ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΛΑΒΙΝΑΣ
ΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1912-1923) ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
διδακτορική διατριβή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008
Επιβλέπων Καθηγητής: Γιάννης Μουρέλος Μέλη Επιτροπής: Ιωάννης Αλεξανδρόπουλος Αγγελική Σφήκα-Θεοδοσίου
Ημερομηνία έγκρισης της διδακτορικής διατριβής:
Η έγκριση της διδακτορικής διατριβής από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος .................................................................................................................1 Βραχυγραφίες ..........................................................................................................7 ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: ΤΑ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ Κεφάλαιο Πρώτο: Γεωγραφική κατανομή και πληθυσμιακή δύναμη του μουσουλμανικού στοιχείου της Ελλάδας.................................................................8 1. Μακεδονία...............................................................................................8 2. Ήπειρος...................................................................................................24 3. Θράκη.....................................................................................................29 4. Νησιά Ανατολικού Αιγαίου....................................................................38 5. Κρήτη......................................................................................................40 6. Θεσσαλία................................................................................................43 7. Οι μουσουλμάνοι και τα κριτήρια εθνικής ταυτότητας στις Νέες Χώρες.....................................................................................44 Κεφάλαιο Δεύτερο: Τα μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμανικών πληθυσμών την περίοδο 1912-1923............................................................49 1. Η μετανάστευση των μουσουλμάνων την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων.....................................................................49 2. Το μεταναστευτικό ρεύμα της περιόδου 1914-1915..............................68 3. Οι αιτίες της μετανάστευσης..................................................................71 4. Πρακτικές και αντιλήψεις της ελληνικής διοίκησης έναντι της μουσουλμανικής μετανάστευσης............................................................90 5. Η μετανάστευση των μουσουλμάνων βάσει των όρων της Σύμβασης των Αθηνών............................................................................99
6. Η παλιννόστηση του μουσουλμανικού πληθυσμού στις Νέες Χώρες....109 7. Μεταναστευτικά ρεύματα μουσουλμάνων από και προς τη Σερβία και τη Βουλγαρία....................................................................................118 ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΤΟ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Κεφάλαιο Τρίτο: Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδας: α) οι διεθνείς συνθήκες β) η νομική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος.....126 1. Όροι μειονοτικής προστασίας του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας την περίοδο 1881-1912...........................................................................127 2. Η Σύμβαση των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913)..................................131 3. Η εφαρμογή των όρων της Σύμβασης των Αθηνών...............................144 4. Η Συνθήκη των Σεβρών περί προστασίας των μειονοτήτων..................157 5. Οι όροι μειονοτικής προστασίας της Συνθήκης της Λωζάννης..............164 Κεφάλαιο Τέταρτο: Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1912-1923...........................................167 1. Το καθεστώς των μουσουλμανικών κτημάτων από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων έως την υπογραφή της Σύμβασης των Αθηνών..168 2. Η μουσουλμανική γαιοκτησία υπό την επίδραση του προσφυγικού προβλήματος και της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις την περίοδο 1914-1915................................................................................................176 3. Εκλογές και μουσουλμανικά κτήματα.....................................................188 4. Το καθεστώς των μουσουλμανικών κτημάτων των Νέων Χωρών την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου....................................................190 5. Μουσουλμανικά κτήματα, εξωτερική πολιτική και εκλογικές σκοπιμότητες: η στάση της κυβέρνησης Βενιζέλου απέναντι στη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1919-1920.............................................................................194 6. Το ζήτημα των μουσουλμανικών κτημάτων την περίοδο των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων (1920-1922)......................................................................202 7. Τα μουσουλμανικά κτήματα ως ανταλλάξιμη περιουσία την περίοδο
1922-1923...............................................................................................207 Κεφάλαιο Πέμπτο: Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο........................................217 1. Το νομικό καθεστώς των εκλογικών αναμετρήσεων...............................218 2. Η ανάδειξη των μουσουλμάνων υποψηφίων και ο καταρτισμός των εκλογικών καταλόγων..............................................................................220 3. Οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915..............................................................223 4. Οι εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915.......................................................232 5. Οι σχεδιαζόμενες εκλογές του φθινοπώρου του 1916.............................239 6. Η περίοδος της βενιζελικής διακυβέρνησης και του μουσουλμανικό εκλογικό σώμα.........................................................................................................241 7. Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.........................................................246 8. Η ερμηνεία της αντιβενιζελικής εκλογικής συμπεριφοράς των μουσουλμάνων..................................................................................256 9. Οι «μνηστήρες» της μουσουλμανικής ψήφου και οι μουσουλμάνοι κομματάρχες.............................................................................................261 10. Η δραστηριότητα των μουσουλμάνων βουλευτών στο ελληνικό Κοινοβούλιο και στις εκλογικές περιφέρειές τους......................................................275 Κεφάλαιο Έκτο: Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων στο πλαίσιο των αντιλήψεων και των πρακτικών της ελληνικής διοίκησης...............................................289 1. Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας και των διεθνών συνθηκών......................................................................290 2. Από τη θεωρία στην πράξη: η κατάσταση της μουσουλμανικής εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες την περίοδο 1912-1923................................................294 3. Γλωσσική και εθνική αφομοίωση: η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα μουσουλμανικά σχολεία...................................................................310 Κεφάλαιο Έβδομο: Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923............................................326 1. Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στις παραμονές της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι (1912-1919)............................................................327 2. Από τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι έως τη Συνθήκη της
Λωζάννης (1919-1923)............................................................................349 3. Τα όρια αντικειμενικότητας και αποτελεσματικότητας του ελληνικού προπαγανδιστικού μηχανισμού................................................................371 Κεφάλαιο Όγδοο: Ο μουσουλμάνος υπήκοος στις αντιλήψεις των φορέων της κεντρικής και τοπικής εξουσίας....................................................................377 1. Η εικόνα για τους νέους υπηκόους.......................................................... 377 2. Μουσουλμάνοι υπήκοοι και ενδεδειγμένες πολιτικές πρακτικές.............390 3. Εφαρμόζοντας τις αντιλήψεις: οι μουσουλμάνοι και η ελληνική διοίκηση στην πράξη...............................................................................................403 ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ: ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Κεφάλαιο Ένατο: Ντόπιοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι γείτονες στις Νέες Χώρες: σχέσεις σύγκρουσης-σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης..................427 1. Σχέσεις σύγκρουσης.................................................................................428 2. Σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης...............................................................470 Κεφάλαιο Δέκατο: Χριστιανοί πρόσφυγες και μουσουλμάνοι γείτονες στις Νέες Χώρες: Σχέσεις σύγκρουση-σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης................. 483 1. Σχέσεις σύγκρουσης.................................................................................485 2. Σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης...............................................................507 ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΜΙΑΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΕΝΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ Κεφάλαιο Ενδέκατο: Κοινωνικές δομές και οργάνωση του μουσουλμανού πληθυσμού..............................................................................516 1. Κοινωνική διαστρωμάτωση και επαγγελματικές δραστηριότητες του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας..............................................516 2. Οργάνωση και λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ελλάδας.............................................................................................532
Συμπεράσματα...........................................................................................................550 Χάρτες.......................................................................................................................554 Φωτογραφίες.............................................................................................................558 Παραρτήματα............................................................................................................565 Πηγές-Βιβλιογραφία..................................................................................................669 Dissertation summary................................................................................................717
1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα έφερε ξανά στο διεθνές προσκήνιο τη γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων εξαιτίας των εθνικών συγκρούσεων, της εκ νέου χάραξης κρατικών συνόρων, των διεκδικήσεων μειονοτήτων, των βιαιοπραγιών και των επιχειρήσεων «εθνοκάθαρσης» εις βάρος πληθυσμιακών ομάδων, της εκστρατείας «ενημέρωσης» για τις δίκαιες διεκδικήσεις της κάθε αντιμαχόμενης πλευράς και εν τέλει εξαιτίας της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων. Το παραπάνω δραματικό σκηνικό είχε στηθεί ξανά στο βαλκανικό χώρο, αυτή τη φορά στις αρχές του ίδιου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος των μειονοτήτων εντός των βαλκανικών εθνικών κρατών αποτέλεσε βασικό θέμα πληθώρας επιστημονικών μελετών, αλλά και δημοσιογραφικών, ευκαιριακών και προπαγανδιστικών εκδόσεων. Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον στράφηκε, μοιραία εξαιτίας των διπλωματικών προστριβών με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο σλαβόφωνο πληθυσμό που διαβιούσε μετά το 1913 εντός των ορίων του ελληνικού κράτους. Παράλληλα, οι ανακατατάξεις στα Βαλκάνια και οι διακυμάνσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δημιούργησαν ανάλογο ενδιαφέρον και για τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Το μεγαλύτερο μέρος της παραπάνω βιβλιογραφικής παραγωγής αποσκοπούσε κυρίως στην προάσπιση εθνικών δικαίων, στη διαφύλαξη εθνικών στερεοτύπων και στη διάψευση των αιτιάσεων της οιασδήποτε «ανθελληνικής» προπαγάνδας, ενώ σε μικρότερο βαθμό απασχόλησε η ενδελεχής μελέτη της ταυτότητας, των προβλημάτων και των σχέσεων με το κράτος και τα μέλη της πλειονότητας του εθνικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά «άλλου». Η επιστημονική ή επιφανειακή αυτή ενασχόληση με τις μειονότητες στον ελληνικό χώρο διαπιστώθηκε ότι δεν αφορούσε την πολυπληθέστερη μειονοτική ομάδα που είχε ενταχθεί στο ελληνικό εθνικό κράτος, το μουσουλμανικό πληθυσμό των ελληνικών Νέων Χωρών ο οποίος τελικά μετανάστευσε σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών της Λωζάννης. Βέβαια τα τελευταία χρόνια οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι αρχίζουν να ανακαλύπτονται από την ελληνική κοινωνία μέσω επιστημονικών μελετών, αλλά και μέσω της λογοτεχνικής παραγωγής, ενώ οι σχέσεις μουσουλμάνων Τούρκων και χριστιανών Ελλήνων αποτέλεσαν ακόμη και
2
αγαπημένο θέμα τηλεοπτικών σειρών 1. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ενδιαφέροντος προσέλκυσε η περίπτωση των μουσουλμάνων της Κρήτης, των επονομαζόμενων Τουρκοκρητικών. Αλλά και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου η τουρκική βιβλιογραφία ασχολείται πλέον με την παρουσία των ελληνικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το δράμα του ξεριζωμού και για τις δύο πληθυσμιακές ομάδες και τη ζωή των μουσουλμάνων ανταλλαξίμων στις παλιές και στις νέες πατρίδες τους, αποδεσμευόμενη πλέον μετά το 1990 από την παράδοση της επίσημης εθνικιστικής Ιστορίας 2. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να αναδείξει βασικές πτυχές της παρουσίας του μουσουλμανικού πληθυσμού στο ελληνικό κράτος την περίοδο από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων έως την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Τα δύο αυτά χρονικά όρια σηματοδοτούν την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος μιας μεγάλης μουσουλμανικής μειονότητας και τη μετανάστευσή της στην Τουρκία, εκτός βέβαια των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και περιοχών της Ηπείρου. Ο σκοπός που τέθηκε εξαρχής ήταν να ερευνηθούν οι αλληλεπιδράσεις που προέκυπταν από δύο ζεύγη σχέσεων: της μουσουλμανικής μειονότητας με την ελληνική διοίκηση και της μουσουλμανικής μειονότητας με το χριστιανικό ντόπιο ή προσφυγικό πληθυσμό. Το βασικό ερώτημα που καλούνταν να απαντήσει η έρευνα για τις παραπάνω σχέσεις αφορούσε το πώς αντιμετωπίστηκε ο πρώην αλλόδοξος «δυνάστης» και συνώνυμο του εχθρού του Ελληνισμού από τους φορείς της ελληνικής κεντρικής και τοπικής εξουσίας καθώς και από τους ντόπιους χριστιανούς πρώην ραγιάδες και από τους χριστιανούς πρόσφυγες θύματα των νεοτουρκικών ή κεμαλικών διώξεων. Επιπλέον, ερευνήθηκε κατά πόσο τα δύο αυτά ζεύγη σχέσεων που περιγράφηκαν παραπάνω επηρεάστηκαν από γεγονότα μιας 1
Ενδεικτικά αναφέρονται οι μελέτες του Mark Mazower (Salonica the city of the ghosts Christians, Muslims and Jews 1430-1950, Λονδίνο 2004) και του Bruce Clark (Twice a stranger. How mass expulsion forged modern Greece and Turkey, Λονδίνο 2006) που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά˙ η συλλογική έκδοση του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων [Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006] και η μετάφραση στα ελληνικά της συλλογής προφορικών μαρτυριών των ανταλλαξίμων από τον Κεμάλ Γιαλτσίν (Μια προίκα αμανάτι. Οι άνθρωποι της Ανταλλαγής, Αθήνα 2000). Όσον αφορά τη λογοτεχνική παραγωγή, σημειώνεται το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, Αθώοι και φταίχτες στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας, Αθήνα 2004 το οποίο αναφέρεται στους ανταλλάξιμους Τουρκοκρητικούς. 2 Στην εξέλιξη αυτή σημαντική είναι η συμβολή του Ιδρύματος Ανταλλαχθέντων της Λωζάννης (Lozan Mübadilleri Vakfı). Για μια χαρτογράφηση της σχετικής με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών βιβλιογραφίας βλ. M. Pekin-Ç. Turan (επιμ.), Mübadelle bibliografyasi. Lozan nüfus mübadelesi ile ilgili yayınlar ve yayımlanmamiş çalişmalar (Βιβλιογραφία της Ανταλλαγής. Εκδόσεις σχετικές με την Ανταλλαγή Πληθυσμών της Λωζάννης και ανέκδοτες μελέτες), Lozan Mübadilleri Vakfı, Ιστανμπούλ 2002.
3
περιόδου γεμάτης ανακατατάξεις και εντάσεις, με κυριότερα τις πολεμικές συγκρούσεις (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Εκστρατεία), την πολιτική διαμάχη του Εθνικού Διχασμού και τις επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Σκοπίμως το θέμα της διατριβής δεν περιορίστηκε σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αλλά περιέλαβε το σύνολο των ελληνικών Νέων Χωρών, εφόσον θεωρήθηκε ότι τα συμπεράσματα που θα προέκυπταν από μια περιορισμένη γεωγραφικά έρευνα δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις βασικές επιδιώξεις που είχαν τεθεί εξαρχής. Η επιλογή αυτή μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να ήταν η αιτία ορισμένων παραλείψεων ή περιορισμένων αναφορών στο μουσουλμανικό στοιχείο κάποιων γεωγραφικών
περιοχών,
χαρακτηριστικών
εντός
ωστόσο της
ίδιας
ανέδειξε της
την
πληθώρα
μουσουλμανικής
των
διαφορετικών
μειονότητας
και
τις
διαφοροποιήσεις όσον αφορά τις σχέσεις της με την ελληνική διοίκηση και το χριστιανικό πληθυσμό. Η δομή που προκρίθηκε αντικατοπτρίζει βεβαίως τους στόχους που επεδίωξε να υλοποιήσει η παρούσα μελέτη. Στην πρώτη ενότητα, ως ένα είδος εισαγωγής, παρουσιάζονται η γεωγραφική κατανομή και ο πληθυσμιακός όγκος της μουσουλμανικής μειονότητας στις ελληνικές Νέες Χώρες με τις αυξομειώσεις που συντελέστηκαν την περίοδο 1912-1923. Η δεύτερη ενότητα πραγματεύεται ποικίλες πτυχές των σχέσεων της ελληνικής διοίκησης με το μουσουλμανικό πληθυσμό του ελληνικού κράτους, ενώ στην τρίτη ενότητα ερευνάται η συμβίωση του μουσουλμανικού στοιχείου με τον ντόπιο ή πρόσφυγα χριστιανό γείτονα. Η τελευταία ενότητα αποτελεί μια προσπάθεια ανασύνθεσης του κοινωνικού βίου των μουσουλμάνων της Ελλάδας τη συγκεκριμένη περίοδο παρουσιάζοντας τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους καθώς και την οργάνωση και λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων ως θεσμού έκφρασης συλλογικής ταυτότητας. Η θεματική της τελευταίας ενότητας, αν και δεν εντάσσεται στη βασική επιδίωξη της μελέτης, επιλέχθηκε για να σκιαγραφηθεί πληρέστερα η παρουσία των μουσουλμάνων εντός των ορίων του ελληνικού κράτους την περίοδο 1912-1923. Οι πηγές οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση της διατριβής με τις παραπάνω καθορισμένες επιδιώξεις αποτελούνταν κυρίως από αρχειακό υλικό που παρήγαγαν οι ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες, όπως υπουργεία, γενικές διοικήσεις, νομαρχίες και άλλες διοικητικές αρχές. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο αρχείο του
4
Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού που για πρώτη φορά χρησιμοποιείται στην ιστορική έρευνα και του οποίου την ταξινόμηση και σύνταξη ευρετηρίου ανέλαβα κατά τη διάρκεια της θητείας μου στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Το συγκεκριμένο αρχείο συγκεντρώνει πληθώρα εγγράφων που αφορούν τις σχέσεις του μουσουλμανικού στοιχείου τόσο με την ελληνική διοίκηση όσο και με το χριστιανικό πληθυσμό. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης ιδιωτικές αρχειακές συλλογές εκπροσώπων της κεντρικής και τοπικής εξουσίας καθώς και υλικό που αντλήθηκε από αρχειακές σειρές του βρετανικού και γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών. Εξαιρετικά χρήσιμη για την προσέγγιση των απόψεων των ίδιων των μουσουλμάνων, ελλείψει άλλων πηγών, ήταν οι προφορικές μαρτυρίες των μουσουλμάνων ανταλλαξίμων που διασώζονται στην τουρκική βιβλιογραφία. Πληροφορίες αντλήθηκαν, επίσης, από τον τοπικό Τύπο της εποχής και ιδιαίτερα για την τελευταία ενότητα από τις εγγραφές εκλογικών καταλόγων και επαγγελματικών οδηγών. Το υλικό που τελικά συγκεντρώθηκε βρισκόταν διάσπαρτο στις αρχειακές ενότητες που μελετήθηκαν, αφού ελάχιστοι φάκελοι υπήρχαν με περιεχόμενο που αφορούσε αποκλειστικά τη μουσουλμανική μειονότητα, γεγονός που καθιστούσε την έρευνα αρκετά επίπονη και χρονοβόρα. Η φύση του υλικού που τελικά χρησιμοποιήθηκε δημιουργούσε αρκετές φορές και διλήμματα περί αντικειμενικότητας των πηγών. Ο κυκεώνας πληροφοριών που παρήγαγαν οι αντιμαχόμενες προπαγάνδες δημιουργεί ένα λαβύρινθο αλληλοκατηγοριών, διαψεύσεων και αντικρουόμενων δηλώσεων που γεννά ερωτήματα κατά πόσον είναι εφικτή η ολοκληρωμένη παρουσίαση των γεγονότων στην πραγματική διάστασή τους. Ο παραπάνω προβληματισμός αντιμετωπίστηκε εν μέρει με την παράθεση πληροφοριών από ποικίλες πηγές. Παράλληλα, το ίδιο το θέμα της διατριβής έθετε ζητήματα περί εθνικά ωφέλιμων ή εθνικά επιζήμιων πληροφοριών και συμπερασμάτων, περί αποδόμησης ή διατήρησης εθνικών στερεοτύπων. Στοχεύοντας αποκλειστικά στην ανάδειξη των πραγματικών πτυχών στις σχέσεις της μουσουλμανικής μειονότητας με την ελληνική διοίκηση και το χριστιανικό πληθυσμό δεν ακολουθήθηκε η ενδεχομένως εθνικά ωφέλιμη εκδοχή της ιστορικής «αλήθειας», ούτε όμως έγινε αυτοσκοπός η αποδόμηση των εθνικών μύθων για να κερδηθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι εντυπώσεις.
5
Στο κείμενο της διατριβής χρησιμοποιήθηκε ο όρος «μουσουλμάνοι» ακόμα και αν στις πηγές της εποχής στις αναφορές για τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών χρησιμοποιούνταν ο όρος «Τούρκοι». Η επιλογή αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι στους κόλπους του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας, τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν είχε διαμορφωθεί μια τουρκική εθνική ταυτότητα και οι διαδικασίες εθνογένεσης είχαν μόλις ξεκινήσει. Η διατήρηση του όρου «Τούρκοι», όταν δηλωνόταν στις πηγές, θα δημιουργούσε τη λανθασμένη αντίληψη περί ύπαρξης μιας τουρκικής εθνοτικής ομάδας στην Ελλάδα πριν από το 1923. Συνειδητά, επίσης, γίνεται αναφορά σε χριστιανούς και όχι σε Έλληνες, εκτός αν αναφέρεται ρητά από τις πηγές, εφόσον στόχος ήταν να αναδειχθεί όλο τα φάσμα αλληλεπιδράσεων στις σχέσεις της μουσουλμανικής μειονότητας όχι μόνο με το ελληνικό στοιχείο αλλά και με τις υπόλοιπες ομάδες του χριστιανικού πληθυσμού των Νέων Χωρών. Σημειώνεται, επίσης, ότι η παράλληλη χρονολόγηση με βάση το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο διατηρήθηκε μόνο στις υποσημειώσεις του κειμένου, όταν αυτές παραπέμπουν σε ελληνικής προέλευσης πρωτογενές υλικό. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της παρούσης μελέτης. Πρώτα πρώτα τον επιβλέποντα καθηγητή της διατριβής Γιάννη Μουρέλο για τις πολύτιμες συμβουλές του, τις παρεμβάσεις του, αλλά και για τη, με κάθε ευκαιρία, εκπεφρασμένη εμπιστοσύνη του. Επίσης, τα υπόλοιπα μέλη της τριμελούς επιτροπής καθηγητές Αγγελική Σφήκα-Θεοδοσίου και Ιωάννη Αλεξανδρόπουλο για τις συμβουλές και τη βοήθειά τους καθώς και τους καθηγητές Λουκιανό Χασιώτη, Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη και Παρασκευά Κονόρτα. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στη διευθύντρια της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους Βάσω Ψιμούλη και στην προϊσταμένη του Τμήματος Ευρετηρίου Μαρία Βακαλοπούλου που μου εμπιστεύτηκαν την ταξινόμηση του αρχείου του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, το οποίο αποτέλεσε και βασική πηγή της διατριβής. Ευχαριστώ, επίσης, τη διεύθυνση και το προσωπικό των Ιστορικών Αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών, των περιφερειακών υπηρεσιών των Γενικών Αρχείων του Κράτους,
του
Ελληνικού
Λογοτεχνικού
Ιστορικού
Αρχείου,
της
Γενναδείου
Βιβλιοθήκης, της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, του Κέντρου Μελέτης Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου
6
Μπενάκη και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλά και τον Απόστολο Παπαδημητρίου για τη βοήθειά τους στη συγκέντρωση του υλικού. Θερμές ευχαριστίες πρέπει να απευθύνω στους φίλους και συναδέλφους της Κεντρικής Υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους και του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου για την πρόθυμη βοήθεια και τις συμβουλές τους. Ευχαριστώ, ακόμη, το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών για την πολύτιμη οικονομική του στήριξη. Τέλος, η διατριβή δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς τη συμπαράσταση, την υπομονή και την ενθάρρυνση των γονιών μου και της συζύγου μου.
7
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΑΚ ΓΑΚ/Κ.Υ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη
Άνευ αριθμού κατατάξεως Γενικά Αρχεία του Κράτους/Κεντρική Υπηρεσία Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών
ΓΔΗ
Γενική Διοίκηση Ηπείρου
ΓΔΜ
Γενική Διοίκηση Μακεδονίας
ΔΙΣ
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
ΕΛΙΑ
Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο
ΙΑΗ
Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου
ΙΑΜ
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας
ΙΑΜΜ
Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
ΙΑΥΕ/Κ.Υ. ΙΑΥΕ/ΚτΕ ΚΝΕ/ΕΙΕ ΜΑΕ ΜΜΑ/ΚΕΜΑ TNA
Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών/ Κεντρική Υπηρεσία Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών/ Κοινωνία των Εθνών Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Ministère des Affaires Étrangerès, France Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα/Κέντρο Έρευνας Μακεδονικού Αγώνα The National Archives, United Kingdom
ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: ΤΑ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Γεωγραφική κατανομή και πληθυσμιακή δύναμη του μουσουλμανικού στοιχείου της Ελλάδας Οι Νέες Χώρες που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό Βασίλειο μετά το 1912 έφεραν την ελληνική διοίκηση αντιμέτωπη με ποικίλες μειονοτικές ομάδες, θρησκευτικές, εθνικές, γλωσσικές. Από αυτές οι μουσουλμάνοι ήταν η πολυπληθέστερη. Στο παρόν κεφάλαιο θα προσδιοριστεί αριθμητικά και γεωγραφικά ο μουσουλμανικός πληθυσμός των Νέων Χωρών δίνοντας βαρύτητα στις στατιστικές πληροφορίες της περιόδου 19121923, αλλά κάνοντας και μια αναδρομή σε στατιστικές προηγούμενων ετών. Παράλληλα, θα επισημανθούν εντός της μουσουλμανικής πληθυσμιακής ομάδας διαφοροποιήσεις που αφορούν τη μητρική γλώσσα, την εθνική καταγωγή και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. 1. Μακεδονία Ο προσδιορισμός του μουσουλμανικού πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας πριν από το 1912 αντιμετωπίζει δύο βασικά προβλήματα: α) βασίζεται σε στατιστικά δεδομένα, η δημιουργία των οποίων εντασσόταν στο πλαίσιο της προπαγάνδας του Μακεδονικού Ζητήματος και κατά συνέπεια εξυπηρετούσε τις σκοπιμότητες των διεκδικητών των μακεδονικών εδαφών, β) δεν είναι δυνατόν να ταυτιστούν απόλυτα οι περιοχές της Μακεδονίας που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1912 με τις διοικητικές διαιρέσεις των βιλαετίων Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης, στα διοικητικά όρια των οποίων περιλαμβανόταν και η «γεωγραφική Μακεδονία» 1. Αν και οι στατιστικές αντιπαραθέσεις αφορούν κυρίως τον καθορισμό του ελληνικού και 1
Η γεωγραφική έκταση της Μακεδονίας, σε γενικές γραμμές και κατά την επικρατέστερη άποψη, εκτείνεται στην περιοχή που συνορεύει προς βορράν με τα όρη που κείνται βορείως των Σκοπίων και το όρος Σκάρδος, προς ανατολάς με τα όρη Ρίλα και Ροδόπη, προς νότον με τις ακτές του Αιγαίου, το όρος Όλυμπος και την οροσειρά της Πίνδου και προς δυσμάς με τις λίμνες Πρέσπα και Αχρίδα.
9
σλαβικού-βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας, ωστόσο στην προσπάθεια να διαμορφωθούν κατάλληλα τα στατιστικά δεδομένα, επηρεάστηκε και ο ακριβής προσδιορισμός του μουσουλμανικού πληθυσμού της περιοχής. Έτσι, στην πρώτη ελληνική στατιστική της Μακεδονίας που συντάχθηκε το 1899 από τον καθηγητή της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κλεάνθη Νικολαΐδη ο μουσουλμανικός πληθυσμός παρουσιαζόταν ελαττωμένος στις περιοχές της νοτιοδυτικής Μακεδονίας και στην παράκτια ζώνη –περιοχές όπου κυριαρχούσε πληθυσμιακά το ελληνικό στοιχείο– ενώ αυξανόταν σε περιοχές όπως η λίμνη της Δοϊράνης, η κοιλάδα της Στρώμνιτσας και το Κρούσεβο –περιοχές όπου κυριαρχούσε πληθυσμιακά το βουλγαρικό στοιχείο 2. Αντίθετα, οι βουλγαρικές στατιστικές, έχοντας κριτήριο σύνταξής τους τη μητρική γλώσσα και όχι την εθνική συνείδηση, όπως οι ελληνικές, συμπεριλάμβαναν στο βουλγαρικό πληθυσμό τους σλαβόφωνους μουσουλμάνους Πομάκους της Ανατολικής Μακεδονίας, κάτι που βέβαια δεν γινόταν από τις ελληνικές στατιστικές 3. Η πιο «προβεβλημένη» στατιστική, παρά την προπαγανδιστική λειτουργία της και τις ασυνέπειές της, για την ανασύσταση της εθνογραφικής πραγματικότητας της Μακεδονίας πριν από το 1912 είναι η στατιστική του Χιλμί Πασά (Hilmi Paşa) 4, σύμφωνα με την οποία στο βιλαέτι του Μοναστηρίου (εκτός των σαντζακίων Δίβρης, Ελμπασάν και της Υποδιοίκησης Κολωνίας) οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 272.100, οι Έλληνες σε 289.800 και οι Βούλγαροι σε 176.500, ενώ στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 482.414, οι Έλληνες σε 287.092 και οι Βούλγαροι σε 223.537 5. Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1906 που δημοσίευσε ο Τούρκος 2
H. Wilkinson, Maps and politics. A review of the ethnographic cartography of Macedonia, Λίβερπουλ 1951, σσ. 121-122, όπου παρατίθενται εκτός από τη στατιστική και τον εθνογραφικό χάρτη του Νικολαΐδη διάφορες στατιστικές και χάρτες που παρουσιάζουν εύγλωττα το στατιστικό πόλεμο γύρω από τη Μακεδονία. Για το ίδιο θέμα βλ. επίσης I. Michailidis, «The war of statistics: traditional recipes for the preparation of the Macedonian salad», East European Quarterly, 32/1 (1998), 9-21. 3 Για τις θέσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας όσον αφορά τους Πομάκους βλ. παρακάτω όταν θα εξεταστούν τα στατιστικά στοιχεία για τη Θράκη. Βλ. επίσης Carnegie Endowment for International Peace, Report of the international Commission to inquire into the causes and conduct of the Balkan Wars, Ουάσινγκτον 1914, σσ. 195 -198 όπου αναφέρεται ότι οι μουσουλμάνοι Πομάκοι του χωριού Γκερβένι θεωρήθηκαν Έλληνες από την ελληνική στατιστική επιτροπή. 4 Γενικός επιθεωρητής της Μακεδονίας από το 1902 υπό την εποπτεία του οποίου διενεργήθηκε το 1905 στατιστική των πληθυσμών της Μακεδονίας. 5 Για τη στατιστική του Χιλμί βλ. Α. Χαλκιόπουλος, Μακεδονία. Βιλαέτια Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, Αθήνα 1910. Πρβλ. J. McCarthy, “Muslims in Ottoman Europe: population from 1800 to 1912”, Nationalities Papers, 28/1 (2000), 29 όπου αναφορά για το πώς παρουσίαζε διαφορετικά τη στατιστική του Χιλμί το κάθε βαλκανικό κράτος. Όσον αφορά την αντικειμενικότητα της στατιστικής και τη σύγχυση της βιβλιογραφίας για το χρόνο, το χώρο και τα αποτελέσματα της απογραφής βλ. Μ. Κοκολάκης, Το ύστερο
10
ιστορικός Kemal Karpat, στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου (αφαιρέθηκαν τα πληθυσμιακά δεδομένα των σαντζακίων Δίβρης και Ελμπασάν) κατοικούσαν 677.573 μουσουλμάνοι (419.604 στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης και 257.969 του Μοναστηρίου) 6. Βέβαια οι αντίπαλοι εθνικισμοί προσήπταν στις οθωμανικές στατιστικές ότι παρουσίαζαν ιδιαίτερα αυξημένο το μουσουλμανικό πληθυσμό 7. Εκτός από τη στατιστική του Χιλμί, δεκάδες στατιστικές παρουσίαζαν η καθεμιά διαφορετική εθνογραφική εικόνα για τη Μακεδονία πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ενδεικτικά γίνεται αναφορά σε μερικές από αυτές δίνοντας τα αριθμητικά δεδομένα για τους μουσουλμάνους της γεωγραφικής Μακεδονίας 8: Έτος
Συντάκτης
Εθνικότητα του Πληθυσμός
στατιστικής
απογραφής
συντάκτη
Μουσουλμάνων
1889
Verkovitch
Σέρβος
240.264
1899
Νικολαΐδης
Έλληνας
576.600
1900
Kancov
Βούλγαρος
499.204
Ελληνική
634.017
Ρουμάνος
1.030.420
Ιταλός
646.500
1904 1905
Nue
Παρατηρήσεις Μόνο Τούρκοι Μόνο Τούρκοι
Constantine 1908
Amadori Virgillj
γιαννιώτικο πασαλίκι. Χώρος, διοίκηση και πληθυσμός στην Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (1820 -1913), Αθήνα 2003, σ. 264 υποσ. 41 και Ι. Δ. Μιχαηλίδης, Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912-1930), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 24. 6 Kemal H. Karpat, Ottoman population 1830-1914. Demographic and social characteristics, Λονδίνο 1985, σ. 166. Η απογραφή ξεκίνησε το 1903 και ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα βλ. Stranford J. Shaw, “The ottoman census system and population, 1831-1914”, International Journal of Middle East Studies, 9/3 (1978), 335. 7 Κλ. Νικολαΐδης, Ιστορίαν του ελληνισμού με κέντρον και βάσιν την Μακεδονίαν, Αθήνα 1923, σ. 590. 8 Τα στοιχεία των στατιστικών αντλήθηκαν από τις εξής πηγές: The complaints of Macedonia, Memoranda, petitions, resolutions, minutes, letters and documents addressed to the League of Nations, 1919-1939, Γενεύη 1979˙ Carnegie Endowment for International Peace, ό.π. σσ. 28-31, 195˙ Altan Deliorman, “Makedonya’da Türk nüfusu meselesi”(το ζήτημα του τουρκικού πληθυσμού στη Μακεδονία), Türk kültürü, 38 (Aralik 1965), 247-253˙ Giovanni Amadori-Virgilj, La Question Rumeliota. (Macedonia, Vecchia Serbia, Albania, Epiro) e la politica Italiana, Bitonto 1908, carte no 1. Ι. Μιχαηλίδης, ό.π., σσ. 1328 και Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, Αθήνα 2007, σσ. 157-166. Η ελληνική στατιστική του 1904 είναι αυτή που δημοσιεύτηκε στο Bulletin d’ Orient και επαναδημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στην παρισινή εφημερίδα Le Temps. Οι χρονιές των στατιστικών του Ivanoff και του V. Sis αναφέρονται στη χρονική περίοδο κατά την οποία παρουσίαζαν την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας και όχι στη χρονιά δημοσίευσης.
11
1912
Ivanoff
Βούλγαρος
548.225
Μόνο Τούρκοι
1912
V. Sis
Τσέχος
520.845
Μόνο Τούρκοι
Οι διαφορές στους αριθμούς των μουσουλμάνων οφείλονται είτε στη διαφορετική αντίληψη των γεωγραφικών ορίων της Μακεδονίας είτε στο κατά πόσο εντάσσονταν στο μουσουλμανικό πληθυσμό οι Αλβανοί και οι Πομάκοι. Όσον αφορά το κομμάτι της Μακεδονίας που ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, οι στατιστικές μελέτες της περιόδου δίνουν μια εικόνα του μουσουλμανικού πληθυσμού λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Έτσι, ο Αλέξανδρος Πάλλης 9 στη στατιστική μελέτη του για τις φυλετικές μεταναστεύσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη την περίοδο 1912-1924, αφού αναφέρει ότι η ελληνική στατιστική του 1904 10 προσδιόρισε τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας σε 404.238, χαρακτηρίζει τον αριθμό αυτό μικρότερο από τον πραγματικό μουσουλμανικό πληθυσμό τον οποίο υπολόγιζε στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων σε 470.000 με 480.000 11. Σύμφωνα πάλι με στατιστική αγνώστου συντάκτη που βρίσκεται στο αρχείο του Φίλιππου Δραγούμη, ο μουσουλμανικός πληθυσμός στην ελληνική Μακεδονία το 1912 ανερχόταν σε 438.945 12. Αντίθετα, την ίδια περίοδο η στατιστική του Ivanoff 13 προσδιόριζε τους Τούρκους της ελληνικής Μακεδονίας σε 314.854 και τους Αλβανούς σε 15.018 14. Η διαμάχη γύρω από την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας συνεχίστηκε και μετά το 1912, με την κάθε πλευρά να παρουσιάζει τα δικά της στατιστικά δεδομένα σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τις επιδιώξεις της βουλγαρικής, ελληνικής, τουρκικής ή σερβικής προπαγάνδας. Από τις στατιστικές αυτές πληροφορίες 9
Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, γενικός γραμματέας της Επιτροπής Περίθαλψης Προσφύγων στη Μακεδονία το 1914-1915, μέλος της μικτής ελληνοβουλγαρικής επιτροπής για την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά το 1919. 10 Η στατιστική δημοσιεύτηκε στο Bulletin d’ Orient και επαναδημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στην παρισινή εφημερίδα Le Temps απηχώντας τις ελληνικές θέσεις για τον πληθυσμό της Μακεδονίας, αφού το περιοδικό Bulletin d’ Orient εκδιδόταν με τη συνδρομή του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. 11 Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924, Αθήναι 1925, σσ. 11-12. 12 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 15, υποφ. 5. 13 Ο Ivanoff ήταν καθηγητής Βουλγαρικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας και το 1906 ως γραμματέας της βουλγαρικής εμπορικής αποστολής στη Θεσσαλονίκη ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Μακεδονίας μελετώντας την εθνογραφία και την ιστορία της. Το 1913 δημοσίευσε μια στατιστική μελέτη του πληθυσμού της Μακεδονίας. 14 Carnegie Endowment for international peace, ό.π. σ. 195, την οποία μάλιστα θεωρεί και πιο κοντά στην πραγματικότητα.
12
παρουσιάζονται αυτές που προέρχονται από την ελληνική πλευρά 15, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ελληνικές στατιστικές θεωρούνται αντικειμενικές και αποδεσμευμένες από προπαγανδιστικές σκοπιμότητες. Η πρώτη επίσημη απογραφή του πληθυσμού των Νέων Χωρών μετά την απελευθέρωση έγινε το 1913 από τη Διεύθυνση Στατιστικής του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, χωρίς ωστόσο να κάνει διαχωρισμό του πληθυσμού ανά εθνικότητα, θρησκεία και μητρική γλώσσα 16. Το ίδιο έτος όμως το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας διενήργησε απογραφή του πληθυσμού της Μακεδονίας με βάση την εθνικότητα-θρησκεία. Στην απογραφή το Γραφείο Εργασίας χρησιμοποίησε εκτός από κρατικούς υπαλλήλους και θρησκευτικούς λειτουργούς ή σημαίνοντα πρόσωπα των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων, τακτική που ακολουθήθηκε και κατά τον καταρτισμό των μητρώων αρρένων της Μακεδονίας 17. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής που εντοπίστηκε στο αρχείο του Στέφανου Δραγούμη 18, οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας ανέρχονταν σε 387.408, αριθμός που θα πρέπει να αυξηθεί κατά 20.000, όσοι δηλαδή ήταν, περίπου, οι μουσουλμάνοι της επαρχίας Κοζάνης, ο πληθυσμός της οποίας δεν συμπεριλαμβάνεται στην απογραφή 19. Επομένως, ο συνολικός αριθμός των μουσουλμάνων στη Μακεδονία το 1913 άγγιζε τις 400.000 (397.408 επί συνόλου 15
Για μια συνολική παρουσίαση των στατιστικών της ελληνικής Μακεδονίας της περιόδου 1912-1923 βλ. Τ. Κωστόπουλος, «Ετερογλωσσία και αφομοιωτικοί σχεδιασμοί: η περίπτωση της ελληνικής Μακεδονίας μετά την απελευθέρωση (1912-1923)», Τα Ιστορικά,19/36 (Ιούνιος 2002), 101-120. 16 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, Αθήνα 1915. 17 Κ.Δ. Ρακτιβάν, Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας (19121913), Θεσσαλονίκη 1951, σ. 50. Βλ. επίσης Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Συλλογή οργανικών διατάξεων, εγκυκλίων και οδηγιών του Γενικού Διοικητού Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1914, σσ. 148-153 18 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 131, Εμπιστευτική, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Γραφείο Εργασίας, Στατιστικός πίνακας με πληθυσμό ανά εθνικότητα στις νομαρχίες της Μακεδονίας. Τμήματα της συγκεκριμένης απογραφής με λεπτομερή καταγραφή του πληθυσμού ανά οικισμό εντοπίζονται για τις επαρχίες Βοδενών και Καρατζόβας στα ΓΑΚ νομού Πέλλας, διοικητικός επίτροπος Βοδενών προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, Έδεσσα 21 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 991, «υποβολή πίνακος απογραφής πληθυσμού περιφέρειας Βοδενών». Για το νομό Δράμας βλ. Ιορδάνα Χατζηισαάκ, «Δημογραφική και εκπαιδευτική κατάσταση του Νομού Δράμας μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας με βάση έγγραφα της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας», Η Δράμα και η περιοχή της. Ιστορία και πολιτισμός, πρακτικά Δ΄ Επιστημονικής Συνάντησης,Δήμος Δράμας, Δράμα 2006, σσ. 433-461. Για τα αναλυτικά αποτελέσματα της απογραφής βλ. πίνακα Ι του παραρτήματος του κεφαλαίου. 19 Για το νομό Κοζάνης (εκτός της Υποδιοίκησης Καϊλαρίων) στατιστικές πληροφορίες μάς δίνει ο πρώτος διοικητικός επίτροπος του νομού μετά την απελευθέρωση Γ. Χωματιανός, βλ. Ο Ανώτερος Διοικητικός Επίτροπος Γεώργιος Χωματιανός προς το επί των ΕσωτερικώνΥπουργείον, προς την Α.Ε. τον Κύριον Υπουργόν της Δικαιοσύνης ως αντιπρόσωπον της Κυβερνήσεως εν Μακεδονία, Έκθεσιν, Γενικήν Επισκόπησιν του Νομού Κοζάνης, Κοζάνη 26 Φεβρουαρίου 1913, όπου σύμφωνα με τη στατιστική του οι μουσουλμάνοι της επαρχίας Κοζάνης ανέρχονταν σε 20.430. Σύμφωνα πάλι με τα αποτελέσματα της επίσημης απογραφής του 1920, οι μουσουλμάνοι της επαρχίας Κοζάνης ανέρχονταν σε 20.207.
13
1.227.478 σύμφωνα με τη συγκεκριμένη στατιστική ή 1.194.902 σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 1913) και αποτελούσε το 33% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής. Το μουσουλμανικό στοιχείο υπερτερούσε πληθυσμιακά στη Νομαρχία Δράμας 20 και στις Υποδιοικήσεις Αρχαγγέλων, Καρατζόβας, Κάτω Θεοδωρακίου, Λαγκαδά, Μαγιαδάγ, Ενωτίας, Καϊλαρίων και Κοζάνης 21. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο πραγματικός μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος από ό,τι τον παρουσίαζε η απογραφή του 1913, αν συνυπολογιστεί η δυσπιστία ή ο φόβος των μουσουλμάνων απέναντι στις ενέργειες των άρτι εγκατεστημένων ελληνικών αρχών, το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι για θρησκευτικούς λόγους απέφευγαν την απογραφή των γυναικών τους, αλλά και η προπαγανδιστική λειτουργία της απογραφής που είχε κάθε λόγο να παρουσιάζει μειωμένο τον αριθμό των αλλοεθνών και ετερόδοξων πληθυσμών. Άλλωστε και ο Πάλλης, οι στατιστικές μελέτες του οποίου ήταν οι σημαντικότερες από ελληνικής πλευράς για την περίοδο του Μεσοπολέμου, σημείωνε ότι ο αριθμός των μουσουλμάνων πάντα παρουσιαζόταν μικρότερος στις απογραφές και ο ίδιος υπολόγιζε τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας το 1913 σε 465.000, οι οποίοι αποτελούσαν το 39% του συνολικού μακεδονικού πληθυσμού 22. Παρά την αδυναμία των στατιστικών του 19121913 να προσδιορίσουν με ακρίβεια το μουσουλμανικό πληθυσμό της ελληνικής Μακεδονίας μια πρόχειρη σύγκρισή τους επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με το βαθμό που επηρέασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι τον πληθυσμιακό όγκο των μουσουλμάνων. Σύμφωνα με τα δεδομένα του Πάλλη περίπου 15.000 μουσουλμάνοι της ελληνικής Μακεδονίας είτε εγκατέλειψαν τις εστίες του είτε έχασαν τη ζωή τους την περίοδο των συγκρούσεων του 1912-1913. Ο αριθμός αυτός αυξάνεται ξεπερνώντας τις 41.000 αν γίνει αντιπαραβολή των στοιχείων της στατιστικής που βρίσκεται στο αρχείο του Φίλιππου Δραγούμη με αυτά της απογραφής του Γραφείου Εργασίας του 1913, ενώ σύμφωνα με άλλους συνδυασμούς στοιχείων των στατιστικών της περιόδου 1912-1913 ο παραπάνω αριθμός αυξάνεται ακόμη περισσότερο.
20
Περιλάμβανε τους σημερινούς νομούς Δράμας και Καβάλας. Οι Υποδιοικήσεις Αρχαγγέλων, Καρατζόβας και Ενωτίας αποτελούν τμήμα του σημερινού νομού Πέλλας. Οι Υποδιοικήσεις Μαγιαδάγ και Κάτω Θεοδωρακίου αποτελούν τμήμα του σημερινού νομού Κιλκίς. Οι Υποδιοικήσεις Καϊλαρίων και Κοζάνης αποτελούν τμήμα του σημερινού νομού Κοζάνης και αυτή του Λαγκαδά του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης. 22 Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη, σσ. 12-14. 21
14
Την εθνολογική κατάσταση της ελληνικής Μακεδονίας του 1915 καταγράφει μια στατιστική (η οποία συγκρίνεται με αντίστοιχη του 1912) που βρίσκεται στο αρχείο του Φίλιππου Δραγούμη, χωρίς όμως να δίνονται στοιχεία για το συντάκτη της 23 καθώς και η στατιστική κατά εθνικότητες του πληθυσμού των νομών Σερρών και Δράμας που διενήργησε η Επιτελική Υπηρεσία Στρατού και δημοσιεύτηκε το 1919 24. Σύμφωνα λοιπόν με τις παραπάνω στατιστικές, οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας το 1915 ανέρχονταν σε 353.300 επί συνόλου 1.285.623 κατοίκων και αποτελούσαν το 28% του πληθυσμού της Μακεδονίας. Ο παραπάνω αριθμός συμφωνεί και με τους υπολογισμούς του Πάλλη για το μουσουλμανικό πληθυσμό της Μακεδονίας στα τέλη του 1914 τον οποίο προσδιόριζε σε 350.000 25. Την επόμενη χρονιά το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι στατιστικές πληροφορίες για την εθνολογική σύνθεση των Νέων Χωρών ώστε να χρησιμοποιηθούν για προπαγανδιστικούς λόγους στο γαλλικό Τύπο 26. Σύμφωνα και με τη στατιστική αυτή που ουσιαστικά είναι μια παραλλαγή των δύο παραπάνω στατιστικών του 1915, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Μακεδονίας ανερχόταν σε 353.300 άτομα 27. Οι μουσουλμάνοι το 1915 συνέχιζαν να είναι πλειοψηφία στο νομό Δράμας (53% επί του συνολικού πληθυσμού του νομού) παρά την εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων 28, ενώ αποτελούσαν το 27% του συνολικού πληθυσμού του νομού Κοζάνης 29, το 20% του νομού Φλώρινας 30, το 22% του νομού Θεσσαλονίκης 31 και το 14% του νομού Σερρών. Στην παραπάνω στατιστική παρέχονται, επιπλέον, πληθυσμιακά δεδομένα για τα μεγάλα αστικά κέντρα της Μακεδονίας ώστε να αποδειχθεί η πληθυσμιακή κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου. Για τον ίδιο σκοπό στη 23
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 15, υποφ. 5. Βλ. επίσης πίνακα ΙΙ στο παράρτημα του κεφαλαίου. 24 Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, Στατιστικοί πίνακες του πληθυσμού κατ’ εθνικότητας των νομών Σερρών και Δράμας, Αθήνα 1919. Βλ. και πίνακα ΙΙΙ του παραρτήματος του κεφαλαίου. 25 Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη, σ. 14. 26 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. Β/55 1912-1917, Κεντρική Υπηρεσία προς την εν Παρισίοις Βασιλική Πρεσβεία, Αθήνα 15/28 Μαρτίου 1916, αρ. πρ. 6541. Η ίδια στατιστική δημοσιεύεται στο Σπ. Δ. Λουκάτος, «Πολιτειογραφικά Θεσσαλονίκης, νομού και πόλης στα μέσα της δεκαετίας του 1910», Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912, Συμπόσιο, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 107-112. 27 Αναλυτικά για τα δεδομένα της στατιστικής βλ. πίνακα IV του παραρτήματος του κεφαλαίου. 28 Συγκεκριμένα υπερτερούσαν πληθυσμιακά στις Υποδιοικήσεις Δράμας και Σαρί Σαμπάν. Για τον αριθμό των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στο νομό Δράμας βλ. τον πίνακα ΙΙΙ του παραρτήματος. 29 Περιλάμβανε τους σημερινούς νομούς Κοζάνης και Γρεβενών. 30 Περιλάμβανε τους σημερινούς νομούς Φλώρινας και Καστοριάς. 31 Περιλάμβανε τους σημερινούς νομούς Θεσσαλονίκης, Πιερίας, Ημαθίας, Πέλλας, Κιλκίς και Χαλκιδικής.
15
στήλη των Ελλήνων συμπεριλήφθηκαν και οι πρόσφυγες (161.272), ενώ αποφεύχθηκε ο διαχωρισμός του ελληνικού πληθυσμού σε ελληνόφωνους και ξενόφωνους. Όσον αφορά τους μουσουλμάνους τα στατιστικά στοιχεία των πόλεων της Μακεδονίας δίνουν τη δυνατότητα να προσδιοριστεί ο αστικός μουσουλμανικός πληθυσμός. Έτσι, το 1915 από τους 353.300 μουσουλμάνους της Μακεδονίας οι 70.128 ζούσαν σε αστικά κέντρα αποτελώντας το 20% του συνολικού μουσουλμανικού πληθυσμού, ενώ το 80% (283.172) ήταν αγροτικός πληθυσμός 32. Οι μουσουλμάνοι δεν αποτελούσαν πλειοψηφία σε καμία πόλη της Μακεδονίας, ενώ η μεγαλύτερη συγκέντρωση μουσουλμανικού αστικού πληθυσμού παρατηρούνταν στην πόλη της Θεσσαλονίκης (30.000) και ακολουθούσαν η Δράμα (9.800), η Καβάλα (9.026), η Φλώρινα (6.227) και η Βέροια (5.064) 33. Τα στατιστικά δεδομένα της περιόδου 1913-1915 αποτυπώνουν τη συνεχή μείωση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Σε σχέση με τα αποτελέσματα της απογραφής που διενήργησε το Γραφείο Εργασίας το 1913 ο μουσουλμανικός πληθυσμός το 1915 ήταν λιγότερος κατά περίπου 44.000. Ωστόσο, δεδομένου, όπως προαναφέρθηκε, ότι η παραπάνω απογραφή δεν ανταποκρινόταν στον πραγματικό αριθμό των μουσουλμάνων της Μακεδονίας, η πληθυσμιακή αιμορραγία του μουσουλμανικού στοιχείου την περίοδο 1913-1914 ήταν μεγαλύτερη από τις 44.000. Η παραπάνω υπόθεση επιβεβαιώνεται από τα στατιστικά δεδομένα του Πάλλη σύμφωνα με τα οποία η πληθυσμιακή διαρροή του μουσουλμανικού στοιχείου της Μακεδονίας την περίοδο 1913-1915 ξεπερνούσε τις 110.000. Η πληθυσμιακή αυτή διαρροή ήταν το αποτέλεσμα του μεταναστευτικού ρεύματος των μουσουλμάνων της Μακεδονίας των ετών 1913-1914. Μια σύγκριση των στατιστικών πληροφοριών του 1913 και 1915 δίνει τη δυνατότητα να προσδιοριστεί και γεωγραφικά η μουσουλμανική μετανάστευση μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Έτσι, ο μουσουλμανικός πληθυσμούς του νομού Θεσσαλονίκης μειώθηκε κατά 44.000 σε σχέση με αυτόν του 1913 εκ των οποίων 15.867 άτομα προέρχονταν από την πόλη της Θεσσαλονίκης, αφού σύμφωνα με τα 32
Την αναλογία αυτή αστικού και αγροτικού μουσουλμανικού πληθυσμού επιβεβαίωσε αργότερα και ο Α. Πάλλης. Σε έκθεσή του το 1923 για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή των πληθυσμών υπολόγιζε τους μουσουλμάνους αστούς στο ένα πέμπτο και τους αγρότες στα τέσσερα πέμπτα του συνολικού μουσουλμανικού πληθυσμού βλ. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο ΙΙο Επιτελικό Γραφείο προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένη η έκθεση Πάλλη που συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Ιουνίου 1923. 33 Αναλυτικά για τα πληθυσμιακά δεδομένα των πόλεων της Μακεδονίας βλ. πίνακα IV του παραρτήματος του κεφαλαίου.
16
αποτελέσματα της απογραφής του 1913 οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 45.867 34. Στο νομό Σερρών η μείωση αυτή ήταν της τάξεως των 13.000 ατόμων. Αντίθετα στους υπόλοιπους νομούς της Μακεδονίας ο μουσουλμανικός πληθυσμός παρουσίαζε μια μικρή αύξηση. Το 1920 έγινε επίσημη απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδας, η οποία δημοσιεύτηκε χωρίς να περιλαμβάνει αποτελέσματα που αφορούσαν την εθνική συνείδηση, τη μητρική γλώσσα και τη θρησκεία των κατοίκων 35. Ωστόσο, στατιστικά δεδομένα της απογραφής του 1920 όσον αφορά τους μειονοτικούς πληθυσμούς της χώρας εντοπίζονται στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών και του Πάλλη. Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 τα οποία απέστειλε το 1923 η Διεύθυνση
Στατιστικής
του
υπουργείου
Εθνικής
Οικονομίας
στο
υπουργείο
Εξωτερικών 36, με την επισήμανση όμως ότι έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν ως προσωρινά, ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανερχόταν το 1920 σε 316.300 37 παρουσιάζοντας μικρή μείωση της τάξης των 37.000 ατόμων σε σχέση με τα στατιστικά δεδομένα του 1915 και αποτελούσε το 29% του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας (1.090.432 σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αποτελέσματα της απογραφής του 1920). Οι μουσουλμάνοι συνέχιζαν να αποτελούν πλειοψηφία στο νομό Δράμας (56%), ενώ αποτελούσαν το 14% του πληθυσμού του νομού Σερρών, το 16% του νομού Θεσσαλονίκης, το 37% του νομού Πέλλας 38, το 41% του νομού Κοζάνης και το 23% του νομού Φλώρινας. Η ελάττωση του μουσουλμανικού στοιχείου την περίοδο 1915-1920 προέρχεται αποκλειστικά από τις περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, αφού σε σχέση με τα στατιστικά στοιχεία του 1915 ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νομού Δράμας παρουσιάζεται 34
Σύμφωνα με την απογραφή της 28ης Απριλίου 1913 που διενήργησε το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, οι Έλληνες ανέρχονταν σε 39.956, οι Ισραηλίτες σε 61.439, οι Οθωμανοί σε 45.867, οι Βούλγαροι σε 6.263 και οι ξένοι σε 4.364. Βλ. Κ. Ρακτιβάν, ό.π., σ. 51˙ Β. Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης κατά το 1913», Μακεδονικά, 23(1983), 88-116 και Ε. Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη. Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κέιμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 330-345. Βλ. επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 27 (απογραφή Θεσσαλονίκης). 35 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19ης Δεκεμβρίου 1920, εν Αθήναις 1921. 36 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Αθήνα 12 Απριλίου 1923, «αποστολή πίνακος με τον αριθμό των μουσουλμάνων στην ελληνική επικράτεια κατά νομούς και μητρική γλώσσα». 37 Αναλυτικά τα αποτελέσματα της απογραφής όσον αφορά τους μουσουλμάνους βλ. πίνακα V του παραρτήματος του κεφαλαίου. 38 Ο νομός Πέλλας δημιουργήθηκε το 1917 σύμφωνα με το διάταγμα 1972 της 29ης Μαρτίου 1917 που εξέδωσε η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης.
17
ελαττωμένος κατά 23.422 άτομα, του νομού Σερρών κατά 4.435 και του νομού Θεσσαλονίκης 39 κατά 21.053. Η παραπάνω γεωγραφικά προσδιορισμένη μείωση του μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν προφανώς το αποτέλεσμα των μεταναστευτικών ρευμάτων της περιόδου 1915-1920 και των απωλειών που προκάλεσαν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τα βουλγαρικά στρατεύματα. Στον αντίποδα, στη Δυτική Μακεδονία ο μουσουλμανικός πληθυσμός παρουσιάζεται αυξημένος σε σχέση με τα πληθυσμιακά δεδομένα του 1915 (κατά 10.568 άτομα στο νομό Κοζάνης και 1.342 στο νομό Φλώρινας), γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στη φυσική πληθυσμιακή αύξηση του μουσουλμανικού στοιχείου, σε ένα μικρό ρεύμα παλιννόστησης μετά το 1919 και στο γεγονός ότι η περιοχή δοκιμάστηκε λιγότερο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε σχέση κυρίως με την Ανατολική Μακεδονία. Τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 είναι ιδιαίτερα σημαντικα, αφού για πρώτη φορά εντοπίζονται ακριβείς πληροφορίες για τη μητρική γλώσσα των μουσουλμάνων, γεγονός που επιτρέπει να προσδιοριστούν γλωσσικές και φυλετικέςεθνοτικές ομάδες στο συμπαγή μουσουλμανικό πληθυσμό της Μακεδονίας, κάτι που θα γίνει αμέσως παρακάτω. Μια άλλη εκδοχή των αποτελεσμάτων της απογραφής του 1920 δίνεται από στατιστικούς πίνακες που διασώζονται στο προσωπικό αρχείο του Πάλλη 40. Σύμφωνα με τους πίνακες αυτούς στους οποίους καταχωρίζεται ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανά οικισμό, οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας ανέρχονταν σε 258.349, αριθμός πολύ μικρότερος σε σχέση με αυτόν που παραθέτει η Διεύθυνση Στατιστικής. Τα στοιχεία των πινάκων του αρχείου Πάλλη για την απογραφή του 1920 είναι ιδιαίτερα προβληματικά, αφού, για παράδειγμα, δεν μπορεί ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Υποδιοίκησης Γρεβενών το 1920 να ήταν 668 άτομα ούτε αυτός της Υποδιοίκησης Ανασέλιτσας 125,
39
Ο νομός Θεσσαλονίκης το 1915 περιλάμβανε και την περιοχή του σημερινού νομού Πέλλας ο οποίος το 1917 αποτέλεσε ξεχωριστό νομό. Για να προσδιοριστεί η μείωση του μουσουλμανικού πληθυσμού στην περιοχή που το 1915 αποτελούσε το νομό Θεσσαλονίκης προστέθηκαν τα σύνολα του μουσουλμανικού πληθυσμού των νομών Πέλλας και Θεσσαλονίκης σύμφωνα με την απογραφή του 1920 και το γενικό σύνολο αφαιρέθηκε από το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού του νομού Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τις στατιστικές του 1915. 40 ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄, στατιστικά των μουσουλμάνων της Ελλάδας σύμφωνα με την απογραφή του 1920 (στα γαλλικά). Αναλυτικά τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 σύμφωνα με τον Πάλλη βλ. πίνακα V του παραρτήματος του κεφαλαίου.
18
εφόσον το 1924 αναχώρησαν 5.632 μουσουλμάνοι από τα Γρεβενά και 7.686 από την Ανασέλιτσα 41. Όμως και τα δεδομένα της απογραφής που απέστειλε η Διεύθυνση Στατιστικής στο υπουργείο Εξωτερικών δεν αποδίδουν με ακρίβεια την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας, αλλά κατά προσέγγιση, όπως άλλωστε σημείωνε και ο διευθυντής της υπηρεσίας χαρακτηρίζοντας τα αποτελέσματα προσωρινά 42. Ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης Α. Λάμπρου επισήμαινε σε έκθεσή του προς το υπουργείο Εσωτερικών ότι η απογραφή του 1920 απέτυχε σε κάποιες περιοχές λόγω της απόκρυψης ιδίως από τους μουσουλμάνους και τους Ισραηλίτες του πραγματικού αριθμού των μελών της οικογένειάς τους 43. Ο Πέτρος Λεκκός –γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών και αποσπασμένος στη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης– δίνει ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων της απογραφής, σημειώνοντας σε έκθεση προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης ότι η απογραφή του 1920 προσδιόρισε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης σε 48.000 ενώ στην πραγματικότητα έφταναν τις 70.000 44. Στην Υποδιοίκηση Καϊλαρίων πάλι, σύμφωνα με τη Γενική Διοίκηση ΚοζάνηςΦλώρινας, οι μουσουλμάνοι απειθάρχησαν απέναντι στους νόμους του κράτους και τις αρχές κατά τη διάρκεια της απογραφής, με αποτέλεσμα αυτή να ματαιωθεί σε μερικά χωριά της επαρχίας 45. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας θα πρέπει να ήταν περισσότεροι από τους 316.300 που κατέγραψε η απογραφή του 1920, κάτι που συμμερίζεται και ο Πάλλης στη μελέτη του για τις φυλετικές μεταναστεύσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, αφού υπολόγιζε το μουσουλμανικό πληθυσμό της Μακεδονίας κατά την απογραφή του 1920 σε 350.000 46. 41
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, Φ. 69 «Ανταλλαγή Πληθυσμών», όπου και πίνακες με την αναχώρηση των μουσουλμάνων από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης το 1924 ανά μήνα. Επίσης, Ε. Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 71. 42 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Αθήνα 12 Απριλίου 1923, «αποστολή πίνακος με τον αριθμό των μουσουλμάνων στην ελληνική επικράτεια κατά νομούς και μητρική γλώσσα». 43 Ι. Δ. Μιχαηλίδης, ό.π., σ. 214 όπου η έκθεση του γενικού διοικητή Μακεδονίας προς το υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 31 Μαΐου 1923, αρ. εμπ. πρ. 542. 44 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 28 Απριλίου 1923, αρ. εμπ. 105 όπου συνημμένο αντίγραφο της έκθεσης του Λεκκού προς το γενικό διοικητή Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 31 Μαρτίου 1923. 45 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 32, υποφ. 6, η Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς το επί των Στρατιωτικών, των Εσωτερικών και των Εξωτερικών Υπουργείον, Κοζάνη 15/28 Ιανουαρίου 1921, αρ. πρ. 4. βλ. επίσης εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 25 Δεκεμβρίου 1920/7 Ιανουαρίου 1921. 46 Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη, σ. 15.
19
Οι επόμενες στατιστικές πληροφορίες για το μουσουλμανικό πληθυσμό της Μακεδονίας δίνονται το 1923, τις παραμονές της Ανταλλαγής Πληθυσμών, όταν η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να προσδιορίσει με ακρίβεια τον αριθμό των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων. Την άνοιξη του 1923 ο Λεκκός σε έκθεση που απέστειλε στο γενικό διοικητή Μακεδονίας Λάμπρου συμπεριέλαβε στατιστική της εθνολογικής σύνθεσης της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας ανά υποδιοίκηση δίνοντας, παράλληλα, στοιχεία για τη μητρική γλώσσα των πληθυσμιακών ομάδων 47. Η στατιστική του Λεκκού δίνει περίπου τον ίδιο αριθμό για το μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας με αυτόν των αποτελεσμάτων της απογραφής του 1920, ενώ παρέχοντας πληθυσμιακά δεδομένα ανά υποδιοίκηση επιτρέπει τον προσδιορισμό των περιοχών εκείνων όπου συγκεντρωνόταν το μουσουλμανικό στοιχείο 48. Έτσι, οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν πλειοψηφία στις Υποδιοικήσεις Καϊλαρίων (71%), Καρατζόβας (65%) και Κιλκίς (78%) 49, ενώ αποτελούσαν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού των Υποδιοικήσεων Κοζάνης (40%) και Λαγκαδά (43%). Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η επικείμενη Ανταλλαγή Πληθυσμών υποχρέωνε τις ελληνικές αρχές να συγκεντρώσουν στατιστικά δεδομένα απαραίτητα για τη διαδικασία της ανταλλαγής και της εγκατάστασης των προσφύγων. Έτσι, οι τοπικές αρχές το 1923 κατάρτισαν πίνακες με τους αμιγείς μουσουλμανικούς οικισμούς της δικαιοδοσίας τους, τον αριθμό των κατοίκων τους και τον αριθμό των οικιών τους. Τα ίδια στοιχεία δίνονται και για τους μικτούς οικισμούς που περιλάμβαναν ένα ποσοστό μουσουλμανικού πληθυσμού 50. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία εκτός από τον αριθμό του μουσουλμανικού πληθυσμού μπορεί να προσδιοριστεί κατά πόσο οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας κατοικούσαν σε αμιγείς ή μικτούς οικισμούς λίγο πριν από τις ριζικές 47
Η στατιστική του Π. Λεκκού εντοπίστηκε στο αρχείο του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, φ. 737, Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού προς το υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 28 Απριλίου 1923, αρ. εμπ. 105 όπου συνημμένο αντίγραφο της έκθεσης του Λεκκού προς το γενικό διοικητή Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 31 Μαρτίου 1923. Την ίδια στατιστική χρησιμοποίησε και ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης σε έγγραφό του προς το υπουργείο Εσωτερικών και η οποία δημοσιεύεται στη διδακτορική διατριβή του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη, ό.π., σσ. 214-220. Βλ. επίσης Βλάσης Βλασίδης, Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και η δράση της στην ελληνική Μακεδονία στον Μεσοπόλεμο 19191928, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 177 όπου πληροφορίες και αξιολόγηση της στατιστικής του Λεκκού. 48 Αναλυτικά τα αποτελέσματα της στατιστικής του Λεκκού βλ. πίνακα VI του παραρτήματος του κεφαλαίου. 49 Δεν υπολογίζονται οι πρόσφυγες. 50 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3, υποφ. 2.
20
αλλαγές στον εθνολογικό χάρτη της περιοχής. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι στην περιοχή της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας οι μουσουλμάνοι σε ποσοστό 52% κατοικούσαν στους 288 αμιγείς μουσουλμανικούς οικισμούς και 48% στους 225 μικτούς, ενώ στην Ανατολική Μακεδονία το 62% κατοικούσε στους 250 αμιγείς μουσουλμανικούς οικισμούς και το 38% στους 112 μικτούς 51. Τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 καθώς και η στατιστική του Λεκκού δίνουν σαφείς πληροφορίες για τις διαφοροποιήσεις όσον αφορα τη μητρική γλώσσα του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Η πλειονότητα των μουσουλμάνων είχε μητρική γλώσσα την τουρκική (264.400), ωστόσο 13.000 μουσουλμάνοι δήλωσαν ως μητρική γλώσσα τη «μακεδονική», 12.800 την αλβανική, 11.700 την ελληνική, 7.800 τη βουλγαρική, 1.200 τα βλάχικα, ενώ υπήρχαν και 5.400 Αθίγγανοι 52. Η διαφορετικότητα στην ομιλούμενη γλώσσα υποδήλωνε σε αρκετές περιπτώσεις και διαφορετική φυλετική και ίσως εθνική καταγωγή, αν και για την τότε επίσημη ελληνική θέση η γλώσσα δεν αποτελούσε κριτήριο εθνικής ταυτότητας, θέση που ευνοούσε την εθνική ενσωμάτωση των
μη
ελληνόφωνων
αλλά
χριστιανικών
πάντα
πληθυσμών.
Σκόπιμα
δεν
χρησιμοποιείται ο όρος ελληνικής ή βουλγαρικής εθνικής συνείδησης ή εθνικότητας, αφού η περίοδος 1912-1923 αποτελεί το μεταίχμιο της μετάβασης από τον προσδιορισμό του πληθυσμού με βάση το οθωμανικό σύστημα των μιλλέτ σε εκείνο που όριζαν οι βαλκανικοί εθνικισμοί των αρχών του 20ού αιώνα. Άλλωστε η χρήση των όρων εθνική συνείδηση και εθνική ταυτότητα ιδιαίτερα για τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών δεν θα απηχούσε την τότε πραγματικότητα και θα οδηγούσε σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Οι τουρκόφωνοι πληθυσμοί χωρίζονταν σε δύο μεγάλες ομάδες: τους απογόνους των νομάδων Γιουρούκων που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Δράμας, των Σερρών, του Κιλκίς και των Γιαννιτσών και τους Κονιάρους που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Μακεδονία και κυρίως στο νομό Κοζάνης 53. Οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι
51
Βλ. πίνακες VIIα-γ του παραρτήματος του κεφαλαίου. Για τη γλωσσική Βαβέλ των Βαλκανίων της περιόδου, βλ. Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου, «Βαλκανική Βαβέλ», στο Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Γλώσσες, αλφάβητα και εθνική ιδεολογία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, Αθήνα 1999, σσ. 31-37. 53 A. Popovic, L'Islam Balkanique. Les musulmans du sud-est europeen dans la periode post-ottomane, Βερολίνο 1986, σ. 138˙ A. Toumarkine, Les migrations des populations Musulmanes Balkaniques en Anatolie (1876-1913), Cahiers du Bosphore XIII, Κωνσταντινούπολη 1995, σ. 13 και P. Konortas, Les 52
21
που δήλωναν μητρική γλώσσα τη βουλγαρική ή τη «μακεδονική» προέρχονταν από εξισλαμισμούς σλαβοφώνων ή από μετακινήσεις πληθυσμών. Σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα της περιόδου, οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι της ελληνικής Μακεδονίας τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων ανέρχονταν σε 40.921 54. Στη Δυτική Μακεδονία σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι εντοπίζονταν στους σημερινούς νομούς Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας. Σύμφωνα με την απογραφή του 1920, 1.400 σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι (800 με βουλγαρική μητρική γλώσσα και 600 με μακεδονική) κατοικούσαν στις Υποδιοικήσεις Φλώρινας και Καστοριάς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Margaret Hasluck 55, οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι, τους οποίους χαρακτήριζε «Βούλγαρους Μουσουλμάνους», συγκεντρώνονταν κυρίως ανατολικά της πόλης της Καστοριάς και γύρω από το Νεστόριο 56. Όμως η μεγαλύτερη συγκέντρωση σλαβόφωνων μουσουλμάνων παρατηρούνταν στο νομό Πέλλας και συγκεκριμένα στην Υποδιοίκηση Καρατζόβας όπου συγκεντρώνονταν 12.400 μουσουλμάνοι με μητρική γλώσσα τη μακεδονική και 2.800 με μητρική γλώσσα τη βουλγαρική, γνωστοί ως Τσιτάκηδες (Çitaklar). Ο σλαβόφωνος πληθυσμός της Καρατζόβας εκτός από τους εξισλαμισμούς του ντόπιου πληθυσμού προερχόταν και από εγκατάσταση στην περιοχή μουσουλμανικών σλαβόφωνων πληθυσμών μετά το 1878 57. Στην Ανατολική Μακεδονία και στο νομό Δράμας το 1920 4.800 μουσουλμάνοι δήλωναν μητρική musulmans en Grèce entre 1821 et 1912, École des Hautes Études en Sciences Sociales, Παρίσι 1980, σσ. 51-52 54 Ömer Turan, “Pomaks, their past and present”, Journal of Muslim Minority Affairs, 19/1 (1999), 73-74, όπου παρατίθενται και οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό των «Πομάκων», όπως ονομάζονταν από πολλές στατιστικές έρευνες όλοι οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι και όχι μόνο οι Πομάκοι της σημερινής Δυτικής Θράκης και Βουλγαρίας, από διάφορες στατιστικές πηγές: Verkovic (1889) 144.051, Weigard (1898) 100.000, Kancov (1900) 148.800, Ivanov (1915) 150.000, V. Sis (1918) 150.030. 55 Σκωτσέζα ανθρωπολόγος και σύζυγος του επίσης ανθρωπολόγου F. W. Hasluck. Εργάστηκε στη Βρετανική Σχολή των Αθηνών και ασχολήθηκε με τη λαϊκή παράδοση των Βαλκανίων, ιδιαίτερα της Αλβανίας και του μακεδονικού χώρου. 56 M. Hasluck-G. M. Morant, “Measurements of Macedonian men”, Biometrika, 21/1-4 (1929), 322-336 όπου συνημμένος χάρτης με την εθνολογική εικόνα της Δυτικής Μακεδονίας το 1923˙ J. Cvijic, “The geographical distribution of the Balkan peoples”, Geographical Review, 5/5 (May, 1918), 345-361 και Δ. Λιθοξόου, Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα, Αθήνα 1992, συνημμένος χάρτης με εθνολογική σύνθεση Δυτικής Μακεδονίας. 57 M. Hasluck-G. M. Morant, ό.π., σ. 324 και συνημμένος χάρτης με την εθνολογική εικόνα της Δυτικής Μακεδονίας το 1923˙ A. Popovic, ό.π., σ. 138 όπου αναφέρει ότι οι μουσουλμάνοι Σλάβοι της Έδεσσας εγκαταστάθηκαν μετά το 1878 και Κ. Δ. Καραβίδα, «Μελέτη επί της καταστάσεως των επί του Βόρρα (Καϊμάκτσαλαν) και περί την Έδεσσαν πληθυσμών», Πολιτική Επιθεώρηση, 44 (Απρίλιος 1921), 716 όπου χαρακτηρίζει τους μουσουλμάνους της Έδεσσας αυτόχθονες Μακεδόνες που μιλούν το ντόπιο ιδίωμα και προέρχονται από εξωμότες. Πρβλ. Α. Ιορδάνογλου, «Οθωμανικές Επετηρίδες (Σαλναμέ) του Βιλαετίου Μοναστηρίου», Μακεδονικά, τ. 29(1993-1994), 312 όπου αναφορά για εγκατάσταση μουσουλμάνων στο βιλαέτι Μοναστηρίου μουσουλμάνων από την Ανατολική Ρωμυλία.
22
γλώσσα τη βουλγαρική. Πρόκειται για τους Πομάκους της Δράμας που γύρω στο 1880 υπολογίζονταν περίπου σε 3.000 58. Ο μουσουλμανικός αλβανικός πληθυσμός της Μακεδονίας συγκεντρωνόταν στο νομό Φλώρινας (10.200 από τους 12.800 της Μακεδονίας) και σε μικρότερο αριθμό στο νομό Θεσσαλονίκης (1.900) και στο νομό Δράμας (300) καθώς και διάσπαρτοι στους υπόλοιπους νομούς της Μακεδονίας 59. Μετά το 1923 παρέμειναν στη Μακεδονία περίπου 1.700 μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής που εξαιρέθηκαν από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών 60. Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι (11.600) ήταν οι Βαλαάδες των Υποδιοικήσεων Ανασέλιτσας και Γρεβενών του νομού Κοζάνης οι οποίοι προέρχονταν από εξισλαμισμούς ελληνικών πληθυσμών της περιοχής 61. Βλαχόφωνοι μουσουλμάνοι εντοπίζονταν μόνο στην περιοχή της Καρατζόβας (γι’ αυτό και ήταν γνωστοί ως Καρατζοβαλήδες) και προέρχονταν από τον εξισλαμισμό των κατοίκων των Νοτίων το 1759 62. Το εθνολογικό παζλ του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας συμπληρώνεται με τους 5.400 Αθίγγανους που συγκεντρώνονταν, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1920, κυρίως στους νομούς Θεσσαλονίκης (2.300) και Δράμας (1.000) και σε μικρότερες ομάδες στους νομούς Πέλλας (800), Σερρών (700) και Φλώρινας (600) 63. Στις παραπάνω ομάδες του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας θα πρέπει να προστεθούν οι Ντονμέδες, δηλαδή οι εξισλαμισμένοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης που 58
A. Popovic, ό.π., σ. 138 και P. Konortas, Les musulmans, σ. 52. Αναλυτικά για τους Αλβανούς μουσουλμάνους της Μακεδονίας βλ. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3, υποφ. 2 όπου πίνακες με τους μουσουλμάνους κατοίκους ανά υποδιοίκηση και πίνακες με τους Αλβανούς κατοίκους και την κτηματική ιδιοκτησία τους. Βλ. επίσης Δ. Λιθοξόου, ό.π., όπου συνημμένος χάρτης με την εθνολογική σύνθεση της Δυτικής Μακεδονίας˙ A. Popovic, ό.π., σ. 138 και P. Konortas, Les musulmans, σ. 52 όπου αναφέρεται ότι οι Αλβανοί μουσουλμάνοι της βορειοδυτικής Μακεδονίας μιλούσαν παράλληλα και ελληνικά. Πρβλ. τη στατιστική του Ivanoff όπου οι Αλβανοί της Μακεδονίας υπολογίζονται σε 15.108. 60 Α. Πάλλης, Στατιστική Μελέτη, σ. 16. 61 Για τους Βαλαάδες βλ. Μ.Α Καλινδέρης, «Συμβολή εις την μελέτην του θέματος των Βαλαάδων», Μακεδονικά, 17(1977), 315-366˙ Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969, σσ. 319-327 και M. Hardie-Hasluck, «Christians survivals among certain Moslem subjects of Greece», Contemporary Review, 698 (February 1924), 225-232. Σήμερα στην Τουρκία απόγονοι των Βαλαάδων κατοικούν κυρίως σε χωριά της Κωνσταντινούπολης και στην περιοχή του Ικονίου. 62 T. Kahl, “The Islamisation of the Meglen Vlachs (Megleno-Romanians): The village of Nânti (Notia) and the Nântinets in Present-Day Turkey”, Nationalities Papers, 34/1 (March 2006), 71-90˙ Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 328˙ εφημ. Έδεσσα, 15/28 Μαρτίου 1919 άρθρο με τίτλο «Έθιμα Καρατζόβας, ο ευαγγελισμός και οι Τούρκοι» και S. Skendi, “Crypto-Christianity in the Balkan Area under the Ottomans”, Slavic Review, 26/2 (1967), 244. Σήμερα απόγονοί τους κατοικούν σε οικισμούς της Ανατολικής Θράκης, όπως τα Μάλγαρα. 63 Πιο συγκεκριμένα για τις περιοχές όπου κατοικούσαν Αθίγγανοι βλ. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3, υποφ. 2 όπου πίνακες με τους μουσουλμάνους κατοίκους ανά υποδιοίκηση. 59
23
ανέρχονταν περίπου στις 15.000 64. Παράλληλα στη Μακεδονία η οθωμανική διοίκηση εγκατέστησε μουσουλμανικούς πληθυσμούς Βοσνίων και Τσερκέζων από τις περιοχές που πέρασαν στον έλεγχο της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας κατά το 19ο αιώνα 65. Εκτός από τις διαφοροποιήσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού όσον αφορά τη μητρική γλώσσα και τη φυλετική καταγωγή, διαφορές υπήρχαν και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η πλειονότητα των μουσουλμάνων της Μακεδονίας ακολουθούσε το σουνιτικό Ισλάμ, ωστόσο υπήρχαν και οπαδοί του μπεκτασισμού, αλλά και Μεβλεδήδες. Τον μπεκτασισμό ακολουθούσαν κυρίως οι μουσουλμάνοι που προέρχονταν από εξισλαμισμούς εφόσον δεν είναι τόσο δογματικά αυστηρός όσο το σουνιτικό Ισλάμ και χρησιμοποιεί στο τυπικό και στη λατρεία στοιχεία που θυμίζουν το χριστιανισμό 66. Έτσι, Μπεκτασήδες ήταν κυρίως οι Αλβανοί, οι Πομάκοι, οι Βαλαάδες και λίγοι Τούρκοι, ενώ τεκέδες Μπεκτασήδων συναντώνταν σε όλη τη Μακεδονία 67. Η Ανταλλαγή των Πληθυσμών σημαίνει και το τέλος της παρουσίας του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Μακεδονία. Την περίοδο 1923-1924 348.000 (για την ακρίβεια 347.562) μουσουλμάνοι της Μακεδονίας μεταφέρθηκαν στην Τουρκία και η «μακεδονική σαλάτα» έχασε ένα από τα βασικά συστατικά της, το μουσουλμανικό πληθυσμό, ο οποίος το 1926 ανερχόταν σε 2.000 άτομα και αποτελούσε το 0,1% του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας 68. 64
Η κοινότητα των Ντονμέδων προήλθε από τον εξισλαμισμό του ραβίνου Sabbataï Zevi και των οπαδών του στα μέσα του 17ου αιώνα. Στα τουρκικά dönme σημαίνει αρνησίθρησκος, βλ. A. Popovic, ό.π., σ. 138˙ A. Toumarkine, ό.π., σ. 15 και François Georgeon, «Η “Σελανίκ” των μουσουλμάνων και των ντονμέδων», Θεσσαλονίκη 1850-1918. Η πόλη των Εβραίων και η αφύπνιση των Βαλκανίων, μτφρ. Γ. Καλαμαντής, Αθήνα 1994, σσ. 127-130. 65 A. Toumarkine, ό.π., σσ. 15-16, 37 και P. Konortas, Les musulmans, σ. 52. 66 Γενικά για τον μπεκτασισμό και τις χριστιανικές επιδράσεις σε αυτόν βλ. Ε. Ζεγκίνης, Ο μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη. Συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο, Θεσσαλονίκη 2001². 67 F. W. Hasluck, Christianity and Islam under the Sultans, vol. II, Οξφόρδη 1929˙ A. Toumarkine, ό.π., σσ.16-18 και A. Popovic, ό.π., σσ. 140-141. Τεκές υπήρχε στα δυτικά προάστια της Θεσσαλονίκης ο οποίος καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, στην είσοδο της πόλης της Καστοριάς, στην Όντρα και τη Βουδουρίνα (Ν. Σπάρτη) της Ανασέλιτσας, τρεις τεκέδες υπήρχαν στην περιοχή βόρεια της πόλης της Κοζάνης –στη Τζούμα (Χαραυγή), πάνω από το χωριό Τοπτσιλάρ (Αγ. Δημήτριος) και ανάμεσα στα χωριά Κιοσελέρ (Κίσσα) και Σοφουλάρ (Καπνοχώρι)–, στην Ελασσόνα και στην Κατερίνη. 68 Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη, σσ. 8, 16 και ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Β΄-Γ΄, σημείωμα του Α. Πάλλη για τον αριθμό των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν την Ελλάδα την περίοδο 1912-1924, Αθήνα 8 Απριλίου 1926˙ D. Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Παρίσι 1962, σ. 134 και St. P.Ladas, The exchange of minorities Bulgaria, Greece and Turkey, Νέα Υόρκη 1932, σσ. 438-439. Από τους μουσουλμάνους που παρέμειναν μετά το 1923 1.700 ήταν αλβανικής καταγωγής οι οποίοι εξαιρέθηκαν της Ανταλλαγής.
24
2. Ήπειρος Τα προβλήματα που επισημάνθηκαν παραπάνω για τα στατιστικά δεδομένα του πληθυσμού της Μακεδονίας πριν από το 1912 ισχύουν σε ένα βαθμό και στην περίπτωση της Ηπείρου. Οι πληροφορίες λοιπόν για τον πληθυσμιακό όγκο των μουσουλμάνων της Ηπείρου πριν από το 1912 είναι συγκεχυμένες τις περισσότερες φορές σκόπιμα ώστε να ανταποκριθούν στις προθέσεις αλυτρωτικών σχεδιασμών και προπαγανδιστικών εκστρατειών 69. Από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία πριν από το 1912 θα γίνει προσπάθεια να προσδιοριστεί ο μουσουλμανικός πληθυσμός της περιοχής του βιλαετίου των Ιωαννίνων που περιήλθε στην Ελλάδα (σαντζάκια Ιωαννίνων, Πρέβεζας και Ρεσαδιέ). Η οθωμανική απογραφή του 1906 κατέγραψε 42.031 μουσουλμάνους στα σαντζάκια Ιωαννίνων και Πρέβεζας (περιλαμβάνονται και περιοχές εκτός της σημερινής ελληνικής Ηπείρου) 70, αριθμό τον οποίο προσεγγίζει (41.000) και η στατιστική του Amadori-Virgilj 71. Το 1905 ο Χρήστος Χρηστοβασίλης –Ηπειρώτης αγωνιστής, λογοτέχνης και γιος σημαίνοντος προκρίτου– υπολόγιζε τους μουσουλμάνους στα σαντζάκια Ιωαννίνων και Πρέβεζας σε 37.750 72. Σύμφωνα με στοιχεία υπηρεσιακής στατιστικής του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών του 1906 ο μουσουλμανικός πληθυσμός των σαντζακίων Ιωαννίνων, Πρέβεζας και Ρεσαδιέ ανερχόταν σε 51.328 άτομα και αποτελούσαν περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού (252.800) των τριών σαντζακιών 73. Αντίθετα, οι στατιστικές πληροφορίες που συγκέντρωσαν οι κατά τόπους 69
Αναλυτικά για τα πληθυσμιακά δεδομένα της περιοχής της Ηπείρου την περίοδο πριν από το 1913 βλ. Μ. Κοκολάκης, ό.π., σσ. 257-339. 70 K. Karpat, ό.π., σ. 166. 71 Giovanni Amadori-Virgilj, ό.π., carte no 1. 72 Χ. Χρηστοβασίλη, Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, εν Αθήναις 1905, σσ. 29-34. 73 Το σαντζάκι των Ιωαννίνων αποτελούνταν από τους καζάδες των Ιωαννίνων, του Μετσόβου, της Κόνιτσας και του Λεσκοβικίου και κατοικούνταν σύμφωνα με τα δεδομένα της στατιστικής από 13.416 μουσουλμάνους (ελληνόφωνους, αλβανόφωνους και Αθίγγανους). Το σαντζάκι της Πρέβεζας αποτελούνταν από τους καζάδες της Πρέβεζας και του Λούρου και κατοικούνταν από 2.910 μουσουλμάνους (ελληνόφωνους και Αθίγγανους). Το σαντζάκι Ρεσαδιέ αποτελούνταν από τους καζάδες Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς και κατοικούνταν από 35.002 μουσουλμάνους (ελληνόφωνους, αλβανόφωνους και Αθίγγανους). Πάντως η στατιστική πρέπει να διαμορφώθηκε μετά το 1910, αφού τότε συστάθηκε το σταντζάκι Ρεσαδιέ. Βλ. Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος, σσ. 29-30 και 167-168 όπου αναλυτικά τα αποτελέσματα της στατιστικής. Για την κριτική των δεδομένων της στατιστικής βλ. Μ. Κοκολάκης, ό.π., σσ. 289-291. Στη στατιστική αυτή του 1906 πρέπει να βασίζεται και μια στατιστική του βιλαετίου των Ιωαννίνων που βρίσκεται στο αρχείο του Στέφανου Σκουλούδη προοριζόμενη να στηρίξει τις ελληνικές
25
μητροπολίτες και δημοσιεύτηκαν –σε αντιπαραβολή με στατιστικούς πίνακες που βασίζονται στα «βιβλία της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου του 1912»– στην εφημερίδα Ήπειρος τον Αύγουστο του 1913 υπολόγιζαν το μουσουλμανικό πληθυσμό των σαντζακίων Ιωαννίνων, Πρέβεζας και Ρεσαδιέ σε 45.133 άτομα, αριθμός που αποτελούσε το 17% του συνολικού πληθυσμού (259.384) των τριών σαντζακίων 74. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η πρώτη επίσημη απογραφή του πληθυσμού της Ηπείρου μετά την απελευθέρωσή της διενεργήθηκε το 1913 από τη Διεύθυνση Στατιστικής χωρίς όμως το διαχωρισμό του πληθυσμού με βάση την εθνικότητα, τη θρησκεία και τη μητρική γλώσσα. Μόνο για την πόλη των Ιωαννίνων υπάρχουν στοιχεία για την εθνολογική της σύνθεση το 1913 από τα αποτελέσματα της απογραφής που δημοσίευσε η εφημερίδα Ήπειρος τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και σύμφωνα με τα οποία από τους 16.528 κατοίκους της πόλης οι 11.842 ήταν χριστιανοί, οι 2.184 μουσουλμάνοι και οι 2.502 Εβραίοι 75. Οι πρώτες στατιστικές πληροφορίες για τους μουσουλμάνους της Ηπείρου μετά την απελευθέρωση εντοπίζονται το 1916 στη στατιστική που απέστειλε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι 76. Κατά την παραπάνω στατιστική οι μουσουλμάνοι των νομών Ιωαννίνων και Πρέβεζας ανέρχονταν σε 43.002 και αποτελούσαν το 18% του συνολικού πληθυσμού (231.607) της Ηπείρου. Οι μουσουλμάνοι ήταν πλειοψηφία μόνο στην Υποδιοίκηση Μαργαριτίου (54%), ενώ ανέρχονταν στο 36% των κατοίκων της Υποδιοίκησης Φιλιατών 77.
διεκδικήσεις στις διαπραγματεύσεις του Λονδίνου το 1913 – ο Σκουλούδης ήταν μέλος της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο. Βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Σκουλούδη, φ. 12, υποφ. 3, «στατιστικός πίναξ πληθυσμού Βιλαετίου Ιωαννίνων». 74 Εφημ. Ήπειρος, 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου 1913. Οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 10.634 στο σαντζάκι των Ιωαννίνων, 2.996 στο σαντζάκι Πρέβεζας και σε 31.503 σε αυτό του Ρεσαδιέ. Ανάλογος αριθμός (45.040) δίνεται και από τον πίνακα των βιβλίων της οθωμανικής Γενικής Διοίκησης Ηπείρου (Σαλναμέ) το 1912. Βλ. επίσης Μ. Κοκολάκης, ό.π., σ. 277 όπου χαρακτηρίζει τη στατιστική των μητροπολιτών χαμηλότατης αξιοπιστίας και η οποία στην ουσία προέρχεται από διορθώσεις των επίσημων οθωμανικών στοιχείων, τα οποία παρουσιάζουν μεγαλύτερο το χριστιανικό πληθυσμό, όπως για παράδειγμα στον καζά Αργυροκάστρου. 75 Εφημ. Ήπειρος, 10/23 Οκτωβρίου 1913. 76 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. Β/55 1912-1917, Κεντρική Υπηρεσία προς την εν Παρισίοις Βασιλική Πρεσβεία, Αθήνα 15/28 Μαρτίου 1916, αρ. πρ. 6541. 77 Βλ. πίνακα VIII του παραρτήματος του κεφαλαίου.
26
Η απογραφή του 1920 και τα σχετικά στοιχεία που απέστειλε η Διεύθυνση Στατιστικής του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στο υπουργείο Εξωτερικών το 1923 78, κατέγραψε 26.100 μουσουλμάνους στην Ήπειρο, αποτελώντας το 12% του συνολικού αριθμού των κατοίκων των νομών Ιωαννίνων και Πρέβεζας (213.782) Συγκεκριμένα αριθμούσαν 19.500 άτομα στο νομό Ιωαννίνων 79 και αποτελούσαν το 11% του πληθυσμού και 6.600 άτομα στο νομό Πρέβεζας 80 αποτελώντας το 14% του πληθυσμού του νομού 81. Μια άλλη πηγή του πληθυσμιακού όγκου των μουσουλμάνων της Ηπείρου στα τέλη του 1920 αποτελούν τα στοιχεία που απέστειλε η Γενική Διοίκηση Ηπείρου στο υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης σχετικά με τους μουφτήδες και τις μουφτείες της περιοχής. Στα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνεται και ο αριθμός των μουσουλμανικών οικογενειών στην έδρα και στην περιφέρεια κάθε μουφτείας. Έτσι, στο σύνολο της Ηπείρου με βάση τα στοιχεία αυτά κατοικούσαν 5.187 μουσουλμανικές οικογένειες 82. Συγκρίνοντας τα στατιστικά δεδομένα του 1916 και του 1920 παρατηρείται μια σημαντική μείωση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ηπείρου (16.902 άτομα) που οφειλόταν
είτε
υπογραμμίστηκε,
στη στη
μετανάστευσή δυσκολία
του
την
καταγραφής
περίοδο του
1916-1920
πραγματικού
είτε,
όπως
αριθμού
των
μουσουλμάνων κατά τη διενέργεια της απογραφής του 1920. Βέβαια και στην περίπτωση της Ηπείρου τα στατιστικά δεδομένα που παρουσίαζε η Ελλάδα αμφισβητούνταν από τους αντίπαλους εθνικισμούς. Έτσι, η αλβανική πλευρά το 1919 στη Συνδιάσκεψη της
78
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Αθήνα 12 Απριλίου 1923, «αποστολή πίνακος με τον αριθμό των μουσουλμάνων στην ελληνική επικράτεια κατά νομούς και μητρική γλώσσα». 79 Περιλαμβάνει τις Υποδιοικήσεις Ιωαννίνων, Κόνιτσας, Μετσόβου, Παραμυθιάς, Πωγωνίου, Φιλιατών. 80 Περιλαμβάνει τις Υποδιοικήσεις Μαργαριτίου και Πρέβεζας. 81 Βλ. πίνακα ΙΧ του παραρτήματος του κεφαλαίου 82 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 156, υποφ. 4, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, Ιωάννινα 26 Φεβρουαρίου/11 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 2051 και Υποδιοίκηση Φιλιατών προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Φιλιάταις 8/21 Δεκεμβρίου 1920, αρ. πρ. 3389. Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν ύστερα από εγκύκλιο του υπουργείου σχετικά με τη διαβάθμιση των μουφτήδων του ελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα, στη μουφτεία Ιωαννίνων κατοικούσαν 351 μουσουλμανικές οικογένειες στην έδρα του μουφτή (δηλαδή στα Ιωάννινα) και 21 στην περιφέρεια της μουφτείας. Αντίστοιχα, 204 μουσουλμανικές οικογένειες κατοικούσαν αποκλειστικά στην έδρα της μουφτείας Πρέβεζας, 43 στην έδρα και 22 στην περιφέρεια της μουφτείας Φιλιππιάδας, 400 στην έδρα και 970 στην περιφέρεια της μουφτείας Μαργαριτίου, 237 στην έδρα και 915 στην περιφέρεια της μουφτείας Φιλιατών, 150 στην έδρα και 349 στην περιφέρεια της μουφτείας Παραμυθιάς, 123 στην έδρα(Βοστίνη) και 22 στην περιφέρεια της μουφτείας Πωγωνίου, 140 στην έδρα και 40 στην περιφέρεια της μουφτείας Κόνιτσας και 20 στην έδρα και 1.180 στην περιφέρεια της μουφτείας Ηγουμενίτσας.
27
Ειρήνης στο Παρίσι υπολόγιζε τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Τσαμουριάς σε περίπου 40.000 83. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι ελληνικές αρχές εν όψει της Ανταλλαγής Πληθυσμών
συγκέντρωναν
στατιστικά
δεδομένα
για
τους
ανταλλάξιμους
μουσουλμάνους τα οποία επιτρέπουν να προσδιοριστεί εκτός από το συνολικό αριθμό τους και κατά πόσο οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου κατοικούσαν σε αμιγείς μουσουλμανικούς ή μικτούς πληθυσμιακά οικισμούς. Συγκεκριμένα, η Ήπειρος κατοικούνταν
τις
παραμονές
της
Ανταλλαγής
των
Πληθυσμών
από
24.070
μουσουλμάνους 84, οι οποίοι σε ποσοστό 59% ήταν εγκατεστημένοι σε αμιγείς οικισμούς και σε ποσοστό 41% σε μικτούς. Αμιγείς μουσουλμανικοί οικισμοί υπήρχαν μόνο στις Υποδιοικήσεις Παραμυθιάς, Φιλιατών και Μαργαριτίου, ενώ οι μουσουλμάνοι των Υποδιοικήσεων
Ιωαννίνων,
Κόνιτσας,
Πωγωνίου
και
Πρέβεζας
κατοικούσαν
αποκλειστικά σε μικτούς οικισμούς 85. Σε σχέση με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 διαπιστώνεται μια νέα μείωση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ηπείρου κατά 2.030 άτομα. Η πλειονότητα των μουσουλμάνων της Ηπείρου ήταν αλβανόφωνοι (21.800 από τους 26.100 σύμφωνα με την απογραφή του 1920) και συγκεντρώνονταν κυρίως στις Υποδιοικήσεις Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς, οι οποίες αποτελούν (μαζί με την Υποδιοίκηση Πάργας) την περιοχή της Τσαμουριάς. Στοιχεία για τη μητρική γλώσσα των μουσουλμάνων της Ηπείρου πριν από το 1912 καταγράφει και η στατιστική του υπουργείου Εξωτερικών του 1906 σύμφωνα με την οποία από τους 51.328 μουσουλμάνους των σαντζακίων Ιωαννίνων, Πρέβεζας και Ρεσαδιέ οι 33.360 ήταν αλβανόφωνοι, οι 14.358 ελληνόφωνοι, ενώ υπήρχαν και 3.510 μουσουλμάνοι Αθίγγανοι. Ανάλογα στοιχεία εντοπίζονται και στις μελέτες του Χρηστοβασίλη, ο οποίος μάλιστα υπογράμμιζε ότι πολλοί αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι ήταν δίγλωσσοι, αφού μιλούσαν
83
The complaints of Macedonia, Memoranda, petitions, resolutions, minutes, letters and documents addressed to the League of Nations, 1919-1939, Γενεύη 1979 (no 10-11-12), Commission chargee d’ etudier les questions territoriales interessant la Grèce, proces-verbal No 8, séance du 27 Fevrier 1919, σ. 118. 84 Ο αριθμός αυτός κατά τον Ν. Αναγνωστόπουλο ήταν 22.537, Ν. Αναγνωστόπουλος, «Οι Μουσουλμάνοι της Ηπείρου», Κοινότης, (14 και 21 Οκτωβρίου 1923), 11-14 και 4-6. 85 Βλ. πίνακα Χ του παραρτήματος του κεφαλαίου.
28
και ελληνικά 86. Ο ίδιος χαρακτήριζε Έλληνες τους αλβανόφωνους μουσουλμάνους, ακολουθώντας την επίσημη ελληνική θέση των αρχών του 20ού αιώνα που ήθελε τους μουσουλμάνους Τσάμηδες να προέρχονται από εξισλαμισμούς ελληνικού πληθυσμού σε αντιδιαστολή με την άποψη περί καθόδου από το Βορρά αλβανικών πληθυσμών 87. Την ίδια άποψη διατύπωνε και ο Πάλλης το 1923 όταν αναφερόταν στους μουσουλμάνους της Ηπείρου με τον όρο «Ελληνοαλβανοί», σημειώνοντας, επιπλέον, ότι είναι Μπεκτασήδες που διατηρούσαν λείψανα της χριστιανικής θρησκείας τους 88. Εκτός από τους αλβανόφωνους, στην Ήπειρο συναντώνταν σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 και 3.200 ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι που κατοικούσαν κυρίως στην πόλη των Ιωαννίνων (Τουρκογιαννιώτες) και σε μικρότερους αριθμούς στην Πρέβεζα, στο Λούρο, σε συνοικισμούς της Υποδιοίκησης Παραμυθιάς και Κόνιτσας καθώς και στους δύο μικτούς οικισμούς της Υποδιοίκησης Πωγωνίου (Βοστίνη και Χρυσόδουλη) 89. Οι πληθυσμοί αυτοί μιλούσαν ελληνικά και έγραφαν ελληνικά με τουρκικούς χαρακτήρες 90. Ακόμα μικρότερες πληθυσμιακά ήταν οι ομάδες των τουρκόφωνων
μουσουλμάνων
–κατάλοιπα
του
οθωμανικού
διοικητικού
και
στρατιωτικού μηχανισμού–, οι οποίοι ανέρχονταν σε 1.000 άτομα, ενώ υπήρχαν και ελάχιστοι μουσουλμάνοι Αθίγγανοι 91. Η μητρική γλώσσα δεν ταυτίζεται βέβαια με την 86
Χ. Χρηστοβασίλης, ό.π., σσ. 29-34. Για τις γλωσσικές ομάδες και τις θρησκευτικές κοινότητες της Ηπείρου βλ. επίσης Μ. Κοκολάκης, ό.π., σσ. 47-60. 87 Λ. Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, Αθήνα 1995, σσ. 219-220. 88 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο ΙΙο Επιτελικό Γραφείο προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένη η έκθεση Πάλλη που συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Ιουνίου 1923. Ανάλογες απόψεις διατυπώνονται και σε άρθρο του Ν. Αναγνωστόπουλου όπου γίνεται αναφορά σε λαϊκές παραδόσεις για τον εξισλαμισμό των ντόπιων χριστιανών, στη συγγένεια μουσουλμανικών και χριστιανικών οικογενειών, στη διατήρηση στοιχείων της χριστιανικής λατρείας κ.λπ., Ν. Αναγνωστόπουλος, Οι Μουσουλμάνοι, σσ. 11-14. 89 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 11, υποφ. 3, Υποεπιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών Πωγωνίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Βοστίνη 18 Νοεμβρίου 1923, όπου αναφέρει ότι οι μουσουλμάνοι των οικισμών Βοστίνης και Χρυσόδουλης είχαν ελληνική καταγωγή, μιλούσαν ελληνικά και είχαν ελληνικά οικογενειακά ονόματα. 90 A. Popovic, ό.π., σ. 136 και Χ. Χρηστοβασίλης, Η δύναμις του ελληνισμού εν Ηπείρω και τα δίκαια αυτού, Αθήνησι 1902, σ. 5. Πρβλ. τις προφορικές μαρτυρίες ανταλλάξιμων μουσουλμάνων της Ηπείρου σχετικά με τη μητρική τους γλώσσα Iskender Özsoy, Iki vatan yorgunlari. Mübadele Acısını Yaşayanlar Anlatıyor, Άγκυρα 2007³, σσ. 23-38. Επίσης, ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 65, υποφ. 2, αναφορά του μουφτή Πρέβεζας και προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Ζεϊνέλ Οσμάν προς το γενικό διοικητή Ηπείρου, Πρέβεζα 14/27 Αυγούστου 1918 όπου με αφορμή υπόθεση επιστροφής βακουφιού της κοινότητας ο μουφτής υπογραμμίζει ότι οι μουσουλμάνοι μιλούν ελληνικά και ότι «κατ’ ουδέν διαφέρομεν των Ελλήνων Χριστιανών ειμή κατά την διαφοράν του θρησκεύματος». Γενικότερα για τη χρήση του αραβικού αλφαβήτου στην καταγραφή βαλκανικών ιδιωμάτων, βλ. Ε.Α. Ζάχος-Παπαζαχαρίου, ό.π., σσ. 31-37. 91 Για το διαχωρισμό των μουσουλμάνων ανάλογα με τη μητρική γλώσσα βλ. πίνακα ΙΧ του παραρτήματος του κεφαλαίου.
29
εθνική συνείδηση των μουσουλμάνων της Ηπείρου, δίνει όμως ελλείψει άλλων στοιχείων μια κάποια εικόνα. Ούτε οι 2.993 μουσουλμάνοι που θεωρήθηκαν ανταλλάξιμοι μέχρι τον Ιούνιο του 1925 από την αρμόδια για την Ανταλλαγή Μικτή Υποεπιτροπή Ηπείρου μπορούν να ταυτιστούν με πληθυσμό μη αλβανικό, αφού και πολλοί Αλβανοί επιθυμούσαν τη μετανάστευση στην Τουρκία 92. Και στην Ήπειρο ο μουσουλμανικός πληθυσμός διαφοροποιούνταν όσον αφορά το είδος του Ισλάμ που ακολουθούσε, αφού εκτός από τους σουνίτες μουσουλμάνους υπήρχαν και πολλοί, ιδίως όσοι προέρχονταν από εξισλαμισμούς του χριστιανικού πληθυσμού, Μπεκτασήδες, γεγονός που δικαιολογεί και την ύπαρξη τεκέδων στην περιοχή 93. Οι μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής εξαιρέθηκαν από τους όρους της Σύμβασης της Λωζάννης περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών και έτσι σύμφωνα με την απογραφή του 1928 οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου ανέρχονταν σε 19.244 94. 3. Θράκη Ο πόλεμος των στατιστικών επεκτεινόταν και στην περιοχή της Θράκης ανάμεσα σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Τουρκία. Στο επίκεντρο της διαμάχης εκτός απο τα κριτήρια που καθόριζαν την εθνική ταυτότητα των χριστιανικών πληθυσμών 95, βρίσκονταν ο πληθυσμός των Πομάκων και η εθνική συνείδησή τους, αν δηλαδή θα έπρεπε να ενταχθούν στο βουλγαρικό πληθυσμό ως Βούλγαροι μουσουλμάνοι, όπως υποστήριζε η βουλγαρική θέση, ή αντίθετα αν θα έπρεπε να προσμετρηθούν στο μουσουλμανικό
92
Ε. Μαντά, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000), Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 25-43 όπου περιγράφεται η διαδικασία Ανταλλαγής στην Τσαμουριά. 93 A. Popovic, ό.π., σ. 137 και F. W. Hasluck, ό.π., σ. 536. Τεκέδες υπήρχαν στην Κόνιτσα, στα Ιωάννινα και στο Μέτσοβο. 94 Ε. Μαντά, ό.π., σσ. 17-23 όπου στατιστικές πληροφορίες για το μουσουλμανικό πληθυσμό της Ηπείρου μετά το 1923. 95 Για τα κριτήρια προσδιορισμού εθνικής ταυτότητας των πληθυσμών της Θράκης που χρησιμοποιούσαν ελληνικός και βουλγαρικός εθνικισμός στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και για την προπαγάνδα μέσω στατιστικών και χαρτών βλ. Π. Κονόρτας, «Από τα μιλλέτ στα έθνη: διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων στη Θράκη (19ος – αρχές 20ού αιώνα)», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Θράκη. Ιστορικές και γεωγραφικές προσεγγίσεις, Αθήνα 2000, σσ. 178-190.
30
πληθυσμό, όπως υποστήριζε η ελληνική θέση 96. Θα δοθεί βαρύτητα στις στατιστικές του μουσουλμανικού πληθυσμού μετά την ενσωμάτωση της Θράκης στο ελληνικό κράτος 97, παραθέτοντας, παράλληλα, ενδεικτικά στατιστικά δεδομένα για την εθνολογική σύνθεση του θρακικού πληθυσμού πριν από το 1920. Για την περίοδο πριν από το 1920 μια εικόνα της εθνολογικής κατάστασης της Θράκης δίνουν οι απογραφές του οθωμανικού κράτους και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σημειώνεται ότι όλα τα στατιστικά στοιχεία πριν από το 1920 δεν αποδίδουν την πραγματική εθνολογική εικόνα της σημερινής Δυτικής Θράκης, αφού εκτός από την προπαγανδιστική χρήση τους, περιλαμβάνουν και περιοχές της σημερινής Νότιας Βουλγαρίας. Σύμφωνα λοιπόν με την οθωμανική απογραφή του 1906 98, οι μουσουλμάνοι του βιλαετίου της Αδριανούπολης και του ανεξάρτητου σαντζακίου Τσατάλτζας ανέρχονταν σε 641.732 και αποτελούσαν το 55% του συνολικού πληθυσμού. Ειδικότερα, στα σαντζάκια Γκιουμουλτζίνας και Δεδέαγατς, που το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελεί τη σημερινή Δυτική Θράκη, οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 75% (283.605) του συνολικού πληθυσμού των δύο σαντζακιών (378.260) 99. Το 1912 το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης μέσω των μητροπολιτών διενήργησε δική του στατιστική για τη Θράκη. Η συγκεκριμένη στατιστική παρουσιάστηκε από την ελληνική αποστολή στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, αν και φαίνεται ότι τα στοιχεία της τροποποιήθηκαν κατάλληλα ώστε να ευνοούν τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Θράκη 100. Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία οι 96
Για τη διαμάχη αυτή βλ. τις επίσημες θέσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, The complaints of Macedonia, ό.π., για τη βουλγαρική θέση σ. 263, για την ελληνική θέση σσ. 408-409 97 Το Μάιο του 1920 ο διασυμμαχικός στρατός κατοχής της Δυτικής Θράκης αντικαταστάθηκε από τον ελληνικό, ενώ τον Ιούλιο του 1920 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε και την Ανατολική Θράκη. Με την Συνθήκη των Σεβρών που υπογράφηκε στις 18 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 επισημοποιήθηκε η παραχώρηση ολόκληρης της Θράκης στην Ελλάδα. 98 Kemal H. Karpat, ό.π, σ. 166 99 Αναλυτικά τα αποτελέσματα της απογραφής βλ. πίνακα ΧΙα του παραρτήματος του κεφαλαίου. 100 The complaints of Macedonia, ό.π., σ. 407. Η συγκεκριμένη στατιστική αφορά τις περιοχές εκείνες που διεκδικούσε η ελληνική πλευρά, χωρίς δηλαδή τη βουλγαρική Θράκη (καζάδες Κίρτζαλι, Εγρί Δερέ, Σουλτάν Γερί και τμήματα των καζάδων Αδριανούπολης, Μουσταφά Πασά, Ορτάκιοϊ, Γκιουμουλτζίνας, Αχή Τσελεμπή, Δαρί Δερέ), ενώ στο σαντζάκι των 40 Εκκλησιών δεν υπολογίζονται οι καζάδες του Τυρνόβου και της Αγαθούπολης μέρος των οποίων περιήλθαν στη Βουλγαρία. Βλ επίσης A. Antoniades, Le developpement economique de la Thrace. Le passé, le present, le avenir, Aθήνα 1922, σσ. 191-223 όπου πίνακες με διάφορες στατιστικές της Θράκης για την περίοδο πριν από το 1920. Για την απογραφή του Πατριαρχείου και την προπαγανδιστική της λειουργία ιδιαίτερα στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι βλ. P. Kitromilidis-A. Alexandris, “Ethnic survival, nationalism and forced migration. The historical demography of the Greek community of Asia Minor at the close of the Ottoman era”, Δελτίο Κέντρου
31
Έλληνες αποτελούσαν την πλειοψηφία της συγκεκριμένης περιοχής της Θράκης (49%), ενώ οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν στο 43% του συνολικού πληθυσμού 101. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Δυτική Θράκη ενσωματώθηκε στη Βουλγαρία (1913-Μάιος 1919), ενώ η Ανατολική παρέμεινε υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την ήττα της Βουλγαρίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τη διοίκηση της Δυτικής Θράκης ανέλαβαν Συμμαχικές δυνάμεις της Entente (Μάιος 1919-Μάιος 1920), ενώ το 1920 το σύνολο της Θράκης αποτέλεσε τμήμα του ελληνικού κράτους. Σε όλη αυτή την περίοδο ο εθνολογικός χάρτης της Θράκης άλλαζε συνεχώς, με τη μετανάστευση των μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια της προέλασης του βουλγαρικού στρατού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο 102, με την τουρκοβουλγαρική σύμβαση περί ανταλλαγής των πληθυσμών το 1913 103, με το διωγμό των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης το 1914 και την εγκατάσταση στην περιοχή μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια και με το αμφίδρομο ρεύμα παλιννόστησης που παρατηρήθηκε μετά το 1919 τόσο των Ελλήνων προσφύγων προς τη Θράκη όσο και των μουσουλμάνων από τη Θράκη προς τις αρχικές εστίες τους στα Βαλκάνια 104.
Μικρασιατικών Σπουδών, τχ. 5 (1984-1985), 28-30 και κυρίως Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος, σσ. 27-28 και 169 όπου αναφορές και σε άλλες στατιστικές πριν από το 1920. Η παραποίηση των στοιχείων της απογραφής του Πατριαρχείου αφορούσε την αύξηση του ελληνικού πληθυσμού και τη μείωση του μουσουλμανικού. Τακτική που είχε ακολουθηθεί και σε άλλες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στην έκδοση χάρτη της Νότιας Θράκης το 1906 όπου δεν αναφέρονται καν οι αμιγώς μουσουλμανικοί οικισμοί, ενώ όπου υπήρχαν μικτοί οικισμοί χριστιανών και μουσουλμάνων οι τελευταίοι δεν καταγράφονται καθόλου, βλ. Π. Κονόρτας, ό.π., σσ. 181-182. Άλλες εκδοχές της απογραφής του Πατριαρχείου βλ. D. Pentzopoulos, ό.π., σσ. 31-32 και Στ. Ψάλτης, Η Θράκη και η Δύναμις του εν αυτή ελληνικού στοιχείου. Στατιστικαί περί του ελληνικού πληθυσμού πληροφορίαι, Αθήναι 1919. 101 Βλ. πίνακα ΧΙβ του παραρτήματος του κεφαλαίου. 102 Ahmet Halaçoğlu, Balkan Harbi sirasinda Rumeli’den Türk göçleri (Τούρκοι πρόσφυγες από τη Ρούμελη κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων), Άγκυρα 1995, σ. 63 όπου οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Θράκη υπολογίζονται σε 180.883. Βλ. επίσης ΓΑΚ, Κ.Υ. αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 455, επιστολή μουσουλμάνων βουλευτών Σοβράνιε προς συνταγματάρχη Μαζαράκη, Σόφια 15/28 Δεκεμβρίου 1918 όπου αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο του 1912 200.000 μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών που παρέμειναν στη Βουλγαρία) αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 103 Πρόκειται για τη σύμβαση που υπέγραψαν Βουλγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία το Νοέμβριο του 1913 στην Αδριανούπολη. Βλ. A. Antoniades, ό.π., σσ. 175-178, όπου πίνακες της Μικτής Βουλγαροτουρκικής Επιτροπής Αδριανούπολης με τους Βούλγαρους της Ανατολικής Θράκης και τους μουσουλμάνους της Δυτικής που μετανάστευσαν στο πλαίσιο της σύμβασης. Συγκεκριμένα 47.347 Βούλγαροι μετανάστευσαν από την Ανατολική Θράκη στη Βουλγαρία και 9.714 μουσουλμανικές οικογένειες (περίπου 49.000 άτομα) μετανάστευσαν από τη Δυτική Θράκη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 104 Όσον αφορά το διωγμό των Ελλήνων της Θράκης το 1914 και την παλιννόστησή τους μετά το 1918 βλ. Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη, σσ. 17-22.
32
Κατά τη διάρκεια της Διασυμμαχικής Διοίκησης της Δυτικής Θράκης η γαλλική συμμαχική διοίκηση πραγματοποίησε απογραφή του πληθυσμού, η οποία όμως δεν δημοσιεύτηκε επίσημα, με συνέπεια τα αποτελέσματά της να παρουσιάζονται κάθε φορά διαφορετικά ανάλογα με την προπαγάνδα που εξυπηρετούσαν 105. Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης στατιστικής, η Δυτική Θράκη κατοικούνταν από 74.730 μουσουλμάνους, 11.848 Πομάκους, 54.092 Βούλγαρους, 56.114 Έλληνες και 7.906 διαφόρων εθνοτήτων 106. Η ελληνική πλευρά θεωρούσε τα παραπάνω αποτελέσματα της γαλλικής απογραφής που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα L’ Echo de Bulgarie σκοπίμως διαστρεβλωμένα ώστε να μειωθεί ο αριθμός των Ελλήνων. O διοικητής της ΙΧ Μεραρχίας υποστράτηγος Πραντούνας σε εκθέσεις του προς το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης σημείωνε τον τρόπο που «μισέλληνες» Γάλλοι αξιωματικοί παρουσίαζαν ελαττωμένο τον ελληνικό πληθυσμό και παρέθετε τα πραγματικά στοιχεία της Συμμαχικής απογραφής όπως ανακοινώθηκαν στο Ανώτατο Συμβούλιο της Δυτικής Θράκης στο οποίο ο Έλληνας αξιωματικός ήταν παρών. Κατά τον Πραντούνα λοιπόν, η Συμμαχική απογραφή κατέγραψε 76.000 Έλληνες, 82.000 Τούρκους και 35.770 Βούλγαρους 107. Επισημαίνεται για ακόμη μία φορά ότι οι εκάστοτε στατιστικές παρουσιάζονταν κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των επιδιώξεων της ελληνικής, βουλγαρικής ή τουρκικής προπαγάνδας. Έτσι, σε υπόμνημα του Βουλγαρικού Βαλκανικού Κομιτάτου τα αποτελέσματα της Συμμαχικής απογραφής παρουσιάζονταν διαφορετικά και με τη συνήθη βουλγαρική πρακτική να προστίθενται στο βουλγαρικό πληθυσμό οι Πομάκοι. Σύμφωνα λοιπόν με τη βουλγαρική εκδοχή της Συμμαχικής απογραφής, η εθνολογική σύνθεση της Δυτικής Θράκης είχε ως εξής: Βούλγαροι 65.990
105
Για τη γαλλική στατιστική και τη διαμάχη γύρω από αυτή, βλ. I. Michailidis, ό.π., σσ. 9-21. Για τα αποτελέσματα της απογραφής βλ. Vemund Aarbakke, The muslim minority of Greek Thrace, Thesis at Universitet i Bergen 2000, vol I, σ. 29 και Joelle Dalegre, La Thrace Grecque. Population et Territoire, Παρίσι 1997, σσ. 21-22 και πίνακα XII του παραρτήματος του κεφαλαίου. 107 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 496, το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1920, αρ. πρ. 3064/1963/2 όπου συνημμένα αντίγραφα εκθέσεων της ΙΧ Μεραρχίας, στατιστικός πίνακας της Συμμαχικής απογραφής και της απογραφής που διενήργησε την ίδια εποχή Έλληνας αξιωματικός καθώς και το φύλλο της L’ Echo de Bulgarie (4 Μαΐου 1920) στο οποίο δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της απογραφής. Ως παραδείγματα της διαστρέβλωσης της πραγματικής εθνολογικής σύνθεσης της Δυτικής Θράκης ο Πραντούνας μεταξύ άλλων αναφέρει ότι δεν προσμετρήθηκαν στον ελληνικό πληθυσμό του διαμερίσματος Γκιουμουλτζίνας οι κάτοικοι της Μαρώνειας, στο χωριό Σουσούρκιοϊ (Σώστης) μετατράπηκαν οι καταλήξεις των επωνύμων των Ελλήνων κατοίκων σε –οφ, το ελληνικό χωριό Καβατζίκ (Κάβος) μετατράπηκε σε βουλγαρικό κ.λπ. 106
33
(οι 11.048 Βούλγαροι Πομάκοι), Έλληνες 56.114 και Τούρκοι 74.750 108. Από την άλλη, κατά την τουρκική βιβλιογραφία η Συμμαχική απογραφή του 1920 κατέγραψε στη Δυτική Θράκη 129.120 Τούρκους, 33.910 Έλληνες και 26.266 Βούλγαρους 109. Στον πόλεμο προπαγάνδας που είχε ξεσπάσει την περίοδο 1919-1920 εν όψει των διαβουλεύσεων στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι για το μέλλον της Θράκης όλοι οι ενδιαφερόμενοι επικαλούνταν τις δικές τους στατιστικές μελέτες. Σύμφωνα λοιπόν με βουλγαρική στατιστική των αρχών του 1919, ο πληθυσμός της Δυτικής Θράκης αποτελούνταν από 79.539 μουσουλμάνους, 17.369 Πομάκους, 87.941 Βούλγαρους, 28.647 Έλληνες και 10.922 διαφόρων εθνοτήτων. Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο με Νοέμβριο του 1919, ύστερα από αίτημα των γαλλικών δυνάμεων κατοχής οι βουλγαρικές αρχές έδωσαν τα εξής στατιστικά δεδομένα για τον πληθυσμό της Δυτικής Θράκης: μουσουλμάνοι 77.726, Πομάκοι 20.309, Βούλγαροι 81.457, Έλληνες 32.553 και διαφόρων εθνοτήτων 8.435 110. Οι μουσουλμάνοι, από την πλευρά τους, παρουσίασαν και αυτοί μια «βολική» εικόνα της εθνολογικής σύνθεσης της Θράκης. Το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο 111 διεκδικώντας την αυτονομία της Θράκης με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών που διακήρυξε ο αμερικανός πρόεδρος Woodrow Wilson δημοσίευσε στην εφημερίδα Yeni Gün μια δική του στατιστική για τη Θράκη όπου το ελληνικό στοιχείο αποσίαζε εντελώς, ενώ στη Δυτική Θράκη οι Τούρκοι ανέρχονταν σε 228.520 και οι Βούλγαροι σε 34.482 και στην Ανατολική Θράκη Τούρκοι και Βούλγαροι ήταν 332.190 και 66.947, αντίστοιχα 112. Αλλά και οι μουσουλμάνοι βουλευτές του βουλγαρικού Κοινοβουλίου 113 επιδιώκοντας λύση αυτονομίας υπολόγιζαν 108
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 7, υποφ. 4, Πολιτική Διοίκηση Θράκης, Διεύθυνση Εσωτερικού, Αδριανούπολη 15/28 Μαρτίου 1921, όπου διαψεύδονται οι ισχυρισμοί για τα αποτελέσματα της γαλλικής στατιστικής. Επίσης, Κ. Γέραγας, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922, εν Αθήναις 1925, σσ. 81-92 όπου πληροφορίες από τον αναπληρωτή γενικό διοικητή Θράκης για πλαστογραφία της γαλλικής απογραφής από τη βουλγαρική πλευρά. 109 Ilker Alp, “Bati Trakya Türkleri (Οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης)”, Atatürk Araştirma Merkezi Dergisi, XI/33 (1995), 1-26. 110 Και για τις δύο βουλγαρικές στατιστικές βλ. Vemund Aarbakke, ό.π., σ. 28. 111 Bati Trakya Komitesi, τουρκική οργάνωση που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Οκτωβρίου 1918 με βασικά στελέχη τους Hasan Tahsin, Huseyin Sabri, Iskeceli Arif. Είχε στόχο να αποτρέψει το διαμελισμό της Θράκης –μέρος της οποίας θεωρούσε ότι είναι και η περιοχή Σερρών, Καβάλας και Δράμας– και να κηρυχθεί η περιοχή αυτόνομη με βάση τις αρχές του Wilson. 112 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1918, φ. Α/5/VI(7), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς την Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 5/18 Δεκεμβρίου 1918, αρ. πρ. 127. Η στατιστική περιλαμβάνει και την Ανατολική Ρωμυλία. 113 Ομάδα μουσουλμάνων βουλευτών της Δυτικής Θράκης στο βουλγαρικό Κοινοβούλιο με επικεφαλής το βουλευτή Κομοτηνής Ismail Hakki. Η ομάδα των μουσουλμάνων βουλευτών μέσω της Ελληνικής
34
το μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης (μαζί με τις περιοχές που έμειναν τελικά στη Βουλγαρία) σε 500.000 114, ενώ η οθωμανική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης προσδιόριζε τον αριθμό των μουσουλμάνων της ίδιας περιοχής σε 313.794 115. To 1922 το Τουρκικό Κομιτάτο Δυτικής Θράκης σε φυλλάδιο που εξέδωσε στα τουρκικά και γαλλικά στην Κωνσταντινούπολη παρουσίαζε ως εξής την εθνολογική εικόνα της Δυτικής Θράκης: Τούρκοι 747.628, Βούλγαροι 110.741, Έλληνες 110.041 και διάφοροι 9.234 116. Η επίσημη ελληνική άποψη για την εθνολογική σύνθεση των περιοχών της Θράκης που διεκδικούσε η Ελλάδα παρουσιάστηκε από τον Βενιζέλο στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι 117. Σύμφωνα λοιπόν με τον Έλληνα πρωθυπουργό, το τμήμα της Θράκης που διεκδικούσε η Ελλάδα 118 κατοικούνταν από 329.000 Έλληνες, 426.000 Τούρκους και 70.000 Βούλγαρους. Η πρώτη επίσημη απογραφή του πληθυσμού της Θράκης από το ελληνικό κράτος έγινε το 1920, τα αποτελέσματα της οποίας, όπως έχει προαναφερθεί, όσον αφορά την εθνική συνείδηση, τη θρησκεία και τη μητρική γλώσσα των κατοίκων δεν δημοσιεύτηκαν για λόγους στους οποίους θα γίνει διεξοδική αναφορά κλείνοντας το παρόν κεφάλαιο. Κατά τους υπολογισμούς του Πάλλη, η Δυτική Θράκη το 1920 κατοικούνταν από 84.000 μουσουλμάνους, 68.000 Έλληνες και 35.000 Βουλγαρίζοντες, ενώ στην Ανατολική Θράκη οι Έλληνες ανέρχονταν σε 186.000, οι μουσουλμάνοι σε 300.000, οι Βουλγαρίζοντες σε 1.000 και οι διάφοροι σε 26.000 119. Τα στοιχεία όμως της απογραφής του 1920 που απέστειλε η Διεύθυνση Στατιστικής στο υπουργείο Εξωτερικών το 1923 δείχνουν ότι στην πραγματικότητα ο αριθμός των μουσουλμάνων
Στρατιωτικής Αποστολής στη Σόφια συνεργάστηκε με την κυβέρνηση Βενιζέλου για την προώθηση των ελληνικών θέσεων στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι. 114 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 455, επιστολή μουσουλμάνων βουλευτών Σοβράνιε προς συνταγματάρχη Μαζαράκη, Σόφια 15/28 Δεκεμβρίου 1918. 115 N. Petsalis-Diomidis, Greece and the Paris Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978, σ. 344. 116 Ilker Alp, ό.π., σ. 3. Στη στατιστική περιλαμβάνονται και οι καζάδες της Θράκης που ενσωματώθηκαν στη Βουλγαρία. 117 The complaints of Macedonia, ό.π., σσ. 105-106. Commission chargee d’ etudier les questions territoriales interessant la Grèce, proces-verbal No 7, séance du 26 Fevrier 1919 και Vénizélos E. K., La Grèce devant le Congrès de la Paix, Παρίσι 30 Δεκεμβρίου 1918. 118 Η στατιστική δεν περιλαμβάνει το σαντζάκι Κωνσταντινούπολης και Τσατάλτζας και τους καζάδες Μαδυτού, Αχί Τσελεμπί, Κίρτζαλι, Αγαθούπολης, Μουσταφά Πασά και Τυρνόβου. 119 Α. Α. Πάλλης, ό.π., σ. 23. Στη Δυτική Θράκη πρέπει να προστεθούν και 4.000 άτομα διαφόρων εθνοτήτων.
35
της Δυτικής Θράκης ήταν μεγαλύτερος από τους υπολογισμούς του Πάλλη 120. Συγκεκριμένα η Δυτική Θράκη κατοικούνταν το Δεκέμβριο του 1920, όταν και διενεργήθηκε
η
απογραφή,
από
105.600
μουσουλμάνους
(Τουρκόφωνους,
Βουλγαρόφωνους και Αθίγγανους) εκ των οποίων οι 28.200 κατοικούσαν στο νομό Έβρου 121 και οι 77.400 στο νομό Ροδόπης 122. Οι μουσουλμάνοι, σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, αποτελούσαν το 1920 το 53% του συνολικού πληθυσμού της Δυτικής Θράκης (199.470), το 34% του συνολικού πληθυσμού του νομού Έβρου (82.591) και το 66% του νομού Ροδόπης (116.879) 123. Πάντως η απογραφή του 1920 και στην περίπτωση της Θράκης απέτυχε να παρουσιάσει ακριβή εικόνα της εθνολογικής σύνθεσης της περιοχής. Ο γενικός διοικητής Θράκης παραδεχόταν αυτή την αποτυχία αποδίδοντάς τη σε τεχνικές δυσκολίες, στην έλλειψη ηρεμίας στην περιοχή και στην ελλιπή κρατική οργάνωση 124. Το 1923 η Γενική Διοίκηση Θράκης συγκέντρωσε στοιχεία για την εθνική ταυτότητα των κατοίκων της Δυτικής Θράκης και για τον αριθμό των εγκατεστημένων προσφύγων 125. Σύμφωνα με αυτά, οι Τούρκοι –διατηρείται η ορολογία του πρωτοτύπου– αριθμούσαν 95.407 άτομα εκ των οποίων οι 77.963 κατοικούσαν στο νομό Ροδόπης 126. Στη μεταγενέστεση ελληνική βιβλιογραφία δίνονται διαφορετικοί αριθμοί για το μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης τις παραμονές της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης, ενώ εντελώς διαφορετική εικόνα παρουσιάζει και η τουρκική βιβλιογραφία εκτιμώντας το μουσουλμανικό πληθυσμό της περιοχής από 104.000 μέχρι 180.000 127. Η τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη, για παράδειγμα, εκτιμούσε τον αριθμό των 120
Τα στοιχεία του Πάλλη διορθώνει και ο Έλληνας αντιπρόσωπος στην υποεπιτροπή Δυτικής Θράκης για την ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή πληθυσμών Φεραίος ανεβάζοντας τον αριθμό των μουσουλμάνων σε 93.273, βλ. K. Τσιούμης, Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (1923-1940), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 99. 121 Περιλαμβάνει τις Υποδιοικήσεις Αλεξανδρούπολης, Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας, Σουφλίου. 122 Περιλαμβάνει τις Υποδιοικήσεις Κομοτηνής και Ξάνθης. 123 Βλ. πίνακα ΧΙΙΙ του παραρτήματος του κεφαλαίου. Στοιχεία για τις άλλες πληθυσμιακές ομάδες βλ. Κ. Γέραγας, ό.π.. σ. 93. 124 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 701 , Γενική Διοίκηση Θράκης προς υπουργείο Εξωτερικών, Αδριανούπολη 8/21 Απριλίου 1922, αρ. πρ. 981. 125 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3, υποφ. 2, Γενική Διοίκησις Θράκης, Πίναξ εμφαίνων τας πόλεις και τα χωριά της Δυτικής Θράκης μετ’ ενδείξεως του πληθυσμού αυτών κατά εθνικότητας και εγκατασταθέντων εν αυτοίς προσφύγων ως και του αριθμού των μουσουλμανικών οικημάτων ως της εκτάσεως γαιών εις στρέμματα. 126 Βλ. πίνακα ΧIV του παραρτήματος του κεφαλαίου. 127 Για τα διαφορετικά στοιχεία του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δυτικής Θράκης το 1923 από ελληνική και τουρκική βιβλιογραφία βλ. Κ. Τσιούμης, ό.π., σσ. 97-98
36
Τούρκων της Δυτικής Θράκης σε 129.118 και των Ελλήνων σε 33.904, βασιζόμενη όμως σε στοιχεία του 1913 τα οποία δεν λάμβαναν υπόψη τους τη μετανάστευση των μουσουλμάνων βάσει της βουλγαροτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών του 1913 και εξαιρώντας τον πληθυσμό των καζάδων Διδυμοτείχου και Καραγάτς όπου κυριαρχούσαν οι Έλληνες 128. Οι μουσουλμάνοι της Θράκης –αν εξαιρεθούν οι μουσουλμάνοι Αθίγγανοι 129 που σύμφωνα με την απογραφή του 1920 αριθμούσαν 1.300 άτομα– αποτελούνται από δύο πληθυσμιακές ομάδες με διαφορετική γλώσσα και φυλετική καταγωγή η καθεμιά: τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους και τους βουλγαρόφωνους Πομάκους. Η πρώτη ομάδα τουρκικής καταγωγής και με μητρική γλώσσα τα τουρκικά συγκεντρωνόταν στην πλειονότητά της στις Υποδιοικήσεις Κομοτηνής και Ξάνθης του νομού Ροδόπης (70.700 σύμφωνα με την απογραφή του 1920 από σύνολο 97.200) και σε μικρότερους αριθμούς στο νομό Έβρου (26.500). Για τους Πομάκους τα ζητήματα της καταγωγής, της μητρικής γλώσσας και του πληθυσμιακού όγκου τους εντασσόμενα στον πόλεμο προπαγάνδας ανάμεσα σε Βουλγαρία, Ελλάδα και Τουρκία παρουσιάζονται στη βιβλιογραφία συγκεχυμένα. Όσον αφορά την καταγωγή κάθε πλευρά έχει τη δική της άποψη που εξυπηρετεί την εθνική της στρατηγική. Για τη Βουλγαρία οι Πομάκοι είναι βουλγαρικός πληθυσμός που εξισλαμίστηκε κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Απόδειξη της βουλγαρικής καταγωγής του θεωρείται η διατήρηση ενός βουλγαρικού γλωσσικού ιδιώματος. Η βουλγαρική θέση
συμπυκνώνεται στο επίσημο εθνώνυμο που
χρησιμοποιείται για τους Πομάκους, το «bulgaromohamedani» και συνεπώς στις βουλγαρικές στατιστικές οι Πομάκοι ενσωματώνονται στο σύνολο του βουλγαρικού πληθυσμού 130. Η σκοπιμότητα, προφανής: με αυτόν τον τρόπο ο βουλγαρικός πληθυσμός 128
Vemund Aarbakke, ό.π., σ. 30 και Ali Chousein, Continuities and changes in the minority policy of Greece: the case of Western Thrace, Thesis to the graduate school of social sciences of Middle East Technical University, 2005, σ. 51. 129 Για του Αθίγγανους της Θράκης βλ. Ευστρ. Ζεγκίνης, Οι μουσουλμάνοι Αθίγγανοι της Θράκης, Θεσσαλονίκη 1994. 130 Για τη βουλγαρική θέση όσον αφορά την καταγωγή των Πομάκων βλ. The complaints of Macedonia, ό.π., σ. 263 όπου παρουσιάζεται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων στο Παρίσι για το μέλλον της Θράκης. Βλ επίσης U. Brunnbauer, «Histories and identities: Nation-state and minority discourses», In and out of the collective: Papers on the former Soviet Bloc rural communities. On line journal issued by the Bulgarian society for regional cultural studies, 1(1998), 1-14˙ Y. Konstantinov, «Strategies for sustaining a vulnerable identity: The case of the Bulgarian Pomaks», H.Poulton-S.Taji-Farouki (επιμ.), Muslim identity and the Balkan state, Λονδίνο 1997, σσ. 33-53 και Π. Χιδίρογλου, Οι Έλληνες Πομάκοι και οι σχέσεις τους με την Τουρκία, Αθήνα 1989, σσ. 58-64.
37
της Θράκης παρουσιάζεται ενισχυμένος. Για την τουρκική πλευρά οι Πομάκοι είναι απόγονοι των Κουμάνων Τούρκων που εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια τον 11ο αιώνα, ενώ η γλώσσα τους σχετίζεται περισσότερο με τα τουρκικά παρά με τα βουλγαρικά. Και οι Τούρκοι ιστορικοί φροντίζουν να χρησιμοποιούν για τους Πομάκους ένα εθνώνυμο, όπως Πομάκοι Τούρκοι, το οποίο συνάδει με την τουρκική επιχειρηματολογία 131. Εμφανείς και εδώ οι προθέσεις: αν οι Πομάκοι προσμετρώνται στον τουρκικό πληθυσμό, τότε ο αριθμός του στη Θράκη ενισχύεται σημαντικά. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι παρέθεσε σειρά επιχειρημάτων ώστε να αμφισβητήσει τη βουλγαρική καταγωγή των Πομάκων και να μειώσει έτσι το βουλγαρικό πληθυσμό της Θράκης 132. Επιπλέον, προβάλλει μια νέα θεωρία για την καταγωγή των Πομάκων οι οποίοι θεωρούνται απόγονοι της αρχαίας θρακικής φυλής των Αγριάνων. Οι Πομάκοι λοιπόν, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, είναι απόγονοι Ελληνοθρακών που εκβουλγαρίστηκαν γλωσσικά και αργότερα εξισλαμίστηκαν, διατήρησαν όμως πολλά κατάλοιπα του χριστιανικού και ελληνικού παρελθόντος τους 133. Η διαμάχη γύρω από την εθνική καταγωγή των Πομάκων δημιουργεί προβλήματα και στον προσδιορισμό του πληθυσμού τους, αφού ανάλογα με τη σκοπιμότητα της στατιστικής δίνονται διαφορετικά πληθυσμιακά δεδομένα τα οποία παρουσιάστηκαν αναλυτικά παραπάνω. Στη Θράκη εκτός από τους σουνίτες μουσουλμάνους συναντώνται και μουσουλμανικοί πληθυσμοί, ιδίως των Πομάκων, οι οποίοι ακολουθούν αιρετικά τάγματα του Ισλάμ, όπως εκείνο του μπεκτασισμού 134.
131
Για την τουρκική θέση βλ. H. Memisoğlu, Pages of the history of Pomac Turks, Άγκυρα 1991˙ I. Alp, «Bulgarlarin Pomak Türkleri (Kipçaklar-Kumanlar) politikasi (η πολιτική των Βουλγάρων απέναντι στους Πομάκους Τούρκους)», Diyanet, 29/2 (1993), 75-80˙ Ömer Turan, ό.π., σσ. 75-76 και Π.Χιδίρογλου, ό.π.,σσ. 43-45, 45-50. 132 The complaints of Macedonia, ό.π., σσ. 408-409. 133 Π. Παπαχριστοδούλου, Οι Πομάκοι και ο δίκαιος αγώνας των να απαλλαγούν από τον δυσβάσταχτο βουλγαρικό ζυγό, Αρχείον του Θρακικού και Λαογραφικού Γλωσσικού Θησαυρού 1, Αθήναι 1948. Επίσης, Π. Παπαδημητρίου, Οι Πομάκοι της Ροδόπης. Από τις εθνοτικές σχέσεις στους βαλκανικούς εθνικισμούς (1870-1990), Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 161-209 όπου οι απόψεις και των τριών πλευρών για την καταγωγή των Πομάκων. 134 Για τον μπεκτασισμό στη Δυτική Θράκη και τους τεκέδες της περιοχής βλ. Ε. Ζεγκίνης, Ο μπεκτασισμός.
38
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Δυτικής Θράκης παρέμεινε στις εστίες του και μετά το 1923, αφού εξαιρέθηκε από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών και σύμφωνα με στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ανερχόταν το 1926 σε 94.723 άτομα 135. 4. Νησιά Ανατολικού Αιγαίου Στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που απελευθερώθηκαν με τους Βαλκανικούς Πολέμους ο μουσουλμανικός πληθυσμός συγκεντρωνόταν κυρίως στη Λέσβο και στη Λήμνο, ενώ ελάχιστοι κατοικούσαν στη Χίο και στη Σάμο. Πριν από το 1912 οι μουσουλμάνοι της Λέσβου ανέρχονταν σε 17.964 σύμφωνα με την οθωμανική στατιστική του 1906, ενώ το 1912 αριθμούσαν 18.177. Μετά την απελευθερωση όμως και μέχρι το 1920 το 60% του μουσουλμανικού πληθυσμού του νησιού μετανάστευσε σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 136. Η απογραφή του 1920 κατέγραψε 8.791 μουσουλμάνος στο νομό Λέσβου (περιλαμβανόταν η Λήμνος και η Σαμοθράκη), αριθμός που αποτελούσε το 6% του συνολικού πληθυσμού του νομού (146.941) 137. Από τον παραπάνω αριθμό 7.165 μουσουλμάνοι κατοικούσαν στη Λέσβο και συγκεκριμένα 3.862 στην Υποδιοίκηση Μυτιλήνης, 3.297 στην Υποδιοίκηση Μήθυμνας και έξι στο Πλωμάρι 138. Στις παραμονές της Ανταλλαγής των Πληθυσμών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Νομαρχίας Λέσβου, στο νησί υπήρχαν 4.297 μουσουλμάνοι (μόνο στην Υποδιοίκηση Μήθυμνας) εκ των οποίων οι 927 κατοικούσαν σε δύο αμιγείς μουσουλμανικούς οικισμούς και οι υπόλοιποι 3.370 σε 14 μικτούς πληθυσμιακά οικισμούς 139. Οι μουσουλμάνοι συγκεντρώνονταν κυρίως στην πρωτεύουσα του νησιού,
135
Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σ. 46 όπου σχετικός στατιστικός πίνακας. 136 E. Kolodny-R. Darques, “Turcs, Grecs et réfugiés dans l’île de Lesbos au XXe siècle”, Méditerranée, 3.4(2004), 66-67˙ E. Kolodny, La population des îles de la Grèce, Aix-en-Provence 1974, σσ. 218-219 και K. Karpat, ό.π., σ. 162. 137 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Αθήνα 12 Απριλίου 1923, «αποστολή πίνακος με τον αριθμό των μουσουλμάνων στην ελληνική επικράτεια κατά νομούς και μητρική γλώσσα». 138 ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄, στατιστικά των μουσουλμάνων της Ελλάδας σύμφωνα με την απογραφή του 1920 (στα γαλλικά). 139 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3, υποφ. 2, Νομαρχία Λέσβου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 26 Ιουλίου 1923, αρ. πρ. 9738. Οι αμιγείς μουσουλμανικοί οικισμοί ήταν το Σίγριο (613 κάτοικοι) και το Καλαπάδος (314), ενώ οι μικτοί: Μήθυμνα (399 μουσουλμάνοι), Βαφειά (161), Υψηλοκέτωπον (264), Πέτρα (15), Τέλια (315), Χάλις (36), Φίλια (288), Ανεμώτια (142), Σκαλοχώριο (746), Πτερούντα (310), Άγρα (235),
39
στο Μόλυβο, στο Σίγριο και στο Σκαλοχώρι. Ο συνολικός αριθμός των μουσουλμάνων το 1923 έφτανε στις 7.500, όσοι ήταν, δηλαδή, οι μουσουλμάνοι που μετανάστευσαν στο πλαίσιο της Ανταλλαγής των Πληθυσμών 140. Συνεπώς, οι μουσουλμάνοι της Υποδιοίκησης Μυτιλήνης θα πρέπει να ανέρχονταν το 1923 σε περίπου 3.200 από τους οποίους οι περισσότεροι κατοικούσαν στην πόλη της Μυτιλήνης. Μετά την ολοκλήρωση της Ανταλλαγής των Πληθυσμών στη Λέσβο παρέμεναν το 1928 87 μουσουλμάνοι που για διάφορους λόγους δεν είχαν χαρακτηριστεί ανταλλάξιμοι 141. Στη Λήμνο, σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1906, ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανερχόταν σε 3.805 άτομα. Η ελληνική απογραφή του 1920 απαρίθμησε 1.612 μουσουλμάνους στο νησί καταγράφοντας, όπως και στην περίπτωση της Λέσβου, ένα σημαντικό μεταναστευτικό ρεύμα των μουσουλμάνων μετά το 1912 142. Το 1923, σύμφωνα με τη Νομαρχία Λέσβου, οι μουσουλμάνοι της Λήμνου ανέρχονταν σε 1.411 άτομα από τους οποίους οι 250 κατοικούσαν σε τρεις αμιγείς μουσουλμανικούς οικισμούς και οι υπόλοιποι 1.161 σε 11 μικτούς. Η πλειονότητα του μουσουλμανικού στοιχείου κατοικούσε στο Κάστρο (Μύρινα) και στον αμιγή οικισμό Πέρα 143. Στη Χίο το 1885 κατοικούσαν 2.200 μουσουλμάνοι, το 1906 2.447 και το 1912 δεν ξεπερνούσαν τους 850, αριθμός που αποτελούσε μόλις το 1,2% του συνολικού πληθυσμού του νησιού 144. Ο μικρός αυτός μουσουλμανικός πληθυσμός που κατοικούσε στην πόλη της Χίου και στον Κάμπο μετανάστευσε μαζικά μετά το 1912, αφού η απογραφή του 1920 κατέγραψε μόλις 54 μουσουλμάνους στο νησί 145. Απειροελάχιστοι ήταν οι μουσουλμάνοι στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου που απελευθερώθηκαν με τους Βαλκανικούς Πολέμους: στο νομό Σάμου (περιλαμβάνει και την Ικαρία) η απογραφή του Καλλονή (15), Ερεσσός (1), Παράκολα (443). Αναλυτικά για τους οικισμούς όπου κατοικούσαν μουσουλμάνοι βλ. E. Kolodny-R. Darques, ό.π., σσ. 67-68 και E. Kolodny, La population, σ. 219. 140 ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Β΄-Γ΄, σημείωμα του Α. Πάλλη για τον αριθμό των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν την Ελλάδα την περίοδο 1912-1924, Αθήνα 8 Απριλίου 1926. 141 E. Kolodny-R. Darques, La population, σ. 67. 142 K. Karpat, ό.π., σ. 162 και ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄, στατιστικά των μουσουλμάνων της Ελλάδας σύμφωνα με την απογραφή του 1920 (στα γαλλικά). 143 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3, υποφ. 2, Νομαρχία Λέσβου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 26 Ιουλίου 1923, αρ. πρ. 9738 και E. Kolodny, La population, σ. 217. Οι αμιγείς οικισμοί ήταν οι Πέρα Λήμνου (158 κάτοικοι), Κουρουή (34) και Σερατή (58), ενώ οι μικτοί: Κάστρο (1.010 μουσουλμάνοι), Κανδιά (16), Ασακή (13), Κορνός (52), Μούδρος (24), Πορτιανό (7), Ρωσσοπούλι (7), Ρωμανό (7), Τουμάνδρια (4), Λειβαδοχώρι (9), Κοντοπούλιο (12). 144 E. Kolodny, La population, σ. 218˙ K. Karpat, ό.π., σ. 162 και A. Popovic, ό.π., σ. 141. 145 ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄, στατιστικά των μουσουλμάνων της Ελλάδας σύμφωνα με την απογραφή του 1920 (στα γαλλικά) και E. Kolodny, La population, σ. 218, όπου τους υπολογίζει σε 107.
40
1920 κατέγραψε μόλις οκτώ μουσουλμάνους, ενώ στη Σαμοθράκη το 1923 κατοικούσαν εννέα μουσουλμάνοι στη Χώρα του νησιού 146. Τα παραπάνω στατιστικά δεδομένα δεν παρέχουν στοιχεία για τη μητρική γλώσσα των μουσουλμάνων των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Ωστόσο, από μαρτυρίες ανταλλαξίμων συμπεραίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό οι μουσουλμάνοι των νησιών γνώριζαν και ελληνικά 147. 5. Κρήτη Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης, ιδιαίτερα της υπαίθρου, άρχισε να φθίνει ήδη από την Επανάσταση του 1821, ενώ η μετανάστευση από το νησί με κατεύθυνση τα Δωδεκάνησα, τα μικρασιατικά παράλια, την Κυρηναϊκή και τη Συρία συνεχίστηκε αμείωτη εξαιτίας των συνεχών επαναστάσεων και συγκρούσεων με το χριστιανικό στοιχείο 148. Με την ανακήρυξη της Κρητικής Πολιτείας το 1898 η μετανάστευση του μουσουλμανικού στοιχείου κορυφώθηκε. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία πριν από την ενσωμάτωση της Κρήτης στο ελληνικό κράτος, ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανερχόταν το 1881 σε 73.234 άτομα και αποτελούσε το 26,2% του συνολικού πληθυσμού, το 1900 μειώθηκε σε 33.496 και αποτελούσε το 11% του συνολικού πληθυσμού, ενώ το 1911 οι μουσουλμάνοι της Κρήτης ανέρχονταν σε 27.852 και αποτελούσαν το 8,3% του πληθυσμού του νησιού. Οι συνεχείς επαναστάσεις και η έλλειψη ασφάλειας στην ύπαιθρο είχαν αποτέλεσμα τη συγκέντρωση των μουσουλμάνων στις πόλεις. Το 1881 το 47% των μουσουλμάνων κατοικούσε στις πόλεις του νησιού αποτελώντας την πλειοψηφία στα Χανιά (65%), στο Ηράκλειο (69,5%), στο Ρέθυμνο (72%) και στην Ιεράπετρα (55%), ενώ στη Σητεία αποτελούσε το 47% του πληθυσμού της πόλης. Μέχρι το 1912 ο μουσουλμανικός πληθυσμός έφθινε συνεχώς ενώ αυξανόταν και ο βαθμός αστικοποίησής του. Το 1900 το ποσοστό των μουσουλμάνων που 146
ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄, στατιστικά των μουσουλμάνων της Ελλάδας σύμφωνα με την απογραφή του 1920 (στα γαλλικά) και ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3, υποφ. 2, Νομαρχία Λέσβου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 26 Ιουλίου 1923, αρ. πρ. 9738. 147 Iskender Özsoy, ό.π., σσ. 39-53. 148 Επαναστάσεις του χριστιανικού πληθυσμού εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας σημειώθηκαν το 1841, το 1858, 1866-1869, 1878, 1889 και το 1896-1897. Σχετικά με σφαγές μουσουλμάνων από χριστιανούς στην Κρήτη βλ. Ν. Ανδριώτης, «Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Κρήτη 1821-1924. Ένας αιώνας συνεχούς αναμέτρησης εντός και εκτός του πεδίου μάχης», Μνήμων, 26 (2004), 65-82˙ Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος, σσ. 189-212.
41
κατοικούσε σε πόλεις ανερχόταν στο 85% του συνολικού μουσουλμανικού πληθυσμού, ενώ το 1911 στο 81%. Μέχρι το 1911 οι μουσουλμάνοι συνιστούσαν πλέον μειοψηφία σε όλες τις πόλεις της Κρήτης, αποτελώντας το 37% του πληθυσμού της πόλης του Ηρακλείου, το 34% των Χανίων, το 43% του Ρεθύμνου και το 23% της Ιεράπετρας. Όσον αφορά τον μουσουλμανικό πληθυσμό της υπαίθρου, από τα 38.586 άτομα του 1881 συρρικνώθηκε σε 5.354 το 1911 και συγκεντρώθηκε κυρίως σε οικισμούς στα περίχωρα των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου, στις επαρχίες Πεδιάδας, Σητείας, Μονοφατσίου, στη Σούδα και στη Σπιναλόγκα 149. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση του μουσουλμανικού στοιχείου της Κρήτης συνεχίστηκε και μετά την ενσωμάτωση του νησιού στο ελληνικό κράτος, χωρίς όμως να φτάσει στα επίπεδα της περιόδου 1881-1900. Σύμφωνα με την απογραφή του 1920, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης ανερχόταν σε 19.181 άτομα εκ των οποίων τα 9.503 κατοικούσαν στο νομό Ηρακλείου, 1.126 στο νομό Λασιθίου, 2.838 στο νομό Ρεθύμνου και 5.714 στο νομό Χανίων. Έχει υπογραμμιστεί επανειλημμένως ότι τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 που παρατίθενται στο έγγραφο της Διεύθυνσης Στατιστικής δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική πληθυσμιακή κατάσταση των Νέων Χωρών και έτσι με βάση άλλους στατιστικούς υπολογισμούς, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης το 1920 ανερχόταν σε 23.000 με 25.000 150. Το 75% των μουσουλμάνων κατοικούσε στις πόλεις (17.281) και το υπόλοιπο 25% στην ύπαιθρο (5.718). Ο βαθμός αστικοποίησης μειώθηκε σε σχέση με την περίοδο 1900-1911, ωστόσο παρέμενε υψηλός, ο υψηλότερος σε σχέση με τις υπόλοιπες Νέες Χώρες. Οι μουσουλμάνοι της Κρήτης στην πλειονότητά τους προέρχονταν από χριστιανικούς ελληνικούς πληθυσμούς που εξισλαμίστηκαν μετά την κατάληψη του 149
Για τον αριθμό, τη γεωγραφική κατανομή και τη μετανάστευση των μουσουλμάνων της Κρήτης πριν από το 1912 βλ. E. Kolodny, La population, σσ. 211-214˙ E. Kolodny, «Des Musulmans dans une île grecque: Les Turcocretois», Mediterranean World, XIV (1995), 1-10˙ Κ. Φουρναράκης, Τουρκοκρήτες, εν Χανίοις 1929, σσ. 27-30 και 34-36˙ Ν. Ανδριώτης, «Τα τελευταία χρόνια παραμονής των μουσουλμάνων στην Κρήτη και η αναχώρησή τους για την Τουρκία», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 207-224˙ A. Popovic, ό.π., σσ. 123-134 και P. Konortas, Les musulmans, σσ. 40-49. Αναλυτικά για τα στατιστικά δεδομένα βλ. πίνακα XV του παραρτήματος του κεφαλαίου. 150 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Αθήνα 12 Απριλίου 1923, «αποστολή πίνακος με τον αριθμό των μουσουλμάνων στην ελληνική επικράτεια κατά νομούς και μητρική γλώσσα» και ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄, στατιστικά των μουσουλμάνων της Ελλάδας σύμφωνα με την απογραφή του 1920 (στα γαλλικά). Βλ. επίσης, E. Kolodny, La population, σ. 212 όπου υπολογίζει τους μουσουλμάνους σε 22.999 και Κ. Φουρναράκης, ό.π., σ. 29 όπου προσδιορίζει το μουσουλμανικό πληθυσμό του νησιού σε 25.000.
42
νησιού από τους Οθωμανούς 151. Οι Τουρκοκρητικοί διατήρησαν την ελληνική γλώσσα στον προφορικό λόγο, αλλά στο γραπτό χρησιμοποιούσαν ελληνικά με αραβικούς χαρακτήρες 152. Το χριστιανικό και ελληνικό παρελθόν των Τουρκοκρητικών διαφαίνεται τόσο από τις συχνές περιπτώσεις κρυπτοχριστιανισμού στο νησί 153 όσο και από τα οικογενειακά ονόματά τους στα οποία διατηρούσαν την παραγωγική κατάληξη –άκης 154. Όπως σε όλες τις περιοχές των Βαλκανίων όπου έγιναν εξισλαμισμοί, έτσι και στην Κρήτη πολλοί από τους εξωμότες ήταν οπαδοί αιρετικών δερβισικών ταγμάτων, κυρίως Μπεκτασήδες και Μεβλεβήδες 155. Εκτός από τον πληθυσμό των ελληνόφωνων Τουρκοκρητικών υπήρχαν στην Κρήτη μουσουλμάνοι Άραβες και Αιθίοπες οι οποίοι μετανάστευσαν από την Αίγυπτο και τη Βεγγάζη κατά το 19ο αιώνα και κατοικούσαν κυρίως στα Χανιά, στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο 156. Οι Τουρκοκρητικοί, όπως και οι άλλοι ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, δεν εξαιρέθηκαν της Ανταλλαγής των Πληθυσμών και την περίοδο 1923-1924 151
Μ. Πεπονάκης, Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1994˙ Κ. Φουρναράκης, ό.π., σσ. 2-3, 32-33 και Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, «Τουρκοκρητικοί: αναζήτηση μιας ταυτότητας», Τα Ιστορικά,18/34 (2001), 150-151 και Ν. Ανδριώτης, Χριστιανοί και μουσουλμάνοι, σσ. 63-65. 152 Γ. Πλανάκης, Ίχνη της τουρκοκρητικής ελληνόγλωσσης λογοτεχνίας. Ιδεολογικές τάσεις και γενικά χαρακτηριστικά, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης, διπλωματική εργασία, Ρέθυμνο 2003˙ K. Özbayri and Em. Zakhos Papazakhariou, “Documents de tradition orale des Turcs d’ origine Crétoise”, Turcica, VIII/1 (1976), 70-86. Για την ελληνική μητρική γλώσσα των Τουρκοκρητικών βλ. και προφορικές μαρτυρίες ανταλλάξιμων μουσουλμάνων στο Iskender Özsoy, ό.π., σσ. 54-87 και Μ. Τσιριμονάκη, Αυτοί που έφυγαν αυτοί που ήρθαν: Από την αυτονομία ως την ανταλλαγή, Ρέθυμνο 2002. 153 Μ. Πεπονάκης, ό.π., Κ. Φουρναράκης, ό.π., σσ. 32-33 και Stavro Skendi, ό.π., σσ. 231-234. 154 Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, «Οικογενειακά ονόματα Τουρκοκρητικών», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σσ. 43-60. 155 F. W. Hasluck, ό.π., σσ. 534-536 όπου σύμφωνα με πληροφορίες Μπεκτασή των Χανίων οι Μπεκτασήδες στις τρεις μεγάλες πόλεις της Κρήτης ανέρχονταν πριν από το 1897 σε 8.200 (5.000 στο Ηράκλειο, 3.000 στο Ρέθυμνο και 200 στα Χανιά), ενώ στη συνέχεια μειώθηκαν σε 1.570 (500 στο Ηράκλειο, 1.000 στο Ρέθυμνο και 70 στα Χανιά). Στην πόλη των Χανίων κυριαρχούσαν οι Μεβλεβήδες. Για την ύπαρξη τεκέδων στην Κρήτη βλ. επίσης Κ. Φουρναράκης, ό.π., σσ. 21-22˙ P. Konortas, Les musulmans, σσ. 58-59˙ A. Popovic, ό.π., σ. 132˙ Α. Αναστασόπουλος, «Δερβίσηδες και δερβισικοί τεκέδες στην Κρήτη των αρχών του 19ου αιώνα: θρησκευτικές, κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σσ. 139-150 και Melike Kara, Girit Kandiye’de Mϋslϋman Cemaati 1913-1923 (Η μουσουλμανική κοινότητα του Ηρακλείου Κρήτης 19131923), Ιστανμπούλ 2006, σσ. 78-81. Αλεβήδες και Μπεκτασήδες ήταν κυρίως οι Τουρκοκρητικοί των αστικών περιοχών. Η εγκατάστασή τους στην Τουρκία και σε ένα σουνιτικό κοινωνικό περίγυρο τους ανάγκασε να ακολουθήσουν το σουνιτικό Ισλάμ, βλ. S. Koufopoulou, “Muslim Cretans in Turkey. The reformulation of ethnic identity in an Aegean community”, R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα ΥόρκηΟξφόρδη 2003, σ. 215. 156 Κ. Φουρναράκης, ό.π., σ. 18 και Ν. Ανδριώτης, Χριστιανοί και μουσουλμάνοι, σσ. 63-65. Οι μεγαλύτερες κοινότητες Αιθιόπων και μουσουλμάνων Αράβων της Βεγγάζης (Χαλικούτες) βρίσκονταν στα Χανιά.
43
μετανάστευσαν στην Τουρκία 23.021 μουσουλμάνοι της Κρήτης (5.000 από το νομό Χανίων, 3.500 από το νομό Ρεθύμνου, 11.500 από το νομό Ηρακλείου και 3.000 από το νομό Λασιθίου) 157. Η απογραφή του 1928 κατέγραψε 197 μουσουλμάνους στο νησί (οι 175 στα Χανιά) και 565 Τούρκους υπηκόους 158. 6. Θεσσαλία Για να ολοκληρωθεί η εικόνα της γεωγραφικής κατανομής και της αριθμητικής δύναμης του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας την περίοδο 1912-1923 απομένει η αναφορά στις ολιγάριθμες, μετά το 1912, μουσουλμανικές κοινότητες της Θεσσαλίας. Οι μουσουλμάνοι της Θεσσαλίας το 1878, λίγο πριν από την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα, ανέρχονταν περίπου σε 40.000. Θα ακολουθήσει μετά το 1881 έντονη τάση μετανάστευσης του μουσουλμανικού πληθυσμού με αποτέλεσμα το 1907 να αριθμεί μόλις 3.516 άτομα και το 1911 2.895 159. Στις παραμονές της Ανταλλαγής των Πληθυσμών οι μουσουλμάνοι της Θεσσαλίας ανέρχονταν σε 3.488 άτομα εκ των οποίων οι 632 κατοικούσαν στην Ελασσόνα, οι 690 στο Βόλο (όλοι Αθίγγανοι), οι 662 στο 157
Κ. Φουρναράκης, ό.π., σ. 45 και Ν. Ανδριώτης, Τα τελευταία χρόνια, σ. 216. Βλ. επίσης St. P. Ladas, ό.π., σσ. 438-439 όπου οι μουσουλμάνοι που αναχώρησαν την περίοδο 1923-1924 προσδιορίζονται σε 21.939. Σήμερα στην Τουρκία κοινότητες Τουρκοκρητικών υπάρχουν στο Αϊβαλί, στο Τσεσμέ, στο Αδραμύττιο, στα Βουρλά, στη Φώκαια, στο Καράμπουρνα και στα Μοσχονήσια. Για τους Τουρκοκρητικούς στη σημερινή Τουρκία βλ. P. Alford Andrews, Ethnic Groups in the Republic of Turkey, Βισμπάντεν 1989, σσ. 209-211 όπου μελέτη του E. Danielsen για τις περιοχές εγκατάστασης των Τουρκοκρητικών. Μερικοί από τους Τουρκοκρητικούς μιλούν ακόμη και σήμερα το κρητικό ιδίωμα. Σύμφωνα με την τουρκική απογραφή του 1965 στις περιοχές που κατοικούσαν οι Τουρκοκρητικοί 2.600 άτομα δήλωσαν μητρική γλώσσα την ελληνική. Για το ίδιο θέμα Pekin Müfide, “Twisted memories of a lost homeland-the Turkish Cretan community of Turkey”, Ramses 2: Euro-Mediterrenean research network workshop: Memories in the Mediterrenean, between history and politics, http://www.mubadele.org-twisted memoires of a lost homeland/1.10.2008˙ Istanbul Bilgi Üniversitesi, Sosyal Bilimler Enstitüsü, Kültürel Çalişmalar Yüksek Lisans Programi, Giritli Mübadillerde Kimlik Oluşumu ve Toplumsal Hafiza (δημιουργία ταυτότητας στους Κρητικούς ανταλλάξιμους και κοινωνική μνήμη), Ιστανμπούλ 2005, http://www.mubadele.org- Istanbul Bilgi Üniversity/1.10.2008 και S. Koufopoulou, ό.π., σσ. 209-219. Τουρκοκρητικοί που διατηρούν μάλιστα την ελληνική γλώσσα και το κρητικό ιδίωμα συναντώνται σήμερα στη Συρία στο χωριό Χαμιδιέ, αλλά και στη Λιβύη, βλ. Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, Τουρκοκρητικοί, σ. 153. 158 Ν. Ανδριώτης, Τα τελευταία χρόνια, σ. 216. 159 P. Konortas, Les musulmans, σσ. 27-30, 35-36˙ A. Popovic, ό.π., σσ. 117-123 και Αγγ. ΣφήκαΘεοδοσίου, Η προσάρτηση της Θεσσαλίας. Η πρώτη φάση στην ενσωμάτωση μιας ελληνικής επαρχίας στο ελληνικό κράτος (1881-1885), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 69-79 όπου παρατίθενται διάφορες στατιστικές πληροφορίες και τα αποτελέσματα της πρώτης επίσημης ελληνικής απογραφής του 1881 (περιλαμβάνει και τις περιοχές της Ηπείρου που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα), σύμφωνα με την οποία οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 24.165 άτομα. Τα αριθμητικά δεδομένα του 1878 περιλάμβαναν και την περιοχή της Ελασσόνας, ενώ του 1907 και του 1911 όχι. Υπενθυμίζεται ότι η περιοχή της Ελασσόνας απελευθερώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η στατιστική του 1911 έγινε από τον Franchet d’Espérey.
44
Σάστοβο (Καλλιθέα), οι 842 στην Αραδοσίβια (Στεφανόβουνο-Γαλανόβρυση), οι 300 στη Λάρισα, οι 197 στο Δομένικο, οι 154 στους Παζαρλάδες (Λόφος), ενώ υπήρχαν ελάχιστοι στα χωριά Μικρό Κεσερλή (Ελάτεια) και Περσουφλή 160. 7. Οι μουσουλμάνοι και τα κριτήρια εθνικής ταυτότητας στις Νέες Χώρες Κλείνοντας το κεφάλαιο κρίνεται απαραίτητη μια αποτίμηση της λειτουργίας των στατιστικών δεδομένων και των απογραφών στο πλαίσιο του ορισμού της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στις Νέες Χώρες την περίοδο 1912-1923. Το ελληνικό κράτος, συνειδητοποιώντας
την
ύπαρξη
στο
διεκδικούμενο
εθνικό
χώρο
πληθυσμών
χριστιανικών μεν αλλά μη ελληνόφωνων και με μια ρευστή εθνική συνείδηση, προσάρμοσε κατάλληλα τα κριτήρια της ελληνικότητας. Ο γλωσσικός εθνικισμός απορρίφθηκε, αφού περιόριζε αισθητά τα μέλη που θα εντάσσονταν στον ελληνικό εθνικό κορμό. Αντίθετα, απέναντι στο βουλγαρικό εθνικισμό στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης που λειτουργούσε προβάλλοντας τη σλαβική γλώσσα τμήματος του πληθυσμού, η ελληνική πλευρά προέβαλε το δικαίωμα του ατόμου στην εθνική συνείδηση. Οι σλαβικές γλωσσικές μελέτες αντισταθμίζονταν από τους Έλληνες τονίζοντας την ύπαρξη μιας «φαντασιακής εθνότητας» 161. Η διαμάχη όσον αφορά τι όριζαν ο ελληνικός και βουλγαρικός εθνικισμός Έλληνα ή Βούλγαρο αντικατοπτρίζεται χαρακτηριστικά στις διαπραγματεύσεις στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι. Η βουλγαρική αποστολή, αφού τόνιζε ότι τα βασικά χαρακτηριστικά του έθνους είναι η φυλή, η γλώσσα και η θρησκεία, κατηγορούσε την Ελλάδα ότι προέκρινε τη θρησκεία ως βασικό χαρακτηριστικό προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας. Επομένως, η Ελλάδα ενέτασσε στον ελληνικό εθνικό κορμό όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς τους
160
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3, υποφ. 2, όπου πίνακας με το μουσουλμανικό πληθυσμό της Θεσσαλίας ανά οικισμό. Ειδικότερα για τους μουσουλμάνους του Βόλου μετά το 1912 βλ. Reşat Tesal, Selâniκ’ten Istanbul’a. Bir Ömrün Hikâyesi (Από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Η αφήγηση μιας ζωής), Ιστανμπούλ 1998, σσ. 19-35 όπου αναμνήσεις του Tesal από τα παιδικά του χρόνια στο Βόλο όπου η οικογένειά του διατηρούσε κτηματική περιουσία – ο πατέρας του Tesal ήταν βουλευτής του ελληνικού Κοινοβουλίου και πρόεδρος της τουρκικής επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών. 161 E. J. Hobsbawn, Έθνη και εθνικισμός, από το 1780 μέχρι σήμερα, Αθήνα 1994, σ. 153. Για τον ελληνικό γλωσσικό εθνικισμό και τη σύγχυση που δημιουργούσε στην αλυτρωτική πολιτική της Ελλάδας, κυρίως το 19ο αιώνα, η χρησιμοποίηση του γλωσσικού κριτηρίου για τον εθνικό προσδιορισμό βλ. P. Kitromilides, «“Imagined Communities” and the origin of National Question in the Balkans», European History Quarterly, 19/2 (1989), 149-192.
45
πιστούς στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, έστω και αν δεν μιλούσαν ελληνικά, χαρακτηρίζοντάς τους Έλληνες βουλγαρόφωνους, Έλληνες βλαχόφωνους ακόμα και Έλληνες Τσιγγάνους. Η βουλγαρικά πλευρά για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία της αναφερόταν και στη δήλωση του Βενιζέλου, όταν παρουσίαζε τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις στο Παρίσι, ότι το μοναδικό κριτήριο εθνικότητας είναι η εθνική συνείδηση και όχι η γλώσσα ή η φυλή 162. Η ελληνική διπλωματική αποστολή, από την άλλη, αφού τόνιζε τις γερμανικές ρίζες της βουλγαρικής θέσης όσον αφορά τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας –επισήμανση ιδιαίτερα εύστοχη σε μια περίοδο που καθετί γερμανικό δεν γινόταν και με ενθουσιασμό αποδεκτό– παρέπεμπε στις απόψεις του Ernest Renan 163 περί εθνικής συνείδησης και ελεύθερης ατομικής επιλογής της, απόψεις που «γίνονται αποδεκτές από την πολιτική επιστημή και από όλες τις πολιτισμένες χώρες» 164. Η παραπάνω επιχειρηματολογία περί καθορισμού της «ελληνικότητας» των πληθυσμών των Νέων Χωρών καθιστούσε την ελληνική πλευρά ιδιαίτερα καχύποπτη ή αμήχανη σε στατιστικές που δεν συντάσσονταν με αυτή τη λογική. Η απογραφή του 1920 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Θα έπρεπε να δημοσιευτούν τα στοιχεία για τη μητρική γλώσσα των κατοίκων των Νέων Χωρών; Ο Λεκκός απαντούσε στο παραπάνω ερώτημα ως εξής: «Ημείς όμως δεν ετολμήσαμεν να δημοσιεύσωμεν παρόμοιαν στατιστικήν (αναφέρεται στη δημοσίευση σερβικής στατιστικής) μέχρι σήμερον και πολύ ορθώς διότι, επίσημος αναγνώρισις και αποκάλυψις πλειοψηφίας ξενοφώνων και δη Σλαυοφώνων εν Μακεδονία χρησιμεύει ως φυλετική γέφυρα οδηγούσα προς το Αιγαίον, εφ’όσον δεν ισχυροποιούμεθα ενταύθα εθνολογικώς» 165. Αλλά και στη Θράκη ο γενικός διοικητής δεν επιθυμούσε τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της απογραφής του 1920 γιατί η Σύμβαση των Σεβρών περί μειονοτήτων χορηγούσε μειονοτικά δικαιώματα
162
The complaints of Macedonia, ό.π., σσ. 251-252. Ο Ernest Renan στη διάλεξη που έδωσε το 1882 με τον τίτλο «Qu’ est-ce qu’ une Nation?» συνέδεσε την έννοια του έθνους με το δικαίωμα της ατομικής βούλησης και του αυτοπροσδιορισμού. Θεωρώντας ότι το έθνος είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα προσδιόρισε την έννοιά του ως πνευματικού αξιώματος το οποίο συγκροτείται από την κοινή κατοχή μιας πλούσιας κληρονομιάς από αναμνήσεις και τη θέληση για κοινή συμβίωση κάτω από τις αξίες μιας αδιαίρετης κληρονομιάς. 164 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 455, Delegation Hellenique, Observations sur la reponse Bulgare, Παρίσι 1919, σ. 20. 165 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 28 Απριλίου 1923, αρ. εμπ. 105 όπου συνημμένο αντίγραφο της έκθεσης του Λεκκού προς το γενικό διοικητή Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 31 Μαρτίου 1923. 163
46
ανάλογα με τον όγκο του μειονοτικού πληθυσμού, ο οποίος ήταν σημαντικός σύμφωνα με την απογραφή. Ενώ πρότεινε, αν η ελληνική κυβέρνηση επέμενε στην αναγκαιότητα δημοσίευσης των αποτελεσμάτων, να γίνουν διορθώσεις στους απογραφικούς πίνακες με την
παλιννόστηση
ομογενών
και
την
αποδημία
εποίκων
μουσουλμάνων 166.
Προβληματισμό προκαλούσε και η πληθώρα οικισμών στις Νέες Χώρες οι οποίοι δεν έφεραν ελληνικά ονόματα, γεγονός που αντετίθετο στον ελληνικό χαρακτήρα των περιοχών αυτών. Εν όψει της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της απογραφής του 1920 η υπεύθυνη επιτροπή για την αλλαγή των τοπωνυμίων της Θράκης τόνιζε το επείγον του εξελληνισμού των τοπωνυμίων, ώστε να καταγραφούν τα εξελληνισμένα στους απογραφικούς πίνακες, γιατί σε αντίθετη περίπτωση «θα κυκλοφορώσιν ανά τον κόσμον όλον πίνακες με τοπωνυμίας κατά τό σύνολον ξενικάς όπερ πρόδηλον ότι βλάπτει εθνικώς» 167. Η δημοσίευση απογραφικών αποτελεσμάτων με βάση τη μητρική γλώσσα των κατοίκων ήταν σαφώς ασύμφορη και θα δημιουργούσε προβλήματα στο βολικό μοντέλο «ελληνικότητας» που υιοθέτησε η Ελλάδα για να στηρίξει εθνολογικά τις εδαφικές διεκδικήσεις της. Γι αυτό άλλωστε το υπουργείο Εξωτερικών όταν απέστειλε στην πρεσβεία στο Παρίσι το 1916 στατιστική του πληθυσμού της Μακεδονίας και γνωρίζοντας την προπαγανδιστική σκοπιμότητά της απέφυγε να διαχωρίσει τους Έλληνες σε ελληνόφωνους και ξενόφωνους 168, ενώ για τον ίδιο λόγο –και όχι για λόγους οικονομίας, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή 169– δεν δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 που αφορούσαν την εθνική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα των κατοίκων των Νέων Χωρών. Η διαμάχη όμως αυτή για τον προσδιορισμό της «ελληνικότητας» των πληθυσμών των Νέων Χωρών αφορούσε αποκλειστικά τους σλαβόφωνους ή 166
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 701 , Γενική Διοίκηση Θράκης προς υπουργείο Εξωτερικών, Αδριανούπολη 8/21 Απριλίου 1922, αρ. πρ. 981. 167 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Μιλτ. Σταμούλη, φ. Κ85γ, υποφ. 8, «Έκθεσις της επί αλλαγής των τοπωνυμιών Θράκης Επιτροπείας προς τον πολιτικό διοικητή Θράκης», Αδριανούπολη 17/30 Αυγούστου 1921. Σχετικά με τις μετονομασίες των οικισμών της Θράκης βλ. Μ. Κοκολάκης, «Το γεράκι και ο σκαντζόχοιρος: Η διοικητική ονοματοθεσία της ελληνικής Θράκης», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Θράκη. Ιστορικές και γεωγραφικές προσεγγίσεις, Αθήνα 2000, σσ. 197-204. Για το ίδιο ζήτημα στη Μακεδονία βλ. Β. Κολοκοτρώνης, Μελέτη περί εξελληνισμού των ξένων τοπωνυμίων της Μακεδονίας μετά τινων παρατηρήσεων επί της διοικητικής διαιρέσεως του ελληνικού κράτους, εν Αθήναις 1925. 168 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912-1917, φ. Β/55, Κεντρική Υπηρεσία προς την εν Παρισίοις Βασιλική Πρεσβεία, Αθήνα 15/28 Μαρτίου 1916, αρ. πρ. 6541. 169 Μ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, τ. Β΄, Αθήνα 1975, σ. 424.
47
βλαχόφωνους ή αλβανόφωνους χριστιανούς και όχι τους μουσουλμάνους. Παρά τις αντίθετες διακηρύξεις του Βενιζέλου στο Παρίσι, η θρησκεία διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο για την ελληνική εθνική ταυτότητα. Έτσι, οι ελληνικής καταγωγής μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι Βαλαάδες, Τουρκοκρητικοί και Τουρκογιαννιώτες δεν εντάχθηκαν ποτέ στους επίσημους σχεδιασμούς της ελληνικής πλευράς για την ενίσχυση του ελληνικού εθνικού στοιχείου στις Νέες Χώρες, ενώ δεν ακολουθήθηκε καμιά πολιτική «επανένταξής» τους στον εθνικό κορμό, όπως έκαναν οι Βούλγαροι στην περίπτωση των Πομάκων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Η θρησκεία φαίνεται να συνιστά αξεπέραστο εμπόδιο για την εθνική αυτή «επανένταξη», άλλωστε η θρησκεία ήταν το κριτήριο εκείνο που όριζε την «ελληνικότητα» στο πλαίσιο της Ανταλλαγής των Πληθυσμών το 1923. Η θρησκεία ήταν αυτή που θα διαμόρφωνε τους όρους ενός εθνικά ομοιογενούς κράτους και στις δύο πλευρές του Αιγαίου μετά το 1923 και όχι το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού που χρησιμοποιήθηκε για να επιτευχθούν οι στόχοι του ελληνικού αλυτρωτισμού πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή 170. Τη σύγχυση που προκαλούσαν τα κριτήρια «ελληνικότητας» τα οποία υιοθετήθηκαν από το ελληνικό κράτος την περίοδο 1912-1923 αποτυπώνει εύγλωττα το παρακάτω απόσπασμα των αναμνήσεων του Γεωργίου Μόδη 171 που αναφέρεται στη συνάντησή του με τη Βρετανίδα ανθρωπολόγο Margaret Hasluck το 1923: «Πέρασα αργότερα για τα Γρεβενά με τον Στρατιωτικό Διοικητή, τον Γενικό Επιθεωρητή και την Χάζλωκ απ’ το μεγάλο Τουρκοχώρι Κρίφτσι. Είχαν ήδη εγκατασταθή εκεί πρόσφυγες Τουρκόφωνοι. Αναγκάσθηκα να κάμω τον διερμηνέα μεταξύ των προσφύγων που δεν είξευραν Ελληνικά και των Τούρκων που δεν είξευραν Τουρκικά. Όταν φεύγαμε, η Εγγλέζα μού πρόβαλε το πονηρό ερώτημα:
170
Ποίοι
ήταν
οι
Τούρκοι
και
ποίοι
οι
Έλληνες;» 172.
Για τις διαφοροποιήσεις της ελληνικής και τουρκικής εθνικής ταυτότητας πριν και μετά το 1923 βλ. Çağlar Keyder, “The Consequences of the Exchange of Populations for Turkey”, R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σσ. 39-52 και Th. Veremis, “1922: Political Continuations and Realignments in the Greek State”, στο R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σσ. 53-62. 171 Ο πολιτικός και βουλευτής Γεώργιος Μόδης γεννήθηκε στο Μοναστήρι το 1887, συμμετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα, σπούδασε Νομικά και συνέγραψε μελέτες και διηγήματα κυρίως για το Μακεδονικό Αγώνα. Από το 1912 ανέλαβε διάφορες διοικητικές θέσεις στη Μακεδονία, ενώ το 1923 ήταν νομάρχης Κοζάνης. 172 Γ. Μόδης, Αναμνήσεις, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 192.
48
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Τα μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμανικών πληθυσμών την περίοδο 1912-1923 Η
Βαλκανική
χερσόνησος
γνώρισε
ποικίλες
μεταναστευτικές
κινήσεις
πληθυσμών ανεξαρτήτως εθνικής συνείδησης και θρησκευτικών πιστεύω. Ύστερα από κάθε πολεμική σύγκρουση, κάθε πολιτική πιέσεων από πλευράς κεντρικής διοίκησης ή όταν οι όροι διαβίωσης γίνονταν αφόρητοι, καραβάνια προσφύγων ή μεταναστών διέσχιζαν τα Βαλκάνια αναζητώντας ασφαλέστερο μέρος εγκατάστασης και καλύτερες συνθήκες ζωής. Δυστυχώς, τα καραβάνια αυτά και για τους ίδιους λόγους συνεχίζουν μέχρι τις μέρες μας να διασχίζουν τις βαλκανικές χώρες. Η περίοδος 1912-1923 χαρακτηρίζεται από μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών στο χώρο των Βαλκανίων, αποτέλεσμα των πολεμικών συγκρούσεων, της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της διαμόρφωσης των εθνικών συνόρων, αλλά και της έξαρσης του βαλκανικού εθνικισμού και αλυτρωτισμού. 1. Η μετανάστευση των μουσουλμάνων την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σηματοδότησαν το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στη χερσόνησο του Αίμου και παράλληλα τη βαθμιαία συρρίκνωση του μουσουλμανικού πληθυσμού των πρώην ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 19121913 μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες μουσουλμάνων εγκατέλειψαν τις επικράτειες των χριστιανικών βαλκανικών κρατών και εγκαταστάθηκαν στις εναπομείνασες οθωμανικές επαρχίες. Βέβαια η μεταναστευτική αυτή κίνηση δεν άρχισε με τους Βαλκανικούς
49
Πολέμους, αλλά χρονολογείται και πριν από το 1912, κάθε φορά που η Υψηλή Πύλη έχανε μια ευρωπαϊκή κτήση της 1. Με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ο μουσουλμανικός άμαχος πληθυσμός εγκατέλειψε τις εστίες του είτε γιατί αυτές βρίσκονταν στα πεδία των μαχών είτε γιατί η παραμονή του ήταν ιδιαίτερα επισφαλής μετά την ενεργό ανάμιξή του στις πολεμικές συγκρούσεις είτε γιατί φοβόταν αντεκδικήσεις από την πλευρά των χριστιανών γειτόνων του που θα έβρισκαν ευκαιρία να κλείσουν λογαριασμούς του παρελθόντος είτε, τέλος, εξαιτίας του φόβου για τη στάση που θα κρατούσαν τα χριστιανικά στρατεύματα και κυρίως οι ομάδες των ατάκτων. Ήδη πριν από τις εχθροπραξίες οι μουσουλμάνοι των χωριών που βρίσκονταν κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα άρχισαν να μεταναστεύουν 2. Οι μουσουλμάνοι αυτοί ίσως ήταν και οι μοναδικοί από τις δυτικές και βόρειες επαρχίες της Μακεδονίας που μπόρεσαν να φτάσουν με ασφάλεια στην Κωνσταντινούπολη μέσω ξηράς, αφού η ραγδαία προέλαση των συμμαχικών βαλκανικών στρατών και ιδίως του βουλγαρικού στη Θράκη καθιστούσε το ταξίδι αυτό, αν όχι αδύνατο, τουλάχιστον πολύ επικίνδυνο. Μοναδική διέξοδος διαφυγής, η θάλασσα: χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες συγκεντρώνονταν στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, της Αλεξανδρούπολης, της Βάρνας, του Μπουργκάς ή στα λιμάνια των αλβανικών ακτών αναζητώντας τρόπο να εγκαταλείψουν τις ευρωπαιϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 3. Η Θεσσαλονίκη δεχόταν το μεγαλύτερο όγκο προσφύγων και ήταν ο τόπος συγκέντρωσης των μουσουλμάνων των περιοχών που καταλάμβανε ο ελληνικός στρατός 4. 1
Για τις μεταναστευτικές κινήσεις των μουσουλμάνων των Βαλκανίων πριν από το 1912 βλ. A. Toumarkine, Les migrations des populations musulmanes Balkaniques en Anatolie (1876-1913), Ιστανμπούλ 1995˙ Bilâl Şimşir, Rümeli’den Türk Göçleri (Οι Τούρκοι μετανάστες από τη Ρούμελη), vol. III, Άγκυρα 1968-1970˙ Justin McCarthy, Death and exile. The ethnic cleansing of Ottoman Muslims18211922, Νίου Τζέρσεϊ 1995˙ Stanford J. Shaw, «Ottoman populations movements during the last years of the empire, 1885-1914: some preliminary remarks», Osmanli Araştirmalari, I (1980), 191-205 και Kemal H. Karpat, Ottoman population 1830-1914. Demographic and social characteristics, Λονδίνο 1985, σσ. 6085. 2 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Τσόντου Βάρδα, φ. 4, κατάλογος με πληροφορίες από την πλευρά των τουρκικών συνόρων τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων. 3 Για τις διαδρομές που ακολούθησαν οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες βλ. Ahmet Halaçoğlu, Balkan Harbi sirasinda Rumeli’den Türk göçleri (Τούρκοι πρόσφυγες από τη Ρούμελη κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων), Άγκυρα 1995, σσ. 45-63 και Justin McCarthy, «Muslim refugees in Turkey: the Balkan Wars, World War I and the Turkish war of independence», Heath W. Lowry and Donald Quataert (επιμ.), Humanist and Scholar. Essays in honor of Andreas Tietze, Ιστανμπούλ 1993, σσ. 90-91. 4 Μερικοί μουσουλμάνοι του βιλαετίου των Ιωαννίνων που καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό κατέφυγαν στην Αλβανία, βλ. Justin McCarthy, Muslim refugees, σ. 90.
50
Περιγραφές καραβανιών muhacir 5, όπως αποκαλούσαν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, των περιοχών που καταλάμβανε ο ελληνικός στρατός εντοπίζονται σε απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών της ελληνικής πλευράς καθώς και σε ανταποκρίσεις ξένων δημοσιογράφων. Κοινός τόπος όλων των περιγραφών, η εξαθλίωση των προσφύγων που αντιπροσώπευαν ένα από τα πιο αποκρουστικά πρόσωπα του πολέμου. Ο αρχιστράτηγος των οθωμανικών στρατευμάτων Χασάν Ταχσίν Πασά (Hasan Tahsin Paşa) στις αναμνήσεις του περιγράφει την έξοδο του μουσουλμανικού πληθυσμού των χωριών της ελληνοοθωμανικής μεθορίου που διέσχιζαν τις γραμμές του οθωμανικού στρατού στο Σαραντάπορο και περνούσαν βιαστικά τη γέφυρα του Αλιάκμονα. Ο αριθμός τους, σύμφωνα με τον Οθωμανό στρατηγό, έφτασε τις 3.000 6. Ο Φίλιππος Δραγούμης συνάντησε στο ορεινό πέρασμα της Καστανιάς καραβάνια μουσουλμάνων προσφύγων που κατευθύνονταν από την Κοζάνη προς τη Θεσσαλονίκη 7, ενώ ο ανταποκριτής των Times Crawford Price περιέγραφε την εξαθλίωση και την πείνα των μουσουλμάνων προσφύγων που ακολουθούσαν τον οθωμανικό στρατό μετά την ήττα στα Γιαννιτσά 8. Η περιπλάνηση των προσφυγικών καραβανιών δεν οδηγούσε πάντα σε κάποιο ασφαλές καταφύγιο. Η Θάλεια ΦλωράΚαραβία
5
μεταβαίνοντας
προς
το
Σόροβιτς
(Αμύνταιο) 9
συνάντησε
πτώματα
Ο όρος muhacir προέρχεται από την αραβική λέξη hijra που σημαίνει μετανάστευση. Συναντάται συχνά στο Κοράνι και αποδίδεται στους οπαδούς του Μωάμεθ που μετανάστευσαν μαζί του από τη Μέκκα στη Μεδίνα. Μετά το 1923 ο όρος muhacir αντικαθίσταται σταδιακά με τον όρο göçmen. 6 Β. Γούναρης, Β. Νικόλτσιος (επιμ.), Από το Σαραντάπορο στη Θεσσαλονίκη. Η ελληνοτουρκική αναμέτρηση του 1912 μέσα από τις αναμνήσεις του Στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά, μετφρ. Κενάν Μεσσαρέ, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 26-34. 7 Φ. Δραγούμης, Ημερολόγιο:Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Ι. Κ. Μαζαράκης Αινιάν (επιμ.), ΑθήναΙωάννινα 1988, σ. 107. Για περιγραφές των μουσουλμανικών προσφυγικών ρευμάτων από τη Δυτική Μακεδονία (περιοχές Κόμανου και Κατράνιτσας-σημ. Πύργοι Εορδαίας) βλ. επίσης D. J. Cassaveti, Hellas and the Balkan Wars, Λονδίνο 1914, σ. 120 και Σ. Μελάς, Πολεμικαί σελίδες από τον ελληνοτουρικό πόλεμο του 1912, Αθήνα 1913, σ. 318. 8 Κρώφορδ Πράις, ανταποκριτού Times, Οι Βαλκανικοί Αγώνες. Πολιτική και στρατιωτική ιστορία των εν Μακεδονία Βαλκανικών Πολέμων, εν Αθήναις 1915, σσ. 76-77. Για τη φυγή του μουσουλμανικού άμαχου πληθυσμού από τα Γιαννιτσά βλ. επίσης, Σ. Μελάς, ό.π. σ. 229. 9 Για την ταύτιση των παλιών ονομασιών των οικισμών με τις σημερινές τους ονομασίες χρησιμοποιήθηκε για την περιοχή της Μακεδονίας: Θ. Ι. Βέρρου, Τοπωνύμια και Διοικητική Κατανομή Οικισμών της Μακεδονίας. Μεταβολές στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη 2008. Για τη Θράκη: Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, τεύχος Β΄, αριθ. 4, εν Αδριανουπόλει τη 18 Σεπτεμβρίου 1921, όπου αποφάσεις της Πολιτικής Διοίκησης Θράκης «περί μετονομασίας συνοικισμών των Νομών Αδριανουπόλεως, Σαράντα Εκκλησιών, Ραιδεστού, Καλλιπόλεως, Έβρου και Ροδόπης».
51
μουσουλμάνων προσφύγων που είχαν πεθάνει από το κρύο και την πείνα προτού προλάβουν να φτάσουν σε κάποιο λιμάνι ή μεγάλο αστικό κέντρο της Μακεδονίας 10. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες των περιοχών των βιλαετίων Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης τις οποίες καταλάμβαναν ο ελληνικός, ο σερβικός και ο βουλγαρικός στρατός σε μεγάλο βαθμό κατέφευγαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο προσδιορισμός του αριθμού των προσφύγων αυτών, αλλά και συνολικά του αριθμού των μουσουλμάνων που μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια των δύο Βαλκανικών Πολέμων είναι εξαιρετικά δυσχερής. Όπως και στην περίπτωση των στατιστικών για τη Μακεδονία, ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετανάστευσαν από τα Βαλκάνια την περίοδο 1912-1913 μεγεθυνόταν ή ελαττωνόταν ανάλογα με τους σκοπούς που επιδίωκε η εκάστοτε προπαγάνδα. Έτσι, η τουρκική βιβλιογραφία, στην προσπάθειά της να αποδείξει ότι τα βαλκανικά κράτη ακολούθησαν πολιτική εθνοκάθαρσης των μουσουλμάνων των περιοχών που καταλάμβαναν, παρουσιάζει έναν ιδιαίτερα αυξημένο αριθμό μουσουλμάνων προσφύγων. O Τούρκος ιστορικός Bilâl Şimşir υπολογίζει τους μουσουλμάνους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των δύο Βαλκανικών Πολέμων σε ένα εκατομμύριο, ο Tevfik Biyiklioğlu σε 440.000 εκ των οποίων οι 200.000 προέρχονταν από τη Δυτική Θράκη και οι 240.000 από τη Μακεδονία 11. Το οθωμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης υπολόγιζε τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας που μετανάστευσαν από το Νοέμβριο του 1912 μέχρι και το Μάρτιο του 1914 σε 243.807, εκ των οποίων οι 196.209 μετανάστευσαν την περίοδο 1912-1913 12. Αντίθετα, σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Προσφύγων του οθωμανικού υπουργείου Εσωτερικών, την περίοδο 19121920 εγκαταστάθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 413.922 μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, εκ των οποίων οι 177.352 την περίοδο 1912-1913 13. 10
Θ. Φλωρά-Καραβία, Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913, Μακεδονία-Ήπειρος, Αθήναι 1936, σ. 33. Στο θάνατο μουσουλμάνων προσφύγων κυρίως γυναικοπαίδων από το ψύχος αναφέρεται και ο διοικητικός επίτροπος Φλώρινας σε έκθεσή του προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 102 υποφ. 1, διοικητικός επίτροπος Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 31 Δεκεμβρίου 1912/13 Ιανουαρίου 1913, αρ. πρ. 739. 11 Τα στατιστικά παρατίθενται στο Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σ. 63. 12 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 75, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 18 Απριλίου/1 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 11203 όπου συνημμένη η στατιστική του οθωμανικού προξενείου. 13 Τη στατιστική, που βρήκε στα αρχεία του βιλαετίου Αδριανούπολης, παραθέτει ο Πάλλης σε σημείωμά του για τις αυξομειώσεις του πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 154.1, Α. Πάλλης, «σημείωμα για τις αυξομειώσεις του πληθυσμού Ανατολικής Θράκης συνεπεία διωγμών και μεταναστεύσεων την περίοδο 1912-1920», Αθήνα 15/28 Φεβρουαρίου 1921. Ο ίδιος πίνακας παρατίθεται
52
Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς. Η ελληνική προπαγάνδα παρουσιάζοντας όσο το δυνατόν μικρότερο τον αριθμό των μουσουλμάνων που μετανάστευσαν από τις ελληνικές Νέες Χώρες προέβαλλε την ανεκτική πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε σύγκριση με την αντίστοιχη πολιτική της Βουλγαρίας και προσπαθούσε παράλληλα με αυτόν τον τρόπο να αντικρούσει το επίχειρημα της Υψηλής Πύλης που δικαιολογούσε το διωγμό των ελληνικών πληθυσμών της Θράκης και της Μικράς Ασίας ως αντίποινα για το διωγμό των μουσουλμάνων της ελληνικής επικράτειας. Σύμφωνα με το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, υπεύθυνο για την περίθαλψη των προσφύγων, ο ελληνικός στρατός βρήκε στη Θεσσαλονίκη περίπου 10.000 μουσουλμάνους πρόσφυγες από τους οποίους οι περισσότεροι προέρχονταν από τις περιοχές που κατέλαβαν ο σερβικός και ο βουλγαρικός στρατός. Από την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και μέχρι το Φεβρουάριο του 1914, 81.931 επιπλέον μουσουλμάνοι κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη 14.
Ο
προϊστάμενος
του
γραφείου
διαβατηρίων
της
Νομαρχίας
Θεσσαλονίκης, Α. Νάλτσας, έχοντας τη δυνατότητα, λόγω της θέσης που κατείχε, να εποπτεύει τη μουσουλμανική μετανάστευση προσδιόριζε τους μουσουλμάνους που αναχώρησαν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης από τις 20 Οκτωβρίου 1912 μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1913 σε 61.000, ενώ συνολικά από τις 20 Οκτωβρίου 1912 μέχρι τις 30 Μαρτίου 1915 αναχώρησαν από το ίδιο λιμάνι 192.810 μουσουλμάνοι. Την ίδια περίοδο από το λιμάνι της Καβάλας μετανάστευσαν 46.300 μουσουλμάνοι των επαρχιών που έχασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τους Βαλκανικούς Πολέμους 15. Από την πλευρά της, η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας διαψεύδοντας τον ισχυρισμό του υπουργού Οικονομικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ότι 300.000 μουσουλμάνοι είχαν μεταναστεύσει από τη Μακεδονία την περίοδο από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο μέχρι το Μάιο του 1914,
παρέθεσε στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία από τον Α΄
Βαλκανικό Πόλεμο μέχρι την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού είχαν μεταναστεύσει από το και στο προσωπικό αρχείο του Πάλλη, ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄ «πίναξ εμφαίνων τον αριθμόν των Μουσουλμάνων προσφύγων των μεταναστευσάντων μετά τον Βαλκανικόν και Ευρωπαïκόν πόλεμον». Την ίδια στατιστική χρησιμοποιεί και ο Toynbee, A.J. Toynbee, Το Δυτικό Ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια μελέτη επαφής πολιτισμών, μτφρ. Π. Πάρτσος, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 162. Παρατίθεται επίσης και στο A. Antoniades, Le developement economique de la Thrace, Αθήνα 1922, σ. 217. 14 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914, σσ. 34-35. 15 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 102, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1918, αρ. πρ. 65 όπου συνημμένη η στατιστική του Νάλτσα.
53
λιμάνι της Θεσσαλονίκης 74.585 μουσουλμάνοι, ενώ από την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου μέχρι τα τέλη Ιουλίου 1914 μετανάστευσαν 156.850 μουσουλμάνοι 16. Οι διαφορές στις στατιστικές των μουσουλμάνων που αναχωρούσαν από τις νέες επαρχίες της Ελλάδας ήταν το επακόλοθο, όπως σημειώθηκε, των εκ διαμέτρου αντίθετων επιδιώξεων της ελληνικής και οθωμανικής προπαγάνδας. Παράλληλα, το χάος και η έλλειψη διοικητικών μηχανισμών κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων σε συνδυασμό με την απουσία αξιόπιστης στατιστικής για το μουσουλμανικό πληθυσμό πριν από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων καθιστούσαν αδύνατο τον ακριβή προσδιορισμό του αριθμού των μουσουλμάνων προσφύγων 17. Από τα στοιχεία των αντικρουόμενων αυτών στατιστικών θα επιχειρηθεί να δοθεί μια εικόνα του αριθμού των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν τις εστίες τους στα Βαλκάνια κατά τον Α΄ και τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, δίνοντας βέβαια έμφαση στους μουσουλμάνους πρόσφυγες των ελληνικών Νέων Χωρών. Πριν ακόμα από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη είχαν συσσωρευτεί χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες από όλες τις περιοχές που καταλάμβαναν τα βαλκανικά συμμαχικά στρατεύματα. Ο Νάλτσας τούς υπολόγιζε σε 40.000 πριν από τη μάχη των Γιαννιτσών, οι οποίοι προέρχονταν από τους καζάδες Ελασσόνας,
Γρεβενών,
Κοζάνης,
Βέροιας,
Γιαννιτσών,
Κιλκίς,
Ραδοβίστας,
Στρώμνιτσας, Γευγελής, Πετριτσίου και Δοϊράνης. Μετά τη μάχη των Γιαννιτσών και την εμφάνιση του βουλγαρικού στρατού στην περιοχή των Σερρών ο αριθμός αυτός
16
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 1/14 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 16686 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/21ζ, τηλ/μα Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1914. 17 Βλ. ενδεικτικά τις παρατηρήσεις του Α. Νάλτσα για τον αριθμό των μουσουλμάνων που μετανάστευσαν στο διάστημα από τη μάχη των Γιαννιτσών μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1913 για τους οποίους δεν υπήρχε καμία εγγραφή, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 102, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1918, αρ. πρ. 65. Βλ. επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, έκθεση διοικητικών αρχών για τη μετανάστευση των μουσουλμάνων, 25 Μαρτίου/7 Απριλίου 1914. Και ο Πάλλης σημειώνει ότι οι αριθμοί των μουσουλμάνων μεταναστών δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν, αφού δεν τηρήθηκαν ακριβή στατιστικά ούτε για όσους αναχωρούσαν μέσω Θεσσαλονίκης ούτε γι’ αυτούς που έφευγαν από το σιδηροδρομικό σταθμό του Οκτσιλάρ, βλ. Α. Πάλλης, Περί ανταλλαγής πληθυσμών και εποικισμού εν τη Βαλκανική κατά τα έτη 1912-1920, εν Κωνσταντινουπόλει 1920, σσ. 9-10. Η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας το Μάιο του 1914 με εγκύκλιό της ζητούσε από τις διοικητικές αρχές να μεριμνήσουν για τη συγκέντρωση στοιχείων ώστε να συνταχθεί στατιστική της μετανάστευσης των μουσουλμάνων της Μακεδονίας από την ελληνική κατοχή και εξής, βλ. Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Συλλογή οργανικών διατάξεων, εγκυκλίων, διαταγών και οδηγιών του Γενικού Διοικητού Μακεδονίας εκδοθείσαι κατά το έτος 1914, Θεσσαλονίκη 1914, σ. 93.
54
υπερδιπλασιάστηκε 18. Σύμφωνα πάλι με τον πρώην βαλή Θεσσαλονίκης Ναζίμ Πασά (Nazım Paşa), οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη πριν από την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό ανέρχονταν σε 140.000 19. Η μετανάστευση των μουσουλμάνων που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη άρχισε πριν ακόμα εισέλθει ο ελληνικός στρατός στην πόλη, αφού οι οθωμανικές αρχές επέτρεψαν την αναχώρηση ατμόπλοιων με πρόσφυγες ύστερα από επέμβαση του προξένου της Γερμανίας 20. Οι ελληνικές πηγές συμφωνούν ότι ο ελληνικός στρατός βρήκε στη Θεσσαλονίκη περίπου 10.000 μουσουλμάνους πρόσφυγες που προέρχονταν κυρίως από τη Δυτική και Βόρεια Μακεδονία 21. Εκτός από τις παραπάνω αναφορές, για την προέλευση των μουσουλμάνων προσφύγων της Θεσσαλονίκης σχετικές πληροφορίες δίνονται σε έγγραφο του δημάρχου της πόλης Οσμάν Σαΐντ Μπέη (Osman Said Bey) προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης Περικλή Αργυρόπουλο 22 σύμφωνα με το οποίο οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη το Δεκέμβριο του 1912 ανέρχονταν σε 22.421. Σημειώνεται ο μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων προσφύγων από τις περιοχές των Γιαννιτσών (2.499) και της Κατερίνης (2.392), όσον αφορά τις περιοχές που κατέλαβε ο ελληνικός στρατός, γεγονός που αποδίδεται στις μάχες που έγιναν στις συγκεκριμένες πόλεις και στην πυρπόληση των Γιαννιτσών. Αντίθετα μικρός ήταν ο αριθμός των μουσουλμάνων προσφύγων από τη Δυτική Μακεδονία και προέρχονταν κυρίως από τις περιοχές των Σερβίων (1.031) και της Ελασσόνας (667) 23. Η μετανάστευση των μουσουλμάνων συνεχιζόταν μέχρι την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου οπότε και έλαβε νέες διαστάσεις. Σύμφωνα με τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, από τον Α΄ 18
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 102, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1918, αρ. πρ. 65. 19 Κλ. Νικολαΐδης, Ιστορία του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, εν Αθήναις 1915, σσ. 69-70. 20 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 102, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1918, αρ. πρ. 65. Επίσης, Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σ. 55 ο οποίος υπολογίζει τους συγκεντρωμένους στη Θεσσαλονίκη μουσουλμάνους πρόσφυγες σε 40.000 και αναφέρεται στη μεταφορά προσφύγων από το φορτηγό πλοίο «Νέα Υόρκη». 21 Α. Πάλλης, Στατιστική Μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924, Αθήναι 1925, σ. 5. Σε άλλη μελέτη του ο Πάλλης υπολογίζει τους μουσουλμάνους πρόσφυγες σε 15.000, οι οποίοι προέρχονταν από τις περιοχές Ιστίπ, Κοτσάνων, Νευροκοπίου και Στρωμνίτσης, βλ. Α. Πάλλης, Περί ανταλλαγής, σ. 6. Βλ. επίσης Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914. σσ. 15-16. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. ΑΑΚ 29, Α. Ναούμ προς πρόεδρο κυβέρνησης, Αθήνα 8/21 Ιουνίου 1914 και ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, έκθεση των στρατιωτικών αρχών για τη μετανάστευση των μουσουλμάνων, χ.χ. 22 Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σ. 51. 23 Αναλυτικά για τον αριθμό και την προέλευση των μουσουλμάνων προσφύγων της Θεσσαλονίκης σύμφωνα με το έγγραφο του δημάρχου της πόλης βλ. πίνακα Ι του παραρτήματος του κεφαλαίου.
55
Βαλκανικό Πόλεμο μέχρι την έναρξη του Β΄ μετανάστευσαν μέσω Θεσσαλονίκης 13.000 μουσουλμάνοι που προέρχονταν από τις νέες ελληνικές επαρχίες, 21.000 από τις σερβικές και 40.585 από τις βουλγαρικές 24. Με την έκρηξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου νέα ρεύματα μουσουλμάνων προσφύγων κατευθύνονταν κυρίως στη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο του ελληνικού στρατού. Οι πρόσφυγες αυτοί προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τις βουλγαροκρατούμενες περιφέρειες της Στρώμνιτσας, του Πετριτσίου, του Μελένικου, του Νευροκοπίου, της Άνω Τζουμαγιάς, της Ξάνθης και της υπόλοιπης Θράκης και κατευθύνονταν νοτιότερα στις περιοχές που καταλάμβανε ο ελληνικός στρατός: Σέρρες, Δεμίρ Χισάρ (Σιδηρόκαστρο), Δράμα, Καβάλα, Πόρτο Λάγο, Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Η Θεσσαλονίκη βέβαια εξακολουθούσε να είναι ο βασικός προορισμός των προσφύγων 25. Οι αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες για την περίθαλψη των προσφύγων, δηλαδή το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και η Υπηρεσία Περιθάλψεως Θυμάτων Πολέμου, κατέγραψαν λεπτομερώς τον αριθμό των μουσουλμάνων προσφύγων του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, τις περιοχές όπου κατέφυγαν καθώς και τις περιοχές από τις οποίες προέρχονταν. Συγκεκριμένα, στις 11 Αυγούστου 1913 ο αριθμός των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη και στις περιοχές που κατέλαβε ο ελληνικός στρατός κατά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ανερχόταν σε 156.659 από τους οποίους οι 63.500 ήταν μουσουλμάνοι. Οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες που διέμεναν προσωρινά στη Θεσσαλονίκη έφταναν τους 4.000 (προέρχονταν από οκτώ χωριά της επαρχίας Στρώμνιτσας), στην περιφέρεια Δεμίρ Χισάρ τους 13.000 (προέρχονταν κυρίως 24
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/21ζ, τηλεγράφημα Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1914. Σύμφωνα με το Βρετανό πρόξενο της Θεσσαλονίκης στις 9 Μαρτίου 1913 βρίσκονταν στην πόλη 30.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες, βλ. Justin McCarthy, Death and exile, σ. 159. Το οθωμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης υπολόγιζε σε 84.995 τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας που μετανάστευσαν από το Νοέμβριο του 1912 έως τον Ιούνιο του 1913, βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 75, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 18 Απριλίου/1 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 11203 όπου συνημμένη η στατιστική του οθωμανικού προξενείου. Από την άλλη, η εφημερίδα Ikdam σε άρθρο της τον Απρίλιο του 1913 αναφέρει ότι οι μουσουλμάνοι που μετανάστευσαν από την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ανέρχονταν σε 200.000 βλ. Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σ. 63. Τον ίδιο μήνα ο Οθωμανός πρεσβευτής στο Παρίσι κατηγορούσε την Ελλάδα για το διωγμό 200.000 μουσουλμάνων της Μακεδονίας, βλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7 (υπουργείο Εξωτερικών), πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 26 Απριλίου/9 Μαΐου 1913 όπου αναφέρεται σε συνέντευξη του Οθωμανού πρεσβευτή στην Temps. 25 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914, σσ. 20, 34-35. Βλ. επίσης στον ίδιο φάκελο τα δελτία της υπηρεσίας περιθάλψεως θυμάτων πολέμου των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 1913. Ανάλογα δελτία εντοπίστηκαν και στο αρχείο Βενιζέλου, βλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 98 (υπουργείο Εσωτερικών).
56
από τις περιοχές Πετριτσίου και Άνω Τζουμαγιάς), Σερρών τους 3.000, Νιγρίτας τους 500, Δοϊράνης τους 12.000, Σαρί Σαμπάν τους 5.000, Δράμας τους 20.000 (προέρχονταν κυρίως από τη βουλγαροκρατούμενη Θράκη), Πόρτο Λάγο τους 1.000 και Δεδέαγατς τους 5.000. Έκτοτε ο αριθμός των μουσουλμάνων προσφύγων μειώθηκε με τη μετανάστευσή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι, την 1η Σεπτεμβρίου 1913 ο αριθμός των μουσουλμάνων προσφύγων που είχαν καταφύγει σε ελληνικό έδαφος ήταν 26.200 και στις 31 Δεκεμβρίου ανερχόταν σε 25.100 26. Όσον αφορά τον τόπο προέλευσης αυτών των προσφύγων, σύμφωνα με το Γραφείο Εργασίας, από τους 81.391 μουσουλμάνους πρόσφυγες που διέμεναν σε ελληνικό έδαφος μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 1914, αναχώρησαν 63.455, από τους οποίους οι 19.280 προέρχονταν από ελληνικές περιοχές, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτούς οι μουσουλμάνοι που μετανάστευσαν από τις περιοχές Θεσσαλονίκης, Καβάλας και Σερρών, ο αριθμός των οποίων ήταν ανάλογος των υπολοίπων, δηλαδή περίπου 20.000. Ο μεγαλύτερος όγκος των μουσουλμάνων μεταναστών προερχόταν από την Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία, περιοχές που ήταν το θέατρο των επιχειρήσεων του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου σε αντίθεση με τη Δυτική Μακεδονία 27. Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν και από τα δεδομένα στατιστικής της μουσουλμανικής μετανάστευσης ανά νομό της Μακεδονίας που βρίσκεται στο αρχείο του Φίλιππου Δραγούμη, χωρίς όμως να είναι γνωστός ο συντάκτης της 28. Από τους νομούς λοιπόν Σερρών και Δράμας μετανάστευσαν 33.665 μουσουλμάνοι, ενώ από το νομό Θεσσαλονίκης
44.799.
Αντίθετα
από
τους
νομούς
Κοζάνης
και
Φλώρινας
μετανάστευσαν μόλις 4.234 μουσουλμάνοι. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη στατιστική του Νάλτσα, την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 1912 έως την 1η Σεπτεμβρίου 1913 μετανάστευσαν από τις ελληνικές Νέες Χώρες 13.000 μουσουλμάνοι
26
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914, σσ. 21-25. Τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο ο αριθμός των μουσουλμάνων προσφύγων που κατέφυγαν σε ελληνικό έδαφος παρουσίασε μια μικρή αύξηση – 34.091 στις 21 Οκτωβρίου και 30.560 στις 18 Νοεμβρίου. 27 Αναλυτικά για τον αριθμό και την προέλευση των μουσουλμάνων προσφύγων σύμφωνα με το Γραφείο Εργασίας βλ. πίνακα ΙΙ του παραρτήματος του κεφαλαίου. 28 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 15, υποφ. 5. Η συγκεκριμένη στατιστική βρίσκεται μαζί με δύο στατιστικές του πληθυσμού της Μακεδονίας του 1912 και 1915 και προφανώς πρέπει να αφορά όσους μετανάστευσαν μέχρι το 1915. Μαζί με τη μετανάστευση των μουσουλμάνων δίνεται και η μετανάστευση του βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Αναλυτικά τα αποτελέσματα της στατιστικής βλ. πίνακα ΙΙΙ του παραρτήματος του κεφαλαίου.
57
μέσω Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια περίοδο, πάντα από τη Θεσσαλονίκη, μετανάστευσαν 21.000 μουσουλμάνοι των σερβικών και 27.000 των βουλγαρικών Νέων Χωρών. Από την 1η Σεπτεμβρίου 1913 μέχρι τις 30 Μαρτίου 1915 ο όγκος των μουσουλμάνων που μέσω Θεσσαλονίκης κατευθύνθηκαν προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (57.593 μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών της Ελλάδας, 73.816 της Σερβίας και 27.347 της Βουλγαρίας). Τις ίδιες περιόδους μέσω του λιμανιού της Καβάλας μετανάστευσαν 6.300 μουσουλμάνοι που προέρχονταν από τις περιοχές που προσάρτησε η Ελλάδα και 40.000 από τις περιοχές που προσάρτησε η Βουλγαρία, χωρίς να μπορεί να υπολογιστεί ο αριθμός που μετανάστευσε από το Δεδέαγατς και άλλα λιμάνια 29. Στην έκθεση Ναούμ για την κατάσταση του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Μακεδονία που συντάχθηκε ύστερα από εντολή του Βενιζέλου, ο Έλληνας πρέσβης στη Σόφια συμπέρανε ότι μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1914 30.834 μουσουλμάνοι μετανάστευσαν από την ελληνική Μακεδονία 30. Διαφορετικούς αριθμούς δίνει στατιστική της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, κατά την οποία από την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου μέχρι τα τέλη Ιουλίου 1914 μετανάστευσαν μέσω Θεσσαλονίκης 58.969 μουσουλμάνοι των ελληνικών Νέων Χωρών, 68.439 των σερβικών και 29.442 των βουλγαρικών 31. Όπως παρατηρείται, στις ελληνικές στατιστικές ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετανάστευσαν από τις νέες ελληνικές επαρχίες είναι πάντα μικρότερος από τις αντίστοιχες σερβικές και βουλγαρικές. Αντίθετα, από τους 243.807 μουσουλμάνους που μετανάστευσαν από τη Μακεδονία την περίοδο από το Νοέμβριο του 1912 μέχρι το Μάρτιο του 1914, σύμφωνα με τα στοιχεία του οθωμανικού προξενείου Θεσσαλονίκης, ο Βρετανός πρόξενος της πόλης θεωρούσε ότι τα δύο τρίτα προέρχονταν από τις ελληνικές επαρχίες 32. Το 29
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 102, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1918, αρ. πρ. 65. 30 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. ΑΑΚ 29, Α. Ναούμ προς πρόεδρο κυβέρνησης, Αθήνα 8/21 Ιουνίου 1914. 31 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/21ζ, τηλεγράφημα Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1914. 32 TΝΑ, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434. Σε άλλη έκθεση του Βρετανού προξένου Θεσσαλονίκης ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετανάστευσε κατά το 1913 υπολογίζεται τουλάχιστον σε 130.000, βλ. TΝΑ, F.O., 371/1994, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 14 Φεβρουαρίου 1914, αρ. 8949. Η επιτροπή Carnegie με τη σειρά της σημείωνε ότι μόνο κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη 135.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες, βλ. Carnegie Endowment for international peace, Report of the International Commission to inquire into the causes and conduct of the Balkan Wars, Ουάσιγκτον 1914, σ. 151.
58
οθωμανικό υπουργείο Εσωτερικών, από την άλλη, κατέγραψε για την περίοδο 1912-1913 177.352 μουσουλμάνους πρόσφυγες από τα Βαλκάνια, εκ των οποίων οι 68.947 προέρχονταν από τις περιοχές που ενσωμάτωσε η Ελλάδα με τους Βαλκανικούς Πολέμους 33. Όλοι οι παραπάνω υπολογισμοί και στατιστικές πληροφορίες για τη μετανάστευση των μουσουλμάνων αφορούν κυρίως τη Μακεδονία. Για την Ήπειρο και τα νησιά του Αιγαίου υπάρχουν σποραδικά στοιχεία που μαρτυρούν τη μεταναστευτική κινητικότητα των μουσουλμάνων την περίοδο 1912-1914. Στην Κρήτη η μεγάλη μάζα των Τουρκοκρητικών είχαν εγκαταλείψει το νησί πριν από το 1912, ενώ την περίοδο 1912-1914 η μετανάστευση ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με αυτή της Μακεδονίας 34. Αλλά και στην Ήπειρο η μετανάστευση του μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν μικρότερη από αυτήν της Μακεδονίας. Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου υπολόγιζε τους μουσουλμάνους που απήλθαν στην αλλοδαπή πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε 2.300 35. Παράλληλα, οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου μετά το 1912 εκτός από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετανάστευσαν και στην Αμερική. Το υπερπόντιο αυτό μεταναστευτικό ρεύμα των μουσουλμάνων δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε κατά προσέγγιση, είναι γνωστό ωστόσο ότι ο γενικός διοικητής Ηπείρου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας επέτρεψε τη μετανάστευση των μουσουλμάνων Αλβανών των υπό αμφισβήτηση περιοχών της Βορείου Ηπείρου που κατέλαβε ο ελληνικός στρατός 36. Επίσης, η υποεπιτροπή Φιλιατών που εξέταζε το 1923 την αλβανική καταγωγή των μουσουλμάνων της περιοχής, ώστε να αποφασιστεί αν θα εξαιρεθούν από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, επισήμανε την ύπαρξη παροικιών μουσουλμάνων των Φιλιατών στην Αμερική 37. Από τη Μακεδονία η μετανάστευση των μουσουλμάνων προς 33
A.J. Toynbee, ό.π., σ. 162. Ν. Ανδριώτης-Tanju Izbek, «Μηδέ Τούρκοι Τούρκοι μηδέ Έλληνες Έλληνες υπήκοοι είμαστε: Οι μουσουλμάνοι της Κρήτης 1898-1939. Από την Κρήτη στην Τουρκία», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σ. 340. 35 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 111, υποφ. 2, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς υπουργείο Εξωτερικών, Ιωάννινα 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1920, αρ. 864. 36 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 70, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Ιωάννινα 15/28 Οκτωβρίου 1913. 37 ΙΑΥΕ, αρχείο ΚτΕ, 1923, φ. 11, υποφ. 3, τα στοιχεία αντλούνται από το βιβλίο εγγραφής και εξέτασης της αλβανικής καταγωγής των μουσουλμάνων περιφέρειας Φιλιατών που διενεργήθηκε από την υποεπιτροπή ανταλλαγής πληθυσμών Φιλιατών, Φιλιάτες 25 Νοεμβρίου 1923. Για παράδειγμα, η επιτροπή μουσουλμάνων τσιφλικάδων της επαρχίας Φιλιατών που διεκδικούσε από το ελληνικό Δημόσιο το οφειλόμενο από τους κολίγους γεώμορο είχε την έδρα της στην πολιτεία της Μασαχουσέτης των 34
59
την Αμερική ήταν περιορισμένη και αφορούσε κυρίως τους μουσουλμάνους μετανάστες –οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Αλβανοί– από τις σερβικές Νέες Χώρες. Σύμφωνα με στατιστική των διοικητικών αρχών της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας τους μήνες Ιανουάριο έως Μάρτιο του 1914 μετανάστευσαν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης 1.030 μουσουλμάνοι με προορισμό την Αμερική, από τους οποίους οι 111 προέρχονταν από τις νέες ελληνικές επαρχίες, οι 34 από τις βουλγαρικές και οι 885 από τις σερβικές 38. Εκτός όμως από τη μετανάστευση των μουσουλμανικών πληθυσμών προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, σημειώθηκε και μετακίνηση μουσουλμάνων εντός των ορίων των περιοχών που κατέλαβε ο ελληνικός στρατός το 1912-1913. Η μετακίνηση αυτή σχετιζόταν βέβαια άμεσα με τις εχθροπραξίες των Βαλκανικών Πολέμων. Οι μουσουλμάνοι έφευγαν από τα πεδία των μαχών, εγκατέλειπαν τις κατεστραμμένες και λεηλατημένες οικίες τους και προσπαθούσαν να γλιτώσουν την αντεκδίκηση που συνεπαγόταν η ενεργός συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις του οθωμανικού στρατού, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο σε συγγενείς, σε γειτονικά χωριά ή σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο. Όταν πλέον η ασφάλεια είχε εδραιωθεί οι μουσουλμάνοι αυτοί εσωτερικοί πρόσφυγες άρχισαν να παλιννοστούν. Αυτού του είδους η μετακίνηση μουσουλμανικών πληθυσμών παρατηρήθηκε πιο έντονα στη Δυτική Μακεδονία εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων των πολεμικών επιχειρήσεων. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου οι μουσουλμάνοι χωρικοί της επαρχίας Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδα) συνέβαλαν αποφασιστικά στην ήττα και την οπισθοχώρηση της 5ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού 39, ενώ στο Βόιο, στα Γρεβενά και στην Καστοριά Ηνωμένων Πολιτειών, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 283, «υπόμνημα των εν Γούστερ της πολιτείας Μασσαχουσέτης και αλλαχού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής διαμενόντων μουσουλμάνων τσιφλικάδων της επαρχίας Φιλιατών της Ηπείρου προς την Α. Εξοχότητα τον κ. Ελευθέριον Βενιζέλον, Worcester 10/23 Απριλίου 1920». Αναλυτικά για τις αλβανόφωνες κοινότητες των ΗΠΑ βλ. Γ. Παπαδόπουλος, Η μετανάστευση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Αμερική 19ος αιώνας-1923): οι ελληνικές κοινότητες της Αμερικής και η αλυτρωτική πολιτική της Ελλάδας, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2008, σσ. 201-222. 38 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, «Εκθέσεις διοικητικών αρχών περί αιτιών μεταναστεύσεως». Συντάκτης τους είναι ο Α. Νάλτσας. Για τη μετανάστευση από τη Μακεδονία στην Αμερική βλ. Χρ. Μανδατζής, «Η μετανάστευση από τη Μακεδονία», http://www.imma.edu.gr/imma/history/history/18.html/1.10.2008 και Γ. Παπαδόπουλος, ό.π., ιδιαίτερα σ. 531 όπου πίνακας Τούρκων μεταναστών που έγιναν δεκτοί στις ΗΠΑ από το ευρωπαϊκό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την περίοδο 1899-1924. 39 Μετά τη στροφή του κύριου σώματος του ελληνικού στρατού από την Κοζάνη ανατολικά για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας παρέμεινε η 5η Μεραρχία με σκοπό την κάλυψη των νώτων του ελληνικού στρατού που προωθούνταν προς Θεσσαλονίκη. Η Μεραρχία προχώρησε από την Κοζάνη βόρεια προς τα Καϊλάρια, τα οποία κατέλαβε, αλλά σε μάχη που έδωσε με δυνάμεις οθωμανικού στρατού κοντά στο Σόροβιτς ηττήθηκε και υποχώρησε στην Κοζάνη.
60
συνέδραμαν το σώμα ατάκτων του Μπεκήρ Αγά (Bekir Ağa) που προέβη σε λεηλασίες και φόνους των ντόπιων χριστιανών. Γρήγορα όμως η κατάσταση αντιστράφηκε και ο ελληνικός στρατός βοηθούμενος από αντάρτικα σώματα και ντόπιους ανακατέλαβε τις περιοχές που χάθηκαν μετά την ήττα της 5ης Μεραρχίας. Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις οι μουσουλμάνοι χωρικοί είχαν κάθε λόγο να φοβούνται την αντεκδίκηση του τακτικού στρατού, των ατάκτων σωμάτων και των ντόπιων χριστιανών. Ένα μεγάλο μέρος των μουσουλμανικών χωριών των επαρχιών Φλώρινας, Καϊλαρίων, Ανασέλιτσας και Καστοριάς πυρπολήθηκε 40, σημειώθηκαν εκτεταμένες λεηλασίες και μερικοί φόνοι, γεγονός που μοιραία οδήγησε τους μουσουλμάνους να αναζητήσουν σε άλλες περιοχές ασφαλέστερο καταφύγιο. Ήδη πριν από την υποχώρηση της 5ης Μεραρχίας οι μουσουλμάνοι των Σερβίων με την είσοδο του ελληνικού στρατού εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές. Την επανεγκατάστασή τους στην πυρπολημένη πλέον μουσουλμανική συνοικία ανέλαβε στις αρχές του Νοεμβρίου 1912 ο διοικητικός επίτροπος Σερβίων Αχιλλέας Μάντζαρης 41. Ο διοικητικός επίτροπος Κοζάνης Γεώργιος Χωματιανός προσπαθώντας να καταρτίσει στατιστική των πληθυσμών της Κοζάνης, σημείωνε τη φυγή των μουσουλμάνων από τα χωριά τους, αλλά και τη σταδιακή επιστροφή τους 42. Στα Γρεβενά, οι μουσουλμάνοι του πυρπολημένου χωριού Κάστρου αναζήτησαν καταφύγιο στα γειτονικά χωριά 43, ενώ οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Καπεστίτσας, της Πόλιοσκας και άλλων χωριών, σύμφωνα με το διοικητικό επίτροπο Φλώρινας Νικόλαο Μαυρουδή, μετά την πυρπόληση των σπιτιών τους κατέφυγαν σε άλλα κοντινά χωριά ή στην Κορυτσά. Σε άλλη έκθεσή του ο Μαυρουδής αναφερόμενος στην επαρχία Καϊλαρίων σημείωνε ότι οι κάτοικοι των μουσουλμανικών χωριών επέστρεψαν στις οικίες τους –εκτός των χωριών Ναλμπάνκιοϊ (Περδίκκας) και Δουρουτλάρ (Προάστιο)– και διέμεναν είτε σε συγγενείς που τα σπίτια τους δεν καταστράφηκαν είτε επισκευάζοντας πρόχειρα τις κατεστραμμένες οικίες 40
Για τα γεγονότα αυτά βλ. κεφ. «Ντόπιοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι γείτονες στις Νέες Χώρες». Α. Μάντζαρης, Σελίδες για την ιστορία. Από τα πενήντα χρόνια της υπηρεσίας μου στην ελληνική κρατική διοίκησι, χ.τ. 1959, σ. 32. 42 Ο Ανώτερος Διοικητικός Επίτροπος Γ. Χωματιανός προς το επί των Εσωτερικών Σ. Υπουργείον, προς την Α.Ε. τον Κύριον Υπουργόν της Δικαιοσύνης ως αντιπρόσωπον της Κυβερνήσεως εν Μακεδονία, Έκθεσιν Γενικήν Επισκόπησιν του Νομού Κοζάνης, Κοζάνη 26 Φεβρουαρίου 1913, σ. 7. 43 ΙΑΥΕ, Κ.Υ. 1912, φ. 103, υποφ. 6, διοικητικός επίτροπος Γρεβενών προς Κεντρική Υπηρεσία, Γρεβενά 30 Δεκεμβρίου 1912/12 Ιανουαρίου 1913, αρ. πρ. 40. Βλ. επίσης Κεμάλ Γιαλτσίν, Μια προίκα αμανάτι. Οι άνθρωποι της Ανταλλαγής, Αθήνα 2000,σσ. 241, 268, όπου προφορικές μαρτυρίες μουσουλμάνων από το Κάστρο προσφύγων στην Τουρκία. 41
61
τους 44. Οι μουσουλμάνοι της συγκεκριμένης επαρχίας πριν επανέλθουν στις εστίες τους αναζήτησαν καταφύγιο στα κοντινότερα αστικα κέντρα της περιοχής, τη Φλώρινα και το Μοναστήρι 45. Τα μεγάλα αστικά κέντρα δέχθηκαν χιλιάδες μουσουλμάνους πρόσφυγες καθώς θεωρούσαν ότι ήταν πιο ασφαλείς από ό,τι στην ύπαιθρο. Έτσι, ο Μάντζαρης όταν διορίστηκε γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου, βρήκε στα Ιωάννινα εκατοντάδες Αλβανούς, μουσουλμάνους και Έλληνες που συγκεντρώθηκαν στην πόλη για να αποφύγουν
τις
αντεκδικήσεις 46.
Καταφύγιο
και
για
πολύ
μεγαλύτερο
όγκο
μουσουλμάνων προσφύγων ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η Θεσσαλονίκη. Η επιστροφή των μουσουλμάνων προσφύγων στις εστίες τους γινόταν μετ’ εμποδίων όσο θεωρούσαν ότι δεν είχε αποκατασταθεί η τάξη στην ύπαιθρο και ότι δεν θα ήταν ασφαλείς. Οι πρώτοι πάντως που παλιννόστησαν ήταν οι μουσουλμάνοι της Κεντρικής Μακεδονίας και ιδίως των περιοχών Κατερίνης, Βοδενών και Γιαννιτσών. Οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Μακεδονίας ακολούθησαν αργότερα 47. Η παλιννόστηση ήταν πιο εύκολη για τους μουσουλμάνους των εδαφών που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του ελληνικού στρατού, ενώ δυσκολότερη για τις περιοχές που είχαν καταληφθεί από τις σερβικές και βουλγαρικές δυνάμεις. Γι’ αυτόν το λόγο ο στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης πρίγκιπας Νικόλαος επέτρεψε αρχικά την παλιννόστηση μόνο των μουσουλμάνων των ελληνικών περιοχών 48. Ύστερα, όμως, από διαπραγματεύσεις επιτεύχθηκε η παλιννόστηση και των μουσουλμάνων που οι εστίες τους είχαν περιέλθει υπό σερβική και βουλγαρική κυριαρχία και έτσι, σύμφωνα με το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, στα μέσα Φεβρουαρίου 1913 η πλειονότητα των 44
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, διοικητικός επίτροπος Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα, 29 Δεκεμβρίου1912/11 Ιανουαρίου 1913, αρ. πρ. 727 και 31 Δεκεμβρίου 1912/13 Ιανουαρίου 1913 αρ. πρ. 739. Για το ίδιο θέμα βλ. επίσης Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σσ. 281, 292, 309 όπου προφορικές μαρτυρίες μουσουλμάνων των χωριών της επαρχίας Καϊλαρίων οι οποίοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. 45 Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σ. 292 όπου προφορική μαρτυρία μουσουλμάνου από το χωριό Κοζλού (Καρυοχώρι) της επαρχίας Καϊλαρίων. Βλ. επίσης F.O., 294/51, υποπροξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Βελιγραδίου, Μοναστήρι 24 Δεκεμβρίου 1913 στο B. Destani (επιμ.), Ethnic Minorities in the Balkan States 1860-1971, vol. 2 (1888-1914), Archive editions, Λονδίνο 2003, αριθ. εγγρ. 107, σσ. 483487 όπου αναφέρεται στην ύπαρξη μουσουλμάνων προσφύγων στο Μοναστήρι από τις περιοχές Καϊλαρίων, Φλώρινας και Γρεβενών. 46 Α. Μάντζαρης, ό.π., σσ. 39-41. 47 ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, φ. 1633, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 103, υποφ. 2, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 3/16 Δεκεμβρίου 1912, αρ. πρ. 1123. 48 ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, φ. 1633, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης.
62
μουσουλμάνων
προσφύγων
είχε
παλιννοστήσει 49.
Μια
ιδιαίτερη
κατηγορία
παλιννόστησης ήταν αυτή των Βόσνιων μουσουλμάνων που είχαν εγκατασταθεί από την Υψηλή Πύλη σε χωριά της Μακεδονίας πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους 50. Οι Βόσνιοι πρόσφυγες παλιννόστησαν τελικά στη Βοσνία, ύστερα από αίτημα του προξένου της Αυστροουγγαρίας στη Θεσσαλονίκη, αλλά με όρους που έθεσε η ελληνική πλευρά για να μη δυσαρεστηθεί η σύμμαχος Σερβία 51. Οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου που προέρχονταν από τις επαρχίες Δοϊράνης, Στρώμνιτσας, Πετριτσίου, Άνω Τζουμαγιάς, Μελένικου, Δεμίρ Χισάρ, Γευγελής και Νευροκοπίου στην πλειονότητά τους μετανάστευσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ωστόσο ένα μέρος τους επέστρεψε στις εστίες του. Έτσι, από τους 5.500 μουσουλμάνους πρόσφυγες των περιοχών Γευγελής, Στρώμνιτσας και Δοϊράνης που κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1913, οι 1.450 επανήλθαν στις εστίες τους, ενώ το Σεπτέμβριο από τους 4.000 πρόσφυγες των ίδιων περιοχών παλιννόστησαν οι 1.300 52. Από τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης η ελληνική διοίκηση ήρθε αντιμέτωπη με το πρόβλημα της περίθαλψης των χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων. Οι πρόσφυγες –που πριν από την κατάληψη την περίθαλψή τους είχε αναλάβει μουσουλμανική επιτροπή υπό την προεδρία του γιατρού Ναζίμ Μπέη (Nazım Bey)– ήταν πρόχειρα εγκατεστημένοι σε τζαμιά, σε σχολεία και δημόσια κτήρια υπό άθλιες συνθήκες υγιεινής, γεγονός που απειλούσε τη δημόσια υγεία της πόλης. Μάλιστα 49
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914. σ. 17. Βλ. επίσης για την παλιννόστηση των μουσουλμάνων προσφύγων της Θεσσαλονίκης και για τις διαπραγματεύσεις με τη Βουλγαρία John Mavrogordatos, Letters from Greece concerning the war of the Balkan Allies 1912-1913, Λονδίνο 1914, σσ. 65-68. 50 Οι Βόσνιοι μουσουλμάνοι που μετανάστευσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία εγκαταστάθηκαν κυρίως στα χωριά Γιουντζήδες (Κύμινα) Θεσσαλονίκης, Μακρύγιαλο, Νέο Ελευθεροχώριο και Πάλλιανη (Σφενδάμι) της επαρχίας Κατερίνης καθώς και μέσα στην πόλη της Κατερίνης. 51 Υπήρχε φόβος ότι οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες θα χρησιμοποιηθούν από την Αυστροουγγαρία εναντίον της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Έτσι, δεν επιτράπηκε η παλιννόστηση όσων ήταν ικανοί να πολεμήσουν και δόθηκε γραπτή υπόσχεση από τον πρόξενο Θεσσαλονίκης ότι οι Βόσνιοι πρόσφυγες δεν θα αποβιβάζονταν σε κανένα άλλο λιμάνι της Αδριατικής εκτός της Τεργέστης, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 103, υποφ. 6, νομάρχης Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1912, αρ. τηλ. 652. Πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Βελιγράδι 23 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1912, αρ. πρ. 35752 και Κεντρική Υπηρεία προς τον αντιπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 26 Νοεμβρίου/9 Δεκεμβρίου 1912, αρ. πρ. 35752. Όσον αφορά τον αριθμό των Βόσνιων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τον Ahmet Halaçoğlu ανέρχονταν σε 7.000, βλ. Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σ. 52. 52 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914. σσ. 34-35
63
ήδη είχαν εμφανιστεί κρούσματα ευλογιάς 53. Οι αρχικές προσπάθειες περίθαλψης των μουσουλμάνων προσφύγων προήλθαν από μια επιτροπή κυριών της Θεσσαλονίκης η οποία δημιουργώντας τρεις υποεπιτροπές επικεντρώθηκε στην εύρεση εργασίας για τους άπορους πρόσφυγες, την προστασία των άπορων οικογενειών από τους τοκογλύφους και τη διευκόλυνση της παλιννόστησης οικογενειών Οθωμανών αξιωματικών 54. Πιο οργανωμένη έγινε η προσπάθεια περίθαλψης των προσφύγων με τη δημιουργία μιας διεθνούς επιτροπής περίθαλψης που συστάθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1912 55. Η επιτροπή συγκέντρωσε τους διασκορπισμένους στην πόλη πρόσφυγες και τους εγκατέστησε σε έναν πρόχειρο προσφυγικό οικισμό κοντά στη Γεωργική Σχολή. Ο οικισμός στέγασε 8.000 πρόσφυγες, χωρίς να μπορεί να ικανοποιήσει απόλυτα τις ανάγκες του συνόλου των προσφύγων που συνέχιζαν να στεγάζονται σε τζαμιά και σχολεία. Δημιουργήθηκαν επίσης δύο νοσοκομεία και γενικά αντιμετωπίστηκαν οι βασικές ανάγκες των προσφύγων. Συνολικά δαπανήθηκαν για τους περίπου 10.000 πρόσφυγες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου 326.661,35 δραχμές, εκ των οποίων 1.727,05 για έξοδα εγκατάστασης, 3.565,65 για κλινοσκεπάσματα, 10.990,55 για καύσιμη ύλη, 236.652,50 για άρτο, 3.966,45 για διάφορα τρόφιμα, 15.450 για μεταφορικά, 7.344,10 για ιατρούςνοσοκόμους, 1.548,70 για φάρμακα και ασπρόρουχα νοσοκομείου, 38.254 για μεταφορές προσφύγων διά θαλάσσης, 6.978,30 διά ξηράς και 184,05 για διάφορα έξοδα. Η επιτροπή δεν μπορούσε ωστόσο να καλύψει όλα τα έξοδα της περίθαλψης και έτσι η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε ως αρωγός αυτής της προσπάθειας συνεισφέροντας το ποσό των 171.079 δραχμών. Επιπλέον, η επιτροπή ενισχύθηκε από την οθωμανική κυβέρνηση που 53
ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, φ. 1633, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης. Επίσης, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914. σσ. 15-16. Α. Πάλλης, Ξενητεμένοι Έλληνες. Αυτοβιογραφικό χρονικό, Αθήνα 1954, σ. 200 όπου ο οικονομικός επιθεωρητής Μακεδονίας και γενικός γραμματέας της Επιτροπής Προσφύγων περιγράφει την κατάσταση των μουσουλμάνων πρoσφύγων στη Θεσσαλονίκη. F.O., 424/236, commander Keane to commander- chief Mediterranean, Θεσσαλονίκη 24 Νοεμβρίου 1912, αρ. 349/1 στο Bilâl Şimşir, Ege sorunu, Belgeler cilt I (1912-1913), Άγκυρα 1976, σσ. 341-347 όπου αναφέρεται ότι υπεύθυνος της περίθαλψης των προσφύγων πριν από την είσοδο του ελληνικού στρατού ήταν ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ενώ σημειώνεται ότι δεν λαμβάνεται κανένα μέτρο υγιεινής κατά την πρόχειρη εγκατάστασή τους και ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες δεν γνωρίζουν καν τις βασικές αρχές καθαριότητας. 54 Εξέχοντα μέλη της επιτροπής ήταν οι κυρίες Χατζηλαζάρου, Αργυροπούλου και Von Anderten. Βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 103, υποφ. 2, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 24 Δεκεμβρίου 1912/6 Ιανουαρίου 1913, αρ. πρ. 1796 και John Mavrogordatos, ό.π., σσ. 6162. 55 Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Γερμανός συνταγματάρχης Von Anderten και μέλη ο Βρετανός συνταγματάρχης Delme Radcliffe, ο γιατρός Brautman και από ελληνικής πλευράς ο ταγματάρχης Δελλαπόρτας. Η επιτροπή τελούσε υπό την υψηλή εποπτεία της βασιλομήτορος Όλγας.
64
απέστειλε μέσω του γερμανικού προξενείου 250.000 τουρκικές λίρες, από την Ερυθρά Ημισέληνο της Αιγύπτου που διέθεσε 10.300 κιλά ρυζιού και 25.000 κιλά φακής 56 καθώς και από τη βασίλισσα της Ελλάδας που διέθεσε 7.400 κλινοσκεπάσματα. Ρωσικά και αυστριακά πλοία παρείχαν σημαντικές ποσότητες αλεύρων, ενώ και το βρετανικό προξενείο συνέβαλε στην περίθαλψη των προσφύγων. Σημαντική ήταν και η δραστηριότητα της επιτροπής που δημιούργησε η μουσουλμανική κοινότητα Θεσσαλονίκης υπό την προεδρία του μουφτή της πόλης 57. Εκτός από την περίθαλψη, η διεθνής επιτροπή και η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ανέλαβαν να εξασφαλίσουν την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους ή τη μεταφορά τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διεθνής επιτροπή κήρυξε το πέρας των εργασιών της στις 22 Μαΐου 1913. Η ανάγκη περίθαλψης των προσφύγων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ήταν επιτακτική και εκτός των ορίων της Θεσσαλονίκης. Στη Δυτική Μακεδονία η νομαρχία ενέκρινε πιστώσεις 11.300 δραχμών για τους μουσουλμάνους των οποίων τα σπίτια είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του πολέμου 58. Στην Ήπειρο, σύμφωνα με την έκθεση πεπραγμένων της Κεντρικής Επιτροπής Περίθαλψης Ηπείρου, εξασφαλίστηκε η διατροφή 30.000 άστεγων χριστιανών και μουσουλμάνων των περιφερειών Φιλιππιάδας, Ιωαννίνων, Πάργας, Παραμυθιάς, Φιλιατών, Δελβίνου, Αγίων Σαράντα, Κόνιτσας και 56
Για τη δραστηριότητα της αιγυπτιακής Ερυθράς Ημισελήνου στη Μακεδονία βλ. F.O., 371/1782, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Κωνσταντινούπολη 22 Φεβρουαρίου 1913, αρ. 9120 όπου συνημμένη έκθεση του Bρετανού υποπρόξενου στο Μοναστήρι και F.O., 289/569, πρoξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Αθηνών, Θεσσαλονίκη 14 Μαρτίου 1913 στο B. Destani (επιμ.), ό.π., τ. 2, αρ. εγγράφου 76, σσ. 349-351 και αρ. εγγράφου 79, σσ. 369-370. Βλ επίσης,le Comite de Publication D.A.C.B., Les Atrocites des coalises Balkaniques, no 3, Κωνσταντινούπολη 1913², σσ. 38-41 όπου έκθεση του επικεφαλής της 4ης αποστολής της αιγυπτιακής Ερυθράς Ημισελήνου για την κατάσταση στο Μοναστήρι. 57 Για τη διεθνή επιτροπή, τη συνδρομή της Ελλάδας και την αρωγή των άλλων πλευρών στην περίθαλψη των μουσουλμάνων προσφύγων βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914 σσ. 15-17 και 34-35˙ John Mavrogordatos, ό.π., σ. 61-69˙ ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, φ. 1633, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης˙ Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σ. 52˙ D. J. Cassavetti, ό.π., σ. 111˙ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 163, υποφ. 2, Δενδραμής προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 6/19 Δεκεμβρίου 1912, αρ. πρ. 1325˙ ΤΝΑ, F.O., 371/1994, προξενείο Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Θεσσαλονίκη 14 Φεβρουαρίου 1914 αρ. 8949 και16 Οκτωβρίου 1914 αρ. 74239˙ Κ. Ρακτιβάν, Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας (1912-1913), Θεσσαλονίκη 1951, σσ. 45-46 και Μ. Αιλιανός, Υπουργείο Περιθάλψεως, το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, Αθήναι 1921, σσ. 79-80. Για μια πιο λογοτεχνική περιγραφή του προσφυγικού οικισμού βλ. Θ. Φλωρά-Καραβία, ό.π., σσ. 57-61. 58 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 16, υποφ. 3, Νομαρχία Δυτικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 220 έκθεση για την οργάνωση της διοίκησης.
65
Λεσκοβικίου, τα χωριά των οποίων καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ιδιαίτερα για τους μουσουλμάνους ελήφθη πρόνοια για τη διατροφή άπορων οικογενειών κατά τις γιορτές του Ραμαζανιού, ενώ χορηγήθηκε και καλλιεργητική βοήθεια 59. Στην πόλη των Ιωαννίνων, ανθρωπιστική βοήθεια στους μουσουλμάνους χορήγησε και το προξενείο της Αυστροουγγαρίας. Ο συνωστισμός όμως και η αναστάτωση που προκλήθηκαν έξω από το προξενείο ανάγκασαν τον πρόξενο να αναθέσει τη χορήγηση της βοήθειας στον Οθωμανό δήμαρχο της πόλης 60. Για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου αυτή τη φορά θα φρόντιζε κυρίως το ελληνικό κράτος, ενώ εξακολουθούσε να συνεισφέρει και η επιτροπή της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης που ξόδευε 50 τουρκικές λίρες ημερησίως για την αγορά ψωμιού 61. Στη Θεσσαλονίκη οι νέοι αυτοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν μέσα στην πόλη και 4.000 σε σκηνές στο 3ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης. Στο Δεμίρ Χισάρ οι 13.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες τροφοδοτούνταν από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές, ενώ στη Δράμα υπό τη φροντίδα του Γραφείου Εργασίας και του νομάρχη Αλή Ναΐπ Ζαδέ (Ali Nayip Zade) τα 3/4 των ειδών περίθαλψης διατέθηκαν για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες 62. Σύμφωνα με την Επιτροπή Περίθαλψης Θυμάτων Πολέμου, στους μουσουλμάνους πρόσφυγες παρέχονταν τακτικά άρτος, ρύζι, όσπρια, πετρέλαιο, ενδύματα και ιατρική περίθαλψη 63. Οι ελληνικές αρχές εκτός από την περίθαλψη μεριμνούσαν και για την εγκατάσταση των μουσουλμάνων προσφύγων οι οποίοι προέρχονταν από περιοχές που ήταν εκτός της ελληνικής κυριαρχίας. Η εγκατάσταση έγινε αρχικά σε δημόσια και εγκαταλελειμμένα κτήματα ή σε κτήματα με μίσθωση ή επί μορτή. Συστάθηκε ειδική υπηρεσία γεωργικής εγκατάστασης προσφύγων που διένειμε προσωρινά κτήματα του Δημοσίου, γεωργικά εργαλεία και ζώα. Έτσι, οι 59
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 26, υποφ. 2, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 5/18 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. τηλ. 279. 60 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 38, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 10/23 Απριλίου 1913, αρ. τηλ. 616. 61 Carnegie Endowment for international peace, ό.π., σ. 154. Σημειώνεται πως η επιτροπή Carnegie θεωρούσε ότι οι ελληνικές αρχές δεν φρόντισαν για την περίθαλψη των μουσουλμάνων προσφύγων. 62 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914 σσ. 34-35. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, «Έκθεσις διοικητικών και στρατιωτικών αρχών περί μεταναστεύσεως μουσουλμάνων». ΔΙΣ, φ. 1657 Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο φρούραρχος Δράμας Φραγκούδης προς Γενικό Στρατηγείο Θεσσαλονίκης, Δράμα 7/20 Αυγούστου 1913. 63 Εφημ. Εμπρός, 13/26 Αυγούστου 1913.
66
μουσουλμάνοι πρόσφυγες από το Μελένικο και τη Στρώμνιτσα εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς και στο χωριό Γιουντζίδες (Κύμινα Θεσσαλονίκης), ενώ στη Δράμα εγκαταστάθηκαν στα μουσουλμανικά χωριά του νομού 64. Επιπλέον, ένας αριθμός μουσουλμάνων προσφύγων εγκαταστάθηκε στις γεωργικές εκτάσεις μουσουλμάνων τσιφλικάδων της Μακεδονίας, αφού όμως δόθηκαν στους τελευταίους εγγυήσεις για την ασφαλή επιστροφή στις ιδιοκτησίες τους 65. Εκτός από την περίθαλψη και εγκατάσταση των μουσουλμάνων προσφύγων των Βαλκανικών Πολέμων, εξίσου σημαντική ήταν και η μεταφορά όσων επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η μεταφορά έγινε με πλοία από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης με κατεύθυνση κυρίως τη Σμύρνη. Βρετανικά, ρωσικά, ιταλικά, αυστριακά καθώς και τα αιγυπτιακά πλοία «Mahroussa», «Hilal», «Bahr-i Amal» και «Bahr-i Ahmer» ανέλαβαν τη μεταφορά των προσφύγων. Η Ελλάδα, ύστερα από συμφωνία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που επιτεύχθηκε τον Απρίλιο του 1913 με τη μεσολάβηση του γερμανικού προξενείου, διέθεσε ατμόπλοια για τη μετανάστευση των μουσουλμάνων 66. Η μετανάστευση έγινε με έξοδα του ελληνικού κράτους και τα ελληνικά
πλοία,
όπως
τα
«Σέσωστρις»,
«Ολυμπία»,
«Κατίνα»,
«Λεωνίδας»,
«Θεμιστοκλής», «Κύμα» και «Πατρίς», αποβίβαζαν μουσουλμάνους πρόσφυγες από τα Βαλκάνια στα λιμάνια της Μικράς Ασίας 67. Εκτός από το ελληνικό κράτος, τα έξοδα του ταξιδιού των προσφύγων ανέλαβε και η επιτροπή της μουσουλμανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, όπως, για παράδειγμα, ενός τμήματος των προσφύγων που κατέφυγαν στην περιοχή του Δεμίρ Χισάρ. Η συγκεκριμένη επιτροπή χρησιμοποιούνταν και από τις ελληνικές αρχές για να πείσει μουσουλμάνους πρόσφυγες να εγκατασταθούν σε περιοχές 64
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914 σσ. 18, 34-35. Επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, «Έκθεσις διοικητικών αρχών περί μεταναστεύσεως μουσουλμάνων». 65 Συγκεκριμένα, 53 άτομα από τη Στρώμνιτσα εγκαταστάθηκαν στα τσιφλίκια Μικρό και Μέγα Πλατύ του Ριφάτ Μπέη, 16 άτομα από το Τύρνοβο στη Χαλκιδική στο τσιφλίκι Χατζή Μπαλή του Αβδή Μπέη και 264 άτομα εγκαταστάθηκαν στο τσιφλίκι Καρασούλι του Γιαγιά Δερβίς, βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Διεύθυνση Εσωτερικής Διοίκησης, Γραφείο Εργασίας, Υπηρεσία Περίθαλψης Θυμάτων Πολέμου. Δελτία της υπηρεσίας του Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 1913 και ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 94 (υπουργείο Δικαιοσύνης), Γραφείο Εργασίας προς υπουργό Δικαιοσύνης ως αντιπρόσωπο της Κυβερνήσεως, Θεσσαλονίκη 9/22 Απριλίου 1913. 66 Οι όροι της συμφωνίας προέβλεπαν ότι η μετανάστευση των μουσουλμάνων θα γινόταν με τη θέλησή τους και ότι τα ελληνικά πλοία δεν θα παρενοχλούνταν από τον οθωμανικό στόλο, βλ. Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σσ. 57-56. 67 Για τα ονόματα και τα δρομολόγια των πλοίων βλ. Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σσ. 53-61 όπου και πληροφορίες για τη μετανάστευση και από άλλα λιμάνια των Βαλκανίων. Βλ. επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, «Έκθεσις στρατιωτικών αρχών περί μεταναστεύσεως μουσουλμάνων».
67
που είχε επιλέξει το Γραφείο Εργασίας ή για να διευκολύνει τη μετάβαση στη Θεσσαλονίκη και από κει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από τον Ιανουάριο του 1914 η μετανάστευση των μουσουλμάνων και η αντιμετώπιση των όποιων αναγκών τους γίνονταν
με
τη
φροντίδα
της
επιτροπής
της
μουσουλμανικής
κοινότητας
Θεσσαλονίκης. 68. 2. Το μεταναστευτικό ρεύμα της περιόδου 1914-1915 Η έξοδος των μουσουλμάνων από τα Βαλκάνια συνεχίστηκε και την περίοδο 1914-1915, χωρίς να διακοπεί από την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Όσον αφορά δε τις Νέες Χώρες της Ελλάδας και ιδιαίτερα τη Μακεδονία η μετανάστευση των μουσουλμάνων εντάθηκε κατά το 1914. Το νέο αυτό μεταναστευτικό ρεύμα ξεκίνησε πρώτα από την περιοχή των Σερρών και επεκτάθηκε στους καζάδες Δεμίρ Χισάρ, Νευροκοπίου, Δράμας, Ζηλιαχόβας, Λαγκαδά, Κιλκίς, Θεσσαλονίκης, επηρέασε τους καζάδες Δοϊράνης, Γευγελής, Καρατζόβας και αργότερα τους καζάδες Βοδενών και Φλώρινας 69. Τη χρονιά αυτή η έξοδος των μουσουλμάνων από τις ελληνικές Νέες Χώρες είχε επιπρόσθετα χαρακτηριστικά σε σχέση με το μεταναστευτικό ρεύμα του 1912-1913, γεγονός που επιτρέπει να οριοθετηθούν δύο ξεχωριστές μεταναστευτικές περίοδοι. Σε γενικές γραμμές η μουσουλμανική μετανάστευση του 1914-1915 διαφοροποιείται από αυτή της προηγούμενης περιόδου, εφόσον το 1914 ήταν η χρονιά και της μεγάλης εξόδου των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας προς την Ελλάδα, ενώ η εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων αποτέλεσε πρόσθετη αιτία φυγής των
μουσουλμάνων.
Επιπλέον,
η
μεταναστευτική
περίοδος
του
1914-1915
χαρακτηρίζεται από το οργανωμένο σχέδιο των Νεοτούρκων να αντικαταστήσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας με μουσουλμάνους πρόσφυγες από τα Βαλκάνια και από την απόπειρα η αμφίδρομη αυτή μετανάστευση να ελεγχθεί στο πλαίσιο μιας διμερούς συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών.
68
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, «Έκθεσις διοικητικών και στρατιωτικών αρχών περί μεταναστεύσεως μουσουλμάνων» και TΝΑ, F.O., 371/1994, προξενείο Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Θεσσαλονίκη 14 Φεβρουαρίου 1914, αρ. 8949. Η επιτροπή διέθετε δωρεάν εισιτήρια ή σε μειωμένη τιμή και προσέφερε ψωμί σε καθημερινή βάση. 69 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, «Έκθεσις διοικητικών αρχών περί μεταναστεύσεως μουσουλμάνων».
68
Ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετανάστευσαν από την Ελλάδα την περίοδο αυτή και σε αυτή την περίπτωση δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα, αφού οι στατιστικές διαμορφώνονταν ανάλογα με τις επιδιώξεις της ελληνικής και οθωμανικής προπαγάνδας. Οι στατιστικές συνεπώς είναι αντικρουόμενες και μια εικόνα των διαστάσεων της μετανάστευσης δόθηκε προηγουμένως όταν έγινε αναφορά στη μετανάστευση του 1912-1913. Από ελληνικής πλευράς ο Αλέξανδρος Πάλλης υπολόγιζε τους μουσουλμάνους που μετανάστευσαν το 1914 από την ελληνική Μακεδονία σε 100.000 με 115.000 70. Στη στατιστική του Νάλτσα –στην οποία θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία, αφού ο Νάλτσας ως προϊστάμενος του γραφείου διαβατηρίων της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να είχε μια σχετικά αξιόπιστη εικόνα της μεταναστευτικής κίνησης– οι μουσουλμάνοι των ελληνικών επαρχιών που αναχώρησαν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης την περίοδο 1η Σεπτεμβρίου 1913-30 Μαρτίου 1915 ανέρχονταν σε 57.593, ενώ 6.300 αναχώρησαν από την Καβάλα 71. Από αυτούς δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποτεθεί ότι οι περισσότεροι αναχώρησαν το 1914. Πληρέστερη εικόνα της μεταναστευτικής κίνησης των μουσουλμάνων το 1914 δίνουν διάφορες ελληνικές στατιστικές που παρουσιάζουν αυτή τη μετανάστευση ανά μήνα. Συγκεκριμένα: τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1914 μετανάστευσαν από τη Θεσσαλονίκη 23.444 μουσουλμάνοι των ελληνικών Νέων Χωρών και τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο της ίδιας χρονιάς 18.215 72. Οι
οθωμανικές
στατιστικές
από
την
πλευρά
τους
παρουσιάζουν
τη
μεταναστευτική κίνηση των μουσουλμάνων πολύ μεγαλύτερη. Έτσι, σύμφωνα με το οθωμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης, ο αριθμός των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν τη Μακεδονία τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1914 ανερχόταν σε 35.252 και από 10 Μαρτίου μέχρι 1 Μαΐου σε 34.570 73. Οι διαφορές στις εκτιμήσεις της 70
Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη, σ. 6. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 102, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης -Πέλλας προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1918, αρ. πρ. 65. 72 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, «Εκθέσεις διοικητικών αρχών περί αιτιών μεταναστεύσεως» και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. ΑΑΚ 29, Α. Ναούμ προς πρόεδρο κυβέρνησης, Αθήνα 8/21 Ιουνίου 1914. 73 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 9/22 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 16738 όπου συνημμένη τουρκική στατιστική και στο ίδιο αρχείο, φ. 75, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 18 Απριλίου/1 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 11203 όπου συνημμένη τουρκική στατιστική. Επίσης, συνέντευξη του Οθωμανού πρεσβευτή στην Αθήνα Galip Kemaly Bey στην εφημερίδα Νέα Ημέρα, 12/25 Απριλίου 1914 όπου παραθέτει τα παραπάνω στατιστικά 71
69
μετανάστευσης μπορεί να φαίνονται μεγάλες. Σημειώνεται όμως ότι οι ελληνικές στατιστικές κάνουν σαφέστατη διάκριση ανάμεσα στους μουσουλμάνους που μετανάστευσαν από τις ελληνικές επαρχίες και σε όσους μετανάστευσαν από τις αντίστοιχες βουλγαρικές και σερβικές. Αντίθετα, οι στατιστικές των οθωμανικών διπλωματικών αποστολών στην Ελλάδα αναφέρονταν γενικά σε μουσουλμάνους της Μακεδονίας ή σε μουσουλμάνους που αναχώρησαν από τη Θεσσαλονίκη. Βέβαια η στατιστική του οθωμανικού υπουργείου Εσωτερικών δίνει, από την πλευρά της, μια άλλη εικόνα του αριθμού των μουσουλμάνων που μετανάστευσαν την περίοδο αυτή από τις ελληνικές Νέες Χώρες. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα στοιχεία, την περίοδο 1914-1915 οι αρμόδιες οθωμανικές αρχές κατέγραψαν 53.718 μουσουλμάνους των ελληνικών Νέων Χωρών που εγκαταστάθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 74. Η διαφορά σε σχέση με τη στατιστική του οθωμανικού προξενείου Θεσσαλονίκης είναι πολύ πιθανό να οφείλεται τόσο στην προπαγανδιστική λειτουργία της συγκεκριμένης στατιστικής όσο και στην αδυναμία των οθωμανικών αρχών να έχουν μια πλήρη εικόνα του αριθμού των μουσουλμάνων των Βαλκανίων που μετανάστευσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένας άλλος τρόπος για να υπολογιστεί ο όγκος της μετανάστευσης των μουσουλμάνων από τις περιοχές που περιήλθαν στην Ελλάδα μετά το 1912 είναι να αντιπαραβληθούν στατιστικές των παραμονών των Βαλκανικών Πολέμων με μεταγενέστερα στατιστικά δεδομένα. Η σύγκριση των διαθέσιμων στατιστικών της περιόδου 1912-1915, η οποία έγινε διεξοδικά στο προηγούμενο κεφάλαιο της διατριβής, αποκαλύπτει για την περίοδο 1912-1913 μια διαρροή του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας της τάξεως των 15.000 με 41.000 –ανάλογα με τις στατιστικές που αντιπαραβάλλονται–, ενώ για την περίοδο 1913-1915 ο αριθμός αυτός κυμαίνεται από 44.000 έως 110.000. Επιπλέον, από την παραπάνω αντιπαραβολή, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί και γεωγραφικά η μουσουλμανική μετανάστευση. Έτσι, το μεγαλύτερο στοιχεία. Για τη μετανάστευση των μουσουλμάνων το 1914 και ορισμένες σχετικές στατιστικές βλ. Σ. Πελαγίδης, «Μετακινήσεις πληθυσμών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία Πρακτικά του ΙΣΤ΄ Παννεληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 319-332 που βασίζεται αποκλειστικά στο φάκελο 76 (μετανάστευση μουσουλμάνων) του αρχείου της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας. 74 A.J. Toynbee, ό.π., σ. 162. Σημειώνεται ότι ο αριθμός αυτός μπορεί να είναι μεγαλύτερος, αφού βασίζεται μόνο σε όσους κατέγραψαν οι υπηρεσίες του υπουργείου και όχι σε όσους εγκαταστάθηκαν με δικά τους έξοδα ή με τη φροντίδα φιλανθρωπικών οργανώσεων. Για τις περιοχές εγκατάστασης των μουσουλμάνων προσφύγων βλ. ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄, «πίναξ εμφαίνων τον αριθμόν των Μουσουλμάνων προσφύγων των μεταναστευσάντων μετά τον Βαλκανικόν και Ευρωπαϊκόν πόλεμον».
70
μέρος των μουσουλμάνων μεταναστών των ετών 1913-1915 προερχόταν από τους νομούς Θεσσαλονίκης και Σερρών 75. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές διαστάσεις της μεταναστευτικής κίνησης, αφού, όπως έχει επισημανθεί, οι στατιστικές ήταν μέσο στήριξης των επιδιώξεων των βαλκανικών εθνικισμών και δεν απεικόνιζαν την πραγματική εθνολογική κατάσταση μιας περιοχής, ενώ δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν της ούτε η φυσική πληθυσμιακή αύξηση ούτε οι απώλειες κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων 76. 3. Οι αιτίες της μετανάστευσης Όμως γιατί μετανάστευαν οι μουσουλμάνοι από τα Βαλκάνια; Οι πηγές της εποχής και η μεταγενέστερη βιβλιογραφία δίνουν διαφορετικές απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα. Η Υψηλή Πύλη, ο οθωμανικός Τύπος της εποχής και η μεταγενέστερη τουρκική βιβλιογραφία απέδιδαν τη μετανάστευση των μουσουλμάνων σε σειρά αιτιών που ήταν όμως εκ διαμέτρου αντίθετες με αυτές που υποστήριζε η ελληνική πλευρά. Τις απόψεις τους διατύπωναν και «ανεξάρτητοι» παρατηρητές που άλλοτε συμφωνούσαν με τη μια ή την άλλη πλευρά και άλλοτε διαμόρφωναν μια δική τους, διαφορετική αντίληψη για τη μεταναστευτική κίνηση των μουσουλμάνων. Προτού παρουσιαστούν και σχολιαστούν οι παραπάνω απόψεις, κρίνεται σκόπιμο να ομαδοποιηθούν οι αιτίες που ωθούσαν τους μουσουλμάνους σε μετανάστευση, έχοντας οδηγό στον καταρτισμό αυτού του πλάνου σχετική εργασία του Alexandre Toumarkine 77. Μια πρώτη ομάδα αιτιών μετανάστευσης αφορά την περίοδο των πολεμικών συγκρούσεων, στην περίπτωσή μας την περίοδο των δύο Βαλκανικών Πολέμων. Ήταν φυσικό ο μουσουλμανικός άμαχος πληθυσμός να επιθυμεί να εγκαταλείψει τα πεδία των 75
Αναλυτικά για τα αποτελέσματα των συγκρίσεων στατιστικών δεδομένων βλ. κεφ. «Γεωγραφική κατανομή και πληθυσμιακή δύναμη του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας». 76 Για τα δύο αυτά ζητήματα βλ. Justin McCarthy, «Muslims in Ottoman Europe: population from 1800 to 1912», Nationalities Papers, 28/1 (2000), 37-39. Σύμφωνα με το συγγραφέα, μια μουσουλμάνα γεννούσε κατά μέσο όρο έξι παιδιά, από αυτά τα μισά πέθαιναν μέχρι την ηλικία των πέντε ετών, ενώ ο μέσος όρος ζωής ήταν τα 50 χρόνια. Τα επίπεδα θνησιμότητας ήταν χαμηλότερα στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, ενώ τα επίπεδα γονιμότητας ήταν χαμηλότερα στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων. 77 Alexandre Toumarkine, ό.π., σσ. 39-67. Στις αιτίες της μετανάστευσης αναφέρονται και οι εργασίες των McCarthy και Ahmet Halaçoğlu, ωστόσο η εργασία του Toumarkine είναι πιο συγκροτημένη, με περισσότερες πληροφορίες και ίσως πιο αντικειμενική.
71
μαχών και ήταν εξίσου φυσικό να διακατέχεται από φόβο για το ποια στάση θα κρατούσαν ο εχθρικός στρατός και οι ντόπιοι υποστηρικτές του. Το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι χωρικοί συνεργάστηκαν με τον τακτικό οθωμανικό στρατό σε πολεμικές επιχειρήσεις επέτεινε τον παραπάνω φόβο και ωθούσε στην αναζήτηση ασφαλέστερου τόπου διαμονής. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσαν και οι διαφαινόμενες τάσεις ρεβανσισμού από τους ντόπιους χριστιανούς αμέσως μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, απέναντι στις οποίες η αντίδραση των άρτι εγκατεστημένων στρατιωτικών και πολιτικών αρχών ποίκιλλε από την αδιαφορία μέχρι τη συνέργεια. Με το τέλος της πολεμικής περιόδου, την αποκατάσταση της τάξης και την εγκατάσταση μιας οργανωμένης διοίκησης στις νέες επαρχίες, η μετανάστευση των μουσουλμάνων αντιμετωπίζεται σε ένα νέο πλαίσιο. Πλέον δεν ήταν οι πολεμικές συγκρούσεις που εξωθούσαν τους μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, αλλά η κρατική πολιτική και η συμπεριφορά των χριστιανών γειτόνων τους. Σε μια εποχή έξαρσης των εθνικισμών ακολουθήθηκε όχι μόνο από τα βαλκανικά κράτη αλλά και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία πολιτική εθνικής ομοιογενοποίησης που επιτυγχανόταν με την εγκατάσταση στο εθνικό κράτος ομοεθνών πληθυσμών και το διωγμό αλλοεθνών και αλλοθρήσκων. Η πολιτική αυτή δεν ήταν ανάγκη να επιδιωχθεί με ένα οργανωμένο σχέδιο διωγμού των ανεπιθύμητων πληθυσμών, αλλά μπορούσε να γίνει έμμεσα. Η υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας, η προστασία των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων μόνο στη θεωρία και γενικότερα η απομόνωση των μουσουλμάνων από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή του νέου κράτους είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Η στάση των χριστιανών γειτόνων διαδραμάτιζε εξίσου σημαντικό ρόλο στην τάση των μουσουλμάνων να καταφύγουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ντόπιοι χριστιανοί πολύ πιο συχνά από ενέργειες διώξεων των μουσουλμάνων προέβαιναν σε καθημερινές μικροενοχλήσεις που σε συνδυασμό με την ατιμωρησία που απολάμβαναν οι δράστες καθιστούσαν αφόρητη τη ζωή των μουσουλμάνων. Οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι είχαν, επίσης, σημαντικό μερίδιο στη μετανάστευση των μουσουλμάνων των Βαλκανίων. Οι οικονομικοί λόγοι σχετίζονταν κυρίως με την αγροτική πολιτική των βαλκανικών κρατών, ενώ οι κοινωνικοί με την αμηχανία που προκαλούσε το γεγονός ότι πλέον οι μουσουλμάνοι ήταν υπήκοοι ενός χριστιανικού κράτους, υπήκοοι των πρώην ραγιάδων τους,
χωρίς
την
ξεχωριστή
θέση
(έστω
και
θεωρητικά)
που
είχαν
στο
72
κοινωνικοοικονομικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βεβαίως αντικείμενο διερεύνησης θα αποτελέσει σε ποιο βαθμό τα παραπάνω αφορούσαν την περίπτωση της μετανάστευσης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών της Ελλάδας την περίοδο 19121915. Σύμφωνα με την τουρκική άποψη, όπως διαμορφώνεται από τις ρηματικές διακοινώσεις της Υψηλής Πύλης προς την ελληνική κυβέρνηση, τα άρθρα του τουρκικού Τύπου και αναπαράγεται από τη σύγχρονη τουρκική βιβλιογραφία, η μετανάστευση των μουσουλμάνων από τις ελληνικές περιοχές οφειλόταν αποκλειστικά στην επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους και στη συμπεριφορά των χριστιανικών πληθυσμών. Ο Α΄
Βαλκανικός
Πόλεμος
έχει
το
χαρακτήρα
πολέμου
εθνοκάθαρσης
του
μουσουλμανικού στοιχείου των Βαλκανίων και μιας νέας σταυροφορίας. Τακτικός στρατός, αντάρτες, κομιτατζήδες και ντόπιοι χριστιανοί προέβησαν σε απίστευτες θηριωδίες εις βάρος του μουσουλμανικού άμαχου πληθυσμού, η μοναδική σωτηρία του οποίου ήταν η μετανάστευση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. O Bilâl Şimşir υπολογίζει ότι ως συνέπεια αυτών των θηριωδιών 200.000 άμαχοι μουσουλμάνοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων 78. Ενώ ο Οθωμανός πρεσβευτής στην Αθήνα την περίοδο 1913-1916 Γκαλίπ Κεμαλί (Galip Kemalî) σε φυλλάδιο που εξέδωσε στη Ρώμη το 1919 με το χαρακτηριστικό τίτλο «Le Martyre d’ un peuple», ανέβαζε τον αριθμό των νεκρών μουσουλμάνων σε 350.000 79. Διαδεδομένη στην τουρκική βιβλιογραφία είναι και η άποψη της ένοχης σιωπής των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι σε αυτή τη «γενοκτονία» που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Στο επίκεντρο αυτής της κριτικής μπορεί να είναι η συμπεριφορά της Βουλγαρίας, αλλά και για τη στάση της Ελλάδας επικρατεί η ίδια περίπου αντίληψη 80. Χαρακτηριστική είναι η 78
Alexandre Toumarkine, ό.π., σ. 41 όπου όμως θεωρεί τον υπολογισμό του Şimşir αναξιόπιστο. Ghalib Kemaly, Le Martyre d’ un peuple. Les Turcs demandent une paix juste prompte et durable, Ρώμη 1919, σ. 12. 80 Kadir Misiroğlu, Yunan Mezalimi Türkün siyah kitabi (Ελληνικές θηριωδίες, η τουρκική μαύρη βίβλος), Ιστανμπούλ 1968², όπου μια λαϊκή περιγραφή των δεινών του μουσουλμανικού πληθυσμού με μια ακραία εθνικιστική ρητορική˙ Tülım Sümer, “Türklerı Makedonya’dan göçe mecbur eden Yunan zulümleri” (Οι ελληνικές θηριωδίες που εξανάγκασαν το μουσουλμανικό πληθυσμό να μεταναστεύσει από τη Μακεδονία), Belgelerle Türk Tarıh Dergisi, 15 (1968), 49-53˙ Ilhan Bardakçi, Bir imparatorluğun yağmasi. Balkan Bozgunu ve I Dünya Harbi (Η λεηλασία μιας αυτοκρατορίας. Η βαλκανική ήττα και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), Άγκυρα 1974, όπου και εδώ, όπως και στο προηγούμενο άρθρο, παρατίθενται έγγραφα που αποδεικνύουν τις ελληνικές θηριωδίες˙ Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σσ. 29-45 όπου επισημαίνει ότι η μετανάστευση προκλήθηκε από τις θηριωδίες, τη θρησκευτική καταπίεση και οικονομικούς λόγους˙ Nedim Ipek, Mübadele ve Samsun (Η Aνταλλαγή και η Σαμψούντα), Άγκυρα 2000, σσ. 14-21, όπου 79
73
τρίτομη έκδοση του τμήματος των Οθωμανικών Αρχείων της Γενικής Διεύθυνσης των Κρατικών Αρχείων της Τουρκικής Δημοκρατίας με τον τίτλο «Οι ελληνικές θηριωδίες στην Ανατολή και στα Βαλκάνια σύμφωνα με τα έγγραφα του αρχείου» 81. Σε διπλωματικό επίπεδο την περίοδο 1912-1913 η Υψηλή Πύλη διαμαρτυρόταν μέσω της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα και του προξενείου στη Θεσσαλονίκη για τις ελληνικές βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων και για λεηλασία των μουσουλμανικών περιουσιών 82, ενώ ο Οθωμανός πρεσβευτής στο Παρίσι διατύπωνε τις ίδιες κατηγορίες σε συνέντευξή του σε γαλλική εφημερίδα 83. Σε έγγραφο που στάλθηκε το Μάρτιο του 1913 από την Υψηλή Πύλη στις οθωμανικές διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού διατυπωνόταν η επίσημη οθωμανική θέση για την πολιτική που ακολουθούσε η Ελλάδα έναντι των μουσουλμάνων, σύμφωνα με την οποία οι ελληνικές αρχές με κάθε είδους καταπίεση προσπαθούσαν να αναγκάσουν τους μουσουλμάνους να κάνοντας ένα γενικό σχολιασμό της ελληνικής πολιτικής απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό αναφέρει ότι σε περίοδο πολέμου και αναταραχών ακολουθούνται πρακτικές εθνοκάθαρσης, ενώ σε περίοδο ειρήνης επιδιώκεται η εξώθηση σε μετανάστευση. Βλ. ακόμα Justin McCarthy, Death and exile, όπου φέρει υπότιτλο «Η εθνοκάθαρση των Οθωμανών μουσουλμάνων το 1821-1922». 81 T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Osmanlı Arşivi Daire Başkanliği yayin nu 22 (Γενική Διεύθυνση των Κρατικών Αρχείων της Πρωθυπουργίας της Τουρκικής Δημοκρατίας, αριθμός έκδοσης 22), Arşiv Belgelerine göre Balkanlar’da ve Anadolu’da Yunan Mezalimi, 1: Balkanlar’da Yunan Mezalimi (Οι ελληνικές θηριωδίες στην Ανατολή και στα Βαλκάνια σύμφωνα με τα έγγραφα του αρχείου, 1: ελληνικές θηριωδίες στα Βαλκάνια), Άγκυρα 1995. Και οι τρεις τόμοι παρατίθενται στην ιστοσελίδα των κρατικών αρχείων –από όπου και αντλήθηκαν–, ενδεικτικό της προπαγανδιστικής λειτουργίας τους. Εκτός βέβαια από τη σύγχρονη βιβλιογραφία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία φρόντισε, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, να εκδώσει μια σειρά «ντοκουμέντων» για τις θηριωδίες των βαλκανικών κρατών εις βάρος των μουσουλμάνων της Μακεδονίας, εκδόσεις για τις οποίες θα γίνει διεξοδικότερη αναφορά στο κεφ. «Ντόπιοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι γείτονες στις Νέες Χώρες». 82 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 9, υποφ. 4, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 23 Μαΐου 1913, αρ. 1254 όπου αναφέρεται στην κατάσχεση από το ελληνικό κράτος του ποσού της οθωμανικής τράπεζας υπέρ της επιτροπής ορφανών. Στον ίδιο φάκελο, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 10 Δεκεμβρίου 1913, αρ. 2781 όπου συνημμένη αίτηση αποζημίωσης των καταστροφών που προκάλεσε ο ελληνικός στρατός σε βακουφική περιουσία μετά την εκκένωση της Στρώμνιτσας. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912. φ. 103, υποφ. 4, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 25 Δεκεμβρίου 1912, αρ. 1260 όπου συνημμένη επιστολή του Ταλαάτ Πασά (Talât Paşa) στην οποία διαμαρτυρόταν για συλλήψεις και απελάσεις μουσουλμάνων από τις ελληνικές αρχές Θεσσαλονίκης. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 12, υποφ. 7, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 13 Οκτωβρίου 1913, αρ. 2412 όπου αναφορά σε επιτάξεις μαγαζιών και σχολείων μουσουλμάνων της Μυτιλήνης. Στον ίδιο φάκελο, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 9 Οκτωβρίου 1913, αρ. 2327 όπου αναφορά σε σύλληψη μουσουλμάνων του χωριού Ζέλενιτς (Σκλήθρο) της Φλώρινας. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 7, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 4 Ιανουαρίου 1913, αρ. 35 όπου διαμαρτύρεται για βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων της Μυτιλήνης και της Χίου. Σημειώνεται ότι οι γερμανικές διπλωματικές αποστολές στην Ελλάδα είχαν αναλάβει την προστασία των Οθωμανών υπηκόων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. 83 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7 (υπουργείο Εξωτερικών), πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 26 Απριλίου/9 Μαΐου 1913 όπου αναφέρεται σε συνέντευξη του Oθωμανού πρεσβευτή στην Temps.
74
μεταναστεύσουν ώστε να εξασφαλιστούν τα αναγκαία περιουσιακά στοιχεία για την εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων 84. Την περίοδο 1914-1915 οι διαμαρτυρίες της Υψηλής Πύλης για τη συμπεριφορά των ελληνικών αρχών και του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου απέναντι στους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών που μετανάστευαν προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία έλαβαν έντονο και μαζικό χαρακτήρα. Από την πλευρά της, η Ελλάδα επιδόθηκε σε συνεχή διάψευση των όσων της καταλογιζόταν και κατηγορούσε, με τη σειρά της, τις οθωμανικές αρχές για μια πολιτική βίαιων διώξεων του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας που είχε αποτέλεσμα τη μετανάστευσή του στην Ελλάδα. Θα ήταν ανιαρό να γίνει αναφορά σε συγκεκριμένες καταγγελίες της οθωμανικής πλευράς, αφού οι διαθέσιμες αρχειακές πηγές διασώζουν έναν τεράστιο όγκο σχετικών εγγράφων της οθωμανικής πρεσβείας στην Αθήνα και των οθωμανικών προξενείων στις Νέες Χώρες 85. Για να σκιαγραφηθεί όμως μια εικόνα των καταγγελλομένων απαιτείται μια ομαδοποίησή τους. Οι οθωμανικές διπλωματικές αποστολές στην Ελλάδα αναφέρονταν σε θανάτους και βασανισμούς μουσουλμάνων χωρικών από ντόπιους χριστιανούς και από στρατιωτικά αποσπάσματα κατά τη διενέργεια επιχειρήσεων αφοπλισμού των μουσουλμανικών χωριών κυρίως στην περιοχή της Δράμας 86. 84
Το έγγραφο παρατίθεται στο Ghalib Kemaly, ό.π., σσ. 35-39. ΙΑΜ, ΓΔΜ, φ. 74 και 75 με τίτλο «τουρκική πρεσβεία». ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄ «ελληνοτουρκικαί συνεννοήσεις διά παραπόνων μουσουλμάνων Νέων Χωρών». Επίσης, T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Osmanlı Arşivi Daire Başkanliği, ό.π., κυρίως τα έγγραφα υπ’ αριθ. 102, 104, 105, 107, 111, 113. Για τις τουρκικές αιτιάσεις βλ. επίσης Στ. Πελαγίδης, Μετακινήσεις πληθυσμών, σσ. 320-323. Οθωμανικά προξενεία λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, την Καβάλα, τις Σέρρες, την Πρέβεζα και τον Πειραιά. 86 Τον Απρίλιο του 1914 ανακοινώθηκε ότι αποτράπηκε το ξέσπασμα συνωμοτικού κινήματος στη Δράμα στο οποίο ενέχονταν μουσουλμάνοι και Βούλγαροι κάτοικοι της περιοχής. Το κίνημα σχεδιάστηκε από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και προέβλεπε την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών σε σχολεία, στρατώνες, εκκλησίες και κυβερνητικά κτήρια στη Δράμα, ενώ συνδυάστηκε με την επίσκεψη στην πόλη του πρώην βουλευτή της περιοχής Αλί Ριζά Μπέη (Ali Rıza Bey) ο οποίος απελάθηκε από τις ελληνικές αρχές. Την αποκάλυψη του κινήματος ακολούθησαν συλλήψεις [συνελήφθησαν 67 μουσουλμάνοι του χωριού Καρατζίκιοϊ (Θόλος), 20 πρόκριτοι της Δράμας και άγνωστος αριθμός μουσουλμάνων από τα χωριά Μπέριλα (Πτελέα), Στάρτσιστα (Περιθώρι), Κουμπάνιτσα (Κοκκινόγεια), Κουζλούκιοϊ (Πλατανιά), Νουσρετλή (Νικηφόρος)] και εκτεταμένες έρευνες για ανέρευση όπλων από στρατιωτικά αποσπάσματα με τη συνακόλουθη άσκηση βίας. Η υπόθεση του κινήματος της Δράμας είναι αρκετά περίεργη και σκοτεινή, ενώ σχετίζεται και με ενδεχόμενη απόπειρα κατά της ζωής του Βενιζέλου που επισκεπτόταν την ίδια περίοδο τη Μακεδονία. Σύμφωνα με τον Οθωμανό πρεσβευτή, όλα ήταν σκηνοθετημένα από τις ελληνικές αρχές, ενώ ο Βρετανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη θεωρούσε το φόβο των ελληνικών αρχών υπερβολικό, αλλά υπαρκτό. Σχετικά με το κίνημα στη Δράμα βλ. εφημ. Μακεδονία, 20,21,26 Απριλίου/3,4,9 Μαΐου 1914 και 8/21 Μαΐου1914 και εφημ. Εμπρός, 11/24 Μαΐου 1914 όπου σχετικές δηλώσεις του Σοφούλη˙ 85
75
Σημειώθηκαν περιπτώσεις βιασμών μουσουλμάνων γυναικών, βίαιων εκχριστιανισμών 87, αρπαγής κτηματικών και βακουφικών περιουσιών από τους ντόπιους και το ελληνικό Δημόσιο, λεηλασίες της κινητής περιουσίας, κατεδάφιση τζαμιών, βεβηλώσεις ιερών και νεκροταφείων με τη μετατροπή τους σε αποθήκες, στάβλους και αποχωρητήρια 88. Η ελληνική πλευρά επικρινόταν ακόμη για αθέτηση των όρων της Σύμβασης των Αθηνών 89 και για την παρεμβολή προσκομμάτων στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των μουσουλμάνων. Ιδιαίτερα, στις ελληνικές αρχές καταλογιζόταν ότι εγκαθιστούσαν τους Έλληνες πρόσφυγες από τον Καύκασο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποκλειστικά σε μουσουλμανικά χωριά, τζαμιά και σχολεία και ποτέ στα αντίστοιχα χριστιανικά. Οι ΤΝΑ, F.O.,371/1998b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Πέρα 14 Μαΐου 1914, αρ. 22040, όπου προωθείται αναφορά του Βρετανού προξένου στη Θεσσαλονίκη και ΤΝΑ, F.O., 371/1997a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Aθήνα 16 Ιουνίου 1914 όπου αναφορά στη συνομιλία του με τον Οθωμανό πρεσβευτή˙ ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 28 Ιουνίου/11 Ιουλίου 1914, αρ. πρ. 20810, όπου συνημμένη διακοίνωση της οθωμανικής πρεσβείας σχετικά με βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων περιφέρειας Δράμας, και στον ίδιο φάκελο πρεσβεία, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 7 Ιουλίου 1914, αρ. 1126, όπου λίστα με ονόματα μουσουλμάνων που δολοφονήθηκαν ή κακοποιήθηκαν στην επαρχία Δράμας από στρατιωτικά αποσπάσματα. Πρβλ. Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, Αθήνα 2007, σ. 68. 87 Οι ελληνικές αρχές δεν ακολούθησαν το παράδειγμα των βουλγαρικών εκχριστιανίζοντας μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ωστόσο μεμονωμένες περιπτώσεις εκχριστιανισμών εντοπίζονται στις πηγές της περιόδου. Συγκεκριμένα, η οθωμανική πλευρά διαμαρτυρόταν για τον εκχριστιανισμό μουσουλμάνων στην περιοχή της Ζίχνης, βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 75, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 8/21 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 9369 όπου συνημμένος σχετικός πίνακας της οθωμανικής πρεσβείας Αθηνών και η απάντηση της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας ότι ο εκχριστιανισμός έγινε από τους Βούλγαρους. Καθώς και για τον εκχριστιανισμό μουσουλμάνων γυναικών του χωριού Λίγγας (Μηλοχώρι) Καϊλαρίων, βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 75, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 12/25 Φεβρουαρίου 1914, αρ. πρ. 3702, όπου συνημμένη η σχετική ρηματική διακοίνωση της οθωμανικής πρεσβείας Αθηνών. Σύμφωνα με τον υποδιοικητή Καϊλαρίων Γ. Μόδη χριστιανοί αντάρτες της Κλεισούρας εκδικούμενοι την καταστροφή του χωριού τους από μουσουλμάνους του χωριού Λίγγας απήγαγαν τρεις μουσουλμάνες οι οποίες αργότερα απελευθερώθηκαν. Μία μουσουλμάνα του ίδιου χωριού που απήχθη από κρητικό αντάρτη εγκαταλείφθηκε στη Φλώρινα, βαφτίστηκε από το μητροπολίτη και παντρεύτηκε κάτοικο της περιοχής, βλ. στον ίδιο φάκελο, υποδιοικητής Καϊλαρίων προς νομάρχη Κοζάνης, Καϊλάρια 13/26 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 497. Βλ. επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 9/22 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 16738 όπου συνημμένος κατάλογος της οθωμανικής πρεσβείας με παράπονα μουσουλμάνων Μακεδονίας στον οποίο γίνεται αναφορά στον εκχριστιανισμό δύο μουσουλμάνων γυναικών στην επαρχία Καρατζόβας. 88 Ο Οθωμανός γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης εφιστούσε την προσοχή της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας «στον πεισματώδη πόλεμο, πόλεμο που δεν έχει προηγούμενο στους τόμους της Ιστορίας, που έχει κηρυχθεί στην περιοχή των Σερρών ενάντια στα νεκροταφεία και στους τόπους λατρείας των μουσουλμάνων», βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄ «ελληνοτουρκικαί συνεννοήσεις διά παράπονα μουσουλμάνων Νέων Χωρών», ο γενικός πρόξενος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς κ. Ρέπουλη, Θεσσαλονίκη 8 Απριλίου 1914, αρ. 100. 89 Η Σύμβαση των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913) ήταν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ αναγνώριζε όρους μειονοτικής προστασίας των μουσουλμάνων της Ελλάδας, βλ. κεφ. «Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδας».
76
τοπικές αρχές της Μακεδονίας και ιδιαίτερα ο γενικός διοικητής Μακεδονίας δεν έκαναν –σύμφωνα με την οθωμανική πλευρά– τίποτα για να περιορίσουν τις βιαιότητες εναντίον των μουσουλμάνων, αλλά αντίθετα τις ενθάρρυναν 90. Οι μουσουλμάνοι ζούσαν υπό τις συνεχείς προσβολές και ενοχλήσεις των ντόπιων χριστιανών και των προσφύγων, ενώ στην ελληνική κυβέρνηση αποδιδόταν η κατηγορία της πολιτικής εξαναγκασμού των μουσουλμάνων σε μετανάστευση, ώστε να επιτευχθεί η εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων στις μουσουλμανικές περιουσίες. Πάντως σε συνεντεύξεις τους στον ελληνικό Τύπο τόσο ο Οθωμανός πρεσβευτής Γκαλίπ Κεμαλί όσο και ο γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης Φουάντ Σελίμ (Fuad Selim) έσπευδαν να διευκρινίσουν ότι για τις βιαιότητες που οδηγούσαν τους μουσουλμάνους σε μετανάστευση δεν ευθυνόταν η ελληνική κυβέρνηση και ο Βενιζέλος, αλλά οι κατά τόπους αρχές και ιδίως οι κατώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι 91. Την ίδια εικόνα παρουσίαζε και οθωμανικός Τύπος καθώς και κάποιες ευρωπαϊκές εφημερίδες 92. Αλλά και η μουσουλμανική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Yeni Asir σε ανταπόκρισή της από τις Σέρρες απέδιδε στα παραπάνω τη μαζική μετανάστευση των μουσουλμάνων της Μακεδονίας 93. Από την άλλη βέβαια, η ελληνική πλευρά είχε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τις αιτίες του μουσουλμανικού μεταναστευτικού ρεύματος. Κατά την πρώτη φάση 90
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄ «ελληνοτουρκικαί συνεννοήσεις διά παράπονα μουσουλμάνων Νέων Χωρών», ο γενικός πρόξενος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς κ. Ρέπουλη, Θεσσαλονίκη 8 Απριλίου 1914, αρ. 100. Επίσης, στον ίδιο φάκελο, πρεσβεία Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 7 Οκτωβρίου 1914, αρ. 1698. Λάβρος κατά του γενικού διοικητή Σοφούλη και του νομικού συμβούλου της Γενικής Διοίκησης Μ. Κοσμίδη είναι και ο Οθωμανός πρεσβευτής, Ghalib Kemaly, ό.π., σ. 12. 91 Βλ. συνεντεύξεις του Οθωμανού γενικού προξένου Θεσσαλονίκης στην εφημ. Μακεδονία, 14/27 Μαρίου1914 και 15/28 Απριλίου 1914 και του Οθωμανού πρεσβευτή στην εφημ. Μακεδονία, 23 Μαΐου/5 Ιουνίου 1914 και Νέα Ημέρα, 12/25 Απριλίου 1914. Ανάλογη άποψη διατυπώνει ο Γκαλίπ στη συνάντησή του με το Βρετανό ομόλογό του μετά την περιοδεία του στη Μακεδονία, βλ. ΤΝΑ, F.O., 371/1997a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 16 Ιουνίου 1914. 92 Βλ. ενδεικτικά ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 5/18 Ιουλίου 1914 όπου συνημμένα άρθρα της Jeune Turc της 2,3 και 5 Ιουλίου 1914. Στον ίδιο φάκελο Κεντρική Υπηρεσία προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 28 Ιουνίου/11 Ιουλίου 1914, αρ. πρ. 20640 όπου συνημμένα άρθρα βελγικών εφημερίδων σχετικά με βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Μακεδονίας. Βλ. επίσης Mark Mazower, Salonica the city of the ghosts Christians, Muslims and Jews 1430-1950, Λονδίνο 2004, σσ. 338-339. 93 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, η ανταπόκριση συνημμένη σε έγγραφο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής, Θεσσαλονίκη 21 Μαρτίου/2 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 1276. Η δημοσίευση της συγκεκριμένης ανταπόκρισης απαγορεύτηκε από τη Γενική Διοίκηση. Βλ. επίσης Στ. Πελαγίδης, Μετακινήσεις πληθυσμών, σσ. 320-321. Πρβλ. εφημ. Μακεδονία, 14/17 Απριλίου1914, άρθρο με τίτλο «Η θρασύτης της Γενί Ασίρ» που επικρίνει δημοσίευμα της μουσουλμανικής εφημερίδας με το οποίο κατηγορούσε την Ελλάδα ότι εγκαθιστά πρόσφυγες σε χωριά μουσουλμάνων με σκοπό την εκδίωξή τους.
77
της μετανάστευσης (1912-1913) η Ελλάδα αρνούνταν κατηγορηματικά ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα της βίαιης συμπεριφοράς του ελληνικού στρατού και των διοικητικών αρχών. Αντίθετα, σύμφωνα με το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, η φυγή των μουσουλμάνων οφειλόταν στο χαρακτήρα τους, που βλέποντας να πλησιάζουν οι εχθρικοί στρατοί καταλαμβάνονταν από τέτοιο φόβο που εγκατέλειπαν τα πάντα. Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, οι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους από υπερβολικό φόβο, ενώ και ο διοικητικός επίτροπος Κοζάνης τόνιζε ότι οι μουσουλμάνοι «ηναγκάσθησαν, εξ ιδίας σχεδόν πάντοτε υπαιτιότητος να καταλίπωσι τας εστίας των» 94. Οι ελληνικές διοικητικές και στρατιωτικές αρχές φρόντιζαν να τονίζουν ότι υπό το νέο καθεστώς θα κυριαρχούσαν η ισότητα και η δικαιοσύνη ανάμεσα στους πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικότητας 95, ενώ όσοι δεν συμμορφώνονταν με την παραπάνω αρχή θα τιμωρούνταν 96. Για να αποδείξει η ελληνική πλευρά ότι ακολουθούσε μια πολιτική δικαιοσύνης και σεβασμού των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας επισήμαινε ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί των περιοχών που επιδικάστηκαν στη Βουλγαρία μετανάστευσαν στις ελληνικές περιοχές αναζητώντας προστασία. Ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν σημείωνε χαρακτηριστικά: «Πλήθη μουσουλμάνων προσφύγων απ’ αρχής του πολέμου εξ όλων των μερών της Μακεδονίας συνέρρευσαν εις Θεσσαλονίκην, ένθα ου μόνο εξηκολούθουν ούτοι κατ’ ανάγκην παραμένοντες, αλλά και αυξανόμενοι χάρις εις την παροιμιώδη ευγένειαν του Ελληνικού στρατού, την υπό των ημετέρων αρχών παρεχομένην προστασίαν εξ ενός και τας υπό των Βουλγάρων διαπραττομένας απιστεύτους ωμότητας αφ’ ετέρου» 97. Η Θάλεια ΦλωράΚαραβία και ο Φίλιππος Δραγούμης αναφέρονται σε παρακλήσεις μουσουλμάνων να καταλάβει ο ελληνικός στρατός τα χωριά τους και όχι ο βουλγαρικός 98. Το ίδιο 94
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914, σσ. 15-16. ΙΑΥΕ, Κ.Υ. 1912, φ. 102, υποφ. 1, εγκύκλιος υπουργείου Εσωτερικών προς τους Διοικητικούς Επιτρόπους των καταληφθεισών υπό του Στρατού Χωρών, χ.χ. Ο Ανώτερος Διοικητικός Επίτροπος Γ. Χωματιανός, ό.π.,σ. 7. 95 Κ. Ρακτιβάν, ό.π., σ. 17 και ΔΙΣ, φ. 1633 Βαλκανικοί Πόλεμοι, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του Πρίγκηπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης, αρ. εγκυκλίου 69 η στρατιωτική διοίκηση Θεσσαλονίκης προς την 2αν και 7ην Μεραρχίαν, φρουραρχείο Θεσσαλονίκης, υπηρεσία μετόπισθεν και Αρχηγείο Στρατού Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 4/17 Νοεμβρίου 1912. 96 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Τσόντου Βάρδα, φ. 4, το Γενικό Στρατηγείο Στρατού Θεσσαλίας προς τας Μεραρχίας και άπασας Στρατιωτικάς Αρχάς όπου δίνεται διαταγή για την καταδίωξη συμμοριών που διέπρατταν βιαιοπραγίες. 97 Κ. Ρακτιβάν, ό.π., σ. 45. 98 Θ. Φλωρά-Καραβία, ό.π., σ. 8 και Φ. Δραγούμης, ό.π., σσ. 148-150.
78
συνέβαινε και με τους μουσουλμάνους χωρικούς των περιοχών που παρέμειναν στη Βουλγαρία μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου οι οποίοι προτιμούσαν να μεταναστεύσουν σε ελληνικό έδαφος, γεγονός που προβλήθηκε κατάλληλα από την ελληνική προπαγάνδα 99. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την ελληνική πλευρά, η περίθαλψη των μουσουλμάνων προσφύγων από τις ελληνικές αρχές ήταν τέτοια που οι πρόσφυγες δεν επιθυμούσαν να γυρίσουν στις εστίες τους 100. Ωστόσο, παρά τη φροντίδα των ελληνικών αρχών, οι μουσουλμάνοι συνέχιζαν να μεταναστεύουν και το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας αναρρωτιόταν: «Διατί ούτοι αναχωρούν ενώ ουδείς προς τούτο υπάρχει λόγος; Αι αρχαί εφάνησαν τόσον περιποιητικαί, τόσον πατρικαί, ώστε προκαλούν πολλάκις την αγανάκτησιν των Ελλήνων προσφύγων, οίτινες βλέπουσι να παρέχηται μεγαλυτέρα και ανωτέρα περίθαλψις εις τους μουσουλμάνους ή εις τους Έλληνας. Πού τα κατώτεραν όργανα, έστω και οι χωροφύλακες ακόμη εστενοχώρησαν ή επίεσαν Μουσουλμάνον, ώστε να διαδίδεται ότι υφίστανται πιέσεις; Ποίον γεγονός ωρισμένον κατηγγέλθη και δεν εγένετο ανάλογος παρατήρησις ή τιμωρία;». Για την αρμόδια υπηρεσία περίθαλψης προσφύγων, εκτός από τις κακουχίες του πολέμου, για το μουσουλμανικό μεταναστευτικό ρεύμα από τις Νέες Χώρες έφταιγαν η ψυχολογία των μουσουλμάνων και η κακή διαμορφωμένη αντίληψη ότι η απώλεια της κυριαρχίας θα είχε αποτέλεσμα και την καταπάτηση δικαιωμάτων και περιουσιών 101. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και η ψυχολογία των μουσουλμάνων που τους ωθούσαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ήταν ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε συχνά από τη ελληνική πλευρά κάθε φορά που ήθελε να δικαιολογήσει τη μαζική μετανάστευη του μουσουλμανικού πληθυσμού της επικράτειάς της.
99
Για το μεταναστευτικό αυτό ρεύμα βλ. ενδεικτικά ΔΙΣ, φ. 1657, υποφ. Α Βαλκανικοί Πόλεμοι, 7η Μεραρχία προς Γενικό Στρατηγείο, Νευροκόπι 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1913 τηλ/μα και φρούραρχος Δράμας προς Γενικό Στρατηγείο, Δράμα 7/20 Αυγούστου 1913. Βλ. επίσης Γ. Παπαηλιάκης, Ενθυμήματα από τον πόλεμο του 1912-1913, Γ. Καλαντζής (επιμ.), διπλωματική εργασία, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 128 και 133. Για το πώς χρησιμοποιήθηκε η μετανάστευση αυτή από την ελληνική προπαγάνδα βλ. κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923». 100 Αυτό δήλωσε μουσουλμάνος πρόσφυγας κατά την επίσκεψη του Έλληνα βασιλιά σε προσφυγικό καταυλισμό, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 103, υποφ. 2, Δενδραμής προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10/23 Δεκεμβρίου 1912, αρ. τηλ. 1627. Βλ. επίσης Κ. Ρακτιβάν, ό.π., σ. 46. 101 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914, σσ. 38-39.
79
Η Αθήνα απέδιδε το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών την περίοδο 1914-1915 σε αιτίες που, όπως και στην προηγούμενη περίοδο, δεν είχαν καμία σχέση με αυτές που προέβαλλε η Υψηλή Πύλη. Οι ελληνικές αρχές κατηγορούσαν το Κομιτάτο Ενώσεως και Προόδου για διενέργεια συστηματικής προπαγάνδας, ιδίως στη Μακεδονία, που στόχευε στην υποκίνηση της μετανάστευσης του μουσουλμανικού στοιχείου. Η ελληνική κυβέρνηση σε κάθε ευκαιρία τόνιζε στους ξένους διπλωμάτες την πραγματική αιτία της μετανάστευσης 102, ενώ οι αστυνομικές αρχές προχωρούσαν σε συλλήψεις μυστικών πρακτόρων του Νεοτουρκικού Κομιτάτου και
κατασχέσεις
μετανάστευση
103
επιστολών
που
παρακινούσαν
τους
μουσουλμάνους
σε
, οι οποίες χρησιμοποιούνταν από τις ελληνικές αρχές ως αποδεικτικά
στοιχεία των επιχειρημάτων τους. Οι επιστολές, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, υπόσχονταν στους μουσουλμάνους τα κτήματα και την περιουσία των Ελλήνων που εκδιώκονταν από τη Θράκη, ενώ τον ίδιο ρόλο έπαιζαν και επιστολές συγγενών των μουσουλμάνων
της
Μακεδονίας
που
τους
παρακινούσαν
σε
μετανάστευση
«υποδεικνυούσας πλουσιωτάτην εκεί λείαν και θησαυρούς έτοιμους προς διαρπαγήν» 104. Επιπλέον, η μετανάστευση των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας, που είχε λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες Νέες Χώρες, σχετιζόταν 102
ΤΝΑ, F.O., 371/1996b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 30 Μαΐου 1914, αρ. 25568, όπου αναφορά σε συνομιλία του Βρετανού πρεσβευτή με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών. ΤNA, F.O., 371/1996a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Κωνσταντινούπολη 22 Απριλίου 1914, αρ. 18558, όπου αναφορά σε τηλεγράφημα του Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη με το οποίο αποδεικνυόταν η διενέργεια προπαγάνδας προς μετανάστευση. 103 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου/2 Απριλίου1914, αρ. πρ. 10365 όπου συνημμένες σε μετάφραση τέτοιου είδους επιστολές. Πρβλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, τηλεγράφημα Τσορμπατζόγλου προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10/23 Απριλίου 1914, αρ. 17511 όπου αναφέρεται στη σύλληψη ενός τέτοιου πράκτορα. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/4, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 28 Απριλίου/11 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 11296 όπου αναφέρεται σε μουσουλμάνους της Δυτικής Μακεδονίας που διενεργούσαν προπαγάνδα προς μετανάστευση. Βλ. επίσης εφημ. Μακεδονία, 15/28 Απριλίου και 12/25 Ιουλίου 1914 όπου αναφορά σε σύλληψη πράκτορα στο Λαγκαδά. 104 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, τηλεγράφημα Τσορμπατζόγλου προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 31 Μαρτίου/13 Απριλίου 1914, αρ. 1279 και στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 14/27 Ιουλίου 1914, αρ. πρ. 22916 και Αστυνομική Υποδιεύθυνση Δράμας προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Δράμα 27 Απριλίου/10 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 5198 και 6326. Βλ. επίσης Φ. Δραγούμης, ό.π., σ. 419 και Α. Αλεξανδρής (επιμ.), Το αρχείον του εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου όπως διεσώθη από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ, τ. 2 (Μικρά Ασία-Μητροπολίτης Σμύρνης 1910-1914), Αθήνα 2000, σ. 47 όπου επιστολή τού Σμύρνης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Σμύρνη 21 Απριλίου 1914 στην οποία αναφέρεται ότι η αιτία μετανάστευσης των μουσουλμάνων της Μακεδονίας είναι πώς «φαντάζονται ότι θέλουσιν εύρει ενταύθα την Γην της Επαγγελίας και τον επίγειον Παράδεισον».
80
από τις ελληνικές αρχές με τις διαδόσεις της νεοτουρκικής προπαγάνδας ότι επίκειται εισβολή βουλγαρικών και τουρκικών άτακτων ομάδων, γεγονός που προκαλούσε τρόμο στους μουσουλμάνους χωρικούς που δεν ήθελαν να υποστούν ξανά τις πρόσφατες βουλγαρικές θηριωδίες 105. Στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, από την άλλη, η νεοτουρκική προπαγάνδα καλούσε τους μουσουλμάνους να φύγουν εν όψει σχεδιαζόμενης ανακατάληψης των νησιών 106. Η ψυχολογία και ο χαρακτήρας των μουσουλμάνων προβάλλονταν και σε αυτή την περίπτωση ως βασικές αιτίες της μετανάστευσης. Οι μουσουλμάνοι λοιπόν εγκατέλειπαν τις εστίες τους γιατί σύμφωνα με τις επιταγές της ισλαμικής θρησκείας δεν επιτρεπόταν η παραμονή τους σε χριστιανική επικράτεια 107. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η συνήθεια αιώνων να είναι οι κυρίαρχοι των χριστιανών ραγιάδων. Σε έκθεση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Βέροιας αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ο εκπατρισμός των Οθωμανών οφείλεται κυρίως εις αυτήν την ισονομίαν και ισοπολιτείαν εφ’ ων στηρίζεται η Ελληνική Διοίκησις, διότι ο Οθωμανός εξ απαλών ονύχων, διδάσκεται ότι αυτός προώρισται να άρχη πάντων των άλλων εθνών, να ζη διά του ιδρώτος των άλλων, να παρανομή χωρίς να τιμωρείται και εν γένει η γνώμη του να είναι νόμος» 108, ενώ ο έπαρχος Λαγκαδά σημείωνε ότι η μετανάστευση των μουσουλμάνων απέρρεε «εκ της συνήθειας αιώνων να άρχωσι και να συμπεριφέρονται δεσποτικά εις τους ομοφύλους μας» 109. Ανάλογες ήταν οι απόψεις του Βενιζέλου και άλλων εκπροσώπων της κεντρικής διοίκησης 110.
105
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, «εκθέσεις διοικητικών αρχών περί αιτιών μεταναστεύσεως» όπου αναφέρεται σε αποστολή τριμελούς μουσουλμανικής επιτροπής στην περιοχή των Σερρών ύστερα από σχετική εντολή του οθωμανικού προξενείου και η οποία διέδιδε την επίκειμενη εισβολή βουλγαροτουρκικών συμμοριών. Στον ίδιο φάκελο, ο 2ος λόχος προς το τάγμα προκαλύψεως στα Άνω Πορρόια, Βετρίνη 1/14 Μαρτίου 1914, αρ. 275 «περί της μεταναστεύσεως Οθωμανών». 106 ΙΑΥΕ, Κ.Υ. 1914, Α/19δ΄, Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 4/17 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 4000. 107 Σύμφωνα με το Κοράνι, ο μουσουλμάνος είναι υποχρεωμένος να μεταναστεύσει από την επικράτεια του Dar-ül Harb σε αυτήν του Dar-ül Islam, από την επικράτεια δηλαδή των απίστων (του πολέμου) σε αυτήν όπου κυριαρχεί η θρησκεία του Ισλάμ. Για το σχετικό εδάφιο του Κορανίου βλ. Α. Toumarkine, ό.π., σ. 61. 108 ΙΑΥΕ, Κ.Υ. 1914, Α/19δ΄, Αστυνομική Διεύθυνση Βέροιας προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Βέροια 2/15 Μαΐου 1914. 109 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 16 , έκθεση επάρχου Λαγκαδά σχετικά με το φρόνημα των κατοίκων προς Νομαρχία Θεσσαλονίκης, Λαγκαδάς 12/25 Ιανουαρίου 1914. 110 ΤΝΑ, F.O., 371/1996b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 27 Μαΐου 1914, αρ. 24460 όπου αναφέρεται σε εξηγήσεις που δόθηκαν από τον Βενιζέλο σχετικά με την επικείμενη ανταλλαγή των πληθυσμών. Βλ. επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 2/15 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 15125 και Α. Πάλλης, Ξενητεμένοι Έλληνες, σσ. 202-
81
Σε αντίθεση με την εικόνα του οργανωμένου διωγμού και των συστηματικών βιαιοτήτων εις βάρος των μουσουλμάνων που σκιαγραφούσαν τα διαβήματα της οθωμανικής κυβέρνησης, οι ελληνικές αρχές παραδέχονταν «αραιότατες αταξίες ημετέρων προσφύγων ή ιδιοτελών χριστιανών χωρικών Βουλγαροφώνων ιδία και σπανιώτερες κατωτέρων οργάνων εξουσίας» 111. Η Αστυνομική Διεύθυνση Βέροιας έκανε λόγο για συνηθισμένες παρεκτροπές στρατιωτών, όπως «η αφαίρεσις μιας όρνιθος ή δέκα ωών», κάτι που συνέβαινε και στους πιο οργανωμένους στρατούς, ενώ ο Βενιζέλος και ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ σε συζητήσεις τους με το Βρετανό πρεσβευτή παραδέχονταν ότι συνέβαιναν μικρής κλίμακας διώξεις μουσουλμάνων από τους χριστιανούς γείτονες και τους πρόσφυγες που είχαν νωπές τις βιαιότητες των Οθωμανών 112. Η όλη παραπάνω επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς σχετικά με τις αιτίες της μετανάστευσης των μουσουλμάνων υποστηριζόταν και από έναν μηχανισμό συγκέντρωσης στοιχείων για τη διάψευση των όσων καταγγέλλονταν στα διαβήματα των οθωμανικών διπλωματικών αποστολών στην Ελλάδα 113. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε λόγο για ένα νεοτουρκικό πρόγραμμα συκοφαντικής διαπόμπευσης της ελληνικής διοίκησης με σκοπό να δικαιολογήσει το διωγμό των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποσπαστεί η προσοχή της ευρωπαϊκης κοινής γνώμης από την κατάσταση των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης 114. Όμως τις πραγματικές αιτίες της μετανάστευσης δεν αποτυπώνουν ούτε οι υπερβολές των οθωμανικών διακοινώσεων ούτε η ωραιοποιημένη εικόνα που 203 που αποδίδει τη μετανάστευση των μουσουλμάνων στη νεοτουρκική προπαγάνδα και στην αδυναμία να ζήσουν σε χριστιανική επικράτεια. 111 ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1914, φ. Α/19δ΄, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 2/15 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 15125. 112 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, Α/19δ΄, Αστυνομική Διεύθυνση Βέροιας προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Βέροια 2/15 Μαΐου 1914. Βλ. επίσης ΤΝΑ, F.O., 371/1996b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 30 Μαΐου1914, αρ. 25568 και 371/1998a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 22 Μαΐου 1914, αρ. 23795. 113 Για παραδείγματα τέτοιων διαψεύσεων βλ. κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923». 114 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβείες Λονδίνου, Παρισίων, Πετρούπολης, Βιέννης, Βερολίνου και Ρώμης, Αθήνα 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 14885 όπου οδηγίες για το πώς θα αντικρούονταν οι καταγγελίες σχετικά με το διωγμό των μουσουλμάνων της Μακεδονίας. Βλ. επίσης ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 10 (υπουργείο Εξωτερικών), Τσορμπατζόγλου προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 29 Μαρτίου/11 Απριλίου 1914, αρ. τηλ. 1278.
82
παρουσίαζαν οι ελληνικές αρχές. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων σημειώθηκαν φόνοι και βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων καθώς και διαρπαγή μουσουλμανικών περιουσιών από τον ελληνικό στρατό και από το ντόπιο χριστιανικό στοιχείο. Για τη στοιχειοθέτηση των παραπάνω μπορεί κανείς να επικαλεστεί τα πορίσματα της έκθεσης Carnegie που αποδίδει στους Βαλκανικούς Πολέμους το χαρακτήρα φυλετικού και θρησκευτικού πολέμου με τη συμμετοχή όχι μόνο τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων αλλά και όλων των πληθυσμιακών ομάδων της Μακεδονίας, γεγονός που προσέδωσε στην πολεμική σύγκρουση χαρακτηριστικά εξόντωσης, εξαναγκασμού σε μετανάστευση ή αφομοίωσης του εθνικά και θρησκευτικά ξένου πληθυσμιακά στοιχείου. Το ντόπιο χριστιανικό στοιχείο ήταν δεδομένο ότι θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να εκδικηθεί τους μουσουλμάνους για την καταπίεση του παρελθόντος και για όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Επιπλέον, οι χριστιανοί θα επωφελούνταν από τον πόλεμο για να προσποριστούν οικονομικά οφέλη και οι κολίγοι για να αποτινάξουν τα δεσμά του μουσουλμάνου τσιφλικά 115. Αν η αντικειμενικότητα της έκθεσης Carnegie αμφισβητείται, τα στοιχεία ελληνικών και άλλων πηγών –τα οποία θα παρουσιαστούν παρακάτω– διαμορφώνουν μια ανάλογη εικόνα 116. Οι βιαιοπραγίες ήταν η βασική αιτία μετανάστευσης των μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, κάτι που επιβεβαίωνε και ο Βρετανός πρόξενος Θεσσαλονίκης 117. Και όταν αποκαθίσταται η τάξη στις Νέες Χώρες και εγκαθίστανται οι ελληνικές αρχές ο μουσουλμανικός πληθυσμός συνέχισε να γίνεται στόχος πιέσεων, ενοχλήσεων και προσβολών τόσο από εκπροσώπους της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης όσο και από ντόπιους χριστιανούς. Ο Βρετανός πρόξενος Θεσσαλονίκης αναφερόταν σε ανάλογες συμπεριφορές κυρίως από την αστυνομία και την αγροφυλακή που παρείχαν προστασία στους μουσουλμάνους με το αζημίωτο, ενώ όσοι είχαν αντιρρήσεις ξυλοκοπούνταν και φυλακίζονταν, όπως γινόταν συχνά στις επαρχίες Δράμας και Σαρί
115
Carnegie Endowment for Ιnternational Peace, ό.π., σ. 71 και 148. Επίσης M. Mazower, ό.π., σσ. 334335. 116 Για τις βιαιοπραγίες που διέπραξαν ντόπιοι χριστιανοί εις βάρος μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων βλ. κεφ. «Ντόπιοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι γείτονες στις Νέες Χώρες» και Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος και Εθνοκάθαρση. 117 ΤΝΑ, F.O., 371/1997b, προξενείο M. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434.
83
Σαμπάν 118. Οι ελληνικές αρχές επίσημα αναγνώριζαν ότι αραιότατα κάποια κατώτερα όργανα της διοίκησης επιδείκνυαν κακή διαγωγή. Ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Θεμιστοκλής Σοφούλης παραδεχόταν ότι μουσουλμάνοι χωρικοί ξυλοκοπήθηκαν στη Δράμα για να αποκαλύψουν τα κρυμμένα όπλα και στις παρατηρήσεις του Βρετανού πρόξενου για την κακή συμπεριφορά της αστυνομίας επισήμαινε ότι οι αστυνομικοί ήταν περιορισμένης παιδείας 119. Ο υποδιοικητής Σαρί Σαμπάν, από την πλευρά του, χαρακτήριζε την κατάσταση στην περιφέρειά του οικτρή εξαιτίας της δράσης των χριστιανών
χωροφυλάκων,
«τρομοκρατούντες
και
πολιτοφυλάκων
πιέζοντες
φυλακίζοντες
και
αγροφυλάκων
οι
οποίοι
και
δέροντες
το
δοκούν
κατά
αναμιγνυόμενοι εις τα της θρησκείας των κατοίκων απαγορεύοντες εις τον Α να νυμφευθή την Β εάν δεν λάβη την συγκατάθεσίν των, υποχρεούντες αυτούς να καλλιεργώσιν αγρούς δι’ ιδίον των λογαριασμόν… εκμεταλλευθέντες την περί αφοπλισμού εντολήν της Σεβαστής Κυβερνήσεως ερρίμαξαν και τρομοκράτησαν χωριά επί τη προφάσει ότι έχουν υπονοίας εις τον Α ή Β ότι έχει όπλα και περιέργως είχον υπονοίας εις τους πλουσιωτέρους εξ αυτών, τους έδερον ανηλεώς, τους ηπείλουν ότι θα τους παραπέμψουν ενώπιον των στρατοδικείων και ούτω απέσπων σεβαστά ποσά». Τα θύματα ήταν κυρίως μουσουλμάνοι, ενώ ο υποδιοικητής στηλίτευε και την ατιμωρησία των δραστών 120. Η παραπάνω εικόνα σίγουρα δεν ήταν καθόλου κολακευτική για την ελληνική διοίκηση και σαφέστατα ωθούσε τους μουσουλμάνους της συγκεκριμένης επαρχίας σε μετανάστευση. Παραδείγματα κακοδιοίκησης και πιέσεων των ελληνικών αρχών εις βάρος των μουσουλμάνων εντοπίζονται συχνά στις ελληνικές πηγές της περιόδου. Έτσι, οι δικαστικές και διοικητικές αρχές απαιτούσαν από τους μουσουλμάνους που προσέρχονταν ενώπιόν τους να βγάζουν το φέσι τους, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τη μουσουλμανική θρησκεία 121. Οι οικονομικές αρχές της Μακεδονίας προέτρεπαν τους 118
ΤΝΑ, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434 και 30299. Επίσης, M. Mazower, ό.π., σσ. 334-337. 119 ΤΝΑ, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434 και 371/1997a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 16 Ιουλίου1914. 120 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78, ο υποδιοικητής Σαρί Σαμπάν προς νομάρχη Δράμας, Σαρί Σαμπάν 25 Νοεμβρίου/8 Δεκεμβρίου 1913 αρ. πρ. 238 και 26 Απριλίου/9 Μαΐου 1914 αρ. πρ. 385. 121 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Κεντρική Υπηρεσία προς υπουργείο Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, 1/14 Φεβρουαρίου 1914, αριθ 3023 όπου και σύσταση για αποχή από τέτοιες ενέργειες και ΙΑΥΕ, αρχείο Γενικής Διοίκησης Νήσων Αιγαίου, 1913-1915, φ. Η. ΑΑΚ 29, γενικός διοικητής Νήσων Αιγαίου προς τους εισαγγελείς των πλημμελειοδικών Μυτιλήνης και Χίου και τις αστυνομικές διευθύνσεις, Μυτιλήνη 12/25 Φεβρουαρίου 1915, όπου συνημμένο το υπ’ αρ. 4474 έγγραφο του υπουργείο Εξωτερικών.
84
κολίγους να μην πληρώνουν το γεώμορο στους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες 122. Στις Σέρρες στρατιωτικές δυνάμεις χρησιμοποιούσαν προαύλια τζαμιών ως χώρο άσκησης και ως ουρητήρια, ενώ συχνές ήταν οι ληστείες και οι φόνοι που διαπράττονταν από Έλληνες στρατιώτες εις βάρος μουσουλμάνων, σύμφωνα με τις εκθέσεις των εβδομαδιαίων συμβάντων της Ανώτερης Διοίκησης Χωροφυλακής Μακεδονίας 123. Οι αστυνομικές αρχές συλλάμβαναν και εξόριζαν μουσουλμάνους για αντεθνικές ενέργειες, για ύποπτες συνεννοήσεις, επειδή περιέρχονταν άσκοπα τα μουσουλμανικά χωριά ή για εξύβριση του βασιλιά 124, που ασχέτως αν οι ύποπτοι αποτελούσαν πραγματικό κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, οι συλλήψεις αυτές δημιουργούσαν ένα κλίμα που ευνοούσε τη μετανάστευση. Το ίδιο αποτέλεσμα είχαν και οι έρευνες των στρατιωτικών αποσπασμάτων για την ανεύρεση όπλων στα μουσουλμανικά χωριά που, παρά τις διαβεβαιώσεις των ελληνικών αρχών για το αντίθετο, συνοδεύονταν από πιέσεις και βιαιοπραγίες, γεγονός που ανάγκασε τον Βενιζέλο να απαγορεύσει τις έρευνες αφοπλισμού από αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές 125. Ο Βρετανός πρόξενος Θεσσαλονίκης σημείωνε τα εξής σχετικά με την ελληνική διοίκηση στη Μακεδονία: «Η γνώμη των ξένων παρατηρητών είναι ότι τα γνωστά λάθη της οθωμανικής διοίκησης: η αναβλητικότητα, η χρήση ξεπερασμένων δικαιολογιών, η νωθρότητα στην τιμωρία της ανομίας, παρατηρούνται και στην ελληνική διοίκηση Μακεδονίας. Η Ελλάδα θα κάνει 122
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Α. Διομήδης προς οικονομικές αρχές Μακεδονίας, αρ. εγκυκλίου 86774. 123 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, Αστυνομική Διεύθυνση Σερρών προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Σέρρες 16/29 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 237. Βλ. επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Β΄, Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς τον γενικό διοικητή Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 7/20 Μαΐου 1914, αρ. 10727 «περί εβδομαδιαίων συμβάντων», αναφορά σε ληστείες που διέπραξαν στρατιώτες στο χωριό Καραγκίσκιον (Περίβλεπτο) Δράμας. Θεσσαλονίκη 4/17 Ιουνίου 1914, αρ. 13919, αναφορά σε ληστείες που διέπραξαν τέσσερις στρατιώτες στο χωριό Χουρουσλού Δράμας (Καστανίτης σημ. Ξάνθης). Θεσσαλονίκη 10/23 Ιουλίου 1914, αρ. 17227, στο χωριό Μαμουτλού της Αστυνομικής Υποδιεύθυνσης Οσενίτσας (Σιδηρόνερο) στρατιώτες εισέβαλαν σε οικία μουσουλμάνου και βίασαν τη γυναίκα του. Θεσσαλονίκη 13/26 Δεκεμβρίου 1914, αρ. 30665, στη Βέροια εύζωνοι λήστεψαν και κακοποίησαν με ξιφολόγχες μουσουλμάνο. Στην ίδια έκθεση συμβάντων, στο χωριό Ραχμανλή (Ελεούσα) Φλώρινας στρατιωτική περίπολος φόνευσε για άγνωστους λόγους δύο μουσουλμάνους. Θεσσαλονίκη 21 Δεκεμβρίου 1914/3 Ιανουαρίου 1915, αρ. 31136, στην Καβάλα δύο στρατιώτες λήστεψαν μουσουλμάνο. 124 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Α, μηνιαίες εκθέσεις Νομαρχίας Κοζάνης προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας για τη δημόσια ασφάλεια, Ιούνιος-Αύγουστος 1914 και φ. 78Β, εκθέσεις εβδομαδιαίων συμβάντων της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής Μακεδονίας. Βλ. επίσης στο ίδιο αρχείο, φ. 79, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 30 Απριλίου/13 Μαΐου 1914 όπου εγκρίση απέλασης στα Κύθηρα μουσουλμάνων της Καστοριάς. 125 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, τηλεγράφημα Ελ. Βενιζέλου πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Γ΄ και Δ΄ Σώμα Στρατού, Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Αθήνα 5/18 Μαΐου 1914 και τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Α. Μ. Βασιλέα.
85
καλά να αποκαταστήσει την τάξη στην επικράτειά της πριν επικαλεστεί τη συμπάθεια της Δύσης στον αγώνα της εναντίον του σκότους και της αντίδρασης που αποδίδει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» 126. Πάντως και η οθωμανική πλευρά συμφωνούσε ότι ο Βενιζέλος δεν επεδίωκε τη μετανάστευση των μουσουλμάνων, αλλά αδυνατούσε να ελέγξει τις τοπικές αρχές 127. Ένας πρόσθετος παράγοντας που συνέβαλε στη δημιουργία του μεταναστευτικού ρεύματος των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών ήταν η άφιξη των Ελλήνων προσφύγων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ελληνικές αρχές έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις πιεστικές ανάγκες στέγασης και περίθαλψης των προσφύγων, ενώ οι ίδιοι οι πρόσφυγες πολλές φορές στρέφονταν εναντίον των μουσουλμάνων της Ελλάδας εκδικούμενοι για τους διωγμούς που υπέστησαν από τις οθωμανικές αρχές, τους ντόπιους μουσουλμάνους και τους muhacir. Στη Θεσσαλονίκη και σε ολόκληρη τη Μακεδονία πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε σπίτια μουσουλμάνων, κατέλαβαν κτήματα, τζαμιά, σχολεία, αναγκάζοντας τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας να εκδώσει εγκύκλιο με την οποία διατασσόταν η αποτροπή κατάληψης οικιών που κατοικούνταν από μουσουλμάνους 128. Η συμβίωση μουσουλμάνων και Ελλήνων προσφύγων στην ίδια περιοχή αποτελούσε πηγή συνεχών προβλημάτων και πιέσεων εις βάρος του μουσουλμανικού στοιχείου. Έτσι, σε αίτησή τους προς το νομάρχη Αργυρόπουλο οι μουχτάρηδες δύο μουσουλμανικών χωριών της επαρχίας Λαγκαδά ζητούσαν την εκκένωση των χωριών τους από τους πρόσφυγες, αφού οι τελευταίοι βεβήλωναν τους τάφους και τα τεμένη, καταλάμβαναν τους αγρούς και υποδείκνυαν φανερά στους μουσουλμάνους ότι έπρεπε να μεταναστεύσουν 129. Στο Κιλκίς ο υποδιοικητής της επαρχίας θεωρούσε αιτία της 126
ΤΝΑ, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουνίου 1914, αρ. 30299. 127 ΤΝΑ, F.O., 371/1996a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 18 Απριλίου 1914, αρ. 17694. Βλ. επίσης τις δηλώσεις του Οθωμανού πρεσβευτή στην Αθήνα και του γενικού προξένου Θεσσαλονίκης στην εφημερίδα Μακεδονία, 14/27 Μαρτίου 1914 και 23 Μαΐου/5 Ιουνίου 1914. 128 ΤΝΑ, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434. Επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Βενιζέλος προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 6/19 Μαΐου 1914 όπου ζητεί να μάθει αν αληθεύουν καταγγελίες της οθωμανικής πρεσβείας για κατάληψη 142 οικιών μουσουλμάνων της Θεσσαλονίκης από πρόσφυγες. Η απάντηση Σοφούλη επιβεβαίωνε την πληροφορία, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1914. Βλ. επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 75, τηλεγράφημα υποδιοικητή Σερρών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Σέρρες 13/26 Απριλίου 1914 όπου αναφορά ότι στο χωριό Ορμανλή (Δασοχώρι) πρόσφυγες κατέλαβαν τέμενος και σχολεία. 129 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7 υποφ. 5, αίτηση του Ιβραχήμ Οσμάν μουχτάρη και Αβδούλ Χασάν και Μουσταφά Χασάν αζάδων του χωριού Δουκουντζή, Χασάν Αμίς μουχτάρη και Ισκεντέρ Μουσταφά
86
μετανάστευσης των μουσουλμάνων την άφιξη των προσφύγων, τους οποίους χαρακτήριζε μάστιγα για τους αλλογενείς 130. Μπορεί οι πρόσφυγες να μην προχώρησαν σε βίαιες γενικευμένες αντιδράσεις εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού, αλλά μεμονωμένα γεγονότα, όπως ο φόνος ενός μουσουλμάνου στο Ρέθυμνο από πρόσφυγα χωρίς λόγο ή η δράση συμμορίας Θρακών προσφύγων στην περιοχή της Καβάλας, επιδρούσαν καταλυτικά στην ψυχολογία των μουσουλμάνων και ενίσχυαν την απόφασή τους να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος 131. Οι ντόπιοι χριστιανοί, από την άλλη, συνέχιζαν να επωφελούνται από τη νέα κατάσταση και να πιέζουν τους μουσουλμάνους γείτονές τους αποσκοπώντας να προσκομίσουν οικονομικά οφέλη και εκδικούμενοι παράλληλα για την καταπίεση του χριστιανικού στοιχείου την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Η ένταση στις σχέσεις ντόπιων χριστιανών και μουσουλμάνων αφορούσε κυρίως την προσπάθεια οικειοποίησης των μουσουλμανικών κτηματικών περιουσιών και αποδέσμευσης των υποχρεώσεων προς τους μουσουλμάνους τσιφλικάδες. Ωστόσο, η συμπεριφορά αυτή του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου ποτέ δεν παρεκτράπηκε σε ενέργειες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «πογκρόμ» ή «εθνοκάθαρση», αλλά περιορίστηκε κυρίως σε καθημερινές ενοχλήσεις και προσβολές που ήταν όμως αρκετές για να οδηγήσουν τους μουσουλμάνους σε μετανάστευση 132. Βέβαια και η ύπαρξη μεμονωμένων σοβαρών γεγονότων, τα οποία παρουσιάζονται αναλυτικά στο κεφάλαιο που αφορά τις σχέσεις
και Αμέτ Αλή αζάδων του χωριού Σαράι της περιφέρειας Λαγκαδά «περί εκκένωσης των υπό των προσφύγων ιερών τεμενών των χωριών μας», Θεσσαλονίκη 6/19 Απριλίου 1914 προς τον νομάρχη Περικλή Αργυρόπουλο. 130 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ.14, έκθεση του υποδιοικητή Κιλκίς προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης «περί της εν γένει καταστάσεως της υποδιοικήσεως», Κιλκίς 14/27 Δεκεμβρίου 1914 και 24 Δεκεμβρίου 1914/6 Ιανουαρίου 1915. 131 ΤΝΑ, F.O., 371/1997a 28955, προξενείο Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Χανιά 20 και 23 Ιουνίου 1914 αρ. 28955. Ο πρόξενος απέδιδε τη μετανάστευση των μουσουλμάνων της Κρήτης στην είδηση για άφιξη προσφύγων στο νησί και στο φόβο αντεκδικήσεων για τα δεινά των χριστιανών της Μικράς Ασίας. Ο γενικός διοικητής Κρήτης μάλιστα ζητούσε την απαγόρευση εγκατάστασης προσφύγων στην Κρήτη, αφού υπήρχε σοβαρός κίνδυνος επίθεσης των προσφύγων εναντίον των μουσουλμάνων και κατάληψης μουσουλμανικών κτημάτων, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/21ζ, Γενική Διοίκηση Κρήτης προς Κεντρική Υπηρεσία, Χανιά 13/26 Ιουλίου 1914, αρ. πρ. 22917. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/5(28Ε), Αστυνομική Υποδιεύθυνση Καβάλας προς Αστυνομική Διεύθυνση Δράμας, Καβάλα 3/16 Απριλίου 1915, αριθ. 385iv. Βλ. ακόμα ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Β, δελτία εβδομαδιαίων συμβάντων της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής Μακεδονίας, όπου διάσπαρτα στοιχεία για συγκρούσεις, ληστείες και φόνους που διενεργούνταν από πρόσφυγες εις βάρος μουσουλμάνων. 132 ΤΝΑ, F.O., 371/1996a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Κωνσταντινούπολη 13 Απριλίου 1914, αρ. 17898 και F.O., 371/1996b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 29 Απριλίου 1914, αρ. 20770. Βλ. επίσης Alexandre Toumarkine, ό.π., σ. 47.
87
των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων, ενίσχυε την ανασφάλεια του μουσουλμανικού στοιχείου και το ωθούσε να εγκαταλείψει τις εστίες του. Μαζί με όλα τα παραπάνω είναι δεδομένο ότι στη μετανάστευση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας συνέβαλε η δικαιολογημένη αμηχανία που δημιουργούσε στους μουσουλμάνους το γεγονός ότι πλέον ήταν υπήκοοι ενός χριστιανικού κράτους. Τον ίδιο ρόλο διαδραμάτισε και η απότομη μεταβολή της κοινωνικής και πολιτικής θέσης τους που πλέον σε σχέση με το οθωμανικό παρελθόν ήταν υποβαθμισμένη. Από την άλλη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ακολουθούσε μια πολιτική εκτουρκισμού των εναπομεινασών επαρχιών της με το να ευνοεί τη μετανάστευση μουσουλμάνων των Βαλκανίων και να εκδιώκει το χριστιανικό στοιχείο της αυτοκρατορίας. Η πολιτική αυτή –που είχε στόχο, σύμφωνα με τον Ταλαάτ Πασά (Talât Paşa), την εκκαθάριση του κράτους από τα στοιχεία εκείνα που κράτησαν προδοτική στάση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και την ενίσχυση της στρατιωτικής θέσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την απομάκρυνση εχθρικών πληθυσμών από τις συνοριακές περιοχές της Θράκης και τις περιοχές απέναντι από τα νησιά του Αιγαίου– εκδηλωνόταν με διενέργεια προπαγάνδας στις ελληνικές Νέες Χώρες και στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, ενώ στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας είτε με οργανωμένα βίαια μέτρα εναντίον των χριστιανών είτε με σύναψη συμφωνιών για ανταλλαγή πληθυσμών, όπως πρώτα στην περίπτωση της Βουλγαρίας και μετά της Ελλάδας 133. Από την πλευρά της, η Ελλάδα δεν εφάρμοσε κάποια οργανωμένη πολιτική αλλοίωσης των πληθυσμιακών δεδομένων των Νέων Χωρών, αν και κατηγορήθηκε για την άσκηση πιέσεων ώστε ο ελληνικός και μουσουλμανικός πληθυσμός της Στρώμνιτσας 133
Για την πολιτική που ακολουθήθηκε από το σουλτάνο και τους Νεότουρκους στο πλαίσιο είτε του πανισλαμισμού είτε του παντουρκισμού και η οποία ευνοούσε την εγκατάσταση μουσουλμάνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, βλ. Alexandre Toumarkine, ό.π., σ. 49-54˙ Feroz Ahmad, The Young Turks. The Committee of Union and Progress in Turkish politics 1908-1914, Οξφόρδη 1969, σσ. 152-155˙ E. Ülker, “Contexualising Turkification: nation building in the late Ottoman Empire, 1908-1918”, Nation and Nationalism, 11/4 (2005), 613-636˙ Matthias Bjørnlund, “The 1914 cleansing of Aegean Greeks as a case of violent Turkification”, Journal of Genocide Research, 10/1(2008), 41-58 και Σία Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία 19ος-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Αθήνα 1997, σσ. 527-532, όπου το ιδεολογικό υπόβαθρο της πολιτικής αυτής. Για τα μέτρα που πήρε η οθωμανική κυβέρνηση για να εκδιώξει το ελληνικό στοιχείο της αυτοκρατορίας και για τους στόχους που επεδίωκε βλ. Hasan Babacan, Mehmed Talât Paşa 1874-1921, Άγκυρα 2005, σσ. 88-99 και Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σσ. 26-28 και 116-117 όπου οδηγίες της οθωμανικής κυβέρνησης για το πώς θα γίνει ο διωγμός και απάντηση του Tαλαάτ στο βουλευτή Εμμανουηλίδη σχετικά με τις αιτίες της μετανάστευσης των Ελλήνων. Πρβλ. Εμμ. Εμμανουηλίδης, Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήναι 1924, σ. 53 όπου αναφορά στην ερώτηση προς τον Tαλαάτ και πληροφορίες για το διωγμό των Ελλήνων το 1914.
88
–που μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου παρέμεινε στη Βουλγαρία– να εγκαταλείψει την περιοχή και να εγκατασταθεί σε ελληνικό έδαφος 134. Τέλος, για να κατανοηθούν οι αιτίες της μετανάστευσης χρήσιμο θα ήταν να προσδιοριστεί ποιες κοινωνικές ομάδες του μουσουλμανικού πληθυσμού εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος. Αυτοί που μετανάστευσαν πρώτοι μαζί με τις οικογένειές τους ήταν οι στρατιωτικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι του οθωμανικού κράτους, αφού πλέον έχασαν τη θέση τους και τους πόρους διαβίωσής τους, ενώ αν παρέμεναν φοβούνταν ότι θα χαρακτηρίζονταν προδότες από την Πύλη και θα έχαναν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους. Η φυγή των μουσουλμάνων υπαλλήλων συνεχίστηκε, έστω και αν το ελληνικό κράτος με το νόμο 4134 της 1ης Μαρτίου 1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών» παρείχε τη δυνατότητα παραμονής στις θέσεις τους των δημοσίων υπαλλήλων του προηγούμενου καθεστώτος 135. Την εγκατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επέλεξαν και οι μουσουλμάνοι μεγαλογαιοκτήμονες, οι οποίοι βέβαια, έχοντας τα οικονομικά μέσα και πολλοί από αυτούς μόνιμη κατοικία στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες μεγάλες οθωμανικές πόλεις, δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, έστω και αν μερικοί από αυτούς επέστρεψαν αργότερα για να διεκδικήσουν την απόδοση των κτηματικών περιουσιών τους
136
. Οι μουσουλμάνοι χωρικοί που είχαν κτήματα σε εύφορες περιοχές, όπως οι
καπνοπαραγωγοί περιοχές της Καβάλας και των Σερρών και η πεδιάδα των Καϊλαρίων, δύσκολα εγκατέλειπαν τη γη τους. Αντίθετα, ήταν φυσιολογικό οι φτωχοί μουσουλμάνοι χωρικοί χωρίς αξιόλογη κτηματική περιουσία να αποφασίζουν ευκολότερα την εγκατάστασή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δελεαζόμενοι και από τις υποσχέσεις 134
Carnegie Endowment for Ιnternational Peace, ό.π., σ. 148. Πρβλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 26, υποφ. 2, Επιτελική Υπηρεσία Στρατού προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 2/15 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. εμπ. πρ. 51 όπου αντικρούονται οι κατηγορίες αυτές και αναφέρεται ότι η ελληνική φρουρά Στρώμνιτσας δεν είχε καμία ανάμιξη στην πυρπόληση της πόλης η οποία έγινε από τους ίδιους τους κατοίκους. Αντιθέτως, παρά την περιορισμένη δύναμή της, προσπαθούσε να την αποτρέψει. 135 Alexandre Toumarkine, ό.π., σσ. 60-61˙ Κ.Δ. Πολυχρονιάδης, Μελέτη περί της διοικήσεως των ανακτηθεισών χωρών της Μακεδονίας, Αθήνα 1913, σσ. 82-83˙ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 5, διοικητικός επίτροπος Μυτιλήνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 10/23 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 153 όπου αναφορά για μετανάστευση συζύγων δημοσίων υπαλλήλων με τις οικογένειές τους και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 7, Πολιτική Διοίκηση Μυτιλήνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 27 Δεκεμβρίου 1912/9 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 343 όπου αναφορά σε μετανάστευση δημοσίων υπαλλήλων και απόρων που συντηρούνταν από το οθωμανικό Δημόσιο. 136 A. Reiss, Sur la situation des bulgarophones et des musulmans dans les nouvelles provinces grecques, Λωζάννη 1915, σσ. 56-57 και ΤΝΑ, F.O., 371/1996a, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Αθηνών, Θεσσαλονίκη 21 Μαρτίου 1914, αρ. 15048.
89
για παραχώρηση οικιών και κτημάτων 137. Η τάξη των μουσουλμάνων εμπόρων, που αποτελούνταν κυρίως από τους Ντονμέδες της Θεσσαλονίκης, νιώθοντας ότι με την ελληνική διοίκηση απειλούνταν τα εμπορικά προνόμιά της, εμφάνιζε και αυτή τάσεις μετανάστευσης 138. Ο υποδιοικητής Κιλκίς σε έκθεσή του δίνει πρόσθετα στοιχεία για το ποιοι μουσουλμάνοι μετανάστευαν, σημειώνοντας ότι παρέμεναν στις εστίες τους όσοι δεν γειτνίαζαν με πρόσφυγες και όσοι ανήκαν στο παλαιοτουρκικό κόμμα 139. 4. Πρακτικές και αντιλήψεις της ελληνικής διοίκησης έναντι της μουσουλμανικής μετανάστευσης Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να μελετηθεί πώς η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε το μεταναστευτικό ρεύμα των μουσουλμανικών πληθυσμών των νέων της επαρχιών. Αντιμετωπίστηκε ως μια ευκαιρία επίτευξης εθνικής ομοιογένειας και ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων που συνέρρεαν στο ελληνικό έδαφος; Ενθαρρύνθηκε από τις ελληνικές αρχές η μετανάστευση ή πάρθηκαν μέτρα για να αποτραπεί; Παρά τις κατηγορίες της Υψηλής Πύλης και της μετέπειτα τουρκικής βιβλιογραφίας για το αντίθετο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη για ύπαρξη οργανωμένου σχεδίου εκδίωξης των μουσουλμάνων των ελληνικών επαρχιών. Ο Βενιζέλος μάλιστα και η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμούσαν επ’ουδενί τη μετανάστευση των μουσουλμάνων και λάμβαναν μέτρα για να την αποτρέψουν. Για τις ελληνικές αρχές το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν απαραίτητο για την αγροτική οικονομία των Νέων Χωρών και εκφράζονταν φόβοι ότι η μαζική μετανάστευσή του θα οδηγούσε σε τεράστια οικονομική ζημία. Ο γενικός διοικητής Μακεδονίας αναφερόμενος στην τάση
137
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 27 Μαρτίου/9 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 15125. Επίσης ΤΝΑ, F.O., 371/1994, προξενείο M. Βρετανίας προς Foreign Office, Θεσσαλονίκη 14 Φεβρουαρίου 1914, αρ. 8949 και 371/1996a, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 22 Απριλίου 1914, αρ. 19151 όπου συνημμένη έκθεση του βρετανικού υποπροξενείου Καβάλας στην οποία αναφέρεται ότι οι μουσουλμάνοι που μεταναστεύουν προέρχονται από την περιοχή των ελληνοβουλγαρικών συνόρων και όχι από τις καπνοπαραγωγούς περιοχές. 138 Mark Mazower, ό.π., σσ. 299-300. Επίσης, ΤΝΑ, F.O., 371/1995, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 26 Ιανουαρίου 1914, αρ. 5751. 139 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 14, Έκθεση του υποδιοικητή Κιλκίς προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης «περί της εν γένει καταστάσεως της υποδιοικήσεως», Κιλκίς 24 Δεκεμβρίου 1914/6 Ιανουαρίου 1915.
90
μετανάστευσης των μουσουλμάνων των Σερρών τόνιζε ότι «η απομάκρυνσις εκ της χώρας τοιούτων εργατικών και υπό πάσαν έποψιν χρήσιμων στοιχείων, οίοι είναι κυρίως οι Μουσουλμανικοί αγροτικοί πληθυσμοί Σερρών, αποτελεί αισθητήν οικονομικήν ζημίαν μη ευχερώς αντικαθισταμένην», ενώ η Γενική Διοίκηση Ηπείρου έκρινε ότι έπρεπε να ανακοπεί πάση θυσία η μετανάστευση των μουσουλμάνων Τσάμηδων γιατί ήταν πολύτιμο στοιχείο για την ευδαιμονία του τόπου 140. Ο Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης στη μελέτη του για τη διοίκηση της Μακεδονίας –την οποία εκπόνησε ύστερα από εντολή του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Ρακτιβάν– θεωρούσε ότι η Ελλάδα δεν είχε οικονομικό συμφέρον από τη φυγή των αλλοεθνών πληθυσμών και παρέπεμπε σε άρθρο της Νέας Ημέρας όπου τονίζεται: «Καλείται λοιπόν η Ελληνική Κυβέρνησις να σκεφθή εφ’ όσον ακόμη καιρός, αν η απομάκρυνσις του Οθωμανικού πληθυσμού εκ της Ελληνικής Μακεδονίας δεν θα είχεν επακολουθήματα πολύ επιζήμια και αν άμεσοι θυσίαι, τας οποίας τυχόν θα απήτει η συγκράτησίς του, δεν απεπληρώνονται, κατ’ έμμεσον, μεν, αλλ’ απολύτως ικανοποιητικόν τρόπον» 141. Τα μέτρα ανάσχεσης του μεταναστευτικού ρεύματος των μουσουλμάνων τα οποία λάμβαναν οι ελληνικές αρχές ποίκιλλαν από απλές παραινέσεις 142 μέχρι τη 140
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, Α/19δ, γενικός διοικητής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 17/30 Οκτωβρίου 1914, αρ. τηλ. 59799 και ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 100 (υπουργείο Εσωτερικών), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Ελ. Βενιζέλο, Ιωάννινα 4/17 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 1866. Ανάλογες απόψεις διατυπώνονταν και από την εφημερίδα Μακεδονία που καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να λάβει μέτρα ώστε να σταματήσει η μετανάστευση των μουσουλμάνων της Καβάλας, του Σαρί Σαμπάν και του Πραβίου γιατί υπήρχε κίνδυνος μείωσης της παραγωγής καπνού, εφημ. Μακεδονία, 18/31 Οκτωβρίου 1915. Αλλά και ο βουλευτής Αθανάσιος Ευταξίας δήλωνε στη Βουλή ότι δεν είναι αισιόδοξος για τα έσοδα των Νέων Χωρών εξαιτίας της μετανάστευσης των μουσουλμάνων καλλιεργητών καπνού, βλ. εφημ. Εμπρός, 4/17 Ιανουαρίου 1915. 141 Κ. Δ. Πολυχρονιάδης, ό.π., σσ. 102-103. Το άρθρο δημοσιεύται στη Νέα Ημέρα στις 7/20 Απριλίου 1913. 142 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 70, τηλ/μα νομάρχη Φλώρινας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Φλώρινα 11/24 Οκτωβρίου 1913 και Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς νομάρχη Φλώρινας, Θεσσαλονίκη 12/25 Οκτωβρίου 1913 όπου σε ερώτημα του νομάρχη πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η μετανάστευση των μουσουλμάνων, η Γενική Διοίκηση απαντούσε ότι έπρεπε να παροτρυνθούν να παραμείνουν. Για να ανακοπεί το μεταναστευτικό ρεύμα των μουσουλμάνων της Μακεδονίας ο μητροπολίτης Σμύρνης, ύστερα και από σύμφωνη γνώμη του βαλή Αϊδινίου, πρότεινε την αποστολή στη Μακεδονία του μητροπολίτη Φιλαδελφείας για να επισημάνει στους μουσουλμάνους τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όσοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αποστολή τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, αφού απορρίφθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βλ. Α. Αλεξανδρής, ό.π., σσ. 46-49 όπου επιστολές του Σμύρνης Χρυσοστόμου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Σμύρνη 21 Απριλίου/4 Μαΐου και 9/22 Μαΐου 1914. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, προξενείο Σμύρνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Σμύρνη 23 Απριλίου/6 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 1436 και ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 2.1, υπουργείο Εξωτερικών προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 12715 όπου συνημμένη επιστολή του Σμύρνης Χρυσοστόμου προς τον Έλληνα πρωθυπουργό. Σημειώνεται ότι ο μητροπολίτης πίστευε πώς συμφέρον του Ελληνισμού είναι να μη μεταναστεύσει ο μουσουλμανικός πληθυσμός των Νέων Χωρών.
91
δημιουργία προσκομμάτων στην έκδοση διαβατηρίων και τη μη αποδοχή των αιτήσεων επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας, όπως προέβλεπε το άρθρο 4 της Σύμβασης των Αθηνών 143, έως και διοικητικά μέτρα απαγόρευσης της μετανάστευσης 144. Επιπλέον, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη των μουσουλμάνων απέναντι στο ελληνικό κράτος και επομένως να αποτραπεί η μετανάστευσή τους προτείνονταν μεταρρυθμίσεις της διοίκησης και διαπαιδαγώγηση των φορέων της τοπικής εξουσίας. Έτσι, ο Τσορμπατζόγλου, διευθυντής της Διεύθυνσης Εξωτερικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, πρότεινε: «Διαρκή επιθεώρησιν Μωαμεθανικών διαμερισμάτων υπό Τουρκομαθών υπαλλήλων, περιοδείαι μισθωτών Τούρκων ιερωμένων, ταχείαν εγκατάστασιν Ειρηνοδικών, αρίστη και εξαιρετική επιλογήν χωροφυλάκων διαμερισμάτων τούτων...» 145. Βέβαια τα παραπάνω μέτρα καθώς και άλλα που προτάθηκαν κατά καιρούς σπάνια εφαρμόζονταν. Άλλωστε οι απαγορεύσεις έχουν πιο γρήγορο και άμεσο αποτέλεσμα από τη μακροχρόνια διαδικασία να κερδηθεί η εμπιστοσύνη μιας πληθυσμιακής ομάδας. Εκτός των παραπάνω, η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε και το μέτρο της προσωρινής γενικής απαγόρευσης της μετανάστευσης των μουσουλμάνων της Ελλάδας 146. Βέβαια η γενική αυτή απαγόρευση δεν είχε μόνο στόχο να αποτρέψει τη 143
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19 δ΄, γενικός διοικητής Μακεδονίας προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 17/30 Οκτωβρίου 1914 αρ. τηλ. 59799 όπου ζητούσε να δοθούν οδηγίες στη Νομαρχία Σερρών να παρατείνει σκόπιμα την έκδοση διαβατηρίων στους μουσουλμάνους που επέλεξαν οθωμανική υπηκοότητα. Βλ. επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/2(2), οθωμανική πρεσβεία προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 17 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. 4386/244, 27 Νοεμβρίου 1915, αρ. 4852/296 και 19 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. 4410/245 όπου διακοινώσεις για το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές εμπόδιζαν την αναχώρηση των μουσουλμάνων που επέλεξαν την οθωμανική ιθαγένεια. Στον ίδιο φάκελο, αλληλογραφία της Κεντρικής Υπηρεσίας με νομαρχίες των Νέων Χωρών για το ίδιο ζήτημα. 144 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19 δ΄, Γενική Διοίκηση Κρήτης προς οθωμανικό προξενείο Πειραιά, Χανιά 10/23 Δεκεμβρίου 1914, αρ. πρ. 6079 όπου ο γενικός διοικητής Λουκάς Ρούφος σημείωνε ότι δεν απαγορεύεται η μετανάστευση, αλλά λαμβάνονται διοικητικά μέτρα «προς εξουδετέρωσιν έξωθεν ενεργειών τεινουσών εις παρόρμησιν προς αθρόαν μετανάστευσιν». Και η Γενική Διοίκηση των Νήσων του Αιγαίου προχώρησε σε γενική απαγόρευση της μετανάστευσης των μουσουλμάνων, βλ. στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση των Νήσων του Αιγαίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 4/17 Ιουλίου 1914, αρ. πρ. 20960. 145 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19 δ΄, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 27 Μαρτίου/9 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 15125. 146 Στις 31 Μαΐου/13 Ιουνίου 1914 ο Βενιζέλος αποφάσισε την προσωρινή γενική απαγόρευση της μετανάστευσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19 δ΄, κρυπτογραφικό τηλ/μα του Βενιζέλου προς τον γενικό διοικητή Μακεδονίας, Αθήνα 17/30 Μαΐου 1914. Επιπλέον, από το Σεπτέμβριο του 1915 το υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε τον περιορισμό της μετανάστευσης των μουσουλμάνων επιτρέποντας μόνο τη σταδιακή και σε μικρές ομάδες αναχώρησή τους, ενώ απαγόρευσε και τη μετανάστευση που κρίνεται ότι έχει προκληθεί από προπαγανδιστικές ενέργειες. Ωστόσο, οι τοπικές αρχές παρερμηνεύοντας τη διαταγή του υπουργείου εφάρμοσαν γενική απαγόρευση της μετανάστευσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/2(2),
92
μείωση της αγροτικής παραγωγής, αλλά σχετιζόταν άμεσα με τις διώξεις του ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως αφορμή για τη βίαιη εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού η Υψηλή Πύλη προέβαλε τη μετανάστευση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας ύστερα από εκτεταμένες βιαιοπραγίες εις βάρος του. Επιπλέον, οι
muhacir
οι
οποίοι
εγκαταστάθηκαν
κυρίως
στα
βιλαέτια
Αϊδινίου
και
Αδριανούπολης 147 είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις πιέσεις που ασκούνταν εις βάρος των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 148. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν φυσιολογικό να θέτει εμπόδια στη μετανάστευση των μουσουλμάνων μη θέλοντας να δώσει αφορμές στην Υψηλή Πύλη για νέους διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού. Για τον ίδιο λόγο η απαγόρευση μετανάστευσης αφορούσε και τους μουσουλμάνους της Σερβίας και της Βουλγαρίας, αφού «πάντες σχεδόν οι κατά τον τελευταίον μήνα απελθόντες μετανάσται Μωαμεθανοί Βουλγαρίας και Σερβίας
απεβιβάσθησαν εις Σμύρνην και λοιπά μέρη
Μικράς Ασίας ένθα τοσαύται καταστροφαί. Η εκεί εμφάνισις νέων μεταναστών Κεντρική Υπηρεσία προς οθωμανική πρεσβεία, Αθήνα 13/26 Σεπτεμβρίου 1915. Επίσης, τηλεγράφημα του υπουργού Εξωτερικών Δημητρίου Γούναρη προς το νομάρχη Δράμας, Αθήνα 5/18 Οκτωβρίου 1915 και του υπουργείου Εσωτερικών προς το υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 9/22 Νοεμβρίου 1915, αρ. πρ. 54425 όπου αναφέρεται ότι δόθηκαν οδηγίες στις νομαρχίες όσον αφορά τη μετανάστευση των μουσουλμάνων σύμφωνα με τα όσα προέβλεπε η παραπάνω διαταγή του υπουργείου Εξωτερικών. 147 Την περίοδο 1912-1920, 413.922 μουσουλμάνοι πρόσφυγες των Βαλκανίων εγκαταστάθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εκ των οποίων οι 132.500 στο βιλαέτι Αδριανούπολης και οι 145.868 στο βιλαέτι Αϊδινίου, βλ. ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Πάλλη, φ. Α΄ «πίναξ εμφαίνων τον αριθμόν των Μουσουλμάνων προσφύγων των μεταναστευσάντων μετά τον Βαλκανικόν και Ευρωπαικόν πόλεμον» και «πίναξ εμφαίνων τους Μουσουλμάνους Πρόσφυγας της Περιφερείας Αϊδινίου». Πρβλ. A. Antoniades, ό.π., σ. 217. Για την εγκατάσταση των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βλ. Justin McCarthy, Muslim Refugees και Ahmet Halaçoğlu, ό.π., σσ. 69-132. Αναλυτικά για τις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες, βλ.πίνακα IV στο παράρτημα του κεφαλαίου. 148 ΤΝΑ, F.O., 371/1996b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Κωνσταντινούπολη 7 Ιουνίου 1914, αρ. 25393 όπου χαρακτηρίζει σοβαρή την κατάσταση στην ασιατική ακτή των Δαρδανελίων εξαιτίας της άφιξης μουσουλμάνων προσφύγων από την Αλβανία και τη Μακεδονία οι οποίοι καταλαμβάνουν με τη βία τα ελληνικά χωριά. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/21ζ΄, Ε. Μανούσος προς τον πρόεδρο της Επιτροπής Εγκατάστασης Προσφύγων, Θεσσαλονίκη 28 Νοεμβρίου/11 Δεκεμβρίου 1914 όπου έκθεση για τις αιτίες της μετανάστευσης των Ελλήνων από το χωριό Κερμένι Αδριανούπολης ανάμεσα στις οποίες ήταν και η εγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων στο χωριό τους. Γενικότερα για τις διώξεις των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1914 βλ. Αλ. Αλεξανδρής, ό.π., σσ. 45-291 όπου σειρά εκθέσεων του Σμύρνης Χρυσοστόμου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη σχετικά με τους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας˙ Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία ελληνισμού, 1914-1918, εν Κωνσταντινουπόλει 1919˙ Οι ανθελληνικοί διωγμοί εν Τουρκία από του 1908 μέχρι του 1921, ενώπιον της Γ εν Αθήναις Εθνοσυνελεύσεως: (συνεδρίασις της 5,6 και 8Απριλίου 1921), εν Αθήναις 1921˙ Επιτροπές των εν Μυτιλήνη Μικρασιατών προσφύγων, Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρά Ασία: αυθεντικαί εκθέσεις και επίσημα κείμενα. Έκκλησις προς το ελληνικόν γένος και την δημόσιαν γνώμην του πεπολιτισμένου κόσμου, Αθήνα 1915˙ Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τόμ. Α΄, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Αθήνα 1980, σσ. 48-49, 52-55, 228, 231-236, 243-244, 246-247, 252, 254-255, 257-258 και 322-323 και David Gaunt, Massacres, Resistance, Protectors. Muslim-Christian relations in Eastern Anatolia during World War I, Νιου Τζέρσεϊ 2006, σσ. 65-71.
93
παρισταμένων σκοπίμως ως θυμάτων Ελληνικής καταδιώξεως θέλει εξάψη και πάλιν φανατισμό Τουρκικού όχλου. Ανεξαρτήτως δε κινδύνων φρονούμεν ότι δεν έχομεν υποχρέωσιν να διευκολύνωμεν την εντεύθεν μετανάστευσιν Μωαμεθανών εκ ξένων χωρών όσον σκοπίμως και εν επιγνώσει ανακριβώς επιμένουσι Τουρκικαί αρχαί πάσαν διά Μακεδονίας αναχώρησιν μεταναστών να καταλογήζωσι εις βάρος ημών και να παριστώσι θύματα της Ελληνικής Διοικήσεως» 149. Σε άλλες περιπτώσεις η απαγόρευση της μετανάστευσης των μουσουλμάνων σχετιζόταν με τις υπόνοιες των ελληνικών αρχών, ύστερα βέβαια και από σχετικές καταγγελίες των διπλωματικών αποστολών της Entente στην Ελλάδα, ότι η μετανάστευση ήταν στην ουσία στρατολόγηση μουσουλμάνων που μετέβαιναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εντάσσονταν στον οθωμανικό στρατό ή ενίσχυαν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες 150. Όπως αναφέρθηκε, η ελληνική κυβέρνηση δεν εφάρμοσε πολιτική οργανωμένου διωγμού των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών, αλλά αντίθετα επιθυμούσε την παραμονή τους. Βέβαια τις ίδιες απόψεις δεν συμμερίζονταν πάντα οι φορείς της τοπικής εξουσίας και πολύ περισσότερο ο ντόπιος χριστιανικός πληθυσμός και οι πρόσφυγες. Επιπλέον, στο πλαίσιο της έντασης που δημιουργούσε ο διωγμός των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διατυπώθηκαν σκέψεις τόσο από την κεντρική εξουσία όσο και από τον Τύπο 151, για εκδίωξη των μουσουλμάνων ως αντίποινα στην πολιτική της Υψηλής Πύλης. Όταν λοιπόν το Δεκέμβριο του 1914 εισήλθαν σε ελληνικό έδαφος 1.400 Έλληνες πρόσφυγες από τη Θράκη, ο Βενιζέλος διαμήνυσε στην οθωμανική και γερμανική πρεσβεία των Αθηνών ότι θα εκδίωκε ίσο αριθμό μουσουλμάνων και θα
149
ΙΑΥΕ, Κ.Υ. 1914, φ. Α/19δ΄, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 9/22 Ιουνίου 1914, αρ. τηλ. 28491. Ο Σοφούλης ζητούσε να ματαιωθεί νέα κάθοδος μουσουλμάνων της Σερβίας στη Θεσσαλονίκη, αφού η μετανάστευσή τους στην Οθωμανική Αυκρατορία αποτελούσε εθνική ζημία, γιατί οι μετανάστες ήταν Γκέγκηδες από τα πιο κακοποιά στοιχεία που πρωτοστατούσαν στους διωγμούς των Ελλήνων, βλ. στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 22 Μαΐου/4 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 15481. 150 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 101, ο νομάρχης Θεσσαλονίκης προς τον γενικό διοικητή Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Φεβρουαρίου 1915, αρ. πρ. 1590 και 1640 «περί Τούρκων ανυποτάκτων προερχομένων εκ Σερβίας», όπου τονίζεται ο κίνδυνος από τη μετανάστευση μεγάλου αριθμού στρατεύσιμων μουσουλμάνων. Επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, Α/4, πρεσβεία Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 27 Ιουλίοιυ 1915 και 20 Ιουνίου 1915 όπου αναφέρεται σε διενέργεια στρατολόγησης μουσουλμάνων στην περιοχή της Δράμας. Στον ίδιο φάκελο, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 10/23 Ιουνίου 1915, αρ. τηλ. 2126 όπου αναφέρεται ότι έγινε διάβημα για τη διενέργεια στρατολόγησης από το οθωμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης. Πρβλ. εφημ. Νέα Αλήθεια, 14/27 Ιουνίου 1915 όπου διαψεύδεται η διενέργεια στρατολογίας. 151 Εφημ. Εμπρός 4/17 Φεβρουαρίου 1913 και εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας 12/25 Οκτωβρίου 1914.
94
προχωρούσε σε πιο σοβαρά μέτρα αν συνεχιζόταν ο διωγμός των Ελλήνων 152. Πάντως, όπως προέβλεψε και ο Βρετανός πρεσβευτής, η Ελλάδα δεν έλαβε τέτοιου είδους αντίποινα εις βάρος των μουσουλμάνων και περιορίστηκε σε μέτρα κατάσχεσης της μουσουλμανικής ιδιοκτησίας. Στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στη μετανάστευση των μουσουλμάνων εντάσσεται και η προσπάθεια σύναψης συμφωνίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία
για
εθελούσια
μετανάστευση
ελληνικών
και
μουσουλμανικών
πληθυσμών. Η προσπάθεια αυτή –που δεν κατέληξε ποτέ σε οριστική συμφωνία– έγινε ύστερα από πρόταση της Υψηλής Πύλης το Μάιο του 1914 και αφορούσε την εθελούσια μετανάστευση των ελληνικών αγροτικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και του βιλαετίου Αϊδινίου και του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Η ανταλλαγή αυτή πληθυσμών θα γινόταν υπό την επίβλεψη Μικτής Επιτροπής, η οποία θα αναλάμβανε και την εκτίμηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των ανταλλαξίμων, αφού η συμφωνία θα αφορούσε και ανταλλαγή περιουσιών. Η ίδια επιτροπή θα ήταν υπεύθυνη και για την εκτίμηση των περιουσιών των Ελλήνων και των μουσουλμάνων που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους πριν από τη σύναψη της συμφωνίας. Η Μικτή Επιτροπή 153 συγκροτήθηκε στη Σμύρνη τον Ιούλιο του 1914. Οι εργασίες της –που από το Σεπτέμβριο του 1914 πραγματοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη όπου μεταφέρθηκε η έδρα της– συνεχίστηκαν εν μέσω διαφωνιών κυρίως για τα ζητήματα του εκατέρωθεν ισοδύναμου αριθμού των μεταναστευσάντων, του τρόπου εξακρίβωσης της επιθυμίας για μετανάστευση, της επιστροφής στις εστίες τους όσων είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν, της εκτίμησης των περιουσιών τους, της αποζημίωσης των ανταλλαξίμων καθώς και της ιθαγένειας που θα αποκτούσαν όσοι θα εντάσσονταν στη συμφωνία ανταλλαγής. Οι παραπάνω διαφωνίες και η παρελκυστική τακτική της οθωμανικής επιτροπής οδήγησαν τελικά τις διαπραγματεύσεις σε πλήρη αδιέξοδο το Δεκέμβριο του 1914 154.
152
TΝΑ, F.O., 371/1906a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 7 Δεκεμβρίου 1914, αρ. 79657 και 9 Δεκεμβρίου 1914, αρ. 80815. 153 Μέλη της επιτροπής από ελληνικής πλευράς ήταν οι πρέσβεις Κωνσταντίνος Δημαράς και Γεώργιος Τσορμπατζόγλου και από οθωμανικής οι Τσουκρί Μπέη (Çukri Bey) και Μουχτάρ Μπέη (Muhtar Bey). 154 Αναλυτικά για τη συμφωνία ανταλλαγής του 1914 και τις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής, βλ. Y. Mourelos, ό.π., σσ. 389-413. Επίσης, Ghalib Kemaly, ό.π., όπου στο τρίτο τμήμα του φυλλαδίου παρατίθενται διπλωματικά έγγραφα σχετικά με τη συμφωνία ανταλλαγής.
95
Η αποδοχή της οθωμανικής πρότασης για ανταλλαγή πληθυσμών θέτει σειρά ερωτημάτων όσον αφορά τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Σημειώνεται ότι η ιδέα της ανταλλαγής δεν ήταν αποδεκτή από την ελληνική κοινή γνώμη, τους πρόσφυγες βέβαια, αλλά και μερίδα του πολιτικού κόσμου 155. Η ανταλλαγή των πληθυσμών ερχόταν επίσης σε αντίθεση με τις απόψεις της ελληνικής κυβέρνησης περί παραμονής του μουσουλμανικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Ωστόσο, η Αθήνα ήταν υποχρεωμένη να περιορίσει το ρεύμα μετανάστευσης των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει σε διπλωματικό επίπεδο κάποια δικαιώματα για τους βίαια εκδιωχθέντες Έλληνες. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα δεν μπορούσε να επιβάλει τις απόψεις της καταφεύγοντας σε ένοπλη αναμέτρηση και επομένως μόνον οι διαπραγματεύσεις και η συμφωνία ανταλλαγής δεν θα άφηναν τον ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έρμαιο της πολιτικής εκτουρκισμού που εφάρμοζε η Υψηλή Πύλη 156.
155
Μητροπολίτου Δράμας Αγαθαγγέλου του Μάγνητος, Το Μικρασιατικόν και Θρακικόν ζήτημα των προσφύγων κατά τα έτη 1913 και 1914. Η περί αυτού γνώμη του Οικουμενικού Πατριάρχου και η σχετική εντελώς αντίθετος πολιτική της ελληνικής κυβερνήσεως του κ. Βενιζέλου, Καβάλλα 1914˙ Αλ. Αλεξανδρής, ό.π., σσ. 198 και 211 όπου ο Σμύρνης Χρυσόστομος σε επιστολές του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη χαρακτηρίζει τη συμφωνία αμοιβαίας μετανάστευσης «ανθρωπεμπορίαν» και κατηγορεί την ελληνική κυβέρνηση ότι «μας απεμπολεί δίκην αλόγων ζώων και θρεμμάτων»˙ Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία της 2ας Οκτωβρίου 1914 όπου υπόμνημα Μικρασιατών προσφύγων κατά της ανταλλαγής˙ Γ. Μουρέλος, «Πληθυσμιακές ανακατατάξεις την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Συμπόσιο,Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 188-189 όπου έκθεση του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου στην οποία εκφράζει την αντίθεσή του στη συμφωνία ανταλλαγής. Η κυβέρνηση Βενιζέλου κατηγορήθηκε ακόμη ότι παρείχε στην Υψηλή Πύλη νομικό έρεισμα για το διωγμό των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βλ. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία της 22ας Δεκεμβρίου 1914 και Στ. Αντωνόπουλος, Αι Συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, Αθήναι 1917, σ. 211. Σύμφωνα μάλιστα με τον Στρέιτ, η ιδέα της ανταλλαγής ήταν τόσο αντιδημοφιλής ώστε μπορούσε να οδηγήσει στην πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου, βλ. TΝΑ, F.O., 371/1998a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 22 Μαΐου 1914, αρ. 23795 156 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία της 22ας Δεκεμβρίου 1914, όπου ο Βενιζέλος αναλύει από το βήμα της Βουλής τους λόγους που οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχτεί την πρόταση για ανταλλαγή πληθυσμών. Αναλυτικά για το ίδιο θέμα, βλ. Y. Mourelos, ό.π., σσ. 396-399. Στην τουρκική βιβλιογραφία, από την άλλη, η συμφωνία αμοιβαίας μετανάστευσης του 1914 ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια της Υψηλής Πύλης να προστατεύσει το μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας από την βίαιη εκδίωξή του, βλ. Yusuf Halaçoğlu, «Yunanistan’in Osmanli Devleti’ne karşi takip ettiği siyaset, 18851918»(Η πολιτική της Ελλάδας απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1885-1918), Türk Dünyası Araştırmaları Dergisi, 1/6 (Haziran 1980), 22-23 και Ahmet Halaçoğlu, ό.π.,σσ. 26-28. Βλ. επίσης Ghalib Kemaly, ό.π., σσ. 13-14 όπου κατηγορεί επιπλέον την Ελλάδα ότι αναζητούσε αφορμές για κήρυξη πολέμου. Για το ίδιο θέμα Ayhan Aktar, «Το πρώτο έτος της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών: Σεπτέμβριος 1922-Σεπτέμβριος 1923», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 125-128.
96
Για τον Arnold Toynbee 157 η συμφωνία αμοιβαίας μετανάστευσης του 1914 ήταν ένας διπλωματικός ελιγμός του Βενιζέλου για να πείσει τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ότι η προσάρτηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα δεν θα χρησιμοποιούνταν ως εφαλτήριο για μια μελλοντική επεκτατική πολιτική στη Μικρά Ασία, από τη στιγμή που η Ελλάδα συναινούσε στη μετανάστευση του ελληνικού πληθυσμού των μικρασιατικών παραλίων 158. Σημειώνεται ότι το 1914 η Οθωμανική Αυτοκρατορία αμφισβητούσε έντονα την κατακύρωση των νησιών στην Ελλάδα με το επιχείρημα ότι τα νησιά αποτελούσαν στρατηγική συνέχεια της μικρασιατικής ακτής και ενιαία γεωγραφική ενότητα με τη μικρασιατική ενδοχώρα 159. Από την άλλη, η προσπάθεια σύναψης συμφωνίας ανταλλαγής το 1914, όπως και αυτή μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ένα χρόνο νωρίτερα 160, αποτελούσε ουσιαστικά μέρος της πολιτικής εκτουρκισμού που ακολουθούσε η νεοτουρκική 157
Βρετανός ιστορικός, διπλωμάτης και δημοσιογράφος. Την περίοδο 1915-1919 εργάστηκε στη Διεύθυνση Πολιτικών Πληροφοριών του υπουργείου Εξωτερικών και ήταν μέλος της βρετανικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι ως εμπειρογνώμων θεμάτων Μέσης Ανατολής. Την περίοδο 1919-1924 ήταν κάτοχος της έδρας Κοραή (έδρα Νεότερης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας) στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (King’s College). Τα ίδια έτη ταξίδεψε στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία έχοντας ταυτόχρονα και την ιδιότητα του πολεμικού ανταποκριτή της εφημερίδας Manchester Guardian. Το 1924 απομακρύνθηκε από την έδρα Κοραή λόγω των μη αρεστών σε Ελλάδα και Βρετανία θέσεων που διατύπωσε στο βιβλίο του Το Δυτικό Ζήτημα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ο Toynbee αργότερα δίδαξε στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και στο Πανεπιστήμιο Princeton, ενώ διηύθυνε και το Τμήμα Ερευνών του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών. Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία και σχετικά με την εκλογή και απόλυση του Toynbee από την έδρα Κοραή βλ. εισαγωγή Π. Πάρτσου στην ελληνική μετάφραση του Δυτικού Ζητήματος, A.J. Toynbee, ό.π, σσ. 13-26. 158 A.J. Toynbee, ό.π., σ. 97. 159 Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), για το καθεστώς των νησιών που κατέλαβαν οι ελληνικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου θα αποφάσιζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Οι τελευταίες με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1914 εκχώρησαν στην Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου–εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο– τα οποία το ελληνικό κράτος κατείχε de facto από το τέλος του 1912 με την προϋπόθεση να αποδεχτεί η Αθήνα τους όρους του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, να εκκενώσει δηλαδή τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου που κατείχε. Η ελληνική πλευρά στις 21 Φεβρουαρίου 1914 αποδέχτηκε τους όρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν αποδέχτηκε την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων και αμφισβητούσε την ελληνική κυριαρχία επί των νησιών. Το ζήτημα θα κλείσει οριστικά με τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης. Για το ζήτημα του καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου την περίοδο 1912-1915 βλ. Κ. Π. Οικονομίδης, «Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα. 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Συμπόσιο, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 101-112˙ William Peter Kaldis, Backround for conflict: Greece, Turkey and Aegean Islands 1912-1914, The Journal of Modern History, 51/2 (1979), D1.119-D1.146 και από τουρκικής πλευράς Bilâl Şimşir, Ege sorunu. 160 Η σύμβαση ανταλλαγής υπογράφηκε στην Αδριανούπολη το Νοέμβριο του 1913 και αφορούσε την ανταλλαγή μουσουλμανικών και βουλγαρικών πληθυσμών συγκεκριμένων περιοχών της τότε βουλγαρικής και τουρκικής Θράκης. Για το κείμενο της σύμβασης και για στατιστικές των πληθυσμών που ανταλλάχθηκαν βλ. A. Antoniades, ό.π., σσ.165-179 και Δ. Κ. Σβολόπουλος, Η Θράκη υπό ελληνική διοίκηση, Κωνσταντινούπολη 1922, σσ. 111-113.
97
κυβέρνηση και θα επανερχόταν στο διπλωματικό προσκήνιο κάθε φορά που αναζητούνταν λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Έτσι, το 1919 ο Οθωμανός πρώην πρεσβευτής στην Αθήνα Γκαλίπ Κεμαλί διατύπωνε την άποψη ότι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί ειρήνη στην Εγγύς Ανατολή ήταν η ολοκλήρωση της αμοιβαίας μετανάστευσης πληθυσμών που είχε αρχίσει το 1914 161. Την ίδια χρονιά Αμερικανός ναύαρχος, αντιπρόσωπος της ανακριτικής επιτροπής που ερευνούσε τα επεισόδια στη Σμύρνη κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού ζητούσε επανειλημμένα το κείμενο του πλαισίου συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την εθελούσια αμοιβαία μετανάστευση πληθυσμών το 1914, γεγονός που έκανε το συνταγματάρχη Αλέξανδρο Μαζαράκη, μέλος της ίδιας επιτροπής, να πιστεύει ότι στο πόρισμα του Αμερικανού ναυάρχου θα προταθεί παρόμοια ανταλλαγή πληθυσμών 162. Αλλά και ο ίδιος ο Βενιζέλος το Δεκέμβριο του 1918 όταν διατύπωνε τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι πρότεινε αμοιβαία εθελούσια μετανάστευση των ελληνικών πληθυσμών της κεντρικής Μικράς Ασίας με τους μουσουλμανικούς των περιοχών της Δυτικής Μικράς Ασίας που επιθυμούσε να προσαρτήσει η Ελλάδα 163. Το 1922 ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης της Άγκυρας Γιουσούφ Κεμάλ Μπέη (Yusuf Kemal Bey), πριν από την τελική επίθεση του τουρκικού στρατού κατά των ελληνικών δυνάμεων τον Αύγουστο, σε συναντήσεις που είχε στο Παρίσι και το Λονδίνο έθεσε το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών και αναφέρθηκε στο προηγούμενο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας αμοιβαίας εθελούσιας μετανάστευσης το 1914 164. Αλλά και ο Toynbee στο βιβλίο που εξέδωσε το 1922 χαρακτήριζε τις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία αμοιβαίας μετανάστευσης του 1914 μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της βενιζελικής διακυβέρνησης και το πιο αποτελεσματικό σχήμα που είχε δοκιμαστεί στην Εγγύς και Μέση Ανατολή για την επίλυση των μειονοτικών προβλημάτων. Και σημείωνε ότι το μέτρο αποτελούσε προηγούμενο στο οποίο έπρεπε να δοθεί μέγιστη προσοχή 165.
161
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 24 (υπουργείο Εξωτερικών), πρεσβεία Ελλάδας προς Βενιζέλο, Ρώμη 10/23 Νοεμβρίου 1919, αρ. 3687. 162 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 23 (υπουργείο Εξωτερικών), Ύπατη Αρμοστεία προς ελληνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι, Σμύρνη 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1919, αρ. τηλ. 706. 163 E. K. Vénizélos, La Grèce devant le Congrès de la Paix, Παρίσι 30 Δεκεμβρίου 1918, σ. 17. 164 Ayhan Aktar, ό.π., σσ. 112-116. 165 A.J. Toynbee, ό.π., σσ. 164-165.
98
Πράγματι στο μέτρο της ανταλλαγής πληθυσμών –στην πιο ακραία μορφή της αυτή τη φορά– δόθηκε μέγιστη προσοχή λίγους μήνες αργότερα, μετά την έκδοση του βιβλίου του Toynbee. Είναι, συνεπώς, έκδηλο από τα παραπάνω ότι η προσπάθεια συμφωνίας για εθελούσια μετανάστευση ελληνικών και μουσουλμανικών πληθυσμών το 1914 λειτούργησε ως προηγούμενο για τη Σύμβαση της Λωζάννης περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών και διαπιστώνεται ακόμη ότι καθόλη την περίοδο 1914-1922 η λύση της ανταλλαγής υπήρχε στις σκέψεις και στους σχεδιασμούς της τουρκικής πλευράς και της διεθνούς διπλωματίας. 5. Η μετανάστευση των μουσουλμάνων βάσει των όρων της Σύμβασης των Αθηνών Η μετανάστευση των μουσουλμάνων των ελληνικών επαρχιών περιορίστηκε ήδη από το 1915 και σχεδόν διακόπηκε την περίοδο 1916-1918, ενώ δεν απέκτησε ξανά την ένταση της περιόδου 1912-1915. Σύμφωνα λοιπόν με τη στατιστική του οθωμανικού υπουργείου Εσωτερικών, την περίοδο 1916-1917 εγκαταστάθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 1.252 μουσουλμάνοι των ελληνικών Νέων Χωρών, την περίοδο 19181919 6.736 και την περίοδο 1919-1920 12.536 166. Η επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Μακεδονία, η αποβίβαση ή εισβολή ξένων στρατευμάτων σε ελληνικό έδαφος, ο Εθνικός Διχασμός και οι μετέπειτα περιπέτειες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις περιόρισαν σημαντικά το μεταναστευτικό ρεύμα των μουσουλμάνων της Ελλάδας προς τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένα μέρος των μουσουλμάνων που εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος μετανάστευσε με βάση τους όρους της Σύμβασης των Αθήνων. Η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 1/14 Νοεμβρίου 1913 στο άρθρο 4 όριζε τα εξής: «Οι κατοικούντες εν ταις οθωμανικαίς χώραις ταις περιερχομέναις εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος καθίστανται υπήκοοι Έλληνες. Θα έχωσι το δικαίωμα της επιλογής υπέρ της οθωμανικής ιθαγενείας διά δηλώσεως, γιγνομένης προς την αρμόδιαν ελληνικήν αρχήν εν διαστήματι τριών ετών από σήμερον, δηλώσεως, ην θέλει επακολουθή εγγραφή εν τοις Αυτοκρατορικοίς οθωμανικοίς 166
Αυτ., σ. 162.
99
Προξενείοις. (...) Εν πάση περιπτώσει, η άσκησις του δικαιώματος τούτου της επιλογής προϋποτίθησι την υποχρέωσιν της μεταφοράς της κατοικίας των ενδιαφερομένων και την εγκατάστασιν αυτών εκτός της Ελλάδος. (...) Η επιλογή έσεται προσωπική. (...) Όσον αφορά εις τα ανήλικα τέκνα, η προθεσμία της επιλογής άρξεται υπολογιζομένη από της ημέρας της ενηλικιώσεως αυτών» 167. Συνεπώς μέχρι την 1η Νοεμβρίου του 1916 οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών θα μπορούσαν να μεταναστεύσουν κάνοντας χρήση του παραπάνω άρθρου. Βέβαια το άρθρο 4 της Σύμβασης των Αθηνών, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, έμελλε να απασχολήσει την ελληνική κυβέρνηση και μετά το 1916 έως και την εφαρμογή των όρων της Σύμβασης της Λωζάννης περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών. Οι ελληνικές κυβερνήσεις επιθυμούσαν την παραμονή του μουσουλμανικού στοιχείου στην Ελλάδα και προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να αποτρέψουν την επιλογή της οθωμανικής υπηκοότητας. Βέβαια οποιοδήποτε μέτρο απαγόρευσης της μετανάστευσης ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 4 της Σύμβασης των Αθηνών, αναγκάζοντας την ελληνική κυβέρνηση να καταφεύγει σε συνεχείς διπλωματικούς ελιγμούς, σε αναστολές αποφάσεων και σε αναζήτηση νομικών ερεισμάτων για να δικαιολογήσει την παρεμβολή προσκομμάτων στο δικαίωμα των μουσουλμάνων να επιλέξουν την οθωμανική υπηκοότητα και να μεταναστεύσουν από το ελληνικό έδαφος. Έτσι, το προαναφερθέν μέτρο της γενικής απαγόρευσης της μετανάστευσης του Μαΐου του 1914 παραβιάστηκε κατ’ επανάληψη ύστερα από σχετικές παρεμβάσεις του υπουργείου Εξωτερικών επιθυμώντας να μετριάσει τις αντιδράσεις της οθωμανικής πρεσβείας η οποία κατηγορούσε την Ελλάδα για παραβίαση των όρων της Σύμβασης των Αθηνών 168. Φαίνεται ότι η ελληνική πλευρά αναζητώντας νομική κάλυψη στην προσπάθεια απαγόρευσης της επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας με βάση το άρθρο 4, επικαλέστηκε το πλαίσιο συμφωνίας για αμοιβαία εθελούσια μετανάστευση των πληθυσμών του Μαΐου του 1914. Κατά την άποψη της ελληνικής κυβέρνησης, ίσχυαν οι όροι εκείνοι της 167
Στ. Αντωνόπουλος, Αι Συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, εν Αθήναις 1917, σσ. 160-175 όπου παρατίθεται το κείμενο της σύμβασης. 168 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, γενικός διοικητής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10/23 Ιουλίου 1914, αρ. τηλ. 34803. Ο Σοφούλης ζητούσε σαφείς οδηγίες για το αν έπρεπε να απαγορευτεί η μετανάστευση όσων δήλωναν οθωμανική υπηκοότητα για να μην εκτεθεί και πάλι η Γενική Διοίκηση ανακαλώντας τις αποφάσεών της. Στον ίδιο φάκελο, πρεσβεία Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 1 Αυγούστου 1914, αρ. 1308/210 όπου κατηγορείται η Ελλάδα ότι παραβίαζε το άρθρο 4 της Σύμβασης των Αθηνών.
100
Σύμβασης των Αθήνων οι οποίοι δεν καταργήθηκαν από το πνεύμα και το γράμμα του πλαισίου συμφωνίας του 1914 169. Η ερμηνεία αυτή είχε στόχο την αναγνώριση δικαιωμάτων
του
ελληνικού
Δημοσίου
επί
της
κτηματικής
περιουσίας
των
μουσουλμάνων που μετανάστευαν. Η Σύμβαση των Αθηνών προέβλεπε ότι όσοι επέλεγαν την οθωμανική υπηκοότητα και μετανάστευαν, διατηρούσαν το δικαίωμα διαχείρισης της κτηματικής περιουσίας τους στην Ελλάδα. Αντίθετα, σύμφωνα με το πλαίσιο συμφωνίας για αμοιβαία εθελούσια μετανάστευση του 1914, τα κτήματα όσων μετανάστευαν θεωρούνταν ανταλλάξιμα, άρα διαχειριζόμενα από το ελληνικό Δημόσιο. Συνεχίζοντας την αναζήτηση νομικών ερεισμάτων για τη στήριξη των μέτρων απαγόρευσης της μετανάστευσης των μουσουλμάνων, οι ελληνικές αρχές διατύπωσαν την άποψη ότι οι μουσουλμάνοι, κάνοντας χρήση του δικαιώματος ψήφου στις εκλογές της 31ης Μαΐου του 1915, δήλωσαν ταυτόχρονα έμπρακτα την επιλογή τους υπέρ της ελληνικής υπηκοότητας. Αντιμετωπίζοντας λοιπόν ένα κύμα υποβολής αιτήσεων επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας και με βάση το παραπάνω σκεπτικό το υπουργείο Εσωτερικών καλούσε τους νομάρχες και τις αστυνομικές διευθύνσεις της Μακεδονίας να εφαρμόσουν γενική απαγόρευση της μετανάστευσης των μουσουλμάνων 170. Ωστόσο, η κυβέρνηση Βενιζέλου, υπό την πίεση των συνεχών διαμαρτυριών της οθωμανικής πρεσβείας για παραβίαση των άρθρων της Σύμβασης των Αθηνών, στις αρχές Σεπτεμβρίου επέτρεψε την τμηματική μετανάστευση των μουσουλμάνων 171. Όμως παρά την απόφαση αυτή, οι τοπικές αρχές συνέχιζαν να απαγορεύουν τη μετανάστευση των μουσουλμάνων που επέλεγαν οθωμανική υπηκοότητα, αναγκάζοντας την κυβέρνηση Γούναρη αυτή τη φορά να υπενθυμίσει στο νομάρχη Δράμας τον Οκτώβριο του 1915 ότι η μετανάστευση επιτρεπόταν εφόσον δεν ήταν μαζική και δεν ήταν προϊόν προπαγάνδας. Παράλληλα, το 169
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/21ζ΄, η ελληνική αντιπροσωπεία της Μικτής Επιτροπής Σμύρνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Σμύρνη 8/21 Ιουλίου 1914, αρ. 2699 και Y. Mourelos, ό.π., σσ. 403-404. 170 ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1915, φ. Α/2(2), υπουργείο Εσωτερικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. πρ. 34031 και υπουργείο Εσωτερικών προς νομάρχες Μακεδονίας και Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής, Αθήνα 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. πρ. 40580 όπου κοινοποιούσε απόφαση γενικής απαγόρευσης μετανάστευσης. Στον ίδιο φάκελο, τηλεγραφήματα νομάρχη Δράμας προς υπουργείο Εξωτερικών, Δράμα 13/26 και 16/29 Αυγούστου 1915, αρ. τηλ. 4664 και 1621 όπου πληροφορίες για αθρόα επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας. 171 ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1915, φ. Α/2(2), επιστολή Βενιζέλου προς Οθωμανό πρεσβευτή, Αθήνα 13/26 Σεπτεμβρίου 1915, όπου η απόφαση για τμηματική μετανάστευση των μουσουλμάνων. Στον ίδιο φάκελο, πρεσβεία Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 4 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. πρ. 4386/244 όπου διαμαρτυρία για το μέτρο της γενικής απαγόρευσης.
101
υπουργείο Εσωτερικών εξέδωσε σχετική διευκρινιστική εγκύκλιο το Νοέμβριο του ίδιου έτους 172. Ωστόσο, ήταν φανερό ότι οι ελληνικές αρχές ήθελαν να περιστείλουν όσο ήταν δυνατόν τις αιτήσεις επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας και τη συνακόλουθη μετανάστευση. Επικαλούμενες λοιπόν το νόμο στρατολογίας και την κήρυξη επιστράτευσης απαγόρευαν την έξοδο από τη χώρα στους άρρενες μουσουλμάνους ηλικίας μέχρι πενήντα ετών 173, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν επέτρεπαν την αναχώρηση των οικογενειών όσων επέλεξαν οθωμανική υπηκοότητα επικαλούμενες τη διάταξη του άρθρου 4 της Σύμβασης Αθηνών ότι η επιλογή υπηκοότητας ήταν προσωπική 174. Υπό αυτές τις συνθήκες η επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας και η μετανάστευση σύμφωνα με όσα όριζε η Σύμβαση των Αθηνών ήταν δυσχερέστατες. Το Νοέμβριο του 1916 έληξε η προθεσμία δυνατότητας επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας από τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών. Όσοι είχαν ασκήσει το δικαίωμα επιλογής θα έπρεπε να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος. Ωστόσο, τη χρονική αυτή περίοδο το μεγαλύτερο μέρος των Νέων Χωρών ήταν υπό τον έλεγχο της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και των στρατευμάτων της Entente, ενώ ο πόλεμος μαινόταν τόσο στη Μακεδονία όσο και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συνεπώς, η εγκατάσταση εκτός Ελλάδος των μουσουλμάνων που επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα αντιμετώπιζε τεράστιες δυσκολίες δεδομένης και της έλλειψης 172
ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1915, φ. Α/2(2), ο υπουργός Εξωτερικών Δ. Γούναρης προς νομάρχη Δράμας, Αθήνα 5/18 Οκτωβρίου 1915, κρυπτογραφικό τηλεγράφημα. Στον ίδιο φάκελο, υπουργείο Εσωτερικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 9/22 Νοεμβρίου 1915, αρ. πρ. 54425 όπου αναφέρεται ότι στάλθηκε εγκύκλιος στους νομάρχες Μακεδονίας και Ηπείρου να μην εμποδίζουν τη μετανάστευση. Χαρακτηριστική περίπτωση της διαφορετικής ερμηνείας που έδιναν οι τοπικές αρχές στην απόφαση του υπουργείου Εξωτερικών ήταν το γεγονός ότι το Φεβρουάριο του 1916 ο νομάρχης Σερρών διατάχθηκε να μην εμποδίζει τη μετανάστευση όσων μουσουλμάνων είχαν επιλέξει οθωμανική υπηκοότητα, βλ. στον ίδιο φάκελο, υπουργείο Εσωτερικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 25 Φεβρουαρίου/10 Μαρτίου 1916, αρ. πρ. 12372. 173 Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης των Αθηνών, μέχρι τη λήξη της τριετούς προθεσμίας για την επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας απαγορευόταν η στράτευση των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών. Στις συνεχείς διαμαρτυρίες των οθωμανικών διπλωματικών αποστολών στην Ελλάδα ότι η απαγόρευση μετανάστευσης με βάση το νόμο στρατολογίας αντιβαίνει στους όρους της σύμβασης, οι ελληνικές αρχές απαντούσαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει σε εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Φαίνεται ότι είχε γίνει συμφωνία με την οθωμανική πρεσβεία να επιτραπεί η μετανάστευση μετά το πέρας της επιστράτευσης, η οποία όμως δεν τηρήθηκε από την ελληνική πλευρά, ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1915, φ. Α/2(2), τηλ/μα νομάρχη Δράμας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. πρ. 4879 και απάντηση της Κεντρικής Υπηρεσίας, Αθήνα 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. πρ. 9059. Επίσης, πρεσβεία Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 9 Νοεμβρίου 1915, αρ. πρ. 4852/296 όπου αναφορά για συμφωνία να επιτραπεί η μετανάστευση μετά την επιστράτευση. 174 ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1915, φ. Α/2(2), νομάρχης Δράμας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 19 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. τηλ. 8880.
102
μεταφορικών μέσων. Λίγο πριν από το πέρας της προθεσμίας επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας το αμερικανικό προξενείο Θεσσαλονίκης –το οποίο έχει αναλάβει την προστασία των ενδιαφερόντων των Οθωμανών υπηκόων στη Μακεδονία– τονίζοντας τις παραπάνω δυσχέρειες, ζητούσε να επιτραπεί η παραμονή σε ελληνικό έδαφος των μουσουλμάνων που είχαν επιλέξει την οθωμανική υπηκοότητα μέχρι να καταστεί εφικτή η μετανάστευση 175. Πράγματι η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης δεν απαίτησε την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 της Σύμβασης των Αθηνών όσον αφορά την εγκατάλειψη του ελληνικού εδάφους όσων επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα. Το υπουργείο Εξωτερικών της Προσωρινής Κυβέρνησης, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, διευκρίνιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση, μη μπορώντας να απαιτήσει την εκπλήρωση του όρου μεταφοράς της κατοικίας εκτός Ελλάδος, αναγνώρισε ως Οθωμανούς υπηκόους όλους όσοι έκαναν δήλωση επιλογής μέχρι την 1η Νοεμβρίου 1916, έστω και αν συνέχιζαν να είναι εγκατεστημένοι σε ελληνικό έδαφος. Το παραπάνω μέτρο εφαρμόστηκε «σιωπηρώς» χωρίς να εκδοθεί κάποια σχετική νομοθετική πράξη 176. Όσον αφορά τον αριθμό αυτών που έκαναν χρήση του δικαιώματος επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας, το υπουργείο Εξωτερικών της Προσωρινής Κυβέρνησης τους υπολόγιζε σε 3.914. Ο παραπάνω αριθμός αφορούσε αποκλειστικά αιτήσεις που υποβλήθηκαν στην Περιφέρεια Θεσσαλονίκης και στις Υποδιοικήσεις Έδεσσας, Βέροιας, Λαγκαδά, Γιαννιτσών και Ενωτίας, αφού στους νομούς Κοζάνης και Φλώρινας καθώς και στις Υποδιοικήσεις Κιλκίς, Κατερίνης, Χαλκιδικής και Νιγρίτας δεν υποβλήθηκε καμία αίτηση 177. Το ζήτημα της τύχης των μουσουλμάνων που επέλεξαν, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης Αθηνών, την οθωμανική υπηκοότητα επανήλθε στο προσκήνιο το 1919. Με απόφαση της επιτροπής που συστάθηκε για τη μελέτη των ζητημάτων της ιθαγένειας
175
ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1916-1917, φ. Α΄(13), προξενείο ΗΠΑ προς υπουργείο Εξωτερικών της Προσωρινής Κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1916, αρ. 801.2. 176 ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1916-1917, φ. Α΄(13), Νομαρχία Θεσσαλονίκης προς υπουργείο Εξωτερικών της Προσωρινής Κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 7/20 Μαρτίου 1917, αρ. πρ. 2320 και απάντηση του υπουργείου, Θεσσαλονίκη 23 Μαρτίου/5 Απριλίου 1917 αρ. πρ. 11284. 177 ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1916-1917, φ. Α΄(13), υπουργείο Εξωτερικών προς τον πρόεδρο της Προσωρινής Κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη 15/28 Ιανουαρίου 1917 αρ. πρ. 10247. Πάνω από 5.000 αιτήσεις που υποβλήθηκαν από μουσουλμάνους της επαρχίας Λαγκαδά δεν έγιναν δεκτές από τις ελληνικές αρχές ως εκπρόθεσμες, βλ. στον ίδιο φάκελο, οι μουχτάρηδες 11 κοινοτήτων της επαρχίας Λαγκαδά προς τον πρόξενο των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 16/29 Νοεμβρίου 1916.
103
και στράτευσης των Οθωμανών υπηκόων των Νέων Χωρών 178 στις 27 Απριλίου 1919, κλήθηκαν οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών που επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος εντός τριών μηνών. Με νέες όμως αποφάσεις της παραπάνω επιτροπής δόθηκαν διαδοχικές παρατάσεις στην προθεσμία για την εγκατάλειψη του ελληνικού εδάφους μέχρι τις 30 Ιουνίου 1920 179. Σύμφωνα με διαταγή του γενικού διοικητή Μακεδονίας Αδοσίδη, μέχρι την παραπάνω ημερομηνία έπρεπε να είχαν μεταφέρει την κατοικία τους εκτός Ελλάδος όσοι από τους αστούς μουσουλμάνους και αυτούς που δεν καλλιεργούσαν δικά τους κτήματα επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα, ενώ για τους μουσουλμάνους αγρότες δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 15 Αυγούστου 1920, ώστε να προλάβουν τη συγκομιδή της σοδειάς τους 180. Πιστή στην πολιτική της που δεν ευνοούσε τη μετανάστευση των μουσουλμάνων από την ελληνική επικράτεια, η ελληνική κυβέρνηση το διάστημα 1919-1920 έδωσε πληθώρα κινήτρων στους μουσουλμάνους ώστε να ανακαλέσουν την επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας. Έτσι, η απόφαση της επιτροπής για τη μελέτη του ζητήματος ιθαγένειας και στρατολογίας των Οθωμανών υπηκόων έδινε το δικαίωμα ανάκλησης της δήλωσης επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας «όπως μη η χώρα στερηθή των αναγκαίων εργατικών χείρων», εφόσον αυτή δεν είχε καταχωριστεί στις οθωμανικές διπλωματικές αποστολές. Αλλά και σε εκείνους που είχαν κάνει αίτηση επιλογής ακόμα και πριν από το 1916 παρεχόταν η δυνατότητα άρσης του αποτελέσματος της επιλογής με κατάθεση δήλωσης απόκτησης ελληνικής υπηκοότητας 181. Επιπλέον, συνειδητοποιώντας οι
178
Μέλη της επιτροπής ήταν οι Γ. Λαγουδάκης, γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών, Ι. Γκιώνης, τμηματάρχης του Διοικητικού Τμήματος του υπουργείου Εσωτερικών, Α. Σπουργίτης, αντισυνταγματάρχης, διευθυντής της Στρατολογίας, και Ι. Μελέκος, πρόξενος Α΄ Τάξεως, διευθυντής του Διοικητικού Τμήματος του υπουργείου Εξωτερικών. 179 Η αρχική τρίμηνη προθεσμία παρατάθηκε κατά τέσσερις μήνες με απόφαση τις επιτροπής στις 25 Ιουλίου, ενώ με τη λήξη αυτής της προθεσμίας δόθηκε νέα εξάμηνη παράταση το Δεκέμβριο του 1919, ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, υπουργείο Εσωτερικών προς Γενικές Διοικήσεις, Αθήνα 2/15 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 25906 όπου συνημμένα πρακτικά των αποφάσεων της επιτροπής. Στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Νομαρχίες, Υποδιοικήσεις και Μουφτήδες Ηπείρου, Ιωάννινα 31 Δεκεμβρίου 1919/13 Ιανουαρίου 1920, αρ. πρ. 18165 όπου ανακοινώνεται η απόφαση για εξάμηνη παράταση. 180 Εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου1920, όπου δημοσιεύεται η διαταγή της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας. 181 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Κεντρική Υπηρεσία προς την Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 18 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1919. Αλλά και ο Πάλλης σε υπόμνημά του για την παλιννόστηση των προσφύγων της Ελλάδας σημείωνε ότι θα έπρεπε να απαγορευτεί η μετανάστευση των μουσουλμάνων που επέλεξαν οθωμανική υπηκοότητα, τονίζοντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα δεχόταν πλήγμα η παραγωγή της χώρας, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Β/46(2), Α. Πάλλης, «Υπόμνημα επί του ζητήματος της
104
ελληνικές αρχές ότι ο βασικός λόγος επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας από τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών ήταν ο φόβος στράτευσής τους, χορηγήθηκε αναστολή στράτευσης σε όσους επιθυμούσαν να ανακαλέσουν την οθωμανική υπηκοότητα 182. Αλλά και η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να επιστραφούν τα κτήματα των μουσουλμάνων που είχε καταλάβει το ελληνικό Δημόσιο, εξουδετέρωνε, σύμφωνα με τον υπουργό Γεωργίας Γεώργιο Καφαντάρη, την τάση για επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας 183. Παράλληλα, λήφθηκαν σειρά διοικητικών μέτρων που αποσκοπούσαν στη διευκόλυνση ανάκλησης της οθωμανικής υπηκοότητας –όπως η ανάληψη των εξόδων ανάκλησης για τους άπορους μουσουλμάνους από το ελληνικό Δημόσιο και η δωρεάν συμπλήρωση των σχετικών αιτήσεων από τους γραμματείς των κοινοτήτων και των νομαρχιών 184–, ενώ επιστρατεύθηκαν και προπαγανδιστικοί μηχανισμοί για να πειστούν οι μουσουλμάνοι από τα οφέλη διατήρησης της ελληνικής υπηκοότητας 185. Αλλά και μετά την 30ή Ιουνίου 1920 η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε διαταγές για την επ’ αόριστον αναστολή του εξαναγκασμού εγκατάλειψης του ελληνικού εδάφους όσων επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα 186. Βέβαια τα ίδια κίνητρα δεν ίσχυαν για όσους θεωρούνταν επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια, οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα ανάκλησης της επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας, ενώ οι ελληνικές αρχές έβρισκαν την ευκαιρία να ξεφορτωθούν «στοιχείων κακοποιών και αντεθνικώς
παλιννοστήσεως των εν Ελλάδι ευρισκομένων προσφύγων», Ελληνική Ύπατη Αρμοστεία εν Κωνσταντινουπόλει, 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1919. 182 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, υπουργείο Εσωτερικών προς Γενικές Διοικήσεις, Αθήνα 2/15 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 25906 όπου συνημμένο το πρακτικό της 27ης Απριλίου 1919. 183 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), ο υπουργός Γεωργίας Καφαντάρης προς πρόεδρο κυβέρνησης, Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 78092. Λεπτομέρειες για την απόφαση αυτή στο κεφάλαιο «Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1912-1923». 184 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Υποδιοίκηση Μαργαριτίου, Ιωάννινα 26 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1920, αρ. πρ. 8779 και Νομαρχία Πρέβεζας προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Πρέβεζα 26 Μαΐου/8 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 3748. 185 Η εφημερίδα Έδεσσα δημοσίευε τον Οκτώβριο του 1919 ανακοίνωση της Νομαρχίας Πέλλας με την οποία ουσιαστικά καλούσε τους μουσουλμάνους να ανακάλεσουν την επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας, αφού σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε φόβος να στρατευθούν και διατηρούσαν την περιουσία τους που κινδύνευε να μεσεγγυηθεί από το ελληνικό Δημόσιο ως υπηκόων Οθωμανών, βλ. Εφημ. Έδεσσα, 15/28 Οκτωβρίου1919. Επίσης ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, Νομαρχία Πρέβεζας προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Πρέβεζα 26 Μαΐου/8 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 3748, όπου ο νομάρχης προτείνει συστηματική προπαγάνδα για την ανάκληση της οθωμανικής υπηκοότητας από τους μουσουλμάνους της Ηπείρου. 186 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς νομαρχίες και υποδιοικήσεις, Ιωάννινα 17/30 Αυγούστου 1920, αρ. τηλ. 11220 όπου συνημμένο τηλεγράφημα του Πολίτη σχετικά με την απόφαση αναστολής.
105
εργαζομένων» ακόμα και αν δεν είχαν κάνει δήλωση επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας 187. Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να αποτρέψει τη μετανάστευση των μουσουλμάνων δεν περιοριζόταν μόνο σε παροχή κινήτρων για ανάκληση της επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας, αλλά επεκτεινόταν και σε κατασταλτικά μέτρα εναντίον όσων έκαναν χρήση του δικαιώματος επιλογής ή όσων παρακινούσαν σε μετανάστευση. Οι μουσουλμάνοι της παραπάνω κατηγορίας διώκονταν αφού θεωρούνταν ότι ενέχονταν σε αντεθνικές ενέργειες ή ότι σχεδίαζαν στασιαστικά κινήματα. Έτσι, στην Κοζάνη, όταν 46 μουσουλμάνοι κατέθεσαν στη νομαρχία δηλώσεις επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας, οι αρχές θεωρώντας την ενέργειά τους στάση κατά του καθεστώτος αποφάσισαν την απέλασή τους στην Κρήτη, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, αφού οι μουσουλμάνοι «πείστηκαν» να ανακαλέσουν την προηγούμενη επιλογή τους 188. Στη Φλώρινα ο ιμάμης του χωριού Ελεβίτς (Λακκιά) παραπέμφθηκε στο στρατοδικείο με την κατηγορία της δυσμένειας κατά του καθεστώτος επειδή παρακινούσε τους ομοθρήσκους του να επιλέξουν οθωμανική υπηκοότητα 189. Στην Υποδιοίκηση Βοδενών η αθρόα υποβολή αιτήσεων επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας αποδόθηκε σε προπαγανδιστικές ενέργειες του μουφτή Έδεσσας και του βουλευτή της περιοχής Χασάν Μπέη, εναντίον των οποίων ελήφθησαν κατάλληλα μέτρα 190. Η βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να εμποδίσει τη μετανάστευση των μουσουλμάνων απέρρεε, εκτός από τον κίνδυνο μείωσης της αγροτικής παραγωγής, και από σκοπιμότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Σε μια περίοδο που ο Βενιζέλος διεκδικούσε στο Παρίσι την ενσωμάτωση στην Ελλάδα εδαφών που περιλάμβαναν 187
Για τη σχετική διάταξη βλ. τη σχετική διαταγή της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας. Ο νομάρχης Πέλλας βρήκε την ευκαιρία να εκδιώξει από το ελληνικό έδαφος «επικίνδυνο» μουσουλμάνο εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι εντόπισε παρόμοιο όνομα στα βιβλία όσων επέλεξαν οθωμανική υπηκοότητα, βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 17, ο νομάρχης Πέλλας προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Έδεσσα 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1920 και ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς νομαρχίες και υποδιοικήσεις, Ιωάννινα 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 10173 όπου διαβιβάζεται η σχετική διαταγή της κυβέρνησης. 188 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/V7, Επιτελική Υπηρεσία, Γραφείο ΙΙ, Τμήμα Πληροφοριών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 2/15 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 6087 όπου συνημμένο δελτίο πληροφοριών της Στρατιωτικής Διοίκησης Κοζάνης-Φλώρινας. 189 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), Στρατιωτική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας, Τμήμα Πληροφοριών και Ασφάλειας, εβδομαδιαίο δελτίο πληροφοριών από 24 έως 31 Ιουλίου 1919, αρ. 13. 190 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), τηλεγράφημα Αδοσίδη προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 18/31 Ιουλίου 1919, αρ. τηλ. 123 και υπουργείο Εσωτερικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 3/16 Ιουλίου 1919 αρ. πρ. 22152 όπου συνημμένο έγγραφο του Γενικού Στρατηγείου.
106
συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς και προσπαθούσε να πείσει ότι η Ελλάδα ήταν ικανή να τα διοικήσει, θα ήταν τεράστιο πλήγμα ένα ρεύμα επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας και συνακόλουθης μετανάστευσης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών 191. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν φυσιολογικό οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών να ανακαλούν την επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας. Η ανάκληση της επιλογής γινόταν συνήθως την τελευταία στιγμή της σχετικής προθεσμίας, αφού πάντα υπήρχε η ελπίδα νέας παράτασης, ενώ η αναβλητικότητα αυτή πήγαζε κατά κύριο λόγο από το φόβο στράτευσης 192. Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα όλων των παραπάνω μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης, από τα διαθέσιμα στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια, αν και αποσπασματικά, δεν συνάγεται ότι οι μουσουλμάνοι έσπευσαν μαζικά να ανακαλέσουν την επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας. Το άρθρο 4 της Σύμβασης των Αθηνών συνέχισε να απασχολεί τις ελληνικές αρχές, αφού χορηγούσε δικαίωμα επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας σε όσους μουσουλμάνους ήταν ανήλικοι κατά την υπογραφή της σύμβασης, παρέχοντας τριετή προθεσμία που υπολογιζόταν από τη στιγμή της ενηλικίωσής τους. Μόλις έγιναν γνωστοί οι όροι της ελληνοτουρκικής Σύμβασης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών, μουσουλμάνοι της Ελλάδας που δεν επιθυμούσαν την ανταλλαγή επικαλούνταν το άρθρο 4 της Σύμβασης των Αθηνών και το δικαίωμα επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας. Αντιμετωπίζοντας το παραπάνω ζήτημα οι ελληνικές αρχές προχώρησαν στην καταγραφή των μουσουλμάνων που επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα μετά την υπογραφή της Σύμβασης των Αθηνών. Έτσι, δίνεται μια συνολική εικόνα όσων μετανάστευσαν κάνοντας χρήση του άρθρου 4 της σύμβασης, αλλά και όσων 191
ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, Νομαρχία Πρέβεζας προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Πρέβεζα 26 Μαΐου/8 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 3748 όπου σημειώνεται η σημασία ενός ρεύματος ανάκλησης της οθωμανικής υπηκοότητας από τους μουσουλμάνους της Ηπείρου για την αντιμετώπιση της ιταλικής και αλβανικής προπαγάνδας στην περιοχή, αφού τεκμηριώνεται η φιλελεύθερη πολιτική των ελληνικών αρχών απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό. 192 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 17, ο νομάρχης Πέλλας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Έδεσσα 12/25 Αυγούστου 1920 και στον ίδιο φάκελο, ο υποδιοικητής Λαγκαδά προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Λαγκαδάς 17/30 Ιουνίου 1920 όπου περιγράφεται το ρεύμα ανάκλησης της επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας από τους μουσουλμάνους, το οποίο όμως ανακοπτόταν κάθε φορά που δινόταν παράταση. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, Υποδιοίκηση Παραμυθιάς προς Νομαρχία Ιωαννίνων, Παραμυθιά 3/16 Μαΐου 1921, αρ. πρ. 843, όπου σημειώνεται ότι οι μουσουλμάνοι αδιαφορούν για την ολοκλήρωση των διαδικασιών ανάκλησης της επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας θεωρώντας ότι δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ η απειλή εξαναγκασμού εγκατάλειψης του ελληνικού εδάφους.
107
ανακάλεσαν την επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας. Συγκεκριμένα, στη Νομαρχία Πέλλας μέχρι το 1923 επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα 2.232 μουσουλμάνοι εκ των οποίων οι 1.149 την ανακάλεσαν, στην Υποδιοίκηση Σερρών την επέλεξαν 612 άτομα, στο νομό Δράμας μέχρι τον Απρίλιο του 1916 επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα 2.363 μουσουλμάνοι εκ των οποίων οι 50 την ανακάλεσαν, ενώ στο νομό Θεσσαλονίκης μέχρι το Μάρτιο του 1919 είχαν επιλέξει την οθωμανική υπηκοότητα 3.946 μουσουλμάνοι χωρίς να είναι γνωστό πόσοι ανακάλεσαν την επιλογή τους. Στις Νομαρχίες Φλώρινας, Λέσβου και σε αυτές της Κρήτης κανένας μουσουλμάνος δεν έκανε επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας. Συνολικά λοιπόν στη Μακεδονία 9.153 μουσουλμάνοι επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα βάσει του άρθρου 4 της Σύμβασης των Αθηνών εκ των οποίων οι 1.199 την ανακάλεσαν 193. Στην Ήπειρο, στην Υποδιοίκηση Μαργαριτίου από τους 1.111 μουσουλμάνους που επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα μέχρι τον Ιούνιο του 1920 οι 540 υπέβαλαν αιτήσεις ανάκλησής της, ενώ στην Υποδιοίκηση Παραμυθιάς την ίδια περίοδο ο αριθμός όσων ανακάλεσαν την επιλογή οθωμανικής υπηκοότητας ανήλθε σε 254 194. Συνολικά, περίπου 600 μουσουλμανικές οικογένειες της Τσαμουριάς έκαναν χρήση του δικαιώματος επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας σύμφωνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης των Αθηνών 195 Το δικαίωμα επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης των Αθηνών έπαυσε να ισχύει οριστικά για τις ελληνικές αρχές μετά την υπογραφή Πληθυσμών
193
στη 196
Λωζάννη
της
ελληνοτουρκικής
Σύμβασης
περί
Ανταλλαγής
.
Για τα στοιχεία των μουσουλμάνων που επέλεξαν οθωμανική υπηκοότητα ανά νομό, βλ. διάφορες αναφορές νομαρχιών προς το υπουργείο Εσωτερικών που υποβλήθηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1923, ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 11, υποφ. 1. 194 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, Νομαρχία Ιωαννίνων προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Ιωάννινα 8/21 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 10343 όπου καταστάσεις αιτήσεων ανάκλησης οθωμανικής υπηκοότητας στις Υποδιοικήσεις Παραμυθιάς και Πωγωνίου. Στον ίδιο φάκελο, Υποδιοίκσηη Μαργαριτίου προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Μαργαρίτι 15/28 Ιουλίου 1920, αρ. πρ. 1148. Στις Υποδιοικήσεις Πρέβεζας και Φιλιππιάδας 80 μουσουλμάνοι είχαν επιλέξει την οθωμανική υπηκοότητα εκ των οποίων οι 16 την ανακάλεσαν, ενώ στην Υποδιοίκηση Πωγωνίου από τους 34 που επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα οι 14 την ανακάλεσαν. 195 Ε. Μαντά, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου(1923-2000), Θεσσαλονίκη 2004, σ. 52. 196 Βλ. τη σχετική άποψη του νομάρχη Δράμας και την έγκρισή της από το υπουργείο Εσωτερικών, ΙΑΥΕ, αρχείο ΚτΕ, 1923, φ. 11, υποφ. 1, Νομαρχία Δράμας προς υπουργείο Εσωτερικών, Δράμα 2 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. πρ. 11009 και υπουργείο Εσωτερικών προς υπουργείο Γεωργίας, Αθήνα 6 Οκτωβρίου 1923, αρ. πρ. 33868.
108
6. Η παλιννόστηση του μουσουλμανικού πληθυσμού στις Νέες Χώρες Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την προσάρτηση στην Ελλάδα της Θράκης και της περιοχής της Σμύρνης, σημειώθηκε ένα ρεύμα παλιννόστησης των μουσουλμάνων των περιοχών αυτών στις αρχικές εστίες τους στις ελληνικές Νέες Χώρες από τις οποίες είχαν μεταναστεύσει κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων. Το ζήτημα της παλιννόστησης των μουσουλμάνων προσφύγων της Θράκης και της Μικράς Ασίας ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την αντίστροφη παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων. Από τις αρχές του 1919 Έλληνες πρόσφυγες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία παλιννοστούσαν στις εστίες τους στη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Η εγκατάστασή τους όμως ήταν δυσχερέστατη αφού στις οικίες και στα κτήματά τους βρίσκονταν εγκατεστημένοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια 197. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Περίθαλψης οι οικίες 61.443 Ελλήνων προσφύγων της Ανατολικής Θράκης είχαν καταληφθεί από μουσουλμάνους πρόσφυγες 198. Συνεπώς, αν η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε την παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει με κάποιον τρόπο το πρόβλημα της εγκατάστασης στις εστίες τους των παλιννοστούντων μουσουλμάνων προσφύγων. Ο Πάλλης σε υπόμνημά του προς την Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης για το παραπάνω ζήτημα προέκρινε την εγκατάσταση αυτών των μουσουλμάνων προσφύγων, ύστερα από συνεννόηση με την οθωμανική κυβέρνηση, στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και πάντως τη συγκράτηση της άτακτης φυγής τους γιατί 197
ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1919, φ. Β/46(2), Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 23 Απριλίου/6 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 2901 όπου αναφέρεται στην άρνηση των οθωμανικών αρχών να επιτρέψουν την εγκατάσταση των Ελλήνων παλιννοστούντων στις εστίες τους. Στον ίδιο φάκελο Κεντρική Υπηρεσία προς Γενικές Διοικήσεις Θεσσαλονίκης, Κοζάνης, Ανατολικής Μακεδονίας, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Κρήτης, Αθήνα 15/28 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 14461 όπου καλούνταν οι Γενικές Διοικήσεις να αποτρέψουν την παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γενικά για την παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων στη Θράκη και τη Μικρά Ασία βλ. Μ. Χ. Αιλιανός, ό.π., σσ. 284-327˙ ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 289, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς πρόεδρο ελληνικής κυβέρνησης, Κωνσταντινούπολη 23 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8310 όπου συνημμένη έκθεση του Α. Πάλλη σχετικά με το έργο της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ των Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών και φ. 420, υπουργείο Περίθαλψης προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 7/20 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 54683 όπου συνημμένη πολυσέλιδη έκθεση για το έργο του υπουργείου. Ειδικότερα για την παλιννόστηση στη Θράκη βλ. Κ. Βακαλόπουλος, Η Θρακική Έξοδος (1918-1922). Από τη γενοκτονία, την παλιννόστηση, το ταγιαρικό καθεστώς και την απελευθέρωση στο δεύτερο ξεριζωμό, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 55-109. 198 ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Α. Πάλλη, φ. Α΄, «πίναξ των εν Μακεδονία εγκατεστημένων προσφύγων Ανατολικής Θράκης ων τα χωριά κατέχονται υπό Μουσουλμάνων προσφύγων» καθώς και πίνακες με τον αριθμό των οικιών των Ελλήνων προσφύγων που καταλήφθηκαν από μουσουλμάνους ντόπιους ή πρόσφυγες.
109
σε αντίθετη περίπτωση θα επακολουθούσαν αντίποινα στο ελληνικό στοιχείο της κεντρικής Μικράς Ασίας 199. Ο Βενιζέλος, από την άλλη, αφού διαπίστωσε ότι η παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων προσέκρουε στην εγκατάσταση στα κτήματά τους μουσουλμάνων προσφύγων, σημείωνε: «Δεν δυνάμεθα βεβαίως να ρίψωμεν πληθυσμούς τούτους εις δρόμους χωρίς να μεριμνήσωμεν και περί αυτών. Και εκείνους μεν οίτινες μετανάστευσαν εξ Ελληνικής Μακεδονίας δυνάμεθα ελπίζω να επαναφέρομεν εκεί. Το ζήτημα βεβαίως είναι δυσχερέστατο διά αυτούς που μετανάστευσαν εκ Σερβίας και Βουλγαρίας. Εάν στο βιλαέτι Αϊδινίου υπάρχει γη εις την οποίαν δύνανται εγκατασταθώσι δέον γίνει άμεσα μέριμνα. Αλλά εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμες γαίες στο Αϊδίνι δεν ευρίσκω πρόχειρον άλλην λύσιν εκτός αν σκεφθώμεν αυξήσωμεν πληθυσμόν Μακεδονίας διά Μωαμεθανών όπερ περαιτέρω σκεπτόμεθα. Αλλά οιαδήποτε μέτρα και αν ληφθώσι διά εγκατάστασιν Μωαμεθανών αυτών, επί μήνας ίσως και έτος θα δεήση και μετά την επιστροφή προσφύγων παραμείνουν στα χωριά που μένουν και σήμερα περιοριζόμενοι μόνον εις ολίγας οικίας ή και εγκατεστημένοι υπό σκηνάς περί προμήθειας των οποίων δέον μεριμνήσωμεν αμέσως και άνευ αναβολής. Βλέπω Υπουργόν Οικονομικών τραβώντα τα μαλλιά του αλλά παρακαλώ εμπνευσθή οικονομικήν αισιοδοξίαν ανάλογον προς εμήν πολιτικήν αισιοδοξίαν» 200. Όπως αναφέρθηκε, από τις αρχές του 1919 άρχισε να διαμορφώνεται μια τάση παλιννόστησης στην Ελλάδα των μουσουλμάνων που είχαν μεταναστεύσει από αυτή μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Οι πρώτοι που εκδήλωσαν την επιθυμία επιστροφής στις εστίες τους ήταν οι μουσουλμάνοι της Ανατολικής Μακεδονίας που εκδιώχθηκαν 199
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Β/46(2), Α. Πάλλης προς Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, «υπόμνημα επί του ζητήματος της παλιννοστήσεως των εν Ελλάδι ευρισκομένων προσφύγων», 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1919. 200 ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1919, φ. Β/46(2), τηλεγράφημα Βενιζέλου προς αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Παρίσι 2/15 Μαΐου 1919, αρ. τηλ. 4491. Ανάλογες απόψεις εκφράζει ο Βενιζέλος και σε τηλεγράφημά του προς την Ύπατη Αρμοστεία Θράκης τον Αύγουστο του 1920 όπου δίνει οδηγίες για τον τρόπο που πρέπει να γίνει η παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων. Συγκεκριμένα, αφού τονίζει ότι οι μουσουλμάνοι που είναι εγκατεστημένοι στις οικίες των Ελλήνων δεν μπορούν να ριχτούν στους δρόμους, προτείνει τη σύμπτυξη ανά οικία δύο μουσουλμανικών οικογενειών ώστε να εξοικονομηθεί χώρος και τη συγκρότηση επιτροπών που θα διευθετούν κτηματικά ζητήματα ανάμεσα σε Έλληνες παλιννοστούντες και μουσουλμάνους πρόσφυγες, βλ. Α. Σακτούρης, Αναμνήσεις εκ του διπλωματικού μου σταδίου (1897-1933), εν Καΐρω 1951, σσ. 178-179˙ Κ. Γέραγας, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922, εν Αθήναις 1925, σσ. 42-43 όπου παρατίθεται το τηλεγράφημα του Βενιζέλου και Κ. Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 186-187 και 288. Τελικά, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Διοίκησης Θράκης αποκαταστάθηκαν περίπου 30.000 γηγενείς μουσουλμάνοι της Θράκης στις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν 37.500 μουσουλμάνοι της σερβικής και βουλγαρικής Μακεδονίας, της Αλβανίας και της Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί μετά το 1912 σε χωριά εκτοπισμένων Ελλήνων, σε διάφορα μουσουλμανικά χωριά της Θράκης. Βλ. και παράρτημα κεφαλαίου όπου έντυπο της Γενικής Διοίκησης Θράκης απογραφής των μουσουλμάνων προσφύγων.
110
κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής ή στρατολογήθηκαν βίαια στον οθωμανικό στρατό. Έτσι, το Φεβρουάριο του 1919 η Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης δέχθηκε το αίτημα παλιννόστησης 217 μουσουλμάνων της επαρχίας Δοϊράνης οι οποίοι βίαια εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Θράκη 201. Τον Απρίλιο του 1919 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών πληροφορούσε την Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης ότι, σύμφωνα με τη βρετανική πρεσβεία, πολλοί μουσουλμάνοι της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν καταταχθεί βίαια στον οθωμανικό στρατό κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής επιθυμούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους και σημείωνε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε αντίρρηση στην παλιννόστηση των μουσουλμάνων αυτής της κατηγορίας 202. Πράγματι, η ελληνική Ύπατη Αρμοστεία διευκόλυνε την επιστροφή των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν στρατολογηθεί κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, παρέχοντας και ένα μικρό χρηματικό βοήθημα, ενώ οι Συμμαχικές στρατιωτικές αρχές επέτρεπαν
σε
αιχμάλωτους
παλιννοστήσουν στην Ελλάδα
μουσουλμάνους 203
της
Ανατολικής
Μακεδονίας
να
. Την ίδια περίοδο οι μουσουλμάνοι βουλευτές των
νομών Δράμας και Θεσσαλονίκης με υπόμνημά τους προς την ελληνική κυβέρνηση έθεταν το ζήτημα της επανόδου των βίαια στρατολογηθέντων μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας οι οποίοι κρατούνταν αιχμάλωτοι από την Entente καθώς και εκείνων που εξόριστηκαν από την ελληνική κυβέρνηση ή τους Συμμάχους για στρατιωτικούς λόγους. Επιπλέον, οι μουσουλμάνοι βουλευτές ζητούσαν την εξασφάλιση της επιστροφής των μουσουλμάνων εκείνων που διατήρησαν την ελληνική υπηκοότητα 201
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5 ε, Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 7/20 Μαρτίου 1919, αρ. τηλ. 1479. 202 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(8), Κεντρική Υπηρεσία προς ελληνική Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 8/21 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 3102. Για το ίδιο θέμα στον ίδιο φάκελο, τηλεγράφημα του Βρετανού ύπατου αρμοστή προς Lord Granville, Κωνσταντινούπολη 13 Απριλίου 1919, αρ. 54 όπου η βρετανική άποψη η οποία συμφωνούσε με την επιστροφή των μουσουλμάνων. Σύμφωνη με την επάνοδο των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας που στρατολογήθηκαν από τον οθωμανικό στρατό ήταν και η οθωμανική κυβέρνηση, βλ. στον ίδιο φάκελο, πρεσβεία Ισπανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 26 Απριλίου 1919, αρ. 30.11 όπου συνημμένη σχετική διπλωματική νότα της Υψηλής Πύλης. Σημειώνεται ότι τη διπλωματική εκπροσώπηση των μουσουλμάνων της Ελλάδας και δη των Οθωμανών υπηκόων ανέλαβαν οι διπλωματικές αποστολές της Ισπανίας και των Κάτω Χωρών. 203 ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1919, φ. Α/5(8), Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1919, αρ. τηλ. 3518. Βλ. επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5 ε, Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 3/16 Αυγούστου 1919, αρ. τηλ. 5836 όπου αναφέρεται στην παλιννόστηση 25 μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας που ήταν αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο. Επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 88/5, Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 22 Οκτωβρίου/4 Νοεμβρίου 1921, αρ. πρ. 9941 όπου έγγραφα σχετικά με την υπόθεση παλιννόστησης 66 μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας αιχμαλώτων των Άγγλων.
111
και από το 1914 δεν μπορούσαν να επανέλθουν στις εστίες τους εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης 204. Αλλά και αργότερα, το Δεκέμβριο του 1919 ο μουφτής Δράμας Μουσά Κιαζίμ ζητούσε από τις ελληνικές αρχές να μεριμνήσουν για την παλιννόστηση των μουσουλμάνων της Δράμας που είχαν εκδιωχθεί από τους Βούλγαρους 205. Έχοντας υπ’ όψιν του τα παραπάνω δεδομένα και σταθμίζοντας τις αποφάσεις του με βάση τα κέρδη που θα προσέδιδαν στην ελληνική διπλωματία σε μια περίοδο έντονων διεργασιών για την ευόδωση των εθνικών διεκδικήσεων, ο Βενιζέλος το Μάιο του 1919 αποφάσισε την ελεύθερη επιστροφή στις εστίες και στα κτήματά τους των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας που την εγκατέλειψαν κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής 206. Για τις υπόλοιπες περιοχές και για τους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν αποδημήσει πριν από τη βουλγαρική εισβολή αποδόθηκαν τα αστικά κτήματα και τα αγροτικά που δεν ξεπερνούσαν τα 150 στρέμματα, με την προϋπόθεση ότι οι μουσουλμάνοι διατήρησαν την ελληνική υπηκοότητα, είχαν την πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα και θα επιδίδονταν αυτοπροσώπως στην καλλιέργεια των κτημάτων τους 207. Από την άλλη, η Υψηλή Πύλη προσπαθούσε να αποτρέψει την παλιννόστηση των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια διαβλέποντας τον κίνδυνο αποδυνάμωσης του μουσουλμανικού στοιχείου της Θράκης 208. Όπως αναμενόταν, η απόφαση αυτή της ελληνικής κυβέρνησης ενίσχυσε την τάση των μουσουλμάνων προς παλιννόστηση. Τον ίδιο ακριβώς ρόλο διαδραμάτισε και η
204
ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 9 υποφ. 5, «Υπόμνημα των εν τη ελληνική Βουλή βουλευτών Δράμας και Θεσσαλονίκης προς την Σεβαστήν Ελληνικήν Κυβέρνησιν», Απρίλιος 1919. Βλ. επίσης ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 371, τηλεγράφημα μουσουλμάνων βουλευτών προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 10/23 Αυγούστου 1919, αρ. τηλ. 8551. 205 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 287, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας, Αθήνα 10/23 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 9432 όπου αναφέρεται στα αιτήματα του μουφτή. Στον ίδιο φάκελο ανάλογη αίτηση μουφτή Πραβίου, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας, Αθήνα 10/23 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 9733. 206 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5 ε, Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία και αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Παρίσι 18/31 Μαΐου 1919, αρ. τηλ. 5120. 207 ΙΑΥΕ Κ.Υ. 1919, φ. Α/5(10α), Καφαντάρης προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 20 Αυγούστου/2 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8219 και Βενιζέλος προς αντιπρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό Γεωργίας, Παρίσι 11/24 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 8408. Επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), υπουργείο Γεωργίας Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και Εποικισμού προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 28 Ιουνίου/11 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 55100. 208 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5 ε, υπουργείο Στρατιωτικών Γραφείο ΙΙ Πληροφοριών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 7/20 Οκτωβρίου 1919, αρ. εμπ. πρ. 9880/ΙΙ/531 όπου συνημμένα σε μετάφραση έγγραφα της Υψηλής Πύλης προς τη Γενική Διεύθυνση Προσφύγων του υπουργείου Εσωτερικών με προτεινόμενα μέτρα για την αποτροπή της παλιννόστησης των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια.
112
απόφαση απελευθέρωσης των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν φυλακιστεί για πολιτικά αδικήματα τα οποία τελέστηκαν κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, καθώς και η ψήφιση νόμου που χορηγούσε αμνηστία πολιτικών αδικημάτων στους μουσουλμάνους της ίδιας περιοχής 209. Το ρεύμα παλιννόστησης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1919-1922, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιοριστεί αριθμητικά, αφού τα διαθέσιμα αποσπασματικά στοιχεία δεν απεικονίζουν τον πραγματικό όγκο της παλιννόστησης. Έστω όμως και από την παράθεση αυτών των αποσπασματικών αριθμητικών δεδομένων συνάγεται ότι το ρεύμα της παλιννόστησης δεν ήταν αμελητέο, ιδιαίτερα στην Ανατολική Μακεδονία. Η ελληνική Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης μέχρι το Σεπτέμβριο του 1919 διευκόλυνε την παλιννόστηση 1.300 μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας που οδηγήθηκαν από τους Βούλγαρους στη Βουλγαρία και από εκεί στη Θράκη, ενώ αναμενόταν και η παλιννόστηση επιπλέον 3.000 210. Στην Ήπειρο από τους 2.300 μουσουλμάνους που εγκατέλειψαν τις εστίες τους πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επανήλθαν μέχρι τον Ιανουάριο του 1920 μόλις 100 211. Για τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας και για την Κρήτη
εντοπίζονται
στις
αρχειακές
πηγές
κάποιες
μεμονωμένες
περιπτώσεις
παλιννόστησης 212. Ο αριθμός πάντως των παλιννοστούντων μουσουλμάνων πρέπει να 209
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6), Πολίτης προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 6/19 Οκτωβρίου 1919, αρ. τηλ. 10238. Επίσης, στον ίδιο φάκελο, Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή στη Βουλγαρία προς το Γενικό Στρατηγείο, Σόφια 13/26 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 665 όπου αναφέρεται ότι μουσουλμάνοι της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν καταφύγει στη Δυτική Θράκη μετά τη βουλγαρική υποχώρηση, αντετίθεντο στην ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα από το φόβο ότι θα διώκονταν για εγκλήματα που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής˙ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(8), πρεσβεία των Κάτω Χωρών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 18 Αυγούστου 1919, αρ. 3469 όπου συνημμένη διπλωματική νότα της Υψηλής Πύλης με την οποία ζητούσε χορήγηση αμνηστίας στους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας που στρατολογήθηκαν κατά τη βουλγαρική κατοχή και ΦΕΚ 116/24 Μαΐου 1920 νόμος 2180 «περί αμνηστίας εις μουσουλμάνους», νόμος που χορηγούσε αμνηστία στους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας για τα αδικήματα που διέπραξαν κατά τη βουλγαρική κατοχή. 210 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5 ε, Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 11/24 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 9004. 211 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 111, υποφ. 2, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς υπουργείο Εξωτερικών, Ιωάννινα 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1920, αρ. πρ. 864. Στον ίδιο φάκελο, στατιστικά στοιχεία παλιννοστούντων ανά υποδιοίκηση καθως και σχετικός πίνακας του μουφτή Ιωαννίνων για τον καζά Ιωαννίνων, σύμφωνα με τον οποίο από τους 1.461 μουσουλμάνους που μετανάστευσαν παλιννόστησαν 79. 212 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 261, Πολιτικό Γραφείο προς Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 19 Σεπτεμβρίου/2 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 8759 όπου με αφορμή την αίτηση παλιννόστησης δύο μουσουλμανικών οικογενειών από την Καστοριά το Πολιτικό Γραφείο ζητεί από την Ύπατη Αρμοστεία την αναστολή χορήγησης διαβατηρίων σε παλιννοστούντες μουσουλμάνους μέχρι το πέρας των εκλογών. Στο ίδιο αρχείο, φ. 701, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού,
113
ήταν σημαντικός, αν αναλογιστεί κανείς τα προβλήματα που προκλήθηκαν στις γαιοκτητικές σχέσεις των Νέων Χωρών, με τους ντόπιους χριστιανούς να αναγκάζονται να επιστρέψουν στους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες κτήματα που είχαν αγοράσει ενόσω διαρκούσε η απαγόρευση δικαιοπραξιών. Ανάλογο ρεύμα παλιννόστησης και πάλι υπό τις ευλογίες της ελληνικής διοίκησης συναντάται και στην περιοχή της Θράκης. Κατά την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό (Ιούλιος 1920), μουσουλμάνοι χωρικοί που είχαν στρατολογηθεί από το κίνημα του Ταγιάρ (Cafer Tayyar) 213 ή ενέχονταν κατά το παρελθόν στους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου, φοβούμενοι την αντίδραση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και των ντόπιων χριστιανών εγκατέλειψαν τις εστίες τους και ακολουθώντας τακτικές δυνάμεις του ταγιαρικού στρατού πέρασαν σε βουλγαρικό έδαφος. Η Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή στη Σόφια τους υπολόγιζε σε 25.000, ενώ κατά τον αναπληρωτή γενικό διοικητή Θράκης Κωνσταντίνο Γέραγα ανέρχονταν σε 13.000. Ωστόσο, πολύ γρήγορα οι μουσουλμάνοι αυτοί που διέφυγαν στη Βουλγαρία και είχαν εγκατασταθεί υπό άθλιες συνθήκες στη συνοριακή περιοχή Μουσταφά Πασά (Σβίλενγκραντ), επιθυμούσαν να παλιννοστήσουν στις εστίες τους, επιθυμία που έβρισκε σύμφωνη και την Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή 214. Ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Θράκη με σειρά μέτρων ανέλαβε να πείσει τους Αθήνα 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1921, αρ. εμπ. πρ. 36 όπου αντίγραφο εγγράφου της Γενικής Διοίκησης Θράκης προς τον πρωθυπουργό Γούναρη και το υπουργείο Εξωτερικών, Αδριανούπολη 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1921 σχετικά με την τάση μουσουλμανικών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη από το 1913 να παλιννοστήσουν στις εστίες τους στη Σερβία, την Αλβανία και την ελληνική Μακεδονία. Όσον αφορά την ελληνική Μακεδονία, ο γενικός διοικητής συμφωνεί με την παλιννόστηση των μουσουλμάνων αρκεί να μην είναι μαζική, ώστε να μπορέσουν οι ελληνικές αρχές στη Μακεδονία να εξασφαλίσουν την εγκατάστασή τους. 213 Cafer Tayyar Bey, διοικητής του οθωμανικού Α΄ Σώματος Στρατού, αντιπρόσωπος του Κεμάλ στη Θράκη και επικεφαλής της αποτυχημένης τουρκικής ένοπλης αντίστασης κατά την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό τον Ιούλιο του 1920. Ο Ταγιάρ αιχμαλωτίστηκε από ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις και απελευθερώθηκε αργότερα στο πλαίσιο ανταλλαγής αιχμαλώτων με την κεμαλική Τουρκία. 214 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.1, Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή στη Βουλγαρία προς την Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 700 «περί των εκ Θράκης αναχωρησάντων κατά την κατάληψιν Οθωμανών εισελθόντων εις βουλγαρικόν έδαφος»˙ Κ. Γέραγας, ό.π., σ. 47 και Κ. Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 186-187. Σε 10.000 με 15.000 υπολογίζεται στην τουρκική βιβλιογραφία ο αριθμός των μουσουλμάνων που πέρασαν τα βουλγαρικά σύνορα, βλ. Tevfik Biyiklioğlu, Trakya’da millî mücadele, I. Cilt, Άγκυρα 1992, σσ. 368-371 όπου και πληροφορίες για τον αριθμό των στρατιωτών, των αξιωματικών και του οπλισμού του Α΄ Σώματος Στρατού που κατέφυγαν σε βουλγαρικό έδαφος. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι πρόσφυγες προέρχονταν από τα χωριά της Ανατολικής Θράκης που βρίσκονταν κοντά στη Βουλγαρία, ιδιαίτερα από την επαρχία του Λαλά Πασά, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.1, Γενική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 25 Ιουλίου/7 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 81.
114
μουσουλμάνους της Θράκης να παλιννοστήσουν από τη Βουλγαρία. Τα μέτρα περιλάμβαναν παραινέσεις μέσω αποστολής κατάλληλων προσώπων στη Βουλγαρία, αλλά και μέσω του μουφτή Αδριανούπολης, υποσχέσεις για προστασία και οικονομική ενίσχυση καθώς και χορήγηση αμνηστίας σε όσους στρατολογήθηκαν παρά τη θέλησή τους από το κίνημα του Ταγιάρ υπό τον όρο να μείνουν πιστοί στο ελληνικό καθεστώς 215. Και σε αυτή την περίπτωση η ελληνική πολιτική αποσκοπούσε με την παλιννόστηση των μουσουλμάνων στην εξυπηρέτηση στόχων της εξωτερικής πολιτικής και της συναφούς προπαγάνδας καθώς και στην ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής της αραιοκατοικημένης Θράκης. Τα παραπάνω μέτρα, φαίνεται ότι πέτυχαν το στόχο τους αφού, σύμφωνα με στατιστική της Γενικής Διοίκησης Θράκης, από την κατάληψη της Θράκης
από
τον
ελληνικό
στρατό
μέχρι
το
1922
παλιννόστησαν
29.500
μουσουλμάνοι 216. Αλλά και στη Δυτική Θράκη, ο Χαρίσιος Βαμβακάς σε σημείωμά του προς τον Βενιζέλο υπογράμμιζε ότι η ελληνική διοίκηση φρόντισε για την αποκατάσταση των μουσουλμάνων που παλιννοστούσαν από την Ανατολική Θράκη ιδρύοντας στις υποδιοικήσεις επιτροπές αρωγής τους και εκδίδοντας σχετικές εγκυκλίους 217. Ωστόσο
η
παλιννόστηση
των
μουσουλμάνων
στις
Νέες
Χώρες
δεν
πραγματοποιήθηκε δίχως προβλήματα και αντιδράσεις. Ο Βενιζέλος από το Παρίσι μπορεί να διέβλεπε στο ρεύμα της παλιννόστησης διπλωματικά οφέλη και την ενίσχυση του γοήτρου της ελληνικής διοίκησης μετά το πλήγμα που δέχθηκε από τα έκτροπα εις βάρος των μουσουλμάνων κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, παρέβλεπε όμως ή αγνοούσε τα προβλήματα που προκαλούνταν στην περίθαλψη των Ελλήνων προσφύγων, αλλά και τους φόβους που διατυπώνονταν για την απειλή της εθνικής ασφάλειας. Υπό το βάρος αυτών των προβλημάτων και των φόβων η παλιννόστηση των μουσουλμάνων ανεστάλη για ορισμένα χρονικά διαστήματα.
215
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.1, Γενική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 25 Ιουλίου/7 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 81 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Ύπατη Αρμοστεία Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία και υπουργείο Στρατιωτικών, Αδριανούπολη 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1920, αρ. τηλ. 359. Τα σχέδια πάντως των διοικητικών αρχών απειλούσαν οι ενέργειες των στρατιωτικών αρχών της Θράκης που παρά τις εξαγγελίες για αμνηστία συλλάμβαναν όλους ανεξαιρέτως τους μουσουλμάνους που παλιννοστούσαν από τη Βουλγαρία. 216 Δ. Κ. Σβολόπουλος, ό.π., σ. 45. 217 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, σημείωμα Χαρίσιου Βαμβακά περί Δυτικής Θράκης προς τον Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1920.
115
Το Σεπτέμβριο του 1919 το υπουργείο Περίθαλψης πληροφορούσε το υπουργείο Εξωτερικών ότι «παλιννόστησις των μουσουλμάνων προσφύγων άνευ παλιννοστήσεως του ομογενούς πληθυσμού εις Θράκην και Μικράν Ασίαν θέλει δημιουργήσει χαώδη κατάσταση διά το καθ’ ημάς Υπουργείο, το οποίο θα βρεθεί σε αδυναμία να στεγάσει τους πολυπληθείς προσφυγικούς πληθυσμούς, ων οι πλείστοι ως γνωστόν υμίν είναι ήδη εγκατεστημένοι εις μουσουλμανικά κτήματα» 218. Ο γενικός διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας τον ίδιο μήνα ανέφερε ότι αντιμετώπιζε τρομερή έλλειψη οικιών εξαιτίας της παλιννόστησης των μουσουλμάνων και αδυνατούσε να τους εγκαταστήσει στις περιουσίες τους παρά τη μέγιστη συμπύκνωση των προσφύγων. Ο Βενιζέλος, υπό την πίεση των παραπάνω προβλημάτων, αναγκάστηκε να διατάξει την αναστολή της παλιννόστησης των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας 219. Αλλά και το 1920 οι Γενικές Διοικήσεις Δράμας και Θεσσαλονίκης αντιμετώπιζαν προβλήματα στην εγκατάσταση των καυκάσιων και πόντιων προσφύγων εξαιτίας της παλιννόστησης των μουσουλμάνων. Τελικά προκρίθηκε ως λύση να επιτραπεί η παλιννόστηση των μουσουλμάνων τα κτήματα των οποίων δεν κατέχονταν από πρόσφυγες οι οποίοι αδυνατούσαν να παλιννοστήσουν, ενώ όσον αφορά την παλιννόστηση των αστών μουσουλμάνων να επιτραπεί μόνο σε εκείνους που μπορούσαν να εξασφαλίσουν κατοικία, δεδομένης, όπως τόνιζε ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης, της αισθητής έλλειψης κατοικιών στις πόλεις 220. Σε άλλες περιπτώσεις οι ενστάσεις για την παλιννόστηση των μουσουλμάνων αφορούσαν ενδεχόμενους κινδύνους για την εθνική ασφάλεια. Έτσι, ο γενικός διοικητής Μυτιλήνης θεωρούσε ότι η επιστροφή των μουσουλμάνων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου απειλούσε την ασφάλεια των νησιών. Από την άλλη, ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Αδοσίδης ερευνώντας πληροφορίες για επικείμενο στασιαστικό κίνημα των
218
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5 ε, υπουργείο Περίθαλψης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 8/21 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 44778. 219 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5 ε, Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου1919, αρ. πρ. 20870 και πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Λονδίνο 1/14 Οκτωβρίου 1919 αρ. πρ. 9776 όπου διαβιβάζει διαταγή Βενιζέλου για αναστολή παλιννόστησης. 220 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 66, υπουργείο Γεωργίας προς Γενικές Διοικήσεις Δράμας και Θεσσαλονίκης και Διεύθυνση Εποικισμού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 14/27 Σεπτεμβρίου 1920, αρ. πρ. 88513. Στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 9/22 Σεπτεμβρίου 1920 όπου εκφράζεται η γνώμη της σχετικά με το αίτημα της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης αν θα έπρεπε να δοθεί άδεια παλιννόστησης στους μουσουλμάνους που μετανάστευσαν από τις Νέες Χώρες.
116
μουσουλμάνων της Πέλλας θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει από τους ύπατους αρμοστές Σμύρνης
και
Κωνσταντινούπολης
να
απαγορέψουν
την
παλιννόστηση
των
μουσουλμάνων 221. Αντιθέτως, ο γενικός διοικητής Κρήτης δεν διέβλεπε κανέναν κίνδυνο από την παλιννόστηση των Τουρκοκρητικών της Σμύρνης στην Κρήτη 222. Αν και ο Βαμβακάς ζητούσε την αναστολή της παλιννόστησης των μουσουλμάνων μέχρι τις εκλογές του 1920 για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας 223 και η Εφημερίς των Βαλκανίων στηλίτευε την ενίσχυση του μουσουλμανικού στοιχείου της Μακεδονίας εις βάρος του χριστιανικού 224, το ρεύμα της παλιννόστησης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών συνεχίστηκε μέχρι τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έτσι, τον Αύγουστο του 1921 ο γενικός διοικητής Θράκης πληροφορούσε το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού ότι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας, της Σερβίας και της Αλβανίας, που μετανάστευσαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους στη Θράκη, ζητούσαν την παλιννόστησή τους στις εστίες τους στα Βαλκάνια 225. 7. Μεταναστευτικά ρεύματα μουσουλμάνων από και προς τη Σερβία και τη Βουλγαρία Εκτός από τα παραπάνω μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμάνων της Ελλάδας που κατευθύνονταν κυρίως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την περίοδο 19121923 συναντώνται και μικρότερες μεταναστευτικές κινήσεις προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι μεταναστευτικές αυτές κινήσεις αφορούσαν κυρίως την κάθοδο μουσουλμάνων της Σερβίας και της Βουλγαρίας στο ελληνικό έδαφος, αλλά και τη μετανάστευση μουσουλμάνων των ελληνικών Νέων Χωρών σε σερβικές και βουλγαρικές επαρχίες. 221
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5 ε, Γενική Διοίκηση Μυτιλήνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 16/29 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 6938 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), τηλεγράφημα Αδοσίδη προς αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 18/31 Ιουλίου 1919, αρ. τηλ. 123. 222 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), Γενική Διοίκηση Κρήτης προς Κεντρική Υπηρεσία, Χανιά 19 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 95268. 223 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, υπουργείο Εσωτερικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 8/21 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 2268 όπου συνημμένο εμπιστευτικό έγγραφο της Γενικής Διοίκησης Ανατολικής Μακεδονίας. Ο Βαμβακάς τόνιζε το πολιτικό κόστος που είχε η εξασφάλιση της παλιννόστησης των μουσουλμάνων τη στιγμή που εκκρεμούσε η εγκατάσταση ομογενών προσφύγων. 224 Εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 29 Δεκεμβρίου1920/11 Ιανουαρίου 1921. 225 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 701, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1921, αρ. εμπ. πρ. 36 όπου αντίγραφο εγγράφου της Γενικής Διοίκησης Θράκης προς τον πρωθυπουργό Γούναρη και το υπουργείο Εξωτερικών, Αδριανούπολη 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1921.
117
Στη μετανάστευση μουσουλμάνων της Σερβίας και της Βουλγαρίας στο ελληνικό έδαφος την περίοδο 1913-1914 ως ενδιάμεσο σταθμό για τη μετάβασή τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε διεξοδική αναφορά προηγουμένως. Όσον αφορά τους μουσουλμάνους της Σερβίας η μεταναστευτική αυτή κινητικότητα συνεχίστηκε μέχρι και την ελληνοτουρκική Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Ο Έλληνας πρόξενος στο Μοναστήρι αναφερόμενος στις αιτίες του μεταναστευτικού ρεύματος των μουσουλμάνων της Σερβίας την περίοδο 1913-1914 σημείωνε: «Οι λόγοι της μεταναστεύσεως εισίν άλλοι δι’ έκαστον στοιχείον. Γενικώς μεν ειπείν η υπερτίμησις των του βίου ειδών, ήτις και δι’ αυτά τα της πρώτης ανάγκης ανήλθεν εις δυσθεώρητα ύψη ένεκα της εφαρμογής του λίαν καταθλιπτικού Σερβικού δασμολογίου και ήτις κατέστησε τον βίον και αυτών των άλλοτε οπωσούν ανέτως ζώντων λίαν προβληματικόν, είναι ο κύριος της μεταναστεύσεως λόγος. Αλλά διά τους Μουσουλμάνους συντρέχουσι προς εκπατρισμόν και λόγοι διαφοράς ηθών και εθίμων» 226. Το 1915 η μετανάστευση των μουσουλμάνων της Σερβίας προς την Ελλάδα και από κει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνεχίστηκε, έχοντας αιτίες τα όσα ανέφερε ο Έλληνας πρόξενος στο Μοναστήρι και επιπλέον την προσπάθεια αποφυγής της στράτευσης. Τον Ιανουάριο του 1915 οι αστυνομικές αρχές Γιαννιτσών και Μαγιαδάγ ανέφεραν ότι 750 άτομα, κυρίως μουσουλμάνοι, είχαν καταφύγει στις περιφέρειές τους από τη Σερβία φιλοξενούμενοι από τους ντόπιους μουσουλμάνους χωρικούς της περιοχής 227. Τον επόμενο μήνα ο νομάρχης Θεσσαλονίκης διαβλέποντας κινδύνους για την εθνική ασφάλεια από τη συγκέντρωση μουσουλμάνων ανυπότακτων από τη Σερβία έδωσε περισσότερα στοιχεία για τον αριθμό τους. Μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου είχαν αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη για την Κωνσταντινούπολη 1.756, άλλοι 1.500 βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη, ενώ στη Φλώρινα ο αριθμός των μουσουλμάνων φυγόστρατων της Σερβίας ανερχόταν σε 3.000 έως 4.000 228. Οι ελληνικές αρχές πάντως, φοβούμενες ότι οι μουσουλμάνοι ανυπότακτοι θα ενίσχυαν τις τάξεις των Βούλγαρων κομιτατζήδων που δρούσαν σε σερβικό έδαφος και θα επηρέαζαν 226
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, προξενείο Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Μοναστήρι 22 Απριλίου/5 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 193. 227 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. 1915/2, Ο αστυνομικός σταθμός Μαγιαδάγ (Φανός Παιονίας) προς την Αστυνομική Υποδιεύθυνση Γιαννιτσών, Μαγιαδάγ 6/19 Ιανουαρίου 1915, αρ. πρ. 30 «περί αφίξεως εκ του σερβικού εδάφους διαφόρων φυγάδων Οθωμανών και βουλγαροφώνων». Στον ίδιο φάκελο, η Αστυνομική Υποδιεύθυνση Γιαννιτσών προς την Αστυνομική Διεύθυνση Βέροιας, Γιαννιτσά 15/28 Ιανουαρίου 1915, αρ. πρ. 428 «περί καταφυγόντων εις δικαιοδοσίαν μου εκ Σερβικού εδάφους». 228 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 101, Νομαρχία Θεσσαλονίκης προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Φεβρουαρίου 1915, αρ. πρ. 1590 και 1640.
118
αρνητικά τους μουσουλμάνους της ελληνικής Μακεδονίας, αλλά και για να μην κατηγορηθούν από την Entente ότι επέτρεπαν στο οθωμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης τη διενέργεια στρατολόγησης σε ξένο έδαφος, προσπάθησαν να ανακόψουν τη διέλευση των ελληνικών συνόρων από τους μουσουλμάνους της Σερβίας 229. Αλλά και η αναζήτηση εργασίας ωθούσε το μουσουλμανικό στοιχείο της Σερβίας να περάσει τα σύνορα.
Για
παράδειγμα,
ο
εργολάβος
των
αλυκών
Κίτρους
αναζητώντας
εξειδικευμένους εργάτες ήρθε σε συμφωνία με μουσουλμάνους χωρικούς της σερβικής περιφέρειας Δοϊράνης που επιθυμούσαν να εργαστούν στην επιχείρησή του 230. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατάληψη μέρους της ελληνικής επικράτειας από ξένα στρατεύματα προκάλεσαν μεταναστευτικές κινήσεις μουσουλμάνων των ελληνικών Νέων Χωρών προς τη Σερβία, τη Βουλγαρία ακόμα και την Αλβανία. Η προσωρινή κατάληψη της περιοχής Φλώρινας-Καστοριάς τον Αύγουστο του 1916 από βουλγαρικά και γερμανικά στρατεύματα και η ανακατάληψή της από τις δυνάμεις της Entente ανάγκασαν 300 μουσουλμάνους που εξέφρασαν ανοιχτά την υποστήριξή τους σε Βούλγαρους και Γερμανούς να κατευθυνθούν βόρεια σε περιοχές που ήταν ακόμα υπό τον έλεγχο δυνάμεων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών 231. Ο γενικός διοικητής ΚοζάνηςΦλώρινας Ιωάννης Ηλιάκης σημείωνε για την παραπάνω κατηγορία προσφύγων ότι πολλοί παλιννοστούσαν βρίσκοντας όμως τα κτήματά τους κατειλημμένα από το ελληνικό Δημόσιο, ενώ πρότεινε την επιστροφή των κτημάτων τουλάχιστον σε όσους ακολούθησαν με τη βία το βουλγαρικό στρατό 232. Μουσουλμάνοι των συνοριακών περιοχών του νομού Πέλλας κατέφυγαν κατά τη διάρκεια του πολέμου σε βουλγαρικό
229
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 101, Νομαρχία Θεσσαλονίκης προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Φεβρουαρίου 1915, αρ. πρ. 1590 και 1640. Βλ. επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. 1915/2, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 17/30 Ιανουαρίου 1915, αρ. τηλ. 950. 230 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. 1915/2, υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Διεύθυνση Μεταλλείων προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 24 Απριλίου/7 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 4156. 231 ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1917, φ. Α/5(Β), Νομαρχία Φλωρίνης προς τη Διεύθυνση των Εσωτερικών, Φλώρινα 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου 1916, αρ. πρ. 112. Γενικά για τις μετακινήσεις και εκτοπίσεις πληθυσμών κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βλ. L. Hassiotis, «Forcible Relocation from Greek Macedonia during the First World War», The Salonica theatre of operations and the outcome of the Great War, Διεθνές Συνέδριο, ΙΜΧΑ-Εθνικό Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 295-308. 232 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 371, γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς τον αντιπρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίο και τον υπουργό Γεωργίας, Κοζάνη 27 Μαΐου/9 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 3702 καθώς και απάντηση του υπουργείου Γεωργίας όπου προέκρινε την απόδοση κτημάτων κατά περίπτωση, το υπουργείο Γεωργίας προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Αθήνα 6/19 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 47621.
119
έδαφος, από όπου αργότερα παλιννόστησαν 233. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με 1.200 μουσουλμάνους χωριών του Δήμου Αρχαγγέλων της Υποδιοίκησης Κιλκίς 234, ενώ 16 μουσουλμανικές οικογένειες της περιοχής του Κιλκίς ωθούμενες από τις πολεμικές επιχειρήσεις αναζήτησαν καταφύγιο βορειότερα στη Στρώμνιτσα 235. Μεγαλύτερη σε όγκο ήταν η φυγή των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας μετά την ανακατάληψή της από τον ελληνικό στρατό (Σεπτέμβριος 1918) προς τη Βουλγαρία, είτε από φόβο για τις συνέπειες που θα είχε η συνεργασία τους με το βουλγαρικό και οθωμανικό στρατό είτε γιατί εκτοπίστηκαν από τις βουλγαρικές στρατιωτικές αρχές 236. Στην Ήπειρο, από την άλλη, μουσουλμάνοι της Τσαμουριάς, μετά την αναχώρηση από την περιοχή το Σεπτέμβριο του 1917 των ιταλικών στρατευμάτων 237, μετανάστευσαν στην Αλβανία φοβούμενοι αντεκδικήσεις από τους ντόπιους χριστιανούς 238. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης σημειώθηκαν νέα μεταναστευτικά ρεύματα μουσουλμάνων από και προς τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Οι μουσουλμάνοι της Σερβίας που την περίοδο 1913-1914 είχαν μεταναστεύσει στην Ανατολική Θράκη άρχισαν να παλιννοστούν μετά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό στη Σερβία. Πολλοί από τους παραπάνω μουσουλμάνους είτε γιατί δεν μπόρεσαν να ανακτήσουν τα κτήματά τους είτε γιατί 233
Εφημ. Νέα Έδεσσα, 1/14 Νοεμβρίου 1919. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(8), οι υπογεγραμμένοι μουσουλμάνοι κάτοικοι των χωριών Ακιντζαλή (Μουριές), Καραλή (Συκαμινιά), Καρλοβασή (Κρητικά), Τσααλή (Μικρόβρυση), Μπρες (Ακρολίμνιο), Κιολεμενλή (Λιθωτό), Κάτω Γράμπας (Κάτω Σούρμενα) και Άνω Γράμπας (Άνω Σούρμενα) του Δήμου Αρχαγγέλων προς τον κ. Υποδιοικητή Κιλκίς, Ακιντζαλή 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1919. 235 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 48 υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 28 Μαΐου/10 Ιουνίου 1920, αρ. εμπ. πρ. 916/60 όπου συνημμένη έκθεση Κ. Καραμανώλη, τμηματάρχη της Γενικής Διοίκησης, αναφορικά με το ζήτημα της παλιννόστησης 987 οικογενειών των ελληνικών Νέων Χωρών, εκ των οποίων οι περισσότερες βουλγαροφώνων, που εγκαταστάθηκαν στη Στρώμνιτσα. 236 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6), Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή στη Βουλγαρία προς Γενικό Στρατηγείο, Σόφια 13/26 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 665 όπου αναφέρεται στη φυγή μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας στη Δυτική Θράκη. 237 Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις από τις 3 Ιουνίου 1917 –ημερομηνία διακήρυξης της ανεξαρτησίας της Αλβανίας από τους Ιταλούς– επεκτείνοντας τη στρατιωτική ζώνη κατοχής της Βορείου Ηπείρου κατέλαβαν τμήματα της ελληνικής Ηπείρου, ενώ στις 8 Ιουνίου κατέλαβαν τα Ιωάννινα. Ύστερα από έντονες διπλωματικές διαβουλεύσεις οι Ιταλοί αποχώρησαν το Σεπτέμβριο του 1917 από τις ελληνικές επαρχίες της Ηπείρου στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι ελληνικές αρχές της κυβέρνησης Βενιζέλου, βλ. Γ. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, Αθήνα 2000, σσ. 380-431˙ Α. ΣφήκαΘεοδοσίου, Η Ιταλία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Ελλάδα, Αθήνα 2004, σσ. 318-328 238 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1917, φ. Α/5Χ, κυβερνητικός αντιπρόσωπος Στεργιάδης προς Κεντρική Υπηρεσία, Πρέβεζα 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1917, αρ. τηλ. 6408 και Πρέβεζα 9/22 Σεπτεμβρίου 1917, αρ. τηλ. 689 όπου εκτός από τις αντεκδικήσεις αναφέρει ως αιτία μετανάστευσης και το φόβο στράτευσης. 234
120
αδυνατούσαν να βρουν εργασία, κατέφυγαν, ως Σέρβοι υπήκοοι πια, στην ελληνική Μακεδονία ή επέστρεψαν στις περιοχές της Θράκης και της Μικράς Ασίας από τις οποίες είχαν παλιννοστήσει. Από το 1921 όμως το σερβικό προξενείο Θεσσαλονίκης δημιουργούσε
προσκόμματα
στους
μουσουλμάνους
που
επιθυμούσαν
να
παλιννοστήσουν σε σερβικό έδαφος, όπως με την περίπτωση 17 μουσουλμανικών οικογενειών της Αδριανούπολης. Από την άλλη, ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης ανησυχούσε για την αύξηση των Σέρβων υπηκόων στη Μακεδονία ακόμα και στη Θράκη και τη Μικρά Ασία και ζητούσε να μην επιτρέπεται η παλιννόστηση των μουσουλμάνων στη Σερβία αν δεν είχε εξακριβωθεί η πρόθεση οριστικής εγκατάστασης και ότι η σερβική κυβέρνηση θα τους δεχόταν στο έδαφός της 239. Παράλληλα, εκτός από την παραπάνω κατηγορία, μουσουλμάνοι της Σερβίας συνέχιζαν να μεταναστεύουν σε ελληνικό έδαφος μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι, ο νομάρχης Πέλλας το 1919 έκανε λόγο για σημαντικό αριθμό μουσουλμάνων της Σερβίας που εισέρχονταν σε ελληνικό έδαφος εξαιτίας της επιστράτευσης που κήρυξε η Σερβία και μη μπορώντας να αντέξουν τη σερβική κακοδιοίκηση 240. Η συνεχιζόμενη είσοδος μουσουλμάνων της Σερβίας στην ελληνική Μακεδονία προκάλεσε το 1921 την αντίδραση του σερβικού προξενείου Θεσσαλονίκης. Ο Σέρβος γενικός πρόξενος ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποτραπεί η συνεχιζόμενη διέλευση των συνόρων από μουσουλμάνους της Σερβίας που περιφέρονταν από χωριό σε χωριό αναζητώντας εργασία 241. 239
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 92, γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου1921, αρ. πρ. 24950. Στον ίδιο φάκελο, η XIV Μεραρχία προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 4/17 Ιανουαρίου 1922 αναφορικά με τις 17 μουσουλμανικές οικογένειες από την Αδριανούπολη στις οποίες το σερβικό προξενείο αρνήθηκε την είσοδο σε σερβικό έδαφος. 240 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), νομάρχης Πέλλας προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Έδεσσα 5/18 Νοεμβρίου 1919, αρ. πρ. 145. Ο νομάρχης ανέλαβε την περίθαλψή τους και τους εξασφάλισε εργασία. Τον ίδιο μήνα με την έκθεση του νομάρχη Πέλλας, ο στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης-Πέλλας ανέφερε ότι εξαιτίας της επιστράτευσης στη Σερβία και σοβαρών γεγονότων στο Μοναστήρι, Σέρβοι υπήκοοι προσπαθούσαν να εισέλθουν σε ελληνικό έδαφος χωρίς να έχουν διαβατήρια, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 230, κρυπτογραφικό τηλεγράφημα του στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς υπουργείο Στρατιωτικών, Γενικό Στρατηγείο και Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Θεσσαλονίκη 16/29 Νοεμβρίου 1919, αρ. πρ. 4586. Επίσης, στον ίδιο φάκελο, γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς τον γενικό πρόξενο του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, Θεσσαλονίκη 3/16 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 738, όπου πληροφορούσε τον πρόξενο ότι δόθηκαν διαταγές να μην επιτρέπεται η είσοδος σε ελληνικό έδαφος όσων δεν είχαν κανονικά διαβατήρια. 241 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 92, Γενικό Προξενείο του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων προς το γενικό διοικητή Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Θεσσαλονίκη 13/26 Ιουνίου 1921, αρ. πρ. 1297 και Γενική
121
Στην πλευρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, Πομάκοι της Βουλγαρίας κυρίως της περιοχής του Άρδα και του Νευροκοπίου την περίοδο 1919-1920 εξαιτίας βουλγαρικών διώξεων περνούσαν σε ελληνικό έδαφος ενθαρρημένοι και από τις ελληνικές αρχές που χρησιμοποιούσαν το γεγονός για προπαγανδιστικούς λόγους 242. Αντίστροφη μεταναστευτική κίνηση σημειώθηκε, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στην Ανατολική Θράκη με την είσοδο του ελληνικού στρατού, όταν 25.000 μουσουλμάνοι διέφυγαν σε βουλγαρικό έδαφος από όπου όμως γρήγορα παλιννόστησαν. Παράλληλα, 15.000 μουσουλμάνοι της Ανατολικής Θράκης μετανάστευσαν την περίοδο 1920-1922 στην Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με στοιχεία της τουρκικής πλευράς τα οποία αμφισβητούνταν από τις ελληνικές αρχές 243. Από την άλλη, οι μουσουλμάνοι των βουλγαρικών εδαφών που μετανάστευσαν στη Θράκη την περίοδο 1913-1914, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους των σερβικών εδαφών, παλιννόστησαν σε πολύ μικρούς αριθμούς στις εστίες τους στη Βουλγαρία, αφού αντιμετώπιζαν την άρνηση των βουλγαρικών αρχών να τους επιτρέψουν την εγκατάσταση στη Βουλγαρία, όπως τουλάχιστον διατεινόταν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών 244. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ελληνοτουρκική Ανταλλαγή των Πληθυσμών επηρέασαν και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς κυρίως της Σερβίας αλλά και της Βουλγαρίας. Μουσουλμάνοι της Σερβίας περνούσαν το 1923 σε ελληνικό έδαφος προσπαθώντας να μεταναστεύσουν στην Τουρκία υπό τους όρους της Σύμβασης της
Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς Γενικό Προξενείο Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, Θεσσαλονίκη 8/21 Ιουνίου 1921, αρ. πρ. 12151. Ο πρόξενος διαμαρτυρήθηκε επίσης για το γεγονός ότι ο μουφτής Φλώρινας εφοδίαζε τους μουσουλμάνους από τη Σερβία με πιστοποιητικά ταυτότητας. 242 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 23 (υπουργείο Εξωτερικών), Διομήδης προς Βενιζέλο, Αθήνα 4/17 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 8179 όπου ανακοινώνει τηλεγράφημα στρατηγού Παρασκευόπουλου για την είσοδο σε ελληνικό έδαφος Πομάκων της περιφέρειας Νευροκοπίου. Αναλυτικά για το ζήτημα αυτό βλ. Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, «Οι διαθέσεις των Πομάκων της Δυτικής Θράκης 1918-1923», Θρακική Εστία, 9 (1992-1994), 19-28. Για την προπαγανδιστική χρησιμότητα του μεταναστευτικού αυτού ρεύματος βλ. κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων για την ελληνική προπαγάνδα την περίοδο 1912-1923». 243 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 33 (υπουργείο Εξωτερικών), Note concerning the further negotiations for an exchange of populations between Greece and Turkey, χ.χ., όπου παρατίθενται σχετικά στοιχεία του Hamdi Bey, υπεύθυνου του τουρκικού κράτους για τους πρόσφυγες. Βλ. επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 47 υποφ. 1, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 7/20 Σεπτεμβρίου 1921, αρ. πρ. 6519/ΙΙ όπου συνημμένη διπλωματική νότα της Υψηλής Πύλης υπ. αρ. 29797/481 της 31ης Αυγούστου 1921 στην οποία διαμαρτυρόταν ότι οι ελληνικές αρχές ανάγκαζαν τους μουσουλμάνους της Θράκης σε μετανάστευση. Στον ίδιο φάκελο, διαψεύσεις των παραπάνω ισχυρισμών από τις ελληνικές στρατιωτικές και πολιτικές αρχές της Θράκης. 244 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 4, υποφ. 2, σημείωμα του υπουργείου Εξωτερικών με στοιχεία για διάψευση των ισχυρισμών ότι οι ελληνικές αρχές εξανάγκαζαν μουσουλμάνους και Βούλγαρους της Θράκης σε μετανάστευση.
122
Λωζάννης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών και να επωφεληθούν έτσι από τη χορήγηση στους μουσουλμάνους ανταλλάξιμους κτημάτων και οικιών στην Τουρκία. Οι τουρκικές αρχές ωστόσο αρνούνταν να δεχτούν τους πρόσφυγες από τη Σερβία οι οποίοι συγκεντρώνονταν στη Θεσσαλονίκη, επιτείνοντας έτσι για τις ελληνικές αρχές τα προβλήματα στέγασης και περίθαλψης των προσφύγων. Μπροστά στις αντιδράσεις της τουρκικής Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών που αρνούνταν να δεχτεί πρόσφυγες άλλων περιοχών εκτός αυτών που όριζε η σύμβαση, η ελληνική κυβέρνηση διέταξε τις ελληνικές διπλωματικές αποστολές στη Γιουγκοσλαβία να μη θεωρούν διαβατήρια εισόδου σε ελληνικό έδαφος αν δεν είχαν τη διαβεβαίωση της Τουρκίας ότι θα τους δεχόταν στο έδαφός της 245. Στα
ελληνοβουλγαρικά
σύνορα
μουσουλμάνοι
χωρικοί
των
ελληνικών
παραμεθόριων περιοχών διέφυγαν σε βουλγαρικό έδαφος έχοντας τη συνδρομή ομάδων Βούλγαρων κομιτατζήδων. Έτσι, ολόκληρος ο πληθυσμός του χωριού Πότσεν (συνοικισμός κοινότητας Μαυροχωρίου Δράμας) πέρασε στο βουλγαρικό έδαφος, ενώ Πομάκοι του Μοναστιρτζίκ (Εκκλησάκι Δράμας) επιτέθηκαν σε ελληνικό συνοριακό φυλάκιο για να διευκολύνουν τη διέλευση των συνόρων από συγχωριανούς τους. Ανάλογες επιθέσεις με τον ίδιο σκοπό σημειώθηκαν από Πομάκους των βουλγαρικών εδαφών και ομάδες κομιτατζήδων 246. Παράλληλα, οι αστυνομικές αρχές της Δράμας συνέλαβαν μουσουλμάνους που υποκινούσαν συμπατριώτες τους να διαφύγουν σε βουλγαρικό έδαφος, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών ζητούσε από το νομάρχη Δράμας να λάβει κάθε μέτρο ώστε να περιορίσει τη μετανάστευση των μουσουλμάνων στη Βουλγαρία 247. Την ίδια εποχή μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης επιχειρούσαν να
245
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 2, Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Βελιγραδίου, Αθήνα 14 Δεκεμβρίου 1923, αρ. πρ. 11827. Επίσης, ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 2 υποφ. 1, η τουρκική αντιπροσωπεία στη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών προς τον πρόεδρο της ελληνικής επιτροπής, Αθήνα 6 Δεκεμβρίου 1923. Πρβλ St. Ladas, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, Νέα Υόρκη 1932, σ. 428. 246 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 3, υπουργείο Στρατιωτικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 9 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 14943/2986. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 724, υπουργείο Στρατιωτικών Επιτελική Υπηρεσία τμήμα κρυπτογραφικό προς τον αρχηγό της Επαναστάσεως και πρόεδρο της Κυβερνήσεως, Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. εμπ. πρ. 8117/1 όπου συνημμένο τηλεγράφημα διοικητή Χωροφυλακής Δράμας στο οποίο αναφέρεται ότι όλοι οι κάτοικοι του χωριού Καϊνζάλ (Αντίλαλος) αποδήμησαν στη Βουλγαρία βοηθούμενοι από συμμορία κομιτατζήδων που αιχμαλώτισαν τους άνδρες του στρατιωτικού φυλακίου. 247 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Ζυρνόβου προς τη Διοίκηση Χωροφυλακής Δράμας, Ζύρνοβο (Κάτω Νευροκόπι) 21 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 236/1. Επίσης, ΙΑΥΕ,
123
περάσουν σε τουρκικό έδαφος, γεγονός που μαζί με τη μετανάστευση στη Βουλγαρία αποδίδονταν από τον υπουργό Στρατιωτικών Θεόδωρο Μανέτα σε τουρκική προπαγάνδα η οποία είχε στόχο να δημιουργήσει εμπόδια στη διαδικασία Ανταλλαγής των Πληθυσμών και αφορμές για αντίποινα στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης 248. Ο νομάρχης Έβρου είχε πάντως διαφορετική άποψη και απέδιδε στην πλήρη εξαθλίωσή τους την επιθυμία των μουσουλμάνων του νομού του να περάσουν στην αντίπερα όχθη του ποταμού Έβρου 249. Η Τουρκία, από την πλευρά της, κατηγορούσε τις ελληνικές αρχές της Θράκης για πολιτική διώξεων εις βάρος των μουσουλμάνων και εξαναγκασμού τους σε μετανάστευση 250. Η τελευταία, μαζικότερη και οριστική αυτή τη φορά μεταναστευτική κίνηση των μουσουλμάνων της Μακεδονίας, των νησιών του Αιγαίου και εν μέρει της Ηπείρου ήταν απόρροια της ελληνοτουρκικής Σύμβασης περί
Ανταλλαγής των Πληθυσμών που
υπογράφηκε στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου του 1923. Υπό τους όρους της Σύμβασης από το 1923 μέχρι το 1925 περίπου 360.000 μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν τις παραπάνω περιοχές της Ελλάδας 251 και εγκαταστάθηκαν εκόντες-άκοντες στην Τουρκία, θύματα μιας πολιτικής εθνοκάθαρσης που πραγματοποιήθηκε με τη συναίνεση και των δύο κρατών και περιβλήθηκε με τη νομιμότητα μιας διεθνούς συνθήκης. Θύματα ακόμη της πολιτικής αντίληψης ότι ο διωγμός τού εθνικά-θρησκευτικά άλλου και η εθνική ομοιογένεια στο πλαίσιο του εθνικού κράτους αποτελούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ειρήνη, τη σταθερότητα και την κοινωνική πρόοδο. Επέτρεπαν όμως οι δραματικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή σε Ελλάδα και ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 3, Κεντρική Υπηρεσία προς νομάρχη Δράμας, Αθήνα 19 Νοεμβρίου/2 Δεκεμβρίου 1923, αρ. τηλ. 11506. 248 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 3, υπουργείο Στρατιωτικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 9/22 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 14943/2986. Στο ίδιο έγγραφο γίνεται αναφορά για τη σύλληψη 44 μουσουλμάνων που προσπάθησαν να διαφύγουν στην Τουρκία καθώς και για μετανάστευση των μουσουλμάνων της Μακεδονίας και των νησιών στη Δυτική Θράκη ώστε να αποφύγουν την Ανταλλαγή. 249 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 724, υπουργείο Στρατιωτικών Επιτελική Υπηρεσία τμήμα κρυπτογραφικό προς τον Αρχηγό της Επαναστάσεως και πρόεδρο της Κυβερνήσεως, Αθήνα 3 Οκτωβρίου 1923, αρ.πρ.14219 όπου συνημμένο τηλεγράφημα του νομάρχη Έβρου. 250 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 3, τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προς πρεσβεία των Κάτω Χωρών στην Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντινούπολη 5 Δεκεμβρίου 1923, αρ. 852-45 και 29 Νοεμβρίου 1923, αρ. 693-34. Την ίδια περίοδο ο τουρκικός Τύπος έκανε λόγο για πνιγμό 300 μουσουλμάνων στην προσπάθειά τους να περάσουν τον Έβρο, βλ. στον ίδιο φάκελο, σχετική διάψευση από τη Γενική Διοίκηση Θράκης και τη μουσουλμανική κοινότητα Αλεξανδρούπολης. 251 Stephen P. Ladas, ό.π., σσ. 438-439.
124
Τουρκία μια διαφορετική λύση από τους πολιτικούς ηγέτες των δύο χωρών, μια πιο ψύχραιμη, πιο «ανθρώπινη» αντιμετώπιση ή το μέτρο της ανταλλαγής ήταν η μόνη ενδεδειγμένη λύση;
125
ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΤΟ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
126
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδας: α) οι διεθνείς συνθήκες, β) η νομική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος Η προστασία των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας απασχόλησε το ελληνικό κράτος ήδη με την ίδρυσή του, αφού το Πρωτόκολλο του Λονδίνου «Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» (22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830) περιείχε όρους που αφορούσαν την προστασία της ασφάλειας των μουσουλμάνων και το δικαίωμα της διατήρησης της περιουσίας τους 1. Όσον αφορά την περίοδο που πραγματεύεται η διατριβή, θα δοθεί βάρος στις διεθνείς υποχρεώσεις που ανέλαβε η Ελλάδα για την προστασία των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας και κατά πόσο νομικές πρωτοβουλίες και άλλες πρακτικές της ελληνικής διοίκησης συμβάδιζαν ή αντέβαιναν με τις υποχρεώσεις αυτές. Δύο ήταν οι βασικές συνθήκες που παρείχαν μειονοτικά δικαιώματα στο μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας: η Σύμβαση των Αθηνών που υπογράφηκε στις 1/14 Νοεμβρίου 1913 και η Συνθήκη των Σεβρών «περί προστασίας των Εθνικών κ.λπ. Μειονοτήτων» που υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920. Οι μειονοτικοί όροι της Συνθήκης της Λωζάννης και η εφαρμογή τους δεν αναλύονται. Δεν εντάσσονται στα χρονικά όρια της διατριβής εφόσον άρχισαν να ισχύουν από τον Αύγουστο του 1924.
1
Τα δικαιώματα διατήρησης της περιουσίας καθώς και τα ιδιωτικά δικαιώματα επί βακουφικών κτημάτων (επικαρπία, κληρονομικό δικαίωμα διαχείρισης) χορηγούνταν μόνο στις περιοχές που τελούσαν υπό οθωμανική εξουσία και θα εντάσσονταν στα όρια του ελληνικού κράτους (Εύβοια, Αττική, Φθιώτιδα), βλ. Σ. Μηναΐδης, Η Θρησκευτική Ελευθερία των Μουσουλμάνων στην Ελληνική Έννομη Τάξη, Αθήνα 1990, σσ. 34-35. Για το μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας και τη νομική προστασία των δικαιωμάτων του από την έναρξη της Επανάστασης έως τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης βλ. P. Konortas, Les musulmans en Grèce entre 1821 et 1912, École des Hautes Études en Sciences Sociales, Παρίσι 1980, σσ. 7-31.
127
1. Όροι μειονοτικής προστασίας του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας την περίοδο 1881-1912 Προτού γίνει αναφορά στις παραπάνω συνθήκες κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστούν οι όροι μειονοτικής προστασίας της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης (20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881) «περί προσαρτήσεως της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου στην Ελλάδα» για το λόγο ότι η συγκεκριμένη σύμβαση θέσπιζε για πρώτη φορά ειδικό καθεστώς μειονοτικής προστασίας και επιπλέον λειτούργησε ως πρότυπο τόσο για τα προβλήματα που αντιμετώπισε η ελληνική διοίκηση μέχρι την επικύρωση της Σύμβασης των Αθηνών όσο και για τις διαπραγματεύσεις και την τελική διαμόρφωση του κειμένου της ίδιας σύμβασης. Τα άρθρα, λοιπόν, της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης παρείχαν στους κατοίκους των παραχωρούμενων στην Ελλάδα εδαφών προστασία της ζωής, της τιμής, της θρησκείας και των εθίμων τους και ισότητα αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων με τους εκ γενετής υπηκόους Έλληνες (άρθρο 3). Ειδικότερα, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των μουσουλμάνων της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας κατοχυρώνονταν με το άρθρο 8 της σύμβασης. Το συγκεκριμένο άρθρο εξασφάλιζε την ελευθερία της μουσουλμανικής θρησκείας και λατρείας, την αυτονομία και τον ιεραρχικό οργανισμό των μουσουλμανικών κοινοτήτων καθώς και τη διοίκηση των περιουσιών και των κτημάτων τους. Προέβλεπε, επίσης, ότι δεν μπορούσε να τεθεί κανένα εμπόδιο στις σχέσεις των κοινοτήτων με τους πνευματικούς αρχηγούς τους και αναγνώριζε τη συνέχιση της λειτουργίας των τοπικών θρησκευτικών δικαστηρίων (Σερή) με δικαιοδοσία σε καθαρά θρησκευτικές υποθέσεις. Τα άρθρα 4 και 6 της σύμβασης καθόριζαν το καθεστώς της μουσουλμανικής έγγειας ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 υποχρέωνε την Ελλάδα να αναγνωρίσει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε γαίες ή ακίνητα, «κατεχομένων υπό ιδιωτών ή κοινοτήτων, δυνάμει φιρμανιών, χοτζετιών, ταπίων καί άλλων τίτλων ή δυνάμει των Οθωμανικών νόμων», καθώς επίσης και τους τίτλους ιδιοκτησίας επί βακουφικών κτημάτων που χρησίμευαν στη συντήρηση τζαμιών, σχολείων και διαφόρων ευαγών ιδρυμάτων. Το άρθρο 6 παγίωνε μάλιστα ακόμη περισσότερο το πριν από το 1881 γαιοκτητικό καθεστώς ορίζοντας ότι απαλλοτρίωση κτημάτων μπορούσε να γίνει μόνο για λόγους δημόσιας ανάγκης και ύστερα από τη
128
χορήγηση της νόμιμης αποζημίωσης. Επιπλέον, απαγόρευε τον εξαναγκασμό παραχώρησης μέρους ενός κτήματος στους καλλιεργητές ή σε τρίτους και προέβλεπε ότι καμία τροποποίηση δεν θα μπορούσε να γίνει στις σχέσεις ιδιοκτητών και καλλιεργητών παρά μόνο με νόμο που θα είχε εφαρμογή σε ολόκληρο το ελληνικό βασίλειο. Οι όροι της σύμβασης ενσωματώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία με τους εκτελεστικούς νόμους ΑΛΗ΄ της 22ας Ιουνίου 1882 «περί πνευματικών Αρχηγών των Μωαμεθανικών Κοινοτήτων» και ΑΡΠΓ΄ της 17ης Αυγούστου 1884 «περί διαχειρίσεως των εν ταις προσαρτηθείσαις επαρχίαις βακουφίων, δωρεών και κληροδοτημάτων» 2. Ο πρώτος νόμος καθόριζε τις αρμοδιότητες του μουφτή και τον τρόπο εκλογής του. Σύμφωνα με αυτόν, αναγνωρίστηκαν μουφτήδες με έδρες τη Λάρισα, τα Φάρσαλα, τα Τρίκαλα και το Βόλο. Οι μουφτήδες που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι υποδεικνύονταν από τις μουσουλμανικές κοινότητες, αλλά διορίζονταν με βασιλικό διάταγμα ύστερα από πρόταση των υπουργείων Εκκλησιαστικών-Δημόσιας Εκπαίδευσης και Δικαιοσύνης. Αν και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης έκανε λόγο για συνέχιση της λειτουργίας των ιερών δικαστηρίων, ο νόμος ΑΛΗ΄ δεν αναγνώριζε το θεσμό του ιεροδίκη, αλλά μόνο του μουφτή, στον οποίο χορηγούσε γνωμοδοτικές αρμοδιότητες σε ζητήματα: «θρησκευτικού, κληρονομικού ή του οικογενειακού των Μωαμεθανών δικαίου». Επιπλέον, ο ίδιος νόμος χορηγούσε στους μουφτήδες το δικαίωμα να εκδίδουν τις άδειες γάμου, να προεδρεύουν στα οικογενειακά συμβούλια των μουσουλμάνων, να ελέγχουν την κινητή και ακίνητη περιουσία των θρησκευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, να διορίζουν και να παύουν τους διαχειριστές των ιδρυμάτων αυτών και να προεδρεύουν στις εφορευτικές σχολικές επιτροπές. Όσον αφορά τα βακούφια 3, μια σειρά νόμων του ελληνικού κράτους καθόριζαν ότι τη διαχείριση και διοίκηση των βακουφιών των οποίων οι
αγαθοεργοί
σκοποί
κατέστησαν
ανενεργοί
αναλάμβανε
ειδική
επιτροπή
μουσουλμάνων. Το ελληνικό κράτος επόπτευε τη διαχείριση των βακουφιών μέσω του νομάρχη της περιοχής στην οποία βρισκόταν το βακούφι 4. 2
Νόμος ο οποίος τροποποιήθηκε από το βασιλικό διάταγμα της 12ης Φεβρουαρίου 1885, το νόμο ΑΨΣΤ΄ της 5ης Φεβρουαρίου 1889 και το νόμο ΑΣΤΝΑ΄ της 2ας Απριλίου 1891. 3 Διηνεκής παραχώρηση της επικαρπίας κτήματος ή άλλων πόρων για σκοπούς θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς. 4 Για τους όρους μειονοτικής προστασίας της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, τους σχετικούς εκτελεστικούς νόμους και για σχόλια για τα παραπάνω νομικά κείμενα βλ. Σ. Μηναΐδης, ό.π., σσ. 36-39˙ Ν. Ελευθεριάδης, Οι μουσουλμάνοι εν Ελλάδι, εν Αθήναις 1913˙ P. Konortas, Les musulmans, σσ. 36-40. Ειδικότερα για τις αρμοδιότητες του μουφτή, τα βακούφια και για τις μουσουλμανικές κοινότητες βλ. Κ.
129
Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και οι εκτελεστικοί νόμοι της δημούργησαν για πρώτη φόρα στην Ελλάδα ένα νομικό καθεστώς προστασίας μειονοτικού πληθυσμού. Το καθεστώς όμως αυτό ήταν αιτία να ανακύψουν διάφορα νομικά και κοινωνικά προβλήματα. Το γεγονός ότι η σύμβαση απαγόρευε την τροποποίηση των σχέσεων ιδιοκτητών και καλλιεργητών και το ότι η Ελλάδα αναγνώρισε τα περιορισμένης μορφής ιδιωτικά δικαιώματα επί των τέως οθωμανικών γαιών σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την επίλυση του αγροτικού ζητήματος της Θεσσαλίας, διατηρώντας το καθεστώς των επίμορτων καλλιεργητών για τους χριστιανούς αγρότες 5. Νομικά προβλήματα προέκυψαν επίσης, εκτός από την αντικατάσταση του οθωμανικού δικαίου που καθόριζε τις γαιοκτητικές σχέσεις με το αντίστοιχο ελληνικό, και από τη συνύπαρξη του ισλαμικού δικαίου επί οικογενειακών και κληρονομικών σχέσεων με τη σχετική ελληνική νομολογία και το Σύνταγμα, ενώ ερωτήματα γεννούσε και η ύπαρξη των μουσουλμανικών κοινοτήτων που οργανώνονταν με βάση τα οθωμανικά πρότυπα των μιλλέτ εντός του ελληνικού κράτους που υιοθετούσε ένα πιο σύγχρονο σύστημα κρατικής και κοινωνικής οργάνωσης. Αλλά και στο πλαίσιο της Κρητικής Πολιτείας (1897-1912), ύστερα βέβαια από την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, παρέχονταν νομικές εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των μουσουλμάνων του νησιού. Έτσι, τα άρθρα 7, 8 και 10 του Κρητικού Συντάγματος του 1899 εξασφάλισαν την ανεξιθρησκία και την ισότητα όλων των Κρητών ενώπιον του νόμου. Οι οικογενειακές σχέσεις των μουσουλμάνων καθορίζονταν με βάση το ισλαμικό δίκαιο (άρθρο 93), ενώ αναγνωριζόταν και η λειτουργία ιεροδικείων στην Κρήτη, οι αρμοδιότητες των οποίων καθορίζονταν από το άρθρο 92 του Κρητικού Συντάγματος. Το άρθρο 107 καθόριζε το καθεστώς των βακουφιών, ενώ άλλα άρθρα του Συντάγματος του 1899 και της αναθεώρησης του συνταγματικού χάρτη της Κρητικής Πολιτείας του 1907 προσδιόριζαν τον τρόπο εκλογής των μουφτήδων, οι οποίοι υποδεικνύονταν από τις μουσουλμανικές δημογεροντίες, που Τσιτσελίκης, «Η θέση του μουφτή στην ελληνική έννομη τάξη», Δ. Χριστόπουλος (επιμ.), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, Αθήνα 1999, σσ. 276-277 και 286-287˙ Γ. Ροδόπουλος, Περί θρησκευτικής ανεξαρτησίας των μουσουλμάνων και περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των οθωμανικών βακουφίων εν Ελλάδι, εν Αθήναις 1913˙ Γ. Παπαθανασίου, «Περί της διοικήσεως των εν ταις νεωστί προσαρτηθείσαις χώραις βακουφίων», Θέμις, έτος ΚΗ΄ (1917), 111-112 και 125-128. 5 Για το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία και το πώς συνέβαλε στην όξυνσή του η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης βλ. Αγγ. Σφήκα-Θεοδοσίου, Η προσάρτηση της Θεσσαλίας. Η πρώτη φάση στην ενσωμάτωση μιας ελληνικής επαρχίας στο ελληνικό κράτος (1881-1885), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 101-111.
130
είχαν παράλληλα στη δικαιοδοσία τους και τη διοίκηση των θρησκευτικών ιδρυμάτων της περιφέρειας κάθε ιεροδικείου 6. Το ιδιαίτερο καθεστώς των μουσουλμάνων της Κρήτης διατηρήθηκε και μετά την ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα. Έτσι, άρθρα του νόμου 2345 «περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω Κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων» του Ιουλίου του 1920, στον οποίο θα γίνει διεξοδική αναφορά παρακάτω, δεν είχαν εφαρμογή στην Κρήτη, αλλά ίσχυαν οι αντίστοιχοι νόμοι της Κρητικής Πολιτείας 7. Οι νόμοι της Κρητικής Πολιτείας που αφορούσαν τη θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού λειτούργησαν ως παράδειγμα για τις αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους μετά το 1913, χρησιμοποιήθηκαν το 1919 στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι ως απόδειξη της προοδευτικής πολιτικής της Ελλάδας απέναντι στους μουσουλμάνους 8, ενώ σίγουρα θα επηρέασαν τις προσωπικές αντιλήψεις και τις πολιτικές επιλογές του Ελευθέριου Βενιζέλου –ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας– στο ζήτημα της μειονοτικής πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων την περίοδο 1913-1920.
6
Για το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Κρήτης βλ. Ν. Ελευθεριάδης, Οι μουσουλμάνοι, σσ. 6-7, 16-17 και 35 -36˙ A. Popovic, L'Islam Balkanique. Les musulmans du sud-est européen dans la période post-ottomane, Βερολίνο 1986, σ. 128˙ P. Konortas, Les musulmans, σσ. 40-49 και Κ. Τσιτσελίκης, «Μουσουλμανικές κοινότητες στην Ελλάδα πριν και μετά το 1923: Δικαιικές συνέχειες και ιδεολογικές ασυνέπειες», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 371-372. 7 ΦΕΚ 148/3 Ιουλίου 1920 όπου το άρθρο 15 του νόμου 2345 εξαιρεί την Κρήτη από την εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων. Διατηρήθηκε επίσης και ο θεσμός των δημογεροντιών στην Κρήτη, ο οποίος δεν συναντιόταν στις υπόλοιπες μουσουλμανικές κοινότητες των Νέων Χωρών, βλ. για παράδειγμα το νόμο 2344 «περί των εν Κρήτη Μουσουλμανικών Δημογεροντιών», ΦΕΚ 148/3 Ιουλίου 1920. Τη διατήρηση βέβαια του ιδιαίτερου καθεστώτος των μουσουλμάνων της Κρήτης επιθυμούσαν και οι μουσουλμανικές δημογεροντίες του νησιού, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 313, πρόεδρος μουσουλμανικής δημογεροντίας Λασιθίου Μεχμέτ Χατζηβραϊμάκης προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Ιεράπετρα 25 Μαΐου/7 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 5317. 8 Βλ. κατ. σ. 158.
131
2. Η Σύμβαση των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913) Το ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων εθνικών, γλωσσικών και θρησκευτικών μειονοτήτων στην περιοχή της χερσονήσου του Αίμου τέθηκε πιο έντονα με τον τερματισμό των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Οι Συνθήκες του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου διαμόρφωσαν τα σύνορα των βαλκανικών κρατών, εντός των οποίων όμως διέμεναν ισχυρές πληθυσμιακά μειονοτικές ομάδες. Ιδιαίτερα η Ελλάδα ερχόταν αντιμέτωπη για πρώτη φορά με το πρόβλημα της διοίκησης ενός τόσο πολυπληθούς μειονοτικού πληθυσμού. Στις προθέσεις πάντως της ελληνικής διοίκησης από τις πρώτες μέρες της κατάληψης των Νέων Χωρών ήταν ο σεβασμός των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των μη ελληνικών πληθυσμών 9, έστω και αν αυτές αναιρούνταν πολλές φορές από πρακτικές και ενέργειες των αρχών. Πέρα από τις προθέσεις, σε επίπεδο νομικών υποχρεώσεων για την προστασία των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας η Ελλάδα ανέλαβε σχετικές δεσμεύσεις ήδη από το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό (26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1912). Συγκεκριμένα, στο άρθρο 5 του προσαρτήματος του πρωτοκόλλου παράδοσης της Θεσσαλονίκης αναφερόταν ότι λαμβανόταν φροντίδα για το σεβασμό των παραδόσεων, των ηθών και εθίμων και της θρησκευτικής λατρείας των κατοίκων της πόλης, ενώ τα θρησκευτικά δικαστήρια όλων των θρησκευμάτων θα συνέχιζαν να λειτουργούν 10. Οι Συνθήκες του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913) και του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913) που τερμάτιζαν τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους δεν περιείχαν όρους μειονοτικής προστασίας του μουσουλμανικού πληθυσμού των ελληνικών Νέων Χωρών, έστω και αν σχετικές συζητήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου, κατά τις οποίες οι Οθωμανοί πληρεξούσιοι πρότειναν τη σύναψη πρωτοκόλλου που θα αφορούσε τη θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων των
9
Βλ. για παράδειγμα έγγραφο του αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης στη Μακεδονία Κ. Ρακτιβάν στο οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά: «Παρά των πολιτών των διαφόρων εθνοτήτων, και εν συνόλω και κατ’ ιδίαν, ειλικρινή σύμπτωσιν, αμοιβαίον σεβασμόν και ομόνοιαν, εν τη πεποιθήσει ότι υπό το νέον ελεύθερον καθεστώς ουδείς δύναται να πλεονεκτή του άλλου, αλλά πλήρης κρατεί ισότης και δικαιοσύνη», Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας (1912-1913), Θεσσαλονίκη 1951, σ. 17. 10 Κρώφορδ Πράις, Οι Βαλκανικοί Αγώνες. Πολιτική και Στρατιωτική Ιστορία των εν Μακεδονία Βαλκανικών Πολέμων, Αθήναι 1915, σ. 108.
132
περιοχών που έχανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο 11. Η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών της μουσουλμανικής μειονότητας του ελληνικού κράτους παγιώθηκε νομικά σε επίπεδο διεθνούς συνθήκης με την υπογραφή στις 1/14 Νοεμβρίου 1913 της Σύμβασης των Αθηνών «περί ειρήνης» που τερμάτιζε το εμπόλεμο καθεστώς μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο χώρες για τη σύναψη ειρήνης ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1913 και πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη. Ανέκυψαν πολλές και αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές, με βασικότερη την άρνηση της Υψηλής Πύλης να δεχτεί την προσάρτηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Όσον αφορά το καθεστώς μειονοτικής προστασίας των μουσουλμάνων της Ελλάδας, οι δύο αντιπροσωπείες διαφωνούσαν κυρίως σε ζητήματα ιθαγένειας, βακουφιών και δικαιωμάτων έγγειας ιδιοκτησίας. Η οθωμανική πλευρά θέλοντας να περιορίσει τον αριθμό των Ελλήνων υπηκόων απέρριπτε την ελληνική πρόταση για δικαίωμα επιλογής οθωμανικής ή ελληνικής υπηκοότητας στους κατοίκους που κατάγονταν από τις περιοχές που προσάρτησε η Ελλάδα και οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τα βακούφια και τα δικαιώματα έγγειας ιδιοκτησίας οι Οθωμανοί πληρεξούσιοι πρότειναν την επανάληψη των σχετικών άρθρων της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του 1881. Η ελληνική πλευρά ωστόσο δεν δεχόταν να συμπεριληφθούν αυτούσια στο κείμενο της συνθήκης τα άρθρα 4, 6 και 8 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης θεωρώντας, σύμφωνα με το γενικό διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών, ότι υπήρχε κίνδυνος να επαναληφθούν τα προβλήματα στον έλεγχο του γαιοκτητικού καθεστώτος που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος στη 11
Οι Οθωμανοί πληρεξούσιοι πρότειναν να ενσωματωθεί στη συνθήκη το ακόλουθο άρθρο: «Η ελευθερία και η εξωτερική εξάσκησις της λατρείας και τα έθιμα και οι θρησκευτικοί θεσμοί των Μουσουλμάνων έσονται σεβαστά, ουδέν δε κώλυμα παρεμβληθήσεται εν ταις υφισταμέναις σχέσεσιν αυτών μετά των θρησκευτικών αυτών αρχηγών, των εξαρτωμένων από του εν Κων/πόλει Σεΐχ-ουλ-Ισλαμάτου. Τα δε του ιερού δικαίου δικαστήρια εξακολουθήσουσιν ασκούντα την εαυτών δικαιοδοσίαν επί υποθέσεων θρησκευτικών, τουτέστιν επί ζητημάτων γάμου, διαζυγίου, διατροφής, διοικήσεως ορφανικής περιουσίας, διαθηκών, κληρονομικής διαδοχής, εποπτείας και άλλων ζητημάτων του ιερού δικαίου, εποπτείας της υπό των μουτεβελλήδων διαχειρίσεως των βακουφίων και εξετάσεως των λογαριασμών αυτών». Ο πρόεδρος της συνεδρίας της συνδιάσκεψης Στέφανος Σκουλούδης αντέκρουσε την προσπάθεια των Οθωμανών πληρεξουσίων να αναγνωρίσουν τα συμμαχικά κράτη την εγκατάσταση μουφτήδων με δικαστική δικαιοδοσία, σημειώνοντας ότι οι διατάξεις αυτές έθιγαν τα κυριαρχικά δικαιώματα των συμμαχικών κρατών. Βλ. Στ. Αντωνόπουλος, Αι Συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, εν Αθήναις 1917, σσ. 198-199 όπου και το κείμενο των Συνθηκών του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου. Για τις διαπραγματεύσεις και το διπλωματικό παρασκήνιο πριν από τη σύναψη των συνθηκών Λονδίνου και Βουκουρεστίου βλ. Helen Gardikas Katsiadakis, Greece and the Balkan Imbroglio. Greek foreign policy, 1911-1913, Αθήνα 1995.
133
Θεσσαλία. Ο τελευταίος σημείωνε, επίσης, αναφορικά με την οθωμανική πρόταση για την πλήρη διατήρηση του καθεστώτος που διέπει τις βακουφικές γαίες στις περιοχές που προσάρτησε η Ελλάδα, ότι κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στις αρχές του ελληνικού δημοσίου δικαίου και στις αρχές περί κυριότητας ακινήτων και εμπράγματου δικαίου 12. Οι Έλληνες πληρεξούσιοι στις διαπραγματεύσεις και στελέχη υπουργείων τόνιζαν ότι η αποδοχή των προτάσεων της οθωμανικής πλευράς θα μετέτρεπε τα περιορισμένα δικαιώματα κυριότητας που αναγνώριζε το οθωμανικό δίκαιο επί κτημάτων σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας, θα στερούσε από το ελληνικό Δημόσιο τα δικαιώματά του επί τέως οθωμανικών δημοσίων γαιών, ενώ θα δημιουργούσε στις Νέες Χώρες αγροτικό πρόβλημα ανάλογο με αυτό της Θεσσαλίας, αν επαναλαμβανόταν ο όρος του άρθρου 6 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης που απαγόρευε οποιαδήποτε μετατροπή στις σχέσεις γαιοκτημόνων και καλλιεργητών. Επιπλέον, η ελληνική πλευρά δεν δεχόταν την αναγνώριση νομικών προσώπων ως ιδιοκτητών ακινήτων και εξέφραζε τις αντιρρήσεις της όσον αφορά την αναγνώριση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας του σουλτάνου και μελών της δυναστείας του στις ελληνικές Νέες Χώρες 13. Ύστερα λοιπόν από σκληρές διαπραγματεύσεις, την παρέμβαση του υπουργού Εξωτερικών της Ρουμανίας Τάκε Ιονέσκο (Take Ionesco) και εκατέρωθεν συμβιβασμούς υπογράφηκε στην Αθήνα στις 1/14 Νοεμβρίου 1913 το κείμενο της Σύμβασης «περί ειρήνης» 14.
12
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 8, «Έκθεσις διαπραγματεύσεως επί της ελληνοτουρκικής Συμβάσεως», Αθήνα 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1913. 13 Για τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της Σύμβασης των Αθηνών και τις διαφωνίες των δύο πλευρών βλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 8 (υπουργείο Εξωτερικών), υπουργείο Εξωτερικών, «Υπόμνημα περί Ελληνοτουρκικών συνεννοήσεων διά καταρτισμού συμβάσεως», Αθήνα 16/29 Οκτωβρίου 1913. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 45, υποφ. 6, «Προσχέδιο ελληνικής κυβερνήσεως συζητηθέν εν συνδυασμώ προς το αντισχέδιον της Πύλης», Αθήνα 10/23 Ιουλίου 1913. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 2, υποφ. 1, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Πέρα 7/20 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. τηλ. 25452 και 11/24 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. τηλ. 27120 όπου πληροφορίες για τις προτάσεις της Υψηλής Πύλης. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 8, «Έκθεσις διαπραγματεύσεως επί της ελληνοτουρκικής Συμβάσεως», Αθήνα 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1913. Στον ίδιο φάκελο Ν. Ελευθεριάδης, «υπόμνημα επί τουρκικών αντιπροτάσεων» και υπουργείο Δικαιοσύνης προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 16/29 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 18891 όπου συνημμένη μελέτη του εισαγγελέα εφετών Θεσσαλονίκης «περί των εν Μακεδονία μουσουλμανικών κοινοτήτων». Επίσης, ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 6, υποφ. 3 (Σύμβασις Αθηνών), Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 18/31 Οκτωβρίου και 28 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου 1913 όπου πληροφορίες για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων. Βλ. επίσης εφημ. Εμπρός, 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου, 4/17 Οκτωβρίου, 5/18 Οκτωβρίου και 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1913. 14 Για το κείμενο της σύμβασης βλ. Στ. Αντωνόπουλος, ό.π., σσ. 160-175 και παράρτημα κεφαλαίου. Η σύμβαση επικυρώνεται από το ελληνικό Κοινοβούλιο με το νόμο ΔΣΙΓ΄ «περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας Συμβάσεως περί Ειρήνης».
134
Αναφορικά με το καθεστώς των μουσουλμάνων που διαβιούσαν στις περιοχές που κατέλαβε η Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η σύμβαση προέβλεπε τη χορήγηση αμνηστίας για τα πολιτικά αδικήματα που τελέστηκαν πριν από την υπογραφή της σύμβασης (άρθρο 3). Ρύθμιζε τα ζητήματα υπηκοότητας των κατοίκων των Νέων Χωρών (άρθρο 4) ορίζοντας ότι οι κατοικούντες στις οθωμανικές χώρες που περιήλθαν στην Ελλάδα καθίστανται Έλληνες υπήκοοι. Χορηγούσε ωστόσο το δικαίωμα επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας το οποίο θα μπορούσε να ασκηθεί εντός διαστήματος τριών ετών από την υπογραφή της σύμβασης. Η επιλογή όμως της οθωμανικής υπηκοότητας προϋπέθετε και τη μεταφορά της κατοικίας εκτός των συνόρων της Ελλάδας. Η επιλογή ήταν προσωπική, ενώ για τους ανηλίκους η τριετής προθεσμία υπολογιζόταν από την ημέρα της ενηλικίωσής τους. Στο διάστημα της τριετούς προθεσμίας για την επιλογή της οθωμανικής υπηκοότητας οι μουσουλμάνοι δεν θα καλούνταν σε στρατιωτική υπηρεσία ούτε θα πλήρωναν στρατιωτικό φόρο. Όσον αφορά το γαιοκτητικό καθεστώς στις Νέες Χώρες η σύμβαση προέβλεπε ότι μέχρι την κατάληψη των περιοχών που προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα τα κεκτημένα δικαιώματα, οι δικαστικές πράξεις και οι επίσημοι τίτλοι που εκδόθηκαν από τις αρμόδιες οθωμανικές αρχές θα είναι σεβαστά και απαραβίαστα μέχρις εννόμου περί του εναντίου αποδείξεως (άρθρο 5). Όσοι από τους κατοίκους επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα και μετέφεραν την κατοικία τους εκτός Ελλάδας θα διατηρούσαν την ακίνητη περιουσία τους στις Νέες Χώρες και θα είχαν το δικαίωμα να την εκμισθώνουν ή να τη διαχειρίζονται μέσω τρίτων. Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας ιδιωτών επί αστικών και αγροτικών ακινήτων τα οποία πήγαζαν από τίτλους εκδιδόμενους από το οθωμανικό κράτος ή από οθωμανικούς νόμους προγενέστερους της κατάληψης θα αναγνωρίζονταν από την ελληνική κυβέρνηση. Τα ίδια ίσχυαν και για τα δικαιώματα ιδιοκτησίας νομικών προσώπων. Κανένας δεν θα μπορούσε να στερηθεί την ιδιοκτησία του, εκτός αν προέκυπταν λόγοι δημόσιας ωφέλειας και χορηγούνταν δίκαιη αποζημίωση (άρθρο 6). Το άρθρο 11 πραγματευόταν την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, οριζόταν ότι η ζωή, η περιουσία, η τιμή, η θρησκεία και τα έθιμα των κατοίκων που εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα θα ήταν σεβαστά και θα απολάμβαναν τα ίδια πολιτικά και αστικά δικαιώματα με τους εκ καταγωγής Έλληνες υπηκόους. Ειδικότερα για τους μουσουλμάνους προβλεπόταν η εξασφάλιση της
135
θρησκευτικής ελευθερίας τους και της εξωτερικής λατρείας και η συνέχιση της μνημόνευσης του ονόματος του σουλτάνου ως χαλίφη στις δημόσιες προσευχές τους. Επιπλέον, αναγνωρίζονταν η ύπαρξη των μουσουλμανικών κοινοτήτων, η αυτονομία τους, η ιεραρχική οργάνωσή τους και το δικαίωμα διοίκησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους. Κανένα κώλυμα δεν μπορούσε να παρεμβληθεί στις σχέσεις των ιδιωτών μουσουλμάνων και των μουσουλμανικών κοινοτήτων με τους πνευματικούς αρχηγούς
τους,
οι
οποίοι
θα
εξαρτώνταν
από
το
Σεΐχ-ουλ-Ισλαμάτο
της
Κωνσταντινούπολης 15 και το οποίο θα χορηγούσε την πνευματική έγκριση για την ενάσκηση των καθηκόντων του αρχιμουφτή. Όσον αφορά την εκλογή των μουφτήδων και του αρχιμουφτή, το ίδιο άρθρο προέβλεπε ότι οι μουφτήδες θα εκλέγονταν από μουσουλμάνους εκλογείς, ενώ ο αρχιμουφτής θα διοριζόταν από το βασιλιά των Ελλήνων μεταξύ τριών υποψηφίων που θα εκλέγονταν από τη συνέλευση όλων των μουφτήδων της Ελλάδας. Το Σεΐχ-ουλ-Ισλαμάτο της Κωνσταντινούπολης θα απέστελνε τα απαραίτητα έγγραφα (Μανσούριον και Μουρασελέν) 16 για την άσκηση των καθηκόντων του αρχιμουφτή και για τη χορήγηση από τον αρχιμουφτή στους άλλους μουφτήδες της Ελλάδας του δικαιώματος δικαιοδοσίας και έκδοσης φετφάδων 17. Οι μουφτήδες εκτός της αρμοδιότητάς τους επί καθαρώς θρησκευτικών υποθέσεων και της εποπτείας του ελέγχου των βακουφιών θα ασκούσαν και δικαιοδοσία μεταξύ των μουσουλμάνων για ζητήματα γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών 18 και διαδοχής σε θέση μουτεβέλη 19. Ο μουφτής σε ζητήματα κληρονομίας είχε μόνο διαιτητική αρμοδιότητα, κατά της οποίας οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να προσφεύγουν στα ελληνικά δικαστήρια. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις των μουφτήδων εκτελούνταν από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Το άρθρο 12 καθόριζε το νομικό καθεστώς των βακουφιών των περιοχών που
15
Ανώτατη θρησκευτική αρχή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Σεϊχουλισλάμης, ο «Σεΐχης του Ισλάμ», ήταν ο προϊστάμενος όλων των ουλεμάδων, δηλαδή των ερμηνευτών του ισλαμικού δικαίου. 16 Ιερονομικά έγγραφα απαραίτητα για την άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων, το πρώτο εκδιδόταν από το σουλτάνο ως χαλίφη και το δεύτερο από το Σεΐχ-ουλ-Ισλαμάτο της Κωνσταντινούπολης. 17 Ιερονομική γνωμοδότηση του μουφτή για κάθε ζήτημα που αναφέρεται στον Ιερό Νόμο του Ισλάμ (Σερή – Σερηάτ). 18 Η διαθήκη με την έννοια της εγκατάστασης κληρονόμου δεν υφίσταται στον ισλαμικό Ιερό Νόμο, αφού η κληρονομική διαδοχή είναι προκαθορισμένη. Με τον όρο ισλαμική διαθήκη (βεσαγιέτ) εννοείται το δικαίωμα της διάθεσης μέρος της περιουσίας –που δεν υπερβαίνει το ένα τρίτο– υπέρ φιλανθρωπικού και ευαγούς σκοπού ή υπέρ τρίτου που δεν έχει την ιδιότητα του κληρονόμου βάσει του Ιερού Νόμου. 19 Μουτεβέλης είναι ο έφορος-διαχειριστής βακουφικού κτήματος.
136
εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Τα βακούφια Ιδζαρέι-Βαχιδδέ, Ιδζαρετέιν, Μουκαταά, Μαζμπουτά, Μουλχακά ή Μουστεσνά 20 θα ήταν σεβαστά, όπως και πριν από τη στρατιωτική κατάληψη. Τα βακούφια θα διοικούνταν από τις μουσουλμανικές κοινότητες, οι οποίες όμως θα σέβονταν τα δικαιώματα των μουτεβέληδων και γαλλεδάρηδων. Τα βακούφια τα εισοδήματα των οποίων προορίζονταν για ευαγή και φιλανθρωπικά ιδρύματα που βρίσκονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
θα
διαχειρίζονταν οι μουσουλμανικές κοινότητες μέχρι να εκποιηθούν από το υπουργείο Βακουφιών. Το βακουφικό καθεστώς δεν μπορούσε να τροποποιηθεί παρά μόνο με χορήγηση δίκαιης αποζημίωσης. Η βακουφική δεκάτη καταργούνταν, εάν όμως από την κατάργηση αυτή καθίστατο αδύνατη η συντήρηση μουσουλμανικών θρησκευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, τότε η ελληνική κυβέρνηση αναλάμβανε την επιχορήγησή τους. Το άρθρο έκλεινε δίνοντας το δικαίωμα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για κάθε αμφισβήτηση ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων που αφορούσαν τα βακούφια. Στο κείμενο της σύμβασης επισυνάπτονταν και τρία πρωτόκολλα. Το πρώτο χορηγούσε δικαίωμα επιλογής ελληνικής υπηκοότητας στους κατοίκους που κατάγονταν από τις περιοχές που εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα και διέμεναν στο εξωτερικό. Η προθεσμία για την επιλογή αυτή ήταν έξι μήνες και ίσχυαν όσα αναφέρονταν στο άρθρο 4 του κειμένου της σύμβασης. Το τρίτο πρωτόκολλο περιλάμβανε επιπλέον διατάξεις για το καθεστώς των τζαμιών, των βακουφιών, των αρμοδιοτήτων των μουφτήδων και του αρχιμουφτή, των μουσουλμανικών κοινοτήτων, των μουσουλμανικών σχολείων και της 20
Διάφορες κατηγορίες βακουφιών. Τα Ιδζαρέι-Βαχιδδέ βακούφια, τα οποία ονομάζονται και μονοτελή βακούφια, είναι ακίνητα κτήματα που εκμισθώνονται από το μουτεβέλη για ένα χρονικό διάστημα προς όφελος ευαγούς ή φιλανθρωπικού ιδρύματος. Τα Ιδζαρετέιν βακούφια ονομάζονται και διτελή και τα οποία εκμισθώνονται στο διηνεκές από τρίτους, οι οποίοι αποκτούν σε αυτά το δικαίωμα της επικαρπίας, δικαίωμα που υπόκειται στην κληρονομική μεταβίβαση. Μουκαταά βακούφια ονομάζονται τα κτήματα εκείνα στα οποία υπάρχουν οικοδομές ή φυτείες ως ιδιωτικές ιδιοκτησίες (μούλκια), ο ιδιοκτήτης των οποίων πληρώνει στο βακουφικό ίδρυμα για το δικαίωμα χρήσης του εδάφους κατ’ αποκοπήν ετήσιο αντίτιμο. Μαζμπουτά, Μουλχακά και Μουστεσνά βακούφια ήταν τα βακούφια εκείνα που ήταν εξαρτημένα από το υπουργείου Βακουφιών. Τα Μουλχακά βακούφια διοικούνταν από ειδικό μουτεβέλη που ήταν υπό την εποπτεία του υπουργείου Βακουφιών. Μαζμπουτά ονομάζονταν τα βακούφια που δημιουργήθηκαν από το σουλτάνο και την οικογένειά του και τα οποία διαχειριζόταν απευθείας το υπουργείο Βακουφιών. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα βακούφια των οποίων εξέλιπε η οικογένεια του ιδρυτή τους, δεδομένου ότι ο ιδρυτής είχε καθορίσει ότι τα καθήκοντα του μουτεβέλη θα ασκούνται από μέλη της οικογένειάς του. Τέλος, βακούφια της κατηγορίας Μουστεσνά ονομάζονταν τα κτήματα που είχαν αφιερωθεί στις οικογένειες εκείνων που είχαν λάβει τον τίτλο του γαζή (κατακτητής), όπως για παράδειγμα το βακούφι του Εβρενός Μπέη στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Αναλυτικά για τις κατηγορίες των βακουφιών και τη διοίκησή τους, βλ. Υπουργείο Οικονομικών, τμήμα Κτημάτων του Κράτους, Περί Βακουφίων, εν Αθήναις 1914.
137
εκπαίδευσης των μουσουλμάνων. Συγκεκριμένα, οριζόταν ότι καμιά απαίτηση δεν μπορούσε να προβληθεί από την οθωμανική κυβέρνηση για τζαμιά που ήταν στο παρελθόν εκκλησίες και αποδόθηκαν στην αρχική λατρεία τους κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Τα βακούφια των παραπάνω τζαμιών θα ήταν σεβαστά και θα παραχωρούνταν στη διοίκηση των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Η ελληνική κυβέρνηση θα οικοδομούσε με δικές της δαπάνες ένα τζαμί στην Αθήνα και τέσσερα άλλα σε φτωχά μουσουλμανικά χωριά. Αμφισβητήσεις για την ερμηνεία και την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων θα παραπέμπονταν στο Δικαστήριο της Χάγης. Η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε επίσης τη σύσταση ειδικού ιδρύματος για την εκπαίδευση ναΐπηδων 21. Οι μουφτήδες και ο αρχιμουφτής αποκτούσαν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπόλοιπων Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων, ενώ οι μουφτήδες δεν μπορούσαν να παυθούν παρά μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 88 του ελληνικού Συντάγματος 22. Στις αρμοδιότητες του αρχιμουφτή εντάσσονταν, επιπλέον, ο έλεγχος των απαιτούμενων από τον Ιερό Νόμο προσόντων των μουφτήδων καθώς και της συμβατότητας με τον Ιερό Νόμο των χοτζετιών 23 και των αποφάσεων που εκδίδονταν από τους μουφτήδες. Σε περίπτωση διαφωνίας για τις αποφάσεις αυτές, που αφορούσαν όμως καθαρά θρησκευτικά ζητήμα πλην των ισλαμικών διαθηκών, μπορούσαν να απευθύνονται στο Σεΐχ-ουλ-Ισλαμάτο της Κωνσταντινούπολης. Σχετικά με την εκπαίδευση και τα σχολεία των μουσουλμάνων το τρίτο πρωτόκολλο ανέφερε ότι αναγνωρίζονταν τα ιδιωτικά μουσουλμανικά σχολεία και τα προσοδοφόρα κτήματα τα έσοδα των οποίων προορίζονταν για τη σύσταση και συντήρησή τους. Η επιθεώρηση των μουσουλμανικών σχολείων θα γινόταν από τον αρχιμουφτή, τους μουφτήδες και τους επιθεωρητές δημόσιας εκπαίδευσης του ελληνικού κράτους. Τα τουρκικά, σύμφωνα με το τρίτο πρωτόκολλο, θα ήταν η γλώσσα διδασκαλίας στα μουσουλμανικά σχολεία, ωστόσο και η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ήταν υποχρεωτική. Προβλεπόταν, επίσης, ότι τα δημόσια μουσουλμανικά νεκροταφεία θα αναγνωρίζονταν ως βακούφια, ενώ η απαλλοτρίωση οποιουδήποτε βακουφικού κτήματος δεν θα μπορούσε να γίνει 21
Ιερονομομαθείς. Στο άρθρο 88 του Συντάγματος του 1911 ορίζεται ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν να παυθούν με δικαστική απόφαση, ύστερα από ποινική καταδίκη, πειθαρχικά παραπτώματα, νόσο και ανεπάρκεια εκτέλεσης καθηκόντων, βλ. Σ. Μηναΐδης, ό.π., σ. 52, παραπομπή 129. 23 Χοτζέτι ονομαζόταν η απόφαση του ιεροδίκη, ο τίτλος κυριότητας ακινήτων και γενικά το δικαστικό έγγραφο. 22
138
εκτός αν συνέτρεχαν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Τέλος, σύμφωνα με τους όρους του τρίτου συνημμένου πρωτοκόλλου το ελληνικό κράτος αναγνώριζε τις μουσουλμανικές κοινότητες ως νομικά πρόσωπα. Η Σύμβαση των Αθηνών καθόριζε και το ζήτημα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, αφού στο άρθρο 15 σημειωνόταν ότι οι δύο πλευρές υποχρεούνται να τηρήσουν τις διατάξεις της Συνθήκης του Λονδίνου συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του άρθρου 5, άρθρο με το οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα βαλκανικά συμμαχικά κράτη ανέθεταν στις Μεγάλες Δυνάμεις να αποφασίσουν για την τύχη των μέχρι την έναρξη των εχθροπραξιών οθωμανικών νησιών του Αιγαίου. Τελικά τα νησιά του Αιγαίου, πλην της Ίμβρου και της Τενέδου, εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στις 13 Φεβρουαρίου 1914 24. Στη σχετική διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων προβλεπόταν η προστασία του μουσουλμανικού πληθυσμού των νησιών και απαιτούνταν από την ελληνική κυβέρνηση να δώσει σχετικές ικανοποιητικές εγγυήσεις. Στην απάντηση στη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων στις 21 Φεβρουαρίου 1914 η ελληνική κυβέρνηση, αφού αποδεχόταν τους όρους για την ενσωμάτωση των νησιών, σημείωνε ότι εγγύηση για την προστασία των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων των νησιών αποτελούσαν τα άρθρα του ελληνικού Συντάγματος 25. Οι όροι της Σύμβασης των Αθηνών και το καθεστώς μειονοτικής προστασίας του μουσουλμανικού πληθυσμού που συγκροτούσαν, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας. Η κριτική επικεντρωνόταν κυρίως στο επουσιώδες ζήτημα της υποχρέωσης της ελληνικής κυβέρνησης να ανεγείρει τζαμί στην Αθήνα και στο γεγονός ότι δεν περιείχε όρους οι οποίοι θα εξασφάλιζαν τα προνόμια των ελληνικών χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις συνεδριάσεις της Βουλής για την επικύρωση της σύμβασης ο Βενιζέλος δεχόταν έντονες επικρίσεις για τους όρους του τελικού κειμένου 26. Ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος θεωρούσε ότι η συνθήκη δεν ανταποκρινόταν στις θυσίες του ελληνικού λαού, ενώ ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης κατηγορούσε την κυβέρνηση για έλλειψη αξιοπρέπειας κατά τη σύναψη της 24
Η εκχώρηση των νησιών συνδέθηκε με την επίλυση του ζητήματος των ορίων του κράτους της Αλβανίας. Η ελληνική πλευρά θα ήταν νομικά κυρίαρχη των νησιών, μόνο εάν συμμορφωνόταν με τους όρους του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, αν δηλαδή εκκένωνε τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου που κατείχε. 25 ΙΑΜΜ, αρχείο Βενιζέλου, φ. 10 (υπουργείο Εξωτερικών), όπου και το κείμενο της διακοίνωσης και της απάντησης της ελληνικής κυβέρνησης. 26 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρίες 9ης, 11ης και 13ης Νοεμβρίου 1913.
139
σύμβασης, αφού αυτή εγκαθιστούσε μουφτήδες με δικαστικές αρμοδιότητες και υποχρέωνε το ελληνικό κράτος να οικοδομήσει τζαμί στην Αθήνα. Ο Δημήτριος Καλλέργης αναρωτιόταν γιατί δεν συμπεριλήφθηκαν αντίστοιχοι όροι προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των Ελλήνων υπηκόων και των ομογενών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ επέκρινε τον Βενιζέλο γιατί με τη Σύμβαση των Αθηνών αναγνώριζε την ανάμιξη στις υποθέσεις του ελληνικού κράτους δύο οθωμανικών εξουσιών: του Σεΐχουλ-Ισλαμάτου και του υπουργείου Βακουφιών. Ο Νικόλαος Τριανταφυλλάκος τόνιζε ότι η αναγνώριση μουφτήδων με δικαστικές εξουσίες απειλούσε την κυριαρχία του ελληνικού κράτους επί της επικράτειάς του, ενώ και αυτός, όπως όλοι οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, θεωρούσε απαράδεκτο το άρθρο που προέβλεπε ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα με έξοδα του ελληνικού Δημοσίου. Αλλά και ο μετέπειτα ηγέτης του αντιβενιζελικού χώρου, Δημήτριος Γούναρης, στηλίτευε την αποδοχή του όρου της σύμβασης που αναγνώριζε στους μουφτήδες δικαστική εξουσία και το γεγονός ότι δεν εξασφαλίστηκαν
τα
δικαιώματα
των
ομογενών
πληθυσμών
της
Οθωμανικής
27
Αυτοκρατορίας . Ο Σταμάτης Αντωνόπουλος στη μελέτη του για τη Σύμβαση των Αθηνών που εξέδωσε το 1917, υποστήριζε και αυτός με τη σειρά του ότι οι όροι της σύμβασης ήταν δυσμενείς για τα συμφέροντα της Ελλάδας. Στην προσπάθειά του να αποδείξει το παραπάνω, ο Αντωνόπουλος συνέκρινε τα άρθρα της Σύμβασης των Αθηνών με τα αντίστοιχα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, σύγκριση η οποία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για να κατανοηθούν οι αλλαγές στο καθεστώς μειονοτικής προστασίας σε σχέση με όσα ίσχυαν πριν από το 1913 28. Όσον αφορά τα ζητήματα υπηκοότητας, η σύμβαση του 1881 κήρυσσε Έλληνες πολίτες όλους όσοι κατάγονταν ή κατοικούσαν στις παραχωρούμενες περιοχές, ενώ η Σύμβαση των Αθηνών χορηγούσε την ελληνική υπηκοότητα μόνο σε όσους κατοικούσαν στις περιοχές που είχαν περιέλθει στην κυριαρχία της Ελλάδας. Για το καθεστώς των βακουφιών η Σύμβαση των Αθηνών, σε αντίθεση με της Κωνσταντινούπολης, αναγνώριζε και τα βακούφια εκείνα, τα έσοδα των 27
Η βιβλιοθήκη του Ταχυδρόμου, Ιστορία του Λαϊκού Κόμματος, τ. Α΄, Ιανουάριος 1935, σσ. 59-61. Ανάλογη κριτική άσκησε και ο Σουλιώτης Νικολαΐδης που χαρακτήριζε σφάλμα την αναγνώριση μουσουλμανικών κοινοτήτων από τους όρους της Σύμβασης των Αθηνών, με δικαιοδοσίες τόσο ευρείες που τις καθιστούσαν κράτος εν κράτει, βλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 184, υποφ. 2, επιστολή Σουλιώτη Νικολαΐδη προς Λιακόπουλο, Αθήνα 18/31 Αυγούστου 1916. 28 Στ. Αντωνόπουλος, ό.π., σσ. 187 - 203.
140
οποίων προορίζονταν για φιλανθρωπικά και ευαγή ιδρύματα που βρίσκονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπλέον, χορηγούσε τη διοίκηση των βακουφιών στις μουσουλμανικές κοινότητες, τις οποίες αναγνώριζε ως νομικά πρόσωπα. Παράλληλα, η Σύμβαση των Αθηνών στο άρθρο 6 εξασφάλιζε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας νομικών προσώπων, κάτι που δεν ίσχυε στην αντίστοιχη του 1881 29. Επισημαίνεται, επίσης, ότι με τη σύμβαση του 1913 αναγνωριζόταν στους μουφτήδες αρμοδιότητα δικαιοδοσίας, ενώ ο κυρωτικός νόμος της σύμβασης του 1881 έκανε λόγο μόνο για γνωμοδοτικές αρμοδιότητες. Τέλος, επικρινόταν από τον Αντωνόπουλο ο όρος της Σύμβασης του 1913 που επέβαλλε στην Ελλάδα την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα, γεγονός εξευτελιστικό, αφού είχε επιβληθεί με διεθνή συνθήκη, ενώ η ανέγερσή του θα φαινόταν στα μάτια των Ελλήνων πολιτών ως τρόπαιο οθωμανικής διπλωματικής νίκης. Βέβαια στην παραπάνω σύγκριση παραλείπονται άρθρα της Σύμβασης των Αθηνών που είναι πολύ πιο ευνοϊκά για
το
ελληνικό
κράτος
σε
σχέση
με
τα
αντίστοιχα
της
Σύμβασης
της
Κωνσταντινούπολης, στα οποία θα γίνει αναφορά αμέσως παρακάτω. Στον αντίποδα των επικριτών της Σύμβασης των Αθηνών, ένθερμος υποστηρικτής της τελευταίας ήταν ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, συγκρίνοντας σε σημείωμά του τη Σύμβαση των Αθηνών με την αντίστοιχη συνθήκη ειρήνης του 1913 ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία 30 και με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του 1881, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους προασπίστηκαν πολύ πιο αποτελεσματικά σε σχέση με αυτά της Βουλγαρίας 31. Ενδεικτικά, ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμιζε ότι η βουλγαρική υπηκοότητα, σύμφωνα με την 29
Σύμφωνα με την εγκύκλιο του υπουργείου Εξωτερικών με επεξηγήσεις για τους όρους της Σύμβασης των Αθηνών η διάταξη του άρθρου 6 που αναγνώριζε δικαιώματα ιδιοκτησίας σε νομικά πρόσωπα ελάχιστα θα απασχολούσε τις ελληνικές αρχές, αφού σύμφωνα με τον οθωμανικό νόμο δεν αναγνωρίζονταν νομικά πρόσωπα, ενώ ο νόμος περί νομικών προσώπων που τέθηκε σε ισχύ στις 16 Φεβρουαρίου 1913 δεν αφορούσε το άρθρο 6 της Σύμβασης, εφόσον ήταν μεταγενέστερος της κατάληψης. Ωστόσο, σε επιστολή του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών το Νοέμβριο του 1913 προς τον Οθωμανό πρεσβευτή στην Αθήνα σημειωνόταν ότι το Κομιτάτο Ένωσις και Πρόοδος περιλαμβανόταν στα νομικά πρόσωπα για τα οποία έκανε λόγο το άρθρο 6 της σύμβασης και επομένως αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του Κομιτάτου επί ακινήτων στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Για το κείμενο της εγκυκλίου και της επιστολής, βλ. αυτ., σσ. 176-185 και 194-195. 30 Η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1913. Για το κείμενο της συνθήκης βλ. «Treaty of peace between Bulgaria and Turkey», The American Journal of International Law, 8/1 (1914), supplement 27 45. 31 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 6, υποφ. 3, παρατηρήσεις του Ελ. Βενιζέλου για τα ζητήματα της εθνικότητας και των βακουφιών στην ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης.
141
τουρκοβουλγαρική
συνθήκη,
αναγνωριζόταν
μόνο
σε
όσους
κατάγονταν
και
κατοικούσαν στις περιοχές που προσαρτήθηκαν από τη Βουλγαρία, ενώ η αντίστοιχη ελληνική είχε ευρύτερη εφαρμογή αναγνωρίζοντας ως Έλληνες υπηκόους όλους όσοι κατοικούσαν στις περιοχές που προσαρτήθηκαν από το ελληνικό κράτος, ανεξαρτήτως καταγωγής. Ο Βενιζέλος τόνιζε επίσης ότι στη Σύμβαση των Αθηνών δεν περιλαμβάνονταν –σε αντίθεση, όπως αναφέρθηκε, με τις επιδιώξεις των Οθωμανών αντιπροσώπων– οι διατάξεις του άρθρου 6 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης με το οποίο δεν επιτρέπονταν αλλαγές στο καθεστώς των σχέσεων ιδιοκτητών και καλλιεργητών. Επιπλέον, σύμφωνα με την τουρκοβουλγαρική συνθήκη, ο αρχιμουφτής εκλεγόταν από τους μουφτήδες της Βουλγαρίας, ενώ στη Σύμβαση των Αθηνών ο αρχιμουφτής διοριζόταν απο το βασιλιά μεταξύ τριών υποψηφίων. Όσον αφορά τις δικαστικές αρμοδιότητες του μουφτή, η Σύμβαση των Αθηνών έθετε περισσότερους περιορισμούς σε σχέση με το άρθρο 6 του δεύτερου συνημμένου πρωτοκόλλου της τουρκοβουλγαρικής συνθήκης 32. Παράλληλα, ο Βενιζέλος σημείωνε ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με τη Βουλγαρία, δεν αναγνώρισε τη βακουφική δεκάτη, ενώ υπογράμμιζε και το γεγονός ότι η Σύμβαση των Αθηνών κατοχύρωνε τη νομιμότητα της μετατροπής κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών των τζαμιών που στο παρελθόν ήταν εκκλησίες σε χριστιανικούς ιερούς ναούς. Βέβαια, ο Βενιζέλος στις παρατηρήσεις του είχε αποσιωπήσει το γεγονός ότι η Βουλγαρία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ηττημένη στα πεδία των μαχών, ενώ η Ελλάδα ως νικήτρια. Στο ελληνικό Κοινοβούλιο ο Βενιζέλος υπερασπίστηκε τις επιλογές της κυβέρνησής του όσον αφορά το τελικό κείμενο της Σύμβασης των Αθηνών. Για το επίμαχο ζήτημα της ανέγερσης τζαμιού στην Αθήνα ο Έλληνας πρωθυπουργός το θεωρούσε δίκαιο αίτημα, αφού το ελληνικό κράτος θα είχε πλέον στην επικράτειά του χιλιάδες μουσουλμάνους, ενώ υπενθύμιζε ότι το 1890 είχε ψηφιστεί νόμος που παραχωρούσε οικόπεδο στον Πειραιά για ανέγερση τζαμιού και μουσουλμανικού νεκροταφείου 33.
32
Το άρθρο 11 της Σύμβασης των Αθηνών και σε αντίθεση με την τουρκοβουλγαρική συνθήκη ειρήνης αναγνώριζε στους μουφτήδες διαιτητική μόνο αρμοδιότητα σε ζητήματα κληρονομιών για τα οποία οι διάδικοι είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στα ελληνικά δικαστήρια. 33 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρίες 11ης και 13ης Νοεμβρίου 1913. ΦΕΚ 126/1-6-1890, νόμος ΑΩΝΑ΄ «περί παραχωρήσεως δωρεάν εθνικού οικοπέδου προς ανέγερσιν Τουρκικού τεμένους εν Πειραιεί».
142
Πράγματι η Σύμβαση των Αθηνών χορηγούσε ένα καθεστώς εκτεταμένης μειονοτικής προστασίας στους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών. Πρόθεση άλλωστε της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν να ενσωματώσει τους μουσουλμάνους στις δομές του ελληνικού κράτους και να συγκρατήσει την τάση μετανάστευσής τους. Οι παραπάνω στόχοι δεν θα ήταν εφικτοί αν το ελληνικό κράτος επέλεγε μια πολιτική βίαιης αφομοίωσης και περιορισμού των ελευθεριών των μουσουλμάνων. Ο Βενιζέλος, από το βήμα της Βουλής, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Άγομαι από την ιδέαν ότι έχομεν συμφέρον υπέρτατον να συγκρατήσωμεν τον μουσουλμανικόν πληθυσμόν των ανακτηθεισών χωρών. Είναι άριστον στοιχείον, γεωργικόν στοιχείον, πρώτης τάξεως πολίται, λαμπροί και υπάκουοι» 34. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ελλάδα, αν και νικήτρια του πολέμου, δεν επέμεινε να συμπεριληφθούν στο κείμενο της σύμβασης άρθρα που να αφορούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων υπηκόων και ομογενών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ δέχτηκε και τον όρο να ανεγείρει τζαμί στην Αθήνα, δημιουργούσε την εντύπωση υπέρμετρης υποχωρητικότητας στις απαιτήσεις της οθωμανικής διπλωματίας 35. Αναφορικά με το ζητήμα της ανέγερσης του τζαμιού στην Αθήνα, κάτι το οποίο ήταν –και είναι– απόλυτα φυσιολογικό για την πρωτεύουσα ενός κράτους που είχε χιλιάδες μουσουλμάνους υπηκόους 36, τίθεται το ερώτημα γιατί θα έπρεπε να επιβληθεί από μια διεθνή συνθήκη και να μην ανεγερθεί σύμφωνα με τις διατάξεις κάποιου νόμου του ελληνικού κράτος, ώστε να ταυτιστεί με την πολιτική ανεξιθρησκίας της Ελλάδας και να μη χαρακτηριστεί τρόπαιο της οθωμανικής διπλωματίας. Ο Βενιζέλος φαίνεται πάντως ότι προτιμούσε να προστατευτούν τα δικαιώματα του μουσουλμανικού 34
Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 11ης Νοεμβρίου 1913. Σ. Μηναΐδης, ό.π., σ. 42. 36 Το σκεπτικό του Βενιζέλου σχετικά με το δίκαιο του αιτήματος για την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα υποστηρίζεται από ένα άρθρο εκκλησιαστικού περιοδικού που εξέδιδε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας: «Προσκορής κατέστη αθηναϊκών τινων εφημερίδων η έμμονος κατά της κυβερνήσεως επανάληψις της μομφής επί τη αποδοχή εν τη Συνθήκη των Αθηνών της υποχρεώσεως όπως ανεγείρη μουσουλμανικόν τέμενος εν τη ελληνική πρωτευούση. Την μομφήν ταύτην ευρίσκομεν και άτοπον και άδικον και ασυμβίβαστον προς το καθόλου πνεύμα της θρησκευτικής ανοχής και της ελευθερίας της συνειδήσεως, μάλιστα δε προς το πνεύμα του φιλελεύθερου ελληνικού πολιτισμού (...) δεν πρέπει να λησμονώμεν, ότι οι Τούρκοι ου μόνον ηνέχθησαν τους ναούς ημών και την εν αυτοίς λατρείαν, αλλά και σεβασμόν και τιμήν επεδείκνυον προς τα της λατρείας και τους λειτουργούς αυτής, ασυγκρίτως μάλιστα μείζονα της ανελευθέρας διαγωγής άλλων, αυταρέσκως επί πολιτισμώ εγκαυχωμένων χριστιανικών κρατών, διαγωγής, ης τα δείγματα έχομεν λίαν πρόσφατα. Αφού δε μεταξύ των υπηκόων αυτής η Ελλάς αριθμεί και μουσουλμάνους, δεν θα είμεθα βεβαιότατα ημείς, οίτινες θα παρακωλύσωμεν την ανέγερσιν σεβασμάτων παρ’ αυτοίς ιερών, εν οις θα λατρεύωσι τον Θεόν αυτών (...)», Πάνταινος, εβδομαδιαίο παράρτημα του Εκκλησιαστικού Φάρου, τ. 5ος, εν Αλεξανδρεία, 1913, εκ του πατριαρχικού τυπογραφείου, σσ.743-4. Το κείμενο αντλήθηκε από την ιστοσελίδα του Κέντρου Έρευνας Μειονοτικών Ομάδων (www.kemo.gr). 35
143
πληθυσμού όχι από τους όρους μιας συνθήκης, αλλά από την ελληνική νομοθεσία. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι επιλογές του ελληνικού κράτους σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής που έθιγαν δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας –όπως στην περίπτωση της μεσεγγύησης των κτημάτων– θα ήταν πιο εύκολες σε σχέση με τις νομικές δεσμεύσεις που συνεπάγονταν η υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης και δεν θα είχαν τον ίδιο αντίκτυπο στον ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν ήταν διατεθειμένος να καθυστερήσει την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης για ζητήματα όπως, για παράδειγμα, αυτό του τζαμιού 37. Εκτός όμως από την ευμενή πολιτική που ήθελε να ακολουθήσει ο Βενιζέλος απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό της χώρας, την επίσπευση της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης επέβαλλε και η διαμόρφωση δυσμενών συνθηκών στα Βαλκάνια για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Η Υψηλή Πύλη διεκδικούσε την κυριαρχία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου παρέμενε σε εκκρεμότητα, ενώ υπήρχαν πληροφορίες για σύναψη συμμαχίας ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία στρεφόταν εναντίον της Ελλάδας. Υπό αυτές τις συνθήκες περαιτέρω καθυστέρηση στην υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα λειτουργούσε αρνητικά για την ελληνική εξωτερική πολιτική 38. Βέβαια η επίσπευση των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της συνθήκης προϋπέθετε και την υποχωρητικότητα της ελληνικής πλευράς.
37
TNA, F.O., 371/1656b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 5 Δεκεμβρίου 1913, αρ. 55943 όπου αναφορά στις απόψεις του Βενιζέλου για τη Σύμβαση των Αθηνών. Επίσης, Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 13ης Νοεμβρίου 1913. 38 Στ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 186. Σχετικά με τις πληροφορίες για τη σύναψη συμμαχίας ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία βλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 8 (υπουργείο Εξωτερικών), Πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Λονδίνο 21 Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1913, αρ. πρ. 173/140.
144
3. Η εφαρμογή των όρων της Σύμβασης των Αθηνών Όπως αναφέρθηκε, η Σύμβαση των Αθηνών προέβλεπε τη χορήγηση σημαντικών ελευθεριών στη μουσουλμανική μειονότητα. Απέμενε όμως η εφαρμογή των όρων μειονοτικής προστασίας με την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική νομοθεσία. Παρά τις ευμενείς προθέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό, όροι μειονοτικής προστασίας καταστρατηγήθηκαν από νόμους του ελληνικού κράτους ή δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Η καταστρατήγηση και μη εφαρμογή των όρων της Σύμβασης των Αθηνών συνδέονταν με την ένταση στις σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις έκτακτες συνθήκες που προκάλεσαν στο εσωτερικό της χώρας ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εθνικός Διχασμός. Αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης προέκυψαν προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων που αφορούσαν τον καθορισμό της υπηκοότητας των κατοίκων των περιοχών που είχαν περιέλθει στην Ελλάδα (άρθρο 4 και 6 της σύμβασης και 1 του πρώτου συνημμένου πρωτοκόλλου). Οι οθωμανικές διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό δεν δέχονταν τις δηλώσεις επιλογής ελληνικής υπηκοότητας όσων κατάγονταν από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ή την Κρήτη και διέμεναν στο εξωτερικό, θεωρώντας ότι το καθεστώς των νησιών ήταν ακόμη σε εκκρεμότητα 39. Επιπλέον, η Υψηλή Πύλη θεωρούσε Οθωμανούς υπηκόους τους Έλληνες που κατάγονταν από τις ελληνικές Νέες Χώρες και είχαν τις εμπορικές-οικονομικές δραστηριότητές τους στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έστω και αν ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα αρρένων, στρατολογούνταν και ασκούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα στους τόπους καταγωγής τους 40. Αλλά και το ελληνικό κράτος δημιουργούσε προσκόμματα στην άσκηση του δικαιώματος των μουσουλμάνων να επιλέξουν την οθωμανική υπηκοότητα και να μεταναστεύσουν εκτός Ελλάδας. Επιθυμώντας να ανακόψει το μεταναστευτικό ρεύμα των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών, το οποίο έδινε αφορμές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για διωγμούς των ελληνικών πληθυσμών 39
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενικό Προξενείο της Ελλάδας προς πρεσβεία Βιέννης, Τεργέστη 2/15 Απριλίου 1914. 40 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 28 Μαρτίου/10 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 1350. Αναλυτικά για τα ζητήματα ιθαγένειας που έθετε η Σύμβαση των Αθηνών βλ. G. Lagoudakis, Etudes sur la validite de la naturalisation a l’ etranger des sujets ottomans au point de vue du droit international prive, Αθήνα 1918.
145
των εδαφών της, η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε κατά διαστήματα το 1914 και το 1915 τη μετανάστευση των μουσουλμάνων κατά παράβαση των άρθρων της Σύμβασης των Αθηνών, είτε επικαλούμενη το νόμο στρατολογίας και την κήρυξη επιστράτευσης είτε θεωρώντας ότι οι μουσουλμάνοι που άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα στις εκλογές του Μαΐου του 1915 επέλεξαν έμπρακτα την ελληνική υπηκοότητα. Το Νοέμβριο του 1916 έληξε η τριετής προθεσμία επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας, ωστόσο δεν εφαρμόστηκε τότε ο όρος μεταφοράς της κατοικίας εκτός Ελλάδας εξαιτίας των συνθηκών που δημιουργούσαν οι πολεμικές συγκρούσεις 41. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός των Νέων Χωρών δεν στρατολογήθηκε κατά τη διάρκεια της προθεσμίας επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας από το ελληνικό κράτος, το οποίο εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 4 της Σύμβασης των Αθηνών. Για πρώτη φορά οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών υπηρέτησαν στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια της θητείας της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης 42, χρησιμοποιούμενοι στα μετόπισθεν, σε βοηθητικές εργασίες και σε τάγματα
σκαπανέων 43.
Επίσης,
η
Προσωρινή
Κυβέρνηση
χορήγησε
στους
μουσουλμάνους και το δικαίωμα απαλλαγής στράτευσης με την καταβολή χρηματικού αντισηκώματος 44. Κατά τα επόμενα έτη συνεχίστηκε η τακτική απαλλαγής των 41
Αναλυτικά για τη μετανάστευση των μουσουλμάνων βάσει των όρων της Σύμβασης των Αθηνών βλ. κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμανικών πληθυσμών την περίοδο 1912-1923». 42 ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 6/11 Ιανουαρίου 1917 διάταγμα 86 «περί προσκλήσεως εφέδρων Μουσουλμάνων Κρήτης», 29/9 Φεβρουαρίου 1917 διάταγμα 1471 και 1472 «περί προσκλήσεως υπό τα όπλα των μουσουλμάνων κατοίκων επαρχίας Λαγκαδά, Βερροίας και Καϊλαρίων», 88/14 Μαΐου 1917 διάταγμα 2265, 2266 και 2267 «περί προσκλήσεως υπό τα όπλα των μουσουλμάνων κατοίκων επαρχίας Καστοριάς, Ανασελίτσης, Γρεβενών, Θεσσαλονίκης και Γενιτσών». 43 ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 29/9 Φεβρουαρίου 1917 διάταγμα 1473 «περί χρησιμοποιήσεως και οργανώσεως των καλουμένων εφέδρων Μουσουλμάνων υπό της Ανωτάτης Διευθύνσεως Εργασίας και Βοηθητικών Υπηρεσιών», 40/21 Φεβρουαρίου 1917 διάταγμα 1549 «περί συστάσεως 2 βοηθητικών ταγμάτων σκαπανέων εκ μουσουλμάνων επιστράτων των υποδιοικήσεων Λαγκαδά, Βερροίας και Καϊλαρίων». Σημειώνεται επίσης ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση και η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1917 προσπάθησαν να φροντίσουν για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των μουσουλμάνων στρατιωτών στέλνοντας ιμάμηδες στα σώματα όπου υπηρετούσαν μουσουλμάνοι, ΓΑΚ. Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 5, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Στρατιωτικών, Αθήνα 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 255 όπου ζητείται από το Γ΄ Σώμα Στρατού να παρέχει κάθε ευκολία στην αποστολή στα Τρίκαλα ιμάμη για την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων των μουσουλμάνων στρατευσίμων της Δυτικής Μακεδονίας. Επίσης ΜΜΑΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, εκθέσεις του γενικού διοικητή Κοζάνης-Φλώρινας Ι. Ηλιάκη προς το υπουργείο Στρατιωτικών, Κοζάνη 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1917 και 16/29 Ιανουαρίου 1918 σχετικά με τη στρατολογία των μουσουλμάνων. Ο Ηλιάκης αναφέρεται στην αποστολή ιμάμη στα Τρίκαλα, ο οποίος όμως εξαιτίας της αδιαφορίας των στρατιωτικών αρχών εγκαταλείπει πολύ γρήγορα τη θέση του. 44 ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 77/24 Απριλίου 1917 διάταγμα 2117 «περί χρηματικού αντισηκώματος στρατευομένων Μουσουλμάνων». Το χρηματικό αντισήκωμα καθοριζόταν ανάλογα με το
146
μουσουλμάνων από τη στράτευση με την καταβολή χρηματικού αντισηκώματος, ενώ όσοι επέλεγαν να υπηρετήσουν τοποθετούνταν σε βοηθητικές υπηρεσίες. Έτσι, τα σχετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης για την απαλλαγή της στράτευσης των μουσουλμάνων συνέχισαν να είναι σε ισχύ και μετά το 1917, ενώ με το νόμο 2400 του 1920 απαλλάχθηκαν της υποχρέωσης καταβολής χρηματικού αντισηκώματος πολλές κατηγορίες του μουσουλμανικού άρρενος πληθυσμού 45. Μάλιστα, οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις ικανοποιώντας σχετικό άιτημα των μουσουλμάνων βουλευτών 46, ψήφισαν νόμο προσωρινής απαλλαγής των μουσουλμάνων από τη στρατιωτική υπηρεσία 47. Η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε το άρθρο 3 της Σύμβασης των Αθηνών που χορηγούσε αμνηστία στους μουσουλμάνους για τα πολιτικά αδικήματα της περιόδου πριν από την υπογραφή της σύμβασης 48. Επιπλέον, το 1920 χορηγήθηκε αμνηστία στους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας για τα πολιτικά αδικήματα που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής 49.
ετήσιο εισόδημα. Συγκεριμένα, για εισόδημα μέχρι 10.000 δραχμές το αντισήκωμα οριζόταν στις 1.000 δραχμές εφάπαξ ή σε 100 δραχμές μηνιαίως. Το παραπάνω ποσό ήταν και το ελάχιστο όριο του χρηματικού αντισηκώματος. Για εισόδηματα 10.000-30.000 δραχμών το αντισήκωμα ανερχόταν στο 15% επί του ετήσιου εισοδήματος, για εισόδημα 30.000-50.000 δραχμών στο 20% και για εισοδήματα άνω των 50.000 δραχμών σε 30%. 45 ΦΕΚ, 154/12 Ιουλίου 1920, νόμος 2400 «περί επεκτάσεως του ευεργετήματος της απαλλαγής». Οι κατηγορίες που απαλλάχθηκαν ήταν όσοι μουσουλμάνοι είχαν κάνει επιλογή της οθωμανικής υπηκοότητας βάσει του άρθρου 4 της Σύμβασης των Αθηνών και οι μουσουλμάνοι των κλάσεων 1916-1920 που δεν επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα λόγω μη ενηλικίωσης. Ο Βενιζέλος μάλιστα επέμενε στην απαλλαγή στράτευσης των μουσουλμάνων που επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα, αλλά δεν είχαν εγκαταλείψει ακόμη το ελληνικό έδαφος, παρά την αντίθετη γνώμη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 5/18 Ιουλίου 1919, αρ. τηλ. 7071. Επίσης, σχετικό άρθρο εφημ. Μακεδονία, 31 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου 1920 και ΓΑΚ νομού Φλώρινας, αρχείο ΑΒΕ 47, φ. Στρατιωτικά 2.1., όπου διάφορες αιτήσεις μουσουλμάνων για απαλλαγή στράτευσης και καταβολής χρηματικού αντισηκώματος. 46 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, «υπόμνημα των Μουσουλμάνων βουλευτών περί των αναγκών των Μουσουλμάνων των Νέων Χωρών προς τον Αντιπρόεδρον της Κυβερνήσεως», Θεσσαλονίκη 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1919. Το έγγραφο παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του πέμπτου κεφαλαίου. 47 ΦΕΚ, 173/17 Σεπτεμβρίου 1921, νόμος 2728 «περί προσωρινής απαλλαγής εκ της στρατιωτικής υπηρεσίας των Μουσουλμάνων». 48 Εφαρμόζοντας το παραπάνω άρθρο ο Άρειος Πάγος χορήγησε αμνηστία στους πέντε μουσουλμάνους που καταδικάστηκαν σε τριετή φυλάκιση από δικαστήριο της Κοζάνης για όσα έγιναν στο χωριό Τσούρχλι (Άγιος Γεώργιος) Γρεβενών κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 1/14 Ιουλίου 1915. Επίσης, με βάση το ίδιο άρθρο αποφυλακίστηκαν τον Ιανουάριο του 1914 πέντε μουσουλμάνοι των Γρεβενών και άλλοι πέντε από την περιοχή της Ανασέλιτσας οι οποίοι είχαν καταδικαστεί από το έκτακτο στρατοδικείο Κοζάνης, βλ. εφημ. Μακεδονία, 28 Ιανουαρίου/10 Φεβρουαρίου 1914. 49 ΦΕΚ, 116/24 Μαΐου 1920, νόμος 2180 «περί αμνηστίας εις Μουσουλμάνους».
147
Ιδιαίτερα προβληματική ήταν η εφαρμογή των άρθρων της Σύμβασης των Αθηνών που αφορούσαν την κτηματική ιδιοκτησία των μουσουλμάνων και ιδιαίτερα το δικαίωμα διατήρησης της ακίνητης περιουσίας όσων μουσουλμάνων επέλεγαν την οθωμανική υπηκοότητα και εγκατέλειπαν το ελληνικό έδαφος. Η πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στη μουσουλμανική γαιοκτησία αναλύεται παρακάτω. Ωστόσο στην παρούσα φάση θα επισημανθούν οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που αντίκεινται στα όσα προέβλεπε η Σύμβαση
των Αθηνών. Ο πρώτος νόμος του ελληνικού κράτους που
αφορούσε το γαιοκτητικό καθεστώς των Νέων Χωρών ήταν ο νόμος 147 της 5ης Ιανουαρίου 1914 «περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως», σύμφωνα με τον οποίο διατηρούνταν σε ισχύ οι περί γαιών οθωμανικές διατάξεις. Στις Νέες Χώρες όμως υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός εγκαταλελειμμένων κτημάτων οι μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες των οποίων μετανάστευσαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες αυτοί, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης των Αθηνών, είχαν το δικαίωμα διατήρησης της ακίνητης περιουσίας τους στην Ελλάδα και μετά τη μετανάστευσή τους, ενώ μπορούσαν να τη μισθώνουν ή να τη διαχειρίζονται μέσω πληρεξουσίων. Οι διατάξεις του παραπάνω άρθρου καταστρατηγήθηκαν από νομοθετικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους, όπως οι νόμοι 262 της 10ης Μαΐου 1914 και 687 της 25ης Οκτωβρίου του 1915. Με τους συγκεκριμένους νόμους το ελληνικό Δημόσιο έθετε υπό την κυριότητά του τα εγκαταλελειμμένα κτήματα των Νέων Χωρών για τα οποία οι ιδιοκτήτες τους δεν θα κατέθεταν νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας εντός μιας ορισμένης προθεσμίας. Ως νομικό έρεισμα για την καταπάτηση των διατάξεων διεθνούς σύμβασης η ελληνική πλευρά προέβαλε το πλαίσιο συμφωνίας για την αμοιβαία εθελούσια ανταλλαγή πληθυσμών και κτημάτων του 1914. Σύμφωνα με την ερμηνεία της ελληνικής πλευράς, δεν ισχύαν οι όροι εκείνοι της Σύμβασης των Αθηνών που καταργήθηκαν από το πνεύμα και το γράμμα του πλαισίου συμφωνίας ανταλλαγής των πληθυσμών του 1914. Επομένως, το ελληνικό κράτος θεωρούσε τα κτήματα των μουσουλμάνων που είχαν μεταναστεύσει ανταλλάξιμα και προσωρινά διαχειριζόμενα από το Δημόσιο. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση κατά παράβαση του άρθρου 6 της Σύμβασης των Αθηνών δεν αναγνώριζε και τα πληρεξούσια επί μουσουλμανικών κτημάτων. Η προσπάθεια παγίωσης των δικαιωμάτων του ελληνικού Δημοσίου επί εγκαταλελειμμένων κτημάτων, οι πιεστικές
148
ανάγκες εγκατάστασης των προσφύγων του 1914 και η επιβολή αντιποίνων για τους διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μερικοί από τους λόγους που το ελληνικό κράτος προχώρησε στις προαναφερθείσες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Αλλά και αργότερα, με το νόμο 1073 «περί απαγορεύσεως εμπορίας και δικαιοπραξιών προς υπηκόους εχθρικών κρατών» του Νοεμβρίου του 1917, το ελληνικό κράτος
προχώρησε
στην
κατάληψη
κτημάτων
Οθωμανών
υπηκόων
και
εγκαταλελειμμένων κτημάτων μουσουλμάνων των Νέων Χωρών 50. Ωστόσο, σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, η Σύμβαση των Αθηνών έπαψε να ισχύει από τη στιγμή κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση
με την Οθωμανική
51
Αυτοκρατορία . Η Ελλάδα σεβάστηκε τη θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων και τουλάχιστον νομοθετικά δεν έλαβε κάποιο μέτρο που να την περιορίζει. Βέβαια οι μουσουλμάνοι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου κατά τις εργασίες αναθεώρησης του Συντάγματος την άνοιξη του 1922 διαμαρτυρήθηκαν για τη διατύπωση του 1ου άρθρου του Συντάγματος με το οποίο αναγνωριζόταν ως επικρατούσα θρησκεία η ορθόδοξη χριστιανική, ενώ κάθε άλλη γνωστή θρησκεία ήταν ανεκτή και η λατρεία της τελούνταν χωρίς κανένα κώλυμα υπό την προστασία των νόμων. Ο όρος «ανεκτή» θεωρήθηκε από τους μουσουλμάνους βουλευτές ότι δεν συμβάδιζε με το άρθρο του Συντάγματος που χορηγούσε ίσα δικαιώματα σε όλους τους Έλληνες πολίτες 52. Όπως αναφέρθηκε, το άρθρο 11 της Σύμβασης των Αθηνών πραγματευόταν ζητήματα που αφορούσαν την οργάνωση και λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων, τον τρόπο εκλογής των μουφτήδων και του αρχιμουφτή καθώς και τις 50
Αναλυτικά για τις παραπάνω νομοθετικές πρωτοβουλίες και για την καταπάτηση των διατάξεων της Σύμβασης των Αθηνών βλ. κεφ. «Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1912-1923». 51 Σύμφωνα πάντως με νομολογία του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου (αριθ. 57 1920), η Σύμβαση των Αθηνών ισχύει παρά την κήρυξη πολέμου εφόσον ρυθμίζει ιδιωτικά δίκαια πολιτών μη θεωρουμένων εχθρών προς αλλήλους. Επίσης, δεν ανεστάλη η ισχύς των ευμενών για τους μουσουλμάνους διατάξεων της σύμβασης εξαιτίας του νόμου 1073 που εκδόθηκε μετά την κήρυξη του πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Θέμις, έτος ΛΑ΄ (1920), 155. Ανάλογη άποψη διατυπώνεται και σε νομολογία του Πρωτοδικείου Γρεβενών (αρ. 1 1918): «Επειδή από απόψεως ισχύος ως θετού δικαίου, αι μεταξύ Κρατών συνθήκαι δημιουργούσιν εν τη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα και υποχρεώσεις, υπόκεινται εις την ερμηνείαν του εντεταλμένου την εφαρμογήν αυτών δικαστού και τέλος διατηρούνται εν ισχύι και μετά την έναρξιν των εχθροπραξιών ή την κήρυξιν του πολέμου, εφ’ όσον η ισχύς των αύτη δεν αντίκειται προς την έννοιαν των εχθροπραξιών, καίτοι ρηγνύμεναι, εκτός εξαιρέσεων από κυριαρχικής και πολιτικής απόψεως», Θέμις, έτος ΚΘ΄ (1918), 14. 52 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρίες 68 και 83 της 12ης Μαρτίου και της 22ας Απριλίου 1922.
149
αρμοδιότητές τους. Μέρος των παραπάνω διατάξεων ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία ήδη με το νόμο 147 του Ιανουαρίου του 1914 «περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και δικαστικής αυτών οργανώσεως». Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 όριζε ότι τα ζητήματα γάμου των μουσουλμάνων επιλύονταν με βάση τον ιερό ισλαμικό νόμο, ενώ ίσχυαν και οι σχετικές διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών 53. Αλλά και πριν από την υπογραφή της Σύμβασης των Αθηνών με το νόμο ΔΡΛΔ΄ του Μαρτίου του 1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών» το ελληνικό κράτος αναγνώρισε την επίλυση των οικογενειακών υποθέσεων των μελών της μουσουλμανικής κοινότητας από τα ιερά δικαστήρια (άρθρο 11), θέλοντας έτσι να μη διαταράξει τις υφιστάμενες δομές της μουσουλμανικής κοινωνίας 54. Για όλα όσα όριζε το άρθρο 11 της Σύμβασης των Αθηνών η ελληνική κυβέρνηση μελετούσε την κατάρτιση σχετικών νομοσχεδίων. Το 1914 είχαν συνταχθεί σχέδια νόμου για την εκλογή των πνευματικών αρχηγών των μουσουλμάνων της Ελλάδας και για τις μουσουλμανικές κοινότητες, ύστερα από σχετικές προτάσεις του γενικού διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών Γεωργίου Λαγουδάκη, του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Ρακτιβάν και του νομικού συμβούλου της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας Μ. Κοσμίδη. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, η ελληνική κυβέρνηση σκόπευε τον Οκτώβριο του 1914 να καταθέσει τα σχετικά νομοσχέδια στη Βουλή 55. Ωστόσο, κατά την ελληνική πλευρά, η έναρξη του Α΄ Παγκασμίου Πολέμου, η έκρυθμη εσωτερική κατάσταση και η στρατιωτική κατάληψη τμημάτων της ελληνικής επικράτειας από ξένες δυνάμεις δεν επέτρεψαν την ψήφιση των παραπάνω νομοσχεδίων. Παρά την αντίθετη άποψη του οθωμανικού Τύπου, δεν φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση
σκοπίμως
ανέβαλε
τη
νομοθετική
ρύθμιση
της
οργάνωσης
των
μουσουλμανικών κοινοτήτων και της εκλογής των μουφτήδων, αλλά πράγματι την εμπόδισαν οι έκτακτες συνθήκες της περιόδου 1914-1919 56.
53
ΦΕΚ, 25/5 Ιανουαρίου 1914. ΦΕΚ, 41/2 Μαρτίου 1913 και Σ. Μηναΐδης, ό.π., σσ. 23-24. 55 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, όπου τα σχέδια νόμου «περί πνευματικών αρχηγών των μουσουλμανικών κοινοτήτων και περί εκλογής των πνευματικών αρχηγών των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων» και «περί διαχειρίσεως των κοινοτικών μουσουλμανικών περιουσιών». Επίσης, εφημ Εμπρός, 20 Οκτωβρίου/2Νοεμβρίου 1914. 56 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), άρθρο της τουρκικής εφημερίδας Ikdam στις 19 Αυγούστου 1919 σχετικά με την πολιτική της Ελλάδας απέναντι στους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών και διάψευση των καταγγελιών της εφημερίδας από την ελληνική Ύπατη Αρμοστεία της Κωνσταντινούπολης, Ύπατη 54
150
Τα ζητήματα που αφορούσαν τις μουσουλμανικές κοινότητες, τους μουφτήδες και τον αρχιμουφτή ρυθμίστηκαν τελικά νομοθετικά με το νόμο 2345 του Ιουλίου του 1920. Ωστόσο, πριν αναλυθούν οι διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου, τίθεται το ερώτημα μέχρι την ψήφιση του νόμου 2345 ποιο νομικό καθεστώς διέπει την οργάνωση και λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων, την εκλογή των μουφτήδων και την άσκηση των δικαιοδοτικών τους αρμοδιοτήτων, αφού σύμφωνα με τη Σύμβαση των Αθηνών σε όλα τα παραπάνω εμπλέκεται ο αρχιμουφτής, ο οποίος δεν είχε εκλεγεί ακόμη. Η απουσία νόμου για τη σύσταση και οργάνωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων «παρεμποδίζει αυτήν την ύπαρξιν και ζωήν των Μουσουλμάνων», σύμφωνα με το υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών στον αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης 57. Χωρίς καθορισμένο νομικό πλαίσιο οι μουσουλμανικές κοινότητες δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις αυξημένες αρμοδιότητές τους, ενώ εντός των κοινότητων υπήρχαν συχνές διαμάχες κυρίως όσον αφορά τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας 58. Ιδιαίτερα προβληματικός ήταν ο έλεγχος της διάθεσης των προσόδων των κοινοτικών βακουφιών, αφού σύμφωνα με τη Σύμβαση των Αθηνών προβλεπόταν ότι η διοίκηση και διαχείριση των βακουφιών θα ασκούνταν από τις μουσουλμανικές κοινότητες. Μη υπάρχοντος νόμου για τις μουσουλμανικές κοινότητες πολλά βακούφια για τα οποία δεν υπήρχαν μουτεβέληδες τα διαχειρίζονταν οι Γενικές Διοικήσεις ή ο μουφτής, ενώ σε όσα υπήρχαν μουτεβέληδες αυτοί δεν απέδιδαν το οφειλόμενο ποσό στις κοινότητες 59. Η απουσία νομικού πλαισίου για τη λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων αντιμετωπίστηκε από τις ελληνικές αρχές με το διορισμό, ύστερα από συνεννόηση με τους κατά τόπους μουφτήδες, κοινοτικών διοικητικών συμβουλίων με Αρμοστεία της Ελλάδος προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6435. 57 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, «υπόμνημα των Μουσουλμάνων βουλευτών περί των αναγκών των Μουσουλμάνων των Νέων Χωρών προς τον Αντιπρόεδρον της Κυβερνήσεως», Θεσσαλονίκη 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1919. 58 Για τις αρμοδιότητες των μουσουλμανικών κοινοτήτων βλ. κεφ. «Κοινωνικές δομές και οργάνωση του μουσουλμανικού πληθυσμού». Για ένα παράδειγμα διαμάχης εντός μουσουλμανικής κοινότητας όσον αφορά τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας βλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 184, υποφ. 2, αίτηση μουσουλμάνων κατοίκων Ιωαννίνων προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Ιωάννινα 25 Μαΐου/7 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 7518 όπου καταγγελίες κατά του μουφτή για άρνηση ελέγχου των ισολογισμών του κοινοτικού ταμείου, οικονομικές ατασθαλίες και διάλυση του νόμιμου κοινοτικού συμβουλίου. 59 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 184, υποφ. 2, Νομαρχία Ιωαννίνων προς υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, Ιωάννινα 12/25 Ιανουαρίου 1917, αρ. πρ. 10706 «περί διαχειρίσεως της περιουσίας της Μουσουλμανικής κοινότητας Ιωαννίνων».
151
προσωρινό χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, των Ιωαννίνων και της Καβάλας. Λαμβάνοντας αφορμή από τη διαμάχη εντός της μουσουλμανικής κοινότητας Ιωαννίνων, το υπουργείο Εσωτερικών διευκρίνιζε το Μάιο του 1916 ότι στην περίπτωση που δεν υφίστατο διοικητικό συμβούλιο σε μια κοινότητα, θα έπρεπε μέσω αίτησης των μελών της να υποδειχθούν άτομα τα οποία θα διορίζονταν από τις ελληνικές αρχές και μαζί με το μουφτή θα αποτελούσαν προσωρινή διαχειριστική επιτροπή των κοινοτικών υποθέσεων έως την ψήφιση νόμου που θα ρύθμιζε τις υποθέσεις των μουσουλμανικών κοινοτήτων 60. Εκτός από το παραπάνω μέτρο, τα ζητήματα που αφορούσαν τη λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων και κυρίως τη διαχείριση των βακουφικών περιουσιών αντιμετωπίστηκαν από τις ελληνικές αρχές με βάση τις διατάξεις σχετικών νόμων που είχαν ψηφιστεί αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας από το ελληνικό κράτος 61. Η Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, απαντώντας σε σχετικά άρθρα του οθωμανικού Τύπου, έκανε λόγο για σεβασμό από το ελληνικό κράτος του προϋπάρχοντος καθεστώτος των μουσουλμανικών κοινοτήτων μέχρι την ψήφιση σχετικού νομοσχεδίου 62. 60
Ζητώντας πληροφορίες από τις Γενικές Διοικήσεις Θεσσαλονίκης-Πέλλας και Ανατολικής Μακεδονίας όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας, τον αριθμό των μελών των διοικητικών συμβουλίων και αν αυτά διορίζονται από την ίδια τη Γενική Διοίκηση ή το υπουργείο, η Γενική Διοίκηση Ηπείρου έλαβε από τη μεν πρώτη την απάντηση ότι η μουσουλμανική κοινότητα Θεσσαλονίκης διοικείται από συμβούλιο που διορίστηκε το 1913 από το μουφτή –ο οποίος ήταν και ο πρόεδρος– σε συνεννόηση με το γενικό διοικητή Κ. Ρακτιβάν χωρίς έκτοτε να έχουν διενεργηθεί εκλογές για την ανάδειξη νέου συμβουλίου, ενώ η Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας απάντησε ότι απέχει από το διορισμό διοικητικών συμβουλίων των μουσουλμανικών κοινοτήτων, εφόσον δεν υπήρχε σχετικός νόμος. Βλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 184, υποφ. 2, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Γενικές Διοικήσεις Θεσσαλονίκης και Ανατολικής Μακεδονίας, Ιωάννινα 11/24 Ιουνίου 1920, αρ. τηλ. 7672. Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Θεσσαλονίκη 12/25 Ιουνίου 1920, αρ. τηλ. 8131 και Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Δράμα 13/26 Ιουνίου 1920, αρ. τηλ. 8215. Όσον αφορά τη μουσουλμανική κοινότητα Ιωαννίνων, διορίστηκε το 1913 από τη Γενική Διοίκηση διοικητικό συμβούλιο της κοινότητας υπό την προεδρία του μουφτή με συγκεκριμένες όμως αρμοδιότητες (διαχείριση περιουσίας ανηλίκων μουσουλμάνων, επίβλεψη εκπλήρωση καθηκόντων χοτζάδων και ιμάμηδων κ.ά.) βλ. στον ίδιο φάκελο, Νομαρχία Ιωαννίνων προς υπουργείο Εσωτερικών, Ιωάννινα Ιούνιος 1916, αρ. πρ. 7070 όπου συνημμένες οι απόφασεις της Γενικής Διοίκησης διορισμού των μελών του διοικητικού συμβουλίου της μουσουλμανικής κοινότητας. Επίσης, υπουργείο Εσωτερικών προς Νομαρχία Ιωαννίνων, Αθήνα 28 Μαΐου/10 Ιουνίου 1916, αρ. πρ. 34017 όπου οι σχετικές οδηγίες για το διορισμό προσωρινού διοικητικού συμβουλίου στις οποίες γίνεται αναφορά και στο σχετικό παράδειγμα της Καβάλας. 61 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 184, υποφ. 2, Νομαρχία Ιωαννίνων προς υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Ιωάννινα 12/25 Ιανουαρίου 1917, αρ. πρ. 10706 «περί διαχειρίσεως της περιουσίας της Μουσουλμανικής κοινότητας Ιωαννίνων», όπου προτείνεται η εφαρμογή του νόμου ΑΨΣΤ΄ του Φεβρουαρίου του 1899, πρόταση που είχε γίνει στο παρελθόν και από το νομικό σύμβουλο του υπουργείου Οικονομικών Ν. Ελευθεριάδη αναφορικά με ζητήματα της μουσουλμανικής κοινότητας Καβάλας. 62 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδος προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6435. Σημειώνεται βέβαια εδώ ότι μουσουλμανικές κοινότητες ως νομικά πρόσωπα δεν υπήρχαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά
152
Ο σεβασμός του προϋπάρχοντος καθεστώτος ίσχυσε και για την εκλογή των μουφτήδων. Έτσι, όταν οι ελληνικές αρχές αντιμετώπισαν το πρόβλημα της πλήρωσης των κενών θέσεων μουφτήδων στις Νέες Χώρες μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους εφάρμοσαν το ισχύον καθεστώς εκλογής 63, αλλά και τον παλιότερο νόμο ΑΛΗ΄ του 1882 «περί πνευματικών αρχηγών των μωαμεθανικών κοινοτήτων» 64, ενώ αναγνώρισαν τους ήδη υπάρχοντες μουφτήδες 65 ως δημοσίους υπαλλήλους του ελληνικού κράτους με τα συναφή δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή. Βέβαια η έλλειψη νομοθετικού πλαισίου και το γεγονός της μη εκλογής αρχιμουφτή δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις μουφτήδων και ελληνικών διοικητικών αρχών 66.
φαίνεται ότι αντιμετωπίζονταν από το ελληνικό κράτος σαν ένα είδος μιλλέτ βλ. Κ. Τσιτσελίκης, Μουσουλμανικές κοινότητες, σ. 375. 63 Πριν από το 1912 οι μουφτήδες εκλέγονταν ύστερα από ψηφοφορία των μελών δύο τάξεων της μουσουλμανικής κοινότητας, της τάξης των ιερωμένων (ουλεμά) και της τάξης των εγκρίτων μουσουλμάνων (Μουουτεμπερούν). 64 Βλ. για παράδειγμα την εγκύκλιο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς το διοικητικό επίτροπο Σερβίων στην οποία αναφέρεται ότι μέχρι τη νομοθετική ρύθμιση της εκλογής και των αρμοδιοτήτων των μουφτήδων προτείνεται ο διορισμός τοποτηρητή του μουφτή των Σερβίων, για τον οποίο θα ισχύουν οι διατάξεις των ελληνικών νόμων περί διορισμού και ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ για τις αρμοδιότητές του θα ληφθεί υπόψη ο νόμος ΑΛΗ΄ του 1881, Κ. Ρακτιβάν, ό.π., σ. 104. 65 Αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό κράτος με διατάγματα διορισμού οι κάτωθι μουφτήδες που είχαν εκλεγεί πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους: Θεσσαλονίκης Αχμέτ Εφέντης, Βέροιας Χουσρέφ Εφέντης, Βοδενών Χουσεΐν Ζουχδή Εφέντης, Ελασσόνας Ομέρ Χουλουσή Εφέντης, Καρατζόβας Χασάν Σιτκή Εφέντης, Καστοριάς Χαφούζ Ταχήρ Εφέντης, Κοζάνης Ουζεΐρ Σιτκή Εφέντης, Φλώρινας Μεχμέτ Χουλουσή Χαφούζ Ρουσδή. Προσωρινοί τοποτηρητές που εκλέχτηκαν από τις μουσουλμανικές κοινότητες πριν από τη Σύμβαση των Αθηνών και αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό κράτος: Ανασέλιτσας Μουχαρέμ Σουλεϊμάν Εφέντης, Γιαννιτσών Σεχ Αβδουλλάχ Εφέντης, Καϊλαρίων Μουσταφά Χατζή Ταχίρ Εφέντης, Σερβίων Ρασήτ Εφέντης, Δεμίρ Χισάρ Χαμζή Χότζας. Μουφτήδες που εκλέχτηκαν μετά τη Σύμβαση των Αθηνών: Δράμας Μουσά Κιαζήμ Εφέντης, Γρεβενών Ελιάς Μουχτάρ Εφέντης, Λαγκαδά Χαφούζ Χουσνή Εφέντης και Κατερίνης Χιφζή Εφέντης. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας Γραφείο Εξωτερικών και Θρησκευτικών Υποθέσεων προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 31 Μαρτίου/13 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 11867 όπου συνημμένοι πίνακες με τους μουφτήδες της Μακεδονίας. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου περί πνευματικών αρχηγών των μουσουλμανικών κοινοτήτων που είχε συνταχθεί το 1914, αλλά δεν κατατέθηκε στη Βουλή, αναγνωρίζονταν στην Ελλάδα οι κάτωθι έδρες μουφτήδων: Θεσσαλία: Βόλου, Καρδίτσας, Τρικάλων, Φαρσάλων και Λάρισας. Μακεδονία: Θεσσαλονίκης, Λαγκαδά, Σιδηροκάστρου, Σερρών, Δράμας, Καβάλας, Βέροιας, Έδεσσας, Νοτίων, Καϊλαρίων, Κοζάνης, Γρεβενών, Καστοριάς, Φλώρινας, Γιαννιτσών, Βέροιας, Κατερίνης. Ήπειρος: Ιωαννίνων, Πρέβεζας, Μαργαριτίου, Φιλιατών, Πωγωνίου και Ηγουμενίτσας. Νησιά Αιγαίου: Μυτιλήνης, Χίου και Λήμνου. Κρήτη: Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Ιεράπετρας. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150 όπου και το κείμενο του σχεδίου νόμου. 66 Βλ. για παράδειγμα την εγκύκλιο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας «περί εκτελέσεως αποφάσεων εκδιδομένων υπό των Μουφτήδων» που προήλθε ύστερα από σχετικό ερώτημα του νομάρχη Δράμας, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Συλλογή οργανικών διατάξεων, εγκυκλίων, διαταγών και οδηγιών του Γενικού Διοικητού Μακεδονίας εκδοθείσαι κατά το έτος 1914, Θεσσαλονίκη 1914, σσ. 135-137. Επίσης, Σ. Μηναΐδης, ό.π., παρ. 125 όπου γνωμοδότηση του Ν. Ελευθεριάδη με την οποία αναιρεί την άποψη ότι εφόσον δεν έχει εκλεγεί αρχιμουφτής, ο οποίος σύμφωνα με τη Σύμβαση των Αθηνών είναι υπεύθυνος για
153
Όπως
αναφέρθηκε
προηγουμένως,
τα
ζητήματα
της
οργάνωσης
των
μουσουλμανικών κοινοτήτων, της εκλογής και των αρμοδιοτήτων των μουφτήδων και του αρχιμουφτή ρυθμίστηκαν με το νόμο 2345 «περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω Κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων» του Ιουλίου του 1920, που ουσιαστικά εφάρμοζε τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών 67. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, ο αρχιμουφτής αναγνωρίστηκε ως η ανώτατη θρησκευτική αρχή των μουσουλμάνων στην Ελλάδα και υπεύθυνος για την εποπτεία της άσκησης των καθηκόντων των μουφτήδων του κράτους. Οι υποψήφιοι αρχιμουφτήδες θα εκλέγονταν από συνέλευση των αναγνωριζόμενων ή διορισμένων από το ελληνικό κράτος μουφτήδων. Η συνέλευση με μυστική ψηφοφορία θα εξέλεγε τρεις υποψηφίους για τη θέση του αρχιμουφτή, οι οποίοι θα έπρεπε να είναι εν ενεργεία μουφτήδες του ελληνικού κράτους. Ύστερα από πρόταση του υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης θα διοριζόταν αρχιμουφτής ένας από τους τρεις υποψηφίους. Η εκλογή των μουφτήδων θα γινόταν ύστερα από ψηφοφορία στην οποία θα συμμετείχαν όλοι οι μουσουλμάνοι που ήταν εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους των βουλευτικών εκλογών της περιφέρειας στην οποία διεξαγόταν η εκλογή του μουφτή. Υποψήφιοι μπορούσαν να είναι μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες που είχαν δίπλωμα μεντρεσέ 68 ή σχολής ναΐπηδων ή είχαν διατελέσει στο παρελθόν μουφτήδες. Οι μουφτήδες, σύμφωνα με νόμο, εκτός των θρησκευτικών καθηκόντων τους θα επόπτευαν τους θρησκευτικούς και εκπαιδευτικούς λειτουργούς των μουσουλμανικών κοινοτήτων καθώς και τη διαχείριση από τις τελευταίες των βακουφικών περιουσιών. Οι μουφτήδες θα ασκούσαν δικαιοδοσία μεταξύ των μουσουλμάνων επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ενώ θα είχαν γνωμοδοτική αρμοδιότητα σε κάθε ζήτημα θρησκευτικού, οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μουσουλμάνων. Ο αρχιμουφτής θα μπορούσε να μεταβάλει τις αποφάσεις δικαιοδοσίας των μουφτήδων, ενώ ο πρόεδρος των Πρωτοδικών θα την επικύρωση των αποφάσεων των μουφτήδων, οι ελληνικές αρχές δεν θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να εκτελούν τις αποφάσεις των μουφτήδων. 67 ΦΕΚ, 148/3 Ιουλίου 1920. Για το νόμο αυτό βλ. επίσης Γ. Αναστασιάδης-Ε. Χεκίμογλου, Δημήτριος Γ. Δίγκας (1876-1974). Η ζωή και το έργο του πρώτου Μακεδόνα υπουργού, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 208 -211 και Κ. Τσιτσελίκης, Η θέση του μουφτή, σσ. 286-288. Ο Δίγκας ήταν υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης και συνεπώς υπεύθυνος για τον καταρτισμό του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. 68 Medrese: ιερατική σχολή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
154
κήρυσσε εκτελεστέες τις αποφάσεις των μουφτήδων ελέγχοντας αν αυτές εκδόθηκαν εντός των ορίων της αρμοδιότητας τους όπως αυτές ορίζονταν από τον παραπάνω νόμο. Για τη διαχείριση των περιουσιών των μουσουλμανικών κοινοτήτων και των βακουφιών της κατηγορίας των σχολικών περιουσιών ο νόμος προέβλεπε την εκλογή διαχειριστικής επιτροπής από τα μέλη της κοινότητας. Οι επιτροπές αυτές θα συνέτασαν τον προϋπολογισμό της κοινότητας, θα διοικούσαν τα κοινοτικά σχολεία και θα διόριζαν το εκπαιδευτικό προσωπικό και τους υπαλλήλους της κοινότητας. Ο νόμος 2345, εφαρμόζοντας τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών, προέβλεπε ακόμη την ίδρυση στην Αθήνα Ιερατικής Μουσουλμανικής Σχολής. Ωστόσο, παρά την πληθώρα των διατάξεων, άφηνε σε εκκρεμότητα σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν τον τρόπο οργάνωσης των μουσουλμανικών κοινοτήτων – άλλωστε στο άρθρο 12 αναφερόταν ότι η σύσταση των διαχειριστικών επιτροπών της κοινοτικής περιουσίας θα γινόταν προσωρινά μέχρι την ψήφιση ειδικού νόμου για την οργάνωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Ο νόμος 2345 τελικά δεν εφαρμόστηκε. Η μοναδική διάταξη που τέθηκε σε ισχύ με βασιλικό διάταγμα το 1922 ήταν αυτή του άρθρου 12 που ρύθμιζε τα σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας των μουσουλμανικών κοινοτήτων 69. Αλλά όλες οι υπόλοιπες διατάξεις του νόμου 2345 δεν εφαρμόστηκαν από το ελληνικό κράτος. Ούτε διορισμός αρχιμουφτή έγινε, ούτε Ιερατική Μουσουλμανική Σχολή ιδρύθηκε στην Αθήνα. Την ίδια τύχη είχαν βέβαια και διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών που δεν συμπεριλήφθηκαν στο νόμο, όπως η ανέγερση με έξοδα του ελληνικού κράτους τζαμιού στην Αθήνα και σε τέσσερα άλλα χωριά. Ούτε όμως και ο τρόπος εκλογής των μουφτήδων εφαρμόστηκε. Τονίζεται ότι το σύστημα της εκλογής των μουφτήδων με καθολική ψηφοφορία των 69
ΦΕΚ 53/9 Απριλίου 1922 βασιλικό διάταγμα «Περί εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 12 του νόμου 2345». Το άρθρο 12 του νόμου 2345 προέβλεπε ότι οι διαχειριστές των βακουφιών (μουτεβέληδες) έπρεπε να παραδώσουν λογοδοσία της διαχείρισης των βακουφιών κατά την τελευταία πενταετία μέχρι την ψήφιση του νόμου στις διαχειριστικές επιτροπές της κοινότητας που αναλάμβαναν στο εξής τη διοίκηση των βακουφιών. Η παραπάνω διάταξη ήταν η αφορμή για νέες διενέξεις. Οι μουτεβέληδες θεωρούσαν ότι ο νόμος 2345 αντέβαινε στους όρους της Σύμβασης των Αθηνών και το ιερό ισλαμικό δίκαιο, πολλοί από αυτούς δεν έδιναν στις μουσουλμανικές κοινότητες λογοδοσία της διαχείρισής τους, ενώ οι τελευταίες ζητούσαν από τις ελληνικές αρχές την ποινική δίωξη των μουτεβέληδων που δεν συμμορφώνονταν με όσα όριζε το άρθρο 12 του νόμου. Βλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 184, υποφ. 2, αίτηση επιτρόπων (μουτεβέληδων) μουσουλμανικών βακουφιών προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Ιωάννινα 12/25 Ιουλίου 1921 όπου εκφράζεται η αντίθεσή τους στο νόμο 2345. Στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς μουφτήδες Ηπείρου, Ιωάννινα 6/19 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 2206 όπου ζητεί να καλέσουν τους μουτεβέληδες να εφαρμόσουν τις διατάξεις του νόμου 2345 και τονίζει ότι θα τιμωρήσει αυστηρά κάθε ανυπακοή.
155
μουσουλμάνων της περιφέρειας της μουφτείας προβλεπόταν και στο αντίστοιχο σχέδιο νόμου του 1914 και υιοθετήθηκε ύστερα από πρόταση του διευθυντή του Γραφείου των Εξωτερικών και Θρησκευτικών Υποθέσεων της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, Γεωργίου Τσορμπατζόγλου. Ο Τσορμπατζόγλου πίστευε ότι η εκλογή του μουφτή με καθολική ψηφοφορία θα περιόριζε τις ξένες επεμβάσεις, ιδίως αυτές των Νεοτούρκων που στόχο είχαν την εκλογή μουφτήδων της αρεσκείας τους, και θα βοηθούσε στη χειραφέτηση της μεγάλης μάζας των μουσουλμάνων από την ηγετική τους τάξη η οποία ήταν εχθρικά διακείμενη απέναντι στο ελληνικό κράτος 70. Με την παραπάνω πρόταση συμφωνούσε και ο γενικός διοικητής Κρήτης, ενώ αντίθετες απόψεις είχαν οι γενικοί διοικητές Ηπείρου και Νήσων Αιγαίου οι οποίοι προέκριναν την έμμεση ψηφοφορία με περιορισμό του αριθμού των μουσουλμάνων εκλογέων 71. Η θεσμοθετημένη αυτή δημοκρατική διαδικασία εκλογής του μουφτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ από το ελληνικό κράτος, αλλά συνεχίστηκε η πρακτική διορισμού του από τις αρχές ύστερα από σχετική υπόδειξη, η όποια βέβαια θα έπρεπε να εναρμονίζεται με τις επιδιώξεις της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης 72. Την ίδια πρακτική είχε ακολουθήσει και η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης με το διάταγμα 1449 του Φεβρουαρίου του 1917 «περί πληρώσεως προσωρινώς κενών θέσεων Μουφτήδων», στο οποίο προβλεπόταν ότι οι κενές θέσεις των μουφτήδων θα συμπληρώνονταν, ύστερα από πρόταση του συμβούλου Δημόσιας Εκπαίδευσης, με προσωρινό διορισμό μουφτή μέχρι τη διενέργεια εκλογών, οι οποίες βέβαια δεν έγιναν ποτέ 73. Σημειώνεται, τέλος, ότι ο νόμος 2345 του 1920 ρύθμιζε τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του μουφτή και την οργάνωση των μουφτειακών δικαστηρίων μέχρι και το 1991, οπότε ψηφίστηκε νέος 70
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας Γραφείο Εξωτερικών και Θρησκευτικών Υποθέσεων προς το υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 6/19 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 1260. 71 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς υπουργείο Εσωτερικών, Ιωάννινα 9/22 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 4198. Η Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου προς υπουργείο Εσωτερικών, Μυτιλήνη 10/23 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 2622. Γενική Διοίκηση Κρήτης προς υπουργείο Εσωτερικών, Χανιά 27 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 1053. 72 Κ. Τσιτσελίκης, Η θέση του μουφτή, σ. 288. Βλ. για παράδειγμα την αντίδραση της μουσουλμανικής κοινότητας Έδεσσας στο διορισμό πρώην μουφτή Κρήτης στη θέση του μουφτή Έδεσσας και το αίτημά τους για διενέργεια εκλογών, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 730, τηλεγράφημα μουσουλμάνων Έδεσσας προς υπουργό Δικαιοσύνης Γούναρη, Έδεσσα 15/28 Φεβρουαρίου 1922. 73 ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 32/11 Φεβρουαρίου 1917. Βλ. επίσης ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως της Προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης, φ. 2 και 10 όπου διάφορα έγγραφα της Ανώτατης Διεύθυνσης σχετικά με το διορισμό μουφτήδων της Μακεδονίας με βάση το διάταγμα 1449.
156
νόμος 74. Όσον αφορά, τέλος, τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους για την εκπαίδευση των μουσουλμάνων και τη διδασκαλία στα μουσουλμανικά σχολεία της ελληνικής και τουρκικής γλώσσας θα αναλυθούν σε ξεχωριστό κεφάλαιο. Στις αιτιάσεις του οθωμανικού Τύπου και των μουσουλμάνων της Ελλάδας ότι δεν εφαρμόστηκαν οι όροι της Σύμβασης των Αθηνών από την ελληνική κυβέρνηση, η τελευταία απαντούσε ότι έχει πάψει να ισχύει η σύμβαση. Για την ελληνική πλευρά η κήρυξη του πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η εκκρεμότητα όσον αφορά το τελικό καθεστώς των συνόρων της Ελλάδας, αλλά και η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών περί προστασίας των μειονοτήτων είχαν καταργήσει την ισχύ των διατάξεων της Σύμβασης των Αθηνών. Έτσι, ο Βενιζέλος απαντούσε στη μουσουλμανική κοινότητα Χανίων, η οποία ζητούσε την επιστροφή ενός τζαμιού που κατέλαβαν οι χριστιανοί, ότι δεν μπορεί να επικαλείται τη Σύμβαση των Αθηνών από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει εισέλθει σε εμπόλεμη κατάσταση 75. Αλλά και η ελληνική Ύπατη Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη απαντούσε σε άρθρα του οθωμανικού Τύπου ότι, παρά το γεγονός πως η Σύμβαση των Αθηνών δεν υφίσταται πλέον, η ελληνική κυβέρνηση θα εκπλήρωνε τις δεσμεύσεις της απέναντι στους μουσουλμάνους της Ελλάδας 76. Αναφορικά με τον αν καταργήθηκε και πότε η ισχύς των άρθρων περί μειονοτικής προστασίας τη Σύμβασης των Αθηνών διατυπώνονται αντικρουόμενες απόψεις 77. Πάντως μέχρι το 1923 το 74
Κ. Τσιτσελίκης, Η θέση του μουφτή, σ. 277. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 232., Ελ. Βενιζέλος προς κυβερνητικό αντιπρόσωπο στα Χανιά, Αθήνα 17/30 Ιανουαρίου 1918. 76 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδος προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6435. 77 Για τον Κ. Τσιτσελίκη η ισχύς των άρθρων μειονοτικής προστασίας της Σύμβασης των Αθηνών υφίσταται μέχρι σήμερα, ενώ ο Ζ. Μέκος θεωρεί ότι οι διατάξεις της σύμβασης καταργήθηκαν από τις αντίστοιχες διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών και της Λωζάννης, βλ. Κ. Τσιτσελίκης, «Η Συνθήκη των Αθηνών (1913) στην προκρούστεια κλίνη: Ένα κλασικό ζήτημα διεθνούς δικαίου και η θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων στην Ελλάδα (ΣτΕ, 1333/2001, Τμήμα Γ΄)», http://www.kemo.gr/1.10.2008 και Ζ. Μέκος, Οι αρμοδιότητες του μουφτή και η ελληνική νομοθεσία, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 16. Στη διαμάχη των ελληνικών κυβερνήσεων με εκπροσώπους της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη όσον αφορά τα ζητήματα της εκλογής μουφτή και της διαχείρισης βακουφικών κτημάτων, οι τελευταίοι επικαλούνται μέχρι σήμερα τις διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών όντας πιο ευνοϊκές σε σύγκριση με τις αντίστοιχες της Συνθήκης της Λωζάννης. Η Ελλάδα θεωρεί ότι η Σύμβαση των Αθηνών δεν ισχύει στην περίπτωση της Δυτικής Θράκης, αφού το 1913 που υπογράφηκε, η Δυτική Θράκη δεν ήταν τμήμα της ελληνικής επικράτειας, ενώ οι διατάξεις αντικαταστάθηκαν από αυτές της Συνθήκης της Λωζάννης. Η Τουρκία, από την άλλη, θεωρεί ότι συνεχίζουν να ισχύουν οι διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών αντιτείνοντας, για παράδειγμα, στα ελληνικά επιχειρήματα τη διατύπωση του 3ου συνημμένου πρωτοκόλλου της σύμβασης και το γεγονός ότι στη Συνθήκη της Λωζάννης δεν υπάρχουν διατάξεις που να ακυρώνουν τις διατάξεις των προγενέστερων συνθηκών, βλ. Ayşe Adiyeke, Islamic Community Brotherhood Administrations in Greece: “Cemaat-i Islamiye” 1913-1998, Άγκυρα 2002, σσ. 17-18 και 46˙ 75
157
ελληνικό κράτος εφάρμοζε τους όρους της Σύμβασης των Αθηνών κατά το δοκούν: έτσι, απαίτησε το 1920 τη μετανάστευση των μουσουλμάνων που είχαν επιλέξει την οθωμανική υπηκοότητα βάσει του άρθρου 4 της σύμβασης 78, αλλά δεν τήρησε τη διάταξη εκείνη που έδινε το δικαίωμα στους μουσουλμάνους που εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος να διατηρήσουν την ακίνητη περιουσία τους και να τη διαχειριστούν μέσω τρίτων. 4. Η Συνθήκη των Σεβρών περί προστασίας των μειονοτήτων (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τις εκατόμβες των θυμάτων έφερε στο προσκήνιο την προστασία των δικαιωμάτων εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων που διαβιούσαν στις επικράτειες των ευρωπαϊκών κρατών, ώστε να αποτραπούν και νέες πολεμικές συγκρούσεις. Την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων ανέλαβε ένας νέος διεθνής οργανισμός, η Κοινωνία των Εθνών, που ιδρύθηκε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Σε ένα τέτοιο διεθνές πλαίσιο οι όροι μειονοτικής
προστασίας
ήταν
φυσικό
να
αποτελέσουν
βασικό
σημείο
των
διαπραγματεύσεων στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι και να ενσωματωθούν στις συνθήκες που διαμόρφωναν τα νέα σύνορα της Ευρώπης 79. Η Ελλάδα, διεκδικώντας μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου την ενσωμάτωση εδαφών με σημαντικό αριθμό μειονοτικών πληθυσμών, ιδίως μουσουλμάνων, έπρεπε και αυτή με τη σειρά της, όπως και τα υπόλοιπα μικρά ευρωπαϊκά κράτη, να αποδεχτεί ένα εκτεταμένο καθεστώς μειονοτικής προστασίας την εφαρμογή του οποίου θα εγγυόταν διεθνής συνθήκη. Α. Chousein, Continuities and changes in the minority policy of Greece: the case of Western Thrace, thesis to the graduate school of Social Sciences of the Middle East Technical University, 2005, σσ. 59-60. 78 Απαίτηση που μπορεί να αναβλήθηκε επ’ αόριστον, ωστόσο οι διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών που αφορούσαν την ιθαγένεια και τη στράτευση των Οθωμανών υπηκόων συνέχιζαν να ισχύουν, βλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, υπουργείο Εσωτερικών προς Γενικές Διοικήσεις, Αθήνα 2/15 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 25906 όπου το πρακτικό της 27ης Απριλίου 1919 της επιτροπής που συστάθηκε για τη μελέτη των ζητημάτων της ιθαγένειας και στράτευσης των Οθωμανών υπηκόων των Νέων Χωρών στο οποίο αναφέρεται ότι, σύμφωνα και με τις οδηγίες του Βενιζέλου, η Σύμβαση των Αθηνών ως προς την ιθαγένεια και τη στράτευση θα εξακολουθήσει να ισχύει. Αναλυτικά για το ζήτημα αυτό βλ κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμανικών πληθυσμών την περίοδο 1912-1923». 79 Για τις συνθήκες που επέβαλαν τη δημιουργία της ΚτΕ, για την ίδρυσή της και για την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων από το διεθνή οργανισμό, βλ. Λ. Διβάνη, Η Ελλάδα και οι μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, Αθήνα 1995, σσ. 23-30.
158
Η Ελλάδα λοιπόν έπρεπε να πείσει τους Συμμάχους ότι μπορούσε να διοικήσει περιοχές με σημαντικό μειονοτικό πληθυσμό. Σε ερώτηση στη συνεδρίαση της Επιτροπής Ελληνικών Υποθέσεων στο Παρίσι πώς προτιθόταν η Ελλάδα να εγγυηθεί τα δικαιώματα του μουσουλμανικού πληθυσμού των εδαφών που θα προσαρτούσε, ο Βενιζέλος αναφέρθηκε στις επαρκείς εγγυήσεις που παρείχαν το φιλελεύθερο ελληνικό Σύνταγμα και οι ελληνικοί νόμοι. Συγκεκριμένα, ο Έλληνας πρωθυπουργός, θέλοντας να αποδείξει ότι η Ελλάδα και στο παρελθόν διέθετε ένα νομικό καθεστώς που προστάτευε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αναφέρθηκε ενώπιον της Επιτροπής στο νόμο ΑΛΗ΄ του 1882, στο άρθρο 4 του νόμου 147 του Ιανουαρίου του 1914, σε νόμους της Κρητικής Πολιτείας, αλλά και σε ένα άρθρο του στρατηγού Franchet d’Espèrey στο οποίο ο Γάλλος στρατηγός εγκωμίαζε τη συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στους μουσουλμάνους της Θεσσαλίας 80. Καμιά αναφορά βέβαια δεν έγινε στο καθεστώς μειονοτικής προστασίας που προέβλεπε η Σύμβαση των Αθηνών η εφαρμογή του οποίου, όπως αναφέρθηκε, ήταν ιδιαίτερα προβληματική. Τελικά, παρά τις προσπάθειες του Βενιζέλου να αναλάβει η Ελλάδα μέσα από μια διεθνή συνθήκη όσον το δυνατόν λιγότερες υποχρεώσεις μειονοτικής προστασίας, η ελληνική πλευρά υπέγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών «περί προστασίας των εθνικών κ.λπ. μειονοτήτων» στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920, την ίδια μέρα που υπέγραψε και τις συνθήκες που καθόριζαν το καθεστώς της Θράκης και της Τουρκίας 81. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα υποχρεωνόταν με την παραπάνω συνθήκη να παρέχει προστασία της ζωής και της ελευθερίας όλων των κατοίκων ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, καταγωγής ή γλωσσικού ιδιώματος (άρθρο 2). Με το ίδιο άρθρο παρεχόταν στους κατοίκους της Ελλάδας το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων τους «τόσον δημοσία όσον και κατ’ ιδίαν». Η Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 3, αναγνώριζε ως Έλληνες υπηκόους όλους τους Βούλγαρους ή Οθωμανούς ή Αλβανούς υπηκόους που είχαν την κατοικία τους κατά την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης σε εδάφη που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα συνεπεία συνθηκών μετά την 1η 80
The complaints of Macedonia, Memoranda, petitions, resolutions, minutes, letters and documents addressed to the League of Nations, 1919-1939, Γενεύη 1979, σ. 103 και N. Petsalis-Diomidis, Greece and the Paris Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 154-155. 81 Υπουργείο επί των Εξωτερικών, Συνθήκη μεταξύ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων και της Ελλάδος περί προστασίας των Εθνικών κ.λπ. Μειονοτήτων (υπογραφείσα εν Σέβραις τη 28 Ιουλίου-10 Αυγούστου 1920), Αθήνα 1920.
159
Ιανουαρίου του 1913, δηλαδή στις περιοχές εκείνες που ενσωματώθηκαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και εξής. Με το ίδιο άρθρο χορηγήθηκε δικαίωμα επιλογής υπηκοότητας στους κατοίκους της παραπάνω κατηγορίας, οι οποίοι, εφόσον δεν επέλεξαν την ελληνική υπηκοότητα, έπρεπε να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος σε διάστημα δώδεκα μηνών 82. Ωστόσο, όπως και στο αντίστοιχο άρθρο της Σύμβασης των Αθηνών, είχαν το δικαίωμα να διατηρήσουν την εντός της ελληνικής επικράτειας ακίνητη περιουσία τους. Το ελληνικό κράτος αναγνώριζε την ισότητα όλων των Ελλήνων πολιτών απέναντι στο νόμο και ίδια αστικά και πολιτικά δικαιώματα ανεξαρτήτως φυλής, γλωσσικού ιδιώματος ή θρησκείας (άρθρο 7). Ειδικότερα, η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση εντός τριών ετών από την έναρξη της ισχύος της συνθήκης να θέσει σε ισχύ εκλογικό σύστημα το οποίο θα εγγυάται την εκπροσώπηση των εθνικών μειονοτήτων στα εδάφη που ενσωματώθηκαν μετά την 1η Αυγούστου του 1914, η παραπάνω διάταξη, δηλαδή, δεν θα εφαρμοζόταν στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα νησιά του Αιγαίου, αλλά μόνο στη Θράκη. Στο ίδιο άρθρο οριζόταν ότι οι διαφορετικές θρησκευτικές δοξασίες των Ελλήνων υπηκόων δεν μπορούν να λειτουργήσουν εις βάρος της ενάσκησης των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων, της απόκτησης δημόσιων θέσεων και της εξάσκησης επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Παράλληλα, κανένα εμπόδιο δεν θα έπρεπε να τεθεί εναντίον της ελεύθερης χρήσης από οποιονδήποτε Έλληνα υπήκοο οποιασδήποτε γλώσσας στις ιδιωτικές του σχέσεις, στο εμπόριο, στη θρησκεία, σε δημοσιεύσεις και δημόσιες συναθροίσεις. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση με το άρθρο 7 δεσμευόταν να παρέχει ευκολίες στους Έλληνες υπηκόους που δεν μιλούσαν την ελληνική ώστε να χρησιμοποιήσουν τη μητρική τους γλώσσα ενώπιον των δικαστηρίων. Στο άρθρο 8 της συνθήκης εξασφαλιζόταν στις εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες του ελληνικού κράτους το δικαίωμα σύστασης, διεύθυνσης και ελέγχου φιλανθρωπικών, θρησκευτικών ή κοινωφελών ιδρυμάτων καθώς και σχολείων ή άλλων εκπαιδευτηρίων στα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν ελεύθερα τη γλώσσα τους και να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όσον αφορά τη δημόσια εκπαίδευση, η ελληνική κυβέρνηση αναλάμβανε με το άρθρο 9 την υποχρέωση στα σχολεία των περιοχών όπου υπήρχε σημαντική αναλογία Ελλήνων υπηκόων που 82
Ανάλογο δικαίωμα χορηγήθηκε και σε όσους γεννήθηκαν στα εδάφη που ορίζει το άρθρο 3 από γονείς που έχουν την κατοικία τους σε αυτά, έστω και αν τα τέκνα αυτά κατοικούν εκτός Ελλάδας πριν από την έναρξη της ισχύος της συνθήκης (άρθρο 4).
160
μιλούσαν άλλη γλώσσα εκτός της ελληνικής να εξασφαλίσει τη διδασκαλία αυτής της γλώσσας. Η διάταξη αυτή, η οποία θα εφαρμοζόταν στα εδάφη που περιήλθαν στην Ελλάδα μετά την 1η Ιανουαρίου του 1913, δεν εμπόδιζε την ελληνική κυβέρνηση να καταστήσει υποχρεωτική στα παραπάνω σχολεία τη διδασκαλία την ελληνικής γλώσσας. Με το άρθρο 11 η Ελλάδα υποχρεωνόταν, σε διάστημα έξι μηνών από την έναρξη της ισχύος της συνθήκης, να μην προβεί σε οποιοδήποτε μέτρο που θα τροποποιούσε την έγγεια ιδιοκτησία των περιοχών που ενσωμάτωσε με τις συνθήκες που τερμάτισαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα άρθρα 14 και 15 αφορούσαν ειδικά τη μουσουλμανική μειονότητα. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα θα λάμβανε μέτρα για το διακανονισμό των θεμάτων που ανάγονταν στο οικογενειακό δίκαιο των μουσουλμάνων καθώς και στην προσωπική τους κατάσταση, σύμφωνα με τα έθιμά τους. Επιπλέον, το ελληνικό κράτος αναλάμβανε την προστασία τεμενών, νεκροταφείων και άλλων μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων, θα αναγνώριζε πλήρως τα βακούφια και τα μουσουλμανικά φιλανθρωπικά και θρησκευτικά ιδρύματα, ενώ δεν θα έθετε κανένα εμπόδιο στη σύσταση νέων τέτοιων ιδρυμάτων. Προβλεπόταν, επίσης, ειδικό καθεστώς αυτονομίας για την πόλη της Αδριανούπολης. Τέλος, η συνθήκη προέβλεπε ότι οι διατάξεις της που αφορούσαν εθνικές, γλωσσικές ή θρησκευτικές μειονότητες αποτελούσαν για την Ελλάδα υποχρεώσεις διεθνούς συμφέροντος υπό την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών (άρθρο 16), ενώ κανένας νόμος ή επίσημη πράξη της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα μπορούσε να έρθει σε αντίφαση με διατάξεις της συνθήκης (άρθρο 1). Η ελληνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι προέβαλλε σημαντικές αντιρρήσεις στη διατύπωση των παραπάνω άρθρων, στην προσπάθειά της να περιορίσει τις δεσμεύσεις που αναλάμβανε το ελληνικό κράτος όσον αφορά την προστασία μειονοτικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, η ελληνική πλευρά εξέφραζε έντονες επιφυλάξεις για τις διατάξεις του άρθρου 7 το οποίο προέβλεπε εκλογικό σύστημα που θα εξασφάλιζε την πολιτική εκπροσώπηση των μειονοτήτων, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ανισότητα ανάμεσα στους Έλληνες πολίτες όσον αφορά τα πολιτικά τους δικαιώματα, ενώ θα είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία στην ουσία αυτόνομων κρατικών μορφωμάτων εντός της ελληνικής επικράτειας. Η ελληνική αντιπροσωπεία, αντιθέτως, πίστευε ότι ο ελληνικός εκλογικός νόμος έπετρεπε την εκπροσώπηση των μειονοτήτων και απόδειξη αυτού ήταν οι μουσουλμάνοι και ισραηλίτες βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Για
161
το ίδιο άρθρο η ελληνική πλευρά δεν σκεφτόταν να διορίσει διερμηνείς στα δικαστήρια για όλα τα γλωσσικά ιδιώματα που μιλούνταν στις Νέες Χώρες παρά μόνο για την τουρκική γλώσσα που ήταν και η πιο διαδεδομένη. Ιδιαίτερα επικίνδυνο χαρακτήριζε η ελληνική πλευρά το άρθρο της συνθήκης που προέβλεπε την ίδρυση μειονοτικών φιλανθρωπικών, θρησκευτικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, αφού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για προπαγανδιστικούς λόγους. Η ελληνική αντιπροσωπεία ήθελε να διατυπωθεί το άρθρο 8 έτσι ώστε το αίτημα για την ίδρυση ενός τέτοιου ιδρύματος να ανταποκρίνεται στην πραγματική και ελεύθερη βούληση της μειονοτικής κοινότητας και να μην είναι συνέπεια ξένων επεμβάσεων. Εξίσου επικίνδυνο θεωρούνταν και το άρθρο 9 το οποίο προέβλεπε τη διδασκαλία μειονοτικών γλωσσών στα ελληνικά δημόσια σχολεία. Η ελληνική αντιπροσωπεία και σε αυτή την περίπτωση ήθελε η επιθυμία για τη διδασκαλία μειονοτικής γλώσσας να ανταποκρίνεται στην πραγματική και ελεύθερη βούληση του μειονοτικού πληθυσμού, να εφαρμοστεί για συμπαγείς μειονοτικούς πληθυσμούς και να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι συγκεκριμένες διατάξεις να αποτελέσουν μοχλό πίεσης ξένων προπαγανδιστικών ενεργειών. Αλλά και για το δικαίωμα επιλογής ή μη της ελληνικής υπηκοότητας, η ελληνική αντιπροσωπεία διαφωνούσε με τις διατάξεις του άρθρου 3 της Συνθήκης των Σεβρών, υποστηρίζοντας ότι το παραπάνω δικαίωμα θα έπρεπε να δοθεί μόνο στους κατοίκους των περιοχών που ενσωμάτωθηκαν στην Ελλάδα με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όχι και με τους Βαλκανικούς Πολέμους, για τους οποίους ανάλογο δικαίωμα χορηγούσε και η Σύμβαση των Αθηνών 83. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήδη από το 1919 ανησυχούσε για την υποδοχή την οποία θα είχε η συνθήκη που θα υπέγραφε η Ελλάδα για την προστασία των μειονοτήτων. Σε επιστολή του στον αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης πρότεινε να διαφωτιστούν σχετικά με την επικείμενη υπογραφή της συνθήκης οι διευθυντές των εφημερίδων ώστε 83
Για τις αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς στις διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών «περί μειονοτήτων» βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 3, υποφ.1, Observations sur les résolutions prises par le Conseil Suprème dans sa séance du 17 Septembre relativement au projet de traité concernant les minorités entre la Grèce et les Principales Puissances Alliés. Στον ίδιο φάκελο, Ελληνική Αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης προς Philipe Bertelot, πρόεδρο της Επιτροπής Νέων Κρατών και των Δικαιωμάτων των Μειονοτήτων, Παρίσι 31 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1919. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(4), Υπουργείο επί των Εξωτερικών, «Σημείωμα σχετικόν προς την εφαρμογήν της Συμβάσεως των Μειονοτήτων. Ερμηνεία επί των άρθρων 7, 8, 9, 10 και 14». Αναφορικά με την εναρμόνιση των διατάξεων της συνθήκης με το ελληνικό Σύνταγμα βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 25, υποφ. 3, Ανωτάτη Επιτροπή επί της Εφαρμογής των Συνθηκών προς Υπουργικό Συμβούλιο, Αθήνα 5/18 Ιανουαρίου 1921.
162
να μη θορυβηθεί η κοινή γνώμη θεωρώντας ότι η Ελλάδα αναλαμβάνει «βάρη διεθνούς δουλείας», ούτε να προκληθεί αναβρασμός στους μειονοτικούς πληθυσμούς. Πρότεινε, επίσης, στα δημοσιεύματα των ελληνικών εφημερίδων να υπογραμμίζεται ότι η επεξεργαζόμενη συνθήκη δεν θα προσέθετε τίποτα το ουσιαστικό, παρά μόνο θα προσωποποιούσε τις θρησκευτικές και εκπαιδευτικές ελευθερίες που το ελληνικό πολίτευμα ανέκαθεν είχε καθιερώσει υπέρ των μειονοτήτων 84. Η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν απέφυγε πάντως τις επικρίσεις της αντιπολίτευσης για τους όρους μειονοτικής προστασίας που παρείχε με τη Συνθήκη των Σεβρών 85. Κάνοντας μια αποτίμηση των όρων μειονοτικής προστασίας που χορηγούσε η Συνθήκη των Σεβρών σημειώνεται ότι σχετικά με τα δικαιώματα των μουσουλμάνων του ελληνικού κράτους δεν προσέθετε ουσιαστικά κάτι επιπλέον σε σύγκριση με τη Σύμβαση των Αθηνών. Η ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης και οι αντιρρήσεις που διατύπωσε επί των άρθρων της συνθήκης δεν σχετίζονταν τόσο με τους μουσουλμάνους όσο με τους σλαβόφωνους και αλβανόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας και της Ηπείρου, οι οποίοι για πρώτη φόρα αποκτούσαν εκτεταμένα μειονοτικά δικαιώματα 86. Η έναρξη της ισχύος της Συνθήκης των Σεβρών «περί προστασίας των μειονοτήτων» θα γινόταν όταν καθοριζόταν οριστικά η τύχη της Θράκης (άρθρο 20). Τελικά, με την Συνθήκη της Λωζάννης που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 διατηρήθηκε σε ισχύ η Συνθήκη των Σεβρών «περί προστασίας των μειονοτήτων» και επικυρώθηκε στις 6 Αυγούστου 1924, οπότε άρχισε και η εφαρμογή της 87. Η εκκρεμότητα του καθεστώτος της Θράκης και κατά συνέπεια η μη επικύρωση της Συνθήκης των Σεβρών «περί μειονοτήτων» επέτρεπε στην Ελλάδα να μην εφαρμόσει το καθεστώς μειονοτικής προστασίας που προέβλεπε η διεθνής συνθήκη και να εντάξει την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του ελληνικού Συντάγματος και της ελληνικής νομοθεσίας. Την περίοδο μετά το 1920 πάντως οι σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες ήταν ελάχιστες. Η πολεμική σύγκρουση με την κεμαλική Τουρκία και οι έκτακτες συνθήκες που αυτή δημιουργούσε λειτουργούσαν αποτρεπτικά 84
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(3), Βενιζέλος προ αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Παρίσι 3/16 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 9143. 85 Πολιτική Επιθεώρηση, 7/20 Ιουνίου 1920. 86 Μειονοτικά δικαιώματα, σύμφωνα με τα άρθρα της συνθήκης, χορηγούνταν επιπλέον στους Βλάχους της Πίνδου και στους Εβραίους (άρθρα 10 και 12). 87 Λ. Διβάνη, ό.π., σ. 63.
163
για τη θέσπιση νόμων προστασίας των μειονοτικών μουσουλμανικών δικαιωμάτων. Πάντως ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην ίδρυση, στο πλαίσιο της Πολιτικής Διοίκησης Θράκης, της Διεύθυνσης Υποθέσεων Ετεροδόξων τον Ιανουάριο του 1922 88. Την ίδρυση της Διεύθυνσης επέβαλε, σύμφωνα με την απόφαση του Πολιτικού Διοικητή της Θράκης, «η επιθυμία ημών όπως εκ περισσοτέρων καταδειχθή η υπό του Κράτους προστασία και μέριμνα επί των ζητημάτων άτινα αφορώσιν τας εν Θράκη εθνικάς κ.λπ. μειονότητας». Στη Διεύθυνση Υποθέσεων Ετεροδόξων υπάγονταν οι υποθέσεις που αφορούσαν: α) τις μουσουλμανικές κοινότητες, β) τους μουφτήδες, γ) τα ιεροδικαστήρια των μουσουλμάνων, δ) την προστασία της ελεύθερης εκπλήρωσης των θρησκευτικών καθηκόντων μουσουλμάνων, Αρμενίων και Εβραίων, ε) το δικαίωμα στις παραπάνω μειονότητες σύστασης, διεύθυνσης και ελέγχου φιλανθρωπικών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων, σχολείων και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων καθώς και το δικαίωμα της ελεύθερης χρήσης στα παραπάνω ιδρύματα της γλώσσας τους και της ελεύθερης τέλεσης των θρησκευτικών τους μυστηρίων, στ) τα βακούφια και τα ορφανικά ταμεία 89. Το ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας τέθηκε ξανά στο προσκήνιο στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης.
88
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 9, υποφ. 1, «ο παρά τη Στρατιά Θράκης απεσπασμένος διερμηνεύς της Νομαρχίας Φλωρίνης Δ. Λουλούδης προς το ΙΙ Επιτελικό Γραφείο της Στρατιάς Θράκης», Αδριανούπολη 17/30 Ιανουαρίου 1922 και 30 Ιανουαρίου/12 Φεβρουαρίου 1922 όπου οι αποφάσεις της Πολιτικής Διοίκησης Θράκης για τη σύσταση της Διεύθυνσης Υποθέσεων Ετεροδόξων και για την οργάνωσή της (Απόφαση Πολιτικής Διοίκησης Θράκης, Αδριανούπολη 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1922, αρ. πρ. 8657), υπομνήματα μουσουλμάνων βουλευτών Θράκης για τα ζητήματα που απασχολούν τους μουσουλμάνους της περιοχής και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από τη Διεύθυνση Υποθέσεων Ετεροδόξων καθώς και κρίσεις του συγκεκριμένου υπαλλήλου για τα παραπάνω υπομνήματα και για την απόφαση της Πολιτικής Διοίκησης Θράκης την οποία χαρακτηρίζει αντιπατριωτική. Επίσης, A. Antoniades, Le developement economique de la Thrace, Αθήνα 1922, σσ. 110-111. 89 Η Διεύθυνση Υποθέσεων Ετεροδόξων υποδιαιρούνταν στο τμήμα Θρησκευμάτων και Ιδρυμάτων, στο τμήμα Δικαστικών Υποθέσεων, στο τμήμα Εκπαιδεύσεως Ετεροδόξων , στο γραφείο Ερμηνέων και στο γραφείο Αντιγραφής και Αρχείων. Πριν από τη σύσταση της Διεύθυνσης Υποθέσεων Ετεροδόξων αρμόδιο για τα παραπάνω ζητήματα ήταν το τμήμα Μουσουλμανικών Υποθέσεων της Διεύθυνσης Εσωτερικής Διοίκησης της Πολιτικής Διοίκησης Θράκης.
164
5. Οι όροι μειονοτικής προστασίας της Συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης τερματιζόταν η ελληνοτουρκική σύρραξη, καθοριζόταν το πλαίσιο των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ παράλληλα δίνονταν εγγυήσεις για τη διατήρηση των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Τα άρθρα 37-45 της συνθήκης αφορούσαν την προστασία των μειονοτήτων σε Ελλάδα και Τουρκία, άρθρα που και σήμερα αποτελούν τη βάση –είτε αυτά εφαρμόζονται είτε όχι– της μειονοτικής πολιτικής και των δύο χωρών. Εν συντομία, σύμφωνα με τα παραπάνω άρθρα, η Ελλάδα εξασφάλιζε την πλήρη προστασία της ζωής και της ελευθερίας όλων των κατοίκων της ανεξαρτήτως θρησκείας, φυλής, εθνικότητας, καταγωγής ή γλώσσας και εγγυόταν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων οποιουδήποτε δόγματος ή πίστης (άρθρο 38). Οι Έλληνες υπήκοοι της μουσουλμανικής μειονότητας θα απολάμβαναν τα ίδια πολιτικά και αστικά δικαιώματα με τους μη μουσουλμάνους και θα ήταν ίσοι απέναντι στους νόμους. Κανένα εμπόδιο δεν θα ετίθετο σε κανέναν Έλληνα υπήκοο στην ελεύθερη χρήση οποιασδήποτε γλώσσας στις ιδιωτικές του σχέσεις, στο εμπόριο, στη θρησκεία, σε δημοσιεύσεις και δημόσιες συναθροίσεις. Το ελληνικό κράτος θα παρείχε ευκολίες στους Έλληνες υπηκόους που δεν μιλούσαν την ελληνική ώστε να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα ενώπιον των δικαστηρίων (άρθρο 39). Εξασφαλιζόταν, επίσης, το δικαίωμα στους μουσουλμάνους Έλληνες υπηκόους της σύστασης, διεύθυνσης και εποπτείας φιλανθρωπικών, κοινωφελών και θρησκευτικών ιδρυμάτων, σχολείων και λοιπών εκπαιδευτηρίων στα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους και να τελούν τα της θρησκείας τους (άρθρο 40). Στη δημόσια εκπαίδευση θα παρεχόταν διδασκαλία στη γλώσσα της μειονότητας (άρθρο 41), ενώ ο διακανονισμός των ζητημάτων οικογενειακού χαρακτήρα ή προσωπικής κατάστασης θα γινόταν σύμφωνα με τα έθιμα της μειονότητας. Θα παρεχόταν, ακόμη, κάθε ευκολία στα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα της μειονότητας, ενώ κανένα εμπόδιο δεν θα ετίθετο στην ίδρυση νέων τέτοιων ιδρυμάτων (άρθρο 42). Οι παραπάνω όροι μεινοτικής προστασίας θα ετίθεντο υπό την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών, ενώ κανένας νόμος, κανονισμός
165
ή επίσημη πράξη των δύο κρατών δεν μπορούσε να έρθει σε αντίφαση με τα συγκεκριμένα άρθρα 90. Η Συνθήκη της Λωζάννης επικυρώθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο με νομοθετικό διάταγμα στις 25 Σεπτεμβρίου 1923 και τέθηκε σε ισχύ στις 6 Αυγούστου του 1924, ημερομηνία κατά την οποία, όπως αναφέρθηκε, τέθηκε σε ισχύ και η Συνθήκη των Σεβρών «περί προστασίας των μειονοτήτων». Η ερμηνεία και η εφαρμογή των μειονοτικών όρων της Συνθήκης της Λωζάννης αποτελούν μέχρι και σήμερα αντικείμενο διαφωνιών ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση, αιτία για εκατέρωθεν καταγγελίες καταπάτησης των όρων της συνθήκης και αφορμή για ένταση στις διμερείς σχέσεις. Κλείνοντας το παρόν κεφάλαιο πρέπει να επισημανθεί ότι η εφαρμογή των όρων μειονοτικής προστασίας του μουσουλμανικού πληθυσμού σύμφωνα με τις διατάξεις διεθνών συνθηκών, αλλά και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης προς εφαρμογή των διατάξεων αυτών εξαρτώνταν από παράγοντες της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Έτσι, οι μειονοτικοί όροι της Σύμβασης των Αθηνών ήταν το αποτέλεσμα συμβιβασμών της ελληνικής πλευράς τη στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία αμφισβητούσε το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και προχωρούσε σε συνεννοήσεις για σύναψη συμμαχίας με τη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα για την Ελλάδα υπήρχε και η εκκρεμότητα της Βορείου Ηπείρου. Η εφαρμογή βέβαια των όρων αυτών συνδεόταν με την ένταση στις σχέσεις Αθήνας και Κωνσταντινούπολης. Σε μια περίοδο λοιπόν που εντεινόταν ο διωγμός των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ελληνική κυβέρνηση ως αντίποινα δεν εφάρμοσε άρθρα της Σύμβασης των Αθηνών που σχετίζονταν με την παροχή ελευθεριών στη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα διεκδικώντας περιοχές με συμπαγή μουσουλμανικό πληθυσμό είχε κάθε λόγο να ψηφίσει νόμους που ουσιαστικά εφάρμοζαν τις διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών (όπως για παράδειγμα οι νόμοι 90
του
1920
για
τον
αρχιμουφτή
και
τις
μουσουλμανικές
κοινότητες),
Για το κείμενο της Συνθήκης της Λωζάννης βλ. Carnegie Endowment for International Peace, The Treaties of Peace 1919 - 1923, τ. II, Νέα Υόρκη 1924. Για τους όρους μειονοτικής προστασίας των μουσουλμάνων της Ελλάδας σύμφωνα με τη συνθήκη βλ. Σ. Μηναΐδης, ό.π., σσ. 126 -132 και K. Tsitselikis, “The legal status of Islam in Greece”, Die Welt des Islams, 44/3(2004), 408-410.
166
«διαφημίζοντας» έτσι τη φιλελεύθερη μειονοτική της πολιτική. Αλλά και το διεθνές πλαίσιο με τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών και την «ευαισθησία» των Μεγάλων Δυνάμεων της Entente όσον αφορά την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων στα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα μπορούσε να αφήσει την Ελλάδα ανεπηρέαστη. Αποτέλεσμα των παραπάνω αντιλήψεων στη διεθνή πολιτική ήταν και η υπογραφή εκ μέρους της Ελλάδας της Συνθήκης των Σεβρών «περί προστασίας των μειονοτήτων». Από την άλλη, οι συνθήκες που διαμόρφωσαν στην Ελλάδα ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Εκστρατεία και ο Εθνικός Διχασμός έθεταν πολλαπλά εμπόδια στην εφαρμογή μιας πολιτικής προστασίας των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων που θα συμβάδιζε με τις διατάξεις
των
διεθνών
συνθηκών.
Παράλληλα,
η
σημαντική
εκλογική
και
κοινοβουλευτική δύναμη των μουσουλμάνων, ζήτημα το οποίο θα αναλυθεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο, συσχέτιζε τη μειονοτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 1913-1922 με προεκλογικές σκοπιμότητες. Τέλος, στην εφαρμογή ή μη πολιτικών προστασίας μειονοτικών δικαιωμάτων δεν θα πρέπει να αγνοηθούν και οι προσωπικές αντιλήψεις όλων όσοι εμπλέκονταν στη διοίκηση των Νέων Χωρών, από τον πρωθυπουργό μέχρι το χωροφύλακα που υπηρετούσε σε κάποιο χωριό της Μακεδονίας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν υπέρμαχος της προστασίας και της νομικής εγγύησης των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας, θεωρώντας ήδη από το 1906 ως υπουργός Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας ότι «η Ελλάς λοιπόν είναι προωρισμένη να καταστή ημέραν τινά και μουσουλμανική δύναμις» 91. Ωστόσο, η πολιτική βούληση του Βενιζέλου και άλλων μελών της κυβέρνησης εφαρμοζόταν από τα κατώτερα όργανα του ελληνικού διοικητικού μηχανισμού, οι ενέργειες των οποίων πολλές φορές αναιρούσαν τις καλές προθέσεις και τις πρωτοβουλίες της κεντρικής εξουσίας υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας.
91
Ν. Ανδριώτης, «Η στάση του Ελευθερίου Βενιζέλου απέναντι στους Μουσουλμάνους επί Κρητικής Πολιτείας», 90 χρόνια από την ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, συμπόσιο, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου-Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Ρέθυμνο 2007, σσ. 151-161.
167
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1912-1923 Με τους Βαλκανικούς Πολέμους το ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε εδαφικά, αλλά περιλάμβανε πλέον ισχυρές μειονοτικές πληθυσμιακές ομάδες, με πολυπληθέστερη αυτή των μουσουλμάνων. Η ενσωμάτωση συμπαγών μουσουλμανικών πληθυσμών σε ένα χριστιανικό κράτος προκαλούσε δυσχέρειες στις ελληνικές κυβερνήσεις, ενώ πρόσθετοι προβληματισμοί πήγαζαν από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των αγροτικών γαιών των Νέων Χωρών βρισκόταν στα χέρια μουσουλμάνων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσε το υπουργείο Γεωργίας στην ελληνική αποστολή στη Λωζάννη, τα μουσουλμανικά αγροτικά κτήματα των Νέων Χωρών ανέρχονταν σε περίπου 4.500.000 στρέμματα και η αξία τους υπολογιζόταν σε 647.500.000 δραχμές 1. Η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων όσον αφορά τη μουσουλμανική γαιοκτησία κατά την περίοδο από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως το 1923 ήταν συνισταμένη 1
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3 υποφ. 3, Κεντρική Υπηρεσία προς ελληνική αποστολή Λωζάννης, Αθήνα 3/16 Δεκεμβρίου 1922, αρ. πρ. 14087. Τα μισά από τα κτήματα ανήκαν στην κατώτατη ποιότητα και αξιολογούνταν σε 60 δραχμές ανά στρέμμα, το 1/3 στη μέση ποιότητα και 100 δρχ. ανά στρέμμα, το 1/9 στην καλή ποιότητα και 350 δρχ. ανά στρέμμα και το 1/18 στην άριστη ποιότητα και 750 δρχ. ανά στρέμμα. Στον ίδιο φάκελο υπάρχουν πίνακες με την κτηματική περιουσία των μουσουλμάνων ανά υποδιοίκηση. Σύμφωνα με πίνακα που σώζεται στο αρχείο Πάλλη τα μουσουλμανικά αγροτικά κτήματα που παραχωρήθηκαν στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων ανέρχονταν σε 4.250.964 στρέμματα εκ των οποίων τα 4.102.908 βρίσκονταν στη Μακεδονία, τα 556 στη Θράκη, τα 98.538 στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, τα 98.452 στην Κρήτη και τα 40.510 στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, βλ ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Α. Πάλλη, φ. Δ΄-Ε΄, «Πίναξ εκτάσεως των εξ ανταλλαγής μουσουλμανικών κτημάτων (εις στρέμματα) παραχωρηθέντα τη ΕΑΠ προς εγκατάστασιν προσφύγων» και πίνακα IV στο παράρτημα του κεφαλαίου. Επίσης, Ε. Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 55, όπου σύμφωνα με δήλωση των προέδρων της ΕΑΠ το 1924 για την εκτίμηση της αξίας της ανταλλάξιμης περιουσίας, η έκταση των αγροτικών κτημάτων των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων ανερχόταν σε 5.000.000 στρέμματα. Πρβλ. Α. Τσουλούφης, Η ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών και η εκτίμηση των εκατέρωθεν εγκαταλειφθεισών περιουσιών, Αθήνα 1989, σ. 142, όπου αναφέρεται ότι η Ελλάδα παραχώρησε 5.500.000 στρέμματα μουσουλμανικής αγροτικής περιουσίας στην ΕΑΠ και Α. Πρωτονοτάριου, Το προσφυγικό πρόβλημα από ιστορικής, νομικής και κρατικής απόψεως, Αθήνα 1929, σ. 89, όπου η ανταλλάξιμη μουσουλμανική αγροτική περιουσία προσδιορίζεται σε 4.981.095 στρέμματα.
168
ποικίλων παραγόντων με σημαντικότερους την εχθρική διάθεση του κράτους απέναντι στη μεγάλη γαιοκτησία 2 και την προσπάθειά του να δημιουργήσει μια αγροτική οικονομία θεμελιωμένη στους μικροκαλλιεργητές. Καθορίστηκε, επίσης, από τις σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την ανάγκη για άμεση εγκατάσταση των προσφύγων, το διεθνές πλαίσιο και τις επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθώς και εκλογικές σκοπιμότητες. 1. Το καθεστώς των μουσουλμανικών κτημάτων από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων έως την υπογραφή της Σύμβασης των Αθηνών. Η κατάληψη των Νέων Χωρών από τον ελληνικό στρατό έδωσε την ευκαιρία στο ντόπιο χριστιανικό στοιχείο να διεκδικήσει τις αγροτικές εκτάσεις που κατείχαν οι μουσουλμάνοι θεωρώντας ότι έπρεπε να αποκτήσουν τα κτήματα των προγόνων τους που είχαν αφαιρεθεί με τη βία από τον Οθωμανό κατακτητή. Συχνές λοιπόν ήταν οι καταπατήσεις αλλά κυρίως οι εικονικές αγοραπωλησίες μουσουλμανικών κτημάτων και βακουφιών από ντόπιους χριστιανούς και μοναστήρια, που εκμεταλλεύονταν την αναταραχή που προκάλεσε ο πόλεμος και τη φυγή των μουσουλμάνων, έστω και αν αυτή ήταν προσωρινή. Έτσι, το υπουργείο Εξωτερικών ζητούσε μέτρα προστασίας των ιδιοκτησιών στην Ήπειρο από χωρικούς και κολίγους 3, ενώ η Γενική Διοίκηση Ηπείρου εφιστούσε την προσοχή στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές της Τσαμουριάς για τη φημολογούμενη σύσταση εταιρείας με σκοπό τον εκβιασμό των μουσουλμάνων σε μετανάστευση και την αγορά των κτημάτων τους σε πολύ χαμηλές τιμές 4. Από την άλλη, ύστερα από παρέμβαση της ελληνικής διοίκησης μοναχοί της μονής Εικοσιφοινίσσης 2
Τα τσιφλίκια στη Μακεδονία ανέρχονταν πριν από το 1917 σε 818 και στην Ήπειρο σε 410, ενώ ο υπουργός Γεωργίας Καφαντάρης σε συνεδρίαση της Βουλής το 1919 ανέφερε ότι στη Μακεδονία υπήρχαν 677 τσιφλίκια έκτασης 6.000.000 στρεμμάτων, ενώ στην Ήπειρο 400 τσιφλίκια έκτασης 2.500.000 στρεμμάτων˙ βλ. Κ. Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Το πρόβλημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης της γεωργίας, Αθήνα 1975, σ. 175 και Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 4 της 24ης Νοεμβρίου 1919. 3 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 103, υποφ. 4, διοικητικός επίτροπος Πρέβεζας προς Κεντρική Υπηρεσία, Πρέβεζα 10/23 Δεκεμβρίου 1912, αρ. πρ. 273. Αναλυτικά για τις συγκρούσεις χριστιανών καλλιεργητών και μουσουλμάνων τσιφλικάδων, τις καταπατήσεις κτημάτων και την άρνηση πληρωμής του δικαιώματος του γεώμορου στην Ήπειρο βλ. Κ. Βακατσάς, Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου. Η αγροτική ιδιοκτησία (1913-1918), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2001. 4 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 17, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς εισαγγελέα Πρωτοδικών, αστυνομικό διευθυντή Ηπείρου, διοικητικό επίτροπο, ειρηνοδίκη, αστυνομικό υποδιευθυντή Φιλιατών, Παραμυθιάς και Μαργαριτίου, Ιωάννινα 16/29 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 6787.
169
εγκατέλειψαν το κτήμα του πρώην βουλευτή Δράμας Αγκιάχ Μπέη (Agâh Bey) που είχαν καταλάβει αυθαίρετα 5. Στη Δυτική Μακεδονία και συγκεκριμένα στην Κοζάνη η τοπική εφημερίδα Ηχώ της Μακεδονίας δημοσίευε διάφορες καταγγελίες για καταπατήσεις τσιφλικιών 6, ενώ στη Φλώρινα σλαβόφωνοι χωρικοί εκμεταλλευόμενοι την αναστάτωση που προκάλεσε ο πόλεμος στην ύπαιθρο χώρα κατέλαβαν αυθαίρετα κτήματα μουσουλμάνων χωρικών 7. Στη Χίο ο διοικητικός επίτροπος ανέφερε ότι κατά τις πρώτες μέρες της κατάληψης σημειώθηκαν αυθαίρετες καταλήψεις βακουφικών κτημάτων τα οποία διεκδικούσαν ο δήμαρχος και ο μητροπολίτης 8. Στη Μυτιλήνη πάλι, ο φρούραρχος του νησιού πληροφορούσε ότι είχε ιδρυθεί εταιρεία οικοπεδοφάγων από χριστιανούς που παρουσιάζονταν ως δήθεν ενοικιαστές τουρκικών κτημάτων 9. Ανάλογα φαινόμενα παρουσιάζονταν και στην Κρήτη όπου σύμφωνα με τη μοιραρχία Ηρακλείου οι μουσουλμάνοι δέχονταν πιέσεις από τους χριστιανούς ώστε να μεταναστεύσουν και να πωλήσουν τα κτήματά τους σε εξευτελιστικές τιμές 10. Παρόμοια παραδείγματα είναι δυνατόν να παρατεθούν και για άλλες περιοχές των Νέων Χωρών. Από το 1913 και πολύ περισσότερο το 1914, όταν εντάθηκε η μετανάστευση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι δύο χώρες βρίσκονταν στα πρόθυρα του πολέμου, η Υψηλή Πύλη και οι διπλωματικές αποστολές της στην Ελλάδα διαμαρτύρονταν συνεχώς για παράνομες οικειοποιήσεις μουσουλμανικών ιδιοκτησιών από ντόπιους χριστιανούς 11. 5
ΙΑΥΕ, Κ.Υ. 1913, φ. 12, υποφ. 7 , Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 16/29 Νοεμβρίου 1913, αρ. πρ. 19098. 6 Για παράδειγμα, το τσιφλίκι Ντοβαμίστιο καταλήφθηκε από τους κατοίκους της Πέλκας (σημ. Πελεκάνος), αλλά ο ιδιοκτήτης πέτυχε την απομάκρυνσή τους ύστερα από απόφαση του Πρωτοδικείου Κοζάνης˙ βλ. εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 7/20 Σεπτεμβρίου 1914 και 27 Ιουνίου/10 Ιουλίου1916. 7 Κ. Δ. Καραβίδας, Αγροτικά. Μελέτη Συγκριτική, εν Αθήναις 1931, σ. 313. 8 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 38, υποφ. 3, διοικητικός επίτροπος Χίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Χίος 19 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1913, αρ. πρ. 2494. 9 Ν.Π. Ελευθεριάδης, Γνωμοδοτήσεις περί κτηματικών ζητημάτων και διαφορών εν ταις Νέαις Χώραις, Αθήναις 1915, σ. 116. 10 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 94 Δημόσια Ασφάλεια-Χωροφυλακή 19121913, Μοιραρχία Ηρακλείου προς Αρχηγό Χωροφυλακής, Ηράκλειο 1/14 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 9, «περί προστασίας του μουσουλμανικού στοιχείου». 11 Ενδεικτικά βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74 τουρκική πρεσβεία, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 8/21 Ιουλίου1914, όπου συνημμένο σημείωμα της οθωμανικής πρεσβείας Αθηνών για βιαιοπραγίες κατά των μουσουλμάνων στη Μακεδονία με αναφορά για παράνομη οικειοποίηση βακουφιών στην περιοχή της Δράμας. Επίσης, στον ίδιο φάκελο, υπουργείο Εξωτερικών προς ΓΔΜ, Αθήνα 9/22 Ιουνίου 1914, όπου κατάλογος οθωμανικής πρεσβείας με διάφορα παράπονα μουσουλμάνων και ανάμεσά τους καταγγελίες ότι Έλληνες χωρικοί του Κλείσαλι (Προφήτης) της επαρχίας Λαγκαδά κατέλαβαν 1.500 στρέμματα μουσουλμάνων του χωριού Σαράι (Σχολάριο). ΙΑΥΕ Κ.Υ. 1913, φ. 12, υποφ. 7, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 13/26 Οκτωβρίου 1913 αριθ. 2412,
170
Η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία του ελληνικού κράτους που αφορούσε τα μουσουλμανικά κτήματα ήταν το νομοθετικό διάταγμα της 25ης Ιανουαρίου 1913 και ο νόμος ΔΡΛΔ του Μαρτίου του 1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων μερών» που το επικυρώνει. Με το παραπάνω διάταγμα απαγορεύονταν οι δικαιοπραξίες με τις οποίες μεταβιβαζόταν η κυριότητα ή ιδρυόταν άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτων κτημάτων που βρίσκονταν στις καταληφθείσες ή καταληφθεισόμενες από τον ελληνικό στρατό χώρες, θεωρώντας άκυρες όσες έγιναν μετά την κατάληψη. Με το ίδιο διάταγμα χορηγήθηκε το δικαίωμα μίσθωσης κτημάτων που δεν θα υπερέβαινε όμως την πενταετία. Σκόπος του παραπάνω διατάγματος ήταν να εμποδίσει τις εικονικές μεταβιβάσεις, να συγκρατήσει τη μετανάστευση των μουσουλμάνων που πωλούσαν τα κτήματά τους σε εξευτελιστικές τιμές, αλλά κυρίως να διασφαλίσει τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των εγκαταλελειμμένων κτημάτων, θεωρώντας, όπως θα σημειωθεί παρακάτω, ότι μεγάλο μέρος των κτημάτων αυτών ανήκε στην κατηγορία των τέως οθωμανικών δημόσιων γαιών επί των οποίων το ελληνικό Δημόσιο είχε δικαιώματα ως διάδοχο του οθωμανικού 12. Η απαγόρευση, περιοριζόμενη και τροποποιημένη πολλές φορές ανάλογα με την περιοχή και το είδος των δικαιοπραξιών 13, συνέχισε να ισχύει μέχρι το Δεκέμβριο του 1920, όταν και περιορίστηκε στα μεγάλα κτήματα, ενώ επανήλθε αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο, παρά την απαγόρευση, οι ντόπιοι χριστιανοί συνέχισαν να αγοράζουν κτήματα μουσουλμάνων που μετανάστευαν. Έτσι, το 1919 η εφημερίδα Έδεσσα καλούσε τους χριστιανούς της περιοχής να μην αγοράζουν κτήματα μουσουλμάνων συμπολιτών τους γιατί οι αγοραπωλησίες ήταν άκυρες 14. Μάλιστα, μερικές φορές, οι αγορές όπου αναφορά για δημεύσεις μουσουλμανικών περιουσιών στη Μυτιλήνη. Για μια γενική θεώρηση της συμπεριφοράς της ελληνικής διοίκησης και των ντόπιων χριστιανών έναντι της μουσουλμανικής γαιοκτησίας βλ. Γ. Γκλαβίνας, «Η πολιτική της ελληνικής διοίκησης απέναντι στη μουσουλμανική γαιοκτησία των νέων χωρών την περίοδο 1912-1922», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά του ΚΖ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 459-478. 12 Υπουργείο Οικονομικών, Διεύθυνσις Κτημάτων του Κράτους, Συλλογή Νόμων και Βασιλικών Διαταγμάτων περί των εν ταις Νέαις Χώραις Κτημάτων, Αθήναι 1915 σσ. 113-141. Επίσης, Χ. Κόσσυβας, Νομοθεσία διοικήσεως μουσουλμανικών και ανταλλαξίμων ακινήτων, Αθήναι 1928, σσ. 3-4 και Κ. Τσιτσελίκης, Αι ανώμαλοι δικαιοπραξίαι επι ακινήτων εν ταις Νέαις Χώραις, Θεσσαλονίκη 1926, σ 10. Για τον αριθμό των εγκαταλελειμμένων κτημάτων βλ. πίνακα Ι στο τέλος του κεφαλαίου. 13 Για παράδειγμα, η απαγόρευση αίρεται επί αστικών κτημάτων, για να διευκολυνθεί η εγκατάσταση προσφύγων, στις περιοχές Κρήτης, Χίου και Λέσβου. Βλ. σχετικά διατάγματα για την περίοδο μέχρι το 1915 στο Υπουργείο Οικονομικών, Συλλογή Νόμων, σσ. 113-141 και για την περίοδο μέχρι το 1925 στο Χ. Κόσσυβας, ό.π., σσ. 5-59. 14 Εφημ. Έδεσσα, 15/28 Ιουλίου1919 και 15/28 Αυγούστου 1919.
171
μουσουλμανικών κτημάτων γίνονταν με την προτροπή εκπροσώπων της ελληνικής διοίκησης, όπως στην περίπτωση των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδα) 15. Επιπλέον, οι μουσουλμάνοι που ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν επιδίωκαν την πώληση των κτημάτων τους η οποία, αν δεν εγκρίνονταν οι αιτήσεις τους για άρση της απαγόρευσης δικαιοπραξιών και έκδοση άδειας πώλησης των κτημάτων, γινόταν με ιδιωτικά συμφωνητικά και ήταν βέβαια παράνομη 16. Οι αγοραπωλησίες αυτές χωρίς να τηρούνται οι νόμιμες διατυπώσεις και ισχύοντος του νόμου απαγόρευσης δικαιοπραξιών θα δημιουργήσουν το πολύπλοκο πρόβλημα των ανωμάλων δικαιοπραξιών στις Νέες Χώρες. Παράλληλα, το χάος που δημιουργήθηκε στο γαιοκτητικό καθεστώς των Νέων Χωρών θα προκαλέσει εντάσεις και δυσαρέσκεια ανάμεσα στους ντόπιους χριστιανούς, στους μουσουλμάνους, στους πρόσφυγες και στο ελληνικό Δημόσιο, αφού, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, πολλές φορές όλοι οι παραπάνω διεκδικούσαν το ίδιο κτήμα. Βέβαια, εκτός από το προαναφερθέν νομοθετικό διάταγμα, οι ανώμαλες δικαιοπραξίες δημιουργήθηκαν από τη συνήθεια κατά την Τουρκοκρατία να αποφεύγονται οι νομικές διατυπώσεις επί δικαιοπραξιών είτε λόγω αμάθειας των λαϊκών στρωμάτων που συναλλάσσονταν καλή τη πίστει είτε για να αποφεύγονται οι φορολογικές υποχρεώσεις προς το κράτος είτε γιατί δεν υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας 17. Όπως είναι φυσικό, ο ντόπιος χριστιανικός πληθυσμός που εποφθαλμιούσε τα κτήματα των μουσουλμάνων δεν 15
Φαίνεται ότι ο υπουργός Εσωτερικών Ρέπουλης προέτρεπε τους χριστιανούς της περιοχής να προβούν παρά την απαγόρευση σε αγορές μουσουλμανικών κτημάτων˙ βλ. Κ. Τσιτσελίκης, ανώμαλοι δικαιοπραξίαι, σ. 11 και Χ. Κόσσυβας, ό.π, σ. 4. Για το ίδιο ζήτημα βλ. επίσης εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 12/25 Νοεμβρίου1917 όπου αναφέρεται ότι ο νομάρχης Φλώρινας και ο αρχιερατικός επίτροπος προέτρεπαν χριστιανούς των γύρω χωριών των Καϊλαρίων να αγοράσουν κτήματα μουσουλμάνων υποσχόμενοι ότι θα φρόντιζαν αυτοί να άρουν τις απαγορευτικές διατάξεις αγοραπωλησίας. Για το ίδιο ζήτημα βλ. ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς διάφορα υπουργεία «αφομοιωτική εργασία. Παρατηρήσεις και προτεινόμενα μέτρα», Κοζάνη 15/28 Μαΐου 1919. Επίσης, εφημ. Μακεδονία, 25 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου 1920, όπου αναφέρεται σε σχετική επερώτηση του βουλευτή Κοζάνης Θ. Κωτούλα. 16 Σύχνες ήταν οι αιτήσεις μουσουλμάνων οι οποίοι επικαλούμενοι οικονομικά προβλήματα ζητούσαν την άρση του νόμου απαγόρευσης δικαιοπραξιών ώστε να μπορέσουν να πωλήσουν τα κτήματά τους. Αν οι ελληνικές αρχές ενέκριναν την αίτηση δημοσιευόταν βασιλικό διάταγμα με το οποίο αιρόταν η απαγόρευση δικαιοπραξιών για τα συγκεκριμένα κτήματα που υποδεικνύονταν στην αίτηση˙ βλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 101, υποφ. 1, όπου διάφορες αιτήσεις μουσουλμάνων για άρση της απαγόρευσης δικαιοπραξιών. 17 Κ. Τσιτσελίκης, ανώμαλοι δικαιοπραξία,σσ. 5-8. Επίσης, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 11, Ι. Καραμάνος Γενικός Διευθυντής Εποικισμού Μακεδονίας προς Φ. Δραγούμη, 11 Ιουνίου 1926 και Αι Ανώμαλοι Δικαιοπραξίαι εν ταις Ν. Χώραις. Υπόμνημα και τροπολογία επί του προσχεδίου της επιτροπής προς σύνταξιν του νόμου περί κυρώσεως των ανωμάλων δικαιοπραξιών, υπό Χρ. Τέντζου, δικηγόρου εν Δράμα και Προέδρου του Συλλόγου «Μακεδονικός Αγών» Νομού Δράμας, Δράμα 1928.
172
υποδέχτηκε με ενθουσιασμό το νομοθετικό διάταγμα της 25ης Ιανουαρίου 1913. Ο νομάρχης Λέσβου υπογράμμιζε σε έγγραφό του προς το Υπουργικό Συμβούλιο ότι η απαγόρευση δικαιοπραξιών κρινόταν από την κοινή γνώμη επικίνδυνη και οικονομικά επιζήμια 18. Στις αλλαγές που συντελούνταν στο γαιοκτητικό καθεστώς των Νέων Χωρών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους θα πρέπει να προστεθεί και η άρνηση των κολίγων να αποδώσουν το γεώμορο 19 στους μουσουλμάνους τσιφλικάδες. Η άρνηση αυτή ήταν ιδιαίτερα
διαδεδομένη
στην
Ήπειρο,
αναγκάζοντας,
για
παράδειγμα,
τους
μουσουλμάνους της Υποδιοίκησης Μαργαριτίου να απευθυνθούν στην ελληνική Βουλή τονίζοντας την ένδεια στην όποια είχαν περιέλθει εξαιτίας της μη απόδοσης του γεώμορου 20, ενώ το ίδιο γεγονός τόνιζε και ο γενικός διοικητής Ηπείρου σε επιστολή προς τον Βενιζέλο, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «οι καλλιεργηταί πολλών τσιφλικιών, κακώς την ελευθερίαν εκτιμήσαντες» 21. Αλλά και στην περιοχή της Έδεσσας οι κολίγοι τσιφλικιών δεν αναγνώριζαν τους αντιπροσώπους των ιδιοκτηκτών που ήρθαν να εισπράξουν τα δικαιώματα επί της σοδειάς 22. Η προσπάθεια των κολίγων να 18
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 98 (υπουργείο Εσωτερικών), ο νομάρχης Λέσβου προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Μυτιλήνη 19 Νοεμβρίου/2 Δεκεμβρίου 1913, αρ. τηλ. 9390. Ανάλογες παρατηρήσεις γίνονταν και σε επιστολή που στάλθηκε από τα Σέρβια προς τον γενικό διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη στην οποία επισημαινόταν ότι η απαγόρευση δικαιοπραξιών δεν είχε προστατεύσει τους μουσουλμάνους οι οποίοι συνέχιζαν να μεταναστεύουν και να πωλούν τα κτήματά τους σε διάφορους καιροσκόπους που έβρισκαν τρόπους να καταστρατηγούν τις απαγορευτικές διατάξεις˙ βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 119, επιστολή αγνώστου προς Στέφανο Δραγούμη, Σέρβια χ.χ. 19 Το γεώμορο είναι η υποχρέωση του κολίγου να αποδίδει στον τσιφλικά το 1/2 ή το 1/3 της παραγωγής. 20 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 77 της 1ης Σεπτεμβρίου 1920. 21 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 100 (υπουργείο Εσωτερικών), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Ελ. Βενιζέλο, Ιωάννινα 4/17 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 1866. Η άρνηση των κολίγων να αποδώσουν το γεώμορο στους μουσουλμάνους τσιφλικάδες ήταν εκτεταμένη στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στις Υποδιοικήσεις Μαργαριτίου, Παραμυθιάς και Φιλιατών, βλ. Κ. Βακατσάς, ό.π., σσ. 286, 242-244, 295, 375-384. Πιο γνωστή είναι η περίπτωση 16 χριστιανικών χωριών της επαρχίας Φιλιατών που διεκδικούσαν την επάνοδό τους σε καθεστώς κεφαλοχωρίου και αρνούνταν να πληρώσουν τα δικαιώματα των μουσουλμάνων τσιφλικάδων. Για το ίδιο ζήτημα βλ. επίσης Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 8, «Υπόμνημα Βασιλείου Παπαδημητρίου Ηπειρώτου, κατοίκου Αθηνών ως πληρεξουσίου των εν Ηπείρω κοινοτήτων περί αναγνωρίσεως αυτών ως ιδιοκτητών κατόπιν επικυρώσεως των προνομίων υπό των συνυπογραψασών εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων, προς το πολιτικό γραφείο του Πρωθυπουργού, 31 Ιουλίου 1920». Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Σουλιώτη Νικολαΐδη, φ. 2 (Νομαρχία Ιωαννίνων), αναφορά κατοίκων Κορύσκανης. Πρβλ. Ιστορικόν της αρπαγής των δέκα εξ χωρίων της επαρχίας Φιλιατών και των εξαρτημάτων αυτών παρά των Τουρκαλβανών Ντεμάτων και Σεϊκάτων και ενέργειαι προς απόσεισιν του αγαδικού ζυγού επί τε τουρκοκρατίας και ελληνοκρατίας, εν Αθήναις 1914 και Η ιμπλιακοποίησις των 79 κεφαλαιοχωρίων της Ηπείρου και οι αγώνες των κατοίκων των προς ανάκτησιν αυτών επί τε τουρκοκρατίας και ελληνοκρατίας, εν Αθήναις 1915. 22 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, Αστυνομικός Σταθμός Βλαδόβου προς Αστυνομική Υποδιεύθυνση Έδεσσας 25 Απριλίου/ 8 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 309.
173
αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις τους προς τους τσιφλικάδες ευνοήθηκε και από το καθεστώς αναρχίας που επικρατούσε στην ύπαιθρο κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Υπό αυτές τις συνθήκες το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας αδυνατούσε να πείσει τους μουσουλμάνους γαιοκτήμονες να επιστρέψουν στα κτήματά τους παρά μόνο εάν τους χορηγούσε ως συνοδεία χωροφύλακες 23. Η απροθυμία των κολίγων να αποδώσουν το γεώμορο στους τσιφλικάδες φαίνεται ότι ενθαρρύνθηκε σε κάποιες περιπτώσεις και από υπαλλήλους του ελληνικού Δημοσίου, αναγκάζοντας τον υπουργό Οικονομικών Αλέξανδρο Διομήδη να εκδώσει εγκύκλιο με την οποία καλούσε τους υπαλλήλους να απέχουν από τέτοιες ενέργειες 24. Η ελληνική κυβέρνηση όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και μετά τη Σύμβαση των Αθηνών, όπως θα φανεί παρακάτω, δεσμευόμενη πλέον νομικά για τη διατήρηση του γαιοκτητικού καθεστώτος, τήρησε στάση κατευναστική ή και αρνητική απέναντι στο αίτημα των κολίγων για απαλλοτρίωση των μουσουλμανικών τσιφλικιών. Οι ελληνικές αρχές είτε επεδίωκαν συμβιβαστική λύση στις κτηματικές διαφορές μουσουλμάνων τσιφλικάδων και χριστιανών καλλιεργητών είτε οι ίδιες προέβαιναν σε βίαιη είσπραξη του γεώμορου είτε, τέλος, συμβούλευαν τους μουσουλμάνους να κινηθούν δικαστικά 25. Τα δικαιώματα των μουσουλμάνων ιδιοκτητών των περιοχών που κατέλαβε η Ελλάδα παγιώθηκαν με τη Σύμβαση των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913) 26. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 5 όριζε πως τα κεκτημένα δικαιώματα, οι δικαστικές πράξεις και οι επίσημοι τίτλοι που εκδόθηκαν από τις οθωμανικές αρχές μέχρι την κατάληψη των χωρών που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα θα ήταν σεβαστά έως την έννομη περί του εναντίου απόδειξη. Το άρθρο 6 καθόριζε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας όσων θα επέλεγαν την οθωμανική υπηκοότητα και θα μετανάστευαν από τα νέα εδάφη του ελληνικού
23
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 94 (υπουργείο Δικαιοσύνης), Γραφείο Εργασίας προς υπουργό Δικαιοσύνης ως αντιπρόσωπο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 9/22 Απριλίου 1913. 24 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, υπουργείο Οικονομικών προς οικονομικές αρχές Μακεδονίας, αρ. εγκυκλίου 86774. 25 Κ. Βακατσάς, ό.π., σσ. 13-15 και Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Σουλιώτη Νικολαΐδη, φ. 2 (Νομαρχία Ιωαννίνων), αναφορά κατοίκων Κορύσκανης, όπου αναφέρεται ότι οι χωρικοί δεν απέδωσαν γεώμορο στους τσιφλικάδες την περίοδο 1912-1914, καταγγέλθηκαν για κλοπή γεώμορου το 1914, καταδικάστηκαν από δικαστήριο των Ιωαννίνων και διατάχθηκε από τις ελληνικές αρχές κατάσχεση της παραγωγής με συνέπεια συμπλοκές ανάμεσα σε χωρικούς και αστυνομία. 26 Για το κείμενο της σύμβασης βλ. Σ. Αντωνόπουλος, Αι συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, Αθήναι 1917.
174
κράτους. Σύμφωνα λοιπόν με το παραπάνω άρθρο, όσοι επέλεγαν την οθωμανική υπηκοότητα και μετέφεραν τη μόνιμη κατοικία τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή στο εξωτερικό θα διατηρούσαν την ακίνητη περιουσία τους στην Ελλάδα έχοντας το δικαίωμα να την εκμισθώσουν ή να τη διαχειριστούν μέσω τρίτων. Με το ίδιο άρθρο η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να αναγνωρίσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας σε αστικά και αγροτικά κτήματα ιδιωτών ή νομικών προσώπων που αποκτήθηκαν πριν από την κατάληψη δυνάμει τίτλων ιδιοκτησίας που εξέδωσε το οθωμανικό κράτος ή σύμφωνα με τους οθωμανικούς νόμους. Τέλος, το ίδιο άρθρο επεσήμαινε ότι: «Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού, εν μέρει ή εν όλω, εμμέσως ή αμέσως, ειμή διά λόγους δεόντως βεβαιουμένης δημοσίας ωφελείας, μετά προηγουμένην δικαίαν αποζημίωσιν». Το άρθρο 11 τόνιζε ότι η ζωή, η περιουσία, η τιμή, η θρησκεία και τα έθιμα των κατοίκων των εκχωρούμενων στην Ελλάδα εδαφών θα ήταν απολύτως σεβαστά από την ελληνική διοίκηση. Το άρθρο 12 αφορούσε τη βακουφική περιουσία και μεταξύ άλλων ανέφερε ότι το καθεστώς των βακουφιών των εδαφών που προσάρτησε η Ελλάδα θα γινόταν σεβαστό όπως ακριβώς ήταν κατά τη στρατιωτική κατάληψη δυνάμει των οθωμανικών νόμων, ενώ δεν θα μπορούσε να τροποποιηθεί παρά μόνο ύστερα από χορήγηση δίκαιης αποζημίωσης. Σχολιάζοντας τη Σύμβαση των Αθηνών ο Ελευθέριος Βενιζέλος τόνιζε ότι το άρθρο 6 της σύμβασης δεν περιείχε τη ρήτρα του αντίστοιχου άρθρου της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του 1881 –το οποίο προέβλεπε ότι κανένας ιδιοκτήτης δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να πωλήσει τα κτήματά του στους καλλιεργητές ή σε τρίτους, ούτε να τους παραχωρήσει μέρος αυτών, ενώ καμία τροποποίηση δεν μπορεί να εισαχθεί στις μεταξύ ιδιοκτητών και καλλιεργητών σχέσεις, παρά μόνο με νόμο γενικό που θα εφαρμοστεί σ’όλη τη χώρα– έτσι, συνέχιζε ο Βενιζέλος, το ελληνικό κράτος δεν δεσμευόταν από περιορισμούς που πηγάζουν από τις συνθήκες και ήταν ελεύθερο όσον αφορά τη ρύθμιση τυχόν αγροτικών ζητημάτων να εφαρμόσει τα μέτρα που επιθυμούσε 27. Πρέπει να τονιστεί ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συνθήκης ειρήνης η οθωμανική αντιπροσωπεία πρότεινε να συμπεριληφθούν αυτούσια τα άρθρα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του 1881
27
ΕΛΙΑ αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 6, υποφ. 3, παρατηρήσεις του Ελ. Βενιζέλου για τα ζητήματα της εθνικότητας και των βακουφιών στην ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης.
175
που αφορούσαν τα κτήματα των μουσουλμάνων 28. Φαίνεται ότι το ελληνικό κράτος δεν επανέλαβε τα λάθη που έγιναν κατά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, όταν κτήματα στα οποία οι μουσουλμάνοι είχαν μόνο το δικαίωμα του tassaruf (νόμιμη, διαρκή, μεταβιβάσιμη και κληρονομητή χρήση και κάρπωση δημοσίων γαιών) μετατράπηκαν σε κτήματα πλήρους ιδιοκτησίας (mülk), χάνοντας έτσι το ελληνικό Δημόσιο τα δικαιώματά του επί των τέως δημοσίων οθωμανικών γαιών (arazi-i emiriye) 29. Αντιθέτως, στις Νέες Χώρες το ελληνικό κράτος ως διάδοχο του οθωμανικού φρόντισε να παγιώσει και νομικά το δικαίωμά του επί των τέως δημοσίων οθωμανικών γαιών, θεωρώντας ότι το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμανικών τσιφλικιών της Μακεδονίας και της Ηπείρου (στα νησιά τα κτήματα ήταν πλήρους ιδιοκτησίας) ανήκε στην κατηγορία των δημοσίων γαιών 30. Ο πρώτος νόμος που παγίωνε τα παραπάνω δικαιώματα του Δημοσίου ήταν ο νόμος 147 της 5ης Ιανουρίου 1914 «περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως», σύμφωνα με το άρθρο 2 του οποίου στις Νέες Χώρες εισάγεται εν γένει η ελληνική αστική νομοθεσία, διατηρούνται όμως σε ισχύ οι περί γαιών οθωμανικές διατάξεις. Ο νόμος 147 ερχόταν σε αντίφαση με το άρθρο 6 της Σύμβασης των Αθηνών, αφού αν εφαρμόζονταν οι περί γαιών οθωμανικές διατάξεις στην περίπτωση των μουσουλμάνων που εγκατέλειπαν τα κτήματά τους και έφευγαν από τη χώρα 31, τότε αυτά θα περιέρχονταν στο ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του οθωμανικού, έστω και αν η Σύμβαση των Αθηνών προέβλεπε
28
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 8 (υπουργείο Εξωτερικών), «υπόμνημα περί ελληνοτουρκικής συνεννοήσεως διά καταρτισμόν συμβάσεως, Αθήνα 29 Οκτωβρίου/11 Νοεμβρίου 1913». Επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 8, «Έκθεσις διαπραγμάτευσις επί της ελληνοτουρκικής Συμβάσεως, Αθήνα 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1913, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Π. Σκάσσης». Στον ίδιο φάκελο υπόμνημα του Ν. Ελευθεριάδη «επί των τουρκικών αντιπροτάσεων». 29 Για το ζήτημα αυτό βλ. Γ. Νάκος, Το νομικό καθεστώς των τέως δημοσίων οθωμανικών γαιών, 18211912, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 67-72 και του ίδιου «Δικαιικοί μεταβολισμοί της ιδιοκτησίας στις Νέες Χώρες μετά την ένταξή τους στην ελληνική επικράτεια», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Συμπόσιο, 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 153-173. Επίσης, Αγγ. Σφήκα-Θεοδοσίου, Η προσάρτηση της Θεσσαλίας. Η πρώτη φάση στην ενσωμάτωση μιας ελληνικής επαρχίας στο ελληνικό κράτος (1881-1885), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 101-111. Για τη Σύμβαση του 1881 και την προστασία των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Θεσσαλίας βλ. επίσης Ν. Ελευθεριάδης, Οι μουσουλμάνοι εν Ελλάδι, Αθήναι 1913. 30 Ν. Ελευθεριάδης, Τα δίκαια της πολιτείας επί των εν Μακεδονία και Ηπείρω γαιών, Αθήναι 1915. 31 Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις περί γαιών οθωμανικές διατάξεις Οθωμανοί υπήκοοι που έφευγαν από την αυτοκρατορία θεωρούνταν φυγάδες και τα κτήματά τους περιέρχονταν στο Δημόσιο, ενώ αν κάποιος επί τρία συνεχόμενα έτη άφηνε αγρό ακαλλιέργητο τότε έχανε τα επί της γης δικαιώματά του βλ. Υπουργείο Οικονομικών, Νόμος περί γαιών εν Τουρκία, εν Αθήναις 1913.
176
ότι οι μουσουλμάνοι που θα μεταναστεύσουν διατηρούσαν την ακίνητη περιουσία τους 32. 2. Η μουσουλμανική γαιοκτησία υπό την επίδραση του προσφυγικού προβλήματος και της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις την περίοδο 1914-1915 Για την τύχη των μουσουλμανικών αγροτικών ιδιοκτησιών καταλυτική υπήρξε η εισροή προσφυγικού πληθυσμού στην Ελλάδα ήδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους και σε μεγαλύτερο βαθμό βέβαια με το διωγμό των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1914 33. Η Ελλάδα λοιπόν, εκτός από το κόστος των πολεμικών επιχειρήσεων και την προσπάθεια οργάνωσης υποδομών στις Νέες Χώρες, είχε να αντιμετωπίσει και την περίθαλψη και εγκατάσταση των προσφύγων. Ήταν φυσικό το ελληνικό κράτος, εφόσον μάλιστα οι γαίες του οθωμανικού Δημοσίου στη Μακεδονία ήταν μόλις 167.000 στρέμματα 34, να χρησιμοποιήσει για την εγκατάσταση των προσφύγων τα κτήματα των μουσουλμάνων που είχαν φύγει από το ελληνικό έδαφος. Ο τρόπος όμως που έγινε η κατάληψη αυτών των κτημάτων θα δημιουργήσει μια σειρά περιπλοκών στο γαιοκτητικό καθεστώς των Νέων Χωρών, στις σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των μουσουλμάνων, των ντόπιων χριστιανών και των προσφύγων. Ήδη από το καλοκαίρι του 1913 και πριν από την υπογραφή της Σύμβασης των Αθηνών σε συνεδρίαση της Επιτροπής Εγκατάστασης Θυμάτων
32
Πολέμου
αποφασίστηκε
η
άμεση
εγκατάσταση
προσφύγων
στα
Για το κείμενο του νόμου βλ. Υπουργείο Οικονομικών, Συλλογή Νόμων, σ. 73. Για τις περί γαιών οθωμανικές διατάξεις βλ. Υπουργείο Οικονομικών, Νόμος περί γαιών εν Τουρκία, εν Αθήναις 1913. Για την αντίφαση του νόμου και της Σύμβασης των Αθηνών καθώς και για τις σχετικές διατάξεις του οθωμανικού δικαίου βλ. Ν. Ελευθεριάδης, Γνωμοδοτήσεις, γνωμοδότηση αρ. 30, σσ. 65-73, όπου σημειώνει χαρακτηριστικά ότι στο νόμο 147 θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει το άρθρο 6 της Σύμβασης των Αθηνών, είναι όμως ζήτημα εάν ως ιδιωτική ιδιοκτησία δύναται να θεωρηθεί και η δημόσια γη, αφού κατά την οθωμανική νομοθεσία την κυριότητα των δημοσίων γαιών ενασκεί το Δημόσιο. Επίσης του ίδιου, Τα μετά την Συνθήκην Αθηνών. Περί των εν ταις Νέαις Χώραις εγκαταλελειμμένων κτημάτων, Αθήναι 1915, σσ. 6-8. 33 Για τα προσφυγικά ρεύματα στη Μακεδονία την περίοδο αυτή βλ. Α. Πάλλης, Στατιστική Μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924, Αθήναι 1925. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη Μακεδονία την περίοδο 1913-1914 κατέφυγαν 155.000 χριστιανοί πρόσφυγες. 34 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Α. Πάλλης προς Στ. Δραγούμη Θεσσαλονίκη 5/18 Απριλίου 1916 όπου αποστέλλει έκθεση της 14ης Νοεμβρίου 1915 σχετικά με την εγκατάσταση προσφύγων σε κτήματα και χωριά της Μακεδονίας.
177
εγκαταλελειμμένα κτήματα και γαίες και η εν ευθέτω χρόνω νομιμοποίησή τους 35. Όταν στις αρχές του 1914 το πρόβλημα της εγκατάστασης των προσφύγων έγινε πιο έντονο, η εγκατάστασή τους πραγματοποιήθηκε σε εγκαταλελειμμένα κτήματα χωρίς καμία επίσημη νόμιμη διατύπωση και βασιζόμενη μόνο στο εξωτερικό κριτήριο της εγκατάλειψης 36. Ο τρόπος αυτός κατάληψης, όπως προαναφέρθηκε, δημιούργησε τεράστιες δυσχέρειες στο ελληνικό κράτος, αφού εμφανίζονταν είτε οι ιδιοκτήτες είτε πληρεξούσιοί τους είτε ενοικιαστές στηριζόμενοι σε νόμιμα πληρεξούσια 37 και ενοικιαστήρια ζητώντας την απόδοση των κτημάτων, ενώ παράλληλα το χάος επέτεινε το φαινόμενο των ανωμάλων δικαιοπραξιών. Ο Μιλτιάδης Νεγρεπόντης, υπεύθυνος για την εγκατάσταση προσφύγων στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, σε συνεχή τηλεγραφήματά του προς τον Βενιζέλο τόνιζε ότι η εγκατάσταση των προσφύγων είναι αδύνατη αν δεν τακτοποιηθεί το ζήτημα των εγκαταλελειμμένων κτημάτων, αφού οι πρόσφυγες διώκονταν από τα κτήματα με προσωρινά μέτρα και δικαστικές αποφάσεις υπέρ των ιδιοκτητών, ενοικιαστών ή πληρεξουσίων, ενώ χαρακτήριζε την κατάσταση επικίνδυνη εξαιτίας των συγκρούσεων ανάμεσα στους πρόσφυγες, τους ενοικιαστές και τους ντόπιους κατοίκους που παράνομα κατέλαβαν εγκαταλελειμμένα κτήματα. Ως λύση στο πρόβλημα ο Νεγρεπόντης πρότεινε την απαγόρευση ενοικίασης των αγροτικών κτημάτων, την ψήφιση νομοσχεδίου απαλλοτρίωσης κτημάτων ή την οριστική νομική λύση στο ζήτημα των εγκαταλελειμμένων κτημάτων και την κατάληψή τους από το Δημόσιο, καθώς και την απαγόρευση έκδοσης προσωρινών μέτρων και δικαστικών αποφάσεων για τα εγκαταλελειμμένα κτήματα που καταλάμβανε το Δημόσιο 38. Αλλά και 35
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 116, Πρακτικά Επιτροπής Εγκατάστασης Θυμάτων Πολέμου, Γ΄ Συνεδρία 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου 1913. 36 Μ. Αιλιανός, Υπουργείο Περιθάλψεως. Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, Αθήναι 1921, σ. 253. 37 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 410 (επιστολές προς ιδιώτες), όπου παρατίθεται πληρεξούσιο υπ’ αριθ. 3647 που υπογράφηκε στο ελληνικό προξενείο Σμύρνης την 1η Σεπτεμβρίου 1914 με το οποίο η πρώην κάτοικος Θεσσαλονίκης και νυν Σμύρνης Χαριγιέ χήρα Μεχμέτ και θυγατέρα Αχμέτ διόριζε την αδερφή της Αζιζέ Χανούμ, κάτοικο Θεσσαλονίκης, πληρεξούσια της αστικής και αγροτικής της περιουσίας στη Θεσσαλονίκη. 38 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, τηλεγραφήματα Επιτροπής Προσφύγων Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 15/28 Ιουνίου και 20 Ιουνίου/3 Ιουλίου 1914. Επίσης, ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 312 (επιστολές προς Βενιζέλο), Νεγρεπόντης προς Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη 2/15 Ιουλίου 1914 και ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 16, έκθεση επάρχου Λαγκαδά προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, Λαγκαδάς 10/23 Μαρτίου 1914, στην οποία ο έπαρχος αναφέρει ότι η μετανάστευση των μουσουλμάνων συνεχίζεται χωρίς να την αναχαιτίσει η απαγόρευση μεταβίβασης των ακινήτων τους, αφού τα εκμισθώνουν σε ντόπιους, γεγονός που καθιστά αδύνατη την εγκατάσταση των προσφύγων στα εγκαταλελειμμένα χωριά και κατά συνέπεια κρίνει απαραίτητη την απαγόρευση των εκμισθώσεων.
178
ο Αλέξανδρος Πάλλης, γενικός γραμματέας της Επιτροπής Προσφύγων, ζητούσε την τακτοποίηση του ζητήματος της κυριότητας των εγκαταλελειμμένων κτημάτων και την οριοθέτησή τους, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα συνεχίζονταν οι διενέξεις ντόπιων και προσφύγων, αφού οι πρώτοι δεν άφηναν τους πρόσφυγες να καλλιεργήσουν τα κτήματα, την κυριότητα των οποίων αμφισβητούσαν 39. Το χάος στο γαιοκτητικό καθεστώς προκαλούσε μεγάλες εντάσεις στις σχέσεις των πληθυσμιακών ομάδων των Νέων Χωρών. Έτσι, σε αναφορά τους στη Βουλή των Ελλήνων οι κάτοικοι της Κατερίνης διαμαρτύρονταν κατά των εγκατασταθέντων προσφύγων που νέμονταν όλα τα κτήματα των Οθωμανών μπέηδων 40, ενώ, από την άλλη, η επιτροπή προσφύγων Τσαρπίστας (Τερπνή) Νιγρίτας παραπονούνταν για τις πιέσεις που δέχονταν από δήθεν πληρεξουσίους εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών κτημάτων και για την έκδοση αποφάσεων έξωσής τους 41. Στις Σέρρες οι ενοικιαστές μουσουλμανικών τσιφλικιών κινούνταν δικαστικά εναντίον προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στα τσιφλίκια με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να συλλαμβάνονται και να φυλακίζονται 42.
Οι
ντόπιοι
χριστιανοί
που,
όπως
προαναφέρθηκε,
αγόρασαν
μουσουλμανικά κτήματα στην περιοχή των Καϊλαρίων με προτροπή της ελληνικής διοίκησης, διώχθηκαν από την Επιτροπή Εγκατάστασης Προσφύγων που εγκατέστησε στα κτήματά τους πρόσφυγες 43. Χαρακτηριστική των περιπλοκών γύρω από τα μουσουλμανικά κτήματα που δημιουργήθηκαν μετά τους Βαλκανικούς και συνεχίστηκαν μέχρι το 1923 ήταν η περίπτωση μιας οικίας στην πόλη της Φλώρινας η κυριότητα της οποίας διεκδικούνταν από έναν μουσουλμάνο, έναν ντόπιο χριστιανό, δύο οικογένειες προσφύγων και το ελληνικό Δημόσιο 44. Παράλληλα, η ένταση στην ύπαιθρο των Νέων Χωρών που είχε επίκεντρο τη μουσουλμανική γαιοκτησία οξυνόταν από τις συνεχείς 39
Α. Πάλλης, γενικός γραμματέας της Επιτροπής Προσφύγων, Γενικαί Στατιστικαί των προσφύγων Μακεδονίας επί τη βάσει των μέχρι τέλους Ιουλίου 1915 συλλεχθέντων στοιχείων, Θεσσαλονίκη 1915. 40 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρίαση 15 της 1ης Οκτωβρίου 1914. 41 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 64, «Αναφορά των Γεωργίου Μέρκου, Ιωάννη Αθανασίου, Παντούση Χατζηπανταζή ως μελών της τριμελούς επιτροπής των προσφύγων Νιγρίτης των διαμενόντων εν τω χωρίω Τσαρπίστα προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου 1914». 42 Εφημ. Μακεδονία, 1/14 Ιουνίου 1914 43 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 12/25 Νοεμβρίου 1917 44 ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1286, όπου όλος ο φάκελος της υπόθεσης. Επίσης, ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Ειρηνοδικείου Φλώρινας, πρακτικά συνεδρίασης Ειρηνοδικείου Φλώρινας της 23ης Φεβρουαρίου 1918, αγωγή Λάζαρου Γούναρη κατά Ασήμ Σαλή Χαλήμ, όπου αναφέρεται ότι ο πρώτος αγόρασε από τον Ασήμ με νόμιμο τίτλο και καλή τη πίστει ένα κτήμα το οποίο τώρα ο Ασήμ το διεκδικεί.
179
διακοινώσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για αρπαγές μουσουλμανικών περιουσιών από πρόσφυγες με την ανοχή ή την ενθάρρυνση των ελληνικών αρχών 45. Στις εναγώνιες εκκλήσεις του Νεγρεπόντη η ελληνική κυβέρνηση απαντούσε με το νόμο 262 της 10ης Μαΐου 1914 ο οποίος στο άρθρο 9 ανέφερε κατά λέξη τα εξής 46: «Χαρακτηρίζονται ως εγκαταλελειμμένα και περιέρχονται εις την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως αδέσποτα ακίνητα κείμενα εν ταις Νέαις Χώραις, άτινα οι ιδιοκτήται ή νόμιμοι διακάτοχοι εγκατέλιπον απελθόντες εις την αλλοδαπήν, εφ’ όσον ο την ιδιοκτησίαν ή άλλο εμπράγματον δικαίωμα αξιών δεν ήθελε προσαγάγει εντός έτους από της ισχύος του παρόντος Νόμου τους τίτλους, εφ’ ων βασίζει το δικαίωμά του, εις τον Οικονομικόν Επίτροπον της τοποθεσίας του κτήματος. Μένουσιν άθικτα εκ της διατάξεως ταύτης τα κατά τους περί γαιών Νόμους δικαιώματα του Δημοσίου επί των μη τακτικώς καλλιεργηθεισών δημοσίων γαιών». Παράλληλα, με το νόμο της 27ης Νοεμβρίου 1914 «περί προστασίας της νομής επί δημοσίων γαιών εν ταις Νέαις Χώραις» επιτρεπόταν η προστασία της νομής με αγωγές και προσωρινά μέτρα μεταξύ όμως διαδίκων ιδιωτών και νομικών προσώπων, όχι όμως εναντίον του ελληνικού Δημοσίου 47. Επίσης, την ίδια χρονιά, το υπουργείο Οικονομικών με την εγκύκλιο 82644 της 29ης Ιουλίου 1914 δεν αναγνώριζε τα πληρεξούσια που συντάχθηκαν μετά την κατάληψη και αφορούσαν τα μουσουλμανικά αγροτικά κτήματα 48. 45
Βλ. ενδεικτικά ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74 (τουρκική πρεσβεία), υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 9/22 Ιουνίου 1914, όπου συνημμένος κατάλογος της οθωμανικής πρεσβείας με παράπονα μουσουλμάνων. Επίσης, ΙΑΥΕ, 1914, φ. Α/19δ, το γενικό προξενείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 8 Απριλίου 1914, αρ. 100. Στον ίδιο φάκελο, οθωμανική πρεσβεία προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 14 Οκτωβρίου 1914, αρ. πρ. 1744. Πρβλ. T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Osmanlı Arşivi Daire Başkanliği yayin nu 22 (Γενική Διεύθυνση των Κρατικών Αρχείων της Πρωθυπουργίας της Τουρκικής Δημοκρατίας, αριθμός έκδοσης 22), Arşiv Belgelerine göre Balkanlar’da ve Anadolu’da Yunan Mezalimi, 1: Balkanlar’da Yunan Mezalimi (Οι ελληνικές θηριωδίες στην Ανατολή και στα Βαλκάνια σύμφωνα με τα έγγραφα του αρχείου, 1: ελληνικές θηριωδίες στα Βαλκάνια), Άγκυρα 1995. Συγκεκριμένα: έγγραφο υπ’ αριθ. 102, οθωμανικό γενικό προξενείο προς Υψηλή Πύλη, Θεσσαλονίκη 23 Μαρτίου 1914, αρ. 61, όπου αναφέρει ότι οι Έλληνες πρόσφυγες από τον Καύκασο καταλαμβάνουν την περιουσία των μουσουλμάνων. Επίσης, έγγραφο υπ’ αριθ. 111, τηλεγράφημα οθωμανικής πρεσβείας προς Υψηλή Πύλη, Αθήνα 28 Ιουνίου 1914, όπου αναφέρει ότι οι ελληνικές αρχές εγκαθιστούν πρόσφυγες σε σπίτια και περιουσίες μουσουλμάνων στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. 46 Για το κείμενο του νόμου βλ. Υπουργείο Οικονομικών, Συλλογή Νόμων, σσ. 89-90 και Χ. Κόσσυβας, ό.π., σσ. 62-63. 47 ΦΕΚ 352/27-11-1914 και Ν. Ελευθεριάδης, Τα μετά την Συνθήκην Αθηνών, σ. 7. 48 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, υπουργείο Εξωτερικών, τμήμα Προξενικόν, ο παρά τω Υπουργείω των Εξωτερικών Διευθυντής Γεωργίας Λαγουδάκης, 5/18 Οκτωβρίου 1915, «Βραχύ υπόμνημα περί του ζητήματος των υπό του Ελληνικού Δημοσίου καταληφθέντων εν ταις Νέαις Χώραις ακινήτων των μουσουλμάνων από μηνός Μαΐου 1914 εν σχέσει προς το άρθρο 9 του νόμου
180
Οι παραπάνω νόμοι και εγκύκλιοι βρίσκονταν εμφανέστατα σε αντίφαση με το άρθρο 6 της Σύμβασης των Αθηνών και το οποίο υπενθυμίζεται ότι έδινε το δικαίωμα στους μουσουλμάνους που μετανάστευαν να διατηρούν την ακίνητη περιουσία τους στην Ελλάδα και να τη διαχειρίζονται μέσω πληρεξουσίων 49. Το ελληνικό κράτος με το νόμο 262 προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις κτηματικές υποθέσεις των Νέων Χωρών παγιώνοντας τα δικαιώματα του Δημοσίου επί εγκαταλελειμμένων δημοσίων γαιών, όπως τις όριζε το οθωμανικό δίκαιο, και να διευκολύνει την εγκατάσταση των προσφύγων, η οποία, όπως αναφέρθηκε, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα εξαιτίας της ασάφειας σχετικά με το καθεστώς των εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών κτημάτων. Παράλληλα, με τον ίδιο νόμο το ελληνικό Δημόσιο προσπαθούσε να εξακριβώσει την πραγματική ιδιοκτησία στις Νέες Χώρες, αφού είχε ενδείξεις ότι πολλοί μουσουλμάνοι κατείχαν δημόσια κτήματα χωρίς νόμιμους τίτλους ή κατείχαν εκτάσεις μεγαλύτερες από όσες όριζαν οι τίτλοι 50. Σε μελέτη του εισαγγελέα Θεσσαλονίκης για τις μουσουλμανικές κοινότητες στη Μακεδονία επισημαινόταν η ανάγκη ελέγχου των μουσουλμανικών ιδιοκτησιών, αφού ήταν σοβαρό το ενδεχόμενο πολλές δημόσιες γαίες να παρουσιαστούν ως ιδιωτικές και το ελληνικό Δημόσιο να υποστεί τεράστιες ζημιές, όπως έγινε στη Θεσσαλία 51. Άλλωστε, όπως τόνιζε ο ειδικός νομικός σύμβουλος του υπουργείου Οικονομικών, Νικόλαος Ελευθεριάδης, πολλοί μουσουλμάνοι διεκδικούσαν κτήματα χωρίς να προσάγουν τίτλους ιδιοκτησίας –τους οποίους ισχυρίζονταν ότι απώλεσαν συνεπεία
πολέμου–
αλλά
επιδεικνύοντας
πιστοποιητικά
ιδιοκτησίας
από
το
262, την επακολουθήσασαν προς την εν Αθήναις Οθωμανική πρεσβεία και την Υψηλήν Πύλην αλληλογραφία και συνεννόηση και την σημερινήν των πραγμάτων θέσιν». Επίσης, στον ίδιο φάκελο, Κτηματική Υπηρεσία προς υπουργείο Οικονομικών, Αθήνα 1/14 Οκτωβρίου 1915, αρ. πρ. 150351. Πρβλ. σχετική γνωμοδότηση Ν. Ελευθεριάδης, Γνωμοδοτήσεις, σσ. 65-73. 49 Για την αντίφαση αυτή βλ. την άποψη του τότε ειδικού νομικού συμβούλου του υπουργείου Οικονομικών Ν. Ελευθεριάδη στο Τα μετά την Συνθήκην Αθηνών, σσ. 9-12. Επίσης, Σ. Αντωνόπουλος, ό.π., σσ. 204-206, όπου παραθέτει και αποσπάσματα από μελέτη του υπουργού Δικαιοσύνης Ρακτιβάν με την όποια προσπαθεί να αποδείξει ότι ο νόμος 262 δεν αντιβαίνει στη Σύμβαση των Αθηνών, συμπέρασμα το οποίο αναιρεί ο συγγραφέας. 50 Υπουργείο Οικονομικών προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 9/22 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 99741, το έγγραφο παρατίθεται στο Στέφανου Ν. Δραγούμη, Υπουργού των Οικονομικών, Αγόρευσις κατά την βουλευτική συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 1916, απάντησις εις επερώτησιν περί μη οφειλομένης εις μουσουλμάνους κυρίους αποδόσεως των ακινήτων κτημάτων αυτών εν Μακεδονία. Εν Αθήναις 1916, σσ. 16-17. 51 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 8, υπουργείο Δικαιοσύνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 16/29 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 18891 όπου συνημμένη μελέτη του εισαγγελέα των εν Θεσσαλονίκη Εφετών περί των εν Μακεδονία μουσουλμανικών κοινοτήτων. Θεσσαλονίκη 2 Μαΐου1913, ο εφέτης Αντ. Ρωμανός. Για περιπτώσεις στη Θεσσαλία προσαγωγής πλαστών τίτλων και χαρακτηρισμού δημόσιων γαιών ως ιδιωτικών βλ. Α. Σφήκα-Θεοδοσίου, ό.π., σσ. 101-111.
181
κτηματολόγιο Κωνσταντινούπολης, τα οποία εκδόθηκαν μετά την ελληνική κατοχή, για τη νομιμότητα των οποίων οι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να είναι επιφυλακτικές 52. Βέβαια, ο σημαντικότερος σκοπός του συγκεκριμένου νόμου ήταν να καταργήσει τα σχετικά άρθρα της Σύμβασης των Αθηνών και να αποκτήσει το ελληνικό Δημόσιο δικαιώματα επί των εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών κτημάτων. Ωστόσο, ο νόμος 262 εξυπηρετούσε και σκοπιμότητες που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1914 ήταν η χρονιά του διωγμού των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, ενώ το ίδιο έτος κορυφωνόταν η μετανάστευση των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία χρησιμοποιούνταν από την Υψηλή Πύλη ως πρόσχημα για τους διωγμούς των Ελλήνων 53. Η ελληνική πλευρά με τον παραπάνω νόμο είχε την πρόθεση να περιορίσει τη μετανάστευση των μουσουλμάνων τους οποίους, ιδιαίτερα τους μικροκαλλιεργητές, θεωρούσε χρήσιμο στοιχείο για την αγροτική οικονομία της χώρας, ώστε να μη δίνει αφορμές στην οθωμανική πλευρά για τους διωγμούς των Ελλήνων και παράλληλα να λάβει μιας μορφής αντίποινα για αυτούς τους διωγμούς 54. Ο Πάλλης σημείωνε σχετικά με το νόμο 262 ότι τα ανοσιουργήματα της οθωμανικής κυβέρνησης ξέσπασαν στη ράχη μερικών αθώων μουσουλμάνων 55. Ωστόσο και μετά την ψήφιση του νόμου, στις κτηματικές υποθέσεις των Νέων Χωρών κυριαρχούσε το χάος. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε ομιλία του στη Βουλή ο βουλευτής Κοζάνης Γεώργιος Μπούσιος, κατά τις καταλήψεις εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών κτημάτων και την εγκατάσταση σε αυτά προσφύγων έγιναν διάφορες ατασθαλίες από τους υπαλλήλους και βρήκαν την ευκαιρία «ντόπιοι επιδρομείς» να 52
Ν. Ελευθεριάδης, Γνωμοδοτήσεις, σσ. 23-24. Βλ. σχετικά κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα του μουσουλμανικού πληθυσμού την περίοδο 19121923». 54 Για τους σκοπούς που εξυπηρετούσε ο νόμος 262 βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, υπουργείο Εξωτερικών, τμήμα Προξενικόν, ο παρά τω Υπουργείω των Εξωτερικών Διευθυντής Γεωργίας Λαγουδάκης, 5/18 Οκτωβρίου 1915, «Βραχύ υπόμνημα περί του ζητήματος των υπό του Ελληνικού Δημοσίου καταληφθέντων εν ταις Νέαις Χώραις ακινήτων των μουσουλμάνων από μηνός Μαΐου 1914 εν σχέσει προς το άρθρο 9 του νόμου 262, την επακολουθήσασαν προς την εν Αθήναις Οθωμανική πρεσβεία και την Υψηλήν Πύλην αλληλογραφία και συνεννόησιν και την σημερινήν των πραγμάτων θέσιν». Επίσης, Ν. Ελευθεριάδης, Τα μετά την Συνθήκην Αθηνών, σσ. 9-12˙ «Αγόρευσις Γ. Μπούσιου διά το ζήτημα των καταληφθέντων μουσουλμανικών κτημάτων εν ταις νέαις χώραις», Πολιτική Επιθεώρηση, έτος Α΄, αριθ. 16 (1916)˙ Κ. Τσιτσελίκη, Αι ανώμαλοι δικαιοπραξίαι, σ. 12 και Σ. Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 206 όπου παραπομπή σε μελέτη Ρακτιβάν στην οποία αναφέρεται ότι η δικαιολογία του νόμου 262 είναι αυτή των αντιποίνων. 55 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Α. Πάλλης προς Στ. Δραγούμη, 5/18 Μαΐου 1916. 53
182
οικειοποιηθούν μουσουλμανικές ιδιοκτησίες 56. Οι οικονομικοί έφοροι δεν γνώριζαν ποια κτήματα ήταν εγκαταλελειμμένα, αφού οι ντόπιοι χριστιανοί εποφθαλμιώντας τα δεν είχαν καμία πρόθεση να τα υποδείξουν. Πολλές φορές, πάλι, καταλαμβάνονταν κτήματα οι ιδιοκτήτες των οποίων είχαν μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη πριν από τον πόλεμο ή καταλαμβάνονταν αστικά κτήματα παρά την αντίθετη εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών 57. Χαρακτηριστικό των ατασθαλιών που έγιναν από τις Οικονομικές Εφορίες κατά την κατάληψη εγκαταλελειμμένων κτημάτων ήταν το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιστρέψει κτήματα που καταλήφθηκαν από το Δημόσιο «κατά λάθος» 58 ενώ, σύμφωνα με το διευθυντή Γεωργίας του υπουργείου Εξωτερικών, τα κτήματα που είχαν καταληφθεί από το Δημόσιο εκ πλάνης ήταν πολλά, αλλά λίγα τελικά επιστράφηκαν 59. Επιπρόσθετα προβλήματα δημιουργούσε η ερμηνεία του νόμου 262, αφού το υπουργείο Οικονομικών θεωρούσε ότι για την κατάληψη των κτημάτων αρκούσε η απλή μετάβαση στο εξωτερικό, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών θεωρούσε αναγκαία τη μετάβαση στο εξωτερικό με πνεύμα οριστικής μετανάστευσης, κάτι που για το διευθυντή της Κτηματικής Υπηρεσίας δεν εξασφάλιζε τα συμφέροντα του κράτους και δημιουργούσε «υπηρεσιακές ανωμαλίες» 60. Την περίπλοκη αυτή κατάσταση στις κτηματικές υποθέσεις των Νέων Χωρών επέτεινε η απουσία 56
«Αγόρευσις Γ. Μπούσιου διά το ζήτημα των καταληφθέντων μουσουλμανικών κτημάτων εν ταις νέαις χώραις», Πολιτική Επιθεώρηση, έτος Α΄, αριθ. 16 (1916). 57 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Κτηματική Υπηρεσία προς υπουργείο Οικονομικών, Αθήνα 1/14 Οκτωβρίου 1915, αρ. πρ. 150351. Επίσης, στον ίδιο φάκελο Α. Πάλλης προς Στ. Δραγούμη, Θεσσαλονίκη 5/18 Απριλίου 1916 όπου και έκθεση της 14ης Νοεμβρίου 1915 σχετικά με την εγκατάσταση προσφύγων σε κτήματα και χωριά της Μακεδονίας και τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 6/19 Ιουνίου 1914. Πρβλ. εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας,17/30 Σεπτεμβρίου 1914 και 3/16 Αυγούστου1915 όπου διαμαρτυρίες μουσουλμάνων Σερβίων για καταλήψεις από τον οικονομικό έφορο κτημάτων ως εγκαταλελειμμένων, ενώ έβλεπε τους ιδιοκτήτες κάθε μέρα στα Σέρβια. Τη χαώδη αυτή κατάσταση γύρω από το καθεστώς των μουσουλμανικών κτημάτων περιέγραφε πολύ παραστατικά η εφημερίδα Έδεσσα αναφέροντας: «Κτηματικόν γραφείον δεν συνέστη ποτέ εις την Έδεσσαν το οποίον θα ξεχώριζε τα μπλεγμένα χωράφια και έτσι καταντούσε για ένα χωράφι το οποίο εθεωρείτο δημόσιον και παρεδίδετο εις τους πρόσφυγας προς καλλιέργειαν, να παρουσιάζωνται δέκα νοικοκυραίοι, ούτω παρεπονούντο οι βέηδες, παρεπονούντο οι πρόσφυγες, παρεπονούντο οι κολλήγοι», εφημ. Εδεσσα,15/28 Απριλίου 1920. 58 Βλ. πίνακα ΙΙ στο παράρτημα του κεφαλαίου. 59 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, υπουργείο Εξωτερικών, τμήμα Προξενικόν, ο παρά τω Υπουργείω των Εξωτερικών Διευθυντής Γεωργίας Λαγουδάκης, 5/18 Οκτωβρίου 1915, «Βραχύ υπόμνημα περί του ζητήματος των υπό του Ελληνικού Δημοσίου καταληφθέντων εν ταις Νέαις Χώραις ακινήτων των μουσουλμάνων από μηνός Μαΐου 1914 εν σχέσει προς το άρθρο 9 του νόμου 262, την επακολουθήσασαν προς την εν Αθήναις Οθωμανική πρεσβεία και την Υψηλήν Πύλην αλληλογραφία και συνεννόησιν και την σημερινήν των πραγμάτων θέσιν». 60 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Κτηματική Υπηρεσία προς υπουργείο Οικονομικών, Αθήνα 1/14 Οκτωβρίου 1915, αρ. πρ. 150351.
183
κτηματολογίου, αφού τα οθωμανικά κτηματολογικά κατάστιχα είτε καταστράφηκαν είτε μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη 61. Ο νόμος 262 λοιπόν απέτυχε να βάλει σε κάποια τάξη το κτηματικό καθεστώς των Νέων Χωρών, ενώ από το 1914 και εξής οι μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες, με βασικό επιχείρημα ότι δεν μετανάστευσαν στο εξωτερικό ή ότι είχαν μεταναστεύσει πριν από τον πόλεμο, ζητούσαν την απόδοση των κτημάτων τους που καταλήφθηκαν από το Δημόσιο 62 και παράλληλα συνεχίζονταν οι διαμάχες μεταξύ Δημοσίου, προσφύγων και ντόπιων χριστιανών. Όπως τονίστηκε, ο νόμος 262 έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το άρθρο 6 της Σύμβασης των Αθηνών, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από την Υψηλή Πύλη σε μια περίοδο έντασης στις σχέσεις Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά τη δημοσίευση στην εφημερίδα Ήπειρος εγκυκλίου του υπουργείου Οικονομικών για κατάληψη, σύμφωνα με το νόμο 262, από τους οικονομικούς εφόρους των περιουσιών των μουσουλμάνων που μετανάστευσαν, με συνεχείς διακοινώσεις της διαμαρτυρόταν για την κατάληψη των κτημάτων και
61
Ενδεικτικό των προβλημάτων που προκαλούσε στο ελληνικό κράτος η έλλειψη κτηματολογίου ήταν το αίτημα του Βενιζέλου το κείμενο της Συνθήκης των Σεβρών να περιλαμβάνει άρθρο που θα προέβλεπε την απόδοση στην Ελλάδα των κτηματικών καταστίχων των Νέων Χωρών ή τη δημιουργία αντιγράφων από το κεντρικό κτηματολόγιο της Κωνσταντινούπολης˙ βλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 26 (υπουργείο Εξωτερικών), Supreme Council, secret A.J. 80, «Restoration of property registers by Turkish Government to Greek Government», copy of letter from M. Venizelos to Mr. Loyd George, Λονδίνο 10 Μαρτίου1920. Έχοντας την πικρή εμπειρία από τις δυσχέρειες που δημιούργησε η έλλειψη κτηματολογικών καταστίχων σε Μακεδονία και Ήπειρο η ελληνική πλευρά τις παραμονές της κατάληψης της Ανατολικής Θράκης προσπαθούσε να εξασφαλίσει τη διάσωση των πολύτιμων κτηματολογικών βιβλίων της περιοχής ερχόμενη σε επαφές, κυρίως μέσω μητροπολιτών, με τους υπαλλήλους του οθωμανικού κτηματολογίου˙ βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Κυβερνητική Αντιπροσωπεία Θράκης προς Μητρόπολη Αδριανούπολης, Γκιουμουλτζίνα 9/22 Απριλίου 1920, αρ. πρ. 4626 και γενικός διοικητής Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 16/29 Ιουλίου 1920, αρ. πρ. 101 όπου αναφέρεται ότι τελικά τα κτηματολογικά αρχεία περιήλθαν στα χέρια της ελληνικής διοίκησης. 62 Η μελέτη της εφημερίδας των συζητήσεων της Βουλής δείχνει ότι το ελληνικό Κοινοβούλιο δεχόταν σωρηδόν τέτοια αιτήματα. Ενδεικτικά: Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 8 της 23ης Σεπτεμβρίου 1914 ο Αβήν Ιμπραήμ εκ Βοδενών παρακαλεί όπως του δοθεί το αφαιρεθέν κτήμα του˙ συνεδρία 14, της 30ής Σεπτεμβρίου 1914 ίδιο αίτημα του Χουσεΐν Ρεσίτ Βέη από την Κοζάνη˙ συνεδρία 22 της 9ης Οκτωβρίου 1914 ανάλογο αίτημα ιδιοκτητών του χωριού Πλάσνα (Κρύα Βρύση) Γιαννιτσών Αβδουλάχ Βέη και Σαμβεδίν Βέη˙ συνεδρία 3 της 17ης Αυγούστου 1915 ο εκ Καστοριάς Μεχμέτ Οσμάν Βέης παραπονείται διά την άδικην κατάσχεσιν κτήματός του˙ συνεδρία 5 της 26ης Νοεμβρίου 1919 οι Νεσιφέ Εσσέφ, Ατμέ Βελή και πολλοί άλλοι μουσουλμάνοι Θεσσαλονίκης παρακαλούν να αποδοθούν τα κτήματά τους˙ συνεδρία 63 της 14ης Μαΐου 1920 ο Αχμέτ Νουρή Σαλίχ από την Έδεσσα ζητεί απόδοση κτημάτων του.
184
κατηγορούσε την Ελλάδα για παραβίαση των όρων της Σύμβασης των Αθηνών 63. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία απειλούνταν αντίποινα εις βάρος των περιουσιών των Ελλήνων στα οποία ωθούσαν Οθωμανοί κυβερνητικοί παράγοντες που είχαν τσιφλίκια στις Νέες Χώρες, όπως για παράδειγμα ο Βαλής της Σμύρνης ή ο Γιουσούφ Μπέη (Yusuf Bey), σημαίνον μέλος του κόμματος της Ένωσης και Προόδου, ο οποίος είχε αγροτικές εκτάσεις στις Σέρρες 64. Η Ελλάδα μπροστά στις συνεχείς διαμαρτυρίες της Υψηλής Πύλης δικαιολογούσε νομικά την παραπάνω αντίθεση, τονίζοντας ότι το άρθρο 6 της Σύμβασης των Αθηνών είχε πάψει να ισχύει μετά τον καθορισμό το Μάιο του 1914 του πλαισίου διαπραγματεύσεων για μια συμφωνία εκούσιας ανταλλαγής των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και του βιλαετίου Αϊδινίου με τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας και της Ηπείρου καθώς και της ανταλλαγής των περιουσιών τους 65. Στις οθωμανικές διαμαρτυρίες η Ελλάδα απαντούσε ακόμη ότι καταλάμβανε τα κτήματα των μουσουλμάνων όχι με σκοπό τη δήμευσή τους, αλλά για να χρησιμοποιηθούν για την εγκατάσταση των προσφύγων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αναγνώριζε τα δικαιώματα των ιδιοκτητών και μισθωτών, κάτι που προέβλεπε ο νόμος 262, χορηγώντας προθεσμία ενός έτους για την υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας. Τη νομιμότητα του παραπάνω μέτρου, τόνιζε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, είχε αναγνωρίσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την κατ’ αρχήν συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών του Μαΐου του 1914. Παράλληλα, το υπουργείο Εξωτερικών δικαιολογούσε την κατάληψη των μουσουλμανικών κτημάτων επικαλούμενο την παράγραφο του άρθρου 6 της Σύμβασης των Αθηνών που προέβλεπε απαλλοτρίωση για σκοπούς δημόσιας ωφελείας, όπως ήταν η εγκατάσταση προσφύγων 66. Ωστόσο, η Υψηλή Πύλη συνέχιζε να 63
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, οθωμανική πρεσβεία προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 6/19 Σεπτεμβρίου 1914 και οθωμανική πρεσβεία προς Ελ. Βενιζέλο, 20 Σεπετμβρίου/3 Οκτωβρίου 1914, αρ. πρ. 1561. 64 Για την απειλή αντιποίνων βλ. εφημ. Εμπρός, 3/16 Μαρτίου 1914. Για τις κτηματικές περιουσίες Οθωμανών αξιωματούχων βλ. ΔΙΣ, αρχείο Εξαδάκτυλου, φ. 411 υπουργείο Εξωτερικών-Πρεσβεία Κων/πολης, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 27 Οκτωβρίου/9 Νοεμβρίου 1914 και 10/23 Σεπτεμβρίου1915, αρ. πρ. 5216˙ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/21ζ, ελληνική αντιπροσωπεία στη μικτή επιτροπή Σμύρνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Σμύρνη 23 Σεπτεμβρίου/6 Οκτωβρίου1914 όπου αναφέρεται ότι η κτηματική περιουσία του Βαλή στη Θεσσαλονίκη ανέρχεται σε 7.000 στρέμματα. 65 Για το πλαίσιο διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία ανταλλαγής βλ. Y. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an Exchange of Minorities between Greece and Turkey», Balkan Studies, 26/2 (1985), 389-413. Συμφωνία τελικά δεν υπογράφηκε ανάμεσα στις δύο χώρες, ωστόσο για λόγους συντομίας θα αναφέρεται ως συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών του Μαΐου του 1914. 66 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, υπουργείο Εξωτερικών προς οθωμανική πρεσβεία, Αθήνα 27 Σεπτεμβρίου/10 Οκτωβρίου 1914 και υπουργείο Οικονομικών προς υπουργείο
185
διαμαρτύρεται και μάλιστα απειλούσε με αντίποινα στέλνοντας τελεσίγραφο δέκα ημερών στην ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί τους παρακάτω όρους της: τη δημιουργία μιας δεύτερης επιτροπής στη Θεσσαλονίκη –παράλληλα με αυτήν της Σμύρνης που προέβλεπε η συμφωνίας ανταλλαγής και ήταν αρμόδια και για την εκτίμηση των περιουσιών όσων μετανάστευαν–, το σεβασμό από την ελληνική πλευρά του καθεστώτος των μουσουλμανικών περιουσιών, τον τερματισμό των καταλήψεων περιουσιών μέχρι οι επιτροπές να ολοκληρώσουν το έργο της εκτίμησής τους και την απόδοση όσων είχαν καταληφθεί 67. Η ελληνική πλευρά, έχοντας μάλιστα πληροφορίες ότι επίκειται δήμευση των αστικών περιουσιών των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ότι ήδη είχε απαγορευτεί η αγοραπωλησία ακινήτων, δέχθηκε τη σύσταση της δεύτερης επιτροπής, έκανε διαχωρισμό ανάμεσα στους μουσουλμάνους που απήλθαν στο εξωτερικό με σκοπό την οριστική μετανάστευση και σε όσους διατήρησαν την κατοικία τους στην Ελλάδα, υποσχόμενη το σεβασμό της νομής και της κυριότητας των τελευταίων, δέχθηκε την επιστροφή των κτημάτων που είχαν καταληφθεί εκ πλάνης και διέταξε την παύση κάθε νέας κατάληψης με τον όρο της απρόσκοπτης εργασίας των επιτροπών. Ωστόσο, δεν αποδέχθηκε την επιστροφή των κτημάτων στους μουσουλμάνους που εγκατέλειψαν τις εστίες τους και μετανάστευσαν, εκτός αν η Υψηλή Πύλη αποδεχόταν την επιστροφή των περιουσιών των Ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει, τονίζοντας ότι «ουδείς λόγος περί αποδόσεως κτημάτων των μεταναστευσάντων μουσουλμάνων δύναται πλέον να γίνηται, αφού τα κτήματα ταύτα ώφειλον να χρησιμοποιηθώσιν υπέρ των χιλιάδων προσφύγων, τους οποίους ευρίσκεται εν τη ανάγκη η Ελλάς να δεχθή και θα είναι αντίθετος προς τα μεταξύ των δύο Κρατών εσχάτως συμπεφωνημένα. Η τοιαύτη απόδοσις θα καθιστά δυσχερήν και προβληματικήν την συμφωνηθείσαν ανταλλαγήν των εν Ελλάδι κτημάτων των Μουσουλμάνων προς τα εν Τουρκία κτήματα των Ελληνοθωμανών, αφού η ανταλλαγή ώφειλεν εν τοιαύτη περιπτώσει να ενεργηθή μεταξύ κτημάτων, άτινα κατέχονται υπό των ιδιοκτητών των μεθ’ετέρων κτημάτων εν Τουρκία, άτινα έχει ήδη αύτη καταλάβει και
Εξωτερικών, Αθήνα 11/24 Αυγούστου 1914, αρ. πρ. 88940 όπου παρέχονται πληροφορίες για το πώς θα απαντήσει το υπουργείο στις διαμαρτυρίες της Πύλης. Πρβλ. Ν. Ελευθεριάδης, Τα μετά την Συνθήκην Αθηνών, σσ. 12-24, όπου παρατίθενται οι σχετικές διακοινώσεις του υπουργείου Εξωτερικών. 67 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, οθωμανική πρεσβεία προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου1914, αρ. πρ. 1561.
186
χρησιμοποιήσει προς εκτέλεσιν της συμφωνηθείσης ανταλλαγής» 68. Παρά τις δεσμεύσεις της ελληνικής πλευράς οι Οικονομικές Εφορίες συνέχιζαν την κατάληψη των κτημάτων, χωρίς βέβαια να τηρήσει και η Οθωμανική Αυτοκρατορία τον όρο της απρόσκοπτης εργασίας των επιτροπών, ενώ, όπως αναφέρθηκε, αν και τα κτήματα που καταλήφθηκαν εκ πλάνης από το Δημόσιο ήταν πολλά, τελικά λίγα επιστράφηκαν 69. Αναφορικά με το νόμο 262 γεννάται και το ερώτημα κατά πόσο το ελληνικό κράτος ήταν έτοιμο να αποδώσει τα κτήματα των μουσουλμάνων που θα προσκόμιζαν τίτλους ιδιοκτησίας μέσα στα χρονικά όρια που έθετε ο νόμος. Ο διευθυντής της Κτηματικής Υπηρεσίας σε επιστολή του στο υπουργείο Οικονομικών εξέφραζε την ανησυχία του για το αν θα επιστραφούν τα κτήματα των μουσουλμάνων που θα προσκόμιζαν τίτλους εντός των χρονικών ορίων του νόμου και τόνιζε τον κίνδυνο να υποχρεωθεί το ελληνικό κράτος σε καταβολή υπέρογκων αποζημιώσεων και σε σειρά δικαστικών αγώνων με τους ιδιοκτήτες 70. Εν τω μεταξύ οι μουσουλμάνοι κτηματίες φρόντιζαν να εφοδιάζονται με τίτλους ιδιοκτησίας –η εγκυρότητα των οποίων ήταν αμφισβητήσιμη– από το κτηματολόγιο Κωνσταντινούπολης και να τους αποστέλλουν στις Οικονομικές Εφορίες των Νέων Χωρών. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Στέφανο Δραγούμη, μέχρι τον Οκτώβριο του 1915 είχαν σταλεί 1.643 τίτλοι ιδιοκτησίας και αναμένονταν και άλλοι μέχρι τις 30 Απριλίου 1916 οπότε έληγε η προθεσμία υποβολής τους 71. Όμως η ελληνική πλευρά ήταν ξεκάθαρο ότι δεν είχε καμία πρόθεση να αποδώσει τα κτήματα των μουσουλμάνων ακόμα και αν προσκόμιζαν νόμιμους τίτλους
68
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, υπουργείο Εξωτερικών προς οθωμανική πρεσβεία, Αθήνα 27 Σεπτεμβρίου/10 Οκτωβρίου 1914 και υπουργείο Εξωτερικών, τμήμα Προξενικόν, ο παρά τω Υπουργείω των Εξωτερικών Διευθυντής Γεωργίας Λαγουδάκης, 5/18 Οκτωβρίου 1915, «Βραχύ υπόμνημα περί του ζητήματος των υπό του Ελληνικού Δημοσίου καταληφθέντων εν ταις Νέαις Χώραις ακινήτων των μουσουλμάνων από μηνός Μαΐου 1914 εν σχέσει προς το άρθρο 9 του νόμου 262, την επακολουθήσασαν προς την εν Αθήναις Οθωμανική πρεσβεία και την Υψηλήν Πύλην αλληλογραφία και συνεννόησιν και την σημερινήν των πραγμάτων θέσιν». Επίσης, Ν. Ελευθεριάδης, Τα μετά την Συνθήκην Αθηνών, σσ. 12-24. 69 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, υπουργείο Εξωτερικών, Τμήμα Προξενικόν, ο παρά τω Υπουργείω των Εξωτερικών Διευθυντής Γεωργίας Λαγουδάκης, 5/18 Οκτωβρίου 1915, «Βραχύ υπόμνημα περί του ζητήματος των υπό του Ελληνικού Δημοσίου καταληφθέντων εν ταις Νέαις Χώραις ακινήτων των μουσουλμάνων από μηνός Μαΐου 1914 εν σχέσει προς το άρθρο 9 του νόμου 262, την επακολουθήσασαν προς την εν Αθήναις Οθωμανική πρεσβεία και την Υψηλήν Πύλην αλληλογραφία και συνεννόησιν και την σημερινήν των πραγμάτων θέσιν». 70 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Κτηματική Υπηρεσία προς υπουργείο Οικονομικών, Αθήνα 1/14 Οκτωβρίου 1915, αρ. πρ. 150351. 71 Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία της 17ης και της 20ής Οκτωβρίου 1915. Επίσης, εφημ. Φως, 13/26 Οκτωβρίου 1915 και Ν. Ελευθεριάδης, Τα μετά την Συνθήκην Αθηνών, σσ. 10-11.
187
ιδιοκτησίας 72. Η επιτροπή που είχε οριστεί με το βασιλικό διάταγμα στις 13ης Μαρτίου 1915 για τον έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά της, κάτι που προκαλούσε τις διαμαρτυρίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 73. Ένα μέλος της επιτροπής ελέγχου τίτλων ιδιοκτησίας σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της επιτροπής τόνιζε ότι ο έλεγχος των τίτλων ήταν αδύνατος, αφού οι επιτόπιες αρχές δεν φρόντιζαν να τους χορηγήσουν τα απαραίτητα στοιχεία, ενώ οι μουσουλμάνοι έχοντας τίτλους για άλλα κτήματα προσπαθούσαν να παραπλανήσουν τις αρχές, και από την άλλη ένας τυπικός έλεγχος θα απέβαινε εις βάρος των συμφερόντων του Δημοσίου 74. Αλλά και οι μουσουλμάνοι της Καβάλας διαμαρτύρονταν ότι το μεταφραστικό γραφείο Καβάλας δεν προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς στη μετάφραση των τίτλων ιδιοκτησίας που είχαν προσκομίσει, με αποτέλεσμα να μην προλάβουν το χρονικό όριο που έθετε ο νόμος 262 75. Το ενδεχόμενο απόδοσης των μουσουλμανικών κτημάτων απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο, όταν συνδέθηκε από την ελληνική πλευρά με ένα πολιτικό ζήτημα, το ζήτημα των διαπραγματεύσεων για την ανταλλαγή πληθυσμών και κτημάτων. Επιπλέον, η πρόθεση της ελληνικής πλευράς να προβεί σε αντίποινα για τους διωγμούς των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να μην αποδώσει τα κτήματα των μουσουλμάνων που είχαν μεταναστεύσει αποκρυσταλλώθηκε με την ψήφιση του νόμου 687 της 25ης Οκτωβρίου 1915. Ο συγκεκριμένος νόμος έδινε παράταση έξι μηνών για την προσκόμιση τίτλων ιδιοκτησίας 76, αλλά με το άρθρο 3 όριζε ότι το δικαίωμα παράτασης στην προσκόμιση τίτλων ιδιοκτησίας χορηγούνταν μόνο στους ομοεθνείς των κρατών εκείνων τα οποία θα αναγνώριζαν τον όρο της αμοιβαιότητας υπέρ των Ελλήνων το γένος που μετανάστευσαν στην Ελλάδα και θα συναινούσαν στην επιστροφή των 72
Χ. Κόσσυβας, ό.π., σ. 6. Για το πλήρες κείμενο του διατάγματος αυτ., σσ. 63-64 και Υπουργείο Οικονομικών, Συλλογή Νόμων, σσ. 90-91. Για την αδυναμία της επιτροπής να αντεπεξέλθει στο έργο της βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου περί ελέγχου των τίτλων υπό του ελληνικού Δημοσίου καταληφθέντων εν ταις Νέες Χώραις κτημάτων. Κτηματική υπηρεσία προς υπουργείο Οικονομικών, Αθήνα 1/14 Οκτωβρίου 1915, αρ. πρ. 150351. Στον ίδιο φάκελο, οθωμανική πρεσβεία προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 20 Αυγούστου/2 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. 4235. 74 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 412 (επιστολές προς ιδιώτες), «ο ειδικός νομικός σύμβουλος παρά τη διευθύνσει των κτημάτων του κράτους και μέλος της επιτροπής προς τον κύριον Πρόεδρον της επί της εξελέγξεως των τίτλων επιτροπής», Αθήνα 15/28 Ιουνίου 1915. 75 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1915. 76 Νωρίτερα ύστερα από αίτημα της οθωμανικής πρεσβείας με βασιλικό διάταγμα στις 30 Απριλίου 1915 είχε δοθεί παράταση έξι μηνών για την προσκόμιση τίτλων ιδιοκτησίας˙ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. ΑΑΚ, οθωμανική πρεσβεία προς ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 13 Απριλίου 1915, αρ. 91. 73
188
ιδιοκτησιών των Ελλήνων της παραπάνω κατηγορίας 77. Κατά συνέπεια για να επιστραφούν τα μουσουλμανικά κτήματα, θα έπρεπε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία να επιστρέψει τις ιδιοκτησίες των Ελλήνων προσφύγων, κάτι που με τις συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη –ήδη έχει ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος– ήταν μάλλον αδύνατον. Ο διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων του υπουργείου Γεωργίας θεωρούσε ότι ο νόμος 687 αποκρυστάλλωνε πλέον από άποψη διεθνούς και εσωτερικού δικαίου το ζήτημα των εγκαταλελειμμένων κτημάτων των Νέων Χωρών και μετά τη δημοσίευσή του η Διεύθυνση Κτημάτων καταλάμβανε κτήματα ως αδέσποτα με μόνη αρχή το γεγονός της αποδημίας στο εξωτερικό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη αν έγινε με ή χωρίς πρόθεση παλιννόστησης του ιδιοκτήτη 78. Η πολιτική των βενιζελικών κυβερνήσεων απέναντι στα εγκαταλελειμμένα μουσουλμανικά κτήματα συνεχίστηκε σε γενικές γραμμές και από τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις. Έτσι, ο διευθυντής των Δημοσίων Κτημάτων σε ερώτηση προς το υπουργείο Εξωτερικών ποια στάση θα έπρεπε να τηρήσει στο ζήτημα της απόδοσης εγκαταλελειμμένων κτημάτων δεν έλαβε από το νέο υπουργό Δημήτριο Γούναρη καμία συγκεκριμένη απάντηση, παρά μόνο ότι χρειαζόταν επισταμένη μελέτη. Το ζήτημα εξακολουθούσε να μένει εκκρεμές, με τις ελληνικές κυβερνήσεις να μη δίνουν λύση και να επιλύουν κατά περίπτωση υποθέσεις που ήταν πιο πιεστικές ή εξυπηρετούσαν εκλογικές σκοπιμότητες 79. 3. Εκλογές και μουσουλμανικά κτήματα Στο ζήτημα της μουσουλμανικής κτηματικής περιουσίας τα εκλογικά συμφέροντα βενιζελικών και αντιβενιζελικών διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Το μουσουλμανικό εκλογικό σώμα, όπως θα φανεί και στο επόμενο κεφάλαιο, συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάδειξη των νικητών στις Νέες Χώρες κατά τις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις της
77
Για το κείμενο του νόμου βλ. Χ. Κόσσυβας, ό.π., σσ. 66-67. Για τις σχετικές συζητήσεις στη Βουλή βλ. Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία της 17ης και της 20ής Οκτωβρίου 1915. 78 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, εξέταση μάρτυρος. Γεώργιος Δ. Σίδερις, διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων, Αθήνα 9/22 Φεβρουαρίου 1918. 79 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, εξέταση μάρτυρος. Γεώργιος Δ. Σίδερις, διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων, Αθήνα 9/22 Φεβρουαρίου 1918. Επίσης, στον ίδιο φάκελο υπουργείο Εξωτερικών προς υπουργείο Οικονομικών, Αθήνα 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1915, αρ. πρ. 24950.
189
περιόδου (Μάιος 1915, Δεκέμβριος 1915, Νοέμβριος 1920) 80. Για να προσεταιριστούν λοιπόν τη μουσουλμανική ψήφο βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί πολιτευτές υπόσχονταν στους μουσουλμάνους μεγαλογαιοκτήμονες που είχαν τεράστια πολιτική δύναμη ευνοϊκές ρυθμίσεις για τις κτηματικές υποθέσεις τους. Επιπλεόν, από τις εκλογές του Μαΐου του 1915 και εξής εκλέγονταν μουσουλμάνοι βουλευτές που στην πλειονότητά τους ήταν μεγαλογαιοκτήμονες και ήταν φυσικό να θέλουν να προασπίσουν τα γαιοκτητικά συμφέροντά τους. Η δραστηριότητα των μουσουλμάνων βουλευτών στην ελληνική Βουλή περιστρεφόταν κυρίως γύρω από το ζήτημα των κτημάτων. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1915 οι μουσουλμάνοι βουλευτές κατέθεσαν στη Βουλή ερώτηση σχετικά με την κατάληψη μουσουλμανικών κτημάτων βάσει του νόμου 262 και αμφισβήτησαν τη νομιμότητα των καταλήψεων από τις οικονομικές αρχές των Νέων Χωρών 81. Στην κατάθεσή του στο ειδικό δικαστήριο που δίκαζε μέλη της κυβέρνησης Σκουλούδη ο διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων επισήμανε ότι στις παραμονές των εκλογών του Μαΐου του 1915 ασκούνταν πολλές πιέσεις στη διεύθυνση για απόδοση μουσουλμανικών κτημάτων. Ένα από τα μέλη της κυβέρνησης Σκουλούδη που δικάστηκε ήταν και ο Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι απέδωσε δύο μουσουλμανικά τσιφλίκια που είχε καταλάβει το Δημόσιο στις περιοχές Καστοριάς και Έδεσσας (πρόκειται για τα τσιφλίκια του Μπεϊτουλάχ στην Καστοριά που ήταν εκλογική περιφέρεια των Δραγούμηδων και τα τσιφλίκια των Δουρτζίδων στην Έδεσσα) , ενώ στις καταθέσεις για την υπόθεση τονίζεται και ο ρόλος του βουλευτή της περιοχής Ίωνος Δραγούμη 82. Στο αρχείο του τελευταίου υπάρχουν επιστολές για παρέμβασή του ώστε να αποδοθούν
κτήματα
μουσουλμάνων
που
είχε
καταλάβει
το
Δημόσιο
ως
εγκαταλελειμμένα, τονίζοντας τα εκλογικά κέρδη αυτών των ενεργειών ή τα φιλελληνικά αισθήματα των ενδιαφερόμενων μουσουλμάνων 83. Δεν ήταν βέβαια μόνο ο Δραγούμης
80
Αναλυτικά για την εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών και τα προεκλογικά μαγειρέματα με επίκεντρο τη μουσουλμανική ψήφο βλ. κεφ. «Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο». 81 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρίαση 17 της 12ης Οκτωβρίου 1915. 82 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, εξέταση μάρτυρος. Γεώργιος Δ. Σίδερης, διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων, Αθήνα 9/22 Φεβρουαρίου 1918. Για το ίδιο ζήτημα Στέφανου Ν. Δραγούμη, Υπουργού των Οικονομικών, ό.π. και Στ. Σκουλούδη, Απολογία επί των απαγγελθεισών κατηγοριών, Αθήνα 1919 και του ιδίου Σημειώσεις προς απόκρουσιν των κατηγοριών, Αθήνα 1921. 83 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. Εσωτερική διοίκηση-Βουλή, Ζιά Τοπτανή προς Ι. Δραγούμη, Καστοριά 3/16 Φεβρουαρίου 1916˙ Κοσμάς Φίλιος προς Ι. Δραγούμη, Καστοριά 31 Μαρτίου/13 Απριλίου 1916 και 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1916.
190
που συναρτούσε την επιστροφή μουσουλμανικών κτημάτων με εκλογικά οφέλη, οι βενιζελικοί κατηγορούσαν τα αντιβενιζελικά κόμματα ότι για να προσεταιριστούν τις μουσουλμανικές ψήφους υποσχέθηκαν απόδοση των κτημάτων που είχαν καταληφθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου 84. Ο υπουργός Οικονομικών Στέφανος Δραγούμης, από την
άλλη,
γινόταν
εγκαταλελειμμένων
δέκτης
παραπόνων
μουσουλμανικών
για
κτημάτων,
διακρίσεις αφού
κατά τα
την
κατάληψη
κτήματα
συγγενών
μουσουλμάνων βουλευτών έμεναν άθικτα 85. Αλλά και οι βενιζελικοί κατηγορούνταν εξίσου ως «τουρκόφιλοι», ενώ στο στρατόπεδο των βενιζελικών της Κοζάνης εν όψει των εκλογών που θα γίνονταν το φθινόπωρο του 1916 εξαρτούσαν την εκλογική υποστήριξη των μουσουλμάνων τσιφλικάδων από τις υποσχέσεις για ευνοϊκή ρύθμιση των κτηματικών τους υποθέσεων 86. Βέβαια και οι μουσουλμάνοι από την πλευρά τους, συνειδητοποιώντας το ρυθμιστικό ρόλο που διαδραμάτιζε η μουσουλμανική ψήφος για το εκλογικό αποτέλεσμα στις Νέες Χώρες, ζητούσαν ανταλλάγματα για την εκλογική υποστήριξή τους. Σε συνάντηση που έγινε στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν από τις εκλογές του Μαΐου του 1915, αντιπροσώπων των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Μακεδονίας, αποφασίστηκε η υποστήριξη του κόμματος του Γούναρη, με τον όρο όμως της επιστροφής των μουσουλμανικών τσιφλικιών που είχαν καταληφθεί από το Δημόσιο 87. 4. Το καθεστώς των μουσουλμανικών κτημάτων των Νέων Χωρών την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού το γαιοκτητικό καθεστώς των Νέων Χωρών θα υποστεί και νέες αλλαγές. Μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες αλλά και ντόπιοι που αγόρασαν με ανώμαλες δικαιοπραξίες μουσουλμανικά κτήματα προχωρούσαν σε εξώσεις προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί σε κτήματα τα οποία είχαν καταληφθεί από το Δημόσιο ως εγκαταλελειμμένα έχοντας τη συνδρομή
84
Πατριωτική Ένωση, Ιστορία της Ελλάδος από Φεβρουαρίου 1915 μέχρι σήμερον, Αθήναι Οκτώβριος 1918, σ. 31 και εφημ. Μακεδονία, 14/27 Οκτωβρίου 1915 και 9/22 Ιουλίου 1915. Πρβλ. Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μετφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, τ. Β΄, Αθήνα 2004, σ. 892. 85 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, επιστολή αγνώστου προς Στ. Δραγούμη. 86 Γ. Γκλαβίνας, «Η εκλογική συμπεριφορά των Μουσουλμάνων του Νομού Κοζάνης την περίοδο 19151923 », Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά του ΚΣΤ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 301-320. 87 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 2/15 Μαΐου 1915.
191
Συμμαχικών στρατευμάτων ή διεκδικούσαν την επιστροφή των κτημάτων τους προβάλλοντας σερβική ή αλβανική υπηκοότητα, ενώ παράλληλα οι κολίγοι συνέχιζαν πιο έντονα να αμφισβητούν τα δικαιώματα των τσιφλικάδων 88. Η κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βούλγαρους το καλοκαίρι του 1916 καθώς και η πρόσκαιρη κατάληψη της περιοχής Φλώρινας-Καστοριάς (Αύγουστος 1916) από γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις δημιούργησαν νέες περιπλοκές στο γαιοκτητικό καθεστώς και νέες κατηγορίες εγκαταλελειμμένων κτημάτων. Έτσι, στη Δυτική Μακεδονία, σύμφωνα με τον κυβερνητικό επίτροπο Ιωάννη Ηλιάκη, μετά την εκδίωξη των βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων σλαβόφωνοι και μουσουλμάνοι ακολούθησαν το βουλγαρικό στρατό και εγκατέλειψαν τις κτηματικές περιουσίες τους 89. Στην Ανατολική Μακεδονία, μετά την ανακατάληψή της (Σεπτέμβριος 1918), δημιουργήθηκε μια νέα κατηγορία εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών κτημάτων τα οποία ανήκαν σε μουσουλμάνους ιδιοκτήτες που εγκατέλειψαν την περιοχή κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κυριαρχίας 90. Ένα νέο πλήγμα για τη μουσουλμανική ιδιοκτησία επέφερε το διάταγμα 808 της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης «Περί διοικήσεως κτημάτων των Νέων Χωρών ανηκόντων εις αλλοδαπούς ή εγκαταλελειμμένων» που εκδόθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 88
ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, φ. 1917 Α/VII(1), Οικονομική Εφορία Γιαννιτσών προς την Ανώτατη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και Εσωτερικού Αποικισμού, Γιαννιτσά 20 Μαρτίου/2 Απριλίου 1917, αρ. πρ. 263. Υποδιοίκηση Γιαννιτσών προς Προσωρινή Κυβέρνηση, Γιαννιτσά 27 Μαρτίου/9 Απριλίου 1917, αρ. πρ. 568. Υποδιοίκηση Έδεσσας προς Νομαρχία Θεσσαλονίκης, Έδεσσα 18/31 Μαρτίου 1917, αρ. πρ. 430. Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και Εσωτερικού Αποικισμού προς υπουργείο Εξωτερικών Προσωρινής Κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου/2 Απριλίου 1917, αρ. πρ. 2661 και 2662. Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και Εσωτερικού Αποικισμού προς Νομαρχία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 7/20 Δεκεμβρίου 1916, αρ. πρ. 283 και Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και Εσωτερικού Αποικισμού προς υπουργείο Εξωτερικών Προσωρινής Κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 14/27 Απριλίου 1917, αρ. πρ. 4081. 89 ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, φ. 1917 ΑΑΚ(Α)4, κυβερνητικός επίτροπος ΚοζάνηςΦλώρινας προς την Προσωρινή Κυβέρνηση, Κοζάνη 11/24 Νοεμβρίου 1916, αρ. πρ. 564. Για τα εγκαταλελειμμένα κτήματα όσων ακολούθησαν το βουλγαρικό στρατό βλ. επίσης ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 371, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς τον αντιπρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και το υπουργείο Γεωργίας, Κοζάνη 27 Μαΐου/9 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 3702 καθώς και υπουργείο Γεωργίας προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Αθήνα 6/19 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 47621 όπου απάντηση του υπουργείου Γεωργίας με την οποία προκρίνει την απόδοση κτημάτων στους παλιννοστούντες κατά περίπτωση. 90 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), υπουργείο Γεωργίας Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και Εποικισμού προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 28 Ιουνίου/11 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 55100. Βλ. επίσης ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 504, «Υπόμνημα των εν τη Ελληνική Βουλή Μουσουλμάνων Βουλευτών προς τον Αντιπρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εν Αθήναις 1η Μαΐου 1919» όπου αναφέρονται στην κατάληψη από τους οικονομικούς εφόρους του νομού Δράμας των κτημάτων των μουσουλμάνων που αποδήμησαν κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής.
192
1916, σύμφωνα με το οποίο το ελληνικό Δημόσιο καταλάμβανε τα ακίνητα των υπηκόων που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Προσωρινή Κυβέρνηση και τις Συμμαχικές δυνάμεις καθώς επίσης και τα ακίνητα των ιδιοκτητών που απήλθαν στην αλλοδαπή μετά την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Τα ακίνητα ετίθεντο υπό τη μεσεγγύηση 91 του κράτους μέχρι το τέλος του πολέμου, όταν και θα καθοριζόταν η τύχη τους υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Με το ίδιο διάταγμα, που επεκτάθηκε σε όλη την ελληνική επικράτεια με το νόμο 1073 «Περί απαγορεύσεως εμπορίας και δικαιοπραξιών προς υπηκόους εχθρικών κρατών, μεσεγγυήσεως των εν Ελλάδι περιουσιών αυτών και διοικήσεως εγκαταλελειμμένων ακινήτων εν ταις Νέαις Χώραις» της 18ης Νοεμβρίου 1917, προβλεπόταν λόγω αντιποίνων η μεσεγγύηση των κτημάτων που ανήκαν σε ομογενείς των ίδιων κρατών, εφόσον δεν απέκτησαν προ της 10ης Δεκεμβρίου 1916 υπηκοότητα κρατών μη εχθρικών 92. Η παραπάνω διάταξη ουσιαστικά φωτογράφιζε τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών που δεν είχαν ακόμη επιλέξει την ελληνική υπηκοότητα σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης των Αθηνών 93, ενώ νομιμοποιούνταν οι καταλήψεις κτημάτων των προηγούμενων ετών που είχαν γίνει βάσει του νόμου 262. Με τους νόμους 262 και 1073 περιήλθαν υπό τη διοίκηση του ελληνικού Δημοσίου 2.158.733 στρέμματα μουσουλμανικής αγροτικής ιδιοκτησίας και 1.309 μουσουλμανικά αστικά κτήματα 94. Επιπλέον, με το διάταγμα 807 της Προσωρινής Κυβέρνησης και αργότερα με το νόμο 924 του Νοεμβρίου του 1917 απαγορεύθηκαν εκ νέου οι δικαιοπραξίες επί ακινήτων των Νέων Χωρών 95. Παράλληλα, με το νόμο 1072 της 18ης Νοεμβρίου 1917 που επέκτεινε σε όλη την ελληνική επικράτεια το διάταγμα 2468 της 20ής Μαΐου 1917 της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, προωθήθηκε αγροτική 91
Μεσεγγύηση είναι ειδική μορφή παρακαταθήκης κατά την οποία η διεκδικούμενη κινητή ή ακίνητη περιουσία παραδίνεται σε τρίτον (τον μεσεγγυητή) για φύλαξη, ωσότου λυθεί η διαφορά. 92 Εφημερίς της Προσωρινής Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αρ. φ. 57, Θεσσαλονίκη 13 Δεκεμβρίου 1916 και Χ. Κόσσυβας, ό.π.,σσ. 68-81. 93 Βλ. σχετικά κεφ. «Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδας: α) οι διεθνείς συνθήκες, β) η νομική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος». 94 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 88, υπουργείο Γεωργίας Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 82655. Επίσης, ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 3 υποφ. 3, υπουργείο Εξωτερικών προς ελληνική αποστολή Λωζάννης, Αθήνα 3/16 Δεκεμβρίου 1922, αρ πρ. 14087. Πρβλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 371, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 2/15 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 113854 όπου αναφέρεται ότι βάσει των νόμων 262 και 1073 διοικούνται από το Δημόσιο περίπου 18.000 αγροτικά και αστικά ακίνητα. Βλ. και πίνακα ΙΙΙ του παραρτήματος του κεφαλαίου όπου τα μουσουλμανικά κτήματα που διοικούνταν από το Δημόσιο ανά περιφέρεια Οικονομικής Εφορίας. 95 Χ. Κόσσυβας, ό.π.,σσ. 36-44.
193
μεταρρύθμιση που προέβλεπε απαλλοτρίωση τσιφλικιών και μετατροπή του δικαιώματος του tassaruf επί τέως δημοσίων οθωμανικών γαιών σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας στα 4/5 όμως του όλου κτήματος, αφού το υπόλοιπο θα περιερχόταν στο ελληνικό Δημόσιο 96. Η αγροτική μεταρρύθμιση που επιχείρησε η κυβέρνηση Βενιζέλου στόχευε στο να δημιουργήσει μια αγροτική οικονομία στηριζόμενη στους μικροκαλλιεργητές και να καθησυχάσει το χριστιανικό αγροτικό πληθυσμό των Νέων Χωρών που επιζητούσε την οικονομική του απελευθέρωση από τους τσιφλικάδες και είχε ξεσηκωθεί μετά την απελευθέρωση εναντίον των μουσουλμάνων ιδιοκτητών. Παράλληλα, μια αγροτική οικονομία μικροκαλλιεργητών θα μείωνε το βαθμό εξάρτησης των ελληνικών κυβερνήσεων όσον αφορά τη σιτάρκεια της χώρας από τους μεγαλογαιοκτήμονες, όπως συνέβη, για παράδειγμα, στη διάρκεια των έκτακτων συνθηκών που προκάλεσε ο πόλεμος, όταν η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης εξαρτούσε το βαθμό σιτάρκειάς της από τους τσιφλικάδες της Μακεδονίας, ένα μεγάλο μέρος των οποίων ήταν μουσουλμάνοι και οι οποίοι δεν διέκειντο ευμενώς προς τη βενιζελική παράταξη 97. Ενδεικτικό της πρόθεσης να πληγεί η μεγάλη γαιοκτησία με τον παραπάνω νόμο ήταν η διάταξη που προέβλεπε τη μετατροπή του δικαιώματος του tassaruf σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας χωρίς την απόδοση του 1/5 στο Δημόσιο για όσα κτήματα δεν ξεπερνούσαν τα 100 στρέμματα 98. Πάντως η αγροτική μεταρρύθμιση του νόμου 1072 προχωρούσε με πολύ αργούς ρυθμούς, αφού μέχρι τις εκλογές του 1920 εκδόθηκαν μόνο 150 διατάγματα απαλλοτρίωσης, και σίγουρα δεν ανταποκρίθηκε στις αρχικές προθέσεις της κυβέρνησης Βενιζέλου 99.
96
Γ. Νάκος, «Δικαιικά γαιοκτητικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της Προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (1916-1917)», Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Θεσσαλονίκη. Η προσωρινή κυβέρνηση 19161917, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 19-33. Πρβλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, υπόμνημα των γαιοκτημόνων της Μακεδονίας προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 26 Μαρτίου/8 Απριλίου 1919, όπου αντιδρούν στην εφαρμογή του νόμου 1072 τον οποίο θεωρούν αντισυνταγματικό. 97 Για τους στόχους της αγροτικής μεταρρύθμισης βλ. τις απόψεις του εμπνευστή και εισηγητή του νόμου Α. Μιχαλακόπουλος, Μικταί σελίδες. Γ΄. Σελίδες του βίου του. Νομικαί διατριβαί-οικονομικαί μελέταιάρθρα ποικίλα-εκθέσεις-υπομνήματα-λόγοι-δηλώσεις-ανακοινώσεις-κρίσεις, Αθήνα 1967, επιμ. Η. Κυριακόπουλος, σσ. 536-549. Επίσης, Κ. Βεργόπουλος, ό.π., σσ. 173-174 και Α. Σίδερις, Η γεωργική πολιτική της Ελλάδας κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (1833-1933), Αθήναι 1934, σσ. 153-158. 98 Αρχικά το σχετικό διάταγμα προέβλεπε 60 στρέμματα και αργότερα επεκτάθηκε σε 100, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), υπουργείο Γεωργίας Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και Εποικισμού προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 6/19 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 32145. 99 Α. Σίδερις, ό.π., σσ. 171-174 και Κ. Βεργόπουλος, ό.π., σσ. 173-175. Την περίοδο 1917-1920 απαλλοτριώθηκαν 64 τσιφλίκια.
194
5. Μουσουλμανικά κτήματα, εξωτερική πολιτική και εκλογικές σκοπιμότητες: η στάση της κυβέρνησης Βενιζέλου απέναντι στη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1919-1920 Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πολιτική της βενιζελικής κυβέρνησης απέναντι στη μουσουλμανική ιδιοκτησία μεταβλήθηκε. Η Ελλάδα, διεκδικώντας περιοχές με συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα έπρεπε να παρουσιάσει μια εικόνα ενός κράτους που ακολουθούσε φιλοδίκαιη πολιτική απέναντι στους μουσουλμάνους υπηκόους του 100. Έτσι, ύστερα από πρόταση του Βενιζέλου το ελληνικό Δημόσιο επέστρεψε τα κτήματα των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν αποδημήσει κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής 101. Για τις υπόλοιπες περιοχές και για τους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν αποδημήσει πριν από τη βουλγαρική εισβολή αποδόθηκαν τα αστικά κτήματα και τα αγροτικά που δεν ξεπερνούσαν τα 150 στρέμματα, με την προϋπόθεση ότι οι μουσουλμάνοι διατήρησαν την ελληνική υπηκοότητα, είχαν την πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα και θα επιδίδονταν αυτοπροσώπως στην καλλιέργεια των κτημάτων τους. Ο Βενιζέλος στην ενέργεια αυτή απέδιδε μέγιστη σημασία για την πραγματοποίηση των εθνικών βλέψεων στη Θράκη 102. Επιπλέον, το υπουργείο Γεωργίας αποφάσισε την επέκταση των διατάξεων του νόμου 350 «περί εγκαταστάσεως εποίκων ομογενών εν Μακεδονία και αλλαχού» και στους μουσουλμάνους κυρίως της Ανατολικής Μακεδονίας που επέστρεφαν στις εστίες τους μετά τη σύναψη ανακωχής με τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο συγκεκριμένος νόμος προέβλεπε την παροχή από το ελληνικό Δημόσιο κλήρου έως 120 στρέμματα και χορήγηση βοηθημάτων για αγορά αροτριώντων ζώων, σπόρων και γεωργικών εργαλείων 103. Είναι 100
Αναλυτικά για το πώς χρησιμοποιήθηκαν οι μουσουλμάνοι από τον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό της περιόδου βλ. κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923». 101 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10ε), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 18/31 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 5120. 102 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), Καφαντάρης προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 20 Αυγούστου/2 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8219 και Βενιζέλος προς αντιπρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό Γεωργίας, Παρίσι 11/24 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 8408. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων και Εποικισμού προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 28 Ιουνίου/11 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 55100. 103 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), υπουργείο Γεωργίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 6/19 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 23,145, όπου σημειώνεται ότι το υπουργείο Γεωργίας διέταξε την έκδοση χρηματικού εντάλματος 200.000 δραχμών ώστε να εφαρμοστούν οι διατάξεις του νόμου 350 και για τους
195
και από αυτές τις ρυθμίσεις προφανής η εχθρική στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στη μουσουλμανική μεγάλη γαιοκτησία. Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε την παραμονή των μουσουλμάνων μικροκαλλιεργητών ώστε να μη στερηθεί η χώρα πολύτιμους αγροτικούς πληθυσμούς 104. Την επιστροφή των υπόλοιπων κατηγοριών των μουσουλμανικών κτημάτων και κυρίως των μεγάλων τσιφλικιών και των κτημάτων που ανήκαν σε Οθωμανούς υπηκόους η Ελλάδα τη συνέδεε με την υπογραφή ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και με το κατά πόσο η οθωμανική κυβέρνηση επέστρεφε τις περιουσίες των Ελλήνων προσφύγων που άρχισαν να παλιννοστούν στη Θράκη και τη Μικρά Ασία 105. Έτσι, για όσο καιρό η Υψηλή Πύλη δεν απέδιδε τα κτήματα των Ελλήνων προσφύγων η ελληνική κυβέρνηση δεν συζητούσε το ενδεχόμενο απόδοσης των μεγάλων μουσουλμανικών τσιφλικιών, ούτε των κτημάτων των Οθωμανών υπηκόων. Πάντως, στις 26 Αυγούστου 1919 εγκύκλιος του υπουργείου Γεωργίας προέβλεπε την απόδοση των κτημάτων των Οθωμανών υπηκόων που βρίσκονταν στην ημεδαπή εφόσον αυτά ήταν αστικά ή αγροτικά μέχρι 150 στρέμματα 106. Ενώ για τα μουσουλμανικά τσιφλίκια, σύμφωνα με τον υπουργό Γεωργίας, μπορούσε να επιτραπεί η εκμίσθωσή τους με την απόδοση ενός μικρού μισθώματος προς το Δημόσιο, εφόσον οι παλιννοστούντες μεγαλογαιοκτήμονες «παρέχουν εμπιστοσύνην εις την διοίκησιν», εφόσον δηλαδή εξυπηρετούνταν πολιτικοί ή προεκλογικοί σκοποί 107. Στο πλαίσιο όμως της πολιτικής άσκησης πιέσεων στην Υψηλή Πύλη ώστε να αποδώσει τις περιουσίες των Ελλήνων που παλιννοστούσαν την ίδια περίοδο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ελληνική κυβέρνηση ανέστειλε τις παραπάνω εγκυκλίους που προέβλεπαν απόδοση κτημάτων σε Οθωμανούς υπηκόους, τη μίσθωση μουσουλμάνους οι οποίοι επέστρεφαν στις εστίες τους μετά την ομηρία τους και τη βίαιη στράτευσή τους κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για το κείμενο του νόμου βλ. Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, Τμήμα Εποικισμού, Αγροτική και Εποικιστική Νομοθεσία (περίοδος 1919-1920), Δ. Βογαζλή (επιμ.), εν Αθήναις 1920. 104 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Κεντρική Υπηρεσία προς Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα 18 Ιουνίου/1 Ιουλίου1919 όπου αναφέρεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μέτρα υπέρ των μουσουλμάνων υποκινούμενο από τη σκοπιμότητα της παραμονής των μουσουλμανικών αγροτικών πληθυσμών. 105 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), υπουργείο Γεωργίας προς Γενικές Διοικήσεις Νέων Χωρών, Αθήνα 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1919, αρ. 99806. Το ίδιο αναφέρει και ο υπουργός Γεωργίας Καφαντάρης σε συνάντησή του με το μουφτή Έδεσσας και το βουλευτή της περιοχής Χασάν Μπέη, βλ. εφημ. Έδεσσα, 15/28 Αυγούστου 1919. 106 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 88, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 7/20 Δεκεμβρίου 1921, αρ. πρ. 86267. 107 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), Καφαντάρης προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 20 Αυγούστου/2 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8219.
196
μεγάλων αγροτικών κτημάτων σε παλιννοστούντες μουσουλμάνους, καθώς και για ένα διάστημα την απόδοση των αστικών κτημάτων και των αγροτικών μέχρι 150 στρέμματα στις Νέες Χώρες εκτός της Ανατολικής Μακεδονίας 108. Σημειώνεται ότι η οθωμανική κυβέρνηση
αρνούνταν
την
επιστροφή
των
κτημάτων
στους
Έλληνες
που
παλιννοστούσαν, χρησιμοποιώντας το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποίησε η ελληνική πλευρά το 1914 για να δικαιολογήσει την ψήφιση του νόμου 262. Η Υψηλή Πύλη ισχυριζόταν ότι τα κτήματα των Ελλήνων προσφύγων είχαν περιέλθει στη διοίκηση του οθωμανικού Δημοσίου, με βάση τους όρους ανταλλαγής πληθυσμών και ιδιοκτησιών του πλαισίου συμφωνίας του Μαΐου 1914 109. Οι ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της προπαγάνδας που ευνοούσε τους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, «διαφήμιζαν» στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι τα μέτρα που λάμβαναν υπέρ των μουσουλμάνων, ανάμεσα στα οποία και η απόδοση κτημάτων. Έτσι, η Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη απαντούσε σε άρθρα του οθωμανικού Τύπου που κατηγορούσαν τις ελληνικές αρχές για προσπάθεια οικειοποίησης των μουσουλμανικών περιουσιών τονίζοντας τα ευεργετικά μέτρα υπέρ των μουσουλμάνων 110. Ο γενικός διοικητής Ηπείρου, από την άλλη, σημείωνε ότι υπακούοντας στην πολιτική σκοπιμότητα έλαβε προστατευτικά υπέρ των μουσουλμάνων μέτρα μη επαρκώς επί του δικαίου στηριζόμενα, όπως καταβολή του γεώμορου στους τσιφλικάδες και επαναφορά της νομής στα καταπατηθέντα από τους
108
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 371, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 5/18 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 113.467 όπου συνημμένη εγκύκλιος του υπουργείο Γεωργίας προς τις Γενικές Διοικήσεις των Νέων Χωρών σχετικά με την αναστολή απόδοσης μουσουλμανικών κτημάτων. Βλ. και παράρτημα του κεφαλαίου όπου παρατίθενται αυτούσια το έγγραφο και η εγκύκλιος. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5( 10α), πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία διά υπουργείο Γεωργίας, Λονδίνο 7/20 Οκτωβρίου 1919, αρ. εμπ. πρ. 28882 και εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 27 Ιανουαρίου/10 Φεβρουαρίου 1920. 109 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Β/46(2), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 23 Απριλίου/6 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 2901 και Πολίτης προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 18/31 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 5124 όπου απαντώντας στους ισχυρισμούς της Υψηλής Πύλης τονίζεται ότι η συμφωνία του 1914 δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική γιατί δεν έχει καμία ισχύ, αφού δεν πρόκειται για συμφωνία, αλλά βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν πουθενά και επήλθε ο πόλεμος ο οποίος διέρρηξε τις νομικές σχέσεις Ελλάδας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 110 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10ε), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς διευθυντή εφημερίδας Ikdam και φ. Α/5(10δ), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη, 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6435, συνημμένο ανακοινωθέν της Ύπατης Αρμοστείας απαντώντας σε άρθρο της Ikdam. Επίσης, άρθρο της εφημερίδας Tasfir Efkâr, 5 Αυγούστου1919 με τίτλο «Το ζήτημα των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των εν Ελλάδι μουσουλμάνων» και 30 Μαΐου 1919 με τίτλο «Η θέσις των εν Ελλάδι μουσουλμάνων» και απάντηση Ύπατης Αρμοστείας, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 27 Ιουλίου/9 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 4343.
197
χωρικούς κτήματα 111. Ανάμεσα στα μέτρα της Γενικής Διοίκησης ήταν και η χρήση βίας για να αναγκάσει τους χωρικούς των 16 χωριών των Φιλιατών να αποδώσουν το γεώμορο στους μουσουλμάνους τσιφλικάδες, οι οποίοι μάλιστα έλαβαν αποζημίωση 100.000 δραχμών για τη μη απόδοση του γεώμορου 112. Πάντως η απόδοση των μουσουλμανικών κτημάτων εξαρτώταν και από τις διαθέσεις των τοπικών αρχών, οι οποίες δεν συμμερίζονταν πάντα την πολιτική ανεκτικότητας απέναντι στους μουσουλμάνους που προωθούσε ο Βενιζέλος. Την ώρα λοιπόν που η ελληνική προπαγάνδα «διαφήμιζε» την πολιτική της απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο, όχι μόνο δεν αποδόθηκαν τα κτήματά πολλών μουσουλμάνων Ελλήνων
υπηκόων
που
παλιννοστούσαν
στην
Ανατολική
Μακεδονία,
αλλά
αναγκάζονταν να πληρώνουν και ενοίκιο στο ελληνικό Δημόσιο για τη διαμονή στα ίδια τους τα σπίτια 113. Ο Βενιζέλος πληροφορούμενος τις παραπάνω ενέργειες των τοπικών αρχών σχολίαζε φανερά ενοχλημένος: «Η τύφλωσις της Ελληνικής διοικήσεως είναι αθεράπευτος και ότι αυτή συστηματικώς πράττει ό,τι είναι δυνατόν όπως ματαιώση επιτυχίαν εθνικών μας διεκδικήσεων. Παρακαλώ να λάβητε και εκδώσητε μετά αρμοδίων Υπουργών όλως αναγκαίας διαταγάς όπως χαλιναγωγηθώσι αι κατά τόπους αρχαί από
111
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 22 Μαΐου/4 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 340. 112 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 283, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς το προξενείο Μασσαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών, Αθήνα 1/14 Ιουλίου 1920, αρ. πρ. 6173 όπου συνημμένο υπόμνημα των εν Γούστερ της πολιτείας Μασσαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής διαμενόντων μουσουλμάνων τσιφλικάδων της επαρχίας Φιλιατών της Ηπείρου προς τον κ. Ελευθέριον Βενιζέλον, Worcester Mass. 10 Απριλίου 1920 όπου αιτούνται την απόδοση του γεώμορου και συνημμένη απάντηση του υπουργείου Γεωργίας προς τον γενικό διοικητή Ηπείρου με την οποία εκφράζεται η πρόθεση καταβολής αποζημίωσης στους τσιφλικάδες των συγκεκριμένων 16 χωριών καθώς και του Κεράσοβου Κόνιτσας. Από το ίδιο αρχείο, φ. 372, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς το Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου 1920, αρ. πρ. 119541 όπου αναφέρεται ότι κάτοικοι των 16 χωριών φυλακίστηκαν εξαιτίας της άρνησής τους να πληρώσουν το γεώμορο, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Κέρκυρα ή στην Αθήνα. Βλ. επίσης Κ. Βακατσάς, ό.π., σ. 248. 113 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 19 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6058. Ο μουφτής Σερρών διαμαρτυρόταν ότι στους μουσουλμάνους που παλιννόστησαν παρακινούμενοι από τις δηλώσεις της ελληνικής κυβέρνησης για απόδοση κτημάτων δεν είχε επιστραφεί κανένα κτήμα, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Σερρών προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Σέρρες Αύγουστος 1919, αρ. τηλ. 566. Την τήρηση της υπόσχεσης για απόδοση των κτημάτων σε όσους μουσουλμάνους παλιννοστούσαν ζητούσαν με κοινό υπόμνημά τους και οι μουφτήδες Θεσσαλονίκης, Δράμας, Σερρών, Πραβίου και Ζίχνης, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 504, υπόμνημα μουφτήδων Θεσσαλονίκης, Δράμας, Σερρών, Πραβίου και Τελεχόβου (Ζίχνης) προς τον κύριον Ελευθέριον Βενιζέλον, Αθήνα 8/21 Δεκεμβρίου 1919.
198
τοιούτων ενεργειών. Θεωρώ επείγουσα μετάβασιν Καφαντάρη εις Μακεδονία με πλήρη εξουσίαν όπως διευθετήση ζητήματα κτημάτων Μωαμεθανών» 114. Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για απόδοση των μουσουλμανικών κτημάτων δημιούργησε, όπως προέβλεπε και ο υπουργός Γεωργίας Γεώργιος Καφαντάρης 115, ρεύμα παλιννόστησης των μουσουλμάνων που είχαν μεταναστεύσει μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους από τις Νέες Χώρες. Οι μουσουλμάνοι επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ωθούμενοι και από την αύξηση της αξίας των ακινήτων, διεκδικούσαν κτήματα που τα είχαν αγοράσει στο παρελθόν ντόπιοι χριστιανοί με άκυρες συμβάσεις. Μάλιστα ενώ οι χριστιανοί είχαν καταβάλει το αντίτιμο της αξίας των κτημάτων σε χρυσό οι μουσουλμάνοι τούς το απέδιδαν σε χάρτινες δραχμές 116. Το γεγονός αυτό, όπως προαναφέρθηκε, δημιουργούσε εντάσεις στις σχέσεις ντόπιων και μουσουλμάνων: ο βουλευτής Φίλιππος Δραγούμης δεχόταν επιστολές από χωριά της Φλώρινας τα οποία βρίσκονταν σε κατάσταση εξέγερσης, αφού οι μουσουλμάνοι απαιτούσαν την επιστροφή κτημάτων που η αξία τους είχε υπερτιμηθεί 117. Ενώ σε υπόμνημα που απηύθυναν στη Βουλή κάτοικοι Καστοριάς ζητούσαν την αναγνώριση των ανωμάλων δικαιοπραξιών, ώστε να εξασφαλιστούν από τις αμφισβητήσεις εκ μέρους των πωλητών 118. Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, η απόδοση των μουσουλμανικών κτημάτων συνδεόταν με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά, παράλληλα, εξυπηρετούσε και κομματικές σκοπιμότητες εν όψει μάλιστα των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920. Έτσι, η Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή στη Σόφια ζητούσε την απόδοση των κτημάτων στους μουσουλμάνους μπέηδες της Ανατολικής Μακεδονίας ώστε να μη γίνουν όργανα 114
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 13/26 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 8459. 115 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), υπουργείο Γεωργίας προς πρόεδρο κυβέρνησης, Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 78092. 116 Κ. Τσιτσελίκης, ανώμαλοι δικαιοπραξίαι, σ. 19. Επίσης, εφημ. Φλώρινα, 3/16 Δεκεμβρίου 1922 όπου αναφέρεται ότι οι μουσουλμάνοι επιστρέφοντας το αντίτιμο σε χάρτινες δραχμές ουσιαστικά επέστρεφαν το 1/15 του ποσού που πήραν, ενώ παραλάμβαναν κτήματα βελτιωμένα. Πρβλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 11, Αιτιολογική Έκθεσις επί της προτάσεως νόμου «περί ρυθμίσεως των εξ ανωμάλων δικαιοπραξιών εννόμων σχέσεων επί ακινήτων εν ταις Νέαις Χώραις, πλην της Θράκης» προς την Γ΄ Συντακτική Συνέλευση, Κ. Τσιτσελίκης πληρεξούσιος εκ Κοζάνης, Αθήνα 13 Μαΐου 1922. 117 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 8, τηλεγράφημα διαφόρων κατοίκων Φλώρινας προς Φ. Δραγούμη, πρόεδρο κυβέρνησης και υπουργείο Γεωργίας, Μάρτιος 1921. Τηλεγράφημα για το ίδιο θέμα από Σόροβιτς (Αμύνταιο) προς Φ. Δραγούμη, 8/21 Μαρτίου 1921. Βλ. επίσης, ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 101 και 186 και ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 575, 1286, 1164 και 1019 όπου διάφορες αιτήσεις μουσουλμάνων που επιστρέφουν στην Ελλάδα μετά το 1919 και ζητούν την απόδοση των κτημάτων τους. 118 Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 30 της 2ας Απριλίου 1921.
199
της βουλγαρικής προπαγάνδας 119. Την ίδια στιγμή, ο Αριστείδης Στεργιάδης παρενέβη υπέρ ενός Τουρκοκρητικού που τον θεωρούσε ιδιαίτερα χρήσιμο στην οργάνωση της ελληνικής διοίκησης στη Σμύρνη και ζητούσε την απόδοση της περιουσίας του για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας 120. Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να μην επέστρεφε τις μεγάλες μουσουλμανικές ιδιοκτησίες, αλλά στην περίπτωση του πρώην Μεγάλου Βεζίρη Ιζζέτ Πασά (İzzet Paşa) επέστρεψε το τσιφλίκι του στην περιοχή της Ανασέλιτσας έκτασης 15.000 στρεμμάτων, αφού συνηγορούσαν λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας 121. Αλλά και στην Ήπειρο το υπουργείο Γεωργίας πληροφορούσε το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού ότι διατάχθηκε η μίσθωση των κτημάτων του Βεσάλ Αβδουλάχ (Veysel Abdullah), που είχε καταλάβει το Δημόσιο, από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη αντί του 1/10 του ενοικίου, επειδή ο Αβδουλάχ προσέφερε υπηρεσίες στους κατοίκους των Σαράντα Εκκλησιών και κατά παράβαση του μέτρου που απαγορεύει την επιστροφή ή εκμίσθωση κτημάτων σε Οθωμανούς υπηκόους 122. Ακόμη και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία εξαιρούσε από τις διατάξεις του νόμου 1073 που αφορούσαν την τύχη των εγκαταλελειμμένων κτημάτων τα κτήματα των μουσουλμάνων αλβανικής καταγωγής οι οποίοι μετέβησαν στην Αλβανία ή τη Σερβία μετά την 5η Οκτωβρίου 1912, συνδεόταν άμεσα με εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής 123. 119
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/V7, Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 11/24 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 656. Η ελληνική πρεσβεία στη Σόφια έκρινε και αυτή σκόπιμη την απόδοση των τσιφλικιών που κατέλαβε το Δημόσιο στους μουσουλμάνους μεγαλογαιοκτήμονες της Ανατολικής Θράκης οι οποίοι κατέφυγαν στη Βουλγαρία, ώστε να εμπεδωθεί η ειλικρινής συνεργασία μεταξύ του ελληνικού και μουσουλμανικού στοιχείου και να μη χρησιμοποιούνται από τη βουλγαρική προπαγάνδα, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 21 Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1920, αρ. πρ. 1853 120 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σμύρνη 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1919, αρ. τηλ. 464, αίτημα που τελικά ικανοποιήθηκε από το υπουργείο Γεωργίας. 121 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 4, υποφ. 8, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 2/15 Νοεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8456 και 10/23 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 4207. Επίσης, Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 7/20 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 78628. Για ανάλογες υποθέσεις βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 31, υποφ. 2. 122 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 372, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς Πολιτικό Γραφείο, Αθήνα 29 Σεπτεμβρίου/12 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 87880. 123 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 426, Αθήνα 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1918, Υπουργείο Εξωτερικών, Ανώτατη Επιτροπή επί της εφαρμογής των Συνθηκών, Εφαρμογή των περί Ειρήνης Συνθηκών, Νόμοι, Βασιλικά Διατάγματα, Επίσημοι Ανακοινώσεις, Εγκύκλιοι, Αθήναι 1921. Επίσης, ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 101, υποφ. 1, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Αθήνα 20 Ιουνίου/3 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 52865 όπου συνημμένη εγκύκλιος του υπουργείου προς τους γενικούς διοικητές σχετικά με την απόδοση των κτημάτων μουσουλμάνων αλβανικής καταγωγής. Πάντως, η απόδοση των κτημάτων συνδεόταν με την ευμενή στάση που τήρησαν οι Αλβανοί τσιφλικάδες έναντι του ελληνικού στοιχείου, γεγονός που βεβαιωνόταν από τις Γενικές Διοικήσεις. Στον ίδιο φάκελο διάφορες αιτήσεις μουσουλμάνων επικαλούμενων αλβανική καταγωγή για απόδοση κτημάτων που καταλήφθηκαν
200
Η ελληνική πλευρά την περίοδο 1919-1920 χρησιμοποίησε τους μουσουλμάνους βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου σε προπαγανδιστικές αποστολές στη Θράκη και τη Μικρά Ασία ώστε να αμβλύνουν τις αντιδράσεις του ντόπιου μουσουλμανικού πληθυσμού εν όψει της κατάληψης των περιοχών από τον ελληνικό στρατό 124. Βέβαια και οι μουσουλμάνοι βουλευτές, από την πλευρά τους, που στην πλειονότητά τους ήταν τσιφλικάδες, ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση ανταλλάγματα που σχετίζονταν με την κτηματική περιουσία τους. Έτσι, οι μουσουλμάνοι βουλευτές Ανατολικής Μακεδονίας σε συνάντηση με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Εμμανουήλ Ρέπουλη δέχθηκαν να αναλάβουν προπαγανδιστικές αποστολές, αλλά τόνιζαν ότι θα βοηθούσε την αποστολή τους η δήλωση απόδοσης των μουσουλμανικών κτημάτων και η κατάργηση της διάταξης του νόμου 1072 που απέδιδε το 1/5 των κτημάτων στο ελληνικό Δημόσιο 125. Την αντίθεσή τους στην εφαρμογή του νόμου 1072, τον οποίο θεωρούσαν αντισυνταγματικό, εξέφρασαν και οι γαιοκτήμονες της Μακεδονίας σε υπόμνημά τους προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης το οποίο υπογράφεται από δύο μουσουλμάνους βουλευτές και τον Κωνσταντίνο Αγγελάκη 126. Την αναστολή της εφαρμογής του νόμου 1072 και τη συγκρότηση επιτροπής που θα αποτελούταν από τον Στεργιάδη και τον Ηλιάκη ζητούσαν με υπόμνημά τους και οι μουσουλμάνοι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου 127. Το ίδιο αίτημα διατύπωσαν και οι μουσουλμάνοι της Ελασσόνας με
από το Δημόσιο. Το μέτρο της παραπάνω εξαίρεσης φαίνεται ότι αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό Αλβανών προκρίτων που διέθεταν μεγάλη κτηματική περιουσία στη Μακεδονία –ιδίως στη Θεσσαλονίκη, τα Γιαννιτσά, τη Βέροια, την Έδεσσα, την Κοζάνη και την Ελασσόνα– ώστε να υποστηρίξουν τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Βόρειο Ήπειρο, βλ. Γ. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, Αθήνα 2000, σσ. 422-424. 124 Βλ. σχετικά κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923». 125 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10ε), Ρέπουλης προς Βενιζέλο, Αθήνα 27 Νοεμβρίου/10 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 2764. 126 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, υπόμνημα των γαιοκτημόνων της Μακεδονίας προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 26 Μαρτίου/8 Απριλίου 1919. Η Εφημερίς των Βαλκανίων αναφέρεται στις κινήσεις των τσιφλικάδων να ανασταλεί ο νόμος 1072 και κατηγορεί το δήμαρχο Θεσσαλονίκης Αγγελάκη για τις σχετικές πρωτοβουλίες, βλ. εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 12/25 Απριλίου 1919 και 15/28 Απριλίου 1919. 127 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών Θεσσαλονίκης, Κοζάνης, Δράμας και Φλώρινας προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1919, «Περί των αναγκών των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών». Στο ίδιο ζήτημα οι μουσουλμάνοι βουλευτές επανήλθαν το Δεκέμβριο του 1919, υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών του ελληνικού Κοινοβουλίου προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Αθήνα 13/26 Δεκεμβρίου 1919. Σημειώνεται ότι ο Αριστείδης Στεργιάδης ήταν εμπειρογνώμονας σε ζητήματα μουσουλμανικού δικαίου και είχε βοηθήσει την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων στο σχεδιασμό των
201
επιστολή τους προς τη Βουλή 128, οι μουσουλμάνοι γαιοκτήμονες της Φλώρινας 129 και οι τσιφλικάδες της Ηπείρου 130. Την αναστολή της παραπάνω διάταξης του νόμου 1072 ο Ρέπουλης την έκρινε πολιτικά αναγκαία, ωστόσο ο Βενιζέλος διαφωνούσε 131. Από την άλλη, και ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Αναστάσιος Αδοσίδης σε συνάντησή του με τον υπουργό Γεωργίας σημείωνε την πολιτική σκοπιμότητα της απόδοσης όλων των κτημάτων στους μουσουλμάνους που παλιννοστούσαν και διατήρησαν την ελληνική υπηκοότητα 132. Η πολιτική σκοπιμότητα που επικαλούνταν ο Αδοσίδης συνδεόταν με τις εκλογές του 1920 και η απόδοση των κτημάτων σαφέστατα θα λειτουργούσε θετικά για το βενιζελικό κόμμα. Άλλωστε και οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι ξεκαθάριζαν ότι θα ψήφιζαν υπέρ των βενιζελικών, εφόσον δινόταν λύση στο πρόβλημα της απόδοσης της μουσουλμανικής γαιοκτησίας. Έτσι, οι μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης αποφάσισαν να στηρίξουν τους βενιζελικούς, εφόσον αποδοθούν τα κτήματα που κατέλαβε το Δημόσιο 133, ενώ σε συνάντηση που είχαν οι μουσουλμάνοι βουλευτές με τον Βενιζέλο ζήτησαν την απόδοση των μουσουλμανικών τσιφλικιών 134. Ακόμη και οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι υποψήφιοι βουλευτές του νομού Θεσσαλονίκης με το συνδυασμό των Φιλελευθέρων διατύπωναν το ίδιο αίτημα 135. Από την άλλη, ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Αδοσίδης σε συνάντηση που είχε με μουσουλμάνους μεγαλογαιοκτήμονες επισήμανε ότι θα αποφύγουν την απαλλοτρίωση των κτημάτων τους αν εξυπηρετήσουν
διατάξεων της Σύμβασης των Αθηνών και στον καταρτισμό νομοσχεδίων που αφορούσαν τη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας. 128 Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 30 της 24ης Ιανουαρίου 1920. 129 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 337, το Πολιτικό Γραφείο προς το υπουργείο Οικονομικών, Αθήνα 11/24 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 3085. 130 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 372, υπόμνημα μουσουλμάνων τσιφλικάδων Ηπείρου προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Φιλιππιάδα 9/22 Ιανουαρίου 1920. 131 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 26 Δεκεμβρίου1919/8 Ιανουαρίου 1920, αρ. πρ. 11093. 132 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), υπουργείο Γεωργίας προς ελληνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι, Αθήνα 2/15 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 89968. 133 Εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου 1920. 134 Εφημ. Εμπρός, 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1920. Επίσης, ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 9, υποφ. 5, «Υπόμνημα των εν τη ελληνική Βουλή βουλευτών Δράμας και Θεσσαλονίκης προς την Σεβαστήν Ελληνικήν Κυβέρνησιν, Απρίλιος 1919». 135 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 372, το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού προς το υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, Αθήνα 10/23 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 9568 όπου αναφέρεται στο αίτημα των υποψήφιων βουλευτών.
202
τα συμφέροντα της βενιζελικής κυβέρνησης 136. Αργότερα, κάνοντας μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν ο μουσουλμάνος βουλευτής Αμπάς Σεΐτ (Abbas Seyit) σε ομιλία του στη Βουλή το Μάιο του 1921 σημείωνε ότι η βενιζελική κυβέρνηση πριν από τις εκλογές του 1920 αποφάσισε να αποδώσει στους μουσουλμάνους μερικές κατηγορίες κτημάτων για ψηφοθηρικούς λόγους 137. 6. Το ζήτημα των μουσουλμανικών κτημάτων την περίοδο των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων (1920-1922) Με την άνοδο των αντιβενιζελικών στην κυβέρνηση το 1920 η προηγούμενη πολιτική έναντι της μουσουλμανικής γαιοκτησίας μεταβλήθηκε ως ένα βαθμό, αλλά δεν ανατράπηκε εξ ολοκλήρου, όπως ήλπιζαν οι μουσουλμάνοι που στήριξαν την Ηνωμένη Αντιπολίτευση στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Έτσι, ανακλήθηκαν μεν τα 150 διατάγματα απαλλοτρίωσης τσιφλικιών βάσει του νόμου 1072 138, ωστόσο ακολουθήθηκε η ίδια πολιτική όσον αφορά την απόδοση μουσουλμανικών κτημάτων. Συνεχίστηκε, δηλαδή, η απόδοση των αστικών και των αγροτικών κτημάτων μέχρι 150 στρέμματα, ενώ τα μεγαλύτερα κτήματα μισθώνονταν στους ιδιοκτήτες τους με ενοίκιο ίσο με το 1/10 της πραγματικής αξίας του κτήματος 139. Συνεχίστηκαν, επίσης, οι αποδόσεις κτημάτων ανάλογα με τις διαθέσεις των τοπικών αρχών καθώς και τα παράπονα από μουσουλμάνους ιδιοκτήτες για καταπατήσεις κτημάτων από ντόπιους και πρόσφυγες 140. Από την άλλη βέβαια, με βασιλικό διάταγμα το Δεκέμβριο του 1920 ήρθησαν οι 136
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ.21 (υπουργείο Εξωτερικών), Αδοσίδης προς Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη 16/29 Ιουνίου 1919 αρ. 44. 137 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 49 της 20ής Μαΐου 1921. 138 Α. Σίδερις, ό.π., σ. 174 και TNA, F.O. 371/6097, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 9 Αυγούστου 1921, αρ. C16810. Επίσης, ΦΕΚ 296/29-12-1920 όπου βασιλικό διάταγμα ανάκλησης 13 διαταγμάτων απαλλοτρίωσης κτημάτων. 139 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 88, υποφ. 3, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 7/20 Δεκεμβρίου 1921, αρ. πρ. 86267. 140 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 532, το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού προς το υπουργείο Γεωργίας, Αθήνα 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1921, αρ. πρ. 290 όπου συνημμένο τηλεγράφημα της επιτροπής μουσουλμάνων ιδιοκτητών αγροκτημάτων Καστοριάς με το οποίο διαμαρτύρονταν ότι ο γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας δεν εφάρμοζε την απόφαση της κυβέρνησης για απόδοση κτημάτων μέχρι 150 στρέμματα. Επίσης, στο ίδιο αρχείο, φ. 547, διάφοροι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες Έδεσσας προς πρόεδρο κυβέρνησης, Έδεσσα 30 Αυγούστου/12 Σεπτεμβρίου 1921, αρ. τηλ. 172 όπου διαμαρτυρία για κατάληψη των τσιφλικιών τους από πρόσφυγες και φ. 702, τηλεγραφήματα μουφτήδων Γρεβενών και Ανασέλιτσας για την ανάκληση απόφασης περί εκ νέου κατάληψης τσιφλικιού Φουάτ Βελή Μπέη στα Γρεβενά που είχε αποδοθεί το Νοέμβριο του 1920. Για ανάλογες υποθέσεις στην περιοχή της Ηπείρου βλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 186.
203
απαγορεύσεις δικαιοπραξιών επί ακινήτων των Νέων Χωρών για κτήματα αστικά και αγροτικά μέχρι 200 στρέμματα. Τονίζεται ότι το συγκεκριμένο διάταγμα επιχειρούσε και τη νομιμοποίηση των ανωμάλων δικαιοπραξιών των προηγούμενων ετών, εφόσον επέτρεπε την κύρωσή τους με επίσημη συμβολαιογραφική πράξη, ύστερα όμως από συναίνεση αγοραστή και πωλητή. Η αύξηση ωστόσο της αξίας των ακινήτων καθιστούσε δύσκολη την απαιτούμενη συναίνεση, ιδιαίτερα από την πλευρά του πωλητή 141. Έτσι, οι έριδες και οι δικαστικές διαμάχες ανάμεσα σε ντόπιους και μουσουλμάνους για ζητήματα κυριότητας κτημάτων συνεχίστηκαν και επί αντιβενιζελικών κυβερνήσεων κάνοντας την εφημερίδα Φλώρινα να τις κατηγορήσει ότι επέτρεψαν την επιστροφή των κτημάτων των μουσουλμάνων που παλιννοστούσαν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και είχαν αγοραστεί από ντόπιους χριστιανούς, γιατί «δεν ήθελαν θιχθούν οπωσδήποτε οι φεσοφόροι φίλοι της βουλευταί» 142. Στον αντίποδα, οι μουσουλμάνοι βουλευτές που στήριξαν την εκλογή των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων προσδοκούσαν την απόδοση όλων των κατηγοριών των μουσουλμανικών κτημάτων: ο βουλευτής Βοδενών Χασάν Μπέης (Hasan Bey) σε δηλώσεις στον Τύπο λιγό μετά την εκλογική νίκη της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης υπογράμμιζε την απόφαση της κυβέρνησης να αποδώσει τα κτήματα των μουσουλμάνων που είχαν δημευθεί από την προκάτοχη κυβέρνηση 143. Παρά την αισιοδοξία του Χασάν Μπέη, οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν σε γενναία μέτρα όσον αφορά την επιστροφή των μουσουλμανικών κτημάτων που είχαν καταληφθεί με τους νόμους 262 και 1073. Έτσι, το Μάιο του 1921 οι μουσουλμάνοι βουλευτές Αμπάς Σεΐτ και Ομέρ Δουρή Ιτζέτ (Ömer Düri İzzet), αφού υπογράμμισαν τη συμβολή των μουσουλμάνων στην «κατάλυση του βενιζελισμού», ζητούσαν την άρση της αδικίας εις βάρος των μουσουλμάνων και την επιστροφή των κτημάτων τους. Στο παραπάνω αίτημα ο πρωθυπουργός
Γούναρης έδωσε κάποιες
γενικές υποσχέσεις, ενώ χαρακτηριστική της προσπάθειας των μουσουλμάνων βουλευτών να προασπίσουν τα γαιοκτητικά συμφέροντά τους ήταν η πρόταση του Ομέρ Δουρή να επιστρέφονται τα κτήματα μέχρι 1.500 στρέμματα και όχι μέχρι 150 144. Όσο τα μουσουλμανικά κτήματα δεν αποδίδονταν, η δυσαρέσκεια των μουσουλμάνων 141
Χ. Κόσσυβας, ό.π., σ. 45 και Κ. Τσιτσελίκης, ανώμαλοι δικαιοπραξίαι, σσ. 18-19. Εφημ. Φλώρινα, 3/16 Δεκεμβρίου 1922. 143 Εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 20 Δεκεμβρίου1920/2 Ιανουαρίου 1921. 144 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 49 της 20ής Μαΐου 1921. 142
204
βουλευτών απέναντι στην κυβέρνηση Γούναρη εντεινόταν, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της με τη μη παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή το Μάρτιο του 1922, γεγονός που, σύμφωνα με το Βρετανό πρεσβευτή, οφειλόταν στη διατήρηση της βενιζελικής αγροτικής πολιτικής που στρεφόταν εναντίον της μεγάλης γαιοκτησίας και στις υποσχέσεις που έδωσε ο Γούναρης πριν από τις εκλογές ότι οι ιδιοκτησίες των μουσουλμάνων θα είναι ασφαλείς σε περίπτωση που θα εκλεγεί, κάτι που όμως δεν έγινε 145. Εν τω μεταξύ, η υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των Σεβρών όσο και αυτής περί προστασίας των μειονοτήτων παρείχε νέες νομικές εγγυήσεις για τη μουσουλμανική γαιοκτησία στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα το άρθρο 289 της Συνθήκης Ειρήνης παρείχε το δικαίωμα στους Συμμάχους να διατηρήσουν και να ρευστοποιήσουν τις περιουσίες των Οθωμανών υπηκόων σε όλες τις περιοχές εκτός αυτών που ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία στις 17 Οκτωβρίου 1912, ενώ το άρθρο 3 της Συνθήκης περί προστασίας μειονοτήτων παρείχε νέο δικαίωμα επιλογής ελληνικής ή οθωμανικής ιθαγένειας, υποχρέωνε όσους επέλεγαν την οθωμανική ιθαγένεια να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος εντός 12 μηνών, αλλά αναγνώριζε το δικαίωμα διατήρησης της ακίνητης περιουσίας τους. Παράλληλα, το άρθρο 11 όριζε ότι η Ελλάδα για ένα εξάμηνο μετά την ισχύ της συνθήκης δεν μπορούσε να προβεί σε οποιοδήποτε μέτρο τροποποίησης της εγγείου ιδιοκτησίας των περιοχών που κατέλαβε με τις συνθήκες που τερμάτισαν τον πόλεμο του 1914-1919 146. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, επικαλούμενη και τα άρθρα της Συνθήκης των Σεβρών, με διακοινώσεις της ζητούσε από την Ελλάδα την επιστροφή των κτημάτων που ανήκαν σε Οθωμανούς υπηκόους και είχαν καταληφθεί από το ελληνικό Δημόσιο 147, ενώ η ελληνική κυβέρνηση απαντούσε αρνητικά στο παραπάνω αίτημα
145
TNA, F.O. 371/7584, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 11 Μαρτίου 1922, αρ. C4149. 146 Συνθήκη μεταξύ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων δυνάμεων και της Ελλάδος περί προστασίας των εθνικών κ.τ.λ. μειονοτήτων, υπογραφείσα εν Σέβραις τη 28/7-10/8 1920, Εθνικό Τυπογραφείο 1920. 147 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 88, υποφ. 3, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 6/19 Απριλίου 1922, αρ. πρ. 1697 όπου συνημμένη διακοίνωση των Ύπατων Αρμοστών Γαλλίας, Μ. Βρετανίας και Ιταλίας προς την Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας, Κωνσταντινούπολη 14 Απριλίου 1922, αρ. 939 με την οποία διαβιβάζεται η διακοίνωση της Υψηλής Πύλης προς τους Ύπατους Αρμοστές, Κωνσταντινούπολη 8 Απριλίου 1922, αρ. 33069/121. Επίσης, στο ίδιο αρχείο, 1921, φ. 31, υποφ. 2, πρεσβεία των Κάτω Χωρών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 13 Ιανουαρίου 1921, αρ. πρ. 25963-7. Σημειώνεται ότι οι διπλωματικές αντιπροσωπείες των Κάτω Χωρών και
205
τονίζοντας ότι η Συνθήκη των Σεβρών δεν είχε επικυρωθεί ακόμα 148. Την ίδια περίοδο, οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν να ψηφίσουν νέο νόμο αγροτικής μεταρρύθμισης, συναντώντας όμως την αντίδραση των μεγαλογαιοκτημόνων βουλευτών. Ο νόμος τελικά ψηφίστηκε το Μάιο του 1922 επιδιώκοντας το συμψηφισμό των απαιτήσεων καλλιεργητών και ιδιοκτητών και σε αντίθεση με αυτόν του 1917 ήταν πιο ευνοϊκός για τους μεγαλογαιοκτήμονες 149. Εν τούτοις οι μουσουλμάνοι βουλευτές με διάφορες τροπολογίες που κατέθεσαν στη Βουλή προσπάθησαν να περιορίσουν τις ζημιές για τους τσιφλικάδες, προτείνοντας, για παράδειγμα, να παραμείνουν αναπαλλοτρίωτα υπέρ του ιδιοκτήτη κτήματα στις Νέες Χώρες όχι 500 –όπως ήταν αρχικά η πρόθεση– αλλά 1.000 στρεμμάτων και την άρση του άρθρου που προέβλεπε την απαλλοτρίωση όλων των επί μορτής καλλιεργούμενων κτημάτων στους νομούς Φλώρινας και Πέλλας 150. Μάλιστα ο μουσουλμάνος βουλετής Αμπάς Σεΐτ σχολιάζοντας το νομοσχέδιο το χαρακτήριζε μπολσεβικικό και πίστευε ότι η τιμή απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών «θα είναι τιμή αγγουριού» 151. Αποτιμώντας τα αποτελέσματα των προσπαθειών της αγροτικής μεταρρύθμισης της περιόδου 1913-1922 διαπιστώνεται ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου, παρά τις πιέσεις από τον αγροτικό πληθυσμό για οικονομική απελευθέρωση από το καθεστώς των τσιφλικιών που εκφράστηκαν με την άρνηση της απόδοσης του γεώμορου στους τσιφλικάδες, δεν προχώρησαν στην απαλλοτρίωση των μεγάλων γαιοκτησιών. Μπορεί η αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 να είχε την πρόθεση να στραφεί εναντίον της μεγάλης της Ισπανίας είχαν αναλάβει την προστασία των συμφερόντων των Οθωμανών υπηκόων στην Ελλάδα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. 148 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 88, υποφ. 3, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 7/20 Δεκεμβρίου 1921, αρ. πρ. 86267 και στον ίδιο φάκελο Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Κάτω Χωρών, Αθήνα 4/17 Ιανουαρίου 1922 αρ. πρ. 34996. Με το νομοθετικό διάταγμα της 25ης Αυγούστου 1923 «περί κυρώσεως της εν Λωζάννη συνομολογηθείσης Συνθήκης περί Ειρήνης» αναγνωρίστηκε πλήρης και νόμιμη ισχύς στη Συνθήκη των Σεβρών περί προστασίας των εν Ελλάδι μειονοτήτων. Η ισχύς της παραπάνω συνθήκης συμφωνήθηκε να αρχίσει μόλις καθοριστεί οριστικά η τύχη της Θράκης, κάτι που έγινε στις 6 Αυγούστου 1924, βλ. Λ. Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, Αθήνα 1995, σ. 63. 149 TNA, F.O. 371/6097, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 9 Αυγούστου 1921, αρ. C16810 και A. Σίδερις, ό.π., σσ. 174-5. Πρβλ. Δ. Αλικανιώτης, Δημήτριος Γούναρης. Μικρή Συμβολή στην κατανόηση ενός προδρόμου της εποχής μας, Αθήνα 1983, σσ. 166-167. Πρόκειται για το νόμο 2922 που σε σχέση με αυτόν του 1917 καταργούσε τη συνεταιριστική αποκατάσταση των ακτημόνων, εξαιρούσε από την απαλλοτρίωση μερικά κτήματα ιδιαίτερα στη Μακεδονία και προέβλεπε ευνοϊκότερες αποζημιώσεις για τους ιδιοκτήτες. Για το κείμενο του νόμου βλ. ΦΕΚ 129/29-7-1922. 150 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ.3, υποφ. 5 όπου και οι τροπολογίες των μουσουλμάνων βουλευτών. 151 Εφημ. Ηχώ Μακεδονίας, 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1922.
206
ιδιοκτησίας, αλλά στην πράξη δεν εφαρμόστηκε. Οι εκλογικές σκοπιμότητες, οι τοπικοί κομματάρχες και οι σχέσεις τους με τη μεγάλη ιδιοκτησία, το γεγονός
ότι οι
μουσουλμάνοι μεγαλογαιοκτήμονες καθοδηγούσαν τη μουσουλμανική ψήφο ίσως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μη εφαρμογή των παραπάνω προθέσεων. Επιπλέον, όσον αφορά τα μουσουλμανικά τσιφλίκια, πολλά από αυτά πέρασαν στα χέρια χριστιανών που τα μίσθωναν είτε από τους ιδιοκτήτες τους είτε από το ελληνικό Δημόσιο, ενώ κάποιοι άλλοι τα εκμεταλλεύονταν ως διαχειριστές. Οι χριστιανοί μισθωτές ή τσορμπατζήδες διατήρησαν το καθεστώς που διέπει την καλλιέργεια των τσιφλικιών από τους κολίγους και μάλιστα ήταν πολύ πιο πιεστικοί στην απόδοση των δικαιωμάτων τους, ο Κωνσταντίνος Καραβίδας 152 σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο μπέης και ο παλαιός επιστάτης του τσιφλικιού υπήρξαν πάντοτε εν πολλοίς μεγαλόφρονες, ενώ ο διάδοχός τους στην άσκηση της τσιφλιακής διαχείρισης (ο Κρητικός πάνοπλος επιστάτης πρότερον, ο Πελοποννήσιος
σημερινός
μπράβος)
είναι
τώρα
πολύ
πιεστικότερος
και
απαιτητικότερος» 153. Τελικά, οι πιεστικές ανάγκες που προκλήθηκαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη χιλιάδων προσφύγων μετέτρεψαν τις προθέσεις για αγροτική μεταρρύθμιση σε πραγματικότητα.
152
Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Την περίοδο 1915-1922 εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε διάφορες νομαρχίες της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και στην Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης. Από το 1922 έως το 1953 εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα. Έγραψε πολλά άρθρα σχετικά με τη δυνατότητα ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής στο πλαίσιο μιας τοπικής κοινοτικής οργάνωσης. 153 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 6, Κ. Καραβίδας, Υπόμνημα περί των αιτιών και πιθανοτήτων ενδεχομένου αυτονομιστικού Μακεδονικού κινήματος, Αδριανούπολη Νοέμβριος 1921. Για το ίδιο ζήτημα βλ. Κ. Καραβίδας, ό.π.,σ. 116. Πρβλ. εφημ. Αγών, 29 Οκτωβρίου/11 Νοεμβρίου 1917 όπου ο διευθυντής της και πολιτευτής Κοζάνης Στέφανος Παπακωνσταντίνου χαρακτηρίζει τους ενοικιαστές των τσιφλικιών τις μεγαλύτερες βδέλλες του ιδρώτα των γεωργών και τονίζει ότι οι μπέηδες στην εκμετάλλευση των τσιφλικιών είχαν και έχουν κάποια δόση ιπποτισμού, έχουν το αίσθημα του άρχοντα και την αξιοπρέπεια που τους δίνει η αρχοντιά τους και ο πλούτος τους σε αντίθεση με τους ενοικιαστές.
207
7. Τα μουσουλμανικά κτήματα ως ανταλλάξιμη περιουσία την περίοδο 1922-1923 Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών ής
της 30 Ιανουαρίου 1923 καθόρισαν πλέον οριστικά το καθεστώς της μουσουλμανικής γαιοκτησίας στην Ελλάδα 154. Σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης της Λωζάννης (άρθρα 9-10), οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας που θα ανταλλάσσονταν, θα εγκατέλειπαν τις αστικές και αγροτικές περιουσίες τους στη χώρα από την όποια έφευγαν, έχοντας το δικαίωμα να πάρουν από το κράτος στο οποίο μετανάστευαν ως αποζημίωση περιουσία ίσης αξίας με την περιουσία που εγκατέλειψαν. Οι περιουσίες των ανταλλαξίμων θα εκκαθαρίζονταν και θα εκτιμούνταν η αξία τους από τη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών. Αργότερα, με απόφαση της Μικτής Επιτροπής όλα τα ανταλλάξιμα ακίνητα περιήλθαν στη διάθεση και τη διαχείριση Ελλάδας και Τουρκίας, πριν από την εκτίμησή τους 155. Τα κτήματα των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων προορίζονταν για να καλυφθούν οι πιεστικές ανάγκες αποκατάστασης των προσφύγων. Ωστόσο τα ίδια κτήματα διεκδικούνταν από τους ντόπιους που εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες που διαμόρφωσε η Μικρασιατική
Καταστροφή
προσπάθησαν
να
οικειοποιηθούν
μουσουλμανικά
ανταλλάξιμα κτήματα. Παράλληλα, ανταλλάξιμα κτήματα είχαν στο παρελθόν αγοραστεί από ντόπιους χριστιανούς ενώ βρισκόταν σε ισχύ η απαγόρευση δικαιοπραξιών. Έτσι, στην Κρήτη με την άφιξη των πρώτων προσφύγων οι μουσουλμάνοι που ζούσαν στην ύπαιθρο εγκατέλειψαν τα κτήματά τους φοβούμενοι αντίποινα και κατέφυγαν στα αστικά κέντρα. Οι ντόπιοι χριστιανοί του νησιού αλλά και οι πρόσφυγες κατέλαβαν τα κτήματα, λεηλάτησαν την κινητή περιουσία και συνέλεξαν τις ελιές 156. Η εφημερίδα του Ηρακλείου Νέα Εφημερίς προειδοποιούσε τους χριστιανούς να μην αγοράζουν τα κτήματα των μουσουλμάνων γιατί μετά το νομοθετικό διάταγμα της κυβέρνησης που
154
Για τη Σύμβαση περί Ανταλλαγής και για τις σχετικές διαπραγματεύσεις βλ. St. P. Ladas, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, Νέα Υόρκη 1932 και D. Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Παρίσι 1962. Για το κείμενο της σύμβασης βλ. Υπουργείον Εξωτερικών, τμήμα Κοινωνίας των Εθνών, Σύμβασις περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών (υπογραφείσα εν Λωζάννη τη 30η Ιανουαρίου 1923), εν Αθήναις 1923. 155 Α. Τσουλούφης, ό.π., σσ. 94-98 και Ε. Πελαγίδης, ό.π., σ. 54. 156 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Γενική Διοίκηση Κρήτης προς Κεντρική Υπηρεσία, Χανιά 18 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 222 και Μουσουλμανική Δημογεροντία Ρεθύμνου προς Γενική Διοίκηση Κρήτης, Ρέθυμνο 23 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 1094. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 596, ο πρόεδρος της μουσουλμανικής δημογεροντίας Ηρακλείου προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Ηράκλειο 4 Ιανουαρίου 1923.
208
απαγόρευε τις δικαιοπραξίες θα αναγκαστούν να τα επιστρέψουν 157. Στη Δυτική Μακεδονία, από την άλλη, ο βουλευτής Κοζάνης Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης έκανε λόγο για επιτήδειους ντόπιους χριστιανους που κατά το διάστημα της Ανταλλαγής Πληθυσμών παρουσιάζονταν ως ιδιοκτήτες μουσουλμανικών κτημάτων, υποβάλλοντας μάλιστα και τίτλους ιδιοκτησίας, γεγονός που προκάλεσε ένταση μεταξύ ντόπιων και προσφύγων οι οποίοι κατηγορούσαν τους πρώτους ότι εκμεταλλευόμενοι την Ανταλλαγή προσπαθούσαν να αγοράσουν παράνομα μουσουλμανικά κτήματα αντί πινακίου φακής 158. Αλλά και ο υποδιοικητής Καϊλαρίων πληροφορούσε το νομάρχη Κοζάνης ότι πλήθη ντόπιων νέμονταν κτήματα ανταλλάξιμων μουσουλμάνων, γεγονός που είχε προκαλέσει την αγανάκτηση των προσφύγων και ήταν η αιτία για συρράξεις ανάμεσα σε ντόπιους και πρόσφυγες 159. Στα Σέρβια και στη Λείψιστα (Νεάπολη Κοζάνης) οι μουσουλμάνοι εκποιούσαν εικονικά τις περιουσίες τους σε ντόπιους χριστιανούς 160, ενώ στην Άσσηρο της επαρχίας Λαγκαδά χριστιανοί τσορμπατζήδες έβρισκαν τρόπους, που συμπεριελάμβαναν
χρήση
βίας,
να
αποκτούν
τους
μουσουλμανικών κτημάτων ή να τους πλαστογραφούν
νόμιμους 161
τίτλους
των
. Επιπλέον, χριστιανοί
δανειστές προχωρούσαν σε κατασχέσεις των περιουσιών μουσουλμάνων οφειλετών 162. Η Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών περιέπλεξε ακόμα περισσότερο το ζήτημα 157
Εφημ. Νέα Εφημερίς, 28 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1922. Κ. Τσιτσελίκης, ανώμαλοι δικαιοπραξίαι, σσ. 34-35. 159 ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1228, ο υποδιοικητής Καϊλαρίων προς νομάρχη Κοζάνης, Καϊλάρια 21 Απριλίου 1924, αρ. τηλ. 206. Στον ίδιο φάκελο, αναφορές για ένταση και συγκρούσεις μεταξύ προσφύγων και ντόπιων με αφορμή τη διεκδίκηση κτημάτων μουσουλμάνων στα χωριά Τζιτζιλέρ (Πετρανά), Κρανίκ (Κρανίδια), Αυλές, Λίγκας (Μηλοχώρι), Σέρβια και Ίσβορος (Λευκόβρυση). Πρβλ. για το ίδιο θέμα Κ. Καραβίδας, ό.π., σσ. 425 κ.ε., Α. Karakasidou, Fields of wheat hills of blood.Passages to nationhood in Greek Macedonia 1870-1990, Σικάγο 1997, σσ. 152-157 όπου αναφέρεται στην ένταση στις σχέσεις ντόπιων και προσφύγων στην Άσσηρο της επαρχίας Λαγκαδά όσον αφορά τη διεκδίκηση των μουσουλμανικών κτημάτων˙ Ι. Μιχαηλίδης, «Προβλήματα ενσωμάτωσης προσφύγων στον αγροτικό μακεδονικό χώρο: πρόσφυγες και γηγενείς», Όψεις του Μικρασιατικού Ζητήματος. Ιστορική θεώρηση και προεκτάσεις, Επιστημονικό Συμπόσιο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης-Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 127134 και του ίδιου «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες. Πολιτικές συνιστώσες μιας οικονομικής διαμάχης», Β. Γούναρης-Ι. Μιχαηλίδης-Γ. Αγγελόπουλος (επιμ.), Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 121-141. 160 Εφημ. Ηχώ Μακεδονίας, 2/15 Οκτωβρίου 1922. 161 A. Karakasidou, ό.π, σσ. 164-167. Ένας τρόπος πλαστογράφησης των τίτλων ιδιοκτησίας ήταν η αγορά λίγων στρεμμάτων μουσουλμανικής ιδιοκτησίας και η προσθήκη στα συμβόλαια αγοραπωλησίας μερικών μηδενικών. 162 Ε. Πελαγίδης, ό.π., σ. 90. Στις 8 Μαρτίου 1923 ψηφίστηκε νομοθετικό διάταγμα «περί εκδικάσεως απαιτήσεων κατά μουσουλμάνων υποκειμένων ανταλλαγήν», η ισχύς του οποίου έληγε στις 8 Σεπτεμβρίου 1923. Η παραπάνω προθεσμία κρίθηκε από τους ντόπιους χριστιανούς ανεπαρκής, βλ. σχετικά ΓΑΚ, Κ.Υ, αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 620, τηλεγράφημα προέδρου εμπορικού συλλόγου Κοζάνης προς πρωθυπουργό, Αρχηγό Επαναστάσεως, υπουργό Δικαιοσύνης, Κοζάνη 31 Αυγούστου 1923, αρ. τηλ. 144. 158
209
των ανωμάλων δικαιοπραξιών, αφού πλέον το καθεστώς των μουσουλμανικών κτημάτων προσδιοριζόταν από διεθνή συνθήκη, ενώ οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες ως νόμιμοι δικαιούχοι πίεζαν για απόδοση του συνόλου της ανταλλάξιμης περιουσίας. Η περιπλοκή όσον αφορά το καθεστώς των μουσουλμανικών κτημάτων εντεινόταν ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι στις δηλώσεις εγκαταληφθείσης περιουσίας που υπέβαλαν στις Μικτές Υποεπιτροπές Ανταλλαγής συμπεριέλαβαν και τα κτήματα που πούλησαν με ανώμαλες δικαιοπραξίες στους χριστιανούς από το 1912 και μετά 163. Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει τη διασπάθιση της μουσουλμανικής ανταλλάξιμης περιουσίας στην οποία βάσιζε την εγκατάσταση των προσφύγων και όπως τόνιζε χαρακτηριστικά ο Βενιζέλος: «Και όμως από την κακήν ή καλήν λύσιν του ζητήματος τούτου (της εγκατάστασης δηλαδή των προφύγων) εξαρτάται χωρίς υπερβολή το μέλλον της Ελλάδος. Αποτυχία της καλής λύσεως θα προκαλέση συμφοράς τας οποίας τρομάζει κανείς και να σκεφθεί μόνον, ενώ επιτυχής λύσις αυτού θα συντελέση εντός ολίγων ετών εις το να ανακύψωμεν από τα δυσβάστακτα βάρη άτινα μας κληροδοτεί η ατυχής λήξις του πολέμου και εις το να ασφαλίσωμεν μετά την κατακρήμνισιν της Μεγαλυτέρας Ελλάδος, την στερέωσιν της Μεγάλης Ελλάδος» 164. Τη διασφάλιση της μουσουλμανικής γαιοκτησίας από διαρροές προσπαθούσε να επιτύχει το νομοθετικό διάταγμα της 6ης Οκτωβρίου 1922 που απαγόρευε κάθε δικαιοπραξία με την οποία μεταβιβαζόταν από μουσουλμάνο η κυριότητα ή άλλο δικαίωμα επί οποιουδήποτε ακίνητου κτήματος που βρισκόταν στην Ελλάδα 165. Επιπλέον, το ελληνικό κράτος απαγόρευε την κατάσχεση, προσημείωση ή εκποίηση των μουσουλμανικών ανταλλάξιμων κτημάτων, ενώ στις 10 Σεπτεμβρίου 1923 η απαγόρευση δικαιοπραξιών επεκτεινόταν για όλα τα κτήματα των Νέων Χωρών και όχι μόνο για τα μουσουλμανικά 166. Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να μην επιτρέψει την 163
Κ. Τσιτσελίκης, ανώμαλοι δικαιοπραξίαι, σ. 35. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 88, Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Λονδίνο 17/30 Οκτωβρίου 1922, αρ. πρ. 3435. 165 Χ. Κόσσυβας, ό.π., σ. 48 και Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 11, Ι, Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας προς Φ. Δραγούμη, 11 Ιουνίου 1926. Αναλυτικά για τους νόμους και τα διατάγματα που αφορούν τα μουσουλμανικά κτήματα την περίοδο 1922-1925 βλ. επίσης Κ. Τσιτσελίκης, ανώμαλοι δικαιοπραξίαι, σσ. 29-53. 166 Χ. Κόσσυβας, ό.π., σσ. 49-59 και για την εφαρμογή των διατάξεων βλ. ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 920, Ο υποδιοικητής Καϊλαρίων προς κυρίους Συμβολαιογράφους Καϊλαρίων, Καϊλάρια 24 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 83. 164
210
οικειοποίηση της μουσουλμανικής ανταλλάξιμης περιουσίας αντικατοπτριζόταν στην απόφαση του υποδιοικητή Καστοριάς να αμείβονται οι ιδιώτες ή οι υπάλληλοι που θα κατήγγειλαν περιπτώσεις παράνομης νομής ή κατοχής με το 1% της αξίας των ακινήτων που αφορούσε η καταγγελία 167. Με νομοθετικό διάταγμα στις 26 Ιανουαρίου 1923 ιδρύθηκαν στις έδρες των πρωτοδικείων των Νέων Χωρών, εκτός της Δυτικής Θράκης, επιτροπές για τον έλεγχο των συμβάσεων επί ακινήτων ενόσω διαρκούσαν οι απαγορευτικές διατάξεις δικαιοπραξιών, ενώ το ίδιο ζήτημα πραγματευόταν και το νομοθετικό διάταγμα της 14ης Σεπτεμβρίου 1925 168. Με τα παραπάνω νομοθετικά διατάγματα αναγνωρίστηκαν μερικές κατηγορίες ανωμάλων δικαιοπραξιών, κυρίως εκείνες που αφορούσαν κτήματα μέχρι 100 στρέμματα και τα οποία καλλιεργούνταν αυτοπροσώπως από τον αγοραστή και την οικογένειά του, ενώ στόχος τους φαίνεται να ήταν ο κατευνασμός της δυσαρέσκειας του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου και η εξυπηρέτηση της αγροτικής πολιτικής του κράτους με την αναγνώριση δικαιοπραξιών μέχρι μια ορισμένη έκταση 169. Για το μέγεθος του προβλήματος που είχαν να αντιμετωπίσουν οι αρμόδιες υπηρεσίες είναι ενδεικτικό ότι οι αυθαίρετες καταλήψεις μουσουλμανικών κτημάτων εκτιμώνται σε 500.000.000 δραχμές 170, ενώ μόνο για την περιοχή της Φλώρινας διεκδικούνταν από ντόπιους 5.000 στρέμματα που αγοράστηκαν με ανώμαλες δικαιοπραξίες 171. Τελικά υπολογίζεται ότι περίπου το 20% της μουσουλμανικής ανταλλάξιμης περιουσίας δεν αποδόθηκε στους πρόσφυγες 172. Η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα και η δραματική ανάγκη αποκατάστασής τους οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο στην περιφρούρηση της μουσουλμανικής ανταλλάξιμης περιουσίας από οποιεσδήποτε καταπατήσεις, αλλά και σε επιτάξεις μουσουλμανικών γαιών. Το καλοκαίρι του 1923 η Επαναστατική Κυβέρνηση 173 εξέφραζε το φόβο ότι θα χανόταν το γεωργικό έτος αν δεν 167
Ε. Πελαγίδης, ό.π., σσ. 55-56. Χ. Κόσσυβας, ό.π., σσ. 94-106. 169 Αυτ., σ. 106 και Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 11, «Αι Ανώμαλοι Δικαιοπραξίαι εν ταις Ν. Χώραις. Υπόμνημα και τροπολογία επί του προσχεδίου της επιτροπής προς σύνταξιν του νόμου περί κυρώσεως των ανωμάλων δικαιοπραξιών κ.τ.λ. υπό Χρ. Τέντζου, δικηγόρου εν Δράμα και Προέδρου του Συλλόγου “Μακεδονικός Αγών” Νομού Δράμας», Δράμα 1928, όπου διαμαρτύρεται για το νομοθετικό διάταγμα του 1923 που προέβλεπε δαιδαλώδη διαδικασία και δεν είχε γίνει γνωστό στους χωρικούς. 170 Ε. Πελαγίδης, ό.π., σ. 90. 171 Κ. Καραβίδας, ό.π., σ. 311 172 Ι. Μιχαηλίδης, Προβλήματα ενσωμάτωσης, σ. 130. 173 Αξιωματικοί των τμημάτων του ελληνικού στρατού που κατέφυγαν στη Χίο και τη Μυτιλήνη μετά την ήττα στη Μικρά Ασία με επικεφαλείς τους Ν. Πλαστήρα, Στ. Γονατά και Αλεξ. Χατζηκυριάκο κήρυξαν 168
211
γινόταν άμεση εγκατάσταση των προσφύγων στα μουσουλμανικά χωριά και κτήματα και επικρατούσε η σκέψη για ομαδικές απομακρύνσεις μουσουλμάνων πριν από την άφιξη της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών ώστε να αποφευχθούν οι χρονοτριβές 174. Ο Βενιζέλος κατανοούσε την ανάγκη εγκατάστασης των προσφύγων πριν από το Σεπτέμβριο, αλλά τόνιζε τους κινδύνους από την παραβίαση των όρων της Σύμβασης της Λωζάννης και πρότεινε τη σύμπτυξη των μουσουλμάνων στις μισές οικίες των χωριών τους και την εγκατάσταση των προσφύγων στις υπόλοιπες 175. Υλοποιώντας τις παραπάνω προτάσεις έγιναν επιτάξεις μουσουλμανικών γαιών οι οποίες καλλιεργούνταν από τους πρόσφυγες και αποδιδόταν στους μουσουλμάνους το μισό της παραγωγής. Οι επιτάξεις αφορούσαν και την κινητή περιουσία των μουσουλμάνων, ιδίως ζώα, γεωργικά εργαλεία και μηχανές 176. Η ενέργεια αυτή των ελληνικών αρχών προκαλούσε τις διαμαρτυρίες τόσο της Άγκυρας που κατηγορούσε την Αθήνα για παραβίαση των όρων της Σύμβασης Ανταλλαγής όσο και των ίδιων των μουσουλμάνων που κατήγγελλαν αυθαίρετες και άδικες επιτάξεις 177. Οι επιτάξεις σταμάτησαν μετά τη σύγκληση στην Ελλάδα της Μικτής Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (7 Νοεμβρίου 1923), ενώ επιτράπηκαν και οι μισθώσεις αστικών και αγροτικών κτημάτων μουσουλμάνων, εφόσον
επανάσταση κατά της φιλοβασιλικής κυβέρνησης και ανάγκασαν το βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση στις 14 Σεπτεμβρίου 1922. Αμέσως μετά την επικράτηση των στρατιωτικών σχηματίστηκε κυβέρνηση με τον τίτλο Κυβέρνηση της Επαναστατικής Επιτροπής ή Κυβέρνηση της Επανάστασης του 1922. 174 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, Κεντρική Υπηρεσία προς Ελληνική Επιτροπή Λωζάννης, Αθήνα 20 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 5779. 175 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Λωζάννη 20 Ιουλίου 1923, αρ. πρ. 6704. 176 ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 920, γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης προς τους νομάρχες και υποδιοικητές, Θεσσαλονίκη 20 Ιουνίου 1923 και στον ίδιο φάκελο, σχετικές οδηγίες για την εφαρμογή των μέτρων μετά την παρερμηνεία τους από τις τοπικές αρχές, υπουργοί Εξωτερικών, Γεωργίας, Εσωτερικών και Εθνικής Οικονομίας προς τους γενικούς διοικητές Θράκης, Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης και Νήσων, Αθήνα 18 Αυγούστου 1923, αρ. τηλ. 7613. Επίσης, Γ. Μόδης, Αναμνήσεις, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 193 και Μ. Νοταράς, Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων, Αθήναι 1934, σ. 18 όπου αναφέρει ότι η αξία των επιταχθέντων πριν από τις 7 Οκτωβρίου 1923 ανερχόταν σε 77.936.544 δραχμές. 177 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5/2, επιστολή του Ismet Paşa προς το Γενικό Γραμματέα της ΚτΕ, Άγκυρα 8 Νοεμβρίου 1923. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, τηλεγράφημα βουλευτών Ισμαήλ Κομπάκ Ογλού και Ρετζέπ Λουτφή προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 11 Νοεμβρίου 1923 με διαμαρτυρίες για αθρόες επιτάξεις μουσουλμανικών κτημάτων στην περιφέρεια Σαρί Σαμπάν. Στον ίδιο φάκελο, ρηματικές διακοινώσεις της πρεσβείας των Κάτω Χωρών προς την Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 11 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. 2368 και 17 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. 2436. Βλ. ακόμη ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 616, μουσουλμάνοι Σερβίων προς πρόεδρο κυβέρνησης, Σέρβια 11 Ιουλίου 1923, αρ. τηλ. 42 όπου διαμαρτυρία για επίταξη σιτηρών και μη καταβολή αντιτίμου επίταξης. Στον ίδιο φάκελο, μουσουλμάνοι Φλώρινας προς πρόεδρο κυβέρνησης, Φλώρινα 8 Ιουλίου 1923, αρ. τηλ. 178 όπου διαμαρτυρίες για την επίταξη των κτηνών τους.
212
δεν είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτά πρόσφυγες, μέχρι το Μάιο του 1924 και την προσφυγική εγκατάσταση 178. Το 1923 η Επαναστατική Κυβέρνηση θέλοντας να εξοικονομήσει νέες εκτάσεις για την εγκατάσταση των προσφύγων ολοκλήρωσε την αγροτική μεταρρύθμιση που είχε ξεκινήσει η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης. Οι έκτακτες συνθήκες οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να παραβλέψει τις διαδικασίες απαλλοτρίωσης που προέβλεπε το Σύνταγμα και να προχωρήσει σε αναγκαστική απαλλοτρίωση, επιτρέποντας μάλιστα την κατάληψη πριν από την καταβολή της αποζημίωσης. Το 1923 απαλλοτριώθηκαν 642 τσιφλίκια 179. Η Τουρκία βεβαίως διαμαρτυρόταν ότι ο νόμος απαλλοτρίωσης είχε αποκλειστικό σκοπό το σφετερισμό των μουσουλμανικών τσιφλικιών, ενώ η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της τόνιζε ότι περισσότερο θίγονταν οι Έλληνες γαιοκτήμονες, αφού οι μουσουλμάνοι υπόκεινταν στις προστατευτικές διατάξεις της Σύμβασης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών 180. Κλείνοντας το κεφάλαιο θα γίνει αναφορά σε μια άλλη πτυχή του ζητήματος των μουσουλμανικών κτημάτων: την προσπάθεια μερικών μουσουλμάνων να διατηρήσουν την κτηματική περιουσία τους και μετά την εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάννης. Με τη γνωστοποίηση των όρων της σύμβασης κάποιοι μουσουλμάνοι επιδόθηκαν σε σειρά ενεργειών ώστε να κριθούν μη ανταλλάξιμοι και κατά συνέπεια να διατηρήσουν την ακίνητη περιουσία τους. Ο στόχος τους αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί αν επικαλούνταν αλβανική καταγωγή, οθωμανική υπηκοότητα ή υπηκοότητα άλλων κρατών. Ο υποδιοικητής Πραβίου σε τηλεγράφημά του στη Γενική Διοίκηση Θράκης πληροφορούσε ότι πολλοί μουσουλμάνοι μεγαλογαιοκτήμονες άλλαζαν την υπηκοότητά
178
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 2, υποφ.1, Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 14 Νοεμβρίου 1923 αρ. πρ. 11297. Επίσης, Ε. Πελαγίδης, ό.π., σ. 56. Σημειώνεται ότι, παρά τις ρητές διαταγές για το αντίθετο, επιτάξεις συνεχίστηκαν και μετά τις 7 Οκτωβρίου. Η αξία των επιταχθέντων μετά τις 7 Οκτωβρίου ανερχόταν σε 12.213.798 δραχμές, βλ. Μ. Νοταράς, ό.π, σ. 18. 179 Α. Σίδερις, ό.π., σσ. 176-177 και Κ. Βεργόπουλος, ό.π., σ. 178. Επίσης, απόφαση 3473 της 14ης Φεβρουαρίου 1923 του Αρχηγού της Ελληνικής Επαναστάσεως «περί καταλήψεως ακινήτων προς γεωργικήν αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών κ.λπ. και προ της καταβολής αποζημιώσεως», ΦΕΚ 57/5.3.1923. 180 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Κολοκοτρώνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Γενεύη 8 Οκτωβρίου 1923, αριθ. 1364. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 619, ο πρόεδρος της Γεωργικής Ένωσης Μακεδονίας Αγγελάκης προς τον Αρχηγό της Επανάστασης, Θεσσαλονίκη 10 Αυγούστου 1923, αρ. τηλ. 8507 όπου διαμαρτύρεται για την εφαρμογή του ατονήσαντος νόμου 1072 της βενιζελικής κυβέρνησης που πλήττει τους Έλληνες γαιοκτήμονες, αφού οι μουσουλμάνοι προστατεύονται από τη Σύμβαση της Λωζάννης.
213
τους σε αλβανική για να εξαιρεθούν από την Ανταλλαγή 181, ενώ το Ε΄ Σώμα Στρατού σημείωνε ότι στην Ήπειρο μουσουλμάνοι τσιφλικάδες προσπαθούσαν να παρουσιαστούν ως Αλβανοί 182, κάτι που συνέβαινε και στη Δυτική Μακεδονία 183. Βεβαίως η ελληνική πλευρά, έχοντας να αντιμετωπίσει το τεράστιο έργο της εγκατάστασης των προσφύγων, δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση την εξαίρεση από την Ανταλλαγή μουσουλμάνων μεγαλογαιοκτημόνων, γεγονός που θα της αποστερούσε πολύτιμες αγροτικές εκτάσεις. Έτσι, το υπουργείο Εσωτερικών εξέφραζε την ανησυχία του ότι δίνοντας μια ευρεία ερμηνεία στον όρο αλβανική καταγωγή δεν θα ήταν εύκολο για τις διοικητικές αρχές να εξακριβώσουν ποιος μουσουλμάνος ήταν αλβανικής καταγωγής ή όχι και μοιραία θα εξαιρούνταν της Ανταλλαγής και μη Αλβανοί, γεγονός που θα προκαλούσε δυσκολίες στην εγκατάσταση των προσφύγων σε Ήπειρο και Μακεδονία 184. Αλλά και ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης διατύπωνε την άποψη πως όλοι οι μουσουλμάνοι έπρεπε να υπαχθούν στην Ανταλλαγή ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας ή εθνότητας, αφού σε αντίθετη περίπτωση οι αλβανόφωνοι, οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι της Καρατζόβας που τους διεκδικούσε η Βουλγαρία, μουσουλμάνοι με σερβική υπηκοότητα που προσπαθούσε να δημιουργήσει το σερβικό προξενείο Θεσσαλονίκης και οι ελληνόφωνοι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας θα εξαιρούνταν της Ανταλλαγής και θα διατηρούσαν την κτηματική περιουσία τους 185. Τα κριτήρια πάντως που τέθηκαν από ειδική επιτροπή του υπουργείου Εξωτερικών για το ποιοι μουσουλμάνοι θα θεωρούνταν αλβανικής καταγωγής και κατά συνέπεια θα εξαιρούνταν της Ανταλλαγής ήταν η γέννηση στην αλβανική επικράτεια ή στην Ελλάδα αλλά από πατέρα που είχε γεννηθεί στην αλβανική 181
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 2, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Θράκης προς υπουργεία Εξωτερικών, Εσωτερικών και Γεωργίας, συνημμένο στο υπουργείο Εσωτερικών προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 20 Ιουνίου 1923, αριθ. 19384. 182 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 2, υποφ. 1, Ε΄ Σώμα Στρατού, Επιτελείο, Γραφείο ΙΙ προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, 25 Απριλίου 1923, αρ. πρ. 1719. 183 Ε. Πελαγίδης, ό.π., σ. 62. Επίσης, ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 4, υποφ. 1, Επιτελική Υπηρεσία Στρατού, υπουργείο Στρατιωτικών προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 4 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 41111/849 όπου συνημμένη αίτηση Ουζεΐρ, Ιζέτ και Χακή Νεδζίπ από το χωριό Άνω Κλείστινα (Άνω Κλειναί) Φλώρινας και Μαξούτ Ρουσήτ από το Μαχαλά (Τροπαιούχος) Φλώρινας για εξαίρεση από την ανταλλαγή επικαλούμενων αλβανική καταγωγή˙ ΙΑΜ, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 10, όπου διάφορα έγγραφα για την υπόθεση Νετσήπ Μερσίν από το Εμπόριο Κοζάνης που εξαιρείται της ανταλλαγής λόγω αλβανικής καταγωγής και Αχμέτ Μερσίν λόγω σερβικής υπηκοότητας˙ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 16, υποφ. 5 όπου διάφορες αιτήσεις μουσουλμάνων για απόδοση κτημάτων οι οποίοι επικαλούνται αλβανική ή σερβική υπηκοότητα. 184 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, φ. 2., υποφ. 1, υπουργείο Εσωτερικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 31 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 27734. 185 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 4, υποφ.1, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10 Αυγούστου 1923, αρ πρ. 802.
214
επικράτεια, η ελληνική υπηκοότητα και η μη τουρκική συνείδηση 186. Πάντως και το αλβανικό κράτος και οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου που επικαλούνταν αλβανική καταγωγή θεωρούσαν τα κριτήρια που θεσπίστηκαν από το υπουργείο Εξωτερικών ότι είχαν σκοπό να περιορίσουν τον αριθμό των Αλβανών που θα έμεναν σε ελληνικό έδαφος 187. Επιπλέον, πολλοί μουσουλμάνοι για να εξαιρεθούν από την Ανταλλαγή επικαλούνταν οθωμανική υπηκοότητα παραθέτοντας πιστοποιητικά προξενείων –κυρίως της Ισπανίας και των Κάτω Χωρών που είχαν αναλάβει την προάσπιση των συμφερόντων των Οθωμανών υπηκόων στην Ελλάδα μετά τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών– ή ακόμα το δικαίωμα επιλογής οθωμανικής ιθαγένειας που χορηγούσε η Σύμβαση των Αθηνών 188. Η 9η Δήλωση που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 και εξαιρούσε της Ανταλλαγής όσους μουσουλμάνους είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα πριν από τις 18 Οκτωβρίου 1912, ενώ παράλληλα επέτρεπε τη διατήρηση των δικαιωμάτων της περιουσίας τους, έδωσε ακόμα μία ευκαιρία στους μουσουλμάνους εκείνους που ήθελαν να αποφύγουν την Ανταλλαγή 189. Από την άλλη, κάποιοι μουσουλμάνοι επεδίωκαν να παραμείνουν στην Ελλάδα αποκτώντας σερβική – κυρίως στη Δυτική Μακεδονία– ή και ιταλική υπηκοότητα – κυρίως στην Κρήτη 190. 186
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 4, υποφ.1, σημείωμα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για το αλβανικό ζήτημα ανταλλαγής. 187 Για το ζήτημα της ανταλλαγής των μουσουλμάνων της Ηπείρου και για τις διαμαρτυρίες της Αλβανίας βλ. D. Michalopoulos, “The Moslems of Chamuria and the exchange of populations between Greece and Turkey”, Balkan Studies, 27/2 (1986), 303-313˙ Ε. Μαντά, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (19232000), Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 26-43˙ St. Ladas, ό.π., σσ. 384-390˙ Λ. Διβάνη, ό.π., σσ. 221-235 και ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 2, υποφ. 1, «Υπόμνημα των εν τω Ελληνικώ κράτει Αλβανών προς την Α.Ε. τον Κύριον πρόεδρον της κυβερνήσεως ως υπουργόν των Εξωτερικών, Αθήνα 7 Δεκεμβρίου 1923». 188 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 2, υποφ. 1, Νομαρχία Δράμας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 3 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 954 και φ. 11, υποφ. 1, Νομαρχία Δράμας προς υπουργείο Εσωτερικών, Δράμα 2 Σεπτεμβρίου 1923, αρ πρ. 11009. 189 Η αγροτική περιουσία των μουσουλμάνων αυτής της κατηγορίας ανερχόταν σε 199.598 στρέμματα. Η ελληνική πλευρά προσπαθούσε να αποδείξει ότι πολλοί μουσουλμάνοι που επικαλούνταν την 9η Δήλωση ήταν ανταλλάξιμοι, όπως η περίπτωση ενός μουφτή και ενός βουλευτή του ελληνικού Κοινοβουλίου. Σχετικά με την 9η Δήλωση βλ. St. Ladas, ό.π., σσ. 347-348, 467-475˙ Ε. Πελαγίδης, ό.π.,σσ. 72-73˙ Αθ. Πρωτονοτάριος, ό.π., σσ. 89, 153˙ ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 11, υποφ. 1, αίτηση του Ιβραήμ Παπουτσαλάκη προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 21 Αυγούστου 1923 όπου καταγγελία για τη μη εφαρμογή των όρων της 9ης Δήλωσης και φ. 2, υποφ. 1, πρεσβεία Κωνσταντινούπολης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 7 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 1716 όπου αναφέρει ότι πολλοί μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι προσκομίζουν πιστοποιητικά ισπανικών προξενικών αρχών ότι διέμεναν εκτός Ελλάδας και πριν από τις 18 Οκτωβρίου 1912. Το ζήτημα κλείνει οριστικά με την ελληνοτουρκική συμφωνία των Αθηνών την 1η Δεκεμβρίου 1926, όταν αποφασίστηκε να εξαγοραστούν αυτά τα κτήματα από την ελληνική κυβέρνηση. 190 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 2, Γενικό Στρατηγείο, Επιτελείο, Γραφείο ΙΙ, προς Κεντρική Υπηρεσία, Στρατηγείο 18 Ιουλίου 1923, αρ. ε.π. 18254/10191/ ΙΙ. Στον ίδιο φάκελο, Μαυρομιχάλης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 13 Ιουλίου 1923, αρ. 21011/1015. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ.
215
Τέλος, συναντώνται και περιπτώσεις μουσουλμάνων που για να μη θεωρηθούν ανταλλάξιμοι ασπάστηκαν το χριστιανισμό 191, ωστόσο ύστερα από απόφαση της Μικτής Επιτροπής η αλλαγή θρησκείας θεωρήθηκε ότι δεν επηρεάζει την Ανταλλαγή 192. Η ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε και σε αυτή την περίπτωση να στερηθεί πολύτιμες για την προσφυγική εγκατάσταση αγροτικές εκτάσεις. Τελικά, στη Μακεδονία παρέμειναν 2.000 μουσουλμάνοι που εξαιρέθηκαν της Ανταλλαγής Πληθυσμών 193. Είναι προφανές από όσα αναφέρθηκαν στο παρόν κεφάλαιο ότι το ζήτημα των μουσουλμανικών κτημάτων στην Ελλάδα την περίοδο 1912-1923 πέρα από τη νομική
10, όπου διάφορα έγγραφα για την υπόθεση Αχμέτ Μερσίν από το Εμπόριο Κοζάνης ο οποίος εξαιρείται της Ανταλλαγής λόγω σερβικής υπηκοότητας. Βλ. ακόμη ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 783, το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού προς Ναΐμ Τεφήκ, Αθήνα 18 Νοεμβρίου 1925, αρ. πρ. 9.790, όπου διαβιβάζει απόφαση του υπουργείου Εξωτερικών για αναγνώριση σερβικής υπηκοότητας στους αδερφούς Τεφήκ από την Καστοριά. Πρβλ. Μ. Σταυρινού, «Ξένη προπαγάνδα στη Θεσσαλονίκη την παραμονή της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά ΙΕ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 332. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 16, υποφ. 6, όπου διάφορες αιτήσεις μουσουλμάνων για απόδοση κτημάτων και επιστροφή επιταχθέντων οι οποίοι επικαλούνται ιταλική υπηκοότητα. Πρβλ. ΕΛΙΑ, αρχείο Αμπατζή Ιπποκράτη, φ. 1.1, Χασάν Σουρουρζαδέ προς Ι. Αμπατζή, Αλεξάνδρεια 11 Ιανουαρίου 1927 όπου αναφέρεται στις προσπάθειες του Χασάν – δικηγόρου από τα Χανιά– για αναγνώριση ιταλικής υπηκοότητας στον πατέρα του. Εφημ. Νέα Εφημερίς, 27 Σεπτεμβρίου/10 Οκτωβρίου 1922 όπου γίνεται λόγος ότι πολλοί μουσουλμάνοι της Κρήτης αποκτώντας ιταλικά διαβατήρια αναχωρούσαν για την Αίγυπτο. Βλ. ακόμη ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 805, υπουργείο Εξωτερικών προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 31 Ιουλίου 1926, αρ. πρ. 23279 όπου συνημμένο το φυλλάδιο: Ένωσις Προσφύγων Χανίων, Το αστήρικτον των προβαλλόντων ξένας υπηκοότητας μουσουλμάνων Κρήτης, Χανιά 1926. 191 Όπως είναι κάποιες περιπτώσεις στην Κρήτη και 15 μουσουλμάνων στις Σέρρες, βλ. St. Ladas, ό.π., σσ. 391-392˙ ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, ο πρόεδρος της κυβέρνησης προς Νομαρχία Σερρών διά μητροπολίτη Χριστόφορο, Αθήνα 18 Απριλίου 1923, αρ. εμπ. πρ. 98 όπου αναφέρεται ότι κρίνεται πολιτικά σκόπιμο να αναβληθεί η βάπτιση μουσουλμάνων μέχρι την υπογραφή της ειρήνης και ΓΑΚ νομού Καβάλας, αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, φ. 21, όπου διάφορες αιτήσεις μουσουλμάνων της περιοχής Καβάλας που επιθυμούσαν να εκχριστιανιστούν. Περιπτώσεις εκχριστιανισμού μουσουλμάνων, κυρίως Βαλαάδων, συναντώνται και στη Δυτική Μακεδονία, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Νομαρχία Κοζάνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 12 Οκτωβρίου 1923, αρ. πρ. 12550. Πρβλ. Κ. Τσιτσελίκης, Ένα ξερίζωμα, Αθήνα 1925. Χρησιμοποιήθηκε η ανατυπωμένη έκδοσή του από το περιοδικό Δυτικομακεδονικά Γράμματα, τεύχ. Α΄ (2002), 63-64. Πάντως ιδιαίτερα για την περίπτωση των Βαλαάδων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσπαθούσαν να διατηρήσουν την κτηματική περιουσία τους, αφού δεν ήταν μεγαλογαιοκτήμονες. 192 St. Ladas, ό.π., σσ. 391-392. Αποφασίστηκε ότι η αλλαγή θρησκείας μετά την υπογραφή της Σύμβασης περί Ανταλλαγής –και αργότερα μετά την 1 Ιανουαρίου 1922– δεν θα επηρεάσει την ανταλλαξιμότητα αυτών των ατόμων. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 69, υπουργείο Εξωτερικών προς το ΓΕΣ, Αθήνα 23 Οκτωβρίου 1925, όπου διευκρινίσεις σχετικά με το αν θεωρούνται ανταλλάξιμοι οι εκχριστιανισμένοι μουσουλμάνοι. 193 D. Pentzopoulos, ό.π., σ. 134. Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, παρέμεναν το 1925 97 μουσουλμάνοι εκ των οποίων 50 ήταν Σέρβοι υπήκοοι, 28 Αλβανοί υπήκοοι, 12 Τούρκοι υπήκοοι και οι υπόλοιποι επτά ήταν είτε κτηματίες που προσπαθούσαν να αποκτήσουν αλβανική υπηκοότητα είτε άτομα που είχαν αποφύγει την Ανταλλαγή, βλ. Ε. Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη. Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κέιμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 377-385.
216
διάστασή του επηρέαζε ποικίλες πτυχές της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, αλλά και των ενδοκοινοτικών σχέσεων στις Νέες Χώρες. Οι επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, οι ανάγκες της προπαγάνδας του ελληνικού κράτους, οι εκλογικές σκοπιμότητες, αλλά και οι προσωπικές σχέσεις μουσουλμάνων ιδιοκτητών με κόμματα και πολιτικούς, οι στόχοι της αγροτικής και εποικιστικής πολιτικής του κράτους, ο ανταγωνισμός ντόπιων και προσφύγων για την κάρπωση των μουσουλμανικών κτημάτων και βέβαια η προσπάθεια των μουσουλμάνων ιδιοκτητών να προασπίσουν τα περιουσιακά
δικαιώματά
τους
έχοντας
και
τη
συνδρομή
της
Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα περίπλοκο πρόβλημα, οι εκφάνσεις του οποίου συνέχισαν να απασχολούν το ελληνικό κράτος για αρκετά χρόνια και μετά την Ανταλλαγή των Πληθυσμών 194.
194
Κυρίως όσον αφορά τις ανώμαλες δικαιοπραξίες επί μουσουλμανικών ανταλλάξιμων κτημάτων. Έτσι, το 1939 η Υπηρεσία Διαχείρισης Ανταλλάξιμων Κτημάτων του υπουργείου Οικονομικών συνεχίζει να ερευνά για καταπατήσεις ανταλλάξιμων μουσουλμανικών κτημάτων από ντόπιους, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., Αρχείο υπουργείου Γεωργίας, Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας, φ. 182, Εγκύκλιος 264379 της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ανταλλάξιμων Κτημάτων του υπουργείου Οικονομικών προς τα Γραφεία Διαχειρίσεως Ανταλλαξίμου Περιουσίας, Αθήνα 7/12/1939.
217
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο Ο μουσουλμανικός πληθυσμός των Νέων Χωρών μετά την ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Ενεπλάκη στη δίνη του Εθνικού Διχασμού, του κομματικού φανατισμού της περιόδου, των έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων, οι εκλογικές προτιμήσεις του έγιναν αντικείμενο αλληλοκατηγοριών ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς και έδωσαν αφορμή για θεωρίες συνωμοσίας και σενάρια που αποδίδουν στη μουσουλμανική ψήφο την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και τη συνακόλουθη Μικρασιατική Καταστροφή. Μάλιστα στις Νέες Χώρες η μουσουλμανική ψήφος βρέθηκε στο επίκεντρο του κομματικού ανταγωνισμού δημιουργώντας ακόμα και φυλετική-θρησκευτική πολιτική αντιπαράθεση. Το παρόν κεφάλαιο εξετάζει ποικίλες πτυχές της μουσουλμανικής εκλογικής συμπεριφοράς: πραγματεύεται κατά πόσο οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι επηρέασαν το εκλογικό αποτέλεσμα των τριών εκλογικών αναμετρήσεων της περιόδου, ποιο ήταν το επίπεδο συνεργασίας με τις δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής και με ποιες προϋποθέσεις γινόταν αυτή η συνεργασία, μέσα από ποιες διαδικασίες υποδεικνύονταν οι υποψήφιοι μουσουλμάνοι βουλευτές, ποιος έπαιζε το ρόλο του κομματάρχη στη μουσουλμανική κοινότητα και πώς καθοδηγούσε τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους, πώς εντάσσεται η μουσουλμανική ψήφος στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού, πώς ερμηνεύεται η αντιβενιζελική εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και ποια ήταν η δραστηριότητα των μουσουλμάνων βουλευτών στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά και στις εκλογικές τους περιφέρειες.
218
1. Το νομικό καθεστώς των εκλογικών αναμετρήσεων Οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών μετείχαν στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1912-1923: της 31ης Μαΐου 1915, της 6ης Δεκεμβρίου 1915 και της 1ης Νοεμβρίου 1920. Το εκλογικό σύστημα των παραπάνω εκλογικών αναμετρήσεων ήταν το πλειοψηφικό, όπου μια σχετική πλειοψηφία ενός κόμματος έδινε σ’ αυτό όλες τις εκλογικές έδρες, ενώ οι εκλογές γίνονταν με το σύστημα των σφαιριδίων. Κάθε ψηφοφόρος περνούσε μπροστά από την κάλπη, που ήταν χωρισμένη σε άσπρο και μαύρο, με το όνομα καθενός από τους υποψήφιους βουλευτές και έριχνε ένα σφαιρίδιο είτε στην άσπρη πλευρά της κάλπης (θετική ψήφος) είτε στη μαύρη πλευρά (αρνητική ψήφος). Βουλευτές εκλέγονταν όσοι υποψήφιοι είχαν περισσότερα σφαιρίδια στην άσπρη πλευρά της κάλπης. Αν και θεωρητικά ο ψηφοφόρος είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει θετικά και υποψηφίους του συνδυασμού που ήταν αντίθετος με την κομματική του τοποθέτηση, σε μια περίοδο κομματικού φανατισμού, όπως αυτή του Εθνικού Διχασμού, οι ψηφοφόροι «μαύριζαν» τους υποψηφίους του αντίπαλου συνδυασμού και ψήφιζαν «μονοκούκι» τους υποψηφίους του κόμματος που υποστήριζαν 1. Η επέκταση των εκλογικών νόμων του ελληνικού βασιλείου και στις Νέες Χώρες έγινε με το νόμο 258 του Απριλίου του 1914. Ο νόμος 258 εισήγαγε τις διατάξεις του νόμου ΧΜΗ της 17ης Σεπτεμβρίου 1877 περί εκλογής βουλευτών και των μεταγενέστερων που τον τροποποίησαν, με τη διαφορά όμως ότι για την απόκτηση του εκλογικού δικαιώματος στις Νέες Χώρες δεν ήταν απαραίτητη η ιδιότητα του δημότη, αλλά αρκούσε αυτή του κατοίκου. Η παραπάνω διάταξη, όπως θα επισημανθεί στη συνέχεια, είχε ιδιαίτερη σημασία για την άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων και βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ανάλογες αντιδράσεις υπήρξαν και για τον καταρτισμό των εκλογικών καταλόγων που έγιναν σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1913. Βάση για τον καταρτισμό των εκλογικών καταλόγων ήταν οι υποδιοικήσεις και όχι οι δήμοι, όπως στην Παλαιά Ελλάδα, ενώ τα καθήκοντα για τον
1
Για το εκλογικό σύστημα και την ψηφοφορία με σφαιρίδια βλ. Δ. Δώδος, Η εκλογική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, Κόμματα και υποψήφιοι, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 42-44˙ Αλ. Παπαναστασίου, Δημοκρατία και εκλογικό σύστημα, Αθήνα 1924, σσ. 23-28 και Κ. Ράλλης, Ψήφος, Εκλογαί και Σύγχρονα Εκλογικά Συστήματα, Αθήνα 1969, σσ. 261-264.
219
καταρτισμό τους εκπληρώθηκαν από τους υποδιοικητές και όχι από τους δημάρχους 2. Με το βασιλικό διάταγμα «Περί του αριθμού των εξ εκάστης εκλογικής περιφερείας εκλεκτέων βουλευτών» της 25ης Απριλίου 1915 ορίστηκε ο αριθμός των βουλευτών και για τις εκλογικές περιφέρειες των Νέων Χωρών 3. Συγκεκριμένα, ο νομός Θεσσαλονίκης με 506.571 κατοίκους εξέλεγε 32 βουλευτές, ο νομός Κοζάνης με 180.791 κατοίκους 11 βουλευτές, ο νομός Φλώρινας με 142.336 κατοίκους 9 βουλευτές, ο νομός Σερρών με 135.284 κατοίκους 9 βουλευτές, ο νομός Δράμας με 204.404 κατοίκους 13 βουλευτές, ο νομός Ιωαννίνων με 190.331 κατοίκους 12 βουλευτές, ο νομός Πρέβεζας με 44.126 κατοίκους 3 βουλευτές, ο νομός Λέσβου με 168.992 11 βουλευτές, ο νομός Σάμου με 68.946 κατοίκους 4 βουλευτές, ο νομός Χίου με 71.660 κατοίκους 5 βουλευτές, ο νομός Χανίων με 104.016 κατοίκους 7 βουλευτές, ο νομός Ρεθύμνου με 71.147 κατοίκους 5 βουλευτές, ο νομός Ηρακλείου με 111.123 κατοίκους 7 βουλευτές και ο νομός Λασιθίου με 66.920 κατοίκους 4 βουλευτές. Στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 δεν άλλαξε ο αριθμός των βουλευτικών εδρών στις εκλογικές περιφέρειες των Νέων Χωρών 4. Το 1917 ψηφίστηκε ο νόμος 1075 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων περί εκλογής Βουλευτών» 5. Ο νόμος 1075 προέβλεπε ότι στη Μακεδονία οι εκλογικές περιφέρειες μπορεί να είναι διαφορετικές σε έκταση και αριθμό από την υφιστάμενη διοικητική διαίρεση, ενώ άλλα άρθρα του αναφέρονταν στην αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων. Για το διάστημα μέχρι τις εκλογές του 1920 έγιναν αναθεωρήσεις στους εκλογικούς καταλόγους των Νέων Χωρών 6, ενώ ο νόμος 2485 της 7ης Σεπτεμβρίου 1920 καθόρισε τα σχετικά με τις εκλογές στη Θράκη 7. Ο παραπάνω νόμος όριζε ότι οι 2
ΦΕΚ 122/8-5-1914 και ΦΕΚ 384/15-12-1914 βασιλικό διάταγμα «περί του τρόπου καταρτίσεως των εκλογικών καταλόγων». Βλ. επίσης Γ. Μυλωνάς, Τα εκλογικά συστήματα μέσα στην ιστορία και η αναλογική εκλογή, Αθήνα 1946, σσ. 57-59. 3 ΦΕΚ 156/25-4-1915. Όπως προειπώθηκε, για τον αριθμό των βουλευτών των εκλογικών περιφερειών της Παλαιάς Ελλάδας λαμβανόταν υπόψη ο αριθμός των δημοτών, έτσι ο νομός Αττικής και Βοιωτίας έχοντας 343.859 δημότες εξέλεγε 22 βουλευτές. 4 ΦΕΚ 406/30-10-1915. 5 ΦΕΚ 274/27-11-1917. 6 ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης του Βασιλείου της Ελλάδος 60/29-3-1917 διάταγμα 1791 «περί προσθήκης παραλειφθέντων εκ των εκλογικών καταλόγων». ΦΕΚ 183/17-8-1919 νομοθετικό διάταγμα «περί παρατάσεως μέχρι τέλους Οκτωβρίου 1919 των προθεσμιών προς εκτέλεσιν των εργασιών και διατυπώσεων εν γένει της αναθεωρήσεως των εκλογικών καταλόγων διά τους Δήμους Σερρών και Δράμας». ΦΕΚ 57/10-3-1920 νόμος 2083 «περί παρατάσεως των προθεσμιών εγγραφής εις τους εκλογικούς καταλόγους και τους καταλόγους βιβλιαρίων κατά το έτος 1920». ΦΕΚ 154/12-7-1920 νόμος 2400 «περί παρατάσεως προθεσμίας προς εγγραφήν εις τα μητρώα των αρρένων των εν τω εξωτερικώ διαμενόντων εξ όλης της Ελλάδος και των εκ των νέων χωρών καταγομένων». 7 ΦΕΚ 202/7-9-1920 νόμος 2485 «περί βουλευτικών εκλογών εν Θράκη».
220
εκλογές θα γίνονταν με ψηφοδέλτιο, για την άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων δεν θα απαιτούταν η ιδιότητα του δημότη, αλλά του κατοίκου, ενώ ως βάση για τον υπολογισμό του αριθμού των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας λαμβανόταν η στατιστική που χρησιμοποίησε η ελληνική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι και η οποία βασιζόταν στην απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1912. Ο μουσουλμανικός λοιπόν πληθυσμός άσκησε τα εκλογικά του δικαιώματα βάσει της παραπάνω ελληνικής νομοθεσίας. Όσον αφορά τις διεθνείς συνθήκες, η Ελλάδα, υπογράφοντας τη Συνθήκη των Σεβρών περί προστασίας των μειονοτήτων, ανέλαβε, σύμφωνα με το άρθρο 7, να θέσει σε ισχύ εκλογικό σύστημα το οποίο θα λάμβανε υπόψη τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων 8. Οι ελληνικές κυβερνήσεις πάντως δεν θέσπισαν κάποιο ιδιαίτερο εκλογικό σύστημα –όπως, για παράδειγμα, ξεχωριστούς εκλογικούς καταλόγους, κάτι που έγινε για τους Εβραίους– που θα αφορούσε το μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας. 2. Η ανάδειξη των μουσουλμάνων υποψηφίων και ο καταρτισμός των εκλογικών καταλόγων Προτού γίνει αναφορά στις πρώτες εκλογές που διενεργήθηκαν στις Νέες Χώρες μετά την απελευθέρωσή τους και στη συμμετοχή σε αυτές των μουσουλμάνων, πρέπει να διευκρινιστούν ορισμένα ζητήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι μουσουλμάνοι υποδείκνυαν τους υποψήφιους βουλευτές τους καθώς και τον καταρτισμό των εκλογικών καταλόγων. Στο πλαίσιο των μουσουλμανικών κοινοτήτων 9, η ύπαρξη των οποίων ως νομικών προσώπων αναγνωρίστηκε το 1913 από τη Σύμβαση των Αθηνών, λαμβάνονταν αποφάσεις για το ποιος θα ήταν υποψήφιος στις εκλογές, ποιο κόμμα θα στηριζόταν και με ποιους όρους. Πριν από τις εκλογές ο πρόεδρος της κοινότητας, που ήταν συνήθως ο μουφτής, συγκαλούσε συνέλευση των μελών της κοινότητας με σκοπό να παρθούν αποφάσεις σχετικά με τα παραπάνω ζητήματα. Η συμφωνία σε αυτές τις συνελεύσεις δεν ήταν πάντα εύκολη και δεδομένη. Ο Γάλλος πρόξενος Θεσσαλονίκης σημείωνε πριν από 8
Συνθήκη μεταξύ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων δυνάμεων και της Ελλάδος περί προστασίας των εθνικών κ.τ.λ. μειονοτήτων, υπογραφείσα εν Σέβραις τη 28/7-10/8 1920, Εθνικό Τυπογραφείο 1920. 9 Για τις μουσουλμανικές κοινότητες, τις αρμοδιότητές τους και τον τρόπο λειτουργίας τους βλ. κεφ. «Κοινωνικές δομές και οργάνωση του μουσουλμανικού πληθυσμού».
221
τις εκλογές του Μαΐου του 1915 ότι η μουσουλμανική κοινότητα παρά τις συνελεύσεις δεν μπόρεσε να καταλήξει σε συμφωνία για τη στάση που θα κρατούσε στις επερχόμενες εκλογές 10. Εκτός από τις κατά τόπους συνελεύσεις των μουσουλμανικών κοινοτήτων, γινόταν και μια συνέλευση στη Θεσσαλονίκη όπου συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Μακεδονίας και στην οποία καθοριζόταν η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων του συνόλου της Μακεδονίας. Το Μάιο του 1915 συμμετείχαν
στη
συνέλευση
της
Θεσσαλονίκης
τέσσερις
αντιπρόσωποι
των
μουσουλμάνων ανά εκλογική περιφέρεια 11. Κάτι ανάλογο έγινε και πριν από τις εκλογές του 1920, ωστόσο ύστερα από απόφαση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων απαγορεύτηκε
η
πραγματοποίηση
της
συνέλευσης
των
αντιπροσώπων
των
μουσουλμανικών κοινοτήτων επιτρέποντας τη συμμετοχή μόνο των αντιπροσώπων του νομού Θεσσαλονίκης 12. Οι συνελεύσεις αυτές των μουσουλμάνων είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ελληνικές κυβερνήσεις οι οποίες φρόντιζαν να ενημερώνονται για τις κινήσεις των αντιπροσώπων και τις αποφάσεις που λαμβάνονταν. Οι αστυνομικές αρχές αναλάμβαναν τη σχετική παρακολούθηση και τη συγκέντρωση πληροφοριών, κάτι που ήταν επιβεβλημένο, αφού πληροφορίες συσχέτιζαν τις συνελεύσεις αυτές με εξύφανση αντεθνικών συνωμοσιών σε συνεργασία με τους Νεότουρκους και, αργότερα, τους Κεμαλικούς 13. Δεν θα πρέπει πάντως να θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις των 10
ΜΑΕ, Guerre 1914-1918/Balkans, Grèce/245, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10 Μαΐου 1915. 11 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 2/15 Μαΐου 1915. 12 ΜΑΕ serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 11, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 7 Οκτωβρίου 1920, αρ. 87. Πρβλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 111, υποφ. 3, υπουργείο Εσωτερικών προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Αθήνα 19 Σεπτεμβρίου/2 Οκτωβρίου 1920, αρ. τηλ. 38549 όπου δίδονται διαταγές να μην επιτραπεί μετάβαση μουσουλμάνων στη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχουν στη συνέλευση εκπροσώπων μουσουλμανικών κοινοτήτων που συγκάλεσε για τις 21 Σεπτεμβρίου ο μουφτής Θεσσαλονίκης. Επίσης, Εφημερίς των Βαλκανίων, 24 Σεπτεμβρίου/7 Οκτωβρίου 1920 και Πολιτική Επιθεώρηση, αρ. 17 ( Σεπτέμβριος 1920). 13 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/4, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2/15 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 216 «περί παρατηρηθείσης κινήσεως εις το ενταύθα πανισλαμικόν κέντρον» όπου αναφέρεται ότι θέμα της συνέλευσης εκτός της προεκλογικής συνεννόησης είναι και η στρατολόγηση Οθωμανών της Μακεδονίας οι οποίοι με τη συνεργασία του οθωμανικού προξενείου θα σταλούν στην Τουρκία. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ. Υ., 1915, φ. Α/2(3), Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 3/16 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 217 σχετικά με την άφιξη των μουσουλμάνων αντιπροσώπων της Κοζάνης και τους σκοπούς που επιδιώκουν. Πρβλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείο Πρωθυπουργού, φ. 218, υπουργείο Εξωτερικών προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 7091, όπου συνημμένο Διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Μαΐου 1920, αρ. πρ. 120/8 «περί ενεργειών Οθωμανών διά τας προσεχείς εκλογάς».Το έγγραφο παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου.
222
μουσουλμανικών κοινοτήτων ταυτίζονταν με την ελεύθερη έκφραση της βούλησης του μουσουλμανικού πληθυσμού, αφού ήταν οργανωμένες κατά τέτοιο τρόπο ώστε η επιρροή της ηγετικής μουσουλμανικής ομάδας, που συναπαρτιζόταν κυρίως από θρησκευτικούς λειτουργούς και μεγαλογαιοκτήμονες, να είναι καταλυτική. Έτσι, οι αντιπρόσωποι των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Κοζάνης που μετέβησαν στη συνέλευση της Θεσσαλονίκης πριν από τις εκλογές του Μαΐου του 1915 δεν εκλέχθηκαν από κάποια λαϊκή βάση, αλλά υποδείχθηκαν από τον ισχυρότερο πολιτικό παράγοντα του νομού, το μεγαλογαιοκτήμονα Δερβίς Μπέη (Derviş Bey) 14. Η διεξαγωγή των πρώτων εκλογών στις ελληνικές Νέες Χώρες προϋπέθετε βέβαια και τον καταρτισμό νέων εκλογικών καταλόγων. Οι εκλογικοί κατάλογοι καταρτίστηκαν βάσει της απογραφής του 1913 και, όπως προαναφέρθηκε, χορηγούσαν το δικαίωμα ψήφου στους κατοίκους των Νέων Χωρών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναγκαστικά και την ελληνική υπηκοότητα του ψηφοφόρου. Ο τρόπος σύνταξης των εκλογικών καταλόγων δημιούργησε προβλήματα στην εκλογική διαδικασία και οδήγησε σε αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος. Οι εκλογικοί κατάλογοι που συντάχθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της απογραφής του 1913 συμπεριλάμβαναν και μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων που, αν και είχαν μεταναστεύσει, δεν είχαν διαγραφεί από τους καταλόγους, γεγονός που σε συνδυασμό με την απουσία επιθέτων από τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους ευνοούσε διπλοψηφίες και άλλες παρατυπίες 15. Η Νέα Αλήθεια αναρωτιόταν ποιος θα διαπίστωνε στις εκλογές την ταυτότητα του ψηφοφόρου, αφού δεν υπήρχε εφορευτική επιτροπή και ποιος θα βεβαίωνε ότι ο Χασάν ογλού Μεχμέτ, καθ’όλα γνωστός σε ένα εκλογικό τμήμα, δεν θα ψήφιζε σε άλλο ως Γιουσούφ 16. Οι διαμαρτυρίες του Τύπου της εποχής εστιάζονταν και στο γεγονός ότι οι εκλογικοί κατάλογοι κυρίως της Θεσσαλονίκης δεν συμπεριέλαβαν πολλούς Έλληνες. Η Νέα Αλήθεια έκανε λόγο για παράλειψη εγγραφής 15.000 Ελλήνων
14
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/2(3), ο μοίραρχος Καρατζιλάρ (Δρέπανο Κοζάνης) προς την Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης, Καρατζιλάρ 30 Απριλίου/13 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 129. 15 Δ. Δώδος, ό.π., σ. 59 και Γ. Αναστασιάδης-Ε. Χεκίμογλου, Δημήτριος Γ. Δίγκας (1876-1974). Η ζωή και το έργο του πρώτου Μακεδόνα υπουργού, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 239 όπου δίνεται ένα παράδειγμα της δυσκολίας καθορισμού των επιθέτων των Οθωμανών και εκφράζεται η απορία σε ποιο εκλογικό τμήμα θα έπρεπε να ψηφίσει ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης. 16 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 8/21 Ιουνίου 1915.
223
ψηφοφόρων 17. Ο ίδιος ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Θεμιστοκλής Σοφούλης παραδεχόταν ότι οι εκλογικοί κατάλογοι της Θεσσαλονίκης συντάχθηκαν «αμελώς και ατελώς» με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν ελάχιστο τον αριθμό των Ελλήνων εκλογέων, ούτε το δέκατο του συνολικού αριθμού 18. Παράλληλα, με την ψήφιση του νόμου 258 του Απριλίου του 1914 δόθηκε δικαίωμα ψήφου και στους μουσουλμάνους που σύμφωνα με τη Σύμβαση των Αθηνών είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν την οθωμανική υπηκοότητα μέσα σε τρία χρόνια από την υπογραφή της (η προθεσμία έληγε στις 14 Νοεμβρίου 1916). Κατά συνέπεια στους εκλογικούς καταλόγους ήταν εγγεγραμμένοι και μουσουλμάνοι που ψήφισαν στις εκλογές, έστω και αν δεν επέλεξαν την ελληνική υπηκοότητα, γεγονός που προκάλεσε τα δυσμενή σχόλια του Τύπου 19. 3. Οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 Οι πρώτες εκλογές στις Νέες Χώρες μετά την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος έγιναν στις 31 Μαΐου 1915. Η χώρα είχε εισέλθει στη δίνη του Εθνικού Διχασμού˙ Βενιζέλος και Κωνσταντίνος διαφωνούσαν για την εξωτερική πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα στο πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αν θα έπρεπε δηλαδή να συνταχθεί με τον συνασπισμό της Συνεννόησης (Entente), όπως επιθυμούσε ο Βενιζέλος, ή να τηρήσει ουδερότητα, όπως ήθελε ο Κωνσταντίνος. Αποτέλεσμα αυτής της διαφωνίας ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου το Φεβρουάριο του 1915 και ο σχηματισμός νέας από το Δημήτριο Γούναρη ο οποίος αναδεικνύεται στον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της αντιβενιζελικής παράταξης 20. Από τον 17
Εφημ. Νέα Αλήθεια, 19 Ιανουαρίου/1 Φεβρουαρίου, 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου και 12/25 Φεβρουαρίου 1915. 18 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου 1915, όπου αναφέρεται ότι μέχρι τις 15 Ιανουαρίου είχαν υποβληθεί 807 ενστάσεις για εγγραφές Ελλήνων στους καταλόγους και 1792 διαγραφές ονομάτων αλλογενών, αν όμως τηρούνταν όλες οι διατυπώσεις δεν θα προλάβαιναν να εγγραφούν. 19 Δ. Δώδος, ό.π., σσ. 59-60˙ εφημ. Νέα Αλήθεια, 2/15 Ιουνίου 1915 και Εμπρός, 12/25 Ιουνίου 1915 20 Ενδεικτικά για τον Εθνικό Διχασμό βλ. Γ. Μαυρογορδάτος, Μελέτες και Κείμενα για την περίοδο 19091940, Αθήνα-Κομοτηνή 1982˙ του ίδιου Εθνικός Διχασμός και Μαζική Οργάνωση. Οι Επίστρατοι του 1916, Αθήνα 1996 και Stillborn Republic. Social coalitions and party strategies in Greece 1922-1936, Καλιφόρνια 1983˙ Y. Mourélos, L’ intervention de la Grèce dans la Grande Guerre (1916-1917), Αθήνα 1983˙ Γ. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, Αθήνα 2000˙ Ι. Μεταξάς, Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού, Αθήνα 1935˙ Π. Ενεπεκίδης, Η Δόξα και ο Διχασμός (1908-1916), Αθήνα 1962˙ Κ. Ζαβιτσιάνος, Αναμνήσεις εκ της ιστορικής διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελ. Βενιζέλου (1914-1922), 2 τ., Αθήνα 1946˙ Φ. Γρηγοριάδης, Διχασμός-Μικρά Ασία. Ιστορία μιας εικοσαετίας 1909-
224
Ιανουάριο του 1915 δυνάμεις της Entente διεξήγαν επιχειρήσεις στην Καλλίπολη έχοντας βάση τη Λήμνο. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το ζήτημα της συμμετοχής σ’ αυτόν της Ελλάδας ήταν φυσικό να βρεθούν στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου των εκλογών του Μαΐου του 1915. Πριν από τις εκλογές οι αντίπαλες κομματικές παρατάξεις βολιδοσκοπούσαν τις διαθέσεις των νέων ψηφοφόρων και ιδιαίτερα των αλλογενών οι οποίοι άλλωστε αποτελούσαν ένα μεγάλο τμήμα του συνολικού πληθυσμού των Νέων Χωρών. Ειδικότερα για τους μουσουλμάνους, ο πληθυσμιακός όγκος τους και κατά συνέπεια η εκλογική δύναμή τους ήταν τέτοια που δεν επιτρεπόταν να την αγνοήσουν. Ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Σοφούλης σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο τον Ιανουάριο του 1915 ανέλυε το εκλογικό φρόνημα των κατοίκων της Μακεδονίας. Ο Σοφούλης ήταν σίγουρος για τις εκλογικές διαθέσεις Ελλήνων, μουσουλμάνων και Εβραίων, όλοι θα στήριζαν στις εκλογές τη βενιζελική παράταξη και κανένας αντιπολιτευόμενος δεν θα έπαιρνε την ψήφο των Μακεδόνων, ούτε καν ο Μπούσιος 21 ή ο «Γνήσιος Μακεδνός» (Στέφανος Δραγούμης). Ο μόνος που θα μπορούσε να πετύχει ήταν ο Ίων Δραγούμης, αν κατέβαινε ως ανεξάρτητος 22. Τα αποτελέσματα των εκλογών διέψευσαν πανηγυρικά τις εκτιμήσεις του Σοφούλη. Ένας άλλος βενιζελικός, ο Γ. Καρβωνίδης, σημείωνε ότι οι μουσουλμάνοι στήριζαν τη βενιζελική παράταξη «διότι παρ’ αυτοίς μη υπαρχούσης δημοσίας γνώμης η ψήφος των δίδεται πάντοτε εις την κυβέρνησιν». Έπειτα όμως από την παραίτηση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων και την πολιτική του Βενιζέλου να εμπλακεί η Ελλάδα στον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η υποστήριξη των μουσουλμάνων στους βενιζελικούς κλονίστηκε 23. Το μουσουλμανικό στοιχείο βρισκόταν στο επίκεντρο του προεκλογικού αγώνα στις Νέες Χώρες, οι 1930, τ. 1, Αθήναι 1971˙ Α. Κοτζιάς, Τα φοβερά ντοκουμέντα. Ο Εθνικός Διχασμός. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος, Αθήνα 1974˙ Γ. Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα 1970 και Π. Παναγάκος, Συμβολή εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922, Αθήνα 1961. Για το σημαντικότερο επεισόδιο της περιόδου του Εθνικού Διχασμού, τα Νοεμβριανά, βλ. Γ. Μουρέλος, Τα «Νοεμβριανά» του 1916. Από το αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων των θυμάτων, Αθήνα 2007. 21 Ο Γεώργιος Μπούσιος από τα Γρεβενά εκλέχθηκε βουλευτής στο οθωμανικό Κοινοβούλιο την περίοδο 1908-1912, ενώ μετά την απελευθέρωση ήταν ηγετικό στέλεχος των «Ανεξαρτήτων» και της αντιβενιζελικής παράταξης. Εξελέγη βουλευτής Κοζάνης το 1915, ενώ διετέλεσε και υπουργός της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου (Αύγουστος 1922). 22 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 22 Ιανουαρίου/4 Φεβρουαρίου 1915. 23 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 412 (επιστολές προς ιδιώτες), Γ. Καρβωνίδης προς Ι. Ηλιάκη, Θεσσαλονίκη 7/20 Μαρτίου 1915.
225
βενιζελικοί, οι αντιβενιζελικοί και ο συνδυασμός του κόμματος των ΛαϊκώνΑνεξαρτήτων 24
που
διεκδικούσαν
την
ψήφο
των
Μακεδόνων
εκλογέων
αλληλοκατηγορούνταν για ανίερες συμμαχίες με τους εχθρούς του έθνους, για προδοτικές εκλογικές υποσχέσεις στους μουσουλμάνους, για
άσκηση τρομοκρατίας
στους αλλογενείς ψηφοφόρους, ενώ παράλληλα έρχονταν στο φως καταγγελίες για ανάμειξη στις εκλογές των προξενείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των ευρωπαϊκών χωρών καθώς και για δράση απεσταλμένων του νεοτουρκικού κομιτάτου. Οι βενιζελικοί κατηγορούσαν τους αντιβενιζελικούς ότι συνεργάστηκαν με τους μουσουλμάνους υποσχόμενοι την επιστροφή των κτημάτων που είχαν κατασχεθεί από τη βενιζελική κυβέρνηση με το νόμο 262 του 1914 25. Ο φιλελεύθερος βουλευτής των Ιωαννίνων Κ. Μελάς, για παράδειγμα, κατηγορούσε στη Βουλή την κυβέρνηση Γούναρη ότι για λόγους εκλογικής σκοπιμότητας έδωσε παράταση στην προθεσμία υποβολής τίτλων ιδιοκτησίας για τους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες οι οποίοι διεκδικούσαν τα κτήματα που κατέλαβε το Δημόσιο, λίγο πριν από τις εκλογές του Μαΐου του 1915 26. Τα πυρά της βενιζελικής κριτικής δεχόταν κυρίως ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Γούδας που ανέλαβε για λογαριασμό των αντιβενιζελικών τις προεκλογικές συνεννοήσεις με τους μουσουλμάνους 27. Συνέπεια αυτών των συνεννοήσεων η εφημερίδα Μακεδονία θεωρούσε τις εξώσεις των προσφύγων από τα εγκαταλελειμμένα κτήματα των μουσουλμάνων τα οποία επιστρέφονταν στους πληρεξουσίους των ιδιοκτητών καθώς και το ζήτημα της απόδοσης στη μουσουλμανική κοινότητα της Έδεσσας τζαμιού που είχαν καταλάβει οι χριστιανοί μετατρέποντάς το σε εκκλησία 28. Στις ενστάσεις των βενιζελικών υποψηφίων στο εκλογοδικείο για τη νομιμότητα των εκλογών στις Νέες Χώρες γίνονταν συχνές αναφορές στη δράση του Γούδα, ενώ ο 24
Πολιτική παράταξη που δραστηριοποιούνταν κυρίως στο χώρο της Μακεδονίας, γι’ αυτό και η κοινοβουλευτική ομάδα της αποκαλούνταν «Μακεδονική». Την ηγεσία των «Ανεξαρτήτων» αποτελούσαν ο Ίων Δραγούμης και ο Γεώργιος Μπούσιος, ενώ τις θέσεις του κόμματος εξέφραζε η εβδομαδιαία Πολιτική Επιθεώρηση. 25 Πατριωτική Ένωση Ιστορία της Ελλάδος από Φεβρουαρίου 1915 μέχρι σήμερον, Αθήναι Οκτώβριος 1918, σ. 31 και εφημ. Μακεδονία, 14/27 Οκτωβρίου 1915 και 9/22 Ιουλίου 1915. Πρβλ. Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μετάφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, τ. Β΄, Αθήνα 2004, σ. 892. Επίσης, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Εξέταση μάρτυρος. Γεώργιος Δ. Σίδερις, Διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων, Αθήνα 9/22 Φεβρουαρίου 1918. ΜΑΕ, Guerre 19141918/Balkans, Grèce/292, “note annexe a la requete du 1er Mai 1917, sur la politique germanophile du Roi Constantin”. 26 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 20ής Οκτωβρίου 1915. 27 Περ. Αργυρόπουλος, Απομνημονεύματα,τ. Α, Αθήναι 1970, σ. 164. 28 Εφημ. Μακεδονία, 9/22 Ιουλίου 1915.
226
Κωνσταντίνος Ρακτιβάν κατηγορούσε τον Γούναρη ότι συνεργάστηκε με τους μουσουλμάνους δίνοντας υποσχέσεις που έθιγαν την ελληνική κυριαρχία 29. Αλλά και στη Βουλή ο Ν. Ξηρός χαρακτήριζε «αντεθνική» την αντιβενιζελική παράταξη εξαιτίας της εκλογικής της στήριξης από τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους 30. Στις τάξεις των Φιλελευθέρων διάχυτη ήταν η αντίληψη ότι
η εκλογική ήττα του κόμματος στη
Μακεδονία ήταν αποτέλεσμα της τρομοκρατίας που ασκήθηκε στους μουσουλμάνους ώστε είτε να απέχουν από τις εκλογές είτε να καταψηφίσουν τον Βενιζέλο 31. Από την άλλη, και οι αντιβενιζελικοί 32 απέδιδαν στους Φιλελευθέρους ανάλογες μομφές. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου επικρινόταν ότι χορήγησε υπερβολικές ελευθερίες στους μουσουλμάνους, όπως το δικαίωμα ψήφου χωρίς την προϋπόθεση της επιλογής της ελληνικής υπηκοότητα ή την επιστροφή μουσουλμανικών οικιών εκδιώκοντας «διά λογχισμών» τις οικογένειες των προσφύγων 33. Κατηγορούνταν, επίσης, ως υπεύθυνη για τη Σύμβαση των Αθηνών που ταπείνωσε την Ελλάδα υποχρεώνοντάς τη να ανεγείρει τζαμί στην Αθήνα και να αναγνωρίσει θέση αρχιμουφτή το μισθό του οποίου κατέβαλε το ελληνικό Δημόσιο 34. Παράλληλα, κατήγγειλαν τις πρακτικές τρομοκρατίας των βενιζελικών εις βάρος των μουσουλμάνων ώστε να μην ψηφίσουν τους αντιβενιζελικούς. Όπως στη Θεσσαλονίκη, όπου «μαγκουροφόροι, πρόσφυγες, άεργοι και αλήτες» επιτέθηκαν σε φιλήσυχους μουσουλμάνους 35, ενώ στο εκλογοδικείο ο αντιβενιζελικός συνδυασμός Ηρακλείου κατέθεσε ένσταση για το κύρος των εκλογών με το επιχείρημα ότι οπαδοί του Βενιζέλου μετέβησαν στο εκλογικό τμήμα των μουσουλμάνων και διά της βίας τούς ανάγκασαν να μην ψηφίσουν 36. Πράγματι στο Ηράκλειο κατά τις εκλογές έγιναν σοβαρά επεισόδια μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων με αποτέλεσμα το
29
Εφημ. Μακεδονία, 16/29 Ιουλίου 1915. Gunnar Hering, ό.π., σ. 892. 31 Πατριωτική Ένωση, ό.π., σ. 31 και Π. Αργυρόπουλος, ό.π., σ. 163. 32 Τον πυρήνα της αντιβενιζελικής παράταξης αποτελούσε το κόμμα των Εθνικοφρόνων με το οποίο συνεργάστηκαν τα υπολείμματα των παλαιών κομμάτων (των κομμάτων που υπήρχαν πριν από την επανάσταση στο Γουδί), αλλά και οι σοσιαλιστές ύστερα από απόφαση της πρώτης πανελλαδικής σοσιαλιστικής συνδιάσκεψης (Αθήνα Απρίλιος 1915). 33 Εφημ. Εμπρός, 12/25 Ιουνίου 1915. 34 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 7/20 Ιουνίου 1915. 35 Εφημ. Εμπρός, 12/25 Ιουνίου 1915. 36 Εφημ. Εμπρός, 15/28 Ιουλίου 1915. 30
227
θάνατο ενός μουσουλμάνου 37. Επιπλέον, η αντιβενιζελική εφημερίδα του Ηρακλείου Ίδη κατηγορούσε το βενιζελικό Τύπο ότι, εφόσον οι συναντήσεις που είχε ο Αριστείδης Στεργιάδης με σημαίνοντες μουσουλμάνους δεν εξασφάλισαν την υποστήριξη στους Φιλελευθέρους, προσπαθούσε να εξαναγκάσει τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους να μην προσέλθουν στις κάλπες διαδίδοντας πως δεν είχαν δικαίωμα ψήφου αφού δεν είχε καθοριστεί ακόμα το ζήτημα της ιθαγένειας 38. Αλλα και στο Ρέθυμνο φαίνεται ότι οι μουσουλμάνοι απείχαν από τις εκλογές ύστερα από πιέσεις των βενιζελικών 39. Πάντως το αντιβενιζελικό στρατόπεδο προσπαθούσε να προσεγγίσει τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους προβάλλοντας τη φιλειρηνική εξωτερική πολιτική του και τονίζοντας ότι η πολιτική του Βενιζέλου θα εμπλέξει τη χώρα σε πολεμικές περιπέτειες απειλώντας την εδαφική της ακεραιότητα. Πράγματι, πριν από τις εκλογές είχε γίνει γνωστή η πρόταση του Βενιζέλου για παραχωρήσεις εδαφών της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, εφόσον ταχθεί με το μέρος της Entente, με αντάλλαγμα την προσάρτηση στην Ελλάδα περιοχών της Μικράς Ασίας 40. Η αντιβενιζελική την περίοδο αυτή εφημερίδα της Κοζάνης Ηχώ της Μακεδονίας σε άρθρο της με τίτλο «Εύγε εις τους Οθωμανούς» ταύτιζε τη μουσουλμανική υποστήριξη στην κυβέρνηση Γούναρη με την επιθυμία διατήρησης της ακεραιότητας της χώρας 41. Τέλος, οι Ανεξάρτητοι, η τρίτη πολιτική δύναμη που κατήλθε στον προεκλογικό στίβο στις Νέες Χώρες, επέκριναν εξίσου βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς για προσεταιρισμό
των
μουσουλμάνων
ψηφοφόρων
χρησιμοποιώντας
υπερβολικές
υποσχέσεις και τρομοκρατία. Για παράδειγμα, κατηγορούσαν τους Φιλελεύθερους ότι για να εκβιάσουν τους μουσουλμάνους σε αποχή από τις εκλογές μοίρασαν προκηρύξεις στις οποίες αναφερόταν ότι όσοι μουσουλμάνοι ψήφιζαν θα έχαναν κατόπιν το δικαίωμα επιλογής της οθωμανικής υπηκοότητας 42. Από την άλλη, στην κυβέρνηση Γούναρη
37
Ν. Ανδριώτης – T. Izbek, «...Μηδέ Τούρκοι Τούρκοι μηδέ Έλληνες Έλληνες υπήκοοι είμαστε: Οι μουσουλμάνοι της Κρήτης 1898-1939. Από την Κρήτη στην Τουρκία», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σ. 341. 38 Εφημ. Ίδη, 16/29 Μαΐου και 23 Μαΐου/7 Ιουνίου 1915. 39 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 313 (επιστολές προς Βενιζέλο), Β. Σκούλας προς Βενιζέλο, Ρέθυμνο 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1916. 40 Gunnar Hering, ό.π., σ. 889˙ Βεντήρης, ό.π., τ. Ι, σ. 335 και Φ. Γρηγοριάδης, ό.π., σσ. 189-190. 41 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 17/30 Μαΐου 1915. Σημειώνουμε ότι η εφημερίδα θα ξεκινήσει υποστηρίζοντας πολιτικά το χώρο των αντιβενιζελικών, θα μεταπηδήσει για ένα διάστημα στους Ανεξάρτητους και θα καταλήξει στο βενιζελικό στρατόπεδο. 42 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 1/14 Ιουνίου 1915.
228
αποδιδόταν η κατηγορία ότι συνασπίστηκε με τους μουσουλμάνους παρέχοντας αφειδώς υποσχέσεις και βουλευτικές έδρες, γεγονός που μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση την ελληνικότητα της Μακεδονίας 43. Ο Στέφανος Δραγούμης, στέλεχος εκείνη την περίοδο των Ανεξαρτήτων, χαρακτήριζε τις εκλογές «ελληνοτουρκική συμμαχία» 44. Παράλληλα, οι Ανεξάρτητοι προσπαθούσαν να προσεγγίσουν το μουσουλμανικό εκλογικό σώμα σημειώνοντας ότι συμφέρον των μουσουλμάνων ήταν να στηρίξουν τους υποψηφίους του ανεξάρτητου συνδυασμού με τους οποίους είχαν κοινή πατρίδα, τη Μακεδονία, κοινά συμφέροντα και κοινά προβλήματα 45. Στο όλο νοσηρό κλίμα γύρω από τις εκλογές και τη μουσουλμανική ψήφο ήρθε να προστεθεί η ανάμειξη ή οι φήμες για ανάμειξη των προξενείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Κεντρικών Δυνάμεων καθώς και του Κομιτάτου της Ένωσης και Προόδου. Η ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη είχε πληροφορίες ότι οι περισσότεροι των υποψήφιων μουσουλμάνων βουλευτών ήταν μέλη του νεοτουρκικού κομιτάτου 46. Παράλληλα, οι αστυνομικές αρχές της Κοζάνης ανέφεραν ότι ο τσιφλικάς και ο μεγαλύτερος μουσουλμάνος κομματάρχης του νομού Δερβίς Μπέη μετέβη στο οθωμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης για συνεννοήσεις σχετικά με τη στάση των μουσουλμάνων στις εκλογές, ενώ το ίδιο έκαναν και οι αντιπρόσωποι των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Κοζάνης. Σύμφωνα με την ίδια αναφορά, παρόμοιες ενέργειες έγιναν σε ολόκληρη τη Μακεδονία σε συνεργασία με τους Βούλγαρους, με στόχο να εκλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερους αλλοεθνείς βουλευτές και να αμφισβητήσουν έτσι την ελληνικότητα της Μακεδονίας 47. Ο Γάλλος πρόξενος Θεσσαλονίκης επιβεβαίωνε την ανάμειξη του οθωμανικού προξενείου στις εκλογές
43
Εφημ. Νέα Αλήθεια, 17/30 Μαΐου 1915 και 8/21 Ιουνίου 1915. Μάλιστα η συνεργασία στελεχών του κόμματος του Γούναρη και μουσουλμάνων στηλιτεύεται από την εφημερίδα με τον εξής σκωπτικό τρόπο: «Με αγάδες συμμαχήσαν οι του κυβερνητικού και παράπον’ αντηχήσαν ως περί φρικτού κακού. Όμως τι κι αν εκλεχθούνε βουλευταί και οι αγάδες αφού στη βουλή θα μπούνε τόσοι άλλοι μασκαράδες». 44 Γ. Βεντήρης, ό.π., σ. 335. Πρβλ. εφημ. Εμπρός, 15/28 Ιουνίου 1915 όπου απάντηση του Γούδα στις επικρίσεις του Δραγούμη. 45 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 1/14 Μαΐου 1915 όπου άρθρο με τίτλο «Η στάσις των μουσουλμάνων, το συμφέρον των». 46 ΙΑΥΕ, Κ. Υ., 1915, φ. Α/2(3), πρεσβεία Ελλάδος προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 16/29 Μαρτίου 1915, αρ. πρ. 1636. 47 ΙΑΥΕ, Κ. Υ., 1915, φ. Α/2(3), ο μοίραρχος Καρατζιλάρ προς την Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης, Καρατζιλάρ 30 Απριλίου/13 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 129.
229
καθώς και τη σαφέστατη προτίμηση στους αντιβενιζελικούς 48, ενώ είναι βέβαιο ότι η φιλογερμανική μουσουλμανική εφημερίδα της πόλης Yeni Asir λάμβανε άμεση γερμανική οικονομική υποστήριξη 49. Αλλά και στα Ιωάννινα ο γενικός πρόξενος της Αυστροουγγαρίας χρηματοδοτούσε την αποστολή «έμπιστων» μουσουλμάνων σε όλες τις επαρχίες με οδηγίες εκλογικής συμπεριφοράς προς τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους 50. Οι
παραπάνω
αλληλοκατηγορίες
μεταξύ
των
πολιτικών
παρατάξεων
χαρακτηρίζονταν από τις συνηθισμένες υπερβολές και ανακρίβειες μιας προεκλογικής περιόδου, ιδιαίτερα δε όταν αυτή εντασσόταν στο κλίμα έντασης του Εθνικού Διχασμού. Βέβαια, εκτός από τις αστήρικτες κατηγορίες που είχαν στόχο τη σπίλωση του πολιτικού αντιπάλου, η άσκηση βίας και η προσπάθεια εκβιασμού ήταν τακτικές, κάθε άλλο παρά πρωτόγνωρες, στο πολιτικό παιχνίδι της περιόδου και δεν χρησιμοποιούνταν μόνο εις βάρος των μουσουλμάνων ψηφοφόρων. Επιπλέον, όπως θα φανεί παρακάτω, τα κομματικά επιτελεία για να εξασφαλίσουν τη στήριξη του μουσουλμανικού εκλογικού σώματος προέβαιναν, πράγματι, σε υπερβολικές υποσχέσεις και παραχωρήσεις. Παράλληλα, οι αντίπαλοι συνασπισμοί του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ενδιαφέρονταν να διαμορφώσουν το εκλογικό αποτέλεσμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσει τη στρατηγική τους στην περιοχή, κάτι που προϋπέθετε δραστήρια προπαγάνδα και χρηματοδότηση όσων ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν στην επίτευξη του παραπάνω στόχου. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής εντασσόταν και η χρηματοδότηση της Yeni Asir καθώς και αντιβενιζελικών μουσουλμάνων της Ηπείρου από τις διπλωματικές αποστολές των Κεντρικών Δυνάμεων. Αλλά και οι πληροφορίες για ανάμειξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα δεν ήταν απλά μόνο φήμες για να πληγεί πολιτικά ο αντίπαλος. Σύμφωνα με τον Φουάτ Μπαλκάν (Fuat Balkan), στέλεχος των Νεοτούρκων και επικεφαλής του δικτύου κατασκοπείας και των ομάδων ατάκτων σε Μακεδονία και Θράκη, η οθωμανική κυβέρνηση ενδιαφερόταν να διατηρήσει το κλίμα πολιτική έντασης στην Ελλάδα ενώ η Yeni Asir, οι μουσουλμάνοι
48
ΜΑΕ, Guerre 1914-1918/Balkans, Grèce/245, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10 Μαΐου 1915. 49 Γ. Λεονταρίτης, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 1978, σ. 86. 50 Gunnar Hering, ό.π., σ. 892.
230
βουλευτές και οι διπλωματικές αποστολές των Κεντρικών Δυνάμεων συνεργάζονταν στενά με τον Φουάτ 51. Η διαμάχη των πολιτικών παρατάξεων στη Μακεδονία ενίσχυσε τον εκλογικό ρόλο των μουσουλμάνων που διαπραγματεύτηκαν σκληρά την εκλογική τους υποστήριξη. Τελικά, όπως φαίνεται και από τα εκλογικά αποτελέσματα, στήριξαν την κυβέρνηση Γούναρη, υπό τον όρο της επιστροφής των μουσουλμανικών κτημάτων που είχαν καταληφθεί από τη βενιζελική κυβέρνηση 52. Η προτίμηση των μουσουλμάνων στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο έγινε ξεκάθαρη όταν γνωστοποιήθηκαν οι συνδυασμοί των τριών παρατάξεων στη Μακεδονία που θα κατέρχονταν στις εκλογές του Μαΐου του 1915. Στους βενιζελικούς συνδυασμούς μετείχε μόνο ένας μουσουλμάνους υποψήφιος στο νομό Δράμας, μερικοί μουσουλμάνοι κατέβηκαν με τους συνδυασμούς των Ανεξαρτήτων, αλλά οι περισσότεροι με τους συνδυασμούς του κόμματος του Γούναρη. Συγκεκριμένα: στην Κοζάνη, τρεις μουσουλμάνοι συμμετείχαν στο ψηφοδέλτιο του κόμματος του Γούναρη και κανένας σε αυτά των βενιζελικών και των Ανεξαρτήτων. Στη Φλώρινα, μουσουλμάνος υποψήφιος υπήρχε μόνο στο ψηφοδέλτιο των αντιβενιζελικών. Στη Θεσσαλονίκη, δεν μετείχαν μουσουλμάνοι στο ψηφοδέλτιο των βενιζελικών, ενώ, αντίθετα, δύο μουσουλμάνοι υποψήφιοι υπήρχαν στο ψηφοδέλτιο των Ανεξαρτήτων και επτά σε αυτό των αντιβενιζελικών. Τέλος, στο νομό Δράμας είναι γνωστό ότι εκλέχθηκαν πέντε μουσουλμάνοι βουλευτές με τον κυβερνητικό-γουναρικό συνδυασμό, ενώ με το ψηφοδέλτιο των Φιλελευθέρων κατέβηκε στις εκλογές ο Τουρκοκρητικός νομάρχης Δράμας και φίλος του Βενιζέλου Αλή Ναΐπ Ζαδέ (Ali Nayip Zade) 53. Συνολικά εκλέχθηκαν 16 μουσουλμάνοι βουλευτές, τρεις στο νομό Κοζάνης, ένας στο νομό Φλώρινας, επτά στο νομό Θεσσαλονίκης και πέντε στο νομό Δράμας 54. 51
Metin Marti (επιμ.), Ilk Türk Komitacisi Fuat Balkan’in Hatiralari (Οι αναμνήσεις του Φουάτ Μπαλκάν, του πρώτου Τούρκου κομιτατζη), Ιστανμπούλ 1998, σσ. 16-19. Την πολιτική ένταση θα διατηρούσαν διάφορες προβοκάτσιες, όπως συνεχείς δολοφονίες, στην Ανατολική Μακεδονία. 52 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 2/15 Μαΐου 1915. 53 Για την ανεύρεση των μουσουλμάνων βουλευτών και υποψηφίων χρησιμοποιήθηκαν οι κάτωθι πηγές: Βουλή των Ελλήνων, Διεύθυνση Διοικητικού, Τμήμα Μητρώου Βουλευτών, Μητρώο πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, Αθήνα 1986. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 101 (υπουργείο Εσωτερικών), εκλογικά Λέσχης Φιλελευθέρων όπου σημείωμα με τους υποψήφιους βενιζελικούς βουλευτές στις εκλογές του Μαΐου του 1915. Επίσης, Δ. Δώδος, ό.π. και εφημ. Νέα Αλήθεια, 17/30 Μαΐου 1915, 23 Μαΐου/5 Ιουνίου 1915 και 3/16 Ιουνίου 1915 για τα αποτελέσματα Δράμας. Για την Κοζάνη βλ. εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 17/30 Ιουνίου 1915 και 21 Ιουνίου/4 Ιουλίου 1915. 54 Βλ. τους πίνακες στο παράρτημα του κεφαλαίου με τα ονόματα και τα επαγγέλματα των μουσουλμάνων βουλευτών και υποψήφιων βουλευτών.
231
Αν και στους συνδυασμούς των βενιζελικών στις Νέες Χώρες δεν υπήρχαν – εκτός από το νομό Δράμας– μουσουλμάνοι υποψήφιοι, αυτό δεν σημαίνει ότι οι βενιζελικοί δεν προέβησαν σε συνεννοήσεις για τον προσεταιρισμό μουσουλμάνων ψηφοφόρων. Στην Κοζάνη, υπήρχε η πρόθεση να συμπεριληφθεί στο συνδυασμό ο μουσουλμάνος Αλή Ριζά Χαμζά Χουρσήτ (Ali Riza Hamza Hurşıt), ωστόσο ο υποψήφιος βουλευτής Κωνσταντίνος Δεμερτζής σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο προειδοποιούσε ότι η υποψηφιότητα του Αλή Ριζά θα ζημίωνε τους Φιλελευθέρους και κατηγορούσε τους συμβούλους του Βενιζέλου ότι είχαν πλήρη άγνοια του νομού και των συνθηκών που επικρατούσαν εκεί 55. Ο μοναδικός βενιζελικός βουλευτής που εκλέχθηκε στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στο νομό Σερρών ήταν ο Δημήτριος Δίγκας, για τον οποίο αφήνονταν αιχμές ότι είχε την υποστήριξη των μουσουλμάνων μπέηδων των οποίων ήταν δικηγόρος στις υποθέσεις που αφορούσαν τα τσιφλίκια τους 56. Μπορεί οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας να στήριξαν τους αντιβενιζελικούς, δεν συνέβη όμως το ίδιο στην Ήπειρο, ενώ στην Κρήτη οι γνωριμίες του Βενιζέλου με σημαίνοντες Τουρκοκρητικούς εξασφάλισαν στους Φιλελευθέρους ένα μερίδιο της μουσουλμανικής ψήφου 57. Εφόσον, όμως, οι βενιζελικοί δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των μουσουλμάνων ψηφοφόρων προσπαθούσαν να αποδείξουν τη μη νόμιμη συμμετοχή τους στις εκλογές του Μαΐου του 1915. Βασικό επιχείρημα των βενιζελικών υποψηφίων στις ενστάσεις που κατέθεσαν στο εκλογοδικείο αμφισβητώντας τα εκλογικά αποτελέσματα στις Νέες Χώρες ήταν η έλλειψη νομιμότητας της συμμετοχής των μουσουλμάνων στις εκλογές, αφού δεν επέλεξαν την ελληνική υπηκοότητα, ενώ, παράλληλα, κατήγγειλαν και την ανάμειξη των μουφτήδων στον εκλογικό αγώνα, γεγονός ανεπίτρεπτο για δημοσίους υπαλλήλους που όφειλαν να είναι ουδέτεροι 58. Πάντως το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές καταλαμβάνοντας το 60% των εδρών (189 έδρες), ενώ ο αντιβενιζελικός συνασπισμός κέρδισε 90 έδρες οι 63 από τις οποίες ήταν των εκλογικών περιφερειών της Μακεδονίας 59. Το επόμενο χρονικό 55
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 312 (επιστολές προς Βενιζέλο), Δεμερτζής προς Βενιζέλο, Αθήνα 4/17 Ιουλίου 1914. 56 Φ. Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 190. 57 Εφημ. Εμπρός, 4/17 Ιουνίου 1915 και 20 Ιουνίου/3 Ιουλίου 1915. 58 Το εκλογικό αποτέλεσμα αμφισβητήθηκε στους νομούς Κοζάνης, Θεσσαλονίκης, Δράμας και Σερρών, βλ. εφημ. Εμπρός, 17/30 Ιουλίου 1915 και 19 Ιουλίου/1 Αυγούστου 1915 και εφημ. Μακεδονία, 16/29 Ιουλίου 1915. 59 Γ. Δάφνης, Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα 1821-1961, Αθήνα 1961, σ. 129.
232
διάστημα χαρακτηρίζεται από τις εντάσεις του Εθνικού Διχασμού, όπως η νέα διαφωνία Κωνσταντίνου-Βενιζέλου και η νέα παραίτηση του τελευταίου (Σεπτέμβριος 1915), ο διορισμός από το βασιλιά των κυβερνήσεων Ζαΐμη και Σκουλούδη, η προκήρυξη εκλογών στις 6 Δεκεμβρίου του 1915 και η αποχή από αυτές των Φιλελευθέρων. Στο μεταξύ τον Οκτώβριο του 1915 στρατιωτικές δυνάμεις της Entente αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη. 4. Οι εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 Οι εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου του 1915 ήταν μάλλον μια εκλογική παρωδία εξαιτίας της αποχής των βενιζελικών και της παρουσίας ξένων στρατευμάτων στη Μακεδονία. Ωστόσο, με τη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση αποτυπώνονται χαρακτηριστικά τόσο η βαρύτητα της μουσουλμανικής ψήφου στις Νέες Χώρες όσο και οι αντιδράσεις που προκαλούσαν τα προεκλογικά «μαγειρέματα» ώστε να εξασφαλιστεί η συνεργασία των μουσουλμάνων. Επιπλέον, έχουν ιδιαίτερη σημασία οι εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου εφόσον στη Μακεδονία ο προεκλογικός αγώνας διεξήχθη με όρους φυλετικού και θρησκευτικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε μουσουλμάνους και Έλληνες. Μετά την αποχή των βενιζελικών δύο συνδυασμοί διεκδικούσαν την ψήφο του μακεδονικού πληθυσμού: από τη μια, ο κυβερνητικός συνδυασμός με βασικό κορμό το κόμμα των Εθνικοφρόνων του Γούναρη και τη συνεργασία πολιτικών που στις προηγούμενες εκλογές είχαν κατεβεί με τους συνδυασμούς των Ανεξαρτήτων και από την άλλη, ο Εθνικός Συνδυασμός που αποτελούνταν από δυσαρεστημένους οπαδούς του Γούναρη και στελέχη του κόμματος των Ανεξαρτήτων 60. Ο Εθνικός Συνδυασμός βάσιζε την όλη προεκλογική ρητορική του καταγγέλλοντας ανίερες συμμαχίες και προδοτικές παραχωρήσεις του κόμματος του Γούναρη στους μουσουλμάνους και καλώντας τους 60
Για παράδειγμα, στην Κοζάνη οι επτά βουλευτές που εκλέχθηκαν με το κόμμα των Ανεξαρτήτων στις εκλογές της 31ης Μαΐου σε προκήρυξή τους ανακοίνωσαν τη συνεργασία με τον κυβερνητικό συνδυασμό, βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. Εσωτερική Πολιτική-υπηρεσιακά υπουργείου Εξωτερικών, «Οι τέως βουλευταί σας Γ. Μπούσιος, Ι. Αντωνιάδης, Ν. Γκουλέκας, Α. Ζάχος, Θ. Κωτούλας, Δ. Οικονόμου, Σ. Ευθυμιάδης προς τους εκλογείς του Νομού Κοζάνης, Κοζάνη 15 Νοεμβρίου 1915». Στη Θεσσαλονίκη ο Στ. Δραγούμης αυτή τη φορά συνεργάστηκε με τον κυβερνητικό συνδυασμό, βλ. Δ. Δώδος, ό.π.,σσ. 63-64. Στη Φλώρινα καταρτίστηκε κοινός συνδυασμός από οπαδούς του Γούναρη και τον Ίωνα Δραγούμη, βλ. εφημ. Νέα Αλήθεια, 10/23 Δεκεμβρίου 1915. Ενώ η βενιζελική Μακεδονία αναφέρει χαρακτηριστικά ότι επειδή οι γουναρικοί δεν έχουν με ποιον να τα βάλουν τα βάζουν με τον εαυτό τους, εφημ. Μακεδονία, 21 Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1915.
233
χριστιανούς ψηφοφόρους να αγωνιστούν για να αποτρέψουν την πολιτική κυριαρχία του μουσουλμανικού στοιχείου στη Μακεδονία. Το κλίμα μέσα στο οποίο έγινε ο προεκλογικός αγώνας παρουσιάζεται από τον Τύπο της εποχής. Συγκεκριμένα, μελετήθηκαν οι εφημερίδες Φως και Ηχώ της Μακεδονίας που υποστήριζαν τον Εθνικό Συνδυασμό, η εφημερίδα Νέα Αλήθεια του κυβερνητικού συνδυασμού και η Μακεδονία που πολιτικά ανήκε στο βενιζελικό στρατόπεδο. Οι εφημερίδες που υποστήριζαν τον Εθνικό Συνδυασμό δημοσιεύοντας σειρά άρθρων και προκηρύξεων προσπαθούσαν να προσδώσουν στις εκλογές χαρακτηριστικά φυλετικής και θρησκευτικής διαμάχης ανάμεσα σε Έλληνες και μουσουλμάνους ψηφοφόρους. Αρχικά πληροφορούσαν τους Έλληνες ψηφοφόρους για τις παραχωρήσεις στις οποίες προέβαινε ο κυβερνητικός συνδυασμός ώστε να εξασφαλιστεί η στήριξη των «βουλευτοποιών Τούρκων», παραχωρήσεις που θεωρούνταν ότι πρόδιδαν τα δίκαια του ελληνικού στοιχείου και έθεταν σε κίνδυνο την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Το Φως, για παράδειγμα, ανέφερε ότι στις διαπραγματεύσεις στελεχών του γουναρικούκυβερνητικού συνδυασμού με τους μουσουλμάνους οι τελευταίοι ζήτησαν δέκα θέσεις στο ψηφοδέλτιο και 20.000 δραχμές. Η συμφωνία, τελικά, προέβλεπε τη χορήγηση 10.000 δραχμών και εννέα θέσεων στο ψηφοδέλτιο, από τις οποίες επτά θα καταλάμβαναν μουσουλμάνοι και τις υπόλοιπες δύο χριστιανοί οι οποίοι όμως θα υποδεικνύονταν από τους μουσουλμάνους 61. Η εφημερίδα συνέχιζε να στηλιτεύει τους «τεμενάδες» των στελεχών του κόμματος του Γούναρη στους μουσουλμάνους, κατέκρινε το γεγονός ότι οι τελευταίοι ήταν αυτοί που καθόριζαν και τους Έλληνες υποψηφίους, ενώ αναφερόταν και σε δραστηριότητα πρακτόρων των Νεοτούρκων καθώς και σε εγκυκλίους που έστελνε ο μουφτής Θεσσαλονίκης με οδηγίες εκλογικής συμπεριφοράς 62. Αλλά και στην Κοζάνη η Ηχώ της Μακεδονίας δημοσίευσε συνέντευξη του Στέφανου Παπακωνσταντίνου ο οποίος είχε εντολή του Γούναρη να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τους
μουσουλμάνους
κομματάρχες
και
κυρίως
με
τον
Δερβίς
μπέη.
Ο
Παπακωνσταντίνου όμως αποχώρησε από το συνδυασμό της παράταξης του Γούναρη εξαιτίας της απαίτησης των μουσουλμάνων να καθορίσουν εκτός από τους ομοθρήσκους τους και τους χριστιανούς υποψηφίους του συνδυασμού 63. Οι πληροφορίες που ήθελαν 61
Εφημ. Φως, 20 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου 1915 και 23 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1915. Εφημ. Φως, 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1915 και 25 Νοεμβρίου/8 Δεκεμβρίου 1915. 63 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 26 Νοεμβρίου/9 Δεκεμβρίου 1915. 62
234
τους μουσουλμάνους κομματάρχες να υποδεικνύουν και τους χριστιανούς υποψηφίους των συνδυασμών θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπερβολικές ή ότι εντάσσονται σε έναν πόλεμο λάσπης του πολιτικού αντιπάλου, ωστόσο επιστολές κομματικών στελεχών της Κοζάνης εν όψει των εκλογών του φθινοπώρου του 1916, τις οποίες βέβαια πρόλαβε το κίνημα της Εθνικής Αμύνης, επιβεβαιώνουν, όπως θα αναφερθεί, το παραπάνω γεγονός 64. Τα στελέχη του Εθνικού Συνδυασμού για να προσεγγίσουν τους Έλληνες ψηφοφόρους κατέφευγαν σε μια εθνικιστική και μισαλλόδοξη ρητορική θέτοντας διλήμματα του τύπου: «Αι εκλογαί αυταί εις τας οποίας καλείται ο Λαός την 6ην Δεκεμβρίου διά την Μακεδονίαν δεν έχουν την στενήν πολιτικήν σημασίαν των εκλογών των άλλων μερών. Έχουσι χαρακτήρα καθαρώς εθνικόν, διότι ο αγών θα γίνη μεταξύ της κυανολεύκου σημαίας μας, του Εθνικού αυτού συμβόλου μας και της ημισελήνου» 65. «Λαέ, πρόσεχε πολύ, δεν πρέπει να λείψη κανείς από τας κάλπας την 6ην Δεκεμβρίου. Όλοι οι γνήσιοι Έλληνες εκλογείς πρέπει να παρελάσουν προ αυτών διά να επιτελέσωσι το ιερόν και ύψιστον καθήκον των προς εαυτούς και προς την πατρίδα, το οποίο επιτάσσει μαύρο δαγκαμένο εις τους Δερβήσιδες του λεγόμενου ελληνοτουρκικού γουναρικού συνδυασμού και άσπρο άγιο εις τα παιδιά του λαού τα απαρτίζοντα τον Εθνικόν Χριστιανικόν Συνδυασμόν» 66. Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και άλλα αποσπάσματα από προκηρύξεις του Εθνικού Συνδυασμού για να κατανοηθεί πληρέστερα το κλίμα φυλετικής-θρησκευτικής διαμάχης που χαρακτήρισε τις εκλογές του Δεκεμβρίου. Στην Κοζάνη, δημοσιεύτηκε στην Ηχώ της Μακεδονίας προκήρυξη προς τους Έλληνες χριστιανούς πολίτες του νομού Κοζάνης η οποία περιείχε και τις δέκα εντολές του Εθνικού Συνδυασμού: «Άσπρο εις αυτούς οι οποίοι περιμένουν να επιτύχουν όχι από τας ψήφους των Χασάνιδων και Μεχμέτιδων, αλλά από τας αγνάς πατριωτικάς ψήφους των χριστιανών. Μαύρο εις τους εξευτελίσαντας τον ελληνικόν λαόν του Νομού Κοζάνης διά των υποκλίσεών των προς τους κονιαρέους βέηδες Δερβίς, Ακίφ και Σας. Όποιος δεν αγαπά το Έθνος του και θέλει να αφίνη να κυριαρχήσουν οι Τούρκοι ας ψηφίση τους ψευτογουναρικούς οι οποίοι συνεμάχησαν με αγάδες για να ντροπιάσουν τον Ελληνισμόν. 64
ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Γ. Μπούσιου, φ. 1.3, Αντωνιάδης προς Μπούσιο, Κοζάνη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1916 και στέλεχος Ανεξαρτήτων (όνομα δυσανάγνωστο) προς Μπούσιο, Κοζάνη 25 Ιουλίου/7 Αυγούστου 1916. 65 Εφημ. Φως, 22 Νοεμβρίου/5 Δεκεμβρίου 1915, άρθρο με τίτλο «Ο εθνικός συναγερμός των Μακεδόνων». 66 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 29 Νοεμβρίου/12 Δεκεμβρίου 1915.
235
Όποιος επιθυμεί τώρα όπου κυματίζει στη Μακεδονία η Ελληνική Σημαία να νομισθή ότι κατοικούν μόνο φέσια ας ψηφίσει τους αντιθέτους μας. Όποιος δε επιθυμεί να παταχθώσιν οι εκμεταλλευταί του λαού και το θράσος των Βέηδων έχει ιεράν υποχρέωσιν είτε Φιλελεύθερος είνε, είτε Γουναρικός, είτε Ανεξάρτητος να μη απόσχη των εκλογών, αλλά να περάση από τας κάλπας και ρίψη Άσπρον ψήφο μόνο στο “Κλαδί” το σύνθημα του Εθνικού και Χριστιανικού Συνδυασμού» 67. Στη Θεσσαλονίκη δημοσιεύτηκαν ανάλογες προκηρύξεις: « (...)Αι μουσουλμανικαί κοινότητες υπακούσασαι τυφλώς εις διαταγάς έξωθεν ερχόμενας συνησπίσθησαν. Και ο συνασπισμός αυτός αποτελεί διά την Ελληνικήν Πατρίδα και ιδίως διά την Μακεδονίαν κίνδυνον μέγαν. Δι’ αυτού ζητείται να παρασταθή η Ελληνική αυτή χώρα ως μουσουλμανική. Δι’ αυτού επιδιώκεται να εξαφανισθούν τα ελληνικά εμβλήματα και να εμφανίζηται το σαρίκι. (....) Όχι, δεν θα επιτραπή εις τους επιτήδειους κερδοσκόπους να πωλήσωσιν την Μακεδονίαν εις τους Νεοτούρκους διά να συγκεντρώσουν ολίγας ψήφους εις την Βουλήν διά να δύνανται να κυβερνώσι την χώραν (....) Δεν θα επιτραπή εις κανέναν να νομίζη ότι το εθνικόν ένστικτον του Μακεδονικού Λαού ενεκρώθη επί τοσούτον, ώστε να αναθέση την τύχην αυτού και του λοιπού στέναζοντος υπό την δουλείαν Λαού εις τους επί έτη χρησιμεύσαντας ως δήμιούς του. Όχι, ο Μακεδονικός Λαός θα συναγερθή και θα κτυπήση αλύπητα τους εχθρούς του Έθνους και της Πατρίδας του» 68. Το Φως μάλιστα καλούσε τον κλήρο σε ιερό αγώνα εναντίον των μουσουλμάνων και σε ανάληψη ανάλογων πρωτοβουλιών, όπως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ώστε να ενώσει το ελληνικό στοιχείο κάτω από το έμβλημα του σταυρού 69. Από την πλευρά τους, οι κυβερνητικοί-γουναρικοί κατηγορούσαν τους υποψηφίους του Εθνικού Συνδυασμού ότι εξάπτουν το φυλετικό και θρησκευτικό μίσος εναντίον των αλλοφύλων χωρίς να διακατέχονται από «πατριωτικά» κίνητρα, αλλά στοχεύοντας αποκλειστικά στην είσοδό τους στη Βουλή, παραβλέποντας το γεγονός ότι με την πολιτική τους θα μετέτρεπαν τη χώρα σε ερείπια 70. Οι κυβερνητικοί, για να 67
Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 1/14 Δεκεμβρίου 1915. Εφημ. Φως, 22 Νοεμβρίου/5 Δεκεμβρίου 1915. 69 Εφημ. Φως, 27 Νοεμβρίου/10 Δεκεμβρίου 1915 όπου άρθρο με τίτλο «Την ελευθερωθείσαν Μακεδονίαν δεν πρέπει να την αντιπροσωπεύσουν οι σαρικοφόροι των χοντζάδων και ιμάμηδων», 28 Νοεμβρίου/11 Δεκεμβρίου 1915 άρθρο με τίτλο «Ο Έλλην πάππας», 2/15 Δεκεμβρίου 1915 άρθρο με τίτλο «Ο αγών κατά των τουρκικών οργανώσεων είνε αγών εθνικής πολιτικής αμύνης το καθήκον του ελληνικού κλήρου». 70 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 29 Νοεμβρίου/12 Δεκεμβρίου 1915 και 5/18 Δεκεμβρίου 1915. 68
236
αντιμετωπίσουν τόσο τον Εθνικό Συνδυασμό όσο και τους βενιζελικούς που καλούσαν το λαό σε αποχή, προέβαλλαν ως βασικό πολιτικό τους επιχείρημα την ουδετερότητα και τη στήριξη στο πρόσωπο του βασιλιά: «Το σύνθημα του λαού δεν πρέπει να είνε “διωγμός” και “αποχή”. Το σύνθημά του πρέπει να είνε εις τας κάλπας υπέρ του Βασιλέως» 71. Οι βενιζελικοί, με τη σειρά τους, στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915 στόχευαν στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποχή του εκλογικού σώματος ώστε να αμφισβητηθεί η νομιμότητα των εκλογών και να μεταφραστεί σε στήριξη του Βενιζέλου και της πολιτικής του. Η Μακεδονία καλούσε τους Μακεδονές να προσέξουν και να μην πέσουν στην παγίδα του Γούναρη που δημιούργησε τον Εθνικό Συνδυασμό δίνοντας έτσι στις εκλογές χαρακτήρα φυλετικού ανταγωνισμού και αποσκοπώντας να οδηγήσει το ελληνικό στοιχείο στην κάλπη, ώστε να εξασφαλιστεί η νομιμότητα του εκλογικού αποτελέσματος 72. Παράλληλα, κατηγορούσαν την κυβέρνηση Σκουλούδη και τον υπουργό Οικονομικών Στέφανο Δραγούμη ότι πριν από τις εκλογές «χάρισε» στους μουσουλμάνους μεγαλογαιοκτήμονες φίλους του κόμματος τα κτήματα που είχε καταλάβει το Δημόσιο επί βενιζελικών κυβερνήσεων 73. Τα
εκλογικά
αποτελέσματα
ανέδειξαν
αναμφισβήτητους
νικητές
τους
κυβερνητικούς, αλλά και... την αποχή. Οι βενιζελικοί θριαμβολογούσαν για τα μεγάλα ποσοστά αποχής, χαρακτήριζαν τις εκλογές παρωδία και υπογράμμιζαν ότι μόνον οι μουσουλμάνοι ψήφισαν με φανατισμό στις 6 Δεκεμβρίου 74. Από την άλλη, οι εκπρόσωποι του Εθνικού Συνδυασμού απέδιδαν την αποτυχία τους στην ύπαρξη ξένων στρατευμάτων, στην επικείμενη εισβολή των Γερμανοβουλγάρων, στις δύσκολες συνθήκες του χειμώνα και στην πρόχειρη οργάνωση των συνδυασμών, ενώ δεν
71
Εφημ. Νέα Αλήθεια, 29 Νοεμβρίου/12 Δεκεμβρίου 1915. Εφημ. Μακεδονία, 28 Νοεμβρίου/11 Δεκεμβρίου 1915. 73 Πρόκειται για την πολύκροτη υπόθεση της επιστροφής των κτημάτων των Δουρτζήδων στην Έδεσσα και του Μπεϊτουλάχ Μπέη στην Καστοριά, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 372, σημείωμα του υπουργείου Γεωργίας προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού για την υπόθεση των Δουρτζήδων. 74 Εφημ. Μακεδονία, 7/20 Δεκεμβρίου 1915 και Φιλελεύθερος Μυτιλήνης, 7/20 Δεκεμβρίου 1915. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου 450.000 ψηφοφόροι δεν προσήλθαν στις κάλπες, βλ. Gunnar Hering, ό.π., σ. 888. Στη Θεσσαλονίκη απείχε το 1/3 των ψηφοφόρων, βλ. Δ. Δώδος, ό.π., σ. 64. Στην Κοζάνη από τους 25.000 Έλληνες ψηφοφόρους ψήφισαν μόνο οι 7.000, βλ. εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 9/22 Δεκεμβρίου 1915 και στη Μυτιλήνη από τα 17.749 των προηγούμενων εκλογών ψήφισαν 1.812 άτομα εκ των οποίων οι 700 ήταν μουσουλμάνοι, βλ. εφημ. Φιλελεύθερος Μυτιλήνης, 7/20 Δεκεμβρίου 1915. 72
237
θεωρούσαν ότι η αποχή ισοδυναμούσε με επιδοκιμασία του Βενιζέλου 75. Οι κυβερνητικοί πάντως είχαν κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένοι. Τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Δεκεμβρίου 1915 έφεραν στη Βουλή 19 μουσουλμάνους βουλευτές, δηλαδή τρεις περισσότερους από τις εκλογές της 31ης Μαΐου. Συγκεκριμένα, στο νομό Θεσσαλονίκης εκλέχθηκαν έξι μουσουλμάνοι βουλευτές, όπως και στο νομό Δράμας, στο νομό Κοζάνης τρεις, στο νομό Φλώρινας δύο και για πρώτη φορά δύο μουσουλμάνοι βουλευτές στο νομό Πρέβεζας 76. Εκτός όμως από τους παραπάνω 19 μουσουλμάνους, στις εκλογές του Δεκεμβρίου συμμετείχαν και άλλοι μουσουλμάνοι υποψήφιοι. Έτσι, στην Κοζάνη, εκτός από τους τρεις υποψηφίους του κυβερνητικού συνδυασμού, κατέβηκαν στις εκλογές και τέσσερις ανεξάρτητοι μουσουλμάνοι υποψήφιοι 77. Στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν ανεξάρτητοι μουσουλμάνοι υποψήφιοι, ενώ για το νομό Δράμας δεν υπάρχουν σχετικές πληροφορίες 78. Πάντως φαίνεται από τα εκλογικά αποτελέσματα ότι δεν επιτεύχθηκε η πόλωση που επιχείρησε ο Εθνικός Συνδυασμός ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους στις Νέες Χώρες. Στην Κοζάνη, για παράδειγμα, μουσουλμάνοι υποψήφιοι ψηφίστηκαν θετικά και σε αμιγώς χριστιανικά εκλογικά τμήματα 79. Εννοείται βέβαια ότι οι μουσουλμάνοι υποψήφιοι συγκέντρωσαν περισσότερες ψήφους σε περιοχές όπου κυριαρχούσε το μουσουλμανικό στοιχείο. Έτσι, οι μουσουλμάνοι υποψήφιοι της Θεσσαλονίκης είχαν μεγαλύτερα ποσοστά συγκέντρωσης ψήφων στην επαρχία του Λαγκαδά σε σχέση με την επαρχία Χαλκιδικής 80. Το πολιτικό μόρφωμα του Εθνικού Συνδυασμού εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή των Νέων Χωρών μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915, γεγονός που αποδεικνύει ότι η ακραία αντιμουσουλμανική ρητορική του δεν είχε κανένα έρεισμα στο χριστιανικό εκλογικό σώμα. Ίσως η πρόσκαιρη αυτή παρουσία του να εξυπηρετούσε σκοπιμότητες της συγκεκριμένης
75
Εφημ. Φως, 7/20 Δεκεμβρίου 1915 και 10/23 Δεκεμβρίου 1915. Βλ. τον πίνακα με τα ονόματα και τα επαγγέλματα των μουσουλμάνων βουλευτών και υποψήφιων βουλευτών στο παράρτημα του κεφαλαίου. 77 Γ. Γκλαβίνας, «Η εκλογική συμπεριφορά των Μουσουλμάνων του Νομού Κοζάνης την περίοδο 19151923», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά του ΚΣΤ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 309 και τους πίνακες με τους υποψήφιους βουλευτές στο παράρτημα του κεφαλαίου. 78 Γενικότερα η έρευνα σχετικά με τις εκλογές της περιόδου στην Ανατολική Μακεδονία είναι δυσχερέστατη, εφόσον δεν έχει διασωθεί ο Τύπος της εποχής, παρά μόνο ελάχιστα φύλλα και αυτά μη προσβάσιμα. 79 Γ. Γκλαβίνας, ό.π., σ. 309. 80 Για τα αποτελέσματα στις δύο επαρχίες βλ. εφημ. Φως, 11/24 Δεκεμβρίου 1915. 76
238
εκλογικής αναμέτρησης, επιδιώκοντας να εξάψει τον «πατριωτισμό» των Ελλήνων ψηφοφόρων αποσκοπούσε να τους οδηγήσει στην κάλπη, κάτι που δεν ευνοούσε σίγουρα το κόμμα των Φιλελευθέρων που μετέφραζε την αποχή από τις εκλογές ως επιδοκιμασία της πολιτικής του Βενιζέλου. Οι εκλογές του Δεκεμβρίου 1915 και η συμμετοχή σε αυτές των μουσουλμάνων δεν έμειναν ανεπηρέαστες από την παρουσία των στρατευμάτων της Entente στις Νέες Χώρες. Τα Συμμαχικά στρατεύματα υποστήριζαν φυσικά τους βενιζελικούς που επιδίωκαν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, ενώ αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη καχυποψία τους μουσουλμάνους τόσο γιατί τους θεωρούσαν πράκτορες της Κωνσταντινούπολης και του Βερολίνου όσο και για τη στήριξη που παρείχαν στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο. Ο Γάλλος πρόξενος στη Μυτιλήνη, ύστερα από σύλληψη μουσουλμάνου του νησιού, μετέφερε δήλωση των γαλλικών στρατιωτικών αρχών με την οποία διευκρινιζόταν ότι οι μουσουλμάνοι των Νέων Ελληνικών Χωρών που δεν είχαν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα θεωρούνταν ύποπτοι και συλλαμβάνονταν
μέχρις
αποδείξεως
της
καλής
τους
πίστεως 81.
Συλλήψεις
μουσουλμάνων έγιναν κατά τις νηοψίες ελληνικών ατμοπλοίων από Συμμαχικά πλοία 82, ενώ οι μουσουλμάνοι βουλευτές της Μακεδονίας που εκλέχθηκαν στις εκλογές της 31ης Μαΐου μετέβησαν στην Αθήνα για τις εργασίες της Βουλής οδικώς υπό το φόβο των Συμμαχικών νηοψιών 83. Η απειλή των συλλήψεων και εκτοπίσεων από τους Αγγλογάλλους χρησιμοποιήθηκε από βενιζελικούς πολιτικούς παράγοντες ώστε να αναγκαστούν οι μουσουλμάνοι σε αποχή από τις εκλογές 84. Όπως θα σημειωθεί παρακάτω, οι βενιζελικοί ενέταξαν στους προεκλογικούς σχεδιασμούς τους τις πιέσεις των Συμμαχικών στρατευμάτων εις βάρος των μουσουλμάνων.
81
Εφημ. Εμπρός, 27 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1915. Εφημ. Εμπρός, 28 Νοεμβρίου/11 Δεκεμβρίου 1915 και Νέα Αλήθεια, 31 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1915 όπου αναφέρεται στην απέλαση μουσουλμάνων του χωριού Πέρα της Λήμνου. 83 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1915. 84 Εφημ. Εμπρός, 7/20 Δεκεμβρίου 1915. 82
239
5. Οι σχεδιαζόμενες εκλογές του φθινοπώρου του 1916 Το καλοκαίρι του 1916 η Ελλάδα διένυε μια νέα προεκλογική περίοδο που θα οδηγούσε σε εκλογές το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, αν δεν εκδηλωνόταν το κίνημα της Εθνικής Αμύνης 85. Στη Μακεδονία και σε αυτή την προεκλογική περίοδο η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων προβλημάτιζε τα κομματικά επιτελεία, ενώ κυρίαρχος εκλογικός παράγοντας ήταν η Entente με τα στρατεύματά της. Περισσότερες πληροφορίες για τα προεκλογικά «μαγειρέματα» του καλοκαιριού του 1916 είναι διαθέσιμες για το νομό Κοζάνης, αφού σώζονται επιστολές κομματικών στελεχών τόσο από το χώρο των Ανεξαρτήτων όσο και από την πλευρά των βενιζελικών. Κοινή συνισταμένη των προεκλογικών σχεδιασμών και των δύο κομμάτων ήταν το πώς θα ψηφίσουν οι μουσουλμάνοι. Κομματικά στελέχη των Ανεξαρτήτων θεωρούσαν δεδομένη την ήττα τους αν οι βενιζελικοί προσεταιρίζονταν τους μουσουλμάνους ή τους ανάγκαζαν σε αποχή 86. Οι βενιζελικοί, από την πλευρά τους, με επικεφαλής τον απεσταλμένο του κόμματος και μετέπειτα γενικό διοικητή της Δυτικής Μακεδονίας Ιωάννη Ηλιάκη, πίστευαν ότι αν οι μουσουλμάνοι συνέπρατταν με τα αντιβενιζελικά στοιχεία του νομού τότε ο συνδυασμός των Φιλελευθέρων δεν είχε καμία τύχη στις εκλογές. Για να αποτραπεί το παραπάνω ενδεχόμενο υπήρχαν δύο λύσεις: Η πρώτη ήταν να διασπάσουν το μουσουλμανικό εκλογικό σώμα και να προσεταιριστούν ένα κομμάτι του. Για να επιτευχθεί η διάσπαση οι βενιζελικοί ήρθαν σε επαφή με τσιφλικάδες που ήταν εχθροί του κομματάρχη Δερβίς Μπέη που στήριζε το αντιβενιζελικό στρατόπεδο καθώς και με τους Μπεκτασήδες του νομού που βρίσκονταν σε διαμάχη με τους ορθόδοξους Σουνίτες 87. Η δεύτερη λύση, που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολη και 85
Η προκήρυξη εκλογών απαιτήθηκε από τους εκπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας – μαζί με την αποστράτευση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, την αντικατάσταση της κυβέρνησης Σκουλούδη και τη διάλυση της Βουλής – μετά την παράδοση του Ρούπελ το Μάιο του 1916 σε βουλγαρικές και γερμανικές δυνάμεις. Για τις σχεδιαζόμενες εκλογές του 1916, τη σημασία τους από την πλευρά βέβαια της Entente και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι αντιβενιζελικοί, ώστε να πείσουν τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν τον Βενιζέλο, βλ. Crawfοrd Price, Aspects of the Greek election, Λονδίνο 1916. 86 ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Γ. Μπούσιου, φ. 1.3, Αντωνιάδης προς Μπούσιο, Κοζάνη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1916 και στέλεχος Ανεξαρτήτων (όνομα δυσανάγνωστο) προς Μπούσιο, Κοζάνη 25 Ιουλίου/7 Αυγούστου 1916. 87 Οι βενιζελικοί ήρθαν σε συνεννοήσεις κυρίως με ορισμένους Αλβανούς τσιφλικάδες, όπως οι Αλή Ριζά Χαμζά Χουρσήτ, Ζολφόμπεη, Χαϊδάρ Μπέη, Χουσεΐν Μπέη Τοπτσιλάρ. Επίσης, ο Ηλιάκης συνάντησε τον Κιαζήμ Μπαμπά του τεκέ της Τζούμας (Χαραυγή Κοζάνης), ενώ προτάθηκε η υποστήριξη για το αξίωμα
240
προτιμότερη για τους βενιζελικούς, προέβλεπε την άσκηση τρομοκρατίας εις βάρος των μουσουλμάνων από τα Συμμαχικά στρατεύματα, ώστε ή να αναγκαστούν σε αποχή από τις εκλογές ή να ψηφίσουν τον Βενιζέλο. Το στέλεχος των βενιζελικών Στέφανος Παπακωνσταντίνου πρότεινε τον εκφοβισμό των μουσουλμάνων του νομού με τη σύλληψη της ηγετικής τους ομάδας, δηλαδή του τσιφλικά Δερβίς, του μουφτή και του δημάρχου Καϊλαρίων 88. Αλλά και ο βενιζελικός μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος πίστευε ότι αν συμπεριληφθούν στο ψηφοδέλτιο των Φιλελευθέρων μουσουλμάνοι υποψήφιοι δεν θα ψηφίζονταν από τους ομοθρήσκους τους, αφού οι μουσουλμάνοι ακολουθούσαν τυφλά τις εντολές «εκ των άνω» που σίγουρα δεν ήταν ευνοϊκές για τους βενιζελικούς. Επόμενως η καλύτερη λύση ήταν ο εκφοβισμός τους, λύση με την οποία συμφωνούσε και ο Γάλλος πρόξενος Κοζάνης 89. Σε επιστολές του Ηλιάκη προς τον Βενιζέλο γίνονται αναφορές για σχηματισμό σωμάτων από Κρήτες και Γάλλους χωροφύλακες που θα προχωρούσαν σε συλλήψεις μουσουλμάνων και σε τρομοκράτησή τους ώστε να ψηφίσουν βενιζελικούς 90. Πράγματι, οι Γάλλοι συνέλαβαν και εξόρισαν τον τσιφλικά Δερβίς, το βουλευτή Ακήφ και το μουφτή Καϊλαρίων 91. Οι μουσουλμάνοι της Κοζάνης έμειναν ακέφαλοι και προφανώς τρομοκρατημένοι. Από την πλευρά του, ο αντιβενιζελικός Τύπος στηλίτευε την προεκλογική εκστρατεία των βενιζελικών στη Μακεδονία και την ασκούμενη πίεση στους μουσουλμάνους –με συλλήψεις όπως αυτή του μουφτή Βοδενών– από τους Συμμάχους, ώστε να ψηφίσουν Βενιζέλο 92. Σε ανταπόκριση της Πολιτικής Επιθεώρησης από τη του δημάρχου των Καϊλαρίων του Μπεκτασή Καδήρ Μουσταφά, βλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 1/14 Ιουνίου 1916, 18 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1916 και 23 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1916. Επίσης, Ι. Ηλιάκης προς Ε. Βενιζέλο, Κοζάνη 21 Ιουλίου/3 Αυγούστου 1916, η επιστολή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κοζάνης Νίκη, 11/24 Οκτωβρίου 1920. Οι παραπάνω κινήσεις των βενιζελικών επιβεβαιώνονταν και από επιστολή στελέχους των Ανεξαρτήτων, βλ. ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Γ. Μπούσιου, φ. 1.3, στέλεχος Ανεξαρτήτων (όνομα δυσανάγνωστο) προς Μπούσιο, Κοζάνη 25 Ιουλίου/7 Αυγούστου 1916. 88 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 21 Ιουνίου/4 Ιουλίου 1916. 89 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 313 (επιστολές προς Βενιζέλο), Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος προς Ηλιάκη, Σιάτιστα 9/22 Αυγούστου 1916. Μετά την κατάληψη του Μοναστηρίου από τα στρατεύματα των Κεντρικών Δυνάμεων το γαλλικό προξενείο μεταφέρθηκε στην Κοζάνη. 90 Βλ. τις επιστολές του Ι. Ηλιάκη προς Ελ. Βενιζέλο που στάλθηκαν από την Κοζάνη τον Ιούλιο του 1916 που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Νίκη, 11/24 Οκτωβρίου,19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου και 26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1920. 91 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Έκθεση προς την Προσωρινή Κυβέρνηση «Η στάσις των αλλοφύλων απέναντι του κινήματος. Δικαίωμα ψήφου», Κοζάνη 11/24 Νοεμβρίου 1916, αρ. πρ. 564. 92 Εφημ. Εμπρός, 3/16 Αυγούστου 1916 και Πολιτική Επιθεώρηση, τ.ΙΙ(1916), 1.136-1.138 και 1.0371.040.
241
Φλώρινα παρουσιάζεται το κλίμα τρομοκρατίας που προκαλούσαν οι ενέργειες των Συμμάχων εις βάρος των αντιβενιζελικών, όπως η δήλωση του αρχηγού της γαλλικής αστυνομίας στο Σόροβιτς (Αμύνταιο) ότι δεν θα επιτραπεί στους μουσουλμάνους που δεν είχαν στρατευθεί να ψηφίσουν ή οι απαγωγές μουσουλμάνων προκρίτων στη Φλώρινα από Γάλλους και Σέρβους 93. Στον αντίποδα η βενιζελική πλέον Ηχώ της Μακεδονίας δεν έκανε ούτε λόγο για τον εκφοβισμό των μουσουλμάνων, αλλά αντίθετα δημοσίευε άρθρο της οθωμανικής εφημερίδας Tanin το οποίο αναφερόταν σε εκλογική συνεννόηση των μουσουλμάνων με τον Γούναρη με κοινό στόχο την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές 94. Και σε αυτή την προεκλογική περίοδο κυκλοφορούσαν πληροφορίες για καθοδήγηση των μουσουλμάνων ψηφοφόρων από τη γερμανική προπαγάνδα, όπως, για παράδειγμα, γινόταν στην Ήπειρο 95. Οι Σύμμαχοι, από την πλευρά τους, περιγράφοντας την προεκλογική κατάσταση στην Ελλάδα σημείωναν ότι οι αντιβενιζελικοί ήταν καλά οργανωμένοι στη Μακεδονία με τις λέσχες επιστράτων να ασκούν αποτελεσματική προπαγάνδα και ότι πόνταραν στους φίλους τους Βούλγαρους και μουσουλμάνους, ενώ αντίθετα οι βενιζελικοί ήταν ανοργάνωτοι και περίμεναν την επέμβαση των Συμμαχικών αρχών 96. Ο Βενιζέλος πάντως, έχοντας τη σιγουριά που του παρείχε η υποστήριξη των Συμμάχων, ήταν πεπεισμένος για τη νίκη στις εκλογές και υπολόγιζε ότι οι Φιλελεύθεροι θα κέρδιζαν πάνω από 40 έδρες στη Μακεδονία 97. Τελικά, οι προεκλογικοί σχεδιασμοί έμειναν στα χαρτιά, αφού το κίνημα της Εθνικής Αμύνης ανέτρεψε τα δεδομένα και ματαίωσε τις εκλογές. 6. Η περίοδος της βενιζελικής διακυβέρνησης και το μουσουλμανικό εκλογικό σώμα Κατά τη διάρκεια της θητείας της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έως και τις παραμονές των εκλογών του 1920 η βενιζελική προπαγάνδα προσπαθούσε να εντάξει το μουσουλμανικό στοιχείο στο βενιζελικό στρατόπεδο για λόγους που 93
Πολιτική Επιθεώρηση, τ.ΙΙ(1916), 1.037-1.040. Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 13/26 Ιουλίου 1916. 95 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Σ. Γκίνης προς Ελ. Βενιζέλο, Κορυτσά 6/19 Ιουλίου 1916. 96 ΜΑΕ, Guerre 1914-1918/Balkans, Grèce/286, ο Γάλλος ναυτικός ακόλουθος προς τον υπουργό των Ναυτικών, Αθήνα 27 Αυγούστου 1916, αρ. 393, «η κατάσταση των κομμάτων στην Ελλάδα». 97 ΤΝΑ, F.O., 371/2616, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 23 Αυγούστου1916, αρ. 1198. 94
242
σχετίζονταν με την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, αλλά και με κομματικές σκοπιμότητες. Ο βενιζελικός προπαγανδιστικός μηχανισμός φρόντιζε να παρουσιάσει την εικόνα ενός μουσουλμανικού πληθυσμού που υποστήριζε πλήρως τις επιλογές της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου, Έτσι, την περίοδο 1917-1920 υποβάλλονταν
εκατοντάδες
τηλεγραφήματα,
αναφορές
και
υπομνήματα
μουσουλμανικών κοινοτήτων, μουφτήδων, βουλευτών και προκρίτων που εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη του μουσουλμανικού πληθυσμού προς τη βενιζελική κυβέρνηση η οποία ακολουθούσε πολιτική που εξασφάλιζε τα δικαιώματα και την ευημερία των μουσουλμάνων. Τα ίδια αισθήματα εκφράζονταν και επί τη ευκαιρία, για παράδειγμα, της υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών, της κατάληψης της Αδριανούπολης και της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό ή της σωτηρίας του Βενιζέλου κατά την εναντίον του δολοφονική απόπειρα στο Παρίσι. Ενδεικτικά παρατίθεται ένα τέτοιο τηλεγράφημα του μουφτή της επαρχίας Καρατζόβας: «(...) Θεωρώ καθήκον μου επιβεβλημένον να μεταβιβάσω εις την υμετέραν εξοχότητα την άπειρον ευγνωμοσύνην, τας ευχαριστίας και την αφοσίωσιν εμού τε και του θρησκευτικού μου ποιμνίου διά τας όντως πατρικάς μέριμνας ας εκάστοτε καταβάλη διά την καλήν και φιλελευθέραν διοίκησιν του τόπου ιδία δε του μουσουλμανικού στοιχείου. Το μουσουλμανικόν στοιχείον υπό ουδέν άλλο καθεστώς ενθυμείται τοιαύτην ευνομίαν, τάξιν, ισοπολιτείαν, ασφάλειαν ζωής και περιουσίας και περιφρούρησιν τιμής και θρησκεύματος» 98. Ο Βενιζέλος στη βενιζελική προπαγάνδα προς το μουσουλμανικό πληθυσμό λάμβανε στοιχεία υπερβατικά, σχεδόν «θεϊκά». Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα από την ομιλία του γενικού διοικητή Δυτικής Μακεδονίας Ηλιάκη προς τους μουφτήδες της περιοχής και τους εκπροσώπους μουσουλμανικών κοινοτήτων κατά τη διάρκεια των εορτών για την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης και τη σωτηρία του Βενιζέλου μετά την εναντίον του απόπειρα δολοφονίας τον Αύγουστο του 1920: «Καθώς ξέρετε από όσα έχετε ακούσει και όσα έχετε διαβάσει ο Θεός σε κάθε κρίσιμο περίοδο στέλλει έναν προφήτην του για να φέρη τα πράγματα εις τον καλόν δρόμον, από τον οποίο έχει ξεφύγει. Έτσι έστειλε τον Χριστό και έτσι έστειλε τον Μωάμεθ. Απάνω κάτω τέτοιο πράγμα έγινε και με τον Βενιζέλο. Τα
98
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), «Εξ ονόματος των Μουσουλμάνων Πολιτών της επαρχίας Καρατζιόβης, ο Μουφτής Καρατζιόβης προς Εξοχώτατον Πρόεδρον Κυβερνήσεως Ελευθέριον Βενιζέλον».
243
πράγματα εις την Ανατολή ήσαν αδιόρθωτα. Οι άνθρωποι αλληλοετρώγοντο, εν ω έπρεπε να ζουν σαν αδελφοί. Και ήλθε ο Βενιζέλος σαν προφήτης να φέρη την αγάπην και την ομόνοιαν σε όλους τους λαούς της Ανατολής (...). Γι’ αυτό βλέπετε πως όλοι απολαμβάνουν εδώ ίσα δικαιώματα και τα αυτά αγαθά. Γι’ αυτό βλέπετε πως εις τα μέρη που καταλαμβάνει η Ελλάδα βασιλεύει αμέσως η ησυχία και η γαλήνη. Γι’ αυτό αι αρχαί φροντίζουν να φέρουν την συναδέλφωσιν των λαών, για την οποίαν εργάζηται ο Βενιζέλος ως απόστολος και ως προφήτης του Θεού» 99. Αλλά εκτός της ρητορικής η βενιζελική κυβέρνηση προχώρησε σε διάφορα μέτρα και νομοθετικές πρωτοβουλίες ευνοϊκές για το μουσουλμανικό στοιχείο. Η σημαντικότερη ήταν η επιστροφή ορισμένων κατηγοριών μουσουλμανικών κτημάτων που είχε καταλάβει το ελληνικό Δημόσιο τα προηγούμενα χρόνια 100. Η πολιτική σκοπιμότητα αυτής της επιστροφής είχε επισημανθεί από σημαίνοντα στελέχη του κομμάτος των Φιλελευθέρων, όπως ο διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Αναστάσιος Αδοσίδης και οι γενικοί διοικητές Ηπείρου Στεργιάδης και Δυτικής Μακεδονίας Ηλιάκης 101. Εκτός από την επιστροφή των κτημάτων η βενιζελική διοίκηση προέβη και σε άλλες ενέργειες ευνοϊκές για τους μουσουλμάνους, όπως για παράδειγμα η επιστροφή στις μουσουλμανικές κοινότητες τζαμιών και σχολείων καθώς και η χορήγηση κονδυλίων για την επισκευή τους. Στη Δυτική Θράκη ο Βαμβακάς προέκρινε για πολιτικούς λόγους τη διατήρηση των μουσουλμάνων συνδιοικητών στις διοικήσεις Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνή), Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) και Καραγάτς μέχρι τις εκλογές 102. Σε έκθεση του γενικού επιθεωρητή των σχολείων της Μακεδονίας σχετικά με τους μουσουλμάνους σημειωνόταν ότι «πάντες σχεδόν οι Μουσουλμάνοι ιδίως μετά τους θριάμβους του Έθνους μας και των συμμάχων ημών κατά των εχθρών μας επαγγέλλονται τους φίλους της Κυβερνήσεως» και ότι το μουσουλμανικό στοιχείο θα
99
Εθνική Πολιτική, τεύχ. 5 (15 Αυγούστου 1920), 145-149. Η Εθνική Πολιτική ήταν το επίσημο περιοδικό της Γενικής Διοίκησης Δυτικής Μακεδονίας και εκδιδόταν στην Κοζάνη. 100 Βλ. σχετικά κεφ. «Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1912-1923». 101 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), υπουργείο Γεωργίας προς ελληνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι, Αθήνα 2/15 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 89968 και φ. Α/5(10δ), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 22 Μαΐου/4 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 340. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 371, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς τον αντιπρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου και τον υπουργό Γεωργίας, Κοζάνη 27 Μαΐου/9 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 3762. 102 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, σημείωμα Χ. Βαμβακά περί Δυτικής Θράκης προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1920.
244
διάκειται ακόμα πιο ευνοϊκά προς την κυβέρνηση αν επισκευάζονταν τζαμιά και σχολεία, χορηγούνταν αροτριώντα ζώα και δίνονταν οδηγίες σε αρχές και ντόπιους να σταματήσουν τις μικροενοχλήσεις και να μην προσβάλλουν τη θρησκευτική πίστη των μουσουλμάνων 103. Οι προτάσεις του επιθεωρητή πραγματοποιήθηκαν σε ένα βαθμό, ενώ ο Βενιζέλος έδινε αυστηρές οδηγίες στις ελληνικές αρχές για ευνοϊκή συμπεριφορά απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο. Στο πλαίσιο των ευνοϊκών μέτρων που πήρε η κυβέρνηση Βενιζέλου για τους μουσουλμάνους εντασσόταν ο νόμος 2180 «περί αμνηστίας εις μουσουλμάνους», που χορηγούσε αμνηστία για τα εγκλήματα των μουσουλμάνων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας 104 και ο νόμος 2345, που ρύθμιζε ζητήματα τα οποία αφορούσαν τον αρχιμουφτή, τους μουφτήδες και τις μουσουλμανικές κοινότητες 105. Εκτός από τα παραπάνω μέτρα, η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων προχώρησε και σε τροποποιήσεις των εκλογικών καταλόγων της Μακεδονίας 106 με σκόπο, όπως καταγγελλόταν από τους πολιτικούς αντιπάλους της, να αποκλείσει από τις εκλογές αντιβενιζελικούς ψηφοφόρους. Ο αντιβενιζελικός βουλευτής Παπαζαχαρίου μιλώντας από το βήμα της Βουλής κατηγορούσε τη βενιζελική κυβέρνηση ότι διέγραψε πολλούς μουσουλμάνους από τους εκλογικούς καταλόγους με τη δικαιολογία ότι δήθεν είχαν επιλέξει την οθωμανική υπηκοότητα, όπως για παράδειγμα το βουλευτή Έδεσσας Χασάν Μπέη (Hasan Bey), ενώ στη Θεσσαλονίκη οι αρμόδιες αρχές έδωσαν εκλογικά βιβλιάρια σε 500 μόνο μουσουλμάνους 107. Πράγματι ο πρόεδρος της επιτροπής για την έκδοση εκλογικών βιβλιαρίων, ανώτερος δικαστικός Νικολάου, είχε δημιουργήσει σοβαρά προσκόμματα στην έκδοση εκλογικών βιβλιαρίων από μουσουλμάνους και Εβραίους 108. 103
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, ο γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 815. 104 ΦΕΚ 116/24-5-1920. 105 ΦΕΚ 148/3-7-1920. Πρβλ. Γ. Αναστασιάδης - Ε. Χεκίμογλου, ό.π., σσ. 208-210. 106 ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης του Βασιλείου της Ελλάδος 60/29-3-1917 διάταγμα 1791 «περί προσθήκης παραλειφθέντων εκ των εκλογικών καταλόγων». ΦΕΚ 183/17-8-1919 νομοθετικό διάταγμα «περί παρατάσεως μέχρι τέλους Οκτωβρίου 1919 των προθεσμιών προς εκτέλεσιν των εργασιών και διατυπώσεων εν γένει της αναθεωρήσεως των εκλογικών καταλόγων διά τους Δήμους Σερρών και Δράμας». ΦΕΚ 57/10-3-1920 νόμος 2083 «περί παρατάσεως των προθεσμιών εγγραφής εις τους εκλογικούς καταλόγους και τους καταλόγους βιβλιαρίων κατά το έτος 1920». ΦΕΚ 154/12-7-1920 νόμος 2400 «περί παρατάσεως προθεσμίας προς εγγραφήν εις τα μητρώα των αρρένων των εν τω εξωτερικώ διαμενόντων εξ όλης της Ελλάδος και των εκ των νέων χωρών καταγομένων». 107 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 8 της 26ης Ιανουαρίου 1921. 108 Γ. Αναστασιάδης - Ε. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 223.
245
Ίσως, δεν ήταν, επίσης, τυχαίο ότι πριν από τις εκλογές έληξε και η προθεσμία εγκατάλειψης του ελληνικού εδάφους για τους μουσουλμάνους που επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης των Αθηνών, κάτι που συνεπαγόταν βέβαια και την αυτόματη διαγραφή τους από τους εκλογικούς καταλόγους 109. Αν και τελικά, ύστερα από διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης, ανεστάλη επ’ αόριστον η εφαρμογή του όρου εγκατάλειψης του ελληνικού εδάφους από όσους μουσουλμάνους επέλεξαν οθωμανική υπηκοότητα, δινόταν η δυνατότητα της άμεσης απομάκρυνσης από τη χώρα μουσουλμάνων της παραπάνω κατηγορίας που θεωρούνταν από τις διοικητικές αρχές επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια 110. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η δυνατότητα αυτή χρησιμοποιήθηκε από τις βενιζελικές αρχές για να απαλλαγούν από σημαίνοντες αντιβενιζελικούς μουσουλμάνους. Προς την ίδια κατεύθυνση αποσκοπούσε και η απαγόρευση παλιννόστησης των μουσουλμάνων στην Ελλάδα πριν από τη διενέργεια των εκλογών 111. Η πρόθεση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις από την αντιβενιζελική ψήφο των μουσουλμάνων διαφαινόταν και από το νόμο 1075 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων περί εκλογής Βουλευτών». Ο νόμος προέβλεπε ότι οι εκλογικές περιφέρειες της Μακεδονίας μπορούσαν να διαφέρουν σε έκταση και αριθμό σε σχέση με την υφιστάμενη διοικητική διαίρεση. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου 1075 που κατέθεσε ο υπουργός Εσωτερικών Ρέπουλης προς τη Βουλή, η παραπάνω διάταξη ήταν αναγκαία: «Αιτιολογία ταύτης η γνωστή φυλετική σύνθεσις του πληθυσμού αυτής, σκοπός η κατά το δυνατόν παρ’ εκάστης εθνότητος ανάδειξις ιδίων αντιπροσώπων» 112. Η διάταξη αυτή λοιπόν θα επέτρεπε στους Φιλελευθέρους να διαμορφώσουν κατά τέτοιον τρόπο τις εκλογικές περιφέρειες της Μακεδονίας, ώστε να περιορίσουν την εκλογική δύναμη των μουσουλμάνων αυξάνοντας τον αριθμό των χριστιανών ψηφοφόρων. Μπορεί η κυβέρνηση Βενιζέλου να μην προχώρησε σε αναδιαμόρφωση των εκλογικών περιφερειών, ωστόσο σχετικές προτάσεις γίνονταν από στελέχη των Φιλελευθέρων, όπως 109
Εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου 1920. Η προθεσμία για τους αγροτικούς πληθυσμούς έληγε στις 15 Αυγούστου. 110 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 144, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς νομάρχες και υποδιοικητές, Ιωάννινα 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1920, αρ. τηλ. 10173 και 17/30 Αυγούστου 1920, αρ. τηλ. 11220 όπου δίνονται οδηγίες σχετικά με την αναστολή της απομάκρυνσης των μουσουλμάνων που επέλεξαν την οθωμανική υπηκοότητα εξαιρουμένων των εθνικά επικίνδυνων. 111 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 261, ο πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου προς Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 11/24 Σεπτεμβρίου 1920, αρ. πρ. 8759. 112 ΦΕΚ 274/ 27-11-1917.
246
στην Κοζάνη, όπου ο Παπακωνσταντίνου πρότεινε την ενσωμάτωση στο νομό Κοζάνης της επαρχίας Ελασσόνας για να περιοριστεί η εξάρτηση του εκλογικού αποτελέσματος από τις ψήφους των μουσουλμάνων 113. 7. Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 Με την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων να λαμβάνει ευνοϊκά μέτρα για τους μουσουλμάνους, τον ελληνικό στρατό να αποβιβάζεται στη Σμύρνη, τη διπλωματία του Βενιζέλου να θριαμβεύει με τη Συνθήκη των Σεβρών, αλλά και τον πόλεμο να συνεχίζεται στη Μικρά Ασία, η Ελλάδα εισήλθε σε προεκλογική περίοδο. Ο Εθνικός Διχασμός βρισκόταν στο απόγειό του, η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου, η δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη και η άσκηση τρομοκρατίας από τα όργανα του κόμματος των Φιλελευθέρων εις βάρος των αντιφρονούντων 114 συνέθεταν το κλίμα πριν από τις εκλογές στις οποίες η αντιβενιζελική παράταξη συμμετείχε ως συνασπισμός κομμάτων υπό τον τίτλο «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» 115. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα καλούνταν οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών και για πρώτη φορά της Θράκης να ψηφίσουν και ουσιαστικά να διαλέξουν στρατόπεδο στη διαμάχη του Εθνικού Διχασμού. Οι
βενιζελικοί
ήταν
αισιόδοξοι
για
την
εκλογική
συμπεριφορά
των
μουσουλμάνων. Αν ανατρέξει κανείς στο φιλελεύθερο Τύπο των Νέων Χωρών θα σχημάτιζε την εικόνα ότι οι μουσουλμάνοι τάσσονταν υπέρ της κυβέρνησης Βενιζέλου, αφού άρθρα έκαναν λόγο για ενθουσιώδη υποδοχή των Φιλελεύθερων υποψηφίων στις περιοχές όπου επικρατούσε το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ οι υποψήφιοι της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης αντιμετωπίζονταν με ψυχρότητα και αποδοκιμασίες 116. Η ίδια 113
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 21 Ιουνίου/4 Ιουλίου 1916. 114 Για την άσκηση τρομοκρατίας εις βάρος των αντιβενιζελικών βλ. Κ. Ζαβιτσιάνος, ό.π., σσ. 35-37˙ Gunnar Hering, ό.π., σσ. 914-918˙ Φ. Γρηγοριάδης, ό.π.,σσ. 379-381 και Γ. Αναστασιάδης - Ε. Χεκίμογλου, ό.π., σσ. 223-224. Για τις εκλογές του 1920 και το κλίμα της προεκλογικής εκστρατείας βλ. ακόμη Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, μετφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα 2004, σσ. 253-292. 115 Στο συνασπισμό της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης συμμετείχαν το κόμμα των Εθνικοφρόνων που μετονομάστηκε σε Λαϊκό, το Μεταρρυθμιστικό κόμμα, οι ομάδες Θεοτόκη, Μαυρομιχάλη και Δημ. Ράλλη, η μακεδονική ομάδα του Μπούσιου, διάφοροι ανεξάρτητοι πολιτευτές και απογοητευμένοι Φιλελεύθεροι. 116 Βλ. τα άρθρα της Μακεδονίας με τίτλο «Ο Φιλελευθερισμός ανά την Μακεδονίαν», 7/20 Οκτωβρίου, 8/21 Οκτωβρίου, 9/22 Οκτωβρίου, 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου, 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1920. Επίσης, εφημ. Φως, 16/29 Σεπτεμβρίου, 5/18 Οκτωβρίου, 9/22 Οκτωβρίου και 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1920.
247
αισιοδοξία διακατείχε και ορισμένα βενιζελικά στελέχη. Σύμφωνα με τον Περικλή Αργυρόπουλο, ο υπουργός Παιδείας Δημήτριος Δίγκας θεωρούσε σίγουρη την υποστήριξη των μουσουλμάνων στο κόμμα των Φιλελευθέρων 117, αλλά και ο γενικός διοικητής Δυτικής Μακεδονίας Ηλιάκης πίστευε ότι σύσσωμοι οι μουσουλμάνοι θα ψήφιζαν Φιλελευθέρους. Στο βενιζελικό στρατόπεδο επικρατούσε, επίσης, η άποψη ότι οι μουσουλμάνοι και οι ξενόφωνοι πληθυσμοί θα πήγαιναν με το «ντοβλέτι», όπως στις εκλογές του Μαΐου του 1915 118. Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις των στελεχών του ο ίδιος ο Βενιζέλος εξέφραζε την αμηχανία του για την εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων 119. Μετά την ήττα στις εκλογές εκμυστηρεύτηκε στο Γάλλο πρεσβευτή ότι οι μουσουλμάνοι είχαν υποσχεθεί την εκλογική υποστήριξη των Φιλελευθέρων, αλλά τους καταψήφισαν ύστερα από διαταγή που δόθηκε από την Κωνσταντινούπολη την τελευταία στιγμή 120. Στη Θράκη η υποστήριξη των Φιλελευθέρων από το μουσουλμανικό πληθυσμό ήταν δεδομένη, ως συνέπεια του ισχύοντος στρατιωτικού νόμου και των προειδοποιήσεων του στρατηγού Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη στους μουσουλμάνους να μην τολμήσουν να καταρτίσουν αντιπολιτευόμενο συνδυασμό 121. Πράγματι, εκλέχθηκαν 20 Φιλελεύθεροι μουσουλμάνοι βουλευτές, οι οποίοι όμως μετά την ήττα του Βενιζέλου προσχώρησαν στο στρατόπεδο της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης, ενδεικτικό του πόσο ελεύθερες ήταν οι εκλογές στη Θράκη. Ωστόσο υπάρχουν στοιχεία ότι η αντιπολίτευση προσπάθησε να καταρτίσει συνδυασμούς στη Θράκη. Σύμφωνα με το δήμαρχο Αδριανούπολης Σεφκέτ Μπέη (Şevket Bey), έναν από τους πρωταγωνιστές μαζί με το μουφτή της πόλης της συνεννόησης των μουσουλμάνων με την αντιπολίτευση, συμφωνήθηκε να υποστηρίξουν ανεξάρτητους υποψηφίους, στην πραγματικότητα όμως αντιβενιζελικούς 122. Το σχέδιο της αντιπολίτευσης έγινε 117
Π. Αργυρόπουλος, ό.π., σσ. 296-297˙ Φ. Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 376 και Γ. Αναστασιάδης - Ε. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 222. 118 Γ. Μόδης, Αναμνήσεις, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 181-182. 119 Rene Puaux, Έτσι έφυγε ο Βενιζέλος, μτφρ. Ντίνα Νίκα, Αθήνα 1994, σ. 186. 120 ΜΑΕ serie Z Europe 1918-1940, Grèce/gr 53, πρεσβεία Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 15 Νοεμβρίου 1920, αρ. 497. 121 Φ. Γρηγοριάδης, ό.π., σσ. 377-378. Ο Ζυμβρακάκης κατηγορήθηκε επίσης ότι μετέβη στη Θεσσαλονίκη υπό το πρόσχημα αναρρωτικής άδειας με σκοπό να τρομοκρατήσει τους ψηφοφόρους της Μακεδονίας ώστε να ψηφίσουν το κόμμα των Φιλελευθέρων, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 383, οι υποψήφιοι βουλευτές της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης νομών ΘεσσαλονίκηςΠέλλας προς Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη 31 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου 1920, αρ. τηλ. 4509. 122 ΕΛΙΑ, αρχείο Γούναρη, φ. 3.3, ο πρώην δήμαρχος Αδριανούπολης Σεφκέτ προς την κυβέρνηση διά του υπουργού των Εσωτερικών, χ.χ.
248
αντιληπτό, οι πρωτεργάτες φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν με την κατηγορία ότι οργάνωναν αντεθνική συνωμοσία 123. Ίσως βέβαια η αντιβενιζελική ψήφος των μουσουλμάνων της Θράκης να μην εξηγείται μόνο από τις πιέσεις που άσκησαν οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές, αλλά να οφείλεται στον έντονο αντιβουλγαρισμό τους και την αντίθεσή τους στην πολιτική νεοτερισμών των Νεότουρκων 124. Η ένταση του Εθνικού Διχασμού οξύνθηκε περαιτέρω καθώς έβλεπαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες για οργάνωση συνωμοσιών εις βάρος του Βενιζέλου από τους μουσουλμάνους οι οποίοι υπάκουαν στα κελεύσματα της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας, με τις οποίες συνεργαζόταν στενά η αντιπολίτευση. Το γνωστότερο επεισόδιο αυτού του κλίματος συνωμοσιολογίας ήταν το «κίνημα» της Αδριανούπολης στο οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως. Η βενιζελική Μακεδονία κατηγορούσε την αντιπολίτευση για εθνική προδοσία, αφού για να εξασφαλίσει τη συνεργασία του μουφτή Αδριανούπολης υποσχέθηκε σε αντάλλαγμα την ανεξαρτησία της Θράκης 125. Η συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές επιβεβαιώνεται από τις πηγές που παρατέθηκαν προηγουμένως, ώστοσο είναι αμφίβολο αν το αντάλλαγμα της συνεργασίας ήταν η ανεξαρτησία της Θράκης. Ανάλογες ήταν και οι πληροφορίες για συνωμοσία κατά του Βενιζέλου στην Καβάλα 126. Επιπλέον, η πολιτική αντιπαράθεση οξυνόταν από δημοσιεύματα του οθωμανικού Τύπου που καλούσαν τους μουσουλμάνους της Ελλάδας να καταψηφίσουν τον Βενιζέλο, δημοσιεύματα τα οποία βεβαίως εκμεταλλεύτηκαν δεόντως οι βενιζελικές εφημερίδες 127. Πέρα από τις πληροφορίες που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, οι ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές είχαν στοιχεία για προπαγανδιστικές ενέργειες που καθοδηγούνταν από την Κωνσταντινούπολη ή την Άγκυρα, ώστε οι μουσουλμάνοι να 123
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 7, γενικός διοικητής Θράκης Σαχτούρης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 19 Σεπτεμβρίου/2 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 12424 όπου γίνεται λόγος και για εμπλοκή των μουσουλμάνων βουλευτών Θεσσαλονίκης. Επίσης, εφημ. Μακεδονία, 22 και 23 Σεπτεμβρίου/5 και 6 Οκτωβρίου 1920. Πρβλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 257, επιστολή του φυλακισμένου μουφτή Αδριανούπολης Οσμάν Χιλμή προς Βενιζέλο, Αδριανούπολη 20 Σεπτεμβρίου 1920 στην οποία διαμαρτύρεται για τη σύλληψή του, συνημμένη στο: η Στρατιά Θράκης προς Βενιζέλο, Αδριανούπολη 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου 1920, αρ. 7849/5435/2. Για το ίδιο θέμα βλ. στο ίδιο αρχείο και το φ. 233. 124 Vemund Aarbakke, The Muslim minority of Greek Thrace, Thesis at the University of Bergen 2000, τ. I, σ. 72. 125 Εφημ. Μακεδονία, 23 Σεπτεμβρίου/6 Οκτωβρίου 1920. Για το ίδιο θέμα βλ. εφημ. Εμπρός 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου 1920. 126 Εφημ. Εμπρός, 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου 1920. 127 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1920 και Εφημερίς των Βαλκανίων, 27 Σεπτεμβρίου/10 Οκτωβρίου 1920.
249
υποστηρίξουν στις εκλογές την Ηνωμένη Αντιπολίτευση. Στις ενέργειες αυτές συμμετείχαν τόσο οι αντιβενιζελικοί όσο και οι Βούλγαροι. Ο αρχηγός του ελληνικού στρατού Λεωνίδας Παρασκευόπουλος έκανε λόγο για συνεργασία μουσουλμάνων, Ελλήνων «αντιδραστικών» και Βουλγάρων πρακτόρων που διήνεμαν στη Θράκη αντιπολιτευόμενες εφημερίδες των Αθηνών και είχαν στόχο την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου 128. Τις ίδιες πληροφορίες είχε και η Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη 129. Από την άλλη, η Διοίκηση Χωροφυλακής Κοζάνης μετέδιδε πληροφορίες από τα Γρεβενά ότι δόθηκαν διαταγές στους μουσουλμάνους της Δυτικής Μακεδονίας –χωρίς όμως να γνωρίζει από πού προέρχονταν– να ψηφίσουν μόνο τους μουσουλμάνους υποψηφίους, ενώ αναφερόταν και στην άφιξη στα Γρεβενά μουσουλμάνων από την Κωνσταντινούπολη οι οποίοι ήταν στο παρελθόν ηγετικά στελέχη του Κομιτάτου Ένωσης και Προόδου 130. Αλλά και η γαλλική πρεσβεία στην Αθήνα, αν και πίστευε ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων στη Μακεδονία ήταν βενιζελικοί, τόνιζε ότι η αντιπολίτευση στηριζόταν στους μουσουλμάνους –όπως και στους Εβραίους– οι οποίοι διενεργούσαν έντονη βασιλική προπαγάνδα 131. Δεν αμφισβητείται ότι οι παραπάνω πληροφορίες έχουν μια βάση αλήθειας, ωστόσο εκείνο που τις χαρακτηρίζει είναι η υπερβολή, η οποία θα υιοθετηθεί από το βενιζελικό Τύπο και τη μεταγενέστερη βιβλιογραφία για να αιτιολογηθεί η αναπάντεχη ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Η χωροφυλακή Κοζάνης, αφού παρέθεσε τις πληροφορίες για τις κινήσεις των μουσουλμάνων εν όψει των εκλογών, εξέφραζε τη γνώμη της ότι «ταύτα είναι αι συνήθεις πλέον των Οθωμανών διαδόσεις» 132. 128
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.2, Λ. Παρασκευόπουλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Σμύρνη 12/25 Μαΐου 1920, αρ. πρ. 6592. Στη Θράκη βάσει του στρατιωτικού νόμου απαγορευόταν η κυκλοφορία του αντιβενιζελικού Τύπου. Πάντως, η μοιραρχία Έβρου θεωρούσε αδύνατη την εκλογική συνεργασία Βούλγαρων και μουσουλμάνων στη Θράκη, αφού οι σχέσεις των δύο στοιχείων «δεν φαίνονται τόσον τρυφεραί», βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, μοιραρχία Έβρου προς υπουργείο Εσωτερικών, Δεδέαγατς 29 Σεπτεμβρίου/12 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 102/2. 129 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1920, αρ. πρ. 8087. Επίσης, Φ. Γρηγοριάδης, ό.π., σσ. 375-376. 130 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 439, υπουργείο Εξωτερικών προς Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Αθήνα 4/17 Μαΐου 1920, αρ. πρ. 5607 όπου συνημμένο: Διοίκηση Χωροφυλακής Κοζάνης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Κοζάνη 7/20 Απριλίου 1920. 131 ΜΑΕ, serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 11, πρεσβεία Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 22 Οκτωβρίου 1920, αρ. 152, «προεκλογική εκστρατεία στην Ελλάδα». 132 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 439, υπουργείο Εξωτερικών προς Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Αθήνα 4/17 Μαΐου 1920, αρ. πρ. 5607 όπου συνημμένο: Διοίκηση
250
Όπως και στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, η βενιζελική πλευρά κατηγορούσε την Ηνωμένη Αντιπολίτευση ότι προέβαινε σε υπερβολικές υποσχέσεις στους μουσουλμάνους –ίδιαίτερα στο ζήτημα της απόδοσης των μουσουλμανικών κτημάτων– ώστε να εξασφαλίσει την ψήφο τους και χρησιμοποιούσε επιχειρήματα που ισοδυναμούσαν με εθνική προδοσία, όπως ότι η ήττα του Βενιζέλου θα σήμαινε τον τερματισμό του πολέμου και την επιστροφή της Μικράς Ασίας στην Τουρκία 133. Πάντως οι υποσχέσεις της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης απέναντι στους μουσουλμάνους δεν τηρήθηκαν πλήρως. Ένα χρόνο μετά τις εκλογές οι μουσουλμανικές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης Yeni Asir και Yeni Ziya κατηγορούσαν τον Γούναρη ότι δεν τήρησε τις προεκλογικές υποσχέσεις του προς τη μουσουλμανική κοινότητα 134. Το Μάρτιο του 1922 οι μουσουλμάνοι βουλευτές δεν έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Γούναρη επειδή, σύμφωνα με τη βρετανική πρεσβεία, δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις που δόθηκαν προεκλογικά όσον αφορά τη μουσουλμανική γαιοκτησία 135. Η αντιπολίτευση, από τη μεριά της, κατηγορούσε την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων ότι τρομοκρατούσε τους μουσουλμάνους για να τη στηρίξουν εκλογικά. Την αντίδραση της αντιπολίτευσης προκάλεσε ιδιαίτερα η απαγόρευση από την αστυνομία της συνέλευσης στη Θεσσαλονίκη των αντιπροσώπων των μουσουλμανικών κοινοτήτων Μακεδονίας και Θράκης στην οποία θα καθοριζόταν η στάση των μουσουλμάνων στις εκλογές. Η Πολιτική Επιθεώρηση ανέφερε χαρακτηριστικά ότι οι βενιζελικοί, κατανοώντας ότι χάνουν τη μουσουλμανική ψήφο, ανακαλύπτουν συνωμοσίες στη Θεσσαλονίκη και στην Αδριανούπολη 136. Στην Καβάλα, πολιτευτής των Ανεξαρτήτων εξέφραζε την πεποίθηση ότι οι βενιζελικοί, για να προσεταιριστούν τους Χωροφυλακής Κοζάνης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Κοζάνη 7/20 Απριλίου 1920. 133 Εφημ. Μακεδονία, 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου, 8/21 Οκτωβρίου και 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1920. Επίσης, ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 920 εμπιστευτικές διαταγές Υποδιοίκησης Καϊλαρίων, Υποδιοίκηση Καϊλαρίων προς Νομαρχία Κοζάνης, Καϊλάρια 30 Απριλίου 1923, αρ. πρ. 33 όπου αναφέρεται στα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο αντιβενιζελικός βουλευτής Βύζας στις εκλογές του 1920 για να πείσει τους μουσουλμάνους να καταψηφίσουν τον Βενιζέλο. 134 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 20, υποφ. 3, Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης, Γενική Γραμματεία, Τμήμα Πολιτικόν προς Κεντρική Υπηρεσία, Τμήμα Τύπου, Σμύρνη 17/30 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 767 όπου συνημμένες μεταφράσεις της Yeni Asir 18 Φεβρουαρίου 1921 και Yeni Ziya 25 Φεβρουαρίου 1921. 135 ΤΝΑ, F.O. 371/7584, πρεσβεία M. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 11 Μαρτίου 1922, αρ. C4149. 136 Πολιτική Επιθεώρηση, αρ. 17 (26 Σεπτεμβρίου 1920) και αρ. 18 (8 Οκτωβρίου 1920). Επίσης, ΜΑΕ serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 11, γαλλικό προξενείο προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 7 Οκτωβρίου 1920, αρ. 87, «η προεκλογική εκστρατεία στη Θεσσαλονίκη».
251
μουσουλμάνους, θα μεταχειρίζονταν όλα τα μέσα της τρομοκρατίας 137. Ο ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής Δράμας Οικονομίδης κατήγγειλλε τις στρατιωτικές αρχές για ξυλοδαρμό του υποψήφιου βουλευτή της αντιπολίτευσης του νομού Ρετζέπ Μεστάν (Recep Mestan) και ζητούσε να σταματήσει η τρομοκρατία, ώστε να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές 138. Αλλά και στην Κοζάνη η Αστυνομική Διεύθυνση καταγγέλθηκε για βιαιότητες εις βάρος μουσουλμάνων υποψηφίων και οπαδών της αντιπολίτευσης 139. Ενώ ο Φίλιππος Δραγούμης πληροφορούνταν από πολιτικό φίλο του ότι «οι δε ξενόφωνοι χωρικοί μας δεν έχουσιν επαρκήν τόλμην έναντι της θρασύτητος των οργάνων του κυβερνώντος κόμματος. Εδώ ακόμα καταδιώκονται οι πολίται επί δυσμένεια κατά του καθεστώτος» 140.
Ανάλογες
καταγγελίες
διατυπώνονταν
από
υποψηφίους
της
αντιπολίτευσης και στην Ήπειρο. Για παράδειγμα, ο υποψήφιος της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Καζαντζής κατηγορούσε τον υποδιοικητή Φιλιατών για εκφοβισμό των μουσουλμάνων που εκδήλωναν τα αντιβενιζελικά τους φρονήματα, ενώ παρεμφερείς κατηγορίες διατυπώθηκαν και εις βάρος του υποδιοικητή Παραμυθιάς 141. Από τη μεριά τους οι μουσουλμάνοι εκμεταλλευόμενοι τη σημασία της ψήφου τους έθεταν τους δικούς τους όρους για να συνεργαστούν με μία από τις αντίπαλες παρατάξεις του Εθνικού Διχασμού. Τα αιτήματα των μουσουλμάνων σχετίζονταν κυρίως με την απόδοση των κτημάτων που βρίσκονταν υπό τη μεσεγγύηση του Δημοσίου, την επιστροφή στις μουσουλμανικές κοινότητες τζαμιών, τεκέδων, σχολείων που είχαν επιταχθεί από το στρατό ή το υπουργείο Περίθαλψης, την επαναφορά βακουφικών κτημάτων και των εισοδημάτων τους καθώς και αιτήματα που είχαν σχέση με τη στρατιωτική θητεία των μουσουλμάνων ή τη συμπεριφορά των αστυνομικών αρχών
137
ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Μπούσιου, φ. 1.3, Γρηγοριάδης προς Γ. Μπούσιο και Ι. Δραγούμη, Καβάλα 14/27 Φεβρουαρίου 1920. 138 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 504, ο ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής νομού Δράμας Χ. Οικονομίδης προς Ελ. Βενιζέλο, Δράμα 11/24 Οκτωβρίου 1920, αρ. τηλ. 652. 139 Εφημ. Νίκη Κοζάνης, 26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1920 και Πολιτική Επιθεώρηση, αρ. 17 (8 Οκτωβρίου1920). 140 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 6, Αριστοτέλης Συματλής προς Φ. Δραγούμη, Θεσσαλονίκη 5/18 Σεπτεμβρίου 1920. 141 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 111, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Υποδιοίκηση και Υπομοιραρχία Φιλιατών, Ιωάννινα 31 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου 1920, αρ. πρ. 14857 και στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς υποψηφίους αντιπολιτευόμενου συνδυασμού, Ιωάννινα 28 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου 1920, αρ. πρ. 14598.
252
απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο 142. Πάντως αυτό που καθόρισε εν πολλοίς την εκλογική στάση των μουσουλμάνων ήταν η πολιτική των δύο κομμάτων απέναντι στη μουσουλμανική
γαιοκτησία. Ήδη από το 1919 οι μουσουλμάνοι βουλευτές
Θεσσαλονίκης υπογράμμιζαν ότι η αναβολή της επιστροφής των ιδιοκτησιών που καταλήφθηκαν βάσει του νόμου 1073 «δεν συμβιβάζεται προς τας ευμενείς διαθέσεις της σεβαστής κυβερνήσεως υπέρ των μουσουλμάνων» 143. Οι μουσουλμάνοι υποψήφιοι βουλευτές του συνδυασμού των Φιλελευθέρων στη Θεσσαλονίκη ζητούσαν και αυτοί λίγο πριν από τις εκλογές την επιστροφή των μουσουλμανικών ιδιοκτησιών 144. Η Διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, αναφερόμενη σε συνεδρίαση μουσουλμάνων μεγαλογαιοκτημόνων και βουλευτών εν όψει των εκλογών, πληροφορούσε ότι αποφασίστηκε να στηρίξουν το κόμμα εκείνο που θα επέστρεφε τις μουσουλμανικές ιδιοκτησίες 145. Η εκλογική στάση των μουσουλμάνων καθοριζόταν, όπως αναφέρθηκε, από τέτοιου είδους συνεδριάσεις, με σημαντικότερη αυτή της Θεσσαλονίκης, αλλά και από κατ’ ιδίαν συναντήσεις μουσουλμάνων πολιτικών παραγόντων με στελέχη των δύο αντίπαλων παρατάξεων. Έτσι, το Σεπτέμβριο του 1920 ο μουφτής Θεσσαλονίκης εν όψει των εκλογών μετέβη στην Αθήνα για συνεννοήσεις με πολιτικά πρόσωπα 146. Καθοριζόταν, επίσης, και από κέντρα του εξωτερικού, όπως την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, ή, σύμφωνα με Γάλλο δημοσιογράφο, από τις προξενικές αρχές μιας
142
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης «περί των αναγκών των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών», Θεσσαλονίκη 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1919. Στον ίδιο φάκελο, υπόμνημα του μουφτή Θεσσαλονίκης Αχμέτ Αλή προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 8/21 Δεκεμβρίου 1919 και υπόμνημα μουφτήδων Θεσσαλονίκης, Δράμας, Σερρών, Πραβίου και Ζίχνης προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 8/21 Δεκεμβρίου 1919. Επίσης, ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 9, υποφ. 5, υπόμνημα μουσουλμάνων βουλευτών Θεσσαλονίκης και Δράμας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Απρίλιος 1919 και ΜΑΕ, serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 11, γαλλικό προξενείο προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 7 Οκτωβρίου 1920, αρ. 87, «η προεκλογική εκστρατεία στη Θεσσαλονίκη», όπου αναφέρεται σε υπόμνημα με σειρά αιτημάτων της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης προς την κυβέρνηση. Για το ίδιο θέμα, Εφημερίς των Βαλκανίων, 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου 1920. 143 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 372, οι βουλευτές Θεσσαλονίκης Σαλήχ Σαλήχ, Αλή Βεχήτ, Χαϊρέτ Σακήρ, Οσμάν Μουσταφά, Χασάν Μεχμέτ, Αλή Αρήφ προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ρέπουλη, Θεσσαλονίκη 10/23 Αυγούστου 1919. αρ. τηλ. 8551. 144 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 372, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς το υπουργείο Γεωργίας, Αθήνα 10/23 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 9568. 145 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείο Πρωθυπουργού, φ. 218, υπουργείο Εξωτερικών προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 7091, όπου συνημμένο Διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Μαΐου 1920, αρ. πρ. 120/8 «περί ενεργειών Οθωμανών διά τας προσεχείς εκλογάς». 146 Εφημ. Εμπρός, 4/17 Σεπτεμβρίου 1920.
253
συμμαχικής χώρας (Ιταλίας) της οποίας ο αντιβενιζελισμός ήταν έκδηλος 147. Τους λεπτούς χειρισμούς των συνεννοήσεων με τους μουσουλμάνους ανέλαβαν από την πλευρά των Φιλελευθέρων ο υπουργός Παιδείας Δίγκας και από την πλευρά της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης και πάλι ο Γούδας 148. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 για πρώτη φορά στους συνδυασμούς των Φιλελευθέρων στη Μακεδονία συμπεριλήφθηκαν σε τέτοιο βαθμό μουσουλμάνοι υποψήφιοι, ενώ στη Θράκη, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχαν μόνο βενιζελικοί συνδυασμοί. Στο νομό Φλώρινας, συμμετείχαν ένας μουσουλμάνος υποψήφιος στο βενιζελικό συνδυασμό και ένας στο συνδυασμό της αντιπολίτευσης. Στο νομό Κοζάνης, κατέβηκαν τέσσερις μουσουλμάνοι με το συνδυασμό των Φιλελευθέρων και τρεις με το συνδυασμό της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Στο νομό Πέλλας, στο συνδυασμό των βενιζελικών συμμετείχαν δύο μουσουλμάνοι υποψήφιοι και σε αυτόν της αντιπολίτευσης τρεις. Στο νομό Θεσσαλονίκης, οι βενιζελικοί είχαν τρεις μουσουλμάνους υποψηφίους και οι αντιβενιζελικοί τέσσερις. Στο νομό Δράμας, υπήρχαν έξι μουσουλμάνοι υποψήφιοι στο συνδυασμό των Φιλελευθέρων και έξι στο συνδυασμό της αντιπολίτευσης 149. Στην Ήπειρο και στο νομό Πρέβεζας συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης ο Αλή Ντίνο Ρασήχ Βέη (Ali Dino Rasih Bey) 150. Στη Θράκη, το γαλλικό προξενείο Θεσσαλονίκης κατέτασσε ως εξής τους μουσουλμάνους βενιζελικούς υποψηφίους: στην Αδριανούπολη πέντε, στη Ραιδεστό τέσσερις, στην Καλλίπολη ένας, στις Σαράντα Εκκλησιές τέσσερις, στο Δεδέαγατς τρεις και στην Γκιουμουλτζίνα έξι 151. 147
Rene Puaux, ό.π., σ. 186. Γ. Αναστασιάδης-Ε. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 221 και εφημ. Μακεδονία, 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου 1920. 149 Το γαλλικό προξενείο ανέφερε ότι στο νομό Δράμας οι δύο συνδυασμοί είχαν από έξι μουσουλμάνους υποψηφίους ο καθένας. Η Εφημερίς των Βαλκανίων, 4/17 Οκτωβρίου 1920 ανέφερε ότι ο συνδυασμός της αντιπολίτευσης αποτελείται από δέκα μουσουλμάνους υποψηφίους, ενώ το Φως,11/24 Οκτωβρίου 1920 δημοσίευσε ψηφοδέλτιο του βενιζελικού συνδυασμού το οποίο περιλαμβάνει επτά μουσουλμάνους υποψηφίους, ωστόσο, όπως πληροφορεί η Εφημερίς των Βαλκανίων, 6/19 Οκτωβρίου 1920 στο νομό Δράμας υπήρχαν δύο συνδυασμοί των Φιλελευθέρων οι οποίοι αργότερα συγχωνεύτηκαν. 150 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 111, υποφ. 3, Νομαρχία Πρέβεζας προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Πρέβεζα 1/14 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 13381 όπου ονομαστικός κατάλογος των υποψηφίων του νομού. 151 Στη Θράκη το να διευκρινιστεί ποιος πραγματικά είχε το επίσημο χρίσμα των Φιλελευθέρων έχει ένα βαθμό δυσκολίας, αφού σύμφωνα με δήλωση του Βενιζέλου οι Φιλελεύθεροι στους νομούς Ροδόπης, Έβρου, Αδριανούπολης και Σαράντα Εκκλησιών δεν καταρτίζουν επίσημους συνδυασμούς, αλλά αφήνουν ελεύθερους τους υποψηφίους να συναγωνιστούν αλλήλους, βλ. εφημ. Εμπρός, 15/28 Οκτωβρίου 1920. Σημειώνεται ότι άλλοι αριθμοί υποψηφίων εντοπίστηκαν στον Τύπο, άλλοι στα αποτελέσματα των εκλογών που βρίσκονται στο αρχείο Βενιζέλου και άλλους δίνει το γαλλικό προξενείο Θεσσαλονίκης, τους οποίους και τελικά παραθέτουμε, βλ. ΜΑΕ serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 53, γαλλικό προξενείο προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 25 Οκτωβρίου 1920, αρ. 92 «προεκλογική εκστρατεία». 148
254
Μουσουλμάνοι υποψήφιοι υπήρχαν και στα ψηφοδέλτια του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), όπως στο νομό Δράμας 152, ενώ στις εκλογές κατέβηκαν και ανεξάρτητοι μουσουλμάνοι υποψήφιοι, όπως στους νομούς Κοζάνης, Πέλλας, Δράμας και στη Θράκη 153. Τα αποτελέσματα των εκλογών ανέδειξαν νικήτρια την Ηνωμένη Αντιπολίτευση. Οι Φιλελεύθεροι κατέλαβαν 118 από τις 369 έδρες και η Ηνωμένη Αντιπολίτευση 251. Εκτός από τη Θράκη, όπου οι εκλογές διεξήχθησαν στην ουσία χωρίς υποψηφίους της αντιπολίτευσης, στους νομούς της Μακεδονίας όπου συγκεντρωνόταν το μουσουλμανικό στοιχείο, οι Φιλελεύθεροι κατόρθωσαν να εκλέξουν πέντε βουλευτές μόνο στο νομό Δράμας, εκ των οποίων οι δύο μουσουλμάνοι. Στις Νέες Χώρες (πλην Θράκης) οι Φιλελεύθεροι έλαβαν το 44,1% των ψήφων έναντι του 55,9% των αντιπάλων τους. Στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία δίνονται στοιχεία για την εκλογική δύναμη των κομμάτων ανά νομούς τα οποία όμως είναι αντικρουόμενα και παρακινδυνευμένα εξαιτίας του εκλογικού συστήματος με τα σφαιρίδια 154. Μια εικόνα της διαφοράς ανάμεσα στους δύο συνδυασμούς στη Μακεδονία (πλην του νομού Δράμας) δίνουν τα εκλογικά αποτελέσματα που εντοπίστηκαν στο αρχείο Βενιζέλου 155: στο νομό Θεσσαλονίκης η Ηνωμένη Αντιπολίτευση συγκέντρωσε μέσο όρο θετικών ψήφων 24.388 ενώ οι Φιλελεύθεροι 15.170, στο νομό Φλώρινας ο μέσος όρος ήταν 11.075 για την Ηνωμένη Αντιπολίτευση και 5.335 για τους Φιλελευθέρους, στο νομό Πέλλας οι αντιβενιζελικοί συγκέντρωσαν κατά μέσο όρο 7.814 θετικές ψήφους και οι βενιζελικοί 3.945 και στο νομό Κοζάνης οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης έλαβαν κατά μέσο όρο 15.103 θετικές 152
Το ΣΕΚΕ προσπάθησε να προσεταιριστεί κυρίως τους μουσουλμάνους καπνεργάτες της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης, άλλωστε ο μουσουλμάνος υποψήφιος του κόμματος στο νομό Δράμας ήταν σύμβουλος του συνδικάτου καπνεργατών Καβάλας. Οι μουσουλμάνοι που στήριξαν εκλογικά το ΣΕΚΕ και στις εκλογές του Μαΐου του 1915 τη Φεντερασιόν επηρεάστηκαν περισσότερο από την αντιπολεμική ρητορική του ή ακόμη και τη συμπάθεια προς την κόκκινη σημαία –σύμφωνα με όσα αφηγείται κομματικό στέλεχος– παρά από τη σοσιαλιστική τους συνείδηση, βλ. Γ. Λεονταρίτης, ό.π., σ. 71 και Ελ. Σταυρίδης, Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, Αθήνα 1953, σ. 39. 153 Για τα ονόματα όλων των μουσουλμάνων υποψήφιων βουλευτών στις εκλογές του 1920 βλ. πίνακες στο παράρτημα του κεφαλαίου. 154 Για τα εκλογικά αποτελέσματα βλ. Γ. Δάφνης, ό.π., σσ. 131-132˙ Αλ. Παπαναστασίου, ό.π., σσ. 23-28 και πίνακας Α όπου υπολογίζονται οι οπαδοί του κάθε κόμματος ανά νομό˙ Κ. Ράλλης, ό.π., σσ. 262-264 όπου και πίνακας με τις θετικές ψήφους που έλαβαν οι υποψήφιοι των δύο κομμάτων ανά νομούς και Γ. Χαριτάκης, Περί Αναλογικής Εκλογής, Αθήνα 1925, σ. 101. Για μια κριτική των υπολογισμών της εκλογικής δύναμης των δύο κομμάτων στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου βλ. Σαμ Χασσίδ, «Η Αλλόθρησκη Ψήφος στις Εκλογές του 1920», ΕΚΚΕ, Εμείς και οι άλλοι. Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Αθήνα 1999, 363-372. 155 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 102 (υπουργείο Εσωτερικών).
255
ψήφους ενώ αυτοί των Φιλελευθέρων 8.532. Στη νέα Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου συμμετείχαν 38 μουσουλμάνοι βουλευτές 156. Στο βενιζελικό Τύπο της εποχής, αλλά και στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία η αναζήτηση των αιτιών της αναπάντεχης ήττας του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 οδήγησε σε ποικίλες ερμηνείες και έδωσε τροφή για διάφορα σενάρια. Ένα από αυτά υποστηρίζει ότι οι μουσουλμάνοι, έχοντας σχετικές οδηγίες από την Κωνσταντινούπολη ή την Άγκυρα, και οι Εβραίοι καθόρισαν το εκλογικό αποτέλεσμα στη Μακεδονία, συμβάλλοντας έτσι στην πτώση του Βενιζέλου και στη συνακόλουθη Μικρασιατική Καταστροφή 157. Η Μακεδονία σε άρθρο της μετά τις εκλογές σημείωνε ότι οι βενιζελικοί ψηφίστηκαν από τους καθαρόαιμους Έλληνες, ενώ οι μουσουλμάνοι καταψήφισαν τον Βενιζέλο από μίσος απέναντι σε εκείνον που μεγάλωσε την Ελλάδα εις βάρος της Τουρκίας 158. Η παραπάνω θεωρία ωστόσο είναι εμφανές ότι δεν ευσταθεί. Οι Φιλελεύθεροι στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έχασαν τις εκλογικές περιφέρειες της Παλαιάς Ελλάδας, τις οποίες είχαν κερδίσει στις εκλογές της 31ης Μαΐου του 1915 και μάλιστα έχασαν με μεγαλύτερη διαφορά από ό,τι στις περιφέρειες των Νέων Χωρών. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι οι βενιζελικοί ψηφίστηκαν από ένα κομμάτι των μουσουλμάνων ψηφοφόρων, αφού σε όλη τη Μακεδονία βενιζελικοί υποψήφιοι – ανάμεσά τους και δύο μουσουλμάνοι– εκλέχτηκαν μόνο στο νομό Δράμας, όπου η πλειοψηφία των ψηφοφόρων ήταν μουσουλμάνοι, ενώ, παράλληλα, τα βενιζελικά ψηφοδέλτια είχαν για πρώτη φορά μουσουλμάνους υποψηφίους που σίγουρα θα προσέλκυσαν περισσότερες μουσουλμανικές ψήφους σε σχέση με τις εκλογές της 31ης Μαΐου, όταν δεν υπήρχε παρά μόνο ένας βενιζελικός μουσουλμάνος υποψήφιος στη Δράμα. Τέλος, υπενθυμίζεται η «αναγκαστική» υπερψήφιση του Βενιζέλου από τους μουσουλμάνους εκλογείς της Θράκης.
156
Βλ. τον πίνακα με τους μουσουλμάνους βουλευτές και υποψηφίους στο παράρτημα του κεφαλαίου. Σαμ Χασσίδ, ό.π., σσ. 367-371 όπου γίνεται κριτική στις απόψεις του Μαυρογορδάτου ότι οι αλλοεθνείς ψήφοι καθόρισαν το αποτέλεσμα όλων των εκλογικών περιφερειών της Μακεδονίας. Ο Γρηγοριάδης αναφέρει ότι στη Μακεδονία οι 50.000 μουσουλμάνοι ψηφοφόροι έκριναν το εκλογικό αποτέλεσμα, βλ. Φ. Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 382. 158 Εφημ. Μακεδονία, 2/15 Νοεμβρίου 1920. 157
256
8. Η ερμηνεία της αντιβενιζελικής εκλογικής συμπεριφοράς των μουσουλμάνων Όπως διαφαίνεται από τα αποτελέσματα των τριών παραπάνω εκλογικών αναμετρήσεων, οι μουσουλμάνοι στήριζαν εκλογικά την αντιβενιζελική παράταξη. Η ερμηνεία της στήριξης αυτής σχετίζεται με επιλογές των βενιζελικών κυβερνήσεων σε ζητήματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Η εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου τόσο το 1915 όσο και το 1920 ταυτίστηκε με τις πολεμικές προσπάθειες της Ελλάδας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών είχαν επιπλέον λόγους να μην επιθυμούν τη σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την οποία ήταν συνδεδεμένοι με εθνικούς, θρησκευτικούς και συναισθηματικούς δεσμούς που για κάποιους ήταν ισχυρότεροι από τους δεσμούς που τους συνέδεαν με το ελληνικό κράτος 159. Ο βενιζελικός Γ. Καρβωνίδης, αναφερόμενος στην εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων πριν από τις εκλογές της 31ης Μαΐου του 1915, εξηγούσε τη στροφή τους από το βενιζελισμό στον αντιβενιζελισμό με την επιμονή του Βενιζέλου να εισέλθει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Entente 160. Ενδεικτικό της σχέσης της μουσουλμανικής εκλογικής συμπεριφοράς και του πολέμου είναι ένα άρθρο της Yeni Asir το 1921 στο οποίο κατηγορούνταν εξίσου Βενιζέλος και Γούναρης ότι έσυραν το λαό στον πόλεμο και στη δυστυχία 161. Για να ερμηνευτεί η αντιβενιζελική μουσουλμανική ψήφος δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι βασικό σύνθημα της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης στην προεκλογική περίοδο των εκλογών του 1920 ήταν ο τερματισμός του πολέμου. Από την άλλη, ιδιαίτερα δημοφιλής θεωρία στο βενιζελικό στρατόπεδο, με την οποία εξηγούν τη στήριξη των μουσουλμάνων στην αντιπολίτευση, είναι αυτή που θέλει τους μουσουλμάνους να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας. Σύμφωνα με αυτές, ο Βενιζέλος έπρεπε να ηττηθεί είτε για να κερδίσουν οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους στον Α΄ Παγκόσμιο 162 είτε για να ανατραπεί η Συνθήκη 159
Γενικότερα για τη θέση των μειονοτήτων στους κομματικούς σχεδιασμούς βενιζελικών και αντιβενιζελικών βλ. G. Mavrogordatos, ό.π., σσ. 230-231. 160 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 412 (επιστολές προς ιδιώτες), Γ. Καρβωνίδης προς Ι. Ηλιάκη, Θεσσαλονίκη 7/20 Μαρτίου 1915. 161 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 20, υποφ. 3, Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης, Γενική Γραμματεία, Τμήμα Πολιτικόν προς Κεντρική Υπηρεσία, Τμήμα Τύπου, Σμύρνη 17/30 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 767 όπου συνημμένες μεταφράσεις της Yeni Asir 18 Φεβρουαρίου 1921. 162 Ο Αργυρόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά για τις εκλογές της 31ης Μαΐου ότι στην εκλογική ήττα των βενιζελικών στη Μακεδονία συνέβαλαν οι μουσουλμάνοι, αφού μόνον η ήττα του Βενιζέλου θα μπορούσε να επαναφέρει την Τουρκία στη Θεσσαλονίκη, βλ. Π. Αργυρόπουλος, ό.π., σ. 164. Πρβλ. εφημ. Ηχώ της
257
των Σεβρών. Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι ο ίδιος ο Βενιζέλος απέδιδε την ήττα στις εκλογές του 1920 στις εντολές της Κωνσταντινούπολης προς τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους 163, ενώ ο Αργυρόπουλος χαρακτήριζε την πεποίθηση του Δίγκα ότι οι μουσουλμάνοι θα υποστήριζαν τον Βενιζέλο «μωρά αντίληψιν, όταν παρουσιάζετο μια ύστατη ευκαιρία στους Τούρκους πατριώτας να ανατρέψουν τον Βενιζέλο και να ακυρωθεί η Συνθήκη των Σεβρών» 164. Αλλά και ο Φιλελεύθερος υποψήφιος βουλευτής Φλώρινας Γεώργιος Μόδης τόνιζε ότι κακώς πίστεψαν πως θα ψηφίσουν οι μουσουλμάνοι τον Βενιζέλο, «τον στραγγαλιστή της Τουρκίας» 165. Την αντίληψη ότι οι μουσουλμάνοι ψήφισαν την Ηνωμένη Αντιπολίτευση για να επαναφέρουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μικρά Ασία και στη Θράκη υιοθετούσαν και οι Βρετανοί διπλωμάτες στην Ελλάδα 166. Για να αποτραπεί η εξάρτηση των εκλογικών αναμετρήσεων στις Νέες Χώρες από ξένα κέντρα που καθοδηγούσαν τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους οι βενιζελικοί πρότειναν δύο λύσεις: Η πρώτη ήταν η δημιουργία ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων για τους μουσουλμάνους, δυνατότητα που έδινε και η Συνθήκη των Σεβρών περί προστασίας των μειονοτήτων. Η μη εφαρμογή του παραπάνω μέτρου χαρακτηρίζεται από τον Μόδη «χοντρό σφάλμα των Βενιζελικών» 167, ενώ ο Αργυρόπουλος κατηγορούσε τον Δίγκα ότι επενέβη, ώστε να μην ισχύσει σχετικός νόμος που είχε ψηφιστεί από τον Ρακτιβάν 168. Ανεξάρτητος πολιτευτής στην Καβάλα ήταν πεπεισμένος ότι οι βενιζελικοί, για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να καθορίσουν οι μουσουλμάνοι το εκλογικό αποτέλεσμα, θα άλλαζαν τον εκλογικό νόμο δημιουργώντας ξεχωριστούς εκλογικούς
Μακεδονίας, 2/15 Ιανουαρίου 1922 όπου άρθρο του Στ. Παπακωνσταντίνου με τίτλο «Τα πολιτικά κόμματα και η Μακεδονία» και Φ. Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 190. 163 ΜΑΕ, serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 53, πρεσβεία Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 15 Νοεμβρίου 1920, αρ. 497. 164 Π. Αργυρόπουλος, ό.π., σσ. 296-297. 165 Γ. Μόδης, ό.π., σσ. 184-185. 166 TΝΑ, F.O. 371/6077, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Αθηνών, Θεσσαλονίκη 17 Δεκεμβρίου 1920, αρ. C1196 και F.O. 371/6082, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 7 Οκτωβρίου 1921, αρ. C19844. 167 Γ. Μόδης, ό.π., σσ. 184-185 και άρθρο του για το χωρισμό των μουσουλμάνων ψηφοφόρων στην εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1922. Ίδιες απόψεις και από τον Στ. Παπακωνσταντίνου, εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 2/15 Ιανουαρίου 1922. 168 Π. Αργυρόπουλος, ό.π., σσ. 296-297. Οι ίδιες κατηγορίες και στον Φ. Γρηγοριάδη, ό.π., σ. 376. Για τον αντίλογο βλ. Γ. Αναστασιάδης - Ε. Χεκίμογλου, ό.π., σ. 221
258
καταλόγους για τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους 169. Ο νόμος δεν ψηφίστηκε ποτέ και οι βενιζελικοί εκ των υστέρων με τροπολογία που κατέθεσαν στη Βουλή το Μάιο του 1921 πρότειναν τη δημιουργία ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων για τις μειονότητες 170. Φαίνεται ότι ήταν αρκετοί εκείνοι στις τάξεις του κόμματος των Φιλελευθέρων που θεωρούσαν δεδομένη την εκλογική στήριξη των μουσουλμάνων. Τελικά οι ξεχωριστοί εκλογικοί κατάλογοι για τους μουσουλμάνους Μακεδονίας και Θράκης θεσπίστηκαν από την Επανάσταση του 1922, ενώ καθορίστηκε ακόμα ο αριθμός των βουλευτών (19) που θα εκπροσωπούσαν στη Βουλή το μουσουλμανικό πληθυσμό της χώρας 171. Η δεύτερη λύση και πιο ριζοσπαστική ήταν να αφαιρεθεί το δικαίωμα ψήφου από τους μουσουλμάνους, ο Ηλιάκης ανέφερε σχετικά: «Και όταν οι αλλόφυλοι δεν θα έχουν το δικαίωμα ψήφου θα εννοήσουν την επιβολή του Κράτους υπό τη σκέπη του οποίου βιούν και θα επιδοθούν στα ειρηνικά τους έργα. Αρνούμενοι το δικαίωμα ψήφου στους αλλόφυλους τους αγνοούντες τουλάχιστον την ελληνική θα απαλλάξουμε τον ελληνισμό της επιδράσεως των αλλοφύλων» 172. Για τα στελέχη των Φιλελευθέρων οι παραπάνω λύσεις θεωρούνταν απαραίτητες είτε γιατί οι μουσουλμάνοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι είναι Έλληνες υπήκοοι, αλλά οι ενέργειές τους στόχευαν στην εξυπηρέτηση των φυλετικών τους συμφερόντων είτε, κυρίως, γιατί ο μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν μια εκλογική δεξαμενή από την οποία αντλούσαν τις περισσότερες ψήφους οι αντίπαλοι 173. Σε ένα βαθμό η «φιλοπόλεμη» εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου και οι επεμβάσεις από το εξωτερικό επηρέασαν τον τρόπο που ψήφισαν οι μουσουλμάνοι. Πολύ περισσότερο όμως διαμόρφωσαν την αντιβενιζελική εκλογική συμπεριφορά του μουσουλμανικού
πληθυσμού
οι
επιλογές
των
βενιζελικών
κυβερνήσεων
στη
διακυβέρνηση των Νέων Χωρών. Οι μουσουλμάνοι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με την ελληνική διοίκηση και τους εκπροσώπους της επί κυβερνήσεως Φιλελευθέρων και, όπως οι υπόλοιποι κάτοικοι των Νέων Χωρών, είχαν να προσάψουν κατηγορίες για κακοδιοίκηση και για αλαζονική συμπεριφορά των υπαλλήλων από την Παλαιά Ελλάδα 169
ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Μπούσιου, φ. 1.3, Γρηγοριάδης προς Γ. Μπούσιο και Ί. Δραγούμη, Καβάλα 14/27 Φεβρουαρίου1920. 170 Μ. Γεωργαντάς, Περί αναλογικής αντιπροσωπεύσεως μειονοψηφιών, Αθήνα 1924, σσ. 57-59. 171 G. Mavrogordatos, ό.π., σ. 239. 172 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Έκθεση προς την Προσωρινή Κυβέρνηση «Η κατάστασις των αλλοφύλων απέναντι του κινήματος. Δικαίωμα ψήφου», Κοζάνη 11/24 Νοεμβρίου 1916, αρ. πρ. 564. 173 Πολιτική Επιθεώρηση, αρ. 18 (8 Οκτωβρίου1920). Επίσης, τις απόψεις του υποδιοικητή Γουμένισσας, βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, Ο υποδιοικητής Γουμένισσας προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Γουμένισσα 23 Δεκεμβρίου1922/ 5 Ιανουαρίου 1923.
259
οι οποίοι αγνοούσαν τις ιδιαίτερες συνθήκες των νέων επαρχιών και την ψυχολογία των κατοίκων. Η εφημερίδα της Κοζάνης Αγών θεωρούσε αιτία της παταγώδους αποτυχίας των βενιζελικών στη Μακεδονία στις εκλογές της 31ης Μαΐου του 1915 την αψυχολόγητη διοίκηση που εφάρμοσαν οι υπάλληλοι από την Παλαιά Ελλάδα. Τις ίδιες κατηγορίες διατύπωνε και η Νέα Αλήθεια που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των Παλαιοελλαδιτών υπαλλήλων αποικιοκρατική 174. Ειδικότερα, οι μουσουλμάνοι, που μέχρι το 1915 βίωναν ακόμη τα παρεπόμενα των δραματικών αλλαγών που επέφερε στη ζωή τους η ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος, ταύτιζαν τις μεγαλύτερες ή μικρότερες ενοχλήσεις από ντόπιους και εκπροσώπους της τοπικής διοίκησης με την κυβέρνηση του Βενιζέλου. Τα σφάλματα στην εσωτερική διοίκηση, τον έλεγχο της οποίας δεν είχε ο Βενιζέλος λόγω της μακρόχρονης απουσίας του στο εξωτερικό, δικαιολογούν και την ήττα στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Ήδη από το 1917 σε επιστολή ενός κυβερνητικού υπαλλήλου προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού επισημαινόταν η κακοδιοίκηση που ασκείται από τους διοικητικούς υπαλλήλους στη Μακεδονία και υπογραμμιζόταν χαρακτηριστικά ότι διεξάγεται «άσεμνος κομματικός αγών πλείστων κομματαρχίσκων και δι’ επαχθούς συναλλαγής, εις βάρος εννοείται των φιλελευθέρων ιδεών» 175. Προφητική ήταν μια επιστολή του αρχιστράτηγου του ελληνικού στρατού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου στον αδελφό του Αλέξανδρο τον Ιανουάριο του 1919: «Πάση θυσία προσπαθούν να δημιουργήσουν εχθρούς εις την Κυβέρνησιν οι διάφοροι Υπουργοί. Άκουσέ με τι σου λέω να μην μείνετε κατάπληκτοι με τα αποτελέσματα των εκλογών. Γελά όλος ο κόσμος εις βάρος της Ελληνικής Πολιτείας, διά την ανικανότητά της» 176. Το Φως σε άρθρο του για τις αιτίες της ήττας του Βενιζέλου με εύστοχο τρόπο σημείωνε: «Οι κυβερνήσαντες κατά το μακρόν αυτό χρονικόν διάστημα δεν ηθέλησαν να προσελκύσουν τον Λαόν υπέρ αυτών, ηθέλησαν να επιβληθώσι διά του όγκου των εξωτερικών επιτυχίων του κ. Βενιζέλου και ενόμισαν ότι αρκεί η αίγλη αυτή να σκεπάση όλα τα κατά τόπους σκιερά» 177. Και οι Βρετανοί απέδιδαν την ήττα του Βενιζέλου στη διεφθαρμένη εσωτερική διοίκηση και την τυραννία που ασκήθηκε 174
Εφημ. Αγών, 18 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1917 και Νέα Αλήθεια, 28 Μαρτίου/11 Απριλίου 1915. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 256, όνομα δυσανάγνωστο προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Αθήνα 6/19 Δεκεμβρίου 1917. 176 ΕΛΙΑ, αρχείο Λ. Παρασκευόπουλου, Λεωνίδας προς Αλέξανδρο Παρασκευόπουλο, Γεν. Στρατηγείο Γραφείο Αρχιστράτηγου Θεσσαλονίκη 2/15 Ιανουαρίου 1919. 177 Εφημ. Φως, 10/23 Νοεμβρίου 1920. Βλ. επίσης ανάλογες απόψεις στη βενιζελική εφημερίδα του Ηρακλείου Νέα Εφημερίς,14/27 Ιουλίου 1921. 175
260
εναντίον των αντιφρονούντων 178. Τις συνέπειες των κακών επιλογών στην εσωτερική διοίκηση και των διώξεων εις βάρος των αντιφρονούντων βίωσαν και οι μουσουλμάνοι που είχαν ταυτιστεί από τους Φιλελευθέρους με το αντιβενιζελικό στρατόπεδο. Κατά συνέπεια το μουσουλμανικό στοιχείο έδειχνε μεγαλύτερη συμπάθεια σε αυτούς με τους οποίους μοιράζονταν την ίδια τύχη. Ο Ίων Δραγούμης, εξόριστος στη Σκόπελο, σχολίαζε: «Σκόπελος, τόπος εξορίας πολιτικών, αλητών, Τούρκων και Αλβανών υπόπτων, Μακεδόνων χωρικών που βουλγαρίζουν, λωποδυτών κ.τ.λ. Όταν ήρθα βρήκα εδώ τέσσερις πέντε λωποδύτες, έπειτα έναν Μακεδονίτη χωριάτη, έπειτα έναν Αλβανό μπέη, έπειτα δυο μακεδονικές οικογένειες και τώρα έναν Τούρκο χότζα. Όλοι αυτοί μας συμπαθούν εμάς τους πολιτικούς εξόριστους γιατί είμαστε ομότυχοί τους» 179. Επιπλέον, είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής των Συμμαχικών στρατευμάτων στη Μακεδονία –τα οποία στη συνείδηση του λαού έφερε ο Βενιζέλος– ένας μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων υπέστη διώξεις, όχι μόνο γιατί θεωρούνταν ύποπτοι συνεργασίας με τους εχθρούς της Entente, αλλά και για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, γεγονός το οποίο απομάκρυνε το μουσουλμανικό στοιχείο από τη βενιζελική παράταξη 180. Τέλος, φαίνεται ότι στην αρνητική στάση του μουσουλμανικού στοιχείου απέναντι στους Φιλελευθέρους σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε η στάση των βενιζελικών κυβερνήσεων στο ζήτημα των μεγάλων ιδιοκτησιών της Μακεδονίας. Οι μουσουλμάνοι βουλευτές και κομματάρχες προέρχονταν από την τάξη των τσιφλικάδων, οι οποίοι έβλεπαν την ιδιοκτησία τους να απειλείται από βενιζελικούς νόμους, όπως ο νόμος 262 του 1914 που προέβλεπε την κατάληψη των εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών κτημάτων από το ελληνικό Δημόσιο, ή τα διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης
με
τα
οποία
απαλλοτριώνονταν
οι
μεγάλες
ιδιοκτησίες
της
Μακεδονίας 181. Άλλωστε, οι μουσουλμάνοι πριν από τις εκλογές του 1920 είχαν ξεκαθαρίσει πως θα στήριζαν το κόμμα εκείνο που θα απέδιδε στους ιδιοκτήτες τους τα μουσουλμανικά κτήματα. 178
TΝΑ, F.O. 371/6077, επικεφαλής της βρετανικής ναυτικής αποστολής προς πρεσβευτή Αθηνών, Αθήνα 18 Δεκεμβρίου 1920, «έκθεση για εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και τα αποτελέσματά της». 179 Ι. Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου Στ΄ (1918-1920), επιμ. Θ. Σωτηρόπουλος, Αθήνα 1987, σ. 132. 180 L. Hassiotis, «Forcible Relocation from Greek Macedonia during the First World War», The Salonica theatre of operations and the outcome of the Great War, Διεθνές Συνέδριο, ΙΜΧΑ-Εθνικό Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 295-308. 181 Gunnar Hering, ό.π., σσ. 951-952 και G. Mavrogordatos, ό.π., σ. 359.
261
Επακόλουθο όλων των παραπάνω ήταν η αγωνία των μουσουλμάνων της Θεσσαλονίκης, όπως την περιγράφει ο Ρεσάτ Τεσάλ (Reşat Tesal), γιος βουλευτή της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης, για το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920, αφού θεωρούσαν ότι «οι φιλοβασιλικοί δεν ήταν σε τέτοιο βαθμό εχθροί των Τούρκων όσο ο Βενιζέλος», ενώ πίστευαν ότι ο Γούναρης θα ακολουθούσε μια πιο ευνοϊκή για τη μουσουλμανική μειονότητα πολιτική 182. 9. Οι «μνηστήρες» της μουσουλμανικής ψήφου και οι μουσουλμάνοι κομματάρχες Οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι έπαιζαν λοιπόν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος στις Νέες Χώρες πρώτα πρώτα λόγω του πληθυσμιακού όγκου τους. Στη Μακεδονία το 1915 ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανερχόταν σε 350.000 και αποτελούσε το 28,5% του συνολικού πληθυσμού της. Στο νομό Δράμας οι μουσουλμάνοι ήταν πλειοψηφία, στο νομό Κοζάνης αποτελούσαν το 27,32% του πληθυσμού, στο νομό Θεσσαλονίκης το 22%, στο νομό Φλώρινας το 20% και στο νομό Σερρών το 13,8%. Σημαντική ήταν η παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου στους δύο νομούς της Ηπείρου (Ιωαννίνων και Πρέβεζας), ενώ στη Θράκη το 1920 αποτελούσαν την πλειοψηφία του νομού Ροδόπης και το 34% του νομού Έβρου 183. Η μελέτη των διαθέσιμων εκλογικών καταλόγων της περιόδου βοηθά στην περαιτέρω κατανόηση της σημασίας της μουσουλμανικής ψήφου 184. Έτσι, στην επαρχία Κοζάνης σε σύνολο 9.495 εκλογέων οι 5.164 ήταν μουσουλμάνοι, στην Υποδιοίκηση Φλώρινας σε σύνολο 22.800 εκλογέων οι 4.281 ήταν μουσουλμάνοι, στο νομό Δράμας από τους περίπου 40.000 ψηφοφόρους οι 25.000 ήταν μουσουλμάνοι και στη Θεσσαλονίκη το 1915, σύμφωνα με ανακοίνωση του γενικού διοικητή Θεμιστοκλή Σοφούλη, από τους
182
Reşat Tesal, Selâniκ’ten Istanbul’a. Bir Ömrün Hikâyesi(Από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Η αφήγηση μιας ζωής), Ιστανμπούλ 1998, σσ. 47-48. 183 Βλ. κεφ. «Η γεωγραφική κατανομή και η πληθυσμιακή δυναμική του μουσουλμανικού πληθυσμού». 184 Μελετήθηκαν οι εκλογικοί κατάλογοι της επαρχίας Κοζάνης του 1920, της Υποδιοίκησης Ανασέλιτσας του 1915, της Υποδιοίκησης Καϊλαρίων του 1915, της Υποδιοίκησης Δράμας του 1919 καθώς και ο δημοσιευμένος εκλογικός κατάλογος της Υποδιοίκησης Φλώρινας του 1914, βλ. Ι. Καρατζάς, «Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού των οικισμών του Ν. Φλώρινας από τον πρώτο εκλογικό κατάλογο της υποδιοικήσεως Φλωρίνης (1914)», Φλώρινα 1912-2002. Ιστορία και Πολιτισμός, Πρακτικά Συνεδρίου, Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας και Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών, Φλώρινα 2004, σσ. 665-684. Για τους εκλογείς της Θεσσαλονίκης βλ. εφημ. Νέα Αλήθεια, 29 Ιανουαρίου/11 Φεβρουαρίου 1915 και Μακεδονία, 27 Σεπτεμβρίου/10 Οκτωβρίου 1920.
262
42.800 εκλογείς οι 11.000 ήταν μουσουλμάνοι. Βέβαια, όπως υπογραμμίστηκε, ο τρόπος με τον οποίο συντάχθηκαν οι κατάλογοι άφηνε περιθώρια για διπλοψηφίες κυρίως των μουσουλμάνων, ενώ στη Δυτική Μακεδονία η μεγάλης κλίμακας μετανάστευση του χριστιανικού
στοιχείου
αύξησε
ακόμα
περισσότερο
την
εκλογική
ισχύ
του
μουσουλμανικού πληθυσμού 185. Επιπλέον, η εκλογική δύναμη των μουσουλμάνων καθίστατο ισχυρότερη, αφού οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι δεν διέσπειραν τόσο εύκολα τις ψήφους τους και καθοδηγούνταν ευκολότερα από την ηγετική μουσουλμανική τάξη, δηλαδή τους μεγαλογαιοκτήμονες μπέηδες, τους θρησκευτικούς λειτουργούς και τους μουσουλμάνους βουλευτές που στην πλειονότητά τους ήταν μεγαλογαιοκτήμονες. Στην καθοδήγηση φαίνεται ότι εμπλέκονταν οι διπλωματικές αποστολές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και απεσταλμένοι της Κωνσταντινούπολης και αργότερα της Άγκυρας. Η μαζικότητα με την οποία ψήφιζαν οι μουσουλμάνοι και ο τρόπος με τον οποίο ποδηγετούνταν από την παραπάνω ηγετική ομάδα υπογραμμίζονταν από τον Τύπο της εποχής και από πολιτευτές των Νέων Χωρών. Η Νέα Αλήθεια σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου του 1915 αναφερόταν στην άριστη οργάνωση του μουσουλμανικού στοιχείου από το μουφτή Θεσσαλονίκης και στη μαζική υπερψήφιση των «γουναρικών» 186. Φιλελεύθερος πολιτευτής από την Κοζάνη σε επιστολή προς τον Βενιζέλο αναφερόταν στην εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων ψηφοφόρων τονίζοντας ότι δεν γνώριζαν καν να προφέρουν το όνομα των υποψηφίων που δεν ήταν από την ίδια επαρχία και τους ήταν αρκετό να ξεχωρίζουν το έμβλημα του συνδυασμού. Όπως πληροφορούσε ο ίδιος πολιτευτής, χαρακτηριστικό της υπακοής των μουσουλμάνων ψηφοφόρων στις κατευθύνσεις της μουσουλμανικής ηγεσίας ήταν το γεγονός ότι από τους τρεις μουσουλμάνους βουλευτές που εκλέχθηκαν στην Κοζάνη το Δεκέμβριο του
185
Ο Ιωάννης Ηλιάκης ο οποίος ανέλαβε να οργανώσει την προεκλογική εκστρατεία των βενιζελικών στο νομό Κοζάνης εν όψει των σχεδιαζόμενων εκλογών το φθινόπωρο του 1916 θεωρούσε απαραίτητη τη συμμετοχή στο ψηφοδέλτιο των Φιλελευθέρων μουσουλμάνων υποψηφίων λόγω της μεγάλης μετανάστευσης των χριστιανών βλ. Εφημ. Νίκη 11/24 Οκτωβρίου, 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου και 26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1920 όπου η αντιβενιζελική εφημερίδα της Κοζάνης δημοσιεύει επιστολές του Ηλιάκη προς τον Βενιζέλο. Για την εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων στο νομό Κοζάνης και τα αποτελέσματα των εκλογών της περιόδου βλ. Γ. Γκλαβίνας, ό.π., σσ. 301-320. Για την ανάληψη της προεκλογικής εκστρατείας των βενιζελικών στην Κοζάνη βλ. Ι. Ηλιάκης, Η ιστορία εξήντα χρόνων, τ. Α, Χανιά 1940, σ. 44. 186 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 2/15 Ιουνίου 1915.
263
1915 οι δύο δεν ήταν καν από το νομό 187. Ο μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος –πιστός βενιζελικός– σε επιστολή προς τον Ηλιάκη σημείωνε και αυτός το πόσο τυφλά ακολουθούσαν οι μουσουλμάνοι τις οδηγίες της ηγετικής ομάδας τους, φέρνοντας ως παράδειγμα τον μουσουλμάνο υποψήφιο Ναδίρ Ραμαντάν (Nadir Ramadan) που, αν και ο πλουσιότερος υποψήφιος στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915, δεν είχε τη στήριξη των μουσουλμάνων ψηφοφόρων επειδή κατέβηκε ως ανεξάρτητος 188. Η τύχη του Ραμαντάν ήταν πολύ καλύτερη στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, αφού έχοντας τη στήριξη των μουσουλμάνων κομματαρχών εξελέγη βουλευτής της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Στέλεχος των Ανεξαρτήτων από την Καβάλα σε επιστολή του προς την ηγεσία του κόμματος Γεώργιο Μπούσιο και Ίωνα Δραγούμη, σχολιάζοντας την κατάσταση στην περιοχή εν όψει των εκλογών του 1920, πληροφορούσε ότι οι μουσουλμάνοι ακολουθούσαν πιστά και με θρησκευτική ευλάβεια τις οδηγίες της Κωνσταντινούπολης αποκλείοντας οποιαδήποτε τοπική επέμβαση ή επιρροή που θα κλόνιζε τη γραμμή που τους δόθηκε 189. Το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων ανάμεσα στους
μπέηδες και στο μουσουλμανικό αγροτικό πληθυσμό
καλλιεργούνταν και από τον τρόπο οργάνωσης των μουσουλμανικών κοινοτήτων, στις οποίες κυριαρχούσε η ίδια ηγετική ομάδα, με αποτέλεσμα οι μουσουλμανικές λαϊκές τάξεις να έχουν ελάχιστα περιθώρια ελεύθερης άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος 190. Συνειδητοποιώντας τη σημασία των μουσουλμάνων ψηφοφόρων και του τρόπου με τον οποίο καθοδηγούνταν, οι χριστιανοί πολιτευτές φρόντιζαν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους κατά τόπους μουφτήδες και μεγαλογαιοκτήμονες και να ανταποκριθούν στα διάφορα αιτήματά τους. Βουλευτές, κομματάρχες, αλλά και η ίδια η κυβέρνηση επιδίδονταν σε διάφορα ρουσφέτια, διευκολύνσεις και ευνοϊκές λύσεις σε ζητήματα που απασχολούσαν τους εκπροσώπους της μουσουλμανικής ηγετικής τάξης. Κατά συνέπεια ο προεκλογικός σχεδιασμός οποιασδήποτε πολιτικής παράταξης στις 187
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 313 (επιστολές προς Βενιζέλο), Βενιζελικός υποψήφιος (όνομα δυσανάγνωστο) προς Βενιζέλο, Κοζάνη 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1916 και 10/23 Αυγούστου 1916. 188 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 313 (επιστολές προς Βενιζέλο), Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος προς Ηλιάκη, Σιάτιστα 9/22 Αυγούστου 1916. 189 ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Μπούσιου, φ. 1.3, Γρηγοριάδης προς Γ. Μπούσιο και Ί. Δραγούμη, Καβάλα 14/27 Φεβρουαρίου 1920. 190 Κ.Δ.Κ, «Το μέλλον του μουσουλμανικού τιμαριωτισμού εν Μακεδονία», Πολιτική Επιθεώρηση, αριθ. 29 (26 Δεκεμβρίου 1920), 477-479.
264
Νέες Χώρες θα έπρεπε να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη το μουσουλμανικό παράγοντα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το πώς αξιολογούσαν οι ίδιοι οι χριστιανοί πολιτευτές το μουσουλμανικό στοιχείο στους προεκλογικούς σχεδιασμούς τους. Εν όψει λοιπόν των εκλογών του φθινοπώρου του 1916 στελέχη των Ανεξαρτήτων Κοζάνης σε επιστολές τους προς τον αρχηγό του κόμματος Μπούσιο προέβλεπαν ότι συνδυασμός Ανεξαρτήτων χωρίς τη συνεργασία των μουσουλμάνων θα ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία 191. Αλλά και οι βενιζελικοί της Κοζάνης ήταν βέβαιοι ότι αν οι μουσουλμάνοι συνέπρατταν με τους αντιβενιζελικούς τότε η ήττα στις εκλογές ήταν κάτι παραπάνω από δεδομένη 192. Στην Καβάλα το στέλεχος των Ανεξαρτήτων ομολογούσε ότι κάθε σοβαρός εκλογικός αγώνας θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη του τη στάση των μουσουλμάνων και ξεκαθάριζε ότι αν ο Βενιζέλος εξασφαλίσει την υποστήριξη τους στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και η σκέψη μόνο καταρτισμού αντιβενιζελικού συνδυασμού ήταν περιττή 193. Ο βουλευτής Δράμας Τερμεντζής, αν και θεωρούσε ότι είχε μαζί του το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων, συμβούλευε έναν κομματάρχη της περιοχής να παρακολουθεί όλες τις κινήσεις τους εν όψει των εκλογών του 1920 194. Ο Μόδης –στέλεχος των Φιλελευθέρων και υποψήφιος βουλευτής στη Φλώρινα το 1920– γνωρίζοντας πολύ καλά τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις μουσουλμάνων κομματαρχών και χριστιανών πολιτευτών χαρακτήριζε τις εκλογές σε Μακεδονία και Θράκη «(...) οικτρά κωμωδία, είναι περισσότερο αγώνες τεμενάδων και υποκλίσεων προς διάφορους ισχυρούς μουσουλμάνους παρά ιδεών και προγραμμάτων» 195. Συνεπώς, κάθε υποψήφιος βουλευτής των Νέων Χωρών για να αυξήσει τις πιθανότητες εκλογής του έπρεπε να διαθέτει ερείσματα στη μουσουλμανική ηγετική τάξη. Είναι βέβαια εύλογο τέτοιου είδους ερείσματα να διέθεταν σε μεγαλύτερο βαθμό οι χριστιανοί πολιτικοί παράγοντες, όπως πρόκριτοι κοινοτήτων και οπλαρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα, που είχαν πρωταγωνιστήσει στο στάδιο της πολιτικής αντιπαράθεσης μέχρι το 1912 και είχαν 191
ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Μπούσιου, φ. 1.3, Αντωνιάδης προς Μπούσιο, Κοζάνη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου1916 και Τέρπος προς Μπούσιο, Κοζάνη 12/25 Ιουλίου 1916. 192 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 1/14 Ιουνίου 1916. 193 ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Μπούσιου, φ. 1.3, Γρηγοριάδης προς Γ. Μπούσιο και Ί. Δραγούμη, Καβάλα 14/27 Φεβρουαρίου 1920. 194 ΓΑΚ νομού Καβάλας, αρχείο Ι. Τσαμπάζη 1919-1940, φ. 1, Ν Τερμεντζής προς άγνωστο, Αθήνα 30 Μαΐου/12 Ιουνίου 1920. 195 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1922 όπου άρθρο του Μόδη για το χωρισμό των μουσουλμάνων ψηφοφόρων σε ξεχωριστούς εκλογικούς καταλόγους.
265
εκλεγεί βουλευτές στο οθωμανικό Κοινοβούλιο 196. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω κατηγορίας πολιτευτών ήταν ο βουλευτής Κοζάνης Γεώργιος Μπούσιος. Σε περίπτωση που κάποιος φιλόδοξος υποψήφιος βουλευτής δεν διέθετε αυτά τα ερείσματα δεν αντιμετωπιζόταν με σοβαρότητα από τους συναδέλφους του. Για παράδειγμα, ένα κομματικό στέλεχος των Ανεξαρτήτων στο νομό Δράμας πληροφορούσε τον Ίωνα Δραγούμη για την υποψηφιότητα κάποιου Φέσσου ο οποίος δεν ήρθε ακόμα σε επαφή με το μουφτή Δράμας και με μέλη των κοινοτήτων και δεν ήταν γνωστός στους παραπάνω ούτε καν φυσιογνωμικά 197. Οι διαπραγματεύσεις με τη μουσουλμανική ηγετική ομάδα για την εκλογική υποστήριξη συνδυασμών και υποψηφίων κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν: οι μουσουλμάνοι έχοντας πλήρη συναίσθηση της δύναμής τους αύξαναν τις απαιτήσεις τους και οι παραχωρήσεις εκ μέρους των κομμάτων πολλές φορές ξενίζουν. Στην Κοζάνη ο σημαντικότερος εκλογικός παράγοντας ήταν ο τσιφλικάς Δερβίς Μπέη 198, που έδινε το χρίσμα όχι μόνο στους μουσουλμάνους υποψηφίους, αλλά και στους χριστιανούς. Στελέχη των Ανεξαρτήτων Κοζάνης σε επιστολές τους προς τον Μπούσιο διατύπωναν τις αντιρρήσεις τους όσον αφορά τους όρους συνεργασίας με τον Δερβίς και κυρίως με την απαίτηση του τελευταίου να υποδείξει εκτός από τους τρεις μουσουλμάνους υποψηφίους του συνδυασμού και τρεις χριστιανούς 199. Στη Δράμα, στο συνδυασμό των Φιλελευθέρων για τις εκλογές του 1920 οι μουσουλμάνοι εκτός από τους ομοθρήσκους τους επέβαλαν και ένα συγκεκριμένο χριστιανό υποψήφιο 200. Εφόσον βέβαια οι μουσουλμάνοι κομματάρχες και βουλευτές προέρχονταν κυρίως από το χώρο των μεγαλογαιοκτημόνων ήταν φυσικό στις διαπραγματεύσεις με αντιβενιζελικούς και βενιζελικούς να κυριαρχεί το ζήτημα των τσιφλικιών και κυρίως της επιστροφής όσων 196
Β. Γούναρης, «Βουλευτές και Καπετάνιοι: πελατειακές σχέσεις στη μεσοπολεμική Μακεδονία», Ελληνικά, 42/2 (1990), 313-335. 197 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. Εσωτερική διοίκηση-Βουλή, Ευδ. Τσάκος προς Ίωνα Δραγούμη, Καβάλα 23 Απριλίου/6 Μαΐου 1916. 198 Ο μοίραρχος του Καρατζιλάρ (Δρέπανο), που ήταν και το χωριό από το οποίο καταγόταν ο Δερβίς, τον χαρακτήριζε τον ισχυρότερο παράγοντα του νομού που ασκεί τεράστια επιρροή στους Οθωμανούς και αναφέρει ότι με δική του εντολή στάλθηκαν στη Θεσσαλονίκη εκπρόσωποι των μουσουλμανικών κοινοτήτων του νομού για να πάρουν αποφάσεις σχετικά με τις εκλογές, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/2(3), ο μοίραρχος Καρατζιλάρ προς την Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης, Καρατζιλάρ 30 Απριλίου/13 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 129. Ο Ηλιάκης με τη σειρά του χαρακτήριζε τον Δερβίς «πανίσχυρο», βλ. εφημ. Νίκη, 26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1920 όπου δημοσιευμένη επιστολή Ηλιάκη προς Βενιζέλο. 199 ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Μπούσιου, φ. 1.3, Αντωνιάδης προς Μπούσιο, Κοζάνη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1916 και Τέρπος προς Μπούσιο, Κοζάνη 25 Ιουλίου/7 Αυγούστου 1916. 200 Εφημ. Μακεδονία, 1/14 Οκτωβρίου 1920.
266
είχε καταλάβει το ελληνικό Δημόσιο με τους νόμους 262/1914 και 1073/1917 201. Όπως προαναφέρθηκε, οι βενιζελικοί κατηγορούσαν την αντιβενιζελική παράταξη ότι προκειμένου να προσεταιριστεί τη μουσουλμανική ψήφο στις εκλογές του Μαΐου του 1915 είχε υποσχεθεί την επιστροφή των κτημάτων που είχαν καταλάβει οι βενιζελικές κυβερνήσεις 202. Ο διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων του υπουργείου Γεωργίας κατέθεσε στο ειδικό δικαστήριο που δίκαζε μέλη της κυβέρνησης Σκουλούδη ότι ασκούνταν πολλές πιέσεις για την απόδοση μουσουλμανικών κτημάτων κατά την προεκλογική περίοδο των εκλογών του Μαΐου του 1915 203, ενώ η απόδοση των τσιφλικιών των Δουρτζήδων στην Έδεσσα και του Μπεϊτουλάχ Μπέη (Beytullah Bey) στην Καστοριά είχε σαφέστατα προεκτάσεις κομματικής σκοπιμότητας 204. Αλλά και οι Φιλελεύθεροι πριν από τις εκλογές του 1920 προχώρησαν στην απόδοση μερικών κατηγοριών κτημάτων στους μουσουλμάνους για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Τόσο ο αντιπρόεδρος της βενιζελικής κυβέρνησης Εμμανουήλ Ρέπουλης όσο και ο γενικός διοικητής Μακεδονίας και διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Αναστάσιος Αδοσίδης, ύστερα από συναντήσεις τους με μουσουλμάνους τσιφλικάδες και βουλευτές, εφιστούσαν στον Βενιζέλο την πολιτική σκοπιμότητα που θα είχαν κάποια μέτρα υπέρ των μουσουλμάνων ιδιοκτητών 205. Από την πλευρά τους, οι μουσουλμάνοι βουλευτές έθεταν ως απαραίτητο όρο για την εκλογική συνεργασία τη ρύθμιση όλων των ζητημάτων που αφορούσαν τη μουσουλμανική γαιοκτησία 206. Η 201
Βλ. κεφ. «Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 19121923». 202 Πατριωτική Ένωση, ό.π., σ. 31˙ εφημ. Μακεδονία, 14/27 Οκτωβρίου 1915 και 9/22 Ιουλίου 1915 και Gunnar Hering, ό.π., σ. 892. 203 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Εξέταση μάρτυρος. Γεώργιος Δ. Σίδερις, Διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων, Αθήνα 9 Φεβρουαρίου 1918. 204 Aυτ., όπου αναφέρεται ότι για την υπόθεση των Δουρτζήδων έγινε αληθινή επιστράτευση προσώπων μετά τις εκλογές του Μαΐου, ενώ ο Μπεϊτουλάχ είχε γίνει θαμώνας του γραφείου του υπουργού Οικονομικών Στ. Δραγούμη. Σημειώνεται ότι η τότε Υποδιοίκηση Καστοριάς ήταν η εκλογική περιφέρεια της οικογένειας Δραγούμη. Ωστόσο, παρά την αντίδραση των βενιζελικών το 1916 στην απόδοση των κτημάτων των Δουρτζήδων, η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αποφάσισε το 1920 την επιστροφή των κτημάτων. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι στις εκλογές του 1920 μέλη της οικογένειας των Δουρτζήδων ήταν υποψήφιοι βουλευτές με τους συνδυασμούς των Φιλελευθέρων στο νομό Πέλλας. 205 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10ε), Ρέπουλης προς Βενιζέλο, Αθήνα 27 Νοεμβρίου/10 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 2764. 206 Για παράδειγμα, οι μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης αποφάσισαν να συνεργαστούν με τους βενιζελικούς, αν επιστραφούν τα κτήματα που κατέλαβε το Δημόσιο, βλ. Εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου 1920. Το ίδιο αίτημα υπέβαλαν και οι μουσουλμάνοι βουλευτές σε συνάντησή τους με τον Βενιζέλο, βλ. εφημ. Εμπρός, 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1920 και ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 371, Οι βουλευτές Θεσσαλονίκης Σαλήχ Σαλήχ, Αλή Βεχήτ, Χαϊρέτ Σακήρ, Οσμάν Μουσταφά, Χασάν Μεχμέτ, Αλή Αρήφ προς τον αντιπρόεδρο της
267
Διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης σε έκθεσή της για τη συνεδρίαση των μουσουλμάνων βουλευτών και μεγαλογαιοκτημόνων προκρίτων στην οποία θα καθόριζαν τη στάση του μουσουλμανικού στοιχείου στις εκλογές του 1920, αναφέρει ότι αποφασίστηκε να στηρίξουν το κόμμα εκείνο που θα αποδώσει τα μουσουλμανικά κτήματα στους ιδιοκτήτες τους 207. Οι βουλευτές λοιπόν για να παγιώσουν πελατειακές σχέσεις με τους μουσουλμάνους μεγαλογαιοκτήμονες κομματάρχες φρόντιζαν να δώσουν την κατάλληλη ώθηση στα ζητήματα που σχετίζονταν με την κτηματική περιουσία τους. Το ζήτημα της επιστροφής των τσιφλικιών του Μπεϊτουλάχ Μπέη στην Καστοριά ανακινήθηκε ύστερα από παρέμβαση του βουλευτή Ίωνος Δραγούμη 208. Ο ίδιος βουλευτής παρενέβη για την επιστροφή των κτημάτων της οικογένειας Ζουλφικιάρ (Zülfikâr), του Αχμέτ Κιαμήλ Μπέη (Ahmet Kamil Bey) και του Μεχμέτ Οσμάν Μπέη (Mehmet Osman Bey) στην Καστοριά, ενώ είναι σίγουρο ότι οι προσπάθειες του βουλευτή στέφθηκαν με επιτυχία στην περίπτωση του Ζιά Τοπτανή (Ziya Toptani) 209. Αλλά και ο Σ. Λιούμπης, πολιτευτής της αντιβενιζελικής παράταξης στο νομό Φλώρινας, ανέλαβε να διεκπεραιώσει στο υπουργείο Οικονομικών την υπόθεση των κτημάτων του Χουσεΐν Ουζεΐρ Μπέη (Hüseyin Üzeyir Bey) 210, ενώ αργότερα ο ίδιος βουλευτής επενέβη υπέρ του φίλου του Χακή Μπέη (Hakki Bey) στη διαμάχη με χωριά της Φλώρινας για την κυριότητα του δάσους Άνω Κόττορι (Άνω Υδρούσα) 211. Στην Κοζάνη, ο τσιφλικάς Αλή Ριζά Χαμζά Χουρσήτ δεν κατόρθωσε να βρει λύση στις κτηματικές υποθέσεις του από τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις και προσέγγισε τους βενιζελικούς 212.
κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 10/23 Αυγούστου 1919. αρ. τηλ. 8551 όπου ζητούν την απόδοση των κτημάτων των μουσουλμάνων που είχε καταλάβει το Δημόσιο. 207 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείο Πρωθυπουργού, φ. 218, υπουργείο Εξωτερικών προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 7091, όπου συνημμένο Διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Μαΐου 1920, αρ. πρ. 120/8 «Περί ενεργειών Οθωμανών διά τας προσεχείς εκλογάς». 208 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130, Εξέταση μάρτυρος. Γεώργιος Δ. Σίδερις, Διευθυντής Δημοσίων Κτημάτων, Αθήνα 9 Φεβρουαρίου 1918. 209 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. Εσωτερική διοίκηση-Βουλή, Κοσμάς Φίλιος προς Ί. Δραγούμη, Καστοριά 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου, 17/30 Μαρτίου, 31 Μαρτίου/13 Απριλίου 1916 και Ζιά Τοπτανή προς Ί. Δραγούμη, Καστοριά 3/16 Φεβρουαρίου 1916. 210 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. Εσωτερική διοίκηση-Βουλή, Κοσμάς Φίλιος προς Ί. Δραγούμη, Καστοριά 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1916 211 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 6, Ν. Πύρζας προς Φ. Δραγούμη, Φλώρινα 16 Φεβρουαρίου/1 Μαρτίου 1922. 212 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές Βενιζέλου προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 1/14 Ιουνίου 1916.
268
Εκτός από την περίπτωση του Δερβίς Μπέη στην Κοζάνη, δεν είναι γνωστές λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο δρούσαν οι μουσουλμάνοι κομματάρχες που προέρχονταν από το χώρο των μεγαλογαιοκτημόνων. Η περίπτωση όμως του Δερβίς είναι ενδεικτική. Όπως προαναφέρθηκε, πριν από τις εκλογές οι εκπρόσωποι των κομματικών παρατάξεων θεωρούσαν απαραίτητες τις διαπραγματεύσεις μαζί του, ο Δερβίς είχε τέτοια δύναμη που υποδείκνυε και τους χριστιανούς υποψηφίους του συνδυασμού, ενώ με δική του εντολή εκπρόσωποι των μουσουλμανικών κοινοτήτων του νομού μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη για να διαμαρτυρηθούν στο νομάρχη για τις καταπατήσεις των κτημάτων τους 213. Αλλά και οι βενιζελικοί για να αναγκάσουν τους μουσουλμάνους σε αποχή από τις σχεδιαζόμενες εκλογές του φθινοπώρου του 1916 και να εδραιώσουν το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στο νομό Κοζάνης έκριναν απαραίτητη τη σύλληψη του τσιφλικά Δερβίς, ο οποίος εξορίστηκε από τις Συμμαχικές αρχές στη Μυτιλήνη 214. Το ότι ο Δερβίς ήταν αυτός που καθόριζε το ποιος θα εκλεγεί βουλευτής στην Κοζάνη αποτυπώνεται στο άρθρο της τοπικής εφημερίδας Σημαία η οποία στηλίτευε τη στάση του βουλευτή Αμπάς Σεΐτ (Abbas Seyit) να μη στηρίξει την κυβέρνηση Γούναρη στη Βουλή και τόνιζε ότι ύστερα από αυτή την ενέργεια ο τσιφλικάς Δερβίς δεν θα του παραχωρούσε την τιμητική θέση του υποψηφίου, της οποίας δεν φάνηκε άξιος 215. Από την άλλη, η Ηχώ της Μακεδονίας με σκωπτική διάθεση σημείωνε τη δουλική εξάρτηση των υποψήφιων βουλευτών από τον τσιφλικά Δερβίς δημοσιεύοντας άρθρο με το χαρακτηριστικό τίτλο «Δερβισικό Χρίσμα» 216. Ο καίριος ρόλος του Δερβίς στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματός στο νομό Κοζάνης τού 213
ΙΑΥΕ, Κ. Υ., 1915, φ. Α/2(3), ο μοίραρχος Καρατζιλάρ προς την Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης, Καρατζιλάρ 30 Απριλίου/13 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 129. 214 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 21 Ιουνίου/4 Ιουλίου 1916. Επίσης, ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Έκθεση προς την Προσωρινή Κυβέρνηση «Η κατάστασις των αλλοφύλων απέναντι του κινήματος. Δικαίωμα ψήφου», Κοζάνη 11/24 Νοεμβρίου 1916, αρ. πρ. 564. 215 Εφημ. Σημαία, 10/23 Οκτωβρίου 1921. 216 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 1/14 Δεκεμβρίου 1915. «Αποτάσση λοιπόν Χριστιανισμώ και πάσι τοις ψήφοις αυτού; Και πάσι τη αξιοπρεπεία αυτού; Και παντί τω πολιτισμώ αυτού; Ο υποψήφιος συγκεκινημένος λέγει - Αποτάσσομαι εφέντιμ. – Απετάξω τω Σταυρώ; - Απεταξάμην μπέην μ’. Και αφού εμφυσήσει τρις γονατίζει ο χριόμενος, ο δε Βουλευτοποιός ερωτά: - Συντάσσει τη Ημισελήνω. Και ο χριόμενος απαντά – Συντάσσομαι. – Και πιστεύεις Δερβίς; Ο δε αποκρίνεται: - Πιστεύω εις ένα Δερβίς Πατέρα Κονιαρέων ποιητήν βουλευτών του Τουρκικού συνδυασμού και εις έναν Ακήφ τον αχώριστον τω Δερβίς και εις τον Τζουμά Τούρκον αληθινόν ποιηθέντα ου γεννηθέντα βουλευτήν. Και εις τον Ομέρ τον σαρικλή τον εκ του Δερβίς υποστηριζόμενον και με τον Ακήφ, Οικονομίδην συνεργαζόμενον. Εις μίαν αγίαν και σωτήριον βουλευτοποίησιν, ομολογώ εν βάπτισμα Δερβισικόν εις άφεσιν αμαρτιών προσδοκώ μυρίους ψήφους αγάδων, Τσαουσάδων κονιαρέων και λοιπών πιστών και ζωήν ραχατιλίδικον εν τω Κοινοβουλίω Αμήν».
269
εξασφάλιζε και υψηλές διασυνδέσεις με την αντιβενιζελική παράταξη. Έτσι, όταν το 1921 ο ίδιος, ο γιος του και ο ανηψιός του –πρώην αντιβενιζελικός βουλευτής– Ακήφ Ζουλφικιάρ (Akif Zülfikâr) κατηγορούνταν για υπόθαλψη της ληστοσυμμορίας του Καρά Αλή (Kara Ali), ύστερα από παρέμβαση του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, οι διαδικασίες δίωξης τους ανεστάλησαν 217. Ένας άλλος κομματάρχης της περιοχής ήταν ο Αλή Ριζά Χαμζά Χουρσήτ, η επιρροή του οποίου στο μουσουλμανικό στοιχείο βασιζόταν στο οικογενειακό του όνομα –εγγονός του Χουρσήτ Πασά– αλλά κυρίως στο γεγονός ότι είχε χορηγήσει δάνεια σε μουσουλμάνους χωρικούς 218 οι οποίοι ήταν φυσικό να μην είχαν και πολλά περιθώρια ελεύθερης έκφρασης του εκλογικού τους δικαιώματος. Στην Κρήτη, από την άλλη, σύμφωνα με το νομάρχη Ηρακλείου, ο Χασάν Μπέης Σκηλιανάκης ήταν ο «πολιτικός αρχηγός» των μουσουλμάνων των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου 219. Η άλλη μεγάλη ομάδα μουσουλμάνων κομματαρχών προερχόταν από το χώρο των θρησκευτικών λειτουργών. Οι μουφτήδες δεν ήταν μόνο πνευματικοί αρχηγοί των τοπικών
μουσουλμανικών
κοινωνιών,
αλλά
συνήθως
και
οι
αρχηγοί
των
μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ελλάδας προωθώντας στην κεντρική εξουσία μαζί με τους βουλευτές τα διάφορα αιτήματα του μουσουλμανικού στοιχείου. Η πολιτική δύναμη των μουφτήδων ενισχύθηκε από τη στιγμή που εξέλιπαν μετά το 1912 και κυρίως μετά την άφιξη στη Μακεδονία των Συμμαχικών στρατευμάτων οι πολιτικές μουσουλμανικές οργανώσεις, όπως αυτές των Νεοτούρκων 220. Συνεπώς, η επιρροή που ασκούσαν στους μουσουλμάνους ψηφοφόρους ήταν δεδομένη και δεν έμεινε πολιτικά ανεκμετάλλευτη. Οι Φιλελεύθεροι, για παράδειγμα, αμφισβητούσαν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων των εκλογών του Μαΐου του 1915 στις Νέες Χώρες επικαλούμενοι την ανάμειξη των 217
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 542 , Δερβίς Αχμέτ Καρατζιλάρ προς πρωθυπουργό Δ. Γούναρη, Κοζάνη 10/23 Αυγούστου 1921, αρ. τηλ. 654 και Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Δερβίς Αχμέτ Καρατζιλάρ, Αθήνα 13/26 Αυγούστου 1921, αρ. πρ. 1273 όπου γνωστοποιείται η αναστολή δίωξής του. Τόσο ο Δερβίς όσο και ο νομάρχης Κοζάνης απέδιδαν τις καταγγελίες σε κύκλους του βενιζελικού κόμματος. 218 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1916. 219 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 293, νομάρχης Ηρακλείου προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Ηράκλειο 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 5762. 220 ΜΑΕ, serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 52, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 1 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. 93, όπου έκθεση για την κατάσταση στη Μακεδονία, στην οποία αναφέρεται ότι το κόμμα των Νεοτούρκων δεν υφίσταται πλέον στη Μακεδονία και ότι οι μουσουλμάνοι πρόκριτοι δεν επιθυμούν να εμπλακούν στην πολιτική.
270
μουφτήδων στον προεκλογικό αγώνα οι οποίοι ως δημόσιοι υπάλληλοι όφειλαν να είναι ουδέτεροι 221. Το Φως, από την άλλη, έκανε λόγο για αποστολή εγκυκλίου του μουφτή Θεσσαλονίκης προς τους μουσουλμάνους με την οποία καθοριζόταν ποιοι θα πρέπει να ψηφιστούν 222. Πριν από τις εκλογές του 1920 ο μουφτής Θεσσαλονίκης μετέβη στην Αθήνα για συνεννοήσεις με πολιτικά πρόσωπα ώστε να καθορίσει τη στάση των μουσουλμάνων ψηφοφόρων, ενώ για το ίδιο θέμα προβλεπόταν σύγκληση συνέλευσης των
μουφτήδων
Μακεδονίας-Θράκης 223.
Οι
αντιβενιζελικοί
προσπαθώντας
να
καταρτίσουν συνδυασμό στη Θράκη ήρθαν σε επαφή με το μουφτή Αδριανούπολης, αλλά ο στρατιωτικός διοικητής Θράκης Ζυμβρακάκης ματαίωσε τα σχέδιά τους 224. Στη Δυτική Μακεδονία ο υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων Μόδης περιόδευσε προς άγραν ψήφων σε τουρκοαλβανικά χωριά της Φλώρινας και της Καστοριάς έχοντας βέβαια τις απαραίτητες συστάσεις του μουφτή Φλώρινας 225. Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί εμπλέκονταν ενεργά στην εκλογή μουφτήδων και στο διορισμό προσώπων που θα ήταν φιλικά προσκείμενα στο κόμμα. Την περίοδο 19121923 έγιναν πολλές αλλαγές σε θέσεις μουφτήδων, κυρίως όταν μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας κατηγορούσαν τους κατά τόπους μουφτήδες για οικονομικές ατασθαλίες όσον αφορά τη διαχείριση των βακουφικών εισοδημάτων ή για συμπεριφορά που δεν συνάδει με τη θέση του πνευματικού αρχηγού ή ακόμα για έλλειψη κατάλληλων θεολογικών γνώσεων. Ωστόσο πολύ συχνά στο παρασκήνιο της αντικατάστασης ενός μουφτή κρύβονταν κομματικές σκοπιμότητες. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης προχώρησε σε μαζικές αντικαταστάσεις μουφτήδων που δεν ήταν φίλια προσκείμενοι στους βενιζελικούς και οι οποίοι, αφού φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν από τις Συμμαχικές δυνάμεις, επανήλθαν μετά την εκλογική ήττα της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων το Νοέμβριο του 1920 226. Λίγο νωρίτερα, το 1915, ο 221
Εφημ. Εμπρός, 17/30 Ιουλίου 1915. Εφημ. Φως, 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1915. 223 Εφημ. Εμπρός, 4/17 Σεπτεμβρίου 1920. 224 ΕΛΙΑ, αρχείο Γούναρη, φ. 3.3, ο πρώην δήμαρχος Αδριανούπολης Σεφκέτ προς την κυβέρνηση διά του υπουργού των Εσωτερικών, χ.χ. και εφημ. Μακεδονία, 23 Σεπτεμβρίου/6 Οκτωβρίου 1920. 225 Γ. Μόδης, ό.π., σσ. 184-185. 226 Από τα διαθέσιμα στοιχεία είναι γνωστό ότι συνελήφθησαν και εξορίστηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης οι μουφτήδες Καϊλαρίων, Φλώρινας, Καστοριάς, Γρεβενών και Έδεσσας. Η κυβέρνηση Θεσσαλονίκης προχώρησε στο διορισμό μουφτήδων χωρίς να προηγηθούν εκλογές στις μουσουλμανικές κοινότητες έχοντας ως νομικό έρεισμα το διάταγμα 1449 της 6ης Φεβρουαρίου 1917 «περί πληρώσεως προσωρινώς κενών θέσεων μουφτήδων», βλ. ΦΕΚ Προσωρινής Κυβέρνησης, 32/11-2-1917. Για διορισμούς μουφτήδων στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της θητείας της 222
271
μουφτής Κοζάνης Ουζεΐρ Σιδκή (Üzeyir Sıtkı) παύτηκε προσωρινά από τη Γενική Διοίκηση ύστερα από καταγγελίες του τσιφλικά Γιασάρ Αγά (Yaşar Ağa) των Καραγιαννίων 227. Σε διαμαρτυρία των μουσουλμάνων της Κοζάνης που δημοσιεύτηκε στον Τύπο τονίζονταν τα πολιτικά κίνητρα της ενέργειας του Γιασάρ 228. Σημειωτέον ότι ο Γιασάρ ήταν μουσουλμάνος κομματάρχης που υποστήριζε το βενιζελικό στρατόπεδο. Την ίδια χρονιά στην Καβάλα μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας ζητούσαν την αντικατάσταση του μουφτή Αμπντουλλάχ Χιλμή (Abdullah Hilmi) κατηγορώντας τον για κακοδιαχείριση της βακουφικής περιουσίας 229. Ο ίδιος ο μουφτής –υποστηρικτής των βενιζελικών– από την πλευρά του πληροφορούσε τον Βενιζέλο ότι η προσπάθεια αντικατάστασής του είχε πολιτικό χαρακτήρα και υποκινούταν από κύκλους του νεοτουρκικού κομιτάτου 230. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, ο ίδιος μουφτής παύθηκε από τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις και όταν στη Βουλή βουλευτής των Φιλελευθέρων υποστήριξε το αίτημα του για ανάκληση της παύσης κατηγορήθηκε ότι ανέλαβε την πρωτοβουλία αυτή, επειδή βοηθήθηκε στις εκλογές 231. Αλλά και στη Φλώρινα, στα τέλη του 1920 εγέρθηκε ζήτημα αντικατάστασης του μουφτή Μεχμέτ Χουλουσή (Mehmet Hulusi). Πολιτικοί φίλοι του βουλευτή Φίλιππου Δραγούμη ζητούσαν την παρέμβασή του ώστε να παραμείνει στη θέση του ο μουφτής «όστις μεγάλως θέλει μας εξυπηρετήσει κομματικώς λόγω της μεγάλης αυτού επιρροής επί του μουσουλμανικού στοιχείου και όστις θα μας είναι φίλος πολύτιμος: είναι δε και τοιαύτος», ενώ υπογράμμιζαν ότι με την παρέμβαση αυτή θα μειωθεί και το γόητρο του εσωκομματικού του αντιπάλου βουλευτή Λιούμπη 232. Ο Φίλιππος Δραγούμης κλήθηκε
Προσωρινής Κυβέρνησης βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Ανώτατης Διεύθυνσης Δημόσιας Εκπαίδευσης της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, φ. 2 και 10. 227 Πρόκειται για τα χωριά της κοιλάδας ανάμεσα στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα. 228 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 3/16 Φεβρουαρίου 1915. Πρβλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/2(3), Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 18/31 Ιανουαρίο 1915, αρ. πρ. 60181 όπου αναφέρεται στο αίτημα μουσουλμανικών χωριών της περιφέρειας Κοζάνης για αντικατάσταση του μουφτή καθότι στερείται ιεροδικαστικές γνώσεις. 229 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 10/23 Φεβρουαρίου 1915. 230 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7 , μουφτής Καβάλας Αμπντουλλάχ Χιλμή προς πρωθυπουργό Βενιζέλο, Καβάλα 30 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1915. 231 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 18 της 9ης Φεβρουαρίου 1921. 232 Α. Ανδρέου, «Οι μουσουλμάνοι της Φλώρινας στο πεδίο σύγκρουσης Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών. Η αντικατάσταση του μουφτή Φλώρινας το 1920», Πρακτικά Συνεδρίου, Φλώρινα 19122002. Ιστορία και Πολιτισμός, Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας και Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών, Φλώρινα 2004, σσ. 105-115. Στο ζήτημα αναφέρεται και ο Τσόντος Βάρδας αναφέροντας ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα σχετικά με την αντικατάσταση του μουφτή, αφού παρενέβησαν ώστε να μη θιγεί οι
272
να παρέμβει και στην περίπτωση του μουφτή της Καστοριάς ο οποίος κατηγορήθηκε για ατασθαλίες όσον αφορά τη διαχείριση της βακουφικής περιουσίας της μουσουλμανικής κοινότητας 233. Στην Κοζάνη ο μουφτής Ουζεΐρ Σιδκή –που σημειωτέον ήταν από τους ελάχιστους μουφτήδες της Δυτικής Μακεδονίας που παρέμειναν στη θέση τους κατά την περίοδο της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας– μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 αντικαταστάθηκε λόγω αναξιοπρεπούς και ασυμβιβάστου προς τη θέση του διαγωγής 234. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι η πολιτική του τοποθέτηση ήταν η πραγματική αιτία της αντικατάστασής του. Στο νομό Δράμας βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί επωφελήθηκαν της έριδας ανάμεσα στους μουφτήδες της Δράμας και της Καβάλας 235. Φαίνεται ότι ο μουφτής
Καβάλας
υποστήριζε
τους
βενιζελικούς 236,
ενώ
της
Δράμας
τους
αντιβενιζελικούς. Όταν μάλιστα το 1922 ο μουφτής Δράμας Μουσά Κιαζήμ (Musa Kazım) υπέβαλε την παραίτησή του, αυτή δεν έγινε δεκτή από τον Γούναρη με το αιτιολογικό ότι ο μουφτής ήταν φίλος της κυβέρνησης 237. Στην Κρήτη το 1919 ο βουλευτής Μακράκης απευθυνόταν προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού
βουλευτές Λιούμπης και Φ. Δραγούμης, βλ. Σ. Ηλιάδου-Τάχου, «Ανέκδοτες επιστολές του Τσόντου Βάρδα», Αριστοτέλης, τ. 239-240 (1996), 62-68. 233 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ.8, Κ. Φίλιος προς Φ. Δραγούμη, Καστοριά 13/26 Απριλίου 1921 καθώς και το συνημμένο άρθρο της τουρκικής εφημερίδας Selâbet Θεσσαλονίκης όπου εκφράζεται η υποστήριξη των μουσουλμάνων της Καστοριάς προς το πρόσωπο του μουφτή. 234 ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1310, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Νομαρχία Κοζάνης, Κοζάνη 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1920. 235 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Μ, σημείωμα Χαρ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων, Θεσσαλονίκη 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου 1919. Στο ίδιο αρχείο, 1919, φ. Α/5(10δ), ο μουφτής Δράμας Μουσά Κιαζήμ προς γενικό διοικητή Ανατολικής Μακεδονίας, Δράμα 6/19 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 11 όπου ο μουφτής Δράμας κατηγορεί το μουφτή Καβάλας ότι συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας. Πρβλ. ΓΑΚ Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 321, Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού προς το υπουργείο επί των Εκκλησιαστικών, Αθήνα 7/20 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 992 όπου αναφέρεται στην παρέμβαση του μουσουλμάνου βουλευτή Ισμαήλ Κομπακί για το διορισμό του Αβδουλάχ Χιλμή στη θέση του μουφτή Καβάλας –είχε παυθεί το 1916– και συνημμένο τηλεγράφημα του δημάρχου Καβάλας προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Καβάλα 15/28 Μαΐου 1919, αρ. 2558 όπου διαβεβαιώνει για την υποστήριξη της μουσουλμανικής κοινότητας στο πρόσωπο του Αβδουλάχ. 236 Όταν ο μουφτής κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους αντιβενιζελικούς απαντά: «Ημείς δεν εμολύναμεν ποσώς την συνείδησίν μας ως προς τας περί του κ. Βενιζέλου ιδέας μας», βλ. εφημ. Μακεδονία, 8/21 Σεπτεμβρίου 1920. Ο Βαμβακάς τον χαρακτήριζε πάντα αφοσιωμένο στο καθεστώς, βλ. ΙΑΥΕ Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10β), «σημείωμα Χ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων Μακεδονίας και προσφύγων τοιούτων Θράκης προς την Α. Εξοχότητα του κυρίου Α. Διομήδην υπουργό των Εξωτερικών», Θεσσαλονίκη 21 Ιουλίου/3 Αυγούστου 1919. 237 ΕΛΙΑ, αρχείο Γούναρη, φ. 4.3, ο μουφτής Δράμας Μουσά Κιαζήμ προς τον πρωθυπουργό Γούναρη, Δράμα 24 Απριλίου/7 Μαΐου 1922, αρ. πρ. 48238 και Γούναρης προς Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας, χ.χ. Η παραίτηση σχετιζόταν με κατηγορίες εναντίον του για οικονομικές ατασθαλίες στη διαχείριση της βακουφικής περιουσίας και για παρέμβαση της Γενικής Διοίκησης σε ζήτηματα αποκλειστικής αρμοδιότητας της μουσουλμανικής κοινότητας.
273
υποστηρίζοντας την παραμονή του μουφτή Ηρακλείου, ενώ το 1922 ο Σύλλογος Φιλελευθέρων Ηρακλείου ζητούσε το διορισμό βενιζελικού μουφτή ο οποίος είχε εκδιωχθεί από την αντιβενιζελική κυβέρνηση αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 238. Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι η μουσουλμανική εκλογική συμπεριφορά χαρακτηριζόταν από την υπακοή στις κατευθύνσεις που έδιναν οι μουσουλμάνοι κομματάρχες και τη μικρή διασπορά των ψήφων. Ωστόσο αυτό δεν συνεπαγόταν ότι δεν υπήρχαν διαχωριστικές γραμμές στο μουσουλμανικό εκλογικό σώμα ή ότι δεν υφίστατο ανάμεσα στις τάξεις της μουσουλμανικής ηγετικής ομάδας σύγκρουση συμφερόντων που οδηγούσε σε πολιτική διαφοροποίηση. Τα δύο κυρίαρχα πολιτικά στρατόπεδα της εποχής εκμεταλλεύονταν τις υπάρχουσες διαχωριστικές γραμμές –και αν δεν υπήρχαν φρόντιζαν να τις δημιουργήσουν– στο εκλογικό σώμα των μουσουλμάνων και επεδίωκαν να προσεταιριστούν τους κομματάρχες της κάθε όμαδας μουσουλμάνων ψηφοφόρων. Συνήθως ο διαχωρισμός της μουσουλμανικής ψήφου σχετιζόταν με προσωπικές έριδες και ανταγωνισμό ανάμεσα σε μουσουλμάνους κομματάρχες ή αφορούσε τη θρησκευτική και φυλετική διαφοροποίηση των μουσουλμάνων. Αναφέρθηκε παραπάνω πως ο ανταγωνισμός και οι προσωπικές έριδες ανάμεσα στο μουφτή Δράμας και Καβάλας αντικατοπτρίζονταν και στην πολιτική διαμάχη βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Στην Κοζάνη οι βενιζελικοί, προσπαθώντας να βρουν αντίβαρο στην επιρροή που είχε ο τσιφλικάς
Δερβίς
στους
μουσουλμάνους
ψηφοφόρους,
μεγαλογαιοκτήμονες μπέηδες που ήταν εχθροί του Δερβίς
239
συνεργάστηκαν
με
. Επιπλέον, προσέγγισαν
τους Μπεκτασήδες του νομού, όπως ο Κιαζήμ Μπαμπά (Kazım Baba) του τεκέ της Τζούμας (Χαραυγή), που ήταν βενιζελικοί από μίσος στους αντιβενιζελικούς ορθόδοξους Σουνίτες 240. Ο ίδιος διαχωρισμός ανάμεσα σε Σουνίτες και Μπεκτασήδες υπήρχε και
238
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 232 , νομάρχης Ηρακλείου προς αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Ηράκλειο 30 Απριλίου/13 Μαΐου 1919, αρ. τηλ. 4382 όπου προωθεί το αίτημα του βουλευτή. Στο ίδιο αρχείο, φ. 593, αίτηση μελών Συλλόγου Φιλελευθέρων Ηρακλείου προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 17/30 Δεκεμβρίου 1922. 239 Όπως οι Αλή Ριζά Χαμζά Χουρσήτ, Ζολφόμπεη, Χαϊδάρ Μπέη, Χουσεΐν Μπέη Τοπτσιλάρ, βλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 18 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1916 και ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Γ. Μπούσιου, φ. 1.3, Τέρπος προς Μπούσιο, Κοζάνη 25 Ιουλίου/7 Αυγούστου 1916. 240 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 23 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1916 και εφημ. Νίκη, 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1920, όπου δημοσιευμένη επιστολή του Ηλιάκη προς τον Βενιζέλο.
274
στην Τσαμουριά όπου οι Σουνίτες μουσουλμάνοι εξέφραζαν το μίσος τους για τους Μπεκτασήδες Αλβανούς κατηγορώντας τους ότι είχαν καταργήσει την αληθινή θρησκεία 241. Δεν είναι γνωστό πώς ο διαχωρισμός αυτός των μουσουλμάνων της Ηπείρου λειτούργησε σε κομματικό επίπεδο, είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι επηρέασε τους προεκλογικούς σχεδιασμούς. Στη Θεσσαλονίκη, από την άλλη, ο Γάλλος πρόξενος θεωρούσε ότι η μουσουλμανική κοινότητα ήταν χωρισμένη σε δύο ομάδες, τους «καθαρούς» και τους Ντονμέδες 242, ενώ για το διευθυντή του Γραφείου των Εξωτερικών και Θρησκευτικών Υποθέσεων της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας η μουσουλμανική κοινότητα ήταν χωρισμένη στις πολιτικές παρατάξεις των Νεοτούρκων και των «φιλελευθέρων» που έριζαν για την εκλογή μουφτή ο οποίος θα ήταν υποχείριό τους 243. Η βενιζελική κυβέρνηση στην παραπάνω διαμάχη εντός της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης υποστήριξε τους «φιλελεύθερους» μουσουλμάνους 244, αφού σχεδίαζε τη χρηματοδότηση του δημοσιογραφικού οργάνου τους Hilal (Ημισέληνος) με τον όρο η πολιτική της εφημερίδας να καθοριζόταν από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και να ασκούνταν κριτική στη νεοτουρκική πολιτική 245. Αλλά και στην Καβάλα ο βουλευτής Νικόλαος Τερμεντζής συμφωνούσε με πολιτικό του φίλο ότι οι μουσουλμάνοι ήταν χωρισμένοι σε τρία κόμματα και θεωρούσε ότι είχε με το μέρος του την ισχυρότερη μερίδα 246. Εκτός από τους τσιφλικάδες και τους μουφτήδες που έπαιζαν το ρόλο του κομματάρχη, πολιτική δύναμη είχαν μουσουλμάνοι δήμαρχοι και κοινοτάρχες καθώς και οι πρόεδροι των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Στην Κοζάνη οι βενιζελικοί για λόγους εκλογικής σκοπιμότητας στήριξαν την εκλογή του μπεκτασή Καδήρ Μουσταφά (Kadir
241
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 2 υποφ. 3, έκθεση Υποεπιτροπής Ανταλλαγής Φιλιατών προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Φιλιάτες 29 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 119. 242 ΜΑΕ, Guerre 1914-1918/Balkans, Grèce/245, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10 Μαΐου 1915. 243 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Διεύθυνση Εξωτερικών και Θρησκευτικών Υποθέσεων προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 18/31 Δεκεμβρίου 1913, αρ. πρ. 1221. 244 Πρόκειται για τους οπαδούς του κόμματος Osmanli Ahrar Fırkası (Κόμμα των Οθωμανών Φιλελευθέρων) υπό την ηγεσία του πρίγκηπα Σαμπαχετίν (Sabahattin) που αντιπολιτευόταν το Κομιτάτο Ένωσης και Προόδου. 245 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Δ/100, Γραφείο Νομικού Συμβούλου Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 23 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου 1914, αρ. πρ. 345. 246 ΓΑΚ νομού Καβάλας, αρχείο Ι. Τσαμπάζη 1919-1940, φ. 1, Ν. Τερμεντζής προς άγνωστο, Αθήνα 30 Μαΐου/12 Ιουνίου 1920.
275
Mustafa) ως δημάρχου Καϊλαρίων 247. Στη Θράκη, από την άλλη, ο Βαμβακάς θεωρούσε ότι η εκλογή του χότζα Χαφούζ Σαλήχ (Hafız Salih) ως προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Γκιουμουλτζίνας θα λειτουργούσε υπέρ των Φιλελευθέρων στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 248. Σημειώνεται, επίσης, η περίπτωση του δημάρχου Θεσσαλονίκης Οσμάν Σαΐντ (Osman Said), ίσως δεν είναι τυχαίο ότι απομακρύνθηκε από την Προσωρινή
Κυβέρνηση
Θεσσαλονίκης
και
επανήλθε
μετά
την
άνοδο
των
αντιβενιζελικών το 1920. Ρόλο στην καθοδήγηση της εκλογικής συμπεριφοράς του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας διεκδικούσαν, όπως προειπώθηκε, τόσο οι κυβερνήσεις της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας όσο και αυτές των αντίπαλων στο πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ευρωπαϊκών δυνάμεων. 10. Η δραστηριότητα των μουσουλμάνων βουλευτών στο ελληνικό Κοινοβούλιο και στις εκλογικές περιφέρειές τους Μετά τις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 στο ελληνικό Κοινοβούλιο εισήλθαν για πρώτη φορά μουσουλμάνοι βουλευτές 249, με τον αριθμό τους να αυξάνει μετά τα αποτελέσματα των άλλων δύο εκλογικών αναμετρήσεων. Η δράση των μουσουλμάνων βουλευτών και οι σχέσεις τους με τους χριστιανούς συναδέλφους τους σε μια περίοδο γεμάτη εντάσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πολεμικές περιπέτειες και πολιτικό φανατισμό θα αποτελέσει αντικείμενο με το οποίο θα ασχοληθεί το τελευταίο μέρος του κεφαλαίου. Αν και οι μουσουλμάνοι βουλευτές εκλέγονταν με τους συνδυασμούς των αντιβενιζελικών, λειτουργούσαν στο Κοινοβούλιο περισσότερο ως ανεξάρτητη ομάδα υποστηρίζοντας τα συμφέροντα της εκλογικής βάσης τους. Η οθωμανική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης Ikdam αναφερόμενη στους μουσουλμάνους βουλευτές της Ελλάδας σημείωνε ότι οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι δεν τους έστειλαν στη Βουλή ως οπαδούς του 247
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 413 (επιστολές προς ιδιώτες), Στ. Παπακωνσταντίνου προς Ι. Ηλιάκη, Κοζάνη 23 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1916. 248 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Χ. Βαμβακάς προς Κεντρική Υπηρεσία, Γκιουμουλτζίνα 30 Ιουνίου/13 Ιουλίου 1920. 249 Αν εξαιρέσουμε τους δύο μουσουλμάνους βουλευτές του νομού Λάρισας που εκλέχθηκαν στις εκλογές της 20ής Δεκεμβρίου 1881.
276
Γούναρη ή του Βενιζέλου, αλλά με την ιδιότητα των πιστών τέκνων της κοινότητας και του έθνους τους 250. Έτσι, η προσκόλληση των μουσουλμάνων βουλευτών σε ένα κόμμα ήταν σχετική. Οι βενιζελικοί μουσουλμάνοι βουλευτές της Θράκης αμέσως μετά τις εκλογές στήριξαν την αντιβενιζελική κυβέρνηση. Αργότερα, κατά τις αλλεπάλληλες κυβερνητικές κρίσεις της περιόδου 1921-1922 251, οι αντιβενιζελικοί μουσουλμάνοι βουλευτές καταψήφισαν στη Βουλή την κυβέρνηση Γούναρη 252. Η χαλαρότητα σύνδεσης των μουσουλμάνων βουλευτών με το κόμμα υπό τη σημαία του οποίου εκλέγονταν διαπιστώνεται αν ανατρέξει κανείς στα ονόματα των μουσουλμάνων υποψηφίων όλων των κομμάτων στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι μουσουλμάνοι βουλευτές που είχαν εκλεγεί με τους αντιβενιζελικούς συνδυασμούς στις εκλογές της 31ης Μαΐου και της 6ης Δεκεμβρίου του 1915 έθεσαν υποψηφιότητα στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Έτσι, οι μουσουλμάνοι βουλευτές Θεσσαλονίκης Βεχήτ Αλή Μπέης (Vehit Ali Bey), Δεμίρ Αλή Μπέης (Demir Ali Bey) και Χαϊρέτ Σακήρ Μπέης (Hayrett Şakir Bey), που εκλέχτηκαν στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1915 με τους αντιβενιζελικούς συνδυασμούς,
στις
εκλογές
του
1920
προσχώρησαν
στο
συνδυασμό
των
Φιλελευθέρων 253. Οι μουσουλμάνοι βουλευτές των Νέων Χωρών δεν μετείχαν σε κανένα κυβερνητικό σχήμα, ενώ δύο υποψηφιότητές τους για το αξίωμα του αντιπροέδρου της Βουλής συγκέντρωσαν μόλις μία ψήφο 254. Συναντώνται πάντως μουσουλμάνοι βουλευτές σε κοινοβουλευτικές επιτροπές της περιόδου 1915-1922, όπως ο Ομέρ Λουτφή (Ömer Lütfi) που ήταν μέλος της κοινοβουλευτικής επιτροπής επί των
250
Εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 30 Δεκεμβρίου1920/12 Ιανουαρίου 1921. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Δημήτριο Ράλλη, το Φεβρουάριο του 1921 αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του Νικόλαου Καλογερόπουλου την οποία διαδέχτηκε τον Απρίλιο του 1921 η κυβέρνηση Γούναρη, η οποία, με τη σειρά της, αντικαταστάθηκε το Μάιο του 1922 από την κυβέρνηση του Νικόλαου Στράτου που όμως τον ίδιο μήνα παραιτήθηκε και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη. 252 TΝΑ, F.O. 371/7584, βρετανική πρεσβεία προς Foreign Office, Αθήνα 11 Μαρτίου 1922, αρ. C4149. Βλ. επίσης την περίπτωση του αντιβενιζελικού βουλευτή Κοζάνης Αμπάς Σεΐτ που δεν έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Γούναρη τον Οκτώβριο του 1921, γεγονός που προκάλεσε την μήνιν της αντιβενιζελικής εφημερίδας της Κοζάνης Σημαία, 10/23 Οκτωβρίου 1921. 253 Βλ. πίνακες με τα ονόματα των υποψήφιων μουσουλμάνων βουλευτών στο παράρτημα του κεφαλαίου. 254 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 2 της 13ης Αυγούστου 1915. 251
277
θρησκευμάτων 255. Φυσικά, όπως και οι χριστιανοί συνάδελφοί τους, ορκίζονταν πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Ο όρκος δινόταν ενώπιον του Κορανίου και στην περίπτωση της Βουλής του 1921-1922 είχε ως εξής: «Ορκίζομαι εις το όνομα του Παντοδύναμου Θεού και τον μόνον αυτού Προφήτου ούτις είναι ο Μωάμεθ ότι πιστός εις τον Συνταγματικόν Βασιλέα των Ελλήνων, Κωνσταντίνον, θα εκπληρώσω ενσυνειδήτως τα του Αντιπροσώπου καθήκοντα, ότι ουδέ θα προτείνω, ουδέ θα ψηφίσω τι αντιβαίνον εις τας πεποιθήσεις μου, και ότι θα συντελέσω εις την διαρρύθμισιν του πολιτεύματος όπως εξασφαλισθώσι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του Έθνους και του λαού» 256. Η ύπαρξη μουσουλμάνων στο ελληνικό Κοινοβούλιο έδινε ιδιαίτερο χρώμα στις συνεδριάσεις. Ο Τύπος της εποχής αναφερόταν στην ευμενή εντύπωση που προκαλούσε η συμπεριφορά των μουσουλμάνων βουλευτών, ενώ σημειωνόταν ότι στα έδρανα της Βουλής παρουσιαζόταν πιο τακτικά ο Ομέρ Λουτφή 257. Ωστόσο ο Ομέρ Λουτφή και οι άλλοι μουσουλμάνοι συνάδελφοί του απουσίαζαν από τις συνεδριάσεις της Βουλής όταν ήταν η εποχή του Μπαϊραμιού, καθώς μετέβαιναν να γιορτάσουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους 258. Η ανεπαρκής γνώση της ελληνικής ή ακόμα και η παντελής άγνοιά της, όπως στην περίπτωση του βουλευτή Κοζάνης Ζουλφικιάρ, δημιουργούσαν δυσχέρειες στην παρακολούθηση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων και στη συμμετοχή σε αυτές. Ο Αμπάς Σεΐτ από το βήμα της Βουλής δήλωνε ότι δεν γνώριζε καλά ελληνικά, γεγονός που ίσως τον δυσκόλευε να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με το ζήτημα της επιστροφής των μουσουλμανικών κτημάτων 259. Ενώ ο βουλευτής Βαλαλάς κατήγγειλε ότι οι μουσουλμάνοι βουλευτές που αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα υπέγραψαν τροπολογία χωρίς να γνωρίζουν το περιεχόμενό της 260. Η συνύπαρξη όμως μουσουλμάνων και χριστιανών βουλευτών, μέσα στο πλαίσιο των περιπλοκών και του φανατισμού της περιόδου, ήταν πηγή περαιτέρω εντάσεων στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Οι μουσουλμάνοι βουλευτές γίνονταν αντικείμενο φραστικών επιθέσεων και ειρωνικών μομφών κυρίως από τους βενιζελικούς συναδέλφους τους 255
Όπως και ο Χουσαμεδίν Σαΐτ στην επιτροπή δημοσίων έργων, ο Αμπάς Μπέη στην επιτροπή γεωργίας, ο Αλή Ριζά στην επιτροπή δημοσίων κτημάτων, ο Δουρή Ιτζέτ στην επιτροπή έμμεσων και άμεσων φόρων κ.ά. 256 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 2 της 18ης Ιανουαρίου 1921. 257 Εφημ. Εμπρός, 25 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου 1916. 258 Εφημ. Εμπρός, 6/19 Οκτωβρίου 1915. 259 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 49 της 20ής Μαΐου 1921. 260 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 18 της 14ης Δεκεμβρίου 1919.
278
εξαιτίας βέβαια και των αντιβενιζελικών τους πεποιθήσεων 261. Ένταση, για παράδειγμα, προκλήθηκε στη Βουλή όταν απαιτήθηκε από τους μουσουλμάνους βουλευτές να βγάλουν το φέσι τους κατά τη διάρκεια του όρκου 262. Παράλληλα, οι μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι κατηγορούνταν συχνά για συμπεριφορές και ενέργειες που στρέφονταν εναντίον των συμφερόντων του ελληνικού κράτους ή για συνεργασία με την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και τον Κεμάλ. Ο βουλευτής Θράκης Κουρτίδης υπαινίχθηκε ότι οι μουσουλμάνοι βουλευτές ενέχονταν στους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου στη Μικρά Ασία και στον Πόντο 263, ενώ όταν ο Χαμήτ Μεχμέτ Βέη Ζαδέ (Hamit Mehmet Bey Zade) διαμαρτυρήθηκε από το βήμα της Βουλής για βιαιοπραγίες των ελληνικών αρχών εις βάρος των μουσουλμάνων της Θράκης, αντιμετώπισε την αγανάκτηση των χριστιανών βουλευτών 264. Την ίδια αγανάκτηση προκάλεσε και η άρνηση ορισμένων μουσουλμάνων βουλευτών να υπογράψουν κείμενο του ελληνικού Κοινοβουλίου με το οποίο διαμαρτυρόταν για τα σχέδια αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών που διατυπώθηκαν στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου 265. Την άνοιξη του 1922 ο ανεξάρτητος βουλευτής Γκοτζαμάνης παρουσίασε στο ελληνικό Κοινοβούλιο επιστολή ενός μουσουλμάνου βουλευτή σε ομόθρησκο συνάδελφό του, στην οποία υπήρχαν οδηγίες από τον Κεμάλ για στήριξη της κυβέρνησης Γούναρη 266. Η επιστολή, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και δυσπιστία προς τους μουσουλμάνους βουλευτές. Στις συνεδριάσεις της Βουλής οι μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι εύλογο ήταν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα ζητήματα που αφορούσαν το μουσουλμανικό πληθυσμό της Ελλάδας, αλλά και για εκείνα που εξυπηρετούσαν ή έθιγαν προσωπικά τους συμφέροντα. Αναφέρθηκε ότι η πλειονότητα των μουσουλμάνων βουλευτών προερχόταν από την τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων ή στήριζε την εκλογική δύναμή της στους τσιφλικάδες κομματάρχες. Επομένως, οι περισσότερες τροπολογίες που κατέθεσαν 261
Gunnar Hering, ό.π., σ. 892. Εφημ. Εμπρός, 4/17 Αυγούστου 1915. 263 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 33 της 8ης Απριλίου 1921. 264 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 60 της 2ας Οκτωβρίου 1921. 265 Πολιτική Επιθεώρηση, αριθ. 37 (20 Φεβρουαρίου 1921). Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 20, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Θράκης, Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 3/16 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 26308 όπου συνημμένη διαμαρτυρία μουφτή μουσουλμανικής κοινότητας Υποδιοίκησης Βρύσεως για τη μη υπογραφή από μουσουλμάνους βουλευτές της διαμαρτυρίας της ελληνικής Βουλής προς τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου. Στο ίδιο αρχείο, 1921, φ. 7, υποφ. 5, τηλεγράφημα μουσουλμάνων περιφέρειας Βιζύης προς Κεντρική Υπηρεσία, 11/24 Μαρτίου 1921, αρ. 40. 266 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 63 της 27ης Απριλίου 1922 και TNA, F.O. 371/7584, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office., Αθήνα 13 Μαΐου 1922, αρ. C7492. 262
279
οι μουσουλμάνοι βουλευτές αφορούσαν την προάσπιση των συμφερόντων της μεγάλης γαιοκτησίας. Έτσι, όταν την άνοιξη του 1922 συζητούνταν στη Βουλή το αγροτικό νομοσχέδιο που προέβλεπε απαλλοτρίωση τσιφλικιών, οι μουσουλμάνοι βουλευτές με τροπολογίες τους ζητούσαν να απαλειφθεί το άρθρο που όριζε την πλήρη απαλλοτρίωση –χωρίς να παραμένει δηλαδή τμήμα του τσιφλικιού στην κυριότητα του ιδιοκτήτη– των επί μορτής καλλιεργούμενων κτημάτων στους νομούς Φλώρινας και Πέλλας, ενώ στους υπόλοιπους νομούς ζητούσαν να παραμείνουν αναπαλλοτρίωτα υπέρ του ιδιοκτήτη όχι 500 στρέμματα αλλά 1.000 267. Τον ίδιο στόχο είχαν οι τροπολογίες και οι επερωτήσεις μουσουλμάνων βουλευτών σχετικά με την επιστροφή των μουσουλμανικών κτημάτων που κατέλαβε το ελληνικό Δημόσιο ή τις εισπράξεις των απαιτήσεων της γεωργικής τράπεζας
Μακεδονίας-Ηπείρου 268.
Την
προάσπιση
των
δικαιωμάτων
του
μουσουλμανικού πληθυσμού και την προστασία του από τις αυθαιρεσίες των ελληνικών αρχών επεδίωκαν επερωτήσεις μουσουλμάνων βουλευτών που κατήγγειλαν, για παράδειγμα, καταπίεση των μουσουλμάνων από τις στρατιωτικές αρχές στη Δράμα 269 ή τη Θράκη 270. Την ισότητα, όσον αφορά την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των μουσουλμάνων, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν οι βουλευτές Αμπάς Σεΐτ και Χαμίτ Βέη Ζαδέ (Hamit Bey Zade), όταν κατά τη συζήτηση το 1922 για την τροποποίηση άρθρων του Συντάγματος, ζητούσαν την αλλαγή του 1ου άρθρου που δήλωνε ότι «η επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως
υπό
την
προστασίαν
των
νόμων».
Οι
μουσουλμάνοι
βουλευτές
διαμαρτύρονταν ότι η διατύπωση του άρθρου δημιουργούσε ανισότητα και
267
Βλ. σχετικές τροπολογίες που βρίσκονται στο αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 3 (αγροτικά-αγροτικό κόμμα). Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 13 της 6ης Δεκεμβρίου 1919 όπου τροπολογία του βουλευτή Φλώρινας Φερήτ Αλή για τις εισπράξεις των απαιτήσεων της γεωργικής τράπεζας και συνεδρίαση 19 της 16ης Δεκεμβρίου 1919 όπου ανάλογη τροπολογία του βουλευτή Αλή Δεμίρ. Βλ. επίσης τροπολογία μουσουλμάνων βουλευτών επί του σχεδίου αγροτικού νόμου, συνεδρία 18 της 14ης Δεκεμβρίου 1919. Για την επιστροφή των μουσουλμανικών κτημάτων βλ. επερώτηση βουλευτών Μουσταφά Αρίφ, Αλή Δεμίρ, Αλή Φερήτ, Ακήφ Ζουλφικιάρ, Χαϊρέτ Σακίρ, Κεμαλεδίν Σαλή, Σιρρή Σαλή, συνεδρία 17 της 12ης Οκτωβρίου 1915 και σχετική του βουλευτή Αμπάς Σεΐτ, συνεδρία 49 της 20ής Μαΐου 1921. 269 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 18 της 13ης Οκτωβρίου 1915 όπου σχετική καταγγελία του βουλευτή Δράμας Ισμαήλ Χουσεΐν. 270 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 60 της 2ας Οκτωβρίου 1921 όπου σχετική καταγγελία του βουλευτή Χαμήτ Μεχμέτ Βέη Ζαδέ. 268
280
περιφρονούσε τις υπόλοιπες θρησκείες και ζητούσαν την τροποποίηση της λέξης «ανεκτή» 271. Βέβαια εκτός από τα έδρανα της Βουλής οι μουσουλμάνοι βουλευτές, όπως και οι χριστιανοί συνάδελφοί τους, δραστηριοποιούνταν και στις εκλογικές τους περιφέρειες. Προωθούσαν διάφορα αιτήματα και παράπονα, εξέφραζαν τις αντιλήψεις των ομοθρήσκων τους για τις πολιτικές επιλογές της κεντρικής εξουσιάς και δρούσαν ρουσφετολογικά ικανοποιώντας συμφέροντα συνήθως της μουσουλμανικής ηγετικής ομάδας. Στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων οι μουσουλμάνοι βουλευτές Δράμας και Θεσσαλονίκης υπέβαλαν στην ελληνική κυβέρνηση υπόμνημα με δέκα ζητήματα που απασχολούσαν το μουσουλμανικό πληθυσμό των δύο νομών και τα οποία σχετίζονταν κυρίως με τη στράτευση των μουσουλμάνων, την επιστροφή κτημάτων και βακουφιών και την παλιννόστηση των μουσουλμάνων προσφύγων 272. Τον ίδιο μήνα, αυτή τη φορά όλοι οι μουσουλμάνοι βουλευτές του ελληνικό Κοινοβουλίου υπέβαλαν νέο υπόμνημα «περί των αναγκών των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών» 273. Στην Καβάλα αξιωματικοί του Β΄ Σώματος Στρατού παρακολούθησαν τη συνεδρίαση της μουσουλμανικής κοινότητας της πόλης, κατά την οποία μουσουλμάνοι βουλευτές εξέθεσαν τις ενέργειές τους προς την κυβέρνηση ώστε να ικανοποιηθούν αιτήματα του μουσουλμανικού λαού σχετικά με τη χορήγηση αμνηστίας, την επιστροφή των κτημάτων, την απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία, την οργάνωση των ισλαμικών κοινοτήτων και άλλα αναφορικά με τις ανάγκες των σχολείων και τα γεωργικά δάνεια 274. Σε άλλες περιπτώσεις μουσουλμάνοι βουλευτές ή υποψήφιοι βουλευτές απευθύνονταν στην κυβέρνηση ζητώντας την επιστροφή των κτημάτων που είχε καταλάβει το Δημόσιο 275. Μουσουλμάνοι βουλευτές υπέγραψαν και το υπόμνημα των γαιοκτημόνων
271
Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 68 της 12ης Μαρτίου 1922 και 83 της 22ας Απριλίου 1922. 272 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 9, υποφ. 5, «Υπόμνημα των εν τη ελληνική Βουλή βουλευτών Δράμας και Θεσσαλονίκης προς την Σεβαστήν Ελληνικήν Κυβέρνησιν», Απρίλιος 1919. 273 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, «υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών περί των αναγκών των Μουσουλμάνων των Νέων Χωρών προς τον Αντιπρόεδρον της Κυβερνήσεως», Θεσσαλονίκη 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1919. Το έγγραφο παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. 274 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), πρακτικά συνεδρίασης των μουσουλμάνων Καβάλας, Καβάλα 29 Νοεμβρίου/12 Δεκεμβρίου 1919. 275 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού φ. 371, τηλ/μα μουσουλμάνων προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 10/23 Αυγούστου 1919, αρ. 8551 και φ. 372, Πολιτικό
281
της Μακεδονίας με το οποίο επεδίωκαν την κατάργηση του νόμου 1072 276. Το 1921 μουσουλμάνοι βουλευτές της Θεσσαλονίκης ζητούσαν από την κυβέρνηση να αφεθούν ελεύθερες οι γυναίκες που απελάθηκαν μαζί με άλλους μουσουλμάνους της Αδριανούπολης στην Κρήτη 277. Αλλά και ο βουλευτής Δράμας Ισμαήλ Κομπάκι (Ismail Kobaki) επενέβη για την απελευθέρωση ομοθρήσκων του από την Ανατολική Μακεδονία που κρατούνταν από τις ελληνικές αρχές 278, ενώ ο συνάδελφός του από τη Δράμα Κεμαλεδίν Σαλή (Kemalettin Salih) δραστηριοποιούνταν για την παλιννόστηστη μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας που στρατολογήθηκαν βίαια από το βουλγαρικό στρατό 279. Κατά τη συνήθη και διαχρονική πρακτική όλων των βουλευτών ανεξαρτήτως κόμματος, θρησκευτικών πεποιθήσεων και εθνικής συνείδησης, οι μουσουλμάνοι βουλευτές της περιόδου έδειχναν ιδιαίτερη φροντίδα για την ευνοϊκή επίλυση ζητημάτων συγγενικών ή φιλικών τους προσώπων και κυρίως των μουσουλμάνων εκείνων που επηρέαζαν την εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων ψηφοφόρων. Ειδικότερα, οι βουλευτές
ενδιαφέρονταν
να
εξυπηρετήσουν
τσιφλικάδες
και
θρησκευτικούς
λειτουργούς, από τους οποίους άλλωστε εξαρτούσαν την εκλογή τους στο βουλευτικό αξίωμα. Ο υπουργός Οικονομικών Στέφανος Δραγούμης, για παράδειγμα, γινόταν αποδέκτης καταγγελιών ότι τα κτήματα συγγενών μουσουλμάνων βουλευτών δεν καταλαμβάνονταν από το Δημόσιο, αν και οι ιδιοκτήτες τους είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό 280. Για την υπόθεση της επιστροφής των κτημάτων της μητέρας του Φαντούλ Μπέη (Fadul Bey) ενδιαφερόταν ο βουλευτής Αλή Δεμίρ, συγγενής της οικογένειας 281. Ο βουλευτής Χασάν Μεχμέτ από την Έδεσσα πάλι καλούσε το αρμόδιο υπουργείο Γραφείο του Πρωθυπουργού προς υπουργείο Γεωργίας, Αθήνα 10/23 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 9568 όπου αναφορά σε αιτήματα Φιλελεύθερων μουσουλμάνων υποψηφίων Θεσσαλονίκης. 276 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, υπόμνημα των γαιοκτημόνων Μακεδονίας προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 26 Μαρτίου/8 Απριλίου1919. Η επιτροπή των γαιοκτημόνων αποτελούνταν από τους μουσουλμάνους βουλευτές Τεφφήκ Τσέλιο και Σιρρή Σαλή και από το δήμαρχο Θεσσαλονίκης Αγγελάκη. 277 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 536, Χασάν Μεμέτ και Κεμαλεδίν βουλευτές Θεσσαλονίκης προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 23 Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου 1921, αρ. τηλ. 39481. 278 Τηλεγραφήματα Ισμαήλ Κομπάκι προς δικηγόρο Μαρκεντζή, Καβάλα 9/22 Φεβρουαρίου 1920 και 6/19 Μαρτίου 1920. Τα τηλεγραφήματα παρατίθενται στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ανταλλάξιμων: http://www.mubadele.org. 279 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5ε, Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 3/16 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 5836. 280 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 130.3.2, επιστολή προς Στ. Δραγούμη από άγνωστο. 281 Εφημ. Μακεδονία, 10/23 Ιανουαρίου 1920.
282
Οικονομικών να επιστρέψει τα καταληφθέντα από το Δημόσιο κτήματα της οικογένειας των Δουρτζήδων, της ισχυρότερης οικογένειας μεγαλογαιοκτημόνων στην περιοχή της Έδεσσας 282. Οι ίδιες παρεμβάσεις γίνονταν ώστε να διοριστούν μουφτήδες ευνοϊκά προσκείμενοι στους μουσουλμάνους βουλευτές, κάτι που εύλογα θα είχε αντίκτυπο στην εκλογική δύναμη των τελευταίων. Έτσι, ο βουλευτής Δράμας Ισμαήλ Κομπάκι υποστήριζε το διορισμό του Αβδουλάχ Χιλμή στη θέση του μουφτή Καβάλας 283. Στη Θράκη πάλι μουσουλμάνοι βουλευτές ήθελαν να επαναφέρουν τον πρώην μουφτή Ραιδεστού και μηχανορραφούσαν στην Αθήνα για να απομακρύνουν το νομάρχη που αντιτασσόταν στα σχέδιά τους 284. Στην Κοζάνη ο βουλευτής Ραμαντάν Μπέης ανέλαβε πρωτοβουλία για την εκδίωξη του «ανεπιθύμητου» μουφτή Ανασέλιτσας, ενώ εναντίον του βουλευτή Μπεντρή Γιαγιά (Bedri Yaya) ασκήθηκε ποινική δίωξη επειδή αποπειράθηκε με οπαδούς του να καθαιρέσει βίαια το μουφτή Καϊλαρίων και να τον αντικαταστήσει με άλλον της αρεσκείας του 285. Το γεγονός ότι μέλη του ελληνικού Κοινοβουλίου ήταν μουσουλμάνοι αποδεικνυόταν ιδιαίτερα χρήσιμο σε περιπτώσεις που η ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να προωθήσει τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της, αναλάμβανε σχετική προπαγανδιστική εκστρατεία. Πριν από την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία η ελληνική κυβέρνηση διεκδικώντας περιοχές με συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς «διαφήμιζε» τη φιλοδίκαιη πολιτική της απέναντι στους μουσουλμάνους υπηκόους της για να αποδείξει ότι μπορούσε να διοικήσει περιοχές με μουσουλμανικές μειονότητες. Τα καταλληλότερα πρόσωπα για να αναλάβουν την προπαγανδιστική αυτή εκστρατεία ήταν οι μουσουλμάνοι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου. Την άνοιξη του 1919 ο Αλέξανδρος Διομήδης πληροφορούσε τον Βενιζέλο ότι ήρθε σε επαφή με τους αντιπολιτευόμενους μουσουλμάνους βουλευτές της 282
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 130.3.2., τηλεγράφημα βουλευτή Χασάν Μεμέτ Αλή προς υπουργείο Οικονομικών, Έδεσσα 19 Ιανουαρίου/1 Φεβρουαρίου 1916. 283 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 321, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο των Εκκλησιαστικών, Αθήνα 7/20 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 992. 284 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 91 υποφ. 3, Νομαρχία Ραιδεστού προς Πολιτική Διοίκηση Θράκης Τμήμα Ετεροδόξων, Ραιδεστός 14/27 Μαρτίου 1922, αρ. πρ. 61. Βλ. επίσης ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 701, Πολιτική Διοίκηση Θράκης προς Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Αδριανούπολη 14/27 Μαρτίου 1922, αρ. πρ. 683. 285 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 557, τηλεγράφημα επιτροπής μουσουλμάνων Ανασελιτσας προς Πολιτικό Γραφείο, Λείψιστα (Νεάπολη) 31 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου1921, αρ. 123 και φ. 551 Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Κοζάνη 13/26 Σεπτεμβρίου 1921, αρ. πρ. 7848.
283
Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι δέχτηκαν να συνεργαστούν με την ελληνική κυβέρνηση συντάσσοντας επιστολή προς τους αντιπροσώπους των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι με την οποία εξήραν τα αγαθά που απολάμβαναν οι μουσουλμάνοι υπήκοοι της Ελλάδας 286. Σε νέα συνάντηση που είχε ο Ρέπουλης με τους μουσουλμάνους βουλευτές όλης της Μακεδονίας, οι τελευταίοι δέχθηκαν να μεταβούν στη Θράκη και τη Μικρά Ασία «όπως εργασθώσιν υπέρ Ελλάδος» 287. Τελικά οι βουλευτές Φλώρινας Αλή Φερήτ (Ali Ferit), Δράμας Χουσαμεδίν Σαΐντ (Hüsamettin Said) και Θεσσαλονίκης Αλή Δεμίρ μετέβησαν σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη επιδιώκοντας την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Καρπός αυτών των ταξιδιών ήταν και διάφορες συνεντεύξεις σε τουρκικές εφημερίδες στις όποιες οι προαναφερόμενοι βουλευτές παρουσίαζαν με κολακευτικό τρόπο την πολιτική που ακολουθούσε το ελληνικό κράτος απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο 288. Ανάλογη προπαγάνδα γινόταν και στο εσωτερικό με τους μουσουλμάνους βουλευτές να δημοσιεύουν στις εφημερίδες διθυραμβικά άρθρα για την ελληνική διοίκηση. Για παράδειγμα, ο βουλευτής Δράμας Κιαμήλ Μπέη σε άρθρο του στη μουσουλμανική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Yeni Asir αναφερόταν στην πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να εκδώσει ευνοϊκό νόμο για τις μουσουλμανικές κοινότητες της Μακεδονίας 289. Στην ίδια εφημερίδα ο βουλευτής Θεσσαλονίκης Αλή Δεμίρ με επιστολή του προέτρεπε τους ομοθρήσκους του να μάθουν ελληνικά 290. Σε άλλες περιπτώσεις, οι μουσουλμάνοι 286
βουλευτές
αναλάμβαναν
να
αποκαταστήσουν
«την
αλήθεια»
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10β), Διομήδης προς Βενιζέλο, Αθήνα 11/24 Μαρτίου 1919, αρ. πρ. 1881. Στον ίδιο φάκελο και το κείμενο της επιστολής που υπέγραψαν οι βουλευτές της Ανατολικής Μακεδονίας Ισμαήλ Κομπάκι, Χασάν Χαλίλ Ιμπραήμ, Κεμαλεδίν Σαλή και Χουσαμεδίν Σαΐντ. 287 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10ε), Ρέπουλης προς Βενιζέλο, Αθήνα 27 Μαρτίου/9 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 2764. Βλ. επίσης ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 314 (επιστολές προς Βενιζέλο), Ρέπουλης προς Βενιζέλο, Αθήνα 20 Μαρτίου/2 Απριλίου 1919 όπου αναφέρεται ότι οι επαφές με τους μουσουλμάνους βουλευτές έγιναν κατόπιν μεσολάβησης των αντιπολιτευόμενων βουλευτών Πωπ και Μπούσιου. Αναλυτικά για τη δράση αυτή των μουσουλμάνων βουλευτών βλ. κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923». 288 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10ε), Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 25 Μαΐου/7 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 3524 όπου συνημμένη επιστολή του βουλευτή Χουσαμεδίν Σαΐντ προς την εφημερίδα Istiklal. Βλ. επίσης στο ίδιο αρχείο, 1919, φ. Α/5/Μ, Διομήδης προς ελληνική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο Ειρήνης, Αθήνα 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1919, αρ. 12698 όπου συνημμένη συνέντευξη του βουλευτή Αλή Φερήτ στην εφημερίδα Ikdam. 289 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 55.1, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 17/30 Ιανουαρίου 1920, αρ. 28. 290 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 55.2, Κεντρική Υπηρεσία προς Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης και Γραφείο Τύπου Σμύρνης, Αθήνα 8/21 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 16728 με το οποίο ζητείται η αναδημοσίευση της επιστολής στον τουρκικό Τύπο Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης.
284
διαψεύδοντας πληροφορίες για καταπίεση του μουσουλμανικού στοιχείου από τις ελληνικές αρχές, όπως το Δεκέμβριο του 1921, όταν οι μουσουλμάνοι βουλευτές Αδριανούπολης διέψευσαν τις διαδόσεις σχετικά με διώξεις μουσουλμάνων της Θράκης 291. Αν και ορισμένοι μουσουλμάνοι βουλευτές συνεργάζονταν για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η πλειονότητά τους αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία από τις ελληνικές αρχές και κατηγορούνταν για αντεθνικές κινήσεις, για οργάνωση συνωμοσιών και στασιαστικών κινημάτων, για συνεργασία με τη Σόφια, την Κωνσταντινούπολη ή τον Κεμάλ. Απόρροια αυτής της δυσπιστίας και των καταγγελιών – αλλά και των αντιβενιζελικών τους πεποιθήσεων– ήταν η σύλληψη από την Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης τεσσάρων μουσουλμάνων βουλευτών και ο κατ’ οίκον περιορισμός τους 292. Για τους βουλευτές που ανέλαβαν τις προπαγανδιστικές αποστολές σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, υπήρχαν καταγγελίες ότι κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας συνεργάστηκαν με τους Βούλγαρους και τήρησαν εχθρική στάση απέναντι στις ελληνικές αρχές και το ελληνικό στοιχείο 293. Ο γενικός διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας εξέφραζε την αντίθεσή του στην αποστολή του βουλευτή Δράμας Χουσαμεδίν στην Κωνσταντινούπολη, τονίζοντας ότι οι πράξεις του βουλευτή κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής μπορούσαν να τον οδηγήσουν στο στρατοδικείο 294. Οι κινήσεις του βουλευτή Φλώρινας Αλή Φερήτ λίγο πριν από τη μετάβασή του σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη εκτελώντας εντολές της ελληνικής κυβέρνησης κίνησαν τις υποψίες του γενικού διοικητή Ηλιάκη ο οποίος ζητούσε τον 291
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 7, υποφ. 4, Πολιτική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 16/29 Δεκεμβρίου 1921, αρ. πρ. 2757. 292 ΙΑΥΕ, Αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1917, φ. ΑΑΚ(Α)4, το υπουργείο Εξωτερικών της Προσωρινής Κυβέρνησης προς τον λόρδο Granville διπλωματικό εκπρόσωπο της Μεγάλης Βρετανίας, Θεσσαλονίκη 14/27 Μαρτίου 1917. Πρόκειται για τους βουλευτές Αρήφ Μπέη, Αλή Βεχήτ Μπέη, Τεφφίκ Τσέλιο Μπέη και Αμπντή Σεσμπές Μπέη. 293 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 11/24 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 811 όπου συνημμένη έκθεση του πρώην δημάρχου Καβάλας Ν. Σαρδάρογλου για τη στάση που ακολούθησαν οι μουσουλμάνοι βουλευτές του νομού Δράμας κατά τη βουλγαρική κατοχή. Στον ίδιο φάκελο με ανάλογο περιεχόμενο, ο μουφτής Δράμας προς γενικό διοικητή Ανατολικής Μακεδονίας, Δράμα 6/19 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 11. Βλ. επίσης στο ίδιο αρχείο, 1919, φ. Α/5/ΙΙ(3), «Έκθεσις του κατά την βουλγαρικήν κατοχήν της Ανατολικής Μακεδονίας Νομάρχου Δράμας Νικολάου Ι. Μπακόπουλου περί της εν τω Νομώ Δράμας δημιουργηθείσης καταστάσεως από της 8ης Αυγούστου 1916 και εντεύθεν προς το υπουργείο Εξωτερικών και υπουργείο Εσωτερικών», Αθήνα 7/20 Νοεμβρίου 1918. 294 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 12/25 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 811.
285
περιορισμό του βουλευτή και την απαγόρευση μετάβασής του στην Τουρκία. 295. Στο στόχαστρο των ελληνικών αρχών έμπαινε πολλές φορές ο βουλευτής Βοδενών Χασάν Μπέη, στον οποίο προσάπτονταν κατηγορίες ότι ενεχόταν στο κύμα επιλογής οθωμανικής υπηκοότητας από τους μουσουλμάνους της εκλογικής του περιφέρειας και ότι πρωταγωνιστούσε στην οργάνωση επαναστατικού κινήματος του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δυτικής Μακεδονίας 296. Στη Θράκη ο βουλευτής Χαφούζ Αλή Γκαλήπ (Hafız Ali Galip) χαρακτηριζόταν από το δήμαρχο Γκιουμουλτζίνας ως πράκτορας της Βουλγαρίας, ενώ ο μουφτής των Σαράντα Εκκλησιών πληροφορούσε το νομάρχη ότι οι βουλευτές της περιοχής Σουκρή (Şükrü) και Ναζμή Μπέη (Nazmi Bey) κινούνταν ύποπτα, υποκινούσαν τους μουσουλμάνους να μην υπακούουν στις ελληνικές αρχές και συνεργάζονταν με τους κεμαλικούς της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης 297. Φαίνεται ότι οι καταγγελίες εναντίον των μουσουλμάνων βουλευτών πολλές φορές, εξαιτίας προσωπικών διαφορών και της διαμάχης για την αύξηση της επιρροής στους κόλπους της μουσουλμανικής κοινότητας, ενέχουν το στοιχείο της υπερβολής. Ωστόσο, όπως αναφέρεται και στις αναμνήσεις του Φουάτ Μπαλκάν, μουσουλμάνοι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου συνεργάζονταν πράγματι με τις κυβερνήσεις της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας 298. Πάντως αποτέλεσμα αυτών των καταγγελιών, πραγματικών ή υπερβολικών, ήταν η άσκηση ποινικών διώξεων εις βάρος μουσουλμάνων βουλευτών.
295
Στο
ελληνικό Κοινοβούλιο
κατατέθηκαν
από τις
Αργότερα όμως, μαθαίνοντας και τους πραγματικούς σκοπούς του ταξιδιού του Αλή Φερήτ, θα άρει τις υποψίες του βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), ο γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 15/28 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 692 και τηλεγράφημα προς υπουργείο Εσωτερικών, Κοζάνη χ.χ., αρ. 3391. 296 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), τηλεγράφημα Αδοσίδη προς αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 18/31 Ιουλίου 1919, αρ. 123 και τηλεγράφημα του ίδιου προς Ρέπουλη-Διομήδη, Έδεσσα 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1919, αρ. 127 όπου αναφέρει ότι οι πληροφορίες σχετικά με το σχεδιαζόμενο κίνημα είναι υπερβολικές. Βλ. επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 84, Νομαρχία Πέλλας προς Διεύθυνση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, Έδεσσα 20 Δεκεμβρίου1921/2 Ιανουαρίου 1922, «Περί μελετωμένου επαναστατικού κινήματος εν Καρατζόβη» όπου το όνομα του βουλευτή εμπλέκεται για δεύτερη φορά σε οργάνωση επαναστατικού κινήματος. 297 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 20, υποφ. 1, ο δήμαρχος Κομοτηνής προς την Τρίτη Συνέλευση των Ελλήνων, Γκιουμουλτζίνα 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 276. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 7, υποφ. 4, Νομαρχία Σαράντα Εκκλησιών προς την Πολιτική Διοίκηση Θράκης, Σαράντα Εκκλησιές 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1921, αρ. πρ. 176. 298 Βλ. ανωτ.
286
εισαγγελικές αρχές και το υπουργείο Στρατιωτικών πληθώρα αιτήσεων άρσης της βουλευτικής ασυλίας μουσουλμάνων βουλευτών 299. Με την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τους στρατιωτικούς της Επανάστασης του 1922 και υπό τις εξαιρετικά κρίσιμες συνθήκες για την εδαφική ακεραιότητα και την εσωτερική ασφάλεια της Ελλάδας η καχυποψία απέναντι στους μουσουλμάνους βουλευτές έγινε πολύ πιο έντονη. Στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες της περιόδου 1922-1923 οι μουσουλμάνοι βουλευτές προσπαθούσαν να εκπληρώσουν το ρόλο των εκπροσώπων της μουσουλμανικής κοινότητας των εκλογικών περιφερειών τους. Έτσι, διαμαρτύρονταν στις ελληνικές αρχές για καταπίεση των μουσουλμάνων από τους πρόσφυγες, για αθρόες επιτάξεις μουσουλμανικών κτημάτων ή αιτούνταν την επίσπευση της Ανταλλαγής των Πληθυσμών 300. Τον Οκτώβριο του 1922 η μουσουλμανική κοινότητα Θεσσαλονίκης υπέβαλε υπόμνημα στην ελληνική κυβέρνηση με το οποίο περιέγραφε τη δυσχερή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, υπόμνημα το οποίο υπογραφόταν από δύο πρώην μουσουλμάνους βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου 301. Ο ρόλος τους αυτός –οι διαμαρτυρίες τους δεν ήταν κάτι που ευχαριστούσε την ελληνική εξωτερική πολιτική– και η ογκούμενη καχυποψία
οδήγησαν
τους
βουλευτές,
όπως
και
τα
ηγετικά
στελέχη
των
μουσουλμανικών κοινοτήτων, στη φυλακή ή την εξορία καθώς κατηγορούνταν για μία ακόμη φορά για διενέργεια κεμαλικής προπαγάνδας και για συνεργασία με την Άγκυρα ή τη Σόφια. Οι πληροφορίες που συγκέντρωναν οι στρατιωτικές αρχές για την κεμαλική 299
Χωρίς να είναι γνωστή η τύχη των υποθέσεων και ποιες ακριβώς ήταν οι καταγγελίες, πολιτική και στρατιωτική Δικαιοσύνη ζήτησαν την άδεια της Βουλής για ποινική δίωξη των μουσουλμάνων βουλευτών: Δράμας Χαφούζ Μεχμέτ Φερήτ, Κοζάνης Γιαγιά Μπεντρή, Ραιδεστού Νεήδ Μουσταφά Μπέη και Θράκης Αλή Χαφούζ Γκαλήπ, Ομέρ Ογλού Ρεφήτ Μπέη, Φερή Μπεκήρ Ζαδέ και Ναζμή Ετέμ Ογλού Μπέη. Βλ. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 24 της 21ης Δεκεμβρίου 1919 και συνεδρία 63 της 7ης Μαρτίου 1922. 300 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Κεντρική Υπηρεσία προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Αθήνα 23 Οκτωβρίου 1923, αρ. πρ. 31925 όπου αναφορά σε τηλεγραφήματα βουλευτών Κεμαλεδίν και Χασάν για καταπίεση μουσουλμάνων από πρόσφυγες. Στον ίδιο φάκελο, τηλεγράφημα βουλευτών Ισμαήλ Κομπάκι και Ρετζέπ Λουτφή προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 11 Νοεμβρίου 1923 για αθρόες επιτάξεις μουσουλμανικών κτημάτων στην περιφέρεια Σαρί Σαμπάν. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 17, υποφ. 6, υπουργείο Γεωργίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 8 Οκτωβρίου 1923, αρ. πρ. 92611 όπου συνημμένο τηλεγράφημα πρώην μουσουλμάνων βουλευτών Ανατολικής Μακεδονίας για επίσπευση της Ανταλλαγής. 301 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 720, «υπόμνημα της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης περί της θέσεως των μουσουλμάνων Μακεδονίας προς τον εξοχώτατον πρόεδρον της ελληνικής κυβερνήσεως», Αθήνα 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1922. Το υπόμνημα υπογράφεται από τους πρώην βουλευτές Αλή Δεμίρ και Χαϊρέτ Σιακήρ.
287
και βουλγαρική δράση στο ελληνικό έδαφος σημείωναν τον πρωταγωνιστικό ρόλο των μουσουλμάνων βουλευτών 302. Έτσι, ο βουλευτής Κοζάνης Ναδήρ Ραμαντάν, που, σύμφωνα με τον υποδιοικητή Ανασέλιτσας, κατά την «προεπαναστατική περίοδο» ζητωκραύγαζε υπέρ του Κεμάλ, οδηγήθηκε στη φυλακή 303. Την ίδια τύχη είχαν και οι μουσουλμάνοι βουλευτές Ανατολικής Μακεδονίας, Ισμαήλ Κομπάκι και Ρετζέπ Λουτφή (Recep Lütfi), ενώ άλλοι μουσουλμάνοι βουλευτές της ίδιας περιοχής εξορίστηκαν στην Κρήτη 304. Αλλά και ο βενιζελικός υποψήφιος βουλευτής Ισμαήλ Χακή (İsmail Hakkı) κρίθηκε από την επιτροπή απελάσεων Ανατολικής Μακεδονίας επικίνδυνος, αφού μπορούσε να διεγείρει το μουσουλμανικό στοιχείο 305. Με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών ο μουσουλμανικός πληθυσμός δεν επηρέαζε πλέον τις εκλογικές αναμετρήσεις στη Μακεδονία. Ωστόσο, οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος στη Θράκη εκλέγοντας κατά περιόδους μουσουλμάνους βουλευτές. Οι εκλογές στη Θράκη και η μουσουλμανική ψήφος αντιμετωπίζονται με την ίδια καχυποψία και δίνουν λαβή για παρόμοιες αλληλοκατηγορίες ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, όπως συνέβη και κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις του 1915 και του 1920 306.
302
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, ΙΧ Μεραρχία, 2ο Επιτελικό Γραφείο, «Συνοπτική Έκθεσις περί της εν γένει καταστάσεως από προπαγανδιστικής κινήσεως εν Μακεδονία» όπου αναφέρεται ότι η επικοινωνία ανάμεσα σε Σόφια και Κωνσταντινούπολη διεξάγεται μέσω των μουσουλμάνων βουλευτών που λόγω ιδιότητας κυκλοφορούν ελεύθερα. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς το τμήμα Ειδικής Ασφάλειας, «Δελτίον Πληροφοριών Τουρκικής Προπαγάνδας», Θεσσαλονίκη 18 Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1922, αρ. πρ. 74/124 όπου αναφέρει ότι η τουρκική προπαγάνδα διευθύνεται από τον πρώην βουλευτή Κεμαλεδίν Βέη, ενώ στη Θράκη τις επαφές με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες αναλαμβάνει ο πρώην βουλευτής Σαράντα Εκκλησιών Ισχάν Βέης Φεζιλή Ζαδέ. 303 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 21, Υποδιοίκηση Ανασέλιτσας προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Σιάτιστα 8/21 Δεκεμβρίου 1922. 304 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Υποδιοίκηση Καβάλας προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 7 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 4794 και τηλεγράφημα βουλευτών Ισμαήλ Κομπάκι και Ρετζέπ Λουτφή προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 11 Νοεμβρίου 1923. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 616, τηλεγράφημα πρώην μουσουλμάνων βουλευτών Ανατολικής Μακεδονίας προς πρόεδρο κυβέρνησης, Χανιά 18 Ιουλίου 1923, αρ. πρ. 5.113. 305 ΓΑΚ νομού Καβάλας, αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, Κ.Τ. 28, ο εισηγητής απελάσεων Ανατολικής Μακεδονίας προς την Ιερά Μητρόπολη Πραβίου, Δράμα Απρίλιος 1922, αρ. 13/1Στ, όπου συνημμένη κατάσταση των κρινομένων ως υπόπτων της Υποδιοίκησης Πραβίου για τους οποίους ζητούνται πληροφορίες. 306 Για το ζήτημα των εκλογών στη Θράκη βλ. Vemund Aarbakke, ό.π. και Η. Νικολακόπουλος, «Πολιτικές δυνάμεις και εκλογική συμπεριφορά της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη 1923-1955», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 8, Αθήνα (1990-1991), 171-204.
288
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων στο πλαίσιο των αντιλήψεων και των πρακτικών της ελληνικής διοίκησης Η ενσωμάτωση μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους εδαφών με σημαντικό ποσοστό μη ελληνόφωνων πληθυσμών έφερε το ελληνικό κράτος αντιμέτωπο με το πρόβλημα της εκπαίδευσης των τελευταίων. Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των μειονοτήτων σχετιζόταν την περίοδο 1912-1923 με την εικόνα εθνικής ομοιογένειας των Νέων Χωρών, την απειλή για την εθνική ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και με την αντίληψη για το ποια στοιχεία απαρτίζουν την ελληνική εθνική ταυτότητα. Οι προβληματισμοί αυτοί επικεντρώνονταν κυρίως στους σλαβόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς των Νέων Χωρών, για την εθνική πατρότητα των οποίων έριζαν Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία, ερμηνεύοντας η καθεμία την έννοια έθνος και εθνική ταυτότητα κατά το δοκούν. Όπως επισημάνθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η βουλγαρική επιχειρηματολογία επικεντρωνόταν κυρίως στην ταύτιση της μητρικής γλώσσας με την εθνική ταυτότητα, ενώ, αντίθετα, η ελληνική πλευρά προέβαλλε τις απόψεις του Ernest Renan περί εθνικής συνείδησης και ελεύθερης ατομικής επιλογής της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέφερε χαρακτηριστικά στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι: «Το θρήσκευμα, η φυλή, η γλώσσα δεν δύνανται να θεωρηθούν ως βέβαιαι ενδείξεις εθνικότητος. Ο μοναδικός αλάνθαστος παράγων είναι η εθνική συνείδησις, δηλαδή η εσκεμμένη θέλησις των ατόμων όπως καθορίσουν την τύχη των και αποφασίσουν εις ποίαν εθνικήν οικογένειαν επιθυμούν να ανήκουν» 1. Κατά συνέπεια και οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους για γλωσσική αφομοίωση μέσω της κρατικής εκπαίδευσης –του ισχυρότερου μέσου επιβολής εθνικής ομοιογένειας που διαθέτει ένα
1
Παρατίθεται στο Εμμ. Ρούκουνας, Εξωτερική Πολιτική 1914-1923, Αθήνα 1983, σ. 306.
289
εθνικό κράτος– στράφηκαν κυρίως στο σλαβόφωνο πληθυσμό της χώρας 2. Τα παραπάνω διλήμματα δεν αφορούσαν το μουσουλμανικό πληθυσμό των Νέων Χωρών, άλλωστε οι μουσουλμάνοι ακόμη και αν μιλούσαν ελληνικά δεν εντάχθηκαν ποτέ σε σχεδιασμούς ενσωμάτωσης στον ελληνικό εθνικό κορμό. Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων στη μητρική τους γλώσσα δεν προκαλούσε στην ελληνική διοίκηση τους φόβους εκείνους που γεννούσε μια ενδεχόμενη διδασκαλία στο σλαβικό ιδίωμα. Επιπλέον, τη διδασκαλία στην τουρκική επέβαλλαν και διεθνείς συνθήκες, ενώ η διεκδίκηση μετά το 1919 από την Ελλάδα περιοχών της Θράκης και της Μικράς Ασίας με σημαντικό μουσουλμανικό πληθυσμό καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη να παρουσιαστεί η εικόνα μιας χώρας που σέβεται και προστατεύει τις ελευθερίες των μουσουλμάνων, ανάμεσά τους και αυτές που αφορούν την εκπαίδευσή τους. 1. Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας και των διεθνών συνθηκών Το πλαίσιο λειτουργίας της εκπαίδευσης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών καθορίστηκε με τη Σύμβαση των Αθηνών του Νοεμβρίου του 1913. Συγκεκριμένα, προβλεπόταν η αναγνώριση των ιδιωτικών μουσουλμανικών σχολείων –ανάμεσά τους και η Σχολή Καλών Τεχνών και Επαγγελμάτων του Mithat Paşa στη Θεσσαλονίκη 3– καθώς και των σχολείων που συστάθηκαν από ιδιώτες ή τοπικές επιτροπές που αποτελούνταν από προκρίτους μουσουλμάνους. Αναγνωρίζονταν, επίσης, τα βακούφια 2
Για το θεωρητικό υπόβαθρο και την κρατική πολιτική γλωσσικού εξελληνισμού της Μακεδονίας μετά το 1912 με βασική προτεραιότητα το σλαβόφωνο χριστιανικό στοιχείο βλ. Τ. Κωστόπουλος, «Ετερογλωσσία και αφομοιωτικοί σχεδιασμοί: η περίπτωση της ελληνικής Μακεδονίας μετά την απελευθέρωση (19121913)», Τα Ιστορικά, 19/36 (2002), 75-128. Ειδικότερα για την προσπάθεια του ελληνικού κράτους να εξαλείψει τη σλαβοφωνία από τη Μακεδονία βλ. Τ. Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα.Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, Αθήνα 2000². 3 Ιδρύθηκε το 1874, ήταν εσωτερική πεντατάξια σχολή με δέκα δασκάλους και 150 μαθητές, το οικόπεδο του σχολείου ανήκε στο βακούφι του Niman Paşa, ενώ το κτήριο ήταν της σχολής. Η σχολή πήρε την ονομασία της από τον Mithat Paşa, νομάρχη της Θεσσαλονίκης την περίοδο 1873-1874, βλ. Π. Βαλσαμίδης, «Τα τουρκικά σχολεία στο σαντζάκι Θεσσαλονίκης κατά το σχολικό έτος 1910-1911», Μακεδονικά, τ. 31 (1997-1998), 350-351. Σύμφωνα πάντως με τον πρώτο διοικητή της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Ρακτιβάν, η σχολή ανήκε στο οθωμανικό Δημόσιο και όχι στη μουσουλμανική κοινότητα της πόλης που τη διεκδικούσε, επομένως, όντας δημόσια περιουσία, η διεύθυνση και η οικονομική διαχείριση της σχολής ανατέθηκαν σε υπαλλήλους της Γενικής Διοίκησης. Ωστόσο, ο διάδοχος του Ρακτιβάν στη Γενική Διοίκηση, Στέφανος Δραγούμης, ακύρωσε τις παραπάνω αποφάσεις «εκ πνεύματος κακώς εννοούμενης περιποιήσεως προς το μουσουλμανικόν στοιχείον», ώσπου να διευθετηθεί το καθεστώς της σχολής από τη Σύμβαση των Αθηνών, βλ. Κ. Ρακτιβάν, Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας (1912-1913), Θεσσαλονίκη 1951, σ. 48.
290
εκείνα (μεαρίφ) που ήταν αφιερωμένα στη συντήρηση σχολείων. Η επιθεώρηση των μουσουλμανικών σχολείων, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, θα γινόταν από τον αρχιμουφτή, τους μουφτήδες και τους επιθεωρητές της δημόσιας εκπαίδευσης του ελληνικού κράτους. Τέλος, οριζόταν ότι η διδασκαλία των μαθημάτων θα γινόταν στην τουρκική γλώσσα, αλλά παράλληλα η διδασκαλία της ελληνικής θα ήταν υποχρεωτική. Σε άλλο άρθρο της σύμβασης η ελληνική κυβέρνηση δεσμευόταν να συστήσει ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα για τη μόρφωση ναΐπηδων (ιερονομομαθών) 4. Εφαρμόζοντας τις παραπάνω διατάξεις το ελληνικό κράτος ψήφισε το Δεκέμβριο του 1914 το νόμο 568 «περί διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσης εν Οθωμανικοίς και Ισραηλιτικοίς σχολείοις των νέων χωρών» 5. Με το νόμο αυτό το ελληνικό κράτος αναγνώριζε τα μουσουλμανικά σχολεία των Νέων Χωρών με την προϋπόθεση ότι διδασκόταν υποχρεωτικά η ελληνική γλώσσα. Προβλεπόταν, ακόμη, ο διορισμός στα μουσουλμανικά σχολεία (στα σχολεία, δηλαδή, που ανήκαν στις μουσουλμανικές κοινότητες) δασκάλων για την εκμάθηση της ελληνικής, οι οποίοι θα μισθοδοτούνταν από το ελληνικό Δημόσιο. Στα δημόσια δημοτικά σχολεία η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας και της ισλαμικής θρησκείας μπορούσε να γίνει εφόσον φοιτούσαν τουλάχιστον 20 μουσουλμάνοι μαθητές. Για τη διδασκαλία των παραπάνω μαθημάτων προβλεπόταν ο διορισμός από τον οικείο νομάρχη δασκάλων που προτείνονταν από το μουφτή της περιοχής, απαιτούνταν όμως και η σύμφωνη γνώμη του επιθεωρητή δημοτικής εκπαίδευσης. Λίγο νωρίτερα, με το νόμο 402 του Αυγούστου του 1914 «περί προσωπικού των σχολείων της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως των νέων χωρών» 6 οι διευθυντές των επτατάξιων μουσουλμανικών σχολείων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου καθώς και οι μουσουλμάνοι δάσκαλοι της Κρήτης αναγνωρίστηκαν ως δημόσιοι υπάλληλοι του ελληνικού κράτους. Το ίδιο ίσχυσε και για τους δασκάλους της ελληνικής γλώσσας στα μουσουλμανικά σχολεία, όχι όμως και για τους υπόλοιπους μουσουλμάνους δασκάλους των Νέων Χωρών –εκτός της Κρήτης– οι οποίοι μισθοδοτούνταν από τις μουσουλμανικές κοινότητες. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η κατάληψη τμημάτων της ελληνικής επικράτειας από ξένα στρατεύματα και ο Εθνικός Διχασμός ανέστειλαν οποιαδήποτε νομοθετική 4
Άρθρα 6, 15 και 16 του τρίτου συνημμένου πρωτοκόλλου της Σύμβασης των Αθηνών, βλ. κεφ. «Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδος: α) οι διεθνείς συνθήκες, β) η νομική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος». 5 ΦΕΚ 15/9 Ιανουαρίου 1915. 6 ΦΕΚ 348/17 Νοεμβρίου 1914.
291
πρωτοβουλία σχετικά με την εκπαίδευση των μουσουλμάνων. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης και η αρμόδια Ανώτατη Διεύθυνση Δημόσιας Εκπαίδευσης συνέχισαν να διορίζουν δασκάλους της ελληνικής γλώσσας στα μουσουλμανικά σχολεία, ενώ χορηγούσαν σε αυτά άδεια λειτουργίας με την προϋπόθεση της επαρκούς διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας 7. Η ενοποίηση του ελληνικού κράτους υπό την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το ζήτημα της προστασίας των μειονοτικών δικαιωμάτων που κυριαρχούσε στη διεθνή διπλωματία και στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνθηκών ειρήνης δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες όσον αφορά την εκπαίδευση των μουσουλμάνων. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1919 ψηφίστηκαν οι νόμοι 1618 «Περί διορισμού ιδίων επιθεωρητών διά τα Μουσουλμανικά σχολεία της Νέας Ελλάδας» και 1627 «Περί συστάσεως υποδιδασκαλείων προς μόρφωσιν υποδιδασκάλων διά τα Μουσουλμανικά
σχολεία» 8.
Με
τον πρώτο
νόμο
προβλεπόταν
ο
διορισμός
μουσουλμάνων στο θρήσκευμα επιθεωρητών για την καθοδήγηση των δασκάλων στα μουσουλμανικά σχολεία του κράτους. Ο δεύτερος νόμος εντασσόταν στην προσπάθεια του ελληνικού κράτους να αντιμετωπίσει την έλλειψη δασκάλων με τα κατάλληλα προσόντα για να διδάξουν στα μουσουλμανικά σχολεία, αφού, όπως θα τονιστεί παρακάτω, χρέη δασκάλου εκτελούσαν κυρίως οι θρησκευτικοί λειτουργοί των μουσουλμάνων. Με το νόμο λοιπόν 1627 προβλεπόταν η ίδρυση δύο υποδιδασκαλείων για τη μόρφωση δασκάλων για τα στοιχειώδη μουσουλμανικά σχολεία. Η φοίτηση στα υποδιδασκαλεία θα ήταν τριετής και θα εισάγονταν μουσουλμάνοι, απόφοιτοι στοιχειωδών σχολείων τουλάχιστον έξι τάξεων. Το αναλυτικό πρόγραμμα των υποδιδασκαλείων εκτός από τα άλλα μαθήματα περιλάμβανε βέβαια τη διδασκαλία της
7
Βλ. για παράδειγμα την απόφαση για την έγκριση της άδειας λειτουργίας του μικτού ιδιωτικού μουσουλμανικού σχολείου του Ετέμ Μουφήτ Εφένδη στη Θεσσαλονίκη, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Ανώτατης Διεύθυνσης Δημόσιας Εκπαίδευσης Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, φ. 77, η Ανώτατη Διεύθυνση επί των Θρησκευμάτων και της Παιδείας προς τον επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 11/24 Νοεμβρίου 1916, αρ. πρ. 576. Στο ίδιο αρχείο, φ. 65, κυβερνητικός επίτροπος Λέσβου προς την Ανώτατη Διεύθυνση Παιδείας της Προσωρινής Κυβέρνησης, Μυτιλήνη 4/17 Νομεβρίου 1916, αρ. πρ. 1029 όπου συνημμένες αιτήσεις του μουφτή Μολύβου και της μουσουλμανικής κοινότητας Μυτιλήνης για αναγνώριση των μουσουλμανικών σχολείων του νησιού καθώς και σχετικές εκθέσεις του επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων Λέσβου. 8 ΦΕΚ 3/7 Ιανουαρίου 1919.
292
τουρκικής γλώσσας και της μουσουλμανικής θρησκείας 9. Τέλος, σημειώνεται ότι σύμφωνα με το νόμο όλοι οι μαθητές των μουσουλμανικών υποδιδασκαλείων θα ήταν υπότροφοι του ελληνικού Δημοσίου. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, τον Ιούλιο του 1920 με το νόμο 2345 το ελληνικό κράτος έθεσε το πλαίσιο λειτουργίας των μουσουλμανικών κοινοτήτων ως νομικών προσώπων 10. Όσον αφορά την εκπαίδευση ο συγκεκριμένος νόμος ρύθμιζε τα ζητήματα των βακουφιών της κατηγορίας των σχολικών περιουσιών (μεαρίφ). Συγκεκριμένα, προβλέπονταν η εκλογή διαχειριστικής επιτροπής των βακουφιών και η σύνταξη προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων της μουσουλμανικής κοινότητας. Στα έξοδα συγκαταλέγονταν η συντήρηση των σχολικών κτηρίων και οι μισθοί του εκπαιδευτικού προσωπικού. Η ίδια επιτροπή αναλάμβανε τη διοίκηση των μουσουλμανικών κοινοτικών σχολείων και το διορισμό ή την παύση του σχολικού προσωπικού. Στο άρθρο 13 του ίδιου νόμου, εφαρμόζοντας τη σχετική διάταξη της Σύμβασης των Αθηνών, προβλεπόταν η ίδρυση στην Αθήνα με έξοδα του ελληνικού Δημοσίου Ιερατικής Μουσουλμανικής Σχολής για τη μόρφωση ναΐπηδων (μουφτήδων και ιεροδικών). Βέβαια, όπως επισημάνθηκε, ο νόμος ήταν προσωρινός και παρέπεμπε στη μελλοντική ψήφιση ειδικού νόμου για την οργάνωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων, ο οποίος δεν ψηφίστηκε ποτέ. Η υπογραφή από την Ελλάδα της Συνθήκης των Σεβρών περί προστασίας των μειονοτήτων στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 παρείχε νέες εγγυήσεις για τα μειονοτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων. Για την εκπαίδευση των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας –όπως και κάθε άλλης μειονότητας– προβλεπόταν από τη συνθήκη η υποχρέωση του ελληνικού κράτους να εξασφαλίσει τη διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας στα δημόσια σχολεία των περιοχών όπου υπήρχε σημαντικό ποσοστό μουσουλμανικού πληθυσμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας δεν θα ήταν υποχρεωτική. Η Ελλάδα αναγνώριζε επίσης στις μειονότητες το δικαίωμα σύστασης ιδιωτικών σχολείων στα όποια βέβαια θα χρησιμοποιούνταν ελεύθερα η μειονοτική γλώσσα 11. Μέχρι τη 9
Εκτός από τα μαθήματα αυτά θα διδάσκονταν παιδαγωγικά, νέα ελληνική γλώσσα, ιστορία, γεωγραφία, αριθμητική και πρακτική γεωμετρία, φυσιογνωστικά, υγιεινή και νοσηλευτική, στοιχεία γεωπονίας, κηπουρικής και ζωολογίας, ιχνογραφία και καλλιγραφία, χειροτεχνία, μουσική και γυμναστική. 10 ΦΕΚ 148/3 Ιουλίου 1920, νόμος 2345 «περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω Κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων». 11 Αναλυτικά για τα άρθρα της Συνθήκης των Σεβρών περί προστασίας των μειονοτήτων βλ. κεφ. «Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδος: α) οι διεθνείς συνθήκες, β) η νομική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος».
293
Μικρασιατική Καταστροφή το ελληνικό κράτος προέβη σε ελάχιστες νομοθετικές πρωτοβουλίες σχετικά με την εκπαίδευση των μουσουλμάνων και αυτές αφορούσαν την περιοχή της Θράκης. Έτσι, με το νόμο 2781 «Περί ενισχύσεως της εκπαιδεύσεως των εν Θράκη Μουσουλμανικών, Ισραηλιτικών και Αρμενικών κοινοτήτων» του Ιουνίου του 1922
προβλεπόταν
ειδική
πίστωση
στον
προϋπολογισμό
του
υπουργείου
Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης για την ενίσχυση της εκπαίδευσης των μουσουλμάνων της Θράκης 12. Νωρίτερα, στις αρχές του 1922, στο πλαίσιο της Πολιτικής Διοίκησης Θράκης συστάθηκε η Διεύθυνση Υποθέσεων Ετεροδόξων στην οποία λειτουργούσε τμήμα Εκπαίδευσης με αρμοδιότητα τις υποθέσεις που αφορούσαν το δικαίωμα ίδρυσης σχολείων και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων καθώς και ελεύθερης χρήσης της γλώσσας των μελών της μουσουλμανικής κοινότητας 13. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η Ανταλλαγή των Πληθυσμών ανέστειλαν οποιαδήποτε εκπαιδευτική δραστηριότητα των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών. Πλέον με τη Συνθήκη της Λωζάννης δημιουργήθηκε ένα νέο νομικό πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων εκπαίδευσης της μουσουλμανικής μειονότητας. 2. Από τη θεωρία στην πράξη: η κατάσταση της μουσουλμανικής εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες την περίοδο 1912-1923 Οι παραπάνω νομοθετικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους σκιαγραφούσαν μια εικόνα σεβασμού των εκπαιδευτικών ελευθεριών των μουσουλμάνων. Ωστόσο, ελάχιστοι από τους νόμους αυτούς αλλά και από τις θεωρητικές προσεγγίσεις και προτάσεις των φορέων της ελληνικής διοίκησης σχετικά με την εκπαίδευση των μουσουλμάνων εφαρμόστηκαν στην πράξη. Το παραπάνω γεγονός μπορεί να αποδοθεί 12
ΦΕΚ 84/4 Ιουνίου 1922. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 9, υποφ. 1, «ο παρά τη Στρατιά Θράκης απεσπασμένος διερμηνεύς της Νομαρχίας Φλωρίνης Δ. Λουλούδης προς το ΙΙ Επιτελικό Γραφείο της Στρατιάς Θράκης, Αδριανούπολη 17/30 Ιανουαρίου 1922 και 30 Ιανουαρίου/12 Φεβρουαρίου 1922» όπου οι αποφάσεις τη Πολιτικής Διοίκησης Θράκης για τη σύσταση της Διεύθυνσης Υποθέσεων Ετεροδόξων και για την οργάνωσή της (Απόφαση Πολιτικής Διοίκησης Θράκης, Αδριανούπολη 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1922, αρ. πρ. 8657). Από τις πρώτες ενέργειες της Διεύθυνσης ήταν η συγκέντρωση στοιχείων για τα ετερόδοξα σχολεία που συντηρούνταν από τις κοινότητες ή τους ιδιώτες, τους πόρους συντήρησής τους, τον αριθμό των δασκάλων και των μαθητών καθώς και πληροφορίες για τα προσόντα των δασκάλων και τις διαθέσεις τους απέναντι στην ελληνική διοίκηση. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 91, υποφ. 3, Πολιτική Διοίκηση Θράκης Διεύθυνση Υποθέσεων Ετεροδόξων προς νομάρχες και υποδιοικητές Θράκης, Αδριανούπολη 12/25 Μαρτίου 1922, αρ. πρ. 26287.
13
294
όχι τόσο στην επιθυμία περιορισμού των δικαιωμάτων μειονοτικής εκπαίδευσης των μουσουλμάνων, αλλά περισσότερο στην αδιαφορία και στις αντικειμενικές δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει το ελληνικό κράτος κατά την ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο των ετών 1912-1923. Η Σύμβαση των Αθηνών στην ουσία διατήρησε το καθεστώς εκπαίδευσης που ήταν οργανωμένο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στο πλαίσιο των μιλλέτ. Η φροντίδα, δηλαδή, για τη σύσταση σχολείων, τη συντήρησή τους και τη μισθοδοσία των δασκάλων βάρυνε τη μουσουλμανική κοινότητα και τον προϋπολογισμό της, ενώ σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψης των παραπάνω εξόδων ερχόταν αρωγός το κράτος. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εκτός από τις θρησκευτικές σχολές (medrese) λειτουργούσαν σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης (iptidaiye), αστικές σχολές (rüştiye) και γυμνάσια (idadiye) 14. Οι εκπαιδευτικοί πόροι της κοινότητας προέρχονταν από τα έσοδα των βακουφιών μεαρίφ που ήταν αφιερωμένα στη συντήρηση και σύσταση σχολείων ή από εράνους και δωρεές των μελών της κοινότητας. Το οθωμανικό κράτος εισέπραττε για τις ανάγκες της μουσουλμανικής εκπαίδευσης πρόσθετους φόρους, όπως το 1% επί της δεκάτης, το 5% επί του φόρου των στεγασμένων ακινήτων και έναν πρόθετο φόρο επί του δημοτικού φόρου σφαγίων. Η διαχείριση των κοινοτικών σχολείων γινόταν από τη δημογεροντία της κοινότητας, ενώ στην περίπτωση των αστικών σχολών από εκλεγμένη επιτροπή προυχόντων της κοινότητας υπό την προεδρία του διοικητικού επιτρόπου της περιφέρειας (Καϊμακάμη). Υπήρχαν όμως παράλληλα και σχολεία που είχε συστήσει η οθωμανική κυβέρνηση για τον έλεγχο των οποίων δημιουργήθηκαν τοπικά εκπαιδευτικά συμβούλια (Cemiyeti İlmîye) τα οποία εξαρτώνταν από το Κεντρικό Εκπαιδευτικό Συμβούλιο του υπουργείου Παιδείας 15. Και μετά λοιπόν τους Βαλκανικούς Πολέμους οι μουσουλμανικές κοινότητες είχαν την αρμοδιότητα λειτουργίας και συντήρησης των κοινοτικών σχολείων με το ελληνικό κράτος να συμβάλλει οικονομικά όπου δεν επαρκούσαν τα έσοδα της 14
Τα σχολεία αυτά αντιστοιχούν ως εξής στις βαθμίδες της σύγχρονης τουρκικής εκπαίδευσης: ilkokul (Δημοτικό), ortaokul (Γυμνάσιο) και lise (Λύκειο). 15 Για τις βαθμίδες της μουσουλμανικής εκπαίδευσης, τη σχολική περιουσία και τη διαχείρισή της πριν από το 1912 βλ. Ν. Ελευθεριάδης, Γνωμοδοτήσεις περί κτηματικών ζητημάτων και διαφορών εν ταις Νέαις Χώραις, Αθήνα 1915, σσ. 102-108, γνωμοδότηση υπ’ αρ. 37 όπου και η σχετική οθωμανική εκπαιδευτική νομοθεσία. Επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 46, η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς νομάρχες, υποδιοικητές και οικονομικούς επιτρόπους, Θεσσαλονίκη 22 Μαρτίου/4 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 14341. Πρβλ. Somel Selcuk Aksin, The modernization of public education in the Ottoman Empire, 1833-1908, Leiden 2001.
295
κοινότητας 16. Το ελληνικό κράτος βέβαια μπορούσε να ιδρύσει δημόσια σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης σε μουσουλμανικούς συνοικισμούς ύστερα από έγγραφη αίτηση των κατοίκων τους. Στα σχολεία αυτά όλα τα μαθήματα διδάσκονταν στα ελληνικά από Έλληνες δασκάλους πλην των θρησκευτικών και της τουρκικής γλώσσας που διδάσκονταν από μουσουλμάνο δασκάλο που υποδείκνυε η μουσουλμανική κοινότητα ή ο μουφτής 17. Τα έξοδα της εκπαίδευσης καλύπτονταν από τις προσόδους της διαχείρισης των βακουφιών μεαρίφ, το καθεστώς των οποίων παρέμεινε σεβαστό από την ελληνική διοίκηση 18, από άλλα κονδύλια του προϋπολογισμού των μουσουλμανικών κοινοτήτων, από καταβολή διδάκτρων και από συλλογή εράνων 19. Ωστόσο, κυρίως οι μουσουλμανικές κοινότητες της υπαίθρου αδυνατούσαν να καλύψουν τα έξοδα που απαιτούνταν για την εκπαίδευση. Έτσι, ο ανώτερος διοικητικός επίτροπος Κοζάνης παρατηρούσε τον Οκτώβριο του 1913 ότι η οικονομική κατάσταση των μουσουλμανικών κοινοτήτων –όπως και των χριστιανικών– ήταν άθλια και οι πρόσοδοί τους μόλις επαρκούσαν για την κάλυψη των αναγκών τους 20. Τα έσοδα της μουσουλμανικής κοινότητας Βέροιας μόλις κάλυπταν τις ανάγκες της εκπαίδευσης των μουσουλμάνων της πόλης, αφού οι πρόσοδοι από τα βακούφια ανέρχονταν σε 50.053 δραχμές ενώ τα 16
Αναλυτικά για τα έξοδα εκπαίδευσης που αναλάμβαναν οι μουσουλμανικές κοινότητες βλ. Ayşe Adiyeke, Islamic Community Brotherhood Administrations in Greece: “Cemaat-i Islamiye” 1913-1998, Άγκυρα 2002, σσ. 60-65. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης των Αθηνών, αν ως συνέπεια της κατάργησης της βακουφικής δεκάτης σχολεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα στερηθούν τους πόρους για τη συντήρησή τους, τότε τα έξοδα αυτά αναλαμβάνει το ελληνικό Δημόσιο. 17 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 105, υποφ. 4, υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Αθήνα 29 Σεπτεμβρίου/12 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 45968 όπου με αφορμή σχετική αίτηση της μουσουλμανικής κοινότητας Πρέβεζας το υπουργείο αναφέρεται στη δυνατότητα ίδρυσης δημόσιων σχολείων σε μουσουλμανικούς συνοικισμούς. Εκτός από τα μαθήματα των θρησκευτικών και της τουρκικής γλώσσας τα υπόλοιπα μαθήματα διδάσκονταν όπως και στα άλλα δημόσια δημοτικά σχολεία του κράτους. Σημειωνόταν, ωστόσο, ότι επειδή η διδασκαλία της ιστορίας και της γεωγραφίας, αν γινόταν όπως και στα υπόλοιπα σχολεία, θα μπορούσε να προσβάλει τους μουσουλμάνους μαθητές, θα έπρεπε είτε να παραλείπονται τα μαθήματα αυτά είτε να διδάσκονται με άλλον τρόπο. 18 Βλ. τις σχετικές εγκυκλίους της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς τους οικονομικούς επιτρόπους της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 19 Ιανουαρίου/1 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 1077 «περί προσωρινής διαχειρίσεως των βακουφικών κτημάτων» και Θεσσαλονίκη 23 Φεβρουαρίου/8 Μαρτίου 1913, αρ. πρ. 2190 «περί διαχειρίσεως κτημάτων Μουαρίφ». 19 Ayşe Adiyeke, ό.π., σσ. 61 και 63. ΓΑΚ νομού Έδεσσας, αρχείο Δήμου Σκύδρας, φ. 102, συνεδρίαση του κοινοτικού συμβουλίου Βέρτεκοπ (Σκύδρα) στις 30 Ιανουαρίου/12 Φεβρουαρίου 1922 στην οποία ψηφίστηκε η χορήγηση έκτακτου βοηθήματος 300 δραχμών εις βάρος του αποθεματικού κεφαλαίου στη μουσουλμανική κοινότητα Βήγιανης για την επιδιόρθωση του σχολείου και του τεμένους, εφόσον η τελευταία στερείται πόρους. Επίσης, ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1008, καταστάσεις πληρωμών (1921-1922) της μουσουλμανικής κοινότητας Ισακλάρ (Άγιος Χαράλαμπος) για τη συντήρηση των δεξαμενών του σχολείου και για αγορά οικοδομικών υλικών για τις ανάγκες του σχολείου. 20 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 15, ανώτερος διοικητικός επίτροπος Κοζάνης προς τη Διεύθυνση της Εσωτερικής Διοίκησης και Γεωργίας, Κοζάνη 16/29 Οκτωβρίου 1913, αρ. πρ. 2550.
296
έξοδα για τους μισθούς των δασκάλων και τη συντήρηση των τεσσάρων σχολείων ήταν 50.029 δραχμές 21. Και τα σχολεία της επαρχίας Μολύβου αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες, αφού τα έξοδα για τη συντήρηση και τη μισθοδοσία, σύμφωνα με δήλωση του μουφτή, ανέρχονταν σε 27.040 δραχμές, ενώ τα έσοδα από τα σχολικά βακούφια ήταν μόλις 7.300 δραχμές, με το υπόλοιπο ποσό να καλύπτεται στο παρελθόν από επιχορηγήσεις της οθωμανικής κυβέρνησης και από εράνους 22. Ίδια κατάσταση και στην επαρχία Μαγιαδάγ της Έδεσσας με ελάχιστες μουσουλμανικές κοινότητες να διαθέτουν εκπαιδευτική περιουσία η οποία αποτελούνταν κυρίως από ενοικίαση χειμερινών και καλοκαιρινών βοσκοτόπων 23. Δεν αντιμετώπιζαν όμως όλες οι μουσουλμανικές κοινότητες την ίδια οικονομική στενότητα. Η μουσουλμανική κοινότητα Θεσσαλονίκης, για παράδειγμα, σύμφωνα με τον επιθεωρητή δημοτικής εκπαίδευσης, διέθετε έσοδα από βακουφικά κτήματα που επαρκούσαν να συντηρήσουν όχι μόνο τα δέκα κοινοτικά μουσουλμανικά σχολεία, αλλά και ακόμη τόσα 24. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσαν οι ελληνικές αρχές, τον πρώτο χρόνο διοίκησης των Νέων Χωρών η εκπαιδευτική βακουφική περιουσία των μουσουλμανικών κοινοτήτων είχε ως εξής 25: Επαρχία
Είδος βακουφιών
Βέροιας Βοδενών
Έσοδα 1.300 λίρες
κτήματα
Ελασσόνας λιβάδια και κτήματα
500 λίρες 200 λίρες
Καϊλαρίων
λιβάδια, κτήματα, ενοίκιο διοικητηρίου 270 λίρες
Καστοριάς
μαγαζιά, αγορά σερζιμέ, γήπεδα
101 λίρες
Σερβίων
κτήματα
250 λίρες
Φλώρινας 21
200 λίρες
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 48, «Κατάλογος εμφαίνων τον αριθμόν των μουσουλμανικών σχολείων, τον αριθμό των μαθητών και μαθητριών, τα ονόματα των διδασκάλων και διδασκαλισσών, τα έσοδα και έξοδα». 22 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 23, υποφ. 7, οικονομικός επίτροπος Μολύβου προς Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου, Μόλυβος 8/21 Οκτωβρίου 1913, αρ. πρ. 263. 23 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 46, διοικητικός επίτροπος Μαγιαδάγ προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Μαγιαδάγ 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1914. 24 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 60, ο επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων Θεσσαλονίκης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1922. 25 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 23, υποφ. 7, Κτηματικό Γραφείο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας προς το υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 6/19 Οκτωβρίου 1913, πληροφορίες για τα βακούφια της Μακεδονίας. Στον ίδιο φάκελο «Πίναξ τελικός βακουφικών κτημάτων Γενικής Διοικήσεως Νήσων Αιγαίου», Μυτιλήνη 2/15 Οκτωβρίου 1913.
297
Λέσβου
50.000 δραχμές
Ωστόσο, τα παραπάνω ποσά δεν ήταν ενδεικτικά της πραγματικής εκπαιδευτικής περιουσίας των μουσουλμανικών κοινοτήτων, αφού δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις ατασθαλιών στη διαχείριση βακουφικών περιουσιών ή της ύπαρξης βακουφιών που ο σκοπός για τον οποίο είχαν αφιερωθεί είχε εκλείψει 26. Τα έσοδα από την εκπαιδευτική περιουσία των μουσουλμανικών κοινοτήτων μειώθηκαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αφού αποτέλεσαν στόχο καταπατητών, ενώ κάποια άλλα διεκδικήθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο ως τέως οθωμανικά δημόσια κτήματα. Στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα), για παράδειγμα, η μουσουλμανική σχολική επιτροπή διεκδικούσε το 1921 την επιστροφή της σχολικής περιουσίας συνολικής έκτασης 45 στρεμμάτων η οποία είχε καταληφθεί από το ελληνικό Δημόσιο αμέσως μετά την απελευθέρωση 27. Οι πολεμικές επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων, η μετανάστευση των μουσουλμάνων το 1913-1914 και οι επιτακτικές ανάγκες στέγασης των προσφύγων αποτέλεσαν σημαντικά πλήγματα για τη μουσουλμανική εκπαίδευση. Τα σχολικά κτήρια την περίοδο 1912-1913 υπέστησαν σημαντικές ζημιές από τις πολεμικές επιχειρήσεις ή επιτάχθηκαν
για
τις
ανάγκες
του
ελληνικού
στρατού 28.
Παράλληλα, πολλά
μουσουλμανικά σχολεία είτε έπαψαν να λειτουργούν εξαιτίας της μετανάστευσης του πληθυσμού και της έλλειψης δασκάλων είτε χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1914 29. Μια εικόνα για τον αριθμό 26
Ν. Ελευθεριάδης, ό.π., σσ. 102-108, γνωμοδότηση υπ’ αρ. 37 όπου παράνομη μετατροπή των όρων διαθήκης βακουφιού στη Μόλυβο υπέρ των μουσουλμανικών σχολείων καθώς και κάρπωση των εσόδων του βακουφικού κτήματος από το μουφτή, αφού τα μουσουλμανικά σχολεία δεν λειτουργούσαν ελλείψει μαθητών. 27 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 690, μουσουλμανική σχολική επιτροπή Καϊλαρίων προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Καϊλάρια 23 Φεβρουαρίου/8 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 2. 28 Ενδεικτικά, Γ. Γκλαβίνας, «Οι Βαλαάδες του Βοΐου Κοζάνης την περίοδο 1912-1924 μέσα από εκθέσεις του υποδιοικητή της επαρχίας», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 12-13 (2001-2002), 151, όπου αναφορά του υποδιοικητή στην αστική σχολή του μουσουλμανικού χωριού Μπουμπούστι (Πλατανιά) που καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 34, υποφ. 5, η μουσουλμανική κοινότητα Ιωαννίνων προς τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, Ιωάννινα 8/21 Απριλίου 1913, όπου αίτημα για επιστροφή στην κοινότητα των σχολείων που λειτουργούσαν ως στρατιωτικά νοσοκομεία. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 12, υποφ. 7, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 13/26 Οκτωβρίου 1913, αρ. πρ. 2412 όπου διαμαρτυρία για την επίταξη μουσουλμανικών σχολείων στη Μυτιλήνη. 29 Ενδεικτικά ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/5(28), ο υποδιοικητής Πραβίου προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Πράβι (Ελευθερούπολη) 9/22 Απριλίου 1915, αρ. πρ. 557 όπου αναφορά για μη λειτουργία μουσουλμανικού σχολείου στο χωριό Μουσθένη ελλείψει διδακτικού προσωπικού. Επίσης, Ν. Ελευθεριάδης, ό.π., σσ. 102-108, γνωμοδότηση υπ’ αρ. 37 όπου αναφορά στη μη λειτουργία των μουσουλμανικών σχολείων επαρχίας Μολύβου εξαιτίας της μετανάστευσης των μαθητών˙ ΙΑΜ, αρχείο
298
των μουσουλμανικών σχολείων στη Μακεδονία δίνουν τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας το 1914 30. Σύμφωνα με αυτά, στα χωριά της Υποδιοίκησης Θεσσαλονίκης το 1914 λειτουργούσαν 15 μουσουλμανικά σχολεία (9 δημοτικά και 6 αστικές σχολές), Κατερίνης 4 δημοτικά, Βέροιας 4 (2 νηπιαγωγεία, 1 παρθεναγωγείο και 1 δημοτικό), Έδεσσας 8 (1 παρθεναγωγείο, 5 δημοτικά και 2 αστικές σχολές), Καρατζόβας 48 δημοτικά, Νότιας 1 δημοτικό, Γιαννιτσών 4 (2 δημοτικά και 2 αστικές σχολές), Κιλκίς 10 δημοτικά, Κάτω Θεοδωρακίου 41 δημοτικά, Αρχαγγέλου 19 δημοτικά, Λαγκαδά 23 (5 δημοτικά και 18 αστικές σχολές), Χαλκιδικής 1 δημοτικό, Σερρών 3 δημοτικά, Σιδηροκάστρου 26 δημοτικά, Νιγρίτας 18 δημοτικά, Δράμας 95 (93 δημοτικά, 1 παρθεναγωγείο, 1 αστική σχολή), Καβάλας 34 (32 δημοτικά, 1 αστική σχολή, 1 γυμνάσιο), Σαρί Σαμπάν 77 δημοτικά, Πραβίου 32 (29 δημοτικά, 2 αστικές σχολές, 1 γυμνάσιο), Κοζάνης 59 δημοτικά, Σερβίων 1 δημοτικό, Γρεβενών 16 δημοτικά, Ελασσόνας 3 δημοτικά, Ανασέλιτσας 19 δημοτικά, Καϊλαρίων 46 (45 δημοτικά και 1 αστική σχολή), Φλώρινας 2 δημοτικά, Σόροβιτς 10 δημοτικά και Καστοριάς 20 δημοτικά. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης λίγους μήνες πριν από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσαν οι επιθεωρητές εκπαίδευσης, υπήρχαν 15 σχολεία, εκ των οποίων δύο νηπιαγωγεία και 13 δημοτικά 31. Από τα 639 μουσουλμανικά σχολεία της Μακεδονίας το 1914 η πλειονότητα ήταν δημοτικά, ενώ υπήρχαν δύο νηπιαγωγεία, τρία παρθεναγωγεία, 33 αστικές σχολές και δύο γυμνάσια. Ο ΓΔΜ, φ. 75, τηλεγράφημα υποδιοικητή Σερρών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Σέρρες Απρίλιος 1914, όπου επιβεβαιώνονται καταγγελίες της οθωμανικής πρεσβείας για κατάληψη από πρόσφυγες των μουσουλμανικών σχολείων της κοινότητας Ορμανλή (Δασοχώρι)˙ ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5 Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 1914 όπου αίτημα της Γενικής Διοίκησης για στέγαση στη μουσουλμανική σχολή Ισράχανε 2.000 προσφύγων και επισήμανση ότι η επίταξη των σχολείων δεν αρκεί για τη στέγαση των προσφύγων. Στον ίδιο φάκελο, αίτηση των μουχτάρηδων των χωριών Διοκαντζή (Πρόχωμα) και Σαράι (Σχολάριον) της επαρχίας Λαγκαδά προς το Νομάρχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 6/19 Απριλίου 1914 σχετικά με την εκκένωση των καταληφθέντων από τους πρόσφυγες σχολείων. 30 Γενική Διοίκησις Μακεδονίας, Συλλογή οργανικών διατάξεων, εγκυκλίων, διαταγών και οδηγιών του Γενικού Διοικητού Μακεδονίας εκδοθείσαι κατά το έτος 1914, εν Θεσσαλονίκη 1914. Επίσης, Σπ. Λουκάτος, Πολιτειογραφία της Νομαρχιακής Περιφέρειας της Θεσσαλονίκης κατά την αυγή της δεύτερης δεκαετίας από την απελευθέρωσή της 1923. Μέρος Α΄ Υποδιοικήσεις Βέροιας-Θεσσαλονίκης-Κατερίνης, Αθήνα 1987, σσ. 41-78 και στο παράρτημα της μελέτης όπου παρατίθενται έγγραφα επιθεωρητών εκπαίδευσης και του γενικού διοικητή. Π. Βαλσαμίδης, «σαντζάκι Θεσσαλονίκης», σσ. 345-390 και «Τα τουρκικά σχολεία των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας) και της περιφέρειάς τους κατά το σχολικό έτος 19131914», Μακεδονικά, τ. 33 (2001-2002), 235-279. 31 Για τα σχολεία της Θεσσαλονίκης βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 41-78˙ Κ. Τομανάς, Τα σχολεία της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1944, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 73-74 και ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 60, ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Θεσσαλονίκης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1922.
299
παραπάνω αριθμός των μουσουλμανικών σχολείων στη Μακεδονία είναι ελλιπής, αφού τα στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα. Σε κάποιες περιπτώσεις οι τοπικές αρχές δεν ανέφεραν αν το σχολείο ενός χωριού ήταν μουσουλμανικό ή χριστιανικό, πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίστηκε αν βάσει στατιστικών πληροφοριών το χωριό ήταν αμιγώς χριστιανικό ή μουσουλμανικό – ωστόσο το πρόβλημα παρέμενε αν το χωριό ήταν μικτό. Επίσης, φαίνεται ότι στις τοπικές αρχές υπήρχε κάποια σύγχυση όσον αφορά τη διαβάθμιση των μουσουλμανικών σχολείων. Για παράδειγμα, είναι αδύνατον να υπήρχαν 18 αστικές σχολές στην Υποδιοίκηση του Λαγκαδά το 1914, αφού το 1910 υπήρχε μόλις μία. Επιπλέον, κάποια από τα παραπάνω σχολεία, αν και καταγράφονταν, δεν λειτουργούσαν το 1914, όπως οι δύο αστικές σχολές του Λαγκαδά 32. Έστω και με αυτές τις ελλείψεις, τα παραπάνω στοιχεία δίνουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό επηρέασαν τη μουσουλμανική εκπαίδευση οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η μετανάστευση των ετών 19131914, αν γίνει αντιπαραβολή με μια στατιστική των μουσουλμανικών σχολείων στο σαντζάκι της Θεσσαλονίκης το 1910-1911 33. Από τη σύγκριση των δεδομένων αυτών παρατηρείται σημαντική μείωση του αριθμού των σχολείων στην περιοχή των Γιαννιτσών, αφού από τα 11 σχολεία του 1911 συνέχισαν να λειτουργούν το 1914 τέσσερα, ενώ σε όλες τις άλλες υποδιοικήσεις ο αριθμός των σχολείων το 1914 είναι ο ίδιος ή και μεγαλύτερος σε σχέση με αυτόν του 1911. Τη μείωση των σχολείων στην περιοχή των Γιαννιτσών δικαιολογούν οι σημαντικές καταστροφές που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ενώ η αύξηση στις άλλες υποδιοικήσεις είναι πλασματική, αφού στη στατιστική του 1910-1911 καταγράφονται κυρίως τα μουσουλμανικά σχολεία τα κτήρια των οποίων ανήκουν στο οθωμανικό υπουργείο 32
Π. Βαλσαμίδης, «σαντζάκι Θεσσαλονίκης», σσ. 366-367. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 46, «Στατιστική Τουρκικών Σχολείων Σαντζακίου Θεσσαλονίκης έτους 19101911» και Π. Βαλσαμίδης, «σαντζάκι Θεσσαλονίκης»,όπου η παρουσίαση και ανάλυση της στατιστικής. Για τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας που δεν ανήκαν στο σαντζάκι Θεσσαλονίκης, πληροφορίες για τον αριθμό των μουσουλμανικών σχολείων πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους αντλούνται από τις οθωμανικές επετηρίδες (σαλναμέ) του βιλαετίου Μοναστηρίου. Ωστόσο, η χρονική απόσταση είναι μεγαλύτερη –τα στοιχεία είναι του 1891– και μια αντιπαραβολή των στοιχείων με αυτά του 1914 δεν θα αποτύπωνε το πώς επηρέασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι τη μουσουλμανική εκπαίδευση της περιοχής. Όπου τα στοιχεία είναι συγκρίσιμα παρατηρείται μια μείωση των μουσουλμανικών σχολείων στην περιοχή των Σερβίων (3 σχολεία το 1891) και μια αύξηση στις Υποδιοικήσεις Ανασέλιτσας, Καϊλαρίων, Ελασσόνας και Κοζάνης. Μείωση παρατηρείται στην πόλη της Καστοριάς που από δύο μεντρεσέδες, μια αστική σχολή και τρία νηπιαγωγεία το 1891 η μουσουλμανική κοινότητα διέθετε το 1914 ένα μόλις σχολείο. Ανάλογη μείωση και στη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό) που από τα επτά μουσουλμανικά σχολεία του 1891 έμεινε μόνο το ένα το 1914, ενώ στη Φλώρινα από τα οκτώ μουσουλμανικά σχολεία του 1891 υπήρχαν δύο το 1914. Βλ. Α. Ιορδάνογλου, «Οθωμανικές Επετηρίδες (Σαλναμέ) του Βιλαετίου Μοναστηρίου», Μακεδονικά, τ. 29 (1993-1994), 325-327. 33
300
Παιδείας και όχι στις μουσουλμανικές κοινότητες. Πάντως, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, μέχρι το 1923 ο αριθμός των μουσουλμανικών σχολείων και μαθητών που φοιτούσαν σε αυτά συνεχώς συρρικνωνόταν. Για τον αριθμό των μουσουλμανικών σχολείων στην Ήπειρο, στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου ελάχιστα στοιχεία εντοπίστηκαν. Στη Λέσβο, πριν από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος λειτουργούσαν 15 μουσουλμανικά σχολεία, ενώ το 1917 μόνο στην Υποδιοίκηση Μολύβου, σύμφωνα με το μουφτή της περιοχής, υπήρχαν 12 μουσουλμανικά σχολεία 34. Στην Κρήτη, την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας η μουσουλμανική εκπαίδευση λειτούργησε οργανωμένη σε ένα σαφέστατα καθορισμένο νομικό πλαίσιο. Οι βαθμίδες των μουσουλμανικών σχολείων, ο αριθμός των τάξεων, τα προσόντα και οι μισθοί των δασκάλων και των διευθυντών, το ωρολόγιο πρόγραμμα, τα εγχειρίδια διδασκαλίας, οι αργίες, οι δυνατότητες φοίτησης σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το δικαίωμα διδασκαλίας σε αυτά της τουρκικής –εφόσον φοιτούσαν τουλάχιστον 30 μουσουλμάνοι μαθητές–, το δικαίωμα των μουσουλμανικών κοινοτήτων να ιδρύουν σχολεία, ο τρόπος διορισμού των μουσουλμάνων δασκάλων και διάφορα άλλα ζητήματα αντιμετωπίζονταν από τους νόμους της Κρητικής Πολιτείας. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο λειτουργούσαν 16 μουσουλμανικά σχολεία (επτά στην περιοχή του Ηρακλείου, ένα στην Ιεράπετρα, ένα στη Σητεία, πέντε στα Χανιά και δύο στο Ρέθυμνο) και φοιτούσαν 1.385 μαθητές μόνο στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο 35. Το ιδιαίτερο καθεστώς της μουσουλμανικής εκπαίδευσης στην Κρήτη διατηρήθηκε και μετά το 1913, ιδιαίτερα όσον αφορά το ρόλο των μουσουλμανικών δημογεροντιών. Οι δημογεροντίες, όπως και στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, εξακολουθούσαν να είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο της λειτουργίας των μουσουλμανικών σχολείων και το διορισμό, την απόλυση ή τη μετάθεση των διδασκόντων 36. Είναι χαρακτηριστικό ότι το νομικό πλαίσιο 34
A. Popovic, L'Islam Balkanique. Les musulmans du sud-est européen dans la période post-ottomane, Βερολίνο 1986, σ. 141 και ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Ανώτατης Διεύθυνσης Δημόσιας Εκπαίδευσης της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, φ. 65, μουφτής Μολύβου προς τον επιθεωρητή της Δημοσίας Εκπαίδευσης, Μόλυβος 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1917. 35 Ι. Χριστοδούλου, Τα μουσουλμανικά σχολεία στην Κρητική Πολιτεία (1898-1913), μεταπτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Ρεθύμνου-Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Ρέθυμνο 2003 όπου αναλυτικά για το νομικό καθεστώς της μουσουλμανικής εκπαίδευσης και τον αριθμό των μουσουλμανικών σχολείων στην Κρήτη. 36 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 114 (υπουργείο Παιδείας), Γενική Διοίκηση Κρήτης προς μουσουλμανική δημογεροντία Χανίων, Χανιά 11/24 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 3018 και μουσουλμανική δημογεροντία Χανίων προς τη Γενική Διοίκηση Κρήτης, Χανιά 10/23 Σεπτεμβρίου 1913 όπου αιτήματα της δημογεροντίας για ίδρυση δύο νέων σχολείων, συμπλήρωση κενών θέσεων δασκάλων και μετάθεση
301
υπό το οποίο λειτουργούσε η μουσουλμανική εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας αποτέλεσε οδηγό για την οργάνωση της εκπαίδευσης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών. Ήταν βέβαια αναμενόμενο οι νομοθετικές πρωτοβουλίες μετά το 1913 να αξιοποιήσουν την προηγούμενη εμπειρία της Κρητικής Πολιτείας. Για παράδειγμα, ο νόμος 568 του Δεκεμβρίου του 1914, σύμφωνα με τον οποίο το κατώτατο όριο για να διδαχθούν η τουρκική γλώσσα και η μουσουλμανική θρησκεία σε ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο ήταν η ύπαρξη 20 μαθητών, επαναλάμβανε ανάλογη διάταξη του νόμου 391 του 1901 της Κρητικής Πολιτείας «περί σχολείων ετεροθρήσκων». Ωστόσο, το ελληνικό κράτος μέχρι το 1923 δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να θέσει τις βάσεις μιας οργανωμένης μουσουλμανικής εκπαίδευσης, όπως είχε επιτευχθεί στην Κρήτη την περίοδο 1898-1913. Στην Ήπειρο, ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Φιλιατών πληροφορούσε τη Γενική Διοίκηση Ηπείρου ότι μέχρι το 1918 δεν λειτουργούσε κανένα σχολείο στα μουσουλμανικά χωριά της εκπαιδευτικής του περιφέρειας. Το σχολικό έτος 1918-1919 ιδρύθηκαν δέκα μουσουλμανικά σχολεία από τα οποία όμως τα επτά δεν λειτουργούσαν εξαιτίας της έλλειψης διδακτικού προσωπικού, κατάλληλων διδακτηρίων και της εχθρικής στάσης των κατοίκων 37. Την επόμενη σχολική χρονιά στην εκπαιδευτική περιφέρεια Παραμυθιάς λειτουργούσαν περίπου 20 μουσουλμανικά σχολεία 38 Παρά το σημαντικό αριθμό μουσουλμανικών σχολείων σε ορισμένες επαρχίες των Νέων Χωρών, οι ελληνικές αρχές χαρακτήριζαν το 1914 τη μουσουλμανική εκπαίδευση, ιδιαίτερα της υπαίθρου, «πρωτόγονη» ή «εν εμβρυώδει καταστάσει». Τα περισσότερα σχολεία ήταν μονοτάξια, χρέη δασκάλου εκτελούσαν οι ιμάμηδες και οι χότζες, δεν διδασκόταν τίποτε άλλο εκτός από το Κοράνι, ενώ οι δάσκαλοι πληρώνονταν, σύμφωνα με τον υποιδιοικητή Έδεσσας, με 20 οκάδες αραβόσιτο ανά κάθε οικογένεια μαθητή ή με δύο αβγά την εβδομάδα από κάθε μαθητή 39. Ενδεικτική του συνόλου του διδακτικού προσωπικού των μουσουλμανικών σχολείων, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό από τη Γενική Διοίκηση, γεγονός που οδήγησε τα μέλη της δημογεροντίας σε παραίτηση. 37 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 105, υποφ. 4, επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Φιλιατών προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Φιλιάταις 11/24 Μαρτίου 1919, αρ. πρ. 359. 38 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 127, υποφ. 5, «Εκπαιδευτική Περιφέρεια Παραμυθιάς, πίναξ των κοινοτήτων αίτινες υπάγονται εις την άνω περιφέρειαν», ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Παραμυθιάς, 12/25 Οκτωβρίου 1920. Στην περιφέρεια περιλαμβάνονται χωριά των Υποδιοικήσεων Παραμυθιάς, Φιλιατών και Μαργαριτίου. 39 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 17, έκθεση υποδιοικητή Έδεσσας για την πολιτική και εκπαιδευτική κατάσταση της υποδιοίκησης. Επίσης, στο ίδιο αρχείο, φ. 14 έκθεση υποδιοικητή Κιλκίς «περί της εν γένει
302
των σπουδών και των προσόντων των μουσουλμάνων δασκάλων της μακεδονικής υπαίθρου είναι μια στατιστική του επιθεωρητή δημοτικής εκπαίδευσης Καϊλαρίων 40. Σύμφωνα με αυτήν, από τους 51 μουσουλμάνους δασκάλους οι 14 ήταν χότζες ή απόφοιτοι μεντρεσέ, οι 16 ήταν απόφοιτοι σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης, ενώ οι υπόλοιποι 21 είχαν σπουδάσει στις αστικές σχολές των Καϊλαρίων, του Μοναστηρίου και των Σερβίων ή στο διδασκαλείο του Μοναστηρίου. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ιδιαίτερα στις περιοχές της Μακεδονίας που ήταν στο επίκεντρο των πολεμικών συγκρούσεων, οδήγησε σε περαιτέρω παρακμή τη μουσουλμανική εκπαίδευση. Πολλά μουσουλμανικά σχολεία επιτάχθηκαν από τις Συμμαχικές ή τις ελληνικές αρχές για να στεγαστούν πρόσφυγες, μετατράπηκαν σε αποθήκες στρατιωτικού υλικού ή σε στρατιωτικά νοσοκομεία, ενώ άλλα καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων. Έτσι, στην Έδεσσα δύο σχολεία της μουσουλμανικής κοινότητας επιτάχθηκαν για να εγκατασταθούν Σέρβοι πρόσφυγες, ενώ αργότερα το ένα από αυτά μετατράπηκε σε νοσοκομείο και αποθήκες του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού 41. Στο Όστροβο (Άρνισσα) το σχολείο της μουσουλμανικής κοινότητας κάηκε από τους Ιταλούς 42, στα Γιαννιτσά τα σχολεία δεν λειτούργησαν μέχρι το 1919 επειδή επιτάχθηκαν από Συμμαχικά στρατεύματα 43, στη Βέροια μουσουλμανικό σχολείο μετατράπηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο 44 και στη Λάρισα ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας διαμαρτυρόταν το 1917 για την επίταξη του σχολείου από τον ελληνικό στρατό 45. Από την άλλη, στην Ανατολική Μακεδονία ο γενικός επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης σε περιοδεία του επισήμανε τις καταστροφές που
καταστάσεως της διοικήσεως» προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Κιλκίς 14/27 Δεκεμβρίου 1914 και φ. 46 ο διοικητικός επίτροπος Μαγιαδάγ προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Μαγιαδάγ (Φανός Παιονίας) 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1914. 40 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 56, «Εκπαιδευτική περιφέρεια Καϊλαρίων, πίνακας προσόντων και μισθού διδακτικού προσωπικού των τουρκικών σχολείων», Σόροβιτς 16/29 Μαΐου 1914 και Π. Βαλσαμίδης, «σχολεία Καϊλαρίων», σσ. 235-279 όπου παρουσίαση και ανάλυση της παραπάνω στατιστικής. 41 Ι. Σκούρτης, «Μουσουλμανικά σχολεία και τεμένη στην Έδεσσα των αρχών του 20ού αιώνα», Η Έδεσσα και η περιοχή της. Ιστορία και πολιτισμός, Α΄ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συμπόσιο, Δήμος Έδεσσας, Έδεσσα 1995, σσ. 321-330. 42 Εφημ. Έδεσσα, 5/18 Δεκεμβρίου 1919. 43 Εφημ. Έδεσσα,1/14 Σεπτεμβρίου 1919. 44 Ayşe Adiyeke, ό.π., σ. 68. 45 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 15, ο πρόεδρος της οθωμανικής κοινότητας προς τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, Λάρισα 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1917, αρ. πρ. 1773.
303
προξένησαν οι Βούλγαροι στα μουσουλμανικά σχολεία 46. Στη Θεσσαλονίκη η πυρκαγιά του 1917 κατέστρεψε τέσσερα μουσουλμανικά σχολικά κτήρια 47, ενώ σύμφωνα με το μουφτή, μέχρι το Δεκέμβριο του 1919 και παρά το τέλος του πολέμου στεγάζονταν ακόμη πρόσφυγες στα μουσουλμανικά σχολεία της πόλης, τα οποία για να επισκευαστούν και να λειτουργήσουν ξανά χρειάζονταν 120.000 δραχμές 48. Στο Ηράκλειο δύο σχολεία της μουσουλμανικής κοινότητας επιτάχθηκαν για στρατιωτικούς λόγους, ενώ μετά το 1919 η μουσουλμανική κοινότητα Ηρακλείου αναγκάστηκε, λόγω έλλειψης πόρων, να μειώσει τον αριθμό των σχολείων που συντηρούσε 49. Την επιστροφή στις μουσουλμανικές κοινότητες των σχολείων που είχαν καταληφθεί από τα υπουργεία Στρατιωτικών και Περίθαλψης καθώς και την ανοικοδόμηση ή την επισκευή τους με έξοδα του ελληνικού κράτους ζητούσαν με υπομνήματά τους και οι μουσουλμάνοι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου 50. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε σε ένα βαθμό στα αιτήματα των μουσουλμάνων και χορήγησε πιστώσεις για την επισκευή και την ανοικοδόμηση των μουσουλμανικών σχολείων. Η Γενική Διοίκηση ΘεσσαλονίκηςΠέλλας έλαβε γι’ αυτόν το σκοπό πιστώσεις 100.000 δραχμών 51, ενώ για την Ανατολική Μακεδονία με το νόμο 1819 της 7ης Ιανουαρίου 1920 εγκρίθηκαν στον προϋπολογισμό του υπουργείου Δημόσιας Εκπαίδευσης πιστώσεις 1.200.000 δραχμών για την ανοικοδόμηση και επισκευή των διδακτηρίων, κατά πρότιμηση μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο
2,
των
ξενόφωνων
πληθυσμών 52.
Παράλληλα,
το
ελληνικό
κράτος
ανταποκρινόταν σε αιτήματα οικονομικής ενίσχυσης μουσουλμανικών κοινοτήτων που 46
ΓΑΚ. Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825. 47 Π. Βαλσαμίδης, «σαντζάκι Θεσσαλονίκης», σ. 27. Τα σχολεία που κάηκαν στην πυρκαγιά ήταν το παρθεναγωγείο Φεϊζέ Μεκτεμπή, το σχολείο Χορόρσου και τα ιεροσπουδαστήρια Σαατλή Τζαμί και Γιουσούφ Πασά. 48 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 504, υπόμνημα του μουφτή Θεσσαλονίκης προς τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 8/21 Δεκεμβρίου 1919. Το έγγραφο παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. 49 Melike Kara, Girit Kandiye’de Mϋslϋman Cemaati 1913-1923 (η μουσουλμανική κοινότητα στο Ηράκλειο Κρήτης), Ιστανμπούλ 2006, σσ. 57-58. 50 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 9, υποφ. 5, «υπόμνημα των εν τη ελληνική Βουλή βουλευτών Δράμας και Θεσσαλονίκης προς την Σεβαστήν Ελληνικήν Κυβέρνησιν», Απρίλιος 1919. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών «περί των αναγκών των Μουσουλμάνων των Νέων Χωρών» προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1919. 51 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς τον αντιπρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 483. 52 Δελτίον του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, τχ. 13 (Ιανουάριος 1920), σ. 9.
304
αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στα έξοδα μισθοδοσίας του εκπαιδευτικού προσωπικού και στα υπόλοιπα λειτουργικά έξοδα των σχολείων. Στην Ήπειρο, για παράδειγμα, η Γενική Διοίκηση Ηπείρου ενέκρινε κονδύλι για τη μισθοδοσία του δασκάλου των θρησκευτικών στο μουσουλμανικό σχολείο Μαργαριτίου και Κόνιτσας, ενώ χορήγησε πιστώσεις και για την αγορά σχολικών επίπλων για τα μουσουλμανικά σχολεία της εκπαιδευτικής περιφέρειας Φιλιατών 53. Εκτός από τη χορήγηση πιστώσεων, το ελληνικό κράτος μετά το τέλος του πολέμου προχώρησε, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σε νομοθετικές πρωτοβουλίες που αφορούσαν τη μουσουλμανική εκπαίδευση, όπως η ίδρυση υποδιδασκαλείων για τη μόρφωση μουσουλμάνων δασκάλων και ο διορισμός επιθεωρητών των μουσουλμανικών σχολείων. Ωστόσο, οι παραπάνω νόμοι δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Η μη εφαρμογή των νόμων προσέκρουε και στην αδυναμία στελέχωσης των υποδιδασκαλείων και των θέσεων επιθεωρητών. Το υπουργείο έστρεφε τις ελπίδες του στους ελληνόφωνους Τουρκοκρητικούς, η εκπαίδευση των οποίων από την εποχή της αυτονομίας της Κρήτης ήταν πιο οργανωμένη και συστηματική σε σχέση με αυτή των μουσουλμάνων των υπόλοιπων Νέων Χωρών. Για τη θέση των επιθεωρητών των μουσουλμανικών σχολείων το υπουργείο προόριζε Τουρκοκρητικούς δασκάλους και είχαν μάλιστα εντοπιστεί δύο Τουρκοκρητικοί απόφοιτοι του διδασκαλείου του Ηρακλείου 54. Παρά τις πιστώσεις και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους, η μουσουλμανική εκπαίδευση συνέχισε την πτωτική πορεία της. Οι διαπιστώσεις των ελληνικών αρχών το 1914 όσον αφορά τη μόρφωση των δασκάλων και την ποιότητα της διδασκαλίας στα μουσουλμανικά σχολεία επαναλαμβάνονταν και για την περίοδο μετά το 1919. Ενδεικτικά της μείωσης του αριθμού των σχολείων και της γενικής παρακμής της μουσουλμανικής εκπαίδευσης είναι τα στοιχεία που παραθέτει ο γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας για την κατάσταση της εκπαίδευσης στη Δυτική Μακεδονία το 53
ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 105, υποφ. 4, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Υποδιοίκηση Μαργαριτίου, Ιωάννινα 19 Ιανουαρίου/1 Φεβρουαρίου 1919, αρ. πρ. 820. Επίσης, υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Αθήνα 16/29 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 12753 όπου εγκρίνεται πίστωση 960 δραχμών γαι την αγορά σχολικών επίπλων. Στο ίδιο αρχείο, φ. 127, υποφ. 5, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Υποδιοίκηση Κόνιτσας, Ιωάννινα 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου 1920, αρ. πρ. 11692. 54 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο ΥΕΔΕ, φ. 198, Δ΄ Περίοδος, ο υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης προς τον γενικό επιθεωρητή των σχολείων στα Χανιά, Αθήνα 5/18 Σεπτεμβρίου 1918. αρ. πρ. 35823. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 224, γενικός επιθεωρητής της Ι΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου/2 Απριλίου 1918, αρ. πρ. 430. Το έγγραφο παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου.
305
1921 55. Σε όλη τη Δυτική Μακεδονία λειτουργούσαν το σχολικό έτος 1920-1921 82 μουσουλμανικά σχολεία με 83 δασκάλους και 2.305 μαθητές. Τα σχολεία αυτά βρίσκονταν κυρίως στις Υποδιοικήσεις Γρεβενών, Ανασέλιτσας, Φλώρινας και Καστοριάς, ενώ στις Υποδιοικήσεις Κοζάνης και Καϊλαρίων, όπου συγκεντρωνόταν και η πλειονότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού της Γενικής Διοίκησης, λειτουργούσαν μόνο τέσσερα. Μια σύγκριση με τα στοιχεία του 1914 αποδεικνύει τη ραγδαία μείωση του αριθμού των μουσουλμανικών σχολείων, αφού τη χρονιά εκείνη μόνο στις Υποδιοικήσεις Κοζάνης και Καϊλαρίων έφταναν τα 105. Η συνεχής μείωση του αριθμού των μουσουλμανικών σχολείων αντικατοπτρίζεται και στις στατιστικές πληροφορίες που συγκέντρωσαν το 1923 οι επιθεωρητές εκπαίδευσης της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης-Πέλλας. Σύμφωνα με αυτές, στις Υποδιοικήσεις Θεσσαλονίκης, Βέροιας και Κατερίνης υπήρχαν 25 σχολεία, εκ των οποίων τρία νηπιαγωγεία και 22 δημοτικά. Πιο συγκεκριμένα, στην πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρχαν δύο νηπιαγωγεία και 13 δημοτικά, στην πόλη της Βέροιας ένα νηπιαγωγείο και πέντε δημοτικά, στη Νάουσα ένα δημοτικό, ενώ στην ύπαιθρο τα μοναδικά σχολεία που λειτουργούσαν ήταν στα χωριά της Υποδιοίκησης Κατερίνης Λιμπάνοβο (Αιγίνιο), Κορινός και Τόχοβα (Τρίλοφος) 56. Σε σχέση με τα στοιχεία του 1914, το 1923 δεν γίνεται καμία αναφορά σε μουσουλμανικά σχολεία στα χωριά της υπαίθρου της Θεσσαλονίκης, στην Υποδιοίκηση Κατερίνης δεν υφίστανται πλέον τα δύο σχολεία στην πόλη της Κατερίνης, ενώ μόνο στην Υποδιοίκηση Βέροιας παρατηρείται μια αύξηση του αριθμού των σχολείων. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης από τα 25 μουσουλμανικά σχολεία και τους 4.417 μαθητές του 1911 παρέμειναν το 1923 15 σχολεία και 1.560 μαθητές 57. Παράλληλα, στους 273 μαθητές των μουσουλμανικών σχολείων της Υποδιοίκησης Κατερίνης το 1914 αντιστοιχούσαν 167 το 1923. Από την άλλη, στην Υποδιοίκηση Βέροιας διαπιστώνεται
55
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805. 56 Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 41-45. 57 Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 76-77 και ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 60, ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Θεσσαλονίκης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1922 όπου αναφέρεται στην ύπαρξη 11 δημοτικών μουσουλμανικών σχολείων στη Θεσσαλονίκη το 1922 στα οποία φοιτούσαν 1.529 μαθητές. Ο μαθητής στο μουσουλμανικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ali Pasa, Reşat Tesal, αναφέρει στις αναμνήσεις του την ύπαρξη το 1919 μόλις δύο μουσουλμανικών δημοτικών σχολείων στη Θεσσαλονίκη και ενός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης βλ. Reşat Tesal, Selâniκ’ten Istanbul’a. Bir Ömrün Hikâyesi (Από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Η αφήγηση μιας ζωής), Ιστανμπούλ 1998, σσ. 43, 45-46.
306
αύξηση του μαθητικού δυναμικού 58. Μέχρι την Ανταλλαγή των Πληθυσμών οι δάσκαλοι των μουσουλμανικών σχολείων εξακολουθούσαν να είναι κυρίως ιμάμηδες και χότζες – κατά τα 3/4 σύμφωνα με τον γενικό επιθεωρητή των σχολείων της Ανατολικής Μακεδονίας–, συνεχιζόταν να διδάσκεται κατά κύριο λόγο το Κοράνι, τα μαθήματα να γίνονται στα τζαμιά ή σε άθλια κτήρια και η εκπαιδευτική περιουσία των μουσουλμανικών κοινοτήτων να μην επαρκεί για τους μισθούς των δασκάλων 59. Κατά συνέπεια, είναι μάλλον λογικές οι διαπιστώσεις της εφημερίδας Έδεσσας, η οποία σχολίαζε
το
αποτέλεσμα
της
ελλιπέστατης
μουσουλμανικής
εκπαίδευσης
υπογραμμίζοντας ότι οι μουσουλμάνοι της περιοχής της Καρατζόβας (Αλμωπία) όχι μόνο αγνοούσαν να γράφουν και να διαβάζουν τουρκικά, αλλά μιλούσαν ακόμη «το βάρβαρο σλαβικό γλωσσικό συνονθύλευμα» 60. Όπως επισημάνθηκε, στη συνεχή παρακμή της εκπαίδευσης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών συνέβαλαν οι πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου 1912-1923, η μετανάστευση του μουσουλμανικού πληθυσμού και η επίταξη των σχολικών κτηρίων ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στέγασης των προσφύγων τόσο του 1914 όσο και του 1922. Στην κατάσταση της μουσουλμανικής εκπαίδευσης συνέβαλε βέβαια και η αδιαφορία του ελληνικού κράτους. Αδιαφορία που αντικατοπτριζόταν στην έλλειψη διδακτικών βιβλίων που θα εκδίδονταν από το κράτος, στο μη καθορισμό ωρολόγιου προγράμματος για τα μουσουλμανικά σχολεία, παρά το γεγονός ότι υπήρχε το προηγούμενο παράδειγμα των μουσουλμανικών σχολείων της Κρητικής Πολιτείας, και στην απροθυμία να αναλάβει το ελληνικό Δημόσιο τα έξοδα της μουσουλμανικής εκπαίδευσης, από τη στιγμή μάλιστα που η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε ότι δεν δεσμευόταν από τις διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών 61. Όσον αφορά τα εγχειρίδια 58
Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 76-77 και ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 48, «κατάλογος εμφαίνων τον αριθμόν των μουσουλμανικών σχολείων, τον αριθμό των μαθητών και μαθητριών, τα ονόματα των δασκάλων και διδασκαλισσών, τα έσοδα και έξοδα». ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 54, ο επιθεωρητής δημοτικών σχολών περιφέρειας Κατερίνης προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Κατερίνη 12/25 Απριλίου 1914, στατιστική των μωαμεθανικών σχολείων Κατερίνης σχολικού έτους 1913-1914. 59 Για την κατάσταση της μουσουλμανικής εκπαίδευσης την περίοδο 1919-1922 βλ. ΓΑΚ. Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825. Επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 1, η Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805. 60 Εφημ. Έδεσσα, 27 Μαΐου/9 Ιουνίου 1920. 61 ΓΑΚ. Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24
307
που χρησιμοποιούνταν στα μουσουλμανικά σχολεία, αυτά είτε είχαν εκδοθεί πριν από το 1912 είτε τα προμηθεύονταν από την Κωνσταντινούπολη και τα οποία κρίνονταν από διοικητικές και εκπαιδευτικές αρχές «εθνικά επικίνδυνα» 62. Το Φεβρουάριο του 1916 ο διευθυντής της εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης Πρόοδος έγραφε στον Στέφανο Σκουλούδη τις εντυπώσεις του από τον τρόπο λειτουργίας των ξένων σχολείων της Θεσσαλονίκης: «Εις τα τουρκικά και τα ιουδαϊκά σχολεία ουδεμία εξασκείται επίβλεψις ιδία όσον αφορά το περιεχόμενον των διδακτικών βιβλίων. Δι’ αυτό και οι Μουσουλμανόπαιδες αναφανδόν διδάσκονται περί της προσωρινής παραμονής του κατακτητή και την βεβαίαν ελπίδα την οποίαν οφείλουν να έχουν εις την επάνοδον της ιδίας εθνικής κυριαρχίας» 63. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι και η εκπαίδευση των ελληνικών πληθυσμών στις Νέες Χώρες κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα και αδυναμίες, με κυριότερα την έλλειψη κτηρίων, δασκάλων και επιθεωρητών 64. Είναι μάλλον αυτονόητο υπό αυτές τις συνθήκες το ελληνικό κράτος να θέσει σε δεύτερη μοίρα τα προβλήματα που απασχολούσαν τη μουσουλμανική εκπαίδευση. Άλλωστε η οργάνωση και η σωστή λειτουργία του δημόσιου ελληνικού σχολείου ήταν βασική παράμετρος της πολιτικής Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825 όπου πρόταση να αναλάβει το κράτος τα έξοδα της συντήρησης των σχολείων και των μισθών των μουσουλμάνων δασκάλων, εφόσον η Σύμβαση των Αθηνών έχει πάψει να ισχύει. 62 ΓΑΚ. Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805. Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου της Θεσσαλονίκης Reşat Tesal αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι μέχρι το 1920 με δυσκολία εξασφάλιζαν σχολικά βιβλία από την Κωνσταντινούπολη, αλλά μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 μπορούσαν πλέον εύκολα να τα προμηθεύονται, Reşat Tesal, ό.π., σσ. 45 και 48. 63 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Σκουλούδη, έκθεση Κ. Σπανούδη, διευθυντή Προόδου Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 11/24 Φεβρουαρίου 1916. 64 Ενδεικτικά για την κατάσταση της εκπαίδευσης του ελληνικού πληθυσμού στις Νέες Χώρες αυτή την περίοδο βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, γενικός διοικητής ΚοζάνηςΦλώρινας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Κοζάνη 24 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 819. Επίσης, στο ίδιο αρχείο, φ. 95, κυβερνητικός αντιπρόσωπος Κοζάνης-Φλώρινας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, «έκθεσις του Κυβερνητικού Αντιπροσώπου Κοζάνης-Φλωρίνης Ι. Γ. Ηλιάκη», Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 5359 και φ. 316, γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 3/16 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 1649. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Ανώτατης Διεύθυνσης Δημόσιας Εκπαίδευσης της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, φ. 67, Νομαρχία Θεσσαλονίκης προς Ανώτατη Διεύθυνση Δημόσιας Εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη 13/26 Οκτωβρίου 1916, αρ. πρ. 20175 όπου συνημμένη έκθεση του υποδιοικητή Ενωτίας για την εκπαιδευτική κατάσταση της υποδιοίκησης. Στο ίδιο αρχείο, φ. 74, επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Φλωρινας προς την Ανώτατη Διοίκηση των Θρησκευμάτων και της Παιδείας, Φλώρινα 7/20 Φεβρουαρίου 1917, αρ. πρ. 80 όπου έκθεση για την κατάσταση της εκπαίδευσης στην εκπαιδευτική περιφέρεια Φλώρινας.
308
γλωσσικής και εθνικής αφομοίωσης που εφάρμοζε το ελληνικό κράτος στις Νέες Χώρες. Στους σχεδιασμούς όμως αυτής της αφομοιωτικής πολιτικής, όπως θα επισημανθεί στη συνέχεια, δεν εντάσσονταν οι μουσουλμάνοι, αλλά αυτοί αφορούσαν τις σλαβόφωνες και βλαχόφωνες πληθυσμιακές ομάδες του ελληνικού κράτους. Ολοκληρώνοντας την ενότητα της κατάστασης που παρουσίαζε η μουσουλμανική εκπαίδευση στις Νέες Χώρες την περίοδο 1912-1923 θα γίνει αναφορά στην περίπτωση της Θράκης. Όταν οι ελληνικές αρχές ανέλαβαν το 1920 τη διοίκηση της Δυτικής Θράκης λειτουργούσαν 86 μουσουλμανικά ιεροδιδασκαλεία (μεντρεσέδες), ενώ το μουσουλμανικό γυμνάσιο Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνή) είχε κλείσει κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κυριαρχίας 65. Από την άλλη, στην Ανατολική Θράκη η ελληνική διοίκηση συντηρούσε το 1921 157 μουσουλμανικά δημοτικά σχολεία και δύο διδασκαλεία και οικοτροφεία με 330 δασκάλους και 12.315 μαθητές 66. Η Πολιτική Διοίκηση Θράκης ανέλαβε την επισκευή των κτηρίων των μουσουλμανικών σχολείων που είχαν υποστεί ζημιές κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διένειμε δωρεάν αναγνωστικά σε άπορους μουσουλμάνους μαθητές και δαπάνησε συνολικά το 1921 1.755.928 δραχμές για τις εκπαιδευτικές και θρησκευτικές ανάγκες των μειονοτήτων της Θράκης, γεγονός που προβαλλόταν κατάλληλα από την ελληνική προπαγάνδα 67. Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης έθεσε την εκπαίδευση της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης υπό νέο νομικό καθεστώς, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των μουσουλμανικών σχολείων σε σχέση με την περίοδο πριν από το 1923. Το σχολικό έτος 1923-1924 λειτουργούσαν στη Δυτική Θράκη 128 μουσουλμανικά σχολεία με 3.819 μαθητές 68. Τα άρθρα 40 και 41 της Συνθήκης της Λωζάννης αποτελούν και σήμερα τη βάση της μειονοτικής εκπαιδευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η εισροή χιλιάδων προσφύγων σε ελληνικό έδαφος πάγωσαν οποιαδήποτε μουσουλμανική εκπαιδευτική δραστηριότητα. Τα μουσουλμανικά σχολεία έπαψαν να λειτουργούν, αφού χρησιμοποιήθηκαν για τη 65
K. Τσιούμης, Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (19231940), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 155. 66 Κ. Σβολόπουλος, Η Θράκη υπό ελληνικήν διοίκησιν, Κωνσταντινούπολις 1922, σ. 41. 67 Αυτ., σ. 41. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 47, υποφ. 1, Νομαρχία Έβρου προς Πολιτική Διοίκηση Θράκης, Αλεξανδρούπολη 9/21 Οκτωβρίου 1921, αρ. πρ. 271 όπου αναφορά σε διάφορα ποσά που χορηγήθηκαν από τη νομαρχία για την επισκευή μουσουλμανικών σχολείων. 68 Κ. Τσιούμης, ό.π., σ. 158.
309
στέγαση των προσφύγων 69, ενώ σε μερικές περιπτώσεις η διδασκαλία συνεχιζόταν κατ’ οίκον από μουσουλμάνους δασκάλους 70. 3. Γλωσσική και εθνική αφομοίωση: η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα μουσουλμανικά σχολεία Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι προσπάθειες γλωσσικής αφομοίωσης στις Νέες Χώρες στράφηκαν κυρίως στους σλαβόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς και δεν αφορούσαν το μουσουλμανικό στοιχείο. Οι λόγοι γι’ αυτή την επιλογή ήταν προφανείς: απειλή κυρίως για τη Μακεδονία ήταν η αναθεωρητική Βουλγαρία και όχι η παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιπλέον ο σλαβόφωνος χριστιανός ήταν πολύ πιο εύκολο –και πολύ πιο χρήσιμο και επιτακτικό– να ενταχθεί στον ελληνικό εθνικό κορμό από ό,τι ο τουρκόφωνος μουσουλμάνος. Στη γλωσσική πανσπερμία των Νέων Χωρών το ελληνικό κράτος ήταν λογικό να θέλει να επιβάλει ως κοινό γλωσσικό μέσο την ελληνική, επιβολή που θα αποτελούσε απόδειξη εθνικής ενότητας-ομοιογένειας αλλά και απαιτούμενο για την επικοινωνία των νέων υπηκόων με την ελληνική διοίκηση, η λειτουργία της οποίας κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν πιο αποτελεσματική. Σε αρκετές περιπτώσεις η ελληνική διοίκηση αντιμετώπιζε προβλήματα τα οποία πήγαζαν από την έλλειψη εγγράμματων ελληνόγλωσσων κατοίκων στις μουσουλμανικές κοινότητες 71. 69
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 720, υπόμνημα της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης «περί της θέσεως των Μουσουλμάνων Μακεδονίας», Αθήνα 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1922. Επίσης, Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 114 όπου παρατίθεται έγγραφο του γενικού διοικητή Θεσσαλονίκης Α. Λάμπρου προς το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης στο οποίο αναφέρεται ότι από τα 15 μουσουλμανικά σχολεία της πόλης της Θεσσαλονίκης λειτούργησαν το σχολικό έτος 1922-1923 μόνο ένα ιδιωτικό και ένα κοινοτικό που λειτουργούσε παράλληλα και ως ορφανοτροφείο. Ο Reşat Tesal σημείωνε με πικρία ότι δεν ήταν γραφτό να σπουδάσει στο μουσουλμανικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, αφού στο κτήριο του σχολείου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, Reşat Tesal, ό.π., σ. 46. 70 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 89, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς τον επιθεωρητή της 10ης εκπαιδευτικής περιφέρειας και επιθεωρητή σχολείων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 12 Απριλίου 1924, αρ. πρ. 249 όπου συνημμένο αντίγραφο έκθεσης του Γ΄ Σώματος Στρατού «περί των τουρκικών σχολικών βιβλίων». 71 Ένα παράδειγμα των δυσχερειών που αντιμετώπιζε η ελληνική διοίκηση από την έλλειψη εγγράμματων ελληνόγλωσσων στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν η εφαρμογή εγκυκλίου του υπουργείου Συγκοινωνίας σχετικά με την καταγραφή ελών και λιμνών, την αποστολή σχετικών τοπογραφικών χαρτών καθώς και στατιστικής για τη συχνότητα εμφάνισης κρουσμάτων ελονοσίας. Στη Νομαρχία Κοζάνης τα παραπάνω στοιχεία δεν απέστειλαν τα ξενόφωνα χωριά, αφού, σύμφωνα με το νομάρχη, οι περισσότεροι πρόεδροι κοινοτήτων ήταν αλλόγλωσσοι, αγράμματοι και δεν είχαν ιδέα από αριθμούς και στατιστικές, βλ. ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1206, Νομαρχία Κοζάνης προς το υπουργείο Συγκοινωνίας, Κοζάνη 10/23 Δεκεμβρίου 1921. Επίσης, οι έμποροι της Φουστάνης παρακαλούσαν το ελληνικό Κοινοβούλιο να τροποποιήσει το νόμο περί καθαράς προσόδου, γιατί κανένας δεν μπορούσε να
310
Έτσι, εξαιτίας αυτής της έλλειψης οι διοικητικές αρχές των Νέων Χωρών ήταν απρόθυμες να αναγνωρίσουν ως ξεχωριστές κοινότητες μουσουλμανικά χωριά, αν και πληρούσαν τις σχετικές προϋποθέσεις του νόμου περί δήμων και κοινοτήτων, ενώ αντιμετώπιζαν τα προβλήματα επικοινωνίας συγχωνεύοντας σε μια κοινότητα μουσουλμανικά και ελληνικά χωριά 72. Η διδασκαλία λοιπόν της ελληνικής γλώσσας στους ξενόφωνους είχε ιδιαίτερη σημασία για το ελληνικό κράτος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1912-1923 στελέχη της ελληνικής διοίκησης και φορείς της δημόσιας εκπαίδευσης, αφού πρώτα επισήμαναν το πρόβλημα της κυριαρχίας μη ελληνικών γλωσσών στις Νέες Χώρες 73, πρότειναν σειρά μέτρων για τον εξελληνισμό
των
αλλόγλωσσων
πληθυσμών.
Τα
προτεινόμενα
αυτά
μέτρα
επικεντρώνονταν κυρίως στην ίδρυση νηπιαγωγείων που θα αναλάμβαναν τη διδασκαλία της ελληνικής στους ξενόφωνους από μικρή ηλικία, στη σύσταση σχολείων για τους ενήλικες 74, οικοτροφείων, προσκοπικών ομάδων, στο διορισμό ικανών δασκάλων στις Νέες Χώρες και στον ευπρεπισμό των άθλιων σχολικών κτηρίων 75. τηρήσει εμπορικά βιβλία αφού δεν γνώριζαν ελληνικά, βλ. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 8 της 26ης Ιανουαρίου 1921. 72 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ 14, νομάρχης Πέλλας προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Έδεσσα 3/16 Αυγούστου 1920, όπου προτείνεται η συγχώνευση της μουσουλμανικής κοινότητας Οσλόβου (Παναγίτσα) με την ελληνική του Οστρόβου (Άρνισσα) τονίζοντας ότι η πρώτη στερείται κατοίκους που να γνωρίζουν ελληνικά. Στον ίδιο φάκελο νομάρχης Θεσσαλονίκης προς Γενική Διοίκηση ΘεσσαλονίκηςΠέλλας, Θεσσαλονίκη 8/21 Αυγούστου 1922, όπου δεν εγκρίνει το αίτημα των μουσουλμάνων κατοίκων του συνοικισμού Στεφάνια να αποτελέσουν ξεχωριστή κοινότητα για να μην αυξηθούν οι δυσχέρειες της διοίκησης εξαιτίας της έλλειψης εγγράμματων ελληνόγλωσσων κατοίκων. Επίσης, ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Γ. Μπούσιου, φ. 1.3., νομάρχης Έδεσσας προς τον υπουργό των Εσωτερικών, Έδεσσα 15/28 Δεκεμβρίου 1921, αρ. πρ. 7566, «Έκθεσις περί των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του νόμου περί δήμων και κοινοτήτων». 73 Σε έκθεσή του προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας ο επιθεωρητής των σχολείων της 10ης περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας αναφέρει χαρακτηριστικά για την κυριαρχία των ξενόφωνων πληθυσμιακών στοιχείων: «Επειδή δε οι τοιούτοι κατώτεροι πολιτισμού άνθρωποι (οι Βλάχοι και οι σλαβόφωνοι) διακρίνονται ένεκα των όρων της ζωής και του καθαρού αέρος ον αναπνέουσι διά την πολυτεκνίαν των, συνέβη το φοβερόν φαινόμενον αυτοί μεν οι επήλυδες και επιδρομείς να αυξάνονται, ημείς δε οι γηγενείς να ολιγοστεύωμεν και να έχωμεν τα καταπληκτικά φαινόμενα εν τη υποδιοικήσει Γενιτσών, Καρατζόβας, εν τη πόλει και τη επαρχία Εδέσσης, εν τη επαρχία Φλωρίνης μέχρι των προθύρων του Μοναστηρίου, εν απάση τη υποδιοικήσει Καστοριάς πλην των Δουπίακων, Κωσταραζίου, Βογατσικού, Λόσμτσης και μερικών χωρίων πέραν του Αλιάκμονος των λεγομένων Καστανοχωρίων, εν τη επαρχία και υποδιοικήσει Κιλκίς, εν τη υποδιοικήσει Σιδηροκάστρου, εν τοις ορεινοίς χωρίοις του Νομού Σερρών και Δράμας, εν τη υποδιοικήσει Καϊλαρίων και άπασι τοις παρά τας όχθας του Αξιού μέχρι των περιχώρων της Θεσσαλονίκης χωρίοις, εν ουκ ολίγοις χωρίοις της υποδιοικήσεως Λαγκαδά και Ζίχνης να μη έχη ο λαός ο γεωργικός ο κτηνοτροφικός μητρικήν την ελληνικήν», ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, Γενική Επιθεώρηση των Σχολείων της 10ης περιφέρεις και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Θεσσαλονίκη 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1919. Επίσης, Τ. Κωστόπουλος, Απαγορευμένη γλώσσα., σσ. 73-77. 74 Σύμφωνα με απόφαση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου τον Οκτώβριο του 1914 προτάθηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση και στους ενήλικες του μη ελληνόγλωσσου πληθυσμού η οποία θα επιτυγχανόταν
311
Ένας από τους βασικούς εισηγητές των παραπάνω μέτρων ήταν και ο πρώην επιθεωρητής των ελληνικών σχολείων στη Μακεδονία και μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου του υπουργείου Δημόσιας Εκπαίδευσης, Ευθύμιος Μπουντώνας. Ο γλωσσικός εξελληνισμός των σλαβοφώνων που θα επιτυγχανόταν με τα παραπάνω μέτρα ήταν για τον Μπουντώνα έργο εθνικής σημασίας. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για τους μουσουλμάνους, για τους οποίους το ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Δημόσιας Εκπαίδευσης πίστευε ότι η εκμάθηση της ελληνικής ήταν «έργον εστερημένον πάσης σπουδαιότητος, αν μη επιβλαβές» και ότι ο διορισμός Ελλήνων δασκάλων στα σχολεία των μουσουλμανικών κοινοτήτων –όπως προέβλεπε ο νόμος 568– δεν θα γινόταν αποδεκτός από τους μουσουλμάνους αφού θα τους αντιμετώπιζαν ως κατασκόπους του ελληνικού κράτους. Για τον Μπουντώνα προτιμότερο ήταν να οδηγηθούν οι μουσουλμάνοι μαθητές εξαιτίας της παρακμής των μουσουλμανικών κοινοτικών σχολείων να φοιτήσουν στο ελληνικό δημόσιο σχολείο 76. Ειδικότερα για τη Δυτική Μακεδονία ο κυβερνητικός αντιπρόσωπος της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και μετέπειτα γενικός διοικητής Ιωάννης Ηλιάκης σε σειρά εκθέσεών του πρότεινε διάφορες λύσεις για το γλωσσικό εξελληνισμό του πληθυσμού της περιοχής 77. Συγκεκριμένα, ο Ηλιάκης, θέλοντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα έλλειψης δασκάλων εξαιτίας της επιστράτευσής τους, πρότεινε τη σύσταση με τη σύσταση νυχτερινών σχολείων και σχολείων που θα λειτουργούσαν τις Κυριακές και τις αργίες, βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. 10, Ε. Μπουντώνας, «Σημείωμα περί του νόμου 568», Αθήνα 19 Απριλίου/2 Μαΐου 1915. 75 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 46, Ε. Μπουντώνας Γενικός Επιθεωρητής Σχολείων, Οδηγίαι διά τας σχολικάς ασκήσεις του νηπιαγωγείου των ξενόφωνων, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας Τμήμα Εκπαιδεύσεως, Θεσσαλονίκη 1913. Στο ίδιο αρχείο φ. 14, υποδιοικητής Κιλκίς προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, «έκθεσις περί της εν γένει καταστάσεως της υποδιοικήσεως», Κιλκίς 14/27 Δεκεμβρίου 1914 και φ. 47 επιθεωρητής σχολείων Φλώρινας προς νομάρχη Φλώρινας, Φλώρινα 9/22 Απριλίου 1914. Επίσης, Μ. Τριανταφυλλίδης, Η γλώσσα μας στα σχολεία της Μακεδονίας, Αθήναι 1916˙ Ν. Καραχρίστος, Διδακτική των σχολείων των ξενοφώνων ως και παντός είδους σχολείων,Θεσσαλονίκη 1924˙ Α. Σκιάς, Περί του εξελληνισμού ξενοφώνων πληθυσμών, Αθήνα 1917 και Τ. Κωστόπουλος, Ετερογλωσσία, σσ. 87-101. 76 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. 10, Ε. Μπουντώνας, «Σημείωμα περί του νόμου 568», Αθήνα 19 Απριλίου/2 Μαΐου 1915. 77 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς τον πρόεδρο της Κυβέρνησης, Κοζάνη 24 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 819. Στο ίδιο αρχείο, φ. 95, κυβερνητικός αντιπρόσωπος Κοζάνης-Φλώρινας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 5359. Επίσης, ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς τον πρόεδρο της Κυβέρνησης, Κοζάνη 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1918, αρ. πρ. 7861 και γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς διάφορα υπουργεία, Κοζάνη 15/28 Μαΐου 1919 «αφομοιωτική εργασία, παρατηρήσεις και προτεινόμενα μέτρα». ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5(4), Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Κοζάνη 1/14 Μαρτίου 1919, αρ. πρ. 1409.
312
λόχου στρατεύσιμων επίλεκτων δασκάλων με επιθεωρητές αξιωματικούς ή, αν δεν ήταν αυτό εφικτό, την απόσπαση των έφεδρων δασκάλων στα σχολεία της Δυτικής Μακεδονίας. Επιπλέον, οι δάσκαλοι ή οι επιθεωρητές που θα επιλέγονταν θα έπρεπε να έχουν την προσωπικότητα εκείνη και τα προσόντα ώστε να φέρουν εις πέρας το έργο της αφομοίωσης των αλλόγλωσσων πληθυσμών της Μακεδονίας αντικαθιστώντας τους ήδη υπάρχοντες εκπαιδευτικούς, τους οποίους χαρακτήριζε «βαρυνομένους να ζουν, άψυχα όντα αντιπαθείς και εκβιαστικάς εν πολλοίς φυσιογνωμίας». Οι κατάλληλοι δάσκαλοι για την αφομοιωτική αυτή εργασία ήταν, σύμφωνα με το γενικό διοικητή, όσοι κατάγονταν από την Παλαιά Ελλάδα και τα νησιά οι οποίοι αγνοούσαν τα σλαβόφωνα ή βλαχόφωνα μακεδονικά ιδιώματα και κατά συνέπεια θα χρησιμοποιούσαν στην επικοινωνία τους με τους μαθητές μόνο την ελληνική. Σημαντικό ρόλο στο γλωσσικό εξελληνισμό της περιοχής θα διαδραμάτιζαν, κατά τον Ηλιάκη, οι νυχτερινές σχολές και οι προσκοπικές ομάδες. Ιδιαίτερα για τις προσκοπικές ομάδες το κορυφαίο στέλεχος του κόμματος των Φιλελευθέρων θεωρούσε ότι: «όλοι οι εφήβοι πρέπει να ενδυθούν την προσκοπική στολή γυμναζόμενοι κατά τας Κυριακάς και τας εορτάς. Θα γίνουν ούτοι ου μόνον όργανον αφομοιώσεως, ου μόνον θα αποκτήσουν διά του συγχρωτισμού των υπό την οδηγίαν καταλλήλων αρχηγών και εφόρων τα ακραιφνέστερα και ζωηρότερα Ελληνικά αισθήματα, αλλά και θα γίνουν στοιχεία τάξεως». Για την επιτυχία του αφομοιωτικού έργου προτεινόταν ακόμη η αποστολή κατάλληλων αναγνωστικών, η ίδρυση διδασκαλείου θηλέων με τμήμα νηπιαγωγών στην Κοζάνη, η παραμονή των μαθητών στο σχολείο και μετά το πέρας των μαθημάτων, η χορήγηση υποτροφιών στους επιμελέστερους μαθητές και η συνέχιση των σπουδών τους στην Αθήνα, η έκδοση βιβλίων με πατριωτικά ποιήματα κατάλληλα για παιδιά 78, η συχνή τέλεση σχολικών εορτών κ.λπ. Τα περισσότερα από τα παραπάνω μέτρα είχαν έναν κοινό παρονομαστή, την απομάκρυνση των παιδιών όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο από το μη ελληνόφωνο οικογενειακό περιβάλλον και τη χρήση της ελληνικής και εκτός του προγράμματος του σχολείου. Ειδικότερα τώρα για τους μουσουλμάνους, ο Ηλιάκης πρότεινε τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα μουσουλμανικά σχολεία –η οποία μέχρι τότε γινόταν εντελώς περιστασιακά από Έλληνες δασκάλους διορισμένους από το ελληνικό Δημόσιο– από Τουρκοκρητικούς δασκάλους όχι μόνο γιατί δεν υπήρχαν αλλού στην ελληνική 78
Μια τέτοια έκδοση ήταν το Οι Έλληνες και ο Χριστός, εν Κοζάνη 1919.
313
επικράτεια εκπαιδευμένοι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι δάσκαλοι, αλλά και γιατί «οι νέοι Τουρκοκρήτες δεν έζησαν εις την εποχήν του φανατισμού και έχουν ορθήν αντίληψην της καταγωγής των και του προορισμού των». Είναι φυσιολογικό ένας μουσουλμάνος δάσκαλος να είναι πιο κοντά στην ψυχοσύνθεση των μουσουλμάνων μαθητών, ενώ η διγλωσσία των Τουρκοκρητικών τούς καθιστούσε ιδανικούς στο να διδάξουν ελληνικά σε μαθητές που είχαν μητρική γλώσσα τα τουρκικά. Στο ίδιο αποτέλεσμα αποσκοπούσε και η πρόταση του Ηλιάκη να αποστέλλονται οι μουσουλμάνοι στρατεύσιμοι σε μονάδες της Κρήτης, «όπου θα επηρεασθούν από την εκεί συμβίωσιν των Μουσουλμάνων με τους Χριστιανούς» 79. Ανάλογες απόψεις για το γλωσσικό εξελληνισμό του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δυτικής Μακεδονίας είχε και ο αντικαταστάτης του Ηλιάκη Κωνσταντίνος Καζάζης. Ο νέος γενικός διοικητής πρότεινε, με τη σειρά του, την έκδοση από το ελληνικό κράτος αναγνωστικών για τα μουσουλμανικά σχολεία, την κατάρτιση μιας μεθόδου διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε μουσουλμάνους και πρωτίστως την εκπαίδευση κατάλληλων μουσουλμάνων δασκάλων της ελληνικής οι οποίοι θα προέρχονταν από τους ελληνόφωνους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Δυτικής Μακεδονίας (Βαλαάδες), της Ηπείρου και κυρίως της Κρήτης 80. Το ζήτημα του εξελληνισμού των αλλόγλωσσων πληθυσμών της Μακεδονίας και της Ηπείρου αποτέλεσε αντικείμενο διεξοδικής έρευνας από το γενικό επιθεωρητή των σχολείων της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας Γ. Στεφανάκη, ο οποίος λόγω της θέσης του είχε άμεση αντίληψη της έκτασης του προβλήματος και θα μπορούσε να προτείνει στην κεντρική διοίκηση τα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισής του 81. Όπως και οι 79
Για το ρόλο του στρατού στην προσπάθεια γλωσσικού εξελληνισμού των σλαβοφώνων βλ. Τ. Κωστόπουλος, Ετερογλωσσία,σσ. 96-97. Από τις παραπάνω προτάσεις του Ηλιάκη ο Βενιζέλος ικανοποίησε το αίτημα για απόσπαση δασκάλων που είχαν επιστρατευτεί, για το διορισμό επιθεωρητών εκπαίδευσης, εξασφάλισε πιστώσεις 10.000 δραχμών για αγορά αναγνωστικών, συνεννοήθηκε με τον υπουργό Δημόσιας Εκπαίδευσης για την ίδρυση διδασκαλείου νηπιαγωγών στην Κοζάνη και με τον Μελά για την αποστολή κατάλληλου προσώπου που θα οργανώσει προσκοπικές ομάδες, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας, Αθήνα 15/28 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 448. 80 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805. 81 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 224, Γενική Επιθεώρηση 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 16/29 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 769. Στο ίδιο αρχείο, φ. 316, Γενική Επιθεώρηση των Σχολείων της 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825. Επίσης, φ. 316, Γενική Επιθεώρηση των Σχολείων της 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας και της
314
προηγούμενοι εκπρόσωποι της ελληνικής διοίκησης, ο Στεφανάκης έδινε μεγάλη σημασία στην ίδρυση νηπιαγωγείων στις μη ελληνόφωνες περιοχές και στη σωστή εκπαίδευση των νηπιαγωγών. Στόχος των προτεινόμενων μέτρων του γενικού επιθεωρητή ήταν και σε αυτή την περίπτωση η απομάκρυνση των μαθητών από το μη ελληνόγλωσσο οικογενειακό περιβάλλον με τη λειτουργία των νηπιαγωγείων και τους καλοκαιρινούς μήνες, την ίδρυση νηπιοτροφείων και οικοτροφείων. Ο εξελληνισμός των ενηλίκων και του γυναικείου πληθυσμού θα επιτυγχανόταν με την ίδρυση νυχτερινών σχολών και σχολείων που θα λειτουργούσαν τις Κυριακές και τις αργίες. Ο στρατός θα έπαιζε το δικό του ρόλο στο έργο της γλωσσικής αφομοίωσης με το να υποχρεώνει τους ξενόφωνους να υπηρετούν τη θητεία τους στις ελληνόφωνες περιοχές της Παλαιάς Ελλάδας και των νησιών ή με το να εδρεύουν στις αλλόγλωσσες περιοχές στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες θα αποτελούνταν από στρατεύσιμους της Παλαιάς Ελλάδας. Για να καλυφθούν τα κενά διδακτικού προσωπικού στα σχολεία της Μακεδονίας και της Ηπείρου ο Στεφανάκης πρότεινε την απόσπαση των δασκάλων που υπηρετούσαν τη θητεία τους στα σχολεία των ξενόφωνων χωριών, οι οποίοι μάλιστα έπρεπε να συνεχίσουν να φέρουν τη στρατιωτική στολή: «Διότι εις τους ρηθέντας πληθυσμούς (τους ξενόφωνους) ασκεί μεγάλην επιβολήν το σπαθί και ως προς την φοίτησιν των παιδιών εις το σχολείον και ως προς την εξελληνιστικήν εργασίαν την οποία πρέπει να κάμωμεν εις τα μέρη αυτά». Στις προτάσεις του γενικού επιθεωρητή εντάσσονταν και μέτρα απαγόρευσης ομιλίας ξένων ιδιωμάτων στην αγορά, στα καφενεία και σε άλλους δημόσιους χώρους, προτεινόταν, δηλαδή, η χρήση βίας έστω και ήπια, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Επιπλέον, καθιστούσε τα σχολεία υπεύθυνα να επιβλέπουν τους μαθητές τους ώστε να μιλούν ελληνικά και εκτός σχολικής τάξης. Πληθώρα μέτρων αφορούσαν τους σλαβοφώνους και βλαχοφώνους των Νέων Χωρών, ανάμεσα στα οποία ήταν ακόμη και η ενθάρρυνση επιγαμιών μεταξύ ελληνοφώνων και σλαβοφώνων μέχρι και η εφαρμογή από το κράτος της πολιτικής των κληρουχιών του Περικλή. Στις εκθέσεις του Στεφανάκη ο εξελληνισμός του μουσουλμανικού πληθυσμού περνούσε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με αυτόν των σλαβοφώνων. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Μπουντώνα, δεν προέκρινε την πολιτική της αδιαφορίας, αλλά θεωρούσε ότι Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 5/18 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 1849 και φ. 224, Γενική Επιθεώρηση Ι΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου/2 Απριλίου 1918, αρ. πρ. 430.
315
«εθνικοί δε λόγοι επιβάλλουσιν εις ημάς να φροντίσωμεν περί της διαπαιδαγωγήσεώς του» 82. Προτεινόταν λοιπόν να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου 1627 που προέβλεπε την ίδρυση υποδιδασκαλείων για την εκπαίδευση μουσουλμάνων δασκάλων. Τα υποδιδασκαλεία αυτά έπρεπε να λειτουργήσουν σε πρώτη φάση στα Χανιά και στο Ηράκλειο και αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στην Κοζάνη και στη Δράμα. Ο γλωσσικός εξελληνισμός και η σταδιακή διαμόρφωση ελληνικής συνείδησης στο μουσουλμανικό πληθυσμό εξαρτώνταν από τη σωστή εκπαίδευση ελληνοφώνων μουσουλμάνων δασκάλων. Και για το γενικό επιθεωρητή οι Τουρκοκρητικοί ήταν οι πιο κατάλληλοι για να επιτύχουν τον παραπάνω στόχο και γι’ αυτό θεωρούσε ότι τα πρώτα μουσουλμανικά υποδιδασκαλεία έπρεπε να ιδρυθούν στην Κρήτη ώστε να εκπαιδεύσουν Τουρκοκρητικούς οι οποίοι θα διορίζονταν δάσκαλοι στα μουσουλμανικά σχολεία των Νέων Χωρών. Η διδασκαλία της ελληνικής στους μουσουλμάνους έπρεπε να γίνει με κατάλληλα διδακτικά βιβλία, ενώ χρήσιμη θα ήταν και η ίδρυση νυχτερινών σχολών στα μουσουλμανικά χωριά. Τέλος, για τη στελέχωση των μουσουλμανικών νηπιαγωγείων προτεινόταν η εκπαίδευση ανδρών νηπιαγωγών, αφού οι γυναίκες δεν ήταν πρόθυμες να υπηρετήσουν στα μουσουλμανικά χωριά και επιπλέον δεν ήταν αποδεκτές στις παραδοσιακές μουσουλμανικές κοινωνίες. Ανάλογες ήταν οι απόψεις για τη γλωσσική αφομοίωση της Θράκης που διατυπώθηκαν στο συμβούλιο του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων καθώς και από πληθώρα παραγόντων της ελληνικής διοίκησης 83. Ο γλωσσικός εξελληνισμός εντασσόταν και στους σχεδιασμούς των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Αναφέρθηκαν παραπάνω οι νομοθετικές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση που έλαβαν οι κυβερνήσεις του κόμματος των Φιλελευθέρων, αλλά και η «μακεδονική ομάδα» υπό τον Ίωνα Δραγούμη πρότεινε συγκεκριμένα μέτρα για την εκπαίδευση των 82
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 224, Γενική Επιθεώρηση 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου/2 Απριλίου 1918, αρ. πρ. 430. 83 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 2, «Υπόμνημα περί εξελληνίσεως των εν Μακεδονία και Θράκη ξενοφώνων προς το Συμβούλιον του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων», Αθήνα 10/23 Μαΐου 1920, η επιτροπή Π. Καλλιγάς και Στεφ. Δέλτα. Στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 28 Ιανουαρίου/10 Φεβρουαρίου 1921, αρ. πρ. 1607 όπου αναφορά στη συμβολή του προσκοπισμού στο γλωσσικό εξελληνισμό. Επίσης, ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Μπούσιου, φ. 1.3., έκθεση του νομάρχη Πέλλας «περί λειτουργίας διδασκαλείων νηπιαγωγών εν τη ξενοφώνω Μακεδονία», Έδεσσα 9/22 Ιουνίου 1921, αρ. πρ. 3617. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 105, υποφ. 4, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, Ιωάννινα 19 Μαρτίου/1 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 13938 όπου σημειώνεται η ανάγκη αύξησης των ελληνικών σχολείων στην Υποδιοίκηση Φιλιατών προς διάδοση της ελληνικής γλώσσας στους μουσουλμάνους κατοίκους.
316
αλλόγλωσσων, όπως η σύσταση ειδικού τμήματος στο υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης και ειδικών επιθεωρήσεων στις Νέες Χώρες 84. Στο γλωσσικό εξελληνισμό και κυρίως στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής συνείδησης στους αλλόγλωσσους και αλλοεθνείς μαθητές των Νέων Χωρών ειδικό ρόλο διαδραμάτιζαν τα σύμβολα και η σημειολογία των σχολικών εορτών. Η χρησιμότητα των παραπάνω δεν έλαθε της προσοχής των φορέων της ελληνικής διοίκησης. Για παράδειγμα, η ανάρτηση εικόνων του βασιλιά Κωνσταντίνου στις σχολικές τάξεις της επαρχίας Καστοριάς ήταν για τον τοπικό επιθεωρητή της Δημοτικής Εκπαίδευσης απαραίτητη και ταυτόχρονα «συντελεστικόν, από εθνικής απόψεως, εις τον σεβασμόν και την διείσδυσην της Ελληνικής Ιδέας μεταξύ των ξενοφώνων και αλλοθρήσκων» 85. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να επισημάνει ότι παράλληλα με την καλλιέργεια εθνικής συνείδησης επιτυγχανόταν και η αφοσίωση στον πολιτικό χώρο των αντιβενιζελικών σε μια εποχή κατά την οποία ο Εθνικός Διχασμός βρισκόταν στο απόγειό του. Ανάλογοι ήταν οι στόχοι των σχολικών εορτών που έγιναν στη Δράμα το 1916 προς τιμήν της ονομαστικής εορτής του βασιλιά Κωνσταντίνου. Στα μουσουλμανικά σχολεία το πρόγραμμα των εορτών περιλάμβανε εξέταση των μαθητών στην ελληνική, ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου, ενώ με ιδιαίτερη ικανοποίηση ο επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης σημείωνε την ύπαρξη μουσουλμάνων μαθητών που έφεραν την ελληνική σημαία. Βέβαια, η βίαιη επιβολή συμβόλων αντίπαλων εθνικισμών στο χώρο των σχολείων προκαλούσε μερικές φορές τις αντιδράσεις της μουσουλμανικής κοινότητας. Στις ίδιες σχολικές εορτές ο νομάρχης Δράμας, παρά την αντίθετη γνώμη του επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης, απαίτησε να τοποθετηθούν στην αίθουσα μουσουλμανικού σχολείου της Δράμας, όπου θα τελούνταν η εορτή, χάρτης που απεικόνιζε τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και σημαίες που έφεραν σταυρό στον ιστό τους. Ο μουφτής και οι μουσουλμάνοι δάσκαλοι αντέδρασαν κυρίως στην ύπαρξη των σταυρών στους ιστούς των σημαιών με αποτέλεσμα να οδηγηθούν οι τελευταίοι στις φυλακές με την κατηγορία της εξύβρισης εθνικού συμβόλου 86. Στην 84
Ι. Δραγούμης, Προγραμματικοί πολιτικοί στοχασμοί, εν Αθήναις 1916, σ. 15. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. 41, υποφ. 2, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 23 Δεκεμβρίου 1920/5 Ιανουαρίου 1921, αρ. πρ. 12159, όπου συνημμένη η έκθεση του γενικού επιθεωρητή. Τελικά στάλθηκαν 1.000 εικόνες του βασιλιά στα σχολεία της Δυτικής Μακεδονίας. 86 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1916, φ. Β/33(1), εμπιστευτική έκθεση του επιθεωρητή των Δημοτικών Σχολείων της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Δράμας, Δράμα 27 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1916. 85
317
καλλιέργεια αισθημάτων υπέρ της ελληνικής πατρίδας, αλλά και στην αφοσίωση στο πρόσωπο και στο κόμμα του Βενιζέλου αποσκοπούσαν και οι σχολικές εορτές που διοργανώνονταν την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τις βενιζελικές κυβερνήσεις. Έτσι, σε σχολική εορτή που διοργάνωσε το μουσουλμανικό σχολείο Φλώρινας προς τιμήν του γενικού διοικητή Ηλιάκη οι μαθητές έψαλαν στα ελληνικά τον Εθνικό Ύμνο και βέβαια τον ύμνο του Βενιζέλου 87. Στις προσπάθειες γλωσσικής αφομοίωσης των ξενόφωνων πληθυσμών των Νέων Χωρών ετίθετο από τους φορείς της εκπαίδευσης και της δημόσιας διοίκησης του ελληνικού κράτους και ένα άλλο ζήτημα: σε ποια γλώσσα έπρεπε να διδαχθούν οι πληθυσμοί αυτοί, σε καθαρεύουσα ή δημοτική; Η διαμάχη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα ήταν αναμενόμενο να επηρεάσει και τις προσπάθειες διάδοσης της ελληνικής γλώσσας σε μη ελληνόφωνους. Από πολλές πλευρές διατυπωνόταν η άποψη ότι η καθαρεύουσα δεν ήταν κατάλληλη για τη διδασκαλία ξενόφωνων μαθητών, ότι δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί ο σχολαστικισμός της τα αντίπαλα ιδιώματα τα οποία ήταν ζωντανές, απλές και κατανοητές γλώσσες. Ήδη πριν από την εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους στις Νέες Χώρες εκπαιδευτικοί φορείς επισήμαιναν τα παραπάνω τονίζοντας: «(...) πώς θα μπορέσει ποτέ η ελληνική γλώσσα να σφηνωθεί και να ξαπλωθεί στην πλατιά μάζα των ξενόφωνων όσο είναι σκεπασμένη με περισσότερα και παρδαλότερα κουρέλια και από πρωτοχρονιάτικη γκαμήλα» 88. Από τους πιο ένθερμους οπαδούς της δημοτικής γλώσσας ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης αναρωτιόταν και αυτός με τη σειρά του πώς θα μπορούσε το ελληνικό κράτος να εξελληνίσει γλωσσικά τους ξενόφωνους πληθυσμούς όταν δίδασκε στα σχολεία μια γλώσσα νεκρή και δυσνόητη και είχε να ανταγωνιστεί γλωσσικά ιδιώματα απλά και εύκολα αφομοιώσιμα: «Το ελληνικό κράτος προσπαθεί έως σήμερα να εξελληνίσει με την επίσημη γλώσσα, που οι πολίτες του δεν τη μιλούν. Και μεταχειρίζεται στα ξενόφωνα παιδάκια της Μακεδονίας που έχουν σπίτι τους μια ζωντανή γλώσσα αλφαβητάρια που λεν λ.χ. τα χοιρίδια υίζουσιν, οι σκόμβροι είναι ιχθύς, οι όρνιθες κακκάζουσι και προσπαθεί να στηρίξει την εθνική συνείδηση με ένα
87
Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1919. «Οι ξενόφωνοι και τα σχολεία μας», Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου, 3(1913), 324 -326 και Τ. Κωστόπουλος, Ετερογλωσσία, σ. 91.
88
318
ιδίωμα που ούτε για φιλολογική γλώσσα δεν δέχτηκε άξιο» 89. Από την άλλη, οι «αρχαϊστές» θεωρούσαν ότι μόνο η καθαρεύουσα ως διαχρονικός συνεκτικός δεσμός της ελληνικής φυλής και της ιστορικής της παράδοσης θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το γλωσσικό εξελληνισμό των αλλογλώσσων 90. Το ποια γλώσσα θα διδάσκονταν οι ξενόγλωσσοι απασχόλησε βέβαια και το ελληνικό Κοινοβούλιο. Στη συνεδρίαση της Βουλής το Δεκέμβριο του 1914 για την ψήφιση του νομοσχεδίου για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα μουσουλμανικά και ισραηλιτικά σχολεία ο Βενιζέλος σημείωνε ότι για να μάθουν οι αλλόγλωσσοι ελληνικά θα έπρεπε «να τους διδάξωμεν την λαλούμενην γλώσσαν και όχι την ψευδή, βεβαίως εάν θελήσωμεν να τους πούμε τον σκύλο να τον λέγουν κύνα δεν θα κατορθώσωμεν ποτέ να κάμωμεν τίποτε». Οι δηλώσεις αυτές του
Βενιζέλου
προκάλεσαν
την
αντίδραση
βουλευτών
της
αντιπολίτευσης,
υπερασπιστών της καθαρεύουσας 91. Στο γλωσσικό ζήτημα υπέρ της δημοτικής τασσόταν εκτός από τους Φιλελευθέρους και η ομάδα των «Μακεδόνων» βουλευτών με επικεφαλής τον Ίωνα Δραγούμη. Οι «Μακεδόνες», έχοντας μια πιο σαφή εικόνα των ιδιαιτεροτήτων των Νέων Χωρών, υποστήριζαν μέσω του δημοσιογραφικού οργάνου τους Πολιτική Επιθεώρηση ότι η χρήση της δημοτικής θα μπορούσε να συμβάλει καίρια στο γλωσσικό εξελληνισμό των ξενόφωνων πληθυσμών 92. Ο Βενιζέλος τελικά επέβαλε τις γλωσσικές απόψεις του και κατά τη διάρκεια της θητείας της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τον Δημήτριο Γληνό, ψηφίστηκε το νομοθετικό διάταγμα 2585 του Μαΐου του 1917 με το οποίο εισαγόταν η δημοτική γλώσσα στα σχολεία του κράτους της Θεσσαλονίκης. Με την ενοποίηση, λίγο αργότερα,
89
Μ. Τριανταφυλλίδης, ό.π., σσ. 5-6. Τον αντίλογο στις θέσεις του Τριανταφυλλίδη και του Εκπαιδευτικού Ομίλου διατυπώνει ο Ανδρέας Σκιάς και ο Παρνασσός, βλ. Α. Σκιάς, ό.π. 90 Γ. Κορδάτος, Δημοτικισμός και λογιωτατισμός. Κονωνιολογική μελέτη του γλωσσικού ζητήματος, Αθήνα 1974², σσ. 119-126 όπου κριτική των θέσεων δημοτικιστών και αρχαϊστών για τη συμβολή της γλώσσας στην εθνική ολοκλήρωση και Α. Σκιάς, ό.π., όπου παρουσιάζονται οι θέσεις των οπαδών της καθαρεύουσας. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Μιλτιάδη Σταμούλη, φ. Κ/85δ, επιστολή του Α. Σκιά προς το Μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Αθήνα 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1922 όπου αναπτύσσει τη θέση των αρχαϊστών για το γλωσσικό εξελληνισμό των ξενοφώνων. 91 Εθνικός Κήρυξ, Αι αγορεύσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου 1909-1956, περ. Β΄, τ. Γ΄, Αθήναι 1957, σσ. 386-387. 92 Δ. Κυριαζής, «Η γλώσσα μας στα σχολεία της Μακεδονίας», Πολιτική Επιθεώρηση, τ. Β, αρ.21(1916), 747. Τις ίδιες θέσεις διατύπωνε σε άρθρα της και η εφημερίδα Φλώρινα που στήριζε την ομάδα του Δραγούμη, βλ. Σ. Ηλιάδου-Τάχου, «Η πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των κατοίκων Μοναστηρίου και Φλώρινας μέσα από την οπτική της εφημερίδας Φλώρινα του Ι. Θεοδοσίου, του έτους 1916», Μακεδονικά, τ. 32(1999-2000), 208.
319
της Ελλάδας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο η ισχύς του παραπάνω νομοθετικού διατάγματος επεκτάθηκε σε όλη την ελληνική επικράτεια με το νόμο 827 93. Οι παλινωδίες όσον αφορά τη γλώσσα διδασκαλίας στα σχολεία έθεταν ακόμη ένα εμπόδιο στις προσπάθειες διάδοσης της ελληνικής στους μη ελληνόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Αν για έναν ξενόφωνο μαθητή ήταν δύσκολο να μάθει την ομιλούμενη ελληνική γλώσσα, θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να μάθει μια νεκρή γλώσσα. Το αρνητικό αποτέλεσμα της χρήσης της καθαρεύουσας στις προσπάθειες γλωσσικού εξελληνισμού των Νέων Χωρών υπογράμμιζε ο γενικός διοικητής Δυτικής Μακεδονίας Ηλιάκης, αναφέροντας χαρακτηριστικά σε έκθεσή του ότι «ο σχολαστικισμός κατόρθωσε με τα ωά και τα κάνιστρα των αναγνωστικών μας βιβλίων να μας κάνει να χάσουμε τα αυγά και τα καλάθια στη Μακεδονία» 94. Παρά την πληθώρα προτάσεων, εκθέσεων, μεγαλεπήβολων σχεδίων και την επίσειση κινδύνων για την εθνική ασφάλεια, τα αποτελέσματα της πολιτικής γλωσσικού εξελληνισμού του μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν μηδαμινά. Μπορεί ο νόμος 568 του 1914 να προέβλεπε το διορισμό Ελλήνων δασκάλων για τη διδασκαλία της ελληνικής στα μουσουλμανικά σχολεία, αλλά οι διορισμοί αυτοί γίνονταν σποραδικά και σίγουρα δεν κάλυπταν τις ανάγκες όλων των μουσουλμανικών σχολείων. Ο γενικός διοικητής Δυτικής Μακεδονίας το 1921 παρατηρούσε ότι από τα 82 μουσουλμανικά σχολεία της περιφέρειάς του μόνο στα 13 διδάσκονταν ελληνικά από αποσπασμένους Έλληνες δασκάλους και αυτά ήταν τα σχολεία που βρίσκονταν σε μικτούς οικισμούς όπου υπήρχε και ελληνικό σχολείο 95. Ένα χρόνο αργότερα στην Υποδιοίκηση Ανασέλιτσας ο υποδιοικητής στην περιοδεία του συνάντησε μόνο σε ένα μουσουλμανικό χωριό Έλληνα δάσκαλο διορισμένο από το κράτος να διδάσκει ελληνικά – στα υπόλοιπα οι ελληνόφωνοι Βαλαάδες διδάσκονταν τουρκικά 96. Αλλά και στην πόλη της Θεσσαλονίκης ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων παρατηρούσε ότι η εκμάθηση της ελληνικής στα μουσουλμανικά σχολεία γινόταν από μόλις επτά Έλληνες δασκάλους –αντί για τους 24 που ήταν απαραίτητοι– και ξεκινούσε από την τρίτη τάξη, αποκλείοντας τις μικρότερες 93
Γ. Κορδάτος, ό.π., σσ. 141-143 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς διάφορα υπουργεία, Κοζάνη 15/28 Μαΐου 1919 «αφομοιωτική εργασία, παρατηρήσεις και προτεινόμενα μέτρα». 95 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. 41, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805. 96 Γ. Γκλαβίνας, ό.π., σ. 153. 94
320
ηλικίες που ήταν πιο κατάλληλες για την εκμάθηση ξένης γλώσσας 97. Σύμφωνα με στοιχεία του 1923, στα μουσουλμανικά σχολεία της Θεσσαλονίκης δίδασκαν έξι Έλληνες δάσκαλοι, ενώ στα μουσουλμανικά σχολεία της Υποδιοίκησης Βέροιας υπηρετούσαν δώδεκα Έλληνες δάσκαλοι και σε αυτά της Κατερίνης πέντε 98. Αν αυτή ήταν η κατάσταση στα μουσουλμανικά σχολεία της πόλης της Θεσσαλονίκης μπορεί κάποιος να φανταστεί κατά πόσο διδάσκονταν ελληνικά στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της υπαίθρου. Σε κάποιες περιπτώσεις αιτήματα για διορισμό Ελλήνων δασκάλων για τη διδασκαλία της ελληνικής διατυπώνονταν από τους ίδιους του μουσουλμάνους. Στη Δυτική Μακεδονία οι μουσουλμάνοι το 1917 ζητούσαν από τον Ηλιάκη «μετά φορτικότητος» να διορίσει Έλληνες δασκάλους στα σχολεία τους, όπως και η μουσουλμανική κοινότητα Καϊλαρίων και Γκιουμουλτζίνας το 1920 ή ο μουφτής Αργυροκάστρου το 1915 99. Σε άλλες όμως περιπτώσεις οι μουσουλμάνοι χωρικοί δεν επιθυμούσαν το διορισμό Έλληνα δασκάλου στο σχολείο τους και φρόντιζαν να τον αναγκάσουν να φύγει παρέχοντάς του, για παράδειγμα, κάποιο στάβλο για κατάλυμα 100. Ούτε όμως και η πρόταση για διορισμό Τουρκοκρητικών δασκάλων υλοποιήθηκε. Χάρη στην πρωτοβουλία και στην προσπάθεια του Ηλιάκη, στη Δυτική Μακεδονία διορίστηκαν μέχρι το 1920 τέσσερις Τουρκοκρητικοί δάσκαλοι για την εκμάθηση των ελληνικών στα μουσουλμανικά σχολεία: ένας στα Καϊλάρια, ένας στη Φλώρινα, ένας στα Γρεβενά και ένας στο Σαϊνλέρ (Ξηρολίμνη Κοζάνης) 101. Το 1921 όμως παρέμενε μόνο ο Τουρκοκρητικός δάσκαλος στο μουσουλμανικό σχολείο των Γρεβενών 102. Στη Δυτική Θράκη, από την άλλη, ο Χαρίσιος Βαμβακάς κάλεσε μουσουλμάνες δασκάλες από την Κρήτη για να διδάξουν ελληνικά στα μουσουλμανικά νηπιαγωγεία, διόρισε 97
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 60, επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων Θεσσαλονίκης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1922. 98 Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 61. 99 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 95, κυβερνητικός αντιπρόσωπος ΚοζάνηςΦλώρινας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 5359. Επίσης, εφημ. Φως, 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου και 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1920. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. 3Β/33, επιθεωρητής των σχολείων της περιφέρειας Αργυροκάστρου προς την Κεντρική Υπηρεσία, Αργυρόκαστρο 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1915, αρ. πρ. 310. 100 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. 41, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805. Το ίδιο διαπίστωνε και ο προκάτοχος στη Γενική Διοίκηση Ηλιάκης, σημειώνοντας ότι οι μουσουλμάνοι των αμιγώς μουσουλμανικών χωριών, σε αντίθεση με τα μικτά, δυσανασχετούσαν στο διορισμό Ελλήνων δασκάλων, 101 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς διάφορα υπουργεία, Κοζάνη 15/28 Μαΐου 1919 «αφομοιωτική εργασία, παρατηρήσεις και προτεινόμενα μέτρα». 102 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. 41, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805.
321
μουσουλμάνους δασκάλους γνώστες της ελληνικής, ενώ τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αναλάμβαναν εκ περιτροπής και οι δάσκαλοι των ελληνικών σχολείων 103. Σε ανάλογη στασιμότητα βρίσκονταν και οι προτάσεις για τη διάδοση της ελληνικής μέσω νυχτερινών ή θερινών σχολών, προσκοπικών ομάδων κ.λπ. Νυχτερινές σχολές για την εκμάθηση των ελληνικών από τους ενήλικες ξενόφωνους λίγες τελικά συστάθηκαν. Το 1920 λειτούργησε στη Βέροια νυχτερινή σχολή για τη διδασκαλία των ελληνικών στους μουσουλμάνους της πόλης, η οποία την πρώτη χρονιά είχε 60 μαθητές 104. Την ίδια χρονιά στο Πράβι (Ελευθερούπολη) ιδρύθηκε νυχτερινή σχολή για την εκμάθηση ελληνικών από τους μουσουλμάνους της περιοχής 105, στη Δυτική Θράκη λειτούργησαν θερινές σχολές στις οποίες φοίτησαν 500 ξενόφωνοι μαθητές 106, το 1922 στην πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρχαν τρεις νυχτερινές σχολές 107, ενώ λειτουργούσαν επίσης στην Έδεσσα, στα Γιαννιτσά και στις κωμοπόλεις του νομού Φλώρινας 108. Η σημασία του προσκοπισμού για την καλλιέργεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης και τη γλωσσική αφομοίωση αλλόφυλων και αλλόγλωσσων πληθυσμών των Νέων Χωρών, όπως αναφέρθηκε, είχε επισημανθεί από εκπροσώπους της ελληνικής διοίκησης. Συνεπώς η ίδρυση προσκοπικών ομάδων στις οποίες θα συμμετείχαν μουσουλμάνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι κ.λπ. ήταν «εθνικά ωφέλιμη». Στη Δυτική Μακεδονία το 1920 λειτουργούσαν 38 προσκοπικές ομάδες εκ των οποίων τρεις ήταν μουσουλμανικές: της Φλώρινας, των Καϊλαρίων και της Καστοριάς 109. Στην Ανατολική Μακεδονία ο γενικός 103
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, σημείωμα Χ. Βαμβακά προς Ελ. Βενιζέλο «περί Δυτικής Θράκης», Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1920. 104 Εφημ. Έδεσσα, 29 Μαρτίου/11 Απριλίου 1920. Το συγκεκριμένο σχολείο ιδρύθηκε ύστερα από πρωτοβουλία του βουλευτή της περιοχής Αλή Δεμίρ Μπέη, ο οποίος με άρθρα του στις εφημερίδες προέτρεπε τους μουσουλμάνους να μάθουν ελληνικά. Τα άρθρα αυτά χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα από την ελληνική προπαγάνδα και αναδημοσιεύτηκαν σε τουρκικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 55.2, Κεντρική Υπηρεσία προς Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης και Γραφείο Τύπου Σμύρνης, Αθήνα 8/21 Ιουνίου 1920 , αρ. πρ. 16728. 105 Εφημ. Φως, 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1920. 106 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, σημείωμα Χ. Βαμβακά προς Ελ. Βενιζέλο «περί Δυτικής Θράκης», Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1920. 107 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 60, επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων Θεσσαλονίκης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1922. 108 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. 10, έκθεση για τον εξελληνισμό της Μακεδονίας και Τ. Κωστόπουλος, Ετερογλωσσία, σ. 96. 109 Η μουσουλμανική προσκοπική ομάδα της Φλώρινας είχε δύναμη 35 ατόμων και αρχηγό τον Μουσταφά Χατζίζαδε, των Καϊλαρίων είχε δύναμη 70 ατόμων και αρχηγό τον Τουρκοκρητικό δάσκαλο Μεχμέτ Γετιμάκη και της Καστοριάς είχε δύναμη 40 ατόμων και λειτουργούσε παράρτημά της στη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό), Ν. Γύπαρης, Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, Έκθεσις προς τον κ. Ιωάννην Ηλιάκην (Γενικόν Διοικητήν Δυτικής Μακεδονίας) ως πρόεδρον της Π.Ε. Προσκόπων Δ. Μακεδονίας, εν Αθήναις 1919˙ Εθνική Πολιτική, Μηνιαίο Περιοδικό της Γενικής Διοίκησης Δυτικής Μακεδονίας, αρ. 3 Κοζάνη
322
διοικητής
θεωρούσε
τις
ομάδες
προσκόπων
μέσο
εθνικής
προπαγάνδας
σε
αλλόγλωσσους και αλλοεθνείς, αλλά σημείωνε ότι για να ενισχυθεί το ενδιαφέρον των αρχηγών των ομάδων, που ήταν συνήθως δάσκαλοι και έφεδροι αξιωματικοί, έπρεπε να χορηγηθεί μηνιαίο επίδομα 110. Ενδεικτικό της εθνικής προπαγάνδας μέσω των προσκοπικών ομάδων ήταν, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ίδρυση στο Πράβι από το σώμα προσκόπων της περιοχής νυχτερινής σχολής για την εκμάθηση των ελληνικών από τους μουσουλμάνους. Στη Δυτική Θράκη ο Βαμβακάς, συνειδητοποιώντας και αυτός την εθνική χρησιμότητα του προσκοπισμού, φρόντισε να ιδρυθούν 17 προσκοπικές ομάδες με 700 προσκόπους εκ των οποίων οι 150 δεν ήταν Έλληνες. Σε αντίθεση με τη Δυτική Μακεδονία, ο Βαμβακάς έκρινε σκόπιμο να μην ιδρυθούν ξεχωριστές προσκοπικές ομάδες μη ελληνικών πληθυσμών, ώστε στις μικτές ομάδες οι αλλόγλωσσοι μέσα από την επαφή με τους Έλληνες να μάθουν ελληνικά 111. Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να εξασφαλίσει την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στους μουσουλμάνους μαθητές είχε αποτέλεσμα οι τελευταίοι σπάνια να συνεχίζουν τις σπουδές τους στα ελληνικά σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις μουσουλμάνων που φοιτούσαν στα δημόσια ελληνικά γυμνάσια, με εξαίρεση την Κρήτη όπου η διγλωσσία του μουσουλμανικού πληθυσμού και η σχετική νομική πρόβλεψη της Κρητικής Πολιτείας δημιουργούσαν πιο ευνοϊκές συνθήκες ένταξης στο ελληνικό σχολείο 112. Έτσι, στη Δυτική Μακεδονία το σχολικό έτος 1920-1921 μόνο τρεις μουσουλμάνοι φοιτούσαν στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης και συγκεκριμένα στο γυμνάσιο αρρένων Κοζάνης 113. Στο ελληνικό γυμνάσιο Βέροιας από το 1919 μέχρι το 1922 φοιτούσαν οι δύο γιοι ενός μουσουλμάνου
15/28 Ιουλίου 1920 και αρ. 5 Κοζάνη 16/29 Αυγούστου 1920. Επίσης, εφημ. Φως, 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1920. 110 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 2, Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 28 Ιανουαρίου/10 Φεβρουαρίου 1921, αρ. πρ. 1607. 111 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, σημείωμα Χ. Βαμβακά προς Ελ. Βενιζέλο «περί Δυτικής Θράκης», Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1920. 112 Το 1920 στο γυμνάσιο του Ηρακλείου η ύπαρξη μουσουλμάνων μαθητών είχε αποτέλεσμα να εγκριθεί από το υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης η προαιρετική διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας με έξοδα της μουσουλμανικής δημογεροντίας, εφημ. Νέα Εφημερίς, 28 Μαρτίου/10 Απριλίου 1920. 113 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 2, Κεντρική Υπηρεσία προς υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης, Αθήνα 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 1472 όπου συνημμένη στατιστική των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης της Δυτικής Μακεδονίας.
323
γιατρού της πόλης, ενώ τη σχολική χρονιά 1922-1923 προστέθηκαν άλλοι δύο μουσουλμάνοι μαθητές, ορφανοί, από τη Βόρειο Ήπειρο 114. Η έλλειψη οποιασδήποτε οργανωμένης συστηματικής πολιτικής γλωσσικού εξελληνισμού των μουσουλμάνων αντικατοπτρίζεται στην περίπτωση των Βαλαάδων της Δυτικής Μακεδονίας. Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας θα μπορούσαν εύκολα να ενταχθούν στον ελληνικό εθνικό κορμό εξαιτίας της ελληνικής γλώσσας τους και του χριστιανικού παρελθόντος τους. Ωστόσο, όπως σημείωνε και ο τοπικός βουλευτής Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης 115, το ελληνικό κράτος δεν έκανε καμία ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση και εξαιτίας μάλιστα αυτής της αδράνειας απειλούνταν ακόμη και η ελληνική γλώσσα της πληθυσμιακής αυτής ομάδας. Το καλοκαίρι του 1922 ο υποδιοικητής Ανασέλιτσας περιοδεύοντας στα μουσουλμανικά χωριά της δικαιοδοσίας του παρατηρούσε ότι τα παιδιά των ελληνόφωνων Βαλαάδων διδάσκονταν τα «ακατανόητα δι’ αυτούς Τουρκικά» σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε επί Τουρκοκρατίας, όταν με δική τους θέληση διδάσκονταν ελληνικά 116. Φαίνεται ότι κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύνταξη του τελικού κειμένου της Σύμβασης των Αθηνών η ελληνική πλευρά δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι μεγάλες ομάδες μουσουλμάνων δεν μιλούσαν τουρκικά και δέχτηκε τη διατύπωση του άρθρου 16 του 3ου συνημμένου πρωτοκόλλου το οποίο όριζε ότι η διδασκαλία στα μουσουλμανικά σχολεία θα γινόταν στα τουρκικά. Εκτός από τους Βαλαάδες και οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι διδάσκονταν στα σχολεία τους τουρκικά, ενώ και η εφημερίδα Νέα Έδεσσα αναρωτιόταν σε ποια γλώσσα θα έπρεπε να διδάσκονται οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας που δεν μιλούσαν
114
ΓΑΚ, Βέροιας, αρχείο Α΄ λυκείου Βέροιας/ελληνικό γυμνάσιο Βέροιας 1914-1931, μαθητολόγια. Ήδη από το 1914 ο υποδιοικητής Βέροιας σε έκθεσή του σημείωνε ότι κάποιοι μουσουλμάνοι και ισραηλίτες μαθητές φοιτούσαν σε ελληνικά σχολεία, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 11, υποδιοικητής Βέροιας προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, Βέροια 1/14 Δεκεμβρίου 1914. 115 Κ. Τσιτσελίκης, Ένα ξερίζωμα, Αθήνα 1925, ανατυπωμένη έκδοση από το περιοδικό Δυτικομακεδονικά Γράμματα, τεύχ. Α (2002), 40-64 όπου στον επίλογο του διηγήματός του για την Ανταλλαγή των Βαλαάδων ο βουλευτής Κοζάνης αναφέρεται σε συζήτηση με τον Ίωνα Δραγούμη σχετικά με την ένταξη στον εθνικό κορμό των Βαλαάδων: «Μερικά παιδιά τους να πήγαιναν στα Σχολειά μας, να τελείωναν το Γυμνάσιο, ένα-δύο να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο ιστορία και ύστερα να διορισθούν δάσκαλοι στα χωριά τους. Αυτό έφτανε για να ξυπνήσει η εθνική συνείδηση του πληθυσμού αυτού, που ένα-δύο αιώνες τώρα ήταν κοιμισμένη κάτω από το σκέπασμα της αγραμματοσύνης και του Μουσουλμανικού φανατισμού. Ο Ελληνισμός στο ζήτημα αυτό είχε ένα μεγάλο σύμμαχο και βοηθό: τη γλώσσα, την καθάρια, την αγνή Ελληνική γλώσσα, που αναγκαστικά συγκρατούσε τον εθνισμό των παραστρατημένων αυτών παιδιών του κάτω από τη φαινομενική φλούδα του Τουρκο-Μουσουλμανισμού. Αυτήν την άποψη δυστυχώς δεν την κατάλαβαν πολλοί και το χειρότερο είναι ότι δεν την κατάλαβε ποτέ του το Ελληνικό Κράτος». 116 Γ. Γκλαβίνας, ό.π., σσ. 157-158.
324
τουρκικά 117. Το γεγονός ότι το παραπάνω άρθρο της Σύμβασης των Αθηνών δεν προέβλεπε τη γλωσσική πολυμορφία των μουσουλμανικών πληθυσμών των Νέων Χωρών θα μπορούσε να θεωρηθεί παράλειψη για την περίπτωση των ελληνόφωνων μουσουλμάνων όχι όμως και για τους σλαβοφώνους, η διδασκαλία των οποίων στη μητρική τους γλώσσα θα δημιουργούσε νομικό προηγούμενο και για τους χριστιανούς σλαβοφώνους, κάτι που δεν ήταν επιθυμητό από την ελληνική πλευρά. Τα μηδαμινά αποτελέσματα των προσπαθειών γλωσσικού εξελληνισμού των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών ήταν προϊόν περισσότερο αδυναμίας και ιεράρχησης προτεραιοτήτων του ελληνικού κράτους. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και η λειτουργία των ελληνικών σχολείων των Νέων Χωρών αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα. Οι Βαλκανικοί και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχαν αποτέλεσμα την καταστροφή σχολικών κτηρίων, ενώ υπήρχε έλλειψη δασκάλων εξαιτίας της στράτευσής τους σε μια περίοδο που το ελληνικό κράτος βρισκόταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα. Εύγλωττα η εφημερίδα Εμπρός, σχολιάζοντας τα αιτήματα Εβραίων και μουσουλμάνων για διορισμό Ελλήνων δασκάλων στα σχολεία τους, αναρωτιόταν πώς θα αντιμετώπιζε αυτά τα αιτήματα το υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης, όταν πληθώρα ελληνικών χωριών στερούνταν δασκάλους 118. Παράλληλα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου και του Μικρασιατικού Πολέμου έθεταν μοιραία άλλες προτεραιότητες για το ελληνικό κράτος και περιόριζαν τις οικονομικές δυνατότητές του όσον αφορά την οργάνωση της εκπαίδευσης, ενώ, όπως επισημάνθηκε, η πολιτική της γλωσσικής αφομοίωσης επικεντρώθηκε στο σλαβόφωνο πληθυσμό των Νέων Χωρών.
117 118
Εφημ. Νέα Έδεσσα, 19 Ιουλίου/1 Αυγούστου 1921. Εφημ. Εμπρός, 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1920.
325
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923 Ο κυρίαρχος ρόλος της Μεγάλης Ιδέας στην εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους συνεπαγόταν και τη διεκδίκηση εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διεκδίκηση που δεν γινόταν όμως μόνο με την ισχύ των όπλων. Στην ευόδωση των εθνικών πόθων εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι διπλωματικές ικανότητες και οι προπαγανδιστικές εκστρατείες που επηρέαζαν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο υπέρ των ελληνικών θέσεων και διαψεύσεις άρθρων που δεν συμβάδιζαν με αυτές, εκδόσεις στατιστικών, φυλλαδίων, συγκέντρωση υπομνημάτων ελληνικών κοινοτήτων που εξέφραζαν τον πόθο τους για ένωση με τη μητέρα πατρίδα και μαρτυριών για τις βαρβαρότητες Βούλγαρων και Οθωμανών ήταν μερικά μόνο από τα όπλα του πολέμου προπαγάνδας που ξέσπασε στα Βαλκάνια από τα τέλη του 19ου και συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και στον επόμενο αιώνα. Βασικός στόχος του πολέμου, η εξουδετέρωση των επιχειρημάτων της προπαγάνδας των αντίπαλων βαλκανικών εθνικισμών που εποφθαλμιούσαν με τη σειρά τους τα ευρωπαϊκά εδάφη του «Μεγάλου Ασθενούς». Για τις ελληνικές αλυτρωτικές βλέψεις η Βουλγαρία και οι εθνικές διεκδικήσεις της σε εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης ήταν ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος. Ο Μακεδονικός Αγώνας αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία ενός συστηματικού ελληνικού προπαγανδιστικού μηχανισμού στοχεύοντας να διαφωτίσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για τα ελληνικά δίκαια στη Μακεδονία και να αντικρούσει την επιχειρηματολογία της βουλγαρικής προπαγάνδας που ήταν πιο οργανωμένη και αποτελεσματική 1.
1
D. Kitsikis, Propagande et pressions en politique internationale: La Grèce et ses revendications a la Conférence de la Paix 1919-1920, Παρίσι 1963, σσ. 83-87.
326
Την περίοδο 1912-1923, η προσπάθεια σε πολεμικό και διπλωματικό επίπεδο για την πραγματοποίηση της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας έφτασε στο απόγειό της, γεγονός που προϋπέθετε έναν προπαγανδιστικό μηχανισμό ανάλογης δυναμικής. Στην προπαγανδιστική αυτή εκστρατεία ο ρόλος του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας δεν ήταν αμελητέος. 1. Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στις παραμονές της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης στο Παρίσι (1912-1919) Οι νίκες των ελληνικών όπλων στους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν βέβαια βασική προϋπόθεση για την εκπλήρωση των εθνικών πόθων, έπρεπε όμως να συνδυαστούν με διπλωματικούς ελιγμούς που όφειλαν να λάβουν υπ’ όψιν τους όχι μόνο τις απαιτήσεις των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών, αλλά και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή. Κατά συνέπεια, το σκηνικό που στήθηκε κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν κατάλληλο για έντονη προπαγανδιστική δράση. Η ελληνική πλευρά κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων έδειχνε μια ιδιαίτερη σπουδή να παρουσιάσει την εικόνα ενός στρατού που δεν εκτρέπεται σε βιαιοπραγίες εναντίον των αμάχων και ενός διοικητικού μηχανισμού που προτεραιότητά του ήταν ο σεβασμός των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού. Παράλληλα, η εικόνα αυτή αντιδιαστελλόταν με τη βίαιη συμπεριφορά του βουλγαρικού στρατού έναντι των μουσουλμάνων των περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης που βρίσκονταν υπό βουλγαρική κατοχή. Ο στόχος ήταν προφανής: η Ελλάδα και η Βουλγαρία διεκδικούσαν περιοχές με συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς και συνεπώς μια ευμενής πολιτική απέναντι στους μουσουλμάνους θα λειτουργούσε θετικά στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονταν οι οδηγίες του Βενιζέλου και του πρίγκιπα Νικολάου –στρατιωτικού διοικητή της Θεσσαλονίκης– ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι βιαιοπραγίες των Ελλήνων στρατιωτών εις βάρος των μουσουλμάνων πολιτών, τονίζοντας τις αρνητικές
327
επιπτώσεις για τα εθνικά συμφέροντα και το γόητρο του στρατεύματος 2. Από την άλλη, το υπουργείο Εξωτερικών ζητούσε πληροφορίες από το διοικητικό επίτροπο Φλώρινας σχετικά με τις διαμαρτυρίες των πρεσβειών της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας για καταστροφές μουσουλμανικών χωριών στον καζά της Κορυτσάς και στο βιλαέτι του Μοναστηρίου, για τις οποίες ο Έλληνας υπουργός είχε την άποψη ότι ατίμαζαν το ελληνικό όνομα και παρείχαν επιχειρήματα σε όσους δεν επιθυμούσαν την εδαφική επέκταση της Ελλάδας 3. Οι ελληνικές αρχές, εκτός από τις οδηγίες, φρόντιζαν να παραθέτουν στοιχεία που διέψευδαν τις διακοινώσεις ξένων διπλωματικών αποστολών – κυρίως της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας– οι οποίες έκαναν λόγο για φόνους και ληστείες μουσουλμάνων αμάχων από Έλληνες στρατιώτες και πολίτες, για καταπάτηση κτημάτων και περιουσιών και για συστηματικό διωγμό του μουσουλμανικού στοιχείου από τις ελληνικές αρχές 4. Προς επίρρωσιν της ελληνικής επιχειρηματολογίας συντάσσονταν και δημοσιεύονταν στον τοπικό και διεθνή Τύπο υπομνήματα μουσουλμάνων με τα οποία εξέφραζαν την απόλυτη ικανοποίησή τους για τη φιλοδίκαιη ελληνική διοίκηση και τη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού, αναιρώντας, παράλληλα,
2
ΔΙΣ, φ. 1633 Βαλκανικοί Πόλεμοι, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης όπου διαταγή της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης του Νοεμβρίου του 1912 σχετικά με τη συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών και ανάλογο τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς τον πρίγκιπα Νικόλαο. 3 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, Κεντρική Υπηρεσία προς διοικητικό επίτροπο Φλώρινας, τηλεγράφημα Αθήνα 26 Δεκεμβρίου 1912/8 Ιανουαρίου 1913. Στον ίδιο φάκελο, Κεντρική Υπηρεσία προς διάδοχο Κωνσταντίνο, Αθήνα 11/24 Δεκεμβρίου 1912, αρ. πρ. 36665 όπου ζητείται η παραδειγματική τιμωρία των ένοχων στρατιωτών. Για τις βιαιοπραγίες του ελληνικού στρατού στην περιοχή της Ηπείρου βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, διοικητικός επίτροπος Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 29 Δεκεμβρίου 1912/11 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 727 όπου αναλυτικές πληροφορίες για κατεστραμμένα μουσουλμάνικά χωριά και θύματα στην περιοχή της Κορυτσάς. Επίσης Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, Αθήνα 2007, σσ. 41-43 και 77-79. 4 Ενδεικτικά: ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 9, υποφ. 4, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 7 Νοεμβρίου και 23 Δεκεμβρίου 1913, αρ. 2501 και 2781 σχετικά με χορήγηση αποζημιώσεων για την καταστροφή βακουφικής περιουσίας από τον ελληνικό στρατό. Επίσης, στο ίδιο αρχείο, 1913, φ. 12, υποφ. 4, πρεσβεία Ιταλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, ρηματική διακοίνωση, Αθήνα 15 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. 1649 σχετικά με βιαιοπραγίες ελληνικού στρατού στην Ήπειρο. Πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 5 Μαΐου 1913, αρ. 1.000 σχετικά με δολοφονίες και άλλες βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων της Θεσσαλονίκης μετά τη δολοφονία του βασιλία Γεωργίου του Α΄. 1913, φ. 12, υποφ. 7, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 22 Οκτωβρίου 1913, αρ. 2327 σχετικά με παράνομη φυλάκιση μουσουλμάνων χωρικών της Φλώρινας. Πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 26 Οκτωβρίου 1913, αρ. 2412 σχετικά με τη δήμευση περιουσιών μουσουλμάνων της Μυτιλήνης. 1913, φ. 31, υποφ. 7, πρεσβεία Γερμανίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 4 Ιανουαρίου 1913, αρ. 35 σχετικά με βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων Χίου και Μυτιλήνης.
328
τους ισχυρισμούς για το αντίθετο 5. Η παραπάνω εικόνα της ελληνικής διοίκησης και του ελληνικού στρατού έπρεπε να προβληθεί στον ευρωπαϊκό Τύπο όπου δινόταν μια μάχη εντυπώσεων ανάμεσα στις βαλκανικές προπαγάνδες. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1912 Γραφείο Τύπου το οποίο εξαρτώταν άμεσα από το υπουργείο Εξωτερικών και στο οποίο τοποθετήθηκε διευθυντής ο οικονομολόγος και καθηγητής πανεπιστήμιου στο Λονδίνο Ανδρέας Ανδρεάδης 6. Το Γραφείο Τύπου προμήθευε τους ανταποκριτές των ξένων εφημερίδων με προπαγανδιστικό υλικό, φωτογραφίες και έγγραφα τα οποία, εννοείται, ενίσχυαν το γόητρο της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και αντέκρουαν δημοσιεύματα κυρίως της βουλγαρικής προπαγάνδας, όπως αυτά που προέρχονταν από τα μέλη της φιλοβουλγαρικής Balkan Committee του Λονδίνου 7. Παράλληλα, οι ξένοι δημοσιογράφοι διαφωτίζονταν και για τη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού και των διοικητικών αρχών απέναντι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των περιοχών που καταλαμβάνονταν. D. Cassavetti, Crawford Price, J. Mavrogordatos σημείωναν, για παράδειγμα, ότι παρά τη σφαγή των χριστιανών στα Σέρβια δεν σημειώθηκαν αντεκδικήσεις, ενώ σκιαγραφούσαν και μια ιδανική εικόνα για τη μέριμνα που έλαβαν οι ελληνικές αρχές για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες 8. Η εφημερίδα Liberté δημοσίευσε συνέντευξη με το μουσουλμάνο δήμαρχο της Βέροιας ο οποίος εκθείασε την ελληνική διοίκηση, ενώ οι άριστες εντυπώσεις Αιγύπτιου πασά από
5
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 14, υποφ. 7, διοικητικός επίτροπος Βέροιας προς υπουργείο Εσωτερικών, Βέροια 26 και 28 Νοεμβρίου/9 και 11 Δεκεμβρίου 1912, αρ. πρ. 162 και 323 όπου συνημμένα ψηφίσματα των μουσουλμανικών κοινοτήτων Βέροιας και Νάουσας για τη χρηστή ελληνική διοίκηση και τη διαγωγή του στρατεύματος. Στον ίδιο φάκελο, διοικητικός επίτροπος Πρέβεζας προς υπουργείο Εσωτερικών, Πρέβεζα 21 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου 1913, αρ. πρ. 266 όπου ψήφισμα της μουσουλμανικής κοινότητας Πρέβεζας με ανάλογο περιεχόμενο. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 103, υποφ. 2, Γραφείο Τύπου προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10/23 Δεκεμβρίου 1912, αρ. τηλ. 1551 όπου συνημμένο τηλεγράφημα μουσουλμάνων Φλώρινας με ανάλογο με τα παραπάνω περιεχόμενο. Επίσης, εφημ. Εμπρός, 25 Απριλίου/8 Μαΐου 1913 όπου ανταπόκριση από την Ελασσόνα οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της οποίας δηλώνουν ευχαριστημένοι από την ελληνική διοίκηση. 6 Για την ίδρυση και λειτουργία του Γραφείου Τύπου βλ. D. Kitsikis, ό.π., σσ. 88-89. Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων στη θέση του Ανδρεάδη τοποθετήθηκε ο διπλωμάτης Βασίλης Κολοκοτρώνης. 7 Μέλη της οποίας ήταν ο καθηγητής και μετέπειτα λόρδος Bryce, οι αδελφοί Buxton και ο δημοσιογράφος Brailsford. 8 Κρώφορδ Πράις, ανταποκριτού Times, Οι Βαλκανικοί Αγώνες. Πολιτική και στρατιωτική ιστορία των εν Μακεδονία Βαλκανικών Πολέμων, ανατύπωση, εν Αθήναις 1915, σ. 51˙ D.J. Cassavetti, Hellas and the Balkan Wars, Λονδίνο 1914, σσ. 85, 111 όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι μειονέκτημα των Ελλήνων είναι η αδυναμία τους να λάβουν σκληρά μέτρα εκεί όπου ήταν απαραίτητο, όπως στην περίπτωση των Σερβίων, λόγω έμφυτης καλοσύνης˙ J. Mavrogordatos, Letters from Greece concerning the war of the Balkan Allies 1912-1913, Λονδίνο 1914.
329
την επίσκεψή του στην ελληνική Μακεδονία, σε αντίθεση με τη βουλγαρική, χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα από τον Τύπο 9. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι αυτός ο πόλεμος καταγγελιών, διαψεύσεων, ευχαριστήριων ψηφισμάτων και προπαγανδιστικών δημοσιευμάτων αφορούσε κυρίως τις περιοχές των νησιών του Αιγαίου, της Βορείου Ηπείρου και της Ανατολικής Μακεδονίας, στην ενσωμάτωση των οποίων στο ελληνικό κράτος αντετίθεντο η Ιταλία, η Αυστροουγγαρία και η Γερμανία οι οποίες πρωτοστατούσαν στις καταγγελίες για τη βίαιη συμπεριφορά των Ελλήνων απέναντι στους μουσουλμάνους, με τις γερμανικές διπλωματικές αποστολές, μάλιστα, να αναλαμβάνουν την προστασία των πρώην Οθωμανών υπηκόων 10. Η παραπάνω προπαγανδιστική προσπάθεια εντάθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο για τη σύναψη ειρήνης. Η ελληνική διπλωματία γνώριζε πολύ καλά ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες σε ζητήματα βιαιοπραγιών εις βάρος αμάχων. Συνεπώς, μια πολιτική σεβασμού των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων και ο περιορισμός στο ελάχιστο των παρεκτροπών των στρατιωτικών μονάδων θα ενίσχυαν τις ελληνικές θέσεις στη διπλωματική κονίστρα. Σε αντίθετη περίπτωση, δίνονταν αφορμές σε Ιταλία, Αυστροουγγαρία και Γερμανία να δικαιολογήσουν την εναντίωσή τους στην εδαφική επέκταση της Ελλάδας ή να προωθήσουν τη λύση της αυτονομίας της Μακεδονίας 11. Ταυτόχρονα έφερναν και σε δύσκολη θέση την ευνοϊκή για τις ελληνικές διεκδικήσεις βρετανική διπλωματία που δεχόταν ήδη πιέσεις από τους μουσουλμάνους της Ινδίας 12. Έτσι, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών πληροφορήθηκε με ικανοποίηση από τον 9
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 25, υποφ. 6, Γραφείο Τύπου προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 19 Απριλίου/2 Μαΐου 1913, αρ. τηλ. 14 και Εφημ. Εμπρός, 8/21 Μαΐου 1913. 10 Κ. Δ. Ρακτιβάν, Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης Ελληνικής Διοικήσεως της Μακεδονίας (19121913), Θεσσαλονίκη 1951, σσ. 27-28. Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για την ίδρυση του αλβανικού κράτους και δεν επιθυμούσαν την ένταξη της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Η Βιέννη, παράλληλα, υποστήριζε τις βουλγαρικές θέσεις όσον αφορά τη διανομή των εδαφών της Μακεδονίας, ενώ η Γερμανία αντετίθετο στην απόδοση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Για την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι των διεκδικήσεων της Ελλάδας βλ. Helen Gardikas Katsiadakis, Greece and the Balkan Imbroglio. Greek foreign policy, 1911-1913, Αθήνα 1995, σσ. 155156, 221-228, 231, 235-242 και 256-261. Επίσης, Κ. Λούλος, «Ο ρόλος της Ελλάδας στα σχέδια της γερμανικής βαλκανικής πολιτικής 1912-1913», Λ. Τριχά-Ε. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη (επιμ.), Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων 1910-1914, Αθήνα 1993, σσ. 25-40. 11 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Σκουλούδη, φ. 12, υποφ. 2, υπουργείο Εξωτερικών προς Στ. Σκουλούδη, Αθήνα 19 Απριλίου/2 Μαΐου 1913, αρ. πρ. 12476 όπου συνημμένο υπόμνημα επιτροπής Ρουμανιζόντων, Τούρκων και Ιουδαίων προς τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο σχετικά με την αυτονομία της Μακεδονίας. 12 βλ. κατ. σ. 348.
330
Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο ότι δεν έγινε καμία αναφορά στη συμπεριφορά των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, αν και το ζήτημα των βιαιοτήτων εναντίον των μουσουλμάνων της Μακεδονίας από τους συμμαχικούς βαλκανικούς στρατούς τέθηκε στη βρετανική Βουλή, με τον επικεφαλής του Foreign Office να διαβεβαιώνει ότι το Λονδίνο απέστειλε διαβήματα διαμαρτυρίας σε Σόφια και Βελιγράδι. Η Αθήνα απέδιδε αυτή την «παράλειψη» της βρετανικής διπλωματίας στο γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός σεβάστηκε και προστάτευσε τους μουσουλμάνους των περιοχών που καταλάμβανε 13. Ιδιαίτερα χρήσιμη για την ελληνική διπλωματία ήταν η εικόνα αυτή της ευνοϊκής στάσης έναντι των μουσουλμάνων εν όψει των διαπραγματεύσεων του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου και κυρίως προκειμένου να αντικρουστούν οι βουλγαρικές διεκδικήσεις. Την περίοδο 1912-1923 οι βουλγαρικές βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων αποτέλεσαν διπλωματικό χαρτί για την ελληνική εξωτερική πολιτική και προσφιλές θέμα της ελληνικής προπαγάνδας κάθε φορά που η Βουλγαρία προσπαθούσε να εξασφαλίσει εδαφική επέκταση σε περιοχές με σημαντικό αριθμό μουσουλμάνων, όπως στην περίπτωση της Θράκης 14. Η ελληνική προπαγάνδα, εκτός από το να υπενθυμίζει τη συμπεριφορά των Βουλγάρων προς τους μουσουλμάνους κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ταυτόχρονα την αντιδιέστελλε με την ελληνική πολιτική σεβασμού των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας 15. Εν όψει λοιπόν των διαπραγματεύσεων ειρήνης στο Λονδίνο η ελληνική πλευρά στήριζε το αίτημά της για ενσωμάτωση της Ανατολικής Μακεδονίας στην Ελλάδα και όχι στη Βουλγαρία χρησιμοποιώντας και το επιχείρημα των βιαιοπραγιών του βουλγαρικού στρατού έναντι των μουσουλμάνων της περιοχής. Από τον Ιανουάριο του 1913 η Αθήνα μέσω του Δημητρίου Δίγκα, Σερραίου βουλευτή στο οθωμανικό Κοινοβούλιο, και του ειδικού απεσταλμένου στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας Κοντογούρη
13
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 16, υποφ. 3, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Λονδίνο 21 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου 1913, αρ. πρ. 220 και Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Λονδίνου, Αθήνα 21 Φεβουαρίου/6 Μαρτίου 1913, αρ. πρ. 5254. 14 Για τις βουλγαρικές βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων βλ. Carnegie Endowment for International Peace, Division of Intercourse and Education, Report of the international Commission to inquire into the causes and conduct of the Balkan Wars, Ουάσιγκτον 1914, σσ. 59-61, 77-78, 268-271˙ J. McCarthy, Death and exile. The ethnic cleansing of Ottoman Muslims 1821-1922, New Jersey 1995, σσ. 140-154˙ Λέων Τρότσκι, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, 19121913, Αθήνα 1993, σσ. 312-314, 339. 15 Για την πτυχή αυτή της ελληνικής προπαγάνδας βλ. Ι. Glavinas, «The perception of Muslim minority in Greece in Greek and Bulgarian policy and strategy (1912-1923)», Études Balkaniques, 4(2005), 157-174.
331
προσπαθούσε να συγκεντρώσει ψηφίσματα διαμαρτυρίας εναντίον της υπαγωγής της περιοχής στη Βουλγαρία. Στις οδηγίες του υπουργείου Εξωτερικών τονιζόταν ότι τα ψηφίσματα αυτά, στα οποία θα έπρεπε να διεκτραγωδούν τα όσα υπέστησαν από τους Βούλγαρους και να καταλήγουν ότι είναι αδύνατον να ζήσουν υπό βουλγαρική κατοχή, δεν έπρεπε να περιοριστούν μόνο στον ελληνικό πληθυσμό, αλλά να υποβληθούν και από μουσουλμάνους 16. Η ελληνική πλευρά επιδόθηκε σε αγώνα δρόμου για να εξασφαλίσει εγκαίρως τις υπογραφές στα ψηφίσματα διαμαρτυρίας βουλευτών, μπέηδων, μουφτήδων, δημάρχων και άλλων σημαινόντων μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας. Μάλιστα εξασφαλίστηκε η συνεργασία τριών μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών των Σερρών οι οποίοι δήλωναν πρόθυμοι να μεταβούν στο Λονδίνο για να εκθέσουν τα δείνα που υπέστησαν από τους Βούλγαρους και να εκφράσουν την προτίμησή τους στην ελληνική κυριαρχία 17. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, η ελληνική πλευρά δεν εξασφάλισε τελικά τη σύμπραξη των μουσουλμάνων βουλευτών και των πρώην ανώτατων διοικητικών εκπροσώπων της Ανατολικής Μακεδονίας, είτε από το φόβο της αντίδρασης των Βουλγάρων είτε εξαιτίας σχετικών οδηγιών της κυβέρνησης των Νεοτούρκων 18. Εν τούτοις, ψηφίσματα προς τη Συνδιάσκεψη
του
Λονδίνου
υποβλήθηκαν
από
εκπροσώπους
ελληνικών
και
μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ανατολικής Μακεδονίας με τα οποία ζητούσαν την
16
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 9 υποφ. 2, Δ. Δίγκας προς Καβαλλιεράτο, Κωνσταντινούπολη 7/20 Ιανουαρίου 1913. Στον ίδιο φάκελο, Κεντρική Υπηρεσία προς πρίγκιπα Νικόλαο, Αθήνα 28 Ιανουαρίου/10 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 2392 όπου πληροφορίες και οδηγίες για την αποστολή Κοντογούρη. 17 Οι τρεις αυτοί χότζες έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και σύμφωνα με οδηγίες του υπουργείου έπρεπε με απόλυτη μυστικότητα να αποσταλούν στην Ευρώπη και από εκεί να προβούν στις δηλώσεις ενάντιον της βουλγαρικής κατοχής, ώστε να μη φανεί ότι καθηγούνται από την Ελλάδα ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 8, υποφ. 4, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 17/30 Μαρτίου 1913, αρ. πρ. 8202 και Κεντρική Υπηρεσία προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 26 Μαρτίου/8 Απριλίου 1913, αρ. πρ. 8642. 18 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 9, υποφ. 2, προξενείο Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνστάντζα 8/21 και 10/23 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 4195 και 4401 όπου προωθεί τηλεγραφήματα από Κωνσταντινούπολη αναφορικά με τις επαφές του Δίγκα με τον Αγκιάχ Μπέη, βουλευτή από τη Δράμα, και μουσουλμάνους προκρίτους από τις Σέρρες οι οποίες οδηγούνται σε αποτυχία εξαιτίας της στάσης της νεουτουρκικής κυβέρνησης. Επίσης, στον ίδιο φάκελο, Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 23 Ιανουαρίου/5 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 2519 όπου αναφέρεται ότι ο δήμαρχος και ο μουφτής Σερρών εξαιτίας του φόβου της αντίδρασης των Βουλγάρων αδυνατούν να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη για να υπογράψουν υπόμνημα των μουσουλμάνων εναντίον της βουλγαρικής κυριαρχίας. Σε ανάλογο συμπέρασμα κατέληξε και ο Κ. Ρακτιβάν, στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 7/20 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 4106.
332
ενσωμάτωση στην ελληνική επικράτεια και περιέγραφαν τις βιαιότητες που διέπραξαν οι Βούλγαροι 19. Για να τεκμηριώσει την εικόνα του «βάρβαρου» Βούλγαρου και του «πολιτισμένου» Έλληνα όσον αφορά τη συμπεριφορά τους απέναντι στους μουσουλμάνους, η ελληνική πλευρά προέβαλε διάφορες παρακλήσεις μουσουλμανικών κοινοτήτων να καταληφθούν άμεσα τα χωριά τους από τον ελληνικό στρατό πριν προλάβουν να προελάσουν οι Βούλγαροι 20. Επιπλέον, ήδη πριν από την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου οι ελληνικές αρχές συγκέντρωναν στοιχεία για τις βουλγαρικές βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Μακεδονίας και της Θράκης. Έτσι, το υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1913 από την πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη να συγκεντρώνει και να αποστέλλει κάθε εβδομάδα πληροφορίες για τις βουλγαρικές θηριωδίες τόσο εις βάρος των ελληνικών όσο και εις βάρος των μουσουλμανικών πληθυσμών 21. Από την άλλη, ο Αδοσίδης σε επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη σημείωνε ότι οι βουλγαρικές βιαιότητες εις βάρος των μουσουλμάνων δεν ήταν γνωστές στον ευρωπαϊκό Τύπο και γι’ αυτόν το λόγο συγκέντρωνε στοιχεία και σκόπευε να δημοσιεύσει σχετικές ανταποκρίσεις 22. Το προπαγανδιστικό μοτίβο του «πολιτισμένου» Έλληνα και του «βάρβαρου» Βούλγαρου, πάντα με σημείο αναφοράς τη συμπεριφορά τους απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Οι ελληνικές αρχές τόνιζαν με κάθε τρόπο στους μουσουλμάνους την εκ διαμέτρου αντίθετη με τους Βούλγαρους αντίληψη διοίκησης επιστρέφοντας, για παράδειγμα, στις μουσουλμανικές κοινότητες τα τζαμιά που είχαν μετατρέψει οι Βούλγαροι σε εκκλησίες ή επιτρέποντας την επάνοδο στη μουσουλμανική θρησκεία όσων, κυρίως Πομάκων, είχαν βίαια εκχριστιανιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όλα τα παραπάνω βέβαια διατυμπανίζονταν στον ευρωπαϊκό Τύπο. Έτσι, στις Σέρρες επί τη ευκαιρία της επιστροφής στη μουσουλμανική κοινότητα του Εσκί Τζαμί που είχε 19
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 36, υποφ. 5, ψηφίσματα προς τη Διάσκεψη του Λονδίνου ελληνικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων του καζά Λαγκαδά. 20 Θ. Φλωρά-Καραβία, Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913 Μακεδονία-Ήπειρος, Αθήνα 1936, σσ. 8, 59˙ Φ. Δραγούμης, Ημερολόγιο: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 , Αθήνα-Ιωάννινα 1988, σσ. 148-150˙ Κρώφορδ Πράις, ό.π., σ. 147. 21 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 6, υποφ. 4, Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 7/20 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 4361. 22 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. 1, υποφ. 1, Αδοσίδης προς Δραγούμη, Θεσσαλονίκη 1/14 Μαρτίου 1913.
333
μετατραπεί από τους Βούλγαρους σε εκκλησία, τελέστηκε δέηση παρουσία εκπροσώπων των ελληνικών αρχών και των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων κατά την οποία ο μουφτής εξέφρασε την ευγνωμοσύνη των μουσουλμάνων προς τον ελληνικό στρατό για την απελευθέρωσή τους από το βουλγαρικό ζυγό 23. Στην περιοχή της Δοϊράνης ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ακούγοντας στην προσφώνηση του μουφτή –η οποία δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα Le Temps– για τη μετατροπή των τζαμιών σε εκκλησίες και για τα ορφανά που άφησαν οι βουλγαρικές θηριωδίες, έδωσε διαταγές για την επιστροφή των τζαμιών και την περίθαλψη των ορφανών 24. Υπομνήματα μουσουλμάνων της Μακεδονίας και της Θράκης με τα οποία τόνιζαν την άψογη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού και τις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων, ανταποκρίσεις που περιέγραφαν τη χαρά των μουσουλμάνων για τις νίκες των ελληνικών δυνάμεων και την ευχαρίστησή τους για τον τρόπο που ασκούνταν η ελληνική διοίκηση παρετίθεντο από τον Τύπο και τις προπαγανδιστικές εκδόσεις της εποχής 25. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές διοχέτευαν συνεχώς πληροφορίες για τις βιαιοπραγίες όχι μόνο εναντίον των
Ελλήνων
αλλά
και
εναντίον
των
μουσουλμάνων.
Όλες
οι
ελληνικές
προπαγανδιστικές εκδόσεις της εποχής, σε αντίθεση με τις βουλγαρικές, αφιέρωσαν πολλές σελίδες για να περιγράψουν τις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων εις βάρος του μουσουλμανικού
πληθυσμού 26.
Το
υπουργείο
Εξωτερικών
είχε
φροντίσει
να
συγκεντρώσει υλικό γι’ αυτές ήδη πριν ξεσπάσει ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος στέλνοντας, 23
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 25, υποφ. 6, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 3/16 Ιουλίου 1913, αρ. τηλ. 114. Για την απόδοση από τις ελληνικές αρχές των τζαμιών που μετατράπηκαν σε εκκλησίες στους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονία βλ. και την έκθεση Ναούμ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. ΑΑΚ/29, Ναούμ προς Βενιζέλο, Αθήνα 8/21 Ιουνίου 1914. 24 Commission d’ enquête de l’ Association Macédonienne, Atrocités Bulgares en Macédoine, faits et documents, Αθήνα 1913, σ. 18. 25 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 24, υποφ. 3, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 15/28 Ιουλίου 1913, αρ. τηλ. 84 όπου περιγράφεται η χαρά των μουσουλμάνων των περιοχών Δεμίρ Xισάρ, Σερρών, Δράμας και Καβάλας για την επιστροφή τζαμιών και βακουφικών κτημάτων και για τις ευκολίες που δόθηκαν για τον εορτασμό του Ραμαζανιού. Στον ίδιο φάκελο, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 4/17 Ιουλίου 1913, αρ. τηλ. 89 όπου αναφορά σε συνέντευξη του γενικού διοικητή Μακεδονίας Στ. Δραγούμη στην εφημερίδα Θάρρος, όπου τονίζεται ότι οι μουσουλμάνοι βοηθούν τον ελληνικό στρατό στην καταδίωξη των Βουλγάρων εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την ευγνωμοσύνη τους για τη φιλοδίκαιη ελληνική διοίκηση. Εφημ. Νέα Ημέρα, 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913 όπου ευχαριστήριο τηλεγράφημα της μουσουλμανικής κοινότητας Γκιουμουλτζίνας προς το βασιλιά Κωνσταντίνο˙ εφημ. Εμπρός, 4/17 Ιουλίου 1913 όπου ευχαριστήρια τηλεγραφήματα μουσουλμάνων Δοϊράνης˙ Commission d’ enquête de l’ Association Macédonienne, ό.π., σσ. 18, 27˙ Αι βουλγαρικαί ωμότητες εν τη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, εν Αθήναις 1914 και εφημ. Θάρρος, 7/20 Ιουλίου 1913, όπου δημοσίευμα για τις ανταποκρίσεις του δημοσιογράφου του Παρισινού Χρόνου όπου τονίζεται η χαρά των μουσουλμάνων για τις νίκες του ελληνικού στρατού. 26 Justin McCarthy, ό.π., σ. 166.
334
όπως αναφέρθηκε, σχετικές οδηγίες στην πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης από την οποία ζητούσε και την αποστολή των εκδόσεων του Νεοτουρκικού Κομιτάτου για τις συμμαχικές βιαιοπραγίες κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ώστε να βοηθηθεί το έργο επιτροπής που μελετούσε τις βουλγαρικές θηριωδίες στη Μακεδονία 27. Ακόμη και στο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας που οργάνωσε ο Δήμος Αθηναίων στην πλατεία Συντάγματος για τις βουλγαρικές θηριωδίες στη Μακεδονία έγινε αναφορά στα όσα υπέστησαν οι μουσουλμάνοι, ενώ μίλησαν και εκπρόσωποί τους 28. Όλη αυτή η προπαγανδιστική προσπάθεια είχε προφανή σκοπό να ισχυροποιήσει διπλωματικά τις ελληνικές θέσεις στις διαπραγματεύσεις που θα διαδέχονταν το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και παράλληλα να αποδυναμώσει τις αντίστοιχες βουλγαρικές 29. Επιπλέον, η προβολή της βουλγαρικής συμπεριφοράς απέναντι στους μουσουλμάνους και η σύγκρισή της με την αντίστοιχη ελληνική εξυπηρετούσαν και τις ελληνικές προσπάθειες σύμπηξης αμυντικής συμφωνίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον της Βουλγαρίας 30. Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο Εξωτερικών έστελνε οδηγίες στην πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης να υποδαυλίζεται συνεχώς η εχθρότητα της κοινής γνώμης εναντίον των Βουλγάρων, κάτι που θα επιτυγχανόταν μέσω δημοσιευμάτων του οθωμανικού Τύπου –ιδιαίτερα των εφημερίδων Sabah και Ikdam– που θα περιέγραφαν τις βουλγαρικές θηριωδίες εναντίον των μουσουλμάνων της Μακεδονίας και της
27
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913. φ. 23, υποφ. 3, Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 30 Ιουνίου/13 Ιουλίου 1913, αρ. πρ. 1944. 28 Εφημ. Εμπρός, 1/14 Ιουλίου 1913. 29 Σε έγγραφο του υπουργείο Εξωτερικών προς τις πρεσβείες του εξωτερικού επισημαινόταν ότι η δημοσίευση στο ευρωπαϊκό Τύπο των βουλγαρικών βιαιοπραγιών θα βοηθούσε τα μέγιστα στην εκπλήρωση των ελληνικών διεκδικήσεων, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 24, υποφ. 3, Κεντρική Υπηρεσία προς ελληνικές πρεσβείες εξωτερικού, Αθήνα 3/16 Ιουλίου 1913, αρ. πρ. 19643. Χαρακτηριστική της δραστηριότητας του ελληνικού προπαγανδιστικού μηχανισμού στην Ευρώπη είναι η αλληλογραφία του Ίωνος Δραγούμη με τον Χαρίσιο Βαμβακά που βρισκόταν στο Λονδίνο βλ. Καλλ. ΠαπαθανάσηΜουσιοπούλου, «Συμβολή στη διπλωματική ιστορία της Θράκης κατά το 1913», Θρακική Επετηρίδα, 3(1982), 47-56. 30 Μυστικές συνεννοήσεις Αθήνας-Κωνσταντινούπολης είχαν αρχίσει πολύ πριν από την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου και εντάθηκαν αμέσως ύστερα από αυτήν. Ο Βενιζέλος προσπάθησε να πετύχει μια αμυντική συμφωνία για κοινή δράση εναντίον της Βουλγαρίας, χωρίς να αναγκαστεί να κάνει παραχωρήσεις στο Αιγαίο. Η συμφωνία τελικά δεν επιτεύχθηκε εξαιτίας της διαφωνίας για το τελικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, οι διαπραγματεύσεις ωστόσο απέτρεψαν μια ενδεχόμενη σύμπραξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Βουλγαρία, βλ. Helen Gardikas-Katsiadakis, ό.π., σσ. 212-218 και της ίδιας, «O συσχετισμός των δυνάμεων και η Ελλάδα μπροστά στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου», στο Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα. 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Συμπόσιο, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 44.
335
Θράκης 31. Παράλληλα, η προβαλλόμενη εικόνα της ελληνικής διοίκησης και οι ενέργειες υπέρ
των
μουσουλμάνων
είχαν
στόχο
τον
προσεταιρισμό
του
συμπαγούς
μουσουλμανικού πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης όχι μόνο για να αντικρουστούν οι βουλγαρικές διεκδικήσεις σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά και για να διευκολυνθούν οι πολεμικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού. Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης, στρατιωτικός διοικητής των Σερρών, σημείωνε το πόσο ενισχύθηκε η ελληνική επιρροή στο μουσουλμανικό πληθυσμό της Ανατολικής Μακεδονίας από την ενέργεια της επιστροφής στις μουσουλμανικές κοινότητες των τζαμιών των Σερρών και της Καβάλας τα οποία είχαν μετατραπεί σε εκκλησίες από τους Βούλγαρους και πρότεινε το παράδειγμα αυτό να ακολουθηθεί και αλλού 32. Πράγματι, οι μουσουλμάνοι των παραπάνω περιοχών, έχοντας τις χείριστες αναμνήσεις από τη βουλγαρική κυριαρχία, βοήθησαν ποικιλοτρόπως –κυρίως ως οδηγοί ή μέλη πολιτοφυλακών– τις ελληνικές δυνάμεις στις μάχες με το βουλγαρικό στρατό 33, κάτι που επισημάνθηκε ακόμη και από την έκθεση Carnegie και τον Οθωμανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη 34. Αλλά και μακριά από τα πεδία των μαχών, στο κομμάτι της Μακεδονίας που είχε απελευθερωθεί με τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, η προπαγανδιστική προβολή των βουλγαρικών βιαιοπραγιών είχε αποτέλεσμα, σύμφωνα με το νομάρχη της Δυτικής Μακεδονίας, οι μουσουλμάνοι της περιοχής να αποδεχτούν πιο εύκολα την ελληνική κυριαρχία 35. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις βέβαια το αποτέλεσμα της προπαγάνδας ήταν 31
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 8, υποφ. 4, Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, τηλ/μα, Αθήνα 4/17 Ιουνίου 1913. Εννοείται, βέβαια, ότι για τα δημοσιεύματα αυτά η πρεσβεία θα πλήρωνε και ανάλογα χρηματικά ποσά. 32 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 113, επιστολή του Μαζαράκη προς το γενικό διοικητή Μακεδονίας. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 117, δήμαρχος Καβάλας προς γενικό διοικητή Μακεδονίας, Καβάλα 15/28 Ιουλίου 1913 όπου αναφέρεται στην ευγνωμοσύνη των μουσουλμάνων για την απόδοση, σύμφωνα με τις οδηγίες του αρχηγού του στόλου, ενός τζαμιού που είχε μετατραπεί από τους Βούλγαρους σε εκκλησία, ενώ σημειώνεται ότι ακολουθώντας τις οδηγίες του γενικού διοικητή ο μουφτής Καβάλας έστειλε ευχαριστήριο τηλεγράφημα στο βασιλιά. 33 ΕΛΙΑ, αρχείο Λ. Παρασκευόπουλου, «Ο διοικητής της Χης Μεραρχίας Λ. Παρασκευόπουλος, Έκθεσις περί της διεξαγωγής των επιχειρήσεων της 10ης Μεραρχίας κατά του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου του 1913, Βέρροια 25 Μαρτίου 1914», σσ. 18-19, 55˙ Extraits fac-similés de certaines lettres trouvées dans le courrier du 19me régiment de la VIIme division grecque, saisi par les troupes bulgares dans la région de Razlog, Σόφια 1913, επιστολή του Ζ. Καλιγιάννη, Ροδόπη 13 Ιουλίου 1913˙ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 24, υποφ. 3, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 1/14 Ιουλίου 1913, αρ. τηλ. 91 και 4/17 Ιουλίου 1913, αρ. τηλ. 89. 34 Carnegie Endowment for International Peace, ό.π., σ. 201 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, ο γενικός πρόξενος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς γενικό διοικητή Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 8 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 100. 35 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 16, νομάρχης Δυτικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 220.
336
διαφορετικό. Τον Ιούνιο του 1913 η φήμη ότι επίκειται κάθοδος Βούλγαρων κομιτατζήδων προκάλεσε την υποχώρηση των ελληνικών λόχων βόρεια της Έδεσσας, αλλά και τον πανικό του μουσουλμανικού πληθυσμού που εγκατέλειπε τις εστίες του. Ο διοικητικός επίτροπος Βοδενών ανέφερε χαρακτηριστικά ότι μουσουλμάνοι και Έλληνες ήταν τόσο τρομοκρατημένοι από τις διηγήσεις των εφημερίδων σχετικά με τις θηριωδίες των Βουλγάρων, ώστε αν δεν προηγούνταν οι ευχάριστες ειδήσεις από τα πεδία των μαχών θα ήταν αδύνατη η συγκράτησή τους 36. Μία ακόμη αφορμή για να προβληθεί η «πολιτισμένη» αντίληψη της ελληνικής διοίκησης απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό αποτέλεσε η μετανάστευση των μουσουλμάνων των περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης οι οποίες επιδικάστηκαν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στη Βουλγαρία. Και σε αυτή την περίπτωση η ελληνική
προπαγάνδα
χρησιμοποίησε
κατάλληλα
ψηφίσματα
ελληνικών
και
μουσουλμανικών κοινοτήτων με τα οποία διαμαρτύρονταν για την υπαγωγή των περιοχών τους στη Βουλγαρία, περιέγραφαν τις βουλγαρικές βιαιότητες του πρόσφατου παρελθόντος και έκαναν γνωστό ότι μη ανεχόμενοι τη βουλγαρική κυριαρχία θα μετανάστευαν μαζικά στην ελληνική επικράτεια 37. Χαρακτηριστική της ελληνικής πολιτικής να παρουσιαστεί ότι καμία μειονότητα δεν μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε βουλγαρικό έδαφος ήταν και η περίπτωση της Στρώμνιτσας, οι μουσουλμάνοι και χριστιανοί κάτοικοι της οποίας ακολούθησαν τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του πυρπολώντας, παράλληλα, τις οικίες τους, αν και το αυθόρμητο αυτής της ενέργειας των κατοίκων, ιδίως των μουσουλμάνων, αμφισβητήθηκε από διάφορες πλευρές 38. Λίγα χρόνια αργότερα σε έκδοση του υπουργείου Περίθαλψης γίνεται η εξής ενδεικτική αναφορά για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε η ελληνική προπαγάνδα τη 36
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 113, υποφ. 2, διοικητικός επίτροπος Βοδενών προς γενικό διοικητή Μακεδονίας, Έδεσσα 24 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1913. 37 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 37, υποφ. 1, στρατιωτικός διοικητής Γκιουμουλτζίνας προς τη Διεύθυνση Εσωτερικής Διοίκησης, Γκιουμουλτζίνα 3/16 Αυγούστου 1913, αρ. πρ. 13 όπου συνημμένα ψηφίσματα Ελλήνων και μουσουλμάνων του Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη), Γιασίκιοϊ, Σαλή και Ορτατζή. Γενικό Επιτελείο Ναυτικού προς Κεντρική Υπηρεσία, Αβέρωφ 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913 όπου ανάλογα ψηφίσματα μουσουλμανικών χωριών στην περιοχή της Μαρώνειας. Γενικό Στρατηγείο προς Κεντρική Υπηρεσία, 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1913, αρ. πρ. 21802 όπου ανάλογα ψηφίσματα Ελλήνων και μουσουλμάνων περιοχής Μάκρης. ΔΙΣ, φ. 1657, υποφ. Α, φρούραρχος Δράμας προς Γενικό Στρατηγείο, Δράμα 7/20 Αυγούστου 1913 όπου αναφορές σε αιτήματα μουσουλμάνων των βουλγαρικών περιοχών να τους επιτραπεί η μετανάστευση σε ελληνικό έδαφος. 38 Carnegie Endowment for International Peace, ό.π., σσ. 106-108 και ΤΝΑ, F.O. 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434.
337
μετανάστευση αυτή των μουσουλμάνων των βουλγαρικών περιοχών: «Παράδειγμα ελληνικής φιλανθρωπίας, δικαιοσύνης, ανεξιθρησκίας είναι το γεγονός ότι οι τουρκικοί πληθυσμοί εγκατέλειπαν τις εστίες τους για να περάσουν σε ελληνικό έδαφος ώστε να κερδίσουν την ασυλία των θρησκευτικών και εθνικών τους παραδόσεων που απείλησαν οι Βούλγαροι» 39. Οι
βουλγαρικές
βιαιοπραγίες
εναντίον
μουσουλμάνων
και
Ελλήνων
χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα από την ελληνική εξωτερική πολιτική ώστε να στηριχθεί σε διπλωματικό επίπεδο και η προσπάθεια της de facto ακύρωσης της απόφασης της Συνθήκης του Βουκουρεστίου για την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία. Για να επιτευχθεί το παραπάνω, η ελληνική πλευρά αντιμετώπιζε θετικά την ανακήρυξη της Δυτικής Θράκης σε αυτόνομο κράτος από τους μουσουλμάνους της περιοχής και κάλεσε τον ελληνικό πληθυσμό να συνεργαστεί με την αυτόνομη κυβέρνηση της Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνή) 40. Στις οδηγίες προς τις ελληνικές κοινότητες της Θράκης το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών τόνιζε, ανάμεσα στα άλλα, ότι στα υπομνήματα υπέρ της αυτονομίας θα έπρεπε να υπογραμμίζονται η κοινή μοίρα Ελλήνων και μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής 41. Η εικόνα μιας ελληνικής διοίκησης που διέπεται από ισονομία και σεβασμό στα δικαιώματα των μουσουλμανικών μειονοτήτων ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για να
39
Μ. Αιλιανός, Υπουργείο Περιθάλψεως, το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, Αθήνα 1921, σ. 79. Τον Αύγουστο του 1913 ομάδες ατάκτων του Εμβέρ Πασά συγκρούστηκαν με βουλγαρικά αποσπάσματα εκδιώκοντάς τα από τη Δυτική Θράκη. Οι διπλωματικές δεσμεύσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν της επέτρεπαν την ανοιχτή στήριξη του κινήματος το οποίο οργανώθηκε μυστικά από Οθωμανούς αξιωματικούς που αργότερα συγκρότησαν την «Ειδική Οργάνωση» (Teşkilât-i Mahsusa). Στις 18/31 Αυγούστου μετά την κατάληψη της Κομοτηνής ιδρύθηκε το «Τουρκικό Αυτόνομο Κράτος της Δυτικής Θράκης», σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε και ένας Έλληνας (τα υπόλοιπα μέλη ήταν πέντε μουσουλμάνοι, ένας Αρμένιος και ένας Εβραίος). Το αυτόνομο κράτος, που είχε αρχικά την υποστήριξη της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας, έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται όταν υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1913 όπου αναγνωριζόταν η βουλγαρική κυριαρχία στη Δυτική Θράκη. Για την αυτόνομη Δυτική Θράκη και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης βλ. K. Τσιούμης, Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (1923-1940), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 16-20˙ Tevfik Biyiklioğlu, Trakya’da millî mücadele (Ο εθνικός αγώνας στη Θράκη), τ. 1, Άγκυρα 1992, σσ. 70-89˙ Καλλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Συμβολή, σσ. 56-65 και «Ο αντίκτυπος της Συνθήκης του Βουκουρεστίου στη Θράκη», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Συμπόσιο: 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 113-125. 41 Καλλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Ο αντίκτυπος, σσ. 116-117 όπου έγγραφο του υπουργείο Εξωτερικών προς την πρεσβεία Κωνσταντινούπολης. Για ένα παράδειγμα τέτοιου υπομνήματος ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 411 (επιστολές Βενιζέλου), υπόμνημα του Πανθρακικού Συλλόγου Αθηνών, Αθήνα χ.χ. 40
338
στηριχθούν και οι εθνικές διεκδικήσεις στη Βόρειο Ήπειρο την περίοδο 1912-1913 42. Η Ελλάδα για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της έπρεπε να αποδείξει στις Μεγάλες Δυνάμεις, και ιδίως σε όσες αντιδρούσαν στο ενδεχόμενο ελληνικής εδαφικής επέκτασης στη Βόρειο Ήπειρο, ότι οι μουσουλμάνοι Αλβανοί της περιοχής δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν από μια ελληνική διοίκηση. Υπό αυτό το πρίσμα οργανώθηκε και η σχετική ελληνική προπαγάνδα γύρω από το βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Το Δεκέμβριο του 1912 –ενώ είχε ήδη ανακηρυχθεί η ανεξαρτησία της Αλβανίας και η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στο Λονδίνο είχε αποφασίσει τη δημιουργία αυτόνομου αλβανικού κράτους– το υπουργείο Εξωτερικών καλούσε το νομάρχη Φλώρινας να φροντίσει ώστε να υποβληθούν προς τις Μεγάλες Δυνάμεις υπομνήματα των κατοίκων της περιοχής της Κορυτσάς με τα οποία να δηλώνουν ότι επιθυμούν την ένωση με την Ελλάδα, ενώ ήταν απαραίτητο τα υπομνήματα να φέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες υπογραφές μουσουλμάνων 43. Μέχρι τον καθορισμό των νοτίων συνόρων της Αλβανίας με το Πρωτόκολλο
της
Φλωρεντίας
(17
Δεκεμβρίου
1913)
συντάχθηκε
από
τους
μουσουλμάνους Αλβανούς πληθώρα υπομνημάτων, ψηφισμάτων και ευχαριστηρίων στα οποία διατύπωναν την επιθυμία τους οι περιοχές τους να ενσωματωθούν στο ελληνικό κράτος, εκθείαζαν τη δικαιοσύνη της ελληνικής διοίκησης και διέψευδαν καταγγελίες για κακομεταχείρισή τους. Μια καλή ευκαιρία για τους μουσουλμάνους της Ηπείρου να εκφράσουν την «αυθόρμητη» ευγνωμοσύνη τους στην ελληνική διοίκηση ήταν και η περιοδεία του βασιλιά Κωνσταντίνου την άνοιξη του 1913, λίγες μέρες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913). Το υπουργείο Εξωτερικών απευθυνόμενο στο νομάρχη Φλώρινας και στο γενικό διοικητή Ηπείρου έδωσε τις κατάλληλες κατευθύνσεις για την υποδοχή του βασιλιά από τον τοπικό πληθυσμό. Μικτές επιτροπές χριστιανών και μουσουλμάνων έπρεπε να συντάξουν ψηφίσματα στα οποία θα ανέφεραν ότι η μόνη λύση που αποδέχονται για το μελλοντικό καθεστώς των περιοχών τους είναι η ενσωμάτωση στην Ελλάδα 44. Ανάλογα ψηφίσματα υποβλήθηκαν 42
Για την εξέλιξη του βορειοηπειρωτικού ζητήματος αυτή την περίοδο και την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και της Ελλάδας βλ. Β. Κόντης, Ευαίσθητες ισορροπίες Ελλάδα και Αλβανία στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 50-99. 43 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, Κεντρική Υπηρεσία προς νομάρχη Φλώρινας, Αθήνα 24 Δεκεμβρίου 1912/6 Ιανουαρίου 1913, αρ. πρ. 37742. 44 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 34, υποφ. 5, Κεντρική Υπηρεσία προς νομάρχη Φλώρινας και γενικό διοικητή Ηπείρου, Αθήνα 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1913, αρ. πρ. 13927. Ένα παράδειγμα τέτοιου ψηφίσματος βλ. στον ίδιο φάκελο, ο διοικητικός επίτροπος Πρεμετής προς γενικό διοικητή Ηπείρου, Πρεμετή 6/19 Μαΐου
339
όταν η Πρευσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1913 αποφάσισε ότι η Αλβανία θα ήταν ανεξάρτητο κράτος και εν όψει της έναρξης των εργασιών της διεθνούς επιτροπής για τον καθορισμό των αλβανικών νοτίων συνόρων 45. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έδινε μεγάλη σημασία στη συγκρότηση συλλαλητηρίων του πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου εν όψει της άφιξης της διεθνούς επιτροπής, στα όποια έπρεπε να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια –χωρίς όμως την άσκηση πίεσης– να συμμετάσχουν και μουσουλμάνοι οι οποίοι θα εκδήλωναν την ευγνωμοσύνη τους υπέρ της ελληνικής διοίκησης 46. Έτσι, οι μουσουλμάνοι πρόκριτοι των χωριών στο σαντζάκι του Βερατίου δήλωναν την επιθυμία τους να παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια και εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους στην ελληνική διοίκηση. Το ίδιο δήλωναν σε τηλεγράφημά τους σε διάφορες ευρωπαϊκές εφημερίδες οι μουσουλμάνοι πρόκριτοι του Δέλβινου, ενώ τα ίδια ανέφεραν στα υπομνήματά τους προς στα μέλη της διεθνούς επιτροπής μουσουλμάνοι της περιφέρειας Κορυτσάς 47. Παράλληλα, οι ελληνικές αρχές την ίδια περίοδο επιδίδονταν σε συγκέντρωση στοιχείων για να διαψεύσουν τις καταγγελίες κυρίως των ιταλικών και αυστροουγγρικών διπλωματικών αποστολών για βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Ηπείρου 48. Οι καταγγελίες αυτές που στόχο είχαν να αναιρέσουν τα διπλωματικά πλεονεκτήματα της προβαλλόμενης άριστης συμπεριφοράς της ελληνικής διοίκησης απέναντι στους μουσουλμάνους αντικρούονταν 1913, αρ. πρ. 386 όπου συνημμένα ψηφίσματα χριστιανών και μουσουλμάνων προς τη Διάσκεψη του Λονδίνου. 45 Τα μέλη της επιτροπής αποτελούνταν από εκπροσώπους των έξι Μεγάλων Δυνάμεων. Η επιτροπή άρχισε της εργασίες της στις αρχές Οκτωβρίου του 1913, αν και είχε καθοριστεί να ξεκινήσει την 1η Σεπτεμβρίου. 46 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 14, υποφ. 5, Κεντρική Υπηρεσία προς Πολιτική και Στρατιωτική Διοίκηση Κορυτσάς, Αθήνα 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 25042. 47 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 14, υποφ. 5, δημοψήφισμα μουσουλμάνων μουχταροδημογερόντων χωριών περιφέρειας Βερατίου, Βεράτι 9/22 Σεπτεμβρίου 1913. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 26, υποφ. 2, Γραφείο Τύπου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 4/17 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 2696 όπου συνημμένο το τηλεγράφημα των μουσουλμάνων προκρίτων του Δέλβινου. Στον ίδιο φάκελο, Στρατιωτική και Πολιτική Διοίκηση Κορυτσάς προς Κεντρική Υπηρεσία, Κορυτσά 7/20 Οκτωβρίου 1913, αρ. πρ. 3184. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 24, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 23 Σεπτεμβρίου/6 Οκτωβρίου 1913, αρ. τηλ. 1746 όπου πληροφορίες για τη συνέντευξη του μουσουλμάνου δημάρχου Κορυτσάς σε Άγγλο δημοσιογράφο. Βέβαια όσες εκδηλώσεις των μουσουλμάνων Αλβανών ήταν υπέρ της ενσωμάτωσης των περιοχών τους στην Αλβανία, οι ελληνικές αρχές φρόντιζαν να τις καταστείλουν, βλ. για παράδειγμα ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 26, υποφ. 2, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 14/27 Οκτωβρίου 1913, αρ. πρ. 2197 όπου συνημμένο τηλεγράφημα διοικητικού επιτρόπου Κολωνίας για τη στάση των μουσουλμάνων υπέρ της ένωσης με την Αλβανία και για τις ενέργειες των ελληνικών αρχών ώστε να αποτραπούν εκδηλώσεις υπέρ της Αλβανίας εν όψει της μετάβασης στην περιοχή της διεθνούς επιτροπής. 48 Για τον πόλεμο καταγγελιών και διαψεύσεων αναφορικά με το μουσουλμανικό πληθυσμό της Ηπείρου βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 7, φ. 38, υποφ. 3 και φ. 14, υποφ. 5.
340
με δηλώσεις, τηλεγραφήματα και υπομνήματα μουφτήδων, μουσουλμάνων προκρίτων, δημάρχων κ.λπ. 49. Βέβαια σοβαρά ερωτήματα εγείρονται για το κάτα πόσο ήταν αυθόρμητες οι εκδηλώσεις αυτές των μουσουλμάνων υπέρ της ελληνικής διοίκησης. Ωστόσο, η αντικειμενικότητα και η αλήθεια δεν ήταν ποτέ ίδιον καμίας προπαγανδιστικής εκστρατείας. Και στο ζήτημα της οριστικής διευθέτησης του καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου το μοτίβο του σεβασμού των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων από την ελληνική διοίκηση χρησιμοποιήθηκε για μία ακόμη φόρα από την ελληνική προπαγάνδα. Η διάψευση των συνεχών καταγγελιών της οθωμανικής κυβέρνησης για πολιτική διωγμού του μουσουλμανικού πληθυσμού των νησιών από τις ελληνικές αρχές μέσω δηλώσεων και ευχαριστήριων τηλεγραφημάτων μουσουλμάνων λειτουργούσε σαφώς υπέρ των θέσεων της Ελλάδας στη διαμάχη με την Υψηλή Πύλη όσον αφορά το μέλλον των νησιών του Αιγαίου 50. Το 1914 η ελληνική προπαγάνδα επεδίωκε διαφορετικούς στόχους σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, ο τρόπος, όμως, υλοποίησής τους παρέμενε ο ίδιος. Η Ελλάδα τη χρονιά αυτή είχε να αντιμετωπίσει το διωγμό του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας καθώς και ένα σημαντικό ρεύμα μετανάστευσης του μουσουλμανικού πληθυσμού των ελληνικών Νέων Χωρών προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία 51. Για τις αιτίες των πληθυσμιακών αυτών μετακινήσεων Αθήνα και
49
Ενδεικτικά ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 26, υποφ. 2, Γραφείο Τύπου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 4/17 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 2696 όπου συνημμένο το τηλεγράφημα των μουσουλμάνων προκρίτων του Δέλβινου με το οποίο διαψεύδουν δημοσιεύματα για κακομεταχείριση μουσουλμάνων περιοχής από τις ελληνικές αρχές. Για το ίδιο θέμα Εφημ. Ήπειρος, 27 Σεπτεμβρίου/10 Οκτωβρίου 1913 και εφημ. Εμπρός, 23 Σεπτεμβρίου/6 Οκτωβρίου 1913 όπου δηλώσεις του μουφτή Ιωαννίνων με τις οποίες διαψεύδει πληροφορίες άρθρου αυστριακής εφημερίδας για βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων της Ηπείρου. 50 Οι μουσουλμάνοι, για παράδειγμα, της Λήμνου και της Λέσβου σε ψηφίσματά τους προς τις Μεγάλες Δυνάμες ζητούσαν την ένωση των νησιών με την Ελλάδα ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 36, υποφ. 2, ο διοικητής Λήμνου προς Κεντρική Υπηρεσία, Λήμνος 14/27 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 1005 και διοικητικός επίτροπος Χίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Χίος 18/31 Ιανουαρίου 1913 αρ. πρ. 35. Για διαψεύσεις καταγγελιών της οθωμανικής κυβέρνησης και διακοινώσεων ξένων πρεσβειών βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 12, υποφ. 4 Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 1/14 Απριλίου 1913, αρ. πρ. 1385 και στον ίδιο φάκελο διοικητικός επίτροπος Χίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Χίος 12/25 Απριλίου 1913, αρ. πρ. 240. Ανάλογες στο ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 7 και ΙΑΥΕ, αρχείο Γενικής Διοίκησης Νήσων Αιγαίου, φ. Η. ΑΑΚ 29. Επίσης, εφημ. Εμπρός, 15/28 Ιανουαρίου 1913 όπου δημοσίευση εγγράφου του μουφτή Μυτιλήνης με το οποίο διαψεύδει καταγγελίες για βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων του νησιού. Πρβλ. Bilâl Şimşir, Ege sorunu, Belgeler cilt I (1912-1913) (Το ζήτημα του Αιγαίου. Έγγραφα), Άγκυρα 1976 όπου έγγραφα σχετικά με τις ελληνικές βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων των νησιών. 51 Βλ. κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμανικών πληθυσμών την περίοδο 1912-1923».
341
Κωνσταντινούπολη έδιναν εντελώς διαφορετικές ερμηνείες επιχειρώντας, παράλληλα, να αναιρέσουν τις αιτιάσεις που διατυπώνονταν για την πολιτική τους απέναντι στο μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό των επικρατειών τους. Για την Οθωμανική Αυτοκρατορία οι διωγμοί του ελληνικού πληθυσμού ήταν σχεδόν δικαιολογημένοι, εφόσον, σύμφωνα με τον Οθωμανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους το ελληνικό στοιχείο συνέδραμε τους εχθρικούς στρατούς, δεν ήταν νομιμόφρον και η απομάκρυνσή του από στρατηγικές περιοχές της αυτοκρατορίας ήταν επιβεβλημένη 52. Επιπλέον, την αφορμή για τους διωγμούς έδωσε η συστηματική δίωξη των μουσουλμάνων των ελληνικών Νέων Χωρών από τις ελληνικές αρχές και τους ντόπιους χριστιανούς 53. Την περίοδο 1914-1915, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι οθωμανικές διπλωματικές αποστολές στην Ελλάδα βομβάρδιζαν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών με διακοινώσεις στις οποίες κατήγγελλαν συνεχείς βαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων. Η εικόνα της «εθνοκάθαρσης» του μουσουλμανικού πληθυσμού των Νέων Χωρών συμπληρωνόταν με σειρά άρθρων του οθωμανικού Τύπου 54. Παράλληλα, η οθωμανική προπαγάνδα προσπαθούσε να διαψεύσει τα καταγγελλόμενα για τις ευθύνες των οθωμανικών αρχών όσον αφορά το ρεύμα εξόδου των Ελλήνων της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Η περιοδεία του υπουργού Εσωτερικών Ταλαάτ Πασά (Talât Paşa) στα μικρασιατικά παράλια με στόχο να εξετάσει τις αιτίες μετανάστευσης του ελληνικού πληθυσμού και να σταματήσει την εκστρατεία δυσφήμησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και η πρότασή του να τον συνοδεύσουν διπλωμάτες των Μεγάλων Δυνάμεων εντάσσονταν στην παραπάνω προσπάθεια 55. 52
ΤΝΑ, F.O. 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 16 Ιουνίου 1914, αρ. 31343. 53 ΤΝΑ, F.O. 371/1996a, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Σμύρνη 6 Μαρτίου 1914, αρ. 19151. Hasan Babacan, Mehmed Talât Paşa 1874-1921, Άγκυρα 2005, σσ. 89-90 54 Οι καταγγελίες αυτές βρίσκονται συγκεντρωμένες στους κάτωθι φακέλους: ΙΑΜ, ΓΔΜ, φ. 74 και 75 με τίτλο τουρκική πρεσβεία. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄ «ελληνοτουρκικαί συνεννοήσεις διά παραπόνων μουσουλμάνων Νέων Χωρών». Για άρθρα οθωμανικών εφημερίδων σχετικά με τις βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Δ/101 αποκόμματα δημοσιευμάτων ξένου Τύπου περί Ελλάδας και Δ/100 Εσωτερικός Τύπος. 55 Hasan Babacan, ό.π., σσ. 93-99. Εννοείται ότι στις σχετικές εκθέσεις που έστειλε ο Ταλαάτ στο οθωμανικό Κοινοβούλιο οι οθωμανικές αρχές δεν είχαν καμιά ευθύνη για το διωγμό των Ελλήνων. Επίσης, ΤΝΑ, F.O. 371/1996b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Κωνσταντινούπολη 17 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 27384 και Bilâl Şimşir, ό.π., σσ. 559-563 όπου έγγραφα της οθωμανικής πρεσβείας του Λονδίνου προς το Foreign Office στα οποία παρουσιάζεται η άποψη της Υψηλής Πύλης για τις αιτίες εξόδου του ελληνικού πληθυσμού και μετάφραση επιστολής του Ταλαάτ σχετικά με τα πορίσματα της περιοδείας του.
342
Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση, όπως και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, έστησε έναν ολόκληρο μηχανισμό συγκέντρωσης στοιχείων για τη διάψευση των οθωμανικών ισχυρισμών και για την προώθηση των ελληνικών θέσεων όσον αφορά τις αιτίες της μετανάστευσης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών και του διωγμού των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Αθήνα, λοιπόν, έκανε λόγο για ένα νεοτουρκικό πρόγραμμα συκοφαντικής διαπόμπευσης της ελληνικής διοίκησης με σκοπό να δικαιολογήσει το διωγμό των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποσπαστεί η προσοχή της ευρωπαϊκης κοινής γνώμης από την κατάσταση των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης 56. Έτσι, ο γενικός διοικητής Μακεδονίας γνωστοποίησε στον Βενιζέλο το Μάιο του 1914 τα πορίσματα των ερευνών για τις βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Δράμας που είχε καταγγείλει με συνεχή διαβήματα η οθωμανική πρεσβεία, πορίσματα που διέψευδαν βεβαίως πλήρως τα όσα υποστήριζε η οθωμανική πλευρά 57. Επίσης, και ο διευθυντής των Εξωτερικών Υποθέσεων της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, Γεώργιος Τσορμπατζόγλου, διαβεβαίωνε την ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη ότι δεν είχε εξακριβωθεί καμία συγκεκριμένη βιαιοπραγία Ελλήνων προσφύγων ή οργάνων εξουσίας, ενώ ο γενικός διοικητής Κρήτης καθησύχαζε τον Οθωμανό πρόξενο στον Πειραιά επιμένοντας ότι οι μουσουλμάνοι του νησιού περιβάλλονταν με πατρική μέριμνα, διαψεύδοντας, παράλληλα, τα όσα γράφτηκαν στον οθωμανικό Τύπο 58. Από την άλλη, ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών έδωσε στο Βρετανό πρεσβευτή ένα παράδειγμα του πώς κατασκευάζονταν οι κατηγορίες από την πλευρά της οθωμανικής κυβέρνησης. Σύμφωνα λοιπόν με την Υψηλή Πύλη, στη Δράμα κατά τον εορτασμό της επετείου της Επανάστασης του 1821 οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να αναρτήσουν στους μιναρέδες των τζαμιών ελληνικές σημαίες, ενώ στην πραγματικότητα ο
56
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβείες Λονδίνου, Παρισίου, Πετρούπολης, Βιέννης, Βερολίνου και Ρώμης, Αθήνα 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 14885 όπου οδηγίες για το πώς θα αντικρούονταν οι καταγγελίες σχετικά με το διωγμό των μουσουλμάνων της Μακεδονίας. Βλ. επίσης ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 10 (υπουργείο Εξωτερικών), Τσορμπατζόγλου προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 29 Μαρτίου/11 Απριλίου 1914, αρ. τηλ. 1278. 57 ΕΛΙΑ, αρχείο Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1914. 58 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, γενικός διοικητής Κρήτης προς τον πρόξενο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Πειραιά, Χανιά 10/23 Δεκεμβρίου 1914, αρ. πρ. 6079.
343
μουσουλμάνος δήμαρχος της πόλης τοποθέτησε στην είσοδο ενός τζαμιού μια ασπίδα στα ελληνικά χρώματα ως ένδειξη της νομιμοφροσύνης του στην κυβέρνηση 59. Η ελληνική προπαγάνδα συνέχιζε να προβάλλει την εικόνα της φιλοδίκαιης ελληνικής διοίκησης απέναντι στους μουσουλμάνους, διαψεύδοντας ταυτόχρονα και τις αιτιάσεις της νεοτουρκικής κυβέρνησης. Οι εκθέσεις του πρέσβη στη Σόφια, Ναούμ, και του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης Reiss που συντάχθηκαν ύστερα από επιτόπια έρευνα στη Μακεδονία ενίσχυσαν την παραπάνω εικόνα της ελληνικής διοίκησης και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τις ελληνικές αρχές 60. Μάλιστα για την καλύτερη διάψευση των καταγγελιών της οθωμανικής κυβέρνησης και τη στοιχειοθέτηση των ελληνικών απόψεων για τις αιτίες της μετανάστευσης των μουσουλμάνων, ο Φίλιππος Δραγούμης επιφορτίστηκε με την ειδική αποστολή να συγκεντρώνει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία 61. Επιπλέον, για να αποδειχθεί η εγκυρότητα των ελληνικών θέσεων και το αβάσιμο των οθωμανικών καταγγελιών και για να κερδηθούν οι εντυπώσεις, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Γκαλίπ Κεμαλί (Galip Kemalî), πρεσβευτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα, να περιοδεύσει στη Μακεδονία ώστε να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το πόσο ευχαριστημένοι ήταν οι μουσουλμάνοι με την ελληνική διοίκηση 62. Δεν ήταν παράξενο, εφόσον πρόκειται για αντιμαχόμενες προπαγάνδες, που Έλληνες και Οθωμανοί κατέληξαν σε εκ διαμέτρου αντίθετα συμπεράσματα για τα αποτελέσματα της περιοδείας του Γκαλίπ 63. Όπως και την περίοδο 1912-1913, έτσι και το 1914 οι ελληνικές αρχές φρόντιζαν να διοχετεύουν στον Τύπο ψηφίσματα και ευχαριστήρια τηλεγραφήματα μουσουλμάνων των Νέων Χωρών με τα οποία περιέγραφαν μια ιδανική εικόνα συμπεριφοράς της 59
ΤΝΑ, F.O., 371/1996b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 30 Μαΐου 1914, αρ. 25568. Dr. A. Reiss, Sur la situation des bulgarophones et des musulmans dans les nouvelles provinces grecques, Λωζάννη 1915 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. ΑΑΚ/29, Ναούμ προς Βενιζέλο, Αθήνα 8/21 Ιουνίου 1914. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1918, φ. Γ/108(3), όπου έγγραφα για τις διευκολύνσεις που παρείχαν οι ελληνικές αρχές στον Reiss και ΤNA, F.O. 371/1997b, πρεσβεία Ελλάδας προς Foreign Office, Λονδίνο 16 Ιουλίου 1914, αρ. 32288 όπου διαβιβάζει την έκθεση Ναούμ. 61 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78, Επιτελική Υπηρεσία Στρατού προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 22 Απριλίου/5 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 204. 62 ΤΝΑ, F.O. 371/1997b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 4 Ιουνίου 1914, αρ. 26817. Σύμφωνα βέβαια με τον Οθωμανό πρεσβευτή, η περιοδεία στη Μακεδονία ήταν δική του πρόταση. 63 ΤΝΑ, F.O., 371/1997a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 16 Ιουνίου 1914, όπου ο Γκαλίπ αναφέρει στο Βρετανό πρεσβευτή ότι κατά την περιοδεία του συγκέντρωσε στοιχεία για τις ελληνικές βιαιότητες εις βάρος των μουσουλμάνων. Ανάλογες απόψεις και του Οθωμανού προξένου Θεσσαλονίκης ΤΝΑ, F.O. 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 16 Ιουνίου 1914, αρ. 31343. Ακριβώς αντίθετη εικόνα έδιναν τα σχετικά άρθρα στον ελληνικό Τύπο βλ. εφημ. Μακεδονία, 30 Μαΐου/12 Ιουνίου 1914. 60
344
ελληνικής διοίκησης απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα και αναιρούσαν τους ισχυρισμούς που διατυπώνονταν για το αντίθετο. Ανταποκρινόμενος λοιπόν στις ανάγκες της προπαγάνδας ο γενικός διοικητής Ηπείρου έκρινε σκόπιμο να προκαλέσει από σημαίνοντες μουσουλμάνους διαψεύσεις για τις δήθεν πιέσεις των ελληνικών αρχών εις βάρος του μουσουλμανικού στοιχείου και την αποστολή τηλεγραφημάτων στον Τύπο στα οποία εκθέτονταν τα αγαθά που απολάμβαναν υπό ελληνική διοίκηση 64. Η φρασεολογία του παραπάνω εγγράφου είναι μάλλον ενδεικτική του αυθόρμητου των εκδηλώσεων αυτών των μουσουλμάνων. Πάντως, αυθόρμητα ή μη, υπομνήματα μουσουλμάνων ανάλογα με αυτά που «προκάλεσε» ο γενικός διοικητής Ηπείρου συναντά κανείς πολύ συχνά στον Τύπο και στα σωζόμενα αρχεία της εποχής 65. Ιδιαίτερα ενοχλητικά για την οικοδόμηση του «πολιτισμένου» προφίλ της ελληνικής διοίκησης απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα ήταν τα άρθρα της μοναδικής μουσουλμανικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, της Yeni Asir, τα οποία αναπαράγονταν και από τον οθωμανικό Τύπο 66. Για να σταματήσει η ενοχλητική αρθρογραφία οι ελληνικές αρχές έλαβαν μέτρα, όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας φύλλων της εφημερίδας και η ποινική δίωξη του διευθυντή της Yeni Asir Αβδουραχμάν
64
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Δ/100, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 6/19 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 1594. 65 Ενδεικτικά βλ. εφημ. Μακεδονία, 3/16 Ιουνίου 1914 όπου δηλώσεις του μουφτή Σιδηροκάστρου˙ εφημ. Εμπρός, 12/25 Ιουνίου 1914 όπου ευχαριστήρια μουσουλμάνων Φιλιατών-Ηγουμενίτσας˙ ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς Αρχηγείο της Χωροφυλακής, Θεσσαλονίκη 17/30 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 8843 όπου συνημμένο τηλεγράφημα διαμαρτυρίας του Γιασάρ Αχμέτ, εκπροσώπου δεκαέξι χωριών των Καραγιανίων Κοζάνης, για τα οθωμανικά ψεύδη˙ στον ίδιο φάκελο, Αστυνομική Διεύθυνση Βέροιας προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Βέροια 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1914 όπου ανάλογο τηλεγράφημα μουσουλμάνων Νάουσας και μουσουλμάνοι Λήμνου προς Γενική Διοίκηση Μυτιλήνης, Λήμνος 2/15 Ιουνίου 1914˙ επίσης, ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 10 (υπουργείο Εξωτερικών), Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου προς πρόεδρο Κυβέρνησης, Μυτιλήνη 12/25 Ιουνίου 1914, αρ. τηλ. 8591 όπου συνημμένο τηλεγράφημα μουφτή Μολύβου προς το διοικητικό επίτροπο Μολύβου με ευχαριστίες προς τις ελληνικές αρχές. 66 Για παραδείγματα δυσμενών για την ελληνική διοίκηση άρθρων της Yeni Asir βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, έκθεση του 5ου λόχου προς διοικητή τάγματος προκαλύψεως, Άνω Πορόια 28 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 453 όπου σχετική διάψευση καταγγελιών της εφημερίδας. Στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής, Θεσσαλονίκη Μάρτιος 1914 όπου αναφορά σε ανταπόκριση της εφημερίδας από τις Σέρρες και ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, η Αστυνομική Διεύθυνση Σερρών προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Σέρρες 16/29 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 237. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Δ/100, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 12/25 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 6296 όπου αναφορά σε αναδημοσίευση άρθρων της Yeni Asir από οθωμανικές εφημερίδες. Βλ. επίσης τα πύρινα άρθρα της Μακεδονίας εναντίον της Yeni Asir, εφημ. Μακεδονία, 14/27 Απριλίου, 25 Μαΐου/7 Ιουνίου και 5/18 Ιουλίου 1914.
345
Αρήφ (Abdurrahman Arif) 67. Εφόσον η Yeni Asir ήταν όργανο των Νεοτούρκων και αντιπολιτευόταν την ελληνική κυβέρνηση, διατυπώθηκαν σκέψεις για την έκδοση ελεγχόμενης μουσουλμανικής εφημερίδας η οποία θα προωθούσε στους μουσουλμάνους της Ελλάδας τις θέσεις της ελληνικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Ο νομικός σύμβουλος της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, ύστερα από σχετική εντολή του Βενιζέλου, διερεύνησε τη δυνατότητα έκδοσης ημερήσιας μουσουλμανικής εφημερίδας με τον τίτλο Hilal (ημισέληνος) από τους αντιπολιτευόμενους τους Νεότουρκους «φιλελεύθερους» μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης. Η εφημερίδα θα επιχορηγούνταν με μηνιαίο επίδομα 600 δραχμών και σε αντάλλαγμα η πολιτική και τα κύρια άρθρα της εφημερίδας θα καθορίζονταν από το νομικό σύμβουλο. Η έκδοση της Hilal θα είχε στόχο την προβολή των ευεργετικών για τους μουσουλμάνους μέτρων των ελληνικών αρχών, την καλλιέργεια καλών σχέσεων ανάμεσα σε μουσουλμάνους και Έλληνες και, τέλος, τη στηλίτευση της πολιτικής των Νεοτούρκων έναντι της μουσουλμανικής θρησκείας 68. Ο πόλεμος αυτός δηλώσεων, καταγγελιών και διαψεύσεων γύρω από το διωγμό του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη μαζική μετανάστευση των μουσουλμάνων των ελληνικών Νέων Χωρών επεκτάθηκε και εκτός των συνόρων των δύο χωρών. Άλλωστε η ελληνική και η οθωμανική προπαγάνδα ήταν σχεδιασμένες κυρίως για να επηρεάσουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και να ενισχύσουν έτσι τη διπλωματική θέση της κάθε χώρας. Η ελληνική πλευρά διέψευδε κάθε άρθρο του ευρωπαϊκού Τύπου που παρουσίαζε το μουσουλμανικό πληθυσμό των Νέων Χωρών υπό 67
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Γενική Διοίκηση Χωροφυλακής, Θεσσαλονίκη Μάρτιος 1914 όπου αποφασίζεται η απαγόρευση κυκλοφορίας του φύλλου της εφημερίδας που περιέχει ανταπόκριση από τις Σέρρες με ιδιαίτερα αρνητικά σχόλια για την ελληνική διοίκηση. Για τη δημοσίευση επιβαρυντικών άρθρων για την ελληνική διοίκηση ο διευθυντής της εφημερίδας Yeni Asir παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με την κατηγορία της εξύβρισης δημόσιων αρχών μέσω του Τύπου. Ο διευθυντής Αβδουραχμάν Αρήφ κρίθηκε ένοχος και παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ.,1914, φ. Δ/100, απόφαση υπ. αρ. 1452 του Συμβουλίου των εν Θεσσαλονίκη Πλημμελειοδικών, Θεσσαλονίκη 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1914. 68 ΙΑΥΕ, Κ.Υ.,1914, φ. Δ/100, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας-Γραφείο Νομικού Συμβούλου προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 23 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου 1914, αρ. πρ. 345. Εκδότης θα ήταν ο Χαφήζ Σουλεϊμάν, υποψήφιος βουλευτής των φιλελεύθερων μουσουλμάνων στη Θεσσαλονίκη στις εκλογές του 1912, ενώ αρχισυντάκτης ο Οσμάν Νουρή, φυγάς από την Προύσα, πρόεδρος των εκεί φιλελευθέρων και εκδότης της αντιπολιτευόμενης τους Νεότουρκους εφημερίδας Adalet (Δικαιοσύνη). Ανάλογη πρόταση για έκδοση μουσουλμανικής εφημερίδας με τους ίδιους στόχους έκανε και ο Ι. Ιωαννίδης, εκδότης στην Τραπεζούντα της εφημερίδας Bahri Siyah (Μαύρη Θάλασσα) που και αυτή αντιπολιτευόταν τους Νεότουρκους βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ.,1914, φ. Δ/100, Ι. Ιωαννίδης προς Γ. Στρέιτ, Αθήνα 26 Φεβρουαρίου/11 Μαρτίου 1914.
346
διωγμό 69 και έχοντας την εμπειρία του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων συγκρότησε έναν αποτελεσματικό προπαγανδιστικό μηχανισμό προβολής της εικόνας μιας άριστης ελληνικής διοίκησης απέναντι στους μειονοτικούς πληθυσμούς 70. Για να μην αμαυρωθεί στο εξωτερικό αυτή η εικόνα, η ελληνική πλευρά έπρεπε, για παράδειγμα, να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των πορισμάτων της έκθεσης της επιτροπής Carnegie που δημοσιεύτηκε στην Ουάσιγκτον το 1914, κάτι που επιτυγχανόταν με την επισήμανση της έλλειψης αντικειμενικότητας των μελών της επιτροπής, ιδιαίτερα των Henry N. Brailsford και Pavel Milioukov, γνωστών για τις φιλοβουλγαρικές απόψεις τους 71. Στη Μεγάλη Βρετανία ενεργό ρόλο στην προάσπιση της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα των Νέων Χωρών ανέλαβε η Anglo-Hellenic League 72. Τα μέλη της με επιστολές και άρθρα τους διέψευδαν τα δημοσιεύματα των βρετανικών εφημερίδων που αναπαρήγαν τις νεοτουρκικές απόψεις για την κατάσταση των μουσουλμάνων της Ελλάδας και 69
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 28 Ιουνίου/11 Ιουλίου 1914 όπου ζητούνται στοιχεία για τη διάψευση άρθρων σε βελγικές εφημερίδες τα οποία παρατίθενται συνημμένα. Βλ. επίσης Jean Ruby, La guerre d’ orient et les atrocités des Etats Balkaniques. Rapports et Documents, Βρυξέλλες 1914 ιδιαίτερα αρνητικό για τις ελληνικές αρχές και διοίκηση. 70 D. Kitsikis, ό.π., σ. 89, υποσ. 1 όπου οι υποστηρικτές της Βουλγαρίας στη Μεγάλη Βρετανία παραδέχονται ότι η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει μια συνωμοσία της σιωπής από το βρετανικό Τύπο όσον αφορά τις ελληνικές βιαιοπραγίες στη Μακεδονία. 71 Ο δημοσιογράφος Brailsford, μέλος της φιλοβουλγαρικής Balkan Committee του Λονδίνου, ήταν γνωστός υποστηρικτής των βουλγαρικών απόψεων για το μακεδονικό ζήτημα, τις οποίες διατύπωσε στο βιβλίο του Macedonia, its Races and their Future. Ο Milioukov, από την άλλη, είχε διοριστεί από τη βουλγαρική κυβέρνηση καθηγητής Ιστορίας στη Σχολή Ανώτατης Εκπαίδευσης στη Σόφια, διετέλεσε μέλος της ρωσικής διπλωματικής αποστολής στη Βουλγαρία, είχε διασυνδέσεις με στελέχη της βουλγαρικής κυβέρνησης και δεν έκρυβε το φιλοβουλγαρισμό του. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών αντέδρασε στη συμμετοχή του Brailsford στην επιτροπή, ενώ ο γενικός διοικητής Μακεδονίας ακολουθώντας το παράδειγμα της Σερβίας αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως μέλος της επιτροπής τον Milioukov, ενώ δεν επέτρεψε στον Brailsford να μεταβεί στο Κιλκίς. Για τις αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς στην έκθεση Carnegie βλ. την εισαγωγή του George F. Kennan στην επανεκτύπωση της έκθεσης το 1993 George F. Kennan, The other Balkan Wars, Ουάσιγκτον 1993, σσ. 8-10. Επίσης Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 113, Α. Πάλλης προς Στ. Δραγούμη, Λίβερπουλ 22 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου 1913 όπου πληροφορίες για τη φιλοβουλγαρική δράση του Brailsford. The Anglo-Hellenic League, no 15 (1914) όπου αναδημοσίευση της κριτικής του Ronald M. Barrows για την έκθεση Carnegie την οποία κατηγορεί για μονομέρεια και έλλειψη αντικειμενικότητας. 72 H Anglo-Hellenic League ιδρύθηκε το 1913 από τον διευθυντή του King’s College Dr. Ronald Montagu Burrows, τον διευθυντή του London School of Economics William Pember Reeves και δύο διακεκριμένα μέλη της ελληνοαγγλικής κοινότητας, τους D. J. Cassavetti και A. C. Ionides. Πρώτος πρόεδρος ήταν ο Reeves, ενώ στόχος της σύστασής της ήταν η υπεράσπιση των δίκαιων αιτημάτων της Ελλάδας και η προώθηση των ελληνοβρενανικών σχέσεων. Γρήγορα ταύτισε τις απόψεις της με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου και συνέβαλε αποφασιστικά με δωρεές στη σύσταση το 1919 στο King’s College της έδρας «Κοραή». Βλ. King’s College London College Archives http://www.kcl.ac.uk/depsta/iss/archives/collect/10an30-1.html καθώς και την ιστοσελίδα της AngloHellenic League: www.anglohellenicleague.org.
347
φρόντιζαν να διαφωτίσουν τη βρετανική κοινή γνώμη για το διωγμό των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 73. Πάντως, η βρετανική διπλωματία, παρά τις πιέσεις Βρετανών βουλευτών οι οποίοι ήταν εχθρικά διακείμενοι στην Ελλάδα και διαφόρων επιτροπών μουσουλμάνων της Ινδίας που θορυβούνταν από τις πληροφορίες για συστηματικό διωγμό των ομοθρήσκων τους, δεν ήταν διατεθειμένη να στηρίξει στη διαμάχη της με την Ελλάδα την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την τελευταία μάλιστα να έχει ταχθεί στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων σε μια χρονική στιγμή όπως το 1914, που η παγκόσμια σύρραξη ήταν προ των πυλών 74. Η
εξιδανικευμένη παρουσίαση της συμπεριφοράς της ελληνικής διοίκησης
απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα χρησιμοποιήθηκε και μετά το 1914 κάθε φορά που κρινόταν ότι θα προσέδιδε επιπλέον επιχειρήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική και κάθε φορά που έπρεπε να αντικρουστούν καταγγελίες της Βουλγαρίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Μεγάλων Δυνάμεων που τις υποστήριζαν και οι οποίες έδιναν μια εντελώς διαφορετική εικόνα της συμπεριφοράς των ελληνικών αρχών απέναντι στους μουσουλμάνους και τις άλλες μειονότητες.
73
«Letters on the expulsion of the Greeks from Asia Minor and in reply to allegations of ill-treatment inflicted on Turks in Greek Macedonia», The Anglo-Hellenic League, no 13 (1914)˙ «Letters relating to Greek Macedonia and to the expulsion of Greeks from Turkey», The Anglo-Hellenic League, no 12 (1914) και A. Pallis, «Reply to the allegations of a correspondent for the Manchester Guardian», The AngloHellenic League, no 11 (1914). 74 ΤNA, F.O., 371/1996b, The London All-India Moslem Leagues to Under Secretary of State, Λονδίνο 7 Μαΐου 1914, αρ. 20486 όπου εφιστά την προσοχή της βρετανικής κυβέρνησης σε δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Μακεδονίας από τις ελληνικές αρχές. ΤNA, F.O., 371/1998b, υπόμνημα προς τον E. Grey με υπογραφές ανάμεσα στους άλλους των Lord Lamington, Arnold Cox και J. D. Rees με το οποίο κατηγορεί την Ελλάδα για διωγμό των μουσουλμάνων της επικράτειάς της, Λονδίνο 17 Ιουνίου 1914, αρ. 29052. Στην απάντησή του το Foreign Office δεν αναγνωρίζει το μερίδιο ευθύνης της Ελλάδας όσον αφορά τη διένεξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και υπενθυμίζει ότι ο αριθμός των μουσουλμάνων της Ελλάδας που μετανάστευσαν είναι πολύ πιο μικρός από όσο υπερβολικά παρουσιάζεται στο υπόμνημα, αφού ένα μεγάλο μέρος των μουσουλμάνων προσφύγων προέρχεται από τη Βουλγαρία και τη Σερβία.
348
2. Από τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι έως τη Συνθήκη της Λωζάννης (1919-1923) Η δράση της ελληνικής προπαγάνδας έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Παρίσι για τη σύναψη των συνθηκών ειρήνης που τερμάτισαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι διπλωματικές μάχες που έδινε ο Ελευθέριος Βενιζέλος για την πραγματοποίηση των εθνικών διεκδικήσεων ήταν απαραίτητο να πλαισιωθούν από έναν προπαγανδιστικό μηχανισμό ανάλογο της κρισιμότητας των περιστάσεων της περιόδου 1919-1920. Η προβολή, την παραπάνω περίοδο, της εικόνας μιας πολιτικής του ελληνικού κράτους η οποία χαρακτηριζόταν από την εξασφάλιση της ισονομίας και το σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτικών πληθυσμών της και ιδιαίτερα των μουσουλμάνων ήταν εξαιρετικά χρήσιμη. Ο Βενιζέλος και η ηγετική ομάδα της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων είχαν συνειδητοποιήσει ότι, για να προσαρτήσει η Ελλάδα περιοχές της Θράκης και της Μικράς Ασίας, οι οποίες είχαν συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, έπρεπε να αποδείξει ότι είχε τις προθέσεις να ακολουθήσει ευμενή πολιτική απέναντι στους μουσουλμάνους των περιοχών που διεκδικούσε. Η ελληνική προπαγάνδα, εκτός από το να αποδεικνύει ότι η χώρα είχε τα εχέγγυα να διοικήσει περιοχές με μειονοτικούς πληθυσμούς, εφιστούσε, παράλληλα, την προσοχή στο γεγονός ότι οι ανταπαιτητές της Θράκης και της Μικράς Ασίας –η Βουλγαρία δηλαδή και η Οθωμανική Αυτοκρατορία– είχαν μια κάκιστη προϊστορία στον τομέα αυτό. Επιπλέον, η ελληνική πλευρά επιθυμούσε να προσεγγίσει το μουσουλμανικό πληθυσμό των περιοχών που διεκδικούσε ενισχύοντας έτσι τη διπλωματική θέση της και διευκολύνοντας την επικείμενη στρατιωτική κατάληψή τους. Από την άλλη, το διεθνές status quo
που
διαμορφώθηκε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η χάραξη των συνόρων με βάση την αρχή των εθνοτήτων του προέδρου των ΗΠΑ Woodrow Wilson, η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών και οι όροι μειονοτικής προστασίας των συνθηκών ειρήνης που επιβλήθηκαν από τις νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις στις «μικρές» ευρωπαϊκές χώρες, έθεταν τα μειονοτικά ζητήματα στο επίκεντρο της διπλωματικής κονίστρας 75.
75
Για τα μειονοτικά ζητήματα στη διεθνή διπλωματική σκηνή την περίοδο αυτή βλ. Λ. Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, Αθήνα 1995, σσ. 13-40.
349
Ο Βενιζέλος ήταν γνώστης της παραπάνω διεθνούς συγκυρίας και έδινε τις κατευθυντήριες γραμμές της ελληνικής μειονοτικής πολιτικής με στόχο πάντα τον προσπορισμό διπλωματικών κερδών. Έτσι, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός ανέπτυξε το Φεβρουάριο του 1919 ενώπιον της Επιτροπής Ελληνικών Υποθέσεων τις ελληνικές διεκδικήσεις, όπως είχαν διατυπωθεί στο υπόμνημά του στις 30 Δεκεμβρίου 1918, φρόντισε να αναφερθεί στην πολιτική σεβασμού των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού που ακολουθούσε η ελληνική κυβέρνηση 76. Στη συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 1919 ο Βενιζέλος, αναφερόμενος στις εγγυήσεις που η Ελλάδα ήταν διατεθειμένη να παράσχει στους μουσουλμάνους των περιοχών που διεκδικούσε, παρέθεσε μια σειρά νόμων που ψήφισαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας, ενώ αναφέρθηκε και στο κολακευτικό για την ελληνική διοίκηση άρθρο του Γάλλου στρατηγού Franchet D’ Espérey στο περιοδικό Revue du Monde Musulmane για τους μουσουλμάνους της Θεσσαλίας 77. Ήδη, πριν από την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης η ελληνική προπαγάνδα προετοίμαζε την έξωθεν καλή μαρτυρία της μειονοτικής πολιτικής της. Τον Απρίλιο του 1918 το υπουργείο Εξωτερικών ζητούσε από τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας τη σύνταξη στατιστικού πίνακα του πληθυσμού της δικαιοδοσίας της Γενικής Διοίκησης. Η στατιστική που θα χρησιμοποιούνταν στις ΗΠΑ έπρεπε να αποδεικνύει ότι η καλή ελληνική διοίκηση συνετέλεσε στο να μην εγκαταλείψουν τις εστίες τους οι μειονοτικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος 78. Η επίσκεψη του Βενιζέλου στη Δυτική Μακεδονία το καλοκαίρι του 1918 ήταν ακόμη μία ευκαιρία για να αποδειχθεί η ευγνωμοσύνη των μουσουλμάνων απέναντι στην ελληνική διοίκηση. Ο γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας Ιωάννης Ηλιάκης 76
φρόντισε
να
εξασφαλίσει
από
τις
γαλλικές
στρατιωτικές
αρχές
Για τις ελληνικές διεκδικήσεις και τις διαπραγματεύσεις στη Συνδιάσκεψη του Παρισίου βλ. E. K. Vénizélos, La Grèce devant le Congrès de la Paix, Παρίσι 30 Δεκεμβρίου 1918˙ A. Andréadés, La Grèce devant le Congrès de la Paix, Παρίσι 1919˙ N. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference 1919, Θεσσαλονίκη 1978˙ International Documentation on Macedonia, The Paris Peace Conference, 19191920: The frontiers of Bulgaria, Γενεύη 1979. 77 N. Petsalis-Diomidis, ό.π., σσ. 154-155 και International Documentation on Macedonia, ό.π., σσ. 103104. Ο Βενιζέλος έκανε αναφορά στο νόμο του Ιουνίου του 1882 «περί πνευματικών Αρχηγών των Μωαμεθανικών Κοινοτήτων», σε αυτούς της Κρητικής Πολιτείας και στο νόμο 147 του Ιανουαρίου του 1914 «περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και δικαστικής αυτών οργανώσεως». 78 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Αθήνα 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1918, αρ. πρ.
350
κινηματογραφικό συνεργείο για να απαθανατίσει τις εκδηλώσεις λατρείας και ευγνωμοσύνης των μουσουλμάνων της δικαιοδοσίας του προς το πρόσωπο του Βενιζέλου 79. Για να στηριχθεί η εικόνα του σεβασμού των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων από την ελληνική κυβέρνηση ανασύρονταν από τα αρχεία ευχαριστήρια υπομνήματα μουσουλμάνων, όπως αυτό προς τον Χαρίλαο Τρικούπη το οποίο ο Βενιζέλος ζητούσε να του αποσταλεί στο Παρίσι 80. Παράλληλα, η ελληνική διπλωματική αποστολή
στο
Παρίσι
κατακλυζόταν
από
τηλεγραφήματα
μουφτήδων
και
μουσουλμανικών κοινοτήτων με τα οποία εκφράζονταν ευχαριστίες για την άμεμπτη ελληνική διοίκηση και συμπεριφορά του ελληνικού στρατού και καταδικάζονταν οι βουλγαρικές και τουρκικές βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων και Ελλήνων, καθιστώντας έτσι ξεκάθαρη την εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική απέναντι στις μειονότητες που ακολουθούσε η Ελλάδα σε σχέση με τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία 81. Στο ίδιο πλαίσιο, το υπουργείο Εξωτερικών σκόπευε να εκδώσει στα τουρκικά τεύχος στο οποίο θα συγκεντρώνονταν όλες οι ευνοϊκές για τους μουσουλμάνους νομοθετικές πρωτοβουλίες, διαταγές και μέτρα των ελληνικών αρχών 82. 79
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1918, αρ. πρ. 6762. 80 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Μ, Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 8/21 Φεβρουαρίου 1919, αρ. τηλ. 1695 και Κεντρική Υπηρεσία προς Βενιζέλο, Αθήνα 28 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1919, αρ. πρ. 1203. Ο Βενιζέλος ζητούσε το κείμενο επιστολής προς τον Χ. Τρικούπη των μουσουλμάνων βουλευτών της Θεσσαλίας. Το υπουργείο δεν βρήκε στα αρχεία του την επιστολή, αλλά εντόπισε επιστολή της μουσουλμανικής, εβραϊκής και χριστιανικής κοινότητας Τρικάλων προς τη Βουλή με την οποία εκφράζεται η ευγνωμοσύνη για τα δικαστικά μέτρα της κυβέρνησης όσον αφορά τις αγροτικές έριδες στην περιοχή. 81 Ενδεικτικά τέτοια παραδείγματα τηλεγραφημάτων βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(3), Γενικό ΣτρατηγείοΕπιτελείο, Γραφείο ΙΙ, Τμήμα Πληροφοριών και Πολιτικών Υποθέσεων προς Αντιπροσωπεία Ελλάδας στο Παρίσι, Γενικό Στρατηγείο 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 11420 όπου συνημμένες δηλώσεις ευχαριστηρίων προς τον ελληνικό στρατό μουφτήδων Σερρών, Σιδηροκάστρου και προκρίτων διαφόρων χωριών. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), όπου διάφορα τηλεγραφήματα και ψηφίσματα μουσουλμανικών κοινοτήτων Μακεδονίας. Ανάλογα και στο ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Μ. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10β), όπου ψηφίσματα μουσουλμανικών κοινοτήτων με τα οποία καταδικάζουν τις βιαιοπραγίες εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή Περγάμου και Αϊδινίου. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 22 (υπουργείο Εξωτερικών), τηλεγράφημα μουσουλμάνων προκρίτων Ζηλιαχόβας (Νέα Ζίχνη) προς Βενιζέλο, Ζηλιαχόβα 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου 1919. Το κείμενο του τηλεγραφήματος παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. 82 Η έκδοση, η οποία δεν είναι γνωστό αν τελικά υλοποιήθηκε, προοριζόταν για το «διαφωτισμό» των μουσουλμάνων της Μικράς Ασίας, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Κεντρική Υπηρεσία προς υπουργεία Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Γεωργίας, Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, Αθήνα 19 Μαρτίου/1 Απρίλιου 1919, αρ. πρ. 2309 και υπουργείο Εσωτερικών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 18 Απριλίου/1 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 12566 όπου αναφέρεται ότι απηύθυνε εγκύκλιο στις Γενικές Διοικήσεις για τη συγκέντρωση των σχετικών διαταγών και μέτρων. Στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 22 Μαΐου/4 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 340 όπου απάντηση στην παραπάνω εγκύκλιο και ανάλογο Γενική Διοίκηση Λέσβου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη19 Απριλίου/2 Μαΐου 1919.
351
Ο Βενιζέλος από το Παρίσι ήταν ξεκάθαρος για τη σκοπιμότητα των παραπάνω στοιχείων. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, σε επιστολή του προς την Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, σημείωνε ότι μέσω της ελληνικής προπαγάνδας έπρεπε να φανεί πως την ένωση με την Ελλάδα δεν επιθυμούσε μόνο ο ελληνικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας. Για να επιτευχθεί το παραπάνω οι μουσουλμάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπρεπε να αντιμετωπίσουν πιο ευνοϊκά μια ενδεχόμενη ελληνική κατοχή. Προκειμένου να πειστούν, ο Βενιζέλος πρότεινε να χρησιμοποιηθεί το επιχείρημα ότι οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας δεν είχαν μεταναστεύσει επειδή έτυχαν της μέριμνας και της προστασίας των ελληνικών αρχών, όπως άλλωστε υπογράμμιζαν σε ευχαριστήριες επιστολές τους προς την ελληνική κυβέρνηση ο μουφτής Καϊλαρίων και άλλοι αντιπρόσωποι μουσουλμανικών κοινοτήτων. Επιπλέον, ο Βενιζέλος ζητούσε τη συγκέντρωση στοιχείων για τις βιαιοπραγίες εις βάρος του ελληνικού και αρμενικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε να αποδειχθεί ότι οποιοσδήποτε και αν βρισκόταν στην εξουσία (ο σουλτάνος ή οι Νεότουρκοι), οι Τούρκοι ήταν ανίκανοι να διοικήσουν αλλοεθνείς και αλλόθρησκους πληθυσμούς 83. Για να υλοποιηθούν οι στόχοι της ελληνικής διπλωματίας έπρεπε η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό να συμβαδίζει με την εικόνα που προέβαλλε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός. Ιδιαίτερη προσοχή έπρεπε να δοθεί στους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας. Μια σειρά λοιπόν ευνοϊκών μέτρων για το μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής θα επηρέαζε ανάλογα και τις διαθέσεις των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης όσον αφορά την ενδεχόμενη υπαγωγή τους στην ελληνική επικράτεια, αφού, μάλιστα, οι δύο πληθυσμιακές ομάδες συνδέονταν με οικογενειακές και οικονομικές σχέσεις 84. Επιπλέον, η πρόσφατη βουλγαρική κατοχή (Αύγουστος 1916-Σεπτέμβριος 1918) έδινε την ευκαιρία στην ελληνική προπαγάνδα να επισημάνει τις διαφορές της ελληνικής και βουλγαρικής πολιτικής απέναντι στους μουσουλμάνους, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με τη Βουλγαρία, είχε την ικανότητα να διοικήσει με επιτυχία τη Δυτική Θράκη και το συμπαγή μουσουλμανικό πληθυσμό της. Έτσι, ο Βενιζέλος διέταξε την απόδοση των κτημάτων των 83
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Ιβ, Βενιζέλος προς Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 5/18 Ιανουαρίου 1919, αρ. πρ. 637 και 27 Δεκεμβρίου 1918/9 Ιανουαρίου 1919, αρ. πρ. 439. 84 Για παράδειγμα, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, πολλοί από τη μουσουλμανική ηγετική ομάδα της Δυτικής Θράκης είχαν κτήματα στην Ανατολική Μακεδονία.
352
μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας και εξουσιοδότησε τον υπουργό Γεωργίας Γεώργιο Καφαντάρη να μεταβεί στην περιοχή για να επιβλέψει την εφαρμογή του μέτρου και να συναντηθεί με μουσουλμάνους προκρίτους για να «εξηγήσει αυτοίς ευμενείς προς Τούρκους διαθέσεις Κυβερνήσεως και σταθερόν απόφασίν της όπως αποκαθισταμένης ειρήνης σχέσεις Ελλήνων και Μωαμεθανών γίνωσιν όσο το δυνατόν φιλικώτεραι». Στις παραπάνω ενέργειες ο Βενιζέλος απέδιδε μέγιστη σημασία για την πραγματοποίηση και εξασφάλιση των εθνικών βλέψεων στη Θράκη 85. Η επιστροφή των κτημάτων ήταν επιβεβλημένη, εφόσον σημαίνοντες μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης είχαν κτηματικές περιουσίες στο Σαρί Σαμπάν (Χρυσούπολη Νέστου) και σε άλλες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας, η απόδοση των οποίων θα ενίσχυε σημαντικά την επιρροή της ελληνικής κυβέρνησης 86. Στο ίδιο πλαίσιο εντασσόταν και η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για χορήγηση αμνηστίας στους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας που κατηγορούνταν για πολιτικά αδικήματα την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής. Με απόφαση του Βενιζέλου οι μουσουλμάνοι που είχαν καταδικαστεί από τα ελληνικά στρατοδικεία αποφυλακίστηκαν, ενώ επισημάνθηκε στις στρατιωτικές αρχές ότι έπρεπε να περιστείλουν τις απελάσεις μουσουλμάνων «ων αι διαμαρτυρίαι υπό τας σημερινάς περιστάσεις τυγχάνουσιν λίαν επιζήμιοι» 87. Μάλιστα, αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης για τις σφαγές στο Δοξάτο το 1913 για να μην υπάρξει κανένα μελανό σημείο στην εικόνα της ευμενούς πολιτικής απέναντι στους μουσουλμάνους 88. Το εθνικό συμφέρον ήταν τόσο ισχυρό, που μουσουλμάνοι οι οποίοι είχαν πρωτοστατήσει στο διωγμό του ελληνικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής της 85
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), Βενιζέλος προς αντιπρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό Γεωργίας, Παρίσι 11/24 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 8408. Στον ίδιο φάκελο, Καφαντάρης προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 20 Αυγούστου/2 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8219 όπου κάνοντας πράξη τις οδηγίες του Βενιζέλου ο υπουργός Γεωργίας μετέβη στην Ανατολική Μακεδονία. 86 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 14/27 Οκτωβρίου 1919, αρ. τηλ. 10449 όπου ανακοινώνει τηλεγράφημα Χαλκιόπουλου από την Ξάνθη. 87 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 17/30 Αυγούστου 1919, αρ. τηλ. 8633. Στον ίδιο φάκελο, Ρέπουλης προς Αρχηγό Στρατού Παρασκευόπουλο, Θεσσαλονίκη 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8478 όπου απόφαση της κυβέρνησης να μη διενεργούνται απελάσεις πριν από την έγκριση των αρμόδιων υπηρεσιών των Γενικών Διοικήσεων. Γενικό Στρατηγείο, Επιτελείο, Γραφείο ΙΙ, Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων, ο Αρχηγός του Στρατού προς Σώματα και Σχηματισμούς, Γενικό Στρατηγείο 2/15 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. διατ. 11953/7056 όπου εφαρμογή της παραπάνω απόφασης. Η αμνηστία επίσημα χορηγήθηκε με το νόμο 2180 του Μαΐου του 1920. 88 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 263, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Στρατιωτικών, Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, Αθήνα 4/17 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 869. Η απόφαση της αναβολής προκλήθηκε ύστερα από αίτηση του μουφτή Δράμας για τη χορήγηση αμνηστίας στους κατηγορούμενους για τις σφαγές του Δοξάτου μουσουλμάνους και για να δικαιολογηθεί έγινε επίκληση τυπικών λόγων.
353
Ανατολικής Μακεδονίας όχι μόνο δεν διώχθηκαν ποινικά, αλλά διετέλεσαν και συνεργάτες της ελληνικής προπαγάνδας 89. Ανάλογο σκεπτικό είχε και η απόφαση του Βενιζέλου, παρά την αντίθετη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Κράτους, να μην υποχρεωθούν στην καταβολή αντισηκώματος στρατιωτικής υπηρεσίας όσοι μουσουλμάνοι επέλεξαν μεν την οθωμανική υπηκοότητα αλλά δεν είχαν εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος 90. Εκτός από τη λήψη των παραπάνω μέτρων, δίνονταν συνεχείς οδηγίες σε στρατιωτικές και διοικητικές αρχές να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στη συμπεριφορά τους έναντι των μουσουλμάνων. Ακολουθώντας τις σχετικές υποδείξεις της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Σόφια, ο Αλέξανδρος Διομήδης –αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών– απηύθυνε προς τη Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας τον Ιανουάριο του 1919 το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Παρακαλώ παράσχητε οδηγίας υφ’ υμάς αρχαίς, όπως τηρήσωσι όσο το δυνατόν ευμενεστέραν στάσιν απέναντι Οθωμανών. Τοιαύτη θα ηδύνατο να επιδράση επί Οθωμανών Δυτικής Θράκης και διαθέση αυτούς έτι ευμενέστερον υπέρ ημών» 91. Ο Νικόλαος Πολίτης από το Παρίσι παρακαλούσε τον Διομήδη να επιβλέπει την πολιτεία των υπουργείων όσον αφορά τους μουσουλμάνους και σημείωνε την ανάγκη «να δοθούν έντονοι οδηγίαι εις όλας τας εν Μακεδονίας αρχάς μας, όπως παντοιοτρόπως περιποιούνται τους μουσουλμάνους», ενώ και ο Βενιζέλος επισήμαινε
στο
γενικό
διοικητή
Ανατολικής
Μακεδονίας
ότι
«περιποίησις
Μωαμεθανικού πληθυσμού συνδέεται προς επιτυχίαν εθνικών μας διεκδικήσεων εν Θράκη» 92. Ο ελληνικός προπαγανδιστικός μηχανισμός επικεντρωνόταν στη διπλωματική αποδυνάμωση 89
της
Βουλγαρίας
προβάλλοντας
ιδιαίτερα
τις
βιαιοπραγίες
των
Για παράδειγμα, ο αδελφός του βουλευτή Γκιουμουλτζίνας στο βουλγαρικό Κοινοβούλιο Ισμαήλ Χακκή –βασικός συντελεστής του ελληνικού προπαγανδιστικού μηχανισμού– αφέθηκε ελεύθερος, αν και κατηγορούνταν για εσχάτη προδοσία, φόνο και ληστεία κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής. Επιπλέον, ο γενικός διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας δεν κατανοούσε τη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με το μουσουλμάνο βουλευτή Δράμας Χουσαμεδίν, η δράση του οποίου κατά του ελληνικού στοιχείου την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής έπρεπε να τον οδηγήσει κατευθείαν στο στρατοδικείο, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ.,1919, φ. Α/5(10γ), νομάρχης Δράμας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 13/26 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 7956 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 12/25 Απριλίου 1919, αρ. τηλ. 811. 90 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10δ), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία διά υπουργείο Στρατιωτικών, Παρίσι 5/18 Ιουλίου 1919, αρ. τηλ. 7071. 91 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Μ, Διομήδης προς Πολίτη, Αθήνα 24 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1919, αρ. τηλ. 211. 92 ΕΛΙΑ, αρχείο Λ. Παρασκευόπουλου, Ν. Πολίτης προς Διομήδη, Παρίσι 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1919 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(3), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 15/28 Αυγούστου 1919, αρ. τηλ. 8494.
354
βουλγαρικών αρχών εναντίον των Ελλήνων, αλλά και των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με σειρά σχετικών εκδόσεων που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ 93. Τον ίδιο στόχο επιτελούσε και η υπενθύμιση της συμπεριφοράς του βουλγαρικού στρατού κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων που γινόταν με κάθε ευκαιρία και διάνθιζε όλες τις παραπάνω εκδόσεις, με χαρακτηριστικότερη ίσως εκείνη του Στίλπωνος Κυριακίδη με τον τίτλο Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι 94. Είναι ευνόητο ότι τα υπομνήματα των μουσουλμανικών κοινοτήτων που εξήραν την ελληνική διοίκηση και στηλίτευαν την πρακτική των βουλγαρικών αρχών χρησιμοποιήθηκαν δεόντως για το σκοπό που προαναφέρθηκε. Αποσκοπώντας στον εφοδιασμό της ελληνικής προπαγάνδας με επιπλέον επιχειρήματα, οι ελληνικές αρχές φρόντισαν να παρέχουν διευκολύνσεις σε όσους μουσουλμάνους παλιννοστούσαν από τη Βουλγαρία, όπου είχαν εκτοπιστεί. Οι τελευταίοι με τη σειρά τους, όπως οι μουσουλμάνοι του Κιλκίς, εξέφραζαν «την άπειρον ευγνωμοσύνην μας διότι όσοι των ομοεθνών μας επέστρεψαν εκ Βουλγαρίας όπου ως όμηροι απαχθέντες τα πάνδεινα υπέστησαν εκ μέρους των Βουλγάρων έτυχον πάσης υποστηρίξεως εκ μέρους των εν Κιλκίς αρχών, ήτοι δωρεάν διατροφής, επανορθώσεως καταστραφεισών οικιών και τεμενών, έλαβον ζώα, σπόρον, γεωργικά είδη και εν γένει απολαμβάνομεν όλων των αγαθών ελευθέρου και ευνομουμένου και πεπολιτισμένου κράτους» 95. Από την άλλη πλευρά, στα ορφανοτροφεία της Ανατολικής Μακεδονίας, οι ελληνικές αρχές μερίμνησαν να εισαχθούν και ορφανά μουσουλμάνων που είχαν πέσει θύματα βουλγαρικών βιαιοτήτων, άλλη μία απόδειξη της ευμένειας απέναντι στους
93
Μερικές από αυτές τις εκδόσεις: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Report of the Greek University Commission upon the atrocities and devastations committed by the Bulgarians in eastern Macedonia, Νέα Υόρκη 1919˙ Commission Interalliée, Rapports et enquêtes de la Commission Interalliée sur les violations du droit des gens commises en Macédoine orientale par les armées Bulgares, Νανσύ 1919˙ Inter-allied Commission in Eastern Macedonia, Report of the Inter-allied Commission in Eastern Macedonia, Λονδίνο 1919˙ Délégation hellénique à la Conférence de la paix, Responsabilité pour les crimes commis pendant la guerre: crimes commis par les Bulgares, les Turcs et les Allemands contre des populations helléniques, Παρίσι 1919 και Charles Velay, Dans l’ enfer Bulgare, Παρίσι 1919. Για το σκεπτικό, τους στόχους και τίτλους αυτών των εκδόσεων βλ. D. Kitsikis, ό.π., σσ. 187-189. 94 Στίλπων Κυριακίδης, Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, Αθήναι 1919. 95 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Ι(4), Κανελλόπουλος προς Πολίτη, Κωνσταντινούπολη 24 Σεπτεμβρίου/7 Οκτωβρίου 1919, αρ. τηλ. 6884. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(8), Κεντρική Υπηρεσία προς Πολίτη, πρεσβείες Λονδίνου, Βέρνης και Ύπατες Αρμοστείες Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης, Αθήνα 6/19 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 5298 όπου συνημμένη ευχαριστήρια επιστολη αντιπροσώπων των μουσουλμάνων κατοίκων της περιφέρειας Κιλκίς προς τον Ελ. Βενιζέλο.
355
μουσουλμάνους και άλλη μία κερδισμένη μάχη στον πόλεμο των εντυπώσεων 96. Για να ενισχυθεί η εικόνα της ελληνικής διοίκησης ως προτύπου για τη συμπεριφορά της απέναντι στους μουσουλμάνους, σε αντίθεση πάντα με την αντίστοιχη βουλγαρική, επανεκδόθηκε και σε αγγλική μετάφραση η έκθεση του Reiss του 1915 με κάποιες ενδιαφέρουσες αλλαγές όσον αφορά το χαρακτηρισμό του σλαβόφωνου πληθυσμού της Μακεδονίας. Ο Reiss έχοντας την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης επισκέφθηκε τη Μακεδονία το 1918 και τη Θράκη το 1920 με σκοπό να συλλέξει για μία ακόμη φορά πληροφορίες για τις βουλγαρικές ωμότητες 97. Το συντονισμό των ενεργειών προσεταιρισμού από την ελληνική κυβέρνηση των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας και καθοδήγησής τους ώστε να φανούν χρήσιμοι στην ελληνική προπαγάνδα ανέλαβε ο πρώην βουλευτής του οθωμανικού Κοινοβουλίου Χαρίσιος Βαμβακάς. Αποτέλεσμα της αποστολής του Βαμβακά στη Μακεδονία ήταν η λήψη, ύστερα από εισήγησή του, των προαναφερθέντων, ευνοϊκών για τους μουσουλμάνους μέτρων και η υποκίνησή τους ώστε να συντάξουν και να αποστείλουν στο Παρίσι υπομνήματα με τα οποία επιδοκίμαζαν την ενσωμάτωση της Θράκης στο ελληνικό κράτος 98. Ανάλογο ρόλο με αυτόν του Βαμβακά κλήθηκαν να διαδραματίσουν και οι μουσουλμάνοι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου. Οι μουσουλμάνοι βουλευτές της Ανατολικής Μακεδονίας, αν και αντιβενιζελικοί, δέχθηκαν να συνδράμουν στην ευόδωση των εθνικών διεκδικήσεων και στο πλαίσιο αυτό απέστειλαν στον Βενιζέλο και στους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι υπόμνημα με το οποίο εκθείαζαν τη συμπεριφορά της ελληνικής διοίκησης απέναντι στους ομοθρήσκούς τους, επισήμαιναν τις βουλγαρικές 96
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5(3), Σπ. Σίμος προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 19 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 42232. 97 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1918, φ. Γ/108(3), Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 30 Απριλίου/13 Μαΐου 1918, αρ. πρ. 112. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2., Κεντρική Υπηρεσία προς Ύπατη Αρμοστεία Θράκης, Αθήνα 15/28 Ιουλίου 1920, αρ. πρ. 22411 και D. Kitsikis, ό.π., σσ. 186-187. Η αλλαγή σε σχέση με την έκδοση του 1915 ήταν η αντικατάσταση της λέξης βουλγαρόφωνος με τη λέξη Μακεδόνας, γιατί, σύμφωνα με το γενικό διοικητή Μακεδονίας, η λέξη βουλγαρόφωνος παρείχε επιχειρήματα στη Βουλγαρία να ισχυρίζεται την ύπαρξη βουλγαρικού πληθυσμού στη Μακεδονία. Καρπός των ερευνών αυτών του Reiss ήταν η έκδοση Bulgares et Turcs contre les Grecs. Rapport presenté à M. Vénizélos Président du Conseil des Ministres du Royaume de Grèce, Παρίσι 1919. 98 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10β), «σημείωμα Χ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων Μακεδονίας και προσφύγων τοιούτων Θράκης προς υπουργόν Εξωτερικών Διομήδην», Θεσσαλονίκη 21 Ιουλίου/3 Αυγούστου 1919, όπου συνημμένα και τα υπομνήματα των μουσουλμάνων. Στον ίδιο φάκελο, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 21 Ιουλίου/3 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 132 όπου προωθεί τηλεγράφημα Βαμβακά.
356
βιαιοπραγίες του πρόσφατου παρελθόντος και συνηγορούσαν υπέρ της ενσωμάτωσης της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα 99. Με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης μουσουλμάνοι βουλευτές μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη όπου σε συναντήσεις με σημαίνοντες μουσουλμάνους και με άρθρα τους στις εφημερίδες «διαφήμιζαν» τα αγαθά της ελληνικής διοίκησης, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για την κατάκτηση της Θράκης και περιοχών της Μικράς Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα. Παράλληλα, δραστηριοποιούνταν και στις εκλογικές περιφέρειές τους υποδεικνύοντας στους ψηφοφόρους τους να συντάξουν υπομνήματα χρήσιμα για την ελληνική προπαγάνδα με περιεχόμενο στο οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως 100. Βέβαια, όλα τα παραπάνω γίνονταν, αφού οι μουσουλμάνοι βουλευτές έλαβαν τις υποσχέσεις της κυβέρνησης για υλοποίηση σειράς αιτημάτων που αφορούσαν το μουσουλμανικό πληθυσμό της
99
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10β), Διομήδης προς Βενιζέλο, Αθήνα 11/24 Μαρτίου 1919, αρ. τηλ. 1881 και ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 314 (επιστολές προς Βενιζέλο), Ρέπουλης προς Βενιζέλο, Αθήνα 20 Μαρτίου/2 Απριλίου 1919. Τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στους μουσουλμάνους βουλευτές και τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Διομήδη έκανε ο αντιβενιζελικός πληρεξούσιος Πωπ. Το υπόμνημα συντάχθηκε ύστερα από επανειλημμένες συναντήσεις Διομήδη και βουλευτών. Στον ίδιο φάκελο παρατίθεται και το υπόμνημα: οι μουσουλμάνοι βουλευτές της Ανατολικής Μακεδονίας προς τους εξοχώτατους Lloyd George, Clemenceau, Οrlando, Wilson και Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 17/30 Μαρτίου 1919 και έπονται οι υπογραφές των Ισμαήλ Κομπακί, Χασάν Χαλίλ Ιμπραήμ, Κεμαλεδίν Σαλίχ και Χουσαμεδίν Σαΐντ. Το υπόμνημα παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. 100 Όπως, για παράδειγμα, οι βουλευτές Χουσαμεδίν Σαΐντ, Αλή Δεμίρ, Φερήτ Αλί, Χαφούζ Μεχμέτ Φερήτ καθώς επίσης και άλλοι σημαίνοντες μουσουλμάνοι, όπως ο Σεΐχ Ομέρ από τη Θεσσαλονίκη και ο Τουρκοκρητικός Μεχμέτ Βέη Ζαδέ. Σύμφωνα με οδηγίες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, οι επαφές τους με τις ελληνικές διπλωματικές αποστολές σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη θα έπρεπε να παραμείνουν μυστικές. ΙΑΥΕ Α/5(10γ), Διομήδης προς Βενιζέλο, Αθήνα 28 Μαρτίου/10 Απριλίου 1919, αρ. τηλ. 2791 και Διομήδης προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης και Ανατολικής Μακεδονίας, Αθήνα 26 Μαρτίου/8 Απριλίου 1919, αρ. τηλ. 2736 και 2737 όπου ζητεί τη διευκόλυνση της αναχώρησης των βουλευτών. Επίσης, ΙΑΥΕ, 1919, Α/5(10δ), Κεντρική Υπηρεσία προς Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης και κυβερνητικό αντιπρόσωπο Σμύρνης, Αθήνα 3/16 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 2904 και 1919, Α/5/Ι(4), Αδοσίδης προς Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη 1/14 Οκτωβρίου, αρ. τηλ. 465. ΕΛΙΑ, αρχείο Λ. Παρασκευόπουλου, Μαζαράκης προς Διομήδη, Σμύρνη 10/23 Απριλίου 1919 όπου σχετικά με την αποστολή του Μεχμέτ Βέη Ζαδέ στη Σμύρνη. Πρβλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 314 (επιστολές προς Βενιζέλο), Ρέπουλης προς Βενιζέλο, Αθήνα χ.χ. και φ. 315 (επιστολές προς Βενιζέλο), Ρέπουλης προς Βενιζέλο, Αθήνα 4/17 Μαρτίου 1920 όπου πληροφορίες σχετικά με την αποστολή Τουρκοκρητικών φίλων του Βενιζέλου στη Σμύρνη. Για την αρθρογραφία των μουσουλμάνων βουλευτών στον Τύπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5/ε, Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 25 Μαΐου/7 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 3524 όπου συνημμένη επιστολή του βουλευτή Δράμας Χουσαμεδίν Σαΐντ στην εφημερίδα Istiklâl. Ένα παράδειγμα της δράσης τους στις εκλογικές περιφέρειές τους, η συμβολή τους στη σύνταξη του υπομνήματος των μουσουλμάνων προσφύγων που βρίσκονταν στην Ανατολική Μακεδονία, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Μ, «σημείωμα Χ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων», Θεσσαλονίκη 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου 1919.
357
Ελλάδας, με σημαντικότερο αυτό της επιστροφής των μουσουλμανικών κτημάτων, ενώ δαπανήθηκαν και τα απαραίτητα χρηματικά ποσά 101. Παράλληλα με τις παραπάνω ενέργειες, ο ελληνικός προπαγανδιστικός μηχανισμός αντέκρουε άμεσα όσα δημοσιεύματα σε εφημερίδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Βουλγαρίας ή ευρωπαϊκών χωρών αναιρούσαν την εικόνα του σεβασμού των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού από την ελληνική διοίκηση. Για παράδειγμα, ένα άρθρο στην εφημερίδα Ikdam με το οποίο επικρινόταν η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στους μουσουλμάνους της ελληνικής επικράτειας κινητοποίησε την ελληνική Ύπατη Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη η οποία εξέδωσε σχετική ανακοίνωση και προκάλεσε τη δημοσίευση άρθρων που διέψευδαν όσα ισχυριζόταν η Ikdam 102. Η διπλωματική μάχη για το τελικό καθεστώς της Θράκης ήταν σκληρή στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι. Η Ελλάδα εκτός από την αντίδραση της Βουλγαρίας είχε να αντιμετωπίσει την αρνητική στάση της Ιταλίας και των ΗΠΑ στις ελληνικές βλέψεις στη Θράκη καθώς και τη δραστηριότητα υπέρ ενός αυτόνομου θρακικού κράτους που ανέπτυσσε το Τουρκικό Θρακικό Κομιτάτο 103. Στη μάχη αυτή ένα από τα 101
Για τα αιτήματα των βουλευτών βλ. κεφ. «Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο». Για παράδειγμα, στη διάθεση του γενική διοικητή Θεσσαλονίκης Αδοσίδη διατέθηκαν για τους σκοπούς της προπαγάνδας 50.000 δραχμές, εκ των οποίων οι 10.000 δόθηκαν στον Σεΐχ Ομέρ και το βουλευτή Αλή Δεμήρ βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5/Ι(4), Διομήδης προς Πολίτη, Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8062. 102 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5(10γ), Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. τηλ. 5585 και 29 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 6435. Επίσης, η Ύπατη Αρμοστεία φρόντισε να δημοσιευτούν άρθρα «ημετέρας εμπνεύσεως» στις εφημερίδες Αlemdar, Bospur, Ehali και Vakit που αντέκρουαν τους ισχυρισμούς για ελληνικές βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και τη λήψη μέτρων εναντίον των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 59.2, Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 28 Απριλίου/10 Μαΐου 1920, αρ. τηλ. 3738 και 2/14 Μαΐου 1920, αρ. τηλ. 3090. Για την αντίστοιχη δράση της ελληνικής προπαγάνδας στον ευρωπαϊκό Τύπο βλ. D. Kitsikis, ό.π., σσ. 213-291. Μια άλλη πτυχή της προπαγάνδας ωραιοποίησης της συμπεριφοράς των ελληνικών αρχών απέναντι στους μουσουλμάνους ήταν και η εμπιστευτική υπηρεσία του Δ. Σταθόπουλου στη Δράμα ο οποίος με το ψευδώνυμο Αλή Δεμάλ έστελνε σε τουρκικές εφημερίδες διάφορες ανταποκρίσεις από την Ανατολική Μακεδονία στις οποίες εκθείαζε την ελληνική διοίκηση, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/ε, Δ. Σταθόπουλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 2/14 Ιουλίου 1919 και Κεντρική Υπηρεσία προς Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας, Αθήνα 12/24 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 7761 όπου εγκρίνεται η έκδοση τεύχους στα τουρκικά με συλλογή άρθρων του Σταθόπουλου. 103 Για την προσπάθεια της Βουλγαρίας να αποτρέψει την απώλεια της Δυτικής Θράκης και τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων όσον αφορά τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Θράκη βλ. Μ. ΠαξιμαδοπούλουΣταυρινού, Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της Βουλγαρικής Οικονομικής Διεξόδου στο Αιγαίο (1919-1923), Αθήνα 1997, σσ. 21-54. Ειδικότερα για τη στάση της Ιταλίας βλ. Α. Σφήκα-Θεοδοσίου, Η Ιταλία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Ελλάδα, Αθήνα 2004, σσ. 263-297. Το Νοέμβριο του 1918 ιδρύθηκαν στην
358
πιο ισχυρά όπλα της ελληνικής προπαγάνδας ήταν η συνεργασία με ομάδα μουσουλμάνων βουλευτών της Δυτικής Θράκης στη βουλγαρική Βουλή και ιδιαίτερα με το βουλευτή Γκιουμουλτζίνας Ισμαήλ Χακκή (Ismail Hakki) 104. Ο Χακκή μαζί με άλλους επτά μουσουλμάνους βουλευτές της Σοβράνιε, ύστερα και από παρότρυνση του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Μαζαράκη, αρχηγού της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Σόφια, απηύθυναν στις 31 Δεκεμβρίου 1918 υπόμνημα προς το Γάλλο στρατηγό Franchet d’ Espérey και τον Ελ. Βενιζέλο με το οποίο ζητούσαν προστασία των μουσουλμάνων της Θράκης από τις βουλγαρικές βιαιοπραγίες, την κατάληψή της από τα Συμμαχικά στρατεύματα και τη μελλοντική αυτονομία της, αλλά ταυτόχρονα εξήραν τη φιλελεύθερη συμπεριφορά της Ελλάδας απέναντι στους μουσουλμάνους 105. Το παραπάνω υπόμνημα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο για την ελληνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι, ο Βενιζέλος το παρουσίασε ενώπιον της Επιτροπής Ελληνικών Υποθέσεων ως απόδειξη της πολιτικής σεβασμού των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού που ακολουθούσε η Ελλάδα 106. Ο Ισμαήλ Χακκή και άλλοι μουσουλμάνοι βουλευτές της βουλγαρικής Βουλής, αφού φυγαδεύτηκαν από τον Μαζαράκη στην Κωνσταντινούπολη Κωνσταντινούπολη διάφορες οργανώσεις με στόχο την υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων στη Θράκη, οι οργανώσεις που αποτελούσαν συγκοινωνούντα δοχεία άλλαζαν συχνά ονόματα: Trakya Mudafaai Hukuk Cemiyeti, Trakya-Pasaeli Mudafaai Hukuk Cemiyeti, Trakya-Pasaeli Mudafaa Heyeti Osmaniyesi, Bati Trakya Mudafaai Hukuk Cemiyeti, Bati Trakya Komitesi. Για την ίδρυση και τη δραστηριότητα των παραπάνω οργανώσεων την περίοδο 1918-1920 βλ. Tevfik Biyiklioglu, ό.π. και Metin Marti (επιμ.), Ilk Türk Komitacisi Fuat Balkan’in Hatiralari, Κωνσταντινούπολη 1998, σσ. 49-73. Ο Φουάτ Μπαλκάν ήταν ηγετικό στέλεχος των παραπάνω οργανώσεων, υπουργός Πολέμου στην Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης που σχηματίστηκε το Μάιο του 1920 από το Κομιτάτο της Δυτικής Θράκης (Bati Trakya Komitesi) και επικεφαλής των ομάδων μουσουλμάνων ατάκτων που δρούσαν σε συνεργασία με βουλγαρικές ομάδες σε Θράκη και Μακεδονία. 104 Ο Ισμαήλ Χακκή καταγόταν από την Καβάλα και είχε συγγένεια με την οικογένεια Khedive της Αιγύπτου. Εγκατέλειψε την Καβάλα όταν κατηγορήθηκε για συνέργεια σε κίνημα αυτονομίας της Μακεδονίας και εγκαταστάθηκε στη βουλγαρική Δυτική Θράκη όπου εκλέχτηκε βουλευτής Κομοτηνής. Διέθετε μεγάλη κτηματική περιουσία ιδιαίτερα στις περιοχές του Σαρί Σαμπάν και των Ελευθερών, γεγονός που, σύμφωνα με τον παλιό του φίλο Κ. Μαζαράκη και αρχηγό της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Σόφια, τον έκανε και από συμφέρον φιλέλληνα. Οι υπόλοιποι βουλευτές που συνεργάστηκαν με την ελληνική πλευρά ήταν οι: Μεχμέτ Τζελάλ, Σαλήμ Νουρή, Τεβφίκ, Ετέμ Ρουχή, Σεβκέτ Τσουκρί, Μεχμέτ Χασήμ και Κεμάλ Χ. 105 Για το κείμενο του υπομνήματος βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 455, στα γαλλικά και στα αγγλικά, ενώ σε ελληνική μετάφραση βλ. Δ. Κ. Σβολόπουλος, Η Θράκη υπό ελληνικήν διοίκησιν, Κωνσταντινούπολη 1922, σσ. 115-117. Για το παρασκήνιο της υποβολής του υπομνήματος και της συμβολής στη συνεργασία των μουσουλμάνων βουλευτών με την ελληνική κυβέρνηση του Γάλλου αξιωματικού Ιορδάνη Ανανιάδη βλ. Καλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, «Άγνωστες πτυχές των αγώνων για την απελευθέρωση της Θράκης», Θρακικά, 46 (1972-1973), 344-354. 106 Για τη χρήση του υπομνήματος από την ελληνική πλευρά βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 455, Ελ. Βενιζέλος προς J. Cambon, πρόεδρο της Επιτροπής Ελληνικών Υποθέσεων, Παρίσι 20 Φεβρουαρίου 1919˙ International Documentation on Macedonia, ό.π., σσ. 103-104 και N. Petsalis-Diomidis, ό.π., σσ. 154-155.
359
και στη συνέχεια μετέβησαν στο Παρίσι, χρησιμοποιήθηκαν από την ελληνική πλευρά για να αποτρέψουν τη διατήρηση οποιασδήποτε μορφής βουλγαρικής κυριαρχίας στη Δυτική Θράκη, να προσεταιριστούν στελέχη του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου και να εργαστούν υπέρ της αποδοχής από το μουσουλμανικό πληθυσμό της κατάληψης της Θράκης από τον ελληνικό στρατό 107. Ο Βενιζέλος για να επιτύχει τον προσεταιρισμό των μελών του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου υπέρ των ελληνικών θέσεων στη Θράκη ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει καθεστώς αυτονομίας στη Δυτική Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία ανάλογο με αυτό που παραχώρησε η Τσεχοσλοβακία στην επαρχία της Ρουθηνίας 108. Στις προτάσεις του Έλληνα πρωθυπουργού περιλαμβάνονταν ακόμη ο διορισμός του κυβερνήτη της αυτόνομης περιοχής από την ελληνική κυβέρνηση, ο οποίος όμως θα μπορούσε να διατηρήσει τη θέση του μόνο εφόσον είχε τη στήριξη
του τοπικού Κοινοβουλίου, η εξασφάλιση της εκπροσώπησης των
μουσουλμάνων στο ελληνικό Κοινοβούλιο και ο διορισμός ενός μουσουλμάνου υπουργού. Βέβαια, ο Βενιζέλος υπογράμμιζε ότι η Ελλάδα θα προχωρούσε στις παραπάνω παραχωρήσεις μόνο εφόσον ο μουσουλμανικός πληθυσμός βοηθούσε στην εκπλήρωση του κοινού στόχου και των δύο πλευρών, δηλαδή την απομάκρυνση των Βουλγάρων από τη Θράκη και μόνο ύστερα από την υπογραφή σχετικής συμφωνίας με τους μουσουλμάνους της Θράκης η οποία θα επικυρωνόταν από τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι 109. Στην Κωνσταντινούπολη ο Ισμαήλ Χακκή, παίζοντας το διαπραγματευτικό χαρτί της προτεινόμενης αυτονομίας από τον Βενιζέλο και θέτοντας το δίλημμα ελληνική ή βουλγαρική κυριαρχία στη Θράκη, προσπαθούσε να προσεγγίσει τα μέλη του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου και τους μουσουλμάνους πρώην βουλευτές του βουλγαρικού Κοινοβουλίου ώστε να εκδηλώσουν την προτίμησή τους στην ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα, εφόσον η λύση της αυτονομίας δεν ήταν εφικτή. 107
Για τις ενέργειες του Ισμαήλ Χακκή και των υπόλοιπων μουσουλμάνων βουλευτών της Σοβράνιε βλ. Petsalis-Diomidis, ό.π., σσ. 163-283˙ Καλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Άγνωστες πτυχές, σσ. 349-353˙ Κ. Τσιούμης, ό.π., σσ. 9-14˙ Π. Παπαδημητρίου, Οι Πομάκοι της Ροδόπης. Από τις εθνοτικές σχέσεις στους βαλκανικούς εθνικισμούς (1870-1990), Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 120-123. 108 Τα άρθρα 10-13 της Συνθήκης του Αγίου Γερμανού με την οποία ανακηρύσσεται ανεξάρτητο τσεχοσλοβακικό κράτος προβλέπουν τη δημιουργία αυτόνομης επαρχίας των Ρουθηνών με μεγάλο βαθμό αυτοδιοίκησης συμβατής με την ενότητα της Τσεχοσλοβακίας. 109 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 24 (υπουργείο Εξωτερικών), Βενιζέλος προς Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας, Παρίσι 18 Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 318 και προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Παρίσι 17/30 Νοεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 7307. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Ι(4), Βενιζέλος προς Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης, Παρίσι 18/31 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 8169 και N. Petsalis-Diomidis, ό.π., σσ. 162-163, 280-281.
360
Ωστόσο, η αποστολή του Χακκή απέτυχε, όπως και η προσπάθειά του να συγκροτήσει στην Ξάνθη ένα τοπικό συμβούλιο των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης το οποίο θα εξέφραζε την προτίμησή του στην ελληνική κυριαρχία 110. Ύστερα από αυτή την αποτυχία ο Χακκή και άλλοι μουσουλμάνοι βουλευτές μεταφέρθηκαν με ελληνικό πολεμικό πλοίο από την Κωνσταντινούπολη –όπου είχαν φυλακιστεί από την οθωμανική αστυνομία και αποφυλακίστηκαν ύστερα από ενέργειες της ελληνικής Ύπατης Αρμοστείας– στην Καβάλα και συνέχισαν από εκεί τη δράση τους στέλνοντας υπομνήματα στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης και ερχόμενοι σε συνεννοήσεις είτε με μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας είτε με μέλη του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου 111. Παράλληλα με τις ενέργειες του Ισμαήλ Χακκή, η Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή στη Σόφια ερχόταν σε συνεννοήσεις με τους Πομάκους βουλευτές της βουλγαρικής Βουλής Ετέμ Ρουχή (Ethem Ruhı) και Σαλήμ Αγά (Salim Ağa) σχετικά με το ενδεχόμενο στήριξης από την Ελλάδα μιας επαναστατικής κίνησης του πομακικού πληθυσμού της Θράκης εναντίον της βουλγαρικής κυριαρχίας. Επιπλέον, σε στενή συνεργασία με την ελληνική στρατιωτική αποστολή, οι δύο προαναφερόμενοι βουλευτές και οι πομακικοί πληθυσμοί των περιφερειών τους υπέβαλαν υπομνήματα στους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων με τα οποία στηλίτευαν τις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων εις βάρος τους και εξέφραζαν την επιθυμία τους, εφόσον η λύση της
110
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 22 (υπουργείου Εξωτερικών), Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Βενιζέλο, Κωνσταντινούπολη 23 Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 6063 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6) Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 21 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6342 και N. Petsalis-Diomidis, ό.π., σσ. 280-281. 111 IAYE, K.Y., 1919, φ. Α/5(6), Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 21 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6342 και 23 Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6402 όπου πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες αποφυλάκισης του Ισμαήλ Χακκή και αποστολής του στην Καβάλα. Στον ίδιο φάκελο, Γενικό Στρατηγείο προς Κεντρική Υπηρεσία, Γενικό Στρατηγείο 14/27 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 12746 σχετικά με τη δράση του Χακκή στην Ανατολική Μακεδονία. ΙΑΜΜ, αρχείο Βενιζέλου, φ. 24 (υπουργείο Εξωτερικών), Χαλκιόπουλος προς Πολίτη, Δράμα 15/28 Νοεμβρίου 1919, αρ. τηλ. 59 και 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 591 όπου αναφορές στη συνάντηση του Ισμαήλ Χακκή με μέλη του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου στην Ξάνθη. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(7), Χαλκιόπουλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Ξάνθη 6/19 Νοεμβρίου 1919, αρ. πρ. 68 όπου συνημμένη ανακοίνωση του Χακκή σχετικά με την παραπάνω συνάντηση. Ο Χακκή είχε υποβάλει στις 12 Ιουνίου 1919 υπόμνημα προς την Κεντρική Επιτροπή Εδαφικών Υπόθεσεων υπέρ της ενσωμάτωσης της Θράκης στην Ελλάδα, ενώ στο πλαίσιο της στήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων εντασσόταν και η συνέντευξή του στην εφημερίδα Morning Post στις 31 Οκτωβρίου 1919, βλ. N. Petsalis-Diomidis, ό.π., σσ. 171, 283.
361
αυτονομίας δεν ήταν εφικτή, να ενσωματωθούν οι περιοχές τους στο ελληνικό κράτος 112. Ένα μεταναστευτικό ρεύμα του πομακικού πληθυσμού της περιοχής κυρίως του Άρδα, που ήθελε να αποφύγει τη βουλγαρική επιστράτευση, προς το ελληνικό έδαφος αποτέλεσε ένα νέο επιχείρημα της ελληνικής προπαγάνδας στην προσπάθειά της να αποδυναμώσει διπλωματικά τη Βουλγαρία. Οι στρατιωτικές αρχές έλαβαν από την Αθήνα οδηγίες για ευνοϊκή μεταχείριση των Πομάκων προσφύγων, «εξαιρουμένης διαφοράν συμπεριφοράς προς αυτούς Βουλγάρων και ημών», ενώ συντάχθηκαν νέα υπομνήματα που υποστήριζαν τις ελληνικές θέσεις στο ζήτημα της Θράκης τα οποία στάλθηκαν στο Παρίσι 113. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ στο Παρίσι στις 14/27 Νοεμβρίου 1919 η Βουλγαρία παραιτήθηκε των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στη Δυτική Θράκη υπέρ των Συμμάχων της Entente δεσμευόμενη να αναγνωρίσει τις μελλοντικές αποφάσεις τους για το καθεστώς της επαρχίας. Η Δυτική Θράκη, που είχε καταληφθεί από Συμμαχικά στρατεύματα ήδη από τον Οκτώβριο του 1919, τέθηκε υπό Διασυμμαχική Διοίκηση η οποία διήρκεσε μέχρι το Μάιο του 1920, οπότε τα Συμμαχικά στρατεύματα αντικαταστάθηκαν από ελληνικά 114. Κατά τη διάρκεια της Συμμαχικής Διοίκησης της Θράκης οι ενέργειες του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου σε συνεργασία με τους Βούλγαρους και με την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, των Γάλλων για την 112
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 23 (υπουργείο Εξωτερικών), Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Πολίτη, Κωνσταντινούπολη 1/14 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6278 και 6286. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6), Παρασκευόπουλος προς αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Γενικό Στρατηγείο 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6445 όπου αναφορά στις συζητήσεις του ταγματάρχη Ιατρίδη της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής της Σόφιας και των Πομάκων βουλευτών σχετικά με τη σύνταξη υπομνήματος 28 χωριών των περιφερειών Ντόβλεν και Πασμακλί. Στον ίδιο φάκελο, υπομνήματα των μουσουλμάνων των περιφερειών Εγρί Δερέ, Κίρτζαλι και Δαρί Δερέ. 113 Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, «Οι διαθέσεις των Πομάκων της Δυτικής Θράκης 1918-1923», Θρακική Εστία, 9 (1992-1994), 24-27. Επίσης, ΙΑΜΜ, αρχείο Βενιζέλου, φ. 23 (υπουργείο Εξωτερικών), Διομήδης προς Βενιζέλο, Αθήνα 4/17 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8179 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6) Διομήδης προς Παρασκευόπουλο, Αθήνα 21 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8178. Ο Βενιζέλος πάντως δεν επικροτούσε τη στήριξη των επαναστατικών ενεργειών των Πομάκων και προτιμούσε να φέρει σε δύσκολη θέση τη Βουλγαρία στη συνδιάσκεψη του Παρισιού μέσω υπομνημάτων και διαμαρτυριών. 114 Στις 18 Οκτωβρίου 1919 ο στρατηγός Λεοναρδόπουλος και η 9η ελληνική μεραρχία κατέλαβαν την περιοχή της Ξάνθης, ενώ η υπόλοιπη Δυτική Θράκη καταλήφθηκε από γαλλικές δυνάμεις με επικεφαλής το Γάλλο στρατηγό Charpy. Γενικός διοικητής της Διασυμμαχικής Θράκης διορίστηκε ο στρατηγός Charpy, ενώ ρόλο στη διοίκηση της επαρχίας είχε και το Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο απαρτιζόταν από εκπροσώπους των μουσουλμάνων, Ελλήνων, Εβραίων και Αρμενίων. Για την περίοδο της Συμμαχικής Διοίκησης της Δυτικής Θράκης βλ. Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Η απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης από το αρχείο του Χαρίσιου Βαμβακά, Αθήνα 1975˙ Τσιούμης, ό.π., σ. 15˙ Μ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, ό.π., σσ. 60-61 και Κ. Γέραγας, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922, εν Αθήναις 1925, σσ. 57-72.
362
αυτονομία της επαρχίας κορυφώθηκαν 115. Σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή του θρακικού ζητήματος ο Βενιζέλος εμπιστεύτηκε στον Χαρίσιο Βαμβακά τη θέση του αντιπροσώπου της Ελλάδας στη Διασυμμαχική Θράκη. Ο Βαμβακάς κατόρθωσε να προσεγγίσει σημαντικό κομμάτι του μουσουλμανικού πληθυσμού, να υποσκάψει τα ερείσματα της Βουλγαρίας και του Τουρκικού Θρακικού Κομιτάτου και να προδιαθέσει ευνοϊκά τους μουσουλμάνους απέναντι σε μια επικείμενη ελληνική διοίκηση της Δυτικής Θράκης 116. Επιπλέον, ο Βενιζέλος από το Παρίσι έστελνε συνεχείς οδηγίες στις ελληνικές αρχές της Διασυμμαχικής
Θράκης
όσον
αφορά
τη
συμπεριφορά
τους
απέναντι
στους
μουσουλμάνους, θέλοντας να μετριάσει τις αρνητικές εντυπώσεις που προξένησαν στους Συμμάχους τα έκτροπα κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τα οποία, παράλληλα, αμαύρωσαν την εικόνα της ευμενούς συμπεριφοράς της ελληνικής διοίκησης απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο 117. Έτσι, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών συνέστησε στο στρατηγό Λεοναρδόπουλο να περιβάλει με ιδιαίτερη φροντίδα τους παράγοντες του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δυτικής Θράκης και να κάνει γνωστό ότι δεν πρόκειται να γίνει καμία δίωξη για πολιτικά αδικήματα που τελέστηκαν πριν από τη Συμμαχική κατοχή 118. Από την άλλη, ο Έλληνας πρωθυπουργός εφιστούσε την προσοχή των στρατιωτικών αρχών στον τρόπο που θα γινόταν η προσωρινή κατάληψη της περιοχής της Ξάνθης, τονίζοντας ότι «επανάληψη παρεκτροπών (της Σμύρνης) θα σήμαινε οριστικό ναυάγιο πασών των εθνικών ημών
115
Metin Marti (επιμ.), ό.π., σσ. 49-79˙ Τσιούμης, ό.π., σσ. 15-16 και Μ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, ό.π., σσ. 63-64. 116 Για τη δράση του Χ. Βαμβακά στη Δυτική Θράκη την περίοδο 1919-1920 βλ. Κ. ΠαπαθανάσηΜουσιοπούλου, Η απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης από το αρχείο του Χαρίσιου Βαμβακά, Αθήνα 1975. Η σημαντικότερη επιτυχία του Βαμβακά ήταν η εκλογή Έλληνα προέδρου στο Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο με τις ψήφους μουσουλμάνων εκπροσώπων τους οποίους είχε προσεγγίσει. 117 Για τις βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Σμύρνης κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού βλ. Turkish Ministry of Foreign Affairs, Center for Strategic Research, Greek occupation of Izmir and adjoining territories: report of the inter-allied commission of inquiry, May-September 1919, Άγκυρα 1999, όπου το κείμενο της Διασυμμαχικής Επιτροπής που συγκροτήθηκε για να εξετάσει τα έκτροπα˙ Τ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 98-99 και A.J. Toynbee, Το Δυτικό Ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια μελέτη επαφής πολιτισμών, μτφρ. Π. Πάρτσος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 389-402 όπου παρουσιάζονται οι ελληνικές θέσεις των γεγονότων στη Σμύρνη. Για το αρνητικό αντίκτυπο που είχαν τα έκτροπα στις ελληνικές υποθέσεις βλ. Γ. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις...». Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα 20034, σσ. 256-259 όπου και επιπλέον βιβλιογραφικές αναφορές για το θέμα. Σημειώνεται ότι η έκθεση της Διασυμμαχικής Επιτροπής δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα, γεγονός που αποδίδεται στις διπλωματικές αρετές του Βενιζέλου. 118 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6), Διομήδης προς Παρασκευόπουλο, Αθήνα 2/15 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 9756.
363
διεκδικήσεων. Αντίθετα, ομαλή διεξαγωγή καταλήψεως θα ύψωνε πάλι το κύρος μας και θα ενίσχυε τη θέση μας» 119. Παρά την κατάληψη του συνόλου της Δυτικής Θράκης από ελληνικά στρατεύματα το Μάιο του 1920, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του San Remo, η ελληνική κυριαρχία στην περιοχή δεν ήταν δεδομένη. Αντιδρώντας στη διαφαινόμενη ενσωμάτωση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα Θρακιώτες μουσουλμάνοι και Βούλγαροι ίδρυσαν στις 25 Μαΐου του 1920 στο χωριό Χεμετλί (Οργάνη) της Ροδόπης την «Εθνική Κυβέρνηση Δυτικής Θράκης». Ένα μήνα αργότερα ιδρύθηκε στη Φιλιππούπολη το «Τουρκο-Βουλγαρικό Κομιτάτο Απελευθέρωσης Δυτικής Θράκης» με κύριο στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητης Δημοκρατίας στη Δυτική Θράκη. Παράλληλα, στην Ανατολική Θράκη ο Τζαφέρ Ταγιάρ (Cafer Tayyar), πρώην στρατηγός του οθωμανικού στρατού και εκπρόσωπος του Κεμάλ στη Θράκη, προετοίμαζε ένοπλη αντίσταση εναντίον της επικείμενης ελληνικής προέλασης, αναζητώντας, μάλιστα, τη συνεργασία της βουλγαρικής κυβέρνησης, του βουλγαροθρακικού κομιτάτου και της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) 120. Αντιμετωπίζοντας η Ελλάδα διάφορους ανταπαιτητές των θρακικών εδαφών είχε κάθε λόγο να συνεχίσει να προπαγανδίζει το σεβασμό των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού από τον ελληνικό στρατό και τις διοικητικές αρχές. Ο Βενιζέλος θεωρούσε σημαντικό να κερδίσουν οι ελληνικές αρχές την εμπιστοσύνη του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δυτικής Θράκης, διατηρώντας, για παράδειγμα, τους μουσουλμάνους διοικητικούς υπαλλήλους και δημοτικούς συμβούλους, εφόσον η συμπεριφορά αυτή θα διευκόλυνε την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης χωρίς σοβαρή
119
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(11) Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 10/23 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ.9339. Ο Βενιζέλος συνιστούσε να γίνει κατάλληλη διδασκαλία στους στρατιώτες και να επιλεχθούν τα στελέχη εκείνα που θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας αυτή την αποστολή, ενώ δινόταν η εξουσιοδότηση, εν ανάγκη, να γίνουν και κρίσεις στελεχών για την παραπάνω επιλογή. 120 Για την Εθνική Κυβέρνηση Δυτικής Θράκης βλ. τις αναμνήσεις του υπουργού Πολέμου της κυβέρνησης αυτής Φουάτ Μπαλκάν, Metin Marti (επιμ.), ό.π., σσ. 76-79, μέλη της ίδιας κυβέρνησης ήταν και δύο Βούλγαροι (Vangel Georgiev και Dr. Dockof). Πρβλ. Κ. Τσιούμης, ό.π., σσ. 17-18˙ Μ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, ό.π., σσ. 64-65. Αναλυτικά για την οργάνωση, τις επαφές με τις βουλγαρικές οργανώσεις και τη δράση του Τζαφέρ Ταγιάρ στην Ανατολική Θράκη βλ. Tevfik Biyiklioglu, ό.π., σσ. 165-378 και Κ. Βακαλόπουλος, Η Θρακική Έξοδος (1918-1922). Από τη γενοκτονία, την παλιννόστηση, το ταγιαρικό καθεστώς και την απελευθέρωση στο δεύτερο ξεριζωμό, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 141-168. Τον Ιούλιο του 1920 ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Ανατολική Θράκη χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση από τις δυνάμεις του Ταγιάρ, ο οποίος μάλιστα πιάστηκε αιχμάλωτος. Στη σύγκρουση με τον ελληνικό στρατό τους Τούρκους εθνικιστές συνέδραμε μόνο η ΕΜΕΟ υπό τον Πρωτογέρωφ.
364
αντίσταση από τους ντόπιους μουσουλμάνους 121. Την περίοδο μέχρι την υπογραφή της ειδικής για τη Θράκη Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) ο ελληνικός προπαγανδιστικός μηχανισμός χωρίς να φείδεται χρημάτων 122 δούλευε πυρετωδώς για να υποστηρίξει την εικόνα που είχε οικοδομηθεί για την ελληνική διοίκηση και τις σχέσεις της με το μουσουλμανικό στοιχείο. Στην Αλεξανδρούπολη οι ελληνικές αρχές χρηματοδότησαν την ανοικοδόμηση τζαμιού που είχαν καταστρέψει οι Βούλγαροι, με τη σημειολογία της ενέργειας αυτής να είναι ξεκάθαρη: οι Βούλγαροι καταστρέφουν τους χώρους θρησκευτικής λατρείας των μουσουλμάνων ενώ οι Έλληνες τους ξαναχτίζουν 123. Υπομνήματα και τηλεγραφήματα μουφτήδων και μουσουλμανικών κοινοτήτων της Θράκης απευθύνονταν σωρηδόν στην ελληνική κυβέρνηση με το γνωστό κοινότοπο περιεχόμενο περί άριστης συμπεριφοράς της ελληνικής διοίκησης, ενώ η επίσκεψη του βασιλιά Αλέξανδρου στη Θράκη έδωσε την αφορμή για νέες εκδηλώσεις της ευγνωμοσύνης των μουσουλμάνων 124. Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, η μεταστροφή του ευνοϊκού διπλωματικού κλίματος για την Ελλάδα και το αδιέξοδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία πυροδότησαν τη δραστηριότητα της βουλγαρικής κυβέρνησης, των βουλγαρικών οργανώσεων, των τουρκικών κομιτάτων και της κυβέρνησης του Κεμάλ για την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Βουλγαρία και Κεμάλ συνεργάζονταν για να πετύχουν τις επιδιώξεις τους στη Θράκη. Η Συνδιάσκεψη
121
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.2, Βενιζέλος προς Βαμβακά, Παρίσι 26 Μαΐου/8 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 6296. Γενικότερα για τη συμπεριφορά της ελληνικής διοίκησης απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό της Θράκης και τις σχετικές οδηγίες του Βενιζέλου βλ. Κ. Γέραγας, ό.π., σσ. 10-56, ο συγγραφέας ήταν αναπληρωτής γενικός διοικητής Θράκης. 122 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Υπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 31 Δεκεμβρίου 1920/13 Ιανουαρίου 1921, αρ. πρ. 9234 όπου αναφέρεται ότι μόνο για το 1920 διατέθηκε στην Ύπατη Αρμοστεία για προπαγανδιστικές ενέργειες στη Θράκη το ποσό των 300.000 δραχμών. 123 Α. Σακτούρης, Αναμνήσεις εκ του διπλωματικού μου σταδίου (1897-1933), εν Καΐρω 1951, σ. 159 και Κ. Γέραγας, ό.π., σσ. 10-11. 124 Α. Σακτούρης, ό.π., σσ. 159-160 όπου ευχαριστήρια έγγραφα μουσουλμανικών κοινοτήτων Κομοτηνής και Διδυμοτείχου και 167-168 όπου, σύμφωνα με τον Ύπατο Αρμοστή Θράκης, οι μουσουλμάνοι ήταν τόσο ευχαριστημένοι από την ελληνική διοίκηση και την αποκατάσταση της ασφάλειας στην ύπαιθρο ώστε οι μουσουλμάνοι βοσκοί να δηλώνουν ότι «Και εμάς και τις αγελάδες μας τις φυλάει τώρα ο Βενιζέλος». Επίσης, Κ. Γέραγας, ό.π., σσ. 15-18. Εφημ. Εμπρός 7/20 Μαΐου 1920 όπου επιστολή του μουφτή Γκιουμουλτζίνας και 27 Ιουλίου/9 Αυγούστου 1920 όπου δηλώσεις μουσουλμάνων Αδριανούπολης σχετικά με την ελληνική διοίκηση. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Βαμβακάς προς Κεντρική Υπηρεσία, Γκιουμουλτζίνα 12/25 Ιουλίου 1920, αρ. τηλ. 9488 όπου περιγραφή της υποδοχής του βασιλιά Αλέξανδρου από τους μουσουλμάνους της πόλης.
365
του Λονδίνου το Φεβρουάριο 1921 125 λειτούργησε ενθαρρυντικά στις ενέργειες των βουλγαρικών και τουρκικών οργανώσεων και την αντίστοιχή τους προπαγάνδα. Οι ελληνικές διπλωματικές αποστολές στη Βουλγαρία και η ελληνική Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης αναφέρονταν συνεχώς στη συνεργασία βουλγαρικών μακεδονικών ή θρακικών κομιτάτων με αντίστοιχα τουρκικά και με την Άγκυρα. Τουρκοβουλγαρικές συμμορίες συγκεντρώνονταν στα σύνορα με την Ελλάδα, κεμαλικοί αξιωματικοί μετέβαιναν στη Βουλγαρία για να οργανώσουν τις κινήσεις των κομιτάτων και να συντονίσουν την προπαγάνδα, ενώ σημειώνονταν και κάποιες δολιοφθορές εντός του ελληνικού εδάφους 126. Σύμφωνα με την ελληνική πρεσβεία στη Σόφια, και η βουλγαρική κυβέρνηση βρισκόταν σε επαφές με τον Κεμάλ ήδη από το φθινόπωρο του 1920, ανεχόταν και υπέθαλπε κεμαλικούς απεσταλμένους, ενώ, από την άλλη, Βούλγαροι βουλευτές μετέβησαν στην Άγκυρα για συνεννοήσεις 127. Σε επίπεδο προπαγάνδας 125
Πρόκειται για Συμμαχική διάσκεψη που συγκάλεσε η βρετανική κυβέρνηση στο Λονδίνο στις 8/21 Φεβρουαρίου 1921 με αντικείμενο το διακανονισμό του Ανατολικού Ζητήματος. Αναλυτικά για τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου βλ. Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, μετφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα 2004, σσ. 325-353. 126 Λεπτομέρειες γι’ αυτή τη συνεργασία βλ. στις αναμνήσεις του Φουάτ Μπαλκάν, Metin Marti (επιμ.), ό.π., σσ. 91-159. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 7, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 9/22 Απριλίου 1921, αρ. πρ. 2517 και 10/23 Ιουνίου 1921 αρ. πρ. 3197. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 94, ελληνική γραμματεία στην Κοινωνία των Εθνών προς Κεντρική Υπηρεσία, Γενεύη 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1922, αρ. πρ. 580 και Κεντρική Υπηρεσία προς πρεσβείες Βουκουρεστίου, Βελιγραδίου και Σόφιας, Αθήνα 16/29 Ιουνίου 1922, αρ. πρ. 6111. Μ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, ό.π., σσ. 106-125˙ Κ. Γέραγας, ό.π., σσ. 110113 και Κ. Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 319-328. Ειδικότερα για τη συνεργασία των δύο πλευρών στη Μακεδονία βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 32, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 26 Νοεμβρίου/9 Δεκεμβρίου 1921, αρ. πρ. 1685 όπου συνημμένη δήλωση των μακεδονικών οργανώσεων στη Βουλγαρία στην οποία γίνεται αναφορά στη συνεργασία με τους μουσουλμάνους των Σερρών και της Δράμας. Στον ίδιο φάκελο, Χωροφυλακή Κοζάνης, Κοζάνη 13/26 Ιανουαρίου 1921, αρ. 2/2 σχετικά με τον Christo Liodov όπου πληροφορίες για τη συνεργασία του κομιτατζή Christo Liodov με τη μουσουλμανική ληστρική συμμορία του Καρά Αλή. Επίσης, Βλάσης Βλασίδης, Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και η δράση της στην ελληνική Μακεδονία στον Μεσοπόλεμο 1919-1928, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 196-197. 127 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 94, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 10/23 Απριλίου 1922, αρ. πρ. 2041 έκθεση σχετικά με την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Stambolijski. Φαίνεται ότι Σόφια και Άγκυρα υπέγραψαν συμφωνία για στρατιωτική συνεργασία το Μάρτιο του 1922 στο χωριό Pavlovo με την οποία συμφώνησαν για κοινή δράση στη Θράκη και τη Μακεδονία, αν και υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο η συμφωνία αυτή ήταν πραγματική. Για το κείμενο της συμφωνίας βλ. Μ. ΠαξιμαδοπούλουΣταυρινού, ό.π., σ. 142 και γενικά για τη συνεργασία ανάμεσα στην Άγκυρα και τη Σόφια, σσ. 106-125 και 139-148. Πάντως συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1922 στην Άγκυρα, το κείμενο της οποίας βρίσκεται στο αρχείο Βενιζέλου στο Μουσείο Μπενάκη, βλ. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 30 (υπουργείο Εξωτερικών), πρεσβεία Ελλάδας προς Foreign Office, Λονδίνο 30 Οκτωβρίου 1922, αρ. πρ. 3462/St/22. Σχετικά με τις βουλγαρικές αντιπροσωπείες του Grozkov και του Dimitir Ackov στην Άγκυρα και την ύπαρξη εκπροσώπου του Κεμάλ (Τζεβάτ Αμπάς) στη Σόφια από τις αρχές του 1921 βλ. T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Yayin nu: 16, Belgelerle Mustafa Kemal Atatürk ve Türk-Bulgar Ilişkileri 1913-1938 (ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και οι τουρκοβουλγαρικές σχέσεις μέσα από τα έγγραφα), Άγκυρα 2002, σσ. XXII-XXIV.
366
βουλγαρική και τουρκική πλευρά κατηγορούσαν την ελληνική διοίκηση για πιέσεις εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της και προέκριναν ως λύση την αυτονομία Θράκης και Μακεδονίας 128. Η ελληνική κυβέρνηση κάθε φορά που διατυπώνονταν οι παραπάνω κατηγορίες ενεργοποιούσε τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της που χρησιμοποιούσε τις ίδιες μεθόδους και επιχειρήματα όπως και στο πρόσφατο παρελθόν. Έτσι, για ακόμη μία φορά μουσουλμανικές κοινότητες, μουφτήδες και μουσουλμάνοι πρόκριτοι συνέτασσαν ψηφίσματα όπου τόνιζαν την άριστη συμπεριφορά των ελληνικών διοικητικών και στρατιωτικών αρχών, εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους προς αυτές και διέψευδαν κάθε πληροφορία που δεν συμβάδιζε με την παραπάνω εικόνα 129. Παράλληλα, ψηφίσματα των Πομάκων της βουλγαρικής Θράκης προς τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με τα οποία δήλωναν την επιθυμία τους να ενσωματωθούν οι περιοχές τους στην Ελλάδα, 128
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 4, υποφ. 8, Υψηλή Πύλη υπουργείο Εξωτερικών προς ύπατους αρμοστές, Κωνσταντινούπολη 22 Δεκεμβρίου 1920, αρ. 25532/338 όπου καταγγελίες για διωγμό του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης από τις ελληνικές αρχές. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 20, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 5/18 Αυγούστου 1921, αρ. πρ. 5905 όπου αναφορές σε δημοσιεύματα του βουλγαρικού Τύπου για ελληνικές βιαιοπραγίες στην Ανατολική Θράκη. ΤΝΑ, F.O. 371/6079 ο πρόεδρος της Βαλκανικής Επιτροπής προς Foreign Office, Λονδίνο 21 Μαρτίου 1921, αρ. C4489 όπου συνημμένο υπόμνημα με τον τίτλο «Το μέλλον της Δυτικής Θράκης». Επίσης, ΤΝΑ, F.O. 371/6090, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Σόφια 27 Ιουλίου/9 Αυγούστου 1921, αρ. C15591 όπου συνημμένο ψήφισμα του 5ου συνεδρίου των Θρακών προσφύγων σχετικά με την αυτονομία της περιοχής. ΤΝΑ, F.O. 371/6092, τηλεγράφημα της Επιτροπής των Ενωμένων Μακεδονικών Εθνοτήτων προς την Άνω Βουλή, Σόφια 21 Φεβρουαρίου/6 Μαρτίου 1921, αρ. C3790 όπου στηλιτεύονται οι ελληνικές βιαιοπραγίες και προκρίνεται ως λύση η αυτονομία της Μακεδονίας. «Επιτροπή Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων της Δυτικής Θράκης» προς ύπατους αρμοστές, Κωνσταντινούπολη 29 Ιανουαρίου 1922 στο B. Destani (επιμ.), ό.π., τ. 3, αρ. εγγράφου 81, σσ. 448-454 όπου αναφορές στο διωγμό των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης από τους Έλληνες. Πρβλ. Μ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, ό.π., σσ. 147-148, 154. 129 ΙΑΥΕ, Κ.Υ. 1921, φ. 20, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 3/16 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 26308 όπου συνημμένο αντίγραφο διαμαρτυρίας μουφτή μουσουλμανικής κοινότητας Υποδιοίκησης Βρύσεως. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 7, υποφ. 4, Πολιτική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 16/29 Δεκεμβρίου 1921, αρ. πρ. 2757 όπου συνημμένο τηλεγράφημα μουσουλμανικής κοινότητας και μουσουλμάνων βουλευτών Αδριανούπολης με διάψευση διαδόσεων για διώξεις μουσουλμανικού πληθυσμού Θράκης. Στον ίδιο φάκελο, υποφ. 5 ανάλογο υπόμνημα μουσουλμανική κοινότητας Γκιουμουλτζίνας, Γκιουμουλτζίνα 14/27 Φεβρουαρίου 1921. ΕΛΙΑ, αρχείο Δ. Γούναρη, φ. 1, επιστολή προέδρου μουσουλμανικής κοινότητας Αδριανούπολης προς Δ. Γούναρη σχετικά με την τέλεση δοξολογίας σε τέμενος «υπέρ φιλοδικαίας Μεγάλης Ελλάδος». ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 556, ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Γκιουμουλτζίνας προς πρόεδρο κυβέρνησης, Γκιουμουλτζίνα 12/25 Οκτωβρίου 1921, αρ. πρ. 2622 και φ. 558, ο μουφτής Αρτεσκού (Ελευθερών-Μπαμπά Εσκή) προς πρόεδρο κυβέρνησης, εν Αρτεσκώ 26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου 1921, αρ. πρ. 2881 όπου διαψεύσεις για βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων από στρατιωτικά σώματα. Επίσης, στο ίδιο αρχείο, φ. 709, Στρατιά Θράκης προς υπουργείο Στρατιωτικών, Επιτελική Υπηρεσία Στρατού, Γραφείο ΙΙ, Αδριανούπολη 14/27 Σεπτεμβρίου 1921, αρ. Ε.Π. 9775/3353/ΙΙ «περί ψευδολογημάτων βουλγαρικής εφημερίδας ΖΟΡΑ» όπου διαψεύσεις βιαιοτήτων εις βάρος Βουλγάρων και μουσουλμάνων Ξάνθης και Γκιουμουλτζίνας. Πρβλ. Κ. Γέραγας, ό.π., σσ. 105-109.
367
χρησιμοποιήθηκαν ως ακόμη ένα αποδεικτικό στοιχείο της συμπεριφοράς των ελληνικών αρχών απέναντι στους μουσουλμάνους σε αντίθεση με την αντίστοιχη των βουλγαρικών 130. Η υπενθύμιση και η στοιχειοθέτηση των βουλγαρικών και οθωμανικών βιαιοτήτων εις βάρος του ελληνικού και μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης επετύγχαναν να υποσκάψουν το κύρος των καταγγελιών εις βάρος της Ελλάδας. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών σε σημείωμά του με οδηγίες για τον τρόπο διάψευσης των κατηγοριών περί πιέσεων εις βάρος των μουσουλμάνων σημείωνε χαρακτηριστικά: «Γιατί ενδιαφέρονται οι Βούλγαροι για τους μουσουλμάνους, αυτοί δεν ήταν που συμπεριφέρθηκαν με το χειρότερο τρόπο κατά του Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και αργότερα;» 131. Μέχρι την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου οι ελληνικές αρχές συνέχιζαν να συγκεντρώνουν στοιχεία για τις βουλγαρικές βιαιοπραγίες εις βάρος όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των μουσουλμάνων της Θράκης με προφανή σκοπό την αξιοποίησή τους από τον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό 132. Το σύνολο της ελληνικής επιχειρηματολογίας που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να οικοδομηθεί η εικόνα του σεβασμού των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης από τις ελληνικές διοικητικές αρχές συμπυκνώνεται στα βιβλία του Κ. Σβολόπουλου και του A. Αντωνιάδη για τη Θράκη, τα οποία διανθίζονται με ευχαριστήρια υπομνήματα μουσουλμάνων και αποδείξεις των βουλγαρικών και τουρκικών βιαιοτήτων 133. 130
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 7, υποφ. 4, Νομαρχία Ροδόπης προς υπουργείο Εσωτερικών, Γκιουμουλτζίνα 15/28 Φεβρουαρίου 1921, αρ. πρ. 1033 όπου συνημμένο ψήφισμα συλλαλητηρίου περί προσάρτησης στην Ελλάδα βουλγαροκρατούμενης Θράκης και Νομαρχία Ροδόπης προς υπουργό Στρατιωτικών Δ. Γούναρη, Γκιουμουλτζίνα 10/23 Φεβρουαρίου 1921, αρ. πρ. 932 όπου συνημμένη έκκληση προς τη Διάσκεψη του Λονδίνου αντιπροσώπων πληθυσμών βουλγαροκρατούμενης Θράκης για την προσάρτησή της στην Ελλάδα. Η βουλγαρική πλευρά, απαντώντας στην κοινή διακοίνωση Ελλάδας, Σερβίας και Ρουμανίας σχετικά με τις συμμορίες που επιχειρούσαν στα εδάφη των παραπάνω χωρών βρίσκοντας καταφύγιο στη βουλγαρική επικράτεια, κατηγορούσε την Ελλάδα ότι ενθαρρύνει τους Πομάκους των βουλγαρικών εδαφών να προβούν σε επαναστατικές ενέργειες και να συντάξουν υπομνήματα με τα οποία ζητούν την ενσωμάτωσή των περιοχών τους στην Ελλάδα, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 94, πρεσβεία Βουλγαρίας προς Γ.Γ. της ΚτΕ, Βέρνη 17 Ιουνίου 1922, αρ. 11/21347/21347. 131 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 7, υποφ. 2, σημείωμα υπουργείου Εξωτερικών για τη διάψευση των κατηγοριών περί διωγμού μουσουλμάνων και Βουλγάρων Θράκης. 132 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Μιλτ. Σταμούλη, φ. Κ/85δ, Υποδιοίκηση Μυριοφύτου προς Μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Μυριόφυτο 17/30 Μαρτίου 1922, αρ. Ε. 41 και Κ/85γ, υποφ. 5, Υποδιοίκηση Μυριοφύτου προς Μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Μυριόφυτο 22 Ιουνίου/5 Ιουλίου 1922, αρ. πρ. 102, όπου ζητείται από τη Μητρόπολη να συντάξει έκθεση για τις τουρκικές βιαιοπραγίες, αυτή τη φορά, της περιόδου από την επανάσταση των Νεοτούρκων μέχρι την απελευθέρωση της Θράκης από τον ελληνικό στρατό. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 2, υποφ. 2, Πολιτική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 11/24 Μαΐου 1922, αρ. πρ. 1090 και 27 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1922, αρ. πρ. 1674 όπου συνημμένες εκθέσεις περί βουλγαρικών και τουρκικών βιαιοπραγιών. 133 Κ. Σβολόπουλος, ό.π., και A. Antoniades, Le dévelopement économique de la Thrace, Αθήνα 1922.
368
Μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και την εισροή χιλιάδων προσφύγων σε ελληνικό έδαφος η Ελλάδα βρισκόταν σε δεινή διπλωματική και στρατιωτική θέση. Η ελληνική κυριαρχία στις Νέες Χώρες και ιδιαίτερα στη Δυτική Θράκη ήταν επισφαλής. Την Αθήνα ανησυχούσαν οι συνεχείς πληροφορίες για συνεργασία Βουλγαρίας και κεμαλικής Τουρκίας τόσο σε επίπεδο κυβερνήσεων όσο και σε επίπεδο κομιτάτων και οι επιθέσεις Βούλγαρων και μουσουλμάνων κομιτατζήδων εναντίον ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων, όπως αυτές στα τέλη Νοεμβρίου 1922 βόρεια της Ξάνθης 134. Αν και η συνεργασία Άγκυρας και Σόφιας ναυάγησε εξαιτίας των διαφωνιών όσον αφορά το καθεστώς της Θράκης 135, η Ελλάδα έπρεπε να αποφύγει ή να αποκρύψει πάση θυσία πράξεις αντεκδίκησης και ενέργειες διωγμού των μουσουλμάνων από τις ελληνικές αρχές μη επιθυμώντας να προκαλέσει την αντίδραση της Τουρκίας, η οποία τη δεδομένη στιγμή ήταν σε θέση ισχύος, και να εφοδιάσει, παράλληλα, με επιχειρήματα όσους επιβουλεύονταν ελληνικά εδάφη. Ενδεχόμενες εκτεταμένες βιαιοπραγίες εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού θα απομόνωναν ακόμη περισσότερο διπλωματικά την Ελλάδα και θα της στερούσαν το δικαίωμα να εφιστά την προσοχή των Μεγάλων Δυνάμεων και της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης στα όσα υπέστησαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους. Η έξωθεν καλή μαρτυρία 134
Σχετικά με τη συνεργασία Άγκυρας και Σόφιας την περίοδο μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία βλ. ΙΑΥΕ., Κ.Υ., 1922, φ. 94, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 9908, έκθεση για την εσωτερική κατάσταση της Βουλγαρίας. Στον ίδιο φάκελο, προξενείο Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φιλιππούπολη 19 Σεπτεμβρίου/2 Οκτωβρίου 1922, αρ. πρ. 210. ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Α. Αννίνου, φ. 1.3. «γενικός προξενος Κωνσταντινούπολης 1922-1923», όπου διάφορες εκθέσεις για τη δράση Βούλγαρων και Τούρκων πρακτόρων στη Μακεδονία και τη Θράκη. Ανάλογες εκθέσεις ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87 και 89. Επίσης, Μ. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, ό.π., σσ. 173-188˙ Κ. Γέραγας, ό.π., 140-143˙ «Bulgarian-Turkish Relations in the early years of the 1920’s: a comment on the observations of Dr Cengiz Hakov», Turkish Review of Balkan Studies, 2 (1994-1995), 69-71˙ T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Yayin nu: 16, ό.π., σσ. XXIV-XXVI και Metin Marti (επιμ.), ό.π., σσ. 153-168. Ανάλογη προσέγγιση πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στην κεμαλική Τουρκία και την Αλβανία με την υπογραφή μυστικής συμφωνίας συνεργασίας το Νοέμβριο του 1922, βλ. Δ. Μιχαλόπουλος, «Προσπάθειες για σύμπραξη Αλβανίας και κεμαλικής Τουρκίας: η μυστική συμφωνία του 1922», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά του Ε΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 95-108. 135 Η Σόφια και οι βουλγαρικές θρακικές και μακεδονικές οργανώσεις επεδίωκαν την αυτονομία ολόκληρης της Θράκης –Δυτικής και Ανατολικής–, προοπτική στην οποία η Άγκυρα δεν συνηγορούσε, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ. 1992, φ. 94, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 13/26 Σεπτεμβρίου 1922, αρ. πρ. 4504 και Σόφια 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1922, αρ. πρ. 5293 όπου ο Έλληνας πρέσβης αναφέρεται στην απογοήτευση του Βούλγαρου υπουργού Εξωτερικών για την αποκατάσταση της Τουρκίας στην Ανατολική Θράκη. Επίσης, Krastjo Mancev, «National problem in the Balkans until the Second World War», Bulgarian Academy of Sciences Institute for Balkan Studies, Nationality problems in the Balkans. History and contemporary developments, Σόφια 1992, σσ. 43-44 και Μ. ΠαξιμαδοπούλουΣταυρινού, ό.π., σσ. 181-182.
369
ήταν επίσης απαραίτητη για να κερδίσει η Ελλάδα την εμπιστοσύνη της Κοινωνίας των Εθνών και την έγκριση του προσφυγικού δανείου. Ο Βενιζέλος, εν όψει των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, όπως ακριβώς λίγα χρόνια πριν στο Παρίσι, επισήμαινε τα διπλωματικά οφέλη της καλής συμπεριφοράς απέναντι στους μουσουλμάνους, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών έδινε σχετικές οδηγίες σε στρατιωτικές και διοικητικές αρχές 136. Στις καταγγελίες λοιπόν της τουρκικής κυβέρνησης για εφαρμογή από την πλευρά της Ελλάδας συστηματικού διωγμού του μουσουλμανικού στοιχείου των Νέων Χωρών, ο ελληνικός προπαγανδιστικός μηχανισμός παρείχε σχετικές διαψεύσεις και υπομνήματα μουσουλμάνων που το περιεχόμενό τους ελάχιστα διαφοροποιούνταν με τα ανάλογα κείμενα της περιόδου 1912-1921 137. Παράλληλα, διατυπώνονταν οι πρώτες σκέψεις για την οργάνωση μιας προπαγάνδας που θα 136
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 30 (υπουργείο Εξωτερικών), Βενιζέλος προς υπουργείο Εξωτερικών, Παρίσι 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 3129 και Πολίτης προς Κατεχάκη 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 11448. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, Κεντρική Υπηρεσία προς Επαναστατική Επιτροπή, Αθήνα 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 11902. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 99, Διευθυντής Τμήματος Τύπου υπουργείου Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Αθήνα χ.χ. 137 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 2, επιστολή του Ισμέτ Πασά προς το γενικό γραμματέα της ΚτΕ, Άγκυρα 8 Νοεμβρίου 1923, όπου συνημμένη διακοίνωση της τουρκικής κυβέρνησης προς τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με την παραβίαση των όρων της Σύμβασης της Λωζάννης από την ελληνική πλευρά. Στον ίδιο φάκελο, διάψευση των τουρκικών καταγγελιών από το Γραφείο Τύπου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα 12 Νοεμβρίου 1923. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 19, υποφ. 3, Αντιπροσωπεία της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας στη Διάσκεψη της Ειρήνης προς τον αντιπρόσωπο της Μεγάλης Βρετανίας στη Διάσκεψη της Ειρήνης, Λωζάννη 9 Μαΐου 1923, όπου καταγγελίες για δολοφονίες, ληστείες, εκβιασμούς και καταπίεση των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης από τις ελληνικές αρχές, τους πρόσφυγες και τους ντόπιους χριστιανούς. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 3, τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προς πρεσβεία Κάτω Χωρών, Κωνσταντινούπολη 5 Δεκεμβρίου 1923, αρ. 852-45 όπου λίστα με περιστατικά κακομεταχείρισης μουσουλμάνων Δυτικής Θράκης από τις ελληνικές αρχές. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 17, υποφ. 5, διαψεύσεις προέδρου μουσουλμανικής κοινότητας και μουφτή Ξάνθης σχετικά με ειδήσεις από την Άγκυρα για σφαγές μουσουλμάνων προκρίτων προς Κεντρική Υπηρεσία, Ξάνθη 21 Δεκεμβρίου 1922/3 Ιανουαρίου 1923. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Αστυνομικό Τμήμα Σωχού προς Υποδιοίκηση Λαγκαδά, Σωχός 21 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 132/32 όπου συνημμένες διαψεύσεις μουσουλμανικών κοινοτήτων Σωχού και Βυσσώκας (Όσσα) καταγγελιών για επιτάξεις και επιτάξεις χωρίς αποζημιώσεις. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 2, Γενική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κομοτηνή 18 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 3667 όπου διαψεύδει τις πληροφορίες του τουρκικού Τύπου για τον πνιγμό μουσουλμάνων στον Έβρο στην προσπάθειά τους να διαφύγουν σε τουρκικό έδαφος ύστερα από τη συστηματική καταπίεση των ελληνικών αρχών. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 99, Υπουργείο Εξωτερικών, Διεύθυνση Τμήματος Τύπου προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Αθήνα 19 Δεκεμβρίου 1922/1 Ιανουαρίου 1923 όπου προωθεί τηλεγράφημα Κακλαμάνου από τη Λωζάννη σχετικά με υπόμνημα που παρουσιάστηκε στη διάσκεψη για σφαγές και άλλες βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Μακεδονίας και ζητεί τη συγκέντρωση στοιχείων για τη διάψευσή τους. Πράγματι συγκεντρώθηκαν δηλώσεις και υπομνήματα μουσουλμανικών κοινοτήτων και μουσουλμάνων προκρίτων που διέψευδαν τα παραπάνω, ταγματάρχης Παπαδάκης προς αντιπρόσωπο Επανάστασης αντισυνταγματάρχη Πρωτοσύγγελο, Θεσσαλονίκη 16/29 Δεκεμβρίου 1922. Ειδικότερα για τις καταγγελίες της Τουρκίας στην ΚτΕ για την εγκατάσταση προσφύγων στη Δυτική Θράκη και το διωγμό του μουσουλμανικού πληθυσμού καθώς και την απάντηση της ελληνικής πλευράς βλ. Λ. Διβάνη, ό.π., σσ. 177180.
370
στρεφόταν εναντίον της πολιτικής μεταρρυθμίσεων του Κεμάλ και θα υποστήριζε τις θέσεις της Ελλάδας στη διένεξή της με την Τουρκία. Αιχμή αυτής της προπαγάνδας θα ήταν οι μουσουλμάνοι αντικεμαλικοί που είχαν συνεργαστεί κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας με τις ελληνικές αρχές. Ο στρατηγός Πάγκαλος, για παράδειγμα, θεωρούσε σκόπιμη τη σύμπηξη συλλόγου από ομάδα αντικεμαλικών ο οποίος με την αφανή υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης και χρησιμοποιώντας πρόσωπα εμπιστοσύνης από τους μουσουλμάνους, όπως ο πρώην νομάρχης Δράμας Ναΐπ Ζαδέ (Ali Nayip Zade), θα μπορούσε με κατάλληλες ενέργειες να προσεγγίσει τους απανταχού αντικεμαλικούς και να προκαλέσει εσωτερικές διαιρέσεις στην Τουρκία 138. 3. Τα όρια αντικειμενικότητας και αποτελεσματικότητας του ελληνικού προπαγανδιστικού μηχανισμού Αποτιμώντας την ελληνική προπαγάνδα των ετών 1912-1923 διαπιστώνεται η δραστηριότητα και αποτελεσματικότητά της στις απαιτήσεις των ιστορικών συγκυριών της παραπάνω περιόδου. Όσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή του προπαγανδιστικού μηχανισμού που εξετάστηκε στο παρόν κεφάλαιο, δηλαδή η εικόνα μιας ελληνικής διοίκησης που σέβεται τα δικαιώματα του μουσουλμανικού πληθυσμού και συμπεριφέρεται απέναντί τους με γνώμονα πάντα τη δικαιοσύνη και την ισότητα, σε αντίθεση με τις πρακτικές διωγμού που εφάρμοζαν οι γειτονικές χώρες, πρέπει να διευκρινιστεί
κατά
πόσο
οι
παραπάνω
ισχυρισμοί
ανταποκρίνονταν
στην
πραγματικότητα. Δεν
αναμένει
βέβαια
κάποιος
από
μια
προπαγανδιστική
εκστρατεία
αντικειμενικότητα και προσήλωση στην αλήθεια. Ερμηνείες γεγονότων κατά το δοκούν, 138
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, στρατηγός Πάγκαλος προς υπουργείο Στρατιωτικών, Αθήνα 29 Νοεμβρίου/12 Δεκεμβρίου 1922, αρ. πρ. 19813. Επίσης, ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 30 (υπουργείο Εξωτερικών), Αλή Σαμή Μπέη προς Ελ. Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1922 όπου εκφράζεται η απόφαση των αντικεμαλικών μουσουλμάνων που κατέφυγαν στην Ελλάδα να αντισταθούν στην κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας. Σημειώνεται ότι ο Αλή Σαμή Μπέη ήταν συνταγματάρχης του οθωμανικού στρατού, υπασπιστής και φωτογράφος του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμήτ, εκδότης της εφημερίδας Δίκαιον, ενώ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή διατηρούσε φωτογραφείο στη Θεσσαλονίκη. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση δράσης αντικεμαλικών στην Ελλάδα μετά το 1923 ήταν οι 150 μουσουλμάνοι φυγάδες από την Τουρκία που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Θράκη και οι οποίοι μετά την υπογραφή του Συμφώνου της Άγκυρας τον Ιούλιο του 1930 εκτοπίστηκαν στη νότια Ελλάδα, γεγονός ενδεικτικό των λανθασμένων πολιτικών επιλογών των ελληνικών κυβερνήσεων –στη συγκεκριμένη περίπτωση της κυβέρνησης Βενιζέλου– απέναντι στη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης.
371
παρουσίαση ορισμένων διαστάσεων ενός φαινομένου και απόκρυψη άλλων, αποσιώπηση συμπεριφορών
για
τις
οποίες
κατηγορούνται
μετ’
επιτάσεως
οι
αντίπαλοι,
κατασκευασμένη «αλήθεια», διόγκωση γεγονότων που αποδίδονται σε κράτη με τα οποία υπάρχει αντιπαλότητα είναι ορισμένες μόνο από τις πρακτικές που ακολουθούσαν και ακολουθούν κεντρικές διοικήσεις για να περιβάλουν με μια επίφαση νομιμότητας τις όποιες ενέργειές τους ή για να προβάλουν τα εθνικά τους δίκαια και να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη υποστήριξη στη διπλωματική αρένα. Συνεπώς, η εφαρμογή των παραπάνω πρακτικών ήταν κάτι το αυτονόητο για τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της Ελλάδας και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών. Δεν θα περίμενε λοιπόν κάποιος το επίσημο ελληνικό κράτος σε μια κρίσιμη στρατιωτική και διπλωματική αναμέτρηση να παραδεχτεί γεγονότα όπως τις βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων στη Δυτική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ή τα όσα συνόδευσαν την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το Μάιο του 1919. Σε αντίθετη περίπτωση, η Ελλάδα θα βρισκόταν κατηγορούμενη για όσα είχε προσάψει κατά καιρούς στη Βουλγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αργότερα στην κεμαλική Τουρκία οι οποίες, εφαρμόζοντας τις πολιτικές αντιλήψεις τους για τη θέση των μειονοτήτων εντός της επικράτειάς τους, παρείχαν στην ελληνική πλευρά πληθώρα παραδειγμάτων βιαιοπραγιών.
Επιπλέον,
οι
προαναφερθείσες
εκδηλώσεις
ευγνωμοσύνης
των
μουσουλμάνων απέναντι στη συμπεριφορά των ελληνικών αρχών είναι αυτονόητο ότι δεν ήταν όλες αυθόρμητες και ότι χρησιμοποιήθηκαν και αθέμιτα μέσα από τις ελληνικές αρχές για να εξασφαλιστούν. Έτσι, το 1919 ο Βενιζέλος διέταξε να σταματήσει η αποστολή υπομνημάτων από μουσουλμανικές κοινότητες της Μακεδονίας μέσω των οποίων καταδικάζονταν οι βιαιοπραγίες εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία, γιατί ούτε ο ίδιος πίστευε στην ειλικρίνεια των εκδηλώσεων αυτών ούτε βέβαια και οι ξένοι, που μάλλον θα υποπτεύονταν ότι οι ελληνικές αρχές ασκούσαν πιέσεις στους μουσουλμάνους 139. Τα υπομνήματα των Πομάκων των βόρειων θρακικών καζάδων συντάσσονταν από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές και αποστέλλονταν για
139
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10β), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 29 Ιουλίου/11 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 7887.
372
υπογραφή 140. Σύμφωνα πάλι με γαλλικές πηγές, τα υπομνήματα των πομακικών χωριών της βουλγαρικής Θράκης με τα οποία εξέφραζαν την επιθυμία της προσάρτησής τους στην Ελλάδα υπογράφονταν με προθυμία στην περιοχή του Άρδα, σε άλλα χωριά – Sarsalar, Amalmali– με απροθυμία λόγω του φόβου των αντιποίνων, ενώ στο Σαχίν (Εχίνος) οι Πομάκοι προεστοί εγκατέλειψαν για ένα διάστημα το χωριό για να μην υπογράψουν 141. Επιστολές μουσουλμάνων προκρίτων της Θράκης σε ευρωπαϊκές εφημερίδες συντάσσονταν σε συνεργασία με το Γραφείο Τύπου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών 142, ενώ ο γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας Ηλιάκης γνώριζε πολύ καλά ότι οι δηλώσεις εμπιστοσύνης του αλλόφυλου πληθυσμού προς την ελληνική διοίκηση «δεν είνε δυνατόν να ώσιν πιστευταί ότι είνε ειλικρινείς, διότι είνε γνωστόν ότι δυνάμεθα να αποσπάσωμεν οσασδήποτε και οιασδήποτε τοιαύτας δηλώσεις» 143. Η απόσπαση δηλώσεων χρήσιμων για την ελληνική προπαγάνδα δεν ήταν ανάγκη να αποτελεί προϊόν σκληρών μέτρων καταπίεσης, η σκέψη και μόνο του μουσουλμανικού και άλλου μειονοτικού πληθυσμού ότι θα αντιταχθούν στα κελεύσματα της κεντρικής εξουσίας αρκούσε. Πάντως, η αποτελεσματικότητα της ελληνικής προπαγάνδας δεν αμφισβητούνταν από το εάν ήταν αυθόρμητες οι δηλώσεις ευγνωμοσύνης του μουσουλμανικού πληθυσμού, αλλά από τις ίδιες τις ενέργειες των ελληνικών αρχών απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο που έρχονταν σε αντίφαση με τις διατυπωμένες απόψεις και τις πολιτικές επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης. Η ιδανική εικόνα της ελληνικής διοίκησης που αναπαραγόταν στα προπαγανδιστικά κείμενα της εποχής απείχε κατά πολύ από την πραγματικότητα και αναιρούνταν από διάφορες ενέργειες των ελληνικών αρχών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για παράδειγμα, πληροφορούμενος ότι οι εντολές του για επιστροφή των κτημάτων των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας δεν εφαρμόζονταν και ότι καταλήφθηκε από το ελληνικό Δημόσιο η κτηματική περιουσία 140
ΕΛΙΑ, αρχείο Λ. Παρασκευόπουλου, Αθ. Χαλκιόπουλος προς Διομήδη, Ξάνθη 30 Οκτωβρίου/12 Νοεμβρίου 1919. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6), Στρατιωτική Αποστολή Σόφιας προς Γενικό Στρατηγείο, Σόφια 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 737. 141 Π. Παπαδημητρίου, ό.π., σ. 129. 142 Όπως η επιστολή του Ζιά Βέη –Αλβανός πρώτος γραμματέας της μουσουλμανικής κοινότητας της Γκιουμουλτζίνας και λοχαγός του οθωμανικού στρατού– στην εφημερίδα Independant βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.2, Γραφείο Τύπου προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 13/26 Απριλίου 1920, αρ. τηλ. 153. 143 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5(10γ), Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1918, αρ. πρ. 6762.
373
της
μητέρας
μουσουλμάνου
βουλευτή
της
Δράμας
που
βρισκόταν
στην
Κωνσταντινούπολη για να προωθήσει τις ελληνικές θέσεις, διαπίστωνε απογοητευμένος: «Τούτο σημαίνει ότι η τύφλωσις της Ελληνικής διοικήσεως είναι αθεράπευτος και ότι αυτή συστηματικώς πράττει ό,τι είναι δυνατόν όπως ματαιώση επιτυχίαν εθνικών μας διεκδικήσεων» 144.
Παράλληλα,
η
Ύπατη
Αρμοστεία
στην
Κωνσταντινούπολη
πληροφορούσε το υπουργείο Εξωτερικών ότι ο Ισμαήλ Χακκή παραπονούνταν πως δεν αποδίδονταν από τις ελληνικές αρχές οι ιδιοκτησίες των μουσουλμάνων στην Ανατολική Μακεδονία, γεγονός που εξουδετέρωνε κάθε προσπάθεια προσέγγισης με σημαίνοντες μουσουλμάνους της Θράκης, ενώ έθετε «εν αμφιβολία ειλικρίνεια προηγουμένων σχετικών δηλώσεων της Ελληνικής Κυβερνήσεως» 145. Η αντίφαση αυτή μεταξύ λόγων και έργων χαρακτήριζε όλη την περίοδο των ετών 1912-1923 και παραδείγματά της διατρέχουν όλα τα κεφάλαια της μελέτης. Το ζητούμενο βέβαια για μια προπαγανδιστική εκστρατεία ήταν τα γεγονότα που αναιρούσαν τη «διαφημιζόμενη» πολιτική είτε να παρέμεναν στο σκοτάδι είτε να παρουσιάζονταν ως κακοήθεις λασπολογίες της αντίπαλης προπαγάνδας. Ο τρόπος που λειτουργούσαν η ελληνική και οι υπόλοιπες βαλκανικές προπαγάνδες, τα μέσα που χρησιμοποιούσαν και οι στόχοι που επεδίωκαν περιγράφονται πολύ εύστοχα από τον Βρετανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη James Morgan, ο οποίος τον Ιούνιο του 1914 σημείωνε χαρακτηριστικά: «Οι Έλληνες αξιωματούχοι και απεσταλμένοι του Τύπου είναι πολύ απασχολημένοι με το να διαβεβαιώσουν τον κόσμο ότι απόλυτη ικανοποίηση επικρατεί στην ελληνική Μακεδονία. Η Ελλάδα εφιστά την προσοχή στις βιαιότητες εναντίον των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αντιδιαστέλλει τη βάρβαρη συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους με τη φιλάνθρωπη και πατρική φροντίδα της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι σε μουσουλμάνους, Εβραίους και Βούλγαρους που είναι τυχεροί που ζουν υπό ελληνική διοίκηση. Οι τοπικές εφημερίδες δεν έχουν χώρο να δημοσιεύουν τα τηλεγραφήματα που ξαφνικά στάλθηκαν από ευγνώμονες ιμάμηδες, μουφτήδες και τα πιστοποιητικά από μουσουλμάνους μπέηδες που διαβεβαιώνουν για την ευημερία τους κάτω από την ελληνική διοίκηση. Ξένοι 144
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5(10α), Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 13/26 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 8459. 145 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5(10α), Ύπατη Αρμοστεία Κωνσταντινούπολης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 19 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6058.
374
ανταποκριτές ακολουθούν την τακτική των Ελλήνων αξιωματούχων και δημοσιογράφων. Εάν περιστασιακά πάρθηκαν κάποια καταπιεστικά μέτρα εναντίον Βουλγάρων και μουσουλμάνων, τονίζεται ότι οι πρώτοι ήταν πρώην κομιτατζήδες και οι δεύτεροι συμμετείχαν σε συνωμοσία εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ αντίθετα οι Τούρκοι διώκουν τους Έλληνες χωρίς κανένα λόγο. Κρίνοντας από τις παραπάνω περιγραφές και καταθέσεις μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι η ελληνική Μακεδονία δεν απέχει από το να θεωρηθεί επίγειος παράδεισος (...) Όμως, ένας ξένος παρατηρητής φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη θα έχει αρκετά για να πείσει για το αντίθετο αυτόν που διαβάζοντας τις ελληνικές πηγές θεωρεί ότι βασιλεύει δικαιοσύνη στη Μακεδονία (...) Η γνώμη των ξένων παρατηρητών είναι ότι τα γνωστά λάθη της οθωμανικής διοίκησης, η αναβλητικότητα, η χρήση ξεπερασμένων δικαιολογιών, η νωθρότητα στην τιμωρία της ανομίας, παρατηρούνται και στην ελληνική διοίκηση της Μακεδονίας. Η Ελλάδα θα κάνει καλά να αποκαταστήσει την τάξη στην επικράτειά της πριν επικαλεστεί τη συμπάθεια της Δύσης στον αγώνα της εναντίον του σκότους και της αντίδρασης που αποδίδει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» 146. Σε άλλο έγγραφό του ο Βρετανός διπλωμάτης συνέχιζε τις παραπάνω παρατηρήσεις του τονίζοντας ότι «κάθε βαλκανικός λαός διώκει, εντός των συνόρων του, τους υποστηρικτές των γειτονικών κρατών και ο καθένας προσπαθεί να εξασφαλίσει την προβολή των δικών του δικαιολογιών ενώπιον του κόσμου, τη συμπάθεια της Ευρώπης αποκλειστικά γι’ αυτόν και την ευρωπαϊκή καταδίκη των γειτονικών χωρών, εφιστώντας μετ’ επιτάσεως την προσοχή στις ενέργειες των γειτόνων και αποκρύπτοντας τις δικές του» 147. Κλείνοντας το παρόν κεφάλαιο, πρέπει να επισημανθεί ότι είναι αναμενόμενο από μια κρατική προπαγάνδα να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα ή να παρουσιάζει επιλεγμένες πτυχές των γεγονότων επιδιώκοντας την προώθηση των πολιτικών επιδιώξεών της. Ερωτήματα όμως τίθενται όχι τόσο για τις γνωστές μεθοδεύσεις μιας κρατικής προπαγάνδας όσο για τη στάση της ιστορικής έρευνας. Πρέπει λοιπόν μια ιστορική μελέτη να ακολουθεί την επίσημη εκδοχή των πραγμάτων, πράξη ενδεχομένως εθνικά ωφέλιμη, ή να επιχειρήσει να αποκαλύψει την πραγματική διάστασή τους; Στην 146
ΤΝΑ, F.O., 371/1997b, προξενείο M. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουνίου 1914, αρ. 30299. 147 ΤΝΑ, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 29 Απριλίου 1914, αρ. 20770.
375
πρώτη περίπτωση ο ιστορικός αποτελεί συστατικό πλέον του προπαγανδιστικού μηχανισμού, ενώ στη δεύτερη ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να γίνει αυτοσκοπός η αποδόμηση εθνικών μύθων, ενδεχομένως για να κερδηθούν και οι εντυπώσεις. Στο βαλκανικό χώρο το παραπάνω δίλημμα αποτελούσε αντικείμενο έντονων συζητήσεων εντός όχι μόνο της επιστημονικής κοινότητας, αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, συνήθως με τη συμβολή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η βαρβαρότητα των Βουλγάρων, των Οθωμανών και των Τούρκων απέναντι στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μικράς Ασίας και άλλων περιοχών την περίοδο 1912-1923 είναι σαφώς αδιαμφισβήτητη και αυτονόητη. Κάτι που ισχύει βέβαια˙ οι βιαιοπραγίες Βουλγάρων και Τούρκων ήταν πολύ πιο εκτεταμένες και πιο συστηματικές σε σχέση με όσες διέπραξαν οι Έλληνες την ίδια περίοδο, αφού για τους πρώτους αποτελούσαν μέρος επίσημου πολιτικού σχεδιασμού είτε για την άμεση ένταξη των σλαβόφωνων μουσουλμάνων στο βουλγαρικό εθνικό κορμό είτε για τον «εκτουρκισμό» της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Ενώ, λοιπόν, η βίαιη συμπεριφορά των άλλων απέναντι στο ελληνικό στοιχείο είναι αδιαμφισβήτητη, δεν ισχύει το ίδιο με τις βιαιοπραγίες που συντελέστηκαν στην πορεία της δικής μας εθνικής ολοκλήρωσης, αφού η συζήτηση γι’ αυτό το θέμα αντιμετωπίζεται πάντα ως εθνικά ύποπτη. Η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να είναι δέσμια αντιλήψεων του Μεσοπολέμου, έστω και αν τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, μαζί και το ελληνικό, χρησιμοποιούν πρακτικές και μια ρητορική που προσιδιάζουν σε εκείνη την εποχή. Πάντως, ο ιστορικός αντιμέτωπος με τον κυκεώνα πληροφοριών που παρήγαγαν οι αντιμαχόμενες προπαγάνδες, χάνεται στο λαβύρινθο κατηγοριών, διαψεύσεων και αντικρουόμενων δηλώσεων, διερωτώμενος αν είναι εφικτή η ολοκληρωμένη παρουσίαση των γεγονότων στην πραγματική διάστασή τους, προβληματισμό που αντιμετώπισε και η παρούσα έρευνα.
376
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Ο μουσουλμάνος υπήκοος στις αντιλήψεις των φορέων της κεντρικής και τοπικής εξουσίας Η εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους κατά την περίοδο 1912-1922 το έθεσε αντιμέτωπο με το πρόβλημα της διοίκησης ενός συμπαγούς μουσουλμανικού πληθυσμού, πρόβλημα που ετίθετο για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, αφού η προηγούμενη εμπειρία της Θεσσαλίας δεν ήταν συγκρίσιμη από πλευράς πληθυσμιακών μεγεθών. Πώς αντιλαμβάνονταν οι φορείς της ελληνικής κεντρικής και τοπικής διοίκησης τη θέση των νέων αυτών μουσουλμάνων υπηκόων στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας; Ποια εικόνα είχαν γι’ αυτούς; Ποιες πολιτικές πρακτικές θεωρούνταν κατάλληλες απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό της ελληνικής επικράτειας και με ποια προοπτική αυτές προκρίνονταν από τους εκπροσώπους των ελληνικών αρχών; Ποιοι ήταν οι παράγοντες εκείνοι που διαφοροποιούσαν τις αντιλήψεις των φορέων της διοίκησης απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο; Σε ποιο βαθμό οι παραπάνω αντιλήψεις αναφορικά με τη θέση των μουσουλμάνων στις δομές του ελληνικού κράτους εφαρμόστηκαν τελικά στην πράξη; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα αυτόματα αποκαλύπτουν και τους βασικούς άξονες που ακολούθησαν οι ελληνικές αρχές στη διοίκηση επαρχιών οι οποίες κατοικούνταν από ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, γλωσσικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, όπως ήταν και το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1912. 1. Η εικόνα για τους νέους υπηκόους Όταν στο ελληνικό Κοινοβούλιο το Νοέμβριο του 1913 διεξαγόταν η συζήτηση για την κύρωση της συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διατύπωνε την άποψή του όσον αφορά τη σημασία του μουσουλμανικού στοιχείου για το ελληνικό κράτος: «Άγομαι από την ιδέαν ότι έχουμε συμφέρον υπέρτατον
377
να συγκρατήσωμεν τον μουσουλμανικόν πληθυσμόν των ανακτηθεισών χωρών. Είναι άριστον στοιχείον, γεωργικόν στοιχείον πρώτης τάξεως, πολίται λαμπροί και υπάκοοι» 1. Στην αποστροφή αυτή του λόγου του Βενιζέλου ενυπάρχουν δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αντίληψης που είχαν οι εκπρόσωποι της ελληνικής διοίκησης για τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών. Οι ιδιότητες των εργατικών, των φιλόπονων και των προσκολλημένων στη γη που καλλιεργούσαν αποδίδονταν στους μουσουλμάνους όχι μόνο από τον Βενιζέλο, αλλά και από πληθώρα εκπροσώπων της κεντρικής και τοπικής εξουσίας καθώς και από μεγάλο μέρος του ελληνικού Τύπου. Η συμβολή του μουσουλμανικού αγροτικού στοιχείου στην αγροτική οικονομία και στην εν γένει ευημερία των Νέων Χωρών ήταν δεδομένη για τις ελληνικές αρχές, εφόσον μουσουλμάνοι ήταν οι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων 2. Για τη Γενική Διοίκηση της Ηπείρου η μετανάστευση των μουσουλμάνων Τσάμηδων απειλούσε τα οικονομικά συμφέροντα της περιοχής 3, ενώ για το γενικό διοικητή της Δυτικής Μακεδονίας οι μουσουλμάνοι εξαιτίας της εργατικότητάς τους χαρακτηρίζονταν οι τροφοδότες της Μακεδονίας που με κατάλληλη πολιτική από τις ελληνικές αρχές θα μετατρέπονταν σε χρήσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές για το ελληνικό κράτος 4. Ο μουσουλμανικός αγροτικός πληθυσμός ήταν πολύτιμος για τις αραιοκατοικημένες και τις δοκιμαζόμενες από τις συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις Νέες Χώρες και σίγουρα προτιμότερος από τους 1
Εθνικός Κήρυξ, Αι αγορεύσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 -1956, περίοδος Β΄, τ. Γ΄, Αθήναι 1957, σ. 46. 2 Στις εντυπώσεις της η Θάλεια Φλωρά-Καραβία χαρακτήριζε τους μουσουλμάνους κονιάρους της Κοζάνης φιλήσυχους και εργατικούς ανθρώπους με ιδιαίτερη αγάπη στη γη που καλλιεργούν βλ. Θ. Φλωρά-Καραβία, Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913 Μακεδονία-Ήπειρος, Αθήνα 1936, σ. 22. Ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Θ. Σοφούλης ύστερα από περιοδεία του στη Μακεδονία απέδιδε στους μουσουλμάνους τα χαρακτηριστικά των φίλεργων και των ακούραστων στις αγροτικές εργασίες τους, ενώ τους θεωρούσε και πρώτης τάξεως στοιχεία για την πρόοδο της περιοχής, βλ. εφημ. Νέα Αλήθεια, 14/27 Φεβρουαρίου 1914. Σύμφωνα με το γενικό διοικητή Θεσσαλονίκης-Πέλλας, το 80% των καλλιεργήσιμων εδαφών της Μακεδονίας κατέχονταν και καλλιεργούνταν από μουσουλμάνους και σλαβοφώνους, βλ. Ι. Μιχαηλίδη, Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912-1930), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 214-220 όπου έγγραφο του γενικού διοικητή Α. Λάμπρου προς το υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 31 Μαΐου 1923, αρ. πρ. 542. Επίσης, Σπ. Λουκάτος, Πολιτειογραφία της Νομαρχιακής Περιφέρειας της Θεσσαλονίκης κατά την αυγή της δεύτερης δεκαετίας από την απελευθέρωσή της, 1923. Μέρος Α΄ Υποδιοικήσεις Βέρροιας-Θεσσαλονίκης-Κατερίνης, Αθήνα 1987, σσ. 36-37 όπου, σύμφωνα με στοιχεία του 1923, το μουσουλμανικό στοιχείο των τριών υποδιοικήσεων έρχεται πρώτο όσον αφορά την κατοχή ακίνητης περιουσίας σε σχέση με τους Έλληνες και τους Εβραίους. 3 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 100 (υπουργείο Εσωτερικών), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Ελ. Βενιζέλο, Ιωάννινα 4/17 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 1866. 4 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 95, κυβερνητικός αντιπρόσωπος ΚοζάνηςΦλώρινας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 5359.
378
βουλγαρόφωνους 5. Η σημασία του μουσουλμανικού πληθυσμού για την αγροτική οικονομία δικαιολογούσε και την ανησυχία των ελληνικών αρχών από τις επιπτώσεις των μεταναστευτικών ρευμάτων της περιόδου και καθιστούσε αναγκαία τα μέτρα για την περιστολή τους 6. Στον Αλέξανδρο Πάλλη, για παράδειγμα, που το 1913 είχε διοριστεί οικονομικός έφορος της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, προξενούσε λύπη η σκέψη πως με την αναχώρηση των μουσουλμάνων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Μακεδονία έχανε ένα πολύτιμο γεωργικό στοιχείο, έναν πληθυσμό εργατικό, νομιμόφρονα και αφοσιωμένο στη γη που καλλιεργούσε, κάτι που επαναλάμβανε και το 1919, όταν αυτή τη φορά ήταν υπεύθυνος για την παλιννόστηση των ελληνικών πληθυσμών της Θράκης και της Μικράς Ασίας 7. Ανάλογες απόψεις διατύπωνε και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος τονίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν να θέλει τον εκπατρισμό των μουσουλμάνων που, όπως ήξερε ο μητροπολίτης «εξ ιδιαιτέρας πείρας» ήταν εργατικοί και φιλόνομοι 8. Ιδιαίτερη ήταν η ανησυχία για τη μείωση της παραγωγής καπνού στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας από τη μετανάστευση των εξειδικευμένων μουσουλμάνων καπνοκαλλιεργητών 9. Το ενδεχόμενο μείωσης της αγροτικής παραγωγής των Νέων Χωρών και ιδιαίτερα της παραγωγής καπνού απασχολούσε τις ελληνικές αρχές μέχρι και τις παραμονές της Ανταλλαγής Πληθυσμών. 5
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 48, υποφ. 3, Κεντρική Υπηρεσία προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Αθήνα 17/30 Απριλίου 1921, αρ. πρ. 3769 όπου εκφράζεται η αντίθεση του υπουργείου στην πρόθεση βουλγαρικών οικογενειών του Κιλκίς που είχαν καταφύγει στη Στρώμνιτσα μετά το 1913 να επιστρέψουν στις εστίες τους, τονίζοντας ότι η έλλειψη καλλιεργητών στη Μακεδονία θα αντιμετωπιστεί με την εγκατάσταση Eλλήνων προσφύγων από τον Καύκασο ή μουσουλμάνων, αν χρειαστεί η εγκατάσταση αλλογενών, και σε καμία περίπτωση Βουλγάρων. 6 Βλ. κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα του μουσουλμανικού πληθυσμού την περίοδο 1912-1923». 7 Α. Πάλλης, Ξενητεμένοι Έλληνες. Αυτοβιογραφικό Χρονικό, Αθήνα 1954, σ. 200 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Β/46(2), Α. Πάλλης, «υπόμνημα επί του ζητήματος της παλιννοστήσεως των εν Ελλάδι ευρισκομένων προσφύγων, Ελληνική Ύπατη Αρμοστεία εν Κωνσταντινουπόλει 29 Απριλίου/11 Μαΐου 1919». 8 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 2.1., υπουργείο Εξωτερικών προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 12715 όπου συνημμένη η επιστολή του Χρυσοστόμου Σμύρνης, Σμύρνη 21 Απριλίου/4 Μαΐου 1914. Τις ίδιες απόψεις διατυπώνει ο Χρύσοστομος σε επιστολή τους προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό όπου αναφέρει για τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας ότι είναι «στοιχεία εργατικά και φιλόνομα και θέλουσιν αποτελέσει δύναμιν ουκ ευκαταφρόνητον», βλ. Α. Αλεξανδρής (επιμ.), Το αρχείον του εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου όπως διεσώθη από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ, τ. 2 (Μικρά Ασία-Μητροπολίτης Σμύρνης 1910-1914), Αθήνα 2000, σσ. 46-48. Σημειώνεται ότι ο Χρυσόστομος είχε διατελέσει μητροπολίτης Δράμας την περίοδο 19021910 όπου το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν πολυπληθές. 9 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 10 (υπουργείο Εξωτερικών), Τσορμπατζόγλου προς Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη 27 Μαρτίου/9 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 15125. Εφημ. Μακεδονία, 18/31 Οκτωβρίου 1915. Την ίδια ανησυχία εξέφραζαν και οι Βρετανοί και οι εταιρείες βρετανικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της εμπορίας καπνού, βλ. B. Gounaris, «Doing Business in Macedonia: Greek Problems in British Perspective (1912-1921)», European Review of History, 5/2 (1998), 171.
379
Για να μη μειωθεί η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόμενου καπνού οι ελληνικές αρχές, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις υπόλοιπες περιοχές, απέφυγαν τις επιτάξεις εργαλείων και ζώων μουσουλμάνων καπνοκαλλιεργητών της Ανατολικής Μακεδονίας, ενώ κατετίθεντο και προτάσεις για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αναβολή της εξόδου του ζωτικού αυτού στοιχείου για την εθνική οικονομία ή ακόμη και για εξαίρεσή του από τις διατάξεις
της
Σύμβασης
περί
Ανταλλαγής
Πληθυσμών 10.
Την
επαύριο
της
Μικρασιατικής Καταστροφής οι φορείς της ελληνικής διοίκησης αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι οι πρόσφυγες θα αντικαθιστούσαν με το παραπάνω την παραγωγική δύναμη του μουσουλμανικού αγροτικού πληθυσμού 11. Αν και πρώην κατακτητές και υπαίτιοι «για τα σκοτεινά χρόνια της δουλείας του ελληνικού έθνους», η εικόνα που σχημάτιζαν οι φορείς της ελληνικής διοίκησης, πολιτικοί παράγοντες, Τύπος κ.ά. για τους μουσουλμάνους υπηκόους του ελληνικού κράτους είχε αρκετές θετικές προσλήψεις. Σκιαγραφώντας την ιδιοσυγκρασία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των νέων αυτών υπηκόων αποδίδονταν στους μουσουλμάνους ιδιότητες όπως αυτές του τίμιου, του φιλήσυχου, του ειρηνικού, του νομοταγή, του υπάκουου, του αθώου και του άκακου 12. Όλα τα παραπάνω 10
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένο σημείωμα του Πάλλη από την Κωνσταντινούπολη σχετικά με τον τρόπο διενέργειας της Ανταλλαγής Πληθυσμών. Επίσης, Ν. Αναγνωστόπουλος, «Η ανταλλαγή πληθυσμών», Κοινότης, αρ. 11 (11 Δεκεμβρίου 1922), 4-6 και Κ. Τσιτσελίκης, «Ανιχνεύοντας το ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της Ανταλλαγής», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σ. 27. 11 Για παράδειγμα, ο Α. Πάλλης και ο Π. Λεκκός θεωρούσαν δεδομένη την κρίση στην αγροτική παραγωγή μετά την ανταλλαγή των μουσουλμάνων, αφού δεν πίστευαν ότι οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό, βλ. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένο σημείωμα του Πάλλη από την Κωνσταντινούπολη σχετικά με τον τρόπο διενέργειας της Ανταλλαγής Πληθυσμών και ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 22 Απριλίου 1923, αρ. πρ. 1057 όπου συνημμένη έκθεση του Π. Λεκκού προς το γενικό διοικητή Μακεδονίας. 12 Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί και παραπλήσιοί τους εντοπίζονται συχνά σε έγγραφα και κείμενα της περιόδου, ενδεικτικά: ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(11), Ελ. Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία και Κ. Μαζαράκη, Παρίσι 2/15 Μαρτίου 1919, αρ. πρ. 2505 όπου αναγνωρίζεται ότι οι μουσουλμάνοι παρέχουν «φιλόνομους και φίλεργους πολίτες στο κράτος». ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 9, υποφ. 5, υποπροξενείο Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 3/16 Ιανουαρίου 1913, αρ. πρ. 25 όπου ο Π. Λεκκός χαρακτηρίζει τους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας άκακους, αθώους και εργατικούς. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 33 της 8ης Απριλίου 1921 όπου η πλειοψηφία των βουλευτών αποδοκίμασε τους υπαινιγμούς του βουλευτή Θράκης Κουρτίδη για συνέργεια των μουσουλμάνων βουλευτών στις διώξεις του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία και διατύπωσε την εκτίμησή της στο φιλόνομο και φιλήσυχο μουσουλμανικό στοιχείο της Ελλάδας. TNA, F.O., 371/1996a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 23 Απριλίου 1914, αρ. 18955 όπου σε συνάντηση του Βρετανού πρεσβευτή με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Γ. Στρέιτ ο τελευταίος ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση αναγνωρίζει την αξία των μουσουλμάνων ως ήσυχων και εργατικών. Α. Σακτούρης, Αναμνήσεις εκ του διπλωματικού μου σταδίου
380
χαρακτηριστικά, μαζί με αυτό της εργατικότητας, μπορούσαν να τους καταστήσουν άριστους Έλληνες πολίτες. Οι ιδιότητες βέβαια του υπάκουου και του νομοταγή ταυτίζονταν από τους περισσότερους εκπροσώπους των ελληνικών αρχών με τη μοιρολατρία των μουσουλμάνων, συνηθισμένο, άλλωστε, μοτίβο της δυτικοευρωπαϊκής γραμματείας για τον κόσμο της Εγγύς Ανατολής. Έτσι, για το γενικό διοικητή της Δυτικής Μακεδονίας οι μουσουλμάνοι «γνωρίζουν απλώς ούτοι, ότι από κατακτηταί έγιναν κατακτηθέντες και ότι οι κατακτηταί των έχουν το δικαίωμα να φέρωνται προς αυτούς ως και αυτοί έπραττον. Με την ιδεολογία ταύτην είναι ευχαριστημένοι εάν αφίνωνται ήσυχοι. Εν πάση περιπτώσει πιστεύουν, ότι δεν δύνανται, παρά να είνε πιστοί εις τους άρχοντας ως επιτάσσει και το Κοράνιον» 13. Αλλά και ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης-Πέλλας απέδιδε, με τη σειρά του, την υποταγή των μουσουλμάνων στην ελληνική κυριαρχία στο χαρακτήρα της φυλής 14. Η τυφλή υπακοή στους φορείς της εξουσίας είχε αντίκτυπο και στην εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων, η οποία χαρακτηριζόταν από τον «ντοβλετισμό», δηλαδή την εκλογική υποστήριξη του κυβερνητικού
κόμματος,
αφού,
όπως
ανέφερε
στέλεχος
του
κόμματος
των
Φιλελευθέρων, «παρ’αυτοίς μη υπαρχούσης δημοσίας γνώμης η ψήφος των δίδεται πάντοτε εις την Κυβέρνησιν» 15. Αλλά και τα χαρακτηριστικά του ειρηνικού και του φιλήσυχου είχαν περισσότερο σχέση με την αδιαφορία της πλειονότητας του μουσουλμανικού πληθυσμού για τις πολιτικές εξελίξεις, τη διπλωματική δραστηριότητα, ακόμα και την αναδιαμόρφωση των συνόρων των βαλκανικών χωρών. Στη Δυτική Θράκη ο Χαρίσιος Βαμβακάς διαπίστωνε ότι «ο μουσουλμανικός λαός ζητεί προ παντός την ησυχίαν και αδιαφορεί αν θα είναι (1897-1933), εν Καΐρω 1951, σ. 186 όπου ανάλογες απόψεις του γενικού διοικητή Θράκης. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 16, δήμαρχος Σωχού προς έπαρχο Λαγκαδά, αναφορά για την κατάταση του φρονήματος του δήμου, Σωχός 14/27 Ιανουαρίου 1914 και στο ίδιο αρχείο φ. 17, έκθεση του υποδιοικητή Έδεσσας του 1914 «η πολιτική κατάσταση υπό εθνολογικήν έποψην» όπου επαναλαμβάνονται οι προαναφερθέντες χαρακτηρισμοί. 13 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς υπουργείο Στρατιωτικών, Κοζάνη 16/29 Ιανουαρίου 1918. Την ίδια άποψη διατύπωνε ο Ι. Ηλιάκης ένα χρόνο νωρίτερα σε έκθεση προς τον Ελ. Βενιζέλο αναφέροντας ότι σύμφωνα με το Κοράνι η υποταγή στους άρχοντες είναι καθήκον θρησκευτικό, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 95, κυβερνητικός αντιπρόσωπος Κοζάνης-Φλώρινας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 5359. 14 Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 37-38 όπου συνημμένες εκθέσεις του γενικού διοικητή Α. Λάμπρου. 15 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 412 (επιστολές Βενιζέλου), Γ. Καρβωνίδης προς Ι. Ηλιάκη, Θεσσαλονίκη 7/20 Μαρτίου 1915. Αναλυτικά για την εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων βλ. κεφ. «Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο».
381
αυτονομία ή θα έλθη η Ελλάς», ενώ την ίδια αδιαφορία για τις εξελίξεις στη Θράκη επεδείκνυαν και οι Πομάκοι, εφόσον εξασφαλίζονταν η ασφάλεια, η ελευθερία τους και αφήνονταν να συνεχίσουν τον τρόπο ζωής τους 16. Στην Κρήτη, από την άλλη, μουσουλμάνος μπέης, απαντώντας σε επικριτικό δημοσίευμα για τη μη συμμετοχή των μουσουλμάνων στις εκλογές, καλούσε τους Έλληνες συμπατριώτες του να τους αφήσουν ήσυχους 17. Ενώ και οι μουσουλμάνοι Αθίγγανοι τις παραμονές της ανταλλαγής τους ενδιαφέρονταν μόνο «διά τας σκηνάς και τα τύμπανά των» 18. Οι θετικές αναφορές για τους μουσουλμάνους έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στο
πλαίσιο
ενός
πολιτικού
λόγου
βυζαντινής
οικουμενικότητας,
αφού
η
πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας και η ενσωμάτωση στην Ελλάδα πληθυσμών με διαφορετική θρησκεία, εθνική συνείδηση, φυλετική καταγωγή και γλώσσα προϋπέθεταν τη δημιουργία συνεκτικών δεσμών των μη ελληνικών πληθυσμών με το ελληνικό κράτος. Ως τέτοιοι συνεκτικοί δεσμοί προβάλλονταν, όπως θα αναφερθεί διεξοδικότερα παρακάτω, ο εκπολιτιστικός ρόλος και οι μακραίωνες παραδόσεις ισονομίας, ισοπολιτείας, ανεξιθρησκίας και δημοκρατικών ελευθεριών του ελληνικού έθνους. Σε μια τέτοια περίοδο εθνικής ανάτασης και στο παραπάνω πλαίσιο, στο ελληνικό Κοινοβούλιο οι μουσουλμάνοι χαρακτηρίζονταν «αδελφοί εν πλήρει αλληλεγγύη και αγάπη», επισημαίνονταν ακόμη η κοινή φυλετική καταγωγή με τον ελληνικό πληθυσμό και το γεγονός ότι αποτελούσαν κομμάτι του ελληνικού έθνους, ιδιαίτερα οι πληθυσμοί των Τουρκοκρητικών, των μουσουλμάνων της Ηπείρου και των Βαλαάδων 19. 16
Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Η απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης από το αρχείο του Χαρίσιου Βαμβακά, Αθήνα 1975, σ. 66 και της ίδιας, «Οι διαθέσεις των Πομάκων της Δυτικής Θράκης 1918-1923», Θρακική Εστία, 9(1992-1994), 25. 17 Επιστολή μουσουλμάνου μπέη στην εφημερίδα του Ηρακλείου Νέα Εφημερίς, 16/29 Μαΐου 1915, το απόσπασμα παρατίθεται στο Ν. Ανδριώτης-Tanju Izbek, «... Μηδέ Τούρκοι Τούρκοι μηδέ Έλληνες Έλληνες υπήκοοι είμαστε: Οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης 1898-1939. Από την Κρήτη στην Τουρκία», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σ. 335. 18 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 4, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 802. 19 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 8 της 26ης Ιανουαρίου 1921 όπου ο βουλευτής Χ. Μητσόπουλος χαρακτηρίζει τους μουσουλμάνους αδελφούς, επικρίνει τον Βενιζέλο γιατί δεν αντιτάχθηκε στο γεγονός ότι στα κείμενα των Συνθηκών Ειρήνης (Αθηνών και Σεβρών) οι μουσουλμάνοι αντιμετωπίζονταν ως ετερογενής μειονότητα, ενώ έκανε λόγο και για φυλετική συγγένεια του μουσουλμανικού και ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας. Επίσης, συνεδρία 33 της 8ης Απριλίου 1921 όπου ανάλογοι χαρακτηρισμοί του Ν. Στρατού και Εθνικός Κήρυξ, Αι αγορεύσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 -1956, περίοδος ΚΑ΄, συνεδρίαση 21ης Μαρτίου 1916, σ. 286 όπου ο βουλευτής Ν. Λεβίδης χαρακτηρίζει τους μουσουλμάνους Αλβανούς όμαιμους αδελφούς. Βλ. επίσης Ν. ΑνδριώτηςTanju Izbek, ό.π., σ. 342 όπου απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας Νέα Εφημερίς στο οποίο σημειώνονται οι κοινές ρίζες χριστιανών και μουσουλμάνων Κρητών. Για ανάλογες απόψεις για τους
382
Παρόμοιους χαρακτηρισμούς και την ίδια αντίληψη για τη φυλετική καταγωγή των μουσουλμάνων διατύπωνε και ο Βενιζέλος ήδη από την πολιτική δράση του την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας. Από το βήμα της Βουλής των Κρητών αναφερόμενος στους μουσουλμάνους του νησιού υπογράμμιζε: «Παρά το εν μικρά σχετικώς αναλογία αναμεμιγμένον μετά του Κρητικού αίματος Τουρκικόν αίμα, ο πληθυσμός της Κρήτης, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεων, είναι γνησίως Κρητικός πληθυσμός (...) οι Μουσουλμάνοι συμπολίται μας παρά τας αντιθέσεις και τας θρησκευτικάς και τας εθνικάς είναι γνησιώτεροι αντιπρόσωποι της Ελληνικής φυλής από πολλούς εκ των κατοίκων της Στερεάς Ελλάδος και τινάς εκ των Νήσων» 20. Η παραμονή των μουσουλμάνων στο ελληνικό έδαφος δεν ήταν σημαντική μόνο για την εθνική οικονομία, αλλά παρείχε και πολιτικά οφέλη. Για τον Βενιζέλο η ύπαρξη χιλιάδων μουσουλμάνων στην ελληνική επικράτεια, σε συνδυασμό με τον ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα αποτελούσε το έναυσμα για την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες 21. Επιπλέον, στην αντίληψη διαφόρων Ελλήνων πολιτικών παραγόντων η υπάκουη μάζα των μουσουλμάνων χωρικών σε Μακεδονία και Θράκη συνιστούσε σημαντικό εμπόδιο για το βουλγαρικό επεκτατισμό 22. Παράλληλα, αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο η συμβολή των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό στηρίζοντας την προσπάθεια Βαλαάδες και τους μουσουλμάνους της Ηπείρου βλ. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένο σημείωμα του Πάλλη από την Κωνσταντινούπολη σχετικά με τον τρόπο διενέργειας της Ανταλλαγής Πληθυσμών και Ν. Αναγνωστόπουλος, «Οι Μουσουλμάνοι της Ηπείρου», Κοινότης, (14 και 21 Οκτωβρίου 1923), 11-14 και 4-6. Επίσης, ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 4, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 10 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 802. ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς το υπουργείο Στρατιωτικών, Κοζάνη 16/29 Ιανουαρίου 1918. Κ. Τσιτσελίκης, Ένα ξερίζωμα, Αθήνα 1925. Χρησιμοποιήθηκε η ανατυπωμένη έκδοσή του από το περιοδικό Δυτικομακεδονικά Γράμματα, τεύχ. Α΄ (2002), σ. 63 και Γ. Μόδης, Αναμνήσεις, σσ. 191-192. Αλλά και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος θεωρούσε ότι οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας είχαν ελληνική καταγωγή και συνεπώς εύκολα θα εξελληνίζονταν και θα εκχριστιανίζονταν, ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 2.1, υπουργείο Εξωτερικών προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 12715 όπου συνημμένη η επιστολή του Χρυσοστόμου Σμύρνης, Σμύρνη 21 Απριλίου/4 Μαΐου 1914. 20 Ν. Ανδριώτης, «Η στάση του Ελευθερίου Βενιζέλου απέναντι στους Μουσουλμάνους επί Κρητικής Πολιτείας», 90 χρόνια από την ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, Συμπόσιο, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου-Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Ρέθυμνο 2007, σσ. 157-158. Την αντίληψη της φυλετικής συγγένειας Ελλήνων και Τούρκων, κυρίως στο χώρο της Μικράς Ασίας, διατύπωσε ο Ελ. Βενιζέλος και στην ελληνική Βουλή το 1930 στη συζήτηση για την υπογραφή της Συμφωνίας της Άγκυρας. 21 Εθνικός Κήρυξ, Αι αγορεύσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 -1956, περίοδος Β΄, τ. Γ΄, Αθήναι 1957, σ. 46. Ανάλογη άποψη και στην εφημερίδα Ήπειρος, 4/17 Αυγούστου 1913. 22 Bruce Clark, Twice a stranger. How mass expulsion forged modern Greece and Turkey, Λονδίνο 2006, σσ. 8 και 161.
383
εκπλήρωσης των εθνικών πόθων, ιδιάιτερα την περίοδο 1919-1920. Το μουσουλμανικό λοιπόν στοιχείο δεν κρινόταν εξοβελιστέο από την ελληνική επικράτεια την περίοδο από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά θεωρούνταν ότι η ύπαρξή του είχε πολύπλευρη σημασία, όπως διαπίστωνε και ο αρθρογράφος της Νέας Ημέρας ήδη από τον Απρίλιο του 1913: «Καλείται λοιπόν η Ελληνική Κυβέρνησις να σκεφθή εφ’όσον ακόμη καιρός, αν η απομάκρυνσις του Οθωμανικού πληθυσμού εκ της Ελληνικής Μακεδονίας, δεν θα είχεν επακολουθήματα πολύ επιζήμια και αν αι άμεσοι θυσίαι, τας οποίας τυχόν θα απήτει η συγκράτησίς του, δεν απεπληρώνοντο, κατ’ έμμεσον, μεν, αλλ’ απολύτως ικανοποιητικόν τρόπον» 23. Έστω και αν οι μουσουλμάνοι χαρακτηρίζονταν ακόμη και αδελφοί, στην αντίληψη των εκπροσώπων της ελληνικής διοίκησης η πλειονότητα του μουσουλμανικού στοιχείου δεν είχε διαμορφωμένη κάποια εθνική συνείδηση. Ο συνεκτικός δεσμός των μουσουλμάνων ήταν μόνο η ισλαμική θρησκεία και όχι οι κοινές επιδιώξεις στο πλαίσιο μιας εθνικής αφύπνισης 24. Σε άλλες περιπτώσεις η θρησκεία αποτελούσε το στοιχείο εκείνο που δημιουργούσε διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο μουσουλμανικό πληθυσμό των Νέων Χωρών. Στην Ήπειρο, για παράδειγμα, οι μουσουλμάνοι Αλβανοί που ακολουθούσαν τον μπεκτασισμό θεωρούνταν ότι είχαν χαλαρή θρησκευτική συνείδηση σε σχέση με τους μουσουλμάνους σουνίτες. Οι τελευταίοι χαρακτηρίζονταν από θρησκευτικό φανατισμό και αντιμετώπιζαν με απέχθεια τους μουσουλμάνους μπεκτασήδες,
τους
οποίους
κατηγορούσαν
ότι
είχαν
αλλοιώσει
το
αληθινό
25
μουσουλμανικό δόγμα . Ανάλογες διαφοροποιήσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού συναντιούνταν και στη Δυτική Μακεδονία. Έτσι, τα χωριά των Βαλαάδων στο Βόιο διαχωρίζονταν ανάλογα με το εάν ακολουθούσαν το σουνιτικό Ισλάμ ή τον
23
Εφημ. Νέα Ημέρα, 7/20 Απριλίου 1913, το απόσπασμα παρατίθεται στο Κ. Πολυχρονιάδης, Μελέτη περί της διοικήσεως των ανακτηθεισών χωρών της Μακεδονίας, Αθήνα 1913, σ. 103. 24 Ι. Μιχαηλίδης, ό.π., όπου συνημμένη έκθεση του γενικού διοικητή Α. Λάμπρου προς το υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 31 Μαΐου 1923, αρ. πρ. 542. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 13, υπόμνημα του υποδιοικητή Κατερίνης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Κατερίνη 12/25 Δεκεμβρίου 1914. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 32, υποφ. 6, νομάρχης Κοζάνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 13/26 Ιανουαρίου 1921, αρ. πρ. 3 και Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς υπουργεία Στρατιωτικών, Εσωτερικών και Εξωτερικών, Κοζάνη 15/28 Ιανουαρίου 1921, αρ. πρ. 4. Πρβλ. Ν. Αναγνωστόπουλος, Η ανταλλαγή, σσ. 46. 25 Ν. Αναγνωστόπουλος, Οι Μουσουλμάνοι, σ. 13 και ΙΑΥΕ., ΚτΕ, 1923, φ. 11, υποφ. 3, Υποεπιτροπή Φιλιατών προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Φιλιάταις 29 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 119 όπου έκθεση εξέτασης της αλβανικής καταγωγής των μουσουλμάνων των Φιλιατών.
384
μπεκτασισμό 26, ενώ για τους μουσουλμάνους Αλβανούς μπέηδες ο γενικός διοικητής της περιοχής σημείωνε: «Δι’ αυτούς η θρησκεία δεν έχει σημασίαν. Παρ’ αυτοίς κυριαρχεί η Αλβανική συνείδησις» 27. Στον αντίποδα των παραπάνω θετικών προσλήψεων, στο μουσουλμανικό στοιχείο αποδιδόταν μια σειρά αρνητικών ιδιοτήτων. Οι μουσουλμάνοι ταυτίζονταν αρκετά συχνά με το θρησκευτικό φανατισμό και τη συνήθεια να κυριαρχούν επί των αλλοδόξων 28. Βέβαια και σε αυτή την περίπτωση ο βαθμός φανατισμού ποικίλλει. Οι Κονιάροι, οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες της Θράκης, αλλά και οι εξισλαμισμένοι Τουρκοκρητικοί, Τσάμηδες και Βαλαάδες θεωρούνταν ιδιαίτερα φανατικοί σε αντίθεση με τους ανώτερου μορφωτικά επιπέδου μουσουλμάνους αστούς των Ιωαννίνων και της Πρέβεζας ή τους Αλβανούς μεγαλογαιοκτήμονες. Η μορφωμένη μουσουλμανική ηγετική τάξη μπορεί να μη διακρινόταν για τη θρησκευτική προσήλωσή της, αλλά ανέπτυσσε περισσότερο, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, έναν έντονο εθνικισμό. Όσον αφορά το φανατισμό των εξισλαμισμένων ελληνικών πληθυσμών, οι απόψεις που διατυπώνονταν ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες, ανάλογα με το σκοπό που επεδίωκαν κάθε φορά. Έτσι, όσοι επιθυμούσαν την παραμονή των μουσουλμάνων της Ηπείρου ή των Βαλαάδων της Δυτικής Μακεδονίας τόνιζαν την έλλειψη θρησκευτικού φανατισμού σε αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες, ενώ, από την άλλη, όσοι επεδίωκαν την άμεση ανταλλαγή τους είχαν εντελώς διαφορετική άποψη, σημειώνοντας παράλληλα την εχθρική συμπεριφορά των Τουρκοκρητικών απέναντι στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας 29. 26
Γ. Γκλαβίνας, «Οι Βαλαάδες του Βοΐου Κοζάνης την περίοδο 1912-1924 μέσα από εκθέσεις του υποδιοικητή της επαρχίας», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 12-13 (2001-2002), 162-163. 27 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς το υπουργείο Στρατιωτικών, Κοζάνη 16/29 Ιανουαρίου 1918. 28 Ενδεικτικά για την ταύτιση αυτή βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 13, «Έκθεσις του διοικητικού αντιπροσώπου Μαγιαδάτ περί της εν γένει πολιτικής, οικονομικής, εθνολογικής, κοινωνικής και ψυχολογικής καταστάσεως διοικητικού τμήματος Μαγιαδάτ», Μαγιαδάγ (Φανός Γουμένισσας) 10/23 Δεκεμβρίου 1914. Στο ίδιο αρχείο φ. 14 όπου ανάλογη έκθεση του υποδιοικητή Κιλκίς, Κιλκίς 14/27 Δεκεμβρίου 1914 και φ. 16 όπου έκθεση του επάρχου Λαγκαδά προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Λαγκαδάς 12/25 Ιανουαρίου 1914. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 117, υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας του έτους 1914, σ. 39. 29 Ν. Αναγνωστόπουλος, Οι Μουσουλμάνοι, σ. 13 όπου αναφέρεται στο φανατισμό των μουσουλμάνων Τσάμηδων σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους αστούς. ΙΑΥΕ., ΚτΕ, 1923, φ. 11, υποφ. 3, Υποεπιτροπή Φιλιατών προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Φιλιάταις 29 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 119 όπου έκθεση εξέτασης της αλβανικής καταγωγής των μουσουλμάνων των Φιλιατών και στον ίδιο φάκελο, Υποεπιτροπή Πωγωνίου προς υπουργείο Εξωτερικών, Βοστίνη 18 Νοεμβρίου 1923, αρ. Δ.Υ. όπου γίνεται αναφορά στην έλλειψη θρησκευτικού φανατισμού των εύπορων Αλβανών σε αντίθεση με τους εξισλαμισμένους Έλληνες των χωριών Βοστίνης και Χρυσόδουλης οι οποίοι εντάσσονται στην ίδια κατηγορία με τους εξισλαμισμένους της Δυτικής Μακεδονίας και της Κρήτης. Για το φανατισμό ή μη των Βαλαάδων της
385
Διαδεδομένη στους εκπροσώπους της ελληνικής διοίκησης ήταν η εικόνα του αγροίκου, αμόρφωτου, αγράμματου και χαμηλής πολιτισμικής στάθμης μουσουλμάνου. Υπό αυτές τις διαμορφωμένες αντιλήψεις, ο γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας αναρωτιόταν αν οι μουσουλμάνοι της δικαιοδοσίας του θα έπρεπε «να αφεθώσιν εις την παχυλήν αμάθειαν των εις ην είναι βυθισμένοι, ενδιαφερόμενοι αποκλειστικώς μόνον διά το τζαμί και το χαρέμι ως και τας γεωργικάς των εργασίας» 30, ενώ ο υποδιοικητής Κιλκίς αποφαινόταν ότι οι μουσουλμάνοι είναι γενικά αγράμματοι και αγροίκοι 31. Παράλληλα, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ταυτιζόταν με το συντηρητισμό και την εχθρότητα απέναντι στον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο 32. Ο συντηρητισμός, η αμάθεια και ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων θεωρούνταν ότι τους έθεταν στο περιθώριο των προσπαθειών
εκσυγχρονισμού
του
κράτους.
Οι
θρησκευτικές
πεποιθήσεις, για παράδειγμα, των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής της Κοζάνης εμπόδισαν τη διεξαγωγή εμβολιασμού στα μουσουλμανικά χωριά 33. Στα ίδια χωριά οι αρχές διαπίστωσαν ότι αφθονούσαν τα κρούσματα σύφιλης –η οποία μεταδιδόταν και στους στρατιώτες που έρχονταν σε σεξουαλική επαφή με μουσουλμάνες– γεγονός που το απέδιδαν στο ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι δεν είχαν καμιά συναίσθηση των συνεπειών
Δυτικής Μακεδονίας βλ. σχετικές αναφορές στο Γ. Γκλαβίνας, ό.π., σσ. 167-168. Επίσης, Ν. Αναγνωστόπουλος, Η ανταλλαγή, όπου αναφέρει ότι οι μουσουλμάνοι που μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία, όπως οι Τουρκοκρητικοί και οι Μακεδόνες, ήταν πιο φανατικοί σε σχέση με τον υπόλοιπο μουσουλμανικό πληθυσμό. Ανάλογη άποψη διατυπώνεται και από το νομάρχη Ραιδεστού βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 47, υποφ. 1, Νομαρχία Ραιδεστού προς Πολιτική Διοίκηση Θράκης, Ραιδεστός 10/23 Οκτωβρίου 1921, αρ. πρ. 243. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αφοσίωσης των νέων προσήλυτων στο Ισλάμ είναι ένα υπόμνημα των βουλγαρόφωνων κατοίκων των χωριών Μπανίτσης (Καρυαί) και Ντουτλίου (Ελαιών) Σερρών με το οποίο προσπαθούν να πείσουν τις ελληνικές αρχές για την ελληνική εθνική συνείδησή τους τονίζοντας το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη κριτήριο εθνικής ταυτότητας, αφού οι ελληνόφωνοι Βαλαάδες και οι Τουρκοκρητικοί αποδείχθηκαν πιο φανατικοί και από τους ίδιους τους Οθωμανούς, βλ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 11, υπόμνημα κατοίκων Μπανίτσης και Ντουτλίου Σερρών προς το υπουργείο Εσωτερικών, το γενικό διοικητή Ανατολικής Μακεδονίας και το στρατιωτικό διοικητή Σερρών, Σέρρες 25 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου 1919. Αντίθετη άποψη για το ρόλο των Τουρκοκρητικών στη Μικρά Ασία διατυπώνεται στις κρητικές εφημερίδες, βλ. Ν. Ανδριώτης-Tanju Izbek, ό.π., σσ. 342-343. 30 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 41, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 5/18 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 6805. 31 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 14, υποδιοικητής Κιλκίς προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, Κιλκίς 14/27 Δεκεμβρίου 1914 «περί της εν γένει καταστάσεως Υποδιοικήσεως». 32 Εφημ. Φως, 31 Μαρτίου/13 Απριλίου 1914 όπου η μη συμμετοχή των μουσουλμάνων καπνεργατών της Θεσσαλονίκης στην απεργία εξηγείται από το χαρακτήρα των μουσουλμάνων οι οποίοι αντιμετωπίζουν αρνητικά κάθε πρόοδο. 33 ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1206, νομάρχης Κοζάνης προς υποδιοικητή Σιάτιστας, Κοζάνη 12/25 Οκτωβρίου 1921, αρ. πρ. 7461.
386
της ασθένειας, δεν λάμβαναν κανένα μέτρο προφύλαξης και δεν υποβάλλονταν σε καμία θεραπεία 34. Η χαμηλή πολιτισμική στάθμη δεν αποδιδόταν από τους φορείς της ελληνικής διοίκησης μόνο στους μουσουλμάνους κατοίκους, αλλά και στα μνημεία του οθωμανικού παρελθόντος. Τζαμιά, νεκροταφεία, μουσουλμανικές γειτονιές και αγορές ήταν ταυτόσημα της βαρβαρότητας και οπισθοδρομικότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εμπόδιζαν τις πόλεις των Νέων Χωρών να αποκτήσουν σύγχρονο ευρωπαϊκό χαρακτήρα. Ήδη από το Μάρτιο του 1913 το υπουργείο Εξωτερικών ζητούσε από τους κυβερνητικούς αντιπροσώπους Θεσσαλονίκης, Ηπείρου και Νησιών του Αιγαίου να εξετάσουν το ενδεχόμενο κατεδαφίσεων βακουφικών και άλλων κτηρίων για τον εξωραϊσμό των αστικών κέντρων πριν υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αναλάβει η Ελλάδα δεσμεύσεις που δεν επέτρεπαν τέτοιες ενέργειες 35. Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917 έδωσε την ευκαιρία στον Βενιζέλο και σε άλλα ηγετικά στελέχη του κόμματος των Φιλελευθέρων να απαλλαγούν από μια πόλη που δεν συμβάδιζε με το όραμα της μετατροπής της Ελλάδας σε ένα σύγχρονο κράτος και παράλληλα, να υπερκεραστούν διάφορα νομικά εμπόδια που αποτελούσαν τροχοπέδη στη ριζική αλλαγή της μορφής του πολεοδομικού ιστού. Η αντίληψη αυτή για τα οθωμανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε και μετά την Ανταλλαγή των Πληθυσμών προοιωνιζόμενη την καταστροφή τους στο όνομα της προόδου και του πολιτισμού ή την εγκατάλειψη στην τύχη τους 36. Στην Κρήτη ο γενικός 34
ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1206, ο νομάρχης Κοζάνης προς τη Διοίκηση Χωροφυλακής, Κοζάνη 21 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1921, αρ. πρ. 4778. Ανάλογο περιστατικό συνέβη και στην Ξηροκρήνη Θεσσαλονίκης όπου οι αστυνομικές αρχές της πόλης προέβησαν σε εξετάσεις για αφροδίσια νοσήματα στις μουσουλμάνες της συνοικίας, γεγονός που προκάλεσε τη διαμαρτυρία του προέδρου Ξηροκρήνης, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 103, το Πολιτικό Γραφείο προς τον πάρεδρο της συνοικίας Ξηροκρήνης Μεμίχ Χασάν, Αθήνα 25 Νοεμβρίου/8 Δεκεμβρίου 1918, αρ. πρ. 8892. 35 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 3, υποφ. 2, Κεντρική Υπηρεσία προς κυβερνητικούς αντιπροσώπους Θεσσαλονίκης, Ηπείρου και Νήσων Αιγαίου, Αθήνα 29 Μαρτίου/11 Απριλίου 1913, αρ. πρ. 9669. 36 Mark Mazower, Salonica city of ghosts: Christians, Muslims and Jews 1430-1950, Λονδίνο 2004, σσ. 324, 329 και 351-355˙ Β. Χαστάογλου-Αλ. Καραδήμου-Γερόλυμπου, «Θεσσαλονίκη 1900-1940: από τις αντιφάσεις του κοσμοπολιτισμού στην ομοιογένεια της νεοελληνικής πόλης», Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912, Συμπόσιο, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 456-469. Με την καταστροφή των μουσουλμανικών μνημείων της Θεσσαλονίκης μετά το 1923 δεν συμφωνούσε ο Αλ. Παπαναστασίου, αναφέροντας σε συνέντευξή του στην Εφημερίς των Βαλκανίων ότι «το κρήμνισμα των μιναρέδων των τζαμιών που προσηρμόζοντο τόσον εις αυτά αποτελεί βάναυσον πράξιν προκληθείσαν από ανόητον σωβινισμόν. Εφαντάσθησαν οι διατάξαντες την κεταδάφισιν ότι έτσι εξαφανίζονται τα ίχνη της τουρκικής κατακτήσεως. Αλλ’ η ιστορία δεν διαγράφεται με την κατεδάφισιν αθώων μνημείων τα οποία εκαλλώπιζον την πόλιν. Οι Τούρκοι επέδειξαν μεγαλύτερον σεβασμόν εις τα δικά μας μνημεία. Το γεγονός ότι τα Ελληνικά
387
διοικητής θεωρούσε απαραίτητη την απαλλοτρίωση των οθωμανικών νεκροταφείων στα Χανιά, στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο «ίνα εξαλειφθή τριών πόλεων Κρήτης ρυπαρότης και ασχήμια» 37, ενώ ανάλογες απόψεις εκφράζονταν από τους τοπικούς άρχοντες της Φλώρινας εν όψει της έγκρισης του νέου σχεδίου πόλης που θα απάλλασσε την πόλη από την οθωμανική εικόνα της 38. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι οι αντιδράσεις των μουσουλμάνων στην αλλαγή του πολεοδομικού ιστού των αστικών κέντρων δεν ήταν τόσο απότοκο συντηρητισμού και οπισθοδρομικότητας, αλλά προσπάθεια να διατηρηθούν ακέραιες κοινοτικές και βακουφικές περιουσίες. Στους παραπάνω αρνητικούς χαρακτηρισμούς έρχονταν να προστεθούν οι αντιλήψεις των ελληνικών αρχών ότι οι μουσουλμάνοι καταχρώνται την καλή συμπεριφορά της ελληνικής διοίκησης θεωρώντας τη σημάδι αδυναμίας, γεγονός που τους καθιστά υπερόπτες. Παράλληλα, τους αποδίδονταν οι ιδιότητες του ύπουλου, του δόλια επιφυλακτικού και του συμπεριφερόμενου με επιτηδευμένη κακομοιριά 39.
μνημεία είναι πολύ μεγαλυτέρας τέχνης από τα Τουρκικά δεν δικαιολογεί την κατακρήμνισιν των τελευταίων, τα οποία είναι εθνικόν κτήμα, έχουν αξίαν και πρέπει να μένουν σεβαστά. Η εξαφάνισις των ιχνών της κατακτήσεως πρέπει να γίνη μόνον διά της εξυψώσεως του ιδικού μας πολιτισμού». Το παράθεμα βρίσκεται στο παραπάνω άρθρο σ. 465. Για την τύχη των τζαμιών της Θεσσαλονίκης μετά το 1923 βλ. και ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 952, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 24 Απριλίου 1926, αρ. πρ. 19598 όπου ζητείται η έγκριση εγκατάστασης του Τμήματος Μεταγωγών της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης και των φυλακών του στο Αλατζά Τζαμί. Στο ίδιο έγγραφο δίνονται στοιχεία και για την τύχη των υπόλοιπων τζαμιών, αναφέροντας ότι δέκα χρησιμοποιούνταν ως στρατιωτικές αποθήκες και ένα για την εγκατάσταση του αρχαιολογικού μουσείου. Για την τύχη των μουσουλμανικών μνημείων στην Ελλάδα βλ. Ekrem Hakki Ayverdi, Avrupa’da Osmanli Mimari Eserleri: Bulgaristan, Yunanistan, Arnavutluk (Τα οθωμανικά αρχιτεκτονικά έργα στην Ευρώπη: Βουλγαρία, Ελλάδα, Αλβανία), Ιστανμπούλ 1982. 37 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 232, γενικός διοικητής Κρήτης προς πρωθυπουργό και υπουργό Εσωτερικών, Χανία 27 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 384. 38 Σ. Ηλιάδου-Τάχου, «Περίοδος αποδέσμευσης από τα οθωμανικά πρότυπα 1912-1916», Αριστοτέλης, τχ. 241-242 (1997), 20-32. 39 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, Αρχηγείο Στρατού Κατοχής προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 17/30 Οκτωβρίου 1913 όπου αναφέρεται στην άρνηση των μουσουλμάνων κατοίκων να παραδώσουν τα όπλα τους παρεξηγώντας την ευγένεια του ελληνικού στρατού. Εφημ. Μακεδονία 15/28 Σεπτεμβρίου 1915 όπου αναφέρεται ότι οι μουσουλμάνοι πρέπει να παταχθούν, αφού αντιλαμβάνονται την ευγένεια και την ανοχή ως ηλιθιότητα και αδυναμία. Ανάλογες απόψεις σε άρθρα της ίδιας εφημερίδας 9/22 Ιουλίου 1915 και 24 Σεπτεμβρίου/7 Οκτωβρίου 1920. Επίσης, εφ. Ηχώ της Μακεδονίας 25 Δεκεμβρίου 1920/7 Ιανουαρίου 1921. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, ο υποδιοικητής Γουμένισσας προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Γουμένισσα 23 Δεκεμβρίου 1922/5 Ιανουαρίου 1923, αρ. πρ. 110 όπου αναφέρεται στην υπουλότητα, κακομοιριά και επιφυλακτικότητα των μουσουλμάνων. Στο ίδιο αρχείο, φ. 117, ο διοικητής Καβάλας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Καβάλα 15/28 Ιουλίου 1913 όπου ανάλογοι χαρακτηρισμοί. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 37-38 όπου έκθεση του νομάρχη Θεσσαλονίκης στην οποία οι μουσουλμάνοι χαρακτηρίζονται θρασείς σε περίπτωση κρατικής αδυναμίας. Ανάλογες απόψεις: ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Γενική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 51.
388
Το στοιχείο όμως εκείνο της συμπεριφοράς των μουσουλμάνων που στηλιτεύοταν ιδιαίτερα από τους φορείς της ελληνικής διοίκησης ήταν η τυφλή υπακοή στην ηγετική τους τάξη: μουφτήδες, ιμάμηδες, τσιφλικάδες και άλλοι μουσουλμάνοι με οικονομική
δύναμη
ή
ανώτερο
μορφωτικό
επίπεδο.
Η
τυφλή
υπακοή
της
μουσουλμανικής μάζας στα κελεύσματα της ηγετικής τάξης της σε συνδυασμό με το θρησκευτικό φανατισμό και την αμάθεια μετέτρεπε το φιλήσυχο και υπάκουο πληθυσμό σε επικίνδυνο στοιχείο για την ελληνική διοίκηση 40. Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι παραπάνω ιδιότητες του χαρακτήρα των μουσουλμάνων τούς καθιστούσαν ρυθμιστές των εκλογικών αποτελεσμάτων σε αρκετές εκλογικές περιφέρειες των Νέων Χωρών 41. Η ηγετική τάξη του μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν εκείνη που συγκέντρωνε πληθώρα αρνητικών χαρακτηρισμών. Η ενεργός ανάμειξή της στη νεοτουρκική ή κεμαλική προπαγάνδα και η συνακόλουθη δράση της που στρεφόταν εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας καθώς και τα προσκόμματα που έθετε στην προσπάθεια ενσωμάτωσης του μουσουλμανικού στοιχείο στις δομές του ελληνικού κράτους, την καθιστούσαν ανεπιθύμητη από τους φορείς της κεντρικής και τοπικής εξουσίας. Οι μπέηδες, για παράδειγμα, ήταν για την Ηχώ της Μακεδονίας οι οχιές που ζέσταινε στα στήθη του το ελληνικό κράτος και έπρεπε να παταχθούν, αφού πρόδωσαν τα ελληνικά συμφέροντα 42. Για τον Πάλλη οι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες θα έπρεπε να ήταν οι πρώτοι που θα ανταλλαχθούν, αφού δεν προσέφεραν τίποτα στην εθνική οικονομία και καταγίνονταν με πολιτικές ραδιουργίες, ενώ για τον Γεώργιο Τσορμπατζόγλου, διευθυντή της Διεύθυνσης Θρησκευτικών, Εκπαιδευτικών και Εξωτερικών Υποθέσεων 40
Για την τυφλή υπακοή των μουσουλμάνων στην ηγετική τάξη τους βλ. ενδεικτικά ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 13, «Έκθεσις του διοικητικού αντιπροσώπου Μαγιαδάτ περί της εν γένει πολιτικής, οικονομικής, εθνολογικής, κοινωνικής και ψυχολογικής καταστάσεως διοικητικού τμήματος Μαγιαδάτ», Μαγιαδάγ 10/23 Δεκεμβρίου 1914. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 6/19 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 1260. Στο ίδιο αρχείο, 1921, φ. 32, υποφ. 6, ο νομάρχης Κοζάνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 9/12 Ιανουαρίου 1921, αρ. πρ. 105. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 27 (υπουργείο Εξωτερικών), Σαχτούρης προς Βενιζέλο, Αδριανούπολη 9/22 Αυγούστου 1920, αρ. 99. Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 25 Δεκεμβρίου 1920/7 Ιανουαρίου 1921 και 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1922 όπου άρθρο του Γ. Μόδη. Κ.Δ.Κ., «Το μέλλον του μουσουλμανικού τιμαριωτισμού εν Μακεδονία», Πολιτική Επιθεώρηση, 29 (26 Δεκεμβρίου 1920), 477-479. Ν. Αναγνωστόπουλος, Οι Μουσουλμάνοι, σ. 6 όπου αναφορές για την επιρροή των αγάδων και μορφωμένων μουσουλμάνων στον πληθυσμό των Τσάμηδων. 41 Βλ. κεφ. «Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο». 42 Εφημ., Ηχώ της Μακεδονίας, 27 Νοεμβρίου/10 Δεκεμβρίου 1922.
389
της Γενικής Διοίκησης Μακεδονία, «η ιθύνουσα αυτών ανωτέρα κοινωνική τάξις αποτελείται εξ ατόμων των οποίων τα πλείστα βαρύτερον φέροντα σήμερον την ισοπέδωσίν του την προς τους μη Τούρκους συμπολίτας των και ευκόλως δυνάμενοι και προτιθέμενοι να μεταναστεύσωσιν στην Τουρκία, έχουσι συμφέρον να εξασφαλίσωσιν από τούδε την εύνοιαν των Νεοτούρκων προσφέροντα αυτοίς και εντεύθεν τας υπηρεσίας των» 43. Η αντίληψη για τους μουσουλμάνους υπηκόους, είτε θετική είτε αρνητική, διαμορφωνόταν ανάλογα με την χρονική συγκυρία, την ιδιότητα ή τις πολιτικές πεποιθήσεις των φορέων της ελληνικής διοίκησης, του Τύπου και άλλων παραγόντων. Ήταν, για παράδειγμα, λογικό οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί για τους μουσουλμάνους να πληθύνουν αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι στρατιωτικές αρχές, από την άλλη, αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη καχυποψία το μουσουλμανικό στοιχείο σε σχέση με τους εκπροσώπους της πολιτικής διοίκησης, ενώ οι πολιτικοί παράγοντες και οι φιλικές προς αυτούς εφημερίδες που δεν στηρίζονταν εκλογικά από τους μουσουλμάνους ψηφοφόρους απέδιδαν σε αυτούς ιδιαίτερα αρνητικά χαρακτηριστικά 44. Στον αντίποδα, πιο θετικά αντιμετωπιζόταν το μουσουλμανικό στοιχείο από όσους προσδοκούσαν στην εκλογική στήριξή του, ενώ, το ίδιο συνέβαινε την περίοδο 1919-1920, όταν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας η Ελλάδα επεδίωκε τη συνεργασία του μουσουλμανικού πληθυσμού και προσπαθούσε να προπαγανδίσει την εικόνα ενός κράτους που σεβόταν τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας. 2. Μουσουλμάνοι υπήκοοι και ενδεδειγμένες πολιτικές πρακτικές Τα νέα πληθυσμιακά δεδομένα που προέκυψαν από την εδαφική επέκταση της Ελλάδας την περίοδο 1912-1922 δεν μπορούσαν να αγνοηθούν από την ελληνική διοίκηση. Έπρεπε λοιπόν να υιοθετηθούν τέτοιες πολιτικές πρακτικές, ένα νέο σύστημα διοίκησης, αλλά και μια νέα πολιτική θεωρία που θα συνυπολόγιζαν την εθνική, 43
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένο σημείωμα του Πάλλη από την Κωνσταντινούπολη σχετικά με τον τρόπο διενέργειας της Ανταλλαγής Πληθυσμών και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 6/19 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 1260. 44 Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο πολιτικός λόγος και οι προκηρύξεις των εκπροσώπων του Εθνικού Συνδυασμού που κατήλθαν στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915, βλ. σχετικά κεφ. «Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο».
390
θρησκευτική και γλωσσική πανσπερμία της διευρυμένης εδαφικά Ελλάδας και θα προωθούσαν την ενσωμάτωση και τελικά αφομοίωση των μειονοτικών αυτών πληθυσμών στις δομές του ελληνικού κράτους. Έπρεπε, συνεπώς, να δημιουργηθεί το ιδεολογικό υπόβαθρο που θα ερμήνευε τη συνύπαρξη των μη ελληνικών πληθυσμών εντός της επικράτειας του ελληνικού κράτους και παράλληλα θα οικοδομούσε αμφίδρομους συνεκτικούς δεσμούς. Προς την κατεύθυνση αυτή, οι παραδόσεις του βυζαντινού οικουμενισμού και η κληρονομιά του ανώτερου ελληνικού πολιτισμού, του οποίου βασικές συνιστώσες στη μακραίωνη ιστορική πορεία του ήταν η πίστη στις αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισοπολιτείας, δημιουργούσαν το κατάλληλο θεωρητικό υπόβαθρο και κυριαρχούσαν στον πολιτικό λόγο της εποχής. Επομένως, οι μουσουλμάνοι και οι άλλοι μειονοτικοί πληθυσμοί γίνονταν υπήκοοι ενός κράτους που πιστό στην κληρονομιά του θα σεβόταν τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις θρησκευτικές παραδόσεις τους και θα ασκούσε μια διοίκηση ισονομίας χωρίς να διακρίνει τους πολίτες βάσει των θρησκευτικών πιστεύω τους, της φυλευτικής καταγωγής τους ή της εθνικής ταυτότητάς τους. Με βάση αυτές τις αντιλήψεις η Ελλάδα καλούνταν, για μία ακόμη φορά, να ανταποκριθεί στον εκπολιτιστικό ρόλο της στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή. Συμπυκνώνοντας τα παραπάνω ο δήμαρχος Σερβίων ανέφερε σε ομιλία του προς τους μουσουλμάνους δημότες του επ’ ευκαιρία των εορτών για την κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό: «Η κατάλυση της τουρκικής κυριαρχίας δεν σημαίνει και υποδούλωση του τουρκικού λαού, αλλά απελευθέρωσή του από ένα απολυταρχικό και δεσποτικό καθεστώς το οποίο υπήρξε εξίσου άθλιο και τυραννικό για χριστιανούς και μουσουλμάνους, οι οποίοι σήμερα παραδίδονται στην αγκαλιά μιας πολιτείας δίκαιης, προοδευτικής, πεπολιτισμένης στην οποία θέλουν να ευδοκιμήσουν όλα τα υγειή στοιχεία ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος» 45. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής θεωρίας, η ενδεδειγμένη πρακτική διοίκησης των μειονοτικών πληθυσμών απαιτούσε την καλή συμπεριφορά όσων εκπροσωπούσαν τον κρατικό μηχανισμό, το σεβασμό των ελευθεριών και παραδόσεών τους και την περιφρούρηση των δικαιωμάτων τους, στοχεύοντας, έτσι, στην καλλιέργεια δεσμών εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κράτος και μειονότητα και στην αφομοίωση από τους μη ελληνικούς πληθυσμούς του ρόλου τους ως Ελλήνων πολιτών. 45
Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 12/25 Μαΐου 1919.
391
Ένθερμος υποστηρικτής αυτών των αντιλήψεων ήταν ο Βενιζέλος. Όπως αναφέρθηκε, ο Βενιζέλος είχε διαμορφώσει τη στάση του απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο της Ελλάδας ήδη από την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, όταν δεν έπαυε να υπερασπίζεται την πολιτική σεβασμού των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού της Κρήτης. Πριν αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας και διαβλέποντας την επικείμενη εδαφική επέκταση, ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι «η Ελλάς είναι προωρισμένην ημέραν τινά να καταστή δύναμις Μουσουλμανική εν η οι μουσουλμάνοι να ζώσι τελείως ευχαριστημένοι», ενώ ο κατάλληλος τρόπος διοίκησης μειονοτικών πληθυσμών θα ήταν «παρέχοντες εις αυτούς πλήρη ισοπολιτείαν και προστασίαν» 46. Τις ίδιες απόψεις είχε ο Έλληνας πολιτικός και την περίοδο που πραγματεύεται η μελέτη, συνδέοντας μάλιστα άμεσα την εκπλήρωση των εθνικών πόθων και τη διατήρηση των εδαφικών κεκτημένων με τον τρόπο που θα αντιμετώπιζαν οι ελληνικές αρχές το μουσουλμανικό στοιχείο. Πληροφορούμενος, λοιπόν, το 1914 ότι Έλληνες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν βίαια σε σπίτια μουσουλμάνων της Θεσσαλονίκης προειδοποιούσε τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας: «Αν το ελληνικόν κράτος απεδεικνύετο ως μη ιστάμενον εις ανωτέραν βαθμίδα πολιτισμού από το τουρκικόν, τούτο θα ήτο ολέθριο για το μέλλον μας» 47. Αργότερα, αντιτιθέμενος στην προσπάθεια κομματικών στελεχών του να αντικαταστήσουν το μουσουλμάνο δήμαρχο Ρεθύμνου με χριστιανό, ο Βενιζέλος έκανε ακόμη μία φορά σαφείς τις αντιλήψεις του για τη θέση των μουσουλμάνων στο ελληνικό κράτος και την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί απέναντί τους, τονίζοντας ότι «οι φίλοι Ρεθύμνης πρέπει να εννοήσουν ότι επ’ ουδενί λόγω δύναται να γίνει δεκτή αξίωσις αντίθετος όχι μόνον προς τους νόμους αλλά και προς τας φιλελευθέρους αρχάς του κόμματός μας ακόμη δε και προς τας θεμελιώδεις αρχάς αι οποίαι κατά την αντίληψιν ημών δέον να διέπουν τας σχέσεις μας προς τα λοιπά σύνοικα αλλά μη ομογενή στοιχεία» 48. Σε τηλεγράφημά του προς το γενικό διοικητή της Ανατολικής Μακεδονίας με αφορμή καταγγελίες του μουφτή Δράμας ότι κατά την εφαρμογή του σχεδίου ρυμοτομίας της πόλης δεν δόθηκαν αποζημιώσεις σε απαλλοτριωμένα βακουφικά 46
Για τις απόψεις του Ελ. Βενιζέλου όσον αφορά το μουσουλμανικό στοιχείο την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας βλ. Ν. Ανδριώτης, Η στάση του Ελευθερίου Βενιζέλου, σσ. 151-161. 47 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 6/19 Μαΐου 1914. 48 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 232, Βενιζέλος προς κυβερνητικό αντιπρόσωπο Χανίων, Αθήνα 9/22 Φεβρουαρίου 1918, αρ. πρ. 124.
392
κτήματα, ο Βενιζέλος ήταν πιο συγκεκριμένος ως προς τις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις του κράτους με τους μουσουλμάνους: «Θα είναι αδύνατον να βαδίση προς τα εμπρός η Ελλάς εάν τα δικαιώματα των διαφόρων στοιχείων πληθυσμού και προ πάντων των αλλογενών δεν παραμείνουν σεβαστά και αν τα στοιχεία ταύτα δεν πεισθούν εκ των πραγμάτων περί του σεβασμού ημών τούτου» 49. Δίνοντας κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο που θα έπρεπε να ασκηθεί η διοίκηση στη Θράκη ο Βενιζέλος επαναλάμβανε ότι υπέρτατο καθήκον των αρχών ήταν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη σε όλα τα στοιχεία του πληθυσμού, να υπογραμμίσουν ότι δεν γίνεται καμία διάκριση ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας της καταγωγής ή της θρησκείας τους και να πείσουν ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους. Από την επιτυχημένη εφαρμογή των αρχών αυτών «θα εξαρτηθή εν μεγάλω μέτρω το μέλλον της μεγεθυνόμενης Ελλάδος» 50. Τις αντιλήψεις του Βενιζέλου για τη θέση των μουσουλμάνων στις δόμες του ελληνικού κράτους επικροτούσαν και αρκετοί άλλοι εκπρόσωποι του ελληνικού κρατικού μηχανισμού. Ο Ιωάννης Ηλιάκης –συγγενής του Βενιζέλου, κυβερνητικός αντιπρόσωπος της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης στη Δυτική Μακεδονία και αργότερα γενικός διοικητής στην ίδια περιοχή– θεωρούσε ότι η πολιτική προστασίας της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των μη ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας ήταν το πρώτο βήμα μετατροπής τους σε πιστούς Έλληνες υπηκόους και μακροπρόθεσμα της αφομοίωσής τους. Ο Ηλιάκης είχε παράδειγμα, όσον αφορά τη συνύπαρξη πληθυσμών με διαφορετικές εθνικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές καταβολές, τις ΗΠΑ και πίστευε ότι και στην Ελλάδα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ανάλογοι δεσμοί ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τους μη ελληνικούς πληθυσμούς, εφόσον οι διοικητικές αρχές ακολουθούσαν την προαναφερθείσα πολιτική 51. Σε εγκύκλιό του προς τις αρχές της 49
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 101 (υπουργείο Εσωτερικών), Βενιζέλος προς γενικό διοικητή Ανατολικής Μακεδονίας, Αθήνα 19 Ιανουαρίου/1 Φεβρουαρίου 1920, αρ. πρ. 436. 50 Κ. Γέραγας, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922, εν Αθήναις 1925, σσ. 42-43 όπου παρατίθεται τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς τον ύπατο αρμοστή Θράκης, Παρίσι 9/22 Αυγούστου 1920. Το κείμενο του τηλεγραφήματος παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. Για τη σημασία της συμπεριφοράς των ελληνικών αρχών απέναντι στους μουσουλμάνους για την εκπλήρωση των στόχων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής βλ. και κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923» 51 Για τις απόψεις του Ηλιάκη βλ. ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1918, αρ. πρ. 7861 «Η κατάστασις του πληθυσμού της Δυτικής Μακεδονίας» και ανάλογη έκθεση στις 18/31 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 5359. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς πρόεδρο της κυβέρνησης, Κοζάνη 24 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 819.
393
Δυτικής Μακεδονίας ο γενικός διοικητής Ηλιάκης ανέλυε τις αντιλήψεις του για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ασκείται η διοίκηση απέναντι σε αλλόδοξους και αλλοεθνείς πληθυσμούς: «Σήμερον όμως οπότε κλήθημεν να θέσωμεν εδώ εις εφαρμογήν τας αθανάτους Ελληνικάς ιδέας της ελευθερίας και ισότητος, σήμερον οπότε ημείς ήλθομεν να ασφαλίσωμεν εις πάντας ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, την ελευθερίαν την οποίαν ονειροπόλησαν, η ύπαρξις προπαγανδών δεν δικαιολογείται, ο δε λαός διά την προστασίαν των συμφερόντων του μόνον εις τας αρχάς πρέπει να έχει εμπιστοσύνη και αι αρχαί θα αποκτήσουν πλήρη την εμπιστοσύνην ταύτην, αν είναι αμερόληπτοι απέναντι όλων, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Διά της εμπιστοσύνης, την οποίαν θα εμπνεύσωμεν, ο εδώ λαός θα αποκτήση μικρόν κατά μικρόν την αυτήν εθνική συνείδηση και παρά την διαφοράν της καταγωγής και της θρησκείας όλοι θα θεωρούν ότι θα είναι τέκνα της αυτής πατρίδος, από κοινού διά το καλό αυτής συνεργαζόμενοι. Η πολιτική αυτή δέον να θεωρηθή ως βάσις πάσης πράξεως και σκέψεως πάντων των υπαλλήλων τής καθ’ ημάς περιφερείας οιουδήποτε κλάδου. Πάντες κατά τεκμήριον είνε Έλληνες και προς πάντας πρέπει να είνε ίση η προστασία των ελληνικών νόμων και η αυτή συμπεριφορά των αρχών. Εχθρός της πατρίδος είναι όχι όστις συνεργάσθη εις το παρελθόν με τας ξένας προπαγάνδας διά την προστασίαν των συμφερόντων του, ο ομολογήσας σήμερον την πλάνην του, όσον εκείνος όστις δεν συμμορφούται προς τας ανωτέρω υποδείξεις μου, εκ των οποίων εξαρτάται η επιτυχία του εθνικού αγώνος, τον οποίον διεξάγομεν εδώ προς αφομοίωσιν των ξένων τυχόν στοιχείων, πράγμα το οποίο αποτελεί την εθνικήν ημών αποστολήν διά τα μέρη εκείνα τα οποία ευρίσκονται υπό ελληνικήν κυριαρχία...» 52. Σε μια άλλη εγκύκλιό του προς το λαό της Δυτικής Μακεδονίας, η οποία δημοσιεύτηκε και στα τουρκικά, καλούνταν όλοι να θέσουν ένα τέρμα στον εθνικό ανταγωνισμό στη Μακεδονία και να συμπεριφερθούν ως Έλληνες πολίτες που έχουν κοινά συμφέροντα, αδιάφορο αν μερικοί από αυτούς δεν ανήκουν στο ελληνικό έθνος 53. Από το παραπάνω παράθεμα είναι εμφανής η σύνδεση του τρόπου διοίκησης των μη ελληνικών πληθυσμών με τις «αθάνατες ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας» που κληροδότησε το ένδοξο παρελθόν, καθιστώντας στην ουσία τους φορείς της διοίκησης υπεύθυνους για τυχόν 52
Εγκύκλιος της Γενικής Διοίκησης Κοζάνης-Φλώρινας προς τις αρχές της Δυτικής Μακεδονίας, Εθνική Πολιτική, τχ. 1 (1920), 9-10. 53 Εγκύκλιος της Γενικής Διοίκησης Κοζάνης-Φλώρινας προς το λαό της Δυτικής Μακεδονίας, Εθνική Πολιτική, τχ. 1 (1920), 16-22.
394
παρεκκλίσεις από τις αρχές που επιβάλλει αυτή η κληρονομιά. Ειδικότερα για τους μουσουλμάνους ο Ηλιάκης θεωρούσε ότι οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν πολύ εύκολα να τους μετατρέψουν σε ευπειθείς υπηκόους εάν προστάτευαν τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους, εάν επιδείκνυαν τον απαραίτητο σεβασμό στις θρησκευτικές παραδόσεις τους, δεν τους αντιμετώπιζαν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας και αν χορηγούσαν μια σχετική αυτονομία στη διαχείριση των κοινοτικών δικαιωμάτων τους. Ακολουθώντας την παραπάνω πολιτική οι μουσουλμάνοι θα μετατρέπονταν σε «ευάγωγο πληθυσμό και εκπολιτιζόμενος εκ παραλλήλου θα συνειθίση να θεωρή εαυτόν, αφού απελπισθή περί της επανόδου του Τουρκικού Κράτους, ως Ελληνικόν πληθυσμόν, ως αναπόσπαστον μέλος του Ελληνικού Έθνους, υπέρ της ευημερίας του οποίου και θα εύχηται και θα εργάζηται» 54. Ο Βαμβακάς αναλαμβάνοντας, άλλωστε, να προπαγανδίσει και να εφαρμόσει τις παραπάνω αρχές της ελληνικής διοίκησης στη Δυτική Θράκη διαπνεόταν από τις ίδιες αντιλήψεις με τον Βενιζέλο και τον Ηλιάκη. Με επιδεικνυόμενη καλή συμπεριφορά από τις διοικητικές και στρατιωτικές αρχές, τη λήψη μέτρων που αποδείκνυαν το ενδιαφέρον της ελληνικής διοίκησης και γενικότερα την εφαρμογή μιας πολιτικής σύμφωνη με τη «mentalité» των μουσουλμάνων «γίνεται βάσιμος η ελπίς ότι όχι μόνον εν Θράκη θα αποτελέσουν πολύτιμο στοιχείο εργασίας και φιλονομίας» 55. Ανάλογες απόψεις διατύπωνε και ο πρώτος γενικός διοικητής Θράκης Αντώνιος Σαχτούρης ο οποίος απέδιδε στη δικαιοσύνη της ελληνικής διοίκησης τη νομιμοφροσύνη των μουσουλμάνων και την απόλυτη εμπιστοσύνη τους στο ελληνικό κράτος 56 Η εφαρμογή των αρχών της ισονομίας, του σεβασμού των ελευθεριών, των θρησκευτικών παραδόσεων, αλλά και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μουσουλμάνων ήταν τα στοιχεία εκείνα που θα έπρεπε να διέπουν την πολιτική της ελληνικής διοίκησης απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό σύμφωνα με τις απόψεις
54
ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1918, αρ. πρ. 7861 «Η κατάστασις του πληθυσμού της Δυτικής Μακεδονίας». 55 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2., σημείωμα Χ. Βαμβακά προς τον Ελ. Βενιζέλο περί Δυτικής Θράκης, Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1920 και στον ίδιο φάκελο, Κυβερνητική Αντιπροσωπεία Δυτικής Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Γκιουμουλτζίνα 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 9663. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/Μ, σημείωμα Χ. Βαμβακά περί μουσουλμάνων, Θεσσαλονίκη 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου 1919 και γενικά για τις αρχές της πολιτικής του Βαμβακά απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης βλ. Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Η απελευθέρωση. 56 Α. Σακτούρης, ό.π., σ. 186.
395
διάφορων φορέων της τοπικής και κεντρικής εξουσίας 57. Οι αντιλήψεις αυτές δεν προέρχονταν μόνο από το βενιζελικό χώρο, αλλά πρεσβεύονταν εξίσου και από πολιτικούς ή εκπροσώπους της διοίκησης που ανήκαν πολιτικά στην αντιβενιζελική παράταξη. Ο Γεώργιος Μπούσιος, για παράδειγμα, από το βήμα της Βουλής, επαναλάμβανε την άποψη του Βενιζέλου ότι η Ελλάδα προοριζόταν να γίνει μουσουλμανική δύναμη με την εδαφική της επέκταση προς Ανατολάς και κατά συνέπεια θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα ζητήματα που αφορούσαν τους μουσουλμάνους 58. Αλλά και οι Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Δημήτριος Ράλλης και άλλοι αντιβενιζελικοί βουλευτές επιβεβαίωναν με κάθε ευκαιρία ότι το ελληνικό κράτος ακολουθούσε και επιβαλλόταν να ακολουθεί πολιτική ισονομίας, ισοπολιτείας και σεβασμού των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού 59. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής πρακτικής απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο ιδιαίτερη μέριμνα έπρεπε να ληφθεί από την ελληνική διοίκηση ώστε να αποδεσμευτεί η μεγάλη μάζα του μουσουλμανικού πληθυσμού από την ιδιαίτερα επιζήμια επιρροή της ηγετικής της τάξης. Για τον Τσορμπατζόγλου ο παραραπάνω στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί αν το ελληνικό κράτος ευνοούσε τη συμμετοχή όλων των μουσουλμάνων στη διαδικασία εκλογής των θρησκευτικών ηγετών τους θεσπίζοντας με νόμο την εκλογή των μουφτήδων με καθολική ψηφοφορία. Με αυτόν τον τρόπο θα καλλιεργούνταν η ατομική πρωτοβουλία και η ελευθερία των μουσουλμάνων και θα προσαρμόζονταν στο συνταγματικό ρόλο τους ως Ελλήνων πολιτών χειραφετούμενοι, 57
Βλ. ενδεικτικά ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 14, έκθεση του υποδιοικητή Κιλκίς προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης «περί της εν γένει καταστάσεως της υποδιοικήσεως», Κιλκίς 14/27 Δεκεμβρίου 1914. Στο ίδιο αρχείο, φ. 16, αναφορά του δήμαρχου Σωχού προς τον έπαρχο Λαγκαδά για την κατάσταση του φρονήματος του δήμου, Σωχός 14/27 Ιανουαρίου 1914 και ανάλογη έκθεση του επάρχου Λαγκαδά προς το νομάρχη Θεσσαλονίκης, Λαγκαδάς 12/25 Ιανουαρίου 1914. Επίσης, στο ίδιο αρχείο, φ. 87, ο υποδιοικητής Γουμένισσας προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Γουμένισσα 23 Δεκεμβρίου 1922/5 Ιανουαρίου 1923, αρ. πρ. 110. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Διεύθυνση Θρησκευτικών, Εκπαιδευτικών και Εξωτερικών Υποθέσεων προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 6/19 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 1260 και στο ίδιο αρχείο, 1919, φ. Α/5(10δ), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Ιωάννινα 22 Μαΐου/4 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 340 και Γενική Διοίκηση Λέσβου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 19 Απριλίου/2 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 2479. Επίσης, εφημ. Φλώρινα, 7/20 Ιουλίου 1922 όπου άρθρο με τίτλο «Αι αρχαί απέναντι των πολιτών» και ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, ο γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825. 58 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 49 της 20ής Μαΐου 1921. 59 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 8 της 26ης Ιανουαρίου 1921, συνεδρία 33 της 8ης Απριλίου 1921 και Εθνικός Κήρυξ, Αι αγορεύσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 -1956, περίοδος ΚΑ΄, συνεδρία 21ης Μαρτίου 1916.
396
παράλληλα, από την τυφλή υπακοή που επιδείκνυαν στην ηγεσία τους 60. Αλλά και για την Πολιτική Επιθεώρηση η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να αποφύγει πολιτικές πρακτικές που ενίσχυαν το οικονομικό και κοινωνικό κύρος των μπέηδων και δεν ευνοούσαν
την
ανάπτυξη
πνεύματος
ατομικής
ελευθερίας
από
τις
λαϊκές
μουσουλμανικές τάξεις, κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη δημοκρατική οργάνωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων 61. Ωστόσο για να ευδοκιμήσει η παραπάνω πολιτική ήταν πολλοί εκείνοι που πίστευαν ότι στις Νέες Χώρες θα έπρεπε να εφαρμοστεί ένα διοικητικό σύστημα εντελώς διαφορετικό από εκείνο της Παλαιάς Ελλάδας προσαρμοζόμενο στις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιουργούσε η ύπαρξη πληθυσμών με διαφορετική εθνική συνείδηση, γλώσσα και θρησκεία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση προκρίθηκε ένα αποκεντρωτικό διοικητικό σύστημα με την εισαγωγή του θεσμού των γενικών διοικητών, οι οποίοι είχαν νομοθετική και εκτελεστική εξουσία για όλα τα ζητήματα πλην εκείνων που αφορούσαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, η διατήρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας, της διοικητικής διαίρεσης και ορισμένων κατηγοριών υπαλλήλων που προέβλεπε ο νόμος 4134 της 1ης Μαρτίου 1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών» υποδήλωνε τις αποκεντρωτικές τάσεις της ελληνικής διοίκησης στις Νέες Χώρες. Ωστόσο, πολύ γρήγορα οι αρμοδιότητες των γενικών διοικητών περιορίστηκαν και το 1914 θεσπίστηκε μια νέα διοικητική διαίρεση των εδαφών που κατακτήθηκαν μετά το 1912 η οποία δεν ταυτιζόταν με αυτή της οθωμανικής περιόδου. Πάντως, παρά το συνεχή περιορισμό των αρμοδιοτήτων των Γενικών Διοικήσεων, η αναγκαιότητα μιας διαφορετικής διοικητικής οργάνωσης των Νέων Χωρών ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες ενός πληθυσμού εντελώς διαφορετικού από την Παλαιά Ελλάδα δεν αμφισβητούνταν. Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης από το βήμα της Βουλής σημείωνε τις δυσχέρειες της διοίκησης στις περιοχές όπου υπήρχε πληθώρα μειονοτικών πληθυσμών και θεωρούσε ότι η αντιμετώπισή τους επέβαλλε τη διατήρηση των θεσμών των Γενικών Διοικήσεων –όχι όμως με τις αρμοδιότητες του παρελθόντος– αλλά και τη σύσταση 60
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Διεύθυνση Θρησκευτικών, Εκπαιδευτικών και Εξωτερικών Υποθέσεων προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 6/19 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 1260. Στον ίδιο φάκελο ανάλογη άποψη και της Γενικής Διοίκησης Κρήτης, Γενική Διοίκηση Κρήτης προς υπουργείο Εσωτερικών, Χανιά 27 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 1053. 61 Κ.Δ.Κ., «Το μέλλον του μουσουλμανικού τιμαριωτισμού εν Μακεδονία», Πολιτική Επιθεώρηση, 29 (Δεκέμβριος 1920), 477-479.
397
υποδιοικήσεων ώστε να αισθάνονται οι αλλόφυλοι πληθυσμοί έντονα την παρουσία του αντιπροσώπου του κράτους 62. Από την άλλη, ο Πάλλης στην αυτοβιογραφία του κατακρίνει τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων των γενικών διοικητών από τον Ρέπουλη που είχε αποτέλεσμα ένα πιο συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης και την αδυναμία των γενικών διοικητών και των υποδιοικητών να ελέγξουν υπαλλήλους και προϊσταμένους υπηρεσιών οι οποίοι εκτρέπονταν σε διάφορες αυθαιρεσίες 63. Τη σημασία της έντονης παρουσίας του κρατικού μηχανισμού στις περιοχές με μειονοτικούς πληθυσμούς επισήμαινε και ο Ηλιάκης, όταν πρότεινε την πύκνωση της διοίκησης με το διορισμό επιθεωρητών κοινοτήτων 64. Αλλά και ο Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης στη μελέτη του σχετικά με τη διοίκηση της Μακεδονίας κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μέχρι την αφομοίωση των μη ελληνικών πληθυσμών η διοίκηση των νέων επαρχιών θα έπρεπε να είναι διαφορετική σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα και να ασκούνταν σχεδόν αποκλειστικά από όργανα της κεντρικής διοίκησης 65. Το διοικητικό μοντέλο που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Θράκης με τη σύσταση της Ύπατης Αρμοστείας και αργότερα της Γενικής Διοίκησης Θράκης χαρακτηριζόταν από πιο αποκεντρωτικό πνεύμα σε σχέση με αυτό που εφαρμόστηκε στη Μακεδονία. Ο γενικός διοικητής Σαχτούρης θεωρούσε επιβεβλημένη για την αφομοίωση των μη ελληνικών πληθυσμών ένα διοικητικό σύστημα που δεν θα διατάρασσε τις συνήθειες των κατοίκων και γι αυτό το λόγο διατηρήθηκαν στη Θράκη και μετά το 1920 οι αρμοδιότητες των εκκλησιαστικών και σχολικών εφορειών 66. Βέβαια ο Βαμβακάς δεν συμφωνούσε στην διοικητική υπαγωγή της Δυτικής Θράκης στην Ύπατη Αρμοστεία, θεωρώντας ότι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ήταν ξεχωριστός πληθυσμός από αυτόν της Ανατολικής με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και ανάγκες, γεγονός που επέβαλλε την υιοθέτηση ενός συστήματος διοίκησης εντελώς διαφορετικού από τις άλλες περιοχές 67. Ο αποκεντρωτικός χαρακτήρας παρουσιαζόταν ως το πιο κατάλληλο
62
Εθνικός Κήρυξ, Αι αγορεύσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 -1956, περίοδος Β΄, τόμος Γ΄, Αθήναι 1957, σσ. 104-106, συνεδρία της 17ης Δεκεμβρίου 1913. 63 Α. Πάλλης, ό.π., σσ. 150-151. 64 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς υπουργείο Εσωτερικών, «ασφάλεια δι’ επιθεωρητών» Κοζάνη 16/29 Ιουλίου 1919. 65 Κ. Πολυχρονιάδης, ό.π., σ. 116. 66 Α. Σακτούρης, ό.π., σσ. 184-185. 67 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2., Κυβερνητική Αντιπροσωπεία Δυτικής Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Γκιουμουλτζίνα 22 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 9663. Ο Βαμβακάς πρότεινε ως λύση την υπαγωγή
398
σύστημα διοίκησης για τις ιδιαιτερότητες των Νέων Χωρών και από ντόπιους πολιτικούς παράγοντες μέσω κυρίως τοπικών εφημερίδων 68. Παράλληλα, με τον αποκεντρωτικό χαρακτήρα της διοίκησης των Νέων Χωρών θα έπρεπε αυτή να στελεχωθεί με υπαλλήλους προερχόμενους από τον ντόπιο πληθυσμό, αφού αυτοί γνώριζαν καλύτερα τα προβλήματα και τις ανάγκες της περιοχής και κυρίως κατανοούσαν καλύτερα σε σχέση με τους υπαλλήλους που διορίζονταν από την Παλαιά Ελλάδα την ιδιοσυγκρασία των πληθυσμών με διαφορετική θρησκεία, γλώσσα και εθνική συνείδηση 69. Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον η ελληνική διοίκηση θα πολιτευόταν αντιμετωπίζοντας τους πολίτες της ισότιμα και οι μουσουλμάνοι θα έπρεπε να είχαν θέση στον ελληνικό διοικητικό μηχανισμό. Από πολλές πλευρές διατυπωνόταν η άποψη ότι για να ενταχθούν οι μουσουλμάνοι στις δομές του ελληνικού κράτους και να αφομοιώσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ως προσωπικό από την ελληνική διοίκηση. Ο Βενιζέλος τόνιζε το πολιτικό συμφέρον της διατήρησης στις θέσεις τους των μουσουλμάνων υπαλλήλων και δημοτικών συμβούλων της Δυτικής Θράκης, κάτι στο οποίο συνηγορούσε και ο Βαμβακάς 70. Αλλά και για τη Μακεδονία, Βαμβακάς και Στεφανάκης σε εκθέσεις που υπέβαλαν ύστερα από περιοδείες τους στις περιοχές όπου συγκεντρώνονταν οι μουσουλμάνοι, επισήμαιναν την ανάγκη της χρησιμοποίησής τους σε διάφορες διοικητικές υπηρεσίες ή στη Χωροφυλακή 71. Το ίδιο ίσχυε και στην τοπική αυτοδιοίκηση, οι ελληνικές αρχές έπρεπε να εμπιστευτούν τη διοίκηση των κοινοτήτων της Δυτικής Θράκης στη Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας, ενώ ως ένδειξη διαμαρτυρίας υπέβαλε την παραίτησή του. 68 Για παράδειγμα, βλ. άρθρα των Στ. Παπακωνσταντίνου και Θ. Στεφανίδη στην εφημερίδα της Κοζάνης Αγών, 18 Ιουνίου/1 Ιουλίου, 2/15 Ιουλίου, 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου και 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1917. Επίσης, τα άρθρα στη Νέα Έδεσσα με τίτλο «Επί του προγράμματος», 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου και 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1921. 69 Ενδεικτικά βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.2, Κυβερνητική Αντιπροσωπεία Δυτικής Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Γκιουμουλτζίνα 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 6059 όπου συστήνει να μη χρησιμοποιηθούν υπάλληλοι από την Παλαιά Ελλάδα στη Θράκη, αφού αγνοούν «την διανοητικότηταν των ενταύθα λαών». Ανάλογες απόψεις εφημ. Αγών, 2/15 Ιουλίου 1917 και Νέα Έδεσσα 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου και 30 Ιουλίου/12 Αυγούστου 1921. Επίσης, Α. Πάλλης, ό.π., σ. 151. Και την αντίθετη άποψη του Κ. Πολυχρονιάδη, ό.π., σ. 116. 70 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.2, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Βαμβακά, Παρίσι 26 Μαΐου 1920, αρ. 6296 και φ. 152.2. Βαμβακάς προς Βενιζέλο, «σημείωμα περί Δυτικής Θράκης», Αθήνα 1/14 Σεπτεμβρίου 1920. 71 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10β), σημείωμα Χ. Βαμβακά «περί μουσουλμάνων Μακεδονίας και προσφύγων τοιούτων Θράκης» προς Α. Διομήδη, Θεσσαλονίκη 21 Ιουλίου/3 Αυγούστου 1919. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, ο γενικός επιθεωρητής της 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825.
399
στο ντόπιο μουσουλμανικό στοιχείο σε όσα χωριά αυτό αποτελούσε την πλειονότητα. Όπως αναφέρθηκε, ο Βενιζέλος δεν συναινούσε στην αντικατάσταση του μουσουλμάνου δημάρχου του Ρεθύμνου με χριστιανό, εφόσον πίστευε –λανθασμένα– ότι η πλειονότητα των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι 72, ενώ, για τον ίδιο λόγο, ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης-Πέλλας Αδοσίδης κατά την περιοδεία του στην Έδεσσα διέταξε την απόλυση των χριστιανών δημάρχων Φουστάνης και Σούμποσκου (Αριδαία) και το διορισμό μουσουλμάνων 73. Αλλά και ο Ηλιάκης, παρά τις έντονες επιφυλάξεις του, προτιμούσε την αυτοδιοίκηση των κοινοτήτων από τον ντόπιο σλαβόφωνο ή μουσουλμανικό πληθυσμό, παρά την επιβολή Ελλήνων κοινοταρχών οι οποίοι με την τυραννική συμπεριφορά τους αναιρούσαν κάθε προσπάθεια αφομοίωσης των μειονοτικών πληθυσμών 74. Πολύ πιο εκτεταμένη χρήση των μουσουλμάνων στον ελληνικό διοικητικό μηχανισμό επεδίωκαν βέβαια οι μουσουλμάνοι βουλευτές. Με υπόμνημά τους τον Απρίλιο του 1919 ζητούσαν από τον αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης το διορισμό μουσουλμάνων νομαρχών και διοικητών στις περιοχές όπου πλειοψηφούσε το μουσουλμανικό στοιχείο, την πρόσληψη στις Γενικές Διοικήσεις Μακεδονίας και Κρήτης μουσουλμάνων αναπληρωτών γενικών διοικητών και την ένταξη μουσουλμάνων στις τάξεις της Χωροφυλακής 75 Υπήρχαν όμως και διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τη θέση των μουσουλμάνων στον ελληνικό διοικητικό μηχανισμό και τις αρχές που έπρεπε να διέπουν τη συμπεριφορά των κρατικών αρχών απέναντι όχι μόνο στη μουσουλμανική, αλλά και στις υπόλοιπες μειονότητες των Νέων Χωρών. Το δίλημμα που ετίθετο ήταν μέχρι ποιο σημείο μπορούσαν να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των μειονοτικών πληθυσμών, ώστε να μην απειληθούν η εθνική ασφάλεια και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Στην προσπάθεια να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία συγκρατούνταν οι προθέσεις ίσης αντιμετώπισης των μειονοτικών πληθυσμών και όσο προβαλλόταν το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας –για το οποίο η κάθε αρχή ή υπάλληλος δεν είχε μια ενιαία 72
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 232, Βενιζέλος προς κυβερνητικό αντιπρόσωπο Κρήτης, Αθήνα 9/22 Φεβρουαρίου 1918, αρ. πρ. 124. 73 Εφημ. Έδεσσα, 1/14 Αυγούστου 1919. 74 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς υπουργείο Εσωτερικών, Κοζάνη 13/26 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 3141 όπου έκθεση με τίτλο «Κοινοτική αυτοδιοίκηση» καθώς και Κοζάνη 16/29 Ιουλίου 1919 όπου έκθεση με τίτλο «Ασφάλεια δι’ επιθεωρητών». 75 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377, οι μουσουλμάνοι βουλευτές Θεσσαλονίκης, Κοζάνης, Δράμας και Φλώρινας προς τον αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 20 Απριλίου/3 Μαΐου 1919.
400
διαμορφωμένη αντίληψη– οι παραχωρήσεις δικαιωμάτων που αφορούσαν τις μειονότητες ήταν ολοένα και πιο φειδωλές. Έτσι λοιπόν, αναζητώντας αυτή την ισορροπία, ο γενικός διοικητής ΚοζάνηςΦλώρινας θεωρούσε ότι δεν θα έπρεπε να έχουν δικαίωμα ψήφου οι μουσουλμάνοι και οι άλλοι αλλόφυλοι, ώστε στερώντας τους το δικαίωμα να εκφράζουν την άποψή τους για την πολιτική κατάσταση της χώρας να κατανοήσουν την επιβολή του κράτος και να πάψουν να χρησιμοποιούν το δικαίωμα αυτό εναντίον των ελληνικών εθνικών συμφερόντων 76. Ανάλογες απόψεις διατύπωνε στα τέλη του 1922 και ο υποδιοικητής Γουμένισσας, θεωρώντας λανθασμένη την αντίληψη της ελεύθερης εκδήλωσης των φρονημάτων των μουσουλμάνων, ιδιαίτερα στις εκλογές, χάριν της διαπαιδαγώγησής τους στο ρόλο του Έλληνα πολίτη 77. Κάποιοι άλλοι πρότειναν ως λύση όχι τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων, αλλά ένα διαφορετικό εκλογικό σύστημα που θα προέβλεπε τη δημιουργία ξεχωριστών εκλογικών καταλόγων για τις μειονότητες 78. Επιπλέον, κατά την αντίληψη φορέων της διοίκησης, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο η πολιτική σεβασμού των μειονοτικών δικαιωμάτων να απειλήσει το εθνικό συμφέρον, θα έπρεπε οι μουσουλμάνοι και οι άλλες μειονότητες να αισθάνονται, όταν ήταν αναγκαίο, την πυγμή του κράτους. Και σε αυτή την περίπτωση ο καθένας είχε θέσει τα δικά του κριτήρια για το πότε ήταν χρήσιμο να επιδειχθεί η πολιτική αυτή. Ιδιαίτερα για τους μουσουλμάνους ήταν απαραίτητο να αισθάνονται την επιβολή του κράτους, εφόσον, όπως αναφέρθηκε, θεωρούνταν στοιχείο του χαρακτήρα τους η θρασύτητα απέναντι στις αρχές, όταν αντιλαμβάνονταν σημάδια κρατικής αδυναμίας. Η Πολιτική Διοίκηση Θράκης, πληροφορούμενη ότι στα τζαμιά απευθύνονταν ευχές υπέρ του σουλτάνου και του οθωμανικού στρατού, ξεκαθάριζε ότι «το Κράτος ημών διεπόμενον υπό απεριορίστου πνεύματος ισοπολιτείας και ανεξιθρησκείας δεν δύναται να εξαχθή μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε εν τη υπερβολική του επιθυμία αποχής από πάσης αναμίξεως εις τα 76
ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, κυβερνητικός αντιπρόσωπος Κοζάνης-Φλώρινας προς Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης, Κοζάνη 11/24 Νοεμβρίου 1916, έκθεση με τίτλο «Η κατάσταση των αλλοφύλων απέναντι του κινήματος. Δικαίωμα ψήφου» και στο ίδιο αρχείο, γενικός διοικητής ΚοζάνηςΦλώρινας προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1918, αρ. πρ. 7861, όπου έκθεση για την κατάσταση του πληθυσμού στη Δυτική Μακεδονία. 77 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, υποδιοικητής Γουμένισσας προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Γουμένισσα 23 Δεκεμβρίου 1922/5 Ιανουαρίου 1923, αρ. πρ. 110. 78 Βλ. κεφ. «Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο».
401
αφορώντα τα θρησκευτικά καθήκοντα των διαφόρων αλλογενών στοιχείων επιτρέπον τα συγκαλυπτόμενα έκτροπα κατά της εννόμου τάξεως, ευλόγως να διατρέξη τον κίνδυνον να καταλογισθή εγκληματική αδιαφορία αν ουχί και αδυναμία επιβολής και διοικήσεως» 79. Αλλά και ο στρατιωτικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας, απευθυνόμενος στις αστυνομικές αρχές, τις καλούσε να καταστήσουν φανερή την επιβολή του κράτους με τρόπο που να αποδεικνύει «τας φιλελευθέρας αρχάς της ισοπολιτείας, δικαιοσύνης, αμεροληψίας πλην καταδεικνύοντα και την απόφασίν του να επιβάλη τον νόμον και την πυγμήν του ανά πάσαν στιγμήν» 80. Και ο Ηλιάκης, που ήταν υπέρ της πολιτικής του σεβασμού των ελευθεριών του μουσουλμανικού στοιχείου, πίστευε ότι για να παραμείνουν ευπειθείς οι μουσουλμάνοι θα έπρεπε επιπλέον να αισθάνονται συνεχώς την υποταγή στο κράτος, κάτι που μπορούσε να επιτευχθεί ακόμη και με ψυχολογική τρομοκράτηση ή χρήση βίαιων μέσων 81. Περιφρουρώντας τα εδαφικά κέρδη που αποκτήθηκαν μετά το 1912, τα οποία επιβουλεύονταν διάφοροι μνηστήρες, στελέχη των ελληνικών αρχών ήταν ιδιαίτερα δύσπιστα όσον αφορά την ελεύθερη αυτοδιοίκηση κοινοτήτων όπου επικρατούσαν οι μη ελληνικοί πληθυσμοί. Ο Πέτρος Λεκκός σε έκθεσή του προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας το Μάρτιο του 1923 αναγνώριζε τα προτερήματα ενός συστήματος αυτοδιοίκησης, αλλά στην περίπτωση της Μακεδονίας αυτοδιοίκηση και αποκέντρωση
εκλαμβάνονταν
από τους μειονοτικούς
πληθυσμούς ως εθνική
χειραφέτηση. Επομένως, εφόσον στις Νέες Χώρες τα ζητούμενα ήταν η διαφύλαξη των κεκτημένων και η εθνική επικράτηση, επιβαλλόταν η υιοθέτηση ενός μοντέλου διοίκησης που θα εξασφάλιζε την έντονη παρουσία του κράτους μέσω μιας διοικητικής
79
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 91, Πολιτική Διοίκηση Θράκης, Διεύθυνση Υποθέσεων Ετεροδόξων, εγκύκλιος προς μουφτήδες, Αδριανούπολη 12/25 Φεβρουαρίου 1922, αρ. πρ. 47. 80 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/V7, υπουργείο Στρατιωτικών, Επιτελική Υπηρεσία, Γραφείο ΙΙ, Τμήμα Πληροφοριών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 2/15 Ιουλίου 1919, αρ. πρ. 6087 όπου συνημμένο δελτίο πληροφοριών του στρατιωτικού διοικητή Κοζάνης-Φλώρινας προς το Αρχηγείο Χωροφυλακής. 81 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς πρόεδρο κυβέρνησης, Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 5359. Ανάλογες απόψεις ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/150, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Διεύθυνση Θρησκευτικών, Εκπαιδευτικών και Εξωτερικών Υποθέσεων προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 18/31 Δεκεμβρίου 1913, αρ. πρ. 1221. Επίσης, εφημ Μακεδονία, 15/28 Σεπτεμβρίου 1915 και 24 Σεπτεμβρίου/7 Οκτωβρίου 1920 όπου άρθρα με εκφράσεις του τύπου «πρέπει να αφήσουμε το γάντι και να πάρουμε το βούρδουλα», «στοργικοί, αλλά όχι μωροί».
402
ιεραρχίας άμεσα εξαρτώμενης από το κέντρο 82. Αλλά και ο νομάρχης Πέλλας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος περί δήμων και κοινοτήτων ήταν ανεφάρμοστος και εθνικά ασύμφορος, αφού παρείχε τη διοίκηση των κοινοτήτων των Νέων Χωρών σε πληθυσμούς αλλογενείς και αλλόθρησκους 83. Όπως έγινε αντιληπτό, δεν υιοθετούσαν όλοι τις εξαιρετικά φιλελεύθερες απόψεις του Ελευθερίου Βενιζέλου όσον αφορά την αντιμετώπιση των μουσουλμάνων υπηκόων του ελληνικού κράτους. Τα χάσμα μάλιστα διευρυνόταν δραματικά όταν οι αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν παραπάνω επιχειρούνταν να εφαρμοστούν στην πράξη. Παρά τις δεδηλωμένες καλές προθέσεις των φορέων της ελληνικής διοίκησης, εφαρμόζονταν πολλές φορές εκ διάμετρου αντίθετες πολιτικές όσον αφορά τους μουσουλμάνους και τις άλλες μειονότητες των Νέων Χωρών. 3. Εφαρμόζοντας τις αντιλήψεις: οι μουσουλμάνοι και η ελληνική διοίκηση στην πράξη Από όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, καθίσταται φανερό ότι στους σχεδιασμούς της εκάστοτε ηγεσίας της κεντρικής εξουσίας δεν τέθηκε ζήτημα οργανωμένης πολιτικής απομάκρυνσης ή αφομοίωσης με βίαια μέσα του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας. Αντίθετα, οι απόψεις για τη σύσταση ενός διοικητικού μηχανισμού που θα λειτουργούσε βασιζόμενος στη δικαιοσύνη, την ισονομία και το σεβασμό των δικαιωμάτων μουσουλμάνων και άλλων μειονοτικών πληθυσμών έγινε προσπάθεια να εφαρμοστούν στην πράξη. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονταν εγκύκλιοι, προκηρύξεις και άλλα επίσημα έγγραφα των ελληνικών διοικητικών αρχών που κοινοποιούνταν αμέσως μετά την κατάληψη τμημάτων των Νέων Χωρών ή το διορισμό νέων γενικών διοικητών, νομαρχών κ.λπ. στα οποία διακήρυτταν τις παραπάνω φιλελεύθερες αρχές της ελληνικής διοίκησης 84. Παράλληλα, ενέργειες όπως η επιστροφή στις μουσουλμανικές κοινότητες 82
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 28 Απριλίου 1923, αρ. πρ. 105 όπου συνημμένη έκθεση του Π. Λεκκού προς το γενικό διοικητή Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 31 Μαρτίου 1923. 83 ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης, αρχείο Γ. Μπούσιου, φ. 1.3., νομάρχης Πέλλας προς υπουργό Εσωτερικών, Έδεσσα 15/28 Δεκεμβρίου 1921, αρ. πρ. 7566 «Έκθεσις επί των αποτελεσμάτων εν τη εφαρμογή του νόμου περί δήμων και κοινοτήτων». 84 Ενδεικτικά: ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, «εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών προς τους διοικητικούς επιτρόπους των καταληφθεισών υπό του Στρατού χωρών». Επίσης, στο ίδιο αρχείο 1913, φ. 38, υποφ. 1, Γραφείο Τύπου προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1913, αρ. πρ. 450 όπου συνημμένη έκθεση για την κατάσταση της διοίκησης στην περιοχή της Βέροιας, στην
403
τζαμιών και σχολείων, η χρηματοδότηση των επισκευών τους, η χορήγηση αμνηστίας στους μουσουλμάνους της Ανατολικής Μακεδονίας, η απαλλαγή στράτευσης για τους θρησκευτικούς λειτουργούς, η απόφαση για επιστροφή των μουσουλμανικών κτημάτων, τα χρηματικά βοηθήματα σε απόρους, η ίδρυση ορφανοτροφείων κ.λπ. παρά την πολιτική σκοπιμότητά τους επιδείκνυαν την προσπάθεια της ελληνικής διοίκησης να αντιμετωπίσει ισότιμα τους μουσουλμάνους πολίτες της. Τον ίδιο ρόλο είχαν και οι σχετικές νουθεσίες στις κατά τόπους αρχές, όπως και η τιμωρία όσων καταστρατηγούσαν αυτά που υπόσχονταν οι κοινοποιούμενες αντιλήψεις των φορέων της κεντρικής εξουσίας. Ωστόσο, οι μουσουλμάνοι και οι άλλες μειονότητες αντιλαμβάνονταν τις προθέσεις και τις πρακτικές της ελληνικής διοίκησης αξιολογώντας τη συμπεριφορά των μοναδικών εκπροσώπων των ελληνικών αρχών στα χωριά τους, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από τους τηρητές της δημόσιας ασφάλειας (χωροφύλακες, αγροφύλακες και πολιτοφύλακες), τους κοινοτάρχες, ίσως κάποιους δασκάλους και κατώτερους υπαλλήλους και σποραδικά τα διερχόμενα στρατιωτικά αποσπάσματα. Λαμβάνοντας για την ελληνική διοίκηση ως μέτρο αξιολόγησης τη συμπεριφορά των παραπάνω υπαλλήλων, το χάσμα μεταξύ των αντιλήψεων της κεντρικής διοίκησης και των πρακτικών που ακολουθούσαν τα κατώτερα όργανα της διοικητικής ιεραρχίας αποδεικνύονταν τεράστιο και αγεφύρωτο. Για το μουσουλμάνο ή το σλαβόφωνο δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία ποια ήταν η αντίληψη του Βενιζέλου για την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί απέναντι στους μη ελληνικούς πληθυσμός, αφού η βίαιη συμπεριφορά του χωροφύλακα του χωριού του αναιρούσε τις όποιες καλές προθέσεις της κεντρικής εξουσίας και ήταν αυτή τελικά που επηρέαζε άμεσα την καθημερινότητά του. Ο Λεκκός οποία αναφέρεται ότι η δήλωση του νομάρχη πως η ελληνική διοίκηση πορεύεται με γνώμονα τη δικαιοσύνη και την ισονομία ευχαρίστησε μουσουλμάνους και Εβραίους. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78, εγκύκλιος του γενικού διοικητή Μακεδονίας Σοφούλη προς όλες τις αρχές της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 17/30 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 18817. Α. Σακτούρης, ό.π., σσ. 162-163 όπου προκήρυξη του ύπατου αρμοστή Θράκης αμέσως μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης από τον ελληνικό στρατό. Κ. Βακατσάς, Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου. Η αγροτική ιδιοκτησία (1913-1918), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2001, σσ. 382-383 όπου διαταγή του γενικού διοικητή Ηπείρου Στεργιάδη προς τον υποδιοικητή Μαργαριτίου με την οποία τον καλεί να ακολουθήσει πιστά την πολιτική προστασίας όλου του πληθυσμού ανεξαρτήτως θρησκείας, γλώσσας και καταγωγής. Εθνική Πολιτική, τχ. 1 (Μάιος 1920), 9-10 όπου δημοσιεύεται εγκύκλιος του γενικού διοικητή Κοζάνης-Φλώρινας προς τις αρχές της Δυτικής Μακεδονίας με οδηγίες για την ενδεδειγμένη πολιτική απέναντι στις μειονότητες. Βλ. και κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923» όπου οι συνεχείς οδηγίες προς τις αρχές Μακεδονίας και Θράκης να επιδεικνύουν καλή συμπεριφορά προς τους μουσουλμάνους.
404
στην προαναφερθείσα έκθεσή του διαπίστωνε ότι η αφομοιωτική πολιτική του ελληνικού κράτους στη Μακεδονία είχε αποτύχει, αφού «ο τυχών ασυνείδητος χωροφύλακας ή εισπράκτωρ, εν τω προσώπω του οποίου ο χωρικός διαβλέπει ολόκληρον το Κράτος, λησμονεί το στοιχειώδες καθήκον του υπαλλήλου και θεωρεί την περιφέρειάν του γην εκμεταλλεύσιμον, επωφελούμενος δε της εθνολογικής συνθέσεως εν Μακεδονία εκθέτει διά των πράξεων και ενεργειών του έτι περισσότερον την ενταύθα Κρατικήν υπόστασιν» 85. Ο Ηλιάκης, από την άλλη, αναρωτιόταν: «Πώς θα ήτο δυνατόν να επικοινωνήσωμεν μετ’ αυτού (του λαού της Δυτικής Μακεδονίας) ψυχικώς, διά να τον πείσωμεν, ότι ημείς θα τον διοικήσωμεν καλύτερον, αφού δεν μας γνωρίζουν παρά μόνον διά του εισπράκτορος, ενώ γνωρίζουν όλους τους άλλους, οι οποίοι διέρχονται από τα διάφορα χωριά είτε προπαγανδίζοντες είτε πιέζοντες, χωρίς να δυνάμεθα ημείς να τους προστατεύσωμεν, αφού οι πιέσεις αυτές είτε γίνονται υπό ημετέρων χωροφυλάκων είτε υπό ξένων δεν περιέρχονται εις γνώσιν μας;» 86. Τα κείμενα της εποχής σκιαγραφούσαν μια εικόνα καθημερινών βιαιοτήτων, πιέσεων και προσβολών από τα κατώτερα όργανα του διοικητικού μηχανισμού εις βάρος των μειονοτικών πληθυσμών, γεγονός που υποδεικνυόταν ως η βασική αιτία αποτυχίας του προγράμματος ένταξης των πληθυσμών αυτών στις δομές του ελληνικού κράτους. Ο Ρέπουλης λοιπόν απέδιδε τα πενιχρά αποτελέσματα του αφομοιωτικού έργου στη Μακεδονία στο γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του κράτους απείχαν παρασάγγας από το να θεωρούνται προσηνείς και πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους πολίτες ανεξαρτήτως θρησκευτικών πιστεύω, εθνικής συνείδησης ή μητρικής γλώσσας 87. Οι υπάλληλοι με τους οποίους στελεχώθηκαν οι υπηρεσίες των Νέων Χωρών, ιδιαίτερα εκείνοι που προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, είχαν, σύμφωνα με το νομάρχη Θεσσαλονίκης Περικλή Αργυρόπουλο και άρθρα εφημερίδων, τη νοοτροπία των κατακτητών ή των αποικιοκρατών, δημιουργώντας έτσι ένα διοικητικό μηχανισμό όπου κυριαρχούσε η
85
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 22 Απριλίου 1923, αρ. πρ. 1057 όπου συνημμένη έκθεση του Π. Λεκκού προς το γενικό διοικητή Μακεδονίας. 86 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, ο γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς πρόεδρο κυβέρνησης, Κοζάνη 24 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 819. 87 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, ο γενικός διοικητής Μακεδονίας προς Ελ. Βενιζέλο, Θεσσαλονίκη 1914.
405
αυθαιρεσία 88. Ο Ηλιάκης χαρακτήριζε τους υπαλλήλους των υπηρεσιών της Δυτικής Μακεδονίας που ήρθαν από την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη αχρείους, οι οποίοι έπρεπε να μπουν όλοι στις φυλακές για διάφορες κλοπές και αυθαιρεσίες 89. Επιπλέον, ο ύπατος αρμοστής της Θράκης, απαριθμώντας τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ελληνική διοίκηση στην περιοχή, σημείωνε ότι πολλοί από τους υπαλλήλους και το μεγαλύτερο μέρος της Χωροφυλακής δεν συμμορφώνονταν με τις αντιλήψεις του ιδίου και της κεντρικής εξουσίας για ισότιμη μεταχείριση του μουσουλμανικού πληθυσμού 90. Την ίδια άποψη με τον ύπατο αρμοστή είχε και ο αντιστράτηγος Ζυμβρακάκης, αναφέροντας ότι οι χωροφύλακες που στάλθηκαν στη Θράκη ήταν ακατάλληλοι «για τη λεπτή αποστολή τους», ενώ το κατώτερο προσωπικό της διοίκησης παρεκτρεπόταν σε διάφορες αυθαιρεσίες που δεν μπορούσαν να περιστείλουν τα ανώτερα στελέχη 91. Τα πυρά της κριτικής για τη βίαιη συμπεριφορά απέναντι στους μειονοτικούς πληθυσμούς
στρέφονταν
κυρίως
στους
χωροφύλακες
και
στα
στρατιωτικά
αποσπάσματα. Το αρχειακό υλικό παρέχει πάμπολλα παραδείγματα αυθαιρεσιών των παραπάνω εις βάρος των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών και κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν ενδεικτικά μερικές από αυτές ώστε να γίνει κατανοητό το χάσμα ανάμεσα στο σχεδιασμό από την κεντρική διοίκηση της πολιτικής απέναντι στους μη ελληνικούς πληθυσμούς και στην εφαρμογή της από τους κατώτερους εκπροσώπους της. Η Χωροφυλακή λοιπόν, διαπίστωνε ο νομάρχης Δυτικής Μακεδονίας, διευθυνόταν «με τας γνωστάς παραδόσεις του σώματος της Χωροφυλακής καθ’ ας επιτρέπεται εις τα κατώτερα όργανα πάσα παρεκτροπή» 92. Από την άλλη, ο Γ. Στεφανάκης, περιοδεύοντας στη Μακεδονία ύστερα από προφορική εντολή του Βενιζέλου για να μελετήσει τα 88
Π. Αργυρόπουλος, Απομνημονεύματα, τ. Α΄, Αθήναι 1970, σ. 132 και εφημ. Νέα Αλήθεια, 28 Μαρτίου/10 Απριλίου 1915. Επίσης, ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 98 (υπουργείο Εσωτερικών), ο διοικητικός επίτροπος Ανασέλιτσας προς Ελ. Βενιζέλο, Σιάτιστα 6/19 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 589 όπου σημειώνει τα προβλήματα που δημιουργεί στη διοίκηση η υπερφίαλη και υβριστική συμπεριφορά των υπαλλήλων της Παλαιάς Ελλάδας απέναντι στους κατοίκους των Νέων Χωρών. Ανάλογες διαπιστώσεις γίνονται και από τον Πάλλη που χαρακτήριζε τους οικονομικούς υπαλλήλους της Μακεδονίας τυραννίσκους οι οποίοι με τη συμπεριφορά τους και αποκαλώντας τον ντόπιο πληθυσμό «Βούλγαροι» ζημίωσαν την εθνική πολιτική στη Μακεδονία, βλ. Α. Πάλλης, ό.π., σ. 151. 89 ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1917, φ. Α/21(Ι). Ηλιάκης προς Ελ. Βενιζέλο, Κοζάνη 15/28 Αυγούστου 1917. 90 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2., Ύπατη Αρμοστεία Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 31 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 278. 91 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2., αντιστράτηγος Ζυμβρακάκης προς πρόεδρο της κυβέρνησης, Αδριανούπολη 10/23 Νοεμβρίου 1920, αρ. πρ. 14613. 92 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 16, υποφ. 3, έκθεση της Νομαρχίας Δυτικής Μακεδονίας για την οργάνωση της διοίκησης της νομαρχίας, Φλώρινα 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 220.
406
προβλήματα που αντιμετώπιζε το μουσουλμανικό στοιχείο, έδινε μια εικόνα αυτών των παρεκτροπών: «Ενοχλώσι τον Μουσουλμανικόν πληθυσμόν διά παραλόγων αξιώσεων και απαιτήσεων περί παραχωρήσεως δωρεάν ορνίθων και αυγών ή δωματίων προς διανυκτέρευσιν» 93. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης η είδηση για τη ληστεία και κακοποίηση μουσουλμάνου αργυραμοιβού από έναν Έλληνα χωροφύλακα και ένα στρατιώτη, που δημοσίευσε η εφημερίδα Νεότουρκος, επιβεβαιώθηκε από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας 94. Στην περιοχή της Έδεσσας οι αυθαιρεσίες των αστυνομικών οργάνων προκάλεσαν την παρέμβαση του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, ενώ στην Κοζάνη χωροφύλακες μαζί με στρατιώτες προέβησαν σε σειρά ληστειών σε μουσουλμανικά χωριά μέχρι να συλληφθούν από τις αρχές 95. Μία ακόμη εικόνα των αυθαιρεσιών των αστυνομικών οργάνων περιγράφει σε έκθεσή του προς τον Βενιζέλο ο υποδιοικητής Ανασέλιτσας, αναφέροντας ότι χωροφύλακες ανάγκασαν μουσουλμάνους χωρικούς να αγοράσουν με αυξημένο τίμημα συγκεκριμένο αριθμό λαχείων προς ενίσχυση του στόλου. Σε περίπτωση άρνησης, οι μουσουλμάνοι ξυλοκοπούνταν, ενώ κανείς δεν τολμούσε να συντάξει τη μηνυτήρια αναφορά εξαιτίας του κλίματος τρομοκρατίας που επικρατούσε 96. Αλλά και στη Θράκη, παρά τις συνεχείς οδηγίες της κεντρικής διοίκησης, ο επικεφαλής και η υπόλοιπη δύναμη αστυνομικού σταθμού κακοποίησαν μουσουλμάνους χωρικούς με την απλή υποψία ότι διέπραξαν ζωοκλοπή 97.
93
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, ο γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825. 94 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Δ/101, Κεντρική Υπηρεσία προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 19 Μαρτίου/1 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 7634 και 24 Μαρτίου/6 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 7504. Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 21 Μαρτίου/3 Απρίλιου 1914, αρ. πρ. 7904. Στο αίτημα του υπουργείου Εξωτερικών για διάψευση της είδησης μέσω του Τύπου η Γενική Διοίκηση πληροφορούσε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, αφού το γεγονός ήταν γνωστό στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης. Έτσι, το υπουργείο, εφόσον δεν ήταν δυνατή η διάψευση, διέταξε την αυστηρή τιμωρία των υπαιτίων και την άμεση γνωστοποίηση της απόφασης της Δικαιοσύνης στις εφημερίδες. 95 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 230, Ρέπουλης προς γενικό διοικητή Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Αθήνα 27 Ιουλίου/9 Αυγούστου 1919, αρ.πρ. 389. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/2(3), Νομαρχία Κοζάνης προς υπουργείο Εσωτερικών, Κοζάνη 6/19 Απριλίου 1915, αρ. πρ. 2533. 96 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 98 (υπουργείο Εσωτερικών), ο διοικητικός επίτροπος Ανασέλιτσας προς Βενιζέλο, Σιάτιστα 6/19 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 589. 97 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 91, υποφ. 3, «η Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Θράκης προς απάσας τας Υποδιοικήσεις και Αστυνομικούς Σταθμούς, αρ. εγκυκλίου 30», Αδριανούπολη 3/16 Δεκεμβρίου 1921, με την οποία γνωστοποιούσε την αποφασιστικότητα της Διοίκησης να αποτρέψει παρόμοια περιστατικά –οι υπαίτιοι συνελήφθησαν και διώχθηκαν ποινικά– και καλούσε τους αξιωματικούς να διαπαιδαγωγήσουν τα αστυνομικά όργανα σχετικά με την «ανθρωπιστικήν αποστολήν τους».
407
Το «έργο» της Χωροφυλακής συμπλήρωναν τα στρατιωτικά αποσπάσματα τα οποία καταδίωκαν ληστρικές συμμορίες ή διενεργούσαν αφοπλισμό των κατοίκων της υπαίθρου. Τα έκτροπα που συνόδευαν την όποια αποστολή των στρατιωτικών αποσπασμάτων και τα οποία ήταν γνωστά στην κεντρική διοίκηση, ανάγκασαν, για παράδειγμα, τον Βενιζέλο να απαγορεύσει το 1914 τη διενέργεια ερευνών στις οικίες των μουσουλμάνων για την ανεύρεση όπλων από διοικητικές, αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές, χορηγώντας το δικαίωμα αυτό μόνο στις δικαστικές αρχές 98. Αλλά και αργότερα, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανησυχούσε για τις βιαιότητες που θα συνόδευαν τον επικείμενο από τις στρατιωτικές αρχές αφοπλισμό των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και ζητούσε από τον αντιστράτηγο Ζυμβρακάκη να εκπονήσει από κοινού με τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο Βαμβακά σχέδιο αφοπλισμού το οποίο θα εγκρινόταν από τον ίδιο 99. Την ίδια ανησυχία εξέφραζε τον Ιούλιο του 1919 και ο υπουργός Εσωτερικών Ρέπουλης σε επιστολή του προς το γενικό διοικητή Θεσσαλονίκης-Πέλλας εν όψει των επιχειρήσεων αφοπλισμού των μουσουλμάνων και των βουλγαροφώνων των περιοχών Βοδενών και Καρατζόβας 100. Οι φόβοι των εκπροσώπων της κεντρικής διοίκησης όσον αφορά τις βιαιότητες που συνόδευαν τις επιχειρήσεις των στρατιωτικών αποσπασμάτων στην ύπαιθρο των Νέων Χωρών δεν ήταν σε καμιά περίπτωση υπερβολικοί. Απαντώντας σε εγκύκλιο της Πολιτικής Διοίκησης Θράκης όσον αφορά τη συγκέντρωση στοιχείων που θα αναιρούσαν τους ισχυρισμούς της Υψηλής Πύλης ότι οι μουσουλμάνοι εγκαταλείπουν τις εστίες τους εξαιτίας των πιέσεων των ελληνικών αρχών και της δράσης συμμοριών, η Νομαρχία Γκιουμουλτζίνας ανέφερε ότι στην πραγματικότητα οι μουσουλμάνοι και οι βουλγαρόφωνοι χωρικοί του νομού ενοχλούνταν πολύ περισσότερο
98
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Γ΄ και Δ΄ Σώμα Στρατού και Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Αθήνα 5/18 Μαΐου 1914. Η διαταγή αφορούσε κυρίως τα έκτροπα κατά τη διενέργεια αφοπλισμού του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δράμας το 1914 ύστερα από πληροφορίες για σχεδιαζόμενη εξέγερση εναντίον των ελληνικών αρχών. Στο ίδιο πλαίσιο, ο εισαγγελέας Δράμας καλούσε τις ανακριτικές αρχές της περιφέρειάς του να μην προβαίνουν σε συλλήψεις ατόμων, αν το αδίκημα δεν είναι αυτόφωρο, και να μη διενεργούν κατ’ οίκον έρευνες χωρίς τις απαραίτητες διατυπώσεις. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 94 (υπουργείο Δικαιοσύνης), εισαγγελέας Δράμας προς εισαγγελέα εφετών Θεσσαλονίκης, Δράμα 9/22 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 43. 99 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 153.2, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς αντιστράτηγο Ζυμβρακάκη, Παρίσι 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1920, αρ. 6596. 100 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 230, Ρέπουλης προς γενικό διοικητή Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Αθήνα 27 Ιουλιου/9 Αυγούστου 1919, αρ.πρ. 389.
408
από τα στρατιωτικά αποσπάσματα παρά από τις συμμορίες 101. Ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης-Πέλλας
Αδοσίδης
επικαλούνταν
τέτοιου
είδους
έκτροπα
όταν
εισηγούνταν στο Υπουργικό Συμβούλιο να λαμβάνουν τα στρατιωτικά αποσπάσματα που θα ενίσχυαν την ελλιπέστατη δύναμη της Χωροφυλακής στη Μακεδονία απευθείας διαταγές από τους γενικούς διοικητές και έφερνε μάλιστα ως παράδειγμα το βασανισμό τριών ξενοφώνων των Γιαννιτσών –ένας εκ των οποίων υπέκυψε στα τραύματά του– από στρατιωτικό απόσπασμα. Μάλιστα, ο επικεφαλής του συγκεκριμένου στρατιωτικού αποσπάσματος έλαβε και συγχαρητήριο τηλεγράφημα από την ηγεσία της IV Μεραρχίας όπου και ανήκε και στο οποίο σημειωνόταν ότι η διατροφή των στρατιωτών θα έπρεπε να γίνεται από τους πόρους της περιοχής όπου επιχειρούσαν 102. Οι μουσουλμάνοι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου με τη σειρά τους κατήγγειλαν σε υπόμνημά τους τη συμπεριφορά των στρατιωτικών αποσπασμάτων στην Ανατολική Μακεδονία και στην περιοχή της Έδεσσας αναφέροντας περιπτώσεις φόνων, βασανισμών μουσουλμάνων χωρικών, βιασμών μουσουλμάνων γυναικών και επιτάξεων τροφίμων και ζώων χωρίς την καταβολή αποζημίωσης 103. Μια χαρακτηριστική περίπτωση του τρόπου δράσης των στρατιωτικών αποσπασμάτων περιγράφεται και από έκθεση της υπομοιραρχίας Σόροβιτς (Αμύνταιο) προς τη Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας τον Ιούλιο του 1922. Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση, απόσπασμα του 1ου Λόχου Καϊλαρίων μετέβη στο μουσουλμανικό χωριό Έλεβιτς (Λακκιά-Λεβαία Φλώρινας) για να προβεί σε αφοπλισμό των κατοίκων. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος συνεργαζόταν με δύο αγροφύλακες του χωριού οι οποίοι πωλούσαν σε υπερβολικές τιμές όπλα στους μουσουλμάνους κατοίκους που ήθελαν να γλιτώσουν από τον ανηλεή ξυλοδαρμό τον οποίο επεφύλασσαν οι στρατιώτες σε όσους αρνούνταν ότι είχαν στην κατοχή τους όπλα. Με τον τρόπο αυτό ο επικεφαλής λοχίας του αποσπάσματος και οι συνεργάτες του συγκέντρωσαν περίπου 3.000 δραχμές 104. 101
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 47, υποφ. 1, Νομαρχία Γκιουμουλτζίνας προς Πολιτική Διοίκηση Θράκης, Γκιουμουλτζίνα 8/21 Οκτωβρίου 1921, αρ. πρ. 5089. 102 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 4, υποφ. 2, γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό Στρατιωτικών, Αθήνα 22 Απριλίου/5 Μαΐου 1920, αρ. Δ.Υ., όπου συνημμένο τηλεγράφημα του διοικητή της IV Μεραρχίας στρατηγού Πραντούνα προς το λοχαγό Καλήν, Γουμένισσα 31 Ιανουαρίου/13 Φεβρουαρίου 1919, αρ. εμπ. πρ. 48. 103 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 504, «υπόμνημα των εν τη Ελληνική Βουλή Μουσουλμάνων Βουλευτών προς τον αντιπρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εν Αθήναις 1/14 Μαΐου 1919». Το υπόμνημα παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. 104 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Γ.Δ. Δυτικής Μακεδονίας, φ. ληστές Μεσοπολέμου, Υπομοιραρχία Σόροβιτς προς Γενική Διοίκηση Κοζάνης, Σόροβιτς 31 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1922, αρ. πρ. 1153 «ειδική αναφορά περί των διαπραχθεισών εκβιασμών κατ’ Οθωμανών χωρίου Έλεβιτς». Οι δύο αγροφύλακες
409
Όμως, εκτός από τις ενέργειες αυτές των αποσπασμάτων και μεμονωμένοι στρατιώτες προέβαιναν σε ληστείες, φόνους και διάφορες άλλες βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων και άλλων μειονοτήτων 105. Τα αποτελέσματα των παραπάνω ενεργειών ήταν φυσικά η έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά των μουσουλμάνων στις εξαγγελίες των ελληνικών κυβερνήσεων περί φιλοδίκαιης και φιλελεύθερης διοίκησης, ενώ, παράλληλα, αναιρούσαν οποιοδήποτε σχεδιασμό της κεντρικής εξουσίας σχετικά με την αφομοίωση του μουσουλμανικού στοιχείου. Την εικόνα της κακής ελληνικής διοίκησης απέναντι στους μουσουλμάνους και τους άλλους μειονοτικούς πληθυσμούς ενίσχυαν διάφορες ενέργειες και άλλων κατώτερων οργάνων του κρατικού μηχανισμού. Εκτός από τους χωροφύλακες και τα στρατιωτικά αποσπάσματα, την τήρηση της τάξης αναλάμβαναν αγροφύλακες και πολιτοφύλακες οι οποίοι έβρισκαν ευκαιρία να καταχραστούν την εξουσία τους με σκοπό να προσποριστούν οικονομικά οφέλη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δράσης των διαφόρων τηρητών της δημόσιας τάξης στην Υποδιοίκηση του Σαρί Σαμπάν το 1914, στην οποία έγινε αναφορά και σε προηγούμενο κεφάλαιο. Σύμφωνα με τις καταγγελίες του ίδιου του υποδιοικητή Σαρί Σαμπάν, χωροφύλακες, πολιτοφύλακες και αγροφύλακες τρομοκρατούσαν τους χωρικούς της περιφέρειάς του: «Κατέστησαν φοβερά πληγή, αυτοί οι ταχθέντες διά την εξασφάλισιν της τιμής και της περιουσίας των κατοίκων τρομοκρατούντες και πιέζοντες, φυλακίζοντες και δέροντες κατά το δοκούν αναμιγνυόμενοι εις τα της θρησκείας των απαγορεύοντες εις τον Α να νυμφευθή την Β εάν δεν λάβη την
συνελήφθησαν, όχι όμως και ο λοχίας, αν και υποδεικνύεται από την έκθεση ως βασικός αυτουργός των παραπάνω πράξεων. Βλ. επίσης Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 9, τηλεγράφημα Χαϊρεδίν Σερήφ κατοίκου Άνω Κλεστίνης (Άνω Κλειναί) Φλώρινας προς Φ. Δραγούμη, 27 Ιουλίου/9 Αυγούστου 1922 όπου καταγγελίες για ξυλοδαρμούς και άλλες βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων του χωριού από άνδρες στρατιωτικού αποσπάσματος. Θύματα των στρατιωτικών αποσπασμάτων δεν ήταν μόνο οι μουσουλμάνοι και οι λοιποί μειονοτικοί πληθυσμοί, αλλά και οι Έλληνες κάτοικοι των Νέων Χωρών. Ο Ηλιάκης, για παράδειγμα, αναφέρει σε έκθεσή του ότι στρατιωτικό απόσπασμα που καταδίωκε ληστές προέβη σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες εις βάρος των κατοίκων στο Μόκρο (Λιβαδερό) και στα Σέρβια του νομού Κοζάνης, ακόμη και στη δολοφονία ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 95, κυβερνητικός αντιπρόσωπος Κοζάνης-Φλώρινας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 18/31 Οκτωβρίου 1917, αρ. πρ. 5359. 105 Στα εβδομαδιαία δελτία συμβάντων της Ανώτερης Διοίκησης Χωροφυλακής Μακεδονίας περιέχονται πολλές τέτοιες περιπτώσεις, βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Β΄, όπου δελτία συμβάντων του 1914. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 504, «υπόμνημα των εν τη Ελληνική Βουλή Μουσουλμάνων Βουλευτών προς τον αντιπρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εν Αθήναις 1/14 Μαΐου 1919», όπου ανάλογες περιπτώσεις στην περιοχή της Έδεσσας και της Ανατολικής Μακεδονίας.
410
συγκατάθεσίν των, υποχρεούντες αυτούς να καλλιεργώσιν αγρούς δι’ ίδιόν των λογαριασμόν» 106. Υπάλληλοι των οικονομικών, δικαστικών και διαφόρων άλλων υπηρεσιών του κρατικού μηχανισμού στις Νέες Χώρες μπορεί να μην εκτρέπονταν σε παρόμοιες ενέργειες με όσους τάχθηκαν να προασπίζουν τη δημόσια ασφάλεια, αλλά κατηγορούνταν συχνά για αυθαιρεσίες και κακή συμπεριφορά εις βάρος μουσουλμάνων και άλλων πληθυσμιακών ομάδων. Ειρηνοδίκες στην Ανατολική
Μακεδονία
κατηγορούνταν από συνάδελφό τους και συμβολαιογράφους ότι μέσα σε λίγους μήνες έγιναν «από ξεβράκωτοι τσιφλικούχοι» εκβιάζοντας τους μουσουλμάνους μπέηδες τους οποίους ανάγκαζαν να υπογράψουν δανειστικά έγγραφα βάσει των οποίων προχωρούσαν σε κατάσχεση των τσιφλικιών 107. Βαμβακάς και Στεφανάκης συμφωνούσαν στις εκθέσεις τους ότι θα έπρεπε να δοθούν οδηγίες στους εκπροσώπους των δικαστικών αρχών να είναι πιο προσεκτικοί στη συμπεριφορά τους απέναντι στους μουσουλμάνους και να μην απαιτούν από αυτούς υπέρογκα δικαστικά έξοδα και αμοιβές, αλλά τα νόμιμα 108. Στη Μυτιλήνη, παρά τις εγκυκλίους για σεβασμό των ισλαμικών θρησκευτικών
παραδόσεων,
υπάλληλοι
της
διοίκησης
απαιτούσαν
από
τους
μουσουλμάνους που προσέρχονταν ενώπιόν τους να βγάζουν το φέσι αγνοώντας τη θρησκευτική σημασία του, ενώ στα Σέρβια οι οικονομικές αρχές καταλάμβαναν μουσουλμανικά κτήματα ως εγκαταλελειμμένα τη στιγμή που οι ιδιοκτήτες τους βρίσκονταν στην πόλη 109. 106
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78, έπαρχος Σαρί Σαμπάν προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Σαρί Σαμπάν 26 Απριλίου/9 Μαΐου 1914, αρ. πρ. 385. 107 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 2.8, επιστολή Ν. Χατζιδάκη προς Ι. Ηλιάκη, Θεσσαλονίκη 26 Μαρτίου/8 Απριλίου 1914. Στην ίδια επιστολή, σύμφωνα με τον ειρηνοδίκη Δεμίρ Χισάρ, αναφέρεται ότι οι δικαστές της περιφέρειας έχουν κύρια ασχολία το πόκερ, ενώ σημειώνεται πως ο ειρηνοδίκης Καϊλαρίων απομακρύνθηκε λόγω καταχρήσεων κατά τη διάρκεια της θητείας του. 108 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 316, ο γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10β), σημείωμα Χ. Βαμβακά «περί Μουσουλμάνων Μακεδονίας και προσφύγων τοιούτων Θράκης» προς τον υπουργό Εξωτερικών Διομήδη, Θεσσαλονίκη 21 Ιουλίου/3 Αυγούστου 1919. 109 ΙΑΥΕ, αρχείο Γενικής Διοίκησης Νήσων Αιγαίου, 1915, φ. Η. ΑΑΚ 29, ο γενικός διοικητής Νήσων Αιγαίου προς τους εισαγγελείς πλημμελειοδικών Μυτιλήνης και Χίου, τις Αστυνομικές Διευθύνσεις Λέσβου-Χίου και τις Υποδιοικήσεις Πλωμαρίου, Μολύβου και Τενέδου, Μυτιλήνη 12/25 Φεβρουαρίου 1915 με το οποίο κοινοποιεί το από της 4/17 Φεβρουαρίου 1915 υπ. αρ. 4474 έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών με το οποίο ζητούσε να δοθούν αυστηρές διαταγές στις αρχές όσον αφορά το σεβασμό των μουσουλμανικών εθίμων. Επίσης, εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 3/16 και 9/21 Αυγούστου 1915. Πρβλ. κεφ. «Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1912-1923» για διάφορες αυθαιρεσίες των οικονομικών αρχών όσον αφορά την κατάληψη μουσουλμανικών κτημάτων.
411
Οι παραπάνω ενέργειες των κατώτερων οργάνων της διοίκησης αναιρούσαν τις καλές προθέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων έναντι των μουσουλμάνων υπηκόων της ελληνικής επικράτειας και καθιστούσαν ανεφάρμοστες τις όποιες πολιτικές ένταξής τους στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές του ελληνικού κράτους. Στη διαπίστωση αυτή κατέληγε ακόμη και ο πρεσβευτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα, αφού αναγνώριζε τις καλές προθέσεις του Βενιζέλου και της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο, αλλά καταλόγιζε αδυναμία ελέγχου των τοπικών αρχών οι οποίες δεν εμφορούνταν από τις ίδιες αντιλήψεις 110. Στις παλινωδίες της πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο δεν συνέβαλαν μόνο ενέργειες μεμονωμένων υπαλλήλων, αλλά και οι αντικρουόμενες προσεγγίσεις και πρακτικές που εφάρμοζαν διάφορες υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού στις Νέες Χώρες. Κάθε υπηρεσία μπορεί να αντιλαμβανόταν διαφορετικά το καθήκον της ελληνικής διοίκησης απέναντι στους μουσουλμάνους και τους λοιπούς μειονοτικούς πληθυσμούς, να είχε διαφορετική αντίληψη για το ποιος και σε ποιο βαθμό συνιστούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια, να κατανοούσε αλλιώς την έννοια του πατριωτισμού και να μη συμμεριζόταν τη σκοπιμότητα που είχε για την ελληνική εξωτερική πολιτική η καλή συμπεριφορά της διοίκησης στο μουσουλμανικό πληθυσμό. Βεβαίως οι παλινδρομήσεις αυτές δεν έμεναν ανεπηρέαστες από τα γεγονότα που κυριαρχούσαν στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική της χώρας. Έτσι, την περίοδο 1919-1920 οι ελληνικές διεκδικήσεις σε διπλωματικό επίπεδο επέβαλλαν, όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, την καλή εικόνα του τρόπου που η Ελλάδα διοικούσε τους μουσουλμάνους υπηκόους της, ενώ αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η εύθραυστη εθνική ασφάλεια απαιτούσε μια εντελώς διαφορετική πολιτική. Κυρίως οι στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές των Νέων Χωρών είχαν μια διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά την ενδεδειγμένη πολιτική απέναντι στο μουσουλμανικό πληθυσμό. Οι στρατιωτικοί, επιφορτισμένοι με την περιφρούρηση της ασφάλειας του κράτους σε μια δεκαετία στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας η Ελλάδα 110
ΤNA, F.O., 371/1996a, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 18 Απριλίου 1914, αρ. 17694 όπου αναφορά σε συνάντηση με τον Γκαλίπ Κεμαλί. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, συνέντευξη του Οθωμανού πρεσβευτή στην Αθήνα Γκαλίπ Κεμαλί στην εφημερίδα Νέα Ημέρα, 19 Απριλίου/2 Μαΐου 1914.
412
βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, αντιμετώπιζαν τους μουσουλμάνους και τις άλλες μειονότητες ως συνεργάτες του εχθρού και ως απειλή για την εθνική ασφάλεια, έχοντας βέβαια κάποιες φορές και σχετικές ενδείξεις. Για να εξαλειφθεί ο κίνδυνος που συνεπαγόταν η έντονη παρουσία των μειονοτήτων σε ελληνικό έδαφος επιβαλλόταν η λήψη σκληρών μέτρων, όπως απελάσεις, φυλακίσεις, τρομοκράτηση μέσω επιχειρήσεων στρατιωτικών αποσπασμάτων κ.λπ. Τα σκληρά αυτά μέτρα συχνά έβρισκαν αντίθετες τις διοικητικές αρχές, οι οποίες εξέφραζαν έντονα παράπονα για τις ενέργειες των στρατιωτικών που αναιρούσαν τις εξαγγελίες για φιλελεύθερη και φιλοδίκαιη πολιτική. Στη Θράκη, για παράδειγμα, οι επικεφαλής της ελληνικής διοίκησης στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν τις εξαγγελλόμενες αρχές της δικαιοσύνης και της ίσης μεταχείρισης όλων των πολιτών προσέκρουαν σε ενέργειες στρατιωτικών υπηρεσιών. Ο Βαμβακάς, κυβερνητικός αντιπρόσωπος στη Δυτική Θράκη, θεωρούσε ότι η ανάμιξη του στρατού σε ζητήματα διοίκησης της περιοχής καθώς και στο έργο της αστυνομίας αντιστρατευόταν κάθε προσπάθειά του για προσέγγιση του μουσουλμανικού πληθυσμού. Έφερνε, μάλιστα, ως τέτοιο παράδειγμα την απόφαση του μεράρχου Φερών να κηρύξει στρατιωτικό νόμο στην περιοχή, χωρίς να συντρέχει κάποιος λόγος, απαγορεύοντας έτσι εν μέσω Ραμαζανιού τη μετάβαση των μουσουλμάνων στα τζαμιά κατά τη διάρκεια της νύχτας 111. Ο Βαμβακάς συνέχιζε να διαμαρτύρεται για τις ενέργειες των στρατιωτικών, σημειώνοντας ότι προβαίνουν σε συλλήψεις και σε άλλα μέτρα εναντίον αλλοεθνών βάσει καταγγελιών για πολιτικά αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν από την κατάληψη της Δυτική Θράκης από τον ελληνικό στρατό ακόμη και πριν από το 1913. Το παραπάνω γεγονός ερχόταν σε αντίθεση με τις εξαγγελίες των ελληνικών αρχών ότι ουδείς θα καταδιωχθεί για πολιτικά αδικήματα του παρελθόντος, προκαλούσε δυσαρέσκεια στους αλλόφυλους και εξέθετε την ελληνική διοίκηση 112. Ανάλογα παράπονα για τη συμπεριφορά των στρατιωτικών αρχών διατύπωνε και ο ύπατος αρμοστής Θράκης. Ο 111
Οι πληροφορίες αυτές του Βαμβακά προκάλεσαν την άμεση αντίδραση του Βενιζέλου, αφού με τηλεγραφήματά του στο στρατηγό Ζυμβρακάκη καθιστούσε σαφές ότι οι στρατιωτικές αρχές δεν θα πρέπει να αναμιγνύονται στο έργο των διοικητικών αρχών βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920 φ. 153.2, Κυβερνητική Αντιπροσωπεία Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Ξάνθη 16/29 Μαΐου 1920, αρ. πρ. 3777 και Γκιουμουλτζίνα 24 Μαΐου/6 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 6059 όπου ο Βαμβακάς καταφέρεται εναντίον του στρατηγού Ζυμβρακάκη ισχυριζόμενος ότι οι ενέργειές του μείωναν το κύρος και δυσχέραιναν το έργο του στη Δυτική Θράκη. Στον ίδιο φάκελο, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς αντιστράτηγο Ζυμβρακάκη, Παρίσι 17/30 Μαΐου 1920. 112 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Κυβερνητική Αντιπροσωπεία Δυτικής Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Γκιουμουλτζίνα 26 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1920, αρ. πρ. 8359.
413
Σαχτούρης έμενε εκτεθειμένος, αφού, ενώ είχε υποσχεθεί ότι δεν θα διώκονταν οι μουσουλμάνοι χωρικοί που στρατολογήθηκαν βίαια από το κίνημα του Τζαφέρ Ταγιάρ (Cafer Tayyar), η Στρατιά Θράκης
προχωρούσε σε συλλήψεις και απελάσεις στην
Κρήτη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας 113. Αλλά και στη Μακεδονία, τον Απρίλιο του 1920 ο Αδοσίδης, ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, έκανε λόγο για ενέργειες των στρατιωτικών αρχών που έβλαπταν τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας και προκαλούσαν κάκιστες εντυπώσεις στον πληθυσμό των Νεων Χωρών 114. Η προσπάθεια του γενικού διοικητή Κοζάνης-Φλώρινας να στείλει στα Τρίκαλα, όπου έδρευαν τα στρατιωτικά σώματα των μουσουλμάνων κληρωτών της Δυτικής Μακεδονίας, έναν ιμάμη για να καλύψει τις θρησκευτικές ανάγκες τους απέτυχε εξαιτίας της αδιαφορίας των στρατιωτικών αρχών 115. Σε άλλες περιπτώσεις υποδιοικητής και νομάρχης Έδεσσας διαφωνούσαν με τις αστυνομικές αρχές που διέβλεπαν παντού κινδύνους και ανατρεπτικές τάσεις 116, ενώ, αντίθετα, το καλοκαίρι του 1914 η Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας συμφωνούσε με την Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης για την ανάγκη άρσης της διαταγής του πρωθυπουργού να περιοριστούν οι εκτοπίσεις των μουσουλμάνων 117. Τέλος, και στη Βόρειο Ήπειρο ο διοικητικός επίτροπος Τεπελενίου απέδιδε στις ενέργειες των στρατιωτικών αρχών την αποτυχία της ελληνικής διοίκησης
113
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2., Ύπατη Αρμοστεία Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία και υπουργείο Στρατιωτικών, Αδριανούπολη 30 Αυγούστου/12 Σεπτεμβρίου 1920, αρ. πρ. 359. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 701 , Γενική Διοίκηση Θράκης προς υπουργείο Στρατιωτικών, Αδριανούπολη 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1922, αρ. πρ. 1435 όπου διαμαρτυρία για απόφαση στρατιωτικών αρχών να επιβάλουν πενθήμερη καταναγκαστική εργασία στους κατοίκους της Θράκης. 114 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 4, υποφ. 2, γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό Στρατιωτικών, Αθήνα 22 Απριλίου/5 Μαΐου 1920, αρ. Δ.Υ. 115 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς υπουργείο Στρατιωτικών, Κοζάνη 16/29 Ιανουαρίου 1918. 116 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 17, υποδιοικητής Έδεσσας προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, έκθεση «Η πολιτική κατάσταση υπό εθνολογικήν έποψιν», Έδεσσα 1914 και φ. 84, Νομαρχία Πέλλας προς Διεύθυνση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, Έδεσσα 20 Δεκεμβρίου 1921/2 Ιανουαρίου 1922, «περί μελετωμένου επαναστατικού κινήματος εν Καρατζόβη» όπου οι φόβοι της υπομοιραρχίας Καρατζόβας για εξέγερση των μουσουλμάνων θεωρούνται αποτέλεσμα «υπερβολικής φαντασίας και έωλου φόβου». 117 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/2, Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς Επιτελική Υπηρεσία υπουργείου Στρατιωτικών, Θεσσαλονίκη 24 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1914, αρ. πρ. 511. Η διαταγή συγκράτησης στις αποφάσεις εκτοπίσεων των μουσουλμάνων αποσκοπούσε στο να περιοριστούν τα αντίποινα εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αστυνομικές αρχές θεωρούσαν απαραίτητες τις εκτοπίσεις για να περιφρουρηθεί η εθνική ασφάλεια, έχοντας, μάλιστα, πληροφορίες για σχεδιαζόμενη εξέγερση των μουσουλμάνων των Καϊλαρίων εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας.
414
να υλοποιήσει τη σχεδιαζόμενη πολιτική συμφιλίωσης και προσεταιρισμού του τουρκαλβανικού στοιχείου 118. Διαφορετικές απόψεις γύρω από τη μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους δεν είχαν μόνο οι στρατιωτικές ή οι αστυνομικές αρχές, αλλά ανάλογα φαινόμενα χαρακτήριζαν και τη συνεργασία διαφορετικών φορέων του διοικητικού μηχανισμού των Νέων Χωρών. Οι αλληλοσυγκρουόμενες ενέργειες διοικητικών αρχών ή εκπροσώπων της ίδιας υπηρεσίας προδίδουν την απουσία σχεδιασμού από την κεντρική εξουσία μιας οργανωμένης πολιτικής απέναντι στις μειονότητες με προκαθορισμένους τους στόχους και τα μέσα επίτευξής τους. Το υπουργείο Οικονομικών, για παράδειγμα, δεν συμφωνούσε με την πρόταση του Ηλιάκη για ευνοϊκές ρυθμίσεις των χρεών οφειλετών του Δημοσίου ή τη μη είσπραξη του αντισηκώματος για την απαλλαγή στράτευσης των μουσουλμάνων που οι ηλικίες τους απολύθηκαν, έστω και αν ο τελευταίος τόνιζε ότι ο αλλόφυλος πληθυσμός της Δυτικής Μακεδονίας θα αποκτούσε φιλελληνικά αισθήματα, αν πειθόταν ότι το ελληνικό κράτος είναι κράτος δικαίου και πως δεν ήρθε στη Μακεδονία «διά να επιδιώκη αμειλίκτως την αύξησιν των εσόδων του» 119. Στην Παραμυθιά της Ηπείρου οι δάσκαλοι των ελληνικών δημοτικών σχολείων κατόρθωσαν να προσελκύσουν και μουσουλμάνους μαθητές απαλλάσσοντάς τους από το μάθημα των Θρησκευτικών. Ωστόσο ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων είχε διαφορετική άποψη με αποτέλεσμα οι μουσουλμάνοι μαθητές να εγκαταλείψουν τα ελληνικά σχολεία 120. Από την άλλη, ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Δράμας στηλίτευε το σοβινισμό του νομάρχη να διατάξει το στολισμό αίθουσας μουσουλμανικού σχολείου με χάρτη των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με σημαίες που στον ιστό τους έφεραν σταυρό, γεγονός που είχε αποτέλεσμα την άρνηση των μουσουλμάνων δασκάλων να 118
ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7.1, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς υπουργείο Εξωτερικών, Ιωάννινα 4/17 Φεβρουαρίου 1914, αρ. πρ. 516 όπου συνημμένη η έκθεση του διοικητικού επιτρόπου Τεπελενίου. Ο διοικητικός επίτροπος χαρακτήριζε το διοικητή της Μεραρχίας Αργυροκάστρου υπόδειγμα προς τους υφισταμένους του για την καταπιεστική συμπεριφορά του απέναντι στους Τουρκαλβανούς, ενώ αναφερόταν και στην αδικαιολόγητη καταστοφή ολόκληρων αλβανικών χωριών με αφορμή την επίθεση μιας αλβανικής ομάδας ατάκτων. 119 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(3), γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς αντιπρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό Οικονομικών, Κοζάνη 20 Σεπτεμβρίου/3 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 7036. Επίσης στο ίδιο αρχείο 1919, φ. Α/5(10γ), Κεντρική Υπηρεσία προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8185 όπου συνημμένο τηλεγράφημα του Ηλιάκη. Για το ίδιο θέμα ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, γενικός διοικητής Κοζάνης-Φλώρινας προς αντιπρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, υπουργό Οικονομικών, Εξωτερικών και Εσωτερικών, Κοζάνη 17 Σεπτεμβρίου/1 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 575. 120 Ν. Αναγνωστόπουλος, Οι Μουσουλμάνοι, σ. 4.
415
τελέσουν τη σχολική γιορτή 121. Η ενέργεια του δημάρχου Αργυροκάστρου να βαφτίσει ανήλικο μουσουλμάνο προκάλεσε την αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών και του διοικητικού επιτρόπου της περιοχής, ο οποίος υπογράμμιζε τη διαφορά αντιλήψεων με το δήμαρχο
αναφέροντας:
«Ο
υπερβολικός
ζήλος
ενίων
προς
εκχριστιανισμόν
Μουσουλμάνων την στιγμήν καθ’ ην παρέχονται δικαίως υποσχέσεις σεβασμού της θρησκείας και τιμής αυτών δεν δύναται ή να είναι από πολιτικών απόψεων ασύμφορος, τόσον διά την εκμετάλλευσιν ήτις δύναται να γίνη του πράγματος υπό των εχθρών του Ελληνισμού, όσον διά την δυσπιστίαν ήτις γεννάται παρά των Μωαμεθανών περί της τηρήσεως των επαγγελιών μας» 122. Ακόμη και ο ίδιος ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να επιβάλει τον πολιτικό του σχεδιασμό
όσον
αφορά
τους
μουσουλμάνους
της
ελληνικής
επικράτειας,
αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία ή τον κακώς νοούμενο πατριωτισμό των εκπροσώπων του κρατικού μηχανισμού και την αδυναμία τους να αντιληφθούν τη σχέση των επιδιώξεων της εξωτερικής πολιτικής με την καλή συμπεριφορά τους απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η διαταγή του Βενιζέλου για επιστροφή των κτημάτων των μουσουλμάνων της Ανατολικής Μακεδονίας στην οποία προσέδιδε μέγιστη σημασία για την πραγματοποίηση των εθνικών βλέψεων στη Θράκη εφαρμοζόταν μετ’ εμποδίων από τις αρμόδιες κατά τόπους αρχές, αναγκάζοντας τον Έλληνα πρωθυπουργό να κάνει λόγο για «αθεράπευτον τύφλωσιν της ελληνικής διοικήσεως» 123.
121
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1916, φ. Β/33(1), εμπιστευτική έκθεση του επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Δράμας, Δράμα 27 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1916. 122 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 18, υποφ. 3, ο διοικητικός επίτροπος Αργυροκάστρου προς Κεντρική Υπηρεσία, Αργυρόκαστρο 9/22 Ιουλίου 1913, αρ. πρ. 363 και απάντηση της Κεντρικής Υπηρεσίας, Αθήνα 18/31 Ιουλίου 1913, αρ. πρ. 20976. 123 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), Βενιζέλος προς αντιπρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργό Γεωργίας, Παρίσι 11/24 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 8408. Στον ίδιο φάκελο, Βενιζέλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Παρίσι 13/26 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 8459 όπου με αφορμή τη μεσεγγύηση κτήματος της μητέρας μουσουλμάνου βουλευτή ο Βενιζέλος κάνει λόγο για τύφλωση της ελληνικής διοίκησης και ζητεί να δοθούν αυστηρές διαταγές ώστε να χαλιναγωγηθούν οι κατά τόπους αρχές. Επίσης, Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 19 Αυγούστου/1 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 6058 όπου αναφορά σε καταγγελίες για μη εφαρμογή της διαταγής του πρωθυπουργού για την επιστροφή των μουσουλμανικών κτημάτων. Σε μια άλλη περίπτωση ο Βενιζέλος προσπαθώντας να συστήσει ουλαμό εφέδρων αξιωματικών από Κρήτες δασκάλους συνάντησε την «αδρανή αντίδρασιν των υπηρεσιών του Υπουργείου», με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η σύστασή του επί εννέα μήνες, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, σχέδιο επιστολής Βενιζέλου προς Ηλιάκη, Αθήνα 15/28 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 448.
416
Οι καλές προθέσεις των φορέων της κεντρικής εξουσίας απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο προσέκρουαν και στην αδυναμία ή αδιαφορία του ελληνικού κράτους να υλοποιήσει τις εξαγγελίες για ανάπτυξη των περιοχών όπου συγκεντρωνόταν ο μειονοτικός πληθυσμός με την κατασκευή έργων υποδομής ή με τη στελέχωση του διοικητικού
μηχανισμού
με
επαρκές
και
ικανό
προσωπικό
στο
οποίο
θα
συμπεριλαμβάνονταν υπάλληλοι από τις τάξεις των μουσουλμάνων και των άλλων μειονοτήτων. Και ένω όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη της ελληνικής διοίκησης συμφωνούσαν ότι η αφομοίωση των μειονοτικών πληθυσμών συνεπαγόταν το ενδιαφέρον του κράτους για την ανάπτυξη των περιοχών τους, ελάχιστα έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση κατά τα έτη 1912-1923, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται ότι τη χρονική αυτή περίοδο η Ελλάδα δοκιμαζόταν από πολεμικές συγκρούσεις, μετακινήσεις πληθυσμών και το νοσηρό πολιτικό κλίμα του Εθνικού Διχασμού. Ο γενικός διοικητής Ηπείρου μετά το πέρας της περιοδείας του στην Τσαμουριά το Σεπτέμβριο του 1914 περιέγραφε την άθλια κατάσταση του συγκοινωνιακού δικτύου και την αδυναμία επιβολής της ελληνικής Δικαιοσύνης, αφού η περιοχή ήταν στη δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πρέβεζας – όπου για να φτάσει κάποιος κάτοικος των χωριών της Τσαμουριάς, σύμφωνα με το διοικητή, μπορεί να χρειαζόταν και ταξίδι μιας εβδομάδας. Η ανυπαρξία πρωτοδικείων στην περιοχή, σε αντιδιαστολή με τα τρία που λειτουργούσαν επί οθωμανικής διοίκησης, δεν ήταν δυνατόν να εμπνεύσει στους μουσουλμάνους εμπιστοσύνη στο ελληνικό κράτος δικαίου 124. Δέκα χρόνια αργότερα, άρθρο του περιοδικού Κοινότης διαπίστωνε την ίδια οικτρή κατάσταση στο συγκοινωνιακό δίκτυο της Τσαμουριάς, ενώ σημείωνε την αδιαφορία της κεντρικής διοίκησης που θεωρούσε την περιοχή τόπο εξορίας στέλνοντας να υπηρετήσουν οι πιο ανεπιθύμητοι και ανίκανοι υπάλληλοι 125. Ο υποδιοικητής Γουμένισσας, με τη σειρά του, διαπίστωνε ότι το κράτος είχε παραμελήσει το καθήκον της στελέχωσης των υπηρεσιών με ικανούς υπαλλήλους που με την αμερόληπτη συμπεριφορά τους θα καθιστούσαν σεβαστή την ελληνική διοίκηση σε μια περιοχή με συμπαγείς μη ελληνικούς πληθυσμούς. Αντιθέτως, στην υποδιοίκησή του δεν υπήρχαν δάσκαλοι για να διδάξουν στα σχολεία, όλες οι υπηρεσίες υπολειτουργούσαν λόγω έλλειψης προσωπικού, ενώ δεν 124
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 100 (υπουργείο Εσωτερικών), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Ελ. Βενιζέλο, Ιωάννινα 4/17 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 1866. 125 Ν. Αναγνωστόπουλους, Οι Μουσουλμάνοι, σσ. 14 και 4.
417
είχαν συσταθεί ακόμη η Οικονομική Εφορία και το Δημόσιο Ταμείο, αν και προβλεπόταν από σχετικό βασιλικό διάταγμα 126. Στη Δυτική Μακεδονία ο Ηλιάκης εξέφραζε σε έκθεσή του προς τον Βενιζέλο την απογοήτευσή του για την κατάσταση που παρουσίαζε η ελληνική διοίκηση στην περιοχή: δάσκαλοι και επιθεωρήτες υπήρχαν ελάχιστοι, πρωτοδικεία και ειρηνοδικεία δεν λειτουργούσαν στο σύνολό τους, οι ιερείς χρηματίζονταν και η κεντρική διοίκηση αδιαφορούσε. Και όλα τα παραπάνω συνέβαιναν σε μια περιοχή όπου έπρεπε η ελληνική διοίκηση να κατακτήσει την ψυχή τού μη ελληνικού πληθυσμού, «ο οποίος επί του παρόντος αδιαφορεί υπό ποίαν κυριαρχίαν θα υποβληθή, αφού δεν εγνώρισε, αφ’ ης τω ανηγγείλαμεν, ότι τω φέραμεν την ελευθερίαν του, ειμή μεταβολήν προσώπων διοικητών χωρίς καμμίαν μεταβολήν του συστήματος αν μη επήλθε αυτή επί τα χείρω λόγω των πιέσεων, τας οποίας συνεπάγονται αι εδώ στρατιωτικαί επιχειρήσεις και αι αλλεπάλληλοι επιστρατεύσεις και επιχειρήσεις» 127. Στην ίδια περιοχή ο διάδοχος του Ηλιάκη στη Γενική Διοίκηση θεωρούσε ότι ήταν αδύνατος ο αφοπλισμός των μουσουλμάνων, αφού το κράτος δεν φρόντισε να περιφρουρήσει τη δημόσια ασφάλεια στην ύπαιθρο χώρα 128. Αλλά και ο Κωνσταντίνος Καραβίδας θεωρούσε ότι τα ερείσματα των θιασωτών της αυτονομίας της Μακεδονίας τα προσέφερε η ελληνική διοίκηση. Η αδιαφορία της, η έλλειψη σχεδιασμού και υλοποίησης ενός οργανωμένου, σταθερού προγράμματος διοίκησης καθώς και η αδυναμία εξουδετέρωσης του οικονομικού ζυγού που επέβαλαν οι τσιφλικάδες στον αγροτικό πληθυσμό, ο οποίος μάλιστα έγινε ακόμη πιο δυσβάσταχτος, αφού στη διαχείριση του τσιφλικιού ο μπέης αντικαταστάθηκε από τον Κρητικό επιστάτη και τον Πελοποννήσιο μπράβο οι οποίοι ήταν πολύ πιο απαιτητικοί και πιεστικοί, έκαναν το μακεδονικό πληθυσμό να αντιμετωπίζει θετικά την ιδέα μιας αυτόνομης Μακεδονίας 129. Οι παραπάνω και άλλες παρόμοιες διαπιστώσεις που μακριά από προπαγανδιστικές σκοπιμότητες παρουσίαζαν στην πραγματική διάστασή της την κατάσταση της ελληνικής διοίκησης, ωθούσαν, για παράδειγμα, το μουφτή της Έδεσσας να εκφράζει την πικρία του για την πρόοδο της 126
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, Υποδιοίκηση Γουμένισσας προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Γουμένισσα 23 Δεκεμβρίου 1922, αρ. πρ. 110. 127 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, ο γενικός διοικητής ΚοζάνηςΦλώρινας προς πρόεδρο κυβέρνησης, Κοζάνη 24 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 819. 128 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 32, υποφ. 6, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία και υπουργεία Στρατιωτικών και Εσωτερικών, Κοζάνη 1/14 Φεβρουαρίου 1921, αρ. πρ. 13. 129 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 6, υποφ. 1, Κ. Καραβίδας, «υπόμνημα περί των αιτιών και πιθανοτήτων ενδεχομένου αυτονομιστικού Μακεδονικού κινήματος», Αδριανούπολη Νοέμβριος 1921.
418
Παλαιάς Ελλάδας σε σχέση με τις Νέες Χώρες και την περιοχή της Έδεσσας 130. Βεβαίως τα αποτελέσματα της κακοδιοίκησης αυτής των Νέων Χωρών όχι μόνο επηρέαζαν την εικόνα που είχαν οι μειονοτικοί πληθυσμοί για το ελληνικό κράτος, αλλά απογοήτευαν εξίσου και το γηγενή ελληνικό πληθυσμό που φανταζόταν μετά την πολυπόθητη απελευθέρωσή του εντελώς διαφορετικά την οργάνωση και λειτουργία του ελληνικού κρατικού μηχανισμού 131. Όσον αφορά τις προθέσεις και παραινέσεις περί χρησιμοποίησης του μουσουλμανικού πληθυσμού στο διοικητικό μηχανισμό, αυτές σε μικρό μόνο βαθμό εισακούστηκαν. Αν και σύμφωνα με το νόμο 4134 του Μαρτίου του 1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών», δινόταν η δυνατότητα στους δημοσίους υπαλλήλους της οθωμανικής διοίκησης που δεν είχαν πολιτική αποστολή να παραμείνουν στις θέσεις τους, δεν παρέμεινε κανένας με εξαίρεση τις τοπικές αρχές 132. Ωστόσο και το ελληνικό κράτος δεν εμπιστεύτηκε δημόσιες θέσεις σε μουσουλμάνους κατοίκους της ελληνικής επικράτειας. Η μοναδική εξαίρεση ήταν ο Τουρκοκρητικός Αλή Ναΐπ Ζαδέ Μπέης (Ali Nayip Zade) που διορίστηκε νομάρχης Δράμας από την κυβέρνηση Βενιζέλου 133. Στη Θράκη οι προτροπές του Βενιζέλου και του Βαμβακά καθώς και η αναγκαιότητα της έξωθεν καλής μαρτυρίας συνέβαλαν ώστε να στελεχωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό η ελληνική διοίκηση με μουσουλμάνους υπαλλήλους από ό,τι στη 130
Εφημ, Έδεσσα, 15/28 Φεβρουαρίου 1919. Όπως αναφέρθηκε, οι υπάλληλοι που στελέχωσαν τις υπηρεσίες των Νέων Χωρών χαρακτηρίζονταν αποικιοκράτες. Ο υποδιοικητής Βέροιας έκανε λόγο για κοινωνικό χάσμα ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό και τους Έλληνες από την Παλαιά Ελλάδα, βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 11, υποδιοικητής Βέροιας προς Νομαρχία Θεσσαλονίκης, Βέροια 1914 όπου έκθεση για το πολιτικό φρόνημα των κατοίκων της Υποδιοίκησης. Επίσης, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Ίωνος Δραγούμη, φ. εσωτερική διοίκηση-Βουλή, επιστολή Ι. Σταμνόπουλου προς Ι. Δραγούμη, Αθήνα 10/23 Απριλίου 1916 όπου στρατιώτης που υπηρετούσε στη Μακεδονία θεωρούσε ότι η κάκιστη ελληνική διοίκηση κατόρθωσε να προκαλέσει το μίσος του μακεδονικού πληθυσμού: «Σαν ακρίδα έπεσαν κει πάνου ένα σωρό περιτρίμματα από την Παλαιά Ελλάδα και βρήκαν στάδιο δόξης λαμπρόν. Και όλες οι υπηρεσίες κουτσές, στραβές και άθλιες. Η διαγωγή των Χωροφυλάκων ελεεινή επίσης και των παλαιοελλαδιτών στρατιωτών. Αλλιώς τους εφαντάζοντο οι Μακεδόνες τους Έλληνες και αλλιώς τους βρήκαν». 132 Κ. Πολυχρονιάδης, ό.π., σσ. 84-85. 133 Δ. Νησιώτης, «Ο πρώτος νομάρχης Καβάλας της ελληνικής διοικήσεως ήταν Τούρκος», Έρευνα,9 (Σεπτέμβριος 1952), 19. Ο Αλή Ναΐπ Ζαδέ ήταν προσωπικός φίλος του Βενιζέλου και παρέμεινε στην Ελλάδα και μετά την Ανταλλαγή Πληθυσμών. Στο έργο του ως νομάρχης Δράμας φαίνεται ότι είχε την υποστήριξη των Τουρκοκρητικών που είχαν καταφύγει στην περιοχή. Στην Καβάλα, για παράδειγμα, υπήρχε συνοικία που ονομαζόταν «Τουρκοκρητικά». Σημειώνεται ότι ο νομός Δράμας περιλάμβανε τους σημερινούς νομούς Δράμας και Καβάλας. Μετά τη Δράμα ο Αλή συμμετείχε στην οργάνωση της διοίκησης της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης αναλαμβάνοντας το Τμήμα Μουσουλμανικών Υποθέσεων, λίγο αργότερα διορίστηκε νομάρχης Αδριανούπολης και το 1923 έγινε νομάρχης Λασιθίου. Βλ. και Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, μετφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα 2004, σ. 183. 131
419
Μακεδονία. Ο Αλή Ναΐπ Ζαδέ διορίστηκε αυτή τη φορά νομάρχης Αδριανούπολης, ενώ από τις 155 θέσεις διοικητικού προσωπικού στη Γενική Διοίκηση Θράκης μόνο στις οκτώ
υπηρετούσαν
μουσουλμάνοι.
Το
υπηρετικό
προσωπικό
αποτελούνταν σε ίση αναλογία από μουσουλμάνους και χριστιανούς
134
της
διοίκησης
.
Στην τοπική αυτοδιοίκηση με βάση το νόμο 4134 διατηρήθηκαν οι μουσουλμάνοι δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι σε αρκετές πόλεις των Νέων Χωρών, όπως, για παράδειγμα, ο Ντονμές δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Οσμάν Σαΐντ Μπέη ((Osman Said Bey) 135. Ωστόσο, το δικαίωμα της ελεύθερης εκλογής τοπικών αρχόντων από τους μουσουλμάνους και τις άλλες μειονότητες δεν ήταν πάντα αυτονόητο. Οι ελληνικές αρχές θεωρούσαν εθνικά επικίνδυνη την ύπαρξη, για παράδειγμα, σλαβόφωνων και μάλιστα βουλγαρόφιλων προέδρων κοινοτήτων 136. Για να αποφευχθεί ο παραπάνω κίνδυνος ανέβαλλαν συνεχώς τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές και διόριζαν απευθείας κοινοτικούς άρχοντες πρόσωπα εμπιστοσύνης, κυρίως ντόπιους Έλληνες ή πρόσφυγες από το Μοναστήρι καθώς και Γραικομάνους από τον πληθυσμό των σλαβοφώνων 137. Σε μικρότερο βαθμό η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και στα μουσουλμανικά χωριά. Ο Στεφανάκης προκειμένου να επιτευχθεί η προσέγγιση του μουσουλμανικού στοιχείου με τις ελληνικές αρχές πρότεινε να υποδειχθεί σε νομάρχες και υποδιοικητές να σέβονται τα δικαιώματα των μουσουλμάνων και να σταματήσουν να
134
Α. Σακτούρης, ό.π., σ. 173˙ Κ. Γέραγας, ό.π., σσ. 124-126 και Α. Μάντζαρης, Σελίδες για την Ιστορία. Από τα πενήντα χρόνια της υπηρεσίας μου στην ελληνική κρατική διοίκηση και στην ελληνική καπνική οικονομία, Αθήνα 1959, σσ. 63, 73-74. 135 Π. Αργυρόπουλος, ό.π., σ. 141. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η ελληνική διοίκηση διατήρησε στη θέση του δημάρχου τον Ντονμέ Οσμάν Σαΐντ Μπέη. Ο Οσμάν εκλέχτηκε δήμαρχος το 1908 και παρέμεινε στο αξίωμά του μέχρι το Σεπτέμβριο του 1916, όταν η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης τον απήλλαξε από τα καθήκοντά του και διόρισε στη θέση του τον Κωνσταντίνο Αγγελάκη. Ωστόσο ύστερα από την ήττα των βενιζελικών στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 ο Οσμάν διορίστηκε εκ νέου δήμαρχος Θεσσαλονίκης, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το φθινόπωρο του 1922 και την άνοδο στην εξουσία των στρατιωτικών. Στα Ιωάννινα μέχρι το 1916 δήμαρχος ήταν ο Γιαχαγιά Μπέης. 136 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 22 Απριλίου 1923, αρ. πρ. 1057 όπου συνημμένη έκθεση του Π. Λεκκού προς το γενικό διοικητή Μακεδονίας. 137 Βλάσης Βλασίδης, Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και η δράση της στην ελληνική Μακεδονία στον Μεσοπόλεμο 1919-1928, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 190-191. Βλ. επίσης ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 228, ο γενικός διοικητής ΚοζάνηςΦλώρινας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Κοζάνη 24 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου 1918, αρ. πρ. 819 όπου αναφέρεται ότι ο νομάρχης Φλώρινας διόρισε σε χωριά της δικαιοδοσίας του προέδρους «ξενοχωρίτες» προκαλώντας λαϊκή εξέγερση.
420
διορίζουν χριστιανούς προέδρους σε χωριά με μουσουλμανική πλειοψηφία 138. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης-Πέλλας διέταξε την αντικατάσταση
των
χριστιανών
δημάρχων
Σούμπουσκου
και
Φουστάνης
με
μουσουλμάνους, εφόσον μουσουλμάνοι ήταν η πλειονότητα των κατοίκων˙ για τον ίδιο λόγο ο Βενιζέλος δεν συναινούσε στην προσπάθεια αντικατάστασης του μουσουλμάνου δημάρχου του Ρεθύμνου με χριστιανό 139. Στη Θράκη μουσουλμάνοι δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι διατηρήθηκαν από την ελληνική διοίκηση και μετά το 1920, όπως στην Αδριανούπολη, τις Σαράντα Εκκλησιές και τη Ραιδεστό, ενώ στις περιπτώσεις που διορίζονταν Έλληνες
σε
περιοχές
αντιδήμαρχος ήταν μουσουλμάνος
140
με
σημαντική
μουσουλμανική
μειονότητα,
. Η καχυποψία πάντως των ελληνικών αρχών
απέναντι στη μουσουλμανική ηγεσία της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν σχετιζόταν μόνο με το φόβο περί απειλής της εθνικής ασφάλειας, αλλά και με τα έμποδια που έθετε στον ελληνικό διοικητικό μηχανισμό η άγνοια της ελληνικής γλώσσας από μουσουλμάνους κοινοτάρχες, καθιστώντας τουλάχιστον προβληματική την επικοινωνία και συνεργασία των εκπροσώπων της κεντρικής διοίκησης με τους τοπικούς άρχοντες 141. Οι προθέσεις λοιπόν των φορέων της κεντρικής εξουσίας για την εφαρμογή μιας πολιτικής απέναντι στους μουσουλμάνους με γνώμονα το σεβασμό των δικαιωμάτων τους και την ισότιμη αντιμετώπισή τους απέτυχαν να υλοποιηθούν στην πράξη. Τίθεται όμως το ερώτημα κατά πόσο μπορούσε να εφαρμοστεί μια μειονοτική πολιτική βασιζόμενη στις προαναφερθείσες αρχές στις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί την περίοδο 1913-1923. Η μεγάλη εδαφική επέκταση της Ελλάδας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και η πληθυσμιακή πανσπερμία των Νέων Χωρών καθιστούσαν δύσκολο το έργο της διοίκησής τους και της ενσωμάτωσής τους στις δομές της κρατικής οργάνωσης του ελληνικού βασιλείου, έργο που γινόταν δυσκολότερο εξαιτίας των καταστροφών που 138
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, φ. 316, ο γενικός επιθεωρητής των σχολείων της 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1919, αρ. πρ. 825. 139 Βλ. ανωτ. σ. 392. 140 Κ. Γέραγας, ό.π., σ. 126. 141 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 15, ανώτερος διοικητικός επίτροπος Κοζάνης προς Διεύθυνση Εσωτερικής Διοίκησης και Γεωργίας του υπουργείου Εσωτερικών, Κοζάνη 16/29 Οκτωβρίου 1913, αρ. πρ. 2550 όπου αναφερόμενος στη διοίκηση των κοινοτήτων και στις δημοτικές αρχές σημείωνε ότι η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δημάρχους θα ήταν προβληματική, αφού δεν υπήρχαν τα κατάλληλα πρόσωπα ιδίως στα μουσουλμανικά χωριά που θα μπορούσαν να αναλάβουν έστω και ατελέστατα τα καθήκοντα αυτά. Για ανάλογα παραδείγματα βλ. κεφ. «Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων στο πλαίσιο των αντιλήψεων και των πρακτικών της ελληνικής διοίκησης».
421
προκλήθηκαν από τις πολεμικές αναμετρήσεις και των συνεχών πληθυσμιακών μετακινήσεων. Στις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες φαίνεται ότι δεν ανταποκρίθηκε ένα τμήμα του ελληνικού διοικητικού μηχανισμού, μη έχοντας άλλωστε προηγούμενη εμπειρία στη διοίκηση εδαφών με συμπαγείς μειονοτικούς πληθυσμούς. Παράλληλα, η διατήρηση των εδαφικών κεκτημένων των Βαλκανικών Πολέμων δεν ήταν δεδομένη, αφού ήδη από το φθινόπωρο του 1913 έφταναν στις ελληνικές αρχές πληροφορίες για συμμαχία Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που στρεφόταν εναντίον της Ελλάδας, για συγκρότηση τουρκοβουλγαρικών συμμοριών έτοιμων να εισβάλουν σε ελληνικό έδαφος και για συνεργασία με μουσουλμάνους και βουλγαροφώνους των ελληνικών Νέων Χωρών 142. Μπροστά στην απειλή της εδαφικής ακεραιότητας αυξανόταν και η καχυποψία των ελληνικών αρχών, ιδιαίτερα των στρατιωτικών και των αστυνομικών, απέναντι στον αλλοεθνή, αλλόγλωσσο και αλλόθρησκο πληθυσμό. Υπό αυτές τις συνθήκες οι οποίες επιδεινώθηκαν με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολιτική σεβασμού των ελευθεριών των μειονοτήτων ήταν για πολλούς από τους φορείς της ελληνικής διοίκησης εθνικά επικίνδυνη, ενώ, αντιθέτως, κρινόταν απαραίτητη η λήψη σκληρών μέτρων τα οποία θα υπογράμμιζαν την αποφασιστικότητα του ελληνικού κράτους να επιβάλει την κυριαρχία του. Στο πλαίσιο αυτό εφαρμόστηκαν εκτοπίσεις, συλλήψεις, περιοδείες στρατιωτικών αποσπασμάτων κ.λπ. που, έστω και αν βασίζονταν σε πληροφορίες που δεν αντικατόπτριζαν τις πραγματικές διαστάσεις της
142
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/2 «Ασφάλεια Κράτους-Βούλγαροι κομιτατζήδες», όλος ο φάκελος περιλαμβάνει αλληλογραφία στρατιωτικών και αστυνομικών υπηρεσιών σχετικά με τη δράση της βουλγαρικής και τουρκικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, την οργάνωση και τη δράση συμμοριών καθώς και τις ύποπτες κινήσεις μουσουλμάνων και σλαβοφώνων. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 101, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 23 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1913 όπου πληροφορίες για τουρκοβουλγαρικές συμμορίες που πρόκειται να δράσουν στη Μακεδονία. ΔΙΣ, αρχείο Εξαδάκτυλου, φ. 411 υπουργείο Εξωτερικών-πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Πανάς προς υπουργείο Εξωτερικών, Κωνσταντινούπολη 1/14, 7/20 Νοεμβρίου και 21 Νοεμβρίου/4 Δεκεμβρίου 1914, αρ. πρ. 783, 7737 και 8262 όπου πληροφορίες για οργάνωση βουλγαρικών και τουρκικών κομιτάτων που θα δρούσαν στη Μακεδονία˙ ανάμεσα στους επικεφαλής των κομιτάτων και ο Μπεκίρ Αγάς από τα Γρεβενά. Για τη συνεργασία Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την υπογραφή της τουρκοβουλγαρικής συνθήκης ειρήνης βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 3, Κανελλόπουλος προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 9/22 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 1072. Στο ίδιο αρχείο, 1913, φ. 30, Λεβίδης προς Κεντρική Υπηρεσία, Πέρα 22 Οκτωβρίου/4 Νοεμβρίου και 17/30 Νοεμβρίου 1913, αρ. πρ. 29684 και 32017. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/2, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Σόφια 29 Μαρτίου/11 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 73. Επίσης, T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Yayin nu: 16, Belgelerle Mustafa Kemal Atatürk ve Türk-Bulgar Ilişkileri (1913-1938) (Ο Κεμάλ Ατατούρκ και οι τουρκοβουλγαρικές σχέσεις μέσα από έγγραφα), Άγκυρα 2002 και Metin Marti (επιμ.), Ilk Türk Komitacisi Fuat Balkan’in Hatiralari (Οι αναμνήσεις του Φουάτ Μπαλκάν του πρώτου Τούρκου Κομιτατζή), Κωνσταντινούπολη 1998.
422
απειλής ή σε μια απλή υποψία ότι ο τάδε μουσουλμάνος ήταν επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή ακόμη επιβάλλονταν επί δικαίους και αδίκους, αφορούσαν όμως μια υπαρκτή απειλή 143. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, τη συμπεριφορά αυτή των ελληνικών αρχών απέναντι στους μειονοτικούς πληθυσμούς ο Βρετανός πρόξενος Θεσσαλονίκης την απέδιδε «στο γεγονός ότι η Ελλάδα, μια μικρή χώρα, κατέλαβε μια τεράστια περιοχή και τείνει να καταστείλει κάθε απόπειρα αμφισβήτησης της εξουσίας της. Η απειρία της δικαιολογεί σε ένα βαθμό την αλαζονεία και το σοβινισμό της» 144. Η εθνική ανασφάλεια που προκαλούσε στις ελληνικές αρχές η ύπαρξη πολυάριθμων μη ελληνικών πληθυσμών στις Νέες Χώρες επιτεινόταν από τη θερμή υποδοχή που επιφύλαξαν μουσουλμάνοι και σλαβόφωνοι της Ανατολικής Μακεδονίας, της Καστοριάς και της Φλώρινας στα βουλγαρικά και γερμανικά στρατεύματα τα οποία κατέλαβαν τις περιοχές αυτές κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τις συνεχείς πληροφορίες για οργάνωση ομάδων κομιτατζήδων που δρούσαν σε Θράκη και Μακεδονία ή από τη στήριξη που παρείχαν σε συμμορίες ληστών με «εθνική δράση» οι ντόπιοι μειονοτικοί πληθυσμοί. Επιπλέον, από το 1919 η Ελλάδα είχε εμπλακεί σε μια σκληρή πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία του Κεμάλ και οι πληροφορίες που ήθελαν το μουσουλμανικό πληθυσμό της Μακεδονίας και της Θράκης να διενεργεί κεμαλική προπαγάνδα και σε συνεργασία με βουλγαρικές οργανώσεις να προσπαθεί να δημιουργήσει προβλήματα στα μετόπισθεν του ελληνικού στρατού, σίγουρα δεν ευνοούσαν την εφαρμογή μιας φιλελεύθερης και φιλοδίκαιης πολιτικής απέναντι στις μειονότητες 145. 143
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Α, μηνιαίες εκθέσεις της Νομαρχίας Κοζάνης προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας σχετικά με τη δημόσια ασφάλεια του νομού, Κοζάνη Ιούνιος-Αύγουστος 1914 όπου αναφορές σε συλλήψεις και εκτοπίσεις μουσουλμάνων οι οποίοι κατηγορούνταν για αντεθνικές ενέργειες, συνωμοσία εναντίον του καθεστώτος και ύποπτες κινήσεις. Στο ίδιο αρχείο, φ. 79, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής, Θεσσαλονίκη 30 Απριλίου/13 Μαΐου 1914 όπου εγκρίνεται η απόφαση εκτόπισης στα Κύθηρα μουσουλμάνων της Καστοριάς. Για ανάλογες ενέργειες βλ. επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/2 «Ασφάλεια Κράτους-Βούλγαροι κομιτατζήδες». 144 ΤNA, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουνίου 1914, αρ. 30299. 145 Για την υποστήριξη των βουλγαρικών και γερμανικών στρατευμάτων από τους μουσουλμάνους και σλαβοφώνους της Μακεδονίας βλ. ενδεικτικά: Υπουργείο Εξωτερικών, Διπλωματικά έγγραφα 1913-1917. Ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας. Εισβολή Γερμανοβουλγάρων εις Μακεδονίαν, Αθήνα 1920². ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5/ΙΙ(3), έκθεση του Ι. Μπακόπουλου, νομάρχη Δράμας κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας προς το υπουργείο Εξωτερικών σχετικά με την κατάσταση στο νομό από τις 8 Αυγούστου 1916 και εντεύθεν, Αθήνα 7/20 Νοεμβρίου 1918. ΔΙΣ, αρχείο Εξαδάκτυλου, φ. 409 Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 22 Μαρτίου/4 Απριλίου 1916, αρ. πρ. 7424 σχετικά
423
Το οριστικό πλήγμα στα σχέδια φορέων της κεντρικής διοίκησης να ενσωματώσουν τους μουσουλμάνους και τις άλλες μειονότητες ως ισότιμα μέλη στις δομές του ελληνικού κράτους αποτέλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή. Το μέγεθος της ήττας, το επισφαλές μέλλον της Θράκης και της Μακεδονίας, η ανάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς δικαιολογούσαν την υπερβολική καχυποψία και τη σκληρότητα των μέτρων εναντίον των μειονοτήτων. Εκτεταμένες εκτοπίσεις σε ελληνικά νησιά σλαβοφώνων και μουσουλμάνων των Νέων Χωρών, στρατοδικεία που επέβαλλαν θανατικές ποινές, βιαιοπραγίες στρατιωτικών αποσπασμάτων κατά τη διενέργεια με τη θερμή υποδοχή βουλγαρικού στρατού από μουσουλμάνους χωριών του Κιλκίς. Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς υπουργείο Στρατιωτικών, Θεσσαλονίκη 13/26 Αυγούστου 1916, αρ. πρ. 16368 όπου αναφορά σε εξέγερση μουσουλμάνων Σαρί Σαμπάν κατά της ελληνικής κυριαρχίας μετά την είσοδο του βουλγαρικού στρατού. Για την περιοχή Φλώρινας-Καστοριάς: ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1916-1917, φ. ΑΑΚ(Α)4, κυβερνητικός αντιπρόσωπος Κοζάνης-Φλώρινας προς την Προσωρινή Κυβέρνηση, Κοζάνη 11/24 Νοεμβρίου 1916, αρ. πρ. 564 και στο ίδιο αρχείο, 1916-1917, φ. Α/5(Β), Νομαρχία Φλώρινας προς Διεύθυνση Εσωτερικών, Φλώρινα 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου 1916, αρ. πρ. 112. Πληροφορίες για τη συνεργασία του ντόπιου μουσουλμανικού πληθυσμού με τουρκικές και βουλγαρικές ομάδες κομιτατζήδων για την περίοδο από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως τη Μικρασιατική Καταστροφή παρέχει στις αναμνήσεις τους και ο επικεφαλής των ομάδων αυτών Φουάτ Μπαλκάν, Metin Marti (επιμ.), ό.π. Όσον αφορά τις εκτοπίσεις μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Έδεσσας όπου στην Υποδιοίκηση Ενωτίας φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν ως επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια 29 μουσουλμάνοι βάσει ειδικής διαταγής της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης-Πέλλας. Η υποδιοίκηση μάλιστα είχε καταρτίσει πίνακα 200 επικίνδυνων ατόμων που έπρεπε άμεσα να εκτοπιστούν και οι οποίοι υποδείχθηκαν κυρίως από τον αρχιμανδρίτη Νίκανδρο βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 17, νομάρχης Πέλλας προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Έδεσσα 12/25 Αυγούστου 1920. Την περίοδο 1919-1920 οι ελληνικές αρχές λάμβαναν συνεχώς πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση των μουσουλμάνων της περιοχής της Έδεσσας και της Δυτικής Μακεδονίας. Συνέπεια των πληροφοριών αυτών διενεργήθηκαν επιχειρήσεις αφοπλισμού, συλλήψεις και εκτοπίσεις, ενώ ενισχύθηκε και η στρατιωτική δύναμη στην περιοχή, αν και κατά το γενικό διοικητή Αδοσίδη οι πληροφορίες περί εξέγερσης ήταν υπερβολικές. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10γ), τηλεγράφημα Αδοσίδη προς αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 18/31 Ιουλίου 1919, αρ. 123 και 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1919, αρ. 127. Στον ίδιο φάκελο, Γενικό Στρατηγείο, Γραφείο ΙΙ προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Θεσσαλονίκη 25 Ιουνίου/8 Ιουλίου 1919 όπου ζητεί την εκτόπιση του μουχτάρη Δραγουμάντσης (Άψαλος Αλμωπίας) εξαιτίας αντεθνικών ενεργειών και υπόθαλψης της ληστοσυμμορίας του Τζην Ασάν. Επίσης ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο ΓΔΔΜ, φ. «εκτοπισμοί 1917-1920». Για τις ενέργειες των τουρκοβουλγαρικών κομιτάτων σε Μακεδονία και Θράκη και για τον τρόπο αντιμετώπισής τους βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 32, υποφ. 6 «ξένη προπαγάνδα σε Μακεδονία και Ήπειρο» και 1921, φ. 7, υποφ. 4 «τουρκικές συμμορίες στη Θράκη». Βλ. ακόμη κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923». Η Στρατιά Θράκης το 1921 προχώρησε σε 196 εκτοπίσεις εκ των οποίων οι 141 ήταν μουσουλμάνων. Οι λόγοι της εκτόπισης ήταν: συμμετοχή στο κίνημα του Ταγιάρ, ύποπτη διαγωγή, επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια και την ασφάλεια του στρατού, κακοποιά στοιχεία, συμμετοχή σε κεμαλική προπαγάνδα, συνεννόηση με ύποπτους Βούλγαρους, ύποπτοι ως μέλη τουρκοβουλγαρικών οργανώσεων, επικίνδυνοι λόγω φανατισμού και φρονημάτων, μέλη ληστοσυμμορίας, υπόθαλψη ληστών και συγγενείς κομιτατζήδων. Οι περιοχές όπου εκτοπίστηκαν ήταν οι Μήλος, Κεφαλονία, Κρήτη, Λάρισα, Αθήνα, κ.ά. βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 47, υποφ. 1. Ένα παράδειγμα μουσουλμανικής ληστοσυμμορίας που θεωρείται ότι είχε «εθνική δράση» ήταν των Καρά Αλή και Χουσεΐν Σεφέρ στη Δυτική Μακεδονία την οποία, σύμφωνα με τον υποδιοικητή Καϊλαρίων, υποστήριζαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, που επιπλέον εξοπλίζονταν και δραστηριοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ενεργούσαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα˙ ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΔΜ, φ. 15/2, έκθεση του υποδιοικητή Καϊλαρίων προς τη Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας, Καϊλάρια 14/27 Ιανουαρίου 1921. Βλ. επίσης ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο ΓΔΔΜ, φ. «ληστές Μεσοπολέμου».
424
αφοπλισμού μειονοτικών χωριών κ.λπ. ήταν μερικά μόνο από τα μέτρα που έλαβαν οι ελληνικές αρχές την περίοδο 1922-1923 στο όνομα της εθνικής ασφάλειας 146. 146
Για τη συνεργασία Τουρκίας και Βουλγαρίας την περίοδο 1922-1923 και τη δράση των τουρκοβουλγαρικών συμμοριών βλ. κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923». Για τις εκτοπίσεις των βουλγαροφώνων της Θράκης βλ. Ι. Μιχαηλίδης, ό.π., σσ. 57-65. Για τα μέτρα των ελληνικών αρχών εναντίον των μουσουλμάνων: ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, υπουργείο Εσωτερικών προς Αρχηγείο Χωροφυλακής, Αθήνα 9/22 Νοεμβρίου 1922 όπου αναφέρεται στα σκληρά μέσα που χρησιμοποιούν οι αρχές κατά τις επιχειρήσεις αφοπλισμού, στις αψυχολόγητες και περιττές προανακρίσεις και πιέσεις στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν συνεχώς ενόχους για υπόθαλψη κομιτατζήδων, γεγονός που ωθεί τον ντόπιο πληθυσμό σε συμπαράταξη με τις ομάδες των κομιτατζήδων και τις ξένες προπαγάνδες. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 5, απόρρητη έκθεση του Διευθυντή του ΙΙ Γραφείου της Επαναστατικής Επιτροπής, Θεσσαλονίκη 4/17 Νοεμβρίου 1922 όπου αναφέρεται στην απόφαση για καταδίκη σε θάνατο όσων δεν παραδίδουν τα όπλα τους και η οποία, αν και σκληρή, πρέπει να εφαρμοστεί για μερικά άτομα κατά περιοχή για παραδειγματισμό των υπολοίπων. Στον ίδιο φάκελο, υπουργείο Στρατιωτικών προς υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα 5/18 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 16801 όπου ζητεί τη γνώμη του υπουργείου Εξωτερικών για την επικείμενη απέλαση σε διάφορα νησιά συμμετεχόντων στην τουρκική προπαγάνδα. Το υπουργείο Εξωτερικών προκρίνει την απέλαση των βασικών συντελεστών της προπαγανδιστικής δράσης. ΙΑΥΕ, Κ.Υ.,1923, φ. 18, υποφ. 4, Σ. Γονατάς προς Δ. Κακλαμάνο, Αθήνα 31 Μαΐου 1923, αρ. πρ. 5128 όπου θεωρεί επιβεβλημένο τον εκτοπισμό του ντόπιου πληθυσμού της Θράκης εφόσον η Ελλάδα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία και δεν μπορούσε να αφήσει εκτεθειμένα τα μετόπισθεν του ελληνικού στρατού στις τουρκοβουλγαρικές συμμορίες και στον πληθυσμό που τις υποθάλπει. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 7, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Θράκης προς Πολιτικό Γραφείο Επανάστασης 1922, Κομοτηνή 7 Μαρτίου 1923, αρ. πρ. 476 όπου ο γενικός διοικητής ζητεί τον εκτοπισμό των αλλοεθνών στα νησιά και τη σύλληψη ως ομήρων μουσουλμάνων και Βουλγάρων ώστε να εξασφαλιστούν τα μετόπισθεν του ελληνικού στρατού. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 723, τηλεγράφημα τέως μουσουλμάνων βουλευτών Ρετζέπ Μεστάν, Κεμαλεδίν Σαλήχ και Αχμέτ Κερίμ εξ ονόματος των μουσουλμάνων εξορίστων Χανίων και Ρεθύμνης προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Χανιά 18 Ιουλίου 1923, αρ. πρ. 5119 όπου ζητούν την επαναφορά στις εστίες τους. Στο ίδιο αρχείο, φ. 738, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς δήμαρχο Κομοτηνής, Αθήνα 14 Οκτωβρίου 1924, αρ. πρ. 8176 όπου συνημμένο έγγραφο του υπουργείου Δικαιοσύνης που απορρίπτει το ενδεχόμενο απονομής χάριτος σε τρεις μουσουλμάνους καταδικασθέντες σε θάνατο για συμμετοχή στην οργάνωση του Φουάτ. Επίσης, φ. 724, XII Μεραρχία προς αρχηγό Επανάστασης και υπουργείο Στρατιωτικών, Θεσσαλονίκη 10 Δεκεμβρίου 1923, αρ. κρυπτογραφήματος 8139/3056/2 όπου αναφέρεται στη σύλληψη και φυλάκιση 40 μουσουλμάνων της Κομοτηνής για συμμετοχή σε συνωμοτικές ενέργειες και στην ανάγκη μεταγωγής τους στην Κρήτη. Επίσης, γενικός διοικητής Θράκης προς συνταγματάρχη Γαρδίκα, Κομοτηνή 17 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. τηλ. 12, όπου αναφέρεται στην εκτέλεση των θανατικών ποινών που επέβαλε το στρατοδικείο της Μεραρχίας Ξάνθης εναντίον μουσουλμάνων της περιοχής και ζητεί να μην εκτελεστούν χωρίς την έγκριση της κυβέρνησης, αφού και μέλη της ελληνικής κοινότητας Ξάνθης θεωρούν τις ποινές υπερβολικές. Η απόφαση της κυβέρνησης ήταν να προχωρήσουν τα στρατοδικεία στην απαγγελία των θανατικών ποινών, αλλά να ανασταλεί η εκτέλεσή τους για να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης της Τουρκίας. Στον ίδιο φάκελο, ο πρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Στρατιωτικών προς διοικητή Ενάτης Μεραρχίας, Αθήνα 19 Αυγούστου 1923, αρ. εμπ. πρ. 14/1443. Στο ίδιο αρχείο, φ. 723, τηλεγράφημα νομάρχη Κοζάνης προς πρόεδρο κυβέρνησης, Κοζάνη 2 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 5408 όπου ζητεί από την κυβέρνηση να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής της εκτέλεσης τριών μουσουλμάνων που καταδικάστηκαν σε θάνατο από το έκτακτο στρατοδικείο Κοζάνης για ληστεία μετά φόνου που έλαβε χώρα το 1919. ΓΑΚ Καβάλας, αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, φ. 21, ο εισηγητής απελάσεων Ανατολικής Μακεδονίας προς Ιερά Μητρόπολη Πραβίου, Δράμα Απρίλιος 1923, αρ. 13/122 όπου συνημμένες καταστάσεις ύποπτων μουσουλμάνων Υποδιοίκησης Πραβίου για τους οποίους ζητείται η γνώμη της μητρόπολης αν θα πρέπει να απελαθούν. Οι λόγοι για τους οποίους θεωρούνται ύποπτοι είναι: πρώην στρατιώτης του Φουάτ Βέη, επικίνδυνος γενικά, ισχυρός παράγοντας που ασκεί επιρροή στους ομοθρήσκους του, πρώην στρατιώτης του οθωμανικού στρατού, συνεργάτης των Βουλγάρων, συμμετοχή σε ληστοσυμμορίες, φανατικός κ.λπ. Οι περισσότεροι λόγοι απέλασης αφορούσαν τη δράση των μουσουλμάνων την περίοδο 1916-1918. Βλ.
425
Εκτός από τα παραπάνω, στην αποτυχία της εφαρμογής μιας ενιαίας γραμμής στη μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους συνέβαλαν και οι διαφορετικές αντιλήψεις των εκπροσώπων του ελληνικού διοικητικού μηχανισμού αναφορικά με το πότε και από ποιον απειλείται η εθνική ασφάλεια ή με ποιον τρόπο πρέπει να αφομοιωθούν οι μειονότητες. Άλλωστε τις πολιτικές αντιλήψεις του Βενιζέλου για το μέλλον του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας καλούνταν να τις εφαρμόσουν ο χωροφύλακας ή ο αγροφύλακας της υπαίθρου των Νέων Χωρών με καταστροφικά, όπως αναφέρθηκε, αποτελέσματα. Η Μικρασιατική Καταστροφή θα αλλάξει άρδην τις αντιλήψεις των φορέων της ελληνικής διοίκησης απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο. Η προσπάθεια δημιουργίας στην ουσία ενός πολυεθνικού κράτους –μιας μουσουλμανικής δύναμης, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Βενιζέλος– που θα στηριζόταν στις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και του σεβασμού των δικαιωμάτων αλλοεθνών και αλλοθρήσκων απέτυχε παταγωδώς. Η εθνική ομοιογένεια ήταν αυτή που εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα και την ευημερία της χώρας και αυτή ακριβώς η αντίληψη καθιστούσε αναγκαία την απόφαση για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Η υπερβολική καχυποψία, η ταύτιση του μειονοτικού πληθυσμού με την απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, η αντιμετώπιση της προσπάθειας για την εξασφάλιση αυτονόητων δικαιωμάτων της μειονότητας ως εθνική προδοσία και ο κακώς νοούμενος πατριωτισμός κατατρύχουν ακόμη την ελληνική μειονοτική πολιτική.
και πίνακα «Κατάστασις υπόπτων Μουσουλμάνων Κοινότητος Παλαιοχωρίου» στο παράρτημα του κεφαλαίου.
426
ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ: ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
427
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Ντόπιοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι γείτονες στις Νέες Χώρες: σχέσεις σύγκρουσης-σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης Η απελευθέρωση των Νέων Χωρών και η αντικατάσταση της οθωμανικής διοίκησης από την ελληνική σηματοδοτούσε νέους όρους στη συμβίωση των σύνοικων πληθυσμιακών ομάδων. Χριστιανική και μουσουλμανική κοινότητα αναζητούσαν μια νέα ισορροπία στις σχέσεις τους στο πλαίσιο μιας περιόδου πολεμικών συγκρούσεων, βίαιων πολιτικών αντιπαραθέσεων, με τον ελληνικό εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό στο απόγειό του, με αλλαγές συνόρων, με παρουσία ξένων στρατευμάτων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και με μετακινήσεις πληθυσμών. Τα όρια της έρευνας τίθενται από δύο πολεμικές συγκρούσεις, τους Βαλκανικούς Πολέμους με τις επιτυχίες της Ελλάδας από τη μια και τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη συνακόλουθη τραγωδία τόσο για την ελληνική Μεγάλη Ιδέα όσο και για τον ελληνικό πληθυσμό της σημερινής Τουρκίας από την άλλη. Στα δύο αυτά όρια θα δοθεί περισσότερη βαρύτητα εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων που περικλείουν όσον αφορά τις διακοινοτικές σχέσεις στις Νέες Χώρες. Όσον αφορά το είδος των σχέσεων ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, αυτές σίγουρα δεν ήταν μονοδιάστατες, αφού επεκτείνονταν από την ανοιχτή σύγκρουση έως την αρμονική συνύπαρξη. Σημειώνεται ότι συνειδητά γίνεται αναφορά στις σχέσεις χριστιανικού και μουσουλμανικού πληθυσμού χωρίς να προσδίδεται κάποια συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα, εκτός αν αναφέρεται ρητά από τις πηγές. Η επιλογή αυτή στηρίχτηκε στο γεγονός ότι στις Νέες Χώρες της εποχής των Βαλκανικών Πολέμων συνυπήρχαν ο θρησκευτικός προσδιορισμός των πληθυσμών (μιλλέτ) με τον εθνικισμό και την υιοθέτηση μιας εθνικής ταυτότητας. Από την άλλη, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί αυτοπροσδιορίζονταν με βάση τα θρησκευτικά τους πιστεύω, ενώ μόλις είχε αρχίσει η μεταβατική περίοδος διαμόρφωσης μιας τουρκικής εθνικής συνείδησης. Επιπλέον, δεν αποτελεί ζητούμενο η ανίχνευση των όρων
428
συμβίωσης των μουσουλμάνων μόνο με το ελληνικό στοιχείο, αλλά και με πληθυσμούς «ρευστής» ή μη ελληνικής εθνικής συνείδησης. 1. Σχέσεις σύγκρουσης Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος εκτός από τις διθυραμβικές περιγραφές για τις νίκες των συμμαχικών βαλκανικών κρατών κατά του προαιώνιου εχθρού και την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών από τον οθωμανικό ζυγό έχει και μια πλευρά λιγότερο ένδοξη, τις βιαιοπραγίες των στρατιωτικών μονάδων και του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού εις βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων. Στη βιβλιογραφία σημείο αναφοράς για τις βιαιότητες που υπέστησαν οι μουσουλμάνοι κατά τη διάρκεια των δύο Βαλκανικών Πολέμων είναι η έκθεση Carnegie, όπου παρουσιάζονται τα πορίσματα μια διεθνούς επιτροπής για τις αιτίες και τη διεξαγωγή των πολεμικών συγκρούσεων 1. Στη διεθνή βιβλιογραφία οι βιαιοπραγίες εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού από τα συμμαχικά στρατεύματα και το χριστιανικό πληθυσμό έγιναν αντικείμενο μελέτης 2. Η οθωμανική πλευρά αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όπως και τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο προπαγάνδας και στην προσπάθεια επηρεασμού της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης προχώρησε στην έκδοση μια σειράς με τον τίτλο Les Atrocités des coalisés Balkaniques όπου συγκέντρωσε έγγραφα και άρθρα τα οποία αναφέρονταν στις θηριωδίες εις βάρος του
1
Carnegie Endowment for International Peace, Division of Intercourse and Education, Report of the international Commission to inquire into the causes and conduct of the Balkan Wars, Ουάσιγκτον 1914. Η επιτροπή έφτασε στα Βαλκάνια το καλοκαίρι του 1913 με στόχο να ερευνήσει την κατάσταση στη βαλκανική χερσόνησο και ειδικότερα στη Μακεδονία μετά τον τερματισμό των Βαλκανικών Πολέμων. Τα πορίσματα της επιτροπής εκδόθηκαν το 1914 στην Ουάσιγκτον. Η έκθεση επανεκδόθηκε το 1993 με εισαγωγή του πρώην αμερικανού πρεσβευτή στη Σοβιετική Ένωση και τη Γιουγκοσλαβία George Kennan. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Γάλλος γερουσιαστής Baron d’ Estournelles de Constant και μέλη ο Γάλλος δικηγόρος Justin Godart, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια Samuel Hutton, ο Βρετανός Francis Hirst εκδότης της εφημερίδας The Economist, ο δημοσιογράφος Henry N. Brailsford, ο Ρώσος καθηγητής της ιστορίας και μέλος της Δούμας Pavel Miljukov, ο Γερμανός καθηγητής των νομικών Walter Schucking και ο αυστριακός συνάδελφός του Joseph Redlich. Για την αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας της έκθεσης από ελληνικής πλευράς βλ. κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 1912-1923» 2 Σημειώνεται ενδεικτικά η μονογραφία του Justin McCarthy, Death and exile. The ethnic cleansing of Ottoman Muslims 1821-1922, Νιού Τζέρσεϊ 1995. Πρόσφατα το ζήτημα αυτό τίθεται και στο βιβλίο του Mark Mazower, Salonica the city of the ghosts Christians, Muslims and Jews 1430-1950, Λονδίνο 2004.
429
μουσουλμανικού πληθυσμού στα Βαλκάνια 3. Το 1919 ο πρώην πρεσβευτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα Γκαλίπ Κεμαλί (Galip Kemalî) εξέδωσε στη Ρώμη ένα φυλλάδιο με το χαρακτηριστικό τίτλο Le Martyre d’ un peuple όπου αναφέρεται και στις βιαιοπραγίες την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων 4. Η συμπεριφορά των βαλκανικών στρατευμάτων και του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού απέναντι στους μουσουλμάνους κατά την περίοδο 1912-1923 συνέχισε να απασχολεί και τη μεταγενέστερη τουρκική βιβλιογραφία. Το τμήμα των Οθωμανικών Αρχείων της Γενικής Διεύθυνσης των Κρατικών Αρχείων της Τουρκικής Δημοκρατίας εξέδωσε μια τρίτομη σειρά με τον τίτλο «Οι ελληνικές θηριωδίες στην Ανατολή και στα Βαλκάνια σύμφωνα με τα έγγραφα του αρχείου» 5. Ο Kadir Misiroğlu δημοσίευσε το «Ελληνικές θηριωδίες, η τουρκική μαύρη βίβλος» σε αντιστοιχία με τη Μαύρη Βίβλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τις βιαιοπραγίες εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία 6. Κοινός τόπος στην τουρκική βιβλιογραφία ο χαρακτηρισμός του Α΄ 3
Le Comite de Publication D.A.C.B., Les Atrocites des coalises Balkaniques, no 1& 3, deuxieme edition, Kωνσταντινούπολη 1913. Συγγραφέας των έξι τόμων ήταν η Comite de la Defense Nationale, όλη η σειρά εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1913 και περιλαμβάνει επίσημες οθωμανικές αναφορές καθώς και ανταποκρίσεις ξένων δημοσιογράφων. Ο 5ος τόμος αναφέρεται στις θηριωδίες των Ελλήνων στη Μακεδονία, ενώ ο τελευταίος έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ελάτε στη Μακεδονία και βοηθήστε μας». Μάλλον, υπεύθυνη για την έκδοση της σειράς αυτής ήταν η εφημερίδα Jeune Turc που δημοσίευε άρθρα για τις βιαιοπραγίες των συμμάχων στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων με τον τίτλο Dossiers Alliers. Ο Βρετανός πρέσβευτής πάντως στην Κωνσταντινούπολη θεωρούσε τα δημοσιεύματα αυτά υπερβολές και διαστρέβλωση της πραγματικότητας, βλ. F.O. 371/1782 πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Κωνσταντινούπολη 13 Φεβρουαρίου 1913, αρ. 7936, στο B. Destani (επιμ.), Ethnic minorities in the Balkan states 1860-1971, τ. 2 (1888-1914), Λονδίνο 2003, σ. 297. Έχουν εντοπιστεί δύο τόμοι της σειράς, ενώ πληροφορίες γι’ αυτήν αντλούνται και από Justin McCarthy, ό.π., σσ. 165-166. 4 Ghalib Kemaly, Le Martyre d’ un peuple. Les Turcs demandent une paix juste prompte et durable, Ρώμη 1919. 5 T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Osmanlı Arşivi Daire Başkanliği yayin nu 22 (Γενική Διεύθυνση των Κρατικών Αρχείων της Πρωθυπουργίας της Τουρκικής Δημοκρατίας, αριθμός έκδοσης 22), Arşiv Belgelerine göre Balkanlar’da ve Anadolu’da Yunan Mezalimi, 1: Balkanlar’da Yunan Mezalimi (Οι ελληνικές θηριωδίες στην Ανατολή και στα Βαλκάνια σύμφωνα με τα έγγραφα του αρχείου, 1: ελληνικές θηριωδίες στα Βαλκάνια), Άγκυρα 1995. Και οι τρεις τόμοι παρατίθενται στην ιστοσελίδα των κρατικών αρχείων –από όπου και αντλήθηκαν– ενδεικτικό της προπαγανδιστικής τους λειτουργίας. 6 Kadir Misiroğlu, Yunan Mezalimi Türkün siyah kitabi (Ελληνικές θηριωδίες, η τουρκική μαύρη βίβλος), Ιστανμπούλ 1968², όπου μια λαϊκή περιγραφή των δεινών του μουσουλμανικού πληθυσμού με μια ακραία εθνικιστική ρητορική. Η αντίστοιχη έκδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου έχει τίτλο: Μαύρη βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία ελληνισμού, 1914-1918, Κωνσταντινούπολη 1919. Επίσης Tülım Sümer, “Türklerı Makedonya’dan göçe mecbur eden Yunan zulümleri”(Οι ελληνικές θηριωδίες που εξανάγκασαν το μουσουλμανικό πληθυσμό να μεταναστεύσει από τη Μακεδονία), Belgelerle Türk Tarıh Dergisi, 15 (1968), 49-53. Ilhan Bardakçi, Bir imparatorluğun yağmasi. Balkan Bozgunu ve I Dünya Harbi (Η λεηλασία μιας αυτοκρατορίας. Η βαλκανική ήττα και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), Άγκυρα 1974, όπου και εδώ, όπως και στο προηγούμενο άρθρο, παρατίθενται έγγραφα τα οποία αναφέρονται στις ελληνικές θηριωδίες.
430
Βαλκανικού Πολέμου ως πολέμου εθνοκάθαρσης του μουσουλμανικού στοιχείου των Βαλκανίων, ως μια νέα σταυροφορία που συντελέστηκε με την ένοχη σιωπή των ευρωπαϊκών κρατών. Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί και η πολιτική σκοπιμότητα που συνεπάγεται η αρνητική αυτή σκιαγράφηση της εικόνας του Έλληνα, η βάρβαρη συμπεριφορά του οποίου, σύμφωνα με την τουρκική πλευρά, συνεχίζεται και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 7. Η ελληνική βιβλιογραφία –με εξαίρεση την πρόσφατη μελέτη του Τάσου Κωστόπουλου 8–, εκτός από νύξεις, διάσπαρτες πληροφορίες και κάποια άρθρα στον Τύπο 9, δεν έθιξε το ζήτημα των βιαιοπραγιών του ελληνικού στρατού και του ντόπιου πληθυσμού κατά την περίοδο 1912-1923, εφόσον η ηγεμονία του σύγχρονου εθνικισμού στην Ελλάδα σύχνα απαγορεύει συζητήσεις για την καταπίεση και τα βάσανα των μουσουλμάνων που τελικά ανταλλάχθηκαν το 1923 10. Οι συντάκτες της έκθεσης Carnegie χαρακτήριζαν τους Βαλκανικούς Πολέμους ως συγκούσεις που δεν διεξήχθησαν μόνο από στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και από τις ίδιες τις εθνικές ομάδες γι αυτό και ο πόλεμος έλαβε χαρακτήρα εξόντωσης του «ξένου πληθυσμού» 11. Πράγματι ο χριστιανικός και μουσουλμανικός πληθυσμός της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών συνέδραμαν τους τακτικούς στρατούς στις πολεμικές επιχειρήσεις ενώ παράλληλα ενεπλάκησαν σε ένα δικό τους πόλεμο με αντίπαλο το γείτονα ο οποίος διαφοροποιούνταν θρησκευτικά, εθνικά, φυλετικά ή κοινωνικά. Όταν πλέον επιβεβαιώθηκε η ήττα του οθωμανικού στρατού και μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη και να οργανωθεί η διοίκηση του νέου κράτους ο ντόπιος χριστιανικός πληθυσμός των απελευθερωμένων περιοχών συμμετείχε σε μια εκτεταμένη λεηλασία της κινητής περιουσίας του μουσουλμανικού πληθυσμού, σε καταπατήσεις κτημάτων, βακουφιών, οικιών και επιφύλαξε στο μουσουλμάνο γείτονα μια συμπεριφορά με καθημερινές προσβολές και απειλές που τόνιζαν τη νέα κατάσταση 7
Για την εικόνα του Έλληνα στην τουρκική ιστοριογραφία, τα σχολικά βιβλία και τη λογοτεχνία βλ. Η. Μήλλας, Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων. Σχολικά βιβλία, ιστοριογραφία, λογοτεχνία και εθνικά στερεότυπα, Αθήνα 2001², σσ. 131-156. Η αρνητική εικόνα του Έλληνα εντοπίζεται ιδιαίτερα στην εθνικιστική τουρκική βιβλιογραφία των δεκατιών του 1960 και 1970. Και για την αντίστοιχη εικόνα στο διαδίκτυο βλ. Murat Gungor, Nationalism on the internet: the role of Greek “others” in the formation of Turkish nationalism, Master Thesis, Georgetown university, Ουάσινγκτον 2007. 8 Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος και Εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, Αθήνα 2007. 9 Ιός της Κυριακής, «Ήμασταν όλοι Ιρακινοί», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 26-27 Απριλίου 2003. 10 A. Karakasidou, Fields of wheat hills of blood. Passages to nationhood in Greek Macedonia 1870-1990, Σικάγο 1997, σσ. 151-152. 11 Carnegie Endowment for International Peace, ό.π., σ. 148.
431
πραγμάτων όπου οι ρόλοι ανάμεσα στο ραγιά και στον κυρίαρχο πλέον αντιστράφηκαν σε σχέση με το οθωμανικό παρελθόν. Σπανιότερα συναντώνται περιπτώσεις όπου όλα τα προηγούμενα συνοδεύονταν και από θύματα μουσουλμάνους ή χριστιανούς. Στη Δυτική Μακεδονία η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες την περίοδο 1912-1913 ήταν πιο βίαιη εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων των πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή 12. Μετά τη στροφή του κύριου σώματος του ελληνικού στρατού από την Κοζάνη ανατολικά για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας παρέμεινε η 5η Μεραρχία με σκοπό την κάλυψη των νώτων του ελληνικού στρατού που προωθούνταν προς Θεσσαλονίκη. Η Μεραρχία προχώρησε από την Κοζάνη βόρεια προς τα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα), τα οποία κατέλαβε, αλλά σε μάχη που έδωσε με δυνάμεις οθωμανικού στρατού κοντά στο Σόροβιτς (Αμύνταιο) ηττήθηκε και υποχώρησε στην Κοζάνη. Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης η Μεραρχία υπέστη απώλειες από τους μουσουλμάνους κατοίκους των χωριών του κάμπου των Καϊλαρίων. Μάλιστα μουσουλμάνοι των χωριών γύρω από την Κοζάνη επιτέθηκαν στην πόλη εκμεταλλευόμενοι την αναστάτωση που προκάλεσε η ήττα στο Σόροβιτς, αλλά αποκρούστηκαν από πολιτοφυλακή Κοζανιτών 13. Την ίδια ώρα η περιοχή Γρεβενών και Βοΐου καταλήφθηκε κυρίως από άτακτα σώματα Κρητών 14 και ντόπιων που είχαν δράσει στην περιοχή και στο Μακεδονικό Αγώνα (ενδεικτικά μόνο στην περιοχή δρούσαν τα σώματα των Δικώνυμου ή Μακρή, Γύπαρη, Καραβίτη, Κατεχάκη, Μπολάνη, Στέφου, Νικολούδη, Καούδη, Παπαμαλέκου, Δεληγιαννάκη, Μαυρογένη κ.ά.) καθώς και από μικρές δυνάμεις τακτικού στρατού (απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη). Οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν μέχρι τα περίχωρα της Καστοριάς, αλλά μετά την ήττα της 5ης Μεραρχίας οπισθοχώρησαν και συγκεντρώθηκαν στη Σιάτιστα. Τα ελληνικά ένοπλα σώματα ακολούθησαν και οι χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής για να αποφύγουν τα αντίποινα
των
μουσουλμάνων.
Παράλληλα,
τακτικός
οθωμανικός
στρατός,
μουσουλμάνοι χωρικοί και κυρίως οι άτακτοι του διαβόητου Μπεκήρ Αγά από το 12
Για την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στη Δυτική Μακεδονία κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού-Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τ. Α΄, Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου, Αθήνα 1988˙ Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας από την τουρκική σκλαβιά, Θεσσαλονίκη 1974. 13 Στρ.Ηλιαδέλης, «Μαρτυρίες από την απελευθέρωση της Κοζάνης», Ελιμειακά, 20 (1988), 40, 42, 48. 14 Για τη δράση των Κρητών στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο βλ. Στ. Κελαϊδής, Εθελοντικά Σώματα Κρητών στη Μακεδονία, εν Αθήναις 1913. Π. Κελαϊδής, Κρητικοί εθελοντές στους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-1913, Αθήνα 1995.
432
Τσούρχλι (Άγιος Γεώργιος) των Γρεβενών ανακατέλαβαν την περιοχή Βοΐου-ΓρεβενώνΚαστοριάς και κατευθύνθηκαν στη Σιάτιστα για να πολιορκήσουν τις ελληνικές δυνάμεις που είχαν καταφύγει εκεί μαζί με τους χριστιανούς πρόσφυγες. Μετά τη νίκη των ελληνικών δυνάμεων στη μάχη της Σιάτιστας, την αναδιοργάνωση και ενίσχυση της 5ης Μεραρχίας, ο ελληνικός στρατός ανακατέλαβε τα εδάφη που είχε απολέσει. Η προέλαση, οπισθοχώρηση και ανακατάληψη του ελληνικού και οθωμανικού στρατού, οι οποίοι ακολουθούνταν από ομάδες ατάκτων και ντόπιων κατοίκων, ευνόησε τις εκατέρωθεν αντεκδικήσεις που εκδηλώθηκαν με λεηλασίες, σφαγές και εμπρησμούς. Ήδη πριν από την ήττα της 5ης Μεραρχίας, μόλις ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην Ελασσόνα, οι ντόπιοι χριστιανοί λεηλάτησαν τα μουσουλμανικά σπίτια και μαγαζιά. Ο εθελοντής γιατρός Μαθιός Μάκκας περιγράφει: «Οι χριστιανοί κάτοικοι επλιατσικολόγησαν αγρίως. Το βράδυ της καταλήψεως της πόλεως επήραν ότι ειμπορούσαν από τα τουρκικά σπήτια. Οι στρατιώται επήραν μόνο μικροπράγματα από τα ανοικτά σπήτια. Ύστερα έβαλαν φρουρούς και έπαυσε η κλεψιά» 15. Ανάλογες εικόνες για τη λεηλασία της Ελλασόνας δίνονται από τα ημερολόγια του Απόστολου Πουλόπουλου 16 και του Φίλιππου Δραγούμη 17. Πριν από την είσοδο του ελληνικού στρατού στα Σέρβια οι Οθωμανοί εκτέλεσαν 117 χριστιανούς από την πόλη και τα γύρω χωριά – η αντεκδίκηση ήταν αναμενόμενη. Ο Σπύρος Μελάς διερχόμενος από την πόλη αναφέρεται στον «ίλιγγο της αρπαγής» που διακατείχε τους ντόπιους χριστιανούς, στην οποία συμμετείχαν και στρατιώτες, αλλά και Ελλαδίτες που ακολουθούσαν το στρατό με σκοπό το πλιάτσικο. Η μουσουλμανική συνοικία των Σερβίων παραδόθηκε στις φλόγες 18. Αλλά και ο υποστράτηγος Α. Σούτσος μόλις εισήλθε στην Κοζάνη πληροφορούσε το Γενικό Στρατηγείο ότι η λεηλασία των χωριών από τους ντόπιους χωρικούς προκαλούσε προβλήματα στον εφοδιασμό και τη σίτιση του στρατεύματος 19.
15
Λ. Τρίχα (επιμ.), Ημερολόγια και γράμματα από το μέτωπο. Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1923, Αθήνα 1993², σ. 127. 16 Αυτ. , σ. 42. 17 Φ. Δραγούμης, Ημερολόγιο: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Αθήνα-Γιάννινα 1988, σ 97. 18 Σπ. Μελά, Οι πόλεμοι του 1912-1913, Αθήνα 1958, σσ. 125-127. Για τις λεηλασίες στα Σέρβια βλ. επίσης Φ. Δραγούμη, ό.π., σ. 103. Π. Παπαπολυβίου, Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων. Επιστολές, πολεμικά ημερολόγια και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο κα τη Μακεδονία του 1912-1913, Λευκωσία 1999, επιστολή Ι. Τσαγγαρίδη, σ. 349. 19 Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, αρχείο Ι.Μ. Σερβίων και Κοζάνης. Αρχιερατεία Φωτίου 1910-1923, ΚΤ 111, υποφ. Ε, Ταξιαρχία Ιππικού, υποστράτηγος Α Σούτσος προς Γενικό Στρατηγείο, Κοζάνη 12/25 Οκτωβρίου 1912.
433
Η υποχώρηση της 5ης Μεραρχίας είχε αποτέλεσμα, όπως αναφέρθηκε, να ανακαταλάβουν μουσουλμάνοι άτακτοι, ντόπιοι κάτοικοι και οθωμανικός στρατός περιοχές της Καστοριάς, του Βοΐου, των Γρεβενών και της Πτολεμαΐδας. Η ανακατάληψη συνοδεύτηκε από λεηλασίες, εμπρησμούς χριστιανικών χωριών και φόνους των χριστιανών κατοίκων. Για την περιοχή των Γρεβενών-Βοΐου όπου δρούσε το σώμα του Μπεκήρ Αγά ο διοικητικός επίτροπος Κοζάνης υπολόγιζε ότι 17 χριστιανικά χωριά ή συνοικισμοί υπέστησαν ζημιές και 58 χριστιανοί κάτοικοι φονεύτηκαν από τον οθωμανικό στρατό και τους ντόπιους μουσουλμάνους 20. Ανάλογη ήταν η τύχη χριστιανικών χωριών και συνοικισμών στην περιοχή της Καστοριάς και της Φλώρινας 21. Γρήγορα όμως οι ρόλοι αντιστράφηκαν και οι ντόπιοι χριστιανοί συνεπικουρούμενοι από αντάρτες και στρατιώτες πλήρωσαν με το ίδιο νόμισμα τα μουσουλμανικά χωριά ή τις μουσουλμανικές συνοικίες των μικτών χωριών. Στο Βόιο τα χωριά των Βαλαάδων Βρογγίστα (Καλονέρι) και Γιάγκοβα (Μεσοπόταμος) που βοήθησαν τον οθωμανικό στρατό στη μάχη της Σιάτιστας πυρπολήθηκαν και λεηλατήθηκαν από τους χριστιανούς 22. Στην περιοχή της Πτολεμαϊδας ιδιαίτερα οι χριστιανοί της Βλάστης επιδόθηκαν σε εκτεταμένες λεηλασίες των μουσουλμανικών χωριών της πεδιάδας 23. Ο Βλατσιώτης Μιχάλης Καλινδέρης θυμόταν: «Στο μεταξύ και όσο τα νέα έφθαναν πιο ευχάριστα αι ελπίδες ανεπτερούντο, τα πνεύματα μεγάλων και μικρών εξήπτοντο, ώστε και οι μικροί την ηλικίαν ακόμη να αναζητούν όπλον, μάχαιραν ή άλλο τι φονικόν μέσον, οι 20
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 14, υποφ. 8, ανώτερος διοικητικός επίτροπος Κοζάνης προς ΚεντρικήΥπηρεσία, Κοζάνη 1/14 Φεβρουαρίου1913, αρ. τηλ. 224. Βλ. και πίνακα Ι στο παράρτημα του κεφαλαίου όπου αναλυτικά τα πυρπολημένα σπίτια και τα θύματα ανά χωριό. 21 Όπως τα χωριά: Βογατσικό, Κλεισούρα, Μαύροβο (Μαυροχώρι), Γιανοβαίνη (Γιαννοχώριο), Σλίμιστα (Μηλίτσα), Πίσιανι (Αμμουδάρα), Σδράλτσι (Αμπελόκηπος), Δουπιάκι (Δισπηλιό), Σκράπαρι (Ασπρονέρι), Κερπένι, Ασπροκκλησιά, Τιχόλιστα (Τειχειό), Καλλίβιστα (Καλή Βρύση), Μόκραινα (Βαρικό), Δίβλα (Κρυονέρι), Μακρόβιανη (Μακροχώρι), Νεγκοβάνη (Φλάμπουρο), Κάτω Κότορι (Υδρούσα) και Εξισού (Ξυνό Νερό). ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 14, υποφ. 8, διοικητικός επίτροπος Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 4/17 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 6. Στον ίδιο φάκελο, πίνακες με κατεστραμμένα και λεηλατημένα χωριά Μακεδονίας και Ηπείρου. Για τις βιαιοπραγίες εις βάρος των χριστιανών της Δυτικής Μακεδονίας από τους μουσουλμάνους βλ. επίσης Γ. Τζημόπουλος, ό.π., σσ. 26, 57-58, 63, 82, 86, 88-91, 94-98˙ Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ημερολόγιον πολέμου 1912-1913 εν Μακεδονία και Ηπείρω, επιμ. Γ. Βέλκος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 61-67. 22 Γ. Δικώνυμος-Μακρής, ό.π., σ. 67˙ Γ. Μόδη, Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 238˙ Γ. Τζημόπουλος, ό.π., σ. 122. Βλ. και μαρτυρίες μουσουλμάνων ανταλλαξίμων από τα δύο αυτά χωριά Iskender Özsoy, Iki vatan yorgunlari. Mübadele Acısını Yaşayanlar Anlatıyor, Άγκυρα 2007³, σσ. 130-134. 23 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Τσόντου-Βάρδα, φ. 4, Επιτροπή Βλάστης προς κ. Γ. Τσόντον λοχαγό πυροβολικού, Βλάστη 24 Δεκεμβρίου 1912/6 Ιανουαρίου 1913 όπου αναφέρεται σε προηγούμενη επιστολή του Τσόντου στην οποία κατηγορούσε τους κατοίκους της Βλάστης ότι εκτράπηκαν σε λεηλασίες μουσουλμανικών χωριών. Βλ επίσης Γ. Μόδης, Αναμνήσεις, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 162.
434
φτωχότεροι. Ζωηρότεροι και περισσότερον άφοβοι άρχίζαν τας πρώτας εξορμήσεις των εις τα πλησιέστερα του κάμπου Τουρκοχώρια δια πλιάτσικο (...)Κατά δε προς τα ριζά ιδίως των βουνών χωριά το λαφυραγώγημα, μετά φόνων, εννοείται και ασχημιών, συνετελείτο νυχθημερόν μέγα» 24. Ο ελληνικός στρατός από την άλλη εκδικήθηκε για την ήττα της 5ης Μεραρχίας και πυρπόλησε τα μουσουλμανικά χωριά βόρεια της Κοζάνης 25. Χριστιανοί της Κλεισούρας, εκδικούμενοι για την καταστροφή του χωριού τους, λεηλάτησαν το μουσουλμανικό χωριό Λύγγας (Μηλοχώρι) και απήγαγαν τρεις μουσουλμάνες 26. Ενώ ο συνταγματάρχης Στέφανος Γεννάδης στην προσπάθειά του να αφοπλίσει τα μουσουλμανικά χωριά γύρω από την Κοζάνη σημείωνε ότι συναντούσε δυσκολίες, εφόσον τα όπλα ήταν απαραίτητα στους μουσουλμάνους για να αποτρέψουν τις λεηλασίες από τους χριστιανούς χωρικούς 27. Οι ελληνικές αρχές συγκέντρωναν αναλυτικά στοιχεία για την καταστροφή των μουσουλμανικών χωριών και το φόνο μουσουλμάνων κατοίκων τόσο από τον ελληνικό στρατό όσο και από τους ντόπιους χριστιανούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού επιτρόπου Κοζάνης Γεώργιου Χωματιανού στις επαρχίες Κοζάνης, Ανασέλιτσας, Γρεβενών και Ελασσόνας καταστράφηκαν 1.716 μουσουλμανικές οικίες και εξ ολοκλήρου έξι μουσουλμανικά χωριά, ενώ σκοτώθηκαν 231 μουσουλμάνοι κάτοικοι 28. Τα μουσουλμανικά χωριά στην επαρχία Καϊλαρίων υπέστησαν ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές από τον ελληνικό στρατό και τους ντόπιους χριστιανούς, πατριαρχικούς και εξαρχικούς. Πυρπολήθηκαν 1.813 μουσουλμανικές οικίες και σκοτώθηκαν 272 μουσουλμάνοι κάτοικοι. Ο διοικητικός επίτροπος Φλώρινας Νικόλαος Μαυρουδής που απέστειλε τα παραπάνω στοιχεία στο υπουργείο Εξωτερικών, ανέφερε επίσης ότι όλα τα τεμένη των χωριών που 24
Εφημ. Επαρχιακή Φωνή Πτολεμαΐς, 23 Οκτωβρίου 1966, «Απελευθέρωσις Εορδαίας. Τι θυμάται ο Βλατσιώτης Μιχ. Α. Καλλινδέρης». 25 Γ. Μόδης, Αναμνήσεις, σ. 160. Επίσης, Ενθύμιον του Τουρκοβαλκανικού και Ελληνοσερβοβουλγαρικού πολέμου 1912-1913. Ημερολόγιον και βίος του Γεωργίου Εμμ. Μαρκούλη κατά την εκστρατείαν του 19121913, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 26: «Εβαδίζαμεν με βήμα ανοικτό διά να προκάμουμεν την κεφαλήν, η οποία εβάδιζεν εις όλα τα χωριά και έβαζεν φωτιά». Τ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 38-40. 26 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 75, έπαρχος Καϊλαρίων προς νομάρχη Κοζάνης, Καϊλάρια 13/26 Μαρτίου 1914, αρ. πρ. 497. 27 ΔΙΣ, φ. 1658 Βαλκανικοί Πόλεμοι, υποστράτηγος Γεννάδης Στέφανος διοικητής Μεραρχίας προς Δ΄ Σώμα Στρατού Καβάλα. «Έκθεσις δράσεως ανεξάρτητου αποσπάσματος και 5η Μεραρχίας κατά την διάρκειαν των προς την Τουρκίαν και Βουλγαρίαν πολέμων», Δράμα 26 Ιουλίου/8 Αυγούστου 1914, αρ. εμπ. πρ. 810. 28 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 14, υποφ. 8, ανώτερος διοικητικός επίτροπος Κοζάνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 1/14 Φεβρουαρίου 1913, αρ. τηλ. 224. Βλ. και πίνακα ΙΙ στο παράρτημα του κεφαλαίου όπου αναλυτικά ο αριθμός κατεστραμμένων οικιών και θυμάτων ανά μουσουλμανικό χωριό.
435
υπέστησαν ζημιές, με εξαίρεση του χωριού Λύγγα, πυρπολήθηκαν από τον ελληνικό στρατό, οι οικίες που κάηκαν, αλλά και αυτές που διασώθηκαν λεηλατήθηκαν εξ ολοκλήρου, ενώ μεγάλη λεηλασία έγινε και στα μη πυρποληθέντα χωριά 29. Ο ίδιος Έλληνας διοικητικός υπάλληλος παρείχε πληροφορίες και για τις καταστροφές στα μουσουλμανικά χωριά της επαρχίας Φλώρινας, σύμφωνα με τις οποίες πυρπολήθηκαν 958 οικίες, 13 μουσουλμανικά χωριά καταστράφηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου, ενώ σκοτώθηκαν 184 μουσουλμάνοι κάτοικοι 30. Ο Μαυρουδής διευκρίνιζε, επίσης, ότι οι καταστροφές και οι φόνοι έγιναν από τα γειτονικά βουλγαρικά χωριά, εκτός από το Ζέλενιτς (Σκλήθρο) τα σπίτια του οποίου πυρπολήθηκαν από τον ελληνικό στρατό, ενώ στις λεηλασίες των μουσουλμανικών χωριών συμμετείχαν και «ημέτεροι χωρικοί». Οι καταστροφές, οι λεηλασίες των μουσουλμανικών χωριών και οι φόνοι μουσουλμάνων συνεχίστηκαν με τους ίδιους πρωταγωνιστές και στην περιοχή ΒίγλιτσαςΚορυτσάς. Ο στρατιώτης Αθανάσιος Βελισσάριος γράφει στο ημερολόγιό του: «Παραμονή Συν/τός μας ίδιον χωρίον (Πλιάσσα). Σήμερον αντελήφθην όλην την αγριότητα του πολέμου. Χανούμισες και παιδιά έκλαιγαν. Κάτοικοι ετυφεκίζοντο ωσάν να ήσαν τρυγώνια. Τα σπήτια απ’ άκρου εις άκρον εκαίγοντο. Φρίκη φρίκη!» 31. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών λαμβάνοντας πληροφορίες για λεηλασίες και εμπρησμούς τουρκοαλβανικών χωριών από τον ελληνικό στρατό ζητούσε από το διάδοχο και αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο να δοθούν αυστηρές διαταγές στους αρχηγούς των στρατιωτικών σωμάτων προς αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και να τιμωρηθούν οι ένοχοι στρατιώτες παραδειγματικά 32. Σύμφωνα με το διοικητικό επίτροπο Φλώρινας,
29
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, διοικητικός επίτροπος Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 31 Δεκεμβρίου1912/13 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 739. Βλ. και πίνακα ΙΙΙ στο παράρτημα του κεφαλαίου όπου αναλυτικά ο αριθμός των κατεστραμμένων οικιών και των θυμάτων ανά μουσουλμανικό χωριό. 30 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 14, υποφ. 8, διοικητικός επίτροπος Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 2/15 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 8. Βλ. και πίνακα IV στο παράρτημα του κεφαλαίου όπου αναλυτικά ο αριθμός των κατεστραμμένων οικιών και των θυμάτων ανά μουσουλμανικό χωριό. 31 Λύντια Τρίχα, ό.π., σσ. 63-64. 32 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, Κεντρική Υπηρεσία προς Α.Β.Υ. Διάδοχο Κωνσταντίνο, Αθήνα 11/24 Δεκεμβρίου 1912. αρ. εμπ. πρ. 36665. Ο Βρετανός πρόξενος στο Μοναστήρι ανέφερε ότι γίνονταν βιαιοπραγίες από Έλληνες ατάκτους στην περιοχή του Δέβολ και στην περιοχή ανάμεσα στην Κορυτσά και στη Βίγλιτσα, βλ. F.O., 294/51, υποπροξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Μοναστήρι 23 Ιανουαρίου 1913, στο B. Destani (επιμ.), ό.π., αρ. εγγράφου 53, σσ. 284-290.
436
στην επαρχία Βίγλιτσας 802 μουσουλμανικά σπίτια καταστράφηκαν και 14 μουσουλμάνοι κάτοικοι σκοτώθηκαν 33. Ο Βρετανός υποπρόξενος στο Μοναστήρι υπολόγιζε ότι το 80% των μουσουλμανικών χωριών και των μουσουλμανικών συνοικιών σε μικτά χωριά στους καζάδες
Μοναστηρίου,
Κίρτσεβο,
Φλώρινας,
Σερβίων,
Καϊλαρίων,
Κοζάνης,
Ελασσόνας, Γρεβενών, Ανασέλιτσας και Καστοριάς είχε λεηλατηθεί και μερικώς ή εξ ολοκλήρου καταστραφεί. Υπεύθυνοι για την λεηλασία και την καταστροφή κατά το Βρετανό διπλωμάτη ήταν τα σώματα ατάκτων και οι χριστιανοί των γειτονικών χωριών 34. Ο μουσουλμάνος Μουχιττίν Γιαβούζ (Muhittin Yavuz) από το Βρασνό (Ανάβρυτα) Γρεβενών περιγράφει πολύ εύγλωττα την κατάσταση στη Δυτική Μακεδονία την περίοδο από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι την εγκατάσταση των ελληνικών αρχών: «Στο διάστημα που άλλαζε η διοίκηση, για δεκαπέντε μέρες, γινόταν χαμός και σκοτωμός, ο ένας χτυπούσε και σκότωνε τον άλλο. Ο μουσουλμάνος τον γκιαούρη κι ο γκιαούρης το μουσουλμάνο. Ούτε κυβέρνηση υπήρχε ούτε κανείς να ζητήσει λογαριασμό» 35. Οι πρώτες αναφορές των αστυνομικών αρχών της Δυτικής Μακεδονίας απεικόνιζαν το κλίμα αναρχίας που επικρατούσε στην ύπαιθρο και τις προσπάθειες να αποκατασταθεί η τάξη 36. Στα Καϊλάρια, για παράδειγμα, ο οπλαρχηγός Φλώρος σκότωσε εννιά μουσουλμάνους, ωστόσο σιγά σιγά οι ελληνικές και οι βουλγαρικές συμμορίες στην περιοχή διαλύθηκαν, ενώ οι ντόπιοι Έλληνες και Βούλγαροι «αντιληφθέντες την επιβολήν της Αστυνομίας» εγκατέλειψαν την πρόθεσή τους να εκδικηθούν τους μουσουλμάνους γείτονές τους. Στην επαρχία Ανασέλιτσας οι οπλαρχηγοί που λυμαίνονταν την περιοχή λεηλάτησαν το χωριό Διόζακο πυρπόλησαν μια οικία και σκότωσαν τέσσερις μουσουλμάνους και δύο μουσουλμάνες, ενώ παρόμοια γεγονότα έγιναν και αλλού. Οι αστυνομικές αρχές της περιοχής εκτός από την καταδίωξη των οπλαρχηγών ανέλαβαν και την αναζήτηση και επιστροφή των αρπαγέντων από τα μουσουλμανικά χωριά. Στη Φλώρινα η δολοφονία ενός χότζα δημιούργησε προσωρινή 33
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, διοικητικός επίτροπος Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 29 Δεκεμβρίου1912/11 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 727. 34 F.O. 371/1782, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Κωνσταντινούπολη 22 Φεβρουαρίου 1913 όπου συνημμένη έκθεση του υποπρόξενου Μοναστηρίου, B. Destani (επιμ), ό.π., αρ. εγγράφου 76, σσ. 348-351. 35 Κεμάλ Γιαλτσίν, Μια προίκα αμανάτι. Οι άνθρωποι της Ανταλλαγής, Αθήνα 2000, σ. 259. 36 ΔΙΣ, φ. 1633 Βαλκανικοί Πόλεμοι, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης, όπου συνημμένες διάφορες αναφορές αστυνομικών αρχών της Μακεδονίας.
437
αναστάτωση στους μουσουλμάνους, ωστόσο σύμφωνα με τον διοικητικό επίτροπο Μαυρουδή η δημόσια ασφάλεια στην πόλη «συγκρατείται» σε σχέση με τις λεηλασίες καταστημάτων από τους ντόπιους και τους κατοίκους των γειτονικών χωριών τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης 37. Με την πάροδο του χρόνου, την εγκατάσταση των ελληνικών αρχών, την καταδίωξη σωμάτων ανταρτών που είχαν μετατραπεί σε ληστές 38 και την αμνηστία για τα πολιτικά εγκλήματα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων που προέβλεπε η Σύμβαση των Αθηνών 39, η δημόσια τάξη αποκαταστάθηκε και οι σχέσεις ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους ως ένα βαθμό ομαλοποιήθηκαν. Ανάλογα γεγονότα, σε μικρότερη όμως έκταση σε σχέση με τη Δυτική Μακεδονία, διαδραματίστηκαν και στις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας που απελευθέρωσε ο ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Στα Γιαννιτσά αμέσως μετά την ομώνυμη μάχη, ο Φίλιππος Δραγούμης περιγράφει τη μουσουλμανική συνοικία που καιγόταν, τα ρημαγμένα σπίτια και μαγαζιά και «σε μια μικρή πλατεία μερικές τουρκάλες με παιδιά κάθονταν και έκλαιγαν και προσπαθούσαν μερικοί χωροφύλακες δικοί μας να περιμαζέψουν τα έπιπλά τους για να τα προφυλάξουν από την αρπαγή» 40. Στην περιοχή της Νάουσας και της Κατερίνης οι αστυνομικές αρχές έκαναν αναφορές για λεηλασία μουσουλμανικών περιουσιών από ντόπιους και σώματα ατάκτων
37
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 1, διοικητικός επίτροπος Φλώρινας προς Κεντρική Υπηρεσία, Φλώρινα 27 Δεκεμβρίου 1912/9 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 61. 38 Για παράδειγμα, ο καπετάν Στέφος συνελήφθη κατηγορούμενος για ληστείες και φόνους που διέπραξε κατά τη διάρκεια του πολέμου, βλ. Γ. Μόδης, Μακεδονικός Αγών, σ. 238. Ο οπλαρχηγός Μαυρομάτης καταδιώχθηκε από τις αστυνομικές αρχές, βλ. ΓΑΚ, αρχείο Τσόντου Βάρδα, φ. 4, ο οπλαρχηγός Παπασπύρου Μαυρομάτης προς Τσόντο Βάρδα, Δάρδα 12/25 Δεκεμβρίου 1912 όπου χαρακτήριζε τις καταγγελίες ψευδείς και τις απέδιδε στο γεγονός ότι δεν επέτρεπε στους χωρικούς να λεηλατήσουν τα μουσουλμανικά χωριά. Στον ίδιο φάκελο, Επιτροπή Δάρδας προς Τσόντο Βάρδα, Βολιγζράτι 15/28 Δεκεμβρίου 1912 όπου αναφέρεται στις βιαιοπραγίες του σώματος Μαυρομάτη. 39 Η χορήγηση αμνηστίας συνέπεια του άρθρου 3 της Σύμβασης των Αθηνών είχε αποτέλεσμα να μην καταδικαστούν δέκα μουσουλμάνοι που κατηγορούνταν για σφαγές χριστιανών στο Τσούρχλι Γρεβενών, βλ. εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 12/25 Απριλίου 1915 και 1/14 Ιουλίου 1915. Για τη σφαγή των χριστιανών στα Σέρβια 18 μουσουλμάνοι καταδικάστηκαν από το στρατοδικείο Θεσσαλονίκης σε θάνατο. Το υπουργείο Εξωτερικών ζητούσε την αναβολή της δίκης για να ενταχθούν οι κατηγορούμενοι στους όρους αμνηστίας της Σύμβασης των Αθηνών, η δίκη όμως είχε αρχίσει πριν από την υπογραφή της σύμβασης οπότε το υπουργείο προσανατολιζόταν στην απονομή βασιλικής χάριτος ώστε να αποτρέψει την εκτέλεση από τις οθωμανικές αρχές ομογενών που συνελήφθησαν στο Αδραμύττιο. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 36, υποφ. 5, Κεντρική Υπηρεσία προς υπουργείο Δικαιοσύνης, Αθήνα 27 Αυγούστου/ 9 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 23170. 40 Φ. Δραγούμης, ό.π., σ. 115. Ανάλογες περιγραφές για τη λεηλασία στα Γιαννιτσά βλ. Σ. Μελάς, ό.π., σ. 235 και Ιός της Κυριακής «Ήμασταν όλοι Ιρακινοί», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 26-27 Απριλίου 2003.
438
κατά τις πρώτες μέρες μετά την απελευθέρωση 41. Βέβαια λεηλασίες έγιναν και από την πλευρά του οθωμανικού στρατού και των ντόπιων μουσουλμάνων κατά την οπισθοχώρησή τους στη Θεσσαλονίκη 42. Στην πόλη της Θεσσαλονίκης κατά τις πρώτες μέρες μετά την κατάληψη και μέχρι την εγκατάσταση των αρχών, Έλληνες στρατιώτες και ντόπιοι λεηλάτησαν τις περιουσίες μουσουλμάνων και Εβραίων 43. Στην ύπαιθρο χώρα γύρω από τη Θεσσαλονίκη στο χωριό Γιαλατζίκ (Φίλυρο) Έλληνες στρατιώτες και χωρικοί λεηλάτησαν το χωριό και σκότωσαν μουσουλμάνους χωρικούς 44, ενώ στην Γιουβέσνα (Άσσηρος) της επαρχίας Λαγκαδά ντόπιοι χριστιανοί συγκέντρωσαν μουσουλμάνες στην αγορά και υπό την απειλή των όπλων τις ανάγκασαν να χορέψουν γυμνές 45. Στην περιοχή του Παγγαίου στο χωριό Ισιρλί (Πλατανότοπος) η άφιξη του σώματος του Δούκα έδωσε την ευκαιρία σε ντόπιους χριστιανούς να λεηλατήσουν και να σκοτώσουν δέκα μουσουλμάνους, ενώ σύμφωνα με τον Έλληνα υποπρόξενο στην Καβάλα το χωριό απειλήθηκε με ολοκληρωτική καταστροφή. Ανάλογες ενέργειες έγιναν και από άλλα ελληνικά άτακτα σώματα 46. Στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη που κατέλαβε ο βουλγαρικός στρατός, στο πλιάτσικο των μουσουλμανικών περιουσιών συμμετείχαν και ντόπιοι Έλληνες 47. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος πληροφορούσε το υπουργείο Εξωτερικών ότι στη Δράμα
41
ΔΙΣ, φ. 1633 Βαλκανικοί Πόλεμοι, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης, όπου συνημμένες διάφορες αναφορές αστυνομικών αρχών Μακεδονίας. 42 Όπως για παράδειγμα στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, βλ. Δ. Θ. Μπέλλου, Η απελευθέρωση της Αλεξάνδρειας και της περιοχής της το 1912 με βάση την προφορική παράδοση, Βέροια 1993, σ. 12. 43 R. Molho, “Popular Antisemitism and State Policy in Salonika during the City’s Annexation to Greece”, Jewish Social Studies, 50/3-4 (1988-1993), 256˙ J. McCarthy, ό.π., σ. 151˙ Ιός της Κυριακής, «Ήμασταν όλοι Ιρακινοί», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 26-27 Απριλίου 2003. Επίσης, ΔΙΣ, φ. 1633, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης, όπου πληροφορίες για λεηλασίες και βιαιοπραγίες στρατιωτών στη Θεσσαλονίκη και διαταγές για αυστηρή τιμωρία των ενόχων. 44 Carnegie Endowment for International Peace, ό.π., σ. 281. 45 A. Karakasidou, ό.π., σ. 152. 46 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 6, υποφ. 4, υποπροξενείο Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 3/26 Μαρτίου 1913, αρ. τηλ. 109. Βλ. επίσης Carnegie Endowment for International Peace, ό.π., σσ. 282-284 και Γ. Μόδη, Μακεδονικές Ιστορίες. Τα δύο στρατόπεδα, Αθήναι 1958, σσ. 129-130 μυθιστορηματική περιγραφή της απελευθέρωσης της περιοχής του Παγγαίου με αναφορές σε λεηλασίες εις βάρος μουσουλμάνων. 47 Για τις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων εις βάρος των μουσουλμάνων της Μακεδονίας και της Θράκης βλ. Carnegie Endowment for International Peace, ό.π., σσ. 59-63, 77-78, 268-271˙ J. McCarthy, ό.π., σσ. 140154˙ Λέων Τρότσκι, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, 1912-1913, Αθήνα 1993, σσ. 312-314, 339.
439
Έλληνες χωρικοί συνέδραμαν τους Βούλγαρους στη λεηλασία δύο μουσουλμανικών χωριών 48. Το ίδιο συνέβη στην Αλεξανδρούπολη και στην Αδριανούπολη 49. Ίδια εικόνα στην Ήπειρο, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη. Στην περιοχή της Ηπείρου η στασιμότητα των επιχειρήσεων από τον Οκτώβριο του 1912 έως τους πρώτους μήνες του 1913, μετέτρεψε τη σύγκρουση σε αναμέτρηση ατάκτων ελληνικών και τουρκαλβανικών ομάδων με τις συνηθισμένες βιαιοπραγίες που χαρακτήριζαν τη δράση ατάκτων ομάδων. Οι συγκρούσεις αυτές ήταν εντονότερες στην περιοχή της Τσαμουριάς, με τον ντόπιο μουσουλμανικό πληθυσμό να αντιστέκεται στην προέλαση του ελληνικού στρατού, γεγονός που έδωσε αφορμή για λεηλασίες χωριών από όλες τις πλευρές 50. Αρχικά τα χριστιανικά χωριά ήταν αυτά που υπέστησαν καταστροφές από τον οθωμανικό στρατό, τους ντόπιους μουσουλμάνους και τα σώματα Τουρκαλβανών ατάκτων 51. Όταν όμως η κυριαρχία των ελληνικών όπλων ήταν δεδομένη οι ρόλοι αντιστράφηκαν 52. Ο Φίλιππος Δραγούμης εισερχόμενος στην πόλη των Ιωαννίνων παρατηρούσε: «Σιχάθηκα γιατί είδα τη βιβλιοθήκη του τζαμιού στο Κάστρο λεηλατημένη άγρια με ξεσκισμένα τα βιβλία και πεταγμένα στο πάτωμα, κλεμμένα τα χαλιά. Θυμώνω γιατί το έκαναν δικοί μας» 53. Στην ύπαιθρο χώρα οι χριστιανοί κολίγοι βοηθούμενοι και
48
ΔΙΣ, φ. 1635, υποφ. Α, διάδοχος Κωνσταντίνος προς υπουργείο Εξωτερικών, 3/26 Ιανουαρίου 1913, αρ. 128. 49 J. McCarthy, ό.π., σ. 143, 147. 50 Γ. Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων στην Ελλάδα, Αθήνα 2005, σσ. 138-139 και Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος., σσ. 41-42. 51 Τα χριστιανικά χωριά που υπέστησαν καταστροφές και λεηλασίες σύμφωνα με πίνακες που αποστάλθηκαν στο υπουργείο των Εξωτερικών ήταν τα εξής: περιφέρεια Παραμυθιάς: Καρόπτι, Τσιφλίκι, Δενικό, Ελευθεροχώρι, Σελιάνη, Νεοχώρι, Λαμπανίτσα, Βαρονίκι, Πόποβο, Κάτω Ζάλογγο, Άνω Ζάλογγο, Βελανιδιά, Σαλονίκι, Τούβλα, Βαρμπόζι, Πετούσι, Βαράκι, Βελλιάνι. Περιφέρεια Ιωαννίνων: Αλεποχώρι, Βαρλάμι, Κοκλίσι, Ράζκιοι, Σκλήβανι, Λαγάτορα, Βαλτσώρα, Κρύφοβο, Κοπάνι, Μελίχοβο, Μούλες, Μουράτσι, Λαγγιότισσα, Λεσσιανά, Ευρυανά, Μπιζάνι, Μελιγκόνι, Βουδιβίστα, Μαζιά, Μπόρτζι, Ραβίνια, Κορυτιάνη, Λοζίτσι, Κοτόρτσι, Λίζενα, Συράκον, Δράμισο, Προσγόλι, Σταυράκι, Νεοχώρι, Θιριακίσι. Περιφέρεια Ζαγορίου: Δίβρα, Τσεκέλοβο, Γρεβενίκι, Σκαρνέλι, Λιασκοβίκι, Μακρινού, Τσαρνέσι, Φλαμπουριάρι. Περιφέρεια Φιλιππιάδος: Μουλιανά, Τσαγκαρόπουλο, Κλεισούρα, Ανώγι, Βουλιστά Παναγιά, Κουμτζάδες. Περιφέρεια Κονίτσης: μονή Βιλλάς και ιερατική σχολή. Περιφέρεια Κορυτσάς: Βίγλιστα και Κολιόσκα. Βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 14, υποφ. 8 όπου συνημμένοι οι σχετικοί πίνακες. 52 Τ. Κωστόπουλος, Πόλεμος, σσ. 41-42. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των βιαιοπραγιών που συνόδευαν τις επιχειρήσεις των προσκόπων (οι άτακτοι στη στρατιωτική ορολογία της εποχής) ήταν η απαίτηση των μουσουλμάνων της Πρέβεζας κατά τις διαπραγματεύσεις για την παράδοσή τους, να μην μπουν στην πόλη Κρήτες ή Ηπειρώτες αντάρτες. 53 Φ. Δραγούμης, ό.π., σ. 271.
440
από αντάρτες στράφηκαν εναντίον των μουσουλμάνων τσιφλικάδων επιθυμώντας να αλλάξουν το γαιοκτητικό καθεστώς προς όφελός τους 54. Στην Κρήτη, κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, την ευφορία για τις νίκες στα πολεμικά μέτωπα και για την ένωση της νήσου με την Ελλάδα συνόδευσαν λεηλασίες μουσουλμανικών καταστημάτων, προσπάθεια μετατροπής τζαμιών σε εκκλησίες, αλλά και φόνοι μουσουλμάνων, όπως αυτών στα περίχωρα της πόλης του Ηρακλείου 55. Στη Μυτιλήνη και στην περιοχή της Καλλονής οι στρατιωτικές αρχές διατάχθηκαν από το φρουραρχείο Μυτιλήνης να αποκαταστήσουν την τάξη «κατόπιν των διαπραχθέντων οργίων κατά των Οθωμανών», επιπλέον συστήθηκε στην τοπική Δημογεροντία να περιθάλψει τους άστεγους μουσουλμάνους, να ανοικοδομήσει τις οικίες τους και να επιστραφούν τα κλεμμένα είδη 56. Οι υπεύθυνοι πάντως αυτών των βιαιοπραγιών δικάστηκαν και τιμωρήθηκαν γεγονός που προκάλεσε τη δυσφορία του ομογενούς πληθυσμού, ενώ στα δικαστήρια οδηγήθηκαν και μουσουλμάνοι που συμμετείχαν σε λεηλασίες χριστιανικών χωριών 57. Ο διοικητικός επίτροπος Μυτιλήνης ανέφερε επιπλέον, ότι κατά τις πρώτες μέρες της κατάληψης, ιερείς και χριστιανοί κατέλαβαν κάποια τζαμιά που ήταν στο παρελθόν εκκλησίες, αλλά με διαταγή του οι καταλήψεις ανεστάλησαν 58. Ο μουφτής Μυτιλήνης, από την πλευρά του, απέδιδε τις λεηλασίες εις βάρος των μουσουλμανικών περιουσιών και τζαμιών αποκλειστικά στους χριστιανούς «συμπατριώτες» και όχι στους Έλληνες στρατιώτες 59. Μια ιδιαίτερη κατηγορία βιαιοτήτων εις βάρος των μουσουλμάνων την περίοδο αναρχίας και κενού εξουσίας που συνοδεύει κάθε πολεμική σύγκρουση σχετιζόταν με το 54
Βλ. κεφ. «Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 19121923». 55 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 94, υποφ. 3, Φαζήλ Τουτουντζηζαδέ προς Στ. Δραγούμη, Ηράκλειο 12/25 Ιανουαρίου1913 και ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Ηρακλείου Σαλής Καϊλατζάκης προς γενικό διοικητή Κρήτης, Ηράκλειο 5/28 Μαΐου1913, αρ. πρ. 5. Επίσης, Ν. Ανδριώτης,«Τα τελευταία χρόνια παραμονής των μουσουλμάνων στην Κρήτη και η αναχώρησή τους για την Τουρκία», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σ. 212 και υποσ. 21. 56 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 5, ο διοικητής του ναυτικού αγήματος και φρούραρχος Μυτιλήνης προς τον σημαιοφόρο Κωνσταντίνου, Μυτιλήνη 29 Δεκεμβρίου 1912/11 Ιανουρίου 1913. 57 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 31, υποφ. 7, νομαρχία Λέσβου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 1/14 Απριλίου 1913, αρ. πρ. 1208. 58 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 102, υποφ. 5, διοικητικός επίτροπος Μυτιλήνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 10/23 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 153. 59 Εφημ. Εμπρος, 15/28 Ιανουαρίου 1913. Για τη δράση ατάκτων στη Λέσβο βλ. και Bruce Clark, Twice a stranger. How mass expulsion forged modern Greece and Turkey, Λονδίνο 2006, σ. 38, όπου προφορική μαρτυρία μουσουλμάνου από το Σκαλοχώρι.
441
γαιοκτητικό καθεστώς και τις σχέσεις τσιφλικάδων και καλλιεργητών. Οι κολίγοι βρήκαν την ευκαιρία να αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις τους στον τσιφλικά και να οικειοποιηθούν στην ουσία τις κτηματικές περιουσίες μη αναγνωρίζοντας το προηγούμενο καθεστώς γης, επιδιώκοντας εκτός από την εθνική και την κοινωνική απελευθέρωση. Βέβαια η επιχειρούμενη απελευθέρωση των κολίγων συνοδευόταν από λεηλασίες περιουσιών και φόνους τσιφλικάδων. Ο Βρετανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη ανέφερε χαρακτηριστικά ότι τους συμμαχικούς βαλκανικούς στρατούς ακολούθησε σχεδόν παντού ένα είδος αγροτών επαναστατών, που αφού λεηλάτησαν άγρια τις περιουσίες των τσιφλικάδων διαμοίρασαν την κτηματική περιουσία και όταν εκπρόσωποι του μεγαλογαιοκτήμονα αποστέλλονταν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα επί του τσιφλικιού, δολοφονούνταν ή απειλούνταν και εκδιώκονταν 60. Έτσι, στην περιοχή του Κιλκίς καθώς πλησίαζε ο βουλγαρικός στρατός χριστιανοί κολίγοι δολοφόνησαν μουσουλμάνους τσιφλικάδες, ενώ την ίδια τύχη είχαν και όσοι κάποιους μήνες αργότερα επέστρεψαν για να διεκδικήσουν τα τσιφλίκιά τους 61. Στα Βοδενά, σύμφωνα με την οθωμανική πρεσβεία των Αθηνών, δύο μουσουλμανικά τσιφλίκια λεηλατήθηκαν από τους κολίγους κατά την κατάληψη της περιοχής από τον ελληνικό στρατό και έκτοτε δεν αναγνωρίστηκε κανένα δικαίωμα στους τσιφλικάδες 62. Στην Ήπειρο ανάλογα περιστατικά ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα, αναγκάζοντας το υπουργείο Εξωτερικών να ζητήσει ήδη από το Δεκέμβριο του 1912 τη λήψη μέτρων για την προστασία της ιδιοκτησίας στις διοικήσεις Λούρου και Φιλιππιάδος 63. Ο διοικητής της Χίου, από την άλλη, σημείωνε την αναγκαιότητα της άμεσης λειτουργίας στρατοδικείων μέχρι την εγκατάσταση τακτικών δικαστών εξαιτίας των προσπαθειών των ντόπιων να καταλάβουν μουσουλμανικές ιδιοκτησίες 64. Στην Κρήτη πάλι ο μοίραρχος Ηρακλείου φοβόταν ότι
60
F.O. 289/569, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 29 Απριλίου 1913 όπου συνημμένο υπόμνημα μοσουλμάνων και εβραίων γαιοκτημόνων Μακεδονίας προς το Βρετανό πρόξενο Θεσσαλονίκης, B. Destani (επιμ.), ό.π., τ. 2, αρ. εγγράφου 87, σσ. 391-394 61 M. Mazower, ό.π., σ. 335. 62 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 9/22 Ιουνίου 1914 όπου συνημμένη λίστα της οθωμανικής πρεσβείας με παράπονα των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών την περίοδο 25 Απριλίου με 15 Μαΐου 1914. 63 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1912, φ. 103, υποφ. 4, διοικητικός επίτροπος Πρέβεζας προς Κεντρική Υπηρεσία, Πρέβεζα 10/23 Δεκεμβρίου 1912, αρ. τηλ. 273. 64 ΙΑΥΕ, Κ.Υ, 1913, φ. 25, υποφ 8, διοικητής Χίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Χίος 17/30 Ιανουαρίου 1913, αρ. τηλ. 339.
442
χριστιανοί που εποφθαλμιούσαν τις μουσουλμανικές ιδιοκτησίες θα προκαλούσαν έκτροπα εις βάρος των μουσουλμάνων για να πετύχουν το σκοπό τους 65. Στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο οι ρόλοι του θύτη και του θύματος αλλάζουν. Οι βιαιοπραγίες και οι λεηλασίες είχαν στόχο το βουλγαρικό πληθυσμό 66, σε αυτές συμμετείχε και ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ανατολικής Μακεδονίας εκδικούμενος τα όσα είχε υποστεί από Βούλγαρους κομιτατζήδες, τακτικό στρατό και ντόπιους βουλγαρόφωνους λίγους μήνες νωρίτερα. Στη συνεργασία μουσουλμάνων και Ελλήνων στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στην οποία θα γίνει αναφορά παρακάτω, κατά του κοινού βουλγαρικού εχθρού υπήρξε μια σημαντική εξαίρεση, η σφαγή του ελληνικού πληθυσμού του Δοξάτου από τους μουσουλμάνους της κωμόπολης και των γύρω χωριών 67. Ωστόσο, δεν ήταν το τυφλό θρησκευτικό μίσος που οδήγησε στη σφαγή, οι αφορμές είχαν δοθεί από τον ελληνικό πληθυσμό την περίοδο της κατάληψης της περιοχής από το βουλγαρικό στρατό. Ο Έλληνας υποπρόξενος στην Καβάλα ανέφερε ότι οι μουσουλμάνοι της Ανατολικής Μακεδονίας διακατέχονταν από φιλελληνικά αισθήματα, εκτός από αυτούς του Δοξάτου εξαιτίας της μετατροπής ενός τζαμιού σε εκκλησία και των ζωοκλοπών στις οποίες προέβη ο χριστιανικός πληθυσμός. Η ίδια πηγή ανέφερε ότι στο χωριό Εδιρνετζίκ (Αδριανή Δράμας) δολοφονήθηκαν δύο μουσουλμάνοι και βασανίστηκε μέχρι θανάτου η κόρη του ιμάμη από Έλληνες με επικεφαλής τον Έλληνα δήμαρχο του Εδιρνετζίκ και προκρίτους του Δοξάτου οι οποίοι εκβίαζαν τους μουσουλμάνους του χωριού για να τους δώσουν χρήματα 68. Τα κίνητρα και οι αιτίες των παραπάνω βιαιοπραγιών διαφοροποιούνταν ανάλογα με την περίπτωση και σίγουρα δεν ήταν μονοδιάστατα. Για τους συντάκτες της έκθεσης Carnegie το φυλετικό μίσος και ο εθνικισμός μετέτρεψαν τους Βαλκανικούς Πολέμους σε σύγκρουση εθνών με βασικά χαρακτηριστικά την εξόντωση, τη μετανάστευση και την
65
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 94, υποφ. 3, Μοιραρχία Ηρακλείου προς τον αρχηγό χωροφυλακής στα Χανιά, Ηράκλειο 1/14 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 9. 66 Carnegie Endowment for International Peace, ό.π.,σσ. 78-83, 305-312, 322-324 και Τ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 47-59. 67 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 118, πρόταση του εισαγγελέα εφετών του κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης στη δίκη των 217 μουσουλμάνων οι οποίοι κατηγορούνταν για τα γεγονότα του Δοξάτου στις 30 Ιουνίου του 1913. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 36, υποφ. 5, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 15/28 Ιουλίου 1913, αρ. τηλ. 1381 όπου συνημμένη έκθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής για την καταστροφή του Δοξάτου. 68 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 9, υποφ. 5, υποπροξενείο Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 14/27 Ιανουαρίου 1913, αρ. πρ. 51 και 8/21 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 99.
443
αφομοίωση 69. Ο Toynbee, από την πλευρά του, σημείωνε ότι η εισαγωγή στις κοινωνίες της Εγγύς Ανατολής της δυτικής αρχής των εθνοτήτων είχε ολέθρια αποτελέσματα για τη συμβίωση των σύνοικων στοιχείων: «Τέτοιες σφαγές (στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία) αποτελούν την ακραία μορφή ενός εθνικού αγώνος, μεταξύ αμοιβαίως απαραιτήτων γειτόνων, έχοντας προκληθεί από τη θανατηφόρα αυτή δυτική αρχή, οι οποίες συνεχίζονται αδιάκοπα και με άλλα ολέθρια μέσα όπως απαλλοτριώσεις, εκδιώξεις, εχθρικές παρεμβάσεις στην παιδεία, τη θρησκευτική λατρεία και τη χρήση της μητρικής γλώσσας, και τη μη απόδοση δικαιοσύνης στα δικαστήρια» 70. Σαφέστατα ο επιθετικός εθνικισμός και η προσπάθεια αναζήτησης βάσεων για τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους από τα βαλκανικά κράτη δικαιολογούσε τις βιαιοπραγίες κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων. Όμως τις βιαιότητες εις βάρος των μουσουλμάνων δεν προκάλεσε μόνο ο υπέρμετρος εθνικισμός του χριστιανικού στοιχείου. Αν εξαιρεθεί η μορφωμένη αστική τάξη, ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού και ιδιαίτερα της υπαίθρου σίγουρα δεν κατανοούσε τις έννοιες του έθνους, της εθνικής συνείδησης και του εθνικού κράτους. Στις Νέες Χώρες κυριαρχούσε ακόμα η διάκριση με βάση το οθωμανικό σύστημα των μιλλέτ και ο αυτοπροσδιορισμός των πληθυσμών πέρα από την αναφορά της θρησκείας διαφοροποιούνταν από την πίεση της προπαγάνδας και την απειλή των όπλων 71. Το αίσθημα εκδίκησης για τα δεινά που συσσώρευσε η οθωμανική κυριαρχία από το απώτατο παρελθόν, που γινόταν πιο συγκεκριμένο όταν αφορούσε γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα ή για την περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας του Βαλκανικού Πολέμου, λειτούργησε ως ένα επιπλέον κίνητρο για τις βιαιοπραγίες στα μουσουλμανικά χωριά και συνοικίες. Ο Γεώργιος Μόδης μόλις ανέλαβε διοικητικός επίτροπος στην επαρχία Καϊλαρίων παρατηρούσε: «Είχαν σταματήσει οι εμπρησμοί και οι σκοτωμοί. Συνεχιζόταν όμως η διαρπαγή εις βάρος των Τούρκων. Οι ραγιάδες εννοούσαν να εκδικηθούν για τα μαρτύρια πέντε αιώνων σκλαβιάς. Παρατηρήθηκε τότε και το φαινόμενο να σμπρώχνουν γυναίκες τους συζύγους να βιάσουν Τουρκάλες» 72. Στη Χίο ο Έλληνας 69
Carnegie Endowment for International Peace, ό.π., σ. 71, 148. A. Toynbee, Το δυτικό ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια μελέτη επαφής πολιτισμών, μτφρ. Π. Πάρτσος, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 49. 71 L. Farrar, “Aggression versus apathy: The limits of nationalism during the Balkan Wars, 1912-1913”, Eastern European Quarterly, XXXVII/3 (2003), 258-262. Επίσης, Ε. Σκοπετέα, «Βαλκανικές εθνικές συνειδήσεις στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων», Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων 1910-1914, Αθήνα 1993, σσ. 233-242. 72 Γ. Μόδης, Αναμνήσεις, σ. 161. 70
444
διοικητής απέδιδε την καταστροφή από ντόπιους χριστιανούς των βιβλίων διαχείρισης των βακουφιών που βρίσκονταν στο ιεροδικείο: «ουτωσί θελησάντων να εξωτερικεύσουν τον υπερκχειλίσαντα πατριωτισμόν των και το χείριστον, ουδέν εν τω τοιούτω έργω των απαντησάντων κώλυμα» 73. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και το αμέσως επόμενο διάστημα έδωσαν την ευκαρία να κανονιστούν «λογαριασμοί» με τους μουσουλμάνους που εκκρεμούσαν από το πρόσφατο παρελθόν. Η στάση των μουσουλμάνων στο Μακεδονικό Αγώνα καθόριζε και την ένταση των βιαιοπραγιών, αλλά και την ταυτότητα του επιτιθέμενου. Έτσι, Έλληνες αντάρτες προστάτευσαν μουσουλμάνους του Ζέλενιτς (Σκλήθρο) από Βούλγαρους κομιτατζήδες οι οποίοι είχαν την πρόθεση να τους εκδικηθούν για τη συνεργασία με την ελληνική πλευρά στο Μακεδονικό Αγώνα 74, ενώ και οι μουσουλμάνοι στο Τόχοβο (Τρίλοφος) της Υποδιοίκησης Κατερινής που βοήθησαν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα την ίδια περίοδο θα είχαν καλύτερη τύχη από όσους έπραξαν το αντίθετο 75. Μεγαλύτερο ρόλο στις βιαιοπραγίες που διαπράχθηκαν από το ντόπιο χριστιανικό στοιχείο εις βάρος των μουσουλμάνων διαδραμάτισαν κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι. Οι κολίγοι και οι αγρότες που λεηλατούσαν τα τσιφλίκια και καταλάμβαναν τα κτήματα των πρώην αφεντικών τους επεδίωκαν περισσότερο μια κοινωνική απελευθέρωση παρά μια εθνική. Ο γενικός διοικητής Ηπείρου αναφερόμενος στην εξέγερση των κολίγων εναντίον των τσιφλικάδων επισήμανε ότι «κακώς την ελευθερίαν εκτιμήσαντες» 76, προφανώς για τους καλλιεργητές των τσιφλικιών η απελευθέρωση σήμαινε απόκτηση γης και αποδέσμευση από τις υποχρεώσεις στον τσιφλικά και όχι πραγμάτωση μιας εθνικής ολοκλήρωσης ή δημιουργίας ενός έθνους κράτους κάτι άλλωστε που δυσκολευόταν να το αντιληφθούν. Ο κοινωνικός χαρακτήρας που είχε η βίαιη συμπεριφορά των καλλιεργητών απέναντι στους τσιφλικάδες και την περιουσία τους
73
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 23, υποφ. 7, διοικητικός επίτροπος Χίου προς τη Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου, Χίος 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1913. 74 Γ. Δικώνυμος-Μακρής, ό.π., σ. 46. 75 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 13, υποδιοικητής Κατερίνης προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, Κατερίνη 12/25 Δεκεμβρίου 1914, «υπόμνημα για την εν γένει κατάσταση της υποδιοικήσεως». 76 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 100 (υπουργείο Εσωτερικών), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Ελ. Βενιζέλο, Ιωάννινα 4/17 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 1866.
445
διαφαίνεται επίσης από το γεγονός ότι θύματα αυτής της συμπεριφοράς δεν ήταν μόνο μουσουλμάνοι τσιφλικάδες, αλλά και χριστιανοί 77. Επιπλέον, σε συνθήκες αναρχίας και πολεμικών συγκρούσεων η συμπεριφορά των ανθρώπων μεταβάλλεται. Πρόκειται για συνθήκες που ευνοούν συμπεριφορές των ακρών που αναδεικνύουν τη χειρότερη ή την καλύτερη πλευρά του ανθρώπου. Στην πρώτη περίπτωση η γενικευμένη εξαχρείωση, ο παραλογισμός και η «ανορθολογική» βία δικαιολογούν τις εκατέρωθεν βιαιοπραγίες. Παράλληλα, η περίοδος μιας πολεμικής σύγκρουσης δίνει την ευκαιρία κυρίως στους νικητές για εύκολο πλουτισμό. Συνεπώς η λεηλασία των μουσουλμανικών περιουσιών από τους ντόπιους χριστιανούς πρέπει να ενταχθεί και σε αυτό το πλαίσιο. Οι λεηλασίες στην περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων δεν γίνονταν μόνο στο όνομα του κέρδους, αλλά μπορεί να αποδοθούν και σε αυτή την ιδιαίτερη ψυχολογία σε συνθήκες αναρχίας, γι’ αυτό και στις σχετικές περιγραφές διαπιστώνεται ότι η αρπαγή δεν είχε πολλές φορές ορθολογικά κριτήρια, αλλά διακρινόταν από «εκδηλώσες μιας ειδικής φρενίτιδος, ενός ιλίγγου της αρπαγής» 78. Απορρίπτοντας τόσο το μύθο του Διαφωτισμού που θέλει το λαό να είναι από τη φύση του καλός και για τις παρεκτροπές του να ευθύνονται τα κράτη, η εκκλησία, οι κυριάρχες τάξεις και ο ιμπεριαλισμός, όσο και τις μανιχαϊστικές αντιλήψεις των εθνικιστών που παρουσιάζουν τη δική μας πλευρά πάντα να έχει δίκιο και να είναι καλή ενώ την άλλη πλευρά πάντα να έχει άδικο και να είναι κακή, είναι σε ένα βαθμό δυνατόν να επισημανθούν τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τις βίαιες συμπεριφορές των απλών ανθρώπων μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιούργησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, αλλά και άλλες πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου 1912-1923 79. Την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι και τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής, εξακολουθούσε να υπάρχει ένταση στις σχέσεις ντόπιων μουσουλμάνων και χριστιανών, ένταση που ενίοτε οξυνόταν εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, όπως ο Παγκόσμιος ή ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, μετατρεπόταν σε 77
Σπ. Μελάς, ό.π., σσ. 48-49 όπου περιγράφει τη δολοφονία ενός Έλληνα τσιφλικά από τους Έλληνες κολίγους στο Μόκρο (Λιβαδερό) Κοζάνης. Και ο Βρετανός πρόξενος Θεσσαλονίκης επισήμανε ότι θύματα των αγροτών δεν ήταν μόνο μουσουλμάνοι μπέηδες, αλλά επιπλέον χριστιανοί, εβραίοι και ξένοι υπήκοοι, βλ. F.O. 289/569, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 29 Απριλίου 1913, B. Destani (επιμ.), ό.π., τ. 2, αρ. εγγράφου 87, σσ. 391-394. 78 Σπ. Μελάς, ό.π., σ. 127 αναφερόμενος στη λεηλασία της μουσουλμανικής συνοικίας των Σερβίων. 79 Halil Berktay, «Είναι περισσότερο δικό σου λάθος αγαπητέ αδερφέ», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 58-60.
446
σύγκρουση, ενώ σπανιότερα κατέληγε σε βιαιοπραγίες ανάλογες των Βαλκανικών Πολέμων. Σποραδικά περιστατικά ληστειών, λεηλασιών εις βάρος των μουσουλμανικών περιουσιών και φόνων μουσουλμάνων από ντόπιους χριστιανούς εντοπίζονται σε ολόκληρη την περίοδο 1914-1922. Ως αιτία των παραπάνω ο γενικός διοικητής Δυτικής Μακεδονίας Ιωάννης Ηλιάκης ανέφερε: «Ο Ελληνικός πληθυσμός ο καταπιεσθείς τοσούτον επί Τουρκοκρατίας μετά την γενόμενην μεταβολήν εννοεί ότι η Ελλάς αντικατέστησε την Τουρκίαν και αυτός τον Τουρκικόν πληθυσμόν. Δεν εννοεί να εννοήση την μεταβολήν παρά απολαμβάνων και αυτός σήμερον ότι απελάμβανεν πρότερον ο Τουρκικός πληθυσμός. Εννοεί, όπως το Κράτος φέρεται με ανισότητα προς τους κατοίκους θέτον εν μειονεκτική θέσει το Μουσουλμανικόν στοιχείον απέναντι του Νόμου. Αι κακίαι της δουλείας είναι βαθύτατα ερριζωμέναι εις την συνείδησίν του» 80. Στην Ήπειρο ο γενικός διοικητής διαπίστωνε, μετά την περιοδεία του στην περιοχή της Τσαμουριάς, ότι στις ζωοκλοπές και στις ληστείες το μουσουλμάνο αντικατέστησε ο χριστιανός εφόσον «εις την ανατροφήν και τον χαρακτήρα του φέρει ανεξίτηλον τον τύπον της Τουρκικής κακοδιοικήσεως» 81. Έχοντας λοιπόν οι χριστιανοί την αντίληψη ότι «νομιμοποιούνταν» να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα τους μουσουλμάνους γείτονές τους για όσα υπέστησαν την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν επακόλουθο να καταγράφονται βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων. Στην Κρήτη το 1914 ένας μουσουλμάνος δολοφονήθηκε έξω από το Ηράκλειο και οι αρχές συνέλαβαν αρκετούς χριστιανούς, ενώ ο νομάρχης διαμαρτυρόταν ότι η μεταφορά των στρατευμάτων στα Χανιά δημιούργησε συνθήκες ανασφάλειας για τους μουσουλμάνους του νομού 82. Την ίδια χρονιά στη Μυτιλήνη δολοφονήθηκε ένας μουσουλμάνος και συνελήφθησαν ως ύποπτοι τρεις χριστιανοί. Ο γενικός διοικητής με αφορμή το συμβάν αυτό διαπίστωνε ότι η στάση των ντόπιων χριστιανών απέναντι στους μουσουλμάνους ήταν «ομολογουμένως εχθρική» 83. Οι εκθέσεις των Αστυνομικών Διευθύνσεων της Μακεδονίας για τη δημόσια ασφάλεια 80
ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Δυτικής Μακεδονίας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Κοζάνη 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1918, αρ. πρ. 7861, «η κατάστασις του πληθυσμού στη Δυτική Μακεδονία». 81 ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 100 (υπουργείο Εσωτερικών), Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Ελ. Βενιζέλο, Ιωάννινα 4/17 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 1866. 82 ΤΝΑ, F.O. 371/1998a, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Αθηνών, Χανιά 25/2/1914, αρ. 9723. 83 ΙΑΥΕ, αρχείο Γενικής Διοίκησης Νήσων Αιγαίου, 1915, φ. Η. ΑΑΚ 29, η Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 14/27 Ιουλίου 1914, αρ. τηλ. 11321.
447
στις περιοχές δικαιοδοσίας τους περιλαμβάνουν αρκετά περιστατικά φόνων και ληστειών με δράστες χριστιανούς και θύματα μουσουλμάνους 84. Στην Υποδιοίκηση Λαγκαδά και στην περιοχή του χωριού Φλαμπουρίου, για παράδειγμα, ένας μουσουλμάνος δολοφονήθηκε και άλλοι δύο τραυματίστηκαν από χριστιανούς γειτονικού χωριού 85, ενώ το 1915 η Αστυνομική Διεύθυνση Δράμας συνέλαβε τους χριστιανούς δράστες των ληστειών των μουσουλμάνων κατοίκων δύο χωριών της υπαιθρου 86. Αργότερα, το 1921, στο Ρέθυμνο η δημόσια ασφάλεια απειλήθηκε από το μεγάλο αριθμό ανυπότακτων εφέδρων οι οποίοι επιδίδονταν σε ληστείες, λεηλασίες και φόνους με θύματα κυρίως τους μουσουλμάνους 87. Από την άλλη, στη Θράκη, αν και οι ελληνικές αρχές εξέφραζαν φόβους για εκτεταμένες αντεκδικήσεις εις βάρος του μουσουλμανικού στοιχείου 88, στο έκτακτο στρατοδικείο Ραιδεστού καταγράφηκαν το 1921 μόλις δώδεκα περιπτώσεις ληστειών και εκβιασμών με δράστες χριστιανούς και θύματα μουσουλμάνους 89. Βασικό σημείο τριβής ανάμεσα στις δύο κοινότητες ήταν η διεκδίκηση της μουσουλμανικής κτηματικής περιουσίας από το χριστιανικό στοιχείο. Η τάση που εκδηλώθηκε έντονα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη. Τα κτήματα και οι περιουσίες που εγκατέλειπαν οι μουσουλμάνοι κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου καταλήφθηκαν από ντόπιους χριστιανούς, αλλά με την παγίωση της ασφάλειας οι μουσουλμάνοι επέστρεφαν και διεκδικούσαν τις 84
Για τις εκθέσεις των αστυνομικών διευθύνσεων Μακεδονίας βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78 Α και Β. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Β, η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 27 Αυγούστου/ 9 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 21167 «περί εβδομαδιαίων συμβάντων». 86 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/5(28Ε), Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 19 Φεβρουαρίου/4 Μαρτίου1915, αρ. τηλ. 1935. 87 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 704, Γενική Διοίκηση Κρήτης προς πρόεδρο κυβέρνησης, Χανιά 16/29 Αυγούστου 1921, αρ. πρ. 169, έκθεση για τη δημόσια ασφάλεια, όπου αναφέρεται σε φόνους μουσουλμάνων από ανυπότακτους στο Ρέθυμνο. Επίσης, μουσουλμανική δημογεροντία Ρεθύμνου προς πρόεδρο κυβέρνησης, Ρέθυμνο 12/25 Νοεμβρίου 1921, αρ. τηλ. 892 όπου διαμαρτύρεται για το φόνο δύο μουσουλμάνων προκρίτων έξω από το Ρέθυμνο. Αλλά και ένα χρόνο νωρίτερα η μουσουλμανική δημογεροντία Ρεθύμνου διαμαρτυρόταν για τους αλλεπάλληλους φόνους μουσουλμάνων, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 277, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 22 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1920, αρ. πρ. 1809 όπου διαβιβάζει την παραπάνω διαμαρτυρία. 88 Κ. Γέραγας, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922, εν Αθήναις 1925, σ. 45. Στον περιορισμό των αντεκδικήσεων του χριστιανικού στοιχείου εις βάρος των μουσουλμάνων συνέβαλαν και οι σχετικές εγκύκλιοι της Θρακικής Ένωσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Σταμούλη, φ. Κ85γ, υποφ. 10, όπου αντίγραφο μιας τέτοιας εγκυκλίου της Θρακικής Ένωσης με αρ. πρ. 7. 89 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 47, υποφ. 1, ο επίτροπος του εκτάκτου στρατοδικείου, «κατάστασις των καταδικασθέντων Ελλήνων και Αρμενίων επί αδικοπραξία κατ’ Οθωμανών υπό του εκτάκτου στρατοδικείου Ραιδεστού από 10 Απριλίου 1921 έως 2 Οκτωβρίου 1921», Ραιδεστός 9/22 Οκτωβρίου 1921. 85
448
περιουσίες τους. Εύλογη ήταν η όξυνση στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων εξαιτίας της παραπάνω κατάστασης. Πώς άραγε να αντέδρασαν οι σλαβόφωνοι οι οποίοι κατέλαβαν την περιουσία των μουσουλμάνων στο χωριό Κοζλού (Καρυοχώρι) Καϊλαρίων, όταν οι τελευταίοι επέστρεψαν στο χωριό τους 90; Όπως έχει αναφερθεί σε σχετικό κεφάλαιο, οι καταπατήσεις μουσουλμανικών κτημάτων, η αγορά τους, πολλές φορές ύστερα από εκβιασμούς, σε χαμηλές τιμές, η άρνηση αναγνώρισης των δικαιωμάτων των τσιφλικάδων από τους κολίγους συναντώνται συχνά στις Νέες Χώρες την περίοδο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Νέα ένταση στις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων προκάλεσε η παλιννόστηση των τελευταίων στις εστίες τους μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η διεκδίκηση κτημάτων που είχαν πωλήσει στο παρελθόν σε χριστιανούς, όταν ίσχυε όμως η απαγόρευση δικαιοπραξιών. Η ένταση μεταφέρθηκε και στις αίθουσες των δικαστηρίων όπου επιλύονταν οι κτηματικές διαφορές 91. Βέβαια η διαμάχη γύρω από την κτηματική περιουσία δεν ακολουθούσε πάντα τη δικαστική οδό, αλλά μεταφραζόταν και σε φόνους ή βιαιοπραγίες. Στην Ήπειρο, για παράδειγμα, και στην Υποδιοίκηση Μαργαριτίου η δολοφονία το 1917 δύο μουσουλμάνων και η ληστεία ενός άλλου θεωρήθηκαν από επιτροπή μουσουλμάνων προκρίτων ως αντεκδίκηση των χριστιανών για τις προσπάθειες των τσιφλικάδων να διεκδικήσουν τα δικαιώματα επί των ιδιοκτησιών τους 92. Ο έπαρχος Λαγκαδά το 1914 ανέφερε ότι σημειώνονταν αυθαιρεσίες χριστιανών εις βάρος μουσουλμάνων έχοντας ως επίκεντρο τις μεταξύ τους έριδες για ζητήματα κυριότητας για τα οποία οι διοικητικές αρχές συνέστηναν την επίλυσή τους διά της δικαστικής οδού 93. Οι διαπιστώσεις του επάρχου Λαγκαδά επιβεβαιώνονταν ένα χρόνο αργότερα, όταν Έλληνας αγροφύλακας δολοφόνησε μουσουλμάνο στο Σούμποσκο (Αριδαία) για κτηματικές διαφορές 94. Όταν η παραπάνω διαμάχη αφορούσε τη διεκδίκηση βακουφικών ή κοινοτικών γαιών τότε πλέον η ένταση επεκτεινόταν ανάμεσα σε ολόκληρες κοινότητες και όχι σε μεμονωμένα άτομα. Η διαμάχη συνήθως επικεντρωνόταν στο εάν ένα βακούφι ανήκε 90
Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σ. 292. ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης αρχείο ειρηνοδικείου Φλώρινας, όπου διάφορες υποθέσεις διεκδίκησης κτημάτων με αντίδικους μουσουλμάνους και χριστιανούς. Βλ. επίσης Κ. Βακατσάς, Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου. Η αγροτική ιδιοκτησία (1913-1918), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2001, σσ. 14-15. 92 Κ. Βακατσάς, ό.π., σ. 378. 93 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, Επαρχείο Λαγκαδά προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Λαγκαδάς 9/22 Απριλίου 1914. 94 Εφημ. Φως, 1/14 Οκτωβρίου 1915. 91
449
στο δήμο ή την κοινότητα ως σύνολο ή μόνο στη μουσουλμανική κοινότητα της πόλης ή του χωριού. Έτσι, η επιδίκαση ενός δάσους στην κοινότητα Αρμένσκου (Άλωνα) το οποίο διεκδικούνταν από μουσουλμάνους της Φλώρινας είχε αποτέλεσμα τη δολοφονία τριών Χριστιανών ως αντεκδίκηση 95. Στην Κόνιτσα, βοσκοτόπια που θεωρούνταν από το μουφτή βακούφι του τεμένους Σουλτάν Σουλεϊμάν διεκδικούνταν από την κοινοτική αρχή 96. Στην Πρέβεζα πάλι, η μουσουλμανική και η χριστιανική κοινότητα βρίσκονταν σε διαμάχη για την κυριότητα δύο τσιφλικιών 97. Εκπρόσωποι των μουσουλμανικών κοινοτήτων Κοζάνης έφτασαν μάλιστα μέχρι τη Θεσσαλονίκη ώστε να διαμαρτυρηθούν στο νομάρχη για την κατάληψη δασών που ανήκαν στις κοινότητες τους και καταλήφθηκαν από χριστιανούς της Κοζάνης, της Σιάτιστας και των Γρεβενών δυνάμει δικαστικών αποφάσεων 98. Στη Θεσσαλονίκη βακούφια της μουσουλμανικής κοινότητας πέρασαν στη διαχείριση του δήμου, ενώ, σύμφωνα με το μουφτή της πόλης, η μητρόπολη διεκδικούσε δικαιώματα κυριότητας επί όλων των βακουφικών οικοπέδων στον πέμπτο τομέα της καείσης ζώνης 99. Αλλά και στη Δράμα οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης διατύπωναν υπόνοιες σχετικά με τη νομιμότητα της κυριότητας ορισμένων μαγαζιών της μουσουλμανικής κοινότητας 100. Συχνά στις οικονομικές ή κτηματικές διαφορές ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους προσδίδονταν χαρακτηριστικά φυλετικά ή θρησκευτικά κυρίως από τους χριστιανούς ως ένα επιπλέον στήριγμα των αιτημάτων τους. Για παράδειγμα, η αυξημένη ζήτηση μετά την απελευθέρωση οικιών στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα και στην κατεστραμμένη πόλη των Σερρών εκτόξευσε τις τιμές των ενοικίων. Στα διάφορα αιτήματα λαϊκών συλλόγων για μείωση των ενοικίων τονιζόταν ότι ενοικιαστές ήταν Έλληνες χριστιανοί και ιδιοκτήτες 95
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 8, ο πρόεδρος της κοινότητας Αρμένσκου προς Φ. Δραγούμη, Αρμένσκο 22 Ιουνίου/5 Ιουλίου 1922. 96 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 283, ο νομάρχης Ιωαννίνων προς το Πολιτικό Γραφείο, Ιωάννινα 17/30 Σεπτεμβρίου 1920, αρ. πρ. 9932. 97 Ν. Ελευθεριάδης, Γνωμοδοτήσεις περί κτηματικών ζητημάτων και διαφορών εν ταις Νέαις Χώραις, Αθήνα 1915, σσ. 164-165. Η γνωμοδότηση τελικά δικαίωσε τους χριστιανούς αφού το σχετικό φιρμάνι παραχώρησε τις γαίες στους κατοίκους της Πρέβεζας χωρίς να κάνει διάκριση θρησκεύματος. Επίσης, ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 65, υποφ. 2, Νομαρχία Πρέβεζας προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Πρέβεζα 4/17 Ιουνίου 1918, αρ. πρ. 2886 όπου αναφορά στη διαμαρτυρία της μουσουλμανικής κοινότητας της πόλης αναφορικά με τη διεκδίκηση από το δήμο βακουφιού στη Νικόπολη. 98 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/2(3), Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 3/26 Μαΐου 1915, αρ. πρ. 217. 99 M. Mazower, ό.π., σ. 339 και ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 567, μουφτής Θεσσαλονίκης προς μουσουλμάνους βουλευτές, Θεσσαλονίκη 9/22 Μαρτίου 1922, αρ. τηλ. 9495. 100 Εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 8/21 Ιουλίου 1920.
450
μουσουλμάνοι, οι οποίοι, στην περίπτωση των Σερρών, κατηγορούνταν ότι λάμβαναν το υπέρογκο ποσό του ενοικίου και μετανάστευαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να εξοντώσουν τον εκεί ελληνικό πληθυσμό 101. Το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν είχε βέβαια σχέση με τη νομική πλευρά του ζητήματος, αλλά στόχευε στο συναίσθημα και στον «πατριωτισμό» τόσο της κυβέρνησης όσο και των Ελλήνων συμπατριωτών. Όξυνση στις σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών προκαλούσε και η πρόθεση των δημοτικών αρχών των Νέων Χωρών να αλλάξουν τη μορφή των πόλεων με έργα κοινής ωφέλειας ή με την έγκριση και εκτέλεση νέων σχεδίων ρυμοτομίας. Η αναμόρφωση του πολεοδομικού ιστού σήμαινε και απαλλοτρίωση βακουφικών κυρίως κτημάτων της μουσουλμανικής κοινότητας και προκαλούσε την αντίδραση των μουσουλμάνων δημοτικών συμβούλων. Είναι βέβαιο ότι οι αντεγκλήσεις δεν περιορίζονταν μόνο στις συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων, αλλά θα επηρέαζαν και τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Στη Φλώρινα, η προσπάθεια του δήμου να ανεγείρει δημοτική αγορά προσέκρουσε στην αντίδραση της μουσουλμανικής κοινότητας η οποία ισχυριζόταν ότι ο χώρος που επιλέχθηκε ήταν μέρος βακουφικού κτήματος. Αλλά και το σχέδιο ρυμοτομίας της Φλώρινας του Γάλλου μηχανικού Leguillon καταψηφίστηκε από τους τρεις μουσουλμάνους συμβούλους του δημοτικού συμβουλίου χαρακτηρίζοντας το καταστροφή για τις μουσουλμανικές περιουσίες 102. Κάτι ανάλογο έγινε και στα Χανιά, όταν το μουσουλμανικό νεκροταφείο της πόλης απαλλοτριώθηκε για να εφαρμοστεί το νέο σχέδιο πόλεως. Ο πρόεδρος της μουσουλμανικής δημογεροντίας Χανίων κατηγορούσε το δήμο για αρπακτικές τάσεις και κερδοσκοπία εις βάρος του μουσουλμανικού στοιχείου της πόλης και ζητούσε την άρση του βασιλικού διατάγματος περί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του μουσουλμανικού νεκροταφείου 103. Ανάλογες κατηγορίες διατυπώνονταν και από το μουφτή Ιωαννίνων στην προσπάθειά του να αποτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του δήμου μουσουλμανικών
101
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 18, ο πρόεδρος του πολιτικού συλλόγου των Σερρών Φίλιππος πρώην Ορφεύς προς τον γενικό διοικητή Μακεδονίας, Σέρρες 8/21 Οκτωβρίου 1914. Για το ίδιο ζήτημα σε Θεσσαλονίκη και Καβάλα βλ.εφημ. Μακεδονία, 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου 1915 και 4/17 Αυγούστου 1915. 102 Σ. Ηλιάδου-Τάχου, «Περίοδος αποδέσμευσης από το οθωμανικά πρότυπα 1912-916», Αριστοτέλης, τχ. 241-242 (1997), 26. 103 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 588, μουσουλμανική Δημογεροντία Χανίων προς το υπουργείο Συγκοινωνίας, Χανιά 4/17 Αυγούστου 1922, αρ. πρ. 831.
451
νεκροταφείων και τζαμιών 104. Οι αντιδράσεις των μουσουλμάνων αναφορικά με την αλλαγή της όψης του αστικού περιβάλλοντος ταυτίστηκαν από την ελληνική πλευρά με την έμφυτη συντηρητικότητα του μουσουλμανικού στοιχείου και την προσπάθεια διατήρησης του οθωμανικού χαρακτήρα των πόλεων. Απόρροια αυτής της αντίληψης ήταν η εχθρική στάση απέναντι σε ό,τι θύμιζε το οθωμανικό παρελθόν. Οι δημοτικές αρχές της Θεσσαλονίκης, για παράδειγμα, δεν κατανοούσαν τη σκοπιμότητα διατήρησης από το νέο πολεοδομικό σχέδιο του Μπαζάρ στο κέντρο της πόλης, αφού η ανατολίτικη λειτουργία του κτηρίου ερχόταν σε αντίφαση με τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη που άρχισε να οικοδομείται μετά την πυρκαγιά του 1917 105. Η νέα όψη των πόλεων που προήλθε είτε από εκτεταμένα δημόσια έργα είτε με αφορμή μια φυσική καταστροφή, όπως στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης 106, υπενθύμιζε στους μουσουλμάνους τη νέα τάξη πραγμάτων, το γεγονός ότι στις σχέσεις τους με τους χριστιανούς οι τελευταίοι πλέον ήταν σε θέση ισχύος. Υποθέσεις που έθιγαν τα θρησκευτικά πιστεύω χριστιανών και μουσουλμάνων δημιουργούσαν κλίμα έντασης στους μικτούς οικισμούς των Νέων Χωρών. Άλλωστε οι διαμάχες που περιβάλλονται με θρησκευτικό φανατισμό και συνήθως εμπεριέχουν πολιτικές ή οικονομικές σκοπιμότητες μπορούν εύκολα να οδηγήσουν τις καταστάσεις στα άκρα. Η μετατροπή ενός τζαμιού σε εκκλησία, η καταστροφή ενός νεκροταφείου ή ο εκχριστιανισμός ενός μουσουλμάνου μεγάλωναν το χάσμα ανάμεσα στα σύνοικα στοιχεία και έκαναν δύσκολη τη συμβίωση. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες με αφορμή ένα θρησκευτικό ζήτημα ήταν αυτή του τζαμιού Χουνκιάρ στην πόλη της Έδεσσας. Το τζαμί αμέσως μετά την απελευθέρωση της Έδεσσας μετατράπηκε σε εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και περιήλθε στην κυριότητα της χριστιανικής κοινότητας της πόλης. Λίγο αργότερα όμως ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Στέφανος Δραγούμης απέδωσε εκ νέου το τέμενος στη μουσουλμανική κοινότητα. Το 1915 η ανακάλυψη χριστιανικών τάφων στον αυλόγυρο 104
ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 41, υποφ. 2, μουφτής Ιωαννίνων προς αντιπρόσωπο της κυβέρνησης, Ιωάννινα 8/21 Δεκεμβρίου 1917, αρ. 29 και φ. 184, υποφ. 2, «υπόμνημα Μουφτή Ιωαννίνων Φουάτ Μουσταφά ως προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Ιωαννίνων προς Πρόεδρον Κυβερνήσεως». 105 Β. Χαστάογλου-Αλ. Καραδήμου-Γερόλυμπου, «Θεσσαλονίκη 1900-1940. Από τις αντιφάσεις του κοσμοπολιτισμού στην ομοιογένεια της νεοελληνικής πόλης», Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912, Πρακτικά Συμποσίου, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 465 όπου και γενικότερα για την προσπάθεια αποδέσμευσης του πολεοδομικού ιστού της Θεσσαλονίκης από το οθωμανικό της παρελθόν. 106 Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 θεωρήθηκε από τον Βενιζέλο δώρο της Θείας Πρόνοιας που θα έδινε την ευκαιρία να αποκαθαρθεί η πόλη από τον οθωμανικό χαρακτήρα της, βλ. M. Mazower, ό.π., σσ. 324-331.
452
του τεμένους δημιούργησε νέα ένταση, αφού χριστιανοί της πόλης εισέβαλαν στο τζαμί και προξένησαν καταστροφές στο εσωτερικό του. Οι πρωτεργάτες των επεισοδίων συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη, ενώ το τέμενος επανήλθε στην κυριότητα της μουσουλμανικής κοινότητας. Η οθωμανική πρεσβεία των Αθηνών, αναφερόμενη στο ζήτημα του τεμένους Χουνκιάρ, έκανε λόγο ακόμη και για φόνους μουσουλμάνων, βιασμούς μουσουλμάνων γυναικών και βίαιους εκχριστιανισμούς, κάτι που δεν έχει επιβεβαιωθεί από τις ελληνικές πηγές. Πάντως, τα παραπάνω γεγονότα καθώς και τα συλλαλητήρια που ακολούθησαν από την πλευρά των χριστιανών ή το κλείσιμο των καταστημάτων τους ως ένδειξη διαμαρτυρίας από την πλευρά των μουσουλμάνων έθεσαν σε σοβαρή δοκιμασία την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων της πόλης 107. Ανάλογα γεγονότα με αυτά της Έδεσσας έγιναν και στην Κρήτη. Το Σεπτέμβριο του 1915 έφεδροι –το μήνα αυτό η Ελλάδα βρισκόταν σε επιστράτευση– και χριστιανοί κάτοικοι των Χανίων και του Ηρακλείου κατέλαβαν μουσουλμανικά τεμένη των δύο πόλεων προκαλώντας σημαντικές ζημιές, ενώ κάποια τζαμιά μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Ζημιές επίσης προκλήθηκαν και σε περιουσίες μουσουλμάνων 108. Η μουσουλμανική δημογεροντία του Ηρακλείου διεκδικούσε το 1920 αποζημίωση ενός εκατομμυρίου δραχμών για τις ζημιές σε δεκαέξι τεμένη και βακούφια, ενώ παράλληλα ζητούσε την επιστροφή των τζαμιών Τεφτερτάρ και Δουλφουκιάρ Αλή 107
Για το ζήτημα του τζαμιού Χουνκιάρ της Έδεσσας βλ. Ι. Σκούρτης, «Μουσουλμανικά σχολεία και τεμένη στην Έδεσσα των αρχών του 20ου αιώνα», Η Έδεσσα και η περιοχή της. Ιστορία και πολιτισμός, Πρακτικά Α΄ Πανελληνίου Επιστημονικού Συμποσίου, Δήμος Έδεσσας, Έδεσσα 1995, σ. 324. Επίσης, εφημ. Νέα Αλήθεια, 27 Ιουνίου/10 Ιουλίου, 5/18 Ιουλίου και 14/27 Ιουλίου 1915˙ εφημ. Μακεδονία, 1/14 Ιουλίου και 15/28 Οκτωβρίου 1915. Ακόμη T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Osmanlı Arşivi Daire Başkanliği, ό.π., έγγραφο υπ. αρ. 115 της οθωμανικής πρεσβείας, Αθήνα 27 Ιουνίου 1915 και 10 Ιουλίου 1915 καθώς και έγγραφο υπ. αρ. 116 του μουφτή Θεσσαλονίκης προς τον Σεϊχουλισλάμη, Θεσσαλονίκη 13 Ιουλίου 1915. Τελικά στο τζαμί στεγάστηκε η Πρακτική Σχολή Έδεσσας, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Ανώτατης Διεύθυνσης Δημόσιας Εκπαίδευσης Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, φ. 105, Νομαρχία Θεσσαλονίκης προς Ανώτατη Διεύθυνση Δημόσιας Εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη 25 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου 1917, αρ. πρ. 1088 όπου ο νομάρχης συνηγόρει υπέρ της πρότασης μετατροπής του τζαμιού σε Πρακτική Σχολή ώστε να λυθεί και το ζήτημα της διαμάχης ανάμεσα στη μουσουλμανική και τη χριστιανική κοινότητα της πολής σχετικά με την κυριότητα του τζαμιού. 108 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/19(6), πρεσβεία Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 4/17 Δεκεμβρίου 1915. Στο ίδιο αρχείο, 1916, φ. Α/2, πρεσβεία Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου1916, αρ. 6065/83 όπου συνημμένη αίτηση Χαμζά Μπέη Αραπαχμετάκη σχετικά με διεκδίκηση αποζημίωσης για τις ζημιές πρου προκλήθηκαν στην περιουσία του κατά τις ταραχές του Σεπτεμβρίου του 1915. Επίσης, Melike Kara, Girit Kandiye’de Müslüman Cemaati 1913-1923, Ιστανμπούλ 2008, σ. 100 όπου αναφορά στις ζημιές που προκλήθηκαν στο Βαλιδέ τζαμί του Ηρακλείου. Επίσης, Ekrem Hakki Ayverdi, Avrupa’da Osmanli Mimari Eserleri: Bulgaristan, Yunanistan, Arnavutluk (Τα οθωμανικά αρχιτεκτονικά έργα στην Ευρώπη: Βουλγαρία, Ελλάδα, Αλβανία), Ιστανμπούλ 1982, σ. 209 όπου αναφέρει ότι 60 τζαμιά καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν το 1915 στην Κρήτη.
453
Πασά τα οποία απαλλοτριώθηκαν το πρώτο υπέρ του Δήμου Ηρακλείου και το δεύτερο υπέρ της εκκλησίας του Αγίου Μηνά. Αλλά και η μουσουλμανική κοινότητα Χανίων διεκδικούσε αποζημιώσεις για τις καταστροφές των τζαμιών καθώς και την επιστροφή στην κυριότητά της τζαμιών στην περιοχή του Καστελλίου και της Σπλάντζιας τα οποία καταλήφθηκαν από τη χριστιανική κοινότητα της πόλης 109. Η υπόθεση συνέχιζε να είναι σε εκκρεμότητα μέχρι τον Αύγουστο του 1922, αφού η μουσουλμανική κοινότητα Χανίων ζητούσε ακόμη την επιστροφή των τζαμιών που κατέλαβαν οι χριστιανοί 110. Από το 1915 λοιπόν μέχρι τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής τα παραπάνω ζητήματα έδιναν πάντα αφορμές έντασης στις σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών στα Χανιά και το Ηράκλειο. Οι μετατροπές τζαμιών σε εκκλησίες δεν περιορίζονταν μόνο στις περιπτώσεις της Έδεσσας, των Χανίων και του Ηρακλείου, ανάλογα περιστατικά δεν ήταν σπάνια στις Νέες Χώρες την περίοδο 1912-1922. Στην Κοζάνη, η Αστυνομική Διεύθυνση κοινοποίησε τον Ιανουάριο του 1913 στο μητροπολίτη Κοζάνης και Σερβίων διαταγή της Ανώτερης Διεύθυνσης Χωροφυλακής Μακεδονίας για αναβολή του σχεδιαζόμενου καθαγιασμού τζαμιών και μετατροπής τους σε εκκλησίες 111. Στη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό Καστοριάς) η εκκλησιαστική επιτροπή ζητούσε την απόδοση στη χριστιανική κοινότητα ενός τεμένους 112, στο Τσούρχλι Γρεβενών οι κάτοικοι της χριστιανικής συνοικίας αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν το κατεστραμμένο τζαμί του χωριού 113, στη Μυτιλήνη δύο τεμένη καθαγιάστηκαν και μετατράπηκαν σε εκκλησίες
109
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 294, η μουσουλμανική δημογεροντία Ηρακλείου προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, Ηράκλειο 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 184/112 και η μουσουλμανική κοινότητα Χανίων προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, Χανιά 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου 1920. Βλ. και παράρτημα κεφαλαίου όπου παρατίθεται αυτούσιο το πρώτο έγγραφο. Βλ. επίσης ΦΕΚ 62/12-3-1919, βασιλικό διάταγμα «περί απαλλοτριώσεως τζαμιού Αγίας Αικατερίνης» με το οποίο απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά το εν λόγω τζαμί στο Ηράκλειο και αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία. Σημειώνεται βέβαια ότι τα περισσότερα τζαμιά στο Ηράκλειο και τα Χανιά ήταν στο παρελθόν χριστιανικές εκκλησίες, βλ. Κ. Φουρναράκης, Τουρκοκρήτες, εν Χανίοις 1929, σσ. 21-22. 110 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 588, η μουσουλμανική δημογεροντία Χανίων προς το υπουργείο Συγκοινωνίας, Χανιά 4/17 Αυγούστου 1922, αρ. πρ. 831. 111 Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, αρχείο Ι. Μ. Κοζάνης και Σερβίων, αρχιερατεία Φωτίου, φ. 137, υποφ. Στ/2, Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης προς τον μητροπολίτη Κοζάνης και Σερβίων, Κοζάνη 21 Ιανουαρίου/ 3 Φεβρουαρίου 1913, αρ. πρ. 361. 112 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ 77, το Πολιτικό Γραφείο προς το υπουργείο επί των Εκκλησιαστικών, Αθήνα 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου 1918, αρ. πρ. 21427. 113 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, Αστυνομική Διεύθυνση Γρεβενών προς την Αστυνομική Διεύθυνση Κοζάνης, Γρεβενά 12/25 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 1890, «περί της αφορώσης την προστασίαν των Οθωμανών και ιερών τεμένων αυτών διαταγής της».
454
του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Γρηγορίου 114, ενώ ο μουφτής Θεσσαλονίκης σε επιστολή του στον Σεϊχουλισλάμη έκανε λόγο για συχνές καταπατήσεις τζαμιών στην πόλη 115. Και αν κανείς μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα των χριστιανών να επαναφέρουν στην αρχική τους θρησκευτική λειτουργία τζαμιά που στο παρελθόν ήταν εκκλησίες, κάτι που άλλωστε προέβλεπε και η Σύμβαση των Αθηνών 116, από την άλλη όμως πρέπει να επισημανθεί ότι για το μουσουλμανικό πληθυσμό η μετατροπή αυτή προσέβαλε τη θρησκευτική του συνείδηση και ενίσχυε την πεποίθησή του ότι σε ένα χριστιανικό κράτος χριστιανοί και μουσουλμάνοι δεν μπορεί να είναι στην ίδια μοίρα. Το θρησκευτικό φανατισμό και την ένταση μπορούσε να τροφοδοτήσει και το σπάνιο πέρασμα ενός μέλους της μιας θρησκευτικής κοινότητας στις τάξεις της άλλης, κάτι που βέβαια συνεπαγόταν και αλλαγή θρησκείας. Στα Γρεβενά το 1921 ο μουφτής και μουσουλμάνοι πρόκριτοι φυλακίστηκαν, επειδή διαμαρτυρήθηκαν για τη βάπτιση ενός ανήλικου μουσουλμάνου 117. Στην Έδεσσα η υπόθεση μιας βουλγαρόφωνης Τσιγγάνας που πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε εξισλαμιστεί και παντρευτεί με τη θέλησή της έναν μουσουλμάνο ενώ μετά το 1913 υπό την πίεση του χριστιανού πατέρα της και των τοπικών θρησκευτικών και διοικητικών αρχών βαπτίστηκε εκ νέου χριστιανή –όπως και τα τρία παιδιά της– έθεσε σε δοκιμασία τις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων στην περιοχή 118. Στα Ιωάννινα η βάπτιση και μετονομασία τριών ανήλικων τέκνων μουσουλμανικής οικογένειας προκάλεσε την αντίδραση του μουφτή, ενώ στην ίδια πόλη μουσουλμάνα που εκχριστιανίστηκε φρουρούταν από την αστυνομία 119. Επισημαίνεται, πάντως, ότι οι ελληνικές αρχές δεν συναινούσαν εύκολα στον εκχριστιανισμό μουσουλμάνων, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο πυροδοτούσε ένταση 114
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/1, ο γενικός επίτροπος του Μητροπολίτη Μυτιλήνης προς το γενικό διοικητή των καταληφθέντων νήσων του Αιγαίου, Μυτιλήνη 1/14 Αυγούστου 1914 και η Γενική Διοίκηση των καταληφθέντων νήσων του Αιγαίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 13/26 Αυγούστου 1914, αρ. πρ. 10971. Τα τζαμιά ήταν στο παρελθόν χριστιανικές εκκλησίες. 115 T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Osmanlı Arşivi Daire Başkanliği, ό.π., έγγραφο υπ. αρ. 116 του μουφτή Θεσσαλονίκης προς τον Σεϊχουλισλάμη, Θεσσαλονίκη 13 Ιουλίου 1915. 116 Το τρίτο πρωτόκολλο της Σύμβασης των Αθηνών στο άρθρο 1 προέβλεπε ότι η Υψηλή Πύλη δεν μπορεί να προβάλει καμία απαίτηση για τα τεμένη που ήταν στο παρελθόν εκκλησίες και τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου αποδόθηκαν στην αρχική τους λατρεία. 117 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρία 15, 4ης Φεβρουαρίου 1921. 118 Ιός της Κυριακής, «Η ιστορία της άχρηστης Μαρίας-Αϊσέ», εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 4 Μαρτίου 2001. 119 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 127, υποφ. 2, μουφτής Ιωαννίνων προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Ιωάννινα 4/17 Μαρτίου 1920, αρ. 324 και φ. 105, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς τοποτηρητή Μητροπολιτικού Θρόνου, Ιωάννινα 6/19 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 13751.
455
στις διακοινοτικές σχέσεις, ενω αναιρούσε, παράλληλα, και την έξωθεν καλή μαρτυρία για την πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο 120. Η απαλλοτρίωση νεκροταφείων ή βακουφικών κτημάτων υπέρ των χριστιανών, όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση των Χανίων, έθιγε τα θρησκευτικά πιστεύω των μουσουλμάνων, το ίδιο και η χρήση ιερών χώρων με τρόπο που προσέβαλλε τη μουσουλμανική θρησκεία. Στο χωριό Αραντοσίβια (Στεφανόβουνο) στην Ελασσόνα οι μουσουλμάνοι χωρικοί, οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειοψηφία των κατοίκων, εμπόδισαν τους χριστιανούς να ανεγείρουν νεκροταφείο σε κοινοτικό έδαφος με αποτέλεσμα να προκληθούν συγκρούσεις και επεισόδια 121. Στη Φλώρινα ο μουφτής της πόλης ζητούσε την αναστολή ανέγερσης εκκλησίας και σχολείου σε βακουφικό κήπο στο χωριό Μαχαλά (Τροπαιούχος) επειδή κάτι τέτοιο αντιτίθονταν στα ιερά ήθη και έθιμα της μουσουλμανικής θρησκείας 122. Επίσης, σε χωριό των Σερρών οι χριστιανοί κάτοικοι ζητούσαν από τις ελληνικές αρχές να μη λειτουργήσει τέμενος που βρισκόταν στη χριστιανική συνοικία με το αιτιολογικό ότι η συνύπαρξη των μουσουλμάνων στο τζαμί και των χριστιανών γυναικών στην παρακείμενη βρύση θα προκαλούσε επεισόδια και ψυχρότητα στις σχέσεις των σύνοικων στοιχείων 123. Από την άλλη, το κατεστραμμένο νεκροταφείο της πόλης της Καβάλας χρησιμοποιούνταν ως ουρητήριο 124, σε αυτό των
120
Για παράδειγμα, ο νομάρχης Καλλίπολης σε επιστολή του προς τον μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως δεν ενέκρινε την προσαγωγή εξισλαμισθέντων γυναικών ενώπιον ιερέων «προς νουθεσίαν», αφού θεωρούσε ότι υπό τις παρούσες περιστάσεις δεν ήταν σκόπιμη η ανακίνηση θρησκευτικού ζητήματος, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Μιλτ. Σταμούλη, φ. Κ85γ, υποφ. 5, Πολιτική Διοίκηση Θράκης, Νομαρχία Καλλίπολης προς Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Αδριανούπολη 19 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1921, αρ. πρ. 6805. Στην Ήπειρο, από την άλλη, η πρόθεση μουσουλμάνας από την Υποδιοίκηση Παραμυθιάς να ασπαστεί το χριστιανισμό έβρισκε αντίθετους τόσο τον υποδιοικητή όσο και τον γενικό διοικητή Ηπείρου, ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 105, υποφ. 3, Υποδιοίκηση Παραμυθιάς προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Παραμυθιά 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 2248. 121 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1916, φ. Α/2, Νομαρχία Λάρισας προς Κεντρική Υπηρεσία, Λάρισα 1/14 Απριλίου 1916, αρ. πρ. 5460 και αίτηση κατοίκων Αραντοσίβια προς το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, Αραντοσίβια 2/15 Φεβρουαρίου 1916. 122 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 765, το Πολιτικό Γραφείο προς το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, Αθήνα 21 Μαρτίου/3 Απριλίου 1922, αρ. πρ. 765. Ανάλογο αίτημα και από τον πρόεδρο της μουσουλμανικής κοινότητας Κατερίνης, βλ. στο ίδιο αρχείο, φ. 269, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς αρμόδιο υπουργείο, Αθήνα 4/17 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 3607 όπου διαβιβάζεται το αίτημα της μουσουλμανικής κοινότητας. 123 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Υποδιοίκηση Ζίχνης προς Νομαρχία Σερρών, Ζηλιαχώβη 6/19 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 870. 124 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 75, Υποδιοίκηση Καβάλας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Καβάλα Αύγουστος 1914.
456
Ιωαννίνων έβοσκαν τα ζώα του ελληνικού στρατού 125, ενώ σύμφωνα με την οθωμανική πρεσβεία στα μουσουλμανικά νεκροταφεία των Γιαννιτσών χτίστηκαν καμπαρέ και καφενεία 126.
Στη
Βέροια
η
μετατροπή
της
οικίας
ενός
χριστιανού
σε
οινοπνευματοποτείο, που βρισκόταν όμως δίπλα σε οικόπεδο στο οποίο τελούνταν προσευχές για τους νεκρούς των μουσουλμάνων, απειλούσε την ιερότητα του χώρου 127. Οι συνήθειες των δύο κοινοτήτων, η διαφορετική καθημερινότητα και οι διαφορετικές επιταγές της κάθε θρησκείας αρκούσαν για να προκαλέσουν πικρίες στις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων. Οι χριστιανοί των Νέων Χωρών αντιλαμβανόμενοι, όπως αναφέρθηκε, την αλλαγή του καθεστώτος μετά το 1913 ως μια απλή αλλαγή των ρόλων του δυνάστη και του δυναστευομένου, δεν μπορούσαν να κατανόησουν τις διακηρύξεις της κεντρικής εξουσίας περί ισοπολιτείας και ανεξιθρησκίας ούτε βέβαια τη σκοπιμότητα των διακηρύξεων αυτών για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Στις σχέσεις λοιπόν των δύο στοιχείων βάρυναν περισσότερο οι καθημερινές προσβολές και μικροενοχλήσεις που έθιγαν τον τρόπο ζωής, τα ήθη και έθιμα των μουσουλμάνων τα όποια ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη θρησκεία. Κυρίως αυτές οι μικροενοχλήσεις από τους χριστιανούς γείτονες, οι οποίοι εκδικούνταν για παρόμοια συμπεριφορά που υπέστησαν στο παρελθόν, ήταν που ώθησαν τους μουσουλμάνους στη μετανάστευση και όχι κάποια οργανωμένη κρατική πολιτική διωγμού 128. Οι προσβολές αυτές στρέφονταν κυρίως κατά των συμβόλων της μουσουλμανικής θρησκείας: των τζαμιών, των νεκροταφείων, του φεσιού. Ο επιθεωρητής της εκπαιδευτικής περιφέρειας της Ανατολικής Μακεδονίας σημείωνε το 1919 στις εντυπώσεις του για το μουσουλμανικό πληθυσμό ότι για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη του θα έπρεπε να δοθούν αυστηρές διαταγές στους χριστιανούς χωρικούς ώστε να σταματήσουν τις προσβολές και την πρόκληση ζημιών στα
125
ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 17, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς Φρουραρχείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 31 Μαρτίου/13 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 6287. Η Γενική Διοίκηση ζητούσε να απαγορευτεί η είσοδος των στρατιωτών και των ζώων στα νεκροταφεία τονίζοντας ότι μια τέτοια πράξη αποτελεί ασέβεια και προκαλεί τη δικαιότατη αγανάκτηση των μουσουλμάνων. 126 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 9/22 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 16738 όπου συνημμένος κατάλογος της οθωμανικής πρεσβείας με παράπονα μουσουλμάνων. 127 Ν. Ελευθεριάδης, ό.π., σσ. 161-163. 128 Αυτή την αντίληψη είχε σχηματίσει και ο Βρετανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, βλ. ΤΝΑ, F.O. 371/ 1996b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 29 Απριλίου 1914, αρ. 20770.
457
μουσουλμανικά τεμένη και νεκροταφεία 129. Η διαπίστωση του επιθεωρητή σίγουρα δεν ήταν υπερβολική. Στην Πάργα το τζαμί έγινε στόχος για τα όπλα Ελλήνων «διατελούντες εν κραιπάλη λόγω των εορτών» οι οποίοι και καταδικάστηκαν για την ενέργειά τους αυτή από το πταισματοδικείο της πόλης 130. Οι προσβλητικές συμπεριφορές απέναντι στα σύμβολα εκείνα τα οποία ταυτίζονταν από τους χριστιανούς στο πρόσφατο παρελθόν με τον κατακτητή και το δυνάστη είχε ιδιαίτερη σημασία όταν σημειώνονταν σε περιόδους ελληνικών εθνικών ή χριστιανικών θρησκευτικών εορτών. Σε τέτοιες περιστάσεις είναι πιο εύκολο το περίσσευμα εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος να στραφεί εναντίον εκείνου που έχει ταυτιστεί με τον εχθρό του έθνους και της θρησκευτικής πίστης. Έτσι, στη Μυτιλήνη το Πάσχα του 1914 χριστιανοί πυροβόλησαν εναντίον ενός τζαμιού, πυροβολισμοί για τους οποίους η εκεί αστυνομική διεύθυνση κατάφερε να πείσει τους μουσουλμάνους πρόκριτους του νησιού ότι ήταν τυχαίοι 131. Στο χωριό Λοϊζίκι (Αγιασμάτι) της επαρχίας Λαγκαδά την 25η Μαρτίου του 1914, σύμφωνα με την έκθεση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, χριστιανοί κάτοικοι του χωριού –ανάμεσά τους ο δάσκαλος, ο μουχτάρης και ένας ντόπιος οπλαρχηγός– εισήλθαν στο τζαμί, γλέντησαν υπό τους ήχους μουσικών οργάνων, κατανάλωσαν αλκοόλ και προξένησαν ζημιές βρίζοντας ταυτόχρονα τη μουσουλμανική θρησκεία. Οι αστυνομικές αρχές προσπάθησαν να καθησυχάσουν τους οργισμένους μουσουλμάνους και έλαβαν μέτρα ώστε να αποτρέψουν παρόμοια γεγονότα το Πασχα 132. Αλλά και στη Μουσθένη Σερρών ένα χρόνο αργότερα από τα παραπάνω γεγονότα οι μουσουλμάνοι κάτοικοι κατήγγειλαν ότι κατά τη διάρκεια των εορτασμών της 25ης Μαρτίου χριστιανοί πυροβόλησαν κατά
129
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 224, Γενική Επιθεώρηση της 10ης εκπαιδευτικής περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας προς πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 24 Απριλίου/7 Μαΐου 1919, αρ. πρ. 825. 130 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, ο διοικητικός επίτροπος Μαργαριτίου προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Μαργαρίτι 8/21 Οκτωβρίου 1914, αρ. πρ. 1083. 131 ΙΑΥΕ, αρχείο Γενικής Διοίκησης Νήσων Αιγαίου, 1915, φ. Η. ΑΑΚ. 29, Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 13/26 Αυγούστου 1914, αρ. τηλ. 10971. 132 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 3/16 Απριλίου1914, «περί αναρμόστου σκηνής λαβούσα χώρα εν τω μουσουλμανικώ τεμένω χωρίου Λοϊζίκι». Επίσης, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 15/28 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 17461 όπου συνημμένη η καταγγελία του γεγονότος από το οθωμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2/15 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 16543 όπου συνημμένη μετάφραση άρθρου της εφημερίδας Yeni Asir στο οποίο περιγράφεται το ίδιο γεγονός.
458
του τζαμιού 133. Νωρίτερα στο Ηράκλειο χριστιανοί την ημέρα του Πάσχα πυροβόλησαν και κατέστρεψαν την επιτύμβια στήλη του τάφου του ιεροδίκη Χουσεΐν Ιμάμη Μπαμπά 134. Το ίδιο προσβλητικό για τους μουσουλμάνους ήταν οι κλοπές επιτύμβιων στηλών από τα νεκροταφεία, η απαίτηση να βγάζουν το φέσι ή ο χλευασμός του μουεζίνη που καλούσε τους πιστούς για προσευχή, όπως γινόταν στη συνοικία Μεσούντ Χασάν της Θεσσαλονίκης 135. Παρά τις αντίθετες διακηρύξεις των ελληνικών αρχών, οι μουσουλμάνοι δεν αισθάνονταν ότι είχαν την ίδια αντιμετώπιση με τους χριστιανούς γείτονες τους από τους εκπροσώπους της ελληνικής διοίκησης. Αρκούσε, για παράδειγμα, μια καταγγελία από έναν Έλληνα ότι κάποιος μουσουλμάνος συγχωριανός του εξύβρισε το στέμμα και το βασιλιά για να οδηγηθεί ο υβριστής στη φυλακή, έστω και αν πίσω από την καταγγελία κρύβονταν συνήθως κτηματικές διαφορές 136. Στη Θεσσαλονίκη ο Βρετανός πρόξενος αναφερόμενος σε ένα περιστατικό σύλληψης μουσουλμάνου ύστερα από καταγγελία χριστιανού για προσβολή της κυβέρνησης, σημείωνε ότι οποιαδήποτε καταγγελία από Έλληνα αποδείκνυε αυτόματα την ενοχή αυτού που κατηγορούνταν 137. Στη Θράκη η Εισαγγελία Πρωτοδικών Ραιδεστού εξέδωσε μέχρι τον Οκτώβριο του 1921 542 βουλεύματα απαλλαγής των κατηγοριών για μουσουλμάνους οι οποίοι είχαν καταγγελθεί από χριστιανούς 138. Η ένταση στις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων μεταφερόταν και στο πεδίο της πολιτικής. Σε συνθήκες έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης και εθνικού διχασμού η υποστήριξη των μουσουλμάνων στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο προκαλούσε, όπως σημειώθηκε σε αντίστοιχο κεφάλαιο, την αντίδραση των βενιζελικών. Βέβαια στην αντίπερα όχθη οι αντιβενιζελικοί εκτιμούσαν τη συνδρομή των μουσουλμάνων 133
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1915, φ. Α/5(28), Υποδιοίκηση Πραβίου προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Πράβι 9/22 Απριλίου 1915, αρ. πρ. 557. Καταγγελίες που αρνούνταν πάντως οι χριστιανοί κάτοικοι του χωριού. 134 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 94, Νομαρχία Ηρακλείου προς Γενική Διοίκηση Κρήτης, Ηράκλειο χ.χ. 135 M. Mazower, ό.π., σ. 339 και ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Β΄, Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Οκτωβρίου 1914, αρ. πρ. 25842, «περί εβδομαδιαίων συμβάντων». 136 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78, Νομαρχία Κοζάνης προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Κοζάνη 11/24 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 2072, «έκθεσις περί δημοσίας ασφαλείας μηνός Μαΐου» όπου αναφέρονται δύο περιπτώσεις σύλληψης μουσουλμάνων ύστερα από καταγγελία χριστιανών για εξύβριση του βασιλιά. 137 ΤΝΑ, F.O. 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουνίου 1914, αρ. 30299. 138 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 47, υποφ. 1, Εισαγγελία Πρωτοδικών Ραιδεστού, «κατάλογος απαλλαγέντων της κατηγορίας Οθωμανών καταγγελθέντων υπό Ελλήνων», Ραιδεστός 11/24 Οκτωβρίου 1921.
459
ψηφοφόρων στις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου. Στην πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους μουσουλμάνους σκόπιμα οι πρώτοι προσέδωσαν στοιχεία θρησκευτικής ή φυλετικής αντιπαλότητας εκμεταλλευόμενοι τους διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή αργότερα τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Κεμάλ. Ο συνδυασμός ακραίου κομματικού φανατισμού και υποδαύλισης θρησκευτικών ή φυλετικών παθών οδηγούσε στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα σε μουσουλμάνους και σε βενιζελικούς χριστιανούς. Στην περίπτωση λοιπόν της διεκδίκησης του τζαμιού της Έδεσσας, στην οποία έγινε αναφορά παραπάνω, οι χριστιανοί που προκάλεσαν τα επεισόδια το καλοκαίρι του 1915 χαρακτηρίστηκαν από την οθωμανική πρεσβεία «μπουλούκι βενιζελικών» 139. Στη Θεσσαλονίκη κατά την προεκλογική περίοδο των εκλογών του Μαΐου του 1915 οι βενιζελικοί κατηγορήθηκαν για τρομοκρατία και βιαιότητες εις βάρος των μουσουλμάνων 140. Τις παραμονές της ίδιας εκλογικής αναμέτρησης στο Ηράκλειο Κρήτης σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων με αρκετούς τραυματίες 141. Ενώ στη Μυτιλήνη χριστιανοί, αντιδρώντας στη συγκέντρωση οπαδών του Γούναρη εν όψει των εκλογών του Δεκεμβρίου του 1915, επιτέθηκαν στην οικία του μουφτή 142. Από την άλλη, στη Θεσσαλονίκη ο Ρεσάτ Τεσάλ (Reşat Tesal) και οι συμμαθητές του, παραμονές των εκλογών του 1920, χτυπούσαν τενεκέδες κάτω από το σπίτι χριστιανής γειτόνισσας που υποστήριζε το Βενιζέλο θέλοντας να δείξουν με αυτό τον τρόπο την αντίθεσή τους στις εκλογικές της προτιμήσεις 143. Η ένταση της πολιτικής αντιπαλότητας που οδηγούσε ακόμη και σε σύγκρουση τις δύο κοινότητες συντηρούνταν και οξυνόταν και από τα δημοσιεύματα του Τύπου. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι προκηρύξεις του Εθνικού και Χριστιανικού Συνδυασμού εν όψει των εκλογών του Δεκεμβρίου του 1915 –στις οποίες έγινε αναφορά σε προηγούμενο κεφάλαιο– όπου προσέδωσαν στην εκλογική αναμέτρηση στοιχεία θρησκευτικής και φυλετικής διαμάχης. Οι προκηρύξεις και η σχετική αρθρογραφία των εφημερίδων που υποστήριζαν το συγκεκριμένο συνδυασμό καλούσαν τους χριστιανούς 139
T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Osmanlı Arşivi Daire Başkanliği, ό.π., έγγραφο υπ. αρ. 115 της οθωμανικής πρεσβείας Αθηνών. 140 Εφημ. Εμπρός, 12/25 Ιουνίου 1915. 141 Ν. Ανδριώτης, Τα τελευταία χρόνια, σ. 214. 142 Εφημ. Φιλελεύθερος, 4/17 Δεκεμβρίου 1915. 143 Reşat Tesal, Selâniκ’ten Istanbul’a. Bir Ömrün Hikâyesi(Από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Η αφήγηση μιας ζωής), Ιστανμπούλ 1998, σ. 48.
460
ψηφοφόρους να αποτρέψουν ένα νέο τουρκικό ζυγό στη Μακεδονία 144. Η εφημερίδα Φως της
Θεσσαλονίκης, δημοσιογραφικό όργανο του Εθνικού Χριστιανικού
Συνδυασμού, έγραφε χαρακτηριστικά ότι όσοι ψήφιζαν το συνδυασμό του Γούναρη με τον οποίο κατέβαιναν και μουσουλμάνοι υποψήφιοι ήταν σαν να προτιμούσαν την ημισέληνο από το σταυρό και να παρέδιναν τις εθνικές υποθέσεις στους εχθρούς της φυλής 145. Ανάλογα άρθρα δημοσιεύτηκαν σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο πολιτικής αντιπαράθεσης βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Στην Κρήτη η βενιζελική Νέα Εφημερίς επισήμανε την οργή των Ελλήνων για τη χαρά των μουσουλμάνων και των αντιπολιτευομένων με αφορμή κάποιες δυσκολίες που συναντούσε η ελληνική αποστολή στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι 146. Η αρθρογραφία του Τύπου της εποχής δεν ευνοούσε μόνο τα πολιτικά πάθη, αλλά με την ακραία ρητορική της δημιουργούσε πολλές φορές ένα κλίμα θρησκευτικού και φυλετικού μίσους εις βάρος των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών. Ένα κλίμα που σχεδόν ωθούσε σε πράξεις αντεκδίκησης για όσα την ίδια περίοδο υπέστησαν οι χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή για όσα είχαν υποστεί οι χριστιανοί των Νέων Χωρών πριν από το 1912. Η εφημερίδα της Κοζάνης Ηχώ της Μακεδονίας αναφερόμενη
στους
διωγμούς
του
ελληνικού
πληθυσμού
της
Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας το 1914 προειδοποιούσε τους μουσουλμάνους της Μακεδονίας ότι θα έπρεπε να διοργανώσουν συλλαλητήρια καταγγέλλοντας την πολιτική των Νεοτούρκων γιατί σε αντίθετη περίπτωση «σύσσωμος η ελληνική φυλή θα εγερθεί και αφού πρώτον θα εφαρμόσει δίκαια αντίποινα θα ριφθεί και πάλι ακάθεκτος και αμείλικτος θα πατάξει τον αιώνιον εχθρόν της» 147. Η ίδια εφημερίδα το Δεκέμβριο του 1919 στηλίτευε τη συνήθεια των μουσουλμάνων χωρικών να αποκαλούν τους Έλληνες γκιαούρηδες –λέξη που υπενθύμιζε στους χριστιανούς τα δεινά της οθωμανικής δουλείας– και ζητούσε παράλληλα να συνετιστούν και να μην κάνουν κατάχρηση της ελευθερίας τους 148. Ίδια ρητορική και από την εφημερίδα Μακεδονία που καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να λάβει μέτρα εναντίον των μουσουλμάνων που συνεργάζονταν με τους Βούλγαρους, 144
Βλ. κεφ. «Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο». 145 Εφημ. Φως, 23 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1915. 146 Εφημ. Νέα Εφημερίς, 2/15 Ιουνίου 1920. 147 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 12/25 Οκτωβρίου 1914. Ανάλογο άρθρο με αφορμή τους διωγμούς χριστιανών στον Πόντο και στη Μικρά Ασία στις 16/29 Ιανουαρίου 1922. 148 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 15/28 Δεκεμβρίου 1919.
461
εξύβριζαν το ελληνικό κράτος και έσφαζαν τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας, ενώ παράλληλα απειλούσε ότι αν συνεχίζονταν οι προκλήσεις, οι Έλληνες θα ταπείνωναν με δικά τους μέσα τους υβριστές της ελληνικής σημαίας 149. Ο αρθρογράφος της Μακεδονίας ενοχλούνταν από την κυριαρχία στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη του κόκκινου φεσιού που το φορούσαν με «αυθάδεια» οι μουσουλμάνοι υπάλληλοι των σιδηροδρόμων και συνέχαιρε το Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Θεμιστοκλή Σοφούλη για τα μέτρα που έλαβε ώστε να εξαλείψει από την πόλη τα σύμβολα του οθωμανικού παρελθόντος 150. Κάποια σύμβολα όμως παρέμεναν, όπως ο μουσουλμάνος δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος σύμφωνα με τη Μακεδονία υπενθύμιζε στους Έλληνες της πόλης: «Τους μαύρους χρόνους της σκλαβιάς, την εποχήν του ρουσφετιού και των τεμενάδων, της βίας και της αυθαιρεσίας» 151. Ανάλογη αντίδραση και για το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι δεν είχαν αναρτημένη στα μαγαζιά τους την εικόνα του Έλληνα βασιλιά, αλλά τις εικόνες των πρωτεργατών της επανάστασης των Νεοτούρκων, δείγμα, σύμφωνα με την εφημερίδα, ασέβειας, αγνωμοσύνης και προκλητικότητας 152. Ο Φιλελεύθερος της Μυτιλήνης, από την άλλη, σχολιάζοντας το αίτημα των μουσουλμάνων του νησιού να αρθεί η επίταξη των εγκαταλελειμμένων μουσουλμανικών οικιών στις οποίες είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες, τους χαρακτήριζε αιωνίως βαρβάρους, τέρατα, πρόστυχους και θρασείς 153. Η αρθρογραφία με αυτούς τους ακραίους χαρακτηρισμούς ήταν βέβαιο ότι πυροδοτούσε εντάσεις στις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων και σίγουρα δεν συμβάδιζε με τις αντιλήψεις της κεντρικής εξουσίας για μια ειρηνική συμβίωση ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Υιοθετώντας σε πολλές περιπτώσεις την αρχή της συλλογικής ευθύνης οι ελληνικές εφημερίδες ταύτιζαν συλλήβδην κάθε μουσουλμάνο των Νέων Χωρών με τον υπαίτιο των διωγμών των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή των αυθαιρεσιών του οθωμανικού παρελθόντος και ακόμη σε αυτούς απέδιδαν την εικόνα
οπισθοδρομικότητας
και
έλλειψης
εκσυγχρονισμού
των
πρόσφατα
προσαρτημένων επαρχιών του ελληνικού κράτους. Τον αρνητικό αυτό ρόλο του Τύπου υπογράμμιζε το 1917 ο γενικός διοικητής των Νήσων Αιγαίου, όταν έκρινε σκόπιμη την 149
Εφημ. Μακεδονία, 9/22 Ιουλίου 1915. Βλ. επίσης άρθρα με ανάλογη ρητορική 11/24 Ιουλίου 1915 και 15/28 Σεπτεμβρίου 1915. 150 Εφημ. Μακεδονία, 18/31 Μαΐου 1914 και ανάλογο άρθρο στις 25 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1914. 151 Εφημ. Μακεδονία, 28 Ιανουαρίου/10 Φεβρουαρίου 1914. 152 Εφημ. Μακεδονία, 16/29 Ιουλίου 1914. 153 Εφημ. Φιλελεύθερος, 23 Δεκεμβρίου1915/5 Ιανουαρίου 1916.
462
επιβολή λογοκρισίας ή και την προσωρινή παύση των τοπικών εφημερίδων που παρεκτρεπόμενες εξήπταν τα φυλετικά πάθη 154. Ωστόσο, για να σχηματιστεί ολοκληρωμένη εικόνα για το ρόλο του Τύπου στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων στις Νέες Χώρες, θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη και την αρθρογραφία των μουσουλμανικών εφημερίδων που εκδίδονταν στην Ελλάδα 155. Δυστυχώς υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία διάθεσιμα και αυτά είτε από μεταφράσεις των ελληνικών αρχών είτε από αναφορές ελληνικών εφημερίδων. Ωστόσο, έστω και με αυτές τις ελλείψεις, θα γίνει προσπάθεια ανασύνθεσης της ρητορικής των μουσουλμανικών εφημερίδων. Η εφημερίδα Yeni Asir της Θεσσαλονίκης κατά το 1914, χρονιά του διωγμού των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της μετανάστευσης των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών, δημοσίευε άρθρα όπου καταγγέλλονταν βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων από τις ελληνικές αρχές, τους ντόπιους χριστιανούς και τους πρόσφυγες 156. Τα άρθρα αυτά με στοιχεία υπερβολής στις περιγραφές τους, δεν εξυπηρετούσαν την ελληνική εξωτερική πολιτική που προσπαθούσε να αποδείξει ότι οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών δεν υφίσταντο καμία καταπίεση, αποστερώντας έτσι από την Υψηλή Πύλη τις αφορμές για την εκδιώξη του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια «προς περιστολήν των κακοβουλιών της Γενί Ασίρ», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει έγγραφο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας 157, οι ελληνικές αρχές έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα, διατάσσοντας κατά καιρούς την παύση της εφημερίδας ή την απαγόρευση δημοσίευσης άρθρων τα οποία θεωρούσαν ότι συκοφαντούσαν την ελληνική διοίκηση 158. Εκτός όμως από τις ελληνικές 154
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 14 (υπουργείο Εξωτερικών), Γενική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου προς υπουργείο Εξωτερικών, Μυτιλήνη 27 Μαΐου/9 Ιουνίου 1917, αρ. πρ. 7942. 155 Αναλυτικά στο κεφ. «Κοινωνικές δομές και οργάνωση του μουσουλμανικού πληθυσμού». 156 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 21 Μαρτίου/3 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 1276 όπου συνημμένη μετάφραση ανταπόκρισης της Yeni Asir από τις Σέρρες με καταγγελίες για βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων. 157 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 2/15 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 16543 όπου συνημμένη μετάφραση άρθρου της Yeni Asir στις 2 Απριλίου 1914 σχετικά με τη βεβήλωση του τεμένους στο χωριό Λοϊζίκι. Πάντως για το συγκεκριμένο γεγονός, στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, κάθε άλλο παρά υπερβολές έγραφε η μουσουλμανική εφημερίδα. 158 Ήδη από τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης ο στρατιωτικός διοικητής πρίγκιπας Νικόλαος διέταξε την παύση της έκδοσης της Yeni Asir γιατί με τα δημοσιεύματά της έθετε σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια, βλ. αρχείο ΔΙΣ, φ. 1633 Βαλκανικοί Πόλεμοι, έκθεση για την ανάληψη υπηρεσίας του πρίγκιπα Νικολάου ως στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης. Αργότερα η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας απαγόρευσε τη δημοσίευση ανταπόκρισης της εφημερίδας από τις Σέρρες στην οποία καταγγέλλονταν
463
αρχές η αρθρογραφία της Yeni Asir απασχολούσε και τον ελληνικό Τύπο της Θεσσαλονίκης, προκαλώντας ένα είδος διαλόγου μέσα από τις στήλες των εφημερίδων της πόλης που χαρακτηρίζονταν συχνά από ακραίους χαρακτηρισμούς και αντεγκλήσεις. Έτσι, η Νέα Αλήθεια κατηγορούσε τη Yeni Asir, με αφορμή δημοσίευμα της τελευταίας για βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Καρατζόβας (Αριδαία Αλμωπίας), ότι χρησιμοποιούσε τέτοιο λόγο με σκοπό να προκαλέσει αντίποινα εις βάρος των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να εξεγείρει τους μουσουλμάνους 159. Η Μακεδονία ισχυριζόταν σε άρθρό της τον Απρίλιο του 1914 ότι τα δημοσιεύματα της Yeni Asir προσέβαλλαν τη χριστιανική θρησκεία και απαιτούσε την απέλαση του αρθρογράφου καθώς και να «κλεισθή το ρυπαρό φύλλον αυτό, το οποίον ενόμισε ότι ημπορεί να οργιάζη αιωνίως χωρίς να εκσπάση η δίκαια οργή του Έθνους μας» 160. Ενώ τον Αύγουστο του 1915 η μουσουλμανική εφημερίδα κατηγορήθηκε ότι δημοσίευε άρθρα που στρέφονταν εναντίον των Ελλήνων και ιδίως των προσφύγων 161. Οι καταγγελίες αυτές και οι ακραίοι χαρακτηρισμοί από τις στήλες των εφημερίδων συσσώρευαν συναισθήματα οργής στους Έλληνες αναγνώστες τόσο εναντίον της συγκεκριμένης μουσουλμανικής εφημερίδας όσο και έμμεσα εναντίον των μουσουλμάνων. Ίσως το επεισόδιο καταστροφής φύλλων της Yeni Asir από πρόσφυγες τον Αύγουστο του 1915 στη Θεσσαλονίκη να πυροδοτήθηκε και από την αρθρογραφία των ελληνικών εφημερίδων της πόλης 162. Από την άλλη, και ο μουσουλμάνος αναγνώστης της Yeni Asir διαβάζοντας τις υπερβολές της εφημερίδας, όσον αφορά τις βιαιοπραγίες κατά ομοθρήσκων του, θα ένιωθε οργή για τους χριστιανούς που τις διέπραξαν και έμμεσα οργή και για το χριστιανό γείτονά του. Τα άρθρα της Yeni Asir αναπαράγονταν και από εφημερίδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες με την ακραία αρθρογραφία τους καλούσαν τους βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων, βλ. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 21 Μαρτίου/3 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 1276. Επίσης, ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 2.6, Τσορμπατζόγλου προς πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 27 Απριλίου/10 Μαΐου 1914, αρ. τηλ. 1289 όπου αναφέρει ότι η Yeni Asir απασχολεί συνεχώς τις ελληνικές αρχές με τα άρθρά της που συκοφαντούν την ελληνική διοίκηση στη Μακεδονία, ενθαρρυνόμενη όμως «εξ εκτροχιάσεως ελληνικού Τύπου» και συμφωνεί με την πρόταση της Εισαγγελίας Εφετών για ποινική δίωξη και απέλαση του διευθυντή της εφημερίδας. 159 Εφημ. Νέα Αλήθεια, 20 Σεπτεμβρίου/3 Οκτωβρίου 1914. Λίγους μήνες αργότερα η Yeni Asir κατηγορήθηκε ότι με τα δημοσιεύματά της συκοφαντούσε τους Έλληνες, βλ. εφημ. Νέα Αλήθεια, 3/16 Ιανουαρίου 1915. 160 Εφημ. Μακεδονία, 14/27 Απριλίου 1914. 161 Εφημ. Μακεδονία, 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1915. 162 Εφημ. Μακεδονία, 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1915.
464
μουσουλμάνους να εκδικηθούν τα δεινά των ομοθρήσκων τους, προκαλώντας αντίποινα εις βάρος του εκεί ελληνικού στοιχείου 163. Στο φαύλο κύκλο των εκατέρωθεν βιαιοτήτων ο Τύπος είχε τη δική του σημαντική συμβολή. Η ένταση στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες κορυφωνόταν με αφορμή πολεμικές συγκρούσεις, αλλαγές συνόρων και είσοδο ξένων στρατευμάτων σε ελληνικό έδαφος. Και η περίοδος ανάμεσα στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Καταστροφή προσέφερε αρκετές τέτοιες αφορμές. Ήδη το 1914 η αμφισβήτηση του καθεστώτος των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από την Υψηλή Πύλη και ο διωγμός των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θρακης και της Μικράς Ασίας έφερε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία στα πρόθυρα ενός νέου πολέμου. Η ένταση στις διμερείς σχέσεις είχε και αρνητικό αντίκτυπο στις ενδοκοινοτικές σχέσεις στις Νέες Χώρες και αποτυπώθηκε εύγλωττα, όπως προαναφέρθηκε, στα δημοσιεύματα ελληνικών και μουσουλμανικών εφημερίδων. Ανάλογες επιπτώσεις είχε και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που έφερε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ειδικότερα η κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από βουλγαρικά και γερμανικά στρατεύματα το 1916 καθώς και η άφιξη οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή 164 έδωσαν την ευκαιρία στον ντόπιο μουσουλμανικό πληθυσμό να εκδικηθεί τους Έλληνες γείτονές του για κάθε μορφή καταπίεσης που υπέστη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μέχρι την ανακατάληψη της περιοχής από τα Συμμαχικά και ελληνικά στρατεύματα σημειώθηκαν βιαιοπραγίες και φόνοι εις βάρος του ελληνικού στοιχείου καθώς και λεηλασίες ελληνικών περιουσιών στις οποίες συμμετείχε και ο
163
Για παράδειγμα, το κύριο άρθρο της εφημερίδας Ερτουγρούλ της Προύσας στις 14 Νοεμβρίου1913 ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αναμιμνησκόμενος των ανά την Ρούμελη γοερών κραυγών του καταδυναστευομένου έθνους μου, με φλογεράς τους οφθαλμούς, με τρίζωντος τους οδόντας και με το ένσφαιρον τυφέκιόν μου θα ζητήσω άγριαν εκδίκησιν σου τε και του έθνους σου. Το κυανόν της σημαίας σου θα εμβάψω εις το αίμα των υπηκόων σου το δε λευκόν θα μεταβάλω εις μαύρον». ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Δ/101α, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 13/26 Ιανουαρίου 1914, αρ. πρ. 32. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στο κλίμα αυτό του εθνικιστικού παροξυσμού εντάσσονται και τα πρώτα ποιήματα του Nazim Hikmet, όπως για παράδειγμα το ποίημα «Εκδίκηση»: Φωνάζει λέγοντας πάρτε την εκδίκησή μου/Ο σταυρός κρεμάστηκε στα τζαμιά/Φωνάζει λέγοντας πάρτε την εκδίκησή μου/Αθώοι που λογχίστηκαν/Φωνάζουν λέγοντας πάρτε την εκδίκησή μου/Παιδιά που έμειναν ορφανά/Λένε πάρτε την εκδίκησή μου/Παππούδες που κλαίνε συνεχώς/Φωνάζουν λέγοντας πάρτε την εκδίκησή μου/Φωνάζει η Ρούμελη/Ε, εσύ, τέκνο της μεγάλης γενιάς,/Θα σωπάσεις έτσι απλά μπροστά σ’ αυτόν το θρήνο; Βλ. Halil Berktay, ό.π., σσ. 56-57 απ’ όπου αντλήθηκε και το ποίημα. 164 Τμήματα της 52ης Μεραρχίας του οθωμανικού στρατού αναπτύχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία και ειδικότερα στην περιοχή του Παγγαίου από το φθινόπωρο του 1916.
465
ντόπιος μουσουλμανικός πληθυσμός 165. Όμως η απόσυρση των στρατευμάτων των Κεντρικών Δυνάμεων από την περιοχή άλλαξε για ακόμη μία φορά τους ρόλους του θύτη και του θύματος και έτσι μουσουλμάνοι της Ανατολικής Μακεδονίας εγκατέλειψαν τις εστίες τους φοβούμενοι την εκδίκηση των Ελλήνων για όσα υπέστησαν την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής 166. Για τους ίδιους λόγους μετανάστευσαν και μουσουλμάνοι της Φλώρινας και της Καστοριάς μετά τη βραχύβια κατάληψη της περιοχής από γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα τον Αύγουστο 1916 167. Όπως υπογραμμίστηκε και στην περίπτωση των Βαλκανικών Πολέμων, στις πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου συμμετείχε ενεργά και ο ντόπιος πληθυσμός, γεγονός που επηρέαζε αρνητικά τη σύμβιωση μουσουλμάνων και χριστιανών. Αλλά και η απόσυρση των ιταλικών στρατευμάτων από την περιοχή της Τσαμουριάς στην Ήπειρο το Σεπτέμβριο του 1917 και το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε μέχρι την εγκατάσταση των ελληνικών αρχών, έδωσαν την ευκαιρία στους ντόπιους χριστιανούς να προβούν σε λεηλασίες μουσουλμανικών περιουσιών και σε μεμονωμένους φόνους, ενώ μουσουλμάνοι φοβούμενοι αντεκδικήσεις χριστιανών μετανάστευσαν στη Βόρειο Ήπειρο 168. Στη Θράκη, μετά τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 169 ντόπιοι Έλληνες της επαρχίας Σηλυβρίας συγκρότησαν συμμορίες οι οποίες επετίθεντο σε μουσουλμάνους 165
Υπουργείο επί των Εξωτερικών, Διπλωματικά έγγραφα 1913-1917. Ελληνοσερβική συνθήκη Συμμαχίας. Εισβολή ΓερμανοΒουλγάρων εις Μακεδονίαν, εν Αθήναις 1920, σσ. 207, 212-213, 239 και 245. Επίσης R. Reiss, Bulgares et Turcs contre les Grecs. Rapport présenté à M. Vénizélos Président du Conseil des Ministres du Royaume de Grèce, Παρίσι 1919, σσ. 10, 13, 29. ΙAYE, K.Y., 1919, φ. Α/5/ΙΙ(3), «Έκθεσις του κατά την βουλγαρικήν κατοχήν της Ανατολικής Μακεδονίας Νομάρχου Δράμας Νικολάου Ι. Μπακόπουλου περί της εν τω Νομώ Δράμας δημιουργηθείσης καταστάσεως από της 8ης Αυγούστου 1916 και εντεύθεν προς το υπουργείο των Εξωτερικών και το υπουργείο των Εσωτερικών», Αθήνα 7/20 Νοεμβρίου 1918. ΤΝΑ, F.O. 371/2624, υποπροξενείο Μ. Βρετανίας στην Καβάλα προς προξενείο Θεσσαλονίκης, Θάσος 2 Σεπτεμβρίου 1916, αρ. 159 και 15 Σεπτεμβρίου 1916, αρ. 165 όπου αναφέρει ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός οπλιζόταν από τις αποθήκες πυρομαχικών του ελληνικού στρατού και εξέφραζε την ανησυχία του για την ασφάλεια του ελληνικού πληθυσμού. 166 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(6), Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή στη Βουλγαρία προς το Γενικό Στρατηγείο, Σόφια 13/26 Σεπτεμβρίου 1919, αρ. πρ. 665 όπου αναφέρεται ότι μουσουλμάνοι της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν καταφύγει στη Δυτική Θράκη μετά τη βουλγαρική υποχώρηση, αντετίθεντο στην ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα από το φόβο ότι θα διώκονταν για εγκλήματα που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής. Πρβλ. κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμανικών πληθυσμών την περίοδο 1912-1923». 167 Περίπου 300 μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν τις περιοχές Φλώρινας και Καστοριάς μετά την υποχώρηση των στρατευμάτων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, βλ. κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμανικών πληθυσμών την περίοδο 1912-1923». 168 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1917, φ. Α/5Χ, ο κυβερνητικός αντιπρόσωπος Στεργιάδης προς την Κεντρική Υπηρεσία, Πρέβεζα 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου1917, αρ. τηλ. 6408 και 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου 1917, αρ. πρ. 48. 169 Η συνθηκολόγηση ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Entente υπογράφηκε στο Μούδρο της Λήμνου στις 31 Οκτωβρίου 1918.
466
της περιοχής λαμβάνοντας έτσι εκδίκηση για τις βιαιοπραγίες του παρελθόντος 170. Μετά την ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα ο ντόπιος χριστιανικός πληθυσμός, όπως ακριβώς και ο αντίστοιχος της Μακεδονίας, αντιλαμβανόταν τη θέση του υπό το νέο καθεστώς και τις σχέσεις του με τους μουσουλμάνους γείτονες εντελώς διαφορετικά από ό,τι η κεντρική εξουσία. Έτσι, ο ύπατος αρμοστής της Θράκης Αντώνιος Σαχτούρης τόνιζε ότι οι ντόπιοι χριστιανοί ήταν ιδιαίτερα ανυπόμονοι και αδυνατούσαν να κατανοήσουν την πολιτική συμφιλίωσης με τους μουσουλμάνους που προωθούσαν οι διοικητικές αρχές 171. Αναμφισβήτητα η σύγκρουση του ελληνικού στρατού με τις δυνάμεις του Κεμάλ στο μικρασιατικό μέτωπο από το Μάιο του 1919 και η τελική καταστροφή ήταν τα γεγονότα που διεύρυναν ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Όμως προτού αναλυθεί το πώς επέδρασε η Μικρασιατική Καταστροφή στις σχέσεις ντόπιων χριστιανών και μουσουλμάνων, διατυπώνεται το ερώτημα μήπως περιστατικά της καθημερινής συμβίωσης βάρυναν πολύ περισσότερο στις διακοινοτικές σχέσεις από όσο μια πολεμική σύγκρουση η οποία δεν επηρέαζε τουλάχιστον άμεσα την καθημερινότητά τους. Αναρωτιέται κανείς, για παράδειγμα, τι επίδραση είχε στις σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών ενός μικτού πληθυσμιακά χωριού της επαρχίας Ανασέλιτσας η είδηση ότι δεκαπεντάχρονος χριστιανός απεπλάνησεν εις ασέλγειαν οκταετή μουσουλμάνο ή όταν στο ίδιο χωριό χριστιανός από την Καστοριά απήγαγε εκουσίως την κόρη του χότζα ή ακόμη όταν στα Σέρβια δεκαετείς μουσουλμάνοι αποπλάνησαν και ασέλγησαν σε βάρος τετράχρονης χριστιανής μέσα σε τζαμί 172. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, η εισροή χιλιάδων προσφύγων σε ελληνικό έδαφος και η ανάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς έφεραν τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών σε δεινή θέση. Οι μουσουλμάνοι
170
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 19 (υπουργείο Εξωτερικών), Ύπατη Αρμοστεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Κωνσταντινούπολη 5/18 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 1428. 171 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 152.2, Ύπατη Αρμοστεία Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Αδριανούπολη 31 Ιουλίου/18 Αυγούστου 1920, αρ. πρ. 278. Ο αναπληρωτής γενικός διοικητής Κωνσταντίνος Γέραγας σημειώνει στις αναμνήσεις του ότι παρά τους φόβους για το αντίθετο δεν σημειώθηκαν εκτεταμένες πράξεις αντεκδίκησης εις βάρος των μουσουλμάνων, παρά μόνο κάποια μικροεπεισόδια που έληξαν με την τιμωρία των υπαιτίων, Κ. Γέραγας, ό.π., σ. 45. 172 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Β, Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Αυγούστου 1914, αρ. πρ. 19996 και 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 21167, «περί εβδομαδιαίων συμβάντων» και Νομαρχία Κοζάνης προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Κοζάνη 11/24 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 2072, «έκθεσις περί δημοσίας ασφαλείας μηνός Μαΐου».
467
αντιμετωπίζονταν από τη στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή –η οποία κάτω από την πίεση των εξαιρετικά κρίσιμων περιστάσεων μετά την ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο ήταν ιδιαίτερα καχύποπτη– ως συνεργάτες του Κεμάλ και ως απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ενώ από την άλλη γίνονταν στόχος των τάσεων εκδίκησης προσφύγων και ντόπιων χριστιανών. Όσον αφορά τις σχέσεις των μουσουλμάνων με το ντόπιο χριστιανικό στοιχείο, είναι κοινός τόπος στις προφορικές μαρτυρίες ανταλλάξιμων μουσουλμάνων ότι ο ελληνοτουρκικός πόλεμος στη Μικρα Ασία και η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αποτέλεσαν ένα συντριπτικό πλήγμα στην αρμονική συμβίωση ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες 173. Το χάος που ακολούθησε μετά την Καταστροφή, όπως και σε κάθε παρόμοια περίπτωση, δημιούργησε τις συνθήκες εκείνες που ευνοούσαν την εκδήλωση βιαιοπραγιών εις βάρος των μουσουλμάνων και λεηλασιών της μουσουλμανικής περιουσίας. Στο στόχαστρο των ντόπιων χριστιανών ήταν κυρίως η μουσουλμανική ακίνητη περιουσία. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι ντόπιοι χριστιανοί, τρομοκρατώντας ενίοτε τους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες, οικειοποιήθηκαν μουσουλμανικά κτήματα αγοράζοντάς τα σε πολύ χαμηλές τιμές ή απλά καταπατώντας τα 174. Στην Κρήτη η μουσουλμανική κινητή και ακίνητη περιουσία της υπαίθρου χώρας λεηλατήθηκε από ντόπιους χριστιανούς ως αντεκδίκηση για τις σφαγές εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία, ενώ οι μουσουλμάνοι της υπαίθρου από το Σεπτέμβριο του 1922 κατέφυγαν στα αστικά κέντρα του νησιού φοβούμενοι τα αντίποινα των χριστιανών
173
Iskender Özsoy, ό.π., ενδεικτικά βλ. μαρτυρία της Ραζιγιέ Ογούς από τα Ιωάννινα, σσ. 25-26˙ του Αλή Ονάι από το Ρέθυμνο, σσ. 77-78˙ του Ραμαζάν Εσέρ από το Σεβιντικλί (Επτάλοφος) του Κιλκίς, σ. 98. Επίσης, Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σ. 365 όπου μαρτυρία της Τουρκοκρητικιάς Ισμέτ Αλτάι˙ Bruce Clark, ό.π., σσ. 34-35 και 39˙ Reşat Tesal, ό.π., σσ. 31-33 όπου μαρτυρία για το πώς επηρέασε αρνητικά η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη την καθημερινότητα της μικρής μουσουλμανικής κοινότητας του Βόλου. Tolga Köker-Leyla Keskiner, “Lessons in refugeehood. The experience of forced migrants in Turkey”, R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σσ. 192-208 όπου συνεντεύξεις με ανταλλάξιμους στη Μενεμένη και το Μουράντιγιε˙ Müfide Pekin, “Twisted memories of a lost homelandthe Turkish Cretan community of Turkey”, Ramses 2: Euro-Mediterrenean research network workshop: Memories in the Mediterrenean, between history and politics, http://www.mubadele.org-twisted memoires of a lost homeland/1.10.2008, σ. 7 και Sinan Kalayoğlu, The Greek Muslim Migration: Rethinking the role of security and nationalism within the 1923 compulsory exchange of populations between Greece and Turkey, Master’s Thesis, Department of International Relations Bilkent University, Άγκυρα 2004, σ. 88. 174 Βλ. κεφ. «Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 19121923».
468
γειτόνων τους 175. Έφημερίδα του Ηρακλείου είχε προειδοποιήσει τους μουσουλμάνους για τις συνέπειες όταν εκδήλωναν τη χαρά τους για την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία 176. Φόνοι και ληστείες εις βάρος μουσουλμάνων σημειώθηκαν στο νησί, όπως για παράδειγμα στα Χανιά 177. Ανάλογα περιστατικά σημειώθηκαν και στη Μυτιλήνη, όπου σε ένα χωριό πάνω από δέκα μουσουλμάνοι σκοτώθηκαν από ομάδες Ελλήνων ατάκτων 178. Στη Θεσσαλονίκη η μουσουλμανική κοινότητα σε υπόμνημά της ανέφερε χαρακτηριστικά ότι: «η ζωή, η τιμή και η περιουσία των Μουσουλμάνων εις ουδέν πλέον λογίζεται» 179, ενώ ο Γάλλος πρόξενος στην πόλη σε έκθεσή του έκανε αναφορά για δολοφονίες μουσουλμάνων και λεηλασίες περιουσιών 180. Στην περιοχή του Λαγκαδά, σύμφωνα με μαρτυρίες χριστιανών, από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι την Ανταλλαγή των Πληθυσμών οι μουσουλμάνοι υπέστησαν βιαιοπραγίες τόσο από το στρατό όσο και από τους πολίτες 181. Συμμορίες ατάκτων προσφύγων και ντόπιων σχηματίστηκαν στη Μακεδονία οι οποίες διέπραξαν ληστείες κυρίως εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού 182, ενώ τη θέση των μουσουλμάνων επιδείνωσε η απόφαση των στρατιωτικών αρχών να μοιραστούν όπλα στους ντόπιους χριστιανούς και να αφοπλιστούν οι μουσουλμάνοι 183.
175
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 597, ο πρόεδρος της μουσουλμανικής δημογεροντίας Ηρακλείου προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Ηράκλειο 4 Ιανουαρίου 1923. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Γενική Διοίκηση Κρήτης προς Κεντρική Υπηρεσία, Χανιά 18 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 222 και μουσουλμανική δημογεροντία Ρεθύμνου προς Γενική Διοίκηση Κρήτης, Ρέθυμνο 23 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 1094. 176 Εφημ. Ίδη, 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου 1922. 177 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, ο αναπληρωτής γενικός διοικητής Κρήτης προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Χανιά 28 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. εμπ. πρ. 213 και φ. 724, ο αναπληρωτής γενικός διοικητής Κρήτης προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Χανιά 26 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. τηλ. 655. 178 Iskender Özsoy, ό.π., σ. 41 όπου μαρτυρία του Φερχάτ Ερίς και Bruce Clark, ό.π., σ. 40. 179 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 720, υπόμνημα της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης «περί της θέσεως των Μουσουλμάνων Μακεδονίας προς τον Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως», Αθήναι 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1922. 180 ΜΑΕ serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 58, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 2 Δεκεμβρίου 1922, αρ. 84 «γενική κατάσταση». 181 A. Karakasidou, ό.π., σσ. 151-152. 182 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, Yποδιοίκηση Λαγκαδά προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Λαγκαδάς 24 Σεπτεμβρίου/6 Οκτωβρίου 1922 όπου αναφέρεται ότι η δημόσια ασφάλεια απειλείται εξαιτίας των καθημερινών εκβιάσεων κυρίως εις βάρος των μουσουλμάνων. Επίσης, Διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 12/25 Οκτωβρίου 1922. 183 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 724, οι στρατιωτικές αρχές Καβάλας προς το Γενικό Επιτελείο, Καβάλα 27 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. 21358/3359/2, όπου σημειώνεται ότι εκτελέστηκε η διαταγή του Γενικού Επιτελείου για τον εξοπλισμό των κατοίκων με όπλα τύπου Γκρα.
469
Πάντως, αν και οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών θα μπορούσαν να γίνουν το εύκολο θύμα της οργής που προκάλεσε στην Ελλάδα η Μικρασιατική Καταστροφή, ωστόσο δεν υπέστησαν οργανωμένους και συστηματικούς διωγμούς. Βιαιοπραγίες συνέβησαν βέβαια, δεν έλαβαν όμως εκτεταμένες διαστάσεις και δεν εντάχθηκαν σε κάποιο γενικότερο σχεδιασμό της κυβέρνησης της Επανάστασης του 1922. Η μειονεκτική διπλωματική και στρατιωτική θέση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας δεν επέτρεπε την εφαρμογή πολιτικής αντιποίνων εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι καταγγελίες των κεμαλικών βιαιοτήτων στη Μικρά Ασία ήταν ένα βασικό επιχείρημα της ελληνικής διπλωματίας το οποίο θα αποδυναμωνόταν σε περίπτωση που και η ελληνική πλευρά επιφύλασσε ανάλογη συμπεριφορά στους μουσουλμάνους της επικράτειάς της 184. Οι ελληνικές αρχές επεδείκνυαν ιδιαίτερη σπουδή στη διάψευση καταγγελιών για βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων 185. Παράλληλα, το υπουργείο Εξωτερικών τόνιζε στις στρατιωτικές αρχές ότι η προστασία των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης ενέχει πολιτική σκοπιμότητα, αφού το καθεστώς της περιοχής ήταν υπό αμφισβήτηση 186. Στο πλαίσιο αυτής της σκοπιμότητας η Γενική Διοίκηση Θράκης εξέδωσε αυστηρές διαταγές για ποινική δίωξη και εκτοπισμό όσων προέβαιναν σε βιαιότητες εις βάρος των μουσουλμάνων 187. Επιπλέον, για τον Βενιζέλο ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας αποτελούσε ένα διπλωματικό χαρτί –σε μια περίοδο που η Ελλάδα είχε ελάχιστα– το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για 184
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 30 (υπουργείο Εξωτερικών), Βενιζέλος προς υπουργείο Εξωτερικών, Λονδίνο 17/30 Οκτωβρίου 1922 όπου ο Βενιζέλος επισημαίνοντας ότι η αναχώρηση των μουσουλμάνων έπρεπε να γίνει ακόμη και αν δεν συμφωνούσε η Τουρκία, σημείωνε: «Πρέπει δε να έχη υπ’ όψιν η Κυβέρνησις ότι σήμερον η θέσις ημών εν τη πεπολιτισμένη οικογενεία είναι ηθικώς τρομερά μειωμένη, ένεκα των εμπρησμών και άλλων βιαιοπραγιών εις ας εξετράπη ο στρατός εν Μικρά Ασία....Έχομεν δε επείγουσαν ανάγκη να ανακτήσωμεν την ηθική εκτίμησιν του κόσμου και διά τούτο η αναγκαστική απομάκρυνσις των πληθυσμών πρέπει να διεξαχθή κατά τρόπον όστις το καθ’εαυτό βάρβαρον τούτο μέτρον να καταστήση ευκολώτερον ανεκτόν ως μέσον υπέρτατης ανάγκης διεξαχθέν όμως με όλην την μέριμναν και συμπάθειαν πολιτισμένου λαού υπέρ της δυστυχίας των αναγκαστικώς μεταναστευόντων». 185 ΙΑΜΜ, αρχείο Βενιζέλου, φ. 30 (υπουργείο Εξωτερικών), υπουργείο Εξωτερικών προς πρεσβείες Λονδίνου και Παρισίων, Αθήνα 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 11488 όπου διαψεύδονταν κατηγορίες για βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Κρήτης, οι οποίες σύμφωνα με το υπουργείο συνέβησαν, όπως και στη Μυτιλήνη, μόνο κατά τις πρώτες μέρες μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Σμύρνη. 186 Η ειδική για τη Θράκη Συνθήκη των Σεβρών παραχωρούσε τη Θράκη στην Ελλάδα. Ωστόσο η Συνθήκη δεν επικυρώθηκε αμέσως, διατηρήθηκε σε ισχύ με το ειδικό Πρωτόκολλο XVI της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923 και επικυρώθηκε στις 6 Αυγούστου 1924, βλ. Λ. Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, Αθήνα 1995, σ. 61. 187 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 2, Κεντρική Υπηρεσία προς υπουργείο Στρατιωτικών, Αθήνα 5 Οκτωβρίου 1923, αρ. 14219/2624. Επίσης, στον ίδιο φάκελο Γενική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κομοτηνή 6 Νοεμβρίου 1923, αρ. 3493.
470
να πιεστεί η κεμαλική πλευρά σε υποχωρήσεις. Έτσι, ο Βενιζέλος για να πετύχει την απελεύθερωση του χριστιανικού άρρενος πληθυσμού της Μικράς Ασίας, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος σε τάγματα εργασίας, απειλούσε ότι θα εφάρμοζε ανάλογο μέτρο και για τους μουσουλμάνους της Ελλάδας 188. Αλλά και σε στρατιωτικό επίπεδο η εξαιρετικά αποδυναμωμένη θέση της Ελλάδας, όπως σημείωνε και ο Βρετανός πρεσβευτής, δεν της επέτρεπε να προκαλεί την Τουρκία οργανώνοντας ή ενθαρρύνοντας διωγμούς εις βάρος των μουσουλμάνων ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές τις οποίες εποφθαλμιούσε και η Βουλγαρία 189. Για όλους τους παραπάνω λόγους οι ελληνικές αρχές περιόρισαν τις βιαιοπραγίες των ντόπιων χριστιανών εις βάρος των μουσουλμάνων, παρά τις τάσεις αντεκδίκησης ή τις προσπάθειες να επωφεληθούν οικονομικά από τις περιστάσεις. 2. Σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης Οι σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών κατά την περίοδο 1912-1923 δεν χαρακτηρίζονταν μόνο από εκατέρωθεν βιαιότητες, ένταση και συγκρούσεις, αλλά υπήρχαν πάντοτε περιθώρια αρμονικής συνύπαρξης. Παρά τις πολεμικές αναμετρήσεις, τις μετακινήσεις πληθυσμών, τις πληγές που άφησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και το παρελθόν της οθωμανικής κυριαρχίας, τον υπό έξαρση εθνικισμό και θρησκευτικό φανατισμό, μουσουλμάνοι και χριστιανοί μπορούσαν ακόμη να συμβιώνουν ειρηνικά. Αν και η βιβλιογραφία ρίχνει περισσότερο φως στις σχέσεις σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες, μελετώντας κυρίως τη μικροϊστορία τοπικών κοινωνιών εντοπίζονται παραδείγματα που σκιαγραφούν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Ακόμη και την περίοδο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, όταν, όπως προαναφέρθηκε, οι δύο κοινότητες συμμετείχαν ενεργά στις πολεμικές συγκρούσεις υποστηρίζοντας αντίπαλα στρατόπεδα, μπορεί κανείς να αναφερθεί σε περιστατικά που αναιρούσαν την εικόνα των εκατέρωθεν βιαιοπραγιών. Για παράδειγμα, στο Βόιο οι 188
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 30 (υπουργείο Εξωτερικών), Βενιζέλος προς υπουργείο Εξωτερικών, Λονδίνο 17/30 Οκτωβρίου 1922, αρ. 3433 και Bruce Clark, ό.π., σ. 57. 189 TΝΑ, F.O. 371/ 7586, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 1922, αρ. C13732, όπου σημειώνεται ότι ήταν αμφίβολο αν τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αξιόμαχη δύναμη. Επιπλέον, ο Βρετανός διπλωμάτης πίστευε ότι αν η Ελλάδα αντιμετώπιζε μόνη της την κατάσταση χωρίς να σταλεί βοήθεια από τους Συμμάχους, τότε Μακεδονία και Θράκη θα περιέρχονταν σε χάος.
471
χριστιανοί της Δάφνης προστάτευσαν τους Βαλαάδες της γειτονικής Βρόστιανης (Αγ. Ανάργυροι) από τις αρπακτικές διαθέσεις του σώματος του καπετάν Μπέλου 190. Από την άλλη, στο Μαύροβο (Μαυροχώρι) της Καστοριάς κάποιοι μουσουλμάνοι φυγάδευσαν στις οικίες τους ντόπιους χριστιανούς κατά την είσοδο των στρατευμάτων του Μεχμέτ Πασά (Mehmet Paşa) 191. Αλλά και στη Μυτιλήνη, τους μουσουλμάνους κατοίκους του Σκαλοχωρίου προστάτευσαν από τις επιθέσεις των ελληνικών ατάκτων σωμάτων οι χριστιανοί γείτονές τους 192. Στα Γρεβενά οι χριστιανοί του χωριού Τίστα (Ζάκας) προστάτευσαν τους μουσουλμάνους του γειτονικού Βρασνού από τις επιθέσεις ελληνικών ληστρικών ομάδων τηρώντας τη συμφωνία που έγινε ανάμεσα στους προκρίτους των δύο χωριών, η οποία προέβλεπε ότι οι χριστιανοί θα προστάτευαν τους μουσουλμάνους σε περίπτωση που η Ελλάδα ήταν η νικήτρια του πολέμου, ενώ σε αντίθετη περίπτωση οι μουσουλμάνοι θα προστάτευαν τους χριστιανούς 193. Ανάλογες συμφωνίες αλληλοϋποστήριξης ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς έγιναν και σε άλλες περιοχές κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, όπως για παράδειγμα στην Έδεσσα, στη Βέροια και στην Καστοριά 194. Την ίδια περίοδο στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη, στον αντίποδα των γεγονότων της περιοχής του Δοξάτου, ο μητροπολίτης της Καβάλας και οι Έλληνες της πόλης παρείχαν καταφύγιο σε μουσουλμάνους που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις βουλγαρικές θηριωδίες 195, ενώ ανάλογη ήταν η συμπεριφορά και του μητροπολίτη Αίνου και Μηδείας στην Αλεξανδρούπολη 196. Οι μουσουλμάνοι κάτω και από την πίεση των βουλγαρικών βιαιοπραγιών έβλεπαν με περισσότερη συμπάθεια τους Έλληνες. Στην Καβάλα, σύμφωνα με τον Έλληνα υποπρόξενο, οι μουσουλμάνοι περίμεναν την προέλαση των «bizimkiler» (των δικών μας), όπως αποκαλούσαν τους Έλληνες 197. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου μουσουλμάνοι και Έλληνες χριστιανοί ένωσαν τις δυνάμεις 190
Α. Αδαμίδη, Ιστορικά Δάφνης Βοΐου, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 93. Κλ. Νικολαΐδης, Ιστορία του Ελληνοτουρκικού πολέμου, εν Αθήναις 1915, σ. 80. 192 B. Clark, ό.π., σ. 38. 193 Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σσ. 257-261, όπου μαρτυρία του Βρασνιώτη Μουχιττίν Γιαβούζ. 194 Γ. Χιονίδης, Η απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης Βέροιας, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 22-23. Επίσης Γ. Τζημόπουλος, ό.π., σ. 142 όπου αναφέρεται στη δημιουργία πολιτοφυλακής από Έλληνες και μουσουλμάνους της Καστοριάς με σκοπό την υπεράσπιση της πόλης από επιθέσεις ατάκτων. 195 Επισκόπου Μυρέων Αθανασίου, Απομνημονεύματα. Βουλγαρικαί θηριωδίαι, Αθήναι 1914, σσ. 40-43 όπου και ευχαριστήριες επιστολές του μουφτή Καβάλας και μουσουλμάνων καπνεμπόρων της πόλης. 196 Στ. Κυριακίδης, Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, Αθήνα 1919, σ. 128. 197 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 9 υποφ. 5, υποπροξενείο Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Καβάλα 3/16 Ιανουαρίου 1913, αρ. πρ. 25. 191
472
τους μπροστά στον κοινό εχθρό, τους Βούλγαρους. Μουσουλμάνοι κάτοικοι βοηθούσαν τον ελληνικό στρατό στις επιχειρήσεις του εναντίον των Βουλγάρων, ενώ στις Σέρρες συγκροτήθηκε κοινή πολιτοφυλακή από μουσουλμάνους και Έλληνες κατοίκους για να αποκρούσουν τη βουλγαρική επίθεση 198. Ακόμη και στο Δοξάτο κάποιοι μουσουλμάνοι δεν συμμετείχαν στη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού, αλλά προσπάθησαν να τον προστατεύσουν 199. Στην Έδεσσα κοινός ήταν ο φόβος ελληνικού και μουσουλμανικού στοιχείου
ύστερα
από
πληροφορίες
για
εισβολή
στην
περιοχή
Βουλγάρων
κομιτατζήδων 200. Κοινοί ήταν και οι πανηγυρισμοί στα εδάφη που καταλάμβανε ο ελληνικός στρατός κατά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Ο στρατιώτης Ι. Σκανδαλάκης κατά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην περιοχή του Νευροκοπίου έβλεπε «περιέργα συμπλέγματα Τούρκων και Ελλήνων αλληλοασπαζομένων» 201. Ένα χρόνο αργότερα από τη νίκη των ελληνικών δυνάμεων στην Ανατολική Μακεδονία Reiss και Ναούμ διαπίστωναν στις εκθέσεις τους –οι οποίες βέβαια εντάσσονταν στον προπαγανδιστικό μηχανισμό της ελληνικής πλευράς– ότι Έλληνες χριστιανοί και μουσουλμάνοι συμβίωναν με αγαστή σύμπνοια 202. Στην καθημερινή ζωή και στις κοινωνικές δραστηριότητες χριστιανοί και μουσουλμάνοι συμβίωναν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα μοιραζόμενοι τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες στεναχώριες και τις ίδιες χαρές. Ο Μουχιττίν Γιαβούζ από το Βρασνό των Γρεβενών περιγράφει την κοινή ζωή με τους χριστιανούς γείτονες σημειώνοντας: «Δεν είχαμε ούτε έχθρα ούτε διαφορές. Κανένας δεν ασχολούνταν με τη θρησκεία, τη γλώσσα, την εκκλησία ή το τζαμί του άλλου. Εμείς φορούσαμε φέσι και οι Έλληνες καπέλο. Εκείνοι γιορτάζανε το Πάσχα και εμείς το Κουρμπάν Μπαϊράμι. Ο πατέρας μου είχε ένα φίλο 198
ΕΛΙΑ, αρχείο Λ. Παρασκευόπουλου, «Έκθεσις περί της διεξαγωγής των επιχειρήσεων της 10ης Μεραρχίας κατά του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου του 1913. Βέρροια 25 Μαρτίου 1914 ο διοικητής της Χης Μεραρχίας Λ. Παρασκευόπουλος». Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 9, υποφ. 5, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 4/17 Ιουλίου 1913, αρ. τηλ. 91 και Τ. Κωστόπουλος, ό.π., σσ. 51, 55. 199 Όπως οι αδερφοί Ομέρ Αγά, Χαφούζ Σαλήχ, Ποπλιάκ Μουσταφά και Χασάν Μουσταφά, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 36, υποφ. 5, Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 15/28 Ιουλίου 1913, αρ. τηλ. 1381, όπου επισυνάπτεται έκθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής για την καταστροφή του Δοξάτου. 200 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 113, ο κυβερνητικός αντιπρόσωπος Βοδενών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Βοδενά 24 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1913. 201 Ι. Σκανδαλάκης, Εντυπώσεις πολεμιστού από τον Ελληνοβουλγαρικόν πόλεμον του 1913, Θεσσαλονίκη, σσ. 151-152. 202 A. Reiss, Sur la situation des bulgarophones et des musulmans dans les nouvelles provinces grecques, Λωζάννη 1915. Επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. ΑΑΚ 29, όπου η έκθεση Ναούμ.
473
παπά. Μερικές φορές ερχόταν στο σπίτι μας και εμείς πηγαίναμε στο δικό του. Υπήρχε εγκαρδιότητα μεταξύ μας. Εμείς πηγαίναμε στους γάμους τους και εκείνοι στους δικούς μας, αλλά δεν παντρευόμασταν ο ένας τα κορίτσια του άλλου. Οι Ρωμιοί φίλοι μας προστάτευαν και εμείς προστατεύαμε αυτούς» 203. Στην Κρήτη, αναπτύσσονταν φιλίες μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, οι γείτονες, παρά τη διαφορά της θρησκείας, αντάλλασσαν επισκέψεις και η Τουρκοκρητικιά Φατμά Τεμιζκάν (Fatma Temizkan) από την Ιεράπετρα αναπολούσε την παιδική της ηλικία, όταν έπαιζε στην παραλία μαζί με τα παιδιά των Ρωμιών 204. Η κοινωνική ζωή της εποχής και ιδιαίτερα αυτή της υπαίθρου εξαρτιόταν άμεσα από τη θρησκεία και επομένως οι κοινωνικές σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων περιορίζονταν από τους φραγμούς που έθεταν τα δύο δόγματα. Ωστόσο οι φραγμοί αυτοί δεν ήταν αξεπέραστοι. Η μακραίωνη συμβίωση των δύο κοινοτήτων στο χώρο των Βαλκανίων δημιουργούσε συχνά φαινόμενα θρησκευτικού συγκρητισμού. Έτσι, συναντά κανείς κοινές θρησκευτικές αντιλήψεις και λατρευτικούς τύπους και ιδίως κοινές θρησκευτικές λαϊκές δοξασίες 205. Στη Δυτική Θράκη οι μπεκτασήδες μουσουλμάνοι τιμούν τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου επισκεπτόμενοι παρεκκλήσια του όπου προσεύχονται και προσφέρουν θυσίες ζώων. Επίσης, προσφέρουν λατρεία και τιμούν και άλλους χριστιανούς αγίους τους οποίους ταυτίζουν με μουσουλμάνους αγίους, όπως ο Προφήτης Ηλίας ή οι Σαράντα Άγιοι Μάρτυρες, ενώ όχι μόνο οι μπεκτασήδες, αλλά και οι σουνίτες μουσουλμάνοι αναφέρονται με ευλάβεια στο όνομα της Παναγίας 206. Τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου τιμούσαν και οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ στις γιορτές του Πάσχα αλλά και του Μπαϊραμιού συμμετείχαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Οι μουσουλμάνοι Βαλαάδες, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Hasluck, διατηρούσαν πληθώρα χριστιανικών λαϊκών θρησκευτικών δοξασιών, όπως 203
Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π.,σ. 260. Iskender Özsoy, ό.π., σ. 84 και ανάλογες αναφορές στις μαρτυρίες των Σεβντιγιέ Πεχλιβάνογλου, σσ. 63-64, Σαίμ Γουράν, σ. 72, Ισμέτ Αλτάι, σ. 75, Αλί Σολμάζ, σ. 86. Επίσης, Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σ. 364˙ Melike Kara, ό.π., σ. 65˙ Μ. Τσιριμονάκη, Αυτοί που έφυγαν αυτοί που ήρθαν. Από την αυτονομία ως την ανταλλαγή, Ρέθυμνο 2002, σσ. 76-78 όπου αναφορές για φιλίες και καλές σχέσεις ανάμεσα σε μέλη των δύο κοινοτήτων στο Ρέθυμνο. Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν και για άλλες περιοχές των Νέων Χωρών βλ. Iskender Özsoy, ό.π., σ. 37 για τις καλές σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών στην Ήπειρο και σσ. 49, 51 στη Μυτιλήνη. 205 Για το ζήτημα αυτό βλ. F. W. Hasluck, Christianity and Islam under the Sultans, edit. M. Hasluck, vol. I – II, Οξφόρδη 1929. Επίσης, H. T. Norris, Islam in the Balkans, religion and society between Europe and the Arab World, Λονδίνο 1993. 206 Ε. Ζεγκίνης, Ο Μπεκτασισμός στη Δυτική Θράκη. Συμβολή στην Ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο, Θεσσαλονίκη 2001², σσ. 231-239. 204
474
για παράδειγμα το σιτάρι που έβραζαν την ημέρα του Αγίου Ανδρέα και το οποίο πετούσαν στις οροφές των σπιτιών ευχόμενοι καλή σοδειά 207. Στη Νότια της επαρχίας Καρατζόβας
οι
Ευαγγελισμού
208
μουσουλμάνοι
γιόρταζαν
με
μεγαλοπρέπεια
την
ημέρα
του
, ενώ οι Τουρκοκρητικοί γιόρταζαν και απηύθυναν ευχές, όπως και οι
χριστιανοί, στον Άγιο Ιωάννη τον Κλείδωνα 209. Ιδιαίτερα μπροστά στο φάσμα του θανάτου, της αρρώστιας και της αγωνίας για επιβίωση οι θρησκευτικές διαφορές καταργούνταν. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι αναζητούσαν τη σωτηρία αδιαφορώντας αν αυτή θα προέρθει με την παρέμβαση του Μωάμεθ ή του Χριστού. Οι μουσουλμάνοι Βαλαάδες αντιμετώπιζαν τη βασκανία χρησιμοποιώντας, όπως και οι χριστιανοί, το «μονόκερο» 210, προσέφεραν λάδι, κεριά και χρήματα στις εκκλησίες των γειτονικών χριστιανικών χωριών προσδοκώντας ευημερία και υγεία και μπορεί να προσέτρεχαν σε έναν χριστιανό ιερέα αναζητώντας θεραπεία μιας ασθένειας. Από την άλλη, και οι χριστιανοί επισκέπτονταν το δερβίση του τεκέ της Όντρας αναζητώντας λύση σε προβλήματα γονιμότητας. Το ίδιο συνέβαινε και στον τεκέ του Πηρή Μπαμπά στο χωριό Τζούμα (Χαραυγή Εορδαίας), το θαυματουργό πηγάδι του οποίου επισκέπτονταν οι άτεκνες βουλγαρόφωνες χριστιανές των γειτονικών χωριών 211. Στη Δυτική Θράκη χριστιανοί
και
μουσουλμάνοι
μπεκτασήδες
επισκέπτονται
κοινά
αγιάσματα,
παρεκκλήσια, τάφους μπεκτασήδων Αγίων και κρεμούν στα δέντρα που είναι κοντά στους τόπους του προσκυνήματος κλωστές ή κομμάτια από τα ρούχα τους επιδιώκοντας θεραπεία από κάποια πάθηση 212. Στο Ηράκλειο Κρήτης, όπως και στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο, οι χριστιανοί συμμετείχαν στις εορτές του Μπαϊραμιού ενώ το ίδιο έκαναν και οι μουσουλμάνοι στις θρησκευτικές εορτές των χριστιανών 213. 207
M Hardie-Hasluck, «Christians survivals among certain Moslem subjects of Greece», Contemporary Review, no. 698 (February 1924), σσ. 225-232. 208 Εφημ. Έδεσσα, 15/28 Μαρτίου 1919, «Ο Ευαγγελισμός και οι Τούρκοι». Ανάλογες αναφορές για διατήρηση χριστιανικών εθίμων υπάρχουν και για τους μουσουλμάνους της Ηπείρου βλ. Ν. Αναγνωστόπουλος, «Οι Μουσουλμάνοι της Ηπείρου», Κοινότης (14 και 21 Οκτωβρίου 1923), 11-14 και 46 209 K. Özbayri and Em. Zakhos Papazakhariou, “Documents de tradition orale des Turcs d’ origine Crétoise”, Turcica, VIII/ 1 (1976), 80-81. Οι Τουρκοκρητικοί τιμούσαν τον Κλείδωνα την 1η Μαΐου, όπως συμβαίνει και στην Κύπρο, ενώ οι χριστιανοί της Ελλάδας και της Ανατολίας στις 24 Ιουνίου την ημέρα που γιορτάζει ο Άγιος. 210 Μικρή ξυλόγλυπτη εικόνα με αναπαράσταση της σταύρωσης. 211 Μ. Hardie-Hasluck, ό.π., σσ. 225-232. Επίσης F. W. Hasluck, ό.π., σσ. 528-530. 212 Ε. Ζεγκίνης, ό.π., σ. 242. 213 Iskender Özsoy, ό.π., σ. 55 όπου αναφορά σε συμμετοχή χριστιανών σε θρησκευτική γιορτή μουσουλμάνων και σ. 25 όπου ανάλογη μαρτυρία για τα Ιωάννινα. Επίσης, Μ. Τσιριμονάκη, ό.π., σ. 76
475
Μάλιστα εφημερίδα της πόλης σημείωνε χαρακτηριστικά: «Ήδη κατέστησαν τόσο αγαπητοί (οι μουσουλμάνοι) ώστε να δημιουργηθούν μεταξύ μας και σχέσεις κοινωνικαί συντελούσαι εις την σύσφιξιν των σχέσεων εκατέρωθεν» 214. Η θρησκεία λοιπόν όχι τόσο οριζόμενη από το δόγμα και τα ιερά βιβλία, αλλά όπως την αντιλαμβάνονταν οι τοπικές κοινωνίες της υπαίθρου, μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις να συμβάλλει στην ενδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών ανάμεσα σε ετερόδοξες κοινότητες. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι οι κοινωνικοί αυτοί δεσμοί αναπτύσσονταν κυρίως με μουσουλμανικές κοινότητες που προέρχονταν από εξισλαμισμούς χριστιανικών πληθυσμών και διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα, όπως οι Βαλαάδες και οι Τουρκοκρητικοί ή με μουσουλμάνους, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Δυτικής Θράκης, που ακολουθούσαν τον Μπεκτασισμό, τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του λαϊκού Ισλάμ. Η Hasluck στις έρευνές της στη Δυτική Μακεδονία παρατηρούσε ότι οι χριστιανοί μισούσαν πολύ λιγότερο τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους από ό,τι τους τουρκόφωνους 215. Ωστόσο κάποιες διαχωριστικές γραμμές που έθεταν τα δύο δόγματα δεν μπορούσαν να αγνοηθούν από τις δύο κοινότητες. Έτσι, ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις μικτών γάμων χριστιανών και μουσουλμάνων, γεγονός που προϋπέθετε συνήθως και την αλλαγή θρησκεύματος ενός εκ των συζύγων. Πριν από το 1912 οι επιγαμίες μουσουλμάνων και χριστιανών γυναικών, όπως στην Ήπειρο για παράδειγμα 216, ήταν πιο συχνές από ό,τι μετά την απελευθέρωση των Νέων Χωρών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συνεχίστηκαν. Τέτοιοι μικτοί γάμοι μεταξύ μουσουλμάνων ανδρών και χριστιανών γυναικών εντοπίστηκαν από την επιτόπια έρευνα της Hasluck στα χωριά των Βαλαάδων 217. Ακόμη μια περίπτωση είναι γνωστή στην Κρήτη 218, ενώ σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες χριστιανές των γύρω χωριών παντρεύτηκαν με βλαχόφωνους
όπου μαρτυρία για προσφορά λαδιού από Τουρκοκρητικιά του Ρεθυμνού στην Αγία Βαρβάρα για να την προστατεύσει από την ευλογιά. 214 Εφημ. Νέα Εφημερίς, 6/19 Ιουνίου 1920. 215 F.O. 286/874, πρεσβεία M. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 19 Ιανουαρίου 1923, αρ. 35, B. Destani (επιμ.), ό.π, τ. 3, αρ. εγγράφου 115, σ. 607. 216 Ν. Αναγνωστόπουλος, ό.π., σ. 13, όπως η οικογένεια του Αμπεντίν Ντίνο (ανώτερος Οθωμανός διοικητικός υπάλληλος) που είχε σύζυγο χριστιανή. 217 Μ. Hardie-Hasluck, ό.π., σσ. 227-228. 218 Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, «Τουρκοκρητικοί: αναζήτηση μιας ταυτότητας», Τα Ιστορικά,18/34(2001), 149.
476
μουσουλμάνους της Νότιας 219, προηγουμένως αναφέρθηκε και η περίπτωση της βουλγαρόφωνης χριστιανής τσιγγάνας στην Έδεσσα που άλλαξε θρησκεία και παντρεύτηκε με τη θέλησή της έναν μουσουλμάνο. Η έρευνα εντοπίζει περιπτώσεις γάμων ανάμεσα σε μουσουλμάνες και χριστιανούς που ήταν πιο εύκολοι πλεόν υπό τη διοίκηση ενός χριστιανικού κράτους. Έγινε αναφορά προηγούμενως στην εκούσια απαγωγή μιας μουσουλμάνας από χριστιανό της Καστοριάς, αλλά και στα Ιωάννινα μια μουσουλμάνα εκχριστιανίστηκε για να παντρευτεί έναν χριστιανό 220. Στην Κρήτη ο διευθυντής της Νομαρχίας Χανίων απήγαγε μια Τουρκοκρητικιά της πόλης με τη θέλησή της η οποία ασπάστηκε τον Χριστιανισμό πριν παντρευτεί 221, ενώ τις παραμονές της Ανταλλαγής των Πληθυσμών μουσουλμάνες της Κρήτης συνήψαν γάμο με χριστιανούς προσπαθώντας να παραμείνουν στην Ελλάδα, χωρίς όμως να πετύχουν το στόχο τους 222. Ακόμη πιο σπάνιοι ήταν οι γάμοι μεταξύ χριστιανών γυναικών και μουσουλμάνων που άλλαζαν τη θρησκεία τους. Μία μόνο τέτοια περίπτωση έχει εντοπιστεί στις πηγές στο χωριό Έλεβιτς (Λακκιά Φλώρινας) 223. Στη Ραιδεστό μουσουλμάνος πρόσφυγας από το Δεμίρ Χισάρ (Σιδηρόκαστρο) που συζούσε με χριστιανή εξέφρασε στο μητροπολίτη την πρόθεσή του να εκχριστιανιστεί, ωστόσο ο τελευταίος αρνήθηκε να τον εκχριστιανίσει και δεν είναι γνωστό αν τελικά το ετερόθρησκο ζευγάρι κατόρθωσε να παντρευτεί 224. Η αυστηρότητα του ισλαμικού νόμου για τους εξωμότες οι οποίοι τιμωρούνταν με θάνατο και η κατακραυγή των τοπικών κοινωνιών απέναντι σε όσους παντρεύονταν ετερόθρησκο περιόριζε τον αριθμό των μικτών γάμων, ιδίως εκείνων που ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης και όχι εξαναγκασμού. 219
T. Kahl, «The Islamization of the Meglen Vlahs (Megleno-Romanians): the village of Nanti(Notia) and the “Nantinets” in present-day Turkey», Nationalities Papers, 34/1 (2006), 79. 220 ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 105, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Ηπείρου προς τοποτηρητή Μητροπολιτικού Θρόνου, Ιωάννινα 6/19 Οκτωβρίου 1919. 221 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, φ. 94, Φιντέτ Βεντουράκη προς Ελ. Βενιζέλο, Χανιά 20 Ιανουαρίου/2 Φεβρουαρίου 1918, αρ. τηλ. 314 και κυβερνητικός αντιπρόσωπος Χανίων προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Χανιά 7/20 Φεβρουαρίου 1918, αρ. πρ. 1296. Η μητέρα της απαχθείσης ισχυριζόταν ότι η κόρη της ήταν ανήλικη και επομένως η απαγωγή δεν μπορεί να ήταν εκούσια. Ο εισαγγελέας Χανίων παρέδωσε τη μουσουλμάνα στον επίσκοπο έως ότου επιλυθεί το ζήτημα της ηλικίας της. Τελικά με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου Πρωτοδικών Χανιών απορρίφθηκε η κατηγορία περί απαγωγής ανηλίκου και το ζευγάρι παντρεύτηκε, αφού πρώτα η μουσουλμάνα εκχριστιανίστηκε. 222 Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, ό.π., σ. 149. 223 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Γενικής Διοίκησης Δυτικής Μακεδονίας, φ. Ληστές Μεσοπολέμου, Υπομοιραρχία Σόροβιτς προς Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας, Σόροβιτς 31 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1922, αρ. πρ. 1153. 224 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 91, υποφ. 3, Ιερά Μητρόπολη Ηρακλείας και Μυριοφύτου προς Νομαρχία Ραιδεστού, Ραιδεστός 31 Μαρτίου/13 Απριλίου 1922.
477
Μπορεί ο ανταγωνισμός για την καλλιεργήσιμη γη να οδήγησε τις δύο κοινότητες σε σύγκρουση, ωστόσο υπήρχαν και κοινά οικονομικά συμφέροντα. Μουσουλμάνοι και χριστιανοί είχαν συγκεκριμένους ρόλους στην οικονομική λειτουργία τοπικών κοινωνιών, ρόλοι που ήταν αλληλένδετοι και εξίσου απαραίτητοι για την ευημερία και των δύο πλευρών. Η αμοιβαία αυτή οικονομική εξάρτηση οδηγούσε στην αρμονική συνύπαρξη και στη σφυρηλάτηση κοινωνικών δεσμών. Ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης σε εμπιστευτική του έκθεση στο υπουργείο Εσωτερικών το Μάιο του 1923, αφού ανέφερε ότι οι σχέσεις Ελλήνων και μουσουλμάνων ήταν καλές, σημείωνε ότι «εις τινάς μάλιστα περιφερείας, ως εις την της Κοζάνης, αι εμπορικαί σχέσεις του Ελληνικού
και
του
Μουσουλμανικού
στοιχείου
είναι
συμφυείς,
του
πρώτου
συναλλασσομένου επί της εργασίας και της παραγωγής του δευτέρου» 225. Οι μουσουλμάνοι στη Δυτική Μακεδονία ήταν οι κύριοι προμηθευτές σιταριού στα χριστιανικά αστικά κέντρα, ενώ προμηθεύονταν από αυτά προϊόντα όπως αλάτι, λάδι, σαπούνια και υποδήματα. Κατά συνέπεια το μέτρο της απαγόρευσης πώλησης της παραγωγής σιταριού των μουσουλμάνων χωρικών που έλαβε η κυβέρνηση της Επαναστατικής Επιτροπής το φθινόπωρο του 1922 προκάλεσε δυσαρέσκεια και ελλείψεις προϊόντων τόσο σε χριστιανούς όσο και σε μουσουλμάνους με αποτέλεσμα από κοινού να ζητήσουν την κατάργησή του 226. Η αμοιβαία αυτή οικονομική εξάρτηση μουσουλμάνων και χριστιανών στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας οδήγησε τον εμπορικό σύλλογο της πόλης της Κοζάνης να ζητήσει την εξαίρεση από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών των μουσουλμάνων της επαρχίας 227. Από την άλλη, στο Ηράκλειο Κρήτης τοπική εφημερίδα στηλίτευε τις επιθέσεις χριστιανών εναντίον των μουσουλμάνων του συνοικισμού της Φοινικιάς, αφού οι τελευταίοι εξυπηρετούσαν την πόλη εφοδιάζοντάς τη με γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και γι’ αυτόν το λόγο θα έπρεπε να προστατεύονται 228. Η μαζική μετανάστευση των μουσουλμάνων στο πλαίσιο της Ανταλλαγής των Πληθυσμών δημιουργούσε έντονο προβληματισμό όσον αφορά τη διατάραξη της οικονομικής 225
Ι. Δ. Μιχαηλίδη, Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (19121930), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 214-220, όπου παρατίθεται η έκθεση του γενικού διοικητή. 226 F.O. 286/874, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 19 Ιανουαρίου 1923, αρ. 35, B. Destani (επιμ.), ό.π, τ. 3, αρ. εγγράφου 115, σ. 607 όπου συνημμένη έκθεση της Μ. Hardie-Hasluck για την κατάσταση στη Δυτική Μακεδονία. 227 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 5, υποφ. 2, Νομαρχία Κοζάνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κοζάνη 9/22 Ιανουαρίου 1923, αρ. τηλ. 7. 228 Εφημ. Ίδη, 28 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1922.
478
ισορροπίας στις Νέες Χώρες, τη μείωση της αγροτικής παραγωγής και του εθνικού πλούτου της χώρας 229. Η διαφορά των θρησκευτικών πιστεύω δεν εμπόδιζε μουσουλμάνους και χριστιανούς να συνεργάζονται προς οικονομικό όφελος και των δύο. Έτσι, στην Κρήτη χριστιανοί και μουσουλμάνοι γίνονταν συνιδιοκτήτες ακινήτων, όπως ο Εδεχέμ Βέη Παπουτσαλάκης που αγόρασε από κοινού με τον Ανδρέα Καλοκαιρινό ακίνητη περιουσία στο Ηράκλειο 230, ενώ στο Ρέθυμνο σύμφωνα με το ευρετήριο των συμβολαιογραφικών πράξεων του συμβολαιογράφου Περτέβ Δερβισάκη υπήρχαν περιπτώσεις χριστιανών και μουσουλμάνων οι οποίοι συνέστησαν κοινό οικονομικό συνεταιρισμό 231. Στη Μυτιλήνη μουσουλμάνοι και χριστιανοί συνεργάζονταν στο εμπόριο ζώων, στην Κρήτη μουσουλμάνοι αμπελοκαλλιεργητές πωλούσαν τα σταφύλια τους σε χριστιανούς οινοπαραγωγούς και στο Κιλκίς τα μουσουλμανικά χωριά είχαν εμπορικές σχέσεις με τα γειτονικά χριστιανικά χωριά 232. Στη Θράκη, από την άλλη, Έλληνες πρόκριτοι ύστερα από συνεννοήσεις με μουσουλμάνους τσιφλικάδες, οι οποίοι κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάληψη της περιοχής από τον ελληνικό στρατό, ορίστηκαν πληρεξούσιοι των τσιφλικιών. Το κοινό οικονομικό συμφέρον μάλλον έκανε τους Έλληνες πληρεξουσίους να παραβλέψουν το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι τσιφλικάδες πρωτοστάτησαν στο διωγμό του ελληνικού στοιχείου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 233. Στις τάξεις του εργατικού πληθυσμού της Μακεδονίας οι κοινές διεκδικήσεις οδήγησαν σε συνεργασία και σε κοινούς αγώνες χριστιανούς, μουσουλμάνους και Εβραίους. Στη μεγάλη καπνεργατική απεργία του 1914, αν και κάποια περιστατικά υποδήλωναν τάσεις εθνικής αντιπαράθεσης, όπως οι συμπλοκές ανάμεσα σε Εβραίες απεργούς και μουσουλμάνες απεργοσπάστριες, ωστοσο δεν μπορούν να αναιρέσουν το γεγονός ότι στην απεργία συμμετείχαν και μουσουλμάνοι
229
Ν. Αναγνωστόπουλος, «Η ανταλλαγή πληθυσμών», Κοινότης, 11(1922), 4-6. Επίσης ΙΑΥΕ, ΚΤΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένη έκθεση του Α. Πάλλη για τον τρόπο με τον όποιο έπρεπε να γίνει η ανταλλαγή, στην οποία εκφράζονταν φόβοι για τη μείωση της αγροτικής παραγωγής ιδιαίτερα της παραγωγής καπνού στην Ανατολική Μακεδονία μετά τη μετανάστευση των μουσουλμάνων. 230 Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, ό.π., σ. 156 και 165. 231 Α. Στρατάκης, Οι συμβολαιογράφοι του Ρεθύμνου Περτέβ Δερβισάκης και Ιωάννης Δ. Νικολακάκης (19ος -20ος αιώνας), Ρέθυμνο 2006, σσ. 13-14. 232 Iskender Özsoy, ό.π., σσ. 48, 86, 105 όπου σχετικές μαρτυρίες μουσουλμάνων ανταλλαξίμων. 233 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1922, φ. 91, υποφ. 3, Υποδιοίκηση Τυρολόης προς Πολιτική Διοίκηση Θράκης, Τυρολόη 3/16 Ιουνίου 1922, αρ. πρ. 36.
479
(κυρίως στη Δράμα και πολύ λιγότερο στη Θεσσαλονίκη) 234. Η συμμετοχή μουσουλμάνων, Εβραίων και Ελλήνων της Θεσσαλονίκης σε κοινά επαγγελματικά σωματεία αντανακλούσε τη συνεργασία όλων των στοιχείων της πόλης για την προάσπιση οικονομικών συμφερόντων και επαγγελματικών προνομίων 235. Τους κοινούς κοινωνικούς δεσμούς προωθούσε και η συμμετοχή των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων σε εθνικές ή σχολικές γιορτές και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Στα Καϊλάρια οι μουσουλμάνοι μαζί με τους χριστιανούς συμμετείχαν «αυθόρμητα» στις εθνικές γιορτές 236. Από την άλλη, στη Δράμα ο σχολικός επιθεωρητής –παρά τις αρχικές δυσκολίες και εντάσεις– εξέφρασε την ικανοποίησή του για την τέλεση σχολικών εορτών για την επέτειο του ονόματος του βασιλιά Κωνσταντίνου κατά τις οποίες τα ετερόθρησκα σχολεία αντάλλαξαν αμοιβαίες επισκέψεις «υπό πνεύμα φιλαλληλίας και ομονοίας» 237. Τον ίδιο στόχο είχε και η συγκέντρωση στο Εξισού (Ξινό Νερό Φλώρινας) των προσκοπικών ομάδων χριστιανών και μουσουλμάνων από όλη τη Δυτική Μακεδονία 238. Βέβαια η συμμετοχή των μουσουλμάνων στις γιορτές αυτές γινόταν μερικές φορές υπό την πίεση της κρατικής προπαγάνδας και θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο φόβος της αντίδρασης των κρατικών αρχών σε περίπτωση άρνησης εορτασμού εθνικών ή άλλων επετείων καθώς και η προσπάθεια προσαρμογής στο νέο καθεστώς ήταν καταλυτικοί παράγοντες της συμμετοχής των μουσουλμάνων. Σε κάποιες άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις το πνεύμα ομονοίας μεταξύ των ετεροδόξων δεν προωθούνταν από την κρατική παρέμβαση. Στο Ηράκλειο, για παράδειγμα, η έκθεση εργοχείρων του μουσουλμανικού παρθεναγωγείου αποτέλεσε ευκαιρία για να εκδηλώσει
234
Ε. Αβδελά, «Ο σοσιαλισμός των «άλλων»: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες στη μετα-οθωμανική Θεσσαλονίκη», Τα Ιστορικά, 10/18-19(1993), 171-204. 235 Α. Δάγκας, Συμβολή στην έρευνα για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: οικονομική δομή και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας 1912-1940, Θεσσαλονίκη 1998, για παράδειγμα, η συντεχνία κρεοπωλών, ο σύνδεσμος λεμονατζήδων, ο σύνδεσμος καφεπωλών, σωματείο γαλακτοπωλών «η Ανάπτυξις», ο σύνδεσμος ξυλεμπόρων, ο σύνδεσμος ζωεμπόρων Θεσσαλονίκης «ο Άγιος Δημήτριος» κ.ά. είχαν ιδρυτικά μέλη Έλληνες, μουσουλμάνους και Εβραίους. 236 Εφημ. Φως, 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1920. 237 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1916, Β/33(1), «Εμπιστευτικήν έκθεσιν του Επιθεωρητού των δημοτικών σχολείων της εκπαιδευτικής περιφερείας Δράμας», Δράμα 27 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1916. 238 Ι. Ηλιάκης, Η ιστορία εξήντα χρόνων, τ. Α΄, Χανιά 1940, σ. 51. Επίσης, Εθνική Πολιτική, 15 Ιουλίου 1920. Από τις 38 προσκοπικές ομάδες που συμμετείχαν στη συγκέντρωση υπήρχαν δύο μουσουλμανικές, μία από τα Καϊλάρια και μία από τη Φλώρινα, ενώ συμμετείχε και μία εβραϊκή από τη Φλώρινα.
480
το χριστιανικό στοιχείο τη συμπάθεια που έτρεφε απέναντι στους μουσουλμάνους συμπατριώτες, όπως αποκαλούνταν από τον κρητικό Τύπο 239. Η σύμπνοια μουσουλμάνων και χριστιανών εκδηλωνόταν και στο πλαίσιο των εκλογικών αναμετρήσεων της περιόδου, σύμπνοια που περιοριζόταν βέβαια ανάλογα με τις κομματικές προτιμήσεις. Έτσι, στη Θεσσαλονίκη η είδηση της ήττας του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 πανηγυρίστηκε από κοινού από Έλληνες στρατιώτες, μουσουλμάνους και Εβραίους 240. Δεν ήταν λοιπόν μόνο οι συγκρούσεις, ο ανταγωνισμός και οι εκατέρωθεν βιαιότητες που χαρακτήριζαν τις σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών αλλά και η αρμονική συνύπαρξη, οι καλές κοινωνικές επαφές, η κοινή καθημερινότητα, τα κοινά συμφέροντα, οι κοινοί φόβοι. Υπό αυτό το πρίσμα και συνυπολογίζοντας την αβεβαιότητα που προκαλούσε η εγκατάσταση σε έναν άγνωστο τόπο, μπορεί να ερμηνευτεί και η απροθυμία πολλών μουσουλμάνων να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να εγκατασταθούν στην Τουρκία μόλις έγινε γνωστή η συμφωνία για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Όταν λοιπόν τον Οκτώβριο του 1922 δημοσιεύτηκαν στον Τύπο πληροφορίες που ήθελαν Αθήνα και Άγκυρα να μελετούν σοβαρά τη λύση της ανταλλαγής των χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας και των μουσουλμανικών της Ελλάδας, οι θρησκευτικοί ηγέτες των μουσουλμάνων της Ελλάδας εξέφρασαν την αντίθεσή τους με τηλεγραφήματα που απέστειλαν στον ύπατο αρμοστή της Οργάνωσης για τους Πρόσφυγες Nansen 241. Κοινός τόπος στα τηλεγραφήματα αυτά ήταν η επισήμανση ότι Έλληνες και μουσουλμάνοι ζούσαν επί αιώνες σαν αδέρφια και η έκκληση να μην τους χωρίσουν από τους Έλληνες γείτονες και φίλους 242. Οι διαμαρτυρίες των μουσουλμάνων όσον αφορά την Ανταλλαγή των Πληθυσμών
239
Εφημ. Νέα Εφημερίς, 23 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1920 και Ν. Ανδριώτης, Τα τελευταία χρόνια, σ. 214. M. Mazower, ό.π., σ. 341. 241 Η Οργάνωση για τους Πρόσφυγες δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών με σκοπό την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Νορβηγός Nansen από τη θέση του ύπατου αρμοστή ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα σε Άγκυρα και Αθήνα οσόν αφορά το ζήτημα της Ανταλλαγής των Πληθυσμών για την οποία σημειωτέον πίστευε ότι ήταν η πιο ενδεδειγμένη λύση για να παγιωθεί η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής. 242 Ayhan Aktar, «Το πρώτο έτος της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών: Σεπτέμβριος 1922Σεπτέμβριος 1923», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 135-136. Στον ίδιο συλλογικό τόμο, Κ. Τσιτσελίκης, «Ανιχνεύοντας το ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της Ανταλλαγής», σσ. 23-24˙ B. Clark, ό.π., σ. 158. 240
481
συνεχίστηκαν καθόλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη 243, ενώ στις προφορικές μαρτυρίες μουσουλμάνων ανταλλαξίμων διατυπώνεται η απροθυμία εγκατάστασης στην Τουρκία, η ψυχική οδύνη για την εγκατάλειψη της «πατρίδας», ακόμη και η θλίψη των ντόπιων χριστιανών για τον αποχωρισμό από το γείτονα. Η Ισμέτ Αλτάι (Ismet Altay) από την Κρήτη θυμάται χαρακτηριστικά: «Οι Έλληνες συνάδελφοι του μπαμπά μου από το εργοστάσιο ήρθαν να μας αποχαιρετήσουν. Ένας πλούσιος φίλος του, που τον λέγανε Ζαχαριάδη, νοίκιασε μια βάρκα και μας πήγε μέχρι το βαπόρι για την Τουρκία, που μας περίμενε στα ανοιχτά. Καθώς φεύγαμε, αγκάλιασε τον μπαμπά μου και έκλαψε. Μας αποχαιρέτησε με μάτια δακρυσμένα. Ήταν πολύ δύσκολος ο αποχωρισμός από την πατρίδα» 244. Πάρα τις όποιες υπερβολές στα τηλεγραφήματα των μουσουλμάνων κατά της απόφασης για Ανταλλαγή των Πληθυσμών και την τάση εξιδανίκευσης της ζωής στην πατρίδα που εγκατέλειψαν, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζει τις αφηγήσεις των ανταλλαξίμων, τα παραπάνω αποτυπώνουν ένα κλίμα φιλικών σχέσεων και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Όπως επισημάνθηκε, οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων των Νέων Χωρών την περίοδο 1912-1923 δεν ήταν μονοδιάστατες. Ο υπό διαμόρφωση εθνικισμός του χριστιανικού πληθυσμού, ο εκατέρωθεν θρησκευτικός φανατισμός, η έξαρση του μεγαλοϊδεατισμού, οι πολεμικές συγκρούσεις, οι κομματικές αντιπαραθέσεις δεν κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τους δεσμούς ειρηνικής συνύπαρξης που δημιουργήθηκαν με το πέρασμα των αιώνων ανάμεσα στους ετερόθρησκους πληθυσμούς των Βαλκανίων. Ωστόσο συχνά και ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη δεκαετία οι δύο κοινότητες βρίσκονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα με την αντιπαράθεση και τη βία να είναι αναπόφευκτα. Σύγκρουση και αρμονική συμβίωση συνυπήρχαν και χαρακτήριζαν εξίσου το πλέγμα των σχέσεων χριστιανών και μουσουλμάνων. Στη συνύπαρξη των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων κάθε
243
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 17 υποφ. 5, Γενικό Στρατηγείο Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 7/20 Φεβρουαρίου 1923, αρ. τηλ. 316 όπου διαμαρτυρία των μουσουλμανικών χωριών περιοχής Σουφλίου και Κήπων για το μέτρο της ανταλλαγής. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 5 υποφ. 2, Κεντρική Υπηρεσία προς Νομαρχία Κοζάνης, Αθήνα 10/23 Ιανουαρίου 1923 όπου πληροφορίες για προσπάθειες μουσουλμάνων της Κοζάνης για ματαίωση της ανταλλαγής τους. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 596, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 10/23 Ιανουαρίου 1923, αρ. τηλ. 4283 όπου αναφέρεται ότι σε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας για την απόφαση Ανταλλαγής των Πληθυσμών που συγκροτήθηκαν σε όλες τις επαρχίες της Γενικής Διοίκησης συμμετείχαν από κοινού πρόσφυγες και μουσουλμάνοι. 244 Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σ. 366, ανάλογες αναφορές και σε όλες τις προφορικές μαρτυρίες. Επίσης, Sinan Kalayoğlu, ό.π., σσ. 76-78.
482
ιστοριογραφία ανάλογα με την οπτική της δίνει περισσότερη βαρύτητα σε ένα από τα δύο αυτά χαρακτηριστικά. Μια εθνικιστική ιστορική μελέτη αδυνατεί για παράδειγμα να παραδεχτεί ότι οι ομοεθνείς ήταν και θυτές εκτός από θύματα στο πλαίσιο μιας εθνικής αντιπαράθεσης και εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στις σχέσεις σύγκρουσης των δύο εθνικών-θρησκευτικών κοινοτήτων με σκοπό να αποδείξει τη βαρβαρότητα του αντιπάλου. Από την άλλη, υπάρχουν και ιστοριογραφίες που εστιάζουν πολύ περισσότερο στις αρμονικές σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων εξωραΐζοντας τα προβλήματα της συμβίωσης αποσκοπώντας στο πλαίσιο μιας ενιαίας πολυπολιτισμικής συνείδησης στην αποδόμηση της εθνοκεντρικής ιστορίας. Η παρούσα έρευνα αποφεύγοντας τα δύο αυτά άκρα προσπαθεί να αποδώσει την πραγματική διάσταση των σχέσεων χριστιανών και μουσουλμάνων της περιόδου 1912-1923 οι οποίες δεν χαρακτηρίζονταν μόνο από αντιπαράθεση ούτε μόνο από αρμονική συνύπαρξη.
483
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Χριστιανοί πρόσφυγες και μουσουλμάνοι γείτονες στις Νέες Χώρες: σχέσεις σύγκρουσης-σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης Την περίοδο 1912-1923 οι πολεμικές συγκρούσεις και οι αλλαγές συνόρων στα Βαλκάνια έγιναν η αιτία συνεχών μετακινήσεων πληθυσμών ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα μόνο την περίοδο 1912-1914 890.000 άτομα να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους 1. Σε αυτό το πλαίσιο, και το ελληνικό κράτος θα γνώριζε πληθώρα προσφυγικών ρευμάτων στο έδαφός του, με αποκορύφωμα αυτό που προκάλεσε η στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία το 1922 και η υπογραφή την επόμενη χρονιά της Σύμβασης περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών. Συγκεκριμένα, μέχρι τα τέλη του 1914 κατέφυγαν στην ελληνική επικράτεια πάνω από 200.000 Έλληνες πρόσφυγες προερχόμενοι από τα εδάφη που προσάρτησαν η Βουλγαρία και η Σερβία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Καύκασο, ενώ ο αριθμός αυτός για την περίοδο 1912-1920 ανερχόταν σε 435.000. Η ήττα των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 και η υπογραφή στη Λωζάννη τον Ιανουάριο του 1923 της Σύμβασης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών προκάλεσαν το μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα που είχε γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα, αφού μέχρι το Μάρτιο του 1923 –πριν δηλαδή αρχίσουν οι διαδικασίες ανταλλαγής σύμφωνα με τη σύμβαση– κατέφυγαν σε ελληνικό έδαφος 1.150.000 χριστιανοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Σε αυτούς θα προστεθούν μέχρι το Σεπτέμβριο του 1924 άλλοι 214.000 που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα υπό την επίβλεψη της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών 2. 1
S. Ladas, The Exchange of Minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, Νέα Υόρκη 1932, σσ. 15-16. Για τα προσφυγικά ρεύματα στο ελληνικό κράτος, τον αριθμό τους και τις περιοχές από όπου προήλθαν βλ. Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924, Αθήνα 1925˙ του ίδιου, Περί ανταλλαγής πληθυσμών και εποικισμού εν τη Βαλκανική
2
484
Η εγκατάσταση αυτού του προσφυγικού πληθυσμού από τις υπηρεσίες του ελληνικού κράτους 3 έγινε κατά κύριο λόγο στις επαρχίες των Νέων Χωρών, όπου συγκεντρωνόταν ο μουσουλμανικός και βουλγαρικός πληθυσμός, θέλοντας να εκμεταλλευτούν τις περιουσίες όσων εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος ή επρόκειτο να ανταλλαχθούν. Έτσι, η πλειονότητα των προσφύγων της περιόδου 1912-1914 (117.484 σύμφωνα με τη Διεύθυνση Κτημάτων του υπουργείου Οικονομικών) εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία 4. Η συγκατοίκηση των χριστιανών προσφύγων με τους μουσουλμάνους και τις άλλες μειονότητες στο ίδιο χωριό, ακόμα και στο ίδιο σπίτι, προκάλεσε εντάσεις στις σχέσεις των δύο πληθυσμιακών στοιχείων. Σε γενικές γραμμές, οι πρόσφυγες θεωρούσαν τους μουσουλμάνους της Ελλάδας υπεύθυνους για το διωγμό που υπέστησαν, ενώ, από την άλλη πλευρά, και οι μουσουλμάνοι συνέδεαν τους πρόσφυγες με κάθε είδους πιέσεις που υφίσταντο. Ο γενικός διοικητής Θράκης το 1923 περιγράφοντας τις σχέσεις μουσουλμάνων και προσφύγων αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι πρόσφυγες έβλεπαν στους μουσουλμάνους την αφορμή της δυστυχίας τους χωρίς να διακρίνουν ευθύνες, ενώ οι μουσουλμάνοι έβλεπαν στους πρόσφυγες την αφορμή της κακοδαιμονίας τους» 5. Όπως και στην περίπτωση του κεφαλαίου που πραγματεύεται τις σχέσεις των μουσουλμάνων με τους ντόπιους χριστιανούς, έτσι και στο παρόν κεφάλαιο θα εξεταστούν αναλυτικότερα οι αιτίες εκείνες που οδηγούσαν τις σχέσεις των δύο πληθυσμιακών ομάδων σε σύγκρουση. Το κεφάλαιο επικεντρώνεται σε δύο περιόδους: την περίοδο του πρώτου διωγμού του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1914 και την περίοδο από την άφιξη των χριστιανών προσφύγων το κατά τα έτη 1912-1920, Κωνσταντινούπολη 1920˙ Μ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, εν Αθήναις 1921˙ Ε. Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930), Θεσσαλονίκη 1994 και του ίδιου Προσφυγική Ελλάδα (1913-1930). Ο πόνος και η δόξα, Θεσσαλονίκη 1997. Η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών συστάθηκε βάσει του άρθρου 11 της Σύμβασης της Λωζάννης. Αποτελούνταν από 11 μέλη (4 Έλληνες, 4 Τούρκους και 3 μέλη-πολίτες ουδέτερων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κρατών) με αρμοδιότητα τον καθορισμό του τρόπου μετανάστευσης των πληθυσμών και την εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας των ανταλλαξίμων. 3 Αρχικά υπεύθυνο για την περίθαλψη και εγκατάσταση των προσφύγων ήταν, τουλάχιστον για τη Μακεδονία, το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, το οποίο αντικαταστάθηκε από τον Ιούνιο του 1914 από την Κεντρική Επιτροπή Περίθαλψης. Στο πλαίσιο της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης συγκροτήθηκε η Ανώτατη Διεύθυνση Περίθαλψης, ενώ τον Ιούλιο του 1917 ιδρύθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου το υπουργείο Περίθαλψης. Την περίθαλψη και αποκατάσταση των προσφύγων της περιόδου 1922-1923 ανέλαβε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. 4 Υπουργείον Οικονομικών-Διεύθυνσις Κτημάτων Κράτους, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία προσφύγων, εν Αθήναις 1916. Στον αριθμό αυτό θα πρέπει να προστεθούν και άλλοι 20.000 με 30.000 εύποροι πρόσφυγες που δεν έτυχαν περίθαλψης. 5 ΙΑΥΕ, ΚτΕ., 1923, φ. 8, υποφ. 3, Γενική Διοίκηση Θράκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Κομοτηνή 5 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 3545.
485
1922 μέχρι την οριστική ανταλλαγή των μουσουλμάνων της Ελλάδας το 1924. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η σύγκρουση το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στις σχέσεις των δύο πληθυσμιακών ομάδων, αλλά εντοπίζονται και περιπτώσεις αρμονικής συνύπαρξης, παρά την έξαρση του εθνικισμού και την τάση να αποδίδεται συλλογική ευθύνη για τα δεινά του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κάθε μουσουλμάνο της Ελλάδας. Οι περιπτώσεις αυτές παρουσιάζονται στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου, όπως, επίσης, και η κοινή μοιρά, τα κοινά προβλήματα, η κοινή δυστυχία μουσουλμάνων και χριστιανών που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. 1. Σχέσεις σύγκρουσης Το ελληνικό κράτος αμέσως μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους και παράλληλα με τις προσπάθειες αποκατάστασης των καταστροφών του πολέμου και της διοικητικής και οικονομικής οργάνωσης των Νέων Χωρών αντιμετώπισε το πρόβλημα περίθαλψης και εγκατάστασης των προσφύγων που συνέρρεαν στο έδαφός του. Για την εγκατάσταση των προσφύγων χρησιμοποιήθηκαν τα λιγοστά κτήματα του οθωμανικού Δημοσίου που περιήλθαν στο ελληνικό Δημόσιο –περίπου 167.000 στρέμματα– και κυρίως κτήματα και οικίες μουσουλμάνων και Βούλγαρων που είχαν εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος. Ωστόσο, η εγκατάσταση των προσφύγων στα κτήματα αυτά ήταν προσωρινή, αφού καταλαμβάνονταν από τις ελληνικές αρχές χωρίς να υπάρχει καμιά νομική βάση. Γίνονταν λοιπόν καταλήψεις κτημάτων των οποίων οι ιδιοκτήτες είτε δεν είχαν εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος είτε διέμεναν εκτός των Νέων Χωρών πριν από το 1912 6. Έτσι, οι εγκαταστάσεις προσφύγων σε 130 κεφαλοχώρια της Μακεδονίας έγιναν χωρίς καμία επίσημη πράξη που να αποδεικνύει ότι το ελληνικό Δημόσιο είχε δικαιώματα επί των κτημάτων 7. Ο τρόπος αυτός κατάληψης των εγκαταλελειμμένων κτημάτων και το δικαίωμα που παρείχε ο νόμος 262 του Μαΐου του 1914 –έστω θεωρητικά– στους μουσουλμάνους ιδιοκτήτες να διεκδικήσουν τα κτήματά τους προκάλεσαν τεράστιες δυσκολίες στο έργο εγκατάστασης των προσφύγων. Συχνές ήταν 6
Αναλυτικά για την τύχη των μουσουλμανικών κτημάτων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την πολιτική του ελληνικού κράτους βλ. κεφ. «Η πολιτική του ελληνικού κράτους προς τη μουσουλμανική γαιοκτησία την περίοδο 1912-1923». 7 Α. Π. «Το προσφυγικόν ζήτημα εν Μακεδονία», Πολιτική Επιθεώρησις, τ. Α(1916), 838-843.
486
οι περιπτώσεις ιδιοκτητών, πληρεξουσίων και ενοικιαστών κτημάτων που με δικαστικές αποφάσεις πετύχαιναν την έξωση των προσφύγων από τα κτήματα στα οποία είχαν εγκατασταθεί 8. Πρόσφυγες, για παράδειγμα, από τον Καύκαυσο εγκαταστάθηκαν το 1914 στο χωριό Παζαρλάδες (Λόφος) της Υποδιοίκησης Ελασσόνας, από το οποίο, όμως, εκδιώχθηκαν ύστερα από ενέργειες των μουσουλμάνων κατοίκων του που μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους 9. Ο Αλέξανδρος Πάλλης,
γενικός
γραμματέας
της
Επιτροπής
Περίθαλψης
και
Εγκατάστασης
Προσφύγων, έκανε λόγο μάλιστα στις εκθέσεις του για εγκατάσταση προσφύγων σε δύο μουσουλμανικά χωριά που θεωρήθηκαν εγκαταλελειμμένα, ενώ οι κάτοικοί τους εξαιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων είχαν προσωρινά αναζητήσει καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη και επιθυμούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους. Το ζήτημα της επιστροφής στις εστίες των συγκεκριμένων μουσουλμάνων παρέμενε σε συνεχή εκκρεμότητα, κάτι που χαροποίησε τον Πάλλη και τους πρόσφυγες όχι όμως και τους μουσουλμάνους κατοίκους 10. Οι παραπάνω περιπτώσεις εγκατάστασης προσφύγων και άλλες παρόμοιες δημιούργησαν πολλές δυσχέρειες στις σχέσεις των μουσουλμάνων με τους πρόσφυγες, αφού βρέθηκαν και οι δύο να διεκδικούν το ίδιο κτήμα, χωριό ή σπίτι. Με ανάλογη βέβαια εχθρότητα, όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, αντιμετώπιζαν τους πρόσφυγες και οι ντόπιοι χριστιανοί οι οποίοι είχαν καταπατήσει ή αγοράσει κτήματα μουσουλμάνων που είχαν μεταναστεύσει. Το γεγονός, επίσης, ότι η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε σε μουσουλμανικά χωριά τα οποία δεν είχαν εγκαταλειφθεί από το σύνολο των κατοίκων τους δημιούργησε νέες αιτίες διενέξεων ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες. Σύμφωνα με στοιχεία των αρμόδιων υπηρεσιών, από τα 267 κεφαλοχώρια στα οποία εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στη Μακεδονία μόνο τα 91 ήταν εντελώς ερημωμένα 11. Στις περιπτώσεις εγκαταστάσεων προσφύγων σε χωριά που δεν εγκαταλείφθηκαν από το σύνολο των κατοίκων τους, οι οικονομικοί έφοροι λόγω έλλειψης προσωπικού και του επείγοντος της προσφυγικής αποκατάστασης ανέφεραν 8
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 130, υποφ. 2, Πάλλης προς Στ. Δραγούμη, Θεσσαλονίκη 5/18 Απριλίου 1915. Α. Πάλλης, Γενικαί στατιστικαί των προσφύγων Μακεδονίας επί τη βάσει των μέχρι τέλους Ιουνίου 1915 συλλεχθέντων στοιχείων. Εφημ. Μακεδονία, 1/14 Ιουνίου 1914. 9 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 117, αναφορά των αντιπροσώπων της κοινότητος Χανδέρες του Καυκαύσου προς την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων, Ελασσόνα 13/26 Μαΐου 1914. 10 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 130, υποφ. 2, Πάλλης προς Στ. Δραγούμη, Θεσσαλονίκη 5/18 Απριλίου 1915. 11 Μ. Αιλιανός, ό.π., σ. 257. Από τα 267 χωριά, τα 202 κατοικούνταν από μουσουλμάνους, τα 31 από Βούλγαρους και τα 34 ήταν μικτά.
487
απλά στο πρωτόκολλο κατάληψης ότι εκτός από τα εγκαταλελειμμένα κτήματα υπήρχαν και κτήματα κατοίκων που δεν είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους, χωρίς όμως να διευκρινίζουν ποια ήταν αυτά 12. Αντιλαμβάνεται κανείς τις προστριβές που δημιουργήθηκαν ανάμεσα σε πρόσφυγες και μουσουλμάνους για το ποιο κτήμα ήταν εγκαταλελειμμένο και ποιο όχι. Η συγκατοίκηση στο ίδιο χωριό μουσουλμάνων και προσφύγων ήταν εκ προοιμίου δύσκολη εξαιτίας των τάσεων ρεβανσισμού των προσφύγων για τις διώξεις που υπέστησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την απροθυμιά των μουσουλμάνων να δεχτούν στα χωριά και στις περιουσίες τους επήλυδες, αλλά και της διαφοράς σε αντιλήψεις και θρησκευτικά πιστεύω. Έτσι, η Αστυνομική Υποδιεύθυνση Λαγκαδά σε αναφορά της για τις σχέσεις των μουσουλμάνων με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο αμιγώς μουσουλμανικό χωριό Λαχανά σημείωνε τη δυσφορία των φανατικών μουσουλμάνων από την παρουσία χριστιανών στο χωριό τους και την ενόχληση από το γεγονός ότι οι μουσουλμάνες δεν μπορούσαν πλέον να κυκλοφορούν ελεύθερα στους αγρούς χωρίς το φερετζέ 13. Σε άλλα χωριά του Λαγκαδά, όπως στο Σαράι (Σχολάριο), οι μουσουλμάνοι κάτοικοι διαμαρτύρονταν για το ότι 35 οικογένειες προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στα μόλις τρία εγκαταλελειμμένα σπίτια του χωριού βεβήλωναν τεμένη και νεκροταφεία, ενοχλούσαν τη νύχτα τις μουσουλμανικές οικογένειες και καταλάμβαναν τα κτήματά τους 14. Η εγκατάσταση των χριστιανών προσφύγων, όπως στην περίπτωση των χωριών του Λαγκαδά, σε τζαμιά, τεκέδες και βακούφια
αποτελούσε
φυσικά
προσβολή
για
τα
θρησκευτικά
πιστεύω
των
μουσουλμάνων. Στη Θεσσαλονίκη ο μουφτής της πόλης διαμαρτυρόταν για την εγκατάσταση προσφύγων σε τζαμιά, σημειώνοντας ότι υπήρχαν εκκλησίες γι’ αυτόν το σκοπό 15, ενώ, από την άλλη, η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ζητούσε την έγκριση του Βενιζέλου για την εγκατάσταση προσφύγων στον τεκέ Μεβλεβήχανε έξω από τη
12
Α. Π., ό.π., σ. 842. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 76, η Αστυνομική Υποδιεύθυνση Λαγκαδά προς την Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, Λαγκαδάς 15/28 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 18. 14 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, αίτηση των μουχτάρηδων και αζάδων των χωριών Δουκουντζή και Σαράι της επαρχίας Λαγκαδά προς το νομάρχη Π. Αργυρόπουλο, Θεσσαλονίκη 6/19 Απριλίου 1914. Ο υποδιοικητής Λαγκαδά διέψευσε τα καταγγελθέντα, επιβεβαιώνοντας όμως την αυτόβουλη εγκατάσταση προσφύγων σε τεμένη και σχολεία. 15 ΤNA, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434. 13
488
Θεσσαλονίκη 16. Στην Καβάλα η υποδιοίκηση προχώρησε στην έξωση από βακουφικές οικίες των μουσουλμάνων προσφύγων για να εγκαταστήσει χριστιανούς 17, ενώ και στο χωριό Ορμανλή (Δασοχώρι) των Σερρών πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε τεμένη 18. Ανάλογη ήταν και η τύχη των μουσουλμανικών σχολείων: στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στη μουσουλμανική σχολή Ισράχανε 19. Στα αστικά κέντρα της Μακεδονίας, εκτός από τα μουσουλμανικά θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, οι πρόσφυγες καταλάμβαναν, πολλές φορές βίαια, μουσουλμανικά σπίτια. Στη Θεσσαλονίκη ο γενικός διοικητής επιβεβαίωσε τη βίαιη κατάληψη μουσουλμανικών οικιών από πρόσφυγες οι οποίοι, σύμφωνα με το Βρετανό πρόξενο, δρούσαν με τη συνδρομή ή την ανοχή της αστυνομίας 20. Ανάλογες καταλήψεις έγιναν στην Καβάλα, ενώ στην Κατερίνη ο υποδιοικητής ανέφερε ότι η εγκατάσταση προσφύγων σε σπίτια μουσουλμάνων –αλλά και ομογενών– δημιουργούσε καθημερινές προστριβές με τους ιδιοκτήτες που αξίωναν την εκκένωσή τους 21. Το γεγονός ότι η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας εξέδωσε εγκύκλιο που καλούσε τις αρχές να αποτρέπουν τους πρόσφυγες από το να καταλαμβάνουν σπίτια που κατοικούνταν από μουσουλμάνους υποδηλώνει τη συχνότητα αυτών των καταλήψεων. Παράλληλα, το εχθρικό κλίμα ανάμεσα σε μουσουλμάνους και πρόσφυγες επέτειναν οι συλλήψεις από την αστυνομία προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί βίαια σε μουσουλμανικά σπίτια με την κατηγορία της διατάραξης της οικιακής ειρήνης ή οι εξώσεις από τις οικίες ύστερα από καταγγελίες των μουσουλμάνων ιδιοκτητών και τα παράπονα των οθωμανικών 16
ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 1914. Ο Βενιζέλος πάντως ήταν διστακτικός φοβούμενος ότι η κατάληψη θα προκαλέσει αντίποινα στους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 130, υποφ. 3, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 6/19 Ιουνίου 1914. 17 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, ο μουφτής Καβάλας προς τον Ελ. Βενιζέλο, Καβάλα 30 Ιανουαρίου/ 12 Φεβρουαρίου 1915. 18 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ, 75, τηλεγράφημα υποδιοικητή Σερρών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Σέρρες 13/26 Απριλίου 1914, αρ. τηλ. 1265. 19 ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7, υποφ. 5, η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 1914. 20 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 6/19 Μαΐου 1914 και απάντηση της Γενικής Διοίκησης, Θεσσαλονίκη 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1914. Επίσης, ΤNA, F.O., 371/1996b, έκθεση του βρετανικού προξενείου για την άφιξη των Ελλήνων προσφύγων, Θεσσαλονίκη, 2 Ιουνίου 1914, αρ. 26715. 21 ΤNA, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη, 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434 και ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 13, υπόμνημα του υποδιοικητή Κατερίνης προς το νομάρχη Θεσσαλονίκη «περί της εν γένει καταστάσεως της Υποδιοικήσεως», Κατερίνη 12/25 Δεκεμβρίου 1914.
489
διπλωματικών αποστολών 22. Από την άλλη, οι μουσουλμάνοι προσπαθώντας να αποτρέψουν την εγκατάσταση προσφύγων στα χωριά τους κατέστρεφαν τις οικίες όσων μετανάστευαν. Όπως στο χωριό Αλανλί (Πλατεία) της Υποδιοίκησης Λαγκαδά, όπου οι μουσουλμάνοι κάτοικοι «βαρέως φέροντες την εν τω χωρίω τους εγκατάστασιν προσφύγων» πυρπόλησαν την οικία του χότζα που ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει 23. Η εχθρότητα ανάμεσα στους πρόσφυγες και στους μουσουλμάνους, οι δυσκολίες της συγκατοίκησης, ο ανταγωνισμός τους για κτήματα και σπίτια οδήγησαν σε κάποιες περιπτώσεις σε γενικευμένη σύρραξη. Στο χωριό Ισικλάρ των Γιαννιτσών οι πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί εκεί με δική τους πρωτοβουλία αρνούμενοι να εγκαταλείψουν το χωριό και να εγκατασταθούν όπου τους υποδείκνυαν οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, επιτέθηκαν εναντίον των μουσουλμάνων κατοίκων τραυματίζοντας ελαφρά μερικούς από αυτούς. Οι πρόσφυγες, τελικά, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό μετά την επέμβαση στρατιωτικής δύναμης 24. Αλλά και στο χωριό Κούσοβο (Κοκκινιά Κιλκίς) στην Υποδιοίκηση Αβρετ Ισάρ «ένεκεν ασημάντου αφορμής» συνεπλάκησαν πρόσφυγες με μουσουλμάνους κατοίκους με αποτέλεσμα εκατέρωθεν τραυματισμούς 25. Ανάλογα γεγονότα έγιναν και στην περιοχή της Γουμένισσας, όταν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι συνεπλάκησαν με πρόσφυγες που ήθελαν να καταλάβουν με τη βία τις οικίες τους. Η συμπλοκή έληξε με την επέμβαση της αστυνομίας. Πάντως η εφημερίδα Μακεδονία έβρισκε δικαιολογημένη την παραπάνω συμπεριφορά των προσφύγων τονίζοντας ότι οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας που μετανάστευαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πρωτοστατούσαν στους διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού 26. Αλλά και στη Λέσβο ο γενικός διοικητής ζητούσε να δοθούν διαταγές στις στρατιωτικές αρχές να αποστείλουν επιπλέον δυνάμεις στις περιοχές όπου κατοικούσαν μουσουλμάνοι για να αποφευχθούν
22
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 6/19 Μαΐου 1914 και απάντηση της Γενικής Διοίκησης, Θεσσαλονίκη 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1914. Επίσης, εφημ. Μακεδονία, 5/18 9/22 και 18/31 Ιουλίου 1915. 23 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78β, η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 5/18 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 22247 «Περί εβδομαδιαίων συμβάντων». Επίσης, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 117, Υπουργείο Εσωτερικών-Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Δελτίο του Γραφείου Εργασίας Μακεδονίας του έτους 1914, σ. 38. 24 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Β/44, Νομαρχία Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. τηλ. 830. 25 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78β, η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 18 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1914, αρ. πρ. 15269 «Περί εβδομαδιαίων συμβάντων». 26 Εφημ. Μακεδονία, 12/25 Απριλίου 1914.
490
συγκρούσεις των τελευταίων με τους πρόσφυγες 27. Ο γενικός διοικητής Κρήτης, από την πλευρά του, θεωρούσε απαραίτητη την απαγόρευση της μετάβασης προσφύγων στο νησί, γιατί «εγεννήθη ενταύθα σοβαρώτατος κίνδυνος επιθέσεως κατά Τούρκων και εγκαταστάσεως εις κτήματα των προσφύγων. Απόπειρα εγένετο χθες ην κατέστειλα αμέσως φυλακίσας πρόσφυγας». Οι μουσουλμάνοι πάντως στην είδηση ότι θα εγκατασταθούν στην Κρήτη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και φοβούμενοι αντίποινα άρχισαν να μεταναστεύουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 28. Το ήδη τεταμένο κλίμα στις σχέσεις των δύο πληθυσμιακών ομάδων επιδείνωναν η δράση ληστρικών ομάδων προσφύγων, περιπτώσεις φόνων, ξυλοδαρμών, ληστειών και παντοειδών καταπιέσεων με θύματα τους μουσουλμάνους και θύτες τους πρόσφυγες. Όπως έχει επανειλημμένα επισημανθεί, οι παραπάνω περιπτώσεις δεν συνιστούσαν οργανωμένο διωγμό ή «πογκρόμ» εις βάρος του μουσουλμανικού στοιχείου, αλλά ήταν ενέργειες συχνές μεν, αλλά όχι γενικευμένες, στις οποίες ωθούσαν οι τάσεις αντεκδίκησης και κυρίως ο αγώνας για επιβίωση, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπεται η ύπαρξη κακοποιών στοιχείων στις τάξεις των προσφύγων. Στην Ανατολική Μακεδονία λοιπόν οι αρχές προχώρησαν στη σύλληψη συμμοριών προσφύγων, μία εκ των οποίων μάλιστα κατά τη ληστεία που διέπραξε στο χωριό Νεμπή Μαχαλά (Δαφνούντα Λαγκαδά) σκότωσε
πέντε
μουσουλμάνους 29.
Στα
Χανιά
ένας
μουσουλμάνος
σαμαράς
πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από πρόσφυγα χωρίς συγκεκριμένο λόγο 30, στη
27
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 10 (υπουργείο Εξωτερικών), ο γενικός διοικητής των Νήσων Αιγαίου προς τον πρωθυπουργό, Μυτιλήνη 25 Μαΐου/7 Ιουνίου 1914, αρ. πρ. 433. ΕΛΙΑ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 7.6, ο γενικός διοικητής των Νήσων Αιγαίου προς τον πρωθυπουργό, Μυτιλήνη 20 Ιουνίου/3 Ιουλίου 1914, αρ. τηλ. 217 και γενικός διοικητής προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Μυτιλήνη 4/17 Φεβρουαρίου 1915, αρ. πρ. 2078 όπου, αφού χαρακτηρίζεται οικτρή η δημόσια ασφάλεια στο νησί εξαιτίας των επιθέσεων των προσφύγων, προτείνεται η εφαρμογή στρατιωτικού νόμου. Επίσης, εφημ. Φιλελεύθερος, 23 Δεκεμβρίου 1915/5 Ιανουαρίου 1916 όπου αναφορά σε διαμαρτυρία μουσουλμάνων του Σίγριου για την εγκατάσταση προσφύγων. 28 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/21ζ, Γενική Διοίκηση Κρήτης προς Κεντρική Υπηρεσία, Χανιά 13/26 Ιουλίου 1914, αρ. πρ. 22917. Επίσης, ΤNA, F.O., 371/1997a, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Αθηνών, Χανιά 23 Ιουνίου 1914, αρ. 28955. 29 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/2, Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς υπουργείο Στρατιωτικών και τμήμα Χωροφυλακής υπουργείου Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 9/22 Νοεμβρίου 1914, αρ. τηλ. 27783. Στο ίδιο αρχείο, 1915, Α/5(28), Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 26 Μαρτίου/8 Απριλίου 1915, αρ. πρ. 9904 όπου προωθεί έκθεση του υπομοίραρχου Καβάλας για τη δράση ληστρικής συμμορίας προσφύγων στην περιοχή του Πραβίου. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78Β, όπου εκθέσεις εβδομαδιαίων συμβάντων της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής Μακεδονίας. 30 ΤNA, F.O., 371/1997a, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Αθηνών, Χανιά 23 Ιουνίου 1914, αρ. 28955.
491
Θεσσαλονίκη πρόσφυγες έσκισαν τα φέσια μουσουλμάνων, λεηλάτησαν μουσουλμανικά μαγαζιά και κατέστρεψαν φύλλα της Yeni Asir διαμαρτυρόμενοι για άρθρα της εφημερίδας που στηλίτευαν τη συμπεριφορά των προσφύγων απέναντι στους μουσουλμάνους 31. Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η συμπεριφορά των προσφύγων εκείνων στους οποίους είχαν εμπιστευτεί την ασφάλεια της μακεδονικής υπαίθρου. Πρόσφυγες διορισμένοι αγροφύλακες και πολιτοφύλακες, όπως και οι ντόπιοι συνάδελφοί τους, με την ανοχή των αστυνομικών αρχών εκβίαζαν τους μουσουλμάνους αποσπώντας χρηματικά ποσά. Σύμφωνα με το Βρετανό πρόξενο Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα στις επαρχίες Δράμας και Σαρί Σαμπάν, αν οι μουσουλμάνοι δεν ενέδιδαν στις απαιτήσεις των τηρητών αυτών της ασφάλειας καταγγέλλονταν για δήθεν οπλοκατοχή, ξυλοκοπούνταν και φυλακίζονταν 32. Οι πληροφορίες αυτές του Βρετανού διπλωμάτη για τις συγκεκριμένες περιοχές επιβεβαιώνονται και με το παραπάνω από εκθέσεις ελληνικών αρχών 33, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο γενικός διοικητής Δυτικής Μακεδονίας επισήμαινε, με τη σειρά του, την τυραννική συμπεριφορά των ντόπιων ή προσφύγων από το Μοναστήρι αγροφυλάκων εις βάρος των αλλόγλωσσων και αλλόθρησκων πληθυσμών 34. Η οθωμανική κυβέρνηση, αναζητώντας αφορμή για το διωγμό του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, με συνεχείς διακοινώσεις διαμαρτυρόταν για την καταπιεστική συμπεριφορά των προσφύγων εις βάρος των μουσουλμάνων προβάλλοντας μια εικόνα εθνοκάθαρσης του μουσουλμανικού στοιχείου των ελληνικών Νέων Χωρών η οποία βέβαια για να υπηρετήσει τους προπαγανδιστικούς 31
Εφημ. Νέα Αλήθεια, 24 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου 1914 και Μακεδονία, 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1915. Επίσης, M. Mazower, Salonica city of ghosts, Λονδίνο 2004, σ. 337. 32 ΤNA, F.O., 371/1997b, προξενείο Μ. Βρετανίας προς πρεσβεία Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουλίου 1914, αρ. 42434. 33 Χαρακτηριστικές του τρόπου που δρούσαν οι αγροφύλακες και πολιτοφύλακες στη μακεδονική ύπαιθρο είναι οι εκθέσεις του έπαρχου του Σαρί Σαμπάν στις οποίες περιγράφεται με λεπτομέρεια πώς τρομοκρατούνταν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής. Οι ενέργειες των αγροφυλάκων και πολιτοφυλάκων οι οποίοι έφταναν στο σημείο να απαιτούν χρήματα για να δώσουν τη συγκατάθεσή τους στην τέλεση ενός γάμου γινόταν «υπό τα όμματα των αστυνομικών οργάνων και του αντάρτου καπετάν Αντώνη τους οποίους συνώδευον και τινές πρόσφυγες προς ενίσχυσίν των», ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78α, ο έπαρχος Σαρί Σαμπάν προς νομάρχη Δράμας, Σαρί Σαμπάν 25 Νοεμβρίου/8 Δεκεμβρίου 1913, αρ. πρ. 238. Επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 78β, η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 13/26 Δεκεμβρίου 1914, αρ. πρ. 30665 «περί εβδομαδιαίων συμβάντων» όπου αναφέρεται ότι στην Αστυνομική Υποδιεύθυνση Καβάλας ο αγροφύλακας του χωριού Τσινάρ (Λεύκη) συνεπικουρούμενος από πρόσφυγες, αφού κακοποίησαν τους μουσουλμάνους κατοίκους του χωριού, απέσπασαν διάφορα χρηματικά ποσά. 34 ΜΜΑ-ΚΕΜΑ, αρχείο Π. Καλλιγά, Γενική Διοίκηση Κοζάνης-Φλώρινας προς υπουργείο Εσωτερικών, «ασφάλεια δι’ επιθεωρητών», Κοζάνη 6/19 Ιουλίου 1919.
492
σκοπούς της στηριζόταν σε υπερβολές και ανακρίβειες 35. Η ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, παραδεχόταν «αραιότατες αταξίες ημετέρων προσφύγων» οι οποίοι είχαν νωπές τις βιαιότητες των Νεότουρκων 36, αλλά, όπως και η οθωμανική πλευρά, δεν παρουσίαζε την πραγματική διάσταση των πιέσεων που ασκούσαν οι πρόσφυγες στους μουσουλμάνους μη θέλοντας να δώσει επιχειρήματα στους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα, οι εκκλήσεις του Βενιζέλου να καταληφθούν διοικητικά τα εγκαταλελειμμένα κτήματα και χωριά ώστε να εγκατασταθούν οι πρόσφυγες χωρίς να ενοχληθούν οι μουσουλμάνοι δεν εισακούστηκαν 37. Αντίθετα, ο υποδιοικητής Κιλκίς χαρακτήριζε
τους
πρόσφυγες
μάστιγα
για
τους
μουσουλμάνους
και
τους
βουλγαροφώνους, ενώ σημείωνε ότι οι μουσουλμάνοι που δεν είχαν μεταναστεύσει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κυρίως εκείνοι στα χωριά των οποίων δεν είχαν εγκατασταθεί
πρόσφυγες 38. Ανάλογες ήταν
οι απόψεις και του διοικητικού
αντιπροσώπου Κάτω Θεοδωρακίου: «Μόνον τα εις βάρος των (Μουσουλμάνων και Βουλγάρων) συχνάκις διαπραττόμενα υπό των συνοικούντων προσφύγων αδικήματα, ενοχλούσιν αυτούς προκαλούντα την δυσφορίαν των και το μίσος μεταξύ των, καθισταμένου του βίου των δυσκόλου ή να μη είπω αβιώτου» 39. Οι διώξεις και πιέσεις των μουσουλμάνων της Ελλάδας από τους πρόσφυγες, αλλά και από τους ντόπιους χριστιανούς και τους εκπροσώπους της ελληνικής διοίκησης είχαν αντίκτυπο όχι μόνο εντός των συνόρων αλλά και στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Η άφιξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία των muhacir από τις ελληνικές Νέες Χώρες έχοντας την ανάμνηση των βιαιοτήτων που υπέστησαν από τους χριστιανούς και την επιθυμία της αντεκδίκησης, η διάδοση αυτών των αναμνήσεων μέσω του Τύπου και της 35
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 74 και 75 όπου συγκεντρώνονται οι διακοινώσεις των οθωμανικών διπλωματικών αποστολών και η διάψευσή τους από τις ελληνικές αρχές. Επίσης, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ΄ «ελληνοτουρκικαί συνεννοήσεις διά παράπονα Μουσουλμάνων Νέων Χωρών». 36 ΤNA, F.O., 371/1996b, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 30 Μαΐου 1914, αρ. 25568 όπου αναφορά σε συζήτηση του πρεσβευτή με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1914, φ. Α/19δ, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 27 Μαρτίου/9 Απριλίου 1914, αρ. πρ. 8626 37 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 130, υποφ. 3, τηλεγράφημα Βενιζέλου προς υπουργείο Στρατιωτικών και Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 6/19 Ιουνίου 1914. 38 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 14, έκθεση υποδιοικητή Κιλκίς προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, Κιλκίς 14/27 Δεκεμβρίου 1914 και 24 Δεκεμβρίου 1914/6 Ιανουαρίου 1915 «περί της εν γένει καταστάσεως της Υποδιοικήσεως». 39 Διοικητικός αντιπρόσωπος Κάτω Θεοδωρακίου προς τον υποδιοικητή Κιλκίς, Κάτω Θεοδωράκι 14/27 Δεκεμβρίου 1914 παρατίθεται στο Π. Βαλσαμίδης, «Προσφυγικές εγκαταστάσεις στο Κιλκίς και την περιφέρειά του», Μακεδονικά, τ. 32 (1999-2000), 230-231.
493
κρατικής οθωμανικής προπαγάνδας με στόχο να εξάψει το φανατισμό των μουσουλμάνων, αλλά και η επίσημη πολιτική της Υψηλής Πύλης οδήγησαν στο διωγμό του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, στον οποίο οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα και τις άλλες βαλκανικές χώρες πρωτοστατούσαν 40. Οι Έλληνες πρόσφυγες έφταναν, με τη σειρά τους, διωγμένοι στην Ελλάδα
με
ανάλογα
αισθήματα
αντεκδίκησης
τα
οποία
ξεσπούσαν
στους
μουσουλμάνους του ελληνικού κράτους, δημιουργώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο διώξεων σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Arnold Toynbee ανέφερε χαρακτηριστικά για τις εκατέρωθεν αυτές διώξεις: «Έτσι, λοιπόν, ο Βαλκανικός Πόλεμος απέφερε δύο εσοδείες θυμάτων: πρώτα τους Τούρκους της Ρούμελης και μετά τους Έλληνες της Μικράς Ασίας» 41. Αλλά και Πάλλης, με τη σειρά του, σημείωνε τον αντίκτυπο του διωγμού του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους μουσουλμάνους της Ελλάδας αναφέροντας σε επιστολή του προς τον Στέφανο Δραγούμη: «...και έτσι τα ανοσιουργήματα της τουρκικής κυβέρνησης ξέσπαγαν στη ράχη μερικών αθώων Μουσουλμάνων» 42. Η ένταση στις σχέσεις προσφύγων και μουσουλμάνων συνεχίστηκε μέχρι και τις παραμονές της κατάρρευσης του μετώπου στη Μικρά Ασία έχοντας τις ίδιες πάντοτε αιτίες. Η άφιξη 40.000 και πλέον προσφύγων στη Θεσσαλονίκη το 1916-1917 από την Ανατολική Μακεδονία την οποία είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι και από τις περιοχές των πολεμικών επιχειρήσεων έφερε την Ανώτατη Διεύθυνση Περίθαλψης της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης αντιμέτωπη με το πρόβλημα της στέγασής τους. Το στεγαστικό πρόβλημα επιλύθηκε εν μέρει με την επίταξη και ενοικίαση οικιών οι
40
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 10 (υπουργείο Εξωτερικών), Γενικό προξενείο Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία Αθήνα, Σμύρνη 30 Αυγούστου/12 Σεπτεμβρίου 1914, αρ. πρ. 4257 όπου αναφέρεται στις βιαιοπραγίες εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού από τους μουσουλμάνους πρόσφυγες, ωστόσο: «Απέναντι τούτων υπάρχουσι νουνεχείς μουσουλμάνοι, ούτοι είναι οι ιθαγενείς οι συνδεόμενοι προς τον τόπον διά τοσούτων συμφερόντων και οι επί τοσούτον χρόνον συζήσαντες εν αρμονία μετά των Ελλήνων, οίτινες μετά μεγάλης δυσφορίας βλέπουσι τα γενόμενα και αποδοκιμάζουσιν αυτά». Για το διωγμό του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1914 βλ. κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα του μουσουλμανικού πληθυσμού την περίοδο 1912-1923». 41 A. Toynbee, Το δυτικό ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια μελέτη επαφής πολιτισμών, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 163. 42 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 130, υποφ. 3.3., Α. Πάλλης προς Στ. Δραγούμη, Αθήνα 18/31 Μαΐου 1916.
494
ιδιοκτήτες των οποίων ήταν κυρίως μουσουλμάνοι 43. Οι τελευταίοι αντιδρούσαν στην εγκατάσταση χριστιανών προσφύγων στα σπίτιά τους προβάλλοντας θρησκευτικούς λόγους και ζητούσαν την αρωγή των Αλβανών στρατιωτών του Εσάτ Πασά (Esat Paşa Toptani), με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις και μικροεπεισόδια ανάμεσα στις ελληνικές αρχές και Αλβανούς στρατιωτικούς, γεγονός που προκάλεσε την παρέμβαση του Γενικού Στρατηγείου των Συμμαχικών Στρατευμάτων του Στρατού της Ανατολής 44. Τα θύματα και οι θύτες του φαύλου κύκλου των διώξεων του 1914 ήρθαν ξανά αντιμέτωποι το 1919. Η κατάληψη της Θράκης και περιοχών της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό ώθησε τους Έλληνες πρόσφυγες που εκδιώχθηκαν από τις περιοχές αυτές το 1914 να παλιννοστήσουν στις εστίες τους 45. Την επιτυχία όμως της παλιννόστησης απειλούσε το γεγονός ότι τα σπίτια και τα κτήματα των Ελλήνων προσφύγων είχαν καταληφθεί από μουσουλμάνους πρόσφυγες των βαλκανικών χωρών. Σύμφωνα με στατιστικές των ελληνικών υπηρεσιών, στη Θράκη το Φεβρουάριο του 1920 οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες κατείχαν 8.692 ελληνικές οικίες, ενώ 1.010 κατείχαν ντόπιοι μουσουλμάνοι 46. Για τον Βενιζέλο και τις ελληνικές αρχές μια λύση στο παραπάνω πρόβλημα θα έδινε η παλιννόστηση των μουσουλμάνων στις εστίες τους στις Νέες Χώρες. Για να αποφευχθούν βέβαια οι συγκρούσεις ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους μουσουλμάνους η αμοιβαία αυτή παλιννόστηση και των δύο πληθυσμιακών ομάδων
43
ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1916-1917, φ. Α΄(19), Ανώτατη Διεύθυνση Περίθαλψης, Τμήμα Περίθαλψης Προσφύγων, Θεσσαλονίκη 19 Ιανουαρίου/1 Φεβρουαρίου 1917, σημείωμα για την εγκατάσταση προσφύγων. Ο αριθμός των 40.290 προσφύγων ή 10.282 οικογενειών που κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη αντιστοιχεί σε αυτούς που περιθάλπονταν από τις ελληνικές αρχές. Από αυτούς οι 1.239 οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε επιταγμένες οικίες, οι 7.121 σε σπίτια που νοικιάστηκαν ή καταλήφθηκαν από τους ίδιους τους πρόσφυγες, ενώ οι υπόλοιπες οικογένειες στεγάστηκαν σε δημόσια κτήρια, σχολεία, τζαμιά, εκκλησίες, σε παραπήγματα στο Λεμπέτ και σε σκηνές. 44 ΙΑΥΕ, αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, 1916-1917, φ. Α΄(19), Υπουργείο Εξωτερικών Προσωρινής Κυβέρνησης προς γαλλικό προξενείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 5/18 Ιανουαρίου 1917, αρ. πρ. 10099. Επίσης, ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 94, Ανώτατη Διεύθυνση επί των Εσωτερικών προς το στρατηγό Σαρράιγ Διοικητή του Στρατού της Ανατολής, Θεσσαλονίκη 20 Δεκεμβρίου 1916/ 2 Ιανουαρίου 1917, αρ. πρ. 1660 και στρατηγός Σαρράιγ, Διοικητής των Συμμαχικών Στρατευμάτων προς τον υπουργό Εσωτερικών της Προσωρινής Ελληνικής Κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 21 Ιανουαρίου και 2 Φεβρουαρίου 1917, αρ. 5.836/1 και 6.233/1. 45 Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Περίθαλψης, μέχρι το 1920 είχαν παλιννοστήσει στη Μικρά Ασία 126.000 Έλληνες, στην Ανατολική Θράκη 62.000 και στη Δυτική Θράκη μέχρι το Δεκέμβριο του 1919 32.000, Μ. Αιλιανός, ό.π., σσ. 284-400. Επίσης, υπουργείο Περιθάλψεως, Το έργο των αποστολών του υπουργείου Περιθάλψεως: Πόντος, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Μακεδονία, Αθήνα 1920. 46 ΚΝΕ/ΕΊΕ, αρχείο Α. Πάλλη, φ. Α΄, πίνακας με στατιστικές πληροφορίες για την παλιννόστηση των ελληνικών πληθυσμών Θράκης και Μικράς Ασίας, Αθήνα 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1920.
495
θα έπρεπε να γίνει ταυτόχρονα και μεθοδικά 47. Ωστόσο ο παραπάνω στόχος δεν επιτεύχθηκε, οι πρόσφυγες ανυπομονούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους και αντιδρούσαν έντονα στις προθέσεις της κυβέρνησης να αναβληθεί η παλιννόστησή τους έως ότου εξασφαλιστεί η μετεγκατάσταση των μουσουλμάνων προσφύγων που διέμεναν σε ελληνικά σπίτια 48. Από την άλλη, οι μουσουλμάνοι που επέστρεφαν μετά το 1919 στις εστίες τους στις ελληνικές Νέες Χώρες έβρισκαν εγκατεστημένους στα σπίτια και στα κτήματά τους Έλληνες πρόσφυγες οι οποίοι δεν είχαν ακόμη παλιννοστήσει, ενώ τις μουσουλμανικές περιουσίες εποφθαλμιούσαν και οι πρόσφυγες εκείνοι, όπως οι Καυκάσιοι, που είχαν χάσει κάθε ελπίδα παλιννόστησης. Στη Λήμνο, για παράδειγμα, επιτροπή προσφύγων διαμαρτυρόταν για τις πιέσεις που δεχόταν από μουσουλμάνους που είχαν επιστρέψει στο νησί και απαιτούσαν την απόδοση των οικιών τους 49. Από την άλλη, στην Ανατολική Μακεδονία οι Καυκάσιοι πρόσφυγες ήταν αγανακτισμένοι από το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν η εγκατάστασή τους σε κενά μουσουλμανικά χωριά εν όψει της παλιννόστησης των μουσουλμάνων κατοίκων τους. Αλλά και ο γενικός διοικητής ζητούσε την αναστολή της επιστροφής των μουσουλμάνων, αφού ήταν αδύνατη η στέγασή τους παρά τη μέγιστη συμπύκνωση των προσφύγων 50. Υπο αυτές τις συνθήκες οι εντάσεις ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους μουσουλμάνους ήταν αναπόφευκτες, επιβεβαιώνοντας έτσι τις σχετικές εκτιμήσεις εκπροσώπων των ελληνικών αρχών 51. Ωστόσο οι σχέσεις προσφύγων και μουσουλμάνων δοκιμάστηκαν ακόμη περισσότερο μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία. Οι βιαιοπραγίες εις βάρος του μικρασιατικού ελληνικού πληθυσμού, η δραματική έξοδός του από τις εστίες του και η εγκατάστασή του στην Ελλάδα υπό άθλιες συνθήκες 47
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Β/46(2), τηλεγράφημα Βενιζέλου προς αντιπρόεδρο κυβέρνησης, Παρίσι 2/15 Μαΐου 1919, αρ. τηλ. 4491 και Μ. Αιλιανός, ό.π., σ. 296. 48 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Β/46(2), Σύνδεσμος Προσφύγων περιφέρειας Περγάμου «η Παλιννόστησις» προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 10/23 Ιουνίου 1919, αρ. πρ. 13. 49 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(ε), τηλεγράφημα επιτροπής προσφύγων προς υπουργείο Περιθάλψεως, Λήμνος 11/24 Σεπτεμβρίου 1919. 50 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 66, υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης-Πέλλας, Θεσσαλονίκη 26 Νοεμβρίου/9 Δεκεμβρίου 1920. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(ε), Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Δράμα 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου 1919, αρ. πρ. 29870. 51 Ο Πάλλης, για παράδειγμα, ζητούσε να αποτραπεί η παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων γιατί θα ήταν αναπόφευκτη η σύγκρουση με τους μουσουλμάνους πρόσφυγες που κατείχαν τα σπίτια τους, ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Β/46(2), Α. Α. Πάλλης, υπόμνημα επί του ζητήματος της παλιννοστήσεως των εν Ελλάδι ευρισκομένων προσφύγων, εν Κωνσταντινουπόλει 29 Απριλίου/12 Μαΐου 1919. Ο Toynbee, από την πλευρά του, αναφέρεται σε βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων από Έλληνες πρόσφυγες που παλιννόστησαν στην ελληνική ζώνη κατοχής στη Μικρά Ασία, A. Toynbee, ό.π., σ. 192.
496
γέννησαν στους πρόσφυγες, εκτός από ανείπωτο πόνο, τάσεις ρεβανσισμού που εκδηλώθηκαν εις βάρος των μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων. Παράλληλα, περαιτέρω εντάσεις ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες προκάλεσε ο ανταγωνισμός για τη μουσουλμανική περιουσία, η οποία για τους πρόσφυγες ήταν πηγή επιβίωσης, και το γεγονός ότι μέχρι το 1924 μουσουλμάνοι και πρόσφυγες συμβίωναν όχι μόνο στο ίδιο χωριό, αλλά και στο ίδιο σπίτι. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο διαμορφώθηκαν οι σχέσεις προσφύγων και μουσουλμάνων από το Σεπτέμβριο του 1922 μέχρι και την ολοκλήρωση της ανταλλαγής των μουσουλμανικών πληθυσμών της Ελλάδας το 1924 52. Το χάος στις Νέες Χώρες μετά τη στρατιωτική ήττα, την πολιτική αλλαγή και την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων προσφύγων δημιούργησε κατάλληλο έδαφος για την εμφάνιση ληστοσυμμοριών, αρκετές από τις οποίες συγκροτούνταν από πρόσφυγες, με τους μουσουλμάνους να ήταν ο εύκολος στόχος τους. Έτσι, μέχρι την Ανταλλαγή των Πληθυσμών σημειώθηκαν, κυρίως στην ύπαιθρο χώρα, φόνοι, ληστείες και κάθε είδους πιέσεις και βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων, είτε από οργανωμένες συμμορίες προσφύγων είτε από μεμονωμένους πρόσφυγες, χωρίς όμως να αποκλείεται και η αντιστροφή των ρόλων. Εκτός από την ύπαρξη κακοποιών στοιχείων ανάμεσα στους πρόσφυγες, τα κίνητρα των παραπάνω πράξεων ήταν πρωτίστως η ανάγκη επιβίωσης και δευτερευόντως η ικανοποίηση του αισθήματος αντεκδίκησης. Πάντως, τα γεγονότα αυτά δεν έλαβαν εκτεταμένες διαστάσεις για λόγους που θα αναλυθούν στη συνέχεια. Το σοβαρότερο επεισόδιο οργανωμένης σφαγής μουσουλμάνων της Ελλάδας στο οποίο συμμετείχαν και πρόσφυγες σημειώθηκε στην Υποδιοίκηση Κιλκίς το Σεπτέμβριο του 1922. Σύμφωνα με την έκθεση ελληνικών στρατιωτικών αρχών, Έλληνας αξιωματικός έφτασε στο Κιλκίς αναζητώντας Καυκάσιους πρόσφυγες με σκοπό να επιτεθεί στους μουσουλμάνους της περιοχής. Πράγματι, ο εν λόγω αξιωματικός με τη συνδρομή 23 Καυκάσιων προσφύγων και κάποιων χωροφυλάκων φόνευσε 51 μουσουλμάνους οκτώ χωριών της Υποδιοίκησης Κιλκίς. Η ενέργεια αυτή φαίνεται ότι δεν είχε σχέση με πράξη αντεκδίκησης για όσα έγιναν στη Μικρά Ασία, αλλά σχεδιάστηκε από αξιωματικούς και πολιτικούς παράγοντες της περιοχής που είτε ήθελαν
52
Οι τελευταίοι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι αναχώρησαν από την Ελλάδα στα τέλη Δεκεμβρίου του 1924.
497
να δημιουργήσουν προβλήματα στην «Επανάσταση του 1922» στα πρώτα βήματά της είτε ήθελαν να εξυπηρετήσουν οικονομικά συμφέροντά τους, αφού δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι μετά τους φόνους των μουσουλμάνων του Κιλκίς ένας πρώην βουλευτής και ένας πρώην υποδιοικητής της περιοχής αγόρασαν τα καπνά των μουσουλμάνων αγροτών σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές 53. Πάντως, όποια κι αν ήταν τα κίνητρα, τα γεγονότα στο Κιλκίς διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στο μουσουλμανικό στοιχείο και τους πρόσφυγες. Και στην υπόλοιπη Μακεδονία η δημόσια ασφάλεια είχε διασαλευτεί, στην ύπαιθρο σημειώνονταν ληστείες και φόνοι μουσουλμάνων, δράστες των οποίων ήταν πρόσφυγες, αλλά και ντόπιοι χριστιανοί ή στρατιώτες που μόλις είχαν απολυθεί. Σύμφωνα με την Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, εκτός από τα γεγονότα στο Κιλκίς, ληστείες και φόνοι μουσουλμάνων έγιναν το Σεπτέμβριο του 1922 στις Υποδιοικήσεις Νέστου, Ζίχνης, Πραβίου και Ζυρνόβου, με αποτέλεσμα να σταλούν δυνάμεις στρατού και χωροφυλακής για να επιβληθεί η τάξη 54. Στην περιοχή του Λαγκαδά συμμορία Μικρασιατών και Αρμένιων προσφύγων διέπραξε σειρά ληστειών εις βάρος μουσουλμάνων οι οποίες συνοδεύονταν από φόνους και τραυματισμούς 55. Ανάλογη ληστεία με τα ίδια αποτελέσματα έγινε από συμμορία Μικρασιατών προσφύγων και στο μουσουλμανικό χωριό Μισελί της περιφέρειας της Θεσσαλονίκης 56. Στην περιοχή του Μαγιαδάγ (Φανός Γουμένισσας), από την άλλη, πέντε Καυκάσιοι πρόσφυγες –που είχαν καταδώσει στις αρχές μουσουλμάνους για κατοχή όπλων– δολοφονήθηκαν από μουσουλμάνους της περιοχής, ενώ, στη συνέχεια, συγγενής των θυμάτων μετέβη στο Μαγιαδάγ και σκότωσε έξι τυχαίους μουσουλμάνους ως αντεκδίκηση 57. Ο ίδιος ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη δολοφονία ενός Αλβανού από πρόσφυγα μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, περιέγραφε τη δημόσια ασφάλεια στη Μακεδονία σε 53
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 99, ο ταγματάρχης Ι. Παπαδάκης προς τον γενικό διοικητή Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 17/30 Οκτωβρίου 1922, αρ. εμπ. πρ. 451. 54 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας προς Αρχηγείο Χωροφυλακής, Θεσσαλονίκη 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου 1922, «έκθεσις δημοσίας ασφαλείας μηνός Σεπτεμβρίου». 55 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 23 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1922, αρ. πρ. 30/87 «σύλληψις του Κωνσταντίνου Βιαστικόπουλου αρχηγού ληστοσυμμορίας και του οπαδού του Καραμπέτ Εκνετζιάν». 56 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, Διοίκηση Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 6/19 Οκτωβρίου 1922, αρ. πρ. 3518/3 «περί λαβόντων χώραν φόνων, τραυματισμών και ληστειών μετά βασάνων εν Μισελή περιφερείας Χορτιάτου». Μισελί = ίσως άλλη ονομασία του Μεντεσελί (σημ. Έλλη Θεσσαλονίκης) 57 ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 87, Β΄ Σώμα Στρατού προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, «Δελτίο πληροφοριών μηνός Νοεμβρίου 1922».
498
οικτρή κατάσταση, αναφέροντας ότι σημειώθηκαν αρκετά ανάλογα εγκλήματα τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο χώρα 58. Παρόμοια βέβαια ήταν και η εκτίμηση της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης σε υπόμνημά της προς τον Έλληνα πρωθυπουργό 59. Πιο συχνές πάντως από τις αιματηρές ληστείες ήταν οι μικροκλοπές και οι αρπαγές τροφίμων από τα μουσουλμανικά σπίτια και τα μαγαζιά με δράστες απελπισμένους από την ασιτία πρόσφυγες. Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, πρόσφυγες που έκλεψαν τρόφιμα από μουσουλμανικό γαλακτοπωλείο άφησαν απολογητικό σημείωμα γράφοντας: «Δεν είναι ο θάνατος που μας φοβίζει, αλλά μόνο η πείνα» 60. Τα παραπάνω περιστατικά φόνων και αιματηρών ληστειών εις βάρος των μουσουλμάνων δεν έλαβαν γενικευμένες διαστάσεις, οι όποιες τάσεις αντεκδίκησης των προσφύγων δεν μεταφράστηκαν σε διωγμό του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας, έστω και αν μερίδα του Τύπου θεωρούσε δικαιολογημένη μια τέτοια εξέλιξη 61. Μάλιστα οργανώσεις προσφύγων διαμαρτύρονταν για τις συκοφαντίες, όπως έλεγαν, ότι οι πρόσφυγες καταπίεζαν τους μουσουλμάνους, ενώ η Θρακιώτισσα Χρυσάνθη Μεταλλίδου που εγκαταστάθηκε το 1922 στη Βέροια αναφερόμενη στη συμβίωση με τους μουσουλμάνους έλεγε χαρακτηριστικά: «Οι πρόσφυγες δεν καταδέχτηκαν, αν και τράβηξαν τόσα, να πειράξουν τους Τούρκους που έμεναν εδώ. Ούτε εχθροπραξίες ούτε μίσος γιατί οι άνθρωποι δεν έφταιγαν σε τίποτε» 62. Βέβαια δεν αποφεύχθηκαν οι εντάσεις, οι μικροσυμπλοκές και η δυσαρέσκεια ανάμεσα σε πρόσφυγες και μουσουλμάνους, κάτι 58
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 4/17 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 540. 59 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, φ. 720, υπόμνημα της Μουσουλμανικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, «περί της θέσεως των Μουσουλμάνων Μακεδονίας», Αθήνα 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1922. Το υπόμνημα παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. 60 M. Mazower, ό.π., σ. 347. Ανάλογα περιστατικά μικροκλοπών σημειώθηκαν σε όλες τις περιοχές υποδοχής και εγκατάστασης των προσφύγων, ενδεικτικά ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 7, υποφ. 1, υποδιοικητής Καβάλας προς το νομάρχη Δράμας, Καβάλα 18 Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1922, αρ. πρ. 2860 όπου διαψεύδει τις πληροφορίες του υπουργείου Εξωτερικών της Αιγύπτου για φόνους μουσουλμάνων στην Καβάλα, αλλά παραδέχεται ότι σημειώθηκαν μικροκλοπές. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Κεντρική Υπηρεσία προς Γενική Διοίκηση Θράκης, Αθήνα 10 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 34099 όπου αναφορά σε λεηλασία μουσουλμανικών σπιτιών από πρόσφυγες στην περιοχή του Σαρί Σαμπάν. Iskender Özsoy, Iki vatan yorgunlari. Mübadele Acısını Yaşayanlar Anlatıyor, Ιστανμπούλ 2007³, σσ. 51-52 όπου μαρτυρία του Μουσταφά Σουργκίτ για καταπίεση των μουσουλμάνων της Γέρας από τους πρόσφυγες. 61 Εφημ. Μακεδονία, 22 και 25 Σεπτεμβρίου/5 και 8 Οκτωβρίου 1922. 62 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, όπου τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας προσφυγικών οργανώσεων Χρούπιστας, Καστοριάς και Καϊλαρίων. Σ. Ζερδαλής, Η εγκατάσταση των προσφύγων στη Βέροια (19141930), πτυχιακή εργασία, Φλώρινα 1998, σσ. 19-20 όπου και προφορικές μαρτυρίες προσφύγων.
499
μάλλον φυσιολογικό για τις συνθήκες της περιόδου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στο γεγονός ότι οι βιαιοπραγίες εις βάρος των μουσουλμάνων από τους πρόσφυγες, τους ντόπιους και τις αρχές δεν έλαβαν γενικευμένο χαρακτήρα συνέβαλε και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η Ελλάδα μετά τη στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία ήταν σε δεινή διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική θέση, με αποτέλεσμα να μην επιθυμεί σε καμία περίπτωση να προκληθεί η αντίδραση της Τουρκίας από ενδεχόμενες βιαιοπραγίες εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας. Η προσπάθεια, για παράδειγμα, της Ελλάδας να περιθάλψει τους πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στο έδαφός της θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη, αν η Άγκυρα δεν συναινούσε στη μετανάστευση των Ελλήνων μουσουλμάνων στην Τουρκία ή αν επέμενε στο να συμπεριληφθούν στην ανταλλαγή και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης 63. Συνεπώς, ήταν αναμενόμενη η δυσαρέσκεια του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για τα γεγονότα στο Κιλκίς, αφού ο απόηχός τους έφτασε στη Λωζάννη όπου διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης. Σε έγγραφό του προς την Επαναστατική Επιτροπή το υπουργείο Εξωτερικών εφιστούσε την προσοχή στις πολιτικές συνέπειες των γεγονότων του Κιλκίς και πρότεινε τη λήψη δρακόντειων μέτρων ώστε να αποτραπούν παρόμοια έκτροπα, ενώ ζητούσε να δοθούν διαταγές σε στρατιωτικές και διοικητικές αρχές να επιδείξουν καλή συμπεριφορά απέναντι στους μουσουλμάνους για να απαλειφθεί η κακή εντύπωση των σφαγών του Κιλκίς 64. Η ένταση ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους μουσουλμάνους μέχρι την οριστική ανταλλαγή των τελευταίων πυροδοτήθηκε κυρίως από το γεγονός ότι το βάρος της διατροφής και της στέγασης των προσφύγων ανέλαβε σε μεγάλο βαθμό ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας. Για να καλυφθούν οι ανάγκες του προσφυγικού πληθυσμού οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν την επίταξη της μισής κινητής και ακίνητης περιουσίας των μουσουλμάνων, επέβαλαν αναγκαστικούς εράνους στις 63
B. Clark, Twice a stranger. How mass expulsion forged modern Greece and Turkey, Λονδίνο 2007, σσ. 54-55, 61. 64 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 6, υποφ. 7, Κεντρική Υπηρεσία προς Επαναστατική Επιτροπή, Αθήνα 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 11902. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 99, διευθυντής Τμήματος Τύπου υπουργείου Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Αθήνα χ.χ., όπου αντίγραφο τηλεγραφήματος Κακλαμάνου από τη Λωζάννη ο οποίος ζητεί πληροφορίες για να αντικρούσει τις καταγγελίες που διατυπώνονται σε υπόμνημα αντιπροσωπείας της Μουσουλμανικής Μακεδονικής Ενώσεως για σφαγές και λεηλασίες εις βάρος των μουσουλμάνων της Ελλάδας.
500
μουσουλμανικές κοινότητες, ενώ το μέτρο εκείνο που προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις ήταν η σύμπτυξη των μουσουλμάνων στο ένα τέταρτο των οικιών τους με τα υπόλοιπα τρία τέταρτα να διατίθενται για τη στέγαση των προσφύγων 65. Η συγκατοίκηση κάτω από την ίδια στέγη και η εξάρτηση της επιβίωσης και των δύο πληθυσμιακών ομάδων από τους ίδιους πόρους οδήγησαν μοιραία σε προστριβές και διαμαρτυρίες που ενίοτε κλιμακώνονταν σε συγκρούσεις. Η Margaret Hasluck σε επιστολή της προς τη βρετανική πρεσβεία των Αθηνών περιέγραφε τις δυσκολίες της συμβίωσης μουσουλμάνων και προσφύγων στα μουσουλμανικά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας. Κατά τη Βρετανίδα ανθρωπολόγο, η εγκατάσταση των προσφύγων γινόταν μόνο στα μουσουλμανικά σπίτια των μικτών χωριών, ενώ από τους μουσουλμάνους επιτάσσονταν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες σιτηρών και απαιτούνταν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά σε σχέση με τους χριστιανούς του ίδιου χωριού, έστω και αν αυτοί ήταν περισσότεροι και πλουσιότεροι. Επιπλέον, σε πολλά χωριά οι πρόσφυγες αγγάρευαν μουσουλμάνους για διάφορες εργασίες, όπως να μεταφέρουν πέτρες, νερό ή ξύλα 66. Στην περιοχή του Λαγκαδά μουσουλμανικές κοινότητες διαμαρτύρονταν στο ισπανικό προξενείο της Θεσσαλονίκης ότι αδυνατούσαν να θρέψουν τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα χωριά τους, στο Σαρί Σαμπάν (Χρυσούπολη) καταγγέλθηκε ότι 70 μουσουλμάνοι
στεγάζονταν
σε
ένα
δωμάτιο,
ενώ
στα
Γρεβενά
οκταμελής
μουσουλμανική οικογένεια παραπονιόταν ότι οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα δύο
65
ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 99, υποδιοικητής Ενωτίας προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Αριδαία 27 Οκτωβρίου/9 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 113 όπου αναφέρεται στον τρόπο εφαρμογής της εμπιστευτικής διαταγής της Γενικής Διοίκησης σχετικά με την επίταξη του μισού της κινητής και ακίνητης περιουσίας των μουσουλμάνων. ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1048, Νομαρχία Κοζάνης προς τον πρόεδρο της κοινότητας Ιντίλαβος (Αυγή), Κοζάνη 12/25 Οκτωβρίου 1922 όπου απόφαση της νομαρχίας για τη διάθεση μέρους των αποθεμάτων του κοινοτικού ταμείου για τις ανάγκες των προσφύγων. Το ποσό ορίστηκε σε 200 δραχμές και η νομαρχία καθιστούσε προσωπικά υπεύθυνο το κοινοτικό συμβούλιο για τυχόν αντιρρήσεις στην υποχρεωτική εισφορά υπέρ των προσφύγων. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 620, υπουργείο Εξωτερικών προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αθήνα 20 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 7613, όπου συνημμένη εγκύκλιος σχετικά με την εφαρμογή της Ανταλλαγής στην οποία σημειωνόταν ότι πρέπει να συνεχιστούν τα μέτρα σύμπτυξης των μουσουλμάνων σε μέρος των οικιών τους, επίταξης κτημάτων, επίταξης της μισής αγροτικής περιουσίας, της μισής συγκομιδής των προϊόντων, των γεωργικών ζώων, εργαλείων, μηχανών κ.λπ. Από τις επιτάξεις εξαιρούνταν η παραγωγή καπνού και τα ζώα που προορίζονταν για την καλλιέργεια και τη μεταφορά του καπνού. 66 F.O. 286/874, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 19 Ιανουαρίου 1923, αρ. 35 όπου συνημμένη η επιστολή της Hasluck, B. Destani, (επιμ.), Ethnic minorities in the Balkan states 1860-1971, τ. 3 , Λονδίνο 2003, σσ. 602-611, αρ. εγγρ. 115.
501
δωμάτια του σπιτιού και οι ίδιοι διέμεναν στο στάβλο 67. Οι πρόσφυγες μάλιστα πολλές φορές εγκαταστάθηκαν με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς την επίβλεψη κάποιων αρχών σε μουσουλμανικά σπίτια με αποτέλεσμα αναπόφευκτες συγκρούσεις. Στη Θεσσαλονίκη ο Reşat Tesal θυμόταν πως πενήντα πρόσφυγες εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στα δωμάτια του σπιτιού τους, ενώ στο Ηράκλειο η αστυνομία έδιωξε πρόσφυγες που κατέλαβαν βίαια μουσουλμανικά σπίτια 68. Οι μουσουλμάνοι για να απαλλαγούν από το βάρος των προσφύγων επικαλούνταν, όπως και στο παρελθόν, χωρίς όμως επιτυχία, ακόμη και τα θρησκευτικά τους πιστεύω που δεν τους επέτρεπαν τη συγκατοίκηση με ξένους και μάλιστα χριστιανούς 69. Οι επιτάξεις της κινητής και ακίνητης περιουσίας συνοδεύονταν, όπως συνήθως συνέβαινε σε αυτές τις περιπτώσεις, απο αυθαιρεσίες των αρχών, ενώ οι πρόσφυγες ενίοτε χρησιμοποιούσαν βία για να διεκδικήσουν τμήμα της μουσουλμανικής περιουσίας 70. Η διατροφή των προσφύγων από τους πόρους των μουσουλμανικών οικογενειών εξάντλησε τους μουσουλμάνους, που αντιμετώπιζαν και αυτοί πλέον την απειλή της πείνας. Μάλιστα στην περιοχή των Καϊλαρίων η ασιτία που μάστιζε το μουσουλμανικό πληθυσμό οδήγησε στην αυτοκτονία μιας μουσουλμανικής οικογένειας 71. Στερήσεις και πείνα αντιμετώπιζαν και όσοι
67
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 7, υποφ. 1, πρεσβεία των Κάτω Χωρών προς Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα 15 Νοεμβρίου 1922, αρ. 2692 όπου συνημμένη επιστολή μουσουλμάνων κατοίκων Λαγκαδά και του Σερέφ Σαμπάν από τη Νάουσα προς το ισπανικό προξενείο Θεσσαλονίκης. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Κεντρική Υπηρεσία προς Γενική Διοίκηση Θράκης, Αθήνα 10 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 34099. Επίσης, ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 1164, αίτηση χήρας Χοβά Καμίλ κατοίκου Γρεβενών προς τη Μικτή Υποεπιτροπή Ανταλλαγής, Γρεβενά 6 Φεβρουαρίου 1924. 68 Reşat Tesal, Selâniκ’ten Istanbul’a. Bir Ömrün Hikâyesi, Ιστανμπούλ 1998, σσ. 60-63 και εφημ. Νέα Εφημερίς, 16/29 Οκτωβρίου 1922. 69 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 720, υπόμνημα της Μουσουλμανικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, «περί της θέσεως των Μουσουλμάνων Μακεδονίας», Αθήνα 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1922. 70 MAΕ 11, série Z Europe 1918-1940 Grèce/Gr 88, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 18 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. 71 όπου αναφορά για την κατάσταση των μουσουλμάνων της Μακεδονίας. ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 920, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς Νομαρχία Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 20 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 21422 όπου συνημμένο έγγραφο του υπουργείο Γεωργίας σχετικά με τις επιτάξεις της μουσουλμανικής περιουσίας με την επισήμανση να αποφευχθούν οι αυθαιρεσίες κατά την εφαρμογή ανάλογων μέτρων στο παρελθόν. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 99, τηλεγράφημα Νομαρχίας Φλώρινας προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Φλώρινα 30 Δεκεμβρίου 1922/12 Ιανουαρίου 1923 όπου αναφορά σε τραυματισμό μουσουλμάνου στο χωριό Άνω Κλέστινα (Άνω Κλειναί) από οπλισμένους πρόσφυγες οι οποίοι απαιτούσαν από τους μουσουλμάνους κατοίκους καυσόξυλα. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 3, Νομαρχία Κοζάνης προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Κοζάνη 3 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 13383 όπου αναφορά σε φόνο μουσουλμάνου από πρόσφυγες στο χωριό Μεντεσλί (Μοσχούλα). 71 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Κεντρική Υπηρεσία προς υπουργείο Πρόνοιας, Αθήνα 13 Οκτωβρίου 1923, αρ. πρ. 39302 όπου το υπουργείο των Εξωτερικών ζητεί την περίθαλψη των μουσουλμάνων της
502
μουσουλμάνοι πιεζόμενοι από τους πρόσφυγες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους κατευθυνόμενοι στα αστικά κέντρα, όπως τη Θεσσαλονίκη, τη Μυτιλήνη, το Ηράκλειο ή το Ρέθυμνο 72. Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν η απροθυμία και η αντίδραση των μουσουλμάνων στην περίθαλψη και εγκατάσταση των προσφύγων στα χωριά τους και στα σπίτια τους. Έτσι, οι μουφτήδες Θεσσαλονίκης και Καϊλαρίων υπέβαλαν αίτημα στο Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού να απαλλαγούν οι μουσουλμάνοι των περιφερειών τους από τα βάρη της συντήρησης των προσφύγων 73. Ο υποδιοικητής Καϊλαρίων, από την άλλη, πληροφορούσε ότι οι μουσουλμάνοι της περιφέρειάς του δεν είχαν καμιά διάθεση να παραδώσουν τα σιτηρά τους ή να πληρώσουν για τους αναγκαστικούς εράνους υπέρ των προσφύγων. Ο ίδιος ανησυχούσε για την κατάσταση της δημόσιας ασφάλειας στην περιοχή εξαιτίας των καθημερινών επεισοδίων ανάμεσα σε μουσουλμάνους και πρόσφυγες, όπως ο ξυλοδαρμός πρόσφυγα αγροφύλακα από μουσουλμάνους του χωριού Σούλποβο (Άρδασσα) 74. Ανάλογα επεισόδια που κατέληξαν σε φόνους προσφύγων έγιναν στην περιοχή της Ανασέλιτσας και στη Νάουσα 75. Στο Σαρί Σαμπάν οι προστριβές οδήγησαν σε γενικευμένη σύγκρουση, αφού μουσουλμάνοι παρακινούμενοι από δύο πρώην βουλευτές τους επιτέθηκαν και έδιωξαν τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στα σπίτια τους 76.
περιοχής εν όψει μάλιστα και της άφιξης της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών στη Δυτική Μακεδονία. 72 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 720, υπόμνημα της Μουσουλμανικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, «περί της θέσεως των Μουσουλμάνων Μακεδονίας», Αθήνα 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1922. MAΕ 11, série Z Europe 19181940 Grèce/Gr 88, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 18 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. 71 όπου αναφορά στην κατάσταση των μουσουλμάνων της Μακεδονίας. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. 17, υποφ. 6, ο μουφτής Μυτιλήνης προς Κεντρική Υπηρεσία, Μυτιλήνη 22 Αυγούστου 1923, αρ. τηλ. 2821. Επίσης, S. Ladas, ό.π., σ. 424. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. 11, υποφ. 6, Μουσουλμανική Δημογεροντία Ρεθύμνου προς Γενική Διοίκηση Κρήτης, Ρέθυμνο 23 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 1094. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 610, «Υπόμνημα των προκρήτων πολιτών Μουσουλμάνων των χωρίων του Νομού Ηρακλείου Κρήτης προς τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως», Ηράκλειο 12 Μαΐου 1923. 73 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 620, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Γεωργίας, Αθήνα 30 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 5810 όπου προωθεί το σχετικό αίτημα των μουφτήδων. 74 ΓΑΚ νομού Κοζάνης, αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης, φ. 920, ο υποδιοικητής Καϊλαρίων προς νομάρχη Κοζάνης, Καϊλάρια 10, 27 Ιανουαρίου και 30 Απριλίου 1923. 75 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 22 Δεκεμβρίου 1923, αρ. πρ 42120 όπου συνημμένο τηλεγράφημα προσφύγων Λειψίστης. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 618, Σύνδεσμος Προσφύγων Ναούσης και Περιφερείας προς το Πολιτικό Γραφείο της Επαναστάσεως, Νάουσα 1 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 5405. Το τηλεγράφημα παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. 76 S. Ladas, ό.π., σ. 424.
503
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι ελληνικές αρχές είχαν κάθε λόγο να αποτρέψουν γενικευμένα επεισόδια ανάμεσα σε μουσουλμάνους και πρόσφυγες και να περιορίσουν όσο το δυνατόν τη δυσαρέσκεια του μουσουλμανικού πληθυσμού. Η Τουρκία χρησιμοποιούσε τις όποιες πληροφορίες για καταπίεση του μουσουλμανικού πληθυσμού των Νέων Χωρών καταγγέλλοντας την Ελλάδα για παραβίαση των όρων της Σύμβασης περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών, απειλώντας με αντίποινα ή με αποχή των Τούρκων μελών από τις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών. Η Ελλάδα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα προσεκτική απέναντι σε αυτές τις καταγγελίες –ιδίως όσες αφορούσαν τη Δυτική Θράκη την οποία εποφθαλμιούσαν Βούλγαροι και Τούρκοι, με το καθεστώς της να βρίσκεται σε εκκρεμότητα– οι οποίες διαψεύδονταν αμέσως, αφού, μάλιστα, αρκετές από αυτές ήταν υπερβολικές και στηρίζονταν σε ψευδή στοιχεία 77. Στο πλαίσιο αυτό ο Βενιζέλος δεν συμφωνούσε με την πρόταση του αρχηγού της επαναστατικής κυβέρνησης Στυλιανού Γονατά για μαζικές απομακρύνσεις μουσουλμάνων και εγκατάσταση προσφύγων στα μουσουλμανικά σπίτια και κτήματα, θεωρώντας ότι παραβίαση των όρων της Σύμβασης της Λωζάννης πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης θα έδινε αφορμή στην Τουρκία να καταστρατηγήσει τη Σύμβαση περί Ανταλλαγής 78. Οι παραπάνω σκοπιμότητες της εξωτερικής πολιτικής, η εξαθλίωση των μουσουλμάνων και οι εντάσεις με τους πρόσφυγες εξαιτίας της εφαρμογής του μέτρου της σύμπτυξης οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να στείλει στη
77
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 2, επιστολή του Ισμέτ Πασά προς τον Γενικό Γραμματές της ΚτΕ, Άγκυρα 8 Νοεμβρίου 1923, όπου συνημμένη διακοίνωση της τουρκικής κυβέρνησης προς τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με την παραβίαση των όρων της Σύμβασης της Λωζάννης από την ελληνική πλευρά. Στον ίδιο φάκελο, διάψευση των τουρκικών καταγγελιών από το Γραφείο Τύπου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα 12 Νοεμβρίου 1923. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 19, υποφ. 3, Αντιπροσωπεία της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας στη Διάσκεψη της Ειρήνης προς τον αντιπρόσωπο της Μεγάλης Βρετανίας στη Διάσκεψη της Ειρήνης, Λωζάννη 9 Μαΐου 1923, όπου καταγγελίες για δολοφονίες, ληστείες, εκβιασμούς και καταπίεση των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης από τις ελληνικές αρχές, τους πρόσφυγες και τους ντόπιους χριστιανούς. Τις καταγγελίες στη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης τις απέδιδε σε κακές διαθέσεις και υποδείξεις μουσουλμάνων μπέηδων και μελών της Ερυθράς Ημισελήνου, ΙΑΥΕ, ΚτΕ, φ. 8, υποφ. 2, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 13 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 1272 και ΙΑΥΕ, Κ.Υ., φ. 11, υποφ. 6, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 19 Νοεμβρίου 1923, αρ. τηλ. 309. 78 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, υπουργείο Εξωτερικών προς ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη, Αθήνα 20 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 5779 και Βενιζέλος προς υπουργείο Εξωτερικών, Λωζάννη 20 Ιουλίου 1923, αρ. πρ. 1857. Αντίθετα ο Βενιζέλος αντιπρότεινε για να μη χαθεί το γεωργικό έτος την προσωρινή εγκατάσταση των προσφύγων στο ήμισυ των μουσουλμανικών κτημάτων και οικιών και συνιστούσε, επίσης, την αποστολή επιτροπών που θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στους μουσουλμάνους ότι δεν θα γίνει καμία αδικία εις βάρος τους.
504
Μακεδονία το μέλος της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών Π. Καναγκίνη με την εντολή να βελτιώσει τις συνθήκες στέγασης του μουσουλμανικού πληθυσμού 79. Ήταν φυσικό οι εντάσεις με τους πρόσφυγες και τα σκληρά μέτρα των ελληνικών αρχών της περιόδου 1922-1923 να επηρεάσουν τις απόψεις των μουσουλμάνων για τον προσφυγικό πληθυσμό, την ελληνική διοίκηση, αλλά και για το μέτρο της Ανταλλαγής των Πληθυσμών. Το άκουσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής γέμισε με φόβο τους μουσουλμάνους των Νέων Χωρών για πιθανές αντεκδικήσεις. Ο φόβος συνυπήρχε πολλές φορές με το μίσος για τον πρόσφυγα. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός, σημείωνε το Μάρτιο του 1923 ο γενικός διοικητής Θράκης, «μισεί μετά πάθους τον πρόσφυγα, τόσο τον επίεσε, εξ άλλου οι πρόσφυγες είναι θανάσιμος εχθρός του Μουσουλμάνου διότι εις τούτον διακρίνει την αφορμή της καταστροφής» 80. Οι επιτάξεις, οι απελάσεις, το μέτρο της σύμπτυξης και η βίαιη συμπεριφορά των αρχών έκαναν τους μουσουλμάνους να διάκεινται εχθρικά απέναντι στην ελληνική διοίκηση. Πλέον το μέτρο της Ανταλλαγής των Πληθυσμών δεν ήταν τόσο αποκρουστικό για τους μουσουλμάνους. Η Hasluck αλλά και εκπρόσωποι των ελληνικών αρχών συμφωνούσαν πως το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι επωμίστηκαν το βάρος της περίθαλψης των προσφύγων, ήταν θύμα καταπιέσεων και είδαν στα μέχρι προτινός αμιγώς μουσουλμανικά χωριά τους να εγκαθίστανται χριστιανοί, τους έκανε –ιδιαίτερα τους τουρκόφωνους– να επιθυμούν την εφαρμογή της Ανταλλαγής των Πληθυσμών, αν και αρχικά δυσφορούσαν 81. Τα όσα υπέστησαν οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας ιδιαίτερα την περίοδο 1922-1923 συνέβαλαν σημαντικά στο να διαμορφώσουν την αντίληψη μερίδας μουσουλμάνων ανταλλαξίμων και των απογόνων τους ότι η Ανταλλαγή των Πληθυσμών ήταν αναγκαίο κακό και ότι
79
S. Ladas, ό.π., σσ. 425-426. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 7, υποφ. 1, Γενική Διοίκηση Θράκης προς Πολιτικό Γραφείο Επαναστάσεως, Κομοτηνή 7 Μαρτίου 1923, αρ. πρ. 476. 81 F.O. 286/874, πρεσβεία Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Αθήνα 19 Ιανουαρίου 1923, αρ. 35 όπου συνημμένη η επιστολή της Hasluck, B. Destani (επιμ.), ό.π., σσ. 602-611, αρ. εγγρ. 115. Επίσης, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς υπουργείο Εσωτερικών, Θεσσαλονίκη 31 Μαΐου 1923, αρ. πρ. 542, παρατίθεται στη διδακτορική διατριβή του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη, Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912-1930), Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 214-220 και M. Mazower, ό.π., σ. 345. Βέβαια στην αποδοχή του μέτρου της ανταλλαγής συνέβαλαν σε ένα βαθμό η κεμαλική προπαγάνδα και διάφορες φήμες περί βίαιου εκχριστιανισμού των μουσουλμάνων της Ελλάδας, βλ. Samim Akgönül, “Les nouveaux Turcs: les muhacirs de 1923 en Turquie”, Balkanologie, V/1-2 (2001), 243. 80
505
χρωστούν ευγνωμοσύνη στον Μουσταφά Κεμάλ που τους μετέφερε στην ασφάλεια της «μητέρας πατρίδας» 82. Από την άλλη πλευρά, οι πρόσφυγες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επιβίωσή τους και λιγότερο να πάρουν εκδίκηση από τους μουσουλμάνους της Ελλάδας για όσα υπέστησαν από τους ομοθρήσκους τους στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Η επιβίωση όμως εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη μουσουλμανική κινητή και ακίνητη περιουσία και συνεπώς οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού των πόρων αυτών ερχόταν αντιμέτωπη με την έντονη αντίδραση των προσφύγων. Οι πρόσφυγες, για παράδειγμα, διαμαρτύρονταν επειδή οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι δεν επιδίδονταν στην καλλιέργεια των χωραφιών τους, έκοβαν τα καρποφόρα δέντρα και πωλούσαν, παρά τις απαγορευτικές διατάξεις, τα ζώα τους και την κινητή περιουσία τους το μισό της οποίας προοριζόταν για τους πρόσφυγες 83. Τις αντιδράσεις του προσφυγικού κόσμου προκαλούσαν και οι προσπάθειες των μουσουλμάνων μεγαλογαιοκτημόνων να παραμείνουν στην Ελλάδα αποκτώντας ξένη υπηκοότητα, όπως την ιταλική στην Κρήτη, ή οι σκέψεις να εξαιρεθούν ομάδες μουσουλμάνων από την Ανταλλαγή, όπως οι ελληνόφωνοι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας 84. Όσο περισσότεροι μουσουλμάνοι εξαιρούνταν της Ανταλλαγής των Πληθυσμών τόσο θα μειώνονταν οι μουσουλμανικές περιουσίες που θα μοιράζονταν στους πρόσφυγες. Για τους πρόσφυγες που αγωνιούσαν για την επιβίωσή τους τα μέτρα των ελληνικών αρχών που στόχο είχαν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των μουσουλμάνων και να μετριάσουν τις αντιδράσεις από τις 82
B. Clark, ό.π., σ. 33˙ Müfide Pekin, “Twisted memories of a lost homeland-the Turkish Cretan community of Turkey”, Ramses 2: Euro-Mediterrenean research network workshop: Memories in the Mediterrenean, between history and politics, http://www.mubadele.org-twisted memoires of a lost homeland/1.10.2008, σ. 7 και Iskender Özsoy, ό.π., όπου σχετικές απόψεις μουσουλμάνων ανταλλαξίμων για την ανταλλαγή πληθυσμών. 83 Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 22, 29 Απριλίου και 6 Μαΐου 1923 όπου σχετικές πληροφορίες για το νομό Κοζάνης. 84 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, Γενική Διοίκηση Κρήτης προς Κεντρική Υπηρεσία, Χανιά 30 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 941 όπου αναφορά για εκνευρισμό των προσφύγων που αγωνιούν για την αγροτική αποκατάστασή τους από την προσπάθεια των μουσουλμάνων μεγαλογαιοκτημόνων να εξαιρεθούν της Ανταλλαγής. Επίσης, Ν. Ανδριώτης-Tanju Izbek, «... Μηδέ Τούρκοι Τούρκοι μηδέ Έλληνες Έλληνες υπήκοοι είμαστε: Οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης 1898-1939. Από την Κρήτη στην Τουρκία», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σ. 346. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 805, υπουργείο Εξωτερικών προς Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, Αθήνα 31 Ιουλίου 1926, αρ. πρ. 23279 όπου συνημμένο φυλλάδιο του σωματείου «Ένωσις προσφύγων Χανίων» με τίτλο Το αστήρικτον των προβαλλόντων ξένας υπηκοότητας μουσουλμάνων Κρήτης, Χανιά 1926. Εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 15 Ιουλίου 1923 όπου στηλιτεύονται οι απόψεις για εξαίρεση από την Ανταλλαγή των Βαλαάδων: «Τη στιγμή που πεθαίνουν άστεγοι αδελφοί μας αυτές οι σκέψεις είναι εγκληματικές».
506
επιτάξεις ήταν ακατανόητα. Οι επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και προπαγάνδας δεν ήταν άμεσα αντιληπτές σε αντίθεση με το φάσμα της πείνας. Αδιανόητη λοιπόν ήταν για τους πρόσφυγες η επιστροφή όσων επιτάχθηκαν από τους μουσουλμάνους μετά τις 7 Οκτωβρίου 1923, την ημέρα σύγκλησης της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών 85. Η απόφαση αυτή της ελληνικής κυβέρνησης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί χωρίς να δυσαρεστήσει τους πρόσφυγες και να προσκρούσει στην έντονη αντίδρασή τους. Οι στρατιωτικές αρχές της Μακεδονίας θεωρούσαν αδύνατη την επιστροφή των επιταχθέντων στους μουσουλμάνους «άνευ εξεγέρσεως και ταραχών προσφύγων», όπως έγινε στο χωρίο Ζουμπάτες (Τρίλοφο Θεσσαλονίκης) όπου οι κάτοικοι δέχθηκαν την επίθεση των προσφύγων του γειτονικού χωριού Αδαλή (Κάτω Σχολάρι) 86. Ο γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης σημείωνε τη δυσφορία των προσφύγων για τη διαταγή απαγόρευσης περαιτέρω επιτάξεων μουσουλμανικών οικιών και νέας σύμπτυξης των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, ενώ οι πρόσφυγες Λειψίστης θεωρούσαν ότι «τα ληφθέντα υπέρ Οθωμανών και εις βάρος προσφύγων μέτρα εξηγρίωσαν τούτους μέχρι βαθμού απιστεύτου» 87. Την οργή των προσφύγων και των οργανώσεών τους προκαλούσαν, επίσης, η παρελκυστική τακτική των μουσουλμάνων όσον αφορά την αναχώρησή τους και το γεγονός ότι σε σχέση με τις δραματικές συνθήκες της εξόδου των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, η μετανάστευση των Ελλήνων μουσουλμάνων γινόταν συστηματικά και οργανωμένα επιτρέποντάς τους να πάρουν μαζί τους χρήματα και κινητή περιουσία 88. Η σύγκριση της δικής τους φυγής 85
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 11, υπουργείο Εξωτερικών προς Γ΄ Σώμα Στρατού Θεσσαλονίκης, Δ΄ Σώμα Στρατού Καβάλας, Ε΄ Σώμα Στρατού Ιωαννίνων, Γενικές Διοικήσεις Μακεδονίας, Θράκης και Ηπείρου, Νομάρχες Λάρισας, Άρτας και Τρικάλων, Αθήνα 9 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 33846 όπου διαταγή για την παύση των επιτάξεων και την επιστροφή των επιταχθέντων μετά τις 7 Οκτωβρίου 1923. 86 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 8, υποφ. 2, Γ΄ Σώμα Στρατού προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 7 Νοεμβρίου 1923, αρ. πρ. 33846. 87 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 737, κρυπτογραφικό τηλεγράφημα της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Θεσσαλονίκη 21 Οκτωβρίου 1923, αρ. 1107. ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη 22 Δεκεμβρίου 1923, αρ. πρ. 42120 όπου συνημμένο τηλεγράφημα προσφύγων Λειψίστης. 88 M. Mazower, ό.π., σσ. 347-348˙ Γ. Μπακάλη, Το «Θάρρος» και το προσφυγικό ζήτημα στη Δράμα και την περιοχή της (1923-1926), διπλωματική εργασία, ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 16, 19, 112. Επίσης, ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 618, Σύνδεσμος Προσφύγων Ναούσης και Περιφερείας προς το Πολιτικό Γραφείο της Επαναστάσεως, Νάουσα 1 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 5405 όπου αίτημα για άμεση ανταλλαγή των μουσουλμάνων και εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 12 Αυγούστου 1923. Πρβλ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τ. Α΄, Μαρτυρίες από τις Επαρχίες των Δυτικών Παραλίων της Μικρασίας, Αθήνα 1980, σ. 41 όπου μαρτυρία της Άννας Καραμπέτσου που σημειώνει για την ανταλλαγή των Τουρκοκρητικών ότι τους έδωσαν άδεια και πήραν «ως και το μαστραπά τους».
507
με την ανταλλαγή των μουσουλμάνων, αλλά και γενικά των σχετικά καλύτερων όρων διαβίωσης των τελευταίων την περίοδο 1922-1924 γέμιζε με θυμό τους πρόσφυγες. Οι γυναικείες προσφυγικές οργανώσεις της Βέροιας, για παράδειγμα, για να επιτευχθεί η επιστροφή των Ελλήνων που κρατούνταν αιχμάλωτοι στην Τουρκία πρότειναν τη λήψη αντιποίνων εις βάρος του μουσουλμανικού άρρενος πληθυσμού της Ελλάδας 89, ενώ η εφημερίδα Μακεδονία περιέγραφε την αμηχανία και το θυμό, όταν οι πρόσφυγες «που περιφέρουν τους σκελετούς των άσκοπα και με βουρκωμένα μάτια στους δρόμους, στην προκυμαία ή στον σταθμό της Θεσσαλονίκης συχνά θα δης να διασταυρώνονται και να σταματούν μάλιστα να προσπεράση το καουτσουκέ αμάξι του τάδε μπέη με το φρεσκοσιδερωμένο φεσάκι και την άψογο ενδυμασία του» 90. Η δυσαρέσκεια και η οργή των προσφύγων δεν εκφράστηκαν, όπως σημειώθηκε, με γενικευμένα αντίποινα εις βάρος των μουσουλμάνων, είτε γιατί ο αγώνας για επιβίωση είχε μεγαλύτερη σημασία είτε γιατί η ελληνική διπλωματία δεν επιθυμούσε μια τέτοια εξέλιξη. Με την οριστική μετανάστευση των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να επιβιώσουν και να φτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους εκμεταλλευόμενοι τις μουσουλμανικές ανταλλάξιμες περιουσίες, τις οποίες όμως εποφθαλμιούσαν και οι ντόπιοι χριστιανοί. 2. Σχέσεις αρμονικής συνύπαρξης Οι βιαιότητες, οι συγκρούσεις, η ένταση, το μίσος, οι τάσεις αντεκδίκησης και η συλλογική απόδοση ευθυνών δεν ήταν πάντοτε ο κανόνας που χαρακτήριζε τις σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών προσφύγων. Οι δύο πληθυσμιακές ομάδες σε πείσμα των επιπτώσεων που κληροδότησαν ο εθνικισμός και οι πολεμικές αναμετρήσεις της περιόδου 1912-1922 μπορούσαν σε αρκετές περιπτώσεις να συμβιώνουν αρμονικά. Όπως σημειώθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα στοιχεία γι’ αυτή τη διαφορετική εικόνα στις σχέσεις μουσουλμάνων και προσφύγων αντλούνται από προφορικές μαρτυρίες και από τη μελέτη της τοπικής ιστορίας και όχι από τις επίσημες εθνικές 89
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, ο γυναικείος προσφυγικός κόσμος Βεροίας προς υποδιοικητή Βεροίας, Βέροια 12 Νοεμβρίου 1923. Ανάλογες απειλές χρησιμοποιούνταν και από την ελληνική κυβέρνηση ώστε να επιταχυνθεί η επιστροφή των αιχμαλώτων από την Τουρκία. 90 Εφημ. Μακεδονία, 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου 1922.
508
ιστορίες Ελλάδας και Τουρκίας οι οποίες συχνά δαιμονοποιούν το σύνολο των Τούρκων μουσουλμάνων και των Ελλήνων χριστιανών, αδιαφορώντας για τις περιπτώσεις που ξεφεύγουν από αυτή την προκαθορισμένη ιστορική «αλήθεια». Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου από την άφιξη των Ελλήνων προσφύγων το Σεπτέμβριο του 1922 μέχρι την οριστική αναχώρηση των μουσουλμάνων της Ελλάδας το Δεκέμβριο του 1924 εντοπίζονται στις πηγές πληροφορίες που κάνουν λόγο για καλές σχέσεις ανάμεσα στις δύο πληθυσμικές ομάδες. Υπογραμμιζόταν, για παράδειγμα, από διάφορες πλευρές το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι μουσουλμάνοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συμβάλουν στην περίθαλψη των προσφύγων. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών διαβεβαίωνε τον Ελευθέριο Βενιζέλο για τις καλές σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων, κάτι που αποδεικνυόταν από την αυθόρμητη προσφορά οικιών στους πρόσφυγες από τους μουσουλμάνους της Θεσσαλίας και τη φιλόξενη στάση των ομοθρήσκων τους στη Μακεδονία απέναντι στους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα χωριά τους 91. Στο Ηράκλειο, οι μουσουλμάνοι πρόθυμα στέγαζαν τους πρόσφυγες και συγκέντρωναν εράνους 92, ενώ στην Κοζάνη, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στα χωριά των Μπουτζακίων 93, οι μουσουλμάνοι βοήθησαν τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή 94. Καλές χαρακτήριζαν τις σχέσεις τους με τους μουσουλμάνους γείτονες και συγκάτοικούς τους πρόσφυγες της Βέροιας, του Βοΐου και της Δράμας, ενώ στο Πράβι (Ελευθερούπολη) ο εμπορικός σύλλογος τόνιζε το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι περιέθαλψαν και συνεργάστηκαν «αδελφικώς» με τους πρόσφυγες στην καλλιέργεια του καπνού 95. Ανάλογες ήταν και οι απόψεις των μουσουλμάνων ανταλλαξίμων. Ο Τεσάλ θυμάται ότι η οικογένειά του δεν 91
ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 30 (υπουργείο Εξωτερικών), υπουργείο Εξωτερικών προς Ελ. Βενιζέλο, Αθήνα 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 11488. 92 Εφημ. Νέα Εφημερίς, 21 και 29 Σεπτεμβρίου/4 και 12 Οκτωβρίου 1922. Επίσης, Ν. Ανδριώτης, «Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι στην Κρήτη 1821-1924. Ένας αιώνας συνεχούς αναμέτρησης εντός και εκτός του πεδίου της μάχης», Μνήμων, 26 (2004), 84. 93 Τα χωριά του σημερινού Δήμου Ελλησπόντου του νομού Κοζάνης: Δρέπανο, Άγιος Δημήτριος, Καπνοχώρι, Θυμαριά κ.λπ. 94 Ν. Λαπαρίδης, Ο Δήμος Ελλησπόντου (τα Μπουτζάκια του Νομού Κοζάνης). Ιστορική αναδρομή, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 41 και 112 όπου προφορικές μαρτυρίες Ξανθόπουλου και Φεϊζίδη. 95 Σ. Ζερδαλής, ό.π., σσ. 19-20˙ Κ. Αδαμίδη, Η Βροντή και το Λευκάδι Βοΐου Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 17˙ B. Clark, ό.π., σ. 79 και 174-176˙ ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 616, Εμπορικός Σύλλογος Πραβίου προς πρωθυπουργό Γονατά, Πράβι 13 Ιουλίου 1923, αρ. πρ. 5007. Το τηλεγράφημα παρατίθεται αυτούσιο στο παράρτημα του κεφαλαίου. Και στην περιοχή της Δράμας οι μουσουλμάνοι καπνοπαραγωγοί έμαθαν με προθυμία τα μυστικά της καλλιέργειας του καπνού στους χριστιανούς πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Γ. Μπακάλη, ό.π., σσ. 31, 100.
509
μπόρεσε να αποτρέψει την εγκατάσταση προσφύγων στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη, αλλά συμβίωσαν χωρίς προβλήματα μέχρι την αναχώρησή τους, αφού οι πρόσφυγες ήταν τίμιοι άνθρωποι, μιλούσαν τουρκικά και σέβονταν τα έθιμα της μουσουλμανικής οικογένειας 96. Ο Ναζμί Ονάλ (Nazmi Onal) από το χωρίο Κοζλού (Καρυοχώρι) των Καϊλαρίων δεν θυμόταν να υπήρχαν φασαρίες με τους πρόσφυγες, μόνο όσοι ήρθαν από την Προύσα ήταν λίγο ανάποδοι, αλλά και η Χαββά Αϊκάν (Havva Aykan) από το χωριό Κιοσελέρ (Κίσσα) της ίδιας περιοχής περιγράφει πώς η οικογένειά της δέθηκε με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο σπίτι τους και πώς οι τελευταίοι κατά την αναχώρηση για την Τουρκία τούς συνόδευσαν, για να τους προστατεύσουν, μέχρι το Σόροβιτς (Αμύνταιο) 97. Άλλοι μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι ανακαλούν στη μνήμη τους πως οι πρόσφυγες, υπόχρεοι από την περιποίηση που έλαβαν, τους έδιναν πληροφορίες για το πού θα εγκατασταθούν ή πού είχαν κρύψει χρήματα 98. Σημαντικό στοιχείο στην ανάπτυξη καλών σχέσεων ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες ήταν και ο κοινός κώδικας επικοινωνίας, δηλαδή η τουρκική γλώσσα. Ο Ραμαζάν Εζέρ (Ramazan Eser) από το χωριό Σεβιντικλί (Επτάλοφος Κιλκίς) αναφέρει: «Πριν φύγουμε (εν όψει της Ανταλλαγής) 50 με 60 σπίτια του χωριού μας καταλήφθηκαν εν μέρει από Ρωμιούς πρόσφυγες. Η οικογένεια των Ρωμιών με την οποία ζούσαμε μαζί μιλούσε καλύτερα τουρκικά από ό,τι εμείς» 99. Σε άλλες, όμως, περιπτώσεις η επικοινωνία ήταν δύσκολη ανάμεσα σε χριστιανούς πρόσφυγες και μουσουλμάνους, αφού οι πρώτοι δεν ήξεραν ελληνικά και οι δεύτεροι δεν ήξεραν τουρκικά. Ο Αμπάς Μπαρούτ (Abbas Barut) από το Κάστρο Γρεβενών θυμάται χαρακτηριστικά: «Ήρθαν Λάζοι από την Τουρκία. Μείναμε μαζί έξι μήνες. Υπήρχαν και Ρωμιοί που είχαν έρθει από άλλα μέρη. Εκείνοι ξέρανε μόνο τουρκικά και εμείς μόνο ελληνικά. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με αυτούς που
96
Reşat Tesal, ό.π., σσ. 60-63 Κεμάλ Γιαλτσίν, Μια προίκα αμανάτι. Οι άνθρωποι της ανταλλαγής, Αθήνα 2000, σσ. 292, 310 και 262, 341 όπου ανάλογες προφορικές μαρτυρίες μουσουλμάνων από τις περιοχές των Καϊλαρίων και Γρεβενών. 98 Iskender Özsoy, ό.π., σσ. 95, 98, 106 όπου μαρτυρίες ανταλλαξίμων από χωριά του Κιλκίς˙ Tolga Köker-Leyla Keskiner, “Lessons in refugeehood. The experience of forced migrants in Turkey”, R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σ. 197 και Sinan Kalayoğlu, The Greek Muslim Migration: Rethinking the role of security and nationalism within the 1923 compulsory exchange of populations between Greece and Turkey, Master’s Thesis, Department of International Relations Bilkent University, Άγκυρα 2004, σ. 88 όπου πληροφορίες από συνεντεύξεις με μουσουλμάνους ανταλλάξιμους. 99 B. Clark, ό.π., σ. 176 97
510
ήρθανε» 100. Το παραπάνω γεγονός θα ξένιζε έναν πιστό οπαδό των διδαγμάτων της εθνικής ιστορίας και θα προκαλούσε ερωτήματα για το πόσο «αξιόπιστα» ήταν τα κριτήρια καθορισμού των εθνικών ταυτοτήτων στην περιοχή των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής. Η απόφαση των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία προκάλεσε στους περισσότερους χριστιανούς και μουσουλμάνους που επρόκειτο να ανταλλαχθούν την ίδια αντίδραση. Με τη γνωστοποίηση της απόφασης διοργανώθηκαν στην Ελλάδα συλλαλητήρια προσφύγων στα οποία συμμετείχαν και μουσουλμάνοι, με τα οποία εξέφραζαν την κοινή αντίθεσή τους στο μέτρο της ανταλλαγής 101. Η κοινή μοιρά του ξεριζωμού έκανε αυτή τη φορά συμμάχους χριστιανούς πρόσφυγες και μουσουλμάνους. Την ίδια περίοδο στην Κεντρική Μικρά Ασία ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς –οι οποίοι δεν εγκατέλειψαν τις εστίες τους με το δραματικό τρόπο των χριστιανών των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, αλλά ανταλλάχθηκαν υπό την εποπτεία της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών– και των μουσουλμάνων ανταλλαξίμων που κατέφθαναν από την Ελλάδα διαδραματίζονταν ανάλογες σκηνές με τις παραπάνω. Σε μαρτυρίες χριστιανών προσφύγων από την περιοχή διαπιστώνει κανείς τόσο περιπτώσεις έντασης και συγκρούσεων με τους νεοαφιχθέντες μουσουλμάνους πρόσφυγες, με αφορμή κυρίως τη σύμπτυξη των χριστιανών σε τμήμα των οικιών τους και την επίταξη τμήματος της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, όσο και περιπτώσεις όπου η σύντομη περίοδος συγκατοίκησής τους ήταν αρμονική. Ο Αβραάμ Ελβανίδης και ο Ιωάννης Μουσαήλογλου από το Καρατζορέν θυμούνται τα προβλήματα και τις προστριβές με τους μουσουλμάνους πρόσφυγες από τα Καϊλάρια. Αντίθετα, ο Ευγένιος Λαζαρίδης από τη Δίλα και ο Λουκάς Κανάκης από τη Μαλακοπή είχαν εντελώς διαφορετικές εμπειρίες: «Έναν μήνα πριν φύγουμε (από τη Μαλακοπή) ήρθαν 100
Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σ. 269 και Iskender Özsoy, ό.π., σ 117 όπου μαρτυρία Χουσεΐν Γκιουράι από το χωριό Πλαζούμιστα (Σταυροδρόμι Βοΐου) στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι οι ελληνόφωνοι Βαλαάδες συνεννοούνταν αρχικά με νοήματα με τους τουρκόφωνους χριστιανούς πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό τους. 101 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 596, Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης προς πρόεδρο Υπουργικού Συμβουλίου, Θεσσαλονίκη 10 Ιανουαρίου 1923, αρ. πρ. 1019 όπου αναφορά στη διοργάνωση συλλαλητηρίων σε όλες τις περιφέρειες της Γενικής Διοίκησης κατά της απόφασης της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών με συνημμένο το ψήφισμα διαμαρτυρίας που επιδόθηκε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Επίσης, εφημ. Ηχώ της Μακεδονίας, 15 Ιανουαρίου 1923.
511
πρόσφυγες από την Κοζάνη, οι περισσότεροι ήξεραν ελληνικά. Φτωχοί άνθρωποι ήτανε, δεν είχαν να φάνε, έρχονταν σπίτια μας και τους δίναμε ψωμί. Καμιά κακία δεν μας έκαναν» 102. Αλλά και μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι έχουν τις ίδιες αναμνήσεις. Η Μουγεσσέρ Ερτούντς (Müyesser Ertunç) από τα Ιωάννινα όταν έφτασε στο Πεντίκι δεν θυμάται να υπήρχαν εντάσεις κατά τη διάρκεια της συγκατοίκησης της οικογένειάς της με τους χριστιανούς, αντίθετα ανακαλεί στη μνήμη της τη μητέρα της που ετοίμαζε κουραμπιέδες για τους Ρωμιούς που εγκατέλειπαν τις εστίες τους 103. Όπως στα χωριά της Μακεδονίας και εδώ οι τουρκόφωνοι χριστιανοί ήταν δύσκολο να συνεννοηθούν με τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους πρόσφυγες. Η Ευδοξία Ιωαννίδου από τη Σκοπή θυμάται χαρακτηριστικά μια τέτοια περίπτωση ασυνεννοησίας: «Δεν ήξεραν τουρκικά οι Τούρκοι πρόσφυγες (από την Κρήτη). Εμείς δεν ξέραμε ελληνικά και γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να γνωριστούμε και να μιλούμε μ’ αυτούς. Μας πήραν τα σπίτια μας. Άλλο κακό δεν μας κάμαν» 104. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι εκτός από την κοινή μοιρά του ξεριζωμού αντιμετώπισαν στις νέες πατρίδες τους ανάλογα προβλήματα και δυσκολίες. Η ανταλλάξιμη περιουσία δεν αποδόθηκε στο σύνολό της στους δικαιούχους πρόσφυγες, αφού λεηλατήθηκε ή καταπατήθηκε και στις δύο πλευρές του Αιγαίου 105. Σε υπόμνημά του ο Σύνδεσμος των Μακεδόνων Τούρκων της Κωνσταντινούπολης καλούσε τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της Άγκυρας να προστατεύσουν τις περιουσίες των Ελλήνων προσφύγων από όσους τις νέμονταν χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα σύμφωνα με τη Σύμβαση περί Ανταλλαγής Πληθυσμών 106. Για τον ίδιο λόγο συντάχθηκαν ανάλογα υπομνήματα και ψηφίσματα από προσφυγικές οργανώσεις της Ελλάδας. Επιπλέον, οι σχέσεις των προσφύγων με τους ντόπιους σε Ελλάδα και Τουρκία 102
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τόμ. Β΄, Μαρτυρίες από τις επαρχίες της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας, Μουρέλος Γ. (επιμ.), Αθήνα 1982, σσ. 77-78, 80, 159, 166. 103 Iskender Özsoy, ό.π., σ. 38 και σ. 132 όπου ανάλογη μαρτυρία ανταλλαξίμου από χωριό της Κοζάνης. 104 Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, ό.π., τ. Β΄, σ. 108. 105 Ayhan Aktar, «Homogenising the Nation, Turkifying the Economy. The Turkish experience of population exchange reconsidered», Hirschon R. (επιμ.), Crossing the Aegean: an appraisal of the 1923 compulsory population exchange between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σ. 86. Σχετικές μαρτυρίες μουσουλμάνων και χριστιανών προσφύγων Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π. και Iskender Özsoy, ό.π. Αναλυτικά για την εγκατάσταση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα στην Τουρκία και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν Kemal Ari, Büyük mübadele. Türkiye’ye zorunlu göç (1923-1925) (Η μεγάλη ανταλλαγή. Η υποχρεωτική μετανάστευση στην Τουρκία), Ιστανμπούλ 2000². 106 Πρεσβεία Ελλάδας προς υπουργείο Εξωτερικών, Κωνσταντινούπολη 15 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 1287 όπου συνημμένα σε μετάφραση το υπόμνημα και τηλεγράφημα του Συνδέσμου προς τον Μουσταφά Κεμάλ. Παρατίθεται στο Ε. Πελαγίδης, ό.π., σσ. 237-238.
512
χαρακτηρίζονταν από εντάσεις και βαθύ χάσμα εξαιτίας τόσο του ανταγωνισμού τους για την ανταλλάξιμη περιουσία όσο και των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών διαφορών τους που, τουλάχιστον στην Ελλάδα, μεταφράστηκαν και σε πολιτική αντιπαλότητα. Το χάσμα με τους ντόπιους οδήγησε σε κοινωνική απομόνωση και περιχαράκωση των προσφυγικών ομάδων σε προσφυγικούς οικισμούς ή γειτονιές. Στα «προσφυγικά» των ελληνικών πόλεων αντιστοιχούν οι «muhacir mahallesi» των τουρκικών αστικών κέντρων. Μάρτυρες της εχθρότητας των ντόπιων μουσουλμάνων απέναντι στους ανταλλάξιμους ομοθρήσκους τους ήταν και οι χριστιανοί ανταλλάξιμοι της Κεντρική Μκράς Ασίας που βίωσαν λίγους μήνες αργότερα στην Ελλάδα ανάλογη εχθρότητα από τους ντόπιους χριστιανούς 107. Ιδιαίτερες πάντως αντιδράσεις στους γηγενείς και στους εκπροσώπους της κεντρικής διοίκησης προκαλούσε το γεγονός ότι πολλοί πρόσφυγες
ήταν τουρκόφωνοι ή ελληνόφωνοι αντίστοιχα 108. Η διαφορετική
γλώσσα των χριστιανών και μουσουλμάνων προσφύγων αποτελούσε κοινωνικό στίγμα, έθετε σε αμφισβήτηση την εθνική τους ταυτότητα και απαιτούσε μέτρα για τη γλωσσική και εθνική αφομοίωσή τους. Ο Μουχιττίν Γιαβούζ (Muhittin Yavuz) από το Βρασνό (Ανάβρυτα) των Γρεβενών θυμόταν την αντίδραση των ντόπιων μουσουλμάνων στο Χονάζ όπου εγκαταστάθηκαν: «Δεν ξέραμε τη γλώσσα. Μερικοί Χοναζλήδες λέγανε: Τι καταλάβαμε από αυτήν την υπόθεση; Έφυγαν οι Έλληνες και ήρθαν Έλληνες! Τι να κάνουμε, μιλούσαμε μεταξύ μας ρωμαίικα. Οι ντόπιοι θύμωναν μαζί μας» 109. Ο Χασάν 107
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, ό.π., σσ. 23, 63, 77-78, 80, 159, 166. Για τις σχέσεις ντόπιων και προσφύγων και τις αντιδράσεις για τις γλωσσικές, κοινωνικές και πολιτιστικές διαφορές βλ. Ayhan Aktar, ό.π., σ. 88˙ Γ. Μαυρογορδάτος, Μελέτες και κείμενα για την περίοδο 1909-1940, Αθήνα-Κομοτηνή 1982, σσ. 28-29, 46-47˙ Ν. Μαραντζίδης, «Οι τουρκόφωνοι Πόντιοι πρόσφυγες στην Ελλάδα: προβλήματα ενσωμάτωσης», στο Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 225-237˙ Erol Ülker, «Assimilation of the Muslim communities in the first decade of the Turkish Republic (1923-1934), European Journal of Turkish Studies, 2007, http://www.ejts.org/document822.html/1.10.2008. A. Karakasidou, Fields of wheat hills of blood. Passages to nationhood in Greek Macedonia 1870-1990, Σικάγο 1997, σσ. 152-157˙ S. Koufopoulou, “Muslim Cretans in Turkey. The reformulation of ethnic identity in an Aegean community”, R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003˙ Samim Akgönül, ό.π., 249-255 και Müfide Pekin, ό.π., σσ. 5-6 σχετικά με τα προβλήματα στις σχέσεις των Τουρκοκρητικών με τους ντόπιους μουσουλμάνους. Τα ίδια προβλήματα στις σχέσεις τους με τους ντόπιους αντιμετώπιζαν εκτός από τους ελληνόφωνους και οι σλαβόφωνοι ή βλαχόφωνοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες, B. Clark, ό.π., σ. 90 και T. Kahl, “The Islamisation of the Meglen Vlachs (MeglenoRomanians): The village of Nânti (Notia) and the Nântinets in Present-Day Turkey”, Nationalities Papers, 34/1(March 2006), 71-90. 109 Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σ. 263. Οι ελληνόφωνοι Βαλαάδες που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη αποκαλούνταν περιπαικτικά από τους ντόπιους μουσουλμάνους «πατριώτη», αφού με αυτή την ελληνική λέξη προσφωνούσαν ο ένας τον άλλο. Η εχθρότητα των ντόπιων προκαλούνταν και από τις θρησκευτικές 108
513
Σουρουρζαδέ (Hasan Sururzade) πάλι, ένας Τουρκοκρητικός από τα Χανιά, έγραφε, από την Αλεξάνδρεια όπου εγκαταστάθηκε το 1924, στο φίλο του πρόσφυγα Ιπποκράτη Αμπατζή για το πώς αντιλαμβάνονταν οι γύρω του την εθνική του ταυτότητα: «Μη γνωρίζων ούτε τον τόπον, ούτε γλώσσαν του και μη θεωρούμενος Έλλην από τους Έλληνες, Τούρκος από τους Τούρκους, Άραψ από τους Άραβες αντιμετωπίζω πολλάς δυσκολίας» 110. Στην τουρκική Βουλή, Τούρκοι βουλευτές στηλίτευαν την απόφαση της κυβέρνησης να εγκαταστήσει ελληνόφωνους μουσουλμάνους στις περιοχές απέναντι από τα ελληνικά νησιά, αφού οι επαφές με τους Έλληνες κατοίκους των νησιών θα εμπόδιζαν τις προσπάθειες γλωσσικής αφομοίωσής τους 111. Από την άλλη, στο ελληνικό Κοινοβούλιο, βουλευτής της αντιβενιζελικής παράταξης απευθυνόμενους στους πρόσφυγες ανέφερε ότι «οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είναι πιο ρωμηοί από σας» 112. Ακόμη και οι βρισιές που εκτόξευαν οι ντόπιοι προς τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους πρόσφυγες ήταν σχεδόν πανομοιότυπες σε Ελλάδα και Τουρκία. Στο χαρακτηρισμό «τουρκόσπορος» ή «γιαουρτοβαφτισμένος» για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα στην Τουρκία αντιστοιχούσε το «yari gâvur» (μισός άπιστος) ή το «gâvur tohumu» (σπόρος των απίστων) για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες 113. Μέχρι και οι προσευχές των χριστιανών και μουσουλμάνων προσφύγων προς τον Θεό είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: οι μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι προσεύχονταν στον Μωάμεθ σε χώρους όπου πριν από την Ανταλλαγή οι χριστιανοί προσεύχονταν στον Χριστό, ενώ στην Ελλάδα οι χριστιανοί πρόσφυγες προσεύχονταν στον Χριστό σε χώρους όπου πριν από την Ανταλλαγή οι μουσουλμάνοι προσεύχονταν στον Μωάμεθ 114.
πεποιθήσεις των Βαλαάδων οι οποίοι δεν ακολουθούσαν το σουνιτικό ισλάμ, αλλά ήταν Μπεκτασήδες, B. Clark, ό.π., σσ. 187 -190 και Iskender Özsoy, ό.π. σσ. 118-121 όπου μαρτυρίες Βαλαάδων. 110 ΕΛΙΑ, αρχείο Αμπατζή Ιπποκράτη, φ. 1.1, Χασάν Σουρουρζαδέ προς Ιπποκράτη Αμπατζή, Αλεξάνδρεια 22 Μαρτίου 1924. 111 Ayhan Aktar, ό.π., σ. 88 όπου παραθέματα από ομιλίες δύο Τούρκων εθνικιστών βουλευτών. 112 Γ. Μαυρογορδάτος, ό.π., σ. 49. Η φράση ανήκει στο βουλευτή Σπετσών Περικλή Μπούμπουλη. 113 B. Clark, ό.π., σ. 32 και Iskender Özsoy, ό.π., σ. 118 όπου μουσουλμάνος ανταλλάξιμος θυμάται ότι οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν gâvur, gâvur muhacir και Ali Paşa Müslüman. Επίσης, Müfide Pekin, ό.π., σ. 6 όπου αναφέρεται ότι ο χαρακτηρισμός «gâvur tohumu» αποδιδόταν στους μπεκτασήδες Τουρκοκρητικούς. 114 Στους νέους τόπους εγκατάστασης η απουσία τόπων λατρείας αντιμετωπιζόταν κατά τα πρώτα χρόνια με τη μετατροπή των τζαμιών σε εκκλησίες και αντίστοιχα, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, με τη μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά. Βλ. ενδεικτικά Iskender Özsoy, ό.π. σ. 107 όπου μαρτυρία του Αλί Ερέν από το Σεβιντικλί ο οποίος θυμάται στην Τούζλα όπου εγκαταστάθηκε τη μετατροπή της εκκλησίας σε τζαμί και σ. 117 όπου ο Χουσεΐν Γκιουράι από το χωριό Πλαζούμιστα αναφέρεται στη μετατροπή του τζαμιού σε εκκλησία από τους χριστιανούς πρόσφυγες λίγο πριν εγκαταλείψουν τις εστίες τους οι μουσουλμάνοι του χωριού.
514
Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες σε Ελλάδα και Τουρκία γέννησαν την έντονη νοσταλγία για τις περιοχές που εγκατέλειψαν και την εξιδανίκευση του τρόπου ζωής πριν από την Ανταλλαγή. Στις μαρτυρίες των ανταλλαξίμων ο τόπος από τον οποίο ξεριζώθηκαν σχεδόν πάντα περιγράφεται πιο εύφορος, πλούσιος και ομορφότερος από τον τόπο όπου εγκαταστάθηκαν, στον οποίο, επιπλέον, οι ντόπιοι σε σχέση με τους πρόσφυγες ήταν απολίτιστοι και άξεστοι 115. Για παράδειγμα, οι πρώην αστοί και έμποροι Τουρκοκρητικοί στις νέες τους πατρίδες αυτοπροσδιορίζονταν ως «Ευρωπαίοι» σε αντίθεση με τους «Ανατολίτες», τους υπόλοιπους, δηλαδή, Τούρκους 116. Οι δυσκολίες των ανταλλαξίμων στις νέες εστίες τους και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες δημιούργησαν, επίσης, σε Ελλάδα και Τουρκία μια ιδιαίτερη προσφυγική ταυτότητα διακριτή από τον υπόλοιπο πληθυσμό, ένα αίσθημα περηφάνιας γι’ αυτήν και αλληλεγγύης απέναντι στους πρόσφυγες από την ίδια περιοχή 117. Ίσως η νοσταλγία και η εξιδανίκευση παραγκωνίζουν σε ένα βαθμό στις αναμνήσεις των ανταλλαξίμων την ένταση στις σχέσεις με τους χριστιανούς ή τους μουσουλμάνους γείτονες. Όπως παραγκωνίζεται και από την επίσημη εθνική ιστορία των δύο κρατών η πλευρά αυτή της ιστορίας που δεν συμβαδίζει με τη σκιαγράφηση της εικόνας του εθνικού εχθρού με τα μελανότερα χρώματα. Όταν κανείς προσεγγίζει τις διαδικασίες διαμόρφωσης εθνικών ταυτοτήτων και εθνικών κρατών από κάτω προς τα πάνω 118, δηλαδή επικεντρώνοντας στην αντίληψη αυτών των διαδικασιών από αυτούς που τις υφίστανται και όχι από αυτούς που τις επιβάλλουν –κυβερνήσεις, ηγετικές
115
Ο Μουχιττίν Γιαβούζ από το Βρασνό των Γρεβενών θυμάται χαρακτηριστικά: «Όταν ήρθαμε στο Χονάζ δεν υπήρχαν έθιμα, δεν υπήρχε πολιτισμός. Κάρφωναν δύο παλούκια, κρεμούσαν ένα τσουβάλι, βάζανε και δυο τσαλιά και αυτό το λέγανε τουαλέτα. Στα δικά μας τα μέρη κάθε σπίτι είχε μέσα και την τουαλέτα του», Κεμάλ Γιαλτσίν, ό.π., σσ. 263-264. Ανάλογες αναφορές στην πολιτισμική στάθμη των ντόπιων χριστιανών στην Ελλάδα συναντά κανείς σε μαρτυρίες προσφύγων από τη Μικρά Ασία, βλ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, ό.π.˙ Barbaros Tanc, “Where Local Trumps National: Christian Orthodox and Muslim Refugees since Lausanne”, Balkanologie, V/1-2(2001), 282 και Samim Akgönül, ό.π., σ. 249. 116 Müfide Pekin, ό.π., σ. 6. 117 Για τη διαμόρφωση της προσφυγικής ταυτότητας σε Ελλάδα και Τουρκία βλ. Hirschon Renee, Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, Οξφόρδη 1989, σσ. 4, 15˙ James Alice, “Memories of Anatolia: generating Greek refugee identity”, Balkanologie, V/1-2(2001), 229238˙ Barbaros Tanc, ό.π., σσ. 273-289˙ Elif Renk Özdemir, Borders of Belonging in the “Exchanged” Generations of Karamanlis, Migration Research Program at the Koç University, Ιστανμπούλ 2006 και Istanbul Bilgi Üniversitesi, Sosyal Bilimler Enstitüsü, Kültürel Çalişmalar Yüksek Lisans Programi, Giritli Mübadillerde Kimlik Oluşumu ve Toplumsal Hafiza(δημιουργία ταυτότητας στους Κρητικούς ανταλλάξιμους και κοινωνική μνήμη), Ιστανμπούλ 2005, http://www.mubadele.org- Istanbul Bilgi Üniversity/1.10.2008 118 E.J. Hobsbawn, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα: πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Αθήνα 1994, σσ. 11-27.
515
ομάδες– τότε οι εθνικοί μύθοι διαλύονται και η «εποποιία» της εθνογένεσης τοποθετείται στην πραγματική διάστασή της.
516
ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΜΙΑΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΕΝΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
517
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Κοινωνικές δομές και οργάνωση του μουσουλμανικού πληθυσμού Στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο της διατριβής γίνεται μια προσπάθεια ανασύνθεσης πτυχών του κοινωνικού βίου και της μικροϊστορίας των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Στο πρώτο τμήμα του κεφαλαίου, επιλέχθηκε να ερευνηθούν οι επαγγελματικές δραστηριότητες
του
μουσουλμανικού
στοιχείο
ως
ενδείξεις
κοινωνικής
διαστρωμάτωσης, οικονομικής επιφάνειας και μορφωτικού επιπέδου. Στο δεύτερο τμήμα παρουσιάζονται η οργάνωση και η λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ελλάδας ως θεσμού έκφρασης συλλογικής ταυτότητας που διαδραμάτιζαν σημαίνοντα ρόλο στον κοινωνικό βίο των μουσουλμάνων. 1. Κοινωνική διαστρωμάτωση και επαγγελματικές δραστηριότητες του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελλάδας Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ελλάδας της περιόδου 1912-1923, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, δεν αποτελούσε ένα ενιαίο σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά, αλλά διαφοροποιούνταν όσον αφορά τη μητρική γλώσσα, τη φυλετική καταγωγή και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του. Παρόμοια ποικιλομορφία συναντάται και στην κοινωνική διαστρωμάτωση της μουσουλμανικής κοινότητας, όπως διαφαίνεται και από την ποικιλία των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των μελών της. Η έλλειψη πηγών δεν επιτρέπει μια πλήρη ανασύνθεση των δομών της μουσουλμανικής κοινωνίας, ωστόσο γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί έστω και μια μη ολοκληρωμένη εικόνα τους. Στην προσπάθεια αυτή, σημαντικές πληροφορίες για τις επαγγελματικές ασχολίες και συνεπώς για την κοινωνική διαστρωμάτωση του μουσουλμανικού στοιχείου παρέχουν οι εκλογικοί κατάλογοι της περιόδου –όσοι ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν– στις αναγραφές των οποίων περιλαμβάνεται και το επάγγελμα των εκλογέων. Εξίσου
518
σημαντική πηγή αποτελούν και οι διάφοροι επαγγελματικοί οδηγοί οι οποίοι παρέχουν στοιχεία για ορισμένες επαγγελματικές δραστηριότητες των αστικών κέντρων των Νέων Χωρών, κυρίως αυτές που απαιτούσαν διάθεση κεφαλαίων και εξειδίκευση. Η αδυναμία των παραπάνω πηγών είναι η απουσία στοιχείων για μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι γυναίκες και όσοι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου λόγω κυρίως ορίου ηλικίας, στερώντας έτσι τη δυνατότητα να αποτυπωθούν, για παράδειγμα, οι τομείς της γυναικείας εργασίας. Από τα παραπάνω στοιχεία, με τις όποιες ελλείψεις τους και σε συνδυασμό με διάσπαρτες άλλες πληροφορίες από αρχειακές και δευτερογενείς πηγές, ανασυντίθενται ο κοινωνικός βίος, η μικροϊστορία των μουσουλμάνων του ελληνικού κράτους σε μια δεκαετία γεμάτη πολεμικές συγκρούσεις, εντάσεις, μετακινήσεις πληθυσμών, που σίγουρα δεν άφησαν ανεπηρέαστο το μικρόκοσμο οποιασδήποτε τοπικής κοινωνίας. Αστικός και ημιαστικός πληθυσμός Ο βαθμός αστικοποίησης 1 αποτελεί ένα πρώτο επίπεδο διαφοροποίησης του μουσουλμανικού πληθυσμού των Νέων Χωρών. Σύμφωνα με στοιχεία του Αλέξανδρου Πάλλη, από τους περίπου 400.000 ανταλλάξιμους μουσουλμάνους το ένα πέμπτο ήταν αστικός πληθυσμός (80.000) και τα υπόλοιπα τέσσερα πέμπτα αγροτικός (320.000) 2. Στη Μακεδονία, με βάση στατιστική του 1915 ο μουσουλμανικός αστικός πληθυσμός ανερχόταν σε 70.128 άτομα και αποτελούσε το 20% του συνόλου των μουσουλμάνων της Μακεδονίας (353.300). Ο αστικός αυτός πληθυσμός συγκεντρωνόταν στη Θεσσαλονίκη (30.000) και ακολουθούσαν από άποψη πληθυσμιακού όγκου η Δράμα 1
Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, θεωρούνται αστικές περιοχές οι πόλεις με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, ημιαστικές οι πόλεις με πληθυσμό μεταξύ 2.000 και 10.000, ενώ αγροτικές είναι οι περιοχές εκείνες στις οποίες οι οικισμοί δεν ξεπερνούν τους 2.000 κατοίκους. Τα όρια αυτά δεν ακολουθήθηκαν αυστηρά, ενώ στο χαρακτηρισμό οικισμών ως αστικών ή ημιαστικών συνυπολογίστηκε η σημασία τους στο διοικητικό μηχανισμό και στην οικονομία της περιοχής. Με αυτά τα κριτήρια, για παράδειγμα, η Λείψιστα και το Τσοτύλι, που δεν είχαν πληθυσμό πάνω από 2.000 κατοίκους, εντάχθηκαν στις ημιαστικές περιοχές, αφού η πρώτη αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της επαρχίας Ανασέλιτσας στην οθωμανική περίοδο και συνέχιζε να συγκεντρώνει και μετά το 1912 τους μουσουλμάνους τσιφλικάδες της επαρχίας, ενώ το δεύτερο είχε ξεχωριστή σημασία για την οικονομία της περιοχής εξαιτίας της μεγάλης εβδομαδιαίας αγοράς του. 2 ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο ΙΙο Επιτελικό Γραφείο προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένη η έκθεση Πάλλη που συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Ιουνίου 1923.
519
(9.800), η Καβάλα (9.026), η Φλώρινα (6.227), η Βέροια (5.064), οι Σέρρες (4.000), η Έδεσσα (3.305), η Καστοριά (1.565) και η Νάουσα (1.141) 3. Στην Κρήτη, οι συνεχείς επαναστάσεις του ελληνικού πληθυσμού κατά το 19ο αιώνα και η ανασφάλεια της υπαίθρου ανάγκασαν τους μουσουλμάνους να συγκεντρωθούν στα αστικά κέντρα του νησιού. Το 1920 από τους 22.999 μουσουλμάνους του νησιού οι 17.281 κατοικούσαν σε πόλεις, καθιστώντας το βαθμό αστικοποίησης του μουσουλμανικού πληθυσμού της Κρήτης εξαιρετικά υψηλό, αφού έφτανε το 75%. Οι Τουρκοκρητικοί αστοί συγκεντρώνονταν στο Ηράκλειο (7.998), στα Χανιά (5.322) και στο Ρέθυμνο (2.776), ενώ οι υπόλοιποι κατοικούσαν στις ημιαστικές περιοχές της Ιεράπετρας και της Σητείας 4. Στην Ήπειρο, ο μουσουλμανικός αστικός πληθυσμός συγκεντρωνόταν κυρίως στην πόλη των Ιωαννίνων, όπου κατοικούσαν 2.184 μουσουλμάνοι το 1913 5, ενώ πολύ λιγότεροι σε μικρές πόλεις, όπως η Πρέβεζα, η Κόνιτσα, το Μαργαρίτι και η Παραμυθιά 6. Στη Θράκη, οι μουσουλμάνοι αστοί κατοικούσαν στην Κομοτηνή και την Ξάνθη. Παρά τον αστικό χαρακτήρα του πληθυσμού, ένα μεγάλο κομμάτι των μουσουλμάνων που κατοικούσαν στις πόλεις των Νέων Χωρών ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και με άλλα επαγγέλματα του πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Επιπλέον, στα αστικά και ιδιαίτερα στα ημιαστικά κέντρα κατοικούσαν και οι μουσουλμάνοι μεγαλογαιοκτήμονες που συνήθως έφεραν τον κληρονομικό τίτλο του μπέη. Στη Θεσσαλονίκη το 1915, 1.836 μουσουλμάνοι είχαν επάγγελμα σχετικό με την καλλιέργεια της γης, αριθμός που αντιστοιχούσε στο 67% όσων δραστηριοποιούνταν στον τομέα της γεωργίας. Παράλληλα, 51 μουσουλμάνοι απασχολούνταν στην κτηνοτροφία και ελάχιστοι στην αλιεία, ενώ από το μικρό αριθμό ιδιοκτητών γης οι δύο στους τρεις ήταν
3
Βλ. κεφ. «Γεωγραφική κατανομή και πληθυσμιακή δύναμη του μουσουλμανικού στοιχείου της Ελλάδας». 4 Emile Kolodny, La population des îles de la Grèce. Essai de Geographie Insulaire en Mediterranee Orientale, vol. 1, Aix-en-Provence 1974, σσ. 211-215 και Emile Kolodny, «Des musulmans dans une île grecque: les “Turcocretois”», Mediterranean World, XIV (1995), ανάτυπο. 5 Εφημ. Ήπειρος, 10/23 Οκτωβρίου 1913 όπου δημοσιεύονται τα αποτελέσματα απογραφής του πληθυσμού της πόλης των Ιωαννίνων. 6 Για το διαχωρισμό αστικού και αγροτικού πληθυσμού στην Ήπειρο πριν από το 1912 και για τα ποσοστά ελληνικού και μουσουλμανικού πληθυσμού σε αυτές βλ. Μ. Κοκολάκης, Το ύστερο γιαννιώτικο πασαλίκι. Χώρος, διοίκηση και πληθυσμός στην Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (1820 -1913), Αθήνα 2003, σσ. 334-341 και χάρτης 2. Επίσης, Ν. Αναγνωστόπουλος, «Οι Μουσουλμάνοι της Ηπείρου», Κοινότης, (21 Οκτωβρίου 1923), 4-6 όπου υπολογίζει τον αστικό μουσουλμανικό πληθυσμό της Ηπείρου σε 25% του συνολικού πληθυσμού των μουσουλμάνων. Σύμφωνα με την απογραφή του 1920, το Μαργαρίτι είχει 1.803 κατοίκους, η Πρέβεζα 7.576.
520
μουσουλμάνοι 7. Στη Βέροια, σύμφωνα με τις περιγραφές του Σωτηρίου Σκληρού, τα εύπορα στρώματα της μουσουλμανικής κοινότητας της πόλης ήταν κυρίως οι ιδιοκτήτες των τσιφλικιών της Υποδιοίκησης Βέροιας, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων ανήκε σε μουσουλμάνους 8. Άλλωστε, γενικότερα στο νομό Θεσσαλονίκης (σημερινοί νομοί Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Κατερίνης) το μουσουλμανικό στοιχείο, σύμφωνα με δεδομένα του 1923, κατείχε μεγαλύτερο ποσοστό ακίνητης περιουσίας σε σχέση με τους Έλληνες και τους Εβραίους 9. Στη Δράμα, στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη από πλευράς συγκέντρωσης μουσουλμανικού πληθυσμού, 417 μουσουλμάνοι εκλογείς δήλωναν γεωργοί το 1919, ενώ στην ίδια κατηγορία εντάσσονται οι 14 καπνοκαλλιεργητές και οι 5 κηπουροί. Ελάχιστοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, ενώ μόλις ένας μουσουλμάνος δήλωνε κτηματίας 10. Αντίθετα, στην Υποδιοίκηση Φλώρινας το 1914, 84 μουσουλμάνοι δήλωναν κτηματίες, από τους οποίους οι περισσότεροι πιθανότατα κατοικούσαν στη Φλώρινα ή στην κωμόπολη του Ζέλενιτς (Σκλήθρο) 11. Στην πόλη της Καστοριάς το 30% των μουσουλμάνων εκλογέων ασχολούνταν με την αλιεία, το 13% με τη γεωργία, ενώ 16 μουσουλμάνοι δήλωναν κτηματίες 12 Αλλά και στην πόλη των Σερρών το 1915, 350 μουσουλμάνοι εκλογείς δήλωναν γεωργοί, αριθμός που αποτελούσε το 20% του συνόλου των μουσουλμάνων εκλογέων. Παράλληλα, στις Σέρρες κατοικούσαν και 21 μουσουλμάνοι τσιφλικάδες 13. Στην Κρήτη, ένας αριθμός μουσουλμάνων που είχε συγκεντρωθεί στις πόλεις συνέχιζε να καλλιεργεί χωράφια που βρίσκονταν συνήθως στην κοντινή περιφέρεια των πόλεων, όπως για παράδειγμα η περιοχή Τοπ Αλτί έξω από το Ηράκλειο. Πάντως και σε αντίθεση με τη Μακεδονία, τα επαγγέλματα των 7
Α. Δάγκας, Συμβολή στην έρευνα για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: οικονομική δομή και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας 1912-1940, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 388-426. 8 Σ. Σκληρός, Η Νέα Ελλάς, τόμ. Α΄ Μακεδονία, Αλεξάνδρεια 1913, σσ. 126-129. Το 65% των καλλιεργήσιμων εδαφών της Υποδιοίκησης Βέροιας ήταν το 1913 στην ιδιοκτησία μουσουλμάνων. 9 Σπ. Λουκάτος, Πολιτειογραφία της Νομαρχιακής Περιφέρειας της Θεσσαλονίκης κατά την αυγή της δεύτερης δεκαετίας από την απελευθέρωσή της, 1923. Μέρος Α΄ Υποδιοικήσεις Βέροιας-ΘεσσαλονίκηςΚατερίνης, Αθήνα 1987, σσ. 36-37. 10 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Δράμας 1919, Θεσσαλονίκη 1919. Η απουσία μουσουλμάνων κτηματιών μπορεί να εξηγείται από το γεγονός ότι πολλοί τσιφλικάδες κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη ή στη Δυτική Θράκη. 11 Ι. Καρατζάς, «Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού των οικισμών του Ν. Φλώρινας από τον πρώτο εκλογικό κατάλογο της υποδιοικήσεως Φλωρίνης (1914)», Φλώρινα 1919-2002: Ιστορία και Πολιτισμός, πρακτικά συνεδρίου, Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας και Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών ΑΠΘ, Φλώρινα 2004, σσ. 665-684. 12 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Καστοριάς 1915, Θεσσαλονίκη 1915. 13 ΓΑΚ νομού Σερρών, αρχείο Ν. Νικολάου, φ. Κατάστιχα, Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Σερρών 1915, Θεσσαλονίκη 1915.
521
Τουρκοκρητικών δεν επικεντρώνονταν στη γεωργία. Το 1881 μόνο το 45% των Τουρκοκρητικών ζούσε από τη γεωργία, ποσοστό που σίγουρα θα περιορίστηκε ακολουθώντας τόσο τη μείωση του μουσουλμανικού πληθυσμού όσο και την αύξηση του βαθμού αστικοποίησής του. Στην ιδιοκτησία γης οι μουσουλμάνοι του νησιού εξακολουθούσαν
να
κατέχουν
ένα
σημαντικό
ποσοστό.
Οι
μεγαλοκτηματίες
κατοικούσαν στα αστικά κέντρα, ενώ άλλοι που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της βιομηχανίας, όπως στη σαπωνοποιία, επένδυαν τα κέρδη τους στην αγορά αστικών και αγροτικών ακινήτων 14. Στην Ήπειρο ένα μεγάλο μέρος της ιδιοκτησίας γης ανήκε σε μουσουλμάνους τσιφλικάδες που κατοικούσαν σε αστικές και ημιαστικές περιοχές 15, όπως, για παράδειγμα, οι οικογένειες του Λουτφού Καραντάγ (Lütfü Karadağ) και της Μουγεσσέρ Ερτούντς (Müyesser Ertunç) που κατοικούσαν στα Ιωάννινα και ζούσαν από τα εισοδήματα των τσιφλικιών τους στην Ήπειρο 16. Οι μουσουλμάνοι των πόλεων εκτός από τον πρωτογενή τομέα παραγωγής δραστηριοποιούνταν σε επαγγέλματα χαρακτηριστικά της αστικής οικονομίας και της κοινωνικής οργάνωσης. Η πληθώρα αυτών των επαγγελμάτων ομαδοποιείται στις εξής κατηγορίες 17: 1. βιομηχανία-βιοτεχνία-μεταποίηση 2. μεταφορές-συγκοινωνίες 3. πίστη-ανταλλαγή και μεσολάβηση 4. πωλήσεις-εμπόριο 5. προσωπικές υπηρεσίες-ελεύθερα επαγγέλματα 6. δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες-υπάλληλοι 7. εργάτες Οι μουσουλμάνοι που ασχολούνταν με επαγγέλματα της πρώτης κατηγορίας ήταν κυρίως μικροβιοτέχνες, τεχνίτες και επαγγελματίες όπως: σιδηρουργός, αρτοποιός, ζαχαροπλάστης, 14
σχοινοποιός,
σαγματοποιός,
εφαπλωματοποιός,
εμβαλωματής,
Emile Kolodny, les “Turcocretois”, σ. 8˙ Κ. Φουρναράκης, Τουρκοκρήτες, εν Χανίοις 1929, σ. 12 και Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, «Τουρκοκρητικοί: αναζήτηση μιας ταυτότητας», Τα Ιστορικά, 18/34 (2001), 155157. Από τους πιο σημαντικούς μουσουλμάνους μεγαλογαιοκτήμονες της Κρήτης ήταν οι: Σαμή Βέης Ζεκυργιαδάκης, Ιβραήμ Βέης Παπουτσαλάκης, Κιαζήμ Βέη Λιτσαρδάκης, ο σαπωνοβιομήχανος Ρασήχ Βέη Ασπράκης από το Ηράκλειο και οι Γιουσούφ Λαμεράκη, Ταλαά Χατζημπεκυράκη και Αλή Βαφή Σελιανάκης, σαπωνοβιομήχανοι από το Ρέθυμνο. 15 Ν. Αναγνωστόπουλος, Οι Μουσουλμάνοι, σ. 6. 16 Iskender Özsoy, Iki vatan yorgunlari. Mübadele Acısını Yaşayanlar Anlatıyor, Άγκυρα 2007³, σσ. 29-38. 17 Για την ομαδοποίηση χρησιμοποιήθηκε ως οδηγός η εργασία του Α. Δάγκα, ό.π.
522
υφασματοποιός, τενεκτζής, βυρσοδέψης, υποδηματοποιός, αμαξοποιός, ψαθοποιός, οπλοποιός, ξυλουργός, χαλβατζής, ωρολογοποιός, λεπτουργός, ράφτης, καλαθοποιός, κεραμεύς κ.λπ. Στη Θεσσαλονίκη του 1915 και στην παραπάνω κατηγορία επαγγελμάτων εντάσσονταν 1.400 μουσουλμάνοι. Ελάχιστοι όμως ήταν οι μουσουλμάνοι κεφαλαιούχοι της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θράκης που δραστηριοποιούνταν κάνοντας μεγάλες επενδύσεις στο δευτερογενή τομέα παραγωγής και σε επιχειρήσεις μεταποίησης 18. Αντίθετα, στην Κρήτη οι Τουρκοκρητικοί δραστηριοποιούνταν
στον
τομέα
της
σαπωνοβιομηχανίας,
ενώ
στο
Ρέθυμνο
μουσουλμάνος ήταν ιδιοκτήτης ενός ατμοκίνητου ελαιοτριβείου 19. Δύο εργοστάσια σαπωνοποιίας με ιδιοκτήτες μουσουλμάνους υπήρχαν το 1921 και στη Μυτιλήνη 20. Στους τεχνίτες οι μουσουλμάνοι διακρίνονταν κυρίως στη μεταποίηση σιδήρου και στην κατεργασία δερμάτων. Στην Υποδιοίκηση Φλώρινας το 1914, για παράδειγμα, από τους 94 εκλογείς που δήλωσαν επάγγελμα «σιδηρουργός ή σιδηράς» μόνο δύο ήταν χριστιανοί 21, ενώ μία από τις κύριες επαγγελματικές ασχολίες των κατώτερων στρωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού της Βέροιας το 1913 ήταν αυτή του πεταλωτή 22. Στις Σέρρες μουσουλμάνοι ήταν η πλειονότητα των ψαθοποιών, ενώ σημαντική ήταν η παρουσία τους στα επαγγέλματα του σιδηρουργού, του πεταλωτή, του σαγματοποιού, του βυρσοδέψη, αλλά και του εφαπλωματοποιού
23
. Στην Κρήτη οι
Τουρκοκρητικοί διακρίνονταν ως ωρολογοποιοί, πεταλωτές, σαμαροποιοί και ως κατασκευαστές κρητικών μαχαιριών 24. Η κατηγορία μεταφορών και συγκοινωνιών περιλαμβάνει τα επαγγέλματα του αγωγιάτη ή αχθοφόρου, του αμαξηλάτη, του ναυτικού και των σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Στη Θεσσαλονίκη του 1915, 692 μουσουλμάνοι εργάζονταν στον τομέα μεταφορών και συγκοινωνιών, στη Δράμα τέσσερα χρόνια αργότερα 112, στην Υποδιοίκηση Φλώρινας το 1914 81 εκ των οποίων η πλειονότητα στην πόλη της 18
Α. Δάγκας, ό.π., σσ. 389 και 410. Στους 1.400 περιλαμβάνονται και οι εργάτες που απασχολούνται στο δευτερογενή τομέα παραγωγής. 19 Σύμφωνα με τα στοιχεία του επαγγελματικού οδηγού του Ιγγλέση του 1920, στο Ηράκλειο υπήρχαν επτά σαπωνοποιίες ενώ στα Χανιά δύο. Πρβλ. Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, ό.π., σ. 156 όπου ονόματα Τουρκοκρητικών σαπωνοβιομηχάνων. 20 Εταιρεία Κυριέρης-Γιαννόπουλος και σία, Ελληνικός Οδηγός, Αθήναι 1921. 21 Ι. Καρατζάς, ό.π. 22 Σ. Σκληρός, ό.π., σ. 126. 23 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Σερρών 1915, Θεσσαλονίκη 1915. 24 Κ. Φουρναράκης, ό.π., σ. 12.
523
Φλώρινας, στην Καστοριά του 1915 υπήρχαν 13 λεμβούχοι και 18 αγωγιάτες ενώ στις Σέρρες την ίδια χρονιά το 18% των μουσουλμάνων εκλογέων –322 εγγραφές– δήλωναν επαγγέλματα σχετικά με τις μεταφορές και τις συγκοινωνίες 25. Στην Κρήτη η πλειονότητα του προσωπικού των ναυτικών μεταφορών ήταν μουσουλμάνοι – 81% σύμφωνα με στοιχεία του 1881 26. Στον τομέα των επαγγελμάτων με αντικείμενο την πίστη, την ανταλλαγή και μεσολάβηση εντάσσονται οι τραπεζίτες, ασφαλιστές, χρηματιστές, αργυραμοιβοί, μεσίτες,
πραγματογνώμονες
κ.λπ.
Στη
Θεσσαλονίκη
στα
επαγγέλματα
αυτά
δραστηριοποιούνταν κυρίως οι εξισλαμισμένοι Ντονμέδες και επομένως από τους 161 μουσουλμάνους που δήλωναν το 1915 επαγγέλματα της παραπάνω κατηγορίας ένα μεγάλο ποσοστό θα ήταν Ντονμέδες, όπως αυτοί της οικογένειας Χαμδή Βέη (Hamdi Bey) 27. Στις υπόλοιπες αστικές περιοχές της Μακεδονίας εντοπίστηκε μονοψήφιος αριθμός που δραστηριοποιούνταν στα επαγγέλματα της συγκεκριμένης κατηγορίας, ενώ στη Θράκη και στην Ήπειρο τουλάχιστον με τα υπάρχοντα στοιχεία δεν βρέθηκε παρά ένας μουσουλμάνος καπνομεσίτης στην Ξάνθη. Στην Κρήτη ο αριθμός τους, σύμφωνα με τα στοιχεία του επαγγελματικού οδηγού του Ιγγλέση, ήταν μεγαλύτερος αναφορικά με αυτόν των αστικών περιοχών της Μακεδονίας –πλην της Θεσσαλονίκης– και σχετιζόταν με την έντονη εμπορευματική δράση των Τουρκοκρητικών 28. Συναφή με τις εμπορικές δραστηριότητες των αστικών οικονομιών της εποχής ήταν πληθώρα επαγγελμάτων που ποίκιλλαν, από ιδιοκτήτες μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων εισαγωγών και εξαγωγών μέχρι μικρών μαγαζιών και πλανόδιους πωλητές. Έμποροι καπνού, λαδιού, αλεύρων, σταφίδας, ξυλείας, υφασμάτων, καύσιμης ύλης, καφεπώλες, κρεοπώλες, παντοπώλες, υφασματοπώλες, οπωροπώλες, καπνοπώλες, αρτοπώλες, γαλακτοπώλες, στραγαλοπώλες, λεμονατζήδες ήταν μερικά μόνο από τα επαγγέλματα που σχετίζονταν με το εμπόριο και τις πωλήσεις. Όσον αφορά τους μουσουλμάνους των οποίων τα επαγγέλματα σχετίζονταν με την παραπάνω κατηγορία, θα πρέπει να σημειωθεί η σημαντική εμπορική δράση των Ντονμέδων της 25
Α. Δάγκας, ό.π., σ. 411. Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Δράμας 1919, Θεσσαλονίκη 1919˙ Ι. Καρατζάς, ό.π.˙ Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Καστοριάς 1915, Θεσσαλονίκη 1915 και Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Σερρών 1915, Θεσσαλονίκη 1915. 26 Emile Kolodny, les “Turcocretois”, σ. 8. 27 Α. Δάγκας, ό.π., σ. 411 και Σ. Σκληρός, ό.π., σ. 56. 28 Ιγγλέσης Ν., Οδηγός της Ελλάδος, Αθήνα 1920.
524
Θεσσαλονίκης,
όπως,
για
παράδειγμα,
της
οικογένειας
Καπαντζή,
και
των
Τουρκοκρητικών των τριών μεγάλων αστικών κέντρων της Κρήτης. Στη Θεσσαλονίκη του 1915, 2.251 μουσουλμάνοι ασχολούνταν με το εμπόριο και τις πωλήσεις, αριθμός που αντιστοιχούσε περίπου στο 17% του συνόλου των ατόμων με επαγγέλματα της συγκεκριμένης κατηγορίας. Επισημαίνεται η κυριαρχία των μουσουλμάνων στο επάγγελμα του κρεοπώλη με το οποίο ασχολούνταν παραδοσιακά από την εποχή των εσναφιών 29. Στη Φλώρινα οι μουσουλμάνοι υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι των χριστιανών μόνο στο εμπόριο της ξυλείας και των σιτηρών, κάτι που ίσχυε και πριν από την απελευθέρωση 30. Στην Καβάλα οι μουσουλμάνοι συμμετείχαν στο εμπόριο καπνού σε μικρότερο όμως ποσοστό σε σχέση με τους Έλληνες και τους Εβραίους 31. Στην πόλη της Δράμας ήταν πολύ μικρότερο το ποσοστό του μουσουλμανικού πληθυσμού που οι οικονομικές δραστηριότητές του αφορούσαν το εμπόριο και τις πωλήσεις σε σύγκριση με τη Θεσσαλονίκη και τη Φλώρινα. Έτσι, το 1920 μόνο 86 μουσουλμάνοι της Δράμας ασχολούνταν με το εμπόριο και τις πωλήσεις, εκ των οποίων μόλις οι 13 δήλωναν έμποροι 32. Ανάλογη εικόνα και στην Καστοριά όπου μόνο το 5% των μουσουλμάνων εκλογέων δήλωναν επαγγέλματα της παραπάνω κατηγορίας 33. Στις Σέρρες το 11% των μουσουλμάνων εκλογέων δραστηριοποιούνταν στους τομείς του εμπορίου και των πωλήσεων και από αυτούς οι περισσότεροι ήταν ζωέμποροι 34. Στη Θράκη ελάχιστοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Ξάνθης και της Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνή) ασχολούνταν με το εμπόριο και τις πωλήσεις. Το 1921 συναντούσε κανείς τρεις εταιρείες καπνού με μουσουλμάνους ιδιοκτήτες στην Ξάνθη και έναν καπνέμπορο στην Γκιουμουλτζίνα, από έναν ξυλέμπορο και στις δύο πόλεις, δύο εμπόρους «νεωτερισμών» στην Ξάνθη και από εκεί και πέρα κάποιοι μουσουλμάνοι και των δύο πόλεων διατηρούσαν μικρά μαγαζιά, όπως παντοπωλεία, υελοπωλεία, οπωροπωλεία, καπνοπωλεία και καταστήματα ψιλικών. Στην πόλη των Ιωαννίνων οι μουσουλμάνοι ήταν ιδιοκτήτες ενός καπνοπωλείου, ενός 29
Α. Δάγκας, ό.π., σσ. 389, 411 και Σ. Σκληρός, ό.π., σ. 56. Ι. Καρατζάς, ό.π. και Σ. Ηλιάδου-Τάχου, «Η δημογραφική, οικονομική, κοινωνική και εκπαιδευτική εξέλιξη της πόλης της Φλώρινας τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα», Φλώρινα 1919-2002: Ιστορία και Πολιτισμός, πρακτικά συνεδρίου Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας και Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών ΑΠΘ, Φλώρινα 2004, σ. 180 όπου παρουσιάζονται στοιχεία από τον επαγγελματικό οδηγό του Ιγγλέση του 1910. 31 Εταιρεία Κυριέρης-Γιαννόπουλος και σία, ό.π., σύμφωνα με τα στοιχεία του επαγγελματικού οδηγού, υπήρχαν οκτώ μουσουλμάνοι καπνέμποροι και ένας διευθυντής εταιρείας καπνού. 32 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Δράμας 1919, Θεσσαλονίκη 1919. 33 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Καστοριάς 1915, Θεσσαλονίκη 1915. 34 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Σερρών 1915, Θεσσαλονίκη 1915. 30
525
παντοπωλείου και τεσσάρων καφενείων, ενδεικτικό της μη ενασχόλησής τους με τους τομείς του εμπορίου και των πωλήσεων 35. Στην Κρήτη, η συγκέντρωση των μουσουλμάνων στις πόλεις και η συρρίκνωση του πληθυσμού που ασχολούνταν με τη γεωργία ευνόησαν την ανάπτυξη των εμπορικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Το 1881 το θαλάσσιο εμπόριο του νησιού ήταν κυρίως στα χέρια των μουσουλμάνων των πόλεων και των Ελλήνων ναυτικών από τα Σφακιά 36. Το 1920 μουσουλμάνοι του Ηρακλείου, των Χανίων και του Ρεθύμνου έκαναν εξαγωγές και εμπόριο λαδιού, σταφίδας, σαπώνων, κίτρων και άλλων εγχώριων προϊόντων, ενώ εισήγαγαν και εμπορεύονταν δημητριακά, αποικιακά είδη, καπνό, δέρματα, υφάσματα, χρώματα κ.λπ. Ειδικότερα,
στο
εμπόριο
λαδιού
δραστηριοποιούνταν
οι
μουσουλμάνοι
μεγαλογαιοκτήμονες που πωλούσαν την παραγωγή τους. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον Αλή Βαφή Σελιανάκη ο οποίος με τα πλοία του μετέφερε πετρέλαιο από την Αίγυπτο για τις ανάγκες ηλεκτροφωτισμού της πόλης του Ρεθύμνου. Παράλληλα, στα αστικά
κέντρα
της
Κρήτης
υπήρχε
πληθώρα
παντοπωλείων,
ψιλικατζίδικων,
καφεπωλείων, κρεοπωλείων, καπνοπωλείων κ.λπ. Αξιοσημείωτη ήταν η παρουσία των Τουρκοκρητικών στο εμπόριο νερού που αφορούσε είτε αγοραπωλησίες δικαιωμάτων υδροληψίας επί πηγών είτε την κάλυψη των καθημερινών αναγκών των νοικοκυριών των πόλεων που γινόταν από τους «νερουλάδες» 37. Η πέμπτη ομάδα επαγγελμάτων (προσωπικές υπηρεσίες-ελεύθερα επαγγέλματα) περιλαμβάνει κουρείς, υπηρέτες, χαματζήδες και άλλους υπαλλήλους λουτρών, στιλβωτές υποδημάτων, θρησκευτικούς λειτουργούς, δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς, φαρμακοποιούς,
δικηγόρους,
συμβολαιογράφους,
δημοσιογράφους,
μηχανικούς,
μουσικούς κ.λπ. Η κατηγορία αυτή των επαγγελμάτων, εκτός από εκείνα που σχετίζονται με τις προσωπικές υπηρεσίες, απαιτούσε ένα υψηλό και εξειδικευμένο επίπεδο μόρφωσης. Κατά συνέπεια μπορούν να αντληθούν ορισμένα συμπεράσματα για το μορφωτικό επίπεδο του μουσουλμανικού πληθυσμού των Νέων Χωρών. Από τα ελεύθερα επαγγέλματα που ασκούσαν οι μουσουλμάνοι το μεγαλύτερο ποσοστό είχε σχέση με τη θρησκεία (μουφτής, ιμάμης, χότζας, δερβίσης, κήρυκας, ψάλτης) και την 35
Εταιρεία Κυριέρης-Γιαννόπουλος και σία, ό.π. Emile Kolodny, les “Turcocretois”, σ. 8. 37 Οδήγος Ιγγλέση 1920˙ Κ. Φουρναράκης, ό.π., σ. 13˙ Λ. Τζεδάκη-Αποστολάκη, ό.π., σσ. 156-157 και 159-161 και Μ. Τσιριμονάκη, Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν: Από την αυτονομία ως την ανταλλαγή, Ρέθυμνο 2002, σ. 86. 36
526
εκπαίδευση (δάσκαλοι, καθηγητές, διευθυντές σχολείων). Στα επαγγέλματα που προϋπέθεταν σπουδές και εξειδίκευση οι μουσουλμάνοι διακρίνονταν κυρίως στα νομικά επαγγέλματα ενώ, αντίθετα, η παρουσία τους ήταν πολύ περιορισμένη στον ιατρικό χώρο. Στη Θεσσαλονίκη του 1915, στα επαγγέλματα της κατηγορίας «προσωπικές υπηρεσίες» απασχολούνταν 627 άτομα, αριθμός που αποτελούσε το 33% του συνόλου των απασχολουμένων της συγκεκριμένης κατηγορίας, ενώ ελεύθερα επαγγέλματα ασκούσαν 428 μουσουλμάνοι, αριθμός που αντιστοιχούσε στο 22% του συνόλου των ελεύθερων επαγγελματιών της πόλης 38. Στη Δράμα το 1919 θα συναντούσε κανείς εννιά μουσουλμάνους κουρείς, 19 θρησκευτικούς λειτουργούς, επτά δασκάλους και έναν μουσουλμάνο μηχανικό, ενώ στη Φλώρινα έξι χρόνια νωρίτερα εκτός από τους κουρείς υπήρχαν δέκα μουσουλμάνοι δάσκαλοι, ένας διευθυντής σχολείου, ένας δικηγόρος και τρεις οργανοπαίκτες 39. Στην πόλη των Σερρών από την κατηγορία των επαγγελμάτων που
απαιτούσαν
σπουδές
και
εξειδίκευση
επισημαίνεται
η
ύπαρξη
ενός
συμβολαιογράφου, ενός δικαστή, πέντε δασκάλων και ενός φοιτητή 40. Στην Κρήτη οι Έλληνες ήταν αυτοί που κυριαρχούσαν στα ελεύθερα επαγγέλματα: το 1881 από τους 98 γιατρούς της Κρήτης οι 83 ήταν χριστιανοί ενώ, σύμφωνα με στοιχεία του 1920, στα αστικά κέντρα των Χανίων, του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου υπήρχαν δύο μουσουλμάνοι φαρμακοποιοί, δύο γιατροί, ένας δικηγόρος και ένας συμβολαιογράφος 41. Στα επαγγέλματα της κατηγορία «δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες-υπάλληλοι» εντάσσονται οι αξιωματούχοι του κρατικού μηχανισμού, οι τοπικοί άρχοντες, οι δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι, οι στρατιωτικοί, χωροφύλακες και αγροφύλακες καθώς και όσοι δήλωναν επάγγελμα «υπάλληλος ή γραμματέας» χωρίς να προσδιορίζεται το είδος της επιχείρησης όπου εργάζονταν. Στη Θεσσαλονίκη του 1915, από τα 699 άτομα που εργάζονταν σε δημόσιες υπηρεσίες οι 262 ήταν μουσουλμάνοι. Στην πόλη της Δράμας το 1919, 37 μουσουλμάνοι είτε εργάζονταν σε υπηρεσίες του Δημοσίου ή του δήμου –εκ των οποίων ένας ήταν ο νομάρχης– είτε αποτελούσαν γενικά υπαλληλικό προσωπικό. Στη Φλώρινα του 1914, στην ίδια κατηγορία επαγγελμάτων 38
Α. Δάγκας, ό.π., σσ. 411-412. Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Δράμας 1919, Θεσσαλονίκη 1919 και Ι. Καρατζάς, ό.π. Επίσης, Σ. Ηλιάδου-Τάχου, ό.π., σ. 180 όπου, σύμφωνα με τον επαγγελματικό οδηγό του Ιγγλέση του 1910, οι μουσουλμάνοι κυριαρχούσαν έναντι των χριστιανών στα νομικά επαγγέλματα. Η ένταξη της Φλώρινας στο ελληνικό κράτος και η εφαρμογή πλέον του ελληνικού νομικού συστήματος θα αλλάξουν τις ισορροπίες. 40 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Σερρών 1915, Θεσσαλονίκη 1915. 41 Emile Kolodny, les“Turcocretois”, σ. 9 και επαγγελματικός οδηγός Ιγγλέση 1920 39
527
απασχολούνταν 42 μουσουλμάνοι, στην Καστοριά 18, ενώ στις Σέρρες 68 42. Στην Κρήτη ο επαγγελματικός οδηγός του Ιγγλέση του 1920 παρέχει στοιχεία μόνο για υψηλόβαθμους υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης και για τους τοπικούς άρχοντες. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του οδηγού, στο Ρέθυμνο υπήρχαν τέσσερις μουσουλμάνοι δημοτικοί σύμβουλοι, ενώ μουσουλμάνος ήταν και ο διευθυντής της υπηρεσίας του μεταφραστικού γραφείου˙ στα Χανιά υπήρχε ένας μουσουλμάνος δημοτικός σύμβουλος, ενώ στο Ηράκλειο αντιπρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου ήταν μουσουλμάνος, όπως επίσης και ένας σύμβουλος της λιμενικής επιτροπής 43. Ο αριθμός των μουσουλμάνων που εργάζονταν στην ελληνική δημόσια διοίκηση αντικατοπτρίζει και το βαθμό που οι ελληνικές αρχές εμπιστεύτηκαν το μουσουλμανικό στοιχείο στην οργάνωση του κρατικού μηχανισμού των Νέων Χωρών. Στην τελευταία κατηγορία επαγγελμάτων εντάσσεται η πληθώρα εργατών σε βιομηχανίες,
βιοτεχνίες,
οικοδομικές
εργασίες,
καλλιέργειες
κ.λπ.,
οι
οποίοι
αποτελούσαν και το μεγαλύτερο μέρος του προλεταριάτου των αστικών κοινωνιών των Νέων Χωρών. Ακολουθώντας την οργάνωση της οικονομίας σε ένα αστικό κέντρο και παρά το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός μουσουλμάνων αστών ασχολούνταν με επαγγέλματα του πρωτογενούς τομέα παραγωγής, ένα μεγάλο ποσοστό των μουσουλμάνων κατοίκων των πόλεων ήταν εργάτες. Στην πόλη της Δράμας, για παράδειγμα, 385 μουσουλμάνοι δήλωναν το 1919 εργάτες. Από την τάξη των εργατών θα πρέπει να διαχωριστούν οι καπνεργάτες που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή των πόλεων-κέντρων της επεξεργασίας και εμπορίας του καπνού, όπως η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα, η Δράμα και η Ξάνθη. Όσον αφορά τους μουσουλμάνους καπνεργάτες, στη Θεσσαλονίκη αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο του συνόλου του καπνεργατικού δυναμικού, στην πόλη της Δράμας, σύμφωνα με τον εκλογικό κατάλογο του 1920, υπήρχαν 155 μουσουλμάνοι καπνεργάτες, αριθμός που αυξάνεται αν προστεθούν γυναίκες και όσοι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Στη γειτονική Καβάλα,
42
Α. Δάγκας, ό.π., σ. 412˙ Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Δράμας 1919, Θεσσαλονίκη 1919˙ Ι. Καρατζάς, ό.π.˙ Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Καστοριάς 1915, Θεσσαλονίκη 1915 και Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Σερρών 1915, Θεσσαλονίκη 1915. 43 Επαγγελματικός οδηγός Ιγγλέση 1920. Στο Ρέθυμνο τουλάχιστον μέχρι το 1918 ο δήμαρχος της πόλης ήταν μουσουλμάνος.
528
σύμφωνα με στοιχεία της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, το 1923 εργάζονταν 5.000 μουσουλμάνοι καπνεργάτες, ενώ σημαντικός αριθμός υπήρχε και στην Ξάνθη 44. Τέλος, στις αστικές κοινωνίες υπήρχαν και εκείνοι που δεν συμμετείχαν στις παραγωγικές διαδικασίες της οικονομικής ζωής. Σε αυτούς εντάσσονταν οι άνεργοι, οι ζητιάνοι, οι ρακοσυλλέκτες, όσοι δεν εργάζονταν λόγω ηλικίας ή σωματικής αναπηρίας καθώς και μαθητές ή σπουδαστές. Στην παραπάνω κατηγορία ανήκει και ένας μεγάλος αριθμός εκλογέων που στη στήλη επάγγελμα των εκλογικών καταλόγων της εποχής δεν υπάρχει καμία ένδειξη για την επαγγελματική ενασχόλησή τους. Έτσι, στη Θεσσαλονίκη του 1915 οι μουσουλμάνοι που δεν εργάζονταν για οποιονδήποτε από τους παραπάνω λόγους ανέρχονταν σε 1.206 άτομα, ενώ στη Δράμα σε 164 45. Οι πίνακες στο παράρτημα του κεφαλαίου δίνουν μια συνολική εικόνα για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των μουσουλμάνων των αστικών κέντρων της Δράμας και των Σερρών. Στις ημιαστικές περιοχές των Νέων Χωρών όπου συγκεντρωνόταν το μουσουλμανικό στοιχείο η οικονομία στηριζόταν στην καλλιέργεια της γης. Η πλειονότητα των μουσουλμάνων εκλογέων των μικρών πόλεων και κωμοπόλεων δήλωναν γεωργοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα), όπου η συντριπτική πλειονότητα των εκλογέων (1.210 από τους 1.393), σύμφωνα με τα στοιχεία του εκλογικού καταλόγου του 1915, ήταν γεωργοί 46. Στα ημιαστικά αυτά κέντρα ιδιαίτερα της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου κατοικούσαν και οι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες, οι οποίοι συνήθως ήταν αλβανικής καταγωγής. Έτσι, στη Λειψίστη (Νεάπολη Κοζάνης) υπήρχαν το 1915 14 μουσουλμάνοι κτηματίες, ενώ 13 στα Γρεβενά το 1920 47. Ανάλογη συγκέντρωση μουσουλμάνων μεγαλογαιοκτημόνων παρατηρούνταν και στις ημιαστικές περιοχές της Ηπείρου 48. Τη συγκέντρωση των μουσουλμάνων τσιφλικάδων σε ημιαστικές περιοχές επισήμαινε και ο Πάλλης σε έκθεσή του το 1923 αναφέροντας ότι κατοικούσαν σε «κωμοπόλεις», όπως η Φλώρινα, η Βέροια, τα Βοδενά
44
Ε. Αβδελά, «Ο σοσιαλισμός των «άλλων»: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες στη μετά-οθωμανική Θεσσαλονίκη», Τα Ιστορικά, 10/18-19(1993), 171-204, 175 και ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ.5, υποφ. 4, Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Καβάλας προς Αρχηγό Επαναστάσεως και υπουργεία Εσωτερικών, Πρόνοιας, Γεωργίας και Εθνικής Οικονομίας, Καβάλα 24 Σεπτεμβρίου 1923, αρ. πρ. 321107. 45 Α. Δάγκας, ό.π., σ. 412 και Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Δράμας 1919, Θεσσαλονίκη 1919. 46 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Καϊλαρίων 1915, Θεσσαλονίκη 1915. 47 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Ανασελίτσης 1915, Θεσσαλονίκη 1915 και Εκλογικός Κατάλογος έτους 1920 Επαρχίας Γρεβενών, Θεσσαλονίκη 1920. 48 Μ. Κοκολάκης, ό.π., σ. 338 και Ν. Αναγνωστόπουλος, Οι Μουσουλμάνοι, σ. 6.
529
και ο Λαγκαδάς 49. Από τις «κωμοπόλεις» του Πάλλη μόνο ο Λαγκαδάς μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στην κατηγορία των ημιαστικών περιοχών, σύμφωνα με τα πληθυσμιακά κριτήρια που τέθηκαν παραπάνω, ενώ Φλώρινα, Βέροια και Βοδενά ανήκουν στις αστικές περιοχές. Από τις υπόλοιπες κατηγορίες επαγγελμάτων σημαντικός ήταν ο αριθμός μουσουλμάνων εργατών στις ημιαστικές περιοχές οι οποίοι πρέπει κυρίως να ήταν εργάτες γης. Έτσι, στα Γρεβενά, στη Λειψίστη (Νεάπολη), Χρούπιτσα (Άργος Ορεστικό) και στο Τσοτύλι το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων εκλογέων δήλωναν ως επάγγελμα αυτό του εργάτη. Στους τομείς του εμπορίου, των πωλήσεων, της μεταποίησης, της βιοτεχνίας και των ελεύθερων επαγγελμάτων υπήρχαν οι απαραίτητοι επαγγελματίες και μαγαζάτορες για να λειτουργήσει η οικονομία μιας μικρής πόλης. Και αν οι ημιαστικές περιοχές ήταν πληθυσμιακά μικτές, οι χριστιανοί ήταν αυτοί που κυριαρχούσαν σχεδόν στις περισσότερες από τις προαναφερθείσες κατηγορίες επαγγελμάτων. Στις κοινωνίες των μικρών πόλεων οι μουσουλμάνοι εκτός από γεωργοί, κτηνοτρόφοι και εργάτες διατηρούσαν μικρά μαγαζιά, συνήθως παντοπωλεία, κουρεία, καφενεία, κρεοπωλεία και υποδηματοποιεία, ήταν τεχνίτες, κυρίως σιδηρουργοί, πεταλωτές, βυρσοδέψες, χαλβατζήδες, ξυλουργοί, καλαθοποιοί και ωρολογοποιοί, ενώ ένας μικρός αριθμός ασχολούνταν με το εμπόριο. Όπως και στα μεγάλα αστικά κέντρα, αρκετοί μουσουλμάνοι των ημιαστικών περιοχών εκτελούσαν μεταφορές ως αχθοφόροι ή με τα υποζύγιά τους. Απαραίτητη ήταν η παρουσία των μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών και των δασκάλων, κάποιοι άλλοι απασχολούνταν σε δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες, ενώ ελάχιστοι ήταν οι μουσουλμάνοι που ασκούσαν ελεύθερα επαγγέλματα που προϋπέθεταν σπουδές και εξειδίκευση, όπως οι δύο μουσουλμάνοι δικηγόροι των Γρεβενών και ο γιατρός των Γιαννιτσών 50. Οι πίνακες στο παράρτημα του κεφαλαίου που παρουσιάζουν τα επαγγέλματα των μουσουλμάνων εκλογέων των Γρεβενών, της Λειψίστης της Χρούπιστας και των Καϊλαρίων αντικατοπτρίζουν και τις οικονομικές δραστηριότητες του μουσουλμανικού πληθυσμού στις ημιαστικές περιοχές των Νέων Χωρών.
49
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο ΙΙο Επιτελικό Γραφείο προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένη η έκθεση Πάλλη που συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Ιουνίου 1923. 50 Εκλογικός κατάλογος επαρχίας Γρεβενών 1920 και Εταιρεία Κυριέρης-Γιαννόπουλος και σία, ό.π. όπου παρατίθενται οι επαγγελματίες των Γιαννιτσών.
530
Αγροτικός πληθυσμός Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο μουσουλμανικός πληθυσμός των Νέων Χωρών, με εξαίρεση την Κρήτη, ήταν κυρίως αγροτικός. Το μουσουλμανικό αγροτικό στοιχείο μπορεί να ομαδοποιηθεί ανάλογα με την καλλιέργεια στην οποία επιδιδόταν. Οι μουσουλμάνοι αγρότες που ασχολούνταν με την καλλιέργεια σιτηρών εντοπίζονταν κυρίως στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, στην περιοχή της Τσαμουριάς και στα πεδινά της Θράκης. Η δεύτερη μεγάλη ομάδα μουσουλμάνων καλλιεργητών ήταν οι καπνοκαλλιεργητές της Ανατολικής Μακεδονίας και οι Πομάκοι των ορεινών της Δυτικής Θράκης. Με την καλλιέργεια αραβόσιτου ασχολούνταν οι μουσουλμάνοι της επαρχίας της Καρατζόβας και ως δευτερεύουσα καλλιέργεια σε περιοχές της Κομοτηνής και της Ηπείρου, ενώ με την ελαιοκομία και την αμπελουργία οι μουσουλμάνοι αγρότες της Κρήτης και της Μυτιλήνης 51. Στην οικονομική οργάνωση των πεδινών εδαφών, όπου κυρίως συγκεντρώνονταν τα μουσουλμανικά χωριά των Νέων Χωρών αλλά και των μεγάλων τσιφλικιών κυριαρχούσε το επάγγελμα του γεωργού. Για παράδειγμα, στα χωριά της Υποδιοίκησης Κοζάνης το 1920, το 92% των μουσουλμάνων εκλογέων δήλωναν γεωργοί 52, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Υποδιοίκηση Καϊλαρίων ήταν 88%, στην Υποδιοίκηση Γρεβενών ήταν 82% και στην Υποδιοίκηση Ανασέλιτσας 70%. Σε ελάχιστο βαθμό οι μουσουλμανικές κοινωνίες της υπαίθρου στηρίζονταν στην κτηνοτροφία, αφού στην Υποδιοίκηση Κοζάνης μόνο το 1,8% των μουσουλμάνων εκλογέων δήλωναν επάγγελμα σχετικό με την κτηνοτροφία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Υποδιοίκηση Ανασέλιτσας ήταν 2%, στην Υποδιοίκηση Γρεβενών 1,9% και στην Υποδιοίκηση Καϊλαρίων μόλις 0,8%. Η κτηνοτροφία ήταν πιο αναπτυγμένη στους πομακικούς πληθυσμούς της Θράκης οι οποίοι το 1920 έτρεφαν στα ορεινά της Ξάνθης 3.800 πρόβατα και 6.000 κατσίκες 53. Στην Ήπειρο με την κτηνοτροφία ασχολούνταν κυρίως οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των χωριών των Περιφερειών Μαργαριτίου και Ηγουμενίτσας και σε μικρότερο βαθμό οι μουσουλμάνοι των Υποδιοικήσεων 51
ΙΑΥΕ, ΚτΕ, 1923, φ. 5, υποφ. 4, Γενικό Στρατηγείο ΙΙο Επιτελικό Γραφείο προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, Στρατηγείο 23 Ιουλίου 1923 όπου συνημμένη η έκθεση Πάλλη που συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Ιουνίου 1923. Για τη Θράκη βλ. Joelle Dalegre, La Thrace Grecque. Population et Territoire, Παρίσι 1997, σσ. 22-32 52 Γ. Γκλαβίνας, «Η επαρχία Κοζάνης μέσα από τον εκλογικό κατάλογο του 1920: πληθυσμιακή σύνθεση, εκλογείς, επαγγέλματα, κοινωνικά δεδομένα», Ίστωρ, 15(2007), 35-43. 53 Joelle Dalegre, ό.π., σ. 25.
531
Παραμυθιάς και Φιλιατών 54. Στα μουσουλμανικά χωριά της υπαίθρου, εκτός από τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους, ένα ποσοστό μουσουλμάνων δήλωναν εργάτες, ενώ στα περισσότερα από αυτά υπήρχαν οι απαραίτητοι θρησκευτικοί λειτουργοί και στα πιο πολυπληθή μπορούσε να συναντήσει κανείς ελάχιστους δασκάλους, αγροφύλακες, αγωγιάτες, παντοπώλες και δυο-τρεις ειδικότητες τεχνιτών, όπως σιδηρουργοί, πεταλωτές, ξυλουργοί και σαγματοποιοί 55. Κοινωνική διαστρωμάτωση Εκτός από το διαχωρισμό του μουσουλμανικού πληθυσμού σε αστικό και αγροτικό, είναι δυνατόν να οριοθετηθούν σε ένα βαθμό και κοινωνικές τάξεις. Στην ανώτερη βαθμίδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης βρίσκονταν οι μουσουλμάνοι μεγαλογαιοκτήμονες, οι υψηλόβαθμοι θρησκευτικοί λειτουργοί, όπως οι μουφτήδες, κάποιοι μεγαλέμποροι και επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν στο δευτερογενή τομέα, όπως οι Ντονμέδες της Θεσσαλονίκης και οι επιχειρηματίες Τουρκοκρητικοί, και μουσουλμάνοι που το επάγγελμά τους απαιτούσε υψηλό μορφωτικό επίπεδο, όπως, για παράδειγμα, οι δικηγόροι. Στην οθωμανική περίοδο στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα εντάσσονταν και οι υψηλόβαθμοι κρατικοί λειτουργοί, οι οποίοι όμως μετά το 1912 αντικαταστάθηκαν από τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό. Στην κατηγορία πάντως αυτή μπορούν να συμπεριληφθούν οι μουσουλμάνοι δήμαρχοι και κάποιες εξαιρέσεις μουσουλμάνων υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων, όπως ο νομάρχης Δράμας. Στο άλλο άκρο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης βρίσκονταν οι μουσουλμάνοι γεωργοί της υπαίθρου και οι εργάτες, οι αχθοφόροι, οι διάφοροι μικροεπαγγελματίες και τεχνίτες των πόλεων. Πιο δύσκολα μπορεί να καθοριστούν τα μεσαία στρώματα των μουσουλμανικών αστικών και αγροτικών κοινωνιών. Ενδεχομένως, κάποιες κατηγορίες εμπόρων, ελεύθερων επαγγελματιών, υπαλλήλων, θρησκευτικών λειτουργών και τεχνιτών να αποτελούσαν τα μεσαία αστικά στρώματα. Στην ύπαιθρο, από την άλλη, η κοινωνική διαφοροποίηση σχετιζόταν με την έκταση της ιδιόκτητης γης, ενώ σίγουρα εξέχουσα
54 55
Ν. Αναγνωστόπουλος, Οι Μουσουλμάνοι, σσ. 5-6. Βλ. πίνακα IV του παραρτήματος.
532
θέση είχαν οι μουσουλμάνοι κοινοτάρχες και οι θρησκευτικοί λειτουργοί 56. Τέλος, υπήρχαν και πληθυσμιακές ομάδες που συνιστούσαν τους απόκληρους τόσο των αστικών όσο και των αγροτικών κοινωνιών, όπως άνεργοι, ζητιάνοι και ρακοσυλλέκτες. Οι παραπάνω αναφορές στις επαγγελματικές ασχολίες των μουσουλμάνων επιβεβαιώνουν κάποια διαδεδομένα μοτίβα, όπως, για παράδειγμα, ότι οι μουσουλμάνοι δεν συμμετείχαν το ίδιο ενεργά στις εμπορικές δραστηριότητες όσο οι Έλληνες, οι Εβραίοι, ενώ, από την άλλη, το μεγάλο ποσοστό ιδιοκτησίας γης που κατείχαν έστρεφε τους μουσουλμάνους στην καλλιέργεια της γης. Ωστόσο, στον παραπάνω κανόνα υπήρχαν και οι εξαιρέσεις, όπως οι μουσουλμάνοι των αστικών κέντρων της Κρήτης. Επίσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το μουσουλμανικό στοιχείο εντασσόταν στα εύπορα κοινωνικά
στρώματα
αναπαράγοντας
αντιλήψεις
περί
οικονομικά
εύρωστων
μουσουλμάνων σε σχέση με τους χριστιανούς κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Βεβαίως οι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες ήταν ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, αλλά η πλειονότητα του αγροτικού και αστικού μουσουλμανικού πληθυσμού ανήκε στα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η ύπαρξη στους εκλογικούς καταλόγους της περιόδου ενδείξεων για ανέργους, ζητιάνους και ρακοσυλλέκτες καθώς και η καταγραφή από τη μουσουλμανική κοινότητα Βέροιας 304 άπορων μουσουλμανικών οικογενειών δεν συνάδουν με την εικόνα της εύπορης πληθυσμιακής ομάδας 57.
56
Σχετικά με τις κοινωνικές τάξεις των μουσουλμάνων των Βαλκανίων βλ. A. Toumarkine, Les migrations des populations musulmanes balkaniques en Anatolie (1876-1913), Ιστανμπούλ 1995, σσ. 18-20. 57 A. Adiyeke, Islamic community brotherhood administrations in Greece: “Cemaat-I islamiye” 19131998, Άγκυρα 2002, σ. 57.
533
2. Οργάνωση και λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ελλάδας Η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος μουσουλμανικών πληθυσμών έθετε για τους τελευταίους το ζήτημα διατήρησης της θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητάς τους σε ένα περιβάλλον όπου τα κατάλοιπα του οθωμανικού παρελθόντος αντιμετωπίζονταν πολλές φορές εχθρικά. Θεματοφύλακες της μουσουλμανικής ταυτότητας και επίκεντρο της θρησκευτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής δραστηριότητας των μουσουλμάνων των Νέων Χωρών ήταν οι κατά τόπους μουφτήδες και οι μουσουλμανικές κοινότητες. Οι μουσουλμανικές κοινότητες αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπο συνέχεια της οργάνωσης των θρησκευτικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μιλλέτ. Όπως αναφέρθηκε διεξοδικά σε προηγούμενο κεφάλαιο, το ελληνικό κράτος αναγνώρισε για πρώτη φορά την ύπαρξη και λειτουργία μουσουλμανικών κοινοτήτων στο έδαφός του με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881) «περί προσαρτήσεως της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου στην Ελλάδα». Διατάξεις σχετικά με τις μουσουλμανικές κοινότητες περιλαμβάνονταν στο Σύνταγμα και στους νόμους της Κρητικής Πολιτείας, ωστόσο η θεσμική κατοχύρωση του ρόλου των μουσουλμανικών κοινοτήτων διευθετείται πληρέστερα από τη Σύμβαση των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913), αφού πλέον αυτές αναγνωρίζονταν ως νομικά πρόσωπα 58. Οι διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών και του νόμου 2345 «περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω Κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων» του Ιουλίου του 1920 καθόριζαν τα πεδία και όρια δράσης των μουσουλμανικών κοινοτήτων και σκιαγραφούσαν τη σημασία τους στο πλαίσιο των μουσουλμανικών κοινωνιών. Η λειτουργία και συντήρηση των μουσουλμανικών σχολείων, τα έξοδα των δασκάλων, των υπαλλήλων των μουφτειών, η σωστή διαχείριση των βακουφιών και γενικά των κοινοτικών εσόδων, η ίδρυση
58
Για το νομικό καθεστώς των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ελλάδα βλ. κεφ. «Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδας: α) οι διεθνείς συνθήκες, β) η νομική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος». Επίσης, A. Adiyeke, ό.π., σσ. 13-20, 33-46 και Κ. Τσιτσελίκης, «Μουσουλμανικές κοινότητες στην Ελλάδα πριν και μετά το 1923: Δικαιικές συνέχειες και ιδεολογικές ασυνέπειες», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 368387.
534
φιλανθρωπικών ιδρυμάτων ήταν μερικές μόνο από τις δραστηριότητες με τις οποίες επιφορτιζόταν η ηγεσία των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Μια πλήρη εικόνα του τρόπου λειτουργίας των μουσουλμανικών κοινοτήτων ως θεσμού συλλογικής οργάνωσης των μουσουλμάνων του ελληνικού κράτους παρέχει το προσωρινό
καταστατικό
της
μουσουλμανικής
κοινότητας
Θεσσαλονίκης
που
εντοπίστηκε στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών 59. Το παραπάνω έγγραφο φαίνεται ότι στάλθηκε το 1913 από τη Θεσσαλονίκη στο Κουμάνοβο ως παράδειγμα τρόπου οργάνωσης των μουσουλμανικών κοινοτήτων, εκεί περιήλθε στα χέρια των σερβικών αρχών και στη συνέχεια ενημερώθηκε και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Οι στόχοι της συγκρότησης της μουσουλμανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 του οργανισμού, ήταν η ευημερία της κοινότητας, η προάσπιση της μουσουλμανικής θρησκείας, η υλική και ηθική αρωγή των μουσουλμάνων σε περίπτωση ανάγκης, η προστασία τους έναντι της κρατικής εξουσίας, η προστασία των ορφανών, η διευκόλυνση της μετανάστευσης και η ενεργός συμμετοχή σε όλες τις κοινωνικές διαδικασίες. Το άρθρο 3 επισήμαινε ότι η μουσουλμανική κοινότητα δεν ασχολείται με την πολιτική. Ανάλογους στόχους έπρεπε να επιδιώκουν και οι μουσουλμανικές κοινότητες της Θράκης, σύμφωνα τουλάχιστον με το υπόμνημα των μουσουλμάνων
πληρεξουσίων
της
περιοχής
σχετικά
με
την
οργάνωση
των
μουσουλμανικών κοινοτήτων που υπέβαλαν στο γενικό διοικητή Θράκης στις αρχές του 1922 60. Σύμφωνα με το καταστατικό, τη διοίκηση της κοινότητας ασκούσαν δύο επιτροπές: η «κύρια» και η «διοικητική» επιτροπή. Η πρώτη, που αποτελούνταν από 30 μέλη και είχε πρόεδρο το μουφτή της Θεσσαλονίκης, επέλεγε τα μέλη της διοικητικής επιτροπής και ασκούσε τον έλεγχό της. Η κύρια επιτροπή συγκαλούνταν δύο φορές το μήνα, είχε στην αρμοδιότητά της την έγκριση του προϋπολογισμού και άλλων εξόδων 59
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 18, υποφ. 3, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Βελιγράδι 16/29 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 26280 όπου συνημμένο το καταστατικό της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης. 60 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 9, υποφ. 1, ο παρά τη Στρατιά Θράκης απεσπασμένος διερμηνεύς της Νομαρχίας Φλωρίνης Δ. Λουλούδης προς το ΙΙ Επιτελικό Γραφείο της Στρατιάς Θράκης, Αδριανούπολη 17/30 Ιανουαρίου 1922, όπου συνημμένο προσωρινό σημείωμα των μουσουλμάνων πληρεξουσίων Θράκης «περί διοργανώσεως μουσουλμανικών κοινοτήτων». Σύμφωνα με το άρθρο 11 του σημειώματος, στα καθήκοντα του συμβουλίου της κοινότητας εντάσσονται η περιφρούρηση των θεμελιωδών αρχών του Ισλάμ, των κοινωνικών και θρησκευτικών αρχών του ισλαμισμού, η επίβλεψη και διοίκηση των βακουφιών, των σχολών, η προστασία απόρων κ.λπ.
535
της κοινότητας, ασκούσε γνωμοδοτικό ρόλο όσον αφορά τις αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής και των διαφόρων υποεπιτροπών και απαντούσε σε ερωτήματα που ετίθεντο τουλάχιστον από τρία μέλη της επιτροπής. Οι αποφάσεις της κύριας επιτροπής δεν μπορούσαν να ληφθούν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών, ειδικότερα η έγκριση του προϋπολογισμού απαιτούσε πλειοψηφία δύο τρίτων, ενώ η αλλαγή του καταστατικού απόλυτη πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας η ψήφος του προέδρου υπερείχε. Η διοικητική επιτροπή αποτελούνταν από έναν πρόεδρο, οκτώ μέλη και έναν ταμία οι οποίοι εκλέγονταν με μυστική ψηφοφορία από την κύρια επιτροπή καθώς και ένα γραμματέα που διοριζόταν από το μουφτή. Οι αρμοδιότητες της διοικητικής επιτροπής επιμερίζονταν σε τρία
επταμελή τμήματα: α) το οικονομικό
τμήμα, β) το τμήμα εκπαίδευσης, ορφανών και βακουφιών και γ) το τμήμα νοσοκομείων, αρωγής απόρων και μετανάστευσης 61. Το οικονομικό τμήμα ήταν επιφορτισμένο με την εξέταση των οικονομικών υποθέσεων της κοινότητας, τη σύνταξη του προϋπολογισμού και την ενοικίαση των βακουφικών ακινήτων. Το δεύτερο τμήμα διαχειριζόταν τις υποθέσεις των ορφανών, διενεργούσε τον έλεγχο των λογιστικών των βακουφιών και φρόντιζε για την εκπαίδευση των μουσουλμάνων. Το τρίτο τμήμα φρόντιζε για την εγκατάσταση των προσφύγων και συνέδραμε απόρους και ανήμπορους. Την επίβλεψη των εργασιών των τμημάτων είχε η διευθυντική επιτροπή που συγκαλούνταν δύο φορές την εβδομάδα, η οποία αποτελούσε, παράλληλα, τον εκπρόσωπο της κοινότητας στις σχέσεις της με φορείς της ελληνικής διοίκησης. Η παραπάνω δομή δεν ίσχυε και για τις υπόλοιπες μουσουλμανικές κοινότητες της Ελλάδας, αφού η καθεμία διατηρούσε την ανεξαρτησία της. Στη μουσουλμανική κοινότητα Ιωαννίνων η διοικητική επιτροπή αποτελούνταν από επτά μέλη, οι αντίστοιχες της Δράμας και της Μυτιλήνης από έξι, της Ιεράπετρας από τέσσερα, στο Σούμποσκο (Αριδαία), σύμφωνα με τον υποδιοικητή Έδεσσας, την κοινότητα διοικούσε προεδρείο που αποτελούνταν από 25 μέλη, ενώ οι μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι της Θράκης πρότειναν τη σύσταση διοικητικών επιτροπών που θα αποτελούνταν από 12 μέλη στις έδρες των νομών, 10 στις έδρες των διοικήσεων και οκτώ στις έδρες των 61
Στη έρευνα της Adiyeke για τις μουσουλμανικές κοινότητες στην Ελλάδα δίνεται μια διαφορετική δομή της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με αυτήν, το διοικητικό συμβούλιο της κοινότητας αποτελούνταν από 12 και όχι 10 μέλη, ενώ υπήρχαν τέσσερις υποεπιτροπές: α) βακουφιών, β) ορφανών, γ) οικονομικών υποθέσεων και δ) γραμματειακών υποθέσεων, βλ. A. Adiyeke, ό.π., σσ. 51-52.
536
υποδιοικήσεων 62. Επιπλέον, κάθε κοινότητα καθόριζε ανάλογα με τις ανάγκες της τον αριθμό και τις αρμοδιότητες των υποεπιτροπών 63. Διαφορετικός ήταν και ο τρόπος εκλογής των μελών και του προέδρου της διοικητικής επιτροπής των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Στη Βέροια τα μέλη της επιτροπής εκλέγονταν από εκλέκτορες που ορίζονταν σε κάθε γειτονιά από τους ιμάμηδες και τα συμβούλια γερόντων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στη Δράμα, διορίζονταν απευθείας από τον πρόεδρο της μουσουλμανικής κοινότητας 64. Βέβαια, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι μουσουλμανικές κοινότητες τουλάχιστον της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων διορίστηκαν το 1913 από τις Γενικές Διοικήσεις Μακεδονίας και Ηπείρου ύστερα από σχετική συνεννόηση με τους κατά τόπους μουφτήδες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Καβάλα, διορίστηκαν από τις ελληνικές αρχές προσωρινές διαχειριστικές επιτροπές των μουσουλμανικών κοινοτήτων μέχρι να τεθεί σε ισχύ ο νόμος 2345 65. Την προεδρία των μουσουλμανικών κοινοτήτων ασκούσαν συνήθως οι μουφτήδες. Σύμφωνα με το καταστατικό της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο μουφτής, μάλιστα, όταν το 1923 ο Χαλίλ Χασάν (Halil Hasan) –πρώην επόπτης των μουσουλμανικών σχολών Σμύρνης κατά τη διάρκεια της ελληνικής διοίκησης– με αίτησή του προς τον Έλληνα πρωθυπουργό ζητούσε το διορισμό του ως προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης, ο μουφτής της πόλης απάντησε ότι το καταστατικό της κοινότητας προέβλεπε πως νόμιμος πρόεδρος αυτής είναι ο μουφτής, κάτι που ίσχυε αδιαλείπτως από το 1913 και εξής, ενώ σημείωνε ότι γενικά οι πρόεδροι
62
A. Adiyeke, ό.π., σ. 52. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 184, υποφ. 2, όπου η απόφαση υπ’ αριθ. 2908 της Γενικής Διοίκησης Ηπείρου για διορισμό επιτροπής της μουσουλμανικής κοινότητας, Ιωάννινα 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1913. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), η μουσουλμανική κοινότητα Μυτιλήνης προς το γενικό διοικητή Μυτιλήνης, Μυτιλήνη 7/20 Μαρτίου 1919, αρ. πρ. 8 όπου έγγραφο της κοινότητας με τις υπογραφές του προέδρου και των μελών. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 313, τηλεγράφημα της μουσουλμανικής κοινότητας Ιεράπετρας προς τον πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, Ιεράπετρα 25 Μαΐου/7 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 5317. ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 17, υποδιοικητής Έδεσσας προς νομάρχη Θεσσαλονίκης, έκθεση για την κατάσταση της υποδιοίκησης, Έδεσσα Δεκέμβριος 1914. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 9, υποφ. 1, ο παρά τη Στρατιά Θράκης απεσπασμένος διερμηνεύς της Νομαρχίας Φλωρίνης Δ. Λουλούδης προς το ΙΙ Επιτελικό Γραφείο της Στρατιάς Θράκης, Αδριανούπολη 17/30 Ιανουαρίου 1922, όπου συνημμένο προσωρινό σημείωμα των μουσουλμάνων πληρεξουσίων Θράκης «περί διοργανώσεως μουσουλμανικών κοινοτήτων». 63 A. Adiyeke, ό.π., σ. 53. 64 Melike Kara, Girit Kandiye’de Mϋslϋman Cemaati 1913-1923(Η μουσουλμανική κοινότητα του Ηρακλείου Κρήτης), Ιστανμπούλ 2006, σ. 45 και A. Adiyeke, ό.π., σ. 53. 65 βλ. κεφ. «Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδας: α) οι διεθνείς συνθήκες, β) η νομική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος».
537
των κοινοτήτων πρέπει να έχουν προσόντα μουφτήδων 66. Εκτός από τη Θεσσαλονίκη, ο μουφτής ασκούσε την προεδρία της μουσουλμανικής κοινότητας στη Βέροια, στα Ιωάννινα, στην Πρέβεζα, στο Ηράκλειο, στη Ραιδεστό και στη Μυτιλήνη, ενώ δεν ίσχυε το ίδιο για τις μουσουλμανικές κοινότητες Χανίων, Δράμας, Κομοτηνής και Αδριανούπολης 67. Στην περίπτωση που ο πρόεδρος της κοινότητας δεν ήταν μουφτής, εκλεγόταν είτε από τα μέλη της διοικητικής επιτροπής είτε, όπως στην περίπτωση της Ξάνθης, από συνέλευση προκρίτων, επαγγελματιών και αντιπροσώπων συνοικιών 68. Τα όργανα της κοινότητας συγκαλούνταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όπως οριζόταν από το καταστατικό. Στη Θεσσαλονίκη, όπως προαναφέρθηκε, η διοικητική επιτροπή συνερχόταν δύο φορές την εβδομάδα, όπως και αυτή της Αδριανούπολης, ενώ η αντίστοιχη της Βέροιας μία φορά 69. Σε περίπτωση που ένα πολύ σοβαρό ζήτημα απασχολούσε τη μουσουλμανική κοινότητα, τότε συγκαλούνταν έκτακτη συνέλευση των κοινοτικών οργάνων, όπως στα Χανιά, όπου ο πρόεδρος της κοινότητας ανακοίνωσε σε έκτακτη συνέλευση της μουσουλμανικής δημογεροντίας την απάντηση του Ελευθέριου Βενιζέλου στο αίτημα για την επιστροφή τεμένων στη δικαιοδοσία της μουσουλμανικής κοινότητας 70. Η δικαιοδοσία των μουσουλμανικών κοινοτήτων δεν περιοριζόταν μόνο 66
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 631, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Χαλίλ Χασάν, Αθήνα 10 Δεκεμβρίου 1923, αρ. πρ. 7961 όπου συνημμένη η αίτηση του Χαλίλ Χασάν και η απάντηση του μουφτή Θεσσαλονίκης. Νωρίτερα, το 1918, ο Αλή Σαμή Μπέη είχε ζητήσε από την Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης το διορισμό του ως επιθεωρητή της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης, αλλά δεν είναι γνωστό αν τελικά έγινε ο διορισμός, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Ανώτατης Διεύθυνσης Δημόσιας Εκπαίδευσης Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, φ. 1, Αλή Σαμή Μπέη προς υπουργείο Θρησκευμάτων, Θεσσαλονίκη 2/15 Δεκεμβρίου 1916. 67 A. Adiyeke, ό.π., σ. 53. Melike Kara, ό.π., σ. 47. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), η μουσουλμανική κοινότητα Μυτιλήνης προς το γενικό διοικητή Μυτιλήνης, Μυτιλήνη 7/20 Μαρτίου 1919, αρ. πρ. 8 όπου υπογραφή του προέδρου της κοινότητας που είναι παράλληλα και μουφτής. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 631, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Χαλίλ Χασάν, Αθήνα 10 Δεκεμβρίου 1923, αρ. πρ. 7961 όπου στην απάντηση του μουφτή Θεσσαλονίκης σημειώνεται ότι στην Κομοτηνή μουφτής και πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, γεγονός που αποδιδόταν στην προσπάθεια της τουρκικής προπαγάνδας να μειωθεί η ισχύς των μουφτήδων που ήταν πάντα πιστοί στην ελληνική κυβέρνηση. Εταιρεία Κυριέρης-Γιαννόπουλος και σία, Ελληνικός Οδηγός, Αθήναι 1921, όπου πληροφορίες για την οργάνωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων Αδριανούπολης και Ραιδεστού. 68 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1920, φ. 154.1, Χ. Βαμβακάς προς Κεντρική Υπηρεσία, Ξάνθη 5/18 Μαρτίου 1920, αρ. τηλ. 1492 όπου αναφέρεται ότι συνέλευση 250 ατόμων εξέλεξε πρόεδρο της μουσουλμανικής κοινότητας τον Χουσεΐν Εφέντη. 69 A. Adiyeke, ό.π., σ. 53 και Εταιρεία Κυριέρης-Γιαννόπουλος και σία, ό.π., σ. 28 όπου πληροφορίες για τη λειτουργία της μουσουλμανικής κοινότητας Αδριανούπολης. 70 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 322, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, Αθήνα 3/16 Ιουνίου 1920, αρ. πρ. 5516 όπου συνημμένη ευχαριστήρια επιστολή του προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
538
στις πόλεις όπου έδρευαν, αλλά επεκτεινόταν και στους μουσουλμανικούς οικισμούς των περιφερειών τους. Σύμφωνα, λοιπόν με το πρώτο άρθρο του καταστατικού της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης, η δικαιοδοσία της εκτεινόταν στην πόλη και στα περίχωρά της 71. Στην Κρήτη, ο Χουσεΐν Μπαλτζάκης υπέγραφε ως πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων και Σφακίων 72. Αν και κάθε μουσουλμανική κοινότητα λειτουργούσε ανεξάρτητα από τις άλλες, υπήρχε μεταξύ τους μια ιεραρχική οργάνωση. Για παράδειγμα, η Θεσσαλονίκη είχε μια εξέχουσα θέση και λειτουργούσε ως το κέντρο για τις υπόλοιπες μουσουλμανικές κοινότητες της Μακεδονίας, ενώ στην Κρήτη τον ίδιο ρόλο είχε η κοινότητα των Χανίων 73. Τα μέλη των οργάνων της μουσουλμανικής κοινότητας δεν λάμβαναν μισθό, εκτός από τον πρόεδρο στον όποιο χορηγούνταν από το ταμείο της κοινότητας ένα είδος επιδόματος που ονομαζόταν «şerefiye». Ωστόσο, από το κοινοτικό ταμείο πληρώνονταν τα έξοδα του προέδρου και των μελών της διοικητικής επιτροπής που σχετίζονταν με υποθέσεις
της
κοινότητας,
όπως,
για
παράδειγμα,
στην
αντιπροσωπεία
της
μουσουλμανικής κοινότητας Ηρακλείου που συμμετείχε στον εορτασμό της επετείου της ελληνικής ανεξαρτησίας καταβλήθηκε το ποσό των 65 δραχμών για οδοιπορικά έξοδα 74. Από την άλλη, η μουσουλμανική κοινότητα κατέβαλλε μισθούς στο προσωπικό εκείνο που ήταν απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία της, όπως γραμματείς, λογιστές, κλητήρες, μεταφραστές και νομικούς συμβούλους 75.
71
ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 18, υποφ. 3, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Βελιγράδι 16/29 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 26280 όπου συνημμένο το καταστατικό της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης. 72 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 294, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Γενική Διοίκηση Κρήτης, Αθήνα 9/22 Σεπτεμβρίου 1920, αρ. πρ. 8055 όπου συνημμένη επιστολή του προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων προς τον Ελ. Βενιζέλο. 73 A. Adiyeke, ό.π., σ. 51. 74 A. Adiyeke, ό.π., σσ. 53,73 και Melike Kara, ό.π., σ. 47. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Βέροιας λάμβανε το 1923 μηνιαίο μισθό 500 δραχμών. 75 A. Adiyeke, ό.π., σσ. 53-55 και Melike Kara, ό.π., σσ. 48-50. Συνήθως μεταφραστές και νομικοί σύμβουλοι της κοινότητας ήταν Έλληνες, για παράδειγμα, η μουσουλμανική κοινότητα Ηρακλείου μέχρι το 1918 προσλάμβανε Έλληνες δικηγόρους, ενώ για πρώτη φορά το 1918 προσλήφθηκε μουσουλμάνος δικηγόρος. Αλλά και στη Βέροια το 1914 προσλήφθηκε Έλληνας δικηγόρος για τη νομική εκπροσώπηση της κοινότητας.
539
Τομείς δράσης της μουσουλμανικής κοινότητας Τα νομικά κείμενα, οι στόχοι που καθορίζονταν στα καταστατικά και η οργανωτική δομή των μουσουλμανικών κοινοτήτων παρέχουν ήδη μια πρώτη εικόνα για τους τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνταν τα συλλογικά αυτά όργανα των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Η διατήρηση της μουσουλμανικής θρησκευτικής συνείδησης μέσα από την προάσπιση του ισλαμικού δόγματος και των αξιών που αυτό επιβάλλει στον κοινωνικό βίο των πιστών του, η φροντίδα για την εκπαίδευση των μουσουλμάνων, η στήριξη άπορων και ανήμπορων μελών της κοινότητας και η προστασία της κοινοτικής περιουσίας και των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων ήταν από τα βασικά καθήκοντα των μουσουλμανικών κοινοτήτων των Νέων Χωρών. Στα
θρησκευτικά
καθήκοντα
της
μουσουλμανικής
κοινότητας
συμπεριλαμβάνονταν η φροντίδα και η συντήρηση τζαμιών, τεκέδων, νεκροταφείων και άλλων τόπων λατρείας της ισλαμικής θρησκείας. Παράλληλα, η κοινότητα ήταν υπεύθυνη για το διορισμό και τη μισθοδοσία των θρησκευτικών λειτουργών –πλην των μουφτήδων– και για τη διοργάνωση θρησκευτικών γιορτών, όπως το Ραμαζάνι και το Μπαϊράμι. Έτσι, η μουσουλμανική κοινότητα Ηρακλείου ξόδεψε το 1919 για τη συντήρηση και τη φροντίδα τζαμιών και νεκροταφείων 3.557 δραχμές 76. Στην κοινωνική τους δράση οι μουσουλμανικές κοινότητες φρόντιζαν να συνδράμουν κυρίως οικονομικά τα φτωχότερα μέλη της κοινότητας. Άπορες οικογένειες, χήρες, ορφανά, ανήμποροι, ασθενείς, πρόσφυγες και αιχμάλωτοι λάμβαναν από το κοινοτικό ταμείο διάφορα επιδόματα και οικονομικά βοηθήματα κατα τη διάρκεια των θρησκευτικών εορτών, χρήματα για έξοδα κηδειών, νοσήλια, εισιτήρια κ.λπ. Στη Βέροια η μουσουλμανική κοινότητα της πόλης αποφάσισε να χορηγήσει εν όψει της γιορτής του Ραμαζανιού ένα χρηματικό βοήθημα δέκα δραχμών σε καθεμιά από τις 304 άπορες μουσουλμανικές οικογένειες. Στην ίδια κοινότητα τα έξοδα για την αγορά φαρμάκων ώστε να αντιμετωπιστεί μια επιδημία ευλογιάς καλύφθηκαν από το κοινοτικό ταμείο, ενώ στο Ηράκλειο το 1918 η μουσουλμανική κοινότητα αποφάσισε να χορηγήσει το ποσό των 1.000 δραχμών σε οικογένειες που χτυπήθηκαν από έναν λοιμό που ενέσκηψε
76
A. Adiyeke, ό.π., σσ. 55-56 και Melike Kara, ό.π., σσ. 50-53.
540
στην πόλη 77. Στα Ιωάννινα, από την άλλη, μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας κατηγορούσαν τους μουτεβέληδες των βακουφιών ότι καρπώνονταν τα έσοδα που προορίζονταν για την προικοδότηση των απόρων κοριτσιών 78. Οι μουσουλμανικές κοινότητες συντηρούσαν επίσης ιατρεία για την περίθαλψη των απόρων, όπως η κοινότητα των Χανίων που σύμφωνα με τηλεγράφημά της στη Γενική Διοίκηση Κρήτης τον Ιούνιο του 1923 διατηρούσε ένα τέτοιο ιατρείο, το οποίο όμως αναγκάστησε να κλείσει ελλείψει πόρων 79. Οι επιτροπές της μουσουλμανικής κοινότητας, όπως το τμήμα εκπαίδευσης,
ορφανών
και
βακουφιών
της
μουσουλμανικής
κοινότητας
της
Θεσσαλονίκης, επωμίζονταν, επίσης, το καθήκον της προστασίας των ορφανών και του ελέγχου της σωστής διαχείρισης των περιουσιών τους από τους διορισμένους κηδεμόνες τους 80. Οι μουσουλμανικές κοινότητες την περίοδο 1913-1923 είχαν να αντιμετωπίσουν και το οξύ κοινωνικό πρόβλημα που συνιστούσε η συγκέντρωση χιλιάδων μουσουλμάνων στα αστικά κέντρα που ήταν το αποτέλεσμα των μεταναστευτικών ρευμάτων και των πολεμικών συγκρούσεων της περιόδου. Πολλοί από αυτούς τους μουσουλμάνους μετανάστες ή πρόσφυγες είτε δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Οθωμανική Αυτοκρατία είτε δυσκολεύονταν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, αφού αναζητώντας ασφάλεια στις πόλεις είχαν εγκαταλείψει τις περιουσίες τους στην ύπαιθρο. Στους πληθυσμούς αυτούς προσετίθεντο και οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι και εξόριστοι από την Ανατολία και τη Θράκη που είχαν μεταφερθεί από τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές σε περιοχές της Μακεδονίας και κυρίως της Κρήτης. Οι μουσουλμανικές κοινότητες, ανάλογα και με τις δυνατότητες του προϋπολογισμού τους, προσπαθούσαν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες των παραπάνω πληθυσμιακών ομάδων. Στη Θεσσαλονίκη η μουσουλμανική κοινότητα παρείχε στους 77
A. Adiyeke, ό.π., σσ. 56-58 και Melike Kara, ό.π., σσ. 53-55. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 41, υποφ. 2, αίτηση μελών της μουσουλμανικής κοινότητας Ιωαννίνων προς τον αντιπρόσωπο της κυβέρνησης, Ιωάννινα 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου 1917. 79 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, μουσουλμανική δημογεροντία Χανίων προς Γενική Διοίκηση Κρήτης, Χανιά 29 Ιουνίου 1923, αρ. πρ. 55. Στη λειτουργία ιατρείου απόρων αναφέρεται και ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων σημειώνοντας ότι το βακουφικό κτήριο που βρισκόταν δίπλα στο τζαμί της συνοικίας της Σπλάντζιας απαλλοτριώθηκε παράνομα από τη χριστιανική κοινότητα Χανίων, βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 294, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Γενική Διοίκηση Κρήτης, Αθήνα 9/22 Σεπτεμβρίου 1920, αρ. πρ. 8055 όπου συνημμένη επιστολή του προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η επιστολή παρατίθεται αυτούσια στο παράρτημα του κεφαλαίου. 80 A. Adiyeke, ό.π., σ. 58 και Melike Kara, ό.π., σ. 54. 78
541
μουσουλμάνους που κατέφυγαν στην πόλη την περίοδο 1913-1914 ψωμί σε καθημερινή βάση, υποδήματα στις γυναίκες και τα παιδιά των προσφύγων και διέθετε δωρεάν ή σε μειωμένη τιμή εισιτήρια σε όσους μετανάστευαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 81. Αλλά και οι μουσουλμανικές κοινότητες Έδεσσας, Δράμας και Ηρακλείου κατέβαλαν προσπάθειες να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες στέγασης, σίτισης και ένδυσης των μουσουλμανικών πληθυσμών της υπαίθρου που κατέφυγαν στις πόλεις την περίοδο 1922-1923 εξαιτίας του κλίματος ανασφάλειας που κυριαρχούσε στις αγροτικές περιοχές 82. Ανάλογη βοήθεια παρεχόταν σε αιχμαλώτους και εξορίστους από την Ανατολία και τη Θράκη, όπως αυτή που παρείχε η μουσουλμανική κοινότητα Χανίων το 1921 διανέμοντας τα δέρματα των ζώων που θυσιάστηκαν στο Κουρμπάν-Μπαϊράμ 83. Αλλά και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της Ανταλλαγής Πληθυσμών, οι μουσουλμανικές κοινότητες της Ελλάδας μερίμνησαν ώστε να καλυφθούν από το κοινοτικό ταμείο τα έξοδα του ταξιδιού για τα ορφανά και τις άπορες οικογένειες 84. Η
αρωγή
της
μουσουλμανικής
κοινότητας
παρεχόταν
ακόμη
στις
μουσουλμανικές εφημερίδες που εκδίδονταν στην Ελλάδα την περίοδο 1912-1923, αφού αυτές έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της θρησκευτικής και συλλογικής ταυτότητας των μουσουλμάνων και συνέβαλλαν στην ενδυνάμωση της συλλογικής συνείδησης της κοινότητας. Στο πλαίσιο αυτό μουσουλμανικές κοινότητες της Μακεδονίας, όπως αυτή της Έδεσσας, ανέλαβαν να προσελκύσουν συνδρομητές για την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Hakikat 85. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια σύντομη αναφορά στο μουσουλμανικό Τύπο των Νέων Χωρών την περίοδο την οποία πραγματεύεται η παρούσα μελέτη. Από τους Βαλκανικούς Πολέμους λοιπόν μέχρι την οριστική μετανάστευση των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων κυκλοφορούσαν 14 εφημερίδες και δύο μουσουλμανικά περιοδικά. Δέκα εφημερίδες καθώς και τα δύο
81
Βλ. κεφ. «Τα μεταναστευτικά ρεύματα των μουσουλμανικών πληθυσμών» και F.O. 371/1994, προξενείο Μ. Βρετανίας προς Foreign Office, Θεσσαλονίκη 14 Φεβρουαρίου 1914, αρ. πρ. 8949, B. Destani (επιμ.), Ethnic Minorities in the Balkan States 1860-1971, vol. 2 1888-1914, Archive editions, Λονδίνο 2003, αριθ. εγγρ. 124, σσ. 531-536 όπου συνημμένη δημοσιευμένη έκκληση του μουφτή Θεσσαλονίκης στην εφημερίδα Yeni Asir προς τους μουσουλμάνους της πόλης να συνδράμουν στην προσπάθεια της κοινότητας να εξασφαλίσει υποδήματα στους πρόσφυγες με το να παραδώσουν στην κοινοτική επιτροπή τα δέρματα των ζώων που θυσιάστηκαν στη γιορτή του Κουρμπάν-Μπαϊράμ. 82 A. Adiyeke, ό.π., σσ. 58-59 και Melike Kara, ό.π., σ. 55. 83 A. Adiyeke, ό.π., σ. 59. 84 Αυτ. σ. 77. 85 Αυτ. σ. 60.
542
περιοδικά εκδίδονταν στη Θεσσαλονίκη, ενώ δύο εκδίδονταν στα Χανιά, μία στη Μυτιλήνη και μία στην Ξάνθη. Επτά από τις εφημερίδες είχαν καθημερινή κυκλοφορία, τρεις ήταν εβδομαδιαίες και μία τυπωνόταν τρεις φορές την εβδομάδα. Πιο συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη εκδίδονταν οι κάτωθι εφημερίδες: Balkanlar, Beyan et Halk, Hakikat, Havadis, Imdat, Istikbal, Mucahede, Selabet, Yeni Asir, Yeni Ziya. Στις μουσουλμανικές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να προστεθεί η γαλλόφωνη Le Droit που εκδόθηκε το 1915 από τον Αλή Σαμή Βέη, η οποία επανεκδόθηκε το 1924 με τον τίτλο Δίκαιον. Στη Θεσσαλονίκη, επίσης, εκδίδονταν τα περιοδικά Islam Mecmuasi και Nefir. Στην Ξάνθη εκδιδόταν η εφημερίδα Zaman, στη Μυτιλήνη η Midilli και στα Χανιά η Istikbal και η Selâmet 86. Οι μουσουλμανικές εφημερίδες κυκλοφορούσαν εκτός από την πόλη που εκδίδονταν και σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, για παράδειγμα, μόλις αναφέρθηκε ότι η Hakikat που εκδιδόταν στη Θεσσαλονίκη είχε συνδρομητές και στην Έδεσσα, ενώ Yeni Asir, Yeni Ziya και Selabet κυκλοφορούσαν και στη Θράκη 87. Οι μουσουλμανικές κοινότητες ήταν, επίσης, υπεύθυνες για την εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων, όπως, άλλωστε, επισημάνθηκε σε σχετικό κεφάλαιο. Οι υποεπιτροπές εκπαίδευσης που λειτουργούσαν στις περισσότερες μουσουλμανικές κοινότητες επέλεγαν και μισθοδοτούσαν τους δασκάλους των σχολείων, φρόντιζαν για τη συντήρηση, την υγιεινή και την καθαριότητα των σχολείων, για την προμήθεια 86
Αναλυτικά για τις μουσουλμανικές εφημερίδες στην Ελλάδα την περίοδο 1912-1923 βλ. P. Konortas, «La presse d’expression Turque des musulmanes de Grèce pendant la periode post-ottomane», Turcica, 17(1985), 245-278. Στις παραπάνω εφημερίδες θα πρέπει να προστεθούν και οι Teemin και Ahali που εκδίδονταν την περίοδο 1920-1922 στην Αδριανούπολη. Στο άρθρο του Κονόρτα, που είναι και η βασική μελέτη για το μουσουλμανικό Τύπο στην Ελλάδα την περίοδο 1912-1923, αναφέρεται η ύπαρξη μιας μόνο μουσουλμανικής εφημερίδας στα Χανιά και συγκεκριμένα της Istikbal. Σε έγγραφο όμως της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης προς το υπουργείο Εξωτερικών με συνημμένες μεταφράσεις μουσουλμανικών εφημερίδων της Θεσσαλονίκης και των Χανίων παρατίθεται και άρθρο της Σελεμάτ Χανίων που δημοσιεύτηκε στο φύλλο υπ’ αρ. 70 στις 21 Φεβρουαρίου 1338, βλ. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1921, φ. 20, υποφ. 3, Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης προς υπουργείο Εξωτερικών-Τμήμα Τύπου, Σμύρνη 17/20 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 767 όπου συνημμένες μεταφράσεις άρθρων των Yeni Asir, Yeni Ziya και Selâmet Χανίων. Αναφορά στην άνθιση του μουσουλμανικού Τύπου της Θεσσαλονίκης μετά την ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920 και στην έκδοση του σατιρικού και γελοιογραφικού περιοδικού Nefir γίνεται και στις αναμνήσεις του Τεσάλ, Reşat Tesal, Selâniκ’ten Istanbul’a. Bir Ömrün Hikâyesi, Ιστανμπούλ 1998, σ. 49. Για τις μουσουλμανικές εφημερίδες που εκδίδονταν στην Κρήτη, την Ήπειρο και τη Θεσσαλονίκη πριν από το 1912 βλ. A. Popovic, L'Islam Balkanique. Les musulmans du sud-est europeen dans la periode postottomane, Βερολίνο 1986, σσ. 132-133, 136 και 139. Βλ. και παράρτημα κεφαλαίου όπου παρατίθεται πρωτοσέλιδο της Yeni Asir. 87 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 701, Στρατιά Θράκης, ΙΙ Επιτελικό Γραφείο προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Αδριανούπολη 13/26 Απριλίου 1922, αρ. πρ. 1156 όπου αναφέρεται στην απαγόρευση κυκλοφορίας στη Θράκη των εφημερίδων Yeni Ziya και Selabet, ενώ σύμφωνα με τη συνημμένη αίτηση του διευθυντή της εφημερίδας Yeni Ziya στη Θράκη εξακολουθεί να κυκλοφορεί η εφημερίδα Yeni Asir.
543
σχολικών βιβλίων, αξιολογούσαν την εργασία των εκπαιδευτικών και είχαν το δικαίωμα να τους απολύσουν, ενώ ήλεγχαν και το κατά πόσο οι μαθητές παρακολουθούσαν τα μαθήματα του σχολείου. Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κοινότητας χορηγούνταν και υποτροφίες σε μαθητές για να συνεχίσουν τις σπουδές σε σχολεία ανώτερης βαθμίδας που βρίσκονταν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας ή και εκτός συνόρων, όπως η μουσουλμανική κοινότητα Ηρακλείου που κάλυψε μέρος των δαπανών της φοίτησης μουσουλμάνου της πόλης σε ανώτατη σχολή της Κωνσταντινούπολης 88. Τα έξοδα που αφορούσαν την εκπαίδευση αποροφούσαν ένα σημαντικό ποσοστό του κοινοτικού προϋπολογισμού, για παράδειγμα, η μουσουλμανική κοινότητα Βέροιας ξόδεψε το 1913 50.029 δραχμές για τους μισθούς των δασκάλων και τη συντήρηση των τεσσάρων κοινοτικών σχολείων, ενώ η αντίστοιχη κοινότητα Μολύβου 27.040 δραχμές 89. Εφόσον οι οικονομικές δυνατότητες των μουσουλμανικών κοινοτήτων δεν επέτρεπαν την κάλυψη όλων των εξόδων που αφορούσαν την εκπαίδευση, αυτά καλύπτονταν με την επιβολή διδάκτρων, τη διενέργεια εράνων και την κατάθεση εισφορών από τα μέλη της κοινότητας 90. Από τα σημαντικότερα καθήκοντα των μουσουλμανικών κοινοτήτων, όπως αυτά προσδιορίζονταν από το άρθρο 12 της Σύμβασης των Αθηνών, ήταν η διοίκηση των βακουφικών περιουσιών 91. Οι διοικητικές επιτροπές των κοινοτήτων και συνήθως η αρμόδια υποεπιτροπή δεν άσκουσαν άμεσα τη διοίκηση των βακουφιών, αλλά λειτουργούσαν ως ελεγκτικός μηχανισμός των μουτεβέληδων και άλλων διαχειριστών των βακουφικών περιουσιών, τα δικαιώματα των οποίων αναγνωρίζονταν από τη Σύμβαση των Αθηνών. Οι μουτεβέληδες παρέδιδαν τα έσοδα των βακουφιών στο 88
A. Adiyeke, ό.π., σσ. 60-65 και Melike Kara, ό.π., σσ. 55-58. Βλ. επίσης κεφ. «Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων στο πλαίσιο των αντιλήψεων και των πρακτικών της ελληνικής διοίκησης» όπου διάφορα παραδείγματα εξόδων της κοινότητας για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και αποφάσεις διορισμού και απόλυσης δασκάλων. 89 Βλ. κεφ. «Η εκπαίδευση των μουσουλμάνων στο πλαίσιο των αντιλήψεων και των πρακτικών της ελληνικής διοίκησης». 90 A. Adiyeke, ό.π., σσ. 61-63, για παράδειγμα η μουσουλμανική κοινότητα Βέροιας αποφάσισε το 1916 την επιβολή διδάκτρων στις οικογένειες των μαθητών ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια της καθεμιάς. Το 1923 οι μουσουλμάνοι υποστήριξαν την πρωτοβουλία της εφημερίδας Hakikat για την ανέγερση σχολείων συγκεντρώνοντας χρηματικά ποσά. 91 Βλ. κεφ. «Το νομικό καθεστώς των μουσουλμάνων της Ελλάδας: α) οι διεθνείς συνθήκες, β) η νομική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος». Η αρμοδιότητα αυτή των κοινοτήτων επιβεβαιώθηκε και με τις διατάξεις του νόμου 2345 του Ιουλίου του 1920, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας και των βακουφιών της κατηγορίας σχολικών περιουσιών διοριζόταν διαχειριστική επιτροπή από μέλη της κοινότητας.
544
κοινοτικό ταμείο από το οποίο και μισθοδοτούνταν, ενώ από την ίδια πηγή καλύπτονταν και τα έξοδα συντήρησης και επισκευής των βακουφιών 92. Σκοπός του ελέγχου που ασκούνταν τόσο από τις επιτροπές της κοινότητας όσο και από το μουφτή ήταν να αποτρέψουν τις οικονομικές καταχρήσεις από την πλευρά των μουτεβέληδων, κάτι που δεν ήταν σπάνιο. Έτσι, το 1919 η μουσουλμανική κοινότητα Μυτιλήνης κατηγορούσε το διαχειριστή των βακουφικών κτημάτων της ότι δεν είχε δώσει λόγο για τα πεπραγμένα του και ότι δεν κατέθεσε στο κοινοτικό ταμείο το χρηματικό ποσό από τη διαχείριση των βακουφιών γιατί ήθελε να καλύψει οικονομικές ατασθαλίες 93. Όλες οι αρμοδιότητες της μουσουλμανικής κοινότητας για να υλοποιηθούν προϋπέθεταν και σημαντικές δαπάνες. Σε αυτές προσετίθεντο, εκτός από εκείνες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η φορολογία των βακουφικών περιουσιών και των άλλων κοινοτικών εσόδων καθώς και διάφορα λειτουργικά έξοδα των κοινοτικών οργάνων, όπως έξοδα αλληλογραφίας, γραφικής ύλης, φωτισμού κ.λπ 94. Το κοινοτικό ταμείο κάλυπτε τις παραπάνω ανάγκες έχοντας έσοδα: α) τα ενοίκια και τις πωλήσεις των βακουφικών κτημάτων, β) τις δωρεές και κληρονομιές, γ) τα έσοδα του θρησκευτικού δικαστηρίου, δ) τα δέρματα από τα σφάγια στις θυσίες, ε) την πώληση κινητής περιουσίας 95. Βέβαια η βασικότερη πηγή εσόδων ήταν η διαχείριση των βακουφικών κτημάτων τα οποία μπορεί να ήταν χωράφια, οικόπεδα, μαγαζιά, σπίτια, βοσκότοποι, δικαιώματα χρήσης επί πηγών, δασών κ.λπ. Για παράδειγμα, η μουσουλμανική κοινότητα Ηρακλείου λάμβανε κάθε χρόνο από την ενοικίαση τεσσάρων μαγαζιών στο κέντρο της πόλης μέχρι το 1915 –οπότε και απαλλοτριώθηκαν από το Δήμο Ηρακλείου– εισοδήματα ύψους 2.500 δραχμών 96. Ωστόσο, πολλές φορές οι μουσουλμανικές 92
A. Adiyeke, ό.π., σσ. 65-67. ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, φ. Α/5(10α), μουσουλμανική κοινότητα Μυτιλήνης προς γενικό διοικητή Μυτιλήνης, Μυτιλήνη 7/20 Μαρτίου 1919, αρ. πρ. 8. Βλ. επίσης A. Adiyeke, ό.π., σσ. 67-68 όπου ανάλογες περιπτώσεις στη μουσουλμανική κοινότητα Βέροιας. 94 Melike Kara, ό.π., σσ. 58 και 62. Η μουσουλμανική κοινότητα Ηρακλείου, για παράδειγμα, πλήρωσε το οικονομικό έτος 1918-1919 1.626 δραχμές φόρο για τη βακουφική περιουσία της. 95 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 18, υποφ. 3, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Βελιγράδι 16/29 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 26280 όπου συνημμένο το καταστατικό της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης. Βλ. επίσης Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φ. 9, υποφ. 1, ο παρά τη Στρατιά Θράκης απεσπασμένος διερμηνεύς της Νομαρχίας Φλωρίνης Δ. Λουλούδης προς το ΙΙ Επιτελικό Γραφείο της Στρατιάς Θράκης, Αδριανούπολη 17/30 Ιανουαρίου 1922, όπου συνημμένο προσωρινό σημείωμα των μουσουλμάνων πληρεξουσίων Θράκης «περί διοργανώσεως μουσουλμανικών κοινοτήτων». Πρβλ. A. Adiyeke, ό.π., σσ. 72-74 και Melike Kara, ό.π., σσ. 59-60. 96 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 294, μουσουλμανική δημογεροντία Ηρακλείου προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Ηράκλειο 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 93
545
κοινότητες έρχονταν αντιμέτωπες με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς και οικονομικά αδιέξοδα. Η οικονομική κατάστασή τους συνεχώς επιδεινωνόταν μετά το 1913 εξαιτίας των καταπατήσεων ή αμφισβητήσεων βακουφικών κτημάτων από ιδιώτες και Δημόσιο, της επίταξης χωρίς επαρκή αποζημίωση κτηρίων της μουσουλμανικής κοινότητας και επηρεαζόταν βέβαια από τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία και τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις που προκάλεσε η συνεχής πολεμική ετοιμότητα του ελληνικού κράτους μέχρι το 1923. Έτσι, το Δεκέμβριο του 1919 η μουσουλμανική κοινότητα Δράμας με αίτησή της προς το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού ζητούσε την επιστροφή βακουφικών κτημάτων που είχε καταλάβει το Δημόσιο 97. Ανάλογο αίτημα διατύπωσε δύο χρόνια αργότερα και η σχολική επιτροπή της μουσουλμανικής κοινότητας Καϊλαρίων ζητώντας την απόδοση σχολικής βακουφικής περιουσίας 98. Αλλά και ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων σε επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο έθετε τα ζητήματα της επιστροφής τζαμιών και βακουφικών κτηρίων στη συνοικία της Σπλάντζιας που είχαν καταληφθεί από τη χριστιανική κοινότητα καθώς και της αποζημίωσης της κοινότητας για την επικείμενη απαλλοτρίωση του μουσουλμανικού νεκροταφείου 99. Στο Ηράκλειο η μουσουλμανική κοινότητα διαμαρτυρόταν με επιστολή της προς τον Έλληνα πρωθυπουργό για τη μη επαρκή αποζημίωσή της για τις ζημιές, απαλλοτριώσεις και επιτάξεις τζαμιών και βακουφιών που έγιναν μετά το 1915 100. Στην Ήπειρο, ο μουφτής Φιλιατών κατέκρινε την ελληνική κυβέρνηση ότι με το νέο νόμο περί ενοικιοστασίου οδηγούσε σε οικονομική καταστροφή τη μουσουλμανική κοινότητα, αφού τα μοναδικά της έσοδα ήταν η ενοικίαση λιβαδιών 101. Στην Πρέβεζα ο μουφτής και πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας διαμαρτυρόταν για την καταπάτηση 184/112. Τα εισοδήματα αυτά υπολογίζονταν για το 1920 σε 10.000 δραχμές εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης των ενοικίων. 97 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 287, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Γενική Διοίκηση Ανατολικής Μακεδονίας, Αθήνα 10/23 Δεκεμβρίου 1919, αρ. πρ. 9432. 98 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 690, Μουσουλμανική Σχολική Επιτροπή Καϊλαρίων προς Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού, Καϊλάρια 22 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1921, αρ. πρ. 2. 99 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 294, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς Γενική Διοίκηση Κρήτης, Αθήνα 9/22 Σεπτεμβρίου 1920, αρ. πρ. 8055 όπου συνημμένη επιστολή του προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων προς τον Ελ. Βενιζέλο. 100 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 294, μουσουλμανική δημογεροντία Ηρακλείου προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης, Ηράκλειο 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου 1920, αρ. πρ. 184/112. Για παράδειγμα, για την απαλλοτρίωση του τζαμιού Ζουλφικιάρ Αλή Πασά, τριών παρακείμενων βακουφικών μαγαζιών και δύο οικιών ο πρόεδρος Πρωτοδικών Ηρακλείου επιδίκασε αποζημίωση 10.000 δραχμών η οποία, σύμφωνα με την κοινότητα, δεν κάλυπτε την αξία ούτε του ενός μαγαζιού. 101 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 564, μουφτής Φιλιατών προς πρόεδρο κυβέρνησης, Φιλιάτες 17/20 Νοεμβρίου 1922, αρ. πρ. 113.
546
κοινοτικού λιβαδιού από το Δημό Πρέβεζας και την αμφισβήτηση της κυριότητας βακουφικού ιχθυοτροφείου από τον ενοικιαστή ο οποίος δεν κατέβαλλε τα ενοίκια στην κοινότητα 102. Η οικονομική στενότητα των κοινοτικών ταμείων αντιμετωπιζόταν με έκκληση για εισφορές από τους μουσουλμάνους, δάνεια από τις τράπεζες και περιστολή των δαπανών. Στη Βέροια, για παράδειγμα, το 1916 η διοίκηση της μουσουλμανικής κοινότητας αναγκάστηκε εξαιτίας της έλλειψης εσόδων να συλλέξει χρήματα από τους μουσουλμάνους κατοίκους της πόλης 103. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η μουσουλμανική κοινότητα Χανίων αναγκάστηκε να κλείσει το κοινοτικό ιατρείο ελλείψει πόρων, ενώ το 1920 οι οικονομικές δυσκολίες την οδήγησαν στον τραπεζικό δανεισμό 104. Στο Ηράκλειο, από την άλλη, μειώθηκε ο αριθμός των κοινοτικών σχολείων μετά το 1918 εξαιτίας της αδυναμίας του κοινοτικού ταμείου να αντεπεξέλθει στα έξοδα λειτουργίας και συντήρησής τους. Την κακή οικονομική κατάσταση της μουσουλμανικής κοινότητας του Ηρακλείου υποδήλωναν και οι αυξημένες μετά το 1918 πωλήσεις βακουφικών κτημάτων 105. Η πραγμάτωση των στόχων που έθετε στο καταστατικό της, η προστασία των περιουσιακών στοιχείων της και γενικότερα η προάσπιση των συμφερόντων των μελών της προϋπέθεταν από τη μουσουλμανική κοινότητα, εκτός από τη χρήση έννομων μέσων, και δραστηριότητα σύμφωνα με τους όρους που έθεταν η ελληνική πολιτική σκηνή και οι εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας. Αναφέρθηκαν, προηγουμένως, παραδείγματα επιστολών προέδρων μουσουλμανικών κοινοτήτων προς τον Έλληνα πρωθυπουργό και το πολιτικό γραφείο του σχετικά με την επιστροφή βακουφικών περιουσιών όπου επαινούνταν η φιλελεύθερη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων ή το γεγονός ότι ο Βενιζέλος ήταν συμπατριώτης με τους Τουρκοκρητικούς και ιδιαίτερα με αυτούς των Χανίων. Όπως έχει επισημανθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, την περίοδο 1918-1920 η έξωθεν καλή εικόνα της ελληνικής διοίκησης απέναντι στους μουσουλμάνους ήταν εξαιρετικά χρήσιμη για την ελληνική εξωτερική πολιτική, κάτι που, κατά κάποιον τρόπο, εκμεταλλεύονταν οι μουσουλμανικές κοινότητες, οι μουφτήδες και οι μουσουλμάνοι 102
ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 65, υποφ. 2, Νομαρχία Πρέβεζας προς Γενική Διοίκηση Ηπείρου, Πρέβεζα, 4/17 Ιουνίου 1918, αρ. πρ. 2886 και αναφορά Ζεϊνέλ Οσμάν προς γενικό διοικητή Ηπείρου, Πρέβεζα 14/27 Αυγούστου 1918. Για ανάλογες καταπατήσεις και αμφισβητήσεις κυριότητας βακουφικών κτημάτων βλ. ΙΑΗ, αρχείο ΓΔΗ, φ. 26, υποφ. 3. 103 A. Adiyeke, ό.π., σ. 74. 104 Αυτ. σ. 70 105 Melike Kara, ό.π., σσ. 58, 60.
547
βουλευτές για να προωθήσουν τα αιτήματά τους 106. Αλλά και το 1923, όταν ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Δράμας ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση αναστολή της εκτέλεσης των μουσουλμάνων που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για τις σφαγές του ελληνικού πληθυσμού στο Δοξάτο το 1913, ίσως γνώριζε ότι μια τέτοια ενέργεια της Ελλάδας θα προκαλούσε άμεσα αντίποινα από την πλευρά της Τουρκίας 107. Εκτός από την εκμετάλλευση των συνθήκων που δημιουργούσαν οι εκάστοτε επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερική πολιτικής, η εμπλοκή των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην εσωτερική πολιτική σκηνή και η χρησιμοποίηση της εκλογικής δύναμης των μουσουλμάνων μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μέσο άσκησης πίεσης για την επίλυση προβλημάτων που απασχολούσαν τις μουσουλμανικές κοινότητες. Αν και στο καταστατικό της μουσουλμανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης αναφερόταν ρητά ότι η κοινότητα δεν εμπλέκεται στην πολιτική, οι πρόεδροι των μουσουλμανικών κοινοτήτων είχαν σημαντική πολιτική δύναμη, αφού μπορούσαν να κατευθύνουν τις ψήφους των μουσουλμάνων. Άλλωστε, υπενθυμίζεται ότι οι μουσουλμανικές κοινότητες ήταν αυτές που καθόριζαν τους υποψήφιους μουσουλμάνους βουλευτές, ενώ η συνέλευση αντιπροσώπων των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη αποφάσιζε σχετικά με τη στάση που θα κρατούσε το μουσουλμανικό εκλογικό σώμα κατά τη διάρκεια των εκλογών 108. Ήταν φυσιολογικό η πολιτική αυτή δύναμη να χρησιμοποιηθεί και προς όφελος των συμφερόντων των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσαν και οι καλές δημόσιες σχέσεις των μουσουλμανικών κοινοτήτων με εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης και της τοπικής διοίκησης, διευκολύνοντας, έτσι, την προώθηση των αιτημάτων τους. Στο πλαίσιο αυτό οι μουσουλμανικές κοινότητες δεν παρέλειπαν να στέλνουν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα επί τη ευκαιρία εθνικών ή θρησκευτικών εορτών, ονομαστικών εορτών πολιτικών ηγετών, διορισμών κρατικών λειτουργών, επιτυχιών της εξωτερικής πολιτικής, νικών σε εκλογικές αναμετρήσεις κ.λπ. 109. Στην περίπτωση της μουσουλμανικής κοινότητας της 106
Βλ. κεφ. «Ο ρόλος των μουσουλμάνων στον ελληνικό προπαγανδιστικό μηχανισμό την περίοδο 19121923». 107 ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 610, ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Δράμας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Δράμα 24 Μαΐου 1923, αρ. πρ. 3864. 108 Βλ. κεφ. «Η εκλογική συμπεριφορά των μουσουλμάνων και οι μουσουλμάνοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο». 109 Ενδεικτικά βλ. ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 558, ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Αλεξανδρούπολης προς το γενικό διοικητή Θράκης, Αλεξανδρούπολη 3/16
548
Θεσσαλονίκης η διοικητική επιτροπή βάσει καταστατικού ήταν υπεύθυνη για τις δημόσιες σχέσεις της κοινότητας, αφού αυτή πραγματοποιούσε και δεχόταν επισκέψεις και γενικά αναλάμβανε τις επαφές της κοινότητας με εκπροσώπους του ελληνικού κράτους 110. Οι μουσουλμανικές κοινότητες κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των όρων της Σύμβασης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της Ανταλλαγής και προσπάθησαν να προασπίσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα συμφέροντα των μελών τους. Οι διοικήσεις των μουσουλμανικών κοινοτήτων λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι ανάμεσα στο μουσουλμανικό πληθυσμό και τη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών. Εκπληρώνοντας τον παραπάνω ρόλο, ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων μετέβη το Νοέμβριο του 1923 στην Αθήνα για να συναντήσει τους Τούρκους εκπροσώπους της Μικτής Επιτροπής και να συζητήσουν πώς θα προστατευτούν τα δικαιώματα των μουσουλμάνων και με ποιον τρόπο μπορεί να εκτιμηθεί η αξία της μουσουλμανικής περιουσίας. Ανάλογη αντιπροσωπεία στάλθηκε και από τη μουσουλμανική κοινότητα Δράμας ώστε να διευκρινιστούν ζητήματα που αφορούσαν τη διαδικασία της Ανταλλαγής 111. Οι μουσουλμανικές κοινότητες, όπως και στο παρελθόν, προσπαθούσαν, στις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες που δημιούργησαν η Μικρασιατική Καταστροφή, η άφιξη χιλιάδων προσφύγων και η απόφαση για την οριστική απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα, να περιφρουρήσουν τα δικαιώματα των μελών τους εκμεταλλευόμενες μερικές φορές τη δεινή θέση της Ελλάδας στη διπλωματική σκηνή και ακολουθώντας οδηγίες των Τούρκων εκπροσώπων της Μικτής Επιτροπής. Έτσι, η μουσουλμανική
κοινότητα Ηρακλείου διαμαρτυρόταν
με
τηλεγράφημά της προς τον Έλληνα πρωθυπουργό για την έναρξη της διαδικασίας Νοεμβρίου 1921, αρ. πρ. 2853 όπου συγχαρητήρια για επέτειο εκλογικής νίκης 1920. Στο ίδιο αρχείο, φ. 106, 110, 111, 113-116, 374-391 όπου συγχαρητήρια τηλεγραφήματα προς τον Ελ. Βενιζέλο για διάφορες επετείους, εορτές και άλλες αφορμές, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν και τηλεγραφήματα μουσουλμανικών κοινοτήτων. Εφημ. Εμπρός, 1/14 Μαΐου 1915 εντολή μουφτή Θεσσαλονίκης και προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας για διενέργεια δεήσεων στα τζαμιά υπέρ της υγείας του βασιλιά. Στην ίδια εφημερίδα 17/20 και 7/20 Δεκεμβρίου 1920 όπου αναφορά στις δοξολογίες για την επάνοδο του βασιλιά από τις μουσουλμανικές κοινότητες Σούμποσκου και Μαλγάρων και έκφραση νομιμοφροσύνης προς τη νέα κυβέρνηση από τη μουσουλμανική κοινότητα Ιωαννίνων. Για τη σχετική δράση της μουσουλμανικής κοινότητας Ηρακλείου βλ. Melike Kara, ό.π., σσ. 44-45 110 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1913, φ. 18, υποφ. 3, πρεσβεία Ελλάδας προς Κεντρική Υπηρεσία, Βελιγράδι 16/29 Σεπτεμβρίου 1913, αρ. πρ. 26280 όπου συνημμένο το καταστατικό της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης, βλ. άρθρο 14. 111 Α. Adiyeke, ό.π., σσ. 74-75.
549
ανταλλαγής των μουσουλμάνων του Ηρακλείου χωρίς να έχει προηγηθεί η άφιξη της Μικτής Επιτροπής, ενώ ο μουφτής Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας ζητούσε να μην επιφορτιστούν οι μουσουλμάνοι με τα βάρη συντήρησης των προσφύγων 112. Στην Κόνιτσα ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας ζητούσε την άμεση ανταλλαγή των μουσουλμάνων, οι οποίοι είχαν εκποιήσει όλη την κινητή τους περιουσία, αφού η μετάθεση της ημερομηνίας ανταλλαγής τους από το φθινόπωρο του 1923 στο Μάιο του 1924 τους είχε φέρει σε δεινή θέση 113. Το τελευταίο καθήκον των μουσουλμανικών κοινοτήτων πριν από το πέρας των διαδικασιών ανταλλαγής των μουσουλμάνων της Ελλάδας ήταν η εκποίηση της κινητής και ακίνητης κοινοτικής περιουσίας καθώς και η μεταφορά στην Τουρκία ιερών βιβλίων, αρχείων και πολύτιμων κειμηλίων 114. Μετά το 1924 μουσουλμανικές κοινότητες συνέχισαν να λειτουργούν στον ελλαδικό χωρό στη Δυτική Θράκη, την Ήπειρο, αλλά και τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια όπου συγκεντρώνονταν οι μουσουλμάνοι Κιρκάσιοι. Ο θέσμος των μουσουλμανικών κοινοτήτων διατηρείται μέχρι σήμερα στη Δυτική Θράκη, με έλαχιστες διαφοροποιήσεις στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους, παρά τις κοσμογονικές αλλαγές σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η ταύτιση των μουσουλμανικών κοινοτήτων με το συντηρητισμό και την αδυναμία των μουσουλμάνων να κατανοήσουν το ρόλο που συνεπαγόταν η ιδιότητα του πολίτη σε μια δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία επισημάνθηκε ήδη από τον Κωνσταντίνο Καραβίδα το 1920. Ο Καραβίδας πρότεινε τη δημοκρατική οργάνωση των μουσουλμανικών κοινοτήτων ώστε να σταματήσουν να λειτουργούν ως καταφύγιο ισχύος για τους μουσουλμάνους μπέηδες 115. Η διατήρηση θρησκευτικών κοινοτήτων ως μορφών συλλογικής οργάνωσης αποτελεί το θεμέλιο λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα 112
ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 619, ο μουφτής και ο πρόεδρος της μουσουλμανικής δημογεροντίας Ηρακλείου προς τον πρωθυπουργό, Ηράκλειο 20 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 5711. Στο ίδιο αρχείο, φ. 620, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προς υπουργείο Γεωργίας, Αθήνα 30 Αυγούστου 1923, αρ. πρ. 5810 όπου αναφορά στις αιτήσεις των μουφτήδων Θεσσαλονίκης και Καϊλαρίων. Βλ. επίσης ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, όπου διάφορα τηλεγραφήματα των μουσουλμανικών δημογεροντιών Ρεθύμνου και Χανίων με τα οποία κατήγγελλαν πρόσφυγες και ντόπιους χριστιανούς για βιαιοπραγίες εις βάρος μουσουλμάνων και για διαρπαγή της κινητής περιουσίας τους. 113 ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1923, φ. 11, υποφ. 6, ο πρόεδρος της μουσουλμανικής κοινότητας Κόνιτσας προς την Κεντρική Υπηρεσία, Κόνιτσα 3 Νοεμβρίου 1923. 114 Α. Adiyeke, ό.π., σσ. 76-77 115 Κ.Δ.Κ., «Το μέλλον του μουσουλμανικού τιμαριωτισμού εν Μακεδονία», Πολιτική Επιθεώρηση, αρ. 29 (Δεκέμβριος 1920), 477-479.
550
του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και της προβαλλόμενης τουρκικής εθνικής ταυτότητας από τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Οι μουσουλμανικές κοινότητες λοιπόν, αποτελώντας θεσμό προηγούμενων αιώνων και αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις του παρόντος, μετατράπηκαν σε πεδίο διαμάχης ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, αλλά και σε συντηρητικούς μουσουλμάνους και κεμαλικούς, αποκαλύπτοντας, παράλληλα, και τις αναχρονιστικές αγκυλώσεις της ελληνικής μειονοτικής πολιτικής 116.
116
Για την επιβίωση του θεσμού των μουσουλμανικών κοινοτήτων μέχρι σήμερα στη Δυτική Θράκη και για τη στάση απέναντι στο θεσμό των ελληνικών κυβερνήσεων βλ. Κ. Τσιτσελίκης, ό.π., σσ. 368-387.
551 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός των ελληνικών Νέων Χωρών ήταν και αυτός ένα χαρακτηριστικό δείγμα της βαλκανικής πληθυσμιακής Βαβέλ χωρίς κοινή μητρική γλώσσα και φυλετική καταγωγή, με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις και με διαφορετικό ρόλο ανά περιοχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή. Οι σχέσεις της ποικιλόμορφης αυτής μουσουλμανικής μειονότητας με την κεντρική εξουσία και η μειονοτική πολιτική που ακολούθησε η τελευταία επηρεάζονταν και μεταλλάσσονταν από ένα μίγμα παραγόντων που διαμόρφωναν το διεθνές διπλωματικό σκηνικό, τα γεγονότα στο βαλκανικό περίγυρο, το επίπεδο των σχέσεων της Αθήνας με την Κωνσταντινούπολη ή την Άγκυρα, οι επιδιώξεις της ελληνικής διπλωματίας, οι κομματικές σκοπιμότητες, οι αναγκαιότητες που επέβαλλαν εσωτερικά προβλήματα ακόμη και οι προσωπικές επιλογές και αντιλήψεις φορέων της ελληνικής διοίκησης. Κατά συνέπεια, ο διωγμός του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας και της Θράκης το 1914, η ανάγκη στέγασης των προσφύγων και η ένταση στις σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτυπώνονταν και στην πολιτική του ελληνικού κράτους έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού, όπως, για παράδειγμα, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που αφορούσαν τη μουσουλμανική γαιοκτησία. Από την άλλη, η προσπάθεια υλοποίησης της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας την περίοδο 1919-1920, που συνεπαγόταν
εδαφική
επέκταση
της
Ελλάδας
σε
περιοχές
με
συμπαγείς
μουσουλμανικούς πληθυσμούς, και το ευαίσθητο σε θέματα μειονοτικής προστασίας διεθνές διπλωτικό περιβάλλον επέβαλλαν μια πολιτική που υπογράμμιζε το σεβασμό και την προστασία των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων από το ελληνικό κράτος. Αλλά και η προσπάθεια βενιζελικών και αντιβενιζελικών να προσεταιριστούν τη μουσουλμανική ψήφο που είχε καθοριστική σημασία για την εκλογική νίκη στις Νέες Χώρες καθόριζε και τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων έναντι της μειονότητας. Έτσι, οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν κάποια ευνοϊκά μέτρα για τη μουσουλμανική εκλογική πελατεία τους, ενώ το ίδιο έπραξε και η κυβέρνηση Βενιζέλου προσδοκώντας τη στήριξη των μουσουλμάνων ψηφοφόρων στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.
552
Σε γενικές γραμμές, οι αντιλήψεις των φορέων της κεντρικής εξουσίας για τη μεγάλη μάζα των μουσουλμάνων υπηκόων του ελληνικού κράτους ήταν θετικές. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις οι μουσουλμάνοι των Νέων Χωρών ήταν απαραίτητο στοιχείο της αγροτικής οικονομίας, φορείς ευημερίας που πολύ σύντομα θα μετατρέπονταν σε καλούς και πιστούς Έλληνες υπηκόους. Στο πλαίσιο αυτό το ελληνικό κράτος δεν υιοθέτησε, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, κάποια επίσημη πολιτική διωγμού του μουσουλμανικού στοιχείου ώστε να επιτευχθεί η εθνική ομοιογένεια, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηριζόταν από έξαρση του εθνικισμού, πολεμικές συγκρούσεις και πληθώρα παραδειγμάτων διωγμών μειονοτικών πληθυσμών στα Βαλκάνια και την καθ’ ημάς Ανατολή. Ωστόσο, παρά τις καλές προθέσεις της κεντρικής εξουσίας και ιδιαίτερα του Ελευθερίου Βενιζέλου έναντι της μουσουλμανικής μειονότητας και τα μεγαλόπνοα σχέδια ισότιμης ένταξής της στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό βίο της χώρας, το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη αποδεικνυόταν αγεφύρωτο. Την εφαρμογή της μειονοτικής πολιτικής της κεντρικής εξουσίας αναλάμβαναν κατώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, χωροφύλακες, αγροφύλακες και στρατιωτικά αποσπάσματα που είχαν μια εντελώς διαφορετική άποψη για το πώς θα έπρεπε
να
συμπεριφερθούν
στο
μουσουλμανικό
πληθυσμό,
αδυνατώντας
να
κατανοήσουν τις σκοπιμότητες της εξωτερικής πολιτικής και έχοντας μια δική τους αντίληψη περί πατριωτισμού και περί του τι συνιστά εθνική απειλή. Έτσι, στην εικόνα που σχημάτιζαν οι μουσουλμάνοι για την ελληνική διοίκηση βάρυναν οι βιαιοπραγίες και οι προσβολές όλων των παραπάνω χαμηλόβαθμων υπαλλήλων και όχι οι αποφάσεις που λαμβάνονταν στα υπουργικά γραφεία της πρωτεύουσας. Βέβαια στις παλινωδίες της ελληνικής μειονοτικής πολιτικής και στο χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης συνέβαλαν και οι έκτακτες συνθήκες της περιόδου που διαμόρφωσαν οι πολεμικές συγκρούσεις, τα προσφυγικά ρεύματα και οι αντιπαραθέσεις στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού, ακυρώνοντας
οποιονδήποτε
μακροπρόθεσμο
σχεδιασμό
που
αφορούσε
τους
μουσουλμάνους υπηκόους του ελληνικού κράτους. Η Μικρασιατική Καταστροφή θα αλλάξει άρδην τις αντιλήψεις των φορέων της ελληνικής διοίκησης απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο. Το μέγεθος της ήττας και ο ενταφιασμός της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας καθιστούσαν επιτακτική την εθνική ομοιογένεια που εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα και την ευημερία της χώρας και
553
ήταν αυτή ακριβώς η αντίληψη που οδήγησε στην απόφαση για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Η υπερβολική καχυποψία, η ταύτιση του μειονοτικού πληθυσμού με την απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, η αντιμετώπιση της προσπάθειας για την εξασφάλιση αυτονόητων δικαιωμάτων της μειονότητας ως εθνικής προδοσίας και ο κακώς νοούμενος πατριωτισμός κυριάρχησαν έκτοτε στην ελληνική μειονοτική πολιτική. Οι παράγοντες που διαμόρφωναν τις σχέσεις ελληνικής διοίκησης και μουσουλμάνων επηρέαζαν σε ένα βαθμό και τη συμβίωση ντόπιων χριστιανών και προσφύγων με το μουσουλμανικό στοιχείο. Οι αναμνήσεις του οθωμανικού παρελθόντος, ο θρησκευτικός φανατισμός, η έξαρση του εθνικισμού, οι κομματικές αντιπαραθέσεις, η συμμετοχή χριστιανών και μουσουλμάνων σε αντίπαλα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, ο διωγμός του ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως ο οικονομικός ανταγωνισμός και η διεκδίκηση της μουσουλμανικής κτηματικής περιουσίας διαμόρφωσαν συνθήκες εχθρικής συμπεριφοράς και σύγκρουσης ανάμεσα σε ντόπιους χριστιανούς, πρόσφυγες και μουσουλμάνους. Ωστόσο, οι σχέσεις των αλλόδοξων σύνοικων πληθυσμών στις Νέες Χώρες δεν ήταν μονοδιάστατες. Οι δεσμοί ειρηνικής συνύπαρξης που δημιουργήθηκαν με το πέρασμα των αιώνων ανάμεσα στους ετερόθρησκους πληθυσμούς των Βαλκανίων δεν αποκόπηκαν ολοκληρωτικά την περίοδο 1912-1923. Έτσι, μελετώντας κάποιος τη «μικροϊστορία» της περιόδου διαπιστώνει ότι δεν ήταν μόνο οι συγκρούσεις, ο ανταγωνισμός και οι εκατέρωθεν βιαιότητες που χαρακτήριζαν τις σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών, αλλά και η αρμονική συνύπαρξη, οι κοινωνικές επαφές, η κοινή καθημερινότητα, τα κοινά συμφέροντα, οι κοινοί φόβοι. Ακόμη και οι σχέσεις των προσφύγων, που ήρθαν στην Ελλάδα υπό δραματικές συνθήκες το 1922, με τους μουσουλμάνους, με τους οποίους συνήθως ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, χαρακτηρίζονταν και από πληθώρα παραδειγμάτων αρμονικής συμβίωσης. Οι αντιλήψεις του Βενιζέλου και άλλων εκπροσώπων της κεντρικής εξουσίας περί αναγκαιότητας σεβασμού των δικαιωμάτων του μουσουλμανικού πληθυσμού και οι αρμονικές σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων σε μια περίοδο εθνικών συγκρούσεων και εξάρσεων του εθνικισμού φέρνουν σε αμηχανία την ιστοριογραφία εκείνη που σκιαγραφεί την εικόνα του εθνικού εχθρού με τα μελανότερα χρώματα, που υιοθετεί
554
άκριτα «εθνικούς μύθους» και αναγνωρίζει τους ομοεθνείς σε μια εθνική αντιπαράθεση μόνο ως θύματα και ποτέ ως θύτες βιαιοπραγιών. Ίσως οι αντιλήψεις και τα παραδείγματα που δεν συμβαδίζουν με την επίσημη εθνική ιστορική αλήθεια θα έπρεπε να προβληματίσουν όσους στο δημόσιο λόγο κρίνουν τον εθνικά, θρησκευτικά και γλωσσικά «άλλο» εξοβελιστέο από την ελληνική κοινωνία και απειλή για την εθνική ασφάλεια. Από την άλλη, όμως, δεν θα έπρεπε στο βωμό της διαμόρφωσης μιας ενιαίας πολυπολιτισμικής συνείδησης οι πιο σκοτεινές πτυχές των σχέσεων χριστιανών και μουσουλμάνων της περιόδου 1912-1923 να κρυφτούν κάτω από το χαλί της ιστοριογραφίας. Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα ερμηνείας της ιστορικής πραγματικότητας, το ιδανικό θα ήταν η αποδοχή και η εξοικείωση με όλες της πλευρές της ιστορικής πορείας μας χωρίς εξιδανικεύσεις και αποκρύψεις.
555
ΧΑΡΤΕΣ Η εθνολογική κατάσταση των βιλαετίων Ιωαννίνων, Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης και Αδριανούπολης πριν από το 1912 (Amadori-Virgilj Giovanni, La Question Rumeliota. (Macedonia, Vecchia Serbia, Albania, Epiro) e la politica Italiana, Μπιτόντο 1908, carte no 1)
556
557
Η διοικητική διαίρεση του ελληνικού κράτους το 1915 (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΕ΄, σ. 27)
558
Η Ελλάδα το 1920 (ΓΑΚ, Κ.Υ., Συλλογή Χαρακτικών)
559
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Μουσουλμάνοι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη (ΕΛΙΑ Φωτογραφικό Αρχείο)
Βαλκανικοί Πόλεμοι: καταυλισμός προσφύγων κοντά στη Γεωργική Σχολή (ΕΛΙΑ Φωτογραφικό Αρχείο)
560
Βαλκανικοί Πόλεμοι: μικροπωλητές σε στρατόπεδο προσφύγων (ΕΛΙΑ Φωτογραφικό Αρχείο)
Θεσσαλονίκη 1912-1913, μουσουλμάνοι στον καταυλισμό προσφύγων κοντά στην Αγροτική Σχολή (ΕΛΙΑ Φωτογραφικό Αρχείο)
561
Επίσημη τελετή παράδοσης του τεμένους Εσκί Τζαμί (Σέρρες) στους μουσουλμάνους από τα ελληνικά στρατεύματα (ΕΛΙΑ Φωτογραφικό Αρχείο)
Ο Κ. Μαζαράκης και ο μουφτής της Καβάλας στο κάστρο της πόλης το 1913 (φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα)
562
Carte Postale με απεικόνιση τελετής ταφής μουσουλμάνου στη Φλώρινα, 1918 (http://www.mubadele.org/fotograf galerisi)
Carte Postale με απεικόνιση μουσουλμανικού νεκροταφείου στη Θεσσαλονίκη, 1917 (http://www.mubadele.org/fotograf galerisi)
563
Τριμελής αντιπροσωπεία της μουσουλμανικής κοινότητας επισκέπτεται τον Βενιζέλο, Οκτώβριος 1916 (Ε. Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη. Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κέιμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 385)
Τουρκόπαιδες πρόσκοποι στη Φλώρινα. Ο Ηλιάκης ομιλεί τουρκικά στους Τούρκους της Φλώρινας (Ι. Ηλιάκης, Η ιστορία εξήντα χρόνων, τ. Α, Χανιά 1940, αριθ. φωτ. 173)
564
Ο μουφτής Ιωαννίνων Φουάτ Μουσταφά, 1920 ((http://www.mubadele.org/fotograf galerisi)
Μάιος 1924, οι μουσουλμάνοι της Λήμνου ετοιμάζονται να αναχωρήσουν (http://www.mubadele.org/fotograf galerisi)
565
Μάιος 1924, οι μουσουλμάνοι της Λήμνου ετοιμάζονται να αναχωρήσουν (http://www.mubadele.org/fotograf galerisi)
Μάιος 1924, οι μουσουλμάνοι της Λήμνου ετοιμάζονται να αναχωρήσουν (http://www.mubadele.org/fotograf galerisi)
566
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
567
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Πίνακας Ι: απογραφή Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας 1913 Νομαρχία Θεσσαλονίκης Περιφέρεια Έλληνες Αρχαγγέλων 2.573 Βέροιας 33.521 Γιαννιτσών 22.752 Έδεσσας 10.467 Θεσσαλονίκης 1 91.945 Καρατζόβας 3.577 Κατερίνης 29.255 Κάτω Θεοδωρακίου 5.256 Κιλκίς 7.521 Λαγκαδά 16.935 Μαγιαδάγ 6.875 Χαλκιδικής 40.804 Νωτίας 4.200 Σύνολα 275.681
Μουσουλμάνοι 5.070 7.501 9.407 5.013 59.864 23.715 3.285 7.924 2.556 25.119 9.700 2.336 6.000 167.490
Ισραηλίτες Εξαρχικοί Διάφοροι 612
61.439
3.959 6.263 6.770
3.902 1.845 4.364
25
44 1.450
62.120
1.221 18.213
5.742 17.303
Νομαρχία Κοζάνης (εκτός περιφέρειας Κοζάνης) Περιφέρεια Έλληνες Μουσουλμάνοι Διάφοροι Ανασέλιτσας 32.453 7.390 Γρεβενών 47.306 7.855 Ελασσόνας 29.183 2.242 Καϊλαρίων 11.691 27.842 549 Σερβίων 16.138 2.878 Σύνολα 136.771 48.207 549 Νομαρχία Φλώρινας Περιφέρεια Έλληνες Καστοριάς 35.311 Πρεσπών 7.325 Σόροβιτς 9.086 Φλώρινας 32.286 Σύνολα 84.008 1
Μουσουλμάνοι Ισραηλίτες Εξαρχικοί 11.922 1.263 12.191 1.475 3.148 9.379 25.924 1.263 12.191
Ειδικότερα για την πόλη της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την απογραφή της 28ης Απριλίου 1913 που διενήργησε το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, οι Έλληνες ανέρχονταν σε 39.956, οι Ισραηλίτες σε 61.439, οι Οθωμανοί σε 45.867, οι Βούλγαροι σε 6.263 και οι ξένοι σε 4.364. Βλ. Κ. Ρακτιβάν, ό.π., σ. 51 και Β. Δημητριάδης, «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης κατά το 1913», Μακεδονικά, 23(1983), 88-116. Βλ. επίσης ΙΑΜ, αρχείο ΓΔΜ, φ. 27 (απογραφή Θεσσαλονίκης).
568
Νομαρχία Σερρών Περιφέρεια Έλληνες Ζίχνης 28.884 Νιγρίτας 20.627 Σερρών 35.989 Σιδηροκάστρου 22.258 Σύνολα 107.758 Νομαρχία Δράμας Περιφέρεια Έλληνες Δράμας 29.618 Θάσου 14.478 Καβάλας 26.369 Πραβίου 10.069 Σαρί Σαμπάν 3.598 Σύνολα 84.132
Μουσουλμάνοι 2.221 3.597 12.521 14.817 33.156
Ισραηλίτες Εξαρχικοί 6 1 1.200 1.206
1
Μουσουλμάνοι Ισραηλίτες 58.369 628 23.815 10.469 19.978 112.631
2.246
2.874
Πίνακας ΙΙ: στατιστική Μακεδονίας του 1915 Νομός
Ελληνόφωνοι
Σλαβόφωνοι
Πρόσφυγες
Σύνολο Ελλήνων
Βούλγαροι
Μωαμεθανοί
Εβραίοι
Ξένοι
Σύνολο
146.563
Πρώην σχισματικοί νυν ορθόδοξοι 2.513
Κοζάνης
136.967
6.447
3.149
0
56.032
0
0
976
55.367
55.764
0
27.858
0
0
29.971
84.087
319.192
42.410
1.912
123.553
62.030
7.424
65.992
13.179
26.260
105.431
19.974
0
20.335
1.500
0
45.358
3.904
46.800
96.062
13.281
0
125.522
2.900
0
205.10 8 138.98 9 556.52 1 147.24 0 237.76 5
Φλώρινας
33.055
21.386
Θεσ/νίκης
205.134
Σερρών Δράμας
569
Πίνακας ΙΙΙ: στατιστική νομών Σερρών και Δράμας του 1915 Υποδιοίκηση
Έλληνες Ελληνόφωνοι
Σχισμα Ξενόφωνοι
Πρόσφυγες
Σύνολο
ή
Μωαμεθανοί
Σύνολο
τικοί μέχρι το
σλαβόφωνοι
1912
Νομός Σερρών Σερρών
26.710
4.283
8.137
39.130
6.445
5.615
51.190
Ζίχνης
19.880
3.466
5.176
28.522
1.623
1.261
31.406
Νιγρίτας
17.198
964
6.142
24.304
258
2.953
27.515
Σιδηροκά
2.660
4.010
6.805
13.475
11.648
10.506
35.629
66.448
12.723
26.260
105.431
19.774
20.335
145.740
Δράμας
10.696
3.904
17.861
32.461
13.281
74.684
120.416
Θάσου
15.226
Καβάλας
10.500
21.560
32.060
20.831
55.191
Πραβίου
8.475
3.842
12.317
9.932
22.249
Σαρί Σαμπάν
461
3.537
3.998
19.453
23.451
Σύνολο
45.358
46.800
86.062
124.900
236.533
στρου Σύνολο νομού
Νομός Δράμας
νομού
15.226
3.904
15.226
13.281
570
Πίνακας IV: στατιστική που απέστειλε το 1916 το υπουργείο Εξωτερικών προς την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι Νομός
Έλληνες Τέως σχισματικοί Κοζάνης 146.563 2.513 Φλώρινας 71.367 39.764 Θεσσαλονίκης 331.192 30.410 Σερρών 107.431 17.974 Δράμας 96.062 13.281 Σύνολα 752.615 103.942
0 0 1.912 0 0 1.912
Πόλη
Βούλγαροι Μουσουλμάνοι Εβραίοι Διάφοροι
Έλληνες Τέως σχισματικοί Κοζάνη 11.029 0 Φλώρινα 3.567 589 Θεσσαλονίκη 68.204 0 Σέρρες 15.200 0 Δράμα 13.500 0 Καβάλα 31.769 0 Νιγρίτα 4.529 0 Κιλκίς 3.200 0 Έδεσσα 7.069 803 Νάουσα 8.870 0 Βέροια 7.948 0 Καστοριά 6.315 0
Βούλγαροι Μουσουλμάνοι Εβραίοι Διάφοροι
0 0 1.800 0 0 0 0 72 0 0 0 0
56.032 27.858 123.553 20.335 125.522 353.300
0 6.227 30.000 4.000 9.800 9.026 0 0 3.305 1.141 5.064 1.565
0 0 62.030 1.500 2.900 66.430
0 0 61.400 1.500 600 2.300 0 0 0 0 630 0
0 0 7.424 0 0 7.424
0 0 4.300 0 0 0 0 0 0 0 0 0
Πίνακας Vα: ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Μακεδονίας σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 κατά τη Διεύθυνση Στατιστικής Νομός
Ελληνόφωνοι Τουρκόφωνοι Βουλγαρόφωνοι Αθίγγανοι Αλβανόφωνοι Μακεδονικής Βλαχόφωνοι γλώσσας Θεσσαλονίκης 100 61.800 100 2.300 1.900 Πέλλας 18.900 2.800 800 200 12.400 1.200 Δράμας 96.700 4.100 1.000 300 Σερρών 15.100 700 100 Κοζάνης 11.600 54.900 100 Φλώρινας 17.000 800 600 10.200 600 Σύνολα 11.700 264.400 7.800 5.400 12.800 13.000 1.200
571
Πίνακας Vβ: ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Μακεδονίας σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 που παρατίθενται στο αρχείο Πάλλη Υποδιοίκηση
Μουσουλμάνοι
Θεσσαλονίκης
21.770
Λαγκαδά
16.550
Νομός Θεσσαλονίκης Κατερίνης
Νομός Πέλλας
Νομός Φλώρινας
Νομός Κοζάνης
Νομός Δράμας
3.061
Βέροιας
5.909
Χαλκιδικής
2.007
Κιλκίς
11.982
Σύνολο
61.279
Γιαννιτσών
5.645
Έδεσσας
4.788
Γουμένισσας
3.724
Ενωτίας
4.327
Σύνολο
18.484
Καστοριάς
6.269
Φλώρινας
9.653
Σύνολο
15.922
Κοζάνης
22.621
Γρεβενών
668
Ανασελίτσης
125
Καϊλαρίων
29.263
Σύνολο
52.667
Δράμας
45.306
Ζυρνόβου
10.884
Νέστου
15.394
Θάσου
32
Καβάλας
13.765
Μπουκίων
1.228
572
Νομός Σερρών
Πραβίου
8.187
Σύνολο
94.769
Ζίχνης
2.192
Σερρών
3.434
Νιγρίτας
2.283
Σιδηροκάστρου 7.319 Σύνολο
15.228
Σύνολο Μακεδονίας: 258.349 Πίνακας VI: στατιστική του Πέτρου Λεκκού του 1923 Υποδιοίκηση Καστοριάς Έλληνες και Ελληνόφρονες (βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι): 22.768 Μουσουλμάνοι (κατά το πλείστον αλβανόφωνοι):
14.448
Σλαυόφωνοι (τέως Πατριαρχικοί):
7.519
Σλαυόφωνοι (τέως Σχισματικοί):
22.079
Σλαυόφωνοι (σύνολο):
29.598
Ρουμανίζοντες:
220
Ισραηλίται (εν τη πόλει της Καστοριάς):
1.245
Εν όλω κάτοικοι:
68.245
Υποδιοίκηση Φλωρίνης Έλληνες και Ελληνόφρονες (πρόσφυγες, βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι): 8.051 Μουσουλμάνοι (σλαυόφωνοι, αλβανόφωνοι, Αθίγγανοι):
15.095
Σλαυόφωνοι (τέως Πατριαρχικοί):
9.027
Σλαυόφωνοι (τέως Σχισματικοί):
48.443
Σλαυόφωνοι (σύνολο):
57.470
Ρουμανίζοντες:
359
Ισραηλίται (εν τη πόλει Φλωρίνη):
433
Εν όλω κάτοικοι:
81.408
573
Υποδιοίκηση Καρατζόβης Έλληνες:
--
Βλαχόφωνοι (Ελληνόφρονες):
1.415
Βλαχόφωνοι (Ρουμανίζοντες):
300
Σλαυόφωνοι (τέως Σχισματικοί):
9.710
Μουσουλμάνοι (σλαυόφωνοι και τουρκόφωνοι):
21.135
Εν όλω κάτοικοι μη υπολογιζομένων των προσφύγων:
32.560
Υποδιοίκηση Πέλλης Έλληνες:
--
Σλαυόφωνοι (τέως Πατριαρχικοί)
3.000
Σλαυόφωνοι (τέως Σχισματικοί)
15.866
Σλαυόφωνοι (σύνολο)
18.866
Μουσουλμάνοι:
5.332
Εν όλω κάτοικοι μη υπολογιζομένων των προσφύγων:
24.218
Υποδιοίκηση Γενιτσών Έλληνες:
--
Πρόσφυγες (Καυκάσιοι και Μικρασιάται):
4.050
Μουσουλμάνοι:
6.500
Σλαυόφωνοι (τέως Σχισματικοί):
13.366
Εν όλω κάτοικοι:
23.916
Υποδιοίκηση Γουμενίτσης Έλληνες:
--
Μουσουλμάνοι:
3.760
Βλαχόφωνοι ρουμανίζοντες:
1.600
Σλαυόφωνοι (τέως Σχισματικοί):
16.155
Εν όλω κάτοικοι:
21.515
574
Υποδιοίκηση Κιλκίς Έλληνες ή Ελληνόφρονες:
500
Μουσουλμάνοι:
10.015
Σλαυόφωνοι (τέως Σχισματικοί):
2.255
Εν όλω κάτοικοι μη υπολογιζομένων των προσφύγων:
12.770
Υποδιοίκηση Χαλκιδικής Έλληνες:
42.308
Μουσουλμάνοι:
1.996
Μοναχοί Έλληνες:
3.741
Μοναχοί (Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρώσοι, Ρουμούνοι):
1.399
Εν όλω κάτοικοι:
49.444
Υποδιοίκηση Λαγκαδά Έλληνες:
18.664
Σλαυόφωνοι Χριστιανοί:
5.000
Μουσουλμάνοι:
18.455
Ισραηλίται:
435
Εν όλω κάτοικοι:
42.554
Υποδιοίκηση Θεσσαλονίκης (πόλις και περίχωρα) Έλληνες και Ελληνόφρονες (βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι):
96.410
Μουσουλμάνοι:
26.466
Ισραηλίται:
70.000
Ξένοι υπήκοοι (εξ ων Σέρβοι 1.775):
3.846
Ρουμανίζοντες:
278
Σλαυόφωνοι:
4.000
Εν όλω κάτοικοι:
201.000
575
Υποδιοίκηση Αικατερίνης Έλληνες και Ελληνόφρονες (βλαχόφωνοι):
28.496
Μουσουλμάνοι:
3.050
Σλαυόφωνοι Χριστιανοί:
150
Εν όλω κάτοικοι:
31.696
Υποδιοίκηση Βερροίας Έλληνες:
37.000
Μουσουλμάνοι:
5.764
Βλαχόφωνοι (ρουμανίζοντες):
3.427
Σλαυόφωνοι:
1.927
Ισραηλίται:
376
Εν όλω κάτοικοι:
48.494
Υποδιοίκηση Γρεβενών Έλληνες:
30.000
Βλαχόφωνοι (Ελληνόφρονες):
11.500
Βλαχόφωνοι (ρουμανίζοντες):
400
Μουσουλμάνοι (ελληνόφωνοι κοινώς Βαλαάδες):
4.680
Εν όλω κάτοικοι:
46.580
Υποδιοίκηση Ανασελίτσης Έλληνες:
30.103
Σλαυόφωνοι (τέως Πατριαρχικοί):
1.794
Μουσουλμάνοι (ελληνόφωνοι κοινώς Βαλαάδες):
7.408
Εν όλω κάτοικοι:
39.305
Υποδιοίκηση Κοζάνης Έλληνες:
32.872
Μουσουλμάνοι (τουρκόφωνοι):
22.510
Εν όλω κάτοικοι:
55.382
576
Υποδιοίκηση Καϊλαρίων Έλληνες και Ελληνόφρονες (βλαχόφωνοι):
3.798
Βλαχόφωνοι (ρουμανίζοντες):
885
Σλαυόφωνοι (τέως Πατριαρχικοί):
4.578
Σλαυόφωνοι (τέως Σχισματικοί):
3.008
Σλαυόφωνοι (σύνολο):
7.586
Μουσουλμάνοι (τουρκόφωνοι):
30.169
Εν όλω κάτοικοι:
42.438
Πίνακας VIΙα: αριθμός μουσουλμάνων σε αμιγή μουσουλμανικά και μικτά χωριά της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας το 1923 Υποδιοικήσεις Αμιγή Μουσουλμάνοι Μικτά Μουσουλμάνοι Σύνολο χωριά κάτοικοι
χωριά
κάτοικοι
Μουσουλμάνων
Ανασέλιτσας
17
3.601
11
3.160
6.761
Γρεβενών
11
3.804
8
1.620
5.424
Κοζάνης
58
22.634
2
1.260
23.891
Καϊλαρίων
21
18.061
14
12.570
30.586
Φλώρινας
15
4.900
17
9.348
14.248
Καστοριάς
14
6.181
23
7.836
14.017
Πέλλας
2
1.429
8
3.894
5.323
Καρατζόβας
20
14.090
13
8.430
22.520
Γουμένισσας
4
3.723
2
224
3.947
Γιαννιτσών
8
1.435
3
2.620
4.455
Βέροιας
0
0
11
8.096
8.096
Κατερίνης
0
0
4
3.050
3.050
Χαλκιδικής
12
1.986
1
100
2.086
Κιλκίς
24
1.416
85
9.477
10.893
Λαγκαδά
48
14.229
16
3.475
17.704
3.298
7
18.239
21.537
Θεσσαλονίκης 34
577
Σύνολα
288
101.193
225
93.399
194.538
Πίνακας VIΙβ: αριθμός μουσουλμάνων σε αμιγή μουσουλμανικά και μικτά χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας το 1923 2 Υποδιοικήσεις
Αμιγή
Μουσουλμάνοι Μικτά
Μουσουλμάνοι Σύνολο
χωριά
κάτοικοι
χωριά
κάτοικοι
Μουσουλμάνων
Σερρών
4
452
9
5.163
5.615
Ζίχνης
1
127
12
1.134
1.261
Νιγρίτας
4
600
21
2.353
2.953
Σιδηροκάστρου 19
4.246
17
6.260
10.506
Πραβίου
24
4.375
10
5.557
9.932
Θάσου 3
0
0
1
19
19
Σαρί Σαμπάν
41
16.464
10
2.989
19.453
Καβάλας
20
11.805
1
9.026
20.831
Δράμας
137
51.938
31
22.746
74.684
Σύνολα
250
90.007
112
55.247
145.254
Πίνακας VIΙγ: ποσοστό μουσουλμάνων που κατοικούσαν σε αμιγείς και μικτούς οικισμούς ανά υποδιοίκηση το 1923 Υποδιοικήσεις
Ποσοστό
Μουσουλμάνων Ποσοστό
Μουσουλμάνων
σε αμιγείς οικισμούς
σε μικτούς οικισμούς
Ανασέλιτσας
53%
47%
Γρεβενών
70%
30%
Κοζάνης
95%
5%
Καϊλαρίων
59%
41%
Φλώρινας
34%
66%
2
Τα στοιχεία για την ανατολική Μακεδονία είναι ελλιπή και για να συμπληρωθεί η εικόνα του αριθμού μικτών και αμιγών μουσουλμανικών οικισμών χρησιμοποιήθηκε η στατιστική της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού. 3 Για τη Θάσο χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία του 1923, τα στοιχεία του 1915 δεν έδειχναν εγκατεστημένους μουσουλμάνους στο νησί.
578
Καστοριάς
44%
56%
Πέλλας
27%
73%
Καρατζόβας
62%
38%
Γουμένισσας
94%
6%
Γιαννιτσών
32%
68%
Βέροιας
100%
Κατερίνης
100%
Χαλκιδικής
95%
5%
Κιλκίς
13%
87%
Λαγκαδά
80%
20%
Θεσσαλονίκης
15%
85%
Σερρών
8%
92%
Ζίχνης
10%
90%
Νιγρίτης
20%
80%
Σιδηροκάστρου
40%
60%
Πραβίου
44%
56%
Θάσου
100%
Σαρί Σαμπάν
84%
16%
Δράμας
69%
31%
579
Πίνακας VIII: εθνολογική σύνθεση της Ηπείρου σύμφωνα με τη στατιστική που απέστειλε το 1916 το υπουργείο Εξωτερικών προς την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι Υποδιοικήσεις
Έλληνες
Μουσουλμάνοι
Εβραίοι
Ιωαννίνων
86.320
5.932
3.711
Μετσόβου
6.043
140
0
Λεσκοβικίου
11.750
4.034
0
Πρεβέζης
13.570
2.100
325
Λούρου
21.200
800
0
Μαργαριτίου
13.190
15.420
70
Φιλιατών
18.890
10.776
0
Παραμυθίας
13.536
3.800
0
Σύνολο
184.499
43.002
4.106
Πίνακας ΙΧ: ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής του 1920 κατά τη Διεύθυνση Στατιστικής Νομός
Ελληνόφωνοι Τουρκόφωνοι Αλβανόφωνοι Αθίγγανοι
Σύνολο
Ιωαννίνων
2.300
700
16.500
19.500
Πρεβέζης
900
300
5.300
100
6.600
Σύνολα
3.200
1.000
21.800
100
26.100
Πίνακας Χ: αριθμός μουσουλμάνων σε αμιγή μουσουλμανικά και μικτά χωριά της Ηπείρου το 1923 Υποδιοικήσεις
Αμιγείς
Μουσουλμανικός Μικτοί
Μουσουλμανικός
οικισμοί
πληθυσμός
οικισμοί
πληθυσμός
Ιωαννίνων
0
0
1
1.159
Κονίτσης
0
0
3
699
Πωγωνίου
0
0
2
496
Παραμυθίας
4
1.569
6
1.152
Φιλιατών
31
8.903
14
3.000
580
Πρεβέζης
0
0
2
950
Μαργαριτίου
6
3.717
2
2.425
Σύνολα
41
14.189
30
9.881
Πίνακας ΧΙα: ο πληθυσμός του βιλαετίου της Αδριανούπολης και του σαντζακίου Τσατάλτζας κατά την οθωμανική απογραφή του 1906 Σαντζάκια
Έλληνες Μουσουλμάνοι Βούλγαροι
Αδριανούπολης
103.258
153.893
36.783
Γκιουμουλτζίνας 21.545
239.870
28.614
40 Εκκλησιών
70.501
78.338
29.736
Δεδέαγατς
27.573
43.735
16.923
Ραιδεστού
53.427
76.813
5.746
Καλλίπολης
64.604
25.955
1.674
Τσατάλτζας
44.325
23.128
7.588
Σύνολα
385.233
641.732
127.064
Πίνακας ΧΙβ: ο πληθυσμός του τμήματος της Θράκης που διεκδικούσε η Ελλάδα σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του Πατριαρχείου το 1912. Σαντζάκια
Έλληνες Μουσουλμάνοι Βούλγαροι
Αδριανουπόλεως 106.284
85.386
18.850
Γκιουμουλτζίνας 9.160
50.000
10.550
40 Εκκλησιών
68.452
49.787
16.725
Δεδέαγατς
28.851
46.400
16.738
Ραιδεστού
55.550
63.725
2.980
Καλλίπολης
70.431
32.613
2.000
Τσατάλτζας
54.787
16.100
0
Σύνολα
393.515
344.011
67.593
581
Πίνακας ΧΙΙ: η γαλλική απογραφή της Δυτικής Θράκης Περιφέρεια
Σύνολο
Τούρκοι
Ορεστιάδας
27.193
Διδυμοτείχου Σουφλίου
Πομάκοι
Βούλγαροι Έλληνες
Διάφοροι
5
10.210
15.045
1.933
26.313
1.274
4.956
18.856
1.227
21.250
2.770
10.998
7.435
47
Αλεξανδρούπολης 16.317
642
11.543
3.355
777
Κομοτηνής
64.951
39.601
2.341
14.794
4.773
3.442
Ξάνθης
48.666
30.438
9.507
1.591
6.650
480
Σύνολα
204.690
74.730
11.848
54.092
56.114
7.906
Πίνακας ΧΙΙΙ: ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Δυτικής Θράκης σύμφωνα με την απογραφή του 1920 Νομός
Τουρκόφωνοι
Βουλγαρόφωνοι Αθίγγανοι
Σύνολο
Έβρου
26.500
1.100
600
28.200
Ροδόπης
70.700
6.000
700
77.400
Σύνολα
97.200
7.100
1.300
105.600
Πίνακας ΧIV: ο πληθυσμός της Δυτικής Θράκης σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διοίκησης Θράκης του 1923 Υποδιοίκηση
Έλληνες
Τούρκοι
Βούλγαροι Αρμένιοι
Πρόσφυγες
Κομοτηνής
11.386
50.081
6.609
1.183
33.770
Ξάνθης
18.249
27.882
0
0
18.613
Αλεξανδρούπολης 9.228
2.705
9.102
0
17.518
Διδυμοτείχου
21.759
3.213
0
0
9.649
Σουφλίου
11.517
5.454
1.117
0
14.211
Ορεστιάδας
22.087
6.072
0
0
11.677
Σύνολα
94.226
95.407
16.828
1.183
105.438
582
Πίνακας XV: ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης την περίοδο 1881-1920 1881
1900
1911
1920
Σύνολο Μουσουλμάνων
73.234 33.496 27.852 22.999
Μουσουλμάνοι πόλεων σύνολο
34.648 28.566 22.498 17.281
Ηρακλείου
15.489 11.820 9.248
7.998
Χανίων
10.561 9.866
8.246
5.322
Ρεθύμνου
7.077
5.829
3.913
2.776
Ιεράπετρα
1.430
608
677
676
Σητεία
312
434
414
505
Άγιος Νικόλαος
8
6
0
4
Νεάπολη
91
9
0
0
5.354
5.718
Μουσουλμάνοι υπαίθρου σύνολο 38.586 4.930
583
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Πίνακας Ι΄: αριθμός και περιοχή προέλευσης μουσουλμάνων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη το Δεκέμβριο του 1912 σύμφωνα με στοιχεία του Οθωμανού δημάρχου της πόλης. Περιοχή Ελασσόνα Βόσνιοι Γκάμπροβα Βέροια Κελμέριγε Κουμάνοβο Κοζάνη Λαγκαδάς Μαγιαδάγ Οσμάνιγε Πετρίτσι Πρίστινα Σέρβια Ραντοβίστε Σκόπια Σύνολο
Αριθμός 667 388 107 57 235 396 45 183 37 1.049 47 770 1.031 76 752 22.421
Περιοχή Τικβές Βάρνα Αβρέτ Χισάρ Δεμίρ Χισάρ Στρώμνιτσα Κατερίνη Κότσανα Κράτοβα Κιοπρουλού Μοναστήρι Μελένικο Πάλονκα Πρέσεβο Σέρρες Γιαννιτσά
Αριθμός 31 1.682 296 77 140 2.392 6.805 947 1.283 27 25 95 157 105 2.499
Πίνακας ΙΙ: αριθμός και περιοχή προέλευσης μουσουλμάνων που αναχώρησαν από τις ελληνικές Νέες Χώρες μέχρι το Φεβρουάριο του 1914, σύμφωνα με το Γραφείο Εργασίας της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας. Περιφέρεια Βέροια Γιαννιτσά Λαγκαδάς Χαλκιδική Κατερίνη Κιλκίς Κοζάνη Γρεβενά Ελασσόνα Σέρβια Ανασέλιτσα
Οικογένειες 95 201 299 12 103 251 38 172 114 218 76
Άτομα 409 1.088 1.196 38 460 1.035 85 265 459 950 214
584
Καϊλάρια Φλώρινα Καστοριά Ζίχνη Σιδηρόκαστρο Δράμα Σαρί Σαμπάν Πράβι Θάσος Μαγιαδάγ Αρχάγγελοι Κάτω Θεοδωράκι Σύνολο
77 342 94 413 951 199 17 76 49 401 243 447 4.888
357 1.000 406 1.612 4.105 881 81 220 85 1.624 972 1.788 19.280
Πίνακας ΙΙΙ: η μουσουλμανική μετανάστευση του 1914 ανά νομό της Μακεδονίας, σύμφωνα με στατιστική που παρατίθεται στο αρχείο του Φίλιππου Δραγούμη. Νομός Κοζάνης Φλώρινας Θεσσαλονίκης Σερρών Δράμας Σύνολο
Μουσουλμάνοι μετανάστες 3.256 978 44.799 27.582 6.083 82.698
585
Πίνακας IV: περιοχές εγκατάστασης μουσουλμάνων προσφύγων των Βαλκανίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1912-1920, σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Προσφύγων του οθωμανικού υπουργείου Εσωτερικών. Βιλαέτια Κωνσταντινούπολης Αδριανούπολης Αδάνων Αγκύρας Αϊδινίου Χαλέπι Χουνταβεντιγιάρ Σιβάς Συρία Κασταμονής Ικονίου Μαμουρέτ-ουλ-αζίζ Σύνολο
Ανεξάρτητα Σαντζάκια 3.609 Νικομήδειας 6.771 132.500 Εσκί Σεχίρ 9.088 9.059 Μπολού 258 10.008 Τζανίκ 3.875 145.868 Τσατάλτζα 7.500 10.504 Καρασί 14.687 20.853 Μπίγκα 4.033 10.805 Καισάρεια 6.140 3.187 Καραχισάρ 280 257 Μεντεσέ 855 8.512 Μαράς 5.031 242 413.922
Πίνακας IVα: περιοχές εγκατάστασης μουσουλμάνων προσφύγων των Βαλκανίων στο βιλαέτι Αϊδινίου, σύμφωνα με τη στατιστική της Διεύθυνσης Προσφύγων του οθωμανικού υπουργείου Εσωτερικών. Τόπος εγκατάστασης Δενιζλή Νικομήδεια Αϊδίνιο Κιουτάχεια Τεκέ Αττάλεια Βαλουκεσέρ Αδά-Παζάρ Ναζιλλί Τσίνε Σασκίαν Έφεσος Οπντεμίς Δινάρι Σαντουκλή Αδραμύττιο Χαβράνι
Περιθαλπόμενοι 3.000 19 13.000 800 70 500 5.768 4 3.092 3.200 3.134 1.096 1.000 268 369 1.559 621
Μη περιθαλπόμενοι 7.000 0 0 0 0 0 9.200 0 5.000 7.000 5.000 3.000 2.000 500 800 0 0
586
Ουσάκ Πάνορμος Σουλτάν Χισάρ Ατιζέ Κενσεκή Γενή Παζάρ Καρά Κιτ Δολαμά Μααγ Αρασή Βολιέ Ρεχανέ Χανδερί Κιουνάκ Βαλάτ Κεπσίτ Κόριτζε Βιγαδίζ Κιουρασάτι Ταρτί Κοναλί Πικιάρ Σαμλή Ιβριντί Σύνολα Πίνακας
IVβ:
411 366 268 750 600 2.500 671 2.057 767 306 1.253 51 243 37 397 304 482 167 1.010 149 357 277 50.772 αριθμός
και
τόπος
59 0 500 1.500 1.000 5.000 1.000 4.000 2.000 1.800 3.925 1.400 2.978 1.700 3.735 2.779 3.799 2.436 6.920 2.370 1.573 1.385 91.359 προέλευσης
μουσουλμάνων
προσφύγων
εγκατεστημένων στο βιλαέτι Αδριανούπολης 4. Χώρα
Βιλαέτι
Καζάς
Ελλάδα
Αδριανούπολης
Δεδέαγατς Σουφλίου Γκιουμουλτζίνας Ξάνθης Καραγάτς Διδυμοτείχου Σερρών Αβρέτ Χισάρ Δεμίρ Χισάρ Λαγκαδά Γκιουμουλτζίνας
Θεσσαλονίκης
4
Αριθμός προσφύγων 1.042 2.241 115 13 44 251 1.124 1.036 3.036 3.222 6
Ο πίνακας παρατίθεται στο αρχείο Πάλλη, φ. Β΄-Γ΄. Ο ίδιος ο Πάλλης σημειώνει ότι ο πίνακας είναι ελλιπής, ωστόσο παρατίθεται ελλείψει άλλων στοιχείων
587
Ιωαννίνων
Μοναστηρίου
Κρήτης Σύνολο Ελλάδας
14.395
Κιλκίς Γιενιτζέ Γιενιτζέ Βαρδάρ Θεσσαλονίκης Δράμας Ζίχνης Καβάλας Δοϊράνης Πλάβιστας Βοδενών Σαρί Σαμπάν Γευγελή Καρά Καρυαί Άλλων περιοχών Ιωαννίνων Τασίτς Πρέβεζας Γρεβενών Φλώρινας Κοζάνης Ανασέλιτσας Σερβίων Χανίων Άλλων περιοχών
523 4 52 651 114 4 15 15 85 8 4 112 21 135 217 81 74 25 38 2 7 197 9 10
588
Δελτίο απογραφής μουσουλμάνων προσφύγων Ανατολικής Θράκης (ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Α. Πάλλη, φ. Β΄-Γ΄)
589
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Η Σύμβαση των Αθηνών 1/14 Νοεμβρίου 1913
590
591
592
593
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ι) Πίνακας εγκαταλελειμμένων κτημάτων στις Νέες Χώρες (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130) Οικονομική Εφορία Ανασελίτσης Δράμας Σιδηροκάστρου Ιωαννίνων Λαγκαδά Γεννιτσών Βεροίας Πλωμαρίου Παραμυθίας Εδέσσης Χαλκιδικής Γρεβενών Κιλκισίου Πρεβέζης Σαρή Σαμπάν Φιλιατών Φλωρίνης Καρατζόβας Κατερίνης Ζίχνης Σερβίων Θεσσαλονίκης Ηρακλείου Ελασσόνος Σερρών Κοζάνης Μαργαριτίου
Αριθμός και είδος κτήματος 1.115 αγροί, 120 οικίες, 12 κήποι, 42 άμπελοι, 8 λιβάδια, 18 γαίες, 7 μύλοι, 15 οικόπεδα 136 αγροί, 127 οικίες, 8 κήποι, 5 οικόπεδα, 4 μύλοι, 16 λιβάδια, 1 χωριό, 1 δάσος, 25 γαίες, 14 τσιφλίκια 896 αγροί, 127 κήποι, 53 οικίαι, 21 εργαστήρια, 9 υδρόμυλοι, 7 λιβάδια, 43 άμπελοι 3.098 χωράφια, 218 οικίες, 6 ελαιώνες, 11 δάση, 48 βοσκές, 125 αχυρώνες, 80 λιβάδια, 237 άμπελοι, 118 κήποι, 110 καλύβες, 5 μύλοι, 26 οικόπεδα, 206 μάνδρες 290 αγροί, 165 οικίες, 3 αχυρώνες, 5 κήποι, 8 άμπελοι, 18 λιβάδια, 6 κεφαλοχώρια 580 αγροί, 302 άμπελοι, 340 κήποι, 750 οικίες, 30 τσιφλίκια, 15 γαίες, 8 μύλοι, 6 βοσκές, 2 οικόπεδα, 1 δάσος 323 οικίες, 40 αγροί, 26 τσιφλίκια, 1 μύλος, 1 βοσκή, 1 δάσος, 37 γαίες, 6 λιβάδια 11 οικίες 136 αγροί, 7 οικίες 15 αγροί, 125 οικίες, 20 άμπελοι, 32 λιβάδια, 55 κήποι, 2 μύλοι 290 αγροί, 15 άμπελοι, 2 κήποι,1 οικία 38 αγροί, 4 άμπελοι, 2 οικόπεδα, 4 τσιφλίκια 82 κεφαλοχώρια, 2,333 οικίες 28 αγροί, 2 λιβάδια, 13 χωριά 10 τσιφλίκια, 25 οικίες, 2 οικόπεδα 40 αγροί, 2 άμπελοι, 5 κήποι, 4 λιβάδια, 3 μύλοι 730 αγροί, 35 λιβάδια, 40 άμπελοι, 75 οικίες, 20 οικόπεδα,1 κήπος 44 αγροί, 167 οικίες, 2 άμπελοι, 4 υδρόμυλοι, 1 δάσος, 111 γαίες 458 οικίες, 54 αγροί, 11 τσιφλίκια 65 αγροί, 176 οικίες, 11 τσιφλίκια, 3 γαίες, 1 κήπος 285 αγροί, 60 άμπελοι, 262 οικίες, 9 κήποι, 6 λιβάδια, 18 τσιφλίκια, 18 μαγαζιά, 45 οικόπεδα, 2 αχυρώνες, 1 δάσος, 1 μύλος 108 χωράφια, 43 οικίες, 5 άμπελοι, 1 κήπος 2 οικίες 412 αγροί, 32 οικίες, 15 κτήματα, 55 άμπελοι, 17 κήποι, 3 οικόπεδα 112 αγροί, 2 άμπελοι, 5 κτήματα, 4 τσιφλίκια, 912 οικίες 25 αγροί, 37 οικίες, 1 κήπος 11 αγροί, 1 άμπελος
594
Πραβίου
258 αγροί, 102 οικίες, 8 οικόπεδα, 5 μύλοι, 80 λιβάδια, 4 άμπελοι, 3 κήποι, 5 τσιφλίκια 47 αγροί, 3 οικίες, 2 ποταμοί 8.783 αγροί, 7.545 οικίες, 705 κήποι, 842 άμπελοι, 294 λιβάδια, 209 γαίες, 128 οικόπεδα, 50 μύλοι, 16 δάση, 115 τσιφλίκια, 21 εργαστήρια, 206 μάνδρες, 130 αχυρώνες, 102 χωριά, 53 βοσκες, 2 ποταμοί, 6 ελαιώνες
Καστοριάς Σύνολα
II) Πίνακας κτημάτων που καταλήφθηκαν από το Δημόσιο βάσει του νόμου 262 και επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους Οικονομική Εφορία
Είδος κτήματος
Όνομα πόλης και κτήματος
Ιδιοκτήτης
Σερρών
τσιφλίκι
Καβακλή
Σερρών
τσιφλίκι
Κάκκαρα Βερνάρι
Ισχάν Ζεκή Βέης Ρεφήκ και Σαλλαχεδίν Βέης
Σερρών
αστικό-οικία
Σέρρες
Αδελφοί Ρετζέπ
16/9/1914
Δράμας
αστικό
Δράμα
29/9/1915
Δράμας
πανδοχείο
Δοξάτο
Σωματείο Αμερικανικής Αποστολής Σαδήκ Σαρμπάν Ομέρ Εφέντης
Δράμας
τσιφλίκι
Μούσσα
Ομέρ Εφέντη
20/12/1914
Δράμας
τσιφλίκι
Μικρός Φωτολείβας
Φεράτ Αγάς
20/12/1914
Καβάλας
Καβάλα Καβάλα
Λαγκαδά
τσιφλίκι
Βρασνά-Σταυρός
Μιχ. Τσίπροβιτς Ρεμπιέ και Ρεζιέ Χανούμ Μαχμούτ Χαμδή
16/10/1914
Καβάλας
αστικόκλίβανος αστικό-οικία
Ελασσόνας
αγροκτήματα
Δράνοβον
Σανδικά χήρα Σαλήμ Ταχήρ
Αριθμός και χρονολογία διαταγής 11273, 22/10/1914 46020, 9/4/1915
20/12/1914
13/7/1915 6/2/1915
21/4/1915
Λόγος απόδοσης κτήματος Ο ιδιοκτήτης ανέκαθεν έμενε στην Κων/πολη Ο Ρεφήκ ως πρόεδρος πρωτοδικών δικαιολογημένα απήλθε, ο Σαλλαχεδίν σπούδαζε στο Παρίσι Επειδή μόνο ο ένας αδελφός απήλθε Επειδή ανήκε σε σωματείο-επέμβαση αμερικανικού προξενείου Κατά λάθος επί τη πληροφορία ότι οι ιδιοκτήτες μετανάστευσαν, ενώ διέμεναν στην Καβάλα Κατά λάθος επί τη πληροφορία ότι οι ιδιοκτήτες μετανάστευσαν, ενώ διέμεναν στην Καβάλα Κατά λάθος επί τη πληροφορία ότι οι ιδιοκτήτες μετανάστευσαν, ενώ διέμεναν στην Καβάλα Ίσχυε η αρχή αποδόσεως των αστικών Κατελήφθη αυθαίρετα από πρόσφυγες Κατελήφθη κατά λάθος αποδειχθέντος εκ των υστέρων ότι οι ιδιοκτήτες ανέκαθεν διέμεναν στην Κων/πολη Δεν θεωρήθηκε μεταναστεύσασα
595
Μπέη Ελασσόνας
κτήματα
Τσαρίτσανη
Γρεβενών Γρεβενών
αγροκτήματα αγροκτήματα
Δομίνιτσα Αράπ-Κομάς
Βέροιας
τσιφλίκι
Βέροιας
αγροί
ΜελίκηΛυκοβίτσα Μπλάνα
Βέροιας
τσιφλίκι
Ασώματα
Βέροιας
τσιφλίκι
Γιαννιτσών
τσιφλίκι
Βέσιανη Καψοχώρα Γοργόπη
Γιαννιτσών Γιαννιτσών
βοσκή τσιφλίκι
Γιαννιτσών
αναγκασθείσα να ακολουθήσει τον σύζυγό της στο εξωτερικό
Σαλίχ Αχμέτ Γιαλιτζή Τζελάλ Κιαμήλ Τεφήκ Βέης
Οκτώβριος 1915 13/9/1914 8/10/1915
Τζελάλ Βέης
15/5/1915
Κληρονόμοι Κοζλού Μπεκήρ Ιτζέτ Εφέντης
20/2/1915
Νουριέ και Ετιέ Χανούμ Χατζή Μαχμούτ
3/11/1914
Πέτκη Κολόδεϊ
Οσμάν Σαϊτ Τζεμάλ Καραφίλ
20/2/1915 31/12/1914
τσιφλίκι
Βρες-Πέτροβον
Φουάτ Βέης
9/9/1914
Γιαννιτσών
βοσκή
Καλλίνιτσα
15/11/1914
Γιαννιτσών
τσιφλίκι
Καρυώτισσα
Μουσταφά Αβδουλάχ Χαφούζ Αλή
Γιαννιτσών
βοσκή
Βαρδαρόφτσα
Γιαννιτσών
τσιφλίκι
Γκούρμπες
Ζίχνης
τσιφλίκι
Σδραβίνη
Καστοριάς
τσιφλίκι
Καστοριάς
τσιφλίκι
Φωτείνιστα, Κρεπινή, Τειχόλιτσα, Σένδομα Βυτάνη
Καστοριάς
τσιφλίκι
Μπανακλή
και
Μουζαφέρ Χανούμ Οσμάν Μονά και υιοί κληρονόμοι Εμίν Βέη και Γιουσούφ Φαζήλ Κιαμήλ Βέη Μεχμέτ Καραγκιόζ Αδελφοί
25/10/1914
5/6/1915
19/1/1915
16/4/1915 21/10/1914
Λόγω του ότι οι ιδιοκτήτες δεν απομακρύνθηκαν κατοικούντες σε Β. Ήπειρο και Ελλάδα Διότι ανέκαθεν διέμενε στην Κων/πολη Διότι οι ιδιοκτήτες δεν απεδήμησαν Διότι ως υπάλληλος επί τουρκοκρατίας ανεκλήθη από την κυβέρνησή του Διότι είχε αναχωρήσει προ του πολέμου Διότι ήταν βεβαρημένο με υποθήκη υπερβαίνουσα την πραγματική του αξία Δεν απεδήμησε Διότι ανέκαθεν διέμενε στην Ελασσόνα Διότι προ του πολέμου βρισκόταν στην Κων/πολη Απεδόθη αποδειχθέντος ότι ανήκε διά τίτλων Καθ’ ότι απελθών στην Κων/πολη και την οικογένειά του άφησε στη Θεσσαλονίκη και το γραφείο του διατήρησε Απεδόθη αποδειχθέντος ότι ανήκε διά τίτλων Δεν απεδήμησε
9/9/1914
Ανέκαθεν διέμενε στην Κων/πολη
20/1/1915
Ανέκαθεν διέμενε στην Κων/πολη
5/6/1915
Δεν απήλθε από Ελλάδα
7/10/1915
596
Ανασέλιτσας
τσιφλίκι
Διάφορες θέσεις
Ανασέλιτσας
τσιφλίκι
Ανασέλιτσας
τσιφλίκι
Ανασέλιτσας Ανασέλιτσας Ανασέλιτσας Ανασέλιτσας
κτήματα 5/12 τσιφλικιού ½ υδρόμυλος βοσκότοποι
Κάτω Λαμπάνιτσα Σλήμνιτσα, Χρούπιστα, Ζουπάνιστα, Σδράλτσι Ανασέλιτσα Ανασέλιτσα
Σιδηροκάστρου
τσιφλίκι
Μαγλούμ Λακνάτ Ρέντα κοινότητος Κελιπές Λάτροβον
Κιλκίς
τσιφλίκι
Κιλκίς
Φλώρινας Φλώρινας Φλώρινας
τσιφλίκι βοσκή τσιφλίκι
Εξισού Βίτσι-Εξισού Κιλκίς
Φλώρινας Έδεσσας
βοσκές τσιφλίκι
Ιωαννίνων
κτήματα
Ζέλοβον ΒερτικιοϊΛιτοχώρι Ιωάννινα
Φιλιατών
κτήματα
Φιλιατά
Μεχμέτ Χαμζά και Ριζά Βέηδες Μεχμέτ Ρεσσάτ
16/4/1915
Δεν απήλθαν από Ελλάδα
7/10/1915
Δεν απήλθε από Ελλάδα
Ζιά Βέης
24/9/1915
Αναχώρησαν πριν από τη στρατιωτική κατάληψη
Ρεϊζά Ριζά Εσρέφ Βέης
29/9/1914 6/2/1915 30/8/1914
και
Σεβζέτ Βέης
2/9/1914
Χατζή Ζεκερία Βέης Σελιχά Χανούμ
28/7/1915
Κληρονόμοι Ιγλέτ Πασά Χασάν Βέης Κληρονόμοι Εγιούπ Πασά Τεφήκ Αλή
21/7/1915 21/4/1915 26/5/1915
Είχαν καταληφθεί ως μετρουκέ Διότι προ 20ετίας είχε μεταβεί στην Κων/πολη
Ήταν ιδιωτικά
12/3/1915 7/10/1915 1914 1914
(Ο πίνακας αφορά τα κτήματα που καταλήφθηκαν πριν από τις 10 Μαΐου 1914 και συντάχθηκε με διαταγή του υπουργού Οικονομικών Στέφανου Δραγούμη. Παρατίθεται στο αρχείο Στέφανου Δραγούμη, φ. 130. Πληροφορίες υπάρχουν επίσης και στο Στέφανου Ν. Δραγούμη, Υπουργού των Οικονομικών. Αγόρευσις κατά την βουλευτικήν συνεδρίασιν της 21ης Μαρτίου 1916, απάντησις εις επερώτησιν περί μη οφειλομένης εις μουσουλμάνους κυρίους αποδόσεως των ακινήτων κτημάτων αυτών εν Μακεδονία. Εν Αθήναις 1916, σσ. 19-20.)
ΙΙΙ) Πίνακας μουσουλμανικών κτημάτων διοικουμένων υπό του Δημοσίου δυνάμει των νόμων 262 και 1073 (ΙΑΥΕ, Κεντρική Υπηρεσία, 1922, φ. 88, Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων προς ΥΠΕΞ, Αθήνα 20/10/1922, αρ. πρ. 82655) Α) Κτήματα αγροτικά ανά περιφέρεια Οικονομικών Εφοριών Οικονομική Εφορία Στρέμματα Οικονομική Εφορία Στρέμματα Σερρών 202.209 Μολύβου 4.275 Εδέσσης 20.152 Πρεβέζης 7.693 Ιωαννίνων 167.837 Κατερίνης 77.000 Βεροίας 159.635 Ανασελίτσης 700 Νέστου 6.950 Νιγρίτας 20.774
597
Μυτιλήνης Δράμας Άρτας Κιλκίς Φλωρίνης Σιατίστης Καβάλας Λαγκαδά Χαλκιδικής Σερβίων
170 42.536 394 471.000 15.634 20.868 1.437 149.950 40.000 2.270
Ελασσόνος Παραμυθίας Καρατζόβας Καστοριάς Θεσσαλονίκης Ζίχνης Σιδηροκάστρου Γεννιτσών Κοζάνης Γρεβενών Σύνολο
165.309 Άνω των 150 66.928 15.689 344.470 22.303 5.000 74.462 Άνω των 150 52.788 2.158.733
Β) Κτήματα αστικά ανά περιφέρεια Οικονομικών Εφοριών Οικονομική Εφορία Αριθμός και είδος αστικού κτήματος Εδέσσης 49 περιβόλια, 4 αγροί, 18 άμπελοι, 1 οικόπεδο, 1 μύλος, 1 υδρόμυλος, 3 χάνια, 24 μαγαζιά, 112 οικίες Μυτιλήνης 41 οικίες, 1 μαγαζί, 3 αποθήκες, 1 κλίβανος, 1 εργοστάσιο Νέστου 68 οικίες, 1 υδρόμυλος, 3 μαγαζιά Βεροίας 30 οικίες, 3 μαγαζιά Ιωαννίνων 45 οικίες, 4 οικίσκοι, 2 εργαστήρια, 6 μαγαζιά, 1 υδρόμυλος, 1 χαρταποθήκη Σερβίων 147 οικίες, 17 μαγαζιά, 1 κλίβανος, 44 οικόπεδα, 2 αχυρώνες Καβάλας 36 μαγαζιά, 375 οικίες, 5 κλίβανοι, 53 οικόπεδα, 2 αχυρώνες, 20 αποθήκες, 3 καφενεία, 1 χάνι, 1 τσιφλίκι, 1 φάρος, 4 γαίες Γρεβενών 7 οικίες, 2 κήποι, 1 αχυρώνας, 17 μαγαζιά Ελασσόνος 28 οικίες, 18 μαγαζιά Καρατζόβας 16 οικίες, 28 μαγαζιά, 14 υδρόμυλοι Πρεβέζης 12 οικίες, 6 αποθήκες, 18 μαγαζιά, 5 οικόπεδα, 1 ξενοδοχείο Σύνολο 1.309 αστικά κτήματα
IV) Πίνακας των ανταλλάξιμων μουσουλμανικών αγροτικών κτημάτων που παραχωρήθηκαν στην ΕΑΠ για την εγκατάσταση των προσφύγων (ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρχείο Α. Πάλλη, φ. Δ΄-Ε΄) Εποικιστικές Αρχές
Μακεδονία Βέροια Βοέμιτσα (Αξιούπολη) Γιαννιτσά
Έκταση Κατά Εποικιστικά Κατά περιφέρειες Γραφεία
Σημειώσεις
63.370 104.010
3.700 βοσκήσιμα
220.000
9.000 βοσκήσιμα
598
Δράμα Έδεσσα Θεσσαλονίκη Καβάλα Καϊλάρια Καστοριά
603.845 181.546 599.800 294.055 189.224 124.655
Κατερίνη Κιλκίς
46.100 696.605
Κοζάνη Λαγκαδάς Σέρρες Σιδηρόκαστρο Φλώρινα
492.920 174.183 20.874 132.730 69.991
48.500 βοσκήσιμα, 6.450 δασώδη ως άδενδρα 301.665 βοσκήσιμα, 36.200 δεν διατέθηκαν εισέτι.
4.012.908 Θράκη Αλεξανδρούπολη Διδυμότειχο
Κομοτηνή Ξάνθη Ορεστιάδα
Μόνο εγκαταλελειμμένα φυγάδων μουσουλμάνων 556
Αγροί και λιβάδια 556
Λοιπή Ελλάδα Βόλος
8.221
Καρδίτσα
8.059
Λάρισα Ιωάννινα Πρέβεζα
51.954 19.498 2.046
Τσαμουριά Αιτωλοακαρνανία Αττικοβοιωτία
8.760
Μόνο το κτήμα Χατζόμπαση Διατέθηκαν για τους πρόσφυγες μόνο 850
1.810 λιβάδια, 148 κήποι, 88 αγροί. Επιπλέον 10.366 ελαιόδεντρα Επί γεώμορο
599
Αχαϊοήλιδα Εύβοια Λαμία Λακωνία 98.538 Κρήτη Ηράκλειο (πλην 10 57.445 συνοικισμών)
Λασίθι Ρέθυμνο
6.883 16.350
Χανιά
17.774
Λήμνος
40.510
16.396 βοσκές, 4.202 αμπελώνες, 394 κήποι, 36.452 αγροί. Επιπλέον 193.844 ελαιόδεντρα και 14.221 καρποφόρα 2.685 βοσκές, 769 αμπελώνες, 5.652 αγροί. Επιπλέον 70.299 ελαιόδεντρα. 400 αμπελώνες, 2.400 κήποι. Επιπλέον 70.995 ελαιόδεντρα 98.452 40.510 Σύνολο: 4.250.964
600
Έγγραφο του υπουργείου Γεωργίας σχετικά με τα κατειλημμένα υπό του Δημοσίου μουσουλμανικά κτήματα
601
602
Εγκύκλιος του υπουργείου Γεωργίας προς τους γενικούς διοικητές σχετικά με την απόδοση κτημάτων στους παλιννοστούντες μουσουλμάνους
603
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Πίνακας μουσουλμάνων βουλευτών που εκλέχθηκαν στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 Όνομα βουλευτή
Νομός
Κόμμα
Επάγγελμα
Λουτφή Ομέρ
Κοζάνης
Εθνικοφρόνων
χότζας από Ελασσόνα
Ακήφ Ζουλφικιάρ Βέη
Κοζάνης
Εθνικοφρόνων
κονιάρος τσιφλικάς
Χουσεΐν Νεδίμ
Κοζάνης
Εθνικοφρόνων
Αλβανός δικηγόρος από Γρεβενά
Φερήτ Αλή
Φλώρινας
Εθνικοφρόνων
Αρήφ Μουσταφά
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Βεχήτ Αλή Βέη
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
εισοδηματίας
Δεμίρ Αλή Βέη
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
εισοδηματίας
Μουσταφά Οσμάν Βέη
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Σιρρή Σαλή Βέη
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
κτηματίας
Χαϊρέτ Σακήρ Βέη
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
εισοδηματίας
Χασάν Μεχμέτ Αλή Βέη
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Χασάν Ιμπραήμ Χαλήλ
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Χαφούζ Μεχμέτ Φερήτ
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Χουσαμεδίν Σαΐντ Βέη
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Κεμαλεδίν Σαλή Βέη
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Ισμαήλ Χουσεΐν
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Πίνακας μουσουλμάνων βουλευτών που εκλέχθηκαν στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 Όνομα βουλευτή
Νομός
Κόμμα
Επάγγελμα
Λουτφή Ομέρ
Κοζάνης
Εθνικοφρόνων
χότζας
από
Ελασσόνα Ακήφ Ζουλφικιάρ
Κοζάνης
Εθνικοφρόνων
κονιάρος τσιφλικάς
Αλή Δεμίρ
Κοζάνης
Εθνικοφρόνων
καταγωγή
από
604
Βέροια Αλή Φερήτ
Φλώρινας
Εθνικοφρόνων
Γιουσούφ Χακή
Φλώρινας
Εθνικοφρόνων
Αρήφ Μουσταφά
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Βεχήτ Αλή Βέης
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Νικμεντή Τζεμήλ Βέης
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Οσμάν Σεσμπές Αβδή
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Τσέλιο Τεφφήκ
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Χασάν Μεχμέτ Αλή Βέη
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Χαφούζ Μεχμέτ Φερήτ
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Χουσαμεδίν Σαΐντ Βέη
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Κεμαλεδίν Σαλή Βέη
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Ισμαήλ Χουσεΐν
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Χατζή Δράμας
Εθνικοφρόνων
Ιτζέτ Νουρή Ομέρ
Δράμας
Εθνικοφρόνων
Αλή Ντίνο Ρασήχ
Πρέβεζας
Εθνικοφρόνων
Χατζή
Ιμπραήμ
Ζαδέ
πρόκριτος
εισοδηματίας
κτηματίας
Μουμίν
κτηματίαςκαλλιτέχνης
Μουφτή Εμίν Ραμίζ
Πρέβεζας
Εθνικοφρόνων
Πίνακας μουσουλμάνων βουλευτών που εκλέχθηκαν στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 Όνομα βουλευτή
Νομός
Κόμμα
Επάγγελμα
Ναδίρ Ραμαντάν
Κοζάνης
Λαϊκό
τσιφλικάς
από
επαρχία Ανασέλιτσας Σεΐτ Αμπάς
Κοζάνης
Λαϊκό
Γιαγιά Μπεντρή
Κοζάνης
Λαϊκό
Αζμή Βέη
Φλώρινας
Λαϊκό
Αμπτή Βέης Σες Μπες
Θεσσαλονίκης
Λαϊκό
κτηματίας
605
Ριζά Αλή Χαμδή Βέης
Θεσσαλονίκης
Λαϊκό
παλιός
διευθυντής
εφορίας, κτηματίας Δουρή Ομέρ Ιζέτ Βέης
Θεσσαλονίκης
Λαϊκό
Κεμαλεδίν Σαλή Βέης
Θεσσαλονίκης
Λαϊκό
Χατζή Γιουσούφ Αλή Ριζά
Πέλλας
Λαϊκό
Σαλή Σεφήκ Χατζή
Πέλλας
Λαϊκό
Χασάν Μεχμέτ Αλή Βέης
Πέλλας
Λαϊκό
Ρετζέπ Λουτφή Χατζή Μεστάν
Δράμας
Λαϊκό
έμπορος
Μεχμέτ Σααδήκ Ισμαήλ
Δράμας
Λαϊκό
παλιός μουφτής
Μεχμέτ Μουσταφά Μπαλαμπάν
Δράμας
Λαϊκό
παλιός
γραμματέας
της νομαρχίας Σεραφεντίν Αχμέτ Αλισάν
Δράμας
Λαϊκό
Ραΐπ Χατζή Κερίμ
Δράμας
Λαϊκό
Χουσαμεντίν Σαΐντ Μπέης
Δράμας
Φιλελευθέρων
Χουσεΐν Ισμαήλ Κομπάκογλου
Δράμας
Φιλελευθέρων
Αχμέτ Χικμέτ Βέης
Έβρου
Φιλελευθέρων
μπέης από τα Ίψαλα
Μεχμέτ Μουσταφά Ενεζλή
Έβρου
Φιλελευθέρων
μπέης από τον Αίνο
Χαμήτ Μεχμέτ Χαμήτ
Έβρου
Φιλελευθέρων
μπέης
Χουσεΐν Ζαδέ Ιμπραήμ
Ραιδεστού
Φιλελευθέρων
δήμαρχος
Δερβίς Χουσεΐν Ζαδέ Αλή
Ραιδεστού
Φιλελευθέρων
Κερίμ Σεκερτζή Ρετζέπ
Ραιδεστού
Φιλελευθέρων
Μεχμέτ Μπεήζαδε Μπέη Ταήπ
Ραιδεστού
Φιλελευθέρων
Μουσταφά Μπεήζαδε Νεήρ
Ραιδεστού
Φιλελευθέρων
διευθυντής
της
εφημερίδας Τεεμίν Αβδουραχήμ Χασάν Βέης
Ροδόπης
Φιλελευθέρων
κτηματίας
Χατζή Χαφούζ Γκαλήπ
Ροδόπης
Φιλελευθέρων
πομακικής καταγωγής κτηματίας, δάσκαλος στο
606
ιεροσπουδαστήριο Κομοτηνής Αρήφ Χαφούζ Ζαδέ Αρήφ
Ροδόπης
Φιλελευθέρων
κτηματίας
Σαλή Μεχμέτ Ογλού
Ροδόπης
Φιλελευθέρων
Χατζή Αχμέτ Ζαδέ
Αδριανούπολης Φιλελευθέρων
προύχοντας
Χασάν Εμίν Ιμπραήμ
Αδριανούπολης Φιλελευθέρων
προύχοντας
Μεχμέτ Ρασήτ Ιμπραήμ
Αδριανούπολης Φιλελευθέρων
Φερήτ Ομέρ
Αδριανούπολης Φιλελευθέρων
Χουρσίτ Μουσταφά
40 Εκκλησιών
Φιλελευθέρων
Ιχσάν Μπέης Ζααδέ
40 Εκκλησιών
Φιλελευθέρων
Ναζμή Εφέντης
40 Εκκλησιών
Φιλελευθέρων
Σουκρή Εφέντης
40 Εκκλησιών
Φιλελευθέρων
Πίνακας μουσουλμάνων υποψήφιων βουλευτών που δεν εκλέχθηκαν στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 Όνομα βουλευτή
Νομός
Κόμμα
Χαϊρεδίν Μουσταφά Μπέης
Θεσσαλονίκης Ανεξαρτήτων
Επάγγελμα κτηματίας από την Καρατζόβα
Χασάν Σαδρή
Θεσσαλονίκης Ανεξαρτήτων
δικηγόρος
Αλή Μεχμέτ Ναΐπ Ζαδέ
Δράμας
Φιλελευθέρων
νομάρχης
Δερβίς Μπέη Νετζμής
Κοζάνης
ανεξάρτητος
607
Πίνακας μουσουλμάνων υποψήφιων βουλευτών που δεν εκλέχθηκαν στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 Όνομα βουλευτή
Νομός
Κόμμα
Δερβίς Νεδζμεντίν Μπέης
Θεσσαλονίκης Εθνικοφρόνων
Αμπάς Μπέης ή Τσιγκόμπεης
Κοζάνης
ανεξάρτητος
Γιαγιά Μπέη Ζενέλ
Κοζάνης
ανεξάρτητος
Κώντσα Χουσεΐν Νεδίμ
Κοζάνης
ανεξάρτητος
Ναδίρ Ραμαντάν
Κοζάνης
ανεξάρτητος
Επάγγελμα
κτηματίας από την Ανασέλιτσα
Πίνακας μουσουλμάνων υποψήφιων βουλευτών που δεν εκλέχθηκαν στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 Όνομα βουλευτή
Νομός
Κόμμα
Επάγγελμα
Ριζά Χαμζά Μπέης
Κοζάνης
Φιλελευθέρων
Αλβανός κτηματίας
Φουάτ Βελή
Κοζάνης
Φιλελευθέρων
Ρουζδή Αφούζ
Κοζάνης
Φιλελευθέρων
Τζεβάτ Μπέης
Κοζάνης
Φιλελευθέρων
Μουσταφά Τεφίκ
Κοζάνης
ανεξάρτητος
Ασπή Ραΐφ
Κοζάνης
ανεξάρτητος
Ισσά Μεχμέτ Αλή Μπέης
Φλώρινας
Φιλελευθέρων
εισοδηματίας
Βεχήτ Αλή Μπέης
Θεσσαλονίκης
Φιλελευθέρων
εισοδηματίας
Δεμίρ Αλή Μπέης
Θεσσαλονίκης
Φιλελευθέρων
εισοδηματίας
Χαϊρέτ Σακίρ Μπέης
Θεσσαλονίκης
Φιλελευθέρων
εισοδηματίας
Ιμπραήμ Δουρζή Ζαδέ
Πέλλας
Φιλελευθέρων
κτηματίας Καρατζόβα
Σαμή Τεφήκ Χαζινεκλάρ Μπέης
Πέλλας
Φιλελευθέρων
Χασάν Μεμέτ Γκικό
Πέλλας
ανεξάρτητος
Βεΐς Μεμέτ Μουνίρ Μπέης
Πέλλας
ανεξάρτητος
από Καρατζόβα
από
608
Μπουκλη Χασάν Μπέης
Δράμας
Λαϊκό
έμπορος καπνών
Μεχμέτ Ζουχντή Αμπντούλ Χακή
Δράμας
Λαϊκό
εισοδηματίας
Αζίζ Μεχμέτ Κιρλιζαντέ
Δράμας
Λαϊκό
έμπορος
Αχμέτ Μουσταφά Μποροβαλή
Δράμας
Φιλελευθέρων
Αζήζ Μποροβαλή
Δράμας
Φιλελευθέρων
Ομέρ Ντουρή Μπέης
Δράμας
Φιλελευθέρων
Ομέρ Χατζή Σακήρ
Δράμας
Φιλελευθέρων
Χαφούζ Μεχμέτ Οσμάν
Δράμας
Φιλελευθέρων
Χασάν Φεχμή Χατζή Αντέμ
Δράμας
Φιλελευθέρων
Ισμαήλ Χακκή
Δράμας
Φιλελευθέρων
κτηματίας,
πρώην
βουλευτής
στη
βουλγαρική Βουλή Σαλή Χατζή Σαλή Αγάς
Δράμας
Φιλελευθέρων
Σαλή Αχμέτ
Δράμας
Φιλελευθέρων
Ισάν Κιαμήλ Μπέης
Δράμας
Φιλελευθέρων
Μουσταφά Σαμπρή Ιμπραήμ
Δράμας
Φιλελευθέρων
Σαμπίτ Αμέτ Μονταμάζ
Δράμας
Φιλελευθέρων
Χαφούζ Ιμπραήμ Μουσταφά
Δράμας
ΣΕΚΕ
σύμβουλος συνδικάτου καπνεργατών Καβάλας
Ριφάτ Χατζή Ισμάηλ
Δράμας
ανεξάρτητος
Χατζή Σουλεϊμάν Μουμίν
Δράμας
ανεξάρτητος
Μουζενικλή Αλή Χατζή
Δράμας
ανεξάρτητος
Αλή Ντίνο Ρασήχ
Πρέβεζας
Λαϊκό
κτηματίαςκαλλιτέχνης
Μεχμέτ Μπέη Ζαδέ Μουσταφά
Ραιδεστού
ανεξάρτητος
Χασάν Σαμπρή Δερβίς
Ραιδεστού
ανεξάρτητος
Φεζή Ιμπραχήμ Ασήμ
Ραιδεστού
ανεξάρτητος
609
Μουσταφά Μπέης Μεχμέτ Ογλού
Καλλίπολης
Φιλελευθέρων
Νεμζεδίν Χουσεϊν Εφέντης
Καλλίπολης
ανεξάρτητος
Ρουστέμ Παχρή Μπέης
Καλλίπολης
ανεξάρτητος
Τεφή Μπέης Μεχμέτ Ογλού
Καλλίπολης
ανεξάρτητος
Χατζή Ιμπραήμ Μπέης
Αδριανούπολης Φιλελευθέρων
προύχοντας
Τα στοιχεία για τον καταρτισμό των παραπάνω πινάκων αντλήθηκαν από τις κάτωθι πηγές: Δ. Δώδος, Η εκλογική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, Κόμματα και υποψήφιοι (διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 1989. Βουλή των Ελλήνων, Διεύθυνση Διοικητικού, Τμήμα Μητρώου Βουλευτών, Μητρώο πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, Αθήνα 1986. ΜΑΕ serie Z Europe 1918-1940, Grèce/ gr 53, προξενείο Γαλλίας προς Κεντρική Υπηρεσία, Θεσσαλονίκη 25 Οκτωβρίου 1920, αρ. 92, «προεκλογική εκστρατεία», όπου κατάλογος με υποψηφίους βενιζελικών και αντιβενιζελικών με πληροφορίες και για τα επαγγέλματά τους. ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 102 (υπουργείο Εσωτερικών), όπου εκλογικά αποτελέσματα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, ιδιαίτερα οι συνεδριάσεις εκείνες κατά τις οποίες ορκίζονταν οι βουλευτές που μόλις είχαν εκλεγεί. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης εφημερίδες και διάφορα έγγραφα που περιείχαν πληροφορίες για εκλογικά αποτελέσματα, υποψηφίους και την επαγγελματική ενασχόληση των τελευταίων. Σημειώνουμε ότι ο μεγάλος αριθμός των βενιζελικών μουσουλμάνων υποψηφίων στο νομό Δράμας στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 οφείλεται στην ύπαρξη δύο συνδυασμών των Φιλελευθέρων. Στη Θράκη οι μουσουλμάνοι βουλευτές που εκλέχθηκαν εντάχθηκαν στο κόμμα των Φιλελευθέρων, έστω και αν υπάρχει πιθανότητα να κατέβηκαν στις εκλογές ως ανεξάρτητοι.
610
Αναφορά της Διοίκησης Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης σχετικά με την προεκλογική δραστηριότητα των μουσουλμάνων (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 218)
611
Ο συνδυασμός του κόμματος των Φιλελευθέρων στο νομό Θεσσαλονίκης στις εκλογές του 1920 (εφ. Φως, 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου 1920)
612
Ο συνδυασμός του κόμματος των Φιλελευθέρων στο νομό Κοζάνης στις εκλογές του 1920 (εφ. Ηχώ Μακεδονίας, 16/29 Οκτωβρίου 1920)
613
Υπόμνημα των μουσουλμάνων βουλευτών του ελληνικού Κοινοβουλίου προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης σχετικά με τα ζητήματα που απασχολούν το μουσουλμανικό πληθυσμό των Νέων Χωρών (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 377)
614
615
616
617
618
619
620
621
622
623
624
625
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΚΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Έκθεση του επιθεωρητή δημοτικών σχολείων της 10ης Εκπαιδευτικής Περιφέρειας και της Ανατολικής Μακεδονίας Γ. Στεφανάκη για την εκπαίδευση των μουσουλμάνων (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 224)
626
627
Υπόμνημα του μουφτή Θεσσαλονίκης σχετικά με τα καταληφθέντα μουσουλμανικά σχολεία της πόλης (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 504)
628
629
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Τηλεγράφημα των μουσουλμάνων της Ζηλιαχόβας (Νέα Ζίχνη Σερρών) προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο (ΙΑΜΜ, αρχείο Ελ. Βενιζέλου, φ. 22)
630
Τηλεγράφημα των μουσουλμάνων βουλευτών της Ανατολικής Μακεδονίας προς τους Ελευθέριο Βενιζέλο, Lloyd George, Orlando και Georges Clemenceau [ΙΑΥΕ, Κ.Υ., 1919, Α/5(10β), μετάφραση από τα γαλλικά] Οι
υπογεγραμμένοι
μουσουλμάνοι
βουλευτές
της
Ανατολικής
Μακεδονίας
ανταποκρινόμενοι στο ζωηρό ενδιαφέρον του Συνεδρίου της Ειρήνης για κάθε ζήτημα που αφορά τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς και υπηρετώντας τις υποθέσεις αυτών των πληθυσμών, πιστεύουν ότι συμφέρον τους είναι να διακηρύξουν, αυτή την κρίσιμη στιγμή που αποφασίζεται η τύχη τους, ότι το ελληνικό κράτος από τη στιγμή που τέθηκαν υπό την εξουσία του μουσουλμανικοί πληθυσμοί, απέδειξε το ενδιαφέρον του με μια πλήρους αλληλεγγύης πολιτική. Η θρησκεία και η τιμή μας είναι αντικείμενο σεβασμού, η δικαιοσύνη αποδίδεται αμερόληπτα, όλοι είναι ίσοι απέναντι στο Νόμο, οι αρχές φροντίζουν αμερόληπτα για κάθε ελευθερία του πολίτη. Τέτοιες είναι οι βάσεις της ελληνικής κυριαρχίας. Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες συμπολίτες μας αναζητούν πάντα την κοινή συμφωνία, τη φιλία και τη συνεργασία μας στη λειτουργία της κοινωνικής και εμπορικής ζωής, δημιουργώντας μια ιδεώδη κοινή συνύπαρξη. Η επιστροφή στην Ελλάδα των μουσουλμάνων που έφυγαν στην Τουρκία κατά τους πρώτους χρόνους αλλαγής της κυριαρχίας, είναι απόδειξη γι’ αυτό. Οι προηγούμενες αλήθειες, εκφρασμένες από μουσουλμάνους βουλευτές που ανήκουν στην αντιπολίτευση, οφείλουν να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, το συμφέρον των οποίων υπηρετούν. Απευθύνονται ιδιαιτέρως σε μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Βουλγαρίας, τους οποίους κοινή ευχή μας είναι να δούμε να ενσωματωθούν στην Ελλάδα. Είμαστε σίγουροι, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, ότι αυτοί οι πληθυσμοί, έχοντας γνωρίσει τα τελευταία χρόνια σε όλη της την έκταση τη βουλγαρική κακοδιοίκηση που έδειξε η επίσημη βουλγαρική βαρβαρότητα και η ωμότητα του βουλγαρικού λαού, εύχονται να προσαρτηθεί η βουλγαρική Θράκη στην Ελλάδα που θα είναι ελευθερώτριά τους. Άλλωστε μουσουλμάνοι βουλευτές στη βουλγαρική Βουλή σε πρόσφατη διαμαρτυρία τους υπογραμμίζουν τον τρόμο που προκαλεί στον πληθυσμό η βουλγαρική κυριαρχία και την απόφασή τους να μην την υποστηρίξουν πλέον. Οι μουσουλμάνοι βουλευτές της Ανατολικής Μακεδονίας Χατζή Ισμαήλ Κομπακί Χασάν Χαλίλ Ιμπραήμ Κεμαλεδίν Σαλή Χουσαμεδίν Σαΐντ Αθήνα, 17 Μαρτίου 1919
631
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΓΔΟΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Τηλεγράφημα του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον ύπατο αρμοστή Θράκης Αντώνιο Σαχτούρη (Κ. Γέραγας, Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922, εν Αθήναις 1925, σσ. 42-43) ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΕΚ ΠΑΡΙΣΙΩΝ Τη 9/8/20 ώρα 11 Ύπατον Αρμοστήν εις Αδριανούπολιν Ευχαριστώ θερμώς δι’ υμέτερον συγχαρητήριον τηλεγράφημα. Είμαι βέβαιος ότι και υμείς και ολόκληρον το προσωπικόν της Ελληνικής Διοικήσεως εν Θράκη συναισθάνεται και την υπερτάτην τιμήν, αλλά και τας βαρυτάτας ευθύνας, ας συνεπάγεται η ανατεθείσα υμίν εντολή. Από την επιτυχίαν, με την οποίαν θα εκπληρώσητε τα ανατεθέντα υμίν καθήκοντα, θα εξαρτηθή εν μεγάλω μέτρω το μέλλον της μεγεθυνομένης Ελλάδος. Πέποιθα ότι ουδείς εκ των συνεργατών υμών θα αποσύρηται ποτέ την εσπέραν, όπως αναπαυθή από τους μόχθους της ημέρας, χωρίς να θέτη εύθετον προ της συνειδήσεως του το ερώτημα, εάν έπραξε ό,τι ανθρωπίνως δυνατόν εντός της ημέρας, όπως ανταποκριθή πλήρως προς τα επιβεβλημένα αυτώ μεγάλα καθήκοντα. Πρό παντός πρέπει να εμπνευσθή εις τους πληθυσμούς η εμπιστοσύνη, ότι πας ο έχων παράπονα δύναται να προσέρχηται ελευθέρως, όπως υποβάλη ταύτα εις τον αντιπρόσωπον της Αρχής. Ο τελευταίος δε οφείλει να δέχηται μετά πάσης προσηνείας τον προσερχόμενον, να εξετάζη παν παράπονον και είτε να θεραπεύη αυτό είτε να εξηγή διά τίνα λόγον δεν δύναται να εισακουσθή. Υπέρτατον καθήκον ημών είνε από τα πρώτα βήματα της διοικήσεως μας να εμπνεύσωμεν εις πάντα τα στοιχεία του πληθυσμού την εμπιστοσύνην ότι ουδεμία οι Αρχαί ποιούνται διάκρισιν μεταξύ των πολιτών ως εκ της καταγωγής των και της θρησκείας των, πεποιθότες ότι πάντες είνε ίσοι πρό του νόμου, εφ’ όσον σέβονται τούτον και θα συμμορφούνται προς τας διατάξεις αυτού. Εις το ομογενές στοιχείον πρέπει δια συστηματικής διδασκαλίας να εμπνεύσωμεν την συναίσθησιν , ότι αδύνατον να μεγαλουργήση η Ελλάς, εάν και άρχοντες δεν εμφορούνται από την πεποίθησιν ότι πάντες οι πολίται δικαιούνται εις ίσην προστασίαν εκ μέρους των Αρχών. Σπουδαιότατον ζήτημα θέλει παρουσιασθή το των εγκλημάτων, όσα διεπράχθησαν εκ μέρους των τέως κρατούντων κατά του ομογενούς πληθυσμού.
632
Επιβάλλεται λήθη να καλύψη εν ευρύτατη κλίμακι τα γενόμενα. Υπάρχουσι βεβαίως και εγκλήματα, τα οποία και διά τον βαρύτατον χαρακτήρα των και διά το πρόσφατον αυτών δεν δύνανται να καλυφθώσι διά συγγνώμης, άλλως τε ουδέ αι υλικαί ζημίαι, αίτινες επηνέχθησαν εξ αδικημάτων, δεν δύνανται να καλυφθώσι διά της συγγνώμης. Άλλο σπουδαιότατον ζήτημα είνε το της παλιννοστήσεως των εκτοπισθέντων ελληνικών πληθυσμών, ήτις ουδαμώς πρέπει βεβαίως να καθυστερήση, λαμβανομένης όμως της αναγκαίας μερίμνης, όπως οι ήδη εγκατεστημένοι εις τας οικίας των Μωαμεθανοί μη ριφθώσιν εις τας ουδούς, μέχρις ου ληφθή πρόνοια στεγάσεως αυτών. Πρόχειρον μέσον εξοικονομήσεως έσεται να υποχρεώνται οι Τούρκοι να κατοικήσωσιν ανά δύο οικογένειαι εις εκάστην οικίαν, εις την αυτήν δε στενοχωρίαν να υποβληθώσιν επίσης οι παλιννοστούντες, οίτινες άλλως τε πρέπει να αναλάβωσιν άνευ αναβολής τας περιουσίας των. Όπου πρόκειται περί κτημάτων ανηκόντων εις παλιννοστούντας καλλιεργηθέντων όμως υπό των καταλαβόντων ταύτα, η διευθέτησις θέλει διενεργείσθαι υπό επιτροπών αίτινες θ’ αποφαίνωνται, ό,τι εις εκάστην περίστασιν κρίνωσι δίκαιον και ορθόν. Οι θρησκευτικοί αρχηγοί των αλλογενών πρέπει να εξακολουθήσωσι θεωρούμενοι φυσικοί αντιπρόσωποι του ποιμνίου των, έως ου τουλάχιστον, γενομένων τακτικών εκλογών, ο πληθυσμός διά της ψήφου του αναδείξη τους νομίμους αντιπροσώπους του. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
633
Υπόμνημα
μουσουλμάνων
βουλευτών
του
ελληνικού
Κοινοβουλίου
όπου
καταγγέλλονται διάφορες αυθαιρεσίες διοικητικών και στρατιωτικών αρχών εις βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μακεδονίας (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 504)
634
635
636
637
638
639
«Κατάστασις υπόπτων Μουσουλμάνων Κοινότητος Παλαιοχωρίου» (ΓΑΚ νομού Καβάλας, αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, φ. 21)
α/α Επώνυμον 1
Καρά
Όνομα
Όνομα
κύριον
πατρός
Χασάν
Αμέτ
Ηλικία Παρατηρήσεις 40
επικίνδυνος, ισχυρός εις τους Μουσουλμάνους
2
Αμεταγά
Κιαμήλ
Αλή
40
εχρημάτισε στρατιώτης Φουάτ Βέη
3
Τσιαούς
Ησίν
Ασάν
45
επικίνδυνος
4
Χατζή
Μεμέτ
Ησίν
36
στρατιώτης Φουάτ Βέη επικίνδυνος
5
Ομέρ Τσαούς
Μωαμέτ
Ασάν
36
στρατιώτης Φουάτ Βέη επικίνδυνος
6
Ομέρ Τσαούς
Αλή
Ισμαήλ
27
επικίνδυνος
7
Σεμερτζή
Ραμαδάν
Χουσεΐν
25
ομοίως
8
Μουράτ
Αμέτ
Σιακήρ
25
ομοίως
9
Καρά
Αμέτ
Μουσταφά
28
εχρημ. στρατιώτης εις
Μουσταφά 10
Χασάν
Τουρκικόν στρατόν Χασάν
Γιακούπ
28
εχρημ. στρατιώτης εις Τουρκικόν στρατόν
11
Καρά
Ριφάτ
Οσμάν
30
ομοίως
Μεμέτ
Αμέτ
45
φυγόδικος, διετέλεσε αρχηγός
Μουσταφά 12
Παρμαξήζ
επί τουρκοβουλγαρικής κατοχής νύνδε σύνδεσμος Τουρκίας 13
Παρμαξήζ
Σεφκέτ
Μεμέτ
35
φυγόδικος, διετέλεσε αρχηγός επί τουρκοβουλγαρικής
640
κατοχής νύνδε σύνδεσμος Τουρκίας 14
Παρμαξήζ
Αλή
Μεμέτ
25
φυγόδικος, διετέλεσε αρχηγός επί τουρκοβουλγαρικής κατοχής νύνδε σύνδεσμος Τουρκίας
15
Εφέντη
Αμπτούλ
Χαλήλ
26
επικίνδυνος
16
Χοτζιατζίκ
Αμέτ
Χαλήλ
25
στρατιώτης Φουάτ
17
Ντελή Αμέτ
Γιουσούφ
Αμέτ
35
στρατιώτης Φουάτ
18
Γκίγκα
Ησίν
Αμέτ
35
στρατιώτης Φουάτ
19
Μεμετσίκ
Χασάν
Μεμέτ
29
στρατιώτης Φουάτ
20
Μολά Αλή
Μουσταφά
Αλή
30
στρατιώτης Φουάτ
21
Αλκετζίκ
Σεφκέτ
Ιμπραήμ
28
στρατιώτης Φουάτ
22
Μπαλκαμπάς
Τεφήκ
Αμέτ
35
στρατιώτης Φουάτ
23
Μπαλκαμπάς
Χουσεΐν
Αμέτ
40
στρατιώτης Φουάτ
24
Μποζ
Κιαμήλ
Αμέτ
35
στρατιώτης Φουάτ
25
Τοπάλ
Μεμέτ
Χασάν
37
στρατιώτης Φουάτ
26
Μποζ
Χασάν
Αμέτ
40
στρατιώτης Φουάτ
27
Μπαλκετζήκ
Μουσταφά
Αλή
37
στρατιώτης Φουάτ
28
Καρά Μεμέτ
Οσμάν
Μεμέτ
30
στρατιώτης Φουάτ
29
Ιμάμ
Μεμέτ
Αλή
40
στρατιώτης Φουάτ
30
Τσιαούς
Ισμαήλ
Ασάν
23
επικίνδυνος
31
Ιμπραήμ
Χουσεΐν
Αλή
εχρημάτισε στρατιώτης
Τσιολάκ 32
Κουφούκ
Χασάν
Μπαρέμ
32
εχρημάτισε στρατιώτης
33
Μπερμπέρ
Μουσταφά
Αμέτ
30
εχρημάτισε στρατιώτης
34
Καρά
Ισμαήλ
45
επικίνδυνος
35
Τσελκές
Χουσεΐν
Αλή
34
εχρημάτισε στρατιώτης
36
Τσουλάκ
Αμέτ
Αλή
37
εχρημάτισε στρατιώτης
641
37
Καρά Οσμάν
Κιαμήλ
Οσμάν
36
εχρημάτισε στρατιώτης
38
Ντραγάτ
Ρασήμ
Αλή
33
εχρημάτισε στρατιώτης
Σαλή Παλαιοχώριον 10-4-1923 Ο Πρόεδρος (υπογραφή δυσανάγνωστη)
642
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΝΑΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Πίνακας Ι: κατεστραμμένα σπίτια και θύματα στα χριστιανικά χωριά ή συνοικισμούς των επαρχιών Ανασέλιτσας και Γρεβενών κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου Επαρχία
Χωριό
Κατεστραμμένα
Θύματα
σπίτια Ανασέλιτσας
Αηδονοχώρι
8
1
Καλλιστράτη
8
9
Κίναμη
0
1
1
0
Λειψίστι (Νεάπολη)
3(2 εκκλησίες)
8
Λουκόμι
0
2
Μόλασι (Διαλεκτό)
5
0
Ντέβλα (Κρυονέρι)
3
0
Σιαρμπάδες
44
4
Σλομίστι (Στέρνα)
16(1 εκκλησία)
1
Τσαρούσινο
15
3
Γρεβενά
11
11
Μεγάλο Σειρήνι
0
4
Κρανιά
0
2
Τσούρχλι
2
11
Στηζάχι (Αηδόνια)
0
1
Τίστα (Ζιάκας)
1
0
(Πολύλακος) Λατόριτσα (Αγίασμα)
(Βελανιδιά)
(Μικρόκαστρο) Γρεβενών
(Άγ.Γεώργιος)
643
Πίνακας ΙΙ: κατεστραμμένα σπίτια και θύματα στα μουσουλμανικά χωριά των επαρχιών Κοζάνης, Ανασέλιτσας, Γρεβενών και Ελασσόνας κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου Επαρχία
Χωριό
Κατεστραμμένα
Θύματα
σπίτια Κοζάνης
Λαμνήδες (Κοίλα)
56(ολόκληρο το χωριό)
Κοτζά Ματλή
75(ολόκληρο το
(Βατερό)
χωριό)
Ίσβορος
150(ολόκληρο το
(Λευκόβρυση)
χωριό)
Τζιτζιλέρ (Πετρανά) 90 (σώθηκαν 6) Γενίκιοϊ (Άργιλλος)
50
Ρατζιλάρ (Οκτώ
5(ολόκληρο το
Σπίτια)
χωριό)
Καλιόμπασι
50
(Καλαμιά) Μπαξιλόβασι
20
(Κηπάρι) Καλπουτζιλάρ
2
(Κοσκινιά)
Ελασσόνας
Σέρβια
123(3 τεμένη)
Ελασσόνα
38 (2 τεμένη)
Αραδοσίβια
6
(Στεφανόβουνο) Σάντοβο (Καλλιθέα
95
Ολύμπου) Παζαρλάδες (Λόφος)
30
6
644
Μπακαράδες
15
(Ασπρόχωμα)
Ανασέλιτσας
Δομένικο
2 (1 τέμενος)
Λαμπάνοβο
45
10
Γκινόσι (Μολόχα)
56
3
Βαϊπές (Χειμερινό)
73
4
Μπουμπούστι
65
7
Πυλωρή
24
3
Λάη (Πεπονιά)
19
3
Λικνάδες
6
7
Δίσλαπο
1
6
(Σήμαντρο)
(Πλατανιά)
(Δραγασιά) Βελίστι (Ασπρούλα) 24
12
Λειψίστι (Νεάπολη)
253
24
Τσοτύλι
2
Βρογγίστα
90
4
Γιάγκοβα
40 (ολόκληρο το
4
(Μεσοπόταμος)
χωριό)
(Καλονέρι)
Γρεβενών
Γρεβενά
9
Μεγάλο Σειρήνι
21
34
Κάστρο
70
61
Τσούρχλι (Άγ.
120
18
Γεώργιος) Δοβράντοβο
6
(Βατόλακκος) Σούμπινο
3
645
(Κοκκινιά) Κρύφτσι (Κυβωτός) Σύνολα
7 1.716
231
Πίνακας ΙΙΙ: κατεστραμμένα σπίτια και θύματα στα μουσουλμανικά χωριά της επαρχίας Καϊλαρίων κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου Επαρχία
Χωριό
Κατεστραμμένα Θύματα
Θύτες
σπίτια Καϊλαρίων Τσιόρ
135
Βούλγαροι αντάρτες
11
Έλληνες αντάρτες
(Γαλάτεια) Παλαιοχώρι (Φούφα)
και χωρικοί
Λύγγα
28(7
(Μηλοχώρι)
χριστιανικά)
Εμπόριο
30(8
33(1 χριστιανός)
Έλληνες αντάρτες
24(5 χριστιανοί)
Έλληνες αντάρτες
χριστιανικά) Δέβρι
54
και χωρικοί 22(2 χριστιανοί)
(Αναρράχη) Σούλποβο
Βούλγαροι αντάρτες 35
16
(Άρδασσα) Χασάνκιοϊ
Έλληνες και Έλληνες αντάρτες και χωρικοί
34
2(χριστιανοί)
(Ασβεστόπετρα) Δουρουτλάρ
30(3
(Προάστειο)
χριστιανικά)
Ναλμπάνκιοϊ
108(8
(Περδίκκας)
χριστιανικά)
Τσαλτσιλάρ
293
(Φιλώτας) Κιοσελέρ
ελληνικός στρατός 39(4 χριστιανοί)
ελληνικός στρατός και χωρικοί
30
ελληνικός στρατός και χωρικοί
170
ελληνικός στρατός
646
(Αντίγονος) Κατράνιτσα
193
120
ελληνικός στρατός
(Πύργοι) Κολάρεσι
68
ελληνικός στρατός
Καϊλάρια
600(όλη η
ελληνικός στρατός
(Πτολεμαΐδα)
αγορά και τα
και χωρικοί
(Μανιάκι)
δημόσια κτήρια) Κόμανος
18(χριστιανικά)
ελληνικός στρατός
Ινελή
40
ελληνικός στρατός
10
χωρικοί
(Ανατολικό) Τρέπιστα (Αγ. Χριστόφορος) Σύνολα
1.857(44
286(14
χριστιανικά)
χριστιανοί)
Πίνακας IV: κατεστραμμένα σπίτια και θύματα στα μουσουλμανικά χωριά της επαρχίας Φλώρινας κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου Επαρχία
Χωριό
Κατεστραμμένα
Θύματα
σπίτια Φλώρινας
Μαχαλάς
139 από τα 140
50
Πλησεβίτσα
135 (ολόκληρο το
6
(Κολχική)
χωριό)
Βαρτολόμ
91 (ολόκληρο το
(Βαρθολομαίος)
χωριό)
Πεσόσνιτσα
39 από τα 40
(Τροπαιούχος)
(Αμμοχώρι)
1 3
647
Βοστεράνι (Μελίτη)
113 από τα 115
11
Νεοκάζι
39 από 45
50
16 (όλες οι
2
(Νεοχωράκι) Αρμενοχώρι
μουσουλμανικές οικίες) Γκιούλεντς
33 από τα 35
5
Σπάντσα (Φανός)
50 από τα 51
1
Σώτερ (Σωτήρ)
40 (ολόκληρο το
6
(Ροδώνας)
χωριό) Τσερκέζκιοϊ
56 από 59
3
136 από τα 140
8
Κάτω Νεβόλιανη
26 (ολόκληρο το
5
(Βαλτόνερα)
χωριό)
Ζέλενιτς (Σκλήθρο)
6
3
Ρούδνικ
17 (ολόκληρο το
10
(Ανάργυροι)
χωριό)
(Λιμνοχώρι) Νόβιγκραδ (Βεγόρα)
Πετέρσκον (Πέτρες) 22 Σύνολα
958
20 184
648
Αίτηση της μουσουλμανικής δημογεροντίας Ηρακλείου σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεων για τις καταστροφές που προκλήθηκαν στα τζαμιά της πόλης το Σεπτέμβριο του 1915 (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 294)
649
650
651
652
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Υπόμνημα της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης σχετικά με τη θέση των μουσουλμάνων της Μακεδονίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 720)
653
654
655
656
Τηλεγράφημα Συνδέσμου Προσφύγων Ναούσης με το οποίο ζητείται η επίσπευση της ανταλλαγής των μουσουλμάνων (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 618)
657
Τηλεγράφημα Εμπορικού Συλλόγου Πραβίου με το οποίο ζητείται η αναστολή επίταξης σιτηρών, χόρτου και ζώων των μουσουλμάνων (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 616)
658
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ι) Πίνακας επαγγελμάτων των μουσουλμάνων της πόλης της Δράμας το 1919 Α/Α 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ άεργος αμαξηλάτης αρτοποιός αρτοπώλης αχθοφόρος βαφεύς βοσκός βυρσοδέψης γεωργός γραμματεύς δάσκαλος δημ. κλητήρ δημ. υπάλληλος ελαιοπώλης εμβαλωματής έμπορος επιστάτης εργάτης ζαχαροπλάστης ιμάμης καβάσης καπνεργάτης καπνοκαλλιεργητής καραγωγεύς καφεπώλης κηπουρός κήρυξ κουρεύς κρεοπώλης κτηματίας
ΠΛΗΘΟΣ 2 58 4 1 52 1 2 1 417 10 7 1 12 2 19 13 2 385 1 13 4 155 14 1 16 4 1 9 4 1
Α/Α 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ κτίστης λαχανοπώλης μάγειρας μαραγκός μεσίτης μηχανικός μικροπώλης μουφτής μουχτάρης νομάρχης ξενοδόχος ξυλουργός οπωροπώλης παλαιοπώλης παντοπώλης πεταλωτής πωλητής ράπτης σαγματοποιός σεχήτ σιδ. υπάλληλος σιδηρουργός σχοινοποιός τενεκτζής υπάλληλος υποδηματοποιός υφασματοποιός υφασματοπώλης χωρίς ένδειξη ψάλτης
καβάσης: φρουρός, σαγματοποιός: ο κατασκευαστής σαμαριών
ΠΛΗΘΟΣ 1 2 4 1 1 1 1 1 1 1 2 2 2 1 37 19 6 2 1 2 1 17 2 1 7 22 2 1 162 2
659
ΙΙ) Πίνακας επαγγελμάτων των μουσουλμάνων της πόλης των Σερρών το 1915 Α/Α 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ αγροφύλαξ αγωγιάτης αλαντοπώλης αλευροπώλης αμαξοποιός αμαξηλάτης αμπατζής αργός αρτοποιός αστυνόμος πρώην αχθοφόρος βαμβακάς βδελοπώλης βελονοποιός βουκόλος βυρσοδέψης γαλακτοπώλης γανωτής γεωργός γκιουπρετζής γραμματεύς γραφεύς δάσκαλος δερματέμπορος δικαστής εμβαλωματής έμπορος εργάτης εργατικός εφαπλωματοποιός θυρωρός ιερωμένος ιμάμης καβάσης καλαποδάς καλουπτσής καπνεργάτης καραγωγεύς καφεπώλης
ΠΛΗΘΟΣ 1 2 1 4 1 35 1 8 9 1 241 1 1 1 2 10 10 5 350 1 6 2 5 3 1 30 1 176 2 21 1 2 8 2 1 1 23 8 9
Α/Α 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83 84 85 86 87 88 89 90 91 92 93 94 95 96
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ μουφτής μουχτάρης μποζατζής νεκροθάπτης νεωκόρος νταουλτζής ξενοδόχος ξυλέμπορος οδοκαθαριστής οικοδόμος οινέμπορος οπλοποιός οργανοπαίκτης παγωτοποιός παλαιοπώλης παντοπώλης πατσατζής παττοπώλης πεταλωτής πλανώδιος πωλητής ραματάς σαγματοποιός σαμολαδάς σαράτσης σαρωθροποιός σιδηρουργός σιμιτζής στιλβωτής συμβολαιογράφος σφραγιδοποιός σχοινοποιός σωματοφύλακας τζαμπάζης τηλεγραφητής τορνευτής τουαφτσής τσελιγκερτζής τσεσμετζής
ΠΛΗΘΟΣ 1 3 1 1 2 3 4 4 6 4 1 1 17 1 1 8 1 1 20 1 1 1 5 2 3 7 41 1 2 1 1 1 1 113 2 2 1 1 3
660
40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57
καφετζής κεπαπτζής κεχαγιάς κηπουρός κήρυξ κιουλιαφτσής κοσκινάς κουρεύς κουχτάρ κτηματίας κτίστης λουτρατζής μάγειρος μαθητής μαραγκός μαχαιροποιός μεταπράτης μουεζίνης
9 2 1 4 2 3 2 15 1 21 8 1 2 1 1 2 4 1
97 98 99 100 101 102 103 104 105 106 107 108 109 110 111 112 113
τσιγκερτζής τσοκαροποιός υδρονόμος υπάλληλος υπηρέτης υποδηματοποιός υφασματοπώλης φοιτητής φύλαξ χαλάτσης χαλβατζής χαμάλης χορταράς χότζας χωρίς ένδειξη ψαθάς ψαθοποιός
1 1 2 30 11 29 1 1 2 66 5 36 5 17 86 6 155
αμπατζής: κατασκευαστής/πωλητής ρούχων, γκιουπρετζής: πωλητής λιπασμάτων/κοπριάς, κεχαγιάς: διαχειριστής, κιουλιαφτσής: αυτός που φροντίζει την εστία στο χαμάμ, μποζατζής: ο πωλητής μποζά (είδος ποτού), σαράτσης: σελοποιός, σιμιτζής: κουλουράς, τζαμπάζης: ζωέμπορος, τσελιγκερτζής: τεχνίτης ατσαλιού, τσεσμετζής: κατασκευαστής βρυσών, τσιγκερζτής: πωλητής εντοσθίων.
ΙΙΙ) Πίνακας επαγγελμάτων μουσουλμάνων ημιαστικών περιοχών: Γρεβενά, Λειψίστη (Νεάπολη), Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα), Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό) ΓΡΕΒΕΝΑ Α/Α ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΛΗΘΟΣ Α/Α 1 αγωγεύς 4 12 2 αξιωματικός 1 13 3 γεωργός 6 14 4 δασοφύλαξ 1 15 5 δικηγόρος 1 16 6 εισπράκτωρ 1 17 7 ενωμοτάρχης 1 18 8 εργάτης 59 19 9 καφεπώλης 2 20 10 κουρεύς 2 21 11 κτηματίας 13
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ μεταπράτης παντοπώλης στρατιώτης ταχυδρόμος υπάλληλος υπηρέτης χαλβατζής χότζας χωρίς ένδειξη ωρολογοποιός
ΠΛΗΘΟΣ 8 3 1 2 20 6 1 5 6 1
661
Α/Α 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ αγροφύλαξ αγωγιάτης αστυνόμος γεωργός έμπορος εργάτης ιμάμης καλαθοποιός καφεπώλης κουρεύς κρεοπώλης
ΛΕΙΨΙΣΤΗ ΠΛΗΘΟΣ Α/Α 1 12 3 13 3 14 46 15 3 16 107 17 3 18 3 19 3 20 3 21 1
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ κτηματίας μαθητής παντοπώλης ποιμήν σιδηρουργός υπάλληλος υποδηματοποιός χαλβατζής χαμαμτζής χότζας
ΠΛΗΘΟΣ 14 4 1 1 1 13 1 1 1 4
ΚΑΪΛΑΡΙΑ Α/Α ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΛΗΘΟΣ Α/Α 1 αγροφύλαξ 2 14 2 αγωγιάτης 14 15 3 βουκόλος 1 16 4 γεωργός 1.210 17 5 δάσκαλος 3 18 6 εμβαλωματής 1 19 7 έμπορος 4 20 8 εργάτης 76 21 9 ιμάμης 5 22 10 καραγωγεύς 9 23 11 καφεπώλης 2 24 12 κοσκινάς 3 25 13 κουρεύς 5 26
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ κτίστης λεπτουργός μυλωθρός ξυλουργός παντοπώλης πεταλωτής ποιμήν σιδηρουργός τυμπανιστής υπάλληλος φανοποιός χότζας χωρίς ένδειξη
ΠΛΗΘΟΣ 2 1 2 2 4 3 6 7 1 1 1 5 23
ΧΡΟΥΠΙΣΤΑ Α/Α ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΛΗΘΟΣ Α/Α 1 αγωγιάτης 1 10 2 γεωργός 37 11 3 διδάσκαλος 2 12 4 εργάτης 37 13 5 ζαχαροπλάστης 1 14 6 ιμάμης 1 15 7 καραγωγεύς 1 16 8 κουρεύς 1 17 9 κτηματίας 4 18
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ οπωροπώλης παντοπώλης πάρεδρος πεταλωτής ποιμήν ταχυδρόμος υπάλληλος υποδηματοποιός χωρίς ένδειξη
ΠΛΗΘΟΣ 2 3 1 3 2 1 3 1 216
662
IV) Πίνακας επαγγελμάτων μουσουλμάνων αγροτικών περιοχών: Επαρχία Κοζάνης Α/Α 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ αγελάρης αγροφύλαξ αγωγεύς βοσκός βουκόλος γεωργός δερβίσης διδάσκαλος ειρηνοδίκης εργάτης ιμάμης κηπουρός κτηματίας κτίστης μαθητής
ΠΛΗΘΟΣ 1 26 6 6 5 4770 1 33 1 84 23 1 1 1 3
Α/Α 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ μουφτής μουχτάρης οργανοπαίκτης πανδοχεύς παντοπώλης πάρεδρος ποιμήν πυθοποιός υπάλληλος υπηρέτης χότζας χωρίς ένδειξη χωροφύλαξ ωρολογοποιός
ΠΛΗΘΟΣ 2 4 1 1 7 6 77 1 7 1 29 37 6 1
663
Επιστολή του προέδρου της μουσουλμανικής κοινότητας Χανίων προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο σχετικά με τα ζητήματα που απασχολούν την κοινότητα (ΓΑΚ, Κ.Υ., αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, φ. 294)
664
665
666
667
668
669
Ένα από τα τελευταία φύλλα (13 Μαρτίου 1924) της μουσουλμανικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης Yeni Asir
670
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1) ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) Κεντρική Υπηρεσία (Κ.Υ.) Αρχείο Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού Α΄ Περίοδος (1917-1918) Φ. 5 (Υπουργείο Στρατιωτικών) Φ. 15 (Πρόεδροι Κοινοτήτων) Φ. 94 (Ε/44 1ος φάκελος, διάφορα) Φ. 95 (Ε/44 2ος φάκελος, διάφορα) Φ. 103 (Ε/44 10ος φάκελος, διάφορα) Φ. 106 (Συγχαρητήρια επί ονομαστική εορτή εις α απήντησεν ο κ. Πρόεδρος) Φ. 110 (Ευχετήρια τηλεγραφήματα για την ονομαστική εορτή του Ε. Βενιζέλου) Φ. 111 (Τηλεγραφήματα και επιστολές προς Ε. Βενιζέλο με ευχές για το Νέο Έτος) Φ. 113 (Συγχαρητήρια επί επανόδω κ. Προέδρου εις α εγένετο απάντησις υπό κ. Πρωθυπουργού 1918) Φ. 114 (Τηλεγραφήματα καταδίκης κινήματος Λαμίας) Φ. 115 (Τηλεγραφήματα επί γεγονότων Λαμίας) Φ. 116 (Έγγραφα και επιστολαί προς ενέργειαν 1918) Β΄ Περίοδος (1919-1920) Φ. 218 (Εμπιστευτικά Φ. 2 υπουργείο Εξωτερικών) Φ. 224 (Εμπιστευτικά Φ. 9 υπουργείο Παιδείας) Φ. 228 (Εμπιστευτικά Φ. 13 Γενική Διοίκησις Κοζάνης-Φλωρίνης) Φ. 230 (Εμπιστευτικά Φ. 14 Γενική Διοίκησις Θεσσαλονίκης) Φ. 232 (Εμπιστευτικά Φ. 16 Γενική Διοίκησις Κρήτης)
671
Φ. 233 (Εμπιστευτικά Φ. 17 Γενική Διοίκησις Μυτιλήνης) Φ. 256 (Εμπιστευτικά Φ. 35β διάφορα) Φ. 257 (Εμπιστευτικά Φ. 36 Ανατολικής Θράκης) Φ. 261 (Εμπιστευτικά Φάκελλος κυρίου Προέδρου πρωτοκολλημένων π. 1920) Φ. 263 (Εμπιστευτικά Φάκελλος Ανατολικής Μακεδονίας) Φ. 269 (Β/6 Δημοτική και Κοινοτική Διοίκησις 1919) Φ. 277 (Β/8α Δημόσια Ασφάλεια 1920) Φ. 283 (Β/10 Γενική Διοίκηση Ηπείρου) Φ. 287 (Β/11 Διοίκησις Ανατολικής Μακεδονίας 1919) Φ. 293 (Β/13 Γενική Διοίκησις Κρήτης) Φ. 294 (Β/13 1920: Γενική Διοίκηση Κρήτης) Φ. 313 (Δ/21 Γενική Γραμματεία υπουργείου Παιδείας) Φ. 316 (Δ/23 Μέση Εκπαίδευσις 1919) Φ. 321 (Δ/25 Εκκλησιαστικαί Αρχαί) Φ. 322 (Δ/25 υπουργείον Εκκλησιαστικού Κλήρου) Φ. 337 (Ε/32 1919: άμεσοι φόροι και μονοπώλια) Φ. 371 (Η/45 δημόσια κτήματα και εποικισμός) Φ. 372 (Η/45 δημόσια κτήματα εποικισμός) Φ. 374 (Τηλεγραφήματα εσωτερικού-εξωτερικού για την ονομαστική εορτή του Βενιζέλου) Φ. 377 (Διάφορα υπομνήματα απρωτοκόλλητα 1919) Φ. 379 (Συγχαρητήρια 1920) Φ. 380 (Διάφορα τηλεγραφήματα συγχαρητήρια 1920) Φ. 383 (1920 ατακτοποίητα) Φ. 387-391 (Έκφραση αποτροπιασμού για την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου) Φ. 439 (Λ/64 1920 γενικά υπουργείο Εξωτερικών) Φ. 455 (Στοιχεία προ της Διασκέψεως) Φ. 496 (Εμπιστευτικά Δελτία Πληροφοριών 1919-1920) Φ. 504 (Αρχείον Αντιπροέδρου) Γ΄ Περίοδος (1921-1924) Φ. 532 (Αρχείον 201-300)
672
Φ. 536 (Αρχείον 600-700) Φ. 542 (Αρχείον 1.200-1.300) Φ. 547 (Αρχείον 1.701-1.800) Φ. 551 (Αρχείον 2.101-2.200) Φ. 556 (Αρχείον 2.601-2.700) Φ. 557 (Αρχείον 2.701-2.800) Φ. 558 (Αρχείον 2.801-2.900) Φ. 564 (Αρχείον 1922 101-200) Φ. 567 (Αρχείον 1922 401-500) Φ. 588 (Αρχείον 1922 2.501-2.600) Φ. 593 (Φάκελλος διαφόρων από 601-850) Φ. 596 (Έτος 1923 αρχείον διαφόρων αριθ. πρωτ. από 919-1.119) Φ. 597 (Έτος 1923 αρχείον διαφόρων αριθ. πρωτ. από 1.120-1.320) Φ. 610 (Έτος 1923 αρχείον διαφόρων από αριθ. πρωτ. 3.738-3.938) Φ. 616 (Έτος 1923 αρχείον διαφόρων από αριθ. πρωτ. 4.944-5.144) Φ. 618 (Έτος 1923 αρχείον διαφόρων από αριθ. πρωτ. 5.346-5.546) Φ. 619 (Έτος 1923 αρχείον διαφόρων από αριθ. πρωτ. 5.547-5.747) Φ. 620 (Έτος 1923 αρχείον διαφόρων από αριθ. πρωτ. 5.748-5.949) Φ. 631 (Αρχείον έτους 1923 υπ. αριθ. 7.955-8.154) Φ. 690 (Αρχείον επιστολών 1-100) Φ. 701 (Γενική Διοίκησις Θράκης 1) Πολιτική Διοίκησις 2)Στρατιωτική Διοίκησις) Φ. 704 (Γενική Διοίκησις Κρήτης) Φ. 709 (Υπουργεία) Φ. 720 (Διάφορα τηλεγραφήματα και επιστολές) Φ. 723 (Επανάστασις 1922, Γραφείον Τύπου 1923) Φ. 724 (Δελτία Στρατιωτικών Πληροφοριών) Φ. 730 (Υπουργεία Εσωτερικών και Παιδείας) Φ. 737 (Εμπιστευτικά 1923) Φ. 738 (Αρχείον εμπιστευτικόν 1924) Φ. 740 (Φάκελλος απρωτοκόλλητων εγγράφων) Δ΄ Περίοδος (1925-1928)
673
Φ. 765 (4.200-4.400) Φ. 783 (9.701-9.800) Φ. 805 (15.001-16.000) Φ. 952 (Υποθέσεις Γενικών Διοικήσεων και Νομαρχιών) Αρχείο Ανώτατης Διεύθυνσης Δημόσιας Εκπαίδευσης Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης Φ. 1 (Αλληλογραφία Συμβούλου, Γ. Αβέρωφ) Φ. 2 ( Νομαρχία Θεσσαλονίκης-Θέματα προσωπικού) Φ. 10 (Νομαρχία Φλώρινας-Θέματα προσωπικού) Φ. 65 (Νομαρχία Λέσβου-Λειτουργία σχολείων) Φ. 67 (Νομαρχία Πέλλης-Λειτουργία σχολείων) Φ. 74 (Νομαρχία Φλωρίνης-Λειτουργία σχολείων) Φ. 77 (Ιδιωτικά Σχολεία) Φ. 105 (Νομαρχία Πέλλης-Χρηματικά εντάλματα-προϋπολογισμοί) Αρχείο Μιλτ. Σταμούλη Φάκελοι: Κ/85γ, Κ/85δ Αρχείο Τσόντου Βάρδα Φ. 4 Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου (ΙΑΗ) Αρχείο Γενικής Διοίκησης Ηπείρου (ΓΔΗ) 1914-1915 φ. 17, υποφ. 3 (Εκκλησιαστικά: βακουφικά, νεκροταφεία, μουφτήδες) 1914-1915 φ. 17, υποφ. 4 (Διοικητικά: κτηματικές διαφορές, φόρος) 1914-1915 φ. 26, υποφ. 3 (Διοικητικά: κτηματικές διαφορές Οθωμανών, οδοί),
674
1917 φ. 41, υποφ. 1 (Εκπαιδευτικά: διορισμοί, μισθοί, επιδόματα, έκθεση επιθεωρητή δημοτικών σχολείων) 1917 φ. 41, υποφ. 2 (Εκκλησιαστικά: διαχείριση βακουφιών Μουσουλμάνων) 1918 φ. 65, υποφ. 2 (Εκκλησιαστικά: νεκροταφεία, εκκλησιαστικά κτήματα, βακουφικά) 1919 φ. 101, υποφ. 1 (Οικονομικά: αιτήσεις Μωαμεθανών και Χριστιανών) 1919 φ. 105, υποφ. 3 (Εκκλησιαστικά: τοποθετήσεις, ιερείς, καταγγελίες κατά μουφτήδων, τεμένη) 1919 φ. 105, υποφ. 4 (Εκπαιδευτικά: διδακτήρια, επιθεωρήσεις-εκθέσεις, κτίρια, ξενόγλωσσα σχολεία) 1920 φ. 111, υποφ. 2 (Πολιτικά-Εμπιστευτικά: προξενικά, μουσουλμανικά κτήματα) 1920 φ. 111, υποφ. 3 (Διοικητικά: εκλογικά) 1920 φ. 127, υποφ. 2 (Εκκλησιαστικά: μοναστηριακά-εκκλησιαστικά κτήματα, διαχείριση, βακουφικά, μουσουλμανικά) 1920 φ. 127, υποφ. 3 (Εκκλησιαστικά: ιερείς, ιεροδιδάσκαλοι, μουφτήδες) 1920 φ. 127, υποφ. 4 (Εκκλησιαστικά-Εκπαιδευτικά: θρησκευτικές κοινότητες, εκπαιδευτικοί, σχολεία) 1920 φ. 127, υποφ. 5 (Εκπαιδευτικά: δάσκαλοι, περιφέρειες, μουσουλμανικά σχολεία, επιθεωρητές) 1921 φ. 144, υποφ. 3 (Διοικητικά: πιστοποιητικά ομογενών και αλλοεθνών, οθωμανική ιθαγένεια) 1921 φ. 156, υποφ. 4 (Εκκλησιαστικά: μουφτήδες, καταγγελίες κατά ιερέων και μουφτήδων) 1922 φ. 184, υποφ. 2 (Οικονομικά: βακουφικά, μουσουλμανική κοινότητα Ιωαννίνων) 1922 φ. 186, υποφ. 1 (Οικονομικά: κτήματα αναχωρησάντων Τούρκων αστικά και αγροτικά) Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (ΙΑΜ) Αρχείο Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας (ΓΔΜ) Φ. 11 (Επαρχίες Μακεδονίας)
675
Φ. 13 (Επαρχίες Μακεδονίας) Φ. 14 (Επαρχίες Μακεδονίας) Φ. 15 (Επαρχίες Μακεδονίας) Φ. 16 (Επαρχίες Μακεδονίας) Φ. 17 (Επαρχίες Μακεδονίας) Φ. 18 (Επαρχίες Μακεδονίας) Φ. 21 (Κοινότητες Μακεδονίας) Φ. 27 (Απογραφή Θεσσαλονίκης) Φ. 46 (Δημόσια Εκπαίδευση Μακεδονίας 1907-1915) Φ. 47 (Δημόσια Εκπαίδευση Μακεδονίας 1907-1915) Φ. 48 (Εκπαίδευση Βέροιας 1912-1914) Φ. 54 (Εκπαίδευση Κατερίνης) Φ. 56 (Εκπαίδευση Καϊλαρίων) Φ. 60 (Δημόσια Εκπαίδευση Μακεδονίας 1922, 1924-1925) Φ. 64 (Επιτροπή Εγκατάστασης Προσφύγων) Φ. 66 (Εγκατάσταση και περίθαλψη προσφύγων) Φ. 69 (Ανταλλαγή Πληθυσμών) Φ. 70 (Μετανάστευση από Μακεδονία) Φ. 74 (Τουρκική Πρεσβεία) Φ. 75 (Τουρκική Πρεσβεία) Φ. 76 (Μετανάστευση Μουσουλμάνων) Φ. 78 (Αναφορές για τη Δημόσια Ασφάλεια) Φ. 78α (Εκθέσεις για τη Δημόσια Ασφάλεια) Φ. 78β (Εκθέσεις για τη Δημόσια Ασφάλεια) Φ. 79 (Εκτοπίσεις-Απελάσεις) Φ. 87 (Αστυνομικά Δελτία-Προπαγάνδες) Φ. 89 (Ξένη προπαγάνδα σε περιοχές της Μακεδονίας 1914-1925) Φ. 92 (Σερβικό στρατηγείο-ιθαγένεια 1918-1922, 1925) Φ. 94 (Γαλλικό-ιταλικό στρατηγείο-αποζημιώσεις, διπλωματικά 1917-1920) Φ. 99 (Φόνοι Οθωμανών στην περιφέρεια Κιλκίς) Φ. 101 (Διπλωματικά-Στρατιωτικά)
676
Φ. 102 (Διπλωματικά-Στρατιωτικά) Φ. 117 (Επιστολές-αιτήσεις 1902-1937) Φ. 118 (Προκηρύξεις, φυλλάδια, εγκύκλιοι) Αρχείο Γενικής Διοίκησης Δυτικής Μακεδονίας Φ. 15/2 (έγγραφα του υπουργείου Γεωργίας) Αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης Φ. 10 ΓΑΚ νομού Ημαθίας Αρχείο Α΄ Λυκείου Βέροιας/Ελληνικό Γυμνάσιο Βέροιας 1914-1931 ΓΑΚ νομού Καβάλας Αρχείο Ι. Τσαμπάζη 1919-1940 Φ. 1 Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως Φάκελοι: 21, 28 ΓΑΚ νομού Κοζάνης Αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης Φ. 575 (Απόδοση αγροκτημάτων υπό του δημοσίου καταληφθέντα)
677
Φ. 920 (Υποδιοίκηση Καϊλαρίων-εμπιστευτικές διαταγές ) Φ. 1.008 (Απολογισμός χρήσεως 1920-1921 κοινότητας Ισακλάρ) Φ. 1.019 (Απόδοση των παρά του δημοσίου καταληφθέντων περιουσιών νομού Φλωρίνης 1919-1921) Φ. 1.048 (Απολογισμός χρήσεως 1922-1923 κοινότητας Ιντίλαβος) Φ. 1.164 (Αιτήσεις ανταλλαξίμων Οθωμανών για διάφορα ζητήματα) Φ. 1.206 (Δημόσια Υγεία) Φ. 1.228 (Στέγαση και περίθαλψη προσφύγων) Φ. 1.286 (Απόδοση της υπό του δημοσίου κατειλημμένης οικίας στο Σουΐν Αλή) Φ. 1.310 (Θέματα που αφορούν το μουφτή Κοζάνης 1921) ΓΑΚ νομού Πέλλας Αρχείο Δήμου Σκύδρας Φ. 102 ΓΑΚ νομού Σερρών Αρχείο Ν. Νικολάου Φ. Κατάστιχα ΓΑΚ νομού Φλώρινας Αρχείο ΑΒΕ 47 Φ. Στρατιωτικά 2.1
678
ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Αρχείο Ίωνος Δραγούμη Φ. 1 (Επιστολές) Φ. 10 (Επιστολές) Φ. (Εσωτερική Διοίκηση-Βουλή) Φ. (Εσωτερική Πολιτική-Υπηρεσιακά ΥΠΕΞ-Εκκλησιαστικά) Αρχείο Στέφανου Δραγούμη Γενική Διοίκηση Κρήτης-Μακεδονίας Φ. 94 (Γενική Διοίκηση Κρήτης-Δημόσια Ασφάλεια Χωροφυλακή) Φ. 113 (Βαλκανικός-Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος) Φ. 116 (Περίθαλψη και εγκατάσταση προσφύγων 1913-1914) Φ. 117 (Περίθαλψη και εγκατάσταση προσφύγων 1913-1914) Φ. 119 (Προσωπικά-Υπηρεσιακά 1913-1914) Υπουργός Οικονομικών Φ. 130 (Κτηματικά-Οθωμανικά κτήματα Νέων Χωρών 1912-1918) Φ. 131 (Διοικητικά Νέων Χωρών 1913-1916) Αρχείο Φίλιππου Δραγούμη Φ. 3 (Αγροτικά-Αγροτικό Κόμμα) Φ. 6 (Πολιτικά-Κομματικά 1920-1929) Φ. 8 (Πολιτικά-Βουλευτικά 1914-1931) Φ. 9 (Πολιτικά-Βουλευτικά 1918-1931) Φ. 11 (Πολιτικά-Εποικισμός-Ζητήματα ανωμάλων δικαιοπραξιών-προσφυγικά) Φ. 15 (Πολιτικά-Εθνικά Ζητήματα-Εξωτερική πολιτική 1915-1920)
679
Αρχείο Σουλιώτη Νικολαΐδη Φ. 2 (Νομαρχία Ιωαννίνων 1915-1916) Αρχείο Στέφανου Σκουλούδη Φ. 12 ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΖΑΝΗΣ Αρχείο Ι.Μ. Σερβίων και Κοζάνης Αρχιερατεία Φωτίου (1910-1923) Φ. 111 (αλληλογραφία με υπηρεσίες) Φ. 137 (αλληλογραφία με υπηρεσίες)
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ (ΔΙΣ) Βαλκανικοί Πόλεμοι Φάκελοι: 1633, 1635, 1657, 1658 Αρχείο Εξαδάκτυλου Φ. 409 (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Μακεδονίας) Φ. 411 (ΥΠΕΞ-Πρεσβεία Κωνσταντινούπολης)
680
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ (ΕΛΙΑ) Αρχείο Αμπατζή Ιπποκράτη Φ. 1.1 (Αλληλογραφία) Αρχείο Α. Αννίνου Φ. 1 (Γενικός Πρόξενος Κωνσταντινούπολης 1922-1923) Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου Φ. 2 (Επιστολές διαφόρων προς Βενιζέλο-επιστολές τρίτων 1902-1924) Φ. 6 (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1914) Φ. 7 (Πολιτικά και διοικητικά Ηπείρου, Μακεδονίας, Κρήτης, Νήσων Αιγαίου 19051915) Φ. 9 (Συνδιάσκεψη Ειρήνης-Θράκη, Μ. Ασία-Διάφορα υπομνήματα 1912-1919) Αρχείο Ειρηνοδικείου Φλώρινας Αρχείο Δημητρίου Γούναρη Φ. 1 (Αλληλογραφία Δ. Γούναρη 1920-1922) Φ. 3 (Αιτήματα και υπηρεσιακή αλληλογραφία υπουργείων 1920-1922) Φ. 4 (Ποικίλα-αποκόμματα εφημερίδων 1859-1922) Αρχείο Γεωργίου Μπούσιου Φ. 1.3 (Ελληνικό Κοινοβούλιο)
681
Αρχείο Λεωνίδα Παρασκευόπουλου Φ. 1 (Αλληλογραφία)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ (ΙΑΜΜ)
Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου
Φάκελοι: Υπουργείο Εξωτερικών: 7, 8, 10, 14, 19, 21, 22, 23, 24, 26, 27, 30, 33 Υπουργείο Δικαιοσύνης: 94 Υπουργείο Εσωτερικών: 98, 100, 101, 102 Υπουργείο Παιδείας: 114 Επιστολές προς Βενιζέλο: 312, 313, 314 Επιστολές προς ιδιώτες: 410, 411, 412, 413
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ (ΙΑΥΕ)
Κεντρική Υπηρεσία (Κ.Υ.) 1912 Φ. 102, υποφ. 1 (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος) Φ. 102, υποφ. 5 (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος) Φ. 103, υποφ. 2 (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος-Ανακοινωθέντα-Τύπος) Φ. 103, υποφ. 4 (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος-Συνέπειες) Φ. 103, υποφ. 6 (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος-Επαναπατρισμός) 1912-1917 Φ. Β/55 (Στατιστικές πληροφορίες Μακεδονίας και Ηπείρου) 1913 Φ. 2, υποφ. 1 (Σχέσεις Ελλάδος-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας)
682
Φ. 3, υποφ. 2 (Α΄ Βαλκανικός-Στρατιωτικές επιχειρήσεις προς το τέλος του πολέμου και συνέπειες) Φ. 3, υποφ. 3 (Σχέσεις Ελλάδος-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τους Βαλκανικούς) Φ. 6, υποφ. 4 (Βουλγαρία) Φ. 8, υποφ. 4 (Βουλγαρική παρουσία στη Μακεδονία) Φ. 9, υποφ. 2 (Εδαφικές διεκδικήσεις και βιαιότητες στη Μακεδονία μεταξύ Συμμάχων του Α΄ Βαλκανικού) Φ. 9, υποφ. 4 (Οικονομικά Ζητήματα) Φ. 9, υποφ. 5 (Βουλγαρική κατοχής Καβάλας, Ξάνθης και Σερρών) Φ. 12, υποφ. 4 (Βαλκανικοί Πόλεμοι-κατηγορίες για βιαιοπραγίες ελληνικού στρατού) Φ. 12, υποφ. 7 (Συνέπειες Α΄ Βαλκανικού Πολέμου-Οθωμανοί αιχμάλωτοι και περιουσίες Οθωμανών στην Ελλάδα) Φ. 14, υποφ. 5 (Αποστολή και επίσκεψη Διεθνούς Επιτροπής στις αμφισβητούμενες περιοχές για καθορισμό των μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας συνόρων) Φ. 14, υποφ. 7 (Εξελίξεις στις καταληφθείσες από τον ελληνικό στρατό περιοχές) Φ. 14, υποφ. 8 (Καταστροφές ελληνικών χωριών από Τούρκους και Αλβανούς κατά τη διάρκεια του Πολέμου) Φ. 16, υποφ. 3 (Εσωτερική πολιτική και κοινωνική κατάσταση στις Νέες Χώρες) Φ. 18, υποφ. 3 (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος-Πολεμικές επιχειρήσεις-Διαπραγματεύσεις) Φ. 23, υποφ. 3 (Εσωτερικές υποθέσεις-Νέες Χώρες) Φ. 23, υποφ. 7 (Βακουφικά κτήματα) Φ. 24, υποφ. 1 (Βαλκανικοί Πόλεμοι-διπλωματικές κινήσεις) Φ. 24, υποφ. 3 (Σχέσεις Ελλάδος-Βουλγαρίας) Φ. 25, υποφ. 6 (Ηπειρωτικό ζήτημα) Φ. 25, υποφ. 8 (Νησιά Αιγαίου) Φ. 26, υποφ. 1 (Αναφορά Διοικητικού Επιτρόπου Καστοριάς) Φ. 26, υποφ. 2 (Βαλκανική Κρίση) Φ. 30, υποφ. 4 (Αλληλογραφία ενημέρωσης προξενείου Καβάλας με υπουργείο Εξωτερικών-Βαλκανικοί Πόλεμοι) Φ. 31, υποφ. 7 (Καταγγελίες περί βιαιοτήτων του ελληνικού στρατού σε βάρος Μουσουλμάνων)
683
Φ. 31, υποφ. 8 (Ελληνοτουρκικές σχέσεις) Φ. 34, υποφ. 3 (Περιοδεία Διαδόχου στην Ήπειρο) Φ. 36, υποφ. 2 (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος) Φ. 36, υποφ. 5 (Ενέργειες Γερμανίας και άλλων Δυνάμεων για βελτίωση της κατάστασης των Τούρκων αιχμαλώτων) Φ. 37, υποφ. 1 (Βαλκανικοί Πόλεμοι-Χάραξη ελληνοβουλγαρικών συνόρων) Φ. 38, υποφ. 1 (Ζητήματα υπουργείου Εθνικής Οικονομίας) Φ. 38, υποφ. 3 (Οικονομία-Εμπόριο στις Νέες Χώρες) Φ. 45, υποφ. 6 (Σχέδια Συνθήκη Αθηνών) 1913-1915 Φ. Η.ΑΑΚ29 (Αρχείον Γενικής Διοίκησης Νήσων Αιγαίου) 1914 Φ. Α/1 (Οροθεσία του Κράτους Ελληνοσερβικαί Ελληνοτουρκικαί διαφοραί) Φ. Α/2 (Ασφάλεια και ησυχία του Κράτους-Βούλγαροι Κομιτατζήδες) Φ. Α/19δ΄ (Ελληνοτουρκικαί συνεννοήσεις δια παράπονα Μουσουλμάνων Νέων Χωρών) Φ. Α/21ζ΄ (Συνεδρίαση Μικτής Επιτροπής περί Ανταλλαγής Ελλήνων και Οθωμανών προσφύγων-Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) Φ. ΑΑΚ 27 (Μικτής Επιτροπής επί ελληνο-οθωμανικών μεταναστεύσεων) Φ. ΑΑΚ 29 (Διάφορα) Φ. Β/150 (Εφαρμογή Συνθήκης Αθηνών) Φ. Β/150 ( Φακ. Νομοσχεδίου αφορώντος τις μουσουλμανικές εν Ελλάδι κοινότητες) Φ. Δ/100 (Εσωτερικός Τύπος) Φ. Δ/101 (Αποκόμματα δημοσιευμάτων ξένου Τύπου περί Ελλάδος) Φ. Δ/101α (Γραφείο Τύπου Θεσσαλονίκης) 1915 Φ. Α/2(2) (Περί αναχωρήσεως Μωαμεθανών εκ Μακεδονίας) Φ. Α/2(3) (Θέματα Ασφάλειας του Κράτους) Φ. Α/4 (Ασφάλεια του Κράτους) Φ. Α/19(6) (Διαμαρτυρίαι Τουρκίας δια τους υπηκόους της) Φ. Α/5(28) (Αλληλογραφία μετά ξένων διπλωματικών αρχών) Φ. Α/5(28Ε) (Ζητήματα Μουσουλμάνων)
684
Φ. 3Β/33 (Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως) Φ. 1915/2 (Οροθεσία του Κράτους, ζητήματα συνοριακά, βακούφια) 1916 Φ. Α/2 (Ασφάλεια και ησυχία του Κράτους. Ειδικό απόσπασμα ασφαλείας) Φ. Β/33(1) (Εκπαιδευτικά) 1917 Φ. Α/5Χ (Εκκένωση Ηπείρου) 1918 Φ. Α/5/VI(7) (Ειδικός φάκελος Τουρκίας) Φ. Γ/108(3) (Φάκελος R. Reiss) 1919 Φ. Α/5(3) (Μακεδονία) Φ. Α/5(4) (Περί βουλγαρικής προπαγάνδας και συμμοριών εν Μακεδονία) Φ. Α/5(6) (Θράκη) Φ. Α/5(7) (Περί Δυτικής Θράκης) Φ. Α/5(8) (Παλιννόστηση) Φ. Α/5(10α) – Α/5(10ε) (Μουσουλμάνοι: κτήματα Μουσουλμάνων-Ψηφίσματα Μουσουλμάνων) Φ. A/5(11) (Θράκη) Φ. Α/5/Ι(α και β) (Διεύθυνσις Τύπου-Τουρκία-Τηλεγραφήματ Ύπατης Αρμοστείας Κων/πολης) Φ. Α/5/Ι(4) (Θράκη) Φ. Α/5/ΙΙ(3) (Βουλγαρία) Φ. Α/5/V7 (Περί Βαλκανικών Κρατών-Βουλγαρική προπαγάνδα στη ΜακεδονίαΒουλγαρικά Κομιτάτα) Φ. Α/5/Μ (Μειονότητες Μακεδονία-Θράκη-Μ. Ασία) 1919-1920 Φ. Β/46(2) (Παλιννόστηση Προσφύγων) 1920 Φ. 5.2 (Ερμηνεία Πολιτικών Συνθηκών) Φ. 55.1 (Εσωτερικός Τύπος)
685
Φ. 55.2 (Τουρκικός Τύπος) Φ. 59.2 (Εσωτερικός Τύπος) Φ. 152.2 (Θράκη) Φ. 153.1 (Παλιννόστηση προσφύγων στην Ανατολική Θράκη) Φ. 153.2 (Θράκη) Φ. 154.1 (Θράκη) 1921 Φ. 4, υποφ. 8 (Σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Μουσουλμάνων στις υπό ελληνική κυριαρχία περιοχές) Φ. 7, υποφ. 2 (Ζητήματα περιοχής Θράκης) Φ. 7, υποφ. 4 (Θρακικό ζήτημα. Τουρκικές συμμορίες στη Θράκη-Στάση Γάλλων) Φ. 7, υποφ. 5 (Ελληνικός στρατός στη Θράκη) Φ. 20, υποφ. 1 (Τύπος) Φ. 20, υποφ. 3 (Βαλκανικός και Τουρκικός Τύπος) Φ. 25, υποφ. 3 (Κύρωση Συνθήκης περί Θράκης-Δωδεκανήσου-Σμύρνης και Μειονοτήτων) Φ. 31, υποφ. 2 (Οικονομικά ζητήματα-υποθέσεις δημοσίων κτημάτων) Φ. 32, υποφ. 6 (Ξένη προπαγάνδα στη Μακεδονία και την Ήπειρο) Φ. 41, υποφ. 1 (Εκπαιδευτικά) Φ. 41, υποφ. 2 (Εκπαιδευτικά στοιχεία Β. Ελλάδας και ξένη προπαγάνδα) Φ. 48, υποφ. 3 (Παλιννόστηση προσφύγων) 1922 Φ. 2, υποφ. 2 (Οικονομική κατάσταση της Ελλάδας-Βιαιοπραγίες εναντίον Ελλήνων) Φ. 3, υποφ. 2 (Διαδικαστικά έγγραφα πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής φύσεως) Φ. 17, υποφ. 3 (Βουλγαρία) Φ. 47, υποφ. 1(Δημοσιεύματα ξένου Τύπου για την Ελλάδα) Φ. 88, υποφ. 2 (Εγκατάσταση προσφύγων και Ανταλλαγή Πληθυσμών) Φ. 88, υποφ. 3 (Κτήματα Μουσουλμάνων) Φ. 88, υποφ. 5 (Παλιννόστηση) Φ. 91, υποφ. 1 (Εμπιστευτικό αρχείο Νομαρχίας Ραιδεστού) Φ. 91, υποφ. 3 (Κατάσταση επαρχιών)
686
Φ. 94, υποφ. 3 (Δράση βουλγαρικών συμμοριών) 1923 Φ. 6, υποφ. 2 (Διευκολύνσεις σε Σέρβους υπηκόους στις παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας) Φ. 6, υποφ. 5 (Κομιτατική και ληστρική δράση στην περιοχή Μακεδονίας και Θράκης) Φ. 6, υποφ. 7 (Κατασκοπεία και συλλογή πληροφοριών για μειονοτικά ζητήματα σε Μακεδονία και Θράκη) Φ. 7, υποφ. 1 (Πολιτικές ενέργειες και εκθέσεις για την κατάσταση της Θράκης και της Μακεδονίας) Φ. 11, υποφ. 6 (Παράπονα Μουσουλμάνων) Φ. 16, υποφ. 5 (Απαλλοτριώσεις και επιτάξεις κτημάτων) Φ. 16, υποφ. 6 (Απαλλοτριώσεις και επιτάξεις κτημάτων) Φ. 17, υποφ. 5 (Αντιδράσεις Μουσουλμάνων και Χριστιανών στην προοπτική της Ανταλλαγής Πληθυσμών) Φ. 17, υποφ. 6 (Ανταλλαγή Πληθυσμών) Φ. 18, υποφ. 4 (Ανταλλαγή Πληθυσμών) Φ. 19, υποφ. 3 (Περί της τύχης Ελλήνων και Τούρκων αιχμαλώτων)
Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ)
1923 Φ. 2, υποφ. 1 (Ανταλλαγή Πληθυσμών: αναχώρηση Μουσουλμάνων, Ελλήνων, Αρμενίων) Φ. 3, υποφ. 2 (Καταστάσεις σπιτιών και κτημάτων Μουσουλμάνων και μουσουλμάνων αλβανικής καταγωγής) Φ. 3, υποφ. 3 (Ανταλλαγή Πληθυσμών) Φ. 4, υποφ. 1 (Ανταλλαγή Ελληνικού και Τουρκικού Πληθυσμού) Φ. 5, υποφ. 2 (Τουρκική διαμαρτυρία για τη συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών) Φ. 5, υποφ. 4 (Ανταλλαγή Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας)
687
Φ. 8, υποφ. 2 (Διαταγές για την καλή μεταχείριση των Μουσουλμάνων) Φ. 8, υποφ. 3 (Ζητήματα Μουσουλμάνων Δυτικής Θράκης) Φ. 11, υποφ. 1 (Ανταλλαγή Πληθυσμών: άρση επίταξης μουσουλμανικών κτημάτων στη Μακεδονία) Φ. 11, υποφ. 3 (Ανταλλαγή Πληθυσμών: Μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι στην Ήπειρο)
Αρχείο Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης
1916-1917 Φ. Α/V(Β) (Τρέχουσαι υποθέσεις ανά τας εις το κίνημα προσχωρήσασας επαρχίας) Φ. Α΄(13) (Καθορισμός υπηκοότητος Μουσουλμάνων της Νέας Ελλάδος) Φ. Α΄(19) (Επίλυσις ζητημάτων μέσω διοικητικού τμήματος) 1917 Φ. Α΄(21) (Καταγγελίες για επιτάξεις, αυθαιρεσίες) Φ. Α/VIIΙ(1) (Καταπιέσεις ελληνικού στοιχείου υπό Συμμάχων) Φ. ΑΑΚ(Α)4 (Γενική Πολιτεία της Προσωρινής Κυβερνήσεως)
ΚΕΝΤΡΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ-ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ (ΚΝΕ/ΕΙΕ)
Αρχείο Α. Πάλλη
Φάκελοι: Α΄, Β΄-Γ΄, Δ΄-Ε΄ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ-ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ (ΜΜΑ/ΚΕΜΑ) Αρχείο Π. Καλλιγά
688
Αρχείο Γενικής Διοίκησης Δυτικής Μακεδονίας Φ. «Ληστές Μεσοπολέμου» Φ. «Εκτοπισμοί 1917-1920»
THE NATIONAL ARCHIVES ∗ (ΤΝΑ) Foreign Office (F.O.) Political Greece Φάκελοι: 371/1656b, 371/1994, 371/1995, 371/1996a, 371/1996b, 371/1997a, 371/1997b, 371/1998a, 371/1998b, 371/2369, 371/6077, 371/6079, 371/6082, 371/6090, 371/6092, 371/6097, 371/7584, 371/7586 Balkans War Φάκελοι: 371/1906a, 371/2616, 371/2624 MINISTÈRE DES AFFAIRES ÉTRANGÈRES (MAE) ∗ Série Z Europe 1918-1940 Grèce Φάκελοι: 11, 52, 53, 58, 88 Série Guerre 1914-1918 Balkans- Grèce Φάκελοι: 245, 286, 292 2) ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ Αλεξανδρής Α. (επιμ.), Το αρχείον του εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου όπως διεσώθη από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ, 3 τ., Αθήνα 2000. ∗
Αντλήθηκαν από τα αντίγραφα σε μικροφίλμ της Ακαδημίας Αθηνών/Κέντρο Μελέτης Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού. ∗ Αντλήθηκαν από τα αντίγραφα σε μικροφίλμ της Ακαδημίας Αθηνών/Κέντρο Μελέτης Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού.
689
Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ., Η απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης από το αρχείο του Χαρίσιου Βαμβακά, Αθήνα 1975. Υπουργείο Εξωτερικών, Διπλωματικά έγγραφα 1913-1917. Ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας. Εισβολή Γερμανοβουλγάρων εις Μακεδονίαν, Αθήνα 1920². Destani B. (επιμ.), Ethnic Minorities in the Balkan States 1860-1971, 6 τ., Archive editions, Λονδίνο 2003. Şimşir Bilâl, Ege sorunu, Belgeler cilt I (1912-1913) (Το ζήτημα του Αιγαίου, Έγγραφα), Άγκυρα 1976. T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Osmanlı Arşivi Daire Başkanliği yayin nu 22 (Γενική Διεύθυνση των Κρατικών Αρχείων της Πρωθυπουργίας της Τουρκικής Δημοκρατίας, αριθμός έκδοσης 22), Arşiv Belgelerine göre Balkanlar’da ve Anadolu’da Yunan Mezalimi, 1: Balkanlar’da Yunan Mezalimi (Οι ελληνικές θηριωδίες στην Ανατολή και στα Βαλκάνια σύμφωνα με τα έγγραφα του αρχείου, 1: ελληνικές θηριωδίες στα Βαλκάνια), Άγκυρα 1995. T. C. Başbakanlik Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü Yayin nu: 16, Belgelerle Mustafa Kemal Atatürk ve Türk-Bulgar Ilişkileri (1913-1938) (Ο Κεμάλ Ατατούρκ και οι τουρκοβουλγαρικές σχέσεις μέσα από έγγραφα), Άγκυρα 2002. The complaints of Macedonia: Memoranda, petitions, resolutions, minutes, letters and documents addressed to the League of Nations, 1919-1939, Γενεύη 1979. 3) ΣΥΝΘΗΚΕΣ-ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ Βασίλειον της Ελλάδος, Εφημερίς της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ), 1913-1923. Βασίλεον της Ελλάδος, Εφημερίς της Προσωρινής Κυβερνήσεως, 1916-1917. Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Συλλογή οργανικών διατάξεων, εγκυκλίων και οδηγιών του Γενικού Διοικητού Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1914. Συνθήκη μεταξύ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων δυνάμεων και της Ελλάδος περί προστασίας των εθνικών κ.τ.λ. μειονοτήτων, υπογραφείσα εν Σέβραις τη 28/7-10/8 1920, Εθνικό Τυπογραφείο 1920. Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, Τμήμα Εποικισμού, Αγροτική και Εποικιστική Νομοθεσία (περίοδος 1919-1920), Δ. Βογαζλή (επιμ.), εν Αθήναις 1920.
690
Υπουργείον Εξωτερικών, τμήμα Κοινωνίας των Εθνών, Σύμβασις περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών (υπογραφείσα εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου 1923), εν Αθήναις 1923. Υπουργείο Εξωτερικών, Ανώτατη Επιτροπή επί της εφαρμογής των Συνθηκών, Εφαρμογή των περί Ειρήνης Συνθηκών, Νόμοι, Βασιλικά Διατάγματα, Επίσημοι Ανακοινώσεις, Εγκύκλιοι, Αθήναι 1921. Υπουργείο Οικονομικών, Νόμος περί γαιών εν Τουρκία, εν Αθήναις 1913. Υπουργείο Οικονομικών, Διεύθυνσις Κτημάτων του Κράτους, Συλλογή Νόμων και Βασιλικών Διαταγμάτων περί των εν ταις Νέαις Χώραις Κτημάτων, Αθήναι 1915. Υπουργείο Οικονομικών, τμήμα Κτημάτων του Κράτους, Περί Βακουφίων, εν Αθήναις 1914. 4) ΠΡΑΚΤΙΚΑ-ΜΗΤΡΩΑ Βουλή των Ελλήνων, Διεύθυνση Διοικητικού, Τμήμα Μηρώου Βουλευτών, Μητρώο πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, Αθήνα 1986. Εθνικός Κήρυξ, Αι αγορεύσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου 1909 -1956, περίοδος Β΄, τ. Γ΄-Β΄, Αθήναι 1957. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, Περίοδος ΙΘ΄, Κ΄, ΚΑ΄. Σύνοδος Γ΄, εν Αθήναις 1931. Εφημερίς των Συζητήσεων της Γ΄ εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως, εν Αθήναις 1932. Οι ανθελληνικοί διωγμοί εν Τουρκία από του 1908 μέχρι του 1921, ενώπιον της Γ΄ εν Αθήναις Εθνοσυνελεύσεως: (συνεδρίασις της 5,6 και 8Απριλίου 1921), εν Αθήναις 1921. 5) ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Αι βουλγαρικαί ωμότητες εν τη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, εν Αθήναις 1914. Γενικό Επιτελείο Στρατού-Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τ. Α΄, Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου, Αθήνα 1988.
691
Γύπαρης Ν., Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, Έκθεσις προς τον κ. Ιωάννην Ηλιάκην (Γενικόν Διοικητήν Δυτικής Μακεδονίας) ως πρόεδρον της Π.Ε. Προσκόπων Δ. Μακεδονίας, εν Αθήναις 1919. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Report of the Greek University Commission upon the atrocities and devastations committed by the Bulgarians in eastern Macedonia, Νέα Υόρκη 1919. Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, Στατιστικοί πίνακες του πληθυσμού κατ’ εθνικότητας των νομών Σερρών και Δράμας, Αθήνα 1919. Επιτροπές των εν Μυτιλήνη Μικρασιατών προσφύγων, Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρά Ασία: αυθεντικαί εκθέσεις και επίσημα κείμενα. Έκκλησις προς το ελληνικόν γένος και την δημόσιαν γνώμην του πεπολιτισμένου κόσμου, Αθήνα 1915. Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία ελληνισμού, 1914-1918, εν Κωνσταντινουπόλει 1919. Πάλλης Α., Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής Προσφύγων, Γενικαί Στατιστικαί των προσφύγων Μακεδονίας επί τη βάσει των μέχρι τέλους Ιουλίου 1915 συλλεχθέντων στοιχείων, Θεσσαλονίκη 1915. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Απαρίθμησις των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913, Αθήναι 1915. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Στατιστικής, Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19ης Δεκεμβρίου 1920, εν Αθήναις 1921. Υπουργείον Οικονομικών-Διεύθυνσις Κτημάτων Κράτους, Έκθεσις περί των εν Μακεδονία προσφύγων, εν Αθήναις 1916 Υπουργείο Περιθάλψεως, Το έργο των αποστολών του υπουργείου Περιθάλψεως: Πόντος, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Μακεδονία, Αθήναι 1920. Χαλκιόπουλος Α., Μακεδονία. Εθνολογική στατιστική των Βιλαετίων ΘεσσαλονίκηςΜοναστηρίου, Εν Αθήναις 1910. Χωματιανός Γ., Έκθεσιν, Γενικήν Επισκόπησιν του Νομού Κοζάνης, Κοζάνη 26 Φεβρουαρίου 1913. Carnegie Endowment for International Peace, Report of the international Commission to inquire into the causes and conduct of the Balkan Wars, Ουάσινγκτον 1914.
692
Commission d’ enquête de l’ Association Macédonienne, Atrocités Bulgares en Macédoine, faits et documents, Αθήνα 1913. Commission Interalliée, Rapports et enquêtes de la Commission Interalliée sur les violations du droit des gens commises en Macédoine orientale par les armées Bulgares, Νανσύ 1919. Délégation Hellénique, Observations sur la reponse Bulgare, Παρίσι 1919. Délégation Hellénique à la Conférence de la paix, Responsabilité pour les crimes commis pendant la guerre: crimes commis par les Bulgares, les Turcs et les Allemands contre des populations helléniques, Παρίσι 1919. Extraits fac-similés de certaines lettres trouvées dans le courrier du 19me régiment de la VIIme division grecque, saisi par les troupes bulgares dans la région de Razlog, Σόφια 1913. Inter-allied Commission in Eastern Macedonia, Report of the Inter-allied Commission in Eastern Macedonia, Λονδίνο 1919. Le Comite de Publication D.A.C.B, Les Atrocites des coalises Balkaniques, no 1 & 3., deuxieme edition, Κωνσταντινούπολη 1913. Reiss R, Bulgares et Turcs contre les Grecs. Rapport présenté à M. Vénizélos Président du Conseil des Ministres du Royaume de Grèce, Παρίσι 1919. – Sur la situation des bulgarophones et des musulmans dans les nouvelles provinces grecques, Λωζάννη 1915 Turkish Ministry of Foreign Affairs, Center for Strategic Research, Greek occupation of Izmir and adjoining territories: report of the inter-allied commission of inquiry, MaySeptember 1919, Άγκυρα 1999. Vénizélos E. K., La Grèce devant le Congrès de la Paix, Παρίσι 30 Δεκεμβρίου 1918. 6) ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ-ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Αργυρόπουλος Π., Απομνημονεύματα, Αθήναι 1970. Γέραγας Κ., Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922, εν Αθήναις 1925. Γιαλτσίν Κεμάλ, Μια προίκα αμανάτι. Οι άνθρωποι της Ανταλλαγής, μτφρ. από τα τουρκικά Αγγ. Φωτοπούλου, Αθήνα 2000.
693
Γούναρης Β., Νικόλτσιος Β. (επιμ.), Από το Σαραντάπορο στη Θεσσαλονίκη. Η ελληνοτουρκική αναμέτρηση του 1912 μέσα από τις αναμνήσεις του Στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά, μετφρ. Κενάν Μεσσαρέ, Θεσσαλονίκη 2002. Δικώνυμος-Μακρής Γ., Ημερολόγιον πολέμου 1912-1913 εν Μακεδονία και Ηπείρω, Γ. Βέλκος (επιμ.), Θεσσαλονίκη 2003. Δραγούμης Ι., Φύλλα Ημερολογίου Στ΄ (1918-1920), Θ. Σωτηρόπουλος (επιμ.), Αθήνα 1987. Δραγούμης Φ., Ημερολόγιο:Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Ι. Κ. Μαζαράκης Αινιάν (επιμ.), Αθήνα-Ιωάννινα 1988. Εμμανουηλίδης Εμμ., Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήναι 1924. Ενθύμιον του Τουρκοβαλκανικού και Ελληνοσερβοβουλγαρικού πολέμου 1912-1913. Ημερολόγιον και βίος του Γεωργίου Εμμ. Μαρκούλη κατά την εκστρατείαν του 1912-1913, Θεσσαλονίκη 1995. Επισκόπου Μυρέων Αθανασίου, Απομνημονεύματα. Βουλγαρικαί θηριωδίαι, Αθήναι 1914. Ζαβιτζιάνος Κ., Αι αναμνήσεις του εκ της ιστορικής διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου (1914-1922), 2 τ., Αθήναι 1946. Ηλιάκης Ι., Η ιστορία εξήντα χρόνων, τ. Α, Χανιά 1940. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τ. Α΄, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Αθήνα 1980. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τ. Β΄, Μαρτυρίες από τις επαρχίες της κεντρικής και νότιας Μικρασίας, Αθήνα 1982. Μάντζαρης Α., Σελίδες για την ιστορία. Από τα πενήντα χρόνια της υπηρεσίας μου στην ελληνική κρατική διοίκησι, χ.τ. 1959. Μελάς Σ., Πολεμικαί σελίδες από τον ελληνοτουρικό πόλεμο του 1912, Αθήνα 1913 Μεταξάς Ι., Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού, Αθήνα 1935. Μητροπολίτου Δράμας Αγαθαγγέλου του Μάγνητος, Το Μικρασιατικόν και Θρακικόν ζήτημα των προσφύγων κατά τα έτη 1913 και 1914. Η περί αυτού γνώμη του Οικουμενικού Πατριάρχου και η σχετική εντελώς αντίθετως πολιτική της ελληνικής κυβερνήσεως του κ. Βενιζέλου, Καβάλλα 1914.
694
Μιχαλακόπουλος Α., Μικταί σελίδες. Γ΄. Σελίδες του βίου του. Νομικαί διατριβαίοικονομικαί μελέται-άρθρα ποικίλα-εκθέσεις-υπομνήματα-λόγοι-δηλώσεις-ανακοινώσειςκρίσεις, Η. Κυριακόπουλος (επιμ.), Αθήνα 1967. Μόδης Γ., Αναμνήσεις, Μ. Πυροβέτση-Ι. Μιχαηλίδης (επιμ.), Θεσσαλονίκη 2004. Πάλλης Α., Ξενητεμένοι Έλληνες. Αυτοβιογραφικό χρονικό, Αθήνα 1954. Παπαηλιάκης Γ., Ενθυμήματα από τον πόλεμο του 1912-1913, Γ. Καλαντζής (επιμ.), διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 1992. Παπαπολυβίου Π., Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων. Επιστολές, πολεμικά ημερολόγια και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο κα τη Μακεδονία του 1912-1913, Λευκωσία 1999. Ρακτιβάν Κ., Έγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας (1912-1913), Θεσσαλονίκη 1951. Σακτούρης Α., Αναμνήσεις εκ του διπλωματικού μου σταδίου (1897-1933), εν Καΐρω 1951. Σκανδαλάκης Ι., Εντυπώσεις πολεμιστού από τον Ελληνοβουλγαρικόν πόλεμον του 1913, Θεσσαλονίκη 1915. Σταυρίδης Ελ., Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, Αθήνα 1953. Τρίχα Λ.(επιμ.), Ημερολόγια και γράμματα από το μέτωπο. Βαλκανικοί Πόλεμοι 19121923, Αθήνα 1993². Φλωρά-Καραβία Θ., Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913, Μακεδονία-Ήπειρος, Αθήναι 1936. Marti Metin (επιμ.), Ilk Türk Komitacisi Fuat Balkan’in Hatiralari (Οι αναμνήσεις του Φουάτ Μπαλκάν του πρώτου Τούρκου Κομιτατζή), Ιστανμπούλ 1998. Özsoy Iskender, Iki vatan yorgunlari. Mübadele Acısını Yaşayanlar Anlatıyor (Τσακισμένοι δύο πατρίδων. Αυτοί που υπέφεραν από την Ανταλλαγή διηγούνται την ιστορία τους), Άγκυρα 2007³. Tesal Reşat, Selâniκ’ten Istanbul’a. Bir Ömrün Hikâyesi(Από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Η αφήγηση μιας ζωής), Ιστανμπούλ 1998.
695
7) ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ Α-Ω Αδαμίδης Κ., Η Βροντή και το Λευκάδι Βοΐου Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1985. – Ιστορικά Δάφνης Βοΐου, Θεσσαλονίκη 1980. Αιλιανός Χ., Υπουργείο Περιθάλψεως. Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, Αθήναι 1921. Αλικανιώτης Δ., Δημήτριος Γούναρης. Μικρή Συμβολή στην κατανόηση ενός προδρόμου της εποχής μας, Αθήνα 1983. Αναγνωστοπούλου Σ., Μικρά Ασία 19ος-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος, Αθήνα 1997. Αναστασιάδης Γ.-Χεκίμογλου Ε., Δημήτριος Γ.Δίγκας (1876-1974). Η ζωή και το έργο του πρώτου Μακεδόνα υπουργού, Θεσσαλονίκη 2002. Αντωνόπουλος Σ., Αι συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, Αθήναι 1917. Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969. Βακαλόπουλος Κ., Η Θρακική Έξοδος (1918-1922). Από τη γενοκτονία, την παλιννόστηση, το ταγιαρικό καθεστώς και την απελευθέρωση στο δεύτερο ξεριζωμό, Θεσσαλονίκη 1999. Βακατσάς Κ., Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου. Η αγροτική ιδιοκτησία (1913-1918), διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2001. Βεντήρης Γ., Η Ελλάς του 1910-1920, 2 τ., Αθήνα 1970. Βεργόπουλος Κ., Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Το πρόβλημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης της γεωργίας, Αθήνα 1975. Βέρρου Θ., Τοπωνύμια και Διοικητική Κατανομή Οικισμών της Μακεδονίας. Μεταβολές στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη 2008. Βιβλιοθήκη του Ταχυδρόμου, Ιστορία του Λαϊκού Κόμματος, τ. Α΄, Ιανουάριος 1935 Βλασίδης Βλ., Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και η δράση της στην ελληνική Μακεδονία στον Μεσοπόλεμο 1919-1928, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996. Γεωργαντάς Μ., Περί αναλογικής αντιπροσωπεύσεως μειονοψηφιών, Αθήνα 1924.
696
Γιανουλόπουλος Γ., «Η ευγενής μας τύφλωσις...». Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα 20034 Γρηγοριάδης Φ., Διχασμός-Μικρά Ασία. Ιστορία μιας εικοσαετίας 1909-1930, τ. 1, Αθήναι 1971. Δάγκας Α., Συμβολή στην έρευνα για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: οικονομική δομή και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας 1912-1940, Θεσσαλονίκη 1998. Δάφνης Γ., Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα 1821-1961, Αθήνα 1961. Διβάνη Λ., Ελλάδα και μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών Αθήνα 1995. Δραγούμης Ι., Προγραμματικοί πολιτικοί στοχασμοί, εν Αθήναις 1916. Δραγούμης Στ., Αγόρευσις κατά την βουλευτική συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 1916, απάντησις εις επερώτησιν περί μη οφειλομένης εις μουσουλμάνους κυρίους αποδόσεως των ακινήτων κτημάτων αυτών εν Μακεδονία. Εν Αθήναις 1916. Δώδος Δ., Η εκλογική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, Κόμματα και υποψήφιοι, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1989. Ελευθεριάδης Ν., Γνωμοδοτήσεις περί κτηματικών ζητημάτων και διαφορών εν ταις Νέαις Χώραις, Αθήναις 1915. – Οι μουσουλμάνοι εν Ελλάδι, Αθήναι 1913. – Τα δίκαια της πολιτείας επί των εν Μακεδονία και Ηπείρω γαιών, Αθήναι 1915. – Τα μετά την Συνθήκην Αθηνών. Περί των εν ταις Νέαις Χώραις εγκαταλελειμμένων κτημάτων, Αθήναι 1915. Ενεπεκίδης Π., Η Δόξα και ο Διχασμός (1908-1916), Αθήνα 1962. Ζεγκίνης Ε., Ο μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη. Συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο, Θεσσαλονίκη 2001². – Οι μουσουλμάνοι Αθίγγανοι της Θράκης, Θεσσαλονίκη 1994. Ζερδαλής Σ., Η εγκατάσταση των προσφύγων στη Βέροια (1914-1930), πτυχιακή εργασία, Φλώρινα 1998. Η ιμπλιακοποίησις των 79 κεφαλαιοχωρίων της Ηπείρου και οι αγώνες των κατοίκων των προς ανάκτησιν αυτών επι τε τουρκοκρατίας και ελληνοκρατίας, εν Αθήναις 1915.
697
Ιστορικόν της αρπαγής των δέκα εξ χωρίων της επαρχίας Φιλιατών και των εξαρτημάτων αυτών παρά των Τουρκαλβανών Ντεμάτων και Σεϊκάτων και ενέργειαι προς απόσεισιν του αγαδικού ζυγού επι τε τουρκοκρατίας και ελληνοκρατίας, εν Αθήναις 1914. Καραβίδας Κ., Αγροτικά. Μελέτη Συγκριτική, εν Αθήναις 1931. Καραχρίστος Ν., Διδακτική των σχολείων των ξενοφώνων ως και παντός είδους σχολείων, Θεσσαλονίκη 1924. Κελαϊδής Π., Κρητικοί εθελοντές στους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-1913, Αθήνα 1995. Κελαϊδής Στ., Εθελοντικά Σώματα Κρητών στη Μακεδονία, εν Αθήναις 1913. Κοκολάκης Μ., Το ύστερο γιαννιώτικο πασαλίκι. Χώρος, διοίκηση και πληθυσμός στην Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (1820 -1913), Αθήνα 2003. Κολοκοτρώνης Β., Μελέτη περί εξελληνισμού των ξένων τοπονυμίων της Μακεδονίας μετά τινων παρατηρήσεων επί της διοικητικής διαιρέσεως του ελληνικού κράτους, εν Αθήναις 1925. Κόντης Β., Ευαίσθητες ισορροπίες Ελλάδα και Αλβανία στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη 1994. Κορδάτος Γ., Δημοτικισμός και λογιωτατισμός. Κονωνιολογική μελέτη του γλωσσικού ζητήματος, Αθήνα 1974². Κόσσυβας Χ., Νομοθεσία διοικήσεως μουσουλμανικών και ανταλλαξίμων ακινήτων, Αθήναι 1928. Κοτζιάς Α., Τα φοβερά ντοκουμέντα. Ο Εθνικός Διχασμός. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος, Αθήνα 1974. Κυριακίδης Στίλπων, Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, Αθήναι 1919. Κωστόπουλος Τ., Η απαγορευμένη γλώσσα.Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, Αθήνα 2000². – Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922, Αθήνα 2007. Λαπαρίδης Ν., Ο Δήμος Ελλησπόντου (τα Μπουτζάκια του Νομού Κοζάνης). Ιστορική αναδρομή, Θεσσαλονίκη 2003. Λεονταρίτης Γ., Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, μτφρ. Β. Οικονομίδης, Αθήνα 2000.
698
– Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 1978. Λιθοξόου Δ., Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα, Αθήνα 1992. Λουκάτος Σπ., Πολιτειογραφία της Νομαρχιακής Περιφέρειας της Θεσσαλονίκης κατά την αυγή της δεύτερης δεκαετίας από την απελευθέρωσή της 1923. Μέρος Α΄ Υποδιοικήσεις Βέροιας-Θεσσαλονίκης-Κατερίνης, Αθήνα 1987. Μαντά Ε, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου(1923-2000), Θεσσαλονίκη 2004. Μαυρογορδάτος Γ., Εθνικός Διχασμός και Μαζική Οργάνωση. Οι Επίστρατοι του 1916, Αθήνα 1996. – Μελέτες και Κείμενα για την περίοδο 1909-1940, Αθήνα-Κομοτηνή 1982. Μέκος Ζ., Οι αρμοδιότητες του μουφτή και η ελληνική νομοθεσία, Αθήνα – Κομοτηνή 1991. Μελάς Σπ., Οι πόλεμοι του 1912-1913, Αθήνα 1958. Μήλλας Η., Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων. Σχολικά βιβλία, ιστοριογραφία, λογοτεχνία και εθνικά στερεότυπα, Αθήνα 2001². Μηναΐδης Σ., Η Θρησκευτική Ελευθερία των Μουσουλμάνων στην Ελληνική Έννομη Τάξη, Αθήνα 1990. Μιχαηλίδης Ι., Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (1912-1930), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996. Μόδης Γ., Μακεδονικές Ιστορίες. Τα δύο στρατόπεδα, Αθήναι 1958. – Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί, Θεσσαλονίκη 1950. Μουρέλος Γ., Τα «Νοεμβριανά» του 1916. Από το αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων των θυμάτων, Αθήνα 2007. Μπακάλη Γ., Το «Θάρρος» και το προσφυγικό ζήτημα στη Δράμα και την περιοχή της (1923-1926), διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 2007. Μπέλλου Δ., Η απελευθέρωση της Αλεξάνδρειας και της περιοχής της το 1912 με βάση την προφορική παράδοση, Βέροια 1993. Μυλωνάς Γ., Τα εκλογικά συστήματα μέσα στην ιστορία και η αναλογική εκλογή, Αθήνα 1946. Νάκος Γ., Το νομικό καθεστώς των τέως δημοσίων οθωμανικών γαιών, 1821-1912, Θεσσαλονίκη 1984. Νοταράς Μ., Η αγροτική αποκατάστασις των προσφύγων, Αθήναι 1934.
699
Νικολαΐδης Κλ., Ιστορίαν του ελληνισμού με κέντρον και βάσιν την Μακεδονίαν, Αθήνα 1923. – Ιστορία του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, εν Αθήναις 1915. Πάλλης Α., Περί ανταλλαγής πληθυσμών και εποικισμού εν τη Βαλκανική κατά τα έτη 1912-1920, εν Κωνσταντινουπόλει 1920. – Στατιστική Μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924, Αθήναι 1925. Παναγάκος Π., Συμβολή εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922, Αθήνα 1961. Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού Μ., Η Δυτική Θράκη στην εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας. Το ζήτημα της Βουλγαρικής Οικονομικής Διεξόδου στο Αιγαίο (1919-1923), Αθήνα 1997. Παπαδημητρίου Π., Οι Πομάκοι της Ροδόπης. Από τις εθνοτικές σχέσεις στους βαλκανικούς εθνικισμούς (1870-1990), Θεσσαλονίκη 2003. Παπαδόπουλος Γ., Η μετανάστευση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Αμερική ος
19 αιώνας-1923): οι ελληνικές κοινότητες της Αμερικής και η αλυτρωτική πολιτική της Ελλάδας, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2008. Παπαναστασίου Αλ., Δημοκρατία και εκλογικό σύστημα, Αθήνα 1924. Παπαχριστοδούλου Π., Οι Πομάκοι και ο δίκαιος αγώνας των να απαλλαγούν από τον δυσβάσταχτο βουλγαρικό ζυγό, Αρχείον του Θρακικού και Λαογραφικού Γλωσσικού Θησαυρού 1, Αθήναι 1948. Πατριωτική Ένωση, Ιστορία της Ελλάδος από Φεβρουαρίου 1915 μέχρι σήμερον, Αθήναι Οκτώβριος 1918. Πελαγίδης Ε., Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Δυτική Μακεδονία (1923-1930), Θεσσαλονίκη 1994. – Προσφυγική Ελλάδα (1913-1930). Ο πόνος και η δόξα, Θεσσαλονίκη 1997. Πεπονάκης Μ., Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1994. Πλανάκης Γ., Ίχνη της τουρκοκρητικής ελληνόγλωσσης λογοτεχνίας. Ιδεολογικές τάσεις και γενικά χαρακτηριστικά, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης, διπλωματική εργασία, Ρέθυμνο 2003.
700
Πολυχρονιάδης Κ., Μελέτη περί της διοικήσεως των ανακτηθεισών χωρών της Μακεδονίας, Αθήνα 1913. Πράις Κρώφορδ, ανταποκριτού Times, Οι Βαλκανικοί Αγώνες. Πολιτική και στρατιωτική ιστορία των εν Μακεδονία Βαλκανικών Πολέμων, εν Αθήναις 1915. Πρωτονοτάριος Α., Το προσφυγικό πρόβλημα από ιστορικής, νομικής και κρατικής απόψεως, Αθήνα 1929. Ράλλης Κ., Ψήφος, Εκλογαί και Σύγχρονα Εκλογικά Συστήματα, Αθήνα 1969. Ροδόπουλος Γ., Περί θρησκευτικής ανεξαρτησίας των μουσουλμάνων και περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των οθωμανικών βακουφίων εν Ελλάδι, εν Αθήναις 1913. Ρούκουνας Εμμ., Εξωτερική Πολιτική 1914-1923, Αθήνα 1983. Σβολόπουλος Δ., Η Θράκη υπό ελληνική διοίκηση, Κωνσταντινούπολη 1922. Σίδερις Α., Η γεωργική πολιτική της Ελλάδας κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (18331933), Αθήναι 1934. Σκιάς Α., Περί του εξελληνισμού ξενοφώνων πληθυσμών, Αθήνα 1917. Σκληρός Σ., Η Νέα Ελλάς, τόμ. Α΄ Μακεδονία, Αλεξάνδρεια 1913. Σκουλούδης Στ., Απολογία επί των απαγγελθεισών κατηγοριών, Αθήνα 1919. – Σημειώσεις προς απόκρουσιν των κατηγοριών, Αθήνα 1921. Στρατάκης Α., Οι συμβολαιογράφοι του Ρεθύμνου Περτέβ Δερβισάκης και Ιωάννης Δ. Νικολακάκης (19ος -20ος αιώνας), Ρέθυμνο 2006. Σφήκα-Θεοδοσίου Αγγ., Η Ιταλία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Ελλάδα, Αθήνα 2004. – Η προσάρτηση της Θεσσαλίας. Η πρώτη φάση στην ενσωμάτωση μιας ελληνικής επαρχίας στο ελληνικό κράτος (1881-1885), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1987. Τζημόπουλος Γ., Η απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας από την τουρκική σκλαβιά, Θεσσαλονίκη 1974. Τομανάς Κ., Τα σχολεία της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1944, Θεσσαλονίκη 1997. Τριανταφυλλίδης Μ., Η γλώσσα μας στα σχολεία της Μακεδονίας, Αθήναι 1916. Τρότσκι Λέων, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, 1912-1913, Αθήνα 1993. Τσιούμης Κ., Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (1923-1940), διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1994.
701
Τσιριμονάκη Μ., Αυτοί που έφυγαν αυτοί που ήρθαν: Από την αυτονομία ως την ανταλλαγή, Ρέθυμνο 2002. Τσιτσελίκης Κ., Αι ανώμαλοι δικαιοπραξίαι επι ακινήτων εν ταις Νέαις Χώραις, Θεσσαλονίκη 1926. – Ένα ξερίζωμα, Αθήνα 1925 (χρησιμοποιήθηκε η ανατυπωμένη έκδοσή του από το περιοδικό Δυτικομακεδονικά Γράμματα, τεύχ. Α΄ (2002), 40-64). Τσουλούφης Α., Η ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών και η εκτίμηση των εκατέρωθεν εγκαταλειφθεισών περιουσιών, Αθήνα 1989. Φουρναράκης Κ., Τουρκοκρήτες, εν Χανίοις 1929. Χαριτάκης Γ., Περί Αναλογικής Εκλογής, Αθήνα 1925. Χεκίμογλου Ε., Θεσσαλονίκη. Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κέιμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, Θεσσαλονίκη 1996. Χιδίρογλου Π., Οι Έλληνες Πομάκοι και οι σχέσεις τους με την Τουρκία, Αθήνα 1989. Χιονίδης Γ., Η απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης Βέροιας, Θεσσαλονίκη 1983. Χουλιαράκης Μ., Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, 2 τ. , Αθήνα 1975. Χρηστοβασίλης Χ., Η δύναμις του ελληνισμού εν Ηπείρω και τα δίκαια αυτού, Αθήνησι 1902. – Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, εν Αθήναις 1905. Χριστοδούλου Ι., Τα μουσουλμανικά σχολεία στην Κρητική Πολιτεία (1898-1913), μεταπτυχιακή εργασία, Ρέθυμνο 2003. Ψάλτης Στ., Η Θράκη και η Δύναμις του εν αυτή ελληνικού στοιχείου. Στατιστικαί περί του ελληνικού πληθυσμού πληροφορίαι, Αθήναι 1919. Α-Ζ Aarbakke Vemund, The Muslim minority of Greek Thrace, τ. 2, διδακτορική διατριβή, Μπέργκεν 2000. Adiyeke Α., Islamic community brotherhood administrations in Greece: “Cemaat-I islamiye” 1913-1998, Άγκυρα 2002.
702
Ahmad Feroz, The Young Turks. The Committee of Union and Progress in Turkish politics 1908-1914, Οξφόρδη 1969. Amadori-Virgilj Giovanni, La Question Rumeliota. (Macedonia, Vecchia Serbia, Albania, Epiro) e la politica Italiana, Μπιτόντο 1908. Andréadès Α., La Grèce devant le Congrès de la Paix, Παρίσι 1919. Andrews P. A., Ethnic Groups in the Republic of Turkey, Βισμπάντεν 1989. Antoniades Α., Le developpement economique de la Thrace. Le passé, le present, le avenir, Aθήνα 1922. Ari Kemal, Büyük mübadele. Türkiye’ye zorunlu göç (1923-1925) (Η μεγάλη ανταλλαγή. Η υποχρεωτική μετανάστευση στην Τουρκία), Ιστανμπούλ 2000². Ayverdi Hakki Ekrem, Avrupa’da Osmanli Mimari Eserleri: Bulgaristan, Yunanistan, Arnavutluk (Τα οθωμανικά αρχιτεκτονικά μνημεία στην Ευρώπη: Βουλγαρία, Ελλάδα, Αλβανία), τ. 4/5, Ιστανμπούλ 1982. Babacan Hasan, Mehmed Talât Paşa 1874-1921, Άγκυρα 2005. Bardakçi Ilhan, Bir imparatorluğun yağmasi. Balkan Bozgunu ve I Dünya Harbi (Η λεηλασία μιας αυτοκρατορίας. Η βαλκανική ήττα και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), Άγκυρα 1974. Biyiklioğlu Tevfik, Trakya’da millî mücadele (Ο εθνικός αγώνας στη Θράκη), I. Cilt, Άγκυρα 1992. Carnegie Endowment for International Peace, The Treaties of Peace 1919 -1923, τ. II, Νέα Υόρκη 1924. Cassaveti D. J., Hellas and the Balkan Wars, Λονδίνο 1914. Chousein Ali, Continuities and changes in the minority policy of Greece: the case of Western Thrace, Thesis to the graduate school of social sciences of Middle East Technical University 2005. Clark Bruce, Twice a stranger. How mass expulsion forged modern Greece and Turkey, Λονδίνο 2006. Dalegre Joelle, La Thrace Grecque. Population et Territoire, Παρίσι 1997. Gardikas Katsiadakis Helen, Greece and the Balkan Imbroglio. Greek foreign policy, 1911-1913, Αθήνα 1995.
703
Gaunt David, Massacres, Resistance, Protectors. Muslim-Christian relations in Eastern Anatolia during World War I, Νιου Τζέρσεϊ 2006. Gungor Murat, Nationalism on the internet: the role of Greek “others” in the formation of Turkish nationalism, Master Thesis, Georgetown University, Ουάσινγκτον 2007 Halaçoğlu Ahmet, Balkan Harbi sirasinda Rumeli’den Türk göçleri (Τούρκοι πρόσφυγες από τη Ρούμελη κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων), Άγκυρα 1995. Hasluck F. W., Christianity and Islam under the Sultans, 2 τ., Οξφόρδη 1929. Hering Gunnar, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μετφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, 2 τ., Αθήνα 2004. Hirschon Renée, Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, Οξφόρδη 1989. Hobsbawn E. J., Έθνη και εθνικισμός, από το 1780 μέχρι σήμερα, μετφρ. Χρυσ. Νάντρις Αθήνα 1994. Ipek Nedim, Mübadele ve Samsun (Η ανταλλαγή και η Σαμψούντα), Άγκυρα 2000. Istanbul Bilgi Üniversitesi, Sosyal Bilimler Enstitüsü, Kültürel Çalişmalar Yüksek Lisans Programi, Giritli Mübadillerde Kimlik Oluşumu ve Toplumsal Hafiza (δημιουργία ταυτότητας στους Κρητικούς ανταλλάξιμους και κοινωνική μνήμη), Ιστανμπούλ 2005, http://www.mubadele.org- Istanbul Bilgi Üniversity/1.10.2008. Kalayoğlu Sinan, The Greek Muslim Migration: Rethinking the role of security and nationalism within the 1923 compulsory exchange of populations between Greece and Turkey, Master’s Thesis, Department of International Relations Bilkent University, Άγκυρα 2004. Kara Melike, Girit Kandiye’de Mϋslϋman Cemaati 1913-1923 (Η μουσουλμανική κοινότητα του Ηρακλείου Κρήτης), Ιστανμπούλ 2006. Kemaly Ghalib, Le Martyre d’ un peuple. Les Turcs demandent une paix juste prompte et durable, Ρώμη 1919. Kitsikis D., Propagande et pressions en politique internationale: La Grèce et ses revendications a la Conférence de la Paix 1919-1920, Παρίσι 1963. Kolodny E., La population des îles de la Grèce, Aix-en-Provence 1974.
704
Konortas P., Les musulmans en Grèce entre 1821 et 1912, École des Hautes Études en Sciences Sociales, Παρίσι 1980. Karakasidou A., Fields of wheat hills of blood. Passages to nationhood in Greek Macedonia 1870-1990, Σικάγο 1997. Karpat Kemal, Ottoman population 1830-1914. Demographic and social characteristics, Λονδίνο 1985. Kennan George, The other Balkan Wars, Ουάσιγκτον 1993. Ladas St., The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, Νέα Υόρκη 1932. Lagoudakis G., Etudes sur la validité de la naturalisation a l’ étranger des sujets ottomans au point de vue du droit international prive, Αθήνα 1918. Mavrogordatos G., Stillborn Republic. Social coalitions and party strategies in Greece 1922-1936, Καλιφόρνια 1983. Mavrogordatos John, Letters from Greece concerning the war of the Balkan Allies 1912-1913, Λονδίνο 1914. Mazower Mark, Salonica the city of the ghosts Christians, Muslims and Jews 14301950, Λονδίνο 2004. McCarthy Justin, Death and exile. The ethnic cleansing of Ottoman Muslims18211922, Νιού Τζέρσεϊ 1995. Memisoğlu H., Pages of the history of Pomac Turks, Άγκυρα 1991. Misiroğlu Kadir, Yunan Mezalimi Türkün siyah kitabi (Ελληνικές θηριωδίες, η τουρκική μαύρη βίβλος), Ιστανμπούλ 1968². Mourélos Υ., L’ intervention de la Grèce dans la Grande Guerre (1916-1917), Αθήνα 1983 Norris H., Islam in the Balkans, religion and society between Europe and the Arab World, Λονδίνο 1993. Özdemir Elif Renk, Borders of Belonging in the “Exchanged” Generations of Karamanlis, Migration Research Program at the Koç University, Ιστανμπούλ 2006. Pekin M.-Turan Ç. (επιμ.), Mübadelle bibliografyasi. Lozan nüfus mübadelesi ile ilgili yayınlar ve yayımlanmamiş çalişmalar (Βιβλιογραφία της Ανταλλαγής. Εκδόσεις
705
σχετικές με την Ανταλλαγή Πληθυσμών της Λωζάννης και ανέκδοτες μελέτες), Lozan Mübadilleri Vakfı, Ιστανμπούλ 2002. Pentzopoulos D., The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Παρίσι 1962. Petsalis-Diomidis N., Greece and the Paris Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978. Popovic A., L'Islam Balkanique. Les musulmans du sud-est européen dans la période post-ottomane, Βερολίνο 1986. Price Crawfurd, Aspects of the Greek election, Λονδίνο 1916. Puaux Rene, Έτσι έφυγε ο Βενιζέλος, μετφρ. Ντίνα Νίκα, Αθήνα 1994. Ruby Jean, La guerre d’ orient et les atrocites des Etats Balkaniques. Rapports et Documents, Βρυξέλλες 1914. Shaw Stanford, From Empire to Republic. The Turkish war of national liberation 1918-1923, 2 τ., Άγκυρα 2000. Şimşir Bilâl, Rümeli’den Türk Göçleri (Οι Τούρκοι μετανάστες από τη Ρούμελη), vol. I-II, Άγκυρα 1968-1970. Smith Llewellyn Michael, Το όραμα της Ιωνίας. Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 19191922, μετφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα 2004 Somel Selcuk Aksin, The modernization of public education in the Ottoman Empire, 1833-1908, Leiden 2001. Toumarkine Α., Les migrations des populations Musulmanes Balkaniques en Anatolie (1876-1913), Cahiers du Bosphore XIII, Κωνσταντινούπολη 1995. Toynbee A.J., Το Δυτικό Ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια μελέτη επαφής πολιτισμών, μτφρ. Π. Πάρτσος, Θεσσαλονίκη 2003. Velay Charles, Dans l’ enfer Bulgare, Παρίσι 1919. Wilkinson Η., Maps and politics. A review of the ethnographic cartography of Macedonia, Λίβερπουλ 1951.
706
8) ΑΡΘΡΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α-Ω Αβδελά Ε., «Ο σοσιαλισμός των «άλλων»: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες στη μετά-οθωμανική Θεσσαλονίκη», Τα Ιστορικά, 10/18-19 (1993), 171-204. «Αγόρευσις Γ. Μπούσιου διά το ζήτημα των καταληφθέντων μουσουλμανικών κτημάτων εν ταις νέαις χώραις», Πολιτική Επιθεώρηση, έτος Α΄, αρ. 16 (1916), 1-4. Αναγνωστόπουλος Ν., «Η ανταλλαγή πληθυσμών», Κοινότης, 11 (11 Δεκεμβρίου 1922), 4-6. – «Οι Μουσουλμάνοι της Ηπείρου», Κοινότης, (14 και 21 Οκτωβρίου 1923), 1114 και 4-6. Αναστασόπουλος Α., «Δερβίσηδες και δερβισικοί τεκέδες στην Κρήτη των αρχών του 19ου αιώνα: θρησκευτικές, κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σσ. 139-150. Ανδρέου Α., «Οι μουσουλμάνοι της Φλώρινας στο πεδίο σύγκρουσης Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών. Η αντικατάσταση του μουφτή Φλώρινας το 1920», Φλώρινα 19122002. Ιστορία και Πολιτισμός, Πρακτικά Συνεδρίου, Παιδαγωγική Ακαδημία Φλώρινας και Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών, Φλώρινα 2004, σσ. 105-115 Ανδριώτης Ν., «Η στάση του Ελευθερίου Βενιζέλου απέναντι στους Μουσουλμάνους επί Κρητικής Πολιτείας», 90 χρόνια από την ένωση της Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, Συμπόσιο, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου-Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Ρέθυμνο 2007, σσ. 151-161. – «Τα τελευταία χρόνια παραμονής των μουσουλμάνων στην Κρήτη και η αναχώρησή τους για την Τουρκία», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 207-224. – «Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Κρήτη 1821-1924. Ένας αιώνας συνεχούς αναμέτρησης εντός και εκτός του πεδίου μάχης», Μνήμων, 26 (2004), 63-94. Ν. Ανδριώτης – T. Izbek, «...Μηδέ Τούρκοι Τούρκοι μηδέ Έλληνες Έλληνες υπήκοοι είμαστε: Οι μουσουλμάνοι της Κρήτης 1898-1939. Από την Κρήτη στην Τουρκία», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σσ. 335-349.
707
Βαλσαμίδης Π., «Προσφυγικές εγκαταστάσεις στο Κιλκίς και την περιφέρειά του», Μακεδονικά, τ. 32 (1999-2000), 219-245. – «Τα τουρκικά σχολεία στο σαντζάκι Θεσσαλονίκης κατά το σχολικό έτος 19101911», Μακεδονικά, τ. 31 (1997-1998), 345-389. – «Τα τουρκικά σχολεία των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας) και της περιφέρειάς τους κατά το σχολικό έτος 1913-1914», Μακεδονικά, τ. 33 (2001-2002), 255-279. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη Ε., «O συσχετισμός των δυνάμεων και η Ελλάδα μπροστά στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα. 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Συμπόσιο, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 4154. Γκλαβίνας Γ., «Η εκλογική συμπεριφορά των Μουσουλμάνων του Νομού Κοζάνης την περίοδο 1915-1923 », Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά του ΚΣΤ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 301-320. – «Η επαρχία Κοζάνης μέσα από τον εκλογικό κατάλογο του 1920: πληθυσμιακή σύνθεση, εκλογείς, επαγγέλματα, κοινωνικά δεδομένα», Ίστωρ, 15 (2007), 35-43. – «Η πολιτική της ελληνικής διοίκησης απέναντι στη μουσουλμανική γαιοκτησία των νέων χωρών την περίοδο 1912-1922», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά του ΚΖ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 459-478. – «Οι Βαλαάδες του Βοΐου Κοζάνης την περίοδο 1912-1924 μέσα από εκθέσεις του υποδιοικητή της επαρχίας», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 12-13 (2001-2002), 143-169. Γούναρης Β., «Βουλευτές και Καπετάνιοι: πελατειακές σχέσεις στη μεσοπολεμική Μακεδονία», Ελληνικά, 42/2 (1990), 313-335. Δημητριάδης Β., «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης κατά το 1913», Μακεδονικά, 23 (1983), 88-116. Ζάχος-Παπαζαχαρίου Ε., «Βαλκανική Βαβέλ», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Γλώσσες, αλφάβητα και εθνική ιδεολογία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, Αθήνα 1999, σσ. 31-37. Ηλιαδέλης Στρ., «Μαρτυρίες από την απελευθέρωση της Κοζάνης», Ελιμειακά, 20 (1988), 30-50. Ηλιάδου-Τάχου Σ., «Ανέκδοτες επιστολές του Τσόντου Βάρδα», Αριστοτέλης, τ. 239240 (1996), 62-68.
708
– «Η δημογραφική, οικονομική, κοινωνική και εκπαιδευτική εξέλιξη της πόλης της Φλώρινας τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα», Φλώρινα 1919-2002: Ιστορία και Πολιτισμός, πρακτικά συνεδρίου, Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας και Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών ΑΠΘ, Φλώρινα 2004, σσ. 175-201. – «Η πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των κατοίκων Μοναστηρίου και Φλώρινας μέσα από την οπτική της εφημερίδας Φλώρινα του Ι. Θεοδοσίου, του έτους 1916», Μακεδονικά, τ. 32 (1999-2000), 205-215. – «Περίοδος αποδέσμευσης από τα οθωμανικά πρότυπα 1912-1916», Αριστοτέλης, 241-242 (1997), 20-30. Ιορδάνογλου Α., «Οθωμανικές Επετηρίδες (Σαλναμέ) του Βιλαετίου Μοναστηρίου», Μακεδονικά, τ. 29(1993-1994), 325-327. Καλινδέρης Μ., «Συμβολή εις την μελέτην του θέματος των Βαλαάδων», Μακεδονικά, 17(1977), 315-366 Καραβίδας Κ., «Μελέτη επί της καταστάσεως των επί του Βόρρα (Καϊμάκτσαλαν) και περί την Έδεσσαν πληθυσμών», Πολιτική Επιθεώρηση, 44 (Απρίλιος 1921), 716 Καρατζάς Ι., «Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού των οικισμών του Ν. Φλώρινας από τον πρώτο εκλογικό κατάλογο της υποδιοικήσεως Φλωρίνης (1914)», Φλώρινα 1912-2002: Ιστορία και Πολιτισμός, Πρακτικά Συνεδρίου, Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας και Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών, Φλώρινα 2004, 665684 Κ.Δ.Κ. «Το μέλλον του μουσουλμανικού τιμαριωτισμού εν Μακεδονία», Πολιτική Επιθεώρηση, αριθ. 29 (26 Δεκεμβρίου 1920), 477-479. Κονόρτας Π., «Από τα μιλλέτ στα έθνη: διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων στη Θράκη (19ος – αρχές 20ού αιώνα)», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Θράκη. Ιστορικές και γεωγραφικές προσεγγίσεις, Αθήνα 2000, σσ. 169-195. Κοκολάκης Μ., «Το γεράκι και ο σκαντζόχοιρος: Η διοικητική ονοματοθεσία της ελληνικής Θράκης», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Θράκη. Ιστορικές και γεωγραφικές προσεγγίσεις, Αθήνα 2000, σσ. 197-204. Κυριαζής Δ., «Η γλώσσα μας στα σχολεία της Μακεδονίας», Πολιτική Επιθεώρηση, τ. Β΄, αρ. 21 (1916), 747.
709
Κωστόπουλος Τ., «Ετερογλωσσία και αφομοιωτικοί σχεδιασμοί: η περίπτωση της ελληνικής Μακεδονίας μετά την απελευθέρωση (1912-1923)», Τα Ιστορικά, 19/36 (Ιούνιος 2002), 75-128. Λουκάτος Σπ., «Πολιτειογραφικά Θεσσαλονίκης, νομού και πόλης στα μέσα της δεκαετίας του 1910», Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912, Συμπόσιο, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 101-129. Λούλος Κ., «Ο ρόλος της Ελλάδας στα σχέδια της γερμανικής βαλκανικής πολιτικής 1912-1913», Λ. Τριχά-Ε. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη (επιμ.), Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων 1910-1914, Αθήνα 1993, σσ. 25-40. Χρ. Μανδατζής, «Η μετανάστευση από τη Μακεδονία», http://www.imma.edu.gr/imma/history/history/18.html/1-10-2008. Μαραντζίδης Ν., «Οι τουρκόφωνοι Πόντιοι πρόσφυγες στην Ελλάδα: προβλήματα ενσωματωσης», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 225-237. Μιχαηλίδης Ι., «Προβλήματα ενσωμάτωσης προσφύγων στον αγροτικό μακεδονικό χώρο: πρόσφυγες και γηγενείς», Όψεις του Μικρασιατικού Ζητήματος. Ιστορική θεώρηση και προεκτάσεις, Επιστημονικό Συμπόσιο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ΘεσσαλονίκηςΤομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 127134 – «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες. Πολιτικές συνιστώσες μιας οικονομικής διαμάχης», Β. Γούναρης-Ι. Μιχαηλίδης-Γ. Αγγελόπουλος (επιμ.), Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 121-141. Μιχαλόπουλος Δ., «Προσπάθειες για σύμπραξη Αλβανίας και κεμαλικής Τουρκίας: η μυστική συμφωνία του 1922», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά του Ε΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 95-108. Μουρέλος Γ., «Πληθυσμιακές ανακατατάξεις την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Συμπόσιο: 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 175-190. Νάκος Γ., «Δικαιικοί μεταβολισμοί της ιδιοκτησίας στις Νέες Χώρες μετά την ένταξή τους στην ελληνική επικράτεια», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Συμπόσιο:
710
75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 153-173. – «Δικαιικά γαιοκτητικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της Προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (1916-1917)», Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη Θεσσαλονίκη. Η προσωρινή κυβέρνηση 1916-1917, Θεσσαλονίκη 1994, 19-33. Νησιώτης Δ., «Ο πρώτος νομάρχης Καβάλας της ελληνικής διοικήσεως ήταν Τούρκος», Έρευνα, 9 (Σεπτέμβριος 1952), 19 Νικολακόπουλος Η., «Πολιτικές δυνάμεις και εκλογική συμπεριφορά της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη 1923-1955», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 8 (1990-1991), 171-204. Νομολογία του Πρωτοδικείου Γρεβενών (αρ. 1 1918), Θέμις, έτος ΚΘ΄ (1918), 14. Νομολογία του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου (αριθ. 57 1920), Θέμις, έτος ΛΑ΄ (1920), 155-156. «Οι ξενόφωνοι και τα σχολεία μας», Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου, 3 (1913), 324-326. Οικονομίδης K., «Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Συμπόσιο: 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1990σσ. 101-112 Α. Π. «Το προσφυγικόν ζήτημα εν Μακεδονία», Πολιτική Επιθεώρησις, τ. Α΄ (1916), 838-843, τ. Β΄ (1917), 114-119, 214-217, 250-253, 274-282, 306-310, 339-344, 437-445. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Καλλ, «Άγνωστες πτυχές των αγώνων για την απελευθέρωση της Θράκης», Θρακικά, 46 (1972-1973), 344-354. – «Ο αντίκτυπος της Συνθήκης του Βουκουρεστίου στη Θράκη», Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Συμπόσιο: 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 113125. – «Οι διαθέσεις των Πομάκων της Δυτικής Θράκης 1918-1923», Θρακική Εστία, 9 (1992-1994), 19-28. – «Συμβολή στη διπλωματική ιστορία της Θράκης κατά το 1913», Θρακική Επετηρίδα, 3 (1982), 47-56
711
Παπαθανασίου Γ., «Περί της διοικήσεως των εν ταις νεωστί προσαρτηθείσαις χώραις βακουφίων», Θέμις, έτος ΚΗ΄ (1917), 111-112 και 125-128. Πελαγίδης Σ., «Μετακινήσεις πληθυσμών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά ΙΣΤ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 319-332. Σκοπετέα Ε., «Βαλκανικές εθνικές συνειδήσεις στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων», Λ. Τριχά-Ε. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη (επιμ.), Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων 1910-1914, Αθήνα 1993, σσ. 233-242. Σκούρτης Ι., «Μουσουλμανικά σχολεία και τεμένη στην Έδεσσα των αρχών του 20ού αιώνα», Η Έδεσσα και η περιοχή της. Ιστορία και πολιτισμός, Δήμος Έδεσσας Α΄ Πανελλήνιο Επιστημονικό Συμπόσιο, Έδεσσα 1995, σσ. 321-330 Σταυρινού Μ., «Ξένη προπαγάνδα στη Θεσσαλονίκη την παραμονή της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Πρακτικά ΙΕ΄ Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 315-334. Τζεδάκη-Αποστολάκη Λ., «Οικογενειακά ονόματα Τουρκοκρητικών», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Γ/1, Ηράκλειο 2004, σσ. 43-60. – «Τουρκοκρητικοί: αναζήτηση μιας ταυτότητας», Τα Ιστορικά, 18/34 (2001), 147166 Τσιτσελίκης Κ., «Ανιχνεύοντας το ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της Ανταλλαγής», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 15-39. – «Η θέση του μουφτή στην ελληνική έννομη τάξη», Δ. Χριστόπουλος (επιμ.), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, Αθήνα 1999, σσ. 271-330. – «Η Συνθήκη των Αθηνών (1913) στην προκρούστεια κλίνη: Ένα κλασικό ζήτημα διεθνούς δικαίου και η θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων στην Ελλάδα (ΣτΕ, 1333/2001, Τμήμα Γ΄)», http://www.kemo.gr/1.10.2008. – «Μουσουλμανικές κοινότητες στην Ελλάδα πριν και μετά το 1923: Δικαιικές συνέχειες και ιδεολογικές ασυνέπειες», στο Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 368-387. Χασσίδ Σαμ, «Η Αλλόθρησκη Ψήφος στις Εκλογές του 1920», ΕΚΚΕ, Εμείς και οι άλλοι. Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Αθήνα 1999, 363-372.
712
Χαστάογλου Β.-Καραδήμου-Γερόλυμπου Αλ., «Θεσσαλονίκη 1900-1940. Από τις αντιφάσεις του κοσμοπολιτισμού στην ομοιογένεια της νεοελληνικής πόλης», Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912, Πρακτικά Συμποσίου, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 449-469. Χατζηισαάκ Ι., «Δημογραφική και εκπαιδευτική κατάσταση του Νομού Δράμας μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας με βάση έγγραφα της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας», Η Δράμα και η περιοχή της. Ιστορία και πολιτισμός, πρακτικά Δ΄ Επιστημονικής Συνάντησης, Δήμος Δράμας, Δράμα 2006, σσ. 433-461. Α-Ζ Akgönül Samim, “Les nouveaux Turcs: les muhacirs de 1923 en Turquie”, Balkanologie, V/1-2 (2001), 239-255. Aktar Ayhan, «Homogenising the Nation, Turkifying the Economy. The Turkish experience of population exchange reconsidered», Hirschon R. (επιμ.), Crossing the Aegean: an appraisal of the 1923 compulsory population exchange between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σσ. 79-95. – «Το πρώτο έτος της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών: Σεπτέμβριος 1922Σεπτέμβριος 1923», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 111-156. Alp Ι., “Bati Trakya Türkleri”, Atatürk Araştirma Merkezi Dergisi, XI/33 (1995), 126. – «Bulgarlarin Pomak Türkleri (Kipçaklar-Kumanlar) politikasi (η πολιτική των Βουλγάρων απέναντι στους Πομάκους Τούρκους)», Diyanet, 29/2 (1993), 75-80. Berktay Halil, «Είναι περισσότερο δικό σου λάθος αγαπητέ αδερφέ», Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Αθήνα 2006, σσ. 51-64. Bjørnlund Matthias, “The 1914 cleansing of Aegean Greeks as a case of violent Turkification”, Journal of Genocide Research, 10/1(2008), 41-58.
713
Brunnbauer U., «Histories and identities: Nation-state and minority discourses», In and out of the collective: Papers on the former Soviet Bloc rural communities. On line journal issued by the Bulgarian society for regional cultural studies, 1 (1998), 1-14. «Bulgarian-Turkish Relations in the early years of the 1920’s: a comment on the observations of Dr Cengiz Hakov», Turkish Review of Balkan Studies, 2 (1994-1995), 6971. Cvijic J., “The geographical distribution of the Balkan peoples”, Geographical Review, 5/5 (May, 1918), 345-361. Deliorman Altan, “Makedonya’da Türk nüfusu meselesi”(το ζήτημα του τουρκικού πληθυσμού στη Μακεδονία), Türk kültürü, yil IV, sayi 38 (Aralik 1965), 247-253. Farrar L., “Aggression versus apathy: The limits of nationalism during the Balkan Wars, 1912-1913”, Eastern European Quarterly, XXXVII/3 (2003), 258-262. Georgeon François, «Η “Σελανίκ” των μουσουλμάνων και των ντονμέδων», Θεσσαλονίκη 1850-1918. Η πόλη των Εβραίων και η αφύπνιση των Βαλκανίων, μτφρ. Γ. Καλαμαντής, Αθήνα 1994, σσ. 117-130. Glavinas I., The perception of Muslim minority in Greece in Greek and Bulgarian policy and strategy (1912-1923), Études Balkaniques, 4 (2005), 157-174. Gounaris B., «Doing Business in Macedonia: Greek Problems in British Perspective (1912-1921)», European Review of History, 5/2 (1998), 169-180. Halaçoğlu Yusuf, «Yunanistan’in Osmanli Devleti’ne karşi takip ettiği siyaset, 18851918»(Η πολιτική της Ελλάδας απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1885-1918), Türk Dünyası Araştırmaları Dergisi, Cilt 1, No 6 (Haziran 1980), 14-25. Hardie - Hasluck M., «Christians survivals among certain Moslem subjects of Greece», Contemporary Review, 698 (February 1924), 225-232. Hasluck M.- Morant G., “Measurements of Macedonian men”, Biometrika, 21/1-4 (1929), 322-336. Hassiotis L., «Forcible Relocation from Greek Macedonia during the First World War», The Salonica theatre of operations and the outcome of the Great War, Διεθνές Συνέδριο, ΙΜΧΑ-Εθνικό Ίδρυμα Ελευθέριος Βενιζέλος, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 295308.
714
James Alice, “Memories of Anatolia: generating Greek refugee identity”, Balkanologie, V/1-2 (2001), 229-238. Kahl T., “The Islamisation of the Meglen Vlachs (Megleno-Romanians): The village of Nânti (Notia) and the Nântinets in Present-Day Turkey”, Nationalities Papers, 34/1 (March 2006), 71-90. Kaldis William, Backround for conflict: Greece, Turkey and Aegean Islands 19121914, The Journal of Modern History, 51/2 (1979), D1.119-D1.146 Keyder Çağlar, “The Consequences of the Exchange of Populations for Turkey”, R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σσ. 39-52. Kitromilides P.-Alexandris A., “Ethnic survival, nationalism and forced migration. The historical demography of the Greek community of Asia Minor at the close of the Ottoman era”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τχ. 5 (1984-1985), 9-44. Kitromilides P., «“Imagined Communities” and the origin of National Question in the Balkans», European History Quarterly, 19/2 (1989), 149-192. Köker Τ.-Keskiner L., “Lessons in refugeehood. The experience of forced migrants in Turkey”, R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σσ. 192-208. Kolodny E., «Des Musulmans dans une île grecque: Les Turcocretois», Mediterranean World, XIV (1995), 1-10. Kolodny E.- Darques R., “Turcs, Grecs et réfugiés dans l’île de Lesbos au XXe siècle”, Méditerranée, 3.4 (2004), 65-74. Konortas P., «La presse d’expression Turque des musulmanes de Grèce pendant la période post-ottomane», Turcica, 17 (1985), 245-278. Konstantinov Y., «Strategies for sustaining a vulnerable identity: The case of the Bulgarian Pomaks», H.Poulton-S.Taji-Farouki (επιμ.), Muslim identity and the Balkan state, Λονδίνο 1997, σσ. 33-53. Koufopoulou S., “Muslim Cretans in Turkey. The reformulation of ethnic identity in an Aegean community”, R. Hirschon (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the
715
1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα ΥόρκηΟξφόρδη 2003, σσ. 209-220. «Letters on the expulsion of the Greeks from Asia Minor and in reply to allegations of ill-treatment inflicted on Turks in Greek Macedonia», The Anglo-Hellenic League, no 13 (1914). «Letters relating to Greek Macedonia and to the expulsion of Greeks from Turkey», The Anglo-Hellenic League, no 12 (1914). Mancev Krastjo, «National problem in the Balkans until the Second World War», Bulgarian Academy of Sciences Institute for Balkan Studies, Nationality problems in the Balkans. History and contemporary developments, Σόφια 1992, σσ. 9-58. McCarthy J., “Muslims in Ottoman Europe: population from 1800 to 1912”, Nationalities Papers, 28/1 (2000), 29-43. – «Muslim refugees in Turkey: the Balkan Wars, World War I and the Turkish war of independence», Heath W. Lowry and Donald Quataert (επιμ.), Humanist and Scholar. Essays in honor of Andreas Tietze, Ιστανμπούλ 1993, σσ. 87-111. Michailidis I., «The war of statistics: traditional recipes for the preparation of the Macedonian salad», East European Quarterly, 32/1 (1998), 9-21. Michalopoulos D., “The Moslems of Chamuria and the exchange of populations between Greece and Turkey”, Balkan Studies, 27/2 (1986), 303-313. Molho R., “Popular Antisemitism and State Policy in Salonika during the City’s Annexation to Greece”, Jewish Social Studies, 50/3-4 (1988-1993), 253-264. Mourelos Υ., «The 1914 persecutions and the first attempt at an Exchange of Minorities between Greece and Turkey», Balkan Studies, 26/2 (1985), 389-413. Özbayri K.-Zakhos Papazakhariou Em., “Documents de tradition orale des Turcs d’ origine Crétoise”, Turcica, VIII/ 1 (1976), 292-346 Pallis A., «Reply to the allegations of a correspondent for the Manchester Guardian», The Anglo-Hellenic League, no 11 (1914). Pekin Müfide, “Twisted memories of a lost homeland-the Turkish Cretan community of Turkey”, Ramses 2: Euro-Mediterrenean research network workshop: Memories in the Mediterrenean, between history and politics, http://www.mubadele.org-twisted memoires of a lost homeland/1.10.2008.
716
Shaw Stanford, «Ottoman populations movements during the last years of the empire, 1885-1914: some preliminary remarks», Osmanli Araştirmalari, I (1980), 191-205. – “The ottoman census system and population, 1831-1914”, International Journal of Middle East Studies, 9/3 (1978), 325-338. Skendi S., “Crypto-Christianity in the Balkan Area under the Ottomans”, Slavic Review, 26/2 (1967), 227-246. Sümer Tülım, “Türklerı Makedonya’dan göçe mecbur eden Yunan zulümleri” (Οι ελληνικές θηριωδίες που εξανάγκασαν το μουσουλμανικό πληθυσμό να μεταναστεύσει από τη Μακεδονία), Belgelerle Türk Tarıh Dergisi, 15 (1968), 49-53. Tanc Barbaros, “Where Local Trumps National: Christian Orthodox and Muslim Refugees since Lausanne”, Balkanologie, V/1-2 (2001), 273-289. «Treaty of peace between Bulgaria and Turkey», The American Journal of International Law, 8/1 (1914), supplement 27 - 45. Tsitselikis K., “The legal status of Islam in Greece”, Die Welt des Islams, 44/3 (2004), 408 - 410. Turan Ömer, “Pomaks, their past and present”, Journal of Muslim Minority Affairs, 19/1 (1999), 69-83. Ülker E., «Assimilation of the Muslim communities in the first decade of the Turkish Republic (1923-1934), European Journal of Turkish Studies, 2007, http://www.ejts.org/document822.html/1.10.2008. – “Contexualising Turkification: nation building in the late Ottoman Empire, 19081918”, Nation and Nationalism, 11/4 (2005), 613-636. Veremis Th., “1922: Political Continuations and Realignments in the Greek State”, Hirschon R. (επιμ.), Crossing the Aegean. An Appraisal of the 1923 Compulsory Population Exchange Between Greece and Turkey, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 2003, σσ. 5362. 9) ΕΚΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ-ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΙ ΟΔΗΓΟΙ Εκλογικός Κατάλογος έτους 1920 Επαρχίας Κοζάνης, Θεσσαλονίκη 1920 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Ανασελίτσης 1915, Θεσσαλονίκη 1915
717
Εκλογικός Κατάλογος έτους 1920 Επαρχίας Γρεβενών, Θεσσαλονίκη 1920 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Καϊλαρίων 1915, Θεσσαλονίκη 1915 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Καστοριάς 1915, Θεσσαλονίκη 1915 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Σερρών 1915, Θεσσαλονίκη 1915 Εκλογικός Κατάλογος της Υποδιοικήσεως Δράμας 1919, Θεσσαλονίκη 1919 Εταιρεία Κυριέρης-Γιαννόπουλος και σία, Ελληνικός οδηγός, Αθήναι 1921 Ιγγλέσης Ν., Οδηγός της Ελλάδος, Αθήνα 1920.
10) ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ-ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Αγών (Κοζάνη)
Νέα Αλήθεια (Θεσσαλονίκη)
Δελτίον του Υπουργείου Εκκλησιαστικών
Νέα Έδεσσα (Έδεσσα)
και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (Αθήνα) Έδεσσα (Έδεσσα)
Νέα Εφημερίς (Ηράκλειο)
Εθνική Πολιτική (Κοζάνη)
Νίκη (Κοζάνη)
Εμπρός (Αθήνα)
Πάνταινος, εβδομαδιαίο παράρτημα του Εκκλησιαστικού Φάρου (Αλεξάνδρεια)
Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκη)
Πολιτική Επιθεώρηση (Αθήνα)
Ήπειρος (Ιωάννινα)
Σημαία (Κοζάνη)
Ηχώ της Μακεδονίας (Κοζάνη)
Φιλελεύθερος (Μυτιλήνη)
Ίδη (Ηράκλειο)
Φλώρινα (Φλώρινα)
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
Φως (Θεσσαλονίκη)
Μακεδονία (Θεσσαλονίκη)
The Anglo-Hellenic League (Λονδίνο)
718
DISSERTATION SUMMARY This present study aims at displaying the basic aspects of the Muslim population’s presence in the Greek state in the period from the Balkan Wars (1912) until the Population Exchange (1923). These two dates signal the incorporation into the Greek state of a large Muslim minority together with its immigration to Turkey, with the exception of the Muslims of the Western Thrace and the regions of Epirus. The aim that was set right from the start was to survey the interactions that resulted from two pairs of relations: between the Muslim minority and the Greek administration as well as between the Muslim minority and the Christian population, indigenous or refugee. The main question the research on the above-mentioned relations was to answer referred to the way the former heterodox “ruler”, synonymous to Hellenism’s enemy, was treated by the Greek central and local administration institutions, by the indigenous Christians, former “reaya”, and, finally by the Christian refugees, victims of the persecutions by the Young Turk or Kemal’s army. Moreover, what is investigated is the extent to which these two pairs of relations described above were influenced by the political events of a period full of alterations and tensions, such as several war conflicts (Balkan Wars, World War I and Minor Asia Expedition), the political dispute during the National Schism and the pursuits of the Greece foreign policy. The structure that was opted reflects the objectives that this dissertation sought to fulfill. In the first section, in a kind of introduction, the geographical allocation and the population of the Muslim minority in the Greek “New Lands” are presented. Simultaneously, the Muslims’ continuous immigration to the Ottoman Empire is thoroughly reported, while there is also an attempt to define the reasons that led to this phenomenon. The second section deals with the diverse aspects of the relations the Greek administration had with the Muslim population living in the Greek state. Specifically, the legal status of the Muslim minority in the Greek territory is presented, as this was shaped by the international treaties, while at the same time it is examined to which extent the conditions imposed for minority protection were implemented by the Greek state. The
719
second chapter of this section is dedicated to the policies adopted by the Greek governments towards the Muslim land property and especially towards the Muslim landowners. What is analyzed next is the electoral behaviour of the Muslim voters, the dynamics of this certain electoral body along with its role within the framework of the National Schism, as well as the activity of the Muslim deputies in the Greek parliament. The following chapter deals with issues related to the education of the Muslims, especially examining the extent to which the Muslim element was integrated into the state policies of language and, consequently, national assimilation. The image of the Muslim minority represented as being contended by the Greek administration had an exceptional role in the Greek propaganda apparatus, which was created to support the national claims; this constitutes the subject of the following chapter. The second section concludes with an assessment of the way the institutions of the Greek central and local administration conceived the position of the Greek Muslim subjects in the financial, political and social life of the country, the perception they had of them, as well as the political practices that were considered as appropriate towards the Muslim population of the Greek territory. The third section treats the relations of the Muslims with the “other”, namely the indigenous Christian residents and the refugees. In each of these chapters the factors that invoked tension in the relations of the above-mentioned population groups are evaluated, tension that in several cases led to conflict. Nevertheless, the coexistence of the Muslims with the indigenous or the refugee Christian neighbour was not only characterized by tensions, but also by harmonious coexistence, collaboration and mutual understanding, despite the war conflicts and the nationalist exaltation during the period 1912-1923. The last section constitutes an attempt to recompose the social life of the Muslims in Greece during this specific period, by presenting their professional activities as well as the organization and function of the Muslim communities as institutions that express collective identity. The subject of this last section, although it does not comply with the main aspirations of this study, was chosen to trace in a most broad way the Muslim presence within the borders of the Greek state in the period 1912-1923.
720