ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ Τα χρόνια της νιότης (1903-1932) ντοκουμέντα και μαρτυρίες
Αθήνα 2012
1
ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΗΛ.: 6944770626 email:
[email protected]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ Μάρνη 25, Πλ. Βάθης, Αθήνα Τηλ.: 210.5234559
ISBN
978-960-93-4183-7
2
ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ Στη Μαργαρίτα, γιατί χωρίς την βοήθειά της, την υπομονή και την ανοχή της το βιβλίο αυτό δεν θα ήταν πραγματικότητα. Χωρίς τις σωστές παρατηρήσεις της και τις εύλογες απορίες της δεν θα έφτανα ποτέ σ’ ένα τέλος. Βέβαια, όπως στα καθημερινά μας, έτσι κι αυτή μας η σχέση ήταν έντονη, με τις περισσότερες φορές να φταίω εγώ. Ελπίζω να με συγχωρέσει, όπως πάντα άλλωστε.
3
Ο Ν. Ζαχαριάδης την δεκαετία του 1920
4
Πρόλογος Η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και η αντικειμενική τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα πολλές φορές δεν ευδοκιμεί. Η ιστορική αλήθεια για ποιόν, είναι το ερώτημα που ζητάει τις απαντήσεις του. Υπάρχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες απ’ όπου μπορούν να εξεταστούν τα γεγονότα. Συχνά η μονομερής παρουσίαση ντοκουμέντων στερεί τη δυνατότητα στον αναγνώστη να καταλήξει ο ίδιος ενεργά στα δικά του συμπεράσματα. Αντίθετα, όταν υπάρχει η παράθεση ακόμα και αντιφατικών ντοκουμέντων ή μαρτυριών για το ίδιο γεγονός, ο αναγνώστης έχει δυνατότητα προσωπικής επιλογής και άποψης, αν και πάντα είναι δέσμιος της πληροφόρησης που έχει, γι’ αυτό άλλωστε η έρευνα δεν σταματά, συνεχίζεται. Σε αυτόν τον αναγνώστη, τον ενεργό αναγνώστη, απευθύνεται αυτό το βιβλίο η δομή του οποίου στηρίζεται ακριβώς σε αυτή τη λογική και αποβλέπει να εξυπηρετήσει αυτό τον σκοπό. Σε ένα βιβλίο δεν μπορούν να ειπωθούν όλα. Επέλεξα να ξεκινήσω και να ασχοληθώ με την νεανική ζωή του Νίκου Ζαχαριάδη γιατί είναι και η πλέον άγνωστη. Η επιλογή της συγκεκριμένης θεματογραφίας οδηγεί στην ανάγκη παρουσίασης της συγκροτημένης εικόνας του νεαρού Ν. Ζαχαριάδη. Πως αυτός δρα και κινείται μέσα στην κοινωνία, στο κόμμα και γενικότερα πώς τα ιδεώδη και το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής των νεανικών του χρόνων διαμορφώνουν την ιδεολογία, τις επιλογές και την προσωπικότητα του μελλοντικού ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ. Για την δημιουργία αυτού του περιβάλλοντος συγκέντρωσα ντοκουμέντα και μαρτυρίες α) μέσα από μία εκτεταμένη βιβλιογραφία εγκρίτων ιστορικών και, β) την μετά από έρευνα, παράθεση δημοσιευμένων μεν αλλά όχι συμπεριλαμβανομένων στην υπάρχουσα ιστοριογραφία στοιχείων. Εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τόσο την Εθνική Βιβλιοθήκη, όσο και την Βιβλιοθήκη της Βουλής, σαν ιδρύματα, αλλά και τους υπαλλήλους ιδιαίτερα, για την βοήθειά τους, γιατί αλλιώς η παρούσα εργασία θα ήταν ελλιπής. Δεν διεκδικώ τον τίτλο του συγγραφέα. Ερευνητής είμαι. Ερευνώ τα πάντα για το αντικείμενό μου. Χρησιμοποιώ τα υλικά που βρίσκω, για ένα καινούργιο έργο αναφέροντας συγχρόνως την πηγή τους. Μαζεύω λέξη-λέξη σχεδόν τις πληροφορίες και τις τοποθετώ τη μια δίπλα στην άλλη για τον σχηματισμό του πάζλ της προσωπικότητας και της ιστορίας των νεανικών χρόνων του Ν. Ζαχαριάδη. Βλέπω τον Ζαχαριάδη σαν στέλεχος, σαν αρχηγό ή σαν δεσμώτη του ΚΚΕ, χωρίς να διαχωρίζω την ίδια στιγμή τον άνθρωπο, τον διανοητή, τον αγωνιστή. Το δύσκολο με την περίπτωση του Ν. Ζαχαριάδη είναι να ξεχωρίσεις τις συκοφαντίες από τη μια, τις υπερβολές και το μύθο απ’ την άλλη. Κατά την γνώμη μου πρόκειται για μια προσωπικότητα, όπου τα σενάρια ξεπερνούν την πραγματικότητα. Επιδιώκω μια βιογραφία που θα απαντάει για τη ζωή και το έργο του και θα τον τοποθετεί δίκαια και σωστά μέσα στην εποχή του. Μια βιογραφία που να 5
μην τον αδικεί ούτε να τον υπερτιμά. Μια βιογραφία που να ρίχνει νέο φως στη δράση του Ν. Ζαχαριάδη, να προσκομίζει τεκμήρια και νέα στοιχεία, να προβάλει άγνωστες πτυχές. Προσπάθησα να μην υπάρχουν απεραντολογίες εκτός θέματος, όμως όταν επιχειρείς τη βιογραφία του επί 25 έτη αρχηγού του ΚΚΕ γίνεται αναγκαία η αναφορά στα απολύτως απαραίτητα, σχετικά με το θέμα μας στοιχεία της ιστορίας του ΚΚΕ και αυτό για να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει σφαιρικά τα γραφόμενα και να αξιολογήσει ανάλογα τον Ν. Ζαχαριάδη. Επίσης, στον αναγνώστη παραδίδονται ταξινομημένα χρονολογικά και χαρακτηρισμένα, με αριθμούς βιβλίου και σελίδας ή εφημερίδας και ημερομηνίας, τα στοιχεία – ευρήματα που αναφέρονται στα γεγονότα και στις προεκτάσεις τους με την επιθυμία η πολυμέρεια αυτή των απόψεων να μπορέσει να τον οδηγήσει σε δικά του συμπεράσματα. Θα είμαι ευτυχής αν το παρόν βιβλίο μπορέσει στο βαθμό που του αναλογεί να ανοίξει τον δικό του δρόμο στην αλήθεια. Η έρευνα βέβαια δεν σταματά. Συνεχίζεται διότι ο Ν. Ζαχαριάδης είναι από τις πιο πολυσυζητημένες μορφές της νεώτερης ελληνικής ιστορίας και παρά την υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία το ιστορικό ενδιαφέρον δεν έχει εξαντληθεί και η αναζήτηση της αλήθειας δεν έχει κλείσει. Α.Α.
6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
7
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Από την γέννησή του, ως τον ερχομό του στην Ελλάδα
11
α. Τα πρώτα χρόνια 1. Πιθανός τόπος γέννησης του Ν. Ζαχαριάδη η Αδριανούπολη 2. Η οικογένειά του 2.1 Ο πατέρας του 2.2 Η μητέρα και τα αδέλφια του 3. Ο Ν. Ζαχαριάδης μέχρι την εφηβεία του 3.1 Οι μεταθέσεις του πατέρα του 3.2 Οι εγκύκλιες σπουδές του 3.3 Οι αντίπαλοι του Ν. Ζαχαριάδη για την τυπική του μόρφωση 3.4 Η πνευματική εργασία του Ν. Ζαχαριάδη στην δεκαετία του ’20 3.5 Η πολιτική διαμόρφωση του Ν. Ζαχαριάδη 3.6 Ο προσκοπισμός στην Μικρά Ασία
11 12 12 14 17 17 17 18 20 21 23
β. Κωνσταντινούπολη – Μόσχα - Αθήνα 1. Τρία σενάρια για τους λόγους μετάβασης του Ζαχαριάδη στην Κων/πολη 2. Ο Ζαχαριάδης στην Κωνσταντινούπολη 3. Η Πανεργατική Ένωση της Κωνσταντινούπολης 4. Μια περιγραφή του τέλους της Πανεργατικής 5. Ζαχαριάδης και Πανεργατική 6. Ο Ζαχαριάδης ναυτεργάτης στη Μαύρη Θάλασσα 7. Ο Ζαχαριάδης πολεμάει για την Επανάσταση; 8. Ο Ζαχαριάδης φυγαδεύεται από την Κωνσταντινούπολη 9. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας 10. Η ΚΟΥΤΒ 11. Η κριτική στον Ν. Ζαχαριάδη αρχίζει από την εφηβεία του 12. Η κριτική του Μάρκου Βαφειάδη 13. Μικρασία: Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συκοφάντησης του Ζαχαριάδη 14. Η Μεγάλη Ιδέα με λίγα λόγια 15. Ο Ι. Μεταξάς για την Μεγάλη Ιδέα 16. Ο Ν. Ζαχαριάδης για την Μεγάλη Ιδέα 17. Η κριτική του Π. Νούτσου στον αντι-μεγαλοϊδεατισμό του Ν. Ζαχαριάδη
24 25 27 40 41 42 42 45 50 54 59 63 65 71 71 75 82
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο Ν. Ζαχαριάδης στην Ελλάδα από το 1924 ως το 1929
87
1. Έρχεται με την πρώτη αποστολή Κούτβηδων 2. Ο Ζαχαριάδης στο 2ο συνέδριο της ΟΚΝΕ;
87 89
7
3. Μήπως πέρασε από την Δράμα; 4. Ο χαρακτήρας που έδειξε ως τα μέσα του 1929 που έφυγε πάλι για την ΕΣΣΔ 5. Ο Ν. Ζαχαριάδης στην Αθήνα 6. Η πρώτη γνωριμία του Ελ. Σταυρίδη με τον Ζαχαριάδη 7. Επιμορφωτικά εσωκομματικά μαθήματα και ο Ν. Ζαχαριάδης 8. Ο οπορτουνισμός 9. Από την δράση του Ν. Ζαχαριάδη στην Θεσσαλονίκη 10. Ο Ν. Ζαχαριάδης συλλαμβάνεται στην Θεσσαλονίκη 11. Τα κύρια γεγονότα του 1925 μέχρι την δικτατορία του Παγκάλου 12. Το Μακεδονικό ζήτημα 13. Η δίκη για το Μακεδονικό στην Θεσσαλονίκη 14. Η δίκη της Αθήνας 15. Ανοικτή συζήτηση στον Ριζοσπάστη στην οποία παίρνει μέρος και ο Ν. Ζαχαριάδης 16. Η δικτατορία του Παγκάλου 17. Η θέση του ΚΚΕ απέναντι στη δικτατορία 18. Ο Ελ. Σταυρίδης γραμματέας του ΚΚΕ 19. Δικτατορία και Ν. Ζαχαριάδης 20. Δημοτικές εκλογές 24/10/1925 21. Πως πλησίασε το ΚΚΕ τον Πατρίκιο 22. Ο Ζαχαριάδης δραστηριοποιείται ανοικτά στις εκλογές αυτές 23. Οι προεδρικές εκλογές της 4 Απριλίου 1926 24. Ο Πάγκαλος δίνει χάρη στους καταδικασμένους για το μακεδονικό 25. Η υπόθεση Παπά 26. Ο Ζαχαριάδης στην Αθήνα καθοδηγητής του Πειραιά 27. Η πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου 28. Το σύνθημα της «αριστερής δημοκρατίας» 29. Βαρυσήμαντο άρθρο-παρέμβαση του Ν. Ζαχαριάδη 30. Ήταν σωστή ή όχι η θέση για την αριστερή δημοκρατία; 31. Η σύσκεψη των παραγόντων 32. Η εξέγερση της 9ης Σεπτεμβρίου 1926 33. Η δολοφονία του Ηλία Γεωργοπαπαδάτου 33.1 Τα γεγονότα, το κλίμα της εποχής, οι αφορμές, οι πρωταγωνιστές 33.2 Ποιος ήταν ο Δ. Σακαρέλλος; 33.3 Το Αρχείο σε αντίποινα, αποφασίζει να δολοφονήσει τον γραμ. της ΚΟΠ, Νικολινάκο 33.4 Η δολοφονία Γεωργοπαπαδάτου στον κομματικό Τύπο 33.5 Σακαρέλλος - Θωμάζος δραπετεύουν από την Αίγινα 33.6 Η δολοφονία χρησιμοποιείται στην εσωκομματική πάλη 33.7 Τι απέγινε ο Φαρδής; 33.8 Πως τοποθετήθηκε η Δεξιά 33.9 Ο Ν. Ζαχαριάδης περνά στην παρανομία 34. Οι εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1926 και η αυτονόμηση της Μακεδονίας 35. Μπροστά στο 3ο Συνέδριο 36. Η απάντηση του Ν. Ζαχαριάδη στον Π. Πουλιόπουλο 37. Το πρώτο από μια σειρά άρθρων του Π. Πουλιόπουλου 38. Νέο άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη 39. Τα επόμενα άρθρα του Π. Πουλιόπουλου και η όξυνση της εσωκομματικής πάλης 40. Τα γεγονότα μετά από το 3ο Συνέδριο του ΚΚΕ 41. Νέο – οικονομικό αυτή την φορά – άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη
8
91 91 92 100 102 102 107 114 116 116 119 119 122 132 133 143 146 148 149 151 151 158 159 168 170 174 175 178 180 188 198 198 206 209 210 213 213 214 216 219 219 220 221 225 226 235 238 239
42. Αναμφισβήτητος ο ηγετικός ρόλος του Ν. Ζαχαριάδη στο Κόμμα 43. Ο Ν. Ζαχαριάδης καθοδηγητής στον Βόλο 44. Νέο άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη 45. Η απόδραση από τον ηλεκτρικό (11 Μαΐου 1929) 45.1 Άρης Βελουχιώτης και Ν. Ζαχαριάδης 46. Ποιός ήταν ο Ν. Ζαχαριάδης του 1924-1929 47. Το ατύχημα του καφενείου “Πανελλήνιον”
244 244 248 255 260 262 265
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Ο Νίκος Ζαχαριάδης για δεύτερη φορά στη Μόσχα
267
1. 2. 3. 4. 5. 6. 7.
267 268 270 273 274 279 280
Στη Μόσχα για σπουδές, αλλά ο νους του στην Ελλάδα Ο Φραξιονισμός στο ΚΚΕ (1929-1931) Οι Φραξιονιστικές ομάδες του ΚΚΕ των ετών 1929 – 1931 Η εμπλοκή της Ασφάλειας στην φραξιονιστική πάλη Η τρίτη φραξιονιστική ομάδα και ο Ζαχαριάδης Οι σπουδές του Ζαχαριάδη στη Μόσχα Ο Ζαχαριάδης ως πράκτορας των Ρώσων
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. ΚΚΕ: Η εδραίωση του «Μαρξισμού – Λενινισμού» 2. Ο «μαρξισμός – λενινισμός» όπως τον αξιοποιεί το ΚΚΕ 3. Ο Ν. Ζαχαριάδης απ’ το 1931 και μετά
295 295 295 304
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
309
9
10
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Από την γέννησή του, ως τον ερχομό του στην Ελλάδα α. Τα πρώτα χρόνια 1. Πιθανός τόπος γέννησης του Ν. Ζαχαριάδη η Αδριανούπολη Χρησιμοποιούμε το επίθετο «πιθανός» για τον τόπο γέννησης του Ν. Ζαχαριάδη, γιατί οι πληροφορίες που μας έρχονται, για τον τόπο, αλλά μερικές φορές και για τον χρόνο γέννησής του, είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Άλλοτε φέρεται να έχει γεννηθεί στη Νικομήδεια (1/476, 2/11, 3/89, 4/9, 5/7, 6/16, 7/7, 8/93, 27/26-11-1978, 48/9, 65/341, 87/219, 90/162, 104) και άλλοτε στην Αδριανούπολη (11, 12, 13, 14, 22/7, 114/190) και μάλιστα «στο συνοικισμό Ιλντιρίμ» (112/65). Όταν ο Ν. Ζαχαριάδης επέστρεψε από το Νταχάου, έδωσε μιά συνέντευξη τύπου, στις 4 Ιουνίου 1945, όπου δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Αδριανούπολη (15/1). Την επόμενη χρονιά ο Κώστας Καραγιώργης δημοσιεύει στην ΚΟΜΕΠ ένα άρθρο, όπου είναι κατηγορηματικός: «Ο σ. Ζαχαριάδης γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 27-4-1903» (16/606). Ο Καραγιώργης στο πρώτο φύλλο της ΚΟΜΕΠ μετά την απελευθέρωση αναφέρει ότι ο Ν. Ζαχαριάδης «Έχει γεννηθεί στα 1902 στη Νικομήδεια της Μικρασίας» (17). Είναι φανερό ότι η αλλαγή του τόπου και της ημερομηνίας γεννήσεως έγινε με παρέμβαση του ίδιου του Ν. Ζαχαριάδη. Και πράγματι, έχει καταθέσει στο Κόμμα ένα βιογραφικό, με ημερομηνία 15.8.46, όπου είναι φανερό ότι με βάση αυτό το βιογραφικό γράφτηκε το δεύτερο άρθρο του Κ. Καραγιώργη. Εκεί λοιπόν ο Ν. Ζαχαριάδης δηλώνει: «Γεννήθηκα στις 27.4.1903 στην Αδριανούπολη» (18/19). Τα δύο αυτά κείμενα του 1946 θα θεωρούνται εφ’ εξής ως η επίσημη εκδοχή - άποψη. Να σημειώσουμε επιπροσθέτως ότι σε όσα έγγραφα της περιόδου του μεσοπολέμου έχουμε υπ’ όψη μας, και παρατίθενται εδώ, ως τόπος γέννησής του αναφέρεται η Αδριανούπολη. Στο βιβλίο του Πέτρου Ανταίου «Νίκος Ζαχαριάδης, Θύτης και Θύμα», Β΄ εκδ. Φυτράκη, 1991, στο «Φωτογραφικό Παράρτημα», υπάρχει φωτογραφία της κομματικής ταυτότητας του Ν. Ζαχαριάδη με ημερομηνία 21 Φλεβάρη 1946, όπου φαίνονται καθαρά τόσο το όνομα του πατέρα του (Παναγιώτης), όσο και ο τόπος γέννησης (Αδριανούπολη). Για το θέμα αυτό, εξ άλλου, ο Πέτρος Ανταίος γράφει πάρα κάτω, στο ίδιο βιβλίο: «Στην αστυνομική του ταυτότητα, που εκδίδει το Α΄ Αστυνομικό Τμήμα Αθηνών, στις 5 Ιουνίου 1945, έξι μόλις μέρες μετά την επιστροφή του από το Νταχάου, αναφέρεται ως τόπος γέννησης η “Ανδριανούπολις” (έτσι με “ν”). Και στα δύο κομματικά του βιβλιάρια που διασώθηκαν στο Αρχείο του, με χαρακτηριστικό αριθμό το πρώτο 00001 (από Θεού άρξασθε…), και χωρίς αριθμό το δεύτερο, ως τόπος γέννησής του αναγράφεται επίσης η Αδριανούπολη» (19/149). Εξάλλου η Λίτσα Ζαχαριάδη, γυναίκα του αδελφού του Δημήτρη (Μίμη), αναφέρει ότι η πεθερά της και μητέρα του Ν. Ζαχαριάδη, Ερατώ, της είχε πει ότι ο Νίκος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη (19/128). Όπως όμως γράφει ο Πέτρος Ανταίος: «Σε όλα, όμως, τα σοβιετικά ντοκουμέντα του που διασώθηκαν1 και τα οποία εκδόθηκαν, βέβαια, με στοιχεία που έδινε ο ίδιος, καθώς και στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια (έκδοση 1952), αναφέρεται ως τόπος γέννησής του η Προύσα της Μικράς 1
Η σοβιετική ταυτότητα – άδεια παραμονής που του δόθηκε το 1973, στο όνομα Νικολάι Νικολάγιεφ, τον φέρει γεννηθέντα το 1903, στην Προύσσα της Τουρκίας (115).
11
Ασίας. Γιατί αποφάσισε ο Ζαχαριάδης, ζώντας στη Σοβιετική Ένωση, να δηλώνει ως τόπο γέννησής του την Προύσα, αφού ο ίδιος δήλωνε στην Αθήνα την Αδριανούπολη; Αλλά οι πόλεις, που καμιά τους βέβαια δεν “ερίζει”,2 δεν περιορίζονται σ’ αυτές. Ως τρίτη πόλη, δηλωμένη και αυτή από τον ίδιο τον Ζαχαριάδη ως τόπος γέννησής του, αναφέρεται η Νικομήδεια» (19/149). Το θέμα ότι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης έχει δηλώσει την Νικομήδεια σαν γενέτειρά του, το πραγματεύεται ο Περικλής Ροδάκης επικαλούμενος εδώ ένα άγνωστο – εφ’ όσον υπάρχει - ντοκουμέντο που πιθανόν να έλαβε γνώση, κάνοντας την έρευνά του: «Στην αυτοβιογραφία του που έχει καταθέσει στα αρχεία του ΚΚΕ αποφεύγει με επιμονή να κάνει αναφορά σ' αυτήν την περίοδο. Το μόνο που έχει πει ο ίδιος είναι ότι γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στις 25/4/1903 και πως ο πατέρας του ήταν ο αντιπρόσωπος του αυστριακού μονοπωλίου καπνού. Ούτε το όνομα του πατέρα του αναγράφει!» (7/7). Κατά τον Π. Ανταίο: «Οι φιλύποπτοι αντίπαλοί του θεωρούν ότι και στην περίπτωση αυτή εκδηλώνεται μια συνειδητή προσπάθεια του Ζαχαριάδη να συσκοτίσει, ενδεχομένως, την έρευνα στις οικογενειακές του ρίζες» (19/149). Κατά τον Π. Ροδάκη: «Ο Ν. Ζαχαριάδης, από την άφιξή του τουλάχιστον στην Ελλάδα, προσπαθεί επίμονα να δημιουργήσει ένα θρύλο γύρω του. Η μυστικοπάθειά του τον σπρώχνει ενστικτώδικα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ποτέ του δε μίλησε για την οικογένειά του και τα παιδικά του χρόνια» (7/7). Λυπούμαστε όμως να πούμε πως αν κάποιος προσπαθήσει περισσότερο στην έρευνά του, βρίσκει άλλα πράγματα. Ο Ελ. Σταυρίδης υπαινίσσεται ευθέως πολιτικά κίνητρα για τον προσδιορισμό της γενέτειράς του: «Η μεγάλη μάζα του Κ.Κ.Ε. τον φέρει ως Αδριανουπολίτην. Είναι η συμφερωτέρα εκδοχή πολιτικώς, διότι ουδείς δύναται ν' αμφισβητήση την ελληνικότητα της Αδριανουπόλεως και συνεπώς την ελληνικήν καταγωγήν του Στάλιν της Ελλάδος» (1/476). Κατά τον Ελ. Σταυρίδη δηλαδή, ο οποίος κατάγεται από την Α. Θράκη (Σηλυβρία), θα μπορούσε να μπει ζήτημα ελληνικής καταγωγής του Ζαχαριάδη, αν υπήρχε παραδοχή ότι γεννήθηκε σε άλλη πόλη. Έτσι λοιπόν η καταγωγή γίνεται ζήτημα παραδοχής, με κριτήρια που δεν καθορίζονται αντικειμενικά. Ο Π. Ανταίος δίνει την εξήγηση ότι αναφέρονται πολλοί τόποι ως γενέτειρες του Ζαχαριάδη επειδή ο πατέρας του έπαιρνε συχνές μεταθέσεις (19/150, 11). Στο έντυπο Ο Κομμουνισμός εν Ελλάδι, που εξέδωσε το 1937, επί δικτατορίας Μεταξά η Εθνική Εταιρεία, με τις ευλογίες του καθεστώτος, αναφέρεται στον Ν. Ζαχαριάδη ως «τον πράκτορα αυτόν, που γεννημένος και μεγαλωμένος σ’ ένα μικρό χωριό του Πόντου, εκεί κοντά στα Σοβιετικά σύνορα, έθελξε η κοσμοχαλασιά της γειτονικής χώρας, που η απήχησίς της με χίλιους τρόπους έφτανε ως το χωριό του» (20/11). Τον θεωρούσαν Πόντιο, αν και η Χωροφυλακή στον πρώτο φάκελλο που του έφτιαξε το 1925, με αριθμό 276/25, και τον οποίο δημοσιεύουμε παρακάτω, αναφέρει, ως τόπο γέννησής του, την Θράκη. Αλλά και όσον αφορά την ημερομηνία γέννησής του, άλλοτε φέρεται να έχει γεννηθεί «στα 1902» (17) και μάλιστα «στις 17 Απριλίου 1902» (90/162), άλλοτε «στις 25-4-1903» (2/11, 7/7, 48/9, 104), άλλοτε «τον Απρίλη του 1903» (3/89, 8/93, 4/9, 5/7, 6/16), άλλοτε «στις 27-4-1903» (16/606, 11, 12, 14, 18/19, 114/190).
2. Η οικογένειά του 2.1 Ο πατέρας του Κατά την επίσημη άποψη: «O πατέρας του Παναγιώτης καταγόταν από τη Ρούμελη, είταν μικροαστικής καταγωγής, έβγαλε στην Πόλη τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, δούλεψε μερικά χρόνια καπνεργάτης κι έπειτα έγινε υπάλληλος (πραγματογνώμονας καπνού) στο Γαλλικό μονοπώλιο καπνών στην Τουρκία (Ρεζί), όπου και δούλεψε όλη του τη ζωή ως που διαλύθηκε η Εταιρία αυτή στα 192627» (16/607).
2
Εδώ ο Πέτρος Ανταίος αναφέρεται στο σχόλιο του Ελ. Σταυρίδη: «Όσον αφορά την καταγωγήν του, πολλαί πόλεις ερίζουσι δι’ αυτήν, όπως συμβαίνει δι’ όλους τους “μεγάλους άνδρας”!» (1/476), όπου παρομοιάζεται ειρωνικά ο Ζαχαριάδης με τον Όμηρο (!).
12
Την άποψη αυτή περνάει και ο Γιώργης Σιάντος: «Γυιός καπνεργάτη ο Ν. Ζαχαριάδης» (21), αλλά και ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης: «[ο πατέρας μου] δούλεψε μερικά χρόνια καπνεργάτης, ειδικεύθηκε εξπέρ (πραγματογνώμων) στα καπνά και έγινε υπάλληλος στην Εταιρία Regie (Γαλλικό μονοπώλιο καπνών στην Τουρκία), όπου και δούλεψε σχεδόν όλη του τη ζωή ωσότου διαλύθηκε η Εταιρία αυτή το 1926 είτε 1927» (18/19). Την άποψη του «καπνεργάτη» υιοθετεί και ο Δημοσθένης Κούκουνας (22/7). Κατά τον Π. Ανταίο: «Το γνωστό δόγμα της «προλεταριακής προέλευσης», ως στοιχείου γνήσιας επαναστικότητας, επέβαλε, ωστόσο, καθώς φαίνεται, να γραφεί στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια ότι ο πατέρας του ήταν… καπνεργάτης. Όταν οι Σοβιετικοί σκύλοι γίνονται κατά Ιωαννίδη… μαθηματικοί της Ακαδημίας Επιστημών, τι στοιχίζει να μετατραπεί ένας αστός μεγαλοϋπάλληλος σε καπνεργάτη;» (19/150). Βέβαια, κατά παλαιότερη εκδοχή του ιδίου Κ. Καραγιώργη: «Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος σε καπνεμπορικές εταιρίες» (17). Στην νεκρολογία του Ν. Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» που εξέδιδε το ΚΚΕ (εσωτ) φέρεται ως «παιδί οικογένειας βιοπαλαιστών» (10). Κατά την επίσημη άποψη: «Στην Ελλάδα ήρθε το 1927 ή 1928 και δούλεψε ώσπου πέθανε σαν αποθηκάριος σε εταιρίες καπνού, και στα τελευταία του χρόνια στη Δράμα, στην αποθήκη του γαμπρού του καπνέμπορα Μιχάλη Δρόσου» (16/607, 18/19). «Αντιδραστικός δεν στάθηκε ποτέ, και ποτέ δε είπε μιά λέξη στον Νίκο για το δρόμο που τράβηξε. Απτήν Πόλη ακόμα 1921-22 διάβαζε ευχάριστα τον κομματικό τύπο, κυρίως του άρεσε η «Κομέπ». Μα ποτέ δε μπόρεσε να ξεφύγει απτήν υπαλληλική μικροαστική ψυχολογία, απτό φόβο μη χάσει τη θέση του, μην πάθει τίποτε» (16/607, 18/19). «Δεν πείνασε αλλά δεν είχε ποτέ του άνεση» (16/607). Κατά τον ίδιον τον Ν. Ζαχαριάδη: «Ο πατέρας μου περιουσία δεν απόχτησε ποτέ» (18/19). «Όλη του τη ζωή την πέρασε με μεταθέσεις της Ρεζί από τη μια άκρη της ασιατικής και ευρωπαϊκής Τουρκίας ως την άλλη» (16/607,18/19). Κατά τον Π. Ανταίο: «Σύμφωνα με μαρτυρία της Λίτσας Ζαχαριάδη, είχε τελειώσει τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, κατείχε ξένες γλώσσες και ως τα προεφηβικά χρόνια του Νίκου ήταν αρκετά εύπορος» (19/150), ενώ ο Δημοσθένης Κούκουνας τον αναφέρει «πολύγλωσσο, πολυμαθή» (22/7). Όμως κατά τον ίδιο τον Ν. Ζαχαριάδη: «Στο σπίτι ποτέ δεν είχαμε πολυτέλεια, και ποτέ όσο έμενα στο σπίτι δε γνώρισα πείνα, αν και από μικρό παιδί θυμάμαι γκρίνια στο σπίτι γύρω απ’ τα οικονομικά» (18/19). Ο Κ. Καραγιώργης τον αναφέρει ως πραγματογνώμονα [και απ’ τους νεώτερους ο Θ. Σαμπατακάκης (14)] και τονίζει την υπαλληλική του ιδιότητα. Ως υπάλληλο τον αναφέρουν ο Λευτέρης Ελευθερίου (8/93) και ο Νίκος Βαρδιάμπασης (23). Αναφέρεται επίσης ως εμπειρογνώμων (19/128, 22/7), ως αντιπρόσωπος (2/11, 3/89, 4/9, 48/9), [ο Πέτρος Ανταίος τα συνδυάζει και τα δύο: «ήταν αντιπρόσωπος της «Ρεζί», του γαλλικού μονοπωλίου καπνού, εμπειρογνώμων για την αγορά καπνών» (19/150)], αλλά και ως έμπορος, γενικά (1/476 και 477) ή καπνέμπορος, ειδικά (65/341, 104). Άλλοτε του Γαλλικού (19/150, 14, 23) μονοπωλίου καπνού και άλλοτε του Αυστριακού (2/11, 3/89, 4/9, 48/9). Ο Π. Ροδάκης τον θεωρεί αντιπρόσωπο του αυστριακού μονοπωλίου καπνού (7/7). Σε παλαιότερη εργασία του πάντως τον αναφέρει ως ειδικό υπάλληλο του Οθωμανικού μονοπωλίου καπνού (73/50). Ο Π. Αρώνης τον παρουσιάζει ότι ήταν έμπορος, που είχε και την αντιπροσωπεία του αυστριακού Μονοπωλίου Καπνού (5/10). Κατά τον Μιχάλη Δημητρίου ήταν «καπνομεσίτης» (27/26-11-78), ενώ κατά τον Άγγελο Ελεφάντη «ήταν δοκιμαστής και εμπορομεσίτης καπνών, κινούμενος στο χώρο Θράκης και Μακεδονίας» (90/162). Η εταιρία όπου εργαζόταν, άλλοτε αναφέρεται ως «Ρεζί» (19/150, 14, 23), άλλοτε ως «Ρεζί Ταμπάκ» (8/93) και άλλοτε ως «Ρεζί Οττομάν» (21/7). Κατά τον Ελ. Σταυρίδη: «Όσον αφορά τον πατέρα του, προ πολλών ετών θανόντα, από πρόσωπα που εγνώρισαν τον Νίκον Ζαχαριάδην εις την Κωνσταντινούπολιν και πριν έλθη εις την Ελλάδα, έμαθα ότι έμενεν εις Νικομήδειαν και ήσκει εμπόριον καπνού, αλλ' ανήκεν εις την κατηγορίαν των Αρμενορθοδόξων (Χαϊχορούμηδων) και κατήγετο από την Μερσίναν, της περιοχής Αδάνων, όπου
13
υπήρχον πολλοί Αρμένιοι, φέρων μάλιστα παλαιότερον και το επίθετον Σεκεριάν, το οποίον μετεφράσθη εις Ζαχαριάδην ολίγον προ του γάμου του με την ακραιφνή Ελληνίδα σύζυγόν του. Πάντως της πληροφορίας ταύτης τον έλεγχον ούτε έκαμα, ούτε ήμην ποτέ εις θέσιν να κάμω. Την μεταφέρω ενταύθα, ως την ήκουσα, και υπό πάσαν επιφύλαξιν, δια να είμεθα δίκαιοι. Πάντως ο πατήρ του ήτο μάλλον εύπορος έμπορος, αλλ' ο πρόωρος θάνατός του δεν επέτρεψε προφανώς την ευχέρειαν προς ευρυτέραν μόρφωσιν των τέκνων του. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης ουδέποτε ωμίλησε περί της καταγωγής του, περί των σπουδών του, περί του παρελθόντος του γενικώς. Φυσικά τα πρώτα χρόνια της αφίξεώς του ουδείς ενδιεφέρετο να μάθη τα κατ' αυτόν, διότι δεν είχεν εξελιχθή εις "προσωπικότητα" και ουδείς τον ηρώτα. Όταν δε έγινε persona grata, φυσικά ποίος εκ των οπαδών του θα ετόλμα να τον ερωτήση; Δι' αυτούς ήτο Διόσκουρος, υιός του Διός - Στάλιν, υψιπέτης και υψιπετής, βαρυβρεμέτης και νεφεληγερέτης και ερίγδουπος, και ει τι άλλο οι εμβρόντητοι κομμουνισταί κόλακες αυτόν καλέουσι…» (1/477). Όπως λέει η Λίτσα Ζαχαριάδη, όλη η οικογένειά του «ήταν βενιζελικοί, δημοκράτες…» και επί δικτατορίας Μεταξά: «ο πατέρας ήταν συνταξιούχος και για ένα διάστημα τότε ζούσανε στη Δράμα» (19/131). Όμως στην ιστοριογραφία έχει περάσει σχετικά ευρέως ότι ο πατέρας του πέθανε όταν ο Ν. Ζαχαριάδης ήταν σε νεαρή ηλικία, ότι δηλαδή έμεινε ορφανός, και γι’ αυτό πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να εργασθεί (3/89, 4/9, 5/10, 7/8). Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης, ο πατέρας του ήταν σκληρός μαζί του: «Εμένα προσωπικά ο πατέρας μου, μου στάθηκε ξένος από μικρό παιδί γιατί με χτυπούσε πολύ, εμένα εξαιρετικά, γιατί, όπως έλεγε, τούκανα αταξίες και τον έκθετα στον κόσμο» (18/19), παρ’ όλο που τον θυμάται σαν άνθρωπο χωρίς πάθη: «Ο πατέρας δεν έπινε ποτέ, ούτε και έπαιζε» (18/19). Ενώ ο Κ. Καραγιώργης αναφέρει για τον πατέρα του ότι «δεν πείνασε αλλά δεν είχε ποτέ του άνεση», όπως είδαμε παραπάνω η Λίτσα Ζαχαριάδη λέει ότι μέχρι τα προεφηβικά χρόνια του Ν. Ζαχαριάδη «ήταν σχετικά εύπορος». Κατά τον Δ. Χονδροκούκη «ήταν καλοστεκούμενος οικονομικά» (48/9). Αλλά και ο Π. Ροδάκης αναφέρει επίσης ότι «η οικογένεια του Ν. Ζαχαριάδη ήταν σχετικά εύπορη» (7/8). Αυτό μέχρι κάποια στιγμή, όπου παύει να είναι εύπορη, και ο Ν. Ζαχαριάδης εγκαταλείπει το σχολείο και πάει στην Κωνσταντινούπολη να εργασθεί. Ο ξαφνικός τρόπος που έγιναν όλα αυτά αποδόθηκε στον «ξαφνικό» υποθετικό θάνατο του πατέρα του.
2.2 Η μητέρα και τα αδέλφια του Κατά την επίσημη άποψη: «Η μάννα του σ. Ζαχαριάδη Ερατώ Πρωτόπαππα ζούσε στα Άδανα της Μικρασίας, όπου και τη γνώρισε σαν υπάλληλος ο πατέρας του και την παντρεύτηκε στα 1899. Ο δικός της πατέρας είταν από το Καστρί της Κυνουρίας και είχε μεταναστεύσει στα Άδανα για δουλειά» (16/607, 18/19). Κατ’ άλλη εκδοχή: «καταγόταν από τον Άγιο Νικόλαο Κυνουρίας και λεγόταν Παναγιώτης Πρωτόπαπας» (19/150). Επίσης κατά τον Δημοσθένη Κούκουνα: «[η μητέρα του Νίκου] γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Ζαχαριάδη, που είχε μείνει στο ξενοδοχείο του πατέρα της κατά τη διάρκεια παραμονής του στα Άδανα για λόγους υπηρεσιακούς, ερωτεύτηκαν και τελικά παντρεύτηκαν το 1899» (22/7). Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης: «Η μητέρα είνε και αυτή από μικροαστική οικογένεια» (18/19). «Ο πατέρας της (παππούς του Νίκου) είχε φύγει απ’ την πατρίδα του, το Καστρί της Κυνουρίας, νέος με τον αδελφό του Δημήτρη ζητώντας τύχη. Ο Δημήτρης τράβηξε για την Αλάσκα (18/19). Ο παππούς του έφτιασε μπακάλικο, και μετά έκανε και ξενοδοχείο στα Άδανα» (16/607, 18/19). «Η μάννα της είταν από τη Χίο» (16/607). «Τη μητέρα του [Νίκου] την προίκισε [ο πατέρας της] με μετρητά που οι γονιοί του [Νίκου] τ’ απόσυραν απ’ τον παππού του λίγα-λίγα όταν τα χρειαζόντουσαν» (18/19). Οι γονείς του «Έκαναν τέσσερα παιδιά, δύο δίδυμες κόρες, έπειτα το Νίκο και κατόπιν ένα ακόμη αγόρι» (16). Οι αδελφές του Ν. Ζαχαριάδη λέγονταν Φωφώ και Σάσα (19/150). Δηλαδή Ιφιγένεια και Αλεξάνδρα (18/19). Τα παιδιά, αναφέρει η Λίτσα Ζαχαριάδη, έζησαν σε καλλιεργημένο και μονοιασμένο περιβάλλον, με αρχές και πατριωτικά αισθήματα (19/150).
14
Η αδελφή της Ερατώς παντρεύτηκε έναν πλούσιο Αλτιτζόγλου, και έμενε στη Φιλοθέη (24/4-81955). Οι αδελφές του Ν. Ζαχαριάδη γεννήθηκαν στα Άδανα το 1901 (19/129). (Κατά τον Ν. Ζαχαριάδη το 1900) (18/19). Το 1903, όταν πήραν μετάθεση για την Αδριανούπολη, γεννήθηκε εκεί ο Νίκος (19/129, 18/19). Και το 1905 ξαναγύρισαν πάλι στα Άδανα κι εκεί γεννήθηκε ο Μίμης (19/129, 18/19). Η μία αδελφή του – η Φωφώ - είχε παντρευτή τον καπνέμπορο Μιχάλη Δρόσο (18/27, 24/4-81955) και η άλλη – η Σάσα - τον πρώην στρατιωτικό αρχίατρο Ζαχαράκη (24/4-8-1955). Ο αδελφός του Μίμης ήταν υπάλληλος της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, στην οποία διωρίσθηκε από την 4 η Αυγούστου και αφού δήλωσε ότι δεν είναι κομμουνιστής (24/4-8-1955). Βέβαια κυκλοφορεί και η άποψη ότι: «είχε έναν αδελφό, που έγινε επιχειρηματίας αργότερα στην Ελλάδα και μιά αδελφή» (27/26-11-1978). Έξω από τους συνωμοτικούς λόγους, που είναι εύλογοι όσο και αν κάποιοι δεν τους κατανοούν, ο Ν. Ζαχαριάδης σίγουρα δεν θα επιθυμούσε να δημιουργήσει προβλήματα σε συγγενικά του πρόσωπα, να χαλάσει την «τύχη» στις αδελφές του ή και να καταδιωχθεί ολόκληρη η οικογένεια επειδή αυτός ήταν κομμουνιστής ή ακόμα-ακόμα να γίνουν στόχος φανατικών. Είχε λόγους να μην δημοσιοποιεί ευρέως τα προσωπικά του στοιχεία, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, όχι μόνο με πολιτικά πρόσωπα αλλά και με καλλιτέχνες για παράδειγμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα έκρυβε από το Κόμμα. Όπως γράφει ο Δημοσθένης Κούκουνας: «Και τα τρία αδέλφια του Νίκου Ζαχαριάδη, όταν μετά από χρόνια ο ίδιος απέκτησε μεγάλη φήμη ως αρχηγός του ΚΚΕ, ελάχιστη έως μηδενική επαφή είχαν μαζί του» (22/7). Όμως είναι δεδομένο ότι τον αγαπούσαν. Ποιός άλλος λόγος υπάρχει εκτός από την προστασία τους, να μην τον βλέπουν τακτικά; Κατά τον Κ. Καραγιώργη: «Ευτύχησε σε όλη του τη ζωή να έχει στο πλευρό του μιά υπέροχη μάνα. Τον προφύλαξε, τον ενθάρρυνε, τον βοήθησε καταπίνοντας πολλά φαρμάκια και τραβώντας άπειρους εξευτελισμούς απόξω από τα χειρότερα κρατητήρια – τις πιο βάναυσες φυλακές, έχοντας να κάνει με τους μεγαλύτερους κτηνανθρώπους που είχε να παρουσιάσει το σύγχρονο ρωμέϊκο του ιδιώνυμου και του Γλύξμπουργκ – Μανιαδάκη. Όχι μόνο ο Ζαχαριάδης αλλά και όλο το κόμμα μας χρωστάει ευγνωμοσύνη στη μάνα αυτή» (17). «Στη μάνα του είχε μεγάλη αδυναμία» (5/10). «Η μητέρα τους Ερατώ, στύλος της οικογένειας, είχε φοιτήσει στη Σχολή Καλογραιών των Αδάνων. Είχε πνευματικά ενδιαφέροντα και αναπτύχθηκε μόνη της με το διάβασμα, αναφέρει η Λίτσα Ζαχαριάδη. Λάτρευε, όπως και οι δύο αδελφές και ο Μίμης, τον Νίκο. Και ο Νίκος τη λάτρευε ως την τελευταία στιγμή της ζωής του – άλλωστε σ’ αυτήν αναφερόταν και η τελευταία του επιθυμία» (19/150). Ο Ζαχαριάδης γράφει για την μητέρα του στο τελευταίο του γραπτό: «Δε με χάιδεβε ποτέ και μια φορά μονάχα με φίλησε στο στόμα (είνε το μοναδικό φιλί που θυμάμαι στη ζωή μου) στα 1916 στο Σιρκιτζή της Πόλης όταν μ’ έστειλε 12 χρονώ παιδί στα δεκατρία να πάω στην Αδριανούπολη στον πατέρα μου, που δούλευε τότε εκεί, σε καιρό πολέμου, ταξείδι μακρινό και δύσκολο, μέσα σε άγνωστους ανθρώπους συνταξιδιώτες τούρκους και δεν ήξαιρε αν θα φτάσω (ίσως απαφτό το Σηφάκο τον έμαθα από 6-7 χρονών να ταξειδέβει μόνος του απτό Μποροβιστί στη Μόσχα, στον αδελφό του)» (25) και «Όξω απτά πρώτα χρόνια που άρχισα να δουλέβω και της τάδινα όλα τα λεφτά, ποτέ ή σχεδόν ποτέ (45-46) δεν είδε από μένα καλό και μ’ έβλεπε μονάχα στις φυλακές, είτε σπάνια στην παρανομία όταν πήγαινα καμιά (φορά) στη Θεσ/νίκη, στα πεταχτά, είτε ακόμα πιο αραιά σε καμιά λούφα μου» (25). Ακόμη θυμάται με πίκρα, πως συμπεριφέρθηκαν στη μάνα του οι πρώην σύντροφοί του: «Ο Κολιγιάννης και η παρέα του που καλομέτρησαν όλα τα στυλό μου αρνήθηκαν να μου δώσουν τη δυνατότητα να βοηθήσω απτή Σοβ. Ένωση τη μητέρα. Όταν έπιασα δουλειά στο Μποροβιστί έγραψα στην Τσεκά ΚΠCC να μου επιτρέψουν να στέλνω κάθε μήνα ένα ποσό σε συνάλαγμα. Αφτό μπορούσε να το κάνει και η Τσεκά. Δεν τόκανε και μου απάντησαν ότι τους συμβούλεψαν (οι διορισμένοι, ποιος άλλος;) να με πουν ν’ αποτανθώ στη σφηκοφωλιά της Τασκέντ που διαθέτει τέτια κοντύλια. Θέλαν, έτσι, να με αναγκάσουν έμεσα ν’ αναγνωρίσω το εκεί καθεστώς. Δε μπόρεσα να το κάνω αφτό ούτε για το χατήρι της μάνας. Δεν είχε τα μέσα κι έτρεχε απτή μια κόρη της στην άλλη και στον άλλο γιο της για να τα βολέψει. Μια μέρα την πάτησε ένα φορτηγό και δεν τη σκότωσε επιτόπου
15
μα βασανίστηκε σακατεμένη ακόμα δυό βδομάδες. Από τότε που τόμαθα με βασανίζει η σκέψη ότι έκανα λάθος που δεν προσκύνησα στην περίπτωση αυτή» (25). Κατά τον Ελ. Σταυρίδη: «Ο Ζαχαριάδης είναι ελληνικής καταγωγής 100%, τουλάχιστον από της πλευράς της μητρός του, κατά πάντα σεβαστής δεσποίνης, αποκηρυξάσης3 τον υιόν της, αν και νομίζω από μίαν μητέρα ουδείς έχει δικαίωμα ν' απαιτήση τοιούτον τι, οιοσδήποτε και αν είναι ο υιός της. Και επειδή είμαι βέβαιος ότι ουδείς ηξίωσε τοιούτον τι, δεν δύναμαι να την συγχαρώ δια την πράξιν της, διότι η αυθόρμητος αποκήρυξις είνε χειροτέρα της κατ' απαίτησιν τοιαύτης. Δι' εμέ μία μητέρα πρέπει να είναι μόνον μητέρα και να μη βλέπη τίποτε άλλο εις το παιδί της παρά μόνον το ότι είναι παιδί της! Πρέπει να είναι κοντά του και όταν ακόμη το ίδη επί της αγχόνης και όταν όλη η Υφήλιος είναι εναντίον του! Και τότε η μόνη που πρέπει να είναι κοντά του πρέπει να είναι η μάννα του! Και εις πάσαν επίκρισιν ξένων ν' απαντά: "Εγώ είμαι η μάννα του". Εν ονόματι αυτής της εννοίας της μάννας ζητούμεν από τον Ζαχαριάδην να επιστρέψη εις τις μαννάδες των τα 28.000 αρπαγέντα Ελληνόπουλα, τα οποία κάθε άλλο παρά Ζαχαριάδηδες είναι, αλλ' από τον Ζαχαριάδην και τους συν αυτώ τα ζητούμεν, και αυτοί θ' αποφασίσουν, αν το κάμουν, να μας τα δώσουν» (1/476-477). Ο Ελ. Σταυρίδης πιθανότατα αναφέρεται σε δημοσιεύματα σαν αυτό της εφημ. Ελευθερία, του Σαββάτου, 9 Απριλίου 1949, σελ. 4: «ΔΗΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ Ν. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ Εδημοσιεύθη χθές δήλωσις προς το αστυνομικόν τμήμα Νέας Φιλαδελφείας της μητρός και του αδελφού του αρχηγού των κομμουνιστών Ν. Ζαχαριάδη, έχουσα ούτω: Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι: 1) Ερατώ Παναγ. Ζαχαριάδου, ετών 75, και 2) Δημήτριος Παναγ. Ζαχαριάδης, ετών 41, δηλούμεν οικειοθελώς και όλως αυθορμήτως, ότι ουδεμίαν έχομεν ιδεολογικήν συγγένειαν μετά του Νικολάου Ζαχαριάδου και ότι υπήρξαμε πάντοτε φιλήσυχοι πολίται εμφορούμενοι από την ιδέαν της οικογενείας και της πατρίδος ως απέδειξεν άλλωστε η στάσις μας κατά τον Δεκέμβριον. Καταδικάζομεν επομένως τας πράξεις και την πολιτικήν βίαν, τας δηλώσεις, τους διωγμούς, το παιδομάζωμα και τας λοιπάς εγκληματικάς πράξεις του συμμοριτισμού ως και την πολιτικήν η οποία τείνει εις την απόσπασιν εδαφών της ελληνικής πατρίδος ην πλην του ότι καταδικάζομεν θεωρούμεν και προδοτικήν, τασσόμεθα δε ανεπιφυλάκτως παρά το πλευρόν της υπό τον κ. Θεμιστοκλήν Σοφούλην κυβερνήσεως της πατρίδος μας. Εν Νέα Φιλαδελφεία τη 3 Απριλίου 1949 Οι δηλούντες Ερατώ Ζαχαριάδου Δημ. Παν. Ζαχαριάδης» Ο Ν. Ζαχαριάδης στο τελευταίο του γραπτό τοποθετείται ως εξής για την δήλωση αυτή: «Οι αντάξιοι των διορισμένων αγριάνθρωποι της Αθήνας την ανάγκασαν, τα πονηρά εκείνα χρόνια, να με αποκηρύξει για να σώσει το άλλο της παιδί. Ήξαιρε ότι θα την καταλάβω» (25). Και σε ένα άλλο σημείο γράφει ο Α. Χατζηαναστασίου για το ίδιο θέμα: «Άλλως τε και το «κόλπο» της μητέρας του, να αποκηρύξη την αποκήρυξι του παιδιού της, που έγινε προσφάτως, μαρτυρεί την σατανικότητα του «ανδρός». Η συλληφθείσα ερωμένη του, Ρούλα Κουκούλου με τις φωτογραφίες του «μικρού Σίφη», δεν είναι ξένη, όπως θα αναφέρουμε εν συνεχεία, της παγίδας που έστησε ο Ζαχαριάδης και εις αυτήν την ίδια την μητέρα του» (24/4-8-1955). Ο συλλογισμός του έμεινε αδιευκρίνιστος πάντως, γιατί «δεν ανέφερε εν συνεχεία», και έτσι δεν μάθαμε τι ήθελε να πει.
3
Στην αποκήρυξη αναφέρεται και ο Α. Χατζηαναστασίου: «Ο Δημήτρης Ζαχαριάδης και στα 1948, μαζί με την μητέρα του, παρουσιαστήκανε στην υποδίοικησι Χωροφυλακής Νέας Φιλαδελφείας, αυθόρμητα, και αποκηρύξανε το Κ.Κ.Ε., τον συμμοριτισμό και τον αρχηγό τους…» (24/4-8-1955).
16
3. Ο Ν. Ζαχαριάδης μέχρι την εφηβεία του 3.1 Οι μεταθέσεις του πατέρα του Όπως είδαμε ο Κ. Καραγιώργης λέει ότι ο πατέρας του «όλη του τη ζωή την πέρασε με μεταθέσεις της Ρεζί από τη μια άκρη της ασιατικής και ευρωπαϊκής Τουρκίας ως την άλλη». Αυτό όμως φαίνεται υπερβολικό. Όχι μόνο γιατί δεν έζησε όλη του την ζωή στην Τουρκία, αλλά και επειδή η ιστοριογραφία αναφέρει τον άξονα Νικομήδεια, Αδριανούπολη και το Μοναστήρι (2/11, 3/89, 7/7, 14) ή τα Σκόπια (6/16). Μερικοί ιστοριογράφοι συμφωνούν ότι αυτές οι μεταθέσεις έχουν σαν αποτέλεσμα «ο Νίκος [να] βλέπει καινούργιους κόσμους, [και] οι ορίζοντές του να διευρύνονται» (5/10, 14). Όπως εύστοχα όμως παρατηρεί ο Π. Ανταίος: «Οι συνεχείς μετακινήσεις της οικογένειας, εξαιτίας της εργασίας του πατέρα του, θα πρέπει να δυσκόλεψαν την τακτική φοίτηση και την απόκτηση γερών δεσμών φιλίας» (19/151). Σύμφωνα με την επίσημη άποψη: «Στα 1905 ο πατέρας του μετατέθηκε στα Σκόπια της Μακεδονίας, πάντα σαν εξπέρ της Ρεζί. Εκεί ο Νίκος πρωτοπήγε στο σχολείο της ελληνικής κοινότητας. Η οικογένεια έμεινε εκεί ως τους βαλκανικούς πολέμους. Στα χρόνια αυτά ο μικρός Νίκος έζησε έντονα τον ένοπλο και εξοντωτικό αγώνα που έκαναν τα χρόνια εκείνα οι Μακεδόνες. Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Αλβανοί εναντίον των Τούρκων και συναμεταξύ τους» (16, 18/20). «Στα 1908 πήγανε τα παιδιά με τη μητέρα τους στα Άδανα για να δει τους γονιούς της. Εκεί [ο Νίκος] έζησε την τουρκική συνταγματική μεταπολίτευση και τη σφαγή των Αρμενίων. Ξαναγύρισαν στα Σκόπια, όπου έμειναν ως τους Βαλκανικούς πολέμους» (16, 18/20).
3.2 Οι εγκύκλιες σπουδές του Σύμφωνα με τον Κ. Καραγιώργη: «Όταν οι Έλληνες μπήκαν, στα 1912, στη Θεσσαλονίκη, ο Νίκος βρισκόταν εκεί. Αλλά επειδή η Ελλάδα και η Σερβία δεν αναγνώριζαν τη Ρεζί μετατέθηκε ο πατέρας του στη Νικομήδεια, στα 1913. Εκεί τελείωσε το επτατάξιο δημοτικό σχολείο και για ένα χρόνο πήγε στο Γυμνάσιο της Αδριανούπολης, όπου στο μεταξύ είχε μετατεθεί ο πατέρας του» (16). Ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης λέει ότι όταν πήγε στην Αδριανούπολη «βρισκότανε [εκεί] μόνος του ο πατέρας μας» και προσθέτει: «Η μητέρα μου με τα άλλα τα παιδιά μείναν στη Νικομήδεια» (18/20). «Στα 1917» (18/20), «Τελειώνοντας την πρώτη γυμνασίου σταματάει και η σχολική εκπαίδευση του σ. Ζαχαριάδη» (16). «Γύρισε στη Νικομήδεια, όπου και έπιασε δουλειά στη Ρεζί» (18/20). Κατά τον Λευτέρη Ελευθερίου: «Λόγω οικονομικών δυσχεριών της οικογενείας του δεν μπόρεσε να φοιτήσει στις δύο τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου» (8/93). Αντίθετα κατά τον Μιχάλη Δημητρίου: «Δημοτικό και γυμνάσιο τελείωσε στα Σκόπια» (27/26-11-78). Κατά τον Άγγελο Ελεφάντη «Δημοτικό σχολείο και πρώτες γυμνασιακές σπουδές τελείωσε στα Σκόπια» (90/162) και τον φέρει να συνεχίζει το Γυμνάσιο στην Κων/πολη (90/162). «Η Λίτσα Ζαχαριάδη αναφέρει ότι ο Νίκος ήταν ένα πολύ έξυπνο και ζωηρό παιδί, καλός αλλά όχι άριστος μαθητής, όπως ο Μίμης, που περνούσε δυο-δυο τις τάξεις» (19/151). «Στην προεφηβική ηλικία ο Νίκος ήταν ένα πολύ γερό αγόρι, κι ένας ακμαίος, αθλητικός έφηβος, και νέος άντρας μετά» (19/151). Όπως αφηγείται ο γιός του Κύρος: «Θυμάμαι ακόμα τη γιαγιά μου, την Ερατώ, τη μητέρα του Νίκου. Τότε4 στην Αθήνα ζούσε κι εκείνη και βλεπόμαστε. Ξέρω πως ο πατέρας την αγαπούσε περισσότερο απ’ όποιον άλλο στον κόσμο, θα σου πω γι’ αυτό και παραπέρα. Όταν την έχασε, ήταν γι’ αυτόν η πιο μεγάλη τραγωδία. Η γιαγιά μου, λοιπόν, μου έλεγε πως ο πατέρας ήταν ως τα δώδεκά του χρόνια λίγο αλητάκος, έπαιζε φουτμπόλ, μάλωνε στο δρόμο με τ’ άλλα παιδιά… Στα δώδεκά του χρόνια άλλαξε ολότελα, άρχισε να διαβάζει, αγαπούσε πολύ τα βιβλία…» (19/48). Κατά τη Λίτσα Ζαχαριάδη, γυναίκας του Μίμη Ζαχαριάδη: «Μου έλεγε η μητέρα του ότι στη Νικομήδεια, όπου έκανε αρκετά βαρύ χειμώνα, είχανε κουβάδες που μάζευαν το βρόχινο νερό και ο Νίκος έσπαζε τον πάγο και περιχυνότανε με τον κουβά το παγωμένο νερό..» (19/129). Κατά τον Λευτέρη Ελευθερίου,
4
Εννοεί, προφανώς, το 1946-47.
17
ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης του ανέφερε «ότι όταν το σπίτι τους πήρε φωτιά, αυτός, μικρό παιδί τότε, όρμησε και έβγαλε ένα πολύτιμο χαλί» (8/22). Συνοψίζοντας τις μετακινήσεις της οικογένειας, αλλά όχι πάντα όλοι μαζί, όπως τις αναφέρει ο Κ. Καραγιώργης: Στα 1905 η οικογένειά του ζούσε στα Σκόπια, στα 1912 στη Θεσσαλονίκη, στα 1913 στη Νικομήδεια, στα 1915 στην Αδριανούπολη και στα 1919 στην Πόλη. Κατά τον Δημοσθένη Κούκουνα: «Η οικογένεια Ζαχαριάδη το 1919 ζούσε στη Νικομήδεια» (22/7). Με το μοντέλο του Κ. Καραγιώργη, ότι δηλαδή πήγε σχολείο αρχικά στα Σκόπια, μετά στη Νικομήδεια όπου τελείωσε το επτατάξιο Δημοτικό Σχολείο και ότι τέλος Γυμνάσιο πήγε στην Αδριανούπολη, ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα του, άλλοι ιστοριογράφοι συμφωνούν (19/150, 14, 11, 12), άλλοι δεν συμφωνούν. Πριν αναφέρουμε τους διαφωνούντες ιστοριογράφους να πούμε ότι την ίδια πορεία θα έπρεπε να είχαν και τα αδέλφια του, όμως δεν αναφέρεται κάτι γι’ αυτά, εκτός από το ότι ο αδελφός του πέρασε τα χρόνια του Δημοτικού στη Νικομήδεια και ότι μετά σπούδασε στο Σαιν Ζοζέφ, το γαλλικό κολλέγιο, στην Κωνσταντινούπολη (19/129).
3.3 Οι αντίπαλοι του Ν. Ζαχαριάδη για την τυπική του μόρφωση Κατά τον Ουίλλιαμ Χάρντυ Μακ Νηλλ, τέως Στρατιωτικό Ακόλουθο της Αμερικής εν Αθήναις: «Όταν ήτο παιδί, η οικογένειά του μετέβη εις τα Σκόπια (που ανήκαν τότε εις την Τουρκίαν), όταν όμως οι Σέρβοι κατέλαβαν την πόλιν αυτήν (1912) η οικογένεια μετεκινήθη εις Αδριανούπολιν, όπου ο νεαρός Ζαχαριάδης εφοίτησεν εις ελληνικόν σχολείον» (26/14-5-1947). Βέβαια, κατά παλαιότερη εκδοχή του Κ. Καραγιώργη: «Γυμνασιακές σπουδές έκανε στην Αδριανούπολη» (17), αλλά είδαμε ότι αυτό αναιρέθηκε. Όμως, κατά τον Ελ. Σταυρίδη: «Όταν ήλθεν, η μόρφωσίς του ήτο πολύ πενιχρά, και όσον αφορά την ελληνικήν γλώσσαν ακόμη. Όταν αργότερον έγινεν αρχηγός του Κ.Κ.Ε. και τον επρόσεξε το Πανελλήνιον, ήκουσα πολλάκις να λέγεται ότι εφοίτησε και ετελείωσε το Γυμνάσιον Αδριανουπόλεως! Αυτό είναι ψεύδος! Ίσως το Κ.Κ.Ε. ή ο ίδιος να έκρινε σκόπιμον να δώση εν στοιχείον και τυπικής μορφώσεως εις τον αρχηγόν του, δια να προσδώση εις αυτόν κάποιο περισσότερον κύρος μεταξύ των μορφωμένων ανθρώπων και δι' αυτό διεδόθη τούτο. Αντιλαμβάνομαι άριστα την σκοπιμότητα του ψεύδους τούτου. Αλλά κακώς εξελέγη η Αδριανούπολις και το Γυμνάσιόν της δια να δώση πτυχίον εις τον Νίκον Ζαχαριάδην, διότι ήτο εύκολος ο έλεγχος της αληθείας του πράγματος. Η ηλικία του Νίκου Ζαχαριάδη είναι γνωστή και ακριβώς καθωρισμένη. Ουδείς όμως εκ των φοιτησάντων εις το Γυμνάσιον Αδριανουπόλεως εκατοντάδων Αδριανουπολιτών, ενταύθα ευρισκομένων και εχόντων την αυτήν περίπου ηλικίαν με τον Ζαχαριάδην, ενθυμείται να τον είχε συμμαθητήν ή να είχε και συμμαθητήν με το όνομα Ζαχαριάδης! Και το θέμα απησχόλησε τους Αδριανουπολίτας. Άλλωστε, όπως είπα, τα ελληνικά και η μόρφωσις εν γένει του Ζαχαριάδη, όταν ήλθεν εις την Ελλάδα, ήσαν πολύ πενιχρά και παρ' όλον ότι είχε σπουδάσει και εις το «Κούτβ» τα κομμουνιστικά «γράμματα», δεν ετόλμα επί δεκαετίαν εις το Κ.Κ.Ε. να γράψη τίποτε, ούτε υπάρχει προ της αρχηγίας του εις το Κ.Κ.Ε. άρθρον τι ιδικόν του εις τον «Ριζοσπάστην» ή εις την «Κομμουνιστικήν Επιθεώρησιν», ως θα έπρεπε να συμβαίνη δι' ένα απόφοιτον «Κομμουνιστικού Πανεπιστημίου» και συνάμα απόφοιτον Γυμνασίου της Αδριανουπόλεως. Το Γυμνάσιον της Αδριανουπόλεως είχε κατά την εποχήν, καθ' ήν θα έπρεπε να εφοίτα εις αυτό ο Ζαχαριάδης, ως γυμνασιάρχην, τον αείμνηστον Ζουμετίκον, δόξαν της Μέσης Εκπαιδεύσεως της υποδούλου Ελλάδος, και καθηγητάς αρίστους, οι δε απόφοιτοι αυτού ουδόλως ή ελάχιστα υπελείποντο των αποφοίτων της Μεγάλης του Γένους Σχολής του Φαναρίου. Ο Ζαχαριάδης, και έξυπνος είναι και μελετηρός, ασφαλώς θα ήτο φωστήρ εις τα γράμματα, εάν απεφοίτα του Γυμνασίου Αδριανουπόλεως, και δη επί Ζουμετίκου. Άλλωστε αργότερον το Γυμνάσιον αυτό έκλεισε. Το μόνον, το οποίον είναι δυνατόν να γίνει παραδεκτόν, είναι ότι ο Ζαχαριάδης πιθανόν να εφοίτησεν επ' ολίγον εις την πρώτην ή και δευτέραν τάξιν του Γυμνασίου τούτου. Αποκλείεται όμως το ότι είναι δυνατόν να πήγε και παραπάνω. Αλλ’ ακόμη εάν ο Ζαχαριάδης είχε τελειώσει το Γυμνάσιον Αδριανουπόλεως, θα είχε πάρα πολλά προσόντα μορφωτικά δια να εύρη εν Κωνσταντινουπόλει άλλην, πολύ ανωτέραν εργασίαν, και να μη
18
είναι εργάτης και μέλος της Πανεργατικής αυτής, πριν μάλιστα γίνη κομμουνιστής και μεταβή εις την Ρωσίαν και εις το «Κούτβ». Ένας που έχει χαρτί του Γυμνασίου Αδριανουπόλεως δεν γίνεται εργάτης, και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολιν, και τότε, όπου ήσαν σπάνιοι οι απόφοιτοι Γυμνασίου και δη τοιούτου! Ας μείνει λοιπόν κατά μέρος το παραμύθι περί πτυχίου του Γυμνασίου Αδριανουπόλεως. Άλλωστε τι το χρειάζεται; Τι να το κάμη; Δια τους κομμουνιστάς οπωσδήποτε θα είναι "σοφός" και όσα λέγει θα είναι «θέσφατα»! Μήπως ο Στάλιν, ο πάτρων του, ο εκδιωχθείς από την ιερατικήν σχολήν της Τιφλίδος το δεύτερον, αν δεν απατώμαι, έτος της φοιτήσεώς του, έμαθε περισσότερα γράμματα από τον Ζαχαριάδην; Ήτο δια τούτο ολιγότερον "πάνσοφος"; Δεν τον ανεγνώριζαν ως τοιούτον εκατοντάδες εκατομμυρίων ανθρώπων; Και μεταξύ αυτών και ο Ζαχαριάδης; Και, φευ, πόσοι άλλοι, όντες επιστήμονες και σοφοί ακόμη εις το είδος των, αλλ' ηλίθιοι εις την πολιτικήν; Άλλωστε το χαρτί είναι περιττόν. Ο Ζαχαριάδης ήλθε με λίγα γράμματα εις την Ελλάδα και με τα λίγα πράγματα που έμαθεν εις το «Κούτβ», δηλαδή Μαρξισμόν εν μέρει, τον συνωμοτισμόν, την προπαγάνδαν, και τα ολίγα ρωσικά. Αλλ' οφείλω να ομολογήσω, διότι θέλω να είμαι δίκαιος, ότι, όπως πάντα, ο Ζαχαριάδης είνε και αγχίνους και μελετηρός, και καθ' όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν ασφαλώς εμελέτα. Διατί λοιπόν να μη παραδεχθώμεν ότι, έστω και χωρίς να έχη χαρτί Γυμνασίου, είναι αυτοδίδακτος και έμαθε πολλά, όσα ξέρει σήμερον; Αυτό θα είναι περισσότερον προς τιμήν του. Αυτό παραδέχομαι και εγώ προκειμένου περί του Ζαχαριάδη, δηλαδή ότι ειργάσθη συντόνως, εκοπίασεν, εμελέτησε και έμαθε, πολύ περισσότερα από όσα άλλοι ξέρουν μαζί με δέκα χαρτιά, που ενδεχομένως έχουν από Γυμνάσια, Πανεπιστήμια και Ευρώπας ακόμη! Άλλωστε, αυτό το λέγω δια να το καταλάβουν όλοι, ότι το Κομμουνιστικόν κόμμα είναι τεράστιον σχολείον, υπέρτατον από πολλά Πανεπιστήμια, όχι βέβαια αυτό καθ' εαυτό, αλλά διότι ο εν αυτώ διεξαγόμενος αγών, ποικίλης μορφής και πολυσχιδής, αναγκάζει τα πρώτης τουλάχιστον γραμμής στελέχη του να εργάζωνται νυχθημερόν, να μελετούν, να μανθάνουν πολλά, δια να δύνανται ν' ανταποκριθούν εις τας ανάγκας του αγώνος. Όλοι οι θητεύσαντες εις το Κ.Κ.Ε. πολύ ή ολίγον εδιδάχθησαν και ηναγκάσθησαν να μάθουν πολλά, όσα δεν θα εμάνθανον πουθενά αλλού. Αυτό συνέβη και με τον Ζαχαριάδην και το πράγμα δεν είναι καθόλου εκπληκτικόν. Δι' αυτό και τονίζω, ότι περιττεύει δι' αυτόν το ψεύδος του χαρτιού του Γυμνασίου Αδριανουπόλεως, διότι δεν προσθέτει τίποτε σήμερον, εάν ο «Στάλιν» της Ελλάδος δεν πρόκειται ασφαλώς να ζητήση αύριον θέσιν υπογραμματέως Ειρηνοδικείου. Εάν πάλιν αναγκασθή, όπερ και το πιθανώτερον, να μείνη για πάντα πέραν του Παραπετάσματος, τότε εκεί, και χωρίς χαρτί δύναται να διορισθή καθηγητής Πανεπιστημίου οιουδήποτε, όπως και ο Χαϊτάς!» (1/474-476). Κατά τον Π. Ροδάκη: «Ο Ζαχαριάδης θα πει ότι φοίτησε στην περίφημη σχολή της Αδριανούπολης, αλλά από πουθενά δεν επιβεβαιώνεται» (7/7) και σε παλαιότερη εργασία του αναφέρει: «Ο ίδιος, όπως είναι γνωστό, είχε δηλώσει ότι είχε τελειώσει το γυμνάσιο της Αδριανούπολης» (73/50). Από τη μιά, για να το αναφέρει δύο φορές ο Π.Ρ., σίγουρα κάτι έχει υπ’ όψη του, αν και θα έπρεπε να αναφέρει τις πηγές του. Από την άλλη όμως δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά ότι ο Ζαχαριάδης είπε κάτι τέτοιο κάπου. Μάλλον το αντίθετο προκύπτει από τα στοιχεία που παραθέσαμε ως τώρα. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι τόσο ο Σταυρίδης, όσο και ο Ροδάκης αδικούν εν προκειμένω τον Ζαχαριάδη, επειδή του αποδίδουν κάτι που δεν έχει κάνει. Και συνεχίζοντας παρακάτω στο ίδιο ο Ροδάκης: «Ο Σταυρίδης πρέπει να έχει δίκιο και για τα γράμματα που είχε μάθει ο Ζαχαριάδης. Δεν είναι δυνατό να είχε τελειώσει το γυμνάσιο της Αδριανούπολης και να δούλευε λίγο αργότερα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι δεν πήγε στο γυμνάσιο αυτό, αλλά ότι έμαθε γράμματα στις διάφορες πόλεις όπου μετακινιόταν ο πατέρας του. Αν είχε τελειώσει το γυμνάσιο Αδριανούπολης θα το κατέγραφε και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του» (7/8). Όμως και οι δύο κάνουν λάθος είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα. Ο Ζαχαριάδης ήταν ένας διανοούμενος με τα όλα του από την στιγμή που ήλθε στην Ελλάδα. Αυτό άλλωστε το αποδεικνύει η δράση του.
19
3.4 Η πνευματική εργασία του Ν. Ζαχαριάδη στην δεκαετία του ‘20 Όπως θα δούμε παρακάτω ο Ν. Ζαχαριάδης στην δεκαετία του 1920 μετείχε στην εσωκομματική πάλη, αλλά και στην πνευματική ζωή (στην ειδική μαρξιστική μόρφωση), με άρθρα του στον κομματικό τύπο. Για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο π.χ. ο Παναγιώτης Νούτσος αναφέρει τα εξής άρθρα στον Ριζοσπάστη, που ο αναγνώστης του παρόντος θα βρει άλλωστε παρακάτω: «Κριτική έξω της πραγματικότητας» (24-6-1925,1). «Η πραγματική σημασία των γραμμάτων» (30-1-1927,2). «Μπροστά στο τέταρτο συνέδριο του Κόμματος» (11-12-1928,2) (54/324). Και παρακάτω: «Οι τρεις τελευταίες απεργίες» (ΚΟΜΕΠ, αρ. 3-4, Μαρτ-Απρ 1929, 20-25) και «Τι δουλειά θα κάνουν οι πυρήνες», Νεολαία, περ. Γ΄, 1-8-1925, 3-4 (54/325). Επίσης στο Βοήθημα για την ιστορία του ΚΚΕ, αναφέρονται τα παρακάτω άρθρα του (πάντα για την ίδια περίοδο): «Αριστερή δημοκρατική κυβέρνηση», Ριζοσπάστης, 1-8-1926, «Μερικές παρατηρήσεις πάνω στις θέσεις για την οικονομικοπολιτική κατάσταση», Ριζοσπάστης, 4-5/4/1927 (53/60). Αναφέρεται επίσης και το «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνετε» (53/59). Στη σχετική έρευνα που κάναμε δεν βρήκαμε άρθρο με τέτοιο τίτλο στο Ριζοσπάστη εκείνης της περιόδου. Η φράση όμως υπάρχει στο άρθρο «Μπροστά στο τέταρτο συνέδριο του Κόμματος» (11-12-1928,2). Η έρευνα επίσης απέδωσε την ανακάλυψη του άρθρου «Ενάντια στο Λικβινταρισμό», Ριζοσπάστης, 3-4/2/1927. Όπως αναφέρει ο Γιώργος Πετρόπουλος στον πρόλογο της έκδοσης του έργου του Φρίντριχ Ένγκελς «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής Γερμανικής φιλοσοφίας», σε μετάφραση Ν. Ζαχαριάδη (29/15): «Για την προσωπικότητα του Ν. Ζαχαριάδη έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά στα οποία ασφαλώς δεν είναι του παρόντος να αναφερθεί και να τα σχολιάσει κανείς. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι αυτή η πλευρά του έργου του, το μεταφραστικό και συγγραφικό του, δηλαδή, έργο καθώς και η γενικότερη μαρξιστική του συγκρότηση έχουν εντελώς αγνοηθεί ή υποτιμηθεί απ’ όσους θέλησαν να ασχοληθούν μαζί του, είτε από τη θέση του ιστορικού επιστήμονα, είτε από τη θέση του ερευνητή της ιστορίας είτε, ακόμη, και από τη θέση του απομνημονευματογράφου. Παντελώς έχει αγνοηθεί η μετάφρασή του, πάνω στο «Λουδοβίκο Φόυερμπαχ» του Ένγκελς. Οι παλιότερες γενιές ερευνητών γνώριζαν ότι επρόκειτο για δική του μεταφραστική δουλειά. Οι νεώτεροι, όμως, είτε από ελλιπή γνώση των ιστορικών πηγών, είτε γιατί παρασύρθηκαν από συγκεκριμένη αιτία – στην οποία και θα αναφερθούμε -, στα βιογραφικά σημειώματα που συντάσσουν γι’ αυτόν δεν του αναγνωρίζουν καθόλου μεταφραστικό έργο. Είναι γεγονός, πως στην πρώτη έκδοση - της παρούσας επανέκδοσης – του «Λουδοβίκου Φόυερμπαχ» αναφερόταν ότι η μετάφραση είχε γίνει από τον «Κ. Ζαχαριάδη». Για όποιον δεν έχει ερευνήσει το θέμα, αυτό το «Κ» ασφαλώς μπερδεύει και δημιουργεί την εντύπωση πως ο μεταφραστής είναι κάποιος που έχει το ίδιο επώνυμο με τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ. Όμως ο «Κ. Ζαχαριάδης» είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο με τον Ν. Ζαχαριάδη. Πολλές φορές ο τελευταίος χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα για να υπογράφει τα γραπτά του που προορίζονταν για δημοσίευση. Ήταν η εποχή τέτοια που επέβαλε την τήρηση συνωμοτικών κανόνων από τους επαναστάτες. Έτσι άλλα κείμενα του έχουν ως υπογραφή το «Κ», άλλα την λέξη «Κούτβης», άλλα τα αρχικά «Ν.Ζ.» και άλλα το «Κ. Ζαχαριάδης» που για τους μυημένους σήμαινε πως πρόκειται για τον Ζαχαριάδη τον «Κούτβη», δηλαδή για τον Ν. Ζαχαριάδη». Το θέμα όμως είναι πιο απλό. Το «Κ. Ζαχαριάδης», κατά την άποψή μας, σημαίνει «Κόλιας Ζαχαριάδης», δηλαδή Νικόλαος (Νίκος) Ζαχαριάδης στα Ρωσικά. Και συνεχίζει ο Γιώργος Πετρόπουλος: «Αλλά κι αν δεν τα γνωρίζαμε όλα αυτά, αδιάσειστη μαρτυρία, για το γεγονός ότι ο Ν. Ζαχαριάδης είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο με τον Κ. Ζαχαριάδη που φέρεται ως μεταφραστής της πρώτης ελληνικής έκδοσης του «Λουδοβίκου Φόυερμπαχ[»], έχουμε στον πρόλογο που έγραψε ο Γ. Ζιούτος για την πρώτη μεταπολεμική έκδοση της μελέτης του Ν. Ζαχαριάδη «Ο Αληθινός Παλαμάς». Εκεί διαβάζουμε (Ν. Ζαχαριάδη: «Ο Αληθινός Παλαμάς», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1945, σελ. 8): «Η βιβλιογράφηση των έργων του Ζαχαριάδη δεν είναι εύκολη. Τεράστια πνευματική παραγωγή είναι σκορπισμένη σε περιοδικά και εφημερίδες… Σημειώνουμε εδώ μόνο τα τυπωμένα σε ξεχωριστά βιβλία έργα: 1. Βασικά Νεοελληνικά προβλήματα, Αθήνα 1937 (πολυγραφημένο).
20
2. Προσχέδιο για το πρόβλημα του ΚΚΕ, Αθήνα 1937 (πολυγραφημένο). 3. Ιστορία του ΚΚΕ (έκδοση «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης», αρ. 2, 1943). 4. (Μεταφράσεις από τα ρούσικα): 5. Φ. Ένγκελς: Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής Γερμανικής φιλοσοφίας, Αθήνα 1927. 6. Ν. Λένιν: Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός (ανέκδοτο)[»]. Στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία – που δυστυχώς απέναντι στο Ν. Ζαχαριάδη δεν έχει σταθεί καθόλου έντιμα – ο ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ εμφανίζεται ανεπαρκώς μορφωμένος και φυσικά υπερβολικά δογματικός. Πρόκειται για έναν ακόμη μύθο γύρω από το πρόσωπό του κι αυτό αποδεικνύεται εύκολα αν ληφθεί υπόψην ότι είχε αριστεύσει στα πανεπιστήμια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ότι ήταν πολύγλωσσος (γνώριζε καλά τουλάχιστον τα ρωσικά και τα γερμανικά), ότι δεν εγκατέλειπε ποτέ το διάβασμα, κι ότι έδινε πολύ μεγάλη σημασία στη γενική εγκυκλοπαιδική και στην ειδική μαρξιστική κατάρτιση των μελών και των στελεχών του ΚΚΕ. Η ίδια του η πολιτική δράση, η αρθρογραφία του και γενικότερα το συγγραφικό του έργο κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό ότι ήταν ημιμαθής και δογματικός» (29/16-17). Ο Π. Νούτσος συμπληρωματικά αναφέρει ότι συμμετείχε στην μετάφραση του Μικρού Φιλοσοφικού Λεξικού των Ρόζενταλ, Μ. – Γιούντιν, Π (54/261-326) και ότι έχει μεταφράσεις «ανυπόγραφες στη Νεολαία, την Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τη Μαρξιστική Βιβλιοθήκη (1933) και τη Μόρφωση» (54/326), ενώ κατά τον Κ. Καραγιώργη: «Στα χρόνια της παρανομίας [1927 – 1928] συνεχίζει [τη] συστηματική μελέτη του μαρξισμού – λενινισμού. Μεταφράζει το «Λουδοβίκο Φόυερμπαχ» του Ένγκελς και τον «Εμπειριοκριτικισμό» του Λένιν» (17). Βλέπουμε, λοιπόν, τον Ν. Ζαχαριάδη στην πενταετία 1924-29 να αναπτύσσει ένα αξιολογότατο συγγραφικό έργο και να μην ταυτίζεται καθόλου με την εικόνα που θέλουν να μεταδώσουν οι αντίπαλοί του: του άνθρωπου που δυσκολεύεται να εκφραστεί και που δεν εμφανίζεται πουθενά, δρώντας αποκλειστικά στο παρασκήνιο, απ’ όπου τον ανέσυραν οι Ρώσοι με κριτήρια την πίστη του ειδικά και μόνο στον Στάλιν και επειδή «δολοφόνησε» τον Ηλία Γεωργοπαπαδάτο. Το έργο της εποχής εκείνης του Ν. Ζαχαριάδη δεν είναι αξιόλογο μόνο πολιτικά, αλλά, όσο κι αν φανεί παράξενο, και φιλολογικά. Γνωρίζοντας βαθύτερα τον Ν. Ζαχαριάδη διαπιστώνουμε ότι ήταν πολύπλευρα ανεπτυγμένη προσωπικότητα. Αν και χρονικά δεν συμπίπτει με την περίοδο που εξετάζουμε, θα παραθέσουμε ένα παράδειγμα σχετικό με το θέμα μας, δανεισμένο από την Καίτη Ζεύγου: «Όταν γυρίσαμε από την Πάτρα, το Κόμμα ανάθεσε σε μένα τη Διεύθυνση του «Λαϊκού Βιβλιοπωλείου» με συνεργάτη μου το Λογιστή Αντώνη Μακρυποδάρα. Το παράλαβα από τη Δόμνα, αργότερα γυναίκα του Ιωαννίδη. Και ακριβώς, επειδή επρόκειτο να παντρευτούνε, ο Ιωαννίδης δεν ήθελε η Δόμνα να είναι πολύ στο φανερό γι’ αυτό και τη σταμάτησε. Το Λ.Β. ήτανε σύγχρονα και το εκδοτικό του Κόμματος. Εκεί έβγαινε και το περιοδικό «Μαρξιστική Βιβλιοθήκη» που περιλάβαινε μόνο μεταφράσεις κλασικών και που το πρόσεχε ιδιαίτερα ο Ζαχαριάδης. Ο ίδιος μετάφραζε τη «Διαλεχτική της Φύσης», του Φρ. Ένγκελς, ινγκόγνιτο όμως. Δεν ξέρω, για ποιο λόγο δεν ήθελε να φαίνεται μεταφραστής ο ίδιος. Κάποτε ένας δικός μας (αν θυμάμαι καλά ο Τενενές) μου είπε ότι ο τάδε όρος είναι λάθος μεταφρασμένος, θα πρέπει να αποδίδεται με το «πεπερασμένο». Όταν ύστερα από λίγες μέρες πέρασε από το Λ.Β. ο Ζαχαριάδης, του τώπα χωρίς να δείξω πως υποψιαζόμουν ποιός ήταν ο μεταφραστής. Στο επόμενο τεύχος ο όρος ήτανε διορθωμένος» (40/119). 3.5 Η πολιτική διαμόρφωση του Ν. Ζαχαριάδη Όπως είδαμε μέχρι τώρα ο Ν. Ζαχαριάδης εγκαταλείπει το Γυμνάσιο στην Αδριανούπολη και από δεκαπέντε χρονών πιάνει δουλειά στη Ρεζί στη Νικομήδεια. Εκεί στην Νικομήδεια, «Όντας πρόσκοπος, γίνεται αρχηγός ομάδας» (16), πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Κ. Βασιλείου: «Όπως αναθυμόταν ένας παλιός του συμμαθητής, που έμενε στην Τούμπα, ο Νίκος ήταν άριστος μαθητής κι αρχηγός των προσκόπων της Νικομήδειας. Όταν στα 1920 μπήκαν στην πόλη τα ελληνικά 21
στρατεύματα, έκανε παρέα με τους έλληνες φαντάρους, που τον μύησαν στον κομμουνισμό» (4/9). Παραβλέπουμε ότι «ήταν άριστος μαθητής», αφού δεν πήγαινε σχολείο το 1920. Ίσως η πηγή του κ. Βασιλείου μπέρδεψε παλαιότερες εποχές. Πάντως υπάρχει κι άλλη μαρτυρία που τον τοποθετεί το 1920 στην Νικομήδεια. Αυτή του Κώστα Σκλάβου που λέει ότι στα τέλη του 1920 «είχα πάει στη βιβλιοθήκη της Νικομήδειας και με είχε πάρει το μάτι κάποιου νέου που διάβαζε εκεί. Ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, που αργότερα μυήθηκε [σ]τις σοσιαλιστικές ιδέες στην Πανεργατική Λέσχη της Πόλης, νομίζω από τον Σεραφείμ Μάξιμο» (27/14-11-1978), ο οποίος Σ. Μάξιμος ήταν γραμματέας της Πανεργατικής (1/119). Κατά τον Κ. Καραγιώργη: «Η πολιτική διαμόρφωση του Ζαχαριάδη αρχίζει από πολύ νωρίς. Στο Γυμνάσιο της Αδριανούπολης μια συντροφιά από μαθητές μιλούσαν για "κοινωνική δικαιοσύνη" και για "σοσιαλισμό"» (16), ενώ κατά τον ίδιο τον Ν. Ζαχαριάδη μιλούσαν: «για οικονομική δικαιοσύνη και σοσιαλισμό» (18/20). Ανάμεσα στους μαθητές αυτούς ήταν και ο Τάσος Χαΐνογλου (18/20). Σύμφωνα με την επίσημη άποψη: «Τον επόμενο χρόνο (τέλη 1918 με αρχές 1919), στη Νικομήδεια, ένας φίλος του Κύπριος, ο Ευριπίδης Αναστασιάδης, διερμηνέας στον αγγλικό στρατό, του μίλησε συστηματικότερα για τον σοσιαλισμό, τη ρούσικη επανάσταση, το Λένιν και τους μπολσεβίκους» (16, 18/20). «Παραιτήθηκε από αρχηγός της ομάδας προσκόπων» (16), «γιατί δε συμφωνούσε με το θρησκευτικό προσανατολισμό του προσκοπισμού» λέει ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης (18/20), επειδή ταρακουνήθηκε για πρώτη φορά τόσο πολύ, απ’ όσα του έμαθε ο Κύπριος φίλος του λέει ο Δημοσθένης Κούκουνας (22/7). «Στα 1919, δηλαδή δεκάξη χρονών, έφυγε κρυφά από το σπίτι για να πάει εθελοντής στον ελληνικό στρατό» (16, 18/20), «ώστε – κατά τον Δημοσθένη Κούκουνα – να μπορέσει να διαδώσει τις μαρξιστικές ιδέες στους στρατιώτες» (22/7). «Αλλά η μάννα του – σύμφωνα με την επίσημη άποψη με επέμβαση στο στρατολογικό γραφείο ματαίωσε αυτήν την πρώτη εξόρμηση του έφηβου Ζαχαριάδη προς την ανοικτή δράση» (16, 18/20). «Έτσι έμεινε στην Πόλη κι έπιασε δουλειά, σαν υπάλληλος, σ’ έναν ξάδελφό του ανθρακέμπορο, τον Ανέστη Σεφεριάδη» (16, 18/20). Κατά τον Δ. Βλαντά: «έφυγε από το πατρικό σπίτι», αν και παιδί πράμα, έτσι απλά, χωρίς «πως» και «γιατί» (2/11). Σ’ ένα βιογραφικό σημείωμα του Ν. Ζαχαριάδη, όπου αφήνεται να εννοηθεί ότι συντάχθηκε από πληροφορίες των αρχειομαρξιστών και πιο συγκεκριμένα του Γ. Ποντίκη [ψευδώνυμο του Σωτ. Τσιγαρίδα (107)], το οποίο παραθέτει ο Α. Χατζηαναστασίου, αναφέρονται και τα εξής: «Και τώρα για τον Νίκο Ζαχαριάδη: Οι κατ’ επιταγήν βιογράφοι του «Νίκου», όπως ο Καραγιώργης στην ΚΟΜΕΠ της 1ης Νοεμβρίου του 1946, σελίς 607, γράφουν ούτε λίγο ούτε πολύ πήγε σχολείο στα Σκόπια στα… 1905. Αφού λοιπόν γεννήθηκε στα 1903, πως πήγε σχολείο στα 1905 είναι μυστήριο. Προφανώς για να τον παρουσιάσουνε πως τα πρώτα του φώτα τα πήρε στη… Μακεδονία. Το σωστό είναι πως η οικογένεια Ζαχαριάδη, λόγω της μεταθέσεως του πατρός Ζαχαριάδη από το παράρτημα Αδάνων στο παράρτημα της «Ρεζί» Σκοπίων, πραγματικά κατοίκησε δύο μέχρι τρία χρόνια στα Σκόπια (τουρκικά ακόμη) μα ο «Νίκος» έπρεπε να έζησε σ’ αυτά σε ηλικία από 2 μέχρι 5, το πολύ 6 χρόνων. Στα 1908 η μητέρα του Ζαχαριάδη ταξίδευσε στα Άδανα, όπου πήρε μαζί της και τον «Νικολάκη». Οι κατ’ επιταγήν βιογράφοι του «αρχηγού», τον θέλουν πολυταξιδεμένο και πολύξερο από τα μωρουδιακά του χρόνια. Έτσι τον παρουσιάζουνε ότι στην κατάληψι της Θεσσαλονίκης ήταν πάλι… εκεί, μα τελικά παραδέχουνται ότι… εσπούδασε στο 7τάξιο δημοτικό στη Νικομήδεια. Αν και τέτοιο 7τάξιο δεν υπήρχε στα 1913 στη Νικομήδεια, εν τούτοις κάνουμε το χατήρι των υμνητών και δούλων του Ζαχαριάδη, για να παρουσιαστή σαν… τέρας ευφυίας. Για όσους ξέρουνε τουλάχιστον πρόσθεσι, μπορούνε να μετρήσουνε πόσα ψέμματα σερβιριστήκανε από τα μωρουδιακά του ακόμη χρόνια περί Ζαχαριάδη στους αφελείς του Κ.Κ.Ε. Αρχίζουμε: Στα 1913 ο Ζαχαριάδης πήγε στη Νικομήδεια, για να βγάλη το 7τάξιο σχολείο. Το έβγαλε; Γιατί οι ίδιοι βιογράφοι του λένε πως στα 1919 ο «Νίκος» μας τόσκασε απ’ το σπίτι του, επαναστάτης, κι’ έφυγε για την Πόλι, αφού έκανε κι’ ένα χρόνο στο γυμνάσιο Αδριανουπόλεως, όπου ο πατέρας του είχε μετατεθή. Σωστός Φαντομάς, ο «Νίκος» μας, λοιπόν. Για να γίνη δε η «σάλτσα» του ιστορικού βιογραφικού σημειώματος, πιο σοβαρή, ο Καραγιώργης γράφει: «Η πολιτική
22
διαμόρφωσι του Ν.Ζ. αρχίζει από πολύ νωρίς. Στο γυμνάσιο της Αδριανούπολης μια συντροφιά από μαθητές μιλούσαν για “κοινωνική δικαιοσύνη” και για “σοσιαλισμό”. Τον επόμενο χρόνο στη Νικομήδεια, ένας φίλος του Κύπριος, ο Ευριπίδης Αναστασιάδης, διερμηνέας στον Αγγλικό στρατό, του μίλησε συστηματικώτερα για τον σοσιαλισμό, την ρούσικη επανάστασι και τον Λένιν… Αυτό μάλιστα τον έκανε – λέγει ο Καραγιώργης – να παραιτηθή και από αρχηγός προσκόπων που ήταν στη Νικομήδεια… Τώρα πως πήγε δυό χρονών παιδί σχολείο στα Σκόπια και πως απ’ τα 1913 μέχρι τα 1919 έβγαλε το 7τάξιο της Νικομήδειας και ένα χρόνο του γυμνασίου Αδριανουπόλεως και έγινε αρχηγός προσκόπων και, και, και, όλα αυτά μόνο σ’ ένα μυαλό βιογράφου που θέλει να παρουσιάση την απάτη σαν κατόρθωμα, μπορούν να σταθούν όλα αυτά» (24/4-8-1955). Αλλά και στις μέρες μας κυκλοφορούν απόψεις σαν αυτές: «Πήγε δημοτικό στα Σκόπια και το τέλειωσε στη Νικομήδεια, ενώ αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Αδριανούπολης. Από τα 15 του χρόνια αναγκάστηκε να δουλέψει στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης» (66, και Βικιπαίδεια άρθρο με τίτλο «Νίκος Ζαχαριάδης»), που πραγματικά ευτελίζουν το ζήτημα.
3.6 Ο προσκοπισμός στην Μικρά Ασία Αξίζει να σταθούμε έστω και λίγο στο τι ήταν ο προσκοπισμός στην Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τον Νίκο Παραδείση: «Μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία του ελληνικού προσκοπισμού γράφτηκαν στη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολική Θράκη κατά την περίοδο 1919-1922, όταν δηλαδή ο ελληνικός στρατός βρισκόταν εκεί ως απελευθερωτής. Είναι σελίδες γεμάτες – εκτός από καθαυτό προσκοπικές δραστηριότητες – υψηλή πατριωτική έξαρση, προσφορά βοήθειας προς τους ομογενείς και τον στρατό, μεγαλειώδεις εκδηλώσεις, αλλά και θυσίες αίματος» (28/16). «Όταν στις 2 Μαΐου 1919 αποβιβάσθηκε ο ελληνικός στρατός στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, οι νεαροί πρόσκοποι πρόσφεραν αμέσως πολύτιμες υπηρεσίες ως αγγελιοφόροι, σύνδεσμοι, οδηγοί, διερμηνείς, γραφείς και τραυματιοφορείς, αποσπώντας τα συγχαρητήρια και τον θαυμασμό της εκεί στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Σε μικρό διάστημα, ιδρύθηκαν 65 προσκοπικές ομάδες στη Σμύρνη και στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας. Παντού επικρατούσε συνειδητή πειθαρχία, τήρηση των προσκοπικών αρχών και σεβασμός προς τους μεγαλυτέρους. Οι πρόσκοποι συμμετείχαν πάντοτε σε όλες τις εθνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις, σε εκδρομές, κατασκηνώσεις, εράνους και αθλητικούς αγώνες, πραγματικό καμάρι του τόπου τους» (28/16). «Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι η ανάπτυξη του προσκοπισμού στη Σμύρνη είχε την ένθερμη και αποτελεσματική υποστήριξη του εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου» (28/17). «Η παρουσία των προσκόπων στις πόλεις και τα χωριά της Μικράς Ασίας σκορπούσε τον ενθουσιασμό στον ελληνισμό και φώτιζε την ελπίδα για το μέλλον που οραματίζονταν. Όμως ξυπνούσε και τον φθόνο των Τούρκων και το μίσος τους για τη βοήθεια που πρόσφεραν οι πρόσκοποι στον ελληνικό στρατό» (28/17). «Η κωμόπολη της Κάτω Παναγιάς έγινε επίσης σκηνή λεηλασιών, εμπρησμών και κάθε είδους ωμοτήτων. Δύο παπάδες, από τους πρώτους συλληφθέντες, γνώρισαν μαρτυρικό θάνατο, το ίδιο και οι πρόσκοποι, με μοναδικό αιτιολογικό ότι ήταν πρόσκοποι. Στα Σώκια, με την ανοχή των Ιταλών, που είχαν τη διοίκηση, οι Τούρκοι φυλάκισαν, χωρίς αιτία, τους προσκόπους επί μήνες. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των γονέων τους προς τον Ιταλό διοικητή να μεσολαβήσει προς απελευθέρωσή τους, οι πρόσκοποι παρέμειναν φυλακισμένοι. Όταν, τον Απρίλιο του 1920, πλησίαζε ο ελληνικός στρατός, οι Τούρκοι απήγαγαν 78 προσκόπους και προκρίτους της πόλης και τους έσυραν μαζί τους στα βουνά, όπου έπειτα από πολυήμερες στερήσεις και μαρτύρια, χάθηκαν τα ίχνη τους» (28/17). Μήπως ο Ζαχαριάδης δεν παραιτήθηκε από πρόσκοπος κάτω από την επιρροή του Κύπριου Ε. Αναστασιάδη που τον μύησε στον σοσιαλισμό; Τότε γιατί παραιτήθηκε; Αν ο προσκοπισμός σήμαινε κάτι για τον Ζαχαριάδη πλέον, θα μπορούσε να συνεχίσει να είναι πρόσκοπος στην Κωνσταντινούπολη, όταν μετακόμισε εκεί, όπου στις 30 Μαΐου 1920 έγινε τελετή ορκωμοσίας (Υποσχέσεως) 1.000 προσκόπων (28/17) και στις 20 Ιουνίου 1920 ενώπιον του ιδρυτή του παγκόσμιου προσκοπισμού Baden-Powell παρήλασαν 2.500 πρόσκοποι (28/17).
23
Το σίγουρο είναι ότι ο Ζαχαριάδης τα σπάει με τον προσκοπισμό, αλλά ως πρώτος, ως κύριος λόγος δεν φαίνεται να είναι ούτε ο σωβινισμός που απέπνεε αυτή η οργάνωση, ούτε ο θρησκευτικός προσανατολισμός, που επικαλείται ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης (18/20), ούτε ο φόβος για τους κινδύνους που είδαμε ότι συνεπαγόταν να είναι κανείς πρόσκοπος, επειδή αμέσως μετά εμφανίζεται να θέλει να καταταγεί στον ελληνικό στρατό. Εκτός αν η σειρά των γεγονότων είναι άλλη. Ο Ζαχαριάδης φυγαδεύεται από την Νικομήδεια από την μητέρα του και βρίσκει να ζήσει μια οργανωμένη ζωή στην Πόλη, που προσφέρει πιο πολλές συγκινήσεις και ανώτερα ιδανικά από τον προσκοπισμό.
β. Κωνσταντινούπολη – Μόσχα – Αθήνα 1. Τρία σενάρια για τους λόγους μετάβασης του Ζαχαριάδη στην Κων/πόλη Αυτά που έχουμε αποκομίσει μέχρι τώρα είναι ότι ο Ζαχαριάδης το 1919 έχει εγκαταλείψει το Γυμνάσιο της Αδριανούπολης, έχει πιάσει δουλειά στη Ρεζί της Νικομήδειας και εν τέλει εγκαταλείπει την Νικομήδεια και βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Πως γίνανε όλα αυτά; Να πούμε κατ’ αρχάς ότι η περιοχή απ’ την Κωνσταντινούπολη ως το Μοναστήρι βρισκόταν κατά περιόδους, στο καμίνι του πολέμου από το 1904, ως το 1918. Μακεδονικός Αγών, Βαλκανικοί Πόλεμοι και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η γεωργική παραγωγή πλήττεται πρώτη επειδή κανείς δεν καλλιεργεί στα πεδία των μαχών, επειδή οι πληθυσμοί μεταναστεύουν, επειδή καταστρέφεται το ζωικό κεφάλαιο κ.λ.π. Η Λίτσα Ζαχαριάδη τις μεταθέσεις μετά τα Άδανα στα 1905 τις ονομάζει «προσφυγιές» (19/129). Και όπως τονίζει: «Μετά το 1910-1915 στενεύανε τα πράγματα. Τόσο, που ο Νίκος σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο, κάπου εκεί, στα ’17 – ‘18» (19/129), επειδή: «του φάνηκε πιο καλή η ζωή, η δράση, από το σχολείο» (19/130). Εδώ εφευρέθηκε ο “θάνατος” του πατέρα του για να εξηγηθούν όλα αυτά. Οικονομική δυστοκία και ορφάνια τον ανάγκασαν να αφήσει το σχολείο και να πιάσει δουλειά για να ζήσει αυτός και η οικογένειά του. Ο Καραγιώργης, αλλά και ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης, όμως, το ξεκαθάρισαν ότι ο πατέρας του πέθανε στην κατοχή. Έτσι πάμε στο δεύτερο σενάριο: «Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών αναγκάζεται να πιάσει δουλειά στην αρχή στην εταιρεία «Ρεζί» και μετά χειρωνακτική δουλειά στο λιμάνι της Πόλης, βοηθώντας την οικογένειά του και δίνοντας τη δυνατότητα στο νεότερο κατά δύο χρόνια αδελφό του Μίμη, που είχε άριστη επίδοση, να συνεχίσει ανώτερες σπουδές» (19/150). Ο Νίκος θυσιάστηκε για να σπουδάσει ο Μίμης. Και τα δύο αγόρια δεν μπορούσαν να σπουδάσουν, λόγω οικονομικής δυσπραγίας του πατέρα αφ’ ενός και επειδή αφ’ ετέρου, όπως λέει ο γιός του Κύρος Ζαχαριάδης: «άλλωστε, δεν μπορούσε να δουλεύει ο Μίμης για να σπουδάσει ο Νίκος, γιατί ο Μίμης ήταν μικρότερος, ενώ ο Νίκος μπορούσε πια να δουλέψει» (19/130). Τα δύο κορίτσια δεν αναφέρονται πουθενά. Υπάρχει όμως και τρίτο σενάριο, που το παραθέτει ο Α. Χατζηαναστασίου: «Πάντως, το βέβαιο είναι ότι ο Ζαχαριάδης έφυγε από σπίτι του κρυφά, απ’ την Νικομήδεια στα 1919, κλέβοντας κάτι λεπτά και τιμαλφή των γονέων του και έφθασε στην Πόλι» (24/4-8-1955). O Α. Χατζηαναστασίου, αναφέρει επίσης και τα εξής: «Μετά την διάλυσι της «Ρεζί» ο Παναγιώτης Ζαχαριάδης ήλθε εις την Ελλάδα όπου ειργάσθη ως αποθηκάριος σε κάποια κρατική Υπηρεσία. Πέθανε κατά την κατοχή, χωρισμένος απ’ τη γυναίκα του, γιατί η τελευταία αυτή υποστήριζε τον γυιό της» (24/4-8-1955). Ότι κάτι συνέβαινε με τους γονείς του Νίκου Ζαχαριάδη γίνεται έμμεσα παραδεκτό και αλλού. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται ότι η οικογένειά του ήλθε στην Ελλάδα το 1924 (19/154), αλλά ο πατέρας του συνέχισε να εργάζεται στη «Ρεζί» μέχρι το 1926 είτε 1927 (16, 18/19). Και όταν ήλθε στην Ελλάδα το 1927 ή 1928 (18/19) έμεινε στην Βόρειο Ελλάδα (στη Δράμα, όπως να λέει η Λίτσα
24
Ζαχαριάδη, η οποία αφήνει να υπονοηθεί με την γυναίκα του) και δεν εμφανίζεται πλέον πουθενά. Δεν συμπαραστέκεται στον Νίκο, όπως η μάνα του, ούτε π.χ. στην Κέρκυρα, ούτε πουθενά.
2. Ο Ζαχαριάδης στην Κωνσταντινούπολη Υπάρχουν δύο εκδοχές για το πώς πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη είναι οικογενειακώς (7/8, 87/219), αλλά απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς τον πατέρα, και η άλλη μόνος του (2/11, 22/7). Επίσης υπάρχουν τέσσερις εκδοχές γιατί πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη για να σπουδάσει ο Μίμης. Η δεύτερη γιατί αναζητούσε την «περιπέτεια και προσδοκώντας από εκεί να κατορθώσει να φτάσει στη νεοπαγή Σοβιετική Ένωση, πρόθυμος για να προσφέρει και ο ίδιος τον εαυτό του. Σε μια εποχή τόσο ρευστή, όσο εκείνη στην ηττημένη Τουρκία τότε, ο μόλις δεκαεξάχρονος Νίκος Ζαχαριάδης έκανε πράξη την έμπνευσή του και αποφάσιζε να εγκαταλείψει την ήρεμη και “καθωσπρέπει” οικογενειακή ζωή για να γνωρίσει από πρώτο χέρι τις επαναστατικές ιδέες» (22/7). Εκτός του ότι η ΕΣΣΔ ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1922, παρουσιάζει τον Ν. Ζαχαριάδη σε ηλικία 16 χρονών να φεύγει από το σπίτι του για να πάει στην επαναστατημένη Ρωσία. Η τρίτη και γενικότερη γιατί «αναγκάζεται» (5/7) να δουλέψει στην Κωνσταντινούπολη, ως εργάτης ή ως ναυτεργάτης, και μάλιστα κατά μιά παραλλαγή της, «αναγκάζεται» για να βοηθήσει την οικογένειά του (11, 12). Στην νεκρολογία του Ν. Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» που εξέδιδε το ΚΚΕ (εσωτ) αναφέρεται ότι «υποχρεώθηκε να ριχτεί στη δουλειά από τα νεαρά του χρόνια για να κερδίσει το ψωμί του» (10/10). Και η τέταρτη ότι πήγε στην Πόλη σαν μαθητής ή αργόσχολος (27/26-11-78) ή ότι «είχε φοιτήσει στη Κωνσταντινούπολη στη Σχολή του ‘Γένους’» (112/65), εκδοχή που φαίνεται να μην έχει κάποια βάση, ενώ άλλος προσπαθεί να τα συνδυάσει όλα: «Σπούδασε και εργάσθηκε στην Κωνσταντινούπολη» (65/341). Θα πρέπει όμως, ίσως, να προστεθεί και μία πέμπτη εκδοχή. Την εποχή εκείνη η Κωνσταντινούπολη προσέφερε σχετικά περισσότερη ασφάλεια και ησυχία, σε σχέση με την Θράκη και την Μικρά Ασία. Στην Πόλη πήγε κατά τον Δημοσθένη Κούκουνα: «εφοδιασμένος με λίγα χρήματα» (22/7). Εκεί όμως πήγε συστημένος. Μάλιστα κατά τον Μιχάλη Δημητρίου: «εγκαταστάθηκε με συγγενείς του στην Πόλη» (27/26-11-78), πολύ πιθανόν στον ξάδελφο ανθρακέμπορο όπως είδαμε, άποψη που συναντάμε και στον Άγγελο Ελεφάντη: «Δημοτικό σχολείο και πρώτες γυμνασιακές σπουδές τελείωσε στα Σκόπια και ύστερα εγκαταστάθηκε σε συγγενείς του στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, μαθητής Γυμνασίου, ήλθε σε επαφή με τους ελληνικούς σοσιαλιστικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης, λέγεται μάλιστα ότι ήταν ο Μάξιμος που πρώτος τον μύησε στις σοσιαλιστικές ιδέες» (90/162). Κατ’ άλλους πήγε στην Πόλη «σε ηλικία 15 ετών» (11, 12, 13), κατ’ άλλους σε ηλικία 16 ετών (14, 23), αφού 15 ετών έπιασε δουλειά στη «Ρεζί» στη Νικομήδεια και εκεί στην Πόλη πιάνει δουλειά σε συγγενή, που μπορεί να είναι ο ίδιος που τον είχε στο σπίτι του και ο οποίος τον βάζει να δουλέψει στο λιμάνι όπως λέει η επίσημη εκδοχή: «“Εκεί στην Πόλη, στον ξάδελφο ανθρακέμπορο” επέβλεπε τις φορτώσεις και εκφορτώσεις στο λιμάνι, με συμμετοχή και στη φυσική δουλειά. Η επιχείρηση χρεωκόπησε, έμεινε κάπου ένα χρόνο απλήρωτος και πείνασε» (16, 18/20). Αυτή η φράση πάντως δεν δείχνει οικογένεια. Δείχνει ότι βασικά είναι μόνος. Πόσο μάλλον που δεν αναφέρεται να μένει με την οικογένεια, αλλά στον ξάδελφο. Αν και όπως είδαμε ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης αναφέρει ότι ο πατέρας του «Απτήν Πόλη ακόμα 1921-22 διάβαζε ευχάριστα τον κομματικό τύπο» (18/19), εδώ όμως μιλάμε για το 1919. Ούτε είναι υποχρεωτικό το 1921-22 να μένουν μαζί. Είναι περίεργο πάντως τι μπορεί να ενδιαφέρει τόσο πολύ ο ελληνικός κομματικός τύπος στην Πόλη έναν βενιζελικό. Θέλει να πει ότι ήταν ανεκτικός. Κατά την εκδοχή του Νίκου Βαρδιάμπαση: «εργάστηκε σε κατάστημα εξαδέλφου του και δύο μήνες αργότερα στο λιμάνι της πόλης ως φορτοεκφορτωτής» (23). Όπως είδαμε, όταν ο Ν. Ζαχαριάδης επέστρεψε από το Νταχάου, έδωσε μιά συνέντευξη τύπου, στις 4 Ιουνίου 1945, όπου σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι γεννήθηκε στην Αδριανούπολη. Μετά ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος με τους δημοσιογράφους: «-Και τι επάγγελμα είχατε πρώτα;
25
-Προτού ανακατευθώ, απαντά γελώντας, σ’ αυτές τις βρωμοδουλειές, ήμουν λιμενεργάτης Έτσι άρχισα τη ζωή μου στην Κων/πολι, στο λιμάνι της. Έπειτα, πήγα στη Ρωσία. -Όπου εσπουδάσατε; -Ό,τι ήταν δυνατόν» (15). Όπως και νάχει ο Ζαχαριάδης αυτονομείται, βγαίνει ο ίδιος, μόνος του, στην αγορά εργασίας, στον χώρο που ήδη τον ξέρει, το λιμάνι, γιατί όπως λέει και η επίσημη άποψη: «Έπιασε δουλειά σαν φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι και κατόπιν σε ρυμουλκά» (16, 18/20) «και σε καράβια με ταξίδια στη Μαύρη Θάλασσα» (18/20). Αυτή πρέπει να είναι η εποχή που ο αδελφός του Μίμης, σύμφωνα με την Λίτσα Ζαχαριάδη, λέει ότι «διαφοροποιήθηκε», δηλαδή ότι «από αστός που ήτανε, έγινε, ας πούμε εργάτης. Περισσότερο του ταίριαζε η ψυχολογία της εργατιάς» (19/129). Τότε θα πρέπει να ήρθε πραγματικά σε επαφή όχι μόνο με τις σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά και τους κύκλους. Πράγματι, κατά τον Π. Ανταίο: «Εργαζόμενος στην Πόλη ως λιμενεργάτης φορτοεκφορτωτής και μετά στα ρυμουλκά, συνδέθηκε με την οργάνωση Εργατική Ένωση, αναρχο-σοσιαλιστικών αρχών» (19/151). Γεγονός στο οποίο συνηγορεί και ο Μιχάλης Δημητρίου: «Μετά το γυμνάσιο (ή ορισμένες τάξεις του λένε άλλοι) εγκαταστάθηκε με συγγενείς του στην Πόλη. Εκεί μαθητής (ή νεαρός αργόσχολος για άλλους) ήλθε σε επαφή με ελληνικούς σοσιαλιστικούς κύκλους της «Πανεργατικής Λέσχης», όπου κυριαρχούσαν ο Σεραφείμ Μάξιμος και ο δημοσιογράφος Στέφανος Παπαδόπουλος. Λέγεται ότι ο πρώτος τον μύησε στις σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά και αυτό να μη συμβαίνει απολύτως, είναι γεγονός ότι ο Μάξιμος υπήρξε από τους ανθρώπους που τον επηρέασαν. Τον θυμάται, εκείνη την εποχή, ο Ιωακείμ Τσατσάκος, σ’ εκείνη τη «Λέσχη» με τις αναρχοσυνδικαλιστικές κατευθύνσεις, σαν ένα παιδί με σεβασμό στους μεγαλύτερους και ανοιχτά μάτια στις νέες ιδέες» (27/26-11-78). Ο Σεραφείμ Μάξιμος περιγράφει πως γνωρίστηκε με τον Ν. Ζαχαριάδη σε μια από τις συγκεντρώσεις της Πανεργατικής, που την τοποθετεί στα 1921: «Ο κόσμος, όμως που ερχότανε ήτανε τώρα πιο πολύς από πριν. Τα Σαββατοκύριακα μάλιστα μαζευότανε εκατοντάδες εργάτες από διάφορα επαγγέλματα, φέρνανε δε μαζί τους και νέους και νέες. Είχαμε καλά στελέχη μέσα στους εμποροϋπαλλήλους, όπως τον Ασημακόπουλο, που φυλακίστηκε πολλές φορές μετά από τους κεμαλικούς. Μας δίνανε την αίθουσά τους οι εμποροϋπάλληλοι και κάναμε απογευματινές συναντήσεις, όπου μαζευότανε κόσμος, έξω από τα άμεσα περιβάλλοντά μας. Σε μια απ’ αυτές ήρθε και ο Ζαχαριάδης ο Νίκος, νεαρός τότε και ντροπαλός. Και γνωριστήκαμε» (30/15-2-1958). Η επίσημη εκδοχή πάντως τοποθετεί την πρώτη επαφή του Ν. Ζαχαριάδη με την «Πανεργατική» στα 1919 (16, 18/20), και κατά τον Κ. Καραγιώργη: «Ανακατεύθηκε από παιδί σχεδόν στο επαναστατικό κίνημα της Πόλης» (17). Ενώ κατά τον Αλ. Δάγκα: «Το 1920 συμμετέσχε στις δραστηριότητες της Πανεργατικής και εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα» (65/341). Κατά τον Δ. Λιβιεράτο: «Τελικά η Πανεργατική αποτελέστηκε κυρίως από Έλληνες και Εβραίους» (32/62), ενώ κατά τον Δ. Βλαντά: «Μέλη της [Πανεργατικής] ήταν έλληνες, αρμένηδες, εβραίοι, βούλγαροι και σχετικά λίγοι τούρκοι» (2/11 αλλά και 104), αλλά από πουθενά δεν προκύπτει ότι μετείχαν, μαζικά, άλλοι πλην ελλήνων και τούρκων. Ίσως μεμονωμένα, ατομικά, να συνέβαινε αυτό, αλλά δεν αλλάζει την εικόνα. Και συνεχίζει ο Δ. Βλαντάς, διαγράφοντας Αδριανούπολη και Νικομήδεια: «Στην Πόλη απόχτησε την πρώτη επαναστατική πείρα» (2/11). Βέβαια δεν είναι ο μόνος. Και κατά τον Π. Ροδάκη στην Πόλη και στην «Πανεργατική», «πήρε το πρώτο βάφτισμα στις σοσιαλιστικές ιδέες» (7/9) και σε παλαιότερη εργασία του: «Αυτή είναι η εποχή που μυείται στο μαρξισμό και προσχωρεί στο κομμουνιστικό κίνημα» (73/50). Ακόμη και ο Αναστάσης Γκίκας αναφέρει: «Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το εργατικό κίνημα και τις σοσιαλιστικές ιδέες στην Κωνσταντινούπολη» (114/190). Στην νεκρολογία του Ν. Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» που εξέδιδε το ΚΚΕ (εσωτ) αναφέρεται ότι «Στα 1921, ναυτεργάτης, δουλεύει σε καράβια που κάνουν το δρομολόγιο ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και την Οδησσό» (10/10). Την ίδια άποψη έχει και ο Λ. Ελευθερίου (8/94). Υπάρχει ακόμη και η παρόμοια άποψη ότι: «Σε ηλικία 15 περίπου ετών αρχίζει να δουλεύει ως ναυτεργάτης στο δρομολόγιο ΟδησσόςΚωνσταντινούπολη» (13).
26
Αφού από φορτοεκφορτωτής αναβαθμίστηκε στα ρυμουλκά, αναβαθμίζεται πάλι και γίνεται ναυτεργάτης «στις μαούνες και στα πλοία της Μαύρης Θάλασσας» (23), γιατί όπως λέει η επίσημη εκδοχή: «Σε λίγο, σα ναυτεργάτης, άρχισε ταξίδια στη Μαύρη Θάλασσα ως τα μέσα του 1923 που έμεινε στη Σοβιετική ΄Ενωση» (16). Εδώ πρέπει να πούμε ότι το κείμενο εν προκειμένω εννοεί ότι στα μέσα του 1923 έφυγε από την Πόλη και πήγε στη Σοβιετική Ένωση. Όμως κατά τον Δ. Βλαντά: «έζησε στην Κωνσταντινούπολη για λίγο χρονικό διάστημα» (2/11 αλλά και 104), και ο Κ. Καραγιώργης, σε παλαιότερη εκδοχή του, λέει ότι: «Δούλεψε για λίγο ναυτεργάτης στα βαπόρια της Μαύρης Θάλασσας» (17), πράγμα που δέχεται και ο Νίκος Βαρδιάμπασης (23). Πάντως, κατά τον Κ. Καραγιώργη, με το να εργάζεται ως ναυτεργάτης: «Ήρθε έτσι σε πρώτη επαφή με τη μεγάλη σοβιετική χώρα» (17), και στην νεκρολογία του Ν. Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» που εξέδιδε το ΚΚΕ (εσωτ) αναφέρεται ότι «Τότε γνωρίζεται με Ρώσους επαναστάτες, δέχεται ισχυρή την επίδραση των ιδεών του Μεγάλου Οχτώβρη και προσχωρεί στο κομμουνιστικό κίνημα» (10/10). Κατά τον Λ. Ελευθερίου: «Στην Οδησσό γνωρίζεται με σοβιετικούς κομμουνιστές και γίνεται κομμουνιστής» (8/94). Κατά τον Ουίλλιαμ Χάρντυ Μακ Νηλλ: «επί τινα δε έτη κατόπιν ειργάσθη ως ναύτης εις την Μαύρην Θάλασσαν. Είχε πνευματικά χαρίσματα και ίσως ησθάνθη πικρίαν δια την τραχείαν ζωήν των Ελλήνων ναυτικών. Το 1921 ή το 1922 ήτο πλοίαρχος ενός σκάφους εις κάποιον ρωσικόν λιμένα και επέτυχε να γίνη δεκτός εις μίαν σχολήν μαρξιστικών σπουδών» (26/14-5-1947). Υπάρχουν ιστοριογράφοι που λένε ότι και ως ναυτεργάτης εργάστηκε σε συγγενείς: Κατά τον Μιχάλη Δημητρίου: «Συγγενείς του Ζαχαριάδη, εμπορευόμενοι, λέγεται ότι τον πήραν μαζί τους στα ταξίδια τους στη Σοβιετική Ένωση, μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων. Και έτσι, δεν υπάρχει τίποτα το ύποπτο για το θαυμασμό του και την παρουσία στη χώρα της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης» (27/26-11-78). Κατά τον Θεόδωρο Σαμπατακάκη: «Την περίοδο αυτή (από το 1919 έως το 1921) κάνει ταξίδια στη μεταπαναστατική Ρωσία, όταν συγγενείς του, οι οποίοι έκαναν εμπόριο στην περιοχή, τον έπαιρναν μαζί τους» (14), άποψη που συναντάμε και στον Άγγελο Ελεφάντη: «Συγγενείς του Ζαχαριάδη, εμπορευόμενοι στη Ρωσία, τον πήραν μαζί τους. εκεί βρέθηκε τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και συνδέθηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας» (90/162). Κατά άλλους, που έχουν ασχοληθεί μαζί του, δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά. Κατά την εκδοχή του Α. Χατζηαναστασίου: «Από το 1919 μέχρι το 1922 ο Ζαχαριάδης κυριολεκτικά αλήτευε στην Πόλι. Έγινε υπάλληλος ενός μπακάλη, δούλεψε χαμάλης στο Σιρκετζή, ένα διάστημα τον πήρε ένας σαράφης για βοηθό του στο περίφημο Χαβιαροχανο, μα τελικά έμπλεξε με κάτι αλήτας κομμουνιστάς, ανάμεσα στους οποίους ήταν ένας Λαύρας, ένας Κρητικός, ένας Βογιατζής και κάτι άλλοι που είχαν αρχηγό τους ένα γενειοφόρο τυχοδιώκτη, τον γνωστό μας Σεραφείμ Μάξιμο» (24/48-1955). Ο Μάρκος Βαφειάδης φαίνεται να συμφωνεί με την άποψη του «προβοκάτορα Χατζηαναστάση», όπως τον αποκαλεί ο ίδιος, λέγοντας για τον Ζαχαριάδη ότι: «έχει ολομόναχος εγκατασταθεί στην Πόλη» (47/305) και επίσης λέει ότι «Παραμένει στη Σ.Ε. από το 1922 μέχρι το 1923, όπου γίνεται και μέλος της Κ.Ν. της Σ. Ένωσης. Γυρίζει πίσω και στα 1923 στέλνεται στη Σ. Ένωση για να σπουδάσει» (47/305). Κατά την εκδοχή του Δημοσθένη Κούκουνα (επηρεασμένου από τον Α. Χατζηαναστασίου): «Στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρέθηκε από τη Νικομήδεια, χρειάστηκε για να επιβιώσει να κάνει διάφορες πρόχειρες δουλειές. Άλλοτε εργαζόταν σαν βοηθός μπακάλη, άλλοτε σαν φορτοεκφορτωτής και στο τέλος σαν βοηθός σαράφη. Τα κατάφερνε πολύ δύσκολα σε μια μεγάλη πολιτεία, που βρισκόταν υπό συμμαχική κατοχή» (22/7-8). Το πιθανότερο είναι, έξω από τις υπερβολές, την εποχή που «πείνασε» ή τις εποχές που δεν είχε δουλειά, να αναζητούσε το μεροκάματο και αλλού.
3. Η Πανεργατική Ένωση της Κωνσταντινούπολης Όπως διαβάζουμε στο Για μια Ιστορία του Αναρχικού Κινήματος του Ελλαδικού Χώρου και μάλιστα στο κεφάλαιο Αναρχοσυνδικαλιστικές Ιδέες και δράση στην Κωνσταντινούπολη: «Στις 25 Ιουλίου 1910, κυκλοφόρησε στην Κωνσταντινούπολη, μια επαναστατική εργατική δεκαπενθήμερη εφημερίδα, ο «Εργάτης», με πρωτοσέλιδο σύνθημα «Εργάτες της Τουρκίας
27
ενωθείτε!». Στην εκδοτική ομάδα, η οποία συγκροτήθηκε τον προηγούμενο χρόνο (1909) από τους Στέφανο Παπαδόπουλο, Ζαχαρία Βεζεστένη, Νίκο Γιαννιό και Β. Κουντούρη, συμμετείχαν κυρίως Έλληνες (τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων), αλλά δεν αποκλείονταν Τούρκοι, Αρμένιοι και άλλοι. Από τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, η εφημερίδα έγινε το εκφραστικό όργανο του Σοσιαλιστικού Κέντρου Τουρκίας, στο οποίο συμμετείχε ένα συνδικάτο τυπογράφων με «ηγέτη» τον Ζ. Βεζεστένη καθώς και μια ομάδα εκπαιδευτικών η οποία απαρτίζεται από τους Χ. Θεοδωρίδη, Σ. Γιαννακάκη, Ιορδανίδη, Ιωσήφ Ραφτόπουλο, Αφροδίτη Ικεντζόγλου και Υπατία Αδαμαντίδου. Όμως τον Δεκέμβριο του 1910, η νεοτουρκική εξουσία με αφορμή ένα επικριτικό άρθρο του Ν. Γιαννιού προς την τότε τουρκική κυβέρνηση στον «Εργάτη», έκλεισε και το Κέντρο και την εφημερίδα και συνελήφθησαν τα μέλη της εκδοτικής ομάδας, από τα οποία ο Β. Κουντούρης φυλακίστηκε, ο δε Γιαννιός απελάθηκε στην Ελλάδα (κατά άλλους δραπέτευσε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του). Ο Ζαχαρίας Βεζεστένης, παρά τις συνεχείς διώξεις, συνέχισε τις δραστηριότητές του, μετονόμασε το Σοσιαλιστικό Κέντρο Τουρκίας σε Ομάδα Κοινωνικών Μελετών, αλλά λίγο αργότερα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση της Διεθνούς Πανεργατικής Ένωσης, η οποία είχε μέλη κυρίως Έλληνες και μερικούς Εβραίους. Ήταν μια καθαρά συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας η πλειοψηφία των μελών ήταν προσκείμενη στον αναρχοσυνδικαλισμό. Μάλιστα, η οργάνωση βρισκόταν από την αρχή της συγκρότησής της σε άμεση επαφή με τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (IWW) των ΗΠΑ, από όπου προμηθευόταν έντυπο υλικό και πληροφορίες που μεταφράζονταν και δημοσιεύονταν στην εφημερίδα της οργάνωσης «Ελεύθερος Άνθρωπος», κυρίως με την ευθύνη του Ζ. Βεζεστένη. Επίσης, ο Ζ. Βεζεστένης είχε επαφές και έστελνε ανταποκρίσεις σε γαλλικές αναρχικές και εργατικές εφημερίδες όπως το “Le Temps Nouveaux” («Νέοι Καιροί») και “Bataille Syndicaliste” («Συνδικαλιστική Μάχη»). Ο ίδιος έγραψε και την μπροσούρα «I.W.W. Πανεργατική. Ο σκοπός, η οργάνωσις και το πρόγραμμά της», που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1920. Όπως εξιστορεί ο Κώστας Σκλάβος (στο βιβλίο του Νάσου Μπράτσου «Εργατικές Ιστορίες»), η Πανεργατική ήταν μια αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση υψηλού επιπέδου, με εσωτερική λειτουργία, συσκέψεις, συζητήσεις μελών κ.λ.π. Ο ίδιος ήταν μέλος της κατά το 1920, αλλά είναι άγνωστο πότε, πως και γιατί διαλύθηκε η οργάνωση αυτή. Κατά πληροφορίες, από την οργάνωση αυτή πέρασαν φυσιογνωμίες του κατοπινού ελληνικού αριστερού κινήματος, όπως ο Σεραφείμ Μάξιμος και άλλοι. Τέλος, με την οργάνωση φέρεται να συνεργάστηκε και ο Έλληνας αναρχικός του Καΐρου Σταύρος Κουχτσόγλου. Οι αναρχικές ιδέες διαδόθηκαν, επίσης, ανάμεσα στους αρμενικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης. Η αρμενική κοινότητα αριθμούσε τότε περίπου 100.000 άτομα, ενώ στη Θεσσαλονίκη οι Αρμένιοι ήσαν μόνο λίγες εκατοντάδες. Αναρχικοί στην πλειοψηφία τους αποτελούσαν την αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Αρμενικού Κόμματος «Χιντσάκ», που είχε ιδρυθεί το 1885 στη Γενεύη και εξέδιδε εφημερίδα με το ίδιο όνομα και η οποία το διάστημα 1893 – 1894 εκδιδόταν στην Αθήνα» (31). Οι πιο αυθεντικές μαρτυρίες για την «Πανεργατική» - απ’ αυτές που έχουμε - δεν μπορεί να είναι άλλες από αυτές ανθρώπων που την έζησαν και ειδικά του Σεραφείμ Μάξιμου. Επειδή έρχεται για πρώτη φορά στην δημοσιότητα στην εποχή μας και παρ’ όλο που αν και προσπαθήσαμε να την μαζέψουμε κάπως, είναι αρκετά εκτενής, τολμούμε για την πληρέστερη ενημέρωση του αναγνώστη να την δημοσιεύσουμε: Το 1918 ο Σεραφείμ Μάξιμος λιποτακτεί από τον τουρκικό στρατό και πιάνει δουλειά σ’ ένα επίτακτο γερμανικό φορτηγό πλοίο, που έπιανε στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Σε λίγο καιρό εγκαταλείπει το πλοίο και πάει με συγγενείς στο Σοχούμ όπου εργάζεται στις καπναποθήκες τους. Την άνοιξη του 1919 τον απολύουν και έρχεται στην Οδησσό τον Μάρτιο, όταν ήταν εκεί το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Από εκεί, μαζί με την επιμελητεία του ελληνικού στρατού φτάνει τον Απρίλιο στη Βεσσαραβία, στο Τσιτέα – Άλμπα, στη λίμνη Άκερμαν κοντά. Εκεί
28
τους αφήνει και φτάνει μόνος του στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και τελικά με κάποιο πλοίο στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη μένει πιά μόνος του (χωρίς την οικογένειά του) στο ελληνικό ξενοδοχείο «Η Χίος» στην προκυμαία του Γαλατά, που από κάτω είχε ένα καφενείο. Εκεί γνωρίζεται με τον θερμαστή Παπαδόπουλο που αντιπροσώπευε στην Πόλη το «Συνδικάτο Μεταφορών», που ήταν όπως λέει ο ίδιος ο Σερ. Μάξιμος (30/1-2-1958): «Μια πολύ ισχυρή ένωσι εργατικών σωματείων που είχανε σχέσι με τις θαλάσσιες μεταφορές: Μηχανικών, θερμαστών, ναυτών, μαγείρων. Το συνδικάτο αυτό είχε έδρα του τον Πειραιά. Επειδή όμως στην Πόλη καταπλέανε δεκάδες και δεκάδες ελληνικά φορτηγά και επιβατικά σκάφη και υπήρχανε πάντα δυσεπίλυτα ζητήματα, είτανε μια αντιπροσωπεία, με τον Παπαδόπουλο. Προπαγάνδιζε έντονα στους ναυτικούς την ανάγκη να είναι ωργανωμένοι, τους συμβούλευε να είναι ενωμένοι, τους έλεγε για τους Ρώσσους και για τη ρούσικη επανάστασι, για τα σοβιέτ, για το σοσιαλισμό». «Η τυχαία αυτή γνωριμία μου με τον Παπαδόπουλο, έγινε έτσι γνωριμία με το ελληνικό εργατικό και πολιτικό κίνημα. Και αφορμή να γνωρίσω ένα σωρό άλλους σοσιαλιστές και συνδικαλιστές, από την Πόλη αυτούς. Να βρεθώ δε στο κέντρο ενός ολόκληρου κύκλου ανθρώπων που δεν είχε μεν ωργανωμένη υπόστασι στο παρόν, κρατούσε όμως στα χέρια του μια ολόκληρη κληρονομιά και αποτελούσε μιάν έτοιμη ζύμη, για μιάν οποιαδήποτε παρόμοια, νέα δημιουργία. Ήτανε μαραγκοί και κτίστες, μαστόροι φημισμένοι για την τέχνη τους, τυπογράφοι, αρχιπρώτοι όλοι στη δουλειά τους, καλόκαρδοι και πολύ κοινωνικοί τύποι. Ο Χαρίτος, κι’ ο Ζέρμας με τα μεγάλα μουστάκια, ο Λυσαίος κι’ ο μαραγκός ο Ζαχαριάδης, ο Καλούμενος που τον εκτελέσανε προ ετών με τον Μπελογιάννη μαζί, στην Αθήνα, ο οικοδόμος ο Κρητικός, ο Λέανδρος και μερικοί άλλοι. Όλοι τους είχανε σοσιαλιστικές ιδέες από πριν, από τον καιρό των βαλκανικών πολέμων. Και λάβανε ενεργό μέρος στο κίνημα, είτε στα σωματεία, είτε στην πολιτική. Ξέρανε πολλά, πάρα πολλά και ήτανε μέσα στην εργατική ψυχολογία». Εν τω μεταξύ ο Σερ. Μάξιμος πιάνει δουλειά στο λιμάνι της Πόλης «στην υπηρεσία επιτάκτων πλοίων, του [ελληνικού] υπουργείου μεταφορών, στο γραφείο της Πόλης. Είχε τον ανεφοδιασμό και όλη τη φροντίδα για ένα σωρό επίτακτα επιβατικά αλλά και φορτηγά ελληνικά σκάφη, που περνούσαν καθημερινά από την Κωνσταντινούπολι, είτε προς τη Μαύρη Θάλασσα και τη Ρουμανία, όπου βρισκότανε ακόμα το εκστρατευτικό σώμα της Ουκρανίας, είτε προς τα κάτω, για την Ελλάδα, οπότε μεταφέρανε άνδρες και εφόδια». «Τα σκάφη αυτά που περνούν πρέπει να ανεφοδιάζωνται σε κάρβουνο και ότι για την παράδοσι και τον έλεγχο χρειάζονται άνθρωποι». «Η δουλειά μου ήτανε να καταγράφω την ποσότητα του κάρβουνου που παραδίδεται στο καράβι και να δίνω την κατάστασι» (30/4-2-1958) από την οποία εργασία μετά από λίγο παραιτήθηκε επειδή οι πάντες εκεί κλέβανε το ελληνικό δημόσιο. (30/4-2-1958) Ο Ζαχαρίας Βεζεστένης είναι η ψυχή της Πανεργατικής. Είδαμε λίγα βιογραφικά του πιο πάνω, αλλά ας δούμε πως τον περιγράφει και ο Σερ. Μάξιμος, για να τον γνωρίσουμε καλύτερα: «Ο Ζαχαρίας ο Βεζεστένης, παλαιό στέλεχος, αν και νέος στην ηλικία, είχε πάει στην Αμερική εν τω μεταξύ και μόλις ξαναγύρισε. Μου έλεγε λοιπόν για το εργατικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και μου μιλούσε με ενθουσιασμό για μια περίφημη εργατική οργάνωσι που είχε την ονομασία «Ιντούστριαλ Γουώκερς οφ δι Γουόρλντ» που θα πει: «Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου» (I.W.W.). Για το γραμματέα της μου έλεγε, τον ανθρακωρύχο, τον Χέιγκουντ, ότι είχε καταδικασθεί δυό φορές σε θάνατο, τον γνώρισα εγώ αυτόν αργότερα, και ότι κατά μία μεγάλη απεργία ανθρακωρύχων που είχεν οργανώσει, οι απεργοί κατάλαβαν τα ανθρακωρυχεία και πολέμησαν με τα όπλα για τα δικαιώματά τους. Και με προσηλύτιζε στον επαναστατικό συνδικαλισμό. Μου έλεγε ότι ο σοσιαλισμός χρεωκόπησε, ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης καταπροδώσανε τα εργατικά ιδεώδη, ότι οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράται πήγαν με τον Κάιζερ κι’ οι Γάλλοι με τον Πονανκαρέ κι’ οι Εγγλέζοι με τον Λόυδ Τζώρτζ και πολλά και πολλά. Κατέληγε δε με την επιγραμματική διατύπωσι του Μαρξ: «Η απελευθέρωσις των εργατών είναι έργον αυτών των ιδίων».
29
-Δεν χρειάζονται δικηγόρους στην υπόθεσί τους οι εργάτες, έλεγε ο Βεζεστένης. Είναι ικανοί να την φέρουν εις πέρας μόνοι τους. Αρκεί να οργανωθούν όπως πρέπει. Όπως είναι οι I.W.W. στην Αμερική. Η οργάνωσις αυτή των I.W.W. είχε ως βασική αρχή να συνενώσει τους μισθωτούς κατά εργοστάσια, κατά βιομηχανίες, κατά κλάδους βιομηχανιών και όχι κατά επαγγέλματα. Όλοι οι εργαζόμενοι σ’ ένα «Γιούνιον» σε μια Ένωσι δηλαδή, αδιάφορο αν ήτανε μηχανικοί ή υπάλληλοι του λογιστηρίου ή εργάτες των αποθηκών ή της μεταφοράς ή στα μηχανοστάσια μέσα. Εφ’ όσον όλες αυτές οι ειδικότητες συνέβαλαν στο να παραχθεί ένα και το αυτό προϊόν, δεν ήτανε λογικό, αντί η κάθε μια τους να ανήκει σ’ ένα επαγγελματικό σωματείο και να έχουμε έτσι δέκα σωματεία και δέκα αποφάσεις, δεν θα ήτανε λογικό, όλοι οι εργαζόμενοι να ανήκουν σ’ ένα και το αυτό σωματείο; Οι αρχές αυτές οργανώσεως, ήτανε άλλωστε, και οι πιο σύγχρονες στην πραγματικότητα της βιομηχανικής προόδου, η οποία είχεν εξαλείψει την συντεχνιακή διαίρεσι της εργασίας και μας παρουσίασε τους σημερινούς γίγαντες εργοστασίων που παράγουν, από πρώτες ύλες αυτούσιες ή σύνθετες, τα πιο ποικίλα προϊόντα. Η εργασία του μηχανουργού είχε τώρα στενά συνδεθεί με την εργασία του ηλεκτρολόγου, του μαραγκού, του ελαιοχρωματιστή, του τυπογράφου και του τεχνίτη κρυστάλλων ή του μάστορα που είχεν ειδικευθεί στα ανάκλιντρα, στους καναπέδες, για να κατασκευασθεί δε ένα αυτοκίνητο και να είναι έτοιμο προς παράδοσι, χρειαζότανε όλες οι ειδικότητες, κατά τρόπο που να μην μπορεί να λείψει καμμιά. Πως λοιπόν τώρα οι ειδικότητες αυτές, άρρηκτα συνδεδεμένες κατά την φάσι της παραγωγής του προϊόντος, θα χωριζότανε στο συνδικαλιστικό μέρος; Όλοι αυτοί που συνέβαλαν στην κατασκευή του αυτοκινήτου, δεν ήταν μήπως, όλοι τους μισθωτοί σε μια και την αυτή επιχείρησι; Γιατί να ανήκουν σε ένα σωρό επαγγελματικά σωματεία και όχι σ’ ένα και το αυτό, σε μια «βιομηχανική ένωσι»;».(30/7-2-1958) «Τα επιχειρήματα του Βεζεστένη τα εύρισκα τετραγωνικά. Κάπως έτσι θα έπρεπε να οργανωθούν οι εργάτες έλεγα, και όχι σε σωματεία, κατά επάγγελμα. Μετά από τα οργανωτικά ερχότανε τα άλλα, που αφορούσαν τις ιδέες, τις αρχές. Σε τι αρχές επάνω θα έπρεπε να στηρίξουν την οργάνωσί τους αυτοί οι μισθωτοί; Ο Βεζεστένης έλεγε ότι οι αρχές των «βιομηχανικών εργατών» ήτανε οι αρχές της πάλης των τάξεων, αυτούσιες και όχι παραμορφωμένες. Οι μισθωτοί όλων των κλάδων και όλης της παραγωγής, ωργανωμένοι σε μια και την αυτή οργάνωσι, θα διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους μέχρι τέλους και με όλα τα μέσα. Το ύψιστο δε δικαίωμα που είχαν να διεκδικήσουν ήτανε να συστήσουν οι ίδιοι τους μία κοινωνία, που να βασίζεται αποκλειστικά στην εργασία και να είναι κοινωνία ελεύθερη. Χωρίς βία. Χωρίς εξαναγκασμό. Που θα πει, χωρίς κράτος. Μπαίνανε εδώ, στη μέση, ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν, ο γαλλικός συνδικαλισμός με τις διακηρύξεις του, η αναρχική φυσιογνωμία του μεγάλου Μαλατέστα, ο Ισπανός ο Πεστάνα και αποχωρούσε από το προσκήνιο, συνεσταλμένος κάπως, ο Κάρολος Μαρξ. Ο Βεζεστένης ήτανε αναρχικός συνδικαλιστής και ερμήνευε τα πάντα μέσα σ’ ένα τέτοιο φως. Μου έδωσε και διάβασα Μπακούνιν, όπου στον πρόλογό του, μιλώντας για τον Μαρξ, έλεγε, ότι γι’ αυτόν ο Μαρξ παρέμενε πάντα ένας κρύος χεγκελιανός λογικιστής, όπως και για τον Μαρξ, αυτός – ο Μπακούνιν δηλαδή – δεν ήτανε παρά ένας αδιόρθωτος ρωμαντικός επαναστάτης. Μαρξ δεν είχα διαβάσει ακόμα και δεν ήξερα. Είχα όμως διαβάσει κι’ εγώ το «Προς τους νέους» του Κροπότκιν. Και του Γκουστάβ Ερβέ του Φραντζέζου, ένα αντιθρησκευτικό βιβλιάριο. Διαβάζαμε εν τω μεταξύ την «Βι Ουβριέρ» και μας στείλανε κι’ από το Παρίσι διάφορα βιβλία ή μπροσούρες για το τι είναι ο επαναστατικός σοσιαλισμός και τι η «Γενική απεργία». Πήραμε κι’ από το Μιλάνο από την «Ουμανιτέ Νουόβο» του Μαλατέστα ένα πακέττο έντυπα. Μέσα σ’ αυτά ήτανε και μια κάρτα έγχρωμη, που παρίστανε την «Γενική απεργία». Όλα τώρα όσα άκουα και όσα μάθαινα, ανταποκρινότανε στα συναισθήματα και στα παθήματά μου». «Φθάναμε όμως στους Ρώσσους, στην επανάστασι τη ρωσσική και κολώναμε. Και ο Βεζεστένης ο ίδιος σταματούσε κι’ αυτός. Η επανάστασι αυτή, η Οκτωβριανή, κατά την περίοδο την τοτινή προ πάντων, δεν έκαμε τίποτε άλλο, παρά να καταλύει. Να καταλύει το κράτος των τσάρων, να καταλύει
30
την εξουσία της βίας και να εγκαθιστά συμβούλια, τα σοβιέτ. Να εγκαθιδρύει δηλαδή την αυτοδιοίκησι των εργαζομένων του εργοστασίου και της γης. Αυτό, όχι μόνο μας ικανοποιούσε, αλλά μας ενθουσίαζε. Ο αναρχικός επαναστατισμός μας εύρισκε εδώ μια συνέπεια και μια πληρότητα. Δεν είχε να κάνει εδώ η σοσιαλδημοκρατία. Εδώ ήτανε η επανάστασις. Ναι. Αλλά την επανάστασι αυτή την είχε οργανώσει ένα κόμμα, το κόμμα των μπολσεβίκων. Που ήτανε πολιτικός οργανισμός, χωριστός από την εργατική τάξι, αν και κόμμα των εργατών. Εμείς όμως λέγαμε, ότι η εργατική τάξις δεν χρειάζεται κόμματα, ότι δεν έχει ανάγκη από δικηγόρους. Πως θα τα συμβιβάζαμε όλα αυτά; -«Θα περιμένουμε. Θα περιμένουμε και θα ιδούμε», μας έλεγε ο Βεζεστένης. Στο μεταξύ πλησίαζε η πρωτομαγιά. Είμαστε στα 1920. Συζητήσαμε και είπαμε, ότι, ναι μεν, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, γιατί μετριόμασταν στα δάχτυλα, αλλ’ ότι κι’ έτσι λίγοι που είμασταν, θα έπρεπε να μαζευτούμε κάπου και να εορτάσουμε. Το μέρος που θα πηγαίναμε ήτανε ο Κεράτιος κόλπος. Στο βάθος του, στον Κεάτ-Χανέ. Από παράδοσι μαζευότανε εκεί την Πρωτομαγιά ο κόσμος. Ήταν όπως σ’ εμάς, στην Αθήνα, με τον Άι Γιάννη το Ρέντη και το Μοσχάτο. Δώσαμε λοιπόν ραντεβού εκεί. Την τάδε ώρα, στην βαπορόσκαλα του Κεάτ-Χανέ. Όποιος πήγαινε πρώτος θα περίμενε τους άλλους». «Έγινε μια μικρή ομιλία για την πρωτομαγιά. Για την ιστορία της. Για την ιστορία της εδώ, στην Πόλη και την σημασία της την τωρινή. Σηκωθήκαμε μετά όλοι και τραγουδήσαμε ένα τραγούδι, στα ελληνικά και μετά ένα άλλο, εργατικό τραγούδι, στα τούρκικα. Καθήσαμε ύστερα κι’ ο Βεζεστένης, σηκώθηκε και μας απήγγειλε από του Κώστα του Χατζόπουλου, το “Σαν παραμύθι”» (30/8-2-1958).
Η ίδρυση της Πανεργατικής το 1919 «Το μεθεπόμενο χρόνο, δηλαδή στα 1922, κάναμε μια διαδήλωσι με χιλιάδες και χιλιάδες διαδηλωτές, άνδρες και γυναίκες. Εκατοντάδες χανούμισσες επί κεφαλής. Κι’ ένα σωρό Ιταλοί και Γάλλοι, φαντάροι και ναύτες, που παρακολουθούσαν τη διαδήλωσι και τραγουδούσαν μαζί μας». Εντωμεταξύ: «Σχεδόν σταθερός έγινε ο κύκλος μας τώρα. Κι οι συναντήσεις μας τακτικώτερες κι’ αυτές. Αρχίζαμε δε να βάζουμε κάποια τάξι στις συζητήσεις, για να μη χάνεται χρόνος. Ωρίζαμε από πριν τα θέματα που θα συζητούσαμε και λέγαμε και ποιος θα το αναπτύξει το καθένα. Το κυριώτερο από τα θέματα που συζητούσαμε, το πιο φλέγον, ήταν ο χαρακτήρας που θα έπρεπε να έχει η οργάνωσίς μας, μέσα στα περιβάλλοντα της Πόλης και μέσα στις συνθήκες εκείνης της εποχής. Αν θα ήτανε πολιτική οργάνωσι ή συνδικαλιστική, αν θα ήτανε ελληνική ή διεθνιστική. Το ότι θα έπρεπε να κάνουμε κάποιαν οργάνωσι, ήταν αυτονόητο. Έβγαινε από τα πράγματα. Το τι είδους όμως θα ήταν η οργάνωσις αυτή, τι χαρακτήρα θα είχε και τι μέσα δράσεως θα αποδεχότανε, αυτό παρέμενε αρκετά ακαθόριστο. Για κόμμα πολιτικό δεν γινότανε λόγος, επικρατούσε ολοένα και πιο πολύ η άποψις, να συστήσουμε μια συνδικαλιστική οργάνωσι, με κύριο έργο όχι να προπαγανδίζει ιδέες, αλλά να οργανώνει εργάτες. Και να τους οργανώνει κατά το σχέδιο και σύμφωνα προς τις αρχές της αμερικανικής οργανώσεως των «Βιομηχανικών εργατών του κόσμου». Ο Βεζεστένης μας είχε ήδη μεταφράσει το καταστατικό και μας το διάβασε. Το συζητήσαμε και συμφωνήσαμε ότι μια τέτοια οργάνωσι θα έπρεπε να συστήσουμε κι’ εμείς. Συζητήσαμε και πώς να την πούμε, ποιο θα ήτανε το όνομά της. Και το ωρίσαμε. Την είπαμε: «Πανεργατική». Αφού κάναμε όλα τα προκαταρτικά, μεταφράσαμε και το καταστατικό στα τούρκικα, ώστε να το επιδώσουμε στο υπουργείο, συμφωνήσαμε ότι θα έπρεπε να συνέλθουμε σε μια επίσημη, να πούμε συνεδρίασι, σε μια ιδρυτική συνέλευσι, όπου και να αποφασίσουμε.5 Και πραγματικά, σε λίγες ημέρες, έγινε κι’ αυτό. Μαζευτήκαμε στο επάνω πάτωμα των γραφείων της αρμενικής εφημερίδος 5
Κατά τον Δ. Λιβιεράτο: «Μετά από την καταδίωξη των πρώτων σοσιαλιστών στην Κωνσταντινούπολη το 1910, δημιουργήθηκε η «Διεθνής Πανεργατική Ένωση», για την οποία δυστυχώς δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Ούτε πότε ακριβώς ιδρύθηκε, ούτε πως έδρασε. Μάλλον όταν η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν κάτω από αγγλική κατοχή, ίσως και προηγούμενα, αφού υπήρχαν ένα σωρό εθνότητες που είχαν επαφή με το κίνημα της Ευρώπης» (32/62).
31
«Τζακανταμάρντ» μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα, κατάλληλη γι’ αυτές τις δουλειές, με μπάγκους, με βήμα να μιλήσεις και όλα. Ο Βεζεστένης έκανε την εισήγησι και πήρανε μετά το λόγο όλοι. Μίλησε ο Ζαχαριάδης ο μαραγκός, πολύ σταράτα κι’ ο Καλούμενος. Αυτοί είπανε ότι από τον καιρό που ανακατεύονται στην εργατική κίνησι, τα μάτια τους είδανε πολλά. Αλλά ότι ένα τους έμεινε τυπωμένο στο μυαλό: Ότι ο εργάτης έχει μεγάλη δύναμι στα χέρια του – είναι ο ίδιος του μεγάλη δύναμις – αλλά δεν το ξέρει, δεν το νοιώθει. Αν μπορέσουμε, είπαμε[,] να του δώσουμε να το καταλάβει αυτό, θα εκτελέσουμε ένα μεγάλο χρέος.
Ο προσεταιρισμός Τούρκων εργατών Οι ιδέες μας για τους πολέμους και τα εθνικά μίση αποκτούσαν τώρα μια μεγάλη σημασία για την οργάνωσι που σχεδιάζαμε να κάνουμε, κρίναμε την τύχη της. Η Κωνσταντινούπολι θα είχε τότε πάνω από δυό εκατομμύρια κάτοικους, μέσα δε εκεί ήτανε εργάτες από κάθε εθνότητα. Αλλά προ πάντων Τούρκους είχε πολλούς. Μερικοί κλάδοι, όπως οι μεταφορές στο λιμάνι και οι συγκοινωνίες – θαλάσσιες ή χερσαίες – είχανε αποκλειστικά σχεδόν τούρκικο το προσωπικό τους. Εμείς δε είμασταν Έλληνες. Πως θα τον πλησιάζαμε αυτόν τον κόσμο, να συζητήσουμε μαζί του για οργάνωσι, τη στιγμή που Έλληνες και Τούρκοι πετσοκοβότανε στη Μικρή Ασία; Η θέσι λοιπόν που θα παίρναμε απέναντι στον κεμαλισμό και στη μικρασιατική εκστρατεία, είχε να κάνει άμεσα με την οργάνωσι που θέλαμε να θεμελιώσουμε, αν θα επιτύχαινε ή όχι στο έργο της. Οι κεμαλικοί θα μας κατηγορούσαν ότι είμασταν πράκτορες της ελληνικής προπαγάνδας και οι Έλληνες θα μας λέγανε κεμαλικούς ή κάτι παρόμοιο. Έπρεπε λοιπόν να δώσουμε μιαν απάντησι σ’ αυτά, απάντησι δε όχι στα λόγια, στην πράξι! Και συμφωνήσαμε στο ποιά θα έπρεπε να είναι η απάντησί μας: Είμασταν κατά της αλληλοσφαγής που δεν ωφελούσε μήτε τους Τούρκους μήτε τους Έλληνες, αλλά τους ξένους. Και θέλαμε τη συναδέλφωσι. Δίναμε δε και το παράδειγμα της συναδελφώσεως, με την οργάνωσι που συστήναμε. Επειδή αυτή θα περιελάμβανε στους κόλπους της και Τούρκους μισθωτούς και Έλληνες» (30/9-2-1958). «Το τι λέγαμε κατά τις συζητήσεις αυτές δεν μπορώ να σας το περιγράψω με ακρίβεια. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι σύραμε φοβερές μονοκονδυλιές και καταλύσαμε το παν. Καταργούσαμε τα πάντα. Επάνω δε στα ερείπια που έκειντο μπροστά μας, κτίζαμε φανταστικούς κόσμους, με ευκολία απίστευτη». «Το ακροατήριό μας πύκνωνε τώρα. Και συζητούσαμε πιο έντονα πιο διεξοδικά και πιο πρακτικά. Με περισσότερη ευθύνη. Αρχίσανε να εγγράφωνται και νέα μέλη. Από οκτώ δε που είμασταν στην αρχή, γινήκαμε τώρα καμμιά τριανταριά. Χωριστήκαμε σε τμήματα, ανάλογα με τον κλάδο εργασίας και σχηματίσαμε χωριστούς κύκλους, με ειδικό καθήκον του κάθε κλάδου να συνδεθή με τους εργάτες του κλάδου τους. Και να προσπαθήσουν να τους οργανώσουν σύμφωνα με τα όσα πρεσβεύαμε. Συνεδριάζανε ιδιαίτερα, συζητούσαν και παίρνανε αποφάσεις όλοι μαζί» (30/11-2-1958). «Τα άμεσα προβλήματα που στεκότανε μπροστά μας και προ παντός το κυριώτερο απ’ αυτά – το μεγάλο βάσανο θα λέγαμε – ήτανε πώς να συνενώσουμε τους εργάτες, μα Τούρκοι ήτανε, μα Έλληνες, Αρμένηδες ή Εβραίοι, πώς να τους συνενώσουμε σε μια και την ίδια οργάνωσι. Να τους βοηθήσουμε δηλαδή, στο να οργανωθούν κατ’ αυτό τον τρόπο. Και μέσα απ’ αυτή τη μεγάλη προσπάθεια, να επιδιώξουμε να προσλάβουμε τους καλύτερους απ’ αυτούς στην οργάνωσί μας, την «Πανεργατική», όπου για να γίνεις δεκτός, ήθελε δυο πράγματα: Να είσαι μισθωτός και να πρεσβεύεις επαναστατικές αρχές. Και το πρώτο και το δεύτερο και την οργάνωσι των εργατών, χωρίς διάκρισι εθνότητας και την στράτευσι των καλύτερων απ’ αυτούς στους κόλπους της «Πανεργατικής», θα έπρεπε να τα πετύχουμε, με έναν συνδυασμό δράσεως και μορφώσεως. Το κυριώτερο ήταν η δράσις. Που όσο πλάταινε, όσο γινότανε μεγαλύτερη, τόσο περισσότερο ζητούσε τη μόρφωσι. Τόσο πιο πολύ γύρευε να αφομοιώσει πείρα, να κατακτήσει γνώσεις και να σύρει νοήματα. Ο συνδυασμός αυτός ήτανε καρποφόρος, αλλά απαιτούσε κόπο πολύ και ενημέρωσι σ’ όλα όσα συμβαίνανε, σ’ εμάς και σε άλλες χώρες. Αυτό το τελευταίο έγινε κι’ αυτό σιγά-σιγά.
32
Αρχίσαμε να παίρνουμε όλα σχεδόν τα έντυπα, συνδικαλιστικά ή πολιτικά των οργανώσεων της Ευρώπης, από όπου και μαθαίναμε τι κάνανε στη Γαλλία, τι συνέβαινε στην Ιταλία, τι γινότανε στη Γερμανία και τι στα Βαλκάνια. Η Σοβιετική Ένωση ήταν πάντα η μεγάλη πηγή» (30/12-2-1958).
«Σχέσεις με συνδικάτα Γαλλίας και Ιταλίας Είχαμε τώρα αποκαταστήσει σχέσεις με τα ιταλικά συνδικάτα και με τα βουλγάρικα, με τον γαλλικό συνδικαλισμό, αλλά προ πάντων με τα περίφημα I.W.W. της Αμερικής, που ήτανε για μας το μεγάλο πρότυπο και ίνδαλμα. Αλληλογραφούσαμε και ζητούσαμε οδηγίες για το πώς να κάνουμε τούτο και πως εκείνο. Αποκαταστήσαμε σχέσεις και με τη γενική συνομοσπονδία των εργατών της Ελλάδος. Παίρναμε δε τακτικά από την Αθήνα τον «Εργατικό Αγώνα» σε καμμιά εκατοστή αντίτυπα και τον κυκλοφορούσαμε. Το φύλλο αυτό μας άρεσε πολύ. Ήτανε καλά γραμμένο και σε σήκωνε, σε ενέπνεε. Η επιρροή όμως των «Βιομηχανικών εργατών του κόσμου» των I.W.W. δεν ημπορούσε να είναι και τόσο σταθερή επάνω μας, επειδή οι συνθήκες σ’ εμάς ήταν διαφορετικές και τα κοινωνικά και εθνικά περιβάλλοντα αλλοιώτικα κι’ αυτά. Μας βάραινε, πρώτα-πρώτα ο πόλεμος στη Μικρή Ασία που έμπαινε ανά πάσα στιγμή μπροστά μας, σαν πάσσαλος και μας εμπόδιζε τη συνεννόησι και την ενότητα με τους Τούρκους. Και είχαμε και τη ρούσσικη επανάστασι από τ’ άλλο μέρος που μας τηγάνιζε το τσερβέλο. Μας τόψηνε. Υπέβαλε τις συνειδήσεις μας σε μια καθημερινή δοκιμασία. Ένα μεγάλο ερωτηματικό σηκωνότανε από καιρό σε καιρό μπροστά μας, μήπως και είχαμε πάρει λανθασμένο δρόμο. Η απάντησις όμως που ερχότανε από τη ζωή μέσα, μας έλεγε ότι όχι, καλά τραβούσαμε. Μόλις χθες είχαμε αρχίσει, μια φούχτα άνθρωποι, μέσα από ένα καφενείο. Και είχαμε τώρα ένα κέντρο που χωρούσε και διακόσους και τρακόσους, με σάλες και γραφεία. Ξεπεράσαμε τα εκατόν πενήντα μέλη και διαθέταμε άμεση επιρροή σε χιλιάδες εργατών. Ετοιμαζόμασταν δε να αγοράσουμε τον «Νέο Άνθρωπο» και να τον καταστήσουμε όργανό μας. Η λέσχη μας η καινούργια, δεν ήτανε πια στο Γαλατά, ήτανε στο Πέραν. Στην αγγλική πρεσβεία, από το αριστερό μέρος, απέναντι. Πάνω από ένα εστιατόριο, τη φορά αυτή. Το Γαλατά τον είχαμε αφήσει. Δεν μας χωρούσε πια, μεγαλώσαμε. Όσο όμως και να μεγαλώσαμε κι’ όσο και να αυξήθηκε η επιρροή μας εξακολουθούσαμε να παραμένουμε μια οργάνωσι διεθνιστική μεν ως προς τις αρχές και τις διακηρύξεις της, ελληνική όμως στην πραγματικότητα.
Οι σοσιαλισταί του Χιλμή βέη Τον κλοιό αυτόν που μας τον στενεύανε τώρα πιο πολύ οι σωβινισμοί και κεμαλικοί πράκτορες, έπρεπε να τον σπάσουμε. Και προς τον σκοπό αυτό είπαμε να κάνουμε μια διπλή προσπάθεια. Ν’ αποκαταστήσουμε επαφή με το «Σοσιαλιστικό κόμμα της Τουρκίας», καθώς και με άλλες ομάδες Τούρκων αριστερών – αν υπήρχανε. Και να προσπαθήσουμε να φέρουμε στα σωματεία μας Τούρκους εργάτες, με όλα φυσικά τα δικαιώματα. Το πρώτο έγινε πολύ γρήγορα. Και δεν απέδωσε. Το περίφημο αυτό «Σοσιαλιστικό» κόμμα της Τουρκίας, δεν ήτανε τίποτε περισσότερο από ένα μεγάλο αγρόκτημα, ένα τσιφλίκι, ιδιοκτήτης του οποίου ήτανε ο Χιλμής ή Χιλμή βέης. Ο ίδιος αυτός Χιλμής, που τον περιέγραψε τόσο θαυμαστά ο σεβαστός μου φίλος στα περί σοσιαλισμού εν Τουρκία, καταχωρηθέντα. Ένας πρώην αξιωματικός της χωροφυλακής που έγινε «σοσιαλιστής» και εξέδιδε και την εφημερίδα «Ιστιράκ», πριν από τον πόλεμο ακόμα. Είχε δε κατά μια πρωτομαγιά ζητήσει να σταλεί προσωπικό τηλεγράφημα συγχαρητήριο στον Κάρολο Μαρξ, αν και ο Μαρξ είχε πεθάνει, αρκετές δεκαετίες πριν!! Τέτοιος σοσιαλιστής (30/13-2-1958). «Τον είδαμε δυό φορές, μου φαίνεται ακόμα και συζητήσαμε και πάλι, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Η δουλειά του είχε μεγαλώσει εν τω μεταξύ και στα χέρια των Αντατικών ήτανε ένα χαρτί κατά του κεμαλισμού. Τη δεύτερη μάλιστα φορά που τον είδαμε, είχα πάει εγώ εν τω μεταξύ στη Μόσχα και είχα γυρίσει. Το ήξερε αυτό ο Χιλμής.
33
«Τέτοια ταξίδια, στη Μόσχα, σαν και τα δικά σας, μας λέει, δεν τα κάνω εγώ. Θα επισκεφθώ κι’ εγώ τη Μόσχα και θα το ιδήτε. Αλλά όταν θα πάω θα πρέπει να πάω μ’ όλες τις τιμές. Θέλω ιδιαίτερο βαγόνι, εγώ, για να πάω στη Μόσχα, όχι εισιτήριο τρίτης θέσεως, όπως πάτε εσείς!» Τον σκοτώσανε οι κεμαλικοί, τον Χιλμή. Στα 1922, θαρρώ στην Πόλι, κατά το Σουλτάν Αχμέτ, μου φαίνεται, μέρα μεσημέρι». «Εκτός όμως από τον Χιλμή, υπήρχανε και διάφορες ομάδες ή και χωριστά πρόσωπα Τούρκων, που πρεσβεύανε τις αρχές του σοσιαλισμού και είπαμε να τα πλησιάσουμε κι’ αυτά. Η γνωριμία μαζί τους δεν εζημίωσε άλλωστε. Μερικά τέτοια πρόσωπα ήτανε πραγματικά μαρξιστές, πολύ επηρεασμένοι από τους μπολσεβίκους. Όπως ο γιατρός Χουσνή. Κι’ ένας άλλος, παιδαγωγός αυτός που έβγαζε και ειδικό περιοδικό για τα παιδιά, πολύ καλό όπως λέγανε και πολύ προοδευτικό. Ο παιδαγωγός αυτός – δεν συγκρατώ το όνομά του δυστυχώς, είχε σπουδάσει στην Ελβετία. Ήτανε δε στα χρόνια του πολέμου εκεί και γνώρισε, όπως μας έλεγε και τον Λένιν. Την επαφή αυτή με τους Τούρκους την κρατήσαμε όλα τα χρόνια. Δεν είχε όμως συνέπειες στο πρακτικό πεδίο του αγώνος, επειδή τα πρόσωπα αυτά δεν εξασκούσαν επιρροή στο τουρκικό εργατικό στοιχείο. Ο γιατρός ο Χουσνή, γύρω από τον οποίο συγκεντρωνότανε και οι περισσότεροι από τους Τούρκους αυτούς διανοουμένους, έβγαζε τότε κι’ ένα περιοδικό, το «Αϊντινλίκ» που αντιστοιχεί στο γαλλικό «Κλαρτέ» του Μπαρμπύς. Αργότερα πήγε ξανά και ξανά στη Μόσχα, ήτανε δε ένας ηγέτης της τουρκικής κομμουνιστικής κινήσεως.
Το σωματείον οικοδόμων Στις επαφές αυτές με τους Τούρκους εκ των άνω, που δεν μείνανε και τελείως άκαρπες, είχε τώρα προστεθεί μια σταθερώτερη σύνδεσι απ’ ευθείας με το τουρκικό εργατικό στοιχείο. Κατακτήσαμε με το μέρος μας το σωματείο των οικοδόμων που αριθμούσε πάνω από 7.000 μέλη».
«Αι επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας Τον πόλεμο αυτόν στη Μικρά Ασία τον αντικρύζαμε τώρα πολύ περισσότερο από πριν, στο πνεύμα μιας συναδέλφωσης των δύο λαών. Από την άποψι αυτή δεν συμπίπταμε με την γραμμή της Μόσχας, κατά την οποία, οι μεν Τούρκοι με τον Κεμάλ επί κεφαλής παλεύανε για εθνική ανεξαρτησία, οι δε Έλληνες και οι Άγγλοι ήταν το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Εμείς λέγαμε ότι ο πόλεμος στη Μικρή Ασία δεν εξυπηρετούσε μήτε τους Τούρκους, μήτε τους Έλληνες, αλλά τα ξένα συμφέροντα, τα συμφέροντα της Αγγλίας και της Γαλλίας κατά κύριο λόγο, καθώς και της Ιταλίας. Οι τρεις αυτές δυνάμεις βάζανε τους Έλληνες να βγάζουνε τα κάστανα από τη φωτιά, ενώ αυτοί διαπραγματευότανε κρυφά με τους κεμαλικούς, πάνω από τα κεφάλια μας. Λέγαμε ότι οι Τούρκοι πολεμούνε για την ανεξαρτησία τους κι’ έχουνε δίκιο να είναι κατά της συνθήκης των Σεβρών που είχε βγάλει τα εδάφη τους στο σφυρί. Και ότι οι Έλληνες δεν είχανε δίκαιο να είναι υπέρ της συνθήκης των Σεβρών και να πολεμάνε κατά των Τούρκων, επειδή η συνθήκη των Σεβρών τις ιστορικές απαιτήσεις του ελληνικού έθνους για ελευθερία και ένωσι, τις έβαζε κοντά-κοντά με τις αξιώσεις των Άγγλων, για τα πετρέλαια της Μοσσούλης. Ή κοντά-κοντά με τις Γαλλικές απαιτήσεις στη Συρία. Και καθιστούσε την Ελλάδα πράκτορα των ιμπεριαλιστών. Καταλήγαμε δε έτσι στο «κάτω ο πόλεμος και ζήτω η συναδέλφωσις»! Η άποψις αυτή ήταν διεθνιστική, ήταν αντιπολεμική, δεν ήταν όμως καθόλου μέσα στο πνεύμα του συσχετισμού ταξικών και εθνικών στοιχείων του αγώνος, με την έννοια του συνυπολογισμού και των δυό, ως συντελεστών επιτυχίας. Εμείς κυκλοφορούσαμε μέσα στα πλαίσια της δοξασίας, ότι ο παράγοντας «έθνος», πρέπει να υποτάσσεται στον παράγοντα «τάξις». Και κυριαρχούσε μέσα μας αυτό το σχήμα. Το οποίο δεν ελάμβανε υπ’ όψει του, παρά συσχετισμούς και αντιθέσεις κοινωνικών δυνάμεων, άμεσους. Όχι έμμεσους. Τον Κεμάλ και τον Βενιζέλο τους βάζαμε στην ίδια γραμμή. Θυμάμαι δε ότι σ’ έναν από τους «Νέους Ανθρώπους» που βγάζαμε τότε, καταχωρήσαμε στην πρώτη σελίδα, ένα μεγάλο σκίτσο, όπου τους είχαμε και τους δύο αλληλεγγύους και συνυπευθύνους για το αίμα που χυνότανε. Τους δε Αγγλογάλλους τους παρουσιάζαμε να στέκωνται στη γωνιά και να τρίβουν τα χέρια τους. Αυτό εσήμαινε ότι καταδικάζαμε τον πόλεμο της Μικρής Ασίας, από την άποψι ότι απεμάκρυνε τον ένα από τον άλλο, δυό λαούς που ζούσαν στον ίδιο χώρο. Και ότι ναι μεν ο Κεμάλ είχε δίκαιο να υπερασπίζεται την ανεξαρτησία του έθνους του, δίκαιο όμως ήτανε και το 34
αίτημα των εκατομμυρίων Ελλήνων που ζούσαν επί τόσους και τόσους αιώνες υπό οθωμανικό ζυγό, να ελευθερωθούν». (30/14-2-1958) «Τις συζητήσεις μεταξύ μας, που ήτανε πολύωρες, τις επηρέαζε άμεσα, αφ’ ενός μεν η μεγάλη καμπάνια του ελληνικού κόμματος κατά της εκστρατείας στη Μικρή Ασία και από το έτερο μέρος ο αντικομμουνισμός του Κεμάλ». «Είχαμε τέλος την αντίδρασι των κεμαλικών εναντίον μας, στο τούρκικο εργατικό στοιχείο μέσα, της Πόλης, όπου μας πολεμούσαν και μας παρουσίαζαν ότι είμαστε πράκτορες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στον αγώνα του προς διαμόρφωσι εθνικής συνειδήσεως, ο κεμαλικός συναντούσε σ’ εμάς ένα εμπόδιο, επειδή εμείς μεταδίδαμε στους Τούρκους εργάτες συνείδησι τάξεως και ταξικής αλληλεγγύης υπεράνω εθνοτήτων, ενώ αυτός μετέδιδε εθνικό πνεύμα και καλλιεργούσε μίση. Φυσικά, ο κεμαλισμός ήταν ένα προοδευτικό κίνημα, παρμένο από την πλευρά των σχέσεων της τουρκικής κοινωνίας που επικρατούσανε ως τότε. Στις εξωτερικές του δε σχέσεις, πολύ σοβιετόφιλος. Εύρισκε στη Σοβιετική Ένωσι μια άνευ όρων υποστήριξι, επειδή με τον αγώνα του κατά των ξένων σχημάτιζε αντιϊμπεριαλιστικό περιτείχωμα. Εκείνον τον καιρό, όσοι ήταν εχθροί των Σοβιέτ, εθεωρούντο και εχθροί του Κεμάλ ή και το αντίθετο. Όσο για μας, για την Ελλάδα, η συμμετοχή μας στην εκστρατεία της Ουκρανίας και η εκστρατεία στη Μικρή Ασία, την καταστήσανε εχθρό και των Σοβιέτ και του Κεμάλ φυσικά. Όμως η συνταύτισι αυτή κεμαλισμού και Σοβιετικής Ενώσεως, αφορούσε σχέσεις κρατών και όχι ιδεολογίες. Αν και σοβιετόφιλος ο κεμαλισμός, παρέμεινε μέχρι τέλους εχθρός του κομμουνισμού, στο εσωτερικό προ πάντων της χώρας του. Έντονα αντιιμπεριαλιστικός στάθηκε ωστόσο ένας εχθρός της εργατικής ιδεολογίας και η πολιτική του απέναντι στο κίνημά μας ήτανε βάρβαρη».
«Ο «Νέος Άνθρωπος» και η λογοκρισία Κάτω απ’ αυτές τις οξύτατες συνθήκες, γεμάτες «τριβόλους και ακάνθας», προχωρούσαμε ωστόσο. Και κάθε μέρα κάναμε και κάποιο νέο βήμα, έστω και μικρούτσικο. Μας βοηθήσανε φίλοι μας, άλλοτε αριστεροί και μετέπειτα πλούσιοι κι’ αγοράσαμε την εβδομαδιαία εφημερίδα «Νέος Άνθρωπος», από έναν αρχιμανδρίτη, που είχε το προνόμιο. Οι σύμμαχοι δεν επιτρέπανε τότε έκδοσι νέας εφημερίδος, μόνον μεταβίβασι αδείας εκδόσεως αναγνώριζαν. Τον κάναμε όργανό μας εβδομαδιαίο και τον τυπώναμε σ’ ένα τυπογραφείο, πίσω από την Οθωμανική Τράπεζα. Στο τυπογραφείο αυτό αρχιεργάτης ήταν ο Τσατσάκος, ένας λεπτός και αρκετά μουσμούλης. Προσεχώρησε κι’ αυτός στις ιδέες μας. Είχε δε αργότερα και στην Αθήνα μια κάποια δράσι». «Όσο για την κυκλοφορία μας, ήταν περιωρισμένη, όμως, ωστόσο προσέθετε ένα κύρος στην ύπαρξί μας. Ήτανε μια φωνή. Μπαίναμε σε μεγαλύτερα πεδία τώρα με το έντυπο που είχαμε και εκθέταμε δημόσια τις απόψεις μας, αν και η συμμαχική λογοκρισία δεν μας άφινε να πούμε ό,τι θέλαμε». «Στο διάστημα αυτό και στο νέο κέντρο του Πέραν που είχαμε πάει οι διαλέξεις μας έγιναν πιο συστηματικές και πιο πλατιές. Ο Βεζεστένης ο Ζαχαρίας είχε φύγει πίσω, στην Αμερική, όμως η σκιά του παρέμεινε μεταξύ μας, καθώς και οι ιδέες του. Εξακολουθούσαμε να κυκλοφορούμε μεταξύ Μπακούνιν, Κροπότκιν και Μαλατέστα, αν και ο Μαρξ έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερη θέσι στη συνείδησί μας, μας επηρέαζε δε τώρα αμεσώτερα ο σοβιετικός κομμουνισμός και ως ιδεολογία και ως πολιτική. Οι φυσιογνωμίες των Ρώσσων επαναστατών που συνωμοτούσαν μέσα στα σκότη του τσαρισμού, κυριαρχούσανε βέβαια μέσα μας, και μας παρωθούσανε σε παρόμοια κατορθώματα. Ολοένα και μας κατέκαιε η επιθυμία να κάνουμε κι’ εμείς κάτι παρόμοιο ένα «μεγάλο κατόρθωμα» σαν εκείνες τις περίφημες απόπειρες κατά των Τσάρων, αρχίσαμε δε να μαζεύουμε εκρηκτικές ύλες προς αυτό το σκοπό» (30/15-2-1958). «Στο σημείο αυτό οι ιδέες μας διαφέρανε από τις ιδέες του σοσιαλισμού, ως προς την οργάνωσι. Εμείς λέγαμε ότι των εργατών τους χρειάζεται μια και μόνη οργάνωσις, η δική τους. Η εργατική. Δεν έχουν ανάγκη λέγαμε, κι’ από δεύτερη, από πολιτική οργάνωσι, που να τους καθοδηγή στο τι να κάνουν. Υποστηρίζαμε να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις «εκ των ένδον» και όχι απέξω, εξωτερικές, θέλαμε δηλαδή ο αρτεργάτης να οργανώσει τον αρτεργάτη κι’ ο θερμαστής τον θερμαστή. Κι’ ο ηλεκτροτεχνίτης, τον ηλεκτροτεχνίτη. Κι’ ο σιδηροδρομικός, τον σιδηροδρομικό.
35
Από δική τους εσωτερική πρωτοβουλία και όχι από ξένη. Εδώ είχαμε τα προηγούμενα από την ιστορία της αμερικάνικης αυτής οργάνωσης των I.W.W., μια ιστορία πολύ διδακτική. Στελέχη της οργανώσεως αυτής έπιαναν δουλειά στον κλάδο που ήθελαν να οργανώσουν, υπήρχανε δε στελέχη που αλλάξανε και πέντε επαγγέλματα, προς αυτό το σκοπό. Έπρεπε δηλαδή να γίνεις κι’ εσύ εργάτης του κλάδου και να αναλάβεις οργανωτικό έργο, αν τα κατάφερνες. Όχι να παρουσιάζεσαι στους εργάτες, ως ένα ξένο προς την εργασία τους πρόσωπο, που τα ξέρει όλα και που θα τους πη πώς να κάνουν. Σαν κανένας παπάς που πρόκειται να τους δώσει τη Θεία Μετάληψι. Ουσιαστικά, η εργασία που κάναμε με την «Πανεργατική» δεν ήταν ωστόσο, παρά μια εργασία επαναστατικού κόμματος. Μόνο που δεν δεχόμασταν ως μέλη, παρά μόνο μισθωτούς, από κάθε κλάδο, φυσικά. Παρέμεινε δηλαδή ένα συνδικαλιστικό κέντρο οργανώσεως των εργατών, στη βάσι ωρισμένων αρχών».
«Διεθνές γραφείον συνεστήθη εις Μόσχαν Είχε τώρα συσταθεί στη Μόσχα ένα διεθνές προσωρινό γραφείο του επαναστατικού συνδικαλιστικού κινήματος, με επί κεφαλής τον Λοζόφσκι. Το γραφείο απηύθυνε έκκλησι προς όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να συνενωθούν γύρω από μια τέτοια κοινή προσπάθεια. Πήραμε κι’ εμείς την έκκλησι αυτή και την συζητήσαμε. Και αποφασίσαμε να προσχωρήσουμε στο προσωρινό γραφείο της Μόσχας. Είπαμε δε να στείλουμε κι’ ένα αντιπρόσωπο εκεί, να ιδή, να πληροφορηθή, να κατατοπισθή και να μας ενημερώσει. Ως τέτοιον αντιπρόσωπο εκλέξανε εμένα. Συνεδριάσαμε πριν φύγω και συζητήσαμε ξανά και ξανά. Για το τι ερωτήματα θα έθετα εκεί, όταν θα πήγαινα και τι θα έλεγα ως προς την κίνησί μας, στην Κωνσταντινούπολι». «Άρχισα να ψαχουλεύω για μέσο συγκοινωνίας – κανένα μικρό βενζινοκίνητο ή τίποτε άλλο παρόμοιο – για την Οδησσό. Εκείνο τον καιρό – αρχές του 1921 – η Αγγλία είχε θέσει προ πολλού τέρμα στον συμμαχικό αποκλεισμό της Ρωσσίας και διαπραγματευότανε την σύναψι εμπορικής συμφωνίας με τα Σοβιέτ». (30/18-2-1958) Ο Σεραφείμ Μάξιμος πραγματοποιεί αυτό το ταξίδι στη Μόσχα, που ήταν το πρώτο του και επιστρέφει στην Πόλη. Πριν φύγει συζήτησε με τους Σοβιετικούς:
«Αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής Το κύριο για μένα ήτανε το ταξίδι επιστροφής. Έπρεπε να γυρίσουμε καμμιά φορά πίσω στην Πόλη. Είχαμε άλλωστε κατασταλάξει σε πολλά ζητήματα και δεν υπήρχε πια κανένας λόγος να παραταθεί η διαμονή στη Μόσχα. Συμφωνήσαμε ότι έπρεπε να δώσουμε μια μεγαλύτερη πρωτοβουλία και προτεραιότητα στο τούρκικο στοιχείο. Η τουρκική κυριαρχία έτεινε να αποκατασταθεί εκ νέου και το προβάδισμα στους αγώνες θα έπρεπε να το έχουν τώρα οι Τούρκοι, όχι εμείς. Και είπαμε να διατηρήσουμε μια στενώτερη επαφή μεταξύ μας, ώστε να ανταλλάσσεται η πείρα και να συζητούνται πλατύτερα τα φλέγοντα θέματα του κινήματος. Μετά απ’ αυτά, πήρα το τραίνο και κατέβηκα στην Οδησσό» (30/63-1958). Στη συνέχεια ο Σερ. Μάξιμος περιγράφει το κλίμα που βρήκε στην «Πανεργατική» όταν επέστρεψε: «Αποφασίσαμε να μην παρουσιαστώ πουθενά μερικές ημέρες: ούτε στο κέντρο, ούτε στο τυπογραφείο. Να μην εμφανίζωμε δηλαδή μέχρις ότου δούμε αν θα παρουσιαστεί κανένας να με ζητήσει ή να ρωτήσουν τίποτα για μένα από την αστυνομία ή από αλλού. Δεν συνέβη όμως τίποτα! Πέρασε απαρατήρητο το πράμα και μέσα στα εκατομμύρια των κατοίκων κυκλοφόρησα κι’ εγώ κανονικά σαν αν μην είχε τίποτα συμβεί. Συνεχίσαμε τη δουλειά μας με τον «Νέο Άνθρωπο», με τις διαλέξεις, με ομιλίες. Είμασταν γενικά σε μιάν ανιούσα. Οι συζητήσεις όμως μεταξύ μας πήρανε μια οξύτητα μετά τα όσα εξέθεσα στο συμβούλιο της Πανεργατικής για το ταξίδι στη Μόσχα και τα προβλήματα που μπαίνανε εμπρός μας. Εξ άλλου και η
36
ίδια η κατάστασις στην Πόλη γινότανε πιο βαρειά, γιατί ο πόλεμος στη Μικρή Ασία έφθανε στο κατακόρυφό του και υπήρχε μίσος που το καλλιεργούσαν και από το ένα και από το άλλο μέρος. Ατμόσφαιρα βαρειά!». (30/8-3-1958) Τελικά ο Σερ. Μάξιμος συλλαμβάνεται από τους Άγγλους τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο 1921 και κρατείται χωρίς κατηγορία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1921, οπότε αποφυλακίζεται. Ποιός δρόμος ανοίγεται για την «Πανεργατική» σύμφωνα με τον Σερ. Μάξιμο;
«Υπό δοκιμασίαν η οργάνωσίς μας Το περιστατικό της συλλήψεώς μου έγινε αιτία να μπει ολόκληρη η οργάνωσίς μας σε μια δοκιμασία. Η πόρτα της φυλακής ήρθε τώρα πολύ κοντά στο κάθε μέλος και στον κάθε οπαδό, στον κάθε προσερχόμενο ακόμα. Και η πιθανότητα να βρεθείς σ’ ένα κρατητήριο, σ’ ένα μποντρούμι, επειδή ήσουνα δραστήριο μέλος ή και μόνο επειδή ήσουνα μέλος δεν έπρεπε καθόλου να αποκλείεται. Το ενδεχόμενο όμως αυτό προκαλούσε μια κρίσι συνειδήσεως στον καθένα που ήτανε και κρίσις ποιότατας, θα λέγαμε. Ξεχώριζαν οι χαρακτήρες τώρα. Οι αποφασιστικοί και οι εμποτισμένοι προχωρούσαν με περισσότερο μάλιστα θάρρος. Οι διστακτικοί αραιώνανε. Και οι τρεμούληδες παίρνανε πόδι. Γινότανε ένα ξεκαθάρισμα. Και ήταν σαν να περνούσαμε όλοι από ένα κόσκινο. Δεύτερος λόγος δοκιμασίας ήταν ότι η σύνδεσίς μας με τη Μόσχα έγινε τώρα πιο στενή. Και ο αναρχοσυνδικαλισμός μας εξασθενούσε, στο ιδεολογικό προ πάντων μέρος του. Εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε στην εργατική παντοδυναμία και οι αρχές που είχαμε αποκρυσταλλώσει κατά την πορεία μας με την βοήθεια και της μικρής μας πείρας, ήτανε ότι η οικονομία κυβερνά τον ανθρώπινο βίο και η βιομηχανία είναι το κλειδί της κάθε οικονομίας. Σαν οπαδοί των I.W.W. που είμασταν, είμασταν ούλτρα βιομηχανικοί. Αυτό δε μας ωθούσε στο βάθος των φαινομένων της οικονομίας που τα θεωρούσαμε φαινόμενα πρωτογενή, όλα δε τα άλλα εξηρτημένα και παράγωγα. Όσο ερχότανε πιο κοντά μας οι τελικές επιδιώξεις και τις ψαχουλεύαμε και τις συζητούσαμε, τόσο φεύγανε οι ενθουσιαστικές φαντασιώσεις και τόσο η ευθύνη γινότανε μεγαλύτερη. Αυτό συνεβάδιζε και με την διαπλάτυνσι της κινήσεως. Παίρνανε τώρα μέρος σ’ αυτήν χιλιάδες άνθρωποι και θα μπαίνανε αύριο μυριάδες και το πράγμα δεν ήταν τόσο απλό, όσο φαινότανε ή όπως το βλέπαμε πριν».
«Αι προετοιμασίαι δια την 1ην Μαΐου [του 1923] Πλησίαζε η Πρωτομαγιά στο μεταξύ και λέγαμε να διαδηλώσουμε με όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Αρχίσαμε τις προετοιμασίες και τις συννεοήσεις έναν μήνα πριν. Ήρθαμε και με τον Χιλμή σε μια συμφωνία να συμπράξουμε για μια επιβλητικώτερη εμφάνισι. Αυτός μας είπε ότι αν και δεν μπορεί να συνεργασθεί εκ του φανερού μαζύ μας θα μας ενίσχυε όμως. Θα απεργούσανε τα τραμ, θα απεργούσαν και άλλοι κλάδοι που είχε υπό την επιρροή του και θα συνιστούσε, μας είπε, στους απεργούς να προσέρχωνται στη δική μας τη συγκέντρωσι, σύμφωνα με το δικό μας σχέδιο. Το οποίο διελάμβανε συνοικιακά σημεία συναντήσεως και κεντρικώτερα και στο τέλος ενοποίησι όλων σε ένα ή δύο σημεία όπως και έγινε. Ήτανε η πρώτη Πρωτομαγιά που είδα στη ζωή μου, έτσι μεγάλη και επιβλητική. Είχαμε ετοιμάσει μεγάλα πανώ με επιγραφές σε τρεις γλώσσες. Σε ελληνικά, τούρκικα και σε γαλλικά. Και γράψαμε απάνω το «Εργάτες όλου του κόσμου ενωθείτε!» Και «Διεθνής Ένωσις των Εργατών» που τούρκικα λεγότανε «Μπέινεν Μιλέλ Ιστσί Μπιρλιγί». Ετοιμάσαμε μετά μικρότερα πανώ που τα στείλαμε στις συνοικίες, για τους διαδηλωτές ή στα σωματεία για τα επαγγέλματα που θα λαβαίνανε μέρος. Και ετοιμάσαμε και ένα άδειο πεντακοσάρικο… βαρέλι το οποίο θα μας χρησίμευε ως βήμα, κατά την πορεία της διαδηλώσεως. Όταν και όπου θέλαμε να μιλήσουμε, θα σηκώναμε το βαρέλι όρθιο, θ’ ανέβαινε ο ομιλητής απάνω, να πει αυτά που ήθελε να πει και μετά, πάλι εμπρός! Όλα γίνανε με υποδειγματική οργάνωσι. Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται πρωί-πρωί στα σημεία που είχαμε ορίσει και σύμφωνα με το σχέδιο που τα καθόριζε όλα. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο οι διάφορες αυτές συνοικιακές
37
συγκεντρώσεις ενωνότανε σε άλλες μεγαλύτερες κι’ αυτές πάλι σε άλλες, ώσπου κατασταλάζανε όλες μαζύ σε μια μεγάλη, ενιαία διαδήλωσι που αρχινούσε από τα Ταξίμ και τελείωνε στο σταθμό του Τούνελ. Επικεφαλής είχε ως πεντακόσιες χανούμισσες που κρατούσανε σημαίες κόκκινες με επιγραφές και συνθήματα αλληλεγγύης, αρκετές από τις χανούμισσες αυτές, φέρανε φερετζέδες που τους είχανε σηκωμένους. Μετά ερχότανε δικές μας γυναίκες, της Πανεργατικής, με σημαίες. Και ακολουθούσε η οργάνωσίς μας. Ένας από το αριστερό κι’ ένας άλλος από το δεξί πεζοδρόμιο του δρόμου, κρατούσανε σε κοντούς απάνω, πελώρια κόκκινα πανώ και ακολουθούσε πλήθος από σημαίες» (30/14-3-1958).
«Το ελληνικόν δράμα εις το αποκορύφωμα Το ελληνικό δράμα έφθανε εν τω μεταξύ στο αποκορύφωμά του. Οι κεμαλικές προετοιμασίες ήταν μεγάλες. Και οι ελληνικές αδυναμίες μεγαλύτερες. Μετά τη μάχη του Σαγγαρίου, οι κεμαλικοί θεωρούσαν πιά βεβαία τη νίκη τους. Και η συμπεριφορά τους γινότανε ολοένα και πιο αλαζονική. Στην ανεξάρτητη μικρή δική μας κίνησι συναδελφώσεως, διακρίναμε πια ένα φανερό εχθρό. Και όσο μεγαλώναμε εμείς, τόσο δεχόμασταν τα βέλη τους, υπό μορφή συκοφαντιών ή και ραδιουργίας. Φυσικά ανταποδίδαμε κι’ εμείς τα ίδια, όχι σε ραδιουργίες, αλλά σε φανερές κατηγορίες και τους ζητούσαμε να μας πουν, τι έγινε με τον Λιγδόπουλο και πως σφάξανε στην Τραπεζούντα τον Μουσταφά Σουπχή και δέκα πέντε άλλους Τούρκους κομμουνιστάς. Οι σχέσεις μας στο εργατικό στοιχείο, όπου τους συναντούσαμε είχανε πολύ εκτραχυνθεί. Μετά μάλιστα τη συνάντησι που ανέφερα με τον Τεφήκ Ρουσδή και όλη αυτή τη σκηνοθεσία του «κομμουνιστικού κόμματος της Άγκυρας», που δεν δίστασα διόλου να την παρουσιάσω και να την καταγγείλω και να διαμαρτυρηθώ, δεν τα πηγαίναμε καθόλου καλά. Ήταν φανερό, ότι μόλις θα ερχότανε στα πράματα, εκεί στην Πόλη, θα μας εξοντώνανε. Από το άλλο μέρος, ο φιλοσοβιετισμός τους, έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις (30/15-3-1958). Στη συνέχεια έχουμε το τέλος του πολέμου με την κατάληψη της Σμύρνης από τους Κεμαλικούς και έτσι φτάνουμε πιά στην ήττα και στην άτακτη υποχώρηση. Οι φαντάροι εξαγριώνονται:
«Ο στρατός εξεγείρεται εις την Ραιδεστόν ….. Οι πληροφορίες ότι στη Ραιδεστό στασίασε ο ελληνικός στρατός και υψώσανε κόκκινες σημαίες και σχηματίσανε οι φαντάροι ένα είδος συμβούλια με αιτήματα την άμεση ειρήνη και την καθεστωτική αλλαγή, οι πληροφορίες αυτές ήρθανε και από άλλες μεριές. Και κάτι δημοσιεύτηκε και στις εφημερίδες. Δυό βήματα ήταν άλλωστε η Ραιδεστός και πηγαινοερχότανε κόσμος εκεί, κάθε ημέρα. Αν και οι Εγγλέζοι είχαν εγκαταστήσει τώρα έλεγχο στις συγκοινωνίες μεταξύ Πόλης και Α. Θράκης, χερσαίες ή θαλάσσιες. Και δεν αφήνανε χωρίς άδεια. Σκεφθήκαμε ότι τα γεγονότα της Ραιδεστού μπορούσανε να είναι μια απαρχή καινούργιας σελίδας στην ιστορία μας, πιο πολύ ένδοξης από τις επιχειρήσεις στη Μικρή Ασία. Και να ασκήσουνε αποφασιστική επίδρασι στην εξέλιξί της. Και αποφασίσαμε να πάω στη Ραιδεστό. Συμφωνήσαμε για το πώς θα έπρεπε να ενεργήσω και όλα. Προσωπικά, το θεώρησα αυτό και σαν ένα χρέος προς τις ιδέες μου και σαν ένα χρέος στον τόπο μου. Θράκη ήταν η Ραιδεστός και Θρακιώτης ήμουνα κι’ εγώ και στη Θράκη λαμβάνανε χώραν τα γεγονότα.
«Κρυφά φεύγω δια την Μόσχαν» Το μόνο που μας δυσκόλευε ήταν ότι έλειπε η επαφή με την Αθήνα. Είχε διατάξει τότε η κυβέρνησις πολλές συλλήψεις δικών μας και φυλάκισε στου Συγγρού στελέχη της κινήσεως, όπως τον Γεωργιάδη, τον Σίδερη τον Αριστοτέλη, τον Κορδάτο τον Γιάννη, τον Μπεναρόγια, τον Πετσόπουλο και άλλους. Με την κατηγορία ότι διαλύσανε το μέτωπο με την αντιπολεμική τους προπαγάνδα και ήταν ένοχοι της καταστροφής. Προετοίμαζε δε τότε η κυβέρνησις των Αθηνών μια μεγάλη σκηνοθεσία προς τον
38
σκοπό να αποσείσει τις ευθύνες από τους ώμους της και να τις φορτώσει σε αλλονών τους ώμους. Η «επανάστασις Πλαστήρα» έθεσε ένα τέρμα στην ανέντιμη αυτή πρόκλησι. Πήγα στο ελληνικό προξενείο και μου βγάλανε ένα διαβατήριο. Και από κει τράβηξα στο αγγλικό κοντρόλ, να μου το ελέγξουν και να εγκρίνουν την άδεια. Δεν έγινε όμως τίποτα απ’ αυτά. Οι Εγγλέζοι δεν εγκρίνανε την μετακίνησί μου και δεν μου δώσανε τη βίζα. Έτσι το ταξίδι ματαιώθηκε. Λίγες ημέρες αργότερα, ένα πρωί, πολύ πρωί, έβλεπα τον Τούρκο τον αστυνομικό που με είχε συλλάβει την προηγούμενη φορά, τον έβλεπα να κόβει βόλτες κάτω από το σπίτι μου. Τον άφησα να περιμένει, ενώ εγώ πέρασα από την ταράτσα στο διπλανό σπίτι κι’ από την πόρτα του διπλανού σπιτιού σ’ έναν γειτονικό δρόμο κι’ έφυγα. Ήτανε φανερό ότι οι Εγγλέζοι είχαν καταλάβει περί τίνος επρόκειτο και διατάξανε νέα σύλληψι. Η μετάβασί μου στη Ραιδεστό, ανάμεσα στους επαναστατημένους Έλληνες φαντάρους, ματαιώθηκε, χωρίς αυτό να σημαίνει καν ένα λάθος στην Ιστορία. Μια εβδομάδα αργότερα έφευγα για την Οδησσό, μ’ ένα βαποράκι μικρό πάλι, όπως η «Μαριέττα». Κρύφτηκα μέσα και φύγαμε. Και φθάσαμε στη Ρωσσία μια χαρά. Η κατάστασις στην Οδησσό, που την ξαναέβλεπα τώρα, είχε πολύ αλλάξει και οι συγκοινωνίες λειτουργούσαν κανονικά σχεδόν. Πήρα το τραίνο κατ’ ευθείαν για τη Μόσχα. Και μετά δυό ημέρες ήμουνα στη σοβιετική πρωτεύουσα, για δεύτερη φορά. Ένα μήνα μετά, πίναμε το κατοσταράκι μας σ’ ένα υπόγειο ταβερνάκι της αγοράς, στην Αθήνα, με τον μακαρίτη τον Τάκη το Φίτσο μαζί και το λογοτέχνη τον Βουτυρά τον Δημοσθένη». (30/18-3-1958) «Η διαδρομή από Κωνσταντινούπολι – Μόσχα και από Μόσχα – Αθήνα μέσω Βερολίνου και Βιέννης, ήτανε διαδρομή ανάμεσα από διάφορες κοινωνίες και διάφορους πολιτισμούς. Κι’ έδινε αφορμή σ’ ένα σωρό παρατηρήσεις και συγκρίσεις». (30/19-3-1958) Αλλά υπάρχει και η μαρτυρία του Κώστα Σκλάβου: «Η «Πανεργατική» (η πλήρης επωνυμία της ήταν, αν θυμάμαι καλά, Διεθνής Πανεργατική Ένωση), ήταν οργάνωση αναρχοσυνδικαλιστική, που φιλοδοξούσε να ενώσει στις γραμμές της τον εργατοϋπαλληλικό κόσμο της Πόλης, άσχετα από έθνος, φύλο και θρήσκευμα. Την εποχή εκείνη όμως μέλη της ήταν κατά πλειονότητα Έλληνες και κατά δεύτερο λόγο Εβραίοι της Πόλης, που μιλούσαν Γίντις, ένα είδος πολύ παρεφθαρμένης γερμανικής. Η Πόλη τότε βρισκότανε υπό αγγλική κατοχή και γι’ αυτό, ίσως, η «Πανεργατική» λειτουργούσε ελεύθερα. Η οργάνωσή μας, είχε στενή επαφή με μιά μεγάλη αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση των ΗΠΑ, που ήταν γνωστή με την επωνυμία «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» και είχε αποδεχτεί το πρόγραμμά της. Η έδρα της μεγάλης αυτής οργάνωσης ήταν το Σικάγο και το πρόγραμμά της, προέβλεπε την κοινωνική αλλαγή. Την κατάργηση του καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα και του Κράτους και την εγκαθίδρυση της «βιομηχανικής δημοκρατίας» με βασικό κύτταρο το εργοστάσιο, όπου ο εργαζόμενος ελέγχει άμεσα την παραγωγική διαδικασία και ασκεί γενικότερα την εξουσία της τάξης. Η οργάνωση δεν πίστευε στην πολιτική δράση (κοινοβουλευτική κλπ.) αλλά θεωρούσε τα συνδικάτα και τον προορισμό τους καθώς και τη γενική απεργία, σαν τα πιό πρόσφορα μέσα για την επίτευξη των προγραμματικών της στόχων». «Ψυχή της «Πανεργατικής» ήταν ο Σεραφείμ Μάξιμος και ο τεχνίτης ξυλουργός Ηλίας Ζαχαριάδης (καμιά σχέση με τον Νίκο). Ο Μάξιμος ασκούσε προσωπική επιβολή με την ρητορική του δεινότητα, τις θεωρητικές του γνώσεις και τη μεγάλη του πολιτικότητα. Ο Ηλίας Ζαχαριάδης ήταν ο ηγέτης των εργατών και γραμματέας της οργάνωσης. Οι εργάτες αποτελούσαν και την πλειοψηφία των μελών. Αντίπαλος του Μάξιμου και του αναρχοσυνδικαλισμού στην Πόλη ήταν ένας Εβραίος με γαλλική μόρφωση, ο Γκίλσμεργκ, πεπεισμένος κομμουνιστής, που προκαλούσε συζητήσεις γύρω από το θέμα «αναρχοσυνδικαλισμός ή κομμουνισμός». Πεπεισμένοι αναρχοσυνδικαλιστές δεν υπήρχαν στην οργάνωση, με εξαίρεση μερικούς ραφτάδες και μαραγκούς. Και προπαντός δεν ήταν τέτοιοι ο Μάξιμος και ο Ηλίας Ζαχαριάδης, που είχαν συνδέσει την «Πανεργατική» με τα σοβιετικά συνδικάτα.
39
Στη Σοβιετική Ένωση πήγα στα μέσα του 1922, με γράμμα της οργάνωσης προς τα σοβιετικά συνδικάτα υπογραφόμενο από τον Ηλία Ζαχαριάδη. Τότε ήταν απαραίτητο για να πας, μιά συστατική επιστολή από κάποια φιλική οργάνωση» (27/14-11-1978). Και συμπληρώνει παρακάτω ο Κώστας Σκλάβος: «Τον Μάιο του 1924 γύρισα στην Ελλάδα, αφού πέρασα για λίγο από την Πόλη. Δεν υπήρχε πιά η “Πανεργατική”» (27/14-11-1978). Όπως αναφέρει ο Δ. Λιβιεράτος: «Ακριβώς δεν ξέρουμε πότε και πως διαλύθηκε αλλά μάλλον με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την αποχώρηση των περισσότερων ελλήνων. Πάντως το 1924 δεν υπήρχε πια» (32/62).
4. Μια περιγραφή του τέλους της Πανεργατικής Ο Φοίβος Οικονομίδης, μετά από μιά συνάντηση που είχε στη Μαριούπολη με τον Γιάννη Παπαδόπουλο το 1991, μας δίνει μια εικόνα για το πώς φυλλορρόησε η «Πανεργατική»: «Ο πατέρας του Γιάννη Παπαδόπουλου, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος καταγόταν από την Κοζάνη και η μητέρα του από την Κρήτη. Έμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος εργαζόταν στις οικοδομές από 12 χρονών παιδί. Σύχναζε στην Πανεργατική Λέσχη της Πόλης, εκεί όπου διασταυρώνονταν διανοούμενοι και εργάτες από διαφορετικά έθνη. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν για τον σοσιαλισμό, για έναν δικαιότερο κόσμο. Από την επαναστατημένη Ρωσία επέστρεψε στην Πόλη ο Σεραφείμ Μάξιμος που δημιούργησε μια ισχυρή οργάνωση. Εκεί ο νεαρός Γιάννης Παπαδόπουλος, που είχε γεννηθεί το 1909, συναντούσε, το 1923 και το 1924, τον Νίκο Ασημακόπουλο, τον πατέρα της Έλλης και της Ιφιγένειας, τον Νίκο Νικολαΐδη, που ήταν «καθ’ εαυτού ηθοποιός, θεατρίνος». Γνώρισε μεταξύ άλλων και τον Νίκο Ζαχαριάδη, τον κατοπινό αρχηγό του ΚΚΕ, που ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερός του. Μια μέρα του 1924, τη χρονιά που πέθανε ο Λένιν, μια μεγάλη ομάδα Ελλήνων περί την Πανεργατική Λέσχη της Πόλης αποφάσισαν να μεταναστεύσουν «στην πρώτη χώρα των εργατών και χωρικών». Ανάμεσά τους ο Γιάννης Τσατσάκος, ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, ο Απόστολος Ντίνας, ο Καραγιάννης, ο Μίλτος Μακρής, ο Κώστας Κρυπτόπουλος κ.ά. Τότε ακόμα τα πράγματα δεν ήταν «σφιχτά», μπορούσες σχετικά εύκολα να ταξιδέψεις προς την ΕΣΣΔ. Το ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης έδωσε διαβατήρια στους έλληνες. «Ξεσηκωθήκαμε οικογενειακώς – διηγείται ο Γιάννης Παπαδόπουλος – συνολικά 33 Έλληνες, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Μια μέρα του Σεπτεμβρίου του 1924 μπήκαμε όλοι σ’ ένα πλοίο σαράβαλο με περσική σημαία. Στη Μαύρη Θάλασσα οι μηχανές του πλοίου σταμάτησαν για κάμποσες ώρες. Τελικά, μετά από κάποιες μέρες φτάσαμε στη Σεβαστούπολη. Οι δικοί μας, ιδεολόγοι κομμουνιστές, με το που είδαν τον πρώτο σοβιετικό στρατιώτη επάνω στο σκάφος άρχισαν να τον φιλούν». Η οικογένεια του Κ. Παπαδόπουλου ήταν πενταμελής. Ο ίδιος, η γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους, η Ζωίτσα, ο Θανάσης και ο Γιάννης: «Στην αρχή που ήρθαμε – συνεχίζει ο Γιάννης – η χώρα είχε έντονο πληθωρισμό και η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) του Λένιν ήταν σε εξέλιξη». Στη Σεβαστούπολη παρέμειναν έναν μήνα, στα κτίρια της κρατικής ασφάλειας, της NKVD. Μετά τους μετέφεραν στη Συμφερούπολη, όπου έμειναν σε στρατώνες. Τον ρωσικό χειμώνα του 1925 οι έλληνες μετανάστες έφτασαν στη Μόσχα: «Τον πρώτο καιρό διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν προβλήματα. Οι 80 ήταν άνεργοι και οι 20 εργάζονταν. Καλή ζωή ήταν για εκείνους που είχαν χωθεί στο εμπόριο. Όλα τα αγόραζαν οι νέοι έμποροί από τους ξεπεσμένους αριστοκράτες. Όμως το 1927-1928 η ανεργία κατέβηκε. Καλυτέρεψαν τα πράγματα. Οι οικοδομές και τα εργοστάσια έπαιρναν μπρος. Το ρούβλι ανέβηκε. Οι κοπερατίβες είχαν μια πλούσια ζωή. Η ΝΕΠ απέδιδε καρπούς. Οι χωρικοί έρχονταν με τ’ αμάξια στη Μόσχα το 1927, το ’28, και πουλούσαν πατάτες, λάχανα, καρότα για λίγα καπίκια».
40
Αλλά το 1929 ο Στάλιν νιώθει ότι έχει επικρατήσει, έχει τις δικές του απόψεις. Αρχίζει η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, η κατάργηση της ΝΕΠ. Αρκετά είδη αρχίζουν να δίνονται με κουπόνια. Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι 33 έλληνες μετανάστες αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα δεν είναι ιδανικά. Έτσι αρκετοί, «Σχεδόν οι μισοί», επέστρεψαν στην Πόλη. Κυρίως οι νέοι, όσοι δεν είχαν μαζί τους παιδιά» (33/30-8-2009). Ο Γιάννης Παπαδόπουλος καταθέτει την μαρτυρία του για το τι απέγιναν οι ιδεολόγοι από την Κωνσταντινούπολη: «Ο πατέρας του Γιάννη, ο Κ. Παπαδόπουλος, πέθανε στην εξορία το 1944. Η μητέρα του πέθανε το 1966 στη Σιβηρία. Στην Κακάντα της Σιβηρίας πέθαναν εξόριστοι ο Μίλτος Μακρής και η γυναίκα του Ειρήνη. Στην Κακάντα αυτοκτόνησε και ο Γιάννης Τσατσάκος. Ήταν τυπογράφος. Το 1937 τον φυλάκισαν και, όταν τέλειωσε η ποινή του, το 1947, τον εξόρισαν στην Κακάντα, όπου και κρεμάστηκε. Ο Απόστολος Ντίνας, εργάτης, πέθανε σ’ ένα γηροκομείο της Μόσχας. Έζησε αθόρυβα, παρέμεινε μέλος του ΚΚΣΕ, «αλλά μέσα του είχε καταλάβει». Ο Γιάννης μιλάει και για τον Ζαν Αρμάο, που υπήρξε καθηγητής στο ΚΟΥΜΖ. Πολύ μορφωμένος, μιλούσε τέσσερις γλώσσες. Χάθηκε στα σταλινικά στρατόπεδα. Ο Κώστας Ζαχαριάδης, που είχε τελειώσει το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζομένων της Ανατολής (KUTV), γιός του Ηλία Ζαχαριάδη, είχε τοποθετηθεί αξιωματικός της KGB στη Σεβαστούπολη. Ο Κώστας Ζαχαριάδης εκτελέστηκε αργότερα ως κατάσκοπος και ο πατέρας του, Ηλίας, όπως και ο γαμπρός του, πέθαναν στην εξορία» (33/30-8-2009). Για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για την παρακμή του αναρχοσυνδικαλισμού γενικώτερα, συνιστούμε: 1) Ουίλιαμ Φόστερ, Ιστορία των τριών Διεθνών, σελ. 136-139, εκδ. Γνώσεις, και 2) Ουίλιαμ Φόστερ, Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος, τομ. 2, 1959, σελ. 58-60.
5. Ζαχαριάδης και Πανεργατική Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή: «Στην Πόλη, στα 1919, πρωτοήρθε σε επαφή με την «Πανεργατική», μια αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση, προσανατολισμένη ιδεολογικά προς την ανάλογη οργάνωση της Αμερικής "Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου" [I.W.W.]. Οργανικό μέλος της Πανεργατικής δεν έγινε ποτέ. Μπήκε όμως στον κομμουνιστικό πυρήνα που δούλευε μέσα στην Πανεργατική και συνδεόταν με την Κομμουνιστική Διεθνή» (16). Ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης λέει ότι: «Εκεί γνώρισα τους Μάξιμο, Σκλάβο, Νικολαΐδη (Γέρο, Παππού), Σγουρή, Βάσο, Μιχαηλίδη, Σακαρέλλο, Τζινιέρη, Κρητικό και άλλους» (18/20). Στην ελληνική ιστοριογραφία δύσκολα υπάρχει ο όρος «Πανεργατική» (87/219). Αναφέρεται ως «Εργατική Ένωση» (2/11, 6/16, 19/151, 48/9, 104), ως «Αριστερή Εργατική Ένωση» (5/10), ως «Διεθνής Πανεργατική Ένωση» (32/62) και ως «Πανεργατική Λέσχη» (27/26-11-78). Ο Π. Ροδάκης την αναφέρει ως «Εργατική Ένωση» (7/9), ενώ σε παλαιότερη εργασία του την αναφέρει ως «Πανεργατική Ένωση» (73/50). Για τις σχέσεις του Ν. Ζαχαριάδη με την Πανεργατική, υπάρχουν τρεις εκδοχές, ανάλογα με το ποιές πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετούν, όπως άλλωστε συμβαίνει κατά κανόνα όταν υπάρχουν πολλές εκδοχές και ανάλογα με την ενημέρωση που υπάρχει για τα διάφορα ζητήματα και πόσο ελαφριά τα παίρνει αυτός που γράφει: Η πρώτη ότι δεν έγινε μέλος της (16, 18/20), η δεύτερη ότι έγινε μέλος της (2/11, 87/219, 104) και η τρίτη ότι «συνδέθηκε» (7/9, 5/10) μαζί της, με ό,τι αυτό σημαίνει. Κατά τους Π. Τουλούδη - Π. Σώκο: «συνδέθηκε με την εργατική ένωση και έγινε μέλος της σοσιαλιστικής οργάνωσης» (6/16, 13). Δηλαδή; ως σοσιαλιστική οργάνωση εννοούν την εργατική ένωση ή την κομμουνιστική φράξια μέσα της; Αυτό το δεύτερο μοιάζει αρκετά με την άποψη του Κ. Καραγιώργη. Επίσης άλλοι ιστοριογράφοι βλέπουν την «Πανεργατική» ως συνδικαλιστική (16, 30, 32/62-63), άλλοι ως σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση (2/11, 7/9) ή «οργάνωση αναρχο – σοσιαλιστικών αρχών» (19/151), άλλοι απλά «πολιτική Οργάνωση» (104). Ο Δ. Χονδροκούκης την βλέπει ως
41
κομμουνιστική: «Έφηβος στην Κωνσταντινούπολη άρχισε την κομμουνιστική του δράση. Γράφτηκε κι’ έγινε ενεργό μέλος της κομμουνιστικής οργάνωσης «Εργατική Ένωση». Αυτή η οργάνωση καμουφλαριζόταν σαν σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση για να αποφεύγει τους διωγμούς του τουρκικού κράτους και είχε επιτύχει να εγγράψει πολλά μέλη διαφόρων εθνοτήτων: Έλληνες, Αρμεναίους, Βουλγάρους, Εβραίους, καθώς και μερικούς Τούρκους. Στην Κωνσταντινούπολη ο Ζαχαριάδης ανέπτυξε συγκεκαλυμμένη επαναστατική δράση κι’ απόκτησε τις πρώτες εμπειρίες. Σιγάσιγά, όμως, έγινε αντιληπτός από τις τουρκικές αστυνομικές αρχές» (48/9). Ο Λ. Ελευθερίου και ο Ν. Βαρδιάμπασης δεν αναφέρονται καθόλου σε αυτήν, σαν να μην έχει υπάρξει στη ζωή του Ν. Ζαχαριάδη. Σύμφωνα με αυτούς γίνεται κομμουνιστής στην επαναστατημένη Ρωσία πηγαίνοντας ως ναυτεργάτης (8/94, 23). Άλλοι ιστοριογράφοι που επίσης δεν αναφέρονται στην «Πανεργατική», αναφέρουν ότι στο λιμάνι της Πόλης «ήρθε σε επαφή με το εργατικό κίνημα και τις σοσιαλιστικές ιδέες» (11, 12), ή «με σοσιαλιστικούς κύκλους» (14).
6. Ο Ζαχαριάδης ναυτεργάτης στη Μαύρη Θάλασσα Κατά τον ίδιο τον Ν. Ζαχαριάδη: «Στην Πανεργατική υπήρχε κομμουνιστικός πυρήνας που συνδεότανε με την Κ.Δ. Εκεί άρχισα και την πραχτική επαναστατική μου δουλειά» (18/20). «Στα 1921 οργανώσαμε τη Νεολαία Εργατών και υπαλλήλων με πυρήνα νέων κομμουνιστών, που είμουνα ο γραμματέας του» (18/20, 16, 34/3). Κατά την επίσημη εκδοχή: «Στα ταξίδια του στα σοβιετικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας πέρασε από τα 1921 στην Ομοσπονδία των Κομμουνιστικών Νεολαιών της Σοβιετικής Ένωσης (με σύνδεση [βάση (18/20)] από την Κ.Ν. της Πόλης), στα 1921 έγινε μέλος της Ναυτεργ. Ένωσης της Πόλης και, στα 1922 [κατά τον ίδιο τον Ν. Ζαχαριάδη το 1921 (18/20)], έγινε μέλος στο Συνδικάτο Εργατών Μεταφοράς της Σοβ. Ένωσης και τη Διεθνή Λέσχη Ναυτεργατών στη Θεοδοσία» (16, 18/20). «Στα 1922 και 1923 πήγε μπαρκαρισμένος σε καράβι δυό φορές στη Σοβ. Ένωση» (18/20, 34/2-10-2011). Πάντως: «Με βάση την κομματική του ταυτότητα, που εκδόθηκε από το ΚΚΕ το 1946, η κομματική του ηλικία υπολογίζεται από το 1921» (34/2-10-2011, 19/Φωτογραφικό Παράρτημα). Κατά τον Αναστάση Γκίκα: «Το 1921 πήγε στη Σοβιετική Ένωση, όπου και εντάχθηκε στο Κόμμα των Μπολσεβίκων (1922)» (114/190). Μέχρι τώρα είδαμε, ως ναυτεργάτης, σύμφωνα με μερικούς ιστοριογράφους, να εργάζεται στο δρομολόγιο Κωνσταντινούπολη – Οδησσός. Τώρα βλέπουμε να εμφανίζεται ότι πήγαινε στα Σοβιετικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Εάν μεν εργαζόταν σε επιβατηγά πλοία, θα πήγαινε σε πολλά λιμάνια. Εάν εργαζόταν σε εμπορικά, πιθανόν να έκανε αυτό το δρομολόγιο μόνο, αν και τα εμπορικά, απ’ τις περιγραφές που έχουμε, πιάνανε και εκείνα σε πολλά λιμάνια. Κατά τον Ουίλλιαμ Χάρντυ Μακ Νηλλ, τέως Στρατιωτικό Ακόλουθο της Αμερικής εν Αθήναις, έφτασε να γίνει πλοίαρχος «ενός σκάφους εις κάποιον ρωσικόν λιμένα και επέτυχε να γίνη δεκτός εις μίαν σχολήν μαρξιστικών σπουδών» (26/14-5-1947). Κατά τον Π. Ροδάκη: «Τον καιρό εκείνο τα τουρκικά καράβια κάνουν λαθρεμπόριο σε πλατιά κλίμακα και τροφοδοτούν τους Σοβιετικούς. Μέσα σε κάποιο τέτοιο τουρκικό ή τουρκολαζικό καράβι έρχεται σε επαφή με τους σοβιετικούς ο Ζαχαριάδης» (73/50). Κατά τον Γ. Π.: «Το 1922 έγινε μέλος του Μπολσεβίκικου κόμματος και στα μέσα του 1923 ξαναπήγε στη Σοβιετική Ένωση, όπου άρχισε σπουδές στην ΚΟΥΤΒ (Νεοϊδρυόμενο τότε «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των εργαζομένων της Ανατολής»)» (11, 12). Πάντως ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης λέει ότι πέρασε στο ρωσικό κόμμα το 1929 (18/25).
7. Ο Ζαχαριάδης πολεμάει για την Επανάσταση; Ο Ζαχαριάδης εμφανίζεται ότι το 1923: «Ταξιδεύοντας στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας περνά στην επαναστατημένη Ρωσία, γίνεται μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Σοβιετικής Ένωσης και παίρνει ενεργό μέρος στον αγώνα του σοβιετικού λαού ενάντια στην ξένη ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση που εκδηλώνεται το 1923 για το πνίξιμο της νεαρής Σοβιετικής Δημοκρατίας. Τον ίδιο χρόνο γίνεται μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος» (13). Στο ίδιο άρθρο λίγο παραπάνω
42
σημειώνεται ότι: «Βιώνει ενεργά δύο Παγκοσμίους Πολέμους, [και] δύο εμφυλίους, στην ΕΣΣΔ και την Ελλάδα» (13). Αυτή η άποψη είναι διαδεδομένη αρκετά στην σχετική ιστοριογραφία. Κατά τον Δ. Βλαντά: «Από την Κωνσταντινούπολη πέρασε στην επαναστατημένη Ρωσία, όταν άρχισε η ξένη ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, για πνίξιμο της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας. Ο Ζαχαριάδης πήρε μέρος ενάντια σ' αυτή την επέμβαση. Τότε έγινε μέλος του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος» (2/11). Κατά τον Αχ. Παπαϊωάννου: «Από κει [την Κων/πολη] πέρασε στην επαναστατημένη Ρωσία, έγινε μέλος του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος και πήρε μέρος στον πόλεμο ενάντια στην ξένη ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση» (3/89). Κατά τον Π. Αρώνη: «Από κει [την Κων/πολη] περνά στην επαναστατημένη Ρωσία όπου εντάσσεται στους μπολσεβίκους του Λένιν. πολεμά με το όπλο στο χέρι εναντίον των εισβολέων, των στρατιωτικών δυνάμεων των 16 ιμπεριαλιστικών Κρατών, που επεδίωκαν να πνίξουν το νεαρό σοβιετικό Κράτος. Γίνεται μέλος του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1923» (5/7). Κατά τους Π. Τουλούδη-Π. Σώκο: «Από την Κωνσταντινούπολη πέρασε στην επαναστατημένη Ρωσία όταν άρχισε η ξένη ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση για το πνίξιμο της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας. Ο Νίκος Ζαχαριάδης πήρε ενεργό μέρος ενάντια σ' αυτή την επέμβαση και έγινε μέλος του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος» (6/16). Άλλοι μπερδεύουν κάποια πράγματα: «ο Ζαχαριάδης πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση κατά της ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής επέμβασης, εκεί έγινε μέλος του ρωσικού κομμουνιστικού κόμματος» (104). Κατά τον Π. Ροδάκη: «Εκείνη την περίοδο της επέμβασης των ξένων για να πνίξουν την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, ο Ν. Ζαχαριάδης περνάει λαθραία στη Ρωσία και προσφέρεται για την υπεράσπισή της. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς έφτασε στη Ρωσία, ούτε πως αποφάσισε να πάει. Δεν ξέρουμε αν συνεννοήθηκε με την οργάνωση που ανήκε, την «Εργατική Ένωση», ή αν πήρε την απόφαση πρωτοβουλιακά. Ο ίδιος ποτέ δε μίλησε» (7/10-11). Η ξενική επέμβαση στην επαναστατημένη Ρωσία άρχισε στις αρχές του 1918. Η επαναστατημένη χώρα περικυκλώθηκε και οι στρατοί της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ εισέβαλαν – όχι άμεσα αλλά σταδιακά - για να ανατρέψουν το καθεστώς, χωρίς να μένουν αμέτοχοι οι Ρουμάνοι, οι Πολωνοί, μέχρι και οι Έλληνες κ.λ.π. Ακόμα και οι Γερμανοί, παρά την ξεχωριστή ειρήνη (Μπρεστ Λιτόφσκ), που είχαν υπογράψει με τους μπολσεβίκους και παρά το γεγονός ότι στο Δυτικό Μέτωπο ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν ακόμα, στα εδάφη της Ρωσίας λειτουργούσαν σαν σύμμαχοι της Αντάντ. Συγχρόνως, με υποκίνηση των εισβολέων, άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. «Στα σοβιετικά στρατεύματα πολεμούσαν πολλοί ξένοι εργάτες και πρώην αιχμάλωτοι. Από τους πολωνούς, τσέχους, σλοβάκους, γιουγκοσλάβους, ούγγρους, κινέζους, γερμανούς, κορεάτες, ρουμάνους, και από εκπροσώπους άλλων λαών σχηματίστηκαν διεθνή τμήματα. Την υπεράσπιση της πρώτης στον κόσμο Σοβιετικής δημοκρατίας αυτοί τη θεωρούσαν σαν δική τους υπόθεση» (35/315). Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος λήγει με την υπογραφή της Συνθήκης ανακωχής του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918) μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην ουσία, με την δεύτερη και ουσιαστικότερη επί της κεντρικής Ευρώπης υπογραφή της Συνθήκης ανακωχής του Κομπιέν στις 11 Νοεμβρίου 1918, όπου έχουμε την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Η Συνθήκη αυτή αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης που συντάχθηκαν από τη Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919. Μια τέτοια είναι η Συνθήκη των Βερσαλλιών (286-1919), που λέει παρακάτω ο Π. Ροδάκης, όπως επίσης και η συνθήκη του Νεϊγύ και αυτή των Σεβρών, που έστειλε την Ελλάδα στην Μικρά Ασία. Μετά την συνθήκη του Κομπιέν η Γαλλία αναλαμβάνει εκστρατεία (ως κύριο μέλος της Αντάντ) κατά των Μπολσεβίκων στη Κριμαία και γενικότερα στη περιοχή της Ουκρανίας, με την ονομασία Εκστρατεία της Κριμαίας, όπως λέγεται επισήμως, ή Εκστρατεία της Ουκρανίας, όπως την λένε οι Έλληνες, και η οποία χαρακτηρίζεται από την ελληνική συμμετοχή με εκστρατευτικό σώμα. Οι επιχειρήσεις διήρκησαν από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 1919. Όπως γράφει ο Αλέκος Κουτσούκαλης: «Το Δεκέμβρη του 1918 συγκροτήθηκε στην Οδησσό «Διαφωτιστική ομάδα του εξωτερικού», που κατάφερε να δημιουργήσει διαφωτιστικά τμήματα σ’ όλα τα εκστρατευτικά σώματα, μαζί και στο ελληνικό.
43
Η ελληνική διαφωτιστική ομάδα, στην οποία συμμετείχαν οι έλληνες Ιωαννίδης και Μάμεντος, ο βούλγαρος Ατανάσοφ που ήξερε ελληνικά και ο ουκρανός Σκουρένκο ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα ανάμεσα στους έλληνες στρατιώτες. Στην ομάδα αυτή έδειξε εξαιρετικές ικανότητες και πρωτοβουλία ο ελληνορώσος κομμουνιστής Ωρίων Αλεξάκης (1897 – 1920), που ζούσε στον Καύκασο (δολοφονήθηκε μαζί με το Λιγδόπουλο το 1920 στη Μαύρη Θάλασσα). Την ίδια περίοδο συγκροτείται και δεύτερη ελληνική ομάδα στο Χάρκοβο, που κατάφερε να εφοδιαστεί και ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία, όπου εξέδιδε και κυκλοφορούσε προκηρύξεις και άλλο προπαγανδιστικό υλικό ανάμεσα στους έλληνες στρατιώτες. Σοβαρή διαφωτιστική δραστηριότητα ανέπτυξε και η «Ομάδα της Κωνσταντινουπόλεως» «Διεθνής Πανεργατική Ένωση», στην οποία συμμετείχαν ο Σεραφείμ Μάξιμος, ο Ηλίας Ζαχαριάδης, ο Στέφανος Παπαδόπουλος, ο Νίκος Ζαχαριάδης ο Κώστας Σκλάβος κ.ά. Συμμετείχαν επίσης οι βούλγαροι Τράιτσεφ, Κάτεφ, Τεοντόροφ και άλλοι. Τα περισσότερα όμως μέλη ήταν Έλληνες, μετά εβραίοι και άτομα εθνοτήτων. Η «Ομάδα της Κωνσταντινουπόλεως» οργάνωσε παράνομο τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη, όπου τύπωνε και κυκλοφορούσε προπαγανδιστικό υλικό στα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ελληνικά, τα ρουμάνικα, τα ιταλικά κλπ. Έβγαζε επίσης και ένα τετρασέλιδο μηνιάτικο όργανο τον “Ελεύθερο Άνθρωπο”» (100/77-78). Η εκστρατεία αυτή όχι μόνο υπήρξε ατυχής, γεγονός που διαφαινόταν εξ αρχής, αλλά και πολύ καταστροφική για τον ελληνογενή πληθυσμό όλης της εκεί και γύρω περιοχής, από τα αντίποινα που ακολούθησαν στη συνέχεια σε βάρος του με δολοφονίες, καταστροφές, διωγμούς, εκτοπίσεις κ.λ.π. Ο ελληνικός στρατός που έφυγε από εκεί, στάλθηκε αμέσως στην Σμύρνη και στην Μικρασιατική εκστρατεία που μόλις άρχιζε. Πίσω στην Ρωσία: «Ο τερματισμός του πολέμου με την Πολωνία έδοσε στη Σοβιετική κυβέρνηση τη δυνατότητα να συγκεντρώσει δυνάμεις ενάντια στον τελευταίο εγκάθετο της Αντάντ, τον Βράγγελ. Το Σεπτέμβρη του 1920, σύμφωνα με απόφαση της ΚΕ του Κόμματος, δημιουργήθηκε το Νότιο μέτωπο. Αρχιστράτηγός του διορίστηκε ο Μ. Β. Φρούνζε. Η Κεντρική Επιτροπή έστειλε γράμμα προς όλες τις κομματικές οργανώσεις. Με έκκληση του Κόμματος οι κομματικές οργανώσεις και η Κομσομόλ έστειλαν στο Νότιο μέτωπο πάνω από 10 χιλιάδες κομμουνιστές και κομσομόλους. Το επαναστατικό στρατιωτικό συμβούλιο του Νότιου μετώπου μ’ επικεφαλής τον Μ. Β. Φρούνζε, ακολουθώντας τις οδηγίες της ΚΕ του Κόμματος και της Σοβιετικής κυβέρνησης, κατέστρωσε το σχέδιο της συντριβής του Βράγγελ. Εξασφαλίστηκε η αριθμητική υπεροχή των σοβιετικών στρατευμάτων απέναντι στα στρατεύματα του Βράγγελ. Ύστερα από σκληρές μάχες ο Βράγγελ απωθήθηκε στην Κριμαία. Το Νοέμβρη του 1920 έπειτα από ηρωική έφοδο στον Ισθμό του Περεκόπ, ο Κόκκινος Στρατός μπήκε στην Κριμαία και την απελευθέρωσε από τον εχθρό. Η επέμβαση και ο εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία πήραν τέλος. Είναι αλήθεια, πως στην Άπω Ανατολή οι τελευταίες ομάδες των επιδρομέων και των λευκοφρουριτών συντρίφτηκαν οριστικά μόνο το 1922» (35/347-348). Σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, που περιγράψαμε πολύ περιληπτικά, θα είχε την ευκαιρία να λάβει μέρος ο Ν. Ζαχαριάδης. Από μιά πρώτη άποψη κάποιος που προσπαθεί να ενταχθεί στον ελληνικό στρατό στη Νικομήδεια το 1919, γιατί να μην ενταχθεί στον Κόκκινο Στρατό αμέσως μετά; Η απάντηση είναι, ναι, αναντίρρητα είναι δυνατόν να συμβεί, όμως η επιχείρηση στην Κριμαία είχε λήξει και δεν θα είχε αντικείμενο. Μένει η τελευταία φάση του εμφυλίου πολέμου. Τι να πούμε; Κανείς δεν ξέρει. Πιθανόν και να πολέμησε με την επανάσταση. Γιατί όχι; Πάντως η εικόνα που χτίζουν στον Ν. Ζαχαριάδη δεν είναι και η καλύτερη. Τον εμφανίζουν από τη μιά να θέλει να ενταχθεί, αυτόν τον ήδη συνειδητοποιημένο υποτίθεται, στον επιτιθέμενο ελληνικό στρατό στην Τουρκία, ο οποίος στρατός έχει ήδη λάβει μέρος στην κατάπνιξη της επανάστασης, και από την άλλη να πολεμάει στο πλευρό της επανάστασης. Το πιό πιθανό είναι ότι μέχρι και την στιγμή που προσπάθησε να ενταχθεί στον ελληνικό στρατό, είναι ένας άλλος Ζαχαριάδης. Είναι ο «γόνος μιάς αστικής, καλλιεργημένης οικογένειας» (19/151),
44
μεσοαστικής – βενιζελικής θα λέγαμε εμείς. Μετά που δουλεύει στο λιμάνι, είναι ο Ζαχαριάδης που φλέγεται για την επανάσταση. «Διαφοροποιήθηκε». Δραστηριοποιόταν δε σε μιά πόλη, όπου κατά τον Π. Ροδάκη: «η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο των αντεπαναστατών. Εδώ κατέφυγαν πολλοί τσαρικοί και αξιωματούχοι του τσαρικού καθεστώτος και προετοίμαζαν επεμβάσεις για την ανατροπή της Επανάστασης. Με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών, την επέμβαση για ανατροπή της Οκτωβριανής Επανάστασης την ανέλαβαν οι κυβερνήσεις των νικητών (Αγγλίας, Γαλλίας). Και έκαναν κύριο θέατρο της επέμβασής τους τη Μαύρη Θάλασσα. Η Κωνσταντινούπολη έγινε έτσι το κέντρο από όπου κατευθυνόταν η επέμβαση» (7/10), και, παρόμοια, κατά τον Π. Ανταίο, σε ένα λιμάνι: «που βρισκόταν στο «μαλακό υπογάστριο», κατά την προσφιλή έκφραση του Τσώρτσιλ, της επαναστατημένης Ρωσίας και αποτελούσε καίρια βάση των επεμβασιών Συμμάχων στη Μαύρη Θάλασσα και των αντεπαναστατών αξιωματικών του τσαρισμού» (19/151-152). Κατά τον Π. Ροδάκη: «Όταν οι σύμμαχοι επέβαλαν τον αποκλεισμό της Ρωσίας, τα προοδευτικά στοιχεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έσπαγαν τον αποκλεισμό για να μεταφέρουν στην επαναστατημένη χώρα εθελοντές ή να διευκολύνουν τους Σοβιετικούς στις επαφές τους με τον έξω κόσμο» (7/10), και παρόμοια, κατά τον Π. Ανταίο: «Το λιμάνι αυτό ήταν ταυτοχρόνως και κέντρο των προσπαθειών των επαναστατικών στοιχείων να σπάσουν τον αποκλεισμό και να βοηθήσουν τη μαχόμενη κατά των ξένων ιμπεριαλιστών χώρα της επανάστασης» (19/152). Η επαναστατική οργάνωση δηλαδή, ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά της, είχε και τα παραπάνω άμεσα, πρακτικά καθήκοντα. Έτσι, όποιος μετείχε σ’ αυτή την προσπάθεια, αντικειμενικά βοηθούσε άμεσα, πρακτικά, υπερασπιζόταν ουσιαστικά την επανάσταση. Πάντως μιά εικόνα, πιό βατή με την πραγματικότητα δίνει ο Π. Ανταίος: «το ιδιόμορφό του «ατσάλωμα» ολοκληρώνεται με τη συμμετοχή στα αιματηρά επαναστατικά γεγονότα που εκτυλίσσονται στην ίδια τη Ρωσία, όπου εγκαταστάθηκε στα μέσα του 1923. Γεγονότα που, ως γνωστόν, δεν διεξάγονται με λευκά γάντια» (19/152). Και δύο λόγια για τον «αποκλεισμό». Ο Σεραφείμ Μάξιμος αναφέρει ότι αφού ορίστηκε αντιπρόσωπος της «Πανεργατικής» για να παραστεί στη Μόσχα για να συζητήσει την προσχώρηση της οργάνωσής του στο διεθνές προσωρινό γραφείο επαναστατικού συνδικαλισμού που είχε ιδρυθεί εκεί: «Άρχισα να ψαχουλεύω για μέσο συγκοινωνίας – κανένα μικρό βενζινοκίνητο ή τίποτε άλλο παρόμοιο – για την Οδησσό. Εκείνο τον καιρό – αρχές του 1921 – η Αγγλία είχε θέσει προ πολλού τέρμα στον συμμαχικό αποκλεισμό της Ρωσσίας και διαπραγματευότανε την σύναψι εμπορικής συμφωνίας με τα Σοβιέτ» (30/18-3-1958). Και λέει «προ καιρού», γιατί ο ίδιος το 1918 δούλεψε ναυτεργάτης στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας σε γερμανικό επίτακτο πλοίο. Και συνεχίζει αμέσως παρακάτω: «Υπήρχε ένα ευνοϊκό κλίμα σ’ εμάς εκεί, στην Πόλι, από την πλευρά των θαλάσσιων συγκοινωνιών με τη Ρωσσία. Είχαν μάλιστα αρχίσει να περνούν εγγλέζικα και άλλα καράβια με φορτία για κει. Ή που φορτώνανε σε σοβιετικά λιμάνια και γυρίζανε πίσω, στην Ευρώπη» (30/19-31958).
8. Ο Ζαχαριάδης φυγαδεύεται από την Κωνσταντινούπολη Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή: «Στα 1923, στην Πόλη, η οργάνωση της νεολαίας του έδωσε εντολή να μπαρκάρει αμέσως γιατί μ' έναν άλλο σύντροφο, τον Οδυσ. Τσικότα, μπήκαν στο σπίτι ενός ρώσου εμιγκρέ, πράκτορα των Άγγλων, που έκανε τον κομμουνιστή και σύχναζε στα γραφεία της νεολαίας και του πήραν τα χαρτιά, ψεύτικες σφραγίδες κλπ. που τον ξεσκέπαζαν» (16, 18/21). Μάλιστα κατά τον Λευτέρη Αποστόλου: «[ο Ζαχαριάδης] πιάνει και τον ίδιο [τον πράκτορα] και τον μεταφέρει στη Σοβιετική Ένωση» (57/30), τοποθετεί δε το γεγονός αυτό «στις αρχές του 1923» (57/29), απαγωγή που δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά. Ο Α. Χατζηαναστασίου αναφέρει ένα περιστατικό που συνέβη μεν το 1925, έχει όμως άμεση σχέση με τα γεγονότα που εξετάζουμε (24/3-8-1955):
45
«Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΓΚΛΙΣΜΠΕΡΓΚ Κατά το διάστημα αυτό – καλοκαίρι του 1925 – το Ειδικό Απόσπασμα Ασφαλείας που ήταν αρμόδιο για την παρακολούθησι των ξένων προπαγανδών, συνέλαβε ένα ύποπτο άτομο, με προσωρινό διαβατήριο «Νάνσεν». Ελέγετο Αλφόνσος Γκίλσμπεργκ είχε κομμένα τα πέντε του δάκτυλα στο δεξί χέρι και προήρχετο από την Τουρκία. Ο Γκίλσμπεργκ προωρίζετο δια την Γαλλίαν, δι’ αυτό δε, και κατόπιν μικράς μόνον πιέσεως του υπομοιράρχου τότε κ. Αργυρίου Φοντάνα, δεν εδυσκολεύθη να «λύση» την γλώσσα του. Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΟΥ «………………………………….. Υπηρετώ εις το εν Κωνσταντινουπόλει Σοβιετικόν Προξενείον από του Φεβρουαρίου του 1922, όπερ διευθύνεται από κάποιον ονόματι Ποτιάμκιν Βλαδίμηρον. Μεταβαίνω εις Μασσαλίαν, προς συνάντησιν ενός Σέερ υπό τας διαταγάς του οποίου και θα τεθώ, δι’ άγνωστον εις εμέ αποστολήν. Εις την Ελλάδα προτίθεμαι να παραμείνω δέκα ημέρας, χωρίς να προβώ εις οιανδήποτε ενέργειαν. ……………………………………….. Έλληνας πράκτορας γνωρίζω πολλούς εις Κωνσταντινούπολιν, πλην όμως αγνοώ τα πραγματικά των ονόματα.
Ο ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΚΟΙΝΟΣ ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ Προ διετίας και πλέον εγνώρισα ένα νεαρόν πράκτορα ονόματι Νίκο ή Κόλλια, τον οποίον, κατόπιν εντολής του Ποτιάμκιν, εφυγάδευσα εις Θεοδοσίαν. Αυτός έλαβε μέρος εις μίαν διάρρηξιν εις βάρος του Βραγγελικού στρατηγού Χαράζωφ. Αποτέλεσμα της διαρρήξεως εκείνης, υπήρξεν η κλοπή χρησίμων δια τα Σοβιέτ εγγράφων και μεγάλης αξίας τιμαλφών. Επειδή η Τουρκική και η ΑγγλοΓαλλική Αστυνομία ευρήκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα του νεαρού Κόλλια εις τον τόπον της διαρρήξεως, απεφασίσθη η φυγάδευσις τούτου εις Ρωσίαν. Εξ όσων ήκουσα, ο νεαρός Κόλλιας έχει γονείς εγκατεστημένους εις την Ελλάδα. Ο πατέρας του, ήτο υπάλληλος εις την «Ρεζί-Οτομάν». Τούτον – τον Κόλλια – γνωρίζει καλώς εις Έλλην πράκτωρ, ασφαλώς ευρισκόμενος εις Ελλάδα, ονομαζόμενος Λέανδρος Κρητικός…». Φυσικά ο Γκίλσμπεργκ είπε και πολλά άλλα εις την κατάθεσίν του, που δεν είναι του παρόντος. Εις τον κ. Φοντάναν όμως έκαμε εντύπωσιν, το όνομα Λέανδρος Κρητικός και η ιστορία του νεαρού διαρρήκτου Κόλλια. Τότε το Ειδικό Απόσπασμα Ασφαλείας, που ήταν εγκατεστημένο στην οδό Σόλωνος 19, διέθετε πέντε εν όλω χωροφύλακας δια την… παρακολούθησιν της κομμουνιστικής κινήσεως. Οι χωροφύλακες Μπουτζάς και Στεργίου ανέλαβαν να ανακαλύψουν τον Κρητικό». Εδώ πρέπει να ανοίξουμε μιά μικρή παρένθεση για τον Κρητικό: Στο Μυστικόν Αρχείον Νο 5 δημοσιεύεται φωτογραφία του Λ. Κρητικού με την εξής λεζάντα: «Ο περίφημος Λέανδρος Κρητικός, ο οποίος μας έφερε τον Ζαχαριάδην από την Ρωσσίαν το 1924 με το Σοβιετικόν ατμόπλοιον «Τσιτσέριν». Ο Κρητικός εθεωρείτο ο «πνευματικός» πατήρ του Ζαχαριάδη και ένας από τους ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Αργότερον ο Κρητικός «ξαλάφρωσε» μερικά σημαντικά χρηματικά ποσά από το ταμείον του Κ.Κ.Ε. ότε ήτο κεντρικός αυτού ταμίας, δι’ ό και διεγράφη εκ των τάξεων του κόμματος. Ο Κρητικός απέθανε προ του πολέμου» (56/4). Όπως γράφει ο Μιχάλης Δημητρίου: «Όπως εξηγεί ο κ. Παστίας Γιατσόπουλος, ο Σταυρίδης, γραμματέας του ΚΚΕ επί Παγκαλικής δικτατορίας, «είχε από τότε αρχίσει να μυρίζει» και σχεδόν βρισκόταν στην απομόνωση. Εκτός από τον Ιωακείμ Τσατσάκο, το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Γιάννης Μοναστηριώτης, που λίγο αργότερα διαδέχτηκε στο πόστο του περιφερειακού γραμματέα Θεσσαλονίκης τον Παστία Γιατσόπουλο. Θυμάται και λέει σχετικά ο κ. Μοναστηριώτης:
46
«Τότε στην Αθήνα, κυκλοφορούσαν χίλιες δύο φήμες. Κυρίως ότι μέλη της κεντρικής επιτροπής (της προσωρινής και παράνομης) ήταν χαφιέδες και συνεργάτες της Ασφάλειας» (27/21-11-78). Το επιβεβαιώνει και ο Ν. Ευγγελόπουλος (Ν. Βάγγος) ότι «για μιά σειρά από ηγετικά στελέχη του (Κόμματος), του παράνομου μηχανισμού με επικεφαλής τον Σταυρίδη, είχαν κυκλοφορήσει πλατιά εντυπωσιακές φήμες. Που οι κατοπινές εξελίξεις, έδειξαν, πως δεν ήταν μόνο συκοφαντία». Πραγματικά, ότι η εντύπωση αυτή είναι πλατειά και διαδεδομένη, αποκαλύπτεται και από το γεγονός, ότι ο Σταυρίδης αναγκάζεται να κάνει σχετική ανακοίνωση στο παράνομο δελτίο του Κόμματος (φύλλο Μαΐου 1926). Η περίπτωση αυτή δεν αποκαλύπτει, απλά πόσο χαμηλά έχει πέσει το κύρος του παράνομου μηχανισμού του Κόμματος, αλλά και τις σχετικές αντιδικίες, που υπάρχουν ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν έχουν συλληφθεί. Πόλεμος λασπολογίας και αλληλοεξοντώσεως. Γράφει, σχετικά, η πρωτοφανής αυτή ανακοίνωση: “… Κατά τας διαδόσεις ταύτας, ο σ. Κρητικός, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, είναι δήθεν όργανο του τμήματος Ασφαλείας εντός της διοικήσεως του Κόμματος, και οι διαδίδοντες αυτά τονίζουν ότι έχουν στοιχεία δια να τα αποδείξουν”» (27/21-1178). Αλλά ας επιστρέψουμε στον Α. Χατζηαναστασίου: «Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Μετά πολλάς αναζητήσεις, τον βρήκαν σ’ ένα υπόγειο ταβερνείο της οδού Αθηνάς που το διηύθυνε ο Ι. Μαρνιέρος,6 φανατικός κομμουνιστής. Το ταβερνείο εκείνο ήταν «επιχείρησις» του 6
Όπως γράφει η Αύρα Βλάσση-Παρτσαλίδου: «Εδώ έκανε τους λογαριασμούς με τον δικό του τρόπο ο ταμίας της οργάνωσης [της Εργατικής Βοήθειας], ο Μαρνιέρος. Κάποτε που πήγαν να ελέγξουν τα τεφτέρια του βρήκαν κι’ ένα κοντύλι: «αυτιά-μύτες». Σπάσανε το κεφάλι τους να βρουν τι σημαίνει και στο τέλος τι ήταν; Ωτορινολαρυγγολόγος! Και ποιός δεν ήξερε εκείνη την εποχή τον Μαρνιέρο. Είχε το εστιατόριό του στην οδό Αθηνάς, υπόγειο. Είχε σύμβαση μαζί του η Βοήθεια κι’ από εδώ περνούσαν μεσημέρι-βράδυ για να φάνε οι φυλακισμένοι και εξόριστοι, περαστικοί απ’ την Αθήνα στο δρόμο του γυρισμού στην πατρίδα τους. Καμμιά φορά έκανε αστραπιαία την εμφάνισή του κανένας παράνομος και κυνηγημένος. Τα γκαρσόνια ήταν όλα δικά μας, μέλη του Κόμματος και της Νεολαίας οι περισσότεροι, το ίδιο και οι πελάτες και όλο άκουγες: «Μισή μερίδα φασουλάδα!» ή «Μισή μακαρονάδα!». Ο Μαρνιέρος, βαρύς, σωματώδης, παρακολουθούσε την κίνηση καθισμένος στο ταμείο. Όταν γύρευες κάποιον βιαστικά, το πιο σίγουρο μέρος να τον βρεις ήταν το μεσημέρι στου Μαρνιέρου. Πολλοί περνούσαν απ’ εκεί, όχι για να φάνε αλλά έτσι, για να δουν την κίνηση. Οι πιο καινούργιοι με καϋμό παρακολουθούσαν τις θορυβώδικες παρέες που σχηματίζονταν γύρω στα τραπεζάκια – στο τραπέζι των συνδικαλιστών, στο τραπέζι των δικηγόρων της Βοήθειας, στο τραπέζι των δημοσίων υπαλλήλων, των τροχιοδρομικών και σ’ άλλα τραπέζια. Τι έγινε στην πορεία ο Μαρνιέρος δεν ξέρω…» (39/16). Για το ίδιο θέμα γράφει και η Καίτη Νισυρίου Ζεύγου: «Πασίγνωστοι όμως ήταν και σύντροφοι σ’ άλλους τομείς πιο πεζούς. Ο Μαρνιέρος π.χ. εστιάτορας και καταφύγιο κάθε «αναξιοπαθούντος». Ταχτικοί του πελάτες ο Κώστας Θέος, ο Νίκος Πλουμπίδης (κομματικά συνδικαλιστικά στελέχη) και οι γύρω τους συνδικαλιστές. Ο Μαρνιέρος ήξερε καλά τις προτιμήσεις της μόνιμης αυτής πελατείας του, που είχαν άμεση σχέση με την αντοχή της τσέπης τους. Γι’ αυτό, μόλις τους έβλεπε να κάθονται σε τραπέζι, από κει που βρισκόταν, χωρίς καν να πλησιάσει, με μιά χαρακτηριστική κίνηση του χεριού τους ρωτούσε: αμιλούχα ή σιδηρούχα: δηλ. φασόλια ή φακές. Και οι θαμώνες θα ήταν πολύ ευτυχείς αν θα μπορούσανε ν’ ανταποκριθούνε στα έξοδα ενός τέτιου γεύματος πράγμα που δεν ήτανε συνηθισμένο, γι’ αυτό και δούλευε το τεφτέρι, που δεν άργησε να βάλει λουκέτο στο μαγαζί. Στου Μαρνιέρου, που είχε το μαγαζί του σ’ ένα υπόγειο της οδού Αθηνάς όμως σύχναζαν και οι διανοούμενοι του κινήματος: Ο Πορφυρογένης με τη Φούλα Χατζηδάκη (γυναίκα του). Ο Ασημάκης Πανσέληνος με τη δική του γυναίκα την Έφη, ο Γιώργης Ανδρουλιδάκης δημοσιογράφος, ο Νίκος Κατηφόρης δικηγόρος-συγγραφέας, που οι άλλοι τον πείραζαν γιατί το συνηθισμένο του μενού ήταν «ολίγο μουσακά και μία φέτα» πράγμα που έδειχνε και τη δική του οικονομική αντοχή. Ο ποιητής Πέτρος Πικρός αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» ένα διάστημα κ.ά. Μια άλλη προσωπικότητα του είδους, μετά το κλείσιμο του μαγαζιού του Μαρνιέρου αναδείχτηκε ο Μπούλκος γκαρσόνι αυτός, στην αρχή στο εστιατόριο γωνία Πανεπιστημίου και Εμμ. Μπενάκη. Όλοι οι
47
Κόμματος και εσιτίζοντο εκεί οι “μπατήρηδες” από τας επαρχίας “σύντροφοι”. Ο Κρητικός – τύπος δειλού και καιροσκόπου κομμουνιστού – με τα πρώτα «σκαμπίλια» του κ. Φοντάνα, απεκάλυψε τα πάντα. Ζήτησε όμως «μια χάρι»: Να μη αποκαλυφθή ο ίδιος. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΦΑΚΕΛΛΟΣ ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ Έτσι με τις πληροφορίες του Κρητικού η Χωροφυλακή κατήρτισε τον πρώτο φάκελλο του Ζαχαριάδη που επί λέξει είχε ως εξής: Αρχηγείον ΧωροφυλακήςΕιδικόν Απόσπασμα Ασφαλείας Φάκελλος 276/25 Ζαχαριάδης Νικόλαος ή Κόλλιας Επώνυμον: Ζαχαριάδης Όνομα: Νικόλαος Πατρός: Παναγιώτης Μητρός: Αγνώστου Έτος γεννήσεως: ηλικία περίπου 23 ετών Τόπος γεννήσεως: Θράκη Ανάστημα: μέτριον Οφθαλμοί: καστανοί Κόμη: μαύρη Λοιπά χαρακτηριστικά: άγνωστα Γενικαί πληροφορίαι: Από έτους περίπου ευρίσκεται ενταύθα, προερχόμενος εκ Μπολσεβικικής Ρωσίας δια λόγους προπαγάνδας. Περιεχόμενον φακέλλου: Αυτόγραφον σημείωμα προσώπου λίαν γνωστού εις τον Ζαχαριάδην, όπερ έχει ως εξής: Με την κομμουνιστικήν κίνησιν ο Ζαχαριάδης ήλθεν εις επαφήν, εις την Κων/πολιν το 1922, όταν ειργάζετο εκεί σε διάφορα ρυμουλκά πλοιάρια, ως ναυτόπαις. Επειδή ήτο αλητικός τύπος, 7 αυθάδης, θρασύς και «χεροδύναμος», μερικοί πράκτορες της Τσέκας εις την Κων/πολιν έβαλαν τον Ζαχαριάδη να κλέψη κάτι έγγραφα από ένα σπίτι ενός εμιγκρέ Ρώσου στρατηγού – αντιμπολσεβίκου, που ενδιαφέραν την Τσέκα. Ο Ζαχαριάδης όμως αντί για χαρτιά, έκλεψε από το σπίτι του Ρώσου αντιμπολσεβίκου στρατηγού τιμαλφή μεγάλης αξίας, αφού δεν βρήκε τα έγγραφα.8 παραπάνω και οι παρέες τους δεν αποτελούσαν πελατεία ενός εστιατορίου, μα προσωπικό του Μπούλκου. Σ’ όποιο μαγαζί έπιανε δουλιά αυτός, σε τούτο μετακινιόταν ομαδικά και η ιδιόρρυθμη αυτή πελατεία. Γιατί το τραπέζι γύρω απ’ όπου καθόντανε για φαγητό ήτανε σύγχρονα και πρακτορείο ειδήσεων κυρίως κομματικών και λέσχη συζητήσεων και κέντρο «ολίγου κουτσομπολιού». Γιατί να πας να φας αλλού και να χάσεις αυτή την πολύπλευρη λειτουργία του εστιατορίου “Μπούλκος”;» (40/53). Και για να κλείσουμε την παρένθεση με τον Ι. Μαρνιέρο να πούμε ότι την εποχή εκείνη διετέλεσε πρόεδρος του Συνδικάτου Εργατών Επισιτισμού και της Ομοσπονδίας Επισιτισμού. Είναι ένας απ’ αυτούς που περιφέρουν το φέρετρο του αρχειομαρξιστή Μήτσου Πατλάκα στους δρόμους της Αθήνας και τελικά, κατά πληροφορίες προσχωρεί στον τροτσκισμό. 7 Όπως γράφει ο Κώστας Καστρίτης: «Ο Μάξιμος, κατά την κατοχή, βεβαίωνε ότι ο Ζαχαριάδης στην Πόλη θεωρούνταν «αλήτικο στοιχείο» (αφήγηση Δεκελιώτη)» (103/105). 8 Σ’ ένα άλλο βιογραφικό σημείωμα του Ν. Ζαχαριάδη, όπου αφήνει να εννοηθεί ότι συντάχθηκε από πληροφορίες των αρχειομαρξιστών, το οποίο παραθέτει ο Α. Χατζηαναστασίου, αναφέρονται και τα εξής: «[Ο Ζαχ.] τελικά έμπλεξε με κάτι αλήτας κομμουνιστάς, ανάμεσα στους οποίους ήταν ένας Λαύρας, ένας Κρητικός, ένας Βογιατζής και κάτι άλλοι που είχαν αρχηγό τους ένα γενειοφόρο τυχοδιώκτη, τον γνωστό μας Σεραφείμ Μάξιμο. Η παρέα αυτή τον Ζαχαριάδη τον χρησιμοποιούσε για «θελήματα» και για βρωμοδουλειές, γιατί ποιός λίγο ποιός πολύ, όλοι τους ήσαν μυστικοί πληροφοριοδόται της αγγλογαλλικής αστυνομίας της Πόλης και συγχρόνως και καταδόται της ΤΣΕΚΑΣ, η οποία κυνηγούσε στην Πόλι τους Ρώσους εμιγκρέδες. Ο Ζαχαριάδης λόγω της θρασύτητός του και του αλητικού του χαρακτήρος, πολύ γρήγορα προσεκολλήθη στους πιστούς της ΤΣΕΚΑΣ, η οποία μάλιστα τον έστειλε δύο ή τρεις φορές με Λάζικα καΐκια στην Θεοδοσία
48
Η «μπάζα» εκείνη του Ζαχαριάδη, ηλικίας τότε 19 περίπου ετών, όσον και αν ήταν προσοδοφόρος δια την «ομάδα των σοσιαλιστών» που την ωργάνωσε, άλλο τόσο ήταν επικίνδυνη δια τον νεαρό Ζαχαριάδη, επί τα ίχνη του οποίου είχε τεθή η αστυνομία.9 Τότε οι πράκτορες της Τσέκας απεφάσισαν να στείλουν τον Ζαχαριάδη εις την Μπολσεβικικήν Ρωσίαν, προς μεγαλυτέραν ασφάλειάν του. Ο Ζαχαριάδης έφθασε εις τον λιμένα της Θεοδοσίας κατά τα τέλη του 1922 και έπιασε δουλειά εις το λιμάνι, φαινομενικά μεν ως φορτοεκφορτωτής, εις την ουσίαν όμως δια να παρακολουθή τας κινήσεις των Ελλήνων προσφύγων που ήθελαν να διαφύγουν από τους μπολσεβίκους. Ήταν βοηθός-πράκτωρ ενός Ελληνορώσου «τσεκίστα» ονόματι Μισαηλίδη. Δια το «καμουφλάζ» του ρόλου του η Τσέκα ενέγραψε τον Ζαχαριάδη εις ένα «Γκλαπ» εργατών λιμένος της Θεοδοσίας, όπου ο Ζαχαριάδης ήκουσε μερικά προπαγανδιστικά μαθήματα και πήρε τον «αέρα» του μπολσεβίκου επαναστάτου. Ο ρόλος αυτός του Ζαχαριάδη διήρκησε μέχρι του Απριλίου 1924 οπότε κατά σύστασιν της Ελληνικής Κομμουνιστικής Οργανώσεως του Ροστόβ, ο Ζαχαριάδης με το σοβιετικόν φορτηγόν «Οντέσσα» εξαπεστάλη εις την Ελλάδα με την εντολήν, να εργασθή εις την Κομμουνιστικήν Νεολαίαν της Ελλάδος, η οποία εστερείτο ηγετικών στελεχών με «μπολσεβικικήν» πνοήν. Αυτή ήταν η πρώτη σκιαγραφία του Ζαχαριάδη από τις επίσημες αρχές την εποχή εκείνη». Όπως λέει ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης: «Όταν έφυγα στα 1923 για τη Σοβ. Ένωση, είχα και σύνδεση και βεβαίωση να μείνω αυτού για σπουδές. Ο υπεύθυνος όμως της Κ.Δ. στην Οντέσσα δεν είταν πιά εκεί, και έτσι η σύνδεση δεν έγινε. Επειδή όμως ύστερα απτήν ανακάλυψη λαθραίου φορτίου στο καράβι που δούλεβα δε μπορούσε να γυρίσει στην Πόλη, το συνδικάτο Ναυτεργατών της Θεοδοσίας με έστειλε με δικά του πιά έξοδα για σπουδές στη Μόσχα στην Κ.Ε. Ναυτεργατών και στη Γ.Σ. Εργ. της ΕΣΣΔ…. Στη Μόσχα έφτασα στα μέσα του 1923, και με συστατικά απτά ρούσικα συνδικάτα πήγα στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των εργαζομένων της Ανατολής (Κουτβ) μαζί με το Νικολαΐδη (Παππού), ναυτεργάτη θερμαστή που κι αυτός είχε φτάσει στη Σεβαστούπολη απ’ τη Πόλη (ο Νικολαΐδης ποτέ δεν είταν κομμουνιστής και πάντα έμεινε αναρχοσυνδικαλιστής. έγινε μέλος του να φέρη μαζί με άλλους έντυπο προπαγανδιστικό υλικό, για να μοιραστή στα στρατεύματα κατοχής της Πόλης (Άγγλοι, Γάλλοι, Ινδοί, Μαροκινοί κλπ.). Τελικά ο Ζαχαριάδης, μαζί με κάποιον άλλον, και με το πρόσχημα πως θα κλέψη κάποια εμπιστευτικά έγγραφα ενός Ρώσου αντιμπολσεβίκου, μπήκε ένα βράδυ σπίτι του και έκανε μια διάρρηξι, από την οποία «τσέπωσε» πολλά χρυσαφικά και άλλα πολύτιμα είδη. Επειδή όμως την διάρρηξι την κατήγγειλε ο εμιγκρές στην Αστυνομία και υπήρχε κίνδυνος να πιαστή ο Ζαχαριάδης, η παρέα Λαύρα, Κρητικού, Βογιατζή, Μάξιμου, «βούτηξαν» τα κλοπιμαία και τον Ζαχαριάδη τον έστειλαν στη Ρωσία για ευρύτερες σπουδές. Στη Ρωσία όμως τα βρήκε «μπαστούνια». Οι Μπολσεβίκοι δεν τον έστειλαν στην Μόσχα, όπως διαδίδεται. Τον κράτησαν για σπιούνο στα λιμάνια της Μαύρης Θαλάσσης, δίνοντάς του φυλλάδιο ναυτεργάτη και χρησιμοποιώντας τον σαν χαφιέ της Τσέκας εναντίον των καταδιωκομένων Ελλήνων της Ρωσίας. Όταν σταθεροποιήθηκε η Σοβιετική επανάστασις, τον Ζαχαριάδη οι Μπολσεβίκοι, χωρίς καμμιά ειδίκευσι και μόνο χάρις στην αλήτικη ψυχοσύνθεσί του και την σχιζοφρενική του εγκληματικότητα τον έστειλαν πίσω στην Ελλάδα λέγοντάς του: -Άντε, πήγαινε εκεί, δούλεψε να δούμε τι θα κάμης και έχεις καιρό δια σπουδάς εις το ΚΟΥΤΒ της Μόσχας…», (24/4-8-1955) 9 Κατά τον Α. Χατζηαναστασίου: «Μετά την ανάκλησι του Σοβιετικού πρέσβεως Ουστίνωφ, τον οποίον, ο γράφων, απεκάλυψεν ως συνεργαζόμενον με την τουρκικήν κατασκοπείαν εις βάρος της Ελλάδος, εις τας Αθήνας έφθασεν ως πρεσβευτής της Σοβιετικής Ενώσεως ένας σοβαρός και έντιμος τύπος, ο Βλαδιμήρ Ποτιόμικιν (1930-1932). Ο νέος Ρώσος πρεσβευτής εγνώριζεν εκ φήμης τον Ζαχαριάδη διότι όταν υπηρέτει (ο Ποτιόμικιν) εις την Κωνσταντινούπολιν ως Γενικός Πρόξενος των Σοβιέτ (1921-1923) είχε συγκατατεθή να χορηγήση σημείωμα προς τον πλοίαρχο του Σοβιετικού πλοίου «Τόμσκυ» Ιβάν Φεμίν δια την παραλαβήν και φυγάδευσιν του «νεαρού Ζαχαριάδη» εις Ρωσίαν. Όπως είπαμε, ο Ζαχαριάδης εργαζόμενος εις κάποιο «ρυμουλκό» της Ρουμανικής Ατμοπλοΐας στην Πόλι διέπραξε μαζί με άλλους κομμουνιστάς μίαν διάρρηξιν εις το σπίτι ενός λευκορώσου αντιμπολσεβίκου στρατηγού. Φαίνεται όμως πως οι οργανωταί της διαρρήξεως μαζί με τα έγγραφα που επήραν, «τσίμπισαν» και κάτι… τιμαλφή μεγάλης αξίας. Εις τον τόπον της διαρρήξεως ευρέθησαν δακτυλικά αποτυπώματα. Η διεθνής Αστυνομία της Κωνσταντινουπόλεως (τουρκική, γαλλική, Αγγλική και ιταλική) εκινήθη τότε. Οι οργανωταί της διαρρήξεως εφοβήθησαν ότι τα αποτυπώματα ήσαν του «μικρού», δηλαδή του Ζαχαριάδη και απεφάσισαν να τον φυγαδεύσουν εις την Ρωσίαν. Έτσι ο τότε Γενικός Πρόξενος των Σοβιέτ επιέσθη από τους κομμουνιστικούς κύκλους της Κωνσταντινουπόλεως να χορηγήση εις τον μέλλοντα βετεράνο του κομμουνισμού Ζαχαριάδην σημείωμα φυγαδεύσεως δια του σοβιετικού φορτηγού “Τόμσκυ”» (36/26-8-1955)
49
Π.Γ. του Κ.Κ.Ε. και κατάντησε στα 1928-29 χαφιές μαζί με τον Χατζηαναστάση)» (18/21). Στην 7η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ το 1957, όταν ερωτήθηκε: «Αν θέλει να μας πει ο Ζαχαριάδης πόσοι πράκτορες του ταξικού εχθρού ήταν στο ΠΓ, λικβινταριστές, αποστάτες και ποιός έμεινε στο κόμμα εκτός απ’ αυτόν», απάντησε: «Από την Πόλη εκείνο[ν] που ξέρω ήταν ο Μάξιμος», εκεί πετιέται ο Βλαντάς και λέει: «ο Νικολαΐδης» και απαντάει ο Ζαχαριάδης: «Ο Νικολαΐδης δεν ήταν στην κομματική οργάνωση. Εκτός από τη Μόσχα. Όταν ήταν στο σχολείο» (58/802). Κατά τον Δ. Λιβιεράτο: «Με τον ξεριζωμό των Ελλήνων πέρασε στη Σοβιετική Ρωσία και από το 1922 – 1925 σπούδασε στο Πανεπιστήμιο ΚΟΥΤΒ, που μόρφωνε τα στελέχη της Διεθνούς για τα διάφορα τμήματα» (87/219). Όπως αναφέρει ο Άγγελος Ελεφάντης: «Φαίνεται ότι μεταξύ 1923 και 1924 ο Ζαχαριάδης βρίσκεται στη Σοβιετική Ένωση, ανάμεσα στους πρώτους που η Διεθνής μετακαλεί για εκπαίδευση» (90/162). Πριν κλείσουμε πάντως αυτό το κεφάλαιο να πούμε ότι ο Σεραφείμ Μάξιμος κάνει αναφορά σε επαναστατικές ενέργειες της «Πανεργατικής», όταν αναφέρεται στις αρχές της, μιά από τις οποίες: «ήτανε η αρχή της αμέσου δράσεως, που την εφαρμόζαμε τότε με κάθε ευκαιρία. Κι’ όταν έπρεπε κι’ όταν δεν έπρεπε. Επειδή έβραζε το μέσα μας κι’ είμασταν πλάσματα ανυπόμονα. Τόσο ανυπόμονα, που μαζεύαμε εκρηκτικές ύλες, για να ανατινάξουμε το σύμπαν στον αέρα, όταν θα ερχότανε «η μεγάλη βραδιά», που την περιμέναμε πως και πως. Επειδή δε βλέπαμε ότι η μεγάλη αυτή βραδιά αργούσε, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Μερικοί από μας – πιο ανυπόμονοι και πιο «παλληκαράδες» πιάσανε και ωργανώσανε μια μικρή απόπειρα κατά των τσαρικών Ρώσσων που είχαν εγκαταστήσει εκεί την προσωρινή βραγγελική κυβέρνησί τους. Αυτό δε, για να δείξουν επαναστικότητα. Και μερικοί άλλοι πάλι, πιο ανόητοι αυτοί, επιχειρήσανε διάρρηξι στο υποκατάστημα της Αζοφικής Τραπέζης, για να… βοηθήσουν, λέγει, οικονομικώς την οργάνωσι. Και το ένα και το άλλο αποτελούσαν πράξεις ατομικής τρομοκρατίας. Οι Ρώσσοι δε που τους τα ανέφερα αυτά αργότερα όταν πήγα στη Μόσχα, μου είπαν ότι αυτά είναι αναρχικά πράματα και δεν έχουν καμμιά σχέσι με το εργατικό επαναστατικό κίνημα» (30/18-3-58).
9. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή: «Στα 1923 [ο Ζαχαριάδης] έγινε μέλος του Κ.Κ. Τουρκίας» (16, 18/21). Πριν μιλήσουμε για το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας (ΤΚΡ), πρέπει να αναφερθούμε πρώτα στο τοπίο που επικρατούσε στην Αριστερά [αν και στην δεκαετία του ’20 δεν υπήρχε ο όρος “Αριστερά”] ακριβώς πριν από την ίδρυσή του, για να το γνωρίσουμε. Κατά τον Γιώργο Μπάτζα: «Κατ’ αρχάς υπάρχει η Αριστερή κίνηση που διαμορφώνεται κατά την ανακωχή στην Πόλη. Τα άτομα που την αποτελούν ήταν πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή ήταν οι συνεχιστές του εργατικού κινήματος. Η δεύτερη κατηγορία ήταν αυτοί που ευρίσκονταν στην Ανατολή (Ανατολία). Αυτοί ήταν βασικά επηρεασμένοι από την Οκτωβριανή επανάσταση ή και αυτοί που ήταν σύμμαχοι με τις κεμαλικές εθνικές δυνάμεις. Η τρίτη κατηγορία αποτελούνταν από τους πιστούς στην πολιτική της Τρίτης Διεθνούς, παράλληλα με μιά άλλη τάση η οποία ήταν κοντά σε αυτούς, όμως θεωρούνταν απλά και μόνον αντιιμπεριαλιστική. Με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918) η ηγεσία του κόμματος «Ένωση – Πρόοδος» [Νεότουρκοι] διέφυγε στο εξωτερικό. Έτσι τα ανάκτορα και οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις της Αντάντ και διαμόρφωσαν ένα κλίμα υποτέλειας για τον τουρκικό λαό. Ακριβώς την περίοδο εκείνη αναπτύσσεται έντονη πολιτική δράση και μέσα στα πράγματα είναι η αριστερή ομάδα του Χουσεΐν Χιλμή Μπέη που ήταν φυλακισμένος από τους Νεότουρκους. Όταν ο τελευταίος αποφυλακίζεται το 1919, ανασυγκροτούνται οι σοσιαλιστές – γέννηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Τουρκίας, το οποίο είναι συνέχεια με το ίδιο πρόγραμμα του Οθωμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του 1910 – 13. Το κόμμα αυτό ήρθε σε επαφή με τον Σεραφείμ Μάξιμο της «Πανεργατικής» στην Κωνσταντινούπολη.
50