Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ 1821 (ΠΗΓΗ: ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ http://www.agiasofia.com/greek/greek.php) Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Α' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Β' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Γ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Δ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Ε' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΣΤ´ Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Ζ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Η' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Θ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Ι' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΑ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΒ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΓ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΔ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΕ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΣΤ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΖ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΗ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΘ'
2
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Κ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΑ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΒ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΓ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΔ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΕ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΣΤ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΖ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΗ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΘ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Λ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΑ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΒ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΓ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΔ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΕ' Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΣΤ' ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΗΓΗΣ Πρόλογος Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής Φιλική Εταιρεία Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792 - 1828) Μολδοβλαχία
3
Γιωργάκης Ολύμπιος Σφαγές στήν Κωνσταντινούπολη Γρηγόριος Δικαίος - Παπαφλέσσας Μάρτιος 1821 Μοριάς - ΈΈκρηξη Επανάστασης Καλαμάτα - Καρύταινα Πάτρα - Επανάσταση καί σφαγές Αναδρομή στήν Κλεφτουριά - Κολοκοτρωνέϊκο Γέρος τού Μοριά - Η ζωή του Λεβίδι - Θάνατος τού Στριφτόμπολα Η μάχη στό Βαλτέτσι (12 Μαΐου 1821) Ρούμελη καί αρματολίκια ΈΈναρξη τής Επανάστασης στή Φωκίδα Λιβαδειά - Ξεσηκωμός Αθανάσιος Διάκος - Η ζωή του Επανάσταση στήν Αττική Η μάχη τής Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821) ΆΆνθιμος Γαζής - Επανάσταση στό Πήλιο Επανάσταση στή Μακεδονία Επανάσταση στήν Εύβοια Δυτική Στερεά - ΈΈναρξη τού Αγώνα Κεράσοβο Ευρυτανίας (10 Μαϊου 1821) Ανδρίτσος, ο πατέρας τού Οδυσσέα Oδυσσεύς Aνδρούτσος Χάνι τής Γραβιάς (18 Μαΐου 1821) Ο Αγώνας στή θάλασσα - Ψαρά Σπέτσες ΎΎδρα Τό Ναυτικό στήν επανάσταση - Ναύαρχος Ιάκωβος Τομπάζης Πυρπόληση δίκροτου στήν Ερεσό από τόν Παπανικολή (27 Μαΐου 1821) ΈΈπαχτος - Αποτυχία τού μπουρλοτιέρη Παξινού Σάμος - Λυκούργος Λογοθέτης Μπουμπουλίνα Πολιορκία τού Ναυπλίου Μάχη τού Ξεριά στό ΆΆργος (25 Aπριλίου 1821) ΆΆλωση Μονεμβασιάς (23 Ιουλίου 1821) ΆΆλωση Νεοκάστρου (7 Αυγούστου 1821) Προεπαναστατική Κρήτη Δασκαλογιάννης Επανάσταση στήν Κρήτη Εισβολή τών Τούρκων στά Σφακιά Μάχη στά Δολιανά (18 Μαΐου 1821) Συνέλευση τών Καλτεζών
4
ΆΆφιξη τού Δημητρίου Υψηλάντου Πολιτική Κατάστασις κατά τό πρώτο έτος τής Επαναστάσεως Μάχη τού Λάλα (13 Ιουνίου 1821) Καταστροφή τού Γαλαξειδίου (23 Σεπτεμβρίου 1821) Πολιορκία τής Τριπολιτσάς Μάχη τής Γράνας Πτώση τής Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) Σούλι Αλή πασάς καί Σούλι Τό Σούλι έπεσε Σούλι καί Επανάσταση Μάχη τής ΆΆρτας (13 Νοεμβρίου 1821) Ανατολική Στερεά Ελλάδα Μάχη στά Βρυσάκια Μάχη στά Βασιλικά - Φοντάνα (25 Αυγούστου 1821) Καταστροφή τής Κασσάνδρας (30 Οκτωβρίου 1821) Πολιτικοί: Η κατάρα τού τόπου Παράδοση τού Ακροκόρινθου (14 Ιανουαρίου 1822) Θάνατος Ηλία Μαυρομιχάλη (12 Ιανουαρίου 1822) Τό τέλος τού Αλή πασά Οι Σουλιώτες νικούν τόν Χουρσίτ (Ιούνιος 1822) Μάχη τού Πέτα (4 Ιουλίου 1822) Μάχες στήν Πάτρα (1822) Θάνατος τού Βαλέστ στήν Κρήτη (14 Απριλίου 1822) Ολοκαύτωμα τής Νάουσας (13 Απριλίου 1822) Οδυσσέας καί ΆΆρειος Πάγος Παράδοση τής Ακροπόλεως στούς ΈΈλληνες (10 Ιουνίου 1822) Πολιτική τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων Κάθοδος τού Δράμαλη πασά Καταστροφή τού Δράμαλη (Δερβενάκια) Πτώσις τού Ναυπλίου (30 Νοεμβρίου 1822) Μαύρα Λιθάρια Κορινθίας (5 Ιανουαρίου 1823) Πρώτη πολιορκία Μεσολογγίου (1822) Νίκη τών Ελλήνων στό Σοβολάκο (ΆΆγιο Βλάση) Γεώργιος Καραϊσκάκης Φιλέλληνες Καπάκια τού Ανδρούτσου Ναυτικός Αγώνας (1822) Ναυμαχία τών Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822) Ανδρέας Μιαούλης (1769 - 1835) Ολοκαύτωμα τής Σαμοθράκης Σφαγή τής Χίου (30 Μαρτίου 1822) Ανατίναξη τής τουρκικής ναυαρχίδας
5
Κωνσταντίνος Κανάρης ο μπουρλοτιέρης (1795 - 1877) Ναυμαχία τών Σπετσών (8 Σεπτεμβρίου 1822) Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840) Τένεδος, πυρπόληση τουρκικού δίκροτου Δόμνα Βισβίζη (1784 - 1850) Τρίτο ΈΈτος τής Ελευθερίας Δεύτερη Εθνοσυνέλευση στό ΆΆστρος (Απρίλιος 1823) Τουρκικές επιχειρήσεις (1823) ΉΉττες τών Ελλήνων στή Στερεά, τήν Εύβοια καί τή Θεσσαλία Κρήτη (1823) Η άποψη τής Τουρκίας Εκστρατεία τού Μουσταή πασά τής Σκόδρας Θάνατος τού Μάρκου Μπότσαρη (9 Αυγούστου 1823) Η μάχη τής Καλιακούδας (28 - 29 Αυγούστου 1823) Πολιτικές αντιθέσεις στήν Πελοπόννησο (1823) ΆΆφιξις Βύρωνος εις Μεσολόγγιον (Δεκέμβριος 1823) Η δίκη τού Καραϊσκάκη Θάνατος τού λόρδου Βύρωνα (19 Απριλίου 1824) Εμφύλιος πόλεμος (1824) Φόνος τού Πάνου Κολοκοτρώνη (13 Νοεμβρίου 1824) Υποταγή τής Κρήτης (1824) Ολοκαύτωμα τής Κάσου (7 Ιουνίου 1824) Καταστροφή τών Ψαρών (21 Ιουνίου 1824) Μάχες στή Στερεά Ελλάδα(1824) Ο ελληνικός στόλος υπερασπίζεται τή Σάμο (Ναυμαχία Μυκάλης) Ναυμαχία τού Γέροντα (29 Αυγούστου 1824) Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στήν Πελοπόννησο ( 1825) ΉΉττα στό Κρεμμύδι (7 Απριλίου 1825) ΉΉττα στή Σφακτηρία (26 Απριλίου 1825) Πτώση τού Νεόκαστρου Πύλου (11 Μαΐου 1825) Δολοφονία Οδυσσέως Ανδρούτσου (5 Ιουνίου 1825) Ναυμαχία τού Καφηρέα (20 Μαΐου 1825) Ο Κανάρης στήν Αλεξάνδρεια Θάνατος Μπουμπουλίνας Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) Ο Κολοκοτρώνης αναλαμβάνει δράση (Μάχη τής Δραμπάλας) Μάχη τών Μύλων Ναυπλίου (13 Ιουνίου 1825) Μάχη τών Τρικόρφων (23 Ιουνίου 1825) Ο Ιμπραήμ καίει τόν Μοριά Αίτηση γιά αγγλική προστασία Καταστροφή τής Γαστούνης ΈΈναρξη δεύτερης πολιορκίας τού Μεσολογγίου Καταστροφή τής Ανατολικής Στερεάς (1825)
6
Εποποιία τού Μεσολογγίου ΈΈξοδος Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) Γ' Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου Γεγονότα στό εξωτερικό (1826) Ο Καραϊσκάκης αρχιστράτηγος τής Ρούμελης ΆΆλωση τών Αθηνών (3 Αυγούστου 1826) Μάχη τού Χαϊδαρίου (6 - 8 Αυγούστου 1826) Πολιορκία τής Ακρόπολης (1826 - 1827) Ο Ιμπραήμ δηώνει τήν Πελοπόννησο (Απρίλιος 1826) Μάχη Βέργας καί Διρού (1826) Μάχη τού Πολυάραβου (26 Αυγούστου 1826) Τά Ιβραημικά, ΈΈπος Ιστορικόν υπό Δ. Κουμουνδουράκη, 1859 Κλεφτοπόλεμος κατά τού Ιμπραήμ Εκστρατεία τού Καραϊσκάκη Μάχη Αράχωβας (18 - 24 Νοεμβρίου 1826) Μάχη Αραχώβης υπό Δημητρίου Αινιάνος Μάχη στό Τουρκοχώρι Ελάτειας (7 Δεκεμβρίου 1826) Μάχη στό Δίστομο (17 Ιανουαρίου 1827) Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας (1827) Γενοκτονία στήν Πελοπόννησο Οι προσκυνημένοι Μάχη στό Μέγα Σπήλαιο (24 Ιουνίου 1827) Μάχη Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827) Μάχη Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) Καραϊσκάκης εναντίον Κιουταχή (1827) Θάνατος Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) Μάχη Ανάλατου (24 Απριλίου 1827) Συνθήκη Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) Ναυμαχία Ναβαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827) Στρατιωτικές επιχειρήσεις (1828) Ιωάννης Καποδίστριας ΆΆφιξη τού Κυβερνήτη στήν Ελλάδα (6 Ιανουαρίου 1828) Τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις (1829) Η Ελλάς ανεξάρτητο κράτος Επίλογος Βιβλιογραφία ||Α'|-|Β'|-|Γ'|-|Δ'|-|Ε'|-|ΣΤ'|-|Ζ'|-|Η'|-|Θ'|-|Ι'|-|ΙΑ'|-|ΙΒ'|-| ΙΓ'|-|ΙΔ'|-|ΙΕ'|-|ΙΣΤ'|-|ΙΖ'||ΙΗ'|-|ΙΘ'|-|Κ'|-|ΚΑ'|-|ΚΒ'|-|ΚΓ'|-|ΚΔ'|-|ΚΕ'|-|ΚΣΤ'|-|ΚΖ'|-|ΚΗ'|-|ΚΘ'|-|Λ'||ΛΑ'|-|ΛΒ'|-|ΛΓ'|-|ΛΔ'|-|ΛΕ'|-|ΛΣΤ'|| http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis1.html
7
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Α' Πρόλογος Διανύουμε αισίως τό 2011 καί ο ελληνικός λαός, μέσα σέ μία διεφθαρμένη κοινωνία καί ζώντας σέ μία χρεωκοπημένη χώρα, παρακολουθεί τίς τουρκικές σειρές, τίς εκδηλώσεις της ελληνοτουρκικής φιλίας, τήν τουρκική γλώσσα νά έχει γίνει γλώσσα επιλογής γιά τά ελληνόπουλα, τήν ιστορία να παραχαράσσεται καί νά εξευμενίζει τήν οθωμανοκρατία, τόν Κεμάλ νά ηρωοποιείται, τήν Ορθοδοξία νά χλευάζεται. Τό δόγμα Νταβούτογλου έχει γίνει δόγμα της κυβερνήσεως, της τηλεόρασης, των πανεπιστημίων, των προοδευτικών καί δημοκρατικών δυνάμεων. Η Τουρκία πατάει μέσω του προξενείου της γερά στή Θράκη, τό Αιγαίο θεωρείται θάλασσα ειρήνης καί συνεκμετάλλευσης των πετρελαίων του, ενώ ακόμα καί ο χώρος νοτίως της Κρήτης διεκδικείται από τήν γειτονική μας χώρα. Οι τουρκικές φρεγάτες πλέουν ανενόχλητες στήν Εύβοια ενώ τά εκατομμύρια των εποίκων πού προωθεί ο Ερντογάν τά υποδέχονται μέ ανοιχτές αγκάλες οι Αριστεροί της επιλεκτικής ευαισθησίας, εδραιώνοντας τήν ισλαμική παρουσία στήν χώρα μας. Αφορμή γιά νά ασχοληθώ μέ τήν ελληνική επανάσταση, ήταν η αντίστοιχη εκπομπή σέ κανάλι ενός μεγιστάνα του Τύπου καί των Δημοσίων Εργων, σύμφωνα μέ τήν οποία τό Εθνος μας γεννήθηκε τό ...1821, η Ελλάδα παρουσίασε τή μεγαλύτερη ανάπτυξη τόν 15ο καί 16ο αιώνα, oι πασάδες ...έφτιαχναν δρόμους, γέφυρες, νοσοκομεία, λουτρά, τζαμιά, αγορές, οι Ελληνες ζούσαν υπέροχα μέ τούς Τούρκους ασκώντας ελεύθερα τά θρησκευτικά τους δικαιώματα, πλουτίζοντας από τίς καλλιέργειες καί τό εμπόριο. Oι οθωμανοί, σύμφωνα μέ τόν Βερέμη καί τό τουρκο - σκάϊ, δέν κατέστρεψαν καμμία ορθόδοξη εκκλησία, απλώς μετέτρεψαν ορισμένες σέ τζαμιά, στά χωριά υπήρχαν κοινά νεκροταφεία καί αρμονική συνύπαρξη μουσουλμάνων καί χριστιανών καί απλά υπήρχαν μερικοί εγκληματίες, ληστές, τυχοδιώκτες καί φοροφυγάδες, πού κατέφυγαν στά βουνά καί ο κόσμος τούς ονόμαζε κλέφτες αφού κτυπούσαν τό χρηστό καί δίκαιο κράτος πού είχε δημιουργήσει ο πατισάχ στήν οθωμανική επικράτεια. Οταν κάποιοι Ελληνες κοτζαμπάσηδες αγόρασαν πολλά κτήματα καί δημιούργησαν τσιφλίκια, τότε οι Ελληνες αγρότες, πάντα σύμφωνα μέ τό τουρκο - σκάϊ, παρουσίασαν κάποιες οικονομικές δυσκολίες καί εξεγέρθησαν κατά του ... ανεκτικού καί φιλεύσπλαχνου σουλτάνου! Η επανάστασις δηλαδή ήταν ταξική, όπως λένε οι αριστεροί.
8
Είναι απορίας άξιον τό πόσο συμφωνούν οι Ελληνες αριστεροί μέ τούς Τούρκους φασίστες σέ πληθώρα θεμάτων! Φυσικά πριν από το 1821 δεν υπήρχε ελληνική εθνική συνείδηση, αλλά οι Γάλλοι Διαφωτιστές μας διάλεξαν μία εθνική ταυτότητα, αφού σύμφωνα καί μέ τούς Γαβράδες καί όλους τούς βολεμένους αριστερούς καπιταλιστές, είμαστε Σλαβο-αλβανό-τουρκοι! Ο πολυπολιτισμός διαβρώνει τούς εγκεφάλους των παιδιών μας καί τά ετοιμάζει γιά τήν ανασύσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας όπως ονειρεύεται μέσα από τά βιβλία του ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, ο οποίος καμαρώνει γιά τό πετυχημένο παράδειγμα της Κύπρου. Αφού γιά μερικές δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνους, μας άρπαξαν τήν μισή Κύπρο, φανταστείτε τί θά γίνει μέ τά εκατομμύρια των μουσουλμανων πού μας φορτώνει ο Σόρος, τό Ισλάμ καί ο Συνασπισμός! Η Ελλάδα θά γίνει βιλαέτι της Υψηλής Πύλης καί μάλιστα αναίμακτα. Τό άφθονο χρήμα, οι άφθονοι μουσουλμάνοι έποικοι καί οι άφθονοι προδότες θά ζωντανέψουν τό δόγμα Νταβούτογλου πού θέλει τά Βαλκάνια κάτω από τήν οθωμανική εξουσία. «Οι δύο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέτει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων. Η νομιμότητα της επέμβασης της Κύπρου, που αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, κατέστη δυνατή εντός ενός τέτοιου είδους νομικού πλαισίου. Μπορεί να προταθεί επίσης μία συνεργασία για την εξασφάλιση των πολιτισμικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων των εθνικών κοινοτήτων, που διαθέτουν διαφορετικές κουλτούρες στους κόλπους των βαλκανικών κρατών. Μία τέτοια συμφωνία μπορεί να διαμορφώσει ένα κατάλληλο έδαφος κυρίως για το Κόσσοβο και τη Δυτική Θράκη.» Αχμέτ Νταβούτογλου - Στρατηγικό βάθος (από τόν Κωνσταντίνο Χολέβα)
9
http://www.agiasofia.com/epanastasis/biblio1.jpg H παραπάνω εικόνα είναι από τό βιβλίο της Ιστορίας Γ' Γυμνασίου πού διανέμει τό τουρκ.. συγγνώμη τό Ελληνικό Υπουργείο αντεθνικής Παιδείας στά παιδιά μας. Τό εν λόγω βιβλίο απαξιώνει τελείως τήν ελληνική επανάσταση καί τήν παραθέτει τελείως περιληπτικά ως ένα ασήμαντο γεγονός. Φυσικά, δέν υπάρχει ούτε ένας άσχημος χαρακτηρισμός ή όρος γιά τήν οθωμανοκρατία. Λείπουν λέξεις όπως: βαρβαρότητα, φόροι, χαράτσι, τζερεμέδες, μπαξίσια, ραγιάδες (κτήνη χριστιανοί), γκιαούρηδες (άπιστοι χριστιανοί), κόψιμο γλώσσας, αγγαρείες, διακρίσεις, πείνα, εξαθλίωση, χαρέμια, σκλαβοπάζαρα, παιδομάζωμα, βιασμοί, πειρατές, γενίτσαροι, πυρπολήσεις, σφαγές, τρομοκρατία, φόβος, διωγμοί, μαρτύρια, ζυγός, βασανιστήρια, παλούκωμα, ψήσιμο σέ σούβλα, καρατομήσεις, γδάρσιμο, πριόνισμα, αγχόνες, τσιγκέλια, εξισλαμισμοί, εκτελέσεις, ατιμώσεις, φυλακίσεις, μποστατσήμπασης, μπουντρούμια, ταπεινώσεις, αμάθεια, αγραμματοσύνη, αυθαιρεσίες, αδικίες, ερήμωση, μείωση πληθυσμού, κτλ, Υπάρχουν βέβαια απαξιωτικοί όροι αλλά μόνο γιά τήν ...Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία στά χρόνια της επανάστασης ...εναντιωνόταν στίς φιλελεύθερες ιδέες. Οι Κλέφτες καί στά σχολικά βιβλία, εμφανίζονται σάν εγκληματίες οι οποίοι απλώς βγήκαν στά βουνά γιά αρπαγή καί ληστεία, ενώ ο χριστιανικός πληθυσμός ζούσε σέ αρμονία μέ τόν μουσουλμανικό πληθυσμό αφού ...πλούτιζε από τό εμπόριο καί τή ναυτιλία. Σέ ένα σημείο αναφέρεται "ο κατακτητής ορθόδοξος βαλκάνιος έμπορος" γιά νά τονιστεί η ευμάρεια των χριστιανών, ενώ σημειώνεται καί η ...πληθώρα των σχολείων αφού "δέν υπάρχει πόλη πού νά μήν έχει
10
δύο καί τρία σχολεία". Καί γιατί είπαν "Ελευθερία ή Θάνατος" οι ραγιάδες; Διότι τούς επηρέασε η Γαλλική Επανάσταση, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός καί οι Ρώσσοι πράκτορες Υψηλάντης, Κατσώνης καί Καποδίστριας! Αλλιώς δέν υπήρχε λόγος επανάστασης! Ετσι, τά Ορλωφικά πού υποκινήθηκαν από τούς Ρώσσους, ''καταπνίγηκαν'' (σκέτο), οι Σουλιώτες απλά εγκατέλειψαν τήν περιοχή τους, όπως εγκαταλείπουν οι Αθηναίοι τό κλεινόν άστυ τό καλοκαίρι γιά νά τρέξουν στά νησιά καί ο Διάκος απλώς πολέμησε στήν Αλαμάνα. Στόν παρόντα δικτυακό τόπο, η παρουσίαση των γεγονότων της Ελληνικής Επαναστάσεως θά γίνει μέσα από κείμενα αυτοπτών μαρτύρων, καί από ιστορικούς του παρελθόντος οι οποίοι δέν ήξεραν τί είναι ο Σόρος, η λέσχη Μπίλντεμπεργκ, τό Παρατηρητήριο Ελσίνκι, τό ΕΛΙΑΜΕΠ καί η παγκόσμια διακυβέρνηση του Γιωργάκη. Θά στηριχτώ στίς μαρτυρίες ανθρώπων πού μάτωσαν, πόνεσαν, έχυσαν δάκρυ, έχασαν δικούς τους ανθρώπους καί στό τέλος τήν ίδια τους τήν ζωή, γιά νά μπορούμε σήμερα νά κάνουμε τόν σταυρό μας καί νά μιλάμε τή γλώσσα του Ομήρου. Οι πηγές μου είναι τά απομνημονεύματα των Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη, Κοσομούλη, Περραιβού, Κουτσονίκα, Φωτάκου, γραπτά των Αινιάν, Φερραίου, Τερτσέτη, Ιωσήφ Μάγιερ, Πουκεβίλ, Χάου, Φιλήμωνος βιβλία των Παπαρρηγόπουλου, Τρικούπη, Βακαλόπουλου, Κοκκίνου κλπ. «H επανάστασις η ειδική μας δεν ομοιάζει με καμίαν απ' όσες γίνονται σήμερα εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεων των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο δικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος: ήταν έθνος με έθνος». Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «Τό κίνημά μας δέν είναι, κραταιοί της Ευρώπης, ανταρσίας επιχείρημα, όχι! Είμεθα λείψανα έθνους νικημένου, κατακτηθέντος, υποδουλωθέντος, αλλά ουδέποτε μετά του Οθωμανικού Κράτους συσσωματωθέντος. Ναί! διότι πώποτε οι τύραννοί μας δέν μας εγγυήθησαν διά τήν ζωήν, τιμήν, ιδιοκτησίαν καί πάν ό,τι συνιστά τήν νόμιμον των ανθρώπων κοινωνίαν. Ε ίμεθα έθνος Χριστιανικόν, τέσσαρας ήδη αιώνας προσπαθούντες ν' αποδιώξωμεν της ιεράς μας γής τούς άρπαγας, τό έθνος τούτο αξιούμενον ενώπιον Θεού καί της συνειδήσεώς σας τήν συμμαχίαν σας, πολλάκις από τό 1461 σας έδωκε τάς ευγενείς αφορμάς νά δέσετε γενικήν υπέρ αυτού συμμαχίαν, υποχρεούντες δέ αυτής τόν Χριστιανισμόν όλον νά συντρέξη εις ελευθέρωσιν της Ανατολικής Εκκλησίας καί της γης του ανατολικού των Ρωμαίων Βασιλείου...» Ιωσήφ Μάγιερ - Ελληνικά Χρονικά, 2 Μαΐου 1825
11
«Γέρων τίς ιερομόναχος επιάσθη από τούς εχθρούς πλησίον της Ναυπάκτου. Τόν ύβριζον οι Τούρκοι καί τόν ερράβδιζον, καί επειδή τόν εβίαζον νά μαρτυρήσει πού έχει καταθεμένα τά ιερά σκεύη καί αυτός δέν εμαρτύρει, τού έκοψαν τήν μύτην καί τά ώτα, αμετάτρεπτος ο σεβάσμιος πατήρ εις τήν σταθεράν του απόφασιν νά μή δώση εις τάς χείρας των απίστων τά ιερά σκεύη διά νά τά καθυβρίζωσι καί τά μεταχειρίζονται μέ τόν αισχρόν της βαρβαρότητος τρόπον, ησύχως καί μέ αφοβία τούς λέγει: "Καθώς μου εκόψατε τήν ρίνα καί τά ώτα, ούτω καί ψήσατέ με εις τήν σούβλαν διά νά δώσω τό ανήκον πέρας της ζωής μου, καθώς οι νόμοι της πατρίδος μου διατάττουσιν, τό οποίον καί έγεινεν...» Ιωσήφ Μάγιερ - Ελληνικά Χρονικά, 17 Μαΐου 1825 «Οι Τούρκοι, θεωρούντες εαυτούς κυρίους της χώρας, υποβάλλουν τούς Ελληνας εις απόλυτον τυραννίαν. Μέ τάς καταχρήσεις αυτάς κατέστησαν μισητοί καί επικίνδυνοι, καί ουδέποτε εξέρχονται από τά σπίτια των, ούτε περιπατούν εις τούς δρόμους χωρίς νά φέρουν επάνω των μαχαίρι καί πολλά πιστόλια... Η αμάθεια καί η έλλειψις κάθε ενδιαφέροντος επροξένησαν εις τάς αρχαιότητας περισσοτέρας βλάβας παρά η επίδρασις του χρόνου. Διά νά μή κοπιάσουν διά τήν μεταφορά υλικού από τά λατομεία, καταστρέφουν λαμπρά μνημεία της αρχαιότητος καί μεταχειρίζονται κομμάτια των διά τήν κατασκευήν αθλίων σπιτιών. Είδα τά ερείπια ενός ναού μέ υπέροχον αρχιτεκτονικήν, όγκου γρανίτου, μάρμαρα πολύτιμα, ανάγλυφα καί κοσμήματα λεπτότατα, νά χρησιμοποιούνται διά νά κατασκευασθή ένα πρόχωμα καί νά διοχευτευθή αλλού τό νερό του αυλακιού ενός μύλου... Ενα άγαλμα, πού δέν ήτο δυνατόν νά μετατοπισθή, κατεστράφη από τούς φανατικούς οπαδούς του Κορανίου, πού προγράφει κάθε ανθρώπινον ομοίωμα. Τέλος, εις ένα εργαστήριο είδα έναν κατασκευαστήν τάφων νά καταγίνεται νά εξαλείψη από αρχαία μάρμαρα τάς επιγραφάς διά νά τά χρησιμοποιήση ως τύμβον κάποιου αθλίου απογόνου του Μωάμεθ...» Γάλλος περιηγητής Καστελλάν - Γράμματα διά Πελοπόννησον 1797 «Η Ελλάς κατακτηθείσα εξεπολίτισε τήν Ρώμην, αλλ' οι κατακτηταί ήσαν Ρωμαίοι. Η αυτή όμως Ελλάς κατακτηθείσα ουδόλως τήν Τουρκίαν εξεπολίτισε, διότι οι κατακτηταί είνε Τούρκοι. Η αηδία των βαρβάρων τούτων μόλις κατανοείται. Πάσα του πνεύματος λάμψις θαμβοί τούς οφθαλμούς αυτών, καί ουδ' ελάχιστον εξ αυτού έλαβον σπινθήρα. Βλέπει τις αυτούς παρατηρούντας μετ' αγρίας ηλιθιότητος τά αριστουργήματα της τέχνης, φανταζομένους ότι δαίμονες υπήρξαν οι αρχιτέκτονες καί καταστρέφοντας τά μάρμαρα πρός κατασκευήν ασβέστου καί κόνεως δι' ών επιχρίουσι τάς οικίας των. Ενταύθα
12
ενοικούσιν η αμάθεια, η τυραννία, η δεισιδαιμονία καί υλισμός βάναυσος. Μανιωδώς ριπτόμενος ο άγριος Τούρκος επί της δυστυχούς ταύτης χώρας, ήν υπόζυγον κρατεί, λεηλατεί αυτήν καί σφάζει ανηλεώς καί άνευ τύψεως συνειδότος τούς εστερημένους υπερασπίσεως κατοίκους αυτής. Ούτω ο ωραιότερος του κόσμου τόπος κατέστη ερημία...» Κωνσταντίνος Σάθας Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνησι 1869 «Kι ο παπά Θύμιος ο πικρός οϊδίζει του σεϊτάνη κι ότι τού λέγ' ο δαίμονας αρχίνησε νά κάνη. Ο,τι τού λεγ' ο δαίμονας, κι' ό,τι τόν εξετάζει εκείνο πάντα αγαπά κ' εκείνο πάντα πράζει. Ο δαίμων λέγει του παπά "εσείς τί καρτερείτε; Δέν στέλνεις σ' όλο τόν ραγιά όλοι ν' αρματωθήτε; τόν Τούρκο νά βαρέσετε εκείνον τόν αβάνη; όπου παιδεύει τόν ραγιά κι' ότι αγαπά του κάνει; Ν' αρματωθ' όλος ο ραγιάς τόν Τούρκο νά κτυπήση. Στή Λαρσα καί στά Τρίκκαλα αβάνη μήν αφήση." Κι' ο Τούρκος εφοβήθηκε δέν βγαίνει στό μεϊδάνι...» Κωνσταντίνος Σάθας Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Εξέγερση του Θύμιου Μπαχλάβα Ρήγας Φερραίος Ο Ρήγας Βελεστινλής γεννήθηκε τό 1757 στό Βελεστίνο, κοντά στήν αρχαία πόλη των Φερών. Κήρυκας του ξεσηκωμού κατά της τυραννίας, αφού καί ο Μακρυγιάννης τόν σχεδίασε νά σπέρνει τόν σπόρο της ελευθερίας, πνεύμα φιλελεύθερο και ανυπότακτο, με ανεξάντλητο ψυχικό σθένος. Τον αφήνουν αδιάφορο τα πλούτη του πατέρα του. Το μίσος κατά των Τούρκων, το πάθος για τη ελευθερία της πατρίδας και η δίψα για μάθηση φωλιάζουν στην παιδική του ψυχή. Ο ιερέας του χωριού, που ήταν ο πρώτος του δάσκαλος, θα τον εμποτίσει με το μίσος κατά των τυράννων και θα του μεταδώσει τον παθιασμένο έρωτα για την ελευθερία. Φοίτησε στις σχολές της Ζαγοράς του Πηλίου, καί στά Αμπελάκια πνευματικό κέντρο της σκλαβωμένης Ελλάδας. Οι καλοί του δάσκαλοι του δημιουργούσαν το ενδιαφέρον για κάποιες επιστημονικές γνώσεις. Νεαρός δάσκαλος ήταν στον Κισσό, χωριό του Πηλίου, όταν άκουσε μια μέρα από ένα θρασύτατο Αγά την προσταγή να τον περάσει στους ώμους από ένα ορμητικό χείμαρρο. Δέν υπάκουσε καί όρμησε κατά του αγά καί τόν έπνιξε μέσα στά ορμητικά νερά του χειμάρρου, για να βρεθεί αμέσως μετά, στο αντάρτικο σώμα του θείου του Σπύρου Ζήρα, πάνω στον ΌΌλυμπο. Στα λημέρια των Κλεφτών έκανε τα πρώτα σχέδια του ξεσηκωμού
13
του γένους. Είχε ήδη ζήσει τίς σφαγές και καταστροφές των Τούρκων στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και στη Θεσσαλία, μετά από την αποτυχία της εξέγερσης των Ελλήνων (Ορλωφικά), πού είχε γίνει με την υποκίνηση της Μεγάλης Αικατερίνης, η οποία τελικά, με την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (9 Ιουλίου 1774), παρέδωσε στους Τούρκους τα κατεχόμενα από αυτήν νησιά του Αιγαίου καί εγκατέλειξε τούς Ρωμιούς στή μοίρα τους. Εφοδιασμένος με συστατικές επιστολές ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη. Εμαθε γαλλικά, γερμανικά και αργότερα στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη ιταλικά και ρωσικά. Στην Κωνσταντινούπολη γνώρισε τόν Αλέξανδρο Υψηλάντη (17261807) - παππού του αρχηγού της Φιλικής - καί τόν ακολούθησε στή Μολδοβλαχία. Σύμφωνα μέ τόν Περαιβό, ο Ρήγας δούλεψε στόν Νικόλαο Μαυρογένη (1735-1790), ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας ο οποίος του παραχώρησε σημαντικά αξιώματα. Αργότερα, τον Μαυρογένη τόν αποκεφάλισαν οι Τούρκοι για κάποιες στρατιωτικές αποτυχίες κατά των Αυστριακών. Ο Φεραίος, στό Βουκουρέστι επικοινώνησε με τους διανοούμενους του Γαλλικού διαφωτισμού και με τον ίδιο το Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η Γαλλική Επανάσταση και οι νίκες του Ναπολέοντα τον παροτρύνουν στην επίσπευση της εξέγερσης του ΈΈθνους, οργανώνοντας τούς απανταχού Ελληνες γύρω από τό άτομό του. Η αθρόα κατάταξη εθελοντών από όλες τίς βαλκανικές εθνότητες στο Ρωσικό Στρατό, κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792), τον έπεισε ότι όλοι οι δούλοι, οποιασδήποτε φυλής και θρησκείας, πρέπει νά ξεσηκωθούν κατά της τυραννίας. «Βούλγαροι και Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή. Για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί να σφάξουμε τους λύκους που το ζυγό βαστούν και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν.» Συνεργάτες του στό όραμά του ήταν λόγιοι, έμποροι, ιερωμένοι, υπάλληλοι, σπουδαστές, οι οποίοι ζούσαν διασκορπισμένοι σέ πολές ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά καί στήν σκλαβωμένη Ελλάδα. «Mέ τον Ρήγαν εξεδηλώθη όλη η καλλιεργηθείσα επί αιώνας επαναστατική διάθεσις του ελληνικού έθνους, η εξελιχθείσα εις θέλησιν καί απόφασιν διά τόν αγώνα της ελευθερίας. Αυτή η προσωπική του ιστορία φαντάζει ως σύμβολον του ελληνικού δράματος. Ο Ρήγας έφυγεν από τήν πατρίδα του ενωρίς, διότι δέν ήθελε νά μένη δούλος, επέρασεν από τόν ΌΌλυμπον, όπου εγνωρισεν αρματολούς, απήγγειλε εκεί τραγούδια του διά τήν πατρίδα, διέβη από τά μεγάλα ελληνικά κέντρα, εγνώρισε τόν ελληνικόν λαόν καί τά βάσανά του, εμορφώθη εις τήν Κωνσταντινούπολιν κοντά εις ένα Φαναριώτην... Τό σχέδιόν του ήτο ευρύ. Συνεργασία όλων των λαών της Βαλκανικής - εις τό σύνταγμά του
14
περιελαμβάνετο καί η Μικρά Ασία - καί δημιουργία ανεξαρτήτου κράτους υπό τήν ελληνικήν ηγεσίαν. Η φωνή του είχε απήχησιν. Ωμίλησε πρός τόν λαόν μέ τό Θούριον. Δέν υπάρχει ελληνικόν τραγούδι πού νά ήχησε όπως αυτός εις τήν εποχήν του. Εγινε τό μυστικό τραγούδι των παιδιών των πόλεων, ο ηχηρός στεναγμός των λεοντόθυμων ενόπλων των βουνών, έφθασεν εις τά νησιά... Ευρίσκετο εις ανταπόκρισιν μυστικήν καί είχεν αλληλογραφίαν μέ τούς εμπόρους Κολόρον, Κωνσταντίνον Παπαδημήτρην, Νικήταν καί Ιωάννην Χατζηβασίλην εις τά Ιωάννινα, μέ τούς Ελληνας του Βουκουρεστίου Μανωλάκην, Πολέσκον, Πολυζάκην, Λατιανόν, Τσαούσην, μέ τόν κληρικόν Κύριλλον εις τάς Πάτρας, μέ τόν Ιωάννην Καψούλην εις τήν Κωνσταντινούπολιν, τόν Αγον Μουχουρδάρη εις τήν Αλβανίαν... ΌΌπου επήγαινεν ο Ρήγας είχεν εις τήν ζώνην του τό σουρούβλι μέ τό οποίον έπαιζε τόν επαναστατικόν του ύμνον. Τόν ήκουαν όλοι μαγευμένοι. Ητο ο κήρυξ της επαναστάσεως καί ο οργανωτής αυτής. ΈΈγραφε τό σύνταγμά του. Εμποτισμένος από τάς δημοκρατικάς ιδέας του καιρού του, μέ τά πρότυπα πού παρείχεν η κατακτήσασα τάς λαϊκάς ελευθερίας Γαλλία, παρεσκεύαζε καί τούς νέους νόμους του νέου κράτους. Τό σύνταγμα εκείνον φέρει τόν τίτλον: "Νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των μεσογείων νήσων καί της Βλαχομπογδανίας. Υπέρ των νόμων της πατρίδος. Ελευθερία. Ισοτιμία, Αδελφότης.» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Το 1790 μετέφερε τίς επαναστατικές του δραστηριότητες στη Βιέννη. Η θέση της Βιέννης στον ευρωπαϊκό χώρο και τά μέσα τυπογραφίας πού βρήκε στήν Αυστρία, εξυπηρετούσαν τόν Ρήγα. Συνέχισε τήν επικοινωνία μέ τόν Βοναπάρτη, τόν οποίο έβλεπαν όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, σάν μία αχτίδα σωτηρίας κατά των απολυταρχικών τους καθεστώτων. Εγραψε αμέτρητες επιστολές προς ηγεμόνες, ιερωμένους, λόγιους, πολιτικούς διπλωμάτες, στρατιωτικούς ακόμη και σε πασάδες όπως τον πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου, αποστάτη κατά του Σουλτάνου, καί τόν Αλή Πασά της Ηπείρου. Στη Βιέννη εξέδωσε τό "Σχολείο των Nτελικάτων Eραστών" και το "Φυσικής Aπάνθιμα". Στην ίδια εποχή μετέφρασε το "Πνεύμα των Nόμων" του Montesquieu. Από το όλο συγγραφικό έργο του Ρήγα διαπιστώνονται η πολυγνωσία, η πίστη στα ανθρώπινα ιδεώδη καί στό δημοκρατικό πολίτευμα. Τό 1797 εξέδωσε τή "Χάρτα της Ελλάδος", βιβλίο πού ήθελε νά ξυπνήσει τά εθνικιστικά φρονήματα των Ελλήνων καί νά καταδείξη τήν έκταση πού είχε κάποτε ο Ελληνισμός, νά θυμίσει όλα τά ιστορικά
15
γεγονότα, πολέμους καί νίκες κατά των βαρβάρων, νά αναγράψει όλα τά αρχαία ελληνικά ονόματα των πόλεων, νά υπενθυμίσει κάστρα καί λείψανα της προγονικής δόξας, ηρωϊκές πράξεις ενδόξων ανδρών, βυζαντινών αυτοκρατόρων κλπ. Ακολουθεί απόσπασμα από τήν Ιστορία του Νέου Ελληνισμού του Απόστολου Βακαλόπουλου: «Οραματίζεται τότε νά ξεσηκώση τούς ΈΈλληνες καί τούς άλλους βαλκανικούς λαούς εναντίον των Τούρκων καί νά τούς ενώση σέ μία μεγάλη πολιτική ενότητα. Τίς πρώτες θετικές ενδείξεις της μεταφοράς του οράματος αυτού στήν πράξη τίς βρίσκουμε στήν περίφημη "Χάρτα της Ελλάδος", έργο πραγματικά πολύμοχθο καί μεγαλόπνοο, προορισμένο νά συνειδητοποιήση στούς συμπατριώτες του τό μεγάλο ιστορικό τους παρελθόν καί τίς εθνικές καί πολιτικές τους επιδιώξεις στό μέλλον, καθώς καί στόν "Θούριο" καί σέ άλλα επαναστατικά τραγούδια, στόν "Πατριωτικό ΎΎμνο" κ.λ. Χαρακτηριστικά έγραφε στό πολίτευμά του: "..ο Βούλγαρος πρέπει νά κινήται, όταν πάσχη ο ΈΈλλην, καί τούτος πάλιν δι' εκείνον καί αμφότεροι διά τόν Αλβανόν καί Βλάχον". Επιφύλασσε όμως ηγετική θέση στό ελληνικόν έθνος. Οι ιδέες του Ρήγα γιά παμβαλκανική συνενόηση γεννήθηκαν βέβαια από τό καθημερινό αντίκρυσμα του κοινού ζυγού των χριστιανικών λαών, αλλά ωρίμασαν από τήν θερμή πνοή της διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Επίσης οι αντιλήψεις του ότι οι πρόκριτοι καί ο ανώτερος κλήρος είναι όργανα της τουρκικής τυραννίας (τέτοια ήταν καί η γνώμη ενός μεγάλου μέρους των σκλάβων Ελλήνων) δέν προήλθαν μόνον από τήν ψυχικήν του αντίδραση εναντίον των συχνών αυθαιρεσιών τους καί των κυρηγμάτων ραγιαδοσύνης, αλλά καί από τήν επίδραση των εχθρικών πρός τόν κλήρο καί τούς ευγενείς, ιδεών της γαλλικής επαναστάσεως.» Ο Ρήγας Φεραίος εξέδωσε τό δικό του Σύνταγμα, τό οποίο ονόμασε: "Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης (χώρα των Ρωμιών, Ρούμ-ιλί), της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας". Τό πολίτευμα της απελευθερωμένης πατρίδας από τόν τυραννικό ζυγό, όπως επανειλλημένως χαρακτήριζε τό οθωμανικό καθεστώς ο Ρήγας, θά είναι δημοκρατικό, με κύρια αρχή την ανεξιθρησκία. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι θα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα. ΌΌλες οι εξουσίες θα πηγάζουν από το λαό. Τα σύνορα της "Νέας Πολιτείας" θα συμπίπτουν μέ τά σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας καθώς θά περιλαμβάνουν τη χερσόνησο του Αίμου (Βαλκανική), τα νησιά του Αιγαίου και τήν Μικρά Ασία. ΌΌλους τους κατοίκους τους αποκαλεί "απογόνους των Ελλήνων", όλοι πρέπει να ξέρουν γράμματα καί ως γλώσσα εγγραφής των νόμων καθοριζόταν η Ελληνική γλώσσα. Ιδιαίτερα τονίζεται η ανάγκη της διδασκαλίας των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
16
Ο Ρήγας Φερραίος σκοπεύοντας νά έρθη στήν υπόδουλη πατρίδα του συσκεύασε κιβώτια μέ βιβλία καί μαζί μέ ένα γράμμα τά έστειλε στόν φίλο του Αντώνιο Κορωνιό, στήν Τεργέστη, απ' όπου θά τά παραλάμβανε αργότερα ο ίδιος. Ο Κορωνιός όμως απουσίαζε καί τό γράμμα τό άνοιξε ο Δημήτριος Οικονόμου από τήν Κοζάνη. Ο τελευταίος, - προφανώς πολυπολιτισμικός καί ευχαριστημένος από τήν οθωμανική διοίκηση, - κατέδωσε τούς συμπατριώτες του στήν αυστριακή αστυνομία καί αυτή συνέλαβε τόν Ρήγα, κατά τήν άφιξή του στήν Τεργέστη τόν Δεκέμβριο του 1797, μαζί μέ τόν Χριστόφορο Περραιβό πού τόν συνόδευε στό ταξίδι του. Οι αυστριακοί, πολέμιοι όλων όσων μάχονταν τά μοναρχικά καθεστώτα, ανακρίνουν τόν Ρήγα μαζί μέ τούς επτά συντρόφους του Ευστράτιο Αργέντη (έμπορο από τη Χίο), Δημήτριο Νικολίδη (γιατρό από τα Ιωάννινα), Αντώνιο Κορωνιό (έμπορο από τη Χίο), Ιωάννη Καρατζά (λόγιο από τη Λευκωσία της Κύπρου), Θεοχάρη Τουρούντζια (έμπορο από τα Σιάτιστα), Ιωάννη καί Παναγιώτη Εμμανουήλ αδέλφια από τήν Καστοριά. Η απάντησις του Ρήγα γιά τούς συνεργάτες του ήταν: "Συνεργάτες μου είναι το ΈΈθνος όλον, όλοι οι ΈΈλληνες που ποθούν τη λευτεριά..." Ματαίως προσπάθησε νά βάλει τέλος στήν ζωή του. Στις 10 Μαΐου 1798, οι Αυστριακοί παρέδωσαν τούς Ελληνες επαναστάτες στήν "Υψηλή Πύλη". Τούς παρέλαβε ο Καϊμακάμης του Βελιγραδίου και από εκεί τούς οδήγησε στο Πύργο Νεμπόιζα (Neboisa), στις όχθες του ποταμού Σάβου, παραπόταμου του Δούναβη. Επειτα από φρικτά βασανιστήρια 45 ημερών, στίς 24 Ιουνίου 1798 ο Ρήγας Βελεστινλής και οι 7 συνεργάτες του στραγγαλίστηκαν. Τα πτώματά τους οι Τούρκοι τα πέταξαν στόν ποταμό. Λέγεται ότι ο Ρήγας, όντας ρωμαλέος, αντιστάθηκε καί ο δήμιος αναγκάστηκε νά τόν πυροβολήσει. «Λύσσαξε Τούρκε! Δέν εξαλείφεις μ' ημάς καί τόν σπόρο της ελευθερίας, οι εκδικηταί μας γλήγορα θ' αναβλαστήσωσι!.» Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής, 13 Ιουνίου 1798 «Οι ΈΈλληνες δεν ανακατεύονται εις την διοίκηση των άλλων εθνών, αλλά ούτε είναι εις αυτούς αποδεκτό να ανακατωθούν άλλα έθνη εις την δική τους. Οι ΈΈλληνες δεν κάνουν ποτέ ειρήνη με έναν εχθρόν, όπου κατακρατεί ελληνικόν τόπον. Οι ΈΈλληνες απαρνούνται και δεν δίδουν υποδοχήν και περιποίησην εις τους τυράννους.» Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής «Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,
17
ονάχοι σα λεοντάρια, μ σταις ράχαις στα βουνά; Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά, να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά; Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς, τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς; Καλλιο 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή. Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά; στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ' ώραν στην φωτιά. Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν, να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν. Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν. Οι νόμοι ναν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός, και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός. Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά, να ζούμε σαν θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά. Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν. Ν' ανάψωμεν μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά, να τρέξ' από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά. Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν, και σαν αστροπελέκια,
18
χτυπατε τον εχθρόν. Ποτέ μη σταχασθήτε, πως είναι δυνατός, καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι' αυτός.» Θούριος Ρήγα «Οποιος ελεύθερα συλλογάται συλλογάται καλά. Το ηθικόν σύνορον της Ελευθερίας είναι τούτο το ρητόν: Μη κάμης εις τον άλλον εκείνο οπού δεν θέλεις να σε κάμουν.» Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής «Υπό την τυραννίαν του Οθωμανικού δεσποτισμού κανένας, οποιασδήποτε τάξεως και θρησκείας, δεν είναι σίγουρος μήτε δια την ζωήν του, μήτε δια την τιμήν του, μήτε δια τα υποστατικά του.» Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής Φιλική Εταιρεία Ο ραγιάς από τά πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, ζούσε μέ τό όνειρο της ελευθερίας καί της ανασύστασης του κράτους πού του άρπαξε ο Αγαρηνός. Οι Οθωμανοί ήταν όμως πανίσχυροι καί οι Ρωμιοί τούς έβλεπαν μέ δέος καί τρόμο. Πάντοτε προσέβλεπαν σέ βοήθεια από τούς χριστιανούς αδελφούς, γιά νά μπορέσουν νά αποτινάξουν τόν τουρκικό ζυγό. Στά πρώτα χρόνια έστελναν επιστολές στόν πάπα ή στήν Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, στή συνέχεια στόν Ισπανό ή στό Γάλλο βασιλιά ή σέ όποια δύναμη θεωρούσαν ικανή ότι θά παρείσχε βοήθεια. Πάντοτε στίς μάχες χριστιανών καί μουσουλμάνων τάσσονταν στό πλευρό των ομοθρήσκων τους, οι οποίοι στό τέλος τούς εγκατέλειπαν στό έλεος καί τήν εκδικητική μανία του Οθωμανού. Μέσα στήν απόγνωσή τους έτρεφαν μύθους γιά τήν σωτηρία τους, όπως εκείνη του ξανθού γένους, δηλαδή των Ρώσων Ορθοδόξων, οι οποίοι θά κατέβαιναν στό νότο νά διώξουν τούς βαρβάρους από τά εδάφη καί νά δημιουργήσουν πάλι τό Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος. Τό 1770 όμως, τούς πρόδωσαν οι αδελφοί Ορλώφ, αφού τούς παρέσυραν σέ επανάσταση καί μετά τούς εγκατέλειψαν στή μοίρα τους. Στίς αρχές του 19ου αιώνα, οι Ρωμιοί ματαίως, περίμεναν τόν επαναστάτη καί πολέμιο των μοναρχικών καθεστώτων, Ναπολέοντα νά αποβιβάσει τόν πανίσχυρο γαλλικό στρατό καί νά πολεμήσει τόν σουλτάνο. Ολες οι ελπίδες γιά βοήθεια από τήν πολιτισμένη Ευρώπη αποδείχθηκαν μάταιες. Τό πέρασμα των αιώνων καί οι αδιάκοπες αιματοχυσίες είχαν πείσει
19
τό έθνος μας ότι η ελευθερία θά ερχόταν μόνο μέ τόν αγώνα των ιδίων των Ελλήνων καί χωρίς τήν βοήθεια των ξένων. Αυτό τό πίστεψαν καί τρείς έμποροι, τέκτονες, οι οποίοι ίδρυσαν τό 1814 στήν Οδησσό τήν "Εταιρεία των Φιλικών", μέ μόνο σκοπό τήν αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από τόν τράχηλο των Ελλήνων. Ηταν ο Εμμανουήλ Ξάνθος από τήν Πάτμο, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τά Ιωάννινα καί ο Νικόλαος Σκουφάς από τήν Αρτα. «Η γενναία σύλληψις καί η γενναιοτέρα έναρξις της εφαρμογής της ελληνικής ενότητος απέκειτο τη μέση τάξει, τη εμπορική ιδίως. Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ, Αθανάσιος Σέκερης, Εμμανουήλ Ξάνθος, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης, Αντώνιος Κομιζόπουλος καί οι τοιούτοι έμποροι ήσαν καί γραμματείς εμπόρων... Κύριον είχεν αύτη σκοπόν τήν επανάστασιν, τό όλον μέν περιλαμβάνουσαν των διαφόρων υπό τό σύμβολον της Ορθοδοξίας ενουμένων εθνικοτήτων της πεπτωκυίας ελληνικής αυτοκρατορίας, σημείον δέ κυριώτατον έχουσαν τήν καθέδραν ταύτης, τήν Κωνσταντινούπολιν. Υπό τό αυτό ορθόδοξον καί περιληπτικώτατον πνεύμα καί ο Ρήγας Φεραίος συνέταξε τούς Θουρίους αυτού, καί ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης εκανόνισε τήν διαγωγήν αυτού... Απολύτως δέ η Φιλική Εταιρία συνεκροτήθη ουχί πρός κατήχησιν, διότι κατηχήσεως ανάγκην διά τήν ελευθερίαν καί ανεξαρτησίαν αυτού, ούτε ο ΈΈλλην, ούτε ο Βούλγαρος ή ο Σέρβος είχον, αλλά πρός τήν μόρφωσιν ενός του γενικού πνεύματος κέντρου, εις ό απέκειτο η προπαρασκευή πρός τόν πόλεμον καί επειδή η τοιαύτη εργασία αδύνατος ην εν τω φανερώ, διά τούτον επήλθεν η υποχρεωτική προσφυγή εις μέτρα εν τω κρυπτώ...» Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος - 1859 Οι τρείς ιδρυτές φρόντισαν βεβαίως εξ' αρχής, νά δημιουργήσουν κρυπτογραφικό κώδικα γιά τήν αλληλογραφία των μελών της οργάνωσης, ενώ χρησιμοποιούσαν πολύπλοκες ιεροτελεστίες μυήσεως πού θύμιζαν τόν τεκτονισμό. Αλλά τά πρώτα χρόνια η μυστική οργάνωση δέν είχε επιτυχία ούτε είχε μυήσει πολλά μέλη. Ο Σκουφάς σέ ταξίδι του στήν Μόσχα απευθύνθηκε σέ εύπορους ΈΈλληνες καί συνάντησε τήν ειρωνεία καί τόν σαρκασμό. Τότε συνειδητοποίησε ότι τά βασικά εμπόδια ήταν οικονομικής καί οργανωτικής φύσεως. Σέ τρία χρόνια, τά μέλη της Εταιρείας ήταν μόλις 42 ενώ τό σύνολο των συνεισφορών ανερχόταν σέ 302 φλορίνια. Τό 1817 οι τρείς φίλοι όντας απογοητευμένοι, είχαν αποφασίσει ακόμα καί νά διαλύσουν τήν Εταιρεία. Ο Σκουφάς όμως επέμεινε νά συνεχίσουν τό έργο πού ανέλαβαν καί έπεισε τόν Τσακάλωφ νά
20
μεταφέρουν τήν έδρα της οργάνωσης στήν Κωνσταντινούπολι. Ετυχε τότε νά συναντήσει ο Σκουφάς τρείς Μανιάτες οπλαρχηγούς τόν Ηλία Χρυσοσπάθη, τόν Παναγιώτη Δημητρόπουλο καί τόν Παναγιώτη Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταρά καί έναν Μακεδόνα τόν Ιωάννη Φαρμάκη, οι οποίοι προθύμως μυήθησαν στήν Εταιρεία. Οι τύχες της Εταιρείας άλλαξαν ριζικά καί μέ τήν μύηση των αδελφών Σέκερη καί ιδιαιτέρως του Παναγιώτη ο οποίος προσέφερε στήν οργάνωση 10.000 γρόσια, σημαντικό γιά τήν εποχή ποσό. Δυστυχώς ο Σκουφάς πέθανε τόν 1819. Τίς δραστηριότητες τίς συνέχισαν οι τρείς Μανιάτες οπλαρχηγοί οι οποίοι πίστευαν ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο μυστικός αρχηγός της Εταιρείας καί ότι καί ο ίδιος ο Τσάρος στήριζε τούς σκοπούς της οργάνωσης. Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο Καποδίστριας ούτε ο Ανθιμος Γαζής ήταν σύμφωνοι μέ τούς σκοπούς της οργάνωσης, - οι σφαγές του 1770 δέν είχαν λησμονηθεί - καί πρότειναν αναμονή. Αλλοι όμως Ελληνες πιό ενθουσιώδεις, ενήργησαν ως απόστολοι της Εταιρείας καί ταξίδεψαν σέ όποιο μέρος του κόσμου ανάσαινε η Ρωμιοσύνη. Ο Ολύμπιος ταξίδεψε στήν Σερβία, ο Βατικιώτης στήν Βουλγαρία, ο Πεντεδέκας στήν Μολδοβλαχία, ο Λουριώτης στήν Ιταλία, ο Αναγνωσταράς στά νησιά, ο Χρυσοσπάθης στή Μάνη, ο Φαρμάκης στή Μακεδονία καί τή Θράκη. Ο Ασημάκης Κροκίδας, επίτροπος του Αλή εις τήν Πύλην, μυήθηκε από τόν Αναγνωστόπουλο καί θά αναλάμβανε μέ τή σειρά του νά μυήσει πρόσωπα πού περιστοίχιζαν τόν Αλή πασά των Ιωαννίνων, όπως τόν Αλέξιο Νούτσο, τόν Τουρτούρη, τόν αρματολό Οδυσσέα Ανδρούτσο, τήν φίλη του Αλή, Βασιλική Κίτσου Κονταξή καί άλλους. «Τό δέ 1817 ο Αθανάσιος Τσακάλωφ κατέρχεται προηγηθείς εις Κωνσταντινούπολιν, παρακολουθούσιν ό,τε ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος καί ο Σκουφάς, καί αυτόθι συμπεριλαμβάνουν τόν Παναγιώτην Σέκερην, τόν Εμμανουήλ Ξάνθον, τόν Αρχιμανδρίτην Γρηγόριον Δικαίον καί άλλους, καί επομένως πέμπουσιν εις τήν Βλαχομολδαυίαν, εις τάς νήσους του Αιγαίου Πελάγους, εις τήν Πελοπόννησον, εις τήν Επτάνησον καί εις τήν Στερεάν Ελλάδα αποστόλους νά κοινοποιήσωσιν εις τούς Ελληνας τό μυστήριον, αφ' ού δ' επολλαπλασιάσθησαν εις όλα τά μέρη οι φιλικοί, καί συγκαταλέγοντο ήδη μεταξύ αυτών καί πατριάρχαι καί αρχιερείς καί προεστώτες πολιτικοί των επαρχιών καί πολεμικοί αρχηγοί, καί όσοι δυνάμενοι νά προπαρασκευάσωσι καί νά διϊθύνωσι τά της επαναστάσεως, τέλη του 1818 στέλλουσι τόν Ξάνθον εις Πετρούπολιν πρός τόν Καποδίστριαν νά τόν προσκαλέση ως αρχηγόν της επαναστάσεως...» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδη - 1851 Οι απόστολοι πλέον μυούν κατά δεκάδες τούς Ελληνες όλων των
21
ηλικιών καί των επαγγελμάτων: Γεώργιος Αινιάν, Κυριάκος Κουμπάρης, Παντιάς Ράλλης, ο Ψαριανός πλοίαρχος Μαμούνης, ο Υδραίος Αντώνιος Κριεζής, οι Σπετσιώτες Γεώργιος Πάνου καί Αναστάσιος Ανδρούτσος, ο Σπύρος Μαύρος από τήν Πάρο, Ιάκωβος Τομπάζης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, κατά τήν παραμονή του στή Ζάκυνθο μαζί μέ τούς Πετμεζαίους, τόν Πλαπούτα, τό Νικηταρά τόν Χαράλαμπο Βιλαέτη. Επίσης ακολούθησαν οι Διονύσιος Ρώμας καί ο Διονύσιος Σολωμός από τή Ζάκυνθο, ο Βιάρος Καποδίστριας, ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός πού μυήθηκε από τόν Αντώνιο Πελοπίδα, ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος. Στόν Μοριά σύμφωνα μέ τόν Φιλήμωνα μυήθηκαν οι πρόκριτοι Δημήτριος Ζαήμης, Χαράλαμπος Περρούκας, Ασημάκης Φωτήλας, Κανέλλος Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης), Γεώργιος Σισίνης, Αγγελής Μελετόπουλος, Ιωάννης Καμαρηνός, Παναγιώτης Γιατράκος. Η μεταφορά της έδρας της Εταιρείας στήν πρωτεύουσα της Ρωμιοσύνης, τήν Κωνσταντινούπολη, απ' όπου περνούσε πλήθος Ελλήνων, είχε σάν αποτέλεσμα τό μυστικό της Εταιρείας νά διαδοθεί σέ χιλιάδες καρδιές πού ποθούσαν γιά ελευθερία καί εθνική ανεξαρτησία. Ολα τά έξοδα της οργάνωσης τά κάλυπτε ο Παναγιώτης Σέκερης. Οταν ο Πετρόμπεης, πού πίστευε ότι ο αρχηγός ήταν ο Καποδίστριας μέ τήν ηθική καί υλική στήριξη του ίδιου του τσάρου ζητούσε υπέρογκα ποσά γιά μισθούς καί πολεμοφόδια, ο Σέκερης αναγκαζόταν νά καλύπτει μέ κάποια ποσά τίς ανάγκες του Μανιάτη οπλαρχηγού. Ο Τσακάλωφ αναγκάστηκε εν τω μεταξύ νά δολοφονήσει τόν Γαλάτη, ο οποίος δρούσε αλλοπρόσαλα καί εκβίαζε ότι θά αποκαλύψει τήν Εταιρία στούς Τούρκους. ΈΈνα άλλο μέλος της Εταιρείας πού δρούσε αλλοπρόσαλα καί μέ υπέρμετρο ζήλο ήταν ο Γρηγόριος Δικαίος - ο μπουρλοτιέρης των ψυχών - ο οποίος είχε αποφασίσει νά ξεκινήσει τήν επανάσταση σέ συννενόηση με τόν Ολύμπιο καί τόν Φαρμάκη, χωρίς νά γνωρίζουν τίποτα τά ηγετικά στελέχη της Εταιρείας. Μάλιστα απείλησε καί τόν Αναγνωστόπουλο προκειμένου νά μάθη ποιά ήταν η Αόρατος Αρχή, καθότι καί αυτός πίστευε ότι πίσω από τήν οργάνωση βρίσκονταν ο Καποδίστριας καί οι Ρώσσοι. Τό μυστικό της "Φιλικής Εταιρείας" ύστερα από επτά χρόνια τό γνώριζαν εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες, ακόμα καί ο Αλή πασάς πού σκεφτόταν τρόπους νά τό εκμεταλλευτεί γιά νά δημιουργήσει ανεξάρτητο από τήν Υψηλή Πύλη κράτος. Η κουβέντα πού είχε αρχίσει στήν Οδησσό τό 1814, μεταξύ τριών φίλων κατέληξε νά γίνει φλόγα στίς καρδιές όλων των Ελλήνων καί τελείωσε ως πυρκαγιά πού κατέκαψε τήν οθωμανική τυραννία. Καί όπως γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος η Εταιρεία ξεχώρισε γιά δύο σημεία: Πρώτον ότι στήριξε τήν επανάσταση μόνο σέ ελληνικές δυνάμεις καί
22
δεύτερον ότι απευθύνθηκε σέ όλες τίς τάξεις των Ελλήνων, διότι η ιδέα καί τό κίνημά της είχαν εθνικό χαρακτήρα. Αφού ο Ιωάννης Καποδίστριας απέρριψε τήν αρχηγία αλλά καί τήν φιλοσοφία της Εταιρείας, λέγοντας στόν Ξάνθο ότι η επανάσταση δέν ήταν τό κατάλληλο μέσο γιά τήν απελευθέρωση των Ελλήνων, ο Ξάνθος μέσα στήν μεγάλη του λύπη καί απογοήτευση στράφηκε αμέσως στόν Αλέξανδρο Υψηλάντη. «ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ενώπιον του αληθινού θεού οικειοθελώς, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να μη φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και λόγους της, μήτε να σταθώ κατ'ουδένα λόγον η αφορμή του να καταλάβωσιν άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου. ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους. Θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήση. ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ να μην ωφελώμαι κατ'ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερόν πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα και στελλόμενα εσφραγιαμένα γράμματα. ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβωμαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατρίβω. ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ ΕΙΣ ΣΕ, Ω ΙΕΡΑ ΠΛΗΝ ΤΡΙΣΑΘΛΙΑ ΠΑΤΡΙΣ, ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ εις τους πολυχρονίους βασάνους Σου, ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα, τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου, ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής Συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά Σου ο οδηγός των πράξεών μου και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου.» - ΌΌρκος των Φιλικών «Ορκιζόμεθα ως τίμιοι άνθρωποι, ως άνθρωποι οι οποίοι δέν κινούμεθα από κανέν άλλο αίσθημα, ειμή από τό πρός τήν Ελευθερίαν της ταλαιπώρου Πατρίδος μας, ίνα συντρέξωμεν μέ τόν νούν, μέ τήν καρδίαν καί μέ τό σώμα μας εις τήν ελευθερίαν της, μή πτοούμενοι μήτε πύρ, μήτε σίδηρον, μήτ' οποιανδήποτε βάσανον ως από μέρους
23
ουτινοσδήποτε, όστις ήθελε τολμήσει νά μάς αποκόψη από τήν ιερότητα του σκοπού μας. Οι κόποι καί αγώνες θέλουν λογίσεζεσθαι ως μηδέν ως πρός τήν απόφασίν μας. Ο ρκιζόμεθα δέ πρό πάντων, ότι μεταξύ ημών καί των τυράννων της πατρίδος μας, τό πύρ καί ο σίδηρος είναι τά μόνα μέσα της διαλλαγής καί τίποτ' άλλο. Αν δέ τουναντίον ηθέλομεν αναιρέσει τήν ιερότητα των χρεών μας, κινούμενοι από αισχροκέρδειαν τινά ή δειλίαν ή άλλην οποιανδήποτε αιτίαν, τό όνομά μας νά παραδίδηται εις τό αιώνιον ανάθεμα καί εις τήν κατάραν των ομογενών μας, τό αίμα μας νά χυθή ως χύνεται αυτήν ταύτην τήν στιγμήν ο οίνος τούτος, τό δέ σώμα μας, μή αξιούμενον ταφής νά γίνη βορρά των θηρίων καί των ορνέων αμήν.» Νικόλαος Σκουφάς - Eκδόσεις: Αγαπητός Αγαπητού 1877 «While the prudent but sincere friends of Greece were labouring to establish her future independence by the slow but certain means of enlightening the people; other impatient and fierce, but perhaps not less generous spirits, were burning to hurry her into an immediate struggle with her tyrant; counting more upon their own ardour, and the justice of the cause, that upon the means provided. Such were the men first known as members of the secret society called the Hetaria... The founders and first directors of the Εταιρεία, knew human nature well; and wrapped their institution in that solemn mystery, so imposing upon all men, but calculated to make a deep impression upon the young and enthousiastic spirits, whom it was their object to select as their members. They constitued themselves into an imagery power, under the name of Αρχή; their persons were unknown; but they made all the inferior grades look up to the Αρχή with reverence and submission...» Historical sketch of the Greek revolution - Samuel Gridley Howe 1828 «Από εκείνους όπου ήλθαν κατά τάς αρχάς του έτους 1821 εις τήν Πελοπόννησον είναι καί ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Φλέσας. Αυτός κατηχών επί πολλά έτη εις άλλα μέρη εφάνη εις τήν Πελοπόννησον καί περνών από ΎΎδραν καί Σπέτσας επήγεν εις Αργος, εκείθεν εις Κόρινθον καί Βοστίτσαν, όπου έμεινεν εις τό σπίτι του Αναγνώστη Αλεξανδροπούλου. Εκεί εσυνάχθησαν κατά πρώτον ο Ανδρέας Λόντος, ο Σπυρίδων Χαραλάμπης, ο Αγγελής Μελετόπουλος, ο Σωτήρης Ιωάννου καί άλλοι εντόπιοι. Εις αυτούς εφανέρωσε τόν ερχομόν του, τόν τίτλον του ως απεσταλμένου παρά της Γενικής Αρχής κτλ. καί ότι η 25η Μαρτίου είναι η πρώτη ημέρα της επαναστάσεως.» Φώτιος Χρυσανθόπουλος - Φωτάκος Υπασπιστής Κολοκοτρώνη «Διά τοσούτων καί τηλικούτων προσπαθειών η Φιλική Εταιρία περιήλθεν εν καταστάσει, υπισχνουμένη προόδους ανωτέρας. Οταν σκεφθή τίς, ότι απητείτο θεία τις εγκαρτέρησις πρός τήν εφαρμογήν της
24
εθνικής ιδέας, ης τήν γλυκύτητα ησθάνοντο μέν άπαντες γευομένοι του μυστηρίου, εγνώριζoν όμως καί τάς μεγάλας συνεπείς πικρίας όταν ίδη τις, ότι η μάχαιρα της τουρκικής θηριωδίας καί αυθαιρεσίας απαιωρείτο κατά πάσαν στιγμήν επί της κεφαλής εκάστου, καί αρχηγοί δέ καί μέλη πρό των οφθαλμών αυτών είχον εν μέν τη Κωνσταντινουπόλει τήν φοβεράν ειρκτήν (ζιντάνιον) καί τήν φοβερωτέραν φυλακήν (τόν φούρνον του Μποσταντσήμπαση), καθ' όλας δέ τάς επαρχίας τάς ποδοκάκκας (τομπρούκια) καί τά τοιαύτα, βεβαίως θαυμάζει περί του θείου ζήλου, οίος ενέπνεε τούς πάντας...» Ιωάννης Φιλήμων Αλέξανδρος Υψηλάντης Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792 - 1828), γιός του ηγεμόνα της Βλαχίας καί Μολδαβίας Κωνσταντίνου Υψηλάντη και της Ελισάβετ το γένος Βακαρέσκου, κατατάχθηκε τό 1810 στό σώμα των έφιππων σωματοφυλάκων του τσάρου μέ τόν βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πολέμησε κατά των Γάλλων μέ αποτέλεσμα νά χάσει τό δεξί του χέρι στή μάχη της Δρέσδης (1813). Κληρονόμος των μεγάλων παραδόσεων της οικογένειας των Υψηλαντών, η οποία καταγόταν από τά Υψαλα της Τραπεζούντας στον Πόντο, είχε βάλει ως σκοπό της ζωής του τήν απελευθέρωση του ελληνικού έθνους καί τήν εκδίκηση της δολοφονίας του παππού του Αλέξανδρου, τόν οποίο σέ ηλικία 80 ετών, συνέλαβαν οι Τούρκοι καί αφού τόν βασάνισαν τόν αποκεφάλισαν. Σύμφωνα μέ τόν Φιλήμονα, η οικογένεια Υψηλάντη είχε καταφύγει μαζί μέ τήν οικογένεια Μουρούζη στην αυλή των Κομνηνών της Τραπεζούντας, αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας του Αλέξανδρου, Κωνσταντίνος Υψηλάντης, υπήρξε μέγας διερμηνέας, και μεταφραστής στρατιωτικών εγχειριδίων. Ηγεμόνας της Μολδαβίας, ήρθε σε επαφή με τους Ρώσους για να εξυπηρετήσει τα ελληνικά συμφέροντα και όταν το 1806 πληροφορήθηκε ότι οι Οθωμανοί θα τον αποκεφάλιζαν κατέφυγε στη Ρωσία. Στόν Αλέξανδρο Υψηλάντη στράφηκε λοιπόν ο Ξάνθος, μετά τήν απόρριψη της αρχηγίας από τόν Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος μέ τήν υψηλή θέση πού κατείχε στήν τσαρική αυλή, είχε αντίστοιχο κύρος μέ τόν Καποδίστρια. Ο νεώτερος Υψηλάντης - 28 ετών - δέχτηκε μέ ενθουσιασμό τήν πρόταση του Ξάνθου (Αγία Πετρούπολη, 12 Απριλίου 1820), τήν οποία εξέλαβε ως διαταγή της Πατρίδος. Φανταζόμαστε τήν ψυχή αυτού του υπέροχου νέου, ο οποίος αποφάσιζε νά αντιμετωπίσει τήν πανίσχυρη καί ανελέητη Οθωμανική αυτοκρατορία πού απλωνόνταν από τόν Δούναβη μέχρι τήν Υεμένη. Αντί νά προτιμήσει τά πλούτη καί τίς οικονομικές ανέσεις υπηρετώντας
25
κάποιον από τούς ισχυρούς της γής, είτε τόν τσάρο είτε τόν σουλτάνο, προτίμησε νά θυσιάσει τήν περιουσία του καί στό τέλος τήν ίδια του τή ζωή, γιά τά ιδανικά του. Ακόμα πιό δύσκολη ήταν η απόφαση γιά Επανάσταση, όταν στήν Ευρώπη είχε εγκαθιδρυθεί η Ιερά Συμμαχία, η οποία ελέω Μέτερνιχ, είχε αρνητική διάθεση σέ κάθε επαναστατική κίνηση. Επομένως, η Επανάσταση των Ελλήνων είχε νά αντιμετωπίσει εκτός από τήν πανίσχυρη οθωμανική αυτοκρατορία καί τήν αντίδραση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων πού δέν επιθυμούσαν επ'ουδενί λόγω νά θέσουν σέ κίνδυνο τά μοναρχικά τους καθεστώτα. Καί όμως ο Φαναριώτης πρίγκηπας αποφάσισε τόν Ιούνιο του 1820 ότι είχε έλθει τό πλήρωμα του χρόνου γιά τήν επανάσταση. Ο πόλεμος του Αλή πασά των Ιωαννίνων μέ τόν σουλτάνο Μαχμούτ Β', η επαναστατική φλόγα των Σέρβων καί των Μαυροβουνίων καί οι χιλιάδες Ρωμιοί πού αδημονούσαν νά χτυπήσουν τόν τύραννο, τόν είχαν πείσει ότι δέν υπήρχε χρόνος γιά αναβολή. Ο υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α', αφού πήρε άδεια από τήν ρωσική κυβέρνηση γιά λουτροθεραπεία, ταξίδεψε μέ συνοδούς τόν Ξάνθο, τόν Μάνο, τόν Περραιβό, τόν Γεώργιο Καντακουζηνό καί τόν Πέτρο Ηπίτη σέ πόλεις της Ρωσίας, γιά νά συγκεντρώσει χρηματικά ποσά καί νά οργανώσει σέ συνεργασία μέ άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας σχέδια στρατιωτικής φύσεως. «... ο Υψηλάντης συνέστησε τήν εφορείαν Κωνσταντινουπόλεως συγκειμένην από τόν Κουμπάρην, Μαύρον, Σπυρίδωνα Κωνσταντάν καί Ιωάννην Μπάρμπαν, καί έχουσαν επιθεωρητήν τόν Δημήτριον Σχινάν, οι οποίοι ενεπιστεύθησαν νά εκτελέσωσι τό σχέδιον της επαναστάσεως εις αυτήν τήν εστίαν της τυραννίας, ώφειλον δέ κατ' αυτό πρό πάντων νά βάλωσι πύρ εις τήν Χρυσούπολιν, δραμόντας δέ εις τήν πυρκαϊάν κατά τό σύνηθες τόν Σουλτάνον μέ τόν μέγαν Βεζύρην καί τούς υπουργούς του, ναυτικοί νησιώται Επτανήσιοι καί άλλοι ΈΈλληνες, ενεδρεύοντες εις τήν θάλασσαν, ήθελον τούς φονεύσει, καί αμέσως ήθελον ορμήσει εις τόν νάυσταθμον, καί συμπραττόντων των εις τήν υπηρεσίαν του στόλου υπό τόν Υδραίον Μανώλην Γκιούστον Ελλήνων ναυτών, ήθελον τόν κυριεύσει ή τόν πυρπολήσει, άλλοι δέ ήθελον καταλάβει τό Βυζάντιον καί εξουσιάσει τόν δημόσιον θησαυρόν...» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Γιά τίς απαιτούμενες προετοιμασίες ο Υψηλάντης όρισε αποστόλους (Περραιβό, ΊΊπατρο, Θέμελη, Κανούση) γιά νά μεταβούν μέ επιστολές σέ περιοχές πού θά αποτελούσαν κέντρα εξεγέρσεως. Η σπουδαιότερη αποστολή ανατέθηκε στόν αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο, εκπρόσωπο του αρχηγού στόν Μοριά.
26
Ο ίδιος ο Υψηλάντης ήρθε σέ συνεννόηση μέ τόν ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο, τόν Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, πολιτικό της Βλαχίας καί τόν αρχηγό των Σέρβων Μιλόσχη γιά ταυτόχρονη εξέγερση. Εν τω μεταξύ μέ επιστολές τους, από Μόσχα ο Κομιζόπουλος, από Βουκουρέστι οι Ολύμπιος, Λασσάνης καί Φαρμάκης καί από Κωνσταντινούπολη ο Σέκερης εξέφραζαν τήν αδημονία τους καί τόνιζαν τήν αναγκαιότητα γιά τήν άμεση έναρξη της επανάστασης, καθώς υπήρχαν φόβοι ότι η Υψηλή Πύλη γνώριζε αρκετά γιά τήν Φιλική Εταιρεία. « .. εμελέτα ν' αρχίση τά ένοπλα κινήματά του τήν 25η Μαρτίου, ημέραν του Ευαγγελισμού ως ευαγγελιζομένην τήν πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους, αλλ' εν ώ κατεγίνετο παρασκευάζων τήν εις Ελλάδα κατάβασίν του, τινές των περί αυτόν υπερίσχυσαν συμβουλεύοντές τον νά μεταβή εις Μολδοβλαχίαν, καί εκείθεν ν' αρχίση τόν αγώνα. Εις υποστήριξιν δέ της γνώμης των τώ έλεγαν, ότι αι δύο αύται ηγεμονείαι εθεωρούντο ως άλλη Ελλάς, διότι καί ηγεμόνες καί αυλικοί ήσαν ΈΈλληνες, καί ο λαός ομόδοξος ήτο πρόθυμος νά συναγωνισθή τόν υπέρ πίστεως αγώνα, ότι ο ηγεμών της Μολδαυΐας (Μιχαήλ Σούτσος Βόδας) τόν εδέχετο προθύμως... Τόν εβεβαίουν δέ εξ ών είχαν πληροφοριών, ότι έτοιμοι ήσαν νά συναγωνισθώσιν όλοι οι Αρβανίται. Αρβανίται δέ ελέγοντο οι εν ταίς δύο ηγεμονείαις σύμμικτοι ΈΈλληνες, Βούλγαροι καί Σέρβοι συνδεόμενοι διά του αυτού δόγματος καί ποριζόμενοι τά πρός τό ζήν δι' οπλοφορίας, τινές δέ διά μισθώσεως προσόδων. Οι Φαναριώται αυθένται, εξ ότοι η ηγεμονία μετέπεσεν εις χείρας των, τούς μετεχειρίζοντο εις ιδίαν φρουράν καί εις δημόσιαν υπηρεσίαν... Διέτριβαν εν Βλαχία δύο σημαντικοί οπλαρχηγοί ΈΈλληνες, ο Γεωργάκης Ολύμπιος καί ο Πάτμιος Σάββας Καμινάρης, έχοντες αμφότεροι ικανόν αριθμόν οπλοφόρων, αμφότεροι δέ ούτοι, μέλη όντες της Εταιρίας των Φιλικών ειδοποίησαν τόν Υψηλάντην, ότι ήσαν καί έτοιμοι καί ευέλπιδες νά κινήσωσιν εις επανάστασιν τούς τόπους εκείνους. Εκτός τούτου, απηγορεύετο κατά τάς συνθήκας Τουρκίας καί Ρωσσίας πάσα εισβολή τουρκικών στρατευμάτων εις τάς ηγεμονείας άνευ προηγουμένης συγκαταθέσεως της Ρωσσίας, καί ευλόγως εσυλλογίζετο ο Υψηλάντης ότι αν ετάραττε τάς ηγεμονίας, η Πύλη μανθάνουσα τάς ταραχάς ή θά έστελλεν αμέσως διά τό κατεπείγον της περιστάσεως κατά των αποστατών δυνάμεις καί τότε παρέβαινε τάς συνθήκας καί έδιδε δικαίαν αφορμήν πολέμου μέ τήν Ρωσσίαν...» Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις Τόν Αύγουστο του 1820, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας συναντήθηκε μέ τόν γραμματέα του ρωσικού προξενείου των Πατρών,
27
Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος πληροφόρησε τόν πρίγκηπα ότι η Πελοπόννησος από στρατιωτικής απόψεως δέν ήταν έτοιμη νά ξεσηκωθεί. Ο Υψηλάντης όμως είχε ήδη επηρεασθή από τόν ορμητικό καί φλογερό Δικαίο (Παπαφλέσσα), ο οποίος μέ τήν ασυγκράτητη ορμή του καί τό ανήσυχο πνεύμα του, είχε πείσει τόν Αρχηγό της Εταιρείας νά ξεκινήσει τό συντομώτερο τήν Επανάσταση. Εν τω μεταξύ η Υψηλή Πύλη είχε σίγουρες πληροφορίες γιά τήν Φιλική Εταιρεία καί τούς σκοπούς της. ΉΉδη, ο απόστολος της Εταιρείας Αριστείδης Παπάς, δάσκαλος, είχε εντοπιστεί στη Σερβία έχοντας πάνω του πολύτιμα έγγραφα τά οποία αφού κατέστρεψε, στή συνέχεια αυτοκτόνησε. Ο υπασπιστής του Υψηλάντη ΎΎπατρος, πηγαίνοντας στον Αλή Πασά, δολοφονήθηκε στην Μακεδονία Ο Ασημάκης Θεοδώρου από τη Ζάτουνα, γραμματικός του Πασόμπεη είχε προδώσει απευθείας το μυστικό στο Σουλτάνο. Ο Υψηλάντης, τό φθινόπωρο του 1820 βρισκόταν στήν Οδησσό, φιλοξενούμενος από τόν Γεώργιο Καντακουζηνό, απόγονο της περίφημης βυζαντινής οικογένειας. Είχε επαφές μέ πολλά μέλη της Φιλικής Εταιρείας (Δημήτριο Ιγγλέση, Γρηγόριο Μαρασλή, Αλέξανδρο Μαύρο, Ηλία Μάνεση κ.ά.). Σύμφωνα όμως μέ τόν Βακαλόπουλο καί μέ άλλες πηγές τά εσωτερικά της Εταιρείας δέν πήγαιναν καλά. Οι εγωϊσμοί, οι διαφωνίες, οι προστριβές μεταξύ των μελών καί του ηγεμόνα, οι εκνευρισμοί καί ο φθόνος, γνωρίσματα των Ελλήνων, είχαν παραλύσει τήν ομαλή εξέλιξη των εργασιών. Οι μέν κατηγορούσαν τούς δέ καί αντιστρόφως. Ο Σούτσος παραπονιόταν ότι τά χρήματα ξοδεύονταν αλόγιστα, ενώ μέλη της Εταιρείας του απέδιδαν έλλειψη ζήλου. Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί κατηγορούν τόν Υψηλάντη γιά κωλυσιεργία καί ανικανότητα, τά οποία αναπόφευκτα θά έφερναν τήν καταστροφή της εξέγερσης. Από τήν Οδησσό, ο Υψηλάντης κινήθηκε νοτιότερα πρός τό Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας (ρωσικής επαρχίας). Νέες επαφές καί συζητήσεις καί συνέχεια του ταξιδιού στό Κισνόβιο (Κισνάου), πόλη ευρισκόμενη ανατολικά από τόν ποταμό Προύθο. Εκεί στίς 16 Φεβρουαρίου 1821 ο κύβος ερίφθη. Η Ελληνική Επανάσταση θά ξεκινούσε από τήν Μολδαβία. Τήν 22α Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, φορώντας στολή Ρώσσου στρατηγού, συνοδευόμενος από τούς αδελφούς του Γεώργιο, Νικόλαο, τόν Γεώργιο Μάνο, τόν Γεώργιο Καντακουζηνό καί τόν Πολωνό αξιωματικό Γαρνόβσκυ, περνούσε τόν Προύθο ποταμό κοντά στό Σκουλένι. Εισερχόταν έτσι σέ οθωμανικό έδαφος, αλλά οι δύο ηγεμονίες Μολδαβία καί Βλαχία, διέπονταν από ειδικό καθεστώς. Στρατός τουρκικός δέν υπήρχε καί δέν μπορούσε νά εισέλθη άνευ αδείας
28
από τήν Ρωσία. Αυτή ήταν καί η ελπίδα του αρχηγού της επανάστασης, δηλαδή ότι η Υψηλή Πύλη θά έστελνε στρατό χωρίς άδεια καί θά προκαλούσε στρατιωτική παρέμβαση του τσάρου. Στήν απέναντι όχθη, τόν περίμενε η φρουρά του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου, διακόσιοι ιππείς μέ αρχηγούς τόν Γεράσιμο Ορφανό καί τόν Βασίλειο Θεοδώρου, η οποία τόν συνόδευσε μέχρι τό Ιάσιο. Η τουρκική φρουρά σαράντα ανδρών παραδόθηκε. Στόν πρόξενο της Ρωσίας δήλωσε ότι δέν είχε σκοπό τήν κατάλυση του καθεστώτος αλλά τήν κάθοδο ελληνικού στρατού στήν Ελλάδα. Ο τσάρος όμως αντίθετα μέ τίς προσδοκίες του υπασπιστή του, εκνευρίστηκε μέ αυτή τήν κίνηση δεδομένου ότι δέν ήθελε περιπέτειες μέ τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, από τό σπίτι του πρωθυπουργού Ρίζου, προέβη σέ στρατολόγηση εθελοντών, κυρίως νέων φοιτητών καί στήν σύνταξη της προκήρυξης της επανάστασης: "Μάχου υπερ Πίστεως καί Πατρίδος". «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος Η ώρα ήλθεν, ω Ανδρες ΈΈλληνες! Πρό πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν. Αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι' αυτής πάσαν αυτών την ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι. Οι Σέρβοι, οι Σουλιώται, και όλη η Ηπειρος, οπλοφορούντες μας περιμένωσιν. Ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η Πατρίς μάς προσκαλεί. Η Ευρώπη, προσηλώνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας, ας αντηχήσωσι λοιπόν όλα τα όρη τής Ελλάδος από τον ήχον τής πολεμικής μας σάλπιγγος, και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των αρμάτων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάση τας ανδραγαθίας μας, οι δε τύραννοι ημών, τρέμοντες και ωχροί θέλουσι φύγει απέμπροσθέν μας... Ποία ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήση εις την πρόσκλησιν της Πατρίδος; Εις την Ρώμην ένας του Καίσαρος φίλος σείων την αιματομένην χλαμύδα του τυράννου εγείρει τον λαόν. Tι θέλετε κάμη Σεις ω ΈΈλληνες, προς τους οποίους η Πατρίς γυμνή δεικνύει μεν τας πληγάς της και με διακεκομμένην φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της; Η θεία πρόνοια, ω φίλοι Συμπατριώται, ευσπλαγχνισθείσα πλέον τας δυστυχίας μας ηυδόκησεν ούτω τα πράγματα, ώστε με μικρόν κόπον θέλομεν απολαύση με την ελευθερίαν πάσαν ευδαιμονίαν. Αν λοιπόν από αξιόμεμπον αβελτηρίαν αδιαφορήσωμεν, ο τύραννος γενόμενος αγριώτερος θέλει πολλαπλασιάση τα δεινά μας, και θέλομεν καταντήση διά παντός το δυστυχέστερον πάντων των εθνών. Στρέψατε
29
τους οφθαλμούς σας, ω Συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν! ίδετε εδώ τους Ναούς καταπατημένους! εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα διά χρήσιν αναιδεστάτην της αναιδούς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας! τους οίκους μας γεγυμνωμένους, τον αγρούς μας λεηλατισμένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα! Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον να υψώσωμεν το σημείον, δι' ου πάντοτε νικώμεν! λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν... Ας κινηθώμεν λοιπόν μέ εν κοινόν φρόνιμα, oι πλούσιοι ας καταβάλωσιν μέρος της ιδίας περιουσίας, oι ιερoί ποιμένες ας εμψυχώσωσι τον λαόν με το ίδιόν των παράδειγμα, και oι πεπαιδευμένοι ας συμβουλεύσωσιν τα ωφέλιμα... Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι ΈΈλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος! Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των Πατέρων μας, οι οποίοι, διά να μάς αφήσωσιν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί! Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν τον Επαμεινώνδου Θηβαίου, και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους, εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτωνος, οι οποίοι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν, εις εκείνην του Τιμολέοντος, όστις απεκατέστησε την ελευθερίαν εις την Κόρινθον και τας Συρακούσας, μάλιστα εις εκείνας τον Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών, των οποίων τους βαρβαροτέρους και ανανδροτέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον, με πολλά μικρόν κόπον, να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου. Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς μάς προσκαλεί!» Προκήρυξις Αλεξάνδρου Υψηλάντου - 24 Φεβρουαρίου 1821, Ιάσιον «Μεγαλειότατε! Αι γενναίαι επιβολαί των εθνών έρχονται από Θεού καί εξ εμπνεύσεως πάντως Θείας οι ΈΈλληνες εξεγείρονται αθρόοι σήμερον, ίνα αποτινάξωσι τόν στυγερόν ζυγόν τόν απ' αιώνων πιέζοντα αυτούς. Τά καθήκον΄τα μου πρός τήν πατρίδα καί πρός τά τελευταία θελήματα του πατρός μου μοί επιβάλλουσιν επιτακτικώς ν΄αφιερωθώ μετά των αδελφών μου εις αγώνα ούτω δίκαιον, εις τήν ελευθέρωσιν της πατρίδος μου... Σώσατε, Μεγαλειότατε, σώσατε τήν πίστιν ταύτην εναντίον των διωκτών αυτής καί απόδοτε ημίν τούς ναούς ημών καί τούς βωμούς, οπόθεν τό θείον του Ευαγγελίου φώς εκπεμφθέν εφώτισε τό μέγα έθνος ού άρχετε. Ελευθερώσατε ημάς, Μεγαλειότατε, καθάρατε τήν Ευρώπην από των αιματηρών τούτων τεράτων καί αξιώσατε νά προσθέσητε εις πάντα τά μεγάλα ονόματα άπερ η ευρωπαϊκή
30
ευγνωμοσύνη παρέχει Υμίν καί τό όνομα του Ελευθερωτού της Ελλάδος.» Επιστολή του Υψηλάντη στόν Τσάρο πασών των Ρωσιών Αλέξανδρο Α' Παύλοβιτς Ρωμανώφ «Ως Χριστιανός Ορθόδοξος καί υιός της ημετέρας Εκκλησίας, ορκίζομαι εις τό όνομα του παντοδύναμου μας Θεού, εις τό όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού καί της Αγίας Τριάδος νά μείνω πιστός εις τήν Θρησκεία μου καί εις τήν Πατρίδα μου. Ορκίζομαι νά ενωθώ μέ όλους τούς αδελφούς μου Χριστιανούς διά τήν ελευθερίαν της Πατρίδος μας. Ορκίζομαι νά χύσω καί αυτήν τήν υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της Θρησκείας καί της Πατρίδος μου.» ΌΌρκος Ιερολοχιτών «Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμη άργητα να γένη; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους...» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Πατρινός έμπορος πρός Μακρυγιάννη, παραμονές επαναστάσεως. «Οταν δέ ο αυτοκράτωρ παρώτρυνεν αυτόν, μετά τήν απώλειαν της χειρός του, νά νυμφευθή καί ησυχάση, ο Υψηλάντης απεκρίθη, "η επιθυμία μου, Μεγαλειότατε είναι νά νυμφευθώ τήν πατρίδα μου καί νά αποθάνω μαχόμενος υπέρ αυτής."» Αγαπητός, Πάτραι 1877 Βιβλιογραφία Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Εκδοτική Αθηνών Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού - Απόστολος Βακαλόπουλος Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος Ελληνική Επανάστασις - Σπυρίδων Τρικούπης 1857 Ελληνική Επανάσταση - Ιωάννης Φιλήμων, 1859 Ελληνική Επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος Επανάσταση του 21 Δημήτρη Φωτιάδη Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος 1839 Αμβρόσιος Φραντζής Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα Περραιβού Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα 1858 Απομνημονεύματα Κουτσονίκα Απομνημονεύματα Γερμανού Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου, 1851 Απαντα Καραϊσκάκη - Δημήτριος Αινάν Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης - Σάμιουελ
31
Γκρίντλεϋ Χάου (Samuel Gridley Howe) 1828 Ελληνικά Χρονικά - Ιωσήφ Μάγιερ 1826 Histoire de la regeneration de la Grece - Pouqueville Οι ΉΉρωες του 1821 - Εκδόσεις Αγαπητός Αγαπητού, Πάτραι 1877 Ιστορία Τακτικού Στρατού τής Ελλάδος - Χρήστος Βυζάντιος 1837 Στρατιωτική Επιθεώρηση http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis1.html
32
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Β'
Μολδοβλαχία Στήν επαναστατική προκήρυξη του Υψηλάντη ανταποκρίθηκαν μέ προθυμία οι ΈΈλληνες της Μολδοβλαχίας, αλλά καί της Αυστρίας καί της Ρωσίας. ΌΌσοι δέν μπορούσαν νά προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία διέθεσαν χρήματα γιά τόν αγώνα. Αθρόα ήταν η προσέλευση Ελλήνων φοιτητών, οι οποίοι εγκατέλειψαν τά πανεπιστήμια, καί από διάφορες ξένες πόλεις, (Βιέννη, Tεργέστη, Οδησσό, Χερσώνα, Σεβαστούπολη, Θεοδοσία, Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, Βαρσοβία), συνέρρεαν πρός τήν Μολδαβία. Ο Ρώσσος στρατηγός Κισελιόφ έγραφε σέ συνάδελφό του: "Eίναι αδύνατο νά φανταστείς ως ποιό βαθμό τούς γοητεύει η ελπίδα της σωτηρίας καί της ελευθερίας. ΌΌλοι οι ΈΈλληνες τά θυσιάζουν όλα καί μ' ενθουσιασμό προσφέρουν θυσία τόν ίδιο τους τόν εαυτό γιά τήν πατρίδα. Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε, αγαπητέ Ζακρέφσκη! Τι θαύματα γίνονται κι έχουν να γίνουν ακόμη! Ο Υψηλάντης πέρασε τα σύνορα και τ' όνομά του έμεινε πια στους απογόνους. Οι ΈΈλληνες διαβάζουν την προκήρυξή του και κλαίνε με λυγμούς και τρέχουν μ' ενθουσιασμό να ταχθούν κάτω από τις σημαίες του. Ο Θεός να τον βοηθήσει στην ιερή υπόθεση, θα ήθελα να προσθέσω: και η Ρωσία". Κάποιος άλλος ξένος στήν Οδησσό έγραφε: "Αυτός ο λαός έχει παλαβώσει," ενώ ο Ρώσος ποιητής Αλέξανδρος Πούσκιν ήλπιζε στήν ρωσική, υπέρ του Υψηλάντη, στρατιωτική επέμβαση. Βέβαια ο ζήλος των Ελλήνων καί ο ενθουσιασμός των φοιτητών ήταν αντιστρόφως ανάλογος της εκπαίδευσης πού έτυχαν καί της στρατιωτικής οργάνωσης. Τί ελπίδες είχαν μπροστά στόν άριστο οθωμανικό στρατό καί στό ισχυρότατο τουρκικό ιππικό; Αοκνος, ο Υψηλάντης στρατολογούσε κατά χιλιάδες τούς νέους καί διόρισε χιλιάρχους τόν Γεώργιο Λασσάνη, τούς αδελφούς του Γεώργιο καί Νικόλαο, τόν Βασίλειο Θεοδώρου, τόν Ιωάννη Κολοκοτρώνη, τόν Βασίλειο Καραβιά καί τόν Βασίλειο Μπαρλά. Γι' αυτούς τούς διορισμούς έλαβε πολλές επικρίσεις, διότι θεωρήθηκαν αποτέλεσμα όχι στρατιωτικής ικανότητας αλλά προσωπικών σχέσεων. Στίς 26 Φεβρουαρίου 1821 στήν εκκλησία των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου, έγινε δοξολογία χοροστατούντος του μητροπολίτη Βενιαμίν. Ο μητροπολίτης Ιασίου ευλόγησε τή σημαία, η οποία είχε παραστάσεις από τή μία πλευρά τόν Σταυρό μέ τίς εικόνες του Αγίου Κωνσταντίνου καί της Αγίας Ελένης μέ τήν επιγραφή "Εν τούτω νίκα", καί από τήν άλλη τόν Φοίνικα, τό μυθικό πουλί πού αναγεννάται από τίς στάχτες του. Στοιχεία καί από τό Βυζάντιο καί από τήν Αρχαία Ελλάδα είχε η πρώτη
33
σημαία της επανάστασης. Ο Υψηλάντης καί όλοι οι πολέμαρχοι έβγαλαν τά σπαθιά από τίς θήκες τους καί ορκίστηκαν μπροστά στήν εικόνα του Χριστού νά τά ξαναβάλουν στήν θήκη τους μόνο όταν ελευθερωθεί η Ελλάς. Δυστυχώς όμως ο Τσάρος Αλέξανδρος, ο οποίος βρισκόταν στό Λάϋμπαχ (Λιουμπλιάνα) της Αυστρίας σέ συνέδριο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όντας υπό τήν πίεση του καγκελάριου της Αυστρίας Μέττερνιχ καί της Ιεράς Συμμαχίας, αποκήρυξε τήν επανάσταση καί απέλυσε τόν Υψηλάντη. ΉΉταν ένα ισχυρό πλήγμα γιά τόν Φαναριώτη πρίγκηπα, ο οποίος συνέχισε παρά ταύτα τά σχέδιά του, τά οποία προέβλεπαν τήν κάθοδο μέ στρατό νότια πρός τήν Βλαχία, τή Βουλγαρία καί κατόπιν στίς ελληνικές περιοχές. Οι οπλαρχηγοί πού υποσχέθηκαν νά τόν ακολουθήσουν ήταν οι Ιωάννης Φαρμάκης, Γεωργάκης Ολύμπιος, Σάββας Καμινάρης ή Φωκιανός καί ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου. Ακολούθησε ένα δυσάρεστο επεισόδιο καί αυτό ήταν η στρατιωτική επιχείρηση του Καραβιά στό Γαλάτσι, ο οποίος αφού αφόπλισε τούς Τούρκους στρατιώτες τούς κατέσφαξε μαζί μέ τούς Τούρκους εμπόρους της πόλης. Αυτή η εγκληματική ενέργεια δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στόν ντόπιο πληθυσμό, ο οποίος ήταν ήδη απρόθυμος νά επαναστατήσει κατά των Τούρκων. Τόσο οι Μολδαυοί όσο καί οι Βλάχοι αρνήθηκαν μέχρι τέλος νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τούς υπόλοιπους χριστιανούς γιά νά αποτινάξουν τόν μουσουλμανικό ζυγό. Ακόμα μία ατυχία γιά τόν Υψηλάντη ήταν ο αφορισμός από τόν Οικουμενικό Πατριάρχη, γεγονός πού είχε αρνητικό αντίκτυπο στήν ψυχολογία των επαναστατών. Η προδοσία των Σάββα Καμινάρη καί Τεοντόρ Βλαδιμηρέσκου, οι οποίοι τελικώς, προτίμησαν νά προσφέρουν τίς υπηρεσίες τους στήν Υψήλη Πύλη, έμελλε νά δώσει τό τελειωτικό κτύπημα στήν εξέγερση της Μολδοβλαχίας. «Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στρατολόγησεν εθελοντάς καί υπέρ τάς δύο χιλιάδας ευρισκομένους εν Ιασίω ΈΈλληνας, εκ των οποίων εσχημάτισεν εν μέρος, ονομάσαν αυτό Ιερόν Λόχον καί ενέδυσε μέ στολήν μελανήν, θέσας καί εις τό άκρον τού επί της κεφαλής καλύμματος, τρίχωον σφαιροειδές σύμβολον ελευθερίας (κονκάρδαν) από χρώμα κόκκινον, κυανούν καί λευκόν, κατά δέ τό μέτωπον του καλύμματος δύο οστά μέ κρανίον από άργυρον σημαίνοντα ελευθερίαν ή θάνατον... Μέ ταγματάρχην τόν πρίγκηπα Γεώργιον Καντακουζηνόν έτερον μέρος ιππέων ενέδυσεν ως ρωσικούς Κοζάκους καί έτερον των εθελοντών έμεινε μέ τά αυτά αλβανικά καί οθωμανικά φορέματα, ως ευρέθη έκαστος, επί των οποίων απεκατέστησε ταγματάρχας τόν
34
Δούκαν, τόν Βασίλειον Καραβίαν, καί τόν Ιωάννην Κολοκοτρώνην καί Τασκούλαν...» Ηλίας Φωτεινός. Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821, Λειψία 1846 Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κινήθηκε νοτίως πρός τήν Βλαχία. Τότε οι Μολδαβοί άρχοντες, αντιλαμβανόμενοι ότι οι Ρώσσοι ήταν απρόθυμοι νά συνδράμουν μέ στρατιωτικά μέσα καί φοβούμενοι τήν οργή του σουλτάνου, στράφηκαν στόν πασσά της Βραΐλας καί τού ζήτησαν βοήθεια γιά νά διώξει τούς επαναστάτες. Ακόμα πιό απομονωμένος βρέθηκε ο Υψηλάντης στήν πρωτεύουσα της Βλαχίας (Ρουμανίας) Βουκουρέστι, τό οποίο φρόντισαν νά εγκαταλείψουν όλοι οι σημαίνοντες κάτοικοι, καθώς επίσης καί οι πρόξενοι Ρωσίας καί Αυστρίας. Οι στρατιώτες τού Σάββα καί τού Βλαδιμηρέσκου προέβαιναν σέ λεηλασίες, προκαλώντας τήν έχθρα τών Ρουμάνων κατοίκων καί τήν αγανάκτηση τών αρχόντων καί τού μητροπολίτη Λούπου, οι οποίοι άρχισαν νά καλούν τούς πασάδες τής Σιλιστρίας, τής Βραΐλας καί τού Βιδινίου νά επέμβουν γιά νά δώσουν τέλος στήν αναρχία. Η κατάσταση πού επικρατούσε στήν έρημη από κατοίκους πόλη του Βουκουρεστίου, ανάγκασε τόν Υψηλάντη νά μεταφέρει τό στρατόπεδό του, σέ ορεινή θέση στό Τυργοβίστι. Εκεί έδωσε εντολή στόν Αθανάσιο Καρπενησιώτη νά μεταβή στό Γαλάτσι καί νά εμποδίσει τήν επικείμενη εισβολή των Τούρκων. Ο Καρπενησιώτης μέ εξακόσιους άνδρες, κατέλαβε τρία οχυρά έξω από τήν πόλη καί οργάνωσε τήν άμυνά του, έχοντας στή διάθεσή του κανόνια από τά εμπορικά πλοία πού βρίσκονταν στίς όχθες του Προύθου ποταμού. Ο σουλτάνος δέν έχασε καιρό καί οργάνωσε στρατό αποτελούμενο από δεκάδες χιλιάδες ιππείς καί πεζούς, μέ αρχιστράτηγο τόν πασσά της Σιλιστρίας Σελήμ Μεχμέτ. Υπό τάς διαταγάς του είχε τόν πασά της Βραΐλας Γιουσούφ Περκόφτσαλη καί του Βιδινίου Δερβίς πασσά. Ο στρατός ξεχύθηκε στήν Βλαχία καί τήν Μολδαβία καί πρώτος ο Περκόφτσαλης, μέ πέντε χιλιάδες άνδρες καί βαρύ πυροβολικό, επιτέθηκε στό Γαλάτσι. Η υπεροχή του εχθρού απέναντι των υπερασπιστών του Γαλατσίου ήταν αισθητή. Ο Τούρκος πασάς μέ τό πεζικό στό κέντρο καί τό ιππικό στά πλευρά, ώρμησε κατά τών προμαχώνων. «Μάχη Γαλαζίου. Επέπρωτο η συγκρότησις της πρώτης των Ελλήνων καί Τούρκων μάχης εκεί όπου κατά πρώτον επανέστησαν οι τυραννούμενοι καί αίμα τυράννων εχύθη. Τή 1η Μαΐου ενεφανίσθη όρθιος ο Περκόφτσαλης μεθ' όλου του σώματος αυτού, βοηθούμενος καί από τού ΊΊστρου διά
35
δεκαοκτώ μεγάλων κανονοφόρων, διευθυνομένων κατά της πόλεως. Πρός δεξιά καί αριστερά τάξας τούς ιππείς καί εν τώ κέντρω έχων τούς πεζούς καί τά τηλεβόλα, ώρμησε βαρύς κατά των προμαχώνων, συγχρόνως τηλεβολούντων καί των πλοίων κατά της πόλεως. Αμέσως επί της πρώτης καί άνευ χαλινών εφόδου του ιππικού καί του πυκνου τηλεβολισμού εγκατελείφθη παρά των Ελλήνων ο εις προμαχών. Τό παράδειγμα τούτο ηκολούθησαν ευθύς καί οι του δευτέρου καί εν μέρει οι του τρίτου, του οχυρωτέρου, εν ω μετά μόνων τεσσαράκοντα πέντε έμεινεν ο αρχηγός Αθανάσιος Καρπενησιώτης, μεταξύ δέ αυτών συνηριθμούντο ο Δαιμονάκης από τά Σφακιά, Καραγιώργης από Αδριανούπολη, Δημήτριος Κοτήρας από Πελοπόννησον, Μαγκλέρης από Κεφαλληνίαν καί Δαγκλιόστρος από Ζάκυνθο... Ο Περκόφτσαλης γενόμενος ευτυχής κατά τήν πρώτην έφοδον αποτυγχάνει κατά του προμαχώνος του Καρπενησιώτου. Οι εν αυτώ γενναίοι πολλήν εις τάς τάξεις τούτου επήνεγκον ζημίαν διά των τηλεβόλων καί των πυροβόλων. Ιδών δ' ο Περκόφτσαλης τεθανατωμένον καί τόν ανεψιόν αυτού, μεταβάλλει τρόπον καί προσκαλεί τόν Ελληνα τουφεξή από τό Καρπενήσιον ινά παραδοθή ως ματαίως μαχόμενος, αλλ' απαντά ούτος δι' ενός πυροβολισμού....» Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ιωάννου Φιλήμονος, 1861 Τή νύκτα ο Καρπενησιώτης μέ τούς λίγους συντρόφους του κατάφερε νά διαφύγει. Μάλιστα παραπλάνησε τόν εχθρό βάζοντας μακριά φυτίλια στά κανόνια τού οχυρού του. ΌΌταν oι ΈΈλληνες είχαν απομακρυνθεί, τά κανόνια εκπυρσοκρότησαν καί οι Τούρκοι έστρεψαν τά πυρά τους πρός αυτά. Οι λίγοι μαχητές όμως είχαν καταφέρει νά διαφύγουν αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης έξι μόνο συντρόφους τους. Ο πασάς μόλις εισήλθε στό Γαλάτσι, σύμφωνα μέ τόν Φιλήμωνα, έσφαξε εκατό ΈΈλληνες καί διακόσιους Μολδαβούς, μολονότι οι τελευταίοι τόν είχαν καλέσει στήν πόλη τους, ενώ έκανε τήν πόλη παρανάλωμα του πυρός, μέ εξαίρεση τό σπίτι τού Αυστριακού προξένου. Ο αγωνιστής Κοτήρας Δημήτριος, πού είχε παγιδευτεί σέ ένα σπίτι μέ είκοσι συντρόφους του, έκανε έξοδο καί σκοτώθηκαν άπαντες μέ τά σπαθιά στά χέρια. Εν τω μεταξύ, ο Υψηλάντης άρχισε νά αντιλαμβάνεται ότι άτομα πού είχαν αναλάβει ηγετικές θέσεις φάνηκαν ανάξια των περιστάσεων. Θύματα της ματαιοδοξίας τους καί της φαυλότητός τους οι Πεντεδέκας, Δούκας καί Καραβιάς, οι οποίοι έβλαψαν παρά ωφέλησαν τήν επανάσταση. Οι αρχηγοί Σάββας καί Βλαδιμηρέσκου, παίζοντας διπλό παιχνίδι εγκατέλειψαν τό Βουκουρέστι, στό οποίο εισήλθε στίς 16 Μαΐου ο Κεχαγιάς Μπέης Καρά Αχμέτ. Οι προύχοντες, σύμφωνα μέ τόν Φιλήμονα, έσπευσαν νά προσκυνήσουν, φιλώντας ακόμα καί τούς τουρκικούς τάπητες.
36
«Επρόσταζε ανεξετάστως ο αρχηγός Κιαχαγιάμπεης καί τούς εφόνευαν, άλλους μέν δι' αγχόνης, άλλους δέ διά πασσάλων καί άλλους δι' αποκεφαλισμού, εν τη οδώ του εξω παζαρίου, τούτων δέ ο αριθμός εις οκταήμερον διάστημα ανέβη υπέρ τάς εκατόν πεντήκοντα ψυχάς... Κατά τήν επιούσαν της 21ης Μαΐου παραλαβών ο ρηθείς Γεώργιος Ολύμπιος μεθ' εαυτού τριάκοντα εκλεκτούς εφίππους στρατιώτας ... διευθύνθησαν εις Γολέτσι ... καί ευρόντες τόν Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου ομού μέ όλους τούς οπλαρχηγούς αυτού ήρχισεν ο πνέων θυμόν Ολύμπιος νά λέγη βλαχιστί πρός τόν ωχριάσαντα Θεόδωρον. Ω ανάξιε άνθρωπε του φωτός της ημέρας, η ζωή σου καί ήδη καί πάντοτε είναι εις τάς χείρας μου, γνώρισον ότι μέ ένα μόνον ιδικόν μου νεύμα, δύναται νά κυλισθή η κεφαλή σου πρό ποδών μου, σύ εις τήν ιεράν φιλίαν ύπουλος προδότης εδείχθης, τόν τρομερόν όρκον σου αναιρέσας, τήν πατρίδα σου ηρνήθης, τά ιερά δικαιώματα της κατεπάτησας...» Ηλίας Φωτεινός. Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως. 1846 Ο προδότης Βλαδιμηρέσκου εκτελέστηκε διά καρατομήσεως στίς 22 Μαΐου 1821. Τά προβλήματα όμως του Αλέξανδρου Υψηλάντη μέ τούς συνεργάτες του συνεχίστηκαν. Πολλοί στρατιωτικοί αρχηγοί δέν φρόντιζαν ούτε γιά στρατιωτικά γυμνάσια, ούτε γιά πειθαρχία, ενώ επικρατούσε αναρχία στίς τάξεις των στρατιωτών οι οποίοι επιδίδονταν συχνά σέ λεηλασίες. Ο τουρκικός στρατός όμως άριστα πειθαρχημένος καί οργανωμένος προήλαυνε ανενόχλητος προβαίνοντας στίς συνηθισμένες ωμότητες, καταστρέφοντας πόλεις καί χωριά, ενώ σύμφωνα μέ τίς πηγές του Βακαλόπουλου, οι Τούρκοι εκτελούσαν ακόμα καί παιδιά. Εξαίρεση στήν γενικώτερη σύγχυση καί αναρχία πού επικρατούσε στόν στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη αποτελούσαν οι Ιερολοχίτες, οι οποίοι σύμφωνα μέ τόν Ρώσσο πράκτορα Liprandi, είχαν υψηλό φρόνημα καί περνώντας από τούς στενούς δρόμους του χωριού Ρίμνικο, τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια, βαδίζοντας πρός τόν θάνατο, πρός τό Δραγατσάνι. «Δέν είμαι μήτε τόσον ανόητος, μήτε τόσον ουτιδανός, ώστε καί νά ζητώ από τήν εκδούλευσίν μου ανταμοιβήν τοιαύτην, καί νά καπηλεύω τόν ζήλον μου πρός τήν πατρίδα. Μήτε θέλω μήτε ζητώ καμμίαν ανταμοιβήν άλλην, ειμή τήν ευτυχίαν της φιλτάτης πατρίδος. Αμποτε νά ιδώ τήν ανόρθωσιν της καί ας είμαι ο έσχατος ιδιώτης...» Μιχαήλ Σούτσος, Φαναριώτης ηγεμόνας της Μολδαβίας «Ο φίλος Νεόφυτος Βάμβας κινεί πρός τό τέλος του παρόντος μηνός
37
διά της Ιταλίας πρός τήν πατρίδα. Σέ παρακαλώ καί τούτο πρίν αποθάνω, μέ τόν Βάμβα νά ενωθής σφιγκτά καί μέ τόν Κωνσταντίνον Κούμαν καί νά κάμετε ιεράν συνωμοσίαν υπέρ της αναγεννήσεως της νεκρωμένης ημών κοινής πατρίδος καί θέλεις ιδείν πόσα καλά απροσδόκητα μέλλει γεννήση η τοιαύτη σύμπνοια. Ακουσέ με καί σύ διά τήν αγάπην της Ελλάδος καί προθυμήθητε καί οι τρείς αντάμα νά τήν πλύνετε από τόν βόρβορον της απαιδευσίας διά νά αξιωθήτε, όταν φτάση η τελευταία σας ώρα νά εκφωνήσετε χωρίς κομπασμόν τά άξια ελληνικής ψυχής λόγια τούτα: "Δέν σέ φοβούμαι θάνατε, επειδή η ζωή μου όλη αφιερώθη εις ωφέλειαν της πατρίδος μου".» Παραινέσεις του Κοραή στόν Θεόφιλο Καΐρη «ΈΈλληνες, Αλβανοί, Βλαχομπογδάνοι καί Βούλγαροι... Ενωθήτε λοιπόν καί εσείς, ορκισθήτε τόν αφανισμόν της τυραννίας καί τόν όλεθρον των τυράννων. Σάς προστάζει η τόσους αιώνας καταφρονημένη ιερά πίστις σας. Σας φωνάζει ο από τούς εχθρούς μας ατιμασμένος σταυρός. Σας προσκαλεί η δυστυχισμένη, η αξιοδάκρυτη πατρίδα. Μή στέργεστε νά δουλεύετε ημέρα καί νύχτα διά τούς αντίχριστους εχθρούς σας. Ως πότε νά ορίζουν τά αγαπημένα παιδιά σας, ταίς αθώαις σας θυγατέραις καί ταίς πισταίς σας γυναίκαις οι βάρβαροι διώκταις του Χριστιανισμού; Ως πότε νά βλέπετε τ' αμπέλια, τά χωράφια καί όλα σας τά υπάρχοντα, αλλά καί αυτήν τήν ζωήν σας εις τήν τρομερήν εξουσίαν των αιμοβόρων Οθωμανών; ... Σας ετοιμάζονται της ορθοδοξίας καί της ελευθερίας οι αμάραντοι στέφανοι, υψώσετε τόν σταυρόν, σηκώσετε ταίς σημαίαις της ελευθερίας καί της δικαιοσύνης καί ορμήσετε κατά των αγρίων καί ανάδρων τυράννων καί εχθρών της πίστεως... .» Μανουήλ Βερνάρδος τυπογράφος, Ιάσιο Μάρτιος 1821 «Σέ μία εβδομάδα δέν θά θυμάται κανείς αυτούς τούς ΈΈλληνες...» Μέτερνιχ, μόλις πληροφορήθηκε τό ξέσπασμα της Ελληνικής Επαναστάσεως «Οταν ο Υψηλάντης ρώτησε τήν μητέρα του Ελισσάβετ, αν του επέτρεπε νά πουλήσει τά κτήματα της οικογενείας γιά τίς ανάγκες της επανάστασης, η μητέρα επτά παιδιών, του απάντησε: - Εδώ έδωσα τά παιδιά μου γιά τήν ελευθερία της Ελλάδος καί δέν θά δώσω τά κτήματά μου;» Γιάννης Βλαχογιάννης «Ερχώμαστ' απ' Ανατολή, σέ μιά χρυσή γαλιότα πέντε πασσάδαις είχαμε, π' ώμορφα τραγουδούσαν, κ' είχαμε σκλάβους ώμορφους, στά σίδερα δεμένους.
38
Στά σίδερα σταίς άλυσσαις, καί 'σταίς βαρειαίς καδίναις. Ο σκλάβος αναστέναξεν απ' της καρδιάς τά φύλλα, δίνει κι' άλλον στεναγμό κ' εστάθηκε η γαλιότα. Θυμήθηκα τή μάνα μου, τή δόλια μου γυναίκα, πούμουνα δυό 'μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος. Δώδεκα χρόνους έκαμα στης Μπαρμπαριάς τόν άμμο, αν έχης μάνα καί παιδιά, πασσά λευτέρωσέ με!» Δημοτικό γιά τήν σκλαβιά, Ζαμπέλιου Σπυρίδωνος, Συλλογή Δημοτικών Ασμάτων Γιωργάκης Ολύμπιος O Κεχαγιά βέης ξεκίνησε από τό Βουκουρέστι μέ δέκα χιλιάδες άνδρες (25 Μαΐου 1821), μέ σκοπό νά διαλύσει τό στρατόπεδο του Υψηλάντη στό Τυργοβίστι. Τό πρωΐ της 27ης Μαΐου, μία προφυλακή τού τουρκικού στρατού, επιτέθηκε στή Μονή Νοτσέτου, κοντά στό Δομνέστι, χωριό πού βρισκόταν στόν δρόμο πού οδηγούσε στό Τιργοβίστι. Τό μοναστήρι τό υπερασπίστηκαν μέ επιτυχία οι Ιωάννης Κολοκοτρώνης, Ορφανός καί ο αρχιμανδρίτης Σέρβος, προξενώντας πολλές απώλειες στούς επιτιθέμενους. Ο Δούκας όμως πού αναμενόταν μέ ενισχύσεις λιποψύχησε καί όχι μόνο εγκατέλειψε τούς συντρόφους του πού τόν περίμεναν, αλλά μετέφερε ψευδείς ειδήσεις στόν Υψηλάντη, ότι η μάχη είχε χαθεί καί ότι μόνο αυτός είχε καταφέρει νά επιζήσει. Ο Υψηλάντης εμπρός στόν πανικό πού προκάλεσε αυτή η είδηση εγκατέλειψε τό στρατόπεδο καί κινήθηκε πρός τό Πιτέστι. Ο δέ Δούκας αργότερα ολοκλήρωσε τήν προδοσία του, δραπετεύοντας πρός τήν Τρανσυλβανία πού βρισκόταν κάτω από τήν κυριαρχία τών Αυστριακών. Αλλά καί ο Σάββας Καμινάρης απροκάλυπτα τάχθηκε μέ τό μέρος των Τούρκων καί έλαβε μέρος στήν καταδίωξη τού Υψηλάντη. Κατά τήν καταδίωξη συνέλαβε αιχμαλώτους είκοσι Ελληνες τούς οποίους αποκεφάλισε καί τά κεφάλια τους τά έστειλε στόν Κεχαγιάμπεη. Ο Φαναριώτης αρχηγός δεχόταν τό ένα μετά τό άλλο τά προδοτικά κτυπήματα. Παρά ταύτα, συγκέντρωσε αξιόλογη δύναμη, κινήθηκε πρός τό Ρίμνικον καί εκεί αποφάσισε νά δώσει τήν κρίσιμη μάχη σέ μία δασώδη περιοχή, στό Δραγατσάνι. «Εκλέξας λοιπόν καταλληλότερον τό μέρος εντεύθεν τού Δραγατσανίου, διώρισεν ότι ο μέν Γεώργιος Ολύμπιος μετά του Βασιλείου Καραβιά κατά πρόσωπον, οι δέ λοιποί εις τό κέντρον, λαμβάνοντας εις θέσεις τούς πρόποδες τών βουνών καί τάς επικείμενας καθ' οδόν ξηρών ρυάκων γεφύρας καί τό κακώς εφωπλισμένον, δυστυχισμένον καί αγύμναστον πολέμου μικρόν τάγμα του Ιερού Λόχου
39
συνιστάμενον εκ τριακοσίων σχεδόν στρατιωτών μέ δύο μικρά τηλεβόλα μέ τέσσαρας εκατόνταρχους, τόν Δημήτριον Σούτσον, τόν Δρακούλην Ιθακήσιον, τόν Ανδρόνικον καί τόν Ρίζον καί μέ τόν αρχηγό αυτών τόν Νικόλαον Υψηλάντην, νά τοποθετηθώσιν εις τά όπισθεν, ο ίδιος δέ ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μέ τόν λοιπόν στρατόν, ιστάμενος κατά μέρος καί παρατηρών νά δίδη οδηγίας... Αλλά πρίν εξασφαλισθώσι πάντες εις τάς προσδιορισθείσας θέσεις, κατά τήν ανωτέρω τροπολογίαν καί πρόν λάβωσι τό σύνθημα της συμπλοκής, ο Καραβιάς κατακορεσθείς από ικανήν ποσότητα οίνου καί η συλλαβούσα αυτόν φρικτή κραιπάλη θολώσασα τόν νούν, χωρίς νά περιμείνη τί περί πλέον, ίππευσεν εν ακαρεί μετά οκτακοσίων εφίππων οπαδών του καί έδραμεν αυθαιρέτως εναντίον της γενικής αποφάσεως καί θελήσεως τού Αρχιστρατήγου......» Ηλίας Φωτεινός. Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως. 1846 Οι Οθωμανοί, όταν διαπίστωσαν ότι μόνο μία μικρή δύναμη τούς έκανε τελικώς επίθεση, όρμησαν εναντίον τού Καραβιά, διασκορπίζοντας τούς ιππείς του καί κατόπιν στράφηκαν εναντίον τών νεαρών Ιερολοχιτών πού είχαν σπεύσει νά βοηθήσουν τόν ασυνείδητο Ιθακήσιο οπλαρχηγό. Οι περίφημοι Τούρκοι ιππείς, οι ντελήδες του Καρά Φεΐζ είχαν εύκολο θήραμα τά αμούστακα παιδιά, τά οποία τά έβαλαν στή μέση καί τά κατέσφαξαν. Στίς 7 Ιουνίου 1821, στό Δραγατσάνι βρήκαν τό θάνατο εκατοντάδες Ελληνες φοιτητές, οι οποίοι είχαν αφήσει τήν ασφάλεια τών ευρωπαϊκών πόλεων, γιά νά προστρέξουν νά πολεμήσουν γιά μία ανεξάρτητη Ελλάδα. Μόνος ο Ολύμπιος έσπευσε νά σώσει τούς ιερολοχίτες καί μάλιστα έφτασε στό σημείο πού είχε πέσει ο σημαιοφόρος του Ιερού Λόχου καί σήκωσε τήν σημαία. Οι Τούρκοι βλέποντας τίς ενισχύσεις υποχώρησαν καί σώθηκαν έτσι εκατό ιερολοχίτες από τήν σίγουρη σφαγή. Τριανταεπτά αιχμάλωτοι της μάχης του Δραγατσανίου, εστάλησαν στήν Κωνσταντινούπολη όπου εκεί αποκεφαλίστηκαν. ΈΈτσι τά έφερε η μοίρα καί ο Υψηλάντης δέν κατάφερε νά δώσει μία αποφασιστική μάχη εναντίον τού εχθρού. Ο στρατός πανικόβλητος από τήν συντριβή διαλύθηκε καί οι περισσότεροι διέφυγαν σέ αυστριακό έδαφος. Αφού εξέδωσε μία προκήρυξη μέ τήν οποία κατηγορούσε ως προδότες τούς ανάξιους συνεργάτες του Δούκα, Καραβιά, Μπαρλάν, Σάββα καί Γρηγόριον Σούτζον, αποχώρησε καί αυτός από τήν Μολδοβλαχία πρός τά εδάφη τής Αυστρίας. «Ο Υψηλάντης παρεδόθη εις τάς Αυστριακάς Αρχάς καί παρεδόθησαν καί οι περί αυτόν, ήγουν οι δύο αδελφοί του, ο Ορφανός, ο Λασσάνης μετονομασθέντες καί ούτοι, καί εκείθεν μετεκομίσθησαν όλοι
40
εις Αράδην, πόλιν της Ουγγρίας, όπου διέμειναν οκτώ ημέρας προσμένοντας τάς διαταγάς της αυστριακής αυλής καί μηδόλως υποπτεύοντες όσα τοίς έμελλαν, αλλ' εξ εναντίας ελπίζοντες εν πλήρει πεποιθήσει τήν εκ τής αυστριακής εις άλλην ελευθέραν γήν μετάβασίν των, καί τήν εις Ελλάδα ταχείαν κάθοδόν των... Ο Υψηλάντης, εν Βιέννη, πάσχων εξ όσων υπέστη εν τή δεινή του φυλακίσει, απέθανε τήν 20ην Ιουλίου 1828 περί τό τριακοστόν όγδοον έτος της ηλικίας του...» Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1861 Ο πιό αγνός καί ηρωϊκός σύντροφος τού Αρχηγού της Επανάστασης ήταν ο Γεωργάκης Ολύμπιος. Σύμφωνα μέ τόν Κόκκινο, η σκηνή τού αποχωρισμού τών δύο ανδρών ήταν συγκινητική. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν μέ δάκρυα στά μάτια καί ορκίστηκαν νά συναντηθούν στήν πατρίδα, από όπου έφθανε η ηχώ τών νικηφόρων πυροβολισμών τού Μωριά καί τής Ρούμελης. Ο Ολύμπιος καταγόταν από τή Φτέρη, ορεινό χωριό τής Πιερίας, καί από μικρό παιδί είχε γίνει κλέφτης στά σώματα τών Λαζαίων καί πολεμούσε τόν Αλή μαζί μέ τό Νίκο Τσάρα, τούς Βλαχαβαίους καί τόν Καρατάσο. Από τόν ΌΌλυμπο βρέθηκε νά πολεμάει στή Σερβία καί στό πλευρό του Καραγεώργη, ενώ καί κατά τόν ρωσσοτουρκικό πόλεμο κατετάγη στόν ρωσσικό στρατό όπου παρασημοφορήθηκε από τόν Αλέξανδρο Α', τσάρο πασών τών Ρωσσιών. Μυήθηκε στήν Φιλική Εταιρεία καί αγωνίσθηκε νά πείσει τούς Σέρβους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τούς Γραικούς γιά νά κτυπήσουν τούς εχθρούς τής Χριστιανοσύνης. Στίς μάχες τής Μολδαβίας καί τής Βλαχίας διακρίθηκε γιά τήν γενναιότητά του καί τή σωφροσύνη του. Τελικώς απέμεινε μόνος καί εγκαταλελειμμένος μαζί μέ τόν Ιωάννη Φαρμάκη, νά κάνει επιδρομές σέ απομονωμένες τουρκικές φρουρές, μέ πιό αξιόλογη τή μάχη στό μοναστήρι της Σλατίνας, στίς 13 Ιουλίου 1821. Ο στόχος των δύο αρχηγών ήταν νά περάσουν στή Βεσσαραβία της Ρωσσίας καί από εκεί νά κατέβουν στήν Ελλάδα. Oλόκληρος πλέον ο τουρκικός στρατός βρισκόταν στά ίχνη τους καί οι δύο επαναστάτες βρέθηκαν στά Καρπάθια όρη όπου αποφάσισαν νά οχυρωθούν στή Μονή τού Σέκου: «O δέ Γεώργιος Ολύμπιος διευθυνθείς εις τήν Μονήν Κούρτε δέ Αρτζεσι, καί ευρών εν αυτή τόν πρό τινών ημερών εγκλεισθέντα Ιωάννην Φαρμάκην, εσυσσωματώθησαν ομού μέ περίπου των 450 στρατιωτών καί πληροφορηθέντες εν τω μεταξύ, ότι επλησίαζον οι Οθωμανοί συνωδευμένοι μετά του Σάββα πρός καταδίωξιν των, έχοντες μάλιστα καί τήν έφεσιν νά μεταβώσι διά της Μολδαυϊκής Επαρχίας εις τό Ρωσσικόν Κράτος εν Βασσαραβία, ανεχώρησαν εκείθεν, καί οδεύσαντες από βράχους, φάραγγας καί αποτόμους κορυφάς των ορέων, έφθασαν επί τέλους μέ απεράντους κακουχίας καί δυσκολίας εις έν Μοναστήριον
41
της Μολδαυΐας, Σέκου επονομαζόμενον, όπου προκαταλαβόν αυτούς εν οθωμανικό σώμα, εμπόδισε τήν περαιτέρω προόδευσίν των. Ωχυρομένοι δέ όντες οι ρηθέντες διά μερικάς ημέρας, καί πράττοντες διαφόρους ακροβολισμούς, εφόνευσαν ικανήν ποσότητα των εχθρών, τελευταίον όμως διά προδοσίας του κακόγηρου Ηγουμένου, κόψαντες έξωθεν τά υδραγωγεία του εν τω αυτώ Μοναστηρίω εισρρέοντος ύδατος, εστενοχώρησαν τούς εγκλείστους ένεκα τούτου εις βαθμόν ώστε ο Φαρμάκης δειλιάσας ή τό αληθέστερον εξαπατηθείς από τάς ψευδείς υποσχέσεις καί πεπονηρευμένας του αρχηγού Σαλήμπεη κολακείας, υπετάχθη μέ ολίγους στρατιώτας του εις τήν διάθεσιν τούτου, ο οποίος απεστάλη εις Κωνσταντινούπολιν καί απεκεφαλίσθη. Ο δέ Ολύμπιος επιμείνας εις τόν του πατριωτισμού ένθερμον ζήλον, παρεδόθη μόνος ηρωϊκώς ένδον τού κωδωνοστασίου εις τάς φλόγας της πυρίτιδος κόνεως, εγχαράξας καί ο γεννάδας ούτος, μετά τοσούτων εντίμων αγώνων έως εσχάτως, τό όνομά του αθάνατον εις τήν γενικήν ιστορίαν, διά τήν ανεξαρτησίαν της μητρός του Ελλάδος. Ο Κεχαγιάμπεης τούς δέ ευσημάντους εδιεύθυνε κατά καιρούς πρός τόν Πασά της Συλιστρίας, ένθα άλλοι εφονεύοντο καί άλλοι απεστέλλοντο εις Κωνσταντινούπολιν, τούς δέ ασημάντους ήρχισεν από τήν ημέραν της μνήμης τών Αγίων Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου νά προσφέρη θυσίας διά της αγχόνης καί αποτομής καθ' όλας τάς τριόδους, πλατείας καί ρύμας τής πόλεως Βουκουρεστίου καί ταύτην τήν στυγεράν αιματοχυσίαν καί τραγικήν σκηνήν, εξακολουθών σχεδόν καθεκάστην εν διαστήματι δύο μηνών, νά παρασταίνη υπ' όψιν τού λαού καί μή συγχωρών ουδέ τά πτώματα αυτών πρίν τριών ημερών νά ενταφιάζωνται, εκένωσε τό δεσμωτήριόν του καί οι του χριστιανισμοί καί τής ελευθερίας της Ελλάδος μάρτυρες δέν είχον μείνει άλλοι, ώστε νά κατακορέσωσιν ακόμη τήν αιμοβόρον δίψαν του.» Ηλίας Φωτεινός - Οι Αθλοι τής εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως, 1846 Οι περισσότεροι ΈΈλληνες είχαν εγκαταλείψει τόν αγώνα, δραπετεύοντας κυρίως σέ ρωσικό έδαφος όπου έζησαν σάν πρόσφυγες σέ συνθήκες φτώχειας καί εξαθλίωσης. Ανάμεσά τους ήταν ο Παναγιώτης Σέκερης πού έχασε όλη του τήν περιουσία, ενώ η οικογένειά του βρισκόταν στό έλεος τού σουλτάνου. Μερικές εκατοντάδες επαναστάτες μέ αρχηγούς τούς Καρπενησιώτη, Δαιμονάκη από τά Σφακιά, Σφαέλλο, Απόστολο Σταύρακα, Μιγκλέρη, Ιωάννη Κοντογόνη, Δαγκλιόστρο από τήν Ζάκυνθο, Γεώργιο Σοφιανό από τήν Κέα, Κ. Ροϊλό από τήν Στεμνίτσα, Αργ. Πατρινό, Κόντο, Σεβαστόπουλο, Ιντσέ, Λουκά Βαλσαμάκη καί Γεώργιο Παπά συνέχιζαν νά πολεμούν καί αφού μετέλαβαν καί έφαγαν "τήν στερνή τους τροφή" έδωσαν τήν τελευταία μάχη στό χωριό Σκουλένι, όπου τούς επιτέθηκαν 6.000 Οθωμανοί υπό
42
τήν διοίκηση τού πασά της Βραΐλας. Στήν απέναντι όχθη τού Προύθου είχαν συγκεντρωθεί καί παρακολουθούσαν τήν μάχη Μολδαβοί καί ΈΈλληνες πρόσφυγες οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τήν Μολδαβία καί είχαν αναζητήσει καταφύγιο σέ πόλεις τής Βεσσαραβίας.Οι πρώτες επιθέσεις τού τουρκικού ιππικού αποκρούστηκαν μέ επιτυχία από τούς αμυνόμενους. Η μάχη κράτησε σύμφωνα μέ τόν Ιάκωβο Ρίζο από τό πρωΐ μέχρι τό απόγευμα τής 17ης Ιουνίου 1821. ΌΌταν οι Τούρκοι μετέφεραν κανόνια καί κατέστρεψαν τίς οχυρώσεις τών Ελλήνων, η νίκη άρχισε νά γέρνει πρός τό μέρος τους. Ο Καρπενησιώτης, σύμφωνα μέ τόν Φιλήμωνα, αφού άδειασε τά όπλα του καί μέ τό ξίφος του σκότωσε δύο Τούρκους, βρήκε τόν θάνατο προσπαθώντας νά διαβεί τόν ποταμό πρός τήν απέναντι ρωσική όχθη. ΌΌλοι οι οπλαρχηγοί έπεσαν νεκροί. Η ειρωνεία είναι ότι αν επιθυμούσαν, θά μπορούσαν νά αποφύγουν τήν μάχη καί νά διαβούν τόν Προύθο ποταμό περνώντας στά εδάφη της Ρωσικής αυτοκρατορίας, όπως έκανε ο Καντακουζηνός. Καί όμως παρέμειναν καί πέθαναν. Εκεί στό Σκουλένι. «Πρό των εν τη τουρκική Αυτοκρατορία πολιτικών μεταρυθμίσεων, οι κατοικούντες εν αυτή λαοί καί υπαγόμενοι υπό τήν άμεσον εξουσίαν αυτής διηρούντο κυρίως εις κατακτητάς καί υποδεδουλομένους, ήτοι Μουσουλμάνους καί Ραγιάδες... Ο ποινικός κώδικας επί των ραγιάδων ήτο η αυθαιρεσία της εξουσίας, ιδίως δέ των πασάδων καί των τοπαρχών (ντερεμπέϊδων, αγιάνιδων, μουσελίμων κτλ) των διαμερισμάτων. ΉΉρκει η ελάχιστη καταγγελία ή η πλεονεξία πρός δήμευσιν της περιουσίας του ραγιά, καί πάραυτα η μάχαιρα ή ο βρόχος του δημίου έδιδε τέλος εις τήν ζωήν αυτού, εις οποίαν δήποτε τάξιν καί περιωπήν ευρίσκετο ο δυστυχής ραγιάς, έστω καί αυτός ο μέγας διερμηνεύς της Πύλης, η περιουσία αυτού εδημεύετο, η δέ αθλία οικογένειά του ερρίπτετο εις τάς οδούς καί πολλάκις εξωρίζεται εις τά απώτερα μέρη της Μικράς Ασίας. Η περί των εγκλημάτων ανάκρισις ενηργείτο εν μέν Κωνσταντινουπόλει υπό του Μποσταντζίμπασι, τουτέστι διά τρομερών βασάνων, αλλαχού δέ, ωσαύτως υπό των οργάνων των τοπαρχών, η δέ θανατική ποινή εν μέν Κωνσταντινουπόλει απεφασίζετο υπό του μεγάλου βεζύρου, αλλαχού δέ, υπό των πασάδων, αύτη δ' εξετελείτο διά μαχαίρας, βρόχου, ανασκολοπίσεως, οβελισμού, εκδερμού καί πολλών άλλων βασάνων, τά δέ πτώματα των θυμάτων μετά τριήμερον έκθεσιν ερρίπτοντο εις θάλασσαν ή εξετίθεντο πρός βοράν των ορνέων καί των θηρίων. Η πολιτική δικονομία ήτο η απόφασις του Καδή, του Μουλά, των Καζασκέριδων καί επί τέλους του Μεγάλου Βεζύρου, απάντων
43
δικαζόντων καί αποφασιζόντων κατά τάς εντολάς του Κορανίου, ενώπιον δέ των δικαστών τούτων μόνον η μαρτυρία των Μουσουλμάνων ήτο δεκτή. Τά περί φόρων καί αγγαρειών εισίν ανεκδιήγητα, διότι εκτός της δεκάτης καί της επικαρπίας φόρου, ήσαν καί τά λεγόμενα δοσίματα, ως οι έκτακτοι φόροι, τό χαράτζιον, άτινα απεγύμνουν τόν ραγιάν. Ο δέ ραγιάς εκτός τούτων ηγγαρεύετο καί ειργάζετο δωρεάν εις τάς ιδιοκτησίας των μουσουλμάνων. Ο ραγιάς ώφειλε νά ενδύηται ταπεινώς, ο οίκος του νά είναι άκομψος καί μικρός, νά πορεύηται επί ημιόνου ή όνου, οσάκις δέ απαντά μουσουλμάνον, νά κατεβαίνη από του ζώου του, εν τη οικία του νά μή δύναται νά διασκεδάζη καί μάλιστα διά μουσικής, νά μή περιφέρηται τή νύκτα. νά μήν έχη ερωτικάς σχέσεις μετά Οθωμανίδος. Τούτο ήτο θανάσιμον αμάρτημα εις τόν ραγιάν, συλλαμβανόμενον ή μηνυόμενον επί τούτω, έπρεπε κατά τόν Κοράνιον ούτος νά θανατωθή ή νά εναγκαλισθή τόν μωαμεθανισμόν... Η τουρκική δυναστεία ουδόλως ενεπιστεύετο τόν ραγιάν καί πάντοτε εκάλει αυτόν άπιστον, λέγουσα "ουδέποτε πίστιν εις τόν άπιστον καί ουδέποτε εξουσίαν εις αυτόν" (κιαουρά φουσάτ βέρμε ντησιζντίρ). Τά αξιώματα ταύτα διατηρεί ακριβώς μέχρι τής σήμερον η τουρκική κυβέρνησις, ουδένα αξιωματικόν ραγιάν εχει εις τόν στρατόν της, ουδένα διοικητή επαρχίας...» Χρήστος Βυζάντιος, Τακτικός Στρατός 1821 - 1833, εν Αθήναις 1874 «- Πίσκοπε, 'γιω την γνώμην μου ποτέ εν την αλλάσσω, τζι' όσα τζι' αν πης μεν θαρευτής πως εν να (είναι να) σου πιστέψω. Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω, τζι' αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω, τζι' ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω, έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν (ψυχή) να μεν αφήσω. - Η Ρωμιοσύνη εν (είναι) φυλή συνότζιαιρη (συνόκαιρη) του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι ξηλείψη, κανένας, γιατί σιέπει την (την σκέπει) που τάψη (από τα ύψη) ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να (είναι να) χαθή, όντας ο κόσμος λείψη! Σφάξε μας ούλους τζι' ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν, κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια, αμμά ξέρε (αλλά γνώριζε) πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν (καβάκι) τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.» Απάντησις του εθνομάρτυρος αρχιεπισκόπου Κύπρου, Κυπριανού (1756 - 1821), πρός τόν Τούρκο Κιουτσούκ Μεχμέτ πού απειλούσε νά κάψη όλους τούς Ρωμηούς
44
«Ούτως απωλέσθη εν ολίγη ώρα μία των γλυκυτέρων ελπίδων της Ελλάδος, ο Ιερός Λόχος. Αλλ' αν ενικήθη, μόνος εγκαταλειφθείς καί τόσω ολιγάριθμος ών πρός εθρόν πολυάριθμον, εβεβαίωσεν όμως υπό τήν οδηγίαν πατριώτου καί γενναιοψύχου αρχηγού, του Νικολάου Υψηλάντου, τί δύναται τό υπέρ πατρίδος αίσθημα, η στρατιωτική τάξις καί η πρός πάν ευγενές φιλοτιμία νέων καλής ανατροφής... Ως τοιούτος ο νέος των απογόνων Ιερός Λόχος ανταπεκρίθη πρός τήν τιμήν του αρχαίου των προγόνων καί ως εκείνος εν τή παλαιά, ούτω καί αυτός εν τή νεωτέρα ιστορία της Ελλάδος απεθανατίσθη, γενόμενος εν μικρογραφία η πιστή αντιγραφή του πρωτοτύπου...» Φιλήμων, Δοκίμιον «Ανδρείοι ΈΈλληνες! ΌΌλοι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομοδόξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνας μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Ψηλά το κεφάλι, αδέλφια! Δείξτε πώς είστε αντάξιοι των προγόνων σας. Εσώσαμε εν τούτοις την τιμή μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γιούς της Ελλάδας! Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες Μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδας, προτού να έρθει η βοήθειά τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνον αμόρφωτες μάζες και μετά την εξόντωση των μορφωμένων να μην παραλάβουν κανένα πνευματικό παλμό, που τον φοβούνται στην αναγέννησή μας σα μελλοντικό επαναστατικό υλικό. Εμπρός αδέρφια! Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους!.» Γεωργάκης Ολύμπιος, Πηγή: Γ. Λάιος, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821, Αθήνα 1958 «A young man was dragged down the street. His robes were torn and covered with mud, his turban and slippers cast off in the struggle and his feet and head left bare. He was forced upon his knees by two Turks pressing on his shoulders, and in that position a third came behind him with his kinshal. With a single horizontal stroke he severed his head from his neck; his body was thrown into the puddle in the middle of the street for passengers to trample on...» Μαρτυρία τού Αγγλου κληρικού R. Walsh, γιά τόν αποκεφαλισμό του Μακεδόνα Γιάννη Φαρμάκη. Κωνσταντινούπολη - Σφαγές - Γρηγόριος Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' βρέθηκε σέ δεινή θέση αφότου έφθασε στήν Κωνσταντινούπολη η είδηση γιά τήν κήρυξη τής επανάστασης στήν Μολδαβία καί τή Βλαχία. Είχαν ήδη διαφανεί οι προθέσεις τού
45
σουλτάνου Μαχμούτ Β' κατά τών χριστιανών υπηκόων του, αλλά ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν αποφασισμένος νά μείνει στή θέση του καί νά προστατεύση όσο μπορούσε καλύτερα τό ποίμνίο του. Θά μπορούσε κάλλιστα νά δεχτεί τήν πρόταση τού Αχαιού μητροπολίτη Δέρκων Γρηγορίου, νά αναχωρήσουν καί οι δύο γιά τήν Πελοπόννησο καί από εκεί νά ηγηθούν τής επαναστάσεως. Θά έσωζαν έτσι καί τή ζωή τους καί δέν θά δέχονταν τίς επίκρίσεις πού δέχονται ακόμα καί σήμερα, ότι τάχα ήταν μέ τό μέρος τού τυράννου καί ενάντιοι στήν επανάσταση τών Ρωμιών. Αλλά η φυγή τους θά σημάδευε τήν έκδοση φετβά από τόν Σεϊχουλισλάμη γιά τή γενική σφαγή όλων τών απίστων (γκιαούρηδων) από τούς πιστούς οπαδούς τού Κορανίου καί τού Αλάχ. «Καί Εγώ ως κεφαλή του ΈΈθνους καί υμείς η Σύνοδος οφείλομεν νά αποθάνωμε διά τήν κοινή σωρηρίαν, ο θάνατος ημών θά δώση δικαίωμα εις τήν Χριστιανοσύνην νά υπερασπίση τό ΈΈθνος εναντίον τού τυράννου, αλλ' άν υπάγωμεν ημείς νά θαρύννωμεν τήν επανάστασιν, τότε θά δικαιώσωμεν τόν Σουλτάνον αποφασίσαντα νά εξολοθρεύση όλον τό ΈΈθνος...» Οικουμενικός Πατριάρχης Νέας Ρώμης, Γρηγόριος Ε' ΈΈτσι ο Πατριάρχης μέ τήν Ιερά Σύνοδο εξέδωσε συνοδικό μέ τό οποίο αφόριζε τούς πρωτεργάτες τής επανάστασης, καταδίκαζε τίς ενέργειες τών επαναστατών καί τούς προέτρεπε νά μείνουν πιστοί στήν κραταιά βασιλεία τού σουλτάνου. Ο Μαχμούτ βεβαίως, είχε καλέσει στήν πρωτεύουσά του μουσουλμανικά στίφη από τίς επαρχίες, οργανωμένα από τούς ουλεμάδες καί άλλους φανατικούς δερβίσηδες καί κάλεσε τόν Χατζή Χαλήλ εφένδη νά εκδώσει φετβά γιά γενική σφαγή τών χριστιανών. Ο Σεϊχουλισλάμης όμως επηρεασμένος από τίς εκκλήσεις τού Πατριάρχη καί μέ αποδεικτικό στοιχείο τόν αφορισμό τών επαναστατών, αρνήθηκε νά εκδώσει διαταγή γενικής σφαγής όλων τών μή μουσουλμάνων. ΈΈτσι αναβλήθηκε η διαταγή εξόντωσης όλων τών Ρωμιών τής Πόλης, από τόν γενναίο Χαλίλ, ο οποίος πλήρωσε μέ τήν ζωή του τήν απόφασή του αυτή. «Ο Φαρμάκης ομολογεί μετέπειτα ότι ηθέλησεν νά κατηχήση εις τήν εταιρίαν τόν εξόριστο τότε εις τό ΌΌρος τού Αθωνος Γρηγόριον Πατριάρχην, ότι ο σεβάσμιος ούτος γέρων έδειξε ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν υπέρ τού πνεύματος τής εταιρίας. Δέν ηθέλησεν όμως καί νά ορκομωτήση καί παρετήρησεν ότι αν ανακαλυφθή ποτέ εις τά βιβλία της εταιρίας τό όνομά του, θέλει διακινδυνεύσει ολόκληρον τό έθνος, τού οποίου προείχε πάντοτε από τήν τύραννον εξουσίαν...» Ιωάννης Φιλήμων
46
Στίς 24 Μαρτίου 1821, τό θηρίο άρχισε νά εκτελεί τούς Φαναριώτες. Πρώτοι καρατομήθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη οι: Νικόλαος Σκαναβής, Μιχαήλ Μάνος, Γεώργιος Μαυροκορδάτος, Μιχαήλ Χαντζερής, Στεφανάκης Μαυρογένης, Αλέξανδρος Ράλλης, Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Αλέξανδρος Φωτεινός καί ο μέγας Λογοθέτης Θεόδωρος Ρίζος. Απαγχονίσθηκαν ο Μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, ο Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο Τσορμπατσόγλου, ο Γεώργιος Νέγρης. Τό παράδειγμα τού σουλτάνου τό ακολούθησαν οι γενίτσαροι καί άλλα στίφη μουσουλμάνων σφάζοντας καί βασανίζοντας χριστιανούς σέ πολλές πόλεις καί χωριά. «Αρχάς Απριλίου 1821, ενώ ο ιμάμης φωνάζει εις τόν μιναρέν κατά των απίστων, απειλούντων τήν θρησκείαν του Μωάμεθ καί τόν θρόνον, οι Τούρκοι σφάζουσι τούς χριστιανούς όσους απαντώσωσιν εις τάς αγυιάς, εις τάς ρύμας τής Κωνσταντινουπόλεως. Βιάζουσι δέ τό άσυλον των οικιών, συντρίβουσι τάς θύρας, εισβάλλουσιν ως τίγρεις καί φονεύουσιν όσους εύρωσιν εις αυτάς καί πανταχού δέν ακούονται ειμή άγριαι καί τρομακτικαί κραυγαί των δημίων, οιμωγαί καί ολολυγαί των θυμάτων καί θρήνοι καί κοπετοί γυναικών καί παιδίων, όσων τυχόν φείδωνται τής ζωής. Οι δέ πρέσβεις των Χριστιανικών Δυνάμεων δέν εμποδίζουσι τήν μιαιφόρον χείρα τού Σουλτάνου τού νά χύνη αίματα απόπλων, αδυνάμων γερόντων, γυναικών, νηπίων καί μόνος ο Στρώγανωφ τόν λέγει νά διαστείλη τούς αθώους από τούς ενόχους καί νά μή φονεύη τούς ομοθρήσκους του Αυτοκράτορος... Ο δ' αιματοχαρής Μαχμούδ παραθαρρύνει ή μάλλον ειπείν προστάζει τόν αχαλίνωτον, τόν άγριον όχλον των Τούρκων νά τόν μιμηθή δολοφονών καί πράττων όλα καί τά πλέον φρικώδη κακουργήματα, δι ών αρπαζόμενοι από τάς οικίας των όσοι των τέ κληρικών καί των σημαντικών Ελλήνων δέν ημπόρεσαν νά φύγωσιν, άλλοι μέν αποκεφαλίζονται, άλλοι δ' απαγχονίζονται ή πνίγονται διά βρόχου καί ρίπτονται εις τήν θάλασσαν καί άλλοι καταποντίζονται ζώντες εις τό Μεγαρεύμα καί άλλοι ρίπτονται εις τάς σκοτεινάς καί καθύγρους φυλακάς ένθα εκπνέουσιν ανηλεώς βασανιζόμενοι καί άλλοι εξορίζονται εις τά ενδότερα της Ασίας...» Νικόλαος Σπηλιάδης - Ελληνική Επανάστασις, 1851 ΌΌταν ο σουλτάνος, έμαθε γιά τήν επανάσταση τού Μωριά καί τής Ρούμελης εξαγριώθηκε ακόμα περισσότερο. ΉΉταν απολύτως βέβαιος ότι η Ρωσία βρισκόταν πίσω από τούς γκιαούρηδες. Θεωρούσε αδύνατον οι ραγιάδες νά τολμήσουν νά επαναστατήσουν από μόνοι τους χωρίς υποκίνηση από μία μεγάλη δύναμη. Συνέπεια της εκτιμήσεως αυτής ήταν να εξακολουθήσουν να θεωρούνται ως κύρια μέτωπα αφ' ενός η Μολδοβλαχία, που ήταν
47
προωθημένη θέση γιά τή συγκράτηση των Ρώσων, καί αφ' ετέρου η ίδια η Κωνσταντινούπολις. ΈΈπρεπε επομένως νά συνεχιστή η αποστολή στρατευμάτων πρός τόν Δούναβη καί η συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων στρατού και στόλου στην πρωτεύουσα, προς μεγάλη ωφέλεια τής επαναστάσεως στην Ελλάδα, που η αντιμετώπισή της, κατά τούς πρώτους μήνες, αφέθηκε βασικά στίς επιτόπιες τουρκικές φρουρές. Εξαπέλυσε καί άλλα κύματα τρομοκρατίας καί σφαγών σέ περιοχές της Οθωμανικής επικράτειας γιά νά επιβεβαιώσει τό προσωνύμιο "χασάπης" πού τού είχαν αποδώσει οι Ρωμιοί υπήκοοί του. Τήν 1η Απριλίου οργανώθηκε διαδήλωση στήν Κωνσταντινούπολη μέ επικεφαλείς φανατικούς "σοφτάδες", τρόφιμους σπουδαστές τών ιερατικών σχολείων. Οι διαδηλωτές, αφού διέτρεξαν επί ώρες τους δρόμους της πρωτεύουσας με κραυγές καί απειλές εναντίον τών απίστων, καταπάτησαν τήν έξω από τό τείχος ελληνική εκκλησία τής Ζωοδόχου Πηγής, την λεηλάτησαν και την έκαψαν. Ο κύριος σκοπός τών οργανωτών της διαδηλώσεως ήταν νά προκληθεί σύγκρουση μέ ΈΈλληνες "επαναστάτες" και έτσι να υπάρξει πρόσχημα για τη γενική σφαγή των απίστων, χωρίς η πραγματοποίησή της νά παραβαίνει τόν τουρκικό νόμο και δίχως νά παρέχει επιχειρήματα για επέμβαση της Ρωσίας, που οι συνθήκες της παρείχαν δικαίωμα προστασίας των Χριστιανών τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. ΈΈλληνες επαναστάτες όμως δέν εμφανίσθηκαν στούς δρόμους, όπως φαντάσθηκαν οι Τούρκοι. Οι ΈΈλληνες κλείσθηκαν στα σπίτια τους. Δεν δόθηκε έτσι πρόσχημα για τη γενική σφαγή. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' έσπευσε στο σπίτι του Μεγάλου Διερμηνέως Κωνσταντίνου Μουρούζη και τον προέτρεψε να φύγει, ώστε να σωθεί, λέγοντάς του, σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Φιλήμονος: «Αφετέ με να πληρώσω εγώ την εκδίκησιν του τυράννου. Είμαι γέρων, καταβαίνων τον τάφον. Το σχήμα μου, η λειτουργία μου, μέ καλούσιν εις θυσίαν υπέρ τού ποιμνίου. Σωθείτε όμως υμείς, διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν, να υπηρετήσετε την πατρίδα». Ο Κωνσταντίνος Μουρούζης όμως παρέμεινε καί αυτός στή θέση του, γιά νά μήν προκαλέσει περισσότερο τήν οργή του τυράννου. Την Μεγάλη Δευτέρα, 4 Απριλίου 1821 θά έβρισκε τόν θάνατο αλλά θά προλάβαινε ο τέως δραγουμάνος νά φωνάξει στόν τύραννο πού παρακολουθούσε τόν αποκεφαλισμό: «Αιμοβόρε σουλτάνε! σουλτάνε άδικε! σουλτάνε άθλιε! η τελευταία ώρα τής βασιλείας σου εσήμανε αι ωμότητές σου τιμωρηθήσονται ο Θεός εκδικήσοι σοι τό ελληνικόν έθνος». Εν τω μεταξύ, η Πύλη διέταξε τόν Πατριάρχη νά στείλει απογραφή των ελληνικών οικογενειών πού έμεναν στό Φανάρι μέ τα ονόματα των ανδρών, τις πατρίδες καί τα επαγγέλματά τους. ΉΉθελε νά έχει κατάλογο των πλουσίων Ελλήνων καί τών μετοίκων Πελοποννησίων,
48
Στερεοελλαδιτών και Αιγαιοπελαγιτών, ώστε νά επιλέγει εύκολα τά θύματα, ανάλογα μέ τίς εκάστοτε αποφάσεις της. Επειδή δέν υπήρχε τέτοια απογραφή, ανέλαβαν νά τήν πραγματοποιήσουν δύο Τουρκοκρήτες, που γνώριζαν ελληνικά. Συγχρόνως εκδόθηκε διάταγμα, πού απαγόρευε μέ ποινή θανάτου τήν αναχώρηση τών ραγιάδων υπό οποιαδήποτε σημαία. Ζητήθηκε σχετική συγκατάθεση τών πρέσβεων τών ευρωπαϊκών δυνάμεων και δόθηκε. Απέκτησαν έτσι οι τουρκικές αρχές το δικαίωμα νά ενεργούν έρευνα στα πλοία των Δυνάμεων αυτών. ΈΈστειλαν μάλιστα οι πρέσβεις διαταγές στούς προξένους των σέ όλη την οθωμανική επικράτεια, νά μήν παρέχουν στούς ΈΈλληνες άσυλο ή υπεράσπιση, ούτε να επιτρέπουν στούς πλοιάρχους νά δέχονται φυγάδες. Μόνο o πρέσβυς της Ρωσίας Στρόγανωφ δέν αποδέχτηκε τό απάνθρωπο αυτό διάταγμα της Πύλης. Στις 10 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, 10ης Απριλίου, έφτασε στό Πατριαρχείο ο νέος μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης καί κατευθύνθηκε στή μεγάλη αίθουσα, το Μεγάλον Συνοδικόν. Ανέβηκε τότε εκεί και ο πατριάρχης, και συνδιαλεγόταν μαζί του, ενώ εκείνος έκρυβε τον λόγο τής αποστολής του καί τήν ταραχή του όσο μπορούσε. Ξαφνικά ακούσθηκε θόρυβος από άλογα στην αυλή καί παρουσιάστηκαν στην αίθουσα, «μορφήν φέροντες τεράτων! αγριωπών», όπως γράφει ο Φιλήμων, «ο γενιτσάραγας, ο μποσταντσίμπασης, ο τσαουσλάρ εμινή, ο κεσεδάρης τού υπουργού τώv εξωτερικών καί άλλοι πολλοί μέχρι πεντήκοντα». Ο μέγας διερμηνέας σηκώθηκε όρθιος καί διάβασε διάταγμα παύσεως τού πατριάρχη καί εξορίας του. Οι Τούρκοι οδήγησαν τόν Γρηγόριο στήν αποβάθρα του Φαναρίου όπου τον επιβίβασαν σε ακάτιο μαζί με τόν ανεψιό του Δημήτριο καί τον ιεροδιάκονο Αγάπιο, που τόν συνόδευαν. Αντί να κατευθυνθούν πρός τό Καδίκιοϊ (Χαλκηδόνα), τον τόπο της εξορίας του, σύμφωνα με το διάταγμα, στράφηκαν πρός τό γιαλί - κιοσκιού, καί τόν έκλεισαν στήν τρομερή φυλακή τού μποσταντσίμπαση. Στό Πατριαρχείο συγκεντρώθηκαν γιά τήν εκλογή νέου πατριάρχη, οι αρχιερείς, οι ηγεμόνες Αλέξανδρος Καλλιμάχης καί Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης, ο μέγας λογοθέτης της Εκκλησίας Στέφανος Μαυρογένης, οι πρόκριτοι καί οι προϊστάμενοι τών Συντεχνιών. Η εκλογή όμως καθυστερούσε. Οι καταλληλότεροι γιά τόν πατριαρχικό θρόνο αρχιερείς παρακαλούσαν να μήν εκλεγούν. ΈΈφθασε τότε νέα, αυστηρή διαταγή της Πύλης, να γίνη αμέσως η εκλογή. Τελικά δέχθηκε ο Πισιδίας Ευγένιος, Φιλιππουπολίτης. Εφοδιάσθηκε αμέσως μέ τή συστατική αναφορά καί πήγε στην Πύλη σύμφωνα με τα καθιερωμένα. ΌΌταν γύρισε, έγινε δεκτός με τίς
49
συνηθισμένες τυπικές τιμές καί επακολούθησε η δοξολογία μέσα σε ατμόσφαιρα κατήφειας, θλίψεως καί αγωνίας. Μετά την αναχώρηση από την Πύλη του νέου Πατριάρχη οι Τούρκοι βγάλανε από τη φυλακή τον Γρηγόριο, τον επιβίβασαν πάλι σε ακάτιο με συνεπιβάτη τον κοτσίμπαση (αρχιβασανιστή) καί απομάκρυναν τούς δικούς του συνοδούς. Το ακάτιο, κυκλωμένο από άλλα, με 4 ως 5 στρατιώτες, κατευθύνθηκε πίσω στήν αποβάθρα του Φαναρίου, όπου καί αποβίβασαν τόν πατριάρχη μέ τα χέρια του δεμένα πίσω. Εκεί άγριο πλήθος Τούρκων ενόπλων καί στρατιωτών είχε συγκεντρωθεί καί περίμενε, γαυριώντας, νά παρακολουθήσει τή θανάτωση τού αρχηγού τών Ελλήνων. Ο Γρηγόριος προχώρησε λίγα βήματα, γονάτισε καί έσκυψε τό κεφάλι, περιμένοντας τό μαχαίρι του δημίου. Αλλά ο κοτσίμπασης τού έδωσε λάκτισμα καί του είπε αγρία "καλκ γιου ρου" (σήκω και προχώρα) καί, όπως ο πατριάρχης από τό γήρας καί τήν εξάντληση δεν μπορούσε να σηκωθεί, τον βοήθησε o ίδιος. Δυό στρατιώτες τόν υποβάσταζαν γιά νά συνεχίσει την πορεία στόν ανηφορικό δρόμο πρός τό Πατριαρχείο. Τελικά τόν κρέμασαν στή μεσαία από τίς τρείς εξωτερικές θύρες τού Πατριαρχείου. «Συγχρόνως δέ εκρεμάσθησαν εις διάφορα μέρη της Κωνσταντινουπόλεως καί του Γαλατά, ο Εφέσου Διονύσιος, ο Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Αγχιάλου Ευγένιος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ καί ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Πρώϊος. Τά δέ σώματα τού τε Πατριάρχου καί των λοιπών εσύρθησαν ατίμως υπό Εβραίων καί ερρίφθησαν εις τήν θάλασσαν. Τό σώμα όμως του Πατριάρχου Γρηγορίου ευρέθη τήν τρίτην ημέραν υπό του Κεφαλλήνου πλοιάρχου Γ. Σκλάβου, υφ' ού καί μετηνέχθη εις Οδησσόν, ένθα διαταγή τού αυτοκράτορος, ετελέσθη μεγαλοπρεπής κηδεία. Η οικογένεια των φιλότουρκων Καλλιμαχών εξωρίσθη εις τήν Ασίαν, όπου μετά τινας μήνας, ο μέν ηγεμών Σκαρλάτος Καλλιμάχης επνίγη υπό Τούρκου δημίου, ο δέ αδελφός αυτού Ιωάννης απεκεφαλίσθη εις Προύσαν. Αι ημέραι εκείναι ήσαν ημέραι φρίκης καί τρόμου διά τούς εν Κωνσταντινουπόλει Χριστιανούς. Αι οικίαι καί οι γυναικονίται επατούντο, οι αιμοχαρείς Ασιανοί Τούρκοι σείοντες γυμνάς τάς ρομφαίας καί φρυάττοντες, περιέτρεχον τάς οδούς θύοντες καί απολύοντες όσους τού κοινού λαού απήντων, άλλους έσφαζον επί των οδών, άλλους εκρέμων, άλλους παρέδιδον εις τά βασανιστήρια, εκκλησίας εμίαινον καί εγύμνωνον, περιουσίας εδήμευον, γυναίκας καί κοράσια ήρπαζον... Ιδού οι Οθωμανοί, τούς οποίους η Ευρώπη ελπίζει νά εκπολιτίση!» Επίτομος Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως - Θεόφιλος Γεώργιος, Αθήνησι 1860
50
«When the news reached the Sultan of the insurrectionary movements, he resolved upon a mode of revenge, which showed that he merited the title of butcher, bestowed upon him by the Greeks. Let us pass over the murder of the young, learned and accomplished Demetre Morousi (Δημήτριος Μουρούζης) his grand interpreter; for this, there was the shadow of an excuse. But in order to outrage, in the highest possible degree, the feelings of every Greek, it was resolved to strike a blow which should excite their indignation and horror; not only by the enormity of the crime, but by the sanctity and rank of the victim. The head of the Greek church, the Grand Patriarch, resident at Constantinople, was then Gregory... Οn Easter Sunday, after the performance of church ceremonies, he was seized as he came out at the door, by the Sultan' s emissaries; dragged off to his palace and hung up over the gate like a dog; and his body left for two days, to be scoffed at, and spit on by every good Moussulman and then dragged by the heels to the sea shore and thrown into the water. This brutal act, accompanied by every aggravating circumstance that could render it worthy of the imperial butcher, by whom it was perpetrated, was the signal for the commencement of outrages upon the Christians; Then began those massacres of men, women, and children, with the sickening details of which the European journals teemed for months. Then the streets of Constantinople ran down with Christian blood; then murder and rapine had full sway in tile lair of the Sultan. Churches were broken into and pillaged, the ornaments torn down, and the pictures of the saints defiled in every way; nine bishops, besides hundreds of priests were hung; and many thousands of the common people butchered in cold blood, and without possibility of defence. The bloody signal given at Constantinople, was heard through Asia Minor, where the Turkish population greatly outnumbers the Greek; and they began an indiscriminate slaughter of all whom they could find. The smoke of hundreds of peacefull villages, and the blood of tens of thousands of Greeks, were made to atone for the fault of their countrymen in a distant put of the empire, who had dared to revolt. If there was a Greek who till now had hesitated, desperation decided him; the die was far ever cast; and Greek and Turk had become open and irreconcilable enemies...» Χάου 1828 «Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου.» Αλέξανδρος Υψηλάντης σε επιστολή του στον Κολοκοτρώνη, γιά τόν αφορισμό. «Με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και λοιπών πόλεων των Χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, όπως εγώ μετημφιεσμένος καταφύγω εις πλοίον ή
51
κλεισθώ εν οικί οιουδήποτε ευεργετικού ημών πρεσβευτού, ν' ακούω δ' εκείθεν πως οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύσαντα λαόν ουχί. Εγώ δια τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου, ουχί δε όπως απολέσω τούτο δια της χειρός των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρά η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ήγεμόνες δεν θα θεωρήσωσιν αδιαφόρως πως η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τω προσώπω μου. Οι ΈΈλληνες, οι άνδρες της μάχης, θα μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην εις τούτο είμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ' υπομονής εις ό,τι και αν μου συμβεί...» Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' «Προϊόντος δέ του Μαρτίου, επέστη καί η κλητή ημέρα της 25 αυτού, καί τό κήρυγμα της επαναστάσεως διεσαλπίσθη καί εκ Πελοποννήσου καί μέχρι τέλους του μηνός αυτού ηκούσθη πανταχού ως είρηται. Τότε δή καί τό τουρκικό ξίφος υψωθέν κατεφέρεtο μανιωδώς πανταχού του κράτους κατά των ελληνιζόντων Χριστιανών, καί όσω η επανάστασις ελάμβανε διαστάσεις μείζονας, τόσω μείζων καί τήν Υψηλήν Πύλην κατελάμβανε μανία πρός σφαγάς.» Μιχαήλ Οικονόμου Ιστορικά περί της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Εν Αθήναις 1873 «ΌΌλοι κλαύστε αποθαμμένος Ο αρχηγός της Εκκλησιάς Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος Ωσάν νά 'τανε φονιάς. ΈΈχει ολάνοικτο τό στόμα Π' ώραις πρώτα είχε γευθή Τ' Αγιον Αίμα, τ' Αγιον Σώμα Λές πώς θέ νά ξαναβγή.» ΎΎμνος εις τήν Ελευθερίαν, Διονύσιος Σολωμός Γρηγόριος Δικαίος - Παπαφλέσσας Ο Γρηγόριος Δικαίος γεννήθηκε στήν Πολιανή της Μεσσηνίας στά 1788. Γιός τού Δημητρίου καί τής Κωνσταντίνας τό γένος Ανδροναίων, ήταν ο πιό ατίθασος, ασυμβίβαστος, ανυπάκουος καί αλόγιστος από τά 27 αδέλφια του. Τά πρώτα του γράμματα τά έμαθε από έναν καλόγερο καί στή συνέχεια φοίτησε στή σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε καλόγερος τό 1816 στό μοναστήρι της Παναγίτσας της Βελανιδιάς, κοντά στήν Καλαμάτα. ΌΌταν ήρθε σέ φιλονικία μέ τόν Επίσκοπο Μονεμβασίας, κατέφυγε στό μοναστήρι τής Ρεκίτσας, στά σύνορα Μυστρά καί Λεονταρίου. Κοντά στή μονή υπήρχαν τά κτήματα ενός Τούρκου
52
τσιφλικά τού Χουσεΐν - αγά, ο οποίος μετέφερε διαρκώς τά όριά του μέσα στά κτήματα της Μονής της Ρεκίτσας. Ο Παπαφλέσας, μέ ένα τέχνασμα, θάβοντας κάρβουνα μέσα στά κτήματα του Τούρκου αγά, εξαπάτησε τούς Τούρκους κατήδες πού ήρθαν νά λύσουν τίς εδαφικές διαφορές καί αυτοί έδωσαν δίκαιο στούς μοναχούς. Ο αγάς λύσσαξε καί κυνήγησε τόν Παπαφλέσσα μέ σκοπό νά τόν σκοτώσει, αναγκάζοντάς τον νά διαφύγει στήν Ζάκυνθο καί από εκεί στήν Κωνσταντινούπολη. «Βρέ κερατάδες τούρκοι νά πάτε πίσω εις τόν αφέντη σας τόν κερατά, νά τού ειπήτε, ότι εγώ φεύγω διά τήν Πόλιν καί δέν θά γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος, ή δεσπότης θά έλθω ή πασάς.» Βίος του Παπά Φλέσα, υπό Φωτάκου, Εν Αθήναις 1868 Στήν Κωνσταντινούπολη γνώρισε τόν Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο, καταγόμενο από τά Ζουμπάτα Πατρών καί τόν Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο από τήν Ανδρίτσαινα, ο οποίος τόν μύησε στήν Φιλική Εταιρεία. Αργότερα, ο Παπαφλέσας απείλησε τόν Αναγνωστόπουλο μέ μαχαίρι γιά νά τού αποκαλύψη τήν Ανώτατη Αρχή, όπως καί έγινε. Ο Αναγνωστόπουλος τού είπε ότι δέν υπάρχει καμμία μεγάλη δύναμις πίσω από τήν Εταιρεία καί ότι μόνοι τους οι Ρωμιοί, χωρίς ξένη βοήθεια πρέπει νά προσπαθήσουν γιά τήν ελευθερία τού Γένους. Ακούραστος ο "Μπουρλοτιέρης των ψυχών" διέτρεξε τίς Ηγεμονίες, συνάντησε τόν Υψηλάντη στό Ισμαήλιον Βεσσαραβίας, ενθουσιάστηκε, πίστεψε στόν Αγώνα καί γύριζε από σπίτι σέ σπίτι, από πόλη σέ πόλη, κατηχώντας νέα μέλη καί ξεσηκώνοντας τούς ραγιάδες εναντίον τού προαιώνιου εχθρού τού Γένους. Ο Υψηλάντης τού ανέθεσε νά κηρύξει τήν επανάσταση στό Μωριά καί τού έδωσε 90.000 γρόσια γιά τά έξοδα του Αγώνα. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος τόν εφοδίασε μέ χαρτιά πού τόν παρουσίαζαν σάν Πατριαρχικό ΈΈξαρχο, γιά νά ξεγελά τίς τουρκικές αρχές καί πέρασε στό Αϊβαλί, όπου φόρτωσε πλοίο μέ πολεμοφόδια καί τό έστειλε στή Μάνη, ενώ ο ίδιος πήγε στήν Υδρα καί στίς Σπέτσες. Από εκεί αποβιβάστηκε στό Ναύπλιο καί τέλος Ιανουαρίου έφτασε στή Βοστίτσα (Αίγιο). Η άφιξις του Παπαφλέσσα στό Μωριά θορύβησε τούς προεστούς καί τούς μητροπολίτες, οι οποίοι δέν συμφωνούσαν μέ τόν απερίσκεπτο τρόπο δράσης του "διαβολόπαπα". Ο Δεσπότης Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης αλλά καί οι Δεληγιανναίοι, ήταν ιδιαιτέρως εχθρικοί στόν Δικαίο καί ήθελαν ακόμα καί νά τόν δολοφονήσουν γιά νά μήν επαναληφθεί η αιματοχυσία τών ορλωφικών. Ο Παπαφλέσας τό ήξερε αυτό καί παντού πήγαινε μέ τόν αδελφό του Νικήτα αλλά καί μέ άλλους ενόπλους σάν συνοδεία. Στήν περίφημη σύσκεψη της Βοστίτσας πού έγινε στό αρχοντικό τού
53
Λόντου, στίς 26 Ιανουαρίου 1821, ο Παπαφλέσας είχε νά αντιμετωπίσει μεταξύ άλλων τούς: Ασημάκη Ζαΐμη, Ανδρέα Ζαΐμη, Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Πανάγο Δεληγιάννη, Ανδρέα Λόντο, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Προκόπιο επίσκοπο Κερνίκης, Γερμανό Χριστιανουπόλεως καί τόν Πρωτοσύγκελλο Φραντζή. Απαντες διαφώνησαν μέ τόν Παπαφλέσσα καί ζητούσαν αναβολή της επανάστασης μέχρι νά κινηθεί η Ρωσία ή μέχρι νά φτάσει ο Υψηλάντης μέ τούς χιλιάδες στρατιώτες του, όπως ψευδώς διέδιδε ο Γρηγόριος Δικαίος. Ο Χαραλάμπης ακόμα τόν ρωτούσε ποιός θά αναλάμβανε νά κυβερνήσει τούς Ρωμιούς αν έφευγαν οι Τούρκοι! «Θ'αφήσω στήν άκρη τίς βρισιές σας. Χτύπησαν πάνω στούς τοίχους του πλούσιου οντά καί γυρίσανε πάλι σέ σας, είναι δικές σας. Μή σάς περάσει όμως απ' τό νού πώς δέν καταλαβαίνω πούθε ξεκινάνε τά φερσίματά σας. Τρέμετε τά τομάρια σας, καί γιά τήν καλοπέρασή σας, όχι γιά τό ΈΈθνος. Φοβόσαστε μή χάσετε τό χουζούρι σας, τίς τούρκικες πλάτες. Αν λογαριάσει τό ΈΈθνος τά κουτοπόνηρα ρωτήματα πού αραδιάσατε αιώνια ραγιάδες θά' ναι. Κατάρα στά κεφάλια σας. Ο κοσμάκης θά μάθη τούτα τά φερσίματά σας, αφήνω πού σάς ξέρει απ' τήν καλή, γιατί τού 'χετε τού λόγου σας αργάσει τό τομάρι του, πιό πολύ κι από τούς Τούρκους. Τσιμπούρια καί βδέλλες! ΌΌσο γιά μένα οι εντολές πού πήρα είναι ιερές. Θά κάνω αυτό πού μου ορίσανε, τό θέλετε ή δέν τό θέλετε. Εγώ θά κινήσω τήν επανάσταση κι αλλοίμονο σέ όποιον βρούν οι Τούρκοι ξαρμάτωτο...» Παπαφλέσσας πρός τούς προεστούς καί τούς δεσποτάδες Αντίστοιχη μέ τής Βοστίτσας σύσκεψη, έγινε καί στήν Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στό σπίτι του φιλικού Ιωάννη Ζαμπέλιου. Εκεί συμμετείχαν Ρουμελιώτες κυρίως οπλαρχηγοί: Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεώργιος Τσόγκας, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Δημήτριος Μακρής, Νικόλαος Στουρνάρης, Κοντογιάννης, Πανουργιάς, ο Μανιάτης Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και ο Υδραίος Γιακουμάκης Τομπάζης. Η είδηση γιά έναρξη τής επανάστασης στίς 25 Μαρτίου 1821, έγινε δεκτή μέ ενθουσιασμό από τούς ψυχωμένους Κλέφτες καί Αρματολούς, σέ αντίθεση μέ τούς πλούσιους προεστούς τού Μωριά. Ο Δημήτριος Μακρής μάλιστα δέν έχασε καιρό καί επιτέθηκε στίς 5 Μαρτίου μέ 28 συντρόφους του στήν Σκάλα Μεσολογγίου εναντίον Τούρκων, ενώ ο Ανδρούτσος, μαζί μέ τόν ηγούμενο της Μονής Τατάρνας Κυπριανό, κτύπησε τόν δερβέναγα Χασάν Μπεή Γκέκα καί τούς 60 στρατιώτες του. Στόν Μοριά, ο Παπαφλέσσας, απογοητευμένος από τούς προύχοντες καί τούς μητροπολίτες, έφθασε στήν επαρχία Καλαβρύτων, όπου συνάντησε τόν ταχυδρόμο καί μέλος της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαο
54
Σολιώτη. «Εις Καλάβρυτα ηντάμωσε τόν Νικόλαον Χριστοδούλου, τόν καί Σολιώτη επονομασθέντα, εύρεν αυτόν κατηχημένον καί ητοιμασμένον καθ' όλα, έξυπνον καί επιδέξιον, πνέοντα εκδίκησιν κατά τών Τούρκων καί ενθουσιάζοντα τόν Φλέσαν νά κάμη αρχήν εις εκείνα τά μέρη, διά νά ενοχοποιηθή ολόκληρος η Επαρχία τών Καλαβρύτων καί ούτω νά κοπούν αι σχέσεις τών Τούρκων καί τών Ελλήνων... Ηλθεν εις Λαγκάδια της Επαρχίας Καρυταίνης, εκεί εύρε τούς αδελφούς Παπαγιαννοπούλους, τούς νύν Δεληγιανναίους καλουμένους, ούτοι δέ όλοι είπον πρός αυτόν νά αναβάλλουν ακόμη τόν καιρόν μέχρι της προσδιωρισμένης ημέρας καί δείξαντες τό αίμα του πατρός των πρός τόν Φλέσαν του είπον: "Βλέπεις τό αίμα του πατρός μας, όπου είναι εις τόν τοίχον τής οικίας, ζητά εκδίκησιν". ΈΈπειτα δέ του διηγήθησαν τό ιστορικόν ότι οι Τούρκοι τόν απεκεφάλισαν κατά τό έτος 1816, εις γήρας βαθύτατον, επάνω εις τήν κλίνην του, ότι τό αίμα του εχύθη καί έχρισε τόν τοίχον καί ότι φυλάττεται από τούς υιούς του ως ιερά ενθύμησις δι' εκδίκησιν.» Βίος του Παπά Φλέσα, υπό Φωτάκου, Εν Αθήναις 1868 Εν τω μεταξύ, ο πόλεμος τού Αλή πασά τών Ιωαννίνων μέ τόν σουλτάνο, ήταν ένα ισχυρό πλεονέκτημα γιά τούς Ρωμιούς του Μοριά καί της Ρούμελης, διότι ο ισχυρός τουρκικός στρατός, απασχολούνταν στήν ΉΉπειρο. Mάλιστα, ο τρομερός καί ικανώτατος στρατηγός Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς, πού είχε διοριστεί Μόρα Βαλεσή, εγκατέλειψε αμέσως (5 Ιανουαρίου) τήν Τριπολιτσά όπού είχε διοριστεί, γιά νά αναλάβει τήν εκστρατεία κατά τού αποστάτη Αλή. ΉΉταν τόσο ανυποψίαστος γιά τήν διάθεση τών ραγιάδων νά ξεσηκωθούν, πού άφησε στήν πρωτεύουσά του, μαζί μέ τίς γυναίκες του, καί τούς θησαυρούς του. «Αλλ' η επανάστασις εγενικεύθη καί ηυδοκίμησε δι' άλλους προσέτι καί πρακτικωτέρους λόγους. Ο εμφύλιος μεταξύ Μαχμούτη καί Αλή πασά αγών προεκάλεσε τήν από τού Ιανουαρίου μηνός αναχώρησιν εις τό πεδίον εκείνο τής μάχης τού Χουρσίτ πασά, η δέ Πελοπόννησος απαλλαγείσα του ρέκτου (δραστήριου) τούτου καί εμπείρου πολεμίου ηδυνήθη ευχερέστερον νά επιληφθή του έργου. Πλήν τούτου η στάσις του Αλή απησχόλησε δι' όλου του έτους 1821 τάς πλείστας των τουρκικών δυνάμεων τής Ρούμελης, οι Σουλιώτες ηδυνήθησαν νά ανακτήσωσι τήν πατρίδα αυτών, η ανατολική Ελλάς δέν εβράδυνε νά παρακολουθήση τό παράδειγμα της Πελοποννήσου, εάν δέ η δυτική εδίστασεν επί τινα χρόνον, περί τά μέσα όμως του έτους, ότε οι Σουλιώται ήρχισαν παρενοχλούντες τό στρατόπεδον του Χουρσίτη, εκινήθησαν
55
πάσαι αι πρός μεσημβρίαν αυτών μέχρι Μεσολογγίου χώραι.» Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - Ιστορία του Ελληνικού ΈΈθνους Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει νά γίνει γιά τούς Σουλιώτες, οι οποίοι επιστρέφοντας στήν ΉΉπειρο, συνέβαλαν τά μέγιστα στήν επιτυχία τού Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία. Ο ηρωϊκός λαός τών Σουλιωτών, πού είχε καταφύγει στά Επτάνησα μετά τήν ήττα του 1803 από τόν Αλή, επανέκτησε τήν πατρίδα του τόν Δεκέμβριο του 1820. Ο Αλή πασάς, μέ τά όνειρά του γιά ανεξάρτητο κράτος καί μέ τήν τεράστια δύναμη καί πλούτο πού είχε συγκεντρώσει, θεωρήθηκε αποστάτης από τόν σουλτάνο Μαχμούτ, ο οποίος ανέθεσε αρχικά στόν Ισμαήλ Πασόμπεη καί αργότερα στόν στρατηγό Χουρσήτ τήν εξόντωση του Αλβανού πασά. Οι Σουλιώτες, παίζοντας ένα τέλειο διπλωματικό παιχνίδι τόσο μέ τό σουλτανικό στρατόπεδο, όσο καί μέ τό στρατόπεδο τού αποστάτη Αλή, κατόρθωσαν μέ ψεύτικες υποσχέσεις στούς δύο αντιπάλους, νά πάρουν πίσω τό Σούλι μέ όλη τήν γύρω περιοχή εξήντα χωριών καί τό οχυρό τής Κιάφας. Τούς Λιάπηδες καί τούς Τσάμηδες, συμμάχους του Ισμαήλ πασά, πού είχαν καταλάβει τίς κατοικίες τους, τούς νίκησαν, καί η 12η Δεκεμβρίου 1820, ημέρα πού τό Σούλι απελευθερωνόταν, μπορεί νά θεωρηθεί ημέρα έναρξης τής Ελληνικής Επανάστασης. «Εισελθών ο Περραιβός εις τό Σούλιον, εξωμολογήθη τόν μέγαν σκοπόν του έθνους καί τάς οποίας σταθεράς ελπίδας τρέφει πρός αυτούς, η κατά τας ιονικάς νήσους εικοσαετής συναναστροφή μετ' αυτών του Περραιβού, η συγγένεια, ομόνοια καί υπόληψις υπερίσχυσαν εις τάς ψυχάς τών Σουλιωτών, τούς ενέπνευσαν αποτησίαν εις τά προσπίπτοντα υπερ πατρίδος δεινά καί πρός τούτοις τό εξής γράμμα τού Αλεξάνδρου Υψηλάντη τούς έμβασεν εις φιλοτιμίαν καί άμιλλαν υπέρ τών κοινών συμφερόντων. "Ανδρείοι αρχηγοί τών Ελληνικών στρατευμάτων. Εγγίζει πλέον ο καιρός, τόν όποίον τοσούτους αίωνας επροσμέναμεν. Η προσκλητική σάλπιγξ τής πατρίδος εντός όλίγου μέλλει νά ηχήση. Διά τούτο σας στέλλω τόν ανδρείον καί γενναίον Περραιβόν. Αυτός θέλει σας εξηγήσει τούς σκοπούς μου καί σας δώσει τάς διαταγάς μου. Δείξατε εις όλον τόν κόσμον, ότι τώ όντι είσθε απόγονοι τών λαμπρών ηρώων του Μαραθώνος καί τών Θερμοπυλών καί ότι καταφρονείτε καί σείς τόν θάνατον ως καί εκείνοι. Η δέ ευγνώμων πατρίς θέλει ανταμείψει τάς ανδραγαθίας σας μέ τάς πλουσίας της δωρεάς, δόξαν, ευγένειαν, τιμάς καί αξιώματα." Αλέξανδρος Υψηλάντης, Τή 7η Οκτωβρίου 1820, Ισμαήλ» Απομνημονεύματα Πολεμικά, συγγραφέντα παρά του συνταγματάρχου Χριστοφόρου Περραιβού, Αθήναι 1836
56
Μέ τήν απασχόληση πολυάριθμου τουρκικού στρατού στήν ΉΉπειρο η Επανάσταση μπόρεσε νά αρχίση στήν Πελοπόννησο καί νά στηριχθή στά πρώτα της βήματα. Η φωτιά σέ λίγο θά άναβε στήν Μάνη, τήν Καλαμάτα, τά Καλάβρυτα, τήν Πάτρα, τήν Βοστίτσα (Αίγιο), τήν Ντροπολιτσά (Τρίπολη) καί θά έκαιγε τούς Τούρκους κατακτητές σέ ολόκληρο τόν Μωριά. Τό ΈΈθνος θά ξυπνούσε από τό λήθαργο τών αιώνων καί θά έπαιρνε εκδίκηση γιά τούς σφαγμένους παππούδες του, τά κλεμμένα εδάφη, τίς βεβηλωμένες εκκλησιές, τίς ατιμασμένες μανάδες. Θά έπαιρνε εκδίκηση γιά τόν Μαρμαρωμένο Βασιλιά. «Προϊόντος δέ του Μαρτίου, επέστη καί η κλητή ημέρα της 25 αυτού, καί τό κήρυγμα της επαναστάσεως διεσαλπίσθη καί εκ Πελοποννήσου, καί μέχρι τέλους του μηνός αυτού ηκούσθη πανταχού, ως είρηται. Τότε δή τότε καί τό τουρκικό ξίφος υψωθέν κατεφέρετο μανιωδώς πανταχού του κράτους κατά τών ελληνιζόντων Χριστιανών καί όσω η επανάστασις ελάμβανε διαστάσεις μείζονας, τόσω μείζων καί τήν Υψηλή Πύλην κατελάμβανε μανία πρός σφαγάς... Ούτως όμως ή άλλως, η επανάστασις εν Πελοποννήσω εγενικεύθη κατά τήν προορισθείσαν 25 Μαρτίου αν καί ευρίσκετο έτι πεπεδημένη εις τά σπάργανά της καί από πολλάς ελλείψεις καί δυσχερείας περικυκλωμένη.» Ιστορικά περί της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Μιχαήλ Οικονόμου, γραμματικός του Κολοκοτρώνη «Οι πλείστοι τών ιστορικών παραδέχονται ότι ο Αρχιερεύς Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τήν σημαίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως εν τή Μονή της Αγίας Λαύρας εν Αχαΐα καί ούτως ήρχισεν εν Πελοποννήσω η επανάστασις, έτεροι δέ αναιρούντες τούτο δέν αποδίδωσι τήν αρχήν ταύτην εις τόν Γερμανόν. Αλλ' οπωσδήποτε, είτε ο Γερμανός, είτε άλλοι έδωκαν τό σημείον της αρχής, η εν Πελοποννήσω επανάστασις ήρχισε τόν Μάρτιον του 1821 έτους.» Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα, Αθήναι 1864 «Οι Γραικοί είχαν όλα τά δίκαια διά νά επιθυμώσει τήν ανεξαρτησίαν των, καί διά νά προσπαθήσωσι νά αποτινάξωσι τόν σκληρόν ζυγόν τής Οθωμανικής διοικήσεως, ήτις μέ τό δικαίωμα τών όπλων καί της ισχύος τούς υπεδούλωσε, τούς απεβαρβάρωσε, τούς επτώχυνε, τούς εταπείνωσε, τούς εχώρισεν από τό σώμα τών άλλων χριστιανικών εθνών τής Ευρώπης καί τούς έκαμε νά φαίνονται όνειδος ανθρώπων καί εξουθένωμα λάών. Τό κίνημά τους είναι δίκαιο καί ο σκοπός αξιέπαινος...» Ιγνάτιος Επίσκοπος Ουγγροβλαχίας, Εν Πείσσαις τη 20η Μαΐου 1821
57
«Μάνα, σού λέω δέν μπορώ τούς Τούρκους νά δουλεύω, δέν ημπορώ, δέν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου, θά πάρω τό τουφέκι μου νά πά' νά γένω κλέφτης, νά λημεριάζω στά βουνά καί σταίς ψηλαίς ραχούλαις. νάχω τόν ουρανό σκεπή, τούς βράχους γιά κρεβάτι. Ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς νά σφάξω, καί φύτεψε τριανταφυλλιά καί μαύρο καρυοφύλλι, καί πότιζέ τα ζάχαρι καί πότιζέ τα μόσχο. Κι όσο πού ανθίζουν μάνα μου, καί βγάνουνε λουλούδια, ο γιός σου δέν απέθανε μον' πολεμάει τούς Τούρκους. Μά μιάν αυγή ανοιξιάτικη μιά πρώτη του Μαΐου, τό καρυφύλλι εστέναξε, τριανταφυλλιά δακρύζει μέ μιάς ξεράθηκαν τά δυό κι επέσαν τά λουλούδια, μαζί μ' αυτά σωριάστηκε κ' η δόλια η μανούλα.» Κλέφτικο - Φιλαδελφεύς Αλέξανδρος - 25 Μαρτίου 1821, Εν Αθήναις 1900 «Ο Χουρσίτ, διορισθείς ηγεμών της Πελοποννήσου ήλθε διά θαλάσσης εις Ναύπλιον, επειδή δέ έφερε καί αμάξας έγεινε φροντίς νά εξομαλυνθή η άγουσα εις Τριπολιτσάν οδός. Αλλά τή νύκτα έπεσε τόσο ραγδαία βροχή, ώστε μία τών αμαξών του εκόλλησε καί εμπόδισε τήν πρόοδο όλης της συνοδίας. Ο Χουρσήδης υπολαβών ένοχον τόν ηνίοχον τόν επιστόλισεν (πυροβόλησε) αυτοχειρί ανεξετάστως.... εξ αιτίας πεσούσης καί αύθις τήν νύκτα ραγδαίας βροχής τινές αγωγιάται έφυγαν κρυφίως εγκαταλείψαντες τά ζώα της επαρχίας των καί μεταπεμψάμενος αυθωρεί τόν εν Τριπολιτσά ανθηγεμόνα Μουσταφάμπεην τόν διέταξε νά αποκεφαλίση ευθύς τόν προεστώτα του Αγίου Πέτρου, Γιαννούλην Καραμάνο, διά τήν φυγήν των αγωγιατών της επαρχίας του... Εισελθών δέ ο Χουρσήδης εις τό παλάτιόν του ηθέλησε νά επισκεφθή τούς εις χρήσιν τών αυλικών του θαλάμους, μή παρευρεθέντος δέ κατά τύχην του κλειδούχου καί μετ' ολίγον ελθόντος διέταξε νά τού σπάσωσι τούς εμπροσθινούς οδόντας... Τοιαύτα θηρία εστέλλοντο νά διοικήσωσι τούς αθλίους ΈΈλληνας!» Ελληνική Επανάστασις, Σπυρίδων Τρικούπης «Κατά τήν εποχήν αυτήν, ελθών ο Σπυρίδων Σπηλιωτόπουλος εκ Δημητσάνης, εμπορευόμενου πρό χρόνων μετά του αδελφού του Νικολάου, εταίροι καί οι δύο καί ενθουσιασμένοι διά τήν απελευθέρωσιν της πατρίδος, παρακινημένοι δέ καί από τούς Τομπάζηδες καί άλλους διά νά κατασκευάσωσι βαρουτόμυλους εις Δημητσάναν νά ευρεθή
58
αρκετή βαρούτη διά τόν μελετώμενον σκοπόν, ηθέλησε μόνος του νά κάμη τήν επιχείρησιν, αλλά νέος ών καί μή έχων επιρροήν καί τοσαύτας σχέσεις εις τήν πατρίδα του καί επειδή ο τότε προκριτώτερος καί δυνατώτερος της πόλεως διά της επιρροής καί του πλούτου ήτον ο Αθανάσιος Αντωνόπουλος, ωμίλησε μέ αυτόν εξαιτούμενος τήν συνδρομήν καί προστασίαν του. Αλλ' αυτός βλέπων τό επιχείρημα σοβαρόν καί επικίνδυνον, τό διακοίνωσεν εις ημάς τούς πέντε αδελφούς, ότι αν λαμβάνωμεν καί ημείς μέρος, λαμβάνει καί αυτός...» Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη. Βιβλιογραφία Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Εκδοτική Αθηνών Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού - Απόστολος Βακαλόπουλος Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος Ελληνική Επανάστασις - Σπυρίδων Τρικούπης 1857 Ελληνική Επανάσταση - Ιωάννης Φιλήμων, 1859 Ελληνική Επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος Επανάσταση του 21 Δημήτρη Φωτιάδη Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος 1839 Αμβρόσιος Φραντζής Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα Περραιβού Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα 1858 Απομνημονεύματα Κουτσονίκα Απομνημονεύματα Γερμανού Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου, 1851 Απαντα Καραϊσκάκη - Δημήτριος Αινάν Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης - Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου (Samuel Gridley Howe) 1828 Ελληνικά Χρονικά - Ιωσήφ Μάγιερ 1826 Histoire de la regeneration de la Grece - Pouqueville Οι ΉΉρωες του 1821 - Εκδόσεις Αγαπητός Αγαπητού, Πάτραι 1877 Ιστορία Τακτικού Στρατού τής Ελλάδος - Χρήστος Βυζάντιος 1837 Στρατιωτική Επιθεώρηση http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis2.html
59
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Γ' Μάρτιος 1821 H Πελοπόννησος, στά χρόνια τής Οθωμανοκρατίας, αποτελούσε τό ορμητήριο όλων σχεδόν τών επαναστατικών κινημάτων. Ο ελληνικός πληθυσμός υπερτερούσε τού τουρκικού, η μόνη δίοδος διελεύσεως εχθρικού πεζικού ήταν ο Ισθμός τής Κορίνθου, ενώ υπήρχαν καί οι ετοιμοπόλεμοι Μανιάτες, τούς οποίους ο Κολοκοτρώνης ονόμαζε φρουρά του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, ο Περραιβός κατόρθωσε τό 1821 νά συνενώση "τάς τρείς ισχυράς οικογενείας τής Μάνης, τούς Μαυρομιχαλαίους, τούς Τρουπάκηδες καί τούς Γρηγοράκηδες. Καί οι τρείς οικογένειαι ανήγον τήν καταγωγήν των εις ευγενείς οικογένεις τού Βυζαντίου, τών οποίων μέλη κατέφυγαν εις τήν Μάνην μετά τήν κατάκτησιν." Παρότι δέν υπήρχαν αρματολίκια, υπήρχαν χιλιάδες Κλέφτες τούς οποίους όμως η Πύλη κατόρθωσε νά εξουδετερώση τό 1806. Οι περισσότεροι τότε διέφυγαν στά Επτάνησα, γιά νά επανέλθουν στίς παραμονές του Μεγάλου Αγώνα. «Υπήρχαν προσέτι εις τήν Ελλάδα καί άλλα σώματα οπλοφόρα, οι λεγόμενοι κλέπται, οι οποίοι έζων εις τά όρη ή κατέφευγον εις τήν Επτάνησον, οσάκις κατεδιώκοντο... ΌΌτε λοιπόν ήρχισαν αι εχθροπραξίαι κατά τών Οθωμανών, προύχοντες τινες ή κοτσαμπασίδες τών επαναστατημένων επαρχιών καί οι ρηθέντες καπεταναίοι τών αρματολών καί τών κλεπτών, υψώσαντες τήν σημαίαν τής ελευθερίας καί συλλέξαντες τούς εμπειροτέρους εις τά όπλα από τούς επαναστατημένους κατοίκους, εσχημάτισαν ένοπλα σώματα...» Χρήστος Βυζάντιος, 1837 Τό 1820, χιλιάδες Μωραΐτες ήταν ήδη μέλη τής Φιλικής Εταιρείας καί περίμεναν τό σύνθημα γιά νά επιτεθούν στόν κατακτητή. Καί όπως διηγείται ο Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής: "Η τοιαύτη κατάχρησις τής Φιλικής Εταιρείας κατά τό 1820 καί ο απερίγραπτος ενθουσιασμός, από τήν πολλήν τυραννίαν παραβιασμένος, κατήντησε τούς απλούς νά εκφράζωνται εν τώ μεταξύ των μέ τόσον θάρρος, ως άν νά επερίμενον καμμίαν ένδοξον καί λαμπράν πανήγυριν μέ όλας αυτής τάς δόξας καί ευτυχίας." Η αναχώρησις τού Χουρσίτ πασά καί η άφιξις τού Παπαφλέσσα απετέλεσαν σημαντικό πλεονέκτημα γιά τήν έναρξη στρατιωτικών επιχειρήσεων. Δυστυχώς, υπήρξαν καί πολλές καταγγελίες πρός τίς τουρκικές αρχές γιά ξεσηκωμό τών ραγιάδων, όπως τού προκρίτου της Τριπολιτσάς Κουγιά, καί ο Κόκκινος αναφέρει περίπτωση στήν οποία έφθασαν ξαφνικά Τούρκοι στρατιώτες σέ σπίτι όπου ήταν
60
μαζεμένα μέλη τής Φιλικής Εταιρείας καί ευτυχώς οι Ρωμιοί σκέφτηκαν νά ξαναβαφτίσουν τό παιδί τού οικοδεσπότη, ώστε νά διαψευστεί ο χαφιές τών Τούρκων γιά τόν λόγο τής σύναξης. Υπήρχαν βεβαίως καί οι επιφυλάξεις τών δημογερόντων καί τών μητροπολιτών, όπως αυτές τού Μητροπολίτου Γερμανού: «Κατά τάς αρχάς λοιπόν τού αωκα' ανεχώρησεν ο Χουρσίτ Πασσάς καί Μεχμέτ Πασάς καί άφησαν εις τήν Πελοπόννησον επίτροπον τόν Μεχμέτ Σαλήχ Αγάν νέον Κεχαγιάν τού Χουρσίτ Πασσά... ΈΈφθασεν εις τήν νήσον Σπετσών Γρηγόριος τις, Δικαίος λεγόμενος καί εκείθεν μετέβη εις τήν Πελοπόννησον, συνεπιφέρων γράμματα από μέρους τού Αλεξάνδρου Υψηλάντη πρός τούς Πελοποννησίους διαλαμβάνοντα ότι η μηχανή είναι έτοιμη καί ότι μία ισχυρά δύναμις είναι σύμμαχος καί ότι νά είναι οι πάντες έτοιμοι καί εντός ολίγου θέλει φθάσει καί ο ίδιος εκεί... Ο δέ Δικαίος, άνθρωπος απαταιών καί εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω νά ερεθίση τήν ταραχήν τού ΈΈθνους, εβεβαίωνεν ότι είναι τά πάντα έτοιμα, πλάττων μιλιούνια άπειρα κατατεθειμένα ένεκα τούτου εις διάφορα ταμεία, εφόδια πολεμικά, δυνάμεις στρατιωτικάς διωρισμένας από μέρους τής Ρωσσίας, πλοία πολλά καλώς ωπλισμένα καί εφωδιασμένα καί άλλα τοιαύτα παίγνια τής φαντασίας...» Απομνημονεύματα Παλαιών Πατρών Γερμανού ΌΌ,τι δέν κατάφερε η συνέλευση τής Βοστίτσας, τό κατάφερε ο ίδιος ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλήχ, πού ζήτησε από τούς προεστούς καί τούς αρχιερείς νά προσέλθουν στήν πόλη γιά νά τούς κρατήση ομήρους. Η τουρκική εξουσία μέ σκιά υποψίας έστελνε τούς υπόπτους στήν αγχόνη καί αυτό τό ήξεραν οι άρχοντες τής Πελοποννήσου, οι οποίοι πλέον άρχισαν νά επιδιώκουν τήν άμεση έναρξη τής εξέγερσης. Αρκετοί ήταν εκείνοι πού απέφυγαν νά πάνε στήν Τριπολιτσά ή έστειλαν δικούς τους συγγενείς. «Εις αυτούς (προύχοντες Μωριά) εφανέρωσε (ο Παπαφλέσας) τόν ερχομόν του, τόν τίτλον του ως απεσταλμένου παρά τής Γενικής Αρχής κτλ. καί ότι η 25 Μαρτίου 1821 είναι η πρώτη ημέρα τής επαναστάσεως... ΌΌτα εκόντευεν η προσδιωρισμένη ημέρα νά αρχίση ο πόλεμος, οι Τούρκοι τό εμυρίσθηκαν καί άρχισαν νά λαμβάνουν τά μέτρα των. ΈΈκαμναν κάθε ημέραν συμβούλια, καί τέλος ο τοποτηρητής τού Χουρσίτ Πασιά κατά συμβουλήν τών εντοπίων Αγάδων επροσκάλεσε κατά τά μέσα Φεβρουαρίου εις τήν Τριπολιτσάν όλους τούς επισημοτέρους προκρίτους καί αρχιερείς τής Πελοποννήσου, από τούς οποίους πολλοί εξεκίνησαν καί επήγαν. Πολλοί όμως έκαμαν τόν άρρωστον καί ανέβαλαν διά κάμποσαις ημέραις τόν πηγαιμόν των. Ο
61
τοποτηρητής ενόμισεν ότι άν πιάση καί φέρη τούς προκρίτους καί τούς αρχιερείς εις τήν Τριπολιτσάν, ο ραγιάς δέν θά τολμήση νά κάμη κανένα κίνημα.» Απομνημονεύματα Περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού τού Θεοδώρου Κολοκοτρώνου Ο Λόντος μέ τόν Γερμανό, σύμφωνα μέ τά απομνημονεύματα τού Δεσπότη τών Παλαιών Πατρών, έκαναν ένα τέχνασμα γιά νά αποφύγουν τήν μετάβασή τους στήν Τριπολιτσά. Πήραν γιά συνοδεία έναν τάταρη (ταχυδρόμος) Τούρκο καί στόν δρόμο γιά τήν Τριπολιτσά, εμφανίστηκε σέ προκαθορισμένο σημείο ταχυδρόμος μέ πλαστό γράμμα, τό οποίο ανέφερε ότι τάχα τούς περίμενε η αγχόνη μόλις θά έμπαιναν στήν πόλη. Κάνοντας τούς ταραγμένους έδειξαν τό γράμμα στόν Τούρκο καί επέστρεψαν στή Μονή της Αγίας Λαύρας. Ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς δέν κατάλαβε τό τέχνασμα καί έστειλε τόν Ανδρέα Καλαμογδάρτη νά τούς πείσει νά προσέλθουν στήν πόλη του, διότι δέν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Ο Καλαμογδάρτης, ο οποίος δέν ήταν μέλος τής Εταιρείας, φυσικά δέν έπεισε τούς προεστούς γιά τίς καλές προθέσεις τού Σαλήχ Αγά καί επέστρεψε άπραγος. Οι δέ προύχοντες σύμφωνα μέ τόν Κόκκινο, τήν 10η Μαρτίου βρίσκονταν στήν Αγία Λαύρα καί εκεί έκαναν διαδοχικές συζητήσεις γιά τό τί πρέπει νά πράξουν. Καί πάλι οι γνώμες γιά τήν επανάσταση ήταν διχασμένες, αλλά αυτή τή φορά επικράτησε η άποψη τού Ασημάκη Φωτήλα καί τού Σωτήρη Χαραλάμπη, ότι εδώ πού έφθασαν τά πράγματα έπρεπε νά επισπευθεί η επανάσταση. Τήν επομένη, οι κεφαλές τής Αχαΐας ανεχώρησαν από τή Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων. Οι Παλαιών Πατρών Γερμανός, Κερκίνης Προκόπιος καί Ανδρέας Ζαΐμης πήγαν στά Νεζερά, οι Ασημάκης Ζαΐμης καί Ασημάκης Φωτήλας στήν Κερπινή, ο Παναγιώτης Φωτήλας στό Λιβάρτζι, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος στή Ζαρούχλα καί ο Ανδρέας Λόντος στά Βούρα (Διακοφτό). Μπορεί οι ταγοί τού ΈΈθνους νά δίσταζαν αλλά οι ραγιάδες είχαν πάρει τήν απόφασή τους. Τήν σπίθα της ελευθερίας πού έκαιγε στήν καρδιά του Ρωμιού θά τήν άναβε ένας άσημος άνθρωπος. ΈΈνας επιστάτης τών ταχυδρομείων από τό χωριό Σόλο τής Αχαΐας: Ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης. «Τό Ελληνικόν ΈΈθνος αφ' ού υπέκυψεν εις τόν βάρβαρον καί σκληρότατον ζυγόν της Οθωμανικής τυραννίας, υστερήθη όχι μόνον τήν ελευθερίαν του, αλλά καί πάν είδος μαθήσεως, καί κατήντησε νά μή γνωρίζη ουδέ τήν πάτριόν του γλώσσαν, εκτός ολίγων τινών πεπαιδευμένων, οπού κατά καιρούς ήκμασαν, τών οποίων τά συγγράματα μαρτυρούσι τήν εις τάς μαθήσεις πρόοδόν τους. Καί ήταν ενδεχόμενον νά εκλείψη διόλου από τό ΈΈθνος η Ελληνική Γλώσσα, εάν
62
δέν τήν διέσωζεν η Εκκλησία πρός ήν οφείλεται καί κατά τούτο ευγνωμοσύνη.» Παλαιών Πατρών Γερμανός, Απομνημονεύματα «Ο Παλαιών Πατρών εκάλεσε τόν εν Βοστίτση φίλον του Λόντον εις σύσκεψιν, καί τήν επαύριον τής αφίξεώς του επεσκέφθησαν αμφότεροι τόν διοικητήν τών Πατρών Σεκήρ Αγάν, εντόπιον, καί ηύραν παρ' αυτώ πλήρη συνέλευσιν τών εντοπίων αγάδων σκεπτομένων περί τών πραγμάτων. Ο Λόντος ενόησεν ότι οι Τούρκοι ήσαν μάλλον φοβισμένοι ή ωργισμένοι διά τούτο τοίς ελάλησε θαρραλέως. "Αγάδες, επανάστασις τών ραγιάδων δέν γίνεται χωρίς νά θέλωμεν ημείς, οι πρόκριτοί καί ημείς, χάρις εις τόν μεγαλοδύναμον Θεόν καί εις τόν πολυεύσπλαγχνον αυθέντην μας, είμεθα πλούσιοι καί κτηματίαι ως καί σείς. Ημείς ενθυμούμεθα ότι έμειναν γυμνοί καί πεινώντες οι αποστατήσαντες πρό τινών ετών πατέρες μας, καί δέν επιθυμούμεν νά πάθωμεν τά αυτά... Ημείς σάς εγγυώμεθα τήν ησυχίαν τού τόπου, καί σάς προσφέρομεν καί πάσαν συνδρομήν εις τήν είσπραξιν τών βασιλικών εισοδημάτων, κινδυνευόντων νά χαθώσιν."» Σπυρίδων Τρικούπης «Εν τώ μεταξύ ο καϊμακάμης ζητεί οδηγίας από τόν Χουρσίτ. Μετ' ολίγον φθάνει διά τού ταχυτέρου δρόμου καί τρόπου από τό στρατόπεδον τών Ιωαννίνων ο τεφτερχαγιάς τού πασσά, φέρων εις τόν καϊμακάμην τά αντίγραφα δύο φιρμανιών τού σουλτάνου, διά τών οποίων εδίδετο εις τόν Χουρσίτ πασσάν η απόλυτος εξουσία νά θανατώση τούς αρχιερείς, τούς προκρίτους καί τούς εμπόρους τής επαρχίας πού θά παρείχαν υποψίας ότι κινούνται πρός επανάστασιν. Ο καϊμακάμης ελάμβανεν εντολήν νά καλέση εις τήν Τριπολιτσάν τούς επιφανείς εκάστης πόλεως τής Πελοποννήσου καί νά τούς φυλακίση.» Διονύσιος Κόκκινος, Ελληνική Επανάστασις «- Αλλάχ , αλλάχ, πώς σκοτώνουν τούς αφεντάδες τους, τά σκυλιά οι ραγιάδες! (Ιωάννης Φιλήμων)» Οι Τούρκοι σφάζονται στό Μοριά καί οι Τουρκάλες θρηνούν. «Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, κι Αλέξης ο μεγάλος καί τό μικρό Βλασόπουλον αντάμα τρών καί πίνουν κ' εκεί πού τρών καί πίνουνε, καί συχνοχαιρετιώνται, φώνή τούς ήρτ' απ' ουρανούς, κ' απ' Αρχαγγέλου στόμα. - Εσείς τρώτε καί πίνετε, κ' οι Τούρκοι σάς κουρσεύουν, πήραν τ' Αλέξη δυό παιδιά, τού Κωσταντά τή μάνα,
63
πήραν καί τού Βλασόπουλου τήν ώμορφη αδερφή του. ΌΌσο νά στρώση ο Κωσταντάς, νά σαλιβώση ο Αλέξης, τό άξιο τό Βλασόπουλο απάν' στή σέλλα 'βρέθη. Τού παραγγέλνει ο Κωσταντάς, τού παραγγέλνει Αλέξης - Αν ήναι χίλιοι σκότωσ' τους, κ' αν είναι δυό χιλιάδες, κ' αν ήν' καί τρείς καί τέσσαρες, γύρισε, μίλησέ μας: Ψηλή ραχούλ' ανέβαινει, κάθεται τούς μετράει, μετράει τούς Τούρκους καί μετράει, καί μετρημούς δέν είχαν, κάνει σταυρό σά Χριστιανός καί μέσα σ' αύτους μπαίνει. Δύο τουφεκιαίς τωδώκανε μέσα στά σωθικά του, η μιά τόν πέρνει στήν καρδιά, κ' η άλλη στά πλεμόνια.» Δημοτικό γιά τό κλεφτόπουλο, Ζαμπέλιου Σπυρίδωνος, Συλλογή Δημοτικών Ασμάτων Μοριάς - ΈΈκρηξη Επανάστασης Στίς 14 Μαρτίου 1821, ο μεζιλτζής (ταχυδρόμος) Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης καί ο Αναγνώστης Κορδής έστησαν χωσιά (ενέδρα) στή θέση Πόρτες κοντά στό χωριό Αγρίδι της Αχαΐας καί σκότωσαν τρείς γυφτοχαρατζήδες καί τρείς γραμματοφόρους του καϊμακάμη τής Τριπολιτσάς Σελήχ, πού πήγαιναν στόν Χουρσίτ πασσά στά Ιωάννινα. Ο σπόρος πού είχε ρίξει ο Παπαφλέσσας στήν ψυχή τού Σολιώτη βλάστησε. Θεωρείται τό πρώτο κτύπημα τής επανάστασης καί έλαβε χώρα στήν επαρχία Καλαβρύτων. Βεβαίως σέ εκείνη τήν περίοδο έγιναν απανωτά κτυπήματα κατά τών Τούρκων καί υπάρχουν πολλές ενστάσεις γιά τόν χρόνο καί τόν τόπο πού οι Ρωμιοί έρριξαν τό πρώτο βόλι. Δύο μέρες αργότερα ο Ασημάκης Ζαΐμης έδωσε εντολή στόν Χονδρογιάννη νά επιτεθή στόν Σεϊδή Χαμουτζά Λαλιώτη καί τόν τραπεζίτη Ταμπακόπουλο οι οποίοι μετέφεραν χρήματα Τούρκων αγάδων. Πράγματι ο Χονδρογιάννης από τό Μάζι, ο Λαμπρούλιας από τόν Μποτιά, ο Ντόλκας από τό Κάνι καί ο Δημόπουλος από τό Μάζι έστησαν ενέδρα στήν θέση Χελωνοσπηλιά, κοντά στήν Κλειτορία Καλαβρύτων. Τόσο ο Σεϊδής όσο καί ο Βυτιναίος τοκογλύφος διέφυγαν στά δάση τού Φενεού, αλλά οι πρώτες επαναστατικές πράξεις έλαβαν χώρα. Τό ποτάμι δέν γυρνούσε πίσω. Αλλες επιθέσεις πού πραγματοποιήθηκαν ήταν: στό Λιβάρτζι όπου κατ' εντολή τού Ασημάκη Φωτήλα σκοτώθηκαν δύο Τούρκοι σπαχήδες οι Τσιπουγλαίοι, στό Βερσοβά Χασιών όπου ο Νικόλαος Σολιώτης κτύπησε Αλβανούς ενόπλους καί στήν Ακράτα όπου οι Πετμεζαίοι πυροβόλησαν
64
απόσπασμα 18 Τούρκων πού κατευθύνονταν από τά Σάλωνα (Αμφισσα) στήν Τριπολιτσά. Στίς 21 Μαρτίου ο Γεωργάκης Ντρίτζας σκότωσε στά Βλάχικα τής Καρύταινας τέσσερεις Τούρκους, ενώ ο Γεώργιος Δανόπουλος σκότωσε στή θέση Δερβενάκι τόν τάταρη της Κορίνθου πού πήγαινε στό Αργος. Στά Λαγκάδια κήρυξαν τήν επανάσταση οι Δεληγιανναίοι, παρότι ο αδελφός τους Θεοδωράκης βρισκόταν όμηρος τού καϊμακάμη τής Τριπολιτσάς, ενώ οι αδελφοί Κολιόπουλοι (Γεώργιος καί Δημήτριος Πλαπούτας) κάλεσαν τούς κατοίκους τής Καρύταινας στά όπλα καί επετέθησαν εναντίον τών Λαλαίων (Τούρκων από τό Λάλα) στό χωριό Μπέτσι. Τό πιό σοβαρό όμως επεισόδιο ήταν η επίθεση εναντίον ανθρώπων τού Τούρκου βοεβόδα (διοικητή) τών Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, πού είχε ξεκινήσει στίς 20 Μαρτίου γιά τήν Τριπολιτσά. Προπορευόταν ο αράπης δούλος του καί ο καφετζής (υπεύθυνος για την παραμονή) μέ εντολή νά ετοιμάσουν τό τσιφλίκι του στό Δάρα όπου θά διανυκτέρευε ο αφέντης τους. Στή θέση Παλιόπυργος οι Πετμεζαίοι καί οι Μαζαίοι σκότωσαν τούς υπηρέτες τού πασά, ο οποίος μόλις τό πληροφορήθηκε έσπευσε νά κλεισθή μαζί μέ τούς Τούρκους κατοίκους τής περιοχής στούς τρείς οχυρούς πύργους τών Καλαβρύτων. «Εις τά Καλάβρυτα, κατά τήν 21ην Μαρτίου συνεκεντρώθησαν εις τήν ΜΟΝΗΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, ο Νικόλαος Σολιώτης, ο Ιωάννης Παπαδόπουλος (Μουρτογιάννης) καί οι Βασίλειος καί Νικόλαος Πετμεζαίοι καί παραλαβόντες ένα ασήμαντο κανόνι τού μοναστηριού καί μέ σημαίαν από κοντού τήν χρυσοκέντητον εικόνα τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, (ΛΑΒΑΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ) πού υπήρχεν εις τήν Ωραίαν Πύλην τού ναού, ώρμησαν κατά τών Καλαβρύτων. Η πολιορκία δέν κράτησε πολύ. Ο Αρναούτογλους μέ τούς άλλους Τούρκους ηναγκάσθησαν νά παραδοθούν...» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Στήν επαρχία τής Κορίνθου, οι οικογένειες τών προκρίτων Νοταράδων (καταγόμενοι από τόν πρωθυπουργό τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Λουκά Νοταρά πού καί αυτός ήταν φιλότουρκος καί ανθενωτικός) διατηρούσαν στενές σχέσεις μέ τόν διοικητή τής πόλης Χουσεΐν Κιαμήλμπεη καί αντιδρούσαν σφόδρα στήν ιδέα της επαναστάσεως. Κατέφθασαν τότε στήν Κορινθία Καλαβρυτινοί καί Δερβενοχωρίτες υπό τόν Γιάννη Χατζή καί ξεκίνησαν τήν πολιορκία τών Τούρκων πού είχαν κλειστεί στό κάστρο τής Ακροκορίνθου. Ομοίως καί οι Τούρκοι τής Αργοναυπλίας δέχτηκαν επίθεση καί κλείστηκαν στά κάστρα τού Αργους καί τού Ναυπλίου, ενώ στίς 25 Μαρτίου ιδρύθηκε
65
στρατόπεδο στά Βέρβαινα Κυνουρίας από τούς Αναγνώστη Κονδάκη, τόν επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο, τόν Παναγιώτη Γιατράκο από τόν Μυστρά καί τόν Νικόλαο Δεληγιάννη. Τέλη Μαρτίου καί ολόκληρος ο Μωριάς φλεγόταν. Στίς 26 Μαρτίου ο Γεώργιος Σισίνης κήρυξε τήν επανάσταση στήν Γαστούνη, ο Χαράλαμπος Βιλαέτης στόν Πύργο Ηλείας, καί μετά από κοινού πολιόρκησαν τούς Τούρκους πού είχαν κλειστεί στό κάστρο Χλεμούτσι τής Γλαρέντζας (σημερινή Κυλλήνη). Ακολούθησαν Μεθώνη, Κορώνη, Τριφυλία. Παντού οι πρώην σκλάβοι έτρεχαν ελεύθεροι καί οι πρώην δεσμοφύλακες κλείστηκαν στά κάστρα. Ο ξεσηκωμός τών σκλάβων συνοδεύτηκε από σφαγές πολλών Τούρκων καί από αποτρόπαια εγκλήματα, τά οποία μπορούν νά παραλληλιστούν μέ τόν ξεσηκωμό τών Γάλλων χωρικών καί τήν σφαγή χωρίς διάκριση όλων τών ευγενών μέ τίς περίφημες καρμανιόλες. (Στή βιβλιογραφία τους οι εγγλέζοι ιστορικοί αναφέρονται συχνά σέ σφαγές μουσουλμάνων από ΈΈλληνες. Ιδιαίτερα οι Αγγλοι έχουν σάν πρώτο τους μέλημα, νά δικαιολογήσουν τίς πολιτικές πράξεις τής κυβέρνησής τους καί αυτές τού τουρκόφιλου προξένου τους τών Πατρών (Philip James Green) ως σωστές. Οι "πολιτισμένοι" Ευρωπαίοι θέλουν νά δείχνουν ότι είναι αντικειμενικοί καί τέλειοι στήν ιστορική τους παρουσίαση. ΈΈτσι ο Φίνλεϊ θεωρεί τούς κλέφτες "sheep stealers and brigands". Γιά τόν Ζαχαριά καί τόν Κολοκοτρώνη αναφέρει ότι "they lived at the expense of the poor Christian peasants and they rarely ventured to plunder a rich aga". Επίσης τονίζει ότι οι Τούρκοι των Καλαβρύτων σφαγιάστηκαν από τούς ΈΈλληνες, ενώ δικαιολογεί τόν καϊμακάμη της Τριπολιτσάς ότι έριξε όλους τούς πρόκριτους σέ ένα ελεεινό μπουντρούμι γιά νά τούς σώσει από τόν όχλο! Διαβάζοντας τόν Βρετανό συγγραφέα νομίζει κανείς ότι οι ΈΈλληνες ήταν οι κατακτητές καί οι Τούρκοι σκλάβοι στόν τόπο τους, ενώ υποβαθμίζει τήν μεταχείριση τών χριστιανών από τούς Τούρκους. Στό βιβλίο του (History of the Greek revolution) μιλάει μόνο γιά σφαγές μουσουλμάνων από Ελληνες, ενώ όπου απλώς σκότωναν (καί όχι έσφαζαν) οι Τούρκοι τό έκαναν έξ ανάγκης. Γιά τόν Μαχμούτ Β' γράφει: "his conduct was guided by political principles, which were considered prudent at Constantinople...", ενώ ο κακομοίρης ο σουλτάνος ότι έκανε τό έκανε αφού οι χριστιανοί τού Μωριά έσφαξαν τούς απροστάτευτους Τούρκους! Ο Αγγλοσκωτσέζος τονίζει ότι δέν ήταν ΈΈλληνες όσοι έκαναν τήν επανάσταση αλλά Αλβανοί, Βλάχοι έ άντε καί ΈΈλληνες, αλλά δέν μάς διαβάζει καί καμμία προκήρυξη πού νά έγινε στήν αλβανική ή βλαχική γλώσσα. Ο George Finlay καί όλοι οι βρετανοί υποστηρίζουν τούς Οθωμανούς διότι διέπραξαν τά ίδια εγκλήματα. Κατέλαβαν εδάφη άλλων λαών καί τούς εξόντωσαν μέχρι ενός. Καί άν δέν υπήρχε η
66
βρετανική αυτοκρατορία η οποία ουδέποτε επιθυμούσε η Ρωσία νά αποκτήσει πρόσβαση στήν Μεσόγειο, οι τσάροι θά είχαν σβήσει τήν οθωμανική αυτοκρατορία από τόν χάρτη καί η Κωνσταντινούπολη θά ήταν καί πάλι χριστιανική. Οι Βρετανοί δέν έχουν χάσει τήν ικανότητά τους στή δημιουργια μειονοτήτων καί τήν αποδόμηση κρατών. Τό βλέπουμε καί σήμερα μέ τήν δημιουργία μακεδονικής, αλβανοτσαμικής καί τουρκικής μειονότητας. Αλλά καί η αίσθηση του δικαίου είναι ίδια καί απαράλλακτη όπως τότε. Μέ τό σχέδιο Ανάν πού συνέταξαν οι ίδιοι (Λόρδος Χάνεϊ), όχι μόνο δεν ετιμωρείτο ο κατακτητής γιά τήν εισβολή καί τήν δολοφονία αμάχων καί αιχμαλώτων πολέμου, όχι μόνο δεν έφευγε ο κατακτητής από τήν κατεχόμενη Κύπρο, αλλά έπαιρνε καί τήν υπόλοιπη Κύπρο, μαζί φυσικά μέ τά πετρέλαιά της. Ο David Brewer παραβλέπει τίς σφαγές τών Ελλήνων τών Πατρών καί τό κάψιμο τών οικιών τους από τόν κυβερνητικό στρατό ο οποίος όφειλε νά κυνηγήσει καί νά τιμωρήσει μόνο τούς επαναστάτες καί ρίχνει όλο τό βάρος τής συγγραφής του στήν δημιουργία μίας καλής εικόνας γιά τόν Αγγλο πρόξενο Γκρήν, τόν οποίο οι ΈΈλληνες κατηγορούσαν ότι έδινε πληροφορίες στούς Τούρκους. Οι κύριοι τής Ευρώπης θεωρούν λεπτομέρεια τό γεγονός ότι οι Τούρκοι εισέβαλλαν καί κατέκτησαν τά εδάφη μας, εξόντωσαν εκατομμύρια χριστιανών, μάς κρατούσαν σέ ελεεινή κατάσταση γιά αιώνες, μάς μαγάρισαν τούς ναούς μας καί τίς γυναίκες μας. Οι κύριοι τής Ευρώπης παραβλέπουν τήν πληθώρα βασανιστηρίων, τίς καταναγκαστικές εργασίες, τήν φτώχεια, τό παιδομάζωμα, τά σκλαβοπάζαρα, τόν τρόμο πού επικρατούσε καί ότι κάποτε οι Ρωμιοί όφειλαν νά εκδικηθούν γιά όλα αυτά πού τράβηξαν. Οι ίδιοι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι τά προηγούμενα χρόνια είχαν διαπράξει γενοκτονία στήν Αμερική καί τήν Αυστραλία, αλλά αυτό δέν τό αναφέρουν πουθενά στά βιβλία τους. Τό 1770 θά παρακολουθούσαν απαθείς τίς σφαγές των χριστιανών της Πελοποννήσου μέ τά ορλωφικά, τόν Απρίλιο του 1821 θά παρακολουθούσαν τίς σφαγές στήν Κωνσταντινούπολη, όπου οι Πρέσβεις είχαν εντολή νά μήν παράξουν καμμία βοήθεια στούς χριστιανούς. Οι Βρετανοί τραπεζίτες θά μάς δάνειζαν μέ ληστρικά δάνεια εκμεταλλευόμενοι τήν αγωνία μας γιά επιβίωση, ενώ έναν αιώνα αργότερα ο στόλος τής Δύσης θά παρακολουθούσε μέ κινηματογραφικές κάμερες τίς σφαγές στήν Μικρά Ασία. Είναι οι ίδιοι Ευρωπαίοι, οι οποίοι στίς ταινίες τους πού αφορούν τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφανίζονται σάν τέλειοι, σάν ηθικοί καί ακέραιοι, ενώ φορτώνουν όλα τά εγκλήματα πολέμου στούς Γερμανούς τούς οποίους σέ όλες τους τίς ταινίες τούς παρουσιάζουν σάν τέρατα.)
67
Γι' αυτό τό λόγο δέν συνιστώ τήν βιβλιογραφία τους αλλά προτείνω τά απομνημονεύματα τών Ρωμιών πού έζησαν τόν τρόμο του Τούρκου, τά απομνημονεύματα τών Ρωμιών πού έχασαν όλη τους τήν φάρα σάν τού Κολοκοτρώνη, τά απομνημονεύματα τών Ρωμιών που είχαν τό σώμα τους γεμάτο πληγές όπως τού Μακρυγιάννη, τίς μαρτυρίες τών Ρωμιών πού αποκεφάλισαν τόν αδελφό τους σάν τού Νικηταρά, τίς μαρτυρίες τών Ρωμιών πού ο πατέρας τους σάπισε στήν φυλάκη σάν τής Μπουμπουλίνας, τίς μαρτυρίες τών Ρωμιών πού τόν πατέρα τους τόν σκότωσαν στό κρεβάτι του σάν του Δεληγιάννη, τίς μαρτυρίες Ρωμιών πού τόν πατέρα τους τόν εκτέλεσαν στήν φυλακή του Γεντί Κουλέ σάν τού Ανδρούτσου, τίς μαρτυρίες τών Ρωμιών πού τούς ξεκλήρισαν τή γενιά τους σάν τού Μπότσαρη, τίς μαρτυρίες τών Ρωμιών πού ο πατέρας τους καρατομήθηκε σάν τού Λόντου, τίς μαρτυρίες τών Ρωμιών πού ο παππούς τους στραγγαλίστηκε σάν τού Ζαΐμη καί τού Υψηλάντη. Προτείνω τίς μαρτυρίες όσων τούς έσκιαζε η φοβέρα καί τούς πλάκωνε η σκλαβιά. Παρακάτω διαβάζουμε από τήν Ιστορία τής Επανάστασης του 21 τού Δημήτρη Φωτιάδη, τόν τρόπο μέ τόν οποίο έσωσε (σύμφωνα μέ τόν Φίνλεϋ) ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς τούς προκρίτους καί τούς μητροπολίτες: «Τούς δεσποτάδες, τούς προεστούς, τούς σωματοφύλακες καί τούς δούλους τούς κατέβασαν, στίς 17 τού Απρίλη στό μπουντρούμι τού διοικητηρίου. Ο Φιλήμονας πού τό είδε μάς τό περιγράφει μέ τούτο εδώ τόν τρόπο: "υπόγειον ή ισόγειον, πανταχόθεν τετειχισμένον, ουδέποτε δεχόμενον νέον αέρα, αμυδρώς φωτιζόμενον δι 'υψηλού τινος θυριδίου σιδηρού, αδιαίρετον, άνευ δαπέδου, μικράς χωρητικότητος, αείποτε υγρόν, πάντοτε ακαθάριστον, βαρέως δυσώδες, πλήθος εντόμων καί ζωϊδίων, αυτόχρημα τόπος κολάσεως". Αμα τούς μπάσανε σ' αυτό βάλανε στόν καθένα μιά σιδερένια λαιμαριά κι έπειτα πέρασαν μέσα απ' αυτή, δένοντας έτσι δεκαοκτώ μαζί, χοντρή αλυσίδα ωσάν τό μπράτσο ενός άντρα, πού ζύγιζε 270 οκάδες. Γιά τίς φυσικές τους ανάγκες είχανε κουβάδες, τίς περίφημες βούτες, πού επέζησαν καί στά δικά μας κρατητήρια. ΈΈτσι, όποιος ήθελε νά πάει ώς αυτές ν' ανακουφιστεί, έπρεπε "νά κινηθώσι συγχρόνως καί οι έτεροι δεκαεπτά θέλοντες καί μή θέλοντε, τής αλύσεως συμπαρασυρομένης, εάν δέ τις ησθένει ακίνητος μένων, ηναγκάζοντο καί οι έτεροι, ίνα μένωσιν ακίνητοι ή συμπαρασύρωσιν εκάστοτε τόν ασθενούντα". ΌΌπως πάγαιναν νά σκάσουν από τό στρίμωγμα, τήν ανάσα τόσων ανθρώπων καί τίς ακαθαρσίες τους, ικέτεψαν νά τούς αραιώσουν. Καί πραγματικά οι Τούρκοι τούς κάνανε τό χατήρι, πήραν τούς σωματοφύλακές τους, τούς έβγαλαν στήν αυλή καί τούς έκοψαν.»
68
Δημήτρης Φωτιάδης - Επανάσταση τού 21 «Οι όμηροι μεταφέρθηκαν εις το κάτω μέρος του Σεραγίου, εις δεινοτάτην και φρικτοτάτην ειρκτήν των καταδίκων... Αύτη δε η ειρκτή περιωρισμένη εις εν δωμάτιον έκειτο υπό τo Σεράγιον επί του εδάφους, αριστερώθεν του εισερχομένου δια της του Σεραγίου Πύλης... Δέθηκαν όλοι εις τό φοβερόν Κούτσουρον, εις τάς οπάς του οποίου εισήρχοντο οι πόδες των βασανιζομένων... Εισελθόντες δε εις ταύτην την φυλακήν συνέδεσαν διά μακράς αλύσεως τους Αρχιερείς και Προύχοντας τήν εσπέραν εκείνην. Ελθών δέ καί ο Μεραγαρζίκος Τούρκος Λαγκαδινός, κατά τόν αυτόν μήνα έμπροσθεν τής φυλακής καί θεωρήσας από τό παράθυρον τούς ένδον φυλακισμένους είπεν: "- Τί κάμνετε; - Τί νά κάμωμεν; εδώ μέσα είμεθα άρρωστοι καί δυστυχισμένοι. - Αμή ο Παπαλέξης τί κάνει; - Εδώ μέσα ειν' άρρωστος. - ΈΈτσι τόχουν οι ψηλοί γκρεμίζοντ' ογλίγωρα..." Ο Μήτρος Ροδόπουλος ένεκα του φόβου ηρνήθη την πατρώαν ημών θρησκείαν και απέφυγε τα δεινά της φυλακής, ενώ ο καϊμακάμης παρέλαβε υπό την προστασία του τον Αναστάση Μαυρομιχάλη και τον Ανδρέα Καλαμογδάρτη και ο Κιαμήλμπεης τον Κορίνθου Κύριλλο και τον Σωτηράκη Νοταρά, οι οποίοι δεν φυλακίστηκαν, αλλά παρέμειναν στο σεράγι καθ' όλη τη διάρκεια της πολιορκίας... ΏΏστε ουδέ τους πόδας ηδύναντο να εκτείνωσιν, αλλά νυχθημερόν καθήμενοι διελέγοντο, και ούτως εκοιμώντο επί πέντε ολοκλήρους μήνας, μη δυνάμενοι να ανακληθώσι... Αέναος ιδρώς έρρεε ποταμιδόν εκ των σωμάτων αυτών, εξ ου τα ενδύματα αυτών εσάπησαν... Εκτελέστηκαν δεκαοκτώ υπηρέτες και σωματοφύλακες των αιχμαλώτων αφού έρριψαν επάνω τους επτακοσίας βολάς τηλεβόλων, απέτεμαν τας κεφαλάς, εκτός ενός νέου, ο οποίος δείλιασε, εξώμοσε και αφέθηκε ελεύθερος. Απεβίωσε δέ τότε ο Μονεμβασίας Χρύσανθος διά τε τήν κακοπάθειαν και δι' ατροφίαν... ολίγων δέ ημερών παρελθουσών, απέθανεν ωσαύτως καί ο ιεροδιάκονος τού Χριστιανουπόλεως... εν μία ημέρα απεβίωσαν ο Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Δημητσάνης Φιλόθεος, ο Παπαλέξης, ο Αναγνώστης Κωστόπουλος από Μηλιάκικα... ο δέ Θεόδωρος Δεληγιάννης εψυχορράγει κρατούμενος υπό τού Ιωσήφ Ζαφειροπούλου....» Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος, Οι αρχιερείς και οι προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής εν έτει 1821 «Αγαπητοί μας γέροντες των χωρίων Κατζάναις και λοιποί σας χαιρετώ. Εις τό αυτόθι εδιωρίσθη με γνώμην και απόφασιν εδικήν μας ο καπετάν Κωνσταντής Πετιμεζάς δια να έλθη να συνάξη ανθρώπους, όσοι λοιπόν είσθε ικανοί και με άρματα όλοι θέλει ακολουθήσετε κοντά του προσέχοντες διά νά μή κάμνετε στραπάτζον καί αταξίαν καί χωρίς
69
τήν γνώμην τού καπετάν Κωνσταντή νά μήν επιχειρίζεσθε τό παραμικρόν.....» Ο προεστός Σωτήρης Χαραλάμπης καλεί στά όπλα τούς Καλαβρυτινούς, 20 Μαρτίου, Ζαρούχλα «Οι προύχοντες και οι αρχιερείς εκοιμήθησαν εκεί εις το μοναστήρι, και ήσαν φοβισμένοι και απηλπισμένοι... Τότε ο Ασημάκης Φωτήλας είπε τα εξής: "ό,τι εδυνήθημεν εκάμαμεν μέχρι τούδε και αρκετά μακρύναμεν τον καιρόν, αλλ' εις το εξής οι Τούρκοι δεν μας πιστεύουν, όσον και αν προσπαθήσουμε να τους γελάσωμεν. ώστε όπως έφθασαν τα πράγματα αυτοί θα κόψουν τα κεφάλια μας, και όχι μόνο τα ιδικά μας, αλλά και όλων των Χριστιανών, και Κύριος οίδεν, αν δεν στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά μας εις την Ανατολήν... Αλλ' η γνώμη μου είναι να πιάσωμεν τα όπλα και ο Θεός να μας βοηθήση, και ό,τι γίνει ας γίνη... " Οι λόγοι αυτοί του Φωτήλα υπήρξαν η υστερινή των απόφασις». Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος) «Ce sont les kleftis, si renommes avant et depuis la guerre de l' independance, hommes mis hors la loi par les Turcs. Sans cesse les armes a la main, vivant de peu et jouissant d' une rude liberte, ils harcelaient continuellement les tyrans (κτυπούσαν τούς τυράννους) de la Grece. Les kleftis, pareils aux compagnons des Hercule et des Thesee, se montrerent souvent les redresseurs des torts et les protecteurs de la faiblesse (προστάτες τών αδυνάτων). Telle etait la deplorable ressource du courage offense par une tyrannie barbare. C' est par ces intrepides kleftis que l' usage des armes fut conserve en Grece. Leur existence etait une protestation vivante (έντονη διαμαρτυρία) contre une domination abhorree (μισητή κυριαρχία). Les noms de Ζαχαριάς, Μπουκουβάλας, Κατσαντώνης, et de plusieurs autres, sont graves dans la memoire se tous les Grecs.». Francois Maxim Raybaud - Memoires sur la Grece, Paris 1824, γιά τούς κλέφτες πού ήταν οι προστάτες τών αδυνάτων και οι τιμωροί τών τυράννων. Καλαμάτα - Καρύταινα Στό λιμανάκι τού Αρμυρού τής Μάνης άραξε, στά μέσα Μαρτίου, τό καράβι τού Μέξη πού είχε ναυλώσει ο Παπαφλέσσας όταν βρισκόταν στό Αϊβαλί. Τό καράβι μετέφερε μπαρουτόβολα καί τά παρέλαβαν ο Νικηταράς καί ο Νικήτας Δικαίος, αδελφός τού Παπαφλέσσα. Στή συνέχεια ανέλαβαν τή μεταφορά καί τήν παράδοση τού φορτίου στόν Αρχιμανδρίτη πού βρισκόταν στό μοναστήρι τού προφήτη Ηλία στήν Πόλιανη.
70
«Καθώς πέρναγε η συνοδεία έξω από τήν Καλαμάτα, στάθηκε σέ κάποιο πηγάδι γιά νά ποτίσουν τά φορτωμένα ζωντανά. Ξεφεύγει απ' αυτά ένα βαρελάκι καί πέφτοντας σπάζει καί χύνεται τό μπαρούτι. Σέ λίγο φτάνει στό πηγάδι ο σεΐζης (σταβλίτης) τού Σουλεϊμάν αγά, βοεβόδα της Καλαμάτας, νά ποτίσει τό άτι τού αφεντικού του. Βλέπει τό μπαρούτι, τρέχει στόν αγά καί τού φανερώνει τί είδε. Ο βοεβόδας προστάζει νά τού φέρουν τούς προύχοντες τών ραγιάδων. - Τί είναι τούτα, μπρέ ραγιάδες; - Αγωγιάτες καί ραγιάδες είναι αγά μου καί κουβαλάνε λάδι. - Αμή γιατί είναι αρματωμένοι; - Φοβούνται τούς κλέφτες, αγά μου. - Πρώτη φορά ακούω πώς έχει κλέφτες στόν καζά μου. ΊΊσαμε πόσοι νά ΄ναι; - Λένε πώς είναι χιλιάδες. Αγά μου ένα απομένει. Στείλε μήνυμα στούς Μανιάτες νά μάς γλυτώσουν από δαύτους.» Επανάσταση τού 21, Δημήτρη Φωτιάδη Καί ο Αρναούτογλου προσκάλεσε τούς επαναστάτες νά έρθουν στήν Καλαμάτα γιά νά τόν προστατέψουν! Πράγματι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έστειλε τόν γιό του Ηλία Μαυρομιχάλη, στίς 19 Μαρτίου, μέ 150 Μανιάτες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σέ σπίτια χριστιανών. Ο Ηλίας έγραψε στόν πατέρα του νά ειδοποιήσει όλα τά καπετανάτα νά πλακώσουν στήν Καλαμάτα γιά νά πάρουν τήν πόλη. Πράγματι στίς 23 Μαρτίου 1821 μπήκαν στήν πόλη ελευθερωτές πλέον οι Μαυρομιχάληδες, οι Μούρτζινοι (Τρουπάκηδες), οι Κουμουνδουράκηδες, οι Γρηγοράκηδες, οι Καπετανάκηδες, οι Χρηστέοι, ο Παναγιώτης Βενετσάνος, ο Κεφάλας, ο Παπαφλέσσας, ο Κυβέλος, ο Κουτράκος, ο Πατριαρχέας, ο Μητροπέτροβας, ο Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς), ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) καί μαζί μέ αυτούς, όπως γράφει ο Κόκκινος "συνεβάδιζε κρατών μακράν ράβδον καί χωρίς όπλον καί φέρων τό ερυθρόν ένδυμα τού αξιωματικού τών επτανησιακών ταγμάτων ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ωσάν αλλόκοτος οδοιπόρος μεταξύ τών ενόπλων." Ο Αρναούτογλου είχε πέσει στήν παγίδα καί παραδόθηκε αμέσως. Στίς 23 Μαρτίου 1821 μπροστά στόν βυζαντινό ναό τών Αγίων Αποστόλων, 24 ιερείς ευλόγησαν, κατά τή διάρκεια πανηγυρικής δοξολογίας καί μέσα σέ ατμόσφαιρα ξέφρενης χαράς καί ενθουσιασμού, τίς ελληνικές σημαίες. Βέβαια, στήν Τσίμοβα (Αερόπολη) είχε προηγηθεί άλλη δοξολογία, μπροστά στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών, όπου οι αεί ελεύθεροι Μανιάτες, στίς 17 Μαρτίου του 1821, είχαν υψώσει τό λάβαρο του Αγώνα, δηλαδή τη Μανιάτικη Σημαία. Η σημαία ήταν λευκή, με μπλε σταυρό στη μέση. Στήν πάνω πλευρά έγραφε «Νίκη ή Θάνατος» καί στήν κάτω το ένδοξο «Τάν ή Επί Τάς». Από εδώ καί πέρα θά ξεχωρίσει η κορυφαία μορφή τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης είχε φθάσει από τήν Ζάκυνθο στήν
71
Μάνη, στίς 6 Ιανουαρίου 1821 καί κρυβόταν στόν πύργο τού φίλου του καπετάν Παναγιώτη Μούρτζινου στήν Καρδαμύλη. Μετά τό πάρσιμο τής Καλαμάτας, ο "Γέρος του Μωριά" πήρε 300 Μανιάτες από τόν Μούρτζινο καί τόν Μαυρομιχάλη οι οποίοι διαφωνούσαν γιά τήν εξέλιξη τών επιχειρήσεων καί κίνησε γιά τό εσωτερικό τής Πελοποννήσου. Μπροστά, βάδιζε ένας θεόρατος καλόγερος ο παπά Τούρτας κρατώντας ψηλά έναν μεγάλο σταυρό. «Εις τάς 23 Μαρτίου επιάσαμε τούς Τούρκους εις τήν Καλαμάτα, τόν Αρναούτογλην, σημαντικόν Τούρκον τής Τριπολιτζάς. Είμεθα 2.000 Μανιάτες, ο Πετρόμπεης, ο Μούρτζινος, ο Κυβέλος, Δυτική Σπάρτη. 100 ήτον οι Τούρκοι μεινεμένοι, ως 10.000 η φήμη τους μεγάλη, (διέδιδαν ότι ήταν 10000 Τούρκοι). Η Ανατολική Σπάρτη εκινήθη τήν ίδιαν ώραν. Ο Τζανετάκης μέ τήν Κακαβουλιά (Μέση Μάνη) εκινήθη διά τόν Μυστρά. Οι Τούρκοι τής Μπαρδούνιας καί Μυστρά υπάγουν, τραβιούνται εις τήν Τριπολιτζά. Οι Τούρκοι είχαν βάλει υποψία, επροσκάλεσαν τούς προεστούς καί Δεσποτάδες, καί αυτοί επήγαν (κράτησαν ομήρους τούς προεστούς). ΉΉτον έμβα τού Μαρτίου. Δέν τούς εσκότωσαν. Είπα νά πάμε εις τήν παλαιάν Αρκαδία, εις τό κέντρο, διά νά βοηθούμε τούς άλλους. Τότενες τούς είπα: "Εάν μού δώσετε βοήθεια από τούτο τό στράτευμα, καλώς, ειμή αναχωρώ νά υπάγω εις τό κέντρο". Είχα λάβει γράμμα από τόν Κανέλλο (Δεληγιάννη), μ' επροσκαλούσε, ότι είχε 10.000 άρματα, καί νά έμβω επί κεφαλής. Τού Μούρτζινου αρρώστησε τό παιδί του, ο Διονύσιος, καί έτζι δέν εκίνησαν όλοι οι Μανιάται. ΈΈλαβα 200 από αυτόν (Μούρτζινο) καί 70 από τόν Μπέη (Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη) μέ τόν καπετάν Βοϊδή καί μέ 30 εδικούς μου εγενήκαμε 300 καί έκοψα ευθύς δύο σημαίες μέ σταυρό καί εκίνησα. (Ξεκίνησε μέ 300 Μανιάτες γιά τό εσωτερικό τής Πελοποννήσου). Οι Ανδρουσιάνοι Τούρκοι, (Ανδρούσα Μεσσηνίας) 260 άνδρες, μανθάνοντας ότι είμεθα ασκέρι (στρατός) φεύγουν, πάνε στά κάστρα τής Μεσσηνίας. Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι ΈΈλληνες, όπου όλοι μέ τάς εικόνας έκαναν δέηση καί ευχαριστήσεις. Μού ήρχετο πότε νά κλαύσω... Από τήν προθυμίαν πού έβλεπα. Ιερείς έκαναν δέηση. Εις τόν ποταμόν τής Καλαμάτας ανασπασθήκαμε καί εκινήσαμε.» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής Στίς 25 Μαρτίου ένοπλοι από τό Ζυγοβίστι, τήν Δημητσάνα καί τήν Στεμνίτσα επιτέθηκαν κατά τών Τούρκων τής Καρύταινας οι οποίοι μαζί μέ τόν διοικητή τους Μουσταφά Ριζιώτη κλείστηκαν στό κάστρο. Ο Κολοκοτρώνης πού βρισκόταν στό Λεοντάρι, νοτίως τής Μεγαλουπόλεως, έσπευσε νά βοηθήση καί νά οργανώση τήν πολιορκία
72
τού κάστρου. Στίς 29 Μαρτίου έφθασαν τούρκικες ενισχύσεις 1700 ανδρών από τό Φανάρι Ηλείας καί ο Κολοκοτρώνης μέ τούς 300 Μανιάτες του κατάφερε νά τούς απωθήσει μέ απώλειες έξι νεκρούς καί τραυματίες τόν Βοϊδή καί τόν Αθανάσιο Δουράκη. ΌΌταν ήλθαν οι αδελφοί Πλαπούτα (Γεωργάκης καί Δημήτρης) καί ο Ζανέτος Χριστόπουλος από τά νώτα τού εχθρού, οι Τούρκοι στριμώχθηκαν σέ μία γέφυρα τού Αλφειού ποταμού (τού Κούκου) καί προσπαθώντας νά διαβούν τό ποτάμι στή θέση Χαλούλαγα, έπαθαν μεγάλη καταστροφή ενώ είχαν εκατοντάδες νεκρούς. «Εκούναγα τό μπαϊράκι (σημαία) διά νά μέ γνωρίσουν τά Κολιόπουλα, είχε πιασθεί ο λαιμός μου από τίς φωνές τής ημέρας. (Κουνούσε τήν σημαία γιά νά τόν δούν οι αδελφοί Πλαπούτα καί νά σπεύσουν νά τόν βοηθήσουν). Οι Τούρκοι βγαίνουν εις βοήθεια από τό Κάστρο, διώχνουν εκείνους πού ήτον στήν χώρα. Κυνηγούμε τούς Τούρκους μέ τά γυναικόπαιδα, 500 ψυχές εχάθηκαν εις τό ποτάμι τής Καρύταινας, μήν ημπορώντας ν' απεράσουν από τό γεφύρι, τό οποίον τό είχαμε πιασμένο. Ημείς τούς πολιορκήσαμεν (τούς Τούρκους τής Καρύταινας). Μετά τό εσπέρας (βράδυ) έφθασε καί ο Ηλίας Μπεηζαντές (Ηλίας Μαυρομιχάλης, γιός τού Πετρόμπεη) από τό Λεοντάρι. Στίς 28 ήλθε καί ο Κανέλλος (Δεληγιάννης) μέ 200 Καρυτινούς. Ο Αναγνωσταράς καί ο Παπαφλέσσας ήρθαν εις τήν Καρύταινα μέ 1.000. Σέ δύο ημέρες εγινήκαμε 6.000. Οι Τούρκοι όπου ήτον κλεισμένοι, άφησαν τά ζώα τους έξω, τά πήραν οι ΈΈλληνες. Δέν είχαν νερό, τροφάς. Τόν Νικηταρά, τόν είχα σταλμένον μέ εκατό νομάτους εις τό Φραγκόβρυσο, εις τήν Τριπολιτζά, δύο ώρες απέξω. (Κάτω από τό κάστρο τής Καρύταινας ήταν συγκεντρωμένοι 6000 άνδρες, αλλά μέ υποτυπώδη οπλισμό, χωρίς πολεμοφόδια καί απειροπόλεμοι. Οι οπλαρχηγοί δέν άκουσαν τή γνώμη τού Κολοκοτρώνη νά τρέξουν νά πιάσουν τόν δρόμο από τήν Τρίπολη γιά νά εμποδίσουν τίς ενισχύσεις τού εχθρού, διότι όλοι περίμεναν νά πέσει τό κάστρο καί νά τό λαφυραγωγήσουν). Εκείνες τές δύο ημέρες όπου εσυνάχθημεν, ο Μουσταφάγας ενδύνει δύο Τούρκους ραγιάδικα (ελληνικά), τούς δίνει 500 γρόσια. Επήγαν εις τήν Τριπολιτζά διά νά έλθει μεντάτι (βοήθεια) καί νά τούς πληρώσει όλους όσοι έλθουν εις βοήθειάν τους. ΈΈξω βγαίνοντας οι πεζοδρόμοι δύο ώρες, τούς εκατάλαβαν άνθρωποι, πλήν δέν τούς έπιασαν. (Οι κλεισμένοι στό κάστρο έντυσαν δύο Τούρκους σάν ΈΈλληνες καί τούς έστειλαν μέ λεφτά στήν Τρίπολη γιά νά φέρουν ενισχύσεις. Κατάφεραν νά περάσουν τόν κλοιό καί έφεραν 2000 ενισχύσεις οι οποίοι έφτασαν ανενόχλητοι στήν Καρύταινα, αφού οι δρόμοι έμειναν τελικά αφύλακτοι).
73
Δίδοντας τό γράμμα ορδινιάσθηκαν (ετοιμάστηκαν) 2.000, και ήλθαν βοήθειαν τών Καρυτινών καί Φαναρίτων (Φανάρι χωριό τής Ολυμπίας). Εγώ, σάν έμαθα τούς πεζοδρόμους, υποπτεύθηκα ότι, θά έρθει μεντάτι. ΈΈκαμα ευθύς συνέλευσιν εις τό στράτευμα, ΈΈδωκα γνώμη νά πάει ο Αναγνωσταράς μέ 2.000 εις τού Σάλεσι, μακρά από τήν Τριπολιτζά 4 ώρες καί 4 από τήν Καρύταινα, νά εμποδίσει το μεντάτι άν κινήσει από Τριπολιτζά... Αυτός μού αποκρίθηκε: "Δέν κάνει νά χαλάσομε τό ορδί (στρατόπεδο), όπου είμεθα συναγμένοι"...» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Τελικώς οι Τούρκοι τής Τριπολιτσάς ανενόχλητοι έφθασαν στό Σάλεσι (σημερινό Μακρύσι της Μεγαλούπολης) τό έκαψαν καί πλησίασαν τό στρατόπεδο τών Ελλήνων. Εκεί όμως οι απειροπόλεμοι καί απείθαρχοι Ρωμιοί μόλις αντιλήφθηκαν τίς τουρκικές ενισχύσεις λάκισαν καί παράτησαν τά ταμπούρια τους. Καί μόνο η λέξη "Τούρκος" προκαλούσε τρόμο στούς ραγιάδες. Οι μόνοι πού έμειναν νά πολεμήσουν ήταν οι Μανιάτες τού Ηλία Μαυρομιχάλη (Μπεϊζαντέ) πού βρίσκονταν στή γέφυρα τής Καρύταινας. Εν τω μεταξύ όλοι οι οπλαρχηγοί εγκατέλειψαν τό στρατόπεδο τραβώντας οι Πλαπουταίοι δυτικά γιά τή Λιοδώρα, ο Κανέλλος Δεληγιάννης γιά τόν τόπο του τά Λαγκάδια καί ο Παπαφλέσσας γιά τήν Στεμνίτσα. «Ο Αναγνωσταράς, Μπεηζαντές, Μπούρας πάνε στό Λεοντάρι, έμεινα μόνος μου μέ τό άλογό μου εις τό Χρυσοβίτζι. Γυρίζει ο Φλέσσας καί λέγει ενός παιδιού: «Μείνε μαζί του, μή τόν φάνε τίποτες λύκοι». ΈΈκατζα έως πού εσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τους (σημαίες), απέ εκατέβηκα κάτου, ήτον μιά εκκλησία εις τό δρόμο, καί τό καθησιό μου ήτον όπου έκλαιγα τήν Ελλάς: Παναγία μου, βοήθησε καί τούτην τήν φορά τούς ΈΈλληνας διά νά εμψυχωθούν!» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «Ο ανυπόφορος ζυγός της οθωμανικής τυραννίας εις το διάστημα ενός και επέκεινα αιώνος κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε να μη μείνη άλλο εις τους δυστυχείς Πελοποννησίους Γραικούς, ειμή μόνον η πνοή και αυτή δια να ωθή κυρίως τους εγκαρδίους των αναστεναγμούς εις αυτήν την αθλίαν κατάστασιν όντες, υστερημένοι από όλα τα δίκαιά μας, με μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα, και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων. Πάσα προς αλλήλους μας φατρία και διχόνοια, ως καρποί της τυραννίας, απερρίφθησαν εις τον βυθόν της λήθης και άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας αι χείρες μας αι δεδεμέναι μέχρι του νυν από τας σιδηράς αλύσσους της βαρβαρικής τυραννίας ελύθησαν ήδη, και υψώθησαν μεγαλοψύχως προς όλεθρον της βδελυράς τυραννίας και έλαβον τα όπλα κατά των τυράννων οι πόδες οι
74
περιπατούντες εν νυκτί και ημέρα εις τας ενηγγαρεύσεις της ασπλαχνίας τρέχουν εις απόκτησιν των δικαιωμάτων μας, η κεφαλή μας η κλίνουσα τον αυχένα υπό τον ζυγόν, τον αποτείναξε, και άλλο δεν φρονεί, ειμή την ελευθερίαν, η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις το να προφέρη λόγον εκτός των ανωφελών παρακλήσεων προς εξιλέωσιν της μανίας των τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει, και κάμνει να αντηχή ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της ελευθερίας. Εν ενί λόγω όλοι απεφασίσαμεν ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν, διο και προσκαλούμεν την συνδρομήν και βοήθειαν όλων των εξευγενισμένων Ευρωπαϊκών γενών, ώστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχυτέρως εις τον ιερόν και δίκαιον σκοπόν μας, και να ανανεώσωμεν το τεταλαιπωρημένον Ελληνικόν γένος μας. Πέτρος Μαυρομιχάλης ηγεμών και Αρχιστράτηγος και η Μεσσηνιακή Γερουσία εν Καλαμάτα.» Η προκήρυξις της Μεσσηνιακής Γερουσίας, 23 Μαρτίου 1821 «Ορκίζομαι εις τό όνομα τού Παντοδύναμου μας Θεού, εις τό όνομα τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού καί τής Αγίας Τριάδος, νά χύσω καί τήν υστέραν ρανίδα τού αίματός μου, υπέρ πίστεως καί πατρίδος.» ΌΌρκος τών Μανιατών, 17 Μαρτίου 1821 (Τσίμοβα) Αερόπολη «Ακούσαντες οι Μπαρδουνιώται Τούρκοι βρόντον κανονιών, καί έμφοβοι ηρώτησαν τούς διαβαίνοντας τί εσήμαιναν οι κανονοβολισμοί. Αγωγιάται τινες, ερχόμενοι εκ Μαραθωνησίου (Γύθειο), τοίς είπαν ότι ο Φραγκιάς εκανονοβόλει. Φραγκιάς δ' ελέγετο ο διοικητής ενός τών εν τώ λιμάνι τού Μαραθωνησίου πλοίων, Μυκώνιος. Οι Τούρκοι παρεξηγήσαντες τήν απόκρισιν τών αγωγιατών καί υποπτεύοντες ερχομόν Φράγκων επίστευσαν ακούσαντες τό όνομα τού πλοιάρχου ότι ήλθε τώ όντι Φραγκιά εις υποστήριξιν τού ελληνικού αγώνος καί όλοι μικροί καί μεγάλοι φωνάζοντες "Φραγκιά μάς επλάκωσε", εγκατέλειψαν οικίας καί περιουσίαν καί έτρεχαν εις Τριπολιτσά μή τούς προφθάσουν οι Φράγκοι καθ' οδόν.» Τρικούπης Σπυρίδων, Ελληνική Επανάστασις «Ο δέ Κανέλλος Δηληγιάννης, φεύγων καί αυτός εκ Καρυταίνης ως καί οι λοιποί, μετέβη εις τήν πατρίδα του, τά Λαγκάδια, καί ηύρεν όλον τό χωρίον έρημον καί αυτή τήν οικογένεια φυγούσαν κατά τήν επαρχίαν τών Καλαβρύτων, έδραμε δέ κατόπιν αυτής πεζός καί ανυπόδητος, τήν επρόφθασεν εις τό Σωποτόν καί τήν συνώδευσεν εις Μέγα Σπήλαιον. Εκεί μαθών, ότι οι επαρχιώται του απελπισθέντες απεφάσισαν νά προσκυνήσωσιν, απέστειλεν εις πρόληψιν τού κακού τόν αδελφόν του Δημητράκην εις Λαγκάδια μεθ' όσων εδυνήθη νά συλλέξη στρατιωτών. Φθάσας εκεί ούτος ηύρε τούς εντοπίους Τούρκους συνηθροισμένους όλους αόπλους εν τή αγορά, διότι τήν ημέραν τής
75
επαναστάσεως τοίς αφήρεσαν τά όπλα οι περί τόν Κανέλλον καί τούς επεδίκλωσαν αλλά δέν τούς εφυλάκισαν. Ο Δημητράκης καί οι σύν αυτώ περιεκύκλωσαν τούς εν τή αγορά Τούρκους, τούς ετουφέκισαν καί τούς εφόνευσαν όλους, αναγκάζοντες τούς συνεπαρχιώτας των νά γένωσι καί αυτοί συμμέτοχοι τού φόνου, ώστε νά μήν τολμήσωσι πλέον καί προσκυνήσωσι φοβούμενοι τήν αγανάκτησιν καί εκδίκησιν τών τουρκικών αρχών.» Τρικούπης Σπυρίδων, γιά τήν σφαγή από τόν Δεληγιάννη όλων τών Λαγκαδινών Τούρκων «Αλλά μετά τέσσαρας ημέρας αφ' ής επολιορκήθηκαν, εν ώ ώραν τήν ώραν ηλπίζετο νά παραδοθώσιν, εξαίφνης φαίνεται καπνός είς τό χωρίον Σάλεσι καί λέγεται ότι ήρχοντο Τούρκοι. Από δέ τόν καπνόν ηδύναντο νά συμπεράνωσιν ότι οι Τούρκοι έκαιον τά χωρία τών χριστιανών. Μ' όλον τούτο απέρχεται ο Κολοκοτρώνης αυτός νά παρατηρήση, έφερε δέ σημαίαν αναπεπταμένην, τήν οποίαν έμελλε νά τειλίξη, εάν εγνώριζεν ότι ήσαν Τούρκοι καί τότε οι άλλοι ώφειλον νά ετοιμασθώσιν εις μάχην. Φθάσας λοιπόν εφ' υψηλού μέρους, βλέπει μέ τό τηλεσκόπιον ότι ήσαν Τούρκοι, περιτειλίσσει τήν σημαίαν καί θαρρεί ότι θά καταλάβωσι τάς αναγκαίας θέσεις οι ΈΈλληνες διά νά τούς πολεμήσωσιν, ουδ' ημφιβάλλετο ότι οι υπό τήν οδηγίαν του Μανιάται, ως καί οι υπό τόν Ηλίαν Μαυρομιχάλην, τόν οποίον, ως αγαθόν ο Κολοκοτρώνης είχε ζητήσει επιμόνως από τόν πατέρα του συμμαζούμενον, ήθελον αντιταχθή εις τούς Τούρκους, δίδοντες καί εις τούς άλλους Πελοποννησίους τό παράδειγμα πολεμικής αρετής. Αλλά, μόλις ιδόντες τειλιγμένην τήν σημαίαν, κυριεύονται από πανικόν φόβον καί δίδονται εις φυγήν. Ο δέ Κολοκοτρώνης ήδη θεωρεί εαυτόν μεμονωμένον εν τώ μέσω τών εχθρών καί δέν δύναται νά φύγη, καθό πεζός καί έως πενήντα Τούρκοι προτρέχοντες έφιπποι ήθελον τόν προφθάσει καί ή νά τόν ζωγρήσωσον ή νά τόν φονεύσωσιν. ΌΌθεν εν ώ έφευγεν, εντυχών Θεία μοίρα ποιμένα, καλύπτεται μέ τό επανωφόρεμα τούτου καί βλέπων ότι τόν πλησιάζουσιν οι Τούρκοι, κρύπτεται εις τούς θάμνους καί φέρων τήν πιστόλαν εις τήν χείραν, τουλάχιστον διά νά μή συλληφθή ζών, ελπίζει μόνον καί μόνον εις τήν εξ ύψους βοήθειαν, καί εκείνοι μέν παρέρχονται φθάνουσιν ακωλύτως εις τό φρούριον, εξέρχονται οι, τέ Καρυτινοί καί οι Φαναρίται, καταδιώκουσιν όλοι εμού φεύγοντας τούς ΈΈλληνας, τούς κατασκορπίζουσι καί επιστρέφουσι θριαμβευτικώς εις Τριπολιτσάν, λεηλατούντες τούς Χριστιανούς, όθεν αν διαβαίνωσιν.» Νικόλαος Σπηλιάδης Ελληνική Επανάστασις, γιά τήν παρ' ολίγον σύλληψη του Κολοκοτρώνη «Τσανέτος Χρηστόπουλος.
76
Ούτος υιός ήτο τού ανωτέρω Χρήστου Αναστασίου. Πρό τής επαναστάσεως εγνώριζε τά τής εταιρίας καί ένεκα τούτου ετοίμαζε τά τού πολέμου, περιμένων τήν ορισμένην ημέραν τής 25 Μαρτίου 1821. Τήν 27 Μαρτίου 1821 οι Τούρκοι τού Φαναρίου, Τσάχα, Μούντριζας καί Ζούρτσας, οι λεγόμενοι Μουρτάταις, ανεχώρησαν εις τήν Τριπολιτσάν, καί τήν αυτήν ημέραν εμαζώχθη η επαρχία εις τήν Ανδρίτσαιναν εις τό σχολείον καί εις τήν Αγίαν Βαρβάραν, και αμέσως όλοι εξέλεξαν αρχηγόν των τόν Τσανέτον Χρηστόπουλον, καί τήν αυτήν ώραν εψάλη παράκλησις, καί αγίασαν τήν σημαίαν των, αμέσως δέ εξεστράτευσαν εναντίον τών Τούρκων, οίτινες τήν νύκτα τής ημέρας εκείνης είχον μείνι εις τό χωρίον Λάβδα κατά τήν θέσιν Σουλτίναν, οι δέ ΈΈλληνες φθάσαντες εστρατοπέδευσαν εις τήν θέσιν Ρόβια απέχουσαν εν τέταρτον τής ώρας από τήν θέσιν τών Τούρκων. Κατά δέ τήν αυτήν νύκτα ήλθε πεζός από τόν Κολοκοτρώνην, ειδοποιών τούς ΈΈλληνας, ότι έφθασαν εις τόν Αγιον Αθανάσιον μεθόριον τής Καρύταινας καί τού Φαναρίου, καί ότι θέλει κτυπήσει από εμπρός τούς Τούρκους, αυτοί δέ οι Φαναρίται νά τούς κτυπήσουν όπισθεν. 28 Μαρτίου, ότε άρχισεν ο πόλεμος, καί ούτω καί αυτοί ηκολούθησαν νά πολεμούν όπισθεν τούς Τούρκους, οι οποίοι εβιάσθησαν νά προχωρήσουν. Επειδή όμως έμπροσθεν εμποδίζοντο, πολεμούμενοι από τόν Κολοκοτρώνην, νά προχωρήσουν, εβγήκαν από τόν δρόμον καί έπεσαν κατά τό μέρος τού ποταμού Αλφειού (Ροφιά) εις τήν θέσιν Χαλούλαγα διά νά περάσουν, καί ο ποταμός τούς επήρε καί έπνιξε πολλούς εξ αυτών. Οι δέ ΈΈλληνες τούς εδίωκαν, τούς έφθασαν καί τούς επήραν πολλά λάφυρα, πολλούς αιχμαλώτους, και όλα τά ζωά των.» Βίοι Πελοποννησίων ανδρών υπό τού Φωτάκου. Πάτρα - Επανάσταση καί σφαγές Μετά τήν σύσκεψη τής Βοστίτσας, οι πρόκριτοι τής πόλεως Δημήτριος Μελετόπουλος, Ανδρέας Λόντος καί Λέων Μεσσηνέζης άρχισαν μυστικά συστηματική στρατολογία στήν επαρχία τους. ΈΈτσι στίς αρχές Μαρτίου τό Αίγιο διέθετε ήδη οργανωμένο στρατιωτικό σώμα πού έφθανε τούς 400 άνδρες. Οι Τούρκοι πανικόβλητοι από τά γεγονότα τών γειτονικών Καλαβρύτων, συμφώνησαν μέ τούς πρόκριτους νά αναχωρήσουν γιά τά Σάλωνα (Aμφισσα) τής αντικρινής Φωκίδας. Μόλις έφυγαν, ο Ανδρέας Λόντος ύψωσε τήν κόκκινη επαναστατική σημαία μέ ένα μαύρο σταυρό στή μέση. Ο Ανδρέας Λόντος είχε γεννηθεί τό 1784 και ήταν γιος του ισχυρού κοτζαμπάση της Βοστίτσας Σωτηράκη Λόντου. ΌΌταν ο πατέρας του έπεσε σε δυσμένεια τό 1812 καί καρατομήθηκε στήν Τριπολιτσά, ο Ανδρέας Λόντος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Βοστίτσα επέστρεψε το 1818, και πάλι ως κοτζαμπάσης, ενώ
77
την ίδια χρονιά μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Μετά τήν φυγή τών Τούρκων ο Λόντος έστησε τό στρατόπεδό του στά Σελλά, έξω από τήν Πάτρα, γιά νά εμποδίσει τήν άφιξη τουρκικών ενισχύσεων πρός τήν πόλη του Πατρέα η οποία ήδη φλεγόταν. Στήν Πάτρα (Παλαιαί Πάτραι) υπήρχε ιδιαίτερο μίσος μεταξύ μουσουλμάνων καί χριστιανών. Η ένταση τών ημερών ανάγκασε τούς Τούρκους νά κλειστούν στό κάστρο τής πόλης μαζί μέ τίς οικογένειές τους. Στίς 21 Μαρτίου, σύμφωνα μέ τόν Κόκκινο, εισήλθαν στήν πόλη εκατό Τούρκοι από τή φρουρά τού Ρίου καί κατευθύνθηκαν σέ ένα ρακοπωλείο τής ενορίας τής Αγίας Τριάδος, στή σημερινή πλατεία Ομονοίας, καί αφού ήπιαν καί μέθυσαν, σκότωσαν τόν ρακοπώλη, έκαψαν τό μαγαζί καί μετά κατευθύνθηκαν στό σπίτι τού Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Προσπάθησαν νά τό παραβιάσουν χωρίς επιτυχία ενώ έκαψαν τό σπίτι τού Γεωργίου Καλαμογδάρτη. «Ωσαύτως και οι εν Πάτραις Τούρκοι, μαθόντες τα τοιαύτα, έμβασαν ευθύς τας φαμιλίας των εις το Κάστρον, είτα τη κα΄ Μαρτίου εξήλθον ένοπλοι εις την αγοράν της πόλεως, και περιεκύκλωσαν πρώτον το οσπίτιον του Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, όπου υπώπτευον ότι ευρίσκονται εναποτεθειμένα άρματα αλλά, με το να εύρουν κεκλεισμένας τας πόρτας, άρχισαν τον πόλεμον έξωθεν, και του εφόνευσαν εις το παράθυρον ένα άνθρωπον, έπειτα έβαλον πυρκαϊάν εις τα πέριξ οσπίτια. Εις δε την Μητρόπολιν δεν ετόλμησαν να πλησιάσουν, νομίζοντες, ότι ευρίσκοντο μέσα ΈΈλληνες κεκρυμμένοι, εκτυπούσαν όμως από το Κάστρον με τα κανόνια τόσον την Μητρόπολιν, όσον και άλλα οσπίτια, η δε πυρκαϊά εκτανθείσα κατέκαυσεν ικανά οσπίτια, ότε τινές των Ελλήνων οπλισθέντες εξήλθον εις τους δρόμους, οι δε Τούρκοι ευθύς εκλείσθησαν εις το Κάστρον. Βλέποντες δε οι Πατραίοι ΈΈλληνες, ότι πλέον δεν επιδέχεται θεραπείαν το πράγμα, τας μεν φαμιλίας των έβγαλον έξω της πόλεως, έγραψαν δε εις τα Νεζερά προς των Παλαιών Πατρών, ο τε Νικόλαος Λόντος, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και άλλοι τινές, να προφθάση εις βοήθειαν, ότι κινδυνεύει όλη η πόλις. ΌΌθεν αμέσως ο Παλαιών Πατρών και ο Ανδρέας Ζαΐμης έγραψαν προς τους Καπιταναίους Κουμανιώτας να τρέξουν, με όσους ανθρώπους έχουν την δε επιούσαν ημέραν εκίνησαν και αυτοί, έχοντες περίπου πεντακοσίους στρατιώτας, και εμβήκαν εις τας Πάτρας και ευθύς έγινε στενοτάτη πολιορκία των Τουρκών εις το φρούριον. Κατά δε τας πρώτας προσβολάς εφονεύθησαν τινές των εχθρών, ότε ηρίστευεν ο τε Παναγιώτης Καραντζάς και ο Σταμάτης Κουμανιώτης, όστις εφονεύθη, κακή τύχη, την πρώτην ημέραν της εισόδου του.» Παλαιών Πατρών Γερμανός Οι Πατρινοί ξεχύθηκαν στούς δρόμους καί οδηγούμενοι από τούς
78
καπνούς, έτρεξαν πρός τό Τάσσι (σημερινή συνοικία του Παντοκράτορα) καί πολέμησαν τούς Τούρκους, έχοντες επικεφαλείς τόν υποδηματοποιό Παναγιώτη Καρατζά, τούς Ζακυνθινούς Νικόλαο Γερακάρη φαρμακοποιό καί Ευάγγελο Λιβαδά έμπορο καί τόν Κεφαλλονίτη Βασίλη Ορκουλάτο. Τελικώς οι Τούρκοι κλείστηκαν στό φρούριο, ενώ από τά χαράματα τής 24ης Μαρτίου συνέρρεαν στήν πόλη Ρωμιοί από τίς γειτονικές επαρχίες μέ επικεφαλείς τόν μητροπολίτη Γερμανό, τόν Ανδρέα Ζαΐμη, τόν Μπενιζέλο Ρούφο, τόν Ανδρέα Λόντο, τόν μητροπολίτη Κερνίκης Προκόπιο, τόν Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τούς οπλαρχηγούς Σαγιά, Νενέκο καί τούς Κουμανιώτες. Ο Βακαλόπουλος αναφέρει ότι οι πρόκριτοι τής Βοστίτσας έφεραν μαζί τους μπηγμένα σέ κοντάρια πέντε τούρκικα κεφάλια. Συγκεντρώθηκαν όλοι οι παραπάνω στήν πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου ο Γερμανός έστησε μεγάλο ξύλινο σταυρό καί εκεί ετέλεσε δοξολογία. Κατόπιν άπαντες οι παρευρισκόμενοι μέσα σέ παραλήρημα χαράς σήκωσαν τό χέρι καί ορκίστηκαν: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Τήν επομένη, 25 Μαρτίου 1821, οι Πατρινοί, οι Καλαβρυτινοί καί οι Αιγιώτες αρχηγοί σχημάτισαν επιτροπή γιά τήν οργάνωση τού "Ελληνικού Αγώνος", τήν οποία ονόμασαν "Επαναστατικόν Διευθυντήριον" καί συνέταξαν διακήρυξη της ελληνικής επανάστασης τήν οποία απέδωσαν στούς προξένους τών χριστιανικών δυνάμεων. Ο λαός είχε ξεχυθεί στούς δρόμους καί πανηγύριζε. Αι Πάτραι γίνονταν ελληνική πόλη ύστερα από 6 αιώνες ξενικής κατοχής. ΌΌλοι μαζί πλούσιοι καί φτωχοί, προεστοί καί υπηρέτες, οπλαρχηγοί καί αγρότες, βαρκάρηδες καί ορεσείβιοι, γυναίκες καί άντρες αγκαλιάζονταν καί φώναζαν "Ζήτω η Ελευθερία, Εις τήν Πόλιν νά δώση ο Θεός". Παρακάτω βλέπουμε τήν μαρτυρία τού Γάλλου γιατρού Francois Pouqueville γιά τά τεκταινόμενα στήν πόλη τών Πατρών. «Προχωρούμεν πρός τήν θάλασσαν, καθ' οδόν δέ, βλέπω σφαζομένας δύο μαύρας, ούτε αι κραυγαί μου, ούτε αι παρακλήσεις μου ηδυνήθησαν νά σώσωσιν αυτάς. Στίφη ολόκληρα φυγάδων ορμώσι πρός τόν λιμένα, οι γενίτσαροί μου επιβιβάζονται επί τού πλοίου, επιστρέφω εις τό προξενείον. Οι ΈΈλληνες πρός εκδίκησιν πυρπολούσι τήν μωαμεθανικήν συνοικίαν, αι δέ οδοί εισί πλήρεις πτωμάτων, θλιβεραί αντεκδικήσεις, ολέθριος οιωνός ολεθριωτέρου μέλλοντος. Ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός ανέλαβεν επί τής κεφαλής αυτού μεγάλην ευθύνην. Οι ΈΈλληνες αφικνούνται εκ τών χωρίων, εισί λίαν φανατικοί, αλλ' άνευ διοικήσεως, "θάνατος εις τούς Τούρκους!" ανακράζουσι. Υψούσιν εικόνας τού Χριστού επί τής πλατείας τού Αγίου Γεωργίου, η δέ σημαία τού Σταυρού κυματίζει υπεράνω τής ημισελήνου τών τεμενών. Οι ιερείς βαπτίζουσι πολλά παιδία Τούρκων, ίνα εκδικηθώσι τούς μωαμεθανούς, οίτινες περιέταμον νέους τινας ΈΈλληνας....»
79
Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στήν Πάτρα Τά πράγματα όμως θά άλλαζαν άρδην στήν πόλη τών Πατρών. Οι πολιορκούμενοι Τούρκοι, αν καί τούς πίεζε η δίψα, αρνούντο νά παραδώσουν τό κάστρο σέ αυτούς πού θεωρούσαν "σκλάβους τού ιδίου βασιλέως μας καί σκαφτιάδες μας". Τό λαγούμι (υπόνομος) πού έκτιζαν οι Ρωμιοί (μιλλέτι Σαβιέ) έφτανε στό τέλος του, αλλά δυστυχώς η μοίρα είχε αποφασίσει διαφορετικά γιά τήν τύχη τού κάστρου. ΈΈτυχε νά βρίσκεται στό Βραχώρι (Αγρίνιο), καθ' οδόν πρός τήν Χαλκίδα, ο Γιουσούφ πασάς. Εκεί πληροφορήθηκε γιά τήν δύσκολη κατάσταση τών Τούρκων τών Πατρών, ενώ μήνυμα τού Αγγλου προξένου Γκρίν, τόν ενημέρωνε ότι οι ΈΈλληνες ήταν απόλεμοι αγρότες καθοδηγούμενοι όχι από οπλαρχηγούς αλλά από αρχιερείς καί προκρίτους καί ότι αν βιαζόταν θά έσωζε τό κάστρο. «Οι Τούρκοι τής Τριπολιτσάς δέν δύνανται νά βοηθήσωσι τούς Πατρείς, εύρον δέ Λέχον τινά εξομόσαντα καί γήμαντα εις τήν πόλιν εκείνην Τουρκίδα καί τούτον μετημφιεσμένον φραγκικά στέλλουσι μέ γράμματα πρός τόν Γιουσούφ Πασιάν νά δώση χείρα βοηθείας εις τούς εν Πάτραις πολιωρκημένους. Ο Λέχος εκείνος περά ως φιλέλλην, κατασκοπεύει τά πάντα καί ο Γιουσούφ Πασιάς παραλαβών πεντακοσίους ομού καί τόν κατάσκοπον Λέχον, διαπεραιούται εις τό Ρίον, μικρόν φρούριον τής Πελοποννήσου, ου μακράν εκείνου τών Παλαιών Πατρών κείμενον, διά νά δώση βοήθειαν εις τούς Τούρκους καί οδηγούμενος από τόν Αγγλον πρόξενον Φίλιππον Γκρίν, θά τούς σώσει από τόν κίνδυνον... Ο πρόξενος ούτος, ως καί ο τής Ισπανίας Ερρίκος Σέλην, προσηνέχθησαν όχι ως χριστιανοί κατά τών Ελλήνων, ο πρώτος μάλιστα ηρνήθη νά δώση άσυλον εις τό προξενείον του εις αδύνατα πλάσματα, γυναίκας καί παιδία, εξ εναντίας ο Πουκεβίλ πρόξενος τής Γαλλίας έδειξεν πολλήν φιλανθρωπίαν καί έσωσε πολλούς χριστιανούς...» Νικόλαος Σπηλιάδης, Ελληνική Επανάσταση Πρίν ανατείλει ο ήλιος, στίς 3 Απριλίου, ο Γιουσούφ πασάς ξεκίνησε από τό κάστρο τού Μωρέως (κάστρο Ρίου) γιά τήν Πάτρα. Μάλιστα όπως αναφέρει ο Πουκεβίλ έγινε καί ένας δυνατός σεισμός πού προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερο πανικό στούς ΈΈλληνες. Η δέ προφυλακή τους, πού ήταν στό χωριό Συχαινά εγκατέλειψε τή θέση της καί ο Γιουσούφ ανενόχλητος πλέον βάδιζε πρός τήν Πάτρα. Οι φήμες πού διέδωσε ο Αγγλος πρόξενος ότι δηλαδή έφταναν στήν πόλη χιλιάδες στρατεύματα έφεραν αποτέλεσμα. Η φρουρά τής εισόδου τής πόλης στό Βλατερό λιποψύχησε καί όλοι πλέον οι Ρωμιοί έτρεχαν πρός τήν παραλία τού Αγίου Ανδρέου νά βρούν πλοιάρια νά σωθούν από τόν Τούρκο. Μόνο οι κλέφτες Κουμανιώτες καί
80
οι Χασαπαίοι από τό Ξηρόμερο Ακαρνανίας έμειναν νά πολεμήσουν στήν συνοικία τής Αλεξιώτισσας καί τής Αγίας Παρασκευής, αλλά μετά από μερικές ώρες αποχώρησαν καί αυτοί καί άφησαν τούς κατοίκους στό έλεος τού πασά «ΉΉδη τό προξενείον ξένης δυνάμεως (αγγλικό) υποδεικνύει καί ονομάζει τά θύματα, τά οποία οι καταστροφείς οφείλουσι νά προσβάλωσιν. Ενσπείρει (ο Γκρίν) τήν αποθάρρυνσιν μεταξύ τών Ελλήνων, τούς οποίους αποστρέφεται ένεκα τού εμπορικού συναγωνισμού, όπερ τό άπληστον αυτού πνεύμα δέν ηδυνήθη νά καταβάλη. Απειλεί, δημοσιεύει ότι πέντε χιλιάδες Τούρκων διέβησαν τόν ισθμόν τής Κορίνθου... Καί ήσαν χριστιανοί οι κηρύσσοντες τά αισχρά ταύτα αποτελέσματα τών σχεδίων, τά οποία υπέβαλον εις τούς Οθωμανούς. Πλήθος οικογενειών ορμώσι πρός τήν παραλίαν τού Αγίου Ανδρέου, ένθα ευρίσκοντο ηγκυροβολημένα τεσσαράκοντα δύο μικρά φορτηγά πλοία. Γυναίκες καί παιδία ρίπτονται εις τήν θάλασσαν, ίνα επιβιβασθώσιν τών αναμενόντων αυτάς πλοίων... Εν τούτοις τό πύρ επετείνετο, ολόκληρον δέ τό πρός βορράν τών Πατρών κείμενον χωρίων Βλατερό παρίστα τήν εικόνα καμίνου... ρύακες καιόμενου ελαίου, θερμότεραι καί αυτής τής λάβας τού Βεζουβίου, ένθα κατέρρεον μέχρι τής παραλίας όπου εφαίνοντο σωροί κεφαλών καί πασσάλων, εφ' ών απηγχόνισαν πλείστους χριστιανούς. Αφ' ετέρου ορδαί Τούρκων, οίτινες εξελθόντες επί τού γηλόφου τών Ψηλών Αλωνίων, κατεδίωκον τούς ΈΈλληνας. Είχον ήδη συλλάβει δυστυχές τι όν, τό οποίον έσυρον εις τό φρούριον, όταν ο πρόξενος τής Γαλλίας λησμονών τόν κίνδυνον σπεύδει μεταξύ τών βαρβάρων καί αποσπά εξ αυτών τήν λείαν, η δυστυχής αύτη ήτο μήτηρ Ρώσσου τινός ταγματάρχου Σάββα καλουμένα άγουσα τό εκατοστόν δέκατον έτος τής ηλικίας αυτής... Η επιτροπή εξήλθε τού γαλλικού προξενείου περί τήν 8ην εσπερινήν ώραν... Ουδέποτε παρετηρήθη θέαμα τόσω φρικώδες! Πτώματα άνευ κεφαλών, μέλη διεσπαρμένα, τεμάχια σαρκών εδείκνυον τά ίχνη τής οδού, ήτις ήγεν εις τό άντρον τών ανθρωποφάγων. Εκεί ωλίσθαινε ο διαβάτης πατών επί έλους εκ πεπηγότος αίματος κεκαλυμμένου υπό σπόδου... Στρατιώται καί μαύροι πλήρεις λαφύρων ή σύροντες από τής κόμης γυναίκας καί παιδιά επλήρουν τήν ατμόσφαιρα διά τών αλλαλαγμών αυτών. ΈΈλληνες ανεσκολοπισμένοι εξέπνεον βραδέως παραδίδοντες εαυτούς τή Βασιλίδι τών Αγγέλων. Αναγνωρίζουσι μεταξύ τών μαρτυρούντων ιερείς προσευχομένους υπέρ τών δημίων... Ο Γιουσούφ πασάς προσμειδιά, προσκαλεί αυτούς νά καθήσωσι, διαχέεται εις προσποιητάς περιποιήσεις, τούς διαβεβαιοί περί τής ασφαλείας αυτών... Ο Γιουσούφ επλήρωνεν ενώπιον τών προξένων εκάστην κεφαλήν, τήν οποίαν επαρουσίαζον αυτώ αντί τού χρυσού Μαχμουτιέ, προσμειδιών τοίς ανθρωποκτόνοις καί ενθαρρύνων αυτούς επί τό έργο
81
αυτών...» Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στήν Πάτρα Ο Πουκεβίλ κινδύνεψε νά δολοφονηθεί καί κατέφυγε σέ αγγλικό πλοίο. Οι σφαγές καί οι εμπρησμοί συνεχίστηκαν μέχρι τήν Μεγάλη Παρασκευή, 8 Απριλίου. Η Πάτρα μία πόλη είκοσι χιλιάδων κατοίκων, μεγαλύτερη καί από τήν Αθήνα, δέν υπήρχε πλέον. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μέ πτώματα διαμελισμένα, οι γυναίκες βιάζονταν καί στή συνέχεια τίς πουλούσαν σάν σκλάβες. Οι Τούρκοι συνέχισαν τίς σφαγές καί έξω από τήν Πάτρα καί μάλιστα στό χωριό Εγλυκάδα έκαψαν καί ένα πελώριο κυπαρίσσι ηλικίας πολλών αιώνων μέ κορμό περιφέρειας έξι μέτρων. Ο δέ Γιουσούφ άρπαξε μία οικογένεια αποτελούμενη από μητέρα, γιό καί δύο κόρες στό χαρέμι του καί τούς ανάγκασε νά ασπαστούν τόν Μωάμεθ. Μόνο η υπηρέτρια, η Αναστασία αρνήθηκε, τόν έβρισε καί θανατώθηκε επί τόπου. Καί όπως αναφέρει μέ πίκρα ο αυτόπτης μάρτυρας Πουκεβίλ τά ονόματα Φατμέ, Αϊσέ, Ζουλέϊκα καί Αχμέτ, αντικατέστησαν τά τής Ελένης, Κωνσταντίνας, Αλεξανδρινής καί Ανδρέα. Ο αγώνας θά συνεχιζόταν γύρω από τήν Πάτρα, όπου είχαν στηθεί στρατόπεδα. Ο Γερμανός στά Νεζερά, ο Δημήτριος Κουμανιώτης στό μοναστήρι του Ομπλού, ο Παναγιώτης Καρατζάς στήν Ζωητάδα (σημερινή Κρήνη), ο Νενέκος Ζουμπατιώτης στήν Περιβόλα καί ο Ανδρέας Λόντος στά Σελλά. Αναφέρονται νυχτερινές επιθέσεις τού ατρόμητου Καρατζά ο οποίος επέστρεφε στό στρατόπεδό του μέ λάφυρα καί αιχμαλώτους. Η επανάσταση στήν Αχαΐα δέν είχε καταπνιγεί μέ τήν καταστροφή τών Πατρών. «Ημείς το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ' ένα και πότε μ' άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα, βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματά μας.» Διακήρυξη της ελληνικής επανάστασης στήν Πάτρα, 25 Μαρτίου 1821 «Εμείς καλά καθόμαστε εδώ στον ξένο τόπο Κι αν μας πειράξουν τίποτε της Πάτρας οι αγάδες, Τότε να μας γνωρίσουνε, τότε να μας ιδούνε, Να ιδούν το Γιάννη του παπά, το γιο του Παπανδρέα,
82
Πώς πιάνει σκλάβους ζωντανούς, σκλάβους κοτζαμπασήδες, Πιάνει και τον Μεχμέτ αγά της Πάτρας βοϊβόδα.» Δημοτικό γιά τόν Κλέφτη Γιαννιά (1760 - 1805) πού έδρασε στήν περιοχή τής Αχαΐας «Εκείνες τις μέρες πληροφορήθηκα ότι έφθασαν στην Πόλη σακκιά με 2.500 ζευγάρια αφτιά από τη σφαγή των Ελλήνων της Πάτρας, κι ότι μπορούσε να δει κανείς αυτά τα πολεμικά τρόπαια, στοίβες μπροστά στην πύλη του σεραγιού. Πίστευα πως ήταν φήμες, ανατολίτικα παραμύθια. Κι ότι αν τέτοια δημόσια έκθεση μπορούσε να γίνει σε περασμένους αιώνες θα ήταν αδύνατο να συνεχίζεται στην εποχή μας αυτό το βάρβαρο έθιμο. Οι δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εικόνα... Περάσαμε πλάι στο πτώμα ενός αποκεφαλισμένου. Το αίμα έτρεχε ακόμα από τις φλέβες. Γύρω-γύρω ένα κοπάδι σκυλιά καθισμένα στα πισινά τους. Μερικά είχαν κι όλας γλύψει το αίμα, κι όλα μαζί περίμεναν να νυχτώσει για να κατασπαράξουν το πτώμα. ΉΉταν πεταμένο σε ένα στενό σοκάκι του παζαριού μπροστά σε ένα χασάπικο κι από πάνω του ακριβώς κρέμονταν κρέατα, έτσι που νόμιζε κανείς πως ήταν κομμάτια από το ίδιο το πτώμα. Οι Τούρκοι δρασκέλιζαν αδιάφορα το κουφάρι. Στις δυο πλευρές της πύλης υπήρχαν δυο στοίβες, σαν μικρά δεμάτια σανού, από κάθε λογής κομμάτια του προσώπου. Τα αφτιά ήταν τρυπημένα και κρέμονταν από σπάγγους. Μαζί με κάθε μύτη είχαν κόψει επίσης το πάνω χείλος και ένα κομμάτι από το μέτωπο. Μαζί με τα πηγούνια υπήρχαν το κάτω χείλος καί γενειάδα. Σε μερικές περιπτώσεις ήταν πελεκημένο κάθετα ολόκληρο το πρόσωπο και όλα τα χαρακτηριστικά της μορφής παρέμεναν ανέπαφα. Αλλοτε ήταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ανάλογα με τον ακρωτηριασμό. Εκεί έμεναν κρεμασμένα ώσπου, σαπίζοντας εντελώς, έπεφταν στη λάσπη του δρόμου. Οι Τούρκοι περνούσαν πατώντας τα αδιάφοροι. Τα λείψανα των προσώπων, καθώς βρίσκονταν σε αποσύνθεση, κολλούσαν στα παπούτσια των περαστικών. ΈΈτσι έβλεπες τον Τούρκο να βαδίζει με ένα χείλος ή πηγούνι στις παντούφλες του. Και καθώς ξεπετιόνταν τα ανθρώπινα γένεια, νόμιζες πως τα παπούτσια ήταν φοδραρισμένα με γουναρικά» Ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη R. Walsh γιά τίς σφαγές τής Πόλης τόν Απρίλιο τού 1821 «Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνα ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον.
83
Φορτώνοντας τα ξύλα στο νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν... Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από 'να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ' έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ' έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τους λέγει «Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση,» τους είπε περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι' αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε»... η μητέρα μου κι' ο Θεός μας έσωσε... Σε δυο ημέρες χτύπησε ντουφέκι στην Πάτρα. Οι Τούρκοι κάμαν κατά το κάστρο και οι Ρωμαίγοι την θάλασσα. Τότε πήρα καμμιά δεκαριά παιδιά από το καράβι με τ' άρματά τους και βγήκαμε έξω. Εις την Ντογάνα (τελωνείο) κουβαλιώνταν ο κόσμος και γιόμωσε η θάλασσα γυναικόπαιδα, ως το λαιμό μέσα. Τότε βλέπω και τον φίλο μου τον πραματευτή, έφερνε στο 'να του χέρι την φαμιλιά του και στ' άλλο τα παιδιά του και τίποτας άλλο από τόσο βιον οπού 'χε οπού θα ξύπναγε να βρη Ρωμαίικον, (Αυτός πού είχε πεί ότι θά κοιμόταν μέ τούς Τούρκους καί θά ξυπνούσε μέ τούς Ρωμιούς). Μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλα λάθη, οι μικροί θα κάμουν μικρά. Τους πήρα και τους πήγα μέσα εις το καράβι και τους παρηγορούσα. Ξημερώνοντας των Βαγιών, την νύχτα (ότ' ήταν καιρός ανάντιος) βλέπομε από αγνάντια στην Πάτρα φωτιά πολλή και κανονισμός και ντουφεκίδι. Το γιόμα έρχεται εκεί εις το πόρτο ο Βλασσόπουλος και άλλα καϊκια με φαμιλιές. Ρώτησα, μου είπαν, μπήκε ο Ισούφ πασσάς μέσα εις την Πάτρα και την ρήμαξε και αφάνισε τους κατοίκους... Τότε γύρισαν όλους αυτούς και κολάκεψαν τον Αλήπασσα όλοι αυτείνοι και του είπαν ότι μίλησαν με τον Χουρσίτ πασσά και έστειλε εις τον Σουλτάνο να τον συχωρέση να βγη να κάμη φέτι τους ραγιάδες, οπού σήκωσαν κεφάλι. Χάρηκε σ' αυτό ο τύραγνος - και δεν έβαινε φωτιά να καγή, ν' αθανατίση τ' όνομά του και να τους αναποδογυρίση όλους. ΌΌμως ήθελε πίσου να γένη τύραγνος. Τον γέλασαν ότι του 'ρθε η συχώρεση. Τον
84
έβγαλαν εις το νησί, από - πέρα την λίμνη, και τού κοψαν το κεφάλι του σαν του γουμαριού και το 'στειλαν του αλλουνού τύραγνου Σουλτάνου να το φκειάση πατσά να το φάγη.» Μακρυγιάννης, γιά τήν γέννησή του (1794), γιά τήν καταστροφή τών Πατρών (1821), γιά τό θάνατο τού Αλή πασά (1822) «Εις τόν καιρό τής νεότητος όπου ημπορούσα νά μάθω κάτιτι, σχολεία, ακαδημίαι δέν υπήρχαν, μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τά οποία εμάθαιναν νά γράφουν καί νά διαβάζουν. Οι παλαιοί κονζαμπασήδες, όπου ήσαν οι πρώτιστοι τού τόπου, μόλις ήξευραν νά γράφουν τό όνομά τους. Τό μεγαλείτερο μέρος τών αρχερέων δέν ήξευρε παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δέν είχε μάθηση. Είδα τότε ότι, ό,τι κάμομε, θά τό κάμομε μοναχοί καί δέν έχομε ελπίδα καμμία από τούς ξένους. ΌΌποιο χωριό δέν ήθελε νά ακολουθήσει τήν φωνήν τής Πατρίδος τζεκούρι καί φωτιά» Κολοκοτρώνη απομνημονεύματα Τερτσέτης Γεώργιος «Οn the 16th (παλαιό ημερολόγιο: 4 Απριλίου 1821), the pasha gave orders to set fire to the houses of the Greek primates, who were suspected to be the instigators and leaders in the revolution: the wind was so high and the houses composed of such combustible materials, that in the space of ten hours upwards of 700 houses were burnt, including the russian, dutch and the swedish consulates.» Philip James Green (Αγγλος πρόξενος Παλαιών Πατρών Sketches of the war in Greece, Εμπρησμός τών Πατρών από τόν Γιουσούφ πασά Βιβλιογραφία Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Εκδοτική Αθηνών Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού - Απόστολος Βακαλόπουλος Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος Ελληνική Επανάστασις - Σπυρίδων Τρικούπης 1857 Ελληνική Επανάσταση - Ιωάννης Φιλήμων, 1859 Ελληνική Επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος Επανάσταση του 21 Δημήτρη Φωτιάδη Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος 1839 Αμβρόσιος Φραντζής Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα Περραιβού Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα 1858 Απομνημονεύματα Κουτσονίκα
85
Απομνημονεύματα Γερμανού Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου, 1851 Απαντα Καραϊσκάκη - Δημήτριος Αινάν Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης - Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου (Samuel Gridley Howe) 1828 Ελληνικά Χρονικά - Ιωσήφ Μάγιερ 1826 Histoire de la regeneration de la Grece - Pouqueville Οι ΉΉρωες του 1821 - Εκδόσεις Αγαπητός Αγαπητού, Πάτραι 1877 Ιστορία Τακτικού Στρατού τής Ελλάδος - Χρήστος Βυζάντιος 1837 Στρατιωτική Επιθεώρηση http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis3.html
86
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Δ' Κλεφτουριά στό Μοριά - Κολοκοτρωνέϊκο Τό 1715, οι Οθωμανοί υπό τήν αρχηγία του μεγάλου βεζίρη Αλή Κιουμουρτζή, εισέβαλλαν στήν Πελοπόννησο καταλαμβάνοντας όλα τά κάστρα πού κατείχαν μέχρι τότε οι Βενετοί. Τό φρούριο στήν Ακροκόρινθο παραδόθηκε πρώτο από τό Βενετό φρούραρχο Ιάκωβο Minotto στόν βεηλερβέη Τοπάλ Οσμάν, σέ δύο μόλις εβδομάδες. Επακολούθησαν σφαγές των Κορινθίων από τούς σπαχήδες, τίς οποίες διασώζει ο παρακάτω θρήνος: «Στόν ουρανόν ακούονταν τό θρήνος πού φωνάζαν, οι Τούρκοι σάν τά πρόβατα 'πού τούς διαμοιράζαν, άλλοι εις τήν Ανατολήν, καί άλλοι νά πάν' στή Δύσι, καί έκλαιαν τά μάτια τους 'σάν η κατάκρυα βρύσι καί από τά δάκρυα οπώχυναν εγίνονταν ποτάμια. ΈΈπρεπε νά τρέμη η γή, νά κλαίσι τά λιθάρια, πώς αποκεφαλίζασι τά άξια παλληκάρια.» Κωνσταντίνος Σάθας - Τουρκοκρατία Στίς 12 Ιουλίου, άρχισε η πολιορκία της πρωτεύουσας των Βενετών στό Μωρέα, της επονομαζόμενης Napoli di Romania, δηλαδή του Ναυπλίου. Παρόλο πού οι Βενετοί είχαν κατασκευάσει τό σπουδαίο φρουριακό σύμπλεγμα στό Παλαμήδι καί είχαν οχυρώσει τό νησάκι του Αγίου Θεοδώρου (Μπούρτζι), τό Ναύπλιο έπεσε σέ μία εβδομάδα. ΌΌταν ο Βενετός προβλεπτής Ιερώνυμος Bon, ύψωσε λευκή σημαία, οι ορδές των γενίτσαρων ξεχύθηκαν στήν πόλη σφάζοντας, βιάζοντας καί εξανδραποδίζοντας χιλιάδες αμάχους Ιταλούς καί ΈΈλληνες. ΈΈτσι, εντός τού έτους 1715, είχαν καταληφθεί όλα τά φρούρια τής Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένων καί αυτών της Μεθώνης, της Κορώνης, του Ναβαρίνου, τών Πατρών καί της Μονεμβασιάς. Στή συνέχεια οι Οθωμανοί ξεκίνησαν νά εποικίζουν τίς μεγάλες πόλεις μέ μουσουλμάνους πού έφερναν από διάφορα μέρη τής οθωμανικής επικράτειας. «Κατακτήσαντες δέ οι Οθωμανοί τήν Πελοπόννησον κατέστησαν φρουράς εις τά φρούρια καί προϊόντος τού χρόνου μετεκόμισαν καί άλλους Οθωμανούς εκ διαφόρων μερών τής Οθωμανικής Επικράτειας, τούς οποίους καί ετοποθέτησαν εις διαφόρους επαρχίας τών κατά τήν Πελοπόννησον φρουρίων καί πόλεων πρός περισσοτέραν ασφάλειαν τού τυραννικού αυτών σκοπού. Αποκατασταθέντες δέ ολοσχερώς εξουσίας
87
τών Ελλήνων (εις τούς οποίους έδωκαν τόν συνήθη τίτλον, ωνομάσαντες αυτούς ραγιάδες), έθεσαν κανονισμόν κατά πρώτον εις δύο είδη προσωπικών φόρων, εις τό χαράτζι καί τήν σπέντζαν εκ τών οποίων τό μέν χαράτζι ήτον εισόδημα κύριον τού Σουλτάνου, η δέ σπέντζα τού Σπαχή. Εκτός τών φόρων αυτών ελάμβανον καί διαφόρων άλλων ειδών φόρους υπό πολυειδείς ονομασίας, ώστε διά παντός κατετυραννούντο οι δυστυχείς ΈΈλληνες από τάς καταναγκαστικάς αποδόσεις τών φόρων αυτών. Μετά τήν παρά τών Οθωμανών ολικήν κατάκτησιν τής Πελοποννήσου διάφοροι εκ τών τότε υπαρχόντων Ελλήνων δέν παρεδέχθησαν τό νά υποκύψωσι τόν αυχένα εις τόν οθωμανικόν ζυγόν, αλλά οπλοφόροι περιεφέροντο εις τά όρη καί τά δάση. Ούτοι δέ, οι αποστάται ονομασθέντες παρά τών Οθωμανών, εξερχόμενοι εις διαφόρους οδούς, εγύμνωναν καί εφόνευαν πολλούς εκ τών Οθωμανών καί ως επί τό πλείστον τούς παρά τής οθωμανικής εξουσίας εις διαφόρους υπηρεσίας, τότε η οθωμανική εξουσία ονομάσασα αυτούς Κλέπτας, έλαβεν μέτρον καταδιώξεως καί εκινείτο εις διαφόρους εποχάς μέ στρατολογίας (νεφεράμια) κατά τών Κλεπτών... Αλλά οι εν υποταγή ΈΈλληνες όχι μόνον δέν τούς κατέτρεχον αλλά μ' όλην τήν μυστικότητα εφωδίαζον αυτούς μέ τά αναγκαία τρόφιμα καί λοιπά... καί ο αριθμός αυτών επληθύνετο μάλλος εις όλας σχεδόν τάς επαρχίας τής Πελοποννήσου, καθότι είχον κεκρυμμένους υπερασπιστάς των τούς Προεστώτας...» Αμβρόσιος Φραντζής - Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος ΌΌπως μάς αφηγείται ο Πρωτοσύγκελος Φραντζής η τουρκική κατάκτηση μέ τήν απειλή τής σφαγής, τής αιχμαλωσίας καί τής ταπείνωσης ανάγκασε πολλούς Ρωμιούς νά καταφύγουν σέ ορεινές περιοχές όπου αναγκάστηκαν νά επιβιώσουν ζώντας σέ πολύμηνη απομόνωση από τόν κόσμο τού κάμπου καί υποφέροντας διαρκώς από τήν πείνα, τήν δίψα καί τό ανυπόφορο κρύο. Οι σκληραγωγημένοι καί ασυμβίβαστοι μέ τήν τουρκική τυραννία ένοπλοι, είχαν ονομαστεί Κλέφτες καί στρέφονταν κυρίως κατά τών Τούρκων αξιωματούχων καί υπαλλήλων, αλλά αναφέρονται συχνά εγκληματικές ενέργειες, ληστείες καί επιθέσεις τους σέ ελληνικά χωριά καί τσιφλίκια κοτσαμπάσηδων. Μέ τό πέρασμα τού χρόνου οι Κλέφτες θά αποτελούσαν αξιόμαχα στρατιωτικά τμήματα τά οποία θά απειλούσαν τήν τουρκική κυριαρχία καί ο κατακτητής θά αναγκάζοταν νά στέλνει κάθε φορά ασκέρι (στρατό) γιά νά τούς εξουδετερώσει. Ονομαστοί Καπετάνιοι τού Μωριά (από τό βυζαντινό κατεπάνω = διοικητής θέματος) ήσαν οι: Θανάσης Μαντάς, Δήμος Μπότσικας ή Τζεργίνης (προπάππους τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη), Κόλιας
88
Πλαπούτας από τήν Καρύταινα, Ντάρας από τήν Αρκαδία, Περίβολος από τά Καλάβρυτα, Αθανάσιος Καρίβερος από τήν Πάτρα, Περδικούλιας από τήν Βοστίτσα (Αίγιο), Νάσσιος από τό Λεοντάρι, Θανάσης Καράμπελας από τόν Αγιο Πέτρο Κυνουρίας, Βενετζανάκης καί Μήτρο Πέτροβας από τήν Ανδρούσα Μεσσηνίας, Πάνος Κρεμαστιώτης από τήν Μονεμβασιά, Πετιμεζάδες καί Στριφτόμπολας από τά Καλάβρυτα, Μπουζιώτης από τήν Κόρινθο, Κατριμπάνος από τό Φανάρι, Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς) από τό Λεοντάρι, Μπουτουναίοι από Καρυά, Σταματέλος Καλόχερας (πατέρας του Νικηταρά), Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, Γιαννιάς, Ιωάννης Μπότσικας ή Κολοκοτρώνης (γιός τού Δήμου) καί πλήθος άλλων Μετά τήν επανάσταση τού 1770 (Ορλωφικά), η Υψηλή Πύλη απέστειλε στόν Μοριά, χιλιάδες μουσουλμάνους Αλβανούς γιά τήν καταστολή της. Οι Τουρκαλβανοί κατάφεραν μέ επιτυχία νά διαλύσουν τούς επαναστάτες, αλλά η επιτυχία τους συνοδεύτηκε από όργιο σφαγών. ΉΉταν τόσες οι θηριωδίες πού διεπράχθησαν καί τόση η αναρχία πού ακολούθησε, ώστε ο ίδιος ο Σουλτάνος έστειλε τακτικό οθωμανικό στρατό, γιά νά εξοντώσει τούς ανυπάκουους Αλβανούς. Αλλά καί οι μπέηδες τού Μοριά ζήτησαν τήν βοήθεια τών Κλεφτών γιά νά καταδιώξουν τούς ζορμπάδες (αποστάτες). «Αλλά οι ρηθέντες εν Πελοποννήσω Αλβανοί εις τοσαύτην ακολασίαν κατήντησαν ώστε διά τάς καταχρήσεις των καί εις αυτούς τούς εν Πελοποννήσω καταστημένους Τούρκους εγένοντο μάστιξ καί εις τάς επιτοπίους τουρκικάς αρχάς ανυπόφοροι, η δέ δεκαετής ακολασία καί ο πλουτισμός κατέστησαν αυτούς καί εις αυτάς έτι τάς σουλτανικάς διαταγάς απειθείς, διότι απογυμνώσαντες τούς ραγιάδες, απήτουν χρήματα λόγω μισθών δεκαετών... Εις τών Αλβανών (Μέτζ Αράπης) απειλήσας διά τούτο τόν Χαλίλ μπέη τής Κορίνθου (πατέρα τού Κιαμίλ μπέη), ότι θά υπάγη νά καύση τά εις Κόρινθον χωρία του καί ητοιμάζετι πρός τούτο. Ο δέ Χαλίλ μπέης όστις, εγκατεστημένος ών εις Κόρινθον εγνώριζε τόν Κωνσταντή Κολοκοτρώνη ως διατελέσαντα εκεί επί τέσσερα έτη καπόμπασην. Παρεκάλεσε εξ ανάγκης τόν γνώριμόν του τούτον αρματωλόν, νά εμποδίση τήν εις Κόρινθον διάβασιν τού ρηθέντος Αλβανού καί νά τόν φονεύση μάλιστα, ει δυνατόν. Τό περί τούτου δημώδες τραγούδι άρχεται ούτω: Καλά ήσουν Μέτζο μ' 'ς τά βουνά, καλά καί 'ς τήν Ακράτα, τ' εχάλευες, τ' εγύρευες στόν κάτου Αγιογιώργη, (Νεμέας) νά σέ σκοτώσουν άξαφνα οι Κολοκοτρωναίοι,
89
μαζί μέ τούς συντρόφους σου καί μέ τά παλληκάρια;.» Μιχαήλ Οικονόμου - Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1873 Τελικά, ο σουλτάνος μέ τήν βοήθεια καί τών Κλεφτών κατόρθωσε νά αφανίσει πλήρως τούς ζορμπάδες Αλβανούς καί μάλιστα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει στήν διήγησή του ότι ο πατέρας του Κωνσταντής δέν έκανε "νισάφι" στούς Τουρκαλβανούς πού τόν παρακάλεσαν νά τούς αφήσει νά περάσουν μέσα από τά ταμπούρια του. «- Κολοκοτρώνη, δεν κάμεις ισάφι; (τουρκικά insaf σημαίνει έλεος). - Τι νισάφι να σας κάμω, όπου ήλθετε κι' εχαλάσατε την πατρίδα μου, μας επήρατε σκλάβους και μας εκάματε τόσα κακά; - Εφέτο, δικό μας, του χρόνου δικό σου. (Προφητικά οι Αλβανοί τού είπαν φέτος τό δικό μας κεφάλι, τού χρόνου τό δικό σου)..» Κολοκοτρώνης, Διήγησις των συμβάντων της ελληνικής φυλής Τό 1779, 10000 Αλβανοί οχυρώθηκαν στην Τριπολιτζά, όπου τούς πολιόρκησε ο καπετάμπεης Χασάν Τζεζαερλής και μετά από πολλές μάχες οι Αλβανοί κατατροπώθηκαν. Μάλιστα, υψώθηκε ένας πύργος από 4.000 κεφάλια κτισμένα με άμμο και ασβέστη ο οποίος διατηρήθηκε γιά τριάντα χρόνια. Η θέση του πύργου ήταν σ' ένα χωράφι έξω από την "Πόρτα τ' Αναπλιού", του τείχους της Τριπολιτσάς, στο χωριό Μπασιάκος. Θά έφτανε όμως τήν επόμενη χρονιά καί η σειρά τών Κλεφτών τής Πελοποννήσου νά δοκιμάσουν τήν μπέσα τού Τούρκου ναυάρχου ο οποίος αφού τούς χρησιμοποίησε σάν συμμάχους αργότερα θά τούς κτυπούσε αλύπητα. «ΉΉσύχασεν η Πελοπόννησος. (από τήν εκδίωξη τών Τουρκαλβανών). Τους 80 εκατέβη ο ίδιος ο Καπετάμπεης (Τό 1780 επανήλθε ο ίδιος ναύαρχος, ο Χασάν Τζεζαερλής) και χάλασε τον πατέρα μου και τον Παναγιώταρον Βενετσανάκην. ΉΉλθεν η αρμάδα εις το Μαραθωνήσι (Γύθειο), τα στρατεύματα στεριάς και θαλάσσης. Η Καστάνιτζα (Μικρή Καστάνια) αποικία, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης κι ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από το Μαραθονήσι. ΈΈρχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τους Μανιάταις, και οι Μανιάτες υποσχέθηκαν ότι πάνε βοήθεια και ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης ως ΈΈλλην και τεχνίτης έκαμε τον Μιχάλη Τροπάκη Μπέη και για να τον κάμη Μπέη αλικώτησε την βοήθεια και επήρε το κάστρο. (Ο Βενετσανάκης ζήτησε βοήθεια από τόν Τρουπάκη. Ο Μαυρογένης πού συνέδευε τόν ναύαρχο, πρότεινε στόν Τρουπάκη νά
90
γίνει μπέης τής Μάνης, αλλά νά μήν στείλει βοήθεια στούς πολιορκημένους στόν πύργο τού Παναγιώταρου, όπως καί έγινε). Επήγε το ασκαίρι (στρατός) 14.000, και τους επολιόρκησε, μία ώρα στράτα αλάργα έστησε το ορδί (στρατόπεδο). ΈΈστειλεν ο Σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα για να προσκυνήσουν και να του δώσουν ενέχυρα ένα παιδί ο ένας και ένα ο άλλος, και να τραβήξη χέρι από δαύτους, αυτοί απεκρίθηκαν: "Δεν προσκυνούμε, θέλομε πόλεμο και οποίος μείνη νικημένος ας προσκύνηση". Αυτός ήλπιζε από την Μάνην βοήθεια. (Δέν προσκύνησε ο Παναγιώταρος γιατί περίμενε βοήθεια από τούς μανιάτες τού Τρουπάκη. Καί έμειναν μερικές εκατοντάδες αγωνιστές νά πολεμήσουν 14.000 Οθωμανούς). Τους πολιόρκησαν τα Τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια και βόμβαις, τους πολεμούσαν ήμερα καί νύκτα ούτε οι βόμβες τους έκαναν φόβον ούτε τα κανόνια, όμως επολέμησαν δώδεκα ημέραις και δώδεκα νύκταις με ανδρεία και γενναιότητα. ΌΌταν είδαν ότι βοήθεια δεν έρχεται, απεφάσισαν να φύγουν από τους πύργους. Οι πύργοι ήτον δύο, και ο ένας ήτον του πατέρα του Παναγιώταρου και ο άλλος του πατέρα μου και του Παναγιώταρου· ο πατέρας του Παναγιώταρου ήτον 80 ετών, ως και η μητέρα του, και μην ημπορώντας να φύγουν εις το γιουρούσι, με τα άλλα γυναικόπαιδα, είπε του Παναγιώταρου και τού πατέρα μου· "βάλτε φωτιά ς' τους άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ"· έμεινε μ' ένα δούλο και με την γυναίκα του και δούλα με σκοπόν να πολεμήση ελπίζοντας να έλθη βοήθεια από τα παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμος του ήτον με τον δούλον, η τέχνη του μεγάλη· είχε φυτίλι να γυρίση μαζί με τους Τούρκους. Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις το ορδί του Σερασκέρη, με τα σπαθιά εις το χέρι, (τή νύκτα βγήκαν από τούς πύργους, πέρασαν μέσα από τό στρατόπεδο τού πασά καί κρύφτηκαν στά βουνά) μόνον τρεις εσκοτώθησαν άνδρες, και μέρος γυναίκες, και έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι. Και έτσι έμειναν δύο αδέλφια μου σκλάβοι, το ένα τριών χρόνων και το άλλο ενός, άλλα δύο εσκλαβώθηκαν, και έπειτα ελευθερώθηκαν. ΌΌταν έκαμαν το γιουρούσι, έπιασαν τα βουνά οι Τούρκοι δια νυκτός εβασίλευσε το φεγγάρι εις την μέσην νύκτα, και βασιλεύοντας το φεγγάρι εβγήκαν νύκτα μικρή και δεν έλαβαν καιρόν να φύγουν κατά την Μάνη· επήγαν εις τους λόγκους κ' επήρε ημέρα. Τον Παναγιώταρον ζωντανόν τον έπιασαν και έπειτα τον εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώτες. (Επειδή είχε φεγγάρι, περίμεναν μέσα στά βουνά γιά νά φύγουν, καί όταν έδυσε τό φεγγάρι καί έπεσε σκοτάδι βγήκαν από τίς κρυψώνες, αλλά δέν πρόλαβαν, διότι ξημέρωσε καί μέ τό φώς τής ημέρας οι Τούρκοι τούς ανακάλυψαν. Τον Παναγιώταρο τόν σκότωσαν οι ντόποιοι Τουρκοι από τά Μπαρδουνοχώρια). Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε με δύο του αδέλφια, Αποστόλη και
91
Γεώργη, ο ένας εις τον λόγκον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε, εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου Αναγνώστης από τους κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. (Από τέσσερα εδέλφια σκοτώθηκαν ο Κωνσταντής, ο Αποστόλης καί ο Γιώργης Κολοκοτρώνης. Ο Γιώργης αυτοκτόνησε γιά νά μήν πέσει ζωντανός στά χέρια τών Τούρκων). Εγώ, η μάννα μου (Ζαμπέτα), η αδελφή μου εγλύτωσαν με τα παλληκάρια του πατέρα μου. Εις το γιουρούσι ελαβώθηκε με σπαθί ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, και με προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δεν εφάνη το κεφάλι του, οι φονείς του τον εσκότωσαν και τον έκρυψαν δια το βίο του. (Τραυματισμένος ο Κωνσταντής παραδόθηκε καί παρά τίς διαβεβαιώσεις τών Τούρκων ότι θα τον σεβαστούν, τον αποκεφάλισαν και το ακέφαλο σώμα του το πέταξαν σε βάραθρο). ΌΌσα είχεν απάνω του, σε τρία χρόνια τον ξέθαψαν τον Κολοκοτρώνη Κωσταντή, από το μικρό δάκτυλο τον γνώρισαν οπού είχε γυρισμένο από μία σπαθιά τουρκική, τον είχαν κρύψει εις μία τρούπα της "Αρνης καί Κοτζατίνας" τον έθαψαν έπειτα εις την Μηλιά. ΉΉτον μελαψώτερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, με ένα καθάριο άτι δεν τον έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός· οι Αρβανίται τον είχαν τόσο τρομάξει που έκαμναν όρκον: "να μην γλυτώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί". 700 μπουλουκτζίδαις εσκότωσε πριν. Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, "σόι άνθρωπος" άσπρος, 37-38 χρόνων. Εις την Ανδρούσαν εσκοτώθη (1772) ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, (Γιάννης Μπότσικας, ο εβδομηντάχρονος παππούς τού Κολοκοτρώνη) έπειτα τον εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, του έκοψαν χέρι και πόδια και τον εκρέμασαν. Ο γέρων πατέρας του Παναγιώταρου επολέμαε από τον πύργον και εμαρτύρησε το φυτίλι ο δούλος που επροσκύνησε, και τον γέροντα τον έπιασαν ζωντανό. Ο Καπετάμπεης ερώταε: διατί δεν προσκυνάει: "Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται". Του έκοψαν χέρια και πόδια, τον κατράμισαν.» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη γιά τόν χαμό τού πατέρα του Για λίγο χρονικό διάστημα οι κλέφτες λούφαξαν. Αλλά μεταξύ των ετών 1785 - 1805 άρχισε να λάμπει στο στρατιωτικό στερέωμα του Μοριά το άστρο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, τού θρυλικού κλέφτη, ο οποίος θά γινόταν ο καπετάνιος τού νεαρού τότε Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα μέ τόν Αμβρόσιο Φραντζή ο Ζαχαριάς κατέσφαζε σάν τά πρόβατα τούς Οθωμανούς. καί είχε στό μπαϊράκι του χαραγμένο τόν
92
σταυρό καί τήν επιγραφή "Ζαχαριάς αρχιστράτηγος Πελοποννήσου". Aλλοι ονομαστοί "Κλέπται" αυτής τής εποχής (1800) στήν Πελοπόννησο ήταν οι Γιαννιάς, Κότζης Κουμπανιώτης καί Ροδόπουλος από τήν Πάτρα, οι Πετμεζαίοι Αθανάσιος, Κωνσταντίνος καί Ιωάννης από τά Καλάβρυτα, ο Γιωργάκης Γιατράκος καί Κολιτζαίοι από τήν Μάνη, οι Κολιόπουλοι (Πλαπουταίοι) από τήν Καρύταινα, ο Νικηταράς από τό Τουρκολέκα, ο Αναγνωσταράς, ο Παναγιώτης Κεφάλας, ο Μήτρος Ντόγκας, ο Κοντογιωργάκης, ο Ηλίας Μαργελιώτης καί πολλοί άλλοι. Αυτή η γενιά τών κλεφτών θά αποτελούσε τόν πυρήνα τής στρατιωτικής οργάνωσης τών επαναστατημένων Γραικών λίγα χρόνια αργότερα, έστω καί αν η τουρκική εξουσία σέ συνεργασία μέ τούς μεγαλοκτηματίες καί τήν Εκκλησία θά κατάφερνε νά τούς αποδυναμώσει. Μάλιστα ο Γέρος τού Μοριά θά δήλωνε μετά τήν απελευθέρωση: "Αν εζούσαν οι παλαιοί ηθέλαμεν κυριεύσει την Πελοπόννησο τον πρώτον χρόνο". «Στις χώρες σκλάβοι κάθονται, τους Τούρκους εργατεύουν Και στα βουνά κλεφτόπουλα με το σπαθί στο χέρι Πασά τους έχουν το σπαθί, βεζύρη το ντουφέκι Κάλλιο να ζω με τα θεριά παρά να ζω με Τούρκους.» Δημοτικό τραγούδι «Πρώτιστον μέλημα τής τουρκικής εξουσίας ήτο ο εξευτελισμός, η ταπείνωσις καί η απογύμνωσις τού ραγιά, όστις ουδέν αγαθόν, είτε φυσικόν, είτε επίκτητον εδύνατο νά χαίρη ελευθέρως. Η σύζυγος, τά τέκνα, ο οίκος, εν γένει τά κτήματα, τά κτήνη καί πάν ό,τι εκέκτητο ο ραγιάς υπέκειτο εις τήν αρπαγήν... ΊΊνα εξευτελίση η τουρκική εξουσία τόν ραγιάν απηγόρευε αυτώ καί τή οικογενεία του νά ενδύηται κατά βούλησιν, τό σχήμα τών ενδυμάτων καί τό χρώμα αυτών ήσαν ωρισμένα υπό τής τουρκικής εξουσίας... Πολλά έγραψαν καί είπον περί τής ανεξιθρησκείας τής τουρκικής εξουσίας, αλλ' οι τοιούτοι ουδόλως εμελέτησαν τήν ιστορίαν, διότι ελησμόνησαν ότι από τής εμφανίσεως τού μωαμεθανισμού επό τής γής μέχρι τής εξαφανίσεως τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο κατά τών χριστιανών προσηλυτισμός εγένετο παρ' αυτού ουχί διά λόγον αλλά διά τής μάχαιρας, ήτις έπιπτεν επί τού τραχήλου τών υποδουλομένων ανδρών. Ούτω επλήθυναν οι μουσουλμάνοι εν τή Μικρά Ασία καί λογίζονται τήν σήμερον πολλαπλάσιοι τών χριστιανών. Μετά τήν κατάκτησιν απάσης τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ουδένα φόβον έχων ο μωαμεθανισμός έπαυσεν εν μέρει τόν διά τήν βίας
93
προσηλυτισμόν καί περιωρίσθη εις καταπιέσεις καί ταπεινώσεις κατά τού χριστιανισμού διότι είχεν ανάγκην χειρών πρός καλλιέργειαν τών ερημωθεισών γαιών καί τών κτήσεων αυτού... Εν τούτοις υπήρχον καί τινα μέρη τής Ελλάδος άτινα η τουρκική εξουσία, εξ ανάγκης αφήκεν εν μέρει ελεύθερα εις οπλοφορίαν, τοιαύτα δέ ήσαν η Λακωνία (Μάνη), οι περί τόν Ταΰγετον καί Κυλλήνην κατοικούντες ΈΈλληνες, η Αιτωλία, Ακαρνανία, Ευρυτανία, Δωρίς, οι περί τόν ΌΌλυμπον, Πίνδον (Αγραφα) καί εις τά Ακροκεραύνια όρη (Χιμάρα) κατοικούντες ΈΈλληνες, οι εν τή νήσω Κρήτη κατοικούντες παρά τά Λευκά όρη (Σφακιά), εν αις επαρχίαις υπήρχον οι λεγόμενοι κλέπται καί αρματωλοί, εν δέ ταίς νήσοις η ΎΎδρα, αι Σπέτσαι καί τά Ψαρά, ών νήσων οι ναυτικοί ένεκα τών πειρατών καί ιδίως τών Αλγερινών, εξησκήθησαν εις ναυμαχίας...» Χρήστος Βυζάντιος Εν Αθήναις 1874- Ο τακτικός στρατός από τό 1821 μέχρι τό 1833 «Τήν ίδιαν ημέραν έμπηκαν στ' Ανάπλι μέ τήν βία, τότε νά ιδής πώς άρπαξαν γυναίκες καί παιδία. Τό μεσημέρι εμπήκασι εννηά τού Ιουλίου, ο θρήνος καί η σκλαβιά τού περιφήμου Αναπλίου. Σάββατο ημέρα επάρθηκε ήτον κοντά τό γέμα, πού μέσα στ' Ανάπλι έτρεχε σάν ποτάμι τό γαίμα. Τότε νά ιδής τόσα κορμιά τών χριστιανών κομμένα, νά μήν εγνωρίζουνται στό αίμα κυλιμένα.» Δημοτικό γιά τήν κατάληψη τού Ναυπλίου από τούς Τούρκους (1715) «Εμαραθήκαν τά βουνά, 'μαραθήκαν κ' οι κάμποι, Μαράθηκεν η Καστανιά, ο Πύργος τής Καστάνιας, Πούχε τούς Κλέφτες τούς πολλούς τούς Κολοκοτρωναίους, Πού' πήγαιναν στήν Εκκλησιά τ' ασήμι φορτωμένοι. Κ' έβγαιναν κ' εκουβέντιαζαν τής Εκκλησιάς στήν πόρτα, Κι' ο Κωνσταντής τούς έλεγε, κι΄ο Κωνσταντής τούς λέγει, - Τούτ' η χαρά πώχομαι 'μείς θέ νά μάς φέρη λύπη,
94
Απόψ' είδα στόν ύπνο μου, στόν ύπνο πού κοιμούμουν, Κ' εκάηκεν τό πόσι μου (μεταξωτό μαντήλι γιά τό κεφάλι) κ' η φούντα τού σπαθιού μου, Τό πόσι μου, η γυναίκα μου, τά μαύρα τά παιδιά μου! Τ' έχουν της Μάνης τα βουνά όπου είναι βουρκωμένα; Καν o βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε. Μηδέ νοτιά τα βάρεσε, μηδ' ο βοριάς τα πήρε, Παλεύει o καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη. Στεριά παλεύει o Αλήμπεης μ' άρματα του πελάγου, Στην ’ρεια που έρριψε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι. Ποιος είνε o Παναγιώταρος, ποιόν λεν Κολοκοτρώνη; Να 'ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε. Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη, Δεν προσκυνούμ' Αλήμπεη, ο νους σου μην το βάνη Τ' άρματα δεν τα δίδομε, ραγιάδες να γενούμε, Παρά θα γένη πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια. Κι' Αλήμπεης, σαν τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη, Δώδεκα μέρες πολεμάει με τόπια, με ντουφέκια.
95
Την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν, Καρσί στον Πύργο τόβαλαν, τον πύργο να χαλάσουν . Βλέπουν τον πύργο κ' έτρεμε κ' ήθελε να πέση, Κ' οι κλέφταις έπλακωσανε και τα νησιά γιομίσαν. Κ' οι Μπαρδουνιώταις πάν κοντά που ξέρουν τα γιατάκια. Πουλάκι επήγε κ' έκατσε στην έρημη Καστάνια. Δεν εκελάιδει κ' έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα. Πολύ κακό πού πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι, Πού τους εσκλάβωσ' ή Τουρκιά, τα' Αλήμπεη τ' ασκέρι. Την ταπεινή Αναγνώσταινα την πήραν οι Λαλιώταις, Τη δόλια την Γεωργάκαινα την παν στην Καλαμάτα. Κ' η Κωσταντού (μάνα τού Θοδωρή) ήταν πονηρή κ' έντύθηκε τα' ανδρίκια, Πήρε το αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι Και με τους άνδρες έσμιξε και πάει τη μέσα Μάνη. Κ' Αλήμπεης πού τα' άκουσε πολύ του κακοφάνη Δεν είχα Τούρκους εδικούς, δεν είχα παλληκάρια. Για να την πιάσουν ζωντανή. Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι να βρέξει θέλει,
96
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο κάμπος. ΈΈσύρανε τα ρέματα, έσυραν τα λαγκάδια, Κ' εκόπηκε το πέρασμα, κ' εκόπη το γιοφύρι. που κει περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι, με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τοις άσημομπιστόλαις. Κινάν και πάν' ς την εκκλησιά για να λειτουργηθούνε, φορούν τα πόσια τα χρυσά, τοις άσημοπαλάσκαις. Σίντας ξελειτουργήσανε και βγηκαν'ς την κουβέντα, πετάχτηκε ο Κωσταντής και λέει του Δημητράκη "Τούτ' η χαρά που 'χομ' εμείς σε λύπη θα μας φέρη, πολλή Τουρκιά μας έζωσε, ο Θεός να μας γλυτώση". Τ' ακούει ο Παναγιώταρος κ' εσβήστη από τα γέλια, "Τι λες κουμπάρε Κωσταντή τι λες τι κουβεντιάζεις; Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι; Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος, ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και ο Αλλαμάνος". Τρεις περδικούλαις κάθουνται 'ς τον πύργο της Καστάνιας, η μία κλαίει τον Κωσταντή, η άλλη το Δημητράκη
97
κ' η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη. » Δύο Δημοτικά τραγούδια γιά τόν αφανισμό τού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, τού Παναγιώταρου καί τών οικογενειών τους στόν Πύργο τής Καστάνιτζας (1780) «Υπήρχαν προσέτι εις τήν Ελλάδα καί άλλα σώματα οπλοφόρα, οι λεγόμενοι κλέπται, οι οποίοι έζων εις τά όρη ή κατέφευγον εις τήν Επτάνησον, οσάκις κατεδιώκοντο... ΌΌτε λοιπόν ήρχισαν αι εχθροπραξίαι κατά τών Οθωμανών, προύχοντες τινες ή κοτσαμπασίδες τών επαναστατημένων επαρχιών καί οι ρηθέντες καπεταναίοι τών αρματολών καί τών κλεπτών, υψώσαντες τήν σημαίαν τής ελευθερίας καί συλλέξαντες τούς εμπειροτέρους εις τά όπλα από τούς επαναστατημένους κατοίκους, εσχημάτισαν ένοπλα σώματα...» Ο Χρήστος Βυζάντιος, τό 1837 δέν χαρακτηρίζει τούς Κλέφτες ως ληστές καί εγκληματίες, αλλά στρατιώτες τής ελευθερίας «- Καπετάνιε Ζαχαριά, ο Θεός νά σού χαρίση τό μουράτι σου! Παιδί μου νά σέ κάνω, δώσε μου τό παιδί μου τόν Μουσάγα. - Αλλη φορά, Μουσάγα, νά μή μού βγής σέ πόλεμο, γιατί σού κόβω τό κεφάλι καί τήν αδελφή σου καί τή μάνα σου θά τίς βαφτίσω καί θά τίς δώσω γυναίκες τών παλληκαριών. Τούτο στό χαρίζω (δηλαδή τήν χωσιά πού τού είχε στήσει ο Τούρκος) καί νά προσκυνάς πάντα τό σπαθί, ότι ο κασίδης (φαλακρός) ο Μουχαμέτης (Μωάμεθ) σας δέν βγαίνει μπροστά στόν Χριστό μας. - Πέκ έϊ, πέκ έϊ ( πολύ καλά) μουρμούρισε ο ταπεινωμένος αιχμάλωτος Τούρκος πού τόν επέστρεψε στή μάνα του, ο Κλέφτης από τήν Μπαρμπίτσα. ... Καί νά είσαστε τήν άνοιξι χαζίρι (έτοιμοι) νά σηκωθούμε (εξεγερθούμε). Εμείς στό Μοριά έχουμε σύντροφο καί βοηθό μας τή Μάνη. Τά μανιάτικα χωριά είναι όλα χριστιανικά. Τούρκοι στά χωριά δέν είναι. ΌΌλο στίς χώρες (μόνο στίς πόλεις). Τά κάστρα τά' χουν έρημα χωρίς ζαϊρέδες (πολεμοφόδια) καί σάν τούς κλείσουμε τούς Μουρτάτες, τούς τά παίρνουμε κι ελευθερώνουμε τήν πατρίδα μας. Καί σείς βαστάτε τή Ρούμελη (κλείστε τά περάσματα νά μήν κατέβει στρατός από Ιωάννινα καί Λαμία όπου υπήρχαν μεγάλα τουρκικά στρατόπεδα) νά μήν ημπορούν οι Τούρκοι νά μπάσουν ιμντάτι (βοήθεια) στό Μοριά. (Γράμμα τού Ζαχαριά στόν Ανδρίτσο, πατέρα τού Οδυσσέα, όπου φαίνονται σχέδια γιά επανάσταση τών χριστιανών κατά τών Τούρκων).» Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης (1759-1805) - Σαράντου Καργάκου Γέρος τού Μοριά - Η ζωή του
98
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στίς 3 Απριλίου 1770 στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας. Μητέρα του ήταν η Ζαμπία (Ζαμπέτα) Κωτσάκη από τήν Αλωνίσταινα καί πατέρας του ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης ηγέτης των Αρματολών της Κορινθίας. Είχε τέτοια φήμη ο Κωνσταντής πού οι Τουρκαλβανοί ορκίζονταν με την φράση "να μην σώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί!" Η φάρα του Κολοκοτρώνη, τό Κολοκοτρωνέικο, ποτέ δέν συμβιβάστηκε μέ τόν κατακτητή, ποτέ δέν τόν προσκύνησε καί πάντοτε τόν πολεμούσε. Ο παππούς του Θεοδωράκη Γιάννης Κολοκοτρώνης είχε πέντε γιούς: τόν Αναγνώστη, τόν Βασίλη, τόν Κωνσταντή, τόν Αποστόλη καί τόν Γιώργη. Οι τρείς τελευταίοι σκοτώθηκαν στήν περίφημη μάχη τής Καστάνιτσας (1780). ΌΌταν ο Γιάννης έμαθε γιά τή γέννηση τού εγγονού του, έκανε τήν λανθασμένη πρόβλεψη, ότι ακόμα ένας Κολοκοτρώνης γεννήθηκε σκλάβος καί θά πεθάνη σκλάβος. Ο ίδιος κρεμάστηκε αφού προηγουμένως τόν ακρωτηρίασαν οι Τούρκοι, τό 1772. Η καταγωγή τής οικογενείας κρατάει από τό ακατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι τού Δήμου Φαλάνθου, νοτίως τής Βυτίνας. Στό επίσης εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Αρκουδόρεμα οι Κολοκοτρωναίοι διατηρούσαν τά λημέρια τους. Μετά τήν εξόντωση τής οικογένειας, ο Αναγνώστης Κολοκοτρώνης φρόντισε για την ασφάλεια της χήρας του αδερφού του και του δεκάχρονου Θεοδωράκη φυγαδεύοντάς τους στο χωριό Μηλιά της Μάνης, όπου έμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πήγαν στήν Αλωνίσταινα, στούς πρόποδες τού Μαίναλου, από όπου κρατούσε η καταγωγή της Ζαμπέτας. Στή συνέχεια ο θείος Αναγνώστης, τούς πήγε στό χωριό Σαμπάζικα (Ακοβο), όπου η Ζαμπέτα ξενοΰφαινε, καί έκοβε ξύλα τά οποία ο μικρός Θόδωρος τά κουβαλούσε στήν Τρίπολη καί τά πουλούσε. ΌΌταν, μιά μέρα ο μικρός Θοδωράκης έμπαινε μέ τό γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα, στήνΤρίπολη, τό ζώο παραπάτησε σέ μία λακούβα μέ νερά καί βράχηκε ένας Τούρκος πού περνούσε δίπλα του. Τότε αυτός αγριεμένος τού έδωσε δύο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης από τήν ημέρα εκείνη δέν ξαναπήγε στήν Τρίπολη. Θά έμπαινε ύστερα από σαράντα χρόνια στρατηγός τών Ελλήνων καί εκδικητής. Τό 1790 παντρεύτηκε σέ ηλικία 20 χρονών τήν θυγατέρα τού προεστού Καρούτσου τήν Αικατερίνη (1790) μέ τήν οποία έκανε έξι παιδιά. Βγήκε από μικρός στήν κλεφτουριά καί γρήγορα έγινε πρωτοπαλίκαρο τού Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Μάλιστα ο Ζαχαριάς, όταν παρατηρούσε τό νεαρό κλέφτη νά μήν αποχωρίζεται τό τουφέκι του ούτε ακόμα καί όταν χόρευε, είχε προβλέψει ότι κάποτε αυτός θά πάρει τήν θέση του καί θά γίνει καπετάνιος. Πράγματι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σέ νεαρή ηλικία, έγινε καπετάνιος, επικεφαλής εξήντα ανδρών καί αφού οι Τούρκοι δέν μπορούσαν νά τόν θανατώσουν τόν
99
έκαναν αρματολό στήν επαρχία Λεονταρίου καί Καρύταινας. Συμμετείχε καί στίς εμφύλιες διενέξεις μεταξύ τών οικογενειών τής Μάνης, βοηθώντας τόν μπέη Παναγιώτη Κουμουντουράκη πού μαχόταν εναντίον τού μισητού του αντιπάλου Αντώνμπεη Γρηγοράκη. «H Μάνη εφθόνησε τό Μπέϊ, ήλθε καί ο Σερεμέτ Μπέϊς, διά νά βάλουν τόν Αντωνόμπεη Γληγοράκη. ΉΉλθε ο Μπέϊς ο Κουμουντουράκης εις τήν Καλαμάτα μέ εξήντα ανθρώπους, εγώ είχα δεκαοκτώ. Μέ εμπόδιζαν νά βοηθήσω τόν Κουμουντουράκη, αλλά έπρεπε νά τόν βοηθήσω εξ αιτίας τής φιλίας. 3000 Τούρκοι καί Μανιάται πηγαίνουν κατά τού Κουμουντουράκη. (Συμμάχησε ο Γρηγοράκης μέ τούς Τούρκους γιά νά γίνει μπέης καί επιτέθηκε στόν Κουμουντουράκη). Βλέπω μικρά μπαϊράκια εις ταίς Καπετανίαις, συμβούλευσα νά μήν πάμε μέσα εις τήν Μάνη, ηθέλαμε νά πιάσωμε τό κάστρο τού Κουμουντουράκη τέσσαρες ώραις μακρυά από τήν Καλαμάτα. Οι Καπετανάκιδες καί άλλοι Μανιάταις μάς πολέμησαν, ελαβώθηκα. Επιάσαμε τόν πύργον, έπειτα διά νυκτός ανέβημεν εις τό Κάστρο. Η πατζαούρες (τά βόλια πού δέχτηκε από πυροβολισμό) τής λαβωματιάς ήτον μέσα. Ο Παναγιώτης Μούρτζινος καί ο Χρηστέας, φίλοι πατρικοί, τούς γράφω ένα γράμμα, μέ κάθε συμβιβασμό νά έβγω, νά υπάγω εις τήν Μάνην να γιατρευθώ. Οι Μούρτζινοι λέγουν εις τόν Σερεμέτ Μπέη νά εβγάλουν τούς κλέφταις διά νά αδυνατίση ο Κουμουντουράκης, και έτζι εγέλασαν τον Σερεμέτ μπέϊ νά έβγω εγώ από μέσα, καί μού είπαν νά έβγω μέ όλους μου τούς ανθρώπους... (Είπαν στόν Τούρκο νά βγούν οι Κλέφτες, τάχα γιά νά αδυνατίσει ο αντίπάλος, αλλά ήθελαν νά βοηθήσουν τόν Κολοκοτρώνη πού ήταν τραυματίας νά ξεφύγει. Βλεπουμε ότι οι Μανιάτες ήταν χωρισμένοι καί πολεμούσαν οι μέν τούς δέ στίς εμφύλιες συρράξεις καί βεντέτες, αλλά μετά επανασυνδέονταν.) Ο Κουμουντουράκης επαραδόθηκε καί τόν πήρε η αρμάδα σκλάβον, εγιατρεύθηκα εγώ επήγα εις τό αρματωλίκι μου. Μού έπεσαν οι προεστοί καί ο κύρ Γιάνης (Δεληγιάννης) καί μού λέγουν: δέν είναι καλόν νά κινδυνεύης εις τήν Μάνην καί νά φέρεις τήν φαμίλιαν σου εις τήν Καρύταινα. (Τού είπαν οι προεστοί νά αφήσει τήν Μάνη καί νά γυρίσει μέ τήν οικογένειά του στήν Καρύταινα). Τά έβγαλα τά παιδιά μου εις τήν Καρύταινα καί εκατοίκησα εις ένα χωριό Στεμνίτζα.» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη γιά τίς εμφύλιες διαμάχες τών Μανιατών Το 1792 βρέθηκε να υποστηρίζει, μαζί με τον καπετάνιο του Ζαχαριά, τη μεγάλη υποχώρηση του θρυλικού κλέφτη Ανδρίτσου (πατέρα του Οδυσσέα) από τη Μάνη προς τις βορεινές ακτές του Μοριά.
100
Απο τήν παραλία της Βοστίτσας τόν πέρασαν απέναντι στή Ρούμελη στό χωριό Ασπρα Σπίτια. Κατά τήν διάρκεια τής "Ξενοφώντειας" αυτής πορείας, οι Ρωμιοί ήρθαν σε επανειλημμένες συγκρούσεις με τους Τούρκους καί τούς επέφεραν απώλειες μέ εκατοντάδες νεκρούς. Από εκεί καί πέρα θά άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση γιά τήν κλεφτουριά τού Μοριά. Η Υψηλή Πύλη έβαλε μπρός νά αφανίσει τούς κλέφτες πάσει θυσία. Ο Σουλτάνος μοίρασε πολύ χρυσάφι καί είτε μέ εκβιασμούς είτε μέ καλοπιάσματα κέρδισε τή συνεργασία των κατσαμπάσηδων καί τών επισκόπων. Οι προεστοί Ζαΐμης καί Ιωάννης Δεληγιάννης συνεννοήθηκαν με το βοϊβόντα τών Πατρών νά δολοφονήσουν τόν Πετιμεζά καί τόν Κολοκοτρώνη καί τά κατάφεραν στήν περίπτωση μόνο τού Σουδενιώτη αγωνιστή. «Εβγήκε φερμάνι νά μάς σκοτώσουν καί τούς δύο Πετιμεζά κι' εμέ, 1802. ΈΈνας βόϊβοδας τής Πάτρας ενήργησε αυτό - τό φιρμάνη έλεγε: ΉΉ τούς δύο ημάς ή τά κεφάλια τών Κοτζαμπασίδων. Εσκότωσαν τότε τόν Πετιμεζά εις τά Καλάβρυτα καί έστειλαν τό κεφάλι του εις τήν Τριπολιτζά. (Ο Αθανάσιος Πετιμεζάς, στις 11 Ιουνίου 1804 πολιορκήθηκε από τους Τούρκους στον οικογενειακό του πύργο στα Σουδενά καί ύστερα από δεκάωρη αντίσταση τραυματίστηκε δόλια προδομένος από έναν έμπιστο του Οθωμανό καλούμενο Αχμέτ Πετιμεζά. Η κεφαλή του στάλθηκε στο Σεράι του μόρα - βαλεσί στήν Τρίπολη. Παιδιά του ήταν οι: Βασίλειος και Νικόλαος Πετιμεζάς.) - "Τα παλικάρια Θανάση μου τά καλά, συντρόφοι τά σκοτώνουν". Εις τά Μαγούλιανα εσκοτώσαμεν τούς Τούρκους, έκαια τά χωριά. Οι προεστοί βάζουν τόν Κόλια (Πλαπούτα), διά νά προσπέσει νά συμβιβασθούμε, νά ησυχάσουμε. Μάς έδωσαν τό αρματωλίκι. Περάσοντας τρείς τέσσαρους μήνες, ο Δελιγιάννης ήθελε νά μάς χαλάσει, πλήν δέν ημπόρουνε. (Ο διαμόνιος Κολοκοτρώνης γλύτωσε και αυτή τή φορά).» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη Τήν τύχη τού Αθανάσιου Πετιμεζά είχε καί ο Ζαχαριάς. Ο Αντώνμπεης Γρηγοράκης, είχε ρητή διαταγή από τον Σερεμέτ Μπέη να εξοντώσει τον Μπαρμπιτσιώτη αρχικλέφτη. Ο Αντώνμπεης Γρηγοράκης δεν δυσκολεύτηκε να εξασφαλίσει ένα φονιά για την άνανδρη εκτέλεση του Ζαχαριά. Ο θρυλικός καπετάνιος δολοφονήθηκε μέσα στο πύργο του κουμπάρου του Κουκέα, στα Τσέρια της Ανδρούβιστας. Το κεφάλι του Ζαχαριά οι δολοφόνοι το έστειλαν στις Κιτριές όπου είχε αγκυροβολήσει ο Σερεμέτ Μπέης. Αργότερα, σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τό έκλεψαν Αρβανίτες και ένας ΈΈλληνας παπάς καί τό ενταφίασαν χριστιανικά στήν Τρίπολη. Αλλος θρυλικός κλέφτης πού εξοντώθηκε ήταν ο Γιαννιάς από τήν Προστοβίτσα (Δροσιά) Τριταίας (1760 - 1805). Ο Γιαννιάς από μικρός
101
είχε βγεί στήν κλεφτουριά καί συμμετείχε σέ μάχες μαζί μέ τόν Λάμπρο Κατσώνη, τόν Ζαχαριά καί τόν Ανδρέα Ανδρούτσο. Το 1805 έπεσε σέ παγίδα πού τού είχαν στήσει οι Τούρκοι, τραυματίστηκε καί τόν συνέλαβε στήν Κερτίζα ο παλιός του φίλος Κονταχμέτης ο Λαλιώτης. Τόν μετέφεραν στήν Πάτρα καί τόν κρέμασαν σέ μία μελικοκιά πρό τού ναού τού Αγίου Αθανασίου στήν σημερινή Πλατεία Μαρούδα, μαζί μέ τόν γιατρό Τζιμίκο Η επιχείρηση τών Τούρκων γιά τόν χαλασμό τής κλεφτουριάς πέτυχε. Ευτυχώς, ο Κολοκοτρώνης κατάφερε νά διαφύγει τό 1805, στήν ρωσοκρατούμενη Ζάκυνθο όπου συνάντησε Σουλιώτες καί Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς καί από κοινού έστειλαν αναφορά στόν Τσάρο Αλέξανδρο της Ρωσίας ζητώντας βοήθεια γιά νά απελευθερωθεί η Ελλάδα. Εκεί οι Ρώσοι τούς πρότειναν νά ενταχθούν στό ρωσικό στρατό καί νά πολεμήσουν τούς Γάλλους στή Νεάπολη τής Ιταλίας. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αρνήθηκε δηλώνοντας ότι δέχεται νά πολεμήσει μόνο γιά τήν πατρίδα, αφού μιά φορά βαπτίστηκε μέ τό λάδι καί τή δεύτερη θά βαπτισθεί μέ τό αίμα τής ελευθερίας τής Ελλάδος. Ο Γέρος του Μοριά επανήλθε στήν Πελοπόννησο τό 1806. Η ζωή του όμως ήταν ένα μαρτύριο αφού νυχθημερόν πολεμούσε τούς διώκτες του σέ χωριά τής Μεσσηνίας καί τής Αρκαδίας, υποφέροντας διαρκώς τό κρύο καί τά χιόνια, τήν κούραση, τήν πείνα, τίς κακουχίες καί τήν προδοσία. «Τότε κάμνει ένα φερμάνι ο Σουλτάνος νά σκοτώσουν τούς κλέφτας. Αφοριστικό έρχεται τού Πατριάρχου διά νά σηκωθή όλος ο λαός, καί έτζι εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος, Τούρκοι καί Ρωμαίοι, κατά τών Κολοκοτρωναίων. (Ο Πατριάρχης Γρηγόριος αφόρισε τούς κλέφτες καί όλοι μαζί Τούρκοι καί ΈΈλληνες κυνηγούσαν τούς Κολοκοτρωναίους). Ο Πετιμεζάς, ο Γιαννιάς και ο Ζαχαριάς ήτον χαϊμένοι πρωτήτερα, καί ευρέθηκα μέ μόνον 150... Εμάθαμεν ότι ήλθε τό Συνοδικό καί τό Φερμάνι. (Εμαθε γιά τόν αφορισμό καί τό φιρμάνι τής εξόντωσής τους από τόν σουλτάνο καί πρότεινε στά παλληκάρια του νά φύγουν πάλι γιά τή Ζάκυνθο). Εμάζωξα όλους εως 150 καί τούς είπα νά αναχωρήσωμεν νά πάμε εις τήν Ζάκυνθον. Αυτοί αφού άκουσαν ότι οι Ρούσοι είχαν πάρει όλους τούς ΈΈλληνας καί τούς επήγαν εις τήν Νεάπολι, μέ απεκρίθηκαν όλοι μέ ένα στόμα, ότι "ημείς δέν πηγαίνομεν εις τήν Φραγκιά καί θέλομε ν' αποθάνωμεν επάνω εις τήν πατρίδα μας". Ο αδελφός μου ο Γιάννης μέ είπε ότι: "θέλω νά μέ φάγουν τά όρνεα τού τόπου μας". Τούς φίλους μας όπου είχαμεν εις τήν Μάνη, καθώς Κουμουντουράκιδες, Μούρτζινους καί λοιπούς, τούς είχεν ο Αντωνόμπεης εξορίσει εις τήν Ζάκυνθον, καί
102
δέν είχαμεν πλέον καταφύγιον εις τήν Μάνη. Καί τά βουνά ήταν γεμάτα χιόνια καί δέν ειμπορούσαμε νά πάμε, αμή 30 εχωρίσθηκαν κατά τά Πηγάδια καί οι άλλοι ανοίξαμεν μπαϊράκι καί ετραβήξαμεν κατά τόν Αγιον Πέτρο. Εστείλαμεν εις τά Βέρβενα νά μάς στείλει ψωμί καί ζωοτροφίας, καί αυτοί μάς αποκρίθησαν: «ΈΈχομε βόλια καί μπαρούτι», καί επήγαμε καί τούς χαλάσαμε. (Οι προεστοί στά Βέρβενα Κυνουρίας αρνήθηκαν να τροφοδοτήσουν μέ τρόφιμα τούς κλέφτες καί τότε οι Κολοκοτρωναίοι, μέ επικεφαλής τόν αδελφό τού Θόδωρου, Γιάννη πού τόν ονόμαζαν Ζορμπά γιά τόν ανυπόταχτο χαρακτήρα του, ρίχτηκαν στά σπίτια τού χωριού τά λεηλάτησαν καί τά έκαψαν. ΌΌσοι από τούς προεστούς γλίτωσαν, έτρεξαν στό Μόρα βαλεσή τής Τριπολιτζάς καί ζήτησαν βοήθεια γιά τό χαλασμό τών κλεφτών. Καί ο Σεϊτ Οσμάν, πού κείνη τήν εποχή ήταν βαλής στό Μοριά, οργάνωσε ένα πανίσχυρο καταδιωκτικό σώμα μέ αρχηγό τόν Κεχαγιάμπεη. Μάζεψε αυτός πολύ στρατό, πήρε μαζί του κρεμάλες, τσεκούρια, σφυριά, σούβλες, παλούκια κι άλλα όργανα βασανιστηρίων καί ξεκίνησε. γιά νά τιμωρήσει τούς κλέφτες. Στρατοπέδευσε στήν Σκάλα Μεσσηνίας καί αυτό τό χωριό αποτέλεσε τόπο βασανιστηρίων καί μαρτυρίων γιά εκατοντάδες χριστιανούς. Σέ έναν ανεμόμυλο πού έκτοτε ονομάστηκε Παλουκόραχη (παλκόραχη), επί μήνες ο Κεχαγιάμπεης παλούκωνε, έψηνε στίς σούβλες ή έκοβε σέ κομμάτια κάθε συλλαμβανόμενο κλέφτη ή ύποπτο συνεργασίας. Στή συνέχεια, οι Τούρκοι χωρικοί μετέφεραν τά κεφάλια στήν Τριπολιτσά γιά νά πάρουν το μπαξίσι από τον πασά.) Από εκεί απεράσαμεν πίσω εις τά Σαμπάτζικα (Ακοβο). Τότε επρόσταξε ο Πασσάς όλαις ταίς επαρχίαις διά νά έβγουν Τούρκοι καί Ρωμαίοι νά μάς βαρέσουν. Από Σαμπάτζικα εκατεβήκαμεν εις τό Μοναστήρι τής Βελανιδιάς, καί εστείλαμεν εις τήν Καλαμάτα νά μάς στείλει ψωμί καί φουσέκια, καί οι Καλαματιανοί εφοβούντο νά μάς στείλουν. Ημείς εκινήσαμεν τότε νά πάγωμεν μέσα εις τήν Καλαμάτα διά νά κτυπήσωμεν τούς Τούρκους. Τότε οι προεστοί μάς έφερον οι ίδιοι ζαερέ καί μπαρουτόβολο καί στουρνάρια εις τόν Αγιον Ηλία, πλησίον τής Βελανιδιάς. Από εκεί ετραβήξαμε τήν ημέραν καί επήγαμεν εις τό Πήδημα, σύνορο Καλαμάτας καί τό βράδυ επήγαμεν εις το Τζεφερεμίνι. Μία ώρα μακρυά από εκεί όπου είμαστε ημείς, εις τήν Σκάλα, ήλθε ο Κεχαϊά - μπεης μέ 2.000 Τούρκους, μέ τά παλούκια. Τό βράδυ επήγαμεν εις τό Αλιτούρι, καί εκεί μάς επλάκωσαν Ανδρουσανοί, Λεονταρίτες καί λοιποί έως 700. ΉΉλθαν τήν αυγήν, αρχίσαμε τόν πόλεμο, ημείς εβγήκαμε από τό χωριό, τούς πήραμε κυνηγώντας έως μίαν ώραν μακριά, τούς επήραμε 4 άτια, πολλοί επνίγηκαν εις τό ποτάμι καί άλλους εσκοτώσαμε, καί επήραμεν πολλάς ζωοτροφίας καί πολεμοφόδια. (Οι κολοκοτρωναίοι κυνηγημένοι σάν τά θηρία από τήν Καλαμάτα μέχρι τήν Τρίπολη καί από τήν Κυνουρία μέχρι
103
τήν Γορτυνία, καί μετά από δεκάδες μάχες, τίς οποίες ο Θεόδωρος περιγράφει στή διήγησή του, χωρίστηκαν σέ μπουλούκια (ομάδες) γιά νά σωθούν, λέγοντας ο ένας στον άλλο "καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο". Οσοι δεν πήγαν μαζί με τον Θεοδωράκη εξοντώθηκαν. Ο ξαδελφός του Δημητράκης ή Κουντάνης θανατώθηκε ύστερα από φρικτά βασανιστήρια. Ο αδελφός του Γιάννης Ζορμπάς κρύφτηκε στό μοναστήρι Αιμυαλών στή Δημητσάνα, όπου προδόθηκε από τούς μοναχούς καί τόν σκότωσαν έπειτα από πολιορκία οι Τούρκοι. Μάλιστα όταν επέστρεψε στρατηγός πλέον ο Θεόδωρος θέλησε νά κάψει τό μοναστήρι αλλά οι ντόπιοι δέν τόν άφησαν.) Ο Δημητράκης εκάθησε δύο ημέραις εις τήν Βυτίνα, έφυγε από εκεί. Τού Δημητράκη τού έκοψαν τό κεφάλι καί τό χέρι, τό παρρησίασαν ως δικό μου, επειδή είχε γράμματα. Ο Γιάννης δέν εύρε τόν φίλον του, επήγε εις τούς Αιμυαλούς, μοναστήρι, τού έδωκε ένας καλόγερος φαγί καί έπειτα επήγε, έδωσε είδησιν εις τούς Τούρκους, επήγαν, τόν πολιόρκησαν εις τόν ληνόν καί τόν εσκότωσαν.» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αποκομμένος πλέον από τούς συγγενείς του, κρύφτηκε έξω από τή Βυτίνα όπου πάλι ένας βοσκός τόν πρόδωσε στούς Τούρκους. Από τήν συμπεριφορά όμως τού τσοπάνη, κατάλαβε τήν προδοσία καί διέφυγε γιά νά περάσει από τό Ζυγοβίστι στό Χρυσοβίτσι καί από εκεί νά καταλήξει στήν Μεγάλη Καστανίτσα (σημερινή Καστανιά ανατολικά από τή Στούπα). Εκεί φιλοξενήθηκε από τόν συμπέθερό του Κωνσταντίνο Δουράκη γιά ένα μήνα. Ο μπέης Αντώνιος Γρηγοράκης, ο οποίος είχε λάβει από τόν πασά τής Τριπολιτσάς 50.000 γρόσια γιά νά συλλάβει τόν Κολοκοτρώνη συμφώνησε μέ τόν Δουράκη νά παραδώσουν τόν κλεφταρματολό στούς Τούρκους. Ο Δουράκης έβαλε αφιόνι (δηλητήριο) στό κρασί τού Κολοκοτρώνη, αλλά ο Κολοκοτρώνης είχε καταλάβει τήν αλλαγή τής συμπεριφοράς τής γυναίκας τού μανιάτη καί τό έχυσε τό κρασί. Πάλι ξέφυγε από τή σύλληψη ο κυνηγημένος από τούς πάντες Κολοκοτρώνης καί κατάφερε νά μπαρκάρει σέ ένα καΐκι στό Μαραθονήσι (Γύθειο) καί αφού έμεινε γιά λίγο στό Τσίριγο (Κύθηρα), έφθασε επιτέλους στήν ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. «Μιά φορά επήγα εις τό πανηγύρι τής Αγίας Μονής. Αυτό τό μοναστήρι ήτον μεγάλο καί εχαλάσθη ες τήν πρώτην Τουρκιά. ΌΌταν επέρασα, ήτον μία μάνδρα χαλασμένη καί σκεπασμένη εκκλησιά μέ κλάδους δένδρων. Τότε έταξα ότι: "Παναγία μου, βοήθησέ μας νά ελευθερώσωμεν τήν Πατρίδα μας από τόν Τύραννο καί θά σέ φκιάσω καθώς καί ήσουν πρώτα" (1803). Μέ εβοήθησε, καί εις τόν δεύτερον
104
χρόνον τής επαναστάσεώς μας επλήρωσα τό τάμα μου καί τήν έφκιασα. Αυτό τό είδος τής ζωής όπου εκάμναμε μάς βοήθησε πολύ εις τήν επανάστασι, διότι ηξεύραμεν τά κατατόπια, τούς δρόμους, τάς θέσεις, τούς ανθρώπους. εσυνηθίσαμεν νά καταφρονούμεν τούς Τούρκους, νά υποφέρομεν τήν πείναν, τήν δίψαν, τήν κακοπάθειαν, τήν λέρα, καί καθεξής.» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη Τά Επτάνησα βρίσκονταν υπό ρωσική κυριαρχία καί εκεί μαζί μέ τόν Κολοκοτρώνη, είχαν βρεί καταφύγιο καί άλλοι κυνηγημένοι κλέφτες όπως ο Αναγνωσταράς, ο Νικηταράς καί οι Πετμεζαίοι. Ο Θεοδωράκης συνάντησε επίσης καί τούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς Κατσαντώνη, Δημήτρη Καραΐσκο, Γιώργη Βαρνακιώτη, Σκυλοδήμο, Κούμπαρη, Γιάννη Σταθά, Νίκο Τσάρα, Βλαχάβα αλλά καί τούς Σουλιώτες οι οποίοι είχαν χάσει τό Σούλι από τόν Αλή πασά. ΌΌπως ήταν φυσικό όλοι αυτοί οι εμπειροπόλεμοι Ρωμιοί όταν συναντήθηκαν στά Επτάνησα συζητούσαν μεθόδους καί τρόπους γιά τήν αποτίναξη τού τουρκικού ζυγού από τήν πατρίδα τους. Το καλοκαίρι του 1807 γνώρισε στήν Αγία Μαύρα (Λευκάδα) τον Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ την ίδια χρονιά, όταν η ναυτική ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Σενιάβιν αναχώρησε από την Κέρκυρα με σκοπό την υποκίνηση εξέγερσης των νησιών του Αιγαίου εναντίον των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης δραστηριοποιήθηκε στό Αρχιπέλαγος (Αιγαίο) μέ το πλοίο του καπετάνιου Γεωργίου Αλεξανδρή. Από τό πειρατικό πλοίο έστειλε επιστολή στόν Γρηγόριο πού βρισκόταν στό Αγιον ΌΌρος, κατηγορώντας τόν γιά τούς αφορισμούς, τήν συνδρομή τών κατοίκων τής Δημητσάνας στούς Τούρκους καί τόν θάνατο τού αδελφού του Γιάννη στόν μοναστήρι Αιμιαλών. Ο Γρηγόριος, σύμφωνα μέ τόν Μιχαήλ Οικονόμου, τού απάντησε ότι όλα έγιναν κατόπιν πιέσεων "γεγονότα εξ ανάγκης κατά Θείαν συγχώρησιν" καί γιά νά μήν κινδυνέψουν οι χριστιανοί, "επιτίμιον προληπτικόν κακών εκδοθέν υπερ τών τότε κινδυνευόντων χριστιανών". Την άνοιξη του 1808, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Τουρκαλβανού πατρικού φίλου του, Αλή Φαρμάκη από τό Λάλα Ηλείας, να συνδράμει στον αγώνα εναντίον τού νέου διοικητή της Πελοποννήσου, Βελή πασά υιού τού Αλή τών Ιωαννίνων. Ο Αλή Φαρμάκης πολιορκείτο παρά τών Τούρκων στον πύργο του στο Μοναστηράκι της Γορτυνίας, κοντά στό χωριό Κοντοβάζαινα. Εκεί ήλθε καί κλείστηκε μαζί του ο Κολοκοτρώνης. Η πολιορκία κράτησε πολύ. ΌΌταν συμπληρώθηκαν 30 ημέρες, ο Βελής πρότεινε στόν Αλή Φαρμάκη νά παραδώσει τόν Κολοκοτρώνη καί θά τού συγχωρεθούν όλα τά πταίσματά του. Τού είπε μάλιστα ότι είναι κρίμα νά χαθεί τόση Τουρκιά γιά έναν Ρωμαίο. Ο Φαρμάκης αρνήθηκε καί ο πόλεμος
105
συνεχίστηκε. Οι Τούρκοι έφτιαξαν λαγούμι (υπόνομο) κι έβαλαν χίλιες οκάδες μπαρούτι γιά νά ανατινάξουν τόν πύργο. Οι κλεισμένοι τό κατάλαβαν κι έφτιαξαν κι αυτοί αντίθετο υπόνομο ο οποίος αχρήστευσε τό λαγούμι τού Βελή, αφού κατά τήν πυροδότηση τά αέρια τής εκρήξεως βρήκαν έξοδο διαφυγής κι έτσι ο πύργος έμεινε αβλαβής. Ακολούθως Τούρκοι καί Αλβανοί ήλθαν σέ συμβιβασμό. Ο Κολοκοτρώνης "νά υπάγει απείραγος" στή Ζάκυνθο και ο Αλή Φαρμάκης να διατηρήσει τον πύργο του. Ο Κολοκοτρώνης πέρασε από τού Λάλα καί από εκεί πήγε στό Πυργί καί "εμβαρκαρίσθηκε υγιής" γιά τή Ζάκυνθο. Τα Επτάνησα βρέθηκαν υπό αγγλική κυριαρχία τό 1809. Ο Κολοκοτρώνης τήν επόμενη χρονιά κατατάχτηκε σέ σώμα Ελλήνων εθελοντών τού αγγλικού στρατού όπου διακρίθηκε πολεμώντας τούς Γάλλους τού Ναπολέοντα καί γι' αυτό πήρε τόν βαθμό τού Ταγματάρχη. Από εκεί προέρχεται καί η επίσημη στολή μέ τήν χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία μέ τόν λευκό σταυρό. Υπηρέτησε μέχρι τό 1817 τούς Αγγλους αποκομίζοντας σημαντική πείρα στίς πολεμικές επιχειρήσεις τού άριστα οργανωμένου βρετανικού στρατού. Στο διάστημα αυτό μορφώθηκε καί μελέτησε την ελληνική ιστορία, κάτι πού τόν έκανε νά συνειδητοποιήσει ακόμα περισσότερο τήν ανάγκη τού αγώνα γιά τήν σωτηρία τού Γένους. ΌΌταν αποστρατεύθηκε ασχολήθηκε προσωρινά μέ τό επάγγελμα τού ζωέμπορου. Τό 1818 μυήθηκε από τόν Αναγνωσταρά στήν Φιλική Εταιρεία καί μάλιστα τού είπε ότι "είναι χρόνια πού προσμένω τέτοιο χαμπέρι". Αργότερα συναντήθηκε μέ τόν Ιωάννη Καποδίστρια στην Κέρκυρα όπου είχαν συνομιλίες σχετικά μέ τήν οργάνωση της επανάστασης. Το 1819 ο Κολοκοτρώνης έχασε τη γυναίκα του την Κατερίνα. Στις 3 Ιανουαρίου 1821 το πρωί, αφού πήρε την ευχή της μάνας του, έφυγε από τη Ζάκυνθο, μεταμφιεσμένος σε καλόγερο και στις 6 Ιανουαρίου βγήκε στη Σκαμαρδούλα (Καρδαμύλη) της Μάνης καί κρύφτηκε στόν πύργο τού φίλου του τού Μούρτζινου. Από εκεί θά ξεκινούσε ο δεύτερος αγώνας τής ζωής του, ο αγώνας πού ταυτίστηκε μέ τήν Ανάσταση τού Γένους. Εκτός από τίς στρατηγικές του ικανότητες, ο Γέρος πλέον τού Μοριά, είχε καί τό κύρος νά εμψυχώνει τούς Ρωμιούς οι οποίοι μέχρι τότε μόλις άκουγαν τήν ιαχή "Τούρκοι!" έτρεχαν νά σωθούν. Ο Κολοκοτρώνης θά τούς μετέτρεπε σέ μαχητές ικανούς νά στέκονται, νά πολεμούν καί νά ταπεινώνουν τήν αλαζονεία τών μπέηδων, τών σερασκέρηδων καί τών πασάδων. «Ο νύν περιφανής ούτος ανήρ, παιδίον πενητεύον καί άγνωστον εισήρχετο περί δείλην οψίαν εις τήν Τριπολιτζάν φέρον ξύλα επί ημιόνου, ότε καθ' οδόν εραπίσθη παρ' Οθωμανού. Το παιδίον καταλιπόν καί τά ξύλα καί τόν ημίονον προσέφυγεν εις τα όρη και ώμοσε ράπισμα αντί
106
ραπίσματος. Και ιδού η χειρ του ασήμου τούτου παιδίου μετ' ου πολύ θέλει κολαφίσει Αυτοκρατορίαν, ήτις δυσκόλως θέλει ανασηκωθεί μετά το κολάφισμα». Παναγιώτης Σούτσος στόν επιτάφιο λόγο γιά τόν Κολοκοτρώνη «Μαύρη ζωή πού κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες. Ποτέ μας δεν αλλάζουμε καί δέν ασπροφορούμε, ολημερίς στον πόλεμο τή νύχτα καραούλι. Δώδεκα χρόνους έκαμα στούς κλέφτες καπετάνιος, Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δέν πλάγιασα σέ στρώμα, τόν ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τή γλυκάδα, τό χέρι μου προσκέφαλο και τό σπαθί μου στρώμα, και τό καριοφιλάκι μου σάν κόρη αγκαλιασμένο. Βασίλη κάτσε φρόνιμα, νά γίνεις νοικοκύρης, γιά ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες, χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν. - Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι νά γίνω νοικοκύρης. νά κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν, και νάμαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους. Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και τό βαριό ντουφέκι νά πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά 'ς τά κορφοβούνια, νά πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
107
νά βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων.». Κλέφτικα τραγούδια «Μάταια στήν Ελλάδα θά θελήσης νά παραδοθής σέ χιμαιρικές σκέψεις: η πικρή αλήθεια σέ κυνηγά. Καλύβες καμωμένες από ξερή λάσπη, κατάλληλες γιά άσυλο θηρίων παρά ανθρώπων, γυναίκες καί παιδιά μέ κουρελιασμένα ρούχα, πού φεύγουν άμα πλησιάζη ξένος ή γενίτσαρος, κατσίκια κι' αυτά τρομαγμένα πού σκορπίζονται στό βουνό καί σκυλιά πού μόνο αυτά μένουν γιά νά σέ υποδεχθούν... Le Peloponese est desert depuis la guerre des Russes, le joug des Turcs s'est appesanti sur les Moraites ; les Albanais ont massacre une partie de la population. On ne voit que des villages detruits par le fer et par le feu... (Η Πελοπόννησος είναι έρημη: ύστερα από τόν ρωσικό πόλεμο ο τουρκικός ζυγός βάρυνε περισσότερο επάνω στούς Μωραΐτες. Οι Αλβανοί έσφαξαν ένα μέρος τού πληθυσμού. Δέν βλέπει κανείς παρά χωριά καταστραμμένα μέ τήν φωτιά καί τό σίδερο...) Ο πίο μικρός αγάς τού πιό μικρού χωριού παιχνίδι τό έχει νά διώξη έναν ΈΈλληνα χωρικό από τήν καλύβα του, νά τού πάρη τήν γυναίκα καί τά παιδιά του, νά τόν σκοτώση μέ τήν παραμικρή πρόφαση.... Tel est le deplorable etat ou se trouvent aujourd'hui ce port si fameux (Piree). Qui peut avoir detruit tant de monuments des dieux et des hommes ? (Tί αξιολύπητη κατάσταση πού βρίσκεται τό λιμάνι τού Πειραιά; Ποιός μπορεί νά έχει καταστρέψει τόσα μνημεία ανθρώπων καί θεών;) Athenes est sous la protection immediate du chef des eunuques noirs du serail. Un disdar, ou commandant, represente le monstre protecteur aupres du peuple de Solon. Ce disdar habite la citadelle remplie des chefs-d'oeuvre de Phidias et d'Ictinus, sans demander quel peuple a laisse ces debris, sans daigner sortir de la masure qu'il s'est batie sous les ruines des monuments de Pericles : quelquefois seulement le tyran automate se traine a la porte de sa taniere; assis les jambes croisees sur un sale tapis, tandis que la fumee de sa pipe monte a travers les colonnes du temple de Minerve, il promene stupidement ses regards sur les rives de Salamine et sur la mer d' Epidaure. (H Αθήνα βρίσκεται υπό τήν προστασία τού μαύρου ευνούχου τού σεραγιού. Ενας δισδάρης (διοικητής) είναι τό τέρας πού κυβερνά τόν λαό τού Σόλωνα. Αυτός ο δισδάρης κατοικεί στά αριστουργήματα τού Φειδία καί τού Ικτίνου, χωρίς νά διερωτάται ποιός λαός άφησε αυτά τά μνημεία... μέ σταυρωμένα τά πόδια καπνίζει τόν αργιλέ του καί ο καπνός ανεβαίνει στίς κολώνες τού ναού τής Αθηνάς καί αυτός χαζεύει ηλίθια τίς ακτές τής Σαλαμίνος καί τήν θάλασσα τής Επιδαύρου). On dirait que la Grece elle-meme a voulu annoncer par son deuil le malheur de ses enfants. En general, le pays est inculte, le sol nu, monotone,
108
sauvage, et d'une couleur jaune et fletrie. (H Ελλάδα θέλει νά ανακοινώσει μέ τό πένθος της τήν δυστυχία των παιδιών της. Γενικώς η χώρα είναι ακαλλιέργητη, τό χώμα γυμνό, άγριο μέ ένα χρώμα κίτρινο καί μαραμένο). Quand ils seraient debarrasses de la tyrannie qui les opprime, ils ne perdront pas dans un instant la marque de leurs fers. (Oι ΈΈλληνες όταν απαλλαγούν από τούς τυράννους πού τούς καταπιέζουν δέν θά χάσουν ποτέ τά σημάδια τών σιδερένιων δεσμών τής δουλείας). Il n' y a dans le livre de Mahomet ni principe de civilisation ni precepte qui puisse elever le caractere; ce livre ne preche ni la haine de la tyrannie ni l'amour de la liberte. (Στό βιβλίο τού Μωάμεθ, τό Κοράνιο δέν υπάρχουν αρχές πολιτισμου ούτε διδάγματα πού εξυψώνουν τήν προσωπικότητα, ούτε μίσος γιά τήν τυραννία, ούτε αγάπη γιά τήν ελευθερία). La servile creature qu' un pacha peut depouiller de ses biens, enfermer dans un sac de cuir et jeter au fond de la mer. (O ΈΈλληνας είναι τό δουλοπρεπές πλάσμα που μπορεί ένας πασάς νά τού αρπάξει όλη του τήν ιδιοκτησία, νά τόν κλείσει σέ ένα σακκί και νά τόν πετάξει στήν θάλασσα).» Ο περιηγητής Chateaubriand στό βιβλίο του Itineraire de Paris a Jerusalem, περιγράφει τήν σκλαβωμένη Ελλάδα (Pax ottomanica γιά τούς Τούρκους καί τούς γενίτσαρους τού Συνασπισμού) «Ο Κεχαγιάμπεης έστησε τα φονικά όργανα, το της απαγχονίσεως, του ανασκολοπιομού, σφύρας, πελέκεις, κ.λ.π. Εχων δέ και ονομαστικόν κατάλογον προγεγραμμένων τινών ως σχετικοτέρων φίλων των Κλεφτών, οίον γιατάκιδων, κατασκόπων, αποκρυπτόντων, τροφοδοτούντων ή εφοδιαζόντων εν προτέραις καταδιώξεσι, διέταξε να προσέλθωσι και εμφανισθώσιν οι τοιούτοι ενώπιόν του, εμφανιζομένων δε, τινάς μέν προγεγραμμένους ανεσκολόπιζεν τινών δε τα οστά ζώντων, ή δια της σφύρας ή διά του πελέκεως συνέτριψεν ο ίδιος, ούς μεν εκρεούργησεν, ούς δ' ώπτησε (έψησε) και άλλας ωμότητας επεδείξατο δια να εμποιήσει τόν τρόμον.» Οικονόμου Μιχαήλ Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας, περιγράφει τίς τουρκικές θηριωδίες στήν Παλουκοράχη Μεσσηνίας «Στήν Πελοπόννησον συγκλονίζει από αιώνων η ακατάβλητος εποποιΐα τών Κολοκοτρωναίων. Από τού 1532 οπότε ο αρχηγός τής οικογενείας Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης έλαβε τά όπλα κατά τών Τούρκων μέχρι τού Θεοδώρου Κολοκοτρώνη η οικογένεια αυτή γεμίζει τήν ιστορίαν τής Πελοποννήσου μέ τό όνομά της. Μία αδυσώπητος κληρονομική γιγαντομαχία δημιουργείται υπό τής γενεάς αυτής κατά
109
τών Τούρκων... Τώ 1785 ο Θεοδώρος Κολοκοτρώνης καί ο Ζαχαριάς θέτουν τίς βάσεις ενός γενικού συνασπισμού τών αρματωλών Πελοποννήσου όστις περιλαμβάνει καί τόν Μάντζαρην εκ Τεγέας, τόν Καράμπελαν εκ Βερβαίνων, τόν Κόλιαν Πλαπούταν, τόν Αναγνωσταράν, Πετμεζάν καί άλλους. Τω 1806 ότε η Πύλη ηγωνίζετο να καταστείλει την εν Πελοποννήσῳ εξαψιν των πνευμάτων, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' εκδίδει σφοδράν εγκύκλιον προς πάντας τους Μητροπολίτας Πελοποννήσου συνιστών υποταγήν τυφλήν εις τον Σουλτάνον. Τότε εγένετο εν Τρίπολη, σύσκεψις προκρίτων και αρχιερέων Πελοποννήσου εν ή απεφασίσθη να διατρανωθή η προς τον Σουλτάνον πίστης αυτών καταδιωκομένων μέχρις εξοντώσεως των οπλαρχηγών» Τάκη Πιπινέλη Πολιτική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως, 1927 «Σκάλα,18 Μαρτίου 1921. Ο Γιάννης Καρακίτσος, ο Δημήτρης Δρούλιας και ο Νίκος Τσιλίκας, από την «Κούλια» είδαν τον Τούρκο τάταρη (ταχυδρόμο), που σταλμένος από την Τρίπολη μετέφερε στην Ανδρούσα διαταγή συλλήψεως ομήρων. Τα τρία παλικάρια του έστησαν καρτέρι στην Αλλαγή, στις «Γούρνες». Ο Τούρκος έτρεχε σέρνοντας πίσω του και δεύτερο άλογο για να ποδιαλλάζει στο δρόμο για ξεκούραση. Τον συνέλαβαν και τον κουβάλησαν στη Σκάλα γι' ανάκριση. Ο Τάταρης δεν θέλει να μιλήσει. Τον ζορίζουν. Ο Καρακίτσος ανάβει. Το αίμα του πατέρα του, που ανασκολοπίστηκε στη Παλουκόραχη, τον πνίγει. Τούτο το ξέρει καλά ο Κοτζαμπάσης Θεόδωρος Πουλόπουλος, που είτε κρίνοντας το άτοπο της Επαναστάσεως, είτε φροντίζοντας για το κεφάλι του, πετιέται από το μπαλκόνι του και φωνάζει: -Μη σκοτώνεις της Σουλτάνας το παιδί, Καρακίτσο, μη μου καις το σπίτι. Μα του Κλέφτη η καρδιά δε δέχεται συμβιβασμούς. Σιχαίνεται το διπρόσωπο, έστω και σωτήριο για τον καιρό, παιχνίδι του Κοτζαμπάση και του απαντά: -’ιντε μέσα στο «λώζιο» σου, γουρούνα! Με μια σπαθιά του παίρνει το κεφάλι. Το φέσι πετάγεται πέρα κι από μέσα πέφτει η διαταγή, που αν έφτανε στον προορισμό της, ίσως - ίσως η επανάσταση πνιγόταν στο λίκνο της. Η διαταγή που βρέθηκε είναι: ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ (ΔΙΑΤΑΓΜΑ)
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ
ΙΡΑΔΕΣ
Αυτά τα ιοβόλα ερπετά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της Πελοποννήσου, άτινα ονομάζονται ΈΈλληνες προεστοί να εξαφανιστούν
110
δια πυρός και μαχαίρας. Τα κτήματά τους ας διανεμηθούν εις τους πιστούς Οθωμανούς. Αι οικίαι τους να συντριβούν τοιουτοτρόπως ώστε ούτε αλέκτωρ να εκφωνεί εις το μέλλον. Να μεταδοθεί τάχιστα εις άπαντα τα φρούρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της Πελοποννήσου. Η μέρα εκτελέσεως ορίζεται η 31η Μαρτίου 1821.» Ομιλία Νικολάου Νικολόπουλου δασκάλου Σκάλας. (Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα τέτοιοι δάσκαλοι νά διαψεύδουν τό τουρκο σκάϊ καί τόν τουρκο Βερέμη ο οποίος διαρκώς μιλούσε γιά έργα καί ανάπτυξη τήν εποχή τής τουρκοκρατίας). Λεβίδι - Θάνατος τού Στριφτόμπολα Κρίσιμος υπήρξε ο Απρίλιος τού 1821 γιά τήν εξέλιξη τής Επαναστάσεως αφού οι ΈΈλληνες απειροπόλεμοι, ανοργάνωτοι καί χωρίς ενιαία διοίκηση νικήθηκαν επανειλημμένως από τούς εχθρούς. Πολλές φορές σκορπίζονταν μόνο καί μέ τήν εμφάνιση τού τουρκικού ιππικού, όπως έγινε στήν μάχη τής Καρύταινας. Εκεί ήταν πού μετά τήν διάλυση τού στρατοπέδου τους, οι οπλαρχηγοί αποχώρησαν γιά νά πολιορκήσουν τά κάστρα τής Μεσσηνίας. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε μόνος του στό Χρυσοβίτσι γιατί διαφώνησε μέ τήν τακτική τών υπολοίπων, επιμένοντας ότι έπρεπε τά στρατεύματα νά παραμείνουν στό κέντρο τού Μοριά καί νά επιτεθούν στήν πρωτεύουσα τών Τούρκων Τριπολιτσά. Μάλιστα ο Παπαφλέσσας τόν ειρωνεύτηκε πού θά έμενε μόνος του, καί είπε σέ ένα παιδί νά μείνει μαζί μέ τόν Γέρο γιά νά μήν τόν φάνε οι λύκοι. Ο Γέρος τού Μωρηά, μόνος του πλέον, από τό Χρυσοβίτσι κατευθύνθηκε στήν Πιάνα όπου βρήκε οκτώ συγγενείς του καί όπως λέει στήν αφήγησή του, έγιναν εννέα καί μέ τό άλογό του δέκα, ενώ δέν είχε ούτε κάν τουφέκι. Από τήν Πιάνα πήγε στό χωριό τής μάνας του τήν Αλωνίσταινα, χωριό πού βρίσκεσται στούς πρόποδες τού Μαινάλου καί βορειοδυτικά τής Τρίπολης. Πότε μέ απειλές, "ΌΌποιο χωριό δεν ήθελε να ακολουθήση την φωνήν της Πατρίδος τζεκούρι και φωτιά", πότε μέ παρακάλια, ο Κολοκοτρώνης κατάφερε νά συγκεντρώσει 300 άνδρες μεταξύ τών οποίων ήταν ο Φώτης Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) καί ο Βασίλης Δημητρακόπουλος. «Ο Κολοκοτρώνης έμεινε μέ ολίγους, τούς οποίους προσκαλέσας παρά τήν εκκλησία τού Χρυσοβιτσίου, τούς ομίλησε πατριωτικόν λόγον καί τούς προέτρεψε νά προσευχηθώσι διά νά τούς δυναμώση ο Θεός εις τόν άνισον πόλεμον, τόν οποίον επεχείρησαν, μετά δέ ταύτα παραλαβών αυτούς ήλθεν εις Πιάναν, όπου εσυνάχθησαν καί τίνες άλλοι Καρυτινοί καί Τριπολιτσιώται καπεταναίοι καί μετ' ολίγον όλοι απήλθομεν εις τό διάσελον τής Αλωνίσταινας καί ενταμώσαμεν μέ τό εκεί στρατόπεδον,
111
ότε ο Κολοκοτρώνης έστειλεν αύθις εις όλα τά χωρία τής Καρύταινης καπεταναίους μέ στρατιώτας, διά νά βιάσωσι τούς δυνάμενους νά φέρωσον όπλα όπως φθάσωσιν εις Διάσελον καί όσοι εξ αυτών φεύγουν νά συλλαμβάνονται καί στέλλωνται εκείσαι, όσοι δέ αρνούνται νά παιδεύονται καί νά απειλώνται διά πυρός τών οικιών των. Τά μέτρα ταύτα γινόμενα μέ τήν μεγαλητέραν δραστηριότητα, έφερον σπουδαία αποτελέσματα, καθόσον συνήχθησαν πολλοί στρατιώται καί ούτως ενεδυναμώθημεν αρκετά. Τότε ο Κολοκοτρώνης αναβάς εις πέτραν τινά ομίλησεν εκταμένως περί πατριωτισμού, περί ελευθερίας μετά συντριβής καρδίας καί επι τέλους επρόφερε τά εξής: "Αδελφοί μου βλέπω ότι φοβείσθε, αλλ' ούτω δέν θά κάμωμεν δουλειά, διατί φοβείσθε καί φεύγετε; Εγώ εις αυτά τά βουνά μέ είκοσι ανθρώπους άλλοτε εκτυπούσα τούς Τούρκους καί δέν μού έκαμον τίποτε καί τόρα όπου εσηκώθη όλος ο κόσμος φοβείσθε από τούς παλιότουρκους;" Ο Κολοκοτρώνης κατέστη, συναινέσει όλων τών στρατιωτικών τής Γορτυνίας καί τής Τριπόλεως, ο Αρχιστράτηγος τού στρατού καί υπεσχέθη νά καταβάλλη πάντα αγώνα, ίνα φανή άξιος αρχηγός καί ίνα καταστρέψη τήν οθωμανικήν τυραννίαν, καί επί τέλους εζήτησεν ίνα διορισθή πενταμελής εφορία διά νά φροντίζη περί πάντων τών αφορόντων τόν στρατόν καί επρότεινεν ως Πρόεδρον αυτής τόν Κανέλλον Δεληγιάννην. Ακολούθως δέ εκλέξαμε καί τά έτερα τέσσαρα μέλη τής εφορίας τά οποία αποτελούντο από τούς Σπήλιον Κουλάν, Νικόλαον Ταμπακόπουλον, Γεώργιον Δημητρακόπουλον καί Δημήτριον Παπαγιαννόπουλον. Ακολούθως απήτησεν από όλους υπακοήν, δραστηρίοτητα καί ταχείαν ενέργειαν πάσης διαταγής τού αρχηγείου, διότι άνευ τούτων στρατός δέν δύναται νά διατηρηθή καί οι Τούρκοι θέλουσι ευκόλως μάς καταστρέψει καί επί τέλους προσέθηκεν: "Εγώ αδελφοί, εάν δέν είχον άκραν επιθυμίαν ίνα συνεργήσω εις τήν ελευθερίαν τής πατρίδος, δέν ηρχόμην εδώ, διότι καί υπόληψιν πολλήν είχον εις τά Επτάνησα καί θέσιν μεγάλην καί εάν δέν ήμην πλούσιος έζων όμως μ' όλην τήν αφθονίαν, φανείτε λοιπόν μιμηταί μου καί είμαι βέβαιος ότι ο Θεός θέλει μάς ελευθερώσει". Μόλις είπε τούς λόγους τούτους όλοι οι παρευρεθέντες εις τό διάσελον κατενθουσιάσθημεν καί παρεδόθημεν χερσί καί ποσίν εις τήν διάθεσιν τόσον γενναίου καί φρονίμου αρχηγού.» Απομνημονεύματα τού εκ Ζατούνης αγωνιστή Στέφανου Ι. Στεφανόπουλου (1864) Οι 300 ένοπλοι πού κατόρθωσε νά συγκεντρώσει ο Αρχιστράτηγος διαλύθηκαν μέ τήν εμφάνιση καί μόνο 2000 Τούρκων πού είχαν βγεί από τήν Τριπολιτσά. Οι Τούρκοι έκαψαν τήν Πιάνα καί τήν Αλωνίσταινα καί αποχώρησαν μόνο όταν τούς αντιμετώπισαν οι οπλαρχηγοί Σταύρος
112
Δημητρακόπουλος, Νικόλαος Ταμπακόπουλος καί Κωνσταντίνος Πετμεζάς εμποδίζοντας τήν προέλασή τους στό Διάσελο τής Αλωνίσταινας. Ο Κολοκοτρώνης χωρίς νά αποθαρρυνθή ειδοποίησε τούς συγκεντρωμένους στό Λεοντάρι οπλαρχηγούς νά σπεύσουν νά βοηθήσουν καί έτσι τό σχέδιό του γιά κατάληψη τού κέντρου τού Μοριά άρχισε νά γίνεται αποδεκτό. Βαθμιαία έκαναν τήν εμφάνισή τους ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Διονύσιος Μούρτζινος (γιός του φίλου τού Κολοκοτρώνη, τού Τρουπάκη), ο Αναγνωσταράς, ο Παπαφλέσσας καί άλλοι οι οποίοι οργάνωσαν στρατόπεδα στό Πάπαρι, τή Μαρμαριά, τή Βλαχοκερασιά καί τό Λεβίδι. Τό στρατόπεδο στό Λεβίδι είχε συσταθή από τόν Κωνσταντίνο Πετμεζά, τόν Παναγιώτη Αρβαλή, τόν Γεώργιο Μπηλίδα, τόν Σωτήρη Χαραλάμπη, τόν Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τό Νικόλαο Σολιώτη, τόν Σπύρο Καρασπύρο, τόν Ρηγόπουλο από τό χωριό Φίλια, τόν Ασημάκη Σκαλτσά, τόν Στεφανόπουλο καί τόν Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Ο καπετάνιος Αναγνώστης (Δημήτριος) Στριφτόμπολας ήταν γεννημένος το 1778, ήταν γιός τού Αργύρη Στριφτόμπολα καί εγγονός τού Δημήτρη πού είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι στόν Αλμυρό Λακωνίας. Καταγόταν, από τό χωριό Μεσορρούγι της Κλουκίνας καί ήταν μικροανηψιός τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη αφού η γιαγιά του ήταν αδερφή τού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Οι γονείς του θέλοντας νά τού μάθουν γράμματα τόν έβαλαν σέ αυστηρούς δασκάλους καί όντας από τή φύση του επιμελής, απέκτησε γραμματικές γνώσεις καί έλαβε τό παρατσούκλι Αναγνώστης. Τήν εποχή τών κατατρεγμών η οικογένεια Στριφτόμπολα κατέφυγε στή Ζάκυνθο καί ο Αναγνώστης πολέμησε σάν μισθοφόρος τών Αγγλων, αποκτώντας πολεμική εμπειρία. Επανήλθε στά Καλάβρυτα όπου εμυήθη στήν Φιλική Εταιρεία καί τό 1821 ήταν από τούς πρώτους πού πήρε τά όπλα γιά νά εκδικηθεί τούς δολοφόνους τού παππού του. Στίς 14 Απριλίου 1821, οι Τούρκοι βγήκαν από τήν Τριπολιτσά μέ σκοπό νά διαλύσουν τό στρατόπεδο στό Λεβίδι. «Πληροφορηθέντες οι Τούρκοι, ότι εις τήν κώμην τού Λεβειδίου ευρίσκοντο τοποθετημένοι κλέπται τινές εκ τών Ελλήνων, εξεστράτευσαν άπαντες ιππείς τε καί πεζοί καί κατά την 14ην Απριλίου 1821 ημέραν Τετάρτην εξελθόντες τήν 4ην ώραν μετά τό μεσονύκτιον έφθασαν εις τό χωρίον Κάψια, ώραν σχεδόν τού Λεβειδίου απέχοντος καί εκεί διεχωρίσθησαν κατά τόν ακόλουθον τρόπον. Οι μέν πεζοί οκτώ χιλιάδες τόν αριθμόν κατέλαβον τόν πρός τόν άνω τού Λεβειδίου ορεινόν δρομον, οι δέ ιππείς δύο χιλιάδας όρμησαν από το κάτωθι τού χωρίου μέρος καί κατέλαβον τήν εκτεταμένην εκείνην πεδιάδα τού Λεβειδίου... Ο σκοπός (καραούλιον) όμως τών Ελλήνων ο επί τινος λόφου μεταξύ Κάψιας καί Λεβειδίου ευρισκόμενος, μόλις από μακρόθεν εξάνοιξε τούς ερχομένους Τούρκους, παρευθύς επυροβόλησε κατά τό σύνθημα, όπως λάβωσι
113
γνώσιν οι εν τών Λεβειδίω ΈΈλληνες περίς τής αφίξεως τών εχθρών των. Συνήλθον άπαντες οι αρχηγοί τών Ελλήνων καί απεφάσισαν ομοθυμαδόν, όπως κλεισθώσιν εντός τών οχυρωτέρων οικιών τού χωρίου καί αντικρούσωσι τούς βαρβάρους εχθρούς των... Αίφνης θεωρούν τό αναφανέν εις τήν πεδιάδαν τρομερόν εκείνο ιππικό, όπερ λυσσωδώς ορμώμενον κατεσκίασε τό αχανές εκείνο πεδίον τού Λεβειδίου καί μόλις τούτου φανέντος, όρμησαν παρευθύς καί οι επί τοίς λόφοις πεζοί Τούρκοι, ορυόμενοι καί υψούντες κατά τών χριστιανών τά στιλπνά ξίφη των...» Πέτρος Ευστρατίου Ιατρίδης, Τυπογραφείον Αγαπητού Μαιζώνος Πάτραι, 10 Ιουλίου 1860 Οι επαναστάτες πρόλαβαν νά ειδοποιήσουν μέ μαντατοφόρους τούς Καρυτινούς στρατιώτες καί τόν Σταύρο Δημητρακόπουλο πού βρισκόταν στό διάσελο τής Αλωνίσταινας. Ο Ιωάννης Παπακώστας από τού Δάρα μέ τήν γρήγορη φοράδα του τήν "Κούλα", παρόλο πού τόν κυνήγησαν δεκάδες Τούρκοι ιππείς, κατάφερε νά τούς ξεφύγει καί νά ειδοποιήσει τόν Σουδενιώτη Ασημάκη Σκαλτσά. ΈΈτυχε τότε νά βρίσκονται στη Βυτίνα ο Δημήτριος Κολιόπουλος (Πλαπούτας) μέ λίγους στρατιώτες, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος μέ λίγους Μανιάτες καί ο Νικόλαος Πετιμεζάς μέ τούς δικούς του. ΈΈτσι ξεκίνησαν ενισχύσεις από τήν Βυτίνα αλλά καί από τά χωριά: Μαγούλιανα, Αλωνίσταινα καί Λάστα, μέ σκοπό νά βοηθήσουν τούς αποκλεισμένους στό Λεβίδι. Στό Λεβίδι όμως όταν πλάκωσε η τούρκικη καβαλαρία - οι περιβόητοι ντελήδες (τουρκ. τρελλοί) - πολλοί Ρωμηοί λιποψύχησαν κι άρχισαν νά τό σκάνε. Οι λίγοι πού έμειναν κλείστηκαν στά σπίτια, άνοιξαν μασγάλια (πολεμίστρες) καί ετοιμάστηκαν νά πεθάνουν. Οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό καί μέ απανωτά γιουρούσια κατελάμβαναν τό ένα σπίτι μετά τό άλλο. Στήν εκκλησιά τού Προδρόμου βρήκαν τή γριά καντηλανάφτισσα Γιαννού Παρασκευά καί αφού την βασάνισαν, της έβγαλαν τη γλώσσα πίσω από τό σβέρκο και έτσι πέθανε. ΉΉταν τόση η αντάρα, οι λάμψεις τών ντουφεκιών, ο καπνός από τούς εμπρησμούς τών σπιτιών, τά βογγητά τών πληγωμένων, ο θόρυβος από τά βόλια πού δέν ξεχώριζες τόν εχθρό από τόν φίλο. ΈΈτσι ο Γκολφίνος Πετμεζάς σκότωσε τόν Αντώνιο Ανδριόπουλο από τό Σοπωτό Καλαβρύτων, ενώ ένας Αράπης μοίραζε φουσέκια στούς ΈΈλληνες νομίζοντάς τους γιά δικούς του. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη γιά τούς εβδομήντα περίπου αγωνιστές οι οποίοι είχαν νά αντιμετωπίσουν εκατοντάδες Τούρκους. Ο Σπύρος Καρασπύρος, καπετάνιος των Νεζερών, μαζί μέ τούς Αγγελή καί Παπουτσή, πολεμούσε απεγνωσμένα από τόν ληνόν (θερινή κατοικία) τού Σταμάτη Δημητρακόπουλου. Τό ίδιο καί οι Νταβλαίοι από
114
τό σπίτι τού Μαντά. Ο Γιάννης Πετιμεζάς, γιός τού Κωνσταντίνου, προσπαθώντας νά βάλει ένα στρώμα γεμάτο μέ καρπούς πίσω από τήν πόρτα στό κατώγι, πυροβολήθηκε από Τούρκους καί τό βόλι τόν βρήκε στά γεννητικά όργανα. Ο Δαραίος Αναγνώστης Τσαβαρόπουλος, περίφημος γιά τήν παληκαριά του, τραυματίστηκε θανάσιμα καί μετά από λίγο ξεψύχησε. Σκοτώθηκαν επίσης ο Σπύρος Μπουλουξής καί ο Σολμενίκος από τό Σόλο. Στο σπίτι πού ήταν κλεισμένος ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας βρίσκονταν τά πιό πολλά τούρκικα κουφάρια. Μάλιστα ο Αναγνώστης, ενώ τουφεκούσε, εμψύχωνε παράλληλα καί μέ τίς φωνές του τά παλληκάρια του. «Οι δ' ΈΈλληνες άμα αφ' ού τούς είδον ερχομένους, εφοβήθησαν καί απεχώρησαν φεύγοντες εις τά υψηλά μέρη, αλλ' έως πενήντα παληκάρια ατρόμητα εκλείσθησαν εις επτά οικίας θαρρούντα εις τούς ανδρείους αρχηγούς των τόν Αναγνώστην Στριφτόμπολαν, όςτις πρώτος εφώναξε: "ν' αποθάνωμεν εδώ αδέλφια διά τήν πίστιν καί τήν πατρίδα μας, όχι νά φύγωμεν", τόν Νικόλαον Χριστοδούλου Σολιώτη, τούς Πετιμεζαίους Γγολφίνον, Γεώργιον τόν χωλόν καί τόν Ιωάννην καί τόν Κολιόν Δαρειώτην.» Σπηλιάδης Νικόλαος - Ελληνική Επανάστασις Οι Τούρκοι λυσσασμένοι από τίς απώλειες τόν είχαν βάλει στόχο από παντού. ΈΈνας δερβίσης κατάφερε νά χώσει τήν κάννη τού ντουφεκιού του σέ μία πολεμίστρα καί νά πετύχει μέ τό βόλι του τόν Στριφτόμπολα κατακούτελα. Τό πρωτοπαλίκαρό του, ο γερο Κατριμουστάκης από το χωριό Μποτιά, παλαιός κλέφτης, σκέπασε επιτήδεια το νεκρό με την κάπα του καί είπε στούς μαχόμενους: "ο καπετάνιος κοιμάται, αλλά πολεμάτε εσείς εγώ θά σάς δίνω φυσέκια". Ενώ όλα φαίνονταν χαμένα άρχισε νά βρέχει καί η βροχή εμπόδιζε τό κάψιμο τών σπιτιών πού είχαν οχυρωθεί οι αμυνόμενοι. Μαζί μέ τήν βροχή έφθαναν καί οι ενισχύσεις από τά γύρω υψώματα ρίχνοντας μπαταριές καί φωνάζοντας: "Ο Κολοκοτρώνης έρχεται!". ΉΉταν η σειρά τών Τούρκων τώρα νά κιοτέψουν καί νά αρχίσουν νά σκορπούν. Τότε άρχισε η καταδίωξη καί οι ΈΈλληνες άρχισαν πλέον νά παίρνουν θάρρος καί νά πιστεύουν ότι ο Τούρκος δέν ήταν ανίκητος. Η Νίκη τού Λεβιδίου υπήρξε ο προάγγελος τών νικών πού θά ακολουθούσαν. «Ούτοι δέ όλοι άμα ανεφάνησαν άνωθεν καί είδον τό Λεβίδι έβαλαν τής φωναίς, έρριξαν καί τά τουφέκια των πρός εμψύχωσιν τών κλεισμένων Ελλήνων. Τούτο δέ ου Τούρκοι ιδόντες εδόθησαν εις φυγήν, καί οι κλεισμένοι ΈΈλληνες τούς κατεδίωκον. ΈΈνας δέ Τούρκος εκρύβη εις ένα σπίτι από κάτω από μίαν κοφίναν, τούτον ανεκάλυψεν ο Λαστιώτης
115
Λιάκος Καράμπελας καί τού έκοψε τήν κεφαλήν. Αλλος δέ πάλιν Τούρκος εμβήκεν εις τόν ναόν τού Αγίου Χαραλάμπους καί ενησχολείτο νά εκβάλη τά μάτια τών αγίων, μή γνωρίζων ότι οι άλλοι Τούρκοι έφευγαν. Αφού δέ απεστράβωσε τούς Αγίους, κατόπιν επήρε τήν κολυμβήθραν εις τόν ωμόν του, καί εξελθών τού ναού ηκολούθει τούς άλλους, αλλ' οι ΈΈλληνες τόν έπιασαν καί τόν εφόνευσαν. Πολλοί δέ άλλοι Τούρκοι έμειναν σκοτωμένοι, καί τότε πάλιν οι ΈΈλληνες είδαν τί πράγμα είναι ο Τούρκος καί πώς σκοτώνεται. Εγώ τότε ήμουν εις τό Διάσελον, ως καί πολλοί άλλοι στρατιώται, διότι ήμην υπό τάς διατάγάς τού στρατηγού Κανέλου Δεληγιάννη. Κατά ταύτην τήν μάχην τού Λεβιδίου διεκρίθη ο Σωτήριος Σκαλτσάς, υιός τού Ασημάκη.» Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών Οι Τούρκοι σιγά σιγά άρχιζαν νά συνειδητοποιούν ότι είχε ξεσπάσει γενικός ξεσηκωμός τών γκιαούρηδων. Ειδικά όταν νίκησαν τούς ΈΈλληνες στήν Βλαχοκερασιά, νοτίως τής Τριπόλεως, βρήκαν στό εγκαταλειφθέν στρατόπεδο γράμματα τών καπετάνιων, διπλώματα αξιωματικών, οδηγίες γιά πολιορκίες τών κάστρων καί σημαίες πού ανέγραφαν "Ελευθερία ή Θάνατος". Ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς πανικοβλήθηκε καί δικαίως. Ο κλοιός γύρω από τήν πολιτεία του άρχισε νά κλείνει. Ο Κολοκοτρώνης μέ τούς καπεταναίους Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Ηλιά Μαυρομιχάλη, Διονύσιο Μούρτζινο, Αναγνωσταρά, Ηλία Φλέσσα, Μητροπέτροβα, Κουμουνδουράκη, Αθανάσιο Σιώρη, Παναγιώτη Κεφάλα, Παπατσώνη, Παναγιώτη Γιατράκο, Καρακίτζο, Κανέλλο Δεληγιάννη, Νικηταρά καί άλλους άρχισαν νά συγκεντρώνουν ένοπλους άνδρες σέ ένα χωριό νοτιοδυτικά τής Τριπολιτσάς, στό Βαλτέτσι. «One of Pashas' favourite amusements was a Greek hunt, as the Turks called it. They would go out in parties of from fifty to a hundred, mounted, on fleet horses, and scour the open country in search of the Greek peasantry, who might from necessity or hardihood have ventured down upon the plains. After capturing some, they would give the poor creatures a certain distance to start ahead, hoping to escape; and then try the speed of their horses in overtaking them, the accuracy or their pistols in firing at them as they ran, or the keenness of their sabres' edge in cutting off their heads. Very many instances are well authenticated of these parties, after tiring of slaughter, having brought in part of their game alive; that is, old men or women who could not escape; of their taking them before Omer Brioni, and deliberately torturing them to death, for his amusement, and that of his followers. Many a poor Greek, refused the merciful doom of the bullet or knife, was held down on the ground on his face, and had a sharp pointed stake (μυτερό παλούκι) applied to the lower part of his body, and driven with a mallet through the whole length of it along the
116
spine, till the point came out at the back of the neck. The stake (παλούκι)would then be reared erect, one end planted in the ground, and the miserable victim left shrieking with torment, and gasping with thirst, till death should relieve him of the horrid pangs of impalement (παλούκωμα). The recital and particulars of these horrid scenes, would be omitted, were it not that they go in this instance to show that they were perpetrated deliberately, and by the order of the Turkish chief. Impalement is perhaps the most dreadful punishment (η πιό τρομακτική τιμωρία) to which man can be subjected; for the driving of the stake through the body, does not always (as would be supposed) put an instant period to life. If the stake (which is as large as the wrist) is carefully directed along the inside of the spine, it sometimes escapes the vital organs, and the sufferer may live for twenty-four hours (ο βασανιζόμενος μπορεί νά ζήσει καί πάνω από μία μέρα παλουκωμένος) or more. They raising him erect, (τόν τοποθετούν όρθιο) and planting one end of the stake in the ground, seems a refinement of cruelty, practised in some particular cases; for generally, after being spitted, the victim is left upon the ground to writhe die. Impalement is a legally authorized punishment in Turkey. In Candia, several Greek priests, thus spitted alive, were slowly roasted by the Turks (Στά Χανιά πολλοί ιερείς παλουκωμένοι αργοψήνονταν στή φωτιά).» Ο Χάου περιγράφει τό κυνήγι τών χωρικών καί τόν ανασκολοπισμό τών χριστιανών τήν περίοδο τής πολυπολιτισμικής καί "ανεκτικής" Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στό βιβλίο του γιά τήν Ελληνική Επανάσταση (1828) «Δημήτριος Κολιόπουλος ή Πλαπούτας Ούτος ο φιλοπόλεμος στρατηγός κατήγετο από τό χωρίον Παλούμπα τής Λιοδώρας (δυτικά τής Δημητσάνας). Εν αρχή τής επαναστάσεως έγεινεν αρχηγός ενός τμήματος (σέμπτι) τής επαρχίας Καρυταίνης, τού λεγομένου τής Λιοδώρας. Αι εκδουλεύσεις του είναι επίσημοι καί γνωσταί. Κατ' αρχάς ευρέθη εις τήν πρώτην μάχην, τήν οποίαν ο Κολοκοτρώνης έκαμε μέ τούς Φαναρίτας Τούρκους, καί ήλθε κατόπιν των εις Καρύταιναν. Μετά δέ ταύτα όταν εσυναθροίζοντο οι στρατιώται εις τό Διάσελον τής Αλωνίσταινας, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας ευρέθη εις Βυτίναν, καί εκείθεν υπήγεν εις Λεβίδι, όπου έλαβε μέρος καί εις αυτόν τόν πόλεμον. ΎΎστερον δέ εις τό συσταθέν στρατόπεδον εις Πιάναν ήτον ως αρχηγός αντί τού Κανέλου Δεληγιάννη εφόρου όντος. Κατόπιν επήγε μέ τούς στρατιώτας του εις τό Βαλτέτσι καί κατά τήν μάχην εκείνην ανδραγάθησε καί εφάνη η παληκαριά του. ΌΌταν δέ είμεθα εις τά Τρίκορφα, αυτός επήγεν εις τού Λάλα διά νά σταθή εις τό σώμα εκείνο τού αδελφού του Γεωργάκη, όστις εφονεύθη εις Λάλα... Η οικογένεια τού Πλαπούτα είχεν επισημότητα καί πρό τής
117
επαναστάσεως, διότι ο πατέρας του Γέρω Κόλιας υπήρξε στρατιωτικός (κάπος) καί αρματωλός, καί είχε τρομάξει τούς Λαλαίους Τούρκους, καί δέν επατούσαν τά όρια τής Καρύταινας εδώθεν τού ποταμού Αλφειού (Ροφιά). Υπερασπίζετο όμως τούτον ο Γέρων Γιάννης Δεληγιάννης, καί τούτον πάλιν επίσης εις τάς καταδρομάς του από τούς Πασάδες υπερασπίζετο ο Γέρω Κόλιας, διότι έβγαινε μέ στρατιώτας καί εφύλαττε τούς Δεληγιανναίους. Διά τούτο η τουρκική εξουσία τού έκαψε τά σπίτια του πολλαίς φοραίς, καί η επαρχία τού έκαμνε βοήθειαν. Εκτός τούτου καί οι αδελφοί του Γεωργάκης Θανάσης καί Παρασκευάς, συνετέλεσαν ως στρατιωτικοί. Αλλά εκ τούτων ο Γεωργάκης επρωτοχάθη εις τινα μάχην, εις τήν οποίαν οι Τούρκοι Λαλαίοι ενίκησαν τούς ΈΈλληνας, πρίν γείνη ο πόλεμος εις τό Πούσι, όπου ευρέθησαν οι Κεφαλλήνες όλοι περί τούς 300, έχοντες καί κανόνια, καί όπου έδειξαν όλην τήν παληκαριάν των, καί τούς οποίους εφοβήθησαν οι Λαλαίοι καί απεφάσισαν τήν φυγήν των από τού Λάλα. Εις δέ τήν μάχην ταύτην τού Πουσιού ελαβώθη καί ο Ανδρέας Μεταξάς.» Φωτάκος - Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, Δημήτριος Κολιόπουλος ή Πλαπούτας «Η ποτέ ένδοξος καί ιερά γή τής Ελλάδος, πρό ολίγων ακόμη χρόνων, υπήρξε τό θέατρο τής καταστροφής, τών λεηλασιών καί τής ερημώσεως τής τυραννίας! Η Οθωμανική καταδυναστεία κατεσπάραττε τούς δυστυχείς αυτής κατοίκους αφηρπάζουσα τάς περιουσίας των καί βεβηλώνουσα τήν τιμή των! Στενάζονες οι δυστυχείς ούτοι υπό τό βάρος μιάς δεσποτικής κυβερνήσεως, εντρυφώσης εκ τών στεναγμών των, καί σκηρτώσης από χαράν εκ τής θέας τού αχνίζοντος αίματός των, έδραξαν άπαντες τά όπλα καί ομώσαντες τόν τρομερόν όρκον τού θανάτου ή τής ελευθερίας, έσειραν τά ξίφη των καί πλήρεις πίστεως καί πατριωτισμού επολέμον κατά τών τυράννων των! Κ' εγώ είμαι τέκνον ενός τών ηρώων τούτων, είμαι τέκνον τού νικητού τού Λεβειδίου.» Γεώργιος Αναγνώστου Στριφτόμπολας «Τρείς περδικούλες κάθονταν στόν ήλιο στόν προσήλιο μά είναι τά νύχια κόκκινα καί τά φτερά βαμμένα μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν κι λέγουν, 'τι ειν'το κακό που γίνεται στή μέση στό Λεβίδι; Κλείσανε το Στριφτόμπολα εννιά χιλιάδες Τούρκοι, Τρεις ημερούλες πολεμά
118
καί τρία ημερονύχτια, Δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανά φουσέκι. - Ρέ, Αναγνώστη στρατηγέ, μέ τούς καλούς λεβέντες, έλα, ορέ, προσκύνα με, μή σου χαλώ τ' ασκέρι. - Τι λές, μωρέ βρωμόσκυλο, μωρέ παλιομουρτάτη μή λές πως είμαι νιόγαμπρος γιά νά φιλήσω χέρια; Μένα με λεν Στριφτόμπολα, Τούρκους δέν προσκυνάω. Κι αν πάτε από τήν Κέρτεζη, περάστε απ' τίς Κλουκίνες κι άν δείτε τή γυναίκα μου, τή μικροπαντρεμένη, πείτε τις μή μέ καρτερεί καί μή μέ συντυχαίνει νά μήν αλλάξει τη Λαμπρή, φλωριά νά μή φορέσει τα' εμένα μέ σκοτώσανε Τούρκοι Τριπολιτσιώτες.» Δημοτικό τραγούδι γιά τόν θάνατο τού Αναγνώστη Στριφτόμπολα Η μάχη στό Βαλτέτσι Ο Μώρα Βαλεσί Χουρσίτ Πασάς, πού πολιορκούσε τόν Αλή πασά τών Ιωάννίνων, ανησυχούσε τόσο γιά τήν κατάσταση της περιοχής του, όσο καί γιά τούς θησαυρούς του πού είχε αφήσει στό σεράϊ του στήν Τριπολιτσά. Πρότεινε λοιπόν στήν Υψηλή Πύλη τόν κεχαγιά τού Κιοσέ Μεχμέτ, τόν Μουσταφά Μπέη, νά αναλάβη τήν εξόντωση τών γκιαούρηδων στό Μωρηά. «Τούτου γενομένου, διορίζεται ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασιάς νά συμπαραλάβη τόν Ωμέρ Βρυώνην, καί νά κινηθή εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα μέ δεκατέσσαρας χιλιάδας εκλεκτά στρατεύματα, διά νά καταπνίξη τήν επανάστασιν εις εκείνα τά μέρη, καί επομένως νά εισβάλη εις τήν Πελοπόννησον καί ενωθείς μέ τόν Κεχαγιάν του, όστις διωρίσθη νά στρατεύση μέ τρείς χιλιάδας πεντακοσίους Τουρκαλβανούς διά τής Δυτικής Ελλάδος, νά συντελέσωσι τών επαναστατών τόν όλεθρον. Καί δή κατά μεσούντα τόν Απρίλιον έρχεται ο Κεχαγιάς τού Κιοσέ Μεχμέτ
119
Πασιά εις Μεσολόγγι, περά επί πλοίων τών Μεσολογγιτών εις τό Ρϊον, κινείται αμέσως εις Βοστίτσαν καί τήν ευρίσκει έρημον, διότι οι κάτοικοι είχον φύγει εις τά όρη καί τήν καίει. Μετά ταύτα εστράτευσε διά τήν Κόρινθον, όπου καί έφθασε μή απαντήσας αντίστασιν, ειμή εις τήν Μονήν τών Ταξιαρχών, όπου ώρμησαν έως πεντακόσιοι Τούρκοι εναντίον τού Ζαΐμη καί έφυγον οι στρατιώται του καθώς καί εις τά Μαύρα Λιθάρια, ένθα ο Χαραλάμπης, ο Νικόλαος Πετιμεζάς καί ο Νικόλαος Σολιώτης έρριψαν ολίγα τουφέκια τήν 21 εναντίον του.» Νικόλαος Σπηλιάδης (1785 - 1862) ΈΈτσι ο Κεχαγιάς πέρασε σχεδόν ατουφέκιστος από τήν βορειοανατολική Πελοπόννησο καί αφού έκαψε τό Αίγιο, τήν Κόρινθο καί τό Αργος, έφθασε στίς 6 Μαΐου 1821 θριαμβευτής στήν Τρίπολη. Ο Παπαφλέσσας γιά νά ενοχοποιήσει τούς Κορίνθιους, πού δέν είχαν ακόμα επαναστατήσει, είχε προηγουμένως κάψει τό σεράι τού Κιαμήλ Μπέη. Η μάνα τού μπέη, ως αντεκδίκηση, έριξε κάτω από τό τείχος τής Ακροκορίνθου τούς ομήρους ΈΈλληνες καί ανάμεσά τους τόν Ανδρίκο Νοταρά. Ο Κεχαγιάς μέ πεζούρα καί καβαλαρία αναχώρησε από τήν Τριπολιτσά στίς 12 Μαΐου μέ δώδεκα χιλιάδες ασκέρι καί μαζί του είχε καί τόν Κιαμήλ μπέη τής Κορινθίας. Η βίγλα τού Κολοκοτρώνη στήν Επάνω Χρέπα άναψε δύο φωτιές καί αυτό ήταν σημάδι ότι οι Τουρκοι καί οι Αλβανοί κατευθύνονταν πρός τό Βαλτέτσι. Προπορεύονταν οι γενναίοι Μπαρδουνιώτες μέ αρχηγό τους τόν περίφημο Ρουμπή. Ο στρατός χωρίστηκε σέ κολώνες καί η μία έπιασε τό Καλογεροβούνι, η άλλη τούς Αραχαμίτες, η τρίτη τό Φραγκόβρυσο καί η μεγαλύτερη τού Κεχαγιά μέ τά κανόνια, τά πολεμοφόδια καί τά τσαντήρια (σκηνές), κινήθηκε νοτιοδυτικά του Βαλτετσίου, αποκλείοντας έτσι κάθε διέξοδο διαφυγής τών Ελλήνων. Μάλιστα, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, όταν είδε ότι οι Τουρκαλβανοί τούς είχαν αποκλείσει από παντού, φώναξε "Σωθήκαμε!", διότι έτσι γνώριζε ότι δέν θά λιποτακτούσαν οι απόλεμοι Ρωμιοί γιά νά αφήσουν τούς ολίγους νά βγάλουν τό φίδι από τήν τρύπα. «Αφού ήλθαν τά στρατεύματα εις Βαλτέτσι, τότε ο Κολοκοτρώνης διά πολλάς ημέρας επήγαινε καί ήρχετο εις Βαλτέτσι τήν αυγήν, από εκεί τό μεσημέρι πάλιν εις Χρυσοβίτσι καί τό εσπέρας εις Πιάνα. Αφού έγειναν όλα τά στρατεύματα τά Καρυτινά υπέρ τάς 2000 στρατιώται καλοί, ο Κολοκοτρώνης επήγεν εις Βαλτέτσι καί έκαμεν τά ακόλουθα ταμπούρια. Πρώτον, ένα τού Ηλία καί Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (Μανιάτικον), δεύτερον τού Παναγιώτη Κεφάλα, τού Δημήτρη Παπατσώνη καί τού Μήτρο Πέτροβα τών Καλαματινών καί τών Μεσσηνίων, τρίτον τού Ηλία Φλέσα μέ τούς Λεονταρίτας, τέταρτον
120
ταμπούρι είχαν κάμει επάνω εις τήν εκκλησίαν οι αδελφοί Μπουραίοι από τό χωρίον Κωνσταντίνους τής Μεσσηνίας. Τό στρατόπεδον τού Βαλτετσίου είχε τά πάντα τακτοποιημένα καί ήτον υπό τήν αρχηγίαν τού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Τών Μεσσηνίων τό ταμπούρι, εις τό οποίον ευρίσκετο ο Μήτροπέτροβας ήτον εις τό κάτω μέρος τού χωρίου όπου εδούλευε καί η καβαλαρία τών Τούρκων καί αυτό εδέχθη όλην τήν τουρκικήν φωτιάν.» Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος (1798 - 1879) Στίς δυνάμεις τού Βαλτετσίου πού αναφέρει ο Φωτάκος συμπεριλαμβάνονταν κατά τόν Οικονόμου, οι Σαλαφατίνος, Σιόρης, Οικονομόπουλος, Ευμορφόπουλος καί ο οπλαρχηγός Αναγνωσταράς με 56 παλικάρια πού τοποθετήθηκε σαν δύναμη εφεδρείας μέσα στό χωριό. Κατά τήν διάρκεια τής μάχης εμφανίστηκε καί ο Κολοκοτρώνης, στό όρος Ρεζινίκο, καί κατά τήν πάγια τακτική του, τά παλληκάρια του έριξαν ομοβροντιές ώστε οι δυνάμεις του νά φαντάζουν στα μάτια των Τούρκων πολλές χιλιάδες. Τό σύνολο τών ελληνικών δυνάμεων ήταν 1000 άνδρες καί μία γυναίκα, η Κωνσταντινιά κόρη του Παναγιώταρου Μπούρα. Τό πρωΐ της 12ης Μαΐου, έφθασε στό Βαλτέτσι η προφυλακή τού Κεγαγιά, η οποία βρισκόταν υπό τήν διοίκηση τού ξακουστού Ρουμπή Βαρδουνιώτη καί τού Μαραμπούτη. Αμέσως ξεκίνησε μία σκληρή μάχη στήν οποία καί οι δύο πλευρές πολεμούσαν με πείσμα καί ηρωϊσμό. «Ο Ρουμπής εβόησε κατά τήν πρό τής μάχης συνήθειαν: - "Μπρέ Ρωμιοί! μά τό καλό πού σάς θέλω, ρίξετε τ' άρματα κι εβγάτε νά προσκυνήσετε. Μά τού Ρουμπή τ' όνομα! Καί μά τά τέσσερα κιτάπια τού Αλλάχ! Καί μά τού Πατισάχ μας τό κεφάλι! τρίχα σας δέ θά πειραχτεί, γιατί τό ξέρουμε πώς σάς γελάσανε καί δέν είναι από λόγου σας." Οι Ρωμηοί τού αποκρίθηκαν: - "ΈΈ βρέ Τούρκοι, πάνε κείνα πού ξέρατε. Νά μάς δώσετε τ' άρματά σας τώρα γιατί θά μάς παρακαλάτε υστερνά καί δέ θ' ακούμε!" Αναψε τό ντουφέκι. Δεκατέσσερεις μπαϊραχτάρηδες μπήκαν μπροστά νά μπήξουν τά μπαϊράκια του στά ταμπούρια μας. Μά καί οι δεκατέσσερεις θερίστηκαν από τά βόλια τών δικών μας. Μά νά σύγκαιρα έφτασε η πρώτη βοήθεια στούς μπλοκαρισμένους. ΉΉταν ο Κολοκοτρώνης πού ερχόταν από τό Χρυσοβίτσι. Ανέβηκε σέ μία ράχη, πού ίσαμε σήμερα τήν ονομάζουν τού "Κολοκοτρώνη τό βουνό", καί φώναξε: - "Μπάρμπα Μήτρο! (Πέτροβα) ήρθε ο Κολοκοτρώνης μέ δέκα χιλιάδες. Βαστάτε καί σάς φέρνουμε απ' όλα." Σέ λίγο φτάνει ο Πλαπούτας μ' οχτακόσιους νοματαίους καί από κείνη τήν ώρα ο Ρουμπής πού πολιορκούσε τούς δικούς μας στό Βαλτέτσι, βρέθηκε αυτός πολιορκημένος.» Δημήτρης Φωτιάδης
121
Οι Μπαρδουνιώτες τού Ρουμπή μέ μαζικές εξορμήσεις καί αλαλαγμούς προσπαθούσαν επί πέντε και πλέον ώρες να ανοίξουν ένα κενό στό ταμπούρι τής Θολωτής Εκκλησιάς, όπου αμύνονταν οι αδελφοί Μπουραίοι. Οι επιτιθέμενοι απέτυχαν σέ όλες τίς επιθέσεις τους καθώς δέχονταν διαρκώς βόλια από τά δεκάδες ταμπούρια τών Ελλήνων. Οι ΈΈλληνες πλέον έπαιρναν θάρρος βλέποντας τίς απώλειες τού εχθρού. Εν τώ μεταξύ έφθασε καί ο Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί 800 άνδρες από τήν Πιάνα καί πλευροκόπησε καί αυτός τούς Μπαρδουνιώτες τού Ρουμπή. Ο Κεχαγιάς έχοντας υποτιμήσει τά σκυλιά τούς γκιαούρηδες, δέν είχε ενισχύσει όπως έπρεπε τόν Ρουμπή ο οποίος παρά τήν αριθμητική του υπεροχή έπαθε πανωλεθρία καί ζήτησε τήν άμεση βοήθεια από τόν αρχηγό του. Πράγματι τό απόγευμα τής ίδιας ημέρας, ο Κεχαγιάς έφθασε στην είσοδο του Βαλτετσίου με τις υπόλοιπες δυνάμεις του. Οι Τούρκοι αναθάρρησαν και προσπάθησαν μέ νέες, λυσσαλέες επιθέσεις νά διασπάσουν τήν άμυνα τών επαναστατών. «O παλιός γερό-κλέφτης μέ όλα τά περασμένα χρόνια του (εβδομήντα και πάνω) κοντός, μαζεμένος, σκεβρωμένος μά όλος ψυχή αντρικία έγραψε κει πέρα (Βαλτέτσι) έπος πού θα δοξάζει την Μεσσηνία στούς αιώνες, ορθός πολέμησε καί γιά νά μή χασομεράει τού γέμιζαν ντουφέκια καί τού τά δίναν τόνα πίσω από τό άλλο. Αυτός σημάδευε καί έριχνε αδιάκοπα. Διάλεγε καβαλαραίους καί δέν λάθευε κανέναν, είχε γκρεμίση οκτώ σ' ένα γιουρούσι.» Σπύρος Μελάς Οι ώρες προχωρούσαν καί οι κανονιοβολισμοί συνεχίζονταν όλη τήν νύκτα. Οι χειριστές των πυροβόλων πού βρίσκονταν μπροστά από τό ταμπούρι τού Κεφάλα καί τού Μήτρο Πέτροβα έριχναν τίς βολές τους πολύ υψηλότερα από τά οχυρά καί κτυπούσαν τούς δικούς τους καί συγκεκριμένα τό σώμα τού Ρουμπή πού βρισκόταν στόν πίσω λόφο. «Οι Τούρκοι είδαν ότι δέν κάμουν τίποτε καί απελπίσθησαν. ΈΈνας δέ αράπης είχεν αναβή από τό βράδυ εις μίαν αχλαδιά επάνω καί έβλεπε μακρύτερα τούς ΈΈλληνας καί τούς εσκότωνεν, αλλ' οι ΈΈλληνες δέν εγνώριζαν πόθεν έρχεται τό βόλι. Επειδή καί εις τά βουνά αυτά κάμνει ψύχρα πολλή τήν νύκτα καί μάλιστα τήν άνοιξιν, είχαν από μικρά τσάχαλα καί από χαμόκλαδα φωτιά, αλλά δέν εζεσταινόμεθα καί αυτήν τήν νύκτα τήν επεράσαμεν κακά από τό κρύο. Ο Κολοκοτρώνης, ο Κωνσταντίνος Πετρόπουλος καπετάνιος από Μαγούλιανα καί εγώ, οι τρείς μας είχαμεν μόνον μία κοντοκαπότα τσοπάνικην, αλλά ποιός νά πρωτοσκεπασθή, μάλιστα εγώ κρύωσα, έγεινα μαύρος σάν τό σηκώτι καί μού επήραν αίμαι καί εγυίνα.
122
Τήν αυγήν ο Κωνσταντίνος Αλεξανδρόπουλος από Στεμνίτσαν επροσκάλεσε τόν Κολοκοτρώνη καί τούς περί αυτόν άν ηθέλαμεν νά πάμεν εις τό ταμπούρι του, όπου είχε φωτιά, κρασί καί μπογάτσα, διά νά φάμε καί νά ζεσταθούμε. Εν ώ λοιπόν επέρναμεν ολίγην μπογάτσαν ο καθένας μας καί επίναμε κρασί, οι Τούρκοι από τό αντικρυνόν μέρος έκαψαν μπαρούτη καί έκαμαν φουμάδα εις τήν οποίαν ανταπεκρίθη ο Ρουμπής. Ο Κολοκοτρώνης, αφού είδε ταίς φουμάδαις εγνώρισεν ότι ήτο σημείον νά φύγουν, καί επειδή τό στόμα του ήτον γεμάτο μπογάτσα, έβαλεν ευθύς τό δάκτυλόν του καί τήν έβγαλε καί έβαλε ταίς φωναίς: "οι Τούρκοι θά φύγουν καί ριχθήτε τους επάνω τους". Ο τόπος τότε εβούησεν από ταίς φωναίς τού Κολοκοτρώνη καί τώ όντι οι Τούρκοι όπου φύγη φύγη, άφησαν τά τσαντήρια τους, τά πολεμικά τους πράγματα. Ο δέ αράπης, ο οποίος πάλιν τό πρωΐ ανέβη εις τήν αχλαδιά, δέν επρόφθασε νά καταβή κάτω καί κάποιος ΈΈλλην τόν είδε καί αφού τού έρριξε καί τόν εσκότωσεν, έπεσε κάτω σάν ασκί, τά ρούχα του επήραν τότε φωτιά καί εκάη όλος σάν τό κερί. Ο βρόντος του, όταν έπεσε μέ έκαμε καί επήδηξα σάν λαγός μανιάτικος από τόν φόβον μου.» Φώτιος Χρυσανθόπουλος Φωτάκος (1798 - 1879) Το πρωί τής 13ης Μαΐου οι Τούρκοι βλέποντας ότι νέα ελληνικά στρατεύματα έρχονται από τά Βέρβαινα σήμαναν μέ στήλες καπνού συναγερμό οπισθοχώρησης. Πράγματι η οργάνωση τών ελληνικών στρατευμάτων αποδείχτηκε άριστη στή μάχη τού Βαλτετσίου. Οι καπεταναίοι Νικηταράς, Παναγιώτης Γιατράκος, Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος καί Αντώνης Μαυρομιχάλης ήταν ήδη στη λίμνη Τάκα καί έπιαναν τίς πλάτες τών Τουρκαλβανών, οι οποίοι αντελήφθηκαν ότι ήταν περικυκλωμένοι από παντού. Σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο ο Κολοκοτρώνης διέταξε γενική αντεπίθεση καί τότε άρχισαν νά δουλεύουν τά ρωμέικα γιαταγάνια καί νά πέφτουν τά τούρκικα κεφάλια. Οι Οθωμανοί, γνωρίζοντας τίς ελλείψεις τών χριστιανών σέ ρουχισμό, τρόφιμα καί κυρίως όπλα, οπισθοχωρούντες πέταγαν όλα τά πολύτιμα πράγματά τους, γιά νά σταματούν οι επαναστάτες καί νά τά λαφυραγωγούν ώστε νά κερδίσουν έτσι χρόνο στήν φυγή τους γιά τήν Τριπολιτσά. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας τό κυνηγητό των Τούρκων, πρόσεξε μέ τό κυάλι του ότι οι Ρωμιοί πλησίαζαν στόν κάμπο. Φοβούμενος γιά τό τουρκικό ιππικό φώναξε στά παλληκάρια του: "ΈΈλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους γιά νά 'χουμε νά σκοτώσουμε κι άλλη μέρα". Οι ελληνικές απώλειες ανήλθαν σέ μερικές δεκάδες νεκρούς, τών δέ Τούρκων σέ πολλές εκατοντάδες. Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή νίκη τής επανάστασης καί οι Ρωμιοί έκτοτε δέν θά σκορπούσαν μέ τήν εμφάνιση τού εχθρού, τόν οποίον μέχρι
123
τότε θεωρούσαν ανίκητο. Ο Κεχαγιάς ντροπιασμένος καί έχοντας χάσει σχεδόν τό ένα τέταρτο τών στρατιωτών του, σέ μία μόνο μάχη, έφθασε τό βράδυ τής 13ης Μαΐου στήν Τρίπολη καί έκτοτε δέν τόλμησε νά βγεί από τά τείχη τής πόλης. «Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέμπτη φαρμακωμένη, Παρασκευή ξημέρωνε νά μή ΄χε ξημερώση, που βγήκε ο Κεχαγιάμπεης μες στόν Μωριά νά πάη. Μα' καψε χώραις καί χωριά, χωριά καί βιλαέτια, τήν Πάτρα τήν περήφανη, Βοστίνσα παινεμένη, Κόρθο κολώνα τού Μωριά καί τ' Αργος τό καϋμένο. Επήγε στήν Τριπολιτσάν στήν ξακουσμένη χώρα, Κιαμήλμπεης του μίλησε, Κιαμήλμπεης τού λέγει: "ήρθες νά πολεμήσωμεν Μωριά τόν ξακουσμένον. Ταχύ σάν θέλεις πόλεμο μέ τόν Κολοκοτρώνη έβγα νά πολεμήσετε στά Τρίκορφα στή ράχι". Παρασκευή ξημέρωνε νά μή' χε ξημερώση, πού βγήκε απ᾽ τήν Τριπολιτσάν νά πάη στό Βαλτέτσι. Κι' ο Κυριακούλης του μιλάει κι' ο Κυριακούλης λέει: "Πού πάς βρέ κερατόμπεη καί σύ σκυλαρβανίτη; Δεν είν' τής Κόρθος τά χωριά, τ' Αργίτικα κορίτσια, εδώ τό λένε Τρίκορφα, εδώ τό λεν' Βαλτέτσι".» Δημοτικό τραγούδι γιά τή Νίκη στό Βαλτέτσι Ακολουθεί διήγησις τού κοτσαμπάση Κανέλλου Δεληγιάννη τού
124
οποίου ο πατέρας Ιωάννης, πρό εικοσαετίας, είχε προσπαθήσει νά συλλάβει τόν Κολοκοτρώνη καί νά τόν παραδώσει στόν βοϊβόντα τής Τριπολιτσάς. ΈΈκτοτε υπήρχε μίσος καί αντιπαλότητα μεταξύ τών δύο ανδρών. « ΈΈως εις τάς 10 Μαΐου ήτον συνηγμένοι εις την Βέρβαιναν τέσσαρες ώς έγγιστα χιλιάδες στρατιώται υπό την διεύθυνσιν των αρχιερέων ΈΈλους καί Βρεσθένης, Παναγιώτου Γιατράκου, τού Νικολάκη Δεληγιάννη καί τού Δημητρίου Καραμάνου, καί οί οπλαρχηγοί Παπακαλομοίρης, Μπαρμπιτσιώτης, Κουμουστιώτης, Κοντάκης κτλ. ΉΉτον καί ο Αντωνάκης Μαυρομιχάλης μέ 100, ώς έγγιστα, Μανιάτας. Είς τάς 9 Μαίου κατέλαβον τό Λεβίδι οι Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Λόντος, Θεοχαρόπουλος μέ έπέκεινα των τριών χιλιάδων εις τό Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης μέ τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλον χίλιοι ώς έγγιστα εγώ δέ την θέσιν της Πιάνας, πλησιεστέραν ούσαν τών άλλων είς την Τριπολιτσάν μεθόλων τών προκρίτων, μέ έπέκεινα τών δύο σχεδόν χιλιάδων. Εις τό Βαλτέτσι ήτον ο Κυριακούλης, Ηλίας καί Ιωάννης Μαυρομιχάλαι μεθ' εκατόν πεντήκοντα Μανιατών. ΈΈστειλα καί εγώ τον Σαλαφατίνον μέ 38, τους οποίους είχον ένα μήνα μαζί μου, ώς είρηται. ΌΌ Δημήτριος Παπατσώνης μέ τριακόσιους. Οι Πετροβαίοι, Παναγιώτης Κεφάλας καί Κώστας Μπούρας μετά διακοσίων, ο Ηλίας καί Νικήτας Φλεσιαίοι μέ διακόσιους ως έγγιστα. Αυτοί έμειναν καί έπολιορκήθησαν αυθορμήτως, τό όλον 874. ΉΉτον την προτεραίαν καί άλλοι από διαφόρους επαρχίας, άλλ' άμα ήκουσαν άπό τους αρχηγούς των ότι θα κλεισθούν νά πολεμήσουν μέχρι θανάτου καί οποίος φοβείται νά φύγη ευθύς άπό 1.500 όπου ήτον έφυγον τήν νύκταν εκείνην καί έμειναν οι ως άνω είρηται. Κατά τάς αρχάς τού Μαϊου είχομεν διωρισμένας δύο σκοπιάς, μίαν εις τήν επάνω Χρέπαν, καί μίαν είς τήν πηγήν, νά παρατηρούν μέ πολλήν προσοχήν τά κινήματα των έχθρών μέ τοιούτον σύνθημα, ότι εάν κινηθούν κατά του εν Βερβαίνοις στρατοπέδου νά βάλουν μιάν μεγάλην φωτιάν μέ καπνόν αν κατά τού Βαλτετσίου νά βάλουν δύο, αν κατά τού Χρυσοβιτσίου τρεις, αν κατά της Πιάνας τέσσαρας, άν κατά τό Λεβιδίου πέντε. ΏΏστε δι' οποίον μέρος έκινούντο, νά τρέξωμεν όλα τ' άλλα σώματα προς βοήθειαν. ΈΈλάβομεν εν τούτοις τοσούτα καί τοιαύτα αποφασιστικά καί απελπιστικά μέτρα άπαντες καί κατεσκευάσαμεν ισχυρά όχυρώματα, ώστε ή νά άνθέξωμεν πολεμούντες νά νικήσωμεν, ή νά άποθάνωμεν μέ τά όπλα εις τάς χείρας. Τήν 12 λοιπόν του Μαΐου εις τάς 6 π.μ. μας ανήγγειλαν αι σκοπιαί μας ότι εις τήν Επάνω Χρέπαν έβαλαν αι σκοπιαί δύο φωτιές μέ καπνούς μεγάλους" τάς είδομεν αμέσως καί ευθύς είδοποιήσαμεν τό εις τό Χρυσοβίτσι σώμα νά ξεκινήση διά τό Βαλτέτσι, ώς πλησιέστερον, καί συγχρόνως άναχωρούμεν καί ημείς διά νά δώσωμεν
125
των πολιορκουμένων σύντομον επικουρίαν, μήπως καί δειλιάσουν. Και αμέσως εξεκίνησεν όλον αυτό τό σώμα. Ο Κιαχαγιάμπεης, Κιαμίλμπεης καί Δευτέρ Κιαχαγιάς εξεστράτευσαν επίτηδες διά τό Βαλτέτζι, γνωρίζοντες οι αυτόχθονες Τούρκοι ότι, άν δυνηθούν καί διαλύσουν αυτό, τότε αποδειλιούν τά άλλα καί ευκόλως δύνανται νά προχωρήσουν συσσωματωμένοι εις άπασαν την Πελοπόννησον, νά την υποτάξουν. Εξήλθον λοιπόν δώδεκα χιλιάδες πεζοί καί δύο χιλιάδες ιππείς, όλοι εμπειροπόλεμοι, με απόφασιν νά πολεμήσουν απελπισμένα (κατά την διαβεβαίωσιν, την οποίαν μας έκαμαν ό Μουσταφάμπεης, Σιακήρμπεης καί ο Δευτέρ Κιαχαγιάς μετά την άλωσιν της Τριπολιτσάς, τους όποίους είχομεν υποχείριους, καί ότι είς την εκστρατείαν εκείνην έμειναν εις τήν Τριπολιτσάν τότε εως δύο χιλιάδες γέροντες καί άλλοι διά φρουρά, οι δέ λοιποί όλοι, υπέρ τάς 14.000, εξεστράτευσαν). Φθάσαντες λοιπόν είς τό Βαλτέτσι επολιόρκησαν απ' όλα τά μέρη τους άνω ειρημένους μέ τήν πεποίθησιν ότι θά νικήσουν, ώστε νά μήν δυνηθή νά σωθή ουδέ εις τών Ελλήνων. ΉΉρχισε λοιπόν η μάχη μέ απαραδειγμάτιστον επιμονήν καί απελπισίαν εξ αμφοτέρων τών μερών περιπλέον δέ έρριψαν τήν περισσοτέραν αυτών δύναμιν εις τό μέρος εις τό όποιον ήτον ώχυρωμένοι ο Παπατσώνης, Πετροβαίοι καί Κεφάλας, ως υπαρχούσης της θέσεως εκείνης ομαλωτέρας καί αδυνατωτέρας τών άλλων, καί κατέλαβον τήν αντίθετον αυτών θέσιν οι εκλεκτότεροι μαχηταί Μπαρδουνιώται καί Αλβανοί καί μ' όσα γιουρούσια τους έκαμαν νά εμπορέσουν νά τους αποδειλιάσουν, διά νά τους διαλύσουν, εύρον ατρόμητον καρτερίαν καί επιμονήν. Προς τάς 9 π.μ. έφθασαν από τό Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης καί Παπαδιαμαντόπουλος επικουρία τό επάνωθεν μέρος τού Βαλτετσίου προς τό μέρος, όπερ κατείχεν ο Παπατσώνης καί λοιποί, αλλά τήν υπώρειαν αυτού προς βορράν τήν είχον καταλάβει οι Βαρδουνιώται. Συνεκρούσθησαν αμέσως αλλά διά τό άνισον της δυνάμεως, διά τό εισέτι απειροπόλεμον τών Ελλήνων καί διά τό αδύνατον της θέσεως, επειδή καί δεν επρόφθασαν νά κάμουν όχυρώματα, μετά μιας σχεδόν ώρας αντίστασιν, απεσύρθησαν πολεμούντες προς τό χωρίον Αραχαμίτες αβλαβώς, καί έμειναν εκεί συσσωματωμένοι περιμένοντες νά προφθάσωμεν καί ήμείς. Εγώ αμέσως ητοίμασα όλους τους στρατιώτας καί εξεκίνησαν δια τό Βαλτέτσι προτρέπων αυτούς νά τρέξουν θαρραλέως, νά πολεμήσουν ατρομήτως, υπενθυμίσας εις αυτούς την προ ολίγου νίκην του Λεβιδίου άλλ' υποπτεύσας μήπως καθ' όδόν δειλιάσουν καί κρυφθούν εξ αυτών οι μικρόψυχοι, εδιόρισα επί κεφαλής αυτών τον Δημήτριον Πλαπούταν, τον Σταύρον Δημητρακόπουλον καί τον Λαμπρινόπουλον εμπροσθοφυλακήν, εγώ δέ μετά του Παναγιώτη Δημητρακοπούλου, Νικόλαου Ταμπακοπούλου καί λοιπών προκρίτων τής επαρχίας
126
εμείναμεν οπισθοφυλακή, διά νά ξεριζώσωμεν όλους τούς στρατιώτας από τό χωρίον Πιάναν, καί μη άφήσαντες ούδ' ένα κατέβημεν εις την Πάπαιναν καί διέταξα την τακτικήν όδοιπορίαν. Είχον διατάξει όλους ανεξαιρέτως νά τρέξουν όσον ήδύναντο ταχύτερον νά προφθάσουν εις τό Βαλτέτσι νά ενωθούν μέ τό σώμα του Χρυσοβιτσίου, νά λάβουν ενεργητικόν μέρος εις την μάχην, νά ανακουφίσουν οπωσούν τούς πολιορκουμένους, μέχρις ότου φθάσω καί εγώ καί ούτως ηκολούθησαν καί εις τάς 10 π.μ. έφθασαν εκεί, καί αμέσως εκτυπήθησαν μέ τούς Τούρκους. Η μάχη αύτη ήρχισε μέ άπαραδειγμάτιστον λύσσαν έξ αμφοτέρων τών μερών, καθότι κατήντησεν περί ζωής καί θανάτου, καί μ' όλον τό εμπειροπόλεμον τών Βαρδουνιώτων καί τών Αλβανών δεν εδυνήθηκαν νά οπισθοδρομήσουν τούς εδικούς μου ούδ' έν βήμα. Περί την 1 μ.μ. υπέστρεψαν καί ό Κολοκοτρώνης μέ τον Παπαδιαμαντόπουλον μέ τό σώμα καί ενωθέντες μέ τό εμέτερον, τρεις σχεδόν χιλιάδες, καί οχυρωθέντες κατήντησαν πολιορκουμένους τούς Βαρδουνιώτας καί Αλβανούς, καθότι προς τό μέρος, τό όποίον ωχυρώθησαν οι εδικοί μας, ήτον ο Παπατσώνης, οι Πετροβαίοι καί Φλεσαίοι καί επολεμούσαν ατρομήτως όντες καλά οχυρωμένοι. Τό όπισθεν μέρος ωχυρώθησαν τά στρατιωτικά σώματα τής Καρύταινας, ώστε οι Τούρκοι κατήντησαν εις θέσιν δεινήν, πολεμούντες έκείνην την ήμέραν καί την νύκταν ακαταπαύστως... Εις τάς 9 λοιπόν π.μ. 13 Μαίου ώς εκ συνθήματος έγινε γενική λιποταξία εις τό στρατόπεδον των Τούρκων, ετζακίσθη εις τοιούτον βαθμόν καί μέ τοσαύτην φρίκην, ώστε δεν ηδυνήθη εις Οθωμανός νά πυροβολήση, άλλ' έτρεχον φεύγοντες, καί καθ' όδόν έρριπτον τά όπλα τους τά αργυρά, νά πέση ή προσοχή των Ελλήνων εις τά λάφυρα, νά διασωθούν αυτοί. Εάν επρόφθαναν εις τά Τρίκορφα προ ημισείας ώρας τά εκ Λεβιδίου ή καί τά εκ Βερβαίνων ερχόμενα στρατεύματα, δεν ήθελεν υπάγει ουδέ είς Τούρκος ζωντανός εις τήν Τριπολιτσάν, αλλ' ήθελον αφήσει τά κώλα εκεί ένεκα της απαραδειγατίστου δειλίας των. Εφονεύθηκαν εις τήν μάχην εκείνην υπέρ τούς 1.700 Τούρκοι καί ούτως υπέστρεψαν εις τήν Τριπολιτσάν. Από δέ τούς εντός τού Βαλτετσίου εφονεύθηκαν τέσσαρες Μανιάται, πέντε τού Παπατσώνη, τρεις τού Φλέσσα καί δύο τών Πετροβαίων, καί δεκατέσσαρες επληγώθηκαν απ' όλα τά σώματα. Από τούς εδικούς μας έξω εφονεύθησαν εννέα Καρυτινοί καί δώδεκα επληγώθηκαν τό όλον φονευμένοι καί πληγωμένοι 49. Επήραν δε oι έσωθεν καί έξωθεν στρατιώται λάφυρα, τουφέκια, πιστόλας, σπαθιά υπέρ τάς τρεις χιλιάδας καί ωπλίσθηκαν καλώς υπέρ τάς τρεις χιλιάδας στρατιώται με αργυρά, όπλα καί λαμπρά ενδύματα. Επήραμεν δεκαοκτώ σημαίας, τέσσαρα κανόνια του κάμπου, τρεία τσαντήρια, άπειρα πολεμοεφόδια καί όλας τάς άποσκευάς τού τούρκικου στρατοπέδου..»
127
Κανέλλος Δεληγιάννης - Απομνημονεύματα. «Τό Τσοπανάκι ΌΌταν άρχισε η μάχη στό Βαλτέτσι, ένα τσοπανάκι λεροφορεμένο, άοπλο, αλλά μέ μάτια γοργοκίνητα, μέ τή μαγκούρα του τήν ποιμενική, πλησίασε στό μέρος πού ήταν ο Κολοκοτρώνης κι έβλεπε κι αυτό μέ περιέργεια καί θαυμασμό τόν πόλεμο πού γινόταν παρακάτω. Ο Κολοκοτρώνης παρατήρησε τό θαυμασμό του καί τά εξυπνα καί ζωηρά μάτια του καί τού είπε: - Τί στέκεσαι καί βλέπεις, καί δέν πάς καί σύ νά πολεμήσης, βρέ ΈΈλληνα; - Δέν έχω άρματα καπετάνιε! - ΈΈχεις τή μαγγούρα σου, άρμα είναι κι αυτή, νά! πήγαινε νά σκοτώσης κανένα εχθρό μ' αυτή, νά πάρης τ' άρματά του καί ν' αρματωθής καί νά φορέσης τά ρούχα του. - Μά λές; Καί χωρίς νά χάση καιρό πηδώντας μέ τή βοήθεια τής μαγγούρας του - όπ! όπ! - ανακατεύτηκε μέ τούς πολεμιστές. Τό βράδυ, όταν τελείωσε η μάχη, ένοπλος καί αγνώριστος μέ ρούχα κάποιου Τούρκου, πού είχε σκοτώσει, ξαναστάθηκε επιδειχτικά εμπρός στόν Κολοκοτρώνη. - Τί είσαι σύ, βρέ ΈΈλληνα; τόν ρωτά ο αρχιστράτηγος. - Δέ μέ γνωρίζεις, καπετάνιε; Εγώ είμαι πού μ' έστειλες τό μεσημέρι νά πολεμήσω μέ τή μαγκούρα, μέ τήν προσταγή σου καί μέ τήν ευχή σου, καπετάνιε, έκανα όπως μού είπες.» Αναγνωστικόν ΈΈκτης Δημοτικού 1952 (Kαμμία σχέση μέ τά βιβλία τού 2011 πού προωθεί τό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο σέ συνεργασία μέ τό τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, τά οποία, εκτός τού ότι προστατεύουν τήν τουρκοκρατία καί τόν κεμαλισμό, γράφουν γιά τούς πιστούς μουσουλμάνους πού προσεύχονται πέντε φορές τήν ημέρα, γράφουν οδηγίες γιά καφετιέρες, γιά τούς κατοίκους τής Ματμάτα, γιά τόν Πετροτσουλούφη, γιά τή Φινμαρκσβίντα, γιά τό καναρινί ποδήλατο καί φυσικά γιά τήν κακιά χούντα τού Παπαδόπουλου. Στά δέ παιδιά μας προτείνουν νά διαβάσουν τόν Ιμπραήμ Φορουζέ, τόν Μοχάμετ Αλί Ταλέμπι καί τόν Μπάρτζη Γιάννη πού έγραψε τό Τιριγκλίκ!!!!) «ΌΌπως η ΉΉπειρος όμοια καί ο Μωρηάς είχε το Σούλι του. Μέ τούτη όμως τή διαφορά, τό πρώτο τό κατοικούσαν χριστιανοί που είχαν αρβανίτικη φύτρα. Τό δεύτερο το κατοικούσαν οθωμανοί αρβανίτικης καταγωγής κι αυτοί. Το Σούλι του Μωριά ήταν το Λάλα, πού βρίσκεται βορειοδυτικά από τήν Αρχαία Ολυμπία, στήν αρχαία Φολόη στό βουνό
128
Ερύμανθο, κατοικία κάποτε τού Κένταυρου Φόλου. ΌΌταν ξέσπασε η Επανάσταση, οι Τούρκοι τού Μωρηά - ακόμα καί οι ξακουστοί γιά τόν αφοβιά καί τή σκληράδα τους οι Βαρδουνιώτες τρέξανε ν' ασφαλιστούν στά κάστρα. Οι μόνοι πού δέν τό καταδέχτηκαν ήταν οι Λαλιώτες. Κι ούτε απόμειναν στό καραούλι τους. Ροβόλησαν κατά κάτω νά συντρέξουν τή γύρω απ' αυτό Τουρκιά. Τό πρώτο πού καταπιάστηκαν ήταν νά λευτερώσουν τούς μπλοκαρισμένους από τόν Σισίνη στό Χλομούτσι (Κυλλήνης) Οθωμανούς. Χίλιοι πεντακόσιοι Λαλαίοι κράταγαν ντουφέκια. Οι δικοί μας λάκισαν πρίν τ' ακούσουν κάν νά βροντάνε. ΈΈπειταν τράβηξαν νά χτυπήσουν τόν Πύργο, πολιτεία πλούσια καί πολυάνθρωπη γιά κείνα τά χρόνια. Τήν κατοικούσαν εφτά χιλιάδες ψυχές, όλοι χριστιανοί. Αρχηγός τών αρμάτων στόν Πύργο ήταν ο Χαράλαμπος Βιλαέτης, αδελφός τού Γιάννη Βιλαέτη πού βρισκόταν όμηρος στήν Τριπολιτσά. Γενναίος άντρας κράτησε θαρρετά κεφάλι στούς Λαλαίους. Μά εκείνοι κατάφεραν νά μπούνε στόν Πύργο, νά τόν διαγουμίσουν καί νά τόν κάψουν. Στίς 10 τού Μάη, μπλόκαραν τόν Βιλαέτη στό χωρίο Λατζόϊ. Πέντε ώρες κράτησε άνισο πόλεμο. - ΌΌποιος είναι χριστιανός καί τό λέει η καρδιά του ας μ' ακολουθήσει. Σκοτώνει έναν μπέη, μά σύγκαιρα χτυπιέται πισώπλατα κι έπεσε ξέψυχος μπρούμυτα αγκαλιάζοντας τά χώματα τής πατρίδας πού ήρθε νά λευτερώσει. Οι Λαλαίοι κόψανε τό κεφάλι του καί τό στήσανε τρόπαιο σέ κοντάρι.» Δημήτρη Φωτιάδη, Επανάσταση του 21 - Λάλα τό τουρκοχώρι τής Ηλείας «Ο πρώτος καί ο μεγαλύτερος έως τότε (Απρίλιος 1821) εχθρός τών αρχηγών ήτο η κραυγή: - ΈΈρχονται οι Τούρκοι! Οι περισσότεροι από τούς στρατολογημένους έφευγαν χωρίς νά ρίψουν κάν ένα πυροβολισμόν. Εις τήν ψυχήν των υπήρχεν ο τρόμος αιώνων. Τούς είχε συγκεντρώσει εις τά στρατόπεδα ο πόθος τής ελευθερίας καί η αγανάκτησις κατά τού τυράννου, αλλ' ήσαν άνθρωποι μέ εξησθενημένην τήν ψυχικήν αντοχήν. Είχαν συνηθίσει νά κατεβάζουν τό κεφάλι πρό τού Τούρκου, νά ζούν ταπεινωμένοι, νά υφίστανται μοιρολατρικώς τήν αγριότητα του τουρκικού αυταρχισμού. Οι θαραλλέοι είχαν πληρώσει τήν τόλμην των μέ τό κεφάλι των καί μέ τήν εξόντωσιν τών οικογενειών των.» Διονύσιος Κόκκινος (1884 - 1967) - Η Ελληνική Επανάστασις «Μητροπέτροβας Κατήγετο από τό χωρίον Γαράντσα (Ανω Μέλπεια Μεσσηνίας). Ούτος μέ τά παιδιά του καί τούς συγγενείς του, καί όλον τό χωρίον Γαράντσα είχον όλοι όνομα επίσημον κατά τήν επανάστασιν ως παληκάρια, διότι εις οποιανδήποτε μάχην καί άν ευρέθησαν,
129
διεκρίθησαν. Ιδίως δέ διεκρίθησαν καί ηνδραγάθησαν εις τήν ένδοξον μάχην τού Βαλτετσίου, ένθα αφήκαν μνημεία αιώνια, καί μέχρι τής σήμερον λέγονται καί μαρτυρούνται τά ταμπούρια τού Μητροπέτροβα καί τών Γαραντσαίων, διότι ίσα ίσα ταύτα εβάστασαν τάς ορμάς τών Τούρκων, κείμενα εις τό κάτω μέρος τού χωρίου Βαλτέτσι, όπου ήτον ολίγος κάμπος καί τό Τουρκικόν ιππικόν τά εκτύπα, τά δέ κανόνια δέν ηδύναντο νά τά κτυπήσουν. Ο Μητροπέτροβας υπηρέτησεν εν γένει καθ' όλον τόν αγώνα. Εφυλακίσθη δέ καί αυτός εις ΎΎδραν μετά τών λοιπών.» Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) - Βίοι Πελοποννησίων ανδρών «Στίς 24 Απριλίου 1821, οι Τούρκοι μάς επήραν τό χωριό Βαλτέτσι (πρώτη μάχη) καί μάς έσπρωξαν κατά τό βορεινόν μέρος σιμά τού χωριού. Τότε εφάνη από τήν Πιάνα καί Χρυσοβίτσι υπό τόν Δημήτριο Πλαπούτα σώμα Καρυτινών, Ζυγοβιστινών, Στεμνιτσιωτών καί λοιπών βουνίσιων, τούς εκτύπησαν από ταίς πλάταις καί αμέσως οι Τούρκοι ετραβήχθησαν οπίσω, μάς έκαψαν τό χωριό, επήραν τάς τροφάς, τήν καπόταν καί τό τάσι τού Κολοκοτρώνη. Εδώ μάς εσκότωσαν καί δύο ΈΈλληνες καί διά νά μάς φοβίσουν τούς έκαμαν κομμάτια. Αφού μάς ήλθεν η βοήθεια τούς εκυνηγήσαμε εμείς εξοπίσω τους έως τού Μπολέτα καί Κάρτσοβα. Ο Νικηταράς τότε τούς είπε "διά τί φεύγετε Περσιάνοι, σταθήτε νά πολεμήσωμεν" καί πλέον από τότε τούς έλεγαν οι ΈΈλληνες τούς Τούρκους Περσιάνους. Υπήρχε πατροπαράδοτος η ιδέα εις τούς ΈΈλληνας ότι οι Τούρκοι κατάγονται από τήν Περσίαν καί από τήν Κόκκινην Μηλιάν. Εις τήν μάχην ταύτην ανδραγάθησεν ο Αναγνώστης Σταυρόπουλος από Ζυγοβίστι.» Φωτάκου Απομνημονεύματα (Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τούς Τούρκους Πέρσες καί ήλπιζαν νά τούς στείλουν από εκεί πού ήλθαν, δηλαδή στήν μυθική Κόκκινη Μηλιά. Η συνέχεια τού Γένους μάς αποδεικνύεται καί από τό αναλλοίωτον τών θρύλων καί τών δοξασιών τών Ελλήνων κατά τήν διάρκεια τών τεσσάρων αιώνων τού βάρβαρου οθωμανικού ζυγού.) Βιβλιογραφία Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Εκδοτική Αθηνών Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού - Απόστολος Βακαλόπουλος Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος Ελληνική Επανάστασις - Σπυρίδων Τρικούπης 1857 Ελληνική Επανάσταση - Ιωάννης Φιλήμων, 1859 Ελληνική Επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος Επανάσταση του 21 Δημήτρη Φωτιάδη Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος 1839 -
130
Αμβρόσιος Φραντζής Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα Περραιβού Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα 1858 Απομνημονεύματα Κουτσονίκα Απομνημονεύματα Γερμανού Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου, 1851 Απαντα Καραϊσκάκη - Δημήτριος Αινάν Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης - Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου (Samuel Gridley Howe) 1828 Ελληνικά Χρονικά - Ιωσήφ Μάγιερ 1826 Histoire de la regeneration de la Grece - Pouqueville Οι ΉΉρωες του 1821 - Εκδόσεις Αγαπητός Αγαπητού, Πάτραι 1877 Ιστορία Τακτικού Στρατού τής Ελλάδος - Χρήστος Βυζάντιος 1837 Στρατιωτική Επιθεώρηση http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis4.html
131
Η Ελληνική Επανάστασις του 1821 - Μέρος Ε' Ρούμελη καί αρματολίκια Στή Ρούμελη, οι Τούρκοι, από τά μέσα τού 18ου αιώνα είχαν αναθέσει σέ Ρωμιούς στρατιωτικούς αρχηγούς τήν φύλαξη διόδων (δερβένια περσ. ντερμπέντ) καί τήν διαφύλαξη της ασφάλειας μίας περιοχής από τίς δραστηριότητες τών κλεφτών. Η περιοχή τής δικαιοδοσίας τους ονομάζονταν αρματολίκι. Ο αρματολισμός στήν Στερεά Ελλάδα είχε αναπτυχθεί πολύ περισσότερο απ' ότι στήν Πελοπόννησο καί μέσω αυτού τού θεσμού αναδείχτηκαν ισχυρές αρματολικές οικογένειες, οι οποίες ξεπέρασαν σέ δύναμη ακόμα καί τούς κοτζαμπάσηδες. Οι πιό γνωστές οικογένειες αρματολών ήταν τού Βαρνακιώτη στο Ξηρόμερο, τού Ράγκου στόν Ανω Βάλτο, τού Σταθά καί αργότερα τού Καραΐσκου ή ΊΊσκου στόν Κάτω Βάλτο, τού Γρίβα στη Βόνιτσα, τού Μπουκουβάλα στά Αγραφα, τού Συκά ή Βλαχόπουλου στό Καρπενήσι, τού Μπάκολα στό Ραδοβίτσι, τού Κοντογιάννη στό Πατρατζίκι (Υπάτη), τού Νικοτσάρα στόν ΌΌλυμπο, τού Βλαχάβα στά Χάσια, τού Αθανάσιου Γραμματικού (παππού τού Διάκου) στόν Παρνασσό και τού Στουρνάρη στον Ασπροπόταμο. «Γώγος Μπακώλας πολεμάει μ' εννηά χιλιάδες Τούρκους. Δεν είναι κρίμα κι άδικο καί ανομιά μεγάλη, νά πολεμάν οι εκατό μ' εννηά χιλιάδες Τούρκους! Ο Γώγος έβγαλε φωνήν από τό μετερίζι. - Γιά πολεμάτε δυνατά καί σκούζτε τά μεγάλα, νά ραϊσθούνε τά βουνά καί νά σκισθούν οι κάμποι, γιά νά γλυτώσουν τή σκλαβιά τόσα γυναικοπαίδια, πού κυνηγιώνται σάν αρνιά, καί σκούζουν καί βελάζουν. Ο πόλεμος εκράτησεν απ' τό πουρν' ως τό βράδυ, κ' εγλύτωσαν οι Χριστιανοί κ' ετσάκισαν οι Τούρκοι». Δημοτικό τραγούδι. Ενώ στόν Μοριά η τουρκική εξουσία σέ συνεργασία μέ τήν Εκκλησία καί τούς προκρίτους κατάφερε, περί τό 1800 νά εξοντώσει τούς κλεφταρματολούς, στή Ρούμελη η πολιτική τού Αλή πασά των Ιωαννίνων ενίσχυσε τούς αρματολούς εις βάρος τών προκρίτων. Η σύγκρουση τού Αλή πασά μέ τίς σουλτανικές δυνάμεις είχε σάν αποτέλεσμα νά αυξηθεί ακόμη περισσότερο η δύναμη τών αρματολών. Αρματολοί όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Πανουργιάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Ιωάννης Ρούκης, οι Γριβαίοι θά αντιμετώπιζαν από κοινού μέ τόν Τεπελενλή τίς δυνάμεις τού σουλτάνου Μαχμούτ καί όταν η τύχη του
132
τυράννου θά άρχιζε νά τόν εγκαταλείπει, θά ξεκινούσαν πρώτοι στην Επανάσταση ταυτίζοντας το μέλλον τους με το μέλλον του Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία. «Η Στερεά Ελλάς κατεπιέζετο καί εξηντλείτο πολλά έτη υπό τόν Αλήν. Υπό διαφόρους προφάσεις ο πλούσιος, είτε Τούρκος είτε Χριστιανός, εγυμνούτο, καί ο δυνατός πάντοτε εμηδενίζετο, συχνάκις δέ καί εφονεύετο. Ο ασυνείδητος ούτος σατράπης εκίνει τούς Τούρκους κατά τών Χριστιανών, τούς Χριστιανούς κατά τών Τούρκων καί τούς οικείους κατά τών οικείων, εβράβευε τήν κακίαν, επαίδευε τήν αρετήν, διέφθειρε τόν λαόν όλον καί εθεώρει καί αυτήν τήν οικειακήν τιμήν τών αθλίων ραγιάδων καθημερινόν παίγνιον τών αισχρών καί απλήστων επιθυμιών του... Επειδή εξ αιτίας τής τυραννίας επλεόναζεν η ληστεία, ο Αλής εις εξόντωσιν αυτής είχε χρείαν μεταβατικών οπλοφόρων καί η χρεία αύτη διετήρει τά πολυθρύλλητα καπητανάτα τών μερών εκείνων. Οι κάτοικοι, καταπιεζόμενοι εν ταίς ειρηνικαίς των εργασίαις, ησπάζοντο τόν στρατιωτικόν βίον, ευρίσκοντες εν αυτώ ασφάλειαν, άνεσιν, τιμήν καί κέρδος, ώστε αυτός ο δεσποτισμός καί αυτή η τυραννία τού Αλή εγύμναζαν καί προητοίμαζαν αγνώστως τήν ευτυχή ανέγερσιν τής Ελλάδος. Η καταδρομή του συνετέλεσε τά μέγιστα εις γενικήν εφόπλισιν τών βουλομένων καί δυναμένων Ελλήνων νά φέρωσι όπλα, τών μέν υπέρ αυτού, τών δέ κατ' αυτού, ώστε η Στερεά Ελλάς εφαίνετο, κατ' εκείνας τάς ημέρας όλη στρατόπεδον». Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάσταση. Στά τελευταία χρόνια τής τουρκοκρατίας, οι καπετάνιοι τής Ρούμελης ήταν πανίσχυροι. Τό αρματολίκι τού Στορνάρη γιά παράδειγμα περιελάμβανε 120 κτηνοτροφικά χωριά. Ο κάθε αρματολός φρόντιζε νά κληροδοτεί τό αρματολίκι του στόν αξιότερο γιό του. ΈΈτσι δημιουργήθηκαν οι οικογένειες τών αρματολών, τά περίφημα ουτζάκια. Σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη πού έζησε μέ τούς αρματολούς τού Ολύμπου, η ζωή τους ήταν απίστευτα σκληρή, κινούνταν μέ μεγάλη ταχύτητα ακόμα καί μέσα στή νύκτα, ενώ έπρεπε νά αντέχουν στήν πείνα, στήν δίψα, στό δριμύ ψύχος ή στήν αφόρητη ζέστη. Τούς ένωνε όμως όλους τό "ασίγαστον κατά τών Τούρκων μίσος", κάτι πού πιστοποιεί ότι οι κλεφταρματολοί είχαν πλήρη συνείδηση τής εθνικοαπελευθερωτικής τους αποστολής. Η στολή τού καπετάνιου ήταν χρυσοκέντητη καί στό σελάχι του είχε όπλα πού έλαμπαν από τό ασήμι καί τό χρυσάφι. ΉΉταν άριστοι χειριστές τόσο στό σπαθί όσο καί στή σκόπευση ενώ τά όπλα τους δέν τά αποχωρίζονταν ποτέ. Η παράδοση αναφέρει γιά παράδειγμα τόν αρματολό Γεώργιο Καραϊσκάκη πού είχε φονεύσει τόν Τουρκαλβανό Βεληγκέκα από εξαιρετικά μεγάλη απόσταση. Τ' άρματα αποτελούσαν
133
τούς προστάτες τους καί θεωρούνταν ιερά καί άσπιλα: «Τ' αντρειωμένου τάρματα δέν πρέπει νά πουλιούνται μόν' πρέπει τους στήν εκκλησιά κι' εκεί νά λειτουργιώνται». Στήν Ανατολική Στερεά Ελλάδα, είχαν μυηθεί αρκετοί κάτοικοι τής περιοχής στήν Φιλική Εταιρεία. Κυριότεροι εξ αυτών ήταν οι: Ιωάννης Στάμου Λογοθέτης, Λάμπρος Νάκου, Ιωάννης Φίλων, Ησαΐας επίσκοπος Σαλώνων (Αμφίσσης), Ανανίας επίσκοπος Θηβών καί Λεβαδειάς, Ιωάννης Φίλων, Αθανάσιος Διάκος, Ιωάννης Γκούρας, Βασίλης Μπούσγος, Πανουργιάς, Αθανάσιος Ζαρίφης, Δήμος Σκαλτσάς, καί Ιωάννης Δυοβουνιώτης. Από τά τέλη τού 1820 η κίνηση τών Φιλικών είχε γίνει απερίσκεπτα προκλητική καί σέ αυτή τήν κίνηση πρωτοστατούσε ο Ησαΐας, ο οποίος είχε επιστρέψει από τήν Κωνσταντινούπολη μέ οδηγίες από τά ηγετικά στελέχη τής Φιλικής Εταιρείας. Ιδιαίτερα η Φωκίδα αποτέλεσε γιά τή Ρούμελη ότι η Αχαΐα γιά τόν Μοριά. Αλλωστε καί οι καλύτεροι μαχητές τής Στερεάς ήταν οι Σουλιώτες, όπως ήταν οι Μανιάτες γιά τήν Πελοπόννησο. «Ο Αλής εκυρίευσε επί τών λαμπρών ημερών του τό Σούλι καί ηνάγκασε τούς Σουλιώτας νά καταφύγωσιν εις ξένην γήν καί νά ψωμοζητώσιν... Ο άοκνος καί προσεκτικός Αλής ωφεληθείς εκ τής πρός τούς Σουλιώτας κακής διαθέσεως τού αντιπάλου του, καί εγκολπωθείς αυτούς, τοίς απέδωκε τήν πατρίδα των, τούς εμίσθωσεν ως συναγωνιστάς του καί αντήλλαξεν εις αμοιβαίαν ασφάλειαν καί ομήρους. Εν ώ δέ ταύτα ενηργούντο, ούτε η ελληνική επανάστασις είχεν εκραγή, ούτε οι Σουλιώται εγνώριζαν τά τής Εταιρείας... Οι υπόλοιποι ΈΈλληνες ατενίζοντες μακρόθεν εις τήν απότομον Κιάφαν, τήν έβλεπαν διά τού λογισμού των ως λαμπάδα καιομένην εφ' υψηλής περιωπής εις φωτισμόν τών εν τή σκότει τής δουλείας καθημένων καί εις χειραγωγίαν των». Σπυρίδων Τρικούπης γιά τήν επιστροφή τών Σουλιωτών στήν πατρίδα τους. «Οι πρώτοι τής Ελλάδος κατακτηταί Σουλτάνοι Οθωμανοί, διά νά διατηρήσωσιν εις τέλειαν υποταγήν τούς ΈΈλληνας μετώκισαν εκ τού Ικονίου τής Μικράς Ασίας τετρακοσίας χιλιάδας κατοίκων Οθωμανών (η ιστορία επαναλαμβάνεται καί σήμερα τό 2011, όταν η Τουρκία σέ συνεργασία μέ τήν Αριστερά καί τό ΠΑΣΟΚ εποικίζει μέ εκατομμύρια πλέον μουσουλμάνους τήν πατρίδα μας), τούς υπό μέν τών Ελλήνων Κονιάρους, υπό δέ τών Οθωμανών Ιβλιάτι Φατιχάν καλουμένους, ήτοι τέκνα τών κατακτητών, τούς μετώκισαν, λέγω, εις τάς πεδινάς επαρχίας τής Θράκης, Μακεδονίας καί Θεσσαλίας, τούς δέ τά χωρία ταύτα κατοικούντας ΈΈλληνας απεδίωξαν, ούτοι δέ αναγκασθέντες απεσύρθησαν εις τά ορεινά μέρη καί απεκατεστάθησαν εις τά άγονα καί
134
τραχέα τών χωρών τούτων μέρη. Οι ευτολμότεροι τούτων δράττοντες τά όπλα καί συσσωματούμενοι περιήρχοντο κατατρέχοντες τούς άρπαγας καί αποξενώσαντας απ' αυτών τήν πατρώαν γήν καί διά νά συντηρώνται ηναγκάζοντο νά φορολογώσι τούς κατοίκους, λαμβάνωντες παρ' αυτών τήν διά τούς υπ' αυτούς στρατιώτας μισθοδοσίαν, ονομαζομένην, λουφές τών παληκαριών. Ενίοτε δέ οι αρχηγοί ούτοι μετά τών υπ' αυτούς στρατιωτών καταβαίνοντες εις τά χωρία τά πεδινά παρηνώχλουν τούς κατοίκους οθωμανούς καί φέροντες κατ' αυτών τό πύρ καί τόν σίδηρον, κατέστρεφον πάν τό προστυχόν, ηφάνιζον δέ ιδία τά μεγάλα κτήματα τζηφλίκια τών ισχυρών Οθωμανών. Ούτοι δέ, εις τήν φωνήν τής ανάγκης υπείκοντες, εμεσίτευον παρά τή εξουσία, όπως κηδομένη τού συμφέροντος τών κατοίκων καί εκείνου τής δημοσίας ασφαλείας, γένη μερχαμέτη, νά λάβη δηλαδή πρόνοιαν διορίζουσαν αυτούς φύλακες κοινότερον δέ καπετάνιους. Αλλά, διά νά λάβη ο αρματωλός καπετάνιος τήν καπετανίαν τής επαρχίας, έπρεπε νά έχη αρχαίαν καταγωγήν ή ο ίδιος εξερχομένος τής υποταγής τού ραγιαλικίου συσσωματούμενος μετ' άλλων συντρόφων νά διατρέξη ευρύ στάδιον πάλης μετά τών Οθωμανών, αποδεικνύων ούτως εις τήν οθωμανικήν εξουσίαν τήν επιτηδειότητα, καρτεροψυχίαν καί ικανότητα αυτού. Τότε πλέον ήρχιζε νά σκέπτηται περί τής προσφοράς τής παντουρίας, καπετανίας εις τόν άγριον τούτον αρματωλόν, εις τόν οποίον ευρισκόμενον εις τήν άγριαν ταύτην κατάστασιν, απέδιδον τό επώνυμον κλέπτης, όταν δέ ούτος ελάμβανε τόν μουρασελέν, δικαστικήν απόφασιν ελέγετο παντούρης ή καπιτάνος. Οι άνδρες ούτοι, οίτινες ένεκα τής δουλείας καί τής καταπιέσεως κατέφευγον εις τά όπλα, πολλάκις καί πολλαχώς απέδειξαν ότι είχον φρονήματα υψηλά υπέρ τής ελευθερίας καί ανεξαρτησίας τής πατρίδος. Αι μεγαλήτεραι λοιπόν τών ελπίδων τού έθνους υπήρχον εις τούς οπλαρχηγούς τούτους τής Στερεάς καί τής Πελοποννήσου, διά τούτο καί οι απόστολοι τής Φιλικής Εταιρίας εις αυτούς προσέδραμον, εξαιτούμενοι κατά πρώτον τήν συνδρομήν τής πρός απελευθέρωσιν τής πατρίδος, ευρόντες δέ τούτους προθυμοτάτους, ήρχισαν αμέσως τάς προετοιμασίας διά τήν γενικήν τής Ελλάδος Επανάστασιν». Λάμπρος Κουτσονίκας 1863 - Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως. «Απαντες οι αρματωλοί τού Ολύμπου καταφυγόντες εις Σκιάθον καί συγκροτήσαντες αυτόθι καταδρομικόν στόλον εξ 70 περίπου πλοιαρίων εξηκολούθησαν τόν αγώνα κατά θάλασσαν (1807). Οι επί τώ σκοπώ τούτω συνελθόντες ονομαστί άνδρες ήσαν ο εκ Βάλτου Γιάννης Σταθάς, γαμβρός τού Βουκουβάλα, ο Καζαβέρνης, οι αρματολοί τού Ολύμπου Βλαχάβας, Λαζαίοι, Τζαχίλας, Μπιζιώτης καί Σύρος, ο Πελοποννήσιος Κολοκοτρώνης, ο Νιαούσης αρματολός Ρομφέης καί ο
135
Νίκος Τσάρας. Γενικός αρχηγός τού στολίσκου προεχειρίσθη ο Σταθάς, όστις ανεπέτασεν, αντί τής πρότερον κυματιζούσης επί τών πλοίων εκείνων ρωσικής σημαίας, σημαίαν ελληνικήν φέρουσα επί κυανού πεδίου λευκόν σταυρόν. Ο καταδρομικός ούτος στόλος, ού μόνον εις τά οσμανικά παράλια καί πλοία κατήνεγκε πληγάς πολλάς αλλά καί πρός αυτά τά πολεμικά σκάφη ετόλμησε ν' αντιπαραταχθή. « Μαύρο καράβ' αρμένιζε στά μέρη τής Κασσάνδρας, Είχε πανιά κατάμαυρα καί τ' ουρανού παντιέρα, Εμπρός κορβέτα μ'άλικο μπαΙράκι τού εβγήκε, "Μάϊνα! φωνάζει τά πανιά, ριξέ τά, λέγει κάτω!" "Δέν τά μαϊνάρω τά πανιά, ουδέ τά ρίχνω κάτω! Εγώμαι ο Γιάννης τού Σταθά, γαμπρός τού Μπουκουβάλα. Τράκο λεβέντες, ρίξετε στήν πλώρη τό καράβι, Τών Τούρκων αίμα χύσετε, απίστους μή ψηφάτε" Αλάχ, Αλάχ! οι άπιστοι κράζουν καί προσκυνούνε». Εν αρχή τού 1808, ο αρματολός Χασιών παπά Ευθύμιος Βλαχάβας, συνεκάλεσε σύνοδον καί αναγορευθείς παρ' όλων αρχηγός επεχείρησε τήν διοργάνωσιν νέου επαναστατικού κινήματος εκ συνεννοήσεως μετά τών άλλων τής Στερεάς Ελλάδος αρματολών καί αυτών τών εν Τρικκάλοις καί Λαρίση Τούρκων, οίτινες ηγανάκτουν ωσαύτως κατά τής τυραννίας τού Αλή. Νέα δέ σύνοδος συνελθούσα εν Ολύμπω ώρισεν ημέραν τής ενάρξεως τού αγώνος τήν 29ην Μαΐου, τήν ειμαρμένην ημέραν καθ' ήν έπεσεν η Κωνσταντινούπολις. Αλλά τό βούλευμα επροδόθη εις τόν Αλήν, πολλοί τών συνωμοτών καί πρώτοι οι Οσμανίδαι τής Θεσσαλίας επαλιμβούλησαν, ολίγοι δέ μετά τού Βλαχάβα επέμειναν εις τό νά αναρρίψωσιν τόν κύβον... Ο Αλής κατέφυγεν κατά τήν συνήθειάν του εις επιορκίας ίνα απαλλαγή τού φοβερού εκείνου αντιπάλου. Δι' αμνηστιών καί ποικίλων άλλων επαγγελιών παρέπεισεν τόν Βλαχάβαν νά αναλάβει τό αρματολίκι του. Καί άμα τούτου γενομένου, συνέλαβε τόν ήρωα καί μετά φοβεράς βασάνους καθυπέβαλεν εις οίκτιστον θάνατον». Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. «Σταίς δεκαπέντε τού Μαγιού, σταίς είκοσι τού μήνα, ο Βελή Γκέκας 'κίνησε νά πάη στόν Κατσαντώνη. Επάτησε κ' εκόνεψε σενού παππά τό σπήτι, - "Παππά ψωμί! παππά κρασί! νά πιούν τά παλληκάρια". Κι εκεί πού τρώγαν κ' έπιναν, κ' εκεί πού λακρεντίζαν, μαύρα μαντάτα τούρθανε από τόν Κατσαντώνη. Στά γόνατα γονάτισε - "Γραμματικέ!" φωνάζει,
136
"Τά παλληκάρια μάζωξε, κι' όλον τόν ταϊφά μου, κ' εγώ παγαίνω από μπροστά, στήν κρύα τή Βρυσούλα". Στήν στράτα όπου 'πήγαινε, στή στράτα πού παγαίνει, οι Κλέφτες τόν καρτέρεψαν καί τόν γλυκορωτούσαν. - "Πού πάς Βελή Μπουλούκπαση, ρετζάλι τού Βεζίρη;" - "Σ' εσέν' Αντώνη κερατά, σ' εσένα Κατσαντώνη". Κι' ο Κατσαντώνης 'φώναξεν από τό μετερίζι. - "Δέν είν' εδώ τά Γιάννενα, δέν είναι εδώ ραγιάδες, γιά νά τούς ψένης 'σάν τραγιά, σάν τά παχυά κρυάρια! Εδώ 'ναι λόγκοι καί βουνά, καί κλέφτικα τουφέκια. " Τρία τουφέκια τώδωκαν, τά τρία 'ράδα αράδα, τό 'να τόν πήρε ξώδερμα, καί τ' άλλο στό κεφάλι, τό τρίτο, τό φαρμακερό, τόν πήρε στήν καρδιά του, τό στόμα τ' αίμα γιόμισε, τά χείλη του φαρμάκι». Θάνατος τού Βεληγκέκα - Συλλογή Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου. «Εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε το παλαί ποτέ μακαριστόν γένος ημών των Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρα διδάσκαλος όπου να' ναι ικανός να διδάσκη τους νέους καν την γραμματικήν τέχνην». Νικόλαος Σοφιανός στον επίλογο της Γραμματικής του - 1544. «Οι Αλβανοί κορεσθέντες αίματος, ζωγρήσαντες τά τήδε κακείσε εις τά δάση καί δρυμούς καί σπήλαια διασκορπισθέντα αδύνατα πλάσματα, απέστειλαν αυτά εις Ιωάννινα δίκην κτηνών. Αυθημερόν δ' οι Αλβανοί απεφάσισαν νά εκστρατεύσωσι κατά τής Ρινιάσης, χωρίου κειμένου εν τή πετρώδει χώρα τής Λάμαρης μεταξύ Πρεβέζης καί Αρτης, απέχοντος έξ ώρας τού Σουλίου καί ολίγον τής θαλάσσης, όπως εξολοθρεύσωσι καί τούς εκεί ευρισκομένους Σουλιώτας. Φθάσαντες οι εχθροί τή 23η
137
Δεκεμβρίου 1803 εις Ρινιάσαν, κατέλαβον τούς κατοίκους αυτής εξ απροόπτου, ενασχολουμένους αμερίμνως εις τάς αγροτικάς εργασίας καί άλλους μέν εφόνευσαν άλλους δέ εζώγρησαν. Μεταξύ τών αθλίων κατοίκων τού χωρίου ευρίσκετο καί τίς πολυμελής οικογένεια τού Γεωργάκη Μπότση, συγκειμένη εξ ένδεκα ψυχών. τής οικοδεσποίνης, συζύγου τού Μπότζη, απόντος, Δέσπως καλουμένης, επτά θηλέων καί τριών ανηλίκων αρρένων τέκνων, εγγόνων καί νυμφών αυτής. Η μήτηρ Δέσπω Μπότζη, τάς βανδαλικάς σφαγάς τών Αλβανών κατά τών αθώων συμπολιτών της βλέπουσα καί συμπεραίνουσα ότι καί αύτη μετά τών πεφιλημένων τέκνων καί εγγόνων της μέλλει νά υποστή τήν αυτήν τύχην, κλείεται μετά τών θυγατέρων, τών νυμφών καί τών εγγόνων της εν τώ Πύργω "Κούλα τού Δημουλά" λεγομένω καί εκπληρώσασα χρέος ανδρός, υπερασπίζουσα διά τών όπλων ματά τών περί αυτήν τόν πύργον, πολεμούσα ανενδότως κατά τών Αλβανών καί ιδούσα ότι πρός αποφυγήν τής ατιμίας καί τής αιχμαλωσίας άλλη σωτηρία δέν υπήρχεν, ειμή ο θάνατος ... ήναψεν διά τής χειρός της τήν πυρίτιδα καί εν τώ άμα τά αθώα εκείνα πλάσματα, ένδεκα εν όλοις, εγένετο θύματα υπέρ πίστεως, τιμής καί ελευθερίας». Ιστορία τού Αλή πασά καί ολοκαύτωμα τής Δέσπως Μπότση - Τρύφωνος Ευαγγελίδου 1896. ΈΈναρξη τής Επανάστασης στήν Φωκίδα H Aνατολική Στερεά Ελλάδα επαναστάτησε ταυτόχρονα μέ τήν Πελοπόννησο, στά τέλη Μαρτίου τού 1821. Η εξέγερση έλαβε μέρος κυρίως στήν Φωκίδα, τήν Δωρίδα, τή Λιβαδιά καί τή Λοκρίδα. Οι ψυχομένοι Ρουμελιώτες κλεφταρματολοί Οδυσσεάς Ανδρούτσος, Αθανάσιος Διάκος, Βασίλης Μπούσγος, Πανουργιάς, Δήμος Σκαλτσάς καί Ιωάννης Δυοβουνιώτης δέν πτοήθηκαν από τόν ισχυρό τουρκικό στρατό πού ήταν σταθμευμένος στό Ζητούνι (Λαμία), στά Τρίκαλα καί τή Λάρισα καί άναψαν τή φωτιά στήν Ρούμελη. Είχαν φανεί άλλωστε οι προθέσεις τους στή σύσκεψη τής Αγίας Μαύρας (Φεβρούαριος 1821), όπου είχαν αποφασίσει μέ ενθουσιασμό τήν επανάσταση, σέ αντίθεση μέ τούς προκρίτους τού Μοριά οι οποίοι στή σύσκεψη τής Βοστίτσας είχαν φανεί διστακτικοί καί αναβλητικοί. Η πρώτη πόλη τής Ρούμελης πού θά ελευθερωνόταν θά ήταν η πρωτεύουσα τής Φωκίδος, τά Σάλωνα (Αμφισσα). Στις 24 Μαρτίου 1821, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία (μία ώρα μακρυά από τά Σάλωνα), ο επίσκοπος Ησαΐας από κοινού μέ τόν αρματωλό Πανουργιά καί τούς προεστούς των Σαλώνων Αναγνώστη Γιαγτζή, Ρήγα Κοντορήγα και Αναγνώστη Κεχαγιά, συγκέντρωσαν δεκάδες παλληκάρια, έκαναν δοξολογία στή Μονή και ύψωσαν τη σημαία της Επαναστάσεως.
138
Ο Πανουργιάς είχε γεννηθεί στό χωριό Δρέμισα τής Παρνασσίδος τό 1767. Ο πατέρας του Πανουργιά λεγόταν Ξηροδημήτρης, επειδή ήταν εξαιρετικά αδύνατος. ΉΉταν προεστός του χωριού Δρέμισα της Παρνασσίδας. ΌΌταν o γιός του βαπτιζόταν, ο ανάδοχός του τον πέρασε για κορίτσι και του έδωσε το όνομα Πανώρια. Οι γονείς του Πανουργιά, που ήταν πολύ θεοσεβούμενοι, θεώρησαν αμαρτία νά αλλάξουν τό όνομα πού δόθηκε με το μυστήριο και απλά τον φώναζαν Πανουργιά. Το όνομα αυτό τελικά έγινε οικογενειακό όνομα τών Πανουργιάδων. Ο Πανουργιάς ως νέος διακρινόταν γιά τό ωραίο του παρουσιαστικό. Η εντυπωσιακή του εμφάνιση έγινε η αιτία νά σωθεί η ζωή του όταν καταδικάστηκε σέ θάνατο γιά κάποια ασήμαντη αιτία. ΈΈνας ισχυρός Τούρκος, ο Δελή Αχμέτ λυπήθηκε τό νεαρό Πανουργιά καί μεσολάβησε νά τού χαρίσουν τή ζωή. Μάλιστα τόν πήρε στήν υπηρεσία του. ΌΌταν πέθανε ο Τούρκος, ο δεκαεξάχρονος Πανουργιάς έγινε κλέφτης, συνεργάστηκε μέ τόν Ανδρέα Ανδρούτσο Βερούση (Ανδρίτσο) καί έλαβε μέρος στίς επιχειρήσεις τού Λάμπρου Κατσώνη. Μετά τόν θάνατο τού Ανδρίτσου ο Αλή πασάς, γιά νά απαλλαγεί από τόν Πανουργιά τόν έκανε αρματολό. Αργότερα ο τελευταίος έγινε πάλι κλέφτης, όταν αντικαταστάθηκε στό αρματολίκι από τόν Λάμπρο Σουλιώτη. Επειδή ήταν αδύνατο νά τόν συλλάβει ο Αλή πασάς έδωσε εντολή καί πήραν τήν οικογένειά του στά Ιωάννινα. Τότε ο Πανουργιάς αναγκάστηκε νά παραδοθεί στόν Οδυσσέα Ανδρούτσο καί νά αποσταλεί στόν τύραννο τής Ηπείρου. Ο Αλή πασάς δέν έβλαψε τόν Πανουργιά αλλά τόν κράτησε κοντά του από τό 1817 έως τό 1820. ΌΌταν ο Αλή πασάς πολιορκήθηκε στά Γιάννενα ο Πανουργιάς κατόρθωσε νά δραπετεύσει καί νά επιστρέψει στήν ιδιαίτερη πατρίδα του. Τότε οργάνωσε ένα πειθαρχημένο σώμα εξήντα ανδρών ντυμένων καί εξοπλισμένων ομοιόμορφα καί διάλεξε γιά πρωτοπαλίκαρά του τόν Γιάννη Γκούρα, τόν Θανάση Μανίκα καί τόν Παπαντρέα από τήν Κουκουβίστα. Μόλις σήκωσε τό λάβαρο τής επανάστασης στή Μονή τού Προφήτη Ηλία, ο Πανουργιάς έστειλε τόν Θανάση Μανίκα μαζί μέ τόν Παπανδρέα νά στρατολογήσουν στά Βλαχοχώρια τής Δωρίδας όσους μπορούσαν νά φέρουν όπλα, τόν δέ ανιψιό τού Γιάννη Γκούρα τόν έστειλε στό χωριό Αι-Γιώργης κοντά στά Σάλωνα, γιά νά έρθει σέ επαφή μέ τούς Γαλαξειδιώτες, ζητώντας τή σύμπραξή τους. Οι θαρραλέοι Γαλαξειδιώτες μέ αρχηγούς τους τόν Γιάννη Μητρόπουλο καί τόν Φούντα δέχτηκαν μέ ενθουσιασμό τό κάλεσμα τού Πανουργιά καί κινήθηκαν αμέσως πρός τήν Αμφισσα. Η συμμετοχή αυτή τού Γαλαξειδίου είχε εξαιρετική σημασία διότι τό Γαλαξίδι διέθετε 40 πλοία μεγάλα καί πολλά μικρότερα, ικανά νά εκμηδενίσουν τήν απειλή τών τουρκικών πλοίων πού ευρίσκονταν στό λιμένα τής Ναυπάκτου.
139
Εξησφαλίζετο λοιπόν η ελευθερία τού Κορινθιακού κόλπου, η παρεμπόδιση τών συγκοινωνιών τών Τούρκων τής περιφέρειας, ενώ διασφαλιζόταν η επικοινωνία μέ τούς Πελοποννησίους επαναστάτες. Ο Γκούρας ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, πού δέν περίμενε νά συνεννοηθεί μέ τόν Πανουργιά. Στάθμευσε μέ τούς 150 μαχητές του τή νύχτα στό χωριό Αι-Γιώργης καί έστειλε γράμμα στόν Πανουργιά, δηλώνοντας την επιθυμία του να "βαρέσει ταχιά τα Σάλωνα" . Ο Πανουργιάς, γνωρίζοντας τήν αποφασιστικότητά του, έσπευσε νά στείλει αγγελιοφόρο ζητώντας του νά μήν επιτεθεί έως ότου πάρει νεώτερη διαταγή γιά νά μήν καταστρέψει από βιασύνη τήν επανάσταση. Ευτυχώς ο Γκούρας συγκρατήθηκε. «Στή Ρούμελη οι προϋποθέσεις γιά σηκωμό στέκονταν πολύ πιό δύσκολες από τό Μοριά. Βρισκόταν σιμά σέ τέσσερεις σημαντικές τούρκικες βάσεις: Γιάννενα, Λάρισα, Βόλο, Εύβοια. ΉΉταν ευτύχημα βέβαια πώς στά Γιάννενα ξακολούθαγε τήν αντίστασή του ο Αλήπασας. Οι στρατιωτικές όμως δυνάμεις πού τόν πολιορκούσαν μπορούσαν νά στείλουν σημαντικά αποσπάσματα νά χτυπήσουν τούς επαναστάτες. Αντιστάθμιζε όμως τούτη τή δυσκολία η ύπαρξη μιάς μαχητικής από αιώνες παράδοσης - η κλεφτουριά καί τ' αρματολίκια. ΈΈνας στρατός σχεδόν έτοιμος, μέ θαυμάσια στελέχη γιά τόν άταχτο πόλεμο, πού τόσο τόν ευνοούσαν τά βουνά τής Ρούμελης... Η ψυχή του ανάσαινε έλατο, θυμάρι καί λευτεριά. ΈΈτσι, όταν στίς 24 τού Μάρτη έμαθε το σηκωμό της Πάτρας, πήρε τους λεβέντες του και τράβηξε για το μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία. Φωνάζει τους προεστούς καί τους λέει πως θ' ανεμίσει το μπαϊράκι τού σηκωμού και θά χτυπήσει τους Τούρκους. Στ' αναμεταξύ έφτασαν στά Σάλωνα οι Τούρκοι της Βοστίτσας, τού Αιγίου δηλαδή, τρομοκρατημένοι άπ' όσα έτρεξαν στο Μοριά. Η δύναμη των ντόπιων Τούρκων μαζί μ' εκείνους που ήρθαν από τη Βοστίτσα δεν ήταν αψήφιστη, έφτανε τά εξακόσια ντουφέκια. Ο Πανουργιάς στέλνει στο Γαλαξείδι τον Γκούρα, τον γαμπρό του Μανίκα καί τον Παπαντρέα νά στρατολογήσουν. Οι Γαλαξειδιώτες με προθυμία δέχονται ν' αντιβγούν στο δυνάστη όχι μονάχα στη θάλασσα, παρά καί στη στεριά. ΌΌταν κάπως δυνάμωσε ο Πανουργιάς αποφασίζει, αν και τ' ασκέρι του ήταν πιο αδύναμο από το τούρκικο των Σαλώνων, νά χτυπήσει, λογαριάζοντας πως τό χειρότερο άπ' όλα θα ήταν νά χασομερήσει δίνοντας καιρό στούς εχθρούς νά συνεφέρουν καί νά ετοιμαστούν. Επειδή όμως έβλεπε πολλούς νά είναι δισταχτικοί, σκαρφίζεται τούτο δω τό κόλπο. Ορμηνεύει κάποιον της εμπιστοσύνης του νά πάει στην Ιτέα κι όταν γυρίσει νά πει πως είδε τάχα στόν κόρφο τό ρούσικο στόλο. ΌΌταν ήρθε καί ξεφούρνισε τήν ψεύτικη είδηση, φωνάζει ο Πανουργιάς: - "Αδέρφια, τι καρτεράμε"; Ξεχύνονται - ήταν 27 τού
140
Μάρτη - νά πάρουν τήν πολιτεία. Οι Τούρκοι, βλέποντας τήν ορμή τους, τήν παρατάνε κι ανεβαίνουν στο φράγκικο κάστρο, που τά ερείπια του ίσαμε τις μέρες μας ωσάν κορώνα στέκονται πάνω από τήν ’μφισσα, καθώς λένε τα Σάλωνα τώρα.» Δημητρίου Φωτιάδη - Η Επανάσταση του '21 Στίς 27 Μαρτίου, ξημερώματα, τά Σάλωνα βρέθηκαν σέ κατάσταση πολιορκίας. Στή μία μετά τά μεσάνυχτα δόθηκε τό σύνθημα. Η πρώτη μεγάλη φωτιά φάνηκε στό Παλουμάκι τής Δεσφίνας καί ακολούθησαν οι άλλες στό Μετόχι τού Προφήτη Ηλία, στόν Κόφινα κοντά στά Λιβαδάκια, στόν Αϊ-Θανάση στό ρέμα της Μηλιάς καί στήν Κουτσουρέρα πάνω από τήν Αγία-Θυμιά. Τά παλληκάρια συγκεντρώθηκαν έξω από τήν πόλη σε τρία τμήματα: τό αριστερό διοικούσε ο Γκούρας, το δεξιό ο Παπαντριάς και ο Θανάσης Μανίκας καί τό κέντρο ο Πανουργιάς. Οι Γαλαξιδιώτες έφεραν ψιλά όπλα, πολεμοφόδια καί μικρά κανόνια από τά καράβια τους. Ανάμεσά τους διακρινόταν ο Ιωάννης Καραλίβανος, αξιωματικός γιά πολλά χρόνια στά τούρκικα πλοία, καί οι γενναίοι οπλαρχηγοί Γιάννης και Νικολάκης Μητρόπουλος. Η επίθεση άρτια οργανωμένη κράτησε 4 ώρες. Καθώς οι Τούρκοι υποχωρούσαν γιά νά κλειστούν στό κάστρο, ένας σκοπευτής τους, οχυρωμένος στά τούρκικα λουτρά (χαμάμ) έριξε καί τό βόλι βρήκε τον άτυχο Σταμάτη Τράκα στο μέτωπο. ΉΉταν ο πρώτος νεκρός στήν πρώτη επίσημη μάχη τής επαναστημένης Ρούμελης. Ο πατέρας του Θόδωρος Τράκας, βλέποντας νεκρό τό παιδί του, έσφιξε τήν καρδιά καί είπε στούς στρατιώτες: "Γάμος χωρίς σφαχτά δεν γίνεται". Οι ελάχιστοι αρβανίτες που ξέμειναν στην πόλη παραδόθηκαν καί βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ωστόσο, οι Σαλωνίτες έκρυψαν γιά πολλές μέρες μέσα σε κάδους καί πιθάρια τούρκικες οικογένειες με τίς οποίες συνδέονταν φιλικά. Στήν οικία του Αναγνώστη Κεχαγιά υψώθηκε το λάβαρο τής επαναστάσεως. Αμέσως συγκροτήθηκε Ελληνική Διοίκηση. Τήν αποτελούσαν οι Αναγνώστης Κεχαγιάς, Αναγνώστης Γιαγτζής, Ρήγας Κοντορήγας, Γιωργάκης Παπαηλιόπουλος, Ηλίας Κόκκαλης, Ευστάθιος Μαρκίδης ή Μαρκόπουλος, Δεστερλής, Βασίλειος Χαντζάρας, Ευθύμιος Κρανάκης, Παπαϊωάννης Οικονόμος καί Χαρίτος μέ πρόεδρο τόν Επίσκοπο Ησαΐα. Την ίδια μέρα άρχισε η πολιορκία τού κάστρου. Τά μπρούτζινα Γαλαξιδιώτικα κανόνια στήθηκαν στό σπίτι τού Στράγκα, πού βρισκόταν στό άκρο τής πόλης. Μέ τούς πρώτους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν μια γυναίκα καί δυο παιδιά καί καταστράφηκαν δύο φορτώματα άλευρα τών Τούρκων. Καθώς όμως, οι υπόλοιποι πυροβολισμοί πήγαιναν χαμένοι, τά κανόνια μεταφέρθηκαν στά Μνήματα, πάνω από την συνοικία Χάρμαινα, κοντά στο στρατηγείο του Πανουργιά. Οι Τούρκοι
141
αρνούνταν να παραδοθούν, ελπίζοντας σε ενισχύσεις από Εύβοια και Λαμία. Ο Πανουργιάς κάλεσε τους οπλαρχηγούς σε συμβούλιο, καμία πρόταση δέν φαινόταν αρκετά καλή, μέχρι που πήρε το λόγο ο Καραπλής. Ζήτησε μαραγκούς, σανίδια και πάτερα. ΉΉταν πρωταπριλιά, παραμονή του Λαζάρου. Στο χώρο κάτω από τά πηγάδια, ο Καραπλής κατασκεύασε σκαλωσιά καί ανέβηκε μαζί μέ 30-40 παλληκάρια, γκρεμίζοντας την στο τέλος. "Πως θα γυρίσουμε πίσω"; ρώτησε κάποιος. "Εδώ ήρθαμε γιά νά νικήσουμε ή νά σκοτωθούμε", απάντησε ο Καραπλής. Το πρωί τών Βαΐων ένας Τούρκος κατέβηκε γιά νερό στά πηγάδια. Μιά μπαταριά καί ξαπλώθηκε νεκρός. Χωρίς νερό, οι εχθροί περιήλθαν σε δεινή θέση. Η απόπειρά τους να καταλάβουν την πηγή στις 8 Απριλίου, έληξε άδοξα με 13 Τούρκους νεκρούς, ανάμεσά τους και το πρωτοπαλίκαρο Χάϊτας. Μήν αντέχοντας τή διψά, οι Τούρκοι βρέθηκαν σέ απόγνωση και έστειλαν τούς μπέηδες νά διαπραγματευτούν. Ο Πανουργιάς τούς υποσχέθηκε ασφάλεια ζωής, τιμής καί περιουσίας. Στίς 10 Απριλίου 1821, ανήμερα τής Λαμπρής, άνοιξε η πύλη τού κάστρου καί οι Τούρκοι άρχισαν νά βγαίνουν παραδίδοντας τά όπλα στόν Πανουργιά, μετά από 13 μέρες πολιορκίας. Παρά τήν συνθήκη οι Τούρκοι δολοφονούνταν άγρια από όποιον ΈΈλληνα τούς έβρισκε απομονωμένους. Η κήρυξη τής επανάστασης στά Σάλωνα καί τό πάρσιμο του κάστρου τους έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στή μετέπειτα εξέλιξη τού Αγώνα. Οι ΈΈλληνες οπλίστηκαν μέ 600 όπλα καί ανάλογα πολεμοφόδια, λάφυρα από τούς έγκλειστους. Ο Παπαηλιόπουλος ανέλαβε τό ταμείο τής επαναστατημένης επαρχίας, φροντίζοντας νά βοηθήσει καί τίς γειτονικές επαρχίες: Λιδωρίκι, Υπάτη, Καρπενήσι, Αταλάντη, Λιβαδειά. Ο αρματολός Δήμος Σκαλτσάς καταγόταν από τήν Αρτοτίνα, καί φημιζόταν γιά τή γενναιότητά του ενώ έχαιρε τής εκτιμήσεως τών υπόλοιπων οπλαρχηγών. Είχε υπηρετήσει καί αυτός στόν Αλή πασά καί τόν είχε καταδιώξει γιά νά τόν θανατώσει ο φοβερός Μπεχλιβάν ή Μπαμπά πασάς, χωρίς ευτυχώς νά τά καταφέρει. Στις 28 Μαρτίου 1821, ο Σκαλτσάς, αμέσως μόλις έμαθε γιά την κατάληψη των Σαλώνων, συνεννοήθηκε με τον Αναγνώστη Λιδωρίκη, τον παπα Γιώργη Πολίτη, καί ύψωσε τήν επαναστατική σημαία. Στή συνέχεια μπήκε στό Λιδωρίκι όπου οι Τούρκοι κάτοικοι παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Αντίθετα στό γειτονικό Μαλανδρίνο, ο υπαρχηγός τού Σκαλτσά, Θεόδωρος Χαλβατζής συνάντησε πεισματική αντίσταση. Τελικά τό Μαλανδρίνο έπεσε στίς 30 Μαρτίου 1821. Βορειότερα, ο Δυοβουνιώτης προήλασε πρός τή Μενδενίτσα καί τό Τουρκοχώρι τής Ελάτειας, όπου κύρηξε τήν επανάσταση καί κυρίεψε τό βυζαντινό κάστρο τής Βοδονίτσας (18 Απριλίου 1821). Ο Πανουργιάς, μαζί μέ τόν
142
επίσκοπο Ησαΐα, κινήθηκαν μέσω Γραβιάς, πρός τήν Μονή Δαμάστας καί από κεί στό χωριό Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια) τό οποίο καί κατέλαβαν στίς 20 Απριλίου 1821. «Αγαπημένοι μου Γαλαξιδιώτες. ΉΉτανε φαίνεται από τον Θεόν γραμμένον να αδράξωμεν τα άρματα μίαν ημέραν και να χυθούμεν κατεπάνω εις τους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι την θέλομεν, βρε αδέρφια, αυτήν την πολυπικραμένην ζωήν, να ζούμεν αποκάτω εις την σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων να ακονιέται εις τα κεφάλια μας; Δεν τηράτε όπου τίποτα δεν μας απόμεινεν; Αι εκκλησίαις μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων. Κανένας δεν ημπορεί να πει, πως τάχα έχει τίποτε εδικόν του, γιατί το ταχυά βρίσκεται φτωχός, ωσάν διακονιάρης εις την στράτα. Αι φαμελιαίς μας και τα παιδιά μας είναι εις τα χέρια και εις την διάκρισιν των Τούρκων. Τίποτε, αδέλφια, δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέποντος να σταυρώσωμεν τα χέρια και να τηράμεν τον ουρανόν. Ο Θεός μας έδωκεν χέρια, γνώσιν και νούν. Ας ρωτήσωμεν την καρδιά μας και ο,τι μας απαντιχαίνει, ας το βάλωμεν ογλήγορα εις πράξιν, και ας είμεθα, αδέρφια βέβαιοι, πως ο Χριστός μας, ο πολυαγαπημένος, θα βάλει το χέρι επάνω μας. ΌΌ,τι θα κάμωμεν, πρέποντος είναι να το κάμωμεν, μίαν ώραν αρχίτερα, γιατί ύστερα θα χτυπάμε τα κεφάλια μας. Τώρα η Τουρκιά είναι μπερδεμένη σε πολέμους, και δεν έχει ασκέρια να στείλει καταπάνω μας. Ας ωφεληθούμε από την περίστασιν, όπου ο Θεός, ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας, μας έστειλεν δια ελόγου μας μίαν ώραν, πρέποντας είναι να ξεσπάσει αυτό το μαράζι, όπού μας τρώγει την καρδιά. Στα άρματα, αδέρφια! Η να ξεσκλαβωθούμεν η όλοι να πεθάνωμεν. Και βέβαια, καλλίτερον θάνατον δεν ημπορεί να προτιμήσει κάθε Χριστιανός και ΈΈλληνας. Εγω, καθώς το γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώτες, ημπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτια, τιμαίς και δόξαις. Οι Τούρκοι, ο, τι και να ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέα δεν χωρατεύει. ΈΈπειτα, κοντά και εις τα άλλα, ενθυμούνται τον πατέρα μου, οπού τους εζεμάτισε. Μα, σας λέγω την πάσαν αλήθειαν, αδέρφια, δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνάω, και το γένος μου να βογγάει εις την σκλαβιά. Μου καίεται η καρδιά μου σαν βλέπω και συλλογούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν. Από το Μωρηά μου στείλανε γράμματα πως είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου. Μα θέλω πρώτα να είμαι βέβαιος το πως θα με ακολουθήσετε και σεις. Αν εσείς κάμετε αρχή από τη μια μεριά, κι εγώ από την άλλη, θα σηκωθή όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μα σαν ίδη ελόγου σας, που έχετε τα καράβια και
143
ξέρετε καλύτερα τα πράγματα το πως σηκώνετε το μπαϊράκι, θενά τελείωση ότι καλύτερο το πράγμα. Περιμένω απόκρισι με τον ίδιο που φέρνει το γράμμα μου. Τη μπαρούτη και τα βόλια τα έλαβα και τα εμοίρασα. Να με οικονομήσετε και στουρνάρια και αν σας περισσεύη και άλλη μπαρούτη να μου στείλετε, γιατί θα την δώσω στους Πατρατσικιώτας. Τού Πανουριά τα λόγια μην τα πολυακούτε. Είναι φοβιτσιάρης. Μα σαν το σηκώσωμε εμείς, αλλέως δεν μπορεί να πράξη πάρεξ να έρθη με το μέρος μας. Αύριο το βράδυ να έρθη ένας στο μοναστήρι και θα εύρη τον Γκούραν για να μιλήση σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα να τον αγαπάτε. Είναι παιδί δικό μας και καλό παλληκάρι. Χαιρετίσματα σ' όλους πέρα και πέρα. Σας χαιρετώ και σας γλυκοφιλώ. Ο αγαπητός σας Οδυσσέας Ανδρούτσος.» Επιστολή Οδυσσέως Ανδρούτσου πρός τούς κατοίκους τού Γαλαξιδίου (22 Μαρτίου 1821) «Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες. Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε, ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι. Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος, Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα, τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα, το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα, και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο. – Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης, για ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες, χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν. - Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης. να κάμω αμπελοχώραφα,
144
κοπέλια να δουλεύουν, και νάμαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους. Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαριό ντουφέκι να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά 'ς τα κορφοβούνια, να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους, να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων.». Κλέφτικο τραγούδι «Μαθών καί ο οπλαρχηγός τών επαρχιών Ζητουνίου (Λαμίας), Βοδωνίτσης (Μενδενίτσας) καί Τουρκοχωρίου, Γιάννης Δυοβουνιώτης, όσα επράχθησαν κατά τάς άλλας επαρχίας καί έχων 80 συντρόφους εστρατολόγησεν άλλους 500 εκ τών κατοίκων τών υπό τά όπλα του επαρχιών, ύψωσε τής επαναστάσεως τήν σημαίαν, αν καί ο υιός του ήτον υποχείριος τού Αλή, καί τήν 8ην Απριλίου επλιόρκησεν τό φρούριο τής Βοδωνίτσης, όπου εκλείσθησαν αι εν αυτή 70 τουρκικαί οικογένειαι. Τήν αυτήν ημέραν ήλθεν εις επικουρίαν καί ο Κόμνας Τράκας, σταλείς παρά τού Πανουργιά μετά διακοσιών καί ο Διάκος μετά τών περί αυτόν καί ώρμησαν όλοι επί τό φρούριον, όπερ άν καί μικρόν, δέν ήτον αλώσιμον ειμή διά τής πείνας ή τής δίψας ως κείμενον επί δυνατής θέσεως, διά τούτο οι ρηθέντες οπλαρχηγοί, αφήσαντες δύναμίν τινα εις διατήρησιν τής πολιορκίας, ανεχώρησαν εις Ζητούνι, καί τήν 10ην Απριλίου, έφθασαν εις τήν επί τού Σπερχιού γέφυραν, όπου δευτέρας σκέψεως γενομένης, απεφάσισαν νά μή προχωρήσωσι πρός τό Ζητούνι, πρίν συννοηθώσι καί μετά τού οπλαρχηγού τής επαρχίας τού Πατρατσικίου (Υπάτης) Μίτσου Κοντογιάννη, έχοντος καί δύναμιν ικανήν καί επιρροήν. Οι οπλαρχηγοί εκάλεσαν τότε τόν Κοντογιάννην εις συνεκστρατείαν, δέν τούς ήκουσε, τόν εκάλεσαν καί εκ δευτέρου, ουδέ καί τότε τούς ήκουσε. Η παρακοή του, αφορμήν έχουσαν τό κινδυνώδες τού επιχειρήματος, δέν ήταν άλογος, αλλά ήτο παράκαιρος καί βλαπτική πρός τούς αποστατήσαντας λαούς καί πρός τούς συναδέλφους του οπλαρχηγούς, τόν εκάλεσαν καί εκ τρίτου, έστειλαν καί παραινέτας τόν Γεώργην Δεσποτόπουλον καί τούς αξιωματικούς τού Διάκου, Καλύβαν καί Μπακογιάννην, αλλ ' ούτε αυτοί τόν έπεισαν, ώστε τό ελληνικόν στρατόπεδον εκάθητο αργόν οκτώ ημέρας.» Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις
145
«Τα που βροντούν, μωρ' Πανουργία, τα που βροντούν τα χαϊμαλιά, μωρέ Λάμπρο Σουλιώτη, τα που βροντούν τ' αλύσια; Στου Πανουργία τα γόνατα, στοϋ Πανουργία τη μέση, εκεί βροντούν τα χαϊμαλιά, εκεί βροντούν τ' αλύσια.» Κλέφτικο τραγούδι «Γάλλος περιηγητής, περιγράφει το παλούκωμα χριστιανού που είδε το 1739: "Ξαπλώνουν το μελλοθάνατο καταγής μπρούμυτα κι ο δήμιος ανοίγει το κάτω μέρος του σώματος μ' ένα ξουράφι. ΎΎστερα μπήγουν στην πληγή ένα μυτερό παλούκι μακρύ οχτώ πόδια και αρκετά χοντρό χτυπώντας την άκρη με ξύλινο κόπανο. ΌΌταν η μυτερή άκρη βγει από το δεξιό ώμο του θύματος δένουν τα χέρια στο παλούκι και το καρφώνουν όρθιο στο χώμα".» Κυριάκου Σιμόπουλου: Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, Αθήνα 1973 Λειβαδιά - Ξεσηκωμός Η Λιβαδειά δέν καθυστέρησε νά ξεσηκωθεί. Πώς μπορούσε άλλωστε αφού υπήρχαν εκεί ο Βασίλειος Μπούσγος καί ο Αθανάσιος Διάκος. Στήν πρωτεύουσα τής Βοιωτίας ζούσαν λίγοι Τούρκοι, Αρβανίτες καί Εβραίοι καί πολλοί Ρωμιοί καί έτσι οι Οθωμανοί τήν αποκαλούσαν Γκιαούρ - Λιβαδειά. Αποτελούσε βακούφι τής Βαλιδέ Σουλτάνας (βασιλικής μητέρας) καί είχε μεγάλη ανάπτυξη σέ σχέση μέ τίς γειτονικές πόλεις ενώ ταυτόχρονα χρησίμευε καί ως ορμητήριο τών κλεφταρματολών τής Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος. Τόσο οι πρόκριτοι τής πόλεως Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης, Ιωάννης Φίλων, Εμμανουήλ Σπυρίδωνος καί Παναγιώτης Λιδωρίκης όσο καί οι οπλαρχηγοί είχαν μυηθεί στήν Φιλική Εταιρεία καί περίμεναν μία σπίθα γιά νά αρπάξουν τ' άρματα καί νά κτυπήσουν τόν τύραννο. Μάλιστα οι κινήσεις τους ήταν τόσο απρόσεκτες ώστε ο βοεβόδας Καρά Ισμαήλ αγάς είχε ζητήσει από τόν διοικητή τής Εύβοιας Γιουσούφ πασά τήν άδεια νά τούς θανατώσει ώς υπόπτους ταραχών, χωρίς ευτυχώς νά τά καταφέρει, διότι οι πρόκριτοι πρόλαβαν καί δωροδόκησαν μέ ρουσφέτι (τουρκ. Rusvet) τόσο τόν Γιουσούφ πασά όσο καί τόν Μαχμούτ Δράμαλη πασά. Μόλις έγιναν γνωστές οι εξεγέρσεις στά Καλάβρυτα, τήν Πάτρα καί τήν Αμφισσα, ο Αθανάσιος Διάκος επρότεινε νά κινηθούν αμέσως καί νά κτυπήσουν τούς Τούρκους τής Λιβαδειάς. Ο γέρος Νικόλαος Νάκος ήταν διστακτικός καί πρότεινε νά στείλουν τόν Βασίλη Μπούσγο στήν Πάτρα καί συγκεκριμένα στόν πρόξενο της Ρωσίας Ιωάννη Βλασσόπουλο γιά νά πάρουν έγκυρες πληροφορίες.
146
«Τή 24η Μαρτίου αναχωρήσας ο Βούσγος, έμαθε τήν επιούσαν εν τή Οιάνθη (Γαλαξείδιον) τήν κίνησιν τής Αχαΐας, καί αυθημερόν επανέκαμψεν εις τήν επί τού Παρνασσού μεγάλην κωμόπολιν Ανεμώρειαν (Αράχωβαν). Εκεί διαβεβαιώσας τούς γέροντας τά τε εν Πελοποννήσω γινόμενα καί τάς συμφώνους προθέσεις τών Λεβαδειέων, προέτρεψε τούτους, ίνα καταλάβωσι πάσης τάξεως άνθρωπον διαβαίνοντα από Αμφίσσης εις Λεβαδείαν καί τανάπαλιν. Καί ούτοι μέν έπραξαν, ως ωδηγήθησαν, διακοπείσης έκτοτε πάσης ανταποκρίσεως τών Τούρκων τής Λεβαδείας καί τής Αμφίσσης. Ο δέ Βούσγος (Μπούσγος) καταβαίνων περί τό μεσονύκτιον τής 25ης πρός τήν 26η Μαρτίου τό στενόν τού Ζεμενού, εφόνευσε τυχόντας εν τώ εκεί ξενοδοχείω, ένα ταχυδρόμον τουρκικόν (τάταρην) καί ένα Τουρκαλβανόν, πεμπομένους εφίππους παρά τών Τούρκων τής Αμφίσσης εις τούς εν Λεβαδεία διά τά πράγματα τής Πελοποννήσου καί τάς επιτοπίους αυτών υπονοίας καί ανησυχίας. Αφιχθείς εις τήν Λεβαδείαν άνευ αναβολής, ανήγγειλε τά πάντα τώ Διάκω καί τοίς προκρίτοις, ούς συσκεπτομένους ήδη περί τού πρακτέου, προσεκάλεσε παρ' εαυτώ μετά σπουδής ο βοεβόνδας τής Λεβαδείας Χασάν αγάς. ΉΉτο ήδη ημέρα τής 26ης Μαρτίου. Ο Διάκος ενεθάρρυνε τούτους, φοβηθέντες τότε, καί συνώδευσε μετά τού Βούσγου καί είκοσι στρατιωτών. Αμα δέ παρουσιασθέντας ηρώτησεν ο βοεβόνδας, πώς φέρετε μεθ' υμών τόν Μπούσγον, εν ώ εθανάτωσε χθές τόν ταχυδρόμον Τούρκον καί έναν Αλβανόν εν τώ ξενοδοχείω τού Ζεμενού; Ο Διάκος κατά πρώτον μέν ανήρεσεν ως ψευδή τά κατά τού Βούσγου διαθρυλλούμενα, έπειτα δέ αποταθείς πρός τόν βοεβόνδαν είπε: - "Ξέρεις, αγά, ότι τόν μουκατά (υπό διοίκηση περιοχή) σου δέν θά μπορέσης νά συμμάσης εφέτος; ΈΈμαθα ότι ο Δυσσέος ευγήκε ζορμπάς (αντάρτης) εις τόν Μοριά μέ δέκα χιλιάδες καί άν κάμη εδώθε, αλλοίμονο εις τόν κόσμον Τούρκους καί Ρωμιούς!" - "Απρόσβλητος άρα έσεται παρά σού ο Οδυσσεύς;" - "Καί πως μπορώ νά τόν βαρέσω αγά, μέ μόνο εκατό στρατιώτας πού έχω;" - "Οι χωρικοί τής επαρχίας έχουσιν όπλα." - "Αρματα μπορώ νά συνάξω, αλλά πρέπει νά 'χω καί μπουγιουρδί (εντολή)."» Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος Σύμφωνα λοιπόν μέ τή διήγηση τού Φιλήμονα, ο Διάκος έκανε στρατολογία τών Ρωμιών μέ διαταγή τού ...Τούρκου διοικητή γιά νά κτυπήσει τελικώς τούς Τούρκους κατοίκους τής Λιβαδειάς! Μέ τούς πρώτους οπλοφόρους πού μάζεψε ο Διάκος μετέβη στή Μονή τού Οσίου Λουκά όπου μαζί μέ τόν επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα,
147
τόν επίσκοπο Αταλάντης Νεόφυτο καί τόν φιλικό Αθανάσιο Ζαρίφη ύψωσαν τό λάβαρο τής επαναστάσεως. Μετά τήν δοξολογία, ο Διάκος κινήθηκε κατά τής Λιβαδειάς όπου οι Τούρκοι είχαν προλάβει νά κλειστούν στό φρούριο τής πόλης έχοντας πάρει μαζί τους καί σάν ομήρους τόν Ιωάννη Λογοθέτη καί τό Νικόλαο Νάκο. Οι πιό θαρραλέοι Τούρκοι μεταξύ τών οποίων ήταν ο Σουλεϊμάν Ποταμάς, ο Ζαήμ αγάς καί ο Ιβραχήμ αγάς κλείστηκαν στά κονάκια τους, ενώ ο πρώην βοεβόδας Καρά Ισμαήλ ταμπουρώθηκε στήν ορεινή θέση τής ΏΏρας. Η πρώτη ενέργεια τού Διάκου ήταν νά αιχμαλωτίσει τόν αδελφό του βοεβόδα τής Λειβαδιάς ο οποίος ήταν ζαμπίτης (αστυνόμος) στό Δίστομο καί νά τόν ανταλλάξη μέ τούς προκρίτους πού είχε συλλάβει ο Χασάν αγάς. ΌΌσοι Τούρκοι από άλλες πόλεις καί κυρίως από τήν Θήβα βρίσκονταν στήν Λιβαδειά καί δέν πρόλαβαν νά ανεβούν στό φρούριο, εσφάγησαν από τούς επαναστάτες. Τα μεσάνυχτα της 30ης Μαρτίου οι Ρωμιοί μέ επικεφαλείς τούς Διάκο, Μπούσγο, Σιμαρέση, Λογοθέτη, Φίλωνα καί Νάκο, μπήκαν στα κυριότερα μέρη της πόλης, κρατώντας την σημαία του Αγίου Γεωργίου. Αμέσως ξεκίνησαν οι μάχες μέ όσους Τούρκους είχαν οχυρωθεί στά σπίτια τους αλλά καί μέ τούς Τούρκους πού βρίσκονταν στό κάστρο τής Λιβαδειάς. Ο υπαρχηγός του Διάκου, Βασίλης Μπούσγος, ήταν από τούς πρώτους πού πληγώθηκε όταν όρμησε στό σεράϊ του Σουλεϊμάν Ποταμά, ενώ ο Θανάσης Αντάρας έπεφτε νεκρός. Τη νύχτα, ο Τριαντάφυλλος Βουγιουκλής και ο Ανδριτσάκος Βέργος, ανέβηκαν στο κάστρο από το μονοπάτι τού Μαντείου τού Τροφωνίου. Στή συμπλοκή λαβώθηκε ο Βουγιουκλής. Η άλωση τού κάστρου ήταν δύσκολη υπόθεση καί τότε ο Διάκος μέ τόν Ιωάννη Λογοθέτη επικοινώνησαν μέ τούς Αλβανούς πού φύλαγαν τό εξωτερικό τείχος καί τούς πρότειναν νά εγκαταλείψουν τή θέση τους μέ τήν υπόσχεση ότι θά ήταν ελεύθεροι νά φύγουν κρατώντας τά όπλα τους. Πράγματι οι Αλβανοί μαχητές συμφώνησαν καί όταν ο Χασάν αγάς διαπίστωσε ότι έχανε τό εξωτερικό τείχος παρέδωσε τό κάστρο τής Λιβαδειάς στίς 31 Μαρτίου 1821. «Εις τό σεράι τού Μέρ αγά εξειλίχθησαν δραματικαί σκηναί. Είχαν κλεισθή εκεί αρκετοί ένοπλοι Τούρκοι καί επυροβολούσαν κατά τών τρεχόντων εις τούς δρόμους επαναστατών. Μεταξύ τών πολιορκούντων καί τών πολιορκουμένων διημείβοντο ύβρεις. Ηκούοντο αι θρηνώδεις επικλήσεις τών χανουμισσών νά σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Ο Διάκος έτρεξεν εκεί. Εκάλεσε τούς Τούρκους νά παραδοθούν καί εκείνοι απάντησαν μέ πυροβολισμούς. Τότε διέταξε νά φέρουν φρύγανα καί εμπρηστικάς ύλας. Τό σεράι επυρπολήθη καί κανείς από τούς εγκλείστους, πού ήρχισαν νά πηδούν από τά παράθυρα διά νά σωθούν,
148
δέν διέφυγε. Εις τό μεγάλο σπίτι τού εγκλείστου ήδη εις τό φρούριον βοεβόδα είχαν οχυρωθή άλλοι Τούρκοι. ΈΈγινεν έφοδος καί εκεί, καί οι Τούρκοι εσφάγησαν... Ο Διάκος έγινε κύριος τού φρουρίου τήν 31ην Μαρτίου. Τά όπλα τών Τούρκων επέρασαν εις τάς χείρας τών Ελλήνων καί διενεμήθησαν μεταξύ τών στερουμένων τοιούτων ανδρών τών στρατιωτικών σωμάτων. Ο Διάκος κατόρθωσε τότε νά σώση αρκετούς Τούρκους από τήν μανίαν τών επαναστατών. Τήν 1η Απριλίου η ελληνική σημαία υψώθη επί τού φρουρίου καί αμέσως μετά τούτο ο Διάκος ωμίλησεν εις τούς ελευθερωτάς τής Λειβαδιάς καί τόν λαόν από τόν εξώστην τής Μητροπόλεως. Είπεν ότι δέν είχεν αμφιβολίαν διά τή νίκην καί ότι τό Γένος θ' απελευθερούτο τελικώς. Επρόσθεσε ότι ο αγών μόλις ήρχισε καί έπρεπε νά ετοιμασθούν γιά μεγάλας θυσίας. Ωμίλησε περί τής ελευθερίας καί ετελείωσε τόν λόγον του μέ τούς στίχους τού Ρήγα: "Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή."» Ελληνική Επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος Τόν πρώτο μήνα τής επανάστασης είχαν ξετινάξει τόν κατακτητή από πάνω τους τά Σάλωνα (Αμφισσα), η Λιβαδειά, η Θήβα, τό Ταλάντι (Αταλάντη), τό Λιδωρίκι, η Μενδενίτσα καί τό Πατρατζίκι (Υπάτη). Η Ανατολική Ρούμελη μαζί μέ τόν Μοριά ήταν οι πρώτες περιοχές πού έδιωξαν τούς βάρβαρους μουσουλμάνους μετά από 400 χρόνια απάνθρωπης κατοχής καί σκληρής τυραννίας η οποία είχε σάν αποτέλεσμα τήν υπερβολική μείωση τού αριθμού τών ελληνορθόδοξων κατοίκων τής πάλαι ποτέ πανίσχυρης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί επέδειξαν μία σκληρή συμπεριφορά τήν οποία υπαγορεύει αφενός η θρησκεία τους καί αφετέρου η ασιατική καταγωγή τους. Η μουσουλμανική θρησκεία υποστηρίζει τό δίκαιο τού ισχυρού, τό μίσος κατά τών απίστων, τήν τιμωρία, τήν εκδίκηση καί τήν περιφρόνηση τών γυναικών ενώ αδιαφορεί γιά τά ανθρώπινα δικαιώματα, τήν ισότητα, τή δημοκρατία καί τήν ελευθερία. ΈΈννοιες όπως ο οίκτος, η αγάπη, ο σεβασμός καί η ανοχή είναι άγνωστες γιά τό Ισλάμ. Βιώσαμε τή μουσουλμανική κατοχή γιά 500 χρόνια καί αποτελεί προσβολή στούς παλουκωμένους, στούς αποκεφαλισμένους καί στούς απαγχονισμένους ακόμα καί η ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους σέ αυτά τά εδάφη. Η Ανατολική Στερεά μέ τήν εξέγερση έκλεινε τούς δρόμους πού θά έφερναν ενισχύσεις στούς Τούρκους τού Μοριά από τά ισχυρά στρατιωτικά κέντρα τής Λάρισας, τών Τρικάλων καί τής Λαμίας (Ζητουνίου). Οι επαναστάτες της Πελοποννήσου ήθελαν κλειστούς αυτούς τούς δρόμους γιά νά προλάβουν νά πάρουν τά κάστρα πού ήταν ακόμα στά χέρια τών Οθωμανών.
149
«Μετά τό τέλος τής τελετής εις τήν Λεβαδίαν, ο Αθανάσιος Διάκος εξεφώνησε συγκινητικώτατον λόγον, απολήξαντα εις τό "καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή" Αποκαταστήσας δέ αμέσως καί πολιτικήν αρχήν εκ τών προκρίτων τής χώρας, ονομασθέντων κονσόλων, έπεμψεν εις μέ τήν Αταλάντην τόν Αντώνιον Κοντοσόπουλον μεθ' ικανής δυνάμεως, εις δέ τάς Θήβας τόν Ιωάννην Λάππαν μετά διακοσίων, ίνα εξώσωσι τούς Τούρκους. Καί οι μέν τής Αταλάντης αντισταθέντες τό πρώτον, ηναγκάσθησαν ταχέως νά υποκύψωσιν, οι δέ τών Θηβών, ού μόνον αντέστησαν, αλλά καί απέκρουσαν μετ' επαισθητής ζημίας τόν Λάππαν καί ητοιμάζοντο νά εκστρατεύσωσιν εις Λεβαδείαν. Μαθών τούτο ο Διάκος έπεμψε τόν Μπούσγον μετά πεντακοσίων, μόλις δέ διαδοθείσης τής μή αληθούς ειδήσεως, ότι φθάνει αυτοπροσώπως ο Διάκος, καί οι εν Θήβαις Τούρκοι αποσύρονται αμαχητί σχεδόν εις Χαλκίδα, καί ούτως απαλλάσονται τούτων καί αι τρείς επαρχίαι εν ολίγαις ημέραις τή συνέσει τού Διάκου. Αμέσως ούτος σπεύδει εις Βουδουνίτζαν πρός επικουρίαν τού φίλου του Δυοβουνιώτου. Εκπολιορκηθέντων δέ καί εκεί τών Τούρκων, πάντων μάλιστα καταστραφέντων δι' ούς αλλαχού είδομεν πολιτικούς λόγους, ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουριάς καί ο Τράκας έσπευσαν εις Υπάτην, ίνα εξώσωσι καί εκείθεν τούς Τούρκους...» Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821 «Εκ των πολλών της Ανατολής χωρών, αίτινες επέπρωτο να καταπλακώθωσιν υπό την βαρείαν πλάκα της βαρβαρότητος και της αποξενώσεως παντός εθνικού χρήματος, πρωτίστως έλαβε δυστυχίαν νά είναι η Μικρά Ασία ως πρωιμότερον απολέσασα τήν προγονικήν γλώσσαν καί τά παρεπόμενα αυτή εθνικά αγαθά. Ακόμη και περί τα μέσα του ΙΗ' αιώνος (1750) ουδαμού της Μικράς Ασίας υπήρχον σχολεία εκτός της Σμύρνης και της Καισαρείας. Πανταχού τής Μικράς Ασίας γενική υπήρχεν αμάθεια και άγνοια των εν τοις ναοίς αναγιγνωσκομένων, άπερ κατά πατροπαράδοτον μόνον συνήθεια ήσαν εν χρήσει.» Δανιήλογλου, Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως, Κωνσταντινούπολις 1865, γιά τήν αμάθεια τής περιόδου τής τουρκοκρατίας «Αδελφοί μου, τόσον τα εμελέτησα τα γράμματα, καθώς ο χρυσικός λογαρίζει το ασήμι.....και τότε είναι λαμπρόν και καθαρόν και το αγοράζει με κάθε προθυμίαν ο άνθρωπος, έτσι και εγώ ηύρα καθαρά, άγια και αληθινά, λαμπρά και υπερελαμπρότερα από τον ήλιον τα λόγια και τα προστάγματα του Χριστού, και όποιος πιστεύει τον Χριστόν και τον λέγει Θεόν και κάμνει τα πράγματά του, οπού λέγει το άγιον
150
Ευαγγέλιον, εκείνος είναι καλότυχος και τρισμακάριστος και καμμίαν φοράν δεν θέλει εντροπιασθή, και δια τούτο πρέπει νά στερεώνετε σχολεία Ελληνικά, να φωτίζονται οι άνθρωποι. Διότι διαβάζοντες τα Ελληνικά τά ηύρα οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του μαθητού ανθρώπου, καθώς φωτίζει ο ήλιος την γην, όταν είναι ξαστεριά και βλέπουν τα μάτια μακρυά, έτσι βλέπει και ο νους τα μέλλοντα. Δεν βλέπετε οπού αγρίεψε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμε ως θηρία;» Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές «Βασίλης Μπούσγος Ο Βασίλης Μπούσγος στάθηκε γιά τή Ρούμελη ό,τι γιά τό Μοριά ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Συνειδητός επαναστάτης αγωνίζεται γιά τήν ιδέα τής λευτεριάς, χωρίς ν' αποβλέπει σέ προσωπικά κέρδη... Ακολούθησε από νωρίς τήν κλέφτικη ζωή. Οι γραμματικές του γνώσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Μέ κόπο κατορθώνει νά υπογράψει. Από μικρός περισσότερο θά τόν ενδιέφερε τό γιαταγάνι καί τό καριοφύλλι παρά τό φτερό καί τό οκτώηχο. ΌΌταν διωρίστηκε απ' τόν Αλή πασά, αρματολός Λειβαδιάς ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, βρίσκουμε μαζί του παλληκάρι καί τό Βασίλη Μπούσγο... ΌΌταν ο Θανάσης Διάκος ανακηρύχτηκε αρματολός Λειβαδιάς, στή θέση τού Αντρούτσου - 26 τού Οκτώβρη 1820 - ο Μπούσγος δικαιωματικά έγινε τό πρώτο παλληκάρι του. Τό Γενάρη τού 1821 "από τούς ελθόντες τότε αποστόλους έγινα μέλος τής υπέρ τής ελευθερίας τής πατρίδος εταιρίας". Τά χαράματα το ξεσηκωμού τόν βρίσκουν πλάϊ στό Διάκο... Στίς 24 τού Μάρτη έφυγε γιά τήν Πάτρα. Αφού πήρε δυό έμπιστα παλληκάρια μαζί του, έφυγε παραμονή τού Βαγγελισμού τό βράδυ απ' τή Λιβαδιά. Τήν ίδια μέρα συνάντησε τόν Πανουριά μ' εκατό παλληκάρια καί τού 'δωσε μιά γραφή τού Διάκου. Ο γέρο αρματολός ενθουσιάστηκε καί τού έδωσε γιά συντροφιά του τόν Γιάννη Γκούρα, μπουλουξή του τότε. Τήν άλλη μέρα φύγανε γιά τή Σκάλα τών Σαλώνων, τή σημερινή Ιτιά, γιά νά βρούνε καράβι νά περάσουν στό Γαλαξείδι... Φθάνοντας στό Γαλαξείδι μέ μία φελούκα ζήτησε από τούς κοτζαμπάσηδες αμέσως πλοίο γιά νά περάσουν στήν Πάτρα. Αλλά ο πρωτογέροντας είπε στόν Μπούσγο: "Εσείς κοιμάσθε ακόμα στή Λειβαδιά; Στό Μοριά άνοιξε τό ντουφέκι από μέρες καί καίγεται τό λιθάρι. Νά καί τά καΐκια πού έρχονται απ' τή Βοστίτσα καί φέρνουν τούς Τούρκους πού μπαρκάρισε ο Αντρέας Λόντος..."» Τάκης Λάππας (1904-1995) «Ουχί μόνον κοπιώντες, αλλά και κινδυνεύοντες εσπούδαζον οι πατέρες ημών γράμματα. ΈΈκαστος των Τούρκων και ο έσχατος, ως γνωστόν, είχε το δικαίωμα να τυραννεί, να φορολογεί και να φονεύει τους οπαδούς του Χριστού. Επειδή δε τα σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών και κατέστρεφον παντοιοτρόπως, και διδάσκαλοι και μαθηταί
151
εσοφίζοντο παντοίους επίσης τρόπους δια να αποφεύγωσιν την οργήν των. Και οσάκις συνήρχοντο εις το σχολείον, εις εξ αυτών ιστάμενος πλησίον του παραθύρου ως κατάσκοπος έστρεφεν ανήσυχος πανταχού το βλέμμα και έδιδεν προς τους άλλους την είδησιν ότι έβλεπεν οθωμανόν ερχόμενον μακρόθεν...» Ο πολιτικός και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης (1809 - 1879) Αθανάσιος Διάκος (η ζωή του) Ανάμεσα στά παλληκάρια τού καταγόμενου από τήν Αγία Ευθυμία τρομερού κλέφτη Κωνσταντάρα, πού έδρασε στή Ρούμελη στίς αρχές του 18ου αιώνα, ήταν καί ο Θανάσης Γραμματικός. Ο Γραμματικός γεννημένος στή Μουσουνίτσα είχε βγεί στό βουνό μαζί μέ τόν αδελφό του. ΌΌταν πέθανε ο Κωνσταντάρας τό 1755, ο Γραμματικός έκανε δικό του σώμα καί αγωνιζόταν κυρίως στίς περιοχές τού Παρνασσού. Σέ μία όμως συμπλοκή μέ τούς Τούρκους σκοτώθηκε ο αδελφός του, τό κλέφτικο σώμα διαλύθηκε καί ο ίδιος ο Θανάσης γύρισε στό χωριό του όπου έζησε ειρηνικά τά υπόλοιπα χρόνια τής ζωής του. Πεθαίνοντας ο Θανάσης Γραμματικός άφησε τρείς γιούς καί μία θυγατέρα: τό Μήτρο, τόν Κωστούλα, τό Νίκο καί τή Στάμω. Ο Κωστούλας καί ο Μήτρος ακολούθησαν τούς αρματολούς Βλαχοθανάση, Ανδρίτσο (πατέρα τού Οδυσσέα) καί Λουκά Καλιακούδα καί σκοτώθηκαν σέ μάχες μέ τούς Τουρκαλβανούς τό 1796 καί τό 1802 αντιστοίχως. Ο αδελφός τους Νίκος δέν ακολούθησε τήν κλέφτικη ζωή αλλά προτίμησε νά ζήσει στή Μουσουνίτσα φιλήσυχος τσοπάνης. Παντρεύτηκε τήν Χρυσούλα Καφούρα στήν Αρτοτίνα καί έκανε πέντε παιδιά: τή Σοφία, τήν Καλομοίρα, τόν Απόστολο, τόν Κωνσταντίνο καί τό Θανάση. Βέβαια, γιά τόν τόπο γέννησης, τήν ημερομηνία γέννησης καί τό επίθετο του Θανάση υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία είναι ότι λεγόταν Μασαβέτας καί είχε γεννηθεί στήν Ανω Μουσουνίτσα τό 1788 καί η άλλη ότι λεγόταν Γραμματικός καί είχε γεννηθεί στήν Αρτοτίνα τό 1792. Στήν περίοδο τής τουρκοκρατίας, δέν υπήρχαν καταγεγραμμένα μητρώα μέ τά στοιχεία τών κατοίκων, η εκπαίδευση ήταν παρατημένη στήν τύχη της ή στίς διαθέσεις τού κάθε πασά καί τό μόνο πού λειτουργούσε άψογα ήταν η συλλογή τών φόρων. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον διΐστανται οι απόψεις πού αφορούν βιογραφικά στοιχεία τών αγωνιστών τού 21. ΌΌταν ο μικρός Θανάσης έγινε δώδεκα χρονών, η μητέρα του τόν έκλεισε τρόφιμο στό μοναστήρι τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, κοντά στήν Αρτοτίνα όπου έμαθε τά λεγόμενα κολυβογράμματα έχοντας σάν αναγνωστικά τό Ψαλτήρι καί τήν Οκτώηχο.
152
«Λίαν δ' ευειδής ών, αλλά κόσμιος καί αιδήμων, καί υπηρετών ποτέ Δερβέναγαν, ευθυμούντα εν τή Μονή, έκυψε νά θέση, παρά τήν χθαμαλήν τότε ούσαν τράπεζαν, λάγηνον πλήρη οίνου, καί ο μέν Δερβέναγας εκπλαγείς υπό τού κάλλους, εθώπευσε διά τής χειρός τήν παρειάν τού Διάκου καί διέταξε νά παραμείνη εν τή τραπέζη, ίνα υπηρετή, ο δέ Διάκος απέφυγε τούτο, αντικαταστήσας δέ άλλον καί προφασιζόμενος ετέραν ασχολίαν, εξήλθεν. Επιμένοντος δέ τού Δερβέναγα νά επανέλθη ο Διάκος ίνα φέρη δήθεν έτερον οίνον, ο Αθανάσιος προσευξάμενος εν κατανύξει καί κρύψας έξωθεν μέν τής Μονής πανοπλίαν, υπό δέ τό ένδυμα αυτού πιστόλιον καί πληρώσας οίνου τήν λάγηνον, καθ' ήν στιγμήν έκυπτεν, ίνα αποθέση τό αγγείον παρά τήν τράπεζαν, ησθάνθη τά μυσαρά χείλη τού Δερβέναγα νά εγγίζωσι τήν ροδόχρουν παρειάν του. Ουδέ στιγμήν δέ τότε απολέσας, εξεκένωσε τό όπλον, εφόνευσε τόν ασελγή οινόφλυγα, εξήλθε δρομαίως τής Μονής, έλαβεν τήν πανοπλίαν καί προσήλθεν εις τόν Γούλαν Σκαλτσάν, αρματολόν τότε διατελούντα.» Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821, Αναστάσιος Γούδας (1816 1882) Μετά τό φονικό τού δερβέναγα, ο Διάκος πέταξε τά ράσα, φόρεσε τή φουστανέλα καί μπήκε στόν ταϊφά τού Σκαλτσά. Δέν άργησε νά διακριθή ανάμεσα στά άλλα παλληκάρια, αφού ήταν άριστος τόσο στήν σκοποβολή όσο καί στό γιαταγάνι. ΌΌταν σέ μία μάχη κατάφερε νά σκοτώσει τρείς Αλβανούς, ο Σκαλτσάς τόν έκανε πρωτοπαλλήκαρό του. Υπάρχει ακόμα μία άλλη εκδοχή γιά τόν τρόπο πού βγήκε στό κλαρί ο Διάκος. Κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Αρτοτίνα πυροβόλησε στον αέρα μαζί με άλλους χωρικούς που διασκέδαζαν. Από τους πυροβολισμούς εκείνους σκοτώθηκε ο γιος της Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια της Κωσταρίτσας, χωριού της Δωρίδας. Για το φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος και καταδιώχτηκε. ΈΈτσι αναγκάστηκε να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, οι Τούρκοι παραμόνευσαν και έπιασαν τον Διάκο μαζί μέ τόν σύντροφό του Καφέτζο. Τούς πήγαν δεμένους στόν αγά του Λιδωρικίου και αυτός τούς έριξε σέ μία μικρή φυλακή. Ο Διάκος παρατήρησε πώς τά σανιδένια κάγκελα της φυλακής ήταν σάπια. ΈΈτσι τή νύχτα, έσπασε δύο σανίδες καί πήδηξε έξω. Ο Καφέτζος όμως ήταν χοντρός καί δεν μπορούσε να γλιστρήσει από το μικρό άνοιγμα καί χρειάστηκε ο Διάκος πολύ προσπάθεια γιά νά τόν τραβήξει έξω. Καί οι δύο μαζί ανέβηκαν στά βουνά καί έφτασαν στό λημέρι τού ξακουστού κλέφτη τής Δωρίδας Τσάμ Καλόγερου, ο οποίος είχε ένα σώμα εβδομήντα ανδρών, που ανάμεσά τους ήταν δύο πρωτοπαλήκαρα, ο Γούλας και ο Σκαλτσοδήμος.
153
«Κατ' εκείνην τήν εποχήν ήλθεν εις τόν Διάκον η είδησις τού θανάτου τού πατρός του καί ενός αδελφού του, τού Αποστόλη. Ο πατήρ μετά τού Αποστόλη είχον ασπασθή τόν ποιμενικόν βίον καί έτυχε νά είνε τότε μετά τών ποιμνίων των εις τά χειμαδιά. Πρωΐα τινά είχον επισκεφθή αυτούς δέκα εκ τών πέριξ κλεφτών εις τούς οποίους προσέφερον τήν καρδάραν πλήρη γάλακτος νά πίουν. Αλλά κατ' εκείνην τήν ώραν έτυχε νά διέρχηται τόν δρόμον απόσπασμα τουρκικόν κατά τού οποίου ώρμησαν οι σκύλοι υλακτούντες. Οι κλέφται εννοήσαντες εκ τών υλακών ετράπησαν εκ τού αντιθέτου εις φυγήν. Τότε οι Τούρκοι επλησίασαν εις τήν καλύβην καί παρατηρήσαντες τήν καρδάραν καί τά κοχλιάρια καί τάς σειράς τού γάλακτος τό οποίον απέσταζεν εκ τών κοχλιαρίων καθ' ήν ώραν έπινον δίκην ακτίνων επί τών χόρτων πέριξ, υπωπτεύθηκαν ευθύς καί συλλαβόντες τόν γέροντα καί τόν Αποστόλην έφεραν αυτούς δεσμίους είς Πατρατζίκι (Υπάτη). Οι δύο ούτοι τήν ιδίαν νύκτα απέθανον εν τή φυλακή φονευθέντες παρά τών Τούρκων. Ο Διάκος μαθών τόν θάνατον αυτών ήρχισε νά ζητή εκδίκησιν, επιπίπτων κατά πολλών αποσπασμάτων, τά οποία διεσκόρπιζον καί συνέτριβον οι κλέφται.» Περί Αθανασίου Διάκου - Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865 - 1922) Στήν αφήγηση τού Καρκαβίτσα διαβάζουμε γιά τό θάνατο συγγενικών προσώπων τού Διάκου, κάτι πού έχουμε διαπιστώσει στήν πλειονότητα τών επωνύμων Ελλήνων αγωνιστών τού 21. Τό γεγονός αυτό διαψεύδει φυσικά τούς λάτρεις τής οθωμανικής διοίκησης οι οποίοι μέσα από τά μεγάλια κανάλια, τίς εφημερίδες καί τά σχολικά βιβλία πρσπαθούν νά μάς πείσουν γιά τήν αρμονική συνύπαρξη τών σκλάβων καί τών αγάδων μέσα στήν πολυπολιτισμική καί "ανεκτική" οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Διάκος συνέχισε τήν κλέφτικη ζωή καί έγινε πλέον ισάξιος τού περίφημου Οδυσσέα Ανδρούτσου στήν παλληκαριά καί τήν ευστροφία ενώ ήταν περισσότερο αγνός καί ανιδιοτελής. Μια μέρα οι κλέφτες τού Σκαλτσοδήμου άρπαξαν τήν όμορφη Κρυστάλλω, τήν ομορφότερη κόρη τού Αναγνώστη Μπαμπαλή, κοτζαμπάση τής Δωρίδας. Οι κλέφτες τήν πήγαν στήν Καρυά, στό λημέρι τους. Γιά νά ελευθερώσουν τήν Κρυστάλω, ζήτησαν από τόν Μπαμπαλή νά πάει στόν Αλή πασά καί νά τόν πείσει νά δώσει τό αρματολίκι τού Λιδωρικίου στόν Σκαλτσοδήμο. Οι Κλέφτες σεβάστηκαν τήν Κρουστάλλω καί τήν περιποιήθηκαν. ΎΎστερα από δύο εβδομάδες. όταν ο Αλή πασάς αναγνώρισε τόν Σκαλτσοδήμο σάν αρματολό τής περιοχής τού Λιδωρικίου, οι Κλέφτες επέστρεψαν τήν όμορφη θυγατέρα στόν πατέρα της. «Μές τήν καρυά στόν έλατο
154
κάθετ' ο Σκαλτσοδήμος, μέ τήν Κρυστάλλω στό πλευρό τήν κοτσαμπασοπούλα. Ο Διάκος απ' τή μιά μερά κι' ο Γουλάς απ' τήν άλλη. - "Κέρνα Κρυστάλλω, κέρνα μας μ' εν' ασημένιο τάσι." - "Εγώ κερνάω Διάκο μου κ' εγώ σάς τραγουδάω. Διάκο σού κάνω ΄να ριτσιά, Διάκο σέ προσκυνάω. Νά φκιάσεις σύ ένα χαρτί πικρό, φαρμακωμένο, νά στείλεις τού πατέρα μου γιά νά μέ ξαγοράσει." "Χίλια φλουριά τήν ξαγορά κι' οκτώ χιλιάδες γρόσια. καί σύρε μές στούς μπέϊδες καί στού ντιβάν εφέντι, νά πάει στού Βελή πασσά, νά πάει στού Βεζύρη, γιά νά μάς στείλει μπουγιουρντί, νά γείνω καπετάνιος, νά περπατήσ' αρματωλός, νά περπατώ καί κλέφτης."» Δημοτικό τραγούδι - Η αρπαγή τής Κρυστάλως Για κάποιο διάστημα οι αρματολοί τής Δωρίδος ζούσαν ήσυχοι στήν περιοχή τους. Ο Σκαλτσοδήμος καί οι αγάδες τού Λιδωρικίου συνεννοήθηκαν ώστε Τούρκοι καί Ρωμιοί νά μήν συναντώνται ποτέ καί νά απέχουν δύο βολές τουφεκιού μεταξύ τους. «Μέ τό Σκαλτσοδήμο ο Αθανάσιος Διάκος έμεινε κοντά οχτώ χρόνια. Ραδιουργίες όμως διαφόρων στάθηκαν αφορμή νά χωριστούν. Ο καπετάνιος έδωσε πίστη στά λόγια τών σπιούνων, ότι ο πρωτοκλέφτης του τάχα θά τόν σκότωνε γιά νά πάρει τό καπετανλίκι. Ο Σκαλτσοδήμος άρχισε νά φυλάγεται καί νά τόν αποφεύγει. Σέ κάποιο πανηγύρι τής Αρτοτίνας συναντήθηκαν. Ο Δήμος Σκαλτσάς απόφυγε νά χαιρετήσει τόν πρωτοκλέφτη καί τού φέρθηκε κρύα. Ο άδολος Διάκος ζήτησε εξηγήσεις από τόν καπετάνιο του γιά τόν τρόπο αυτό. Ο Σκαλτσάς τού είπε: - "Τί τό θές. Δύο άτια σ' ένα ταβλά δέν κάνουν. ΉΉ εγώ νά φύγω ή εσύ." Ο Διάκος προτίμησε νά φύγει.
155
Πήγε στά Σάλωνα κοντά στόν Κοσμά Σουλιώτη. Ο Κοσμάς ήταν διωρισμένος από τόν Αλή πασά, αρματολός τής επαρχίας Σαλώνων. Τέτοιο άξιο πρωτοκλέφτη τόν δέχτηκε μέ χαρά. Αλλά δέν τό άκουσε μ' ευχαρίστηση ο Αλή πασάς. Δέν είχε ξεχάσει τόν ταραξία τής Δωρίδος καί τή δράση του. ΈΈστειλε μπουγιουρντί στόν αρματολό τών Σαλώνων νά ξεκάνει τό Διάκο καί τό κεφάλι του νά τό στείλει στά Γιάννενα. Ο Κοσμάς Σουλιώτης τότε συμβούλεψε τό Διάκο νά φύγει καί νά πάει κοντά στόν Οδυσσέα Ανδρούτσο πού ήταν αρματολός τής Λειβαδιάς. Μάλιστα συνέστησε στόν Οδυσσέα νά προσέξει τό Διάκο από τόν Αλή γιατί "είναι αμαρτία νά χαθεί τέτοιο παλληκάρι.."» Τάκης Λάπας, Ρουμελιώτες στήν Επανάσταση, 1960 Τό 1818, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ορκίστηκε στό ευαγγέλιο τόν όρκο τών Φιλικών καί τήν ίδια εποχή ο Κωνσταντίνος Σακελλίωνος Κοκοσιώτης κατήχησε τόν Διάκο και έδωσε κι εκείνος τόν "Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος όρκο των Φιλικών". ΌΌταν επιτέθηκαν τά σουλτανικά στρατεύματα στόν Αλή τών Ιωαννίνων, ο Ανδρούτσος ψυχράνθηκε μέ τόν Διάκο καί αποσύρθηκε χάνοντας τό αρματολίκι τής Λιβαδειάς. Τά επτά πρωτοπαλλήκαρα του Ανδρούτσου, έδωσαν τήν αρχηγία στόν Διάκο καί συμφώνησαν μέ αυτό καί οι Τούρκοι. ΈΈτσι τού Αϊ Δημητριού στά 1820 ο Θανάσης Διάκος διωρίστηκε παντούρης καί καπετάνος τού καζά Λειβαδιάς γιατί σύμφωνα μέ τόν ξάδελφο τού Διάκου Αντώνη Κοντοσόπουλο (Γεράντωνο), "τόν Διάκο Τούρκοι καί Ρωμαίοι εκάθησαν αμέσως καπετάνιο, γιατί όλοι τόν υπεραγαπούσανε καί τόν είχανε μεγάλη εμπιστοσύνη". «ΈΈκτοτε αμφοτέροις τοις ήρωσι τούτοις ηνεώχθη ευρύ καί ένδοξον στάδιον ενεργείας εν τω μετ' ου πολύ εκραγέντι ελληνικώ αγώνι. Ο Διάκος, κάτοχος γενόμενος τών μυστηρίων, ήρξατο νά προπαρασκευάζηται σπουδαίως, ίνα πρωταγωνιστήση καί εκτελέση όπως επεθύμει καί πρό πολλού εκαλλιέργει τό πρός τήν πατρίδα καθήκον. Ευτυχώς δέ είχεν εν μέν τοίς πέριξ αρίστους, ως είδομεν συναθλητάς, τόν Δυοβουνιώτην, τόν Πανουργιάν, τόν Τράκαν καί τούς εν Παρνασσίδι καί Λεβαδεία ενθουσιώτας μέν, αλλά καί συνετούς προύχοντας Ιωάννη Φίλωνα, Ιωάννην Λογοθέτην, Νικόλαον Νάκον, Λάμπρον Νάκον, Γιαννούλην Νάκον καί άλλους... Ο Διάκος παρέλαβε τότε ως πρωτοπαλίκαρά του καί τούς ανδρείους Βασίλειον Μπούσγον, Παπανδρέαν καί Ιωάννην Γκούραν. Μετά τούτων απάντων καί ιδίως μετά τών αρματολών καί προυχόντων, συνεννοούμενος καταλλήλως, προπαρασκεύαζε μέν όσα εδύνατο πρός επανάστασιν, αλλ' ήτο καί ανυπόμονος νά ίδη τήν έκρηξιν αυτής.» Αναστάσιος Γούδας (1816 - 1882)
156
«Τό παιδομάζωμα. Βαρύτερος όμως όλων ήτο ο φόρος τού αίματος, τό παιδομάζωμα. Από καιρού εις καιρόν Τούρκοι αξιωματικοί περιέρχοντο τάς πόλεις καί τά χωρία, διά νά στρατολογήσουν τά Ελληνόπουλα. Από αυτά τά καλύτερα, τά υγιέστερα, ωδηγούντο εις ιδιαιτέρους στρατώνας. Εμάνθανον τήν τουρκικήν γλώσσαν καί εγυμνάζοντο ως στρατιώται. ΉΉσαν μικρά καί ελησμόνουν ευκόλως γονείς καί γλώσσαν, θρησκείαν καί πατρίδα. ΉΉσαν οι γενίτσαροι. Αυτοί εθεώρουν ως οικογένειαν τό τάγμα, ως πατέρα τόν σουλτάνον καί ως σκοπόν τής ζωής των τόν πόλεμον κατά τών απίστων. Αλλά καί τά κοράσια δέν είχον καλυτέραν τύχην. Τά ήρπαζον οι Τούρκοι διά νά τά κλείσουν εις τούς γυναικωνίτας (χαρέμια) ή νά τά οδηγήσουν εις τά σκλαβοπάζαρα τής Ασίας καί τής Αφρικής.» Ιστορία ΈΈκτης Δημοτικού 1969 (Τό αντίστοιχο βιβλίο τού 2011 αποσιωπά όλα τά αρνητικά τής τουρκοκρατίας καί ψάχνει γιά τά ...θετικά.) «Δωριεύς τήν γενέθλιαν γήν εκ τού χωρίου Μοσενίτσης, έκλινε δεκαεπταετής ών, γόνυ μετανοίας εν τώ μοναστηρίω τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, κειμένω κατά τό Ερίνεον (Αρτοτήναν). Αγαπήσας δ' ούτω τόν βίον τών μοναστών, διετέλει πρώτον παίς μοναστού (καλογαιροπαίδι) καί μετέπειτα εχειροτονήθη Διάκονος. Αλλά καί πρότερον καί ήδη ενοχλούμενος, ως ωραίος, υπό τής βδελυρίας ενός τών αγάδων τής Δωρίδος Φερχάτ εφφένδου, εγκατέλειψε προτροπή τού ηγουμένου τήν Μονήν καί πρός τόν οπλαρχηγόν Σκαλτσάν κατέφυγε, γενόμενος από ρασοφόρου μοναχού, στρατιώτης αρματωλός... Ιδού ο ως στρατιώτης Διάκος καί ο μεγάλας ως οπλαρχηγός υπισχνούμενος τή πατρίδι υπηρεσίας Διάκος. Εάν ήλλαξεν είδος βίου, ως προωρισμένος δι' έργα γενικά, διετήρησεν όμως τόν τίτλον τής προτέρας αυτού επαγγελίας, ίνα δείξη ότι ο καλός στρατιώτης τού Χριστού εστι καί καλός στρατιώτης τής πατρίδος. ΉΉν δέ ελευθερόφρων λίαν, αγαθός τή καρδία, αφιλοχρήματος καί αγαπών τό αείποτε λαμπρώς ενδύεσθαι. Τού Διάκου η σφραγίς, ωοδείς τώ σχήματι, σύμβολον έφερε τόν δικέφαλον αετόν τών βυζαντινών αυτοκρατόρων, επί κεφαλής δέ τόν Σταυρόν μετά τών κεφαλαιωδών στοιχείων Ο Θ Ν Κ (Ο Θεός Νικά).» Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος «Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα. Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι, το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει: - "Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα. Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;"
157
- "Νουδ' ο Καλύβας έρχεται νουδ' ο Λεβεντογιάννης. Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες." Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη. Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει. - "Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια, δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια". Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια, στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια. "Καρδιά, παιδιά μου" φώναξε, "παιδιά μη φοβηθείτε, σταθείτε αντρειά σαν ΈΈλληνες και σα Γραικοί σταθείτε". Ψιλή βροχούλα έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα, τρία γιουρούσια έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα. ΈΈμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες. Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες. Βουλώσαν τα ταμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει. Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν. Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι. Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα: - "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις, να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις; " Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίβει το μουστάκι: - "Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε! Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω. Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε, όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας". Σαν τ' άκουσε ο Χαλίμπεης, αφρίζει και φωνάζει: - "Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια, το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη, γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι". Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν. Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε, την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε, μουρτάτες: - "Σκυλιά, κι α' με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη. Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας, που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι".» Δημοτικό τραγούδι - Ο θάνατος τού Διάκου
158
«Διά τού παρόντος φανερούμεν οι κάτωθεν γεγραμμένοι αγάδες καί κοτζαμπάσηδες τού καζά Λεβαδείας ότι διά τήν φύλαξιν τού καζά μας, κατά τό μπουγιουρδί τού υψηλοτάτου ντερπεντάτ ναζίρ Μαχμούτ πασιά εφέντου μας καί κατά τόν μουρασελέ τής ιεράς κρίσεως από κλέπτας καί κακοποιούς ανθρώπους εδιωρίσαμεν παντούρην καί καπετάνιον τού καζά μας τόν καπετάν Αθανάσι Διάκον από τήν σήμερον άχρις ερχομένου Αγίου Γεωργίου μέ νάδτζα σαράντα υποσχόμενοι νά αποκριθώμεν τόν ολουφέν, ως η συνήθεια τού καζά μας, τόν μέν καπετάνιον πρός είκοσι γρόσια τόν μήνα, τών δέ νεφεριών πρός πέντε γρόσια τόν μήνα καθ' έν. 1820 Οκτωβρίου 26 Λεβάδεια» Διορισμός τού Διάκου στό αρματολίκι τής Λιβαδειάς «ΌΌποιος είναι ζωντανός ακόμα θυμάται την μαχαίρα των αθάνατων Ελλήνων. Ξαγόρασαν όλοι αυτείνοι οι γενναίοι άντρες το αίμα του συναγωνιστού τους περίφημου Διάκου, οπού πρωτοκινήθη αυτός μ' ολίγους ανθρώπους κι' απάντησε την πρώτη ορμή των Τούρκων, αυτός κι' ο αγείμνηστος Δεσπότης Σαλώνου. Αυτείνοι κι' ο αδελφός του Διάκου κι' ο Μπακογιάννης κι' ο Καλύβας κι' ο αδελφός του Δεσπότη κι' άλλοι αξιωματικοί με τους ολίγους τους στρατιώτες έλυωσαν απάνου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας πολεμώντας με τόσον πλήθος Τούρκων. Κι' ο περίφημος γενναίος Διάκος, αφού τελείωσε τον τζεμπιχανέ, καταπληγωμένον και μισοσκοτωμένον τον έλαβαν ζωντανόν οι Τούρκοι και τον παλούκωσαν. 'Στην θέσιν οπού επέθανες εσύ Λεωνίδα, με τους τρακόσους σου, πέθαναν κι' αυτείνοι δια την θρησκεία και πατρίδα» Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη «Αιδεσιμώτατε Αγιε Πρωτόπαπα καί Παπαδημήτρη ευλαβώς προσκυνώ καί αγαπητέ μου Γιωργάκη Σιδηρά καί Γιάννη Αλεξανδρή. Σείς καιρό λαμβάνοντες τό παρόν μου αμέσως νά σηκωθήτε νά μαζόξητε όλους τούς ραγιάδες μέ τ' άρματά σας όλοι νά μού ξημερώσετε τό πουρνό (πρωΐ) στό Λυκούριον όπου νά έλθητε όλοι διακόσιοι ονομάτοι καί τής ώρας, μαζύ μέ τ' άρματά σας καί δέκα φορτώματα ψωμί καί κρασί καί ελιές καί όλον τόν τζεμπιχανέν όπ' έχετε μπαρούτι καί κουρσούμια (μολύβια ή βόλια) καί νά μού φέρετε έξη άλογα καλά μεντζιλιάρικα (ταχυδρομικά) καί έτζι νά μ' ακολουθήσετε εξ αποφάσεως. Υγιαίνετε. 1821:28 Μαρτίου, Κάπερνα, Αγαπητός σας Θανάσης διάκος» Η μόνη αυτόγραφη επιστολή τού Διάκου πού σώθηκε, σταλμένη στήν Ιερά Μονή Βαρνάκοβας Βιβλιογραφία
159
Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Εκδοτική Αθηνών Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού - Απόστολος Βακαλόπουλος Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος Ελληνική Επανάστασις - Σπυρίδων Τρικούπης 1857 Ελληνική Επανάσταση - Ιωάννης Φιλήμων, 1859 Ελληνική Επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος Επανάσταση του 21 Δημήτρη Φωτιάδη Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος 1839 Αμβρόσιος Φραντζής Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα Περραιβού Φωτάκος Απομνημονεύματα Απομνημονεύματα Κουτσονίκα Απομνημονεύματα Γερμανού Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου, 1851 Τάκης Λάππας (1904-1995) - Θανάσης Διάκος Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης - Χάου 1828 Ελληνικά Χρονικά - Ιωσήφ Μάγιερ 1826 Histoire de la regeneration de la Grece - Pouqueville Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι Αναστασίου Γούδα Ιστορία Τακτικού Στρατού τής Ελλάδος - Χρήστος Βυζάντιος 1837 Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου 1873 http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis5.html
160
Η Ελληνική Επανάστασις του 1821 - Μέρος ΣΤ´ Επανάσταση στήν Αττική Η Αθήνα μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, είχε καί αυτή παρόμοια τύχη, αφού τήν κατέλαβαν οι Γάλλοι ευγενείς οι οποίοι μάλιστα διόρισαν Λατίνο Αρχιεπίσκοπο, εξορίζοντας ταυτόχρονα τόν ΈΈλληνα Επίσκοπο Μιχαήλ Χωνιάτη. Ακολούθησαν καί άλλοι κατακτητές, οι Καταλανοί τό 1311, οι Φλωρεντίνοι τό 1387 καί τέλος οι Οθωμανοί τό 1456. Τήν διοίκηση τής πόλης επέβλεπε ο πασάς πού είχε τήν έδρα του στό Νεγρεπόντε (Χαλκίδα). O βοεβόδας μέ ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα διέμενε στην Ακρόπολη καί φρόντιζε γιά τήν τάξη τής πόλης. Ο Παρθενώνας είχε μετατραπεί σέ τζαμί μέ ένα κτίσμα πού έβλεπε πρός τήν Μέκκα καί βρισκόταν στό εσωτερικό τού αρχαίου ναού. Το 1645 ο έλεγχος τών Αθηνών περιήλθε στόν αρχιευνούχο τού χαρεμιού πού διατηρούσε ο Σουλτάνος στό παλάτι του στό Τοπ Καπί. Το 1656 ένας κεραυνός έπληξε τά Προπύλαια στήν Ακρόπολη πού ανατινάχτηκαν γιατί εκεί φύλαγαν οι κατακτητές τό μπαρούτι γιά τά κανόνια τους. Το 1687 οι Βενετοί κατέλαβαν την Αττική, και διατήρησαν την κυριαρχία τους για δυο χρόνια. Τότε ήταν πού ο Ενετός στρατηγός Μοροζίνι μέ βολή πυροβόλου κατέστρεψε τόν Παρθενώνα στόν οποίο οι Τούρκοι φύλαγαν τά πυρομαχικά τους. Ο Μοροζίνι, φεύγοντας από τόν Πειραιά, πήρε μαζί του καί ένα κολοσσιαίο αρχαίο άγαλμα που παρίστανε έναν λέοντα. Εξ' ού καί οι Βενετοί ονόμαζαν τό λιμάνι Πόρτο Λεόνε. Τό λιοντάρι όπως γνωρίζουμε έμελλε νά αποτελέσει σύμβολο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Στό άγαλμα αυτό ήταν χαραγμένες επιγραφές άγνωστης γλώσσας. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η γλώσσα ήταν σκανδιναβική καί οι επιγραφές ήταν χαραγμένες από τούς μισθοφόρους Ρώς του Αυτοκράτορα Βασιλείου τού Βουλγαροκτόνου ο οποίος τό 1018 είχε επισκεφθεί τήν πόλη τών Αθηνών, μετά τήν οριστική συντριβή τών Βούλγαρων τού Σαμουήλ στή Μακεδονία. Τό 1688 οι Οθωμανοί επανήλθαν στήν Αθήνα όπου έκτισαν πολλά τζαμιά χρησιμοποιώντας πέτρες καί κίονες από αρχαίους ναούς. Τό 1775 έφθασε στήν Αθήνα ο Χατζή Αλή Χασέκης ο οποίος διοίκησε τήν πόλη μέ πολύ μεγάλη σκληρότητα. Οι αγγαρείες, οι ξυλοδαρμοί καί οι απαγχονισμοί αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Τό 1799 ο Αγγλος ΈΈλγιν πήρε άδεια από τήν Υψηλή Πύλη καί λήστεψε τά γλυπτά τού Παρθενώνα. Τήν προεπαναστατική περίοδο, η Αθήνα είχε 10.000 κατοίκους καί μετρούσε έξι αιώνες ξένης κατοχής. Βέβαια εδώ τίθεται τό αιώνιο ερώτημα. Πρέπει ο ΈΈλληνας νά παραιτείται τών εδαφών πού έχουν
161
καταλάβει οι αλλόφυλοι κατακτητές, όταν περνάει μεγάλο χρονικό διάστημα; Στή σύγχρονη Ελλάδα τού 2011, τό ισχύον σύστημα θεωρεί ότι πρέπει νά ξεχνάμε τά εδάφη πού κάποτε κατείχαν οι πρόγονοί μας, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Ευτυχώς οι επαναστάτες στήν Αττική είχαν διαφορετική άποψη. Δέν ξέχασαν ποτέ ότι ο Παρθενώνας ήταν κτίσμα Ελλήνων καί όσοι αιώνες καί νά περάσουν όφειλαν νά αγωνιστούν γιά νά επανέλθει στήν κυριότητα τους. Ο Μακρυγιάννης άλλωστε αυτό δήλωνε στά παλληκάρια του. ΌΌτι πολεμούν γιά τά αρχαία μάρμαρα. «Η Αθήνα μέ τήν αβασίλευτη δόξα καί τ' αθάνατα μάρμαρα ζούσε, αιώνες τώρα, κάτω από τήν πιό σκοτεινή κι οπισθοδρομική σκλαβιά - τόν τούρκικο ζυγό. Η πολιτεία όπου γεννήθηκε η δημοκρατία κυβερνιόταν από άξεστους βοεβόδες. Η Ακρόπολη, πού κάποτε τή στόλιζαν πλήθος αγάλματα, ήταν πιά κάστρο γεμάτο από τούρκικα χαμόσπιτα καί στρατώνες, φτιαγμένα τά πιότερα από υλικά τών μισοερειπωμένων ναών. Ο Παρθενώνας, τό ανυπέρβλητο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, είχε γίνει τζαμί κι ο μουεζίνης ανέβαινε στό μιναρέ του γιά νά διαλαλήσει πώς ένας είναι ο θεός καί προφήτης αυτού, ο Μωάμεθ. Τρείς πολιτείες στήν τουρκοκρατούμενη Ελλάδα βρίσκονταν περιτριγυρισμένες μέ τειχί, η Τριπολιτσά, τ' Ανάπλι καί η Αθήνα. Τής τελευταίας, πού είχε εφτά πύλες, τό έφτιασε τό 1778 ο περιβόητος βοεβόδας της Χατζή Αλήαγας Χασεκής. Μέσα στόν περιτειχισμένο περίβολο κατοικούσαν δέκα χιλιάδες ψυχές, πού τό ένα τέταρτο απ' αυτές ήταν Τούρκοι. Χαίρονταν μεγάλα κτήματα στήν Αττική, μά όλοι τους είχανε τά κονάκια τους στήν πολιτεία. ΈΈξω απ' αυτή, σ' όλα τά χωριά, ζούσαν μονάχα χριστιανοί.» Δημήτρης Φωτιάδης - Επανάσταση τού 21 Στό χωριό Χασιά (Φυλή) είχε από τίς αρχές Απριλίου δημιουργηθή ένα σώμα ενόπλων από τόν γενναίο χωρικό Μελέτη Βασιλείου, ο οποίος ήταν ήδη μυημένος στή Φιλική Εταιρεία. Βρισκόταν σέ συνεννόηση μέ τόν Αναγνώστη Κιουρκατιώτη από τό Μενίδι (Αχαρναί) καί τόν Γιάννη Ντάβαρη από τό Λιόπεσι. Μόλις έφθασαν τά νέα τής επανάστασης στήν Πελοπόννησο καί τήν Αμφισσα, οι φτωχοί κάτοικοι τής υπαίθρου (ξωτάρηδες) ξεκίνησαν από τά χωριά τους γιά νά κτυπήσουν τούς Τούρκους τών Αθηνών. Οι Τούρκοι ήταν προετοιμασμένοι καί είχαν ήδη μεταφέρει τρόφιμα καί πολεμοφόδια στήν Ακρόπολη. Στίς 10 Απριλίου συνέλαβαν τούς άρχοντες τής πόλεως Προκόπιο Μπενιζέλο, Αγγελο Γέροντα, Παλαιολόγο Μπενιζέλο καί τούς κληρικούς Φιλάρετο Τριανταφύλλη, Ανθιμο Αγιοταφίτη καί αρκετούς άλλους καί περίμεναν τίς εξελίξεις. Bέβαια προηγουμένως είχαν σκεφτεί τό σύνηθες μέτρο γιά τούς Τούρκους: τή γενική σφαγή όλου τού χριστιανικού πληθυσμού γιά νά
162
προλάβουν τήν εξέγερση. Αλλά τήν κατάσταση τήν έσωσε ο καδής Χατζή Χελήλ εφέντης, φιλάνθρωπος καί άξιος ευγνωμοσύνης γιατί έσωσε τόν πληθυσμό τών Αθηνών από τόν όλεθρο. Δύο ώρες προτού νά φέξει στίς 25 Απριλίου 1821, οι Ρωμιοί χωρικοί επιτέθηκαν κατά τής πόλεως τών Αθηνών, μέ αρχηγό τους τόν Αρβανίτη Μελέτη Βασιλείου καί μέ μία σημαία μέ κόκκινο σταυρό, φωνάζοντας "Χριστός Ανέστη - Ελευθερία - Ελευθερία!". Κατέλαβαν αμέσως τόν λόφο τού Φιλοπάππου καί τόν Αρειο Πάγο ενώ οι Τούρκοι αποσύρθηκαν στόν βράχο τής Ακρόπολης. Ο Αθηναίος Παναγής Σκουζές μοίραζε σέ άοπλους επαναστάτες τά όπλα πού είχε αγοράσει από τήν Ευρώπη καί τά είχε παραλάβει από μία ολλανδική γολέττα. Στίς 28 Απριλίου ο Μελέτης Βασιλείου ύψωσε τή σημαία μέ τόν σταυρό στό διοικητήριο τής πόλης. «Συσσωμαθέντες δέ οι Αθηναίοι, οι εκ τής πόλεως καί τών χωρίων περί τούς χίλιους διακοσίους εις Μαινίδιον (Αχαρνάς) εμβαίνουσιν εις τήν πόλιν τήν 25ην Απριλίου 1821, έχοντες αρχηγόν τόν Μελέτιον Βασιλείου Χαστιέα καί οι Τούρκοι προλάβοντες απεκλείσθησαν εις τό Φρούριον σύν γυναιξί καί τέκνοις, διορίσαντες μικράς φυλακάς τού τειχίου τής πόλεως κατά τάς πύλας. Η δέ είσοδος τών Αθηναίων εγένετο διά τής πύλης Βομβονήστρας καλουμένης, πρώτου εισπηδήσαντος ένδον καί ανοίξαντος τήν θύραν Δημητρίου Σαρκουδίνου, ότε ο Γεώργιος Κουρτέσης επιπίπτει πρώτος κατά τινος Οθωμανού Θεσσαλονικέως, τού αρπάζει τήν σπάθην από τάς χείρας, πολύτιμον ούσαν καί παρέδωκεν αυτόν εις τόν θάνατον. Γενόμενοι δέ κύριοι τής πόλεως, έψαλον δοξολογίας πρός Κύριον. Καί επομένως εισελθόντες εις τάς οικίας τών Τούρκων, ήρπαζον πάν τό προστυχόν, καθυβρίζοντες εν εκδικήσει τών απαιδεύτων τινές καί εις αυτά τά άψυχα, μέ τό νά ήσαν τουρκικά, εξομοιούμενοι κατά τούτο μέ τούς Τούρκους, οίτινες ταυτά έπραττον κατά τών Χριστιανών αμοιβαίως. Οι Αθηναίοι επεχείρησαν τόν αποκλεισμόν μετά σπουδής καί ζήλου, συνεισφέροντες έκαστος τά ίδια αυτού εις τάς κοινάς χρείας τού μεγάλου τούτου επιχειρήματος. Πανταχόθεν αντηχούσεν ο πατριωτισμός, ο ζήλος, η άμιλλα του καλού μέ τήν γενικήν φωνήν "ή ζωή ελευθέρα ή θάνατος ένδοξος"... ...ποιήσαντες τόν όρκον τής υπακοής υποτάσσονται οι Χασιώται υπό τόν Μελέτιον Βασίλειου καί Δημήτριον Σκευάν συνδημότας των, οι Μαινηδιάται υπό τόν Αναγνώστην Κιουρκατιώτην συνδημότην των. Οι Μεσογείται υπό τόν Ιωάννην Ντάβαριν, πρόκριτον τού χωρίου Λιόπεσι, οι δέ κάτοικοι τής πόλεως υπό τούς Ιωάννην Βλάχον, Νικόλαον Σαρήν, Συμεών Ζαχαρίτσαν, Νερούτζον Βενιζέλον, Λουκάν Νίκαν, Σωτήριον Βουζίκην, Δημήτριον Ξάνθην, Σπυρίδωνα Κυριακόν...» Διονύσιος Σουρμελής - Ιστορία τών Αθηνών, 1853
163
Γιά τήν πολιορκία τού φρουρίου τής Ακρόπολης έσπευσαν Κεφαλλονίτες μέ κανόνια, Αιγινήτες, Κύθνιοι καί Τζιώτες μέ επικεφαλή τόν Μιχαήλ Πάγκαλο. Οι Υδραίοι απέστειλαν στόν Πειραιά πλοίο μέ ένδεκα πυροβόλα υπό τόν Γεώργιο Νέγκα. Γιά τή διοίκηση τής Αθήνας ορίστηκε πενταμελής επιτροπή από τόν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Διονύσιο, τόν Χατζη - Παναγή Ζαχαρίτσα, τόν Σπύρο Πατούσα, τό Νικόλαο Τυρναβίτη καί τόν Αρχιμανδρίτη Δημήτριο Αντωνόπουλο. Σέ μερικές ημέρες ο αριθμός τών Ελλήνων πού πολιορκούσαν τήν Ακρόπολη είχε φτάσει τούς τρείς χιλιάδες. Γιά τήν πολιορκία τού φρουρίου τής Ακρόπολης έσπευσαν Κεφαλλονίτες μέ κανόνια, Αιγινήτες, Κύθνιοι καί Τζιώτες μέ επικεφαλή τόν Μιχαήλ Πάγκαλο. Οι Υδραίοι απέστειλαν στόν Πειραιά πλοίο μέ ένδεκα πυροβόλα υπό τόν Γεώργιο Νέγκα. Γιά τή διοίκηση τής Αθήνας ορίστηκε πενταμελής επιτροπή από τόν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Διονύσιο, τόν Χατζη - Παναγή Ζαχαρίτσα, τόν Σπύρο Πατούσα, τό Νικόλαο Τυρναβίτη καί τόν Αρχιμανδρίτη Δημήτριο Αντωνόπουλο. Σέ μερικές ημέρες ο αριθμός τών Ελλήνων πού πολιορκούσαν τήν Ακρόπολη είχε φτάσει τούς τρείς χιλιάδες. O Γάλλος περιηγητής Σατωβριάν, περνώντας από τά Μέγαρα γιά νά πάει στήν Αθήνα συνάντησε έναν Ρωμιό ο οποίος τόν παρακάλεσε νά έρθει νά γιατρέψει τήν κόρη του. Τό παιδί ήταν τυλιγμένο σέ κουρέλια, ψήνοταν στόν πυρετό καί ήταν τελείως αβοήθητο. Οι Ρωμιοί αλλά καί οι Τούρκοι παρομοιάζονται από τόν Σατωβριάν, μέ τούς άγριους τής Αμερικής. Τόσο χαμηλό ήταν τό βιοτικό τους επίπεδο σέ σύγκριση μέ τούς υπόλοιπους Ευρωπαίους αφού ακόμα καί οι άρρωστοι ήταν παρατημένοι στή μοίρα τους. Καί βλέπουμε πώς κατάντησαν οι απόγονοι τών υπερήφανων καί μορφωμένων βυζαντινών οι οποίοι τόν 13ο αιώνα, αποκαλούσαν τούς Φράγκους βάρβαρους λόγω τού χαμηλού τους επιπέδου καί τού υποδεέστερου πολιτισμού τους. Les Grecs ainsi que les Turcs supposent que tous les Francs ont des connaissances en medecine et des secrets particuliers. La simplicite avec laquelle ils s' adressent a un etranger dans leurs maladies a quelque chose de touchant, et rappelle les anciennes moeurs: c' est une noble confiance de l' homme envers l' homme. Les sauvages en Amerique ont le meme usage... Un Grec vint donc me chercher pour voir sa fille. Je trouvai une pauvre creature etendue a terre sur une natte et ensevelie sous les haillons dont on l'avait couverte. Elle degagea son bras, avec beaucoup de repugnance et de pudeur, des lambeaux de la misere, et le laissa retomber mourant sur la couverture. Elle me parut attaquee d'une fievre putride.» Chateaubriand (Σατωμπριάν) - Itineraire de Paris a Jerusalem, 1811
164
«O Γάλλος κόμης τού Φορμπίν επισκέφθηκε τήν Αθήνα τό 1817 καί μάς περιγράφει τήν θλίψη τών Ελλήνων κατά τήν υποδοχή τού μπέη τής Καρύστου. Επίσης αναφέρει ότι οι ΈΈλληνες προσδοκούν τήν ελευθερία τους όπως οι Εβραίοι προσδοκούν τόν Μεσσία. Tούς δέ κατοίκους τής Σαλαμίνας τούς χαρακτηρίζει ως ημιάγριους (Quelques Grecs a demi sauvages s' enfuient des qu' on debarque a Salamine). Quelques coups de canon tires de l' Acropolis annoncerent l' approche du bey. Ce cortege bizarre se composait d'Albanais a pied, de janissaires, de spahis a cheval; tous les Turcs considerables, suivis de leurs gens, caracolaient autour du bey, tandis que la plus basse milice musulmane criait, agitait des drapeaux er tirait des coups de fusil. Les Grecs qui m' entouraient etaient mornes, embarrasses, et je vis des larmes genereuses mouiller encore ces marbres, vieux trophees de la puissance d' Athenes. Les Grecs esperent l'independance comme les Hebreux esperent le Messie...» Forbin, L. N. P. Auguste - Voyage dans le Levant en 1817 et 1818 «Ηδη δέ πρόκειται νά ομιλίσωμεν περί τών κατά τήν Αττικήν Αλβανών καί τής επικρατούσης αυτών γλώσσης. Αφού ο Σουλτάνος τής Κωνσταντινουπόλεως κατέστρεψε τήν Αλβανίαν μετά τόν θάνατον τού ενδόξου Γεωργίου Σκενδέρμπεη, πολλοί Αλβανοί διά νά αποφύγωσι τήν σφαγήν καί τήν αιχμαλωσίαν προσέφυγον εις τήν κάτω Ελλάδα, Βοιωτία, Αττικήν καί Πελοπόννησον... Οι Αθηναίοι λοιπόν υποδεχθέντες τούς πρόσφυγας τούτους ομοθρήσκους των, έδωκαν πρός αυτούς οι κτηματικοί τάς κατά τήν Αττικήν γαίας των διά νά τάς καλλιεργώσιν επί συμφωνίαν... Επειδή οι ενταύθα χριστιανοί Αλβανοί εύρισκον παρά τοίς Τουρκαλβανοίς κάποιαν συμπάθειαν διά τό ομόφυλλον καί ομόγλωσσον, ίσως καί συγγένειαν, τούτου ένεκα ηναγκάσθησαν καί οι λοιποί κάτοικοι ΈΈλληνες τών χωρίων νά συμμορφωθώσι κατά τό ένδυμα, ήθη καί διάλεκτον μέ τούς συνοίκους των Αλβανούς, διά νά αποφύγωσιν οπωσούν τήν σκληράν απανθρωπίαν τών διαρπαζόντων. Προσέτι δέ, επειδή οι διοριζόμενοι παρά τού βοϊβόνδαν επιστάται εις τήν σύναξιν τού δικαιώματος τής δεκατείας ήσαν ως επί τό πλείστον Τουρκαλβανοί, οι κάτοικοι τών χωρίων, καθό γεωργοί άπαντες, διά νά έχωσι τάς σχέσεις αυτών καί νά οικειώνται μετ' αυτών επί τό συμφέρον, ηναγκάζοντο νά εξαλβανίζωνται κατά πάντα. Καί οι τελευταίοι των αλβανισθέντων είναι οι κάτοικοι των Αχαρνών (Μενίδι), καί Αμαρουσίου, οίτινες παρεδέχθησαν τόν Αλβανισμόν μετά τα μέσα της ΙΗ´ (18ης) εκατονταετηρίδος. Και μέχρι τής σήμερον σώζονται γέροντες τινές εις Αχαρνάς, ενθυμούμενοι την μεταβολή, και διηγούμενοι τα περιστατικά (τού έτους 1770 όταν οι Τουρκαλβανοί κατέσφαξαν τούς επαναστάτες τών ορλωφικών). Π άς γάρ λαός δουλωθείς άπαξ, ρέπει βεβαίως επί τά χείρω, οπόταν μάλιστα επίκηται αυτώ τό παχύ τής αμάθειας σκότος, η
165
καταπίεσις τής πτωχείας καί αι καταστρεπτικαί προλήψεις. Εν τούτοις δέν απέμαθον ούτοι τήν πάτριον αυτών γλώσσαν καί πανταχού τής Αττικής όλοι οι κάτοικοι τών χωρίων γνωρίζουσι καί λαλούσι τήν σημερινήν ελληνικήν, όπως καί οι κάτοικοι τής πόλεως... ΌΌτι δέ τά ειρημένα περί τής εξαλβανίσεως τών κατοίκων τής Αττικής ήσαν ολιγώτατοι ως πρός τούς ανέκαθεν κατοίκους αυτής, έχονται αληθείας. Ταύτα δέ καί περί τών Αλβανών τής Αττικής, περί τών οποίων ηναγκάσθην νά γράψω τά ολίγα αυτά χάριν τών μεταγενεστέρων, διά νά μήν αγνοώσι τήν αφορμήν τής κατοικήσεως τών Αλβανών αυτών εις τήν Αττικήν καί νά μή νομίζωσιν ότι όλοι οι κάτοικοι κατάγονται εξ Αλβανών, διότι όσα άλλα παρά ταύτα είπον ξένοι τινές, πεποιθότες εις εικασίας μόνον, είναι ανυπόστατα καί χωρίς καμμίαν βάσιν.» Σουρμελής Διονύσιος - Κατάστασις Συνοπτική τής Πόλεως τών Αθηνών 1842 «Αφού ο εν Ιωαννίνοις Χουρσήτ Πασάς έμαθε τά επαναστατικά κινήματα τών Ελλήνων τής Ανατολικής Ελλάδος, διέταξε τόν Ομέρ Πασά Βριώνην καί τόν Μεχμέτ Πασάν νά εισβάλωσιν εις τήν επαναστατήσανταν Ελλάδα. Ούτοι δ' ετοιμάσαντες στρατόν περί τάς 7.000 εισέβαλον περί τά μέσα Απριλίου εις τάς Θερμοπύλας. Τήν δύναμιν ταύτην απεφάσισαν ν' απαντήσωσιν ο Πανουργίας μετά εξακοσίων, έχων παρ' αυτώ συναγωνιστήν καί τόν αξιοσέβαστον Επίσκοπον Σαλώνων Ησαΐαν, ο Δυοβουνιώτης μετά τετρακοσίων καί ο ανδρείος Διάκος μετά πεντακοσίων. Οι υπό τόν Πανουριάν καί Δυοβουνιώτην μή δυνηθέντες νά βαστάσωσι τό βάρος τής δυνάμεως ταύτης ετράπησαν εις φυγήν, ο δέ Διάκος κατέχων τήν πρός τάς Θερμοπύλας άγουσαν οδόν, έμενε μαχόμενος. Εν τοσούτω δέ οι περί τόν Διάκον δειλιάσαντες έφυγον, μόνος δέ ο Διάκος μετ' ολίγων εκ τών οπαδών του ησθάνθησαν ότι εκεί απέθανεν ο Λεωνίδας. Εις τούς ειπόντας εις αυτόν νά φύγη διά νά χρησιμεύση εις άλλην περίστασιν υπέρ τής Πατρίδος απεκρίθη, "ο Διάκος δέν φεύγει". Επιπεσόντων δέ κατ' αυτού τών εχθρών, ο μέν αδελφός του καί όλοι οι περί αυτόν εφονεύθησαν, ούτος δέ μαχόμενος περικυκλούται υπό τών Τούρκων καί συλλαμβάνεται ζών καί καθημαγμένος, κρατών εις τά χείρας αυτού τό όπλον. Αχθείς δέ εις τήν Λαμίαν αλυσοδεμένος υπέστη μαρτυρικώτατον θάνατον, ψηθείς εις τήν σούβλαν. Τοιαύτα μαρτύρια υφίστανται οι Χριστιανοί τής Ανατολής υπό τών αγρίων τούτων θηρίων τής Ασίας επό τοσούτους αιώνας!!!» Επίτομος Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως - Γεώργιος Θεόφιλος Αθήνησι 1860 Η μάχη τής Αλαμάνας
166
Στίς αρχές Απριλίου 1821, ολόκληρη η Ανατολική Στερεά φλεγόταν. Ο μοναδικός οπλαρχηγός πού δίσταζε νά ξεκινήσει ήταν ο Μήτσος Κοντογιάννης αρματωλός τού Πατρατζικίου (Υπάτης). Ο Διάκος μέ τόν Δυοβουνιώτη καί τόν Πανουργιά προσπάθησαν επανειλημμένα νά τόν μεταπείσουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά μετά από τήν πίεση τών ανηψιών του ο Κοντογιάννης αποφάσισε νά συνεργαστεί καί ένωσε τίς δυνάμεις του μέ τούς τρείς κλεφταρματολούς. Στίς 18 Απριλίου οι ΈΈλληνες μέ κεφαλές τούς Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Δημήτρη Καλύβα, Μπακογιάννη, Μήτσο Κοντογιάννη, Ανδρίκο Σαφάκα καί Κομνά Τράκα επιτέθηκαν στήν Υπάτη (Νέαι Πάτραι). Δυστυχώς είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος. Πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα πλησίαζαν ήδη τίς επαναστατημένες περιοχές. Πραγματικά ο Χουρσίτ πασάς, μαθαίνοντας στά Ιωάννινα τίς πολεμικές κινήσεις τών γκιαούρηδων, διέταξε τόν Κιοσέ Μεχμέτ νά κατέβη επικεφαλής ισχυρών στρατευμάτων στήν Πελοπόννησο διά μέσου τής Βοιωτίας καί τού Ισθμού καί νά καταστείλει αμέσως τήν επανάσταση. Τόν Κιοσέ Μεχμέτ συνόδευσε καί ο Τουρκαλβανός Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος είχε μόλις διοριστεί πασάς στό Βεράτιον τής Βορείου Ηπείρου. Στίς 17 Απριλίου οι δύο πασάδες έφθασαν στό Λιανοκλάδι δυτικά τής Λαμίας καί οι φωτιές πού άναψαν οι οκτώ χιλιάδες άντρες τους μαρτυρούσαν τήν παρουσία ισχυρού στρατεύματος. Αρον - άρον οι επαναστάτες εγκατέλειψαν τό Πατρατζίκι καί έφυγαν γιά τούς Κομποτάδες. «Επειδή ο Χουρσήτ πασάς είχε καταπιαστεί μέ τήν πολιορκία τού Αλή Τεπελενλή στά Γιάννενα καί δέν τού ήταν βολετό ο ίδιος νά κατηφορίσει στόν επαναστατημένο Μοριά, νά σώσει τούς θησαυρούς του καί τά χαρέμια του πού κινδύνευαν, έστειλε τόν κεχαγιά του, Κιοσέ Μεχμέτ μέ οχτώ χιλιάδες διαλεχτούς άντρες. Θά τόν ακολούθαγε κι' ο Ομέρ Βρυώνης, πασάς τού Μπερατιού. Ο Βρυώνης ήταν πασάς βαθμού δυό "ιππουριτών" - αλογοουρές - γιά τούτο ο Χουρσήτ αναγκάστηκε νά βάλει τόν Κιοσέ Μεχμέτ "ανθ' εαυτού καί βαλήν τής Πελοποννήσου", πού ήταν ανώτερος, δηλαδή πασάς μέ τρείς αλογοουρές. Φεύγοντας απ' τά Γιάννενα - 9 τού Απρίλη 1821 - ο Μεχμέτ θά σύναζε τέσσερες χιλιάδες Κονιάρους τής Θεσσαλίας καί Σαρικιούληδες τής Μακεδονίας, φημισμένους καβαλλάρηδες τής εποχής. Τή δύναμη αυτή ακολουθάγανε κι' οι αρχηγοί τών Τουρκαρβανιτάδων, ο Τελεχά μπέης, ο Χασάν Τομαρίτσας κι' ο Μεχμέτ Τσάπαρης. Η ψυχή όμως σ' όλο τό ορδί ήταν ο Ομέρ Βρυώνης.» Τάκης Λάππας - Οι Ρουμελιώτες στην Επανάσταση
167
Ο πραγματικός αρχηγός τής εκστρατείας ήταν ο Αλβανός Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος γνώριζε τόσο τά εδάφη όσο καί τούς ΈΈλληνες αρματολούς από τήν εποχή πού υπηρετούσαν μαζί τόν Αλή τών Ιωαννίνων. Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε άπταιστα ελληνικά αφού προερχόταν από εξισλαμισθείσα χριστιανική οικογένεια. Οι πρόγονοί του ήταν βυζαντινοί, οι οποίοι μετά τήν άλωση τής Κωνστανινούπολης βρήκαν καταφύγιο στήν Βόρεια ΉΉπειρο. Στό μεταξύ, οι οπλαρχηγοί έκαναν μία σύσκεψη στούς Κομποτάδες, χωριό πού βρίσκεται νότια από τό Ζητούνι (Λαμία). Εκεί κάτω από τέσσερα θεόρατα πλατάνια τά οποία οι ντόπιοι ονόμαζαν "τά τέσσερα αδέλφια", έγινε πολεμικό συμβούλιο. Ο Δυοβουνιώτης πρότεινε νά μήν χωρίσουν τίς δυνάμεις τους, αλλά όλοι μαζί νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό στόν Γοργοπόταμο. Δυστυχώς η άποψη τού αρματολού από τά "Δυο Βουνά" τής Οίτης δέν εισακούστηκε. Ο Διάκος επέμενε νά χωρίσουν τίς δυνάμεις τους καί νά κλείσουν τά περάσματα πού οδηγούσαν στίς επαναστατημένες περιοχές. «Οι εν Κομποτάδαις συνηγμένοι οπλαρχηγοί, πρίν ή σκεφθώσι τότε περί τού μέλλοντος κινήματος εαυτών, κατά πρώτον έλαβον λόγον υπ' όψιν τήν εκ τών ενόντων ασφάλειαν τών κινηθεισών επαρχιών, ως επαπειλουμένην έξωθεν, καί αναγκαίαν εύρον διατάξαντες τήν άμεσον εξάλειψιν όλων τών παραδεδομένων Τούρκων τής Αμφίσσης, Δωρίδος, Λεβαδείας, Λοκρίδος καί Οπούντος. Απόφασις τοιαύτη κρίνεται βεβαίως καί παράσπονδος καί σκληρά, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν τής εποχής, ως καί τού ηθικού τών Τούρκων, ωμολόγηται εξ εναντίας έργον απολύτου ανάγκης.» Ιωάννης Φιλήμων - Ελληνική Επανάσταση Οι αρματολοί αρχηγοί, αφού έδωσαν εντολή νά εκτελεστούν όλοι οι άντρες Τούρκοι αιχμάλωτοι πού είχαν παραδοθεί από τίς προηγούμενες μάχες, έπιασαν τά περάσματα. Τήν σκληρή καί άδικη αυτή απόφαση τήν πήραν γιά νά μήν έχουν εχθρική απειλή στά μετόπισθεν. Ο Πανουργιάς μέ εξακόσιους άντρες κατέλαβε τά χωριά Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια Φθιώτιδος) καί Χαλκωμάτα. Μαζί του ήταν ο Παπανδρέας Κοκκοβιστιανός, ο Επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας καί ο Κομνάς Τράκας. Ο Δυοβουνιώτης μέ τετρακόσιους περίμενε στόν Γοργοπόταμο ενώ ο Διάκος μέ πεντακόσιους οχυρώθηκε στήν γέφυρα τής Αλαμάνας. «Οι δέ οπλαρχηγοί, οι μετά τήν κατά τό Πατρατσίκι αποτυχίαν υποχωρήσαντες εις Κομποτάδας, θέλοντες νά μάθωσιν ακριβέστερον τόν αριθμόν τών ετοίμων νά εισβάλωσιν εχθρών, υπέπεμψαν τήν εσπέραν τής 19ης Απριλίου, τινάς τών τολμηροτέρων στρατιωτών επί κατασκοπή, παραγγείλαντές τοις αυστηρώς μή τύχη καί παροργίσωσι τούς εχθρούς
168
τουφεκίζοντες ή άλλως πως ενοχλούντες αυτούς, διότι ήθελαν νά λάβωσι καιρόν καί τάς δυνάμεις των ν' αυξήσωσι καί θέσεις οχυράς νά προκαταλάβωσιν. Αλλ' οι σταλέντες, πλησιάσαντες διά νυκτός εις τά άκρα τού στρατοπέδου αφανείς, εζώγρησαν 2 εχθρούς καί 9 ίππους καί πρός τά χαράματα ετουφέκισαν καί επανήλθαν εις τό στρατόπεδον καυχώμενοι επί τοίς εργοις των. Οι οπλαρχηγοί, λυπηθέντες διά τό γεγονός, μετέβησαν εν βία όλοι ομού τήν 20ην εις Χαλκωμάταν, τήν επί τής οδού Σαλώνων, όπου διηρέθησαν συνυποσχεθέντες νά βοηθήσωσιν όποιον καί αν προσέβαλεν ο εχθρός, καί ο μέν Πανουργιάς έμεινεν εκεί, καί κατέσχε καί τό χωρίον Μουσταφάμπεη μεθ' όλων τών υπό τήν οδηγίαν του Σαλωνιτών, ως 600, έχων συναγωνιστήν καί τόν αξιοσέβαστον επίσκοπον Σαλώνων Hσαΐαν, όστις πλήρης ζήλου ηκολούθει τό στράτευμα ευλογών καί θαρρύνων αυτό εις τόν προκείμενον αγώνα. Ο δέ Δυοβουνιώτης μετά 400 κατέλαβε τήν γέφυραν τού Γοργοποτάμου, ο δέ Διάκος μετά 500 τήν τού Σπερχειού, τό κοινώς γεφύρι τής Αλαμάνας, καί τήν άγουσαν εις Θερμοπύλας οδόν απέναντι τής γέφυρας ταύτης πρός τά Ποριά....» Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις Στήν Αλαμάνα (Σπερχειός ποταμός) άρχισε νά βρέχει καί ο Διάκος ήλπιζε ότι τό βαλτωμένο χώμα θά εμπόδιζε τίς κινήσεις τού εχθρού. Αφού γέμισε τόν τόπο κοφτερά παλούκια γιά νά εμποδίσει τό τουρκικό ιππικό νά προελάσει, άρχισε νά μιλάει στούς άντρες του καί γιά νά τούς εμψυχώσει τούς έδειξε τίς Θερμοπύλες όπου πρίν από δύο χιλιάδες χρόνια οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες τού Λεωνίδα είχαν προσπαθήσει νά σταματήσουν τούς χιλιάδες Πέρσες. Στά ίδια ματωμένα χώματα θά έμεναν καί οι τριακόσιοι τού Διάκου γιά νά πολεμήσουν τούς χιλιάδες Τούρκους. Πάλι οι λίγοι θά μάχονταν τούς πολλούς. Καί θά πέθαιναν. Στίς 23 Απριλίου 1821, φάνηκε η στρατιά τού Ομέρ Βρυώνη η οποία μέ όλες τίς δυνάμεις της προσέβαλε καί διέλυσε εύκολα τό σώμα του Δυοβουνιώτη, ο οποίος αποτραβήχτηκε στήν ορεινή θέση Δέμα καί από εκεί διαλύθηκε. Ο Μήτρος Βάγιας ήταν μεταξύ τών Ελλήνων πού σκοτώθηκαν κατά τήν οπισθοχώρηση του Δυοβουνιώτη. Στή συνέχεια ο Ομέρ Βρυώνης διέταξε τόν Χασάν Τομαρίτσα καί τόν Μεχμέτ Τσαπάρη νά επιτεθούν στό Μουσταφάμπεη. Εκεί οι λίγοι άνδρες τού Κομνά Τράκα καί τού Παπαντρέα από τά σπίτια πού ήταν οχυρωμένοι αντιστάθηκαν σθεναρά μέ αποτέλεσμα οι Τούρκοι νά αποσυρθούν καί νά στραφούν πρός τήν Χαλκομάτα όπου βρισκόταν ο Πανουργιάς. «Σάν δόθηκε τό σύνθημα, οι Τουρκαρβανίτες ξεχύθηκαν κατά τής Χαλκωμάτας όσο μπορούσανε πιό άγρια. Γιά νά κιοτέψουν τούς ΈΈλληνες, τό ντουφεκίδι τους συμπλήρωναν μέ φωνές καί σφυρίγματα.
169
Τού Πανουριά όμως τά λιγοστά παλληκάρια δέν δειλιάζουν. Τούς δέχονται μ' απανωτές μπαταριές. Αντιστέκονται ηρωϊκά μ' όλο πού ο εχθρός είναι ασύγκριτα πιό πολύς. Μά η καλή θέληση δέν φτάνει. Η εχθρική κατεβασιά είναι τόσο μεγάλη πού δέν μπορούν νά τήν κρατήσουν. Φοβισμένοι οι ΈΈλληνες φεύγουν ανάμεσα απ' τά πυκνά χαμόκλαδα καί τίς κουμαριές, ανεβαίνοντας πρός τά ψηλώματα τού Καλλίδρομου. Ξωπίσω τους οι Τουρκαρβανίτες τούς κυνηγάνε μέ πείσμα. Ο ίδιος ο Πανουριάς φεύγει λαβωμένος. ΌΌμοια καί ο Γιάννης Μαμούρης (ο μετέπειτα δολοφόνος τού Ανδρούτσου) πού ήταν κοντά του. Τή στιγμή κείνη πέφτει κι' ο Δεσπότης Σαλώνων Ησαΐας. Τήν ίδια τύχη μέ τό δεσπότη είχε κι' ο αδελφός του παπα Γιάννης κι' ένας ανηψιός του.» Ρουμελιώτες στήν Επανάσταση τού Τάκη Λάππα Μετά καί από τήν συντριβή τού Πανουργιά, οι δύο τουρκικές στρατιές τού Ομέρ Βρυώνη καί τού Κιοσέ Μεχμέτ στράφηκαν πρός τήν Γέφυρα τής Αλαμάνας καί τά Πουριά όπου περίμενε ο Διάκος μέ πεντακόσιους άνδρες. «Πλησιάσαντες λοιπόν οι εχθροί αντίκρυ τής γέφυρας καί συσσωματωθέντες εις σχήμα κυκλοειδές, ηκροάζοντι μετ' άκρας ησυχίας καί κατανύξεως τήν πρόν τόν Αλλάχ παράκλησιν τήν οποίαν ανεγίνωσκον τουρκιστί οι δερβισάδες. Τελειωθείσης δέ τής παρακλήσεως ώρμησαν κατά τών Ελλήνων. Ο Διάκος όμως διέταξε προλαβόντως νά φυλάττωσι καλώς τάς θέσεις καί νά μή τολμήση τις νά πυροβολίση πρίν ο ίδιος δώση τό σημείον μέ τήν εκκένωσιν τού ιδίου του όπλου, απεχόντων δέ τών εχθρών σχεδόν δέκα βημάτων, άρχισαν νά πυροβολίζωσι κατ' αυτών ευστόχως καί αδιακόπως, ώστε η μάχη εγίνετο πεισματώδης αμφοτέρωθεν... Μετά μιάς ώρας σκληράς καί αιματώδης μάχης, μή δυνάμενοι νά διαβώσιν, έστρεψαν τά νώτα συμφώνως, επανέλθοντες εις τόν πρώτον τόπον τής προσευχής. Ο Βρύονης οργισθείς κατά τών οπλαρχηγών του καί υβρίσας τό στράτευμα διά τήν κατησχημένην επιστροφήν του, ώρμησε ο ίδιος προσωπικώς μετά διακοσίων σωματοφυλάκων, οι δέ στρατιώται κεντούμενοι από φιλοτιμίαν καί καταισχύνην προέδραμον εκείνου καί ούτως η μάχη εσυγκροτείτο μέ περισσότερον πείσμα...» Πολεμικά διαφόρων μαχών συγγραφέντα παρά τού συνταγματάρχου Χριστοφόρου Περραιβού Οι περισσότεροι όμως από τούς μαχητές του Διάκου τόν εγκατέλειψαν μπροστά στόν μεγάλο αριθμό τών Τουκαλβανών καί τελικά ο αρχηγός βρέθηκε νά πολεμάει μόνος του μέ 48 συντρόφους του. Σέ κάποια στιγμή έστειλε τόν Καλύβα καί τόν Μπακογιάννη νά
170
ενισχύσουν τή μικρή φρουρά πού βρισκόταν σέ ένα χάνι δίπλα από τή γέφυρα τής Αλαμάνας Ο πιστός του σεΐζης (υπηρέτης) Ρουμάνης, τόν οποίο τόν λέγανε καί Μπισμπιρίγκο επειδή ήταν μικρόσωμος, τού έφερε τή φοράδα του τήν Αστέρω γιά νά τήν καβαλλήσει ο καπετάνιος του καί νά φύγει. "Ο Διάκος δέν φεύγει", ήταν η απάντηση τού τριαντατριάχρονου Κλέφτη καί αφού κτύπησε τό ζώο στά καπούλια γιά νά φύγει, προέτρεψε τόν υπηρέτη του νά φύγει κι αυτός. Καί ενώ τόσα εμπειροπόλεμα παλληκάρια είχαν εγκαταλείψει τόν αρχηγό τους, ο κοντός καί αδύναμος υπηρέτης έμεινε γιά νά πεθάνει μαζί του. «Οι Αλβανοί αρχίζουν νά ζυγώνουν τά Πουριά, τό μέρος πού βρίσκεται ο αρχηγός. Κι απ' τή φυσική του κατασκευή ο τόπος κι απ' τήν αντίσταση τών Ελλήνων δέν είναι εύκολο στούς Αλβανούς νά τό πατήσουν. - Κώστα, πόσοι έχουμε απομείνει; - Δεκαοκτώ μείναμε Θανάση. Ο εχθρός αρχίζει νά τριγυρίζει τόν λόφο τών Πουριών. Πιό πολλά είναι τά βόλια παρά η βροχή πού πέφτει πάνω στούς ΈΈλληνες. Από τούς δεκαοχτώ πού απόμειναν, πρώτος πέφτει ο ηγούμενος τής Δαμάστας Νεόφυτος. Ο Διάκος σέ κείνη τή στιγμή πετάει τό ντουφέκι του. Τού ήταν άχρηστο από βλάβη. Πιό κεί ήταν ένα παλληκάρι του. Ο Δημήτρης Τσαμαλής. Αρπάζει τό ντουφέκι του αρχηγού του καί καταφέρνει κρυφά νά φύγει καί νά γλυτώσει μέσα στά κλαριά. Βόλι βρίσκει τόν Κώστα Μασαβέτα στό κεφάλι καί τόν σωριάζει νεκρό, χωρίς νά προκάνει νά πεί λέξη. Ο Θανάσης πού βρίσκεται πλάϊ, σέρνει τό κουφάρι του αδελφού του μπροστά του λέγοντας μέ θλίψη: - Κατακαϋμένε Κώστα! Τί κακά μαντάτα θά πάρει αύριο η μάνα μας...! Τό κουφάρι τού αδελφού του τό βάζει μπροστά του. Κλέφτης παλιός ο Διάκος, ήθελε νά κρατήσει τήν παράδοση. Αν γλύτωνε αυτός θά έκοβε τό κεφάλι τού αδελφού του καί θά τό έπαιρνε γιά νά μήν πέσει στού εχθρού τά χέρια...» Ο ήρωας τής Αλαμάνας τού Τάκη Λάππα Ο Διάκος κουβαλώντας τό κουφάρι του αδελφού του, κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τά Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας, που υπήρχαν βράχοι για να οχυρωθεί. Αλλά δεν του έμειναν, πλέον παρά δέκα άνδρες. Ο Διάκος με αχρηστευμένο το δεξί χέρι, λόγω τραυματισμού στόν ώμο από βόλι, κρατούσε το σπαθί του πού είχε κι αυτό σπάσει, μέ τό αριστερό και μαχόταν με πείσμα. Δεν του έμεινε παρά μόνο η λαβή. Λέγεται ότι ζήτησε σάν τόν Κωνσταντίνο Παλαιολόγο νά τόν σκοτώσει κανένας Χριστιανός. Αλλά είχε μείνει πλέον ολομόναχος. Γύρω του οι συντρόφοί του κείτονταν νεκροί. Μιλιούνια οι μουσουλμάνοι τριγύρω. "Προσκύνα Διάκο τόν πασά νά σώσης τή ζωή σου." Καί η παράδοση βάζει στό στόμα τού Διάκου τά λόγια: "ΌΌσο είν' ο Διάκος ζωντανός πασά δέν προσκυνάει".
171
ΈΈπεσαν τότε πάνω του πέντε Τουρκαλβανοί (Αλβανοί μουσουλμάνοι) καί τόν έπιασαν ζωντανό. Ο Βασίλης Μπούσγος πού μαχόταν στό πλευρό του κατάφερε νά ξεφύγει ανάμεσα στούς εχθρούς. Ο Διάκος ήταν σέ τέτοια άθλια κατάσταση πού δέν μπορούσε νά περπατήσει καί τόν φόρτωσαν αλυσοδεμένο πάνω σέ μουλάρι. Τότε φώναξε στά παλληκάρια πού πολεμούσαν στό χάνι: "Καλύβα, Μπακογιάννη, 10.000 με κρατούν". Τέσσερα παλληκάρια άνοιξαν την πόρτα του πανδοχείου, τράβηξαν τα σπαθιά τους και όρμησαν μέσα από τούς Τούρκους γιά νά σώσουν τόν καπετάνιο τους. Δέν τά κατάφεραν καί έγιναν κομμάτια από τίς σπαθιές τών βαρβάρων. «Εν τοσούτω απεδειλίασαν και αυτοί οι πολεμούντες κατά τα Ποριά, και εζήτησαν εν τη φυγή την σωτηρίαν των. Μόνος ο Διάκος και ολίγοι των οπαδών του, μιμούμενοι το παράδειγμά του, ησθάνθησαν ότι εκεί απέθανεν ο Λεωνίδας. Τω όντι, ότε ο ψυχοϋιός του, βλέπων λιποτακτούντας τους άλλους, τον παρεκίνει εγκαταλειπόμενον να φύγη και αυτός εις ωφέλειαν εν άλλη περιστάσει της πατρίδος, και τω έφερε τον ίππον, εκείνος απεκρίθη, ο Διάκος δεν φεύγει. Εν τοσούτω επιπίπτουν οι εχθροί, φονεύεται έμπροσθέν του ο αδελφός του, εμπλέκεται αυτός εν μέσω των εχθρών και μόλις μετά δέκα στρατιωτών μεταβαίνει είς τινας τραχείας πέτρας, τα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας, όπου τοποθετείται και μάχεται ολόκληρον ώραν. Φονεύονται οι ακόλουθοί του εκτός του ψυχοϋιού του, τραυματίζεται και αυτός εις τον δεξιόν ώμον, πίπτει το τουφέκι του, ανθίσταται βαστών διά της αριστεράς χειρός την πιστόλαν, γνωρίζεται, περικυκλούται, και συλλαμβάνεται ζων και καταματωμένος. Oι δέ κλεισθέντες τέσσαρες εν τώ ξενοδοχείω καί τουφεκίζοντες τούς διαβαίνοντας τήν εγκαταλειφθείσαν γέφυραν, ιδόντες μετ' ολίγον διά τών θυρίδων ότι ούτε ο Διάκος ούτε άλλος τις εφαίνετο, ήνοιξαν τήν θύραν καί ώρμησαν ξιφήρεις διά μέσου τών εχθρών θαυμαζόντων τήν ανδρείαν των, ευρέθησαν δέ τήν ακόλουθον ημέραν νεκροί πλησίον τής θέσεως όπου επιάσθη ο Διάκος. Τριακόσιοι ¨Ελληνες εσκοτώθησαν τήν ημέραν εκείνην καί πολλοί άλλοι επληγώθησαν, ολιγώτατοι δέ Τούρκοι εχάθησαν.» Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνος Τρικούπη Ο Διάκος μεταφέρθηκε στό στρατόπεδο τών Οθωμανών, όπου οδηγήθηκε μπροστά στόν Ομέρ Βρυώνη καί τόν Κιοσέ Μεχμέτ. Τριγύρω οι Τούρκοι καί οι Αλβανοί φώναζαν χαρούμενοι καί άδειαζαν τά ντουφέκια τους στόν αέρα. Τά τουμπερλέκια καί οι σάλπιγγες αντηχούσαν χαρμόσυνα καί ο μουεζίνης έψελνε ύμνους στόν Αλλάχ. Διασώθηκε από τόν Διονύσιο Κόκκινο ο διάλογος τού Διάκου μέ τούς πασσάδες:
172
«- Εσύ είσαι ο Διάκος; - Εγώ. - Πώς σ' έπιασαν ζωντανό; - Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φουσέκι για τον εαυτό μου. - Ποιός είναι ο σκοπός που πιάσατε τα άρματα; - Οι Χριστιανοί όλοι σηκώθηκαν στ' άρματα γιά νά ξεσκλαβωθούν. - Αν θέλεις νά σού χαρίσω τή ζωή νά μπείς στήν υπηρεσία μου. - Ούτε σε δουλεύω, ούτε σε ωφελώ, αν σε δουλέψω. - Αμα χαθείς πώς θά ελευθερώσεις τό μιλέτι σου; - Τό Ρωμαίικο έχει πολλούς Διάκους.» Παρ' όλα αυτά οι δύο πασάδες δέν ήθελαν νά τόν θανατώσουν. Κρίμα νά χαθεί τέτοιο παλληκάρι. Τού έταξαν πλούτη, δόξα καί αξιώματα εάν γινόταν μουσουλμάνος. Εκείνος αρνήθηκε καί ο θρύλος λέει ότι τούς έβρισε: "Πάτε κι εσείς και η πίστη σας, Μουρτάτες να χαθείτε. Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω". Εκείνη τη στιγμή όμως έπεσε στα πόδια του Ομέρ Βρυώνη ο μπέης τού Ζητουνίου Χαλήλ πού βρισκόταν καί αυτός στό τσαντίρι τών πασάδων. Τόν εξόρκισε να θανατώσει τον αρχηγό της ανταρσίας. "Χάλασε τον πασά μου. Είναι αυτός που έδωσε διαταγή να σφάξουν όλους τους Τούρκους σε αυτό το βιλαέτι". «Τότε διετάγη η ανασκολόπισις καί η διά πυράς όπτησις τούτου. Εξουσία απαγχονίζουσα, ως τόν έσχατον κακούργον καί πατριάρχας καί αρχιερείς, ουδόλως παράδοξον, αν εφήρμοττε καί κατά στρατιωτικών Ελλήνων τήν ωμοτέραν θανατικήν ποινήν τού πασσάλου καί τής πυράς. Ως άν μή ήρκουν δέ τοσαύται άλλαι θηριωδίαι, εδέησεν, όπως καί διά τής προκειμένης αποφάσεως κατά τού αιχμαλώτου Διάκου γνωσθή τί εστι Τούρκος πασσάς, βαρβαρότης εν περιλήψει. Μεθ' οπόσους αιώνας ανενεώθη η περιώνυμος σκηνή τών Θερμοπυλών καί τούς βαρβάρους επολέμησαν οι νέοι ΈΈλληνες εκεί, όπου επολέμησέ ποτε τήν όλην Ασίαν η Ελλάς, τόν μέγαν βασιλέα τών Περσών ο ήρως βασιλεύς τής Σπάρτης. Αυτόθι ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας αντιπροσωπεύθη επαξίως παρά τού Δωριέως Διάκου. Καί ο είς καί ο άλλος, υπέρ τής όλης αγωνιζόμενοι Ελλάδος, τήν αυτήν έλαβον παρά τών βαρβάρων τύχην, ο μέν πρώτος μαστιγωθείς νεκρός, ο δέ δεύτερος ανασκολοπισθείς ζών.» Φιλήμων Ιωάννης (Κωνσταντινούπολη 1799 - Αθήνα 1874) Οι πασάδες αποφάσισαν να τον θανατώσουν δια πασσαλώσεως, το γνωστό για την εποχή παλούκωμα (ανασκολοπισμός).
173
Στίς 24 Απριλίου 1821 τόν μετέφεραν στό Ζητούνι καί όπως έδωσαν τόν Σταυρό τού μαρτυρίου στόν Ιησού, έδωσαν καί στόν Διάκο να κρατάει τόν τρομερό πάσσαλο. Μπροστά στήν πομπή βρίσκονταν οι Τούρκοι πού κρατούσαν τά μπαϊράκια καί τά κοντάρια μέ τά κεφάλια τών γκιαούρηδων. Ξεχώριζε τό κεφάλι μέ τή λευκή γενειάδα τού δεσπότη Ησαΐα. Ακολουθούσαν τά μουλάρια πού ήταν φορτωμένα μέ τσουβάλια γεμάτα μέ αυτιά καί μύτες τών σκοτωμένων Ρούμ. Στήν πόλη, οι Τούρκοι καί οι Τουρκάλες βγήκαν νά δούν τόν τρομερό Κλέφτη. ΈΈβριζαν καί έφτυναν τόν γκιαούρη πού θέλησε νά χαλάσει τό ντοβλέτι. Τότε λέγεται πως ο Διάκος, σκεπτόμενος τήν Ανοιξη τής Ελλάδος, αυτοσχεδίασε αυτούς τους στίχους: "Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γή χορτάρι...". Αναλογίστηκε για μια στιγμή το σκληρό και ατιμωτικό μαρτύριο που τον περίμενε και γυρίζοντας προς τους Αλβανούς που τον συνόδευαν είπε: "Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας κανένα παληκάρι να με σκοτώσει με μια πιστολιά, να με γλυτώσει από τους Χαλδούπηδες;" Αλλά δεν βρέθηκε κανείς. Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στίς 24 Απριλίου 1821. «Η συνοδεία μέ τό μελλοθάνατο φτάνει στόν τόπο πού θά γινόταν η τιμωρία του. ΉΉταν στήν άκρη τής πολιτείας. ΈΈνα μέρος πού χρησιμοποιούσαν γιά σφαγεία, γιομάτο κοπριά. Παρέκει ένα ανοιχτό ρέμα πού ξεχύνονταν όλοι οι υπόνομοι καί πετούσαν τά σκουπίδια... Εδώ στά σφαγεία σταμάτησε η συνοδεία μέ τό μελλοθάνατο αρχηγό. ΉΉταν η ώρα δύο, ύστερα από τό μεσημέρι. Καί ο αράπης δήμιος εκτέλεσε τό έργο του. Αφού τόν σούβλισαν, τόν σήκωσαν όρθιο μέ τή σούβλα. ΎΎστερα μπήξανε μέσα στήν κοπριά τό κάτω μέρος τής σούβλας, τόσο, όσο νά πατάνε καί τά πόδια τού μάρτυρα, γιά νά κρατάνε τό βάρος καί στρίψανε τό κορμί κατά τό βασίλεμα. Τό κάνανε αυτό γιά νά χτυπάει αδιάκοπα ο ήλιος κατά πρόσωπο τόν παλουκωμένο. Ολόγυρα απ' τό σουβλισμένο βάλανε πάνω στήν κοπριά κοντά ογδόντα κεφάλια. Τά είχαν κόψει από τά πτώματα τών Ελλήνων. Μέσα σ' αυτά ήταν καί τό κεφάλι τού Ησαΐα, τού αδελφού του παπα - Γιάννη, τού Κώστα Μασαβέτα (αδελφού τού Θανάση), τού Μπακογιάννη, τού Καλύβα, τού Γιαννάκη Παπαχατζή, τού Μπισμπιρίγκου καί τού ηγούμενου τής Δαμάστας Νεόφυτου. ΎΎστερα από λίγο όλα τά κεφάλια τά γδάρανε μπροστά στόν σουβλισμένο αρχηγό τους. Ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς, πρόσταξε έξι μέρες νά μείνει εκεί τό σουβλισμένο κουφάρι τού γκιαούρη γιά παραδειγματισμό. ΈΈξη μέρες τό κράτησαν εκεί. Μαζί μέ τά κομμένα κεφάλια. Η σήψη όμως έφερε βαριά αποφορά. Οι Τούρκοι αποφάσισαν τότε νά τό πάρουν από κεί. Αγγάρεψαν τούς Λαμιώτες σιδηρουργούς Κεφάλα καί Φαραδήμο καί αυτοί μετέφεραν τό πτώμα στό ρέμα. Τό πέταξαν καί τό σκέπασαν μέ κοπριές.»
174
Ο ήρωας τής Αλαμάνας τού Τάκη Λάππα Ο εθνομάρτυρας βασανίστηκε γιά πολλές ώρες πάνω στό παλούκι καί ζητούσε επιμόνως κάποιος νά βρεθεί νά τόν θανατώσει. Μόνο ένας Αρβανίτης, Γκέκας χριστιανός τόν λυπήθηκε καί τόν πυροβόλησε από μακρυά. Είχε έτοιμο τό άλογο καί αμέσως μόλις άδειασε τό τουφέκι του τό καβάλησε καί έφυγε καλπάζοντας έξω από τήν πόλη γιατί οι Τούρκοι φύλακες άρχισαν νά πυροβολούν πρός τό μέρος του. Τό βόλι όμως πού πέτυχε τόν Διάκο δέν τόν θανάτωσε, απλώς τού πρόσθεσε κι άλλη βαριά λαβωματιά. ΌΌταν ξεψύχησε ο Ρουμελιώτης Κλέφτης, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε ένα κοντινό χαντάκι πού τότε τό ονόμαζαν Σκατόρεμα. Λέγεται ότι κάποιοι χριστιανοί βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του αν καί κάτι τέτοιο αμφισβητείται διότι λόγω τού τρόμου πού είχαν πάρει οι Ρωμιοί έμειναν κλεισμένοι στά σπίτια τους. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 ο Μιχαήλ Κατσίμπαλης χάρισε τήν γύψινη προτομή τού ήρωα καί έγινε το πρώτο μνημόσυνο. Η επιτροπή εκδουλεύσεων προηγουμένως τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξεως και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του ως τον θάνατό της, το 1873. Τό 1892 ο συνταγματάρχης Χρήστος Κατσικογιάννης έστησε ένα ξύλινο σταυρό καί καγκελόφραξε τό μέρος. Ο Λαμιώτης Αλεξίου πού είχαν αγγαρέψει οι Τούρκοι νά ετοιμάσει τή σούβλα γιά τόν Διάκο τό έφερε βαρέως στή συνείδησή του γιά όλη του τή ζωή. Πρίν πεθάνει, γέρος πιά 92 ετών (1882), ζήτησε συγχώρεση από τόν Θεό γι΄ αυτή του τήν πράξη. «Συνηγωνίσθησαν μετά τού Διάκου τετρακόσιοι περίπου μαχηταί. Αλλ' εξ αυτών μόνοι τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα έμειναν μέχρι τέλους επί τού πεδίου τής μάχης, οι λοιποί πτοηθέντες εκ τού μεγάλου όγκου τών πολεμίων, ουδ' επιρρωννύμενοι έστω καί εξ αμυδράς τινος ελπίδος επιτηχίας, έστρεψαν απ' αρχής τά νώτα. Πλήν δέ τού αειμνήστου Ησαΐα καί τού εν Χριστώ αδελφού αυτού ιερομόναχου Παπαγιάννη, πλήν τού Βακογιάννη καί τούς Καλύβα οίτινες, αφού κατέστησαν απόρθητον ακρόπολιν τό Χάνι τής Αλαμάνας, έπεσαν ξιφήρεις εις μέσον τών εχθρών καί κατεκρεουργήθησαν, ονομαστί μνημονεύονται ο Κόμνας Τράκας εξ Αγόργιανης τής Παρνασσίδος, ο Ιωάννης Μητρόπουλος καί Νικόλαος Κίρκος, οπλαρχηγοί Γαλαξειδίου καί ο Μήτρος Μασσαβέτας αυτάδελφος τού Διάκου. Ο δέ Μητρόπουλος, αφού επί ματαίω προσεπάθησε ν' αποσπάση εκείθεν τόν αρχηγόν, απέκοψε τήν κεφαλήν τού Μήτρου καί απήλθε σώσας αυτήν εκ τών ύβρεων. Σ αυτόν το λάκκο από βραδύς
175
θαμμένος ειν' ο Διάκος, ταστροπελέκι του βουνού σβυέται 'ς αυτό το μνήμα. Χαρούμενο 'ς τα' αρπάγια του τον έχει το σφαλάγγι και του βυζαίνει την ψυχή. Ξεραίς παλαμονίδαις του στρόνει μέσα 'ς τη σπηλειά και τόνε ρίχνει επάνω. Με δαγκανάρια, με σχοινί τα χέρια ξεκλειδόνει και τα φορτόνει σίδερα, του δένει τα ποδάρια, χαλκά του σφίγγει 'ς το λαιμό. Τα στήθια του πλακώνει. Χιλιάδαις ήρθανε με μιας τριγύρω 'ς το Θανάση ψυχαίς μεγαλοδύναμαις από τον άλλο κόσμο με τα παληά τους βάσανα, με την παλληκαριά τους. Και του φιλούν το μέτωπο και τον περιδροσίζουν. 'Σ τη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμέναις, απλώνουν τα φτερούγια τους κ' επάνωθέ του ανοίγουν βαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερόνουν μ' αθάναταις ενθύμησαις, μοσχοβολιαίς του τάφου. Καταίβηκε ο Φιλόθεος με θυμιατό 'ς το χέρι και λιβανίζει κ' ευλογά. Μαζύ του κι ο Δημήτρης, κρατώντας 'ς το δισάκκι του
176
κρυμμένα του Δεσπότη τάγaπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε ναύρη λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρη. Για να τα θάψη ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας. Πλατύς ψηλός σαν έλατος κι ο Πάνος Μεϊντάνης. Με το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη. Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλλιόνη, με τη στερνή του την πληγή. Το Γιάννη Μπουκουβάλα. Γυμνό βαστώντας το σπαθί σαν νάφτανε τρεχάτος. Ψηλ' από το Κεράσοβο. Σιμά του ο Μητρομάρας. Εφάνηκε ύστερα ο Σταθάς, θολός, ανταριασμένος, θαλασσοπούλι πώσταζεν αφρούς απ' την Κασσάνδρα. Ο Ζήδρος ο ανήμερος. Ο Θύμιος ο Βλαχάβας, πούχε παράπονο κρυφό για' ήτον πεθαμένος και δεν μπορούσε μια φορά να μαρτυρήση ακόμα. Για τόνειρό του το γλυκό. Ο Βλαχαρμάτας Βέργος. Ο Λιάς από τη Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης. Και δείχνει τ' Αστραπόγιαννου την κάρα ματωμένη 'Σ την αγκαλιά του την πιστή. Εκεί κι ο Αμπελογιάννης
177
με τρεις θηλειαίς που εσφίγγανε τον άγριο το λαιμό του. Ο Κωνσταντάρας πώφερνε 'ς τον ώμο το παιδί του, σφαμμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα, γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε, τάρματα, τη γενειά του. Ο Λάζος, ο Βρυκόλακας, ο γέρο Κώστα Πάλλας, ο Καλλιακούδας ο Λουκάς, ο Χρόνης, ο Γυφτάκης. Τ' Ανδρούτζου τάσπρο φάντασμα, τρανό σαν το Βελούχι με τον ψυχοπατέρα του το Βλάχο το Θανάση, Λειοντάρια που δεν άφιναν τον άδη 'ς ησυχία. Ο Λιάκος απ' τον ΌΌλυμπο. Εκεί κι ο Κοντογιάννης που γύρευε συχώρεση να πάρη για το Μήτζο.
Ο Κατζαντώνης πώδειχνε με κρυφοπερηφάνια στα κόκκαλα του το σφυρί. Ο Δίπλας 'ς το πλευρό του. Ο Αλέξης ο Καλόγερος, οι Κατζικογιανναίοι, αχώριστοι 'ς το σκοτωμό, 'ς το μνήμ' αδερφωμένοι. Της Λάμιας ο σταυραητός πλακώνει ο Χρήστος Γρίβας. Σε φλογισμένο σύγνεφο διαβαίνει θρονιασμένος εμπρός 'ς το Διάκο ο Σαμουήλ, της Κιάφας ο προφήτης. Κρατεί 'ς τη ζώνη τα κλειδιά που πήρε από το Κούγγι...»
178
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Αθανάσης Διάκος, Αστραπόγιαννος, 1867 «Η υποχώρησις ήρχισε καί τέλος η Χαλκωμάτα εγκαταλείφθη. Μία δύναμις Τούρκων εξηκολούθησε τότε τήν καταδίωξιν τού φεύγοντος σώματος τού Πανουργιά, η οποία έλαβε δραματικόν χαρακτήρα. Ο αρχηγός ήτο τραυματισμένος καί ο αρχιεπίσκοπος Ησαΐας, σωματώδης καί ασυνήθιστος εις τούς πολεμικούς δρόμους, δέν κατώρθωνε νά βασίζη. Ο παρακολουθών τότε τόν στρατόν έφορος Σαλώνων Μαρκόπης ή Μαρκόπουλος εσήκωσε τόν Ησαΐαν εις τούς ώμους του. ΉΉτο δυνατός, αλλά δέν ημπορούσε νά μεταφέρη επί πολύ άλλον άνδραν καί μάλιστα τού όγκου τού αρχιεπισκόπου εις δρόμον ανώμαλον καί υπό τήν απηνή καταδίωξιν τού εχθρού. Ο Ησαΐας αντελήφθη ότι η ηρωϊκή προσπάθεια τού Μαρκοπούλου θά κατέληγεν εις τόν θάνατον καί τών δύο καί τού είπεν: - Αφησέ με, παιδί μου καί σώσε τουλάχιστον τόν εαυτόν σου, πού είσαι χρησιμώτερος. Ο Μαρκόπουλος ηναγκάσθη νά τόν αφήση. Αλλά δέν είχε προχωρήσει πολλά βήματα όταν ήκουσε τήν φωνήν του: Παναγιά μου, σώσον τουλάχιστον τήν Πατρίδα.» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις, γιά τόν θάνατο τού Ησαΐα «Ο Διάκος ήτο νέος, ήτο ωραίος, επέτειλεν ως μετέωρον λαμπρόν εν τή αυγή τής επαναστάσεως καί εν ακαρεί άφαντος γενόμενος κατέλιπεν όπισθεν αυτού τήν μνήμην μάρτυρος άμα καί μαχητού, ώστε ανήκει εις τήν παράδοσιν άμα καί τήν ιστορίαν καί είναι κτήμα τού λαού μάλλον ή τής επιστήμης. Λέγει δέ ο λαός ότι, όταν ο Διάκος ιστάμενος εις Αλαμάναν είδε πλακώσαντα τόν Ομέρ Βριώνην αναφώνησεν: - "Καρδιά, παιδιά μου φώναξε, παιδιά μή φοβηθήτε, ανδρεία ωσάν ΈΈλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε."» Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους, γιά τόν θάνατο τού Διάκου «Εκομίσθη εις τόν οντάν τού Χαλίλμπεη, ανεκρίθη καί νύν μέν ηπειλήτο, νύν δ' εκολακεύετο, τόν εβίαζον νά είπη τά τής ιεράς ημών επαναστάσεως, αλλ' ηρνείτο ειπών μόνον ότι τό ελληνικόν έθνος έλαβε τά όπλα σύσσωμον καί θέλει τήν απελευθέρωσίν του. Διεμαρτυρήθησαν οι Τούρκοι προύχοντες, εξεμάνη ο Χαλίλμπεης καί ο Κιοσέ, ενώ ο Ομέρ εσιώπα. Τώ επρότεινεν ο Ομέρ ύστερον νά δεχθή τουρκικήν υπηρεσίαν κατά τής πατρίδος του, τήν απέρριψεν... Ωργίσθη ο Χαλίλ. Τώ αντιπρότειναν νά γείνη μουσουλμάνος, αγανακτών εξύβρισε τήν οθωμανικήν θρησκείαν καί ονομαστί τόν Μωάμεθ καί εκρίψας τόν καφέ, τόν οποίον τώ είχον προσφέρει, επί τού σανιδώματος τού οντά, ηγέρθη ρίψας καί τό φέσι του επί παρακειμένου παραθύρου. Τώ
179
είπον: "Θά θανατωθής Διάκο, αδίκως χωρίς νά ελευθερώσης τήν πατρίδα σου", καί αυτός απεκρίθη: "η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους".» Γεώργιος Κρέμος - Ανάλεκτα 1876 «Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα. Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι, το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει: - "Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα. Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;" - "Νουδ' ο Καλύβας έρχεται νουδ' ο Λεβεντογιάννης. Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες." Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη. Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει. - "Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια, δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια". Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια, στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια. "Καρδιά, παιδιά μου" φώναξε, "παιδιά μη φοβηθείτε, σταθείτε αντρειά σαν ΈΈλληνες και σα Γραικοί σταθείτε". Ψιλή βροχούλα έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα, τρία γιουρούσια έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα. ΈΈμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες. Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες. Βουλώσαν τα ταμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει. Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν. Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι. Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα: - "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις, να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις"; Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίβει το μουστάκι: - "Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε! Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω. Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε, όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας". Σαν τ' άκουσε ο Χαλίμπεης, αφρίζει και φωνάζει: - "Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
180
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη, γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι". Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν. Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε, την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε, μουρτάτες: - "Σκυλιά, κι α' με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη. Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας, που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι".» Δημοτικό τραγούδι - Ο θάνατος τού Διάκου «Καί ο μέν αριθμός τών εν τή μάχη ταύτη εκατέρωθεν φονευθέντων άγνωστος εστίν. Εικάζεται όμως ότι ει καί ηττηθέντων κατά τό φαινόμενον τών Ελλήνων, οι Τούρκοι υπέστησαν ασυγκρίτως μείζονας ζημίας, διότι καίτοι εκτοπίσαντες ως είδομεν, αλλά μή διασκορπίσαντες τόν τε Πανουριάν καί τόν Δυοβουνιώτην, καίτοι ζωγρήσαντες τόν Διάκον καί πάντη ελευθέραν έχοντες τήν μετάβασιν αυτών εις Αταλάντην ή εις Λεβαδείαν, ούτε βήμα όμως ετόλμησαν νά προβώσιν, αλλά βεβαιωθέντες πρότερον περί τής ταυτότητος τού Διάκου, επανέκαμψαν εις Λαμίαν. Ο Βρυώνης προέτρεψεν τόν Διάκον νά αρνηθή τόν ελληνικόν αγώνα, ως ληστρικόν καί αποτυχόντα καί νά εξυπηρετήση επί μεγάλαις αμοιβαίς καί υποσχέσεσι τήν Τουρκίαν, δυναμένην νά ικανοποιήση πάσαν φιλοδοξίαν του. - "Ουδεμίαν είχον τοιαύτη, πλήν μόνης του νά αποθάνω διά τήν πατρίδα μου". - "Αλλά θά αποθάνης χωρίς νά ελευθερώσης αυτήν". - "Η πατρίς έχει πολλούς Διάκους". Ο Βρυώνης ηθέλησε νά αναβάλη τήν περί τού είδους της ποινής απόφασιν, ελπίζων νά μεταπείση ίσως τόν Διάκον, αλλά τότε εις τών εγχωρίων Οθωμανών ο Χαλίλ Βέης, πλούσιος ών καί πολλά έχων εν Λαμία κτήματα είπεν: - "Αν δέν τιμωρήσωμεν σήμερον παραδειγματικώς μάλιστα τόν κλέφτην τούτον, εχάθημεν ημείς τε καί τά κτήματά μας. Απαντες δέ τότε εψήφισαν τόν δι' ανασκολοπισμού θάνατον καί καθ' ήν μέν στιγμήν απήγετο εις τόν τόπον τής εκτελέσεως ο μάρτυς φέρων ως ο Χριστός επί τού ώμου του τόν πάσσαλον, εξεφώνησε τό εξής δίστιχον: - "Τήρα καιρόν πού διάλεξεν ο Χάρος νά μέ πάρη, τώρα π' ανθίζουν τά κλαδιά φυτρώνει τό χορτάρι".» Αναστάσιος Γούδας (1816 - 1882) - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821, γιά τή σύλληψη τού Διάκου «Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους ΈΈλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ' αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών. ΌΌλους αυτούς να τους μακαρίζης. ΌΌμως να
181
θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κ' εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ' εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά..» Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη Ανθιμος Γαζής - Επανάσταση στό Πήλιο Τό Πήλιο από τά πρώτα χρόνια τής εισβολής τών Οθωμανών στά εδάφη τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, υπέστη πολλές επιδρομές μέ αποτέλεσμα τήν ερήμωση καί τήν παρακμή, η οποία διήρκεσε μέχρι τίς αρχές τού 18ου αιώνα. Τότε σχηματίσθηκαν οικισμοί καλλιεργητών τών κτημάτων τών μοναστηριών πού είχαν επιβιώσει από τόν όλεθρο τής υπαίθρου. Οι οικισμοί εξελίχθηκαν σέ πλούσια χωριά ώστε στίς αρχές τού 19ου αιώνα, τό Πήλιο νά γνωρίσει σημαντική οικονομική ανάπτυξη. Τά χωριά τού Πηλίου Πορταριά, Μηλιές, Νιοχώρι, Τσαγκαράδα, Ζαγορά, Μακρυνίτσα, Καραμπάσι, Μετόχι, Πικανάτες, Αϊ - Λαυρέντης είχαν αναπτύξει βιοτεχνία μεταξιού καί οι εξαγωγές τών προϊόντων έφθαναν μέχρι τήν Αίγυπτο. Ο πλούτος καί η ομορφιά τών χωριών τού Πηλίου τά έφεραν στήν εξάρτηση τής βαλιδέ σουλτάνας, πράγμα πού σήμαινε προνόμια αυτοδιοικήσεως. Τότε δημιουργήθηκαν σχολεία μέ καλύτερο αυτό τής Ζαγοράς, τά οποία συνετέλεσαν στήν δημιουργία σημαντικής πνευματικής κίνησης στό Πήλιο Η ευημερία τών κατοίκων είχε προκαλέσει αδράνεια άν όχι αρνητική διάθεση όσον αφορά τίς επαναστατικές κινήσεις κατά τών Τούρκων, οι οποίοι σημειωτέον διατηρούσαν μεγάλα στρατιωτικά κέντρα στή Λάρισα καί τά Τρίκαλα, πόλεις οι οποίες δέν απείχαν πολύ από τά χωριά τού Πηλίου. Η παρουσία όμως ενός λόγιου καί σοφού ιερέα, τού διδασκάλου τού Γένους Ανθιμου Γαζή, επρόκειτο νά αλλάξη αυτή τήν κατάσταση. «Ο Ανθιμος Γαζής εγεννήθη εις τό χωριό Μηλιές τό 1758. Ωνομάζετο Αναστάσιος Γκάζαλης. ΌΌταν ηκολούθησε τό ιερατικόν στάδιον έλαβε τό όνομα Ανθιμος καί διά τό ευηχότερον μετέβαλε τό επώνυμό του διά περικοπής μερικών γραμμάτων καί τό έκαμε Γαζής. Τούτο ωφείλετο εις τόν θαυμασμόν του πρός τόν περίφημον Θεσσαλονικέα διδάσκαλον τού 14ου αιώνος Θεόδωρον Γαζήν. Η φιλομάθεια τού Ανθίμου ήτο παροιμιώδης. Δέν τού αρκούσεν η ημέρα πρός μελέτην. ΉΉθελε καί τή νύκτα. Αλλ' η νυκτερινή μελέτη είχεν ανάγκην από φώς καί η μητέρα του - πτωχή χήρα μέ οκτώ παιδιά - τόν εμάλωνε τό πρωΐ όταν έβλεπεν ότι τό λάδι τού λυχναριού είχε καή κατά τήν νύκτα καί τέλος τού έκρυβε τό λυχνάρι. Ο μικρός ευρέθη εις
182
αμηχανίαν. Παρουσιάσθη τότε από μηχανής Θεός μία γυναίκα, πού τού εζήτησε νά τής γράψη γράμμα πρός τόν ξενητεμένον άνδρα της καί τού έδωσε διά τόν κόπον του ένα παράν. Μέ αυτόν τόν παράν εκείνος ηγόρασε λάδι, έστριψε φιτίλι καί μετέβαλεν εις λυχνάρι ένα όστρακον. Ο μικρός μαθητής εφρόντισε νά γίνη ο επιστολογράφος τών αγραμμάτων τού χωριού του. Ο Γαζής συνεπλήρωσε τάς σπουδάς του εις τό σχολείον τής Ζαγοράς καί έπειτα, εις πολύ νεαράν ακόμη ηλικίαν, εχειροτονήθη διάκος καί αργότερα έγινεν ιερομόναχος...» Διονύσιος Κόκκινος - Η Ελληνική Επανάσταση Ο Γαζής μετά τίς πρώτες σπουδές του στή Ζαγορά εργάστηκε ως δάσκαλος στήν Βεζίτσα καί μετά πήγε στήν Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ραγδαία εξέλιξη.. Το 1796, μετά από προτροπή τού Αγγελή Μαρμαρά, ταξίδεψε στή πρωτεύουσα τής Αυστρο - Ουγγαρίας Βιέννη, για να συνεχίσει τίς σπουδές του. Προσελήφθη εφημέριος στό ναό του Αγίου Γεωργίου της Ελληνικής κοινότητας τής Βιέννης καί εξέδωσε τή γραμματική τών φιλοσοφικών επιστημών τού Βενιαμίν Μαρτίνου, ένα χάρτη τής Ελλάδος μέ τά παλαιά καί νέα τοπωνύμια καί τόν "Λόγιον Ερμήν", φιλολογικό καί επιστημονικό περιοδικό τής Βιέννης τό οποίο χρησίμευσε γιά τούς σπουδαστές ΈΈλληνες τού Πανεπιστημίου τής Βιέννης. Ο Γαζής παρηκολουθείτο διαρκώς από την Αυστριακή αστυνομία και σέ μια έκθεση ενός πράκτορά της έγραφε ότι: "Ο Ανθιμος Γαζής εκδίδει με την άδεια της Λογοκρισίας περιοδικό εις την νεοελληνική γλώσσα υπό τον τίτλο 'Ερμής ο Λόγιος'. Το περιοδικό τούτο καίτοι εξωτερικώς επιδιώκει να διαφωτήσει φιλολογικώς το ελληνικό έθνος αποτελεί εντούτοις συγχρόνως τό σημείο συγκέντρωσης των εν διασπορά Ελλήνων, οι οποίοι ειπέρ πότε και άλλοτε ονειρεύονται την αναγέννηση της Ελλάδας. Ο Γαζής ευρίσκεται ωσαύτως εις στενότατας σχέσεις μέ τόν μητροπολίτη Βλαχίας Ιγνάτιο, ο οποίος παίζει εκεί έναν σπουδαίο ρόλο, πληρώνει ένα μέρος των εξόδων της εκδόσεως και διανέμει δωρεάν αντίτυπα του Λόγιου Ερμού". Το 1816 ο Γαζής έστειλε στόν Πήλιο τόμους βιβλίων, όργανα φυσικής καί χημείας καί ανεχώρησε από τήν Βιέννη γιά τήν πατρίδα του. Στούς Φιλικούς πού τού πρότειναν τήν αρχηγία υπήρξε κατ' αρχήν αρνητικός, αλλά μετά μυήθηκε στήν Φιλική Εταιρία και έγινε ένας από τά πιό δραστήρια μέλη της. Μεταξύ τών πολλών αρματολών πού μύησε στά μυστικά τής Εταιρείας ήταν ο καπετάν Κυριάκος Μπασδέκης. Στόν φίλο του ιερέα Γρηγόριο Κωνσταντά δέν τόλμησε νά φανερώσει τό μυστικό τής Εταιρείας διότι αυτός ήταν σφόδρα αντίθετος σέ κάθε επαναστατική ιδέα. Τήν 1η Μαΐου ο Γαζής σέ ένα γεύμα, στό σπίτι του φίλου του Γιάννη Δήμου, όπου είχαν κληθεί καί πολλοί Φιλικοί τρώγοντας τό κοκορέτσι
183
καί έχοντας πιεί καί κρασί, έβγαλε από τό ράσο του έγγραφα καί άρχισε νά τά διαβάζει δυνατά. ΉΉταν έγγραφα τού Αλεξάνδρου Υψηλάντη μέ εντολή νά ξεκινήσει η επανάσταση στήν Θετταλομαγνησία. Μόλις τέλειωσε τήν ανάγνωση ευχήθηκε γιά τήν Ανάσταση τού Γένους. Οι πρόκριτοι όμως πού είχαν αντιρρήσεις, καί μεταξύ τους ο Κωνσταντάς, έμειναν άφωνοι καί τρομαγμένοι τού φώναξαν ότι θά πάρει τόν κόσμο στό λαιμό του. Στίς 5 Μαΐου εμφανίστηκαν στόν Παγασητικό δύο υδραίϊκα πλοία υπό τόν Αναστάσιο Τσαμαδό καί τόν Λάζαρο Παπαμανώλη, δύο σπετσιώτικα υπό τόν Ιωάννη Κυριακού καί τόν Ιωάννη Κούτση καί τρία τρικκεριώτικα. Οι Τούρκοι μέ τήν εμφάνιση τών πλοίων κατέφυγαν στό κάστρο τού Βόλου. Οι Μηλιές τού Πηλίου έγινε τό κέντρο τών επαναστατών. Στίς 7 Μαΐου 1821 έγινε δοξολογία, όπως γινόταν σέ όλες τίς πόλεις πού επαναστατούσαν κατά τού τυράννου καί τότε συνέβη κάτι απρόοπτο. Ο παπά Γρηγόρης Κωνσταντάς, πού αρχικά ήταν ενάντιος στήν επανάσταση, έχοντας κατανικήσει τούς αρχικούς του φόβους, απήγγειλε τά κάτωθι, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης στούς επαναστατημένους ραγιάδες: «Συμπατριώται, τά βάσανά μας ετελείωσαν. Χαίρετε αδελφοί χαίρετε. ΌΌλον τό Γένος, απ' άκου εις άκρον, είναι ανάστατον. Από τήν Ρωσσίαν έως τήν Κρήτην, όλοι οι αδελφοί μας Χριστιανοί εσηκώθηκαν καί συντρίβουν τάς αλύσεις τεσσάρων αιώνων τυραννίας. Οι εχθροί μας είναι ολιγώτεροι καί πολεμούνται αναμεταξύ τους. Τό αίμα χιλιάδων αθώων ψυχών έγινεν ωκεανός καί θά καταποντίση τούς τυράννους. Ο Μωάμεθ δέν θά σώση πλέον τούς Αγαρηνούς. Αγάπην καί ομόνοιαν, αδελφοί. Αγάπη καί όμονοιαν έχετε καί σωζόμεθα. Η ένωσις είναι η δύναμις. Είναι προτιμότερος ο ένδοξος θάνατος παρά η άτιμη ζωή. Ας αποθάνωμεν όμως εκδικούμενοι τό αίμα τών αθώων αδελφών μας, τό αίμα τόσων γενεών Χριστιανών, πού τούς έσφαζαν αθεόφοβα οι άπιστοι Αγαρηνοί, τό αίμα τών πατέρων μας όπου έτρεξε ποτάμι. Αλλ' όχι. Δέν θά αποθάνωμεν, θά νικήσωμεν. Θά βασιλεύση η πίστις τού Χριστού. Ζήτω η Ελευθερία!» Οι αρχικοί φόβοι τών Ρωμιών τού Πηλίου σκόρπισαν. ΌΌλοι πλέον ήθελαν τήν επανάσταση. ΉΉθελαν εκδίκηση γιά τό αίμα τόσων γενεών Χριστιανών. Ο Γιάννης Δήμου ύψωσε τή σημαία τής επαναστάσεως πού είχε κεντήσει η αδελφή του. ΉΉταν λευκή μέ κόκκινο σταυρό στή μέση καί μέ μικρότερους σταυρούς στίς γωνίες. Αμέσως ξεκίνησαν γιά τά Λεχώνια. ΌΌσοι Τούρκοι αντιστάθηκαν φονεύτηκαν, οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν. Στή συνέχεια οι επαναστάτες επιτέθηκαν κατά τού φρουρίου στό Βόλο.
184
«Αμα δέ φανέντων πλοίων εκ τών τού ελληνικού στόλου καί εις τά παράλια τού Βώλου φερόντων τήν σημαίαν τού Σταυρού ή τής Επαναστάσεως, τότε επιμελεία τού μεμυημένου τά τής εταιρείας διδασκάλου Ανθίμου Γαζή έλαβον μέρος εις τήν επανάστασιν καί οι Θεταλλο - Μαγνήτες από τής 7ης Μαΐου υπείκοντες εις τό κήρυγμα τού συμπατριώτου των πρωτομάρτυρος Ρήγα τού εκ Βελεστίνου. "Καί κάμετε ν' ανάψη από παντού φωτιά". Ούτοι εγερθέντες υπό τόν οπλαρχηγόν Κυριάκον Μπαζδέκην, εφόνευσαν πρώτον Διοικητήν τινα Τούρκον σκοπούντα νά συλλάβη τούς προεστώτας καί τούς κατοίκους τού χωρίου Λεχωνίων. Πληγωθέντος δέ τού Μπαζδέκην καί τήν οπλαρχηγίαν αναλαβόντος τού Κοντονίκου, επολιόρκησαν τόν Βώλον, τό Βελεστίνον καί τόν Αλμυρόν. Πληγωθέντος δέ καί τού Κοντονίκου ανέλαβε τήν αρχηγίαν ο Παναγής Μπαζδέκης. Εσύστησαν καί διοίκησιν ονομασθείσαν Βουλήν Θετταλο - Μαγνησίας. Αλλά μετ' οι πολλάς ημέρας, ήτοι κατά τά μέσα Μαΐου, εισελάσαντος εκεί τού Μουσταφά Πασά Δράμαλη μέ πολυάριθμα στρατεύματα, οι μέν επαναστάται διεσκορπίσθησαν εν φυγαίς, αι πολιορκίαι διελύθησαν καί τά χωρία διηρπάγησαν καί κατεπολιορκήθησαν. Πολλοί εφονεύθησαν ή ηχμαλωτίσθησαν καί άλλοι έφυγον πρός τό Τρίκερι, μεθ' ό ο Δράμαλης αφείς εκεί φρουράς επανήλθεν εις Λάρισσαν.» Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου 1873 Ο Δράμαλης πασάς τής Λάρισας κινήθηκε μέ ταχύτητα. Ο εκπαιδευμένος στρατός του σκόρπισε γρήγορα τούς επαναστάτες οι οποίοι αφενός στερούνταν όπλων, αφετέρου στερούνταν πειθαρχίας, αφού αντί νά τρέξουν νά επιφέρουν πλήγμα στόν εχθρό, έτρεχαν στίς αποθήκες καί στά σπίτια τών Τούρκων καί προέβαιναν σέ λεηλασίες, μέ αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς νά μεθάνε από τό κρασί. Ο Δράμαλης πασάς έκαψε τά χωριά Καπήρνα καί Κανάλια ενώ στή Μακρυνίτσα έκαψε τά σπίτια τών Φιλικών. Οι ενάντιοι στήν επανάσταση πρόκριτοι έτρεξαν καί προσκύνησαν παρουσιάζοντας σάν υπαίτιους μερικούς μεμονωμένους Θεσσαλούς. Μάλιστα τόν Γαζή προσπάθησαν νά τόν δολοφονήσουν αλλά δέν τά κατάφεραν, τά κατάφεραν όμως μέ τόν Δήμου. Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, αφού προσκύνησαν καί οι Μηλιές, επέβαλε βαρύτατα πρόστιμα σέ όλα τά χωριά τού Πηλίου καί επέστρεψε στήν Λάρισα. Η επανάσταση στήν Θεσσαλία πνίγηκε προτού καλά καλά αρχίσει. «Η νήσος αύτη, ήν τό αρχαίον ιερατείον είχεν εκλέξει ως έδραν τών
185
μυστηρίων, ών τινων ο Ορφεύς, ο Ηρακλής, ο Αγαμέμνων καί ο τής Μακεδονίας βασιλεύς Φίλιππος εμυήθησαν στερηθείσα τού βωμού τών θεών Καβείρων διετήρησε κάτι τι τό μυστηριώδες μέχρι τών ημερών ημών. Τριακόσιαι ελληνικαί οικογένειαι, διεσπαρμέναι εν τή νήσω ταύτη, ευτυχείς εν τώ πλανάσθαι υπό τήν δροσόεσσαν σκιάν τών κοιλάδων αυτής, απολαύουσαι μακαρίως τού γάλακτος καί τού ερίου τών ποιμνίων αυτών, έζων εκεί εν ειρήνη, χωρίς νά υποπτεύωσιν ότι η καταβιβρώσκουσα τήν Ελλάδα πυρκαϊά ηδύνατο νά μεταδοθή καί εις τήν νήσον αυτών, ότε είδον τούς Τούρκους. Ημέρα πένθους! H φρίκη καί ο θάνατος συνετάραξαν πάραυτα τήν νήσον. Τό χωρίον Κάστρο παρεδόθη εις τάς φλόγας, οι Τούρκοι διατρέχουσι τάς πεδιάδας, διερευνώσι τά δάση καί τάς κοιλάδας. Αι γυναίκες καί τά παιδία, παραδοθείσαι εις τήν ασέλγειαν αυτών, ερρίφθησαν μετά ταύτα εις τά δεσμά, ο άρρην πληθυσμός κατεσφάγη εξαιρέσει προσώπων τινών, άτινα επεφυλάχθησαν ίνα κρεμασθώσιν επί τών κεραιών τών πλοίων, όταν ο νικητής θά εισέλθη εις Κωνσταντινούπολιν. (Jour de deuil! la terreur et la mort se repandent aussitot dans l' ile. Le village de Castro est livre aux flammes, les Turcs parcourent les campagnes...) Σύρουσιν αυτούς συνεσφιγμένους δι' αλύσεων μετά τών αθώων αυτών οικογενειών επί τών πλοίων, επί τών οποίων συνεβιβάζουσι καί φορτία κεφαλών προωρισμένα νά στολίσωσι τήν πύλην τού ανακτόρου τού Σουλτάνου!» Πουκεβίλ, γιά τήν σφαγή τής Σαμοθράκης «Ο Αλή πασσάς τών Ιωαννίνων, πρίν ή πολιορκηθή, διέταξε τόν Οδυσσέα, ως υπαγομένης υπό τήν δικαιοδοσίαν αυτού τής Λεβαδείας, ίνα θανατώση αφεύκτως Αλβανόν τινα Χασάν βελούκπασην, όν εδίωκε καταφυγόντα εις τάς Αθήνας. Αλλ' αι Αθήναι υπήγοντο τώ σατράπη τής Ευβοίας, ο δέ Οδυσσεύς ηναγκασμένος, ίνα εκτελέση ή ούτως ή άλλως τήν διαταγήν τού Αλή πασσά, απέστειλεν ένα τών στρατιωτών αυτού, τόν Γούραν, αναθέσας αυτώ τόν φόνον τού προγεγραμμένου Χασάν βελούκπαση. Ο Γούρας επέτυχε τού φόνου τού Αλβανού, αλλά συνελήφθη καί εφυλακίσθη, όπως υποστή τήν ποινήν τής αγχόνης. Τότε ο Οδυσσεύς συλλαβών αίφνης, όσους εν Λεβαδεία καί πέριξ εύρε Τούρκους τής Ευβοίας καί τών Αθηνών, ηπείλησε γράψας πρός τόν σατράπην, ότι καί τούτους καί όσους άν άλλους συλλάβη εφεξής, θανατώσει, ει μή απολυθή ο Γούρας ελεύθερος. Ούτω διά μόνης τής ισχύος τού ομοιοπαθητικού αυτού συστήματος απηλλάγη ο Γούρας, λαβών έκτοτε φήμην μεγάλην επί τόλμη καί προβιβασμόν παρά τώ Οδυσσεί εις πρωτοπαλλήκαρον.» Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος, Αθήναι 1860, πώς ο Οδυσσέας έσωσε τόν μετέπειτα δολοφόνο του Γκούρα... «Dieses griechische hatten die Turken bei ihrem ersten Einbruchen wie
186
Hirsch und Tiere gejagt... Oι Τούρκοι κατά τάς πρώτας αυτών επιδρομάς εδίωκον τούς ΈΈλληνας τούτους ως έλαφους καί ζώα δειλά καί οι Ενετοί εύρον μετά 300 έτη ου μόνον τούς ΈΈλληνας κατοίκους τών πόλεων αλλά καί τούς Αλβανούς ποιμένας επί τών ορεών τής Αρκαδίας ανάνδρους καί αμοίρους πάσης πολεμικής τέχνης καί ενεργείας καί ακόμη εν καιρώ τής επαναστάσεως έτρεμον οι ΈΈλληνες ούτοι ενώπιον τών Τούρκων καί έφευγον ως άτολμοι λαγωοί! Καί όταν η τών τυράννων ύβρις καί η απελπισία τούς ώθει καί άλλη εκλογή δέν τούς έμενε κατέφευγον εις τά όρη, διήγον βίον όστις ως τοίς λησταίς καί ταίς πειραταίς τής αρχαιότητος, περιεποίει καί αυτοίς τιμήν μάλλον ή μομφήν. Wahrend des Freiheitskrieges der Englander Hamilton dem Kolokotronis einen Bergleich mit dem Turken anriet, sagte der alte Klephte mit Stolz: das werde nie geschehen... ΌΌτε εν καιρώ τού υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος ο Αγγλος Αμιλτων εσυμβούλευσε τόν Κολοκοτρώνην νά συμβιβασθή μετά τών Τούρκων, απήντησεν υπερηφάνως ο γέρων οπλαρχηγός, ότι "τούτο ουδέποτε θέλει γείνει εκ μέρους τών Κλεφτών, ως καί ουδέποτε εκ μέρους τών Τούρκων έγεινεν, άλλους έσφαξαν οι Τούρκοι καί ηχμαλώτισαν, αυτοί όμως έζησαν ελεύθεροι καί ανεξάρτητοι από γενεάς εις γενεάν. Ο βασιλεύς αυτών εφονεύθη χωρίς νά συνθηκολογήση, οι στρατιώτες του οι Κλέφτες εξηκολούθησαν τόν πόλεμον. Τά φρούριά του τό Σούλι, η Μάνη καί τά όρη έμειναν απόρθητα"...» Georg Gottfried Gervinus - Aufstand und wiedergeburt von Griechenland, 1864 «Τ' αντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλιώνται, μον' πρέπει τους στην εκκλησιά, και κει να λειτουργιώνται.» Δημοτικό τραγούδι Επανάσταση στή Μακεδονία Kατά τά τέλη τού 18ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες καί τό Μοναστήρι είχαν αρχίσει νά αποκτούν, χάρις τήν συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), αξιόλογη εμπορική κίνηση καί οι κάτοικοί τους βελτίωσαν σταδιακά τήν οικονομική τους κατάσταση. Στή Μακεδονία εξάλλου, όπως καί στίς υπόλοιπες περιοχές τής κατεχόμενης Ελλάδος, ο πόθος γιά τήν ελευθερία παρέμενε άσβεστος καί τά πατριωτικά τραγούδια τού Ρήγα τά σιγοτραγουδούσαν οι Ρωμιοί από σπίτι σέ σπίτι. Ο ΈΈλληνας δέν χρειαζόταν καμμία Γαλλική Επανάσταση γιά νά ποθήσει τήν ελευθερία καί τήν πατρίδα πού τού είχαν κλέψει, όπως προσπαθούν σήμερα (2011) νά περάσουν στά βιβλία καί στή συνείδησή μας, οι ντόπιοι συνεργάτες τού κατακτητή καί οι λακέδες τής νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τού Ερντογάν. ΈΈτσι οι απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας Ιωάννης Φαρμάκης καί Δημήτριος ΊΊπατρος πού
187
στάλθηκαν στή Μακεδονία στά τέλη τού 1820, βρήκαν πρόσφορο έδαφος γιά τήν εξάπλωση τών ιδεών τους. Αμέσως μυήθηκαν στήν Εταιρία οι μητροπολίτες Σερρών Χρύσανθος, Κοζάνης Βενιαμίν, Γρεβενών Ανθιμος, Αγίου ΌΌρους καί Ιερισσού Ιερόθεος, Μαρώνειας Κωνστάντιος, Αρδαμερίου Ιγνάτιος, οι οπλαρχηγοί Γάτσος και Καρατάσος, καθώς και οι πλούσιοι έμποροι Κωτσαράς, Χρίστος Μενεξές, Γεώργιος Πάϊκος, Αντώνιος Παπαχρίστου, Κωνσταντίνος Τάττης, ο δάσκαλος Ιωάννης Σκανδαλίδης, ο Αναστάσιος Μπουδέλης ο Ιωάννης Παπαρέσκας καί πολλοί άλλοι. «Από ΎΎδρα έφθασεν μία γολέττα του Κολέτζη, ήτις μάς διηγήθη την ετοιμασίαν διά ταίς 25 Μαρτίου νά χτυπήσουν παντού. Συγχρόνως εις άλλην μίαν γολέτταν εμβαρκαρίσαμεν 35 βαρέλια βαρούτι και τα έπεμψε η Εφορεία εις τήν Σπάρτην. ΌΌλα αυτά μ' άναψαν περισσότερον τον ζήλον, και φορτώσας καφφέ εις μίαν γολέτταν, καί εμβαρκαρισθείς διά ταίς Φώκαις συστημένος πρός τήν Εφορείαν της, απο την Λήμνον οίτινες έπνεον περισσότερον ενθουσιασμού - ευθύς μετέβην εις Τζιαγζή καί τήν ιδίαν ημέραν τράβηξα εις Σέρραις. Η υποδοχή μου εστάθη πολλά λαμπρή από όλους τους επισημότερους, καθώς και από τον Μητροπολίτην Χρύσανθο (έπειτα πατριάρχην) διά το ογλήγορον και ευτυχές ταξίδι, και το περισσότερον διότι είδαν ότι ήμουν της Εταιρείας, οπού ήτον και αυτοί όλοι. Κανείς από τους νέους της ηλικίας μου εις Σέρραις δεν είχεν ηξιωθή την εμπιστοσύνην αυτήν. Ευρεθείς μεταξύ τών αρχιερέων καί τόσων άλλων σεβασμίων γερόντων εμπόρων περιωρίσθην οπωσούν καί πρόσεχα εις τά νεύματα τους.» Νικολάου Κ. Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά Εκείνη τήν εποχή, τή Θεσσαλονίκη τή διοικούσε ο μουτεσελίμης Σερίφ Σεντίκ Γιουσούφ Μπέης, ο οποίος ήταν βάναυσος καί χριστιανομάχος. Παρακολουθούσε μέ άγρυπνο μάτι όλες τίς ύποπτες κινήσεις τών άπιστων Ρωμιών τού βιλαετιού του καί ενεργούσε μέ άγριο τρόπο, όπως ο ίδιος κάποτε ομολόγησε στόν δικαστή Χαϊρουλλάχ ίμπν Σινασή Μεχμέτ αγά: "Ετοιμάζουν εξέγερση καί πρέπει νά τούς κτυπούμε αλύπητα όπου τούς βρίσκουμε". ΉΉδη ο τρομερός πασάς είχε ρίξει στίς φυλακές τού Λευκού Πύργου πολλούς Ρωμιούς, οι οποίοι σάπιζαν από τήν υγρασία καί υπέφεραν από τήν πείνα καί τίς δυσωδίες τών ακαθαρσιών τους. Τήν φωτιά στήν Μακεδονία θά τήν άναβε ένας πλούσιος έμπορος από τή Δοβίστα Σερρών, ο Εμμανουήλ Παππάς (1772 - 1821). Ο Μακεδόνας Φιλικός, ενεργώντας σύμφωνα μέ τίς εντολές τού Αλέξανδρου Υψηλάντη, είχε αγοράσει στήν Κωνσταντινούπολη όπλα καί πολεμοφόδια καί στίς 23 Μαρτίου 1821 τά φόρτωσε στό καράβι τού Χατζή Βισβίζη, καί αναχώρησε για το Αγιον ΌΌρος.
188
«Από τά 1810 στίς Σέρρες ακουγόταν πολύ ο Εμμανουήλ Παπάς, ένας ζάμπλουτος ΈΈλληνας πού ήταν τραπεζίτης. ΉΉταν τόσο ισχυρός εξαιτίας τού πλούτου του, ώστε τόν φοβόντανε οι Τούρκοι μπέηδες, γιατί τά είχε καλά μέ τόν κάθε φορά πασά. Κατόρθωσε μάλιστα νά βγεί φιρμάνι πού έδινε τό προνόμιο στούς ΈΈλληνες νά δικάζονται οι υποθέσεις τους από τό Μητροπολίτη καί όχι από τόν Τούρκο κατή. Τό 1819 ο Εμμανουήλ Παπάς, όταν ήταν στήν Πόλη μυήθηκε στή Φιλική Εταιρία καί από τότε ξόδεψε πολλά γιά τόν ιερόν αγώνα. Επειδή όμως τά χάλασε μέ τόν Γιουσούφ μπέη, αναγκάστηκε νά πάει στήν Πόλη καί νά μείνει πολύ καιρό εκεί. Αν καί ο μεγάλος βεζύρης τόν εδικαίωσε καί πρόσταξε τό Γιουσούφ νά δώσει πίσω στόν Παπά όσα τού είχε πάρει, ο Παπάς φοβόντανε νά γυρίσει στίς Σέρρες γιατί ο Γιουσούφ μπορούσε νά τόν δολοφονήσει. Ο Εμμανουήλ Παππάς χωρίς κανένα δισταγμό, άμα κηρύχτηκε η επανάσταση στή Μολδοβλαχία ναύλωσε τό καΐκι τού καπετάνιου Χατζή Βισβίζη από τή Λήμνο, τό φόρτωσε μπαρούτι, φυσέκια, όπλα καί πιστόλες καί στίς 23 τού Μάρτη τού 1821 από τό Γαλατά τής Πόλης μπαρκάρησε γιά τό Αγιο ΌΌρος. Μαζί του ήταν καί οι Φιλικοί Ιωάννης Χατζηπέτρος καί ο Δημήτριος Οικονόμος. ΌΌταν έφτασε τό καΐκι στήν παραλία τής Δάφνης, ξεφόρτωσε καί οι "πραμάτειες" μεταφέρθηκαν στή Μονή Εσφιφμένου.» Γιάννης Κορδάτος - Ιστορία τής Νεώτερης Ελλάδας Φθάνοντας λοιπόν ο Παπάς στό Αγιον ΌΌρος άρχισε νά οργανώνη τήν επανάσταση έχοντας πολύτιμη βοήθεια τούς μοναχούς καί κυρίως τόν ηγούμενο τής Μονής Εσφιγμένου Ιωακείμ. Οι μοναχοί ζήτησαν ενισχύσεις από τά νησιά καί οι Ψαριανοί έστειλαν τά καράβια τού Νικολάου Καρακωσταντή καί τού Γεωργίου Χατζηδημητράκη, τά οποία φθάνοντας στήν Μακεδονία, συνάντησαν δύο τουρκικά πλοία τού μπέη τής Θεσσαλονίκης. Οι Τούρκοι τρομαγμένοι από τήν εμφάνιση τών φημισμένων Ψαριάνων, έριξαν τά δικά τους σκάφη στά βράχια καί έφυγαν μέ βάρκες γιά νά σωθούν. Ο Γιουσούφ πασάς μαθαίνοντας τίς κινήσεις τών ραγιάδων στό 'Aγιον ΌΌρος διέταξε τούς πρόκριτους τής Χαλκιδικής νά παρουσιασθούν στή Θεσσαλονίκη. Οι πρόκριτοι έστειλαν στή θέση τους άσημους ανθρώπους, πού ο πασάς τούς φυλάκισε στά υπόγεια τού κονακιού του. Ο μπέης τής Θεσσαλονίκης αποφάσισε νά δράσει κεραυνοβόλα καί έστειλε στρατό στή Χαλκιδική γιά νά καταστείλλει τήν εξέγερση τών γκιαούρηδων. Η τουρκική φρουρά τού Πολυγύρου, στίς 16 Μαΐου άρχισε ξαφνικά νά πυροβολεί τούς κατοίκους τής πόλης καί σκότωσε μεταξύ άλλων τόν μουχτάρη (πρόεδρο τής κοινότητας) Κύρκο Παπαγεωργάκη. Στίς 17 Μαΐου 1821, οι Μακεδόνες όρμησαν κατά τού διοικητηρίου
189
καί σκότωσαν τόν διοικητή μέ τούς 18 στρατιώτες του. Αφού πήραν τα όπλα τής φρουράς επιτέθηκαν κατά των χιλίων Τούρκων πού έρχονταν από τή Θεσσαλονίκη. Σέ ενέδρα, στό χωριό Παλιόκαστρο τούς αιφνιδίασαν, μέ αποτέλεσμα οι Τούρκοι νά υποχωρήσουν. Η επανάσταση στήν Χαλκιδική εξαπλώθηκε από τόν Πολύγυρο στήν Κασσάνδρα καί ακολούθησαν τά χωριά Ορμύλια, Παρθενώνας, Νικήτη, Μαντεμοχώρια καί Καλαμαριά. Οι Σέρρες όμως δέν κινήθηκαν αφού οι πρόκριτοι δέν άκουσαν τό κάλεσμα τού πατριώτη τους Εμμανουήλ Παπά. Οι επιτυχίες των Ρωμιών εξόργισαν τόν Γιουσούφ πασά ο οποίος κατέσφαξε τούς ομήρους, μεταξύ των οποίων ήταν ο τοποτηρητής τού μητροπολίτη Ιωσήφ, ο επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος, ο παπά Γιάννης τής εκκλησίας τού Αγίου Μηνά, ο Χριστόδουλος Μπαλάνος, ο Χρήστος Μενεξές, ο Κυδωνιάτης, ο Γεώργιος Πάϊκος κ.ά. Ο τουρκικός όχλος σέ συνεργασία μέ τόν εβραϊκό όχλο προέβη σέ βανδαλισμούς καί σέ περαιτέρω σφαγές τών Θεσσαλονικέων, στίς οποίες βρήκαν τόν θάνατο πάνω από 3.000 Χριστιανοί κάτοικοι. «Τούρκοι καί Εβραίοι επλήσθησαν αίματος αθώου. Αι δημόσιαι πλατείαι επληρώθησαν κεφαλών, εκκλησίαι μετεβλήθησαν εις φυλακάς... Ο γενιτσάρ αγάς ήρξατο τότε ν' αναδιοργανή τά στρατεύματα αυτού καί οι Ισραηλίται οίτινες ανεμίχθησαν καί αυτοί εις τάς κατά τών Χριστιανών σφαγάς, κρίνοντες ευλόγως ότι δέν υπήρχε δι' αυτούς ελπίς σωτηρίας, εάν οι ΈΈλληνες εκυρίευον τήν πόλιν, παρέσχον τήν συνδρομήν των, ήν ο διοικητής εδέχθη. Καί εθεάθησαν διά πρώτην ίσως φοράν από τής καταστροφής τής Ιερουσαλήμ Εβραίοι φέροντες στρατιωτικήν πανοπλίαν. Ο άνευ βωμού καί βασιλέως λαός ηνώθη μετά τών στρατειών τού Ισλάμ υπό τάς σημαίας τού Μωάμεθ! (Le peuple sans autel et sans roi, s' unit aux soldat d' Islam, sous les drapeaux de Mahomet!)» Πουκεβίλ Οι πλατείες της πόλης ήσαν γεμάτες, κατά τις μέρες εκείνες, από πασσάλους ανασκολοπισμού, τά κεφάλια τών θυμάτων κρέμονταν από τίς επάλξεις τού Επταπυργίου, καί οι εκκλησίες είχαν μεταβληθεί σέ φυλακές. Στήν εκκλησία τού Αγίου Αθανασίου έκλεισαν γέρους καί γυναικόπαιδα καί τούς άφησαν χωρίς τροφή καί νερό επί σαράντα ημέρες μέχρι πού έσβησαν όλοι από τήν δίψα καί τήν εξάντληση. Αφού πρόλαβε τήν εξέγερση της Θεσσαλονίκης, ο Γιουσούφ στράφηκε εναντίον τής κωμόπολης Παζαρούδας, όπου έπνιξε τούς περισσότερους κατοίκους στή λίμνη Βόλβη. Προχώρησε έπειτα προς την Ιερισσό, έσφαξε εκεί πάνω από 400 κατοίκους καί ήταν έτοιμος νά εισβάλει στό 'Αγιον ΌΌρος. «Τών εν Θεσσαλονίκη Ελλήνων τό μαρτύριον αυτό μάλλον ή η
190
απόκρουσις τού υπό τόν Τσιρίβασην καί Χασάν αγάν στρατού, υπεστήριξε τό πρός τήν επανάστασιν πνεύμα τών Μακεδόνων. Οι πάντες, απηλπισμένοι ήδη, ουδέν άλλο είχον καταφύγιον πλέον ή τά όπλα... Ο Εμμανουήλ Παπάς εκηρύχθη Αρχηγός καί Προστάτης τής Μακεδονίας, η δέ επανάστασις από τού στενού κύκλου τού Πολυγύρου εξελθούσαν, ηπλώθη καί εσυστηματοποιήθη, δύο δέ σώματα παρευθύς εσχηματίσθησαν, τό μέν εκ τών οπλοφόρων τής Κασσανδρείας καί τών Χασίκων χωρίων υπό τήν οπλαρχηγίαν τού Χάψα, τό δέν εκ τών Μαδεμοχωριτών καί δισχιλίων μοναχών τού Αθω υπό τήν διεύθυνσιν τού Εμμανουήλ Παπά.» Ιωάννης Φιλήμων Οι ωμότητες τών Τούρκων στή Θεσσαλονίκη πείσμωσαν ακόμα περισσότερο τούς επαναστάτες, οι οποίοι στίς 23 Μαΐου 1821 κήρυξαν επίσημα τήν Επανάσταση στό 'Aγιον ΌΌρος μέ πανηγυρική δοξολογία στό Πρωτάτο τών Καρυών καί μετά από σύναξη όλων τών προϊσταμένων τών μονών στή Μονή Κουτλουμουσίου. Ο Εμμανουήλ Παππάς αναγορεύθηκε "Αρχηγός και Προστάτης της Μακεδονίας", ενώ πολιτικός διοικητής τού Αγίου ΌΌρους διορίστηκε ο Νικηφόρος Ιβηρίτης. Απ' όλη τη Χαλκιδική συγκεντρώθηκαν 4000 πολεμιστές τούς οποίους ο Παππάς χώρισε σέ δύο σώματα. Τό πρώτο μέ αρχηγό τον ίδιο περιελάμβανε 1000 μοναχούς καί Μαντεμοχωρίτες καί τό δεύτερο μέ αρχηγό τόν καπετάν Χάψα περιελάμβανε Κασσανδρινούς καί Χασικοχωρίτες. Ο ενθουσιασμός τών επαναστατών ήταν μεγάλος αλλά ο αγώνας προμηνύοταν δύσκολος. «Επαλούκουσαν οι Τούρκοι τον Μανόλη τον Μποσταντζόγλη τον σκευοφύλακα, κατάγναδα εις το σπήτην του εις την Κλοποδίτζα δι' αιτίαν τιαύτην: εις την στράταν του Γιαϊλάν ευρέθηκαν Τούρκοι σκωτομένοι. Εδή άλλος δεν τους ασκώτοσεν, μόνον οι χριστιανοί οπού έχουν τα τηστήρια και έτζη εκείνην την αργατηνήν έκαμαν καυγάν εις το καπιλίον και ευγένη o κύρ Μανόλης να ιδή και διαβόλου πηρασμός έρχετε μίαν πέτρα και τον κτηπά εις το κεφάλη και τον ξεραχώνι. Και έτζη το ταχύ ωσάν τον ίδαν οι Τούρκοι ξεραχωμένον, είπαν αύτου και η μαρτυρία το πως αυτός είναι o κανλής. Και έτζη τον άρπαξαν ως άγριοι θύρες και τον έκριναν. Τέλως πάντων τον αποφάσισαν και συντζήλι τον έκαμαν ότι να τον παλουκώσουν. Και πολλοί τινές τον είπαν ότι: ΈΈλα γίνου Τούρκος και ημείς να σε γλητόσωμεν. Και αυτός τους έβριζεν και σκύλους και απίστους τους έλεγεν. Και έτζη τον επαλούκωσαν. Και από πάνω από το παλούκι πολλά τους ονειδούσεν και τους έβριζεν και αυτοί μή δυνάμενοι υποφέρουν ταις βρησές, οπού επήγενεν η γλωσσα του ωσάν το χελιδόνι, εκρέμασαν τον έτζη με το παλούκι. Και ανεπαύθην εν Κυρίω και πάγη η ψυχή του μετά των μαρτύρων, διότι υπόμηνεν δύο
191
μαρτύρια και έλαβεν δύο στέφανα και έγινεν νέος μάρτυρας. Αιωνία του η μνήμη. ΈΈκαψαν οι Τούρκοι τον Πάτρουλα εις το σανηδόφωρον δι' αιτίαν τοιαύτη: Με το να ήταν με τον Μιχαήλ βοϊβώδα εις την Βλαχίαν και ήχεν εγλητώση κάπιον Τούρκον Σεριώτη συντοπήτην του από τον θάνατον. Και όταν ήλθεν εις τας Σέρρας επήγεν εις το παζάρι και ίδεν τον Τουρκον και του έδωσεν γνώρα, ταχα το πως είναι αυτός o ευεργέτης της ζωής του, ως να τον ευχαρηστίση, πολλά. Και αυτός o σκλύλος και ασεβείς έκαμεν το εναντίον. Και επήγεν εις τους καφενέδες και εφώναξεν μεγάλη τη φωνή και λέγη: Ελάτε να ιδήτε έναν ασεβεί και ιτζελάτην των Τούρκων, του Μιχάλη άνθρωπος όπου εις την Βλαχίαν ήχεν ενού έμήρη γυναίκα. Και έτζη ως το άκουσαν όλοι οι Τούρκοι έγιναν ωσάν λησαροί. Και επάτησαν το σπήτην του και πολλά κακά έκαμαν εις αυτόν και εις τα υπάρχοντα του, διότι ήταν υπέρπλουτος. Τέλος πάντων τον έκαυσαν. Και τις διηγήσετε τα όσα κακά έκαμαν εις αυτόν τον άθλιον. Και ήχαν δεμένα τα χαίρια του, και αυτός: Μήν με δένετε, εγώ μοναχός σεβένω εις την φλώγα. Και έτζη αυτοθελήτως επήδησεν μέσα εις την μέσιν την φλώγα. Και τόσον έβαλαν περισσά ξύλα και κληματζήδες και έστεκαν όλοι οι Τούρκοι τρωγήρου, έως ου εκάϊκεν όλος και δεν απόμηνεν ουδέ κόκαλον άπ' αυτον. ΈΈν μηνί Μαρτίω. της Ακαθίστου, ετούρκεψαν τον Αμοριανόν τον Τεμερούτογλη τον σκευοφύλακα δι' ετίαν τιαύτη: Αγόραζεν σουπές από Τούρκον η οκά δώδεκα και αυτός τον έδιδεν δέκα και λέγη: Μήν τα πουλής επειδή δεν σε ευγένη και είναι και χριστιανηκώ φαγή. Και οι Τούρκοι το εγύρισαν αλέος, το πως είπεν τον Τούρκον όπου τα πουλή χριστιανόν και εσύκωσαν δόγμα μεγάλω και εγίνη σύγχησις και ταραχή και φόβος μέγας. Και τον έκριναν και o κριτής τον έκαμεν ταζήρι και τον έδηρεν. ΈΈπειτα τον άφησεν. Αμή οι Τούρκοι δεν τον άφησαν, μόνον τον ήφεραν εις το τρανώ το τζιαμή εις το τζιαρσή και τοση Τούρκοι εμαζώχθησαν πάραυτα ότι δεν ήχαν μέτρος. Και έτζη τον εβάρεσαν ένα δύο μαχερές και ήθελαν να τον τεπελετήσουν. Και ένας από την μέσιν τους τούς εφώναξεν και λέγη ότι: ΈΈγίνην Τούρκος εγίνην, μόνον αφήσετε τον. Και έτζη τον άφησαν. Εδά πέ και εσύ, ω άνθρωπε, ότι δεν γίνωμε Τούρκος διά να τελειωθής απάνου εις μίαν στυγμήν. Αμή εμούλοξεν. Ω εις την δυστυχίαν του, κάλιον ήτο να μήν ήχεν γεννηθή. Και έτζη τον ετούρκεψαν και πάραυτα τον εσουνέτησαν. Τώ αύτώ χρόνω Δικεμβρίω κε' του Χριστουγέννων, εσκώτωσαν τον Παπακρήτον εις τα Αμπέλια. Και ήχεν ενορία τον Αγιον Νικόλαον τους Μποσταντζήδες και τα χωρία το Μερτάκη και το Μετόχη. Και του Χριστού ήρχονταν από την χώραν με κουλήκια και με πλάτες και τον απάντησεν ένας Τούρκος και τον εγύρεψεν πλάτην και αυτός ηνατζής δεν τον έδωσεν και o Τούρκος τον έδειρεν και επήρεν το σπαθήν του και το τζεπκένην του. ’φες τον εδά. Αμή τρέχη κατόπην του μεθησμένος και
192
τον πολεμά με το χιώνι και o Τούρκος γυρίζη και ευγάζη το σπαθήν του και τον κόφτη ωσάν το κριάρη και το ταχή ήφεραν το πτώμα του εις το Κάστρον και τον έθαψαν εις την Βλαχέρνα..» Χρονικό των Σερρών του Παπασυναδινού (1610;) γιά τά μαρτύρια τών Ελλήνων στίς Σέρρες, (Προσέξτε τήν αγραμματοσύνη τού ιερέα καί φανταστείτε τήν αγραμματοσύνη τών απλών Ρωμιών τού 17ου αιώνα) «Le plus simple Turc est pour un Grec un tyran plus ou moins cruel puisqu le dernier Turc regarde les Grecs comme leurs esclaves... (Καί ο πιό απλός Τούρκος είναι γιά τόν Γραικό ένας τύραννος γιατί καί ο τελευταίος Τούρκος θεωρεί τούς ΈΈλληνες σκλάβους του)... Voici de quelle maniere les janissaires s'y prennent pour se rendre maitres de la fortune des Grecs. Si un janissaire s'apercoit qu'un riche Grec lui refuse son amitie et ne lui offre aucun cadeau, il prend un mouchoir, dans lequel il met une balle de fusil et un billet contenant ces mots : Envoyez-moi de suite cinq cents ... ( Αν ένας γενίτσαρος επιθυμεί ένα χρηματικό δώρο από έναν πλούσιο ΈΈλληνα, του στέλνει ένα μαντίλι, με μια σφαίρα και μ' ένα χαρτάκι με τις λέξεις: "στείλτε μου αμέσως 500 πιάστρα που τα έχω απόλυτη ανάγκη".) Ceux que la misere accable ont beaucoup a souffrir dans tous les pays; Ce peuple est chretien, il est vrai, mais il se trouve accable sous le joug de l'impie et des barbares mahometans, et on ne peut se figurer toutes les souffrances qu'endurent et que supportent encore les malheureux Grecs sous le gouvernement tyrannique d'une nation sans humanite, sans principes, et qui ne jette jamais aucun regard de commiseration sur des sujets malheureux qu'ils ont depouilles de tout. (ΈΈνας χριστιανικός λαός έχει κατακτηθεί από βαρβάρους μωαμεθανούς μέ μία τυραννική κυβέρνηση καί ένα έθνος χωρίς ανθρωπιά, χωρίς αρχές πού έχουν στερήσει τούς δυστυχείς υπηκόους τους από τά πάντα...) Un jour que nous nous trouvions dans un village de la Macedoine, nomme Sfellinon, situε pres de la capitale ou Alexandre le Grand faisait sa residence, nous ne trouvames dans ce village que de miserables huttes , qui servaient d'habitations a de malheureux campagnards. Un jour , dis-je, nous apercumes sur la place cinq ou six cavaliers janissaires avec quelques ouvriers de la campagne. M' etant approche pour connaitre la cause de ce rassemblement, on me dit que ces soldats, satellites du bey de Zichnase Cazas , se rendaient tous les jeudis et les dimanches dans ce village pour recruter des ouvriers, afin de les envoyer travailler dans les domaines du Bey, sans recevoir aucun salaire ni gratification. (Περιγράφει σάν αυτόπτης μάρτυρας τίς αγγαρείες πάμφτωχων Μακεδόνων χωρικών στά χωράφια ενός μπέη γιά τίς οποίες φυσικά δέν πληρώνονταν ούτε ένα γρόσι...)» Apercu sur les causes de la revolution de la Grece pour son independence
193
du gouvernement des musulmans 1826, Παναγιώτης Ψατέλης από τή Σιάτιστα σχετικά μέ τά αίτια τής ελληνικής επαναστάσεως εναντίον τών μουσουλμάνων. «Μαρτυρία τού μολλά (δικαστή) Χαϊρουλλάχ ίμπν Σινασή Μεχμέτ αγά, γιά τίς συνθήκες τών φυλακισμένων Ρωμιών στίς φυλακές τού Λευκού Πύργου: Τόν ίδιο τόν Χαϊρουλλάχ, φυλάκισε ο διοικητής Γιουσούφ μπέης, επειδή ο δικαστής λυπήθηκε έναν νεκρό Ρωμιό πού πέρασε από μπροστά του καί φώναξε δυνατά "Αλλάχ ραχμέτ εϊλεσίν!". Ο μπέης τού είπε ότι τό Ιερό Κοράνιο απαγορεύει στούς πιστούς τού Ισλάμ νά δείχνουν έλεος γιά τούς απίστους καί τόν έριξε στά μπουντρούμια τού Λευκού Πύργου. Από τήν μαρτυρία τού Οθωμανού δικαστή αποδεικνύεται η βαρβαρότητα τών μουσουλμάνων μπέηδων έναντι τών απίστων ραγιάδων τής εποχής τής τουρκοκρατίας. "Ο Πύργος αυτός ήταν γιομάτος από ειδών ειδών ανθρώπους καί μάλιστα απίστους. Η ζωή εκεί μέσα είναι φρικτή, κι' αν δέν έχει κανείς συντροφιά του τή σκέψη του παντοδύναμου Αλλάχ, δύσκολα μπορεί νά ζήσει. Είδα κραταιότατε αυθέντη μου, φτωχά ανθρώπινα πλάσματα, πού μέναν εκεί μέσασ τρείς καί τέσσερις μήνες, Ρωμιοί ως επί τό πλείστον, γιατί συνάντησαν στόν δρόμο τόν Γιουσούφ Βέη καί δέν τόν χαιρέτησαν, όπως θάπρεπε, ή ακόμα γιατί μαζεύονταν στήν εκκλησία τού Μηνά εφέντη (Αγίου Μηνά) καί συζητούσαν γιά τό Πατριαρχείο καί τόν πατρίκ εφέντη (Πατριάρχη). Πολλοί απ' αυτούς ήσαν πιασμένοι από τήν υγρασία καί τήν πείνα, γιατί πρέπει νά ξέρεις γαληνότατε πατισάχ μου, ότι μόνο νερό δίνουν στούς φυλακισμένους. Γνώρισα τόν πρόκριτο τών απίστων τής Θεσσαλονίκης, τόν Μαλάκη εφέντη, άνθρωπο θεοσεβούμενο καί τίμιο, πού τόν φυλάκισαν, γιατί ήταν μουτεβελής (επίτροπος) τής Μητρόπολης.... Μέσα στό Κονάκι βρίσκονταν φυλακισμένοι πάνω από τετρακόσιοι χριστιανοί ενώ οι εκατό ήταν μοναχοί. ΌΌλοι αυτοί κακοπερνούν στά χέρια τού Γιουσούφ, τούς μαστιγώνει, τούς βρίζει, τούς εξευτελίζει καί τούς θανατώνει. Ο Θεός ας λυπηθεί καί τούς χριστιανούς καί αυτόν." Παρακάτω ο Τούρκος δικαστής αναφέρει στόν σουλτάνο Μαχμούτ, τίς σφαγές πού διέπραξε ο διοικητής τής Θεσσαλονίκης όταν πληροφορήθηκε γιά τόν ξεσηκωμό τών γκιαούρηδων. " Από τή νύκτα εκείνην άρχισε τό κακό. Η Θεσσαλονίκη, η ωραία τούτη πόλη, πού στολίζει σάν σμαράγδι τό τιμημένο στέμμα σου, μεταβλήθηκε σ' ένα απέραντο σφαγείο. Ο μουτεσελήμ Γιουσούφ Βέης, θέλοντας νά εκδικηθεί τούς ξεσηκωμένους Ρωμιούς διέταξε τούς χαφιέδες του νά γυρνούν τούς δρόμους τής πόλης καί νά σκοτώνουν αλύπητα κάθε άπιστο πού θά συναντούσαν. ΈΈτσι κι' έγινε. Κάθε μέρα καί κάθε νύχτα δέν ακούς τίποτ' άλλο στούς δρόμους τής Θεσσαλονίκης,
194
παρά φωνές, κλάμματα, βογγυσμούς. Ο Γιουσούν Βέης, ο γενητσάρ αγάς, ο σούμπασης, οι χοτζάδες καί οι ουλεμάδες έχουν λυσσάξει θαρρείς. Δέν εκτελούσαν δικές σου διαταγές ασφαλώς, γιατί τότε θά σέβονταν τά μικρά παιδιά καί τίς έγκυες γυναίκες... Τήν πρώτη μέρα τού φεγγαριού (19 Μαΐου 1821) ο μπέης διέταξε νά τού φέρουν τόν Μακάρ εφέντη καί τούς άλλους αγιάνιδες (πρόκριτους) τών Ρωμιών. Τόν παρέδωσε στά χέρια τών μπασή μποζούκ καί τόν κομμάτιασαν στόν μεγάλη πλατεία τού Καπανιού. Ενός άλλου γέροντα τού παπά Γιάννη, τού κοψαν χέρια καί πόδια καί μετά τού έβγαλαν τά μάτια. ΈΈναν τρίτο, πού τόν γνώριζα από τό καφενείο, τόν Χρίστο εφέντη τόν κρέμασαν στόν μεγάλο τσινάρ (πλάτανο) του Ορτάτς εφέντη τζαμισή. Λίγοι γλύτωσαν από τή σφαγή τού μουτεσελήμ εφέντη..."» Αβραάμ Παπάζογλου - Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μαΐο του 1821, (Ποιός περίμενε ότι τά εγγόνια τών θυμάτων αυτών, θά είχαν τό 2011 γιά δήμαρχο έναν τουρκοπροσκυνημένο νοσταλγό τού Γιουσούφ μπέη, τόν Μπουτάρη...;) Μεταφράσαμε από τά γερμανικά τό παρακάτω απόσπασμα τού καθηγητή φιλολογίας Karl Wilhelm Gottling (1793 - 1869) πού επισκέφθηκε τίς Πλαταιές καί τή Χαιρώνεια τό 1840: «Das ganze Land erscheint als Ein grosses monument des Geistes und der Thatkraft des altes Volkes; kein Ort ist da zu finden der nicht durch eine grosse geschichtliche Erinnerung sich unserer Seele auch jetz noch bemachtigte. Zu dem einsamen Reisenden spricht dieses, jetzt durch lange Barbarenherrschaft veroedete schoene Land in jedem Felsen, jedem Quell und jeder Bucht des Meeres eine stille Sprache, welche susser und den Geist erhebender ist, als alle laute Unterredung in der Gesellschaft. Ολόκληρη η Ελλάδα φαίνεται στά μάτια μας σάν ένα τεράστιο μνημείο τού πνεύματος καί τής δημιουργικής θέλησης τού αρχαίου λαού. Δέν υπάρχει τόπος καί τοπίο πού νά μήν αιχμαλώτισε ακόμη καί στήν σύγχρονη εποχή τήν ίδια τήν ψυχή μας θυμίζοντάς μας ένα μέγα ιστορικό γεγονός. Στόν μοναχικό ταξιδιώτη μιλάει η όμορφη αυτή χώρα, πού τήν ερήμωσε στά ατέλειωτα χρόνια τής σκλαβιάς ο βάρβαρος κατακτητής. Μιλάει μιά γλώσσα βουβή πού όμως τήν ακούμε από κάθε βράχο, κάθε πηγή κάθε όρμο τής θάλασσας.» Αττικοβοιωτικά Ενεπεκίδη Βιβλιογραφία Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Εκδοτική Αθηνών Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού - Απόστολος Βακαλόπουλος Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
195
Ελληνική Επανάστασις - Σπυρίδων Τρικούπης 1857 Ελληνική Επανάσταση - Ιωάννης Φιλήμων, 1859 Ελληνική Επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος Επανάσταση του 21 Δημήτρη Φωτιάδη Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος 1839 Αμβρόσιος Φραντζής Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα Περραιβού Φωτάκος Απομνημονεύματα Απομνημονεύματα Κουτσονίκα Απομνημονεύματα Γερμανού Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου, 1851 Τάκης Λάππας (1904-1995) - Θανάσης Διάκος Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης - Χάου 1828 Επίτομος Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως - Γεώργιος Θεόφιλος 1860 Histoire de la regeneration de la Grece - Pouqueville Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι Αναστασίου Γούδα Ιστορία Τακτικού Στρατού τής Ελλάδος - Χρήστος Βυζάντιος 1837 Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου 1873 http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis6.html
196
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Ζ' Επανάσταση στήν Εύβοια Οι Τούρκοι κατακτητές είχαν αποδώσει εξαιρετική σημασία στήν Εύβοια λόγω τής γεωγραφικής της θέσης. Διατηρούσαν πανίσχυρη στρατιωτική δύναμη καί μέ τά δύο οχυρά τής Χαλκίδος καί τού Καραμπαμπά, ήλεγχαν μεγάλο μέρος τής Ρούμελης. Η οθωμανική εξουσία στήν Εύβοια ήταν ιδιαιτέρως σκληρή, η γή ανήκε εξ ολοκλήρου στούς Τούρκους καί οι Ρωμιοί δούλευαν τήν ξένη γή σάν σκλάβοι. Ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί τής Καρυστίας υπόφεραν τά πάνδεινα καί δέν τολμούσαν ούτε κάν νά έχουν ιερείς γιά νά λειτουργούν τίς εκκλησίες τους. Η σφαγή ενός ραγιά από μουσουλμάνο δέν θεωρείτο αδίκημα. Ο Διονύσιος Κόκκινος στό έργο του, αναφέρει περιστατικά στά οποία οι μουσουλμάνοι τής Χαλκίδας σκότωναν Χριστιανούς είτε γιατί τό πεπόνι πού τούς πούλησαν δέν ήταν νόστιμο, είτε γιατί δέν τούς άρεσε τό ρακί κτλ. Κλέφτικα καπετανάτα δέν υπήρχαν καί ο Τούρκος πασάς είχε σίγουρο το πασαλίκι του. Ποτέ του δεν πίστευε ότι οι σκλάβοι πού δούλευαν τά χωράφια του θά τολμούσαν νά σηκώσουν κεφάλι. Την εποχή αυτή διοικούσε τήν Εύβοια ο μουσελίμης Αχμέτ Μπέης αντί του Γιουσούφ πασά, που υπηρετούσε στο στρατόπεδο του Χουρσίτ πασά στήν ΉΉπειρο. Την Δευτέρα του Πάσχα, 11 Απριλίου 1821, οι αγάδες έχοντας γνώση γιά τά επαναστατικά κινήματα τών γκιαούρηδων, έκαναν σύσκεψη περί του πρακτέου. Στο συμβούλιο πήρε μέρος καί ο διοικητής της Καρυστίας Ομέρ Μπέης. Αλλοι πρότειναν γενική σφαγή καί δήμευση των περιουσιών των χριστιανών, άλλοι νά σφαγούν μόνο οι πρόκριτοι καί κάποιοι πρότειναν νά μή γίνει τίποτα. Τελικά οι αγάδες αποφάσισαν νά συλλάβουν όλους τούς πρόκριτους τούς οποίους στό τέλος τούς κατέσφαξαν. «Η επανάστασις τής Ευβοίας εκρίνετο προβληματική, ως επεχούσης τά δευτερεία, άν ουχί τά ίσα, τής Κρήτης κατά τήν τυραννίαν τών Τούρκων... ών ένεκα οι Χριστιανοί κάτοικοι κατήντησαν κατά μέγα μέρος φέροντες μορφήν μόνην ανθρώπου. Ως τοιούτοι οι Ευβοείς ανεπίδεκτοι εθεωρούντο οργανώσεως επαναστατικής, μή φέροντες πρόσωπα οπωσδήποτε διακεκριμένα. Σποράδην τό μυστήριον εγνωρίζετο παρά τισι διά τών εν Αθήναις καί Λεβαδεία εταίρων, εκ τού ανωτέρου δέ ιερατικού κλήρου τής νήσου ο μέν εν Χαλκίδι εδρεύων αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος... Επί τής εποχής αυτής εδιοίκει τήν Εύβοιαν επιτροπικώς, αντί τού πρσφάτως διορισθέντος Ιουσούφ πασσά, μουτεσελίμης τις εκ Βιτωλίων Αχμέτ βεγής. Ούτος, ως καί οι λοιποί τών βέγιδων καί αγάδων τής Χαλκίδος, ανησυχούντες επί τοίς διαφόροις ακούσμασι, συνεσκέπτοντο ιδία περί τού ποιητέου ως πρός τούς ραγιάδας τής
197
Ευβοίας. Αλλων δέ άλλα προτεινόντων, τών μέν σφαγήν γενικήν καί δήμευσιν, τών δέ σφαγήν μερικήν τών προκριτέρων, τών δέ περιφρόνησιν καί τά τοιαύτα... Απεφασίσθη ούτως, όπως ομηρεύσωσιν εν τώ φρουρίω οι δημογέροντες τής νήσου, εφαρμοσθέντος δέ τού μέτρου αυτού, οι όμηροι ούτοι, τή μέν νυκτί εφυλακίζεντο, τή δέ ημέρα ηγγαρεύοντο εν τή χειρομύλη, οι πλείστοι δ' αλληλοδιαδόχως, ως ο Δημήτριος Αποστολίδης, Ιωάννης Αστέρης, Ιωάννης τής Ζαχαρούς, Σταμάτιος Νικολάκης καί άλλοι, εσφάγησαν υπό τών Τούρκων, ο μέν διά ταύτην, ο δέ δι' εκείνην τήν πρόφασιν...» Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1859 Από τό 1205 μέχρι τό 1470 η Εύβοια ήταν υπό ενετική κατοχή, ενώ τό 1470 κατελήφθη από τούς Οθωμανούς. Γιά έξι αιώνες λοιπόν η Εύβοια δέν ήταν ελληνική. Αν οι Ρωμιοί τού 1821, σκέφτονταν όπως οι σημερινοί (2011), "προοδευτικοί", "δημοκράτες", πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστημίων, συνδικαλιστές καί όλο τό κακό συναπάντημα πού μάς έχει φορτωθεί, δέν θά έκαναν επανάσταση. Θά έλεγαν ό,τι έγινε έγινε, ας τά ξεχάσουμε, καί ότι είναι εθνικισμός νά θέλουμε εδάφη πού τά έχουμε χάσει εδώ καί εξακόσια χρόνια καί θά πήγαινε καί ο Νταλάρας πού χαρίζει τό Αιγαίο στά ψάρια του, νά δώσει συναυλία στήν Χαλκίδα η οποία θά παρέμενε οθωμανική καί πολυπολιτισμική. Τότε όμως δέν υπήρχε Σκάϊ, Αριστερά, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΜΜΕ, Συνδικάτα, ΚΚΕ, ΜΚΟ, ΣΙΑ, Σόρος, ΣΥΡΙΖΑ. Τότε υπήρχε ρωμαίικη αγνή ψυχή. ΈΈτσι παρόλη τήν τρομοκρατία τών μουσουλμάνων, οι Ευβοείς ξεσηκώθηκαν. Κατά τά μέσα τού Μαϊου τού 1821 οι κάτοικοι τής Λίμνης, γενέτειρας τού Αγγελή Γοβγίνα, πρώτοι στό Γριπονήσι υψώσανε τό λάβαρο τής λευτεριάς. Αντίκρυ από τή Ρούμελη τούς μιλούσε στήν ψυχή τους ο παλουκωμένος Διάκος καί τούς καλούσε νά κτυπήσουν τούς τυράννους. Οι Λιμναίοι σέ συνεννόηση μέ τούς Τρικκεριώτες αρμάτωσαν τέσσερεις σκούνες καί μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα οργάνωσαν στολίσκο. Ο Τομαράς σχημάτισε τό πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στήν οχυρή θέση Αγιος, έξι ώρες μακρυά από τήν Χαλκίδα (Νεγρεπόντε) καί οι Λιμνιώτες ανέλαβαν τήν τροφοδοσία (ζαερέ) τού στρατοπέδου παρέχοντας ψωμί, κρέας, κρασί, μπαρούτι καί βόλια. Αποφασίστηκε νά χτυπηθούν πρώτα οι Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά στό Ξηροχώρι. Στο μεταξύ, ο Τομαράς καί ο Βαλτινός ή Κλωτσοτύρης, πιάσαν τό Ντερβένι, πού είναι στένωμα σέ μία θέση ορεινή έξη ώρες περίπου από τή Χαλκίδα. Στό χωριό Αγιος, εκείνες τίς ημέρες έφτασε ο Πρωτοσύγκελος τού Αρχιεπισκόπου Μακάριος Βαρλαάμ Σκυριανός. Αυτός είχε σταλεί από τούς Τούρκους τής Χαλκίδας μέ συνοδό του τόν Αμούς Αγά νά αφοπλίσει καί νά μαζέψει τά όπλα τών
198
επαναστατών. Αλλά στό χωριό Κοντοδεσπότι, μερικοί τσοπάνηδες σκότωσαν όλους τούς Τούρκους συνοδούς. Κατόπιν μέ τούς τσοπάνηδες εκείνους ο Βαρλαάμ πήρε τήν στράτα πρός τόν Αγιο, όπου ανταμώθηκε μέ τούς Κλέφτες τού Τομαρά. Σάν αρχηγό τους οι επαναστάτες τής Εύβοιας, καθότι δέν ήταν εμπειροπόλεμοι, καλέσανε τόν πρώτο ξάδελφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Βερούση Μουτσανά, από τίς Λιβανάτες της Λοκρίδας. «Υπερμεσούντος δέ τού Μαΐου, πρώτοι τών Ευβοέων οι Λίμνιοι ησπάσθησαν τόν υπέρ τής Πατρίδος τόν ιερόν αγώνα, συννενοηθέντες καί μετά τών Τρικεριωτών, οίτινες εξώπλισαν εκείθεν δύο ιμπρίκια, ών τό μέν επλοιαρχείτο υπό τού Ευσταθίου Κουτμάνη, τό δέ υπό τού καπετάν Κωνσταντίνου, αλλά καί οι Λίμνιοι εξώπλισαν ωσαύτως τέσσαρας σκούνας, μή έχοντες μεγαλείτερα τούτων, πρός θαλάσσιον αποκλεισμόν. Τά δέ Τρικεριώτικα παρέλαβον από τά αντίπερα μέρη τόν καπετάν Βερούση, συγγενή τού Οδυσσέως, έχοντα μεθ' αυτού καί τινας στρατιώτας, ήγαγον αυτόν καί απεβίβασαν επί τής γής τού Ξηροχωρίου, όςτις ηνώθη μετά τών εκεί Νικολάου Τομαρά, Γεωργίου Βαλτινού Ιατρού (Κλωτσοτύρην ύστερον) καί Γιαννιώ Χαλκιά Ξηροχωρίτου. Καί πρώτον μέν έπεσον κατά τών ολίγων Τούρκων τού Ξηροχωρίου, καί τούς μέν εφόνευσαν, τούς δέ εδίωξαν εκείθεν φεύγοντες δέ εσώθησαν εις Χαλκίδα. Τούτου δέ γενομένου, ο Νικόλαος Τομαράς καί Γεώργιος Ιατρός στρατολογήσαντες παραχρήμα τούς εγχωρίους καί ως εμπροσθοφυλακή ώδευσαν εις τόν Αϊον καί κατέλαβαν τήν θέσιν αυτήν αναμένοντες εν αυτή τόν καπετάν Βερούση... Μετά δύο δέ ημέρας (27 Μαΐου Παρασκευή) έφθασε καί ο καπετάν Βερούσης έχων τόν Χαλκιάν, τόν Τουρκοστάθην καί τρείς ιερείς, ο εις τούτων ήτο Ξηρομερίτης. Τούτου αφιχθέντος εξεκίνησαν πρός τά Πολιτικά, εν οίς καί τήν εσπέραν εκείνην κατέλυσεν... Κατ' εκείνην τήν στιγμήν λαθραίως εκφυγών τις από Χαλκίδος έφθασεν εν Πολιτικοίς, όπου καί ο στρατός διέμενεν εισέτι, απαγγέλων τάδε: "Οι Τούρκοι είναι πολύ εξηγριωμένοι, αλλά καί πανικός φόβος κατέχει αυτούς, όθεν καλόν είναι νά γράψητε εις τούς μπέηδας καί τόν Μουτεσελίμην νά μή πειράξουν τούς εν Χαλκίδι Χριστιανούς." Η γνώμη αύτη ήρεσε τώ καπετάν Βερούση καί τοίς άλλοις καί παραχρήμα έγραψαν ως εφεξής: "Γνωρίζετε Αγάδες, από τά κιτάπια σας, ότι ο από Θεού ωρισμένος καιρός τής εξουσίας σας επέρασε, δέν θέλει νά μάς έχετε ραγιάδες πλέον, νά προσκυνήσετε καί νά πάρητε, όσα πράγματα σηκώνετε καί νά πάτε, όπου θέλετε. Σάς υποσχόμεθα νά φυλάξωμεν τήν ζωήν καί την τιμήν σας, αφού αφήσετε τά άρματά σας, εμείς τήν γή πού μάς πήρατε, ζητούμεν νά πάρωμεν πίσω." Τού γράμματος δέ προσταλέντος, κόψαντες σημαίας περίπου τεσσαράκοντα,
199
καί γευματίσαντες άπαντες οι εν τώ στρατώ, περί μεσημβρίαν εξεκίνησαν πρός τήν Χαλκίδα μετά τυμπάνων καί άλλων οργάνων. Αλλά καί τά πλοία τά τε Τρικεριώτικα καί τά Λιμναϊκά άραντα τάς άγκυρας των τάς έρριψαν παρά τήν Λιανήν άμμον. Αμα δέ ο στρατός εν τή πεδιάδι τής Καστέλας ήρξατο οδεύειν, ηρίθμησεν ο αρχικαπετάνιος καί εύρε τουφέκια πεντακόσια πεντήκοντα μόνον, οι δέ άλλοι, οι μέν είχον ρόπαλα, οι δέ άλλα...» Ευβοϊκά ή Ιστορία τής νήσου Ευβοίας συντεθείσα υπό τού Αρχιμανδρίτου Ναθαναήλ Ιωάννου, Εν Ερμουπόλει 1858 Οι επαναστάτες ήταν απειροπόλεμοι καί απείθαρχοι ενώ μόνο μερικές εκατοντάδες διέθεταν όπλα καί φυσέκια. Οι υπόλοιποι ήταν οπλισμένοι μέ γεωργικά εργαλεία ή ρόπαλα. Ο αρχηγός τους Βερούσης Μουτσανάς αποδείχθηκε ανίκανος καί ο ναύαρχος Αλέξανδρος Κριεζής πού αρμάτωσε τά δύο τρεχαντήρια από τό Τρίκερι γιά νά μεταφέρουν τόν Βερούση στό Γριπονήσι, μετάνοιωσε γρήγορα γιά τήν απόφασή του αυτή. «ΉΉρχισε νά αλλάζη ο καιρός μπάτης καί εις τάς 3 Μαϊου εφθάσαμεν εις Σκίαθον, εις τάς 4 εις Τρίκερι αγκυροβολήσαμε. Εβγήκα έξω μέ την μεγάλην λέμβον μέ 70 ναύτας μου. ΉΉλθον οι προύχοντες τού τόπου μέ τούς εμποροπλοιάρχους καί μέ υποδέχθησαν μέ εσυντρόφευσαν εις τήν Κατζελαρίαν τους, τούς ωμίλησα πολλά δια την ανεξαρτησίαν καί δεν ηθέλησαν νά μέ ακούσουν, εις το ύστερον ήρχισα καί μέ φοβέραις καί άλλα. Ευθύς τους υποχρέωσα καί έρραψαν καί σημαίας μέ σταυρούς καί ύψωσαν εις την Κατζελαρίαν τους καί τα πλοία των καί μέ κανονιοβολισμούς καθώς εγώ τους έρριψα. Τους ώρκισα. Εκεί όπου είμαστε βλέπω καί παρουσιάζεται εμπρός αρχηγός μέ 15 οπλοφόρους, μέ φωνάζει αν έχη την άδειαν νά έμβη νά μέ ιδή. Εσηκώθην μόνος μου καί τον έπιασα από το χέρι καί τον εκάθησα σιμά μου, τον ερωτώ τις είναι καί τι ζητεί, μέ λέγει αν έχη το ελεύθερον νά ομιλήση, του έδωσα την άδεια, μέ λέγει: - "Κύριε αρχηγέ Κριεζή, εγώ έχω 10 ημέραις, όπου ζητώ ν' αναχωρίσω διά τό πέρα μέρος του Ευρίπου, (εις το) Ξηροχώρι δια νά βαρέσωμε τούς εχθρούς κι' οι κύριοι ούτοι μέ έχουν έως σήμερον εμποδισμένον καί μήτε καϊκι μου δίδουν ν' αναχωρήσω." Καί οι κύριοι Τρικεριώτες μέ είπον το εναντίον, καί εκατάλαβα ότι είχε δίκαιον ο στρατιώτης, τον ηρώτησα από τι μέρος ήτον, καί μέ είπεν ότι: - "Είμαι εξάδελφος του Οδυσσέως, ονομάζομαι Βερούσης Μουτσανάς." Ευθύς του έδωσα την άδειαν νά τζουρμάρη, είπον καί μέ έφεραν καί τον πρωτόγερόν τους, τον επρόσταξα καί εφώναξεν:
200
- "ΌΌποιος θέλη νά γραφθή στρατιώτης, ελευθέρως! " Και σε μιαν ώραν εγράφησαν 30. Τους έπιασα δύο τρεχαντήρια συμφωνώντας καί τον ναύλον από 40 γρόσια τον καθένα καί τους τα επλήρωσα εξ ιδίων μου, τους έδωσα καί τας ζωοτροφίας καί διακοσίους ντεστέδες φυσέκια υπο την οδηγίαν του Βερούση Μουτσανά. Τους έβγαλα εμπρός, τους επροβόδωσα εως το ιμβάρκον τους, τους έρριψα καί 5 κανοβιοβολισμούς δια νά τους ενθαρρύνω καί ανεχώρησαν προς το βράδυ δια τους Ωρεούς καί Ξηροχώρι.» Αλέξανδρος Δ. Κριεζής - Γκιορνάλε διά την ανεξαρτησίαν τού ΈΈθνους Οι Ευβοείς ηττήθηκαν εύκολα από τούς Τούρκους, τόσο στή θέση Τροχός, όσο καί στή θέση Βρωμούσες. Μόνο μέ τήν εμφάνισή του τό τουρκικό ιππικό τούς έτρεψε σέ φυγή. Τά τουρκικά σπαθιά έκοψαν δεκάδες κεφάλια καί μόνο όσοι έτρεξαν πρός τήν θάλασσα σώθηκαν από τούς κανονιοβολισμούς τών καραβιών τού Κριεζή. Μετά από αυτές τίς ήττες οι τουρκόφρονες άρχισαν νά προδίδουν τούς συμπατριώτες τους στόν Ομέρ μπέη τής Καρύστου ο οποίος τούς έκαψε τά σπίτια. Ο Κριεζής μπροστά στό αδιέξοδο, αποφάσισε νά καλέσει στό νησί έναν εμπειροπόλεμο συμπατριώτη τους, τόν Αγγελή Γοβιό ή Γοβγίνα. Δυτική Στερεά - ΈΈναρξη τού Αγώνα Αντίθετα μέ τήν Ανατολική Ρούμελη, πού ξεσηκώθηκε ταυτόχρονα μέ τόν Μοριά, η Δυτική Ρούμελη χτύπησε τόν κατακτητή δύο μήνες αργότερα, περί τά μέσα Μαΐου τού 1821. Η αργοπορία αυτή οφειλόταν στήν διστακτικότητα τών σπουδαιοτέρων αρματολών τής περιοχής Γεωργίου Βαρνακιώτη καί Ανδρέα ΊΊσκου. Ο Βαρνακιώτης μάλιστα συνδεόταν μέ μεγάλη φιλία μέ τόν Ομέρ Βρυώνη καί πίστευε ότι ο ξεσηκωμός τών Ρωμιών, θά είχε τήν ίδια τύχη μέ εκείνον τού 1770 (Ορλωφικά). Ο καπετάνιος όμως τού Ζυγού Δημήτριος Μακρής ήταν ασυγκράτητος. Στις 5 Μαΐου χτύπησε στή Σκάλα τού Μαυρομματίου, τό απόσπασμα πού πήγαινε από τό Μεσολόγγι στόν ΈΈπαχτο (Ναύπακτο), μεταφέροντας τούς φόρους τών Χριστιανών. Αφού σκότωσε τούς συνοδούς στρατιώτες, άρπαξε τά χρήματα καί εξαφανίστηκε. Ο Μακρής δέν είχε υπηρετήσει ποτέ στήν αυλή τού Αλή πασά καί είχε περάσει όλη του τή ζωή στά βουνά. Θεωρείτο αγνός καί απονήρευτος σάν τόν Νικηταρά καί τόν Πανουργιά. O Τούρκος μπέης τού Μεσολογγίου απαίτησε από τούς προκρίτους τής πόλης τά λεφτά πού πήρε ο Κλέφτης τού Ζυγού. ΌΌταν όμως ακούστηκαν φήμες ότι αφενός κατεβαίνουν από τά βουνά Ρωμιοί νά καταλάβουν τό Μεσολόγγι, αφετέρου πλοία από τίς Σπέτσες καί τήν
201
ΎΎδρα πλέουν μέσα στόν Κορινθιακό κόλπο, οι Τούρκοι κατελήφθησαν από πανικό καί έφυγαν γιά τό Βραχώρι (Αγρίνιο). Στίς 20 Μαΐου, ο Μακρής έφθασε στό Μεσολόγγι καί μαζί μέ τούς προκρίτους τής πόλεως Πάνο Παπαλουκά, Αλέξη Τσιμπουράκη, Στάμο Σιδέρη, Αναστάσιο Παλαμά, Απόστολο Καψάλη, Δημήτριο Πλατύκα, Ιωάννη Τρικούπη, Αθανάσιο καί Ιωάννη Ραζηκότσικα, Γουλιμή, Δεληγιώργη καί Στάικο, ύψωσαν τήν σημαία τού Σταυρού στό διοικητήριο. ΈΈτσι κοβόταν η θαλάσσια επικοινωνία τών Τούρκων τής Ρούμελης καί τού Μοριά, αφού τό Μεσολόγγι μέ τίς σκούνες του, ήταν η κύρια αρτηρία επικοινωνίας τους. Τό Μεσολόγγι στό παρελθόν είχε πανίσχυρο εμπορικό στόλο, εφάμιλλο μέ αυτόν τών Σπετσών, αλλά μετά τήν αποτυχημένη επανάσταση τού 1770, η πόλις υπέστη τρομερή δήωση, οι κάτοικοι κατεσφάγησαν καί ο στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς. ΊΊσως αυτός ήταν ο σημαντικότερος λόγος γιά τόν οποίο οι Μεσολογγίτες δίσταζαν νά ξεσηκωθούν. Στίς 21 Μαΐου, οι Τούρκοι τού Ανατολικού (Αιτωλικού) παρέδωσαν τά όπλα τους στόν Μακρή, εγκατέλειψαν τήν πόλη τους καί κατέφυγαν επίσης στό Βραχώρι. Η εύκολη κατάληψη τού Μεσολογγίου καί τού Αιτωλικού έπεισε καί τόν διστακτικό Βαρνακιώτη νά σηκώσει τή σημαία τής ελευθερίας. Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης ήταν ο σημαντικώτερος οπλαρχηγός τής Δυτικής Ρούμελης καί η απόφασή του ήταν τό σύνθημα γιά τόν γενικό ξεσηκωμό τών Ρωμιών τής περιοχής. Καταγόταν από παλιά οικογένεια αρματολών. ΉΉταν εγγονός τού αρματολού Γιάννου Βαρνακιώτη, πού μετά τήν αποτυχία τής επανάστασης τού Ορλώφ είχε καταφύγει στή Ρωσία, καί γιός τού Νικολού Βαρνακιώτη. Είχε γεννηθεί στό Βάρνακα Ξηρομέρου τό 1780, ενώ τό 1800 διαδέχτηκε τόν πατέρα του στό αρματολίκι τού Ξηρομέρου σέ ηλικία μόλις είκοσι ετών. Από τό αρματολίκι τού Ξηρομέρου, πού ανήκε στήν περιοχή τής δικαιοδοσίας τού Αλή πασά τών Ιωαννίνων, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης από πολύ νωρίς βρισκόταν σέ επικοινωνία μέ τούς άλλους οπλαρχηγούς (Γιολδασαίους, Βλαχόπουλο, Μπακόλα, Τσόγκα, Μακρή, ΊΊσκο) καθώς καί μέ τούς Σουλιώτες γιά θέματα πού αφορούσαν τήν αποτίναξη τού οθωμανικού ζυγού. Ο Βαρνακιώτης είχε παρευρεθεί στήν γνωστή σύσκεψη τής Λευκάδας, όπου συμμετείχαν οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Μακρής, Τσόγκας, Στουρνάρης, Κοντογιάννης, Πανουργιάς ο Μανιάτης Κυριακούλης Μαυρομιχάλης καί ο Υδραίος Γιακουμάκης Τομπάζης καί στήν οποία είχε αποφασισθεί νά ανατεθεί η εξέγερση της ανατολικής Ρούμελης στόν Οδυσσέα Ανδρούτσο καί τόν Πανουργιά καί της δυτικής Ρούμελης στό Βαρνακιώτη καί τόν Τσόγκα. Αφού ο Βαρνακιώτης σήκωσε τό μπαϊράκι τής λευτεριάς στίς 25 Μαΐου 1821, εξέδωσε τήν παρακάτω ανακοίνωση όπου φαίνονται
202
ξεκάθαρα οι συνθήκες τής ζωής τών Χριστιανών κατά τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας καί οι λόγοι πού τούς οδήγησαν στήν επανάσταση. «Τιμιώτατοι αδελφοί μου προεστώτες καί λοιποί πάντες μεγάλοι καί μικροί συμπατριώτες Ξερομερίται, σάς ασπάζομαι αδελφικώς. Σάς φανερόνω, ότι έως σήμερον επροσπάθησα καθ' όλους τούς τρόπους, διά νά φυλάξω από κάθε ενόχλησιν καί κίνδυνον τήν πατρίδα μας, καί δέν άφησα πράγμα, όπου δέν επιχειρίστηκα, καθώς νομίζω νά σάς ήναι γνωστόν. Πλήν οι εχθροί μας βιασμένοι από τήν καταστροφήν τής τύχης των καί από τήν φυσικήν λύσσαν τής πρός ημάς κακίας των, απεφάσισαν νά ξεθυμάνουν τά πείσματα πρός ημάς καί νά χορτάσουν από τό αίμα μας, καταφρονώντας τί ετιάτι μας καί τήν πρός αυτούς εμπιστοσύνην μας, καθώς από γράμματα σημερινά, όπου μάς έπεσαν εις τά χέρια, εβεβαιώθην, ότι έστειλαν διά πέντε χιλιάδας ασκέρι νά έλθη καί ημάς νά κατακόψη καί τάς φαμελίας μας νά σκλαβώση καί τό τίποτέ μας νά διαρπάση. Τούτο τό εβεβαιώθην σωστότατα καί τό χρέος τής πίστεως καί ο πατριωτισμός δέν μέ αφίνουν πλέον νά τό υποφέρω καί απεφάσισα μέ τήν χύσιν τού αίματός μου νά βεβαιώσω τήν πρός τήν πατρίδαν αγάπην καί ελευθερίαν τού γένους μας, αγροικήθηκα μέ όλους τούς άλλους Ναχαελίδας καί όλοι, μεγάλοι καί μικροί, προθυμότατοι νά χύσουν το αίμα των διά τήν ελευθερίαν τής πατρίδος αναμένουν τό εδικό μας φέρσιμο. Σάς ειδοποιώ λοιπόν ότι έφθασεν η στιγμή νά αποτινάξωμεν τόν τόσο βαρύ ζυγόν, νά λείψετε όλοι σας από τά δυσβάστακτα δοσίματα, από ταίς ανυπόφοραις αγγαρίαις, από τήν καταφρόνησιν τής τιμής καί θρησκείας μας καί από αυτόν τόν επικείμενον κίνδυνον τής ζωής μας. ΌΌλη η Τουρκιά κατατρομασμένη καί κατατροπωμένη από τά άρματα τού Γένους μας, εντός όλίγου κλίνουν τόν αυχένα πρός ημάς, Θεία βουλήσει. Δόσατε πίστιν εις τά αδελφικά μου λόγια καί όσοι πιστεύετε τήν Αγίαν Τριάδα καί τόν τίμιον Σταυρόν, εις τόν οποίον εξαπλώθη ο Ιησούς Χριστός δι' ημάς, ετοιμασθήτε πάραυτα, όπως ημπορέση καθείς μέ άρματα, μέ μπαρούταις καί άλλας προβλέψεις καί εις τήν παραμικράν φωνήν, όπου σάς κάμω, αμέσως νά τρέξετε οι άξιοι καί πιστοί νά μέ ευρήτε διά νά ανταμωθώμεν όλοι καί νά κάμωμεν καθώς έκαμαν καί κάμουν όλοι οι άλλοι αδελφοί μας, νά ελευθερώσωμεν τήν πατρίδα, νά ζήσωμεν εις τό εξής πάντη ελεύθεροι καί νά τιμηθώμεν παρά Θεού καί παρά τού Γένους όλου... Ο αρχηγός τού Γένους μας πρίγκιψ Υψηλάντης εκυρίευσε τήν Αδριανούπολιν μέ τό πύρ καί τήν μάχαιραν καί εντός ολίγου εμβαίνει καί εις αυτήν τήν Κωνσταντινούπολιν... Ελευθερία ή Θάνατος! Τό 1ον έτος τής ελευθερίας 25 Μαΐου, Ξηρόμερο. Ο αδελφός σας Γεώργιος Βαρνακιώτης» Δοκίμιον ιστορικόν περί τής Eλληνικής Eπαναστάσεως παρά
203
Ιωάννου Φιλήμονος Οι Τούρκοι πασάδες χρησιμοποιούσαν κυρίως δύο δρόμους γιά νά κατεβάσουν τά ασκέρια τους από βορρά πρός νότο. Ο πρώτος δρόμος ήταν ανατολικά, από τή Λαμία μέσω Θερμοπυλών καί ο δεύτερος ήταν δυτικά από τήν Αρτα μέσω τού Μακρυνόρους. Γι' αυτό καί η πρώτη σκέψη τού Βαρνακιώτη ήταν νά κλείσει τά στενά τού Μακρυνόρους. Θά ακολουθούσε η πολιορκία τού Βραχωρίου πού ήταν η πρωτεύουσα τής επαρχίας τής Αιτωλοακαρνανίας ή Καρλελίου όπως λεγόταν τότε, όνομα πού πήρε από τόν Ιταλό αυθέντη Κάρολο Τόκο τών χρόνων τής φραγκοκρατίας. Στό Βραχώρι (Αγρίνιο) κατοικούσαν πλούσιοι Τούρκοι γαιοκτήμονες. Οι ραγιάδες δούλευαν στά χωράφια τους καί οι αγάδες εισέπρατταν τά έσοδα μέσα στήν πόλη καί στίς μεγαλοπρεπείς οικίες πού διέμεναν. Η εξουσία πού ασκούσαν στούς Ρωμιούς ήταν σκληρή καί απάνθρωπη καί γι' αυτό τά σπίτια πού έμεναν οι μπέηδες ήταν κανονικά φρούρια κλεισμένα μέ πανύψηλα διπλά ή τριπλά τείχη. Σύντομα όμως οι σκελετωμένοι χωρικοί θά έπαιρναν τήν εκδίκησή τους. Τίς παραμονές τής σύγκρουσης, ο στρατιωτικός διοικητής τού Βραχωρίου Νούρκας Σέρβανης γνωρίζοντας τίς κινήσεις τών Ελλήνων, κάλεσε τόν Ταχήρ Παπούλια δερβέναγα τών Κραββάρων καί τού Αποκούρου, γιά νά ενισχύσει τή φρουρά του. Αρματολός τής επαρχίας Βλοχού καί Βραχωρίου ήταν ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, ο οποίος σάν τόν Μακρή, ήταν από τούς ένθερμους υποστηρικτές τής επανάστασης. Χωρίς νά χάσει καιρό οργάνωσε μέ τούς άλλους καπετάνιους τήν επίθεση κατά τού Βραχωρίου. Στις 27 Μαΐου, ο Δημήτριος Μακρής καί ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας μέ 700 άνδρες έπιασαν τά "Γεφύρια του Αλάημπεη", που ήταν στον δρόμο μεταξύ Βραχωρίου καί Μεσολογγίου. Ο Σιαδήμας, αρματολός τού Αποκούρου, μέ 500 άνδρες στρατοπέδευσε στο Δογρί Τριχωνίδας. Μαζί του ενώθηκαν καί 200 άνδρες του Γρίβα. Ο Βλαχόπουλος μέ τόν Τσόγκα, οπλαρχηγό τής Βόνιτσας, έπιασαν τό παλαιό φρούριο πάνω από τήν πόλη. Τό βράδυ της 28ης Μαΐου 1821, ο Μακρής καί ο Βλαχόπουλος συννενοήθηκαν μέ φωτιές καί κινήθηκαν ταυτόχρονα κατά τής πόλης. Οι μωαμεθανοί γιόρταζαν το Ραμαζάνι καί είχαν στήσει τραπέζια στίς πλατείες γεμάτα φαγητά. Μόλις άκουσαν τούς πυροβολισμούς, πήραν τίς οικογένειές τους καί κλείστηκαν στά σπίτια τους. Μετά τήν εκδήλωση τής επίθεσης ενώθηκαν μέ τούς επιτιθέμενους καί αρκετοί Χριστιανοί τής πόλης, μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Στάϊκο. Τά πρώτα τουρκικά αρχοντόσπιτα παραδόθηκαν στή φωτιά καί άρχισε η μάχη μέσα στούς δρόμους τής πόλης τού Αγρινίου. «Η δέ οθωμανική εξουσία βλέπουσα προφανώς τήν επανάστασιν
204
εκκρηγνυομένην καί εις τήν Δυτικήν Ελλάδα, έσπευσε νά συγκεντρώση τάς δυνάμεις της εις Αρταν, διά νά εισβάλλουν εις τό μέρος τούτο καί τούς μέν επαναστατήσαντας ΈΈλληνας νά καταβάλλουν, εις δέ τούς κινδυνεύοντας Τούρκους νά δώσουν βοήθειαν καί ει δυνατόν νά διαβώσι καί τόν κορινθιακόν, διά νά προλάβουν από τόν κίνδυνον καί τούς πάσχοντας Τούρκους καί φρούρια εν Πελοποννήσω. Ο Βαρνακιώτης λοιπόν εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν εσπευσμένως έπεμψε τόν αδελφόν του Γιώτην μέ τετρακόσιους Ξηρομερίτας, όστις ενωθείς καί μέ τούς λοιπούς οπλαρχηγούς τής Αιτωλίας καί Ακαρνανίας, εκτύπησαν τούς Τούρκους καί επολιόρκησαν αυτούς εις τό Βραχώρι, εις ό ήτο η κεντρικωτέρα δύναμις αυτών, αυτός δέ έδραμε μετά σπουδής καί καταλαβών τό Μακρυνόρος, διέκοψε τήν συγκοινωνίαν τών Τούρκων μετά τής εν Αρτη εξουσίας αυτών, φονεύσας δέ επαναληπτικώς τούς ταταραίους (ταχυδρόμους) αυτών, ερχομένους από Αρταν εις Αγρίνιον, καί τ' ανάπαλιν, κατέλαβε τά έγγραφα αυτών, εξ ών αυτός μέν εγίνωσκε τά επιχειρήματα καί τούς σκοπούς τών Τούρκων...» Τά κατά Βαρνακιώτη υπό Κάρπου Παπαδοπούλου - Εν Μεσολογγίω 1861 Η μάχη τού Αγρινίου ήταν σκληρή καί οι ΈΈλληνες είχαν τέσσερεις νεκρούς. Τότε, ο Νούρκας Σέρβανης ζήτησε νά έρθη σέ διαπραγματεύσεις μέ τούς Ρωμιούς καί ο Φιλήμων μάς διασώζει τόν παρακάτω διάλογο: «- Ορέ καπεταναίοι, τ' είν' τούτα πού κάματαν καί πήραταν τό φακήρ φουκαρα'ς τό λαιμό σας; Πώς θά τά βγάλετε πέρα μέ τό σουλτάνο; Πού είναι ο Βαρνακιώτης; - Ο Βαρνακιώτης κρατεί τό Μακρυνόρος. - Τό θέλημα τού Νούρκα καί τών βέγιδων είναι νά τραβήσετε απεδώ, νά πάτε στά σπήτια σας καί νά βάλετε'ς τό εξής ένα καράρι (απόφαση). - Εδώ ήλθαμεν νά διώξωμεν τούς εντόπιους Τούρκους, επειδή μέ τούς Αρβανίταις δέν έχομεν πόλεμον.» Ιωάννης Φιλήμων Οι οπλαρχηγοί λοιπόν πρότειναν στούς Αλβανούς νά αποχωρήσουν μέ τά όπλα τους. Οι τελευταίοι όμως δέν τό αποφάσιζαν διότι ήλπιζαν πώς γρήγορα θά τούς ερχόταν βοήθεια από τήν 'Αρτα. Στίς 30 Μαΐου ήρθαν νέες ενισχύσεις μέ τόν Γιώτη Βαρνακιώτη, αδερφό του Γιώργη, καί στίς 3 Ιουνίου κατέφθασε καί ο ίδιος ο Γεώργιος Βαρνακιώτης μέ πολλούς Βαλτινούς καί Ξηρομερίτες, πού ανέβασαν τόν συνολικό αριθμό τών Ελλήνων στίς 4.000. ΈΈνεκα αυτής τής άφιξης τών νέων ελληνικών δυνάμεων οι πολιορκούμενοι Τουρκαλβανοί βρέθηκαν σέ δύσκολη θέση.
205
Τά τρόφιμα τους καί τα πολεμοφόδιά τους άρχισαν νά σπανίζουν. Πολλές αποθήκες τους είχαν περιέλθει στήν κατοχή τών Ελλήνων. Η δύναμη τών 1800 ανδρών πού είχε στείλει ο Χουρσίτ μέ τόν Ισμαήλ Πλιάσα, δέν κατόρθωσε νά περάσει τό Μακρυνόρος, γιατί τούς έφραξε τόν δρόμο ο Ανδρέας ΊΊσκος. Εκείνες τίς ημέρες ήρθε από τό λιμάνι τών Πατρών στό Μεσολόγγι ένα αγγλικό εμπορικό πλοίο φορτωμένο μέ μολύβι καί πυρίτιδα καί οι πολιορκητές αγόρασαν ένα ελαφρύ κανόνι από τόν Αγγλο πλοίαρχο Χούντερσον. Μάλιστα ο ίδιος ο Αγγλος πλοίαρχος συνόδεψε τό κανόνι από τό Μεσολόγγι μέχρι τό Αγρίνιο καί δέχτηκε στήν αγγλική γλώσσα τίς ευχαριστίες τού Βλαχόπουλου. Οι κανονιοβολισμοί τού κανονιού αυτού έπεισαν τόν Αλβανό Νούρκα νά διαπραγματευθεί μέ τούς ΈΈλληνες γιά τήν ασφαλή έξοδο τών Αλβανών από τό Βραχώρι. Μάλιστα λήστεψε τούς πλούσιους Τούρκους καί Εβραίους τής πόλης καί μέ τά κλοπιμαία έφυγε καί κινήθηκε πρός τό Καρπενήσι. Οι πολιορκημένοι Τούρκοι πού δέν περίμεναν πλέον καμμία βοήθεια ήρθαν σέ συμφωνία μέ τούς ΈΈλληνες νά παραδοθούν, υπό τόν όρο νά γίνει σεβαστή η ζωή καί η τιμή τους. ΈΈτσι, στίς 11 Ιουνίου 1821, έπεσε το Βραχώρι, πού αποτελούσε γιά τήν Δυτική Ελλάδα ό,τι η Τριπολιτσά γιά τήν Πελοπόννησο. Γιά τήν τύχη τών Εβραίων καί Τούρκων αιχμαλώτων τού Αγρινίου παραθέτω τήν παρακάτω πηγή: «Παρασκευή 10 Ιουνίου 1821 καί οι Τούρκοι του Βραχωριού δέχονται πια νά παραδοθούν. Οι ΈΈλληνες οπλαρχηγοί συμφωνούν. Δίνονται διαβεβαιώσεις για προστασία της ζωής όσων από τους Τούρκους καί τους Εβραίους παραδοθούν. ΌΌμως άτακτοι ένοπλοι ΈΈλληνες που δεν ελέγχονται πια από τους οπλαρχηγούς του αγώνα επιδίδονται σε σφαγές φτωχών αιχμάλωτων Τούρκων καί ιδιαίτερα Εβραίων, που είχαν πάρει το μέρος των κατακτητών καί για νά τους το δείξουν είχαν βασανίσει μέχρι θανάτου, αφού πρώτα τον τύφλωσαν μέ αγκαθιές, τον Παπαλέξη Δηματά, ιερέα του Βραχωριού. Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος αντέδρασε επίσης στις πρωτοβουλίες του Γεωργίου Βαρνακιώτη για αναίμακτη παράδοση των Τουρκοβραχωριτών καί Εβραίων. Διακατεχόμενος από μένος κατά των Τούρκων που κρατούσαν αιχμάλωτη την οικογένειά του στην ΆΆρτα διέταξε τους άντρες του το βράδυ της Κυριακής νά αφήσουν τις πιστόλες τους καί τα καριοφίλια τους καί νά ζωστούν τα γιαταγάνια τους καί τα μαχαίρια τους. Περικύκλωσαν εκατοντάδες άοπλους αιχμάλωτους φτωχούς Τούρκους καί Εβραίους που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη περιοχή της σημερινής οδού Παναγοπούλου καί της ομώνυμης πλατείας καί κατέσφαξαν πολλούς. Σκηνές "νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου" διαδραματίστηκαν. Οι άντρες του Αλεξάκη Βλαχόπουλου άρπαξαν πολλά από τα
206
κινητά υπάρχοντά τους καί αποχώρησαν. Κάποιοι προχώρησαν καί σε βεβηλώσεις νεκρών. Οι ελληνικές παραδόσεις περί σεβασμού των αιχμαλώτων πολέμου καί των νεκρών, δυστυχώς, ξεχάστηκαν... Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι ηγεμόνες Αλλάμπεης καί Ταχήρ - Παπούλιας Πασσάς, ο Μαχμούτ Μπέης καί η Ντζέκω Πασόνυφη (νύφη του Μεχμέτ Αγά Πασόπουλου) μέ τις οικογένειες τους παρελήφθησαν από τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο. Ανταλλάχτηκαν μέ την οικογένεια του που κρατούνταν από τους Οθωμανούς αιχμάλωτη στην Πρέβεζα. Οι αγάδες Χαλίλ Μπέης καί Βείζ εφέντης μαζί μέ τις οικογένειες τους καί λίγες φαμίλιες αγαδομπέηδων οδηγηθήκαν για προσωρινή προστασία στο σπίτι του Γιαννάκη Στάικου στην Βελάουστα (Πυργί). Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης μετέφερε μέ ασφάλεια 300 Τούρκους αιχμαλώτους μέ τις οικογένειες τους στον Αστακό. Οι περισσότερες αιχμάλωτες φτωχές τουρκικές οικογένειες μαζί μέ τους επιζήσαντες Τούρκους πολεμιστές που υπολογίζονται κατ' εκτίμηση σε 2.000 συνολικά ψυχές παραδόθηκαν στο καπετάνιο του Ζυγού Δημήτριο Μάκρη για νά οδηγηθούν από τις δυνάμεις του στη περιοχή της Μακρυνείας. Η μοίρα όμως γι' αυτές τις ψυχές είχε γράψει απρόβλεπτο καί σκληρό τέλος. Εκτιμάται βάσιμα πως σκοτωθήκαν "δια λιθοβολισμού" από τον όχλο της περιοχής καθώς οι δυνάμεις του "πετρίτη του Ζυγού" δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν νά τους προστατέψουν...» Διονυσάτος Γρ. Ιωάννης: Βραχώρι 11 Ιουνίου 1821. Οι Αθάνατοι Αγωνιστές Μετά τήν πρώτη πολιορκία τού Αλή στα Γιάννενα από τά σουλτανικά στρατεύματα, είχαν καταφύγει στούς Καλαρρύτες καί στό Συρράκο πολλοί ευκατάστατοι Γιαννιώτες μέ αξιόλογη κινητή περιουσία. Η παρουσία αλβανικής φρουράς δέν εμπόδισε την κήρυξη της επανάστασης (30 Ιουνίου 1821) στούς Καλαρρύτες από τόν Γεώργιο Τουρτούρη καί στό γειτονικό Συρράκο από τόν Ιωάννη Κωλέτη. Οι Αλβανοί στρατιώτες συνέλαβαν τούς προκρίτους ως ομήρους καί οχυρώθηκαν σε σπίτια, αναμένοντας ενισχύσεις από τά Ιωάννινα. Ακολούθησε μάχη μέ τούς ΈΈλληνες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα ο αρχηγός τής αλβανικής φρουράς Ιμπραήμ Πρεμετή νά συνθηκολογήσει καί νά εγκαταλείψει τήν πόλη. Ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς έστειλε ισχυρή δύναμη για την καταστολή τής επανάστασης στά δύο πλούσια βλαχοχώρια. Οι απόλεμοι κάτοικοι, χωρίς νά λάβουν καμμία βοήθεια από τούς οπλαρχηγούς τών Αγράφων καί τής Ρούμελης, δέν προέβαλαν αντίσταση καί εγκατέλειψαν τά χωριά τους. Οι Τούρκοι έμειναν έκθαμβοι προ του πλούτου, των ωραίων σπιτιών μέ τα ανεπανάληπτα μάλλινα κεντητά είδη, τα έπιπλα καί τα ασημένια καί χρυσά σκεύη, τά οποία λαφυραγώγησαν δίνοντας
207
έτσι χρόνο στούς πρόσφυγες τών δύο χωριών νά σώσουν τίς ζωές τους φεύγοντας μέσα από τά δάση καί τά φαράγγια τής Πίνδου. Τά χωριά κατεστράφησαν ολοσχερώς αλλά οι κάτοικοι σώθηκαν καί κατέφυγαν στό Μεσολόγγι, τή Ζάκυνθο, τήν Κέρκυρα καί αλλού. «Καλαρρύται καί Συράκου Εν τή Ηπείρω εκτός τών Σουλιωτών επανέστησαν κατά τάς τυραννίας καί αι περί τήν σειράν τού Πίνδου κωμοπόλεις Καλαρρύταις καί Συράκου, αποκλείσαντες εντός τινων οικιών τόν Οθωμανόν φρουραρχούντα εκεί Ιμπραχήμ Περματήν μετά 300 Αλβανών. Ο επί κεφαλής τών Ελλήνων Ιωάννης Ράγκος τόν επολιόρκησεν επί 10 ημέρας, μετά τάς οποίας διά συνθήκης τόν αφήκε καί ανεχώρησεν, εξερχόμενος δέ τής πόλεως ο Αλβανός εύρεν ερχόμενα στρατεύματα εξ Ιωαννίνων, σταλέντα παρά τού Χουρσίτ Πασσά, συνωδεύοντο δέ από χριστιανούς Γοστιτσάνους. Εισελθώντας δέ αναιμωτί εκυρίευσαν τάς κωμοπόλεις, τών οποίων οι δυστυχείς κάτοικοι μόλις προέλαβον νά φύγωσιν μετά τών οικογενειών των, ομοίως ανεχώρησε καί ο αρχηγός Ράγκος άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως, αι δέ κωμοπόλεις λεηλατηθείσαι επυρπολήθησαν.» Κουτσονίκας Λάμπρος - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Μία άλλη πόλη τής Δυτικής Ελλάδος η οποία ελευθερώθηκε από τόν κατακτητή ήταν τό Ζαπάντι, η σημερινή Μεγάλη Χώρα, 4 χιλιόμετρα δυτικά τού Αγρινίου. Μόλις οι επαναστάτες κυρίευσαν τό Βραχώρι, κινήθηκαν δυτικά γιά νά διώξουν τούς Τούρκους από τό γειτονικό Ζαπάντι. Οι μουσουλμάνοι όμως κάτοικοι αυτού τού χωριού δέν δείλιασαν καί προετοίμασαν αντίσταση, προσδοκώντας πάντοτε βοήθεια από τό στρατό τής Αρτας. Οχύρωσαν δύο τζαμιά καί τέσσερεις πύργους καί απάντησαν στίς προτάσεις τών Χριστιανών γιά παράδοση, μέ πυροβολισμούς. ΉΉταν εμπειροπόλεμοι καί γενναίοι στρατιώτες ισάξιοι μέ τούς Τούρκους τού Λάλα στόν Μοριά. Ούτε δύο κανόνια πού έφεραν οι ΈΈλληνες από τό Μεσολόγγι, ούτε τά λαγούμια πού άνοιξαν κάτω από τούς πύργους τών αμυνομένων έφεραν αποτέλεσμα. Οι Τουρκαλβανοί τού Ζαπαντίου επιχείρησαν ακόμα καί έξοδο γιά νά αιφνιδιάσουν μέ τά γιαταγάνια τούς πολιορκητές τους. Ο Βλαχόπουλος τότε διέκρινε από τήν χρυσή στολή τόν αρχηγό Γιουσούφ Ζουλφικάραγα τήν ώρα πού σκότωνε έναν ΈΈλληνα χειριστή κανονιού, τόν σημάδεψε καί τόν ξάπλωσε νεκρό. ΈΈγινε μεγάλη μάχη γύρω από τή σωρό τού νεκρού καί οι Τούρκοι έχασαν δεκαοκτώ άνδρες στήν αποτυχημένη προσπάθεια νά πάρουν τό νεκρό αρχηγό τους. Αργότερα, ο Βλαχόπουλος έκοψε τό κεφάλι τού νεκρού καί τό κρέμασε απέναντι από
208
τόν πύργο πού πολεμούσαν οι συγγενείς του. Στίς 19 Ιουλίου 1821, οι μουσουλμάνοι αφού είχαν χάσει τό θαρραλέο αρχηγό τους παραδόθηκαν καί σύμφωνα μέ τόν Τρικούπη καί τόν Φιλήμονα, οι Ελληνες άφησαν ελεύθερους τούς γενναίους πολεμιστές νά φύγουν καί νά πάνε όπου επιθυμούν. «Οργανισμός τής Γερουσίας τής Δυτικής Ελλάδος (4 Νοεμβρίου 1821) Εν ονόματι τής Παναγίας καί Αδιαιρέτου Τριάδος. Η παντελής απελπισία, αποτέλεσμα τού σκληροτάτου ζυγού τής Οθωμανικής τυραννίας, έβαλον εις τάς χείρας τών Ελλήνων τά όπλα. Ησθάνθηκαν ότι δέν ημπορούσαν πλέον νά ζήσουν εις τήν πατρίδα των, αλλ' ή αυτή έπρεπε ν' αφήσουν, ή υπό τήν μάστιγα τής τυραννίας καί εις τόν ζόφον τών δεσμωτηρίων ν' αποθάνουν, μή δυνάμενοι νά εκπληρώσουν τά υπέρ τήν δύναμίν των ζητήματα τών τυράννων των, ή μέ μέρος τού αίματός των νά εξαγοράσουν εκείνο τών επιλείπων αδελφών των, τών γυναικών καί τέκνων των. Απεφάσισαν τό τρίτον καί έλαβον τά όπλα. Τ' αποτελέσματα αυτού τού κινήματος τής απελπισίας των εστάθησαν ευτυχή παρ' ελπίδα, αλλ' αυτό τό ίδιον είχε καί άφευκτον επόμενον τήν αναρχίαν κακόν, τοσούτον φοβερώτερον, όσον ο πολυχρόνιος βαρβαρικός ζυγός είχε βλάψει τήν ηθικήν κατάστασιν τών Ελλήνων... Μετά μακρούς τέλος πάντων αγώνας καί μετά μεγάλας θυσίας, οι κάτοικοι τής Δυτικής Ελλάδος υπερίσχυσαν ευτυχώς τών εχθρών των καί ελευθερώσαντες τήν πατρίδα των, έδειξαν πάλιν σταθεράν τήν επιθυμίας τού νά εισαχθή Διοίκησις φρόνιμος υπό τήν οποίαν νά ίδωσι τήν απαλλαγήν των από τά πολυχρόνια δεινά των... Οι κύριοι Αλεξάκης Βλαχόπουλος, Πάνος Γαλάνου καί Χρηστάκης Στάϊκου εκ Βλοχού καί Βραχωρίου. Οι κύριοι Δημήτριος Μακρύς, Αναστάσιος Τζιμπουράκης, Αντωνάκης Γαβαλιώτης καί Γρηγόριος Κερασοβίτης εκ Ζυγού. Οι κύριοι Νικολάκης Θάνου επίτροπος καπετάνιου Γεωργάκη Νικολού (Βαρνακιώτη), Επαμινώνδας Μαυρομμάτης, Γεώργιος Φαράντος, Πέτρος Μπαμπίνης, Πάνος Γουλιμής εκ Ξηρομερίου. Ο κύριος Φώτος Μπόμπορης επίτροπος τών Καπιτάνων τού Σουλίου. Οι κύριοι Ιωάννης Τρικούπης, Δημήτριος Πλατίκας, Βενδραμής Οικονόμου καί Ιωάννης Βαλτινός εκ Μεσολογγίου... Μετά τήν προκαταρκτικήν ταύτην πράξιν, διά νά ακολουθήσουν τακτικώς εις όλα των τά κινήματα, εδιόρισαν ένα Πρόεδρον (τόν Εκλαμπρότατον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο)...» Ανδρέας Ζ. Μάμουκας - Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Εν
209
Πειραιεί 1839 Κεράσοβο - Ξεκίνημα τής επανάστασης Στό Κεράσοβο (Κερασοχώρι) γεννήθηκε τό 1770 ο Κώστας Στεργιόπουλος ο οποίος έμεινε γνωστός σάν Κώστας Βελής, όπως δηλαδή τόν είχε ονομάσει ο Αλή πασάς, ο οποίος τόν είχε στήν αυλή του από νεαρή ηλικία όπου τόν εκπαίδευσε στά άρματα αλλά καί τόν σπούδασε στά γράμματα. Λόγω της ανδρείας του αναδείχθηκε πρωτοπαλλήκαρο τού Τουρκαλβανού Βελή Γκέκα. Ο Κώστας Βελής διακρίθηκε σέ πολλές μάχες καί ο Αλή Πασάς τόν έκαμε βοεβόδα τής Μακεδονίας, ενώ αργότερα ο αρχιστράτηγος τών σουλτανικών στρατευμάτων Χουρσίτ Πασάς τόν διόρισε βοεβόδα τής Θεσσαλίας. Ο Ρωμιός οπλαρχηγός, παρόλα τά αξιώματα καί τά πλούτη πού τού είχαν δώσει οι πασάδες, μυήθηκε στή Φιλική Εταιρεία, καί τόν Μάρτιο του 1821, πήγε στήν Αγία Μαύρα (Λευκάδα), όπου έγινε η σύναξη τών Φιλικών στό σπίτι του Ιωάννη Ζεμπέλιου, καί εκεί διορίστηκε στρατιωτικός αρχηγός τής Ευρυτανίας. Στίς 10 Μαϊου 1821, στό χωριό του Κεράσοβο μαζί μέ τούς Κωνσταντίνο Βουλπιώτη, Σταμούλη Γάτσο, Λογοθέτη Ζώτο, Χρήστο Σουλιώτη, Γιάννη Μπράσκα, Αραπογιάννη καί Γιολδασαίους, σήκωσε τή σημαία του σταυρού καί εξέδωσε τήν παρακάτω επαναστατική προκήρυξη: "Αδελφοί, ΉΉλθεν η ώρα μέ το θέλημα του Θεού να απελευθερώσωμεν την πατρίδαν από την τουρκικήν τυραννίαν λοιπόν άμα λάβητε το παρόν να λάβητε τα άρματά σας καί να έλθετε όπου σάς περιμένω εδώ, εντός τριών ημερών, διότι ο καιρός δέν μάς περιμένει περισσότερον. Να είμαστε έτοιμοι δια να κάμωμεν το χρέος μας εις την πατρίδα Κεράσοβον 10 Μαϊου 1821. Ο αδελφός σας Κώστας Βελής". Στήν φωνή τών οπλαρχηγών ενώθηκαν πολλοί Ευρυτάνες καί συγκρότησαν τα πρώτα επαναστατικά σώματα. Οι Γιολδασαίοι στή θέση Ζηρέλι πού ήταν κοντά στή Μεσοκώμη τού Δήμου Ευρυτάνων νίκησαν περίπου 360 τουρκαλβανίτες καί αιχμαλώτισαν τόν αρχηγό τους Νούρκα Σερβιάνη. Πάλι οι Γιολδασαίοι μαζί μέ τόν Γιάννη Μπράσκα τού Σωβολάκου επιτέθηκαν στό Καρπενήσι στίς 4 Ιουνίου 1821 καί μετά από πολλές μάχες κατάφεραν νά διώξουν τούς Τούρκους από τήν πόλη. Ο μόνος Ελληνας πού δέν άκουσε τό κάλεσμα τών ομοπίστων του καί συμμάχησε μέ τούς Τουρκαλβανούς, ήταν ο πανίσχυρος κοτζάμπασης της Ρεντίνας Τσολάκογλου. Δυστυχώς ο Κώστας Βελής χάθηκε γρήγορα σάν τόν Διάκο. Πιάστηκε αιχμάλωτος από τούς Τούρκους σέ μάχη που έγινε στή Φωτιάνα (Αηδονοχώρι) κοντά στήν Ρεντίνα. Οδηγήθηκε στήν Πόλη τόν Αύγουστο τού 1821, όπου θανατώθηκε μετά από σκληρά βασανιστήρια.
210
Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις - Σφαγές στήν Κύπρο τό 1821 Τά ομαδικά εγκλήματα, τά βαρύνοντα τήν τουρκικήν εξουσίαν, ενηργήθησαν κυρίως εκεί πού δέν εξεδηλώθη κίνησις επαναστατική. Ο Μαχμούτ ισχυρίζετο ότι μόνον διά τής αγριότητος ηδύνατο ν' απαντήση εις τήν αποστασίαν τών απίστων. Αλλ΄ η αγριότης αυτή δέν εξεδηλώθη παρά μόνον εις τόπους όπου δέν υπήρχαν αποστάται καί όπου δέν εφαίνετο κινδυνεύον τό Ισλάμ. Eξεδηλώθη εναντίον τών ηρεμούντων ελληνικών πληθυσμών, ευρισκομένων μακράν τής χώρας όπου είχε κηρυχθή η επανάστασις, εναντίον τού κλήρου των, εναντίων τών γυναικών των, πού απήχθησαν εις τά χαρέμια, εναντίον τών παιδιών των, πού μετεφέρθησαν εις τήν Ασίαν διά νά εξισλαμισθούν. Εις τήν Πελοπόννησον δέν έγιναν σφαγαί. Τούς ελληνικούς πληθυσμούς τούς ευρισκομένους πλησίον τών ισχυροτάτων τουρκικών φρουρών, επροστάτευε η μακρινή ηχώ τών ολίγων ελληνικών τουφεκιών τής υπαίθρου... Εις τήν Στερεάν, εις τήν ΉΉπειρον, εις τήν Θεσσαλίαν δέν απετολμήθησαν σφαγαί, διότι υπήρχαν έξω τών πόλεων ΈΈλληνες οπλαρχηγοί. Η μανία τών Τούρκων κατά τών γκιαούρηδων επεξετάθη εκεί όπου οι ΈΈλληνες ηρεμούσαν καί έμεναν απολύτως απροστάτευτοι. Εις τήν Πόλιν, τήν Σμύρνην, τήν Κύπρον, εις τήν Κών, εις τήν Θάσον, εις τήν Λήμνον, εις τήν Αδριανούπολιν... Ο μουτεσελίμης τής Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ υπέβαλε εις τήν Πύλιν μακρόν ονομαστικόν κατάλογον Κυπρίων, τών οποίων εζήτησε τήν θανάτωσιν. Η Πύλη απήντησεν ως φύλαρχος τής Αφρικής, έχων νόμον τήν πίστιν του εις τόν Προφήτην καί τήν ληστείαν τών καραβανίων. Διέταξε νά σφαγούν όλοι οι αναφερόμενοι εις τόν κατάλογον καί άλλοι ακόμη άν εχρειάζετο, νά δημευθούν αι περιουσίαι των καί νά εξανδραποδισθούν αι γυναίκες καί τά παιδιά των, εκτός εκείνων πού θά προσήρχοντο εις τόν Ισλαμισμόν... Οι συλληφθέντες μετεφέρθησαν εις τήν πλατείαν πρό του διοικητηρίου καί εκεί ανεγνώσθη τό φιρμάνι τού σουλτάνου διά τήν θανάτωσιν των. Ο μητροπολίτης Κυπριανός απηγχονίσθη επί δένδρου καί απεκεφαλίσθησαν τρείς άλλοι αρχιερείς, ο Πάφου, ο Κιτίου καί ο Κυρήνειας. Τήν επομένην απεκεφαλίσθησαν όλοι οι άλλοι πλήν τριανταέξ, οι οποίοι εδέχθησαν νά εξισλαμισθούν. Τά πτώματα τών σφαγέντων έμειναν εκτεθειμένα επί ημέρας, κατακοπέντα καί παραμορφωθέντα από τούς βανδάλους, απαγορευθείσης τής ταφής... Προκήρυξις Κυπρίων - Ρώμη 6 Δεκεμβρίου 1821 Επειδή ή τυραννική διοίκησις των Τούρκων μετεβλήθη ολοτελώς εις ληστείαν και ούτε ό ειρηνικός ημών βίος προς τούς σκληρούς αυτών
211
νόμους ευ τίθησιν, ούτε πολιτική φρόνησις, ούτε αθωότης ούτε ταπείνωσις, ούτε υπέρ την ημετέραν δύναμιν έξοδα, ούτε παν άλλο είδος θυσίας, όπερ διά των προυχόντων ημών επροσφέραμεν, ίσχυσαν να εμποδίσουν τας άχρι θανάτου καταδρομάς ημών των εν Κύπρω Χριστιανών, αλλά χωρίς τινος ηθικής ή λόγω προφάσεως κατέσφαξαν όσους εξ ημών έβαλον εις το χέρι Χριστιανούς, μηδέν ευλαβούμενοι, ουδέ των αιδεσίμων ιερέων, ουδέ των σεβασμίων αρχιερέων, ούδ' αυτού τού Μακαριωτάτου ημών Πατρός και Δεσπότου, άλλ' αυτούς μεν κατέσφαξαν, τούς δε ιερούς ημών ναούς και οίκους, άλλους μεν ηρήμωσαν, άλλους δε κατέκαυσαν, δίδοντας εις αρπαγήν τα τέκνα ημών και γυναίκας, βιάζοντας αυτά να εναγκαλισθώσι την ανόσιον αυτών θρησκείαν και άλλα όσα τραγικά και αποτρόπαια βαρβαρική δύναμις καταχράται, όπου δεν ευρίσκει αντίστασιν διά τας φρικτάς αυτών αδικίας και δι' όσας άλλας προ αυτών, εί και μετριωτέρας αλλά συνεχείς υπό των τυράννων αυτών υπεφέραμεν. Ν ομίζομεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι έχομεν κάθε δίκαιον να μη γνωρίζωμεν πλέον διά διοίκησιν τούς αιμοβόρους τούτους ληστάς, αλλά συμφώνως με τούς λοιπούς αδελφούς ημών ΈΈλληνας θέλομεν προσπαθήσει διά την ελευθερίαν τής ειρηνικής ημών, πάλαι μεν μακαρίας, ήδη δε τρισαθλίας νήσου Κύπρου. 'Ενεκα τούτου συμψηφίζομεν Επίτροπον τής νήσου μας άπαξ τόν ευγενή Κύριον Νικόλαον Θησέα, υιόν τού αοιδήμου Μεγάλου Οικονόμου τού Μακαριωτάτου, όπως συνεργήσει καί ενεργήσει πληρεξουσίως πάντα όσα κρίνει συμφέροντα, απέλθη αυτός ή πέμψει πρεσβείαν πρός τούς Χριστιανούς Μονάρχας ή εις όντινα τούτων κρίνει συμφερώτερον, έλθει εις συνθήκας περί τής Νήσου, καί υπογράψει ως από μέρους τού κοινού, ετοιμάσει δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθή κατά τών εχθρών, δανεισθή επάνω είς τά κοινά εισωδήματα ή κτήματα τού Κοινού τής πατρίδος, ή καί τών όσα ή πλεονεξία τών Τούρκων εσφετέρησε, ή όσας γαίας ή άλλα κτήματα, έν τή πατρίδι δέν έχουν νόμιμον δεσπότην, ή επάνω είς τό δέκατον κοινώς όλων τών έν Κύπρω κτημάτων ημών, ενί δέ λόγω δίδοται τώ επιτρόπω απολύτως πάσα εξουσία, ίνα πράξη υπέρ τής ελευθερίας, νομίμου διοικήσεως, καί ευταξίας τής Κύπρου, όσα κατά τάς υποσχέσεις καί όρκους, άς λάβομεν παρ' αυτού. Ο δέ Θεός τής δικαιοσύνης ευλογήσει τούς σκοπούς ημών, καί δώσει ημίν τήν θείαν χάριν αυτού, όπως λάβωσιν αίσιον τέλος. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - γιά τίς σφαγές στήν Κώ Πάνδεινα έπαθαν συγχρόνως καί οι δυστυχείς Κώοι. Δωδεκασχίλιοι Τούρκοι καί εξακισχίλιοι Χριστιανοί ήσαν επί τής επαναστάσεως οι κάτοικοι τής νήσου ταύτης, διεσπαρμένοι εις έξ μέρη, τήν κυρίως
212
λεγομένην Χώραν καί τά χωρία Κέφαλον, Αντιμάχειαν, Πηλείον, Ασφενδιόν καί Κερμετήν. Οι εντόπιοι Τούρκοι, άν καί υπερίσχυαν καί κατά τόν αριθμόν καί κατ' άλλα, μετέφεραν τόν απρίλιον εις τήν νήσον εκ τών τής ανατολής μερών κατά διαταγής τής Πύλης διά φόβον ενδεχομένης εξωτερικής επιδρομ΄ςη Ελλήνων εξακόσιους οπλοφόρους. Αταξίαι, αρπαγαί καί φόνοι σποράδην συνέβαιναν έκτοτε καθ' ημέραν, αλλά τά κακά εκορυφώθησαν τήν 11 ιουλίου. Εκ μόνων τών κατοίκων τής Χώρας εσφάγησαν 98, όλαι δέ αι οικίαι εγυμνώθησαν, τά ιερά εχλευάσθησαν, αι νέαι γυναίκες εκρατήθησαν καί μετά τρείς ημέρας απελύθησαν, πάσα αιδώς εν ενί λόγω εξέλειψε καί πάς σπινθήρ ελέους εσβέσθη... Διαφέροντα καί περίεργα τινά ιστορήματα - Αλέξιος Κουτσαλέξης, Αθήναι 1882 - γιά τήν επανάσταση στούς Καλαρρύτες ΈΈως τόν Μάρτιον η πόλις τής Αρτας έμενεν ήσυχος, ο δέ πληθυσμός της ηύξησε ένεκα τής καταφυγής απείρων χριστιανικών οικεγενειών εξ Ιωαννίνων. Αλλ' άμα ηκούσθη η επανάστασις τής Πελοποννήσου, πάραυτα καί εκεί υπόκωφος ενέργεια ήρχισε νά ταράσση τήν κοινωνίαν. Δέν άργησαν δέ νά φανούν τά σημεία τής γενικής αναστατώσεως, καί δή καί η τουρκική κυβέρνησις δέν ήργησε νά λαμβάνη τά συνήθη μέτρα εις βάρβαρον κυβέρνησιν. Αι αιματηραί σκηναί αι λαβούσαι χώραν εις τήν πόλιν αυτήν κατά προσώπων υπόπτων ή ομήρων καί η απειλούμενη γενική σφαγή τών Ελλήνων εκ μέρους τών Τούρκων ηνάγκασεν όλους σχεδόν τούς Ιωαννίτας ν' απέλθωμεν εις ασφαλές μέρος. Εκτός δέ τούτου αι τροφαί ήρχισαν νά σπανίζουν, μή τολμώντων πλέον τών χωρικών νά εισέλθωσιν εις τήν πόλιν, μέ άλλας λέξεις οι ΈΈλληνες ήσαν όλοι εις τό ποδάρι. Δέν πρέπει νά διαφύγη τήν γραφίδα μου μία περίστασις περίεργος. Καί ποιά νομίζει ο αναγνώστης είναι αυτή; Οι Τούρκοι δέν κατεδέχοντο νά σφάζουν τούς Χριστιανούς ΈΈλληνας. Τό έργον αφιέρωσαν εις τούς Εβραίους. Κήρυξ, υψηλός τό ανάστημα Εβραίος, εξετέλει τήν διαταγήν τής αιμοβόρου αρχής. Είδον μέ τά όμματά μου τόν Εβραίον αυτόν νά έχη τήν μάχαιραν έτοιμην, καί τό θύμα γονατιστόν γυμνόν επερίμενε σφιγκτά δεμένον όπως χάση τήν κεφαλήν. Αλλ' αποστρέψας πάραυτα τήν κεφαλήν μου λιπόθυμος σχεδόν έτρεξα εις τήν οικίαν, καί μόλις μετά πολλάς ώρας συνήλθον. Αι εκτελέσεις αυταί ελάμβανον χώραν εις τήν πλατείαν τήν καλουμένην Μονοπωλειό. Η μήτηρ μου ηναγκάσθη ένεκα τούτου καί ίνα μή ακούωμεν τάς γοεράς φωνάς νά μετοικήσωμεν. Η απόφασις τής αναχωρήσεώς μας εξετελέσθη. Τά ζώα ευρέθησαν, ητοιμάσθημεν, ιππεύσαμεν, αλλά καθ' οδόν άλλαι οικτραί σκηναί. Τά ζώα δέν εβάδιζον ειμή κρατούμενα από τών χαλινών καί έχοντα μανδήλια επί τών ομμάτων. Η γέφυρα τής Αρτης ήτο εστολισμένη από ανθρωπίνους
213
κεφαλάς καί άπειρα κορμιά έκειντο άνευ κεφαλής επί τής γέφυρας, περαιτέρω δ' επί τοίχων ίσταντο άπειροι παλουκωθέντες. Φρίκη μέ έπιασε. Μού ήλθεν έμετος καί τώρα, όταν έρχωνται εις τήν μνήμην μου, κάπως ριγώ... Μετά τήν δέουσαν σκέψιν αι γυναίκες απεφάσισαν ν' ανέλθωμεν εις Καλαρρύτας, όπου κατέφευγον καί έτεραι οικογένεια εξ Ιωαννίνων ως ασφαλέστατον μέρος. Οι Καλαρρύται εθεωρούντο απόρθητοι... Η πόλις Καλαρρυτών μέ εξέπληξε διά τάς ωραίας οικοδομάς, άς έβλεπον καί η θέα αυτή μέ απεζημίωσε διά τό τρομερόν ανεβοκατέβασμα τής επικινδύνου οδού. Πλήθος λαού κατά τήν πλατείαν αυτήν συνηθροισμένου ωμίλει τήν βλαχικήν, ολίγοι δέ πατριώται μας Ιωαννίται εσχημάτιζον χωριστούς ομίλους. Παίς εγώ ουδέν ενόουν. ΌΌ,τι έπληττε τά αυτία μου, ήτο όσα ήκουον εις Ιωάννινα, εις Γραμμένον, εις Αρταν, ήτο πάντοτε τό "θά γίνει τό Ρωμέϊκο". Ο Γεώργιος Τουρτούρης, εις τών προυχόντων Καλαρρυτών καί ο Κωλέτης, είς τών πρώτων τής πόλεως Συράκου, συνεννοοηθέντες μέ διαφόρους κοινότητας τής Ηπείρου, προπαρασκεύαζον τήν εξέγερσιν τού λαού κατά τών τυράννων. Η εξέγερσις δέν ήργησε νά λάβη χώραν. Οι ήχοι τών κωδώνων ήρχισαν νά κρούουν ακατάπαυστα. Διάφοροι άνδρες εκ τών Ιωαννιτών, όσοι κατέφυγον εις τήν πόλιν αυτήν, έχοντες όπλα, έτρεξαν εις αποκλεισμόν τής αλβανικής φρουράς συγκειμένης από 80 περίπου. Ο περισσότερος δέ λαός, ωπλισμένος ή όχι, διότι όλιγοι είχον όπλα, μετά τών παίδων ζητωκραυγάζοντες υπέρ τού Γένους, συνεκεντρώθησαν πέριξ τής μεγάλης εκκλησίας καί ανύψωσαν λευκήν σημαίαν μετά κοκκίνου σταυρού, τυχηρός δ' εστάθην νά λάβω καί εγώ μέρος μετά τών λοιπών παίδων εις τό έργον τούτο... Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις - γιά τά μαρτύρια τών Ρωμιών στήν Εύβοια Εις τήν Χαλκίδα ο Μωαμεθανός Ουζούν Σερίφ παρήγγειλε κάποτε εις τόν μεταξουργόν Γιάννην Βαθυώτην νά τού στείλη μίαν μπότσαν ρακί, καί όταν τό έλαβε τού τό επέστρεψε, διότι δέν τό ευρήκε καλόν, μετά δύο δέ ημέρας επέρασεν από τό μαγαζί του. - "Ακόμα τό περιμένω τό ρακί", τού εφώναξε. Kαί πρίν ο Βαθυώτης προφθάση νά τού απαντήση, ο Σερίφ ετράβηξε τό πιστόλι του καί τόν εσκότωσε. Ο φονεύς δέν κατεδιώχθη. ΈΈνας άλλος, ο Δερβίς αγάς, έστειλε ένα παιδί νά τού αγοράση ένα πεπόνι μέ δύο λεπτά από τόν Αντώνην Κοντόν. Αλλ' η γεύσις τού αγά δέν ικανοποιήθη από τήν ποιότητα τού αγορασθέντος πεπονιού καί τό παιδί εστάλη πίσω νά φέρη άλλο άνευ πληρωμής. Ο Κοντός ηρνήθη. Αμέσως ο αγάς έτρεξεν εις τήν αγοράν, ετράβηξε τό μαχαίρι του καί τό εβύθισεν εις τήν κοιλίαν τού πτωχού ΈΈλληνος. Αλλος Τούρκος Χαλκιδεύς, ο Μπαργιάμογλους, συναντήσας εις τόν περίπατόν
214
του, ολίγον έξω τής πόλεως, τόν Σπύρον Κοροπίτσην τόν διέταξε, διά νά διασκεδάση, νά περάση τό λιθόστρωτον κομμάτι τού δρόμου - τό καλντερίμι (από τό βυζαντινό καλλιδρόμιον) - βαδίζων μέ τά χέρια καί μέ τά πόδια επάνω. Ο ταλαίπωρος ραγιάς υπήκουσε, διότι εγνώριζε τί θά εσήμαινεν η παρακοή. Αλλά δέν είχεν ασκηθή διά τοιούτον γύμνασμα καί κάθε τόσο έχανε τήν ισορροπίαν του. Ο Μπαργιάμογλους ετράβηξε τό πιστόλι καί μέ ένα πυροβολισμόν εις τό κεφάλι τού πτωχού ανθρώπου τόν έστειλε νά μάθη ακροβασίαν εις τόν άλλον κόσμον. Φιρμάνι της Υψηλής Πύλης προς τις οθωμανικές αρχές της Ρούμελης - 1601 "Οι νέοι των απίστων (που προορίζονται για γενίτσαροι) πρέπει να είναι καλλίμορφοι, αρτιμελείς καί προς πόλεμον κατάλληλοι. ΌΌταν κανείς αντιστεί εις την παράδοσιν των γενιτσάρων ν' απαγχονίζεται ευθύς εις το κατώφλι της θύρας του." Εις τον προδότην - Ανδρέας Κάλβος Eγύρισε τις πλάτες του, φεύγει, φεύγει ο προδότης, αλαμπή σέρνει τ' άρματα φαρμακερά, το στήθος του έγινεν 'Αδης. Tον σταυρόν καί τους ΈΈλληνας άφησ' οπίσω, εξάπλωσεν αδελφικώς την χείρα του στους τούρκους, κ' επροσκύνησε βάρβαρον νόμον. Tον συντροφεύει ολόμαυρον μέγα εναέριον σύγνεφον, κρέμεται ακόμα ατίνακτον αστροπελέκι επάνω του, κ' άγρυπνος μοίρα.
http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis7.html
215
216
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Η' Ανδρίτσος - Ανδρέας Βερούσης Ο Ανδρίτσος (Ανδρέας Βερούσης), πατέρας τού Οδυσσέα Ανδρούτσου, γεννήθηκε τό 1750 στούς Λιβανάτες τής Λοκρίδας. Καταγόταν από οικογένεια Κλεφτών καί από πολύ νωρίς έδειξε τόν δρόμο πού θά ακολουθούσε, όταν σέ νεαρή ηλικία σκότωσε τον μπέη της Αταλάντης. Μετά τό φονικό κατέφυγε στά βουνά καί κατετάγη στο ένοπλο σώμα του φημισμένου κλέφτη της Λοκρίδας Μήτρου Βλαχοθανάση. 'Οταν ο γηραιός καπετάνιος αποσύρθηκε, ο Ανδρίτσος τόν διαδέχθηκε στην αρχηγία. Το 1775 ο Ανδρίτσος διενήργησε τήν πρώτη του μεγάλη επιθετική ενέργεια έξω από τόν ΈΈπαχτο (Ναύπακτο). ΈΈχοντας συμπολεμιστή του τόν ογδοντάχρονο πλέον Βλαχοθανάση, επιτέθηκε κατά του Μουχτάρ πασά, πού διαφέντευε όλη τή Ναυπακτία. Οι Κλέφτες όμως ηττήθηκαν σέ αυτή τή μάχη καί ο Βλαχοθανάσης προσπαθώντας νά σώσει τό πρωτοπαλλήκαρό του Γιάννη Ξυλικιώτη, τραυματίστηκε θανάσιμα στό κεφάλι. «Ο δερβέναγας του Μαλανδρίνου είχε καταλύσει εις Πλέσσαν, ακολουθούμενος υπό εξήκοντα καί πλέον οπαδών, ότε ο προύχων του χωρίου, εμφανισθείς περίτρομος, ανήγγειλεν εις αυτόν την αιφνηδίαν άφιξιν του Ανδρίτσου. Κατά την εποχήν εκείνην ο διάσημος αρχικλέφτης περιήρχετο, ως απόλυτος κύριος ανα τήν Ρούμελην όλην, μη τολμώντος ουδενός ν' αντιπαραταχθεί προς αυτόν. Τα μεγάλα κατορθώματά του, η γενναιότης καί η πολεμική ορμή των παλληκαρίων του, είχον αναγκάσει τους Τούρκους ν' αναγνωρίσουσι σιωπηλώς την υπεροχήν του καί να φέρωνται προς αυτόν όπως προς ένα αυτοκέφαλον σωματάρχην, διά τον οποίον δεν ίσχυον τα σουλτανικά φερμάνια. Διό ο δερβέναγας ήδη κατεταράχθη πολύ εις την είδησιν αυτήν της παρουσίας του. Εγνώριζεν αυτόν σπεύδοντα πάντοτε προς αναζήτησιν των δερβεναγάδων, ανυπόμονον εις εκδίκησιν της δεδουλωμένης πατρίδος, άπληστον πάντοτε εις πολεμικάς δάφνας καί δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι τώρα, άνευ σοβαρού τινος λόγου, είχεν έλθη εκεί. Θέλων δε ίνα προκαταλάβη τας διαθέσεις του, περιποιούμενος αυτόν, εζήτησεν ίνα συνομιλήσωσι κατά μόνας, αναγνωρίζων δήθεν την θέσιν του. - "Σαν θέλει ας έλθει", είπεν αδιάφορα ο Ανδρίτσος. Τω όντι ο δερβέναγας, ακολουθούμενος υπό τεσσάρων οπαδών, ενεφανίσθη μετ' ολίγον εις την οικίαν του προύχοντος Καραμπελόγιαννου, όπου ο Ανδρίτσος κατέλυε μετά του Ηλία Βιδαλιώτη καί του Βλαχοθανάση. Ενώ δε ο δερβέναγας συνήπτεν ομιλίαν περί διαφόρων πραγμάτων μετά του αρχικλέφτου καί ετρέπετο εις φιλικάς προς αυτόν εξομολογήσεις, οι ακόλουθοί του περιεργάζοντο από κεφαλής μέχρι ποδών μετ' ακριβείας αυτόν καί τα πιστά αυτού πρωτοπαλλήκαρα, ευτυχείς διότι ηδύναντο ν' ατενίσωσιν εις
217
αυτούς αφόβως, ως εις φίλους. Το άγριον ύφος του Ανδρίτσου καί του Ηλία το μεγαλοπρεπές παράστημα εκίνουν αυτούς εις έκπληξιν, ενώ του Βλαχοθανάση η ανδρική καλλονή, η εντελής κανονικότης των μελών του όλων, οι γλαυκοί καί πλήρεις σοβαρού μυστηρίου οφθαλμοί, το ευρύ ηλιοκαές μέτωπον εν αντιθέσει προς την άφθονον ξανθήν κόμην του, μόλις λευκάζουσαν πού καί πού εκ της ηλικίας, έφερον αυτούς εις άμετρον συμπάθειαν καί θαυμασμόν... Μετά τας νίκας αυτάς, οι αρματωλοί διηυθύνθησαν προς τα μέρη του Μαλανδρίνου, συγκροτήσαντες δε καί ενταύθα μάχην ενίκησαν τους Τούρκους, κατά ταύτην όμως έπεσαν ανδρείως αγωνισθέντες ο εκ Γαλαξειδίου Κώστας Σουσμάνης, καί ο εξ Αγίας Ευθυμίας Μήτρος Δενδούσης. Μετά την μάχην ταύτην, οι αρματωλοί ήρχισαν ίνα περιορίζωνται εις αμυντικούς πολέμους, διότι μεγάλως επηρέασεν αυτούς ο εν Μαλανδρίνω θάνατος των δύο ανδρειοτέρων συντρόφων αυτών, καί διότι τινές θέλοντες ιν' αναπαυθώσιν εκ των αλεπαλλήλων πολέμων, απήλθον εις τας πατρίδας των... Οι αρματωλοί διαχειμάσαντες εις Βουνιχώραν, πατρίδα του Βλαχοθανάση, ανεχώρησαν, άμα τη ανοίξει, προς τα μέρη της Ναυπάκτου. Ο Βλαχοθανάσης, υπέργηρος ήδη ων, απεφάσισεν ίνα παραιτηθή του αγώνος καί αποθάνη ήσυχος εις τα χώματά του. Ο Ανδρίτσος, γνωρίζων την γενναιότητα καί εμπειρίαν του γηραιού αρματωλού, θερμώς παρεκάλεσεν ίνα μεταβάλη σκοπόν καί ακολουθήση τους συντρόφους. Αι παρακλήσεις εκλόνισαν την απόφασιν του αρματωλού, όστις αρπάσας το πυροβόλον ηκολούθησεν αυτούς, διότι ήτο πεπρωμένον ίνα αποθάνη πολεμών, ο εν πολέμω γεννηθείς καί γηράσας Βλαχοθανάσης. Αναχωρήσαντες εκ Βουνιχώρας, διήλθον τό Μαλανδρίνον σφάζοντες καί πυρπολούντες. Μετ' ου πολύ δ' έφθασαν έξω της Ναυπάκτου, προτιθέμενοι ίνα εισβάλωσι καί φονεύσωσι τον διοικητήν Μουχτάρ πασσάν, καθ' ου ευλόγους αφορμάς μίσους είχον, διότι προ ολίγου συλλαβών ούτος τον εκ του χωρίου Ξυλογαιδάρας ψυχογυιόν του Ανδρίτσου, απανθρώπως εφόνευσεν. Ο Μουχτάρ πασσάς στρατολογήσας, εξήλθεν επί κεφαλής μεγάλων δυνάμεων κατά τούτων, οίτινες υπεκφεύγοντας την μάχην εκαιροφυλάκτουν προς γενναίαν επίθεσιν. Τέλος μετά πολλάς υπεκφυγάς, ηναγκάσθησαν ίνα συμπλακώσι μετά των πολεμίων, η μάχη διήρκεσε καρτερικώτατα εξ αμφοτέρων των μερών επί πολλάς ώρας, καί πολλοί είχον πέσει, χωρίς η νίκη να κλίνη προς ουδένα. Λυσσών ο γέρων Βλαχοθανάσης, όρμησε ξιφήρης προς το κέντρον των εχθρών, ίνα μετρηθή μετά του Μουχτάρ πασσά σώμα προς σώμα, αι σφαίραι διηυθύνοντο κατ' αυτού βροχηδόν, καύσασαι όλην την εις τους αέρας κυματίζουσαν λευκοτάτην καί μακράν αυτού γενειάδα, δύο σφαίραι τον επλήγωσαν εις την δεξιάν χείραν καί άλλη επί του
218
τραχήλου, ο αρματωλός, προφυλαττόμενος, επροχώρει, παρακολουθούμενος υπό του γενναιοκάρδου Ιωάννου Ξυλικιώτη, καί μόλις επλησίαζον το προς ο διηυθύνοντο κέντρον, ο Ιωάννης κατατρυπηθείς υπό πολλών σφαιρών, έπεσεν επικαλούμενος την βοήθειαν αυτού, ο Βλαχοθανάσης έστρεψεν ίνα βοηθήση τον εκπνέοντα αδελφόν του, αλλά σφαίρα τρυπήσασα την κεφαλήν, τον έρριψε κατά γης. Συνήθροισεν όλην την σβεννυμένην υπό του θανάτου φωνήν αυτού, καί μόλις ηδυνήθη ν' απαγγείλη "παιδιά, πάρτε μας τα κεφάλια, καί να' χετε την ευχή μου", εξέπνευσε. Ο Ανδρίτσος ώρμησε μεθ' όλων των αρματωλών ίνα καταλάβη τα πτώματα, τα οποία έσπευδον ιν' αρπάσωσιν οι Τούρκοι. Τα πυρά διεσταυρώθησαν, πολλοί έπιπτον αμφοτέρωθεν, αλλ' ουδείς εγκατέλιπε τό πεδίον. Οι αρματωλοί έχοντες απόφασιν ή να λάβωσι τας κεφαλάς των δύο συντρόφων, η όλοι να πέσωσι, κραυγάζοντες ώρμησαν ακάθεκτοι. ΉΉρχισεν να τρέπηται εις φυγήν το κέντρον του στρατού του Μουχτάρ, ότε ενεφανίσθη ο δερβέναγας της Ναυπάκτου Μητσο Μπόνος μετ' αξιολόγου επικουρίας. Οι αρματωλοί ηναγκάσθησαν ίνα υποχωρήσωσιν εγκαταλιπόντες τας κεφαλάς του Μήτρου Βλαχοθανάση καί του Ιωάννου Ξυλικιώτη, καταδιωκόμενοι δε υπό υπεραρίθμων εχθρών, διεσώθησαν εις του Σκορδά το χάνι, ο αριθμός των φονευθέντων Τούρκων υπήρξε σημαντικός, εκ των αρματωλών εφονεύθησαν πέντε, εν οις ο γέρων Βλαχοθανάσης. Τούτους θρηνών ο Ανδρίτσος λέγει: " Πέντε παιδιά μου σκότωσαν καί τον Βλαχοθανάση, πέντε πλευρά μου τσάκισαν, καί τη δεξιά μου πλάτη." Η κεφαλή του Βλαχοθανάση αποκοπείσα υπό των Τούρκων περιήλθεν όλα τα πέριξ επιδεικνυομένη εν θριάμβω, καί οι Τούρκοι, πλήρεις χαράς επί τω θανάτω του τρομερού αρματωλού, έδιδον δώρα εις τους περιφέροντας. Ακολούθως δε παραδοθείσα, επί αδρά ανταμοιβή, εις τον μπέην των Σαλόνων, υπέστη την τελευταίαν καταφρόνησιν, κρεμασθείσα άνω κοπρώνος. Διαβάτ' από τον ΈΈπαχτο, την άκρ' από τον λόγκο, Ν' ακούσετε τον πόλεμο, που πολεμάει Ανδρούτσος, Ανδρούτσος κ' ο Μουχτάρ πασσάς κ' όλα τα βιλαέτια. Πέφτουν τά βόλια σά βροχή, τά τόπια σά χαλάζι, Κι΄αυτά τά λιανοτούφεκα σάν άμμος τής θαλάσσης. Οι κλέφταις όλοι πολεμούν, κ' όλοι ρίχνουν τουφέκι,
219
κ' ο Βλάχος δεν ακούεται κ' ο Γιάνης Ξυλικιώτης. Ο Βλάχος εσκοτώθηκε , κι' ο Γιάνης πάει ςτόν τόπο. Ανδρούτσος εχουχούτιζε με το σπαθί ςτο χέρι. "Πάρτε του Γιάνη τ' άρματα, του Βλάχου το κεφάλι, να μη το πάρη η Τουρκιά , το παν στα βιλαέτια, βλέπουν εχθροί καί χαίρονται καί φίλοι καί λυπούνται." Το βλέπει καί μιά παπαδιά καί κάθεται καί κλαίει. Στα Σάλονα το στείλανε στη μέση στο παζάρι, το πήγανε στους μπέϊδες κι' ούλοι φλωριά κερνάνε. Βλάχο μου, τί εγύρευες ςτόν έρημο τόν τόπο; Μ' εγέλασαν οι φίλοι μου κι΄ο καπετάν Ανδρούτσος.» Αντρέας Καρκαβίτσας (1866 - 1922) Ο Ανδρίτσος, ακούραστος συνέχισε τόν κλεφτοπόλεμο καί την άνοιξη του 1780 βρέθηκε με 70 παλληκάρια του στό μοναστήρι τού Οσίου Λουκά, περικυκλωμένος από μεγάλη δύναμη τού τουρκικού στρατού. Οι πολιορκούμενοι αμύνθηκαν ηρωικά γιά τέσσερα μερόνυκτα και, όταν τά πολεμοφόδια εξαντλήθηκαν, περίμεναν τή νύχτα γιά νά ξεγλιστρήσουν μέσα από τίς γραμμές τού εχθρού χωρίς σημαντικές απώλειες. Το 1784 ο Ανδρίτσος μέ τά παλληκάρια του μπήκε στήν Λειβαδιά καί πυρπόλησε τά σπίτια των Τούρκων μπέηδων. Στήν επιχείρηση ο καπετάνιος τραυματίσθηκε στό πόδι καί κατέφυγε στήν Πρέβεζα, στό σπίτι τού πρόκριτου Δημήτρη Τσαρλαμπά. Εκεί γνώρισε τήν θυγατέρα του Ακριβή Τσαρλαμπά, τή νυμφεύτηκε καί απέκτησαν ένα παιδί τό οποίο γεννήθηκε στήν Ιθάκη. Τό γιό τού Ανδρίτσου τόν βάφτισαν η γυναίκα του Λάμπρου Κατσώνη Μαρουδιά Σοφιανού από την Τζιά, καί ο Ιθακήσιος Γιάννης Ζαβός, δίνοντάς του τό όνομα τού ομηρικού ήρωα Οδυσσέα. Τ ο 1790 ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός μέ 800 παλληκάρια εντάχθηκε στή δύναμη τού Λάμπρου Κατσώνη καί έδρασαν από κοινού στό Αρχιπέλαγος (Αιγαίο
220
πέλαγος). Στίς 17 Μαΐου τού ιδίου έτους, ο Κατσώνης δέχτηκε επίθεση στήν Ανδρο από ανώτερες εχθρικές δυνάμεις. Η συμπλοκή διήρκεσε όλη τήν ημέρα. Τήν επομένη, οι Οθωμανοί ενισχύθηκαν από Αλγερινά πλοία, καί οι δυνάμεις τού Κατσώνη βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών μέ αποτέλεσμα νά υποκύψουν καί νά καταστραφούν ολοσχερώς. Ο πλοίαρχος Δημήτριος Αλεξόπουλος αφού είδε τό σύνολο των ναυτών του νά χάνονται καί τό πλοίο του νά έχει καταληφθεί από τούς εχθρούς, έβαλε φωτιά στήν πυρίτιδα καί τινάχθηκε στόν αέρα μαζί μέ τό σκάφος του, ενώ ο πλοίαρχος Ευστράτιος Νικηφοράκης όταν περικυκλώθηκε από τούς εχθρούς, έριξε τό πλοίο στά βράχια καί διέφυγε μέ τό πλήρωμά του στό εσωτερικό του νησιού. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 565 νεκροί, ενώ ο Κατσώνης μέ τόν Ανδρίτσο μόλις πού διέφυγαν μέ τά πλοία του Ζιγούρη καί του Παταράκη, πού ήταν τά μόνα πού σώθηκαν από τά εννέα συνολικά που έλαβαν μέρος στή ναυμαχία. Από τότε έμεινε γνωστή η φράση: "Σαν σ' αρέσει μπάρμπα Λάμπρο ξαναπέρν' από την Ανδρο!...." «Η εδική μας φλοτίλια όπου ήτον σε εννέα κομάτια, ευρισκόμενη όλλο μόναχη ανάμεσα νήσου 'Αντρο και Κάβο Ντόρο, οκυνηγίθει εις ταίς 6 Μαΐου απερασαμένου από μια φλότα τουρκική 19 καραβιών, αναμεταξύ εις αυτά της λύνεας και φρεγάδαις. Και εις καιρόν του πλέον φρικτού πολαίμου οπού είμαστε εις στιγμήν να κάμομεν μίαν νίκην ενάντια εις μίαν δύναμην τόσον ανώτερην, έφτασαν εφνιδίως άλλα 13 μέγαλα καράβια αλγερινικα όθεν ευρέθειμεν στενοχωριμένοι ανάμεσα εις μιαν φοβεράν φωτηάν εις σε 32 μεγάλα καράβια, οπού πολεμόντας εναντίον εις αυτά δυόμισει ημέρας, μας επέτυχεν να κατασακατέψομεν και να αφανήσομεν με ζημίαν άκραν πολλά από τα καράβια τους πλην έχοντας ύψει η μονιτζιόνε, τεσσάρον εδικόν μας πλέον μεγάλον παρτίδον... ΌΌλα κατασακτεμένα και ανάξια πλέον δια πολαίμου, με όλλον τούτο δια να μην πέσουν εις χείρας του τουρκού, ημείς οι ίδιοι δίδοντάς τους φωτηάν τα εκάμαμενα πετάξουν εις τα αέρα. Και, μένοντας μας μόνον πέντε μικρά μπαστιμέντα, με τα ίδια, ύστερα αγοράζοντας εις ακριβότατην τιμήν το έμα των λαβωματίων μας και την ζωήν ένους μεγάλου αριθμού του εδικόν μας ανδρείον συντρόφον, οπού εχάθεισαν ανδρειομένα με τα άρματα εις το χαίρη εις τούτον τον μνημόνητον πόλαιμον δεδοξασμένον, ετραβίχθειμεν με τον ανδρείον κομαντάντε μας Λάμπρο, θανατιφόρος λαβομένος, εις την νησόν Τσερίγου...» AVPRI, F. Snosenija Rossii s Greciej Αγνωστες πηγές για τον Λάμπρο Κατσώνη Οι Οθωμανοί ξέσπασαν στούς κατοίκους της Τζιάς (Κέας), που
221
αποτελούσε τη ναυτική βάση του Κατσώνη, καί μεταξύ άλλων κρέμασαν τον Ανδριώτη αρχιερέα που είχε παντρέψει τον Κατσώνη με τη Μαρία Σοφιανού κόρη του προεστού της Τζιάς Πέτρου Σοφιανού. Αλλά καί οι απώλειες των Τούρκων και των Αλγερινών ήταν σημαντικές. Περιελάμβαναν 3000 νεκρούς και ακόμα περισσότερους τραυματίες. Πολλά σκάφη τους με σοβαρές ζημιές αναγκάστηκαν να ρυμουλκηθούν και μερικά από αυτά βούλιαξαν κατά τη ρυμούλκηση. Τα υπόλοιπα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου με πάταγο και κανονιοβολισμούς γιόρτασαν τη νίκη κρεμώντας τους αιχμαλώτους Ρωμιούς από τα κατάρτια τών καραβιών τους, όπως συνηθίζονταν σέ αντίστοιχες περιπτώσεις. Ο ακαταπόνητος ναύαρχος δέν άργησε νά οργανώσει νέο στόλο, καί μέ αχώριστο σύντροφό του, τόν Ρουμελιώτη αρματολό οργάνωνε νέα σχέδια δράσης, αυτή τή φορά από τό Πόρτο Κάγιο στή Μάνη, όπου είχε μεταφέρει τό στρατηγείο του. Είχε ήδη λάβει από τόν αρχιστράτηγο Ποτέμκιν τό στρατιωτικό παράσημο του Αγίου Γεωργίου καί τόν βαθμό του χιλίαρχου γιά τίς στρατιωτικές του επιτυχίες. Στίς 9 Ιανουαρίου 1792 όμως, υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Πύλης καί τής Ρωσσίας, στό Ιάσιο, καί ο Κατσώνης έλαβε εντολή νά αναστείλη τίς στρατιωτικές του επιχειρήσεις καί νά αφοπλίσει τό στόλο του. Οργισμένος γιά τήν νέα προδοτική στάση τής αυτοκράτειρας Αικατερίνης, ο υπερήφανος Λάμπρος απάντησε: "Εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησε τήν ειρήνη της, ο Κατσόνης ακόμη δέν συνωμολόγησε τήν εδικήν του". Στή συνέχεια εξέδωσε τήν περίφημη "Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου και ιππέος Λάμπρου Κατσώνη" στήν οποία εξέθεσε τούς λόγους γιά τούς οποίους θά συνέχιζε νά μάχεται. Εγκαταλελειμμένος από όλους, ο κουρσάρος Κατσόνης μέ τόν κλεφταρματολό Ανδρίτσο συνέχισαν τή δράση τους εναντίον αλγερινών καί τουρκικών πλοίων καί όχι μόνο αυτών. Τόν Ιούνιο του 1792, η Πύλη αποφάσισε τήν έξοδο νέου ισχυρού στόλου τριάντα πλοίων, μέ σκοπό τήν εξόντωση των δύο ανδρών. Στήν επιχείρηση οι δεσποτικοί Οθωμανοί είχαν σάν συμμάχους καί τούς επαναστατημένους Γάλλους της "ισότητας, αδελφότητας καί ελευθερίας"! Οι Ρωμιοί αρχηγοί, όμως είχαν μετατρέψει τό Πόρτο Κάγιο τής Μάνης σέ απόρθητο φρούριο καί προκάλεσαν σοβαρές φθορές τόσο στίς γαλλικές φρεγάτες όσο καί στίς τουρκικές. Στίς 19 Ιουλίου, ο καπουδάν πασάς επιχείρησε απόβαση. Ο Ανδρίτσος τούς άφησε νά αποβιβαστούν στήν ακτή καί όρμησε μέ τούς κλέφτες του καί τά σπαθιά στά χέρια κατασφάζοντας εκατοντάδες από τούς αποβιβασθέντες Οθωμανούς. Απελπισμένος ο Τούρκος ναύαρχος, αφού είδε ότι δέν κατάφερνε
222
τίποτα μέ τή δύναμη των όπλων, έγραψε στόν μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη, ζητώντας του νά του παραδώσει τόν Κατσώνη. Δυστυχώς ο Γρηγοράκης ενέδωσε καί ζήτησε από τόν Κατσώνη νά αποχωρήσει. Ο θρυλικός ναυάρχος διέφυγε νύκτα πρός τά Κύθηρα (Τσίριγο) καί από εκεί στήν Ιθάκη. ΌΌντας ανεπιθύμητος από τούς Βενετούς πήγε στήν Ρωσία, εγκαταστάθηκε στήν Κριμαία, όπου καί πέθανε τό 1804, έχοντας υπάρξει ένας από τούς κύριους παλινορθωτές της ελευθερίας του Ρωμέϊκου γένους. Η μοίρα τού Ανδρίτσου ήταν πιό σκληρή. Μετά τόν πόλεμο του Πόρτο Κάγιο, κατέφυγε στόν οπλαρχηγό Ζαχαριά ο οποίος τόν συνόδευσε από τή Μάνη μέχρι την Βοστίτσα (Αίγιο) όπου κατάφερε νά περάσει απέναντι στή Ρούμελη. Οι δύο άνδρες πολεμούσαν γιά σαράντα μερόνυχτα τούς Τούρκους πού τούς κατεδίωκαν καί είχαν στή συνοδεία καί τόν Κολοκοτρώνη: "Οταν ήλθε ο Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέως εγνωρίσθηκα εις τήν Μάνη καί τόν εσυντρόφευσα έως τήν Κόρινθο. Εις τόν κατατρεγμό μας, διά δεκαπέντε ημέρες ούτε εκοιμώμεθα ούτε ετρώγαμε, εσώσαμε τά φουσέκια, καθημέρα πόλεμο." Στή θυελλώδη πορεία τους φόνευσαν περισσότερους από 1500 Τούρκους, ενώ οι Κλέφτες άφησαν νεκρούς 100 περίπου συντρόφους τους. Οι Ευρωπαίοι πρόξενοι της Πελοποννήσου χαρακτήρισαν την τολμηρή αυτή πορεία του Ανδρίτσου "Ξενοφώντειο". Σύμφωνα μέ τόν Κοντάκη (σύγχρονο του Ζαχαριά) υπάρχει καί η ακόλουθη αναφορά της Ξενοφώντειας καθόδου του Ανδρίτσου στό Μοριά: ".. εμβήκεν εις Πελοπόννησον ο Ανδρίτσας Ρουμελιώτης μέ τριακόσιους, μετερχόμενος κατά θάλασσαν τήν πειρατείαν καί κυνηγηθείς εβγήκεν εις τό Ελος, τόν οποίον εσυνόδευσεν ο καπετάν Ζαχαριάς διά νά τόν εκβάλη εις τήν Στερεάν Ελλάδα ασφαλώς, τό οποίον καί εξετέλεσε διά μέσου της Πελοποννήσου, επολέμησε εις τούς Κήπους, εις Βαλτέτσι καί εις Δάρα μέ φθοράν των Τούρκων. Φθάσαντες εις Βοστίτσα ημβαρκαρίστηκαν, ο δέ Ζαχαριάς επέστρεψεν εις τά ίδιά του. Από ατυχίαν έμεινεν έξω της συνοδείας του Ανδρίτσου ένας περίφημος άνδρας λεγόμενος Καραχάλιος μέ τεσσαράκοντα συντρόφους, τούς οποίους όλους απατήσαντες έπιασαν ζώντας καί τούς έφεραν εις Τριπολιτζάν, καί αφού αποφάσισαν νά τούς θανατώσωσι, τούς παρεκάλεσεν ο Καραχάλιος νά αφήσουν ύστερον απ'όλους, καί όταν αποκεφάλιζαν τούς άλλους διά πέντε ημέρας, αυτός ίστατο έμπροσθεν καί τραγουδώντας εμψύχωνε τούς αδελφούς του." Ο Ανδρίτσος συνεχώς καταδιωκόμενος συνελήφθη στίς 8 Σεπτεμβρίου 1793, στό Σπάλατο (Σπλιτ της Δαλματίας) από τους Βενετούς, οι οποίοι τόν παρέδωσαν στούς Τούρκους. Ακολούθησε μία διπλωματική αντιπαράθεση Τουρκίας και Ρωσίας, καθώς η δεύτερη, επιχειρώντας να σώσει τον Ανδρίτσο, αξίωσε από τους Βενετούς να τον
223
παραδώσουν στον ρωσικό στρατό. Εκείνοι όμως έπραξαν διαφορετικά. Παρέδωσαν τον Αύγουστο του 1793 τρεις από τους κρατουμένους στους Τούρκους: τον καπετάνιο Ανδρίτσο τον Πάνο Τζίρα και τον ιερέα Ιωσήφ Γκινάκα. Στο τέλος του 1793 οι προαναφερθέντες οδηγήθηκαν στό τρομερό "Μπάνιο", στίς φυλακές του ναυστάθμου της Κωνσταντινούπολης. Η Μόσχα, με συνεχή διαβήματα προσπαθήσει αποτρέψει τη θανάτωση τους. Δύο χρόνια αργότερα μάλιστα, οι Τούρκοι απελευθέρωσαν τους δύο συγκρατούμενους του Ανδρίτσου. Αλλά καί η γυναίκα τού Ανδρίτσου Ακριβή Τσαρλαμπά προσπαθούσε ακατάπαυστα νά απελευθερώση τόν άντρα της. Τό τελευταίο γράμμα πού είχε λάβει από τόν αγαπημένο της είχε ημερομηνία 9 Απριλίου 1794. Τό 1798 παρακάλεσε τόν Γάλλο Δήμο Stephanopoli (καταγόμενο από τούς Μανιάτες πού είχαν αποικήσει τήν Κορσική) νά διαβιβάσει στήν πρεσβεία τής Κωνσταντινουπόλεως υπόμνημα μέ τήν έκκληση νά ελευθερωθή ο Ανδρίτσος. Ούτε οι ενέργειες τού Γάλλου πρέσβη είχαν αποτέλεσμα. Τον ίδιο χρόνο καί ενώ ο Ρουμελιώτης πρωτοκαπετάνιος είχε συμπληρώσει πέντε χρόνια στίς φυλακές της Πόλης, ξεψύχησε μετά από βασανιστήρια που διήρκεσαν πολλές ημέρες. Οι Τούρκοι πέταξαν το πτώμα του στον Βόσπορο. Αξίζει νά σημειώσουμε ότι στήν πρόταση του βεζύρη νά εξομώσει, δηλαδή νά γίνει μωαμεθανός, εκείνος αρνήθηκε. «Καλοκαιρι, Ιούλιος μήνας ήταν και η ζέστη ανυπόφορη. Το σκοτεινό κελί στο κάτεργο, το «Μπάνιο», όπως το έλεγαν οι Ρωμιοί, πίσω απ' τον τούρκικο ναύσταθμο στην Πόλη, μύριζε βαριά μούχλα. Το λιοντάρι της Κλεφτουριάς, ο αδάμαστος Ανδρίτσος, μαζί με τους δυο συντρόφους του, τον ηγούμενο Ιωσήφ Γκινάκα και τον αρματωλό Πάνο Τζίρα, ανάσαινε βαριά σαν το άγριο θεριό που κλείνεται στο κλουβί. Κοίταζε γύρω στους τοίχους τους σιδερένιους χαλκάδες, κοίταξε και τις αλυσίδες που έσερνε στα πόδια του, θυμόταν και τον ελεύθερο αέρα που ανάπνεε στα βουνά και τα λημέρια της κλεφτουριάς και τον έπνιγε η πίκρα και η νοσταλγία. Ούτε στιγμή δεν έφευγε απ' το μυαλό του και η φαμίλια του. Η λατρευτή του γυναίκα, η Ακριβή και τα αγαπημένα του παιδιά. Από την Τζάρα μόλις οι Βενετσιάνοι τον παράδωσαν στους Τούρκους, έγραψε στη γυναίκα του. «Ακριβή σε χαιρετώ. Σας φανερώνω την ανέλπιστη δυστυχία μου, ότι το Σενάτο αποφάσισεν και μας επαράδωσεν των Τούρκων, οπού αυτό δεν το ήλπιζα. ΌΌθεν και ανίσως και ο Θεός και μάθεις πως μας εθανάτωσαν, σε παρακαλώ, εις το ψωμί οπού εφάγαμεν, να μου κάμης καλά της ψυχής μου, οπού είμαι αμαρτωλός. Συγχωρά με και ο Θεός συγχωρά σας. 1793 Σεπτεμβρίου 4 Τζάρα. Ο δικός σας Ανδρούτσος». Και τώρα απ' το κάτεργο της φυλακής του καταφέρνει να της ξαναγράψει: «Ακριβή σε χαιρετώ, τα παιδιά μας τα φιλώ στα μάτια, συν
224
το Χριστός Ανέστη. 1974 Απριλίου 9. Ακριβή συμβία. Εψές έλαβα το γράμμα σου και εχάρηκα κατά πολλά την υγείαν σου, ας έχη δόξα ο Θεός οπού είστε όλοι καλά. Μου γράφεις ότι πικραίνεσαι δια λόγου μου κι εγώ το ομοίως, ξεχωριστά τα βάσανα καθημερινώς, όμως ελπίζω εις τον Θεόν και εις την Κυρίαν Θεοτόκον να έλθω να αποθάνω με τα παιδιά μου. Ο εδικός σας πάντα Ανδρούτσος» ΈΈνα πρωί άνοιξε ξαφνικά η πόρτα της φυλακής. Μια κρυφή ελπίδα φώτισε το πρόσωπο του μήπως και του έφερναν κάποιο καλό μαντάτο. Ανασηκώθηκε, είδε το πρόσωπο του φύλακα στο αντιφέγγισμα του λυχναριού που κρατούσε και του φάνηκε περισσότερο αγριεμένο. Κατάλαβε πως κάτι κακό θα τους ανάγγελνε. - "Τον παπά και τον Τζίρα η Υψηλή Πύλη λευτερώνει. Μην παντυχαίνεις Ζορμπά ποτέ κάτι τέτοιο και για σένα", είπε ο φύλακας, κοιτάζοντας τον Ανδρούτσο. Σε λίγο οι τρεις φυλακισμένοι φιλήθηκαν σταυρωτά πολλές φορές, ευχήθηκαν οι δυο λευτεριά και στον Ανδρούτσο κι αποχωρίστηκαν. Ο Ανδρούτσος, όταν έκλεισε ξανά η πόρτα του κελιού του κι έμεινε μόνος, έπεσε μπρούμητα και σκεφτόταν πως δε θ' αργούσε ο χαλασμός του. Και η δόλια του μάνα, όταν έμαθε πως οι άλλοι δυο κρατούμενοι λευτερώθηκαν κι έμεινε μονάχα ο γιός της στο κάτεργο, κατάλαβε πως δε θ' αργούσε ο χαμός του. Μαυροφορέθηκε και καθημερινά τον έκλαιγε. Ο λαός έκαμε μοιρολόι το κλάμα της με τους στίχους: «Τ' Ανδρούτσου η μάνα χλίβεται, τ' Ανδρούτσου η μάνα κλαίει. Και τα βουνά συχνογερνά, και όλο τα μαλώνει. -Αγράφων άγρια βουνά, Αγράφων κορφοβούνια, τι κάματε το γιόκα μου, τον καπετάν Αντρούτσο; που είναι και δε φαίνεται τούτο το καλοκαίρι;» «Ανδρούτσο μ' για δεν φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι, να βγεις ψηλά στη Λιάκουρα, ψηλά στα κορφοβούνια, να στείλεις τα μπουλούκια σου σ' ούλα τα βιλαέτια. Μ' ούδ' είναι, μ' ούδε φαίνεται, μ' ούδε χαρτί τους στέλνει. Κύριε μου τι να γίνηκαν ο καπετάν Ανδρούτσος; Ούλος ο κόσμος καρτερούν κι η μάνα του παντεχένει». Ο αδάμαστος όμως πρωτοκλέφτης, ο αετός της Ρωμιοσύνης, αργόσβηνε στα μπουντρούμια. Η ελπίδα σιγά σιγά τον εγκατέλειπε και η πίκρα του σαράκωνε αγάλια αγάλια την καρδιά. Καθημερινά τον έφερναν δεμένο μπροστά στο θρόνο του πασά, που πότε με το καλό και πότε με παιδεμούς και φοβέρες προσπάθαγε να τον αλλαξοπιστήσει και να τον κάμει τσιράκι του. Κι όσο ο λεοντόκαρδος έμεινε πεισματικά στη γνώμη του την πρώτη, τόσο και το πείσμα του πασά μεγάλωνε και τα
225
μαρτύρια γίνονταν σκληρότερα. «ΌΌταν είπον εις τον Ανδρούτσον - γράφει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - ότι ασπαζόμενος μεν τον ισλαμισμόν θέλει αξιωθή τιμών εξαιρέτων, εμμένων δε πιστός εις το ίδιον θρήσκευμα θέλει αποθάνει οικτρώς εις το κάτεργον, ο γενναίος αθλητής επροτίμησε το δεύτερον» Μ ια μέρα πήγαν τον Ανδρούτσο δεμένο μπροστά στον πασά Κιουτσούκ Χουσεϊν, ο οποίος τον ρώτησε τι θάκανε αν του ξανάδινε τη λευτεριά του. Ο αλυσσοδεμένος πρωτοκλέφτης απάντησε θαρρετά: - "Θα σκότωνα τους διπλούς Τούρκους από όσους σκότωσα ως τώρα!" Μια από κείνες τις σκηνές που ο πασάς καλούσε τον Ανδρούτσο να δηλώσει υποταγή στο δοβλέτι μας ζωντανεύει η γλαφυρή πένα του Δημήτρη Σταμέλου: Πασάς: "ΌΌπου νάναι θα περάσει κι ο χειμώνας. Και λόγου σου μπορείς στο σπίτι σου να την καρτερέσεις την ’νοιξη. Νισάφι πια. Δεν απόκαμες τόσα χρόνια μακριά απ' τη φαμελιά σου;" Ανδρούτσος; "Η φαμελιά μου μπορεί και υπομονεύει όπως υπομονεύω και εγώ. Κουμαντάρει κι ο Θεός όσα δεν μπορούν να τα κουμαντάρουν οι άνθρωποι." Πασάς; "Ο Θεός; Ποιος Θεός, ο Θεός των γκιαούρηδων;" Ανδρούτσος: "Κουβέντα δεν έχουμε να κάνουμε, πασά, μια και βλαστημάς το Θεό μου. Παίδεψε με, χάλασε με, κρατάς στο χέρι το κορμί μου, μα τη ζωή μου άλλοι την ορίζουν." Πασάς: "Καλά, ας αφήσουμε το Θεό του καθένα μας να κουμαντάρει τους δικούς του. ΌΌμως για άλλα ήρθε η στιγμή να κουβεντιάσουμε. Κρατάω φιρμάνι του πολυχρονεμένου μας βεζύρη που σε καλό πια δρόμο όλα τα πράγματα τα βάνει. Του λόγου σου δίνεις υποταγή, παίρνεις της Λιβαδιάς τ' αρματολίκι και βγαίνεις ταχιά απ' το κάτεργο." Ανδρούτσος: "Τι αρματολίκια τσαμπούνας, πασά μου; Ποιος τ' αποζήτησε και ποιος τα θέλει; Ζορμπάς πολέμησα, κουρσάρος πιάστηκα, κλέφτης θέλω να πολεμάω και λόγου σας και την αρβανιτιά." Πασάς: "Δε λογαριάζεις τους παιδεμούς; Δε λογαριάζεις και τη ζωή σου;" Ανδρούτσος: "Τη ζωή μου την ξέγραψα όταν βγήκα στο κλαρί." Πασάς: "Και τη φαμελιά σου, την ξέγραψες κι αυτή;" Ανδρούτσος: "Θα καταλάβουν όλοι πως δεν έκαμα τίποτα λιγότερο από όσα έπρεπε. ΈΈχουνε τον τρόπο να βολευτούνε. Η λευτεριά να μην τους λείψει. Κι απέ όλα τ' άλλα τ' αντέχει ο άνθρωπος." Πασάς: "Στην κρεμάλα το γκιαούρη και με παιδεμούς." Ανδρούτσος: "Σκυλιά, ο χαλασμός μου ακριβά θα πληρωθεί. Του ραγιά οι παιδεμοί κ' οι σκοτωμοί φωτιά θα γίνουν να σας κάψουν."
226
Ο πασάς κατάλαβε με τι σόι άνθρωπο είχε να κάμει. Απόκαμε και παράγγειλε τα καθέκαστα στο σουλτάνο. Και κείνος πήρε την απόφαση και δίνει προσταγή με τον κλέφτη να τελέψουν. ΌΌλες οι ενέργειες της γυναίκας του Ανδρούτσου και οι επεμβάσεις της Ρωσίας και των Φραντσέζων να λευτερώσουν τον ήρωα της κλεφτουριάς στάθηκαν ανώφελες. Θεριό είχε γίνει ο βεζύρης με τη στάση του. Και όταν του προτάθηκε να τον αποφυλακίσει, απάντησε με πάθος: - "Προτιμάω να δώσω τρία εκατομμύρια, παρά ν' αφήσω ελεύθερο αυτόν τον άνθρωπο." Μέρες του χειμώνα του 1797 ήταν. Γενάρης, με τις πυκνές γιορτές του. Φορτωμένες με χιόνια οι βουνοκορφές, π' αντιλαλούσαν τα κατορθώματα τ' Ανδρούτσου κι οι κάμποι πνιγμένοι στα βροχόνερα. Τότε φτερούγισε σ' όλα τα ελληνικά τα μέρη η θλιβερή είδηση πως πάει, χαλάστηκε το πρωτοπαλλήκαρο της κλεφτουριάς, ο αετός της Ρούμελης, ο Ανδρίτσος. ΌΌχι δεν πέθανε από χολέρα ή βλογιά, όπως υποστήριξε ο Φωριέλ. Χαλάστηκε μέσα στο κάστρο ο Ανδρίτσος. Και κρέμασαν οι Αγαρηνοί το αποκεφαλισμένο κουφάρι του σε ανοιχτό χώρο στο Ναύσταθμο για να το ιδούν οι ραγιάδες και να κιοτεύουν. Κι ύστερα το ρίξανε στο Βόσπορο. Ο χάρος που δεν κατάφερε να τον ανταμώσει μέσα στις τόσες μάχες του, τον καρτέρεσε στο υγρό κι ανήλιαγο κελλί μιας φυλακής. Τον θρήνησε όλη η σκλαβωμένη ακόμα Ρωμιοσύνη. Μέσα στο χρόνο πέθανε κι η μάνα του. Η γυναίκα του Ακριβή έκρυψε την πίκρα στα φιλοκάρδια της, να μην μάθει το μεγάλο κακό ο γιος της Οδυσσέας που μοναδική παρηγοριά της της απόμεινε. Χάθηκε ο Ανδρούτσος. Τα νερά του Βοσπόρου κατάπιαν το βασανισμένο κορμί του. Δεν κατάφεραν όμως να σβήσουν και τ' όνομα του. Σε λίγα χρόνια θ' ακουστεί ξανά στη Ρούμελη και σ' όλη την Ελλάδα. Ο ορφανεμένος γιος του Οδυσσέας θα τιμήσει τη βαρειά πατρική κληρονομιά και με το παραπάνω. Θα στολίσει με τις πιο πολύτιμες δάφνες το όνομα Ανδρούτσος.» Κώστας Παπαδημητρίου - Τελευταία λόγια τών αγωνιστών τού '21 Oδυσσεύς Aνδρούτσος Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε το 1790 στην Ιθάκη, στο σπίτι του παπά Γιάννη Καραβία. Από παιδί ακόμα είχε δείξει μέ τήν ζωηράδα του ότι θά ξεχώριζε από τά συνηθισμένα παιδιά. Ο Αλή πασάς πού τιμούσε τόν πατέρα του, τόν πήρε στήν αυλή του καί εκεί όχι μόνο εκπαιδεύτηκε στήν χρήση τών όπλων, αλλά μορφώθηκε αρκετά γιά τήν εποχή του. ΌΌταν μεγάλωσε, ο Αλής τόν αρραβώνιασε μέ τήν θυγατέρα τού Χρήστου Καρέλη από τους Καλαρρύτες, Ελένη Καρέλη. Ο Ανδρούτσος υπήρξε ατρόμητος, ασυμβίβαστος, ατίθασος, καί οξύνους.
227
ΉΉταν ψηλός, με πλατύ στήθος, δασύτριχος, είχε μακρυά μαλλιά καί μεγάλο μουστάκι. ΌΌταν οργιζόταν, γινόταν φοβερός καί ενέπνεε φόβο σέ φίλους καί αντιπάλους. Οι φυσικές του δυνάμεις ήταν εκπληκτικές. Μπορούσε να κρατάει με τα δυο του χέρια δυο τραγιά, από ένα στο καθένα, ενώ άλλοι τα έγδερναν. ΌΌταν ήταν στήν αυλή τού Αλή, καυχήθηκε πως μπορούσε να συναγωνιστεί σε ανήφορο στή γρηγοράδα τό πιό καλό άλογο τού πασά. Πράγματι έγινε ο αγώνας καί νικητής βγήκε ο Οδυσσέας. «Σά βράχος είν' οι πλάτες του, σάν κάστρο η κεφαλή του καί τά πλατιά τά στήθια του τοίχος χορταριασμένος.» Ο τύραννος τών Ιωαννίνων εκτιμώντας τις ικανότητές του, του ανέθεσε το αρματολίκι της Λιβαδειάς (1816) μέ τήν εντολή νά απαλλάξει τήν επαρχία αυτή από τούς κλέφτες. Ο Ανδρούτσος έκανε πρωτοπαλλήκαρό του τόν Διάκο καί σάν πρώτη του αποστολή ανέλαβε νά υποτάξει τόν Πανουργιά. Πράγματι, συνέλαβε τόν Κλέφτη της Ρούμελης καί τόν έστειλε στά Γιάννενα, παρακαλώντας όμως τόν πασά νά μήν τού κάνει κακό. Στό μεταξύ ο Ανδρούτσος έγινε μέλος τής Φιλικής Εταιρίας (1818) καί ορκίστηκε από τόν Κωνσταντίνο Σακελλίωνα στόν Σταυρό γιά τήν ελευθερία τής πατρίδος. Δέν είχε ξεχάσει ποτέ τά βασανιστήρια καί τόν φρικτό θάνατο τού πατέρα του στό "μπάνιο" στά φοβερά κάτεργα τού ναύσταθμου τής Πόλης. «Η σύζυγος τού Ανδρίτσου, ελθούσα εις δεύτερον γάμον μετά τού Φιλίππου Καμένου έσχε μετ' αυτού τέσσαρας υιούς. Τόν Ευαγγέλην, τόν Ιωάννην, τόν Πάνον καί τόν Χαρίλαον καί μία θυγατέρα, τήν περιώνυμον Ταρσίτσαν, τήν συνελθούσαν βραδύτερον εις γάμον μετά τού Αγγλου Τρελώνη, τού ζώντος εισέτι. Τόν δέ Οδυσσέα, διά τήν πολλήν αυτού ζωηρότητα η μήτηρ του, είχε πέμψει εις πλοίον εκ νεαράς ηλικίας. ΌΌτε δέ ηλώθη η Πρέβεζα, ο Αλής καίτοι πολλάς άλλας μετελθών εν αυτή ωμότητας, εσεβάσθη όμως τήν οικογένειαν τού αρχαίου συναδέλφου του Ανδρούτσου, ανεύρε βραδύτερον καί τόν Οδυσσέα καί παρέλαβεν εις τήν αυλήν του. Καί τό μέν πρώτον ανέτρεφεν ως ορφανόν υιόν αρχαίου συναδέλφου του καί φίλου, έπειτα δέ διώρισε σωματοφύλακα. Αλλά τόσον επί τής παιδικής του ηλικίας όσον καί μετά ταύτα ο Οδυσσεύς ήν λίαν ζωηρός καί εύτολμος. Πολλάκις ήρχετο εις σπουδαίας καί δι' όπλων μάλιστα έριδας μετά τε τών ομηλίκων καί τών σωματοφυλάκων καί ποτέ επιστόλισε καί τινά σημαντικόν Αλβανόν, αντέστη καί εις τόν σπεύσαντα νά συλλάβη αυτόν Ταχίρ Αμπάζην, όστις, αποπειραθείς καί νά αφοπλίση, επιστολίσθη. Μετά τήν σπουδαίαν ταύτην αταξίαν ο Αλής διέταξε τήν αυστηράν φυλάκισιν τού Οδυσσέως καί επειδή διέτρεχε φήμη ότι ο τύραννος εσκόπευε νά τόν φονεύση, μαθών τούτο ο Αλέξης Νούτσος καί μεσιτεύσαν, έσωσεν αυτόν τής οργής τού σατράπου. Μέλλων ο τύραννος
228
νά εκστρατεύση κατά τών ασπόνδων του εχθρών Γαρδικιωτών, διέταξε καί τόν Οδυσσέα νά τόν ακολουθήση, ειπών αυτώ "τώρα νά σέ ιδώ άν είσαι καί έν πολέμω κατά τών εχθρών μου άξιος υιός τού Ανδρούτσου, ή μόνον εν Ιωαννίνοις γιγνώσκεις νά ατακτής καί νά πιστολίζης!". Ο Οδυσσεύς εδικαίωσε πληρέστατα τάς προσδοκίας τού τυράννου, διότι καί διεκρίθη εν ταίς μάχαις καί ετραυματίσθη τόν πόδα. Τούτο απέβη καί πρός τι καλόν, διότι κλινήρης ών, δέν διετάχθη νά συμμεθέξη τού αληθούς σφαγείου, όπερ ο τύραννος έπραξε τότε κατά τών ατυχών Γαρδικιωτών, τούς μέν άνδρας αόπλους κλείσας εν χανίω, διέταξε νά πυροβολήσωσιν άπαντας εις οκτακοσίους συμποσουμένους. Τών δέ γυναικών κείρας τήν κώμην, επλήρωσε λέγεται, τάς στρωμνάς τής θηριωδεστέρας αυτού αδελφής Χαϊνίτσας διά τοιούτων ανθρωπίνων τριχών.» Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821 Η δεύτερη εντολή τού σατράπη τών Ιωαννίνων πρός τόν Ανδρούτσο ήταν νά παρενοχλεί τόν πασσά τής Ευβοίας, προξενώντας στό νησί ταραχές, ώστε νά εκτεθεί στήν Υψηλή Πύλη καί νά τού αρπάξει τό πασαλίκι ο Αλής. Ο Οδυσσέας εκτέλεσε καί τήν εντολή αυτή καί σέ μία επιχείρηση τό παλληκάρι του ο Μανίκας μέ εξήντα άνδρες λεηλάτησε τήν κωμόπολη τής Λίμνης, ταπεινώνοντας τόν πασσά τής Εύβοιας. Ικανοποιημένος ο Αλή πασάς από τις ενέργειες αυτές, ζήτησε από τον Οδυσσέα να ξεπαστρέψει τον προσωπικό εχθρό του, τον Σουλεϊμάν Μπουλούκμπαση, που βρισκόταν στην Αθήνα. Ο Ανδρούτσος έστειλε τόν πιστό του φίλο Γιάννη Γκούρα νά εκτελέσει τήν αποστολή. Ο Γκούρας κατάφερε νά σκοτώσει τόν Αλβανό αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος από τήν φρουρά τού βοεβόδα καί εστάλη μέ συνοδεία στήν Χαλκίδα, προκειμένου νά εκτελεστεί. Ο παμπόνηρος Ρουμελιώτης αρματολός όμως μπήκε στήν Λιβαδειά καί συνέλαβε τόν Μπάς αγά αυλάρχη καί τόν Σελιχτάρ αγά υπασπιστή τού πασσά τής Ευβοίας. Ταυτόχρονα απειλούσε ότι θα εκστρατεύσει στην Αθήνα να την κάψει. Τρομοκρατημένος ο πασσάς αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφήνοντας ελεύθερο τόν μελλοντικό δολοφόνο τού Ανδρούτσου. Ο Ανδρούτσος υπηρέτησε πιστά τόν Αλή τών Ιωαννίνων εκτελώντας στό ακέραιο τίς διαταγές του. ΈΈτσι, επόμενο ήταν νά αναγκαστεί νά αφήσει τό αρματολίκι τής Λειβαδιάς, όταν ο Αλής κηρύχθηκε αποστάτης από τόν σουλτάνο, ώστε νά μήν στραφούν τά σουλτανικά στρατεύματα εναντίον του. Εξάλλου είχε πλέον ταχθεί στό έργο πού τού είχε ανατεθεί από τόν αρχηγό τής Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη καί τό έργο αυτό αφορούσε στήν οργάνωση τής επανάστασης τών Ρωμιών. Ο Ανδρούτσος, από τήν μύησή του στο μεγάλο μυστικό, είχε αρχίσει νά μαζεύει χρήματα καί όπλα. Διέμενε στούς Παξούς μέ τήν οικογένειά του καί από εκεί έστελνε επιστολές ή
229
έκανε ταξίδια σέ περιοχές πού βρισκόνταν άλλοι Φιλικοί. Κυρίως επικοινωνούσε μέ τόν φίλο του καί πρόξενο τής Ρωσσίας στήν Πάτρα Ιωάννη Βλασσόπουλο. Στις αρχές του 1821, έφτασε στην Λευκάδα, όπου συνάντησε στο σπίτι του Ζαμπέλιου τον Καραϊσκάκη, τον Βαρνακιώτη, τον Πανουργιά, τον Ηλία Μαυρομιχάλη και τον Τομπάζη. Εκεί μίλησαν για την επανάσταση και καθόρισαν τίς αρμοδιότητες τού καθενός. Είχε ήδη νά βράζει ο Μωριάς όταν ο Ανδρούτσος κίνησε στίς 15 τού Μάρτη γιά τήν Πάτρα, όπου έμεινε κρυμμένος σέ ένα χάνι τής πόλης. Οι Τούρκοι έκαναν παντού έρευνες γιά νά ανακαλύψουν Ρουμελιώτες, αφού είχαν πληροφορίες από τούς χαφιέδες τους γιά ύποπτες κινήσεις. Τήν ίδια εποχή κρυβόταν στήν πόλη καί ο Μακρυγιάννης: «ΎΎστερα με πήγανε κι' ανταμώθηκα με τον Δυσσέα και του είπα όλα τα τρέχοντα και του είπα οπού θα πάγω και εις τον Διάκο και αλλουνούς και μου είπε ότι αγροικήθη αυτός και θα χτυπήσουνε και πήρε πολεμοφόδια δια να πάγη εις το Ξερόμερον εις την Ζάβιτζα. Και μου είπε να πάμε αντάμα. Του είπα "Θα ιδώ το τέλος εδώ και να πάρω και το ντουφέκι μου, οπού είναι 'σ το χάνι. Και θα πάγω χαμπέρι έξω ό,τι μάθω και μου είπες". Και αναχώρησε την νύχτα». Πράγματι ο Οδυσσέας, από τήν Πάτρα πέρασε μέ μία σκούνα απέναντι στή Ρούμελη καί αποβιβάστηκε σέ ένα μοναστήρι κοντά στό Γαλαξείδι. Στό μοναστήρι έγραψε τήν περίφημη επιστολή του μέ τήν οποία προέτρεπε τούς Γαλαξιδιώτες νά ξεσηκωθούν καί νά κτυπήσουν τόν τύραννο. «Αγαπητοί μου Γαλαξιδιώται, ΉΉτανε βέβαια από τον Θεόν γραμμένο να δράξωμεν τα άρματα μία ημέρα και να χυθούμε καταπάνω στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι τη θέλουμε, βρε αδέρφια, αυτήν την πολυπικραμένη ζωήν, να ζούμε αποκάτω στην σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων να ακονιέται εις τα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτα δεν μας απόμεινε; Αι εκκλησίαι μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων, κανένας δεν μπορεί να πή, πως τάχα έχει τίποτα εδικό του, γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός, σά διακονιάρης στην στράτα. Αι φαμελιές μας και τα παιδιά μας είναι στα χέρια και στη διάκρισι των Τούρκων. Τίποτα αδέλφια, δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέπον να σταυρώσωμεν τα χέρια και να τηράμε τον ουρανόν. Ο Θεός μας έδωκεν χέρια, γνώσι και νού. Ας ρωτήσωμε την καρδιά μας και ο,τι μας απαντηχαίνει, ας το βάλωμεν γλήγορα σέ πράξιν, και ας είμεθα, αδέρφια βέβαιοι, τό πως ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος, θα βάλη το χέρι απάνω μας. ΌΌτι θα κάμωμε πρέποντας είναι να το κάμωμε, μίαν ώραν αρχύτερα, γιατί ύστερα θα κτυπάμε τό κεφάλι μας. Τώρα η Τουρκιά είναι μπερδεμένη σε πολέμους, και δεν έχει ασκέρια να στείλει καταπάνου μας. Ας ωφεληθούμε από την περίστασιν, όπου ο Θεός, ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας, μας έστειλε δια
230
ελόγου μας. Μία ώρα πρέποντας είναι να ξεσπάση αυτό το μαράζι, όπού μας τρώγει την καρδιά. Στα άρματα, αδέρφια! Η να ξεσκλαβωθούμε η να πεθάνωμε. Και βέβαια, καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση κάθε Χριστιανός και ΈΈλληνας. Εγω, καθώς το γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώτες, εμπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτη, τιμές και δόξες. Οι Τούρκοι, ο, τι και άν ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέα δεν χωρατεύει. ΈΈπειτα, κοντά στα άλλα, ενθυμούνται τον πατέρα μου, πού τους εζεμάτισε. Μα, σας λέγω την πάσαν αλήθειαν, αδέρφια, δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνώ, και το γένος μου να βογγά στη σκλαβιά. Μου καίγεται η καρδιά μου σαν βλέπω και συλλογούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν. Από το Μωρηά μου στείλανε γράμματα πως είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου. Μα θέλω πρώτα να είμαι βέβαιος το πως θα με ακολουθήσετε και σεις. Αν εσείς κάμετε αρχή από τη μια μεριά, κι εγώ από την άλλη, θα σηκωθή όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μα σαν ίδη ελόγου σας, που έχετε τα καράβια και ξέρετε καλύτερα τα πράγματα το πως σηκώνετε το μπαϊράκι, θενά τελείωση ότι καλύτερο το πράγμα. Περιμένω απόκρισι με τον ίδιο που φέρνει το γράμμα μου. Τη μπαρούτη και τα βόλια τα έλαβα και τα εμοίρασα. Να με οικονομήσετε και στουρνάρια και αν σας περισσεύη και άλλη μπαρούτη να μου στείλετε, γιατί θα την δώσω στους Πατρατσικιώτας. Τού Πανουριά τα λόγια μην τα πολυακούτε. Είναι φοβιτσιάρης. Μα σαν το σηκώσωμε εμείς, αλλέως δεν μπορεί να πράξη πάρεξ να έρθη με το μέρος μας. Αύριο το βράδυ να έρθη ένας στο μοναστήρι και θα εύρη τον Γκούραν για να μιλήση σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα να τον αγαπάτε. Είναι παιδί δικό μας και καλό παλληκάρι. Χαιρετίσματα σ' όλους πέρα και πέρα. Σας χαιρετώ και σας γλυκοφιλώ. Ο αγαπητός σας Οδυσσέας Ανδρούτσος.» Γράμμα πρός Γαλαξιδιώτες - 22 Μαρτίου 1821 Καί βέβαια ο Ανδρούτσος έκανε λανθασμένες εκτιμήσεις όσον αφορά τόν Πανουργιά καί τόν Γκούρα. Αφενός ο Πανουργιάς ήταν ο πρώτος πού κήρυξε τήν επανάσταση στήν ανατολική Ρούμελη, αφετέρου ο Γκούρας κάθε άλλο παρά καλό παλληκάρι αποδείχτηκε εκ τών υστέρων. ΉΉταν απίστευτα φιλοχρήματος καί αυτή η αγάπη του γιά τά χρήματα θά τόν οδηγούσε στήν δολοφονία τού καπετάνιου του λίγα χρόνια αργότερα. Ο Ρουμελιώτης αρχηγός τράβηξε για τον Βάλτο γιά να ξεσηκώσει τον Βαρνακιώτη και τον Τσόγκα. Δέν τά κατάφερε καί σκέφτηκε νά κτυπήσει μόνος του τούς Τούρκους ώστε πλέον νά παρασύρει μαζί του καί τούς αναποφάσιστους καπετάνιους. Φτάνοντας στο μοναστήρι της Τατάρνας πληροφορήθηκε ότι την επομένη, (22 Μαρτίου), θα περνούσε
231
απο το γεφύρι της Τατάρνας για το Μεσολόγγι ο Τουρκαλβανός Χασάνμπεης Γκέκας με ασκέρι εξήντα ενόπλων Αλβανών συνοδών χρηματαποστολής. ΈΈχοντας και την ενίσχυση του γενναίου ηγουμένου του μοναστηριού Κυπριανού με δεκάδα ενόπλων μοναχών, ο Ανδρούτσος ετοποθέτησε έγκαιρα και κατάλληλα τα παλληκάρια του πάνω από τό γεφύρι, έτσι ώστε οι Τουρκαρβανίτες όταν θά περάσουν να βρεθούν βαλλόμενοι ανάμεσα σε δύο πυρά. Ο ι Αλβανοί αιφνιδιάστηκαν καί αφανίστηκαν σχεδόν όλοι. Ο Οδυσσέας για να αποδείξη ότι ο αγώνας που άρχισε τώρα δεν ήταν ληστρικός, αλλά αγώνας απελευθερωτικός, δεν επήρε τα χρήματα, καί τά άφησε νά μεταφερθούν στο Μεσολόγγι από τούς επιζώντες Τουρκαλβανούς. Χάνι τής Γραβιάς Αμέσως μετά τόν θάνατο τού Διάκου έγινε προσπάθεια ανασυντάξεως τών δυνάμεων τής περιοχής. Νέος οπλαρχηγός διορίστηκε ο Βασίλης Μπούσγος. Στό σώμα του, πού αποτελούνταν από 1000 άνδρες, ενώθηκαν καί όσοι από τούς άνδρες τού Διάκου είχαν διασκορπισθή καί σωθή μετά τή μάχη τής Αλαμάνας. Τό ηθικό όμως όλων είχε πολύ καταβληθή. Βέβαιος άλλωστε γι' αυτό καί ο Ομέρ Βρυώνης έσπευσε από τή Λαμία στό Ελευθεροχώρι, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι επαναστάτες καί τούς διέλυσε. Τά πάντα είχαν παραλύσει. Πιστεύοντας ο πασάς ότι μπορούσε νά προσεταιρισθή τούς αρματολούς, πρότεινε καί στόν γνώριμό του Ανδρούτσο νά συμπράξη μαζί του μέ τήν υπόσχεση νά τού παραχωρήσει τό αρματολίκι ολόκληρης τής ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Τού όρισε μάλιστα σάν σημείο συνάντησης τή Γραβιά. Οι Ρωμιοί κατάλαβαν ότι ο πασάς θά κατέβαινε στό Γαλαξείδι γιά νά περάσει από εκεί απέναντι στό Μοριά μέ τά πλοιάρια πού θά έβρισκε στήν Σκάλα (Ιτέα). Στίς 3 Μαΐου 1821, ο Ανδρούτσος έφτασε στό Χάνι τής Γραβιάς έχοντας μαζί του τόν Σουλιώτη Χρήστο Κοσμά, τόν Σπύρο Κατσικογιάννη καί 150 άλλα παλληκάρια. Σέ λίγο έφτασε ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουργιάς καί ο Μπούσγος, ενώ ο Γκούρας έσπευδε στά Σάλωνα γιά νά σκοτώσει τούς αιχμαλώτους Τούρκους. Α πό τό στενό τής Γραβιάς, πού σχηματίζεται από τόν Παρνασσό καί τήν Γκιώνα περνά ο μοναδικός δρόμος πού οδηγεί από τό Ζητούνι στα Σάλωνα καί από εκεί στό Γαλαξείδι. Η Γραβιά τότε δεν ήταν χτισμένη. Υπήρχε μονάχα ένα χάνι για νά διανυκτερεύουν οι αγωγιάτες που πήγαιναν γιά τά Σάλωνα. Το χάνι ήταν χτισμένο με πλίθες και είχε γύρω μια μεγάλη μάντρα. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν ισόγειο και μόνο από τη μια μεριά είχε δεύτερο όροφο. Είχε δυο αυλόπορτες η μια έβλεπε κατά τη ρεματιά και η άλλη κατά τη
232
δημοσιά. Υπήρχαν ακόμα δυο ξωκλήσια, του Αϊ Θανάση κοντά στο πανδοχείο και του Αϊ Δημήτρη και μερικές καλύβες που είχαν οι κάτοικοι της Βάριανης, για να μένουν τον καιρό που καλλιεργούσαν τα κτήματά τους. Ο ερχομός του Ανδρούτσου εμψύχωσε τους συναγμένους στη Γραβιά. Ευθύς μόλις έφτασε ο Αρματολός, έγραψε παραγγελίες στά γύρω χωριά γιά μπαρουτόβολα. Ο Ομέρ Βρυώνης όμως δέν τού άφησε χρόνο γιά νά οργανωθή. Ερχόταν ίσα καταπάνω του στήν Γραβιά μέ οκτώ χιλιάδες ασκέρι Γκέκηδες καί Τσάμηδες Τουρκαλβανούς. Ο Πανουριάς διέταξε καθ' όλα τά χωρία τήν εις τά υψηλότερα όρη καί τούς κρυπτηρίους τόπους αποχώρησιν τών γυναικοπαίδων. Ο δέ Γούρας αποσταλείς παρ' αυτού εις 'Αμφισσαν, εφόνευσε τούς εκεί βέγιδας Τούρκους, φυλαττομένους παρά τού Μαμούρου καί τούς χωρικούς διέταξε τά ίδια, θανατώσαντας όλους τούς παρ' αυτοίς ως προείπομεν Τούρκους. Πρώτου συμβουλίου πολεμικού γενομένου μεταξύ Οδυσσέως, Πανουριά καί Δυοβουνιώτου, συνωμολογήθη η θέσις τής Γραβιάς ως αρμοδία πρός αντίστασιν κατά τού εχθρού, διευθυνομένου κατά τής Αμφίσσης. Ο Οδυσσεύς ηρώτησε τότε τόν Πανουριάν καί Δυοβουνιώτην, εάν κλείωνται εν τω πανδοχείω. Ούτοι δ' απεποιήθησαν καί εντεύθεν αυτός μέν ανεδέχθη τούτο, θέλων τούς αξιωτέρους τών στρατιωτών εξ όλων τών σωμάτων, εκείνοι δέ προσδιωρίσθησαν, ίνα καταλάβωσιν έξωθεν τά στενά τής οδού πρός αντιπερισπασμόν τών πολεμίων.» Ιωάννης Φιλήμων - Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως ΌΌταν στίς 8 Μαΐου 1821, μέ τήν ανατολή τού ηλίου, φάνηκαν από μακρυά τά στρατεύματα τού Ομέρ Βριώνη, οι καπεταναίοι μαζεύτηκαν σε συμβούλιο για να καθορίσουν πού θα χτυπήσουν τόν πασά μέ τούς Αρβανιτάδες του. Συνάχτηκαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά που βρισκόταν έξω απ' το χάνι. Η πρόταση για νά ταμπουρωθούν στο γεφύρι της Χαϊνίτσας απορρίφθηκε. Προτάθηκε τότε να πιάσουν τις γύρω ορεινές πλαγιές βάζοντας στη μέση τον εχθρό που θα περνούσε από τόν δρόμο γιά τά Σάλωνα. Ο Ανδρούτσος, καθισμένος κι αυτός με τους άλλους κάτω απ' τη βελανιδιά, παρακολουθούσε αμίλητος, τάχα αδιάφορος, καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μπροστά. Μέσα στο μυαλό του δούλευε το παράτολμο σχέδιο που είχε συλλάβει. Ενώ οι άλλοι συζητούσαν πού θα πιάσει ο καθένας, τους έκοψε απότομα και κοιτάζοντας προς τους Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, τους λέει απότομα: - "Εδώ στό χάνι θα πολεμήσουμε. Ποιός θά κλειστεί μέσα;". Κανείς δέν αποκρίθηκε. Οι γεροαρματολοί δεν αντέκρουσαν την πρόταση, αλλά, για να μη
233
θεωρηθούν κιοτήδες, δικαιολογήθηκαν τάχα ότι τους έλειπαν τα χρειαζούμενα πολεμοφόδια. Μετά τη σιωπηλή αυτή άρνηση, ο Ανδρούτσος πετάχτηκε όρθιος και φώναξε: - "Ορέ, δε βρίσκονται μέσα εδώ εκατό παλικάρια ν' ακριβοπληρώσουμε το αίμα μας;". Δεν απόσωσε τον λόγο του και μέσα απ' τους συναγμένους ακούστηκε μια βροντερή φωνή. - "Εγώ, καπετάνιε." ΈΈνα σεμνό παλικάρι βρέθηκε πλάι του. ΉΉταν ο Θανάσης Σεφέρης. Με μιας ύστερα από τη φωνή του Σεφέρη ακούστηκαν σαν ηχώ και οι φωνές άλλων παλικαριών. - "Και εγώ, κι εγώ, κι εγώ...". Ο Οδυσσέας, δίνοντας το αριστερό του χέρι στον Σεφέρη και γυρίζοντας στους συναγμένους, τους φωνάζει: - "Ε, παιδιά, όποιος θέλει να 'ρθει μαζί μου να πιαστεί στο χορό." Βγάζει τότε απ' το σελάχι του το μαντίλι, το ανεμίζει με το δεξί του χέρι και σέρνει το χορό τραγουδώντας: "Κάτου στου Βάλτου τα χωριά Ξηρόμερο καί Αγραφα στα πέντε βιλαέτια. Βάλτε μπρε νά πιούμ' αδέρφια!". ΈΈνας ένας τα παλικάρια άρχισαν να πιάνονται στο χορό. Ο Θανάσης Σεφέρης, ο Καπλάνης, ο Γοβγίνας από τήν Λίμνη Ευβοίας, ο Γκούρας, ο Μαμούρης από τή Δρέμισα, ο Παπανδρέας από τήν Κοκοβίστα, ο Ζυγούρης, ο Μπουτούνης, ο Γιάννης Βλαχόπουλος, ο Αναστάσης Μάρος, ο Κόμνας Τράκας καί ο Παπανικόλας από τήν Αγόριανη, ο Βουτούνης, ο Καπογιώργος από τό Ξηρόμερο, ο Κλίμακας από τήν ΉΉπειρο, ο Ζαφείρης από τά Επτάνησα, ο Στάθης Κατσικόγιαννης από τή Βόνιτσα, ο Πετούνης, ο Γεραντώνης, ο Γερογιάννης από τά Σάλωνα, ο Χατζάρας από τό Ναύπλιο, ο Κουρκουμέλης από τήν Κεφαλλονιά, ο Νικόλας Κίρκος καί ο Γιάννης Μητρόπουλος μέ τριάντα ακόμα Γαλαξειδιώτες, ο Δήμος Φράγκου από τούς Δελφούς, ο Κοντοσόπουλος από τή Λοκρίδα. ήταν μερικοί από τούς 117 πού έπιασαν τό χορό. Ανάμεσά τους ήταν ο πιστός φίλος του Ανδρούτσου Τουρκαρβανίτης Μουσταφά Γκίκας. Αυτός ακολούθησε σάν τό πιστό σκυλί τόν Οδυσσέα μέχρι τόν θάνατό του. ΈΈπειτα συνέχισε νά πολεμά γιά τήν ανεξαρτησία τής Ελλάδος μέχρι πού πέθανε μέ τό βαθμό τού λοχαγού.
234
«Ο Οδυσσέας εισήλθε εις τό χάνι τής Γραβιάς. Πρίν όμως καταλάβη τό πλινθόκτιστον εκείνο οικοδόμημα ο υιός τού Ανδρούτσου, αποταθείς πρός τούς περί αυτόν ισταμένους ανδρείους, είπεν αυτοίς. - "ΈΈ παιδιά, όποιος θέλει νά μ' ακολουθήση άς πιασθή εις τό χορό!" Καί ήρξατο πρώτος χορεύων ηρωϊκόν τινά χορόν. ΈΈλαβον μέρος ς' το χορό εις κατόπιν τού άλλου είκοσι καί εκατόν εκ τών εκλεκτοτέρων, εν οις καί ο Γκούρας καί ο Παπανδριάς καί ο Τράκας καί ο Αναστάσιος Μάρος καί ο Βουτούνης, όλοι αξιωματικοί, οι μέν τού Πανουργιά οι δέ τού Δυοβουνιώτου. Συνετάγησαν ωσαύτως εν τώ χορώ τούτω τής ζωής ή τού θανάτου καί εκ τών αμέσως ακολουθούντων τόν Οδυσσέα ο Αγγελής Νικολάου Γοββίνας Ευβοεύς, ο Μουσταφάς Τουρκαλβανός, οι Ξηρομερίται Καπογεωργέοι, ο Ζαφείρης Επτανήσιος καί τινες Οιανθείς υπό τόν Κέρκον Οιανθέα. Ούτω δέ, σύροντος τήν χορείαν τού Οδυσσέως, εισήλθον εν τώ πανδοχείω, όπερ δραστηρίως παρεσκεύασαν ευθύς πρός πόλεμον, οι μέν μεταφέροντες ύδωρ, οι δέ φράττοντες τάς θύρας διά πετρών, οι δέ ανοίγοντες τάς αναγκαίας τοξότιδας. Μετά τούτων συναπεκλείθησαν καί οι τρείς ξενοδόχοι.» Αγαπητός - Οι ΈΈνδοξοι ΈΈλληνες τού 1821, Πάτραι 1877 Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος. Οι φωνές και τα σφυρίγματα αντιβούιζαν στο φαράγγι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος κατάφερε ν' ανάψει φωτιά στα στήθια των πριν από λίγο κιοτεμένων παλικαριών. Χορεύοντας μπροστά, φέρνει μια δυο γύρες τη βελανιδιά και σαν υπολογίζει πως είναι αρκετοί αυτοί που τον ακολουθούν, συνεχίζει χορεύοντας κατά τον μαντρότοιχο του χανιού. Στέκεται πλάι στην αυλόπορτα μέσα στη μάντρα, και μετράει όσους μπαίνουν. Σε κάποια στιγμή φωνάζει: - "Σταματήστε δε χρειάζονται περισσότεροι." Μέτρησε εκατόν δέκα τέσσερις και τρεις ο πανδοχέας με τα δυο παιδιά του εκατόν δέκα εφτά. Ο χώρος είναι περιορισμένος. Πολλοί που έμειναν απ' έξω φωνάζουν και διαμαρτύρονται. Την ώρα αυτή με τις φωνές ένας λαγός πετάχτηκε από ένα θάμνο. Ο Ανδρούτσος τους φωνάζει να μην τον πυροβολήσει κανείς. Τρέχει και πιάνει τον λαγό ζωντανό, θα είναι το τυχερό των κλεισμένων. Από παλιά υπήρχε η πρόληψη ότι ο λαγός είναι κακό σημάδι. ΊΊσως γιατί είναι φοβιτσιάρικο ζώο. Σαν μπήκαν μέσα στο χάνι, η ώρα ήταν εννιά. Λογάριαζαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα 'φτανε πριν από το μεσημέρι. Ο χρόνος δεν τους έπαιρνε και χωρίς αργοπορία άρχισαν να ετοιμάζονται για την άμυνα. Πρώτη τους δουλειά ήταν να γυρίσουν το νερό απ' τη ρεματιά μέσα στον περίβολο του χανιού για να έχουν να πίνουν. Μετά ο Μαστρογιάννης, που ήταν χτίστης, άρχισε ν' ανοίγει μασγάλια (πολεμίστρες) στον μαντρότοιχο και στο χάνι. Και για να μη φαίνονται από μακριά, τις
235
κάλυψαν με αγριόχορτα. Ασφάλισαν επίσης τις πόρτες με μεγάλες πέτρες. Σε λίγο φάνηκαν στον κάμπο οι Τούρκοι. Δε θ' αργούσαν να φτάσουν στη Γραβιά. Κι ενώ οι κλεισμένοι στο χάνι ετοιμάζονταν για την άμυνα, οι άλλοι που ήταν απ' έξω πήγαν να πάρουν τις θέσεις τους. Ο Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά πιάσανε τα ριζά του Χλωμού (παρακλάδι της Γκιώνας) καί ο Κοσμάς Σουλιώτης με τους Σουλιώτες του καί τούς Κατσικογιανναίους πιάσανε τήν πηγή του Σόντσικα. Τους κλεισμένους όμως τους βασάνιζε η έλλειψη από μπαρουτόβολα. Αυτόν που είχαν στείλει για εφοδιασμό δεν είχε φανεί ακόμα και οι Τούρκοι είχαν φτάσει στο γεφύρι της Χαϊνίτσας. Εκείνη τη στιγμή όμως έφτασε από τα Σάλωνα ο τροφοδότης του στρατοπέδου καί έφορος τής Αμφισσας Αναγνώστης Κεχαγιάς σέρνοντας δυο μουλάρια φορτωμένα με μπαρουτόβολα και τρόφιμα μαζί με τον γαμπρό του Καραχάλιο. Αψηφώντας τον κίνδυνο, γιατί ο εχθρός ζύγωνε, κίνησε για το χάνι. Μόλις πρόφτασε κι έκοψε τις τριχιές απ' τα σαμάρια και πέταξε πάνω απ' τη μάντρα τα σακιά με τα μπαρουτόβολα και τα τρόφιμα στους κλεισμένους. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ντουφεκάνε και θα πλήρωνε με τη ζωή του, αν ο Καραπλής ή Πλάτανος που βρισκόταν εκεί κοντά ταμπουρωμένος δεν άρχιζε στο ντουφέκι τους Τούρκους και του έδωσε καιρό να φύγει. Με τη μικροσυμπλοκή αυτή, ο έμπειρος Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι κάτι κρυβόταν στο χάνι. Αποφάσισε τότε να ακολουθήσει την ίδια τακτική της Αλαμάνας. Πρώτα θέλησε να ξεμοναχιάσει το χάνι απ' τους άλλους επαναστάτες. Μοίρασε τον στρατό σε τρεις κολόνες. ΈΈριξε τη μια κατά το Χλωμό και την άλλη κατά τη βρύση του Σόντσικα. Στις δυο αυτές κολόνες έστειλε και όλο το ιππικό του. Την τρίτη, που ήταν Αρβανίτες Γκέκηδες και Τόσκηδες, την κράτησε για το χάνι. Η επίθεση στο Χλωμό και στόν Σόντσικα ήταν τόσο ορμητική που ύστερα από μικρή αντίσταση, οι επαναστάτες τραβήχτηκαν στα ψηλώματα. Σκοτώθηκε μονάχα ο Σουλιώτης Μπούχλας. Ο Ανδρούτσος με τους κλεισμένους στο χάνι καρτερούσαν τη σειρά τους. Φοβερά ψύχραιμος κι ατάραχος, είπε στους συντρόφους του, νά μη ρίξει κανείς. Mπροστά από τό ασκέρι, ο Αλβανός πασάς εβαλε έναν μπεχτασή δερβίση, ο οποίος κίνησε γιά τό χάνι. Σαν σταμάτησε έξω απ' το χάνι, ο Χασάν ντερβίσης σκόρπισε με το χέρι του δεξιά και αριστερά άμμο, ψέλνοντας το ντονά (προσευχή) να διαλυθούν οι εχθροί του σαν την άμμο. Ο Ανδρούτσος μίλησε μαζί του στά τούρκικα καί αφού αντάλλαξαν βρισιές τόν σημάδεψε καί τόν πυροβόλησε με το καριοφίλι του στό μέτωπο. Σεφέρης: "Τό νού σας. Η κολώνα όλο καί ζυγώνει τό χάνι". Μαμούρης: "Καπετάνιε!. Γιά δές όξω απ' τό μασχάλι. ΈΈνας καβαλλάρης ξεκόβει απ' τό ορδί κι έρχεται καταδώ". Δερβίσης: "Αλλάχ εκπέρ, Αλλάχ εκπέρ, Μωχαμέτ ουρ ρές ούλ
236
Αλλάχ!". Αντρούτσος: "Ντερβίσης είναι. Δέν τόν βλέπετε; Κάνει τό ναμάζι γιά ν' αρχινέψουν τό γιουρούσι. Μή σκούξει κανείς. Αστε τον νά ζυγώσει." Τράκας: "Γιά δές τόν, είναι γέροντας. Καί σκορπάει άμμο μέ τά χέρια του δεξόζερβα." Αντρούτσος: "Νέρεγιε γκιντέρσιν; (Πού πας;)" Δερβίσης: "Σάλωνα γιά γκιντέριμ (Πάω στα Σάλωνα νά σκοτώσω γκιαούρηδες)." Αντρούτσος: "Στά Σάλωνα πάς ε; Τώρα θ' ακούσεις τό ντουφέκι μου, σαπιοκοιλιά." Τάκης Λάππας - Το Χάνι της Γραβιάς Βλέποντας νεκρό τον ντερβίση τους, οι Τοουρκαλβανοί σκυλιάσανε καί όρμησαν σάν ποτάμι φουσκωμένο στό παλιοχάνι. Μα τα καριοφίλια των κλεισμένων ξερνούν φωτιά και μολύβι. Η πρώτη σειρά σωριάζεται κάτω από τά βόλια. Ο Βρυώνης ξαφνιάζεται. Διατάζει δεύτερη επίθεση. Τά τουμπελέκια βαράνε καί οι μπαϊραχτάρηδες ανεμίζουν τά μπαϊράκια τους. Μα το χάνι ξερνάει κεραυνούς κι αστροπελέκια. Καί η δεύτερη σειρά σωριάστηκε καταγής. Τούρκικα κουφάρια γέμισαν τό χώμα. Νέα επίθεση διέταξε ο πασάς. Οι Τουρκαλβανοί δέν πρέπει νά υποχωρήσουν γι' αυτό έχουν το αριστερό χέρι στο μέτωπο για να μην βλέπουν τούς εχθρούς καί τό δεξί χέρι στό γιαταγάνι. Ορμούν σάν τυφλοί. Μερικοί κατορθώνουν να φτάσουν στη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις πλάτες τους. Αλλοι προσπαθούν με πέτρες να βουλώσουν τις τουφεκίστρες. ΈΈνας Τουρκαλβανός ζυγώνει με μια πέτρα και θέλει να φράξει μια πολεμίστρα. Από μέσα βρίσκεται ο Μουσταφάς, ο πιστός σύντροφος του Οδυσσέα. Ενώ απ' έξω ο Γκέκας του Βρυώνη σπρώχνει την πέτρα προς τα μέσα, ο Γκέκας τού Ανδρούτσου με την μπούκα του καριοφιλιού τη σπρώχνει προς τα έξω. Τότε ο Τουρκαλβανός αρπάζει τό καριοφίλι τού Μουσταφά καί τό τραβάει πρός τά έξω. Ο Οδυσσέας πού παρακολουθούσε τήν πάλη, πήγε σέ διπλανή πολεμίστρα καί πυροβόλησε τόν εχθρό, απελευθερώνοντας έτσι τόν σύντροφό του. Γοβγίνας: "Δέν τηράς; Τούς πρώτους τούς ξαπλώσαμε. Νά τήρα, καινούργιους μάς ρίχνει ο Βρυώνης." Αντρούτσος: "Τά ίδια θά πάθουν κι' αυτοί." Γοβγίνας: "Κείνος ο Παπαντρέας λές κι' ναι λυσσασμένο τσακάλι. Σάν ξερόκλαδα τούς γκρεμίζει τούς Αρβανίτες." Αντρούτσος: "Αϊντε κατακαημένε παπά. Μ' αυτά πού κάνεις, στήν κόλαση αντάμα θά πάμε." Παπανδρέας: "Καθέναν πού σκοτώνω, στήνω κι' ένα σκαλί ν'
237
ανεβούμε ταχιά στόν Παράδεισο." Αντρούτσος: "Κάνε νισάφι, ορέ ντελήπαπα! Αφησε καί κανέναν γιά τούς άλλους..." Μουσταφά: "Καπετάνιε! ΈΈνας Τούρκος μού κρατάει απόξω τό καριοφύλλι καί δέν μπορώ νά τό τραβήξω μέσα νά τό γιομίσω." Αντρούτσος: "Νά ορέ. Πάει κι αυτός." Τάκης Λάππας - Το Χάνι της Γραβιάς Ο Βρυώνης παρακολουθούσε τή μάχη από τό ξωκλήσι του Αϊ Θανάση. Ο χαλασμός που γινόταν στο ασκέρι του από λίγους γκιαούρηδες τόν αναστάτωσε καί τόν εξόργισε. Αρχισε νά βρίζει δεξιά κι αριστερά. Τά απανωτά γιουρούσια που κάνανε οι δικοί του απλώς γεμίζανε μέ κουφάρια τόν χώρο γύρω από τή μάντρα. «Τώρα μανιάζει ο πασάς. Φωνάζει τά ρετζάλια καί τούς μπουλουξήδες καί τούς ξευτελίζει, καθώς ανίκανοι στάθηκαν νά σβήσουν από τό πρόσωπο τής γής τούτο τό παλιοχάνι. Προστάζει νά κολατσίσει τ' ασκέρι του, νά στυλωθεί λιγάκι, κι έπειτα νά ριχτεί νά τό πατήσει όση ζημιά κι άν πάθει. Οι ντερβισάδες κάνουν ντουάδες στόν Αλλάχ, παρακαλώντας νά τούς συντρέξει. Aνεμίζοντας τ' αστραφτερά τσεκούρια τους φανατίζουν τ' αμίλητο ασκέρι, τάζοντάς του όλα τ' αγαθά τού ντουνιά στόν τουρκικό παράδεισο. Καί οι ντελάληδες φωνάζουν: - Ο πασάς μας τάζει πέντε πουγγιά σ' όποιον πρώτος πατήσει τό χάνι! Ο τυχερός πού θά τάπαιρνε θάχε μ' αυτά νά τρώη καί νά πίνη μιά ζωή. Πρώτοι προχωρούν ν' ανταμώσουν τό χάρο οι μπαϊραχτάρηδες. Ορμάνε καί πίσω τους ακολουθά ολόκληρο τ' ασκέρι. ΈΈνας μονάχα καταφέρνει νά φτάση ως τό χάνι, πιάνοντας μιάν απυρόβλητη γωνιά του. Βλέποντας, όσοι βρίσκονταν παραπίσω, ν' ανεμίζει τό μπαϊράκι του λένε πώς πάει, πατήθηκε τούτου τό στέκι τού Χάρου. Μπήγουν τίς νικητήριες κραυγές καί ρίχνονται σέ καινούργιο γιουρούσι. Μά ξανά θερίζονται. - Κουράγιο αδέρφια καί τούς φάγαμε κι αυτούς! Οι κάννες τών ντουφεκιών τους από τήν αδιάκοπη φωτιά, ανάβουν.
238
Καί καθώς δέν είχανε νερό νά τούς ρίξουν νά κρυώσουν, τίς κατουράνε. Μάταια γυρεύουν οι Αρβανίτες νά σπάσουν τήν πόρτα μέ τίς χαντζάρες τους νά τοιχορίξουν τά πλιθιά. Απαρτο μένει τό παλιοχάνι. Τώρα μπροστά του υψώνονται, παράδοξο ταμπούρι, τά κουφάρια τών σκοτωμένων. ΈΈφτασε τό δειλινό κι ο Χάρος δέν κουράστηκε νά κρεμά ψυχές στά καπούλια τού αλόγου του. Η Τουρκιά δέν υπομένει άλλο. Πισωδρομά καθώς τά λαβωμένα θεριά.» Φωτιάδη - Επανάσταση τού 21 ΌΌλα τά γιουρούσια αποτυγχάνουν. ΌΌλα τά μπαϊράκια πέφτουν καταγής. Τό ιππικό αποδεικνύεται ανίκανο. Γκέκηδες καί Τόσκηδες τρέχουν άφοβα μπροστά στά βόλια γιά μιά θέση στόν παράδεισο. Με τσεκούρια προσπαθούν να σπάσουν τις πόρτες. ΌΌσοι σκαρφαλώνουν τήν μάντρα μένουν στόν τόπο. Ο Γκούρας τούς πνίγει μέ τά ίδια του τά χέρια. Αντρούτσος: "Φωτιά ορέ ΈΈλληνες!" Γοβγίνας: "Τούς αφανίσαμε." Αντρούτσος: "Μεγάλο κακό. Η γή χόρτασε αίμα. Τηράτε κεί. Κεί όξω απ' τήν πόρτα τής εκκλησιάς τού Αϊ Θανάση. Τόν βλέπετε κείνον μέ τά κόκκινα μπουντούρια πού κρατάει τό τοπούζι (απελατίκι, σιδερένιο ρόπαλο ακιδωτό στην άκρη); Αυτός είναι ο πασάς. Ρίξτε του! Α ορέ Βρυώνη, ξαναμπήκες στήν εκκλησιά νά φυλαχτείς. Σέ σώσανε οι μουλουξήδες σου παλιοκερατά!" Παπανδρεάς: "Τό βόλι μου κτύπησε τήν πιστόλα του Δυσσέο. Μά ήτανε κρύο καί δέν τούκανε ζημιά." Μητρόπουλος: "Καπετάνιο τόν έφαγα τόν γουρνομύτη." Αντρούτσος: "Ποιόν ορέ;" Μητρόπουλος: "Αμ' πού νά τό βρεις. Τό Χαλήλ μπέη." Παπανδρεάς: "Κείνον ορέ, τό μπέη τού Ζητουνιού, πού παλούκωσε τό Διάκο;" Μητρόπουλος: "Αμ' ποιόν άλλο!. Τόν μάτιασα από μακρυά πούρχοταν μέ τούς Μουρτάτες καταπάνω μας. Τόν άφησα νά ζυγώσει καί τούριξα. Τού φώναξα. Νά ορέ Χαλήλ. Σέ ξοφλάμε γιά τό Διάκο μας." Τάκης Λάππας - Το Χάνι της Γραβιάς Οι μπαϊρακτάρηδες, για να εμψυχώσουν τους επιδρομείς, προσπαθούν να στήσουν τα μπαϊράκια τους στον μαντρότοιχο. ΈΈνας μονάχα κατορθώνει να φτάσει μπροστά στο χάνι και πέφτοντας ανάσκελα, για να μη δίνει στόχο, βαστάει με τα χέρια του το κοντάρι της σημαίας. Οι Τουρκαλβανοί που βλέπουν το μπαϊράκι τους ν' ανεμίζει, θαρρούν πως το χάνι πατήθηκε κι ορμούν από παντού. Ο Γκούρας, κοντά στην πολεμίστρα του οποίου βρίσκεται το μπαϊράκι, προσπαθεί με
239
βρισιές να κάνει αυτόν που το κρατάει να σηκωθεί για να τον σκοτώσει. Ο Τουρκαλβανός όμως προστατεύεται από τη γωνιά και το έδαφος. Τέλος ο Γκούρας σημαδεύει το κοντάρι, πυροβολεί και το κόβει στα δύο. Η σημαία έπεσε. Ο Ανδρούτσος ακούραστος έτρεχε από τό ένα παλληκάρι στό άλλο φωνάζοντας γιά νά τά εμψυχώσει. ΈΈνας Αρβανίτης κατάφερε ν' ανέβει απαρατήρητος στη μεγάλη βελανιδιά όπου είχαν κάνει τή συνέλευση τους οι καπεταναίοι πρίν τή μάχη. Κρυμμένος στην πυκνή φυλλωσιά του δέντρου, είδε μέσα στο μικρό δωμάτιο που ήταν σα δεύτερος όροφος πάνω απ' το χάνι ν' αστράφτουν κάθε τόσο δυο καριοφίλια. ΉΉταν οι δυο Θανάσηδες, ο Σεφέρης, το παλικάρι που πιάστηκε πρώτο στον χορό, και ο Καπλάνης, ξακουστός για την παλικαριά του. Από τα βόλια του Αρβανίτη έπεσαν και οι δυο νεκροί. Γκούρας: "Δυσσέο... Ο Σεφέρης κι ο Καπλάνης σκοτώθηκαν." Αντρούτσος: "Τί λές μωρέ; Πώς στάθηκε τούτο;" Γκούρας: "Καταπώς ήταν οι δυό Θανάσηδες πάνω στ' ανώγι καί ντουφεκάγανε στό σωρό, ένας Αρναούτης τούς μάτιασε απ' τ' αλάργα. Ανέβηκε στή βαλανιδιά πού είχατε κάνει τή σύναξη, κι άδειασε τό τουφέκι του καταπάνω τους. Βρήκαμε τό Σεφέρη χτυπημένο στόν αμήνιγγα καί τόν Καπλάνη στό ριζαύτι." Αντρούτσος: "Καημένε Σεφέρη! Πρώτος μούδωσες τό χέρι. Ποιός νά τόλεγε;" Τάκης Λάππας - Το Χάνι της Γραβιάς Η έφοδος ξαναρχίζει. Τούτη τη φορά παίρνουν μέρος και τ' ανήψια του Βρυώνη. Είναι η έβδομη και τελευταία επίθεση. Οι Τουρκαλβανοί ορμάνε με πάθος. Ζώνουν το χάνι απ' όλες τις μεριές. Πρώτοι απ' όλους οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες. Κι αυτό το γιουρούσι πήγε χαμένο. Στρώμα τά κορμιά. Οι κραυγές τών λαβωμένων σκίζουν τόν αέρα. Στούς τόσους πεθαμένους κι ένας μπέης, ανηψιός του Ομέρ Βρυώνη. Ο ήλιος βασιλεύει πίσω απ' τα αντικρινά βουνά. Σε λίγο έρχεται το σούρουπο κι αποτέλεσμα κανένα. Ο Βρυώνης αποφάσισε νά σταματήση τήν επίθεση καί έστειλε τάταρη στό Ζητούνι για να του στείλουν κανόνια. Στήν υπηρεσία του ο πασάς είχε έναν Ρωμιό, τόν Χρήστο Παλάσκα. Ο Παλάσκας καταγόταν από τήν Πίνδο καί είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός σέ ευρωπαϊκούς στρατούς. Ο Ομέρ Βρυώνης τόν χρησιμοποιούσε ως εκπαιδευτή τών στρατιωτών του καί τόν είχε σέ μεγάλη υπόληψη. Αυτός λοιπόν φώναξε κατά τό βράδυ στόν Ανδρούτσο καί τού είπε περιπαικτικά: - "Ορέ Αντρούτσο, καλά σ' έχουμε κλεισμένο. Πού θα μας πάς; Αλίμονό σου, ταχειά μας έρχονται δυο κανόνια απ' το Ζητούνι και θα σε κάνουμε στάχτη. Στάχτη ορέ ούλοι σας θά γενείτε από τά τόπια.
240
Τριακόσια πουγγιά Αντρούτσο τάζει ο Βρυώνης γιά κείνον πού θά πατήσει πρώτος τό χάνι. Δέ θά τό γλυτώσεις τό σουβλί ορέ Δυσσέα." Και μήπως και δεν τον άκουσαν, επανέλαβε τα λόγια του δυο και τρεις φορές καί άρχισε νά τραγουδάει: "Τώρα είναι Μάης κι' άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι, τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι' ανθίζουν τα λουλούδια. Τώρα κι' ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγη. Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει, φκιάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια..." Ο Οδυσσέας γνώρισε τη φωνή του Παλάσκα γιατί ήταν γνώριμός του απ' τα Γιάννενα και κατάλαβε πως του 'στελνε μήνυμα για τις προθέσεις τού πασά. Ο Ανδρούτσος, βέβαια, ξύπνιος καθώς ήταν, δεν είχε σκοπό να περιμένει άλλο στο χάνι, γιατί και τα μπαρουτόβολα τέλειωναν και η παραμονή τους θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. ΈΈτσι, σαν άλλαξαν τα καραούλια και καθήσανε να φάνε λίγο ψωμοτύρι και να ξαποστάσουν λίγο από το συνεχή αγώνα, ο Ανδρούτσος τους λέει: - "Γιά ζυγώστε κοντά. Καταπώς βλέπετε τό χάνι άλλο δέ μάς κρατάει. Ο Μπαλάσκας είναι τίμιος Καπετάνιος. ΌΌσα μάς χούγιαξε είναι σωστά. Μέ τό τραγούδι του μάς ορμηνεύει μέσα σέ τούτη τή νύχτα νά φύγουμε. Τό πουρνό τά κανόνια θά ξημερωθούν απ΄τό Ζητούνι δώ. Πέντε τόπια άν πέσουν, κουρνιαχτός θά γίνουν ούλα τούτα τά πλιθούρια." Κανένας δεν έφερε αντίρρηση στα λόγια του. Παρέκει ανοίγουν δυο λάκκους και θάβουν τους δυο Θανάσηδες Σεφέρη και Καπλάνη. Τώρα τους λέει να πλαγιάσουν λίγο να ξεκουραστούν μέχρι να 'ρθει η ώρα για να φύγουν. Τριγύρω οι Τούρκοι κουρασμένοι από τον δρόμο και τα απανωτά γιουρούσια έχουν πέσει σε βαθύ ύπνο. Περιμένουν ξένοιαστοι τα κανόνια που θα φτάσουν απ' το Ζητούνι, για να τσακίσουν τους κλεισμένους στο χάνι. Το φεγγάρι ολόγιομο σ' έναν ξάστερο ουρανό, φωτίζει το πεδίο της μάχης, τους κοιμισμένους που μοιάζουν σαν πεθαμένοι απ' την κούραση της μέρας και τους ασάλευτους νεκρούς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καπνίζοντας συνέχεια το τσιμπούκι του, δούλευε στο μυαλό του σχέδια πώς θα γλιτώσει ετούτους τους ανθρώπους. Δυο ώρες περίπου πριν ξημερώσει, ξύπνησε τους συντρόφους του και τους ειδοποίησε να συναχτούν για την έξοδο. Τ ο χάνι είχε, όπως είπαμε, δυο αυλόπορτες. Η μια κατά τη δημοσιά - τον δρόμο που πήγαινε για τα Σάλωνα - και η άλλη κατά τον κάμπο. Ο Κομνάς Τράκας, που ήταν από κείνα τα μέρη - απ' την Αγόριανη και γνώριζε τα κατατόπια, τους είπε να φύγουν από την πόρτα του κάμπου. Από κει θα περνάγανε μέσα απ' τα αθέριστα χωράφια που τα στάχυα τους ήταν ψηλά και θα τους προστατεύανε από το φως του
241
φεγγαριού. ΌΌλοι συμφώνησαν με τη γνώμη του. ’ρχισαν τότε σιγά σιγά χωρίς θόρυβο να βγάζουν τις πέτρες που ήταν πίσω απ' την αυλόπορτα και να τις τοποθετούν σε μια γωνιά. Σε λίγο η πόρτα ελευθερώθηκε. ΈΈπρεπε όμως να σιγουρευτούν ότι οι Τούρκοι κοιμούνταν και δεν ξαγρυπνούσαν. Ο Οδυσσέας , παμπόνηρος σάν τόν ομηρικό ήρωα, πήρε μια κάπα, της έβαλε μέσα μερικές πέτρες για να βαρύνει και την πέταξε πάνω απ' τον μαντρότοιχο για να φανεί πως κάποιος πηδούσε για να φύγει. Η κάπα έπεσε και δεν ακούστηκε τίποτε, ούτε ντουφεκιά ούτε φωνή. Για να σιγουρευτεί, έριξε δεύτερη και τρίτη κάπα. Τίποτα, η ίδια ησυχία. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Στην εμπροσθοφυλακή θα πήγαινε ο Παπαντρέας με τον Μαμούρη με σαράντα άντρες. Το κέντρο θα κρατούσε ο Γκούρας με άλλους τόσους και την οπισθοφυλακή θα κρατούσε ο ίδιος ο αρχηγός με τους υπόλοιπους. Ο Ανδρούτσος περίμενε ακόμα κάτι. Μερικά σύννεφα είχαν φανεί πάνω απ' την Γκιώνα, καρτερούσε να κρυφτεί λίγο το φεγγάρι στα σύννεφα για να μην τους προδώσει αμέσως. Πράγματι σε λίγο τα σύννεφα τύλιξαν το φεγγάρι. - "Να η Παναγιά με την τσέργα της (βελέντζα)". Η στιγμή ήταν κατάλληλη. Ο αρχηγός δίνει το σύνθημα της εξόδου. Οι κλεισμένοι βγαίνουν απ' την αυλόπορτα με τα γιαταγάνια στα χέρια πατώντας πάνω απ' τα κουφάρια των Τούρκων και απομακρύνονται απ' το χάνι. Μπροστά για οδηγός μπαίνει ο γιγαντόσωμος Αντρέας Καραπλής ή Πλάτανος. Σε μικρή απόσταση πέφτουν πάνω στους Τουρκαλβανούς. Οι Τούρκοι ξαφνιάζονται. ΏΏσπου να συνέλθουν από τον βαθύ ύπνο, οι επαναστάτες, σφάζοντας όσους βρέθηκαν μπροστά τους, χάνονται σα φαντάσματα μέσα στα ψηλά στάχυα. Είναι τόσο μεγάλη η αναταραχή στο εχθρικό στρατόπεδο, που ντουφεκάνε στα τυφλά χωρίς να ξέρουν ποιοι είναι δικοί τους και ποιοι ΈΈλληνες. Ο Οδυσσέας, τρέχει φωνάζοντας αρβανίτικα σα να κυνηγάει αυτούς που φεύγουν "από δω ορέεε!" προς την άλλη κατεύθυνση αριστερά, προς τη βρύση του Σόντζικα. ΈΈτσι οι Τουρκαλβανοί παρασύρονται προς τα εκεί, ενώ οι ΈΈλληνες φεύγουν δεξιά κατά το Χλωμό. Ανεβαίνοντας στο βουνό, σε λίγο συναντάνε τον Παπακώστα Τζαμάλα και τον Απόστολο Γουβέλη από τό Καρπενήσι. Μετριούνται και βλέπουν ότι εκτός από τους δυο σκοτωμένους Θανάσηδες έχουν και δυο τραυματίες, τον Κώστα Καπογιώργη και τον Κομνά Τράκα. Το γλυκοχάραμα φτάσανε στον 'ΑϊΛια κι αντάμωσαν τα σώματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά. Οι γεροαρματολοί έτριβαν τα μάτια τους. Δεν περίμεναν να τους ξαναδούν. Βούιξε ο τόπος από το κατόρθωμα αυτό. Αναπτερώθηκε το ηθικό των καταπτοημένων στη Ρούμελη, ύστερα απ' την Αλαμάνα.
242
Ο Ανδρούτσος έγινε η κυρίαρχη μορφή του Αγώνα στην Ρούμελη. Από τή Γραβιά πήγε στή Μονή Δαδιού (Αμφίκλειας), όπου πρόκριτοι καί οπλαρχηγοί έσπευσαν νά τόν συγχαρούν γιά τή νίκη του. Ο Ομέρ Βρυώνης μπήκε το πρωί ο ίδιος στο χάνι και είδε τό χώρο στόν οποίο δέν μπόρεσαν οι χιλιάδες στρατιώτες του νά κάνουν ζάφτι μερικούς Ρωμιούς. Στη συνέχεια αφού έκαψε τό χάνι, διέταξε να θάψουν τους εκατοντάδες σκοτωμένους. Παρέμεινε δέ οκτώ μέρες στη Γραβιά χωρίς να τολμήσει να προχωρήσει για τα Σάλωνα και στή συνέχεια γύρισε πίσω στη Μπουντουνίτσα. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους (Λάμπρος Κατσώνης) Ο Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804) εγεννήθη εις Λεβάδειαν τής Βοιωτίας ακριβώς σχεδόν περί τά μέσα τής παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Νεώτατος έτι μετέσχε τού εν Πελοποννήσω καί εν τώ Αιγαίω πελάγει κινήματος, απήλθεν έπειτα εις Ρωσίαν, κατώκησεν εις Κριμαίαν, κατετάχθη ως αξιωματικός εις τό ιδρυθέν τότε αυτόθι ελληνικόν τάγμα τής βαλακλάβας (Μπαλακλάβα), διέπρεψε υπό τόν Ποτέμκην εις τόν κατά τής Περσίας ρωσικόν, απέδειξε διά ναυτικών τολμημάτων περί Κριμαίαν ότι ήτο ναύτης ουδέν ήττον επιτήδειος ή στρατιώτης, καί κατελθών τόν Ιανουάριον τού 1788 εις Τεργέστην ανέλαβε τήν ηγεμονίαν τού εν τή πόλει ταύτη εξοπλισθέντος στολίσκου. Ο ποία καί πόσα ήσαν τά πλοία δι' ών ο Λάμπρος περιήγαγεν επί πέντε όλα έτη εν ταίς ελληνικαίς θαλάσσαις νικηφόρον τήν σημαίαν αυτού, ακριβώς δέν γνωρίζομεν. Εκ Τεργέστης εξέπλευσεν εν αρχή τού 1788 μετά τριών σκαφών, εξ ών τού ενός μόνον ηξεύρομεν τό όνομα καί τήν δύναμιν. ΉΉτο δέ τό σκάφος τούτο αμερικανικόν καταδρομικόν 26 πυροβόλων, όπερ αγορασθέν υπό τής αυτόθι κοινότητος ωνομάσθη υπ΄ αυτού "Αθηνά τής Αρκτου". Μετ' ου πολύ ο Λάμπρος κυριεύσας περί τό Αιγαίον μέν έξ εχθρικά πλοία καί περί Συρίαν έτερα έξ ώπλισεν αυτά καί συγκατέταξεν εις τόν ίδιον στολίσκον, αλλά τίς ήτο η δύναμις τών πλοίων τούτων άδηλον. Βραδύτερον αναφέρονται εν τή μοίρα τού Λάμπρου οκτώ έτερα πλοία, δύο μέν κυβερνώμενα υπό τών Σπετσιωτών Αναργύρου καί Καρακατσάνη, πλήν δέ τούτων ο "Αχιλλεύς" υπό τόν Ζυγούρην, η "Μαρία" 24 πυροβόλων υπό τόν Πασχάλην Κασίμην καί τέσσερα προσέτι πλοία υπό τόν Εμμανουήλ Μπουρζουνάκην, τόν Δημήτριον Αλεξόπουλον, τόν Ευστράτιον Νικηφοράκην καί τόν Κωνσταντίνον Παταράκην. Μετά τής δυνάμεως ταύτης, ήτις εν τούτοις κατηρτίσθη κατά μικρόν, λέγεται ο Λάμπρος κατά τά δύο έτη 1788 καί 1789, ού μόνον αφανίσας πάσαν ναυτικήν τού οσμανικού κράτους εμπορίαν, ού μόνον κυριεύσας μέν τό φρούριον τού Καστελλορρίζου εις τά παράλια τής Λυκίας, καταστρέψας δέ τούς προμαχώνας τού Δυρραχίου, αλλά καί
243
επανειλημμένως καταναυμαχήσας εκ παρατάξεως αυτόν τόν οσμανικόν στόλον. Τό 1789 η καταπλαγείσα τουρκική κυβέρνησις ηγωνίσθη νά προσοικειωθή τόν άνδρα διά τού διερμηνέως τού στόλου Στεφάνου Μαυρογένους. Ο διερμηνεύς έγραψε πρός τόν Λάμπρον επιστολήν δι' ης προσαγορεύει αυτόν ανδρειότατον ήρωα, επαγγέλεται δέ εις αυτόν τε καί τούς οπαδούς αυτού αμνηστίαν καί παραχωρεί αυτώ τήν διαδοχικήν καί αφορολόγητον ηγεμονίαν μιάς τών νήσων τού Ικαρίου πελάγους οίαν ήθελεν εκλέξει, επιχορηγών σύναμα καί αξιόλογον χρηματικόν ποσόν. Αλλ' ο Λάμπρος απέκρουσε πάντα ταύτα καί εξακολουθήσας τόν αγώνα συνεκρότησε τώ 1790 τήν πεισματωδεστέραν τών ναυμαχιών αυτού. Απριλίω μηνί 1790 ο Κατσώνης εναυλόχει εις Κέαν μετά πλοίων εννέα, διότι είχε προεκπέμψει τά λοιπά πρός επιτέλεσιν τού καταδρομικού αυτών έργου. Πρό τινος δέ είχε παραλάβει μεθ' αυτού 500 κλέφτας υπό τόν Οπούντιον Λοκρόν Ανδρούτζον, τόν πατέρα τού Οδυσσέως εκείνου, όστις εν αρχή τής τελευταίας μεγάλης επαναστάσεως διετέλεσεν ο επισημότατος τών πολεμάρχων της ανατολικής Ελλάδος. Τή 6η Απριλίου η προφυλακή ανήγγειλεν εις τόν Λάμπρον ότι επεφάνη μεταξύ Ανδρου καί Ευβοίας ο οσμανικός στόλος εκ πεντεκαίδεκα μεγάλων πλοίων συγκείμενος. Ο Λάμπρος εξώρμησεν αμέσως εις συνάντησιν αυτού, αλλά μετά τρίωρον πυροβολισμόν οι πολέμιοι παραδόξως υπεχώρησαν, ίνα λάβωσι καιρόν νά ενωθώσι μετά τής περιμενομένης υπ΄ αυτών αλγερινής μοίρας. Ουδέν ήττον η υποχώρησις αύτη δέν δύναται νά λογισθή ειμή ως ήττα εάν αναλογισθώμεν ότι η δύναμις αυτών ήτο τουλάχιστον τετραπλασία τής ελληνικής, τά δ' ελληνικά πλοία δέν έπαυσαν καταδιώκοντα αυτούς μέχρι τής εσπέρας. Αλλά καί ο στολίσκος τού Λάμπρου υπέστη βλάβην ου μικράν, δύο δέ τών πλοίων αυτού, τά τού Αναργύρου καί τού Καρακατσάνη, απομακρυνθέντα εν τή καταδιώξει δέν ηδυνήθησαν ουδέ τήν επιούσαν νά ενωθώσι μετά τών λοιπών ένεκα τών εναντίων ανέμων. Τήν δ' επιούσαν ταύτην προσήλθε καί η αλγερινή μοίρα, ώστε οι πολέμιοι επέπεσον μετά διπλασίας δυνάμεως. Ο Λάμπρος, καίτοι δέν είχεν ήδη ειμή πλοία επτά, καί ταύτα παθόντα από τής προτεραίας, δέν εδίστασε νά αντιπαραταχθή, ώστε συνεκροτήθη αγών φοβερός περί Καφηρέα (Κάβο Ντόρο), περί τόν χώρον δηλαδή εκείνον όπου μετά τριάκοντα καί πέντε έτη έμελλε νά διαπράξη ο Γεώργιος Σαχτούρης έν τών λαμπρών αυτού κατορθωμάτων. Οι εχθροί περιζώσαντες τήν μοίραν τού Λάμπρου ήρχισαν νά πυροβολώσι πανταχόθεν κατ' αυτής, αλλά μετ' ολίγον επεχείρησαν νά
244
κυριεύσωσι τά σκάφη εξ επί πλού. Καί πρώτη λοιπόν η οσμανική ναυαρχίς φέρουσα 74 πυροβόλα, απεπειράθη νά προσκολληθή εις τόν "Αχιλλέα", αλλ' ο κυβερνήτης αυτού, ο γενναίος Ζυγούρης, ανήψεν εν τώ άμα πυρά επί τών κεραιών, απειλών νά μεταδώση τάς φλόγας εις τόν πλησιάζοντα κολοσσόν. Τότε η ναυρχίς ωπισθοχώρησε καί ενωθείσα μετά πέντε αλγερινών φρεγατών επέπλευσε κατά τής "Μαρίας" τού Πασχάλη Κασίμη, όστις δέν ηδυνήθη νά διαφύγη τόν έσχατον κίνδυνον. Οι Αλγερινοί εισπηδήσαντες εντός τού πλοίου τούτου εφόνευσαν 147 ΈΈλληνας καί τραυματίσαντε τόν τε κυβερνήτην καί τούς περιλειφθέντας τρισκαίδεκα ναύτας εκυρίευσαν τήν "Μαρίαν". ΈΈτερον δέ αλγερινόν πλοίον φέρον τριάκοντα καί έξ μεγάλα πυροβόλα προσεκολλήθη εις τήν "Αθηνάν", τής οποίας τό κατάστρωμα επληρώθη διά μιάς πολεμίων. Αλλ΄ ο Λάμπρος αντιπαραταχθείς εκ τού συστάδην καί καταβαλών τούς εισπηδήσαντας ηδύνατο ίσως νά κυριεύση τόν αντίπαλον, εάν είναι αληθές ότι εκ τών εξακοσίων τούτου ναυβατών δέν διεσώθησαν ειμή τριάκοντα καί έξ. Τό τού Εμμανουήλ Μπουρζουνάκη, αποβαλόν τόν πρυμνήσιον ιστόν καί τόν κυβερνήτην αυτού, κατόρθωσε μέν νά διελάση ανά μέσον τού εχθρικού στόλου αλλ' επί τέλους επυρπολήθη υπό τών ιδίων ναυβατών. Περί τόν Δημήτριον Αλεξόπουλον δέν έμειναν ζώντες ειμή δέκα, οίτινες έρριψαν τό σκάφος εις τήν νήσον Ανδρον καί οι μέν ναύται φυγόντες διεσώθησαν αλλ' ο ατρόμητος Αλεξόπουλος προσαγαγών θρυαλλίδα εις τήν εναπομείνασαν ολίγην πυρίτιδα ανετινάχθη μετά τού πλοίου καί τής σημαίας εις τόν αέρα. Κατά την ναυμαχίαν λοιπον ταύτην ο Λάμπρος απώλεσε δύο μέν πλοία αιχμαλωτευθέντα, τό τού Κασίμη καί τού Νικηφοράκη, τρία δέ πυρποληθέντα υπό των ιδίων κυβερνητών, περί τους 650 δέ άνδρας και αξιωματικούς. Μεταξύ τών φονευθέντων ήσαν καί πολλοί κλέφται. Εκ δε των πολεμίων βεβαιούται ότι εφονεύθησαν 3000 και επληγώθησαν πολλοί. Αλλά καί η Αικατερίνα αυτή ετίμησε τόν Λάμπρον προβιβάσασα μέν αυτόν εις βαθμόν χιλιάρχου, απονείμασα δε αυτώ τό παράσημον τού Αγίου Γεωργίου. Ουδέ απέβαλε τό θάρρος καί τάς πεποιθήσεις αυτού ο ήρωας τής Βοιωτίας ένεκα του φοβερού εκείνου ατυχήματος. Αλλ' αναδιοργανώσας τήν ναυτικήν μοίραν αυτού ητοιμάζετο να εξακολουθήση τόν αγώνα, ότε, έτι από των μέσων τού 1791 αρξαμένων τών περί ειρήνης διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, έλαβε τάς προαναφερθείσας διαταγάς, επαναληφθείσας τώ 1792, μετά την υπογραφήν της εν Ιασίω συνθήκης, να παύση πάσαν εχθροπραξίαν. Ο Λάμπρος αγανακτήσας ανεφώνησεν, ως βεβαιούται, ότι, "εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησε την ειρήνη αυτής, ο Κατσώνης ακόμη δεν
245
υπέγραψε την ιδικήν του", εξέδωκεν έντονον κατά της ρωσικής πολιτικής διαμαρτύρησιν, κατά μήνα Μάιον 1792, και κατέλαβε την περί το Ταίναρον λακωνικήν παραλίαν μετά του Ανδρούτσου, ίνα, από του ορμητηρίου τούτου, εξακολουθήση τάς επιδρομάς αυτού. Εκεί προσβληθείς υπό του οσμανικού στόλου, μετά του οποίου συνέπραξαν παραδόξως και δύο γαλλικά μονόκροτα, αντέστη μέν επί τινα χρόνον και δεινήν επήνεγκεν σφαγήν εις τους αποβιβασθέντας πολεμίους, αλλ' επί τέλους προτραπείς καί υπ' αυτού τού ηγεμόνος τής Μάνης Τζανέτου Γρηγοράκη, απέπλευσεν εις Ιθάκην και εκείθεν επέστρεψεν εις Ρωσίαν. Μετ' ου πολύ κατεστάθη εις Κριμαίαν και απέθανεν εν ακμή έτι της ηλικίας, τώ 1804. Ο υδέν ήττον ευκλεής αλλ' οικτρά περί τά τέλη απέβη η τύχη του συνεταίρου του Ανδρούτσου. Ούτος μετά των περί αυτόν αρματωλών απεφάσισε νά διασχύση εν σώματι τήν Πελοπόννησον, ίνα επιστρέψη εις Ρούμελην καί εκείθεν διαπεράση εις Επτάνησον. Εξελθών λοιπόν εκ τής Μάνης εις τήν Λακεδαιμόνα καί τήν Αρκαδίαν καί επί 40 ημέρας και νύκτας υπό 6000 πολεμίων καταδιωκόμενος, επέτυχεν μέν τού σκοπού, αφού εφόνευσεν υπέρ τους 1500 Τούρκους, δέν απέβαλε δέ ειμή 96 στρατιώτας καί έναν ανωτερον αξιωματικόν. Παραδοθείς όμως υπό της Ενετίας εις την οσμανικήν κυβέρνησιν, απήχθη εις Κωνσταντινούπολιν, ερρίφθη δέσμιος εις τάς φυλακάς του ναυστάθμου και εκεί δεινώς ταλαιπωρούμενος ετελεύτησεν. Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου και ιππέος Λάμπρου Κατσώνη (1792) Δέν είναι χρεία μήτε μέ λόγους δικανικούς, μήτε μέ πολλάς αποδείξεις νά βεβαιώση τινάς μίαν αλήθειαν οπού αφ' αυτή της λάμπει καθώς ο ήλιος, όταν τά πράγματα μαρτυρούν περισσότερον από τούς λόγους. ΉΉθελεν είναι λοιπόν ματαίως εξωδευμένος ο καιρός άν τινας εκαταγίνετο νά επαριθμήση μίαν πρός μίαν τάς εκδουλεύσεις οπού τό γένος τών Ρωμαίων εις κάθε περίστασιν επρόσφερε πρός βοήθειαν τής Ρωσσικής αυτοκρατορίας, όταν δέν είναι άνθρωπος οπού νά μήν εξεύρη τις τί καί πώς καί πότε τούτο τό γένος εκινήθη κατά τών Οθωμανών, τώρα μέν από τήν ελπίδα τής ελευθερίας του, τώρα δέ από τάς υποσχέσεις τών ενταύθα στελλομένων Ρώσσων αρχηγών, καί τέλος εις όλα ταύτα καταπεπεισμένοι από τό ομόπιστον, καθώς καί κατά τόν ενεστώτα πόλεμον. Ο σκοπός μας λοιπόν εις τό παρόν είναι νά σημειώσωμεν εις βραχυλογίαν ταίς ιδικαίς μας αιτίαις οπού ηνάγκασαν τόν κύριον κολωνέλον καί ιππέα Λάμπρον Κατζώνην, αρχηγόν τού εν τώ Αιγαίω πελάγει Ρωσσικού στόλου καί όλον εκείνον τόν εξακουστόν αριθμόν τών Ρωμαίων στρατιωτών οπού παριστώσι τό Ελληνικό Γένος καί συνιστώσιν ένα σώμα αξιόλογον, νά παραπονεθή πρός εκείνους από
246
τούς οποίους αναξίως έμειναν αδικημένοι. Ετούτος ο ανδρείος χιλίαρχος, Λιβάδιος τό γένος, άξιος τού ονόματος καί τής πατρίδος, αφού εδούλευσε τήν Ρωσσίαν εις τήν απερασμένην μάχην πιστώς καί επωφελώς, τέλος πάντων καί περί τάς αρχάς τού παρόντος πολέμου ευρεθείς μεταξύ τών μαχομένων στρατευμάτων γνωρισμένος από τόν αξιοθαύμαστον πρίγκηπα Ποτέμκιν τόν Ταυρικόν καί αγαπημένος απ' αυτόν διά τάς αξίας καί εκδουλευσίν του, ύστερον από αρκεταίς αποδείξεις τής ανδραγαθίας του, εστάλη από τόν αυτόν πρίγκηπα εις τό Αιγαίον πέλαγος διά νά ενεργήση εναντίον τού εχθρού... ΌΌθεν καί κατέστησεν έναν στόλον από δεκαοκτώ πλοία μέ τά οποία αυτός ως αρχηγός κατά τάς δοθείσας αυτώ προσταγάς ώρμησεν εις τό Αιγαίον κατά τών Οθωμανών. Αυτός ήτον ο κύριος τού Αρχιπελάγους καί ο οθωμανικός στόλος εφοβείτο νά απαντήση εκείνον τού Λάμπρου μ' όλον οπού εκείνος ήτον ασυγκρίτως ανώτερος από τούτον καί κατά τήν ποσότητα καί κατά τήν ποιότητα. Καί όμως ο μικρός στόλος τού Λάμπρου, σχεδόν μέσα εις τό κέντρον τής οθωμανικής επικράτειας, όχι μόνον δέν εκρύπτετο, αλλ' εκ τού εναντίου καί επεραίωσε τόν ναύσταθμόν του εις τήν νήσον τής Τζιάς, πλησιόν τόσων καί τόσων οθωμανικών δυνάμεων καί σχεδόν εις αυτάς τάς θύρας τής βασιλικής καθέδρας.... Τί έκαμνεν ο Κατσόνης καί τί ενήργησε πρός βλάβην του εχθρού καί ωφέλειαν της Ρωσίας είναι γνωστόν εις όλους. Αυτός ήταν ο κύριος του αρχιπελάγους, καί ο οθωμανικός στόλος εφοβείτο. Αν δέν εφόβιζε τούς Οθωμανούς ήθελαν ενώσουν τόν εις τό Αιγαίον πέλαγος στόλον τους μέ εκείνον του Ευξείνου Πόντου, από τόν οποίον ακολουθούσε νά διπλασιασθή η δύναμις των Οθωμανών κατά των Ρώσων... Οι Ρωμαίοι θέλει παύσουν νά εχθρεύωνται τούς εχθρούς, όταν λάβουν τά δίκαια οπού τούς ανήκουν... Σάμουελ Γκρίντλεϋ Χάου, Ιστορική Σκιαγραφία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - γιά τίς σφαγές στό Αϊβαλί Κανένα μέρος δέν υπέφερε τόσο όσο οι Κυδωνιές (Αϊβαλή). Αυτό τό πλούσιο καί σημαντικό μέρος κατοικούνταν μόνο από ΈΈλληνες, πού απολάμβαναν τό σπάνιο προνόμιο νά ζούν κάτω από δικούς τους νόμους. Οι κάτοικοι ήταν 30.000 στήν πόλη, πρίν από τήν επανάσταση. Εν συνεχεία όμως πολλοί είχαν φύγει. Είχε ένα σχολείο καί ο πληθυσμός της θεωρείτο πολύ περισσότερο μορφωμένος απ' τούς κατοίκους κάθε άλλης ελληνικής πόλης. Κ αθώς η πόλη βρισκόταν στήν καρδιά τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ούτε σκέψη δέν πέρασε ότι μπορούσαν νά επαναστατήσουν. Αλλά ο πασάς τής περιφέρειας πίστευε ότι ετοιμάζονταν. Μέ τό πρόσχημα λοιπόν ότι ανακαλύφθηκε κάποια συνωμοσία, έστειλε χίλιους στρατιώτες νά στρατοπεδεύσουν στήν πόλη.
247
Τήν άλλη μέρα έφτασε ακόμα περισσότερος στρατός κι άρχισαν νά τρομοκρατούν τούς κατοίκους. They wanted only an excuse, to fall upon and massacre them. The third day, the Greek fleet appeared off the harbour, but merely by accident, not having had any communication with it. This however was the signal for the Turks, who began to massacre all that fell in their way, and set fire to the houses. The inhabitants, in despair, rushed to arms; boats were sent off from the fleet; the sailors united with the inhabitants, and after a severe fight, the Turks were driven out of the town. But the inhabitants knew it was only a momentary respite; in the morning the Turks would return with immense forces, and the only refuge from death or slavery was on board the vessels. That night was to them one of horror and confusion, more easily imagined than described; every one was anxious to get on board, with as many of his effects as be could save. About 5000 were received on board the fleet, and the next day as many more were butchered by the Turks. All the men, the young and aged, were murdered in cold blood; the women and boys, whose beauty made them valuable prizes, were carried off to sell in the markets of Constantinople, and serve the brutal lusts of the rich. The buildings were all burnt, and of the flourishing Aivali, there remained but the ashes of its houses and the bones of its inhabitants. The fleet bore away with its melancholy charge - every vessel crowded full. That of Tombazi had more than 600 on board. They were distributed among the islands, and left to the compassion of the inhabitants; and the fleet returned - each division to its own port. Προκήρυξη του Ανδρούτσου πρός τούς Αθηναίους "Πατριώται, πολεμούμε δια τα πολυτιμότερα προνόμια του κόσμου: δια την πίστην, την ελευθερίαν της χώρας μας και δια την Ελλάδα. Η πρώτη είναι αγία, και ο Θεός είναι μαζί μας. Η δεύτερη είναι κληρονομιά μας και το ακατάλυτο δικαίωμα όχι μόνο των Eλλήvων, αλλά κάθε φωτισμένου ΈΈθνους. ΌΌποιος νιώθει την αλήθειαν αυτήν των αισθημάτων ας με ακολουθήσει πριν χαθεί το παv." Γράμμα του Ανδρούτσου πρός τόν Κοραή «Αφ' ου ηγωνίσθεις τόσους χρόνους να διδάσκης μακρόθεν τους δυστυχείς σου ομογενείς, δεν είναι πλέον δίκαιο σήμερον να έλθης και συ να συντρέξης εις την ανεξαρτησίαν και αυτονομίαν της Ελλάδος προσωπικώς; Αν συγγράψης εις τους ολίγους σου χρόνους τα υψηλότερα πράγματα, και η Ελλάς πέση, τις η ωφέλεια; Αν όλοι οι μετά ταύτα αιώνες στεφανώσωσι τους κόπους σου με τους λαμπροτέρους επαίνους,και η Ελλάς μείνη πάλιν υπο ζυγόν, ποιά πλέον δόξα; Αν συ, εις ολίγα λόγια, απαθανατισθής συγγράφων, και η πατρίς σου παραδοθή εις
248
τας χείρας του άγριου τυρράνου, ή εις την διάκρισιν των ανθρωπίνων παθών, τι εκέρδισας;» Αναστάσιος Γούδας - Βίοι Παράλληλοι τών επί τής Αναγεννήσεως τής Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών 1872 Σφαγές έξω από τήν Πρέβεζα στήν Σαλαώρα, από τόν Αλή πασά (1798). Ο αιμοβόρος σατράπης έστησε τήν σκηνήν του εις Σαλαγόραν καί διέταξε νά εξάγωσιν ένα μετά τόν άλλον τούς δυστυχείς Πρεβεζάνους εκ τού κύτους τών πλοίων, ένθα τούς είχε συσσωρευμένους καί στερουμένους ατμοσφαιρικού αέρος. Τότε δέ οι μέν δήμιοι έσυρον αυτούς εις σφαγείον από τών τριχών τής κεφαλής, ο δέ Αλής, εξηπλωμένος εις χλόην, ήν είχε μετασχηματίσει ως ανακλιντήριον, μ' έν κίνημα τής κεφαλής καί μέ σατανικόν γέλωτα, έδιδε τό σημείον τής αποτομής εκάστης κεφαλής. Επί τής σφαγιάσεως εκάστου τών θυμάτων, απάντων αποκεφαλισθέντων, ώσπερ άλλοτε οι ταύροι εν τοίς ναοίς τών Ευμενίδων, τό μέν πρώτον ηκούοντο ευφημίαι, έπειτα δέ οι θηριώδεις δορυφόροι τού Αλή επέπιπτον επί τών σφαγίων, καί εξύβριζον τά λείψανα αυτών, καί εν τοσούτοις ο ήλιος δέν ανεχαίτιζε τήν πορείαν του υπό τής φρίκης. Ούσης περί τά τέλη τής αξιοδάκρυτου ταύτης σκηνής, ο βραχίων τού Αιθίοπος Οσμάν, όστις δέν έπαυε νά κόπτη κεφαλάς, επεσχέθη αίφνης, τό ημίγυμνο σώμα του ήρξατο νά πάσχη σπασμούς, τά γόνατά του εκάμφθησαν, έπεσεν ασφυκτικός εν τώ μέσω τών μαρτύρων καί απέπνευσε τήν ασεβή αυτού πνοήν υπό τάς όψεις εκείνου, ούτινος εχρησίμευεν ως θανατηφόρον όργανον... Αίφνης επιφαίνεται εν τή θαλάσση πλοιάριον, επιπλέον μόνον διά τών κωπών, έφερε δέ τό πλοιάριον σημαίαν λευκήν, ήρχετο ν' αποσπάση από τού θανάτου χριστιανούς. Ο Ιθακήσιος Γεράσιμος Σαγκινάτζος δεικνύει τό διαβατήριόν του εις τόν Αλή καί διαπραγματεύται τήν απελευθέρωσιν αδελφού καί εξαδέλφου. ΌΌταν έσπευσε νά κομίση τά λύτρα είδε τάς προσφιλείς αυτώ κεφαλάς κολυμβώσας εις τό αίμα, κράτησε τά δάκρυά του καί έθεσε εις τούς πόδας τού τυράννου τό αιτηθέν χρυσίον. ΈΈδειξε ως συγγενείς του δύο Πρεβεζάνους πάντη αγνώστους αυτώ καί τούς απελευθέρωσε. ΌΌταν αργότερα εισήλθε εις Λευκάδαν, εθρήνησεν αδελφόν καί εξάδελφον, καί εδόξασε τόν ΎΎψιστον, ότι αντ' αυτών εδυνήθη τουλάχιστον νά σώση δύο χριστιανούς, έστω καί αγνώστους από τής σφαγής. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis8.html
249
250
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Θ' Ο Αγώνας στή θάλασσα - Ψαρά Στίς αρχές του 15ου αιώνα ο Ιταλός κληρικός Xριστόφορος Mπουοντελμόντι (Cristoforo Buondelmonti), από τη Pόδο όπου είχε εγκατασταθεί τό 1406, ταξίδεψε σε 74 νησιά του Aιγαίου "εν φόβω καί μεγάλη ανησυχία", όπως γράφει ο ίδιος στό χρονικό του, τό "Bιβλίο των νησιών του Aρχιπελάγους" (Liber Insularum Archipelagi). H πειρατεία μάστιζε τό Aιγαίο καί οι επιδρομές των Tούρκων ανάγκαζαν τούς νησιώτες νά αποσύρονται σε δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές ή νά εγκαταλείπουν τους γενέθλιους τόπους. Tο 1418 ο Mπονοντελμόντι πέρασε από τα Ψαρά που τα βρήκε ακατοίκητα, όπως επίσης τήν Tένεδο καί τον Aγιο Eυστράτιο, για τον οποίο σημειώνει: "Mόνο άγρια ζώα ζουν σ' αυτόν τον τόπο". Τά Ψαρά κατοικήθηκαν ξανά γιά νά καταστραφούν ολοσχερώς τό 1522 από τόν Σουλεϊμάν Α' τόν Μεγαλοπρεπή, μετά τή διάλυση τού τάγματος τών Ιωαννιτών ιπποτών στή Ρόδο. Ο Κωνσταντίνος Νικόδημος στό "Υπόμνημα περί τής Νήσου Ψαρών" μάς πληροφορεί ότι τό 1533 ο Βενετός ναύαρχος πού κατευθυνόταν πρός τή Σμύρνη, στάθμευσε στό νησί καί τό βρήκε έρημο. Εκατό χρόνια μετά, ξανακατοικήθηκαν από οικογένειες τής Εύβοιας καί τής Θεσσαλίας, οι οποίες ασχολήθηκαν μέ τήν γεωργία καί τήν αλιεία. Βαθμιαία σχηματίσθηκε ο οικισμός, ο οποίος τό 1739 είχε χίλιους κατοίκους. Από τούς πρώτους κατοίκους ήταν κάποιος Αδάμ ο οποίος αποβιβάστηκε στό νησί μέ τήν οικογένειά του καί διέμεινε σέ μία σπηλιά στό βόρειο μέρος, η οποία ονομάστηκε "τού Αδάμ η σπηλιά". Tα Ψαρά, με συγκροτημένη κατά τήν περίοδο αυτή κοινότητα, υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Kαπουδάν πασά μαζί με άλλα τριάντα τρία νησιά του Aιγαίου. Aμεσος βοηθός καί συχνότατα αντικαταστάτης του Kαπουδάν πασά ήταν ο Δραγομάνος του στόλου καί από τό 1701 ως τήν ελληνική επανάσταση στό αξίωμα αυτό ανέρχονταν μόνο Eλληνες Φαναριώτες, που με τήν επιρροή τους στήν Πύλη καί με τίς ευρύτατες αρμοδιότητές τους εξασφάλισαν τη χορήγηση ειδικών προνομίων στα νησιά. Aπό τα μέσα του 18ου αιώνα σημειώθηκε στροφή των Ψαριανών προς τη θάλασσα. Oι πρώτες ψαριανές σακολέβες, που πραγματοποιούσαν ταξίδια προς τη Xίο, τη Mυτιλήνη, τίς ιωνικές ακτές καί δυτικά προς τήν Eύβοια καί τη Θεσσαλία αντικαταστάθηκαν αργότερα από μεγαλύτερα πλοία. Το 1770 οι Ψαριανοί είχαν 36 σακολέβες, ενώ μετά τα ορλωφικά ναυπήγησαν 45 γαλιότες μήκους 25 πήχεων. ΉΉταν δε γνωστοί για τήν πειρατική τους δράση καί για τον λόγο αυτό τα Ψαρά αποκαλούνταν "Κιουτσούκ Μάλτα", Μικρή Μάλτα, συναγωνιζόμενα προφανώς τη φήμη της Μάλτας ως τόπου κουρσάρων.
251
Kατά τό δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792) καί τήν απειλητική για τον τουρκικό στόλο παρουσία του Λάμπρου Kατσώνη στίς ελληνικές θάλασσες η Πύλη "λαβούσα υπονοίας κατά των Ψαριανών, ίνα μη επαναστατήσωσι καί αύθις απεφάσισε τον μετοικισμόν των εις τήν Aσίαν καί τας νήσους". Tο σχέδιο αυτό τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, χάρη στήν επέμβαση του Δραγουμάνου του στόλου Kωνσταντίνου Xάντζερη, οι Ψαριανοί όμως υποχρεώθηκαν νά στείλουν στον Kαπουδάν πασά λεπτομερή κατάλογο των πλοίων τους ο οποίος περιελάμβανε 57 πλοία με τα ονόματα των πλοιοκτητών καραβοκυραίων, συνολικής χωρητικότητας 362.820 κανταριών με πλήρωμα 850 άνδρες. Aν λάβουμε υπ' όψη τον πληθυσμό των Ψαρών που στίς αρχές του 19ου αιώνα υπολογίζεται κατά τούς περιηγητές σε 3.000, καταλήγουμε στό συμπέρασμα ότι στούς τέσσερις κατοίκους ο ένας ήταν ναυτικός. Στούς ταρσανάδες του νησιού κατά τήν τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα άρχισαν νά ναυπηγούνται μεγάλα πλοία - τό 1794 ναυπηγήθηκε πλοίο 150 τόννων - καί η ναυπηγική βελτιώθηκε από τό Xιώτη μαστρο-Σταμάτη Kοφουδάκη. Tο 1805 το λιμάνι χωρούσε περισσότερα από εξήντα πλοία, σύμφωνα με τίς πληροφορίες του Πουκεβίλ καί τα ψαριανά καράβια αυλάκωναν τίς θάλασσες της Mεσογείου από τήν Aλεξάνδρεια ως τήν Oδησσό καί από τη Σμύρνη ως τα λιμάνια της Γαλλίας καί της Iσπανίας. Αξίζει νά αναφέρουμε ότι τό κοινοτικό σύστημα τών Ψαρών ήταν δημοκρατικό καθώς όλοι οι Ψαριανοί είχαν λόγο γιά τά θέματα τού νησιού αντίθετα μέ τήν ολιγαρχική οργάνωση τής ΎΎδρας καί τών Σπετσών. «Oικογένειαι Eλλήνων, μή δυνάμεναι νά υποφέρωσι τήν τυραννίαν των Tούρκων εις Eύβοιαν, εις Θετταλομαγνησίαν καί εις άλλα διάφορα μέρη της Δυτικής Hπείρου, ανεχώρησαν κατά καιρούς εκείθεν δια νά μεταβώσιν εις τήν Mικράν Aσίαν, όπου η τυραννία των Tούρκων υπήρχεν ελαφροτέρα καί από εναντίους ανέμους ελλιμενίσθησαν εις Ψαρά, προτιμήσασαι νά μείνωσιν εις τήν ξηράν νήσον ελεύθεραι, παρά νά υπάγωσιν εις ελαφρότερον ζυγόν εις τήν Mικράν Aσίαν... Οι νέοι ούτοι ΈΈλληνες σύνοικοι κατώκουν σποράδην εις διάφορα μέρη τής νήσου καλλιεργούντες τήν γήν. Οι περιπλέοντες τό Αιγαίον τότε πειραταί προσορμιζόμενοι εις απόκρυφα τής νήσου μέρη, εξήρχοντο εις τήν ξηράν καί ενεδρεύοντες εκακοποίουν όσους τυχαίως συνελάμβανον. Διά ν' ασφαλίζωνται δέ από τάς ενέδρας τών πειρατών ωκοδόμησαν κάστρον καί εισερχόμενοι ομού μέ τά ζώα των κάθε εσπέρας εντός τού κάστρου, διέμενον έως τήν επιούσαν καί δέν εξήρχοντο νά υπάγωσιν εις τούς αγρούς των, εάν δέν εβεβαιούντο από απεσταλμένους τούς οποίους έπεμπον επί τούτω καί επαρατήρουν, ότι πλοία πειρατικά δέν είναι ηγκυροβολημένα...
252
Κηρυχθέντος τού πολέμου κατά τό έτος 1769 μεταξύ Ρωσσίας καί Τουρκίας, ο ρωσσικός στόλος ελθών εις τό Αιγαίον ελλιμενίσθη εις Ψαρά, οι δέ Ψαριανοί, ιδόντες αυτόν, καί αγνοούντες τά πλοία καί η σημαία αυτών ποίου έθνους είναι, ευρέθησαν πρός στιγμήν εις απορίαν, ότε εξελθόντων τών Ρώσσων εις τήν πόλιν τών Ψαρών, εκοινοποίησαν εις τούς Ψαριανούς τόν σκοπόν των, δηλαδή ότι ο πόλεμος αυτών είναι η καταστροφή τού τουρκικού βασιλείου καί η ανόρθωσις τού χριστιανικού καί τούς πρότειναν νά επαναστατήσωσι καί αυτοί κατά τού Σουλτάνου... Μετά τήν κατασκευήν τού πυρπολικού εζήτησαν παρά τού ρωσσικού στόλου πυρπολιστάς καί δέν ευρέθησαν, ειμή δύο, ο είς Αγγλος καί ο έτερος ΈΈλλην Μυκώνιος. Πρός επιτυχίαν δέ τού σκοπού, ευρών τόν άνεμον επιτήδιον, μιά τών ημερών ο ρωσσικός στόλος επλησίασε εις τόν οθωμανικόν ηγκυροβολημένον όντα εις Τσεσμέν καί έχοντα τάς πρώρας του εις τήν ξηράν καί τάς πρύμνας του εις τό πέλαγος, ήρξατο τόν πυροβολισμόν. Ο δέ Αγγλος πλοίαρχος, κατά τήν υπόσχεσίν του, επλησίασεν εις τό κανονοστάσιον τής ξηράς, εκ τών πληρωμάτων τού τουρκικού στόλου άλλοι μέν ανεχώρουν διά τών λέμβων καί άλλοι έπιπτον εις τήν θάλασσαν καί έβγαινον εις τήν ξηράν, παρήτησαν δέ καί τό τής ξηράς κανονοστάσιον οι Οθωμανοί. Εν τώ μέσω αυτού τού κρότου καί τού καπνού τών πυροβόλων διεύθυνον καί οι πυρπολισταί τό πυρπολικόν εις τάς πρύμνας τών οθωμανικών πλοίων καί θέσαντες τό πύρ έγιναν παρανάλωμα τού πυρός τά οθωμανικά πλοία, οι δέ πυρπολισταί εσώθησαν αβλαβείς μέ μίαν μικράν λέμβον, όπου είχον εις τόν ρωσσικόν στόλον... Μετά τόν πυρπολισμόν τού οθωμανικού στόλου εις Τσεσμέ, ο ρωσσικός στόλος επέστρεψε εις Ψαρά, παρακινών καί αύθις τούς Ψαριανούς νά επαναστατήσωσι, προσθέτων αυτοίς, ότι δέν έχωσι πλέον νά φοβηθώσιν, αφού είδον πυρπολούμενον τόν οθωμανικόν στόλον. Οι Ψαριανοί, ενθουσιασμένοι διά τήν ανέγερσιν τού χριστιανικού βασιλείου καί κατά τήν πατροπαράδοτον κοινήν γνώμην, ότι τό χριστιανικόν βασίλειον θά γίνη από τό ξανθό γένος τών Ρώσσων, έχοντες καί άσπονδο μίσος κατά τών Οθωμανών, ύψωσαν τήν ρωσσικήν σημαίαν, θεωρούντες αυτήν ως σημαίαν τής ελευθερίας των... Εντεύθεν άρχεται (1770) η πρώτη επανάστασις τών Ψαριανών κατά τής οθωμανικής εξουσίας...» Υπόμνημα της νήσου Ψαρών συνταχθέν υπό Κωνσταντίνου Νικοδήμου, Εν Αθήναις 1862 H κήρυξη της Eπανάστασης του 1821 βρήκε τούς Ψαριανούς προετοιμασμένους οργανωτικά καί ψυχολογικά για τον Aγώνα. Tο 1818 είχαν μυηθεί στη Φιλική Eταιρεία δύο Ψαριανοί ναυτικοί: ο πλοίαρχος Nικολής Aποστόλης από τον Hλία Xρυσοσπάθη καί ο πλοίαρχος Δημήτριος Mαμούνης από τον Παναγιώτη Δημητρακόπουλο. Ο Aποστόλης αμέσως μετά τήν ύψωση της επαναστατικής σημαίας στο νησί
253
εκλέχθηκε από τούς προκρίτους καί το λαό ναύαρχος της νήσου Ψαρών. Kαι οι δυο αμέσως μετά τη μύησή τους γύρισαν στα Ψαρά ως έφοροι της Φιλικής Eταιρείας. Τόν Iανουάριο του 1821 έφτασε στο νησί ένας από τούς σημαντικότερους Aποστόλους των Φιλικών, ο Πάτμιος Δημήτριος Θέμελης, ο οποίος διεύρυνε ακόμα περισσότερο τή δύναμη τής Φιλικής Εταιρίας. H επαναστατική σημαία υψώθηκε στίς 10 Aπριλίου, ανήμερα τού Πάσχα, καί τήν ίδια μέρα ο Nικολής Aποστόλης απηύθυνε γράμμα στούς εφόρους των Σπετσών Παναγιώτη Mπόταση καί Γεώργιο Πάνου, αναγγέλλοντάς τους ότι είκοσι εκ των καλυτέρων πλοίων του νησιού είναι έτοιμα πρός καταδίωξιν της Oθωμανικής μοίρας του καπετάν μπέη. Οι Ψαριανοί δέν έλαβαν υπ' όψη τους τήν γεωγραφική θέση τού νησιού τους, τό οποίο βρισκόταν πολύ κοντά στίς βάσεις τού οθωμανικού στόλου. Αντίθετα πρώτοι αυτοί (Απρίλιος 1821) τόλμησαν νά κτυπήσουν τόν εχθρό στά μικρασιατικά παράλια. Εκεί συνάντησαν τουρκικά πλοία γεμάτα μέ ταγκαλάκια καί άλλα μέν τά βούλιαξαν άλλα δέ τά αιχμαλώτισαν. Στή συνέχεια έκαναν επιδρομές στά παράλια τής Μικράς Ασίας καί στόν Ελλήσποντο, μέ τά πλοία τών Γιαννίτση, Αποστόλη, Αγγελή καί Γιάνναρη. Το μικρό οχυρό Ιμπριτζέ στα παράλια του Μελανικού Κόλπου υπήρξε ο πρώτος στόχος των παράτολμων Ψαριανών οι οποίοι αποβίβασαν με λέμβους ένοπλα πληρώματα καί μετά από αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβαν τό οχυρό καί αφαίρεσαν τά πυροβόλα του. Δύο άλλα ψαριανά πλοία (Κοτσιά καί Καρακωνσταντή) μπήκαν στόν Θερμαϊκό κόλπο καί συνάντησαν ένα τούρκικο μπρίκι καί μία γολέτα. Οι Τούρκοι ναύτες τά έριξαν στήν ξηρά καί έτρεξαν γιά νά σωθούν, χαρίζοντας στούς Ψαριανούς 24 μπρούτζινα κανόνια. Οι Ψαριανοί με τίς συχνές περιπολίες στίς ακτές της Μικράς Ασίας ματαίωσαν όλες τίς προσπάθειες των Τούρκων νά ανεφοδιάσουν τούς δικούς τους σε Πελοπόννησο καί Στερεά Ελλάδα διασχίζοντας το Αιγαίο. Για νά έχουν δε, καλύτερη εποπτεία της θαλάσσιας περιοχής γύρω από το νησί, έστησαν οπτικό τηλέγραφο στο νησί, πάνω στό βουνό Νεροβίγλι, τό οποίο έκτοτε ονομάστηκε "Τηλέγραφος". «Μεταξύ τών Ψαριανών υπήρχον τινες κατηχημένοι εις τά μυστήρια τής Φιλικής Εταιρίας, τούτων δ' έφοροι ήσαν ο Νικόλαος Αποστόλης καί ο Δημήτριος Μαμούνης. Καταβάς δέ ο Δημήτριος Θέμελης εις τό Αιγαίον μετέβη εις Ψαρά κατά τόν Ιανουάριον τού 1821 καί κατήχησε καί άλλους, συστήσας νέους εφόρους τόν Αντώνιον Κατσουλέρην, Κυριάκον Μαμούνην, Γεώργιον Κομνηνόν καί Νικόλαον Σπανόν, υπό τό όνομα Εφορία Δήμου τών Αχαιών. Ούτοι δέ κατήχησαν καί άλλους καί τό μυστήριον τής ελευθερίας διεδόθη... Γενομένης δέ γνωστής κατά τόν Μάρτιον τής επαναστάσεως τού Υψηλάντου εις Μολδοβλαχίαν, καί
254
αναγνωσθείσης της προκηρύξεως τούτου, επί συνεδριάσεως εις τό κατάστημα τής δημογεροντίας, οι Ψαριανοί ήρχισαν νά ετοιμάζονται. ΏΏπλιζε δέ τότε έκαστος πλοίαρχος τό πλοίον του εις πολεμικόν καί επρόβλεπεν έκαστος Ψαριανός τά αναγκαία πρός οπλισμόν του... Τήν Μεγάλην Παρασκευήν ελθών από Κωνσταντινουπόλεως εις Ψαρά ο Χατζή Γιάννης Σκανδάλης, όστις ευρίσκετο εκεί δι' υποθέσεις του κοινού, ανήγγειλεν ότι ο Σουλτάνος διέταξε καί ήλθον στρατεύματα εις Κωνσταντινούπολιν, διέταξε δέ καί τήν σφαγήν πολλών Φαναριωτών καί προκρίτων τού Γένους καί τήν φυλάκισιν τών Αρχιερέων... Τήν ημέραν τού Πάσχα έφθασεν εις Ψαρά εκ Σπετσών ο πλοίαρχος Γκίκας Τσούπας μέ τό πλοίον του, έχων υψωμένην τήν σημαίαν τής ελευθερίας, πληροφορήσας δέ τούς Ψαριανούς ότι αι Σπέτσαι ύψωσαν τήν σημαίαν τής επαναστάσεως απέπλευσεν εκείθεν καί συλλαβών έξω του δυτικού μέρους τών Ψαρών πλοίον Μαρτήγον, μέ οθωμανικήν σημαίαν, διευθύνθη αλλαχόθεν. Εν τοσούτω τήν αυτήν ημέραν τού Πάσχα συναθροισθείς ο λαός εις τό δημογεροντικόν κατάστημα κατεβίβασε τήν τουρκικήν σημαίαν, κατεξέσχισεν αυτήν καί κατεσύντριψε τά οθωμανικά σύμβολα, τά ευρισκόμενα άνωθεν τής θύρας τού καταστήματος τούτου. Από τής στγμής δ' εκείνης δίδοντες πρός αλλήλους τόν αδελφικόν ασπασμόν τής χριστιανικής αγάπης μετά τού "Χριστός Ανέστη" έλεγον καί η "Ελλάς Ανέστη"... Τήν 18ην Απριλίου αφού ήλθεν εκ Χίου εις Ψαρά ο συμπολίτης των Νικόλαος Καρακωνσταντής, μαθόντες ότι εις τά παράλια τής Ιωνίας καί Εφέσου συνήχθησαν οθωμανικά στρατεύματα διά νά μεταβώσιν εις ΉΉπειρον καί Πελοπόννησον ίνα καταπνίξωσι τήν επανάστασιν κατά τήν γέννεσίν της, απεφάσισαν τήν αποστολήν οκτώ πλοίων καί οκτώ μυστίκων ίνα εμποδίσωσι τήν μετάβασιν τών στρατευμάτων εις τά ειρημένα μέρη, διώρισαν δέ καί ναύαρχον τόν Νικόλαον Αποστόλην ενώ οι λοιποί καπεταναίοι ήσαν οι: Ανδρέας Γιαννίτσης, Γεώργιος Σκανδάλης, Νικόλαος Αργύρης, Νικόλαος Κοτζιάς, Χατζή Γεώργιος Κοτζιάς, Γεώργιος Αποστόλης καί Ιωάννης Μακρής... Τά εις τά παράλια τής Ιωνίας καί Εφέσου παραπλέοντα πλοία ψαριανά συνέλαβον πολλά οθωμανικά πλοία μέ πολλούς οθωμανούς οπλοφόρους καί μέ πάμπολα λάφυρα, κατεβύθισαν δέ καί έν οθωμανικόν πλοίον μεταξύ Μυτιλήνης καί Φωκαίας, φέρων στρατιώτας, υπήρχον δέ εις αυτό πάμπολα λάφυρα....» Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, Νικόδημος Κωνσταντίνος ΌΌταν οι Ψαριανοί έμαθαν γιά τήν επικείμενη έξοδο τού οθωμανικού στόλου από τά Δαρδανέλια, συνεδρίασαν γιά νά σκεφτούν πώς θά τόν αντιμετωπίσουν. ΈΈχοντας τήν γνώση τής χρήσης πυρπολικών από τούς Ρώσους στό λιμάνι τού Τσεσμέ τό 1770, ο Γεώργιος Καλαφάτης πρότεινε νά χρησιμοποιηθεί τό δικό του βραδυκίνητο πλοίο ως πυρπολικό.
255
Στίς 23 Μαΐου ήρθαν ναυτικές μοίρες από τήν ΎΎδρα καί τίς Σπέτσες γιά νά ενωθούν μέ τά ψαριανά καράβια καί νά αρχίσει έτσι η πρώτη εκστρατεία τού ενωμένου ελληνικού στόλου στό Αιγαίο. Οι σημαντικότεροι ψαριανοί πλοίαρχοι εκτός τού ναυάρχου Νικολάου Αποστόλη, που συμμετείχαν ήσαν οι: Γεώργιος Σκανδάλης, Ανδρέας Γιαννίτσης, Γεώργιος Αποστόλης Νικόλαος Κοτζιάς, Δημήτριος Κοτζιάς, Νικόλαος Αργύρης, Ιωάννης Κάλαρης, Νικόλαος Μαμούνης, Κωνσταντής Κυριακού, Νικόλαος Γιάνναρης, Γεώργιος Σαρής, Αναγνώστης Μπουρέκας καί άλλοι. Σπέτσες Οι Σπέτσες στήν αρχαιότητα ονομάζονταν Πιτυούσσα ενώ ο αρχικός βυζαντινός συνοικισμός στο νησί ήταν κτισμένος στη θέση Καστέλλι. Τον 17ο αιώνα, ο πληθυσμός του νησιού αποτελείτω κυρίως από Αρβανίτες. Στίς αρχές τού 18ου αιώνα ξεκίνησε ο πόλεμος Βενετών καί Τούρκων ο οποίος κατέληξε στήν πλήρη επικράτηση τών Οθωμανών τόσο στόν Μοριά όσο καί στά νησιά τού Αιγαίου πελάγους. Ως αποτέλεσμα τής λήξης τού πολέμου, οι πληθυσμοί άρχισαν νά μετακινούνται προκειμένου νά αποφύγουν τά αντίποινα από τούς Οθωμανούς πού επανέρχονταν στήν περιοχή μετά από αρκετές δεκαετίες ή καί αιώνες απουσίας. Μετά τήν αιματηρή πτώση τού Ναυπλίου το 1715, πρόσφυγες από τήν Λακωνία, τήν Κυνουρία, τήν Αργολίδα καί τήν Ερμιονίδα κατέφυγαν στίς Σπέτσες. Η εγκατάσταση τών εποίκων στό νησί, έδωσε ώθηση στήν πληθυσμιακή αύξηση, καί οι Σπετσιώτες από τά μέσα τού 18ου αιώνα, άρχισαν νά ασχολούνται συστηματικά μέ τή θάλασσα. Κατά τήν απογραφή τού 1764, οι Σπέτσες διέθεταν εξήντα πλοία. Η γειτνίαση τους μέ τίς ανατολικές πελοποννησιακές ακτές καί οι συγγενικές καί οικονομικές σχέσεις μέ κεφαλαιούχους τών περιοχών αυτών τούς εξασφάλισαν μιά πλούσια πηγή κεφαλαίων γιά επενδύσεις στήν κατασκευή καί τόν εξοπλισμό τού εμπορικού τους στόλου. Τό 1770 οι Σπετσιώτες ξεσηκώθηκαν μέ τήν εμφάνιση τού ρωσικού στόλου καί συμμετείχαν υπέρ τών Ρώσων στά ορλωφικά. Η επανάσταση όμως πνίγηκε στό αίμα από τίς ορδές τών Τουρκαλβανών οι οποίοι κατέβηκαν από τήν Αλβανία λεηλατώντας καί καίγοντας τίς πόλεις καί τά χωριά πού συναντούσαν στό πέρασμά τους. "... οι δέ νικήσαντες καί θυμού εμπλησθέντες πολλούς ή μάλλον ειπείν πάντας τούς εκεί χριστιανούς ανείλον μαχαίρα. Από τούς οποίους ιδού φανερώνω καί τούς συγγενείς μου, πρώτον τόν πατέραν μου, τόν αδελφό του, καί θείον μου Οικονόμον, τόν αδελφό μου Κωνσταντίνον, τόν θείο μου Παρασκευά Ρογάρην καί επιλοίπους. Τόση άδικος σφαγή έγινεν εις αυτήν τήν δύστηνον χώραν, ώστε οπού αι οικίαι καί δρόμοι
256
εγέμισαν αίμα... εκκλησίαι, μοναστήρια καί σχολεία κατεσκάφθησαν καί ηφανίσθησαν, άπειρα πλήθη αθλίων χριστιανών δορυάλωτοι καί αιχμάλωτοι γενόμενοι καί εις τά πέρατα της οικουμένης διασπαρέντες αγεληδόν ως άλογα ζώα απεμπωλούντο..." (Τριπολιτσά, αφήγηση τού Αντώνιου Πετρίδη) Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι Σπέτσες οι οποίες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά στά τέλη τού 1770. ΊΊχνη της επιδρομής είναι εμφανή καί σήμερα στήν πυρπολημένη μητρόπολη (ναός της Kοίμησης) τού Kαστελλιού. Οι κάτοικοι τού νησιού αναγκάστηκαν νά εγκαταλείψουν τά σπίτια τους βρίσκοντας καταφύγιο κυρίως στά Κύθηρα καί στίς ακτές τής Τσακωνιάς. Εκεί σε συνεργασία με τους Μανιάτες καί τους Σφακιανούς ενεπλάκησαν σε καταδρομικές επιχειρήσεις προξενώντας μεγάλες ζημιές στο οθωμανικό θαλάσσιο εμπόριο. Για νά κατασιγάσει τήν ανεξέλεγκτη δράση των Σπετσιωτών η Πύλη έστειλε αντιπρόσωπό της στα Κύθηρα μέ προτάσεις αμνηστίας. Οι Σπετσιώτες αποδέχτηκαν τίς προτάσεις καί ο Λαζάρου Ορλώφ μετέβη στο Ναύπλιο όπου κατάφερε νά αποσπάση αμνηστία, απαλλαγή από φόρους καί αυτονομία γιά τό νησί του. Οι Σπετσιώτες επέστρεψαν στά σπίτια τους τό 1774 καί εγκαταστάθηκαν κυρίως στήν παραλία προς τή μεριά του Παλιού Λιμανιού. Μέ τήν πάροδο τών χρόνων το Παλιό Λιμάνι μετατράπηκε σέ μεγάλη ναυπηγική μονάδα όπου σέ πολλούς ταρσανάδες κατασκευάζονταν μικρά καί μεγάλα σκάφη μέ ξύλα από τα πευκοδάση του νησιού. Η ναυτιλιακή ανάπτυξη των Σπετσιωτών μετά τήν επανεγκατάστασή τους υπήρξε αλματώδης κυρίως χάρη στήν συνθήκη τού Κιουτσούκ Καϊναρτζή η οποία ανέδειξε σάν μεγάλη προστάτιδα δύναμη τού εμπορίου στήν Μεσόγειο τήν Ρωσία. Τήν περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν πολλά εμπορικά κέντρα μέ σημαντικότερο τήν Οδησσό ενώ άνθησε τό εμπόριο σιτηρών από τόν Εύξεινο Πόντο πρός τίς χώρες τής Μεσογείου. Η ζήτηση κορυφώθηκε τήν περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων καί τής κήρυξης τού αποκλεισμού τών ευρωπαϊκών λιμανιών από τόν βρετανικό στόλο. Τήν περίοδο 1780-1819, ο στόλος των Σπετσών όπως καί τής ΎΎδρας καί τών Ψαρών, έχοντας τήν ρωσική σημαία στά ιστία του, έσπαγε τόν αποκλεισμό καί τροφοδοτούσε μέ σιτηρά τούς Γάλλους καί τούς Ιταλούς ενώ ταυτόχρονα εξόπλιζε τά καράβια του γιά νά αντιμετωπίσει τούς Αλγερινούς καί τούς Τυνήσιους πειρατές. Με τήν έναρξη τής Ελληνικής Επανάστασης, τά σπετσιώτικα εμπορικά πλοία απετέλεσαν τόν κορμό τού επαναστατικού πολεμικού στόλου, μαζί μέ τόν στόλο τής ΎΎδρας καί των Ψαρών. Κορυφαίοι Σπετσιώτες καραβοκύρηδες μυήθηκαν στήν Φιλική Εταιρεία. Γεώργιος Πάνου, Παναγιώτης Μπότασης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Αναστάσιος Ανδρούτσος, Θεόδωρος Μέξης, Ανδρέας
257
Χατζηαναργύρου, Ιωάννης Κούτσης, Ηλίας Θερμησιώτης καί Γκίκας Τσούπας ήταν από τούς πρώτους καπετάνιους πού σήκωσαν τήν σημαία τής ελευθερίας στά καράβια τους. Η σημαία τών Σπετσών είχε τόν Σταυρό νά κυριαρχεί στήν ημισέληνο καί τήν επιγραφή "Ελευθερία ή Θάνατος". " Mην καταδεχθήτε νά μάς αφήσετε εις τόν βυθόν τής απελπισίας, αλλά συνδράμετε μέ όλας τάς ηρωικάς καί γενναίας δυνάμεις σας". Στίς εκκλήσεις τών Πελοποννησίων γιά βοήθεια οι Σπετσιώτες, σέ αντίθεση μέ τούς Υδραίους, δέν δίστασαν ούτε στιγμή. Τη νύκτα τής 2ας προς τήν 3η Aπριλίου 1821 κατέλαβαν τήν καγκελλαρία (διοικητήριο) καί αφού κατέβασαν τήν ημισέληνο ύψωσαν τή σημαία τού Σταυρού. Tό πρωί της 3ης Aπριλίου, Kυριακής των Bαΐων, έγινε δοξολογία με όλους τους ιερείς του νησιού στον μητροπολιτικό ναό του Aγίου Nικολάου, καί όλοι οι Σπετσιώτες, προύχοντες, καραβοκύρηδες καί λαός, ορκίστηκαν νά χύσουν το αίμα τους γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα. Συγχρόνως μέ τίς Σπέτσες επαναστάτησαν καί τά γειτονικά νησιά Πόρος, Αίγινα καί Κούλουρη (Σαλαμίνα). «Αι Σπέτσαι εκατοικήθησαν πολύ αργότερα από τήν ΎΎδραν. Μόλις, κατά τάς παραδόσεις τών γερόντων μας, εις τάς αρχάς τού παρελθόντος αιώνος, ήτοι τό 1700, εδέχθη τούς πρώτους αυτής κατοίκους η νήσος, προσελθόντας από τά γειτονικά μέρη, τήν Λακωνικήν, τήν Κυνουρίαν, τήν Αργολίδα καί Ερμιονίδα. Τό 1750 είχον σχηματίσει κωμόπολιν επί λόφου άνω τής θαλάσσης, αρκετά μεγάλην οι νέοι κάτοικοι, καταγινόμενοι τό πλείστον εις τήν αροτρίασιν τής γής. Μόλις άρχισε ν' αναδεικνύεται η νήσος οπωσούν, επήλθεν η απόπειρα τών εν Λακωνία τώ 1769 επαναστάντων κατά τών Τούρκων, τά δέ κινήματα τών Λακώνων συνεμερίσθησαν λίαν ενθουσιωδώς οι Σπετσιώται τότε, διά τούτο επιδράμοντες οι Οθωμανοί εξ Αργολίδος μέ στίφη Αλβανών, μετά τήν αποτυχίαν τού επιχειρήματος εν τή ξηρά, κατέκαυσαν τήν πόλιν τών 1770 καί οι κάτοικοι διεσπάρησαν.... ΈΈκτοτε όλοι εφιλοτιμήθησαν νά ναυτιλλώνται, τά καΐκια μετεβλήθησαν εις λατινάδικα ή σαχτούρια, μεγαλείτερα δηλαδή πλοία. Τά ολίγα κατά πρώτον κέρδη ηύξανον συντόμως, η θάλασσα πλουτεί τόν άνθρωπον ήτο χρησμός τότε, παρά πάσι δέ αλάνθαστος πιστευόμενος.... Προώδευσαν οι Σπετσιώται καί επλούτησαν, καί πραγματικώς ευρέθησαν εις θέσιν νά κατασκευάσωσι τά κάλλιστα τών πλοίων. Πεντήκοντα δύω πλοία ιδιόκτητα ευμεγέθη δέ καί εκ τών αξιολογωτέρων τού ελληνικού ναυτικού εξώπλιζον αι Σπέτσαι κατά τόν υπέρ τής ελληνικής ανεξαρτησίας αγώνα δυνάμει συμβάσεων εθνικών τόν πολεμικόν στόλον τού έθνους μετά τών τής ΎΎδρας καί τών Ψαρών... Οι ΈΈλληνες από μικρού έως μεγάλου ήσαν ενθουσιώδεις, επαναστατήσαντες κατά τών Τούρκων τώ 1821, αλλ' οι Νησιώται, κατ'
258
εξοχήν δέ τών Σπετσών οι άνδρες ερρίφθησαν μέ αληθώς ακατάσχετον ενθουσιασμόν καί ζήλον υπέρμετρον, παρά πλείστοις απερισκεψίαν αντίκρυς χαρακτηρισθέντα, κατά τά πρώτα έτη τής επαναστάσεως εις τού έργου τήν επιχείρησιν. Μάρτυς δέ τών λόγων μας πλείστα τε, μάλιστα δέ αυτό τό σπάνιον γεγονός εις τά χρονικά τών εθνών, μία γυνή νά εκστρατεύση, γυνή πλουσία, αποφασίσασα καί πλοία καί χρήματα καί υιούς ολοκαύτωμα εις τόν βωμόν τής πατρίδος νά προσενέγκη, αύτη δέ η γυνή είναι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τήν οποίαν όλα τά έθνη ανευφήμησαν καί εχαιρέτησαν ως ηρωϊδα. ΉΉτο δέ πραγματικώς λεοντόθυμος. Εις τήν πολιορκίαν τού Ναυπλίου, επιβαίνουσα εις τό ίδιον πλοίον της, μόνη διέταξε τήν έφοδον εις τάς λέμβους κατά τού φρουρίου... Αλλος ευπατρίδης ο Γκίκας Μπότασης, τόν μέν εκ τών υιών αυτού Νικόλαον εκπέμπει εις τήν πολιορκίαν τής Πύλου καί αυτόσε διέμεινε ούτος ομού δέ καί ο Αναστάσιος Ανδρούτσος εγκαρτερούντες καί προσμαχόμενοι μέχρι τής παραδόσεως τού φρουρίου... Ο Γεώργιος Πάνου, ο Βασίλειος Λαζάρου, ο Ηλίας Θερμισιώτης καί λοιποί ρίπτονται εις τήν πολιορκίαν τού απορθήτου τέως λογιζομένου καί όντος πραγματικού φρουρίου τής Μονεμβασίας, δαπανώνται κατά γήν καί κατά θάλασσαν, τά πάντα προσφέροντες εις τούς έξωθεν πολιορκητάς...» Τά Σπετσιώτικα - Ανάργυρος Χατζηανάργυρος H πρώτη πολεμική ενέργεια τών Σπετσών ήταν νά στείλουν τά πλοία τού Γκίκα Τσούπα καί Νικόλα Ράφτη στήν Μήλο νά συλλάβουν μία τούρκικη κορβέτα, ένα μπρίκι καί ένα μεταγωγικό (τρανσπόρτο) γεμάτο ασκέρια. Μάλιστα τήν κορβέτα πού ήταν πανίσχυρη μέ 26 κανόνια τήν κατέλαβαν μέ ρεσάλτο σκοτώνοντας καί τούς 90 Τούρκους ναύτες πού είχε σάν πλήρωμα. Τήν ίδια τύχη είχε καί ένα τουρκικό πλοίο στήν Κίμωλο, όπου τό πλήρωμά του κατεσφάγη. Στή συνέχεια οι πρόκριτοι τών Σπετσών έστειλαν πλοία γιά νά συμμετέχουν στήν πολιορκία τού Ναυπλίου καί τής Μονεμβασιάς ενώ στό τέλος Απριλίου σπετσιώτικα καράβια μετέφεραν ενισχύσεις στόν κόλπο τού Ναβαρίνου. ΎΎδρα Τά βυζαντινά νομίσματα πού έχουν βρεθεί στήν ΎΎδρα μαρτυρούν τήν παρουσία πληθυσμών στό νησί τήν περίοδο τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά τό 1460 άρχισαν νά καταφθάνουν στήν ΎΎδρα οι πρώτες ομάδες καταδιωκωμένων Αλβανών καί Ελλήνων πού προσπαθούν νά γλιτώσουν από τους Tούρκους, οι οποίοι μετά τήν πτώση της Kωνσταντινούπολης κατέκτησαν διά πυρός καί σιδήρου τήν Πελοπόννησο καί τήν Βόρειο ΉΉπειρο. O τόπος άγονος καί ξερός ώθησε τούς πρόσφυγες πρός τήν θάλασσα. Tο πρώτο πλοίο ναυπηγήθηκε το
259
1657, από έναν αυτοδίδακτο ναυπηγό ονόματι Σακελλαρίου. Aκολουθούν τρεχαντήρια, μετά λατινάδικα, καραβοσαΐτες κι αργότερα τα σαχτούρια. Στήν ΎΎδρα, σέ μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, κατέφυγαν καί άλλοι καταδιωκόμενοι χριστιανοί. ΉΉρθαν από τήν ΉΉπειρο, οι αδελφοί Ζερβαίοι από τούς οποίους κατάγονται οι Kουντουριώτηδες, από τήν Εύβοια οι Kριεζήδες καί οι Bουδούρηδες, από τά Bουρλά τής Σμύρνης οι Tομπάζηδες, από τήν Aργολίδα οι Oικονόμου καί πολλοί άλλοι. Tο 1656 η ΎΎδρα λεηλατήθηκε από τους Aλγερινούς πειρατές καί πολλά γυναικόπαιδα χάθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής. Aυτό τό γεγονός έκανε τούς Yδραίους νά οπλίσουν τα πλοία τους μέ μικρά κανόνια. Tο 1770, κατά τή διάρκεια τού ρωσοτουρκικού πολέμου, η Πελοπόννησος ξεσηκώθηκε. Από τα νησιά, μόνον οι Σπέτσες ύψωσαν αμέσως τη ρωσική σημαία. H ΎΎδρα διαβλέποντας τήν εξέλιξη αρνήθηκε τη συμμετοχή. Mέχρι τότε η ΎΎδρα κυβερνιόταν από τούς ιερείς. O ναύαρχος Oρλώφ ώρισε διοικητή τής ΎΎδρας Pώσο αξιωματικό. Kι όταν αργότερα οι Pώσοι έφυγαν εγκαταλείποντας τούς χριστιανικούς πληθυσμούς στήν σφαγή καί τήν ερήμωση, η εξουσία της ΎΎδρας έμεινε στα χέρια των προκρίτων - καπεταναίων. Μετά τόν θάνατον τού ήρωος Σκεντέρμπεη, ηγεμόνος τής Ηπείρου, ότε διεσπάρησαν οι στρατιώται αυτού καί η Ελλάς υπέκυψεν εξ ολοκλήρου εις τόν ζυγόν τών Τούρκων, όσοι εκ τών Ελλήνων δέν υπέφερον τήν καταδυναστείαν τών τυράννων, κατέφευγον οι μέν εις τά όρη, οι σέ εις τά ερήμους νήσους, τινές δέ καί εις τήν ΎΎδραν. Τότε δύο αδελφοί Ηπειρώται, καταγόμενοι εκ τών διασπαρέντων στρατιωτών τού Σκεντέρμπεη, καλούμενοι Λάζαρος καί Ζέρβας, κατώκησαν εις τό πολίχνιον τής Τροιζηνίας, καλούμενον Κοκκινιά, εξ ού έλαβον καί τό επώνυμον οι Κοκκίναι καί έπειτα Λαζαράδαι, όπου καί ενυμφεύθησαν, μετερχόμενοι τόν ποιμενικόν βίον. Α λλ' επειδή πολυτρόπως επαπειλείτο η ζωή αυτών υπό τών εκεί τυράννων, μετώκησαν εις τήν ΎΎδραν τώ 1580. Οι πρώτοι ούτοι άποικοι, συνίσταντο από τρείς υιούς καί δύω θυγατέρας τού Λαζάρου καί τής συζύγου αυτού καί από δύο υιούς τού Ζέρβα μετά τών συζύγων αυτού τε καί τών τέκνων, οίτινες διά τόν φόβον τών Τούρκων ανέβησαν επί τού υψηλού όρους τού Προφήτου Ηλιού, όπου κατασκευάσαντες καλύβας κατώκησαν. Μετά παρέλευσιν δέ ολίγων ετών, ήτοι τώ 1596, προσετέθη καί άλλη οικογένεια εξ επτά ψυχών, τής οποίας ο οικογενειάρχης ωνομάζετο Ραφαλιάς μεταβάς εκ τής νήσου Κύθνου (Θερμιά), όπου ευρών τούς πρώτους αποίκους, συνεσωματώθη μετ' αυτών. Αλλ' επειδή κατ' αρχάς αι δύω πρώται οικογένειαι δέν ηδύναντο νά συννενοηθώσιν, ως αλληλόγλωσσοι, ομιλούντες τήν αλβανικήν, οι δέ άλλοι τήν ελληνικήν, ηναγκάσθησαν επί
260
τέλους νά συγχωνευθώσιν εις μίαν τήν αλβανικήν. Ιστορία τής νήσου ΎΎδρας υπό Γεωργίου Κριεζή Η συνθήκη του Kιουτσούκ Kαϊναρτζή το 1774 καί οι ναπολεόντιοι πολέμοι έφεραν πλούτο στήν ΎΎδρα όπως άλλωστε στίς Σπέτσες καί τά Ψαρά. Oι Yδραίοι ναυτικοί μέ ρωσική σημαία στά καράβια τους μετέφεραν σιτάρι από τόν Εύξεινο Πόντο στή Mασσαλία, στο Λιβόρνο καί στη Γένουα, διασπώντας τόν αποκλεισμό τού Νέλσονα. Tα πλοία τους εκείνη τήν εποχή έφθασαν τά 200. Tό πριν από ενάμιση αιώνα ασήμαντο χωριουδάκι των καταδιωκομένων έγινε μία μεγάλη πόλη, μέ μεγαλοπρεπείς οικίες γεμάτες ακριβά έπιπλα καί σκεύη, στολισμένες μέ μεταξωτά υφάσματα ενώ οι γυναίκες τής ΎΎδρας στολίζονται μέ πανάκριβα κοσμήματα. Χωρίς τήν ΎΎδρα δέν ήταν δυνατόν νά υπάρξη επανάστασις, διότι δέν υπήρχε περίπτωση νά υπάρξη ελληνικός πολεμικός στόλος μόνο μέ τήν συμμετοχή τών Ψαρών καί τών Σπετσών. Καί χωρίς στόλο η επανάσταση ήταν καταδικασμένη. Η ΎΎδρα διέθετε περισσότερα πλοία από όσα διέθεταν όλα τά υπόλοιπα νησιά τού Αιγαίου. ΉΉταν καλύτερα οπλισμένα μέ καλύτερα τό τρικάταρτο τού Λαλεχού καί τό δικάταρτο τού Μιαούλη τά οποία έφεραν δεκαοκτώ κανόνια τό καθένα. Οι πρόκριτοι (νοικοκυραίοι) όμως τού νησιού ήταν διστακτικοί. Ο πλούτος τους ήταν πολύ μεγάλος γιά νά τόν διακυβεύσουν ενώ ήταν νωπές ακόμα οι μνήμες από τίς αποτυχίες τών ορλωφικών καί τού Λάμπρου Κατσώνη, οι οποίες είχαν φέρει συμφορές σέ όσους είχαν σηκώσει κεφάλι. Μάλιστα τήν εποχή του ρωσοτουρκικού πολέμου τού 1807 είχαν υπάρξει δύο στρατόπεδα στήν ΎΎδρα. Τό τουρκόφιλο μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Βούλγαρη καί τόν Ανδρέα Βόκο (Μιαούλη) καί τό ρωσόφιλο μέ επικεφαλής τούς Κουντουριώτηδες, τόν Αναστάσιο Κοκκίνη, τόν Δημήτριο Τσαμαδό, τόν Νικόλαο Γιακουμάκη (Τομπάζη), καί τόν Νικόλαο Οικονόμου. Καί τότε είχαν επικρατήσει οι τουρκόφιλοι, οι οποίοι δέν ήλπιζαν ποτέ ότι θα μπορούσε τό Γένος νά απαλλαγεί από τήν οθωμανική τυραννία. 1821. Απριλίου 28, ΎΎδρα Ανεχωρήσαμεν διά τήν ανεξαρτησίαν τού Ελληνικού ΈΈθνους. ΉΉλθον δύο απεσταλμένοι από τήν Ρούμελην εις ΎΎδραν από τούς οπλαρχηγούς των μέ γράμματα πρός τό κοινόν τής ΎΎδρας, ζητούντες πλοία διά τά μέρη τού Ζητουνίου. Μέ επροσκάλεσεν ο κ. Λάζαρος Κουντουριώτης ως πρώτιστος καί αρχηγός τής ΎΎδρας καί μού λέγει: - "Κύριε Κριεζή, οι δύο απεσταλμένοι ζητούν πλοία καί έπαρέ τους
261
μαζί σου νά υπάγετε εις τά μέρη τού Ζητουνίου, όπου ευρίσκεται εν εχθρικόν κορβέτον διά νά ημπορέσητε νά τό πάρητε ή όπως γνωρίζετε κάμετε, καί υπόσχονται, όταν δώση η χάρις Του, καί πάρητε τό εχθρικόν, τότε νά εμβαρκάρης εις τό πλοίον σου τούς οπλαρχηγούς των μέ δύο χιλιάδας στρατιώτας διά νά τούς εβγάλης εις τήν Αγίαν Μαρίναν, εις τήν Στυλίδα, διά νά κτυπήσουν τό Ζητούνι καί εγώ διά θάλάσσης καί όταν παρθή, ό,τι έχη μέσα τό Κάστρον από μετρητά καί προβεζιόνες νά μοιράσητε εξ ημισείας" Ευθύς εγώ κατά τήν προσταγήν τού κ. Κουντουριώτου ετζουρμάρισα καί έτερους ναύτας, ότι μόνον είχον 60, καί έγιναν 110, πρός 25 τάλληρα τόν καθένα. ΈΈκαμα τά αναγκαία τού πολέμου, πυρίτιδα, μπάλες, ψωμί καί έτερα καί ανεχωρήσαμεν ως άνω τόν Απρίλιον καί εις τήν 1η τού Μαΐου εφθάσαμεν εις Μύκονον. Αγκυροβολήσαμεν, επροσκάλεσα τήν Παναγίαν Τουρλιανήν, εκάμεν αγιασμόν καί εις τάς 2 ανεχωρήσαμεν διά τήν εις Ζητούνιον εκστρατείαν. Απομνημονεύματα Αλεξάνδρου Κριεζή Τή σπίθα στήν ΎΎδρα τήν άναψε ο Αντώνιος Οικονόμου. ΈΈδρασε μέ ταχύτητα καί ως άλλος Παπαφλέσσας έβαλε μπουρλότο στήν διστακτικότητα τών πλουσίων προκρίτων τού νησιού. Ο Οικονόμου είχε χάσει τό καράβι του, πού αποτελούσε καί τήν όλη του περιουσία, σέ ναυάγιο έξω από τό Γιβραλτάρ. Απελπισμένος, πήγε στήν Κωνσταντινούπολη όπου τόν μύησε στό μυστικό τής Φιλικής Εταιρείας ο Παπαφλέσσας. Εκείνος ήταν πού τού μετέδωσε τήν ορμή καί τήν φλόγα τής επανάστασης. καί έτσι ο Οικονόμου γυρίζοντας στήν ΎΎδρα, αντί νά φροντίσει νά κατασκευάσει καινούργιο σκαρί, άρχισε τά επαναστατικά κηρύγματα. Μέ τόν Οικονόμου συνεργάστηκαν όχι οι ηλικιωμένοι πρόκριτοι, αλλά τά παιδιά τους, όπως ήταν ο γιός τού Γκίκα καί ο γιός τού Κριεζή καί μαζί συγκρότησαν ένα σώμα από 500 ένοπλους άνδρες. Ενώ οι πρόκριτοι συνεδρίαζαν στήν καγκελλαρία, ο τόπος έβραζε. Τή νύκτα τής 28ης Μαρτίου κήρυκες τού Οικονόμου ώρμησαν στούς δρόμους φωνάζοντας "Στ' άρματα! Στ' άρματα". Οι καμπάνες στίς εκκλησίες μετέδιδαν τό σύνθημα τής επανάστασης. "- Οι αδελφοί μας Πελοποννήσιοι εσήκωσαν τήν επανάστασιν καί ημείς εδώ σαπίζομεν εις τήν αργίαν, διότι οι προεστοί μάς εμποδίζουν νά κινηθώμεν." Τά σπετσιώτικα πλοία στό λιμάνι τής ΎΎδρας μέ τούς απεσταλμένους τους επιτάχυναν τίς εξελίξεις. Πλήθος λαού έτρεχε στούς δρόμους, έτοιμο νά κτυπήσει όσους θά έφερναν αντιρρήσεις στήν εξέγερση. Οι πρόκριτοι δέν τόλμησαν νά βγούν από τά σπίτια τους. Ο Οικονόμου πέταξε από τήν καγκελλαρία τόν διορισμένο από τούς Τούρκους διοικητή Νικόλαο Κοκοβίλα καί ανέλαβε τήν διοίκηση τού
262
νησιού. Αρχισε αμέσως στρατολογία τόσο γιά τήν ξηρά όσο καί γιά τήν θάλασσα. Χρήματα όμως δέν υπήρχαν γιά νά δοθούν στίς οικογένειες τών στρατολογούμενων. Ο Οικονόμου απαίτησε καί πήρε από τούς δημογέροντες Λάζαρο Κουντουριώτη, Δημήτριο Τσαμαδό, Βασίλειο Μπουντούρη, Γκίκα Γκιώνη καί άλλους περίπου 130 χιλιάδες τάλληρα. Αλλά δέν πήρε μόνο χρήματα. Οι πρόκριτοι τού ανεγνώρισαν καί τήν αρχηγία τής ΎΎδρας αλλά καί τών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Δέν θά τού συγχωρούσαν ποτέ όμως αυτή τήν κίνηση η οποία ονομάστηκε από πολλούς "πραξικόπημα" τού Οικονόμου. Στίς 18 Απριλίου 1821, τά τρία ναυτικά νησιά απηύθυναν στούς κατοίκους τών άλλων νησιών κοινή προκήρυξη μέ τήν οποία τούς καλούσαν νά συμμετέχουν σέ ένα πόλεμο ο οποίος δέν είχε σκοπό τήν λεηλασία τών οθωμανικών πλοίων, αλλά τήν ανεξαρτησία τού ΈΈθνους. Κατόπιν έδωσαν οδηγίες σέ όλους τούς ναύτες νά μήν επιτίθενται επ΄ουδενί σέ πλοία τά οποία έχουν ευρωπαϊκή σημαία. Στό προσκλητήριο αυτό ανταποκρίθησαν όλα τά νησιά πλήν τής Σύρου, Τήνου, Νάξου καί Θήρας (Σαντορίνης), όπου διέμεναν Ρωμιοί πού είχαν φραγκέψει καί ζούσαν μέ ιδιαίτερη άνεση κάτω από τήν προστασία τού Πάπα. Τά ελληνικά πλοία ξεχύθηκαν στό Αρχιπέλαγος (Αιγαίο Πέλαγος), αλλά πρέπει νά σημειωθεί ότι όπως καί οι άνδρες στήν στεριά έτσι καί αυτοί στή θάλασσα δέν διακρίνονταν γιά τό πειθαρχικό πνεύμα. Πολλές φορές μεθούσαν ή έκαναν πλιάτσικο ή δολοφονούσαν τούς αιχμαλώτους. Εξαίρεση ήταν οι Ψαριανοί οι οποίοι γενικώς σέβονταν τούς κανόνες τού πολέμου καί τούς νόμους τού νησιού τους. Στίς 28 Απριλίου κοντά στίς Οινούσες, οι Υδραίοι πλοίαρχοι Λάζαρος Πινότσης καί Γεώργιος Σαχτούρης συνέλλαβαν ένα τουρκικό καράβι τό οποίο μετέφερε τό νεοδιορισμένο στήν Αίγυπτο μολλά Γιαζιτζή ζαντέ Μεχμέτ Εφέντη, μέ τά χαρέμια του καθώς καί άλλους πλούσιους μουσουλμάνους πού πήγαιναν γιά προσκύνημα στή Μέκκα. Μαζί τους κουβαλούσαν ολόκληρο θησαυρό από διαμάντια, μαργαριτάρια τά οποία κόστιζαν περίπου 6 εκατομμύρια γρόσια. ΌΌι επιβάτες σφαγιάστηκαν, ο σεϊχουλισλάμης κρεμάστηκε από τό κατάρτι τού καραβιού τού Πινότση, ενώ ο θησαυρός λαφυραγωγήθηκε από τά πληρώματα. ΌΌταν τά καράβια γύρισαν στήν ΎΎδρα, ο Οικονόμου μέ αυστηρό τρόπο απαίτησε νά δωθούν τά λάφυρα γιά τό κοινό τού αγώνος ταμείο. Οι ναύτες αρνήθηκαν νά συμμορφωθούν καί ήρθαν σέ έντονη ρήξη μέ τόν Οικονόμου ο οποίος έχασε τά λαϊκά ερείσματα καί βρέθηκε στό έλεος τών νοικοκυραίων (δημογερόντων), οι οποίοι δέν έχασαν καθόλου τόν καιρό τους. ΈΈστειλαν τόν Αντώνιο Κριεζή, τόν Λάζαρο Παναγιώτα καί τόν Θεόφιλο Δρένια νά μπλοκάρουν τήν καγκελλαρία καί νά τόν συλλάβουν. Ο Οικονόμου αντέδρασε άμεσα καί σκότωσε τόν
263
Παναγιώτα καί τόν Δρένια. Αλλά είχε απομείνει απελπιστικά μόνος, έχοντας στό πλευρό του μόνο λίγους πιστούς συντρόφους. Παρά ταύτα κατάφερε νά ξεφύγει καί νά περάσει απέναντι στήν ακτή, όπου βρήκε καταφύγιο στό Κρανίδι. Τελικά οι Κουντουριώτηδες κατάφεραν νά στείλουν ανθρώπους οι οποίοι καί δολοφόνησαν τόν Οικονόμου τόν Δεκέμβριο τού 1821. Αμα εκραγείσης καί εν ΎΎδρα τής επαναστάσεως, ελθών ο διδάσκαλος Νεόφυτος Βάμβας εις ΎΎδραν καί Σπέτσας, προέτρεψε τούς προκρίτους νά αποστείλωσι ναυτικήν δύναμιν εις Χίον, ίνα επαναστατήσωσι καί τήν νήσον ταύτην. Οι πρόκριτοι τών δύο νήσων προθύμως απεδέχθησαν τάς προτάσεις τού Βάμβα, πιστεύοντες ότι, ελευθερουμένης τής Χίου, ήθελον έχει τήν περί συντηρήσεως τού στόλου χρηματικήν συνδρομήν τών πλουσίων Χίων. Απεφάσισαν καί απέστειλαν κατά τήν Χίον, επτά μέν πλοία εκ Σπετσών, τά τών Γκίκα Τσούπα, Ιωάννου Κυριακού, Θεοδώρου Μέξη, Ιωάννου Κούτση, Δημητρίου Σκλιά, Ιωάννου Σάντου καί Αργυρίου Στεμιτσιώτου υπό τήν οδηγίαν τού Γκίκα Τσούπα καί Ιωάννου Κυριακού, ένδεκα εξ 'Υδρας υπό τήν οδηγίαν τού Ιάκωβου Τομπάζη. Η μοίρα τών σπετσιωτικών πλοίων, εκπλεύσασα τήν 22αν Απριλίου, ήλθεν έμπροσθεν τής ΎΎδρας καί ηνώθη μετά τής υδραϊκής, συνεξέπλευσαν δ' αμφότεροι τήν επιούσαν καί διευθύνθησαν πρός τά Ψαρά, όπως συμπαραλάβωι καί τήν μοίραν τών Ψαριανών, καί ενεργήσωσιν από κοινού τήν επανάστασιν τής Χίου. Εδημοσίευσαν εις τήν νήσον Τήνον τάς εξής επαναστατικάς προκηρύξεις πρός τούς Αιγαιοπελαγίτας: "Φίλοι ομογενείς, ο πόλεμος τόν οποίον κάμνομεν κατά τών ασεβών τυράννων, δέν είναι κλέπτικος, αλλ' όλου τού ΈΈθνους μας, αποφασισμένος Θεόθεν καί ωργανισμένος από μεγάλους άνδρας. Ζητούμεν τήν ανεξαρτησίαν τού Γένους μας καί δι' αυτήν συνεισφέρομεν όλοι καί όπλα καί πλοία καί σώματα... Ημείς δέν πολεμούμεν παρά μόνον τούς τυράννους μας Οθωμανούς, τάς δέ άλλας Δυνάμεις σεβόμεθα καί τιμώμεν. Προσέχετε λοιπόν, αδελφοί, νά μήν πειράξη κανείς ούτε άνδρα ομογενή, ούτε πλοίον ελληνικόν, αλλά νά φέρεσθε όλοι πρός αλλήλους μέ αγάπην καί φιλανθρωπίαν. ΌΌστις ήθελε τολμήσει νά πειράξη αδίκως καί ληστρικώς πλοίον ελληνικόν ή άνδρα Χριστιανόν ή άλλης Δυνάμεως ουδετέρας, ο τοιούτος θέλει κρίνεται εχθρός τού γένους καί ως τοιούτος θέλει κατατρέχεται". Ορλάνδου Ναυτικά. Δημοτικά τραγούδια «Πιάνουν καί κατεβάζουν τον κάτω εις το τιμπρούκι Και πιάνουν καί του γδέρνουνε το χειρομάγουλό του
264
κι ένα γυαλί του δώκανε νά δει το πρόσωπό του» Για τον Δασκαλογιάννη «Δεσπότη μου τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι καί ρήμαξαν τα Γιάννενα καί ρήμαξε ο τόπος ; Μείναν τα σπίτια αδειανά , γεμίσαν τα χαντάκια. Κι ο Τούρκος δεν απόσωσε νά κόβη καί νά καίει. Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι Γιαουντήδες. Δεν έχει η μάνα πιά παιδιά καί τα παιδιά γονέους. Κι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στη Πόλη . Να τρών οι κόττες πίτουρα, νά νταβουλάν οι Γύφτοι, Για νά ξυπνήση η Τουρκιά νά κάνη ραμαζάνι» Για τον Δεσπότη Διονύσιο Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι. Το 'να τηράει τον Αρμυρό, τ' άλλο κατά τό Βάλτο, τό τρίτο τό καλύτερο μοιρολογάει καί λέει: - «Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Mηλιώνης; Ουδέ στό Βάλτο φάνηκεν, ουδέ στήν Κρύα Bpύση. Μας είπαν πέρα πέρασε κι επήγε προς τήν Αρτα, κι επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δυό αγάδες». Κι ο μoυσελίμης τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη. Το Mαυρoμάτην έκραξε καί τό Μουχτάρ Κλεισούρα: - «Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα, τό Χρήστο να σκοτώσετε, τον καπετάν Mηλιώνη. Τούτο προστάζει ο βασιλιάς, καί μο' στειλε φερμάνι» Γιά τόν Χρήστο Mηλιώνη «Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ' αμόνι κι αρχίσανε με τό σφυρί να τον πελεκάνε. Σκλήθρες πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μεδούλια, νεύρα, κομμένα κρέατα, σέρνονται σαν ξεσκλίδια καί κείνος τηράει τον ουρανό καί γλυκοτραγουδάει: Χτυπάτε, πελεκάτε με σκυλιά, τον Κατσαντώνη δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτία, σφυρί κι αμόνι.» Γιά τόν Κατσαντώνη
265
Φιλήμων - Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως ΌΌταν εκινήθησαν αι νήσοι τών Πετσών καί Ψαρών, ειργάζοντο υπέρ τού όλου μέν, αλλ' ιδίως εκάστη. ΌΌταν δέ εκινήθη η ΎΎδρα, ηνώθησαν ευθύς τά πλοία καί τών τριών, σχηματίσαντα τόν ελληνικόν στόλον, ολίγιστα τούτων ήσαν τριάρμενα. Ελάχιστος κατά τήν ποιότητα, ει καί πολύς αριθμητικώς ήν, ο στόλος ούτος ουδεμίαν επεδέχετο υλικήν σύγκρισιν πρός τόν τουρκικόν, έφερε καί τήν υπερβάλλουσαν απολύτως ικανότητα καί ανδρείαν πλοιάρχων τε καί ναυτών, εξ επαγγέλματος θαλασσοβίων. Διεκρίνοντο άρα ο μέν τουρκικός διά τής υλικής, ο δέ ελληνικός διά τής ηθικής υπεροχής. Καθώς πρότερον κινηθείσα η ΎΎδρα, ούτω καί ήδη κινούμενος ο στόλος εξέδωκεν από κοινού τό ακόλουθον προκήρυγμα: " Ο πόλεμος τόν οποίον κάμνομεν κατά τών ασεβών τυράννων, δέν είναι κλέπτικος, αλλ' όλου τού έθνους μας, αποφασισμένος θεόθεν καί ωργανισμένος από μεγάλους άνδρας. Ζητούμεν τήν ανεξαρτησίαν τού Γένους μας καί δι' αυτήν συνεισφέρομεν όλοι καί όπλα καί πλοία καί σώματα. Πρέπει λοιπόν νά προσέχωμεν εις όλα τά κινήματα, νά έχωμεν ενωμένην τήν ανδρείαν μέ τήν τιμήν, τά οποία χαρακτηρίζουν τούς αληθινούς φίλους τής ελευθερίας, νά μήν ενοχλώμεν τούς ομοπίστους καί ομογενείς μας, εξ εναντίας μάλιστα πρέπει καί νά βοηθώμεν τήν υπέρ τού Γένους αγαθήν προθυμίαν των. Ομοίως πρέπει νά σέβησθε καί τών άλλων δυνάμεων τά πλοία καί τούς υπηκόους. Ημείς δέν πολεμούμεν παρά μόνους τούς τυράννους μας Οθωμανούς, τάς άλλας δυνάμεις σεβόμεθα καί τιμώμεν. Προσέχετε λοιπόν, αδελφοί νά μή πειράξη κανείς ούτε άνδρα ομογενή, ούτε πλοίον ελληνικόν, αλλά νά φέρεσθε όλοι πρός αλλήλους μέ αγάπην καί φιλανθρωπίαν, κατά δέ τού τυράννου μέ αμετάτρεπτον ενθουσιασμόν." Αναστάσιος Ορλάνδος, "Ναυτικά, ήτοι Ιστορία των κατά των υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνα πεπραγμένων υπό των τριών ναυτικών νήσων, ιδίως δε των Σπετσών" Ουδείς αγνοεί ότι η αφόρητος τυραννία τών κατακτητών τής Ελλάδος Τούρκων, ήτις, βάσιν έχουσα μόνην τήν θηριώδη θέλησιν τών Δεσποτών, επροξένει δικαίαν εκδίκησιν εις τήν ευαίσθητον καρδίαν τού ΈΈλληνος καί η διανοητική καί υλική ανάπτυξις τών Ελλήνων, εγέννησαν τήν κατά τό 1821 σωτήριον έτος, εκραγείσαν ελληνικήν επανάστασιν. Οι κάτοικοι τών Σπετσών καί τής ΎΎδρας, όμοροι όντες καί τόν αυτόν οικούντες ορίζοντα, ουδαμώς διαφέρουσιν αλλήλων, διότι καί τήν αυτήν διάλεκτον λαλούσι, καί τά αυτά έθιμα έχουσι καί τό αυτό ναυτικόν επιτήδευμα ανέκαθεν μετέρχονται. ΊΊσως δέ κατά τούτο διακρίνονται οι
266
Σπετσιώται, ότι καθ΄ όλας τάς κρισίμους τού ΈΈθνους περιστάσεις εφάνησαν ορμητικώτεροι τών Υδραίων, διότι καί κατά τήν επανάστασιν τής Πελοποννήσου τώ 1769, εις ήν η ΎΎδρα έμεινεν όλως αμέτοχος αυτής, οι Σπετσιώται έλαβον τά όπλα εις τάς χείρας κατά τής τουρκικής τυραννίας, δι' ό καί κατεστράφησαν καί τών κατ' αυτής αγώνων τού Λάμπρου Κατσώνη τώ 1790 δι' ιδίων πλοίων ενεργητικώς μετέσχον, καί εις τήν τελευταίαν τού 1821 πρώτοι πάλιν οι Σπετσιώται ύψωσαν κατά θάλασσαν τήν σημαίαν τής επαναστάσεως... Τά Ψαρά, αι Σπετσαι καί η ΎΎδρα εκυβερνωντο αυτονόμως σχεδόν, ούτε Καδήν, ούτε Σπαχήν, ούτε Βοεβόδα ή Διοικητήν Οθωμανόν έχουσαι, οι δέ κάτοικοι αυτών εν μέσω όντες βαρβάρων τυράννων καί δούλων αδελφών, αντεπολιτεύοντο σχεδόν δημοκρατικώς. Αληθώς τοιαύτη αυτονομία δέν παρείχεν όλα τά πλεονεκτήματα όσα παρέχει αυτόνομος καί ανεξάρτητος πολιτεία, διότι δέν ήτον ισχυρά ν' αποσοβήση τάς καταπιέσεις, τάς ανησυχίας καί τούς φόβους τής απληστίας καί τού φανατισμού τών Τούρκων... Εμφανισθέντος όμως τό 1765 τού Ρώσσου στολάρχου Ορλώφ εν τώ Αιγαίω πελάγει, αι Σπετσαι επαναστάτησαν μετά τών Σπαρτιατών, κατηρημώθησαν τότε εντελώς, αποβιβασθέντων εις αυτήν εκ Ναυπλίου Τουρκαλβανών, οίτινες κατέστρεψαν εκ θεμελίων τό πολίχνιον τής νήσου Καστέλι καλούμενον, ως όν ωκοδομημένον εφ' υψηλής τινος ράχης. ΌΌσοι δέ τών κατοίκων εσώθησαν εκ τής σφαγής καί αιχμαλωσίας, κατέφυγον μέ τά πλοιάρια των εις Κύθηρα, ΎΎδραν καί άλλα πλησιόχωρα μέρη... Αφού δέ απήλθε τού Αιγαίου ο Ορλώφ, επιτραπέντος διά σουλτανικής αδείας τού συνοικισμού τής νήσου, επανήλθον οι πλείστοι τών Σπετσιωτών εις τήν πατρώαν εστίαν καί ήρχισαν κτίζοντες τήν πόλιν από τού Καστελίου, καταβαίνοντες πρός τήν παραλίαν. Αλλά μόλις συγκεντρωθέντες καί αρχίσαντες ν' αναπτύσσωσι τήν μικράν των ναυτιλίαν, κατασκευάζοντες πλοία λατινάδικα καί σαχτούρια λεγόμενα, η κατά τό 1790 εν τώ Αιγαίω εμφάνισις τού Λάμπρου Κατσώνη, ηλέκτρισεν αύθις αυτούς καί πολλοί Σπετσιώται έδραμον εις βοήθειαν του, μετά στολίσκου διευθυνομένου υπό τών Καρακατσάνη, Αναργύρου, Νέστορος, Δελιγιαννάκη, Μπούμπουλη καί άλλων πλοιάρχων, εντεύθεν δέ καί τά ηρωϊκά κατορθώματα, η απαγχόνισις τού αρχηγού τού στολίσκου Καρακατσάνη εντός τής τουρκικής ναυαρχίδος καί η νέα οργή τής οθωμανικής Πύλης κατά τών Σπετσών... Ο Παπαφλέσσας ζητάει βοήθεια από τούς νησιώτες γράφοντας ψέματα ότι η Αγγλία βοηθάει τούς ΈΈλληνες "Οι λαοί τής Πελοποννήσου τρέχουν ως λέοντες ωρυόμενοι. ΌΌσον τάχος προφθάσατέ μας τήν συμμαχίαν. Κινήσατε εις πολιορκίαν τού Αναπλίου. Ελπίζω οι ήρωες Μποτασαίοι νά κάνουν τό ρεσάλτο, καθώς
267
υπεσχέθησαν, καί ημείς θέλομεν τούς επαινέσει αξίως καί θέλει στέψει η Ελλάς τάς κεφαλάς των. Οι Εγγλέζοι μάς επρόφθασαν βοήθειαν ως πλατύτερον εις τό κοινόν γράμμα μας φανερώνομεν." Γράμμα Ανθίμου Γαζή πρός Αλέξανδρο Κριεζή «25 Ιουλίου 1821, Σκόπελος. Περιπόθητε μοι φίλε κ. καπετάν Αλέξανδρε εν Κυρίω ευχόμενος σε ασπάζομαι τόν ελληνικόν ασπασμόν. ΈΈφυγα φίλε, από τήν πατρίδα μου κυνηγούμενος καί από τούς τυράννους Τούρκους καί από τούς τουρκολάτρας καί αφ' ου ήλθον εδώ τήν δευτέραν ημέραν, τή νύκτα εκάη τό οσπίτιον όπου ήμουν φιλοξενούμενος καί εβγήκα γυμνός από μίαν τρύπα καί άλλο δέν εγλύτωσα από 8000 γροσίων πράγματα καί τήν ζωήν μου. Μ ετά δύο ημέρας έμαθον ότι ο μητροπολίτης τής Λαρίσης ο αγιουτάντες τού Μαχμούτ Δράμαλη πασά επήγεν εις τήν πατρίδα μου, τίς Μηλιές καί αφ' ου άνοιξεν τήν βιβλιοθήκην μου, η οποία είχεν υπέρ τάς 10.000 βιβλία, επήρεν όσα τώ ήρεσαν τά δέ λοιπά τά άρπαξαν οι κακοί καί δέν άφησαν μέσα εις εν μεγαλοπρεπές κτίριον τού σχολείου μας μήτε βιβλίον, μήτε φόρεμα μήτε άλλο τι. Σέ αφήνω λοιπόν νά στοχασθής εις ποίαν αδημονίαν κατήντησα, ελπίζω όμως νά εκδικηθώ. Υπομονή. Ως πρός τήν αγάπην τής πατρίδος μου αυτά είναι μικρά θυσία. Δ ιά τήν πατρίδα φίλε, πρέπει τινάς νά θυσιάζη τό πάν, ώστε η πατρίς νά ελευθερωθή καί εν ησυχία νά ζώμεν καί νά απολαμβάνομεν τά καλά της καί νά φαινόμεθα γένος ευγενές καί ελεύθερον ως όλα τά έθνη τής Ευρώπης. Τά δίκαια τού Γένους μας είναι πολλά καί μεγάλα τά οποία μάς παρακινούσι διά νά καταδιώξωμεν τόν τύραννον από τούς ιερούς τόπους τής Ελλάδος, τούς οποίους κατεμίανεν ο ασεβής μέ τάς αδικίας του....» Προκήρυξη τής Επαναστάσεως στήν ΎΎδρα - 16 Απριλίου 1821 «Εν ονόματι Θεού Παντοκράτορος. Τό Ελληνικόν ΈΈθνος βεβαρυμένον πλέον ν' αναστενάζη υπό τόν σκληρόν ζυγόν, από τού οποίου τέσσαρας περίπου αιώνας καταθλίβεται επονειδίστως, τρέχει μέ γενικήν καί ομόφωνον ορμήν εις τά όπλα, διά νά κατασυντρίψη τάς βαρείας αλύσεις τάς υπό τών βαρβάρων μωαμεθανών περιτεθείσας εις αυτό. Τό ιερόν όνομα τής Ελευθερίας αντηχεί εις όλα τά μέρη τής Ελλάδος καί πάσα ελληνική καρδία αναφλέγεται από τήν επιθυμίαν τού νά επαναλάβη τό πολύτιμον τούτο δώρον τού Θεού ή ν' απολεσθή εις τόν υπέρ τούτου αγώνα.
268
Οι κάτοικοι της νήσου ΎΎδρας δέν θέλουσι μένει ολιγώτερον πρόθυμοι εις τον ευγενή τούτον αγώνα, αλλά καταφρονούντες πάντα κίνδυνον δια να καταστρέψωσι τους τυράννους των θέλουσι μεταχειρισθή τούτο τό μόνον μέσον, το οποίον η φύση της τοπικής αυτών θέσεως δίδει προς αυτούς προς τον σκοπόν τούτον. Ημείς οι προύχοντες οι συγκροτούντες τήν διοίκησιν της νήσου ταύτης, επιτρέπομεν εις τον καπετάν Γιακουμάκην Νικολάου Τομπάζην του πλοίου «ο Θεμιστοκλής», το οποίον έχει κανόνια δεκαέξ καί άλλα πολεμικά όπλα υπό τήν ελληνικήν σημαίαν να υπάγει μετά του πλοίου τούτου όπου ήθελεν κρίνει ωφέλιμον καί αναγκαίον εις τον κοινόν αγώνα καί να ενεργή κατά των οθωμανικών δυνάμεων ξηράς τε καί θαλάσσης πράττον παν ότι συγχωρείται εις νόμιμον πόλεμον, έως ού η ελευθερία καί η ανεξαρτησία του Ελληνικού Γένους αποκατασταθή με στερέωσιν...» http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis9.html
269
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Ι' Τό Ναυτικό στήν επανάσταση - Ναύαρχος Ιάκωβος Τομπάζης Η οικογένεια Τομπάζη ήρθε στήν ΎΎδρα τό 1668 από τά Βουρλά τής Σμύρνης. Ο Νικόλαος Τομπάζης ήταν από τούς πιό εύπορους κατοίκους τού νησιού καί υπέγραφε μέχρι τό 1816 ως Νικόλαος Γιακουμάκης. Τό 1812 πλαισίωνε τόν τουρκόφιλο μπάς κοτζάμπαση Νικόλαο Κοκοβίλα, ο οποίος είχε διαδεχθεί τόν Γεώργιο Βούλγαρη στήν διοίκηση τής νήσου. Ο υιός του Ιάκωβος Τομπάζης γεννήθηκε τό 1782 καί ο μικρότερος Εμμανουήλ τό 1784. Γ ράμματα δέν έμαθαν οι νεαροί Τομπάζηδες, λόγω ελλείψεως σχολείων, αλλά έγιναν άριστοι ναυτικοί καί τολμηροί θαλασσοπόροι. Στίς αρχές τού 19ου αιώνα οι έμπειροι πλέον καπεταναίοι ναυπήγησαν τό μπρίκι "Λεωνίδας", κόστους 35.730 ταλλήρων καί τήν ταχύτατη γολέτα "Τερψιχόρη", κόστους 13.000 ταλλήρων, τήν οποία οι Τούρκοι ονόμασαν "Σεϊτάν γκεμεσί". Ακολούθησαν τά πλοία: "Θεμιστοκλής" καί "Κίμων". Τό 1818, ο Ιάκωβος Τομπάζης έγινε μέλος τής Φιλικής Εταιρείας μαζί μέ τόν Γκίκα Γκιώνη. ΉΉταν από αυτούς πού κυνήγησαν τόν Αντώνη Οικονόμου, αναγκάζοντάς τόν νά φύγη από τήν ΎΎδρα γιά νά επανέλθη η εξουσία στά χέρια τών παραδοσιακών νοικοκυραίων τού νησιού. Ο Ιάκωβος είχε τήν τιμή νά οριστεί πρώτος αυτός ναύαρχος τού ενωμένου ελληνικού στόλου στόν οποίον εκτός τής ΎΎδρας συμμετείχαν οι Σπέτσες καί τά Ψαρά. Οι Υδραίοι καπεταναίοι πού τόν ακολούθησαν στήν παρθενική έξοδο τού στόλου στό Αιγαίο ήσαν οι: Λάζαρος Λαλεχός, Αναστάσιος Τσαμαδός, Ελευθέριος Γηζόνης, Γεώργιος Σαχτούρης, Λάζαρος Πινότσης, Γιάννης Ζάκκας, Σερφιώτης, Αντώνιος Ραφαλιάς, Γιάννης Δοντάς, Δημήτριος Βώκος, Λάζαρος παπά Μανώλη, Γιάννης Βούλγαρης καί Γιάννης Γκέλης. «Παιδειάν μέν βάσιμον οι αδελφοί Τουμπάζιδες δέν έσχον διά τε τήν έλλειψιν καταλλήλων σχολείων τότε. Αμφότεροι εισήλθον εις τά πλοία, παίδες έτι όντες, αμφότεροι όμως ήσαν λίαν φιλομαθείς, φιλόκαλοι καί περίεργοι. Οι αδελφοί Τουμπάζιδες προηγούντο εις πάσας τάς επί τό βέλτιον μεταρρυθμήσεις είτε τών Υδραϊκών πλοίων, είτε τού είδους τού βίου, είτε τού καλλωπισμού τών οικιών καί τών ενδυμάτων. Αυτοί πρώτοι εισήγαγον εις τό ελληνικόν ναυτικόν, τά θωράκια εις τούς ιστούς τών πλοίων (κόφας), αυτοί πρώτοι λέγεται επίσης, ότι κατεσκεύασαν καί γολέταν... Αμφότεροι οι αδελφοί ηγάπων τήν ζωγραφικήν καί ο μέν Ιάκωβος ηρέσκετο εις τό νά σχεδιάζη μάλλον, ο δέ Εμμανουήλ εις τό νά σκιαγραφή τά πλοία. ΈΈνεκα δέ τής μεγάλης αυτών περιεργείας εις πάν ό,τι απέβλεπεν είτε τήν τελειοποίησιν τού πλοίου, είτε τήν οχύρωσιν λιμένων, είτε τήν
270
κατασκευήν πυρπολικών ή κανονιοφόρων είχον θησαυρίσει καί πρακτικάς τινας πρός τούτο γνώσεις... Ηγάπα πολύ τόν κήπον του, όν επεμελείτο ιδίαις χερσί καί τόν τόρνον του, εις όν ειργάζετο εν τε τώ πλοίω καί τώ οίκω αυτού, περιποιούμενος όσους ηδύναντο νά τόν οδηγήσωσιν εις τούτο. Η εκλογή τών βιβλίων της βιβλιοθήκης του, τά χειρόγραφα μαθήματά του περί τής ναυτικής, τά δωρηθέντα παρά τών υιών του εις τό Μουσείον τού Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, αι σημειώσεις του περί πυροβολικού, περί εμπρηστικών σφαιρών, περί τού τόρνου, περί βερνικίων, αι διαρκείς πρός τήν φιλομάθειαν προτροπαί εις τά τέκνα του, εις ά συνήθως έλεγε: " Προκόψατε καί είμαι ευχαριστημένος νά τρέχω μέ τόν σάκκον τού επαίτου". Ταύτα πάντω αποδεικνύουν ότι ο Ιάκωβος Τομπάζης δέν ήτον άνθρωπος υλικός ούτε ιδιοτελής, αλλ' ανήρ τής προόδου.» Αναστάσιος Γούδας - Βίοι Παράλληλοι , Εν Αθήναις 1871 Η πρώτη εκστρατεία τού ελληνικού στόλου είχε σάν σκοπό νά ξεσηκώσει τούς κατοίκους τής Χίου. Εμπνευστής αυτής τής ιδέας ήταν ο κληρικός Νεόφυτος Βάμβας (1770 - 1855), ο οποίος ήταν Χιώτης. Ο Νεόφυτος Βάμβας, μέ σπουδές στό Παρίσι καί φιλικές σχέσεις μέ τόν Αδαμάντιο Κοράη ήταν από τούς πρώτους πού μυήθηκαν στήν Φιλική Εταιρεία. Τόν Απρίλιο τού 1821 βρισκόταν στήν ΎΎδρα καί σκέφτηκε ότι οι συμπατριώτες του μέ τόν πλούτο πού διέθεταν θά μπορούσαν νά αποδειχθούν χρήσιμοι στήν επανάσταση η οποία πάνω από όλα είχε ανάγκη από χρήματα. Οι Χιώτες έμποροι ήταν βαθύπλουτοι καθώς τό νησί τους λόγω τού εμπορίου τής μαστίχας είχε φορολογικά προνόμια από τήν Πύλη. Πολλοί από τούς Χιώτες διέμεναν στήν Μασσαλία καί στό Λιβόρνο καί από εκεί κανόνιζαν τίς επαγγελματικές τους υποχρεώσεις. ΈΈτσι οι Υδραίοι ξεκίνησαν τήν πρώτη ναυτική εκστρατεία, καί από κοινού μέ τά σπετσιώτικα καράβια τού Θεοδωράκη Μέξη, τού Νικολού Αδριανού, τού Γκίκα Τσούπα, τού Γιάννη Μπόταση, τού Νικόλα Ράφτη, τού Γιάννη Ορλώφ καί τού Θανάση Γουδή, έβαλαν πλώρη γιά τά Ψαρά καί τήν Χίο. Συνάντησαν δύο εμπορικά τουρκικά πλοία τά οποία καί βύθισαν ενώ στήν προσπάθεια νά ξεσηκώσουν τούς ΈΈλληνες καθολικούς τής Τήνου, Νάξου, Σύρου καί Σαντορίνης συνάντησαν τήν πλήρη άρνηση. «Κυριακή Απριλίου 17, η πρώτη μέρα τής ελευθερίας. Θεία συνάρσει καί ευδοκία μισεύομεν από ΎΎδραν ομού μέ 5 σπετσιώτικα καράβια... Τρίτη. ΏΏν δέ ο καιρός εναντίος, εστάθημεν όλην εκείνην τήν ημέραν, κατά τήν οποίαν ήλθε καί η γολέττα τών αδελφών Τομπάζηδων καί ο καπετάν Τσούπας μέ τή ναβή του. Ταύτα
271
εδιωρίσθησαν περί τά μέρη τής Συρίας. Μάς έστειλαν έτι νέας διαταγάς από ΎΎδραν διά νά απεράσωμεν από Τήνον καί νά στείλωμεν εκεί δύο τρία καράβια νά θεωρήσουν τήν υπόθεσιν ενός καραβιού Σπετσιώτη όπου έπιασεν εις Τήνον έν καράβι μέ σημαίαν αυστριακήν καί μέ Τούρκους ταξιδιώτας καί νά δυσωπήσωμεν τόν κόνσολα, αποδίδοντες όλα τά αρπαχθέντα καί στέλλοντας εις Σπέτσες τό καράβι κατά διαταγήν τών τε εδικών μας αρχόντων καί Σπετσιωτών. Πέμπτη. Εις τά 3 ώρας τής εσπέρας επιάσθη από τόν καπετάν Γιωργάκη Σαχτούρη μιά γολέττα ψαριανή μέ γράμματα διά τήν ΎΎδραν. Ανοίξαμεν τά γράμματα καί είδομεν ότι έγραφον από Κωνσταντινούπολιν τό κρέμασμα τού Πατριάρχου μετά έξ αρχιερέων...» Από τό ημερολόγιο τού Ιάκωβου Τομπάζη Ο στόλος τού Τομπάζη αγκυροβόλησε ανοιχτά τού όρμου τής Δασκαλόπετρας στό Βροντάδο τής Χίου, τήν Τετάρτη 27 Απριλίου 1821, καί εστάλησαν άνθρωποι στά χωριά μέ επαναστατικές προκηρύξεις. Οι χωρικοί όμως ήταν διστακτικοί καθότι ήταν απειροπόλεμοι καί στερούνταν όπλων. Οι δημογέροντες τού νησιού έστειλαν σάν αντιπροσώπους τούς Μιχαήλ Βλαστό, Πολυχρόνη καί Ιωάννη Πατρικούση νά παρακαλέσουν τόν Τομπάζη νά φύγει μέ τά πλοία του από τή Χίο. Δέν διέθεταν ούτε πολεμικά πλοία ούτε ένοπλους άνδρες καί ο τουρκικός στόλος μπορούσε ανενόχλητος νά φθάση στό νησί καί νά τό τιμωρήσει. Μετά από δεκαήμερη παραμονή στήν πλούσια Χίο, ο ελληνικός στόλος αποχώρησε άπρακτος. Οι Τούρκοι αντέδρασαν καί προέβησαν στά συνήθη μέτρα, τά οποία έπαιρναν όταν υπήρχε έστω καί υποψία επαναστατικής κίνησης. Πήραν ως ομήρους από τήν πόλη καί τά Μαστιχοχώρια 46 προκρίτους, καθώς καί τόν μητροπολίτη Χίου Πλάτωνα μαζί μέ τόν διάκονό του Μακάριο Γέμελο καί τούς έκλεισαν μέσα στό Κάστρο. Λίγο αργότερα έφθασαν στό νησί 1000 Τούρκοι από τήν Μικρά Ασία οι οποίοι καθημερινώς προέβαιναν σέ κλοπές, φόνους καί λεηλασίες. Ο ενωμένος ελληνικός στόλος, επανήλθε στό Αιγαίο στά μέσα Μαΐου, πάλι υπό τίς διαταγές τού Ιάκωβου Τομπάζη. ΉΉδη ο τουρκικός στόλος είχε αποπλεύσει από τό ναύσταθμο τής Πόλης καί περνούσε τόν Ελλήσποντο γιά νά επιβάλλει τήν τάξη στά νησιά τών ραγιάδων. Ο αρχιναύαρχος τού οθωμανικού στόλου Δελή Αβδουλλάχ, ήταν απασχολημένος στόν Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα), μέ τόν φόβο τών Ρώσσων, καί έτσι τήν εκστρατεία στό Αιγαίο Πέλαγος (Ασπρη Θάλασσα) τήν ανέλαβε ο Καρά Αλής καπετάνια βεγής. Από τόν στόλο του όμως έλειπαν οι ικανότατοι ναύτες Τσαμιτσαλίδες καί Σουλουτσαλίδες, οι οποίοι δέν ήταν άλλοι από τούς Υδραίους καί τούς Σπετσιώτες καί είχαν απομείνει στήν διάθεση τού Καρά Αλή μόνο Τούρκοι φερμένοι από τήν Ανατολή ικανοί ως στρατιώτες αλλα ανίδεοι
272
στή ναυσιπλοΐα. Πυρπόληση δίκροτου στήν Ερεσό από τόν Παπανικολή Οι ελληνικές μοίρες, εν αναμονή τού Καρά Αλή, συγκεντρώθηκαν στά Ψαρά. Αποτελούνταν από 20 υδραίϊκα, 15 σπετσιώτικα καί άλλα τόσα ψαριανά, μέ αρχηγούς αντίστοιχα τον Γιακουμάκη Τομπάζη, τον Γεώργιο Ανδρούτσο και τον Νικολή Αποστόλη. Ο Τομπάζης ασκούσε ένα είδος γενικής αρχηγίας. Η αρχική πρόθεση των Ελλήνων ήταν να αποκλείσουν τό στόμιο του Ελλήσποντου, τούτο όμως μπορούσε κάποια στιγμή να οδηγήσει σε απευθείας αναμέτρηση μέ τον τουρκικό στόλο. Αλλά τά ελληνικά σιτοκάραβα δέν ήταν σε θέση να τά βγάλουν πέρα μέ τά πανίσχυρα ντελίνια και τις φρεγάτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. ΈΈτσι αποφεύχθηκε η απευθείας αναμέτρηση καί περιορίσθηκαν σε κατοπτεύσεις των κινήσεων του τουρκικού στόλου, ενεργώντας επιδρομές εναντίον του. Τέτοιες άλλωστε ήταν οι οδηγίες πού είχαν έλθει από τήν ΎΎδρα. «Στίς 23 τού Μάη στά 1821 ο ελληνικός στόλος βρισκόταν συναγμένος στά Ψαρά. Πενηντατρία καράβια υδραίϊκα, σπετσιώτικα, ψαριανά. Ναύαρχος ο Γιακουμάκης Τομπάζης. Σκοπό είχαν νά μήν αφήσουν τήν αρμάδα νά σαλπάρει απ' τό Μπουγάζι τής Πόλης (Δαρδανέλλια) πού ετοιμαζόταν νά χτυπήσει τά νησιά τής Ασπρης Θάλασσας. Τά ξημερώματα αυτής τής μέρας, ειδοποιήθηκαν οι ΈΈλληνες ότι φάνηκε ο εχθρικός στόλος. ΈΈνα ψηλόθωρο βασέλο - ντελίνι τρικούβερτο μ' ογδονταπέντε κανόνια, μέ γεμάτα πανιά, αρμένιζε ολομόναχο κατά τή Μυτιλήνη. Τ΄ όνομά του "Μπέτ τάς κοπάν" (κινούμενος βράχος). Ρεΐζης (πλοίαρχος) ο Οσμάν Αρναούτ Γκέκας. Η απανεμιά τό ανάγκασε ν' αράξει στό λιμανάκι τής Ερεσού. Αναψαν οι Γραικοί. Μέ τό λιγοστό αέρα θέλησαν νά τό ζυγώσουν. Πρώτος ο Ζάκας μέ τόν γρήγορο "Αχιλλέα" του. Μόλις τόν είδαν οι Τούρκοι νά σιμώνει, τού ρίχνουν μερικές κανονιές καί ο Ζάκας κάνει πίσω. Κι ο ναύαρχος Τομπάζης πού στήν κουβέρτα τού "Θεμιστοκλή" είχε τά πιό μεγάλα κανόνια, έριξε στό βασέλο δυό τρείς κανονιές. Πήγανε χαμένες οι μπάλλες στό νερό.» Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα Ολόκληρος ο ελληνικός στόλος δέν μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα καί μόνο τουρκικό πλοίο, τό οποίο είχε τόση δύναμη πυρός όση δύναμη πυρός διέθετε ολόκληρος ο ελληνικός στόλος. Οι στιγμές ήταν δύσκολες γιά τούς έμπειρους ναυτικούς οι οποίοι σέ σύσκεψη πού ακολούθησε αποφάσισαν τήν χρήση του μόνου δυνατού όπλου πού θα μπορούσε να
273
εξουδετερώσει τό τουρκικό δίκροτο: το πυρπολικό. Σέ εκείνη τή δύσκολη νύχτα οι καπετάνιοι του ελληνικού στόλου δέν μπορούσαν νά φανταστούν τήν αποτελεσματικότητα πού θά είχαν αργότερα στίς επιχειρήσεις τά πυρπολικά. Μπουρλοτιέρηδες πού έμελλε αργότερα νά οδηγήσουν τά μπουρλότα τους στήν πρύμνη τών τουρκικών φρεγατών καί μέ τή δάδα τους νά τίς αναγκάζουν νά αλλάζουν ρότα ήταν οι: Λάζαρος Μουσός, Λέκας Ματρόζος, Γουδής, Κοσμάς Μπαρμπάτσης, Τσατσαρώνης, Γιώργος Λάμπρου, Καστελιώτης από τίς Σπέτσες. Κωνσταντής Κανάρης, Δημητρός Παπανικολής, Γιώργης Βρατσάνος, Κωνσταντής Νικοδήμος, Καλαρίτης, Σαρηγιάννης, Φιλίνης, Τσαπαρλής, Γιωργής Γιάνναρης, Πλημμές, Καρύδας, Κασσέτας από τά Ψαρά. Αντρέας Πιπίνος, Γιώργης Πολίτης, Αναγνώστης Δημαμάς, Δημητρός Τσαπελής, Αντώνης Βώκος, Γιάννης Ματρόζος, Βατικιώτης, Καλογιάννης, Μανώλης Μπούτης, Θεοχάρης, Στίπας, Δημητρός Ραφαλιάς, Μπουδούρης, Φωτιάς, Πινότσης, Βοβολίνης από τήν ΎΎδρα. Γιάννης Θεοφιλόπουλος (Καραβόγιαννος) από τά Λαγκάδια, Γιάννης Δημολίτσας (Πατατούκος) από τήν Πάργα. «- "Απ΄τήν Πάργα είσαι"; - "Ναί καπετάνιε. Είμαι ο Γιάννης Δημολίτσας, μά οι Ψαριανοί μέ φωνάζουν Πατατούκο". - "Καί πώς βρέθηκες σέ τούτα τά μέρη;" - "ΌΌταν οι Εγγλέζοι, καπετάν Γιακουμάκη, πούλησαν τήν πατρίδα μου τήν Πάργα στόν Αλή πασά, ξενιτεύτηκα. Μπήκα σ' ένα καράβι νά δουλέψω. ΉΉταν τού γιού τού καπετάν Νικολή τού Αποστόλη". - "Θά μπορέσεις νά φτιάξεις ένα μπουρλότο;" - "Θά μπορέσω. Νά πάρω καί τόν Ρώσο τόν Ιβάν Αφανάσιεφ πού είναι γεμιτζής στό καράβι τού καπετάν Λάζαρου Λαλεχού;" - "Καί τό ρωτάς;" Δούλεψαν ασταμάτητα νύχτα μέρα καί μπόρεσαν νά ετοιμάσουν τό μπουρλότο. ΈΈλειπε τώρα ο καπετάνιος του, ο μπουρλοτιέρης. Ο καθένας δίσταζε. Ποιός νάμπει σέ τούτο τό καράβι πού τόσο βιαστικά τό κάνανε μπουρλότο...» Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα Πριν ξημερώσει η 25η Μαΐου, ο Υδραίος Γιώργος Θεοχάρης οδήγησε εναντίον του δίκροτου τό πυρπολικό, πού είχε κατασκευαστεί από τόν Πατατούκο. Πλήρωμα του είχε τόν Αντώνη Γκίκα Ζερβό, τόν Κωνσταντή Αμοργιανό καί άλλους ναυτικούς από διάφορα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Ο τιμονιέρης του Ζερβός τό έφερε από τήν στεριά αλλά τόν μυρίστηκαν οι Τούρκοι της στεριάς καί τόν άρχισαν στό ντουφέκι. Τό ίδιο καί οι Τούρκοι από τό ντελίνι άρχισαν νά πυροβολούν τό πυρπολικό, αλλά ο τιμονιέρης του κατάφερε νά τό κολλήσει στό τούρκικο καράβι. Ο Θεοχάρης έβαλε τή φωτιά καί όλοι μαζί πήδησαν
274
στή βάρκα γιά νά φύγουν. ΈΈμεινε μόνο ο τιμονιέρης Γκίκας Ζερβός, τόν οποίον σκότωσαν οι Τούρκοι αφού κατάφεραν νά ξεκολλήσουν τό μπουρλότο από τή φρεγάτα τους. Οι Ρωμιοί δέν τά παράτησαν. Κατασκεύασαν δύο ακόμα πυρπολικά τά οποία θά τά οδηγούσε τό ένα ο Δημήτρης Παπανικολής και τό άλλο ο Γιώργης Καλαφάτης. Μάλιστα ο Καλαφάτης πολύ νωρίτερα, όταν οι Ψαριανοί προεστοί είχαν απορρίψει τό καράβι του από τόν στόλο του νησιού τους, είχε προσφερθεί νά τό κάνει πυρπολικό καί νά τό οδηγήσει ο ίδιος σέ όποια επιχείρηση θά τού ανέθεταν. Τα χαράματα της 27ης Μαΐου 1821, ξεκίνησαν ο Καλαφάτης καί ο Παπανικολής μέ τά πυρπολικά τους γιά τό παράτολμο εγχείρημα. Ο ελληνικός στόλος κανονιοβολούσε διαρκώς τό τουρκικό ντελίνι γιά νά καλύψει τούς μπουρλοτιέρηδες. «ΉΉταν η ώρα έξι τό πρωΐ, όταν τά μπουρλότα ζύγωσαν τό εχθρικό καράβι. Πρώτος κολλάει στό ντελίνι ο Καλαφάτης. Βάζει φωτιά στό μπουρλότο του καί μέ τούς συντρόφους του ξεμακραίνει μέ τή φελούκα του. Τό μπουρλότο τού Καλαφάτη φουντώνει. Οι Τούρκοι όμως στά σύντομα καταφέρνουν νά τό ξεκολλήσουν καί προκάνουν τό ντελίνι νά μήν αρπάξει φωτιά. Τό μπουρλότο καίγεται παράμερα. Ο Καλαφάτης μπορεί νά μήν πέτυχε, μά έκανε μεγάλο καλό. Γιατί η φωτιά τού μπουρλότου ξεσήκωσε μεγάλη αναταραχή στό ντελίνι. Βρίσκει τότε τήν περίσταση ο Καραβόγιαννος (Ιωάννης Θεοφιλόπουλος) καί μέ τεχνική μανούβρα τρακάρει καί χώνει τό μπομπρέσσο τού μπουρλότου στήν πλώρη τού βασέλου. Ψύχραιμα, μά στά γρήγορα, οι ναύτες πετάνε τούς γάντζους καί δένουν κολλητά τό μπουρλότο στό ντελίνι. ΎΎστερα πηδάνε στή βάρκα τους. Ο Παπανικολής μέ τό μπαρουτοφάγο, βάζει φωτιά στίς μίνες τής μπαρούτης καί πηδάει κι αυτός στή βάρκα πού τόν πρόσμεναν οι συντρόφοι του. Στά γρήγορα λάμνουν τά κουπιά νά ξεμακρύνουν καί νά γλυτώσουν. Φωτιά ξεπετάγεται απ' τή μπουκαπόρτα τής πλώρης τού βασέλου. Σάν τήν είδανε οι ΈΈλληνες, ξεσπάνε σέ χαρμόσυνα ξεφωνητά. Στίς επτά άρχισε νά φυσάει στεριανός αέρας. Αυτός ο αέρας δυναμώνει τή φωτιά κι οι φλόγες τριγυρίζουν τό ντελίνι. Φτάνουν καί μέσα στά σωθικά του. Καπνός ξεπετιέται απ' τίς μπουκαπόρτες τών κανονιών. Οι αξιωματικοί τρέχουν νάμπουν στίς βάρκες νά γλυτώσουν. Ο ρεΐζης Οσμάν Γκέκας κατακρατάει τή βάρκα γιά τήν αφεντιά του. ΈΈρχεται στά λόγια μέ κάποιον αξιωματικό του καί αυτός τόν λαβώνει στό λαιμό. Κατά τίς δέκα, καπνός φτάνει μεσούρανα καί τρομερός κρότος, λές καί πέσανε πενήντα αστροπελέκια αντάμα. Η φωτιά είχε φτάσει στό τζεπχανέ, μπαρουταποθήκη, καί τό ντελίνι τινάχτηκε στόν αέρα. Γέμισε η θάλασσα κουφάρια, ξύλα, σίδερα, άρμενα. Γιά πολλά χρόνια, ως τό 1854, τά λείψανα τού καραβιού φαίνονταν στό βυθό. Απ΄τούς χίλιους εκατό τσούρμο καί ασκέρια, πού είχε η φρεγάτα, ούτε
275
εκατό δέν προκάνανε νά φύγουν. Στό σουλτάνο Μαχμούτ δέ θά ομολογήσουν τήν αλήθεια. Θά τού πούν πώς τάχα η θάλασσα σέ άγρια φουρτούνα αφάνισε τό καράβι του.» Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα Ο Παπανικολής, ο πρώτος μπουρλοτιέρης τού Αγώνα, κατέκαψε τό τουρκικό δίκροτο τό οποίο βούλιαξε αύτανδρο, παρασύροντας μαζί του στόν υπόγειο τάφο χίλιους μουσουλμάνους καί μερικούς σκλάβους Χριστιανούς πού δούλευαν στά αμπάρια του. Τό μπουρλότο τού Παπανικολή σκόρπισε τόν τρόμο στόν τουρκικό στόλο, ο οποίος θά έσπευδε νά εξαφανισθεί μέσα στά στενά τού Ελλησπόντου. Οι Ρωμιοί ναυτικοί θά κυριαρχούσαν στό Αρχιπέλαγος μέ τά μικρά σιτοκάραβά τους καί θά μπορούσαν στή συνέχεια νά βοηθήσουν στήν πολιορκία τών παραθαλάσσιων πόλεων τής Πελοποννήσου καί τής Ρούμελης. Ο Δημήτριος Παπανικολής καταγόταν από τά Ψαρά καί ήταν γιός τού Γεωργίου Παπανικολή ο οποίος ήταν ξακουστός γιά τίς συγκρούσεις του μέ τούς Αλγερινούς πειρατές. Ο μικρός Δημήτρης σέ ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών, κατά τή διάρκεια μίας τρικυμίας, είχε καταφέρει μόνος του ανάμεσα στούς υπόλοιπους ναύτες, νά ανέβει στό πιό ψηλό κατάρτι καί νά δέσει τό πανί πού είχε λυθεί σώζοντας τό καράβι τού πατέρα του από πιθανό ναυάγιο. Σέ ηλικία δεκαεννέα ετών ήταν ήδη πλοίαρχος, ενώ υπάρχουν πολλές μαρτυρίες τής εποχής γιά τήν παλληκαριά καί τό θάρρος του. Οι πυρπολητές πού ακολούθησαν τόν Παπανικολή στό τολμηρό εγχείρημά του ήταν οι: Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, Πλημμές, Καμπούρης, Κασσέτας, Σταματάρας, Γιαννάρας, Διασσάκης, Κονδήλος, Χατζή Ζαχαριάς, Κομνηνός, Ζεύλης, Μικέ Ντεληγιάννης, Χατζή Μανιάτης, Χωριάτης, Πιππίνος, Γεωργίου, Βρουλιώτης, Παργιανός, Αθανάσιεφ, Κεφαλής καί Λέλες. Τή μανία τών Τούρκων πού έχασαν τό ντελίνι τους θά τήν πλήρωνε τό Αϊβαλί (Κυδωνιές). Εκεί ξέσπασαν οι ζεϊμπέκηδες καί οι γιουρούκηδες σκορπίζοντας τό θάνατο στούς δρόμους τής πόλης πού μέχρι τότε τήν κατοικούσαν τριάντα χιλιάδες Ρωμιοί. Ο λαός έτρεξε νά σωθεί στίς φελούκες καί τίς σκαμπαβίες τού στόλου τού Τομπάζη, οι οποίες φορτωμένες ώς τά μπούνια, κουβαλήσαν χιλιάδες ψυχές μέχρι τά ελληνικά καράβια. ΌΌσοι άνδρες δέν πρόλαβαν ν' ανεβούν σφάχτηκαν, ενώ οι γυναίκες καί τά παιδιά πουλήθηκαν στά παζάρια καί κατέληξαν στά χαρέμια τών μουσουλμάνων αγάδων. «But no place suffered like Aivali, or Cydonia. This flourishing and most interesting spot, was inhabited solely by Greeks; who enjoyed the rare privilege of living under their own town rulers. There were 30,000 inhabitants in the town previous to the revolution, many of whom however had fled. It had a college, and its population was one of the most enhghtened of any Greek town. Situated
276
as they were in the heart of the Turkish empire, the thought of revolt could never have entered their minds; But the Pasha of the province was determined that it should; he therefore, upon pretence of the discovery of a conspiracy, sent a thousand soldiers to be quartered among them. The next day a larger number arriving, began to commit every outrage upon the inhabitants, and wanted only an excuse, to fall upon and massacre them. The third day, the Greek fleet appeared off the harbour, but merely by accident, not having had any communcation with it. This however was the signal for the Turks, who began to massacre all that fell in their way, and set fire to the houses. A ll the men, the young and aged, were murdered in cold blood; the women and boys, whose beauty made them valuable prizes, were carried off, to sell in the markets of Constantinople, and serve the brutal lusts of the rich. The buildings were all burnt, and of the flourishing Aivali, there remained but the ashes of its houses and the bones of its inhabitants.» Historical Sketch of the Greek Revolution - Samuel Gridley Howe (1801 - 1876) ΈΈπαχτος - Αποτυχία τού μπουρλοτιέρη Παξινού Η Ναύπακτος αποτελούσε τήν πιό ισχυρή ναυτική βάση τών Τούρκων στόν Κορινθιακό κόλπο. Προστατευμένη η πόλη καί τό φρούριό της από τά ισχυρά καστέλια τού Ρϊου καί τού Αντιρρίου θεωρείτο από τούς Οθωμανούς απρόσβλητη. Κάθε απόπειρα γιά επίθεση εναντίον της ήταν καταδικασμένη σέ αποτυχία. Κι όμως οι οπλαρχηγοί Διαμαντής Χορμόβας, Κωνσταντίνος Σιαδήμας καί Γεώργιος Πιλάλας μέ 3000 άνδρες επιχείρησαν νά επιτεθούν στήν πόλη. Χωρίς όμως κανόνια καί πλοία η πολιορκία δέν θά έφερνε κάποιο θετικό αποτέλεσμα καί γι' αυτό ζήτησαν ενίσχυση από τά νησιά. Στίς 20 Μαΐου 1821 μικρή μοίρα πλοίων από τήν ΎΎδρα, τίς Σπέτσες καί τό Γαλαξίδι αγκυροβόλησε μπροστά στό φρούριο τής Ναυπάκτου (ΈΈπαχτου). Σε σύσκεψη των οπλαρχηγών καί των ναυάρχων, αποφασίστηκε νά γίνει πρώτα έφοδος κατά του Αντιρρίου (Καστέλι τής Ρούμελης). Στις 24 του ίδιου μήνα, οι επαναστατικές δυνάμεις κατέλαβαν τήν οχυρή θέση Παναγιά, μεταξύ Αντιρρίου καί Ναυπάκτου, διακόπτοντας έτσι τήν μεταξύ τους επικοινωνία. Στή συνέχεια, μετέφεραν από τά πλοία στην ακτή πυροβόλα μέ αρχηγό της κανονιοστοιχίας τό Σπετσιώτη πλοίαρχο Μανώλη Ορλάνδο. ΈΈτσι στις 25 Μαΐου άρχισε σφοδρός κανονιοβολισμός του Αντιρρίου καί τής Ναυπάκτου, τήν οποία τελικά έκαψαν οι ίδιοι οι Τούρκοι γιά νά αποσυρθούν στην ακρόπολη του φρουρίου. Την άλλη μέρα, ο Διαμαντής Χορμόβας εξόρμησε μέ τά παλλικάρια του γιά τήν κατάληψη τού Αντιρρίου. Σέ ένα παράτολμο επιχείρημα, προσπαθώντας
277
νά ανέβη στις επάλξεις του κάστρου, σωριάστηκε νεκρός από βόλι, αναγκάζοντας τά παλληκάρια του σέ υποχώρηση. Μετά τήν αποτυχία του Χορμόβα, αποφασίστηκε η πυρπόληση του τουρκικού στόλου από τον υποπλοίαρχο Γιώργο Μυργιαλή, πού υπηρετούσε στόν "Αχιλλέα" του Νικολάου Μπόταση, και από τό ναύτη Γεώργιο Παξινό πού υπηρετούσε σέ σπετσιώτικο πλοίο. Ο Nικόλαος Mπότασης υπήρξε ο Γενάρχης των Mποτασαίων. ΉΉταν γεννημένος στό Kρανίδι, αλλά ανδρώθηκε στίς Σπέτσες. Oι τρείς γιοι του, ο Γκίκας, ο Aναγνώστης καί ο Παναγιώτης μαζί μέ τόν πατέρα τους είχαν δημιουργήσει μία πλούσια οικογένεια η οποία διέθετε τά μεγαλύτερα καί τά καλύτερα πλοία των Σπετσών: τή ναβέττα "Αχιλλεύς" καί τήν γκαβάρα "Διομήδης", 460 τόννων. Oι Mποτασαίοι δαπάνησαν γιά τις ανάγκες του Aγώνα, σύμφωνα μέ τόν βιογράφο τους Αναστάσιο Γούδα σύνολικά 61.861 ισπανικά τάληρα. - «Καπετάν Νικολάκη Μπόταση, λόγου μου δέχομαι νάμπω καί νά κουμαντάρω τό μπουρλότο.» - «Πώς σέ λένε λεβέντη μου;» - «Τ' όνομά μου είναι Γιώργης Ανεμογιάννης απ' τούς Παξούς καί γι' αυτό οι πιό πολλοί μέ φωνάζουν Παξινό.» - «Σέ ποιό καράβι είσαι γεμιτζής;» - «Στής Λασκαρίνας τής Μπουμπουλίνας.» - «Τί ζητάς γιά πλερωμή;» - «Αν δώσει ο Θεός καί πετύχω, δώσε μου δέκα τάλλαρα νά τά κάνω χάρισμα τής αρραβωνιαστικιάς μου.» Ο Γιώργος Παξινός μπήκε στό μπουρλότο ολομόναχος. Στάθηκε στό διάκι κι άρπαξε στά χέρια του τή λαγουδέρα. Ξωπίσω έσερνε τή βάρκα πού θά τόν έπαιρνε ύστερα από τή φωτιά. ΉΉταν μέσα σ' αυτή ο Μυργιαλής μέ δέκα ακόμα γεροδεμένα παλληκάρια γιά λαμνοκόπους. Πιό πέρα ακολουθούσε ο Ανδριανός Σωτηρίου μέ τό καράβι του "Λυκούργος" νά τούς πάρει. ΉΉταν αυγή στίς 10 Ιουνίου όταν μέ πρίμο καιρό καί μ' ολοφούσκωτα πανιά ξεκίνησε ο Ανεμογιάννης. Ο ι Τούρκοι σάν βλέπουν τό ελληνικό καράβι τό βάζουν στό κανονίδι καί από τή στεριά καί από τό μπούρτζι. Ο Παξινός ατάραχος έχει σκοπό νά φέρει τό μπουρλότο ανάμεσα στ' αραγμένα εχθρικά πλοία. Οι μπάλλες τών κανονιών πέφτουν γύρω απ' τό μπουρλότο του. Κι όσο ζυγώνει, τά βόλια απ' τίς ντουφεκιές χαλάζι. Γιά κακή του τύχη τό μπουρλότο αρπάζει φωτιά καί καίγεται. - «Πέσε στή θάλασσα Γιώργη νά σέ γλυτώσουμε. Θά σέ κάψει η φωτιά!» - «Λευτεριά ζητάμε ορέ αδέρφια, κι εγώ γιά τήν πίστι μας θέλ' αποθάνει πρώτος, μα τήν χρυσή πατρίδα μας αν διά μιάς καή ο φλόκος!» Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα
278
O Παξινός μήν μπορώντας να παραμείνει περισσότερο στό σκάφος πού καιγόταν, έπεσε στη θάλασσα καί άρχισε να κολυμπά προς τά ελληνικά πλοία. Μάταια όμως. Καθώς είχε οδηγήσει τό μπουρλότο μέχρι απόσταση αναπνοής βολής πιστολιού από τά εχθρικά σκάφη, έξι λέμβοι, πού στάλθηκαν επίτηδες, τό απώθησαν με αποτέλεσμα να καεί άσκοπα. Καί όχι μόνον αυτό. Συνέλαβαν ζωντανό τον άτυχο Παξινό, τον οποίο ανέμενε φρικτή τύχη. Μεταφέρθηκε στην τουρκική ναυαρχίδα, στό κατάστρωμα της οποίας, αφού σουβλίστηκε με τέχνη ώστε να μείνει ζωντανός, ψήθηκε, ενώ οι σπαρακτικές κραυγές του έφθαναν μέχρι τα ελληνικά πλοία. Στη συνέχεια τό καμμένο σώμα του κρεμάστηκε από τά τείχη της Ναυπάκτου. Η αρραβωνιαστικιά του η Κωνσταντινιά Λέκα ούτε τά τάλληρα θά έπαιρνε ούτε καί θά ξανάβλεπε τόν αγαπημένο της. Δέν παντρεύτηκε ποτέ της καί τό 1871 πήγε νά τόν συναντήσει. Σάμος - Λυκούργος Λογοθέτης Τόν Μάϊο τού πρώτου έτους τής Ελευθερίας, τά ελληνικά πλοία διέσχιζαν ανενόχλητα τό Αιγαίο Πέλαγος. Μόνο μελανό σημείο ήταν η ανυπακοή τών πληρωμάτων καί η φιλαρχία τών καπετάνιων, γεγονός πού οδηγούσε σέ αναρχία, ό,τι χειρότερο μπορούσε νά υπάρξει γιά τήν αποτελεσματικότητα τού ελληνικού στόλου. Εν τω μεταξύ, η αργοπορία τού τουρκικού στόλου, οδηγούσε τό ένα νησί μετά τό άλλο στόν ξεσηκωμό. Στήν Κάσο ο πλοίαρχος Θεόδωρος Κανταρτζόγλου ξεσήκωσε τό νησί καί ακολούθησε η Κάρπαθος, η Δήλος, η Νίσσυρος, η Κάλυμνος, η Λέρος, η Πάτμος. Η Σάμος σήκωσε τήν σημαία τού Σταυρού στίς 17 Απριλίου 1821, όταν εμφανίστηκαν στίς ακτές της δύο σπετσιώτικα πλοία τά οποία καί βύθισαν ένα τουρκικό μπρίκι. Η Σάμος, τού Πυθαγόρα καί τού Αρίσταρχου, πανέμορφο νησί από τήν αρχαιότητα είχε γνωρίσει ημέρες δόξας καί πλούτου. Αλλά τόν 14ο αιώνα είχε γίνει στόχος μουσουλμάνων πειρατών καί τελικά καταληστεύθηκε, ρημάχθηκε καί ερημώθηκε, μέχρι πού τήν εποίκησε ο γενίτσαρος ναύαρχος τού οθωμανικού στόλου Κιλίτζ Αλή τόν 16ο αιώνα, μέ χριστιανούς από τήν Μικρά Ασία, τήν Χίο καί τήν Εύβοια. Τό 1714, κατοικούσαν στη Σάμο 15.000 κάτοικοι, ενώ μετά τά Ορλωφικά, μετανάστευσαν πρόσφυγες από τήν Πελοπόννησο καί νησιά τού Αιγαίου, έτσι ώστε ο πληθυσμός της τελικά νά διπλασιαστεί. Στήν εξεγερμένη πλέον Σάμο έφθασε ο Λυκούργος Λογοθέτης στίς 24 Απριλίου γιά νά εδραιώσει τήν επανάσταση αλλά καί νά οργανώσει τήν εσωτερική διοίκηση. Τό πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Παπλωματάς καί είχε
279
γεννηθεί στό Καρλόβασι τό 1772. ΉΉταν γιός τού Γιάννη καί τής Μαρούδας Παπλωματά καί είχε σπουδάσει στήν Κωνσταντινούπολη, όπου διορίστηκε γραμματέας στό Πατριαρχείο. Λίγα χρόνια αργότερα, έφυγε γιά τίς Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου διορίστηκε γραμματέας τού ηγεμόνα τής Βλαχίας, Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος Σούτσος τόν προβίβασε σέ Λογοθέτη καί τόν τίτλο αυτό χρησιμοποίησε ως όνομα στό υπόλοιπο τής ζωής του. Ο Λογοθέτης επέστρεψε στή Σάμο τό 1808, όπου υπήρχε έντονη διαμάχη μεταξύ δύο παρατάξεων γιά τήν διοίκηση τού τόπου. Οι προοδευτικοί "Καρμανιόλοι" καί οι συντηρητικοί "Καλλικάντζαροι" βρίσκονταν σέ οξεία αντιπαράθεση. Ο Λυκούργος Λογοθέτης είχε τεθεί στό πλευρό τών δημοκρατικών Καρμανιόλων. Τελικώς επικράτησαν οι Καλλικάντζαροι τών προυχόντων καί εξόρισαν τόν Λογοθέτη στήν Σμύρνη. Ο Λογοθέτης, όταν επέστρεψε μετά τήν κήρυξη τής επαναστάσεως στό νησί του, έθεσε τέρμα στήν αναρχία καί οργάνωσε τέσσερα στρατιωτικά σώματα τίς χιλιαρχίες, επικεφαλής τών οποίων διορίσθηκαν οι Κωνσταντής Λαχανάς, Κωνσταντής Κονταξής, Σταμάτης Γεωργιάδης καί Εμμανουήλ Μελαχροινός. Παράλληλα εισήγαγε σύστημα πολιτικό, σύμφωνα μέ τό οποίο η εξουσία πήγαζε από τόν λαό, ενώ οργάνωσε άριστα τήν άμυνα τού νησιού. Οι Σάμιοι διαρκώς επιχειρούσαν καταδρομές στή μικρασιατική ακτή μέ σκοπό νά αποτρέψουν τούς Τούρκους νά κάνουν απόβαση στό νησί τους από τήν ακτή τής Μύκαλης. ΌΌσες φορές καί νά προσπάθησαν τά τουρκικά αγήματα νά αγκιστρωθούν στό νησί απέτυχαν όπως αφηγούνται οι έφοροι τής Σάμου: "Επειδή επήραν από Κουσάντασι αρκετούς Κρητικούς (εννοούν Τούρκους) διά τήν έλλειψιν, τούς ανδρειοτέρους, καί έκαμαν τήν συνηθισμένην τούρκικην φαντασίαν μέ τάς συχνάς μπάλας των, τάχα διά νά μάς φοβίσουν, όμως ημείς, δυνάμει τού Τιμίου Σταυρού, αντεστάθημεν γενναίως, ως νά ήσαν πλοιάρια. Παρατηρήσας ο εχθρός μας έν μέρος έχον βάρδιαν τριάντα μόνους άνδρας τρέξασα η δυνατωτέρα εις βοήθειαν τής άλλης, όμως αδελφοί, τόσον ηφανίσθησαν οι εχθροί ώστε οι μείναντες ζωντανοί έπεσαν εις θάλασσαν, οι δέ θανατωθέντες είναι τόν αριθμόν διακόσιοι. Λοιπόν αδελφοί, μή δειλιάτε ακούοντας τόν αριθμόν τών τόσων καραβίων, επειδή τούς κρατούμεν γενναίως. Αφήσαμεν όλας μας τάς χρειώδεις υπηρεσίας, τά μούρκια μας καί τά χωράφια καί τά κατέφαγαν τά ζώα καί στέκομεν μόνον εις τά άρματα. Λοιπόν αδελφοί, διά τό Γένος, διά τήν φιλογενειάν σας, διά τά ηρωϊκά σας κατορθώματα μήν αμελήσετε αλλά προφθάσατε γλήγορα καί χωρίς αναβολήν..."
280
Tόν Ιούλιο μήνα τού 1821 ξαναβγήκε η αρμάδα τού σουλτάνου στό Αιγαίο Πέλαγος μέ ναύρχο τόν Καρά Αλή. Περιελάμβανε δώδεκα κορβέτες, έξι φρεγάτες καί δεκάδες μικρότερα πλοία. Η εντολή τού σουλτάνου πρός τόν καπιτάν πασά ήταν νά σβήσει τό νησί τής Σάμου από τό χάρτη. Ο τουρκικός στόλος έφθασε στά νερά της Σάμου καί άρχισε νά κανονιοβολεί τήν παραλία τής πρωτεύουσας μέ πυκνότατα πυρά. Κατόπιν, οι εχθρικές δυνάμεις επιχείρησαν απόβαση, τήν οποία όμως απέκρουσαν επιτυχώς οι Σάμιοι χάρις τόν ηρωισμό τους αλλά καί τήν οργανωμένη αντίσταση τού Λογοθέτη. " Ο Θεός τών δυνάμεων είναι μαζί μας. Αυτός ως παντοδύναμος θά πολεμήση τούς εχθρούς, Θά νικήσωμεν καί θά έλθη ημέρα πού θά βραβευθούν οι αγώνες μας. " Λυκούργος Λογοθέτης. Μάλιστα ο Λογοθέτης είχε ντύσει τίς γυναίκες μέ αντρικά ρούχα καί τούς είχε δώσει κοντάρια γιά νά φαίνονται οι αμυνόμενοι πολλαπλάσιοι. Ο "Κάβο Τζωρτζής", πού επιχείρησε ο Καπλάν αγάς νά αποβιβαστεί, βάφτηκε κόκκινος από τό αίμα τών Τούρκων καί από τότε κράτησε τό όνομα "Κάβο Φονιάς". ΌΌλες οι λέμβοι τών Οθωμανών βούλιαξαν στή θάλασσα. Τά κανόνια πού διηύθυναν οι Σταμάτης Γεωργιάδης, Εμμανουήλ Μελαχροινός, Εμμανουήλ Μαθιουδάκης, Χριστόδουλος Πασχάλης καί Πανταζής προξένησαν απίστευτη φθορά καί πολλούς νεκρούς. Ο αρχηγός τής αποβατικής δύναμης Καπλάν αγάς σκοτώθηκε. Από τήν Σμύρνην καί τήν Νέαν ΈΈφεσον εστέλλοντο εκθέσεις μέ παράπονα πρός τόν σουλτάνον καί εζητούσαν πολεμικήν ενέργειαν πρός εκμηδένισιν τής Σάμου. Ο σουλτάνος ηγανάκτησε καί εζήτησε νά τού φέρουν γεωγραφικόν χάρτην διά νά ιδή πού ευρίσκετο καί πόση ήτο η Σάμος. Αφού παρετήρησε τό στενόν θαλάσσιον χώρισμα μεταξύ τής Σάμου καί τής μικρασιατικής ακτής παρήγγειλε νά δοθή αμέσως η εντολή νά τό επιχώσουν καί νά τό καταστήσουν διαβατόν διά νά περάσουν εις τήν Σάμον τουρκικά στρατεύματα. Αι σουλτανικαί διαταγαί πού εδόθησαν εις τόν Καρά Αλήν ήσαν φοβεραί. Ο σαμιακός πληθυσμός έπρεπε ν' αφανισθή. Οι άνω τών οκτώ ετών άνδρες νά φονευθούν, τά κάτω αυτής τής ηλικίας παιδιά νά περιτμηθούν καί αι γυναίκες όλαι νά συρθούν εις τήν αιχμαλωσίαν. Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Τό μόνο πού κατάφερε ο Καρά Αλής ήταν νά σκοτώσει μέ φρικτό θάνατο δύο ελληνόπουλα πού είχε αιχμαλωτίσει από ένα σαμιακό πλοιάριο. Τά πασάλειψε μέ κατράμι, τά κρέμασε από τά πόδια στό κατάρτι τής ναυαρχίδος γιά νά φαίνονται από τήν ακτή καί τούς έβαλε φωτιά. Στή συνέχεια μή θέλοντας νά θυσιάσει άλλους άντρες του, έστειλε
281
μεταγωγικά σκάφη στήν απέναντι ακτή τής Μυκάλης (Τσαγκλί) καί τής Νέας Εφέσου (Κουσάντασι) γιά νά μεταφέρουν από εκεί 7000 ατάκτους καί νά τούς αποβιβάσουν στήν Σάμο. Τήν κρίσιμη αυτή ώρα, 7 Ιουλίου, έφθασε ο ελληνικός στόλος, συγκροτημένος από τρείς ναυτικές μοίρες: 30 υδραίικα μέ αρχηγούς τούς Γιακουμάκη Τομπάζη, Αναστάσιο Τσαμαδό, Γιάννη Βούλγαρη και Λάζαρο Λαλεχό, 26 σπετσιώτικα, μέ αρχηγούς τον Γκίκα Τσούπα, Θεοδόση Μπόταση, Ιωάννη Κυριακού, Κωνσταντίνο Μπουκουβάλα, Ιωάννη Κούτση, Θεοδωράκη Μέξη, Ανάργυρο Ανάργυρου, Δημήτρη Μπούκουρη, Αδριανό Σωτηρίου, Δημήτριο Ορλώφ και Νικόλα Ράπτη και 31 ψαριανά σύν τέσσερα πυρπολικά καί δέκα μίστικα μέ καπετάνιους τούς: Νικολή Αποστόλη, Γιάννη Καλάρη, Δημήτρη Λένο, Αντώνη Σαρή, Γιώργη Μικέ, Νικόλα Χ. Κοτζιά, Γιώργη Σκανδάλη, Κωνσταντή Καμπούρη, Μανώλη Βαλαβάνο, Γεώργιο Παγκάρα, Νικόλα Αργύρη και Ανδρέα Γιαννίτση. Μέ τόσους όμως αρχηγούς ο συντονισμός ήταν πολύ δύσκολος. Παρά τήν έλλειψη γενικού αρχηγού, τά ελληνικά πλοία έδρασαν αποτελεσματικά. Εισπλέοντας στό στενό βρήκαν τά τουρκικά μπεϊλίδικα γεμάτα ασκέρια. Μόλις τά πληρώματά τους είδαν τά ελληνικά πολεμικά, καί καθώς δέν μπορούσαν νά επικοινωνήσουν μέ τόν δικό τους στόλο, καταπτοήθηκαν καί ετράπησαν σέ φυγή. ΈΈξι τρανσπόρτα ρίχθηκαν στήν ξηρά, ενώ αλλά δύο πυρπολήθηκαν. Οι ζεϊμπέκηδες βγαίνοντας μέ σπουδή από τά πλοία, έτρεξαν πρός τό εσωτερικό καί έτσι οι νησιώτες ανενόχλητοι έκαψαν τά υπόλοιπα έξι μεταγωγικά. Αργότερα, οι άτακτοι Τούρκοι ξέσπασαν στούς Ρωμιούς κατοίκους τού Κουσάντασι, τούς έκαψαν τά σπίτια καί έσφαξαν 400 από αυτούς. Ο έντιμος διοικητής τής Νέας Εφέσου Ερέζογλου δέν μπόρεσε νά αποσοβήσει τίς σφαγές. Κατά τόν Ιούλιον τού 1821 σύμπασαι καί αι τών τριών νήσων μοίραι εκπλέουσιν επί τά παράλια τής Ιωνίας, όπου καταπλεύσαντες εις Μυκάλην (Τσαγλί) απέναντι τής Σάμου ενέπρησαν οκτώ πολεμίας ναύς, κακείθεν ορμώσιν εις αναζήτησιν τού τουρκικού ναυτικού, όντος εξ 25 πλοίων μικρών τε καί μεγάλων, παραπλεόντων τήν νήσον εκείνην. Αμα ούν οι ΈΈλληνες μακρόθεν κατοπτεύσαντες τούς πολεμίους απάραντες καί επιτεθέντες τρέπουσιν εις φυγήν καί καταδιώκοντες καταλαμβάνουσι παρά τή Κώ, όπου συναφθείσης μάχης σφοδράς εμπίπρανται τρία πυρπολικά εις μάτην καί τέταρτον υδραϊκόν καταληφθέν υπό τών εν αυτώ ενέπεσεν εις τάς χείρας τών Οθωμανών, καθώς καί η ιμιολία (γολέττα) Ιωάννου τού Βρατσάνου Ψαριανού παρ' ολίγον εκεινδύνευε νά πάθη τό αυτό, ειμή έσπευδεν Γκίκας ο Τσούπας πλοίαρχος Σπετσιώτης. Επί τούτοις στραφείσαι αι μοίραι εις Ρόδον, αι μέν δύο απήλθον εις τά ίδια, η δέ ψαριανή εις Γέροντα καί κακείθεν εις Ψαρρά. Πασπαλιώτη Γεωργίου, Βίος Παπανικολή εκ Ψαρών, εν
282
Ερμουπόλει 1865 Ανίκανος ο τουρκικός στόλος νά επέμβει, αποχώρησε καί κατέφυγε στήν Αλικαρνασσό (Μπουντρούμ). Τόν ακολούθησε ο ελληνικός στόλος καί στίς 12 Ιουλίου 1821 τόν πρόλαβε στό στενό μεταξύ Κώ καί Αλικαρνασσού. Καθώς ο άνεμος γύρισε ενάντιος στους ΈΈλληνες, αναγκάστηκαν να φύγουν καί μάλιστα χωρίς τάξη. Στη φυγή αυτή τά πυρπολικά, που ήταν παλιά καί δυσκίνητα, πυρπολήθηκαν από τά πληρώματα τους, τά οποία διέφυγαν στά πλοία του στόλου μέ τις βάρκες τους. Με δυσκολία διέφυγε τή σύλληψη τό βραδυκίνητο μίστικο τού Iωάννου Βρατσάνου τό οποίο διέσωσε ο Σπετσιώτης πλοίαρχος Γκίκας Τσούπας. Η καταστροφή τών πυρπολικών δημιούργησε πύρινη ζώνη μεταξύ τών δύο στόλων καί τά ρωμαίικα πλοία επωφελήθηκαν καί κατέφυγαν στόν όρμο τού Γέροντα, όπου ο τουρκικός στόλος, φοβούμενος τά πυρπολικά, δέν τόλμησε νά καταδιώξη. Η τρικυμία πού ακολούθησε, σκόρπισε τον ελληνικό στόλο καί τμήματα του κατέφυγαν στη Λέρο, τη Σάμο καί τήν Κάλυμνο. Ο τουρκικός στόλος, πού βρισκόταν μέχρι τήν ώρα εκείνη στήν Κω, έπλευσε στήν Ρόδο, όπου συνάντησε αιγυπτιακή μοίρα, από 14 πλοία μέ διοικητή τόν Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Ενωμένοι τώρα ο τουρκικός μέ τον αιγυπτιακό στόλο γύρισαν στην Κώ, γιά να προετοιμάσουν τήν επίθεσή τους κατά τών Ελλήνων. Εκείνοι πάλι μεταστάθμευσαν (23 Ιουλίου 1821) απέναντι στη Νίσυρο καί στά συμβούλια γιά τό πρακτέο πού έγιναν, επικράτησε διχογνωμία καί διατυπώθηκαν αλληλοκατηγορίες γιά τήν αποτυχία στη σύγκρουση τής Κώ. Τά πληρώματα, σε έξαψη, ζήτησαν νά γυρίσουν στά νησιά τους ενώ υπήρχε έλλειψη σέ πολεμοφόδια καί πυρπολικά. ΉΉταν μια επικίνδυνα έκρυθμη κατάσταση. Τόσο, πού χρειάστηκε να στείλουν οι Υδραίοι καί Σπετσιώτες πρόκριτοι επιτροπές, μέ γράμματα γεμάτα συμβουλές καί υποσχέσεις. Κοπίασαν πολύ οι απεσταλμένοι των νησιών γιά να πείσουν τά πληρώματα να μείνουν. Τούς έταξαν ότι θά τούς έστελναν τό συντομότερο τροφές, πολεμοφόδια, πυρπολικά καί χρήματα. Στις 29 Ιουλίου 1821 συναντήθηκαν οι δύο στόλοι καί αντάλλαξαν κανονιές, ο σφοδρός όμως άνεμος τούς σκόρπισε. Τότε ο ελληνικός στόλος κατέφυγε στην Πάτμο καί τη Σάμο. Οι Τούρκοι δέν τούς κατεδίωξαν ούτε επιχείρησαν απόβαση στη Σάμο. Στίς αρχές Αυγούστου φάνηκε ο μουσουλμανικός στόλος στά νερά της Λέρου, πλανήθηκε κατόπιν γιά λίγες μέρες στό Ικάριο πέλαγος καί τελικά στράφηκε στό βορρά καί μπήκε στόν Ελλήσποντο. Οι ΈΈλληνες τόν ακολούθησαν από μακριά καί μετά γύρισαν στά νησιά τους. Ωστόσο, φάνηκε πολύ έντονα καί αυτή τη φορά η έλλειψη γενικού αρχηγού του στόλου καί η απειθαρχία τών πληρωμάτων.
283
Αναστάσιος Γούδας γιά τόν Ιάκωβο Τομπάζη Η πενθερά τού Ιάκωβου Τομπάζη τόν παρατηρούσε ότι κατέβαλε ανωτέραν τής δυνάμεώς του, κάθε φορά, χρηματικόν ποσόν γιά τίς ναυτικές εκστρατείες. Τού υπενθύμησε ότι έχει υιούς ανήλικας καί θυγατέρας. Ο δέ μετ' αταραξίας ψυχής απεκρίνατο: "ΌΌταν τό ΈΈθνος ελευθερωθή καί τά εμά τέκνα θά ώσιν ευτυχή. Περί τού ΈΈθνους σήμερον πρέπει νά φροντίζωμεν, ουχί δέ περί τού μέλλοντος τών τέκνων μας" Ημερολόγιο ναυάρχου Ιάκωβου Τομπάζη (σφαγή τών χατζήδων από τούς Σαχτούρη καί Πινότση) Πέμπτη 28 Απριλίου 1821. Εν τώ μεταξύ πρός τό γεύμα είδομεν αντίκρυ τόν Σαχτούρην καί τόν Πινότσην, οίτινες εφώρμησαν επάνω εις ένα καράβι τουρκικόν μέ πολλούς χατζήδες ερχόμενοι από τήν Κωνσταντινούπολιν καί επήγαιναν δι' Αλεξάνδρειαν μέ έναν μουλάν καί άλλες φαμίλες τούρκικες. Τά εδικά μας καράβια υποπτευόμενα μήπως ήταν κανένα από τά τής Σμύρνης καράβια τούρκικα, όπου είχον στράτευμα διά Πελοπόννησον, έξι βάρκες εστείλαμεν πρός βοήθειαν των διά νά τούς κυριεύσωσιν πλέον ευκόλως, αι οποίαι έπιασαν τούς Τούρκους καί όλους καί τούς έβαλαν εις τό καράβι τού Πινότση, εσκοτώθηκαν καί μερικοί. Τά δέ καράβια μας επήραν τήν πρέζαν καί έφυγαν. Η πρέζα είχε περισσότερον από έξ μιλλιούνια γρόσια, ωσάν πού ευρίσκοντο πολλά μπριλλάντια καί αδάμαντες, δώδεκα μανουάλια ασημένια, έξι χρυσά καί τρείς καθρέπται μεγάλοι περιτριγυρισμένοι μέ πολύτιμους λίθους Διονύσιος Κόκκινος γιά τίς αντιδράσεις τών ξένων στίς σφαγές τών Τούρκων ΌΌλοι αυτοί οι ξένοι ευρόντες τότε πρωτοφανείς τάς αντεκδικήσεις τών Ελλήνων, πού εγενικεύθησαν πράγματι εις όλην τήν επαναστατημένην χώραν, ελησμόνησαν όχι μόνον περί ποίου αγώνος επρόκειτο τότε, αλλά καί ότι έγραφαν ιστορίαν ανθρωπίνων πολεμικών πράξεων, εις τήν οποίαν η αγριότης, αι βάρβαραι κρεουργίαι, είναι παλαιά σελίς καί δέν θά παύση νά ανανεώνεται εφ' όσον γίνονται πόλεμοι. Μάλιστα πρέπει νά ενθυμηθούν ότι πρό ολίγων μόλις δεκαετιών τότε εκυλίετο εις τό αίμα δι' ανηκούστων θηριωδιών τών ιδίων τών κυβερνήσεών της η Γαλλία. Ας αναφέρωμεν μόνον τήν Νάντην, όπου ολόκληρος ο άμαχος πληθυσμός, άνδρες, γυναίκες καί παιδιά
284
κατεποντίζονται δι' ειδικών πλοιαρίων εις τά νερά τού Λουάρ από τόν Καρριέ, τόν εκτελούντα εντολάς κυβερνητών πού έχουν θέσιν εις τά εθνικάς σελίδας τής γαλλικής ιστορίας. Καί πρός είκοσι μόλις ετών, ένας ευγενής καί επιφανής Αγγλος, ο ναύαρχος Νέλσων, αφού εξέκαμεν αρκετούς επαναστάτας Ιταλούς αιχμαλώτους, εκρέμασε από τό κατάρτι τής ναυαρχίδος του τόν επαναστάτην Ιταλόν ναύαρχον Καρατσιόλι, χωρίς κάν ο ατυχής Ιταλός νά έχη επαναστατήσει κατά τής Αγγλίας. Αντώνιος Ανδρέα Μιαούλη γιά τίς σφαγές στίς Κυδωνιές (Συνοπτική Ιστορία τών Ελληνικών Ναυμαχιών "Αφ' ού τά ελληνικά πλοία κατεδίωξαν τόν εχθρόν καί τόν ηνάγκασαν νά εισπλεύση εις Ελλήσποντον, εστράφησαν περιπλέοντα τήν Μικράν Ασίαν διά νά χορηγήσωσι πρός τούς κατοίκους τών παραλίων εκείνων βοήθειαν καί ταυτοχρόνων απέστειλαν τινά πλοία διά νά παρατηρώσι πλησιέστερον τά διάφορα παράλια... ΈΈν εκ τών πλοίων τούτων ελθόν εις τόν στόλον περιπλέοντα μεταξύ Λέσβου καί Μοσχοννησίων, ανήγγειλεν ότι οι Κυδωνιείς καί Μοσχοννησιώται ευρίσκοντο εις μέγαν κίνδυνον καί εζήτουν τού στόλου τήν βοήθειαν.... Πλήθος Ασιανών εφόρμησαν κατά τής πόλεως τών Κυδωνίων αφανίζον καί λεηλατούν εντός ολίγου αυτήν. Μαινόμενος δέ ο αρχηγός Τούρκος κατά τών κατοίκων αυτής, επρόσταξε τήν σφαγήν καί θανατωθέντες πλείστοι μόλις διεσώθησαν οι λοιποί κολυμβώντες εντός τών ελληνικών λέμβων, αίτινες εισήλθον εις τόν μικρόν αυτής λιμένα, πολεμούσαι μέ μέγα κίνδυνον καί περιέπλεαν επί τούτω τις τά πλησιέστερα τής πόλεως ταύτης παράλια. Μετά τήν φρικτήν ταύτην καταστροφήν, ηναγκάσθησαν τά ελληνικά πλοία νά μεταφέρωσι τούς διασεσωσμένους δυστυχείς Κυδωνιείς επί τών νήσων των." Γράμμα Υδραίων προεστών πρός ναύαρχο Τομπάζη (Φιλήμων) «Καπετάν Γιακουμάκη Νικολάου Τομπάζη Η κοινή βουλή τής πατρίδος, θέλουσα νά διαφυλαχθή η καλή σύστασις καί ευταξία εις τόν στόλον της εις τόν παρόντα πόλεμον, απεκατέστησεν εσέ αρχηγόν εις τά καράβια της. Εσείς οι καπεταναίοι είσθε εις χρέος νά υπακούσητε εις τά διαταγάς καί παραγγελίας τού ειρημένου καπετάν Γιακουμάκη μέ πάσαν προθυμίαν, διά νά απολαύσητε εν καιρώ ομού μετά τής συντροφίας σας παρά τού Ορθοδόξου Βασιλέως μας καί τής αγαπητής πατρίδος τόν στέφανον τής δόξης καί τιμής... ΎΎδρα τή 26 Μαΐου 1821» Ιωάννης Φιλήμων - Σφαγές στό Αϊβαλί (Κυδωνιές) μετά τήν
285
πυρπόληση τού δικρότου στήν Ερεσό Κυδωνίαι. Εάν η εν Ερέσω επιτυχία ησφάλισε κατά τήν περίοδον ταύτην τάς επαναστάσας νήσους, εξ εναντίας διεκινδύνευσε τούς τε Λεσβίους καί άπαντας τούς επί τής ασιατικής παραλίας ΈΈλληνας, καίτοι μή επαναστάντας. Τρομοκρατία καθαρά ου μόνον ως εξουσία, αλλά καί ως όχλος, οι βάρβαροι σύστημα, ως είπομεν καί άλλοτε, είχον τήν εκδίκησιν κατά τών αθώων, όπου ουκ εφικνείτο η μάχαιρα αυτών κατά τών ενόχων. Διά τούτο οι ομόθρησκοι τών εν τώ πυρποληθέντι δικρότω καταστραφέντων Τούρκων Λέσβιοι εζήτησαν αίμα αντί αίματος παρά τών αθώων Χριστιανών τής νήσου καί μέγα μέρος τούτων ανιλεώς έσφαξαν, εξηνδραπόδισαν καί διήρπασαν. Υπό τήν αυτήν τότε υπέκυψαν συμφοράν καί οι επίσης αθώοι Κυδωνιείς, ως υποβλεπόμενοι πάντοτε, καθώς καί οι Σμυρναίοι, δι' ούς περί αυτών είπομεν λόγους... Αι Κυδωνίαι (Αϊβαλί τουρκιστί) εθεμελιώθησαν παρά τόν Αδραμυτικόν κόλπον τής Μικράς Ασίας περί τά τέλη τής ΙΗ' εκατονταετηρίδος παρά πρώτου τού ΈΈλληνος Οικονόμου. Εξαισία εγένετο η πρόοδος τής πόλεως ταύτης, ού μόνον διότι ανέπτυξε τήν καλλιέργειαν τής ελαίας, πολλήν φιλεργίαν καί εμπορίαν, αλλά καί διότι ουδόλως κατώκουν εν αυτή βάρβαροι. Επομένως δέ πάς ΈΈλλην εύρισκεν εκεί καί άνεσιν από τής τουρκικής μάστιγος καί ησυχίαν συνειδήσεως... Η τουρκική βαρβαρότης τάς Κυδωνίας κατέστησε θέατρον συμφορών ανηκούστων καί μετέβαλεν εις σωρόν ερειπίων, εκδικουμένη τήν ελληνισμόν καί οφθαλμιώσα τά πλούτη τούτων. Καί κατά πρώτον, άμα κινηθέντων τών Ψαρών, τετρακισχίλιοι τών βαρβάρων εσκήνωσαν έξωθεν αυτής τής πόλεως λόγω ασφαλείας δήθεν. Τό προληπτικόν τούτο μέτρον τής εν Περγάμω τουρκικής αρχής, εις ήν υπήγοντο διοικητικώς αι Κυδωνίαι, προοιώνισε τήν προσεχή αυτών τύχην... Στίς 3 Ιουνίου 1821, οι Κυδώνιοι βλέποντες τούς βαρβάρους ετοίμους πρός επίθεσιν, απέστειλαν τόν διδάσκαλον Βενιαμίν Λέσβιον πρός τόν ναύαρχον Τομπάζην παρακαλούντες, όπως προφθάση εν τή παραλία τάς λέμβους καί σώση τόν λαόν κινδυνεύοντα. Αι λέμβοι, ών τινες ένοπλοι υπήρχον, επλησίασαν ευθύς, οι Κυδώνιοι ήρξαντο φέρειν εις τήν ακτήν τά αδύνατα μέλη αυτών, οι Τούρκοι κωλύουσι κατά τούτων τηλεβολούσιν αι λέμβοι καί αμέσως η πόλις ανάστατος γίνεται διά τής σφαγής καί τής αιχμαλωσίας, διά τού πυρός καί τής λεηλασίας. Οι αγριώτεροι αλαλαγμοί τών βαρβάρων, αι ολολυγαί καί οι κοπετοί τών γυναικοπαίδων, αι φλόγες καί τών όπλων οι κρότοι μετέφερον τήν φρίκην τής σκηνής ταύτης καί πέραν τής πόλεως...
286
Ούτω κατεστράφη τή 3η Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή, η πόλις τών Κυδωνιών, σφαγείσα καί αιχμαλωτισθείσα κατά τό έν τρίτον, λεηλατηθείσα κατά τό όλον καί αποτεφρωθείσα κατά κράτος. Γυναίκες, νεανίδες καί παίδες εδημοπρατήθησαν ως κτήνη εν ταίς αγοραίς τής Ασίας, κατεκλείσθησαν εν ταίς γυναικωνίτισι καί θύματα εγένοντο τής βδελυρίας τών βαρβάρων από τού ιδιώτου μέχρι τού μεγιστάνου. Οι διασωθέντες τών Κυδωνίων μετηνέχθησαν πρώτον εις Ψαρά καί διεσκορπίσθησαν έπειτα είς τε τά άλλας τού Αιγαίου νήσους... http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis10.html
287
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΑ' Μπουμπουλίνα Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα προερχόταν από σημαντική οικογένεια Υδραίων ναυτικών. ΉΉταν κόρη τού Υδραίου πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση καί τής Παρασκευής (Σκεύως) Κοκκίνη. Kοκκίνηδες καί Πινότσηδες ήταν δύο από τά παλαιότερα σόγια τής ΎΎδρας. Tό όνομα Πινότσης έχει ενετική ρίζα. Oι Kοκκίνηδες προέρχονταν από βυζαντινή οικογένεια μέ μεγάλο παρακλάδι στή Zάκυνθο, πού στήν ΎΎδρα αναφέρονται γιά πρώτη φορά τό 1580, οι δέ Πινότσηδες τό 1596. Η Λασκαρίνα γεννήθηκε στίς φυλακές τής Κωνσταντινούπολης στίς 11 Mαΐου 1771, όταν η μητέρα της είχε πάει νά επισκεφθεί τόν πατέρα της. Η σύλληψη καί φυλάκιση του Πινότση ήταν αποτέλεσμα τής ενεργούς συμμετοχής του στήν επανάσταση τής Πελοποννήσου τό 17691770, γνωστή στήν ιστορία ως ορλωφικά. ΉΉταν τότε πού οι Σπέτσες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από τήν εκδικητική μανία τών Τούρκων λόγω τώς συμμετοχής τού νησιού στήν επανάσταση. Ο Πινότσης λίγο αργότερα πέθανε από τίς κακουχίες. H νεογέννητη βαπτίστηκε από τόν Παναγιώτη Mούρτζινο, άρχοντα της Mάνης καί κατόπιν γνωστό Φιλικό. Μετά τό θάνατο τού συζύγου της, η Σκεύω επέστρεψε μέ τό μωρό στήν ΎΎδρα γιά νά εγκατασταθεί αργότερα στίς Σπέτσες. Εκεί παντρεύτηκε τόν Δημήτριο Λαζάρου ή Ορλώφ καί απέκτησε μαζί του οκτώ παιδιά. Η Λασκαρίνα Πινότση, στά 17 της χρόνια παντρεύτηκε τόν Δημήτριο Γιάννουζα, ο οποίος πνίγηκε σέ μία σύγκρουση μέ Αλγερινούς πειρατές τό 1797, ενώ τό πλοίο του βυθίστηκε αύτανδρο. Από τό γάμο εκείνο η Λασκαρίνα απέκτησε τρία παιδιά, τόν Ιωάννη, τόν Γεώργιο καί τή Μαρία. Σέ ηλικία 30 ετών η Λασκαρίνα παντρεύτηκε τόν πλούσιο Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Από αυτό τόν γάμο απέκτησε άλλα τρία παιδιά τή Σκεύω, τήν Ελένη καί τό Νικόλαο. Η Σκεύω παντρεύτηκε αργότερα τόν πλοίαρχο Νικόλαο Κούτση, ενώ η Ελένη τόν Πάνο Κολοκοτρώνη, γιό τού Γέρου τού Μοριά. Ο Μπούμπουλης σκοτώθηκε σέ συμπλοκή μέ μπαρμπερίνους πειρατές, οι οποίοι μάλιστα στά πλοία τους είχαν υψώσει παραπλανητικά γαλλική σημαία. Η σύγκρουση είχε διαρκέσει επτά ώρες καί ο άτυχος Σπετσιώτης σκοτώθηκε πρός τό τέλος τής μάχης. Η Λασκαρίνα χήρεψε γιά δεύτερη φορά, έχοντας νά αναθρέψει εκτός από τά έξι δικά της παιδιά καί τά τρία παιδιά τού άντρα της από τόν πρώτο του γάμο. «Ο Μπούμπουλης ήν ο κατά δεύτερον γάμον σύζυγος τής ηρωΐδος, φονευθείς έν τινι κατά θάλασσαν συμπλοκή μετά τών Αλγερινών, οίτινες μεθ' όλης τής βαρβαρικής αυτών ωμότητος πρίν τής επαναστάσεως
288
επετίθεντο κατά τών ναυτικών μας, μετερχομένων τό εμπόριον τών σιτηρών εντός τής Μεσογείου έως πέραν τών Ηράκλειων Στηλών. Ο θάνατος τού Δημητρίου Μπούμπουλη μαρτυρεί έν από τά ηρωϊκώτερα τής εποχής ενάλια κατορθώματα, διότι καί τούς ληστάς απέκρουσε πολλώ ζημιωθέντας, μόνος πρός δύω αυτών καταδρομείς μαχόμενος, καί τήν νίκην έλαβε διασώσας τό πλήρωμα καί τόν πλούτον όν έφερεν επί τής ολκάδος αυτού. ΈΈπεσε δε κατά την εσχάτην στιγμήν των νικητηρίων, ότε ανυψώσαντος αυτού άνωθεν του καταφράγματος την υψαύχενα κεφαλήν όπως εποπτεύση το έσχατον τον καταβεβλημένον εχθρόν, βολή πυροβόλου τον κατέλαβεν εν τω μέσω του μετώπου καί τον άφηκεν άπνουν. Τον ήρωα πέσοντα διαδέχεται αμέσως εις την διοίκησην του πλοίου μάχιμος συγγενής, όστις του κυβερνήτου τον θάνατον αποκρυψάμενος επανέλαβεν εντονώτερον το πυρ, καί εν ακαρεί καταθραύσας πάντα τα έμβολα των καταδρομέων, διέσπειρε τον θάνατον περί αυτούς, καί ούτω απεσπάσθη σώος τών ονύχων των. Μόλις δέ μετά τό τέλος τής πράξεως εγνώσθη τού πλοιάρχου ο θάνατος, ότε ιδόντες νεκρόν επί τού καταστρώματος τόν Μπούμπουλην οι συνεταίροί του κατεσπαράχθησαν, αντί δέ νικητηρίων επιτάφιον επ' αυτού ύμνον άσαντες εναπέθεσαν τού γενναίου τά λείψανα εις τούς κόλπους τής αχανούς θαλάσσης, μάρτυρος τής αφοσιώσεώς του.» Χατζή Ανάργυρου - Τά Σπετσιώτικα Η Μπουμπουλίνα κληρονόμησε μία τεράστια περιουσία σέ πλοία, μετρητά καί ακίνητα. Tά μετρητά καί μόνο πού τής άφησε ο Mπούμπουλης ήταν πάνω από 300.000 χρυσά ισπανικά τάλλαρα. Tην περιουσία αυτή όχι μόνο τή διατήρησε αλλά καί τήν αύξησε μέ τή σωστή διαχείριση καί τό εμπόριο. ΈΈγινε μέτοχος σέ διάφορα σπετσιώτικα πλοία καί αργότερα ναυπήγησε τρία δικά της, μεταξύ αυτών καί ο περίφημος "Aγαμέμνων", τού οποίου η ναυπήγηση εκόστισε 75.000 τάλλαρα. Η Υψηλή Πύλη προσπάθησε νά δημεύσει τήν περιουσία τής Μπουμπουλίνας καί τότε αυτή αναγκάστηκε νά μεταβεί στήν Πόλη γιά νά παρακαλέσει τόν Ρώσο πρέσβη Στρογγανώφ νά μεσολαβήσει στήν Πύλη καί νά αρθεί η δήμευση. Τελικώς η θαρραλέα καπετάνισσα κατάφερε νά συναντήσει τή Βαλιδέ Σουλτάνα, μητέρα τού σουλτάνου, η οποία εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα καί την προσωπικότητα της Μπουμπουλίνας. Αυτή έπεισε τόν γιό της, Μαχμούτ Β', να υπογράψει ειδικό φιρμάνι με το οποίο εξασφαλίστηκε η περιουσία της Μπουμπουλίνας καί έπαυσε καί ο φόβος πιθανής συλλήψεώς της από τούς Τούρκους. Η Μπουμπουλίνα υποσχέθηκε στήν Βαλιδέ Σουλτάνα ότι στό μέλλον θά προστάτευε όσες μουσουλμάνες γυναίκες θά ζητούσαν τή βοήθειά της. Τήν υπόσχεση αυτή έμελλε νά τήν πραγματοποιήσει λίγα χρόνια αργότερα στήν Τριπολιτσά μέ τίς γυναίκες τού Χουρσίτ πασά.
289
«Tό Mουσείο, πού στεγάζεται στό αρχοντικό της Mπουμπουλίνας, δημιουργήθηκε από τόν υπογράφοντα, τετρασέγγονό της καί ιδιοκτήτη του αρχοντικού. Πριν από την ίδρυση του μουσείου τό κτίριο είχε υποστεί μεγάλες φθορές καί ο κίνδυνος κατάρρευσής του ήταν πλέον ορατός. Kαθώς δέν υπήρχε ευχέρεια γιά νά αντιμετωπιστούν οι επισκευές, επιλέχθηκε η λύση της σύστασης μουσείου. Iδρύθηκε τότε η μη κερδοσκοπική "Eταιρεία Πολιτιστικών Yπηρεσιών H MΠOYMΠOYΛINA", η οποία διαχειρίζεται τα έσοδα του μουσείου για την επισκευή καί συντήρηση τού αρχοντικού καί τή λειτουργία του ως μουσείου καί πολιτιστικού κέντρου, τό οποίο γιά πρώτη φορά λειτούργησε τόν Iούνιο τού 1991. Tο αρχοντικό της Mπουμπουλίνας κατασκευάστηκε, κατά τα λεγόμενα των απογόνων της, περίπου το 1670 από ένα Mαυριτανό αρχιτέκτονα σπουδασμένο στη Φλωρεντία. Tην τελική, όμως, μορφή του την πήρε μετά από αρκετά χρόνια, καθώς διάφορες αρχιτεκτονικές διαφορές δείχνουν ότι οικοδομήθηκε κατά τμήματα, σε διαφορετικές περιόδους. Tο κτίριο, σε κάτοψη, έχει σχήμα "Π", με εσωτερική αυλή, πράγμα που, για την αρχιτεκτονική των Σπετσών στα τέλη του 18ου αιώνα, υποδηλώνει αρχοντική καταγωγή καί οικονομική ευμάρεια του ιδιοκτήτη. ΈΈχει ισόγειο καί δύο ορόφους, συνολικής επιφάνειας 670 τ.μ. O πρώτος όροφος, όπου ευρίσκονται όλα τά σαλόνια, είναι μέχρι στιγμής καί ο χώρος τού μουσείου. Στα πολλά καί σημαντικά εκθέματα συμπεριλαμβάνονται προσωπικά αντικείμενα της ηρωίδας, έπιπλα καί αντικείμενα του 18ου έως καί τις αρχές του 20ού αιώνα, συλλογές όπλων καί βυζαντινών εικόνων, πορσελάνες, πίνακες, κ.λπ., πού, μαζί μέ τό αριστουργηματικό φλωρεντιανό σκαλιστό ταβάνι τής μεγάλης σάλας, μεταφέρουν τόν επισκέπτη σέ άλλες εποχές.» Mουσείο Mπουμπουλίνας - Φίλιππος Δεμερτζής Mπούμπουλης Κατά την παραμονή της στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε επαφή με τους Φιλικούς καί ορκίστηκε γιά τό μεγάλο μυστικό. Η Μπουμπουλίνα είναι από τίς ελάχιστες γυναίκες που μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρία. Επιστρέφοντας στις Σπέτσες ξεκίνησε τίς προετοιμασίες για τόν Αγώνα. Αγόρασε όπλα καί πολεμοφόδια από τα λιμάνια του εξωτερικού, τά μετέφερε κρυφά με τα καράβια της καί τα αποθήκευσε σε διάφορες κρύπτες στο σπίτι της καί στο νησί. Τότε ήταν πού τέλειωσε τή ναυπήγηση του "Αγαμέμνονα", της ναυαρχίδας της, ένα καράβι εξ'αρχής φτιαγμένο για πόλεμο, μία κορβέτα μήκους 48 πήχεων καί οπλισμένη με 18, μεγάλου βεληνεκούς κανόνια. Η ναυπήγηση του "Αγαμέμνονα" είχε σαν αποτέλεσμα να καταγγελθεί από χαφιέδες η Μπουμπουλίνα στην Πύλη, ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο. Η πολυμήχανη όμως Σπετσιώτισσα όχι μόνο κατόρθωσε να τελειώσει την κατασκευή του
290
πλοίου της, δωροδοκώντας με μεγάλο χρηματικό ποσό τον απεσταλμένο στις Σπέτσες Τούρκο ναύαρχο Χουσεΐν, αλλά συγχρόνως κατάφερε να εξοριστούν από το νησί καί οι άνθρωποι που την είχαν καταγγείλει. Δυστυχώς η ναυαρχίδα της Μπουμπουλίνας είχε καί αυτή τραγικό τέλος όπως καί η ίδια η καπετάνισσα. Το πλοίο, μετά το θάνατο της Μπουμπουλίνας, δόθηκε από τους απογόνους της, στο Ελληνικό κράτος. Μετονομάστηκε σε "Σπέτσες" καί έγινε η ναυαρχίδα του νεοσυσταθέντος τότε από τον Καποδίστρια, κρατικού στόλου. Κάηκε το 1831 στο ναύσταθμο του Πόρου από τον Μιαούλη, όταν αυτός έβαλε μπουρλότο καί έκαψε σχεδόν όλο το κρατικό στόλο σε μια προσπάθειά του να μην πέσουν τα πλοία στα χέρια των αντιπάλων του, που στην προκείμενη περίπτωση ήταν οι κυβερνητικές δυνάμεις του Καποδίστρια. Πολιορκία τού Ναυπλίου Στις 13 Μαρτίου του 1821, η Μπουμπουλίνα ύψωσε τη δική της σημαία - τον Αετό με την Αγκυρα καί τον Φοίνικα - στο κατάρτι τού "Αγαμέμνονα" καί χαιρέτησε με κανονιοβολισμούς μπροστά στο λιμάνι των Σπετσών. Ο αετός με τα φτερά προς τα κάτω συμβόλιζε το σκλαβωμένο ΈΈθνος, που επρόκειτο νά αναγεννηθεί όπως ο αρχαίος Φοίνιξ. H άγκυρα συμβόλιζε τό ελληνικό ναυτικό. Η Μπουμπουλίνα είχε εμπνευσθεί το λάβαρό της από το λάβαρο των βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών. Στις 3 Απριλίου 1821, ανήμερα των Βαΐων, οι Σπέτσες επαναστατούσαν πρώτες καί πάλι όπως στήν επανάσταση τών ορλωφικών. Η καπετάνισσα δέν είχε ξεχάσει ούτε τό θάνατο τού πατέρα της ούτε τή σκληρή μοίρα τού Γένους της. Μάλιστα δε το σπάνιο γεγονός εις τα χρονικά των εθνών, μία γυνή να επιστρατεύση, γυνή πλουσία, αποφασίσασα καί πλοία καί χρήματα καί υιούς ολοκαύτωμα εις το βωμόν της πατρίδος να προσφέρη. Aυτή δε η γυνή είναι η Λασκαρίνα Mπουμπουλίνα, την οποία τα έθνη ανευφήμησαν καί εχαιρέτισαν ως ηρωΐδα. Hτο δε πράγματι λεοντόθυμος. Tο 1821, Δεκεμβρίου 4, εις την πολιορκίαν του Nαυπλίου, το ενθυμούμεθα, επιβαίνουσα σε ίδιον πλοίο της, μόνη διέταξε την έφοδο εις τας λέμβους κατά του φρουρίου. Αύται δέ επιτίθενται αλλ' αι σφαίραι καί οι μύδροι από τών επιθαλασσίων προμαχώνων τάς κανονοστοιχίας χαλαζηδόν επιπίπτοντες, υποχρεούν τους ανδρείους της να υποχωρήσωσι προς ολίγον. Eξανίσταται τότε η Aμαζών, επισκοπούσα από τών εδωλίων τής νηός καί τούς βοά: « - Eίσθε λοιπόν γυναίκες καί όχι άνδρες; Eμπρός!» Xατζή Aναργύρου, Τά Σπετσιωτικά
291
Αμέσως μετά τήν δοξολογία τής επαναστάσεως στίς Σπέτσες ξεκίνησε η Μπουμπουλίνα τίς επιθετικές ενέργειες, μαζί μέ τόν Μανώλη Λαζάρου (Ορλώφ), τόν Θεοδόση Μπόταση, τόν Ιωάννη Κούτση, τόν Δημήτριο Σκλιά, τόν Αργύρη Στεμνιτσιώτη καί τόν Αθανάσιο Γουδή. ΈΈσπευσαν μέ τά πλοία τους πρός τό Ναύπλιο γιά νά ενισχύσουν τούς επαναστάτες στήν πολιορκία τού πανίσχυρου βενετικού κάστρου του Ναυπλίου. Τό Παλαμήδι, όπως λεγόταν τό φρούριο πού δέσποζε τής πόλεως, είχε τρομερούς προμαχώνες καί σέ αυτό είχαν βρεί καταφύγιο οι Τούρκοι ολόκληρης τής επαρχίας τής Αργολίδος. Ο πληθυσμός τού Ναυπλίου ήταν εξ ολοκλήρου τουρκικός, είχε οικονομική άνεση καί οι πάμπλουτοι αγάδες κατείχαν όλη τη γή της επαρχίας. Η φρουρά τής πόλεως ήταν ενισχυμένη, αποτελούμενη από οκτακόσιους γενίτσαρους καί Αλβανούς μέ γενικό διοικητή τόν Μεχμέτ Σελήμ πασσά, ο οποίος είχε στή διάθεσή του ισχυρό πυροβολικό. Οι Ρωμιοί όμως, μέ επικεφαλής τόν αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα, τόν Σταμάτη Μήτσα, τόν Παπα Θεοδόση Μπούσκο, τόν Μεντή, τόν Στάϊκο Σταϊκόπουλο, καί τόν μοναχό τής μονής Καρακαλά Διονύσιο, αγνόησαν τήν υπεροχή τού εχθρού καί ξεκίνησαν από τό Χαϊδάρι (Δρέπανο Αργολίδος) γιά νά πολιορκήσουν τούς Τούρκους μπέηδες. Η άφιξη τού "Αγαμέμνονα" τής Μπουμπουλίνας ενθουσίασε τά πλήθη. Η κυρά, συνοδευόμενη από τόν γιό της Γιάννη Γιάννουζα, τόν Αντώνιο Μαλοκίνη (Λισβώνας) καί τόν Γκίκα Μπόταση, μοίραζε χρήματα καί πολεμοφόδια στά χωριά γεμίζοντας θάρρος τούς χωρικούς, οι οποίοι βλέποντας έφιππη μία γυναίκα νά φέρη όπλα, έτρεχαν νά καταταγούν καί νά πολεμήσουν. ΌΌσο διαρκούσε η πολιορκία στό Ανάπλι, έφθανε στό καστέλι τού Μοριά (Ρίο) ο Κεχαγιάμπεης μέ 3.500 Τουρκαλβανούς. ΉΉταν η δεύτερη μετά τόν Γιουσούφ πασά ισχυρή στρατιωτική ενίσχυση πού έστελνε ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς, στήν Πελοπόννησο. Ο Χουρσίτ είχε υποτιμήσει τήν εξέγερση καί ενδιαφερόταν κυρίως γιά τούς θησαυρούς του στήν Ντροπολιτσά. Ποιός άραγε Τούρκος πασάς νά είχε πάρει στά σοβαρά τήν εξέγερση τών γκιαούρηδων; Τό κισμέτ τους είχε γράψει ότι θά είναι αιωνίως ραγιάδες. Ο Κεχαγιάμπεης έφτασε ανενόχλητος στήν Βοστίτσα (Αίγιο), όπου μόνο μία μικρή δύναμη τού Ζαΐμη τόν συνάντησε στό χωριό Βόβοδα (Μαυρίκι). Οι άντρες τού Ζαΐμη διαλύθηκαν γρήγορα, ενώ ο ίδιος ο κοτζαμπάσης λίγο έλλειψε νά πιαστεί αιχμάλωτος. Στή συνέχεια ο Τούρκος πασάς πέρασε από τά Μαύρα Λιθάρια Ακράτας, όπου τήν 21η Απριλίου τόν παρενόχλησαν οι Χαραλάμπης, Πετμεζάς καί Σολιώτης καί τήν επόμενη μέρα έφθασε έξω από τήν Κόρινθο στό χωριό Βόχα (Βραχάτι).
292
«Κατά τήν εβδομάδα τής Διακαινησίμου έφθασεν εις τό Μεσολόγγιον καί ο Μουσταφάμπεης, Κεχαγιάς τού ηγεμόνος τής Πελοποννήσου Μεχμέτ Πασά, μετά τριών χιλιάδων καί πεντακοσίων περίπου Αλβανών. Τους μετεβίβασαν ευθύς μέ τά πλοία των οι Μεσολογγίται εις τό Καστέλι τών Πατρών, καί χωρίς αναβολήν εστράτευσαν διά τήν Βοστίτζαν, τήν οποίαν καί κατέλαβον διόλου απροφύλακτον, καί τήν κατεπυρπόλησαν, οι δέ εκείσε ΈΈλληνες, προλαβόντες κατέφυγαν εις τά όρη. Ε στάθησαν εκεί σχεδόν μίαν εβδομάδα, μέ τό νά εύρουν τροφάς ικανάς, καί εκείθεν εξέδωκεν ο Κεχαγιάς γράμματα αφέσεως, προσκαλών τούς τε Βοστιτζιάνους καί Καλαβρυτινούς ΈΈλληνας, διά νά υπάγουν νά προσκυνήσουν καί, επειδή ήτον άδηλον, ποίαν οδόν θέλει εξακολουθήσουν οι εχθροί, τήν διά Κόρινθον, ή τήν διά Καλάβρυτα, έγραψαν οι Καλαβρυτινοί πρός τόν Ανδρέαν Ζαήμην νά προφθάση, μέ όσους στρατιώτας έχει, διά νά προκαταλάβουν τά στενά τού δρόμου τών Καλαβρύτων, όστις ευθύς έτρεξε πρός εκείνο τό μέρος, καί έφθασεν εις τό μοναστήριον τών Ταξιαρχών. Κατέλαβον δέ καί οι λοιποί Καλαβρυτινοί τάς αναγκαίας θέσεις, καί παρετήρουν τά κινήματα τών έχθρών. Εκ δέ τών Βοστιτζιάνων ουδέ ψυχή έφαίνετο, επειδή διεσκορπίσθησαν άπαντες, ένθεν κακείθεν. Μίαν δε των ημερών πεντακόσιοι περίπου τών εχθρών ώρμησαν προς τό μέρος του μοναστηρίου των Ταξιαρχών, καί έφθασαν είς τό χωρίον Βόβοδα, όπου ήταν εστρατοπεδευμένος ο Ανδρέας Ζαήμης, τού οποίου οι στρατιώται μέ τό νά ελιποτάκτησαν, καί έμεινε με ολίγους, περιεκυκλώθη υπό τών έχθρών, καί εκινδύνευσε μ' όλον τούτο εκείνοι οι ολίγοι αντέστησαν εις τήν ορμήν τών εχθρών, καί πολεμούντες ετραβήχθησαν εις άσφαλέστερον μέρος. Εφονεύθησαν δε είς έκείνην την μάχην δυο τρεις τών εχθρών καί άλλοι τόσοι τών Ελλήνων. Κατά δέ τήν 20ην Απριλίου εστράτευσαν οι εχθροί δια τήν Κόρινθον, φέροντες μεθ' εαυτών καί ικανόν αριθμόν ζώων όπου εκυρίευσαν εις τό πεδίον της Βοστίτζης καί, αφού επέρασαν όλα τα στενά του δρόμου ανεπηρέαστοι, έφθασαν εις τήν Κόρινθον. Οι δέ πολιορκούντες εκείνην την Ακρόπολιν Κορίνθιοι, Δερβενοχωρίται καί Πορώται, ιδόντες μακρόθεν τους εχθρούς, έφυγον, καί άφησαν τήν πόλιν της Κορίνθου έρημον. Ο δέ Γρηγόριος Δίκαιος, όστις τότε ευρέθη εκεί, κατέκαυσε τό ωραίον παλάτι του Κιαμίλμπεϊ καί ανεχώρησεν εις τό χωρίον Σοφικόν, όπου έκαμεν έφοδον εις ένα πυργον, εν ώ είχον πεφυλαγμένον τό πράγμα των ο τέ Θεοδωράκης Βλασόπουλος, ο Θεοχαράκης Ρέντης, καί άλλοι ΈΈλληνες, καί ελαφυραγώγησεν ικανά. Τότε η μήτηρ τού Κιαμήλμπεη, βλέπουσα τό παλάτι καιόμενον, εφόνευσε τόν Ανδρέαν Νοταράν, ευρισκόμενον ενέχυρον εις τήν Ακρόπολιν. ΌΌ δέ Κεχαγιάς, εφοδιάσας τό φρούριον της Κορίνθου μέ τροφάς καί μέ στρατιώτας, εστράτευσε δια τό Αργος, όπου οι εκεί ευρισκόμενοι
293
ΈΈλληνες, τόσον εντόπιοι, όσον καί Κρανιδιώται, καί τινές Σπετζιώται, απεφάσισαν νά προσμείνουν τους εχθρούς είς τό έξωθεν του Αργους τείχος, καί νά τους πολεμήσουν, νομίζοντες, ότι είναι ολίγοι αλλ' αφού τους είδον μακρόθεν πολλούς, κατέφυγον εις τό όρος καί άφησαν την πόλιν του Αργους έρημον καί μέρος μέν τών γυναικών καί παιδίων έμειναν κεκλεισμένοι εις τό μοναστήριον της Κατακεκρυμμένης μέ ολιγίστους στρατιώτας, μέρος δέ εις τό Παλαιόκαστρον του Αργους. Οι δέ εχθροί καταδιώξαντες τους ΈΈλληνας, καί φονεύσαντες τινάς έξ αυτών, έν οις ήν καί ο υιός της Πουπουλίνας, εκυρίευσαν την πόλιν.» Παλαιών Πατρών Γερμανός - Απομνημονεύματα Στήν Κορινθία οι ΈΈλληνες, υπό τήν αρχηγία τού Παπαφλέσσα, πολιορκούσαν τήν Ακροκόρινθο. Αιφνιδιάστηκαν μέ τήν άφιξη τού Κεχαγιά καί ο Παπαφλέσσας διαβλέποντας ότι οι Τούρκοι θά υπερτερούσαν έλυσε τήν πολιορκία καί υποχώρησε, καίγοντας τό παλάτι τού διοικητή τής Κορίνθου Κιαμήλ καί τά πλούσια σπίτια τών αγάδων. Μέ αυτό τόν τρόπο δέν υπήρχε περίπτωση επαναπροσέγγισης Ρωμηών καί Τούρκων στήν Κορινθία. Ο δραστήριος αρχιμανδρίτης δέν είχε λησμονήσει τήν πρώτερη έλλειψη ενθουσιασμού γιά τήν επανάσταση εκ μέρους τών προκρίτων τής περιοχής. Πράγματι, οι Νοταράδες, είχαν καθυστερήσει υπερβολικά νά σηκώσουν τά όπλα καί νά επιτεθούν κατά τού διοικητή Κιαμήλ μπέη. Από τό φρούριο τής Ακροκορίνθου η μητέρα του Κιαμήλμπεη Νουρή Μπεγίνα, μόλις είδε τό σπίτι της νά καίγεται διέταξε τήν εκτέλεση τού Ανδρίκου Νοταρά καί άλλων 25 Ελλήνων πού τούς κρατούσε ομήρους. Εν τω μεταξύ, ο Κεχαγιάμπεης μπήκε στήν Κόρινθο σκορπίζοντας τούς επαναστάτες, καίγοντας καί λεηλατώντας. Ο δρόμος πλέον πρός τό Αργος ήταν ανοικτός καί οργανωμένη αντίσταση δέν υπήρχε. Ο επίσκοπος Δαμαλών Ιωνάς, κατά τη διάρκεια της φυγής έπεσε από το μoυλάρι τoυ καί κινδύνευσε νά συλληφθεί. Κατάφερε όμως νά ξεφύγει, αντίθετα μέ τόν διάκονο της μητρόπολης πού τόν συνόδευε ο οποίος δέν τά κατάφερε καί σκοτώθηκε. Οι ΈΈλληνες αρχηγοί τού Αργους, μήν υπολογίζοντας τήν ταχύτητα μέ τήν οποία είχε κινηθεί ο πασάς, καί θεωρώντας ότι ο Παπαφλέσσας ήταν ακόμα στήν Κόρινθο, τού έστειλαν μήνυμα ζητώντας οδηγίες. Ο ταχυδρόμος πού ανέλαβε τήν αποστολή, μέθυσε καθ' οδόν καί φθάνοντας τή νύχτα στήν Κόρινθο δέν αντιλήφθηκε ότι είχαν μπεί στήν πόλη οι εχθροί. Μάλιστα φώναξε στούς Τουρκαλβανούς σκοπούς: "Εγώ 'μαι αδέλφια. Χριστός Ανέστη! ΈΈ πώς τά κάμετε σείς εδώ; Εμείς έχουμε μπλόκο τ' Ανάπλι. Τό κερδήσαμ' αδέλφια τό Ρωμαίϊκο!" Οι Τουρκαλβανοί τού απάντησαν ρωμαίικα καί τόν συνόδευσαν μέχρι τόν Κεχαγιά. Ο άτυχος Ρωμιός παρέδωσε τήν επιστολή στόν πασά,
294
νομίζοντας ότι τήν παραδίδει στόν Παπαφλέσσα. ΌΌταν κατάλαβε τό λάθος του ήταν αργά. Ο πασάς τόν παλούκωσε καί ενήμερος πλέον γιά τίς εξελίξεις, ξεκίνησε γιά νά διαλύσει τήν πολιορκία τού Ναυπλίου. Η Μάχη τού Ξεριά στό Αργος Ο Κεχαγιάμπεης έφθασε στις 24 Aπριλίου στο Kουτσοπόδι του Αργους καί αμέσως έστειλε επιστολή στούς ραγιάδες γιά άμεση παράδοση της πόλης. Οι Ρωμιοί απέρριψαν τήν επιστολή καί ετοιμάστηκαν γιά νά δώσουν μάχη. Δυστυχώς έλειπαν από τό στρατόπεδο τού Αργους εκείνοι οι αρχηγοί οι οποίοι θά μπορούσαν νά αντιμετωπίσουν τούς ικανότατους Τουρκαλβανούς μαχητές τού Κεχαγιά. Καί όχι μόνο αυτό. Οι οπλαρχηγοί πού ανέλαβαν τήν άμυνα, δέν φρόντισαν νά απομακρύνουν ούτε κάν τά γυναικόπαιδα από τά πέριξ χωριά, πολλά από τά οποία είχαν μαζευτεί στούς γύρω λόφους γιά νά παρακολουθήσουν τή μάχη! Τελικώς οι Αργείοι αποφάσισαν νά περιμένουν τόν εχθρό στόν ποταμό Ξεριά. Ο Δημήτριος Tσώκρης με 600 Aργείους κατέλαβε τή Μονή της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης, ενώ ο ιερέας Αρσένιος Kρέστας μέ τόν Iωάννη Γιάννουζα οχυρώθηκαν σέ μία μάντρα πού βρισκόταν κοντά στόν ποταμό. Ο Ξεριάς ή Ξηριάς μέσα στόν μήνα Απρίλιο ήταν ήδη βατός καί αποδείχθηκε μοιραίο λάθος η επιλογή αυτής τής θέσης. Oι Tουρκαλβανοί του Kεχαγιάμπεη επιτέθηκαν χωρισμένοι σε τρία σώματα. Στο κέντρο προχωρούσε η πεζούρα καί στά άκρα η καβαλλαρία. Οι Τούρκοι ιππείς διέσχισαν μέ ευκολία τόν χείμαρρο καί περικύκλωσαν τούς 500 άντρες τού Γιάννουζα πού μάχονταν στήν μάντρα. Οι σπαχήδες του εχθρού, όντας ικανότατοι ιππείς, κατετρόπωσαν τούς νησιώτες καί άρχισαν νά κόβουν αράδα κεφάλια μέ τά γιαταγάνια τους. Οι απειροπόλεμοι στήν ξηρά νησιώτες ήταν αδύνατο νά τούς σταματήσουν. Ο γιός τής Μπουμπουλίνας, τη στιγμή που είχε ρίξει από το άλογό του τον αρχηγό τών Αλβανών Bελήμπεη καί ετοιμαζόταν να του πάρει το κεφάλι, δέχτηκε πυροβολισμό καί έμεινε στόν τόπο. Oι επί των υψωμάτων θεατές, πανικόβλητοι, έφυγαν σάν τρελλοί πρός διάφορες κατευθύνσεις. Πολλοί κλείστηκαν μαζί μέ τόν Παπα Αρσένη στήν Μονή τής Κατακεκρυμμένης. Αλλες οικογένειες έτρεξαν στούς Αφεντικούς Μύλους (αρχαία Λέρνη όπου βρισκόταν η Λερναία ΎΎδρα) όπου τίς παρέλαβαν τά σπετσιώτικα καράβια. Ο Κεχαγιάς μόλις πληροφορήθηκε ότι μέσα στο μοναστήρι ήταν καί ο σεϊτάν παπάς Αρσένης Κρέστας, ενίσχυσε την πολιορκία καί τόν κάλεσε νά παραδοθή. Ο παπάς έδωσε τήν άδεια στα γυναικόπαιδα νά παραδοθούν, ενώ ο ίδιος καί τά παλληκάρια του μέσα στή νύχτα επιχείρησαν έξοδο. Κατάφεραν νά διασχίσουν τό εχθρικό στρατόπεδο μέ τα σπαθιά στά
295
χέρια καί νά σώσουν τά κεφάλια τους. Ο πληθυσμός τού 'Αργους δεινοπάθησε. Δεκαοκτώ Aργίτισσες παρθένες, για να μην πέσουν στα χέρια των Tουρκαλβανών προτίμησαν νά πέσουν στά πηγάδια καί νά πνιγούν. H πόλη λεηλατήθηκε άγρια, τά σπίτια πυρπολήθηκαν καί τά δέντρα γέμισαν μέ κρεμασμένους. Περίπου 900 κάτοικοι του Αργους έχασαν τή ζωή τους. Κάποιες προσπάθειες οπλαρχηγών νά σταματήσουν τόν Κεχαγιάμπεη δέν καρποφόρησαν. Ούτε ο Σκαλτσάς, ούτε ο Τσαλαφατίνος, ούτε ο Παπαφλέσσας μπόρεσαν νά αντιμετωπίσουν τούς Τουρκαλβανούς, καθώς τούς εγκατέλειπαν οι στρατιώτες τους, μόνο καί μέ τή θέα τού τουρκικού ιππικού. Αντίθετα ο Κεχαγιάς δέχτηκε περαιτέρω ενισχύσεις από τήν Τριπολιτσά. Επίσης οι Νικηταράς, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καί Κονδάκης πού έσπευσαν νά τόν συναντήσουν εγκαταλείφθησαν από τούς άντρες τους. Η φήμη τού Κεχαγιά ήταν φοβερή καί δέν φαινόταν ικανός οπλαρχηγός γιά νά τόν σταματήσει. Στίς 6 Μαΐου, ο Τούρκος πασάς, σέρνοντας ξοπίσω του αιχμάλωτες εκατοντάδες γυναίκες, έφθασε στήν Τριπολιτσά. Εκεί θά καθυστερούσε γλεντώντας μέ τίς γυναίκες καί τά λάφυρα πού είχε αρπάξει. Αυτή η καθυστέρηση όμως θά τού κόστιζε ακριβά. Θά έδινε καιρό στόν Γέρο τού Μοριά νά οργανώσει τήν άμυνά του καί νά τόν περιμένει στό Βαλτέτσι. Πρίν φθάση ο Κεχαγιάς, οι ΈΈλληνες διέλυσαν τήν πολιορκίαν τού Ναυπλίου, καί μεταβάντες ολίγοι εξ αυτών εις Αργος, ωχυρώθησαν είς τινας οικίας, είς τε τό υπερκείμενον Μοναστήριον καί εις τήν Λάρισσαν, τό παλαιοφρούριον, όπου κατέφυγον εις τήν υπεράσπισιν τού Τζιώκρη, τού Τσαλαφατίνου καί τού Παπαρσενίου καί όσοι τών κατοίκων δέν ημπόρεσαν νά φύγωσιν εις άλλα μέρη. Οι Τούρκοι είχον φθάσει τήν 24ην εις Κουτσοπόδι καί τήν 25ην μόλις εξεκίνησαν εκείθεν οι Αργείοι ήρχισαν νά τουφεκίζωσι καί οι εχθροί εκ τούτου εγνώρισαν οποίους εχθρούς είχον νά πολεμήσωσιν. Ε ισβάλοντες εις τήν πόλιν, τήν εκυρίευσαν ευθύς, έκαυσαν τάς οχυράς οικίας καί εκτός δεκαοκτώ κορασίων, τά οποία γενόμενα θύματα τής τιμής εκούσια, έπεσον εις τά φρέατα καί επνίγησαν, εφόνευσαν έως επτακόσιους ΈΈλληνας, εν οίς καί ο υιός τής Μπουμπουλίνης μετά πενήντα Υδραιοσπετσιωτών. Τότε ο Τσιώκρης απομαχόμενος μέ τούς περί αυτόν, διαβάς ανά μέσον τών εχθρών, ανέβη από τήν πόλιν εις τήν Λάρισσαν. Ο δέ Παπαρσένιος φεύγων ωσαύτως ανέβη εις τό Μοναστήριον. Οι δέ Τούρκοι τούς επολιόρκησαν. Εξήλθον δέ καί οι Τούρκοι τού Ναυπλίου καί συνεμάχοντο μέ τόν Κεχαγιάν, συγχρόνως έφθασαν καί από Τριπολιτσάν έως δύω χιλιάδες πεζοί τε καί ιππείς εις προϋπάντησίν του εις Αργος. Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Τόμος Α', 1852
296
'Αλωση Μονεμβασιάς Στα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνα, κατά τη βασιλεία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μαυρίκιου, οι κάτοικοι της Λακεδαίμονας εγκατέλειψαν ομαδικά τον τόπο τους λόγω των σλαβικών επιδρομών. Πολλοί από αυτούς βρήκαν ασφάλεια στη Σικελία, ενώ οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν σε ένα βράχο στις ανατολικές ακτές της Λακωνίας. Εκεί δημιούργησαν μία πόλη που λόγω της μοναδικής της εισόδου ονόμασαν Μονεμβασία (Μόνη-ΈΈμβαση). Κατά το Χρονικό της Μονεμβασίας, τα παραπάνω γεγονότα έγιναν κατά τον έκτο χρόνο της βασιλείας του Μαυρίκιου, δηλαδή το 588 μ.Χ. Αμέσως μετά την ίδρυση της, η Μονεμβασία αναπτύχθηκε γρήγορα καί εξελίχθηκε σε μία σημαντική πόλη. Για πρώτη φορά, στις μέχρι σήμερα γνωστές ιστορικές πηγές, η πόλη αναφέρεται το 723 μ.Χ. από τον επίσκοπο Willibald ο οποίος πέρασε από την Μονεμβασία στο ταξίδι του προς τους Αγίους Τόπους. Λίγο αργότερα, το 746 μ.Χ., ο ιστορικός Θεοφάνης αναφέρει ότι μολυσματική ασθένεια μεταδόθηκε στη Μονεμβασία, μέσω του λιμανιού της, από τη Σικελία καί την Καλαβρία. Το 787 μ.Χ. ο επίσκοπος Μονεμβασίας Πέτρος συμμετείχε στην Ζ' Οικουμενική Σύνοδο. Το εμπόριο καί η ναυτιλία αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα καί το λιμάνι της πόλης ήταν από τα μεγαλύτερα της Πελοποννήσου. Η φυσική οχύρωση της ενισχύθηκε με τείχη, αρχικά στην 'Ανω καί αργότερα στην Κάτω Πόλη. Το 1147 οι Νορμανδοί επιχείρησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν με πολιορκία το κάστρο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο 'Αραβας γεωγράφος Εδρισί ονομάζει την πόλη Μαλλιάσα. Το 1249 η πόλη κυριεύτηκε από τους Φράγκους, ύστερα από τρίχρονη πολιορκία από τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο. Η Φραγκοκρατία διήρκησε 14 χρόνια καί το 1262 ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος κατέλαβε την πόλη. Κατά την βασιλεία του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, παραχωρήθηκαν σημαντικά προνόμια στη Μονεμβασιά μέσω δύο Χρυσόβουλλων που εκδόθηκαν το 1284 καί 1301. Τα προνόμια αυτά επεκτάθηκαν το 1336 με άλλο Χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ'. Το 1292, ο Καταλανός πειρατής Roger de Lluria λεηλάτησε τη Μονεμβασία καί άλλες πόλεις του Αιγαίου. Το 1395, η πόλη καταλήφθηκε για τρεις μήνες από τους Τούρκους, ενώ το 1443 ο Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος ανανέωσε τα προνόμια της πόλης. Το 1460 η πόλη ήταν υπό την προστασία του Πάπα Πίου Β' ενώ το 1463 καταλήφθηκε από τους Βενετούς. Η Α' Ενετοκρατία τελείωσε το 1540.
297
Αμέσως μετά η πόλη παραχωρήθηκε στους Τούρκους για 150 χρόνια (1540-1690). Το 1564 οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη επιχείρησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν το κάστρο. Μετά από αυτήν την επιχείρηση, η είσοδος στη βορεινή πλευρά του βράχου σφραγίστηκε με τείχος (Mura Rossa). Το 1690, οι Βενετοί ανακατέλαβαν τήν πόλη μέχρι το 1715, οπότε η Μονεμβασιά παραδόθηκε στούς Τούρκους. Από τού 1715 καί εντεύθεν εκάλυψε τήν Ελλάδα, ιδίως δέ τήν Πελοπόννησον η ζοφωτέρα δουλεία τών όσων ποτέ υπέστη. Αι πασίγνωστοι οθωμανικαί τυραννίαι καί μαστιγώσεις, αι εξορίαι καί αι δημεύσεις, αυξάνουσαι οσημέραι, οι φόροι ήγαγον τούς δυστυχείς κατοίκους εις τήν εσχάτην απελπισίαν καί εν τούτοις ουδέν απολύτως ηδύναντο νά πράξωσι πρός απαλλαγήν των, διότι οι προηγούμενοι μακροί καί συνεχείς πόλεμοι, αι συχναί αλλαγαί δεσποτών καί τά καταθλιπτικά μέτρα, άπερ έλαβον εσχάτως οι Τούρκοι κατ' αυτών, αφήρουν πάσαν περί απελευθερώσεως σκέψιν... Οι κατ' εκείνην λοιπόν τήν εποχήν (1769) προϊστάμενοι τών διαφόρων χωρών τής Πελοποννήσου, εν οίς οι Ζαήμης, Κρεββατάς, Μπενάκης κλπ κατέφυγον δι΄αναφοράς των πρός τήν Αυτοκράτειραν τής Ρωσσίας Αικατερίνην τήν Μεγάλην, επικαλούμενοι βοήθειαν. Καί όντως αυτή έδωσεν ως πρώτον δείγμα τής ευμενείας της τήν αποστολήν τού Γεωργίου Παπαζώλη, Μακεδόνος λοχαγού τού ρωσσικού πυροβολικού, εις τήν Ελλάδα πρός βολιδοσκόπησιν τών πνευμάτων καί παρακίνησιν πρός επανάστασιν. Μετά δέ τάς ευαρέστους ανακοινώσεως τού απεσταλμένου τούτου, κατέπλευσε καί ηγκυροβόλησεν εν Οιτύλω η πρώτη μοίρα τού ρωσσικού στόλου υπό τόν Θεόδωρον Ορλώφ, λήγοντος τού Φεβρουαρίου τού 1770... Αλλά η επανάστασις τού 1770 κατέπεσε, διότι οι ΈΈλληνες ούτε ήσαν, ούτε ήτο δυνατόν νά ώσιν επαρκώς παρασκευασμένοι, έλειπον δέ αυτοίς πάντα τά χρειώδη καί τά υποσχεθέντα υπό τής Ρωσσίας βοηθήματα περιωρίζοντο εις ολίγα μόνον όπλα. Τότε λοιπόν, ανωτέρᾳ διαταγῄ οι Αλβανοί λησταί ανά μυριάδας κατεπλημμύρησαν τήν Πελοπόννησον καί σφάζοντες, αιχμαλωτίζοντες καί λεηλατούντες επήνεγκαν ουχί πλέον τήν ησυχίαν καί τήν τάξιν, αλλά νεκρικήν σιγήν εν όλη τή χώρα... Οι κάτοικοι τής Βοστίτζης καταφυγόντες εις τήν μονήν τών Ταξιαρχών, άπαντες εσφάγησαν. Αυτοί οι Μανιάται ηναγκάσθησαν νά ζητήσωσιν άσυλον εις τάς δυσχωρίας τού Ταϋγέτου, καταλιπόντες τάς κώμας αυτών εις τήν διαρπαγήν τών Αλβανών. Εικοσακισχίλιοι Πελοποννήσιοι επωλήθησαν είτε εις Αλγερίαν είτε εις τούς Τούρκους τής Ρούμελης... Παρήλθε λοιπόν είς ολόκληρος αιών (1715 - 1806) εν συνεχεί πολέμω, εν σφαγαίς καί αιματοχυσίαις, αφ' ότου οι Τούρκοι εγένοντο κύριοι τής
298
Πελοποννήσου, απόδειξις ότι οι κάτοικοι δέν έκλινον τόν αυχένα, ειμή εις τήν ανάγκην...Πολιορκία καί άλωσις της Μονεμβασίας υπό των Ελλήνων τω 1821, Ιστορική Πραγματεία Παπαμιχαλόπουλου, 1874 Η μοίρα τής Μονεμβασίας ήταν ίδια μέ τήν μοίρα ολόκληρης τής Πελοποννήσου στούς αιώνες πού ξένοι εισβολείς εναλλάσονταν στήν εξουσία. "Δυό γάιδαροι μαλώνανε σέ ξένον αχυρώνα", έλεγε ο λαός μας. Τελικώς επικράτησαν οι Τούρκοι οι οποίοι έδιωξαν τούς Βενετούς εξ ολοκλήρου. Μετά τά ορλωφικά εξόντωσαν τούς Αλβανούς πού είχαν γίνει μάστιγα στόν πληθυσμό ενώ γύρω στό 1800 κατάφεραν νά εξουδετερώσουν ακόμα καί τούς κλέφτες. Ποιός νά περίμενε ότι μόλις σέ είκοσι χρόνια θά τολμούσε ο ραγιάς νά σηκώσει κεφάλι στόν πανίσχυρο Τούρκο; Καί όμως τόν Μάρτιο τού 1821 η φωτιά πού άναψε σέ ολόκληρο τόν Μοριά θά άναβε καί στήν ανατολική Λακωνία. Οι Μπαρδουνιώτες Τούρκοι, οι μόνοι πού μπορούσαν νά φέρουν σοβαρή αντίσταση, εγκατέλειψαν τά χωριά τους γιά νά κλειστούν στά τείχη τής Τριπολιτσάς, μετά τήν φήμη πού διέδωσε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης ότι πλάκωσαν οι Φράγκοι στό λιμάνι τού Γυθείου. Οι ΈΈλληνες χωρικοί άρχισαν νά συρρέουν γύρω από τήν Μονεμβασιά. ΉΉταν περίπου χίλιοι ένοπλοι μέ αρχηγούς τούς Ζανετάκη Μπέη Γρηγοράκη, Δημήτριο Τσιγκουράκο, Παναγιώτη Κοσσονάκο, Πετροπουλάκη, Γ. Αντωνάκο, Μαγκιώρο, Ιωάννη Κατσούλη καί Ιωάννη Κρανίδη. Η έξοδος πού επιχείρησαν οι Τούρκοι από τά τείχη τής Μονεμβασιάς δέν είχε αποτέλεσμα. Τότε ο διοικητής τού φρουρίου Μεχμέτ Αγά Ατσεπή, τούς επανέφερε εντός τών τειχών καί κατέστρεψε τήν γέφυρα πού συνέδεε τήν είσοδο τού κάστρου μέ τήν ξηρά. Τό μυστήριον τής Φιλικής Εταιρίας έφθασε μέχρι Μονεμβασίας, εξ ής κατηχήθησαν οι αδελφοί Δεσποτόπουλοι, ο Π. Καλογεράς καί πρό πάντων ο Αρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας Χρύσανθος, γνωστός γινόμενος διά τόν ζήλον υπέρ τού ΈΈθνους. Ο Χρύσανθος εκλείσθη υπό τών Τούρκων εν Τριπόλει μετά τών λοιπών Αρχιερέων. ΌΌτε ήρχισε περιτρέχουσα υπόκωφος φήμη περί επικειμένης γενικής τών Ελλήνων επαναστάσεως, ουδεμίαν οι Τούρκοι τής Μονεμβασίας συνέλαβον υποψίαν περί τών ραγιάδων των, διότι ήσαν πεπεισμένοι περί τής πίστεως καί αφοσιώσεως αυτών... Γνωστοποιηθείσης τής φυγής τών Βαρδουνιωτών Τούρκων, οι ΈΈλληνες εδράξαντο τών όπλων. Πρώτοι δέ οι φιλοπόλεμοι καί ελευθερόφρονες Λάκωνες έδωκαν τό παράδειγμα καί τό θάρρος πρός τούτο καί αυτοί πρώτοι έσπευδον κατά αποσπάσματα υπό διαφόρους αρχηγούς, νά πολιορκήσωσι τήν Μονεμβασίαν...
299
Οι Τούρκοι παρελθόντος τού πρώτου φόβου καί τής καταλαβούσης αυτούς συγχύσεως, εσκέφθησαν ότι είναι αδύνατον νά έλαβον σπουδαίως κατ' αυτών τά όπλα οι ραγιάδες των, οι μέχρι χθές ποιμένες καί γεωργοί καί υπηρέται των, καί απεφάσισαν νά εξέλθωσι πρός διασκορπισμόν τούτων διά προτροπών ή απειλών, εν αποτυχία δέ καί πρός τιμωρίαν αυτών, έτι δέ καί πρός προμήθειαν καί εισαγωγήν τροφών οιωνδήποτε... Πολιορκία καί άλωσις της Μονεμβασίας υπό των Ελλήνων τω 1821, Ιστορική Πραγματεία Παπαμιχαλόπουλου, 1874 Ο κλοιός έσφιγγε τό κάστρο τής Μονεμβασιάς, καθώς ήρθαν πρός ενίσχυση καί 250 κάτοικοι τού Λεωνιδίου τής Κυνουρίας, οι οποίοι πρωτύτερα στίς 25 Μαρτίου 1821, είχαν υψώσει τή σημαία τής ελευθερίας καί είχαν ευλογήσει τά όπλα στήν μητρόπολη τής πόλης. Η Μονεμβασιά όμως, μέ τό πανίσχυρο κάστρο της, μόνο από πείνα θά έπεφτε καί σ' αυτό είχε βοηθήσει η αμέλεια τών Τούρκων αγάδων, οι οποιοι δέν είχαν φροντίσει νά έχουν γεμάτες τίς αποθήκες τής πόλης μέ σιτάρι. Τώρα πού τούς έκλειναν καί από τή θάλασσα τά πλοία τών Σπετσών, δέν υπήρχε δυνατότητα νά προμηθευτούν τρόφιμα. Οι Ρωμιοί δέν είχαν τίποτα άλλο παρά νά περιμένουν. Τά σπετσιώτικα πλοία πού έζωσαν τήν πόλη από τήν θάλασσα ήταν τού Αναστασίου Ανδρούτσου, Ιωάννη Κούτση, Γεωργίου Μπαρδάκου, Ν. Ράπτου, Θεοδώρου Λαζάρου, Αναργύρου Χατζή Αναργύρου, Ν. Ορλώφ, Γ. Ανδρέου, Ηλ. Θερμισιώτου, Αναγνώστη Κυριακού, Γεωργίου Κλίσσα καί Γεωργίου Πάνου. Τελικά όμως τά περισσότερα αποχώρησαν γιά νά αντιμετωπίσουν τόν σουλτανικό στόλο πού κατέβαινε στό Αιγαίο, αλλά τά λίγα πού έμειναν ήταν αρκετά γιά νά φέρουν σέ απόγνωση τούς αποκλεισμένους μουσουλμάνους. Η πείνα καί οι επιδημίες πλέον θέριζαν τούς αποκλεισμένους, οι οποίοι τρέφονταν μέ φραγκόσυκα, ποντίκια, ακόμα καί μέ ανθρώπινα πτώματα. Οι ΈΈλληνες είχαν επίσης πρόβλημα τροφοδοσίας καί τή νύχτα αποχωρούσαν κρυφά ομάδες τών πενήντα ή εκατό ατόμων καί πήγαιναν στά γειτονικά χωριά γιά νά προμηθευτούν τρόφιμα. Φρόντιζαν η επιστροφή τους στό στρατόπεδο νά γίνεται ημέρα, μέ τό φώς τού ήλιου ώστε νά φαίνονται ότι έρχονται νέες επικουρίες στούς επαναστάτες. Οι Τούρκοι όμως πού είχαν λάβει επιστολή από τούς ομοθρήσκους τους, μέσω ενός Ρωμιού προδότη ονόματι Μερτσάνης, ότι ο Κεχαγιάς προχωρούσε ανεμπόδιστα πρός τήν Τριπολιτσά, δέν τό έβαζαν κάτω. Εν τω μεταξύ οι αντίπαλοι βρίζονταν όπως συνηθίζονταν μεταξύ τους κατά τήν διάρκεια τής ανάπαυλας τών μαχών. " - Βρέ Ρωμηοί. Ακόμη τά σπαθιά μας αχνίζουν από τά αίματά σας καί σείς ετολμήσατε νά σηκώστε τουφέκι κατεπάνω μας; Δέν θά βγούμε όξω; Θά σάς παστρέψουμε όλους. Εκατό χρόνους θά κάμη νά λαλήση
300
πέρδικα στά βουνά σας!" " - Αμή κοιτάξετε νά βγήτε πρώτα καί τότε άς μή λαλήση μήτε κούκος. Καί πότε βρέ Τούρκοι έλειψαν από τά ρωμαίϊκα βουνά οι αετοί καί οι πέρδικες, πού θά λείψουν τώρα;" Οι Σπετσιώτες είχαν σέ διαρκή νυχτερινή περιπολία δύο λέμβους γιά νά προσέχουν τά θαλάσσια τείχη τής Μονεμβασιάς. Πράγματι κάποια νύχτα τού Μαΐου, 172 Οθωμανοί προσπάθησαν μέ πλοιάρια νά αιφνιδιάσουν τούς ΈΈλληνες στήν απέναντι παραλία πού είχαν στήσει τό στρατόπεδό τους. ΈΈνας από τούς κλεισμένους στό κάστρο Ρωμηός, ο Χατζή Κυριάκος Ιατρόπουλος, κατόρθωσε μέ μία γυναίκα νά ειδοποιήση τούς ομοθρήσκους του γιά τήν επικείμενη έξοδο. Πράγματι οι εχθροί έγιναν αντιληπτοί από τίς δύο σπετσιώτικες βάρκες καί τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά βγούν στήν απέναντι παραλία καί νά οχυρωθούν σέ ένα ύψωμα. Στή μάχη πού ακολούθησε τήν επόμενη μέρα, εξοντώθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι από τούς Σπετσιώτες καί τούς Μανιάτες. Μαζί τους ήταν καί ο προδότης Μερτσάνης τόν οποίο οι Σπετσιώτες τόν εκτέλεσαν βάζοντάς τόν στό στόμιο ενός κανονιού τό οποίο εκπυρσοκρότησαν. Μετά από αυτή τήν αποτυχία οι μπέηδες κλείστηκαν στήν ακρόπολι τής Μονεμβασιάς παίρνοντας μαζί τους ό,τι τροφές είχαν απομείνει. Οι φτωχότεροι Τούρκοι έμειναν στό κάτω μέρος τής πόλης, όπου αργοπέθαιναν από τίς αρρώστιες καί από τόν υποσιτισμό. Στίς 4 Ιουλίου μία ελληνική σακολέβα συνέλαβε δύο μεγάλες βάρκες στίς οποίες επέβαιναν εξήντα Τούρκοι οι οποίοι προσπαθούσαν νά δραπετεύσουν. Οι αιχμάλωτοι πληροφόρησαν τούς ΈΈλληνες ότι εκατοντάδες κάτοικοι τής πόλεως είχαν πεθάνει από μολυσματικές ασθένειες καί επτά τουρκόπουλα τά είχαν σφάξει καί τά είχαν φάει. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης απηύθυνε έγγραφο γιά παράδοση τού κάστρου αλλά αυτό απορρίφθηκε, διότι οι αποκλεισμένοι δέν είχαν, καί μέ τό δίκιο τους, εμπιστοσύνη στούς άγριους Μανιάτες ότι θά τηρηθεί η συμφωνία παραδόσεως τού κάστρου. Μάλιστα δήλωσαν καί γραπτώς ότι επ' ουδενί θά παρέδιδαν τήν πόλη τους στούς δούλους ραγιάδες τους. Οι ένοπλοι Ρωμηοί χωρικοί περίμεναν νά πέσει η πλούσια πόλη γιά νά τήν λαφυραγωγήσουν καί μήν ξεχνούμε τήν ένδεια στήν οποία ζούσαν οι άνθρωποι τής υπαίθρου, οι οποίοι μέχρι πρότινος δούλευαν σάν σκλάβοι τά χωράφια τών μπέηδων. Τότε τίς διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος Καντακουζηνός. Ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός ήταν γεννημένος στο Ιάσιο Ρουμανίας καί ήταν γιος του Ματθαίου Καντακουζηνού, μεγάλου βορνίκου της Μολδαβίας, συμβούλου επικρατείας της Ρωσίας καί γόνου της αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας των Καντακουζηνών με παρακλάδια στη Ρουμανία. Ο ίδιος είχε διατελέσει αυλάρχης του Τσάρου
301
καί είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη, αδελφό τού αρχηγού τής Φιλικής Εταιρίας. Τήν 15η Ιουλίου οι ναυτικοί Σπετσιώτες, παραλαβόντες μεθ' αυτών εκατό Λάκωνας καί είκοσι επαρχιώτας μετά τού Σπαρτιάτου Δημητρίου Κατσούλη, ώρμησαν μέ τάς λέμβους των κατά τού προστατεύοντος τήν ενούσαν τό φρούριον μετά τής μεγάλης ξηράς γέφυραν Πύργου καί μετά πεισματώδη μάχην, καθ' ήν εφονεύθησαν έξ ΈΈλληνες, εκυρίευσαν αυτόν καί ούτως εστέρησαν τούς εν τώ φρουρίω ύδατός τινος ποσίμου, όπερ εκείθεν ελάμβανον. Μετά τό κατόρθωμα τούτο, οι Μονεμβασίται Τούρκοι, απελπισθέντες πλέον, εζήτησαν νά παραδοθώσιν επί συνθήκη τού νά παραδώσωσι τό φρούριον καί τά όπλα των εις τούς ΈΈλληνας, ούτοι δέ νά μετακομίσωσιν αυτούς επί τών πλοίων εις οποιονδήποτε μέρος τής Μικράς Ασίας ήθελον προκρίνει, φέροντας μεθ' εαυτών καί τά ενδύματά των. Εζήτουν προσέτι καί τήν εκ μέρους τού Δημητρίου Υψηλάντου αποστολήν ανδρός τινος διασήμου, πρός πλειοτέραν εγγύησιν τής ακριβούς εκπληρώσεως τών συνθηκών καί επί τών σκοπώ τούτω απεστάλη εις Μονεμβασίαν παρά τού Δημητρίου Υψηλάντου καί τών κατά τήν Τριπολιτσάν οπλαρχηγών τού γενικού τών Ελλήνων στρατοπέδου, ο Καντακουζηνός. Οι Τούρκοι τής Μονεμβασίας εστασίαζον αναμεταξύ των, διότι οι μέν αδύνατοι δεινότερα πάσχοντες εκ τής πείνης, ήθελον νά παραδοθώσιν εις τούς ΈΈλληνας μίαν ώραν αρχήτερα, οι δέ ισχυρότεροι, κατέχοντες τήν ακρόπολιν καί έχοντες ολίγας ακόμη τροφάς, ήλπιζον ημέραν παρ' ημέραν βοήθειάν τινα εξωτερικήν. Τέλος πάντων, επειδή η θέλησις τών πολλών υπερίσχυσε διά τής βίας καί αποσταλλέντων εις τό φρούριον τού Ηλία Θερμισιώτου ως ναυτικού καί τινος άλλου εκ μέρους τού Αλεξάνδρου Καντακουζηνού καί ληφθέντων ομήρων Οθωμανών επί τών πλοίων, μή εμπιστευομένων τών Τούρκων εις τούς τής ξηράς, υπεγράφησαν αι συνθήκαί παρ' αμφοτέρων τών μερών. Ναυτικά Αναστασίου Ορλάνδου, εν Αθήναις 1869 Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις οι αγάδες συμφώνησαν νά παραδώσουν τήν καστρόπολη τής Μονεμβασιάς στούς Αλέξανδρο Καντακουζηνό, Γεωργάκη Μιχαλάκη, Τσιγκουράκο, Κοσσονάκο καί Τζανετάκη στίς 23 Ιουλίου 1821. Ο Τούρκος τσιντάρης (φρούραρχος) ακολουθούμενος από τούς αγάδες έφερε μαζί του ένα δίσκο ο οποίος είχε τήν τουρκική σημαία, ένα μαχαίρι καί τά κλειδιά τού φρουρίου καί τά έδωσε στόν Καντακουζηνό. Οι ΈΈλληνες έγιναν κύριοι τής πόλης καί τό πρώτο τους μέλημα ήταν νά τελέσουν δοξολογία στήν μητρόπολη της Μονεμβασιάς. Αμέσως μετά σήκωσαν τή σημαία τής Ελευθερίας στά τείχη γιά νά δούν όλοι οι
302
ΈΈλληνες, ότι τό ένδοξο βυζαντινό κάστρο επανέρχονταν έπειτα από τέσσερεις αιώνες σέ χέρια χριστιανικά καί μάλιστα σέ ένα απόγονο τών Καντακουζηνών οι οποίοι υπήρξαν Δεσπότες τής Μονεμβασιάς τόν 14ο αιώνα. Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι επιβιβάστηκαν στά σπετσιώτικα πλοία τών Αναγνώστη Κυριακού, Ηλία Θερμισιώτου καί Γεωργίου Κλίσα, καί μεταφέρθηκαν στά παράλια τής Μικράς Ασίας. Η άλωση τής Μονεμβασιάς αναπτέρωσε τό ηθκό τών επαναστατών γιατί αφενός ήταν τό πρώτο ονομαστό κάστρο πού έπεφτε στά χέρια τους, αφετέρου έγιναν κύριοι πολλών πυρομαχικών, δεκάδων πυροβόλων καί εκατοντάδων άλλων μικρότερων όπλων. "Εσείς χελιδονάκια μου, που πάτε στον αέρα δώστε μαντάτα στο βοριά σ'όλα τα βιλαέτια, πάτησαν τη Μονεμβασιά, σε πέντε-δέκα μέρες θα'ρθουν τα τσακωνόπουλα, ο καπετάν Γεωργάκης να δεις πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο τουφέκι" Αλωση Νεοκάστρου Το Νιόκαστρο της Πύλου ή Νέο Ναβαρίνο βρίσκεται κοντά στην είσοδο του λιμανιού της Πύλου. Κατασκευάστηκε επί τουρκοκρατίας, λίγο μετά τή ναυμαχία τής Ναυπάκτου (1571) για να ελέγχουν οι Τούρκοι τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου. Το νέο κάστρο ονομάστηκε Νιόκαστρο σε αντιδιαστολή με το Παλιόκαστρο ή Παλαιό Ναβαρίνο που υψώνεται στο βόρεια είσοδο του κόλπου τής Πύλου καί τό οποίο είχε κατασκευαστεί τόν 13ο αιώνα από τόν γαλλικής καταγωγής βαρώνο Nicolas de Saint-Omer. Ο Γάλλος σταυροφόρος είχε ονομαστεί από τούς Ρωμιούς τού Μοριά "Σανταμέρης". Στα 1816, σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, το Νιόκαστρο πρωτεύουσα της επαρχίας του Ναβαρίνου είχε 600 Τούρκους κατοίκους, ενώ 130 ΈΈλληνες ζούσαν στο βαρόσι, τη συνοικία εκτός των τειχών. Στό τέλους Μαρτίου 1821 ξεκίνησαν ταυτόχρονα οι πολιορκίες τής Μεθώνης καί τού Νεοκάστρου. Στήν πρώτη έλαβαν μέρος τά στρατιωτικά σώματα τού Νικολάου Γεωργακόπουλου, τού Αναγνώστη Βουτιέρου καί τού Ευστάθιου Δρακόπουλου καί στήν δεύτερη τά σώματα τών Παπατσώρη, Ιωάννη Μέλιου, Παναγιώτη Ντούφα καί Νικολάου Πονηρόπουλου. Στό Νεόκαστρο τής Πύλου είχαν κλειστεί οι
303
Τούρκοι τής Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), οι οποίοι κατέφυγαν αμέσως μετά τήν κήρυξη τής επανάστασης τών Ρωμιών τής επαρχίας Τριφυλίας. Ολόκληρη η ελληνική δύναμις πού ανέλαβε τήν πολιορκία τών δύο γειτονικών κάστρων κειμένονταν στούς 1600 άνδρες. Ο Πονηρόπουλος οχυρώθηκε σέ απόσταση είκοσι λεπτών από τό Νιόκαστρο καί στίς 30 Μαρτίου υποδέχθηκε τόν επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο Παπαθεοδώρου καί τόν Γεώργιο Οικονομίδη μαζί μέ άλλους 180 ένοπλους Μεσσήνιους. Γιά νά είναι πιό αποτελεσματική η πολιορκία τών δύο κάστρων ζητήθηκε η συνδρομή πολεμικών πλοίων από τήν ΎΎδρα καί τίς Σπέτσες. Στίς 13 Απριλίου κατέφθασε έξω από τή Μεθώνη καί ο Κωνσταντίνος Πιεράκος Μαυρομιχάλης μέ 120 Μανιάτες, γιά νά ενισχύσει τόν Παναγιώτη Ντούφα πού είχε φτιάξει τά ταμπούρια του στή θέση Παλαιοχώρι. Πρό δύω δέ ωρών πρίν ή δύση ο ήλιος ήλθεν αυτόσε ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Αναγνωσταράς, ο Κεφάλας, οι Κουμουνδουράκηδες, οι Καπιτανάκιδες, ο Παπά Τζόνης καί άλλοι ομού μέ τά ελληνικά ςρατεύματα, ενηγκαλίσθησαν δέ ευθύς ο Πρωτοσύγκελλος μετά τού Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Δικαίου καί μετά τόν αλλεπάλληλον ασπασμόν των είπεν ο Πρωτοσύγκελλος: - "Τί ωμιλήσαμεν εις τήν Βοστίτζαν καί τί βλέπω;" - "Ευχαριστήθην οπού σέ είδα καί δέν αλήθευσαν τά φημιζόμενα, έπειτα οι Τούρκοι τής Πελοποννήσου είναι μία πρέζα ταμπάκου εμπρός εις τούς ΈΈλληνας καί θέλεις τό ιδή." Απεκρίθη ο Δικαίος. - "Είθε!" είπεν ο Πρωτοσύγκελλος καί ενεκρίθη ν' απελθώσιν άπαντες εις τήν Αρκαδίαν (Κυπαρισσίαν). Τήν δέ επιούσαν (27 Μαρτίου) ανεχώρησαν εκ τής Σκάλας διά τήν Αρκαδιάν (εκτός τού Ηλία Μαυρομιχάλη όστις ομού μέ 450 Μανιάτας ανεχώρησε διά τήν Καρύταιναν), καθ' οδόν δ' επληροφορήθησαν ότι οι Οθωμανοί τής Κυπαρισσίας είχον αναχωρήσει διά τά φρούρια Νεοκάστρου καί Μεθώνης... Ο Ιωάννης Μέλιος, ο Παπατζόρης, ο Γρηγοριάδης, ο Ντούφας, ο Σιράκος καί οι λοιποί οδεύοντες αποφασιστικώς διά τά φρούρια (29 Μαρτίου) απήντησαν μακράν τού φρουρίου Νεοκάστρου 400 Οθωμανούς επιστρέφοντας εις Κυπαρισσίαν πρός διατήρησιν τών οικιών των. Μέ τόν ακόλουθον ιλαρόν τρόπον ενουθέτον τούς ΈΈλληνας: - "Βρέ Ρωμαίοι! γυρίστε εις τά σπήτια. Μήν σάς επήρεν ο Θεός τήν γνώσιν σας καί θά φάτε τά κεφάλια σας, γιατί δέν θά κατορθώσετε τίποτε, επειδή βλέπομεν ότι είσθε μοναχοί σας καί δέν βλέπομεν Κιράλιδες (βασιλιάδες) καί Φραγκιά νά πολεμήσουν καί εις τήν θάλασσαν καί εις τήν στεργιά. Εσείς μονάχοι σας θά χαθήτε καί σάς λυπούμαστε." Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος
304
Τήν Μεγάλη Εβδομάδα τού Πάσχα, οι Ρωμηοί πού τό έφεραν βαρέως νά μήν εορτάσουν τά πάθη τού Ιησού, χαλάρωσαν τήν πολιορκία τών δύο φρουρίων καί γύρισαν στά χωριά τους. Οι Οθωμανοί τού Νεόκαστρου επιχείρησαν έξοδο τήν Δευτέρα τού Πάσχα - 11 Απριλίου - αιφνιδιάζοντας τίς λίγες δεκάδες τών πολιορκητών, πού είχαν παραμείνει στίς θέσεις τους. Οι αρχηγοί όμως τής πολιορκίας πρόλαβαν νά πιάσουν τά ταμπούρια τους, καί απάντησαν μέ επιτυχία στούς πυροβολισμούς τών εξακοσίων περίπου Τούρκων, πού από αμυνόμενοι μετετράπησαν σέ επιτιθέμενοι. Ο Παναγιώτης Ντούφας μέ τόν Παπά Αναστάση από τό χωριό Χαλαζόνι καί τόν Αναστάση Γυφτάκη από τό χωριό Ραφτόπουλο, μέ αντεπίθεση ανάγκασαν τούς αριθμητικά ανώτερους Τούρκους νά επανέλθουν στό κάστρο τους καί η πολιορκία τού κάστρου συνεχίστηκε κανονικά. Δύο ολόκληρους μήνες μετά τήν έναρξη τών πολεμικών επιχειρήσεων καί ύστερα από επανειλημμένες εκκλήσεις, έφθανε επιτέλους στόν κόλπο τού Ναβαρίνου μικρή ναυτική δύναμη από τή νήσο τών Σπετσών, αποτελούμενη από τά πλοία τού Μπόταση καί τού Αναστασίου Κολανδρούτζου. Τό φρούριο τού Νεόκαστρου, πού είχε λιγώτερες προμήθειες από αυτό τής Μεθώνης, άρχισε νά υποφέρει από τήν έλλειψη τών τροφών. Αφού κατανάλωσαν όλα τά ζώα οι Τούρκοι τού Νιόκαστρου έστειλαν μία φελούκα μέ δύο ψαράδες νά ζητήσουν τρόφιμα από τό γειτονικό κάστρο τής Μεθώνης. Οι Τούρκοι τής Μεθώνης, πράγματι έστειλαν στούς ομοθρήσκους τους (ντίν ισλάμηδες), ένα πλοίο φορτωμένο μέ στάρι καί κουκιά. Τό πλοίο έγινε αντιληπτό από τά σπετσιώτικα πολεμικά, τά οποία τό κανονιοβόλησαν καί τό ανάγκασαν νά επιστρέψει στή Μεθώνη, φέρνοντας τήν απελπισία στούς Τούρκους τού Νέου Ναβαρίνου. Στίς 14 Ιουλίου, 125 άμαχοι Τούρκοι βγήκαν από τό κάστρο καί παραδόθηκαν στούς πολιορκητές. Τά γυναικόπαιδα τά διασκόρπισαν σέ διάφορα χωριά καί 16 άντρες τούς έκλεισαν στήν Ακρόπολη τής Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Μετά από λίγες όμως ημέρες, οι φύλακες έρριξαν τούς άνδρες αιχμαλώτους κάτω από τήν Ακρόπολη, γεγονός πού καταδικάζει έντονα ο Αμβρόσιος Φραντζής στήν Επιτομή τής Ιστορίας του. Ο θαλάσσιος αποκλεισμός έφερε τά αποτελέσματά του. Οι εντός τού φρουρίου Οθωμανοί είχαν έρθει σέ απόγνωση. Ο Τούρκος πού κατέβασαν από τά τείχη γιά νά ζητήσει βοήθεια από τήν Τριπολιτσά συνελήφθη από τούς 'Ελληνες. Βοήθεια δέν φαινόταν από πουθενά. Η τόσο κοντινή Μεθώνη δέν μπορούσε πλέον νά στείλει προμήθειες καί η μόνη τους τροφή ήταν πλέον φύλα καί ρίζες από τίς φραγκοσυκιές, τά οποία τά τηγάνιζαν ή τά έβραζαν. Τελικώς υπογράφηκε η παράδοσις τού φρουρίου τού Νεοκάστρου
305
μέ τόν όρο οι Οθωμανοί νά αφήσουν όλα τά πολύτιμα χρυσά καί ασημένια αντικείμενά τους στούς ΈΈλληνες καί οι τελευταίοι νά αναλάβουν νά τούς μεταφέρουν στά παράλια τής Τύνιδος (Τούνεζι). Οι αρχηγοί τής πολιορκίας απομάκρυναν μέ δόλο τόν αντιπρόσωπο τού πρίγκηπα Υψηλάντη Γεώργιο Τυπάλδο προκειμένου νά οικειοποιηθούν τή δόξα, αλλά καί τά λάφυρα πού θά λάμβαναν από τούς αγάδες καί ανέλαβαν αυτοί τήν παράδοση τών κλεισμένων Οθωμανών. Η διαμάχη γιά τήν αρχηγία είχε ήδη ξεσπάσει από τούς πρώτους μήνες τής επανάστασης. Τελειωθείσης δέ τής εγγράφου ταύτης συνθήκης, μετεκόμισαν οι Οθωμανοί εις τά δύω πολιορκούντα πλοία τήν κινητήν αυτών περιουσίαν συγκειμένην από κιβώτια (φορτζέρια κασέλας) κλειδομένα άπαντα καί εσφραγισμένα καί από δέσμας (τέγκια) δεδεμένας μέ σχοινία καλώς καί εσφραγισμένας. Τήν δέ πρωΐαν τής 7ης Αυγούστου εγένετο η εκ τού φρουρίου έξοδος τών Οθωμανών επί τή ελπίδι καί ταίς βάσεσι τής συνθήκης, αλλά νά ψαυσθή παρά τών Ελλήνων έκαστος Οθωμανός μήπως ήθελε φέρη μεθ' εαυτού χρήματα ή άλλα μεταλλικά είδη πολύτιμα καί ούτω νά επιβιβασθώσιν εις τά πλοία καί νά μετακομισθώσιν ως διελάμβανεν η συνθήκη υπογεγραμμένη από τούς αρχηγούς τής ξηράς καί τής θαλάσσης. Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος ΌΌταν, στίς 8 Αυγούστου 1821, άρχισαν νά εξέρχονται οι Τούρκοι από τό Νεόκαστρο, οι ομόπιστοί τους επιχείρησαν πολεμική έξοδο από τό κάστρο τής Μεθώνης. Τήν έξοδο επιχείρησε νά ανακόψει ο Κωνσταντινός Πιερράκος Μαυρομιχάλης μέ 300 Μανίατες. Οι Τούρκοι όμως τής Μεθώνης ήταν αποφασισμένοι καί μέ τά γιαταγάνια στά χέρια διασκόρπισαν τούς Μανιάτες. Μόνος μέ 9 πολεμιστές απόμεινε ο Μαυρομιχάλης ο οποίος τελικώς πέθανε μέ όλους τούς συντρόφους του. Μεταξύ τούτων ήταν καί ο Δημήτριος Χαλαζωνίτης. Ο πατέρας του, ηλικίας 80 ετών, μόλις επληροφορήθη τόν θάνατόν του, είπε: «- Ας πάγη τό παιδί μου στήν ευχή μου. Δότε μου τ' άρματά του, θά πιάσω εγώ τόν τόπον του.» Οι ΈΈλληνες ξέχασαν τότε καί τίς συνθήκες καί τούς όρκους. Τό αίμα τού νεκρού Μανιάτη θά τό πλήρωναν οι άοπλοι Τούρκοι πού έβγαιναν από τό κάστρο τού Νιόκαστρου, οι οποίοι άπαντες, συμπεριλαμβανόμενων τών γυναικών καί τών παιδιών εσφάγησαν. Οι κραυγές "Αλλάχ ιτσούν", αντηχούσαν μάταια. Τά βρέφη πετάγονταν στή θάλασσα καί η παραλία κοκκίνησε από τό αίμα τών σφαγμένων Τούρκων. Mόνο ο σημαιοφόρος τού Μαυρομιχάλη σκότωσε 30 Οθωμανούς.
306
Αλλ' ο φόνος ούτος καί η σφαγή τών Οθωμανών δέν έγινεν εκ προμελέτης, ούτε δέ καί οι οπλαρχηγοί επεθύμουν αυτό. Εγεννήθη δέ από αναμνήσεις των, όσα οι ΈΈλληνες παρά τών Οθωμανών υπέφεραν δεινά επί Τουρκοκρατείας, οι μέν παρά τών ιδιοκτητών αγάδων τών κωμών, οι δέ παρά τών σπαχήδων. Προέκυψε δέ καί παρά τών ιδίων Οθωμανών αιτία, οίτινες ελάλουν μέ τήν συνήθη αυθάδειάν των καί τήν υπεροψίαν εις τούς ΈΈλληνας καί ως νά είχον ακόμη αυτούς υπεξουσίους. "Μπρέ Ρωμαίοι!, μπρέ σκλάβοι!" Μή υποφέροντες ν' ακούουν οι ΈΈλληνες, φέροντες δ' ενταυτώ εις τόν νούν των επανερχομένας καί τάς παρ' αυτών όσας εδοκίμασαν τυραννίας, άλλοι δέ πάλιν στενοί συγγενείς όντες τού παρά τών ιδίων Οθωμανών δολοφονηθέντος προεστώτος τής Αρκαδίας Γρηγορίου Παπα Φωτοπούλου, μή δυνάμενοι δέ νά βλέπωσι τούς δολοφονήσαντας αυτόν Οθωμανούς, ενθυμούμενοι δέ καί τήν αξιοδάκρυτον κατάστασιν καί τόν αφανισμόν τής οικογενείας αυτής μετά τή δολοφονίαν αυτού, ερεθίσθησαν νά φονεύσωσι τούς δολοφόνους καί έκαμαν αρχήν εις τούς φόνους. Aμβροσίου Φραντζή, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος Τό αμάρτημα τής σφαγής τού άμαχου πληθυσμού τό επιβάρυνε καί η φιλονικία μεταξύ Τριφυλίων καί Σπετσιωτών γιά τή διανομή τών λαφύρων. Χαμένος τής υπόθεσης ήταν τό Κοινό Ταμείο αφού οι αρχηγοί στό τέλος επιβουλεύθηκαν ο καθείς γιά λογαριασμό του τά λάφυρα από τούς πλούσιους μπέηδες του Νεοκάστρου. Ακόμα μία αποτυχία σημειώθηκε στήν προσπάθεια πολιορκίας τού κάστρου τής Μεθώνης. Η συγκέντρωση τών ελληνικών δυνάμεων στό Νεόκαστρο έγινε αιτία νά παραμεληθή η πολιορκία τού βενετικού αυτού κάστρου, τό οποίο δέν κατάφεραν οι νησιώτες νά τό αποκλείσουν αποτελεσματικά ούτε καί από τή θάλασσα. Εις τήν Κορώνην τά πράγματα υπήρξαν δύσκολα διά τούς ΈΈλληνας τής επαρχίας. Εκεί οι Τούρκοι ήσαν σκληρότεροι καί πονηρότεροι από τούς άλλους. Εγκατεστημένοι όλοι εις τήν πόλιν, ήσυχοι καί απρόσβλητοι εντός τών τειχών καί τού φρουρίου, ήσαν τόσον τυραννικοί, ώστε είχε διαμορφωθή εις τήν επαρχίαν εκείνην ο θλιβερώτερος τύπος τού ραγιά. Αι δημογεροντίαι δέν κατώρθωσαν νά γίνουν ισχυραί. όπως εις άλλη μέρη τής Πελοποννήσου, όπου είχαν αποκτήσει τήν δύναμιν πραγματικών διοικητικών αρχών. Σχολεία σχεδόν δέν υπήρχαν. ΌΌταν αι φήμαι περί τής επικείμενης επαναστάσεως έφθασαν καί εις τήν Κορώνην, οι εκεί Τούρκοι ανησύχησαν περισσότερον τών άλλων. Πάντοτε οι τυραννικώτεροι είναι καί περισσότερον καχύποπτοι. Απεφάσισαν αμέσως νά μεταφέρουν όλους τούς ΈΈλληνας του προαστίου
307
εντός τού φρουρίου άν όχι διά νά τούς θανατώσουν, αλλά τουλάχιστον διά νά έχουν εις τά χέρια τους ικανούς ομήρους. ΌΌταν οι Τούρκοι τής Κορώνης κατά τήν χαραυγήν τής 26ης Μαρτίου είδαν γύρω από τό φρούριον σώματα ενόπλων, εφρύαξαν. Δέν είχαν προφθάσει νά παραλάβουν εντός τού φρουρίου παρά μόνον τόν επίσκοπον καί τούς δύο ακολούθους του. Εις τό ελληνικόν πρό τής Κορώνης στρατόπεδον, τό συσταθέν αρχικώς από τόν Ηλίαν Κατσάκον καί τούς δύο Δαρειώτας, προσετέθησαν καταφθάσαντες μετά τάς πρώτας ημέρας τής πολιορκίας ο Ιωάννης Κατσής Μαυρομιχάλης, ο Γεώργιος Παυλάκης καί ο Ροδίτης μέ τετρακόσιους Μανιάτας. Οι οπλοφόροι τής Κορώνης ανήρχοντο εις τριακόσιους πενήντα καί είχαν επί κεφαλής τόν Ιωάννην Καράπαυλον, τόν Διονύσιον Τριγγέταν, τόν Ηλίαν Σάκην, τόν Ιωάννην Ψαλτάκην, τόν παπα Φώτην Παπαδόπουλον, τόν παπα Σαρέλαν καί τόν Μελέτην. Η ελληνική επανάστασις - Διονύσιος Κόκκινος, 1956 Αντίστοιχη ήταν καί η πορεία τών επιχειρήσεων στό κάστρο τής Κορώνης, όπου κρατιόταν ως όμηρος ο Επίσκοπος Γρηγόριος. Αγανακτισμένοι από τήν παράταση τού αποκλεισμού οι Τούρκοι έσφαξαν στό τέλος Ιουλίου τόν ιερωμένο καί τό πτώμα του τό έριξαν κομματιασμένο έξω από τά τείχη τού κάστρου. Ο Τούρκος ντελάλης τότε άρχισε νά καλεί τούς ΈΈλληνες από ψηλά, φωνάζοντας: "ελάτε, βρε Ρωμηοί , να φάτε το κρέας του Δεσπότη σας". ΌΌταν τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης ανεφοδιάστηκαν στά τέλη Αυγούστου 1821 από τόν οθωμανικό στόλο, εγκαταλείφθηκε καί η πολιορκία τους από τούς ΈΈλληνες. Μουσείο Μπουμπουλίνας Σπέτσες Το Μουσείο της Μπουμπουλίνας ιδρύθηκε το έτος 1991 από τον απόγονό της (τετρασέγγονο) Φίλιππο Δεμερτζή Μπούμπουλη, στην προσπάθειά του να διασωθεί τό αρχοντικό που κινδύνευε από κατάρρευση. Τό Υπουργείο Πολιτισμού ουδέποτε ενδιαφέρθηκε νά συντηρήσει τό σπίτι τού Μπούμπουλη, κατασκευασμένο τόν 17ο αιώνα. Τά εκατομμύρια τά χάριζε στά τρωκτικά, στά κομματόσκυλα, στίς ΜΚΟ καί σέ παραγωγές ανθελληνικών τανιών. Τ α έσοδα από τό Μουσείο πού φτιάχτηκε μέ ιδιωτική καί μόνο πρωτοβουλία διαχειρίζεται εταιρία μη κερδοσκοπική με σκοπό την επισκευή καί συντήρηση του αρχοντικού, την λειτουργία του ως μουσείου καί πολιτιστικού κέντρου καί τη διάδοση της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως καί ειδικότερα της ηρωίδας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Ανάργυρος Παύλου Χατζή Ανάργυρος (Λάππα Ναυτικά 1821)
308
Η γενιά τών Ανάργυρων κατεβαίνει από τόν Ανάργυρο Κόλα. Είχε τρείς γιούς. Τόν Παύλο, τό Νικόλα καί τό Δημητρό. Γιός τού Παύλου ήταν ο Ανάργυρος. Ο Ανάργυρος έκανε τόν Αναγνώστη, τόν Παύλο καί τόν Ανδρέα. Ο Αντρέας παντρεύτηκε τήν Καλομοίρα κόρη τού Χατζή Γιάννη Μέξη καί έκανε τόν Ανάργυρο. Ο Ανάργυρος ότι καινούργιο άκουγε τό έγραφε στά χαρτιά του, ενώ γέμιζε κόλλες μέ τά ιστορήματα τής καπετάνισσας τής γριά Μαρίνας. - "Ο παππούς σου γιέ μου, γεννήθηκε στίς Σπέτσες τό 1755. Μέ τόν καιρό πρόκοψε καί πιάστηκε καλά. Στά 1792 συνάντησε στίς Κάβο Κολώνες (Σούνιο) τήν αρμάδα τού καπουντάν πασά Χουσεΐν. Ερχόταν νά πολεμήση τό Λάμπρο Κατσώνη κ' ύστερα νά καταστρέψη τό νησί μας πού ήταν μέ τό μέρος τού Λάμπρου. Σάν τό έμαθε ο παππούς σου, έτρεξε στήν καπιτάνα. Ανταμώθηκε μέ τόν πασά καί μέ τά πολλά τόν έκανε ν' αλλάξη γνώμη, νά μήν πειράξη τίς Σπέτσες". - "Θάρθης όμως κοντά μου καπετάν Αργύρη νά πολεμήσουμε τό Λάμπρο." τού λέει ο Χουσεΐν. Τί νά κάνη κείνος, Γιά νά γλυτώση τίς Σπέτσες θά τόν ακολουθούσε. ΈΈλα όμως πού Γραικός όπως ήταν δέν τού πήγαινε η καρδιά του νά χτυπήση τόν Κατσώνη. Σάν ξεκίνησε η αρμάδα απ' τά Τσιλιβίνια ο παππούς σου από κοντά. ΈΈκανε όμως ένα τέχνασμα. Είπε στούς λαμνοκόπους νά φτερώνουν τά κουπιά καί νά χτυπάνε ψεύτικα τή θάλασσα νά φαίνωνται πώς λάμνουν βιαστικά, μά νά μήν προχωράνε. ΈΈτσι κατάφερε ν΄απομείνη αλάργα απ΄τό θαλασσοπόλεμο Χουσεΐν... Ο καπετάν Ανάργυρος σκάρωσε στούς σπετσιώτικους ταρσανάδες δύο καινούργια καράβια. Στό 1797 τό λατινάδικο "Αγιος Νικόλαος" καί τόν άλλο χρόνο τό μπρίκι "Πλειάς". Μακροταξίδεψε μέ τήν "Πλειάδα" στήν Ισπανία, στή Συρία κι άλλα λιμάνια. Μέσα σέ τρία χρόνια κέρδισε πολλά χρήματα. Καζάντησε πιά. ΈΈγινε από τούς πιό πλούσιους καραβοκύρηδες. ΌΌταν βρέθηκε στή Συρία, πήγε στά Ιεροσόλυμα, προσκύνησε τόν Αγιο Τάφο καί βαφτίστηκε στόν Ιορδάνη. Τότε κόλλησε στ' όνομά του τόν τίτλο τού "χατζή" (προσκυνητής). Οι Ανάργυροι έφτιαξαν τό 1803 τήν κορβέτα "Αχιλλεύς" καί τό 1814 τόν "Ηρακλή", τόν "Ποσειδώνα" καί τόν "Περικλή". Ο "Περικλής" ολόμπροστα στήν πλώρη είχε φιγούρα (ακρόπρωρο) σκαλισμένο σέ ξύλο ατόφιο ως τή μέση τόν Περικλή μέ τήν περικεφαλαία του. Η Λασκαρίνα είχε φιγούρα στό καράβι της "Σπέτσες" μία γυναίκα, ο Μέξης τόν Θεμιστοκλή, ο Μπάμπας τόν Επαμεινώνδα καί ο Πάνου τόν Σόλωνα. Ο ναύαρχος Μιαούλης είχε τόν Μεγαλέξαντρο... Διονύσιος Κόκκινος Η Ελληνική Επανάστασις (Συμπεριφορά τών ναυτών)
309
Το πνέυμα της απειθαρχίας κατά τας πρώτας εκστρατείας του ελληνικού στόλου ήτο γενικόν. ΈΈκανεν ο καθένας ό,τι ήθελε. ΌΌπως έγραψεν ο Σαμουήλ Χάου, ούτε ο ναύαρχος ούτε ο πλοίαρχος είχαν πραγματικήν εξουσίαν. Το παν εξηρτάτο εκ των ναυτών. Αν οι ναύται συμφωνούσαν, η υπηρεσία εγίνετο, καί αν δεν ήθελαν να εκτελέσουν την διαταγήν, κανείς δεν ήτο δυνατόν να τους εξαναγκάσει να υπακούσουν. Εις την απειθαρχίαν των ναυτών συνετέλλει η έλλειψις αξιωματικών. Δεν υπήρχαν εις κάθε πλοίον παρά μόνον ο κυβερνήτης καί οι ναύται. Διάμεσον αξίωμα καί ιεραρχία προς αποφυγήν προσοικειώσεως καί προστριβών σχεδόν δεν υπήρχεν. Ο ναύκληρος δεν είχε περισσότερα δικαιώματα από τον ναύτην καί ο σκριβάνος (γραμματεύς) δεν εθεωρείτο αξιωματικός, ή τουλάχιστον δεν είχεν εξουσίαν. Και αυτή η εσωτερική υπηρεσία εξετελείτο ανωμάλως. Δεν υπήρχε καταμερισμός των υπηρεσιών κατά είδη. ΌΌλοι ήσαν δι' όλας τας εργασίας. Ανάργυρος Ανδρέου Χατζή Ανάργυρος - Τά Σπετσιώτικα, Αθήνησι 1861 Πεσούσα η ελληνική δύναμις από τήν πολιτικήν εξουσίαν μετά τήν πτώσιν τού τελευταίου εκ τών Χριστιανών Αυτοκρατόρων, τού μάρτυρος τής πίστεως Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τώ 1453, σωτηρίω έτει, Μαΐου 29, κατέφυγεν αύτη εις τόν ηγούμενο τής θρησκείας τού Χριστού. Τό Πατριαρχείον περιστοιχιζόμενον από τούς λογάδας τού έθνους εν Κωνσταντινουπόλει, διεκδίκει έκτοτε όλα τά εθνικά δίκαια τά οποία καί ο τύραννος αυτός εβιάσθη νά σεβασθή. Τ όν δέ δουλωθέντα λαόν καθ' όλην τήν έκτασιν τής χριστιανικής ελληνικής γής αντεπροσώπευον οι προύχοντες τού ΈΈθνους, οίτινες εκεβέρνων τά ίδια πράγματα όπως ηδύναντο, προφυλαττόμενοι μέν διά παντός μέσου από τά κακά τής καταπιέσεως, οσημέραι προσκείμενα, συσφιγγόμενοι δέ πάσαις δυνάμεσι περί έν σταθερόν σημείον τής ακραδάντου θρησκείας ημών τό οικοδόμημα, διό άσβεστον μέχρι τέλους διετήρησαν τό τής αυτοϋπάρξεως καί ιδίας εθνικότητος ευγενές καί σωτηριώδες αίσθημα, λαός, πρόκριτοι καί κλήρος, απέναντι τού όγκου τής τυραννίδος καί τού βάρους τής κατακτήσεως. Η ιστορία μετά φρίκης απαριθμεί τά ανήκουστα δεινά όσα υπέστη ο ελληνικός λαός, ο χριστεπώνυμος ούτος λαός, επί τέσσαρας ως έγγιστα εκατονταετηρίδας από δεσπότην μηδέν έχοντα ιερόν, μηδέν σεβόμενον, από τύραννον αιμοχαρή τόν οποίον ο τάρταρος εξήμεσεν εις τά νώτα τής Ευρώπης από τά μεσόγεια τής Ασίας φερόμενον, καί τού οποίου τήν θηριωδίαν μόνον οι ΈΈλληνες κατεδικάσθησαν νά υποστώσι, διότι ελέγοντο Χριστιανοί. Αυτή ήτον η τύχη τού Ελληνικού Γένους!
310
Επανάστασις εις Αργολίδα «Σήμερον τήν 25 Μαρτίου 1821 διορίζομεν γενναίον άρχηγόν τών στρατιωτικών δυνάμεων Αργολίδος τόν Αρσένιον Α. Κρέσταν καί τούς οπαδούς αυτού οπλαρχηγούς, Αναστάσιον Ν. Μονοχάρτζην, Νικόλαον Α. Κρέσταν, Αναγνώστην Κ. Ζέρβαν, ώς εφόρους καί τούς έξης: Ιερομόναχον Διονύσιον Π. Βούλγαρην, ήγούμενον τής Μονής Αύγοΰ, τον ήγούμενον της Μονής Ζωοδόχου Πηγής ΊΊωάσαφ Οικονόμου ή Τζερεμέν, κατά διαταγήν ημών νά διοικούν νά διατάσσουν τους οπαδούς των υπέρ της κοινής ελευθερίας καί σωτηρίας του Ελληνικού Γένους.» ΈΈν Υδρα τή 25 Μαρτίου 1821. Α ναστάσιος Μπότασης Ιωάννης ΌΌρλάνδος I. Μέξης Γ. Κουντουριώτης Λ. Κουντουριώτης Γκίκας Μπότασης - «Ορκίζομαι έν ονόματι τών τετιμημένων οστών τών παναρχαιοτάτων προπατόρων ημών Ελλήνων. Ελευθερία ή θάνατος αδελφοί.» Παπά Αρσένης Κρέστας Γράμμα τού Κεχαγιά πρός τούς κατοίκους τής Αργολίδας - 24 Απριλίου 1821, Κουτσοπόδι «Εγώ ο Μουσταφά μπέης Κεχαγιάς τού βεζύρ Μεχμέτ πασσά εφέντη μας, Χάλια Μόρα Βαλεσή. Ε ις τ' εσάς προεστοί καί ελοιποί, οπού βρίσκεσθε στό Αργος, σάς φανερώνω νά μή γένετε σεμπέτηδες καί χαλάσετε τά σπίτια σας καί πάρετε καί τήν ορφάνια στό λαιμό σας, ως καθώς τό έκαμαν καί εις Βοστίτσα καί Κόρθο, όπου τούς έγραψα τά ίδια καί δέν μέ άκουσαν καί έπαθαν εκείνο οπού τούς ετύχαινε. ΈΈγιναν σκλάβοι τής Τουρκιάς, έχασαν τό βιό τους καί πολλοί εχάθηκαν από τήν ανακεφαλιά τους καί άς έχουν τό κρίμα εκείνοι. Τ ώρα καί σείς, βλέποντες τό μπουγιουρδί μου, νά σηκωθήτε μερικοί νά ελθήτε νά σάς δώσω τό ράγι σας νά καθήσετε ως ραγιάδες βασιλικοί οπού είσθε, καί έτσι νά είστε.΄Οχι καί δέν έλθετε έως τό ταχύ αύριο, νά ξέρετε θά πάθετε τά ίδια τών άνωθεν. Εγώ μέ τό στανιό εκράτησα τό ασκέρι. Θά ήρχονταν απόψε. Αλήμ Αλάχ, μέ κακοφαίνεται καϊγμένοι μέ τό φέρσιμόν σας καί κάμετε ως καθώς σάς γράφω γιά νά είσθε στά σπίτια σας μέ παιδιά σας, μέ βιό σας. ΌΌχι άλλο. Τό κρίμα στό λαιμό σας. Σάς καρτερώ έως έβγαλμα ήλιου νά είσθε εδώ διά νά προσκυνήσετε χωρίς άλλο ή ούτως ή άλλο.» Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Γ' στήν Μονεμβασιά (1336) Επεί οι Μονεμβασιώται οί τε από τής θεοσώστου πόλεως Μονεμβασίας καί από τών Πηγών ευρισκόμενοι καί κατοικούντες αρτίως είς τε τήν θεοδόξαστον καί θεοφύλακτον καί θεομεγάλυντον Κωνσταντινούπολιν, αλλά δή καί εις άλλας πόλεις καί χώρας τής βασιλείας μου, εισίν αποτεταγμένοι διά χρυσοβούλλων καί
311
προσταγμάτων τών αγίων καί αοιδίμων καί μακαρίων μου αυθέντων καί βασιλέων, τούτε πατρός καί πάππου καί προσπάππου τής βασιλείας μου, ίνα εφ' αίς άν ποιώσι πραγματείαις εις τήν θεοδόξαστον Κωνσταντινούπολιν, τήν Σηλυμβρίαν, τήν Ηρακλείαν, τό Ραιδεστό, τήν Καλλιούπολιν καί τάς άλλας τής Μακεδονίας καί δίδωσι χάριν κομερκίου εις ποσότητα νουμισμάτων εκατόν νουμίσματα δύο, εις δε τούς λοιπούς πάντας τό πους καί χώρας καί σκάλας τής βασιλείας μου διαμένωσιν ανώτεροι απαιτήσεως κομερκίου παντελώς, διατηρώνται δε καί, ένθα άν ευρίσκωνται καί κατοικώσιν ανενόχλητοι καί από πασών άλλων δώσεων καί απαιτήσεων, παρεκάλεσαν δέ, ίνα τύχωσι καί εκ νέου ευεργεσίας ιδίας παρά τής βασιλείας μου, δι' ήν έχει αύτη τή χάριτι έφεσιν καί όρεξιν τού ευεργετείν πάντας τούς εις αυτήν αναφερομένους πιστούς καί ευυπολή πτους, προστάσσει καί διορίζεται ήδη η βασιλεία μου απολύουσα τόν παρόντα χρυσόβουλλον λόγον αυτοίς, ίνα πάντες οι Μονεμβασιώται, οί τε εν τή θεοσώστω πόλει Μονεμβασίας κατοικούντες, αλλά δή εκ καί τών Πηγών κάν όπου άρα ευρίσκωνται καί κατοικώσιν εις τε τήν θεοδόξαστον Κωνσταντινούπολιν ή τε καί αλλαχού, απολαύωσι μεν τής, ής είχον προτέρας εξουσίας καί δεφενδεύσεως διά τών ρηθέντων χρυσοβούλλων καί προσταγμάτων ών είχον οι από τών Πηγών ρηθέντες Μονεμβασιώται. Κατε πίκεινα δέ τοιαύτης εξουσίας ευεργετεί η βασιλεία μου αυτούς κοινώς όλους τούς Μονεμβασιώτας, τούς τε εκ τών Πηγών καί τούς εκ Μονεμβασίας, ίνα, εφ' αις άν ποιώ σι πραγματείας, δίδωσιν εις τό κομμέρκιον τής θεοδοξάστου Κωνσταντινουπόλεως υπέρ εκβολής ποσότητος νουμισμάτων εκατόν νούμισμα έν καί υπέρ εκβολής αγοράς ετέρας πραγματείας ποσότητος νουμισμάτων εκατόν νούμισμα έν, είτε δηλονότι διά σί του εν τώ προφορίω καί αλλαχού, ένθα βούλονται, είτε διά οίνου, εάν εξ οιασδήπο τε χώρας διακομίσωσι ταύτα, ή διά προσφαγίων παστών ή τομαρίων ή πετζίων ή πα νίου ή λινοκόκκου ή τζοχαρικής ή τετραπόδων ή ετέρων ειδών, ών άν βούλωνται, μηδ' όλως παρά μηδενός κωλυόμενοι επί ταίς διαπράσεσι τών τοιούτων πραγματειών αυτών, ή καθελκόμενοι εις απαιτήσεις καμπανιστικού, μεσιτικού, ζυγαστικού, μετρητικού, μετριατικού, παχιατικού, γομαριατικού, οψωνίου, σκαλιατικού, βιγλιατικού, δεκατίας, αλιευτικής τετραμοιρίας, ξυλαχύρου, ορεινής τής ενιάδος ως τάς εις αυτούς περί αυτήν απάσας σκάλας, αλλά δή καστροκτισίας, κατεργοκτισίας, μαγειρίας, αντιναύλου, εξωπρασίας, κοσμιατικού, καπηλιατικού, μηνυατικού, εργαστηριατικού, μεταξιατικού, τής απαιτήσεως τού πανίου τού εν τώ φόρω πωλουμένου, έτι δέ καί τού κεφαλαίου τού σιταρίου τού εισαποταχθέντος απαιτείσθαι από τών καραβίων ή ετέ ρου τινός κεφαλαίου τών νύν ενεργουμένων ή καί εις τό εξής μελλόντων επινοηθή σεσθαι, αλλά διατηρώνται απάντων τούτων ανενόχλητοι καί αδιάσειστοι παντελώς.
312
Ωσαύτως ουδέ οι πωλούντες πρός αυτούς ή εξωνούμενοι από τών πραγματειών αυτών, είτε ζώά εισιν είτε γεννηματικά είδη ή καί άλλο τι, ή εν τή θεοδοξάστω Κωνσταντινουπόλει ή εν ετέροις τόποις τής βασιλείας μου απαιτούνται χάριν κομμερκίου ένε κεν δηλονότι τής δεφενδεύσεως τών τοιούτων Μονεμβασιωτών. ΈΈσται δέ, καί όταν διακομίζωσι διά καραβίων τάς τούτων πραγματείας είτε από τής άνω θαλάσσης, είτε από τής κάτω είτε από τής θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως κόλπων, είτε σίτος ένι είτε οίνος είτε έτερόν τι είδος, ισάζωνται μέν οι δηλωθέντες Μονεμβασιώται εν τώ κομμερκίω τής θεοφυλάκτου Κωνσταντινουπόλεως καί ίνα δίδωσιν, όσον ανωτέρω διορίζεται η βασιλεία μου, οι δέ έχοντες τά καράβια διαμένωσιν ανενόχλητοι χάριν τών τοιούτων πραγματειών αυτών, μήτε τετραμοιρίαν ή άλλην απαίτησίν τινα χάριν τής τοιούτων εξουσίας παρά τινος απαιτούμενοι. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis11.html
313
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΒ' Κρήτη ΉΉταν Μάρτιος τού 961, όταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας τής ελληνικής αυτοκρατορίας Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969) μαζί μέ τόν Ιωάννη Τσιμισκή, επιτύγχαναν μέ μία γιγαντιαία στρατιωτική επιχείρηση 200.000 άνδρών καί 3.000 δρόμωνων, νά εκδιώξουν τούς μουσουλμάνους κατακτητές (Σαρακηνούς) από τή γή τού βασιλιά Μίνωα. Ο Νικηφόρος Φωκάς κατέσφαξε τόν αραβικό πληθυσμό ο οποίος αντιστάθηκε μέ γενναιότητα, ενώ μέ τό υγρό πύρ έκαυσε τόν στόλο τών Σαρακηνών πού ήταν αραγμένος στό λιμάνι τού Χάνδακα (Ηράκλειο). ΈΈχοντας παρά τώ πλευρώ του τόν μοναχό Αθανάσιο, ο οποίος μετέπειτα θά ίδρυε τήν μοναστική πολιτεία στό όρος Αθως, επανέφερε τόν ελληνοχριστιανικό πολιτισμό στό νησί τής Κρήτης. Πρός τιμήν του υψώθηκε τεράστιο άγαλμα γιά νά θυμίζει τόν απελευθερωτή τής Κρήτης καί τόν νικητή τών μουσουλμάνων εισβολέων. Oι περισσότεροι Κρητικοί είχαν αλλαξοπιστήσει καί ο Αγιος Νίκων ο "Μετανοείτε", ήταν αυτός πού ανέλαβε νά τούς επαναφέρει στόν αληθινό Λόγο τού Θεού. Καί βέβαια γνώριζαν οι Βυζαντινοί ότι όποιος βαπτίζεται Χριστιανός Ορθόδοξος, ταυτόχρονα εξελληνίζεται. Γνώριζαν οι προγόνοι μας ότι όποιος εγκαταλείπει τό Κοράνι καί τή Μαντήλα γιά νά μυηθεί στήν ελληνική παιδεία, τότε γνωρίζει τίς αξίες πού εξυψώνουν τόν άνθρωπο. Αξίες οι οποίες είναι μισητές στόν ισλαμικό κόσμο. Η Κρήτη αργότερα θά βρισκόταν υπό ξενική κατοχή η οποία θά κρατούσε γιά πολλούς αιώνες. Οι Κρητικοί βέβαια καί ιδιαίτερα οι Σφακιανοί, ουδέποτε ανέχθηκαν τόν ξένο ζυγό στό σβέρκο τους καί σέ κάθε περίσταση έστρεφαν τό σπαθί τους κατά τού δυνάστη είτε Βενετσιάνος ήταν αυτός είτε Οθωμανός. ΌΌχι όμως όλοι οι Κρητικοί. ΌΌσοι εξόμωσαν καί ασπάστηκαν τόν ισλαμισμό (τουρκοκρητικοί), στράφηκαν κατά τών Χριστιανών καί αποδείχθηκαν πιό σκληροί καί πιό απάνθρωποι ακόμα καί από τούς ίδιους τούς Οθωμανούς. Καί τώρα φτάσαμε στήν Κρήτη, όχι μονάχα στό μεγαλύτερο από τά ελληνικά νησιά, παρά καί στό πιό πολυθρύλητο από τήν αρχαιότητα ως τώρα. Στάθηκε πολυβασανισμένη. ΌΌποιος τήν είχε, κράταγε τό κλειδί όχι μονάχα τού Αιγαίου, παρά καί τής ανατολικής Μεσογείου. ΌΌταν ξέσπασε η επανάσταση τού εικοσιένα, 152 χρόνια βρίσκονταν οι Τούρκοι σ' αυτήν. Πρίν τή χαιρόταν, μισή σχεδόν χιλιετηρίδα, 465 χρόνια, η θαλασσοκράτειρα Βενετία. Δούλοι οι Κρητικοί κάτω από τούς Βενετσιάνους, σκλάβοι γίνηκαν κάτω από τήν τούρκικη κατάχτηση. Από τή μία κόλαση πέρασαν στήν
314
άλλη. Φαμέγιοι, κολίγοι δηλαδή, δούλευαν στά κτήματα τών Βενετσιάνων, φαμέγοι μείνανε καί κάτω από τούς Τούρκους κατακτητές, όταν τήν πήρανε τό 1669. ΊΊ σως πουθενά αλλού η τούρκικη κατάκτηση νά μή στάθηκε τόσο απάνθρωπη. Στό 1821 η Κρήτη μέτραγε 265.000 ψυχές. Απ΄ αυτούς, οι 140.000 ήταν χριστιανοί καί οι 123.000 οθωμανοί. Οι τελευταίοι από πού είχαν έρθει; Από πουθενά. Στήν παμψηφία τους ήταν κι αυτοί κάποτε χριστιανοί πού τούρκεψαν καί γι' αυτό ονομάστηκαν τουρκοκρητικοί. ΌΌσοι από τούς πρώτους Τούρκους κατακτητές απόμειναν στήν Κρήτη απόκτησαν μέ τή βία Ρωμηές γυναίκες. ΈΈπειτα ακολούθησε τό παιδομάζωμα. Η ζωή τών ραγιάδων κατάντησε αβάστακτη. Δημήτρης Φωτιάδης - Επανάσταση τού 21 Τα Σφακιά υπήρξαν γιά τήν Κρήτη ό,τι η Μάνη γιά τόν Μοριά καί τό Σούλι γιά τήν ΉΉπειρο. Οι Σφακιανοί ήταν ασυμβίβαστοι, ατίθασοι καί πάνω από όλα ελεύθεροι. Το 1648, ενώ είχαν υποταχθεί όλες οι γύρω επαρχίες και τα κάστρα ήταν γκρεμισμένα, δίχως το Μεγάλο, οι Σφακιανοί βοηθούσαν τον Ματθαίο Καλλέργη και τους Ενετούς στις επιχειρήσεις τού Αλμυρού. Ο Δελή Χουσεΐν Πασάς τούς πολέμησε σκληρά καί κατάφερε νά κάνει τά Σφακιά φέουδό του, αλλά γιά μικρό χρονικό διάστημα. ΈΈκτοτε κανείς Τούρκος δέν πάτησε τό πόδι του σέ αυτή τήν περιοχή. Τους φόρους τους, πότε τούς πλήρωναν οι Σφακιανοί καί πότε όχι. Οι πασάδες τής Κρήτης λυσσομανούσαν κατά τών Σφακιακών αλλά δέν μπορούσαν νά τούς τιθασεύσουν. "Οι ραγιάδες της επαρχίας Σφακίων συνεργαζόμενοι στενώς μετά των απίστων εχθρών κουρσάρων και όντες λίαν πανούργοι και δόλιοι, βασιζόμενοι δε και εις το δύσβατον των οδών των και το απρόσιτον της επαρχίας των και συμπεριφερόμενοι πάντοτε μετά σκαιότητος, αρνούνται την καταβολήν των φόρων των, προβάλλοντες άρνησιν και εμμονήν και αντίστασιν, συγκεντρωθέντων ούτω εις χείρας των άνω των 40.000 γροσίων." ΌΌταν τους απειλούσαν οι Τούρκοι, οι μισοί Σφακιανοί έμπαιναν στα καράβια και ανοίγονταν στο πέλαγος και οι άλλοι μισοί ανέβαιναν στά απάτητα βουνά καί στά άγρια φαράγγια. Στον όρμο τού Λουτρού, που ήταν το κεντρικό λιμάνι των Σφακίων, υπήρχε πλούτος και μεγαλείο. Στην Ανώπολη της οποίας επίνειο ήταν το Λουτρό, η αρχοντιά ήταν έκδηλη. Και όχι μόνον εκείνη την εποχή. Στα χαρτιά των Ενετών αναφέρεται ένα μεγαλοπρεπές γεύμα τού καπετάν Κατσούλη Πατεροζάπα στόν γενικό προβλεπτή Κρήτης Γερώνυμο Καπέλο, ο οποίος επιχειρούσε επίσκεψη φιλίας στα Σφακιά το 1608. Στο τραπέζι αυτό, σύμφωνα με τα χαρτιά των Ενετών, ο Ανωπολίτης
315
καπετάνιος άπλωσε τριακόσια αργυρά σκεύη. Στα Σφακιά υπήρχε μία ή και περισσότερες ομάδες καταδρομέων, όπως αυτή τού Μάρκου τού γιού τού καπετάν Γιωργάκη. Η ομάδα τού Γιωργακομάρκου ρήμαζε τα υποστατικά των αγάδων, πέρα από τα Σφακιά, στα αποκορωνιώτικα και τα ρεθεμνιώτικα χωριά. ΈΈπεφταν τη νύχτα, εξόντωναν τους αγάδες και τους ανθρώπους τους και γύριζαν στα Σφακιά φορτωμένοι με κούρσος. ΉΉταν δεινοί νυχτοπολεμιστές και οδοιπόροι. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν "Σεϊτάν τακιμί" και τον αρχηγό τους Δαιμονάρχη. Δασκαλογιάννης Ο Ιωάννης Βλάχος γεννήθηκε στήν Ανώπολη Σφακίων τό 1730, ένα ορεινό χωριό, κοντά στήν θάλασσα τού Λιβυκού πελάγους, στή θέση τής αρχαίας ομώνυμης πόλης, φέουδο των Σκορδιλών κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Ο Γιάννης έμεινε περισσότερο γνωστός στήν ιστορία μέ τό προσωνύμιο "Δασκαλογιάννης", λόγω τής υψηλής του μόρφωσης καθώς όλοι οι συμπατριώτες του τόν αποκαλούσαν "δάσκαλο". Τό αρχοντικό τού Δασκαλογιάννη διακρίνεται ακόμη ερειπωμένο στήν Ανώπολη, πάνω από τό Λουτρό. Και ο θρύλος του ζεί στά βουνά, στά φαράγγια καί στίς άγριες ακρογιαλιές τού Λιβυκού πελάγους. Ο Δασκαλογιάννης υπήρξε ένας από τούς πλέον εγγράμματους, μορφωμένους καί πολυταξιδεμένους Σφακιανούς. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος καραβοκύρης πού έκανε πέντε αγόρια, τό Νικόλαο ή Χατζή Σγουρομάλλη, τόν Παύλο, το Μανούσο, τόν Ιωάννη καί τόν Γεώργιο. Τόν Γιάννη τόν σπούδασε στήν Ιταλία όπου έμαθε νά ομιλεί τήν ιταλική γλώσσα καί τόν πάντρεψε μέ τήν Σγουρομαλλίνη ή Ξανθομαλλίνη, η οποία ήταν από τό Ρέθυμνο. Ο "δάσκαλος"απέκτησε μαζί της τέσσερις κόρες καί δύο γιους. Ο Δασκαλογιάννης εξελίχθηκε σέ μεγάλο καραβοκύρη καί μέ τά τέσσερα τρικάταρτα καράβια πού διέθετε ταξίδευε στά λιμάνια τής Μεσογείου καί τής Μαύρης Θάλασσας, όπου έμαθε νά ομιλή επίσης καί τά ρωσικά. Oι συμπατριώτες του είχαν δεκάδες καράβια στη Μεσόγειο, μέ βάση τόν όρμο Λουτρό στό Λιβυκό πέλαγος, δυτικά τής Χώρας Σφακίων, στά ίχνη τού αρχαίου διλίμενου Φοίνικα. Με τις συναλλαγές αυτές τού δινόταν καί η ευκαιρία νά μελετά τόν τρόπο ζωής τών ελεύθερων ανθρώπων καί νά τόν συγκρίνει μέ τά βασανιστήρια τών συμπατριωτών του. ΉΉταν τέτοια η κατάσταση τών υπόδουλων Χριστιανών, πού έβλεπε ότι άν συνεχιστεί θά εξαφανιστεί καί το παραμικρό ίχνος τής Ρωμηοσύνης στο νησί. Κάτω από τέτοιες σκέψεις δεν άργησε νά βρεθεί στις συσκέψεις των Ελλήνων τού εξωτερικού που γινόταν στην Τριέστη υπό την υποκίνηση τού Ορλώφ για επαναστατικό κίνημα στην σκλαβωμένη Ελλάδα καί
316
αποδέχτηκε αμέσως την πρόταση γιά επανάσταση δίνοντας βάση στα μεγάλα λόγια καί τις κούφιες υποσχέσεις περί ρωσικής βοήθειας καί συμπαράστασης. Οι πρώτες φήμες τής επανάστασης έφθασαν στήν λεβεντομάνα Κρήτη καί οι Τούρκοι έντρομοι κρύφτηκαν στά αρχοντικά τους καί περίμεναν τήν έκρηξη. Ο Δασκαλογιάννης γύρισε στά Σφακιά γεμάτος όνειρα καί ενθουσιασμό γιά τήν απελευθέρωση τού τόπου του. Οι ομογενείς του τόν άκουσαν καί πίστεψαν ότι ήγγικεν επιτέλους ή ώρα νά απελευθερωθεί τό Γένος των Ρωμηών από τούς Αγαρηνούς μέ τή βοήθεια τών Ρώσων (ξανθού γένους). Ο Δασκαλογιάννης αφού ξεπέρασε κάποιους από τούς ενδοιασμούς τών καπεταναίων, καί αφού τούς βεβαίωσε ότι ο Μόσκοβος μάχεται κιόλας στά ελληνικά νερά, έφυγε γιά τήν Αδριατική καί γύρισε τά Χριστούγεννα τού ίδιου χρόνου φορτωμένος όπλα καί ελπίδες. Φήμες αλλά καί αληθινές ειδήσεις πήγαιναν καί ήρχοντο ανάμεσα στα Χανιά καί την Κωνσταντινούπολη. Ο ρωσικός στόλος γιά πρώτη φορά στήν ιστορία του περνούσε τό στενό τού Γιβραλτάρ μέ κατεύθυνση τό Αρχιπέλαγος. Οι πασάδες της Κρήτης πανικόβλητοι απαγόρευσαν στούς Χριστιανούς νά φορούν ρούχα όμοια μέ τών Τούρκων. Στίς πόρτες τους χάραξαν διακριτικά σημάδια. Ο Αλέξιος Ορλώφ, έστειλε ξανά επιστολή στόν Δασκαλογιάννη πού τόν προτρέπει νά κτυπήσει τόν Αγαρηνό. Η ομόδοξη αυτοκρατορία θά στέκονταν στό πλευρό τών Ρωμηών αρκεί αυτοί νά έπαιρναν τά όπλα. Δέν ήταν δυνατό νά τούς αφήσει στή συνέχεια αβοήθητους στα νύχια τού αιμοβόρου θηρίου! Με πρόσχημα τό Πάσχα, οι Σφακιανοί έφευγαν από τα Κάστρα καί τα πεδινά χωριά καί μαζεύονταν στα Σφακιά γιά νά αρματωθούν καί νά καταταχθούν στα επαναστατικά σώματα. Οργάνωσαν τό στρατόπεδό τους στο μικρό οροπέδιο Κράπη, στην έξοδο τού φαραγγιού του Κατρέ, στα σύνορα μέ τόν Αποκόρωνα. Την 25η Μαρτίου 1770, δύο χιλιάδες επαναστάτες μέ τούς καπετάνιους τους, αμέσως μετά τήν πανηγυρική λειτουργία, κήρυξαν την επανάσταση, υψώνοντας την επαναστατική σημαία στήν Ανώπολη. Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τόν Δασκαλογιάννη ήταν ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος, ο παπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Μωράκης καί ο Σκορδίλης. Ο Δασκαλογιάννης μέ τούς δικούς του κατέβηκε στόν Αποκόρωνα έχοντας στό κεφάλι μαύρο κεφαλομάντιλο στη θέση τού ναυτικού καλπακιού. Αλλοι καπετάνιοι πέρασαν στα Ρεθεμνιώτικα. Ο Δασκαλογιάννης έφτασε στη Μαλάξα καί μέ το ναυτικό κανοκιάλι ερευνούσε το κρητικό πέλαγος για νά ανακαλύψει τα ρούσικα καράβια που περίμενε. Μάταια! Ο Αλέξιος Ορλώφ μέ το ρώσικο στόλο, αντί νά πλεύσει προς τα Χανιά, όπως είχε υποσχεθεί μέ την επιστολή προς τόν Δασκαλογιάννη, έπλευσε προς τό Τσεσμέ.
317
Ο Δασκαλογιάννης, μετά την εγκατάλειψη των Ρώσων έβλεπε τά σχέδιά του νά καταρρέουν. Εν τούτοις δεν εγκατέλειψε τόν αγώνα. Αγνόησε τό αυτοκρατορικό φιρμάνι που ζητούσε τήν σφαγή καί τόν αφανισμό όλων τών Σφακιανών σέ περίπτωση εξέγερσης καί άναψε πρώτος τή φωτιά σκοτώνοντας τούς Τουρκοκρητικούς τού κάμπου καί πολιορκώντας τις φρουρές των μικρών πύργων. Οι τουρκικές δυνάμεις 15.000 ανδρών δέν άργησαν νά οργανωθούν καί έσπευσαν νά αποκλείσουν τήν επαρχία τών Σφακιών. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν νύχτα καί μέρα καί το αίμα πλημμύριζε τα αιχμηρά βουνά καί το ιστορικό λαγκάδι του Κατρέ. Οι πρώτοι νεκροί όμως δεν ήταν ούτε Τούρκοι, ούτε επαναστάτες. ΉΉταν Χριστιανοί άμαχοι που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν για μεταφορείς (σακουλιέρηδες) καί τους έστηναν μπροστά από τα δικά τους τμήματα για νά δεχθούν πρώτοι τα πυρά των επαναστατών. Η υπεροχή των Τούρκων σε αριθμό καί η απουσία βοήθειας ανάγκασαν τόν Δασκαλογιάννη νά αναδιπλωθεί στα βουνά καί τα περάσματα. Ο αρχηγός, απογοητευμένος από την απατηλή στάση των Ρώσων, συγκέντρωσε όλα τα τμήματα στις πύλες των Σφακιών. Παρά την τεράστια αριθμητική υπεροχή του εχθρού, έδωσε φονικότατη μάχη στα στενά της Νίμπρου που κράτησε δύο ολόκληρες μέρες. Ο σκοπός του δεν είναι φυσικά νά εμποδίσει τη προέλαση του εχθρού αλλά νά την καθυστερήσει, για νά δοθεί καιρός στα γυναικόπαιδα νά επιβιβασθούν στα καράβια, μια καί δεν υπήρχε πια άλλη σωτηρία. Ο αγώνας ήταν σκληρός καί άνισος. Αλλά ο τόπος ευνοούσε τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι έπρεπε νά περάσουν από φαράγγια καί αφιλόξενα όρη. Οι Σφακιανοί τους περίμεναν παντού, τους αιφνιδίαζαν, κυλούσαν ακόμη καί βράχους από τις πλαγιές καί τους αποδεκάτιζαν. Οι στρατιώτες που προχωρούσαν συντεταγμένοι μαζί μέ τα υποζύγια δεν μπορούσαν νά αμυνθούν σ' αυτή την πρωτοφανή μορφή πολέμου. Οι μέρες περνούσαν. Δίψα καί ζέστη βασάνιζε τους εισβολείς. Οι Σφακιανοί έδιδαν καί μάχες εκ παρατάξεως στην είσοδο κάθε χωριού. Οι Τούρκοι περνούσαν αφήνοντας εκατοντάδες νεκρούς στα λαγκοπεράματα καί στα ποροφάραγγα. Οι Τούρκοι πληροφορούνται ότι τα γυναικόπαιδα έχουν σκοπό νά επιβιβασθούν στα καράβια για νά δραπετεύσουν κι αμέσως 6000 στρατός καταφθάνει στην Ανώπολη για νά τα εμποδίσει. Εφτακόσιοι ως οχτακόσιοι Σφακιανοί που βρίσκονται στην περιοχή τρέχουν για νά τα προστατεύσουν. Πάνω από το Λουτρό γίνεται άγρια μάχη στήθος μέ στήθος, μέ το μαχαίρι, γιατί μέ τα όπλα υπήρχε κίνδυνος νά κτυπήσουν τα γυναικόπαιδα. Από τους 800 άνδρες του Δασκαλογιάννη, έχουν σκοτωθεί οι 300 όμως καί οι Τούρκοι πλήρωσαν μέ τίμημα 1000 νεκρούς, αλλά μπαίνουν στο τέλος στην Ανώπολη. Αρχισε άγρια σφαγή. Δέν επέζησε ούτε ένας. Οι Τούρκοι απο εκεί
318
καί μετά συνέχιζαν τό εξοντωτικό τους έργο, κόβοντας δέντρα, ξεριζώνοντας αμπέλια. ΌΌσους άνδρες συνελάμβαναν τούς έσφαζαν επί τόπου, ενώ τίς άσχημες γυναίκες, τα παιδιά καί τούς γέρους τούς έριχναν σε γκρεμούς για νά διασκεδάσουν. Στη διάρκεια τούτης της φονικής μάχης ο Δασκαλογιάννης είχε στείλει τη γυναίκα του μαζί μέ τις δύο μεγάλες του κόρες, τη Μαρία καί την Ανθούσα, στο Λουτρό για νά μπουν στο καράβι του. ΌΌμως στο δρόμο τραυματίστηκε η Σγουρομαλλίνη καί οι κόρες της νομίζοντας ότι σκοτώθηκε τρέχουν απελπισμένες, χωρίς νά ξέρουν που πηγαίνουν, μέ αποτέλεσμα νά πέσουν στα χέρια των Τούρκων που όταν έμαθαν ότι είναι κόρες του αρχηγού τις παρέδωσαν στο σερασκέρη. Ο Δασκαλογιάννης εν τω μεταξύ κατεβαίνει στο Λουτρό, μαθαίνει το χαμό των παιδιών του, βλέπει τη γενική καταστροφή καί στήν απελπισία του πάνω αποφασίζει νά παραδοθεί στόν πασά. Οι άλλοι αρχηγοί όμως δεν τόν αφήνουν νά πραγματοποιήσει τη σκέψη του. Ο πασάς του έστειλε επιστολή παρακαλώντας τον νά παραδοθεί καί μέ την υπόσχεση οτι αν κάνει αυτό που του έλεγε όχι μόνο δεν θα βλάψει τα Σφακιά αλλά θα φύγει αμέσως απο εκεί. Ο Δασκαλογιάννης συγκαλεί γενική συνέλευση στα Κρούσια για νά τους ανακοινώσει την πρόταση, όμως η συνέλευση αποφασίζει ομόφωνα ότι θα συνεχίσει τόν αγώνα καί απαντούν στο πασά οτι δεν θα παραδοθούν ποτέ. Καί η τελευταία πράξη του αιματηρού δράματος παίζεται στο φαράγγι της Αράδαινας, ένα από τα πιο ωραία καί επιβλητικά φαράγγια των Λευκών Ορέων μέ κατακόρυφες πλευρές εκατοντάδων μέτρων. Οι Τούρκοι μαζεύτηκαν χαμηλά καί στρατοπέδευσαν στο Φραγκοκάστελλο όπου υπάρχει νερό γιατί οι Σφακιανοί δηλητηρίασαν όλα τα πηγάδια της περιοχής. Και από κει μέ επιδρομές καί ενέδρες προσπαθούσαν νά συλλάβουν τόν Δασκαλογιάννη. Η εντολή του πασά ήταν ρητή: Να συλληφθεί ζωντανός ο αρχηγός. Αλλιώς ο στρατός, παρά τις απώλειες καί τις δαπάνες, δεν θα έφευγε από τα Σφακιά. Αλλά καί οι Σφακιανοί βρίσκονταν σε τραγική θέση. ΌΌλα τα χωριά καμμένα. Τα κοπάδια, τα σπίτια, οι σοδειές λεηλατημένες. Και έφταναν οι ψυχρές μέρες του φθινοπώρου. Σε λίγο θα κατέβαιναν χιόνια στα βουνά. Οι θάλασσες θα αγρίευαν. Τα γυναικόπαιδα θα αφανίζονταν. Μέσα σ' αυτό το τρομερό κλίμα, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε νά δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων. " Σαν έρθεις νά μιλήσωμε καί σαν ανταμωθούμε, ούλα θε νά συμπαθηστούν καί φίλοι θα γενούμε." Κι εκείνος, κάτω από τό βάρος τής ευθύνης γιά τέτοια πρωτοφανή καταστροφή, έστω καί αν η πρόθεσή του δεν ήταν καμιά άλλη πέρα από τήν επιθυμία νά ελευθερώσει τόν τόπο του από το ζυγό των τυράννων, θεωρεί τόν εαυτό του σαν κύριο υπεύθυνο καί αποφασίζει νά παραδοθεί,
319
νομίζοντας ότι έτσι θα εξιλεωθεί. Ο πασάς τόν δέχεται, του παρουσιάζει τη κόρη του Μαρία για νά τόν ευχαριστήσει καί μετά άρχισε νά τόν ανακρίνει. Κατόπιν έστειλε επιστολή πρός τούς καπεταναίους των Σφακίων ζητώντας νά σταματήσουν τίς μάχες καί νά αναγνωρίσουν τήν εξουσία τού σουλτάνου πληρώνοντας 5000 γρόσια τόν χρόνο. Επίσης επανάφερε νόμους πού αναφέρονταν στήν ενδυμασία τών ραγιάδων, στήν ανέγερση νέων εκκλησιών καί πύργων, στίς κωδωνοκρουσίες, στό χαράτσι, στίς αγγαρείες. Τήν επιστολή μέ τή συμφωνία του Δασκαλογιάννη καί τού πασά μεταφέρουν δύο Χριστιανοί στού Ασκύφου όπου ήταν συγκεντρωμένα τά υπολείμματα τών Σφακιανών. Αφού δέν υπήρχαν περιθώρια επιλογής, έγινε αποδεκτή από όλους. Την απάντηση αυτή την έστειλαν την ίδια μέρα στόν πασά μέ 500 πρόβατα δώρο, εβδομήντα πέντε οπλαρχηγοί, ο πρωτόπαπας κι άλλοι έξη παπάδες. Βασιζόμενοι στήν μπέσα τού Χασάν πασά, νόμισαν πως μπορούσαν ακίνδυνα νά παρουσιαστούν σ' αυτόν αφού είχαν δηλώσει την υποταγή τους. Τούτο ακριβώς περίμενε καί εκείνος. Αφού διέταξε καί τους συνέλαβαν αμέσως, τους παίρνει μαζί του στόν Χάνδακα (Ηράκλειο) για νά κοσμήσουν το θρίαμβο του. Μετά τους φέρνει στις φυλακές του Κούλε όπου μερικούς κρέμασε αμέσως καί μερικοί πέθαναν από τα βασανιστήρια. ΌΌσοι έζησαν δεν κατόρθωσαν νά δραπετεύσουν παρά μετά απο χρόνια. Τον Δασκαλογιάννη καί την κόρη του Μαρία τους κράτησε στο σεράγιο του ο πασάς γιατί ήθελε νά τους χρησιμοποιήσει σαν δόλωμα μήπως καί καταφέρει νά συλλάβει καί τους άλλους τρεις αδελφούς του που είχαν προλάβει νά καταφύγουν στα Κύθηρα. ΌΌμως λίγο καιρό μετά αφού είδε ότι δεν υπάρχει πιθανότητα νά καταφέρει τούτη τη σύλληψη, αποφάσισε νά προχωρήσει στην εκτέλεση του αρχικού σχεδίου του. Δηλαδή, νά παραδώσει το Δασκαλογιάννη στο μαινόμενο πλήθος για νά τόν εκτελέσουν. ΈΈτσι, 17 Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή, αργία των μουσουλμάνων, για νά μπορούν νά παραβρεθούν στο μαρτύριο του ήρωα, ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε στους δήμιούς του. Οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου που μέ ιδιαίτερη ευχαρίστηση παρακολουθούσαν πάντα τις εκτελέσεις των Χριστιανών, είχαν συγκεντρωθεί στόν τόπο του μαρτυρίου του. Στις 17 Ιουνίου 1771 το πρωί, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γενίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, καί του παράδωσε τον δάσκαλο. Ο βασανιστής έσυρε στους δρόμους τόν Ρωμηό. Μαζί του είχε βάρβαρους πολεμιστές πού διψούσαν γιά ρωμαίϊκο αίμα. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια τών μουσουλμάνων απ' όλες τις γειτονιές γιά νά απολαύσουν τό θέαμα. ΉΉρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα,
320
κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό. "- Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη." Ο δάσκαλος άκουε καί δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσο καί μάζευε τη δύναμή του νά δώσει την ύστερη μάχη. ΌΌταν τέλειωσε ο "θρόνος" τον σήκωσαν καί τον κάθισαν επάνω. Του 'δεσαν χέρια καί πόδια. Του 'δεσαν καί το κορμί γερά νά μη μπορεί νά κινηθεί! Και σάλπισαν. Τότε ήρθε ένας γενίτσαρος μέ ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στόν "θρόνο", άρπαξε τον μάρτυρα απ' τα μαλλιά καί άρχισε νά τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν νά τον ξύριζε. ΈΈκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Οι μουσουλμάνοι πανηγύριζαν σέ κάθε μουγκρητό τού δασκάλου. Πήδηξαν τα αίματα καί γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο βασανιστής έπαιρνε τις λουρίδες καί τις πετούσε πάνω στο πλήθος. "Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας!" Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέπτη για νά μεγαλώσουν την οδύνη του. ΈΈπειτα έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη ο οποίος όταν τόν είδε τρελάθηκε. Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα 'κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος μέ τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο. Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του. ΈΈνιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο καί τους δημίους του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου καί αποθηριώθηκαν. ΎΎβρισαν τον Χριστό καί τους Κρητικούς καί απείλησαν γενική σφαγή για μια στιγμή. Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν καί μετά τον θάνατό του νά κόβουν το δέρμα του νεκρού καί νά το πετούν στόν όχλο. Για νά πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, νά τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. ΎΎστερα έβαλαν δυο ραγιάδες καί τον έθαψαν σ' ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά. Η είδηση τού μαρτυρικού θανάτου τού Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν μέ το τουφέκι στά χέρια πάνω στά ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση. Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων καί τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν καί τον πανίσχυρο Αληδάκη καί τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του καί καταστρέφοντας τα υποστατικά του. «... Εγώ Πασά δέν προσκυνώ, Σουλτάνο δέν γνωρίζω, κ' εις τσή μαδάρες τώ Σφακιώ θά υπάω νά γυρίζω,
321
κ' ακόμη κ' όποιος μ' ακλουθά αδέρφια νά γενούμε, νά πολεμούμε τήν Τουρκιά, όσο καιρό κ' άν ζιούμε Εις τήν κορφή τσή Σβουριχτής καλλιά νά κατοικούμε παρά νά δώσωμ' άρματα, Τούρκους νά προσκυνούμε, παρά νά δώσωμ' άρματα χαράτσι τού Σουλτάνο, καλλιά νά ξεκληρίσωμε' ς τό κόσμο τόν απάνω. Λουρίδες τήν εβγάλασιν οι σκύλοι τήν προβέν του, κ' όντε τόν απογδέρνασι, έτριξ' η μιά του χέρα, καί τότες ετουρκεύγασι τή μιάν του θυγατέρα, τουρκεύγου καί τήν άλλην τού χανούμισσα τήν κάνου, Τό Δάσκαλο εγδάρασι κ΄άλλους πολλούς έπνιξα, καί τσ' άλλους τσ' αποδέλοιπους εις τή φυλακή τσ' ερρίξα καί ο πασάς επρόσταξε καλά νά τσοί σφαλίξου, νά κάμουσι χρόνους εφτά κ΄όξω νά μή ξανοίξου. ...» Τό έπος τού Δασκαλογιάννη, τού μπάρμπα Παντζελιού από τό Μουρί Σφακιών Επανάσταση στήν Κρήτη Η επανάσταση στήν Κρήτη έμελλε νά αντιμετωπίση πολλά καί δύσκολα προβλήματα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες τής νήσου συντελούσαν σ' αυτό. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός υπερτερούσε έναντι τού χριστιανικού καί επικρατούσε τρομερή καταπίεση. Οι σφαγές τών Χριστιανών ήταν καθημερινές καί η τρομοκρατία καθόλη τήν τουρκοκρατία συνεχής. Ενώ ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν υπό τήν διοίκηση ενός καί μόνο πασά, η Κρήτη είχε τρείς πασάδες: στό Ηράκλειο, στά Χανιά καί στό Ρέθυμνο. Μέ τήν παραμικρή υποψία ανταρσίας καί οι τρείς πασάδες αντιδρούσαν άμεσα, παίρνοντας σκληρά
322
μέτρα. Η Κρήτη κατά τάς παραμονάς τού αγώνος Αι επιθέσεις τών γενιτσάρων καί η σκληρότης των απέναντι τών χριστιανικών πληθυσμών έφθασαν εις τήν φρενίτιδα. Η κατάστασις έγινε τόσον αφόρητος, ώστε εξεδηλώθησαν μεταξύ τού χριστιανικού πληθυσμού αλλόκοτα κρούσματα ομαδικής απελπισίας. Χωριά ολόκληρα αποκαμωμένα προσήρχοντο εις τόν ισλαμισμόν. Καί πάντοτε οι νέοι εξωμόται, διά νά κερδίσουν τήν θέσιν των μεταξύ τών παλαιοτέρων, εφρόντιζαν νά τούς υπερβάλλουν εις τάς επιθέσεις κατά τών μέχρι τής χθές ομοδόξων των. Αι λεηλασίαι, οι εμπρησμοί, αι σφαγαί, αι ατιμώσεις ήσαν καθημεριναί. Η κατάστασις ανησύχησε τότε καί αυτήν τήν Πύλην... Διά νά περισταλή αυτή η αναρχία εστάλη κατά τό 1812 από τήν Κωνσταντινούπολιν ο Χατζή Οσμάν πασσάς μέ τήν διαταγήν νά περιορίση τούς γενιτσάρους. Ο Οσμάν, αφού προέβη εις ήπια περισταλτικά μέτρα, τά οποία δέν είχαν αποτέλεσμα, εζήτησε τήν σύμπραξιν τών ορεινών τής Κρήτης καί ωργάνωσεν ένα εικοσιτετράωρον Αγίου Βαρθολομαίου διά τούς μπέηδες, τούς αγάδες καί τούς γενίτσαρους. Πεντακόσιοι από αυτούς απεκεφαλίσθησαν κατά τό ημερονύκτιον εκείνο καί οι γενίτσαροι περιωρίσθησαν... Η κατάστασις όμως επεδεινώθη εκ νέου. Η Κρήτη παρεδόθη εντελώς εις τούς δημίους της. Δέν ήτο έγκλημα πλέον ο φόνος του Χριστιανού. Οι γενίτσαροι έφθασαν νά μεταχειρίζονται τούς Χριστιανούς διαβάτας ως στόχους διά νά δοκιμάσουν τήν ευθοβολίαν τών πιστολιών των. Τά στοιχήματα μεταξύ δύο γενιτσάρων περί τού ποιός θά κατορθώση πρώτος νά σκοτώση ένα διαβαίνοντα ΈΈλληνα ήσαν συχνά. Η ληστεία εγίνετο κατά τρόπον σχεδόν φανερόν εντός αυτών τών κέντρων. Οι γενίτσαροι δέν είχαν παρά νά στείλουν εις τόν εύπορον ΈΈλληνα ολίγα σπειριά σιτάρι μέσα εις ένα μαντήλι διά νά τόν κάμουν νά εννοήση ότι έπρεπε νά τούς στείλη χρήματα. Αν ο ΈΈλλην δέν έστελλε χρήματα, εσήμαινεν ότι έπρεπε νά ετοιμάση τά κόλλυβά του... Πολλοί εννοούσαν νά οργιάζουν μέ χριστιανάς πρό τών οφθαλμών τών ανδρών των μέσα εις τάς εστίας των, εις γλέντια οργανούμενα κατά παραγγελίαν των μέσα εις χριστιανικά σπίτια. Ανθρωποι τολμώντες ν' αρνούνται νά φέρουν τάς γυναίκας των εις τά αναγκαστικά αυτά γλέντια εφονεύοντο επάνω εις τό τραπέζι. Αλλοι κατεπυροβολούντο, διότι δέν είχαν κρασί τής αρεσκείας τού γενίτσαρου. Αυτή είναι η ιστορία τής Κρήτης από τού 1770 μέχρι τού 1821. Γραμμένη μέ αίμα. Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Σύν τοίς άλλοις, η Κρήτη ήταν απομονωμένη από τίς υπόλοιπες επαναστατημένες περιοχές καί η Φιλική Εταιρεία δέν μπορούσε νά δημιουργήσει ισχυρούς πυρήνες στήν περιοχή. Η Αίγυπτος ήταν κοντά
323
καί ο μουσουλμανικός στόλος μπορούσε άμεσα νά απειλήσει τό νησί, χωρίς νά προλάβουν νά τόν αντιμετωπίσουν οι ναυτικές δυνάμεις τών τριών νήσων (ΎΎδρας, Σπετσών,Ψαρών). Καί όμως, παρόλες τίς αντίξοες συνθήκες, οι Κρητικοί, μόλις έμαθαν γιά τόν ξεσηκωμό τών ομοθρήσκων τους, δέν δίστασαν ούτε στιγμή. Στά Σφακιά, στίς 7 Απριλίου 1821 έγινε η πρώτη σύσκεψη μεταξύ τών Σφακιανών αρχηγών καί τών προκρίτων ολόκληρης σχεδόν τής Κρήτης. Συγκροτήθηκε μία τοπική εφορία μέ τήν ονομασία "Καγκελλαρία" τήν οποία αποτελούσαν ο πρωτοπαπάς τών Σφακιών Γεώργιος, ο Χατζή Ιωάννης Πωλιουδάκης, ο Ιωσήφ Παπαδάκης, ο Ρούσσος Βουρδουμπάς, ο Ανδρέας Κριαράς, ο Αναγνώστης Ψαρουδάκης καί ο Δημήτριος Φλαμπουριάρης. Η σφραγίδα της "Καγκελλαρίας" ήταν μία εικόνα της Παναγίας που έφερε τήν επιγραφή "Παναγία του Λουτρού". Από τα 1200 όπλα που υπήρχαν γιά τήν επανάσταση, τα 800 προέρχονταν από τά Σφακιά. Οι Σφακιανοί διέθεταν λίγα πλοία, κυρίως βρίκια καί γολέττες, αλλά δέν ήταν δυνατόν μόνο μέ εκείνα νά σηκώσουν τό βάρος τής επανάστασης στό νησί. Γι' αυτό απευθύνθηκαν στήν ΎΎδρα καί στίς Σπέτσες, γιά νά τούς προμηθεύσουν 2.000 ντουφέκια καί 15 πλοία. Επίσης, όρισαν τούς αρχηγούς τών όπλων κάθε επαρχίας, όπως τόν Δεληγιαννάκη στήν επαρχία Αμαρίου Ρεθύμνης, τόν Αναγνώστη Μανουσέλη στό Ρέθυμνο, τόν Αναγνώστη Παναγιώτου (Παναγιωτάκη) στήν Κυδωνία, τούς Ρούσσο Βουρδουμπά καί Πωλογιώργη στίς ανατολικές από τόν Ψηλορείτη επαρχίες, τόν Γεώργιο Τσελεπή Δασκαλάκη στίς περιοχές Σέλινο καί Κίσσαμο καί τόν Σήφακα στήν Μαλάξα. Στίς δυνάμεις τής θάλασσας όρισαν υπεύθυνους τούς καπετάνιους Αναγνώστη Παναγιώτου ή Πωλίδη καί Αναγνώστη Αναγνωστάκη. Τόν Μάρτιο τού 1821 είχε δοθεί εντολή στούς πλοιάρχους Δασκαλάκη Μανούσο καί Λαδά Ανδρέα πού κυβερνούσαν τό μπρίκι τού παπά Πωλάκη από τήν Ανώπολη, νά αγοράσουν πολεμοφόδια καί νά τά μεταφέρουν στό Λουτρό. Τό μπρίκι τών Σφακιών απέπλευσε μέ ειδική άδεια πού εξασφάλισε μία καλόγρια που ήθελε νά ταξιδεύσει στήν Τήνο. Η καλόγρια αυτή ήταν κόρη τού ηρωικού Δασκαλογιάννη, τήν οποία οι Τούρκοι είχαν χρησιμοποιήσει ως όμηρο γιά νά συλλάβουν τόν πατέρα της. Σέ ηλικία 18 ετών η κόρη τού Δασκαλόγιαννη Μαρία, είχε παντρευτεί μέ τό ζόρι τόν δευτεντάρη τού Κάστρου καί έκαμε μαζί του δύο παιδιά τά οποία πέθαναν όπως καί ο άνδρας της. Λέγεται ότι τά σκότωσε η ίδια η μάνα τους γιά νά μήν γίνουν γενίτσαροι. Μετά τόν θάνατο τών παιδιών της, έγινε καλογριά καί ευκαιρίας δοθείσης μέ τό πλοίο τού παπά Πωλάκη, στό οποίο βρισκόταν καί ο συγγενής της Γεωργάκης Τσελεπής Δασκαλάκης (εγγονός τού Δασκαλογιάννη), πήγε νά προσκυνήσει στήν
324
Τήνο. Η καλόγρια εστρατολογησε ιδίαις δαπάναις τριάντα άνδρες από τή Σάμο καί ανέθεσε τήν αρχηγία αυτών στόν υπηρέτη της Νικολα Ζερβό, ο οποίος εξελίχθηκε σέ στρατηγό μέ τό γνωστό όνομα Ζερβονικόλας. Στήν Κρήτη ζούσαν οι Αμπαδιώτες, οι οποίοι ήσαν οι μουσουλμάνοι τής περιοχής Αμαρίου, μέ ρίζες από τούς Σαρακηνούς. Ο ηγούμενος τής μονής Πρέβελης Μελχισεδέκ Τσουδερός από μητέρα Σφακιανός - η μητέρα του ήταν κόρη του Γεωργακομάρκου ή Δαίμονος - πρότεινε στούς Σφακιανούς νά διαπραγματευτούν τήν ουδετερότητα τών φοβερών Αμπαδιωτών. Πράγματι οι Σφακιανοί έστειλαν ως διαπραγματευτές τούς Αναγνώστη Μανουσέλη καί τόν Σήφη Δασκαλάκη. Οι Αμπαδιώτες, αρχικά υποκρίθηκαν ότι θά πήγαιναν μέ τό μέρος τών Σφακιανών καί τούς ζήτησαν πολεμοφόδια. ΌΌπως έγινε όμως σέ όλες τίς επαναστατημένες περιοχές, οι μουσουλμάνοι συμμάχησαν τελικά μέ τούς Τούρκους γιά νά κτυπήσουν τούς Ρωμηούς. Μια ομάδα από 200 Αμπαδιώτες μέ επικεφαλής τους τόν Ψαροσμαήλη προέβη σέ σφαγές κατοίκων τής περιοχής καί έφθασε μέχρι τό Φραγκοκάστελλο όπου φοβέρισε τούς Σφακιανούς. Στό Φραγκοκάστελλο είχε φθάσει ο Κάσιος καπετάν Θοδωρής μέ τό πλοίο του καί από τόν ενθουσιασμό του χάρισε όλο τό φορτίο του μέ τρόφιμα στήν Καγκελλαρία. Δέκα Σφακιανοί προσήλθαν γιά συνομιλίες μέ τόν Ψαροσμαήλη. Εκεί οι Αμπαδιώτες τούς ζήτησαν τά όπλα αλλά δέν είχαν καταλάβει ότι ήταν κυκλωμένοι από άλλους Χριστιανούς. Χωρίς νά γίνει μάχη οπισθοχώρησαν οι Αμπαδιώτες, αλλά στήν αναδίπλωση τους κατέστρεψαν τή μονή Πρέβελη, ενώ μία ομάδα τους είχε ανέβει στό μητάτο τής μονής στά Τσιλίβδικα καί είχε σκοτώσει τρείς μοναχούς πού έβοσκαν αμέριμνοι τά κοπάδια τους. Ο ηγούμενος τής Μονής Μελχισεδέκ ή Νείλος Τσουδερός μόλις κατάφερε νά δραπετεύσει καί νά μεταβεί στόν Καλλικράτη. Ο πασάς τού Ηρακλείου έστειλε τρείς υψηλόβαθμους αξιωματικούς μέ εντολή νά μήν φύγουν από τά Σφακιά άν δέν τούς παραδοθούν τά όπλα. Απειλούσε μέ ολοσχερή εξόντωση τού χριστιανικού πληθυσμού καί εποικισμό τής Κρήτης μέ μουσουλμάνους. Ταυτόχρονα ανάγκασε τό μητροπολίτη Γεράσιμο νά γράψει στούς Σφακιανούς επιστολή γιά νά παραδώσουν τά όπλα. Η απάντηση τών Σφακιανών ήταν η ακόλουθη: "Σεβασμιώτατε τήν ευχήν σου θέλομεν καί τάς ευλογίας σου αποδεχόμεθα, αλλά τούς αφορισμούς καί τάς κατάρας σου στέλλομεν οπίσω διά νά τάς μεταχειρισθής εις όσους πρέπει. Αν δέ οι πασάδες σέ υποχρεώνουν νά μάς στείλης τάς κατάρας σου, τότε δέν μάς πιάνουν, διότι δέν είναι από τήν καρδιά σου. Παραδεχόμεθα όμως καί τάς συμβουλάς σου, αλλ' εις άλλα, όπου είναι δίκαιον. Θά έκανε δέ φρόνιμα
325
η πανιερότης σου νά ακούσης τάς ιδικάς μας συμβουλάς καί νά φύγης απ' αυτού τώρα όπου έχεις καιρόν, διότι γυρεύουν μικράν αφορμήν νά σάς σφάξουν ως αρνία. Μήν βραδύνετε λοιπόν νά φύγετε όλοι σας από κοντά των." Μετά τήν σύναξη στήν Παναγιά τήν Θυμιανή οι επικεφαλής τής Καγκελαρίας εγκαταστάθηκαν στήν έδρα τους τό Λουτρό. Οι καπετάνιοι συγκεντρώθηκαν στό Ασκύφου γιά πολεμικό συμβούλιο, όπου καί αποφασίσθηκε ο τρόπος καί ο χρόνος έναρξης τών εχθροπραξιών. Στά Χανιά, από τίς αρχές Ιουνίου είχε δημιουργηθεί μία πολύ ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εξαιτίας τών κινήσεων τών Χριστιανών. Αρχισε τότε άγρια καταδίωξη τών ραγιάδων από τούς γενίτσαρους η οποία συνοδεύτηκε από λεηλασίες καί καταστροφές σπιτιών. Στίς 11 Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι κατακρεούργησαν τόν αρχηγό τών σιδηρουργών Αντώνη από τό Μελισσουργιό τής Κισσάμου καί τόν αρχηγό τών ραπτών Μανώλη Ζυμβρακάκη από τά Περιβόλια. Ακολούθησαν αναρίθμητες σφαγές ανύποπτων Χριστιανών πού έμπαιναν στήν πόλη γιά νά πάνε στίς εργασίες τους. Τά ίδια συνέβησαν καί στήν επαρχία Σελίνου. ΈΈνας Τούρκος Σελινιώτης ναυτικός, έτυχε νά βρίσκεται στό λιμάνι τής Καλαμάτας, όταν οι Ρωμηοί κατέλαβαν τήν πόλη. Μόλις επέστρεψε στήν Κρήτη ανήγγειλε τά γεγονότα στούς ομοθρήσκους του οι οποίοι ξέσπασαν τό μίσος τους στόν χριστιανικό πληθυσμό τού Σελίνου. Ο Θερισός Χανίων στέναζε κάτω από τήν σκληρή συμπεριφορά τού σούμπαση Σκυλομεμέτη. Ο Σκυλομεμέτης επέβαλε στούς Ρωμηούς σκληρή δουλειά στά χωράφια ολόκληρη τήν ημέρα καί κατόπιν τούς έπαιρνε όλη τήν παραγωγή τους. Ενίοτε καλούσε τίς γυναίκες τους στά γλέντια του καί τίς ανάγκαζε νά συμμετέχουν σέ χορούς καί όργια. Ο Ιωάννης Παπαδογεωργάκης ή Γερανιώτης, ειδοποιημένος από τούς κατοίκους γιά τήν συμπεριφορά τών σουμπασίδων, επιτέθηκε στούς Τούρκους τού Θερίσου καί έσφαξε αρκετούς από αυτούς. Μόλις μαθεύτηκε τό γεγονός στά Χανιά, ο πασάς έστειλε στίς 14 Ιουνίου εναντίον του 60 γενίτσαρους μέ επικεφαλής τόν Ιμπραήμ Ταμπουρατζή, γνωστό γιά τήν αγριότητά του. Τούς γενίτσαρους αυτούς αντιμετώπισαν στά Κεραμειά ο Ιωάννης Χάλης, ο Ιωάννης Παπαδογεωργάκης, ο Παπανδρέας, ο Μουτσογιάννης καί ο Σηφάκας. Οι Ρωμηοί τούς είχαν στήσει ενέδρα καί αφού τούς άφησαν νά πλησιάσουν, ώρμησαν εναντίον τους μέ υψωμένη τή βυζαντινή σημαία μέ τό δικέφαλο αετό. "Τίμιε Σταυρέ, βοήθα μας. Φωθιά στούς εχθρούς τών ανθρώπων καί τού Θεού. Φωθιά στούς εχθρούς τής πίστεως καί τής πατρίδος. Κανείς Τούρκος νά μή γλυτώση. Φωθιά!" Οι γενίτσαροι, μολονότι κατελήφθησαν εξ απροόπτου, αντιστάθηκαν μέ πείσμα, αλλά στό τέλος αναγκάστηκαν νά καταφύγουν στό χωριό τών Κεραμειών Λούλο. Στό χωριό συνεχίστηκε η μάχη μέ
326
σφοδρότητα καί μίσος από τίς δύο πλευρές καί όταν εμφανίστηκε ο καπετάνιος Βαρδουλομανούσος μέ 20 άνδρες, οι εχθροί τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας νεκρό τόν τρομερό Ταμπουρατζή. Τόν θάνατο τού Ταμπουρατζή, εκδικήθηκαν οι Τούρκοι τών Χανίων, χωρίς νά χάσουν χρόνο. Ο Λατίφ πασάς τών Χανίων εξέδωσε φετφά γιά ένοπλη επίθεση τών μουσουλμάνων κατά τών γκιαούρηδων. Μέ αυτόν τόν φετφά όλες οι επιθέσεις κατά τών Χριστιανών νομιμοποιούνταν στό όνομα τού Μωάμεθ καί προφήτη τού Αλλάχ. Τριακόσιοι άμαχοι χάθηκαν μέσα σέ λίγες ώρες, ενώ κατεστράφησαν όλες οι εκκλησίες καί τά ρωμέϊκα σπίτια τής πόλεως. Σφαγαί εις τά Χανιά Ο φετφάς ανεγνώσθη καί αμέσως οι γενίτσαροι ήρχισαν τήν σφαγήν. Αυτήν τήν φοράν δέν περιωρίσθησαν εις τά επιφανέστερα πρόσωπα καί εις εκείνους πού συνελάμβαναν εις τούς δρόμους. Ερρίφθησαν κατά τών σπιτιών. Θύραι καί παράθυρα ισογείων κατερρίπτοντο μέ τσεκούρια καί οι μαινόμενοι γενίτσαροι συνελάμβαναν τούς ενοίκους, έσφαζαν τούς άνδρας καί ηχμαλώτιζαν τάς προτιμωμένας γυναίκας καί τά παιδιά, ωσάν νά ευρίσκοντο εις πόλεμον καί νά κατέκτησαν εχθρικήν πόλιν, όπου είχεν επιτραπή εις κάθε στρατιώτην ν' αποκομίση καί έμψυχον λείαν. Τά εργαστήρια τών τεχνιτών, τά εμπορικά καταστήματα καί τά σπίτια διηρπάγησαν. Ο γνωστός εις τήν πόλιν διά τά φιλάνθρωπα αισθήματά του βαθύπλουτος Κασσίμ αγάς επροσπάθησε νά προστατεύση ογδοήντα άτομα πού κατέφυγαν έντρομα εις τό σπίτι του, αλλ' οι γενίτσαροι επήγαν καί εκεί, εισήλασαν εις τό καταφύγιον, εκατάβασαν τά θύματά των εις τόν δρόμον καί τά έσφαξαν πρό τής θύρας τού αγά. Τά διαδραματισθέντα ήσαν απερίγραπτα. Απέσπασαν από τήν αγκάλην μιάς γυναικός, ανηκούσης εις τήν οικογένειαν τών Λευθεραίων, τά δύο της αγόρια καί τά κατέσφαξαν εμπροστά της. Απήγαγαν από αυτό τό διοικητήριον τόν διερμηνέα τού πασσά καί γραμματέα του Αποστολάκην καί τόν κατέσφαξαν μαζί μέ τόν επιφανή Χανιώτην Σταυρουλάκην Σομαρρίπαν καί έσυραν τά πτώματά των εις τούς δρόμους. Συνέλαβαν καί μετέφεραν εις τήν φυλακήν ανυποδήτους τόν επίσκοπον Κυδωνίας καί Αποκορώνου Καλλίνικον Σαρπάκην καί τόν διάκον του Αρτέμιον. Εφυλάκισαν καί εβασάνισαν μέ διαφόρους τρόπους τούς ηγούμενους τών μονών Γωνιάς καί Γουβερνέτου καί πολλούς άλλους κληρικούς καί λαϊκούς. Αι εκκλησίαι διηρπάγησαν καί εβεβηλώθησαν. Εις τριακοσίους περίπου υπελογίσθησαν οι κρεουργηθέντες εντός τής πόλεως κατ' εκείνην τήν ημέραν. Εις τό Ακρωτήρι εσφάγησαν,
327
καταληφθέντες εις τόν δρόμον, επτά μοναχοί φεύγοντες από τήν μονήν του Γουβερνέτου πρός τήν τής Αγιάς Τριάδος διά νά κρυβούν. Ο διάκος Γαλακτίων Ψαρομήλιγγος εκ τού Πελεκάνου τού Σελίνου κατεδιώκετο από ομάδα εφίππων γενιτσάρων. Ο ένας από αυτούς τόν κατέφθασεν επί τέλους, ενώ οι άλλοι εφώναζαν: - "Ζωντανό μωρέ τόν παπά!". Τότε ο διάκος πού ήτο, ευτυχώς δι' αυτόν, ένοπλος, είχε τήν ψυχραιμίαν κατά τήν κρίσιμον στιγμήν νά πέση κατά γής καί νά υποκριθή τόν αποκαμωμένον, καί όταν επλησίασε ο διώκτης του, ύψωσε τό όπλον του καί τόν επυροβόλησε καί τόν έρριψε νεκρόν από τό άλογό του. ΈΈως ότου συνέλθουν από τήν κατάπληξιν οι άλλοι γενίτσαροι, ο διάκος ήρχισε νά τρέχη πρός τήν ανωφέρειαν καί κατόρθωσε νά φθάση σώος εις τό Σέλινον. Διονύσιος Κόκκινος - Ιστορία τής Επανάστασεως τού 1821 Τήν ίδια μοίρα είχαν οι κάτοικοι τού Ρεθύμνου. Οι προύχοντες Χ. Καλλέργης καί Ιωάννης Ντεληγιώργης εκτελέστηκαν. Πλήθη από γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν. Επί τρείς ημέρες, όπως αναφέρει ο Διονύσιος Κόκκινος, έτρεχαν οι Τουρκοκρητικοί μέ τίς σημαίες τής ημισελήνου υψωμένες καί κατέσφαζαν, έκαιγαν καί βίαζαν. Σέ 500 υπολογίζονται τά θύματα τής περιφέρειας τού Ρεθύμνου. Διαπομπεύθηκε στούς δρόμους καί μετά φυλακίστηκε ο επίσκοπος Ρεθύμνου Γεράσιμος Περδικάρης καί τόν επόμενο χρόνο απαγχονίστηκε στήν πλατεία τού Πλατάνου. Στό Κάστρο (Ηράκλειο), επαναλήφθηκαν οι ίδιες θηριωδίες μέ πρωταγωνιστή τόν Χασάν Τσελεπή τού Χασεκή. Κομματιάστηκε ο γιατρός Λευθεραίος, ο μητροπολίτης Γεράσιμος Παρδάλης καί πλήθος ιερέων. Στίς 24 Ιουνίου κατέπλευσε στό λιμάνι τού Μεγάλου Κάστρου ο τουρκοκρητικός πλοίαρχος Μπιλάλ Πουλάκας, προερχόμενος από τήν Αλικαρνασσό. Ο Πουλάκας μετέφερε μέ τό πλοίο του ένα δερβίση καί ένα τάταρη από τήν Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι μετέφεραν σουλτανικά διατάγματα γιά τόν Σερίφ πασά. Μόλις αυτοί διέδωσαν ότι έγιναν σφαγές στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Σμύρνη επειδή είχαν σηκώσει κεφάλι οι γκιαούρηδες, οι μουσουλμάνοι ξεχύθηκαν στούς δρόμους τής πόλης. ΌΌσους Χριστιανούς συναντούσαν, τούς έσφαζαν επιτόπου σάν αρνιά. Σε 800 υπολογίζονται οι νεκροί Ρωμηοί τής ημέρας εκείνης. Στη Σητεία σκοτώθηκαν 300 Χριστιανοί, μόνο από τόν αρχιγενίτσαρο Ιμπραήμ Αφεντακάκη, ενώ η Μονή Τοπλού κάηκε ολοσχερώς καί πολλοί μοναχοί σφαγιάστηκαν. Στό μεταξύ οι πασάδες οργάνωσαν τμήματα στρατού γιά νά καταπνίξουν τήν επανάσταση στήν περιφέρεια. Στίς 17 Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι τού Ρεθύμνου κατευθύνθηκαν πρός
328
τόν Αγιο Κωνσταντίνο καί στά Ρούστικα. Στή μάχη όμως πού έγινε στό Ζουρίδι, ο Πέτρος Μανουσέλης, ο Γ. Δεληγιαννάκης, ο Κωστόπουλος, ο Ιωάννης Δρουλίσκος καί ο Μανώλης Ρουστικιανός κατεδίωξαν τούς εχθρούς νικώντας τους καί καταστρέφοντας ένα πύργο στό χωριό Επισκοπή. Οι απώλειες των εχθρών ήταν περίπου 55 άνδρες. Τήν ίδια μέρα, οι Βουρδουμπάς Κωστόπουλος, Πωλογεωργάκης καί Τσουδερός συνεπλάκησαν μέ τούς Αμπαδιώτες σέ σφοδρή καί αμφίρροπη μάχη. Οι Μανουσέλης καί Δεληγιαννάκης προσέτρεξαν σέ βοήθεια, αλλάζοντας τήν έκβαση τής μάχης υπέρ τών Ελλήνων. Οι Αμπαδιώτες άφησαν 300 νεκρούς μαζί καί τόν αρχηγό τους Κουντουροσμαΐλη, ενώ οι Σφακιανοί είχαν 7 νεκρούς καί αρκετούς τραυματίες. Στίς 26 Ιουνίου 1821, ο Τσελεπής έκαψε τά παλάτια τών αγάδων έξω από τά τείχη τών Χανίων, αιχμαλώτισε γυναικόπαιδα καί τά αντάλλαξε μέ Χριστιανούς αιχμαλώτους. Ταυτόχρονα έκοψε τήν ύδρευση στήν πόλη αποφέροντας μεγάλη σύγχυση στούς εντός τών τειχών Τούρκους. ΌΌλη η Κυδωνία καί ο Αποκόρωνας ήταν απαλλαγμένες από τούς Τουρκοκρητικούς. Στίς 28 Ιουνίου 1821 έγινε μία σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στούς Σφακιανούς καί στούς Αμπαδιώτες στό Βαθειακό τής ΊΊδης. Μέ πείσμα πολεμούσαν ολόκληρη ημέρα καί οι δύο αντίπαλοι χωρίς νά υποχωρή κανείς. Τήν επομένη οι μουσουλμάνοι μέ επικεφαλής τόν αρχηγό τους Ντελή Μουσταφά έκαναν επίθεση εναντίων τών Ρωμηών. Οι καπετάνιοι Ρούσσος Βουρδουμπάς, Γ. Τσουδερός, Πωλογεωργάκης, Μεληδόνης καί Μιχάλης Κουρμούλης τελικά έτρεψαν τούς αντιπάλους σέ φυγή αιχμαλωτίζοντας καί τόν αρχηγό τους Μουσταφά. Ο Κουρμούλης ανήκε στήν οικογένεια τών Κουρμούληδων τής Μεσσαράς, οι οποίοι είχαν εξισλαμισθεί φανερά, αλλά στά κρυφά κράτησαν τήν χριστιανική τους πίστη. Οι κρυπτοχριστιανοί αυτοί, αμέσως μόλις ξέσπασε η επανάσταση πέταξαν τό κοράνι καί άδραξαν τά τουφέκια νά πολεμήσουν γιά τήν σημαία του Σταυρού. Οι συνεχείς νίκες τών Ρωμηών είχαν εξοργίσει τούς πασάδες, γι΄αυτό καί η μανία τους στράφηκε εκ νέου κατά τών αμάχων. Στά τέλη Ιουνίου οι "ξεκουκούλωτοι" τών Χανίων κατέσφαξαν τούς κατοίκους τών χωριών τού Ακρωτηρίου καί λεηλάτησαν τά μοναστήρια τής Αγίας Τριάδος καί τού Γουβερνέτου. Ωστόσο μέ τή βοήθεια τών πλοίων τών Κασίων, πολλά γυναικόπαιδα μπόρεσαν νά ξεφύγουν, ενώ άλλα κρύφτηκαν σέ σπήλαια. «Ξεκουκούλωτοι εκαλούντο ούτω προ της Επαναστάσεως του 1821 οι θηριωδέστεροι των εν Χανίοις Τούρκων, διότι κατά τας ανά τας επαρχίας επιδρομάς των, ίνα ληστεύσωσι καί φονεύσωσι τους αόπλους χριστιανικούς πληθυσμούς, απέβαλλον το "κουκούλι" των, δηλαδή το
329
φέσι των, ίνα εκλαμβάνονται ως χριστιανοί.» Στίς αρχές Ιουλίου 1500 περίπου ένοπλοι Τούρκοι ξεκίνησαν από το Ρέθυμνο, μέ κατεύθυνση τά Σφακιά, μέ σκοπό νά καταστείλουν τήν επανάσταση. Στήν πορεία τους γιά τό χωριό Καλλικράτη, συνάντησαν στή θέση Γάλλου τά σώματα τού Π. Μανουσέλη καί Γ. Δεληγιαννάκη. Η μάχη συνεχίστηκε όλη τήν ημέρα χωρίς νικητή. Το απόγευμα ήλθαν σε βοήθεια των Ελλήνων ο Πρωτοπαπαδάκης, ο Κωστόπουλος καί ο Τσουδερός. Στις 4 Ιουλίου ομάδα από 150 νέων καί τολμηρών Τούρκων άφησαν τήν μάχη καί αθέατοι κινήθηκαν μέχρι τόν αφύλακτο Καλλικράτη καίοντας μια συνοικία του, σε μια κίνηση εντυπωσιασμού. Την τέταρτη ημέρα της μάχης οι Ανδρέας Μανουσέλης, Πέτρος Παπαδάκης, Κωνσταντής Βενιέρης, Μανόλης Ντουλαβέρης καί Μουντομανούσος κινήθηκαν από τα νώτα των εχθρών, αυτοί θεωρώντας ότι ήταν πολλοί καί θα κυκλώνονταν το έβαλαν στά πόδια προς το Ρέθυμνο. Οι απώλειες τών χριστιανών Κρητικών ήταν 9 νεκροί καί τών μουσουλμάνων Κρητικών άνω των 100. Στίς 4 Ιουλίου, ο Λατίφ πασάς μέ 8000 άνδρες ξεκίνησε από τα Χανιά μέ κατεύθυνση τούς Λάκκους κρατώντας καί αλυσίδες για νά φέρει πίσω δεμένους τους Σφακιανούς όπως έλεγε. Οι Τούρκοι προχωρούσαν αργά παίρνοντας όλες τίς αναγκαίες προφυλάξεις. Στίς 15 Ιουλίου, η τουρκική εμπροσθοφυλακή συγκρούσθηκε μέ τούς ενόπλους τού Βασίλη Χάλη καί Ανδρέα Φασούλη τούς οποίους ενίσχυσε αργότερα ο Γεώργιος Δασκαλάκης (Τσελεπής) καί ο Σήφακας μέ τους Αποκορωνιώτες. Τελικά οι Κρήτες αναγκάσαν τόν πασά ταπεινωμένο νά γυρίσει τρέχοντας καί ασθμαίνοντας στό κάστρο του στά Χανιά, αφήνοντας 500 νεκρούς. Οι ΈΈλληνες είχαν 28 νεκρούς, αλλά έπεσαν στά χέρια τους φορτώματα ολόκληρα από πολεμοφόδια καί πολλά ζώα. Μετά από αυτή τή μάχη στερεώθηκε η επανάσταση στήν Κρήτη καί ιδιαίτερα στήν περιοχή τών Σφακιών. Ριζοκυδωνιάτες ΌΌταν οι Τούρκοι μάθανε τά όσα έτρεξαν βάλανε μαχαίρι γιά νά τρομοκρατήσουν. Τά Χανιά, τό Ρέθυμνο, τό Ηράκλειο ζήσανε μέρες γεμάτες αίμα καί θάνατο. Στήν πρώτη μονάχα φάση τού σηκωμού στήν Κρήτη ίσαμε δύο χιλιάδες αθώοι - όλοι μητροπολίτες καί οι ηγούμενοι τών μοναστηριών, γυναίκες, γέροι, παιδιά, τεχνίτες καί χωριάτες - χάσανε τή ζωή τους. Πλήθος οι παντρεμένες καί τά κορίτσια πού πουλήθηκαν νά πλουτίσουν τά χαρέμια. Πουθενά σ' όλη τήν άλλη Ελλάδα ο πόλεμος δέ στάθηκε πιό άγριος απ' όσο στήν Κρήτη. Καί τά δύο μέρη, ραγιάδες κι αφέντες,
330
χτύπαγαν ανελέητα. Αν καί μίλαγαν τήν ίδια γλώσσα, τούς χώριζε άβυσσος καί μίσος, όπως γίνεται πάντα ανάμεσα σ' εκείνους πού αλλαξοπίστησαν καί σ' αυτούς πού μένουν πιστοί στόν εθνισμό τους. Οι Ριζοκυδωνιάτες, όπως ονόμαζαν όσους κατοικούσαν στούς βόρειους πρόποδες τών Λευκών Ορέων, πού λογαριάζονταν όμοια μαχητικοί ωσάν τούς Σφακιανούς, βλέποντας πώς η παθητική αντίσταση δέν οδηγούσε πουθενά, άνοιξαν πρώτοι τό ντουφέκι σκοτώνοντας δέκα Τούρκους στόν πύργο τής Χαρβάτας. Λύσσαξαν οι ξεκουκούλωτοι τών Χανίων καί μ' αρχηγό τόν Ιμπραήμ Ταμπουρατζή βγαίνουν νά πάρουν εκδίκηση. Η μάχη δόθηκε στίς 14 τού Ιούνη σιμά στό χωριό Λούλου. Σ' αυτήν πήρε μέρος κι ο αντρειωμένος Σφακιανός καπετάνιος Τσελεπής. ΌΌταν τούς είδε ν' ανεβαίνουν στή θέση Διγενή, πρόσταξε νά μή κεντήσει κανείς τό ντουφέκι του, άν δέν δώσει ο ίδιος τό σινιάλο. Αφήνει τούς ξεκουκούλωτους νά σιμώσουν λίγες δρασκελιές καί φωνάζει: - "Φωθιά, παιδιά στούς εχθρούς ούλης τής ανθρωπότης! Κανείς τους νά μή γλιτώσει! Φωθιά. παιδιά, φωθιά!" Καί οι ξεκουκούλωτοι μέ τόν τρομερό Ταμπουρατζή τό βάζουνε στά πόδια νά βρούνε σωτηρία μέσα στά τείχη τών Χανίων. Τά ίδια ακολούθησαν καί μέ τούς τουρκορεθυμνιώτες. Ο αρχηγός τους Κουντουροσμαΐλης χτυπήθηκε από τούς Σφακιανούς στίς 16 τού Ιούνη στόν Αη Γιάννη. Γύρεψε κι αυτός σωτηρία στό Ρέθυμνο. Στίς 5 τού Ιούλη εκστρατέψανε σύγκαιρα οι Χανιώτες καί οι Ρεθυμνιώτες μέ κεφαλή τους τόν Λατίφ πασά. Μά απότυχαν χειρότερα από πρίν. Στή θέση Καμπιά τούς σύντριψαν οι δικοί μας. Κι ανάμεσα στά λάφυρα πού πήραν ήταν τά σκοινιά καί οι αλυσίδες πού κουβαλούσε ο πασάς γιά νά δέσει τούς Σφακιανούς. Δημήτρης Φωτιάδης - Επανάσταση τού 21 Εισβολή τών Τούρκων στά Σφακιά O Σερίφ πασσάς, ευθύς μετά τίς άγριες σφαγές τών Ρωμηών τού Μεγάλου Κάστρου καί τίς ειδήσεις τών αποτυχιών τών πασσάδων τού Ρεθύμνου καί τών Χανίων, άρχισε νά προετοιμάζει εκστρατεία κατά τών επαναστατών. Οι αγάδες καί οι ξεκουκούλωτοι τόν παρακινούσαν γιά άμεσο κτύπημα κατά τών γκιαούρηδων, ευελπιστώντας σέ αρπαγές περιουσιών καί γυναικών. Πράγματι, ο πασσάς ετοίμασε 8.000 ασκέρι καί τό έθεσε κάτω από τίς οδηγίες τού Καούνη, μέ τήν εντολή νά εξοντώσει τά Σφακιά. Ο Καούνης πέρασε από τό Ρέθυμνο, όπου παρέλαβε άλλους 4.000 ενόπλους καί στίς 14 Ιουλίου 1821 διανυκτέρευσε μέ τό στρατό του στά Αγκουσελιανά. Ο Πωλογεωργάκης μέ λίγους άνδρες στίς τοποθεσίες Αμυγδαλόπορο καί Ασπροκεφάλι σκότωσε μερικούς προπορευόμενους, αλλά οι εχθροί ήσαν πάρα πολλοί καί αναγκάστηκε νά αποσυρθεί γιά νά
331
μήν κυκλωθεί. Τήν επομένη, οι Τούρκοι εισέβαλαν καί έκαψαν τό χωριό Καλλικράτης χωρίς μάχη, αφού οι Σφακιανοί έσπευδαν νά προστατεύσουν τίς οικογένειες τους στίς σπηλιές καί τά φαράγγια. Σ τή συνέχεια δόθηκε μία σύντομη μάχη στή θέση 'Ασφενδος, όπου σκοτώθηκε ο πεντακοσίαρχος Κωστόπουλος. Τή θέση του τήν πήρε ο Αναγνώστης Μανουσογιαννάκης. Τό χωριό 'Ασφενδος ομοίως κάηκε ολοσχερώς καί ο τουρκικός στρατός τήν επομένη κατέλαβε τό χωριό Ασκυφος, πάλι χωρίς μάχη. Αυτό τό χωριό όμως βρίσκεται σέ οροπέδιο καί είναι περικυκλωμένο από ψηλά βουνά. Αποτελούσε παγίδα γιά ένα στρατό πού είχε καταλύσει σέ αυτό καί οι Σφακιανοί άρπαξαν αμέσως τήν ευκαιρία. Ευθύς μετά τήν άφιξιν τών Τούρκων εις τό 'Ασκυφον, έσπευσαν εις τά γύρω οι αρχηγοί Μανουσέλης, Γ. Δεληγιαννάκης, Μανουσογιαννάκης, Ρ. Βουρδουμπάς, Πωλογεωργάκης καί Πρωτοπαπαδάκης καί τήν 18ην Ιουλίου αρκετοί επαναστάται ώρμησαν κατά τών Τούρκων, έφθασαν μέχρι τής συνοικίας τού Ασκύφου Στραβόρραχη καί εκείθεν ήρχισαν νά πυροβολούν τούς Τούρκους τούς ωχυρωμένους εις τόν Ληνόν. Η εφόρμησις αυτή τών τολμηρών εκείνων ανδρών εφείλκυσε καί άλλους πολλούς επαναστάτας πρός τό ίδιον σημείον καί ήρχισε μάχη, κατά τήν οποίαν οι Τούρκοι μετεχειρίσθησαν καί τό πυροβολικόν διά νά καταπτοήσουν τούς επελθόντας. Αλλά τούτο δέν εκλόνισε τούς ωχυρωμένους εις τήν Στραβόρραχην. Τουναντίον οι επαναστάται ενισχύοντο διαρκώς καί από άλλους ορμώντας πρός τά εκεί καί οι Τούρκοι ήρχισαν ν' ανησυχούν. Εφοβήθησαν μήπως καταφθάσουν ισχυραί επαναστατικαί δυνάμεις, οπότε θά εκινδύνευαν σοβαρώς αποκλεισμένοι εις τό οροπέδιον εκείνο καί απεφάσισαν ν' αποχωρήσουν εκείθεν. Οι Σφακιανοί αντελήφθησαν τούς σκοπούς των καί ενώ οι Τούρκοι συνεσωματούντο διά νά φύγουν εξήλθαν από τάς αρχικάς θέσεις των καί τούς επυροβολούσαν εκ μικρών αποστάσεων. Οι Τούρκοι ηναγκάσθησαν νά στρέψουν τά νώτα καί νά φύγουν τό ταχύτερον διά τής μεταξύ τού Ασκύφου καί τής Κράπης κοιλάδος τού Κατρέως. Αι διαβάσεις ήσαν στεναί καί επέτρεψαν εις τούς επαναστάτας νά καταλάβουν υψηλάς θέσεις επί τών αποκρήμνων κατωφερειών καί νά κτυπούν εκείθεν εκ τού ασφαλούς τούς φεύγοντας καί συμπυκνωμένους Τούρκους. Κάθε σφαίρα Σφακιανού είχε καί αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι επροχωρούσαν κατ' ανάγκην υπό τά φονικώτατα αυτά πυρά εις δρόμον στενόν καί κρημνώδη, πού τόν καθιστούσαν περισσότερον δύσβατον ακόμη οι όγκοι τών νεκρών καί τών ζώων πού κατέπιπταν. Τότε κατέφθασε πρό τού στομίου τής κοιλάδος καί ο Δασκαλάκης από τήν Μαλάξαν μέ αρκετήν δύναμιν καί ηνάγκαζε τούς φθάνοντας
332
εκεί καί ευρισκομένους πρό τών απροόπτων εκείνων ελληνικών πυρών νά στρέφωνται πρός τά οπίσω. Επήλθεν εκ τούτου μεταξύ τών Τούρκων, πού εβάλλοντο από όλα τά μέρη, σύγχυσις πού έφθασεν εις αλλοφροσύνην. Αποκλεισμένοι εντός τής χαράδρας, χωρίς νά ημπορούν νά φύγουν πρός τά εμπρός, ούτε νά στραφούν πρός τά οπίσω, ήρχισαν νά ανεβαίνουν κατά ομάδας πρός τάς ανωφέρειας, δεκατιζόμενοι διαρκώς, άλλοι βαλλόμενοι καί εκεί καί άλλοι καταπίπτοντες από τούς αβάτους εκείνους κρημνούς. Καθένας εσκέπτετο πώς νά σωθή. Αλλά δέν ήτο δυνατόν νά φύγουν όλοι καί η επίθεσις εξηκολούθησεν εις τήν φάραγγα εκείνην τού θανάτου επί πολύ. Οι διασωθέντες κατώρθωσαν νά φθάσουν εις τό Μπρόσνερο, όπου παρέλαβαν τούς αποκλεισμένους εις τόν Πύργον τού Αλιδάκη καί έφυγαν εκείθεν εις τόν Αλμυρόν εις αθλίαν κατάστασιν, αφήνοντες εις τόν δρόμον τούς τραυματίας των. Αλλοι από τούς διασκορπισθέντας έφθασαν εις τήν λίμνην τού Κουρνά καί άλλοι εις τήν Ασιγονίαν. Από εκεί οι περισσότεροι από αυτούς, πού ήσαν Αμπαδιώται καί Τούρκοι τής Ρεθύμνου, ετράπησαν πρός διαφυγήν εις τήν δύσβατον Σκαλωτήν, αλλ' εκεί κατώρθωσαν νά τούς ανιχνεύσουν οι Καλλικρατιανοί καί ερρίφθησαν εναντίον των. Οι διασωθέντες Τούρκοι επέρασαν από τό Αποκόρωνον εις ελεεινήν κατάστασιν καί επέστρεψαν εις τήν Ρέθυμνον, αφού διέπραξαν κατά τόν δρόμον των όσα ημπόρεσαν κατά τών αμάχων πληθυσμών. Ηπείλησαν τότε νά προβούν εις σφαγάς τών Χριστιανών πού είχαν υπολειφθή εις τάς πόλεις, αλλ΄ εξηγέρθησαν αι ίδιαι αι γυναίκες τών Τούρκων: - "Αν είσθε άνδρες, θά εδείχνατε τήν παλληκαριά σας κατά τών Σφακιανών καί θά εσκοτώνατε εκείνους καί όχι τούς ξαρμάτωτους ραγιάδες σάν αρνία σφαγμένα." Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - Διονύσιος Κόκκινος Η συντριβή τών Τουρκοκρητικών συμπληρώθηκε μέ τήν καταστροφή τής υπόλοιπης στρατιάς πού ακολούθησε καί αυτή γιά νά εισβάλλει στήν επαρχία τών Σφακιών. Ο Ομέρ Εφένδης αγάς από τά Βέβελα τής Σητείας, διοικητής τού συντάγματος τών Γερλήδων τό οποίο αποτελείτο από 960 άνδρες, ξεκίνησε από το Ηράκλειο μέ κατεύθυνση τά Σφακιά. Τήν 20ην Ιουλίου διανυκτέρευσε στό καμμένο χωριό Καλλικράτης. Τήν επομένη στήν θέση Αμπελος Ασκύφου οι καπετάνιοι Μανουσέλης, Δεληγιαννάκης, Μανουσογιαννάκης, Βουρδουμπάς, Πωλογεωργάκης καί Πρωτοπαπαδάκης μέ 350 άνδρες αντιλήφθηκαν τήν παρουσία τής νέας στρατιάς καί έσπευσαν νά τού φράξουν τόν δρόμο. Ο Ομέρ αγάς θεώρησε αρχικώς, ότι πρόκειται γιά απόσπασμα τού στρατού τού Κούνη καί προχώρησε αμέριμνος. Ο στρατός του Ομέρ αγά περικυκλώθηκε καί έπαθε πανωλεθρία. Από τούς 960 Τουρκοκρητικούς επέζησαν μόνο 54, μεταξύ τών οποίων
333
καί ο ίδιος ο αγάς. Τελικώς οι αιχμάλωτοι μουσουλμάνοι σφαγιάστηκαν ενώ τόν Ομέρ αγά τόν σκότωσε ένας νέος από τήν Ασκυφο ο Γ. Διακονιάρης, τού οποίου οι ξεκουκούλωτοι είχαν σφάξει τόν πατέρα. "Στο λάκκον εις τόν Αμπελο το παίξαν το παιχνίδι κι ετότες το 'νοιωσ' ο Γερλής πως δεν θα ξαναφύγει, τρεις μέρες κάνουν πόλεμο καί τρεις αργαδινάδες μα τήν απρωτοσπάσανε οι γιανιτσαραγάδες εικοσιέξε κι ο Γερλής μέ ένα αγαδάκι δεν είχεν ομορφότερο ούλο το μπαιράκι. Στήν κούρτα μέσα μπήκασιν οι σκύλοι νά σωθούσι. Γιεις Σφακιανός ήτο κοντά, σαν ετός σιμώνει καί μίλησέ ντου κι ο Γερλής, κοντύτερα σιμώνει." Kατά τά τέλη τού Ιουλίου 1821 οργανώθηκε νέα εκστρατεία κατά τών Σφακιανών μέ τελικό σκοπό τήν πλήρη καταστροφή τής πατρίδας τους. Ο Σερίφ πασσάς τού Ηρακλείου, πού είχε τόν τίτλο τού βεζύρη καί τόν βαθμό τού σερασκέρη ολόκληρης τής Κρήτης, ξεκίνησε μέ ισχυρές δυνάμεις από τό Μεγάλο Κάστρο καί εισήλθε στήν πόλη τού Ρεθύμνου. Εκεί όρισε τόν Οσμάν πασσά καί τόν Καούνη αρχηγούς τών 15.000 ανδρών πού αποτελούσαν τό στράτευμα καί τούς έδωσε εντολή νά ξεκινήσουν τή νέα εκστρατεία στίς 28 Ιουλίου. Οι επαναστάτες πού συγκεντρώθηκαν στά χωριά Κάστελλον, Κουρνά καί Πάτημα, γιά νά αντιμετωπίσουν τόν τουρκικό στρατό, ήταν περίπου 2.000 καί είχαν αρχηγούς τούς: Πρωτοπαπαδάκη, Βουρδουμπά, Μανουσέλη, Αναγνώστη Μανουσογιαννάκη, Καυκαλοσήφη, Δεληγιαννάκη, Πωλογεωργάκη, Τσουδερό, Ρουστιακιανό, Αντώνη Μελεδόνη, Σηφάκα καί Ιωάννη Χάλη. Γιά αρκετές ημέρες κανένας από τούς αντιπάλους δέν μπορούσε νά κάμψει τίς θέσεις τού άλλου. Στό τουρκικό στρατόπεδο έγινε τότε συμβούλιο μέ τό οποίο αποφασίστηκε νά εγκαταλειφθεί ή άμεση επίθεση κατά τών Σφακιών, αλλά νά γίνει προέλασις πρός τά Χανιά γιά νά συνενώσουν όλοι οι τουρκοκρητικοί τίς δυνάμεις τους καί από εκεί νά κινηθούν κατά τών επαναστατών.
334
Τούς δισταγμούς τού Οσμάν πασά πληροφορήθηκαν οι Ρωμηοί καί τούς θεώρησαν ως δειλία καί αδυναμία τών Τούρκων. Αποφάσισαν νά επιτεθούν πρώτοι καί τήν 1η Αυγούστου χτύπησαν τούς Τούρκους στήν Επισκοπή Ρεθύμνης. Ο παπά Γιάννης Σκορδίλης πέρασε πρώτος μέ τούς άνδρες του τόν ποταμό Μουσέλα καί έδωσε μάχη στή θέση Τσιβαρά. Οι λίγοι τολμηροί Κρητικοί είχαν νά αντιμετωπίσουν τό ιππικό καί τό ισχυρό πυροβολικό τού εχθρού. Στό τέλος περικυκλώθηκαν καί έπεσαν σχεδόν όλοι. Αυτή η μάχη άλλαξε τώρα τήν ψυχολογία υπέρ τών μουσουλμάνων, οι οποίοι άρχισαν νά επιτίθενται μέ θάρρος σέ όλες τίς θέσεις τών Σφακιανών. Στίς 6 Αυγούστου 1821 τό τουρκικό ιππικό απώθησε τούς επαναστάτες στή θέση Αλμυρό καί μπόρεσε έτσι τό πεζικό νά προελάσει ανενόχλητο πρός τό Αποκόρωνο. Οι κάτοικοι δέν πρόλαβαν νά αποσυρθούν στά ορεινά καταφύγιά τους καί κατελήφθησαν εξ απροόπτου. Οι Τουρκοκρητικοί προέβησαν σέ μία άνευ προηγουμένου σφαγή. Ο πληθυσμός τού χωριού Βαφέ εξοντώθηκε πλήρως όταν οι Τούρκοι έκαψαν όλους τούς κατοίκους του πού είχαν καταφύγει στό σπήλαιο Κρυονερίδα. Ομοίως εξοντώθησαν οι κάτοικοι τών χωριών Κόκκινα καί Κεφαλάδες. Εκατόν πενήντα γυναικόπαιδα πού είχαν κρυφτεί στήν παραλία τού Κόκκινου Χωριού, ανακαλύφθηκαν καί κατεσφάγησαν. Ο παπα Γρηγόρης ή Γρηγόρης Δαμινός μέ δώδεκα ενόπλους προστάτεψε ογδόντα γυναικόπαιδα πού είχαν καταφύγει σέ έναν κάθετο βράχο πάνω από τήν θάλασσα. Σαράντα μερόνυχτα άντεξαν τίς επιθέσεις τών Τούρκων υπό τήν αρχηγία τού ίδιου τού Οσμάν πασσά. Τελικά γλύτωσαν αλλά η επαρχία τού Αποκόρωνου σβήστηκε από τό χάρτη. Τά χωράφια γέμισαν μέ τά πτώματα τών 3000 κατοίκων της, ενώ όλα τά σπίτια έγιναν στάχτη. Μετά από τίς καταστροφές τόσων χωριών οι Σφακιανοί άρχισαν νά στέλνουν επιστολές σέ όλα τά μέρη στά οποία οι χριστιανοί είχαν επαναστατήσει, ζητώντας επειγόντως βοήθεια. "Ευγενέστατοι καί φιλογενείς προύχοντες τής θεοσώστου νήσου Σπετσών, τόν αδελφικόν ασπασμόν εκ ψυχής απονέμομεν. Σ φακιά τή 14 Αυγούστου 1821. Δ έν μάς έμεινε πλέον ούτε καιρός ούτε νούς διά νά σάς διηγηθώμεν τήν άθλιαν κατάστασιν τής πατρίδος μας. Ο ήδη ερχόμενος εις τήν αγαπητήν σας Παύλος Μπελιβανάκης θέλει σάς εκτραγωδήσει διά ζώσης φωνής τόν τέλειον αφανισμόν τής πατρίδος. Οι εχθροί εβγήκαν καί από τάς τρείς χώρας έως εικοσιπέντε χιλιάδες ομού μέ τρείς βεζύρηδες τής Κρήτης καί περιεκύκλωσαν από τήν στεριάν καί ώρα τή ώρα ορμούσι καί εις τό καστέλλιόν μας. Ετοιμάζουν καί τό κορβέτον οπού σάς προεγράψαμεν, ομού καί
335
άλλα ιδικά των εντόπια, οπού ευρίσκονται καί εις τά τρία κάστρα, διά νά εβγάλωσι νά μάς πολιορκήσουν καί από τήν θάλασσαν. Λοιπόν δι' αγάπην Χριστού, κάμετε μερικά από τά ευλογημένα πλοία σας, όσα κρίνετε εύλογον νά απαντήσωμεν εις τήν ορμήν τών εχθρών. Αδελφοί, η βοήθεια αύτη δέν θέλει γίνει εις ημάς τούς Σφακίους μόνον, αλλά καί εις τούς πολλά ολίγους χριστιανούς οπού έως τώρα ευρίσκονται εδώ ελευθερωμένοι από τήν μάχαιραν τών τυράννων...." Ο τουρκικός στρατός αναθάρρησε από τίς επιτυχίες του καί εισέβαλε στό Θερισό. Πολλοί από τούς μετριοπαθείς αγάδες, όπως ήταν ο Τσουρούνογλου αγάς, κρεμάστηκαν από τούς φανατικούς γενίτσαρους. Τίποτε δέν φαινόταν ικανό νά σταματήσει τούς πασάδες από τήν εξολόθρευση όλων τών Χριστιανών τής Κρήτης. Αφού έκαυσαν τόν Θέρισο, εισέβαλαν στούς Λάκκους, όπου επανέλαβαν τίς ίδιες θηριωδίες. Στή θέση Αλιάκες Θερίσου, προσπάθησαν νά τούς αναχαιτίσουν οι Σφακιανοί οπλαρχηγοί Δασκαλάκης, Παναγιώτου μέ τούς Χάληδες. Οι οπλαρχηγοί προσέβαλαν τόν εχθρό, ταυτοχρόνως από τά δεξιά καί από τά αριστερά, αιφνιδιάζοντάς τους. Μετά από λίγο η υποχώρησις μετεβλήθη εις άτακτον φυγήν καί καταδίωξιν τών Ηρακλειωτών Τούρκων, τούς οποίους οι Χανιώτες Τούρκοι άφησαν στή μοίρα τους, επειδή οι πρώτοι τούς είχαν προηγουμένως λοιδωρήσει σάν δειλούς καί ανίκανους επειδή δέν είχαν καταφέρει νά καταστείλλουν τήν επανάσταση στήν περιοχή τους. Διακόσιοι Τούρκοι σκοτώθηκαν μεταξύ τών οποίων ήταν καί ο αρχηγός τούς ο Καούνης. Πλήθος από πολεμοφόδια, ζώα καί τρείς τουρκικές σημαίες έπεσαν στά χέρια τών νικητών. Στίς Αλιάκες έπεσε ο ηρωϊκός Στέφανος Χάλης πού ήταν ο νεώτερος από τούς αδελφούς Χάληδες καί ο πλέον μορφωμένος. Είχε υπηρετήσει στό αγγλικό προξενείο καί από αυτή του τή θέση είχε κάνει ταξίδια στήν υπόλοιπη Ελλάδα καθώς καί στήν Πάτρα, όπου είχε μυηθεί στήν Φιλική Εταιρεία. ΉΉταν τραγουδιστής μέ πάθος καί μελοποιούσε δικούς του στίχους όπως ο Ρήγας Φεραίος: "Πότε θα κάνει ξαστεριά πότε θα Φλεβαρίσει νά πάρω το τουφέκι μου τήν όμορφη πατρώνα νά κατεβώ στόν Ομαλό στήν στράτα των Μουσούρων νά κάνω μάνες δίχως γιούς γυναίκες δίχως άντρες νά κάνω καί μικρά παιδιά
336
μαύρα σκοτεινιασμένα." ετά τή μάχη αυτή, ο Σερίφ πασσάς στρατοπέδευσε στό Μ Μπρόσνερο τού Αποκορώνου καί στή συνέχεια κινήθηκε στά στενά τής Κράπης καί τού Κατρέως. Δυστυχώς, δέν υπήρξε οργανωμένη αντίσταση τών Σφακιανών καί οι πασάδες πάτησαν στίς 29 Αυγούστου τά Σφακιά. Η καταστροφή της επαρχίας ήταν πρωτόγνωρη ανάλογης τού 1770. Tά χωριά ΊΊμβρος, Μπροσγιαλός, Κομητάδες καί Μουρί καταστράφηκαν πλήρως. Πολλές κοπέλλες προτίμησαν τήν αυτοκτονία από τήν ατίμωση. Η κόρη τού Χ. Θεοδώρου Μουριώτου ξέφυγε από τά χέρια τού Τούρκου πού τήν είχε αρπάξει, έπεσε στό ποτάμι καί πνίγηκε. Οι πιό τυχεροί επιβιβάζονταν σέ πλοία στό Λουτρό καί εύρισκαν καταφύγιο στή γειτονική Γαύδο. Καταφύγιο επίσης βρήκαν τά γυναικόπαιδα στό φαράγγι τής Αγίας Ρούμελης, στό οποίο δέν τόλμησαν νά διεισδύσουν οι Τούρκοι. Μερικοί πού προσπάθησαν νά περάσουν από τό στενό τού Αγίου Παύλου σκοτώθηκαν καί οι υπόλοιποι υποχώρησαν. ΌΌταν ο οθωμανικός στρατός κατέλαβε τό Λουτρό, πού θεωρείτο τό κέντρο τής επανάστασης, τό κατέκαψαν μαζί μέ τίς αποθήκες τών τροφίμων καί τών πυρομαχικών. Ο πασσάς δέν πίστευε στήν τύχη του καί ήταν σίγουρος ότι οι Σφακιανοί κάτι ετοιμάζουν. Είχε μπεί στό άντρο τών επαναστατών χωρίς νά συναντήσει ενόπλους καί αυτό ήταν κάτι πού τόν φόβιζε. Βρέθηκε τότε σέ μία σπηλιά μία γριά Χριστιανή καί τήν φέρανε μπροστά στόν πασά. Αυτός τήν ρώτησε πού είναι οι άντρες καί η γριά τού απάντησε τά ακόλουθα: "- Αφέντη, άκουσα νά λέσιν πώς σάν κρύψουσι τά κοπέλια τσου στή Γαύδο, γή όπου καθένας μπορέση, θά γυρίσουσιν ούλοι μαζί νά σάς κάμουσιν όσα σάς έκαμαν στήν Κατρέ καί στήν Αμπελο, γή θά υπάσιν στά Κατωμέρια, εδά πού δέν είστε εκεί, μέ τά καράβια τσου νά κάψουσι τά σπίτια σας, νά πάρουσι τά γυναικόπεδα σας καί όσα οζά βρούν όξω από τά κάστρη." Τελικώς ο πασάς αποφάσισε ότι η εκστρατεία είχε φθάσει στόν σκοπό της καί ανεχώρησε μέσω τού Φταγκοκαστέλλου πρός τόν Αγιον Βασίλειο, εγκαταλείποντας τήν επαρχία τών Σφακιών. Η πρώτη του φροντίδα ήταν νά γράψη στόν σουλτάνο ότι η επανάσταση στήν Κρήτη είχε τελειώσει καί οι επαναστάτες είχαν εξολοθρευθεί. Σφακιά. Επίμηκες σχήμα έχουσα αύτη, κείται μεσημβρινώς τής Κρήτης πρός τό Λιβυκόν πέλαγος. Πρός άρκτον δέ έχει όρια τά Λευκά ΌΌρη μέ τάς παρακείμενας επαρχίας τής Κυδωνίας, Αποκορώνου καί Ρεθύμνης, όλα σχεδόν άβατα καί υψηρεφή, άτινα αρχόμενα από τό πρός δυσμάς αυτής
337
Σέλινον, απολήγουσιν εις τήν κατ' ανατολάς Ρεθύμνην. Η μάλλον βατή οδός είναι η εκ τού Προσνέρου άγουσα εις Κράπην, μετά τό τέλος τής οποίας άρχεται ο Κατρεύς καί μετά τό Σκύφος, η λεγομένη φάραγξ τής ΊΊμβρου. Διά τής οδού ταύτης εισέβαλλον οι Τούρκοι καί τώ 1770 εις Σφακιά, μετά τήν παύσιν του ρωσσοτουρκικού πολέμου, ότε καί κατέστρεψαν τόν τόπον ολοτελώς, στρατοπεδεύσαντες εις τά κατά τό τμήμα τής Ανωπόλεως χωρία Αγιον Ιωάννην καί Αράδεναν. Απέναντι πρός δυσμάς τής περιγραφείσης οδού υπάρχει η κατ' ευφημισμόν λεγομένη Αγγελόστρατα, κειμένη εντός δυσχερεστάτης φάραγγος, από δέ τό Θέρισον στενωπός τις τά νήν λεγομένη Μονοπάτι καί αμφότερα ταύτα διεξέρχονται εις Ανώπολιν. Πρός δυσμάς δέ τών Σφακιών κείται η επίσης ορεινή επαρχία τού Σελίνου, μεταξύ τών δύο τούτων υπάρχει η οχυροτάτη φάραγξ τής Αγίας Ρούμελης, ονομασθείσα ούτως από τινος εκκλησίας επ' ονόματι αυτής τιμωμένης, ένθα διεσώζοντο κατά τήν επανάστασιν χιλιάδες ανθρώπων. Η φάραγξ αύτη έχεις τρείς στενωπούς, μίαν πρός τά Σφακία, ονομαζομένην Αγιον Παύλον, ετέραν πρός άρκτον τήν Κακήν Σκάλαν καί άλλην πρός δυσμάς. Πρός ανατολάς δέ τών Σφακίων κείται η επαρχία Λάμπης (Αγιος Βασίλης), ήτις επίσης έχει στενωπούς πρός είσοδον εις Σφακία τήν Σκαλωτήν, τό Ροδάκινον καί τό Κακοσκάλι, ένθα εκινδύνευσεν ο Μουσταφά πασάς εις τήν κατά τού Φραγκοκάστελου εκστρατείαν. Ο λαός τής ορεινοτάτης καί τραχείας ταύτης επαρχίας, έφερε πάντοτε τά όπλα, εξησκημένος δέ ών εις τά τού πολέμου, καθίστατο αείποτε επίφοβος εις τούς κατά καιρόν κρατούντας τής Κρήτης. Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης υπό Ζαμπελίου καί Κριτοβουλίδου Schlumberger Gustave Γάλλος βυζαντινολόγος Cette expedition de Crete (εκστρατεία στήν Κρήτη) est un des plus interessants episodes de un des grands efforts de l'empire grec (ελληνικής αυτοκροταρίας); pour la seconde fois peut-etre depuis des siecles (la premiere fois, ce fut sous Basile I, on vit se rassembler un veritable armement imperial, une veritable flotte d' Etat; jusqu'alors on s'etait contente de reunir les contingents maritimes de tel ou tel theme ou de plusieurs themes a la fois. Leon Diacre et d'autres chroniqueurs ont parle avec quelque detail de ce brillant episode de la lutte seculaire entre Grecs et Sarrasins (πόλεμος μεταξύ Ελλήνων καί Σαρακηνών). Mais ce qui rendait tous ces navires infiniment redoutables aux Sarrasins, ce qui leur avait fait donner le nom effrayant de vaisseaux porte-feu ou pyrophores, c'etait l'appareil special dont chacun etait muni, appareil propre a jeter le "feu liquide", l'epouvantable feu gregeois
338
(τρομερό ελληνικόν πύρ), cette mysterieuse decouverte apportee, dit-on, au septieme siecle a Byzance, par Callinicus (Καλλίνικος), mise au rang des plus precieux secrets d'Etat et demeuree la terreur des barbares aux corps nus d' Orient comme d' Occident. Nicephore se decida sur-le-champ a frapper un grand coup, en marchant droit sur Chandax (Χάνδαξ), la capitale meme des Sarrasins de Crete, cette citadelle fameuse reputee imprenable, clef de l'ile entiere. L'armee s'avanca a travers un pays superbe couvert d'immenses moissons, parseme d'arbres fruitiers dont l'abondance et la variete semblent avoir fait la plus vive impression sur l'esprit des guerriers byzantins. De toutes parts aussi, les descendants des anciens habitants chretiens, (οι τέως χριστιανοί) auxquels leurs maitres idolatres avaient impose la conversion a l'Islam (τούς οποίους εξανάγκασαν νά εξισλαμιθούν), accouraient joyeux a la rencontre de l'armee liberatrice (έτρεχαν νά συναντήσουν τόν απελευθερωτικό στρατό). Les Byzantins, les Arabes, avaient a cette epoque perfectionne a l'exces l'art de ces machines de guerre si variees, destinees les unes a jeter bas les plus puissantes murailles, les autres a couvrir les soldats ennemis des plus dangereux comme des plus divers projectiles. Plusieurs empereurs grecs (ΈΈλληνες αυτοκράτορες) n'ont pas dedaigne dans leurs ecrits de nous renseigner eux-memes a ce sujet. L'enumeration et la description de toutes les varietes de ces formidables engins prendraient bien des pages. Nicephore, a cheval, dans son plus riche accoutrement de guerre, entoure de pretres et des principaux chefs, levant les bras au ciel, invoquait le pieux et illustre congres, protecteur des guerriers orthodoxes, suppliant tous ces saints glorieux et le Christ Pantocrator avec eux de faire tomber les tours et les murs de Chandax. (Ο Νικηφόρος πάνω στό άλογο ... προστάτης τών ορθοδόξων πολεμιστών ... παρακαλούσε τόν Χριστό νά πέσουν τά τείχη τού Χάνδακα). • Βακαλόπουλος Ιστορία Ελληνισμού 1821 ΤουρκοκρατίαΒενετοκρατία Συμβάντα εν Κρήτη επί τής ελληνικής επαναστάσεως Λάμπρου Κουτσονίκα Η νήσος Κρήτη πρό της ελληνικής επαναστάσεως κατωκείτο από εκατόν εξήκοντα χιλιάδας χριστιανούς καί εκατόν τριάκοντα χιλιάδας Οθωμανούς. Οι δεύτεροι ούτοι ήσαν εξ αρνησιθρήσκων χριστιανών, αλλ' ήσαν φανατικώτεροι καί τών Οθωμανών αυτών, διψώντες χριστιανικού αίματος. Τά αιμοβόρα ταύτα θηρία, πληροφορηθέντα περί τής επαναστάσεως τής Πελοποννήσου καί τών νήσων, ήρχισαν νά πράττωσι κατά τών χριστιανών τούς τραγικώτερους φόνους. Ο δέ Λουτφά Πασάς τών Χανίων κατ' αίτησιν τού όχλου τών Οθωμανών εφυλάκισε περί τας αρχάς Μαΐου τόν Επίσκοπον Κισσάμου, τόν οποίον έπειτα παρέδωκεν είς
339
τόν οθωμανικόν όχλον, όστις τόν εβασάνισε καί εθεάτριζε, περιφέρων ημίγυμνον εις τάς οδούς, ακολούθως δέ τόν εκρέμασεν έξωθεν τής πόλεως καθώς καί τόν αλληλοδιδακτικόν διδάσκαλον. Μετά ταύτα ο θηριώδης όχλος εζήτει νά σφάξει όλους τούς εν τή πόλει χριστιανούς, τό οποίον ανέβαλον μετά τό Ραμαζάνιον. Τήν δέ 17 Ιουλίου ηνοίχθησαν αι οπλοθήκαι καί ωπλίσθησαν άπαντες οι Οθωμανοί υψώσαντες τήν σημαίαν τού πολέμου, καί περιφερόμενοι εις τήν πόλιν προητοίμαζον τόν φόνον καί τήν καταστροφήν. Τήν τελευταίαν τού Ραμαζανίου εξεδόθη ορισμός τού πασσά καί φετφάς τού καδή πρός εξολόθρευσιν τών χριστιανών. Τριάκοντα χριστιανοί μείναντες υπό τήν προστασίαν τών αγάδων, αυθημερόν εφονεύθησαν, οι δ' άλλοι είχον φύγει. Τήν επιούσαν εξελθόντες τής πόλεως έκαυσαν είκοσι χωρία καί μοναστήρια, όσους δέ χριστιανούς εύρισκον, έσφαζον, έπνιγον, έκαιον καί εκρέμων, τάς δέ γυναίκας επώλουν εν τή αγορά τών Χανίων. Ηκολούθουν δέ αύται αι φρικταί σκηναί επί ένα ολόκληρον μήνα. Η δεινή αύτη τών χριστιανών θέσις τούς ηνάγκασεν, αποσυρθέντες από τά πεδινά μέρη καί χωρία νά καταφύγωσιν εις τά όρη καί πρό πάντων εις τά Σφακιά πρός ασφάλειάν των. Εν τή Κρήτη υπήρχον πλουσιώταταί τινες οικογένειαι τού Μεγάλου Κάστρου, αίτινει, πρός ασφάλειαν τής ζωής, τιμής καί περιουσίας των είχον δεχθή πρός τό φαινόμενο τόν ισλαμισμόν, μυστικώ, όμως, τω τρόπω επρέσβευον τόν Χριστιανισμόν, καθ' όν ανέτρεφον καί τά τέκνα των. Επελθούσης τής επαναστάσεως, επροφασίσθησαν ότι ασπάζονται τόν Χριστιανισμόν καί δράξαντες τά όπλα εκ τής πεδιάδος τής Μεσαράς μετέβησαν εις τά Σφακιά, εγκαταλιπόντες τάς μεγάλας περιουσίας των καί έτοιμοι νά χύσωσι τό αίμα των υπό τήν σημαίαν τού Σταυρού. Διονύσιος Κόκκινος - Η Ελληνική Επανάστασις (Κρήτη) ΌΌταν κατά τήν τετάρτην σταυροφορίαν ο Βονιφάτιος μαρκήσιος τού Μονφερράτου, ο Βαλδουΐνος κόμης τής Φλάνδρας καί ο Ερρικός Δάνδολος δόγης τής Ενετίας κατέλαβον τόν Απρίλιον τού 1204 τήν Κωνσταντινούπολιν καί διεμοίρασαν μεταξύ των τήν βυζαντινήν αυτοκρατορίαν, η Κρήτη υπήρξε λάφυρον τών Γενοβέζων. Αλλ' ο αρχηγός των Βονιφάτιος τήν επώλησε εις τήν Ενετίαν αντί δέκα χιλιάδων αργυρών μάρκων. Αλλ' εχρειάσθη εκστρατεία διά ν' αποκτήσουν πραγματικήν κυριότητα οι Ενετοί επί τής νήσου, όπου οι εκ τού Βυζαντίου πρερχόμενοι από ενός αιώνος γεωδεσπόται καί αι ισχυραί οικογένειαι επροσπάθησαν ν' αντιστούν... Αδιάκοπαι ταραχαί, επαναστάσεις, νέαι εκστρατείαι τών Ενετών καί συνεχής βία κατά τών κατοίκων εχαρακτήρισαν ολόκληρον τήν μακράν περίοδον τής ενετοκρατίας. Καί η καταδυνάστευσις τού λαού είχε καταστεί τόσον
340
αφόρητος, ώστε όταν κατά τάς αρχάς τού 17οι αιώνος νέα δύναμις, η Τουρκία, ευρισκομένη τότε είς τό κορύφωμα τών επιτυχιών της, έστρεφε τά κατακτητικά της βλέμματα πρός τήν Κρήτην, αρκετοί εκ τών σημαινόντων κατοίκων ηυχήθησαν τήν διά τών Τούρκων αποδίωξιν τών Ενετών... Οι Τούρκοι, από τάς πρώτας των αποβάσεις τήν 24ην Ιουνίου τού 1645 εις τά Μεσόγεια τής Κισσάμου, εξετράπησαν εις σφαγάς τών κατοίκων πού ευρίσκοντο τότε διά τόν θερισμόν καί τήν συγκομιδήν τών σπαρτών εις τά χωράφια. Η άλωσις τών Χανίων εσήμανε καί τήν σφαγήν καί τήν αιχμαλωσίαν τού πληθυσμού πού ευρέθη εντός τής πόλεως καί δέν κατόρθωσε νά διάφύγη. Καί αμέσως αι εκκλησίαι όλαι μετετράπησαν εις τζαμιά. Εφάνη ευθύς εξ αρχής ο σκοπός τών Τούρκων όχι μόνον νά κατακτήσουν, αλλά καί νά εξισλαμίσουν τήν ζωήν τού νησιού. Εις τό Ρέθυμνον έγινε κλαυθμός καί οδυρμός. Η πόλις ελεηλατήθη, αι εκκλησίαι έγιναν καί εκεί τζαμιά καί ο ελληνικός λαός εσφάγη ή αιχμαλωτίσθη. Αιχμαλωσία εσήμαινεν δουλείαν, μεταφοράν τών ωραιοτέρων γυναικών εις τάς σκηνάς τών πασσάδων καί τών αξιωματικών καί πώλησιν τών υπολοίπων εις τούς σωματεμπόρους. ΌΌταν κατά τόν Σεπτέμβριον τού 1669 υπεγράφη η συνθήκη τής παραδόσεως τού Χάνδακος, η οποία εσήμαινε καί τήν παράδοσιν τής Κρήτης, ο κρητικός λαός ήτο πλέον αποδεκατισμένος καί ωλιγόστευεν ακόμη περισσότερον εκ τής αποδημίας πλείστων τών κατοίκων, οι οποίοι επροτίμησαν νά εκπατρισθούν διά νά μή μείνουν δούλοι τών Τούρκων. Η φθορά τού πληθυσμού υπήρξε μεγάλη... Οι μπέηδες καί οι αγάδες ήρχισαν κατά πρώτον νά διαρπάζουν τάς αγροτικάς περιουσίας καί νά τάς μοιράζουν μεταξύ των, βιαζόμενοι νά δημιουργήσουν καθεστώς ιδιοκτησίας πρός επικύρωσιν κατά τήν νέαν διανομήν τής γής. Πολύ ολίγα κτήματα καί από τά ολιγώτερον προσοδοφόρα απέμειναν εις τούς εντοπίους καί αυτά φορολογούμενα πολυειδώς. Δούλοι εις τάς ιδίας περιουσίας απέμειναν οι Χριστιανοί. Οι νικηταί, κατακτητές καί εξομώτες, διά νά χαρούν τάς λείας των είχαν ανάγκην δημιουργίας οικογενειών. Καί όσοι δέν είχαν αιχμαλωτίσει γυναίκας κατά τήν διάρκειαν τού πολέμου ήρχισαν ν' αρπάζουν τά κορίτσια τών εντοπίων. Από τάς γυναίκας αυτάς προήλθεν η πρώτη μετά τήν κατάκτησιν μουσουλμανική γενεά. ΈΈπειτα διά νά δημιουργηθή τό ταχύτερον πυρήν μωαμεθανικός καί γηγενής δύναμις γενιτσάρων, ενηργήθη άγριον παιδομάζωμα εις όλην τήν νήσον. Δεκαπέντε χιλιάδες παιδιά ηρπάγησαν κατά τό διάστημα μιάς ημέρας καί εξισλαμίσθησαν. Εκ τούτων προήλθαν οι φοβεροί γενίτσαροι τής Κρήτης, πού απέβησαν ο τρόμος τού ελληνικού πληθυσμού.
341
Ο Πούκεβιλ περιγράφει τήν επανάσταση στά Χανιά Τά Χανία αντικατέστησαν τάς Κυδωνίας. Η πόλις ανεγερθείσα υπό τών Βενετών έχει καί τώρα υδραγωγεία, τείχος κατά τό σύστημα τής οχυρωματικής, όπερ ηκολούθουν κατά τόν 17ον αιώνα. Η χώρα περιλαμβάνει 9.000 Τούρκους, 3.000 Εβραίων καί 1.200 Χριστιανούς, αντικείμενα καταφρονήσεων καί μίσους τών δύο πολεμίων τού Σταυρού αιρέσεων. Οι Τούρκοι σφάξαντες τούς κληρικούς αυτής ησχολούντο εις λεηλασίας, ότε έμαθον ότι οι Σφακιανοί ευρίσκοντο εν τή πεδιάδι. ΈΈδραμον εις συνάντησιν αυτών καί οι άπιστοι γενομένοι δεκτοί διά χαλάζης σφαιρών ετράπησαν εις φυγήν αλλαλάζοντες, χωρίς νά αποκομίσωσιν ουδέ τούς νεκρούς των. Οι Τούρκοι ηναγκάσθησαν νά καταφύγωσιν εις τό φρούριον τών Χανίων. Τής αιφνιδίου ταύτης αποφάσεως, άμα γνωσθείσης, οι ΈΈλληνες απανταχόθεν εδράξαντο τών όπλων. Αμα δ' ως εκλήθησαν εις μάχην υπό τινος τών ιστορικής καταγωγής Κρητών εκείνων, ών οι πρόγονοι προσεποιήθησαν ότι ησπασθησαν τόν μωαμεθανισμόν από τής υποδουλώσεως, ο Κουρμούλης σχίσας τό σαρίκιον αυτού, διακηρύττει τήν θεότητα τού Ιησού Χριστού καί τήν βασιλείαν τού Σταυρού. Οι Σφακιανοί, καίτοι ήσαν σφόδρα παροργισμένοι προς τους Τούρκους, εδείκνυον όμως εν ταις μάχαις τόσην γενναιότητα, όσην εκείνοι σκληρότητα καί βαρβαρότητα. Ουδένα Τούρκον εκακοποίουν συλλαμβανόμενον εν αρχή άοπλον. Εις τους οπλισμένους όμως δεν εχαρίζοντο. Αλλ΄ ότε είδον ότι οι εντός των πόλεων αδελφοί των εσφάζοντο καί αδιακρίτως εκρεμούντο εις τας επάλξεις των φρουρίων, δεν εβράδυναν καί ούτοι νά επηρεασθώσιν υπό τις εκείνων θηριωδίας καί νά βλάπτωσιν, ους δεν έβλαπτον εως τότε εξερχομένους εκ των φρουρίων αόπλους προς ζήτησιν χρειωδών. Δημήτρης Φωτιάδης - Αφεντούλιεφ καί Κρήτη Τόν Αύγουστο τού 1821, ξεκίνησαν πανστρατιά οι Τουρκοκρητικοί καί στίς αρχές τού Σεπτέμβρη πάτησαν τά Σφακιά, φτάσανε ώς τό λιμάνι τού Λουτρού καί τό κάψανε. Κείνο πού δέν μπόρεσαν όμως νά κάνουν ήταν νά χαλάσουν τούς Σφακιανούς. Είχαν χαθεί από τό πρόσωπο τής γής. Αλλοι κρύφτηκαν στ' απάτητα βουνά, άλλοι στή Γαύδο κι άλλοι σ' άλλα νησιά. Κι όταν αποτραβήχτηκαν οι Τούρκοι ξαναγύρισαν. Σ κέφτηκαν τότε πώς έπρεπε νά γυρέψουν από τήν κεντρική επαναστατική διοίκηση τού Μοριά νά τούς στείλει αρχηγό. Καί πραγματικά τούς δόθηκε. Καί στάθηκε ο χειρότερος απ' όσους
342
μπορούσαν νά βρούν. Τόν έλεγαν Μιχαήλ Αφεντούλιεφ. Είχε γεννηθεί στό Νίζνι τής Ρωσίας καί σπούδασε στή στρατιωτική σχολή τής Αγίας Πετρούπολης. ΌΌταν όμως τήν τελείωσε ακολούθησε όχι τό στρατιωτικό παρά τό διπλωματικό στάδιο. ΌΌλοι οι ιστορικοί υπογραμμίζουν τήν ανικανότητά του καί τή ματαιοδοξία του. Είχε τήν πετριά πώς καταγόταν από τή βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια τών Κομνηνών. Μόνη του φροντίδα νά σφραγίζει προσεχτικά τό βουλοκέρι τών εγγράφων του μέ τή βούλα του πού είχε τ' αυτοκρατορικά σύμβολα! Σάν έφτασε στό Λουτρό φορώντας μεγάλη στολή Ρώσου ταγματάρχη - μέ πλάκα τίς χρυσές σπαλέτες καί δάσος τά παράσημα στό στήθος - οι Κρητικοί τόν λογάριασαν ως άγγελον εξ ουρανών. Μά όλους τόσο τούς θάμπωσε η στολή του, πού νόμισαν πώς πιά σίγουρα θά γλύτωνε από τή σκλαβιά η Κρήτη. Καί όμως χρειάστηκε νά χυθεί ποτάμι τό αίμα ώσπου νά ξαστερώσει καί η λευτεριά στήν Κρήτη. Καί όταν ήρθε η ώρα ν' αναστηθεί η Ελλάδα, η Κρήτη θά έμενε σκλάβα, όπως τό ήθελε η Αγγλία. Ο λόρδος Αμπερτίν, υπουργός τών Εξωτερικών τής Αγγλίας, έγραφε στόν Κάνιγκ: "Η βρεταννική κυβέρνησις, ουδέποτε θά επιτρέψη, ώστε η σπουδαία αυτή νήσος νά περιέλθη εις τό κράτος τού κόμητος Καποδιστρίου ή οιασδήποτε άλλης Δυνάμεως." Σπυρίδωνος Τρικούπη - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σφαγές στό Ηράκλειο (Ιούνιος 1821) ΈΈδρευαν εν τώ μεγάλω Κάστρω (Ηράκλειο) ο αρχιεπίσκοπος τής νήσου Γεράσιμος Πάρδαλης καί ο επί ψιλώ ονόματι επίσκοπος Διουπόλεως. Είχαν προσέλθει επί τή προσκλήσει τής τουρκικής Αρχής καί οι επίσκοποι τών ανατολικών επαρχιών, ο Κνωσσού, ο Χερσονήσου, ο Λάμπης καί ο Σιτείας. Τήν 23η Ιουνίου, πρό τής ανατολής τού ηλίου εκλείσθησαν αίφνης αι πύλαι, ώρμησε πλήθος αιμοχαρών Τούρκων φρυαττόντων εις τήν μητρόπολιν, καί απαντήσαντες καθ' οδόν δύο Χριστιανούς, Χαλκωματάδες επονομαζομένους, πορευομένους καί αυτούς εις τό αυτό μέρος, εφόνευσαν. Εντεύθεν προοιμιάσαντες εχύθησαν εντός τής μητροπόλεως καί κλείσαντες τόν πηλώνα έπεσαν κατά τών εν αυτή Χριστιανών ως λέοντες ορυόμενοι καί πρώτον μέν εφόνευσαν 75 κοσμικούς, προσμένοντας εν τή αυλή τούς αρχιερείς, ίνα συναπέλθωσιν εις τάς συνήθεις εργασίας των. Μετά ταύτα δέ ανέβησαν άλλοι μέν εις τό επάνω, άλλοι δέ εις τό κάτω συνοδικόν καί εφόνευσαν τόν αρχιεπίσκοπον καί τούς πέντε επισκόπους (Κνωσού Νεόφυτο, Χερρονήσου Ιωακείμ, Λάμπης Ιερόθεο, Σητείας Ζαχαρία, Διοπόλεως Καλλίνικο). Μεθύσαντες από τού αίματος αυτών, επάτησαν καί αυτήν
343
τήν εκκλησίαν, εν ώ εψάλλετο η ακολουθία καί ο τόπος τών θείων δοξολογιών, τών οικτιρμών καί τής αγιότητος έγεινε τόπος βλασφημιών, αιμάτων καί πάσης βδελυρίας. Εισήλθαν μετά ταύτα εις τά άγια τών αγίων καί αιματόβαψαν τό αναίμακτον θυσιαστήριον, μαχαιροκόψαντες τόν ιερουργούντα καί τά μέν σώματα τών αρχιερέων καί λοιπών κληρικών εισέτι σπαράττοντα έρριψαν εις τάς οδούς, έκοψαν δέ τήν γηραιάν κεφαλήν τού αρχιεπισκόπου καί άλλοι μέν εμπήξαντες αυτήν επί ξύλου τήν επόμπευσαν διά τής πόλεως καί τήν έφεραν ενώπιον τού βεζίρη Σερήφπασα, άλλοι δέ εχύθησαν εις τάς οδούς τής πόλεως σπώντες τάς θύρας τών χριστιανικών οικιών καί τών εργαστηρίων καί τούς μέν άνδρας φονεύοντες, εν οις καί τους δύο αδελφούς του αρχιεπισκόπου, τας δε νέας γυναίκας καταισχύνοντες, πολλά δε παιδία περιτέμνοντες. Η πόλις εν ενί λόγω ωμοίαζε τρεις ώρας πόλιν δορυάλωτον. Μετά ταύτα ηνοίχθησαν αι πύλαι καί διεσπάρησαν οι ανθρωποκτόνοι εις τα χωρία, φονεύοντες όλους τους άνδρας όσοι δεν επρόφθασαν ν' αναβώσιν εις τα όρη. Σκοπός δε αυτών ήτον ουδ' ένα άνδρα Χριστιανόν ζώντα ν' αφήσωσι, διά τούτο καταφθάσαντες 27 εν τω χωρίω Βενεράτω, καί τους 27 εθανάτωσαν. Μόλις το δειλινόν εξέδωκεν ο βεζίρης ορισμόν νά παύση η ανθρωποκτονία, καί νά φυλακισθώσιν οι εναπομείναντες Χριστιανοί, ως αναγκαίοι νά εργάζωνται. ΈΈκτοτε έπαυσαν οι εν τη πόλει φόνοι, αλλ' η διαρπαγή των οικιών καί των εργαστηρίων διήρκεσεν όλην τήν νύκτα και όλην τήν επιούσαν ημέραν. 730 ελογίσθησαν οι εν τω Μεγάλω Κάστρω θανατωθέντες κατ' εκείνην τήν ημέραν. Παυσάσης δε της σφαγής, ήρχισεν η φυλάκισις, οι κρυπτόμενοι Χριστιανοί ανευρισκόμενοι εσύροντο εις τας φυλακάς, καί τόσον απανθρώπως ερραβδίζοντο, ώστε τινές απέθαναν πριν φυλακισθώσι, πολλοί δε των φυλακισθέντων εξεψύχησαν βασανιζόμενοι. Τα συμβάντα ταύτα μαθών αγάς τις, έχων υπό τήν εξουσίαν του χωρία τινά εν τη ανατολική επαρχία της Κρήτης, Σιτεία, ο Χατσή - αφεντάκης, εμάνδρευσεν εντός της αυλής του τους χωρικούς του Χριστιανούς ως διακοσίους, επί λόγω ότι ήθελε νά τοις λαλήση, καί κλείσας τήν αυλόθυραν τους εφόνευσεν, έχων συνεργούς τους συγγενείς του, τους επιστάτας των χωρίων του καί άλλους Τούρκους. Ο δε πασάς, μαθών το γεγονός, υπερεπήνεσε τόν πολύν ζήλον καί τήν αφιλοκέρδειαν του χριστιανοβόρου αγά. Βακαλόπουλος - Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού Πρός τή σκληρότητα καί τήν αγριότητα τών Τούρκων τής Μακεδονίας μόνον η διαβόητη τυραννία τών ομοεθνών τους τής Κρήτης θά μπορούσε νά παραβληθεί. Αυτοί ήταν τόσο πιεστικοί καί δεσποτικοί,
344
ώστε οι ΈΈλληνες κάτοικοι ζούσαν φοβισμένοι καί ταπεινωμένοι σάν αληθινοί είλωτες. Η διαρκής τρομοκρατία μάραινε τίς ρίζες όχι μόνο τής οικονομικής, αλλά καί τής πολιτικής καί τής πνευματικής ζωής τού τόπου. Γι' αυτό η Κρήτη ως τότε δέν είχε γνωρίσει ούτε τίς κοινοτικές ελευθερίες ούτε καί τά σχολεία ορισμένων άλλων ελληνικών χωριών. Μέ μεγάλους κινδύνους κατόρθωναν κάποτε νά ιδρύσουν ένα σχολείο πού λειτουργούσε λειψά. Δέν είναι λοιπόν καθόλου άξιο απορίας, άν η αμάθεια καί οι δεισιδαιμονίες θόλωναν καί σκοτείνιαζαν τόν ορίζοντα τού κρητικού λαού. Η κατάσταση αυτή ήταν τέτοια, ώστε νά φέρνει τούς κατοίκους στήν απελπισία καί στή λήψη τών μεγάλων αποφάσεων πού θά μπορούσαν νά τούς λυτρώσουν από τά δεινά, τόν εξισλαμισμό πού θά τούς ανέβαζε στήν ίδια θέση μέ τούς αφέντες τους καί θά τούς εξασφάλιζε ήσυχη καί ανενόχλητη ζωή ή στήν ανυπακοή καί στήν ανταρσία γιά τήν ανάκτηση τής ελευθερίας τους. Οι νεοφώτιστοι εξωμότες, όπως συμβαίνει πάντοτε, ήταν πιό φανατικοί καί πιό σκληροί από τούς Τούρκους. Από αυτή τήν κατηγορία πρέπει νά εξαιρέσουμε τούς κρυπτοχριστιανούς, πού στά φανερά ήταν μουσουλμάνοι, ενώ στά κρυφά λάτρευαν τόν Χριστό. Τέτοιοι ήταν πολλοί κάτοικοι τού Μεγάλου Κάστρου καί τών γειτονικών μερών, μεταξύ άλλων καί οι δυνατοί Κουρμούληδες, πού μόλις ξέσπασε η επανάσταση στήν Κρήτη παρουσιάστηκαν πάλιν ως Χριστιανοί. Η καθυστερημένη αυτή κοινωνική δομή τού νησιού ήταν βέβαια δυσμενής παράγοντας γιά τόν προσηλυτισμό μελών στή Φιλική Εταιρεία. Στή διάδοση τής Φιλικής είχε συντελέσει ο Βαρνάβας Πάγκαλος από τή Τζιά, ο Λαυριώτης μοναχός Ανανίας, ο διάκος καί δάσκαλος Καλλίνικος ο Βεροιεύς, ο Νικόλαος Καρατζάς καί ο εγκαταστημένος στό Ιάσιο Κρητικός Μανουήλ Βερνάρδος. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis12.html
345
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΓ' Δολιανά H νικηφόρος μάχη τού Βαλτετσίου, θεωρείται από τούς ιστορικούς ως η πρώτη σημαντική νίκη τού αγώνος. Η μάχη κράτησε εικοσιτρείς ώρες καί εμψύχωσε κατά πολύ τούς ΈΈλληνες μαχητές, οι οποίοι κατετρόπωσαν τό άνθος τού τουρκικού στρατού πού είχε σταλεί από τόν Χουρσίτ πασά γιά νά καταστείλει τήν επανάσταση στό Μοριά. Αν νικούσε ο Κεχαγιάμπεης , τότε θά είχε κτυπηθεί η επανάσταση στήν καρδιά της καί καμμία άλλη σκλαβωμένη περιοχή δέν θά τολμούσε νά συνεχίσει τόν αγώνα. Μάλιστα ο Κεχαγιάς είχε εντολή, αμέσως μετά τήν συντριβή τών γκιαούρηδων, νά εποικίσει τόν Μοριά μέ μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων από τήν Ασία, ώστε νά χάσει τήν ελληνικότητά της η Πελοπόννησος μιά γιά πάντα. Τά σχέδια όμως τών Τούρκων πασσάδων τά χάλασαν οι ήρωες τού Βαλτετσίου. Οι Τούρκοι πού αδημονούσαν στήν Τριπολιτσά καί ήταν βέβαιοι γιά τή νίκη, έμειναν εμβρόντητοι όταν είδαν τά συντρίμια τού στρατού νά επιστρέφουν στήν πόλη. Δέν μπορούσαν ποτέ νά φανταστούν ότι λίγοι ραγιάδες κλέφτες θά τολμούσαν νά τά βάλουν μέ τόν σουλτανικό στρατό. Η πόλη έπεσε σέ πένθος, ενώ ο Κεχαγιάμπεης έχασε τό κύρος μέ τό οποίο είχε πρωτομπεί στήν Ντροπολιτσά. Οι όμηροι πού ζούσαν σέ άθλιες συνθήκες στίς φυλακές τού διοικητηρίου, πληροφορήθηκαν τήν ευχάριστη είδηση από έναν Τούρκο στρατιώτη πού είχε φυλακισθή διότι είχε αφαιρέσει από έναν νεκρό αξιωματικό τίς ασημένιες πιστόλες του. Ο επίσκοπος Χριστιανουπόλεως έψαλλε τότε μέ σιγανή φωνή δοξολογία γιά τή νίκη τών χριστιανών στό Βαλτέτσι. O Κολοκοτρώνης έστησε τό στρατηγείο του, στό Χρυσοβίτσι. Εκεί σώζεται η εκκλησιά τής Παναγιάς πού πήγαινε ο Γέρος τού Μοριά γιά νά προσευχηθεί γιά τή νίκη τής Ελλάδος. "Παναγία μου, βοήθησε τους ΈΈλληνες να ψυχωθούνε." Kαι η Παναγιά τού Χρυσοβιτσιού τού απάντησε: "Ο Θεός υπόγραψε τη λευτεριά της Ελλάδας και δε θα πάρει πίσω την υπογραφή του." Μετά τό Βαλτέτσι συγκεντρώθηκαν στό Χρυσοβίτσι οι οπλαρχηγοί γιά νά συζητήσουν τήν περαιτέρω πορεία τών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Στίς 17 Μαΐου, ο Κολοκοτρώνης έλαβε επιστολή από τήν Μπουμπουλίνα, τόν Τσόκρη καί τόν Σταϊκόπουλο. Μέ τήν επιστολή τους αυτή ζητούσαν ενισχύσεις γιά τήν πολιορκία τού Ναυπλίου πού βρισκόταν σέ εξέλιξη. Ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε νά στείλει στό Ναύπλιο τόν ανηψιό του Νικηταρά. Ο Νικηταράς, εκτός τών άλλων είχε εντολή νά μαζέψει κριθάρι γιά τά στρατεύματα καί μολύβι από τά άφθονα τζαμιά τής επαρχίας. Πράγματι ο Νικήτας Σταματελόπουλος
346
παρέλαβε 150 Καρυτινούς μαζί μέ τόν αδελφό του Νικόλαο, καί αφού ενώθηκε μέ τόν Κωνσταντίνο Αλεξανδρόπουλο καί τούς 58 Στεμνιτσιώτες του ανεχώρησε γιά τό Ναύπλιο. Εν τω μεταξύ ο Κεχαγιάμπεης στήν Τριπολιτσά, μετά από σύσκεψη μέ τούς αγάδες, αποφάσισε νά προβεί σέ νέα επιθετική ενέργεια. Η επίθεση θά γινόταν όχι πρός τήν δυτική πλευρά. η οποία ήταν ενισχυμένη από τούς γκιαούρηδες, αλλά πρός τήν ανατολική πλευρά, όπου πράγματι οι επαναστάτες ήταν πολύ λιγότεροι. Τό στράτευμα πού ξεκίνησε αριθμούσε 6.000 πεζούς καί ιππείς μέ δύο κανόνια. Χαράματα τής 18ης Μαΐου ξεκίνησε ο Κεχαγιάμπεης διαιρώντας τό στράτευμα σέ τρείς κολώνες. Η πρώτη θά πήγαινε πρός τό Μαρμαροβούνι καί από εκεί στά Δολιανά, η δεύτερη θά πήγαινε βορείως τών Δολιανών καί η τρίτη θά εκινείτο πρός τό Δραγούνι, όπου υπήρχε μικρή ελληνική δύναμις υπό τόν Γεώργιον Διγενή από τόν Αγιο Πέτρο. Οι Τούρκοι κατά τήν έξοδό τους δέν έγιναν αντιληπτοί από τόν σηματογράφο τής Επάνω Χρέπας. Τό σκοτάδι τής νύκτας καί η πρωϊνή ομίχλη τούς βοήθησε νά προχωρήσουν απαρατήρητοι εναντίον ενός ανύποπτου εχθρού. Εντοσούτω η εν τώ Βαλτετζίω συμβάσα αυτή μάχη τών 12 καί 13 Μαΐου, αφ' ης επροξενήθη τοσαύτη καταστροφή εις τούς Οθωμανούς, επεσφράγισε τάς ελπίδας τών Ελλήνων ότι η χείρ του Υψίστου είναι μετ' αυτών, ότι θέλει προοδεύσει ο σκοπός τής ελευθερίας. Αλλ' εάν απετύγχανον οι ΈΈλληνες εις τήν μάχην αυτήν, οι Οθωμανοί έχοντες τήν βάσιν των εις τήν πληθύν τού αριθμού των, εσχεδίαζον ώστε αφ' ου διασκορπίσουν πρώτον τούς ΈΈλληνας, νά καταδιώξωσιν έπειτα όπισθεν καθ' όσον αφώρα τήν βλάβην τών Ελλήνων καί ακολούθως νά τά τοποθετήσωσιν αυτοί εις τήν Μεγαλούπολιν εις τήν Κώμην τού Σινάνου ονομαζομένην, εκείσε δέ νά προσκαλέσωσι τούς απλούς καί χωρικούς ΈΈλληνας, τούς οποίους μέ προσπεποιημένας υποσχέσεις διά τήν διατήρησιν τής υπάρξεώς των νά εφοδιάσωσι μέ προσκυνοχάρτια, κολακεύοντες αυτούς προσωρινώς καί επιθέτοντες τό έγκλημα τής αποστασίας επί τών προεστώτων καί τών αρχιερέων... Αυτούς δέ νά σφάξωσι, τούς δέ άλλους κατοίκους τής Πελοποννήσου, πρίν ή παρέλθη έν έτος, νά μετοικήσωσιν εις τήν Αίγυπτον, εις τήν Ασίαν, εις τήν Κωνσταντινούπολιν καί εις οποίον άλλο μέρος ήθελον εγκρίνει, νά φέρωσι δέ εις τήν Πελοπόννησον αποίκους εκ τών μερών εκείνων Οθωμανούς τε καί Χριστιανούς, διά νά κατοικηθή η Πελοπόννησος παρά τοιούτων νέων κατοίκων πάσης τάξεως. Αλλά άλλαι μέν βουλαί ανθρώπων, άλλα δέ Θεός κελεύει... Μετά δέ τήν εν Βαλτετζίω γενομένην μάχην οι Οθωμανοί ηθέλησαν νά δοκιμάσωσι καί άλλην μίαν φοράν τήν τύχην των, όθεν τήν 18ην Μαΐου εξεστράτευσαν διά νυκτός περίπου τών 6.000 Οθωμανοί πεζοί τε καί ιππείς, φέροντες μεθ' αυτών καί δύο κανόνια. Εν δέ μέρος ιππικού
347
διέβη διά νυκτός από τήν οδόν τού Κούβλι καί κατέλαβεν τά όπισθεν τών εν Δολιανοίς στρατοπεδευμένων Ελλήνων, οι δέ λοιποί ώδευσαν κατ' ευθείαν εις τά Δολιανά... Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1835 Ο Νικηταράς φεύγοντας από τό Βαλτέτσι πέρασε από τά Δολιανά γιά νά ανεφοδιασθή μέ τρόφιμα. Οι Δολιανίτες τού επεφύλαξαν ψυχρή υποδοχή καί μάλιστα αρνήθηκαν νά δώσουν στόν αδελφό του Νικόλα ένα φόρτωμα κρασί πού τούς ζήτησε. O Νικήτας πήρε τόν δρόμο γιά τό Αργος, αλλά ύστερα από λίγο είδε μερικούς Δολιανίτες νά τρέχουν καί νά τόν καλούν νά γυρίσει πίσω διότι φάνηκαν Τούρκοι μέ κατεύθυνση τό χωριό τους. Ο Νικόλας εκνευρισμένος από τήν στάση τών ομοθρήσκων του πρότεινε στόν αδελφό του νά μήν τούς βοηθήσουν. "- Πάμε εις τόν δρόμον μας καί ας μήν αφήσουν απ' αυτούς οι Τούρκοι ούτε ρουθούνι." Ο Νικήτας Σταματελόπουλος πού δέν κράταγε κακία σέ κανέναν, απάντησε. "- Αδελφέ μου, εγώ γιά Περσιάνους πάω εις τό Ανάπλι γυρεύοντας καί τώρα πού τούς ηύρα εδώ νά τούς αφήσω; Δέν τό κάμω." Ο αγνός Ρωμιός αποκάλεσε τούς βαρβάρους μέ τό όνομα "Περσιάνους", όπως ακριβώς τούς αποκαλούσαν καί οι βυζαντινοί προγόνοι του. Χωρίς νά χάσει καιρό ο Νικήτας γύρισε καί ταμπουρώθηκε στά σπίτια του χωριού μέ τούς στρατιώτες του καί μερικούς ντόπιους από τόν Αγιο Πέτρο. Κεφαλές στό μικρό στρατό τών τριακοσίων ανδρών ήταν ο Μητρομάρας Αθανασίου, ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος ή Λιάπης, ο Θεόδωρος Αντωνάκης, o Θεόδωρος Πολίτης, o Αναγνώστης Προεστάκης καί άλλοι. Οι κλεισμένοι έπιασαν δεκατρία σπίτια καί ο Νικήτας έπιασε τό σπίτι τού Χριστοφίλη. ΌΌμως τόν σημαιοφόρο του Θανάση Μανιάτη μέ τή σημαία του τόν έστειλε στό σπίτι τού Καραμήτρου, γιά νά ξεγελάσει τόν Κεχαγιάμπεη. Πράγματι ο Τούρκος στρατηγός έστησε τά κανόνια του απέναντι από τό σπίτι πού κυμάτιζε η σημαία του Σταυρού. ΌΌλες οι μπάλλες όμως πήγαν χαμένες, αφού τό σπίτι ήταν πετρόχτιστο καί δέν πάθαινε καμμία ζημιά. Μάλιστα ένας Κλέφτης Μπαρμπιτσιώτης σημάδεψε τόν τοπτσίμπαση (αρχιπυροβολητή) καί τόν άφησε στόν τόπο. Τότε ο Κεχαγιάς πρόσταξε νά σταματήσει τό κανονίδι καί νά ξεκινήσει τό λιανοντούφεκο. Στό μεταξύ οι άλλες δύο εχθρικές κολώνες (στρατιές) περικύκλωσαν τά Βέρβαινα, όπου πάτησαν τήν ψηλότερη κορυφή τού χωριού. Ο Γιατράκος μέ 500 άντρες έκανε μία έφοδο γιά νά τούς απωθήσει αλλά δέν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι μάλιστα έστησαν τά μπαϊράκια τους πάνω στόν λόφο γιά νά τά βλέπουν οι ομόθρησκοί τους καί συνέχισαν νά σφυροκοπούν τά σπίτια πού ήταν κλεισμένοι οι Γραικοί. Τότε παρουσιάστηκαν δύο Μανιάτες στόν δεσπότη τών
348
Βερβένων καί τού ζήτησαν τήν ευχή του γιά νά πάνε νά γκρεμίσουν τά τούρκικα μπαϊράκια. Πράγματι ύστερα από λίγο οι τούρκικες σημαίες έπαψαν νά κυματίζουν καί οι μπαϊρακτάρηδες κείτονταν σφαγμένοι στό χώμα. Μόλις είδαν οι ΈΈλληνες πού πολεμούσαν στά Βέρβαινα τό περιστατικό άρχισαν νά φωνάζουν "γιουρούσι" καί μέ γυμνά σπαθιά έπεσαν κατά τών αντιπάλων τους. Τσάκισαν οι Τούρκοι ενώ οι ντελήδες πάνω στόν πανικό τους έπεφταν μέ τά άλογά τους κάτω από τά βράχια. Βλέπουν καί οι άντρες τού Νικηταρά στά Δολιανά τήν φυγή τών Τούρκων καί ακολουθούν τόν αρχηγό τους, ο οποίος μέ τήν πάλα στό χέρι ήδη είχε πάρει στό κυνήγι τούς εχθρούς. Οι πολεμιστές του βλέπουν τό Νικηταρά μέ τήν πάλα νά πέφτη μέσα στούς Τούρκους καί ν' ανεβοκατεβάζη πάνω τους τό σπαθί του. Φόβος καί τρόμος πιάνει τούς εχθρούς. Δέ ρίχνουν ντουφεκιά, μόνο πασχίζουν φεύγοντας νά γλυτώσουν απ' τά ελληνικά σπαθιά. Κι οι ΈΈλληνες, μέ πρώτο πάντα τό Νικηταρά όλο τούς κυνηγάνε. Α ρχισε κιόλας νά νυχτώνη. Δέ φτάνει τό σκοτάδι μά πιάνει καί βροχή. Αλλο πού δέ θέλανε οι ΈΈλληνες. Τ' ασκέρια τού Κεχαγιάμπεη χάνουν τό δρόμο. Απ΄τό σκοτάδι καί τήν τρομάρα τους δέν ξέρουν κατά πού νά πάνε. Οι ΈΈλληνες τούς προκάνουν καί τούς ξεκάνουν. ΌΌλη τή νύχτα βαστάει αυτό τό ανθρωποκυνήγι. Τά ξημερώματα μετράνε διακόσια κουφάρια πού είχε αφήσει απ' τούς δικούς του φεύγοντας ο Κεχαγιάμπεης. Χώρια όσους πρόκαναν καί πήραν. Από λαβωμένους τρείς φορές περισσότεροι! Τά παλληκάρια χωράτευαν ο ένας τόν άλλον καί λέγαν: "- Πού είναι οι Τούρκοι ορέ; Πού είναι οι Τούρκοι;" Τά ρούχα τού Νικήτα ήταν καταματωμένα απ' τούς μουσουλμάνους. Τό χέρι του ήταν αγκυλωμένο στό σπαθί. Κάποιος γεροκλέφτης τού φώναξε. "- Νά μάς ζήσει ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος!" "Τού Λεωνίδα τό σπαθί Νικηταράς θά τό φορή, Τούρκος νά τό δή λαβώνει θ' αποθάνη δέ γλυτώνει!" Τάκη Λάππα - Νικηταράς ο Τουρκοφάγος Συνέλευση των Καλτεζών Η επικράτηση τών επαναστατών σέ όλη σχεδόν τήν Πελοπόννησο γέννησε νέες ανάγκες καί νέα προβλήματα πού είχαν νά κάνουν μέ τήν δημιουργία νέων διοικητικών οργάνων καί νέων κοινοτικών αρχών. Φανερή είναι η αγωνία τού Καποδίστρια ο οποίος από τό εξωτερικό πού βρισκόταν προέτρεπε νά βρεθεί ένας άξιος αρχηγός ο οποίος νά συγκεντρώσει στά χέρια του όλη τήν εξουσία καί κυρίως νά είναι υπεύθυνος γιά τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ομοίως αγωνιούσε καί ο Κοραής ο οποίος διερωτάτο: "Τί θά
349
υψώσουν οι ΈΈλληνες στή θέση τού ελεεινού οικοδομήματος πού γκρέμισαν, εφόσον δέν έχουν ακόμη τά απαραίτητα πνευματικά καί πολιτικά στελέχη; Η μεγάλη καί τρομερά δυσκολία είναι εις τήν ανοικοδομήν, ήτις χρειάζεται αρχιτέκτονας Αριστείδας καί τοιούτους άλλους οποίος ήτον ο Αριστείδης, καί οποίον δέν βλέπω ακόμη κανένα εις τό Γένος." Η ανάγκη λοιπόν νά οργανωθεί η επαναστατημένη Ρωμιοσύνη, αλλά καί η επιθυμία τών προκρίτων (Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Κανέλλου Δεληγιάννη) νά προβληθούν καί νά μήν παραμεριστούν από τούς παλιούς κλέφτες, τούς ώθησε μετά από τίς δύο μεγάλες νίκες στό Βαλτέτσι (13 Μαΐου) καί στά Δολιανά (18 Μαΐου) νά συγκεντρωθούν τέλη Μαΐου 1821 στό μοναστήρι τών Καλτεντζών καί νά θέσουν τίς βάσεις τού πρώτου ελληνικού πολιτεύματος. Στη Συνέλευση αυτή έλαβαν μέρος οι: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Ρήγας Παλαμήδης, Κορδάτος, Κρεββατάς, Κανέλλος Δεληγιάννης, ο ΈΈλους 'Ανθιμος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, Φρατζής, Σωτήρης Χαραλάμπης, Αθανάσιος Κανακάρης, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, Νικόλαος Πονηρόπουλος, Ν. Παλλαδάς, Ν. Σπηλιωτόπουλος, Ν. Ταμπακόπουλος, Εμ. Μελετόπουλος καί άλλοι. Η Γερουσία πού συστήθηκε είχε τήν εξής σύνθεση: Πρόεδρος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Μέλη ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Αθανάσιος Κανακάρης, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης), ο Θεοχαράκης Ρέντης καί ο Νικόλαος Πονηρόπουλος Βλέπουμε ότι οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες έγιναν πολιτικοί καί παραμέρισαν τούς στρατιωτικούς μέ πρώτο τόν Κολοκοτρώνη, ο οποίος επέμενε σέ εκείνες τίς δύσκολες γιά τό ΈΈθνος στιγμές, νά σχηματισθεί γκοβέρνο μιλιτάρε (στρατιωτική κυβέρνησις). Η πρώτη εγκύκλιος τής Γερουσίας εκδόθηκε στήν Στεμνίτσα στίς 30 Μαΐου 1821 καί μεταξύ άλλων αναφέρονταν καί στήν περίθαλψη τών ορφανών τού πολέμου. Κατόπιν η Γερουσία προκήρυξε εκλογές γιά τήν ανάδειξη εφόρων. ΉΉταν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές τού ελληνικού λαού μετά τόν ξεσηκωμό του, οι οποίες θά χαρακτηρίζονταν, όπως ακριβώς καί σήμερα από τό κομματικό πάθος. Το τελευταίο πού ενδιέφερε ήταν η πραγματική αξία τών αντιπροσώπων τού ΈΈθνους. Προκήρυξις Πελοποννησιακής Γερουσίας - 26 Μαΐου 1821 «Πατρίς· Η γενική ευταξία των υποθέσεων της πατρίδος μας Πελοποννήσου, και η αίσια έκβασις του προκειμένου ιερού αγώνος περί της σεβαστής ελευθερίας του γένους μας, επειδή και αναγκαίως απήτουν την γενικήν συνέλευσιν και σκέψιν, συναθροίσθημεν επί τούτου οι υπογεγραμμένοι από μέρος των επαρχιών μας, έχοντες και την γνώμην
350
και όλων των λοιπών απόντων μελών κατά την σεβαστήν μονήν των Καλτεζών, κατ' εύλογον κοινήν ημών γνώμην και απόφασιν και όλων των απόντων, εκλέξαντες τους φιλογενεστάτους κυρίους τον τε άγιον Βρεσθένης Θεοδώρητον, Σωτήριον Χαραλάμπην, Αθανάσιον Κανακάρην, Αναγνώστην Παπαγιαννόπουλον, Θεοχαράκην Ρέντην και Νικόλαον Πονηρόπουλον, καθ' υπακοήν και συγκατένευσιν και αυτών εις την κοινήν ημών ταύτην πρότασιν, τους διορίζομεν διά να παρευρίσκωνται μετά του ενδοξοτάτου κοινού αρχιστρατήγου μας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, και πάντες οι άνωθεν επέχοντες την γερουσίαν όλου του δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου, προηγουμένου της ενδοξότητός του, να συσκέπτωνται, προβλέπωσι και διοικώσι και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν απάσας τας υποθέσεις, διαφοράς, και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας καθ' όποιον τρόπον η Θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ειμπορή τινας να αντιτείνη ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των.» Αφ' ού δε υπεγράφη η ανωτέρω συστατική της πελοποννησιακής γερουσίας πράξις, εψάλη πάνδημος δοξολογία επ' εκκλησίας· και, απολύσεως γενομένης, ο ενάρετος, ο ταπεινόφρων, ο φιλόπατρις επίσκοπος ΈΈλους Ανθιμος, επήρεν εκ της ζώνης του Χαραλάμπη τας δύο πιστόλας του, έκαμε δι' αυτών το σημείον του σταυρού επί της εικόνος του Χριστού, και προτείνας αυτάς προς τους παρεστώτας είπεν ένθους και μεγαλοφώνως· «ΈΈλληνες, ο Κύριος ευλόγησε και αγίασε τα όπλα σας». Οι φιλοπόλεμοι λόγοι του αγίου ανδρός ηλέκτρισαν όλον το ακροατήριον. Μετά ταύτα η συνέλευσις διελύθη, η δε γερουσία μετετόπισεν εις Στεμνίτσαν, όπου συνεδρίασε και εξέδωκε την 30 εις όλας τας επαρχίας της Πελοποννήσου εγκύκλιον, δι' ης διέταττε την σύστασιν γενικών εφοριών εν τη πρωτευούση πάσης επαρχίας και υπεφοριών εν τοις χωρίοις, προσδιώριζε τα διοικητικά καθήκοντα των δημοτικών τούτων Αρχών, και είλκυε κυρίως την προσοχήν των εις την προμήθειαν των αναγκαίων του στρατεύματος εκάστης επαρχίας. Η τουρκική Αρχή προ της επαναστάσεως απεδεκάτονεν όλα τα προϊόντα της γης· οι δε Τούρκοι, οι μισθούντες τα κτήματά των απελάμβαναν το πέμπτον των προϊόντων. Τα κανονικά δε ταύτα δέκατα και γαιόμορα και τα παντός είδους ζώα των Τούρκων διέταξεν η γερουσία να λαμβάνωνται εις χρήσιν του κοινού καθώς και οι καρποί όλων των τουρκικών χωραφίων των είτε ως παρασπορίων, είτε παρ' αυτών των Τούρκων εσπαρμένων, αφ' ού εξεπίπτοντο τα έξοδα της συγκομιδής. ΌΌλα δε τα τρόφιμα ταύτα εχρησίμευαν προς διατήρησιν του στρατεύματος της επαρχίας, διότι πάσα επαρχία έτρεφε εκ των ιδίων προσόδων το στράτευμά της, αλλά δεν το εμισθοδότει. Μόνοι οι
351
Μανιάται ετρέφοντο υπό των άλλων επαρχιών και εμισθοφόρουν. Η γερουσία απηγόρευσε και την εξαγωγήν όλων των τροφίμων και λοιπών προϊόντων της Ελλάδος, και διέταξε να τρέφωνται παρά του κοινού αι γυναίκες και τα τέκνα των αποθνησκόντων εν πολέμω, και να καταγράφωνται τα ονόματα αυτών εν τω κώδηκι της επαρχίας· παρήγγειλε και επαγρύπνησιν αστυνομικήν, και την μη επέμβασιν της Αρχής μιας επαρχίας εις τα της άλλης, και έδωκεν εξουσίαν ταις εφορίαις να τιμωρώσι τους πταίστας κατά τα πταίσματά των, απαγορεύσασα μόνον τον φόνον και την δήμευσιν. Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - Σπυρίδων Τρικούπης «Μετά τάς μάχας Βαλτετσίου, Βερβαίνων καί Δολιανών, συνελθόντες εν Καλτετσαίς οι πρόκριτοι συνέστησαν Γερουσίαν τήν 26η Μαΐου εκ τών Βρεσθένης Θεοδωρήτου, Σωτηρίου Χαραλάμπους, Αθανασίου Κανακάρη, Αναγνώστου Παπαγιαννοπούλου, Θεοχάρη Ρέντη, Νικολάου Πονηροπούλου, Ασημάκη Ζαΐμη καί Γερμανού εκ Παλαιών Πατρών. Εκ τού αποτελέσματος τών μαχών τούτων, οι ΈΈλληνες πλήρεις θάρρους καί τόλμης απεφάσισαν νά πλησιάσωσιν εις τήν Τρίπολιν, αλλ' οι φρόνιμοι αρχηγοί των εδίσταζον εισέτι νά εκθέσωσιν εαυτούς εις πεδινάς θέσεις. Συσκεφθέντες λοιπόν απεφάσισαν νά καταλάβωσι τάς θέσεις τών Τρικόρφων καί τήν επάνω Χρέπαν καί πρός τούτο μάλλον εγνωμοδότει ο Κολοκοτρώνης. Κατά τήν εποχήν ταύτην έφθασεν ο Δημήτριος Υψηλάντης εις τήν νήσον ΎΎδραν καί ειδοποίησε περί τής αφίξεώς του τούς προκρίτους Πελοποννησίους, γράψας αυτοίς, ότι επεθύμει νά τούς ίδη. ΈΈσπευσαν λοιπόν πρός αντάμωσίν του εις τό Αστρος ο Πετρόμβεης, Κολοκοτρώνης, Ζαΐμης, Κανέλος Δεληγιάννης, Παναγιώτης Γιατράκος, Κεφάλας, Φλέσσας, Αναγνωσταράς, Παλαιών Πατρών, Βρεσθένης, ΈΈλους, Σωτήριος Χαραλάμπης καί λοιποί. Συναντήσαντες λοιπόν αυτόν τόν εδέχθησαν μετά πολλής αγαλλιάσεως διά τήν φήμην τού ονόματός του καί διά τάς ελπίδας, τάς οποίας τό Ελληνικόν ΈΈθνος περιέμενεν από τήν οικογένειάν του. Ο Υψηλάντης έφερε μεθ' αυτού τόν Παναγιώτην Αναγνωστόπουλον, τόν υπασπιστήν του Σάλαν, Ανδρόνικον Πάϊκον, Εμμανουήλ Βασιλειάδην, Φραγκίσκον Μαύρον, Ιωάννην Λιβέριον, Β. Κανδιώτην, Στέφανον Βαλλιάνον, Δ. Ορφανόν, Ν. Φλογαΐτην καί άλλους. Φθάσαντες δέ εις Βέρβαιναν έψαλον πρώτον δοξολογίαν καί ακολούθως ανέγνωσεν τά έγγραφά του, εν οις διελαμβάνετο, ότι αποκαθίστατο παρά τού αυταδέλφου του Αλεξάνδρου Υψηλάντου αντιπρόσωπος αυτού. Εζήτησεν ούτος τήν διάλυσιν τής εν Καλτετσαίς σχηματισθείσης Γερουσίας, προσέτι νά τώ δοθή έγγραφος πληρεξουσιότης, όπως διοικήση απολύτως τήν Ελλάδα, αλλ' η εν Καλτετσαίς τήν 26ην Μαΐου σχηματισθείσα Γερουσία αντέστη καί ούτω διαιρεθέντες κατέστησαν ασθενεστέραν καί τήν μίαν καί τήν άλλην
352
εξουσίαν.» Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα Αφιξις τού Κωνσταντινουπολίτη Δημητρίου Υψηλάντου O κλοιός γύρω από τήν Τριπολιτσά άρχισε νά σφίγγη επικίνδυνα γιά τούς Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης κατέλαβε τή Ζαράκοβα καί τήν κατέστησε κέντρο ανεφοδιασμού τής επαρχίας, ενώ ο Πλαπούτας μέ τά σώματα τού Χρυσοβιτσίου καί τής Πιάνας προωθήθηκε στά Τρίκορφα κοντά στή Σίλιμνα. Οι Ρωμηοί άρχισαν νά αποκτούν αυτοπεποίθηση. Στίς 24 Μαΐου στή θέση Αγιος Βλάσης, λίγο έξω από τήν Τρίπολη, συγκρούστηκαν μέ τούς Τούρκους πού άφησαν σαράντα νεκρούς στό πεδίο τής συμπλοκής. Η ζωή μέσα στήν πολιορκημένη πρωτεύουσα τού Μοριά καθημερινά γινόταν καί πιό δύσκολη. Οι ασθένειες καί ο λιμός θέριζαν τούς Τούρκους, αλλά καί τούς λίγους χριστιανούς πού είχαν απομείνει εκεί. Στό μεταξύ ο Δημήτριος Υψηλάντης γόνος Κωνσταντινουπολιτών καί αδελφός τού αρχηγού τής Φιλικής Εταιρείας Αλεξάνδρου, μαζί μέ τόν Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο ξεκίνησαν από τό Κισνόβιο (Κισνάου) τής Μολδαβίας μέ ρωσικά διαβατήρια γιά νά κατέβουν στόν επαναστατημένο Μοριά. Μετά από πολλές ημέρες καί μέ χίλιες προφυλάξεις γιά νά μήν συλληφθούν από τήν αυστριακή αστυνομία έφθασαν στήν Τεργέστη. Εκεί οι ΈΈλληνες ομογενείς βρίσκονταν σέ εθνικιστικό αναβρασμό καί αφού βοήθησαν τόν Υψηλάντη νά μπαρκάρει, τόν ενίσχυσαν καί οικονομικά ενώ οι γυναίκες τού χάρισαν μία σημαία μέ τόν μυθικό φοίνικα καί τίς λέξεις "Ελευθερία ή Θάνατος". Ο Δημήτριος είχε ήδη εκποιήσει μέρος τής οικογενειακής περιουσίας καί είχε συγκεντρώσει 300.000 γρόσια γιά τίς ανάγκες τού Αγώνα. Στίς 8 Ιουνίου 1821, έφθασε μέ τή συνοδεία του στήν ΎΎδρα όπου ο λαός τόν υποδέχτηκε μέ ζητωκραυγές. Mαζί του έφθασαν πολλά ελληνόπουλα τά οποία εγκατέλειψαν τίς σπουδές τους στά πανεπιστήμια τής Ιταλίας καί τής Γαλλίας γιά νά τεθούν υπό τίς διαταγές του. Στή συνοδεία τού πρίγκιπα μεταξύ άλλων βρίσκονταν ο Γρηγόριος Σάλας, ο Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος καί ο Νεόφυτος Βάμβας. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν μόλις 28 ετών, άσχημος στήν όψη, ισχνός καί αδύναμος στό σώμα καί δέν ενέπνεε τό κύρος πού χρειαζόταν ένας στρατιωτικός αρχηγός. Είχε αριστοκρατικούς τρόπους, ήταν ευγενικός καί άδολος καί συμβούλευε «λόγον καί πειθώ» καί όχι βία γιά τούς κατωτέρους του. Ζητούσε από τούς στρατιώτες του νά μήν μισούν τούς μουσουλμάνους αλλά τήν σουλτανική τυραννία καί νά μεταχειρίζονται τούς αιχμαλώτους μέ επιείκια. Ο Κορσικανός
353
ταγματάρχης Βαλέστ τόν παρομοίαζε μέ άγγελο ενώ ο Γάλλος Ρεμπώ τόν χαρακτήριζε ως αγαθό, στοιχεία όμως πού δέν θά ήταν ικανά νά εμπνεύσουν τήν πειθαρχία καί τό στρατιωτικό κύρος στά άτακτα μπουλούκια τών επαναστατών. Τήν 7η Ιουνίου ο Δημήτριος Υψηλάντης πληρεξούσιος τού αυταδέλφου του Αλεξάνδρου, έφθασεν εις ΎΎδραν εκ Τεργέστης. Χαράς καί ελπίδων επλήρωσε τας καρδίας όλων των Ελλήνων το άκουσμα προσδοκώντων καί τα της αγνώστου Αρχής παρ' αυτού να μάθωσι, καί τα περί συμπράξεως της Ρωσσίας να βεβαιωθώσι, καί βοηθήματα να λάβωσιν. Επειδή δε διαβάς διά Σπετσών θ' απεβιβάζετο εις 'Αστρος, κατέβασαν εκεί όλοι οι γερουσιασταί καί οι περί την Τριπολιτσάν ευρεθέντες σημαντικώτεροι, εκκλησιαστικοί, πολιτικοί καί πολεμικοί, τόν υπεδέχθησαν ως άλλον Μεσσίαν τήν 9ην Ιουνίου, τόν απεβίβασαν εις τόν άγιον Ιωάννην, τόν συνώδευσαν εις το εν Βερβένοις στρατόπεδον την 10ην Ιουνίου, καί τώ έδωκαν τήν επαύριον επί τή αιτήσει του 200 φρουρούς· τήν δε 12ην Ιουνίου συνήλθαν όλοι εις τά αλώνια τών Βερβένων, όπου εδοξολόγησαν τόν Θεόν, ως αποστείλαντα τόν λυτρωτήν των. Μετά δέ τήν δοξολογίαν ανεγνώσθησαν εις επήκοον όλων γράμματα, τά μέν τού Αλεξάνδρου Υψηλάντου, τά δε ως στελλόμενα παρά τής υπερτάτης Αρχής, δι' ων εδίδετο τώ Δημητρίω Υψηλάντη πάσα εξουσία. Εν μέσω δέ τών εις τιμήν του πυροβολισμών καί τών υπέρ πατρίδος καί ελευθερίας ζητωκραυγών ηκούσθησαν καί φωναί λέγουσαι «να μας ζήση ο αφέντης του τόπου». Αλλ' ευθύς ήρχισαν αι λογοτριβαί καί αι διαιρέσεις. Ο Υψηλάντης ήξευρεν ότι έως τότε ηγνόουν οι Πελοποννήσιοι, δηλαδή, ότι η πολυθρύλλητος Αρχή ήτον απάτη· καί όμως εν ονόματι τής απάτης απήτησεν ευθύς τήν κατάργησιν τής Γερουσίας καί τήν εις χείρας του συγκέντρωσιν όλης τής πολιτικής καί στρατιωτικής εξουσίας. Ουδεμία αμφιβολία, ότι όσον ωφέλιμος καί αν ήτο κατ' εκείνας τάς περιστάσεις η Γερουσία, η συγκέντρωσις όλης τής εξουσίας εις χείρας ενός καί μόνου ήτον ωφελιμωτέρα, διότι όπου απαιτείται δραστηριότης, η πολυαρχία είναι πρόσκομμα. Αλλ' οι άρχοντες της Πελοποννήσου απέκρουσαν τήν απαίτησιν ταύτην ως υποδουλούσαν καί εξευτελίζουσαν αυτούς· επροθυμήθησαν όμως καί συμπράκτορά των εν τη Γερουσία νά τόν παραλάβωσι, καί πρόεδρον αυτής νά τόν αναγορεύσωσι, καί μηδέν έργον νά τη επιτρέψωσι άνευ της γνώμης αυτού· καί αυτός ο Μαυρομιχάλης, όστις επρώτευεν, έσπευσε να τόν τιμήση ως ανώτερόν του· αλλ' ουδεμία τοιούτου είδους παραχώρησις ευχαρίστει τόν Υψηλάντην· ήθελε να ήναι μόνος αυτός η υπερτάτη εξουσία, καί όλοι οι άλλοι υπό τάς διαταγάς του· ήθελε να ήναι εν τη Ελλάδι ότι ήτον ο αδελφός του εν Βλαχομολδαυία· αφ' ού δε είδεν ότι ο σκοπός ούτος δέν ευωδούτο, καί ότι οι γερουσιασταί
354
ελογομάχουν μετ' αυτού πικρώς, τόσον ηπόρησε καί δυσηρεστήθη ώστε ανεχώρησεν εις Καλαμάταν. Μεγάλη ήτον η προδιάθεσις τού κοινού υπέρ τής Αρχής τής Φιλικής Εταιρίας, καί μεγάλαι αι εκείθεν προσδοκίαι. Τό κοινόν εθεώρησε τόν Υψηλάντην ελθόντα ως πλήρωμα τών προσδοκιών του, οι δέ στρατιώται ως δοτήρα μισθών, τιμών καί βαθμών· διά τούτο η αναχώρησίς του εξηγρίωσε τό εν Βερβένοις στρατόπεδον, καί τόσω μάλλον καθ' όσον διεδόθη λόγος, ότι διά τήν δυστροπίαν τών προκρίτων τής Πελοποννήσου διενοείτο νά εγκαταλείψη ολοτελώς τήν Ελλάδα. Ηρέθιζαν τό στρατιωτικόν έτι μάλλον καί τινες των περί τόν Υψηλάντην· ώστε καθ' ην ώραν ήσαν οι πλείστοι τών γερουσιαστών καί άλλοι πρόκριτοι συνηγμένοι παρά τω Μαυρομιχάλη, καί εσκέπτοντο περί τής ρήξεως, καί κατεγίνοντο νά ειδοποιήσωσι περί τούτου τούς γείτονάς τών προκρίτους ΎΎδρας καί Σπετσών, ήλθαν έξωθεν πάμπολλοι στρατιώται βοώντες τά μύρια κατά τών προκρίτων, καί απειλούντες νά τούς σφάξωσιν ως αποδιώξαντας τόν σωτήρα της Ελλάδος. Ευρέθησαν καλή τύχη έξω της οικίας διάφόροι Μανιάται καί άλλοι στρατιώται ακόλουθοι τών προκρίτων καί εμπόδισαν τήν πρώτην ορμήν τών φιλοταράχων. Εξήλθε μετά ταύτα καί ο παρευρεθείς Κολοκοτρώνης, τούς καθησύχασε, καί τούς απέστειλεν εις τά ίδια, υποσχόμενος τήν ταχείαν επιστροφήν τού Υψηλάντου εις τό στρατόπεδον. Τώ όντι εστάλησαν πρός αυτόν ανυπερθέτως οι οπαδοί του, Αναγνωσταράς καί Δικαίος, οι καί υποκινήσαντες τήν στρατιωτικήν ταραχήν, τόν επρόφθασαν εις Λεοντάρι, τόν μετέπεισαν καί τόν συνώδευσαν εις τό στρατόπεδον τών Τρικόρφων. Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις Ο Δημήτριος Υψηλάντης από τήν πρώτη στιγμή τής αφίξεώς του στήν επαναστατημένη γή τού Μοριά, αγκάλιασε τόν απλό λαό καί εξεδήλωσε ανοιχτά τή συμπάθειά του πρός τούς στρατιωτικούς. Τούς κοτζαμπάσηδες καί τούς προεστούς τούς παραμέρισε. ΌΌσο θερμές ήταν οι σχέσεις του μέ τόν Κολοκοτρώνη, τόν Αναγνωσταρά, τόν Νικηταρά καί τόν Παπαφλέσσα τόσο ψυχρές ήταν μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη, τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τόν Ασημάκη Ζαΐμη, τόν Ανδρέα Λόντο, τόν Σωτήρη Χαράλαμπη καί τόν Δεσπότη Γερμανό. Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τόν Φωτιάδη σχετικό μέ τήν άφιξη τού πρίγκηπα στόν Μωριά, όπου φαίνεται η διαφορά τής άποψής του μέ τόν Τρικούπη. «Ακολούθησε τσιμπούσι πού τό είχε οργανώσει ο Κολοκοτρώνης μέ τόν κλέφτικο τρόπο. Κάθησαν σταυροπόδι πάνω σέ σκίνα (θάμνοι). Τά φαγητά ήταν αρνί στή σούβλα καί τυρί εν ασκώ δεινώς αλμυρόν. Ο Κολοκοτρώνης σέ μία τσότρα από νεροκολοκύθα δίνει στόν πρίγκηπα νά
355
πιεί ρετσίνα λέγοντάς του: ΈΈτσι πρέντσιπα θά τρώς καί θά πίνεις γιά τήν λευτεριά τής πατρίδας. Μέ χαρά τό δέχτηκε ο Υψηλάντης. Καί οι προύχοντες, βλέποντας τούτη τή χτυπητή προτίμηση του στούς καπεταναίους, πάγωσε ακόμα πιότερο η καρδιά τους. Εθνικοαπελευθερωτικός ήταν, όπως τονίσαμε, ο Αγώνας τού Εικοσιένα. Γι' αυτό είτε πρόθυμα είτε διστακτικά, είτε έπειτα από πίεση, πήραν μέρος όλες οι τάξεις. Αυτό όμως δέν θά πεί πώς λείψανε οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Οι κοτζαμπάσηδες τό πρώτο πού κοίταξαν στάθηκε τό πώς θά εξασφαλίσουν τόν έλεγχο τού αγώνα καί τό πώς θά τόν μονοπωλήσουν. Στή συνέλευση στό Καλτέτζι νομιμοποίησαν προσωρινά τουλάχιστον τούτη τήν επιδίωξή τους μέ τήν ίδρυση τής Πελοποννησιακής Γερουσίας. Από τόν καιρό τής τουρκοκρατίας, οι πιό επίφοβοι αντίπαλοί τους ήταν οι Κλέφτες καί οι Αρματολοί. Τούτος ο κίνδυνος απ΄αυτούς, όπως οι χωριάτες αποχτούσαν άρματα, γινόταν μεγαλύτερος από ποτέ. Οι στρατιωτικοί γύρευαν νά λυτρωθούν από τά περασμένα σχήματα εξουσίας, τά συνυφασμένα μέ τήν τουρκική τυραννία. Οι στρατιωτικοί, μέ πρώτο τόν Κολοκοτρώνη, υποστήριζαν πώς μιά καί τόν αγώνα θά τόν έκριναν τά όπλα, θά έπρεπε νά σχηματισθεί στρατιωτική κυβέρνηση, "γκόβερνο μιλιτάρε", καθώς τό έλεγαν. Ο ερχομός τού Υψηλάντη καί η ολοφάνερη προτίμησή του στούς οπλαρχηγούς τούς κατετάραξε. Τόν περίμεναν, ωσάν πρίγκηπας πού ήταν, συμπαραστάτη στό πεδούκλωμα τού λαού καί τόν βρήκαν αντίπαλό τους. Σέ ποιές ακρότητες οδηγούσε τούς κοτζαμπάσηδες η αντιλαϊκή τους μισαλλοδοξία γίνεται φανερό από τά ίδια τά γραφτά τους. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, πού δέν ήταν από τούς χειρότερους, ονομάζει τυχοδιώκτες τόν Υψηλάντη καί όλους όσους τόν ακολουθούσαν. Λέει πώς ο Υψηλάντης έφθασε στήν Πελοπόννησο γυμνός "άνευ χρημάτων, άνευ στρατευμάτων, άνευ στόλου, άνευ τροφών καί πολεφοδίων, άνευ όπλων παρά μέ ολίγους τινας απάτριδας, φερεοίκους τυχοδιώκτας."» Πολιτική Κατάστασις κατά τό πρώτο έτος τής Επαναστάσεως Η πολιτική ιστορία στά χρόνια τής επανάστασης λίγο διέφερε από τήν πολιτική ιστορία τών χρόνων τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. ΌΌπως καί τότε, έτσι καί τώρα, δύο κόμματα βρέθηκαν νά μάχονται γιά τήν εξουσία. Τό ένα ήταν τό στρατιωτικό, καί τό άλλο ήταν τό αριστοκρατικό. Στά χρόνια πού η Βασιλεύουσα ήταν ελληνική, τό στρατιωτικό κόμμα επεδίωκε τήν δύναμιν τών ενόπλων χωρικών, μοιράζοντάς τους τή γή πού θά έπρεπε νά υπερασπιστούν, ώστε νά υπάρχει μεγαλύτερο
356
αποτέλεσμα στήν αντιμετώπιση τών βαρβάρων εισβολέων. Κύριος εκπρόσωπος αυτής τής τάσης ήταν ο Βασίλειος Β΄ο επανομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, ο οποίος υποστήριξε τόν απλό λαό καί παραγκώνισε τούς μεγάλους γαιοκτήμονες καί τούς παρασιτικούς αριστοκράτες τού παλατιού. Αποτέλεσμα τής πολιτικής τού Βασιλείου Β', ήταν η ελληνική αυτοκρατορία νά καταστεί πανίσχυρη, έχοντας εξασφαλίσει τήν ασφάλεια όλων τών συνόρων της καί τόν σεβασμό τών γειτόνων της. Οι Αραβες χρονικογράφοι τής εποχής όταν ανέφεραν γιά τόν "Μεγάλο βασιλιά", εννοούσαν τόν βασιλιά τών Ελλήνων Βασίλειο. Τό αντίπαλο αριστοκρατικό κόμμα, μέ χαρακτηριστικό του εκπρόσωπο τόν φιλόσοφο Ψελλό, επεδίωκε τήν δύναμιν τών γαιοκτημόνων προσδοκώντας σέ προσωπικά οφέλη. Οι απλοί χωρικοί μετατρέπονταν σέ δούλους μέ άμεσο αποτέλεσμα αφενός τόν πλουτισμό τών ολίγων καί αφετέρου τή στρατιωτική αποδυνάμωση τής αυτοκρατορίας. Καί ήταν αυτό τό κόμμα πού πρόδωσε τόν Ρωμανό τόν Διογένη, οδηγώντας τον στήν καταστροφή τού Μάντζικερτ καί τό άνοιγμα τής πρώτης Κερκόπορτας στούς Σελτζούκους Τούρκους, πού έκτοτε ξεχύθηκαν ανενόχλητοι στήν Μικρά Ασία. Λίγους μόνο μήνες μετά τήν έκρηξη τής επανάστασης τού Εικοσιένα, επαναλαμβανόταν η ίδια ιστορία. Οι ολίγοι δυσαρεστήθηκαν μέ τίς επιτυχίες τού γεροκλέφτη Κολοκοτρώνη στόν Μοριά καί τού αρματολού Ανδρούτσου στήν Ρούμελη. Καί ενώ οι Τούρκοι κρατούσαν τά μεγάλα κάστρα τής Τριπολιτσάς, τού Ναυπλίου, τών Πατρών καί τού ΈΈπαχτου, τό μόνο πού απασχολούσε τούς προύχοντες ήταν πώς θά διατηρήσουν τήν εξουσία τήν οποία ένιωθαν νά ξεγλυστρά μέσα από τά χέρια τους. Τόν Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος πρός μεγάλη τους έκπληξη βρέθηκε απέναντί τους, τόν πολέμησαν, μέ αποτέλεσαμα ο Φαναριώτης πρίγκηπας νά εγκαταλείψει τά Βέρβαινα καί νά αναχωρήση γιά τήν Καλαμάτα, συνοδευόμενος από τόν Γρηγόριο Δικαίο (Παπαφλέσσα). Οι αρματωμένοι χωρικοί, πού θεωρούσαν τόν Υψηλάντη αστείρευτη πηγή χρημάτων, όταν έμαθαν τήν σύγκρουσή του μέ τούς προεστούς καί τήν αποχώρησή του από τά Βέρβαινα, ξεσηκώθηκαν καί απείλησαν νά σκοτώσουν τούς "τουρκοκοτζαμπάσηδες", όπως τούς αποκάλεσαν, όταν τούς περικύκλωσαν στό αρχοντικό πού είχαν κλειστεί. Αυτούς πού κάποτε τόν είχαν κυνηγήσει, τούς έσωσε ο Γέρος τού Μοριά, ο οποίος βγήκε στήν εξώθυρα τού αρχοντικού καί ηρέμησε τούς αρματωμένους μέ τήν υπόσχεση ότι θά έφερνε πίσω τόν πρίγκηπα. Σύμφωνα μέ τόν Nικόλαο Σπηλιάδη: «οι πλειότεροι τών ολιγαρχικών ετυράννουν τούς χριστιανούς πολύ απανθρωπότερον ή οι Τούρκοι, ότι δέν θ' απομάθωσι ό,τι εξ απαλών ονύχων έμαθον εν ώ μάλιστα εγήρασαν εις τάς έξεις των,
357
καί επομένως δέν αγαπώσι τήν ισονομίαν καί ελευθερίαν...» Πράγματι ο Αναγνωσταράς καί ο Παπαφλέσσας έφεραν πίσω τόν Υψηλάντη πρός απογοήτευση τών προεστών καί αργότερα τόν μετέφεραν στό στρατόπεδο πού είχαν στήσει στά Τρίκορφα. Οι άλλοι όμως Φαναριώτες πού θά ακολουθούσαν (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Θεόδωρος Νέγρης, Κωνσταντίνος Καρατζάς) θά συμμαχούσαν μέ τούς προκρίτους καί μαζί μέ τόν Ιωάννη Κωλέττη από τό Συρράκο θά προσπαθούσαν νά βάλουν ταφόπλακα στό όνειρο πού λεγόταν "Ελευθερία τής Ελλάδος". Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έφθασε στήν επαναστατημένη Ρούμελη από τήν Μασσαλία πού βρισκόταν, περί τά τέλη Ιουλίου 1821 καί εγκαταστάθηκε στό Μεσολόγγι. ΉΉταν τότε 30 ετών, γνώριζε αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά καί τουρκικά καί ήταν έμπειρος σέ οργανωτικά καί διοικητικά ζητήματα. ΉΉταν ντυμένος ευρωπαϊκά, φορούσε γυαλιά καί η πίπα δέν έλειπε ποτέ από τό στόμα του. Λόγω τής μορφώσεώς του καί τής πολυγλωσσίας του είχε κερδίσει τήν εμπιστοσύνη τών ξένων φιλελλήνων πού είχαν καταφθάσει στήν επαναστατημένη Ελλάδα, όπως ήταν ο Γάλλος Ρεμπώ (Maxime Raybaud). Τόν Μαυροκορδάτο τόν συνόδεψαν καί πολλοί ΈΈλληνες σπουδαστές όπως ο Γεώργιος Σέκερης, ο Νικόλαος Λουριώτης, ο Γεώργιος Ψύλλας καί ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης. Ο στόχος του Μαυροκορδάτου ήταν νά υπονομεύση τόν Υψηλάντη, πού ανήκε σέ αντίπαλη φαναριώτικη οικογένεια καί νά προετοιμάσει τό έδαφος γιά τήν κάθοδο στόν Μοριά τού θείου του Ιωάννη Καρατζά καί τού μητροπολίτη Ιγνάτιου. Είχε ήδη μυηθεί στήν Φιλική Εταιρεία από τόν Τσακάλωφ καί είχε σκεφθεί νά χρησιμοποιήσει σάν βάση γιά τήν πολιτική του εξόρμηση τήν δυτική Ελλάδα. Κατόρθωσε νά προσεταιρισθή τούς Ρουμελιώτες καπετάνιους τής περιοχής (ΊΊσκο, Μακρή καί άλλους) εκτός από τόν ισχυρότερο Βαρνακιώτη, εναντίον τού οποίου άρχισε μία εκστρατεία υπονόμευσης. Από τό Μεσολόγγι πέρασε απέναντι στόν Μοριά καί συνάντησε τούς πρόκριτους τής Πελοποννήσου στή Μονή Ομπλού, έξω από τήν Πάτρα. Στή συνέχεια συνάντησε τούς ετέρους Φαναριώτες Κωστάκη Καρατζά καί Θεόδωρο Νέγρη καί παρέμεινε μαζί τους επί πέντε ημέρες στά Καλάβρυτα. Προφανώς εκεί κατέστρωσαν τά σχέδιά τους τά οποία περισσότερο είχαν νά κάνουν μέ τίς πολιτικές τους φιλοδοξίες παρά μέ τήν επιτυχία τού Αγώνα. Ο Νέγρης ήδη ήταν ανεπιθύμητος από τούς αρχηγούς τής Φιλικής Εταιρείας γιατί τούς είχε εκθέσει σέ κίνδυνο καί τόν είχαν βάλει σέ στόχο νά τόν εκτελέσουν, όπως είχαν εκτελέσει τόν Γαλάτη. Ο δραστήριος καί ραδιούργος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δέν άργησε νά καταλάβη τό αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τών οπλαρχηγών καί τών προκρίτων. Δέν θά φανέρωνε όμως στόν Υψηλάντη τίς κομματικές του προτιμήσεις όταν θά
358
τόν συναντούσε αργότερα στά Τρίκορφα. Αντιθέτως, θά τού παρίστανε τόν φίλο καί θά τού ζητούσε νά τόν εξουσιοδοτήση γιά νά οργανώση τήν πολιτική διοίκηση τής δυτικής Στερεάς Ελλάδος. ΌΌταν έλαβε τόν διορισμό του ο Μαυροκορδάτος στράφηκε πρός τούς προκρίτους τής Πελοποννήσου, τών Σπετσών καί τής ΎΎδρας καί κατάφερε νά κερδίσει τήν υποστήριξή τους, ώστε νά συντάξη τόν πολιτειακό οργανισμό μέ τόν οποίο θά θεσμοθετούσε τήν εξουσία του. Τό όφελος βεβαίως θά ήταν αμοιβαίο. Ο Μαυροκορδάτος, έχων εις τήν διάθεσή του τόν Νέγρην, βαθύν γνώστην πράγματι τών πολιτικών επιστημών, θά συνέτασσε μέ επιδεξιότητα εις τήν διατύπωσιν τόν ζητούμενον οργανισμόν, διά τού οποίου όχι μόνον θά περιωρίζετο η εξουσία τού Υψηλάντη, αλλά καί θ' απέβαιναν οι πρόκριτοι εντελώς καί διά παντός κύριοι τής καταστάσεως. Διότι δέν επρόκειτο πλέον περί τού ανταγωνισμού τών πολιτικών πρός τόν αρχιστράτηγον, αλλά περί τής προσπαθείας των νά μήν χάσουν καί μέ τήν νέαν κατάστασιν τά προνόμια πού είχαν από τούς Τούρκους, καθιερωμένα διά τάς οικογενείας των διά κληρονομικού δικαίου. Ο εναντίον τών Τούρκων αγών είχεν ως φυσικήν συνέπειαν τήν ανάπτυξιν εσωτερικού αγώνος τάξεων. Οι κοτζαμπάσηδες είχαν διαμορφωθή ευθύς μέ τήν έκρηξιν τής επαναστάσεως εις πολιτικούς αντιπροσωπεύοντας τάς επαρχίας των όχι εκ τής υποδείξεως τού λαού, αλλά διά τών παλαιών των προνομίων καί διά τής δυνάμεως πού τούς έδιδεν η οικονομική υπεροχή. Αλλά μέ τήν επανάστασιν καί τήν αρχηγίαν τών σωμάτων εις τάς πολεμικάς επιχειρήσεις μοιραίως οι στρατιωτικοί θά αποκτούσαν ιδίαν δύναμιν, αυθυπαρξίαν καί ιδίαν προσωπικότητα. Διά τούτο οι πολιτικοί όπως ο Λόντος καί ο Χαραλάμπης μετεβλήθησαν ευθύς εξ αρχής εις στρατιωτικούς, ώστε καί εις τάς πολεμικάς επιχειρήσεις νά έχουν τήν αρχηγίαν αυτοί καί εις τούτο ωφείλετο καί η αποδοκιμασία τού Αναγνώστου Δεληγιάννη πρός τόν αδελφό του Κανέλλο, ο οποίος είχε αναθέσει τήν αρχιστρατηγία τών όπλων τής Καρύταινης εις τόν Θεόδωρον Κολοκοτρώνην. Μέ τήν κατάλυσιν τού τουρκικού καθεστώτος κατελύετο αφ' εαυτής καί η νομιμότης τών προνομίων τών κοτζαμπάσηδων. Ο νέος ελληνικός κόσμος αποκτούσε τήν ελευθερίαν του, πού εδημιούργει δίψαν αποκτήσεως νέων δικαιωμάτων καί εσχημάτιζε κυρίως μίαν νέαν ισχυράν τάξιν, τούς στρατιωτικούς. Αλλ' αυτοί προήρχοντο εκ τού λαού καί τά δικαιώματα πού επιθυμούσαν νά αποκτήσουν, ήτο φυσικόν νά προσκρούσουν εις τά παλαιά τών κοτζαμπάσηδων πού προσπαθούσαν νά κρατήσουν τήν παντοδυναμία των καί ως πολιτικοί. Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια Τόμος Γ', 1971
359
Ο Μαυροκορδάτος καί ο Νέγρης κατήρτισαν τόν Οργανισμό ο οποίος διατηρούσε τήν εξουσία τών προκρίτων καί απέκλειε όσους δέν είχαν κληρονομικά δικαιώματα τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας. Φρόντισαν καί στά στρατιωτικά θέματα νά εξουδετερωθεί πλήρως ο Υψηλάντης, αφού οι ίδιοι οι πρόκριτοι θά διόριζαν τό στρατιωτικό συμβούλιο πού θά ήταν υπεύθυνοι γιά τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τό σχέδιο υποβλήθηκε πρός ψήφιση στό χωριό Ζαράκοβα στούς πρόποδες τού Μαίναλου.ΉΉταν τόσο άδικο αυτό τό σχέδιο, ώστε ο άρτι αφιχθείς από τό εξωτερικό Γεώργιος Σέκερης, νά δηλώση ότι άν καταλάβαιναν οι ΈΈλληνες ότι αποκλείονται από όλα τά αξιώματα τής πατρίδος τους, θά φόνευαν τόσο τούς νομοθέτες όσο καί τούς προύχοντες. Η Συνέλευση της Ζαράκοβας όξυνε ακόμα παραπάνω τίς σχέσεις τών καπεταναίων καί τών κοτζαμπάσηδων. Πρόκριτοι και κληρικοί συνεκεντρώθησαν εις την απόμερον επί του Μαινάλου κώμην Ζαράκοβαν, με τον οχυρόν πύργον. Εκλήθησαν όλοι οι πολιτικοί της Πελοποννήσου εις Συνέλευσιν. Ο Υψηλάντης πρόθυμος να λησμονήση τα επεισόδια των Βερβένων, δεν απέστεργε την συμμετοχήν του εις τας εργασίας της Συνελεύσεως, αρκεί να προέκυπτεν αγαθόν αποτέλεσμα χάριν του εθνικού συμφέροντος - έτοιμος ήτο δια πάσαν υποχώρησιν, εφ' όσον θα ενεφανίζετο πρότασις με σύμφωνον γνώμην όλων. Οι πολιτικοί συνέταξαν προτάσεις. Ο Υψηλάντης αντιπροτάσεις. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός διεδραμάτισε τον ρόλον μεσολαβητού, προς συμβιβασμόν των αντιτιθεμένων. Αλλ' οι προεστοί εδείχθησαν αδιάλλακτοι. Οι διεξάγοντες τον πόλεμον στρατιωτικοί και ο αγωνιζόμενος λαός αντετίθεντο προς τους προεστούς. Αλλά και οι στρατιωτικοί δεν ήσαν ηνωμένοι μεταξύ των, ο δε Κολοκοτρώνης με όλην του την δημοτικότητα έχει σφοδρούς αντιπάλους, εκπροσωπεί βεβαίως το κυριώτερον μέρος των στρατιωτικών, δεν τάσσεται όμως ανεπιφυλάκτως με το μέρος του Υψηλάντου, διότι αντιπαθεί το περιβάλλον του. Οι εις Πελοπόννησον ευρισκόμενοι Φαναριώται - Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Θεόδωρος Νέγρης, Κωστάκης Καρατζάς, Αλέξανδρος Καντακουζηνός κ.α. - αποβαίνουν οι βασικοί καθοδηγηταί των προεστών εις την αδιάλλακτον στάσιν των, εις την διεκδίκησιν της εξουσίας, εις την παραμέρισιν του Υψηλάντου και εις μείωσιν των στρατιωτικών. Κοντά εις το επιτελείον του Μαυροκορδάτου ήτο ο Γεώργιος Σέκερης, αδελφός του μεγάλου Τριπολιτσιώτου Φιλικού Παναγιώτη, φοιτητής εις Παρισίους και ήδη στρατευμένος χάριν του Αγώνος. Αλλά του νεαρού Σέκερη ο θαυμασμός προς την πολιτικήν ευφυΐαν του Μαυροκορδάτου μετετράπη εις περιφρόνησιν, μόλις ούτος αντελήφθη τα πανούργα σχέδια των Φαναριωτών. Παρωδία Συνελεύσεως κατέστη η πολυπληθής συγκέντρωσις της
360
Ζαράκοβας, χάριν της οποίας συνέτασσε σχέδια η παρασυναγωγή των Φαναριωτών εις Βυτίναν. Το σχέδιον Οργανισμού δεν ήτο παρά διαιώνισις της διαμάχης μεταξύ προεστών και Υψηλάντου στρατιωτικών. Επί τετραήμερον ή πενθήμερον λήγοντος του Αυγούστου ομοφωνούντες οι συνελθόντες άνευ συμμετοχής του Υψηλάντου και των στρατιωτικών πρόκριτοι διεξήγαν συνεννοήσεις δια διαγγελέων, μεταξύ των οποίων ο κυριώτερος ήτο ο Γερμανός, ενεργών με την πεποίθησιν ότι ο άχαρις ρόλος του ήτο δυνατόν να καταλήξη εις συμφιλίωσιν και συμφωνίαν. Ο Υψηλάντης ηρνήθη να υπογράψει τον προσκομισθέντα Οργανισμόν. Η ρήξις ήτο φανερά. Οι εις Ζαράκοβαν συνηγμένοι διεβουλεύοντο, πως θα οργανωθούν. Ο Υψηλάντης εις τα Τρίκορφα μετά των συμβούλων του και των στρατιωτικών συνεσκέπτοντο, πως θ' αντιδράσουν. Η διαφωνία ελάμβανε ανοικτάς διαστάσεις. Ο Γερμανός ως μεσολαβητής παρ' ολίγον να κάμψη τον πρίγκηπα, αλλ' ηστόχησεν. Ο αγωνιζόμενος λαός δεν έμεινεν αμέτοχος. Είτε ηγανακτησμένος είτε ερεθιζόμενος εκινήθη προς Ζαράκοβαν, δια να εκτελέση τώρα ότι δεν κατώρθωσεν εις Βέρβενα. Τα σχετικά της στάσεως υπό διάφορον εντελώς πρίσμα παρουσιάζουν οι απομνημονευταί. Μία ομάς ομιλεί περί συνωμοσίας των στρατιωτικών κατά των προεστών. Ομιλούν μάλιστα περί συμμετοχής και του Υψηλάντου. Ωργίασαν αι φήμαι, ιδίως μετά τα επεισόδια, ότι ωργανώθη δολοφονία των συνηγμένων εις Ζαράκοβαν προεστών. Αρχηγός της συνωμοσίας εφέρετο ο Κολοκοτρώνης. Ο Κολοκοτρώνης μετέβη εις Ζαράκοβαν μετά την αποτυχίαν της συνεννοήσεως. Αλλά μετέβη, διότι εκινήθη προς τα εκεί ο στρατός με πρόθεσιν να φονεύση τους προεστούς. Αυθεντικός αφηγητής αποβαίνει ο γραμματεύς του Κολοκοτρώνη προς τον εξαγριωμένον λαόν, τον οποίον με την γλαφυρότητα της ομιλίας, το ανέκδοτον που αφηγήθη, την δημοτικότητα του ιδίου συνεκράτησεν από το ασφαλές μαχαίρωμα των προεστών. Ο στρατός διελύθη, ο Κολοκοτρώνης επέστρεψεν εις το καθήκον του, οι προεστοί έμειναν οι ίδιοι αμετανόητοι, όπως και προηγούμένως. Τάσος Γριτσόπουλος - Ιστορία της Τριπολιτσάς Μάχη τού Λάλα Η Ηλεία, στίς αρχές του 19ου αιώνα αποτελούσε το βιλαέτι (επαρχία) της Γαστούνης. Στή συνέχεια αποσχίστηκε ο Πύργος με εννέα χωριά και δημιουργήθηκε έτσι και το βιλαέτι του Πύργου. Πριν την επανάσταση του 1821, ο συνολικός πληθυσμός του βιλαετιού της Γαστούνης, το οποίο ήταν από τα μεγαλύτερα σ΄ όλον το Μοριά, ανερχόταν σε 25000 χριστιανούς και 4000 Οθωμανούς. Το βιλαέτι της Γαστούνης ήταν χωρισμένο σε 168 χωριά - τσιφλίκια, τα οποία έπαιρναν
361
τα ονόματά τους από το όνομα του εκάστοτε Τούρκου αγά. Το βιλαέτι του Πύργου, λόγω των ειδικών προνομίων που του είχαν παραχωρηθεί από το Σουλτάνο, αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, ενώ ο πληθυσμός του ήταν αμιγώς ελληνικός και σε καλύτερη οικονομική και κοινωνική κατάσταση από τον πληθυσμό της Γαστούνης. Στην περιοχή Λάλα του οροπεδίου του όρους της Φολόης της Πελοποννήσου είχαν εγκατασταθεί οι Τουρκαλβανοί, που είχαν πάρει το όνομα του αρχηγού τους Λέλες και ονομάστηκαν Λαλαίοι, ο δε τόπος Λάλα. Αυτοί οι Λαλαίοι προέρχονταν από Αλβανούς που εξισλαμίστηκαν στα 1715, όταν συμπληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας από τους Τούρκους. Οι Χοττομαναίοι, άρχοντες της Γαστούνης, τους χρησιμοποίησαν για να επιβάλλουν την εξουσία τους στην περιοχή της Ηλείας. ΈΈτσι οι Λαλαίοι άρχισαν να αποκτούν δύναμη και όταν παρουσιάστηκαν στα βουνά οι κλέφτες, αυτοί έπαιξαν το ρόλο του χωροφύλακα. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσουν τρομερή δύναμη, την οποία μετέτρεψαν σε τυραννία και καταδυνάστευαν όλη την Ηλεία. Λεηλατούσαν με αρπαγές και βιαιότητες όλη την γύρω περιοχή. Δώδεκα, δεκατρείς Μαΐου ήτον. Εικοσιτρείς ώρες εβάσταξε ο πόλεμος (Βαλτέτζι). Εκείνην τήν ημέρα ήτον Παρασκευή καί έβαλα λόγον, ότι: "Πρέπει νά νηστεύσομεν όλοι, διά δοξολογίαν εκείνης τής ημέρας καί νά δοξάζεται αιώνας αιώνων έως ού στέκει τό έθνος, διατί ήτον η ελευθερία τής Πατρίδος". Ο Κεφάλας καί ο Παπατζώνης ήσαν εις τή μάχη τού Βαλτετζιού. Μετά τήν νίκην τού Βαλτετζιού οι Καρυτινοί επέστρεψαν εις τάς θέσεις των, Χρυσοβίτζι καί Πιάνα, καί οι επίλοιποι εστάθηκαν εις τό Βαλτέτζι. Περάσοντας 10 ημέραις η Μπουμπολίνα, ο Τζόκρης καί ο Στάϊκος μ' έγραψαν νά τούς στείλω βοήθεια καί έναν αρχηγό, καί τούς έστειλα τόν Νικήτα μέ 50 από τό ορδί (στρατόπεδο) τού Χρυσοβιτζιού, 50 από τό ορδί τού Βαλτετζιού καί 50 από τό ορδί τών Βερβένων, καί έτσι επήγε εις τά Δολιανά, διά νά πάρει καί τούς 50 από τά Βέρβενα. Eκοιμήθηκε τό βράδυ εκεί (Κωνσταντής Αλεξανδρόπουλος ήτον αρχηγός τών 50, Στεμνιτζιώτης). Οι Τούρκοι έκαμαν συνέλευση εις τήν Τριπολιτζά. Οι Μυστριώτες καί Μπαρδουνιώτες (μουσουλμάνοι) επρόβαλαν: ωσάν δέν έκαμαν τίποτε εις τό Βαλτέτζι νά πάνε νά χαλάσουν τό ορδί οπού είναι εις τά Βέρβενα, καί απεκεί νά τραβήξουν διά τόν Μυστρά. ΈΈτζι εδέχθηκαν οι Τούρκοι τήν γνώμην αυτήν, καί εκίνησαν καί επήγαν εις τά Δολιανά, διά νά περάσουν νά βαρέσουν τό ορδί τό εδικόν μας εις τά Βέρβενα. Ο Νικήτας μόλις είχε έβγει άνα κάρτο μακρυά από τά Δολιανά καί τού είπαν: "Τούρκοι έρχονται". Καί αυτός γυρίζει οπίσω καί πιάνει τό χωριό, καί τόν έκλεισαν μέσα οι Τούρκοι. Αλλοι έκλεισαν τόν Νικήτα καί άλλοι εστράτευσαν διά τά Βέρβενα. Τών Βερβένων τό ορδί τούς
362
εκαρτέρεψε, καί μέ πρώτη φωτιά εσκότωσαν ένα μπαϊρακτάρη (σημαιοφόρο) καί οι Τούρκοι εφοβήθηκαν καί ετράπησαν εις φυγήν. Τό ορδί τών Βερβένων τούς επήρε από κοντά (τούς κυνήγησε). Αφού εζύγωσαν κοντά εις τά Δολιανά ετζάκισαν καί οι Τούρκοι οπού πολιορκούσαν τόν Νικήτα, καί έτσι εβγήκε κι ο Νικήτας μέ τούς ανθρώπους του, καί τούς εκατέβασαν έως εις τόν κάμπον κυνηγώντας. επήραν δύο κανόνια, 70 σκοτωμένοι, έτζι εμούδιασαν οι Τούρκοι καί δέν εβγήκαν άλλη φορά διά εκστρατείαν. Τόσον ενθουσιασμόν άρχισαν νά έχουν οι ΈΈλληνες, (κατά τήν διάρκεια τής πολιορκίας τής Τριπολιτσάς) οπού μόνοι των άλεθαν, εζύμωναν, έψεναν τό ψωμί, καί τά έφερναν μέ τά ζώα των εις τό στρατόπεδο. Είχαμε φούρνο εθνικό εις τήν Πιάνα, Αλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημιτζάνα, Στεμνίτζα. Πρόβατα μάς έφερναν, πότε από τά 20, πότε από τά 30, από τά 40, από τά 50 τό ένα, καί τά έδιδαν μέ ευχαρίστησή τους. Ο Κυριάκος Τζώλης εχάρισεν 120 τραγιά εις τό στρατόπεδο από τήν Ζαράχωβα. Είχαμε κιόλα στελμένα καί τά εμάζωναν. από ημάς επήραν παράδειγμα καί τά άλλα στρατόπεδα καί έκαμναν τό ίδιο. Μετά 10 ημέρες έκαμα μία διαταγή καί επαρακινούσα τού Βαλτετζιού τά στρατεύματα νά έλθουν εις τά Τρίκορφα, καθώς καί τό έκαμαν. ΉΉλθαν καί έφκιασαν ταμπούρια αποπάνω από τόν απάνου μύλο τής Τριπολιτζάς. Ο Αναγνωσταράς, ο Ηλίας (γιός τού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη), οι Μεσσήνιοι όλοι, οι Λεονταρίτες, οι Σαμπαζιώταις, ΈΈως 1.500. Τότε επαρακινήσαμε τούς Τζάκονας καί Αγιοπετρίταις, οπού ήταν εις τά Βέρβενα καί έπιασαν τήν θέσιν τό Στενό. Εκεί έφκιασαν γράνες (χαντάκια) καί ταμπούρια, επί κεφαλής ο Ζαφειρόπουλος. ΈΈβγαιναν οι Τούρκοι καί έκαμναν ακροβολισμούς. O Γιατράκος ήλθε μέ τούς Μυστριώτας. Οι Καλαβρυτινοί ήτον έως 1200 εις τό Λεβίδι, καί τούς έγραψα καί ήλθαν εις τήν Πάνω Χρέπα. ΉΉτον εκεί ο Σωτήρ Χαραλάμπης, Ανδρέας Ζαΐμης, Πετιμεζαίοι, Σολιώτης, Λεχουρίτης καί λοιποί καπεταναίοι τών Καλαβρυτινών. Εις τήν Πάτραν διέλυσαν τήν πολιορκίαν διατί τούς εχάλασαν άνα δύο φορές οι Τούρκοι. Εις τόν καιρόν οπού εκάμναμεν ημείς αυτά, έγραψαν οι Λαλαίοι τού Γιουσούχπασια (κάλεσαν τόν Γιουσούφ πασσά από τήν Πάτρα) διά νά τούς υπάγει μεντάτι (βοήθεια). Επήγε λοιπόν εκεί. Επολέμησαν πολλοί εις εις τού Λάλα, καί εις αυτούς τούς πολέμους εχάθη ο αδελφός τού Κολιόπουλου (Γιωργάκης Πλαπούτας), ελαβώθη ο Μεταξάς ο Ανδρέας. Οι Λαλαίοι εσηκώθηκαν μέ τές φαμελιές των καί επήγαν ανέγγιαγοι εις τήν Πάτρα. Αδειασε τό μεσόγειο τής Πελοποννήσου. Τότε η Πάτρα εδυνάμωσε, καί τά Καλαβρυτινά στρατεύματα έφυγαν από εκεί καί ήλθαν εις βοήθειαν μας στήν Πάνω Χρέπα. Οι Τούρκοι είχαν στενοχωρηθεί από τούς ΈΈλληνας. Εις τές Καλτεζιές, επαρχία Μυστρά, έγινε συνέλευσις από μέρος προυχόντων τής Πελοποννήσου καί τό εύρηκαν εύλογο νά φέρωμεν τόν Μαυρομιχάλην,
363
οπού ήτον εις τήν Καλαμάταν. Επήγε ο Κανέλλος ο Δεληγιάννης καί ο Πονηρός (Πονηρόπουλος), τόν επήραν από τήν Καλαμάταν, τόν επήγαν εις τήν Στεμνίτζα καί τόν έκαμαν πρόεδρον τής Γερουσίας (Πελοποννησιακής), καί έγραψαν εις τήν ΎΎδραν, εις τές Σπέτζες, εις τήν Επτάνησον. Εις τήν Ρούμελη η Δυτική Ελλάς είχε αποστατήσει τόν Μάϊο, καί ημείς εκοιτάζαμεν τήν δουλειά μας. Κάθε ημέρα είχαμε ακροβολισμούς. Μέσα εις τήν Τριπολιτζά ήσαν 14000 άρματα καί 8000 καβαλλαραίοι. Τόν Ιούνιο μήνα ήλθε ο Υψηλάντης (ήρθε ο Υψηλάντης από τήν Μολδαβία) εις τό Αστρος καί εσυνάχθηκαν όλοι οι άρχοντες τής Πελοποννήσου, Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Πετρόμπεης, Αναγνώστης, Δεληγιανναίοι καί λοιποί, καί εγώ, καί επήγαμε νά προϋπαντήσωμεν τόν Υψηλάντη. Εις τό ορδί άφησα τόν Πάνο, υιόν μου, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Αναγνωσταρά, Γιατράκο, Μητροπέτροβα καί λοιπούς. Τόν εκαρτερέσαμεν μέ παράταξη καί έτυχαν καί οι Σπετζιώτες προύχοντες εκεί καί επήγαμεν όλοι, καί τόν επήγαμεν εις τά Βέρβενα. Εκεί ο Υψηλάντης εγύρευε νά κάμει πράγματα, οπού δέν άρεζαν τών αρχόντων καί έτζι εφιλονίκησαν (σύγκρουσις Υψηλάντη καί προκρίτων). Ο Υψηλάντης είχε μαζί του τόν Βάμβα, Αναγνωστόπουλο, Αντωνόπουλο, καί μιά πενηνταριά μαθητάς τής Ευρώπης ΈΈλληνας (φοιτητές). Εκεί ήθελε νά κάμει ως επίτροπος τού γενικού επιτρόπου, οι άρχοντες δέν ηθέλησαν καί έτζι εδυσαρεστήθη ο Υψηλάντης καί ανεχώρησε διά τήν Καλαμάτα. Ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός είχε σταλθεί εις τήν πολιορκίαν τής Μονοβασίας. Εις τά Βέρβενα ήσαν συναγμένοι έως 5000 στρατιώτες. Αυτοί επήραν όλοι τά άρματα διά νά σκοτώσουν όλους τούς άρχοντας (εστασίασαν οι στρατιώτες μόλις έφυγε ο πρίγκηπας από τά Βέρβενα). ΉΉλθαν καί μάς πολιόρκησαν εις τό κονάκι τού Πετρόμπεη, όπου είμεθα όλοι συναγμένοι. ΉΉκουσα τόν θόρυβο καί ηθέλησα νά έβγω έξω, ο Κανέλλος Δεληγιάννης μέ εμπόδιζε, τούς είπα: "Αφήσετε νά έβγω, μήπως γένει αρχή καί πέσει κανένα τουφέκι καί τότε μάς σκοτώσουν όλους". Εγώ στρατιώτας δέν είχα τότες, εβγήκα έξω καί ομίλησα: "ΈΈλληνες, τί θέλετε; ελάτε εδώ", καί ευθύς έτρεξαν καί μέ σήκωσαν εις τόν αέρα. Μού λέγουν ότι: "Θέλομε νά σκοτώσομε τούς άρχοντας, διότι μάς έδιωξαν τόν Υψηλάντη". Εγώ τούς είπα: "Ελάτε νά σάς ειπώ πρώτον καί εγώ, έπειτα είμαι συμβοηθός σας νά τούς σκοτώσετε". Τούς ετράβηξα τίρο τουφέκι εις μία βρύση όλους, καί ανέβηκα επάνω εις μία πέτρα γιά νά ακούν, όλοι, καί τούς είπα: "Διατί θέλομε τόν χαϊμό μας μονάχοι μας; Ημείς εσηκώσαμε τά άρματα διά τούς Τούρκους καί έτζι ακουσθήκαμεν εις τήν Ευρώπη, ότι σηκωθήκαμεν οι ΈΈλληνες διά τούς τυράννους, καί στέκεται όλη η Ευρώπη νά ιδεί τί πράγμα είναι τούτο. Οι Τούρκοι όλοι είναι ακόμη απείραγοι εις τά κάστρα καί εις τές χώρες, καί ημείς εις τά βουνά, καί άν σκοτώσωμεν τούς προεστούς, θά
364
ειπούν οι Βασιλείς, ότι τούτοι δέν εσηκώθησαν διά τήν ελευθερίαν, αλλά διά νά σκοτωθούν συνατοί τους, καί είναι κακοί ανθρώποι, Καρβονάροι (Ιταλοί επαναστάτες), καί τότε ειμπορούν οι Βασιλείς νά βοηθήσουν τόν Τούρκο καί νά λάβομε ζυγόν βαρύτερον από εκείνον οπού είχαμε. (Πράγματι η Ιερά Συμμαχία είχε καταστείλει τά επαναστατικά κινήματα πού είχαν γίνει στήν Ιταλία). Γράφομε καί έρχεται οπίσω ο Υψηλάντης καί μήν επήρε ο νούς σας αέρα". Τότε τούς ησύχασα. Οι άρχοντες καί ο Μαυρομιχάλης έστειλαν τόν Αναγνωσταρά καί εγύρισαν οπίσω τόν Υψηλάντη, καί επήγε πάσα ένας εις τήν θέση του. Τότε επροσκύνησε η Μονοβασιά εις τόν Κατακουζηνό. Διήγησις Συμβάντων τής Ελληνικής Φυλής - Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Τις 3 Απριλίου του 1821 οι Τουρκαλβανοί Λάλαιοι λεηλάτησαν τον Πύργο. Την ίδια τύχη είχε στης 24 Απρίλη και η Αγουλινίτσα, ενώ λίγο αργότερα σε φονική μάχη στο Σμίλα σκοτώθηκε ο υπερασπιστής του Πύργου, Χαράλαμπος Βιλαέτης. Η εξουδετέρωσή των Λαλαίων θα αποτελούσε σημαντικό πλήγμα στην τουρκική ισχύ, για τον επιπλέον λόγο ότι θεωρούνταν το στήριγμα του άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού. Τόν Μάϊο κινήθηκαν εναντίον τους οι Ρωμηοί τού Μοριά, ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κάλεσε καί τον Μεταξά από τήν Κεφαλλονιά να σπεύσει σε βοήθεια με ένοπλους άνδρες και πολεμοφόδια, "αφού υπάρχει κατεπείγουσα η ανάγκη οπλοφόρου δυνάμεως των μεγαθύμων Κεφαλλήνων". Τούς Κεφαλλονίτες δέν τούς επέτρεψε ο 'Αγγλος αρμοστής νά προστρέξουν σέ βοήθεια τών συμπατριωτών τους καί όσοι τό έκαναν κινδύνευαν μέ φυλάκιση ή καί μέ δήμευση τής περιουσίας τους. Η εμφάνισή τους πού θύμιζε τακτικό στρατό καί τά πυροβόλα πού έφεραν μαζί τους εμψύχωσαν κατά πολύ τούς υπόλοιπους χριστιανούς οι οποίοι ένιωθαν πολύ μειονεκτικά έναντι τών εμπειροπόλεμων μουσουλμάνων κατοίκων τού Λάλα. Οι Λαλιώται μή όντες εισέτι πολιορκημένοι, εξήρχοντο συνεχώς εις επιδρομάς εις τήν ΉΉλιδα καί ελεηλάτουν τόν τόπον. Απήλθον δέ εις τόν Πύργον καί επειδή δέν υπήρχεν αυτόθι κανείς, παρέδωκαν τήν πόλιν εις τάς φλόγας. Εστράτευσαν επομένως τήν 10ην Μαΐου εις Λανζόϊ κατά τών Καμπασέων, εις βοήθειαν τών οποίων έδραμεν ο Χαράλαμπος Βιλλαέτης μ' επτά Πυργίους. Τούς περιεκύκλωσαν δέ οι Λαλιώται όντας είς θέσιν πεδινήν εις τήν Σμίλαν καί ανώτεροι τόν αριθμόν καί οι πλειότεροι έφιπποι, τούς εφόνευσαν. Ούτως απώλετο ο Βιλαέτης, όστις ήτον άξιος καλητέρας τύχης διά τά πολεμικά του προτερήματα. Οι Λαλιώται δέν ετόλμων νά εισβάλωσιν εις τήν επαρχίαν τών Παλαιών Πατρών, διότι οι κάτοικοι κατείχον θέσεις οχυράς καί τούς απέκρουον. Οι Πατρείς είχον συστήσει πάλιν τήν πολιορκίαν τής μητροπόλεώς των, έχοντες επί κεφαλής τόν Δ. Κουμανιώτην, Παναγιώτην Καραντζάν,
365
Νενέκον Ζουμπατιώτην καί άλλους οπλαρχηγούς καί αντέκρουον τούς Τούρκους καί τούς έβλαπτον οσάκις εξώρμων εναντίον των. Μετά τών Πατρέων ήδη συναγωνίζονται μετά τού Καραντζά καί 150 Επτανήσιοι φθάσαντες από Ζάκυνθον. Περί τά τέλη Μαΐου, ο μέν Σισίνης μέ χίλιους διακόσιους Ηλείους καί Πυργίους, ο δέ Φωτήλας μέ πεντακόσιους Καλαβρυτινούς, ο δέ Γεωργάκης Πλαπούτας καί Δημήτρης Δελιγιάννης μέ πεντακόσιους Καρυτινούς, ο δέ Τζανέτος Χριστόπουλος μέ διακόσιους Φαναρίτας, εκινήθησαν εις τήν θέσιν Πούσι καί τήν κατέλαβον μαχόμενοι πρός τούς Λαλιώτας. ΈΈφθασαν δ' εκεί καί εξακόσιοι περίπου Επτανήσιοι, από μέν τήν Ζάκυνθον ο Διονύσιος Σεμπρίκος μέ διακόσιους εβδομήντα, από δέ τήν Κεφαλληνίαν ο Ανδρέας Μεταξάς καί ο εξάδελφός του Κωνσταντίνος, ο Ευάγγελος Πανάς (Τσιμπούκης), ο Γ. Φωκάς καί ο Αθανάσιος Χέλμης μέ τριακόσιους καί μέ τέσσαρα πυροβόλα. Τήν 4ην Ιουνίου εμαχήσαντο εις τό πεδίον τού Λάλα. Ο δέ Γεωργάκης Πλαπούτας έκρινεν αναγκαίον νά καταλάβη μέ τούς Καρυτινούς τήν θέσιν Μπασαράν πλησίον τής πόλεως, διά νά στενοχωρήση πλειότερον τούς εχθρούς. ΏΏρμησε λοιπόν πρός τήν θέσιν εκείνην, τρέχων ο πρώτος μέ ολίγους εκ τών οικείων του, καί νομίζει ότι τόν ακολουθούσιν οι άλλοι όλοι. Αλλ' αίφνης τόν περικυκλόνουσιν οι Λαλιώται καί τότε είδεν ότι δέν τόν ηκολούθησαν καί περιέπεσεν εις τάς χείρας τών Τούρκων μέ μόνους είκοσι δύω ανδρείους. Αποχωρεί δ' απομαχόμενος, αλλ' είτε από τήν αδημονίαν του είτ' από τόν καύσωνα τού ηλίου έπεσεν άπνους. Επήρε δ' επό τών ώμων ο Πανοριάς αδελφός του καί μαχομένων τών άλλων, απήγαγεν εις τό στρατόπεδον τόν νεκρόν του, τόν οποίον ενεταφίασαν εις Νεμούταν. Οι δέ Λαλιώται προσκαλούσιν τις βοήθειαν των τόν Γιουσούφ πασιάν, όστις εκινήθη επί κεφαλής τρών χιλιάδων στρατιωτών εις Λάλαν, όπου καί φθάνει καί δέν απαντά καθ' οδόν υπ' ουδενός αντίστασιν. ΉΉλθε δέ, ελπίζων νά νικήση πολεμών τούς ΈΈλληνας μέ ηνωμένας τάς δυνάμεις τών μαχίμων Αλβανών του καί τών Λαλιωτών, νά τούς καταστρέψη καί επομένως νά κινηθή εις Τριπολιτσάν εις βοήθειαν τών πολιορκημένων αυτόθι, ει δέ μή, νά συμπαραλάβη τούς Λαλιώτας καί νά επιστρέψη εις Παλαιάς Πάτρας. Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Στίς 13 Ιουνίου 1821 επιτέθηκαν οι μουσουλμάνοι τού Λάλα σέ συνδυασμό μέ τίς δυνάμεις τού Γιουσούφ πασά εναντίον τών Ελλήνων μέ σκοπό νά διαλύσουν τό στρατόπεδό τους. Η μάχη δόθηκε στήν θέση Πούσι. ΉΉταν πολύ σκληρή καί διεξάχθηκε σώμα μέ σώμα. Οι αγνωνιστές από τό Φανάρι (Ολυμπία) μέ τόν Τζανέτο Χριστόπουλο πολέμησαν μέ ηρωϊσμό τό τουρκικό ιππικό καί τριάντα από αυτούς βρήκαν τόν θάνατο. Ο Γιουσούφ προσπάθησε νά κυριεύση τά πυροβόλα τών Επτανησίων αλλά δέν τά κατάφερε. Τήν επομένη οι Τούρκοι τής
366
Πάτρας καί οι Αλβανοί τού Λάλα αναγκάστηκαν νά αποχωρήσουν γιά τήν Πάτρα, ενώ οι ΈΈλληνες χαρούμενοι γιά τήν απαλλαγή τους από έναν επικίνδυνο εχθρό, μπήκαν στό έρημο αλβανικό χωριό καί τό έκαψαν. Καταστροφή τού Γαλαξιδείου Στα μέσα Αυγούστου ο ναύαρχος Καρά Αλή έβγαλε τόν στόλο του από τα Στενά κι έπλευσε στη Ρόδο, όπου βρισκόταν ο Αιγύπτιος Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Στή συνέχεια ενωμένος ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατευθύνθηκε πρός τήν Πελοπόννησο μέ σκοπό νά ανεφοδιάσει τα πολιορκούμενα τουρκικά φρούρια και να βοηθήσει στις επιχειρήσεις ξηράς τους Τούρκους. ΌΌλες τίς πληροφορίες γιά τίς κινήσεις τών επαναστατών οι Τούρκοι τίς πληροφορήθηκαν από τόν αρμοστή των Ιονίων νήσων Τόμας Μέτλαντ, μέσω αγγλικών πολεμικών πού έστελνε στό Αιγαίο πέλαγος. Οι μουσουλμάνοι εφοδίασαν τά κάστρα τής Κορώνης και τής Μεθώνης, απέτυχαν όμως σε μια απόπειρα αποβάσεως στήν Καλαμάτα όταν τούς αντιμετώπισε μέ επιτυχία ο τακτικός στρατός πού είχε δημιουργήσει ο Δημήτριος Υψηλάντης. Μόλις είδαν τούς στρατιώτες μέ τίς ομοιόμορφες στολές νά υπακούουν πειθαρχημένα στά παραγγέλματα τού Κορσικανού αξιωματικού Βαλέστ, οι γενίτσαροι έτρεξαν πίσω στίς βάρκες από τίς οποίες μόλις είχαν αποβιβασθεί. Ο Δημήτριος Υψηλάντης επρομηθεύθη ιδία δαπάνη διά τών ομογενών τής Τεργέστης τά περί μικρού τακτικού σώματος αναγκαιούντα, οίον όπλα, λογχοφόρα, αποσκευήν, πολεμοφόδια καί διά 300 άνδρας ενδύματα, υπόδυσιν καί τροφάς. Κατά προηγούμενην συνεννόησιν συνήντησες εκεί τόν εν τώ στρατώ τού Ναπολέοντος χρηματίσαντα ταγματάρχην Παλέσσαν (Joseph Balestra) μετά τινων άλλων ομογενών καί φιλελλήνων, επιθυμούντων ν' αγωνισθώσιν εν τή επαναστατημένη Ελλάδι. Ο δέ Παλέσσας (Βάλεστ), άμα τή αφίξει, περί τά τέλη Ιουνίου 1821 εις Καλάμας, ήρχισεν ως παρηγγέλθη υπό τού Υψηλάντου, νά διοργανίζη τακτικόν σώμα, κατατάττων εθελοντάς, ενδύων αυτούς μέ ιματίδιον τζόχινον, πανταλόνιον πάνινον καί πίλον, εν είδει σκούφιας, μετά εθνοσήμου τριχρώου καί οπλίζων μέ λογχοφόρον τουφέκιον καί τήν αναγκαίαν αποσκευήν, απάντων εκ μελανού χρώματος, επομένως διά τών μετ' αυτού ελθόντων φιλελλήνων εξήσκει αυτούς εις τά γαλλικά πεζικά γυμνάσια. ΌΌτε δέ κατά τήν 23η τού προσεχούς Αυγούστου παρέπλεε τά παράλια τής Μεσσηνίας ο οθωμανικός στόλος, απειλών ν' αποβιβάση στρατόν εις Καλάμας πρός βοήθειαν τών εν Τριπόλει αποκλεισθέντων Τούρκων, οι δέ εκεί πολίται ολίγοι όντες κατετρόμαξαν, τό αρτίως οργανωθέν τακτικόν σώμα, συγκείμενον εκ 300 ανδρών, ετάχθη παρά τού συνταγματάρχου Παλέσσα εις τήν παραλίαν εφ' ενός ζυγού, έτοιμον ν' αντικρούση πάσαν απόπειραν αποβιβάσεως τού τουρκικού στόλου. Οί
367
εν τοίς πλοίοις γενίτσαροι, ίδοντες παρατεταγμένον τακτικό στράτευμα, ηχούντων των σαλπίγκων και τυμπάνων αυτού και αγνοούντες τα διατρέχοντα, ήτοι οποίος στρατός ήτο ούτος, κατελήφθησαν υπό φόβου, μη θέλοντες να αποβώσιν, ως εκ τούτο ο εχθρικός στόλος διήλθεν εκείθεν εν απραξία. Η μικρά αύτη πράξις τού τακτικού σώματος επροξένησε χαράν καί προθυμίαν εις τούς άνδρας αυτού, συνέτεινε δέ πολύ καί εις τήν υπόληψιν αυτών παρά τοίς πολίταις, κατατασσόμενοις εις αυτό, όπερ καί εκάλουν σώμα τών Μαυροφόρων, ένεκα τής μελανής ενδυμασίας του. Χρίστος Βυζάντιος - Τακτικός Στρατός, 1874 Στον Μεσσηνιακό κόλπο και ειδικότερα στον όρμο των Κιτριών, τά τουρκικά πολεμικά συνάντησαν δύο σπετσιώτικα καράβια, του Γκίκα Μπόταση και του Αναστάσιου Ανδρούτσου. Τα δύο αυτά πλοία είχαν παραμείνει στα νερά εκείνα για να ενισχύσουν την πολιορκία του Νεοκάστρου. Επιχείρησαν οι Τούρκοι να τα καταλάβουν, αλλά οι Σπετσιώτες αμύνθηκαν σκληρά, μεταφέροντας τα πυροβόλα τους στην ακτή. Τούτο ανάγκασε τον Τούρκο στόλαρχο να αποσυρθεί και να πλεύσει στη Ζάκυνθο, όπου μετά από λίγο ενώθηκε μέ μία ναυτική μοίρα από τό Αλγέρι. Η αδράνεια του ελληνικού στόλου καί οι πληροφορίες από τίς αγγλικές φρεγάτες επέτρεψαν στόν Καρά Αλή νά διαπλεύσει ανενόχλητος τά ελληνικά νερά. Στίς 7 Σεπτεμβρίου ο καπετάν μπέης Καρά Αλής μέ τόν ενωμένο μουσουλμανικό στόλο αγκυροβόλησε στήν Πάτρα μέ τρία ντελίνια, επτά φρεγάτες, καί δεκάδες κορβέτες καί μπρίκια. Τήν επομένη αποβίβασε 2.000 Αλβανούς οι οποίοι από κοινού μέ τούς Τούρκους τής Πάτρας επιτέθηκαν στό Σαραβάλι καί στή Μονή Ομπλού όπου βρίσκονταν τά στρατόπεδα τών Ρωμιών. Οι Πετμεζαίοι καί Κουμανιωταίοι άφησαν τίς θέσεις τους καί οι ΈΈλληνες έπαθαν πανωλεθρία, ενώ λίγο έλλειψε νά πιαστεί αιχμάλωτος ο Σισίνης. Στις 17 Σεπτεμβρίου οι μουσουλμάνοι ανεφοδίασαν τά φρούρια Ρίου και Αντιρρίου και έκαψαν τίς αφύλακτες πόλεις τής Βοστίτσας (Αίγιο) καί τής Βιτρινίτσας (Τολοφώνας). Μπροστά τους πλέον είχαν τό αφύλακτο Γαλαξείδι τό οποίο οι Ρωμιοί δέν είχαν φροντίσει νά ενισχύσουν δεόντως, δεδομένου ότι ήταν η ισχυρότερη ναυτική βάση μετά από τά τρία νησιά τών Σπετσών, τής ΎΎδρας καί τών Ψαρών. Οι Γαλαξειδιώτες πολέμησαν μέ γενναιτότητα αλλά δέν είχαν καμμία ελπίδα χωρίς ενισχύσεις. Ούτε τά πλοία τους πρόλαβαν νά αρματώσουν ούτε οι 200 κλεφταρματωλοί τού Πανουργιά στάθηκαν νά πολεμήσουν. Οι κάτοικοι τελικώς εγκατέλειψαν τά σπίτια τους ενώ τά πλοία τους έπεσαν στά χέρια τών Αλγερινών, τών Αιγυπτίων καί τών Τούρκων. Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1821, τό Γαλαξείδι παραδόθηκε στίς φλόγες μαζί μέ τούς λίγους γέροντες πού δέν είχαν προλάβει νά τό εγκαταλείψουν. ΌΌταν θά γύριζε ο Καρά Αλή στήν Κωνσταντινούπολη, θά κρεμούσε από τά κατάρτια της ναυαρχίδας του τριάντα
368
Γαλαξειδιώτες γιά νά γιορτάσει τήν καταστροφή αυτής τής πόλης μαζί μέ τόν σουλτάνο του. Αναφέρεται ότι πριν από την καταστροφή τού Γαλαξιδίου είχε γίνει αναγνώριση από την αγγλική φρεγάτα "Κάμπριαν" και ότι 'Αγγλοι ναυτικοί ήταν εκείνοι πού οδήγησαν τους Τούρκους στο Γαλαξίδι. Νικήτας Σταματελόπουλος Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ο Τουρκοφάγος γεννήθηκε το 1783 στο χωριό Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) Μεσσηνίας και μεγάλωσε στο χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλουπόλεως. ΉΉταν ο πιό αγνός, άδολος καί μεγαλόκαρδος αγωνιστής τής επανάστασης. Ουδέποτε ενδιαφέρθηκε γιά πλούτη καί αγαθά καί ούτε έτρεχε νά αρπάξει τά λάφυρα από τόν εχθρό. ΌΌτι τύχαινε στά χέρια του, τό χάριζε στά παλληκάρια του. Αυτή του η καλωσύνη καί η ανιοδιοτέλεια είχε σάν αποτέλεσμα νά πεθάνει πάμφτωχος καί ζητιάνος στον Πειραιά, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849. « Ποιος είν' αυτός όπου 'ρχεται στης Μαρμαριάς τον κάμπο; Α υτός είν' ο Νικηταράς από το Τουρκολέκα. Γ ειά σου ορέ Νικηταρά που 'χουν τα πόδια σου φτερά, μες στους κάμπους πας κοιμάσαι και κανέναν δε φοβάσαι. Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης.» Ο μικρός Νικήτας μεγάλωσε κοντά στή μάνα του Σοφία Καρούτσου στό Τουρκολέκα. Η μητέρα του ήταν αδελφή της γυναίκας τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τόν πατέρα του δέν τόν έβλεπε, παρά αραιά καί πού, διότι ο καπετάνιος Σταματέλος Τουρκολέκας ζούσε μέ τά παλληκάρια του στόν Πεντεσκούφη (Ταΰγετο) τήν κλέφτικη καί ελεύθερη ζωή. Είχε μαζί του τούς δύο μεγάλους του γιούς τό Γιάννη καί τό Νικόλα. Γιά τόν μικρότερο Νικήτα, ο Σταματέλος είχε αποφασίσει νά τόν μάθη μία τέχνη ώστε νά μήν ακολουθήσει κι αυτός τήν κλέφτικη ζωή. ΈΈτσι τόν έβαλε κοντά σέ ένα σιδερά. Ο Νικήτας δέν ήθελε αυτή τή δουλειά τήν οποία τήν έκαναν συνήθως οι γύφτοι. Κλέφτης ήθελε νά γίνει σάν τόν πατέρα του. ΈΈμεινε στό σιδεράδικο δύο χρόνια. Η συνάντηση τού Νικήτα μέ τόν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη έκανε τό μικρό σιδερά νά τό σκάση από τό σιδεράδικο καί νά ανέβη στό βουνό νά βρεί τά αδέλφια του καί τόν πατέρα του. Σέ ηλικία δεκαέξι ετών σκότωσε τόν πρώτο Τούρκο στό χωριό Τουρκολέκα. ΉΉταν τότε πού είχε φύγει κρυφά από τό νταϊφά τού πατέρα του γιά νά πάει στό χωριό του νά δεί τή μάνα του. Εκεί τόν κυνήγησαν κάτι αρματωμένοι Τούρκοι, αλλά δέν μπόρεσαν νά προλάβουν τόν ταχύτατο νεαρό καί καθώς τόν κυνηγούσαν, άδειασε τήν μία πιστόλα του στόν Τούρκο πού τόν είχε πλησιάσει πιό πολύ. Ο Σταματέλος τότε, γιά νά τιμωρήσει τόν απείθαρχο γιό του, τόν έστειλε στόν πρωτοκλέφτη Ζαχαριά. Ο Νικήτας ξεχώρισε γρήγορα από τά υπόλοιπα παλικάρια αφού
369
διακρίθηκε τόσο γιά τήν ταχύτητά του όσο καί γιά τή δύναμη μέ τήν οποία χειριζόταν τό γιαταγάνι του. Ο Ζαχαριάς τόν έκανε μπουλουκτζή, δηλαδή νά έχει υπό τήν εξουσία του δέκα Κλέφτες. Καί όχι μόνο αυτό. Τού έδωσε γιά νύφη καί τήν κόρη του Αγγελίνα. Ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης όμως δέν θά προλάβαινε νά δεί τήν κόρη του παντρεμένη, αφού θά έχανε τή ζωή του μέ δόλο στά 1805. Tό 1805 ήταν η χρονιά στήν οποία οι Τούρκοι πασάδες είχαν τό πάνω χέρι καί σέ συνεργασία μέ τήν Εκκλησία καί τούς προεστούς, είχαν καταφέρει νά εκμηδενίσουν εκείνη τή γενιά τών Κλεφτών. Οι τελευταίοι είχαν βρεί καταφύγιο στή ρωσοκρατούμενη Ζάκυνθο. Στά Επτάνησα ο Νικήτας νυμφεύθηκε τήν Αγγελίνα Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη καί στή συνέχεια, ακολουθώντας τούς υπόλοιπους Κλέφτες έγινε μισθοφόρος διαδοχικά στούς Ρώσσους, τούς Γάλλους καί τέλος στούς Αγγλους. Τό 1808, είχε ακολουθήσει τόν θείο του Κολοκοτρώνη στό Μοριά όταν τούς είχε καλέσει ο Τουρκαλβανός Αλή Φαρμάκης γιά νά πολεμήσουν τόν γιό τού Αλή πασά Βελή πού πολιορκούσε τόν Τουρκαλβανό στό κάστρο του. Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (Τάκη Λάππα) Στά 1816 πού διαλύθηκε τό ελληνικό μισθοφορικό τάγμα τών Εγγλέζων στά Φραγκονήσια, ο καπετάν Σταματέλος Τουρκολέκας θέλησε νά κατέβη κρυφά στό Μοριά. Νά δή ο ίδιος τί γίνεται κειπέρα η κατάσταση. Πήρε κοντά τόν πρωτογιό του Γιαννάκη καό τόν κουνιάδο τού Νικήτα τόν Αναγνώστη, γιό τού καπετάν Ζαχαριά. Σάν φάνηκαν τά μοραΐτικα ακρογιάλια, ο Σταματέλος ζήτησε απ' τόν καπετάνιο του καϊκιού νά τόν ξεμπαρκάρουν μέ τά δυό παλληκάρια στό λιμάνι τού Αλμυρού, κοντά στή Μάνη. Θέλανε νά πάνε στό Γύθειο, νά ξαναδή ο Αναγνώστης τή νύφη νά κανονίσουν τά στεφανώματα. ΈΈτσι κι έγινε. Συμφώνησαν κι αποφασίσανε νά περάσουν στό Τσιρίγο (Κύθηρα) ν' αγοράσουν τά νυφικά νά γίνη ο γάμος. Σάν ξανοίχτηκαν στό πέλαγος, τούς έπιασε μεγάλη θαλασσοταραχή. Τό καΐκι κινδύνευε από στιγμή νά βουλιάξη. Γιά νά γλυτώσουν, ο καπετάνιος αποφάσισε νά βρη αραξοβόλι στή Μονεμβασιά. Στή Μονεμβασιά, ο καπετάν Σταματέλος θυμήθηκε κάποιο παλιό φίλο του Τούρκο καί στέλνει ένα ναύτη νά τού ζητήση τρόφιμα. Ο Τούρκος όμως ειδοποίησε τούς ομοθρήσκους του καί τουρκικά ασκέρια μπλόκαραν τά παλληκάρια καί έπιασαν ζωντανούς τό Σταματέλο, τό γιό του Γιάννη καί τόν Αναγνώστη Μπαρμπιτσιώτη. Τούς κλείσαν στίς ανήλιαγες φυλακές τού κάστρου τής Μονεμβασιάς. Μαθεύτηκε στά Ιόνια κι οι Εγγλέζοι θέλησαν νά τούς γλυτώσουν. Ο Εγγλέζος διοικητής τού Τσιρίγου έστειλε αναφορά στόν πασά τής Τριπολιτσάς νά λευτερώση τούς φυλακισμένους, γιατί ήταν στήν εγγλέζικη προστασία. Ο ίδιος ο Σταματέλος παρουσιάστηκε στό βοεβόδα τής Μονεμβασιάς καί τού
370
λέει: - "Εμένα νά σκοτώσης. ΈΈκανα κλέφτης καί χάλασα πολλούς από σάς. Μά τά δυό παλληκάρια τί φταίνε; Μεγάλωσαν στό Ζάντε καί δέ σάς έχουν κάνει κανένα κακό." - "Από κακή κολοκυθιά, ούτε κολοκυθόσπορο..." Αποκρίθηκε άγρια ο Τούρκος. Πρώτο αποκεφάλισε τό γέρο Σταματέλο. ΎΎστερα τόν Αναγνώστη. Τελευταίο άφησε τό Γιάννη καί τού πρότεινε νά τουρκέψη. - "Γίνε μουσουλμάνος νά γλυτώσης τό κεφάλι σου." Γιά νά τόν δειλιάσει τού έριξε στά πόδια τό κομμένο κεφάλι τού πατέρα του. Ο Γιάννης δέν αποκρίνεται. Γιά απάντηση κάνει τό σταυρό του. Ο βοεβόδας τής Μονεμβασιάς έστειλε μέ συνοδεία τά τρία κεφάλια στόν πασά τής Τριπολιτσάς. Σάν έφτασε τό κακό μαντάτο στή Ζάκυνθο ο Νικήτας τούς έκλαψε. Δέν ήταν ένας, ήταν τρείς! ΌΌταν σέ λίγο καιρό απόχτησε τό μοναχογιό του, τού έδωσε τ' όνομα τού χαμένου αδερφού του Γιάννη. Τό βαφτιστικό όνομα του πατέρα του, τό κράτησε γιά επίθετο καί τό έκανε Σταματελόπουλος. Μά κι αυτό γιά λίγο. Κάποιο άλλο θά τό σκιάση... Τήν ημερομηνία 18 Οκτωβρίου 1818, ο Νικήτας Σταματελόπουλος δέν τήν ξέχασε σ' όλη του τή ζωή. Γιατί τή μέρα αυτή ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, τόν κατήχησε στό μυστικό τής Φιλικής Εταιρείας. Από εκείνη τή στιγμή δέν είχε κατά νού, παρά τό πώς ν' απλώση τό μυστικό. Τούς πρώτους πού βρήκε ήταν μερικοί καλόγεροι στό μοναστήρι τής Καλτεζά. Μαζί μέ τό θείο του Κολοκοτρώνη, τόν παλιό καπετάνιο Αναγνωσταρά καί τόν Πλαπούτα, κρυφά οργώνουν τό Μοριά καί σκορπάνε τό μυστικό τής Φιλικής. Καλοκαίρι τού 1819. Ο πασάς τού Μοριά έχει καλέσει τόν κοτζαμπάση Δεληγιάννη στήν Τριπολιτσά. Ο Νικήτας κι ο Πλαπούτας πήραν τόν δρόμο τής Αλωνίσταινας. Στό χωριό θέλησε νά τούς περιποιηθή ο Δημητρακόπουλος, γιατί έτυχε κείνη τή μέρα νά είναι τής Αγιά Παρασκευής (26 Ιουλίου) κι είχαν πανηγύρι. ΈΈτυχε κείνο τόν καιρό νά είναι αγάς ο φοβερός χριστιανομάχος Σαλής, πού τού είχαν κολλήσει τό παρατσκούκλι ο Αράπης. Στό χοροστάσι τού χωριού, ο Αράπης μέ μερικούς δικούς του είχαν στήσει χορό. Ο Αράπης, μόλις είδε τόν Πλαπούτα, απλώνει τό χέρι καί τόν τραβάει κοντά στό χορό. Είχε τό σκοπό του... Μά ο Πλαπούτας από κάτι μισόλογα κατάλαβε ότι θά τούς ρίχνονταν οι Τούρκοι νά τούς χτυπήσουν. Σ έ δυό τρείς γύρους σέ κάποια στιγμή ο Αράπης βάζει τό πόδι του νά πεδικλώση τόν Πλαπούτα. Αυτό ήταν τό σύνθημά του. Μά δέν τά καταφέρνει νά πέση ο χορευτής. Στέκει ολόρθος καί μέ μιάς τραβάει τόν κουμπούρα του. Τό ίδιο καί ο Νικηταράς μέ τά παλληκάρια του. Σκορπάει τό πανηγύρι κι ανάβει τό ντουφεκίδι. Τούρκοι κι ΈΈλληνες έρχονται στά χέρια. Πέφτουν δυό σκοτωμένοι απ' τά ελληνικά βόλια κι άλλοι τόσοι λαβωμένοι. Ο Αράπης τρομαγμένος τρέχει νά γλυτώση. Ξωπίσω τόν κυνηγάει μέ τήν πάλα στό χέρι ο Σταματελόπουλος. Ο Τούρκος βρίσκει ένα υπόγειο καί τρέχει νά χωθή. Ο Νικηταράς τόν προκάνει. Κατεβάζει
371
μ' ορμή τήν πάλα καταπάνω του. Αστόχησε όμως. Τό λεπίδι βρίσκει καί χτυπάει τό πρεβάζι τής πόρτας καί μπήχνεται στό ξύλο. Νικητές οι ΈΈλληνες φεύγουν από τήν Αλωνίσταινα. Τ ό περιστατικό μαθαίνεται στήν Τριπολιτσά καί ξεσηκώνει τούς μουσουλμάνους. Δυό τρείς αγάδες παίρνουν κάμποσους αρματωμένους καί πάνε στήν Αλωνίσταινα νά εκδικηθούν τούς δικούς τους. Μά πού νάβρουν τούς Κλέφτες. Γιά νά μή γυρίσουν ντροπιασμένοι στήν Τριπολιτσά κόβουν τά κεφάλια απ' τούς αθώους ΈΈλληνες Ρόδη καί Τσατσαρώνη. Τά φέρνουν θριαμβευτικά στή μεγάλη πολιτεία τού Μοριά, πώς είναι τάχα τά κεφάλια τού Νικηταρά καί τού Πλαπούτα! Τά κρέμασαν στό μεγάλο πλάτανο καί τρέξαν οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς νά δούν τά κεφάλια τών δυό καπεταναίων... Μάχαι εις Βέρβαινα καί Δολιανά - Λάμπρου Κουτσονίκα Μετά τήν μάχην τού Βαλτετσίου οι αρχηγοί τών ελληνικών στρατευμάτων απεφάσισαν καί εξαπέστειλαν τόν Νικήταν Σταματόπουλον μετά τού αυταδέλφου του Νικολάου καί εκατόν πεντήκοντα υπό τούτους στρατιωτών, ίνα υπάγωσι καί θέσωσιν ομού μέ τούς επαρχιώτας εις πολιορκίαν τό Ναύπλιον. Αναχωρήσαντες δέ εκ τού στρατοπέδου διέβησαν διά τών Δολιανών. Αλλά καθ' ήν στιγμήν ο Νικήτας εξήρχετο του χωρίου τούτου διευθυνόμενος πρός τό Αργος, οι κάτοικοι τών Δολιανών τόν ειδοποίησαν ότι σώμα τουρκικόν δειυθύνετο πρός τό χωρίον των. Ευθύς λοιπόν επανήλθεν εις τό χωρίον καί συμπαραλαβών τούς Δολιανίτας καί εκατό περίπου Αγιοπετρίτας, τό όλον περί τούς 450, εκλείσθη εις 15 οικίας. Οι Τούρκοι είχον μαζύ των καί δύω κανόνια, μέ τά οποία αμέσως ήρχισαν νά κανονοβολώσι τούς κεκλεισμένους ΈΈλληνας. Αλλ' ούτοι πυροβολούντες ευστόχως εφόνευσαν πολλούς, εν οίς καί τόν αρχηγόν τού πυροβολικού, καί διά ταύτα ο Κεχαγιάμβεης διέταξε νά παύση ο κανονοβολισμός, αλλ' ηξηκολούθει ο πόλεμος τών ψιλών όπλων. Αλλο δέ τουρκικόν σώμα μετέβη εις τά Βέρβαινα καί ήρχισε μέ τούς εκεί ΈΈλληνας τόν πόλεμον, τρίτον δέ σώμα, αναβάν τήν υψηλήν ράχην, κατέβη εκείθεν πρός τά Βέρβαινα καί εκ πλαγίου τά επολιόρκει, ο Παναγιώτης Γιατράκος ελθών εις βοήθειαν μετά 500 στρατιωτών καί μή δυνηθείς νά συντρίξη, επέστρεψεν, ο δέ πόλεμος εξηκολούθει νά γίνεται σφοδρός κατά τών εν τώ χωρίω Ελλήνων, κατά τών οποίων μάλιστα επετέθησαν μανιωδώς οι Μπαρδουνιώται Τούρκοι, προσβάλλοντες δι' εφόδων τά οχυρώματα, αλλ' ευτυχώς απεκρούοντο γενναίως. Φονευθέντων δέ πολλών εξ αυτών, εν οίς καί δύω σημαιοφόροι, ετράπησαν επί τέλους εις φυγήν, καταδιωχθέντες παρά τών Ελλήνων μέχρι τών Δολιανών. Οι δέ τά Δολιανά πολιορκούντες Τούρκοι, ιδόντες τούς τών Βερβαίνων φεύγοντας, ετράπησαν καί ούτοι εις φυγήν, τό οποίον ιδόντες καί οι εκεί ΈΈλληνες εξήλθον εις καταδίωξιν. ΈΈλαβον
372
δέ ως λάφυρα καί τά κανόνια καί διαφόρους άλλας αποσκευάς. ΈΈμειναν δέ εις τό πεδίον τής μάχης 100 εχθροί φονευμένοι, αλλ' εκ τών Ελλήνων έπεσαν ολίγοι. Ούτως οι Οθωμανοί απεσύρθησαν εις τήν Τριπολιτσάν, φέροντες μεθ' εαυτών καί τούς πληγωμένους. Ανδρέας Μεταξάς - Τυπογραφείον Αγαπητού (Πάτραι 1877) Απόγονος οικογενείας αρχαίας εκ Κωνσταντινουπόλεως καταγομένης, ο Ανδρέας Μεταξάς, εγεννήθη εν Κεφαλληνία τώ 1790, υπό τού Πέτρου Μεταξά, πολλά υποστάντος μαρτύρια επί Ενετοκρατίας ένεκα τού πατριωτισμού του, καί τής Βιολέτας Λοβέρδου, εκ διακεκριμμένης τής νήσου οικογενείας. Μόλις ερρίφθη τό πρώτον κατά τών Τούρκων πυροβόλον, εγκαταλείψας άνετον καί λαμπρόν βίον, σύζυγον νεαράν καί τρυφερά τέκνα καί μετά τών συμμεριζομένων τούς υπέρ πατρίδος ευγενείς πόθους του, ερρίφθη επί πλοίου, δι' ουδέν άλλο μεριμνών, ή πώς ταχύτερον νά φθάση εν μέσω τών διαμαχομένων. Αποβιβασθείς τήν 8ην Μαΐου τού 1821 μετά τού οποίου εξ ιδίων κατήρτησε σώματος εκ 350 καλώς οπλισμένων καί δύο ορειχαλκίνων τηλεβόλων εις Κυλήνην, ώδευσε ευθύς εκείθεν εις Μανωλάδα πρός συνάντησιν τού Σισίνη καί τού πρό αυτού μεταβάντος εκεί μετά τού σώματος Ευαγγέλου Πανά, Κεφαλλήνος καί τούτου. Η άφιξίς του τοσούτον θάρρος ενέπνευσεν εις τούς ΈΈλληνας, ώστε απεφάσισαν ν' αποκλείσωσι πανταχόθεν τούς Λαλαίους, όπως βιάσωσι αυτούς νά παραδοθώσιν. Μετά απεφασίσθη νά πολιορκηθή εκ τού πλησίον τό Λάλα καί η απόφασις αύτη δυσκατόρθωτος ήθελεν είσθαι, ειμή συνέδραμεν η αδελφή Επτάνησος δι' ενόπλων ανδρών καί τηλεβόλων. Ο περιορισμός τών Λαλαίων δύο τινά απήτει: θάρρος καί ιππικόν. Καί ιδού η μέν περί τής γενναιότητος τών Ιονίων κοινή πεποίθησις εμπνέει θάρρος πολύ, τά δέ τηλεβόλα αυτού αναπληρούσι τού ιππικού τήν έλλειψιν. Συσκευθείς λοιπόν ο Μεταξάς μετά τού Σισίνη Νικολάου, Βιλαέτου καί Πλαπούτα καί πείσας ευκόλως αυτούς περί τής ανάγκης τού ν' αποκλείσωσι στενώτερον τούς Λαλαίους εξεκίνησε μετ' αυτών τή 30ην Μαΐου κατά τού Λάλα. Ιδόντες δέ τότε οι φιλότιμοι Λαλαίοι ότι οι ΈΈλληνες εβάδιζον κατ' αυτών, έδραμον πρώτοι εις απάντησίν των, τό δέ πύρ ήρξατο τότε αμέσως. Μόλις δέ αντηλλάγησαν εκατέρωθεν ολίγοι πυροβολισμοί, οι ΈΈλληνες, ηγουμένων τών Κεφαλλήνων, ώρμησαν κατά τών εχθρών, οίτινες τραπέντες εις φυγήν επανήλθον εις τό Λάλα διά τού Πριναρίου. Ο ι αγέρωχοι Λαλαίοι αισθανθέντες ότι ο εχθρός καθ' ού μέλλουσι ν' αντιπαραταχθώσιν, είνε εφοδιασμένος ουχί διά τηλεβόλων μόνον, αλλά καί μέ απόφασιν νά διαμφισβητήση αυτοίς τήν νίκην, ήρξαντο σκεπτόμενοι, άν μή ήτο εις αυτούς συμφερώτερον ν' απέλθωσιν εις τάς Πάτρας. Ο θάνατος όμως τού Γεωργίου Πλαπούτα, συμβάς ότε εκ δευτέρου
373
τή 9η Ιουνίου εκινήθησαν οι ΈΈλληνες κατά τών Λαλαίων καί η ως εκ τούτου διάλυσις τού υπ' αυτόν σώματος τήν οποίαν επηκολούθησεν αμέσως γενικωτέρα λιποταξία τού στρατού, ήθελεν επιφέρει τήν παντελή διάλυσιν τού ελληνικού στρατοπέδου, άν οι λόγοι καί τό παράδειγμα τού Ανδρέα Μεταξά δέν ενέπνεον θάρρος εις τούς αθυμήσανας πολιορκητάς. Αλλ' ότε μετά τινας ημέρας έλαβον μικράς τινας επικουρίας υπό τόν αδελφόν τού φονευθέντος. Δημήτριον Πλαπούταν, τοσούτον εθάρρησαν ώστε πολιορκήσαντες στενότερον τούς Λαλαίους τούς ηνάγκασαν νά κλεισθώσιν εντός τής κωμοπόλεως αυτών. Μετ' ολίγας ημέρας εν τούτοις ενισχυθέντες οι Λαλαίοι διά τής αφίξεως τού Ιουσούφ πασσά, άγοντος χιλιάδα εκλεκτών ιππέων, ώρμησαν κατά τού ελληνικού στρατοπέδου ακράτητοι. ΉΉθελεν δέ διασκορπίσει τούς εν αυτώ ΈΈλληνας, άν ο λεοντόκαρδος Μεταξάς μετά τών υπ' αυτόν Κεφαλλήνων καί άλλων τινών, δέν ανθίστατο ως γίγας, τρίς αποκρούσας τούς τρίς εισπηδήσαντας εντός τών ελληνικών χαρακωμάτων εχθρούς. Δημήτριος Υψηλάντης - Τυπογραφείον Αγαπητού (Πάτραι 1877) Ο Δημήτριος Υψηλάντης γόνος αρχαιοτάτης καί επιφανούς οικογενείας, υιός δέ τού Κωνσταντίνου Υψηλάντου καί αδελφός τού Αλεξάνδρου τού μεγαλεπηβόλου τούτου τής Φιλικής Εταιρίας αρχηγού, εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει τώ 1794. Σπουδάσας εν τώ εαυτού οίκω, εκτός τής ελληνικής καί άλλας ευρωπαϊκάς γλώσσας, μετέβη μετά ταύτα εις Παρισίους όπως εκπαιδευθή περί τά στρατιωτικά. Μετά οκταετή δέ διατριβήν εν Γαλλία, αναχωρήσας εκείθεν, μετέβη εις Ρωσσίαν, ένθα κατετάχθη εν τώ ρωσσικώ στρατώ, παρά τώ οποίω υπηρέτει μέχρι τής εκρήξεως τής ελληνικής επαναστάσεως, προαχθείς μέχρι τού βαθμού τού λοχαγού. Αμα τή εκρήξει τής εν Δακία επαναστάσεως, διετάχθη παρά τού Γενικού Επιτρόπου καί αδελφού του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, νά μεταβή εις τήν Ελλάδα, ως πληρεξούσιος αυτού. Διελθών δέ υπό ξένον όνομα τήν Αυστρίαν καί επιβάς εν Τεργέστη επί πλοίου υδραϊκού, πληρωθέντος τροφών καί πολεμοφοδίων, αγορασθέντων τών πλείστων εκ τού ιδίου βαλαντίου, αφίχθη περά τάς αρχάς Ιουνίου εις τήν Ελλάδα, συνοδευμένος από τόν Παναγιώτην Αναγνωστόπουλον, τόν Αλέξανδρον Κατακουζηνόν, τόν Γεώργιον Τυπάλδον Κοζάκην καί τινας άλλους. Απέβη δέ εις ΎΎδραν, όπου υπεδέχθησαν αυτόν οι ιερείς ενδεδυμένοι τήν ιεράν στολήν αυτών καί ο σκιρτών καί αγαλλόμενος επί τή αφίξει τού αυθέντου λαός, κατά τήν αυτήν εκείνην ακριβώς ημέραν, καθ' ήν τραύμα ανίατον μετά τής εν ταίς Ηγεμονίαις ελληνικής επαναστάσεως, ελάμβανε καί ο αδελφός αυτού εν Δραγατσανίω. Αναχωρήσας εξ ΎΎδρας ο Υψηλάντης τή 18η Ιουνίου καί αγκυροβολήσας τή επιούση εν Αστρει, όπου λαμπρά τώ ητοιμάζετο
374
υποδοχή, απήλθεν εκείθεν εις τό εν Βερβαίνοις στρατόπεδον. Ενταύθα μετά τήν εν τώ υπαίθρω ψαλείσαν δοξολογίαν, ανεγνώσθη υπό τού Βάμβα εις επήκοον δεκακισχιλίων περίπου μεθυόντων εκ χαράς Ελλήνων, συστατικόν έγγραφον τού Αλεξάνδρου Υψηλάντου, δι' ού απεκαθίστα πληρεξούσιον αυτού τόν αδελφόν του Δημήτριον, όστις ολίγας μετά τούτο ημέρας απήτησε τήν κατάργησιν τής Πελοποννησιακής Γερουσίας καί τήν εις αυτόν ανάθεσιν τής υπέρτατης αρχής. Αλλ' αι μέν απαιτήσεις αυτού απερρίφθησαν, ούτος δέ χωλοθείς ανεχώρησεν εις Καλάμας, σκοπεύων, ως έλεγε, ν' αποπλεύση εις τήν Στερεάν Ελλάδα. Αι παρακλήσεις όμως τών οπλαρχηγών καί τών γερουσιαστών, επανέφερον εν αυτώ αισθήματα μετριότερα. Επανακάμψας δέ εις Τρίκορφα καί συνδιαλεχθείς μετά τού Παλαιών Πατρών Γερμανού, απήλθεν εκείθεν εις τόν Ισθμόν όπως αποκρούση τούς εχθρούς. Αναγνωστικά πρίν τήν αριστεροκρατία τού 1974 Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955 ήμερα έχει μεγάλη εορτή τό ΈΈθνος μας. Μιά τού Ευαγγελισμού, Σ γιατί σάν σήμερα ο άγγελος ειδοποίησε τήν Παναγία, ότι θά γεννήση τό Χριστό μας. Καί άλλη, γιατί σάν σήμερα τό 1821 εσηκώθηκαν οι σκλαβωμένοι πρόγονοί μας καί εκτυπησαν τούς τυράννους. Δέκα χρόνια επολέμησαν σκληρά, έχυσαν τό αίμά των, εθυσιάσθηκαν, γιά νά μπορέσουν νά δώσουν στό έθνος μας τήν ελευθερία του καί νά φυλάξουν τήν πίστι του. Δέν πρέπει νά ξεχάσωμε ποτέ τή θυσία των καί δέν πρέπει νά παύσωμε ποτέ νά λατρευωμε καί μείς τήν ελευθερία καί γι' αυτήν νά θυσιαζώμεθα. Γιατί μόνον έτσι η Πατρίδα μας θά ζη καί θά υπερηφανευεται γιά τά παιδιά της. Τώρα λοιπόν άς εορτάσωμε τή μεγάλη αυτή ημέρα, όπως αξίζει καί άς φωνάξωμε μέ όλη μας τήν καρδιά: Ζήτω η Πατρίδα μας! Αναγνωστικό Ε΄Δημοτικού 1955 Ο Διγενής ψυχομαχεί κ' η γή τόνε τρομάσσει. Β ροντά κι' αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμος, κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια, κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση, πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο. Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει, κ' ελάβωσέ του την καρδιά και τη ψυχή του πήρε. Αναγνωστικό Ε΄Δημοτικού 1957
375
Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια, Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια. Αναγράφω Σοι η πόλις Σου, Θεοτόκε. Αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον, Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον ίνα κράζω Σοι Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε. Πολλές φορές η Κωνσταντινούπολις, η θαυμαστή πρωτεύουσα τής ένδοξης Ελληνικής αυτοκρατορίας, αντιμετώπισε μεγάλους καί φοβερούς κινδύνους καί πολλές φορές εχρειάσθηκε ν' αγωνισθή σκληρά καί νά χύση άφθονο τό αίμα τών παλληκαριών της, γιά νά τούς νικήση. Νεοελληνικά Αναγνώσματα Α' Λυκείου 1947 Παράπλευρα στά αθάνατα ονόματα τού Διάκου, τού Καραϊσκάκη, τού Κολοκοτρώνη, τού Παπαφλέσσα, τού Κανάρη κι άλλων ακόμα μεγάλων ηρώων τής εθνικής μας 'Αναγεννήσεως, χαράσσονται μέ χρυσά γράμματα στό διάδημα τής ελευθερωμένης Πατρίδος, μας τά ονόματα μενάλων ηρωΐδων, πού ορμούν απ' όλα τά μέρη τής Ελλάδος νά χύσουν τό αίμα τους, γιά τό αγώνα τόν Ιερό. Αρχίζοντας από ψηλά τήν 'Ηπειρο, βλέπομε γυναίκες τού λαού καί ονομαστές αρχόντισσες, όπως τη Λένη τού Μπότσαρη, τή Μόσχω Τζαβέλαινα, τή Δέσπω τού Μπότση, τή Χάιδω καί τόσες άλλες νά κάνουν θαύματα ωρωισμού καί αυτοθυσίας. Στή Μακεδονία τή Ζαφειράκαινα καί τήν Καρατάσαινα. Στήν Πελοπόννησο τήν Κωνσταντίνα Ζαχαριά καί τή Σάββαινα τή Μανιάτισσα. Στήν Κρήτη τή Δασκαλογιάννη καί άλλες. Στά νησιά τή Βεσβύζη, τήν Κοντύλαινα, τήν Μπουμπουλίνα, τή Μαντώ Μαυρογένους. Στά Εικοσιένα η Δημητσάνα στάθηκε η πυριτιδαποθήκη τών Ελλήνων. Δυο αδέρφια ο Νικόλας και Σπύρος Σπηλιωτόπουλοι έχοντας πλουτίσει στήν 'Υδρα, σά γραφτήκανε Φιλικοί, κλείσανε τό μαγαζί τους καί πήγανε στή Δημητσάνα, γιά νά μπορέσουν νά βοηθήσουν τήν Επανάσταση μέ τά λεφτά τους. Εκεί λοιπόν πιάσανε καί φτιάξανε πρώτα πρώτα δυό μπαρουτόμυλους καί βάζανε μπαρούτι νύχτα μέρα. Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β' Λυκείου 1967 ΈΈπεσε τό Σούλι Ο ιερομόναχος Σαμουήλ, μείνας μετά πέντε μόνον Σουλιωτών, παρέδιδε κατά τήν συμφωνίαν όσα πολεμοφόδια υπήρχον εις τό φρούριον, μετά δέ τήν παράδοσιν έμελλε νά υπάγη καί αυτός εις τήν Πάργαν. Καθ' ήν όμως στιγμήν εγίνετο η παράδοσις, εις εκ τών τριών απεσταλμένων Τούρκων διά τήν παραλαβήν τών πολεμοφοδίων είπε πρός τόν Σαμουήλ: - Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι, καλόγερε, ότι θά σού
376
κάμη ο Βεζίρης, όταν σέ βάλη στό χέρι, από τόν οποίον καί δέν γλυτώνεις; - Δέν είναι άξιος ο Βεζίρης, απεκρίθη ο Σαμουήλ, νά πιάση άνθρωπον, ο οποίος, εκτός οπού δέν τόν φοβείται, γνωρίζει καί άλλον δρόμον τού θανάτου. Εξελθόντων τούτων τών λόγων από τό στόμα του, μόλις παρήλθον δέκα λεπτά τής ώρας καί άναψεν η πυρίτις, η οποία καί τούς απεσταλμένους καί δύο Σουλιώτας καί τόν ίδιον τόν Σαμουήλ κατέκαυσεν. Ο τελευταίος μάλιστα αφανής εγένετο, ιστάμενος όρθιος επί τι κιβώτιον πλήρες πυρίτιδος. Κοσμάς Αιτωλός Νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μαθαίνουν ελληνικά, διότι καί η Εκκλησία μας είναι εις τήν ελληνικήν καί τό γένος μας είναι ελληνικόν. Καί άν δέν σπουδάσης ελληνικά, αδελφέ μου, δέν ημπορείς νά καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλύτερα, αδελφέ μου, νά έχης ελληνικόν σχολείον εις τήν χώραν σου, παρά νά έχης βρύσες καί ποτάμια. 'Οποιος Χριστιανός, άντρας καί γυναίκα, υπόσχεται μέσα στό σπίτι του νά μήν κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή επάνω νά μού τό πή καί εγώ νά πάρω όλα του τά αμαρτήματα εις τόν λαιμόν μου από τόν καιρό πού εγεννήθη έως τώρα, καί νά βάλω όλους τούς Χριστίανούς νά τόν συγχωρήσουν καί νά λάβη μίαν συγχώρεσιν, οπού άν έδινε χιλιάδες πουγγιά δέν τήν εματάβρισκε. Maxime Raybaud - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Aφιξις Maxime Raybaud καί Μαυροκορδάτου στό Μεσολόγγι (Ιούλιος 1821) Nous touchames la terre presque tous en meme temps, au bruit des salves de la mousqueterie du pays et de quelques pieces de canon. Les cris mille fois repetes de "Ζήτω η Ελευθερία" nous accueillirent; ces mots signifient vive la liberte! Je demande pardon au lecteur de lui donner cette traduction; je suis sur qu'il l'aurait devinee. On peut se figurer l'empressement, la joie, l'heureux tumulte de ces braves gens entourant Mavrocordato. La presence d'un personnage si recommandable etait pour eux une attestation rivante de la bonte de leur cause, de la saintete de leurs droits; car ces hommes libres d'un jour, esclaves de la veille, s'etonnaient presque de ne plus sentir le poids de leurs chaines, et, dans l'instinct encore confus de leur nouvelle existence politique, ils reclamaient des guides, des appuis. Π ατήσαμε γή καί μάς υποδέχτηκαν ομοβροντίες από πυροβολισμούς, μαζί μέ τήν ιαχή "Ζήτω η Ελευθερία". Η χαρά αυτών τών ανθρώπων πού χθές ήταν σκλάβοι καί σήμερα ελεύθεροι ήταν φανερή. Δέν αισθάνονταν τό βάρος από τίς αλυσίδες τής
377
σκλαβιάς αλλά αποζητούσαν τώρα οδηγούς γιά τήν νέα τους πολιτική ύπαρξη. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis13.html
378
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΔ' Η Πολιορκία τής Τριπολιτσάς Μετά από τίς μάχες στά Δολιανά καί στά Βέρβαινα, ο Κεχαγιάμπεης κλείστηκε στήν Τριπολιτσά, περιμένοντας πλέον ενισχύσεις από τούς πασσάδες πού δρούσαν στήν Ανατολική Ρούμελη. Γιά νά τού σπάσει ακόμα περισσότερο τό ηθικό ο γερο - κλέφτης τού έστειλε τήν ακόλουθη επιστολή, όπου εξιστορούσε πολλά ψέματα γιά δήθεν νίκες τών χριστιανικών στρατευμάτων: "Από εμένα τόν Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, άρχοντα τών ακαταμάχητων ελληνικών στρατευμάτων εις εσένα τόν Μουσταφά Κεχαγιά βεγή. Σού φανερώνω ότι στήν αλήθεια είσαι αξιοκατάκριτος από τό γένος τών ομοπίστων σου Τούρκων καί ζητείς άδικα νά τούς πάρης στόν λαιμό σου. Εσύ εγνώρισες καλά τήν απόφασιν τού Υψίστου Θεού καί τήν απόφασιν όλων τών Μεγάλων Δυνάμεων τής Ευρώπης, διά νά ελευθερωθή τό Γένος τών Χριστιανών από τίς αδικίες καί τήν τυραννίαν σας, ηξεύροντας τάς ανδραγαθίας τών Χριστιανών εις τήν Ρούμελην. Πλήν εστοχάσθης ότι απερνώντας με ολίγους λουφετσήδες (μισθοφόρους) επάνω εις τον Μορέα, πως εύκολα ήθελε φοβίσης τά ανδρεία άρματά μας. Και το εύκολον απέρασμά σου από Βοστίτζαν έως αυτού δια την απροφυλαξίαν των εκεί μερών, εις καιρόν οπού καί εις 'Αργος ευρεθέντες τότε ολίγοι στρατιώται σού επροξένησαν πολλά κακά, σέ έκαμαν νά φθάσης εις μίαν κακήν υπερηφάνιαν και να τολμήσης εναντίον των ελληνικών στρατευμάτων μας κατά το Βαλτέτσι, διά να πάθης όσα έπαθες και να πάρης εις τόν λαιμόν σου τόσους όμοπιστούς σου. Ε ξιπάσθης φαίνεται ότι εις τό Αργος ευρών μερικούς ζευγολάτας καί γυναίκας τούς εθανάτωσες άδικα. Ημείς είμεθα ευσπλανικώτεροι καί γενναιότεροι από εσέ. Επειδή, ενώ έχομεν περισσότερους από χίλιους Τούρκους εις τό χέρι, δέν κατεδέχθημεν νά τούς πειράξωμεν τελείως, αλλά τούς έχομεν εις τό ραχάτι, τρώγοντας καί πίνοντας καλύτερα από εσένα. ΉΉξευρε δέ, όχι όσους εθανάτωσες, αλλά καί εκατό μερίδια τόσους άν εθανάτωνες, δέν μάς φοβίζεις, ούτε ελιγοστεύομεν. Αν εστοχάσθης ότι είναι τό παιγνίδι όπου εις τόν Μορέα πρό πενήντα χρόνους εστάθη (ορλωφικά), είσαι πολλά γελασμένος. Διότι όλον τό Γένος τών Χριστιανών εις τόν Μορέα, Ρούμελη, Σερβία, Βουλγαρία, Καραταγλίδες, Βλαχομπογδανία καί σχεδόν εις αυτήν τήν Ανατολήν εσηκώθη εις τ' άρματα, ομοίως καί όλα τά νησιά τής Ασπρης Θαλάσσης (Αιγαίο). Μάθε άν δέν τό ηξεύρης, ότι η Βλαχομπογδανία, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Φιλιππούπολη, τό Σαλονίκι, η Βάρνα, η Εδερνέ (Αδριανούπολη) ελευθερώθησαν.
379
Η Κωνσταντινούπολις είναι μουχασέρι (πολιορκείται) από τόν πρίγκιπά μας Αλέξανδρον Υψηλάντη μέ διακόσιες χιλιάδες στράτευμα. Ο Ελτζής (πρεσβευτής) τής Μεγάλης Ρουσίας έφυγε, τριάντα καράβια ρουσικά έχουν κλεισμένα τό Φαναράκι, δέκα καράβια οπού έμειναν τού σουλτάνου σας τά έχει δεμένα ωσάν γαϊδούρια εις τήν Πόλιν, τριάντα υδροσπετζιώτικα καί ψαριανά έχουν κλεισμένο τό μπουγάζι (στενό πέρασμα θαλάσσης) τού Τσανάκ Καλεσί (εννοεί Ελλήσποντο). Μάθε ότι ο γενναίος Αλή πασσάς Τεπελενλής, αποφασίσας νά ζήση ειρηνικώς μέ ημάς, κατέσφαξε ανδρείως πολλούς από τούς ιδικούς σας καί τούς άλλους μαζί μέ τόν Χουρσίτ πασσάν σας. Ο Ομέρ πασσάς Βρυώνης εσκοτώθη εις τό Ζητούνι (Λαμία) μέ όλον του τό στράτευμα. ΌΌσους μάς εστείλατε μέ τά προσκυνοχάρτια τούς περάσαμε από τό σπαθί μας, καί πρός πληροφορίαν σου. Ιδού οπού στέλνομεν τό παρόν νά κάνετε σεήρι (θέαμα), ότι εμείς έχουμεν προσταγήν από τόν πρίγκιπα, όχι τούς Τούρκους μόνον, οπού δεν κάνουν ιταέτι (υποταγή) να πολεμήσωμεν, αλλά καί όσους Ρωμαίους τουρκοφρονούν. Αρκετά σου είναι αυτά διά να σε φέρουν εις αίσθησιν καί ήξευρε ότι, αν δεν υπακούσης νά παραδώσης τά άρματα, τά ανδρεία άρματά μας νά που τά έχομεν εις τά ρουθούνια σας καί αν θέλης δοκίμασε άλλην μίαν φοράν, όχι κλέφτικα αλλά παλληκαρίσια. Επειδή καί εγώ, αφού εμπήκες μέσα επρόσμενα νά μού στείλης τήν είδησιν νά πολεμήσωμεν τακτικά, επειδή καί εμείς τήν ρέγουλα των αρμάτων τήν εμάθαμεν καί τήν ηξεύρομεν. Καί αν εσένα δεν σου βαστά νά έλθης σαν παλληκάρι τακτικά απάνω μου καί δέν βαρυεστάς από τον κλέπτικόν σου τρόπον, ήξευρε ότι εγώ έρχουμαι απάνω σου καί σού δίδω μίαν ημέραν πρωτήτερα τήν είδησιν, δια νά ετοιμασθής. Ταύτα καί καλές αντάμωσες εις τό σαράγι (παλάτι) σου μέσα. Τώ α' έτει τής ελευθερίας Μαΐου 18. Η προσοχή πλέον όλων τών επαναστατών ήταν στραμμένη στήν Τριπολιτσά. Ακόμα καί όσοι αρχικώς διαφώνησαν μέ τόν Κολοκοτρώνη, έσπευσαν νά τού στείλουν ενισχύσεις γιά τήν πολιορκία τής πρωτεύουσας τών Οθωμανών. Ο Γέρος τού Μοριά άρχισε νά καθιερώνεται στήν συνείδηση όλων τών Ρωμιών ως ο μεγάλος αρχιστράτηγος τής επαναστάσεως. Για τήν υποστήριξη τής πολιορκίας συγκροτήθηκαν υπηρεσίες ανεφοδιασμού, λειτούργησαν εθνικοί φούρνοι στα χωριά καί οργανώθηκαν αποθήκες εφοδίων καί πυρομαχικών. Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας (αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι) καί τής Δίβρης παρείχαν μπαρούτι καί φυσίγγια. Γιά τήν κατασκευή σφαιρών αφαιρούσαν τίς σκεπές τών τζαμιών καί έλιωναν τό μολύβι. Γιά νά καλύψουν τήν έλλειψη τού χαρτιού, πού χρειαζόταν γιά τήν κατασκευή φυσιγγιών, χρησιμοποιούσαν τά χειρόγραφα καί τά βιβλία τών μοναστηριών καί τής ιστορικής βιβλιοθήκης τής Δημητσάνας.
380
Η Πελοποννησιακή Γερουσία όρισε τόν Κανέλλο Δεληγιάννη νά χειρίζεται τά οικονομικά θέματα καί τόν εφοδιασμό των στρατοπέδων με τρόφιμα καί πολεμοφόδια. Η Καρύταινα προμήθευε κυρίως τά κτηνοτροφικά προϊόντα καί η ΎΎδρα κάλυπτε τίς ελλείψεις σε μολύβι, τουφεκόπετρες, πετσιά για τά τσαρούχια καί ιατρικά μέσα για τήν περίθαλψη τών τραυματιών. Ο κλοιός γύρω από τήν πόλη έσφιγγε διαρκώς. Στίς 21 Μαΐου κατελήφθη η Ζαράκοβα μία ώρα μακρυά από τήν Τριπολιτσά από τόν Διονύσιο Μούρτζινο. Ο Πλαπούτας κατέλαβε τήν Σελίμνα, δυτικά τής πόλης καί ένα τέταρτο μακρυά από τήν Ζαράκοβα. Τά νέα αυτά στρατόπεδα βρίσκονταν σέ συνεχή επικοινωνία μέ τά στρατόπεδα τού Βαλτετσίου καί τών Βερβαίνων. Οι Τούρκοι αρχικά υποτίμησαν τήν πολιορκία μέ τήν πεποίθηση ότι θά μπορούσαν νά εξέρχονται εύκολα μέ τό ιππικό τους γιά νά δράσουν πρός όλες τίς κατευθύνσεις. ΌΌταν στίς 24 Μαΐου έβγαλαν τά άλογα έξω από τά τείχη γιά νά βοσκήσουν, οι ΈΈλληνες μέ επικεφαλής τόν Καλιακούδα από τήν Αλωνίσταινα, έτρεξαν από τά Τρίκορφα δυτικά από τήν πόλη, γιά νά τά αρπάξουν. Η μάχη γενικεύτηκε στήν Κάρτσοβα καί ο Καλιακούδας σκοτώθηκε. Αργότερα η μάχη μετατοπίστηκε στόν 'Αγιο Βλάση, μόλις ένα τέταρτο μακρυά από τά τείχη. Εκεί οι Τούρκοι ετράπησαν σέ φυγή αφήνοντας σαράντα νεκρούς καί χάνοντας τελικά τά άλογα γιά τά οποία ξεκίνησε η μάχη. Γιά τήν προστασία τής Τριπόλεως οι Οθωμανοί είχαν ανεγείρει ισχυρό περίφρακτο τείχος μέ επτά πύλες, πού η κάθε μία οδηγούσε σέ μία κατεύθυνση, καί είχε τήν αντίστοιχη ονομασία (Καλαβρύτων, Σεραγιού, Ναυπλίου, Σπάρτης, Λεονταρίου, Καρύταινας καί Αγίου Αθανασίου). Σε κάθε πόρτα ήταν καί μία τάπια (προμαχώνας) μέ κανόνια. Μεταξύ τών πυλών υπήρχαν τάπιες καί πολεμίστρες γιά τά τουφέκια. Τό ύψος τού τείχους ήταν 5,5 μέτρα κατά μέσο όρο καί η περίμετρός του περί τά 3.500 μέτρα Τό πάχος στή βάση του ήταν 2,5 μέτρα καί στό άνω μέρος περί τό 1,5 μέτρο. Μέσα στήν πόλη βρίσκονταν 15.000 περίπου ένοπλοι (10.000 Τούρκοι καί 5.000 Αλβανοί) καί 20.000 άμαχος πληθυσμός (Μωαμεθανοί, Εβραίοι, Χριστιανοί). Οι πολιορκητές αριθμούσαν περί τούς 10.000 ενόπλους οι οποίοι είχαν περίπου τήν εξής σύνθεση: 800 Μανιάτες μέ αρχηγούς τούς Μαυρομιχάληδες καί τόν Μούρτζινο, 3.000 Καρυτινοί μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, 2.000 Μυστριώτες μέ τόν Παναγιώτη Κρεβατά καί τόν Παναγιώτη Γιατράκο, 800 Αγιοπετρίτες μέ τόν Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο ('Aκουρος), 1.700 Μεσσήνιοι μέ τόν Παπατσώνη, Κεφάλα, Μητροπέτροβα, 500 Φαναρίτες μέ τόν Τζανέτο, 300 Λεονταρίτες μέ τόν Αναγνωσταρά καί τούς Φλεσαίους κ.ά. Η άφιξη τού Δημητρίου Υψηλάντη έφερε αισιοδοξία στό στράτευμα καί θλίψη στούς Τούρκους οι οποίοι έμαθαν ότι ήλθε ο "αφέντης τού τόπου". Ο Υψηλάντης άρχισε νά οργανώνει καλύτερα τά
381
στρατόπεδα, αλλά μέ θλίψη έβλεπε ότι επικρατούσε η αναρχία τών ατάκτων στρατευμάτων, αφού οι χωρικοί πιεζόμενοι από τά οικογενειακά βάρη εγκατέλειπαν τίς θέσεις τους, γιά νά ασχοληθούν μέ τά κτήματά τους. Μέ εγκυκλίους του καταδίκαζε τίς αρπαγές καί τίς λεηλασίες προσπαθώντας νά πείσει τούς ΈΈλληνες ότι η διαγωγή τους μετρούσε πολύ καί έπρεπε νά είναι αντάξιοι τής ιστορίας καί τού πολιτισμού τους: "Πρέπει καί εις τάς κατά μέρος ενδείξεις καί πράξεις τού πολέμου μας νά φερώμεθα ευτάκτως, νά πολεμούμεν ανδρείως τούς ενόπλους εχθρούς καί εις τήν γήν καί εις τήν θάλασσαν, νά μεταχειριζώμεθα δέ φιλανθρώπως τούς αόπλους καί όσοι παραδίδονται απλώς ή μέ συνθήκας. Ούτως απαιτεί καί η δικαιοσύνη καί τό συμφέρον καί η δόξα τού ελληνικού ονόματος. ΌΌστις δέ ήθελε φέρεσθαι μέ απανθρωπίαν ή παράβασιν συνθήκης πρός τούς παραδιδομένους πολεμίους, ο τοιούτος καταδικάζεται ως πολέμιος τού Γένους." Oι παρατηρήσεις καί οι διαταγές τού Κωνσταντινουπολίτη αριστοκράτη είχαν μηδαμινή επίδραση στούς ατάκτους επαναστάτες. Οι αιώνες τής σκλαβιάς, τών στερήσεων καί τής ταπείνωσης είχαν ποτίσει τίς ψυχές τους μέ εθνικιστικό μίσος καί σέ συνδυασμό μέ τίς συνήθειες τής Ανατολής, οι στρατιωτικές τους επιχειρήσεις μετατράπησαν σέ έναν πόλεμο εξόντωσης μέχρις εσχάτων δίχως έλεος. Μέρα μέ τήν μέρα οι άτολμοι χωρικοί μετατρέπονταν σέ επιδέξιους πολεμιστές καί αποκτούσαν περισσότερη αυτοπεποίθηση. ΈΈστηναν σέ καθημερινή βάση ενέδρες (χωσιές) σέ όσους Τούρκους τολμούσαν νά ξεμυτίσουν από τά τείχη τής Τριπολιτσάς καί είτε τούς σκότωναν είτε τούς άρπαζαν τά ζώα καί τά εφόδια. Τούς αιχμαλώτους Τούρκους, παρά τίς προσταγές τών οπλαρχηγών τους, τούς έσφαζαν επί τόπου προκαλώντας τήν οργή καί τών ξένων φιλελλήνων πού είχαν αρχίσει νά συρρέουν από τά διάφορα μέρη τής Ευρώπης. "Les Grecs prenaient toujours quelques trainards qu' ils massacraient impitoyablement, et pour les tetes desquels ils recevaient une prime de trois piastres. Reybaud - Memoires sur la Grece". Στό μεταξύ, πολλοί από τούς εγκλωβισμένους Χριστιανούς έβρισκαν ευκαιρία νά δραπετεύουν από τήν Τριπολιτσά καί νά καταφεύγουν στό στρατόπεδο τών ομοπίστων τους. Ανάμεσά τους ήταν καί ο Βούλγαρος Χατζή Χρίστος ο οποίος εξελίχθηκε σέ λαμπρό στρατιωτικό ηγέτη δημιουργώντας σώμα από Βούλγαρους, Σέρβους, Δαλματούς, Αλβανούς αλλά καί από πολλούς Ρωμηούς. Tό κύριο μέλημα τού Υψηλάντη ήταν νά οργανώσει ένα στοιχειώδες πυροβολικό γιά νά βομβαρδίσει τά τείχη τής πόλεως. Αλλά καί άν ακόμα έβρισκε κάποια πυροβόλα, έλειπαν οι κατάλληλοι άνθρωποι γιά νά τά χειριστούν. Τό πρόσωπο πού θά έδινε λύση στό πρόβλημα τού Υψηλάντη καί θά αναλάμβανε τήν οργάνωση τού πυροβολικού, άκουγε στό όνομα
382
Γκόρντον Θωμάς (Gordon Thomas), ο οποίος έφθασε στό στρατόπεδο τής Τριπολιτσάς φέρνοντας από τήν πατρίδα του τή Σκωτία τρία οβιδοβόλα, 600 τουφέκια καί τά αναγκαία πυρομαχικά. Στό έργο του, ο Gordon είχε σάν βοηθούς τούς Γάλλους αξιωματικούς Raybaud καί Voutier. Τό πυροβολικό τών Ελλήνων ήταν μόνο ένα κανόνι αρχικώς, η περίφημη "Κοψαχείλα", τό οποίο είχε μεταφερθεί από τόν Μυστρά. Σέ λίγο όμως ενισχύθηκε μέ κανόνια από τά καράβια τής ΎΎδρας καί τών Σπετσών, στά οποία αποδείχθησαν άριστοι χειριστές κάποιοι Ναπολιτάνοι καί Κορσικανοί τυχοδιώκτες. Ανάμεσα στίς ηγετικές φυσιογνωμίες ξεχώριζε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, αληθινή αμαζόνα, πάντοτε επάνω σέ άλογο καί μέ ακολουθία Σπετσιωτών οπλοφόρων, ενώ ο Νικόλαος Σπηλιάδης συγκινημένος από τόν ενθουσιασμό τών Ελλήνων καί από τό μεγαλείο τών στιγμών θά έγραφε στά απομνημονεύματά του: "Ελθών ολίγον πρό τής εκπολιορκήσεως τής Τριπολιτσάς, αφ' ού είδον τούς ΈΈλληνας ενόπλους, ελληνικά ενδεδυμένους καί τούς ήκουσα εν ταυτή τραγωδούντας Τούρκος μή μείνη 'ς τόν Μωριά μηδέ 'ς τόν κόσμον όλον, δέν ημπόρουν νά κρατήσω τά δάκρυα." Ο αριστοκράτης Υψηλάντης προσαρμόστηκε αμέσως στήν δύσκολη στρατιωτική ζωή. Σύμφωνα μέ τόν Φιλήμωνα: "Δέν διαφέρει τίποτε από έναν απλούν στρατιώτην. Κακοκοιμάται επάνω εις τάς πέτρας, κακονυκτά, κακοτρώγει, τρέχει εις τόν πόλεμον καί κατοικεί εις καλύβην, γύρωθεν κτισμένην μέ ξηροτοίχι, επάνωθεν μέ ελατόκλαρα καί υποκάτωθεν μέ ολίγην κριθαριά. Κανένας δέν ημπορεί νά παραπονεθή διά κακοπέρασιν, έχων αυτόν διά παράδειγμα..." Η ψυχή βεβαίως τής πολιορκίας ήταν ο γερο-κλέφτης Θεοδωράκης Κολοκοτρώνης. Διατηρούσε άριστα τήν τροφοδοσία γιά τούς στρατιώτες του ενώ βρισκόταν γι' αυτό τό θέμα σέ αγαστή συνεργασία μέ τόν παλαιό του αντίζηλο Κανέλλο Δεληγιάννη. Νυχθημερόν επέβλεπε διαρκώς τά πάντα, φρόντιζε γιά τήν φρούρηση τών δημοσίων δρόμων, έσκαβε γράνες (τάφρους) γιά νά παρεμποδίζει τό τουρκικό ιππικό, κατασκεύαζε προμαχώνες (ταμπούρια) κατά τόν κλέφτικο τρόπο, αλλά πάνω απ' όλα εμψύχωνε τούς επαναστάτες τονίζοντας διαρκώς ότι μπορούσαν πλέον νά τά βάλουν μέ τόν τακτικό τουρκικό στρατό καί μέ τή βοήθεια τής Παναγίας νά τόν νικήσουν. Μέ μεγάλη προθυμία οι χωρικοί τών γειτονικών χωριών προσέφεραν τρόφιμα γιά τίς ανάγκες τών αγωνιστών. Συγκινητική ήταν η περίπτωση ενός βοσκού από τήν Ζαράκοβα, τού Κυριάκου Τσώλη πού χάρισε στό στρατόπεδο όλο του τό κοπάδι, 120 κατσίκες καί επέστρεψε στήν στάνη του μόνο μέ τόν ποιμενικό του σκύλο. Στις 5 Ιουνίου εξήλθαν εκ νέου οι Τούρκοι καί κατευθύνθηκαν πρός τό χωριό Θάνα, όπου διεξήχθη πεισματώδης μάχη μέ τό σώμα τών Μανιατών τού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, συνεπικουρούμενο από Μεσσηνίους καί Γορτυνίους.
383
Πρός στιγμή οι ΈΈλληνες κλονίστηκαν αλλά μετά πέρασαν στήν αντεπίθεση καί ανάγκασαν τούς Τούρκους νά υποχωρήσουν. Οι απώλειες τών Τούρκων ήταν 25 νεκροί καί τραυματίες καί τών Ελλήνων 8 νεκροί καί 3 τραυματίες. Μεταξύ τών νεκρών ήταν καί ο Μπούρας από τήν γνωστή οικογένεια τών Κωνσταντίνων τής Μεσσηνίας. Η μάχη αυτή επέβαλε τήν προώθηση της δύναμης των Λακεδαιμονίων του Γιατράκου στό χωριό Θάνα, εγγύτατα τής Τριπόλεως. Τόν Γιατράκο συνόδευε καί ο μητροπολίτης Βρεσθένης Θεοδώρητος. Πολλές αψιμαχίες έγιναν μέχρι τό τέλος Ιουνίου καί σέ μία από αυτές ο δευτερότοκος υιός τού Κολοκοτρώνη, ο Ιωάννης, αιχμαλώτισε έναν πάνοπλο Αραβα. Από τότε άπαντες τόν αποκαλούσαν "Γενναίο". Σέ μία περίπτωση οι Τούρκοι βγήκαν από τήν πόρτα τών Καλαβρύτων γιά νά κτυπήσουν τό στρατόπεδο τών Αγίων Θεοδώρων πού ήταν τό πιό κοντινό καί επικίνδυνο γι' αυτούς. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης πού αντιλήφθηκε πρώτος τήν πρόθεση τών Τούρκων, κατέβασε τούς άντρες του στήν πεδιάδα καί βρέθηκε στά νώτα τού εχθρού. ΈΈγινε μάχη μέ τό τουρκικό ιππικό στή θέση Μικρός Μύτικας, κοντά στό Μερκοβούνι καί οι Ρωμιοί νίκησαν ενώ πρώτευσε στή μάχη ο παπά Δημήτρης από τό Τετέμπεη. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης έσπευσε μέ υπερηφάνεια καί μέ δέκα τούρκικα κεφάλια νά αναγγείλη τή νίκη στόν πατέρα του. Αντί γιά επαίνους όμως, ο πρωτότοκος γιός τού Κολοκοτρώνη δέχτηκε κατσάδες διότι κατέβασε τούς άντρες του σέ πεδινή θέση όπου μπορούσαν οι σπαχήδες τού τουρκικού ιππικού νά τούς αποδεκατίσουν. Στίς 18 Ιουλίου σκοτώθηκε ο αδελφός τού Ισμαήλ πασά Πλιάσα, ο περίφημος Αλβανός Καλιόμπεης. ΎΎστερα από δύο ημέρες ο Αθανάσιος Κίντζιος επιτέθηκε στό χωριό Μπετενάκι εναντίων Τούρκων θεριστών καί στρατιωτών καί τούς ανάγκασε ύστερα από πολύωρη συμπλοκή νά κλειστούν στά τείχη τής Τριπολιτσάς, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς καί τραυματίες. Στίς 20 Ιουλίου, οι Τούρκοι, γιά νά εκδικηθούν τόν θάνατο τού αρχιπυροβολητή Χατζή Κουλελέ από Αγιοπετρίτες, έστησαν ενέδρα στά αμπέλια τού Μουχλιού καί σκότωσαν είκοσι Κυνουραίους. Μετά από δύο ημέρες Τούρκοι οχυρώθηκαν στα ερείπια του χωριού Ομέρ-Τσαούση κοντά στον 'Αγιο Σώστη. Εναντίον τους κινήθηκε ο Ανδρέας Κοντάκης, ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος, ο Σαράντης καί ο Ριζιώτης καί κατάφεραν νά τούς απωθήσουν καί νά καταλάβουν τό χωριό. Μάχη τής Γράνας Ο Κολοκοτρώνης, προκειμένου νά αποτρέψει τυχόν προσπάθεια των Τούρκων νά διαφύγουν προς τήν Κόρινθο, συνέλαβε τήν ιδέα της κατασκευής μιας μεγάλης οχυρωματικής τάφρου στό στενό πεδινό χώρο ανάμεσα στόν Μύτικα καί στό απέναντι ύψωμα της Καπνίστρας. Η
384
τοποθεσία βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας περίπου από τήν Τρίπολη, κοντά στό χωριό Λουκά καί από τό στενό αυτό περνούσαν οι δρόμοι προς Τσιπιανά καί Καλάβρυτα. Η τάφρος (γράνα) κατασκευάσθηκε σε τρείς ημέρες από τη δύναμη του Δαγρέ καί από κατοίκους του χωριού Λουκά. Είχε μήκος λιγότερο από 2 χιλιόμετρα καί ήταν άτεχνη καί αβαθής. Τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1821 βγήκε ο Κεχαγιάμπεης από τήν πύλη του Σαραγιού, με 6.000 στρατό καί βάδισε προς τό Πηγάδι της Βολυμής. Αρχικά κατευθύνθηκε νοτιοανατολικά προς Δολιανά για παραπλάνηση καί μετά στράφηκε βορειοανατολικά. ΌΌταν έφθασε στο Ζευγολατιό, χώρισε τη δύναμή του στα δύο. Το ένα τμήμα αναρριχήθηκε στο βουνό των Βαρσών, για νά βγουν πίσω από τό χωριό Λουκά. Το άλλο τμήμα κινήθηκε στους πρόποδες της Καπνίστρας καί πέρασε από το άσκαφτο κομμάτι της τάφρου, τήν οποία εκτίμησε σαν ένα μικρό χαντάκι άνευ σημασίας. ΈΈνα μέρος αυτού του τμήματος επιτέθηκε τά ξημερώματα κατά του Δαγρέ στην Καπνίστρα καί αφού σκότωσε εισοσιεπτά ΈΈλληνες τον ανάγκασε νά καταφύγει καί νά κλειστεί σε μια σπηλιά (τρύπα τού Μπούρμπουνα), όπου συνέχισε νά αμύνεται. Ο αδελφός τού Δαγρέ, ο Θανάσης, δεν θέλησε νά τον ακολουθήσει στην σπηλιά, θεωρώντας βέβαιη τήν αιχμαλωσία καί είτε αυτοκτόνησε είτε σκοτώθηκε από τους Τούρκους. Η υπόλοιπη τουρκική δύναμη συνέχισε προς Λουκά, Τσιπιανά καί Πικέρνι για νά ανακαλύψει τά κρυμμένα εφόδια των χωρικών καί τά αιγοπρόβατα που ήταν στις πτυχές τού βουνού. Ο Κολοκοτρώνης, από τον 'Αγιο Βλάση, αντιλήφθηκε τη μάχη στην Καπνίστρα καί κινητοποίησε αμέσως τά τμήματα τού Δημήτρη Δεληγιάννη (Κυνουρίτες), τού Τζανέτου Χριστοδούλου (Φαναρίτες), τού Δημήτρη Πλαπούτα (Γορτύνιοι), τού Κωνσταντίνου Παπαζαφειρόπουλου καί ολόκληρο το σώμα των Τριπολιτών υπό τους Λαγκαδινό καί Αθανάσιο Κίτζιο. Ο ίδιος έσπευσε επίσης με το τμήμα των Επτανησίων, που αποτελούσε τήν σωματοφυλακή του, ενώ έστειλε καί ένα τμήμα για νά βοηθήσει τον Δαγρέ. Αυτό το τμήμα ανάγκασε τους Τούρκους νά υποχωρήσουν προς το χωριό Λουκά καί παρέμεινε με τον Δαγρέ στην Καπνίστρα. Ο Κολοκοτρώνης στη συνέχεια εγκατέστησε μέρος της δυνάμεως των αγωνιστών στη Γράνα καί τους υπόλοιπους στους φράκτες καί τά αμπέλια, για νά περιμένουν τήν επιστροφή των Τούρκων με τά φορτία από τα χωριά. Η διάταξη σχημάτιζε ένα κεφαλαίο Γ, με το γωνιώδες εσωτερικό άνοιγμα νά αντικρίζει τη δίοδο των υπωρειών της Καπνίστρας καί το δρόμο προς τά Τζιπιανά. Είχε φθάσει μεσημέρι καί οι Τούρκοι δεν είχαν φανεί ακόμη. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε τον υπασπιστή τού τον Φωτάκο, έφιππο προς τά εμπρός για αναγνώριση. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου από τη Γράνα ο Φωτάκος είδε μια δύναμη 100 Τούρκων ιππέων που έβοσκαν τά
385
άλογά τους. Αυτοί οι ιππείς προφανώς δεν είχαν ακολουθήσει το στράτευμα καί το περίμεναν νά γυρίσει. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τον Φωτάκο καί τον κυνήγησαν προς τη Γράνα, όπου διαπίστωσαν τήν ύπαρξη Ελλήνων αγωνιστών. Γύρισαν αμέσως πίσω για νά ειδοποιήσουν τον Κεχαγιάμπεη. Το τουρκικό στράτευμα εμφανίσθηκε κοντά στη Γράνα το μεσημέρι με επικεφαλής το ιππικό. Ο Κεχαγιάμπεης έστειλε ένα τμήμα πεζών στην Καπνίστρα, για να ασχοληθεί με τήν ελληνική δύναμη που ήταν εκεί καί 300 ιππείς για να περάσουν τη Γράνα, τήν οποία εκτίμησε ως ακίνδυνη για το ιππικό του. Κράτησε τους άλλους 1.000 ιππείς, για να δει τά αποτελέσματα της πρώτης επέλασης. Από πίσω ερχόντουσαν, βραδυπορούντες οι υπόλοιποι πεζοί, οι οποίοι συνόδευαν τά φορτία εφοδίων που είχαν λαφυραγωγήσει. Οι 300 ιππείς πέρασαν καλπάζοντας τη Γράνα πυροβολούμενοι υπό των Ελλήνων με απώλειες 5 νεκρούς καί 10 τραυματίες. Ο Κολοκοτρώνης είδε ότι η δύναμη της Γράνας δεν ήταν επαρκής, για να μπορέσει να αναχαιτίσει τον καλπασμό των ιππέων καί οι ταμπουρωμένοι στους φράκτες καί τ' αμπέλια ήταν μακριά καί δεν μπορούσαν να τουφεκίζουν τους ιππείς. Κατόπιν τούτου έστειλε ενισχύσεις στη Γράνα. Ο Κεχαγάμπεης εκτιμώντας ότι θα μπορούσε να εξοντώσει τη δύναμη στην τάφρο, εξαπέλυσε τους 1.000 ιππείς από βορρά καί τους 300 από νότο. Οι ΈΈλληνες διαμοιράστηκαν, πλάτη με πλάτη, για να αντιμετωπίσουν τον διμέτωπο αγώνα καί καλυμμένοι στη Γράνα σκόπευαν καί πυροβολούσαν γονατιστοί με άνεση ενώ οι Τούρκοι, προσπαθώντας να περάσουν τήν τάφρο δεν μπορούσαν να πυροβολούν εύκολα ούτε είχαν καλό στόχο. Η επέλαση των ιππέων είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 50 Τούρκοι, να τραυματισθούν πολλοί καί να μην μπορέσουν να περάσουν όλοι από τήν τάφρο. Τό απόγευμα έφθασε ο κύριος όγκος τού στρατού των Τούρκων με τά φορτία των εφοδίων φορτωμένα σέ 600 άλογα καί μουλάρια. Ο Κεχαγιάμπεης έστειλε τμήματα για να προσβάλλουν τους ΈΈλληνες στην Καπνίστρα, στη Γράνα καί στους φράκτες καί επιχείρησε να περάσει τά φορτία με τη συνοδεία τους από τήν άσκαφτη δίοδο μεταξύ της τάφρου καί της Καπνίστρας. Το ιππικό έκανε πάλι έφοδο καί από τις δύο πλευρές. Οι ΈΈλληνες της Γράνας με πυροβολισμούς καί σπαθισμούς σκότωσαν άλλους 80 Τούρκους ιππείς. Η μάχη γενικεύθηκε καί έγινε πλέον σώμα μέ σώμα. Τελικώς, οι άντρες τού Κεχαγιά τράπηκαν σέ άτακτη φυγή πρός τήν Τριπολιτσά, εγκαταλείποντας τήν εφοδιοπομπή μέ τό πολύτιμο γι' αυτούς φορτίο καί αφήνοντας άλλους 120 νεκρούς στό πεδίο τής μάχης.. "Μία ημέρα έμαθα από έναν ΈΈλληνα, ότι ο Κιαμίλμπεης ετοιμάζεται
386
μέ μιά τριακοσαριά ή πεντακοσαριά διά νά υπάγη εις τήν Κόρινθο καί έμελλε ν' απεράση από τό Μήτικα. Εγώ σάν τό άκουσα αυτό (μόλον ότι ήτον ψεύμα), εγνοιάσθηκα καί επήρα 10 καβαλαραίους καί επήγα εις τό Μήτικα διά νά ιδώ τό στράτευμα καί αντί διακόσιους Τριπολιτζόταις οπού είχα διατάξει νά μένουν εκεί δέν ευρήκα παρά τριάντα. Τούς ωμίλησαν μέ τά χαράματα καί ήλθαν καί τούς εμάλωσα διατί ήτον τόσον ολίγοι. Ο Νταγρές μέ 200 ανθρώπους ήτον εις τά Τζιπιανά καί εις ταίς ράχαις. Τότε τούς έρριξαν μερικά τουφέκια. Εκατέβηκαν καί αυτοί, καί τούς επήρα καί επήγα εις τό χωρίον Λουκά. ΈΈπειτα επήρα τούς 200 τού Νταγρέ καί τούς έβαλα εις τό Μύτικα αντίκρυ εις τήν Καπνίστρα καί έφκιασαν ταμπούρια. Κυττάζω τήν γήν καί ήτον εύκολο νά σκαφθή από τού Μύτικα έως εις τήν πέρα μεριά τής Καπνίστρας, όπου άφηκα τούς στρατιώτας τού Νταγρέ. ΉΉτον μακριά ένα μίλι καί τό μισό ήτον γράνες αμπελιών, τούς λέγω νά φτιάσωμεν μία γράνα εδώ. Ο Κεχαϊάς εις τρείς τέσσαρες ημέραις μέ 6000 στράτευμα εβγήκε καί πλακώνει τόν Νταγρέ καί τό χαλάν αυτό τό ορδί. Τού σκότωσαν 27 καί 20 λαβωμένους. Οι Τούρκοι δέν είδαν τήν γράνα, διατί ήτον νύκτα, μόνον είδαν τήν άκρην καί είπαν: οι γκιαούριδες σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τήν γήν. Ο Νταγρές εκλείσθη εις μία σπηλιά μέ τέσσερεις. Ευθύς σάν ήκουσα τά τουφέκια, εκατάλαβα ότι εκτύπησαν τόν Νταγρέ καί εκίνησα. Ειδοποίησα όλα τά ορδιά τά καρυτινά νά τραβούν κοντά μου καί εγώ εβγήκα μέ τόν αϊουτάντε (υπασπιστή) μου Φωτάκο εις τό Χωματοβούνι, καρσί (αντίκρυ) ς' τό Μύτικα καί μιά τριακοσαριά, οι ογλιγορώτεροι, τούς έστειλα νά πιάσουν τήν γράνα καί νά πάνε εις βοήθεια τού Νταγρέ. Οι στρατιώτες οπού είχα στείλει εκτύπησαν τούς Τούρκους αποπάνω καί τούς ετζάκισαν καί εγλύτωσαν τόν Νταγρέ. Τό μεγαλήτερο μέρος τού τουρκικού στρατεύματος ευρίσκετο εις τού Λουκά τό χωριό καί εφόρτωναν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ο Κεχαϊάς έστειλε 300 καβαλαραίους διά νά 'περάσουν τήν γράνα. Τούς εβάρεσαν οι εδικοί μας καί έπειτα τούς άνοιξαν οι εδικοί μας καί επέρασαν οι 300 Τούρκοι, εσκότωσαν 5, λαβεμένοι 10, 15 άλογα. Εγώ εδυνάμωσα τούς ΈΈλληνας. Τότε ξεκινά ο Κεχαϊάς 1000. Οι ΈΈλληνες εδιαμοιράσθηκαν πλάτη μέ πλάτη καί ημείς εκτυπούσαμε τούς Τούρκους οπού ήτον από τό ένα μέρος καί τούς Τούρκους από τό άλλο μέρος. Τούς εκτύπησαν τούς 1000, εσκότωσαν μιά πενηνταριά απ' αυτούς καί πολλοί λαβωμένοι. ΈΈπειτα ήλθε καί τό μεγάλο σώμα τών Τούρκων μέ τά φορτώματα έως 600 μουλάρια καί άλογα μέ τούς πεζούς καί καβαλαραίους. Τά φορτώματα τά είχαν εις τήν άκρη. Οι ΈΈλληνες οπού είχα στείλει εις βοήθειαν τού Νταγρέ, τούς έφεραν πολεμώντας από πίσω κατάκαμπα. Κάμνει γιουρούσι καί η περασμένη καβαλαριά καί η απέραστη, σκοτώνουν 80 καβαλαραίους καί όλα τά φορτώματα μένουν εις τήν εξουσία τών Ελλήνων." Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη
387
Η νίκη της Γράνας εξύψωσε καί άλλο τό ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι κατέστησαν στενότερη τήν πολιορκία της πόλεως, άνοιξαν νέα τάφρο στο Στενό, έγιναν ακόμη περισσότερο ενθουσιώδεις καί προσέβλεπαν με πλήρη αισιοδοξία τό τέλος της πολιορκίας. Αρχές Σεπτεμβρίου καταλήφθηκε από τους Γορτύνιους τού Δημητρίου Δεληγιάννη τό χωριό Μαντζαγρά, το οποίο κατεχόταν από τους Τούρκους με εναλλασσόμενη ισχυρή φρουρά υποστηριζόμενη από τά πυροβόλα της Τριπόλεως. Η πολιορκία έγινε ακόμη πιο στενή προς μεγάλη απογοήτευση των Τούρκων που υπέφεραν από τήν έλλειψη τροφής καί νερού. "Διεδόθη φωνή κατ' εκείνας τας ημέρας, ότι ο εν Τριπολιτσά Κιαμήλμπεης, εμελέτα να μεταβή εις Κόρινθον προς ενίσχυσιν της κινδυνευούσης εκείνης φρουράς. Ο άγρυπνος καί επιδέξιος Κολοκοτρώνης διέταξε καί ήνοιξαν τάφρον κατά τον Μύτικαν μίαν ώραν μακράν τής Τριπολιτσάς προς ενέδραν. Η διαδοθείσα φωνή εψεύσθη, αλλ' η τάφρος εχρησίμευσε, καί ιδού πώς. Την 10ην Αυγούστου εξήλθαν υπερτετρακισχίλιοι πεζοί καί ιππείς Τούρκοι, διεσπάρησαν εις τά πέριξ χωρία επί καρπολογία, και συναντήσαντες εν τω χωρίω τού Λουκά τους περί τον Νταγρέν, τους διεσκόρπισαν φονεύσαντές τινας αυτών· ολίγον δ' έλλειψε να συλλάβωσι καί τον αρχηγόν έν τινι σπηλαίω μετά τεσσάρων κλεισθέντα καί διά της επικουρίας άλλων άλλοθεν ελθόντων Ελλήνων λυτρωθέντα. Επί δε τη εις Τριπολιτσάν επιστροφή των οι πλείστοι, συνοδεύοντες μέγα πλήθος ζώων τροφοφόρων, επλησίασαν τήν τάφρον, εκλαβόντες αυτήν όχι ως εις πολεμικήν χρήσιν προπαρασκευασθείσαν, αλλ' ως όριον ιδιωτικού τινος χωραφίου. Φθάσαντες δε ανύποπτοι προς τό χείλος ετουφεκίσθησαν αίφνης υπό των εν αυτή αφανώς παραφυλαττόντων Ελλήνων, καί πολλοί εχάθησαν ως απρόσεκτοι καί απροφύλαχτοι, οι δε λοιποί διεσώθησαν, οι μεν πεζοί διαβάντες διά τού πλησίον της ρίζης τού βουνού ασκάπτου μέρους, οι δε ιππείς υπερπηδώντες τήν τάφρον μη ικανώς πλατείαν· όλα δε τά κομίζοντα τας τόσον αναγκαίας ταις ημέραις εκείναις εις χρήσιν των πεινώντων Τούρκων τροφάς ζώα έπεσαν εις χείρας των Ελλήνων. Το κατ' εκείνην τήν ημέραν συμβάν έφερεν εις απόγνωσιν τους πολιορκουμένους διά τήν αφαίρεσιν των τροφών καί εθάρρυνε τους ΈΈλληνας να στήσωσι τους συνήθεις προμαχώνας 900 οργυιάς από της πολιορκουμένης πόλεως. Αι μακροχρόνιοι πολιορκίαι διά τήν εξ ανάγκης ακαθαρσίαν των πολιορκουμένων, διά τήν κακήν ποιότητα των τροφίμων, διά τήν κακουχίαν καί συσσώρευσιν πολλών ανθρώπων καί ζώων εντός στενής περιφερείας φέρουν συνήθως επιδημίας. Το κακόν τούτο δεν εβράδυνε να προστεθή, εις τα άλλα κακά των πολιορκουμένων· αυτά δε τά θύματα
388
της επιδημίας έτρεφαν τήν επιδημίαν. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αρμοδίαν εθεώρησεν ο Υψηλάντης τήν περίστασιν να προβάλη τοις πολιορκουμένοις συμβιβασμόν εις παράδοσιν της πόλεως υπ' ωφελίμους όρους· αλλ'απερρίφθη υπεροπτικώς η πρότασίς του." Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - Σπυρίδων Τρικούπης Πτώσις τής Τριπολιτσάς Η πολιορκία τής Τριπολιτσάς μέρα μέ τήν μέρα γινόταν στενότερη, μέ τίς ελληνικές δυνάμεις νά πλησιάζουν στά τείχη. Οι συνθήκες πού είχαν διαμορφωθεί στήν Πελοπόννησο, μέ τήν επικράτηση τών επαναστατών σέ όλη τήν ύπαιθρο δέν άφηνε πολλά περιθώρια στούς Τούρκους γιά ελπίδες ανεφοδιασμού. Στίς 13 Σεπτεμβρίου ο καϊμακάμης μέ "πεσμένα μούτρα" γνωστοποίησε τήν πρόθεση τών μπέηδων νά αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Οι υπερήφανοι αγάδες θά έρχονταν σέ συζητήσεις μέ τούς χθεσινούς σκλάβους τους! Τήν ίδια μέρα αναχωρούσε ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί μέ τόν Πάνο Κολοκοτρώνη καί χίλιους άνδρες πρός τίς ακτές τού Κορινθιακού, διότι υπήρχαν πληροφορίες γιά επικείμενη άφιξη τού τουρκικού στόλου. «ΈΈξω από τήν Τριπολιτσά η μάχη τής Γράνας έκρινε τελεσίδικα τήν τύχη τής πόλης. ΌΌσο πού οι Τούρκοι κράταγαν απόμακρα από τήν πολιορκημένη πολιτεία τούς ΈΈλληνες, οι γυναίκες τους καί οι γέροι βγαίνανε καί θέριζαν τά χωράφια. Οι δικοί μας τούς φώναζαν: "- Πώς σάς φαίνεται, ωρέ Τούρκοι, τό αλώνισμα καί τό λίχνισμα; Γιατί μάς τυραννούσατε; - Τί νά σάς πούμε; Τώρα τό βλέπομε κι εμείς πώς τό παρακάναμε. Σάς αδικούσαμε κι ο Αλλάχ μάς παιδεύει..." Στή Γράνα οι Τούρκοι παρατάνε τά ζά καί τά τρόφιμα πού είχαν πάρει από τά χωριά. Οι πεζοί πιάστηκαν μέ τούς ΈΈλληνες χέρια μέ χέρια, άνθρωπος μέ άνθρωπο καί όποιος μπορούσε σκότωνε τόν άλλο. Κάποιος από τούς δικούς μας πού πολέμαγε στή Γράνα σκοτώνει έναν Τούρκο. Πάει νά τού πάρει τό κεφάλι. Καί βλέπει τόν σκοτωμένο νά κρατά τό κεφάλι τού αδελφού του... Σά νά μήν έφταναν όλα τ' άλλα δεινοπαθήματα τών Τούρκων τής Τριπολιτσάς ξέσπασε από τή βρώμα τόσου πλήθους πού κλείστηκε σ' αυτή, εξανθηματικός τύφος. Οι ντόπιοι είχαν ακόμα τροφές στά κελάρια τους, μά όσοι ήρθαν απόξω νά βρούν σωτηρία υπόφεραν τά πάνδεινα από πείνα. Οι Αρβανίτες τού Κεχαγιάμπεη, πού είχαν εκστρατέψει μέ τήν ελπίδα πλιατσικολογώντας τό Μοριά νά καζαντίσουν, καθώς οι πρόγονοί τους τό 1770, βλέπανε τώρα πώς χάνονταν δίχως κανένα διάφορο.
389
Γύρεψαν τούς μισθούς τους κι όπως δέν τούς έδιναν, άρπαξαν από τίς αποθήκες τά λιγοστά τρόφιμα. ΈΈ τσι οι μπλοκαρισμένοι μοιράστηκαν σέ τρία μέρη: τό πρώτο τών ντόπιων μ' αρχηγούς τόν Κιαμήλμπεη τής Κορίνθου, τόν Ντεφτέρ Κεχαγιά καί τόν Σέχ Νετζήπ εφέντη. Τό δεύτερο από τούς υπαλλήλους πού είχαν γι' αρχηγό τόν Κεχαγιάμπεη καθώς καί τήν παντοδύναμη Εσμά Χανούμ, τήν μπάς χανούμ τού Χουρσίτ πασά. Τό τρίτο μέρος ήταν οι Αρβανίτες μέ κεφαλές τόν Ελμάζ μπέη καί τόν Μέτσο Μπόνο... Οι μπέηδες καί οι αγάδες παράστησαν πώς από λύπη στά γυναικόπαιδα δέχονταν ναρθούν σ' ομιλίες μέ τούς χαΐνηδες (επαναστάτες) γιά νά μήν φανεί πώς πρώτοι αυτοί πρόσπεφταν στούς ραγιάδες. Σκέφτηκαν μάλιστα νά μεταχειριστούν τούς ομήρους. Τούς έβγαλαν από τά μπουντρούμια. ΉΉταν πιά ανθρώπινα ερείπια. Εννιά από τούτους τούς δύστυχους πέθαναν έπειτα από λίγο, όσο πού δύο είχαν κι όλας παρατήσει τά εγκόσμια μέσα στή φυλακή. Τούς βάλανε σέ μιά κάμαρα στό σεράϊ καί τούς έβαλαν νά γράψουνε γράμμα στούς ΈΈλληνες πού πολιορκούσαν τήν πόλη.. "Τό κίνημά σας κατά τής εξουσίας διέσπασε μεταξύ υμών καί ημών πάντα δεσμόν καί δέν έπρεπε βέβαια νά σάς γράψωμεν. Ενώ απελαμβάναμεν τόσας ευεργεσίας από τήν εξουσιάν αυτήν, τήν οποίαν διόρισε ο Θεός νά μάς διοική καί η οποία μάς εφύλαξε τήν θρησκείαν καί τήν τιμήν. ΉΉταν δίκαιον νά προσενεχθήτε μέ τόσην αχαριστίαν καί νά τήν αποδώσετε κακόν αντί καλού; Καί φαντάζεσθε ότι ολίγοι άνθρωποι δύνασθε ν' αντιπαραταχθήτε εις βασίλειον, τό οποίον εξουσιάζει τά τρία τέταρτα τού κόσμου; Δέν ενεθυμήθητε ότι οι Σέρβοι υποπέσοντες εις τήν αυτήν ανοησίαν, αφ' ού αντέστησαν δώδεκα όλα έτη, κατήντησαν τέλος νά πωληθώσιν εις τήν αγοράν έκαστος ανά τρία γρόσια;" Οι ΈΈλληνες πού αγωνίζονταν γιά τήν λευτεριά μας τούς αποκρίθηκαν μέ τούτο εδώ τό έξοχο πραγματικά γράμμα: "Τώ όντι πάς δεσμός μεταξύ υμών καί ημών διεσπάσθη, διότι ενώ ημείς ζητούμεν τήν ελευθερίαν μας, σείς θέλετε τήν δουλείαν τών Τούρκων καί είσθε πάντοτε ευχαριστημένοι καί υπερασπίζεσθε τήν εξουσίαν των καί πάντοτε εβαδίζετε μέ τό πνεύμα καί μέ τάς θελήσεις των. Αρα διά ταύτα καί αυτοί σάς αντήμειψαν επαξίως καί σάς βασανίζουν έξ ήδη μήνας εις τήν ειρκτήν, ώστε δέν ηξεύρομεν άν είσθε ζωντανοί ή πεθαμένοι. Δέν αγνοείτε όσα κακά επάθαμεν καί ημείς καί οι προγόνοι μας εις διάστημα εκατόν ήδη ετών. Ωρκίσθημεν διά τούτο ή νά ελευθερωθώμεν ή ν' αποθάνωμεν καί είμεθα αμετάτρεπτοι. Ζητούμεν δέ νά παύση η τυραννία των, παυομένης τής εξουσιάς των καί νά μάς παραδώσουν τήν πόλιν καί άν θέλουν νά μείνουν εις τήν πατρίδα, τούς εγγυώμεθα διά τήν ζωήν καί τήν τιμήν των." Στίς 13 τού Σεπτέμβρη βγήκανε από τήν πύλη τού Αη Θανάση τής Τριπολιτσάς βαστάζοι κουβαλώντας μιά μεγάλη σκηνή πού τή στήσανε
390
ανάμεσα στήν πολιτεία καί τίς προφυλακές τών Ελλήνων. Μετά πρόβαλαν από τήν Τριπολιτσά οι αντιπρόσωποι τών Τούρκων. Ο Σέχ Νετζήπ εφέντης, ο Ντιβάν εφέντης καί ο μπινά εμίν Γιουσούφ μπέης πού εκπροσωπούσαν τούς ντόπιους, ο Ντεφτέρ κεχαγιάς καί ο Νακήπ εφέντης τού καϊμακάμη καί ο Ελμάζ μπέης τών Αλβανών. Τραβήξανε γιά τή σκηνή καί περιμένανε μιά ολόκληρη ώρα ώσπου νά 'ρθουνε οι χτεσινοί σκλάβοι τους. Από μέρος τών προεστών καί τών πολιτικών ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κρεβατάς καί ο Αναγνώστης Δεληγιάννης. Από τ' άρματα ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, ο Γιατράκος καί τέλος ο Αναγνωστόπουλος σάν εκπρόσωπος τού Υψηλάντη. " - Πείτε μας στό θεό σας, τί πράματα είν' τούτα καί ποιές οι αιτίες; Μόνοι σας είστε ή όλο τό μιλέτι (έθνος) σας; Είστε ακουμπισμένοι σέ κανένα κιράλη (δύναμη); " " - Εμείς μήν ημπορούντες πλέον νά υποφέρωμε τά τόσα δεινά, όπου από σάς εδοκιμάζαμε, τό αποφασίσαμε. Καί η Ευρώπη βλέποντας τά δίκαιά μας, μάς υποστηρίζει." " - Καλά αυτά. Είστε όμως ακουμπισμένοι σέ κανένα κιράλη;" " - Η Ευρώπη καί η Ρωσία μάς βοηθούσαν μυστικά. ΌΌταν η Ρωσία είδε τόν άτιμο τρόπο πού θανατώθηκε ο πατριάρχης μας, αποφάσισε τόν εξολοθρευμό τού τούρκικου ντοβλετιού (κράτους) καί τού σουλτάνου σας. Καί είναι δίκαιη η απόφαση γιά τόν σουλτάνο σας πού ήρθε από τήν Ανατολή χωρίς κανένα δικαίωμα κι άρπαξε τά υπάρχοντα μας, πήρε τή γή τών πατέρων μας καί εμάς μάς θυσιάζει σάν τά πρόβατα. Γιατί πειράξατε τούς φυλακισμένους; Πόσοι από τούς άρχοντες καί τούς δεσποτάδες απέμειναν ζωντανοί στή φυλακή; Πόσες χριστιανές έμειναν γκαστρωμένες;" " - Σ΄αυτό δέ φταίμε εμείς οι Τούρκοι. ΉΉρθαν μέ τή θέλησή τους."» Φωτιάδης Δημήτρης - Επανάσταση τού 21 Οι Τούρκοι μπέηδες ζητούσαν νά βγούν από τήν πολιτεία μέ όλον τόν οπλισμό τους καί νά τούς ναυλώσουν οι γκιαούρηδες τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν στήν Μικρά Ασία. Επίσης ζητούσαν δεκαοκτώ ομήρους ως εγγύηση καί ένα ιδιαίτερο πλοίο γιά τά χαρέμια τού Χουρσίτ πασά. Ο Κολοκοτρώνης όμως τούς ξεκαθάρισε ότι θά έβγαιναν χωρίς όπλα καί θά μέτραγαν στούς Ρωμιούς πενήντα δύο εκατομμύρια γρόσια σάν αποζημίωση γιά τίς σφαγές τών αμάχων καί τίς καταστροφές τών πόλεων τής Κορίνθου, τού Αργους, τής Βοστίτσας καί τών Παλαιών Πατρών. Οι εχθροπραξίες είχαν διακοπεί καί στά τείχη επικρατούσε ηρεμία αλλά καί μία ιδιότυπη συναλλαγή Ρωμιών καί Οθωμανών στρατιωτών. Οι Χριστιανοί ζητούσαν όπλα καί σάν αντάλλαγμα προμήθευαν τρόφιμα
391
στούς πολιορκημένους μουσουλμάνους. Μάλιστα πολλοί Ρωμιοί γιά νά πραγματοποιήσουν τό εμπόριο αυτό, ανέβαιναν καί στά τείχη μέ σχοινιά πού τούς πέταγαν οι πολιορκούμενοι. Αλλοι πάλι έμπαιναν στήν πόλη γιά νά συναντήσουν γνώριμα πρόσωπα ή γιά νά ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Ο ίδιος ο υπασπιστής τού Κολοκοτρώνη Φωτάκος, βρισκόταν στήν Τριπολιτσά καί έμενε στό σπίτι τού Ελμάζ μπέη γιά νά διαπραγματευθεί τήν έξοδο τών Αλβανών από τήν πολιτεία. Η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε τήν πρώτη χανούμισσα τού Χουρσίτ καί τήν καθησύχασε ότι θά προστάτευε τίς γυναίκες τού πασά. Στίς 15 Σεπτεμβρίου, ο Κεχαγιάς ειδοποιήθηκε από τόν Αγγλο διοικητή τής Ζακύνθου ότι ισχυρός τουρκικός στόλος έπλεε στά παράλια τής Πελοποννήσου. Τότε οι Τούρκοι αποφάσισαν νά κερδίσουν χρόνο, επιμηκύνοντας τίς συζητήσεις. Οι Αλβανοί μισθοφόροι όμως δέν ήθελαν νά περιμένουν άλλο. Στις 18 Σεπτεμβρίου, ημέρα Κυριακή, ο Ελμάζ μπέης καί ο Κολοκοτρώνης έδωσαν μπέσα να αποχωρήσουν οι Αλβανοί ασφαλείς γιά τήν ΄Ηπειρο. Την επόμενη ημέρα οι Αλβανοί έστειλαν στον Κολοκοτρώνη για φύλαξη 13 μεγάλα κιβώτια που περιείχαν μισθούς αξίας τεσσάρων εκατομμύριων γροσίων καί άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Οι φήμες περί συμφωνίας των Αλβανών με τους 'Ελληνες αναστάτωσαν τους κατοίκους της Τριπολιτσάς. Η αναχώρηση τού αλβανικού σώματος χωρίς να έχει εξασφαλισθεί συνθήκη παράδοσης της πόλης με όρους ασφαλείας, σήμαινε ότι τό τέλος όλων εκείνων που θα απέμεναν μέσα σε αυτήν πλησίαζε. «Τά πράγματα είχαν ανακατωθή εντός τής Τριπολιτσάς καί κανείς από τούς ΈΈλληνας δέν ημπορούσε νά προΐδη πώς ήθελε γίνει τό πράγμα. Τήν 22αν Σεπτεμβρίου ημέραν Πέμπτην τής εβδομάδος οι εντόπιοι διετάχθησαν από τόν Κεχαγιάμπεη νά συναθροισθούν τήν Παρασκευήν τό πρωΐ εις τάς 23 Σεπτεμβρίου όλοι, μικροί καί μεγάλοι εις τό σεράγι διά νά κάμουν συνέλευσιν. ΈΈστειλαν δέ καί τούς μπέηδες Αλβανούς νά υπάγουν καί αυτοί εις τήν συνέλευσιν νά σκεφθούν τί νά κάμουν διά τήν σωτηρίαν των. Ακόμη τά χαρέμια τού Χουρσήτ πασά έστειλαν εις τούς Αλβανούς μπέηδες νά μέ πάρουν μαζύ των εις τό σεράγι διά νά μέ ιδούν καί δι 'εμού νά στείλουν τάς παρακλήσεις των εις τόν Κολοκοτρώνην. ΉΉθελαν νά τού ζητήσουν δύο διαβατήρια διά δύο χριστιανούς υπηρέτας τού χαρεμιού, τούς οποίους ήθελε νά πάρη μαζύ της η πασίνα καί έδιδεν όσα χρήματα ήθελε τής ζητήσουν, διότι τά χαρέμια είχαν τήν ιδέαν, ότι θά επιμείνουν οι Αλβανοί νά τούς πάρουν καί νά τούς υπάγουν τού πασά. Αλλ' είχαν ακόμη μάθει ότι ο Κολοκοτρώνης θά εξετάση τούς Αλβανούς, οι οποίοι θά έβγουν καί άν εύρη Χριστιανούς θά τούς κρατήση. Δι' αυτό εζήτησαν τά διαβατήρια. Αφού λοιπόν οι Αλβανοί μπέηδες απεφάσισαν νά υπάγουν εις τό
392
σεράγι νά ιδούν τί τούς θέλουν οι εντόπιοι διότι είχαν κόψει τήν συχνήν αντάμωσίν των επειδή είχαν παράπονον εναντίον των οι εντόπιοι, ότι τάχα δέν έκαμαν ωσάν Τούρκοι νά υποφέρουν μαζύ τόν κίνδυνον, αλλ' εσυμφώνησαν νά φύγουν μόνοι των, εκίνησαν καί επήραν στρατιώτας μαζύ των υπερ τούς πεντακοσίους. Είπαν καί τών άλλων μπουλουξίδων, οίτινες θά έμεναν οπίσω νά έχουν τόν νούν των μήν τούς κάμουν οι εντόπιοι τίποτε απιστίαν. Ο Αλβανός Ελμάς μπέης κατά παραγγελίαν τής πασίνας (συζύγου τού Χουρσίτ) μέ επήρε μαζύ τού καί επηγαίναμεν εις τό σεράγι, αλλ' άμα εκοντοφθάσαμεν εις τή βορεινήν πλευράν ακούσαμε τουφέκια κατά τήν ανατολικήν πλευράν. ΉΉτο τότε η ώρα ενάτη τής ημέρας, τό δέ σεράγι είχε μεγάλην έκτασιν καί έξαφνα καθώς επηγαίναμεν επαρουσιάσθησαν εμπρός μας ΈΈλληνες καί μάς ετουφέκισαν καί εσκότωσαν κάμποσους Αλβανούς. Τούς εφώναξα ευθύς νά στρέψουν τήν άλλην πλευράν, διότι είναι οι φίλοι μας οι Αλβανοί καί νά μή μάς τουφεκούν καί ούτως έκαμαν. Τότε βλέπομεν μπροστά μας τόν Δημήτριον Πλαπούταν, όπου τόν έφερε μπράτσο ο Βελή Κογιάτσος καί άλλους ακόμη μπέηδες Αλβανούς. Ο Πλαπούτας είχεν έμβει μέσα εις τήν Τριπολιτσάν κατά τήν ώραν τής εφόδου από τήν τάπιαν (προμαχώνα) τού σεραγιού, βοηθούμενος από τούς ιδικούς τού καί από τούς Αλβανούς διά νά εύρη τούς μπέηδες καί νά τούς βεβαιώση ότι δέν τούς απάτησαν αυτοί, διότι χωρίς τήν γνώμην τών αρχηγών εμβήκαν μέσα οι ΈΈλληνες καί τότε επήραν αυτούνοι μπέηδες, οίτινες επήγαιναν νά εύρουν τόν Ελμάς Μέτσιον εις τό σεράγι (παλάτι). Εκεί δέ ευρέθησαν ακόμη ο Κωνσταντής Παπαζαφειρόπουλος, ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος καί ο Αναστάσιος Λογιώτατος. Καί αντί πλέον νά υπάγωμεν εις τό σεράγι, εστρίψαμε τότε κατά τήν πόρταν τών Καλαβρύτων, όπου ηύραμεν εκεί έξω τής πόρτας καί τόν Κολοκοτρώνην, τήν Μπουμπουλίναν καί τόν Γιαννάκην Κολοκοτρώνην. Κοντά εις τόν Κολοκοτρώνην επήγε καί εστάθη ο Ελμάς μπέης καί εκρατούσε μόνος τού τό άλογον του καί δέν ήθελε νά τό καβαλλίκη, διότι υπώπτευε. Τότε ένας Αλβανός εστενοχώρει πολύ τόν Κολοκοτρώνην νά τού δώση τήν πιστόλαν του, τήν οποίαν τού είχαν πάρει οι ΈΈλληνες. Ο δέ αρχηγός τού είπε: θέλεις νά σού δώσω τήν ιδικήν μου; Καί έβγαλε μίαν πιστόλαν από τό κουμπουρλούκι τού αλόγου του. Απλωσε λοιπόν ευθύς ο Αλβανός νά τήν πάρη χωρίς νά εννοήση τά λόγια τού αρχηγού, αλλ' ο φρόνιμος Ελμάς μπέης θυμωθείς έσυρε τό σπαθί τού καί τού εκτύπησε τό χέρι. "Τράβηχθήτε!" τούς είπε ο μπέης. "Καιρός διά πιστόλια είναι τώρα; Δέν βλέπετε όπου κοντεύετε νά χάσετε τά κεφάλια σας;" Αφησα καί εγώ τόν αρχηγόν καί εδόθηκα εις τά λάφυρα. Ετράβηξα νά υπάγω κατά τού Τσεκούρα, περίφημου Τούρκου διά τάς ωμότητάς του, αλλ' είδα ότι οι Υδραίοι τόν είχαν ξεπουπουλιάσει καί είχαν σκοτώσει όλους τούς ιδικούς τού καί αυτός δέ ο ίδιος είχε βάλει
393
φωτιά νά καή μέσα εις τό σπίτι του καί είχε σκοτώσει τήν γυναίκαν του, τή μάνα του καί τή θυγατέρα του, νέαν ωραίαν ως είκοσι χρονών. Πρίν φθάσω εις τού Τσεκούρα εις ένα στενόν δρόμον ευρήκα μπροστά μου τούς Υδραίους, οι οποίοι είχαν μπλέξει εκεί υπέρ τούς διακόσιους Αλβανούς καί άλλους Τούρκους. Αυτοί ήρχοντο νά έβγουν εις τήν πόρταν τών Καλαβρύτων. Τούς επήραν τά άρματα καί τούς επελέκησαν όλους μέ τάς μαχαίρας (σαλτιρμάδες). Ακόμη καί τώρα έρχεται εις τόν νούν μου τό λιάνισμα καί τό τρίξιμον τών κοκκάλων καί ανατριχιάζω. Πολλοί καπεταναίοι καί άλλοι ΈΈλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν νά σώσουν κανένα Τούρκον. Αλλος όμως ΈΈλλην, τού οποίου ο Τούρκος τήν γυναίκα ή τό παιδί ή καί αυτόν τόν ίδιον είχε κατά διαφόρους τρόπους ατιμάσει, τυραννήσει καί αδικήσει, άμα έβλεπε τόν εχθρόν τού τού άναπτεν από πίσω τήν πιστόλαν ή τό τουφέκι του. Δέν ήτο κανένας Τούρκος, ο οποίος νά μήν είχε δύο καί τρείς εχθρούς, διότι ποτέ των δέν εσυλλογίσθησαν ότι θά σηκωθούν οι ραγιάδες των καί θά ζητήσουν τήν ελευθερίαν των. Τό δέ κακόν έξαφνα τούς ήλθεν εις τό κεφάλιν των. Δέν τούς εσκότωναν λοιπόν από ωμότητα οι ΈΈλληνες τούς Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μάς εκατηγόρησεν, ούτε διά κανέναν άλλον σκοπόν, καθώς είδαμεν, αλλά από δικαίαν εκδίκησιν, τήν οποίαν έτρεφαν εναντίον των. Ηύραν εμπρός των τούς εχθρούς των, οι οποίοι είχαν ατιμάσει αυτούς τούς ιδίους καί είχαν σκοτώσει καί αιχμαλωτίσει πολλούς συγγενείς καί γνωρίμους κατά τόν παρόντα πόλεμον, τά δέ αίματα τών φονευθέντων ακόμη άχνιζαν. Οι Εβραίοι τής Τριπολιτσάς καί αυτοί εχάθηκαν μαζύ μέ τούς Τούρκους καί εθανατώθησαν μέ περισσοτέραν εχθρότητα, διά τάς γενομένας υπ' αυτών κατά τών Ελλήνων ύβρεις εις Κωνσταντινούπολιν καί ιδίως διά τόν εμπαιγμόν τόν οποίον έκαμαν εις τό πτώμα τού απαγχονισθέντος Πατριάρχου Γρηγορίου. Εις τήν Κορώνην έκαμαν μυρίας κακώσεις κατά τού εκεί αρχιερέως καί τού διακόνου του. Εις δέ τό Ναύπλιον πάλιν οι εκεί Εβραίοι σκληρώς εβασάνισαν τόν πληγωθέντα καί αιχμαλωτισθέντα από τούς Τούρκους Αναγνώστην Κελπερήν. Τόν δέ Σωτήρον Κουγιάν προεστώτα τής Τριπολιτσάς, εθανάτωσεν ο επίσημος οπλαρχηγός Γιαννάκης Δαγρές. Είναι αληθές, ότι ο τρόπος τού θανάτου τού ήτο απάνθρωπος, αλλά δικαίως έπαθεν. Οι ΈΈλληνες εγνώριζαν τά προηγούμενα τού Κουγιά. Τοιούτους ΈΈλληνας οι Τούρκοι ηγάπον διότι τούς εβοήθουν εις τάς ωμότητας καί τάς αδικίας των. Διά τούτο οι προδότες είχαν ισότητα τινα καί ελευθερίαν, ειδεμή καί αυτοί θά ήσαν εις τήν θέσιν τού ραγιά. Αυτοί επλησιάζαν καί υπηρέτουν τούς Τούρκους διά νά πλουτίσουν διά τής αδικίας καί τής καταπιέσεως τών ομοεθνών των. ΉΉσαν Τούρκοι κατά τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν καί μόνον τό όνομά των ήτο χριστιανικόν. Οι προδόται δέν πρέπει νά μένουν ατιμώτητοι διότι η τιμωρία καί ο θάνατος
394
είναι η αμοιβή των. Οι επαναστάται φονεύσαντες τόν Κουγιάν έπραξαν τό καθήκον των. Τήν ημέραν όπου αντάμωσα τόν αρχηγόν είχα υπάγει εις τό σπίτι τού Δημητρίου Δεληγιάννη, ευρήκα μέσα καί τούς καπεταναίους του, τούς εχαιρέτισα καί δέν μέ εδέχθησαν μέ τόν τρόπον μέ τόν οποίον μέ εδέχοντο έξω πρίν έμβωμεν μέσα εις τήν Τριπολιτσάν, μάλιστα ήκουσα ύβρεις κατά τού αρχηγού μου καί φοβερισμούς. Τού έκαμα τήν παρατήρησιν, ότι δέν αρμόζουν αυτά τά λόγια νά τά λέγη ο Δεληγιάννης διά τόν φίλον του τόν Κολοκοτρώνην καί μού είπεν: "Δέν έχω φίλον τόν κλέφτην καί δέν τόν εφοβούμαι πλέον". Αυτά όλα τά έκαμα γνωστά εις τόν αρχηγόν μου. Αυτός τότε μού είπε: "Καμώσου ότι δέν μού είπες τίποτε. Τώρα όπου ο Αγιος Θεός ηθέλησε καί μάς εδυνάμωσε καί επήραμεν τήν Τριπολιτσά, άς λέγουν ό,τι θέλουν. ΈΈχουν δίκαιον παιδί μου, διότι βλέπουν τούτους σκοτωμένους μέ τούς οποίους είχαν μαζύ τήν εξουσίαν. Τώρα τήν επήρε τό έθνος. Αν εγελάσθηκαν καί έκαμαν τήν επανάστασιν, ήλπιζαν νά κληρονομήσουν τούς Τούρκους καί νά γίνουν αυτοί εις τόν τόπον των, (νά πάρουν τή θέση τους), αλλ' αργά τό εσυλλογίσθηκαν.» ' Απαντα Κολοκοτρώνη (Φωτάκος) - ΈΈλλης Αλεξίου, Τόμος 1 Η διχόνοια μεταξύ Τούρκων καί Αλβανών λίγο έλειψε να οδηγήσει σε ένοπλη σύγκρουση, καθώς οι σκληροτράχηλοι αυτοί μισθοφόροι απαίτησαν με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο τους καθυστερούμενους μισθούς τους. Δεν δίστασαν μάλιστα να προπηλακίσουν τον ίδιο τον Μουσταφάμπεη (Κεχαγιά). Τελικά ο Μεχμέτ Σαλήχ αναγκάσθηκε να τους εξοφλήσει χρησιμοποιώντας αρκετά πολύτιμα είδη από τό θησαυροφυλάκιο του σεραγιού. Στο μεταξύ σημειώθηκαν αθρόοι θάνατοι μεταξύ των φυλακισμένων προκρίτων καί αρχιερέων. Η πολύμηνη διαμονή τών υπολοίπων στό κολαστήριο τούς είχε φτάσει καί εκείνους στά όρια τού θανάτου, ώστε σέ μία μέρα πέθαναν ο μητροπολίτης Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Δημητσάνης Φιλόθεος, ο Παπαλέξης καί ο πρωτοσύγκελλος τού μητροπολίτη Ανδρούσης Χρύσανθος. Οι τελευταίοι αυτοί θάνατοι ανησύχησαν τους Τούρκους καί περιέθαλψαν με ιδιαίτερη φροντίδα τους ελάχιστους εναπομείναντες φυλακισμένους. Η ζωή τους ήταν η τελευταία ελπίδα για διαφυγή από τήν καταδικασμένη πόλη. Με ενέργειες μάλιστα τού Ελμάζ μπέη, αποφασίσθηκε η απελευθέρωση τού Θεόδωρου Δεληγιάννη. Τη στιγμή όμως που τον μετέφεραν πάνω σε φορείο έξω από τήν πόλη, πέθανε, εξαντλημένος από τις κακουχίες. Οι Δεληγιανναίοι, που περίμεναν με χαρά τον αδελφό τους, δέχθηκαν τό πτώμα του, γεγονός που τους εξαγρίωσε. Στις 23 Σεπτεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, καί ενώ τό έγγραφο για τήν
395
αναχώρηση των Αλβανών δεν είχε ακόμη υπογραφή, τό τέχνασμα ενός απλού στρατιώτη, τού Μανόλη Δούνια από τον Πράστο Κυνουρίας καί δύο Σπετσιωτών, τού Αυραντίνη καί τού Γκίκα Ρουμάνη σήμανε τό τέλος της πολιορκίας. "Ο Μανώλης Δούνιας από Πραστόν, διατριβών εις Κωνσταντινούπολιν πρό τής επαναστάσεως, είχε γνωρισθή μέ τινας εκ τών πυροβολιστών, οι οποίοι ήλθον εις Τριπολιτσάν ομού μέ τόν Κεχαγιάν. Κατά τύχην βλέπει ένα εξ αυτών διωρισμένον εις τήν πύλην τού Ναυπλίου, προσφέρεται φιλοφρόνως, τόν προσκαλεί εις τό στρατόπεδον, τόν φιλοξενεί καί τόν οδηγεί πάλιν ασφαλώς εις τήν θέσιν του. Ούτος ομιλεί περί εκείνου μέ τόν αρχιπυροβολιστήν, όστις θέλει νά τόν ίδη καί τόν αναγνωρίζει καί τόν δείχνει όλην τήν εμπιστοσύνην καί φιλίαν, ώστε ο Δούνιας αναβαίνει τό τείχος καί υπάγει εις τού αρχιπυροβολιστού... ΉΉτον ημέρα Παρασκευή, 23η τού Σεπτεμβρίου, ημέρα καθ' ήν οι Τούρκοι έσφαξαν Χριστιανούς εις τό Γαλαξίδι καί κατέκαυσαν τήν πόλιν των καί εκυρίευσαν τά πλοία των καί ο Δούνιας αναβαίνει τό τείχος επί σκοπώ νά εξαγάγη τόν Τούρκον κατά τήν υπόσχεσίν του. Αλλά κατόπι τούτου έδραμον άλλοι καί αναβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δέ τούτων καί άλλοι, ό,τε αδελφός τού Κεφάλα καί ο Διονύσιος Βασιλείου καί ώρμησαν τινες εν ριπή οφθαλμού εις τό επί τής πύλης τού Ναυπλίου πυροβολοστάσιον, στρέφουσι τά πυροβόλα πρός τήν πόλιν, πυροβολούσι κατ' εκείνου επί τής παρακείμενης πύλης τού Μιστρά, εν ώ άλλοι τρέχουσιν εκείσε νά τό κυριεύσωσι, φεύγουσιν έντρομοι οι πυροβολισταί, ηνοίχθη πάραυτα η πύλη τού Ναυπλίου, εισβάλλουσιν αυτόθεν οι Αγιοπετρίται μέ τούς Πραστιώτας, ηνοίχθη συγχρόνως η τού Μιστρά, εισβάλλουσιν εκείθεν ο Κεφάλας μέ τούς Μεσσηνίους καί υψώνουσι τάς σημαίας τού σταυρού... Οι ΈΈλληνες εις τήν έφοδον τής Τριπολιτσάς εφόνευσαν πλήθος Τούρκων, εφονεύθησαν δέ καί εξ αυτών έως τριακόσιοι. Εφόνευσαν δέ καί έκαυσαν χωρίς διάκρισιν ηλικίας καί γένους όλους τούς Εβραίους, εκτός τούς λεγομένου Χανέν, έχοντος υπόληψιν αγαθού ανθρώπου. Οι Εβραίοι τής Τριπολιτσάς εκακοποίησαν τούς Χριστιανούς, εις τήν αρχήν μάλιστα τής επαναστάσεως, αλλά καί οι ομογενείς των τούτ' αυτό έπραξαν εις Κωνσταντινούπολιν καί εις Θεσσαλονίκην... Ο αρχηγός τών εκ Τριπολιτσάς εξελθόντων Αλβανών ειδοποίησε τούς εν Παλαιαίς Πάτραις ότι ανεχώρησαν διά συνθηκών καί ωμολογεί ευγνωμοσύνην εις τόν Κολοκοτρώνην, ως πιστώς τάς συνθήκας εκπληρώσαντα. Ο Κολοκοτρώνης ητοιμάζετο νά εκστρατεύση, ελπίζων, συντελούντων τών Αλβανών νά κυριεύση καί εκείνο τό φρούριον καί μάλιστα εν ώ είχε καί φίλους εκεί Λαλιώτας, τούς οποίους ήτο πολύ πιθανόν νά καταπείση νά συμπράξωσι μέ τούς Αλβανούς.
396
Αλλ' οι κατά τήν Αχαΐαν ολιγαρχικοί (Ζαΐμης, Λόντος, Χαραλάμπης) δέν θέλουσι νά λάβωσι μέρος οι πολεμικοί εις τήν πολιορκίαν τού φρουρίου τών Παλαιών Πατρών καί αποβάλλοντες τούς Πετιμεζαίους καί Κουμανιώτας, έγραψαν πρός τά συνιστώντα τήν Γερουσιάν μέλη ν' απαγορευθή καί εις τόν Κολοκοτρώνην νά εκστρατεύση εις Παλαιάς Πάτρας. Ηπείλου δέ ότι, αν ο Κολοκοτρώνης ήθελεν εκστρατεύσει εκεί έμελλε ν' ακολουθήση εμφύλιος πόλεμος..." Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό τού Νικολάου Σπηλιάδου, Αθήνησιν 1852 Κεφάλας, Ζαφειρόπουλος, Μιχαλάκης, Κονδάκης, Παπατσώνης, Κρεββατάς, Γιατράκος, αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος, επίσκοπος Βρεσθένης ήταν οι πρώτοι πού πάτησαν τήν Τριπολιτσά γύρω στίς 9 τό πρωΐ τής 23ης Σεπτεμβρίου 1821, ενώ οι αγάδες πού ήσαν συγκεντρωμένοι στό σεράι, αμέσως μετά τήν πρώτη έκπληξη, αντί νά σπεύσουν πρός τούς προμαχώνες γιά νά αναχαιτίσουν τήν ελληνική προέλαση, έτρεξαν στά σπίτια τους γιά νά προστατεύσουν τίς οικογένειές τους. Οι Αλβανοί, μόλις αντιλήφθηκαν τήν εισβολή, υπέθεσαν ότι οι ΄Ελληνες αθέτησαν τήν προφορική τους συμφωνία καί ετοιμάσθηκαν να αντιτάξουν άμυνα. Μια κεραυνοβόλα ενέργεια τού Κολοκοτρώνη όμως απήλλαξε τά ελληνικά σώματα από τη σύγκρουση με τήν ισχυρή εκείνη αλβανική δύναμη. Ο ΄Ελληνας στρατηγός έστειλε στους Αλβανούς μπέηδες τον Δημήτριο Πλαπούτα, με σκοπό να τους βεβαιώσει ότι η έφοδος έγινε χωρίς τη διαταγή των αρχηγών καί να τους βοηθήσει να εξέλθουν από τήν πόλη. Μάλιστα ο Αλβανός Βελή Κογιάτσα έπιασε από τό μπράτσο τόν Πλαπούτα καί τόν κράτησε γιά πολύ ώρα έτσι σάν όμηρο. Οι υπόλοιποι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν αμέσως γύρω από τους αρχηγούς τους καί υπό τις οδηγίες τού Πλαπούτα προχώρησαν προς τήν πύλη των Καλαβρύτων, όπου τους περίμεναν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα καί ο Γιαννάκης Κολοκοτρώνης. Σε μικρή απόσταση από τό προκαθορισμένο σημείο συνάντησης, βρισκόταν εκείνη τήν ώρα ο Αναγνώστης Δεληγιάννης με σώμα Γορτυνίων. Ο ΄Ελληνας πρόκριτος, μόλις είδε τους Αλβανούς να φεύγουν ένοπλοι, αν καί βρίσκονταν υπό τήν προστασία Ελλήνων, επιτέθηκε εναντίον των Αλβανών σκοτώνοντας μερικούς καί αφαιρώντας τά όπλα από τούς υπόλοιπους. Ταυτόχρονα, επιτέθηκαν κατά των Αλβανών καί μερικοί στρατιώτες του Αναγνωσταρά, που είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει τη συνθηκολόγηση μαζί τους. Οι Αλβανοί, μπροστά στην απρόοπτη αυτήν επίθεση, φαντάσθηκαν ότι ο Κολοκοτρώνης τους έριξε σε παγίδα. Τον περικύκλωσαν λοιπόν με υψωμένα τά όπλα καί τού ζήτησαν προστασία, έτοιμοι να τον κτυπήσουν
397
αν εξακολουθούσε η επίθεση. Τότε εκείνος προχώρησε προς τους Γορτυνίους καί απείλησε με θάνατο όποιον πυροβολούσε ξανά εναντίον των Αλβανών. Η φωνή τού Γέρου αναχαίτισε τους άνδρες τού Δεληγιάννη καί ματαίωσε τήν ένοπλη σύγκρουση, από τήν οποία διέτρεχε άμεσο κίνδυνο η ζωή τού Κολοκοτρώνη. Οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν στην Αγία Βαρβάρα για να αναχωρήσουν τήν επομένη καί να μεταβούν από τήν επαρχία Καλαβρύτων προς τήν Αιγιαλεία. ΄Οταν πέρασαν μέ καΐκια απέναντι, στό νησάκι Τριζόνια, έστειλαν επιστολή στον Πλαπούτα, με τήν οποία εξέφραζαν τήν ευγνωμοσύνη τους προς τον Κολοκοτρώνη που τήρησε τη συνθήκη καί τους επέστρεψε άθικτα τά πολύτιμα κιβώτια πού τού είχαν εμπιστευθεί. Επέστρεψαν τότε καί τούς ομήρους πού κρατούσαν, τόν Χρηστάκη Κολοκοτρώνη, τόν Βασίλη Δημητρακόπουλο, τόν Πέτρο Μαρκέζη καί τόν Γκίκα Γκίκα. Σύμφωνα μέ τόν Φωτάκο, ο Δεληγιάννης καί ο Λόντος, οι οποίοι ήταν αντίθετοι πολιτικώς στόν Κολοκοτρώνη καί τόν Πλαπούτα, κτύπησαν επίτηδες τούς Αλβανούς γιά νά εκτεθούν στά μάτια τών Αλβανών οι ΈΈλληνες οπλαρχηγοί. Βλέπουμε δηλαδή τά βρώμικα παιχνίδια πού έκανε ΈΈλληνας σέ ΈΈλληνα, πρίν ακόμα ελευθερωθεί η γή γιά τήν οποία πολεμούσαν. Μάλιστα ο Πλαπούτας απείλησε τόν Λόντο ότι αν κτυπήσει ο Βοστιτσιώτης πρόκριτος τούς Αλβανούς πού είχε υπό τήν προστασία του, τότε ο Πλαπούτας θά γινόταν ένα μαζί μέ τούς Αρβανίτες καί θά έκαιγαν τήν επαρχία τής Αιγιαλείας. Ο δέ Κολοκοτρώνης προνόησε καί δέσμευσε τούς Αλβανούς νά μήν ξαναγυρίσουν νά πολεμήσουν στόν Μωριά. Πράγματι αυτοί ορκίστηκαν νά μή γλυτώσει από τήν οργήν τού Θεού καί από τό σπαθί τού Κολοκοτρώνη όποιος Αλβανός επέστρεφε στόν Μωριά. Μετά τήν είσοδο των ελληνικών σωμάτων στην πόλη, η τουρκική αντίσταση επικεντρώθηκε στην πύλη τού Αγίου Αθανασίου, στη Μεγάλη Τάπια, από όπου εξαπολύονταν συνεχείς κανονιοβολισμοί εναντίον των Ελλήνων καί σε αρκετά σπίτια όπου είχαν προλάβει να οχυρωθούν Τούρκοι στρατιώτες. Παρόλο τον αιφνιδιασμό λοιπόν, αντιτάχθηκε άμυνα, κατά τήν οποία σκοτώθηκαν αρκετοί ΄Ελληνες. ΄Ομως οι Τούρκοι, που μάχονταν ακάλυπτοι στους δρόμους καί δεν είχαν προλάβει να οχυρωθούν, δεν άντεξαν πάνω από δύο ώρες. Μετά τό τέλος καί τής τελευταίας αντίστασης, οι επιτιθέμενοι ΄Ελληνες πλημμύρισαν τήν πόλη μαινόμενοι, σκορπίζοντας τόν θάνατο σέ όλους τούς αλλόθρησκους πού έβρισκαν μπροστά τους. Δεν γινόταν διάκριση ούτε φύλου, ούτε ηλικίας. Ηλικιωμένοι καί παιδιά εκσφενδονίζονταν από τά παράθυρα, νεαρές γυναίκες σέρνονταν από τά μαλλιά καί βιάζονταν, έμβρυα σκοτώνονταν. Οι σκηνές θύμιζαν εκπορθήσεις τών πόλεων τού Βυζαντίου από τούς Οθωμανούς. Η
398
Φιλαδέλφεια, η Νίκαια, η Θεσσαλονίκη, η Νικομήδεια, η Τραπεζούντα, η Σμύρνη, η Καισάρεια, η Θεοδοσούπολις, η Αδριανούπολις καί οι εκατοντάδες πόλεις καί χωριά πού είχαν ισοπεδωθεί στά βυζαντινά χρόνια έπαιρναν τήν εκδίκησή τους. Αλλά καί τά τετρακόσια χρόνια βασάνων καί ταπείνωσης έβρισκαν καί αυτά δικαίωση. ΈΈστω καί μέ αυτό τό βάρβαρο τρόπο. Α λλα σπίτια που δεν μπορούσαν να τά καταλάβουν οι επαναστάτες τά πυρπολούσαν. Πρώτο μέλημα τών επαναστατών ήταν η λαφυραγώγηση. Τά αγαθά τής πιό πλούσιας πόλης τού Μοριά έπεφταν στά χέρια τών πεινασμένων καί ρακένδυτων χωρικών. Πολύτιμα κοσμήματα, μεταξωτά υφάσματα, βαριά χαλιά, χρυσά νομίσματα, βαριά έπιπλα καί ασημένια όπλα πού δέν τά είχαν φανταστεί οι μέχρι πρότινος δούλοι, τά άρπαζαν από τά σεράγια τών αγάδων καί τών μπέηδων. Τά λάφυρα αυτά δυστυχώς, ποτέ δέν θά ενίσχυαν τό Δημόσιο Ταμείο πού είχε ιδρυθεί γιά τίς ανάγκες τού αγώνα, αλλά τουλάχιστον όπλισαν μέ 11.000 τουφέκια τούς μέχρι τότε άοπλους επαναστάτες, πολλοί από τούς οποίους πολεμούσαν τούς εχθρούς μέ τσουγγράνες, δρεπάνια, σουβλιά καί ρόπαλα. ΌΌταν ο Κολοκοτρώνης μαζί μέ τόν Γιατράκο μπήκε μέσα στην πόλη, τό δράμα είχε συντελεσθεί. Τό άλογό του, σύμφωνα μέ τά απομνημονεύματά του πάταγε μόνο σέ πτώματα. ΌΌταν τού ανέφεραν ότι σέ ένα παλάτι είχαν αποκλεισθεί 300 Αλβανοί που δεν πρόλαβαν να φύγουν έσπευσε νά τούς παραλάβει. ΌΌταν όμως έφθασε, δεν πίστευαν ότι ήταν αυτός. - "Μά τά τέσσερα κιτάπια τού Θεού, μά τόν προφήτη Χασρέτ Ισά (Χριστό), εγώ είμαι. Ο Κολοκοτρώνης! Τό κρίμα στό λαιμό σας. Εγώ δέν πρόδωσα τήν μπέσα." Παρά τις προσπάθειες του, δεν κατάφερε να τους πείσει νά τόν ακολουθήσουν καί αποχώρησε. Τότε οι ΄Ελληνες πυρπόλησαν τους γύρω δρόμους καί όλοι οι αποκλεισμένοι Αλβανοί βρήκαν φρικτό θάνατο. Ο πρόκριτος Σωτήριος Κουγιάς βασανίσθηκε φρικτά από τόν Γιαννάκη Δαγρέ ο οποίος διψούσε γία εκδίκηση γιά τό θάνατο τού αδελφού τού Θανάση. ΈΈκοψε τό αυτί τού προδότη καί τού τό έβαλε στό στόμα γιά νά τό φάη. Αμέσως μετά τόν σκότωσε. Παρά τήν εκδικητική μανία των Ελλήνων, οι επίσημοι Τούρκοι έμειναν άθικτοι. Αμέσως μετά τη φυγή των Αλβανών, εισήλθαν στην πόλη οι ΈΈλληνες αρχηγοί Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Αναγνώστης Δεληγιάννης καί Παναγιώτης Κρεββατάς οι οποίοι κατευθύνθηκαν στο σεράι για να προστατεύσουν τους Τούρκους αξιωματούχους καί τά χαρέμια των πασάδων που ήταν χρήσιμα για τήν ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Ο Γέρος τού Μοριά δέν παρέλειψε νά κόψει σύριζα τόν περίφημο κεντρικό πλάτανο τής πόλης τής Τριπολιτσάς από τόν οποίο είχαν κρεμαστεί δεκάδες συγγενείς του.
399
Ο αγνός Νικηταράς δέν προσέτρεξε ούτε καί αυτή τή φορά γιά λαφυραγώγηση, αλλά έσωσε από σίγουρο θάνατο 150 Βούλγαρους μισθοφόρους πού βρίσκονταν στήν υπηρεσία τού Χουρσίτ πασά. Τούς είχαν περικυκλώσει Ελληνες στό σπίτι πού αμύνονταν καί ετοιμάζονταν νά τούς βάλουν φωτιά. - "Αμάν κεπατάν. Χριστιάν, χριστιάν. (Σώσε μας καπετάνιο, είμεθα Χριστιανοί!)" Ο Νικηταράς απεμάκρυνε τούς ΈΈλληνες καί παρέλαβε τούς Βούλγαρους, οι οποίοι τέθηκαν στήν υπηρεσία τών ομοθρήσκων τους. Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, ο Τουρκοφάγος τριγύριζε στήν πόλη μέ τά φτωχά τού ενδύματα, χωρίς νά ενδιαφέρεται γιά τά πανάκριβα αντικείμενα πού κρύβονταν μέσα στά τούρκικα σπίτια. Τά μόνα πού πήρε ήταν δύο πιστόλια πού τού τά δώρισε ο Υψηλάντης. Ο αλαζόνας Κεχαγιάμπεης τήν ώρα τής πτώσης τής πόλης, αντί νά πολεμήση στόν τελευταίο προμαχώνα, κλείστηκε μαζί μέ τά χαρέμια στό παλάτι του καί παραδόθηκε χωρίς αντίσταση. Τήν παράδοση αυτή τήν έφερε βαρέως καί τό εξομολογήθηκε στόν Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Μάλιστα περίμενε ότι ο Κολοκοτρώνης θά τόν εκτελούσε, όπως ο ίδιος ο Κεχαγιάμπεης είχε εκτελέσει χιλιάδες αμάχους σέ όσες πόλεις καταλάμβανε, στήν πορεία του από τήν ΉΉπειρο μέχρι τήν Τριπολιτσά. Εκείνος πού συγκλονίστηκε μέ τίς σφαγές ήταν ο εκπρόσωπος τού Υψηλάντη, ο Αναγνωστόπουλος ο οποίος έκανε ότι ήταν δυνατό γιά νά τίς αποτρέψη. Στή συνάντησή τού μέ τόν άρχοντα τής Κορίνθου Κιαμήλ μπέη τού εγγυήθηκε τήν ασφάλειά τού στό όνομα τού πρίγκηπα. Ο Κιαμήλ μπέης κατηγόρησε τότε ανοιχτά τόν Κεχαγιά γιά τήν καταστροφή τής πόλης γιατί καθυστερούσε αναίτια τήν υπογραφή τής συνθήκης παράδοσης. Ο πλούσιος Εβραίος τραπεζίτης Χανέν, φρόντισε νά τρέξη στή σκηνή τού Κολοκοτρώνη γιά νά γλυτώσει τή ζωή τή δική τού καί τής οικογενείας του, όπως καί τά κατάφερε τελικά. Ο Κολοκοτρώνης μόλις είδε τόν Εβραίο οπλισμένο - πράγμα σπανιώτατο - μέ τίς πανάκριβες πιστόλες τού τίς αφαίρεσε, λέγοντάς του: "- Εβραίος καί άρματα δέν πάει". Ο Γάλλος Ρεμπώ πού ήταν παρών έσπευσε νά καταδικάση τήν πράξη τού γερο - κλέφτη. Ξέχασε όμως τό παιδί τής γαλλικής επανάστασης πού εξόντωσε όλους τούς Γάλλους ευγενείς τού Λουδοβίκου, ότι ο τραπεζίτης ζούσε μέχρι εκείνη τή στιγμή μία λαμπρή ζωή, συνεργαζόμενος μέ τόν βάρβαρο κατακτητή καί ρουφώντας στήν κυριολεξία τόν ιδρώτα καί τό αίμα τών Ρωμιών ραγιάδων πού εργάζονταν 15 ώρες τήν ημέρα στά χωράφια τών μπέηδων! Η περιουσία τού τοκογλύφου εκείνου όπως καί όλων τών αγάδων επέστρεφε στούς πραγματικούς ιδιοκτήτες πού ήταν οι σκαφτιάδες τής γής αλλά καί οι κλέφτες πού πέρασαν όλη τους τή ζωή στίς χιονισμένες κορυφές τού Μαίναλου, τού Ταΰγετου καί τού Χελμού. Ο
400
Κολοκοτρώνης λοιπόν κατηγορήθηκε από τούς Ευρωπαίους αξιωματικούς ότι οικοιοποιήθηκε μεγάλο μέρος από τά λάφυρα γιά προσωπικό τού όφελος. Μάλιστα, ο Ρεμπώ - φίλος τού Μαυροκορδάτου έγραψε καί τήν γελοία κατηγορία ότι ο Κολοκοτρώνης έστειλε χρηματικά ποσά σέ ευρωπαϊκές τράπεζες. Απλά τόν διαψεύδει η ίδια η ζωή τού Κολοκοτρώνη ο οποίος πέθανε πάμφτωχος έχοντας στήν κατοχή τού μόνο μία καλύβα πού τού χάρισε τό ελληνικό κράτος. Παρόμοιες συκοφαντίες εκτόξευσε καί ο Γάλλος Περσά κατά τής Μπουμπουλίνας ότι δηλαδή καταλήστεψε τίς χανούμισσες τού Χουρσίτ, προκειμένου νά τίς στείλει στά Γιάννενα. Απλά η ίδια η ζωή τής σπετσιώτισσας καπετάνισσας διαψεύδει τόν Γάλλο τυχοδιώκτη, δεδομένου ότι η Λασκαρίνα προσέφερε εξ ολοκλήρου τήν τεράστια περιουσία της γιά τόν Αγώνα καί πέθανε καί αυτή τελείως χρεωκοπημένη. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1821 παραδόθηκε η τελευταία εστία αντίστασης, η Μεγάλη Τάπια. Τότε σχηματίσθηκαν ισχυρές περίπολοι που άρχισαν να απομακρύνουν τους περιφερόμενους ακόμη στρατιώτες καί να διασώζουν τον εναπομείναντα πληθυσμό. Από τις 34.000 τού οθωμανικού πληθυσμού καί στρατού σώθηκαν μόνο 8.000 καί έμειναν αιχμάλωτοι των νικητών. ΄Ολοι αυτοί είχαν κατορθώσει να κρυφτούν στα υπόγεια των σπιτιών τους έως ότου σταμάτησε η αιματοχυσία καί πραγματοποιήθηκε η περισυλλογή των διασωθέντων. Κατά τόν Ιούνιον μήνα, όταν πολιορκούσαμεν τήν Τριπολιτζά, εσήκωσα από τά Ντερβένια τόν μακαρίτην Πάνο. Ο Πάνος, ο Υψηλάντης, ο Γενναίος, ο Αποστόλης ήτον εις τά Βασιλικά (Συκιών Κιάτου), επαρχία τής Κορίνθου, διότι τούς είπαν ότι ήλθαν Τούρκοι. Τό στράτευμα 700, μέ τόν Υψηλάντην από τήν Αγία Ειρήνη αγνάντευαν τόν στόλο πού καίγει τό Γαλαξίδι. ΌΌταν επολιορκούσαμε στενά τήν Τριπολιτζά, έβγαιναν έξω οι πολιορκημένοι, στόν πόλεμο τούς πιάναμε, μεταξύ αυτών επιάσθη ο Χατζή Χρίστος, ο Κότζος. Οι Βούλγαροι ήτον σεΐζηδες (ιππείς), ως 200 επιάσαμεν, ήτον Χριστιανοί. Εν ταυτώ άρχισαν οι Αρβανίταις νά πραγματεύονται. - ήτον ένας γραμματικός μέ τούς Αρβανίταις, γραμματικός τού Βελήμπεη καί Αλμάσμπεη. Αυτός έκαμνε τόν μεσίτη μέ τούς Αρβανίταις νά τούς βγάλομεν. Οι επίλοιποι Τούρκοι μανθάνοντας τό τραττάτο, ηθέλησαν νά πάρουν μέρος καί αυτοί, εβγαίνανε εις ένα μέρος, επήγαινε ο Πετρόμπεης, ο Αναγνώστης Ντεληγιάννης, Κρεβατάς καί άλλοι, καί τούς ελέγαμε, νά αφήσουν τ' άρματα καί νά τούς μπαρκάρομε όπου θέλουν. Εκείνοι έλεγαν: "- 'Οχι, μέ τ' άρματά μας". Στέλνουμε στούς Αρβανίτες, διά νά εμπιστευθούν νά εβγούν, τόν Κολιόπουλο (Πλαπούτα) ως ενέχυρον. Βλέποντες οι ΈΈλληνες, ότι θά πέσει η Τριπολιτζά, εμαζώχθηκαν 20.000 (22 Σεπτεμβρίου). Καθώς εδοκίμασαν οι Αρβανίτες
401
νά φύγουν, επήδησαν οι ΈΈλληνες μέσα από τήν τάπια τού σαραγιού. Οι Αρβανίτες εβγήκαν έξω, επήραν τόν Κολιόπουλο, ετράβηξαν κατά τόν Μύτικα έως 2.500. Μπαίνοντας τ' ασκέρι, έβαλα τελάλι νά μή σκοτώσουμε τούς Αρβανίτες. Εβγήκαν ως 2.000 καί μέσα εις τήν Τριπολιτζά έκοβαν. Τό άλογό μου από τά τείχη έως τά σαράγια δέν επάτησε γή. Αρβανίτες κλεισμένοι εις τόν πύργο δέν πείθονται εΙς τήν φωνή μου. Εκεί πού εβγήκα μέ τούς ΈΈλληνας, τό πράγμα τους οι Αρβανίτες τό είχαν στελμένο εις τό τζαντήρι (σκηνή) μου από ημέρας μπροστά τρείς. Πηγαινάμενος εκεί, δοκίμασαν οι ΈΈλληνες νά κτυπήσουν τούς Αρβανίτες, εγώ τούς είπα: "- Εάν θέλετε νά βαρέσετε τούς Αρβανίτες, σκοτώσετε εμένα πρώτα, ειμή καί είμαι ζωντανός όποιος πρωτορίξει εκείνονε πρωτοσκοτώνω πρώτα". Κι εμπήκα μπροστά μέ τούς σωματοφύλακάς μου, καί εμίλησα τών Αρβανιτών καί ήρθαν. Ο Αλμάσμπεης καί ο Βελήμπεης, οι δύο αρχηγοί τών Αρβανιτών, καί τούς εζήτησα δύο ενέχυρα, καί τούς έδωσα τό πράγμα τους, 13 φορτώματα. Εις τό τραττάτο ήτον οι πρώτιστοι τών Ελλήνων, εγώ έμεινα πιστός εις τόν λόγον τής τιμής μου. Επήρα τόν Κολιόπουλο από τούς Αρβανίτες καί τούς έδωσα τόν Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, Χρηστάκη καί Βασίλη Αλωνισθιώτη. Τόν Κολιόπουλο τόν ορδίνιασα μέ 300 ανθρώπους νά τούς ξεβγάλει. ΈΈτζι τούς επήρε εις τά Καλάβρυτα καί εις τήν Βοστίτζα (Αίγιο), καί ο Κολιόπουλος εγύρισε οπίσω. Τό ασκέρι οπού ήτον μέσα τό ελληνικό έκοβε καί εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά καί άνδρες 32.000, μία ώρα ολόγυρα τής Τριπολιτζάς. ΈΈνας Υδραίος έσφαξε 90. ΈΈλληνες. εσκοτώθηκαν 100. ΈΈτζι επήρε τέλος. Τελάλη (εντολή), νά παύσει ο σφαγμός. Τού Σεχνετζίμπεη η φαμιλιά έμεινε μ' εμέ, 24 άνθρωποι. Τόν Κιαμήλμπεη τόν επήρε ο Γιατράκος. Ο Κεχαγιάς έμεινε αιχμάλωτος μέ τά χαρέμια καί τά περίλαβε ο Πετρόμπεης. Μετά τήν νίκη τού Βαλτετζιού τού είχα γράψει ένα γράμμα καί τού έλεγα ότι: "- Σ' ενόμισα τακτικόν καί ήλθες κλέφτικα νά πολεμήσεις. Μανθάνω ότι κάνεις προσκυνοχάρτια εις τούς Ρωμαίους, δέν είναι τώρα καιρός διά τούς Τούρκους νά δίνεις προσκυνοχάρτια, αλλά είναι τών Ελλήνων καιρός νά δίνουν εις τούς Τούρκους, καί ελπίζω νά σού δώσω ράγι (συγχώρεση), άν γλυτώσεις, νά πάς εις τόν τόπον σου. Βάστα όσο μπορέσεις καί καλήν αντάμωσιν εις τό σαράγι σου". Καί ο Θεός τό ήφερε καί εσμίξαμε εις τό σαράγι. " - ΉΉμουν σκλάβος εις τούς Ρούσους", έλεγε ο Κεχαγιάς, "καλλίτερα νά χαθώ εις τούς ΈΈλληνας, αλλού θά μέ στείλει ο Σουλτάνος νά χαθώ". "- Μή φοβάσαι, δέν φονεύομε όσους επροσκύνησαν". Τούς επαραδώκαμεν εις τήν φύλαξιν τών Μαυρομιχαλέων. ΌΌταν εμβήκα εις τήν Τριπολιτζά, μέ έδειξαν εις τό παζάρι τόν πλάτανο οπού εκρέμαγαν τούς ΈΈλληνας. Αναστέναξα καί είπα: "- Αϊτε,
402
πόσοι από τό σόγι μου καί από τό έθνος μου εκρεμάσθησαν εκεί". Εδιέταξα καί τόν έκοψαν. Επαρηγορήθηκα καί διά τόν σκοτωμόν τών Τούρκων. ΌΌταν εκίνησα διά νά υπάγω εις τό Βαλτέτζι, εις τόν δρόμον εβγήκαν τρείς λαγοί καί τούς έπιασαν ζωντανούς οι ΈΈλληνες. Τότε τούς είπα, ότι: "- Η νίκη παιδιά, είναι δική μας". Είχαν πρόληψη οι ΈΈλληνες όταν έβλεπαν λαγούς καί επερνούσαν από τό στρατόπεδο καί δέν τούς εσκότωναν ή δέν τούς έπιαναν, η καρδιά τών Ελλήνων εκρύωνε, ότι θά χάσουν τόν πόλεμο. Α πό βουνό εις βουνό είχα τουφέκια μέ φωτιαίς (φρυκτωρίες ή καμινοβίγλια τών βυζαντινών) καί εις ολίγες στιγμές έδιδα είδησιν εις τά μακρινά στρατεύματα. Μία φορά εις τά Τρίκορφα ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος από τό Ζυγοβίστι, τόν οποίον είχα γραμματικόν τότε, μέ ήβλεπε οπού αγωνιζόμουνα εις τάς 24 ώρας. Εις τάς 20 επήγαινα εις τήν τέντα μου καί έτρωγα ολίγο ψωμί. Μού είπε: "- Αϊτε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, καί η πατρίς σου θέλει σέ ανταμείψει". Εγώ τού αποκρίθηκα ότι: "- Εμένα η πατρίς θά πρωτοεξορίσει", καί η τύχη τό ήφερε καί αλήθευσα. Εκάμαμε συνέλευση, ο Υψηλάντης, ο Πετρόμπεης καί άλλοι, οπού είχαμεν αρχήν. Τούς είπα, ότι: " - Είναι καιρός νά εκστρατεύσομε τώρα καί νά κινήσω διά τήν Πάτρα." Τό έκριναν εύλογον. Τότε εκίνησα μόνο μέ 40 σωματοφύλακας γιά τήν Πάτρα. ΈΈστειλα προσταγή εις τήν επαρχία τής Καρύταινας, νά μαζωχθούν τά στρατεύματα διά τήν Πάτρα. Καί όταν έφθασα στά Μαγούλιανα, έξι ώρες από τήν Τριπολιτζά, εσυνάχθηκαν 1.700 στρατιώτες, καί έως νά κατεβώ εις τήν Γαστούνην εμάζωνα 10.000. ακούοντας ότι εκστράτευα διά τήν Πάτρα οι άρχοντες, ο Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Παλαιών Πατρών, πού πολιόρκιζαν τήν Πάτρα, γράφουν ένα γράμμα τού Υψηλάντη καί Πετρόμπεη καί όλης τής τότε Κυβερνήσεως (Γερουσίας): "- Εμάθαμε ότι Ο Κολοκοτρώνης έρχεται εις τήν Πάτρα. Ο Κολοκοτρώνης νά μείνει καί νά έλθει βοήθεια μιά τρακοσαργιά νομάτοι ή μέ τόν Δεληγιάννη, ή μ' ένα Μαυρομιχάλη, διατί σέ έξι ημέρες παίρνομε τήν Πάτρα." Διατί έλεγαν τών μικρών: "- Δέν συμφέρει, ότι άν έλθει ο Κολοκοτρώνης θέ νά πάρει καί τής Πάτρας τά λάφυρα, καθώς καί τής Τριπολιτζάς". Σκοπός τους ήτον νά μήν πάρω τήν Πάτρα καί δυναμωθώ. Αν μέ άφηναν νά πάγω αμέσως, θά μού έδιδαν αμέσως τά κλειδιά οι Τούρκοι από τόν φόβον τους. (Ο Κολοκοτρώνης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τούς Λαλαίους τουρκαλβανούς τής Πάτρας νά αποχωρήσουν. ΉΉταν ζήτημα ημερών νά πάρη καί τήν Πάτρα. Δέν τόν άφησε τό αρχοντολόϊ Ζαΐμης, Λόντος, Χαραλάμπης, Γερμανός, καί έμεινε η πόλις τών Πατρών γιά οκτώ ακόμα χρόνια σέ τούρκικα χέρια.) Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής - Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Η πτώση τής Τριπολιτσάς υπήρξε αποφασιστικής σημασίας γιά τήν
403
εδραίωση καί για τήν εξέλιξη τού Αγώνα. Η εκκαθάριση τού εσωτερικού της Πελοποννήσου δημιούργησε αυτοπεποίθηση στούς αγωνιστές, που μπορούσαν πλέον ευκολότερα να κτυπήσουν τά υπόλοιπα τουρκικά φρούρια. Η εξαφάνιση της κυριότερης τουρκικής παρουσίας είχε ανεβάσει τό ηθικό τών πολεμιστών στά ύψη. Με τά λάφυρα εξάλλου, στά οποία περιλαμβάνονταν 11.000 όπλα, οπλίσθηκαν πολλοί αγωνιστές. Η επανάσταση προσλάμβανε διαφορετικές διαστάσεις καί ανοίγονταν νέες προοπτικές γιά τήν οργάνωση τού Αγώνα, όχι μόνο στόν στρατιωτικό, αλλά καί στόν πολιτικό τομέα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης έμαθε γιά τήν πτώση τής Τριπολιτσάς στά Βασιλικά (Κιάτο) Κορινθίας, όπου είχε τότε στρατοπεδεύσει γιά νά ματαιώση ενδεχόμενη απόβαση τουρκικού στρατού. Η χαρά τού όμως μετριάσθηκε όταν πληροφορήθηκε τίς σφαγές τών αμάχων, τήν αρπαγή τών λαφύρων καί τήν λιποταξία τών στρατιωτών του πού έσπευσαν στήν Τριπολιτσά γιά λαφυραγωγία. Οι σφαγές της Τριπολιτσάς κρίθηκαν από μερικούς ξένους ιστορικούς ως μία από τίς πιό ειδεχθείς εκδηλώσεις τής απανθρωπιάς των πολέμων. Οι αντιπολιτευόμενοι τά φιλελληνικά κομιτάτα της Ευρώπης ανέφεραν σε άρθρα καί σε διαλέξεις τους ότι οι σφαγές εκείνες ήταν η απόδειξη πως οι ΄Ελληνες είχαν αποβάλλει τά χαρακτηριστικά της φυλής που χάρισε στην ανθρωπότητα τά έξοχα διδάγματα ευγένειας καί ανθρωπισμού. Οι Γάλλοι αξιωματικοί, Μαξίμ Ρεμπώ καί Μωρίς Περσά, εκδήλωσαν καί αυτοί πρός τούς ΄Ελληνες φοιτητές πού είχαν έλθει από τό Παρίσι τόν αποτροπιασμό τους γιά τά γεγονότα της Τριπολιτσάς. Οι ΄Ελληνες εθελοντές, όντας ενημερωμένοι γιά τά τεκταινόμενα στήν Ευρώπη, απάντησαν υπενθυμίζοντας τίς αγριότητες τής δικής τους επανάστασης, εκεί όπου η λαιμητόμος έκοβε καθημερινώς δεκάδες κεφάλια. "Μετά τήν δι 'εφόδου γενομένην πτώσιν τής Τριπολιτσάς, οι προύχοντες τών Ελλήνων μετά τού Θεοδώρου Κολκοτρώνη, αφ' ού πρώτον εξησφάλισαν εις ιδιαίτερον κατάλυμα όλην τήν οικογένειαν τού Χουρσίτ Πασσά καί τού Μεχμέτ Πασσά, τόν Καϊμακάμην, τόν Κεχαγιάμπεην, τόν Μπινά Εμίνην, τόν Μουσταφά μπέην, τόν Σιέχ Νετζίπ εφέντη καί άλλους μερικούς εκ τών επισημοτέρων Οθωμανών διά νά μή παρενοχλώνται παρ' ουδενός, παρά πάσαν ελπίδα, κατά τήν νύκτα εφάνη πυρκαϊά εις τό παλάτιον, τό οποίον ολοσχερές έγινε παρανάλωμα τού πυρός ομού μέ έν πλήθος εν αυτώ κειμένων επίπλων... Οι Οθωμανοί καίτοι κυριευθέντες δι εφόδου παρά τών Ελλήνων, έμενον πάντοτε εις τάς δοξασίας των ότι είχον μέχρι τής εποχής εκείνης τούς ΈΈλληνες υποχειρίους των, εν ώ καί εθεώρουν εαυτούς μέν αόπλους, τούς δέ ΈΈλληνας ωπλισμένους, μέ τήν αυτήν οθωμανικήν υψηλοφροσύνην καί οίησιν κακομετεχειρίζοντο τούς ΈΈλληνας. Εάν
404
ήθελον νά είπωσι περί οποιασδήποτε υποθέσεως εις τούς ΈΈλληνας τί, εφώναζον αυτούς μέ τό θηριώδες εκείνο ύφος τών: "μπρέ Ρωμιέ", "μπρέ γκιαούρ, μπρέ σκύλε", "φέρε νερό", "φέρε ψωμί"... Αμβρόσιος Φραντζής - Επιτομή Ιστορίας τής αναγεννηθείσης Ελλάδος, Τόμος Β' Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) - Βίοι Πελοποννησίων ανδρών Αναγνωσταράς (Αναγνώστης Παπαγεωργίου) ΉΉτον εκ τής Πολιανής Μεσσηνίας, καί παλαιός κλέφτης. Πρό τής επαναστάσεως μετέβη εις τήν Ρωσσίαν πρός αντάμωσιν τού Καποδιστρίου καί τού Αλεξάνδρου Υψηλάντου καί λοιπών εταίρων. Η εκεί μετάβασίς τού ωφέλησε πολύ, διότι εβεβαίωσε τήν κατάστασιν τών πραγμάτων τής Πελοποννήσου καί τήν δύναμιν αυτής, διαφωτίσας καί εμψυχώσας τούς εκεί αδελφούς, ο Αναγνωσταράς εχρημάτισε καί ως ταγματάρχης εις τά εν Επτανήσω τάγματα. ΉΉτο περίφημος διά τούς τρόπους τού καί τήν ικανότητά τού εις τό πείθειν καί ραδιουργείν επιτηδείως. Μετέβη δέ καί εις τάς νήσους ΎΎδραν καί Σπέτσας, ενεργών τά χρέη τά αποστολικά. Κατά δέ τήν έκρηξιν τής επαναστάσεως ευρέθη εις τάς Καλάμας, όπου επήραν τούς ολίγους Τούρκους μετά τών άλλων καί έπειτα ετράβηξε διά τάς επαρχίας Τρυφυλλίας καί Ολυμπίας γενικεύων τήν επανάστασιν καί παρακινών τούς κατοίκους νά λάβουν τά όπλα. Εκεί δέ ήσαν καί άλλοι καπεταναίοι μεταξύ τών οποίων ο Φλέσας, ο Κεφάλας, ο Παπατσώνης καί λοιποί. Ούτοι δέ όλοι ήλθον εις τήν πολιορκίαν τής Καρύταινας, άγοντες υπέρ τάς 2500 στρατιώτας. Ελθούσης δέ βοηθείας εκ Τριπολιτσάς, η πολιορκία διελύθη καί οι ΈΈλληνες εσκορπίσθησαν εκείθεν. Ο δέ Αναγνωσταράς υπήγε εις Στεμνίτσαν, μετ' άλλων καπεταναίων καί εκείθεν ετράβηξε διά τό Λεοντάρι. ΈΈπειτα ήλθεν εις τό Βαλτέτσι όπου καί πολλοί συνηθροίσθησαν. Ελθόντες δέ εκεί οι Τούρκοι επολέμησαν μέ τούς ΈΈλληνας. Μετά ο Αναγνωσταράς ανεχώρησεν εκείθεν εις τά μεσσηνιακά φρούρια, όπως τακτοποιήση τά τής πολιορκίας. Εκεί δέ ευρισκόμενος καί μαθών τήν έλευσιν τού πρίγκηπος Δημητρίου Υψηλάντου, υπήγεν εις τό Αργος πρός υποδοχήν του. Μετά ταύτα ήλθεν εις τά Τρίκορφα διά τήν πολιορκίαν τής Τριπολιτσάς μετά τού Υψηλάντου, τόν οποίον παρηκολούθει αναχωρήσαντα εις Καλάμας από τά Βέρβαινα. Ο Αναγνωσταράς έμεινε καθ' όλην τήν πολιορκίαν τής Τριπολιτσάς καί μετά τήν άλωσιν αυτής ανεμίχθη εις τά πολιτικά πράγματα. Απαντα Κολοκοτρώνη Α' Τουρκοκρατία-Βενετοκρατία Σχόλια γιά τήν σφαγή στήν Τριπολιτσά
405
Σχετικά μέ τήν σφαγή τών μουσουλμάνων στήν Τριπολιτσά καί τήν ολοσχερή εξόντωσή τους κυκλοφορούν στό διαδίκτυο πολλά σχόλια τά οποία παίρνουν αφορμή από αυτό τό γεγονός, γιά νά χαρακτηρίσουν τήν επανάσταση τού 1821, ως μία εθνικιστική επανάσταση η οποία είχε ως στόχο τήν γενοκτονία τών μουσουλμάνων στό Μοριά. Τά σχόλια αυτά, παλαιότερα τά διάβαζα σέ τουρκικούς ιστότοπους, οι οποίοι σάν κύριο καθήκον τούς αφ' ενός είχαν τήν ωραιοποίηση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφ' ετέρου τόν χαρακτηρισμό όλων τών εξεγέρσεων πού έγιναν στά Βαλκάνια, ως φάσεις γενοκτονίας τών μουσουλμάνων. Οι Τούρκοι όντας αμετανόητοι γιά τό παρελθόν τους κάνουν καλά τή δουλειά τους. Τ ό θέμα είναι ότι εν έτει 2012, οι ίδιες απόψεις έχουν αντιγραφεί σέ πολλούς ελληνόφωνους ιστότοπους. Κάνοντας μία έρευνα διαπίστωσα ότι οι κύριοι αυτών τών ιστότοπων τυγχάνει νά δηλώνουν άπαντες, οπαδοί τής αριστερής ιδεολογίας. Γενικά έχουμε μία ταύτιση απόψεων τών Ελλήνων αριστερών μέ τούς Τούρκους κεμαλικούς, τόσο γιά τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας όσο καί γιά τήν περίοδο τών νεότουρκων. Οι αριστεροί, κυρίως τού ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούν τήν ελληνική επανάσταση ώς γενοκτονία τών μουσουλμάνων, υιοθετώντας τήν τουρκική άποψη. Θά μπορούσαν άραγε νά χαρακτηρίσουν τήν γαλλική επανάσταση, η οποία προηγήθηκε καί όπου έγιναν ανήκουστες σφαγές καί εκτελέσεις αθώων σάν μία γενοκτονία; Γιατί παραβλέπουν τό γεγονός ότι οι σκλάβοι χωρικοί, όντας σέ εξαθλιωμένη κατάσταση τόσων αιώνων, αργά ή γρήγορα θά ξέσπαγαν σέ σφαγή εναντίον τών τυράννων τους, όπως έγινε στήν γαλλική ή στήν ρωσική επανάσταση; Καί έγιναν σφαγές όχι μόνο στήν Τριπολιτσά, αλλά καί στήν πλειοψηφία τών τουρκικών κάστρων πού έπεφταν σέ ρωμαίϊκα χέρια καί τά οποία φυσικά θά καταγραφούν στίς σελίδες αυτές, δεδομένου ότι αυτό πού είναι αληθινό είναι καί εθνικό. Αν πάμε στήν περίοδο τής γερμανικής κατοχής θά δούμε ότι οι ομοϊδεάτες τους, οι τότε ελασίτες διέπραξαν αμέτρητες δολοφονίες καί βασανιστήρια σέ όσους Γερμανούς έπιαναν αιχμαλώτους, γιά νά τούς εκδικηθούν γιά μία κατοχή η οποία είχε διάρκεια μόλις τρία χρόνια. Ούτε τό παραμικρό ίχνος ελέους δέν έδειχναν στούς τραυματίες Γερμανούς, όπως έγινε καί στά Καλάβρυτα, μέ αποτέλεσμα οι Γερμανοί νά ξεσπάσουν στούς αθώους κατοίκους τής πόλης. Αυτά όμως η Αριστερά τά αποκρύπτει μέ τρομερή επιμέλεια καί εάν έγιναν δικαιολογούνται, διότι έγιναν κατά ενός βάρβαρου καί φασίστα κατακτητή! Τά εγκλήματα τής τρίχρονης γερμανικής κατοχής προβάλλονται, μόνο καί μόνο επειδή εξυπηρετείται η ιδεολογία τής Αριστεράς ενώ δικαιολογείται κάθε βαρβαρότητα από τήν μεριά τών Ελασιτών.
406
Τά πολλαπλάσια εγκλήματα τής οθωμανικής κατοχής η οποία διαρκεί από τόν 14ο αιώνα, έχουν εξαφανιστεί τελείως καί φυσικά έπαψαν νά διδάσκονται στά ελληνικά σχολεία, τά οποία από τό 1981 καί μετά ελέγχονται πλήρως από τούς συνδικαλιστές τής Αριστεράς. Τί νά πούμε γιά τήν δικτατορία των συνταγματαρχών! Τό μίσος τους ξεχειλίζει, γιά ένα καθεστώς τό οποίο δέν εκτέλεσε κανέναν καί διήρκησε μόλις επτά χρόνια. Καί φυσικά, τό δικό τους μίσος τό δικαιολογούν, όπως δικαιολογούν καί τίς δολοφονίες πού διέπραξαν οι δικές τους τρομοκρατικές ομάδες. Αλλά δέν δικαιολογούν τήν εκδίκηση γιά τά μαρτύρια αιώνων πού υπέστησαν οι φτωχοί ραγιάδες από τούς μπέηδες καί τούς αγάδες. Δικαιολογούν μόνο ό,τι εξυπηρετεί τήν αρρωστημένη ιδεολογία τους! Φτάνουμε στό "δια ταύτα". Εϊναι τυχαίο ότι οι τουρκικές απόψεις εκφράζονται μέσα από τήν Αριστερά τού ΣΥΡΙΖΑ καί τών αναρχικών; ΌΌχι φυσικά, διότι οι Τούρκοι τίποτα δέν αφήνουν στήν τύχη. Πληρώνουν αδρά γιά νά επικρατήσουν οι απόψεις τους καί η πολιτική τους. Τό έχουν αποκαλύψει οι αμερικάνικες εφημερίδες γιά πλήθος γερουσιαστών οι οποίοι επ' αμοιβή καί μόνο επ 'αμοιβή υποστηρίζουν τήν άποψη ότι ουδέποτε έγινε γενοκτονία τών Αρμενίων. Από τή μία η Τουρκία χρηματοδοτεί αδρά. Από τήν άλλη οι Αριστεροί έχουν μία λατρεία στό χρήμα καί στόν καπιταλιστικό τρόπο ζωής, όπως φαίνεται από τόν τρόπο πού ζούν οι αριστεροί δημοσιογράφοι, οι αριστεροί γελωτοποιοί, οι αριστεροί πολιτικοί, οι αριστεροί συνδικαλιστές, οι αριστεροί πανεπιστημιακοί. ΈΈτσι επετεύχθη η σύζευξη. Η Τουρκία στρατολόγησε κυρίως από τόν "προοδευτικό" χώρο τούς πράκτορές της, οι οποίοι θά ωραιοποιήσουν τήν οθωμανική τυραννία, θά ενοχοποιήσουν τούς ΈΈλληνες επαναστάτες, θά μάς πείσουν γιά τήν ελληνοτουρκική φιλία (τήν οποία τήν ξεκίνησαν ΈΈλληνες αναρχικοί καί έγινε τό σύμβολο τής πολιτικής ζωής τού τόπου) καί θά τελειώσουν τό έργο τους μέ τήν συνεκμετάλλευση τού Αιγαίου, τήν απόδοση τής δυτικής Θράκης καί τής υπόλοιπης Κύπρου στούς "νόμιμους" κατόχους τους, τήν ανέγερση τζαμιών, τόν περαιτέρω εποικισμό τής πατρίδος μας μέ μουσουλμάνους μετανάστες καί λοιπά καί λοιπά. Η επικράτηση τών νεο-οθωμανών θά γίνει μέ τό χρήμα, τήν προπαγάνδα, τίς επενδύσεις, τήν πειθώ, τήν επιμονή καί τήν προδοσία εκ μέρους μας. Ξαναζούμε τόν δοσιλογισμό, τήν συνεργασία μέ τόν κατακτητή, τή φιλία μέ τόν Αττίλα καί τόν γενιτσαρισμό. Καλυμμένα όλα μέ ένα πέπλο προοδευτικό, δημοκρατικό, αντιρατσιστικό, πολυπολιτισμικό. Ξαναζούμε τήν προπαγάνδα καί τήν διαστρέβλωση μέ αποκορύφωμα τήν εκπομπή στό κανάλι τού εργολάβου, η οποία έδωσε συγχωροχάρτι στόν κατακτητή τής πατρίδας μας καί στόν γενοκτόνο τών παππούδων μας,
407
αποκρύπτοντας επιμελώς τίς τουρκικές θηριωδίες τής οθωμανοκρατίας, ώστε νά φανεί τελειώς αδικαιολόγητη η εξέγερση τών χριστιανών έναντι τών μουσουλμάνων. Οι επιλεκτικώς αλληλέγγυοι καί οι κατ' εφημισμό δημοκράτες τής Αριστεράς πού δημιούργησαν αυτή τήν εκπομπή στό κανάλι Σκάϊ, μέ τό αζημίωτο φυσικά, απλώς ψάχνουν νά φάνε ζωντανούς όσους διαμαρτύρονται γιά τούς εποίκους - μετανάστες πού στέλνει η Τουρκία, όσους υπενθυμίζουν τίς σφαγές τού ΕΛΑΣ καί τού Δημοκρατικού Στρατού, όσους δίνουν συγχωροχάρτι στήν χούντα τών συνταγματαρχών, όσους ψήφισαν Χρυσή Αυγή καί όσους τέλως πάντων πρεσβεύουν κάτι διαφορετικό από αυτούς. Οι πάμπλουτοι δημοσιογράφοι τής Αριστεράς, έθεσαν τά πρότυπα τά οποία πρέπει νά ακολουθήσει ο απαίδευτος ελληνικός λαός. Συνεπώς είναι δημοκράτης όποιος εκθειάζει τόν Κεμάλ καί φασίστας όποιος εκθειάζει τόν Παπαδόπουλο. ΉΉταν φιλόξενα τά στρατόπεδα θανάτου τού Στάλιν (γκουλάγκ) καί απάνθρωπα τού Χίτλερ. ΌΌποιος αμφισβητεί τήν γενοκτονία τών Χριστιανών είναι δημοκράτης καί αντιρατσιστής, όποιος αμφισβητεί τήν γενοκτονία τών Εβραίων είναι φασίστας καί ρατσιστής. ΉΉταν καλός ο Βελουχιώτης καί κακός ο Πατακός. Πρέπει νά ξεχάσουμε τά εγκλήματα τών Τούρκων καί νά μήν ξεχάσουμε ποτέ τών Γερμανών. Βγάζουμε από τά σχολικά βιβλία ό,τι θίγει τούς Οθωμανούς καί αφιερώνουμε στά σχολικά βιβλία περισσότερες σελίδες γιά τό Πολυτεχνείο τού 73, απ' ό,τι γιά τήν Επανάσταση τού 21. Πρέπει νά θυμόμαστε τήν Μακρόνησο ενώ ταυτόχρονα πρέπει νά ξεχνάμε τήν τρύπα τού Φενεού καί τής Τατάρνας. Historical sketch of the Greek revolution - Samuel Howe (Σφαγή στήν Τριπολιτσά) This was immediately known in tbe town, and the inhabitants seeing their fate approaching, endeavoured to provide for it: a deputation was accordingly sent, consisting of the Chiefs and principal Agas of the place, to demand terms of capitulation. What must have been the feelings of these men! born and reared in the lap of luxury, passing their lives in the indolent enjoyment of every thing wealth could procure, and surrounded by slaves whose law was their slightest nod; they now came, clothed indeed in silk and ermine, and glittering with gold; but with downcast looks, and almost breaking hearts, to demand their lives from those infidel dogs, whom they had always considered as inferiors and treated as slaves. The effect was instantaneous: a wild rush was made from all sides, the walls were scaled almost without opposition; the gates were opened, and a confused mass of soldiers pouring in, shot, or hacked down
408
all the Turks they met. Some streets, indeed, were fiercely disputed with the pistol and yataghan; musketry rattled from the windows, and grape was showered down from the cannon of the citadel. But the Albanians, upon the strength of the separate treaty they had made, shut themselves in the court of the Pashas's palace, and made no resistance. The Commander, Mohammed Bey, shut himself up with several followers in the little citadel: another body fled from the town and attempted to escape, but forty of them only passed the defiles. Those who remained resisted indeed most furiously, but without plan or union, and they were soon put down; resistance was over, but havock ceased not. It is useless here to follow the sickening task of detailing the horrors of the scene; suffice it to say, that Tripolitza suffered all the miseries of a town taken by storm. The bodies of 5000 Turks choked up the streets, and those of several hundred Greeks showed that resistance had been desperate. The next day the Albanians marched off, their arms procuring them respect; and they regained their country unmolested. Mohammed Bey and the Turks who had taken refuge in the citadel, were without water, and surrendered unconditionally. Colocotroni and some chosen followers entered it, and kept themselves shut up for three days, making arrangements for the transportation of the treasure which they found there. During all this time die work of slaughter had not ceased - many Turks shut up in their houses, defended themselves singly, and it was often necessary to burn them out; a few women, whose beauty made them valuable, some children, and the men of distinction, among whom was Kiamil Bey of Corinth, were all that were spared. Thus, between famine and the sword, 15,000 Turks perished in Tripolitza. Gordon Thomas - History of the Greek Revolution (Περί πολιορκίας τής Τριπολιτσάς) The wars and campaigns arising from struggles of the Greek patriots in emancipating their country from the Turkish yoke. In the end of August the Greeks obtained a marked advantage over the Kihaya-bey, who issued out of the city with a body of cavalry and many sumpter-mules, in order to carry off maize from a village called Grana (Γράνα), on the side of Mantinea, and a league and a half from Tripolizza. Encountered with valour and judgment by Captain Manolaki of Prasto, who commanded there, the Turks were beginning to retreat with the grain they had reaped, when Colocotroni came up and fell upon them at the head of 500 men, while Anagnostoras threw himself on their line of retreat; thus encircled, they were entirely defeated, and would hardly have been able to re-enter Tripolizza, if a reinforcement had not sallied out to support them. Colocotroni returned to the camp in triumph, having an hundred Mussulman heads borne before him, and all the mules with their loads remained in the hands of the insurgents... A few days after, Colocotroni adopted a measure that effectually ruined the
409
cavalry of the besieged. They were accustomed to send out their horses every morning to pasture, covered by a detachment, posted in a village 1200 yards from the town, within whose walls both the horses and their guard passed the night: Colocotroni having established himself before daybreak in the village, with an hundred men, the Turks, when they came out as usual, finding it occupied, quietly turned back without a thought of retaking it, and henceforth their horses, restricted to the withered herbage at the bottom of the rampart, either died or became unserviceable: the Greeks, not at all afraid of their enemies on foot, then closely invested the city... A chain of little heights runs from the base of Trikorpha to within 200 yards of the citadel, and at their extremity is a natural breastwork of rocks; behind these were stationed 800 of Yatrako's troops, who from thence fired musketry into the Turkish embrasures. On the same crest of the eminence were placed two batteries, one of two 18pounders, to batter the wall, and another of three fieldpieces to oppose sorties. At the centre of the ridge Raybaud excavated a sort of square redoubt, where he planted the two mortars, which after infinite pains he had unspiked, and mounted on beds formed of enormous trunks of trees linked with bands of iron. At length, everything being ready, the bombardment commenced in the middle of September, and a few shells were thrown daily. If those projectiles did little harm to the enemy, they at least amused and delighted the soldiers, tired of a protracted blockade, and exposed to the autumnal storms of that lofty region. The Turks scarcely returned the fire of the Hellenic artillery: their ammunition was scanty, and famine and disease made such havoc amongst them, that numbers came out to the Greeks, preferring the chance of immediate death to a lingering agony... Some Turkish sentinels having, for the sake of buying grapes, imprudently suffered a few Greeks to approach the wall, the latter suddenly climbed up, and were followed by Captain Kefalas and his company, who seized a tower near the gate of Argos, and erected a flag there. As soon as the cross in their standard was seen from the camp, a general movement took place; every one rushed to the assault, the ramparts were scaled, the sole gate that the Turks had not walled up burst open, and the whole army poured in, amidst a heavy discharge of musketry, and a fire from the cannon of the citadel, which the gunners pointed against the town. A scene ensued of the most horrible description: The conquerors, mad with vindictive rage, spared neither age nor sex - the streets and houses were inundated with blood, and obstructed with heaps of dead bodies. Some Mohammedans fought bravely, and sold their lives dear, but the far larger proportion was slaughtered without resistance. In this confusion, Elmaz Bey, at the head of his Albanians, retired into the court of the Pasha's palace, and claimed performance of the stipulations he had entered into with the assailants. Unwilling to reduce to despair so strong a body of good troops, the latter permitted them to march forth, and establish their quarters in that part of the camp previously occupied by Colocotroni. The Turks of distinction, assembled
410
at the residence of the Kihayabey, were taken prisoners, and put under a guard. Colocotroni, and the other Peloponnesian generals, arriving on horseback after the city was already forced, in vain endeavoured to restore order. Δοκίμιον ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος (1859) Πάτραι (Μάϊος 1821) Η δέ κατάστασις τών περί τάς Πάτρας τοιαύτη ήν. Μετά τήν πρώτην παρά τού Ιουσούφ πασσά γενομένην διάλυσιν τής πολιορκίας τούτων, συνεστήθησαν μόλις από τής 12η Μαΐου προφυλακαί τινες πόρρωθεν, αφ' ού ενηργήθη υπό τού μητροπολίτου Γερμανού η δέουσα εκ τών πέριξ επαρχιών οικονομία τροφών καί ικανά εκ τής Ζακύνθου απεστάλησαν πολεμοφόδια παρά τής εφορείας. Μετά τήν εκείθεν υποχρεωτικήν αναχώρησιν τού Διονυσίου Ρώμα καί Φλαμπουριάρου αντιπροσώπευον αυτήν οι επίσης διακεκριμένοι επί ελληνισμώ Ιωάννης Στέφανος, Θεόδωρος Λεωνταρίτης, Νικόλαος Καλύβας καί Φίλιππος Καρβελάς. Αι προφυλακαί αύται ετέθησαν εν τή μονή τού Ομπλού υπό τόν Δημήτριον Κουμανιώτην, εν τή Ζωητάδα (Κρήνη) υπό τόν Καρατζάν καί εν τή Περιβόλα υπό τόν Νενέκον Ζουμπατιώτην. Διεύθυνσις γενική ήν ο Γερμανός, φροντιστήριον η Μονή τής Χρυσοποδαρίτισσης (Μοναστήρι τών Νεζερών ή Κάλανου) καί γενικός φροντιστής ο ηγούμενος αυτής Νικηφόρος. Ο δέ Λόντος ετοποθετείτο εν τοίς Σελοίς μετά Αιγιέων καί τών χωρικών τής ανατολικής πλευράς τών Πατρών. Μονομερείς αι προφυλακαί αύται, ουδόλως απέκλειον τούς εν Πάτραις Τούρκους από τε τών πεδινών καί τής παραλίας, δι' ών προεμηθεύοντο ούτοι πάν αναγκαίον. Ο δέ Καρατζάς ετόλμα πολλάκις εισβάλλων νυκτός καί εντός τής πόλεως, φονεύων, αιχμαλωτίζων καί βλάπτων διά παντός τρόπου τούς πολεμίους. ΌΌτε προέβη πλησιεστέρα η πολιορκία τής Τριπόλεως μετά τήν μάχην τού Βαλτετσίου, ο Γερμανός προσεκαλέσατο τούς εν τή Γκιόζα καί Παγκράτι πρίν καί τότε εν τοίς Τρικόρυφοις στρατοπεδεύοντας Ζαήμην καί Χαραλάμπην, ως αναγκαιοτέρους εν ταίς Πάτραις, αλλά καί ούτοι περιωρίσθησαν, όπως προφυλάξωσι τήν επαρχίαν τών Καλαβρύτων από ενδεχομένης επιδρομής τών εν Πάτραις καί διά τούτο αναχωρήσαντες εκ τών Τρικορύφων εναντίον τής γνώμης τού Κολοκοτρώνου, ετοποθετήθησαν εν τοίς χωρίοις τών Δεμεστίχων. κοιμένοις επί τών ορίων Πατρών καί Καλαβρύτων. Τότε καί ο Κανακάρης καί ο Νικόλαος Λόντος εστρατοπέδευσαν εν τοίς Νεζεροίς (σημερινός Κάλανος) μετά τών στρατιωτών Πατρέων.
411
Αναγνωστικά πρίν τήν αριστεροκρατία τού 1974 Αναγνωστικό Γ΄Δημοτικού 1955 ήμερα έχει μεγάλη εορτή τό ΈΈθνος μας. Μιά τού Ευαγγελισμού, Σ γιατί σάν σήμερα ο άγγελος ειδοποίησε τήν Παναγία, ότι θά γεννήση τό Χριστό μας. Καί άλλη, γιατί σάν σήμερα τό 1821 εσηκώθηκαν οι σκλαβωμένοι πρόγονοί μας καί εκτυπησαν τούς τυράννους. Δέκα χρόνια επολέμησαν σκληρά, έχυσαν τό αίμά των, εθυσιάσθηκαν, γιά νά μπορέσουν νά δώσουν στό έθνος μας τήν ελευθερία τού καί νά φυλάξουν τήν πίστι του. Δέν πρέπει νά ξεχάσωμε ποτέ τή θυσία των καί δέν πρέπει νά παύσωμε ποτέ νά λατρευωμε καί μείς τήν ελευθερία καί γι' αυτήν νά θυσιαζώμεθα. Γιατί μόνον έτσι η Πατρίδα μας θά ζη καί θά υπερηφανευεται γιά τά παιδιά της. Τώρα λοιπόν άς εορτάσωμε τή μεγάλη αυτή ημέρα, όπως αξίζει καί άς φωνάξωμε μέ όλη μας τήν καρδιά: Ζήτω η Πατρίδα μας! Αναγνωστικό Ε΄Δημοτικού 1955 Ο Διγενής ψυχομαχεί κ' η γή τόνε τρομάσσει. Β ροντά κι' αστράφτει ο ουρανός καί σειέτ' ο απάνω κόσμος, κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε καί τρίζουν τά θεμέλια, κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση, πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο. Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει, κ' ελάβωσέ τού τήν καρδιά καί τη ψυχή τού πήρε. Αναγνωστικό Ε΄Δημοτικού 1957 Τη υπερμάχω στρατηγώ τά νικητήρια, Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια. Αναγράφω Σοι η πόλις Σου, Θεοτόκε. Αλλ' ως έχουσα τό κράτος απροσμάχητον, κ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον ίνα κράζω Σοι Ε Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε. Πολλές φορές η Κωνσταντινούπολις, η θαυμαστή πρωτεύουσα τής ένδοξης Ελληνικής αυτοκρατορίας, αντιμετώπισε μεγάλους καί φοβερούς κινδύνους καί πολλές φορές εχρειάσθηκε ν' αγωνισθή σκληρά καί νά χύση άφθονο τό αίμα τών παλληκαριών της, γιά νά τούς νικήση. Αναγνωστικό ΣΤ΄Δημοτικού 1955
412
ΌΌταν επήραν τό Ναύπλιο, επήγε ο Αγγλος πλοίαρχος Αμιλτον καί είδε τόν Κολοκοτρώνη. Τού είπε ότι έπρεπε νά ζητήσουν οι ΈΈλληνες συμβιβασμό καί η Αγγλία νά μπή στήν μέση. - Αυτό δέν γίνεται, είπε ξερά ο Κολοκοτρώνης. Ελευθερία ή θάνατος! Εμείς ποτέ συμβιβασμό δέν εκάμαμε μέ τόν Σουλτάνο. Αλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε μέ τό σπαθί καί άλλοι, καθώς εμείς εζούσαμε ελεύθεροι άπό γενιά σέ γενιά. Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμμιά συνθήκη δέν έκαμε. Η φρουρά τού είχε παντοτινό πόλεμο μέ τούς εχθρούς καί δυό κάστρα ήταν άπαρτα. - Ποιά είναι η φρουρά του; Καί ποιά τά κάστρα; - Η φρουρά τού βασιλιά μας είναι οι κλέφτες. Καί τά κάστρα μας η Μάνη, τό Σούλι καί τά βουνά. Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β' Λυκείου 1967 Ο θρήνος τής Πόλης Πόλις, Πόλις πόλεων πασών κεφαλή! Ω Πόλις, Πόλις κέντρου των Ω τεσσάρων τού κόσμου μερών! Ω Πόλις, Πόλις Χριστιανών καύχημα καί βαρβάρων αφανισμοί. Ω Πόλις, Πόλις άλλη παράδεισος φυτευθεισα πρός δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά πάντοτα βρίθουσα καρπούς πνευματικούς! Πού σου τό κάλλος, παράδυσε; Πού σου η των χαρίτων τού πνεύματος ευεργετική ρώσις ψυχής τε καί σώματος; Πού τά τών Αποστόλων τού Κυρίου μου σώματα, έχοντα εν μέσω τό πορφυρούν ιμάτιον, τήν λόγχην, τόν σπόγγον, τόν κάλαμον, άτινα ασπαζόμενοι εφανταζόμεθα τόν εν τώ Σταυρώ υψωθέντα οράν; Γλώσσα Γ' Δημοτικού 2012 (περίοδος αριστεροκρατίας ή νέας τουρκοκρατίας) Στη χώρα μου γίνεται πόλεμος Φύγαμε, γιατί κινδύνευε η ζωή μας. Είδα τό σπίτι μας να καίγεται. Μένω σε ένα προσφυγικό στρατόπεδο. Αμπντουλάχ, Αφγανιστάν. Μου αρέσει τό σχολείο καί τό αγαπημένο μου μάθημα είναι η Μελέτη Περιβάλλοντος. Θέλω να σπουδάσω, όταν μεγαλώσω. Σ αλέμου Αιθιοπία. Ο Μπε προτιμάει τη Γεωγραφία. Μόλις χτυπήσει τό κουδούνι για τό διάλειμμα, ο Μπε καί ο Ντε τρέχουν στις τουαλέτες. Μασαόκα Σίκι, 132 γιαπωνέζικα χαϊκού. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis14.html
413
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΕ' Σούλι Εντός της πολυπολιτισμικής (sic!) καί "ανεκτικής" - όπως τήν αποκαλούν οι τουρκολάτρες τού 2012 - οθωμανικής επικράτειας, έξω από τά Γιάννενα, βρισκόταν η μοναδική δημοκρατική κοινωνία εκείνης της εποχής, τό Σούλι. ΉΉταν ένα κράτος μέσα σέ ένα κράτος, μόνο πού οι κάτοικοί του ήταν ελεύθεροι, υπερήφανοι, εθνικιστές καί ανυπότακτοι. Κάποιοι τούς λένε Αρβανίτες, κάποιοι τούς λένε ΈΈλληνες, τό σίγουρο όμως είναι ότι ήταν Xριστιανοί Oρθόδοξοι πού δέν ανέχονταν νά ζούν κάτω από τή βαρβαρότητα του οθωμανικού ζυγού καί είχαν φτιάξει τέσσερεις αετοφωλιές, τέσσερα χωριουδάκια, τό Κακοσούλι, τή Σαμονίβα, τό Αβαρίκο καί τήν Κιάφα όπου κράτησαν άσβεστη τή φλόγα τής παλληκαριάς καί τής λευτεριάς. Ο Περραιβός ήταν αυτός πού τούς μύησε στή Φιλική Εταιρεία καί έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιά τήν ιστορία τους. «ΌΌστις ανέγνωσε τήν παλαιάν ιστορίαν τής Σπάρτης, αναγνώση δέ καί τήν νέαν τών Σουλλιωτών, θ'απαντήσει, πολλάς ηρωϊκάς πράξεις ανδρών τε, καί γυναικών εφαμίλλους ταίς τών Σπαρτιατών. Τέσσαρα ήσαν τά κύρια καί εκ διαλειμμάτων συστηθέντα ελεύθερα χωρία τών Σουλλιωτών. Τό Σούλλι, η Κιάφα, ο Αβαρίκος καί η Σαμωνίβα ταύτα αυξηθέντα διά τής ελευθερίας, ομονοίας καί τής ανδρείας τών συμπολιτών εγνωρίσθησαν εκ διαλειμμάτων ισχυρά καί κύρια τών κατωτέρω τουρκοχωρίων. Εις τά τέσσαρα ταύτα χωρία υπάρχουσι διάφοροι φυλαί, φάραι κοινώς ονομαζόμεναι. Εις το Σούλλι κατώκουν τετρακόσιαι πεντήκοντα οικογένειαι, φυλαί δε αι εξής: Τζαβελλάται, Βοτζαράται, Δρακάται, Δαγκλιάται, Κουτζονικάται, Καραμπινάται, Μπουτζάται, Σεάται, Καλογεράται, Ζαρμπάται, Βελιάται, Θανασάται, Κασκαράται, Τοράται, Μαντζάται, Παππαγιαννάται, Βασιάται, Τοντάται, Σαχινάται, Παλαμάται, Ματάται, Μπουζμπάται. Εις την Κιάφαν, οικογένειαι ενενήκοντα, φυλαί δε τέσσαρες: Ζερβάται, Νικάται, Φωτάται, Πανταζάται. Εις τον Αβαρίκον οικογένειαι εξήκοντα πέντε, φυλαί τρείς: Σαλαράται, Μπουφάται, Τζιορίται. Εις την Σαμωνίβαν, οικογένειαι πεντήκοντα φυλαί τρείς: Μπεκάται, Δαγκλιανάται, Ηράται. Ουδένα νόμον γραπτόν, ούτε δικαστήριον τακτικό είχον οι Σουλλιώται, αλλά, δια τήν εσωτερικήν ευταξίαν, καί πειθαρχίαν, όταν τις τών πολιτών ήθελε πράξη τι αμάρτημα, συνήρχοντο οι προεστώτες τών φυλών, εξέταζον τήν υπόθεσιν καί εξέδιδον τήν απόφασιν προφορικώς, εις τήν οποίαν άνευ προφασιολογίας ώφειλεν ο καταδικασθείς νά υπακούση, τουναντίον, υποχρεούτο η φυλή του νά εκτελέση τήν απόφασιν δια της βίας. Ούτε τέχνην, ούτ' εμπόριον μετεχειρίζετο τις εξ
414
αυτών, τό μόνον καί κύριον επάγγελμάν των είναι η κτηνοτροφία. ΌΌλη η σπουδή καί αφοσίωσις των παιδιόθεν περιστρέφεται εν τοίς όπλοις, τά οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγωντες καί κοιμώμενοι δέν αμελούσι. Τό περιεργότερον, ότι καί διάφοροι γυναίκες φέρουσιν όπλα καί πολεμούσι. ΌΌταν οι άνδρες μάχωνται, αυταί φέρουσι κατόπιν αυτών επ' ώμων τροφάς, πολεμοφόδια καί πάν ότι αναγκαιοί.» Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου Η Δημοκρατία του Σουλίου είχε Γερουσία πού δίκαζε σύμφωνα μέ τό βυζαντινό δίκαιο τού Αρμενόπουλου, είχε Εκκλησία τού Δήμου πού συνεδρίαζε στόν Αη Δονάτο όταν επρόκειτο νά ληφθεί σοβαρή απόφαση πού αφορούσε σέ πόλεμο καί τέλος είχε τόν Πολέμαρχο ο οποίος ήταν ή ένας Μπότσαρης ή ένας Τζαβέλλας μέ τό πολεμικό του συμβούλιο. Η παντοδυναμία τών Σουλιωτών είχε ως αποτέλεσμα νά εξουσιάζουν πάνω από εκατό γειτονικά χωριά καί νά εισπράττουν από αυτά φόρο υποτελείας. Η ιστορία τού Σουλίου ξεκινά περίπου τόν 15ο αιώνα, όταν μετά τήν κυρίευση τών Ιωαννίνων καί τής Αρτας, ολόκληρη η ΉΉπειρος υποδουλώθηκε στούς Τούρκους. Δέν είχαν περιέλθει στήν τουρκική κυριαρχία τά παράλια τής Ηπείρου, η Πάργα, τό 'Ακτιο καί η Βόνιτσα, πού τά κατείχαν οι Ενετοί. Η δέ Χειμάρρα καί τό Σούλι δέν υποτάχθησαν σέ κανένα κατακτητή. Ειδικά οι Σουλιώτες καθόλη τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας βρίσκονταν σέ κατάσταση πολέμου καί αντιμετώπιζαν πάντα μέ επιτυχία τίς αλλεπάλληλες επιθέσεις τού οθωμανικού στρατού. «Οι πρώτοι κάτοικοι τού Σουλίου ήσαν αλβανικής φυλής καί ελάλουν τήν αλβανικήν γλώσσαν. Μετ' ού πολύ όμως συνεμίγησαν μετ' αυτών καί ΈΈλληνες εκ τών πλησιοχώρων καί διά τής επιμιξίας ταύτης κατά τά τελευταία έτη ελάλουν μάλλον τήν ελληνικήν ή τήν αλβανικήν γλώσσαν. Οι Σουλιώτες υπήρξαν μαχιμώτατοι άνδρες, ως καί οι γυναίκες αυτών είχον τά αυτά μέ τούς άνδρας ψυχικά προσόντα. Η μόνη εκπαίδευσις καί ανατροφή αμφοτέρων τών φύλων ήτον η αγάπη τής πατρίδος καί τής ελευθερίας καί τό κατά τών τυράννων μίσος. Επειδή η χριστιανική τού Σουλίου φωλέα εις τά απρόσιτα εκείνα όρη ήτον ού μόνον απειλητική τις διαμαρτύρησις κατά τού οθωμανικού ζυγού, αλλά κατέστη καί άσυλο τών εν ταίς πεδιάσι καταπιεζομένων Χριστιανών, διά τούτο τό Διβάνιον (κυβέρνησις) ώφειλε διά παντός μέσου νά τήν καταστρέψη. ΌΌθεν τώ 1732 διέταξε τόν Ιωαννίτην Χατσί Πασσάν νά εκστρατεύση μετά οκτώ χιλιάδων Οθωμανών κατά τού Σουλίου καί εξοντώση τούς κατοίκους αυτού. Αλλ' ο στρατός εκστρατεύσας κατά τού Σουλίου, ως διετάχθη, πλήν μή τολμήσας νά επιτεθή κατ' αυτού καίτοι πολυάριθμος
415
επανέκαμψεν εις Ιωάννινα άπρακτος. Τώ 1754 ο Μουσταφά πασσάς εξεστράτευσε κατά τού Σουλίου μέ απόφασιν τούτο μέν νά κατερημώση, τούς δέ κατοίκους εξανδραποδίση. Οι δέ Σουλιώται, μαθόντες τών κατ' αυτών επέλευσιν πολυάριθμου εχθρού, ουδόλως εταράχθησαν πεποιθόντες εις τήν ανδρείαν των. ΌΌθεν δράξαντες τά όπλα καί καταβάντες από τάς ακρωρείας, αντιπαρετάχθησαν ανδρείως εις τάς υπωρείας τού όρους καί μάχης συγκροτηθείσης, ενίκησαν νίκην λαμπράν, αποδιώξαντες κακήν κακώς καί μετά μεγάλης ζημίας τόν εισελάσαντα εις τά σύνορα των αγέρωχον Μουσταφάν πασσάν, όστις κατησχυμένος διέχυσεν ο βάρβαρος τήν λύσσαν του κατά τών αθλίων Χριστιανών τών Ιωαννίνων, όντων ομοθρήσκων τών Σουλιωτών! Μόνον τών ανάνδρων καί τών τυράννων είνε ίδιον νά τιμωρώσι τούς αδυνάτους, τούς αθώους καί τούς αόπλους. Τό Σούλι κατέστη προπύργιον, εν ώ ηδύναντο εκ τών καταδυναστευομένων εν ταίς πεδιάσι Χριστιανών νά καταφεύγωσιν οι θέλοντες. Παρήλθον πολλά έτη καθ' ά δέν ετόλμησαν οι διάφοροι σατράπαι τής Ηπείρου, ίνα εκστρατεύσωσι κατά τών Σουλιωτών.» Το Σούλι: ήτοι τα ηρωϊκά θαύματα των Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860) Τό 1772, ο αγάς τού Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσάπαρη ή Τζαπάρκα, επιτέθηκε στούς Σουλιώτες μέ στρατό 9.000 ανδρών. Οι Σουλιώτες είχαν ξεσηκωθεί μαζί μέ τούς Μωραΐτες, κατά τη διάρκεια των ορλωφικών, δεδομένου ότι είχαν λάβει από απεσταλμένο τού Αλεξίου Ορλώφ αρκετά πολεμοφόδια. Ο Τσάπαρης ορκίστηκε ότι θά εξόντωνε τελείως τό Σούλι καί σέ συνεργασία μέ τό δερβέναγα τών Αγράφων Μάλιο Κοζίνα Τόσκα επιτέθηκε στά σουλιοτοχώρια καί κατάφερε νά καταλάβει το Σούλι, ενώ οι Σουλιώτες απεσύρθησαν στή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα. Οι Σουλιώτες τελικά κατάφεραν καί απέκοψαν τόν αγά από τό υπόλοιπο στρατόπεδο καί τόν ανάγκασαν σέ ανακωχή δίνοντας τέλος στήν εκστρατεία του. «Τόν Σουλεμάν Τζαπάρην μέ χιλιάδας 9, μετά τού υιού του καί άλλων τεσσαράκοντα συμμάχων συνέλαβον ζώντας, διότι τό στρατόπεδον τών Τούρκων υπήρχε μέσα εις τό Σούλι, ο δε στρατός ηττηθείς μακράν του Σουλίου, μεταξύ Κιάφας καί Σαμωνίβας καί μή δυνηθείς νά επιστρέψει καί συσσωματωθή μετά τού στρατοπέδου, όπου ήσαν οι αγάδες, διεσκορπίσθη καί ετράπη εις φυγήν, διηρημένος εις μικρά σώματα, τήδε κακείσε. Οι δε αγάδες, μείναντες μετά τινών σωματοφυλάκων, εκλείσθησαν εις τόν εν τώ Σουλίω ναόν του Αγίου Γεωργίου, δια νά αποφύγωσι τόν επικείμενον κίνδυνον. Αλλά κατά τό μεσονύκτιον αναβάντες εις τήν σκέπην του ναού ο Δήμος Δράκος μετ' άλλων δύο, οπήν δέ ποιήσαντες επί τήν σκέπην, έρριψαν δι' αυτής εν τώ ναώ, σμήνος μελισσών. Μή δυνάμενοι νά υποφέρωσι αυτών τά
416
κεντρίσματα, διαπραγματεύθησαν τήν ειρήνην καί δόντες λύτρα χιλίων φλωρίων, ζεριών λεγομένων, απελύθησαν». Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου ΈΈνα χρόνο μετά ο ηγεμόνας τού Δελβίνου Κόκκα Πασάς μέ 4.000 μαχητές επιτέθηκε μέ τήν σειρά του κατά τού Σουλίου, αλλά ηττήθηκε, όπως ηττήθηκε καί ο Μπεκίρ Πασάς πού ακολούθησε μέ 5.000 πολεμιστές. Τήν ίδια τύχη είχε καί ο Χασάν Ιμπραίμ αγάς καί όλοι οι αγάδες καί οι πασάδες πού τόλμησαν νά αμφισβητήσουν τήν ανεξαρτησία τών Σουλιωτών. Δυστυχώς η αγραμματοσύνη τών Σουλιωτών ήταν αυτή πού δέν τούς επέτρεψε νά γράψουν γιά τήν ιστορία τού τόπου τους καί μόνο προφορικώς διεσώθησαν οι μάχες πού έδωσαν, στερώντας μας από τόσες λεπτομέρειες θυσίας καί γενναιότητας. Η προφορική παράδοση τών Σουλιωτών είναι αυτή πού διαψεύδει τούς σύγχρονους (2012) "διανοούμενους" τών πανεπιστημίων τής Ελλάδος καί τής Τουρκίας οι οποίοι προσπαθούν νά μάς πείσουν ότι μέχρι τήν Γαλλική Επανάσταση οι Χριστιανοί ζούσαν αρμονικά καί ειρηνικά μέ τούς μουσουλμάνους καί ότι οι Γάλλοι αστοί επηρρέασαντούς "ευτυχισμένους" ραγιάδες νά ξεσηκωθούν εναντίον τής "ανεκτικής" εξουσίας τού "φιλεύσπλαχνου" σουλτάνου! Αλή πασάς καί Σούλι Εκείνη τήν εποχή αναδείχθηκε μία εκπληκτική καί συνάμα τρομερή μορφή πού σημάδεψε μέ τό πέρασμά της τήν ΉΉπειρο, τήν Αρβανιτιά, τή Μακεδονία, τή Θεσσαλία αλλά καί τή Ρωμιοσύνη ολάκερη. Επρόκειτο γιά τόν Αλή πασά τόν Τεπελενλή, γνωστό καί ως τό λιοντάρι τής Ηπείρου. Ξεκίνησε πάμφτωχος καί κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του αμέτρητους θησαυρούς. Ξεκίνησε άσημος καί κατάφερε νά τόν τρέμουν οι αγάδες καί οι βεζύρηδες. Ξεκίνησε άστεγος καί κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του πλήθος από παλάτια καί σεράγια, γεμάτα μέ γυναίκες καί σκλάβους. Ο Αλής αναδείχθηκε σέ στρατιωτική ιδιοφυΐα αφού κατάφερε νά εκμηδενίσει όλους τούς εχθρούς του, ενώ όντας αγράμματος εξελίχθηκε σέ άριστο διπλωμάτη ξεγελώντας Γάλλους, Αγγλους καί Ρώσσους. Κατάφερε νά κλονίσει ακόμα καί τά θεμέλια τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναγκάζοντας τόν σουλτάνο νά στείλει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες γιά νά τόν αντιμετωπίσουν. ΌΌμως ο δρόμος του πρός τήν δόξα καί τά πλούτη ήταν στρωμένος μέ αμέτρητα κουφάρια, όπως είχε εκμυστηρευτεί καί ο ίδιος στό Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ. Είχε θανατώσει τόσους, αρχίζοντας από τούς στενούς του συγγενείς καί όποιον στήν συνέχεια τολμούσε νά μπεί εμπόδιο στα σχέδιά του, ενώ είχε επινοήσει αμέτρητους τρόπους βασανιστηρίων γιά τά θύματά του. ΌΌταν χαμογελούσε, όλοι πάγωναν
417
γύρω του, γιατί μέ αυτό τό χαμόγελο σφράγιζε τή θανατική καταδίκη κάποιου φίλου ή εχθρού. Οι ταπεινοί υπήκοοί του έτρεμαν όταν τόν συναντούσαν καί γιά νά τόν κολακεύσουν τόν χαιρετούσαν κάπως έτσι: «Υψηλώτατε, μεγαλοπρεπέστατε, ντεβλετλή, μερχαμετλή βεζήρ εφένδη μου, τήν υψηλότητά σου σκλαβικώς προσκυνώ, τόν μεγαλοδύναμον Θεόν παρακαλώ νά σού αυξάνη τό οτζάκι σου μέ ώλλα τά χαϊρλή μουράτια τής καρδιάς σου, αμήν...». Από τά χαρέμια του είχαν περάσει χιλιάδες Ρωμιές καί όταν βαριόταν κάποια από αυτές τήν πάντρευε μέ τό ζόρι μέ κάποιον Γιαννιώτη. Αρνηση τού προξενιού ισοδυναμούσε μέ θάνατο. (Τέτοια τέρατα γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα τό οποίο η κυβέρνηση τής Νέας Δημοκρατίας εξυμνεί μέσα από τά σχολικά βιβλία, μέ συμπαραστάτες τά άλλα δύο κόμματα πού έχουν δηλώσει πίστη στήν παγκοσμιοποίηση, τό ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη καί τόν πραγματικό εξουσιαστή τής ελληνικής κοινωνίας, τό ΣΥΡΙΖΑ. Τέτοια θηρία γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα πού ο βουλευτής τού ΣΥΡΙΖΑ (2012) Τατσόπουλος τό εξυμνεί γιά τήν οικονομική ανάπτυξη καί τήν πρόοδο πού έφερε στούς υπηκόους του!!! Επίσης, ο υμνητής τού Αλή πασά καί αριστερός βουλευτής τού ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι δέν υπήρχαν ΈΈλληνες εκείνη τήν εποχή. Τό ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε από τό τίποτα μετά τήν επανάσταση! Η Τουρκία δουλεύει καί δουλεύει σωστά.) «Αίφνης τώ 1788 διορίζεται σατράπης τών Ιωαννίνων ανήρ, τού οποίου τό όνομα δι' αίματος ανθρωπίνου είνε εγκεχαραγμένον εις τά αιμοβαφή χρονικά τών τυράννων Οθωμανών. Ο ανήρ ούτος είνε ο διαβόητος διά τά κακουργήματά του Αλή πασσάς Τεπελενλής. Ο ανήρ ούτος υπερέβαινε πάντας τούς προκατόχους του κατά τήν θηριωδίαν, τήν δολιότητα καί τήν απάτην. Εν ενί λόγω ο ανήρ ούτος ήτο προικισμένος μ' όλα τά τών δαιμόνων προσόντα. 'Αμα εγκατασταθείς εν Ιωαννίνοις ο Αλής, πρώτον πάντων ενησχολήθη νά περιστείλη τάς επιδρομάς τών Σουλιωτών. Ο Αλής, ει καί κάτοχος τής τέ Θεσσαλίας καί τής Ηπείρου, δέν εθεώρει όμως τήν κυριαρχίαν του ασφαλή, εν όσω οι Σουλιώται υπήρχον εν μέσω τής δούλης Ηπείρου ανεξάρτητοι. Διό καί έβλεπε μέ λύπην τήν ανεξαρτησία τού Σουλίου καί μέ λύσσαν τάς επιδρομάς τών κατοίκων αυτού.» Το Σούλι: ήτοι τα ηρωϊκά θαύματα των Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860) Ο Αλή πασάς είχε βάλει σάν στόχο νά απαλλαγεί από αυτή τήν σφηκοφωλιά πού είχε στό πασαλίκι του καί η πρώτη του σοβαρή προσπάθεια έγινε στά 1792. Ξεκίνησε μέ ένα γράμμα πού έστειλε στούς Σουλιώτες οπλαρχηγούς, καλώντας τους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους
418
γιά νά κτυπήσουν τούς μπέηδες στό Μπεράτι (βυζαντινό Βεράτιον) καί τό Δέλβινο. Πράγματι ο πασάς είχε συγκεντρώσει δέκα χιλιάδες άνδρες μέ πραγματικό στόχο όμως όχι τούς Αλβανούς μπέηδες, αλλά τό Σούλι. «Μολονότι η δύναμις αύτη ήτο μεγάλη, αι ελπίδες τού Αλή δέν εβασίζοντο, ειμή εις τό μόνον σχέδιον τού νά επιπέση αιφνιδίως κατά τών Σουλιωτών. 'Αμα τή αναχωρήσει λοιπόν, δέν εκοινοποίησε τόν αληθινόν αυτού σκοπόν, αλλά διέδωκε τήν φήμην ότι έμελλε νά προσβάλη τήν πόλιν Αργυρόκαστρον, οι μπέηδες τού οποίου είχον άλλοτε χρηματίσει εχθροί. Ενώ τούτο ήτο τό μελετώμενον σχέδιον, αυτός προσεπάθει νά αποκοιμίση τούς Σουλιώτας καί νά αφαιρέση μέρος τής ιδίας αυτών δυνάμεως, εγκωμιάζων τήν ανδρείαν αυτών, καί προσκαλών αυτούς ίνα συνεργασθώσι διά τήν εκστρατείαν, κατέφυγε δέ εις τό δι' επιστολής στρατήγημα. "Φίλοι μου καπετάν Μπότσαρη καί καπετάν Τσαβέλλα, εγώ ο Αλή Πασάς σάς χαιρετώ καί σάς φιλώ τά μάτια. Επειδή καί εγώ ξεύρω πολλά καλά τήν ανδραγαθίαν σας καί τήν παλληκαριάν σας, μού φαίνεται νά έχω μεγάλην χρείαν από λόγου σας. Λοιπόν μή κάμετε αλλέως, αλλά ευθύς οπού λάβετε τήν γραφήν μου νά ελθήτε νά μέ εύρετε διά νά πάγω νά πολεμήσω τούς εχθρούς μου. Ο λουφές σας θέλει είναι διπλούς απ' όσον δίδω εις τούς Αρβανίτας, διατί καί η παλληκαριά σας ξεύρω πώς είνε μεγαλειτέρα από τήν ιδικήν τους..." "Εις τήν αφεντιά σου Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν. Ελάβαμεν τό γράμμα σου καί εκαταλάβαμεν τά γραφόμενά σου. Λοιπόν σού στέλνομεν ιμντάτι, όπου μάς ζητάς 70 παλληκάρια μέ τόν καπετάν Λάμπρον Τζαβέλλαν καί τόσοι είνε αρκετοί εις κάθε νίκην σου καί οι άλλοι μένουν εδώ εις τό Σούλι διά φύλαξίν του καί εις κάθε ενάντιο. Ταύτα καί καλή αντάμωσι νά μάς δώση ο Θεός..."» Ιστορία τού Αλή πασά - Τρύφων Ευαγγελίδης (1896) Οι Σουλιώτες μόλις έλαβαν τήν επιστολή, μαζεύτηκαν στόν Aη Δονάτο, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία τού Δήμου, καί μέ προεδρεύοντα τό Γιώργο Μπότσαρη, αποφάσισαν νά στείλουν μικρή δύναμη εβδομήντα ανδρών στόν Αλή, ώστε καί νά τού ικανοποιήσουν τήν επιθυμία αλλά ταυτόχρονα νά μήν αδυνατίσουν τό Σούλι από μαχητές. Πράγματι τό μικρό σώμα τών Σουλιωτών, μέ αρχηγό τόν Λάμπρο Τζαβέλα καί τό νεαρό γιό του Φώτο, ενώθηκε μέ τίς δυνάμεις τού πασά στή Ζήτσα. Ο πονηρός πασάς αγκάλιασε φιλικά τόν Τζαβέλα καί αφού γλέντησαν, αποφάσισαν νά γίνουν αγώνες στό πήδημα καί στό λιθάρι, μεταξύ των Τουρκαλβανών τού Αλή καί τών Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες άφησαν τά όπλα τους καί άρχισαν νά αγωνίζονται, μέχρι πού αφοπλισμένους πλέον τούς συνέλαβε ο Αλής, μέ εξαίρεση έναν Σουλιώτη ο οποίος πρόλαβε καί βούτηξε στό κρύο ποτάμι καί παρά τίς δεκάδες
419
σφαίρες πού τού έριξαν, κατάφερε νά φτάσει στόν Γιώργο Μπότσαρη καί νά τόν ειδοποιήσει γιά τόν κίνδυνο πού πλησίαζε. Ο Αλής σίγουρος ότι ο Σουλιώτης είχε πνιγεί, ορκίστηκε "δέν θά μέ γλυτώσουν τά σκυλιά, θά τούς ψήσω ησαλάχ (Θεού θέλοντος) ζωντανούς σάν τόν Τσαούς πρίφτη (Χριστιανός από τό Χόρμοβο) γυναίκες καί παιδιά καί τό Σούλι θά τό κάμω σάν τό Χόρμοβο, χόρτο νά μή φυτρώση." Οι Τουρκαλβανοί μπήκαν στά έρημα Σουλιωτοχώρια αλλά δέχτηκαν βροχή από σφαίρες. Ο αιφνιδιασμός είχε αποτύχει. Απελπισμένος ο Αλής έβγαλε τόν Λάμπρο Τζαβέλα από τό μπουντρούμι καί τάζοντάς του χιλιάδες γρόσια, τόν κάλεσε νά πάει στούς συμπατριώτες του γιά νά τούς πείσει νά παραδοθούν. Ο Τζαβέλας έδωσε "μπέσα" αλλά φθάνοντας στό Σούλι, έκανε ακριβώς τά αντίθετα, οργανώνοντας περαιτέρω τήν άμυνα καί εμψυχώνοντας τους αδελφούς του. «Αλή πασά, χαίρομαι οπού εγέλασα ένα δόλιον· είμ' εδώ νά διαφεντεύσω τήν Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέφτην σάν κι εσένα. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τόν εκδικήσω πρίν αποθάνω. Κάποιοι Τούρκοι καθώς εσύ θέλουν ειπή ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας μέ το νά θυσιάσω τόν υιόν μου διά τόν εδικόν μου λυτρωμόν. Αποκρίνομαι ότι εάν εσύ πάρεις τό βουνόν (τό Σούλι) θέλεις σκοτώσει καί τόν υιόν μου μέ τό επίλοιπον τής φαμελίας μου καί τούς συμπατριώτας μου. Τότε δέν θά ημπορέσω νά εκδικήσω τόν θάνατόν του· αμμή αν νικήσωμεν θέλει έχω καί άλλα παιδία, η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο υιός μου νέος καθώς είναι δέν μένη ευχαριστημένος ν' αποθάνη διά τήν πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος νά ζήση καί νά γνωρίζηται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν, άπιστε. Είμαι ανυπόμονος νά εκδικηθώ καί νά πιώ τό αίμα σου. Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας» Στίς 20 Ιουλίου 1792, ανήμερα τού Αη Λιά, χιλιάδες Τουρκαλβανοί μέ αρχηγό τόν Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκαν μέ αλαλαγμούς εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν, καθ' υπόδειξη τού Γιώργου Μπότσαρη, εγκαταλείψει τό Σούλι, τή Σαμωνίβα καί τό Ναβαρίκο καί είχαν οχυρωθεί στήν απρόσιτη Κιάφα. Μάλιστα, σέ μία νυχτερινή τους έφοδο 300 Σουλιώτες επιτέθηκαν στή μεγάλη σκηνή πού είχε στήσει ο Αλής γιά νά παρακολουθεί τίς επιχειρήσεις καί λίγο έλλειψε νά τόν συλλάβουν. Ο Αλής όμως δέν βρισκόταν στή σκηνή, ειδοποιημένος από έναν προδότη γανωτή, πού είχε βρεθεί τυχαία στό Σούλι καί έμαθε γιά τό σχέδιο τών Σουλιωτών. Αλλά καί μόνο η παράτολμη αυτή ενέργεια τών Σουλιωτών νά τόν σκοτώσουν μέσα στή σκηνή του, κατατρόμαξε τόν τύραννο.
420
"Οι Σουλιώτες δεχόντανε τίς απανωτές εφόδους μ' ακατάπαυστη φωτιά, πού αραίωνε φοβερά τό στρατό του Αλή. Τά πιό διαλεκτά παληκάρια πέσανε κατά από τά μάτια του Ομέρ Βρυώνη. Ωρες κι ώρες βρέχαν οι Αρβανιτάδες τ'άγρια βράχια μέ τό αίμα τους, χωρίς νά μπορέσουν νά κερδίσουν ούτε πιθαμή. Ηταν μεσημέρι, καιγόταν η σιδερόπετρα, ο αέρας είχε ανάψει από τόν ήλιο καί τό ντουφεκίδι, η λαύρα κυμάτιζε καυτερή πάνω από τό λιθάρι καί τό ξερό χορτάρι καί θάμπωνε τά μάτια καί έλιωνε τά κορμιά. Τά ντουφέκια όμως ανάψανε, αραίωσε τό ντουφεκίδι, σβήσανε οι κρότοι, σκόρπισαν οι καπνοί καί μιά παράξενη σιγαλιά απλώθηκε. Τότε γίνηκε κάτι αναπάντεχο πούκρινε τή μάχη. Οι γυναίκες πούχανε καταφύγει μέ τά παιδιά τους στά απάτητα ψηλώματα τής Κιάφας, μήν ακούγοντας ούτε ντουφέκι, ούτε φωνή πολεμική, θαρρέψανε πως οι άντρες τους χάσανε τόν αγώνα. Τότε η Μόσχω του Λάμπρου, ψυχή γεμάτη φλόγα, γυναίκα μέ αντρίκιο φρόνημα, έμπηξε φωνή: - Τί καθόμαστε, απάνω στά σκυλιά." Σπύρος Μελάς - Τό λιοντάρι τής Ηπείρου Η ξαφνική εμφάνιση τών Σουλιωτισσών, ξάφνιασε τούς Τουρκαλβανούς καί ανάγκασε τούς Σουλιώτες νά ξεχυθούν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια. Τό σώμα τού Γιώργη Μπότσαρη πού ήταν κρυμμένο πίσω από τά βράχια, βρέθηκε στά μετόπισθεν τού εχθρού μέ αποτέλεσμα οι Τουρκαλβανοί νά βρεθούν περικυκλωμένοι. Τρείς χιλιάδες εχθρικά κουφάρια γέμισαν τά σουλιώτικα βουνά. Πολλοί έπεφταν από τά βράχια γιά νά σωθούν από τά σουλιώτικα μαχαίρια. Οι Σουλιώτες είχαν 74 νεκρούς, ενώ τραυματίστηκε καί ο Λάμπρος Τζαβέλας. Μετά τή μάχη, μέ τά κεφάλια τών νεκρών μουσουλμάνων, έφτιαξαν πυραμίδα, ενώ τά κουφάρια τους τά πέταξαν στόν Αχέροντα. Ο Αλής παρατώντας τή σκηνή του ανέβηκε στό άλογό του καί εξαφανίσθηκε μέ τή συνοδεία του. Μπαίνοντας στην πόλη διέταξε νά μείνουν κλειστά τά παράθυρα επί ποινή θανάτου γιά νά μήν δούν οι Γιαννιώτες τά άθλια απομεινάρια τού οθωμανικού στρατού. Γιά δεκαπέντε μέρες έμεινε απομονωμένος στό παλάτι του. Οι στρατιώτες του κατάκοποι κυνηγήθηκαν ως τά προάστεια τών Ιωαννίνων, όπου ο επίσκοπος τής πόλης πρότεινε στούς Σουλιώτες ειρήνη εξ ονόματος τού Αλή. Κατά τούς όρους τής ειρήνης όφειλε ο Αλής νά παραχωρήσει στούς Σουλιώτες όλη τήν περιοχή μέχρι τή Δερβίτσιανη έξι μίλια μακριά από τά Γιάννινα, νά επιστρέψει τούς αιχμαλώτους, μαζί μέ τόν Φώτο Τζαβέλα καί νά πληρώσει 1.000 γρόσια για κάθε Τούρκο αιχμάλωτο. «Τρία πουλάκια κάθονται στόν Αη Λιάν τήν ράχην, τό 'να τηράϊ τά Γιάννινα, τ' άλλο τό Κακοσούλι τό τρίτον τό καλλίτερο, μοιρολογά καί λέγει
421
"Αρβανιτιά μαζώχθηκε, πάει στό Κακοσούλι. Τρία μπαϊράκια φαίνονται ΄πο κάτω από τό Σούλι το ΄να ΄ναι τού Μουχτάρ πασά, τ΄ άλλο τού Μετζομπόνου το τρίτο τό καλλίτερο είναι τού Σελιχτάρη Μιά παπαδιά τ΄ αγνάντεψε από ψιλή ραχούλα, -Που ΄στε τού Λάμπρου τα παιδιά, που ΄στε οι Μποτσαραίοι Αρβανιτιά μάς πλάκωσε, θέλει νά μάς σκλαβώσει, ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δέν μάς κάνουν, ας έρτουν πόλεμο νά ιδούν καί Σουλιωτών τουφέκια, να μάθουν Λάμπρου τό σπαθί, Μπότσαρη τό τουφέκι, τ΄ άρματα τών Σουλιώτισσων, τής ξακουσμένης Χάιδως. Κι ο Κουτσονίκας φώναξε από τό μετερίζι: -Παιδιά σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα γιατί έρχεται ο Μουχτάρ πασάς μέ δώδεκα χιλιάδες". Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τά τουφέκια τόν Ζέρβα καί τόν Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας, -Παιδιά μ΄ ηρθ΄ ώρα τού σπαθιού, κι ας πάψη τό τουφέκι Κι ολ΄ έπιασαν καί σπάσανε τίς θήκες τών σπαθιών τους τούς Τούρκους βάνουνε μπροστά, τούς βάνουν σάν κριάρια. Αλλ΄ έφευγαν κι αλλ΄ έλεγαν "Πασά μου ανάθεμάσε! μέγα κακό μάς έφερες τούτο τό καλοκαίρι, εχάλασε τόση Τουρκιά, Σπαΐδες κι Αρβανίτες, δεν είν΄ εδώ τό Χάρμοβο, δεν είν΄ η Λαμποβίτσα εδώ ειν' τό Σούλι τό κακό, εδώ ειν΄ τό Κακοσούλι, πού πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σάν τούς άντρες πού πολεμάει η Μόσκω Τζαβέλαινα σάν άξιο παλικάρι". Κι ο Μπότσαρης εφώναξε μέ τό σπαθί στό χέρι: -ΈΈλα Πασά τί σκιάχτηκες καί φεύγεις μέ μενζίλια Γύρισε εδώ στό τόπο μας, στήν έρημη τή Κιάφα εδώ νά στήσεις τό θρονί, νά γένης καί Σουλτάνος.» Δημοτικό τραγούδι Ο Λάμπρος Τζαβέλας δέν άντεξε τόν τραυματισμό του καί πέθανε, αφήνοντας όμως στήν θέση του άξιο διάδοχο τόν γιό του Φώτο Τζαβέλα. Η εκλογή αυτή δυσαρέστησε τό γηραιότερο αρχηγό τής αντίπαλης φάρας, Γιώργο Μπότσαρη, στόν οποίο οφειλόταν τό σχέδιο τής
422
σωτηρίας τού Σουλίου, τό καλοκαίρι τού 1792. «Η εκλογή τού νέου Φώτου Τζαβέλλα ως αρχηγού τών Σουλιωτών επλήγωσε καιρίως τήν φιλοτιμίαν ανδρός, ουχί κατωτέρου τήν ισχύν καί τήν ανδρείαν τού Λάμπρου Τζαβέλλα, εγέννησε διχόνοιας καί εμφυλίους ταραχάς καί μετ' ου πολύ εγένετο πρόξενος καταστροφών. Ο Γεώργιος Μπότσαρης, ο σώσας τήν πατρίδα του διά τού ευφυούς στρατηγήματός του, ιδών προτιμηθέντα αυτού τόν νεανίσκον Φώτον Τζαβέλλαν δεκαεννεατή καί εξ άλλων αφορμών προηγουμένων κινηθείς, ανεχώρησεν εκ Σουλίου μετά τών οικείων καί μετέβη εις Βουλγαρέλι, χωρίον κείμενον παρά τούς πρόποδας τών Κιμερών ορέων (Τζουμέρκων). Εντεύθεν δέ, δελεασθείς μετά τινα καιρόν, υπό υποσχέσεων τινών φίλων του μπέϊδων, μετέβη εις Ιωάννινα καί προσεκύνησε τόν άσπονδον εχθρόν τής πατρίδος του Αλή πασάν, όστις ανεκλάλητον χαράν εχάρη προσλαβών εις τήν υπηρεσίαν του τόν επισημότερον καί ανδρειότερον Σουλιώτην. Εκλεγείς αρχηγός τών Σουλιωτών ο Φώτος Τζαβέλας, ενόησεν αμέσως οποία ιερά χρέη τώ επέβαλλον οι τε αποθανόντες καί οι επιζώντες. Εξ εκείνης τής ημέρας ουδεμίαν είχεν άλλην φροντίδα, ειμή όπως δράξη ευνοϊκήν περίστασιν, ίνα εκδικήση τόν θάνατον τού πατρός του.» Ιστορία τού Αλή πασά - Τρύφων Ευαγγελίδης (1896) Τό 1797, ο Μέγας Ναπολέων ο Βοναπάρτης κατέλαβε από τούς Βενετούς τά Επτάνησα καί τίς πόλεις τής Ηπείρου Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα καί Βόνιτσα, καταλύοντας ταυτόχρονα τό κράτος τής Βενετίας ύστερα από 800 χρόνια ένδοξης ιστορίας. Ο Αλής, πού γνώριζε άριστα τήν ευρωπαϊκή διπλωματία, αρχικά έδειξε φιλικό πρόσωπο πρός τούς Γάλλους, περιμένοντας τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά αρπάξει τίς κτήσεις τους. Ο Ναπολέων επιθυμούσε τήν ενδυνάμωση τού Αλβανού πασά σάν ανάχωμα κατά τής οθωμανικής αυτοκρατορίας καί τόν παρότρυνε νά δημιουργήσει ακόμα καί δικό του στόλο. Φυσικά ο πανούργος πασάς χρησιμοποίησε τά πλεονεκτήματα τής νέας του συμμαχίας γιά νά κτυπήσει χωριά πού ανήκαν στόν πασά τού Δελβίνου καί στόν πασά τού Βερατίου. Ακολούθησε η ανυπότακτη Χειμάρρα, όπου έστειλε τόν Γιουσούφ Αράπη μέ τρείς χιλιάδες στρατό, ο οποίος επιτέθηκε τήν ώρα πού οι Ρωμηοί ήταν στίς εκκλησίες γιά νά γιορτάσουν τήν Ανάσταση. "Ξημέρωνε Λαμπρή. Οι πληθυσμοί, ανύποπτοι, στίς εκκλησιές, γιορτάζανε τήν Ανάσταση του Κυρίου. Ο Γιουσούφ Αράπης μοίρασε τούς Αρβανιτάδες στά χωριά, ζώσανε τίς εκκλησίες, ορμήσανε μ' αλαλαγμούς καί γυμνά γιαταγάνια, σφάξανε τούς χριστιανούς άντρες, γυναίκες, παιδιά, βάψανε πατώματα κι 'Αγιες Τράπεζες μέ τό αίμα των πιστών. Υστερα πήγαν στά σπίτια κάνανε πλιάτσικο καί τά 'καψαν. Τρείς
423
χιλιάδες μακελέψανε, από μία μεγάλη ελιά κρεμάσανε μιά φαμελιά μέ δεκατέσσερα πρόσωπα. Τήν ώρα πού γυρίζανε οι βάρβαροι, μετά τό μακελειό στή Σαλαώρα, ξεφωνητά φρίκης από τήν παραλία δεχτήκανε τόν στόλο του Γιουσούφ. Είχε στολίσει τά καΐκια μέ τά κομμένα κεφάλια των Χειμαρριωτών, αιμοστάλακτα καί απαίσια." Σπύρος Μελάς - Τό λιοντάρι τής Ηπείρου Ο Αλή πασάς γι' αυτό τό μεγάλο "κατόρθωμα" δέχτηκε τίς ευχαριστίες τού σουλτάνου καί αμέσως μετά τόν κάλεσε νά επιτεθεί κατά τού πασά τού Βιδινίου Πασβάν Ογλού, τόν οποίο ήδη πολιορκούσαν εκατό χιλιάδες σουλτανικά στρατεύματα. Τό 1798, ο φοβερός Αλβανός επιτέθηκε εντελώς αιφνιδιαστικά στίς γαλλικές κτήσεις, κατετρόπωσε μέ τό ιππικό του, πού οδηγούσε ο γιός του ο Μουχτάρ, τούς Γάλλους καί τούς Ελληνες στήν μάχη τής Νικόπολης καί κατέλαβε τήν Πρέβεζα. Η πόλη παραδόθηκε στίς φλόγες ενώ γιά τρείς μέρες οι Τουρκαλβανοί έσφαζαν τούς άνδρες κατοίκους, λεηλατούσαν τίς περιουσίες τους καί βίαζαν τίς γυναίκες τους. Τά παιδιά τών οικογενειών τά μοιράστηκαν οι αγάδες, ενώ η τύχη τών αιχμαλώτων στρατιωτών ήταν ακόμα πιό φρικτή. Τούς υποχρέωσαν νά μπούν στήν σειρά καί νά περνούν ένας ένας από τό σπαθί τού δήμιου, τού Οσμάν Αράπη, ο οποίος μέ μία σπαθιά χώριζε τό κεφάλι από τό υπόλοιπο σώμα. Τά κεφάλια τά παστώσανε μέ αλάτι, διά τής βίας οι ίδιοι οι Γάλλοι αιχμάλωτοι, καί τά στείλανε στόν σουλτάνο, ο οποίος συνεχάρη τόν Αλή γιά τίς επιτυχίες του καί από τότε τόν ονόμαζε Ασλάνη δηλαδή λεοντάρι, ενώ τόν τίμησε μέ τόν βαθμό "Κιλίτζ Καφτάν", ισάξιο μέ βεζίρη καί ανώτερο από όλους τούς άλλους πασάδες. Ακόμα καί ο 'Αγγλος ναύαρχος Νέλσων, ο οποίος εκείνη τήν εποχή περιέπλεε τό Ιόνιο Πέλαγος συνεχάρη τόν Αλή πασά γιά τή νίκη του κατά τών Γάλλων καί τήν άλωση τής Πρεβέζης. Τό Σούλι έπεσε ΌΌμως ο μεγάλος πόθος τού Αλβανού ήταν τό Σούλι. Δέν είχε ξεχάσει ποτέ τήν ταπεινωτική ειρήνη πού είχε υπογράψει, καί είχε ορκιστεί νά την ξεπληρώσει μέ αίμα. Τόν Ιούνιο τού 1800, ο Αλής είχε μαζέψει δεκαπέντε χιλιάδες μαχητές, διαδίδοντας ότι θά εκστρατεύσει κατά τών Γάλλων στήν Αίγυπτο. ΉΉδη ο γέρο Μπότσαρης είχε εγκαταλείψει τό Σούλι μέ όλη του τή φάρα καί είχε εγκατασταθεί στό Βουλγαρέλι, αδυνατίζοντας τήν άμυνα τής πατρίδας του. Η διχόνοια καί αργότερα η προδοσία, ανίατες ασθένειες τής φυλής μας, θά γίνονταν αργότερα οι αιτίες τής πτώσης τού Σουλίου. Τά οθωμανικά στρατεύματα ανεχώρησαν από τά Ιωάννινα καί στήν διαδρομή τούς έγινε γνωστό ότι κατευθύνονταν νά υποτάξουν τούς
424
γκιαούρηδες πού αψηφούσαν τό νόμο τού Ισλάμ, τούς άπιστους Σουλιώτες. Ο βεζύρης θά έζωνε τό Σούλι από όλες τίς πλευρές. Ο ίδιος μέ χίλιους άντρες έστησε τό αρχηγείο του στή Λίπα. Ο Σιλιχτάρ Μπόντα μέ δύο χιλιάδες, έπιασε τό κάστρο τής Μπογόρτσας, οι στρατηγοί Χατζή Μπέντο, Μπεκίρ Τζογαδώρο καί Μουσταφά Ζυγούρη μέ τρείς χιλιάδες στρατοπέδευσαν στήν Ζυρμή, ενώ ένα σώμα μέ αρχηγούς τόν Γιουσούφ Αράπη, τόν Χασάν Τσαπάρη καί τόν Σουλεϊμάν Τζόπανο πέρασαν τό γεφύρι τής Τσουκνίδας τού Αχέροντα καί στρατοπέδευσαν στή Νεμίτσα. «Ο Αλής επροσκάλεσε τούς σημαντικωτέρους καί ισχυροτέρους μπέϊδας καί αγάδας τής Ηπείρου εις τά Ιωάννινα καί τούς εξέφρασε τά εξής: "Μπέϊδες καί Αγάδες πιστοί μωαμεθανοί! μάθετε ότι τό βασίλειόν μας πλησιάζει νά χαθή, επειδή τό περιτριγυρίζουν πολλοί εχθροί Φράγκοι, πρό πάντων δέ οι Μόσκοβοι καί Φραντζέζοι. Τότε όμως είναι ασφαλής η ανεξαρτησία μας όταν έχωμεν εις τάς χείρας τό Σούλι. Εάν θέλομεν τήν ζωήν μας καί τήν τιμήν μας πρέπει νά κάμωμεν όρκον μυστικόν εις τό όνομα τού Μωάμεθ καί νά ορμήσωμεν μέ ζήλον καί ανδρείαν νά κυριεύσωμεν τό Σούλι." Μέ προθυμίαν καί συναίσθησιν ήκουσαν διά τού Δερβίση τάς προφητείας τού Κορανίου καί έκλιναν τήν κεφαλήν των λέγοντες ότι όλοι αληθινοί καί πιστοί μωαμεθανοί είναι καί ορκίζονται εις τό όνομα τού προφήτου νά κυριεύσωσι τό Σούλι. Συναθροισθέντες άπαντες οι Σουλιώτες πλησίον του ναού του αγίου Γεωργίου, καί συσκεφθέντες αποφάσισαν από μικρού έως μεγάλου, ή νά νικήσωσιν ή ν'αποθάνωσιν υπέρ Πατρίδος, μιμούμενοι τούς Πατέρας, Πάππους, καί προσπάππους αυτών, ούτοι πάντες δέν ήσαν πλείονες των δύο χιλιάδων μαχητών, εξ ών οι σημαντικώτεροι ήσαν: Φ ώτος Τζαβέλλας, Δήμος Δράκος, Τούσας Ζέρβας, Τζήμας Ζέρβας, Κουτζονίκας, Γκόγκας Δαγκλής, Γιαννάκης Σέχος, Κωλέτζης Φωτομάρας, Πάσχος Λάλας, Βεΐκος Ζάρμπας, Θανάσης Πάνου, Κατζιμπέλης, Γεώργιος Μπούζμπος, Ζηγούρης Διαμαντής, Κωλέτζης Μαλάμου, Πανταζής Δότας, Αναστάσης Κάσκαρης, Κολιοδημήτρης, Αναστάσης Βάγιας, Γεώργιος Καραμπίνης, Κίτσος Πανταζής, Γιάννης Πεπόνης, Θανάσης Τζάκαλης, Μήτος Παπαγιάννης. Τό τουρκικόν στράτευμα εστρατοπέδευσε τό εσπέρας εις Συστρούνι. Πληροφορηθέντες οι Σουλλιώται τόν σκοπόν τού πασά απεφάσισαν νά τόν ματαιώσωσιν ει δυνατόν μέ διακοσίων συμπολιτών δύναμιν, τής οποίας αρχηγοί υπήρχον ο Φώτος Τζαβέλλας, Γκόγκας Δαγκλής, Σκούμπος Δράκος, Κολιοδημήτρης, Κίτζος Πανομάρας, Πάσχος Λάλας καί Τζάλας. Ούτοι πάντες ενεδρεύσαντες τή ιδία νυκτί επό τό οχυρότερον πλησίον τού χωρίου μέρος, διέταξαν τό πρωΐ δύο συντρόφους βροντοφώνους νά ερωτήσωσι μακρόθεν τούς Τούρκους τί ζητούσιν εκεί. Παροξυνθέντες οι Τούρκοι ένεκεν τών τοιούτων τολμηρών ερωτήσεων, ώρμησαν νά τούς συλλάβωσι ζώντας.
425
Ο δέ αρχηγός αυτών τουρκαλβανός Μουσταφά Ζηγούρης, έχων χιλίους τριακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας υπό τήν οδηγίαν του, αφελκύσας τό ξίφος εφορμά ανυπερθέτως κατά τών δύο, τόν ακολουθεί συγχρόνως καί όλον τό σώμα διά τών συνήθων αλαλαγμών, απροσδοκήτως όμως εμπίπτει εις τήν ενέδραν τών Σουλλιωτών, όπου κατά πρώτον πυροβολισμόν φονεύονται εξ αυτών υπέρ τούς τριάκοντα εκτός τών τραυματιών. Τό στρατήγημα καί η συμβάσα φθορά πιθανόν νά μήν εξήρκουν διά τήν ασφάλειαν τής νίκης, εάν ο αρχηγός Φώτος Τζαβέλλας δέν επρολάμβανε νά φονεύση τόν στρατηγόν Ζηγούρην προπορευόμενον τών στρατιωτών καί εάν δέν εφώρμα μετά τήν πτώσιν του αμέσως κατά τών εχθρών, οι οποίοι διά τήν πικράν στέρησιν τού αρχηγού των, ετράπησαν εις φυγήν.» Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου Παρά τίς ανώτερες δυνάμεις τους, οι Τουρκαλβανοί του πασά ταπεινώθηκαν πάλι από τούς Σουλιώτες. Στίς 9 Ιουνίου 1800, ο Φώτος Τζαβέλας σκότωσε τόν γενναίο Μουσταφά Ζυγούρη στό Σιστρούνι καί αφού τόν αποκεφάλισε έδειξε τό κεφάλι του στούς δικούς του, οι οποίοι ετράπησαν σέ άτακτη φυγή. Οι Σουλιώτες, αφού λαφυραγώγησαν τό εχθρικό στρατόπεδο καί χωρίς νά χάσουν ούτε έναν στρατιώτη, επανέκαμψαν τροπαιούχοι στό Σούλι, ψάλλοντας τά νικητήρια. Ο Αλή πασάς, μόλις πληροφορήθηκε γιά τήν ήττα τού Σιστρουνίου, εξήλθε από τη Λίπα επικεφαλής τεσσάρων χιλιάδων τουρκαλβανών καί πορευόμενος πρός τό Σιστρούνι συνάντησε τόν ηττηθέντα στρατό. Αφού ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, τούς αναδιοργάνωσε καί τούς οδήγησε αυτή τή φορά στή Βριτζάχα από όπου στίς 12 Ιουνίου εξαπέλυσε νέα επίθεση. Νόμιζε δέ ο Αλής ότι οι Σουλιώτες λίγα εικοσιτετράωρα μετά τήν νίκη στό Σιστρούνι, δέν θα περίμεναν μία νέα επίθεση. Πράγματι, οι Σουλιώτες δέν ήλπιζαν σε συγκέντρωση τού εχθρικού στρατού, αλλά ευτυχώς γι' αυτούς τούς ειδοποίησε ο Ισλαμπέης τής Παραμυθιάς. Ο Ισλαμπέης υπήρξε φίλος τών Σουλιωτών, αλλά είχε συμμετάσχει στήν εκστρατεία εναντίον τους, από τό φόβο καί μόνο τού Αλή πασά. Μέ μία επιστολή πληροφόρησε τόν βλάμη του Φώτο Τζαβέλα για τό σχέδιο τού πανούργου Αλή, προτρέποντάς τον γιά μεταμεσονύκτιο γιουρούσι στό εχθρικό στρατόπεδο. "Βλάμη σέ χαιρετώ. Εμαζοχθήκαμε όλοι εδώ εις τήν Βιρτζάκαν, όπου είμαι καί εγώ μέ τούς ιδικούς μου, καθώς ξέρεις, ήρθε χθές καί ο Βεζύρης καί πρόσταξε αύριο τό πουρνό, πουρνό νά κάμουν όλοι μαζή γιουρούσι κατεπάνω σας. Λοιπόν ανοίξετε τά μάτια σας νά μήν χαθήτε καί η αφεντιά σας καθώς χαθήκαμεν καί μείς. Νά πάρης τούς εδικούς σου καί τά μεσάνυκτα νά κάμης γιουρούσι εξαφνικά εις τά ταμπούρια μας πού όλοι κοιμούνται."
426
Πράγματι, ο Φώτος Τζαβέλας μέ τριακόσιους Σουλιώτες πλησίασε αθόρυβα μέσα στή βροχερή νύχτα στό εχθρικό στρατόπεδο. Οι Σουλιώτες αφού μαχαίρωσαν τούς σκοπούς όρμησαν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια στίς σκηνές πού κοιμόντουσαν αμέριμνοι οι μουσουλμάνοι καί τούς αποδεκάτισαν. "Σουλιώτετ, Σουλιώτετ, ώ βελέζερ" (Σουλιώτες, Σουλιώτες, ξυπνήστε ω αδελφοί!). Οι έντρομοι Οθωμανοί εγκατέλειψαν τό στρατόπεδό τους. Πολύτιμα λάφυρα, ζώα, πολεμοφόδια καί πλήθος αιχμαλώτων ήταν τά τρόπαια τής νίκης τών Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν τρεις νεκρούς καί επτά τραυματίες, μεταξύ τών οποίων καί ο οπλαρχηγός Πανομάρας. «Φθάσας ο Αλής εις Λίπαν μέ τήν λύσσαν εις τήν καρδίαν καί τήν αισχύνην εις τό πρόσωπον, μόλις ηδυνήθη νά συναθροίση τά λείψανα τού εν μέρει καταστραφέντος, εν μέρει λιποτακτήσαντος καί εν μέρει τήδε κακείσε διασκορπισθέντος στρατού του. Απαντες οι Αλβανοί εξεφράσθησαν πρός τόν Αλή ότι δέν είχον τού λοιπού διάθεσιν νά κινδυνεύσωσι μαχόμενοι πρός ανθρώπους, οι οποίοι ούτε κοιμώνται, ούτε κουράζονται, ούτε χορταίνουν σφάζοντες Τούρκους, διό απαρνηθέντες καί μισθούς καί αξιώματα τόν παρεκάλεσαν ίνα τοίς δώση τήν άδειαν, όπως επανακάμψωσιν εις τάς οικογενείας των. Απελπισθείς ο Αλής περί επανορθώσεως τής δευτέρας ταύτης ήττης μετά τήν αγόρευσιν αυτού καί τού δερβίση εις τόν μικροψυχήσαντα στρατόν, απεφάσισεν εξ ανάγκης ο ίδιος μέν νά επιστρέψη άπρακτος καί ηττημένος εις Ιωάννινα, τόν δέ υιόν του Μουχτάρην ν' αφήση αρχηγόν τού στρατού, ίνα κατέχη διαφόρους οχυράς θέσεις εις τά πέριξ τού Σουλίου καί πύργους ισχυρούς ν' αναγείρη, όσον ένεστι πλησιέστερον τών Σουλιωτών καί διά εντόνου αποκλεισμού καταναγκάση τόν ακαταδάμαστον εκείνον λαόν ίνα καταθέση τά όπλα του. Φθάσας δέ ο Αλής εις Ιωάννινα, απέστειλεν αμέσως εις τόν υιόν του Μουχτάρην υπέρ τούς τρισχιλίους κτίστας Χριστιανούς πρός ανέγερσιν τών πύργων. Καί όμως ένεκα τής τών εργατών πληθύος, ήτις ηύξανεν οσημέραι καί τής βαρείας μάστιγος αυθαιρέτου εξουσίας οι πύργοι ανηγέρθησαν, δώδεκα τόν αριθμόν, εις διάφορα χωρία δηλαδή εις Παρεχάτι, Τζεκουράτι, Γλυκύ, Συρίτσανα, Βίλλια, Ζύρμη, Σιστρούνι, Λιβικίστα κτλ απέχοντες τού Σουλίου κύκλω από δύο σχεδόν μέχρι πέντε ωρών.» Το Σούλι: ήτοι τά ηρωϊκά θαύματα τών Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860) Ο Αλής έζωσε τό Σούλι μέ τούς πύργους του, ώστε νά αποκλειστούν οι Σουλιώτες από τίς γύρω περιοχές καί ιδιαίτερα από τήν Πάργα, από όπου προμηθεύονταν τίς τροφές τους. Κάλεσε καί τόν πασά τού Βερατίου Ιμπραήμ νά τόν ενισχύσει καί αυτός απέστειλε σώμα δύο
427
χιλιάδων ανδρών. Αμέσως τριακόσιοι Σουλιώτες πήγαν νά προϋπαντήσουν τούς Αλβανούς τού Ιμπραήμ μέ κεφαλές τούς Φώτο Τζαβέλα, Γκόγκα Δαγκλή, Νάσση Φωτομάρα, Κωλέτζη Μαλάμου καί Θανάση Βάγια. Η μάχη υπήρξε σκληρή καί πολύωρη καί ο Φώτος τραυματίστηκε βαρύτατα. ΈΈγινε τότε μάχη γύρω από τόν τραυματισμένο καπετάνιο καί οι Τουρκαλβανοί μέ λύσσα προσπαθούσαν νά πάρουν τόν Φώτο καί νά πάνε τό κεφάλι του στόν Αλή πασά, γνωρίζοντας τήν μεγάλη αμοιβή πού θά τούς περίμενε. Ο Φώτος παρακάλεσε τόν αδελφό του Γιώργο νά τού κόψει αυτός τό κεφάλι γιά νά μήν πέσει στά χέρια τών εχθρών. Τελικά μόλις έπεσε η νύχτα οι Σουλιώτες κατάφεραν νά σώσουν τόν αρχηγό τους καί νά τόν μεταφέρουν στό Σούλι όπου έκανε τέσσερεις μήνες γιά νά συνέλθη από τόν τραυματισμό του. Οι χειμώνες τού 1801 καί τού 1802 αποδείχτηκαν πολύ σκληροί καί αδυσώπητοι γιά τούς Σουλιώτες. Η πείνα καί τό κρύο τούς θέρισε, ενώ μάταια προσπαθούσαν νά σπάσουνε τόν αποκλεισμό γιά νά προμηθευτούν λίγο αλεύρι καί λίγο καλαμπόκι από τήν Πάργα. Οι συνεχείς νυκτερινές επιδρομείς κατά των πύργων πού τούς είχαν κλείσει τά περάσματα δέν απέφεραν αποτέλεσμα. Ο βεζύρης προσπάθησε καί μέ χρήματα νά εξαγοράσει τό Σούλι. Ο Περραιβός μάς διασώζει τήν λακωνική καί ταυτόχρονα πατριωτική απάντηση πού έδωσαν οι φτωχοί καί αγράμματοι αυτοί χωριάτες, τήν ίδια ώρα πού ψυχορραγούσαν, καί εμείς ας τήν συγκρίνουμε μέ τίς απαντήσεις καί τήν διπλωματία πού ασκούν οι απόφοιτοι των Πανεπιστημίων καί πάμπλουτοι ηγέτες τής σύγχρονης Ελλάδας: "Βεζύρ Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα καί από τά πουγκιά σου καί από τούς ευτυχείς τόπους, τούς οποίους υπόσχεσαι νά μάς δώσης, όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δέν πωλείται, ούτ' αγοράζεται σχεδόν μέ όλους τούς θησαυρούς τής γής, παρά μέ τό αίμα, καί θάνατον έως του τελευταίου Σουλλιώτου." Τό 1803 η κατάσταση τών Σουλιωτών έγινε ακόμα πιό δύσκολη. Ο παμπόνηρος βεζύρης κάλεσε τόν Κίτσο Μπότσαρη (πατέρα τού Μάρκου) νά πάει στό Σούλι νά διαπραγματευτεί ειρήνη, μέ τόν όρο νά εξορισθεί ο Φώτος Τζαβέλας. Ο κρυφός του σκοπός ήταν νά σπείρει τή διχόνοια ανάμεσα στούς δύο αρχηγούς, κάτι πού τό κατάφερε, αφού ο Φώτος δυσαρεστημένος από τήν αποδοχή τού σχεδίου από τούς συμπατριώτες του καί κυρίως από τούς Κουτσονίκα καί Πήλιο Γούση, πυρπόλησε τό σπίτι του καί αποχώρησε από τό Σούλι μέ τήν οικογένειά του. Ο Αλής έτριβε τά χέρια του από τήν ικανοποίηση καί κάλεσε τώρα τόν Τζαβέλα στά Γιάννενα, θέτοντας νέους όρους γιά τό Σούλι. Αφού οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν έριξε τόν Φώτο στά μπουντρούμια, στερώντας τούς Σουλιώτες από τόν ικανότερο αρχηγό τους. Τήν αρχηγία τώρα τών στρατευμάτων τήν είχε αναλάβει ο άλλος
428
γιός τού βεζύρη, ο Βελής ο οποίος κατάφερε στό μεταξύ νά πατήσει τόν Αβαρίκο, τή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα, περιορίζοντας τούς Σουλιώτες στό Κούγκι (ράχη στά αρβανίτικα) καί στά βράχια τής Μπίρας (τρύπα στα αρβανίτικα). Τώρα σειρά είχε η προδοσία, η οποία θά έδινε τήν χαριστική βολή στήν ανυπότακτη καί περήφανη εκείνη γωνιά τής Ηπείρου. Πήλιος Γούσης ήταν τό όνομα τού προδότη, ο οποίος παρουσιάσθηκε μία νύχτα στόν Βελή καί τού ζήτησε 9.000 γρόσια γιά νά οδηγήσει τούς Τουρκαλβανούς του μέσα στό Σούλι, όπως καί έγινε στίς 25 Σεπτεμβρίου 1803. Οι Σουλιώτες αιφνιδιάστηκαν καί αποτραβήχτηκαν στόν Αγιο Δονάτο, έχοντας στά νώτα τους τό Κούγκι, όπου βρισκόταν τό μικρό φρούριο τής Αγίας Παρασκευής, πού είχε κατασκευάσει ο μοναχός Σαμουήλ. Ο Βελής αμέσως έστειλε κήρυκες στά Γιάννενα νά διαλαλήσουν τήν κατάληψη του Σουλίου, ο δέ πατέρας του μόλις έμαθε τά νέα, έβγαλε τόν Φώτο Τζαβέλα από τά μπουντρούμια καί κρατώντας ομήρους τήν οικογένειά του, τόν έστειλε στούς συντρόφους του γιά νά τούς πείσει νά εγκαταλείψουν μιά γιά πάντα τήν πατρίδα τους. Ενώ ο Κίτσος Μπότσαρης καί ο γέρο Κουτσονίκας είχαν υπογράψει συνθήκη παράδοσης τού Σουλίου, ο Φώτος Τζαβέλας αρνήθηκε νά προσυπογράψει καί στίς 7 του Δεκέμβρη του 1803, έδωσε στό Κούγκι τήν ύστατη μάχη, έχοντας στό πλευρό του τήν περίφημη Χάιδω Σέχου, η οποία είχε γεμίσει τά δάκτυλά τής μέ τά δακτυλίδια των Τούρκων πού σκότωνε σέ κάθε μάχη. Σέ αυτή τή μάχη οι μουσουλμάνοι αν καί είχαν επικεφαλής τούς δερβίσηδες γιά νά τούς εμψυχώνουν (Μπιτά, μπιτά ώ τρίμμα) δέν κατάφεραν νά φτάσουν στά ταμπούρια τών Σουλιωτών. Είχαν περίπου 700 νεκρούς καί ο Αμπάζ Τεπελένα παρακάλεσε τόν Αλή νά κάνη νισάφι τόν ανθό του στρατεύματός του στό καταραμένο Κούγκι. "Μή προσκυνάτε, βρέ παιδιά. Ραγιάδες μή γενήτε Είναι ο Φώτος ζωντανός, Πασιά δεν προσκυνάει Πασιά έχει ο Φώτος τό σπαθί. Βεζύρη τό τουφέκι. Μες 'ς τή Φραγκιά τόν 'ξώρισαν. Κ' εις όλα τα ρηγάτα. Βρ' ανάθεμά σας, Βότζαρη. καί σύ, βρέ Κουτζονίκα. Μέ τή δουλειά πού κάματε Τούτο τό καλοκαίρι, Πού μπάσατε Βελή Πασιά Μέσα 'ς τό Κακοσούλι."
429
«Ο Πήλιος Γούσης εκ τής φυλής τών Μπουσπάτων παρουσιασθείς τήν νύκτα εις τόν στρατάρχην Βελήν εζήτησε παρ' αυτού πρώτον τήν απελευθέρωσιν ενός γαμβρού του εν ειρκτή υπάρχοντος μετά τών εικοσιτεσσάρων ομήρων, δεύτερον εννέα χιλιάδων γροσίων ανταμοιβήν περί τής απολαβής τού Σουλίου... Τήν χαρμόσυνον ταύτην τής κατακτήσεως τού Σουλίου αγγελίαν λαβών δι' εκτάκτου ταχυδρόμου ο βεζύρης διέταξεν αμέσως κήρυκας νά τήν δημοσιεύσωσιν εφ' όλην τήν πόλιν, νά υποχρεώσωσι τούς τε πολίτας καί ξένους άπαντας νά πυροβολούσιν όλην τήν ημέραν, τήν δέ νύκτα νά γίνη φωτοχυσία εις τε τάς οικίας καί αγυιάς... Μολονότι οι μείναντες Σουλλιώται ανήγειραν λαμπράς νίκης τρόπαια, πάλιν δέν ήσαν όλα ταύτα ικανά νά τούς ωφελήσωσι πραγματικώς, καθότι η ελάττωσις τών συμπολιτών, η έλλειψις τροφών, η στέρησις ύδατος, η στενή πολιορκία, η ματαία ελπίς εξωτερικής τινός επικουρίας ηνάγκασαν αυτούς νά συσκέπτωνται καί φροντίζωσι μόνον καί μόνον περί τής σωτηρίας τών γυναικοπαίδων... Τήν επαύριον λαβόντες τούς ομήρους, τά αναγκαία φορτηγά ζώα, διευθύνθησαν πρός τήν Πάργαν αποσπαθέντες από τάς αγκάλας τής γλυκειάς πατρίδος καί συνοδευόμενοι καθ' οδόν υπό κοπετών καί θερμών δακρύων ο Δήμος Δράκος, Φώτος Τζαβέλας, Τζήμας Ζέρβας, Γκόγκας Δαγκλής επορεύθησαν εις τήν Πάργαν, ο Κίτσος Βότζαρης, Κουτζονίκας, Κωλέτζης Φωτομάρας καί Παλάσκας διαβιβάσθσαν οι μέν εις Βουλγαρέλι, οι δέ εις τό Ζάλογκον, ο ιερομόναχος Σαμουήλ μείνας μετά πέντε μόνον Σουλιωτών παρέδιδε κατά τήν συμφωνίαν όσα πολεμοφόδια υπήρχον εις τό φρούριο. Καθ' ήν όμως στιγμήν εγίνετο η παράδοσις, εις εκ τών τριών απεσταλμένων Τούρκων είπε πρός τόν Σαμουήλ: "- Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγηρε θά σέ κάμη ο βεζύρης οπόταν σέ βάλη εις τό χέρι;" "- Δέν είναι άξιος ο βεζύρης, νά πιάση άνθρωπον όστις γνωρίζει καί τόν δρόμον τού θανάτου". Εξελθόντων τούτων τών λόγων εκ τού στόματος του μόλις παρήλθον δέκα λεπτά τής ώρας καί ήναψεν η πυρίτις, η οποία κατεύκασεν καί τούς απεσταλμένους καί δύο Σουλιώτες καί τόν ίδιον τόν Σαμουήλ...» Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου Τελικά οι Σουλιώτες, περικυκλωμένοι καί απομονωμένοι καί έχοντας στά χέρια τους γραπτές εγγυήσεις από τό βεζίρη καί τόν γιό του Βελή, ότι δέν θά τούς παρενοχλούσαν, αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν πολιτεία τους στίς 12 Δεκεμβρίου 1803. Οι φάλαγγες τής εξόδου ήταν τρείς. Η πρώτη μέ αρχηγούς Δήμο Δράκο, Φώτο Τζαβέλλα, Τζήμα Ζέρβα, Γκόγκα Δαγκλή καί Πανομαρά κινήθηκε δυτικά πρός τήν Πάργα. Η δεύτερη κινήθηκε κατά τήν
430
Πρέβεζα καί η τρίτη μέ αρχηγούς Κίτσο καί Νότη Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Παλάσκα, Κολέτση καί Φωτομάρα κινήθηκε κατά τό Ζάλογγο. Ξαφνικά οι Σουλιώτες πού έφευγαν, άκουσαν μία τρομερή έκρηξη σάν σεισμό καί κατάλαβαν ότι ο καλόγερός τους ο Σαμουήλ δέν θά άφηνε ποτέ τό Σούλι. Θάφτηκε κάτω από τό κάστρο στό Κούγκι, παίρνοντας καί αυτός μέ τή σειρά του μία θέση στά Ηλίσια πεδία. Τήν πρώτη φάλαγγα τή κτυπήσανε οι Αρβανίτες του Σιλλικτάρ Μπόντα, κοντά στήν Πάργα αλλά επειδή οι Σουλιώτες ήταν πολυάριθμοι καί έλαβαν βοήθεια από τούς Παργινούς κατάφεραν νά φτάσουν στή σωτηρία μέ μικρές απώλειες. Οι άλλες δύο όμως φάλαγγες των Σουλιωτών, πού ήταν καί πιό ολιγάριθμες είχαν πολύ τραγική κατάληξη. Τήν φάλαγγα των Μποτσαραίων τήν κτύπησε ο Μπεκήρ Τζογαδώρος στό Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες γιά δύο μερόνυκτα έδωσαν μάχη καί όταν τούς έλειψαν τά φυσέκια, έκαναν νυκτερινή έξοδο μέ τά σπαθιά στά χέρια. Πολλοί σκοτώθηκαν, οι αρχηγοί έσπασαν τόν κλοιό, αλλά εξήντα γυναίκες μέ τά μωρά στά χέρια δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν καί απομονώθηκαν στήν κορυφή ενός γκρεμού. 'Εσυραν τότε μέ αργό ρυθμό τό χορό του θανάτου καί όποια έφτανε στά χείλη του βαράθρου, πέταγε τό παιδί της καί μετά έπεφτε καί η ίδια. Οταν οι βάρβαροι ανέβηκαν στήν κορυφή, δέν είχε μείνει ούτε μιά γυναίκα γιά νά τήν αρπάξουν. Κείτονταν όλες νεκρές στήν άβυσσο καί τό πυκνό χιόνι πού έπεφτε τίς σκέπαζε, αλλά η θύμησή τους δέν θά σκεπαστεί καί δέν πρέπει νά σκεπαστεί, όσο καί αν προσπαθήσουν οι σύγχρονοι νοσταλγοί τής Οθωμανοκρατίας καί οπαδοί τού πολυπολιτισμού. (Φαντάζομαι η αριστερή Ρεπούση σέ μία κυβέρνηση Ν.Δ. νά γράψει σέ σχολικό βιβλίο γιά τούς χορούς καί τά γλέντια πού έκαναν οι Χριστιανοί τήν εποχή τής τουρκοκρατίας). Χορός τού Ζαλόγγου « ΈΈχε γειά καημένε κόσμε, έχε γειά γλυκιά ζωή κι εσύ δύστυχη πατρίδα έχε γειά παντοτινή. ΈΈχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες Οι Σουλιώτισσες δέν μάθαν γιά νά ζούνε μοναχά ξέρουνε καί νά πεθαίνουν νά μήν στέργουν τήν σκλαβιά .
431
ΈΈχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες Στη στεριά δέν ζεί τό ψάρι, ουδ' ανθός στήν αμμουδιά καί οι Σουλιώτισσες δέν ζούνε δίχως τήν ελευθεριά. ΈΈχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες έχετε γειά βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.» Αντίστοιχη ήταν καί η μοίρα όσων κινήθηκαν κατά τήν Πρέβεζα. Οι Τουρκαλβανοί τούς πρόλαβαν καί τούς επιτέθηκαν στή Ρηνιάσα. Ανάμεσα στούς Σουλιώτες ήταν η Δέσπω, γυναίκα του Γιώργη Μπότση, η οποία μαζί μέ τίς κόρες της, τίς νύφες της καί τά εγγόνια της, ένδεκα συνολικά, πρόλαβε νά κλειστεί στόν Κουλά τής οικογένειάς της (κουλάς σημαίνει πύργος στά τούρκικα). Οι γυναίκες πολέμησαν σάν άνδρες τόν εχθρό, ο οποίος όμως πάτησε τόν πύργο. Η γριά Δέσπω μόλις είδε τόν πρώτο αλλόθρησκο, έριξε τό δαυλί στό μπαρούτι καί έγινε τραγούδι. «Κουλάς τού Δημουλά Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν. Μήνα σέ γάμο ρίχνονται, μήνα σέ χαροκόπι; Μηδέ σέ γάμο ρίχνονται, μηδέ σέ χαροκόπι. Η Δέσπω κάνει πόλεμο μέ νύφες καί μ' αγγόνια. Αρβανιτιά τήν πλάκωσε στού Δημουλά τόν πύργο. -Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα, δέν είναι δώ τό Σούλι. Εδώ 'σαι σκλάβα τού πασά, σκλάβα τών Αρβανίτων. -Τό Σούλι κι' αν προσκύνησε κι' αν τούρκεψεν η Κιάφα, η Δέσπω στό χέρι άρπαξε, κόρες καί νύφες κράζει: -Σκλάβες Τουρκών μή ζήσουμε παιδιά μαζί μ' ελάτε!
432
καί τά φυσέκια τ' άναψε κι' όλες φωτιά γινήκαν.» Τά μαρτύρια όμως τών Μποτσαραίων δέν τελείωσαν ακόμα. Περί τά τέλη Δεκεμβρίου τού έτους 1803 αναχώρησαν από τό Βουργαρέλι πρός τήν Βρεστενίτσα χίλιοι περίπου Σουλιώτες, υπό τήν αρχηγία τών αδελφών Κίτσου καί Νότη Μπότσαρη ενώ συγχρόνως απέστειλαν στά Γιάννενα τόν Παλάσκα νά διαμαρτυρηθεί στόν Αλή Πασά. ΉΉθελαν έτσι από τή μιά μεριά νά κερδίσουν χρόνο καί από τήν άλλη νά έλθουν σέ συνεννόηση μέ τόν Αλή γιά νά μπορέσουν νά απομακρυνθούν ανενόχλητοι από την ΉΉπειρο. Ο Αλή Πασάς απάντησε στόν Παλάσκα ότι αγνοούσε τά γεγονότα, τόν διαβεβαίωσε ότι θα τιμωρήσει τούς ενόχους καί τόν προέτρεψε νά πείσει τούς Σουλιώτες νά μεταβούν στά Γιάννενα όπου κανένα κίνδυνο δεν θα διέτρεχαν. Συγχρόνως όμως διέταξε τόν Αγο Μουχουρδάρη καί τόν Μπεκήρ Τζογαδούρο νά ετοιμάσουν σώμα από 5.000 Τουρκαρβανίτες γιά νά καταδιώξουν τούς Σουλιώτες. Ο Κίτσος Μπότσαρης αποφάσισε νά οχυρωθεί στήν Μονή Σέλτσου. Η περιοχή τού Σέλτσου είναι οχυρή θέση, αλλά έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα αφού στερείται έξοδο διαφυγής. Μπορεί νά μετατραπεί σέ παγίδα γιά τούς αμυνόμενους. Αφού οι Σουλιώτες συγκέντρωσαν τρόφιμα καί ζωοτροφές από τις γύρω περιοχές, εγκατέστησαν τά γυναικόπαιδα στά κελιά τής Μονής. ΈΈξω από τό μοναστήρι κατασκεύασαν τρία οχυρά. Στό μοναστήρι μαζί μέ τούς Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν καί κάτοικοι τού Ραδοβιζίου μέ αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός τών Σουλιωτών νά φτάσει τούς 1.400. Απ' αυτούς, ένοπλοι άνδρες καί γυναίκες ήταν περίπου 500. Στίς 12 Ιανουαρίου 1804, οι οχυρωμένοι στή Μονή Σέλτσου Σουλιώτες περικυκλώθηκαν από 8.000 Τουρκαρβανίτες υπό τούς Μπεκήρ Τζογαδούρο, Αγο Μπουχουρδάρη, καί Βέλη Πασά καί τόν αρματολό Κώστα Πουλή τών Τζουμέρκων. Μετά από μικρή προετοιμασία τριών ημερών, ακολούθησε η πρώτη επίθεση τών Τουρκοαλβανών, η οποία αποκρούσθηκε από τούς οχυρωμένους στήν Μονή τού Σέλτσου Σουλιώτες, πού πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Τον κύριο όγκο τής επίθεσης δέχθηκε τό πρώτο οχυρό. Οι Σουλιώτες τού φυλακίου αυτού έμπηξαν στό μέρος εκείνο, τό σύμβολο τής πίστεως γιά τήν οποία πολεμούν, ένα Σταυρό. Ολόκληρο τό χειμώνα τού 1804 οι Σουλιώτες έμειναν στενά αποκλεισμένοι στό μοναστήρι τού Σέλτσου. Στίς 20 Απριλίου ο Αλή Πασάς έστειλε νέες ενισχύσεις καί μέ επιστολή τού παρήγγειλε στούς στρατηγούς του νά ξεπαστρέψουν μιά φούχτα κατσικοκλέφτες όπως τούς αποκαλούσε. Τήν επόμενη μέρα, μετά από τρίμηνη πολιορκία καί προδοσία τού
433
Γιώργου Κύργιου, ανιψιού τού Ζίκου Μίχου, μία ομάδα από 3.000 Τουρκαλβανούς εισέβαλε στό χώρο τού μοναστηριού. Στή μάχη πού ακολούθησε καί γενικεύτηκε μέ τή συμμετοχή καί άλλων Τουρκαλβανών, πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν καί άλλοι, κυρίως γυναικόπαιδα, γιά νά μην πέσουν στά χέρια τών εχθρών γκρεμίστηκαν σέ βάραθρο 300 μέτρων, αφήνοντας τά κορμιά τους στόν Ασπροπόταμο, αναδεικνύοντας έτσι τό μοναστήρι τού Σέλτσου σέ νέο Ζάλογγο. «Ο Κήτσος Μπότσαρης καί ο Κουτσονίκας ετέθησαν επί κεφαλής τής εις Ζάλογγον τραπείσης μοίρας. Μετά δέ τήν τραγικωτάτην αυτοκτονίαν τών παίδων καί τών γυναικών αίτινες χορεύουσαι εκρημνίζοντο εις τό βάραθρον, ο Κήτσος Μπότσαρης συναθροίσας τούς μαχίμους περί τούς οκτακοσίους διεσώθη μαχόμενος ως λέων μόλις μετά εκατόν πεντήκοντα εις Βουλγαρέλι, παραλαβών δέ καί τούς πρότερον εκεί εκπατρισθέντες απήλθεν εις 'Αγραφα. Προσβληθείς δέ καί υπό τών εκεί πεντακοσίων Αλβανών διεσώθη μόλις μετά πεντακοσίων πέντε ανδρών καί μίας γυναικός εις Πύργον. Τότε αιχμαλωτίσθη ο υιός τού Κήτσου Κώστας. Τότε αιχμαλωτίσθη καί σύμπασα η επόλοιπος ιδία οικογένεια τού Κήτσου. Η δέ γυνή τού Νώτη τρωθείσα καιρίως, μετεφέρθη επί τών ώμων τής θυγατρός της μέχρις αποτόμου βράχου τού Αχελώου, βλέπουσα δέ η θυγάτηρ εγγύτατα τόν κίνδυνον νά ζωγρηθή υπό Αλβανού, έσπρωξε τήν μητέρα εις τόν ποταμόν καί συγκατάπεσεν... Ο Νώτης Μπότσαρης ζωγρηθείς επέμφθη εις Ιωάννινα. Μόλις ιαθέντων τών τραυμάτων, επέμφθη δέσμιος εις τό φρούριον τής Κλεισούρας, ίνα φυλάσσηται εκεί ασφαλέστερον. Κατορθώσας νά προμηθευθή μικράν μάχαιραν μετεσχημάτισεν αυτήν εις ρινίον. Δι' αυτού ερρίνησε μέν πρότερν τά σιδηρά δεσμά, αλλά δέν τά απέκοψε, ρινήσας δέ καί τά κλείθρα τής θύρας του δεσμωτηρίου, διέρρηξεν αμφότερα εν ασελίνω νυκτί. Εξελθών τής φυλακής εκρεμάσθη διά τής ζώνης του από τάς επάλξεις τού φρουρίου, ελαττώσας ούτω κατά τι τό ύψος, εφ' ού έμελλε νά πέση, έκοψε τήν ζώνην καί έπεσεν εκτός...» Βίοι Παράλληλοι Τόμος Η' - Αναστασίου Γούδα (1876) Ο Γιάννης Μπότσαρης σκοτώθηκε, ενώ ο πατέρας του Νότης αιχμαλωτίσθηκε μισοπεθαμένος από τίς λαβωματιές. Ακολούθησαν στιγμές φρίκης καθώς οι Τούρκοι χυμούσαν νά αρπάξουν τά γυναικόπαιδα. Η εικοσάχρονη Λένω, κόρη του Νότη, στήν όχθη τού Ασπροποτάμου, σκότωσε τόν πρώτο Τούρκο πού τήν άρπαξε, ενώ μέ τόν δεύτερο Τούρκο βούτηξε μέσα στό ποτάμι καί δέν ξαναφάνηκε. Από τότε τό μέρος εκείνο έμεινε μέ τό όνομα: «Τό πήδημα τής καπετάνισσας.»
434
«Πέντε Τούρκοι τήν κυνηγούν, πέντε Τζοχανταραίοι. Τούρκοι γιά μήν παιδεύεστε, μήν έρχεστε σιμά μου, σέρνω φουσέκια στήν ποδιά καί βόλια στίς μπαλάσκες. Κόρη γιά ρίξε τ΄ άρματα, γλύτωσε τή ζωή σου. Τι λέτε μωρ΄ παλιότουρκοι καί σείς παλιοζαγάρια; Εγώ 'μαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή τού Γιάννη, που 'καμε τήν αρβανιτιά καί ντύθηκε στά μαύρα» Ο Κίτσος Μπότσαρης μαζί μέ τόν γιό του Μάρκο αφού πολέμησαν τούς εχθρούς, γλίτωσαν σέ μία σπηλιά κρυμμένοι - γνωστή στήν περιοχή ως «Σπηλιά τού Κίτσου Μπότσαρη» - καί μετά από πολλές περιπέτειες έφθασαν στήν Πάργα όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι Σουλιώτες. Σούλι καί Επανάσταση Οι Σουλιώτες διωγμένοι από τή γή τους υπηρέτησαν ως εξόριστοι στά στρατιωτικά σώματα τών κατόχων τών νήσων τού Ιονίου πελάγους. Αρχικώς τών Ρώσων, κατόπιν τών Γάλλων καί τελικά τών 'Αγγλων, διατηρώντας έτσι τό αξιόμαχο τής στρατιωτικής τους δύναμης. Στίς παραμονές τής επανάστασης τού 21 οι Σουλιώτες αποτελούσαν τήν καλύτερη πολεμική δύναμη πού διέθεταν οι υπόδουλοι Χριστιανοί γιά τόν αγώνα τής ανεξαρτησίας τους. Η ευκαιρία γιά τήν επάνοδο στήν πατρογονική τους εστία, υπήρξε ο πόλεμος πού εξαπέλυσε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' κατά τού αποστάτη (φιρμανλή) Αλή πασά τών Ιωαννίνων, τόν Σεπτέμβριο τού 1820. Ο Αλής γιά νά εξευμενίσει τόν σουλτάνο τού έστειλε έκθεση μέ όλες τίς συνωμοτικές κινήσεις τών Ρωμηών, αλλά δέν έγινε πιστευτός από τήν Υψηλή Πύλη. Ο σουλτάνος ζήτησε από τόν Ισμαήλ Πασόμπεη τήν κεφαλή τού Αλή καί σέ αντάλλαγμα τόν έκανε διοικητή τής Ηπείρου. Ο υποναύαρχος τού τουρκικού στόλου πού περιέπλεε τό Ιόνιο Πέλαγος ήρθε σέ συνεννόηση μέ τούς αρχηγούς τών Σουλιωτών καί τούς υποσχέθηκε ότι θά τούς επέτρεπε νά επιστρέψουν στά σπίτια τους σέ περίπτωση πού ένωναν τίς δυνάμεις τους μέ τά σουλτανικά στρατεύματα εναντίον τού αποστάτη Αλή. Οι οπλαρχηγοί δέν δίστασαν καθόλου νά απαντήσουν καταφατικά καί ύστερα από δεκαεπτά χρόνια εξορίας οι πρώτοι 300 Σουλιώτες, μέ κεφαλή τό Νότη Μπότσαρη, πατούσαν πάλι τά
435
χώματα τής Ηπείρου. Αμέσως κατευθύνθηκαν στά Ιωάννινα γιά νά συναντήσουν τόν εκπρόσωπο τού σουλτάνου Ισμαήλ Πασόμπεη. Οι Σουλιώτες ζήτησαν από τό νέο διοικητή νά διώξει τούς Λιάπηδες πού τούς είχαν αρπάξει τά σπίτια καί νά εγκατασταθούν αυτοί στό Σούλι, όπως είχαν συμφωνήσει καί μετά νά αρχίσουν τίς επιχειρήσεις κατά τού Αλή. Ο Ισμαήλ πασάς μέ ευγενικό τρόπο τούς αρνήθηκε καί αυτό ήταν αρκετό γιά τούς Σουλιώτες νά είναι δύσπιστοι σέ αυτόν. ΌΌταν τέλος έμαθαν από έναν Τούρκο ότι ο Ισμαήλ ετοίμαζε τήν εξόντωσή τους, «διά τούς γκιαούρηδας μόνον σίδηρα καί ξύλον έχει ο σουλτάνος» άρχισαν μυστικές συνομιλίες μέ τόν Αλή πασά. Ο Μάρκος Μπότσαρης συνάντησε τόν Αλή πασά ο οποίος τόν υποδέχτηκε μέ μεγάλες τιμές καί φιλοφρονήσεις καί μάλιστα τόν αποκάλεσε καί γιό του. Ο Αλής πλέον ένιωθε απελπιστικά μόνος. Είχε εγκαταλειφθεί από τούς πάντες. ΌΌχι μόνο οι πιό πιστοί του στρατηγοί τόν είχαν παρατήσει, όπως ήταν ο Ομέρ Βρυώνης, ο Ταχήρ Αμπάζης, ο Δερβίς Χασάν καί ο Μπεκίρ Τζογαδόρος, αλλά καί τά ίδια του τά παιδιά Μουχτάρ καί Βελής είχαν αποσκιρτήσει στά σουλτανικά στρατεύματα. Στίς 6 Δεκεμβρίου 1820, οι Σουλιώτες έχοντας τή σχετική διαταγή τού Αλή πασά κατευθύνθηκαν πρός τό Σούλι γιά νά τό παραλάβουν. ΈΈφτασαν στό χωριό Βαριάδες όπου υπήρχε μεγάλος οχυρωματικός πύργος. Ο Γκέκας φρούραρχος όμως δέν τούς τόν παρέδωσε καί τόν κατέλαβαν μέ δόλο. Αυτή η πράξη σύμφωνα μέ τόν Λάμπρο Κουτσονίκα θεωρείται η πρώτη επαναστατική πράξη τού Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία. Οι σουλτανικοί μόλις πληροφορήθηκαν τήν αποσκίρτηση τών Σουλιωτών δέν έχασαν χρόνο καί απέστειλαν δύο σώματα γιά νά τούς περικυκλώσουν. Τό πρώτο σώμα αποτελείτο από οκτώ χιλιάδες Τσάμηδες υπό τόν Πρόνιον καί τό δεύτερο από επτά χιλιάδες Τουρκαλβανούς υπό τόν Αγο Βάσαρην. «Οι Σουλιώται μετά τήν άλωσιν τού οχυρώματος τού χωρίου Βαριάδες μετέβησαν αμέσως εις τήν πρωτεύουσα τής επαρχίας τό Σούλιον τό οποίον ως ερρέθη είχε συνοικισθή εκ χιλιών οικογενειών Λιάπηδων Οθωμανών, τούς οποίους επολιόρκησαν στενώς καί τούς επρότειναν ν' αναχωρήσωσι τής πατρώας τών Σουλιωτών γής καί νά υπάγωσιν εις τήν πατρίδα των, αλλ' ούτοι ευχαριστηθέντες ενταύθα αντέτειναν. Οι Σουλιώται λαβόντες τήν είδησιν από τούς προσκόπους των, ότι οι γείτονες αυτών Τσάμηδες διαταχθέντες παρά τού σερασκέρη εσυγκεντρώθησαν αμέσως καί ήρχοντο εν μεγάλω σώματι κατ' αυτών. Παραιτήσαντες πολλά ολίγους εις τήν πολιορκίαν τών Λιάπηδων, άπαντες οι λοιποί μετέβησαν απέναντι τών εχθρών τούτων, μετά τών οποίων κατά πρώτον ήρχισαν αρκετόν ακροβολισμόν, όστις ακολούθως εγένετο μάχη πεισματώδης καί αιματηρά διαρκέσασα επί δύο ώρας, εις
436
ήν νικηθέντες οι εχθροί ετράπησαν εις φυγήν, τούς οποίους εκυνήγησαν οι Σουλιώται ως αγέλην ζώων. Μτά τήν κατά τών Τσάμηδων νίκην οι Σουλιώτες επέστρεψαν καί επολιόρκησαν στενότερα τού Λιάπηδες, τούς οποίους μετά οκταήμερον πολιορκίαν τούς υποχρέωσαν ν' αναχωρήσωσιν τής πατρίδος των. Μετά τήν ανάκτησιν τού Σουλίου τής πολυπαθούς αυτών πατρίδος, τοίς έμεινε τό οχυρόν φρούριον τής Κιάφας, τό οποίον εφρούρει μέν εις άνθρωπος τού Αλή Πασσά Μουρτοτζάλης λεγόμενος.» Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό τού Σουλιώτου Λάμπρου Κουτσονίκα (1863) Στίς 12 Δεκεμβρίου 1820 τό Σούλι επέστρεψε στήν ελευθερία μέ εξαίρεση τό οχυρό τής Κιάφας τό οποίο τό πήραν οι Σουλιώτες από τόν φρούραρχο Μουρτοτζάλη λίγο αργότερα. Ο σουλτάνος εξοργισμένος μέ αυτή τήν εξέλιξη θεώρησε αποκλειστικό υπεύθυνο τόν Ισμαήλ Πασόμπεη καί τόν απείλησε μέ τήν ζωή του άν δέν εξόντωνε τούς γκιαούρηδες (άπιστους) εντός λίγων εβδομάδων. Από εκείνη τή στιγμή οι Αρβανίτες τουρκοφάγοι αετοί τής Ηπείρου επιδόθηκαν σέ έναν ανελέητο αγώνα αμύνης προκειμένου νά κρατήσουν τό βουνό τους απόρθητο, αυτή τή φορά όχι από τόν Αλή τών Ιωαννίνων αλλά από τά σουλτανικά στρατεύματα. ΉΉρωάς τους αυτή τή φορά θά αναδεικνυόταν ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε γεννηθεί στό Σούλι τό έτος 1790 καί ήταν γιός τού Κίτσου Μπότσαρη, ο οποίος έγινε αρχηγός τών Μποτσαραίων, μετά από τόν θάνατο τού μεγαλύτερου αδελφού του Τούσια Μπότσαρη. Αδελφός τού Κίτσου ήταν ο Νότης Μπότσαρης, ενώ πατέρας τους υπήρξε ο πολέμαρχος Γιώργης Μπότσαρης πού είχε πάρει τήν ολέθρια απόφαση παλαιότερα, νά αποσύρει τήν φάρα του από τό Σούλι. Στήν εφηβική του ηλικία ο Μάρκος είχε ζήσει τόν αποδεκατισμό τής οικογενειάς του στό βυζαντινό μοναστήρι τού Σέλτσου. Από εκεί, διαφεύγοντας μόλις τήν αιχμαλωσία καί κρυμμένος ο Μάρκος επί ημέρες μέ τόν πατέρα του Κίτσο, κατόρθωσαν νά διασωθούν καί νά καταφύγουν στήν Πάργα καί από εκεί στούς Κορφούς (Κέρκυρα). Στίς πολεμικές επιχειρήσεις τών γαλλικών στρατευμάτων, εναντίον τών 'Αγγλων, ο Μάρκος, ως μισθοφόρος, απέδειξε πολύ γρήγορα τά ηγετικά καί πολεμικά του προσόντα, οι δέ Γάλλοι εκτιμώντας τον, τόν προήγαγαν σέ ηλικία 22 ετών, στόν βαθμό τού ταγματάρχη. Μετά τήν ήττα τού Ναπολέοντα καί τήν αποχώρηση τών Γάλλων από τά Ιόνια νησιά κατά τό έτος 1814, ο Μάρκος Μπότσαρης ιδιώτευσε στήν Κέρκυρα, όπου καί νυμφεύθηκε τή Χρυσούλα Καλόγερου (θυγατέρα τού οπλαρχηγού Χριστάκη Καλόγερου), από τήν Πρέβεζα. ΈΈκαναν μαζί τόν Δημήτριο καί δύο κόρες, τήν Βασιλική καί τήν
437
Αικατερίνη ή Ρόζα Καρατζά. «Ο Μάρκος Μπότσαρης εγεννήθη εν Σουλίω τώ 1790. Γράμματα μέν εκ παιδικής ηλικίας ή δέν εδιδάχθη παντάπασιν ή ολίγιστα, μόνον απλή ανάγνωσιν καί γραφήν υπό τού Σαμουήλ, εδιδάχθη όμως υπ' αυτού εξ απαλών ονύχαν τήν ευσέβειαν καί τό πρός τούς Τούρκους άσπονδον μίσος. Πολλά δέ έτη διατρίψας εν Κερκύρα καί φύσιν έχων δεξιάν χωρίς νά απομάθη ουδεμίαν τών αρετών τών Σουλιωτών, εδιδάχθη όμως πολλάς άλλας εκ τε τών Κερκυραίων καί εκ τών κατεχόντων τότε τήν Επτάνησον Γάλλων... Γνωστού δέ γενομένου τότε ότι εξ Αρτης έμελλον νά πεμφθώσιν εις Ιωάννινα τροφαί καί πολεμοφόδια αφιχθέντα διά θαλάσσης εις Σαλαχώραν καί συνοδευόμενα υπό διακοσίων ιππέων Οθωμανών λαμβάνει διακόσιους εκλεκτούς Σουλιώτας ο Μάρκος πετά ως αετός, ελλοχεύει εις Κομψάδας, φονεύει τούς πλείστους τών ιππέων, αρπάζει καί πέμπει εις Σούλι διά τών αυτών μάλιστα υποζυγιών καί αγωγιατών άπαντα τά κομιζόμενα, πετά αμέσως αυθημερόν εις Πέντε Πηγάδια, τά καταλαμβάνει καί ούτων διακόπτει τήν συγκοινωνίαν μεταξύ Ιωαννίνων καί Αρτης. Μαθόντες τούτο οι εν Ιωαννίνοις ετοιμάζουσι διά μεγίστης σπουδής καί μυστικότητος στρατειών εκ πεντακισχιλίων εκλεκτών Αλβανών καί εκστρατεύουσι νύκτωρ κρύφα, ελπίζοντες νά προκαταλάβωσιν ανέτοιμον τόν Μάρκον. Αλλ' ούτος, ειδοποιηθείς, εκλείσθη μετ' ολίγων μόνον εν τώ φρουρίω, τούς δέ λοιπούς έπεμψε νά ελλοχεύσωσιν ένθεν καί ένθεν τής εισόδου τών στενωμάτων, παραγγείλας αυτοίς νά μή ενοχλήσωσι τελείως τούς προχωρούντας εχθρούς. ΌΌτε δέ ούτοι έφθασαν εις τό χάνι νομίζοντες ότι ουδείς εν αυτώ υπάρχει, τινές μέν προσεπάθουν νά αναβώσι διά κλιμάκων, άλλοι δέ νά θράυσωσι τάς θύρας καί οι δερβίσαι νά εξορμώσι τούς πιστούς κατά τών απίστων. Τότε οι έγκλειστοι, εκκενώσαντες διά μιάς τά φονικά όπλα των κατά τών εχθρών καί δόντες τό σύνθημα τής επιθέσεως, ώρμισαν ξιφήρεις. Τότε δή οι μέν Τούρκοι εφώναζον "Γιαούρ γκιλιδή" (ήρθαν οι άπιστοι), ούτοι δέ έσφαζον αδιακόπως. Εν τή μάχη ταύτη έπεσαν διακόσιοι ογδοήκοντα Τούρκοι καί δέκα μόνον Σουλιώται. Συνέλεξαν δέ οι νικηταί χίλια πεντακόσια όπλα καί ηθέλησαν νά στήσωσιν καί τρόπαιον εκ τών κεφαλών τών εχθρών, αλλ' ο Μάρκος τούς απηγόρευσεν, αρκεσθείς μόνον εις δέησιν πρός τόν ΎΎψιστον.» Βίοι Παράλληλοι τών επί τής Αναγεννήσεως τής Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών υπό Αναστασίου Γούδα (1871) Ο νεότατος Μάρκος διέπρεψε στίς μάχες κατά τών μουσουλμάνων. ΉΉταν άδολος καί αγνός στήν ψυχή καί πολύ μετριόφρων. Κάποτε ο Αλή πασάς είχε πεί στόν αδελφό του Μάρκου, Κώστα Μπότσαρη, ότι «αυτός ο σιωπηλός θά φάει πολλή Τουρκιά». ΉΉταν από εκείνους τούς
438
Σουλιώτες πού είχε συλλάβει τήν ιδέα τής συμμαχίας Ρωμηών καί Αλβανών εναντίων τών κατακτητών Οθωμανών καί έτσι είχε τήν ιδέα νά συντάξει «Λεξικό τής Ρωμαίικης και τής Αρβανίτικης». «Εισελθών εις Σούλιον ο Περραιβός εξωμολογήθη τόν μέγαν σκοπόν τού ΈΈθνους καί τάς οποίας σταθεράς ελπίδας τρέφει πρός αυτούς. Η κατά τάς Ιονικάς νήσους εικοσαετής συναναστροφή μετ' αυτών τού Περραιβού, η συγγένεια, καλή αρμονία, ομόνοια καί υπόληψις υπερίσχυσαν εις τάς ψυχάς τών Σουλιωτών. Η θέσις τών Σουλιωτών ήτο πολλά διαφορετική αφ' ότι ηδύναντο νά ήναι εις άλλα μέρη τής Ελλάδος καί διά νά φυλάξωσι μέν τήν ύπαρξίν των, απολαύσωσι δέ καί τήν μερικήν των πατρίδα, εβιάσθησαν νά συμμαχήσωσι μέ τόν παλαιόν εχθρόν τής πατρίδος των καί νά μάχωνται υπέρ αυτού κατά τό φαινόμενον. Μολονότι ήσαν φίλοι τού Αλή πασά ο Αγο Μουχουρδάρης καί Ταχίρ Αμπάζης, έπεμψε δέ μετ' αυτών εις τό Σούλιον καί τόν επιστήθιόν του Αλέξιον Νούτσον. Αυτόν επολιτεύετο κατ' ιδίαν ο Περραιβός μέ τούς πλέον γλυκείς τρόπους, επιβεβαιών πάντοτε τά συμφέροντα τού Αλή πασά σύμφωνα καί αδιαίρετα μέ τά τού ΈΈθνους. Πρός δέ τούς Σουλιώτας εκφράζετο τ' αληθή τής πατρίδος συμφέροντα. » Απομνημονεύματα πολεμικά συγγραφέντα παρά τού Χριστοφόρου Περραιβού (1836) Ο Περραιβός ήταν αυτός πού μύησε τούς Σουλιώτες στήν πανελλήνια προσπάθεια απαλλαγής τού ΈΈθνους μας από τήν οθωμανική τυραννία. Παράλληλα μέ μία έξοχη διπλωματία προσπαθούσε νά πείσει τόν Αλή πασά ότι Αλβανοί καί Ρωμηοί συμμάχησαν κάτω από τήν δική του αρχηγία, μέ σκοπό νά πολεμήσουν τά βασιλικά στρατεύματα τού σουλτάνου. ΌΌσο επιβίωνε ο Αλής, τόσο φούντωνε η επανάσταση τών Χριστιανών κατά τών μουσουλμάνων τυράννων καί αυτό τό γνώριζε τόσο ο Περραιβός όσο καί οι Σουλιώτες. Ο Περραιβός είχε στείλει επιστολή στόν Αλή πασά διαβεβαιώνοντάς τον γιά τήν στήριξη πού τού παρείχαν οι επαναστάτες καί ο Αλή πασάς τού απάντησε μέ τό ακόλουθο μήνυμα: «Ακριβέ μου φίλε! ΈΈγνων εφεξής τά όσα μοί επισημειοίς περί τών τρεχόντων, περί ών μ' επληροφόρησεν ιδιαιτέρως καί ο ιδικός μου Αλέξης Νούτσος εις έκτασιν. Μοί γράφεις δέ νά στέκωμαι μέ τήν συνήθη μεγαλοψυχίαν μου. ΌΌσον κατά τούτο, εγώ νομίζω ότι έως τόρα δέν άφησα υπόλοιπον. Κάθε κίνημά μου ωδηγήθη από τόν ζήλον τής απολυτρώσεως τούτου τού δυστυχούς γένους, δι' ήν αιτίαν καί ευρίσκομαι ήδη πολιορκημένος εδώ. Μέ λύπην μου όμως βλέπω, ότι από τό μέρος των δέν γίνεται η απαιτουμένη εις τάς χρείας επιμέλεια. Εγώ μέ
439
όλα τά μακρά γηρατειά μου πρό ολίγου τοίς έδωκα εμπράκτως τό παράδειγμα τού Λεωνίδα, όπου σχεδόν μέ 1500 στρατιώτας, εκυρίευσα τάς δυνατωτέρας προφυλακάς τών εχθρών από τάς χείρας τοσούτων χιλιάδων καί άν ήθελε μιμηθούν καί αυτοί ταυτοχρόνως τό παράδειγμά μου, ώς απόγονοι εκείνων τών οποίων καυχώνται νά ήναι, πρό πολλού οι εχθροί ήθελε διασκορπισθούν κακήν κακώς. Τόρα λοιπόν ελπίζω μέ τόν ερχομόν σου νά γνωρίσουν τό συμφέρον τους καί νά φανώσι δραστικότεροι, καθώς τό καλεί η παρούσα κοινή ανάγκη...» 6 Απριλίου 1821, Αλή πασσάς - Κάστρο τών Ιωαννίνων Στίς 18 Απριλίου 1821 έγινε η μάχη τής Μπογόρτσας όπου διέπρεψε ο Γεώργιος Δράκος ενώ οι Σουλιώτες άφησαν έντεκα νεκρούς. Από τούς αντιπάλους Γκέγκιδες (τουρκομακεδόνες) οι νεκροί ήταν αρκετές δεκάδες. Ακολούθησαν οι νίκες στή Λέλοβα (Θεσπρωτικό), στούς Βαρυάδες (Βαργιάδες), στά Πέντε Πηγάδια, στό Τόσκεσι καί στά Δερβίζιανα, όπου πολεμούσαν από κοινού τά πιστά στόν Αλή πασά τουρκαλβανικά στρατεύματα καί οι Σουλιώτες, εναντίον τών σουλτανικών στρατευμάτων τού αρχιστράτηγου Χουρσίτ πασά. Ο Χουρσίτ πασάς ήδη από τόν Ιανουάριο τού 1821 είχε πάρει τήν θέση τού Ισμαήλ πασά, τόν οποίο ο σουλτάνος αρχικώς έστειλε στήν εξορία καί τελικώς αποκεφάλισε. «Μάχη στά Πέντε Πηγάδια - 27 Ιουλίου 1821 Ενεκρίθη παρά τών Σουλιωτών καί συμμάχων νά λάβη υπό τήν οδηγίαν του ο Αγο Μουχουρδάρης πεντακόσιους Τουρκαλβανούς καί διακόσιους Σουλιώτας ο Γεώργιος Δράκος καί μ' αυτήν τήν δύναμιν νά υπάγωσιν, όσον τάχος, νά προκαταλάβωσι τήν νύκτα τά Πέντε Πηγάδια, πρίν οι εχθροί νά διαβώσιν, διότι εις εκείνο τό στενόν εδύναντο νά ματαιώσωσι τά σχέδια τού εχθρού καί όχι εις άλλην θέσιν, μέ τό νά είχεν ικανόν ιππικόν ο εχθρός καί ούτως εξετέλεσαν μέ προθυμίαν καί δραστηριότητα οι ρηθέντες αρχηγοί τό εγκριθέν σχέδιον καί τύχη αγαθή προκατέλαβον τά Πέντε Πηγάδια διά τήν αμέλειαν τών εχθρών, διότι πρό μιάς ημέρας είχε σταλή διαταγή από τόν αρχιστράτηγον τών Ιωαννίνων καί πληρεξούσιον όλης τής Ελλάδος Βεζήρ Χουρσίτ Αχμέτ πασάν πρός τόν εις Αρταν Σουλεϊμάν πασάν, διά νά εξαποστείλη 800 στρατιώτας υπ΄ οδηγίαν ενός εμπειροπόλεμου αρχηγού καί προκαταλάβη τό στενόν τών Πηγαδίων. Κατά τήν τρίτην ώραν τής νυκτός έφθασαν οι 800 πλησίον τού στενού, αλλ' η διά τόν κόπον τής οδοιπορίας ή αδιαφορίαν ή φόβον, μήπως οι Σουλιώται προκατέλαβαν τό στενόν καί πέσωσιν εις κίνδυνον, ενέκριναν νά στρατοπεδεύσωσιν ενός μιλλίου μακράν τού στενού καί τήν αυγήν νά έμβωσιν καί τό κρατήσωσιν εωσού διαβώσι τά εξ Ιωαννίνων
440
στρατεύματα. Κατά τήν εβδόμην ώραν τής νυκτός έφθασαν καί οι Σουλιώται μετά τών συμμάχων καί προέπεμψαν πέντε στρατιώτας νά εξιχνιάσωσι τό στενόν, υποπτευόμενοι τινά ενέδραν τών υπεναντίων. Ως ούν είδον αυτό ελεύθερον, εισήλθον 500 υπ΄οδηγίαν τού Γεωργίου Δράκου, 200 δέ έμειναν αντικρύ εις τό πλάγιον μέ τόν Αγο Μουχουρδάρην, ώστε χρείας τυχούσης, νά δώση τήν αυγήν βοήθειαν, εξ' ων οι 150 ήσαν Τουρκαλβανοί, οι δέ λοιποί Σουλιώται. Μόλις ο ήλιος είχεν εξαπλώσει τάς ακτίνας του εις τάς κορυφάς τών βουνών καί οι 800 ξυπνήσαντες διευθύνοντο εις τό στενόν χωρίς τινα προφύλαξιν, νομίζοντες τό ελεύθερον. Ο Δράκος ιδών αυτούς μακρόθεν, διέταξε νά τούς αφήσουν νά εισέλθωσιν όσον τό δυνατόν πλησίον, ώστε νά δοκιμάσωσιν αισθαντικοτέραν τήν ζημίαν. Τούς είδεν από τό πλάγιον καί ο Μουχουρδάρης καί ητοιμάζετο νά τούς κτυπήση από τά όπισθεν, αλλ' εκαιροφυλάχθη νά ιδή πρώτον τήν συμπλοκήν. Μόλις εισήλθεν εις τά μέσα τού στενού η εμπροσθοφυλακή, διά νά καταλάβη τάς αναγκαίας θέσεις καί απροσδοκήτως εύρεν άλλους εις αυτάς, οι οποίοι άρχισαν εκ συμφώνου νά τούς φονεύσωσιν. Εκείνοι οπισθοδρομούντες μετά τρόπου, εφώναζον "Σουλιώται, Σουλιώται!". Ο δέ Μουχουρδάρης παρευθύς ώρμησεν από τά όπισθεν κατ' αυτών...» Απομνημονεύματα πολεμικά συγγραφέντα παρά τού Χριστοφόρου Περραιβού (1836) Μάχη τής 'Αρτας (Νοέμβριος 1821) Η συμμαχία τών Σουλιωτών μέ τούς Τουρκαλβανούς τού Αλή πού έγινε τό έτος 1821, υπήρξε τό καλύτερο δυνατό ξεκίνημα γιά τήν επανάσταση στή Δυτική Ελλάδα. Ο νέος αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς δέν κατάφερε νά πάρει τούς Σουλιώτες μέ τό μέρος του. Νοτιότερα οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί καταλάμβαναν τό ένα κάστρο μετά τό άλλο. Ο αρχηγός τής Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε ευχηθεί γι' αυτήν τήν εξέλιξη καί είχε γράψει στόν Κολοκοτρώνη: "νά είναι οι καπετάνιοι μονοιασμένοι καί νά συνάζουν πολεμοφόδια, όσο μπορούν περισσότερα. Νά χτυπούν μαζί μέ τόν Αλή πασά τά σουλτανικά στρατεύματα καί νά προσποιούνται πώς πολεμούν γι' αυτόν, αλλά στήν πραγματικότητα νά ελευθερώνουν καί νά οχυρώνουν τούς ελληνικούς τόπους". Τόν Σεπτέμβριο τού 1821 αλλεπάλληλες απόπειρες τού Τούρκου βεζύρη νά διασπάση τήν αντίσταση τών Ελλήνων αρματολών καί νά ξεχυθεί στό νότο, έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Οι οπλαρχηγοί Γώγος Μπακόλας, Κατσικογιάννης, Γιαννάκης Ράγκος, Ανδρέας ΊΊσκος, Δημοτσέλιος, Φώτος Σκαλτσογιάννης κράτησαν τίς θέσεις τους στήν Λαγκάδα, στήν Παληοκούλιαν, στό Κομπότι, στόν Σταυρό Τζουμέρκων καί στό Πέτα, όπου πήρε καί τό βάπτισμα τού πυρός ο μετέπειτα
441
στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης. «Ο Σουλτάνος διόρισε τον Χουρσίτ πασσά αρχιστράτηγον μέ πολλούς πασιάδες νά πολιορκήσουνε τόν Αλήπασια καί γιόμωσαν τά Γιάννενα καί η Αρτα Τούρκους καί Αρβανίτες καί άρπαγους καί παραλυμένους πήραν πολλές γυναίκες Ρωμαίγισσες στανικώς, πήραν καί μίαν δούλα τού πατριώτη μου καί ήθελαν νά τού πάρουν καί τήν γυναίκα του. ΉΉταν ωραία καί θα τήν έπαιρνε ένας πασσάς οπού ήταν εις τήν Αρτα, τόν έλεγαν Χασάνπασια κακός άνθρωπος, αυτός καί ένας, τόν έλεγαν Μπαμπάπασια, αφάνισαν τήν τιμή καί πλούτη τών ανθρώπων. Αυτός ο Μπαμπάπασιας έπιασε τόν πατριώτη μου κ' εμένα καί μάς φυλάκωσε καί γύρευε νά μάς χαλάση, καί μέ πολλές πλερωμές οπού 'καμε ο πατριώτης μου σωθήκαμε... Το Μεγάλο Σαββάτο τήν νύχτα, ξημερώνοντας Λαμπρή, πήγα εις 'Αρτα, αντάμωσα τούς δικούς μας, τούς είπα τά τρέχοντα. Φέραν καί τα κεφάλια των Πατρινών εκεί, νά τά πάνε τού Χουρσίτ πασσά. Τότε πιάνουν κ' εμένα ως χαΐνην (αντάρτης) τού Σουλτάνου, οπού ήμουν εις Μωριά, μέ πάνε εις τό κάστρο τής Αρτας. Μού περνούνε σίδερα εις τά ποδάρια καί άλλους παιδεμούς, νά μαρτυρήσω τό μυστικόν. Εβδομήντα πέντε 'μέρες παιδεμούς. Μάς πάνε είκοσι έξι ανθρώπους νά μάς κρεμάσουνε καί ο Θεός γλύτωσε μόνον εμένα. ΉΉταν Βονιτζάνοι καί απ' άλλα μέρη καί τούς κρέμασαν όλους 'σ τό παζάρι. Δια νά μέ ξετάξουνε ακόμα καί νά τούς μαρτυρήσω τό βιον μου, μέ γύρισαν οπίσω, από τήν καταδίκη εις τόν πασιά καί μέ ξέταζε διά τό δικό μου βιον καί τού πατριώτη μου. Με πήγαν πίσω εις τό κάστρο, άλλη βολά νά μέ χαλάσουνε, καί μ' έβαλαν 'σ ένα μπουντρούμι. Και ήμαστε εκατόν ογδόντα άνθρωποι. καί ήταν σάπιο ψωμί μέσα καί μαγαρίζανε απάνου 'σ τό ψωμί, ότι αλλού δέν είχαμε τόπον. Καί η ακαθαρσία εκείνη καί τά χνώτα έκαναν μίαν βρώμα, οπού δεν είναι 'σ τήν γης άλλη χειρότερη. Καί από τήν κλειδωνότρυπα τής πόρτας βαίναμε τή μύτη μας καί παίρναμε αγέρα. καί μό' 'ριχναν εμένα ξύλο καί παιδεμούς πλήθος, καί αφού πήγαν νά μέ χαλάσουνε. καί από τα χτυπήματα επρίστηκε τό σώμα μου καί καντήλιασε και ήμουν εις θάνατο. ΈΈταξα αρκετά χρήματα ενού Αρβανίτη νά βγω νά μέ ιδή γιατρός καί νά πάρω καί γιατρικά καί τα χρήματα. Μου δίνει έναν Τούρκον νά πάμε εις τό σπίτι μου... Αφού πήγαμε μέσα εις τήν ΆΆρτα, μιά ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις τό κονάκι τού μπέγη καί όλοι οι σερασκέρηδες οι Αρβανίτες νά τόν ιδούν. Τού λέγω τού μπέγη δια τήν γυναίκα τού πατριώτη μου, οπού θα τήν πάρη ο Χασάνπασιας. Μιλεί τών πασσάδων κι' αλλουνών, οτζάκια τής Αρβανιτιάς, τούς λέγει: «- Πασσάδες καί μπέηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε!» ο μπέγης τους» λέει, «ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε μέ
442
τόν Μόσκοβον, μήτε μέ τόν Εγγλέζο, μήτε μέ τόν Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τόν ραγιά καί από πλούτη καί από τιμή καί τόν αφανίσαμε καί μαύρισαν τα μάτια του καί μάς σήκωσε ντουφέκι. Καί ο Σουλτάνος τό γομάρι δέν ξέρει τί τού γίνεται τόν γελάνε εκείνοι οπού τόν τριγυρίζουν. καί η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθή τό βασίλειόν μας. Πλερώνομε βαριά νά βρούμε προδότη καί δεν στέκει τρόπος νά μαρτυρήση κανένας τό μυστικόν, νά μάθωμε μόνος του ο ραγιάς μάς πολεμεί ή καί οι Δυνάμες. Δι' αυτό πλερώνομε καί παλουκώνουμε καί σκοτώνομε καί αλήθεια ποτέ δεν μάθαμε». Αφού τούς είπε πολλά ο μπέγης από αυτά, τούς λέγει ύστερα πώς ο Σουλτάνος στέλνει πασιάδες τούς πλέον παντίδους καί "γύμνωσαν τόν κόσμο καί τού πήραν καί τίς γυναίκες. Αυτείνοι θα φύγουν δια τόν τόπο τους κ' εμείς θα μείνωμεν εδώ". Τότε έπιασε καί διά τήν γυναίκα τού πατριώτη μου, πώς γυρεύει νά τήν πάρη ο πασσάς. καί τότε όλοι μέ μίαν φωνή είπανε καί πήγανε καί τήν πήραν από 'κεί οπού τήν είχε καί τήν πήγαν εις τό αγγλικόν κονσολάτο νά είναι φυλαμένη... Σεπτεμβρίου έντεκα οι Τούρκοι τής Αρτας μάθαν ότ' ήμαστε ολίγοι εις τού Πέτα καί μία μεγάλη δύναμη θά 'ρχονταν άξαφνα τήν αυγή μπονόρα νά μάς χαλάση. Ο Δεσπότης τής Αρτας μάς παράγγειλε αυτό, καί μάς βάνει οληνύχτα ο Γώγος καί μεράζει τού κάθε ενού τό ταμπούρι του καί τό φκιάσαμε. Η θέση τού Πέτα είναι πολλά εκτεταμένη καί αδύνατη σέ πολλές μεριές. Ξημέρωσαν νύχτα οι Τούρκοι ήφεραν καί κανόνια. Τότε οι ΈΈλληνες φοβώνταν τά κανόνια πολύ, ότι ήταν ατζαμήδες από αυτά. Κεφαλές τών Τούρκων ο Χασάν πασσάς καί ο χασνατάρης τού Χουρσίτ πασσά, ο Σμαήλπασσα Πλιάσας, ο Σμαήλπασσα Γιαννιώτης, ο Χασάμπεγη Βεργιόνης, ο Σεφτήπασσας, ο Γιακόβης, ο Μαξούταγας, ο Σούλτζε Κόρτζας, κι' άλλοι πολλοί σερασκέρηδες περίπου από εννιά χιλιάδες. Αρχηγός τής θέσης ο Γώγος, ο Σταμούλη Μαλεσιάδας μ' ολίγους Βαλτινούς καί ο Δημοτζέλιος μέ Ξερομερίτες. Τό όλο ήμασταν ως τρακόσοι πενήντα. ΈΈβαλε ο Γώγος τόν Φώτο Σκαλτζογιάννη από τήν πλάτη μέ πενήντα καί κάθονταν. 'Αρχισε ο πόλεμος από τήν αυγή ως τό δειλινό πεθάναμε από τήν δίψα. Ο πόλεμος πολλά πεισματώδης καί συχνά γερούσια απάνου μας. ΈΈνα μπεγόπουλο δέν έβαινε θάνατον ολοένα γερούσια έκανε καί τού ρίχναμε καί δέν μπορούσαμε νά τό βαρέσουμε κανείς από 'μάς. Ο Γώγος ήφερνε γύρα σέ όλα τά ταμπούρια μέ φουσέκια εις τήν ποδιά του. ΈΈρχεται εις τό ταμπούρι μας, μάς λέγει: «Μην καίτε τα φουσέκια αδίκως μ' αυτόν τό γουρνομύτη στεκάτε νά ρίξω εγώ μόνος μου, λέγει, ότι εσείς δέν ξέρετε καί νά μού φέρετε τό κεφάλι του νά τό ιδώ ύστερα». Τού λέμε «Εκείνος οπού τό 'χει δέν μάς τό δίνει νά σού τό φέρωμε, τό θέλει ο ίδιος.»
443
«-Τώρα τό βλέπετε,» μας λέγει. Απάνου οπό 'κανε γερούσι, τού δίνει ένα ντουφέκι εις τό μέτωπον καί έπεσε ξερός. Τού λέγει «Γκιντί, γουρνομύτη, μέ τα παιδιά παίζεις ολημέρα καί μό' 'καψαν αδίκως τα φουσέκια!» ΎΎστερα τού πήγαμε τό κεφάλι καί τό είδε. Τό δειλινό μίλησε εκεινών οπού 'ταν κρυμμένοι από τίς πλάτες καί ρίχτηκαν εκείνοι, οι ξαπόστατοι, καί εμείς καί κάμαμε έναν μεγάλον σκοτωμόν τών Τούρκων καί τούς πήγαμε ως τό ποτάμι κυνηγώντας καί πήραμε καί τόσα λάφυρα καί πάνε κακωσέχοντα οι Τούρκοι εις τήν Αρτα. Σκοτώθηκαν τρεις από 'μάς καί έξι πληγωμένοι. Επληγώθηκα καί εγώ ολίγον εις τό δεξί ποδάρι. Τελειώνοντας ο πόλεμος συνάχτηκαν καί οι πρόκριτοι τών χωριών τής Αρτας καί οι νοικοκυραίγοι καί μιλήσανε πώς θα βαστάξουν αυτόν τόν μεγάλον οχτρό, οπού 'ταν πνιμένος όλος αυτός ο τόπος από τα Γιάννινα, Αρτα, Πρέβεζα, Σούλι, όλο αυτό τό καυκί πλήθος Τουρκιά καί πασσάδες καί όλο νέοι κουβαλιώνταν απ' ούλα τα μέρη τής Τουρκιάς καί Αρβανιτιάς εξ αιτίας τού Αλήπασσα τήν πολιορκία. Καί ύστερα γεννήθη καί τό δικό μας τό Ελληνικόν κ' εμείς τό πηγαίναμε σκεπασμένο ότι δουλεύομε δια τόν Αλήπασσα, τόν αφέντη μας, νά τόν σώσωμε ότι αδίκως τόν κατατρέχει ο Σουλτάνος. Αυτά βγαίναμε, νά ελκύζωμε τούς Τούρκους - Αρβανίτες, τό κόμμα τού Αλήπασσα, νά τούς έχωμε φίλους αυτούς, νά μάς βοηθήσουνε κι' αυτείνοι, ότι ήμαστε ολίγοι καί οι Τούρκοι πλήθος. Αφού συνάχτηκαν οι πρόκριτοι καί οι νοικοκυραίγοι, μιλήσαμε νά είναι αυτό τό μυστήριον κρυφό, καί τών ανθρώπων τού Αλήπασσα νά τούς λέμε συντρόφους δια τόν σωμό τού Αλήπασσα. Αφού μιλήσαμε δι' αυτό, είπαμε καί μέ τί μέσα θά βαστήσουμεν τόν πόλεμον. καί δεν είχαμεν ούτε όπλα οι περισσότεροι, ούτε τ' αναγκαία τού πολέμου όλοι. Αποφάσισαν οι νοικοκυραίοι ότι η τυραγνία τών Τούρκων τήν δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δέν υποφέρνονταν πλέον. καί δι' αυτείνη τήν τυραγνία, οπού δεν ορίζαμεν ούτε βιόν, ούτε τιμή, ούτε ζωή αποφασίσαμεν νά σηκώσωμεν άρματα αναντίον αυτής τής τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά. Αφού ο Γώγος σύναξε τούς νοικοκυραίγους καί μίλησε καί ακολούθησαν τήν εργασίαν του ο καθείς, έγραψε καί εις τό Σούλι, οπού 'ταν τού Αλήπασσα ασκέρια, Αρβανίτες, σύμφωνα μέ τούς Σουλιώτες καί λέγαμεν όλοι ότι δουλεύομεν νά βγάλωμεν τόν δίκαιον Αλήπασσα (και αν έβγαινε αυτός ο σκύλος, ήμαστε χαμένοι, ότι όλη τήν Εταιρίαν μας τήν ήξερε, ότι τήν πρόδωσε ένας Εφτανήσιος, το' 'δειξε όλα τά έγγραφα καί όρκον, κι' αυτός τά 'στειλε τού ίδιου Σουλτάνου καί τού έλεγε νά τόν συχωρέση, ότι θα κιντυνέψη τό βασίλειόν του, καί αυτός νά διαλύση όλα αυτά, νά δώση νιζάμι. Ο Σουλτάνος παντήχαινε ότ' είναι πρόφασες αυτεινού διά νά συχωρεθή, ότ' ήταν φώτιση θεοτική νά γένη αυτό καί
444
τούς στράβωνε όλους, καί δεν έβαλε πίστη. Αφού έγραψε ο Γώγος στό Σούλι, ήρθε ο Αγο Βάσιαρης, ο αρχιστράτηγος τού Αλήπασσα, πολλά φρόνιμος καί γενναίος, ήρθε μέ πολλούς αξιωματικούς, καί Σουλιώτες ο Νότη Μπότζαρης, Νάση Φωτομάρας, Μάρκο Μπότζαρης καί άλλοι αξιωματικοί. Τού Μάρκου τόν πατέρα τόν είχε σκοτώση ο Γώγος εις τήν Αρτα - τόν έβαλε ο Αλήπασσας - καί είχαν όχτρια μέ τόν Γώγον. ΌΌταν ήρθε εις τό Πέτα φιλήθηκαν μέ τόν Γώγον αυτός καί ο Νότης καί είπαν: «ΌΌ,τι είχε γίνη τότε σκότωσες καί τόν άνθρωπό μας, σ' έβαλε ο τύραγνος. Αυτά τώρα αλησμονήθηκαν καί εις τό εξής είμαστε φίλοι καί αδελφοί. Καί νά τηράξωμεν τό έργον τούτο». Καί φιλιώθηκαν. Μίλησαν ύστερα καί μέ τούς Τούρκους καί κάμαμεν σάρτια, ομιλίες ν' αγωνιστούμεν νά βγάλωμεν τόν Αλήπασσα. Αυτά μιλήσαμεν μέ τούς Τούρκους. καί μέ τούς ΈΈλληνες μυστικώς τούς είπαμεν δια τήν λευτεριά τής πατρίδος καί νά βαστιέται πολλή μυστικότη νά μην τό μάθουν οι Τούρκοι, τό κόμμα τ' Αλήπασσα, καί τούς πιάσωμεν οχτρούς.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Μετά τίς νικηφόρες μάχες γύρω από τήν Αρτα, ο διοικητής τής πόλης Χασάν πασσάς, φοβούμενος τήν οργή τού Χουρσίτ, συνέλαβε πολλούς από τούς φιλήσυχους κατοίκους τής πόλης, τούς αποκεφάλισε καί έστειλε τά κεφάλια τους στόν Χουρσίτ, λέγοντάς του τάχα, ότι ανήκαν σέ επαναστάτες τούς οποίους είχε νικήσει. Η τριπλή συμμαχία τών Τουρκαλβανών τού Αλή, τών Σουλιωτών καί τών Ρουμελιωτών οπλαρχηγών αποδείχθηκε ανίκητη καθώς απαρτιζόταν από εμπειροπόλεμους μαχητές, οι οποίοι σκόρπιζαν μέ τήν εμφάνισή τους τά σουλτανικά στρατεύματα. Οι Τουρκαλβανοί δέν είχαν αντιληφθεί τό γενικό ξεσήκωμα τών Ρωμηών καί θεωρούσαν ότι καί οι Ρωμιοί πολεμούσαν στό πλευρό τού Αλή πασσά. Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε νά γίνει επίθεση κατά τής 'Αρτας. Αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια τών Τούρκων ένα από τά φρούρια τού Αλή η Λιθαρίτσα καί οι Σουλιώτες αποφάσισαν νά επιτεθούν νά τό ανακαταλάβουν. Ο Αλής όμως φοβούμενος μήν δυναμώσουν πολύ οι Σουλιώτες, τούς εμπόδισε μέ τήν παρακάτω επιστολή: «Πολυφίλητα τέκνα μου, πρό μικρού επληροφορήθην ότι προτίθεσθε νά πέμψητε τινα τών παλληκαριών σας εναντίον τού εχθρού ημών Χουρσίτ. Προειδοποιώ ημάς ότι εν τώ φρουρίω μου απόρθητος ών, περιφρονώ τόν Ασίαιο αυτόν πασά (ταγκαλάκην) καί δύναμαι ν΄αντιστώ αυτώ επί πολλά έτη. Η μόνη εκδούλευσις ήν απαιτώ από τήν ανδρεία υμών, είναι νά καθυποτάξετε τήν Αρτα καί συλλάβητε τόν Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχαίον μου δούλον, τόν λυσσαλέον εχθρόν τής
445
οικογενείας μου, τόν εργάτην των κακών καί τών δεινών συμφορών, αίτινες μαστίζουσιν από πολλού τήν ατυχή υμών χώρα ήν ερήμωσεν υπό τά όμματα υμών. Αλής». ΎΎστερα από τήν επιστολή αυτή τού Αλή, οι σύμμαχοι Τουρκαλβανοί, Σουλιώτες καί Ρουμελιώτες, αποφάσισαν νά στραφούν κατά τής Αρτας. τήν οποία υπεράσπιζαν 12.000 Τούρκοι, ισχυρό ιππικό καί πυροβολικό. Από τήν άλλη πλευρά ήταν 300 Σουλιώτες μέ Μάρκο καί Νότη Μπότσαρη, Ζυγούρη Τζαβέλα, Γιωργάκη Δράκο, Λάμπρο Βεΐκο, Τούσα Ζέρβα, Γιώτη Δαγκλή, Θανάση Φωτομάρα, Γιάννη Κουτσονίκα, οι Αλβανοί τού Αλή πασά μέ Αγο Βάσιαρη, Σουλειμάν Μέτο, Ταχήρ Αμπάζη, Ελμάζ Μέτζο Μπόνο, Σουλεϊμάν Μέτο καί Αγο Μουχαρδάρη καί οι Ρουμελιώτες μέ Γώγο Μπακόλα, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ανδρέα ΊΊσκο, Γεώργιο Τσόγκα, Βαλτινό, Κατσικογιάννη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Αλέξη Βλαχόπουλο, Τσαρακλή, Κουτελιδαίους καί Γιολδασαίους. Στις 12 Νοεμβρίου 1821, ο Μάρκος έπιασε τό Μαράτι, χωριό τής Αρτας, πού χωρίζεται από τήν 'Αρτα μέ τόν Αραχθο ποταμό, καί οχυρώθηκε σέ ένα τζαμί. Μαζί του ήταν καί ο Καραϊσκάκης , που είχε βρεθεί εκεί γιά νά γνωρίσει τόν Μάρκο από κοντά. Ο Μάρκος μέ τόν ηρωϊσμό του, τήν πολεμική τακτική του, τά στρατιωτικά τεχνάσματά του καί τίς απώλειες πού προκαλούσε στούς Τούρκους είχε αρχίσει νά γίνεται θρύλος γιά τούς ΈΈλληνες. Στις 13 Νοεμβρίου οι Τούρκοι επιτέθηκαν, πρίν ακόμα ο ήλιος χαράξει κατά τών Σουλιωτών πού ήταν οχυρωμένοι στό Μαράτι. Οι Σουλιώτες αιφνιδιάστηκαν καί στο τζαμί πού ήταν κλεισμένοι δέχονταν τή μία επίθεση μετά τήν άλλη. Σέ αυτή τήν κρίσιμη στιγμή φάνηκε πάνω στά υψώματα τού Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης μέ 300 άντρες. Τότε βγήκε καί ο Μάρκος από τό τζαμί, κι όλοι μαζί κυνήγησαν τούς Τούρκους, οι οποίοι υποχώρησαν αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες καί ένα κανόνι. Το βράδυ τής ίδιας μέρας οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί που ήταν στά υψώματα τού Πέτα, κινήθηκαν πρός τήν Αρτα από τήν αντίθετη κατεύθυνση καί μετά από ομηρικές μάχες σώμα μέ σώμα από σπίτι σέ σπίτι καί από σοκάκι σέ σοκάκι κατέλαβαν τό μεγαλύτερο μέρος τής πόλης, ενώ οι Τούρκοι περιορίστηκαν στό κάστρο καί σέ ένα μεγάλο τζαμί. Παράλληλα οι Σουλιώτες κατελάμβαναν τό γεφύρι τής Αρτας καί οι Τούρκοι παρ' όλο πού είχαν κανόνια γιά νά τό υπερασπιστούν πανικοβλήθησαν, τό εγκατέλειψαν κι έτρεξαν πρός τήν πόλη γιά νά σωθούν. Μέ τά γιαταγάνια στά χέρια η καλύτερη πολεμική μηχανή εκείνης τής εποχής θέριζε τά κεφάλια τών Οθωμανών, οι οποίοι κατευθύνονταν έντρομοι πρός τό κάστρο. Παράλληλα οι τριακόσιοι Σουλιώτες έβγαλαν τούς Τούρκους από τό σαράι καί τό έκαψαν.
446
Κατέλαβαν καί τό μισό παζάρι, πού λεγόταν "γύφτικα". Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο τό βράδυ κοιμήθηκε στή γέφυρα καί είχε γιά προσκεφάλι του τή βάση ενός κανονιού από αυτά πού είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι. Η μάχη συνεχίστηκε καί τήν επομένη καί στό κέντρο τής πόλης ο Μπότσαρης συνάντησε τόν Καραϊσκάκη πού ερχόταν από τήν αντίθετη μεριά πολεμώντας. Οι δυό πολέμαρχοι, συναντήθηκαν καί χαιρετήθηκαν σάν αδέλφια. «Ιδού τί μοί εδιηγήθη περί τού Τούσα (Θανάση Μπότσαρη) καί τήν μάχην τής Αρτης ο άξιος υιός τού ήρωος Μάρκου Δημήτριος Μπότζαρης Υπουργός Στρατιωτικών. Εξελθών ο Θανάσης τής οικίας, εν ή ήτο μετ' άλλων κλεισμένος, ώρμησε ξιφήρης κατά τινος πύργου, εν τώ οποίω ήσαν πολλοί έγκλειστοι Αλβανοί καί θραύσας τήν θύραν αυτού, εισήλθεν εντός ατρομήτως. Οι δέ Τούρκοι επί τοσούτον εδειλίασαν από τήν ακάθεκτον ορμήν τού ήρωος, ώστε πυροβολήσαντες άπαξ κατ' αυτού καί μή επιτυχόντες αυτόν επήδησαν ίνα σωθώσιν από τό φάσγανον (ξίφος) τού Σουλιώτου, εκ τών παραθύρων καί αλλαχόθεν όπως έκαστος ηδυνήθη. Τό ηρωϊκόν κατόρθωμα τού Τούσα μαθόντες ότε Ομέρ Πασσάς καί οι λοιποί επίσημοι αρχηγοί τού εχθρικού στρατού επί τοσούτον εξεπλάγησαν, ώστε έπεμψαν εις τόν Μάρκον Μπότζαρην ζητούντες τόν ήρωα, ίνα ίδωσιν αυτόν εκ τού πλησίον.» Το Σούλι: ήτοι τα ηρωϊκά θαύματα των Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860) Δυστυχώς, τό γεγονός τής ελληνοαλβανικής συμμαχίας δυσαρέστησε τόν υπερφίαλο Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος έκανε τά πάντα γιά νά τή διαλύσει. ΌΌταν έμαθε γιά τήν επίσκεψη τού απεσταλμένου τών μουσουλμάνων Αλβανών Ταχήρ Αμπάζ στό Μεσολόγγι, μεταξύ τών αξιοθέατων τής πόλης τού επέδειξε κατεστραμμένα τζαμιά. Τότε ο Τουρκαλβανός κατάλαβε ότι ο πόλεμος ήταν θρησκευτικός καί γύρισε λυπημένος στούς ομοθρήσκους του καί τούς ανακοίνωσε ότι, όντας μουσουλμάνοι δέν πρέπει νά πολεμήσουν στό πλευρό τών Ρωμιών αλλά στό πλευρό τών Τούρκων. ΌΌλοι μαζί τότε, οι μουσουλμάνοι Αλβανοί οπλαρχηγοί, αποφάσισαν νά διαλύσουν τήν ελληνοαλβανική συμμαχία καί νά περάσουν υπό τήν αρχηγία τού Χουρσήτ. Αυτό τό γεγονός έβαλε ταφόπλακα καί στίς ελπίδες τού Αλή πασά νά γλυτώση τό κεφάλι του από τήν οργή τού σουλτάνου. Τελικώς τήν Αρτα οι ΈΈλληνες δέν τήν κράτησαν γιατί ελλείψει ισχυρής κεντρικής εξουσίας, ρίχτηκαν στή λεηλασία τών σπιτιών τόσο τών τουρκικών όσο καί τών ελληνικών. Μετά τή λαφυραγωγία άρχισαν
447
οι μαχητές νά αραιώνουν, αφού φρόντιζαν νά μεταφέρουν τά λάφυρα στά σπίτια τους. Μέ μειωμένη τήν ελληνική δύναμη, καθώς οι Τουρκαλβανοί έσπασαν τήν συμμαχία καί αποχώρησαν, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν πόλη. ΉΉδη ισχυρός όγκος εχθρικού στρατού πλησίαζε, προερχόμενος από τά Ιωάννινα. Μαζί μέ τούς ΈΈλληνες οπλαρχηγούς εγκατέλειψαν τίς εστίες τους καί οι δύστυχοι Αρτινοί, τούς οποίους τούς καταλήστεψαν κατά τήν πορεία τους στό νότο οι κάτοικοι τού Βάλτου. Τελικώς η κατάληξις τής μάχης τής Αρτας απέβη ατυχής γιά τίς πολεμικές επιχειρήσεις αφού οι ΈΈλληνες όχι μόνο δέν μπόρεσαν νά κρατήσουν τό ισχυρό αυτό προπύργιο, αλλά άφηναν σέ απομόνωση τό ηρωϊκό Σούλι τό οποίο έμενε τώρα τελείως περικυκλωμένο από τά ενωμένα τουρκαλβανικά στρατεύματα. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis15.html
448
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΣΤ' Ανατολική Στερεά Ελλάδα Στήν Ανατολική Στερεά Ελλάδα, μετά τή μάχη τής Γραβιάς στίς 8 Μαΐου 1821, έλαμπε τό άστρο τού Οδυσσέα Ανδρούτσου. Εκείνη η μάχη από στρατηγική άποψη δέν είχε ιδιαίτερη σημασία, αλλά είχε σημασία στόν ψυχολογικό τομέα τών στρατιωτών τών δύο παρατάξεων, δεδομένου ότι μία φούχτα άνθρωποι κλείστηκαν σέ έναν μαντρότοιχο καί σταμάτησαν γιά ένα εικοσιτετράωρο τόν τακτικό στρατό χιλιάδων ανδρών, θέτοντας εκτός μάχης 500 από αυτούς. Αυτό επιβεβαιώνεται καί από τήν αδράνεια πού έδειξε ο Ομέρ Βρυώνης μετά τήν Γραβιά, ο οποίος δέν τόλμησε νά προελάσει νοτιότερα, γνωρίζοντας ότι απέναντί του έχει έναν Ανδρούτσο. Ο Οδυσσέας ήταν γιά τήν Ανατολική Ρούμελη, ό,τι ήταν ο Κολοκοτρώνης γιά τόν Μωριά καί ο Βαρνακιώτης γιά τήν Δυτική Ρούμελη. Τόν Ιούνιο τού 1821, οι πασσάδες Ομέρ Βρυώνης καί Κιοσέ Μεχμέτ προτίμησαν αντί νά κατέβουν στήν Πελοπόννησο νά εκστρατεύσουν στήν Βοιωτία, τήν Εύβοια καί τήν Αττική ώστε νά ανοίξουν τόν δρόμο πού θά οδηγούσε αργότερα τά οθωμανικά στρατεύματα πρός τό κέντρο τού Μωριά γιά τήν καταστολή τής εξέγερσης τών γκιαούρηδων. Κατάφεραν χωρίς δυσκολία νά καταλάβουν τή Λειβαδιά καί τήν Αθήνα, κατασφάζοντας τούς πληθυσμούς ενώ τά επαναστατικά σώματα διασκορπίστηκαν πρός διάφορες κατευθύνσεις. «Γράμμα τού Ομέρ Βρυώνη πρός τόν διοικητή τού Ζητουνίου Χαλήλ Εις τήν Λειβαδιάν εμβαίνοντες αρχίσαμεν τόν πόλεμον. Επασχίσαμεν μέ κολακείας νά καταπείσωμεν τούς Ρωμαίους διά νά προσκυνήσωσι καί νά μή διαφθαρή η πόλις. Πλήν εστάθησαν χαΐνηδες καί πεισματώδεις. Ενώ δέ αυτοί επέμεναν εις τήν κακίαν των, εγώ έκαμα τό στράτευμά μου εις τρία μπουλούκια καί τήν αυγήν, ότε εφώναξεν ο χότζας, ήρχισα τόν πόλεμον νικήσας όλους τούς εις τήν Λειβαδιάν απίστους. Επήραμεν κεφαλάς 1000 (υπερβολή), αυτιά αρκετά καί μύτες. ΈΈως 1000 (υπερβολή) ακόμη αναθεματισμένους εκλείσαμεν εις τάς οικίας μέ ευρόντας καιρόν φυγής. Καί διά νά ευκολυνθή τό ασκέρι εδώσαμεν φωτιάν καί διά θαύματος θεού ηκολούθησε σφοδρότατος αήρ, από τόν οποίον ενδυναμωθείσα η φωτιά, περιτριγύρισε τά τέσσερα τής χώρας μέρη. Τό έν τρίτον αυτής εκάη καθώς καί όλοι οι κλεισμένοι, ως ποντικοί, εκτός μεριών πεσόντων από τάς σκεπάς τών οσπιτίων καί σκοτωθέντων...»
449
Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Ο Ανδρούτσος όμως, δέν άργησε νά ανασυγκροτήσει τίς δυνάμεις του καί μέ ένα σώμα χιλίων ανδρών προσπάθησε νά ανακαταλάβει τή Λειβαδιά, ενώ έκλεισε όλα τά περάσματα πού οδηγούσαν στήν πόλη. Μαζί του είχε τούς Κόμνα Τράκα, Γιάννη Γκούρα, Κοντοσόπουλο, Μίλιο Κατσικογιάννη, Μπούσγο καί Λάππα, ενώ είχαν προσέλθει νά βοηθήσουν καί οι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί Νικηταράς, Ηλίας Μαυρομιχάλης καί Τσαλαφατίνος. Ο Κολοκοτρώνης είχε αποστείλει βοήθεια στόν Ανδρούτσο, διότι γνώριζε ότι εάν κατέβαιναν τουρκικές ενισχύσεις στήν Πελοπόννησο, τά πράγματα θά έπαιρναν δυσάρεστη τροπή γιά τούς ΈΈλληνες. «Ο Γάλλος αξιωματικός τής ναυτικής μοίρας πού ναυλοχούσε στό Μανδρί (Ελευσίνα), έβλεπε κατά τά τέλη Ιουλίου 1821 τούς δυστυχισμένους κατοίκους τής Αττικής νά σπεύδουν μέ ένα μέρος τών κοπαδιών τους πρός τήν ακρογιαλιά φεύγοντας τούς επιδρομείς. ΈΈνας πληθυσμός από 12.000 ψυχές είχε σχεδόν ολόκληρος αποσυρθεί στή Σαλαμίνα καί μαζί μέ τούς κατοίκους τής Θήβας, τής Ελευσίνας καί τής άλλης Μεγαρίδας είχαν κατασκηνώσει κάτω από τή σκιά μερικών καχεκτικών δένδρων. Οι Αλβανοί μπαίνοντας στήν Αθήνα σκότωναν όσους ΈΈλληνες συναντούσαν. Τίς γυναίκες όμως δέν τίς πείραζαν. Οι απείθαρχοι αυτοί άνδρες καθώς καί οι εντόπιοι Τούρκοι λεηλατούσαν τά σπίτια τής Αθήνας καί πολλά έκαψαν. Ο Ομέρ Βριώνης ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του σέ επιδρομές τίς οποίες ονόμαζε "κυνήγι τών Ελλήνων". Επέτρεπε τήν σφαγή τών αιχμαλώτων, τούς οποίους οι Τούρκοι έσερναν μαζί τους από τίς επιδρομές - γέρους, γυναίκες καί παιδιά - σφαγή πού γινόταν σέ δημόσιους χώρους. Μία φορά διέταξε νά σουβλιστούν μερικοί από τούς δυστυχισμένους εκείνους, μέ μόνη αιτία νά ευχαριστήσει τά τερατώδη ένστικτα τών αγρίων πού τούς είχαν συλλάβει.» Απόστολος Βακαλόπουλος - Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού Τή διοίκηση τής Λειβαδιάς ανέλαβε ο τουρκοκρητικός Χατζή Μαχμούτ, ο οποίος αμέσως μετά τόν διορισμό του από τόν Ομέρ Βρυώνη άρχισε νά στέλνει προσκυνοχάρτια στούς πρόκριτους τών γύρω χωριών. Η ανακατάληψη τής Λειβαδιάς αποτελούσε προσωπική υπόθεση γιά τόν "Δαίμονα", διότι είχε λόγω τού αυταρχικού του χαρακτήρα αποκτήσει πολλούς εχθρούς στήν περιοχή, οι οποίοι καί τόν είχαν καταγγείλει στόν Δημήτριο Υψηλάντη ως: "... ανάξιον τής αρχηγίας, τουρκολάτρην, δωροδοκημένον από τόν Ομέρ πασά καί αίτιον τών δυστυχιών τής Λεβαδείας καί τών συνομόρων επαρχιών..." Τό έγγραφο τής καταγγελίας τό είχαν υπογράψει μεταξύ άλλων ο Μήτρος Τριανταφυλίνας καί ο Εμμανουήλ Σπυρίδωνος.
450
Η Λειβαδιά έπεσε μετά από μία ημέρα άγριων μαχών πού στοίχισαν στούς Τούρκους 100 νεκρούς καί στούς ΈΈλληνες επτά. Ο Χρίστος Παλάσκας, πού συνόδευε τόν τουρκικό στρατό ως στρατιωτικός σύμβουλος ήλθε μέ τό μέρος τών επαναστατών. Ο Ανδρούτσος εξαγριωμένος από τό γράμμα πού είχε σταλεί στόν Υψηλάντη καί τόν χαρακτήριζε τουρκολάτρη, συνέλαβε στή Λειβαδιά όσους ΈΈλληνες συνεργάστηκαν μέ τούς Τούρκους μεταφέροντας προσκυνοχάρτια καί τούς βασάνισε μέχρι θανάτου. Μάχη στά Βρυσάκια Τά γεγονότα τής Ανατολικής Στερεάς καί τής Εύβοιας, από τόν Ιούλιο τού 1821 είναι αλληλένδετα. Ο Ομέρ Βρυώνης έκρινε ότι έπρεπε καί στήν Εύβοια νά καταστείλει τήν εξέγερση, διότι η Εύβοια όπως βρίσκεται ανάμεσα στήν Ρούμελη καί τά νησιά τού Αρχιπελάγους, θά μπορούσε νά αποτελέσει απειλή γιά τίς τουρκικές ενισχύσεις πού διέσχιζαν τήν Βοιωτία καί τήν Αττική. ΈΈτσι στίς 15 Ιουλίου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης επί κεφαλής δυνάμεως δύο χιλιάδων ανδρών έφθανε στήν Χαλκίδα. Ο μαχητής τής Γραβιάς Αγγελής Γοβγίνας μέ άξιο συμπαραστάτη τόν επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο, προσπάθησε νά κινητοποιήσει όλους τούς κατοίκους στό Γριπονήσι, ζητώντας επειγόντως ενισχύσεις από τά νησιά τών Κυκλάδων καί κυρίως από τήν 'Ανδρο. Ταυτόχρονα, ο Τούρκος διοικητής τής Εύβοιας Ομέρ μπέης εξεστράτευε κατά τής Κύμης πού είχε σηκώσει τό μπαϊράκι τής επανάστασης. Τήν κατέλαβε χωρίς δυσκολία, τήν κατέκαψε ενώ σκότωσε τόν αρχηγό τής εξέγερσης Γεώργιο Παππά. Τούς έντεκα μοναχούς καί τόν ηγούμενο τής Μονής Καταρράκτου Παΐσιο, πού είχαν πολεμήσει στό πλευρό τού Παππά, τούς παλούκωσε. Ο Τουρκαλβανός πασάς, επικεφαλής τουλάχιστον 5000 Τουρκαλβανών, κινήθηκε πρός τά Βρυσάκια, ένα παραθαλάσσιο χωριό κοντά στά Ψαχνά Ευβοίας. Στή θάλασσα όμως κυριαρχούσε μικρός ελληνικός στολίσκος υπό τήν αρχηγία τού Αλεξάνδρου Κριεζή καί έτσι οι ΈΈλληνες μαχητές τής στεριάς αισθάνονταν μία ασφάλεια, καθώς γνώριζαν ότι τά τηλεβόλα τών ελληνικών πλοίων θά τούς κάλυπταν στίς επιθέσεις τού τουρκικού ιππικού. Ο Γοβγίνας ή Γοβγιός μέ τόν έμπιστό του Κώτσο Δημητρίου, τόν Μπαλαλά καί 400 παλληκάρια οχυρώθηκε στά Βρυσάκια καί περίμενε τήν επίθεση. ΈΈδωσε εντολή στούς άνδρες του νά περιμένουν τόν εχθρό νά πλησιάσει πάρα πολύ καί νά πυροβολήσουν μόνο όταν τούς τό διατάξει. «Τήν δέ αύριον πρώτη δεκαπενθημερία τού Ιουλίου ήν, εξήλθε παναστρατιά ο Ομέρ Βρυών Πασάς, έχων επέκεινα τών πέντε χιλιάδων,
451
πλήν τών Χαλκιδέων Τούρκων, οδεύων κατά τών εν Βρυσακίοις χωριατών καί κλεφτών, επειδή οι Χαλκιδείς ούτως είπον τώ Ομέρ Βρυών πασά, ότι χωριάται καί κλέφται είναι, πάμε νά τούς διώξωμεν απ' εκεί, σύρων καί κανόνια. Ο υπό τού Αγγελή διοικούμενος στρατός ουκ ήν πλέον τών τετρακοσίων, εις μέν τόν Κώτσαν καί Α. Μπαλαλάν είπεν ο Αγγελής μόνον καί μυστικώς: "Είναι ο Ομέρ Βρυών πασάς αδελφοί, αλλά σήμερον θέλομεν δοξάσει βεβαίως καί τιμήσει τά όπλα τών Ευβοέων." Εις δέ τούς άλλους έλεγεν ότι είναι οι Χαλκιδείς Τούρκοι. Ο μέν ούν εχθρός πλησιάσας έστησε τά κανόνια του καί ήρξατο τό πύρ. Ο δέ ατρόμητος Αγγελής αφήσας αυτόν νά πλησιάση όσον έδει, αφού επλησιάσεν, έδωκε τό σημείον τής μάχης καί εκατέρωθεν ζωηρώς καί πεισματωδώς επέμπετο τό πύρ. Καί οι μέν ΈΈλληνες μεγαθύμως ενεκαρτέρουν, οι δέ Τούρκοι τρείς αλλεπαλλήλους έκαμαν εφορμήσεις κατά τών ελληνικών οχυρωμάτων, αλλ' οι ΈΈλληνες εματαίωσαν αυτάς καί μέ βλάβην σημαντικήν. Ο Ομέρ Βρυών πασάς βλέπων τήν φθοράν καί ότι ουδέν κατορθοί διά τής επιμονής του, ωπισθοπόρησε κατησχυμένος εις τήν Χαλκίδα... Οι μέν Χαλκιδείς καί πάλιν παρεκάλουν τόν Ομέρ Βρυών πασά νά υπάγωσι καί εις τόν 'Αϊον πρός καταδίωξιν όλως καί εκείθεν. Ο δέ πασάς οργισθείς είπε: "Σείς μέ λέγατε ότι είναι μερικοί χωριάτες καί κλέφτες, εγώ επέρασα όλην τήν Ρούμελη μέ πόλεμο, μα τέτοιο τουφέκι δέν είδα πουθενά, έχασα τό καλλίτερό μου στράτευμα εις τά Βρυσάκια καί δέν ημπόρεσα νά τούς χαλάσω. Πώς θά μπορέσω νά τούς βγάλω απ' τό δερβένι; Αυτοί είναι όλο κλέφτικο τουφέκι διαλεμένο κι όχι χωριάτες καθώς μέ λέτε σείς. Καθήσατε, φυλάξετε τό κάστρο καί μή βγαίνετε έξω, έως νά σάς έλθη άλλο ιμντάτι (βοήθεια)."» Ευβοϊκά ή Ιστορία τής νήσου Ευβοίας συντεθείσα υπό τού Αρχιμανδρίτου Ναθαναήλ Ιωάννου, Εν Ερμουπόλει 1858 Ο Ομέρ Βρυώνης οπισθοχώρησε μπροστά σέ μερικές εκατοντάδες επαναστάτες καί γύρισε ταπεινωμένος στήν Χαλκίδα. Σημαντική ήταν η συμβολή τού Υδραίου πλοιάρχου Αλεξάνδρου Κριεζή ενώ διακρίθηκε γιά τόν ηρωϊσμό του καί ο Νικόλαος Κριεζώτης. Νά σημειωθεί ότι καθόλη τή διάρκεια τής μάχης, οι ιερείς, κατά τά πρότυπα τών βυζαντινών προγόνων τους, γύριζαν στά οχυρώματα τών μαχητών τού Σταυρού, τούς εμψύχωναν καί έψελναν τό "Σώσον κύριε τόν λαόν Σου". «Tόν Ιούλιον ήλθεν ο Ομέρ Μπέης από Κάρυστον καί επολεμήσαμεν δύο ημέρας. Μού εσκοτώθησαν έξι καί δεκαπέντε λαβωμένοι, από τούς εχθρούς τριάντα καί 150 λαβωμένοι. Τού εσκοτώσαμεν καί έναν πρώτον του εξάδελφον μέ τό κανόνι τού πλοίου, ως μάς εβεβαίωσεν ένας Ρωμαίος Καρυστινός, οπού έφυγε καί ήλθεν εις τό ορδί
452
μας... Μαθαίνοντας από έναν Ρωμαίον, όπου έφυγεν από Εύριπον ότι είχε σκοπόν νά απεράση από τήν Κακή Σκάλα, κινώ ευθύς τόν καπετάν Αγγελήν καί τόν καπετάν Κώτζον καί επήγαν κατόπιν του. Είς τάς 8 τού ιδίου μηνός επέστρεψεν ο Ομέρ μπέης μέ όλους τούς Καρυστινούς. ΉΉτο φερμένος καί ο Ομέρ Βρυώνης εις Εύριπον. Εκίνησαν ομού όλοι έως 25.000 μαζί μέ όλους τούς Ρωμαίους, τραβώντας εν κανόνιον μέ χαζνέν διά νά μάς κανονιάρουν ημάς. Καί εις τόν ερχομόν τους επερνούσαν από εν γεφυράκι καί από οργήν θεϊκήν εβούλιαξε τό γεφυράκι καί τούς έπεσε μέσα καί τούς έμεινε μόνον η χαρά... ΉΉρχισεν πεισματώδης ο πόλεμος από τά δύο μέρη καί πάλιν εκίνησε τήν καβαλλαρίαν καί τήν απεζούραν κατεπάνω τού ορδιού μας. Ημείς πάλιν ηρχίσαμεν τά ίδια καί έπαθε τά χειρότερα από πολλούς σκοτωμούς, περίπου τών τριακοσίων καβαλλαραίων, επέστρεψε εις τά οπίσω... Επαρατηρούσα μέ τό κανοκιάλι, όπου ήτον συναγμένοι όλοι απ' έξω τών καλυβών καί ο Ομέρ Βρυώνης καί έβλεπον τά κινήματά του. Εκεί εσηκώθη όρθιος καί ήρχισε νά χαϊδεύση τό άτι του από κεφαλής έως λαιμού. Ομιλώ, ευθύς έρχεται ο τοπιτζής μου Θανάσης Καλυμνιώτης καί τού λέγω: " - 'Ε Θανάση, τώρα θέλω νά σέ ιδώ, άν έχης τύχη νά πάς νά γιομώσης τό κανόνι, όπου είναι σιμά τού ταμπουκιού, όπου είναι καρσί τό στράτευμα, νά σημαδεύσης επάνω τού ατιού τού Ομέρ Βρυώνη." Ευθύς εκίνησεν, επήγεν εις τό πλοίον, γιομόζει τό κανόνι, τό ρίπτει. Καί παρατητούμεν μέ τρία κανοκιάλια. Επήρεν η μπάλα ίσια τήν κεφαλήν τού ατιού καί τό έκοψεν έως τόν λαιμόν, όπου τό είχε χαϊδεύση, μαζί του καί ένας σεΐζης εσκοτώθη. Μέγα θαύμα!» Απομνημονεύματα Αλεξάνδρου Κριεζή Μάχη στά Βασιλικά (Φοντάνα) - 25 Αυγούστου 1821 Ο Ομέρ Βρυώνης μέ τόν Κιοσσέ Μεχμέτ πασά είχαν ζητήσει από τό διβάνι (κυβέρνηση) ενισχύσεις, προκειμένου νά αντιμετωπίσουν τούς ΈΈλληνες τής Ανατολικής Ρούμελης. Δέν ήθελε ο Βρυώνης νά διακινδυνέψει μία κάθοδο πρός τόν Μοριά, αφήνοντας πίσω του επαναστατικές ομάδες, οι οποίες θά διέκοπταν τόν ανεφοδιασμό του. Ο σουλτάνος τότε διέταξε τόν Μπεϋράν πασά νά κατέλθει από τήν Μακεδονία πρός ενίσχυση τών δύο πασάδων καί μετά από κοινού νά διασχίσουν τόν Ισθμό τής Κορίνθου γιά νά λύσουν τήν πολιορκία τής Τριπολιτσάς. Πράγματι ο Μπεϋράν πασάς συγκέντρωσε 8.000 ιππείς καί μέ τούς στρατηγούς Χατζή Μπεκήρ πασά, Μεμίς πασά καί Σαχίν Αλή πασά προήλασε πρός τό νότο. Στά μέσα Αυγούστου στρατοπέδευσε στή Λαμία (Ζητούνι) όπου συγκέντρωσε τρόφιμα γιά τόν μεγάλο στρατό του. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί αντέδρασαν άμεσα. Ο Ανδρούτσος, πού βρισκόταν κοντά στόν Ισθμό, έγραψε στόν Γιάννη Γκούρα καί τόν Βασίλη Μπούσγο νά κινηθούν πρός συνάντηση τού εχθρού καί ο ίδιος
453
επιβιβάστηκε σέ πλοιάρια στή Μεγαρίδα γιά νά τούς συναντήσει. Ο γέρο Δυοβουνιώτης μέ τόν γιό του περίμενε τούς υπόλοιπους αρχηγούς στό χωριό Μόδι, όπου συγκεντρώθηκαν ο Νάκος Πανουργιάς, ο παπά Ανδρέας από τήν Κουκουβίστα, ο Κωνσταντίνος Καλύβας, ο Κωνσταντίνος Μπίτης, ο Κόμνας Τράκας, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος (Γεράντωνος), ο Γιάννης Λάππας καί ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας. Στό πολεμικό συμβούλιο πού ακολούθησε οι γνώμες διΐσταντο. Οι νεώτεροι ήθελαν νά περιμένουν στή στενότερη διάβαση τής Φοντάνας πού οδηγούσε στό Τουρκοχώρι, ενώ ο γέρο Γιάννης πίστευε ότι ο πασάς θά περνούσε από τό πέρασμα τών Βασιλικών πού οδηγούσε στό Δραχμάνι (Ελάτεια). Ο δρόμος τών Βασιλικών ήταν πλατύς καί δύσκολος νά οχυρωθεί, αλλά ο Δυοβουνιώτης πίστευε ότι ο υπερήφανος πασάς θά ακολουθούσε τόν πλατύ δημόσιο δρόμο γιά νά κινηθεί, αψηφώντας τούς ραγιάδες πού δέν θά τολμούσαν νά τά βάλουν μέ τό ανίκητο ιππικό του. Ο Γκούρας αντίθετα επέμενε νά στηθούν στό στενό πέρασμα τής Φοντάνας πού προσφέρονταν γιά ενέδρα. Ευτυχώς επικράτησε η γνώμη τού γέρο Δυοβουνιώτη. «Δυοβουνιώται Αρχηγός τής οικογενείας ταύτης υπήρξεν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης ή Γεροδυοβουνιώτης, διά μόνης τής ιδίας αυτού ικανότητος δημιουργήσας σύμπαν τό ένδοξον αυτού στάδιον. Εγεννήθη δέ τώ 1757 εν τώ χωρίω τής Οίτης "Δύο Βουνά", υπό πατρός μέν Κωνσταντίνου Ξήκη, μητρός δέ Τριανταφυλλιάς. Ημέραν τινά παρακολουθών τόν πατέρα εις τόν αγρόν, είδε Τούρκους επιστρέφοντας τώ 1770 εκ τής εις Πελοπόννησον εκστρατείας, τής επενεγκούσης ως γνωστόν, τήν παντελή ερήμωσιν τής χερσονήσου εκείνης. Δεκατριετής ών τότε ο Ιωάννης, τό μέν πρώτον ουδέν υπόπτευεν. ΌΌτε όμως είδε τούς θηριώδεις Οθωμανούς συλλαβόντας τόν αρροτριώντα πατέρα καί απαγχονίσαντας αυτόν, διασκεδάσεως χάριν, εν τινί δένδρω τού ιδίου αυτού αγρού, υπό τοσαύτης κατελήφθη φρίκης, ώστε ώμοσεν ουδέποτε νά παύση εκδικούμενος κατά τών Τούρκων... Ο μέν Ανδρούτσος (πατέρας τού Οδυσσέα), ακούσας τά παθήματα τού πατρός τού Γιάννη, παρέλαβεν αυτόν ως ψυχοϋιόν. Επί τής πρώτης δέ κατά τών Τούρκων μάχης ούτος ανέπτυξεν τοσαύτην τόλμην καί ανδρείαν, ώστε ο αρχηγός ωνόμασε Καραγιάννην... ΌΌτε ο Ανδρούτσος εξεστράτευσε εις Πελοπόννησον πρός τήν από κοινού σύμπραξιν μετά τού Ζαχαριά, τών Κολοκοτρωναίων καί Πετιμεζάδων καί εξετέλεσαν τήν περιώνυμον εκείνην έξοδον, ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης ήτον η δεξιά χείρ τού Ανδρούτσου... Τοσαύτη δέ ήτο τότε η φήμη τού Δυοβουνώτου, ώστε δέν εβράδυνε νά σχηματίση ισχυρόν σώμα. Μετ' ου πολύ ηνάγκασε τούς Τούρκους νά τώ δώσωσι καί τό
454
αρματολίκι τής Βουδουνίτσας. Τότε ήλθεν εις γάμον μετά τής θυγατρός τών Γιολδασαίων. Εκ τού γάμου δέ τούτου έσχε τώ 1798 υιόν πρωτότοκον, τόν μετά ταύτα διαδεχθέντα αυτόν καί τιμήσαντα τό πατρικόν όνομα Γεώργιον...» Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821 Στίς 22 Αυγούστου 1821 ο Μπεϋράν πασάς μέ τούς δύο στρατηγούς του - ο Χατζή Μπεκίρ είχε πεθάνει στη Λαμία - πέρασε από τή γέφυρα τής Αλαμάνας καί στρατοπέδευσε στό χωριό Πλατανιά. Τήν επομένη έστειλε ένα σώμα από 300 πεζούς στή Φοντάνα καί 200 ιππείς στά Βασιλικά γιά ανίχνευση. Οι ιππείς μή συναντώντας καμμία αντίσταση προχώρησαν μέσα στό πυκνό δάσος τών Βασιλικών και τότε οι κρυμμένοι μέσα στό δάσος άνδρες τού Κοντοσόπουλου καί τού Καλύβα τούς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά καί τούς αποδεκάτισαν. Ανάλογη τύχη είχαν καί οι Τούρκοι πεζοί στή Φοντάνα από τόν παπα Ανδρέα. Την ίδια μέρα έφθασε καί ο οπλαρχηγός τού Οδυσσέα Γιάννης Ρούκης. Ο Τούρκος πασάς έχοντας εμπιστοσύνη στήν αριθμητική υπεροχή του αποφάσισε νά προχωρήσει εμπρός καί νά κτυπήσει τούς χαΐνηδες. Δέν είχε υπολογίσει ότι τό ιππικό του θά ήταν άχρηστο στήν δασώδη κοιλάδα τών Βασιλικών. Αφησε τά μεταγωγικά του καί τίς άμαξες στήν Πλατανιά καί ξεκίνησε γιά τήν καταστροφή του. «Πρό τής εισόδου τού στενού, τού αποτελούντος μικράν κοιλάδα, εψάλησαν αι συνήθεις τότε εις τόν τουρκικόν στρατόν πρό τής μάχης ευχαί καί ερρίφθησαν ομοβροντίαι καί κανονιοβολισμοί πρός εκφόβισιν τών Ελλήνων. Ο τουρκικός στρατός εβάδισε πρός τό στενόν. Προηγείτο τό πυροβολικόν καί ακολουθούσαν τό πεζικόν καί τό ιππικόν. Ισχυρά δύναμις εφώρμησε κατά πρώτον κατά τών ανιχνευθείσων πρό διημέρου θέσεων τού Κοντοσόπουλου καί τού Καλύβα. Ο Μπεϋράν πασσάς αντιληφθείς τό ισχυρόν τής θέσεως διηύθυνε κατά τού δεξιού τών Ελλήνων στρατόν εκ τεσσάρων χιλιάδων. ΉΉρχισε τότε εκεί σφοδρά μάχη, πρός τήν οποίαν έσπευσε καί ο ευρισκόμενος πρός τήν έξοδον τής κοιλάδος Γκούρας. Αλλ' η ορμή τού πολλού εκείνου τουρκικού στρατού ήτο τόση, ώστε οι εξ αρχής τοποθετημένοι εκεί ΈΈλληνες οπλαρχηγοί υπεχώρησαν πρός τά υψηλότερα τού λόφου καί ο Γκούρας ανήλθε πρός τήν ράχιν τών Βασιλικών. Ο Κοντοσόπουλος είχεν ήδη τραυματισθή πρός τόν γοφόν καί μετεφέρετο από τούς άνδρας του. Δι' ολίγην ώραν οι Τούρκοι ανεθάρρησαν, φαντασθέντες ότι διεσκόρπισαν οριστικώς τούς ευρεθέντας πρός αυτών ΈΈλληνας. Αλλ' ο γοργότατος καί στρατηγικός Γκούρας έσπευσε μέ τούς άλλους οπλαρχηγούς εκ τών πλαγίων πρός τά εμπρός καί κατέλαβε μίαν παλαιάν εκκλησιάν. Εκείθεν ήνοιξε πύρ εναντίον τών προχωρούντων Τούρκων κατά μέτωπον.
455
Η μάχη ήρχισεν εκ νέου σφόδρα καί πεισματώδης καί από τά δύο μέρη. Μετά μίαν ώραν κατέφθασεν ο Μπούσγος μέ τόν Μήτρον Τριανταφυλλίναν καί τόν Λάππαν από τήν Λειβαδιάν, μέ πυροβολισμούς εξ αποστάσεως, πού ενεθάρρυναν τούς αμυνόμενους. Κατέφθασε μετ' ολίγον από τήν Φοντάναν καί ο Παπανδρέας καί εκτύπησε τήν οπισθοφυλακήν τού εχθρού, πού είχε μαζί της αρκετά κανόνια. Τότε ηκούσθη μία κραυγή: - "ΈΈρχεται ο Δυσσέας!" Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος δέν ευρίσκετο εκεί, αλλ' η κραυγή εκείνη ήτο σκόπιμος, Τό όνομά του επροκαλούσε εις τήν Ρούμελην τόν φόβον πού ενέπνεεν εις τούς Τούρκους τής Πελοποννήσου τό όνομα τού Κολοκοτρώνη. Επεκράτησε μετά τούτο εις τάς τάξεις τών Τούρκων στρατιωτών μικρά σύγχυσις. Κατά τήν ψυχολογικήν αυτήν στιγμήν ο Γκούρας ενήργησε επιδεξιώτατα στρατηγικήν κίνησιν. 'Αφησε τούς άλλους νά συνεχίσουν τήν άμυναν απέναντι τού κατά μέτωπον επιτιθέμενου στρατού καί παραλαβών τόν Ρούκην έκαμε γοργόν ελιγμόν πρός τά οπίσω καί προσέβαλε τόν εχθρόν από τά νώτα...» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Οι Τούρκοι περικυκλωμένοι αποδεκατίστηκαν. Ζητούσαν οίκτο καί φώναζαν: "Αλλάχ, Αλλάχ ράι καπιτάν!". Ο Μεμίς πασάς έπεσε νεκρός από τόν ίδιο τόν Γκούρα, ενώ σκοτώθηκε καί ο γιός τού Μπεϋράν πασά. Ο ίδιος ο πασάς εγκατέλειψε τή μάχη, τρέχοντας πρός τό Ζητούνι, ενώ οι νικητές έσφαζαν τά υπολλείματα τού στρατού του. Περίπου 1000 ήταν οι Τούρκοι νεκροί, ενώ όλα τά εφόδια πού είχαν εγκαταλειφθεί στήν Πλατανιά, πέρασαν στά χέρια τών νικητών. Στά χέρια τους έπεσαν επίσης οκτώ κανόνια, εκατοντάδες άλογα, καμήλες, βουβάλια, δεκάδες αραμπάδες, τουρκικές σημαίες καί τό περίφημο μπουγιούκ (μεγάλο) μπαϊράκι, η σημαία τής εφόδου. Τόν Μπεϋράν πασά τόν δολοφόνησε ο σουλτάνος, τιμωρώντας τον έτσι γιά αυτή τήν ατιμωτική ήττα. Ο Γκούρας είχε πάθει αγκύλωση στά δάκτυλα από τό πιάσιμο τού σπαθιού του καί όταν ζήτησε από τόν Μπαλαούρα νερό γιά νά πιεί, ο τελευταίος δέν μπόρεσε νά βρεί καθαρό νερό στό ποτάμι, καθώς ήταν κόκκινο από τό αίμα τών Τούρκων σκοτωμένων. Μεταξύ τών διακοσίων Τούρκων αιχμαλώτων ήταν καί ο Αλβανός Φράσσαρης. Ο Φράσσαρης είχε ξαναπιαστεί αιχμάλωτος τών Ελλήνων καί τόν είχαν ανταλλάξει μέ τόν Γιώργο Δυοβουνιώτη, ο οποίος κρατείτο από τόν Χουρσίτ. Ο Φράσσαρης τότε είχε ορκιστεί ότι δέν θά ξαναπολεμήσει εναντίον τών Ρωμιών. Γιά αυτή του τήν μπαμπεσιά οι Αγοργιανίτες τόν έγδαραν ζωντανό, μιμούμενοι τίς βάρβαρες συνήθειες τών πασσάδων. «Τήν λαμπρότητά σας αδελφικώς ασπάζομαι (γράμμα πρός τόν
456
Δημήτριον Υψηλάντην) Ο περιβόητος Μπαϊράμ πασσάς, παίρνοντας τό ασκέρι του όλο, τό οποίον συμποσούται από 4000 στράτευμα, ήλθε κατεπάνω μας καί εις τάς έξη ώρας τής ημέρας συνεκροτήθη ο πόλεμος καί εβάσταξε τό τουφέκι έως τάς οκτώ. Επιαστήκαμε χέρια μέ χέρια καί σπαθιά μέ σπαθιά. Οι ΈΈλληνες εκυνηγούσαν ξεσπαθώντας καί μεθύοντες από τόν πόλεμον ωσάν γίγαντες τούς Τούρκους, εθέριζον χωρίς νά εμποδισθή τό σπαθί τους τελείως. Από τήν ορμή τους μέ τά δόντια έτρωγαν τούς Τούρκους, όπου τέλος πάντων έτρεχε τό αίμα ποταμηδόν. Αν ίσως οι ΈΈλληνες δέν έπιπτον εις τά λάφυρα καί δέν ενύκτωνε, δέν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ρουθούνι από τούς Τούρκους καί ήθελε πιάσωμεν τόν ίδιον Μπαϊράμ πασσάν ζωντανόν. Μέ μέτρον εσκοτώθηκαν 700 καί αιχμάλωτοι επιάσθησαν ζωντανοί 221. Τούς επήραμε καί τζιπχανέδες φορτώματα εννέα καί άλλα τριάντα έκαψαν οι ίδιοι. 'Αλογα επήραμε 370. Αμάξια είχαν 1000 μέ παξιμάδια, κριθάρι καί άλλα είδη. Τούς επήραμε καί οκτώ κανόνια καί τό μπουγασή μπαϊράκι. Ομοίως τούς επήραμε καί όλα τά τουμπερλέκια. Εσκοτώθηκαν δικοί μας εις τόν τόπον άνθρωποι τρείς. Μάς ελαβώθη καί ο καπετάν Αντώνης ο Κοντοσόπουλος ολίγον εις τό πόδι... 1821 Αυγούστου 27, ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Η μάχη στά Βασιλικά ήταν η σημαντικότερη πού δόθηκε στήν Ανατολική Ρούμελη από τήν έναρξη τής επανάστασης. Συνετρίβη μία πολύ ισχυρή επίλεκτη τουρκική δύναμη, η οποία από μόνη της ήταν ικανή νά εισβάλει καί νά καταστρέψει τούς επαναστάτες στόν Μοριά. Αξίζει νά σημειωθεί ότι λόγω τού ανταγωνισμού καί τής αντιζηλίας μεταξύ τών πασάδων, ο Ομέρ Βρυώνης καί ο Κιοσσέ Μεχμέτ δέν βοήθησαν τόν Μπαϋράν πασά στήν είσοδό του στήν Ρούμελη, διότι αυτός μπορούσε νά επιτύχει εκεί πού αυτοί είχαν αποτύχει. Οι δύο πασσάδες επέστρεψαν άπρακτοι στή Λαμία, ενώ οι δειλοί μέχρι τότε ΈΈλληνες χωριάτες ένοιωσαν τούς εαυτούς τους νά μεταβάλλονται σέ ατρόμητους πολεμιστές. Παραθέτω απόσπασμα από τό Ευαγγέλιο τής Επανάστασης τού 1821. ΈΈνα απόσπασμα πού τό αφαίρεσαν από τά σχολικά βιβλία οι αντιρατσιστές καί οι πολυπολιτισμικοί οπαδοί τού φιλεύσπλαχνου σουλτάνου. «ΈΈβλεπαν καί τόν τόπον εκείνον τών Βασιλικών, τών Θερμοπύλων κι' όλες αυτές τίς θέσες οπού ήταν τά κόκκαλα τών δύο πασσάδων, οπού 'ρθαν μέ τόν Μπαγεράμπασσα κ' ήταν περίπου από εννιά χιλιάδες Τουρκιά κι' άλλοι τρείς πασσάδες μέ πλήθος γκαμήλια κι' αμάξια κι' άλλα ζώα φορτωμένα ζαϊρέδες καί πολεμοφόδια, κανόνια κι' άλλα είδη τού πολέμου, νά μπούνε μέσα - ήταν τήν πρώτη χρονιά - διά νά
457
φοδιάσουνε τά κάστρα κι' όλα τά μέρη. Καί τούς καρτέρεσαν οι αθάνατοι 'Ελληνες ως εφτακόσοι άνθρωποι, κεφαλές αυτείνων ο γενναίος Γκούρας, Γεροδυοβουνιώτης, Παπά-Αντριάς λαμπρύνεται αυτός σ' εκείνη τήν μάχη, χωρίς νά κατηγορηθή κανένας. 'Οτι όλοι πολέμησαν αντρείως, ο Νάκος, ο Γεράντωνος, ο Μπούσγος, Ρούκης, Λάππας, Θιοχάρης, Καλύβας, Κανταίγοι, Ρουμάνης, Κόντος, Παπακώστας, Τρακοκομνάς, Καραπούλης, Κουτρουμπαίγοι κι' άλλοι αξιωματικοί πολλοί, οπού εγώ δεν γνωρίζω. Αυτείνοι όλοι οι γενναίοι άντρες, οι σωτήρες τής πατρίδος, αφάνισαν όλως διόλου αυτό τό πλήθος τών Τούρκων, σκότωσαν τούς περισσότερους καί δυο πασσάδες καί πήραν όλα τ' αμάξια καί γκαμήλια καί τά κανόνια τους, οπού τ' άφησαν όλα εκεί. Κι' όσοι μείναν ζωντανοί Τούρκοι διαλυθήκαν ένας ένας καί πήγαν εις τήν πατρίδα τους. Κι' όποιος είναι ζωντανός ακόμα θυμάται τήν μαχαίρα τών αθάνατων Ελλήνων. Ξαγόρασαν όλοι αυτείνοι οι γενναίοι άντρες τό αίμα τού συναγωνιστού τους περίφημου Διάκου, οπού πρωτοκινήθη αυτός μ' ολίγους ανθρώπους κι' απάντησε τήν πρώτη ορμή τών Τούρκων, αυτός κι' ο αγείμνηστος Δεσπότης Σαλώνου. Αυτείνοι κι' ο αδελφός του Διάκου κι' ο Μπακογιάννης κι' ο Καλύβας κι' ο αδελφός τού Δεσπότη κι' άλλοι αξιωματικοί μέ τούς ολίγους τούς στρατιώτες έλυωσαν απάνου εις τό γιοφύρι της Αλαμάνας πολεμώντας μέ τόσον πλήθος Τούρκων. Κι' ο περίφημος γενναίος Διάκος, αφού τελείωσε τόν τζεμπιχανέ, καταπληγωμένον καί μισοσκοτωμένον τόν έλαβαν ζωντανόν οι Τούρκοι καί τόν παλούκωσαν. Στήν θέσιν οπού επέθανες εσύ Λεωνίδα, μέ τούς τριακόσους σου, πέθαναν κι' αυτείνοι διά τήν θρησκεία καί πατρίδα. Καί ήταν τυχεροί οπού πέθαναν ενδόξως καί γλύτωσαν από τόν πατριωτισμόν τού Κωλέτη, τού Μαυροκορδάτου, τού Μεταξά κι' αλλουνών τέτοιων πατριώτων. (Ειρωνεύται τούς πολιτικούς τής εποχής πού εξόντωσαν ύπουλα καί δόλια τούς οπλαρχηγούς, πρός χάριν τών προεστών). Καί εις τό χάνι τής Γραβιάς εκλείστη ο Δυσσέας, ο κακός πατριώτης (ειρωνεύεται τόν μελλοντικό δολοφόνο τού Οδυσσέα Κωλέτη καί τόν Μαυροκορδάτο), κι' ο Γκούρας κι' άλλοι καί πολέμησαν μ' αυτείνη τήν μεγάλη δύναμιν εκατό ανθρώποι. Καί φαίνονται ως τήν σήμερον οι τάφοι τών Τούρκων εκεί εις τό χάνι. Καί τούς αφάνισαν καί τούς χάλασαν όλα τους τά σκέδια. Καί γλύτωσε ο κόσμος, οπού θά σκλάβωναν αυτείνοι τούς περισσότερους καί μπορούσε νά κιντυνέψη κι' όλη η πατρίς, Ρούμελη καί Πελοπόννησο, αν προχωρούσανε μέσα καί νά 'βγαιναν καί τούς πολιορκημένους Τούρκους. Πατρίς, νά μακαρίζης γενικώς όλους τούς 'Ελληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα νά σ' αναστήσουνε, νά ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη καί σβυσμένη από τόν κατάλογον τών εθνών.
458
'Ολους αυτούς νά τούς μακαρίζης. 'Ομως νά θυμάσαι καί νά λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις τήν Αλαμάνα, πολεμώντας μέ τόση δύναμη Τούρκων, κ' εκείνους οπού αποφασίστηκαν καί κλείστηκαν σέ μίαν μαντρούλα μέ πλίθες, αδύνατη, εις τό χάνι τής Γραβιάς, κ' εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά καί πασσάδες εις τά Βασιλικά, κ' εκείνους οπού αγωνίστηκαν σάν λιοντάρια εις τήν Λαγκάδα τού Μακρυνόρου, οπού πολεμήθηκαν συνχρόνως σέ αυτές τές δύο θέσες, οπού 'ναι τά κλειδιά σου, ένα η Πόρτα τού Μακρυνόρου καί τ' άλλο τών Θερμοπύλων. Καί τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τούς Εκλαμπρότατους, από τούς Εξοχώτατους (εννοεί τούς Μαυροκορδάτο, Κωλέτη καί όλους τούς πολιτικούς καί κοτζαμπάσηδες τής εποχής, Ζαΐμη, Λόντο, Δεληγιάννηδες, κτλ)... Αυτούς τούς αγωνιστάς κατατρέχουν καί τούς λένε νά πάνε νά διακονέψουν. "Ποιος σας είπε", τους λένε, "νά σηκώσετε άρματα νά δυστυχήσετε;" 'Εχουν δίκαιον ότι ο Ζαϊμης χρώσταγε τών Τούρκων ένα μιλιούνι γρόσια, καί οι Ντεληγιανναίγοι καί οι Λονταίγοι καί οι άλλοι κι' ο Μεταξάς, κόντες τής πιάτζας, χωρίς παρά κι' ο Κωλέτης ένας γιατρός, ο Μαυροκορδάτος τζιράκι τής Κωσταντινοπόλεως. Τούς φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, εκλαμπρότατους, τούς λευτέρωσαν από τούς Τούρκους κι' από τά χρέη, οπού χρώσταγαν τών Τούρκων, κ' έγιναν τώρα μεγάλοι καί τρανοί...» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη εκδοθέντα από τόν Ιωάννη Βλαχογιάννη Καταστροφή τής Κασσάνδρας - 30 Οκτωβρίου 1821 Τήν επανάσταση στή Μακεδονία τήν είχε ξεκινήσει ο πάμπλουτος έμπορος Εμμανουήλ Παπάς τόν Μάρτιο τού 1821. Δυστυχώς όμως οι εμπειροπόλεμοι Κλέφτες τού Ολύμπου δέν βοήθησαν τόν Παπά, ο οποίος προσπάθησε νά εξαπλώσει τήν επανάσταση στηριζόμενος μόνο στούς κατοίκους τών πόλεων καί στούς μοναχούς τού Αγίου ΌΌρους. Από τήν άλλη μεριά, οι Τούρκοι διατηρούσαν ισχυρές δυνάμεις στήν Μακεδονία, οι οποίες μπορούσαν νά δράσουν ταχύτατα στό πεδινό έδαφός της. Ο Εμμανουήλ Παπάς, αξιοποιώντας τήν προσωπική του περιουσία, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες νά καλύψει τίς μεγάλες ελλείψεις σέ όπλα καί πολεμοφόδια. Ωστόσο η περιουσία ενός ανδρός δέν ήταν αρκετή. Οι μονές τού Αγίου ΌΌρους προσέφεραν πολύ λιγότερα από τίς δυνατότητές τους καί η επανάσταση στή Μακεδονία από τίς πρώτες μέρες φαινόταν καταδικασμένη. Ο Παπάς έστειλε επιστολή πρός τόν Δημήτριο Υψηλάντη αλλά καί πρός τούς Υδραίους ζητώντας επειγόντως βοήθεια.
459
Στό ελληνικό στρατόπεδο δέν έφθασαν ενισχύσεις σέ αντίθεση μέ τό τουρκικό στρατόπεδο, όπου στά μέσα Ιουνίου 1821 έφθασε ο Μπαϊράμ πασάς από τήν Θράκη καί αιφνιδιαστικά επιτέθηκε στό σώμα τού Παπά στά στενά τής Ρεντίνας σκορπίζοντας τούς άνδρες του, καίγοντας τά χριστιανικά χωριά καί σφάζοντας ανελέητα τούς κατοίκους τους. Ο πασάς έφθασε στήν Θεσσαλονίκη, όπου κήρυξε γενική επιστράτευση καί κατάφερε νά συγκεντρώσει μιά δύναμη 30.000 πεζών καί 5.000 ιππέων, στήν οποία συμπεριλαμβάνονταν καί Εβραίοι κάτοικοι τής πόλης. Ε πόμενος στόχος τών Τούρκων ήταν τό χωριό Βασιλικά, πού βρίσκεται στόν δρόμο Θεσσαλονίκης Πολύγυρου. Οι Μακεδόνες επιχείρησαν νά εκκενώσουν τήν κωμόπολη από τά γυναικόπαιδα καί νά τά στείλουν στή Μονή τής Αγίας Αναστασίας στή Γαλάτιστα. Ωστόσο τό τουρκικό ιππικό πρόλαβε τά γυναικόπαιδα. 'Αλλα κατέσφαξε καί άλλα αιχμαλώτισε γιά νά τά πουλήσει αργότερα στά σκλαβοπάζαρα τής Σμύρνης, τής Αλεξάνδρειας καί τής Βεγγάζης τής Λιβύης. Ο καπετάν Χάψας μέ 200 μόλις άνδρες επεδίωξε νά σταματήσει τόν προελαύνοντα Μπαϋράμ πασά στούς πρόποδες τού όρους Βούζιαρη, έξω από τά Βασιλικά. Η μάχη όμως ήταν άνιση. Ο καπετάνιος απέκρουε τούς βαρβάρους, αλλά έβλεπε τούς άνδρες του νά πέφτουν ο ένας μετά τόν άλλο. Τελικά μπήκε επικεφαλής τών πολεμιστών του καί μαζί μέ τούς Χαλάτη, Τουρλάκη καί Καραγιάννη ρίχτηκε στό μέσο τού τουρκικού στρατού. Εκεί χάθηκε. Εξήντα δύο παλληκάρια έπεσαν στά Βασιλικά Χαλκιδικής στίς 13 Ιουνίου τού 1821. Ο Μπαϋράμ πασάς συνέχισε τό καταστροφικό του έργο στή Γαλάτιστα καί τόν Πολύγυρο ενώ σέ αναφορά του, καμάρωνε γιά τήν καταστροφή 42 χωριών τών απίστων. Η Θεία Δίκη θά τιμωρούσε λίγο αργότερα τόν πασσά σέ κάποια άλλα Βασιλικά. Αυτά τής Φθοιώτιδας. Τ ό θέατρο τών συγκρούσεων μετατοπίσθηκε στήν χερσόνησο τής Κασσάνδρας, όπου ο Παπάς θά οργάνωνε άμυνα μέχρις εσχάτων στή διώρυγα τής Ποτείδαιας. Τόν ακολούθησαν χιλιάδες απελπισμένοι πρόσφυγες, ενώ προσήλθαν καί μερικές εκατοντάδες ένοπλοι υπό τόν Κωνσταντίνο Μπίνο, τόν Μήτρο Λιάκο καί τόν Νικόλαο Διαμαντή. «Αυτοκρατορικό φιρμάνι, 3 Μαΐου 1821 "Τό παράγγελμα τού Ιερού Σερή επιβάλλει όπως, αυτοί μεν οι άπιστοι διαπερνώνται εν στόματι ρομφαίας, τά τέκνα καί αι γυναίκαι εξανδραποδίζονται (αιχμαλωτίζονται), τά υπάρχοντα των διανέμονται μεταξύ τών πιστών νικητών τού Ισλάμ, αι δε εστίαι των παραδίδονται εις τό πύρ καί τήν τέφραν ούτως ώστε αλέκτορος φωνή νά μή ακουσθεί πλέον εν αυτοίς."»
460
Ιωάννης Βασδραβέλης - Οι Μακεδόνες εις τούς υπερ τής ανεξαρτησίας αγώνες Ο Μαχμούτ Β' επειγόταν νά ξεκαθαριστεί η κατάσταση στή Μακεδονία ώστε νά μπορούν νά διέρχονται απερίσπαστα τά στρατεύματά του μέ κατεύθυνση τίς κύριες επαναστατικές εστίες τής Στερεάς Ελλάδας καί τής Πελοποννήσου. Γι' αυτό έδωσε εντολή στόν Αβδούλ Αμπούδ πού ήταν διορισμένος στό Ντιαρμπακίρ τού Κουρδιστάν νά σπεύσει στή Μακεδονία καί νά καταστείλει τήν επανάσταση. Ο φοβερός Αβδούλ Αμπούδ πασάς, επικεφαλής 14.000 ανδρών, έφθασε στό νέο του διορισμό καί κινήθηκε αμέσως εναντίον τής Κασσάνδρας. Παράλληλα φρόντισε νά αποκλείσει τό 'Αγιον ΌΌρος. Στήν έφοδο πού διενήργησε στήν διώρυγα τής Ποτείδαιας, δέν κατάφερε τίποτα καί πρότεινε τήν παράδοση τών επαναστατών μέ αντάλλαγμα γενική αμνηστία. Η πρόταση απορρίφθηκε καί οι Τούρκοι επανέλαβαν τίς προσπάθειες. Αρχικά η επίθεση περιορίστηκε στό ένα άκρο τής διώρυγας. Ωστόσο επρόκειτο γιά παραπλανητική ενέργεια. Σύντομα εκδηλώθηκε έφοδος καί στό άλλο άκρο, η οποία συνάντησε ελάχιστη αντίσταση. «Η Πύλη εις ενίσχυσιν τών πολεμικών της κινημάτων απέστειλεν ηγεμόνα εις Θεσσαλονίκην φέροντα τίτλον γενικού αρχηγού Μακεδονίας καί Θεσσαλίας τόν Αβδουλαβούδπασαν, δραστήριον, εύτολμον καί πολλής ικανότητος άνδρα, δεικνύοντα κατά τάς περιστάσεις ποτέ μέν υπό τήν λεοντήν τήν ωμότητα τής ψυχής του, ποτέ δε υπό τήν αλωπεκήν τήν υπουλότητα τού χαρακτήρος του. Ο νέος ούτος στρατάρχης φθάσας εις Θεσσαλονίκην τόν Σεπτέμβριον εξέδωκε προκήρυξιν, δι' ης εξύμνει τήν πρός τούς ραγιάδας γενναιοφροσύνην τού σουλτάνου, εμέμφετο τήν πρός αυτόν αγνωμοσύνην τών ονειροπολούντων τήν ανόρθωσιν τής προγονικής των αυτοκρατορίας καί διέταττε νά οπλοφορήσωσιν όλοι οι επέκεινα τού 16ου μέχρι τού 60ου έτους μουσουλμάνοι· καί οι μέν εντός τού 50ου νά τρέξωσιν εις τά πεδία τής μάχης οδηγούμενοι υπό τής χειρός τού προφήτου, οι δε λοιποί νά διατηρώσι τήν εσωτερικήν ευταξίαν. Μετά τήν προκήρυξιν ταύτην ο Αβδουλαβούδης εξεστράτευσεν αυτοπροσώπως εις Κασσάνδραν. Ο πασάς επροσπάθησε κατ' αρχάς διά μεγάλων καί επανειλημμένων υποσχέσεων νά πείση τους εν Κασσάνδρα νά προσκυνήσωσιν· αλλ' ούτοι, αν καί τόσον ολίγοι, απέρριψαν τάς προτάσεις του. Γενομένης δέ γνωστής αυτώ τής διαθέσεως καί τής αδυναμίας των, απεφασίσθη η έφοδος. Τήν 30ην Οκτωβρίου πρίν εξημερώση εφώρμησαν ιππείς καί πεζοί εφ' όλην τήν γραμμήν τής τάφρου, καί ευρόντες μέρος αυτής ολοτελώς
461
εγκαταλειφθέν, τό παρεγέμισαν ερρίψαντες ξύλα καί άλλην ύλην, καί πρώτοι οι ιππείς εισήλθαν δι' αυτού εις τήν χερσόνησον, μετ' αυτούς δε καί οι πεζοί, έτρεψαν όλους τούς κατέχοντας τά άλλα μέρη τής τάφρου, πολλούς αυτών εφόνευσαν, επροχώρησαν εις τά ενδότερα μηδενός εναντιουμένου, έσφαξαν καί ηνδραπόδισαν καί αυτούς τούς ησύχους κατοίκους, εξ ών μόνοι διεσώθησαν όσοι ευτύχησαν νά επιβώσιν είς τινα παρευρεθέντα πλοία τής Σκιάθου καί τής Σκοπέλου, καί κατέκαυσαν όλα σχεδόν τά χωρία. Δεκακισχίλιοι υπελογίσθησαν οι φονευθέντες καί ανδραποδισθέντες άνδρες καί γυναίκες πάσης ηλικίας.» Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις 1821 Εάν η ΎΎδρα καί τά Ψαρά είχαν στείλει πλοία γιά νά βοηθήσουν, η Κασσάνδρα δέν θά έπεφτε. ΌΌμως οι νησιώτες ζητούσαν λεφτά από τούς μοναχούς τού Αγίου ΌΌρους, οι οποίοι αρνήθηκαν νά τά δώσουν. Η στάση αυτή τόσο τών μοναχών όσο καί τών νησιωτών είχε ως αποτέλεσμα νά καταστραφεί η Κασσάνδρα καί νά χαθούν δέκα χιλιάδες ψυχές. Οι Μακεδόνες αγωνιστές τής Κασσάνδρας δέν ήταν δυνατόν νά αντέξουν τήν πίεση τού οθωμανικού στρατού καί έπεσαν σχεδόν όλοι. Ο Αβδούλ Αμπούδ πασάς, αντίθετα μέ τίς υποσχέσεις του, παρέδωσε τήν χερσόνησο τής Κασσάνδρας σέ ένα όργιο αίματος καί λεηλασιών, ικανοποιώντας έτσι καί τό στράτευμά του πού διψούσε γιά λεηλασία καί γυναίκες. Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις καί μετά βίας διέφυγε στό 'Αγιον ΌΌρος. Εκεί επιχείρησε νά οργανώσει εκ νέου αντίσταση. ΌΌμως τώρα οι μοναχοί είχαν αλλάξει άποψη. Αφού δέν έδωσαν τά χρήματα τών Μονών, πώς θά μπορούσαν νά δώσουν τή ζωή τους; Οι ηγούμενοι, είχαν ήδη έλθει σε επαφή μέ τον Αβδούλ Αμπούδ καί επιθυμούσαν όχι μόνο νά υποταχτούν αλλά καί νά τού παραδώσουν καί τόν ίδιο τόν Παπά, ως πρωταίτιο τής επανάστασης. Ο Εμμανουήλ Παπάς απογοητευμένος, επιβιβάστηκε μαζί μέ τούς συνεργάτες του καί μερικούς μοναχούς στό πλοίο τού Χατζή Βισβίζη καί αναχώρησε γιά τήν ΎΎδρα. Εκείνος ήταν λαϊκός καί διέθεσε όλη του τήν περιουσία (500.000 γρόσια) γιά τήν Ελευθερία καί εκείνοι οι καλόγεροι, συνηθισμένοι μόνο νά λαμβάνουν, αφιέρωσαν ελάχιστα. Εκείνος αφιέρωσε τά πέντε από τά δώδεκα παιδιά του γιά τήν Επανάσταση, καθώς θά πέθαιναν αργότερα σέ διάφορες μάχες. Εκείνοι προτίμησαν νά μήν κάνουν παιδιά. Τέλος εκείνος έδωσε καί τήν ζωή του. Εκείνοι έδωσαν τήν τιμή τους. Ενώ τό πλοίο περιέπλεε στόν Καφηρέα, ο Παπάς εξαντλημένος από τίς κακουχίες καί τίς συγκινήσεις υπέστη καρδιακή προσβολή καί πέθανε. Η σορός του ενταφιάσθηκε μέ τιμές στήν ΎΎδρα καί η Μακεδονία του θά περίμενε άλλα 100 χρόνια γιά νά επιστρέψει στήν αγκαλιά τής μητέρας
462
Ελλάδας. (Βέβαια, 200 χρόνια μετά, - εποχή τών πολυπολιτισμικών Γιωργάκη καί Τσίπρα - παραδίδουμε τήν Μακεδονία μας στήν αγκαλιά τών Σλαβόφωνων Βουλγάρων ή αλλιώς Σκοπιανών). Πολιτικοί: Η κατάρα τού τόπου Μαζί μέ τούς αετούς πού πολεμούσαν καί έδιναν αίμα καί ψυχή στόν αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία, μαζεύτηκαν καί τά κοράκια. Τά κοράκια, σάν αποκλειστικό τους στόχο είχαν νά εκμηδενίσουν τήν δύναμη τών καπεταναίων καί νά ενισχύσουν τούς πρώην κοτζαμπάσηδες, ώστε νά επωφεληθούν αργότερα από τήν διακυβέρνηση μίας ανεξάρτητης Ελλάδος πού θά προέκυπτε όταν έφευγαν οι Οθωμανοί. Μίας ελεύθερης Ελλάδος όμως, πού θά τούς τήν παρέδιδε ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, ο Ανδρούτσος, ο Βαρνακιώτης, ο Καραϊσκάκης καί άλλοι. Αυτούς τούς πέντε κυρίως πολέμησαν καί στό τέλος κατάφεραν νά τούς εκμηδενίσουν, έχοντας μαζί τους καί τή στήριξη τών Υδραίων νοικοκυραίων. Τόν πρώτο χρόνο πού δέν είχαν προλάβει τά κοράκια νά αναμειχθούν στά επαναστατικά δρώμενα, η Επανάσταση είχε μεγάλες επιτυχίες τίς οποίες κανένας δέν φανταζόταν ένα χρόνο πρίν. Ο Μοριάς μέ εξαίρεση μερικά κάστρα ήταν ελεύθερος καί θά ήταν ελεύθερη καί η Πάτρα, εάν οι κοτζαμπάσηδες καί οι δεσποτάδες τής Αιγιαλείας καί τής Πάτρας δέν απαγόρευαν στόν Κολοκοτρώνη νά οργανώσει τήν πολιορκία της. Η Ρούμελη, εκτός από μερικά κάστρα ήταν καί αυτή ελεύθερη, αφού οι πασάδες, μετά τήν συντριβή τών Βασιλικών, πήραν τά μάτια τους καί γύρισαν στή Λαμία. Καί όπως λέει καί ο Κολοκοτρώνης, εάν συνεχιζόταν η πορεία τής επανάστασης όπως τόν πρώτο χρόνο, θά είχαμε πάρει ακόμα καί τήν Πόλη. Δυστυχώς όμως ανέβηκαν στό προσκήνιο τών πολιτικών πραγμάτων ο Μαυροκορδάτος, ο Νέγρης, ο Κωλέττης, ο Καντακουζηνός καί ο Καρατζάς. ΌΌταν ο Κωνσταντίνος Σακελλίων, απεσταλμένος των κοτζαμπάσηδων τής Ρούμελης παρουσιάστηκε στόν Υψηλάντη καί ζήτησε γιά αρχηγό τής Στερεάς Ελλάδος, κάποιον από τούς Μαυροκορδάτο, Καντακουζηνό, Καρατζά ή Νέγρη, ο Υψηλάντης απέρριψε καί τούς τέσσερεις. Αυτοί όμως ικανοί στίς ραδιουργίες καί στά ύπουλα κτυπήματα, ξεκίνησαν τήν αποστολή τους από τή Στερεά Ελλάδα, καί σάν στόχο είχαν αφ' ενός τήν εκμηδένιση τού Υψηλάντη καί αφ' ετέρου τήν πολιτική τους κυριαρχία. Τή Δυτική Ρούμελη ανέλαβε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος νά τή
463
"σώσει" καί τήν Ανατολική Ρούμελη ο Θεόδωρος Νέγρης. Ο Ανδρούτσος αμέσως αντελήφθηκε τό ρόλο τών "σωτήρων", οι οποίοι αν καί δέν έπιασαν ποτέ ντουφέκι στά χέρια εν τούτοις ανέλαβαν νά σώσουν τήν πατρίδα. ΈΈτσι είπε προφητικά: "Βλέπετε τουτουνούς τούς καλαμαράδες; Αυτοί θά μάς φάν τό κεφάλι μιά μέρα." Αλλά καί ο Υψηλάντης έπνεε μένεα κατά τών τεσσάρων ανδρών, οι οποίοι χωρίς επίσημη εξουσιοδότηση ανέλαβαν τήν οργάνωση τών επαρχιών καί σέ επιστολή του τούς χαρακτήρισε απατεώνες. Συμπαραστάτη τους οι πολιτικάντηδες είχαν τόν επίσκοπο Πίζας Ιγνάτιο καί τόν πατέρα τού Κωνσταντίνου Καρατζά Ιωάννη. Αυτοί οι δύο έκαναν τήν επανάσταση από τήν ... Ευρώπη καί προέτρεπαν τούς ΈΈλληνες σκλάβους νά πολεμήσουν γιά νά έρθουν αργότερα αυτοί νά τούς κυβερνήσουν. Ο Ιγνάτιος γιά νά θίξει τό κύρος τού Υψηλάντη, κατηγορούσε τόν αδελφό του Αλέξανδρο γιά τήν αποτυχία τής επανάστασης στήν Μολδοβλαχία καί τόν χαρακτήριζε ψευδαπόστολο γιά τά όσα ψεύδη διέδιδε σχετικά μέ τήν Φιλική Εταιρεία καί τήν δύναμη πού κρυβόταν από πίσω της. Ο Μαυροκορδάτος χρησιμοποιούσε τά ίδια επιχειρήματα κατηγορώντας καί αυτός τήν Φιλική Εταιρεία καί τόν Αλέξανδρο Υψηλάντη ότι "εξηπάτησε τό έθνος". Στό τέλος ο Φαναριώτης πολιτικός κατάφερε νά απομακρύνει όλα τά σύμβολα τής Φιλικής Εταιρείας. Πρόφαση γιά τήν κατάργηση τών συμβόλων αυτών ήταν ότι η Φιλική Εταιρεία μπορούσε νά εκληφθεί από τίς κυβερνήσεις τής Ευρώπης ως μία επαναστατική δύναμη, η οποία δρούσε κατά τά πρότυπα τών Καρμπονάρων τής Ιταλίας καί απειλούσε τά μοναρχικά καθεστώτα τής Ευρώπης. Μάλιστα ο Ιγνάτιος έγραφε σέ επιστολές του, ότι οι κυβερνήσεις τών Μεγάλων Δυνάμεων θά έστελναν στρατό νά βοηθήσει τήν Τουρκία, εάν δέν υπολόγιζαν τίς αντιδράσεις τού Τσάρου τής Ρωσίας. Τήν απάντηση στούς κατήγορους τής Φιλικής Εταιρείας τήν δίδει ο Φιλήμων: «Βλασφημίας φρικωδεστάτας κατά τής αληθείας τών πραγμάτων καί κατά τού εθνικού πνεύματος εξεφώνει ο Ιγνάτιος, αναιρών τήν κυρίαν αρχήν τού υπέρ ανεξαρτησίας ελληνικού αγώνος καί καταδικάζων τήν επανάστασιν ως απλούν έργον απάτης. Διά απάτης άρα συνώμωσαν οι ΈΈλληνες κατά τού τυράννου αυτών ή εκ προαιρέσεως; Τ ών μεγάλων έργων εξετάζεται τό αποτέλεσμα. ΈΈκαμον βεβαίως οι απόστολοι τής Εταιρίας καί ψευδείς παραστάσεις κατ' ανάγκην. Αλλ' η αποστολή αυτών εστεφανώθη διά τής κινήσεως καί η επανάστασις εστεφανώθη διά τής επιτυχίας.» Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως παρά
464
Ιωάννου Φιλήμονος ΈΈγινε λοιπόν η πρώτη συνέλευση στό Μεσολόγγι στίς 4 Νοεμβρίου 1821 καί όρισε τά μέλη τής Γερουσίας η οποία αποτελούσε τήν ανώτατη αρχή τής Δυτικής Χέρσου Ελλάδος. Πρόεδρός της φυσικά ήταν ο "εκλαμπρότατος" πρίγκηψ Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Μέ τήν εκλογή τής Γερουσίας ο Μαυροκορδάτος γινόταν ο απόλυτος κυρίαρχος μέ δικαιώματα διοικητικά, στρατιωτικά καί δικαστικά ενώ ο αρματολός Βαρνακιώτης έχανε τή δύναμή του. Αντίστοιχα αποτελέσματα είχε καί η συνέλευση στά Σάλωνα, η οποία ξεκίνησε στίς 15 Νοεμβρίου 1821. Από αυτή προέκυψε ο 'Αρειος Πάγος πού θά αναλάμβανε τήν διακυβέρνηση τής Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος μέ πρόεδρο φυσικά τόν Θεόδωρο Νέγρη, ο οποίος μπορούσε νά υπογράφει ακόμα καί συμμαχίες μέ ξένα κράτη, χωρίς νά συμφωνεί η εθνική κυβέρνηση, ενώ όρισε καί σύνορα στήν Ανατολική Ρούμελη, τά οποία γιά νά τά διαβούν ελληνικά στρατεύματα θά έπρεπε νά συνέλθει ο 'Αρειος Πάγος καί νά ...εκδώσει διαβατήρια. Δηλαδή σέ περίοδο ενός αμείλικτου αγώνα επιβίωσης τού ελληνικού έθνος, γιά νά έρθουν ενισχύσεις σέ μία πόλη πού κινδύνευε θά έπρεπε ο Νέγρης νά δώσει διαβατήρια στούς ενόπλους αγωνιστές! Τόν πραγματικό του χαρακτήρα ο Μαυροκορδάτος τόν έδειξε στόν Υψηλάντη μέ μία επιστολή πού τού έστειλε καί στήν οποία κατηγορούσε αυτόν καί τόν αδελφό του ως απατεώνες ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε νά τούς εκθέσει στά μάτια τών υπόλοιπων Ελλήνων. Η επιστολή αυτή είναι ο προάγγελος τών εξελίξεων καί τής διαμάχης πού θά ακολουθούσε μεταξύ τών καλαμαράδων καί τών κοτζαμπάσηδων από τήν μία καί τών οπλαρχηγών από τήν άλλη. Μία διαμάχη πού θά κατέληγε σέ εμφύλιο πόλεμο. «Η εκλαμπρότης της (Δημήτριος Υψηλάντης) εγνώρισε καί δέν είναι χρεία νά τήν ειπώ, ότι ο αυτάδελφός της (Αλέξανδρος Υψηλάντης πού σάπιζε στίς αυστριακές φυλακές) ηπατήθη από ανθρώπους εις τούς οποίους δέν έπρεπεν ούτε ακρόαση νά δώση (τούς Φιλικούς Σκουφά, Ξάνθο, Τσακάλωφ). Ο Ιγνάτιος καί άλλοι πολλοί, εν οίς καί εγώ, προείδομεν τό κακόν (τήν επανάσταση), όταν εκ φήμης ηκούσαμεν ότι γίνονται διάφορα κινήματα. (Η Φιλική Εταιρεία καί η επανάσταση αποτελούν απάτη καί κακό γιά τόν "σωτήρα"!). Ηθελήσαμεν νά τό προλάβωμεν, εγράψαμε τά δέοντα. ΏΏστε αυτοί οι άνθρωποι (Φιλικοί) καί τήν εκλαμπρότητά της (Υψηλάντη) ηπάτησαν καί τό Γένος ακόμη περισσότερον, διότι η αποστολή των περιωρίζετο εις μίαν απέραντον ψευδολογίαν, τής οποίας τώρα βλέπομεν τά αποτελέσματα. (Δέν τού αρέσουν τά αποτελέσματα, τού πολιτικού Μαυροκορδάτου. Η ελεύθερη
465
Πελοπόννησος καί η ελεύθερη Στερεά Ελλάδα, τόν ενοχλούν διότι προήλθαν από ψευδολογίες). Πώς νά μή δακρύση τινάς, όταν ακούη τούς αδελφούς του μέ δάκρυα καταρώμενους τούς αιτίους τής καταστροφής των; (ποιούς εννοεί ο πολιτικός; μάλλον τούς κοτζαμπάσηδες πού πάνε νά χάσουν τά πρωτεία καί τά πλούτη τους λόγω τής επανάστασης). Τώρα πάσχομεν όλοι καί ένοχοι καί μή. (Δηλαδή ένοχοι είναι αυτοί πού ξεκίνησαν τήν επανάσταση καί αθώοι αυτοί πού δέν τήν ήθελαν σάν τόν Μαυροκορδάτο). Λέγω ένοχοι, διότι δέν ημπορώ νά ονομάσω παρά ενοχήν τήν κακοήθειαν τών ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι εν ώ τό Γένος επροχώρει καί ελπίζετο ίσως καί αναιμωτί η ελευθερία του μετ' ολίγους ενιαυτούς, επετάχυναν δι' ίδια τέλη τό πράγμα (επανάσταση) εν ώ τό Γένος ήτον ακόμα ανέτοιμον. (Οι κακοήθεις Υψηλάντηδες πού θυσίασαν όλη τους τήν περιουσία, αντί νά κάτσουν στίς ανέσεις τής τσαρικής Ρωσίας τό έκαναν γιά δικό τους όφελος σύμφωνα μέ τόν Μαυροκορδάτο, ο οποίος θεωρούσε ότι αναίμακτα θά κέρδιζαν οι ραγιάδες τήν ελευθερία τους.) Αλλά τί πρέπει νά γίνη; θέλει ειπή η εκλαμπρότης της. Τώρα τό Γένος έλαβεν εις χείρας τά όπλα, τί νά κάμωμεν; Αν θέλωμεν νά σώσωμεν τό Γένος, αν ήμεθα αληθείς πατριώται, νά κάμωμεν εκείνο, οπού ο καλός πατριώτης καί ο μόνος τού οποίου τήν βοήθεια πρέπει νά ελπίσωμεν, μάς συμβουλεύει (ο Ιγνάτιος τώρα θά μάς σώσει αφού έγινε αυτή η καταραμένη επανάσταση από τούς ψεύτες τής Φιλικής Εταιρίας). Απατεώνες είναι όσοι εψεύσθησαν καί η Ελλάς δέν ήκουσεν ακόμη παρά αληθείας από τό στόμα τού Μαυροκορδάτου. Εις τούτο καυχώμαι καί θέλω καυχηθή διά πάντα.» Γράμμα τού Μαυροκορδάτου πρός τόν Υψηλάντη, 27 Οκτωβρίου 1821 ΉΉταν τώρα η σειρά μίας Εθνικής Συνελεύσεως, η οποία θά ισχυροποιούσε τούς πλούσιους προκρίτους καί τούς μορφωμένους πολιτικούς από τήν μία καί θά εκμηδένιζε τούς αγράμματους οπλαρχηγούς καί τούς φτωχούς χωρικούς από τήν άλλη. Είχε προηγηθεί στό 'Αργος ο Οργανισμός τής Πελοποννησιακής Γερουσίας ο οποίος σάν προάγγελος τών εξελίξεων πού θά ακολουθούσαν είχε εκλέξει είκοσι παραστάτες στούς οποίους συμπεριελήφθη ο Κωνσταντίνος Καρατζάς, αλλά όχι ο Δημήτριος Υψηλάντης! Ούτε εκεί είχε δικαίωμα εκπροσώπησης ο απλός λαός, παρά μόνον οι προεστοί. Από αυτό τό γεγονός εύκολα μπορεί κανείς νά συμπεράνει ποιά θά ήταν η έκβαση τής Α' Εθνικής Εθνοσυνέλευσης, οι εργασίες τής οποίας ξεκίνησαν στήν Πιάδα - κοντά στήν Αρχαία Επίδαυρο - στίς 20 Δεκεμβρίου 1821.
466
Οι παραστάτες (αντιπρόσωποι) ήταν συνολικά 59 καί εκπροσωπούσαν τήν Πελοπόννησο, τή Δυτική Στερεά, τήν Ανατολική Στερεά καί τά νησιά. Ο Ιταλός εξόριστος Vincenzo Gallina έγραψε τό "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος", τό οποίο θεωρείται τό πρώτο Σύνταγμα τής Ελεύθερης Ελλάδος, εμπνευσμένο από τό αντίστοιχο βελγικό. Τό Σύνταγμα τής Επιδαύρου ονομάζει τή θρησκεία τής Ανατολικής Ορθοδόξου τού Χριστού Εκκλησίας "επικρατούσα" καί συμπληρώνει ότι η Ελληνική Πολιτεία "ανέχεται πάσαν άλλην θρησκείαν". ΌΌλοι οι ΈΈλληνες είναι ίσοι απέναντι στό νόμο, έχουν δικαίωμα ψήφου καί έχουν τή δυνατότητα νά καταλάβουν κάθε αξίωμα τού κράτους. Απαγορεύεται η δουλεία καί όλοι οι σκλάβοι κηρύσσονται ελεύθεροι. «Τό Ελληνικόν ΈΈθνος, τό υπό τήν φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μή δυνάμενον νά φέρη τόν βαρύτατον καί απαραδειγμάτιστον ζυγόν τής τυραννίας, καί αποσείσαν αυτόν μέ μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά τών νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού καί ανθρώπων, τήν πολιτικήν αυτού ύπαρξιν καί ανεξαρτησίαν. Aπόγονοι τού σοφού καί φιλανθρώπου ΈΈθνους τών Eλλήνων, σύγχρονοι τών νύν πεφωτισμένων καί ευνομουμένων λαών τής Eυρώπης καί θεαταί τών καλών, τά οποία ούτοι υπό τήν αδιάρρηκτον τών νόμων αιγίδα απολαμβάνουσιν, ήτο αδύνατον πλέον νά υποφέρωμεν μέχρις αναλγησίας καί ευηθείας τήν σκληράν τού Oθωμανικού Kράτους μάστιγα, ήτις ήδη τέσσαρας περίπου αιώνας επάταξε τάς κεφαλάς ημών καί αντί τού λόγου τήν θέλησιν ως νόμον γνωρίσουσα, διώκει καί διέταττε τά πάντα δεσποτικώς καί αυτογνωμόνως. Mετά μακράν δουλείαν ηναγκάσθημεν τέλος πάντων νά λάβωμεν τά όπλα εις χείρας καί νά εκδικήσωμεν εαυτούς καί τήν πατρίδα ημών από μίαν τοιαύτην φρικτήν καί ως πρός τήν αρχήν αυτής άδικον τυραννίαν, ήτις ουδεμίαν άλλην είχεν ομοίαν, ή κάν δυναμένην οπωσούν μετ' αυτής νά παραβληθή δυναστείαν. O κατά τών Tούρκων πόλεμος ημών, μακράν τού νά στηρίζεται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς καί στασιώδεις ή ιδιωφελείς μέρους τινός τού σύμπαντος Eλληνικού ΈΈθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος τού οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων τής προσωπικής ημών ελευθερίας, τής ιδιοκτησίας καί τής τιμής, τά οποία ενώ τήν σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι καί γειτονικοί λαοί τής Eυρώπης τά χαίρουσιν, από ημάς μόνον η σκληρά καί απαραδειγμάτιστος τών Oθωμανών τυραννία επροσπάθησεν μέ βίαν νά αφαιρέσει καί εντός τού στήθους ημών νά τά πνίξη. Eίχομεν ημείς τάχα ολιγώτερον παρά τά λοιπά έθνη λόγον διά νά στερώμεθα εκείνων τών δικαίων, ή είμεθα φύσεως κατωτέρας καί
467
αχρειεστέρας καί νά νομιζώμεθα ανάξιοι αυτών, καί καταδικασμένοι εις αιώνιον δουλείαν, νά έρπωμεν ως κτήνη καί αυτόματα εις τήν άλογον θέλησιν ενός απηνούς τυράννου, όστις ληστρικώς καί άνευ τινός συνθήκης ήλθεν μακρόθεν νά μάς καθυποτάξει; Δίκαια, τά οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις τήν καρδίαν τών ανθρώπων καί τά οποία οι νόμοι, σύμφωνοι μέ τήν φύσιν, καθιέρωσαν, όχι τριών ή τεσσάρων, αλλά καί χιλίων καί μυρίων αιώνων τυραννία δεν δύναται νά εξαλείψη. Kαι αν η βία ή η ισχύς πρός τόν καιρόν τά καταπλακώση, ταύτα πάλιν, απαλαίωτα καί ανεξάλειπτα καθ εαυτά, η ισχύς ημπορεί ν' αποκαταστήση καί αναδείξη οία καί πρότερον καί απ' αιώνων ήσαν, δίκαια τέλος πάντων τά οποία δεν επαύσαμεν μέ τά όπλα νά υπερασπιζώμεθα εντός τής Eλλάδος, όπως οι καιροί καί αι περιστάσεις επέτρεπον. Aπό τοιαύτας αρχάς τών φυσικών δικαίων ορμώμενοι, καί θέλοντες νά εξομοιωθώμεν μέ τούς λοιπούς συναδέλφους μας, Eυρωπαίους Xριστιανούς, εκινήσαμεν τόν πόλεμον κατά τών Tούρκων, μάλλον δέ τούς κατά μέρος πολέμους ενώσαντες, ομοθυμαδόν εκστρατεύσαμεν, αποφασίσαντες ή νά επιτύχωμεν τόν σκοπόν μας καί νά διοικηθώμεν μέ νόμους δικαίους, ή νά χαθώμεν εξ ολοκλήρου, κρίνοντες ανάξιον νά ζώμεν πλέον ημείς οι απόγονοι τού περικλεούς εκείνου ΈΈθνους τών Eλλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδία μάλλον τών αλόγων ζώων, παρά τών λογικών όντων. Ε ν Επιδαύρω, τήν ιε' Ιανουαρίου, έτει αωκβ' καί α' τής Ανεξαρτησίας» Διακήρυξις τής Α' Εθνοσυνέλευσης Επιδαύρου, 15 Ιανουαρίου 1822 Από τήν Εθνοσυνέλευση τής Επιδαύρου προέκυψαν δύο σώματα: τό Βουλευτικό Σώμα τό οποίο θά ψήφιζε τούς νόμους καί τό Εκτελεστικό Σώμα τό οποίο θά τούς εκτελούσε. Τό Βουλευτικό θά έδινε βαθμούς καί αξιώματα στούς στρατιωτικούς ενώ τό Εκτελεστικό εθεωρείτο η υπέρτατη αρχή. Τά σύμβολα τής Φιλικής Εταιρείας εξαφανίστηκαν καί ορίστηκε ώς εθνικό σύμβολο, η ελληνική σημαία μέ τά χρώματα λευκό καί κυανό. Οι δυνάμεις τής ξηράς καί τής θαλάσσης διευθύνονταν από τό Εκτελεστικό, ενώ ορίστηκε καί Δικαστικό Σώμα τελείως ανεξάρτητο από τά δύο προηγούμενα, τό οποίο δίκαζε βασιζόμενο σέ νόμους από τό Βυζαντινό Δίκαιο. Στο Εκτελεστικό εκλέχθηκε πρόεδρος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αντιπρόεδρος ο πάμπλουτος προεστός τών Πατρών Αθανάσιος Κανακάρης, καί μέλη ο εχθρός τού Κολοκοτρώνη Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης), ο ανίκανος Ιωάννης Ορλάνδος καί ο Ιωάννης Λογοθέτης από τήν Λειβαδιά. Ο Θεόδωρος Νέγρης έγινε υπουργός τών Εξωτερικών, ο Ιωάννης Κωλέττης υπουργός τών Εσωτερικών, ο προεστώς τής Κορίνθου πού δίσταζε νά
468
επαναστατήσει Πανούτσος Νοταράς υπουργός τής Οικονομίας καί ο Σουλιώτης Νότης Μπότσαρης υπουργός τού Πολέμου. Η τελευταία ήταν ίσως καί ή μόνο σωστή επιλογή. «Ο δέ Μαυροκορδάτος, γενόμενος ήδη ο υπέρτατος τής Ελλάδος άρχων, συνεβούλευεν ότι εις τήν Εθνικήν Κυβέρνησιν πάντες πρέπει νά υποτάσσωνται καί ουδείς πρέπει νά μένη ανυπότακτος, πολύ δέ πλεόν οι στρατιωτικοί. Καί ορθή μέν καί σωτήριος ήθελεν είναι η τοιαύτη συμβουλή, εάν καί η διοίκησις ήθελε γίνεται ορθή κατά νόμους κειμένους καί υποτάσσεσθαι καί η κυβέρνησις αυτή αδόλως εις αυτούς. Αλλ' ουχ ούτως, ως κατέδειξαν αι μετέπειτα πράξεις τής κυβερνήσεως εκείνης. Τά πρόσωπα τά οποία τήν συνεκρότουν δέν είχαν εξόχους αρετάς, ειμή μόνον οδηγόν καί σύμβουλον είχον τήν φιλαρχίαν καί τήν φιλοδοξίαν των. Παρέσυραν καί τούς άλλους επίσης φιλόδοξους αλλ' ανίκανους ολιγαρχικούς καί η εκ τούτων συγκειμένη κυβέρνησις μόνον σκοπόν πλάγιον καί μακρυνόν έθετο τήν καταδρομήν καί καταστροφήν τών ανυποτάκτων εις αυτούς πρσωπικώς στρατιωτικών. Καί ποιοί οπλαρχηγοί; Οι μάλλον τότε καί εμπειρότεροι καί αναγκαιότατοι. Καί προεγράφησαν μήν έκτοτε ο Οδυσσεύς, ο Βαρνακιώτης, ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, είτα καί ο Καραϊσκάκης. Τό Εκτελεστικό εθέσπισε έν δάνειον εσωτερικόν εκ γροσίων έξ εκατομμυρίων, περί ού καί εθνικαί ομολογίαι ετυπώθησαν ήδη. Πολλαί δέ τινες αυτών καί επραγματοποιούντο εντός τού κράτους καί εις τούς κατά τήν Ευρώπην αποσταλέντας εδόθησαν εξ αυτών ίνα πωλήσωσιν εις ομογενείς ή καί άλλους εκείσε. Καί τω όντι είχον αποστείλει ιδιορρύθμως, ο μέν Μαυροκορδάτος μετά τού Νέγρη, τόν Ανδρέαν Λουριώτην εις Ισπανίαν, Πορτογαλλίαν καί Αγγλίαν, τόν Τσαπραζλήν ιατρόν εις τόν πάπαν, τόν εν Γερμανία Θεοχάρην Κεφαλάν επεφόρτισαν νά ερευνήση καί εκεί περί δανείου καί στρατού εκ φιλελλήνων, ωσαύτως καί τόν Μ. Σχινάν καί Δίτμαρ εις Ελβετίαν καί Βιτεμβέργην περί τών αυτών ή ομοίων απέστειλε δέ καί ο Θάνος Κανακάρης τόν Σταμάτην Ψωμάν πρεσβεύσοντα εμμέσως πρός τόν αυτοκράτορα τής Ρωσσίας Αλέξανδρον, περί βοηθείας τών Ελλήνων ως ομοθρήσκων.» Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας - Μιχαήλ Οικονόμου Οι πολιτικοί αργότερα έκοψαν καί νομίσματα στά οποία παριστάνονταν τά μέλη τής κυβέρνησης, ενώ απουσίαζαν όλοι όσοι έχυναν τό αίμα τους στό πεδίο τών μαχών. Καί όμως οι παραγκωνισμένοι οπλαρχηγοί πού βρίσκονταν στήν Κόρινθο, Υψηλάντης, Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς, Γιατράκος καί Πετρόμπεης είχαν τήν δύναμη νά ανατρέψουν τούς ολιγαρχικούς καί νά πάρουν τήν κατάσταση στά χέρια τους. Δέν τό έπραξαν όμως, καί υπέγραψαν τά πρακτικά, υπογράφοντας ταυτόχρονα καί τόν πολιτικό τους θάνατο.
469
Ακροκόρινθος, 14 Ιανουαρίου 1822 Οι ΈΈλληνες καπετάνιοι επιχείρησαν χωρίς επιτυχία, στίς 4 Δεκεμβρίου 1821 νά καταλάβουν τό Ναύπλιο. Στή συνέχεια, έστρεψαν τίς προσπάθειες τους στήν κατάληψη τού κάστρου πού βρισκόταν στήν Ακροκόρινθο. Οι οκτακόσιοι περίπου κλεισμένοι Τούρκοι δέν παραδίδονταν στόν Νικόλαο Σολιώτη πού ήταν ο αρχηγός τής πολιορκίας. Τό γενικό πρόσταγμα τό είχε η δυναμική μητέρα τού Κιαμίλ Νουρή Χανούμ, η οποία προσπαθούσε νά επικοινωνήσει καί μέ τόν γιό της κρυφά γιά νά τή συμβουλέψει τί νά κάνει. Εν τώ μεταξύ, η έλλειψη τροφίμων, οι επιδημίες καί η αιχμαλωσία τού Κιαμίλ μπέη μετά από τήν πτώση τής Τριπολιτσάς, είχαν δυσμενή επίδραση στό ηθικό τών μουσουλμάνων πού ήταν κλεισμένοι στό κάστρο. Στόν Κιαμίλ μπέη, πού ήταν από τούς πλουσιώτερους αγάδες τού Μοριά, μέ τσιφλίκια στήν Κόρινθο, τή Νεμέα, τή Στυμφαλία, τήν Αργολίδα καί τήν Μαντίνεια, οι ΈΈλληνες είχαν φερθεί μέ μεγάλη ευγένεια, αποσκοπώντας βέβαια στά πλούτη του, τά οποία τά είχαν καί απόλυτη ανάγκη γιά τά έξοδα τού πολέμου. Ο Κιαμίλ μπέης όμως αρνείτο πεισματικά νά αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τούς αμύθητους θησαυρούς του, μέ συνέπεια νά αλλάξει η διάθεση εναντίον του, νά γίνει πιό εχθρική καί νά εκτελεστούν ακόμα καί συγγενείς του. «ΈΈτσι οι πολιτικοί επήγαν εις τήν Πιάδα (Επίδαυρο), καί αρχίνησαν νά κάμουν τούς νόμους, καί οι στρατιωτικοί επήγαμεν εις τήν Κόρινθο. Ο Γιατράκος επήρε τόν Κιαμήλ μπεη καί είκοσι ζορμπάδες Λεονταρίτες καί Τριπολιτσιώτες. Ο Υψηλάντης, ο Αναγνωσταράς, ήτον όλοι εκεί, καί ο Γιατράκος μέ τούς Τούρκους επήγε εις τά Εξαμίλια, καί τά άλλα στρατεύματα επήγαν μέσα εις τήν χώρα στήν Κόρινθο καί επολιορκούσαν τό κάστρο. Μία ημέρα σηκώθηκα καί επήγα εις τά Εξαμίλια καί ηύρηκα τόν Κιαμήλμπεη, δια νά γράψει ένα γράμμα εις τόν επίτροπο του καί εις τήν γυναίκα του νά παραδώσει τό κάστρο. ΉΉ εκείνος δεν έγραφε καθώς έπρεπε, ή εκείνοι δεν τόν ήκουσαν, δέν επαράδωσαν τό κάστρο. Εγώ τού έκαμα χίλιους φόβους, πλήν εστάθη αδύνατο. Σ τήν Κόρινθο εσκότωσε τό στράτευμα είκοσι Τούρκους. ΉΉτον μερικοί Λαλαίοι μέσα καί Αρβανίτες, καί έβαλα τόν Καραχάλιο καί τούς ομίλησε μιά καί δυό διά νά παραδοθούν, καί εκείνοι τού έλεγον σήμερον καί αύριο, καί επέρασαν είκοσι ημέρες, διατί εκαρτέρευαν μεντάτι (ενισχύσεις) από τόν Ομέρ Βρυώνη, οπού ήτον εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα. Επήγαιναν από τούς Κορινθινούς καί τούς έλεγαν: "Μην παραδίδεσθε εις τόν Κολοκοτρώνη, διατί σάς έρχεται μεντάτι", καί ο
470
σκοπός τούς ήτον νά φύγομεν ημείς, καί τότε νά μείνουν μονάχοι νά πάρουν τά λάφυρα, καί ο φθόνος ήτον ακόμη. (Οι πρόκριτοι επ' ουδενί δέν ήθελαν νά παραδίδονται τά κάστρα στόν Κολοκοτρώνη καί τελείως προδοτικά συμβούλευαν τούς Τούρκους νά κρατήσουν κι άλλο). Εβγήκαν καί ομιλήσαμεν, τούς είπα νά παραδώσουν τό κάστρο καί τά άρματά τους, καί νά πάρουν δύο φορεσιές (σκουτιά), καί νά τούς βαρκάρουμε, νά τούς περάσουμε εις τήν Ρούμελη, άλλοι εις τό Γαλαξίδι καί άλλοι κατά τά Σάλωνα, καί μ' αποκρίθηκαν ότι: "Να πάμε απάνω νά ειπούμε καί τών άλλων καί σάς στέλνουμε απόκριση". Ο κατής έκαμε λόγον καί τούς όρκωσε εις τήν πίστι τους· νά μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά νά τά δώσουν όλα. Καί έτσι εξαρματώθηκαν όλοι καί τά έβαλαν εις ένα σπίτι. Στήν συνέλευσιν, αφού ήκουσαν ότι ζητούν νά παραδοθούν οι Τούρκοι, εστείλαμε νά ελθούν καί πέντε έξη πολιτικοί, νά παρασταθούν εις τά λάφυρα, καί νά βγάλουμε καί τού ΈΈθνους. (Εννοεί τά λάφυρα πού θά πήγαιναν στό Δημόσιο Ταμείο). Σάν έβαλα τούς τριάντα ανθρώπους μέσα καί εξαρμάτωσαν τούς Τούρκους, μού ομίλησαν, ότι τά έκαμαν όλα. Τότε έδωσα είδησιν εις τούς απεσταλμένους τής συνελεύσεως καί επήρα τρακόσιους από τά διάφορα σώματα, καί επήγα εις τήν πόρτα, καί εσταύρωσα μέ μία σημαία ελληνική τήν πόρτα καί έπειτα τούς έμβασα μέσα καί έβαλα αυτήν τήν σημαία απάνου εις τό κάστρο.» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη Σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Γέρου τού Μοριά, αφού συγκεντρώθηκαν άνδρες από διάφορα στρατιωτικά σώματα μέ τή συνοδεία τού επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, τού Φωτάκου, τού Πετμεζά καί άλλων, έφτασε καί ο ίδιος στή μεσημβρινή πύλη τής Ακροκορίνθου. Εκεί τόν υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες μέ επικεφαλής τό φρούραρχο Ασλάν Μπέη, πού τού παρέδωσε τά κλειδιά τού κάστρου καί τόν χαιρέτισε μέ τήν φράση: "Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!". Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρείς φορές τό πάνω μέρος τής πύλης μέ τήν Ελληνική σημαία καί βροντοφώναξε: "Εμπάτε, 'Ελληνες!" «Μετά δέ τήν καταγραφήν τών εν τή Ακροκορίνθω διαφόρων πραγμάτων κινητών καί ακινήτων, εξήλθον οι Οθωμανοί, εκ τών οποίων άλλους μέν πολλούς παρέλαβον οι ΈΈλληνες ως υπηρέτες των. Επεβίβασαν δέ περίπου τών εξακοσίων εις δύο ελληνικά πλοία διά νά τούς μεταφέρωσιν εις τήν Ασίαν. Κατά δυστυχίαν όμως τρικυμίας επιπεσούσης εις τήν θάλασσαν, επνίγησαν άπαντες.» Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος - Αμβρόσιος Φραντζής Ακολούθησε όργιο λεηλασίας, τό οποίο περιόρισε ο Κολοκοτρώνης, ώστε νά εισπράξει καί τό Δημόσιο Ταμείο τό μερίδιό του, ενώ πολλοί από
471
τούς Τούρκους αιχμαλώτους εκτελέστηκαν, κάτι πού αποκρύπτει ο Φραντζής στήν ιστορία του, όταν μιλάει γιά ναυάγιο τών πλοίων πού τούς μετέφεραν καί θαλάσσιο πνιγμό τους. «Κατ' αυτό οι ολιγαρχικοί, εν οίς ό τε Μαυροκορδάτος καί ο Νέγρης, αρπάζουσι τήν καθόλου εξουσίαν καί τίθενται υπεράνω τού Υψηλάντου καί τόν εξοντώνουσι. Καταργούσι καί τό σύμβολον τού Φοίνικος καί παρεισάγουσι τό τής Αθηνάς εις τήν σφραγίδα τής κυβερνήσεως, τό καταργούσι καί από τήν ελληνικήν σημαίαν, ό εστιν αποδοκιμάζουσι τό σύμβολον τής αναγεννήσεως τού έθνους από τόν στακτόν του, τό σύμβολον τού αρχηγού τής επαναστάσεως Υψηλάντου... Διά ταύτα ο Υψηλάντης δέν έλαβε μέρος άχρι τέλους εις τήν εν Επιδαύρω συνέλευσιν καί μένει εις τήν πολιορκίαν τής Ακροκορίνθου, ενασχολούμενος εις τόν πόλεμον, ότι από τόν πόλεμον εξαρτάται η ελευθερία τών Ελλήνων... Ο Υψηλάντης, εν ώ οι αντίπαλοι ερραδιούργουν εις τήν Επίδαυρον εναντίον του, επετάχυνε τήν πτώσιν τής Ακροκορίνθου. ΉΉδη συνεργούντος τού Κιαμίλμπεη, προέκειτο νά παραδοθή, καί ο Κολοκοτρώνης επανήλθεν εις τήν πολιορκίαν μέ τόν Παναγιώτην Κρεββατάν, τόν Σωτήρη Νοταρά καί τόν Δαμάλων Ιωνάν διά νά τήν παραλάβωσι καί νά καταγράψωσιν ομού μέ τινας τών γερουσιαστών τά λάφυρα. Τήν 14ην Ιανουαρίου οι Τούρκοι παρεδόθησαν διά συνθήκης, παραδόντες τάς κλείς τού φρουρίου εις τόν Κολοκοτρώνην καί οι μέν εντόπιοι έμειναν εις τήν Πελοπόννησον. Οι δέ Αλβανοί ανεχώρησαν εις τά ίδια μέ τά όπλα των επί ελληνικών πλοίων. Καί ο μέν Πανουργιάς ήθελε νά θανατωθώσι διά τόν φόβον μή δώσωσι πληροφορίας εις τούς Τούρκους, ο δέ Κολοκοτρώνης δέν συγκατετέθη εις τούτο. Αλλ' ο Πανουργίας συνεννοήθη μέ τόν Πέτρον Μαρκέζην, μέλλοντα νά τούς συνοδεύση επί τών πλοίων καί εφονεύθησαν όλοι.» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου «Περπατώντας στά χωράφια κοντά στήν Κόρινθο, λίγες ημέρες ύστερα από τήν παράδοση τού κάστρου, ένας γέρος βοσκός ρώτησε τόν Γάλλο αξιωματικό Βουτιέ. - "Πότε θά βγεί από τό φρούριο ο Μπεκήρ πασάς;" - "Γιατί ρωτάς;" "Γιά νά τόν παραφυλάξω νά τόν σκοτώσω." - "Γιατί βρέ άθλιε;" - "Αλίμονο είσαι ευτυχής πού δέν ξέρεις τί θά πεί Τούρκος. Η γή πρέπει νά απαλλαγεί από αυτή τήν καταραμένη φυλή. Η ύπαρξή της προσβάλλει τόν Θεό καί τό ανθρώπινο γένος. Μία μέρα αυτός ο αγάς ζήτησε από τό γιό μου λίγο γάλα γιά νά δροσιστεί. Μά δέ διψούσε στ' αληθινά τό σκυλί. Αφορμή ζητούσε γιά νά ικανοποιήσει τό καταραμένο πάθος του, γιατί δυστυχώς ο γιός μου ήταν λεβέντης. Καθώς ο γιός μου
472
πάλευε νά ξεφύγει, ο Μπεκήρ τράβηξε τό γιαταγάνι καί τού έσκισε τά ρούχα. Εξαγριωμένος τότε ο γιός μου άρπαξε μία πέτρα καί τού τήν έφερε στό κεφάλι. Καί ο αγάς τόν έσφαξε επί τόπου. ΌΌλα αυτά έγιναν μπροστά στά ίδια μου τά μάτια."» Howe, Samuel Gridley,1801-1876.An historical sketch of the Greek Revolution. Θάνατος τού Ηλία Μαυρομιχάλη Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ήταν ο πρωτότοκος γιός τού μπέη τής Μάνης Πέτρου Μαυρομιχάλη. ΉΉταν γεννημένος τό 1790. Νεώτατος ακόμα συμμετείχε στίς μάχες τών Ελλήνων κατά τών Τούρκων. Διακρίθηκε γιά τή γενναιότητά του, τίς ικανότητές του αλλά καί γιά τή σύνεση καί τό ήθος του. Μέ τήν κήρυξη τής επανάστασης στήν Αερόπολη τής Μάνης, ακολούθησε τόν πατέρα του στήν απελευθέρωση τής Καλαμάτας καί έκτοτε αναδείχτηκε σέ έναν από τούς πιό ικανούς οπλαρχηγούς τού Αγώνα. Στή συνέχεια πολέμησε κάτω από τίς εντολές τού Κολοκοτρώνη, ενώ τόν είχε αναλάβει υπό τήν προστασία του καί ο θείος του Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, κατ' εντολή τού πατέρα του Πετρόμπεη. Θείος καί ανηψιός αρίστευσαν στήν μάχη τού Βαλτετσίου. Ο Ηλίας συμμετείχε στήν πολιορκία τής Τριπολιτσάς καί στή συνέχεια τόν βρίσκουμε νά συμμετέχει στήν πολιορκία τού Ακροκόρινθου καί τής Ακρόπολης τών Αθηνών. «Αλλ' εν ώ η Πελοπόννησος κατώρθωσε καί τούς εσωτερικούς αυτής εχθρούς νά κατατροπώση καί κατά θάλασσαν νά ασφαλισθή διά τού ηρωϊσμού τήν Υδραίων, Σπετσιωτών καί Ψαριανών, κατασυντριψάντων τόν επίφοβον τού Καρά Αλή στόλον, η Βοιωτία εδηούτο υπό τού Μεχμέτ Πασσά, όστις εφαίνετο σκοπών μετά τήν τελείαν καταστροφήν τής επαρχίας ταύτης, νά βαδίση καί κατά τής Πελοποννήσου. Τήν ανάγκην ταύτην κατιδών ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, πρώτος εξεστράτευσεν εις τήν ανατολικήν Ελλάδα περί τάς αρχάς Ιουνίου, ότε δέ αφίχθη εις Στεβενίκον, υπεδέχθησαν αυτόν μετ' αλαλλαγμών χαράς. Ο ίδιος δέ Οδυσσεύς συνώδευσεν αυτόν εκείθεν εις τήν Σούρπην, χωρίον κείμενον πλησίον τής Λεβαδείας, ένθα είχεν συγκεντρωθή μέ τά μέλλοντα νά ορμήσωσι κατά τών πολιορκούντων τήν Λεβαδείαν εχθρών. Συσκεφθέντες ενταύθα οι ΈΈλληνες αρχηγοί, απεφάσισαν νά προσβάλλωσι διά νυκτός τούς Τούρκους καί εκδιώξωσι τούτους τής πόλεως. Η πρόθεσίς των όμως αύτη απέτυχεν, διότι τό σώμα τού οποίου ηγείτο ο Γούρας απατηθέν υπό τού σκότους τής νυκτός εξέλαβεν ως τουρκικήν τήν ελληνικήν εμπροσθοφυλακήν καθ' ής πυροβολήσαν έφερεν τήν αταξίαν, τήν αποτυχίαν καί τήν διάλυσιν τού εν Σούρπη στρατοπέδου.
473
Μετά τό ατυχές τούτο συμβάν οι συνενωθέντες εις Κριεκούκι (Ερυθρές Αττικής) Ηλίας Μαυρομιχάλης καί Οδυσσεύς, απεφάσισαν νά τοποθετηθώσιν εν τώ υπό τήν Αράχωβαν στενώ τού Ζεμενού. Συγκροτήσαντες δ' ενταύθα στρατόπεδον είδον αγαλλόμενοι συρρέοντας ενταύθα καί τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί τόν Κοντοσόπουλον καί τόν Μίλιον Κατσικογιάννην καί άλλους. Περί τάς αρχάς Ιανουαρίου τού έτους 1822 εξεστράτευσε εις Κάρυστον...» Οι ΉΉρωες τού 1821 - Εκδόσεις Αγαπητός Αγαπητού, εν Πάτραις 1877 Η Εύβοια αποτελούσε τήν πιό δύσκολη περιοχή γιά τούς ξεσηκωμένους ραγιάδες. Οι Τούρκοι τής Εύβοιας μέ αρχηγό τους τόν Ομέρ μπέη τής Καρύστου ήταν περισσότεροι καί ικανώτεροι από τούς ΈΈλληνες, από τούς οποίους ξεχώριζε ο Αγγελής Γοβγίνας μέ τόν υπαρχηγό του Κώτσα. ΌΌταν εμφανιζόταν ο Ομέρ μπέης μέ τό μικρό ιππικό πού διέθετε, οι ΈΈλληνες χωρικοί σκόρπαγαν αμέσως. Ο Τούρκος μπέης διακρινόταν γιά τήν σκληρότητά του αλλά καί γιά τήν στρατηγική του ικανότητα. Τά χαρέμια του ήταν γεμάτα από Χριστιανές σκλάβες. Σ τήν αντίπερα όχθη, ο επίσκοπος Καρύστου Νεόφυτος ταξίδευε στήν Πελοπόννησο καί από εκεί στίς Κυκλάδες καί αντίστροφα προκειμένου νά συγκεντρώσει χρήματα, εφόδια καί ενόπλους τούς οποίους καί πλήρωνε από τήν προσωπική του περιουσία. Στόχος του ήταν τό ισχυρότατο κάστρο τής Καρύστου. Γιά νά οργανώσει τό μικρό σώμα στρατού ο Νεόφυτος, ζήτησε από τόν Γοβγίνα κάποιον ικανό αρχηγό καί αυτός τού πρότεινε τό Νικόλαο Κριεζώτη, πού είχε διακριθεί στή μάχη στά Βρυσάκια. Ο Νεόφυτος δέν ικανοποιήθηκε από τήν πρόταση καί ζήτησε από τούς Πελοποννήσιους κάποιον αρχηγό νά ηγηθεί τών Ευβοέων μαχητών πού προσπαθούσαν νά καταλάβουν τό κάστρο τής Καρύστου. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης προθυμοποιήθηκε καί μαζί μέ τόν θείο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη καί εξακόσιους Μανιάτες, πήγε στήν Εύβοια γιά νά ενώσει τίς δυνάμεις του μέ τούς ντόπιους. Εν τώ μεταξύ οι κάτοικοι τής Κύμης είχαν εκλέξει καί αυτοί σάν αρχηγό του τόν Βάσο Μαυροβουνιώτη. Νά σημειωθεί ότι ο επίσκοπος Νεόφυτος αρνήθηκε πρόταση τού Ανδρούτσου νά έρθει καί αυτός νά συμμετάσχει στόν πόλεμο κατά τού Ομέρ μπέη τής Καρύστου, κάτι πού δυσαρέστησε τόν Οδυσσέα. «Μετά τού Ηλία Μαυρομιχάλη, ως νέου λίαν φιλοτίμου καί ριψοκινδύνου, συνεξεστράτευε πάντοτε, οικογενειακή αποφάσει, έσω καί έξω τής Πελοποννήσου ο θείος αυτού Κυριακούλης, ως ηλικίας ωρίμου ανήρ στρατολόγος λίαν ευδόκιμος καί ευκόλως επιβάλλων εαυτόν τοίς στρατιώταις. Εκίνησεν ο Ηλίας εκ τών Αθηνών, άγων περί τούς
474
εξακοσίους καί δύο έχων βοηθά μικρά πλοία, τή δέ 5ην Ιανουαρίου 1822 μετεβιβάσθη εκ τού Καλάμου τής Αττικής. Εν δέ τώ Αλιβερίω ηνώθη μετά τού επισκόπου Νεοφύτου καί Βάσσου καί εις τά Κριεζά απήλθεν, έως ού ετοιμασθή καί ο λοιπός στρατός. Τήν άφιξην τού Ηλία Μαυρομιχάλη μαθών ο Ομέρ βέης, ενεδυνάμωσεν αμέσως τά Στύρα δι' εκατόν πεντήκοντα υπό τήν οδηγίαν τού γαμβρού αυτού Ιουσούφ αγά καί ητοιμάζετο κινηθήναι κατά τού Αλιβερίου. Τά Στύρα ήσαν κώμη κατά τόν νοτιοδυτικόν αιγιαλόν τής νήσου καί πρός βορράν τής Καρύστου. Οι εν αυτοίς Τούρκοι εκακοπράγουν, μή απέχοντες από παντός είδους τών επαχθεστέρων πράξεων. Οι Στυρείς εντεύθεν επεκαλέσθησαν πρός σωτηρίαν εαυτών τούς εν τώ Αλιβερίω καί ούτοι, προλαμβάνοτες μάλλον τήν διαθρυλουμένην επίθεσιν τού Ομέρ βέη, εκινήθησαν εις τό χωρίον Μεσοχώριον, απέχον τών Στύρων επί δύο ώρας. Πρωΐαν τής 12ης ημέρας Παρασκευής, εξελθόντες οι εν Στύροις Τούρκοι προεκάλεσαν τήν συμπλοκήν (μέ βρισιές καί χειρονομίες). Ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης μή περιμένων τόν Ηλίαν, όπισθεν ερχόμενον καθ΄ ήν είχον συμφωνίαν, ώρμησε πλησιάσας τούτους. Φθάσαντος δέ καί τού Ηλία, ήρξατο η μάχη, καθ' ήν άπαξ κενώσαντες τά πυροβόλα αυτών οι Καρυστηνοί, όρμησαν κατά τών Ελλήνων ξιφήρεις..» Οι Μαυρομιχάλαι, Αθήναι 1903 Οι ΈΈλληνες κατόρθωσαν νά απωθήσουν τούς Τούρκους μέσα στό χωριό καί ο Βάσσος μέ τόν Κυριακούλη θεώρησαν καλό νά καταλάβουν τό δρόμο από τόν οποίο θά έφταναν οι ενισχύσεις τού Ομέρ μπέη. Δέν κατάφεραν όμως νά σταματήσουν τήν ορμή τών τουρκικών ενισχύσεων καί εγκατέλειψαν τίς θέσεις τους, αφήνοντας τούς λίγους ΈΈλληνες πού πολεμούσαν ακόμα στά Στύρα στήν μοίρα τους. «Αδυνατώτεροι οι περί τόν Βάσσον καί τόν Κυριακούλην ωπισθοδρόμησαν καί απεχωρίσθησαν τών αποκλειόντων τούς εχθρούς εν Στύροις, οίτινες μηδέν υποπτεύοντες έξωθεν, διότι υπέθεταν τό στενόν προκατειλημμένον, εξεφάντοναν· αλλά μαθόντες αίφνης ότι ήρχετο ο Ομέρμπεης, ακούσαντες καί τόν τουφεκισμόν, ετράπησαν οι μέν πρός τά πλοία οι δέ πρός τά μακρυνά χωρία. Εξήλθε τότε τού χωρίου καί ο Ηλίας έχων επτά μόνον συντρόφους υπεραγαπώντας αυτόν καί πάντοτε παρακολουθούντας, καί καταλαβών ανεμόμυλον τινα ασκεπή επί λόφου, κοινώς λεγόμενον Κοκκινόμυλον, παρεκίνει εκείθεν τούς λοιπούς νά εγκαρτερήσωσιν· αλλ' εις μάτην αι πατριωτικαί προτροπαί του. Αφ' ού δέ επλησίασεν ο Ομέρμπεης εις Στύρα, εξήλθαν οι εντός τών οχυρών οικιών Τούρκοι, καί καταδιώκοντες οι μέν εντεύθεν οι δέ εκείθεν τούς ΈΈλληνας φεύγοντας, κατήντησαν εις τόν Κοκκινόμυλον, όπου συνεσωρεύθησαν όλοι πολεμούντες.
475
Τότε ο Ηλίας καί οι περί αυτόν, βλέποντες ότι απελείφθησαν μόνοι, επεχείρησαν νά εξορμήσωσι ξιφήρεις διά μέσου τών εχθρών· αλλ' εκτός δύο διασωθέντων, όλοι απέθαναν εν οίς καί ο χαριέστατος καί φιλότιμος Ηλίας ευκλεώς βιώσας καί ευκλεέστερον αποβιώσας. Ο δέ Ομέρμπεης, μαθών ότι είς τών φονευθέντων ήτον ο επίσημος ούτος νέος, έκοψε τήν κεφαλήν του καί τήν έστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν.» Τρικούπης Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως ΌΌταν μαθεύτηκε ο ηρωικός θάνατος τού Ηλία Μαυρομιχάλη ο Υψηλάντης θέλησε νά τόν ανακοινώσει μέ διακριτικό τρόπο στόν Πετρόμπεη, ο οποίος, αφού άκουσε τό θλιβερό συμβάν απάντησε στόν Δημήτριο Υψηλάντη: "Μή μέ λυπάσαι. ΈΈκαμα γιό στρατιώτη, ο οποίος επλήρωσε τό χρέος του πρός τήν Πατρίδα!". Η γυναίκα τού Ηλία Μαυρομιχάλη όταν έμαθε τό θάνατο τού συντρόφου της ζήτησε τήν πάλλα (σπαθί) τού σκοτωμένου καί τήν έβαλε στήν κούνια τού νεογέννητου παιδιού της μέ σκοπό νά τό μεγαλώσει καί νά εκδικηθεί τόν θάνατο τού πατέρα του. Τό τέλος τού Αλή Η διάλυση τής ελληνοαλβανικής συμμαχίας σήμανε καί τό τέλος τού Αλή τών Ιωαννίνων. 'Απαντες οι Αλβανοί τόν εγκατέλειψαν καί πήγαν στό πλευρό τού Χουρσίτ, αποφασισμένοι νά πολεμήσουν πλέον τούς Χριστιανούς καί νά συντρίψουν τόν ξεσηκωμό τους. Κοντά στόν τύραννο απόμειναν μόνο εβδομήντα τζοχανταραίοι. Στό υπόγειο είχε συγκεντρώσει βαρέλια μέ μπαρούτι καί πυρίτιδα, τά οποία φύλαγε ο πιστός του υπηρέτης Σελήμ Τσάμης. Η εντολή πού είχε λάβει ήταν νά τινάξει τό σεράϊ στόν αέρα στό πρώτο γιουρούσι τών εχθρών. Οι πασάδες ήθελαν άθικτο τό παλάτι μέ τούς αμύθητους θησαυρούς τού Αλή καί τού υποσχέθηκαν αμνηστία σέ περίπτωση πού εγκατέλειπε ο Αλής τά Γιάννενα. Ο γέρος τούς πίστεψε καί αφού πήρε τήν κυρά Βασιλική τράβηξε στό νησάκι τής λίμνης. Εκεί έδωσε τό μαργαριταρένιο κομπολόϊ του στό στρατηγό τού Χουρσίτ πού έκανε τίς διαπραγματεύσεις γιά νά τό πάει στόν πιστό του Σελήμ ώστε αυτός νά πειστεί καί νά σβήσει τό λυχνάρι πού κρατούσε πάνω από τά πυρομαχικά. Μόλις ο Σελήμ έσβησε τό λυχνάρι καί σιγούρεψε ο Χουρσίτ τούς θησαυρούς, δόθηκε προσταγή νά σκοτώσουν τόν ζορμπά πασά. Στίς 24 Ιανουαρίου 1822, ο τύραννος έχασε τό κεφάλι του καί στή συνέχεια αφού τό πάστωσαν τό έστειλαν πεσκέσι στόν άλλον τύραννο τόν σουλτάνο Μαχμούτ, νά τό κάνει πατσά καί νά τό φάει, όπως γράφει κοροϊδευτικά ο Μακρυγιάννης στά απομνημονεύματά του.
476
«'Αμα τώ φόνω τού Αλή πασά, καταληφθέντος τού φρουρίου καί τών εν τή ακροπόλει μεγάρων δημευθέντων, διέταξε ο Χουρσίτ ν' αφεθώσιν ελεύθεροι καί ανενόχλητοι πάντες οι τής θεραπείας καί τής αυλής τού Αλή αμφοτέρων τών φύλων καί παραδοθώσι τοίς οικείοις αι κόραι καί τά παιδία, άτινα η βία τού Αλή είχεν αποσπάσει εκ τής πατρικής αγκάλης. Πάντες οι θησαυροί, οίτινες εξετιμήθησαν εις 45.000.000 γροσίων, σφραγισθέντες τή σφραγίδι τού Χουρσίτ απεστάλησαν εις Κωνσταντινούπολιν. Δέν παρήλθε πολύς χρόνος καί νέον αυτοκρατορικόν διάταγμα (φιρμάνι) διέτασσε τήν αποκεφάλισιν καί πάντων τών υιών καί εγγόνων τού Αλή καί τήν δήμευσιν τών υπαρχόντων αυτών. Καί ο μέν Βελής απεκεφαλίσθη εν Κοτοαίω (Κιουτάχεια), κλαίων καί οδυρόμενος αφού πρώτον είδεν ενώπιόν του πίπτουσας αλληλοδιαδόχως υπό τήν μάχαιραν τού δημίου τάς κεφαλάς τού αδελφού του Σαλήχ καί τού υιού του Μεχμέτ. Τήν αυτήν δέ τύχην υπέστη εν Αγκύρα καί ο Μουχτάρ...» Ιστορία τού Αλή πασά - Τρύφων Ευαγγελίδης (1896) Ο Χουρσίτ τώρα απαλλαγμένος από τόν Αλή πασά, ετοίμασε 30.000 ασκέρι από Τσάμηδες, Λιάπηδες, Γκέκηδες καί Τόσκηδες γιά νά τό αμολύσει στό νότο καί νά καταπνίξει τούς χαΐνηδες Ρούμηδες πού τόλμησαν νά σηκώσουν κεφάλι στόν σουλτάνο τους. Προηγουμένως όμως έπρεπε νά απαλλαγεί από τήν σφηκοφωλιά πού βρισκόταν στό Σούλι. Αρχικά λοιπόν, αποφάσισε νά κάνει καπάκια (πλαστές διαπραγματεύσεις) μέ τούς Σουλιώτες, τάζοντάς τους λαγούς μέ πετραχήλια. Ο Μάρκος Μπότσαρης, ο οποίος νά ομολογηθεί είχε τιμηθεί ιδιαιτέρως από όλους τούς ΈΈλληνες, είχε ήδη προτείνει τήν συγκέντρωση μεγάλου στρατεύματος καί νά κτυπηθεί ο Χουρσίτ μέσα στά Γιάννενα, πρίν αυτός οργανώσει τήν κάθοδό του πρός τό βιλαέτι του τόν Μοριά. Οι στρατιωτικές συμβουλές τών Σουλιωτών θά ήταν ικανές νά κατευθύνουν επιδέξια τά χριστιανικά στρατεύματα καί νά διαλύσουν τούς Τουρκαλβανούς, δίδοντας έτσι καίριο πλήγμα στόν σουλτανικό στρατό. Οι Εκλαμπρότατοι, όμως τότε ασχολούνταν μέ τίς πολιτικές υποθέσεις τού τόπου, δηλαδή μέ τόν παραγκωνισμό τού Κολοκοτρώνη καί τού Υψηλάντη καί δέν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στό σχέδιο τού Μάρκου, όπως μάς λέει καί ο Κουτσονίκας στήν ιστορία του. «Οι Σουλιώτες εσκέφθησαν ότι η περίστασις ήτο κατάλληλος όπως συγκεντρωθώσιν άπασαι αι δυνάμεις τής Ηπείρου τής Ανατολικής καί Δυτικής Στερεάς καί τής Πελοποννήσου εις τήν ΉΉπειρον καί όλαι αύται ομού νά επιτεθώσι κατά τού γενικού στρατού τού σουλτάνου τού εν Ιωαννίνοις ευρισκομένου. Ακολούθως, μόλας τάς δυνάμεις αυτάς καί όσας άλλας δυνηθώσι νά προσθέσωσι, νά οδεύσωσι πρός τήν Θεσσαλίαν,
477
τήν οποίαν ευκόλως ήθελον προσκτήσει, πολλαπλασιαζόμενοι δέ καί δι' αυτών νά διευθυνθώσιν εις τό κέντρον τής ευρωπαϊκής Τουρκίας, όπως δόσωσι έν μέγα κτύπον εις τήν Τουρκίαν καί διά τής ενώσεως τών αδελφών Σέρβων, Βουλγάρων καί Βοσνίων αναγκάσουν τόν αυθάδην τούτον κατακτητήν νά αφήση ελεύθερον τό πατρικόν αυτών έδαφος καί νά μεταβή εις τά έσχατα τής Ασίας εις τόν τόπον τής γεννήσεώς του, ακολούθως νά ενωθώσιν άπασαι αι αδελφικαί αύται φυλαί εις μίαν μόνην Βασιλείαν.» Λάμπρος Κουτσονίκας - Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Ιδιαίτερη σημασία έχει η απάντηση τών Σουλιωτών πού έδωσαν στήν πρόταση τού Χουρσίτ νά γυρίσουν στά εδάφη τους καί νά ζήσουν ειρηνικά όπως ζούσαν οι πατεράδες τους, διατηρώντας ταυτόχρονα καί τήν αυτονομία τους. Οι Σουλιώτες υπερήφανα απάντησαν ότι αυτή η πρόταση πρέπει νά γίνει σέ όλους τούς Χριστιανούς καί ότι αυτοί δέν θά πρόδιδαν ποτέ τούς ομοδόξους τους, αλλά θά συνέχιζαν από κοινού τόν αγώνα, σέ περίπτωση επιθέσεως τού Χουρσίτ πρός τούς υπόλοιπους ΈΈλληνες. «Εν αρχή λοιπον τού 1822, μόνοι τής ελληνικής επαναστάσεως πρόμαχοι καθ' όλην τήν ΉΉπειρον έμενον οι Σουλιώται. Η παράδοσις τού Αλή επέκειτο καί ήτο πρόδηλον ότι ο Χουρσίτης έμελλεν αμέσως έπειτα νά επιπέση πανστρατιά κατά τού επιπλέοντος εκείνουν ναυαγίου τής ηπειρωτικής επαναστάσεως. Πρόδηλον δέ ουδέν ήττον υπήρχεν ότι μέγα συμφέρον είχεν η επανάστασις νά συντηρήση εκ παντός τρόπου τό οχυρόν εκείνο προπύργιον, πέμπουσα αμέσως τήν υπό τών Σουλιωτών ζητηθείσαν επικουρίαν. Καί ηδύνατο νά πράξη τούτο, αφού από τών μέσων τού 1821 ίστατο όρθια καί ένοπλος η Ακαρνανία καί η Αιτωλία, περί δέ τά τέλη τού έτους εκείνου είχε διοργανωθή υπό τού Μαυροκορδάτου η Γερουσία αυτής. Αλλ' η μέν Γερουσία τής δυτικής Ελλάδος ουδέν ποτέ σπουδαίον έπραξε τό δέ Εκτελεστικόν καί τό Βουλευτικόν, αναλίσκοντα τήν τελευταίαν σκιάν τής εξουσίας ή είχον περί τάς κατά Υψηλάντου καί Κολοκοτρώνη σκευωρίας, ούτε τήν άκαιρον επανάστασιν, ούτε τήν ολέθριαν τής Χίου καταστροφήν προέλαβεν. ΈΈτι δέ ολιγώτερον εφρόντισε περί Ηπείρου. Καί εν τούτοις ο Χουρσίτης, άμα απαλλαγείς τού Αλή πασά, ετράτευσε μετά 14.000 επιλέκτων Αλβανών κατά τού Σουλίου, τό οποίον δέν κατείχετο ειμή υπό 1000 ανδρών. Οι Σουλιώται ηγωνίσθησαν όπως πάντοτε. Εκχωρήσαντες περά τά μέσα Μαΐου 1822 εκ τών εξωτερικών αυτών θέσεων καί συμπυκνωθέντες εις Κιάφαν, Αβαρίκον καί Χώνιαν εκτυπήθησαν μέν εκεί τή 5η Ιουνίου αλλ' αντέστησαν τοσούτο
478
καρτερικώς ώστε ο Χουρσίτης αγανακτήσας καί αποβαλών τήν υπομονήν απήλθεν εις Λάρισαν, επιτρέψας εις τόν Ομέρ Βρυώνην τήν εξακολούθησιν τής πολιορκίας.» Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους Οι Σουλιώτες ακινητοποιούν τόν Χουρσίτ (1822) Ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς, αδημονούσε νά κατέβει στό βιλαέτι του τόν Μοριά καί νά τιμωρήσει τούς γκιαούρηδες πού τόν ταπείνωσαν αιχμαλωτίζοντας τήν οικογένειά του καί αρπάζοντας τούς θησαυρούς του. ΌΌμως μετά τήν απάντηση τών Σουλιωτών, τήν οποία θεώρησε προσβλητική, αποφάσισε στά μέσα Μαΐου νά τούς επιτεθεί ώστε νά εξαλείψει μιά γιά πάντα αυτούς τούς ενοχλητικούς ζορμπάδες. Οργάνωσε λοιπόν ένα ασκέρι από δεκαπέντε χιλιάδες Τσάμηδες, Λιάπηδες καί Γκέκηδες καί τό χώρισε σέ τρία σώματα, τά οποία ταυτόχρονα θά κτυπούσαν τό Σούλι από τρείς μεριές. Δυστυχώς η κυβέρνησις τού Μαυροκορδάτου καί τού Νέγρη δέν έστειλε βοήθεια καί οι χίλιοι πεντακόσιοι περίπου Σουλιώτες μαχητές θά έπρεπε μόνοι τους νά αντιμετωπίσουν τίς ορδές τού Χουρσίτ πασά. Κεφαλές τους ήταν ο Νότης Μπότσαρης, Ζηγούρης Τζαβέλας, Γεώργιος Δράκος, Τούσας Ζέρβας, Γιώτης Δαγκλής, Νάσης Φωτομάρας, Διαμαντής Ζέρβας καί ο Θανάσης Κουτσονίκας. «"Επιστολή τών Σουλιωτών πρός τόν αρχιστράτηγον Ιωαννίνων. Υψηλότατε Βεζίρ Μεχμέτ Χουρσίτ πασά. Τό υψηλόν σου μπουγιουρδί ελάβομεν καί τά μέν αυτώ γεγραμμένα καλώς εκαταλάβαμεν...Ευχαριστούμεν δέ τόν Θεόν, ότι εγνωρίσατε καθαρά τά όσα άδικα μάς έκαμεν ο προκάτοχός σας Ισμαήλ πασάς ώστε καί δι' αυτήν τήν αιτίαν παρακινείσθε, φαίνεται νά μάς δώσετε τήν συγχώρησιν καί ειρήνην εκ μέρους τού κραταιοτάτου σουλτάνου, διά νά ζήσωμεν, ως καί πρότερον, μέ τά υποστατικά μας καί προνόμια... ΌΌθεν δίκαιον είναι νά δώσετε καί εις τούς ΈΈλληνας εκ μέρους τού κραταιοτάτου σουλτάνου τήν συγχώρησιν, ειρήνην καί αμνηστείαν, χωρίς νά κινηθήτε κατ' αυτών μέ τά στρατεύματα καί όταν εκείνοι πρώτοι δεχθώσιν αυτά, τότε καί ημείς τά δεχόμεθα ως δεύτεροι... Τό εναντίον δέ, προκρίνομεν μυριάκις ν' αποθάνωμεν εις τήν αρχήν μέ τιμήν καί δόξαν, παρά νά αμαυρώσωμεν τό όνομά μας εις τό τέλος μέ τό αιώνιον όνειδος τής προδοσίας. ΌΌλοι οι Σουλιώται, 7 Μαΐου 1822 Σούλιον" Εις τόσον βαθμόν συγχύσεως καί οργής κατήντησεν ο Χουρσίτ πασάς, όταν ανέγνωσε τήν ανέλπιστον απόκρισιν τών Σουλιωτών, ώστε απορρίψας τήν πρώτην απόφασιν τής εκστρατείας διά τήν
479
Πελοπόννησον, αμέσως έδωκε νέας διαταγάς εις τούς αρχηγούς νά κινηθώσι κατά τών Σουλιωτών καί νά περάσωσιν όλους σύν γυναιξύ καί τέκνοις εν στόματι μαχαίρας, διότι ετόλμησαν νά τώ γράψωσι μέ τέτοιον αυθάδη καί υπερήφανον τρόπον καί όχι ως βασιλικοί καί υποκλινείς ραγιάδες. Πολύ δέ περισσότερον τόν ετάραττεν η λέξις "ΈΈλληνες", τής οποίας τήν έννοιαν αγνοών τό πρώτον, πληροφορηθείς δέ, ούτ' ήθελε πλέον νά τήν ακούση, ούτ' ετόλμα τις νά τήν προφέρη έμπροσθέν του... Ο δραστήριος καί πολεμικώτατος Χουρσίτ πασάς κατά τήν 15ην Μαΐου τού 1822 έτους έπεμψεν εις τό βουνόν, ονομαζόμενον Σέλωμα τού Ποπώβου, δύο σελικτάρηδες μέ πέντε χιλιάδας στράτευμα καί τήν επιούσαν, ήτις ήν ημέρα Πέμπτην, πρίν τήν ανατολήν τού ηλίου, εφάνησαν οι εχθροί από τρία μέρη, δηλαδή οι Ομέρ Βρυώνης μετά τού 'Αγου Μουχουρδάρη, επί κεφαλής όντες οκτώ χιλιάδων Τόσκηδων καί Λιάπηδων, διαβάντες τό βουνόν Βούτσι λεγόμενον καί υπερκείμενον τού Σουλίου...» Χριστόφορος Περραιβός - Απομνημονεύματα Πολεμικά Οι Σουλιώτες πολεμώντας μερόνυκτα, εγκατέλειψαν τό Σούλι καί αποτραβήχτηκαν στήν Κιάφα, στόν Αβαρίκο καί στά Χώνια, όπως είχαν κάνει οι πατεράδες τους, όταν πολεμούσαν τόν Αλή πασά. Τώρα στήν θέση τού Αλή ήταν ο Χουρσίτ, τό ίδιο ικανός καί τό ίδιο οργιλός, ο οποίος αφήνιαζε πάνω στό άλογό του, όταν έβλεπε τούς πολεμιστές του νά μήν μπορούν νά καταβάλλουν μία φούχτα γκιαούρηδες. Καί όπως μάς διασώζει ο αυτόπτης μάρτυς Περραιβός, πού πολεμούσε μέ τούς Σουλιώτες, ο Χουρσίτ ύψωνε τά χέρια στόν θεό καί έλεγε: "Βάι, βάι! Ο Αλλάχ σήκωσε τή μεγαλοκαρδία του από τούς μωαμεθανούς καί τή χάρισε στούς γκιαούρηδες!" Στήν μάχη τού Μαμάκου ο Δράκος καί ο Δαγκλής αντιμετώπισαν μέ διακόσιους Σουλιώτες χιλιάδες εχθρούς καί οπισθοχώρησαν σέ πιό ισχυρή θέση στόν Αγιο Δονάτο. Στήν αντίθετη θέση τού Ζαβρούχου διακόσιοι πενήντα Σουλιώτες μέ αρχηγούς τόν Τούσα Ζέρβα, Διαμαντή Ζέρβα καί Θανάση Κουτσονίκα αντιμετώπισαν εννέα χιλιάδες ασιάτες Τούρκους υπό τόν Κεσέρ (σφαγέας στά τουρκικά) Αχμέτ πασά. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη γιά τούς Αρβανίτες μαχητές, οι οποίοι παρά τίς λιγοστές τους απώλειες διαρκώς υποχωρούσαν. Μία νύχτα ο Δράκος πήρε μήνυμα από τόν Χριστιανό γραμματέα τού Μουχουρδάρη, ότι ο Χουρσίτ θά εφορμούσε τήν επομένη κατά τού φρουρίου τής Κιάφας. Στήν Κιάφα οι Σουλιώτες φύλαγαν τά γυναικόπαιδα καί τό μήνυμα απέβει σωτήριο, καθώς πρόλαβαν νά τήν οχυρώσουν καλύτερα καί νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό μέ επιτυχία. «Εν τούτοις ήλθε καί ο αρχιστράτηγος, επειδή εβεβαιώθη ότι τό
480
Σούλιον εκυριεύθη καί ότι άλλη ελπίς δέν έμεινε πλέον εις αυτούς, ει μή νά παραδοθώσιν ή θυσιασθώσιν άπαντες. Καί στήσας τήν σκηνήν του εις τό γενικό στρατόπεδον τής Στρεθίζηςς καί παρατηρήσας ακριβώς τό φρούριον τής Κιάφας καί τήν θέσιν τού Ναβαρίκου, εσυγκρότησε τό εσπέρας πολεμικόν συμβούλιον, εις τό οποίον ωμίλησε τά εξής: "Δέν ήλπιζα ποτέ μέ τόσα πολυάριθμα καί ανδρεία στρατεύματα, οδηγούμενα καί από τοιούτους εμπειροπόλεμους αρχηγούς, νά μήν έχετε κατασφάξη καί σκλαβώση έως τώρα μόλις δύο χιλιάδας οπλοφόρους ραγιάδες. Δέν υποφέρω πλέον νά βλέπω ζωντανούς τούς υβριστάς τού βασιλέως μου, αλλά μέ μίαν μόνην απόφασιν επιθυμώ, κατά τόν όρκον μου, νά τούς περάσω όλους από τό οθωμανικό σπαθί..." Κοινή γνώμη απεφασίσθη η κυρίευσις τού Ναβαρίκου καί Χωνίων. Καί διά μέν τόν Ναβαρίκον διετάχθη ο Ομέρ Βρυώνης καί 'Αγο Μουχουρδάρης μέ έξ χιλιάδας Τουρκαλβανούς, διά δέ τά Χώνια ο Ισλάμ Πρόνιος, ο Ταΐρ Τσαπάρης καί ο Μπάλιος Χούσος μέ τέσσαρας χιλιάδας Τσάμηδες, τόν δέ σελικτάρην Μπόταν διέταξε, λαβόντα δύο χιλιάδας στρατιώτας, νά πλησιάση καί επαπειλή τό φρούριον τής Κιάφας, διά νά μή στείλη βοήθειαν εις τάς ρηθείσας τοποθεσίας. ΌΌταν ο εχθρός ώρμησε ταυτοχρόνως καί εις τά δύο μέρη, εις μέν τόν λόφον τού Ναβαρίκου ευρέθησαν μόνον τριάκοντα εννέα στρατιώται μέ τόν αρχηγόν Δράκον, εις δέ τά Χώνια εκατόν επτά. Κατά τήν 17ην Ιουνίου 1822 πρός τό λυκαυγές έβαλαν εις πράξιν οι Τουρκαλβανοί τό σχέδιόν των. ΌΌ θεν τετρακόσιοι μέν εκλεκτοί Τουρκαλβανοί επροπορεύοντο μέ τά ξίφη εις τάς χείρας, πρός τούς οποίους οι αρχηγοί υπεσχέθησαν νά δώσωσον ανά πεντακόσια γρόσια εις τόν καθένα, άν ήθελε κυριεύσωσι τόν λόφον τού Ναβαρίκου. Η δέ δίοδος τού περιχαρακώματος, από τήν οποίαν έμελλον νά εισβάλουν δέν εχώρει περισσότερους από δώδεκα κατά πρόσωπον... Οι δέ ατρόμητοι τριάκοντα εννέα παρακελευόμενοι πρός αλλήλους καί αμιλλόμενοι, αντεμάχοντο. Ιδόντες καί οι εν τώ φρουρίω τήν μάχην, αμέσως έδραμον εις βοήθειαν έως πεντακόσιοι, υπό τήν οδηγίαν τού Νότη Μπότσαρη, Γιώτη Δαγκλή καί Νάση Φωτομάρα. Οι δέ Τουρκαλβανοί, μή δυνηθέντες έπειτα από τέσσαρας εφόδους νά κυριεύσωσι τόν λόφον, ιδόντες ενταυτώ καί τήν ταχείαν άφιξην τών Σουλιωτών, παραλαβόντες τούς πληγωμένους ωπισθοδρόμησαν...» Χριστόφορος Περραιβός - Απομνημονεύματα Πολεμικά Τελικώς ο Χουρσίτ δέν κατάφερε νά υποτάξει τούς Σουλιώτες. ΌΌταν μάλιστα είδε καί τίς Σουλιώτισσες νά συμμετέχουν στίς μάχες, κυλίοντας βράχους κατά τών εφορμούντων στρατιωτών του, απελπίσθηκε καί εγκατέλειψε τήν πολιορκία αφήνοντας στή θέση του τόν Ομέρ Βρυώνη. Ο ίδιος πήγε στή Λάρισα γιά νά συγκεντρώσει μεγάλο στρατό καί νά κατέβει στήν Πελοπόννησο, αυτή τή φορά από τήν ανατολική Στερεά.
481
http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis16.html
482
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΖ' Μάχη τού Πέτα (4 Ιουλίου 1822) Στά μέσα Μαΐου 1822, ο πρόεδρος τού Εκτελεστικού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ανέλαβε τήν αρχηγία σέ μία στρατιωτική επιχείρηση, η οποία είχε ως στόχο τήν απελευθέρωση τού Σουλίου καί τήν εκκαθάριση τής Δυτικής Ελλάδος από τά εχθρικά στρατεύματα. Πώς μπορούσε όμως ένας πολιτικός νά αναλάβει τήν αρχιστρατηγία σέ μία στρατιωτική επιχείρηση καί νά τή φέρει εις πέρας επιτυχώς; ΈΈμπαινε σέ ξένα "χωράφια" ο Μαυροκορδάτος, όταν ο ίδιος δέν δεχόταν τούς οπλαρχηγούς νά ασχολούνται μέ τά "χωράφια" τής πολιτικής. Αφού συγκέντρωσε ένα ετερόκλητο πλήθος από φιλέλληνες, τακτικούς, άτακτους, αρματολούς, Μανιάτες, Μωραΐτες, Επτανήσιους, Ρουμελιώτες καί Σουλιώτες ξεκίνησε τήν εκστρατεία του χωρίς ποτέ νά καταφέρει νά οργανώσει μέ σιδηρά πειθαρχία αυτό τό ετερόκλητο πλήθος. «Διά νά αποκρουσθώσιν οι απειλούντες ήδη τήν Δυτικήν Ελλάδα εχθροί, αποφασίζει νά εκστρατεύση ο πρόεδρος τού Νομοτελεστικού. Υπέρτατος άρχων τής Ελλάδος ο Μαυροκορδάτος διά τήν απειρίαν τών Ελλήνων ως πρός τήν νέαν τάξιν τών πραγμάτων καί διά τήν περί τό διαιρείν επιτηδειότητά του, αφ' ού δέν ημπόρεσε νά κατορθώση ώστε νά ήναι διά τού νόμου πενταετής πρόεδρος καί εις αυτό τό διάστημα τού χρόνου ν' ασφαλίση εις τόν εαυτό του τήν εξουσίαν, ήδη καταγίνεται νά τήν ασφαλίση διά τής δυνάμεως τών όπλων καί διά ταύτα θέλει νά εκστρατεύση κατά τών Τούρκων, άν καί απόλεμος... Είναι λοιπόν δυνατόν νά νικήση τούς Τούρκους; Καί όμως εκστρατεύει. Καί διά ν' αποκτήση εις τήν Ευρώπην μεγαλοπράγμονος ανθρώπου υπόληψιν, ελπίζων τέλος πάντων, άν τά πράγματα τών Ελλήνων καταντήσωσιν υπόθεσις τής Ευρώπης καί η Ελλάς κατασταθή ηγεμονεία, νά διορισθή αυτός ηγεμών. Καί επειδή τόν Υψηλάντη θεωρεί ως άνθρωπον τής Ρωσσίας, εκείνος θ' ακολουθήσει τήν Αγγλίαν εις τήν πολιτικήν του... Καί δή παραλαβών τόν Μάρκον Μπότσαρην, τίθεται επι κεφαλής ατάκτων τινών Πελοποννησίων καί Επτανησίων, τών τε γυμνασθέντων από τόν Μπαλέστ καί αποτελούντων τό πρώτον πεζικόν σύνταγμα τακτικών, ως καί τών εξ Ευρώπης συρρευσάντων φιλελλήνων, οι οποίοι διωργανίσθησαν εις έν τάγμα... Συνήλθον υπό τάς σημαίας του τό πρώτον σύνταγμα υπό τόν Ταρέλλαν καί τό τάγμα τών φιλελλήνων υπό τόν Δανίαν, εκ πεντακοσίων αμφότερα συγκείμενα, τό σώμα εκ πενήντα Επτανησίων υπό τόν Σπύρον Πανάν, ο Μάρκος Μπότσαρης μέ διακόσιους, ο Κανέλλος Δελιγιάννης μ' εκατόν πενήντα, ο Παναγιώτης Γιατράκος μ' ενενήντα, καί ο
483
Θεόδωρος Γρίβας ως σωματοφύλαξ... Ο Καρατάσιος καί ο Γάτσος μετά τήν εκπόρθησιν τής Ναούσης μέ τριακόσιους Μακεδόνας, καθώς καί ο Βαρνακιώτης, ο Ανδρέας ΊΊσκου, ο Αλέξης Βλαχόπουλος, ο Δημοτσέλιος καί άλλοι Δυτικοελλαδίται... Ο Μαυροκορδάτος τήν 2αν Ιουνίου 1822 κινείται εις τήν Λάσπην, όπου προσκαλεί τούς οπλαρχηγούς καί τούς προκρίτους τής Δυτικής Ελλάδος, διά νά συσκεφθώσι περί τής εκστρατείας. Ο σκοπός του αφώρα νά συναχθώσιν εκεί στρατεύματα καί ήλπιζε ν' ανεβή ο αριθμός των είς δέκα χιλιάδας. Αλλ' αποτυγχάνει καί εκστρατεύει εις Κομπότι μέ τέσσαρας χιλιάδας ΈΈλληνας, μεθ' ών συναριθμούνται καί οι φιλέλληνες....» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Ο Μαυροκορδάτος από τήν αρχή παραγκώνισε τόν γηραιό καί αναγνωρισμένο από τούς πάντες έμπειρο αρματολό Βαρνακιώτη, μέ σκοπό νά παραδώσει τήν αρχηγία τής Δυτικής Ελλάδος στόν νεότατο Μάρκο. "Διαίρει καί βασίλευε" ήταν τό δόγμα τού πολιτικού, ο οποίος μέ αυτήν τήν εμμονή του θά κατόρθωνε νά εξαναγκάσει τόν γέρο Βαρνακιώτη νά αποσυρθεί από τήν επανάσταση. Στίς 10 Ιουνίου 1822, στή μάχη πού έγινε στό Κομπότι, δύο ώρες απόσταση καί νοτιότερα από τήν 'Αρτα, τά χριστιανικά στρατεύματα νίκησαν καί μάλιστα ο Γενναίος Κολοκοτρώνης σκότωσε ένα σημαντικό αξιωματικό τού Κιουταχή πασά. Ο Γερμανός στρατιωτικός Κάρολος Αλβέρτος Νόρμαν διακρίθηκε στήν μάχη, όπως καί πολλοί φιλέλληνες. Αυτή η νίκη γέμισε ελπίδες τούς ΈΈλληνες πού αντιμετώπιζαν τόν εχθρό τόσο κοντά στήν βάση του. Εν τώ μεταξύ ο Γενναίος επέστρεψε στήν Πελοπόννησο έπειτα από μήνυμα πού τού έστειλε ο πατέρας του, κάτι πού τό κατέκριναν οι πολέμιοι τού Κολοκοτρώνη. Τό ελληνικό στρατόπεδο αποδυναμώθηκε όταν έφυγαν 1200 μαχητές πρός βοήθεια τών Σουλιωτών. Μαζί τους ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Καρατάσος, ο Αγγελής Γάτσος, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος καί ο Αντρέας ΊΊσκος. Δυστυχώς όμως, οι 1200 αυτοί μαχητές δέν μπόρεσαν νά φτάσουν στό Σούλι αφού τουρκικές δυνάμεις τούς συνέτριψαν στό χωριό Πλάκα στίς 29 Ιουνίου 1822. Στό πεδίο τής μάχης έπεσαν 100 ΈΈλληνες, μεταξύ τών οποίων ο οπλαρχηγός Δουράκης καί ο αδελφός τού Γάτσου. Οι υπόλοιποι γύρισαν στό χωριό Πέτα, λίγο βορειότερα από τήν 'Αρτα, όπου είχαν οχυρωθεί καί οι υπόλοιποι ΈΈλληνες. Οι Τούρκοι τής 'Αρτας είχαν τρομάξει βλέποντας τόσες ρωμέϊκες δυνάμεις σιμά τους. Είχαν όμως τήν τύχη νά συλλάβουν αιχμάλωτο τόν Ιταλό Μονάλντι, ο οποίος αβίαστα τούς πληροφόρησε γιά όλες τίς ελληνικές θέσεις. Οι Τούρκοι τόν αντάμειψαν κόβοντας τό κεφάλι του καί στήνοντάς το στό παζάρι τής πόλης.
484
Αμέσως μετά ξεχύθηκαν έξω από τήν 'Αρτα μέ προορισμό τό χωριό Πέτα. Επτά χιλιάδες ήταν τό τούρκικο ασκέρι μέ κεφαλή τόν τρομερό Ρεσίτ πασά, γνωστό καί ως Κιουταχή. Οι Τούρκοι υπερτερούσαν αριθμητικά καί τελικά μέ τό ισχυρό τους ιππικό διέλυσαν τό ελληνικό στρατόπεδο, τρέποντας τούς αμυνομένους σέ φυγή καί σκοτώνοντας εκατοντάδες από αυτούς. Η μάχη τού Πέτα δέν ήταν απλά μία ήττα. ΉΉταν μία καταστροφή. Ο Γώγος Μπακόλας, κατηγορήθηκε ότι άφησε αφρούρητο τό μέρος γιά τό οποίο ήταν υπεύθυνος, μέ αποτέλεσμα νά διεισδύσει από εκεί ο εχθρός καί νά βρεθεί στά νώτα τών αμυνομένων. Αυτή η μάχη θά ήταν η τελευταία πού έδωσε ο Γώγος Μπακόλας. Λίγο αργότερα θά εγκατέλειπε τήν επανάσταση καί θά αυτομολούσε στούς Τούρκους. «A mass of Turks came rushing from the village in their rear, bearing the bloody spoils of the soldiers of Tarella, and the heads of the sick and wounded whom they had surprised in Peta. Surrounded, and desparing of life, the Philhellenes thought only of selling it dearly. They made toward Komboti, but found it occupied by the enemy's cavalry; the position they bad abandoned was covered with thousands of the infidels, whose fire galled them; and the instant an European fell, an hundred rushed forth to dispute for his head. An Ethiopian threw himself before Colonel Dania, seized his horse's bridle with one hand, and kneeling upon one knee, parried with his sabre, and the animal's head, the blows which the Colonel aimed at him; the frightened horse reared, and twenty Turks rushing forward, seized the Colonel, and severed his head from his body before the eyes of his companions. Merziewski, followed by eleven Polanders, attempted to cut a passage through the village; they entered, and there found their deaths. Many Philhellenes separated from their comrades, and surrounded by assailants, fought, and bravely fell. One of them, Captain Mignac, wounded in the leg, supported himself against an olive tree; the splendour of his uniform made it supposed that he was the commander of the strangers, and the Turks attempted to take him alive. They succeeded, but it was only when he had just broken his sword upon the fourteenth enemy, who lay dead at his feet; and he attempted to cut his own throat with the remnant of his sabre. The Turks could not use their fire arms without wounding one another; the sabre, the bayonet, and the dagger, were the only weapons. In this terrible affray Europeans were seen, in falling, to cling to an enemy, and tear his face with their teeth in dying. Chauvassaigne killed a Turkish standard - bearer, and took bis flag; lost it a gain, retook it, and was cut in pieces, rather than leave it. Arrived at the foot of a hill, the larger part of them were forced to halt, from the nature of the ground, and the increasing number of the enemy. Exhausted by wounds, by fatigue, and their exertions, they now sunk down around their standard upon a heap of carcasses.
485
Lt. Teichman bore the glorious banner: he did not see it taken, for he was hacked in pieces, the charge committed to his valour was wrested from his grasp. Few only were made prisoners, but these were made to envy the lot of those who fell. Stripped and maimed, they were forced to carry to Arta, the heads of their slain companions. The heat was insupportable, and they arrived, bending under their load, and covered with the blood which dripped from their horrible burdens, and mixed itself with that from their own wounds. Received by a furious populace whom a success so dear bought had maddened, these miserable victims found rest, only after having suffered all the excesses of cruelty, and endured all kinds of outrage.» An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe Οι Επτανήσιοι καί οι φιλέλληνες Ευρωπαίοι έπαθαν μεγάλη συντριβή. Οι φιλέλληνες δέν είχαν φροντίσει νά φτιάξουν προμαχώνες, παρά τίς συμβουλές τών Ελλήνων. Ο Δάνια (Ντάνια) είχε δηλώσει στόν Μπακόλα ότι τά στήθη τους αποτελούσαν τούς προμαχώνες. Πράγματι οι ξένοι πολέμησαν παλικαρίσια, έχοντας δημιουργήσει μέ τά σώματά τους ένα τετράγωνο, τό οποίο όμως ήταν εύκολος στόχος γιά τούς Τούρκους σπαχήδες. Ο Γερμανός στρατηγός Νόρμαν τραυματίστηκε καί όταν συνάντησε τόν Μαυροκορδάτο τού είπε: - "Τό πάν απωλέσαμεν πλήν τής τιμής!" Ο Νόρμαν θά πέθαινε λίγο αργότερα στό Μεσολόγγι. Η μοίρα τών φιλελλήνων αιχμαλώτων ήταν πιό σκληρή από αυτούς πού χάθηκαν καθώς αναγκάστηκαν νά κουβαλήσουν μέχρι τήν Αρτα, τά κεφάλια τών συντρόφων τους καί εκεί νά υποκύψουν έπειτα από σκληρά βασανιστήρια. Αξίζει νά αναφέρουμε ότι καθόλη τή διάρκεια τής μάχης, ο Μαυροκορδάτος βρισκόταν ασφαλής στό χωριό Λαγκάδα, όπου υποτίθεται είχε στήσει τό στρατηγείο του. Οι Ευρωπαίοι πού σκοτώθηκαν ήταν: 34 Γερμανοί, 12 Ιταλοί, 9 Πολωνοί, 7 Γάλλοι, 3 Ελβετοί, 1 Ολλανδός, 1 Ούγγρος. Τήν ίδια μέρα χάθηκε καί στήν Σπλάντζα, (παραλία τού σημερινού Δήμου Φαναρίου Πρεβέζης) στίς εκβολές τού Αχέροντα, καί ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο οποίος είχε σταλεί γιά νά κτυπήσει τόν εχθρό από τά νώτα του. Οι περισσότεροι όμως Μανιάτες τόν είχαν εγκαταλείψει, διότι δέν είχε μισθούς νά τούς πληρώσει καί είχε μείνει μέ μερικούς πιστούς μαχητές. Μαζί τους πολέμησαν καί μερικοί Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Λάμπρο Ζάρμπα, Ζώη Πάνου, Βασίλειο Ζέρβα καί αυτή ήταν η πρώτη φορά πού θά πολεμούσαν μαζί οι πιό εμπειροπόλεμοι ΈΈλληνες τής επανάστασης (Μανιάτες - Σουλιώτες). Η νίκη τών Ελλήνων συνοδεύτηκε μέ τόν θάνατο τού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη μέ αποτέλεσμα τήν απογοήτευση τών Μανιατών καί τήν επιστροφή τους στήν πατρίδα, παίρνοντας μαζί καί τήν αιματοβαμμένη ζώνη τού αρχηγού τους γιά νά τήν παραδώσουν στήν οικογένειά του στή Μάνη. Η
486
ειρωνεία είναι ότι στήν ίδια μάχη σκοτώθηκε καί ο αντίπαλος αρχηγός, εναντίον τού οποίου ο Κυριακούλης είχε πολεμήσει ένα χρόνο πρίν, στή μάχη τού Βαλτετσίου. «Τά τέσσερα πλοία τών Ελλήνων μετά τού Κυριακούλη έφθασαν εις τήν Σπλάντζαν (Αμμουδιά Πρεβέζης) καί εξήλθαν έξω ο Κυριακούλης καί οι μετ' αυτού. Οι Σουλιώτες μαθόντες τούτο έστειλαν δύναμιν αρκούσαν πρός επικουρίαν των, διότι οι Τούρκοι λαβόντες τήν είδησιν τής ελεύσεως τών πλοίων καί τού στρατού εξαπέστειλαν τρείς χιλιάδας στρατόν υπό τόν κεχαγιάμπεϊ διά νά τούς αποκρούση, οίτινες τήν 4ην Ιουλίου 1822 έφθασαν ενταύθα καί επετέθησαν κατά τών Σπαρτιατών καί τών Σουλιωτών, αλλ' ούτοι αντιστάντες γενναίως τούς ενίκησαν καί τούς έτρεψαν εις φυγήν, φονευθέντος καί τού αρχηγού των κεχαγιάμπεϊ τού Χουρσίτη. Ατυχώς όμως εις τήν μάχην ταύτην εφονεύθη καί ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Κατ' αυτήν τήν ημέραν τής 4ης Ιουλίου 1822 όπου εγένετο η μάχη εις τήν Σπλάντζαν, τήν αυτήν ημέραν εξήλθον οι Τούρκοι εξ 'Αρτης, συγκείμενοι εξ επτά χιλιάδων υπό τούς αυτούς πασσάδες τούς προσβαλόντας τούς εν Πλάκα ΈΈλληνας, έχοντας έμπροσθεν τό πεζικόν καί όπισθεν τό ιππικόν, οι δέ εν Πέτα ΈΈλληνες είχον τοποθετήσει τά μέν δύο ελληνικά τακτικά τάγματα πρός τό κέντρον έχοντα δύο πυροβόλα καί δέκα πυροβολιστάς, ο δέ λόχος τών φιλελλήνων αριστερά, τό σώμα τών Επτανησίων δεξιά, οι δέ μή τακτικοί πρός τό όπισθεν μέρος τού χωρίου, οι μέν πρός τό κέντρον υπό τόν Βαρνακιώτην καί Βλαχόπουλον, οι δέ πρός αριστερά υπό τόν Μαρκοβότσαρη, οι δέ πρός δεξιά υπό τόν Γώγον, ο ΊΊσκος καί ο Γάτσος παρεφέδρευαν» Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα Μετά τήν καταστροφή τού Πέτα, οι Σουλιώτες θά εγκατέλειπαν οριστικά τήν πατρίδα τους. Ο Αγγλος αρμοστής πρόθυμα τούς έδωσε άδεια νά εγκαταλείψουν τίς εστίες τους καί αφού τούς αφόπλισε τούς περιόρισε στό χωριό Ασσος τής Κεφαλονιάς, ώστε νά απαλλαγούν οι Τούρκοι από αυτούς τούς τρομερούς πολεμιστές. Πολλοί από τούς Σουλιώτες χάθηκαν από τίς αρρώστειες καί τίς κακές συνθήκες διαβίωσης. Ο Μάρκος Μπότσαρης μέ αφορμή τίς άσχημες συνθήκες διαβίωσης τών συμπατριωτών του θά δήλωνε ότι όπου κυματίζει η εγγλέζικη σημαία οι άνθρωποι είναι δούλοι. ΌΌμως οι Σουλιώτες δέν θά πέθαιναν ποτέ δούλοι. Σύντομα θά επέστρεφαν στό Μεσολόγγι γιά νά συνεχίσουν τόν αγώνα τους κατά τού προαιώνιου εχθρού τής πατρίδος τους. Πατρίδα τους δέν ήταν πλέον τό βουνό τους, αλλά η Ρωμιοσύνη ολάκερη.
487
Μάχες στήν Πάτρα (1822) Τόν Φεβρουάριο τού 1822, ο τουρκικός στόλος ενίσχυσε τήν φρουρά τού κάστρου τών Παλαιών Πατρών μέ 8.000 Τούρκους πού τούς είχε μπαρκάρει από τήν Μικρά Ασία (Ανατολίτες). Εν τώ μεταξύ είχε πέσει ο Αλή πασάς καί ο Χουρσίτ σκόπευε νά κατέβει στήν Πελοπόννησο γιά νά συντρίψει τήν επανάσταση. ΌΌταν οι γερουσιαστές είπαν στόν Γέρο τού Μοριά, ότι "έρχονται ογδόντα χιλιάδες κάτω στό Μοριά καί αλοίμονό μας", ο γέρο - κλέφτης τούς απάντησε ατάραχος 'ΈΈχει ο Θεός". Η κυβέρνηση είδε τόν άμεσο κίνδυνο καί ο Υπουργός Εσωτερικών Ιωάννης Κωλέττης ανέθεσε μέ έγγραφό του τήν πολιορκία τού στρατηγικού κάστρου τών Πατρών στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος τάχιστα συγκέντρωσε στρατιωτικά σώματα από όλη τήν Πελοπόννησο πού έσπευσαν νά περικυκλώσουν τήν πόλη από όλες τίς πλευρές. «Αφ' ού δέ τά διάφορα σώματα εξεστράτευσαν εκ τών διαφόρων επαρχιών πρός τάς Πάτρας, 1500 Καρυτινοί υπό τόν Πλαπούταν, 800 Γαστουναίοι υπό τόν Κωνσταντίνον Πετμεζάν καί άλλοι τόσοι Τριπολιτσιώται, Φαναρίται (από τήν Ολυμπία) καί Πύργιοι υπό τόν Γενναίον καί άλλους οπλαρχηγούς, ετοποθετήθησαν κατ' αρχάς εν τώ χωρίω του Αλή - Τσελεπή (Βουπράσιο Αχαΐας) οκτώ ώρας μακράν τών Πατρών μετ' ολίγας δέ ημέρας μετετόπισαν εις τό πλησιέστερον χωρίον Αχαϊάν (Αχαγιά) τέσσερας ώρας μακράν τών Πατρών. Οι δέ Καλαβρυτινοί ως 1000 υπό τόν Ζαΐμην καί άλλους, καί οι Πατρείς ως 500 υπό τούς Κουμανιώτας, ετοποθετήθησαν εν πρώτοις κατά τά Νεζερά (Κάλανος Αχαΐας), καί μετ' ολίγον κατέλαβαν καί τήν Χαλανδρίτσαν. Συνηνώθησαν καί οι μετά ταύτα φθάσαντες Καρυτινοί ως 800 υπό τόν Κανέλλον Δεληγιάννην, καί ως 600 Τριπολιτσιώται υπό τόν Σέκερην, τόν Λεβιδιώτην, καί άλλους. Κατείχαν δε καί τά Σελά ως 300 υπό τόν Λόντον. Ο δέ Κολοκοτρώνης εστρατοπέδευσεν εν τώ χωρίω τού Αλή Τσελεπή· όλοι δε οι εκστρατεύσαντες συνηριθμούντο αρχομένου τού Μαρτίου εις 6300. Ο ι δέ εν Πάτραις Τούρκοι, ενισχυθέντες υπό τών εσχάτως εκεί αποβάντων, ήσαν ικανοί όχι μόνον εις άμυναν αλλά καί εις επίθεσιν. Τήν 25ην Φεβρουαρίου 1822 εξεστράτευσαν πανστρατιά υπό τήν οδηγίαν τού νεοελθόντος Μεχμέτπασα, καί διενυκτέρευσαν εν τώ χωρίω τού Τσουκαλά (Τσουκαλαίϊκα). Τήν ακόλουθον ημέραν δισχίλιοι εκίνησαν κατά τήν Αχαϊάν, καί ολιγαριθμότεροι κατά τήν Χαλανδρίτσαν. Απέχουν δέ τά δύο ταύτα χωρία απ' αλλήλων τέσσαρας ήμισυ ώρας· καί οι μέν κατέχοντες τήν Χαλανδρίτσαν Πατρείς ολίγοι όντες έφυγαν, καί οι εχθροί έκαυσαν τό χωρίον· οι δέ υπό τόν
488
Πλαπούταν, τόν Γενναίον καί τόν Πετμεζάν, ιδόντες τήν Χαλανδρίτσαν καιομένην καί μαθόντες παρά τής προφυλακής τών ότι επήρχοντο οι Τούρκοι, εκίνησαν άφοβοι εις απάντησίν των. ΉΉτον αύτη η πρώτη φορά καθ' ην οι Πελοποννήσιοι ήρχοντο εις μάχην μετά τών Ανατολιτών, ούς εμπαίζοντες διά τήν ενδυμασίαν καί τόν τρόπον τού πολεμείν ωνόμαζαν Κακλαμάνους, καί τόν Μεχμέτπασαν Κακλαμάμπασαν· αλλ' οι Κακλαμάνοι, αν καί δέν ήσαν επιδέξιοι εις τουφεκοπόλεμον, δέν ήσαν άνανδροι, ήσαν δέ καί επιτήδειοι διαξιφισταί. Εν τή συμπλοκή, δέ ταύτη τούς έτρεψαν οι ΈΈλληνες, τούς κατεδίωξαν καί τούς περιώρισαν επί τού λοφίσκου τού Τσουκαλά. Η μάχη αύτη διήρκεσε σχεδόν μέχρι τής εσπέρας· τήν δε νύκτα επανήλθαν οι μέν Τούρκοι εις Πάτρας, οι δέ ΈΈλληνες εις Αχαϊάν. Εφονεύθησαν δέ εν τή μάχη τέσσερεις ΈΈλληνες καί τριάντα Τούρκοι, εν οις καί είς χιλίαρχος, όστις κυκλωθείς υπό τού Αποστόλη Κολοκοτρώνη καί τριών άλλων Ελλήνων καί δίς πληγωθείς, έκοψε πρώτον τήν κεφαλήν ενός τών κυκλούντων αυτόν καί έπειτα έπεσε νεκρός υπό τά τραύματα τών άλλων...» Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις 1821 Στίς πρώτες μάχες πού έγιναν στή Χαλανδρίτσα καί τά Τσουκαλαίϊκα οι ΈΈλληνες μέ αρχηγούς τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη, τόν Αποστόλη Κολοκοτρώνη καί τόν Πλαπούτα (Κολιόπουλο) νίκησαν τούς ανατολίτες Τούρκους τούς οποίους ονόμαζαν περιφρονητικά καί "Κακλαμάνους". Τήν 1η Μαρτίου 1822, οι Ρωμηοί πλησίασαν πιό πολύ τήν πόλη καί οχύρωσαν τόν Παλαιόπυργο (Πετρωτό), τήν Οβρυά, τό Σαραβάλι καί τό μοναστήρι στή θέση Γηροκομειό. Δυστυχώς από τούς ΈΈλληνες έλειπε ο πρωταγωνιστής τής εξέγερσης τών Πατρών Παναγιώτης Καρατζάς, ο οποίος είχε δολοφονηθεί πισώπλατα, στίς 4 Σεπτεμβρίου 1821 έξω από τήν πόρτα τής Μονής Ομπλού από τούς Κουμανιώτες. Σύμφωνα μέ σύγχρονους ιστορικούς, ήταν οι πρόκριτοι τών Πατρών αυτοί πού είχαν οπλίσει τό χέρι τού δολοφόνου τού Καρατζά, φοβούμενοι τήν άνοδο ενός λαΐκού καί φτωχού αγωνιστή. Παρά τίς προσπάθειες τόσων οπλαρχηγών, οι Τούρκοι πολέμησαν γενναία καί οι ΈΈλληνες δέν μπόρεσαν νά τούς περιορίσουν εντός τών τειχών τού κάστρου τής πόλης. ΈΈνα τέχνασμα τού Κολοκοτρώνη ήταν αυτό πού μετέτρεψε τήν επικείμενη ήττα τών Ελλήνων σέ νίκη, η οποία όμως δέν είχε αντίκρυσμα αφού τό κάστρο παρέμεινε σέ οθωμανικά χέρια. «Καί βλέποντας οι Τούρκοι ότι επιάσθηκε τό μοναστήρι (Γηροκομειού), εβγήκαν εις πόλεμο, νομίζοντες ότι είναι καθώς πρώτα. Καί τά στρατεύματα κινήθηκαν τά εδικά μας καί έγεινε ο πόλεμος σφοδρός καί επήραμε κεφάλια καμιά ογδοηνταριά. Εμβήκαν οι ΈΈλληνες
489
εις τήν μισή χώρα (1 Μαρτίου 1822). Μού επαράγγειλαν νά μείνουν εις τήν χώρα, τούς είπα νά τραβηχθούν εις τά πόστα τους. Τό μέν καλαβρυτινό στράτευμα, οι εκατό έμειναν εις τό Γεροκομιό, στού Σαΐταγα τόν λινό (πύργος κοντά στό Γηροκομειό), οι Τροπολιτσιώταις τετρακόσιοι. Ο Κανέλος Δελιγιάννης μέ εξακόσιους έπιασε τό Πουρναρόκαστρο αποκάτω. Τόν Γενναίον μέ τούς Φαναρίτας (κάτοικοι Ολυμπίας) τριακόσιους στόν Παλιόπυργο (Πετρωτό), τούς Γαστουναίους τούς είχα στήν Οβριά, τό μέν δυνατώτερο λοιπό στράτευμα τό είχα εις τό Σαραβάλι νά δίδη μεντάτι (σάν εφεδρεία). Τό Σαραβάλι, μακράν από τά ταμπούρια μισή ώρα, από τήν Πάτρα τρία κάρτα. Είδαν οι Τούρκοι τά ορδιά (στρατόπεδα), καί ακούοντας, ότι ήλθε καί ο Κολοκοτρώνης, έστειλαν τού Γιουσούφ πασά, οπού ήτον εις τό Καστέλι, (ειδοποίησαν τόν Γιουσούφ πασά πού βρισκόταν στό κάστρο τού Ρίου) ότι ήλθαν πολλά στρατεύματα καί ο Κολοκοτρώνης. Πρίν κάμωμεν τόν πόλεμον, είχε έλθη ο Μιαούλης καί έκαμε μεγάλη χαλάστρα εις τά καράβια, καί έφυγαν καί επήγαν κατά τήν Κωνσταντινούπολι καί τά εδικά μας έμειναν εκεί έως οπού επήγαμεν καί ημείς κ' εκάμαμε τόν πόλεμο. Α ναχώρησαν τά καράβια, ο Γιουσούφ πασάς έστειλε εις τόν ΈΈπακτο (Ναύπακτο) καί εις τό Καστέλι τής Πάτρας (εννοεί τό Ρίο) καί τούς εσήκωσε όλους τούς Τούρκους καί εκίνησε καί ήρθε εις τήν Πάτρα. Οι Τούρκοι εσυνάχθηκαν έως δώδεκα χιλιάδες. Εννέα χιλιάδες Ανατολίταις καί τρείς χιλιάδες. Καί εις τάς 9 Μαρτίου 1822 όλοι εκινήθησαν εις πόλεμον, καί εγώ βλέποντας από τό Σαραβάλι, ότι εκινήθηκε ασκέρι πολύ, ετεμπίχιασα όλα τά στρατεύματα νά κινηθούν. Οι Καλαβρυτινοί οπού ήταν εις τό Γεροκομιό, καί οι Τριπολιτσιώταις εις τό Σαΐταγα (Τούρκος τσιφλικάς από τήν Αχαγιά πού είχε έναν πύργο κοντά στό Γηροκομείο). Απάνω από τόν Παλιόπυργο (τοποθεσία Πετρωτό, κοντά στήν είσοδο τής Αχάϊα Κλάους) βλέπω ένα μπαϊράκι μικρό. ΉΉτον ο Ευαγγέλης ο Κουμανιώτης μέ δεκαπέντε καί εκάθοντο καί έκανε σεΐρι. Τούς ωμίλησα καί τούς είπα: - "Τι άνθρωποι είσασθε εσείς;". Καί μού αποκρίθηκαν: - "ΈΈλληνες". Εγώ τούς είπα: - "Μέ γνωρίζετε; Είμαι ο Κολοκοτρώνης, ελάτε εδώ". Καί τότενες εφορούσα φορέματα κόκκινα καί φουστανέλα κόκκινη καί εκατέβηκαν καί τούς έβαλα ομπροστά, καί επήγαινα ίσια εις τό κέντρο τών Τούρκων καί ξετρουπώνοντας ΈΈλληνας, πού μέ άκουαν πού επήγαινα, καί τούς έκαμα καμιά πενηνταριά, καί τούς έβαλα εις ένα πόστο εις τό κέντρον τών Τούρκων εμπρός. Τούς είπα: -"Μπήχτε τό μπαϊράκι (σημαία) εδώ", - "Χανόμεθα".
490
- "Σάς στέλνω μεντάτι εγώ". Καί εγώ εγύρισα καβαλλάρης κατά τήν σταφίδα τού Κόλ, καί τούς είπα νά πάρουν τό μπαϊράκι τους καί νά πάνε εις τό άλλο τό μπαϊράκι. Τότε επήρα τόν Καραχάλιο καί τόν Φωτάκο καί επήγα από τό άλλο μέρος, οπού οι Τούρκοι εκρατούσαν έως εις τήν μάνα τού νερού (πηγές Κεφαλοβρύσου;). ΈΈμπηξα τήν φωνήν: - "Που είσθε, μωρέ ΈΈλληνες; Κάτω κάτω!!" Ακούοντας τή φωνή μου οι φευγάτοι κατέβαιναν. Αφού εκατέβηκαν κάτω, βάνω τό κιάλι, δέν είδα καί εφώναζα (στρατήγημα): - "Ετσάκισαν οι Τούρκοι". Χουμούν οι ΈΈλληνες, ετσάκισε τό πρώτο τζογκάρι, οπού ήτον οι Τούρκοι, πού είχαν αποκλεισμένο τόν Γενναίον εις τούς λινούς. Καβαλλάρης ήμουν, η τύχη ήτον καλή, όχι τό άλογο, ζωντανούς νά τούς πιάσωμε. Ετσάκισε η πτέρυγα τών Τούρκων πού ήτον εις τήν μάνα τού νερού, τούς πήραμε μπλαστούς. Εις τούς Τριπολιτσώτες ο Σέκερης ήτο κουμάντο (αρχηγός). Τό κέντρο τό δικό μου εκτύπησε τό κέντρο τών Τούρκων, εσκότωσε ένα μπίμπαση. Οι Κουμανιώτες τούς κτυπούν, επήραμε κεφάλια διακόσια πενήντα...» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη «Καί ούτως εμείναμε τοποθετημένοι εις τού Μπούμπα (Ελληνικό) καί Μπαμπιώτη (Πλατανόβρυση) καί κατά τάς 26, τήν επαύριον, ήλθε καί ο Κολοκοτρώνης καί λοιποί οπλαρχηγοί, μέ τούς οποίους ανταμώσαντες καί ομιλήσαντες περί τής τοποθετήσεως τών στρατιωτικών σωμάτων τών διαφόρων επαρχιών, απεφασίσαμεν ομοφώνως ως ακολούθως. Ο Κολοκοτρώνης μέ τόν υιόν του, ο Πλαπούτας, ο Τζανέτος Χριστόπουλος, ο Πέτρος Μήτσιος μέ τά στρατιωτικά σώματα των νά τοποθετηθώσι εις τό χωρίον αυτό από τάς Πάτρας τρείς ως έγγιστα ώρας. Ο Κωνσταντής Πετιμεζάς, οπλαρχηγός τού Σισίνη μέ τόν υιόν του Χρύσανθον (Σισίνην) εις τόν Παλαιόπυργον, ο Ζαΐμης καί Λόντος εις τό Γηροκομείον, Ψηλά Αλώνια καί εις τά πέριξ οχυρώματα μέχρι τής Εγλυκάδας, οι αδελφοί Δεληγιανναίοι είς τήν Ελεκίστραν καί εις τινα οχυρώματα πρός τό Εσχατοβούνι (λόφος στό Δασύλλιο). Ο Σιέκερης εις τόν Ληνόν τού Σαΐταγα (πύργος κοντά στό Γηροκομειό), ο Νενέκος, Σαγιάς, Κουμανιωταίοι καί άλλοι καπεταναίοι Πατραίοι είς τού Κυνηγού (Λυκόχωρο). 'Αμα λοιπόν αποφασίσθησαν αύται αι θέσεις, διά νά έχωμεν ασφαλές τό προπύργιον τού στρατοπέδου, τό Γηροκομείον, απεφασίσαμεν καί εστείλαμεν, αυτός μέν, ο Ζαΐμης, τόν Φραγκάκην καί Αθανάσιον Καραντζιάν μέ 300, μέ έξ σημαίας καί αρχηγούς καί στρατιώτας εκλεκτούς καί δοκιμασμένους αμφότεροι καί δι' όλην τήν
491
νυκταν εκείνην. Τήν πρωΐαν βλέποντες οι Τούρκοι αναπεπταμένας τάς σημαίας μας καί τό απροσδόκητον είς αυτούς τόλμημα νά πλησιάσωμεν βολήν κανονίου εις τό φρούριον, μετά τήν έλευσιν μάλιστα δέκα χιλιάδων επικουρικού στρατού, εξήλθον τήν 1ην Μαρτίου υπέρ τάς δώδεκα χιλιάδας καί προσέβαλον μέ ορμήν καί απελπισίαν τό οχύρωμα εκείνο νά δυνηθούν νά τό καταλάβουν, ώς τό μόνον δι' αυτούς αναγκαίον. Αλλ' οι ατρόμητοι αυτού φρουροί επολέμησαν καί αντέκρουσαν θαρραλέως όλας αυτών τάς προσβολάς. Συγχρόνως εφθάσαμεν καί ημείς μετά τού Ζαΐμη καί μετ' όλίγην ώραν συνέρρευσαν όλα τά στρατιωτικά σώματα, καί η μάχη απεκατέστη γενική, επικρατήσασα μέ έπιμονήν έξ αμφοτέρων τών μαχόμενων μερών έξ περίπου ώρας καί ή νίκη αμφιρρεπής, ότε αίφνης εξήλθον τού Γηροκομείου ο Φραγκάκης καί ο Καραλής μέ τούς ήμισυν στρατιώτας τής φρουράς καί προσέβαλον τήν δεξιάν πλευράν τών πολιορκούντων αυτούς Τούρκων φωνάζοντες ζωηρώς: "Επάνω τους, μωρέ ΈΈλληνες! Τούς ενικήσαμεν! Τούς επήραμεν τούς μουρτάτες" καί ετράπησαν εις φυγήν. Τότε ορμήσαντα όλα τά στρατεύματα μέ μεγάλην άμιλλαν, τούς κατεδιώξαμεν καί είσήλθομεν είς τήν πόλιν κατελάβομεν οικίας τινάς καί ερείπια καί τούς επολεμήσαμεν μέχρις ότου κατέλαβεν η νύξ καί τότε υπεστρέψαμεν έκαστος είς τήν θέσιν του. Εφονεύθηκαν από τούς εχθρούς υπέρ τούς διακόσιους καί περισσότεροι επληγώθησαν, από δέ τούς ΈΈλληνας έξ όλων τών σωμάτων είκοσι δύο έφονεύθηκαν καί δέκα τέσσαρες επληγώθησαν.» Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη Δυστυχώς η κυβέρνηση καί ιδιαιτέρως ο Ιωάννης Κωλέττης, δέν ενίσχυσαν οικονομικά τόν Κολοκοτρώνη προκειμένου νά στερεωθεί η πολιορκία στήν Πάτρα καί σέ κάθε αφορμή τού αφαιρούσαν στρατιώτες. ΌΌταν τόν διέταξαν νά μεταβεί στήν Στερεά Ελλάδα γιά νά ενισχύσει τόν Μαυροκορδάτο στήν εκστρατεία του, ο γέρο κλέφτης αρνήθηκε λέγοντας ότι: "Πρέπει πρώτα νά σβήσουμε τήν φωτιά πού είναι μέσα στό σπίτι μας καί μετά νά πάμε σέ βοήθεια τών γειτόνων." Τελικά μόνο 600 άνδρες απέμειναν στόν Κολοκοτρώνη, αφού δέχονταν απανωτές εντολές νά μεταβούν σέ άλλες περιοχές καί έτσι τόν Ιούνιο τού 1822 διαλύθηκε τό στρατόπεδο στό Σαραβάλι καί ο Κολοκοτρώνης αναχώρησε γιά τήν Γαστούνη. Οι πολιτικοί καί οι πρόκριτοι μέ προεξάρχοντες τούς Δεληγιανναίους, γιά δεύτερη φορά θά τόν εμπόδιζαν νά απελευθερώσει τήν Πάτρα καί θά τό κατάφερναν. «Αφού επήγεν αντίκρυ εκεί ο αρχηγός, εστάθη ολίγον, εφώναξε
492
τούς ΈΈλληνας νά έλθουν κοντά του όσοι ήσαν σκορπισμένοι εδώ καί εκεί, επάνω έως εις τήν μάνα τού νερού (πηγές), εκύτταξε δεξιά, αριστερά, έσυρε τό κιάλι του, έκαμε πώς κυττάζει χωρίς νά βγάλη τό καπάκι του απ' εμπρός καί αμέσως βγάζει κάτι φωναίς άγριαις: - "Επάνω τους ΈΈλληνες. ΈΈφυγαν οι Τούρκοι!" Τότε οι ΈΈλληνες εσηκώθησαν νά ίδουν άν οι Τούρκοι ετσάκισαν καί οι Τούρκοι πάλιν νά ίδουν πού είναι οι εδικοί τους άν ετσάκισαν καί χωρίς νά ίδουν τίποτε, από ταίς φωναίς τού Κολοκοτρώνη εδόθησαν οι Τούρκοι εις φυγήν, χωρίς νά γνωρίζουν πού θά πάν. Τότε εβγήκαν από τόν ληνόν οι κλεισμένοι Γενναίος καί λοιποί καί τούς εκυνήγησαν. Η θέσις Γηροκομειό είναι κομμάτι χαμήλωμα καί από τό μέρος τό δυτικονότιον δέν φαίνεται καλά καί διά τούτο δέν είδαν οι κλεισμένοι ολίγον πρωτήτερα νά εννοήσουν τό τσάκισμα τών Τούρκων καί νά έβγουν πρωτήτερα καί τότε βέβαια θά έπιαναν τούς δύο πασιάδες ζωντανούς καί όλους τούς καβελαραίους καί θά έπαιρναν καί τά κανόνια τους, διότι η θέσις ήτον περιφραγμένη μέ μεγάλαις γράναις (χαντάκια), ταίς οποίαις είχαν διά ταίς σταφίδαις των οι ΈΈλληνες καί ως εκ τούτου εβιάσθησαν νά περάσουν εις ένα ξυλογέφυρο παλαιόν, όπου επέρναγαν νερό οι Πατραίοι καί επότιζαν ταίς σταφίδαις των. Αυτό ήτον σάπιο καί έπεσαν εις τό χανδάκι καί εβγήκαν εις τόν αιγιαλόν κοντά εις τόν Αγιον Ανδρέαν. Επειδή τούς ετράβαγαν τά βάτα, διότι δέν ήτον ανοικτόν τό μέρος, από τό φόβον τους ετάχτησαν νά γίνουν δερβισάδες άμα γλυτώσουν. Οι Τούρκοι δέν επήγαν όλοι εις τάς Πάτρας, αλλ' έκαμαν όπως τού ήλθε τού καθενός. Επήραν τά βουνά κατά τά Συχαινά μέσα ταίς σταφίδαις διά νά υπάγουν εις τό Καστέλι (κάστρο τού Ρίου). Καθώς δέν ταίς είχαν δουλεύσει δύο χρόνια, έγιναν οι φράκταις καί τά βάτα όπου εκρατούσαν καί αρκούδα. Πολλούς Τούρκους ηύρα εκεί πεθαμένους, πιασμένους από τό βρακί, επειδή εμποδίζοντο από ταίς φράκταις καί τά βάτα. Τούς έψαξα από περιέργειαν καί δέν ημπόρεσαν νά εύρω καμμίαν πληγήν επάνω τους καί εσυμπέρανα ότι από τόν φόβον τους απέθαναν, οι δέ ζωντανοί έφευγαν καί δέν εκύτταζαν πίσω τους καί εφώναζαν "έϊ βαλά Κολοκοτρώνη!" Εις τόν πόλεμον αυτόν άφησαν υπέρ τούς τετρακόσιους σκοτωμένους καί πόσα άλλα κακά έπαθαν αυτοί τό γνωρίζουν. Από τότε οι ΈΈλληνες έμαθαν καί τήν πόλιν τών Πατρών, διότι εμβήκαν μαζί μέ τούς Τούρκους μέσα εις τά χαλάσματα, επειδή επέρασαν από τά Ταμπάχανα καί τόν Αϊ Γιώργη καί λοιπά μέρη. Οι Τούρκοι από τότε δέν ξαναβγήκαν πανστρατιά. Εν ώ τοιτουτρόπως εξηκολούθει ο αρχηγός τήν πολιορκίαν τών Πατρών καί ελπίζαμεν γλήγορα νά ίδωμεν τήν πτώσιν της, εφάνη εις τήν Κόρινθον καί εις τήν Τριπολιτσάν συνωμοσία κατά τού Κολοκοτρώνη. Τό Εκτελεστικόν, η Βουλή καί πολλοί από τήν Γερουσίαν τής Πελοποννήσου καί οι λεγόμενοι άρχοντες εφθόνησαν τόν
493
Κολοκοτρώνην καί συνώμοσαν διότι τόν είδαν παραδόξως εις υψηλήν θέσιν χωρίς νά τό περιμένουν. Ο δέ Κολοκοτρώνης μετά τήν επιστροφήν του αφού είδεν τήν κυβέρνησιν εις Κόρινθον ήτον πολύ συλλογισμένος καί μάλιστα εις τήν διάβασίν του από Τριπολιτσάν εβλασφήμησε από τόν πολύν του αγανακτισμόν λέγων εις τούς εδικούς του: -"Τί κακόν επάθαμεν. ΌΌσους Τούρκους εσκοτώσαμεν άλλοι τόσοι έγιναν!". Αφού έφθασεν εις τό Σαραβάλι εις τό γενικόν στρατόπεδον ήλθαν όλοι οι καπεταναίοι νά τόν δεχθούν καί νά τόν ερωτήσουν, τί είδε καί τί καλά τούς έφερε από τήν Κόρινθο όπου είδε τούς πολιτικούς. Τούς είπε τήν κοινήν παροιμίαν: -"Πού ήσουν; πούπετα. Τί έκαμες; τίποτα!"» Απομνημονεύματα Φωτάκου Κρήτη καί θάνατος τού Βαλέστ (Απρίλιος 1822) Μετά τήν νίκη τών Τούρκων στά Σφακιά τόν Αύγουστο τού 1821, η επανάσταση στήν Κρήτη φαινόταν χαμένη. Μόλις όμως οι τρείς πασάδες επέστρεψαν στίς εστίες τους (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), οι επαναστάτες επανήλθαν στίς θέσεις τους καί άρχισαν πάλι νά ελέγχουν τίς περιοχές πού ήταν μακριά από τά κάστρα τών μεγάλων πόλεων. Τά Σφακιά ξανάγιναν ορμητήριο τών κυριοτέρων οπλαρχηγών, ενώ έφθασαν στό λιμάνι τού Λουτρού καί δύο πλοία από τήν ΎΎδρα μέ ενισχύσεις. Δυστυχώς οι αποτυχίες τών Κρητικών οπλαρχηγών έφεραν καί έριδες μεταξύ τους, σέ σημείο πού νά στείλουν έγγραφο καί μία αντιπροσωπία στόν Δημήτριο Υψηλάντη, ζητώντας του νά ορίσει έναν αρχηγό γιά νά αναλάβει τό βάρος τής κρητικής επανάστασης. Ο Υψηλάντης όρισε ως αρχηγό τόν Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλη, ο οποίος ανήκε σέ οικογένεια ευπόρων Γραικών τής Ρωσίας, αλλά αποδείχθηκε τελείως ακατάλληλος γιά μία τόσο δύσκολη αποστολή. Ο Αφεντούλης έφθασε τέλος Οκτωβρίου τού 1821 στό λιμάνι τού Λουτρού, τό οποίο θά τό χρησιμοποιούσε ως έδρα τών επιχειρήσεών του. Η πρώτη του φροντίδα ήταν νά ορίσει τό επιτελείο του δίνοντας βαθμούς αξιωματικών στούς: Γεώργιο Δασκαλάκη (Τσελεπή), Ρούσο Βουρδουμπά, Αναγνώστη Παναγιώτου, Αναγνώστη Πρωτοπαπαδάκη, Αναγνώστη Μανουσογιαννάκη, Γεώργιο Δεληγιαννάκη, Πέτρο Μανουσέλη, Τσουδερό, Σήφακα, Κουρμούλη, Ζερβονικόλα, Μαυροθαλασσίτη, Μεληδόνη κ.ά. Παρά τήν άφιξη τού αρμοστή, οι διαφωνίες μεταξύ τών Κρητών αρχηγών συνεχίστηκαν καί ο Υψηλάντης ενήμερος γιά όλα αυτά έστειλε επιστολή μέ τήν οποία τούς εκλιπαρούσε γιά ομόνοια. Εν τώ μεταξύ άρχισαν εκ νέου οι αψιμαχίες μέ τούς Τούρκους τών Χανίων καί τού Ρεθύμνου στά περίχωρα τών δύο πόλεων. Ο αρμοστής Αφεντούλης έδωσε εντολή στόν Γεώργιο Δασκαλάκη (εγγονό τού
494
Δασκαλόγιαννη) καί τόν Παναγιώτου νά εκστρατεύσουν κατά τού Σελίνου πού κατεχόταν από τούς Τούρκους. Οι δύο οπλαρχηγοί μέ 1.500 ενόπλους κινήθηκαν στό Σέλινο από τό φαράγγι τής Αγίας Ρούμελης, ενώ ταυτόχρονα οι Χάλης καί Παπανδρέας κατέλαβαν τό χωριό Ρουμάτα. Οι μουσουλμάνοι τής Κρήτης αιφνιδιάστηκαν καί υποχώρησαν στήν Κάνδανο, γιά νά βρούν καταφύγιο στούς πύργους της. «Ορμήσας τότε ο Γεώργιος Δασκαλάκης μέ πολλούς, περιέκλεισε στενώτατα τούς εις τόν Σταυρόν (συνοικία τής πόλης) καταφυγόντας Τούρκους, τούς οποίους καί ηδύνατο ευκόλως νά αναγκάση νά παραδοθούν, άν είχε τήν υπομονήν νά τούς πολιορκή τέσσαρας ή καί πέντε ημέρας τό πολύ διότι ούτε τροφάς είχον, ούτε άλλοι ηδύναντο νά έλθωσι πρός βοήθειάν των... Πρώτος λοιπόν ο αρχηγός εισεπήδησεν εν τώ άμα επί ενός τών οικίσκων, προθυμοποιηθέντων όλων νά καταπνίξωσι τούς Τούρκους, επιχύσαντες δι' οπής ένδον έλαια καί ύλας δυσώδεις καυστικάς. Οι Τούρκοι όμως προλάβοντες ήνοιξαν έσωθεν οπήν τινα, δι' ής σφαίρα εξελθούσα έρριψε νεκρόν τόν Δασκαλάκην, κτυπήσασα κατά μέτωπον, τόν δέ νεκρόν αυτού ενησχολήθησαν παρευθύς νά πάρωσιν οι συναγωνισταί, ίνα μή περιπέση εις τούς εχθρούς... Ο θάνατος τού Δασκαλάκη επροξένησε ζημίαν επαισθητήν εις τήν πατρίδαν, άγοντος τότε τό 36ο έτος τής ηλικίας καί οι Κρήτες άπαντες εθρήνησαν διά τήν στέρησίν του...» Ζαμπελίου καί Κριτοβουλίδου - Ιστορία τών επαναστάσεων τής Κρήτης, 1893 Μετά τήν απώλεια τού τρομερού Σφακιανού καπετάνιου, οι Χριστιανοί αιφνιδιάστηκαν καί οι μουσουλμάνοι πέτυχαν νά καταλάβουν στίς αρχές Ιανουαρίου τού 1822 τή Μονή Αρκαδίου. Η ανακατάληψη τής μονής κρίθηκε αναγκαία καί έτσι στίς 17 Ιανουαρίου 1822 οι Δεληγιαννάκης, Μεληδόνης, Μαυροθαλασσίτης, Πωλογεωργάκης καί Μανουσέλης επιτέθηκαν κατά τών Τούρκων πού είχαν οχυρωθεί στό μοναστήρι, σκότωσαν τόν αρχηγό τους Γεντίμ Αλή καί τό κατέλαβαν. Ακολούθησαν απανωτές ελληνικές νίκες στή θέση Ακόνια, στόν Μυλοπόταμο, στά Ανώγια καί στήν επαρχία Αμαρίου. «Προχωρήσαντες λοιπόν εκείθεν τετρακισχίλιοι Τούρκοι οδηγούμενοι υπό τού Τσιλιβοτάμπαση, κατέλαβον περί τά τέλη Ιανουαρίου 1822, χωριά τής επαρχίας Αμαρίου, Ταυτοχρόνως δέ καί οι περί τόν Βουρδουμπάν, Τσουδερόν, Πωλογεωργάκην, Πρωτοπαπαδάκην, Κουρμούλην, Δεληγιαννάκην, Μελιδόνην καί Ζερβουδάκην, δισχίλιοι ΈΈλληνες Σφακιανοί, Ρεθύμνιοι, Λαμαίοι, Αμαριώται κατέλαβον τά εν τή αυτή επαρχία χωρία Μέρωνα,
495
Μοναστηράκι καί Αμάρι, απέναντι τών πολεμίων ιστάμενοι καί ανταπειλούντες. Πρώτοι οι Τούρκοι εφόνευσαν τήν 9ην Φεβρουαρίου 1822 δύο ΈΈλληνας, τήν δ' επιούσαν επροκάλεσαν καί τήν εξής ολέθριαν εις εαυτούς μάχην. Διαβάντες οι Τούρκοι λίαν πρωΐ τόν μεταξύ ρέοντα ποταμόν, ήρχισαν νά προσβάλλωσι τούς ΈΈλληνας, οίτινες μή δειλιάσαντες τήν υπερβάλλουσαν δύναμιν εκείνων, αντιπροσέβαλον κατ' αλλήλων συνεχώς. Η δέ μάχη προυχώρει ούτω πεισματωδέστατα εφ' όλην τήν ημέραν... Εις τήν μάχην δέ ταύτην έπεσαν επέκεινα τών τριακοσίων Τούρκων καί ετραυματίσθησαν πολλοί. Ομοίως εφονεύθησαν καί εκ τών Ελλήνων έως πεντήκοντα καί ετραυματίσθησαν εικοσιτρείς, μεταξύ τών οποίων καί ο αριστεύσας πρότερον εν Σάμω Χ. Γεώργιος Μουριώτης...» Ζαμπελίου καί Κριτοβουλίδου - Ιστορία τών επαναστάσεων τής Κρήτης, 1893 Οι επιτυχίες όμως τών Ελλήνων στήν Κρήτη έμειναν ανεκμετάλλευτες λόγω τής ανικανότητας τού Αφεντούλιεφ, ο οποίος μέ τίς ενέργειές του είχε οξύνει τά πνεύματα μεταξύ τών Κρητών οπλαρχηγών, μέ αποτέλεσμα ο Βουρδουμπάς νά δολοφονήσει τόν Μεληδόνη. Αλλά καί ο ίδιος ο αρμοστής είχε δολοφονήσει τόν έμπορο Σεμερτζάκη ύστερα από ανεξακρίβωτες σέ βάρος του καταγγελίες. Αυτά τά γεγονότα είχαν σάν αποτέλεσμα νά ατονήσει γιά λίγο η επανάσταση στήν Κρήτη. Στήν κρίσιμη αυτή περίοδο αφίχθη στό Λουτρό ο Κορσικανός αξιωματικός φιλέλλην Βάλεστ (Joseph Balestra), ο οποίος είχε γεννηθεί στήν Κρήτη καί γνώριζε άπταιστα ελληνικά. O Βαλέστ είχε πάρει τό βαθμό τού συνταγματάρχη από τόν Υψηλάντη καί τού είχε ανατεθεί καί η δημιουργία τακτικού στρατού. Οι εθελοντές αυτού τού σώματος θύμιζαν ευρωπαϊκό στρατό, είχαν άψογη πειθαρχία καί μόνο μέ τήν εμφάνισή τους είχαν αποτρέψει απόβαση τών Τούρκων ναυτικών τού Καρά Αλή στά παράλια τής Καλαμάτας. Ο Βαλέστ πρότεινε στόν Αφεντούλη νά πολιορκήσουν καί νά καταλάβουν τό κάστρο τού Ρεθύμνου, γιατί θεωρούσε ότι οι ΈΈλληνες, χωρίς ένα κάστρο στήν κατοχή τους δέν θά είχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας στήν Κρήτη. Πράγματι πολλοί Κρήτες οπλαρχηγοί ενστερνίστηκαν τό σχέδιο τού Βαλέστ καί έσπευσαν πρόθυμα στήν πρόσκλησή του, συγκεντρώνοντας στά περίχωρα τού Ρεθύμνου τρείς χιλιάδες ενόπλους. Οι Τούρκοι όμως πού ξεχύθηκαν έξω από τά τείχη ήταν πολλαπλάσιοι καί παρέσυραν τούς 'Ελληνες σέ άτακτη υποχώρηση. Ο Βαλέστ πού πολεμούσε στήν πρώτη γραμμή στό Καστέλο, αποκόπηκε από τούς υπόλοιπους καί προσπάθησε νά κρυφτεί σέ ένα θάμνο. ΈΈγινε όμως αντιληπτός από τούς Τούρκους, οι οποίοι τόν συνέλαβαν καί τόν αποκεφάλισαν. Τό κεφάλι του στάλθηκε δώρο στόν καπουδάν πασά Καρά Αλή, καί θά βρισκόταν πάνω στά
496
κατάρτια τής ναυαρχίδος του μαζί μέ εκατοντάδες άλλα κεφάλια, όταν ο Κανάρης θά τήν ανατίναζε λίγους μήνες αργότερα. Ολοκαύτωμα τής Νάουσας - 13 Απριλίου 1822 Ο Μακεδόνας Νικόλαος Κασομούλης ήταν από τούς πρώτους πού σήκωσαν τή σημαία τής Ελευθερίας στήν κεντρική Μακεδονία. Οι ορεινές περιοχές τού Ολύμπου, τών Πιερίων καί τού Βερμίου είχαν ισχυρούς αρματολούς οπλαρχηγούς, οι οποίοι όμως δίσταζαν νά κτυπήσουν πρώτοι τόν Τούρκο κατακτητή καί περίμεναν ενισχύσεις από τό νότο. Ο Κασομούλης, από τό Σεπτέμβριο τού 1821 είχε ξεκινήσει μία προσπάθεια ανεύρεσης πόρων, γιά νά πειστούν οι αρματωλοί τού Ολύμπου νά επιτεθούν στίς τουρκικές φρουρές. Πάντως στήν Μακεδονία, οι μουσουλμάνοι υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι τών Χριστιανών, ενώ η απόσταση από τήν Κωνσταντινούπολη καί τή Θράκη επέτρεπε τήν αποστολή πολλών οθωμανικών στρατευμάτων σέ μικρό σχετικά χρόνο. Ο Κασομούλης ταξίδεψε στά Ψαρά, τήν ΎΎδρα, τίς Σπέτσες καί τήν Πελοπόννησο, αλλά τό ταξείδι του δέν απέφερε σημαντική υλική υποστήριξη. Επέστρεψε στόν ΌΌλυμπο τόν Φεβρουάριο τού 1822 καί έκανε τήν πρώτη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον τής τουρκικής φρουράς τού Κολυνδρού στίς 8 Μαρτίου 1822, η οποία ήταν τό έναυσμα τής επανάστασης πού ξέσπασε στόν ΌΌλυμπο καί στίς γύρω μεγάλες πόλεις, όπως ήταν η Νάουσα, η Βέροια, η Κοζάνη, η ΈΈδεσσα, η Σιάτιστα κ.ά. «Τό στάδιον τών αγώνων επαρουσιάσθην εις τήν Δημογεροντίαν τών Ψαρρών καί εγχείρησα τά διάφορα συστατικά καί αμέσως εδιορίσθη άλλη γολέτα καί εμβαρκαρισθέντες τήν ιδίαν ημέραν μή έχοντας ούριον αέραν εις τάς 22 Σεπτεμβρίου 1821 έφθασα εις τήν νήσον ΎΎδραν. Επροσκλήθημεν κατά πρώτο εις τό υγειονομείον, εις τήν αστυνομίαν καί εις τούς προκρίτους οδηγημένοι από τόν κλήτωρα επαρουσιάσθην εις τούτο τό συμβούλιον καί ευχαριστήθην από τήν σοβαράν καί εμβριθήν σκέψιν των. Ο κος Λάζαρος Κουντουριώτης αφού ανεγνώσθησαν τά γράμματα προεδρεύων πρόλαβεν καί μέ ολίγας λέξεις μάς είπεν ότι ''οι περίφημοι Ολύμπιοι αργοπόρησαν νά κινηθούν εις τόν ιερόν τούτον αγώνα, όλοι οι ΈΈλληνες τήν περισσοτέραν ελπίδαν τήν είχαμε εις αυτούς. Μ' όλον τούτο ας κινηθούν καί από ότι έχομε δέν τούς αφίνωμε. Πηγαίνετε εις τάς Σπέτζαις εις τόν Υψηλάντην καί εις τούς προκρίτους τής Πελοποννήσου, λάβετε ότι σάς δώσουν καί εις τήν επιστροφήν σας διαβάτε απ' εδώ νά σάς δώσωμε καί ημείς εκ τού υστερήματός μας. Δέν σάς λανθάνει δέ κύριοι ότι έχομε καί ημείς στόλον νά προμηθεύσωμεν προσφέροντες τάς
497
ευχαριστήσεις''. Αφ' ου τούς πληροφορήσαμε τά διατρέχοντα τής Κασσάνδρας καί προφορικώς αμέσως αναχωρήσαμε διά Σπέτζαις. Παρομοίως επαρουσιάσθημεν κ' εκεί. Πλήν έλλειπεν από τό συνέδριόν τους η χάρις τών Υδραίων - υποσχεθέντες καί αυτοί τά ίδια μέ τούς Υδραίους καί μέ τούς ιδίους λόγους, αναχωρήσαμε καί εφθάσαμε τήν νύκτα εις τάς 26 Σεπτεμβρίου 1821 εις Μύλους Ναυπλίου. Εξελθώντες εμάθαμε τήν άλωσιν τής Τριπολιτζάς εξ' εφόδου από τούς ΈΈλληνας.» Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά Στίς 13 Μαρτίου 1822 έφθασε στό Ελευθεροχώρι ο Γρηγόριος Σάλας, επικεφαλής 300 ανδρών μεταξύ τών οποίων ήταν πολλοί Γερμανοί καί Πολωνοί φιλέλληνες καί ΈΈλληνες από τά νησιά. Μαζί τους ήταν καί ο Θεόφιλος Καΐρης. Ο Σάλας ήταν μία ατυχής επιλογή τού Υψηλάντη. Αντί νά σπεύσει νά βοηθήσει τή Μακεδονία σύμφωνα μέ τίς εντολές τού αρχηγού του, αυτός καθυστέρησε αρκετούς μήνες γιά ερωτοδουλειές στήν Μύκονο. Οι μάχες στόν Κολινδρό Πιερίας συνεχίστηκαν καί οι ΈΈλληνες είχαν στήν διάθεσή τους καί τέσσερα κανόνια τά οποία τά χειρίζονταν οι Γερμανοί πολυβολητές τού Σάλα. Η κακοκαιρία όμως ανάγκασε τούς Μακεδόνες επαναστάτες νά υποχωρήσουν στά χωριά Καστανιά καί Μηλιά. Στίς 28 Μαρτίου 1822, δύναμη 2.000 Οθωμανών επιτέθηκε στήν Καστανιά τήν οποία είχε οχυρώσει ο αρματολός Νικόλαος Διαμαντής μέ 200 παλληκάρια. Τελικά τήν επομένη ο Διαμαντής υποχώρησε στή Ράντιανη (Ρυάκια) καί από εκεί προχώρησε νοτιώτερα στή Μηλιά. Ανήμερα τό Πάσχα (2 Απριλίου 1822), οι Τούρκοι επιτέθηκαν στή Μηλιά, δυτικά τής Κατερίνης. Οι Μακεδόνες πού είχαν αρχηγούς τόν Τόλιο Λάζο, τό Νικόλαο Διαμαντή καί τό Νικόλαο Κασομούλη, υποχώρησαν, ενώ μία ομάδα από αυτούς κλείστηκε στόν πύργο τών Λαζαίων. Ο ι Λαζαίοι ήταν μία ξακουστή οικογένεια κλεφταρματολών τής οποίας ο γενάρχης Τόλιος Λάζος είχε γεννηθεί στήν Ελασσόνα στίς αρχές τού 18ου αιώνα. Η έδρα τής οικογένειας ήταν στή Μηλιά Πιερίας καί ο Τόλιος στά ορλωφικά συγκρούστηκε μέ τούς Τουρκαλβανούς, οι οποίοι τόν καταδίωξαν άγρια. Απέκτησε τέσσερις γιούς, οι οποίοι είχαν φρικτή τύχη. Ο Γιάννης Λάζος σφάχτηκε στόν Τύρναβο από τό Βελή Πασά, (γιό τού Αλή) μαζί με 36 άλλα μέλη τής οικογένειας τών Λαζαίων, ο Λιόλιος απαγχονίστηκε τό 1815 στήν Πόλη μαζί μέ τούς δύο γιους του, ο Δήμος σουβλίστηκε από τόν Βελή καί ο Κώστας Λάζος ανασκολοπίστηκε από τόν Αλή Πασά στά Γιάννενα. «Κατά τό 1813, τόν Απρίλιον μήνα, συγχρόνως καί εν μία μέρα διαταχθέντες νά κινηθούν οι δερβέναγες πανταχόθεν, καί ο Βελήπασας προσωπικώς, αφού ούτος ο Βεζύρης, μέ μίαν μοίραν διευθυνόμενος εις
498
τήν Μηλιάν χωρίον, κατοικίαν των, επιπεσών έξαφνα διά νυκτός είς τόν ύπνον συνέλαβεν όλους άνδρας καί γυναίκας, εθανάτωσεν τόν Δήμον Λάζου μέ μερικούς άλλους οίτινες αντιστάθησαν μέ τά όπλα. Κορεσθείς από τό αίμα, αιχμαλώτισεν όλας τάς οικογενείας τού χωρίου, συγγενείς καί φίλους, καί έφερεν αυτάς εις τό μακελλείον τό οποίον έστησεν εις Λάρισσαν δι' αυτούς. Ωργισμένοι όλοι, Αλής καί τέκνα (Μουχτάρ καί Βελής) κατά τής οικογένειας ταύτης τών Λαζαίων, αφού έκοψεν ο Βελήπασιας όλους τούς άνδρας, γέροντας καί μικρά παιδιά εις Λάρισσαν, ήφεραν εις τό μακελλείον νά σφάξουν καί ένα ανήλικον έως 12 ή 13 χρονών, αθώον τέκνον, Τόλιον υιόν τού Γιάννη Λάζου. Συμπαθεία κινούμενοι όλοι, Τούρκοι καί Ρωμαίοι από τούς περί τόν Βελήπασια, ζητήσαντες νά τοίς χαρίση τούτον καί καμφθείς εις τήν αίτησίν των τόν απέλυσεν. Ιδών ο Βλαχοθόδωρος, ο μακελλάρης των, ότι άφησεν ένα, προτείνων έμπροσθεν όλων ότι - "Δεν ήτον καλόν, ούτε σποράν, εφέντη Βεζύρη μου, νά αφήσεις από μία τοιαύτην οικογένειαν", ο Βελήπασας, καίτοι αιμοβόρος, συγχυσθείς διά τήν πρότασίν του ταύτην καί ότι δέν εκορέσθει εισέτι από τόσον αθώον αίμα τό οποίον εχύθη, αποκρίθη μέ οργήν πρός αυτόν. - "Κερατά Βλαχοθόδωρε, αυτό τό παιδί θά τό αφήσω νά σκοτώσει εσένα, όπου έγινες αιτία τού θανάτου τών πατέρων του καί συγγενών, καί άϊντε απ' εδώ νά μή σέ βλέπω"..» Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά Τελικώς οι κλεισμένοι στόν πύργο τών Λαζαίων κατάφεραν νά διαφύγουν κατά τή διάρκεια τής νύχτας καί όλοι οι επαναστάτες σκόρπισαν σέ άλλα μέρη γιά νά συνεχίσουν νά πολεμούν τόν προαιώνιο εχθρό τής πατρίδος μας. Οι συνέπειες τής εξέγερσης γιά τούς κατοίκους τών χωριών τής Πιερίας ήταν βαρύτατες. Τά περισσότερα χωριά λεηλατήθηκαν καί πυρπολήθηκαν από τίς ορδές τού Αβδούλ Αμπούτ πασά, ενώ όσα γυναικόπαιδα συλλαμβάνονταν, στέλνονταν στά σκλαβοπάζαρα τής Ανατολής. Τόν Φεβρουάριο τού 1822, η πόλη τής Νάουσας αριθμούσε περίπου 1.000 χριστιανικές οικογένειες καί ήταν η πρώτη πόλη η οποία μέ ενθουσιασμό ξεσηκώθηκε κατά τών Τούρκων κατακτητών. Στίς 22 Φεβρουαρίου 1822, Κυριακή τής Ορθοδοξίας, μετά από πανηγυρική Θεία Λειτουργία στό ναό τού Αγίου Δημητρίου, ο πρόκριτος Ζαφειράκης Λογοθέτης ύψωσε τήν επαναστατική σημαία τού Υψηλάντη καί κήρυξε τήν επανάσταση. «Τούτων γενομένων τήν πρωΐαν τής 22ας Φεβρουαρίου τού 1822, οι αρχηγοί μεθ' απάντων τών στρατιωτών καί τού πλήθους διηυθύνθησαν εις τόν πρός τό δυτικόν μέρος τής πόλεως κείμενον μητροπολιτικόν ναόν
499
τού Αγίου Δημητρίου, ένθα πάντες μετά ψυχικής κατανύξεως καί ευλαβείας ηκροάσθησαν τής Θείας Λειτουργίας καί εκοινώνησαν τών αχράντων μυστηρίων. Μετά δέ ταύτα εγένετο καί μεγάλη υπέρ τού αρξάμενου έργου καί τής επιτυχίας τών όπλων δοξολογία. Οι τρείς αρχηγοί Ζαφειράκης Θεοδοσίου, Αναστάσιος Καρατάσος καί Αγγελής Γάτσος συνελθόντες πρός σύσκεψιν εν Ναούση περί τού πρακτέου ενέκριναν ν' αποδυθώσιν εις τόν περί τόν όλων αγώνα πρίν ή τά πράγματα προλάβωσιν αυτούς. Αναλογισάμενοι δέ ότι η επανάστασις περιοριζομένη εις μόνην τήν Νάουσαν μικρόν δύναται νά πράξη έχουσα πρό τών πυλών της εν Βερροία πολυάριθμον εχθρόν, ενόμισαν εκ τών ών ουκ άνευ τήν εξ απροόπτου κατά τής Βερροίας επίθεσιν αυτών... Απέστειλαν δέ τόν αδελφόν τού Γάτσου καπετάν Πέτρο εις τάς πέριξ επαρχίας εφοδιάσαντες αυτόν μετά τών αναγκαίων συστατικών πρός τούς προκρίτους καί τών λαόν παροτρυνομένους ίνα άρωσι τά όπλα υπέρ τής ελευθερίας. "'Αραντες τόν σταυρόν μέ τήν σημαίαν τής ελευθερίας αποφασίσατε τόν κοινόν αφανισμόν τού τυράννου καί δυνάμει τού σταυρού όλοι ομού θά κατεξουσιάσωμεν τήν Βέρροιαν..." Εν Βερροία ήν εξάπαντος βεβαίως ήθελον κυριεύσει, εάν κατά τό προταχθέν σχέδιον καί εξ Ολύμπου επήρχετο κατ' αυτής η συμφωνηθείσα δύναμις, θά καταφέρετο βεβαίως τό πρώτον κατά τών τυράννων κτύπημα. Ιδού τί οι ατρόμητοι τής Ναούσης αρχηγοί έγραφον τή 8η Μαρτίου 1822 πρός τούς οπλαρχηγούς τού Ολύμπου Διαμαντήν Νικολάου καί Γούλαν Δράσκου. "Μετ' ολίγας ημέρας δέ ελπίζομεν νά ανταμωθώμεν εις Βέρροιαν καί όλοι ομού προτάξαντες τόν τίμιον Σταυρόν νά εκστρατεύσομεν κατά τού Αβδούλ Αμπούδ καί τής Θεσσαλονίκης, τήν οποίαν μήν αμφιβάλλητε ήρωες Μακεδόνες απόγονοι τού Αλεξάνδρου, ότι θέλομεν εξουσιάσει ταχέως..." Εν τώ μεταξύ ο εν Βερροία οθωμανικός στρατός μετά τών εντοπίων Οθωμανών αρξάμενοι μετά σπουδής τε καί πολλής δραστηριότητος υπό τήν αρχηγίαν τού εκ Θεσσαλονίκης κατά τάς ημέρας εκείνας αφικομένου Κεχαγιά μπέη νά παρασκευασθώσι κατά πάσης ενδεχομένης επιθέσεως τών γκιαούρων, είχον κατορθώσει ου μόνον εντός τής πόλεως δεόντως νά οχυρωθώσιν, αλλά καί εκτός αυτής προμαχώνας καί οχυρώματα ικανά νά εγείρωσιν εντός ολιγίστου χρόνου.» Η Επανάστασις καί καταστροφή τής Ναούσης, υπό Φιλιππίδου 1881 Αμέσως μετά τήν δοξολογία, οι κάτοικοι τής Νάουσας ξεχύθηκαν στούς δρόμους καί σκότωσαν τόν βοεβόδα τής πόλης μέ τούς ανθρώπους του. Τήν επομένη τό πρωΐ, επιχείρησαν νά καταλάβουν τή Βέροια, αλλά ήδη στήν πόλη είχε συγκεντρωθεί πολυάριθμος τουρκικός στρατός, ο
500
οποίος απώθησε τούς επαναστάτες μέ ευκολία. Μετά τήν ήττα αυτή οι Ζαφειράκης, Καρατάσος (Γεροκαρατάσος) καί Γάτσος αποφάσισαν νά οργανώσουν τήν άμυνα τής Νάουσας καί οχυρώθηκαν μεταξύ άλλων καί στό μοναστήρι τού Δοβρά. Ο κεχαγιάς (τοποτηρητής) τού Αβδούλ Αμπούτ πασά δέν άργησε νά φανεί μέ πλήθος πεζικού καί ιππικού. Η πρώτη μάχη στό μοναστήρι τού Δοβρά κατέληξε σέ συντριβή τών Τούρκων, οι οποίοι άφησαν στό πεδίο τής μάχης 300 νεκρούς. ΌΌταν όμως εμφανίσθηκε ο ίδιος ο φοβερός Αβδούλ Αμπούτ μέ άλλους 20.000 στρατιώτες, στούς οποίους συμπεριλαμβάνονταν καί εκατοντάδες Εβραίοι, οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί περιορίστηκαν στήν πόλη τής Νάουσας. Είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση τής καταστροφής, καθότι ο πασάς είχε πληροφορίες γιά τήν άμυνα τής πόλης από τούς προδότες Μάμαντη καί Αντωνάκη, πολιτικούς αντιπάλους τού Ζαφειράκη. «Προς τους Περινούστατόν μοι Βεζύρην Χουρσίτ Χουσεΐν πασιάν ανεξάρτητον Στρατάρχην καί Γενικόν Επόπτην τών Δερβενίων ολοκλήρου τής Ρούμελης, τόν δοξασμένον Στρατηγόν Αβδούλ Αμπούτ πασιάν καί πανιερωτάτους ιεροδικαστάς Βεροίας καί Ναούσης. ιά τού παρόντος υψηλού μου Αυτοκρατορικού Φιρμανίου φέρω εις Δ γνώσιν υμών ότι από τής εκρήξεως τής επαναστάσεως τών βρωμερών ερπετών τών καλουμένων "ρούμ", οι άπιστοι κάτοικοι τής πόλεως Ναούσης καί τινών χωρίων τών πέριξ ποικιλοτρόπως υπονομεύοντες καί υποσκάπτοντες την ύπαρξιν τού ιερού Χαλιφάτου τών Ισλάμ καί τής μεγάλης Αυτοκρατορικής Επικρατείας εξακολουθούσι νά ενισχύωσι τά επαναστατικά σώματα, χορηγούντες εις αυτά άνδρας, όπλα, τρόφιμα καί λοιπά μέσα. Περί τούτου δέ εβεβαιώθημεν απολύτως τόσον εκ τών κατ' επανάληψιν υποβληθεισών εκθέσεων παρά τού Εξοχωτάτου Διοικητού Θεσσαλονίκης, όσον καί εκ τών κατά διαφόρους καιρούς λαμβανόντων χώραν επαναστατικών κινημάτων εις τήν περιφέρειαν εκείνην. Τούτου ένεκεν αποφασίσαντες όπως διά παντός απαλείψωμεν από προσώπου τής γής τήν κατηραμένην ταύτην εστίαν τών κακοβούλων καί βλεδυρών απίστων, διατάσσομεν όπως υμείς, ο Δοξασμένος Στρατάρχης Αβδούλ πασιάς εκστρατεύσητε όσον τάχιστα εκ Θεσσαλονίκης μετά τού υφ' υμάς στρατού κατά τών απαισίων τούτων απίστων καί τιμωρήσητε αυτούς, εφαρμόζοντες απαρεγκλίτως τόν γνωστόν ιερόν Φετφάν τού πανσόφου καί περικλεούς Σεϊχουλισλιαμάτου, ήτοι αυτούς μέν τούς ιδίους νά διαπεράσητε εν στόματι ρομφαίας, τάς γυναίκας καί τά τέκνα των εξανδραποδίσητε, τά υπάρχοντά των διανείμητε εις τούς πιστούς νικητάς, τάς δέ εστίας των παραδώσητε εις τό πύρ καί τήν τέφραν.
501
Ούτως είη βοηθός μεθ' ημών ο προφήτης καί τό ιερόν αυτού Κοράνιον.» Σουλτανικό φιρμάνι γιά τήν τιμωρία τής Νάουσας Στή Νάουσα είχαν καταφύγει χιλιάδες πρόσφυγες από τίς γύρω περιοχές καί ο αγώνας τών κλεφταρματολών ήταν "Νύν υπέρ πάντων αγών", διότι πολεμούσαν γιά νά σώσουν καί τίς οικογένειές τους. Τελικά δέν άντεξαν τίς απανωτές επιθέσεις τών Οθωμανών, οι οποίοι στίς 13 Απριλίου 1822 κατάφεραν νά μπούν στήν πόλη από τήν πύλη τού Αγίου Γεωργίου. Ακολούθησε τό σύνηθες έργο τών Οθωμανών, όταν καταλαμβάνουν μία χριστιανική πόλη εξ εφόδου. ΈΈχοντας τήν παρότρυνση τών ηγετών τους καί τής θρησκείας τους επιδόθηκαν σέ ένα ανελέητο όργιο σφαγών, βιασμών καί βασανιστηρίων, τό οποίο κόστισε τή ζωή σέ 10.000 Ρωμηούς. ΌΌσες γυναίκες καί παιδιά αιχμαλωτίσθηκαν πουλήθηκαν σέ σκλαβοπάζαρα, ενώ οι ομορφότερες νέες Χριστιανές είτε κλείσθηκαν στά χαρέμια τών αγάδων είτε πουλήθηκαν στούς Εβραίους οι οποίοι έλαβαν μέρος στή σφαγή τής Νάουσας. Τήν τύχη τής Νάουσας ακολούθησαν περίπου 120 γειτονικά χωριά. «Μετά δέ τήν εισβολήν τών εχθρών εις τήν πόλιν, ο μέν Καρατάσος κατέλαβε τό Παλαιοεκκλήσιον τού Θεολόγου, ο δέ Γάτσος τό μοναστήριον τού Προδρόμου, αμφότερα παρά τήν Νάουσαν, ο δέ Ζαφειράκης τόν Παλαιόπυργον (Κούλιαν) πρός τήν άκραν τής πόλεως. ΈΈξωθεν δέ τού Παλαιοπύργου συνέρρευσε μέγα πλήθος ως εις ασφαλέστερον μέρος. Οι Τούρκοι σύροντες καί κανόνια εκτύπησαν εν πρώτοις τόν Παλαιόπυργον, καί τόν μέν Ζαφειράκην ηνάγκασαν νά φύγη, τούς δέ εκεί καταφυγόντας όλους σχεδόν συνέλαβαν. Ο Γάτσος καί ο Καρατάσος, βλέποντες ότι δεν εδύναντο ν' αντισταθώσιν, ανέβησαν εις τό πλησίον τής πόλεως χωρίον, Σέλι, αλλ' απελπισθέντες μετ' ολίγον έφυγαν ολοτελώς εκ Μακεδονίας, διέβησαν εις Ασπροπόταμον καί κατήντησαν εις τήν ελευθέραν Ελλάδα συμβιβασθέντες κατά τήν διάβασίν των μετά τών κατά τόπους Τούρκων μήτε νά βλάπτωσι μήτε νά βλάπτωνται. Ο δέ Ζαφειράκης εισέδυσεν εις τόν πλησίον τής Βερροίας βάλτον έχων δέκα μόνον οπαδούς καί ένα τών υιών τού Καρατάσου. Τούτο μαθόντες οι εν Βερροία Τούρκοι εκινήθησαν κατ' αυτών καί τούς εφόνευσαν όλους ανδρείως πολεμήσαντες καί μή θελήσαντας επί ασφαλεία ζωής νά παραδοθώσι. Μεγάλα τά παθήματα τών κατοίκων καί μεγάλη η καταστροφή τών μερών εκείνων. Πεντακισχίλιοι εφονεύθησαν καί ηχμαλωτίσθησαν εν τή Ναούση, και άλλοι τόσοι έπεσαν εις χείρας τών εχθρών περί τόν Παλαιόπυργον· πολλοί τών συλληφθέντων ανηλεώς εβασανίσθησαν, πολλαί γυναίκες εις τάς φλόγας ερρίφθησαν, έγκυοι εξεκοιλιάσθησαν,
502
τέκνα έμπροσθεν τών γονέων εσφάγησαν, βρέφη από τών τραχήλων τών μητέρων εκρεμάσθησαν, παρθένοι καί μητέρες αγκαλοφορούσαι τά τέκνα των έπεσαν αυθόρμητοι εις την πλησίον του Παλαιοπύργου λίμνην, τό "Μαύρον Νερόν" (Αράπιτσα), και επνίγησαν εις αποφυγήν ατιμίας καί βασάνων· τόσον θηριώδεις εφάνησαν οι νικηταί. Πάμπολλοι δέ Εβραίοι, ένοπλοι καί πολύδιψοι χριστιανικού αίματος, παρηκολούθουν τόν τουρκικόν στρατόν ως εκούσιοι δήμιοι. Ούτοι έλκοντες έξω τής πόλεως τούς Χριστιανούς τούς ερροπάλιζαν κατακέφαλα, καί πίπτοντας κατά γής τούς έσφαζαν ως βόας. Αι δέ εν Ναούση συλληφθείσαι γυναίκες τού Καρατάσου, τού Γάτσου καί τού Ζαφειράκη μετεκομίσθησαν εις Θεσσαλονίκην, όπου η μέν τού Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον τών βασάνων, αι δέ δύο άλλαι μή αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν απέναντι αλλήλων όρθιαι επί τού τοίχου μιάς τών αιθουσών τού παλατιού τού θηριώδους βεζίρη, καί απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι· οι δέ διασωθέντες τρισάθλιοι Χριστιανοί δέν είχαν πού τήν κεφαλήν κλίναι, διότι εκατόν είκοσι κωμοπόλεις, χωρία, καί ζευγαλατεία τών μερών εκείνων απετεφρώθησαν.» Σπυρίδωνος Τρικούπη - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Ο καταρράκτης τής Αράπιτσας "έζησε" ένα νέο Ζάλογγο. Πολλές γυναίκες πιάστηκαν χέρι χέρι καί έπεσαν μέ τά παιδιά τους μέσα στά παγωμένα νερά τού ποταμού, αφού προτίμησαν τόν έντιμο θάνατο παρά τήν ατίμωση από τά τουρκικά κτήνη πού τίς κυνηγούσαν. Ο Πύργος του Ζαφειράκη έγινε τό καταφύγιο γιά 800 αρματωμένους καί πολλά γυναικόπαιδα, καθώς ήταν ισχυρά οχυρωμένος καί περιήχε άφθονα τρόφιμα καί πυρομαχικά. Οι αμυνόμενοι κράτησαν τόν εχθρό έξω από τόν πύργο καί γέμισαν τήν εξωτερική τάφρο μέ εκατοντάδες πτώματα Τούρκων στρατιωτών. Τή νύκτα επιχείρησαν έξοδο, έχοντας ανάμεσά τούς τίς γυναίκες καί τά παιδιά καί βγήκαν πυροβολώντας, ανάμεσα από τόν κλοιό τών εχθρών. Πολλοί άντρες κατάφεραν νά διαφύγουν, αλλά οι περισσότερες γυναίκες πιάστηκαν αιχμάλωτες, μαζί μέ τίς γυναίκες τών οπλαρχηγών Ζαφειράκη, Καρατάσου, Γάτσου, καί Λάζου Ραμαντάνη, οι οποίες βρήκαν φρικτό θάνατο. «Οδηγηθέντες πρό τού βεζύρου οι αιχμάλωτοι συλλήβδην κριθέντες καί καταδικασθέντες, πάραυτα παρεδόθησαν εις τόν εβραϊκόν όχλον, όπως αποκεφαλισθώσιν. Οι άθλιοι ούτοι απόβλητοι τής κοινωνίας ενούντες τήν μανίαν των εις τήν ανόσιον λύσσαν τού Αβουλουβούδ πασσά, εκουσίως προσεφέρθησαν ως δήμιοι αυτού. Πλήθος ανδρών καί γυναικοπαίδων κατέσφαζον καθ' εκάστην πρό τής σκηνής του, τηλικούτος δ' ήν ο αριθμός τών θυμάτων, κατά τήν αναμφισβήτητον
503
μαρτυρίαν αυτόπτου μάρτυρος, παρ' ού έλαβον τάς πληροφορίας ταύτας, ο οποίος είπε "ΉΉκουσα χρόνον τινά μετά τάς σφαγάς ταύτας, Ιουδαίον τινά καυχόμενον ότι απεκεφάλισε εν μία μόνην ημέρα 64 Χριστιανούς!" Αι γυναίκαι υπέστησαν μαρτύρια, άτινα φρικιώ αναγράφων. Πλείστοι εξ αυτών γυμναί εκλείσθησαν μέχρι τού τραχήλου εν σάκκοις πληρωθείσι τοίς μέν γαλών (γατιών) ετέροις δέ μυών (ποντικών), ούς εξερέθιζον, όπως δαγκάσωσι τάς δυστυχείς γυναίκας, ότε δέ μετ' ολίγον νήστεις καταλειφθέντες επί ημέρας εξηγριώθησαν, κατέτρωγον βραδέως τάς σφριγώσας εκείνας σάρκας. Μ ή επιτευχθέντος διά τών μέσων τούτων τού ποθουμένου (εξισλαμισμού) ενέκλεισαν εν σάκκων πλήρει όφεων τήν σύζυγον τού Τάσου, ήν ο οπλαρχηγός τών γενναίων Μακεδόνων δέν είχε κατορθώσει ν' αποσπάσει τών χειρών τών Τούρκων. Τοιούτον μαρτυρικόν θάνατον υφίσταντο αι Χριστιαναί παρά τών μουσουλμάνων...» Φρανσουά Πουκεβίλ - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Τό Κιόσκι τής Νάουσας είναι μία περιοχή η οποία αποτέλεσε τόπο μαρτυρίου όλων τών ανδρών τής Νάουσας. Γύφτοι καί Εβραίοι ανέλαβαν τό έργο τής σφαγής καί υπολογίζονται περίπου 1200 οι Ρωμηοί πού έχασαν τό κεφάλι τους στό Κιόσκι. Εννοείται ότι όποιος γινόταν μουσουλμάνος γλύτωνε τό κεφάλι του. Ο Τούρκος πασάς καθ' όλη τήν διάρκεια παρακολουθούσε τό "θέαμα". Οι νεκροί θά ήταν περισσότεροι άν ένας Ναουσαίος ράφτης, ο Νικόλαος Κοκοβίτης, αν καί αποκεφαλισμένος περπάτησε πρός τή σκηνή τού πασά. Αυτό τό γεγονός ήταν καί η αφορμή γιά νά σταματήσουν οι αποκεφαλισμοί. Τα κορμιά τών θυμάτων οι Τούρκοι τά άφησαν βορά στά όρνεα, αλλά τά κεφάλια, τά ταρίχευσαν καί τά έστειλαν δώρο στόν σουλτάνο Μαχμούντ γιά νά ...ευχαριστηθεί καί αυτός τή μεγάλη νίκη τού δοξασμένου στρατού του. «Tout fut pille, brule, detruit. Dix mille Grecs furent massacres, les femmes et les enfants emmenes en esclavage. Comme dans la Cassandrie, le premier massacre appartint aux Turcs, dans l' ardeur de la victoire; mais arpew eux vinrent les Juifs, qui les surpasserent en cruautes; ils abattaient comme des boeufs les captifs sans armes et sans defense...» Les Turcs et la Turquie contemporaine: itineraire et compte - rendu de voyages dans les provinces ottomanes avec cartes detaillees, Basil Nikolaides, 1859 Ο επίλογος τού ολοκαυτώματος τής Νάουσας είναι η επιστολή τού Οθωμανού πασά πρός τόν σουλτάνο του μέ τήν οποία εξήγγειλε τή νίκη τών στρατιωτών τού Μωάμεθ.
504
«ΌΌταν εισήλθομεν θριαμβευτικώς εντός τής ειρημένης πόλεως, γενόμενοι κύριοι αυτής, οι καπεταναίοι αυτών, επωφελούμενοι τού σκότους τής νυκτός κατώρθωσαν νά αποδράσουν εις τά γειτονικά όρη. ΌΌσοι όμως εκ τών ειρημένων επαναστατών δέν κατώρθωσαν νά διαφύγουν, κρυβέντες εντός τής πόλεως, συνελήφθησαν, εφαρμοσθεισών κατ' αυτών αυστηρότατα καί άνευ οίκτου τών διατάξεων τού εκδοθέντους ιερού φετβά. Ούτοι υπερβαίνοντες τάς δύο χιλιάδας, εθανατώθησαν πάντες, είτε διελθόντες διά στόματος μαχαίρας, είτε σταλέντες εις τήν κόλασιν δι' απαγχονισμού, τά τέκνα καί αι σύζυγοι αυτών εξηνδραποδίσθησαν, αι περιουσίαι των εδημεύθησαν καί παρεδόθησαν εις τό πύρ, συμπληρωθείσης ούτω τής νίκης καί εκτελεσθείσης πλήρως τής αυτοκρατορικής επιθυμίας.» Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Εκδοτική Αθηνών Παρατηρούμε τήν πληθώρα τών σφαγών πού υπέστη τό Γένος μας καί αν τίς συνδυάσουμε μέ τήν πληθώρα τών εξισλαμισμών, θά κατανοήσουμε τούς λόγους γιά τούς οποίους ο πληθυσμός μας έμεινε τόσο μικρός. Από τά 15 εκατομμύρια πού αριθμούσε η ελληνική αυτοκρατορία τής Κωνσταντινουπόλεως, μόλις 1 ή 2 εκατομμύρια επιβίωσαν 400 χρόνια μετά τήν άλωση τής Πόλης. Καί ενώ όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί αυξάνονταν σέ πληθυσμό καί ανέπτυσσαν τόν πολιτισμό τους, εμείς μικραίναμε τόσο σέ πληθυσμό όσο καί σέ πρόοδο. Αυτή η μείωση τού πληθυσμού είναι άλλο ένα δώρο τής πολυπολιτισμικής οθωμανικής αυτοκρατορίας πρός τό λαό μας! ΈΈνα δώρο πού ξέχασαν νά συμπεριλάβουν στά σχολικά βιβλία οι ειδήμονες τού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ένα δώρο πού ξέχασαν νά αναφέρουν τά τουρκοκάναλα Μέγα, Σκάϊ καί Αντέννα, στίς τουρκικές σειρές, ένα δώρο πού ξέχασαν νά καταγγείλουν οι αριστεροί οπαδοί τής διαφορετικότητας, οι οποίοι δέν παραλείπουν νά καταγγέλουν όλες τίς αδικίες, εκτός από αυτές πού διαπράττει η Τουρκία τους. 'Αραγε πόσα γρόσια νά πήρε ο κοτζάμπασης τού τσιφλικιού Αντέννα γιά νά υπακούσει στό σουλτανικό φιρμάνι καί νά μάς προβάλει τή σειρά τού πανσόφου καί περικλεούς σουλτάνου Σουλεϊμάν, τού μεγαλοπρεπούς σφαγέα τού ελληνισμού; Οδυσσέας καί 'Αρειος Πάγος Τό κύριο μέλημα τού Αρείου Πάγου πού αποτελούσε υποτίθεται τήν τοπική κυβέρνηση τής Ανατολικής Στερεάς δέν ήταν η απόκρουση τών τουρκικών επιθέσεων, αλλά η εξουδετέρωση τού ατίθασου αρματολού Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τού ανθρώπου πού μέ 100 παλληκάρια είχε σταματήσει στή Γραβιά τούς χιλιάδες Τουρκαλβανούς τού Ομέρ Βρυώνη.
505
Ενοχλητικοί ήταν καί όσοι συμπαθούσαν τόν Ανδρούτσο, όπως ο Υψηλάντης, ο Νικηταράς καί άλλοι στρατιωτικοί ηγέτες. ΌΌταν λοιπόν τόν Φεβρουάριο τού 1822 ξεκίνησαν οι παραπάνω αρχηγοί στρατιωτικές επιχειρήσεις στήν Ανατολική Ρούμελη, ο 'Αρειος Πάγος τού Νέγρη καί τό Εκτελεστικό τού Κωλέττη καί τού Μαυροκορδάτου έκαναν τό πάν γιά νά τούς δυσχεράνουν τήν αποστολή είτε απογυμνώνοντάς τους από στρατιώτες είτε στερώντας τους τροφές καί πολεμοφόδια είτε εκδίδοντας αλλόκοτες διαταγές. Ομοίως αντιδρούσε ο 'Αρειος Πάγος από κοινού μέ τόν επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο στήν άφιξη τού Ανδρούτσου στήν Εύβοια καί τήν απόδοση σέ αυτόν τής αρχηγίας τών επιχειρήσεων γιά τήν άλωση τού κάστρου τής Καρύστου. Ο Ανδρούτσος παρά τίς αντιδράσεις τού Νεοφύτου έφθασε στήν Καρυστία τόν Ιανουάριο τού 1822 καί ξεκίνησε επιθετικές ενέργειες κατά τού Ομέρ μπέη τής Καρύστου, ο οποίος ήταν κλεισμένος στό κάστρο του. ΌΌσοι κάτοικοι έτρεμαν τόν Ομέρ μπέη, αναθάρρησαν όταν είδαν τό "Λιοντάρι τής Ρούμελης" καί πήραν τά όπλα γιά νά πολεμήσουν. Μέ τόν Ανδρούτσο ενώθηκαν οι άντρες τών Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Νικολάου Κριεζώτη, Βάσου Μαυροβουνιώτη, Τομαρά καί Λεπενιώτη. Μοιράζοντας τίς δυνάμεις του στά χωριά Λάλα καί Πλακωτά παγίδευσε τούς Τούρκους πού επιχείρησαν έξοδο καί τούς ανάγκασε νά υποχωρήσουν. Πάλι όμως ένα γράμμα από τόν 'Αρειο Πάγο ανακαλούσε τόν Ανδρούτσο γιά επείγουσες τάχα υποθέσεις στήν Αττική. Μέ τέτοιες μεθόδους καί τακτικές όλες οι επιχειρήσεις στήν Ανατολική Στερεά κατέληξαν σέ αποτυχία. Η διχόνοια γεννήθηκε μέ τήν επανάσταση καί ήταν αυτή πού απείλησε τήν επιτυχία της περισσότερο από όλους τούς πασάδες τής γής μέ τίς θηριωδίες τους. Ηγέτης τής Εύβοιας μετά τήν αποχώρηση τού Ανδρούτσου έμενε ο Αγγελής Γοβγίνας, ο οποίος έπρεπε νά αντιμετωπίσει τά δύο πανίσχυρα κάστρα τής Χαλκίδας καί τής Καρύστου. Ο Γοβγιός κάλεσε σέ ενίσχυση τούς αρματολούς τού Ολύμπου καί στίς 28 Μαρτίου 1822 συγκέντρωσε τά ελληνικά στρατεύματα στά Βρυσάκια. Οι Τούρκοι τής Χαλκίδας οχύρωσαν τήν τοποθεσία Δύο Βουνά. Ο Γοβγίνας κατά τή διάρκεια τής νύκτας επιτέθηκε στό τουρκικό στρατόπεδο, αλλά οι Τούρκοι δέν αιφνιδιάστηκαν. Στήν μάχη πού ακολούθησε σκοτώθηκε ο Αγγελής μαζί μέ τόν αδελφό του Αναγνώστη Γοβγίνα καί τόν πιστό του φίλο Κώτσο. Ο επόμενος πασάς πού θά κατέβαινε στό Μοριά ήταν ο πασάς τής Λάρισας Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, ο οποίος μετέβη στήν Λαμία γιά νά συγκέντρωσει τά ασκέρια του. Ο Ανδρούτσος πανταχού παρών συγκέντρωσε όσους οπλαρχηγούς
506
μπόρεσε στόν Μπράλο γιά νά συσκεφθούν περί τού τρόπου αντιμετωπίσεως τού εχθρικού στρατού. Αποφάσισαν νά πάνε στή Στυλίδα ο Ανδρούτσος, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης καί ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης καί στό Πατρατζίκι (Υπάτη) ο Πανουργιάς, ο γέρο Γιάννης Δυοβουνιώτης, ο Δήμος Κοντογιάννης καί ο Σκαλτσοδήμος. Οι μάχες ξεκίνησαν στίς 31 Μαρτίου 1822 (Μεγάλη Παρασκευή). Τό σώμα τής Υπάτης σκόρπισε αμέσως καί πλέον ολόκληρος ο εχθρικός στρατός στράφηκε πρός τόν Ανδρούτσο, ο οποίος κατέλαβε καί τό γειτονικό λιμάνι τής Αγίας Μαρίνας. Εκεί σκότωσε τόν αρχηγό τών Τούρκων Μουσταφάμπεη. Ο Ανδρούτσος μέ τρείς χιλιάδες άνδρες οργάνωσε τήν άμυνά του στήν Αγία Μαρίνα. Αν καί περικυκλωμένος από 18.000 Οθωμανούς κατάφερε νά αντέξει τίς λυσσώδεις επιθέσεις γιά είκοσι ολόκληρες ημέρες. Ο 'Αρειος Πάγος όμως τού Νέγρη καί τού Κωλέττη είχε φροντίσει νά μήν έρθουν οι ενισχύσεις πού ματαίως περίμενε ο Ανδρούτσος από στεριά καί θάλασσα, αλλά ούτε καί τροφές καί πολεμοφόδια. Η αγωνία του φαίνεται στό παρακάτω γράμμα: «Σεβαστέ 'Αρειε Πάγε Τήν ίδιαν ώραν νά προφθάσετε ψωμία ή αλεύρι πολύ καί σφαχτά δύο τρείς χιλιάδες καί τζιπχανέν. Καί πέρα είναι φωτιές. Νά στείλετε, άν είν' ασκέρι. Νά τό στείλετε. Τί κάθεστε; ΉΉ κάμετε κουμάντο ή τό ασκέρι έχει απόφασιν νά ριχτή εις εσάς. ΈΈχω τόσες ημέρες οπού σάς γράφω τόσα γράμματα καί τίποτε δέν κάμετε. Μήν κάθεστε καί μάς δίνετε ευχές, ότι πέρνομεν τόν κόσμον εις τόν λαιμόν μας. Αυτού στέλνω καί τόν Λάππαν καί σάς λέγει στοματικώς. Γράψετε καί τών πέρα καπεταναίων τί κάμνουν. Οι Τούρκοι επλάκωσαν όλοι εδώ καί εκείθεν είναι άδειος ο τόπος. Κονταχτσίδες καί γιατρούς όθεν είναι νά τούς μάσετε. ΌΌτι τό στράτευμα είναι χωρίς κονταχτσίδες καί εχάλασαν τά τουφέκια τους. Τόν Κουρτάλη (γιατρός) νά φέρετε. Δέν ημπορώ πλέον άλλα νά σάς γράψω. Τά καράβια τά τρικκεριώτικα καί λιμνιώτικα όλο πορδές είναι. Επροχθές ευθύς οπού ακούσαν τά κανόνια ευθύς ετράβηξαν έξω. Διά τούτο αμέσως νά στείλετε νά μάς έλθη τό καράβι τού καπετάν Αλέξανδρου Κριεζή. 1822 Απριλίου 4, Αγιαμαρίνα Οδυσσέος Ανδρούτζου, Νικήτας Σταματελόπουλος» Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι του 1821 Ο "Σεβαστός" 'Αρειος Πάγος (επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος, 'Ανθιμος Γαζής, Ιωάννης Ειρηναίος, Παναγιώτης Κουσλής, Γρηγόριος Κωνσταντάς) βρισκόταν στήν ασφάλεια τού πλοίου τού Βισβίζη στά ανοιχτά τής Αγίας Μαρίνας καί όπως μάς διασώζει ο γραμματικός τού Ανδρούτσου Αντώνιος Γεωργαντάς, ο 'Αρειος Πάγος σχεδίαζε όχι νά βοηθήσει τόν Ανδρούτσο στίς πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά νά τόν δολοφονήσει.
507
Είχαν σκεφθεί νά καλέσουν τόν Οδυσσέα στό πλοίο καί είχαν προτείνει στούς Γεώργιο Ζορμπά καί πλοίαρχο Βισβίζη, νά τόν δολοφονήσουν ενώ θά ανέβαινε στήν σκάλα τού πλοίου. Ευτυχώς οι δύο άνδρες αρνήθηκαν. Ο Νικόλαος Σπηλιάδης στό βιβλίο του, αναφέρει καί αυτός τά δολοφονικά σχέδια τού Αρείου Πάγου πού είχαν στόχο τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο: «Ο 'Αρειος Πάγος έστειλε άνθρωπον πρός τόν Νικηταράν καί τόν επρόβαλε νά φονεύση τόν Οδυσσέα επί υποσχέσει νά τόν καταστήση αρχηγόν τής Ανατολικής Ελλάδος. Δέν εγνώριζον οι αρεοπαγίται τήν αρετήν τού Νικηταρά! Τοιαύτα μαθήματα εδιδάχθησαν οι ολιγαρχικοί εις τό σχολείον τού δεσποτισμού, έχοντες ήδη συμβούλους καί τούς μαθητάς τού Μακιαβέλη καί τούς αυλικούς τού Αλήπασιά. Οποία εγκλήματα δέν θά επιχειρήσωσιν υπέρ τών σχεδίων των;» Ο Σπηλιάδης επίσης προσθέτει ότι όταν η βάρκα τού Ανδρούτσου πλησίαζε στό καράβι τού Βισβίζη, κάποιος από τούς γερουσιαστές φώναξε: "Πνίξτε τον, πνίξτε τον!". «Εβήκαν εις τήν Στυλίδα κι' Αγιαμαρίνα τήν διορισμένη 'μέρα τά 'βραν πιασμένα από τούς Τούρκους καί τά δυο μέρη τούς πολέμησαν γενναίως, άλλους κάψαν εις τά σπίτια, άλλους κυργέψαν, άλλους σκοτώσαν καί πήραν καί τίς δύο θέσες οι ΈΈλληνες. Οι άλλοι οπού πήγαν εις Πατρατζίκι (Υπάτη) δέν βάρεσαν ντουφέκι τό Μεγάλο Σαββάτο, οπού βάρεσαν οι άλλοι εις Αγιαμαρίνα κι' αλλού. Τότε η Τουρκιά έπεσε, όλη η δύναμη, απάνου τους μέ καβαλλαρία, μέ πεζούρα, μέ κανόνια μέ πρώτη ορμή τών Τούρκων, καί τούς πήγαν μέσα εις τά ταμπούρια τους τούς ΈΈλληνες κ' έφκειασαν χαρακώματα οι Τούρκοι, ότ' ήταν πολλή δύναμη καί μέ τ' αναγκαία τους, καί οι δικοί μας δέν είχαν ούτε ψωμί. Αφού είδε ο Δυσσέας όλη αυτείνη τήν δύναμη απάνου τους, τούς έστειλε άνθρωπο εις τό Πατρατζίκι καί τούς περικάλεσε νά βαρέσουνε κατά τήν συνφωνίαν τους κ' έτζι νά μεραστή η δύναμη τών Τούρκων. Τρόμαξαν λοιπόν νά βαρέσουνε, χωρίς όρεξη, τήν Τρίτη τής Λαμπρής. Αφού όμως είδαν οι Τούρκοι αυτείνη τήν αδιαφορία εκείνων στό Πατρατζίκι καί τήν διχόνοιαν, λίγη προσοχή είχαν εκεί κι' ο πόλεμος πεισματώδης, νύχτα καί ημέρα πολεμούσαν εις Αγιαμαρίνα κι' αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τόν σκοτωμόν τού ντουφεκιού καί γρανάτων καί καταπληγώθηκαν καί γιατρόν δέν είχαν καί ταίνιασαν από τήν πείνα. Μισή χούφτα αραποσίτι παίρναν κ' έτρωγαν δεκαφτά μερόνυχτα. Είχαν τόν Αργειον Πάγον νά τούς προμηθεύη τ' αναγκαία τού πολέμου κι' αυτείνοι, οι αφεντάδες, κάθονταν εις τά καράβια κ' έτρωγαν κ' έπιναν, κ' εκείνους οπού κιντύνευαν διά τήν πατρίδα τούς προμήθευαν διχόνοιαν καί διαίρεσιν αναμεταξύ τους. Αφού τ' ασκέρια
508
είδανε οπού λαβώνονταν οι άνθρωποι καί πέθαιναν αδίκως, καί νηστικοί καί διψασμένοι, αγανάχτησαν αναντίον τών αρχηγών τους, οπού τούς πήγαν εις τό μακελλειό χωρίς καμμίαν ετοιμασίαν, καί τούς βιάσανε είτε νά τούς πάνε φελούκες νά μπαρκαριστούν, είτε νά φύγουν μέ γερούσι τής στεργιάς. Παραγγέλνει αυτό ο Δυσσέος τ' Αργειοπάγου, δέν τού αποκρίνονται τίποτας, αλλά φώναξε τούς καραβοκυραίους ο Αργειος Πάγος καί τούς λέγει νά μήν πλησιάση κανένας μέ φελούκα εις τ' ορδί καί ας χαθούνε όλοι. Τ ότε οι Αργειοπαγίτες έστειλαν τούς καραβοκυραίους καί τόν αρχηγό τής φρουράς τους καί τού είπαν τού Δυσσέου νά τόν πάνε εις τό καράβι, πώς έχουν νά μιλήσουνε, καί μ' απιστιά νά τόν σκοτώσουνε. Κι' αυτείνοι ως πατριώτες (Βιζβίζης, Ζορμπάς) δέν θέλησαν νά γένη αυτό, ότι κιντύνευε η πατρίς τότε είχε ανάγκη από καν τιποτένιους ανθρώπους κι' όχι από τόν Δυσσέα οπού 'τρεμε η Τουρκιά οπού 'λεγαν πώς είχε εξήντα χιλιάδες στράτεμα καί είχε φτερά εις τά ποδάρια.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Τελικώς ο Ανδρούτσος επιβίβασε τά παλληκάρια του σέ πλοία καί αποχώρησε από τήν Αγία Μαρίνα καί φυσικά ο 'Αρειος Πάγος τόν κατηγόρησε αργότερα γιά ανυπακοή, αφαιρώντας τήν αρχιστρατηγία τήν οποία έψαχνε νά τήν δώσει σέ οποιονδήποτε άλλον εκτός από τόν Ανδρούτσο. Ο Βισβίζης πού αρνήθηκε νά εκτελέσει τήν δολοφονική διαταγή τού "Σεβαστού" Αρείου Πάγου, βρέθηκε λίγο αργότερα δολοφονημένος καί τό πλοίο του κατασχέθηκε γιά νά χρησιμοποιηθή σάν πυρπολικό. Στήν οικογένειά του, η πολιτική ηγεσία τής εποχής δέν έδωσε ούτε ένα γρόσι αποζημίωση. Εν τώ μεταξύ ο Δράμαλης ετοίμαζε τόν τεράστιο στρατό του. Ο Νέγρης καί ο Κωλέττης επίτηδες κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Υψηλάντης διεκδικούσε τήν αρχιστρατηγία τής Ανατολικής Στερεάς καί ότι επίδοξοι δολοφόνοι σκόπευαν νά σκοτώσουν τόν Ανδρούτσο, ο οποίος άρχισε νά αισθάνεται έχθρα καί καχυποψία πρός οιονδήποτε. Ακόμη καί ο Μάρκος Μπότσαρης, πρός τόν οποίον διάκειτο ευνοϊκά ο πρόεδρος τού Εκτελεστικού Μαυροκορδάτος, είχε προειδοποιήσει τόν Ανδρούτσο νά φυλάσσεται γιά τυχόν απόπειρες δολοφονίας του. Τελικά ο Ιωάννης Κωλέττης καί ο Θεόδωρος Νέγρης βρήκαν τήν λύση καί ανέθεσαν τήν αρχιστρατηγία τής Ανατολικής Ρούμελης σέ δύο ασήμαντους ΈΈλληνες: στόν Χρήστο Παλάσκα (ο οποίος μέχρι πρότεινος υπηρετούσε τόν Ομέρ Βρυώνη) καί στόν Αλέξιο Νούτσο (ο οποίος είχε επί μακρόν υπηρετήσει στήν Αυλή τού Αλή τών Ιωαννίνων). Αφού τούς έδωσαν καί οδηγίες νά δολοφονήσουν τόν Ανδρούτσο στήν πρώτη ευκαιρία, τούς έστειλαν στήν Ρούμελη. Ο Κωλέττης είχε ερωμένη τή γυναίκα τού Παλάσκα καί σέ
509
περίπτωση πού αυτός χανόταν, αυτή θά γινόταν δικιά του, όπως καί έγινε τελικά. Ο Ανδρούτσος βρήκε γράμματα πού επιβεβαίωναν τίς υποψίες του στά ρούχα τού Γιάννη Λάππα. Τόν Λάππα δέν τόν πείραξε καί αυτός τού έμεινε πιστός μέχρι τό τέλος. «Συστηθέντος τού Εκτελεστικού καί μεταβάντος εις Κόρινθον, παρηκολούθησαν τούτο ο τε Νούτσος καί ο Παλάσκας. Εκεί φαίνεται οι μή υποφέροντες τόν Οδυσσέα, έκαμαν τόν Νούτσον καί Παλάσκαν, νά μεταβληθούν από φίλοι εχθροί του καί ούτοι ξεχάσαντες τάς υποσχέσεις των, ο μέν Νούτσος διωρίσθη παρά τής Κυβερνήσεως πολιτικός αρχηγός κατά τήν Ανατολικήν Ελλάδα, ο δέ Παλάσκας αρχηγός τών όπλων τής επαρχίας Λεβαδείας. Ο ι δύο ούτοι ομού φθάσαντες διά θαλάσσης εις Αντίκυρα (Δίστομον) όπου έδρευεν η κεντρική επαρχιακή Αρχή, έχουσα καί εκτελεστική δύναμιν παρά τού Οδυσσέως πρός εκπλήρωσιν τού καθήκοντός της, απέβαλλον τήν φρουράν ταύτην τού Οδυσσέως καί διώρισαν εδικήν των. Τούτο ειδοποιηθείς ο Οδυσσεύς, όστις ήτο στρατοπεδευμένος εις τήν θέσιν Δρακοσπηλιά, αφήσας εκεί τό στράτευμά του, παρέλαβε μόνον 60 στρατιώτας καί μετέβη εις Δαδί, εκείθεν δέ μετέβη εις Δίστομον διά νά πληροφορηθή τούς σκοπούς αυτών, διότι άλλοι τόν είχον πληροφορήσει πολλά κατ' αυτών. Ο Παλάσκας καί Νούτσος μαθόντες τήν έλευσιν τού Οδυσσέως, εξαπέστειλον τόν Γιάννην Λάπα καί προσεκάλεσαν δι' αυτού τόν Οδυσσέα νά υπάγη εις αυτούς, αλλ' ο Οδυσσεύς, ερωτήσας τούς αξιωματικούς τούς οποίους είχε μαζί του, απετράπη. Τότε αυτοί τού εμήνυσαν διά τού ιδίου Λάπα, ότι διά νά μήν δυσαρεστηθή, αυτοί έχουν νά τραβήσουν διά τό Μεσολόγγιον... Ο Οδυσσεύς εξυπνήσας τό λυκαυγές, επαρατήρησε μέ τό κανοκιάλι του καί είδεν αναπεπταμένας σημαίας πρός τήν οδόν τής Δρακοσπηλιάς. Ανεγνώρισε λοιπόν ότι τόν ηπάτησαν καί επίστευσεν όσα κατ' αυτών ελέγοντο (ότι είχαν σταλεί από τόν Κωλέττη γιά νά τόν δολοφονήσουν). ΉΉτο έξω φρενών. Αμέσως δέ εκίνησε κατόπιν αυτών, στείλας έναν ταχύπουν στρατιώτην εις τό στράτευμα τής Δρακοσπηλιάς νά εξέλθη εις μίαν θέσιν, εις τήν είσοδον αυτής καί νά περιμένη. Αμα δέ όπισθεν αυτών τούς πυροβολήσει ο Οδυσσεύς τότε νά τούς κτυπήση έμπροσθεν καί ο στρατός του. Συλληφθέντες δέ άπαντες μηδενός εξαιρουμένου, αφού εις ένα εκκλησίδιον κατέφυγον ο Νούτσος, ο Παλάσκας καί ο Λάπας μετ' ολίγων οπλοφόρων ως μή δυναθέντες νά αντισταθούν, παρεδόθησαν. Οργισμένος δέ ο στρατός τότε, τούς εφόνευσεν...» Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι του 1821 Η δολοφονία τού Αλεξίου Νούτσου καί τού Χρήστου Παλάσκα στήν Δρακοσπηλιά αποτελούν μελανές σελίδες τής ιστορίας τής ελληνικής επανάστασης. Ο Ανδρούτσος, από κοινού μέ τούς άλλους
510
οπλαρχηγούς, θά έπρεπε νά αποδείξει τά σχέδια τών πολιτικών γιά τήν δολοφονία του καί νά συλλάβει όλους τούς πρωταίτιους καί κυρίως τόν Κωλέττη καί τόν Νέγρη. Δέν έπρεπε νά σκοτώσει τά όργανα τών ηθικών αυτουργών. ΈΈπρεπε νά συλλάβει εκείνους πού έδιναν τίς διαταγές καί έβαζαν τίς σφραγίδες. Ο Ανδρούτσος επικηρύχθηκε μέ τό ποσό τών 5.000 γροσίων καί ο επίσκοπος Ανδρούσης, ως υπουργός τής Θρησκείας, τόν αφόρισε. Ο 'Αρειος Πάγος θεώρησε συνωμότη καί τόν Δημήτριο Υψηλάντη καί τού ζήτησε νά απομακρυνθεί από τήν Ανατολική Ελλάδα μαζί μέ τόν Νικηταρά. Αυτές ήταν οι ενέργειες τών πολιτικών τήν στιγμή πού τά φουσάτα τού Δράμαλη κατέβαιναν στό νότο. Παράδοση τής Ακροπόλεως στούς ΈΈλληνες - 10 Ιουνίου 1822 Η πολιορκία τής Ακρόπολης τών Αθηνών καλά κρατούσε από τήν άνοιξη τού 1822. Οι πολιορκημένοι όμως παρά τήν έλλειψη νερού καί τροφών δέν παρέδιδαν τό κάστρο ελπίζοντας σέ ενισχύσεις. Ο Γάλλος Βουτιέ είχε οργανώσει τό πυροβολικό τών επαναστατών καί καθημερινώς έβλεπε «τούς Τούρκους νά θραύωσι τά μάρμαρα τού Παρθενώνος ίνα αφαιρώσι τόν μόλυβδον, όστις συνέδεε ταύτα, καί κατασκευάζωσιν εξ αυτών σφαίρας». Ο λαγουμιτζής Κώστας Χόρμοβας τόν Απρίλιο ολοκλήρωσε τόν υπόνομο πού είχε κατασκευάσει κάτω από τήν τρίτη πύλη τού φρουρίου. Κατόπιν οι ΈΈλληνες ειδοποίησαν τούς Τούρκους γιά τήν ύπαρξη τού υπονόμου μέ τήν ελπίδα αυτοί νά παραδοθούν χωρίς νά χρειαστεί νά προκληθούν καταστροφές. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν νά παραδώσουν τό φρούριο καί ο Χόρμοβας έβαλε φωτιά στό λαγούμι, γκρεμίζοντας ένα κομμάτι από τά τείχη. «Οι Αθηναίοι ανυπόμονοι καί διά νά μή χάσωσι τόν καιρόν, περιφρονούντες παντάπασι τήν ζωήν, φιλοτιμούνται τίς πρώτος ν' αναβή εις τήν υψηλήν εκείνην καί όρθιον θέσιν. Οι εχθροί, ως τρέχοντες τόν έσχατον κίνδυνον, όλαις δυνάμει μετέρχονται τό πύρ καί τήν μάχαιραν. Αγών μέγας εγείρεται εκατέρωθεν. Οι μέν προβαίνουσιν, οι δέ αντικρούοσι καί ενώ πίπτουσιν οι εμπροσθινοί, οι ακόλουθοι λαμβάνουσι τόν τόπον αυτών, καταφρονεμένου δέ παντελώς τού θανάτου, κατακρατούσιν οι Αθηναίοι τήν οχυράν ταύτην θέσιν τή 18η Απριλίου 1822. ΈΈ πεσον δέ νεκροί εκ τών Αθηναίων μέν δεκαεπτά Γερμανοί δέ έπεσον έξ. Εδώ χρεωστούμεν νά επαινέσωμεν τήν απεριόριστον ανδρείαν τών Γερμανών, οίτινες εις τήν απόφασιν ταύτην τών Αθηναίων, εφώνησαν τά εξής αξιοσημείωτα: "Μήτε τόπον αγιώτερον, μήτε εποχήν αρμοδιωτέραν δυνάμεθα νά εύρωμεν διά νά δώσωμεν εις θυσίας τά σώματά μας υπέρ τής φίλης
511
Ελλάδος." Αχρήστου δέ κατασταθείσης τής τρίτης πύλης καί τών περί αυτήν προμαχώνων, οι αποκλεισμένοι περιορισθέντες μόνον εις τό ακροφρούριον, ήλθον εις δεινοτάτην στενοχώριαν καί κακοπάθειαν, δι' ήν περιπίπτουσιν εις ασθένειαν. Τό νερόν τών δεξαμενών ημέρα τή ημέρα ηλαττούτο καί εξέλειπε, κατά δυστυχία τών ταλαιπώρων επικρατεί ανομβρία, τά δέ πηγάδια, εξ ών έπινον, πρό πολλού τά εστερήθησαν, αφ' ότου έχασαν τόν Σερπεντζέ (πύργος πάνω από τό θέατρο τού Ηρώδου τού Αττικού).» Διονύσιος Σούρμελης - Ιστορία τών Αθηνών Οι καταστροφές πού προκάλεσαν οι βάρβαροι στό ναό τής Αθηνάς είναι ανυπολόγιστες. Αφού γκρέμιζαν τούς κίονες, τούς κυλούσαν πάνω στά ελληνικά οχυρώματα, ενώ έσπαγαν τά μάρμαρα γιά νά κατασκευάσουν μολύβι. Γιά νά αποτραπεί αυτή η καταστροφή, οι ΈΈλληνες τούς έδιναν οι ίδιοι βόλια γιά τά τουφέκια τους. Στίς 2 Ιουνίου 1822, οι Τούρκοι πρότειναν τήν έναρξη διαπραγματεύσεων γιά τήν παράδοση τής Ακροπόλεως υπό τήν εγγύηση τών ξένων προξένων γιά τή ζωή τους. Στίς 9 Ιουνίου 1822 υπογράφηκε στό αυστριακό προξενείο η συνθήκη παράδοσης καί τήν επομένη οι ΈΈλληνες μπήκαν στήν πόλη τής Αθήνας μέ επικεφαλής τόν μητροπολίτη Αθηνών Διονύσιο. Η Αθήνα γινόταν ελληνική ύστερα από 600 χρόνια, φραγκικής, καταλανικής, βενετικής καί οθωμανικής κατοχής. Κανείς όμως από τούς προγόνους μας δέν σκέφθηκε νά χαρίσει τήν Αθήνα όπως κάνουν σήμερα οι πολυπολιτισμικοί, αντιρατσιστές, προοδευτικοί, δημοκράτες, συριζαίοι, κουκουέδες γιά τά εδάφη τού Πόντου καί τής Μικράς Ασίας μέ τό επιχείρημα ό,τι αφού τά έχουν τόσα χρόνια οι τουρκαλάδες, ας τούς τά χαρίσουμε. Ευτυχώς πού δέν είχε ανακαλυφθεί τότε η Αριστερά, τό Πασόκ, οι ΜΚΟ, η ελληνοτουρκική φιλία, τό Σκάϊ, τό Μέγα, τό Αντέννα, τά φεστιβάλ ελληνοτουρκικής προσέγγισης καί πολυπολιτισμού καί όλες οι άλλες ανοησίες μέ τίς οποίες προσπαθούν νά μάς ξανακάνουν ραγιάδες καί γενίτσαρους. «Εν τοσούτω τό φρούριον Αθηνών μετά καταναγκασμόν τινα απ' αρχής Ιουνίου, έπεσε κατά τά μέσα τού αυτού διά συνθήκης. Απεσταλμένοι δέ αντιπρόσωποι, τής μέν Διοικήσεως ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης, τού δ' Αρείου Πάγου ο Αλέξανδρος Αξιώτης, συνυπέγραψαν αυτήν τήν 9ην Ιουνίου 1822. Αλλά τής αναρχίας επικρατούσης καί υπερισχυούσης, ουδέν υπήρχε βέβαιον διό καί παρασπόνδησις συνέβη εκεί κατά τά τέλη Ιουνίου, διότι παρά τήν συνθήκην καί τήν υποσχεθείσαν ασφάλειαν τής ζωής καί τών εξαιρεθέντων πραγμάτων τών συνθηκολογησάντων Τούρκων, ουκ ολίγοι
512
εφονεύθησαν καί τά πράγματά των διηρπάγησαν... Εν τούτοις, ο μέν Δράμαλης ετοιμασθείς ήρχισε τήν πορείαν του ευθύς πρός τήν Πελοπόννησον, οι δέ Αθηναίοι καί λοιποί είχον εξασφαλίσει τάς οικογενείας τών εις τάς νήσους, ωχυρώθησαν δέ καί εν τώ φρουρίω αυτώ τών Αθηνών. Ο δέ Νικήτας μετά τού Οδυσσέως έμενον τότε εστρατοπεδευμένοι εις τό Δαδί, φρονούντες ότι άπασαν μέν τήν δύναμιν τού Δράμαλη αυτοί μόνοι δέν ήθελον δυνηθή νά τήν εμποδίσουν... Θά εμποδίσουν όμως τάς επακολουθούσας αυτοίς δυνάμεις καί τροφάς καί θά τούς προξενούν βλάβας καθ' όσον δυνηθούν... Αλλ' εν τώ μεταξύ τούτω ο έως τότε φρουραρχών προσωρινώς Σαρής, εκ τής ανάγκης κινούμενος, προσκαλέσας τόν Οδυσσέα τήν 21ην Αυγούστου 1822, παρέδωκεν αυτώ τό φρούριον καί ούτος κατέστησεν επ' αυτώ φρουραρχούντα μέ 200 ιδικούς του τόν Ιωάννην Γκούραν. Επομένως κατά Σεπτέμβριον διά τοπικής μέν αλλά γενικής τής Ανατολικής Ελλάδος Συνελεύσεως καί κοινή γνώμη, κατηργήθη μέν καί απεκηρύχθη ο 'Αρειος Πάγος καί οι αρεοπαγίται απεδιώχθησαν, ο δέ Οδυσσεύς απεδείχθη αρχιστράτηγος τής Ανατολικής Ελλάδος, συμπράττοντος εις τούτο καί τού Ιωάννου Λογοθέτου μέλους τού Εκτελεστικού.» Μιχαήλ Οικονόμου - Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας, 1873 «Οι ΈΈλληνες καταπάτησαν τή συνθήκη καί έπεσαν πάνω στούς εξερχόμενους εχθρούς καί έσφαξαν όσους δέν πρόλαβαν νά κρυφτούν στά προξενεία τής Γαλλίας καί τής Αυστρίας. Οι δέ ΈΈλληνες μετά τήν αισχρή αυτή πράξη κατέφυγαν μέ τίς οικογένειές τους στήν Σαλαμίνα, ενώ ο Δράμαλης προχώρησε ανεμπόδιστα πρός τόν Ισθμό τής Κορίνθου.» Georg Gottfried Gervinus Geschichte der griechischen Revolution vom Jahre 1821 bis zur Thronbesteigung des Konigs Otto I. Οι ΈΈλληνες δέν σεβάστηκαν τήν συνθήκη καί έσφαξαν πολλούς από τούς αιχμαλώτους Τούρκους. Στή συνέχεια κατέφυγαν στήν Σαλαμίνα γιά νά αποφύγουν τίς ορδές τού Δράμαλη. Ο Σαρής, πού είχε αναλάβει προσωρινός φρούραρχος, συμφώνησε από κοινού μέ τόν Λέκκα καί τόν Μελέτη Βασιλείου, νά καλέσουν τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο καί νά τού παραδώσουν τό φρούριο τής Ακρόπολης. Ο Ανδρούτσος συνοδευόμενο από τόν Γκούρα καί 150 στρατιώτες μπήκε στήν Αθήνα τήν 1η Αυγούστου 1822 εν μέσω κανονιοβολισμών καί ανέλαβε τήν αρχηγία. Ο Μητροπολίτης Αθηνών τού έκανε δώρο ένα σπαθί πού ανήκε στόν Ομέρ Βρυώνη. Πρώτη φροντίδα τού αρματολού ήταν νά γεμίσει τό φρούριο μέ τροφές καί πολεμοφόδια, ενώ ανακάλυψε καί μία πηγή μέ πόσιμο νερό, τήν οποία δέν είχαν εντοπίσει οι Τούρκοι.
513
Πολιτική τών Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων Διατείνονται αρκετοί ειδήμονες καί μή, ότι η ελληνική επανάσταση πέτυχε χάρη στή βοήθεια τών ξένων. Καί όμως μέχρι τό τέλος τού 1822, όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καί κυρίως αυτές τής Μεγάλης Βρετανίας, τής Αυστρίας, τής Γαλλίας καί τής Πρωσίας, ήταν αντίθετες στή δημιουργία ανεξαρτήτου ελληνικού κράτους μέσα στά σύνορα τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο πλέον προκλητικός πολέμιος τών Ελλήνων ήταν ο υπουργός εξωτερικών τής Αυστρίας Μέττερνιχ (Lothar von Metternich), ο οποίος μέ τήν έναρξη τής ελληνικής επαναστάσεως είχε πεί ότι "σέ μία εβδομάδα δέν θά ξανακούσουμε κανέναν νά ομιλεί γιά αυτούς τούς 'Ελληνες". Είναι απορίας άξιον πώς η Τουρκία, παρά τήν πληθώρα τών ολοκαυτωμάτων καί εγκλημάτων πού έχει κάνει, τυγχάνει τρομερής επιείκιας ακόμα καί φιλίας από τίς "πολιτισμένες" χώρες τής Ευρώπης. Μία επιείκια, η οποία κρατάει ακόμα από τά βυζαντινά χρόνια, όταν οι αυτοκράτορες Παλαιολόγοι εκλιπαρούσαν γιά βοήθεια από τή χριστιανική Δύση. Αυτή η επιείκια συνεχίστηκε διαχρονικά μέ τό πέρασμα τών αιώνων παρά τίς θηριωδίες κατά τών Χριστιανών υπηκόων τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι φιλικές σχέσεις δυτικής Ευρώπης καί Τουρκίας δέν διαταράχτηκαν ούτε μετά από τίς σφαγές πού διέπραξε ο σουλτάνος Μαχμούντ στή Μακεδονία, τή Μικρά Ασία, τή Χίο αλλά καί οπουδήποτε εισέβαλλε ο τακτικός τουρκικός στρατός. Συνεχίστηκαν καί τόν 20ο αιώνα όταν η Δύση συναίνεσε στήν ολοκληρωτική εξόντωση τών Χριστιανών τής Μικράς Ασίας καί συνεχίζονται καί στίς μέρες μας μέ τήν δημιουργία μίας ισχυρής συμμαχίας (ΝΑΤΟ) καί μίας ισχυρής διασύνδεσης μέ τήν Ευρωπαϊκή ΈΈνωση, παρά τή συνεχιζόμενη εγκληματική πολιτική τής Τουρκίας στήν Κωνσταντινούπολη, στήν Κύπρο, στό Κουρδιστάν, στό Αιγαίο καί στό θέμα τής διακίνησης εκατομμυρίων μουσουλμάνων στίς ευρωπαϊκές χώρες. Τό 1822, η Αγγλία τού πρωθυπουργού Κάσλρη (Lord Castlereagh), υπογείως όπως πάντα, υποστήριζε τήν Υψηλή Πύλη καί τής παρείχε πληροφορίες γιά όλες τίς ενέργειες τών επαναστατών μέσω τών προξένων της καί τού αρμοστή τών Ιονίων Νήσων. Νωρίτερα είχε παραχωρήσει τήν Πάργα στόν Αλή πασά τών Ιωαννίνων, αδιαφορώντας γιά τήν τραγική μοίρα τών κατοίκων της. Ο 'Αγγλος αρμοστής Sir Thomas Maitland ήταν τελείως εχθρικός απέναντι στούς επαναστάτες. Δεχόταν τόν ελλιμενισμό τών οθωμανικών πλοίων στά Επτάνησα, ενώ ταυτοχρόνως τόν αρνείτο στά ελληνικά πλοία. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή τού αρμοστή πρός τήν σχηματισμένη ελληνική κυβέρνηση, η οποία τόν είχε παρακαλέσει νά
514
ελευθερώσει τό πλοίο "Τερψιχόρη" πού είχε κατασχέσει, επειδή ελλιμενίστηκε στό λιμάνι τής Κέρκυρας. «The following account of the affair of the Terpsichore will serve as a specimen of the british policy at that time. "His Excellency has just received letters, from persons who give to themselves the name of the Government of Greece, by a messenger now in this port. His Excellency is absolutely ignorant of the existence of a provisionary government of Greece, and therefore cannot recognise such agent. The necessity only to maintain, as his Excellency has always done, the most strict neutrality, makes him consent to answer some passages of those letters. He will not enter into a correspondence with any nominal power, which he does not know; and his determination is this: no vessel calling herself Greek, and under a flag not known and not authorized, can be received in British ports. His Excellency is not obliged to enter into a discussion with an unknown power on the propriety of his own measures, but he will say, that he considers the whole channel of Corfu, - from Mourtoux (Μύρτος) to Cassapo (Κασσιόπη), as the port of Corfu!" This letter speaks for itself. It first absolutely denies the existence of Greek power: then talks about neutrality between the belligerents. Neutrality! why admit Turkish vessels? But the last cutting and discouraging sentence was meant to produce a peculiar effect; to chill the hopes of a people, who were eagerly stretching out their arms to the governments of Europe, for assistance, by a cold-blooded, contemptuous condemnation of their struggle, as a piece of folly and presumption.» An historical sketch of the Greek Revolution. By Samuel G. Howe Τό γράμμα τού Αγγλου αρμοστή, πού παραθέτει ο Αμερικάνος φιλέλληνας Χάου, επιβεβαιώνει τά λεγόμενα τού Μακρυγιάννη, ότι δηλαδή μάς είχαν σβησμένους από τόν κατάλογο τών εθνών. Ο Αγγλος αρνείτο τόν όρο "Greek" ή "Greece" καί αναγνώριζε μόνο τούς υπηκόους τού σουλτάνου. Τρείς χιλιάδες χρόνια είχαν καταφέρει οι Οθωμανοί μέ τή βοήθεια τών Αγγλων νά τά διαγράψουν από τήν ιστορική μνήμη. Η Μεγάλη Βρετανία, εδώ καί 3 αιώνες στηρίζει τήν Τουρκία, ως ανάχωμα γιά τήν Ρωσία, τήν οποία επ' ουδενί δέν επιθυμεί νά τήν δεί νά διαπλέει μέ τό στόλο της τήν Μεσόγειο Θάλασσα. Η Ρωσία τών τσάρων θά μπορούσε εύκολα νά είχε διαλύσει τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία δημιουργώντας έτσι μία πανίσχυρη χριστιανική βαλκανική συμμαχία, η οποία θά τήν είχε κάνει υπερδύναμη στήν Εγγύς καί Μέση Ανατολή. Καί όμως η Αγγλία προτιμούσε ισχυρό μουσουλμανικό κράτος σέ αυτή τήν περιοχή. Η ίδια πολιτική στηρίξεως τής Τουρκίας υπάρχει από τούς
515
Αμερικάνους ακόμα καί σήμερα (2012). Η Αμερική προτιμά ένα μουσουλμανικό βαλκανικό τόξο, μέ ηγέτιδα δύναμη τήν Τουρκία, παρά ένα χριστιανικό τόξο μέ προστάτιδα τή Ρωσία. Μέ αυτό τό σκεπτικό οι Αμερικάνοι δημιούργησαν τά μουσουλμανικά κράτη τής Βοσνίας καί τού Κοσσόβου. Ξεκίνησαν στηρίζοντας τίς μουσουλμανικές μειονότητες, οι οποίες αποτελούν τό πρώτο βήμα γιά τήν δημιουργία ανεξάρτητου μουσουλμανικού κρατιδίου. Τό ίδιο σενάριο επιφυλάσσουν καί γιά τή Δυτική Θράκη, η οποία μέ τήν άνοδο τού μουσουλμανικού πληθυσμού, λόγω τής έλευσης λαθρομεταναστών θά ζητήσει ανεξαρτησία, τήν οποία καί θά πάρει αναίμακτα φυσικά, διότι η απαραίτητη ιδεολογική προετοιμασία τού ελληνικού λαού έχει γίνει μέσω τών αριστερών κινημάτων, τής τουρκικής οικονομικής καί πολιτιστικής διείσδυσης καί τών διεθνών οργανισμών, τούς οποίους φυσικά ελέγχει πλήρως η αμερικανική κυβέρνηση. Επανερχόμαστε στό 1822 μέ μόνη δύναμη τή Ρωσία νά πρόσκειται φιλικά πρός τούς εξεγερμένους ομόδοξους ΈΈλληνες. Η αναχώρηση τού έντιμου Ρώσου πρεσβευτή Στρογγάνωφ από τήν Κωνσταντινούπολη μετά από τίς τουρκικές θηριωδίες αποτέλεσε προμήνυμα πολεμικής ρήξεως μεταξύ τών δύο αυτοκρατοριών. Ο υπουργός εξωτερικών τής Ρωσίας Ιωάννης Καποδίστριας υποστήριζε μέ θέρμη μία ρωσοτουρκική σύγκρουση αλλά ο τσάρος Αλέξανδρος δίσταζε νά έρθει σέ ρήξη μέ τήν Ιερά Συμμαχία, η οποία είχε ως πρώτο μέλημα τή διατήρηση όλων τών συνόρων στήν ευρωπαϊκή επικράτεια. Οι ΈΈλληνες ήλπιζαν τουλάχιστον στήν υλική στήριξη τής Ρωσίας σέ χρυσό καί σέ όπλα. ΌΌμως η ατολμία τού τσάρου Αλέξανδρου από τή μία πλευρά καί η δυναμικότητα τού υπουργού εξωτερικών τής Αυστρίας Μέττερνιχ από τήν άλλη, είχε ως αποτέλεσμα νά μήν υπάρξει καμμία βοήθεια πρός τούς επαναστάτες. Μάταια ο ισχυρός πολιτικός καί διπλωμάτης Ιωάννης Καποδίστριας προσπαθούσε νά πείσει τόν τσάρο ότι ήταν πρός τό συμφέρον τής Ρωσίας νά βοηθήσει άν όχι στήν ανεξαρτησία, τουλάχιστον στήν αυτονομία τού χριστιανικού αυτού κράτους. Η Ιερά Συμμαχία είχε διαμορφωθεί μετά από τό Συνέδριο τής Βιέννης (1814) καί επιζητούσε πάσει θυσία μία σταθερότητα καί μία μακρόχρονη περίοδο ειρήνης ώστε νά παραμείνουν ακλόνητοι οι βασιλικοί θεσμοί τής Ευρώπης. Η Αυστρία, η Ρωσία, η Πρωσία καί η Αγγλία ήταν οι δυνάμεις τής συμμαχίας, ενώ τό 1818 εντάχθηκε καί η Γαλλία. Ακολούθησε τό Συνέδριο τού Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα) τό 1821, όπου καταδικάζονταν όλα τά επαναστατικά κινήματα καί τότε από καθαρή
516
σύμπτωση ήρθε στό Λάιμπαχ η είδηση γιά τήν εξέγερση τού Αλέξανδρου Υψηλάντη στή Μολδοβλαχία. Η αντίδραση τού τσάρου Αλέξανδρου τού Α' ήταν η επίσημη καταδίκη τής εξέγερσης, η απόταξη τού Υψηλάντη από τόν ρωσικό στρατό καί η άδεια εισόδου τού τουρκικού στρατού στίς Ηγεμονίες. Χάρη στήν επέμβαση τού Καποδίστρια αποσωβήθηκε η επέμβαση τής Ιεράς Συμμαχίας κατά τών Ελλήνων επαναστατών, όπως είχε γίνει μέ τήν επανάσταση τής Νάπολης καί τήν αιματηρή καταστολή της από τά αυστριακά στρατεύματα. Στά δύο αυτά συνέδρια ο τσάρος Αλέξανδρος, πιεζόμενος από τό Μέττερνιχ, ακολούθησε τήν πολιτική τής Αυστρίας καί τής Αγγλίας. Ο ορκισμένος εχθρός τού Καποδίστρια Μέττερνιχ είχε τόση επιρροή στόν τσάρο ώστε κατάφερε νά τόν πείσει νά απομακρύνει τόν Καποδίστρια από τή θέση τού Υπουργού Εξωτερικών. Ακολούθησε τό Συνέδριο τής Βερόνας (Δεκέμβριος 1822) τό οποίο είχε ως θέμα τήν καταστολή τών επαναστατικών κινημάτων στήν Ισπανία καί τήν Λατινική Αμερική. Ο Καποδίστριας θέλησε νά υπενθυμίσει τό ελληνικό ζήτημα στίς Μεγάλες Δυνάμεις καί συνέταξε, γιά λογαριασμό τής ελληνικής κυβερνήσεως (Εκτελεστικού), τό κάτωθι υπόμνημα: «Δεκαοκτώ μήνες παρήλθον αφ' ού η Ελλάς μάχεται κατά τών εχθρών τού χριστιανικού ονόματος. ΌΌλαι αι δυνάμεις τών μωαμεθανών κατηυθύνθησαν εναντίον της και η ευρωπαϊκή Τουρκία, η Ασία καί η Αφρική εξοπλίζονται αμιλλώμενοι πρός αλλήλας διά νά υποστηρίξωσι τήν σιδηράν χείραν τήν καταπιέσασαν τοσούτον χρόνον τό ελληνικόν έθνος καί τείνουσαν όλως εις τό νά τό εξολοθρεύση. Αφ' ής ήρχισεν ο πόλεμος, ύψωσεν τήν φωνήν η Ελλάς διά τών νομίμων αντιπροσώπων της εξαιτουμένη τήν βοήθειαν, ή τουλάχιστον τήν ουδετερότητα τών χριστιανικών δυνάμεων. Τήν σήμερον δέ ότε συνέρχονται εις τήν ιταλικήν χερσόνησον οι δυνατοί διά νά βάλωσιν εις τάξιν τά τής Ευρώπης καί συμβουλευθώσι πασιφανώς δια τά μεγάλα συμφέροντα τής ανθρωπότητος καί ότε όλα τά έθνη προσμένουσι απ' αυτούς τήν διατήρησιν τής ειρήνης, τήν εγγύησιν τού δικαίου τών εθνών καί τήν διανομήν τής δικαιοσύνης, η ελληνική κυβέρνησις ήθελε παραβή τό χρέος της, αν δέν εξέθετε καί αύθις εις τούς αυγούστους συμμάχους μονάρχας τήν κατάστασιν τής Ελλάδος, τά δίκαιά της καί τάς νομίμους επιθυμίας της, καθώς καί τήν σταθεράν απόφασιν όλων τών πολιτών της τού νά τύχωσι δικαιοσύνης από τάς ανθρωπίνους δυνάμεις, καθώς εύρον χάριν ενώπιον τού Ουρανίου Βασιλέως τού διέποντος τά βασίλεια τού κόσμου ή νά αποθάνωσιν όλοι χριστιανοί καί ελεύθεροι ήδη εχύθησαν ποταμοί αιμάτων. Αλλ' η σημαία τού Σταυρού νικήτρια πανταχού κυματίζει εις τήν
517
Πελοπόννησον, εις τήν Αττικήν, εις τήν Εύβοιαν, εις τήν Βοιωτίαν, εις τήν Ακαρνανίαν, εις τήν Αιτωλίαν, εις τό μεγαλύτερον μέρος τής Θεσσαλίας καί τής Ηπείρου, εις τήν Κρήτην καί εις τάς νήσους τού Αιγαίου Πελάγους. Τοιαύτας προόδους έκαμε τό Ελληνικόν ΈΈθνος καί αύτη είναι η κατάστασίς του, ώστε είναι πασίδηλον εις όλους τούς έχοντας γνώσιν τής Τουρκίας ότι οι Ελληνες δέν ημπορούσι ν' αφήσωσι τά όπλα πρίν κατακτήσωσι ή πρίν απολαύσωσι τάς εγγυήσεις υπάρξεως χωριστής, ανεξαρτήτου καί εθνικής, εις τήν οποίαν καί μόνην θά εύρωσιν τήν ασφαλείαν τής λατρείας, τής ζωής, τής ιδιοκτησίας καί τής τιμής των. Καί αν η Ευρώπη διά νά φυλάξη τήν ειρήνην συγκατατεθή νά διαπραγματευθή μέ τήν Οθωμανικήν Πόρταν επί σκοπώ τού νά συμπεριλάβη καί τό Ελληνικόν ΈΈθνος εις τό αυτό σύστημα τής γενικής ειρηνοποιήσεως, η ελληνική κυβέρνησις σπεύδει νά δηλοποιήση επισήμως διά τής παρούσης ότι δέν θέλει στέρξει καμμίαν συνθήκην, όσον καί εάν ήθελεν είναι ωφέλιμος κατ' επιφάνειαν, ειμή αφού γίνωσι δεκτοί αντιπρόσωποι, παρ' αυτού απεσταλμένοι διά νά υπερασπισθώσι τήν υπόθεσίν του, νά εκθέσωσι τά δικαιολογήματά του, καί νά καταδηλώσωσι τά δίκαιά του, τάς ανάγκας του καί τά προσφιλέστερα συμφέροντά του. Αν δέ παρά πάσαν ελπίδα ήθελεν απορριφθή η αίτησίς του, η παρούσα δηλοποίησις θέλει επέχει τόπον τακτικής διαμαρτυρήσεως, τήν οποίαν η Ελλάς ικετεύουσα υποβάλλει σήμερον εις τούς πόδας τής αιωνίου δικαιοσύνης καί τήν οποίαν χριστιανικός λαός διευθύνει θαρρούντως εις τήν Ευρώπιν καί εις τήν μεγάλην οικογένειαν τής χριστιανοσύνης. Αν δέ εγκαταλειφθώσι οι ΈΈλληνες, όντες μέν αδύνατοι, θά ελπίσωσιν εις τόν Θεόν τών δυνάμεων, αλλά καταρτιζόμενοι μέ τήν παντοδύναμον χείραν του δέν θέλουσι κλίνει τόν αυχένα ενωπίον τής τυραννίας, όντες χριστιανοί καί καταδιωκόμενοι, διότι εμείναμεν πιστοί εις τόν Σωτήρα μας τόν Βασιλέα καί Κύριόν μας. Θέλωμεν δέ υπερασπίσει έως ενός τήν Εκκλησίαν Του, τάς εστίας μας καί τούς τάφους μας. Είναι δέ ευτυχία μας ή νά καταβώμεν εις αυτούς ελεύθεροι καί χριστιανοί ή νά νικήσωμεν καθώς άχρι τούδε ενικήσαμεν διά μόνης τής Θείας δυνάμεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί δια τής Θείας Του βοηθείας». Τό υπόμνημα ανέλαβε νά τό υποβάλλει μία επιτροπή, τήν οποία αποτελούσαν οι Παλαιών Πατρών Γερμανός, Γεώργιος Μαυρομιχάλης, Ανδρέας Μεταξάς καί ο φιλέλληνας Γάλλος πλοίαρχος Ζουρντέν. Οι εκπρόσωποι τής Συμμαχίας αρνήθηκαν όμως νά δεχτούν τήν ελληνική αντιπροσωπεία καί οι ΈΈλληνες στράφηκαν πρός τόν πάπα, ο οποίος αδιαφόρησε επίσης.
518
Τό συνέδριο κατέληξε στήν καταδίκη τής Ελληνικής Επανάστασης καί μεταξύ άλλων εξέδωσε τήν ακόλουθη ανακοίνωση: «Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τά τέλη τής τελευταίας συνελεύσεως (Λάιμπαχ). ΌΌ,τι τό ανατρεπτικόν τών κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τή δυτική (ιβηρική) χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε νά πράξη εν τή Ιταλία, τό κατώρθωσεν εις τάς ανατολικάς εσχατιάς τής Ευρώπης (εννoούν τήν Ελλάδα). Καθ' ον καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοίς βασιλείοις τής Νεαπόλεως καί τής Σαρδηνίας στρατιωτικαί επαναστάσεις διά τής δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν' απωθήσωσι τήν αρχήν τής επαναστάσεως καθ' οποίον μέρος καί εν οποία μορφή καί άν εφαίνετο, έσπευσαν νά τήν καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δέ αμεταθέτως εις τό έργον τής κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν πάν ό,τι εδύνατο νά τούς παρεκτρέψη τής οδού των. Αλλ' ακούοντες καί τήν φωνήν τής συνειδήσεως καί τού ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ τών θυμάτων ασυνέτου καί εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί καί φιλικαί τών πέντε αυλών προς αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης τής εποχής ταύτης, μίας τών σημαντικωτέρων τής συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως πρός τό ζήτημα τής Ανατολής, απέκειτο δέ εις τήν εν Βερώνη συνέλευσιν νά καθιερώση καί επιβεβαιώση τά ορισθέντα. Αι δέ σύμμαχοι τής Ρωσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά τών κοινών προσπαθειών θά εξομαλυνθούν τά μέχρι τούδε εμπόδια διά τήν ευόδωσιν τών ευχών αυτών». ΈΈτσι η Ελλάδα θά έμενε τελείως μόνη της στόν αγώνα της, όπως είχε προβλέψει ο Κολοκοτρώνης, ότι "μόνοι μας θά πρέπει νά πολεμήσουμε καί νά μήν ελπίζουμε σέ βοήθεια από καμμία ξένη δύναμη." Αλλά δέν χρειαζόταν ξένη δύναμη γιά τή νίκη. Εκείνο πού έλειπε ήταν η ομόνοια μεταξύ τών Ελλήνων. Τά πάθη, η διχόνοια καί ο εμφύλιος πόλεμος ήταν αυτά πού θά απειλούσαν τήν επιτυχία τού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis17.html
519
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΗ' Κάθοδος τού Δράμαλη πασά Στά μέσα Ιουνίου 1822, ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς οργάνωσε στή Λάρισα ένα τεράστιο στρατό άνω τών 30.000 ανδρών καί έδωσε εντολή στόν Μαχμούτ Δράμαλη πασά νά οδηγήσει αυτό τό στρατό στό νότο γιά νά δώσει ένα οριστικό τέλος στήν εξέγερση τών "βδελυρών Ρούμ". Ο στρατός τού Δράμαλη ήταν ο μεγαλύτερος στρατός πού θά επιχειρούσε νά κατέβει στό Μοριά καθόλη τή διάρκεια τής επανάστασης. Είχε 10.000 ιππείς, 20.000 τακτικό πεζικό, 30.000 μουλάρια, 500 καμήλες, έξι κανόνια καί τόν συνόδευαν επτά πασάδες καί δεκάδες μπέηδες καί σπαχήδες τής Μακεδονίας καί τής Θράκης. Γιά τό μόνο πού δέν είχε φροντίσει μέ ιδιαίτερη φροντίδα ο Χουρσίτ ήταν τά τρόφιμα καί τό νερό καί ο υπεύθυνος τής επιμελητείας Καραοσμάνογλου Γιακούμπ πασάς είχε ενημερώσει σχετικά τόν Δράμαλη, ο οποίος αδράνησε επίσης. Η εκστρατεία δέν ανετέθη στόν Χουρσίτ, διότι ο σερασκέρης είχε αρχίσε νά πέφτει στή δυσμένεια τού σουλτάνου Μαχμούτ. Οι θησαυροί τού Αλή πού απέστειλε στήν Κωνσταντινούπολη θεωρήθηκαν μηδαμινοί (40 εκατομμύρια γρόσια) δεδομένου ότι υπήρχαν φήμες ότι ο πασάς τών Ιωαννίνων είχε στήν καταχή του 500 εκατομμύρια γρόσια. ΈΈτσι καί ο Χουρσίτ μέ τή σειρά του δέν φρόντισε ιδιαίτερα τήν τροφοδοσία τού στρατού τού εκλεκτού τού σουλτάνου Δράμαλη πασά, διότι μία επιτυχία τού τελευταίου θά είχε ως αποτέλεσμα νά πέσει ο ίδιος ο Χουρσίτ στήν υπόληψη τής Υψηλής Πύλης. Ο σουλτάνος εξ άλλου δέν ήθελε νά αποκτήσει μεγάλη δύναμη καί δόξα κάποιος στρατηγός του, διότι μετά τόν θεωρούσε ως απειλή γιά τήν εξουσία του, κάτι πού συνέβαινε συχνά καί στό Βυζάντιο, όταν παραγκωνίζονταν από τούς αυτοκράτορες οι άξιοι στρατηγοί, μέ τό φόβο ότι αυτοί μπορούσαν νά επηρεάσουν τό στράτευμα καί νά προκαλέσουν ανταρσία. Καί ο Χουρσίτ ήταν καί άξιος στρατηγός καί πανίσχυρος. Ο οθωμανικός στρατός προχώρησε ανενόχλητος πρός τή Λαμία, πέρασε από τήν Αλαμάνα καί κατέβηκε στίς πυρπολημένες από τόν Κιοσέ Μεχμέτ πόλεις τής Λιβαδειάς καί τής Θήβας, χωρίς νά συναντήσει ούτε ίχνος επαναστατών. Πράγματι, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν αδύνατο νά αντιμετωπίσει τούς χιλιάδες άνδρες τού Δράμαλη καί τούς άφησε νά περάσουν ατουφέκιστους μέ σκοπό νά τούς αποκόψει τούς ζαϊρέδες (τροφοδοσία), παρενοχλώντας τά νώτα τους. Τά πρώτα σημάδια τής αμέλειας τού Χουρσίτ φάνηκαν από τήν αρχή τής εκστρατείας, όταν η υπερβολική ζέστη τού καλοκαιριού καί η αφόρητη δίψα είχε σάν αποτέλεσμα νά αρρωσταίνουν πολλοί στρατιώτες καί νά αφήνονται στήν τύχη τους, αφού δέν υπήρχαν αρκετοί γιατροί γιά
520
νά τούς φροντίσουν. Στίς 20 Ιουνίου 1822, ο Δράμαλης άφησε στήν Θήβα μία δύναμη 500 ανδρών μέ τόν Τσερχατζή πασά, η οποία προοριζόταν γιά τήν Χαλκίδα καί συνέχισε τήν πορεία του πρός τά Δερβενοχώρια ή τά Μεγάλα Δερβένια τών Γερανείων. Στά δύσβατα μονοπάτια τής διαδρομής αυτής οι κρυμμένοι ΈΈλληνες τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά κλέψουν μερικά μουλάρια φορτωμένα μέ εφόδια καί νά σκοτώσουν όσους Τούρκους ξεμάκραιναν από τήν στρατιωτική φάλαγγα. Ο Δράμαλης πάντως είχε κινηθεί μέ μεγάλη ταχύτητα καί μόλις πού πρόλαβαν οι Χριστιανοί κάτοικοι τής Αττικής καί τής Βοιωτίας νά τρέξουν νά σωθούν είτε στά ορεινά χωριά, είτε στήν Αίγινα, είτε στήν Κούλουρη (Σαλαμίνα). Τόσο τό Εκτελεστικό τού Μαυροκορδάτου, τού Κανακάρη καί τού Κωλέττη όσο καί ο Αρειος Πάγος τού Νέγρη αποδείχθηκαν ανίκανα νά αντιμετωπίσουν τήν απειλή πού πλησίαζε. Οι λιγοστοί άνδρες πού έστειλαν στά Μεγάλα Δερβένια τών Γερανείων μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Σέκερη, τόν Γ. Αγαλόπουλο, τόν Μπιλίδα καί τόν Ρήγα Παλαμήδη δείλιασαν μπροστά στόν τεράστιο όγκο τών εχθρικών δυνάμεων καί όχι μόνο υποχώρησαν ατάκτως, αλλά σκόρπισαν καί τόν πανικό στούς κατοίκους τής Κορινθίας. Τό ίδιο ανίκανος αποδείχθηκε καί ο φρούραρχος τού κάστρου τής Ακροκορίνθου, πού είχε ορίσει η κυβέρνηση τής εποχής, Ιάκωβος Θεοδωρίδης (Αχιλλέας). Σύμφωνα μέ τόν ιστορικό τής ελληνικής επανάστασης Διονύσιο Κόκκινο, ο Μέττερνιχ είχε συμβουλέψει τόν σουλτάνο Μαχμούτ νά τελειώνει γρήγορα μέ τήν ενοχλητική αυτή εξέγερση, διότι μία μακροχρόνια επαναστατική κατάσταση θά μπορούσε νά αντιστρέψει τήν πολιτική τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο ίδιος ιστορικός θεωρεί τήν άνοιξη τού 1822 ως μία "θλιβερά εποχή", λόγω τού παραγκωνισμού τού Κολοκοτρώνη στήν Πελοπόννησο καί τού Ανδρούτσου στήν Ανατολική Στερεά, ενώ όλοι γνώριζαν ότι ο Χουρσίτ εκείνη τήν περίοδο σχεδίαζε μία μεγάλη εκστρατεία, γιά νά δώσει τό τελειωτικό κτύπημα στό κέντρο τής επανάστασης. «Ετοιμάζαμε τά καράβια. Μάθαμε μπήκε ο Δράμαλης εις Κόρθο αντουφέκηγος, ότι οι κάτοικοι πήγαν νά κρύψουν τίς φαμελιές τους. Εις τά Ντερβένια (Δερβενοχώρια βορείως τών Μεγάρων, ντερβέν σημαίνει στενό πέρασμα, κλεισούρα) τούς χτύπησαν. Κι' αφού τούς είδε τούς Τούρκους από μακρυά ο Αχιλλέας, ο νέος αξιωματικός τής κυβερνήσεώς μας, άφησε 'φοδιασμένο κάστρο καί πήρε τόσο ασκέρι κ' έπιασε τά βουνά. Κι' ύστερα σκοτώθηκε. Τέτοιους αξιωματικούς θέλει η κυβέρνησή μας νά λευτερώση τήν πατρίδα, νέους. Τούς παλιούς σκότωμα. (Ειρωνεύεται τήν κυβέρνηση
521
Μαυροκορδάτου, Νέγρη καί Κωλέτη γιατί όρισε ανίκανους αξιωματικούς νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό, ενώ τούς έμπειρους οπλαρχηγούς επιχειρούσε ακόμα καί νά τούς δολοφονήσει). Μπεζέρισαν ν' ακούνε Γώγο μέ ογδοήντα ένα άνθρωπον νά βαστήξη έξι χιλιάδες καί νά γιομίση ο τόπος σκοτωμένους. Ν' ακούνε εφτακόσους ανθρώπους νά χαλάσουν τόσες χιλιάδες. Ν' ακούνε Δυσσέα μ' εκατό ανθρώπους σέ μίαν μάντρα (Χάνι Γραβιάς) νά κόψουνε τήν πρώτη ορμή τών Τούρκων. Θέλουν Αχιλλέα οι Κυβερνήται ν' αφίνη αντουφέκηγον κάστρο, οπού 'ναι πλησίον τού ουρανού εις τό ψήλωμα κ' είχε κι' όλα του τ' αναγκαία. Η μαγαρισιά τό φκυάρι της θέλει. Βαρέθηκαν οι άνθρωποι ν' ακούνε Αλέξη Νούτζο, πού ξόδιασε όλα του τά χρήματα καί πούλησε καί τά τζιβαϊρικά του μισοτιμής εις τήν Αγιαμαύρα καί πλέρωνε τούς ανθρώπους εις τόν πόλεμον, καί εις τήν Λαγκάδα έκοβα εγώ ξύλα νά φκειάσουμε φωτιά νά ζυμώσουμε ψωμί κι' ο Αλέξη Νούτζος φορτώνεταν τά ξύλα καί τά κουβάλαγε. Τόν στείλανε καί σκοτώθηκε σάν σκυλί. Αχ, ουρανέ, μήν τό φτουράς, μή βαστάς τήν επιβουλή τών αχάριστων ανθρώπων! Κι' ο Δυσσέας δεν ήταν καλύτερος. Αυτόν θά τόν κρέμαγε ο Αλήπασσας εις τά Γιάννενα, οπού τό φταιξε, ο Νούτζος τόν γλύτωσε. 'Εκαμε κι' αυτός τήν ανταμοιβή εις τόν ευεργέτη του. (Κατηγορεί καί τόν Ανδρούτσο γιά τό θάνατο τού Νούτσου πού τού είχε γλυτώσει τή ζωή στά Γιάννενα όταν ο Αλής ήθελε νά τόν κρεμάσει.)» Απομνημονεύματα στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη Πράγματι. Ο φρούραρχος πού είχε διατάξει τό Εκτελεστικό νά κρατήσει τό κάστρο στόν Ακροκόρινθο, εγκατέλειψε άρον άρον τή θέση του, αν καί είχε στή διάθεσή του άφθονο πολεμικό υλικό καί τρόφιμα γιά νά κρατήσει μία μακροχρόνια πολιορκία. Μάλιστα, πρίν φύγει, δολοφόνησε τόν Κιαμήλ μπέη πού ήταν αιχμάλωτός του, γεύτηκε γυναίκες από τό τούρκικο χαρέμι καί τό έσκασε αφήνοντας καί αυτές τίς πύλες τού κάστρου ορθάνοιχτες. Ο Δράμαλης μπήκε ανενόχλητος στίς 7 Ιουλίου 1822 στήν πόλη τής Κορίνθου. Εκεί τόν συνάντησε ο Γιουσούφ πασάς διοικητής τών Πατρών καί τόν συμβούλεψε νά παραμείνει στήν Κόρινθο, ώστε νά έχει μία βάση ανεφοδιασμού τού τεράστιου στρατού του καί από εκεί νά οργανώνει τίς στρατιωτικές του επιχειρήσεις πρός τό εσωτερικό τού Μοριά. «Kurchid' Pashaw having resigned the prosecution of the war in western' Greece to Omer Vryonis, turned his whole attention to the raising of a large army at Larissa. He succeeded in collecting newly thirty thousand men, and having ordered the Pashaw, Mehemet of Drama, commonly called Dramali Pashaw, to take command of these as an advance army, while he himself should collect others as a reserve, he gave the signal for moving; They crossed the ridges of Othrys and Oeta, without opposition. It was expected that
522
Thermopylae, and the passes of Mount Callidromus and Cnemis, which were then occupied by Ulysses, son of Andritso, would have presented a vigorous resistance. But it was not so; to the astonishment of every one, Ulysses left open the "gates of Greece;" and the Turkish hordes rushing through them, scattered themselves over Phocis and Boeotia, plundering and burning, enslaving, torturing, and murdering. No resistance was made none could be made; the peaceful villages, scattered over the country, were in apparent security; and the peasantry would hardly get the terrible news of an invasion, the tramp of horses, and the wild hurra of the horsemen would be heard, as they came rushing into the village, and cut down all they met. They then galloped up and down the streets waving their bloody scimetars and firing their pistols, till they were certain nothing was left to oppose and endanger themselves. When bursting into the rooms, where the half distracted females had shut themselves up, they would butcher one or two, the more to intimidate the rest, and then force them to tell where their husbands, brothers, or sons, had hid themselves. These were dragged forth, hacked to pieces, and their heads severed from their bodies. "Give us your money," cried the brutal Turks; and when all was done, when those poor females had suffered indignities worse than death, they were stabbed; their noses and ears cut off, and they left to writhe on the headless bodies of their relatives. None were spared, except, perhaps, the most beautiful, who were loaded with the spoils and often with a string of ears and noses, and driven off like beasts of burden. But the scene closed not here; some fugitives might still be concealed, or the wounded might live; the fire would find what the sword had missed; then the torch was applied, and as the flames arose, these human tigers mounted their horses, and galloped away with wild yells, to seek in other villages, new scenes of triumph. Having collected his troops, which had scattered over the country to destroy the villages. Dramali leaving Athens, on the left hand, bent his way for the strong passes of Megara, which command the entrance to the isthmus of Corinth. These he expected to find occupied, but alas! The dissensions and imbecility of the government had left them open; and not that alone, but left the fortress of Corinth in the hands of a few soldiers, commanded by a Hydriote priest, utterly unqualified for it.» An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe Ο Δράμαλης πού είχε κάνει περίπατο από τή Λαμία μέχρι τήν Κόρινθο, όχι μόνο οικειοποιήθηκε τούς αμύθητους θησαυρούς τού Κιαμήλ μπέη αλλά νυμφεύθηκε καί τήν πανέμορφη χήρα του. Οι θησαυροί τού Κιαμήλ ήταν κρυμμένοι μέσα σέ ένα πηγάδι καί ανέρχονταν σέ είκοσι εκατομμύρια γρόσια. Η χήρα ξέχασε γρήγορα τόν προηγούμενο σύζυγο καί παρηγορήθηκε μέ τόν νέο κάτοχο τής περιουσίας τού μακαρίτη μπέη τής Κορινθίας. Γιά γαμήλιο δώρο ο
523
Δράμαλης έδωσε στή νύφη Ρωμιούς αιχμαλώτους, τούς οποίους η Τουρκάλα τούς έχτισε στά τείχη, γιά νά πάρει εκδίκηση γιά τήν ατίμωσή της από τόν Ρωμιό φρούραρχο τού κάστρου. Δύο ιερείς αιχμάλωτοι κρεμάστηκαν κατωκέφαλα. Στή συνέχεια ο πασάς κινήθηκε πρός τό 'Αργος. Στό πέρασμά του, άφηνε καμμένα χωριά, αποκεφαλισμένους άνδρες καί βιασμένες γυναίκες. Τίς πιό όμορφες τίς έπαιρναν στά χαρέμια τους οι μπέηδες καί τίς υπόλοιπες τίς σκότωναν. Δέν παρέλειψε νά στείλει μετζίληδες στόν Χουρσίτ νά τού αναγγείλει τά ευχάριστα νέα ότι δηλαδή καταπνίγηκε τό ζορμπαλίκι τών γκιαούρηδων στό Μοριά καί ο σερασκέρης μέ τή σειρά του τό ανήγγειλε στόν σουλτάνο, ο οποίος οργάνωσε γιορτές καί πανηγύρια στήν Ιστανμπούλ γιά νά λάβει καί τά συγχαρητήρια από τόν πρεσβευτή τής Αγγλίας λόρδο Στράγκφορντ. Στίς 8 Ιουλίου 1822, σαράντα ιππείς τής εμπροσθοφυλακής τού στρατού τού Δράμαλη μπήκαν καλπάζοντας στό Ναύπλιο καί έφεραν τή χαρμόσυνη είδηση τών ενισχύσεων στούς κλεισμένους στό Παλαμήδι ομοθρήσκους τους, οι οποίοι έχοντας φτάσει στά όριά τους από τήν πείνα καί τίς αρρώστειες, ετοίμαζαν τήν παράδοση τού κάστρου. Αντίθετα ήταν τά συναισθήματα στήν άλλη πλευρά. Ο πανικός τών κατοίκων τής Αργολίδος ήταν απερίγραπτος. "Ο σώζων εαυτόν σωθήτω". ΌΌλοι έτρεχαν πρός διάφορες κατευθύνσεις νά μαζέψουν τό βιό τους καί νά φύγουν. Καί μόνο η κραυγή "πλάκωσαν οι Τούρκοι" ήταν ικανή νά ερημώσουν τά χωριά. Μάταια ο Δημήτριος Υψηλάντης προσπαθούσε νά μαζέψει ενόπλους, φωνάζοντας "όσοι πιστοί διά τήν πατρίδα νά μέ ακολουθήσουν!". Οι κάτοικοι έτρεχαν πρός τούς Μύλους μήπως βρούν κάποιο πλοίο νά τούς περάσει στά κοντινά νησιά. Πολλοί στόν πανικό τους έπεφταν στή θάλασσα καί πνίγονταν. Οι πρόσφυγες από τήν Χίο καί τίς Κυδωνιές πού είχαν προηγουμένως ζήσει σφαγές ήταν σέ έξαλλη κατάσταση. Πολλοί από αυτούς έπεσαν θύματα ληστείας από τούς ντόπιους καί κυρίως από τούς Μανιάτες. Η αδελφή τού Βάμβα Μαρία βιάστηκε καί πέθανε ύστερα από μερικές μέρες στή Μήλο. Αυτά τά γεγονότα ανάγκασαν πολλούς φιλέλληνες νά εγκαταλείψουν τήν Ελλάδα αηδιασμένοι από τήν μεταχείριση πού είχαν οι ΈΈλληνες από άλλους ΈΈλληνες καί νά γράψουν άσχημες αναφορές γιά τήν Ελλάδα. «Οι δέ εχθροί επροχώρουν χωρίς ανθίστασιν καί τέλος πάντων έφθασαν εις τήν Κόρινθον αναιμωτί καί εστρατοπέδευσαν εκεί τήν 6ην Ιουλίου 1822. Οι δέ φεύγοντες Τριπολιτζιώται διεσκορπισμένοι εκ τού φόβου εις διαφόρους δρόμους διέσπειραν μέγαν τρόμον εις τά μέρη, όθεν διέβαινον, κηρύττοντες έκαστος εις τόν λαόν, ότι αυτός μόνος εσώθη από τήν μάχαιραν τών εχθρών καί κατήντησαν τούς χωριάτας εις
524
τόσην απελπισίαν, ώστε κατέφευγον εις τούς δρόμους καί τά σπήλαια. Πανταχόθεν ηκούετο ολολυγμός τών γυναικών καί παιδίων καί μάλιστα τών εκεί ευρισκομένων ξένων φαμιλιών εκ τής Χίου, τών Κυδωνιών (Αϊβαλί) καί άλλοθεν, οίτινες ήρπασαν εις τούς ώμους των, ό, τι εδύναντο από τό πράγμα τους καί έφευγον έξω τής πόλεως. Οι δέ Μανιάται διετηρήθησαν εις αυτήν τήν περίστασιν απανθρώπως, επειδή άλλοι μέν εξ αυτών προκατέλαβον τούς δρόμους έξω τής πόλεως επί προφάσει διά νά εμποδίζουν τούς φεύγοντας ενόπλους καί εγύμνωσαν πάντας τούς διαβαίνοντας άνδρας καί γυναίκας. 'Αλλοι δέ Μανιάται ώρμησαν εις τά οσπήτια καί εργαστήρια καί τά εγύμνωσαν εν ω ήσαν παρόντες οι οικοκύριοι, πρός τούς οποίους έλεγον ότι, άν τούς τά αφήσουν θέλει τά κυριεύσουν οι Τούρκοι. Αφ' ού έπραξαν ταύτα άτοπα, οι πλείονες εξ αυτών ανεχώρησαν διά τήν Μάνην, ενεργούντες καί καθ' οδόν εις τά χωρία όχι ολιγώτερα. Τά δέ μέλη τής Διοικήσεως, χωρίς νά συνέλθωσιν εις έν καί νά λάβωσι κοινά μέτρα περί τού ποιητέου, διεσκορπίσθησαν, επειδή πρώτον έδωσε τό παράδειγμα τούτο τό Εκτελεστικόν Σώμα, τό οποίον εφοβείτο μάλλον τήν οργή τού λαού ή τούς εχθρούς πλησιάζοντας καί διά τούτο δέν εφρόντισεν άλλο ειμή τίνι τρόπω νά διασωθή μέσα εις τά πλοία, όπου ευρίσκοντο εις τούς Μύλους. Ο δέ Υψηλάντης επροσπάθει νά συναθροίση στρατιώτας καί νά συγκροτήση έν σώμα, διά νά προκαταλάβουν μίαν θέσιν οχυράν πρός βλάβην τών εχθρών, αλλ' ουδείς τόν ηκολούθει.» Απομνημονεύματα Γερμανού Στή γολέτα "Τερψιχόρη" τού Λάζαρου Κουντουριώτη βρισκόταν καί η σεβαστή κυβέρνηση μέ πρώτους τόν Ιωάννη Κωλέτη καί τόν Θεόδωρο Νέγρη, οι οποίοι γιά τό μόνο πού νοιάστηκαν ήταν πώς νά σώσουν τό τομάρι τους. Είχαν εξαντλήσει όλες τίς ραδιουργίες δίδοντας αξιώματα σέ ανίκανους ανθρώπους πού δέν είχαν ασχοληθεί ποτέ μέ τά στρατιωτικά καί τώρα δέν γνώριζαν αλλά ίσως καί νά μήν τούς ένοιαζε, πώς θά αντιμετωπιστεί ο Τούρκος πού πλησίαζε. Ο Κωλέτης είχε προηγουμένως φροντίσει νά απομακρυνθεί τελείως ο Κολοκοτρώνης μέ μία επιστολή του μέ τήν οποία τού έδινε εντολή νά ...πάει στήν Πάτρα νά συνεχίσει τήν πολιορκία, ενώ τόν χαρακτήριζε καί σκανδαλοποιό. Ποιός μπορούσε άραγε νά σταματήσει τόν Δράμαλη; «Τού δέ Δράμαλη προσεγγίζοντος, ο μέν λαός καί αι αρχαί αι εν Κορίνθω, υπό πανικού καταληφθέντες φόβου καί εις τά ορεινά ή τά παράλια καταφεύγοντες διά νά σώσωσι τάς οικογενείας των, κατέλιπων τήν πόλιν παντέρημον. Ο δέ τόν Ακροκόρινθον φρουραρχών Αχιλλεύς (κληρικός διάκονος) Υδραίος, καίτοι επελθόντος καί τού Δημητρίου Κριεζή καί ενισχύοντος αυτόν, δέν επείσθη νά κρατήση τό φρούριον
525
εκείνο, άν καί καλώς εφοδιασμένον καί ν' απασχολήση εκεί τόν εχθρόν, αλλ' αφού διέταξε καί εφόνευσαν μόνον τόν Κιαμίλμπεην καί τούς λοιπούς εκλείδωσαν εις τινα αποθήκην, εγκαταλιπών τό φρούριον απέδρα εγκαίρως μετά τής φρουράς του. Η δέ Κυβέρνησις μετά τής Βουλής, οιωνεί δικαιολογούμενοι επί τούτοις καί εντός τών εν Μύλοις πλοίων ησφαλισμένοι, εκεραυνοβόλουν μέχρι τής 10ης Ιουλίου 1822 τόν Κολοκοτρώνην δι΄εγκυκλίων πρός τόν ελληνικόν λαόν καί τής προκειμένης συμφοράς τήν αιτίναν εις αυτόν αποδίδοντες... Πάντες έφυγον εκείθεν, μετ' αυτούς δέ καί οι κάτοικοι εκ φόβου επελεύσεως αιφνιδίας τού πολυπληθούς εχθρού καί αιχμαλωσίας, αφήσαντες τάς οικίας των ερήμους καί ανοικτάς πρός σύλλησιν. 'Απασαι αι συμφοραί εις τόν απόντα Κολοκοτρώνην ως αίτιον απεδίδοντο από τούς τής Διοικήσεως... Εν τούτοις ο Δράμαλης επί κεφαλής επτά υποδεεστέρων πασάδων καί δυνάμεως στρατού υπολογισθέντος εξ ιππικού πλέον τών 22 χιλιάδων, ομού δέ μετά πεζών καί τών υπηρετικών υπέρ τάς 40 χιλιάδας εισελθών απροσκόπτως εις Κόρινθον καί τόν τόσον οχυρόν καί καλώς εφοδιασμένον Ακροκόρινθον, εγκαταλελειμμένον καί έρημον αμαχητί καταλαβών, εφοδιάσας έτι πλεόν αυτόν καί φρουράν ικανήν επ' αυτού καταστήσας, έπεμψεν ευθύς έν απόσπασμα ιππικού πρός κατασκόπευσιν τών πρός τό 'Αργος καί Ναύπλιον. Ο Αργείος Αλή πασάς μετά 700 ιππέων απελθών τότε επιδεικτικώς εις Ναύπλιον ως φρούραρχος, εκπροσωπών δέ καί τήν όλην στρατιάν, υπεδέχθη μετά πομπής καί παρατάξεως, πυροβολισμών απείρων, πανδήμου τών Τούρκων χαράς καί ντουβάδων (δεήσεων) ευχαριστηρίων πρός τόν Αλλάχ καί τόν προφήτην, διά τήν σωτηρίαν εαυτών καί τόν θρίαμβον! ΌΌθεν δικαίως αι περί τούτων επιστελλόμεναι εις Κωνσταντινούπολιν καί πανταχού ειδήσεις, έκαμαν νά πιστευθή καί πανηγυρισθή ως οριστικώς κατασταλείσα εν Πελοποννήσω η επανάστασις.» Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου Ο πανικός είχε ήδη μεταδοθεί καί στήν Τριπολιτσά, τήν οποία εγκατέλειψαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι. Κυβέρνηση δέν υπήρχε αλλά είχαν παραμείνει κάποια μέλη τής Πελοποννησιακής Γερουσίας, μεταξύ τών οποίων ήταν οι Ασημάκης Φωτήλας, επίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, Διονύσιος Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης), Καλογεράς, Δημήτριος Καλαμαριώτης καί Νικολής Τζανέτος. Ο Κολοκοτρώνης, φυσικά δέν ακολούθησε τήν εντολή τού Κωλέτη νά πάει στήν Πάτρα, αλλά κατευθύνθηκε στήν Τρίπολη γιά νά αναλάβει τήν κατάσταση. Η Γερουσία η οποία πρό ολίγου τόν είχε κηρύξει Ηρόστρατο τόν υποδέχθηκε μέ κανονιοβολισμούς καί τόν παρακάλεσε νά κινηθεί διότι: "Η πατρίδα χάνεται!".
526
Στήν έρημη πόλη, όπου πρίν λίγο κυριαρχούσε ο τρόμος καί ο πανικός, ξεχώρισε μονάχα μία μορφή. ΉΉταν αυτός πού από τά 15 του χρόνια πολεμούσε τούς πασάδες. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επέδειξε θαυμαστή ψυχραιμία, τήν ώρα πού όλα κατέρρεαν γύρω του. Κάλεσε όλους τούς άνδρες πάνω από 18 ετών νά έρθουν μέ ό,τι όπλο διέθετε ο καθένας. Μέ ένα του νεύμα έτρεξαν κοντά του νέοι καί γέροι, πρόκριτοι καί χωριάτες, φίλοι καί αντίπαλοι. 'Αρχισε νά πνέει άνεμος αισιοδοξίας καί ελπίδας, καθώς ο Γέρος τού Μοριά εμψύχωνε τούς ΈΈλληνες μόνο όπως εκείνος ήξερε: "Βρέ ΈΈλληνες, τούτοι οι Περσιάνοι καί οι Κακλαμάνοι πού ήρθαν είναι πολύ χειρότεροι πολεμιστές από τούς ντόπιους πού νικήσαμε, Φέρανε καί πολλά πλούτη μαζί τους. Καί ξέρετε ποιοί θά τά πάρουν; ΌΌσοι τρέξουν πρώτοι. Οι ύστεροι δέν θά προφθάσουν." Ο αρχιστράτηγος ανέθεσε σέ έμπιστα πρόσωπα νά αναλάβουν στρατιωτικά καθήκοντα καί όρισε τόν Βασίλη Δημητρακόπουλο, γνωστό καί ως Τουρκοβασίλη γιά τήν αυστηρότητά του, νά αναλάβει τήν τροφοδοσία τών στρατιωτών, κυρίως μέ γεννήματα καί αλεύρι από τήν επαρχία Καρύταινας. Ο ίδιος ο γέρο Κλέφτης, ξεκίνησε μέ 1.500 Καρυτινούς γιά νά συναντήσει τόν εχθρό. Στό δρόμο τραγουδούσε καί έλεγε αστεία γιά νά εμψυχώσει τά παλληκάρια του. ΈΈξαφνα εμφανίστηκε μπροστά του ο Ρήγας Παλαμήδης, πού ακόμα έτρεχε γιά νά γλυτώσει από τούς Τούρκους, καί άρχισε νά ανιστοράει τά ίδια παραμύθια καί στόν Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης φυσικά δέν τόν πίστεψε καί τόν μάλωσε γιά τά ψέματα πού διέδιδε. Αν ο πατέρας τού Ρήγα δέν είχε βαφτίσει τόν Κολοκοτρώνη δέν θά γλύτωνε τό ξύλο ο δειλός Ρήγας Παλαμήδης. Πρώτη στάση ο γέρο κλέφτης έκανε στό χάνι Ταβούλι κοντά στόν Αχλαδόκαμπο. «Αφ' ού δέ έφθασεν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εις τό κατά τόν Αχλαδόκαμπον ξενοδοχείον τού Αγά πασσά, συναπηντήθη μετά τού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καί τού Δημητρίου Υψηλάντου, καί συσκεφθέντες περί τής εισβολής τών Οθωμανών, απεφάσισαν νά καταβώσιν ομού εις τούς Μύλους, ο δέ Κολοκοτρώνης, πρίν ή καταβώσιν εις τούς Μύλους εγκρίνας αναγκαίαν τήν διατήρησιν τής ερειπίου ακροπόλεως τού 'Αργους, διέταξε τόν Πέτρον Μπαρμπιτζιώτην, τόν Αντώνιον Κουμουστιώτην καί τόν Θεόδωρον Ζαχαρόπουλον (γιό τού περίφημου Ζαχαριά), νά καταλάβωσι τήν ακρόπολιν τού 'Αργους μέ διακόσιους ΈΈλληνας... Τήν δέ 10ην Ιουλίου 1822 εισήλθον εις τήν ακρόπολιν καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο Δημήτριος Υψηλάντης καί ο Πάνος Κολοκοτρώνης μέ τριακόσιους στρατιώτας καί τήν 11ην Ιουλίου
527
εισήλθον καί άλλοι διακόσιοι στρατιώται... Ο Κολοκοτρώνης από τό ξενοδοχείον τού Αχλαδόκαμπου αποχωρισθείς, μετέβη διά τής κώμης Τορνικίου εις τόν Μεγάλον Γεώργιον (Νεμέα). Καθ' οδόν δέ συναπαντηθείς μετά τού Γρηγορίου Δικαίου (Φλέσσα), ομοθυμαδόν απήλθον εις τήν κώμην Μαλανδρίνι, όπου ευρόντες δεκατρείς Οθωμανούς εκ τών τού Δράμαλη, ελθόντας νά λαφυραγωγήσωσι τήν κώμην, απέκλεισαν αυτούς εντός μιάς οικίας, μή θελήσαντας δέ νά παραδοθώσι, κατέκαυσαν άπαντας αυτούς εντός τής αυτής οικίας... Ο Δημήτριος Πλαπούτας διαμένων μετά 800 Ελλήνων εις τό Σκηνοχώρι καί πληροφορηθείς τήν εις τάς πεδιάδας περιφοράν τών Οθωμανών, μετέβη μετά 280 Ελλήνων πεζών καί ολίγων εξ αυτών εφίππων εις τάς αυτού πεδιάδας. Ιδών δέ ολίγον μακρόθεν τούς περιφερομένους Οθωμανούς, έδραμε μετά τών εφίππων εις τό Χαρβάτι (Μυκήνες), καί εν ώ έσυρε τήν σπάθην του διά νά φονεύση έναν Οθωμανόν, προλαβών ο Οθωμανός μέ τό γιαταγάνι διεχώρισεν εις δύο τήν σπάθην τού Πλαπούτα. Αλλ' εις τήν στιγμήν προφθάσαντες καί άλλοι ΈΈλληνες, εφόνευσαν τόν Οθωμανόν εκείνον, μετ' αυτού δέ καί άλλους δεκατρείς... Διαθέσας δέ ο Γενικός Αρχηγός τά αυτόθι εν τάξει, επέστρεψε πάλιν εις τούς Μύλους καί εις τό Κεφαλάρι τού 'Αργους, όπου συνέρρεον πανταχόθεν πελοποννησιακά στρατεύματα εκ τών επαρχιών Καλαμών, Ανδρούσης, Ιμλακίων, Κουτζούκ Μάνης, Νησίου (Μεσσήνη), Φαναρίου (Ολυμπίας), Λεονταρίου, Τριπολιτζάς, Λακεδαιμονίας, Αγίου Πέτρου καί Τζακωνίας...» Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β' Ο Κολοκοτρώνης σέ πολεμικό συμβούλιο πού έκανε στό χάνι τού Αγά Πασά στόν Αχλαδόκαμπο, μαζί μέ τούς Υψηλάντη, Παπαφλέσσα, Παναγιώτη Κρεββατά, Πετρόμπεη, Διονύση Ευμορφόπουλο, Ανδρέα Μεταξά καί Πάνο Κολοκοτρώνη σχεδίασαν τόν τρόπο μέ τόν οποίο θά αντιμετώπιζαν τόν Δράμαλη. Πρώτη τους ενέργεια ήταν νά στήσουν μικρά στρατόπεδα ώστε νά ελέγχουν τά στενά περάσματα τής Αργολίδος. ΉΉδη ο Αντώνης Κολοκοτρώνης μέ τόν Δημήτριο Πλαπούτα είχαν πιάσει τόν 'Αγιο Γεώργιο (Νεμέα). Κατόπιν θά οχύρωναν τό κάστρο τού 'Αργους καί τέλος θά ζητούσαν από τά πλοία τών Σπετσών καί τής ΎΎδρας νά στείλουν τρόφιμα καί πολεμοφόδια στούς Μύλους. Πρώτη η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα μέ τόν Χατζηγιάννη Μέξη ανταποκρίθηκαν μέ προθυμία στό κάλεσμα, ενώ έφτανε καί ο Νικηταράς από τή Ρούμελη. Ο Κολοκοτρώνης ήθελε νά αναγκάσει τόν Δράμαλη νά παραμείνει στόν αργίτικο κάμπο πού γνώριζε μία πρωτόγνωρη ξηρασία γιά τήν εποχή καί όχυρωσε τήν ακρόπολη τού 'Αργους, ώστε νά τήν
528
χρησιμοποιήσει σάν δόλωμα. Ο Δράμαλης έπρεπε νά παραμείνει στό 'Αργος, καί νά μήν προχωρήσει πρός τούς Μύλους ή τήν Τρίπολη, τήν καρδιά δηλαδή τής επανάστασης. Ο ΈΈλληνας αρχιστράτηγος όμως ήθελε νά υποφέρει ο τουρκικός στρατός όχι μόνο από τήν δίψα αλλά καί από τήν πείνα. Αποφάσισε νά εφαρμόσει τό κλασικό σχέδιο τής καμμένης γής. Φωτιά σέ όλο τόν αργίτικο κάμπο καί ψόφια ζώα μέσα στά πηγάδια ήταν τό δώρο τού Κολοκοτρώνη στό ασκέρι τών 40.000 ανδρών τού Δράμαλη πού προχωρούσε μέ κατεύθυνση τό 'Αργος. Τά τρόφιμα πού περίμενε από τήν Ρούμελη δέν θά έφταναν ποτέ, καθώς οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί μέ πρώτο τόν Ανδρούτσο είχαν κλείσει τά νώτα του. "Σάς στέλνω τριάντα χιλιάδες Τούρκους γιά νά μονοιάσετε. Κάμετέ τους ό, τι θέλετε. Εγώ υπόσχομαι νά μήν αφήσω νά περάσουν άλλοι καί παίρνω πάνω μου τόν σερασκέρ Χουρσίτ πασά." Στίς 12 Ιουλίου 1822 ο Δράμαλης μπήκε στό Αργος, όπου είδε τήν ακρόπολη τής πόλης (Λάρισα) οχυρωμένη καί αποφάσισε νά τήν πολιορκήσει. Τήν άμυνα τού κάστρου τήν είχαν αναλάβει ο Αντώνης Κουμουστιώτης, ο Πέτρος Βαρβιτσιώτης καί ο Θεόδωρος Ζαχαρόπουλος. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης μέ 150 άνδρες είχε καταλάβει τούς Μύλους Ναυπλίου καί εκεί συνάντησε τήν Μπουμπουλίνα μέ τά πλοία της. Λίγα χρόνια αργότερα η Σπετσιώτισα θά πάντρευε τήν κόρη της Ελένη Μπούμπουλη μέ τόν Πάνο Κολοκοτρώνη. Τό στράτευμα τού Δράμαλη ήταν ήδη εξαντλημένο από τήν πορεία τόσων ημερών. Μέ τά λιγοστά τρόφιμα καί τό μολυσμένο νερό οι στρατιώτες δυσανασχετούσαν καί οι μπέηδες είχαν αρχίσει πλέον νά κατηγορούν ανοιχτά τόν Δράμαλη. Παντού συναντούσαν μαύρη σκυθική γή, καμμένα σπαρτά, σκόρπια ψοφίμια, μολυσμένα πηγάδια. Οι αρρώστιες έγιναν μεγαλύτερος πονοκέφαλος από τούς γκιαούρηδες. Οι Τούρκοι έτρεχαν στά αμπέλια νά θερίσουν τά σταφύλια, αλλά εκεί οι ΈΈλληνες τούς περίμεναν κρυμμένοι καί τούς πυροβολούσαν. Επειδή τά σταφύλια ήταν ακόμα άγουρα, πολλοί Τούρκοι αρρώσταιναν μέ αποτέλεσμα νά υποφέρουν από δυσεντερίες. Ο Πλαπούτας έλαβε τήν εντολή νά μεταβεί στόν Ακροκόρινθο καί νά ρίξει μερικούς πυροβολισμούς γιά νά ενθαρρύνει τήν ελληνική φρουρά πού νόμιζαν οι ΈΈλληνες ότι βρισκόταν εντός τού φρουρίου. Τό σώμα τού Πλαπούτα συνάντησε στόν δρόμο τόν Παλαιών Πατρών Γερμανό, τόν Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο πλούσιο έμπορο από τήν Πάτρα, τόν Νικόλαο Δεληγιάννη καί τόν Παναγιώτη Ζαριφόπουλο, πού όδευαν πρός τήν Τρίπολη. Οι στρατιώτες τού Πλαπούτα έδειξαν εχθρικές διαθέσεις κατά τών πολιτικών αυτών προσώπων, αλλά ο Πλαπούτας, υπακούοντας στίς διαταγές πού είχε από τόν αρχηγό, δηλαδή νά μήν επιτραπεί καμμία εχθρική πράξη εναντίον
529
τών πολιτικών του αντιπάλων, συγκράτησε τούς στρατιώτες του. Αργότερα ο Πλαπούτας συγκρούστηκε μέ Τούρκους ιππείς, οι οποίοι τού έσπασαν τό σπαθί στά δύο, αλλά σώθηκε από τόν σίγουρο θάνατο μέ τήν βοήθεια τού Μπούκουρα καί τού Μαστρογιώργη. Κατόπιν, τό μικρό σώμα τού Πλαπούτα έφθασε στό Μαλανδρίνο καί αφού ενώθηκε μέ άλλους τριακόσιους άνδρες, προχώρησε πρός τό Χαρβάτι (Μυκήνες) γιά νά κατασκοπεύσει τίς κινήσεις τού εχθρού. Στό δρόμο συνάντησε καί άλλο απόσπασμα 50 Τούρκων ιππέων καί αφού τούς απέκλεισε στό χωριό Φίχτιον τούς εξόντωσε μέχρι ενός. «Εκείθεν τήν 13ην Ιουλίου 1822 εκατέβη εις τό κάτω Μπέλεσι (Λυρκεία) καί εκείθεν εις ταίς Στέρναις καί Μαλανδρίνο όπου ήτον μικρόν σώμα Τούρκων καβαλαραίων καί πεζών. ΌΌσοι Τούρκοι από αυτούς επρόφθασαν καί έφυγαν εγλύτωσαν, οι δέ άλλοι εκλείσθησαν εκεί από τόν Κολοκοτρώνην καί αρχιμανδρίτην Φλέσαν, πρώτον εις ολίγα σπίτια, έπειτα όλοι εις ένα σπίτι. Τούς εζήτησεν ο αρχηγός τά άρματα καί νά παραδοθούν, αλλ' εκείνοι απεκρίθησαν δέν παραδιδόμεθα, διότι είμεθα Γέγγιδες. Μάλιστα δέ τόν Κολοκοτρώνην καί τόν αρχιμανδρίτην τούς ύβρισαν. Ο αρχηγός τούς εζήτησε νά προσκυνήσουν καί δέν εδέχθησαν, είπε τό κρίμα στόν λαιμόν τους καί διέταξε τούς στρατιώτας νά μαζώξουν ταίς φράκταις τού χωριού καί νά βάλουν φωτιά νά τούς κάψουν. Δέν γνωρίζομεν σωστά πόσοι ήσαν 10 ή 15 ή ολιγώτεροι. Εις τόν μικρόν αυτόν πόλεμον ο Φλέσας εζύγωσεν εις τήν πόρταν τού κατωγείου, άρπαξεν ένα Τούρκον μισοζώντανον, αλλά δέν επρόφθασε νά τού πάρη όλα τά άρματα. Ο Γκέγκας εκαίετο καί η φωτιά τού σπιτιού δέν μάς άφινε νά πλησιάσωμεν, αλλ' ο Φλέσας τόν ετράβηξεν έξω... Αφού λοιπόν έφθασεν εις τόν 'Αγιον Γεώργη (Νεμέα) ο αρχηγός διέταξεν αμέσως νά πάν 300 στρατιώται εις Δερβενάκι εις τήν θέσιν Αγριλόβουνο νά κάμουν ταμπούρι κλειστό καί νά μείνουν εκεί υπό τάς διαταγάς τού Αντώνη Κολοκοτρώνη. Τόν δέ παπά Δημήτρη Χρυσοβιτσιώτη νά πάγη εις τό χωριό Ζαχαριά παρακάτω εις τήν ανατολικήν πλευράν τού Δερβενακίου μέ τούς δικούς του στρατιώτας, περισσοτέρους τών εκατόν πενήντα καί νά ταμπουρωθούν καί αυτοί. Εκεί δέ εις τόν Αγιον Γεώργη, όσας ημέρας εστάθηκε ο αρχηγός διέταξε τά πάντα, εσύστησεν εις τό χωρίον Κούτσι τό φροντιστήριον τών τροφών καί άλλων αναγκαίων τού στρατού. Μετέπειτα επήρεν όλους τούς σωματοφύλακας μαζί του, τήν σημαίαν καί όσους καβαλαραίους είχε τότε καί επήγε νύκτα, τήν 20ην Ιουλίου 1822, είς τό Σκοινοχώρι, όπου ηύρε τό άλλο στρατόπεδον καί φροντιστήριον τού Πλαπούτα. Εκείθεν τήν αυτήν ημέραν ετράβηξε κατά τήν 'Ακοβα, όπου μέ τό έβγαλμα τού ηλίου αντάμωσε τόν Πλαπούταν, τόν Τζανέτον Χριστόπουλον, τόν Δημητράκη Δεληγιάννην καί πολλούς
530
Τριπολιτσιώτας, οι οποίοι κάθε ημέραν επολέμουν μέ τόν Δράμαλη καί δέν τόν άφηναν ποτέ νά ανασάνη, ούτε νά αποκλείση εις τό φρούριον τούς εδικούς μας. Τό ίδιον έκαμε καί ο Δημήτριος Τσόκρης μέ τούς Αργείους καί επειδή εγνώριζαν καλά ως εντόποι τόν τόπον έκαμαν χωσιαίς καί εσκότωναν κάθε ημέραν πολλούς Τούρκους. Εις τάς 16 Ιουλίου 1822, ο Πλαπούτας συνεννοηθείς μέ τούς αρχηγούς, οι οποίοι ήταν εις τό Κεφαλάρι, άναψαν γύρω τού φρουρίου τόν πόλεμον καί ανάγκασαν τούς Τούρκους νά ανοίξουν τό φρούριον. Ο Πλαπούτας τότε μέ τούς άλλους εμβήκε μέσα εις τό φρούριον, άφησε πολεμοφόδια καί τροφάς καί αφήσαντες μέρος στρατιωτών διά φρουράν αφού τούς υποσχέθησαν ότι θέλουν έλθει νά τούς βγάλουν καί δέν θά τούς αφήσουν νά χαθούν, ο μέν Υψηλάντης πήγε εις τό Κεφαλάρι, ο δέ Πάνος εις τό Σκοινοχώρι. Ε κείθεν ο αρχηγός επήγεν εις τό Κεφαλάρι καί ηύρε τόν Υψηλάντην, τούς Μαυρομιχαλαίους, τόν Κεφάλαν, τόν Παπατσώνην καί λοιπούς. ΌΌλοι αυτοί ήταν τόσον φοβισμένοι, ώστε αίμα δέν είχαν εις τό πρόσωπόν τους, διότι τήν περασμένην ημέραν (19 Ιουλίου 1822) είχαν χάσει μίαν μεγάλην μάχην πολεμούντες μέ τόν στρατόν τού Δράμαλη, εις τήν οποίαν εσκοτώθησαν περισσότεροι τών διακοσίων Ελλήνων.» Απομνημονεύματα Φωτάκου Είδαμε λοιπόν ότι από τίς πρώτες φροντίδες τού Γέρου τού Μοριά ήταν νά στήσει στρατόπεδα δίπλα στά Δερβενάκια, πού βρίσκονταν στόν δρόμο Κορίνθου - 'Αργους, γιά νά αποκόψει τά νώτα τού Δράμαλη. ΉΉταν ένας στρατιωτικός ελιγμός πού θά έκρινε τήν τύχη τής στρατιάς τού Δράμαλη. Στή συνέχεια κατευθύνθηκε στούς Μύλους, από όπου είχαν ήδη αναχωρήσει ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και είχαν μεταβεί στό φρούριο τού Αργους γιά νά ενισχύσουν τή φρουρά του. Οι ΈΈλληνες είχαν καταφέρει νά συγκεντρώσουν στήν Αργολίδα περίπου 10.000 ενόπλους, οι οποίοι όμως δέν διέθεταν ούτε πυροβολικό, ούτε ιππικό, αλλά ούτε καί καλό εξοπλισμό. Οι Καρυτινοί είχαν αρχηγούς τόν Πάνο Κολοκοτρώνη, τόν Γενναίο, τόν Μάρκο Κολοκοτρώνη, τόν Αντώνη Κολοκοτρώνη, τόν Αγγελή Γάτσο, τόν Δημήτριο Ροϊλό κ.ά. Οι Λακεδαιμόνιοι τόν Γιατράκο, οι Κυνούριοι τόν Ζαφειρόπουλο, οι Μεσσήνιοι τόν Κεφάλα, τόν Μήτρο Πέτροβα καί τόν Παπατσώνη, οι Μανιάτες τόν Ηλία Τσαλαφατίνο καί τόν Αντώνη Μαυρομιχάλη, οι Αργείοι τόν Τσόκρη καί τόν Δαγρέ, οι Αρκάδιοι τόν Παπαφλέσσα, τόν Αναγνωσταρά, οι Ρουμελιώτες τόν Νικηταρά, οι Υδραίοι τόν Δημήτριο Κριεζή, οι Καλαβρυτινοί τόν Αναγνώστη καί τόν Βασίλειο Πετμεζά κ.λ.π. Στίς 12 Ιουλίου 1822 ξεκίνησε ο Δράμαλης τήν πολιορκία τής ακρόπολης τού 'Αργους. Ο Υψηλάντης είχε αφήσει νά διαρρεύσουν
531
πληροφορίες ότι στό κάστρο υπήρχαν άπειρα λάφυρα προερχόμενα από τίς προηγούμενες νίκες, μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών καί οι ικανώτεροι Ρωμιοί οπλαρχηγοί. Ο Οθωμανός αρχιστράτηγος αποφάσισε νά επιμείνει στήν πολιορκία τού κάστρου, παρά τίς αντιρρήσεις τού Αλή πασά τού Αργους, ο οποίος τόν συμβούλευε νά μήν χάσει τό χρόνο του εκεί, αλλά νά προχωρήσει στό κέντρο τής Πελοποννήσου. Σίγουρος γιά τήν εύκολη νίκη του ο πασάς διέταξε έφοδο στό κάστρο, αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες. Οι ΈΈλληνες όχι μόνο απέκρουσαν μέ επιτυχία όλες τίς εφόδους τού οθωμανικού στρατού, αλλά οχύρωσαν καί τήν εκκλησία τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, έξω από τό φρούριο, ενώ κρύφτηκαν καί στά γύρω αμπέλια. Δεκαεπτά επιθέσεις έκανε τό τουρκικό ιππικό αλλά οι αμυνόμενοι μέ πρώτους τόν Δημήτριο Τσόκρη, τόν Αντώνη Μαυρομιχάλη, τόν Μήτρο Πέτροβα, τόν Παναγιώτη Κεφάλα, τόν Παπατσώνη καί τόν Ηλία Τσαλαφατίνο τίς απέκρουσαν όλες. Τότε ξαφνικά ένας καλόγερος τράπηκε σέ φυγή φωνάζοντας ότι έσπασαν τίς γραμμές οι Τούρκοι. Ο πανικός μεταδόθηκε σέ όλους τούς ΈΈλληνες μέ αποτέλεσμα νά τρέχουν μέσα στήν πεδιάδα γιά νά γλυτώσουν. Οι σπαχήδες επιτέθηκαν εκ νέου καί ήταν εύκολη πλέον υπόθεση γι' αυτούς νά νικήσουν τούς Ρωμιούς πού έτρεχαν στήν πεδιάδα. Τά γιαταγάνια γύριζαν στόν αέρα πάνω από τά άλογα καί έπαιρναν κεφάλια. Στή μάχη αυτή χάθηκαν 153 ΈΈλληνες. «Τήν 24ην Ιουλίου 1822 εβγήκεν από τό Αργος ο Χριστιανός γραμματικός τού Δράμαλη, σταλμένος από αυτόν νά παρατηρήση τήν κατάστασιν τού στρατοπέδου μας καί νά μάς εξαπατήση. Ως Χριστιανός δέ, ως έλεγε, μάς εσυμβούλευε νά φυλάγωμεν καλά τόν δρόμον τής Τριπολιτσάς, διότι εκεί θά τραβήξη όλον τό στράτευμα τού Δράμαλη, αλλ' ο Κολοκοτρώνης δέν έδωσε καμμίαν προσοχήν εις τά λόγια του. Τήν αυτήν δέ ημέραν ήλθε καί ο Πετρόμπεης από τούς Μύλους τού Ναυπλίου εις τό Κεφαλάρι τού 'Αργους. Τήν ακόλουθον ημέραν εβγήκαν Τούρκοι καβαλαραίοι οι ονομαζόμενοι ντελήδες έως 6000 καί επέρασαν τήν Ξερόβρυσιν, διευθυνόμενοι κατά τό Κεφαλάρι. Οι εκεί ΈΈλληνες όσοι είχαν άλογα έως σαράντα έκαμαν ακροβολισμόν, εις τόν οποίον διεκρίθη ο Δημήτρης Παπατσώνης, ο Κότσος Βούλγαρης, ο γέρο Κωνσταντής Παλαμήδης, ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης, ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί ο Δημήτριος Τσόκρης, οι δέ Τούρκοι δέν επροχώρησαν περισσότερον, αλλ' εγύρισαν πίσω εις τό 'Αργος. Τό έβγαλμά των ήτον νά παρατηρήσουν άν ήσαν εκεί στρατεύματα ελληνικά. Μετέπειτα οι Κολοκοτρώνης, Υψηλάντης, Τσόκρης, Σέκερης καί λοιποί καπεταναίοι συνήλθαν εις συμβούλιον πολεμικόν εις τό Κεφαλάρι τού 'Αργους, εις τό οποίον είπεν ο αρχηγός νά μοιράσουν τάς θέσεις
532
πρός αποκλεισμόν τών Τούρκων εις τάς δύο επαρχίας 'Αργους καί Κορίνθου, διότι προβλέπει ότι οι Τούρκοι θά φύγουν, δέν ειμπορούν νά σταθούν πλέον, επειδή ο τόπος δέν τούς βαστά, καί δέν έχουν τροφάς διά πολλάς ημέρας ούτε νερόν... ΈΈλεγεν ακόμα ο Κολοκοτρώνης ότι οι Τούρκοι θά πάν στήν Κόρινθον πίσω νά πάνε στήν Βοστίτσαν καί Πάτραν νά πιάσουν τήν Γαστούνη καί τότε θά μάς πάρουν όλους τούς κάμπους... Μολονότι δέν εσυμφώνησαν εις τό συμβούλιον, ο Κολοκοτρώνης απεφάσισε νά φύγη κα είπεν εις τούς εδικούς του νά ετοιμασθούν νά φύγουν. Τότε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είπε: "νά ο Κολοκοτρώνης πάγει νά γείνη κλέφτης σταίς ράχαις τών βουνών", αλλά ο Υψηλάντης τόν μάλωσε διά τούς λόγους αυτούς καί μάλιστα τόν έκαμεν προσεκτικόν, διότι ευρισκόμεθα εκεί ο Σπηλιωτόπουλος καί εγώ...» Απομνημονεύματα Φωτάκου Καταστροφή τού Δράμαλη (Δερβενάκια) Εκείνη η βαριά ήττα, στήν Εκκλησιά τής Παναγίας τού 'Αργους κλόνισε πάλι τό ηθικό τών Ελλήνων στρατιωτών. Αλλά καί η διχόνοια καλά κρατούσε σέ τέτοιες τρομερές στιγμές πένθους. Γιά νά καταλάβουμε τά πάθη τής εποχής καί τό μίσος τών προεστών κατά τού Κολοκοτρώνη, αρκεί νά παραθέσουμε απόσπασμα από μία επιστολή πού έστειλε ο Νικόλαος Δεληγιάννης πρός τόν αδελφό του Κανέλλο: "Ηττήθημεν. Ας έχη δόξαν ο Θεός. 'Αλλως αν νικώμεν, ο Δήμος (χλευαστικό παρατσούκλι τού Κολοκοτρώνη) εγίνετο βασιλεύς". Πώς θυμίζει τήν ήττα τού Ρωμανού στό Μάντζικερτ, τήν οποία επεδίωξε τό παλάτι γιά νά μπορέσει στή συνέχεια νά εξοντώσει τόν άτυχο αυτοκράτορα! Ο εσωτερικός εχθρός είναι αυτός πού τρώει τήν πατρίδα καί όχι ο εξωτερικός. Διαχρονικά... Εν τώ μεταξύ οι κλεισμένοι στό φρούριο είχαν αρχίσει νά υποφέρουν από τή δίψα. Είχαν απομείνει μόνο 250 υπερασπιστές, καθώς οι υπόλοιποι είχαν κατορθώσει νά φύγουν έπειτα από έναν αντιπερισπασμό πού είχε κάνει ο Πλαπούτας στίς 16 Ιουλίου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί μέ τόν Γεώργιο Μαυρομιχάλη καί τόν Πάνο Κολοκοτρώνη ήταν ανάμεσα σέ εκείνους πού βγήκαν από τό κάστρο τής Λάρισσας τού 'Αργους. Τό βράδυ τής 23ης Ιουλίου 1822, ο Κολοκοτρώνης επιχείρησε νυχτερινή επίθεση στούς πολιορκητές από τέσσερα σημεία. Τό σώμα τού Πλαπούτα πού επιτέθηκε στόν Προφήτη Ηλία κατόρθωσε νά αντιμετωπίσει μέ επιτυχία 4.000 ιππείς τού εχθρού, δίνοντας έτσι τήν ευκαιρία στούς αμυνομένους νά βγούν από τό φρούριο καί νά ενωθούν μέ τούς υπόλοιπους.
533
Τήν επομένη τό πρωΐ οι Τούρκοι εισήλθαν στό φρούριο καί δέν βρήκαν ούτε θησαυρούς, ούτε ζωοτροφές, ούτε ΈΈλληνες, πλήν ενός ο οποίος είχε αποκοιμηθή καί δέν αντιλήφθηκε τήν έξοδο τών συντρόφων του. Ο Ρωμιός φόρεσε τούρκικα ρούχα, έβαλε στό κεφάλι του ένα κακάβι (μικρό κατσαρόλι) καί ανακατεύτηκε μέ τό πλήθος τών Τούρκων. Οι μεμέτηδες τόν θεώρησαν ότι ήταν κάποιος από τούς δικούς τους πού κουβαλούσε λάφυρα καί δέν τού έδωσαν σημασία. Η κατάληψη τού κάστρου από τόν Δράμαλη δέν βελτίωσε καθόλου τίς συνθήκες πού επικρατούσαν στό στράτευμά του. Είχε καθυστερήσει τόσες μέρες στόν αργολικό κάμπο καί οι στρατιώτες υπέφεραν από τήν έλλειψη νερού καί τροφών, ενώ τά 25.000 άλογα καί τά άλλα τόσα μουλάρια είχαν μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς η ξηρασία είχε ερημώσει τή γή καί δέν μπορούσαν νά βρούν ούτε βοσκή, ούτε νερό. Αντίθετα, οι ΈΈλληνες στρατιώτες είχαν αφθονία τροφών, ενώ είχαν τυχαία ανακαλύψει στό χωριό Κεφαλάρι καί μία πηγή από τήν οποία έτρεχε άφθονο καθαρό νερό. Αυτό τό περιστατικό τό απέδωσαν σάν θαύμα από τήν Παναγία, τήν Τύχη τής πατρίδος μας, όπως τήν αποκαλούσε ο Γέρος τού Μοριά. Από συνομιλίες μέ Αλβανούς στρατιώτες, οι ΈΈλληνες είχαν αντιληφθεί τήν απόγνωση τού Δράμαλη. Ο μουσουλμάνος στρατηγός ήταν τελείως αποκομμένος από τό στρατηγείο τού Χουρσίτ στή Λάρισα καί δέν είχε καμμία ελπίδα γιά νά τροφοδοτήσει τό στρατό του μέ τά αναγκαία. Πήρε λοιπόν τήν ταπεινωτική απόφαση νά γυρίσει πίσω στήν Κόρινθο, ενώ στήν Πόλη ο σουλτάνος πανηγύριζε τήν καταστροφή τών γκιαούρηδων! Ούτε καί οι αγγελιοφόροι πού έστελνε στόν Χουρσίτ δέν κατάφερναν νά περάσουν τίς ενέδρες πού έστηνε ο Ανδρούτσος στήν Ρούμελη μέ αποτέλεσμα νά μένει τελείως απληροφόρητος γιά τίς κινήσεις τού τουρκικού στόλου, μέ τόν οποίο είχαν ορίσει τόπο συνάντησης τό Ναύπλιο. «Οι Τούρκοι έρριχναν βόμβες από τό 'Αργος καί έβαναν δύο κανόνια από μία ράχη καί επολιορκούσαν τό Παλιόκαστρο (κάστρο τού 'Αργους). Οι κλεισμένοι δέν είχαν τίποτε μέσα καί ήτον στενοχωρημένοι (υπόφεραν από τή δίψα). Στές 20 Ιουλίου 1822, στήν ημέραν τού Αγίου Ηλία, έκραξα τά στρατεύματα εις τούς Μύλους τούς αργίτικους καί τούς ομίλησα δύο ώρες: "Νά πολεμήσομε, νά βγάλομε τούς κλεισμένους, οι Τούρκοι είναι όλοι σαβούρα". Απεφάσισα νά κτυπήσωμε τό βράδυ από όλες τές μεριές τούς Τούρκους, διατί δέν ημπορούσε νά πάγει άνθρωπος νά τούς ιδεί, αλλ' ό,τι έκαναν τά σινιάλα. (Οι συνεννοήσεις γινόταν μέ σινιάλα, διότι δέν μπορούσε νά διαπεράσει κανένας ΈΈλληνας τόν κλοιό τών πολιορκητών). Τότενες, διατάττω τές επαρχίες νά κτυπήσουν τόν εχθρό εις τήν θέση
534
καθεμιά πού είχε. Τότε καί τόν Κολιόπουλο (Πλαπούτα) καί τούς Αρκαδιανούς τούς έβαλα εις τό κέντρον, νά κτυπήσουν τούς Τούρκους οπού είχαν τά κανόνια. Καί οι Αρκαδιανοί καθώς επήγα τό βράδυ καί εκτύπησα από όλες τές μεριές, επήγαν καί εχάλασαν μέ τά πόδια τά ταμπούρια. Αναχωρούν πάλιν διά νυκτός, διότι οι άλλοι ΈΈλληνες δέν εκινήθησαν, εκείνοι έμειναν ακόμη κλεισμένοι εις τό Παλιόκαστρο. Τήν άλλην ημέρα εστενοχωρήθηκα διά τούς μέσα, νά μή βλαφθούν. ΈΈκαμα ένα στρατήγημα: νά πάμε όλοι ολοτρόγυρα νά αδειάσομε από δύο τουφέκια, νά κάμομε φανό καί εκείνοι νά κάμουν τρόπο νά έβγουν από τό Παλιόκαστρο. ΈΈτζι εζυγώσαμε κοντά, εκείνοι εβγήκαν τότε αβλαβείς από τό Παλιόκαστρο καί άφηκαν μέσα ένα ασκί τυρί, καί εβγήκαν όλοι εις τούς Μύλους τού Αργους υγιείς. Τήν αυγήν μπαίνουν οι Τούρκοι στό Κάστρο καί δέν εύρισκαν ουδέν. (ΈΈτσι έγινε η έξοδος από τό κάστρο τού 'Αργους) Τά στρατεύματα τήν αυγήν βγαίνουν καμμιά δεκαριά χιλιάδες καβαλλαραίοι καί βγαίνουν εις τούς Μύλους τούς αργίτικους (Κεφαλάρι Αργους) νά ιδούν. Βλέποντας ημείς τήν καβαλλαρία, εγώ έκαμα τούς δικούς μου κολόνα εις τούς πρόποδας τού λόφου καί κατέβηκαν καμμιά 20 καβαλλαραίοι καί έκαμαν ακροβολισμούς εις τούς κάμπους, διότι οι Τούρκοι εβγήκαν νά ιδούν, όχι νά κάμουν πόλεμο. Εγύρισαν εις τά αμπέλια, ότι ήτον προβαλμένα τά σταφύλια καί επήραν. Δίδαξα τά στρατεύματα εις τούς Μύλους τούς αφεντικούς (Ναυπλίου) νά πιάσουν εκεί καί νά ανάψει από καθένας 20 φωτιές, καί τό Τριπολιτζώτικο τό έβαλα αντίκρυ εις τές ράχες νά κάμουν καί αυτοί τό ίδιο. Ο Κολιόπουλος μέ τό στράτευμά του νά πιάσει τό Σκηνοχώρι ανάμεσα εις τές δημοσιές πού πάνε εις τήν Τριπολιτζά. Βλέποντας οι Τούρκοι ότι τόσες φωτιές ολοτρόγυρα, απεφάσισαν ότι δέν ημπορούν νά περάσουν διά Τριπολιτζά. Είχαν έλλειψη από τροφάς, διότι ο Τζόκρης είχε κάψει μπροστύτερα τόν κάμπον τού Αργους. ΈΈκαμαν συμβούλιο νά γυρίσουν πίσω στήν Κόρθο, ν' απεράσουν στή Βοστίτζα, νά πάνε στή Γαστούνη διά τροφάς, διότι δέν είχαν. Εγώ έκαμα συνέλευση μέ όλους τούς οπλαρχηγούς εις τούς Μύλους τούς αργίτικους (Κεφαλάρι Αργους), τούς είπα: "Οι Τούρκοι θέ νά γυρίσουν οπίσω κατά τήν Κόρθο. Τό βλέπουν ότι από εδώ δέν ημπορούν νά περάσουν, μόνον σταθήτε εδώ νά πάγω νά πιάσω τό Δερβενάκι, διατί οι Τούρκοι θά απεράσουν". Αφήνω τόν Γιατράκο τόν Παναγιώτη εις τά σώματα οπού ήτον εις τούς Μύλους, καί αυτοί δέν ήθελαν, έλεγαν νά κάτζω εγώ, τούς έλεγα νά πάγουν αυτοί. Αναχώρησα γιά νά πιάσω τό Δερβενάκι, από εκείθε ήμουν βέβαιος, ότι θά περάσουν καί όχι από τήν Τριπολιτζά. "Ο Κολοκοτρώνης, έλεγε ο Πετρόμπεης, πάγει κλέφτης εις τά βουνά". (Ο Κολοκοτρώνης τσακώθηκε μέ τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη γιατί ο τελευταίος επέμενε ότι ο Δράμαλης θά κινηθεί πρός Τριπολιτσά.
535
Ο Κολοκοτρώνης, ορθώς είχε προβλέψει ότι ο Δράμαλης θά γυρίσει πίσω πρός τήν Κόρινθο γιά νά ανεφοδιάσει τό στρατό του καί έτσι αποφάσισε νά τόν περιμένει στά Δερβενάκια. Τελικά ο Μαυρομιχάλης θά κρατούσε 6.000 στρατό καθηλωμένο στούς Μύλους καί δέν θά συμμετείχε στή μάχη πού θά επακολουθούσε). Οι Τούρκοι εβγαίνανε από τό Κάστρο (Λάρισα Αργους) καί οι ομπροστινοί εκαρτερούσαν νά συναχθούν όλοι. ΌΌσο νά συναχθούν οι Τούρκοι, έβαλα τές σημαίες καί τά ζώα καί καπότες (κάπες), τά έβαλα όλα εις μία ράχη, διά νά νομίσουν, ότι εκεί είναι οι πολλοί στρατιώτες καί νά κάμουν κάτω, νά μήν έλθουν επάνω μας καί μάς χαλάσουν. Εγώ εστεκόμουν μέ 10 ανθρώπους στήν κορφή, οι ψυχογιοί μέ τά μουλάρια αράδα. (Ο στρατός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ενώ η εμπροσθοφυλακή είχε πλησιάσει στά Δερβενάκια, η οπισθοφυλακή έβγαινε από τήν πόλη τού Αργους. Ο Κολοκοτρώνης ήταν σέ μία πλαγιά χωρίς στρατιώτες καί είχε βάλει πολλά μουλάρια στήν κορυφή σκεπασμένα μέ κάπες καί τά πηγαινοέφερνε ώστε νά φαίνεται ότι υπάρχει ισχυρός στρατός σέ εκείνο τό σημείο). Τού δέ Νικήτα ο πεζός τού είπε, ότι εβγήκαν οι Τούρκοι, καί όχι ότι έρχονται ν' απεράσουν εις τό Δερβενάκι. Οι Κορίνθιοι εσκόρπισαν. Ο Κολιόπουλος (Πλαπούτας) 6 ώρες αλάργα, ενύκτωσε έως νά πάγει εκεί ο πεζός. (Ο Κολοκοτρώνης έστειλε αγγελιοφόρους νά ειδοποιήσουν τόν Νικηταρά, τόν Πλαπούτα καί τόν Παπανίκα μέ τούς Κορίνθιους, αλλά αυτοί δέν εξετέλεσαν σωστά τήν αποστολή τους. Δυστυχώς η αναρχία καί η έλλειψη πειθαρχίας καλά κρατούσαν καί δέν συγκεντρώθηκαν τά στρατεύματα πού έπρεπε. Μόνο ο Νικηταράς κατάφερε καί ήρθε τήν τελευταία στιγμή καί κτύπησε τούς Τούρκους στόν Αγιο Σώστη). Στές 3 η ώρα συνάχθηκαν όλοι οι Τούρκοι, καί οι πασάδες ήτον στήν πίσω μεριά. Οι δέ 6 χιλιάδες, πού ήταν εις τούς Μύλους, δέν είχαν βάρδια διά νά ιδούν, ότι άδειασε τό Αργος, νά έλθουν από κοντά. (Οι άνδρες τού Πετρόμπεη δέν κουνήθηκαν από τούς αργίτικους Μύλους (Κεφαλάρι) γιά νά έρθουν νά βοηθήσουν στά Δερβενάκια. Αν κτυπούσε καί ο Πετρόμπεης η συντριβή τού Δράμαλη θά ήταν ακόμα μεγαλύτερη). Οι 4 κολόνες τούς είχα τεμπίχι, νά μή κάμουν αρχή πολέμου, παρά αφού ακούσουν τά 10 τουφέκια, καί έτζι εστέκονταν. Οι Τούρκοι, σάν εσυνάχθηκαν όλοι, διέταξε ο πασάς νά κινήσει η μπροστέλα. Καί έτζι οι Τούρκοι εξεκαβάλικαν διά τόν τόπο καί εκίνησαν μέ τά πόδια, καί ο Αντώνης ήτον ταμπουρωμένος. Ο Αντώνης εκτύπησε, αφού έφθασαν 100 βήματα οι Τούρκοι καί εκράτησαν καμμιά δεκαριά Τούρκους. Εκείνοι έδωσαν τές πλάτες καί έκαμαν κατά τόν Αγιο Σώστη, καί εκεί είναι ρεύματα, καί επήρε τό ασκέρι τό τούρκικο τές ράχες.
536
(Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης κτύπησε από τήν Παναγοράχη τούς Τούρκους καί τούς έκλεισε τά Δερβενάκια καί έτσι αυτοί στράφηκαν μέσω ενός στενού περάσματος πρός τόν άλλον δρόμο πού περνούσε από τό μοναστήρι τού Αγίου Σώστη). Ο Αντωνάκης δέν έπεσε κοντά εις εδαύτους, παίρνει ένα μπαϊράκι μέ 30 νομάτους καί πέφτει εις τόν Αγιο Σώστη εμπρός, οι Τούρκοι εγένηκαν τρείς κολόνες, μία οπίσω, οι πασάδες, μία στήν μέση, η άλλη κατά τόν Αντωνάκη. ΈΈως 10.000 εκίνησαν κατά τόν Αντωνάκη. Οι 30 εσκότωσαν πολλούς, δύο μόνον εσκοτώθηκαν, ανίψια μου. (10.000 Τούρκοι πού είχαν περάσει από τό στενό τού Αγιου Σώστη, αφού είχε κοπεί ο δημόσιος δρόμος τών Δερβενακίων, κατάφεραν καί βγήκαν στήν πεδιάδα τής Κουρτέσας καί από εκεί πήγαν στήν Κόρινθο). Ακούοντας ο Νικήτας, ο Υψηλάντης, ο Φλέσσας, έφθασαν εις τόν 'Αγιο Σώστη καί έπιασαν τόν δυνατότερον τόπον εις τόν Αγιο Σώστην. Τό μεσιανό στράτευμα όπου εσκότωναν οι ΈΈλληνες, έδωσε νά περάσει καί εκείνο, καί έπεσεν εις τόν Νικήτα. Εκεί εσκότωσαν έως 1.000. (ΌΌταν ήρθε ο Νικηταράς, έπιασε τόν Αγιο Σώστη κλείνοντας καί αυτό τό πέρασμα, αναγκάζοντας τούς πασσάδες νά γυρίσουν πίσω στήν Γλυκειά, τή σημερινή Τίρυνθα). Επέρασε καί αυτήνη η κολόνα κατά τήν Κουρτέσα καί έσμιξε μέ τούς αλλουνούς, οι δέ πασάδες πού έμειναν οπίσω ενύκτωσε καί δέν ημπόραγαν ν' απεράσουν. Ομίλησαν τούς ΈΈλληνας καί τούς είπαν: "Ποιός καπετάνιος ομπροστά;" αποκρίθηκε ένας παπάς από τό Χρυσοβίτζι: "Ο Κολοκοτρώνης είναι"...» Απαντα Κολοκοτρώνη - Τόμος Α' Στίς 24 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης έστειλε 6.000 ιππείς στό Κεφαλάρι γιά νά εξακριβώσει τίς διαθέσεις τών Ελλήνων. Οι ΈΈλληνες μέ επικεφαλής τόν Δημήτρη Παπατσώνη, τόν Κώτσο Βούλγαρη, τόν Κωνσταντίνο Παλαμήδη, τόν Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τόν Πάνο Κολοκοτρώνη καί τόν Δημήτριο Τσώκρη, οχυρώθηκαν στούς γύρω λόφους καί τούς υποδέχτηκαν μέ πυροβολισμούς. Οι Τούρκοι όμως είχαν έρθει μόνο γιά νά εποπτεύσουν καί επέστρεψαν στό 'Αργος. Ο πασάς είχε πάρει τήν απόφασή του, αλλά έπρεπε νά ξεγελάσει τούς γκιαούρηδες γιά τίς πραγματικές του προθέσεις. ΈΈτσι ανέθεσε σέ ένα Χριστιανό προδότη αυτή τήν αποστολή. Πράγματι, ο γραμματικός τού Δράμαλη Παναγιώτης Μανούσος έφθασε στό Κεφαλάρι μέ γραφή από τό Δράμαλη, μέ τήν οποία ο Τούρκος σερασκέρης προσκαλούσε τούς ραγιάδες νά παραδώσουν τά άρματα υποσχόμενος "εν ονόματι τού θεοστήρικτου καί πολυεύσπλαχνου σουλτάνου", πλήρη αμνηστεία. Εμπιστευτικά όμως ο προδότης Μανούσος βεβαίωσε τούς ΈΈλληνες στό όνομα τού Χριστού καί τής Παναγιάς, ότι ο Δράμαλης είχε σκοπό νά κινήσει κατά τήν Τριπολιτσά
537
καί νά κλείσουν τά περάσματα. ΌΌλοι τόν πίστεψαν πλήν ενός. Εκείνος πού είχε ζήσει τίς προδοσίες τών Ελλήνων - είκοσι χρόνους πρίν - όταν τόν κυνηγούσαν οι προεστοί, οι παπάδες καί οι Τούρκοι, δέν έδωσε πίστη στά λόγια τού γραμματικού τού Δράμαλη. Στό συμβούλιο πού επακολούθησε φυσικά ξαναέγινε τσακωμός καί ο Κολοκοτρώνης μόνος μέ τά παλληκάρια του έφυγε γιά τή Νεμέα. Ο Μαυρομιχάλης μέ τούς δικούς του δέν ακολούθησε. Στίς 26 Ιουλίου 1822, ημέρα Τετάρτη ο Κολοκοτρώνης μέ τήν ανατολή τού ηλίου άρχισε νά μετράει τούς στρατιώτες του γιά νά τούς ορίσει τίς θέσεις τους. Εκείνη τήν ώρα οι βίγλες ανάψανε φωτιές στίς ράχες τών βουνών. Τό τούρκικο ασκέρι είχε βγεί από τό Αργος καί κατευθυνόταν πρός τήν Κόρινθο. Μία μέρα νά καθυστερούσε ο Κολοκοτρώνης νά φτάσει στή Νεμέα καί ο Δράμαλης θά έφτανε ατουφέκιστος στήν Κόρινθο. Ο δημόσιος ή αφεντικός λιθόστρωτος δρόμος (καλντερίμι από τό βυζαντινό καλιδρόμιον) πού οδηγούσε στήν Κόρινθο ήταν ο καταλληλότερος γιά τό μεγάλο ασκέρι τού αλαζόνα πασά. Αυτόν θά ακολουθούσε ο Δράμαλης καί όχι τά δύσβατα μονοπάτια. Καί αυτός ο δρόμος περνούσε από τά Δερβενάκια, ανατολικά από τή Νεμέα. Στά Δερβενάκια λοιπόν θά έστηνε τήν παγίδα ο αρχηγός, ο οποίος χωρίς νά χάσει καιρό, ανέβηκε στήν οροφή ενός σπιτιού καί μίλησε στά παλληκάρια του. «ΈΈλληνες, σήμερα εγεννήθημεν καί σήμερα θά πεθάνωμεν διά τήν σωτηρίαν τής πατρίδος μας καί διά τήν εδικήν μας. Ιδού τί πρέπει νά κάμετε, αμέσως νά πάτε στά κονάκια σας νά πάρετε τό ταΐνι (τροφή) σας. Εδιάταξα νά σάς δοθή καθώς καί τά φουσέκια, αλλά νά ήσθε έτοιμοι στό γελέκι όλοι οι δυνατοί. Τούς δέ αδύνατους καί τά περιττά πράγματα, τά ζώα καί ταίς καπόταις σας νά τά στείλετε εις τό αντικρυνό βουνό τού Αγίου Γεωργίου, όπου εδιέταξα νά πάν καί τά δικά μου πράγματα. (Σέ εκείνο τό βουνό ο Κολοκοτρώνης μετακινούσε τά μουλάρια διαρκώς ώστε νά φαίνεται από μακρυά μεγάλη δύναμη καί νά στραφούν οι Τούρκοι στίς Χρυσοκουμαριές πού τούς περίμεναν κρυμμένοι οι άντρες τού Αντώνη Κολοκοτρώνη καί τών υπολοίπων). Απόψε ήλθεν η Τύχη τής πατρίδος μας (εννοεί τήν Παναγία) καί μού είπεν ότι είμεθα νικηταί τόσον πολύ, όπου άλλην νίκην καλλιτέραν από τήν σημερινήν δέν εκάναμεν, αλλ' ούτε θέλομεν κάμει. ΈΈχω τόσην βεβαιότητα νά σάς ειπώ νά μήν πάρετε ούτε τά άρματά σας, διά νά πάρωμεν τών Τούρκων. Σήμερα ο καθείς από εμάς θά καταδιώκη πολλούς, θά πάρητε λάφυρα πολλά καί τούς θησαυρούς τού Αλή πασιά θά τούς μοιράσετε μέ τό φέσι τά φλωριά. Τά χρήματα πού έχουν οι Τούρκοι είναι χρήματα χριστιανικά. Τά είχεν ο τύραννος τής Ηπείρου παρμένα από τούς αδελφούς μας. Ο Αγιος Θεός μάς τά έστειλε καί είναι κελεπούρι δικό μας. Αύριον αυτήν τήν στιγμήν θά σάς ιδώ όλους μέ τ'
538
άρματα τών Τούρκων, μέ τ' άλογά τους, λαμπροφορεμένους μέ τά ρούχα τους. Ο Θεός είναι μέ ημάς νά μή σάς μέλλη τίποτε, πηγαίνετε νά ετοιμασθήτε καθώς σάς είπα καί νά ελθήτε εδώ όλοι νά ξεκινήσωμεν μαζί.» Απομνημονεύματα Φωτάκου Ο αρχηγός έστειλε αμέσως επιστολές γιά ενισχύσεις, αλλά τά μηνύματα δέν έφτασαν εγκαίρως στόν προορισμό τους, ενώ καί ο στρατός τού Πετρόμπεη θά παρέμενε αδρανής στό Κεφαλάρι. Εν τώ μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης μέ τό κυάλι του προσπαθούσε νά μαντέψει τήν ακριβή πορεία τού εχθρού. ΈΈστειλε τόν Φωτάκο (Φώτιο Χρυσανθόπουλο) νά δεί πόσες κολώνες είναι ο εχθρός. Ο Φωτάκος έτρεξε μέ τό άλογο καί είδε ότι μία κολώνα τού εχθρού κατευθυνόταν πρός τά Δερβενάκια καί έριξε έναν πυροβολισμό, όπως είχαν συνεννοηθεί. Μόλις άκουσε τόν κρότο από τήν πιστόλα τού Φωτάκου, ο Κολοκοτρώνης έβαλε τόν Γεώργιο Δημητρακόπουλο μέ 700 Αλωνιστιώτες στό Αγριλόβουνο, (ονομασία πού πήρε από τίς πολλές άγριες ελιές πού είχε). Απέναντι στό Παναγόβουνο έστειλε άλλους 700 Δημητσανίτες μέ αρχηγούς τόν Αντώνη Κολοκοτρώνη, τόν Ζάκκα καί τόν Ζέρβα, κλείνοντας καί από τίς δύο πλαγιές τό στενό τών Δερβενακίων. Στό Παληόχανο καί τίς Χρυσοκουμαριές έβαλε 800 άνδρες καί τούς έκρυψε μέσα στά χαμόκλαδα καί τούς θάμνους, ώστε νά μήν διακρίνονται καθόλου από τόν εχθρό. Δυτικότερα στό χωριό Ζαχαριά, οχυρώθηκαν 150 άνδρες υπό τόν ιερέα Δημήτριο Χρυσοβιτσιώτη. Ο Γέρος γιά νά μειώσει τίς πιθανότητες αλλαγής πορείας τών Τούρκων πρός τή Νεμέα όπου δέν υπήρχαν μεγάλες δυνάμεις, τοποθέτησε σέ ένα ύψωμα δυτικά τού Ζαχαριά, πολλά υποζύγια μέ τίς κάπες καί τά κόκκινα φέσια τών αγωνιστών, τά οποία από μεγάλη απόσταση έδιναν τήν εντύπωση πολυάριθμου στρατεύματος. Ακολούθησε δέηση στή Θεοτόκο καί τήν Αγία Παρασκευή πού γιόρταζε, από τόν ιερέα Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο, καί έπειτα ο ΈΈλληνας αρχιστρατηγός έδωσε αυστηρή διαταγή πρός όλα τά τμήματα νά περιμένουν νά δώσει αυτός τό σύνθημα γιά νά ανάψουν φωτιά τά τουφέκια τους. Η εμπροσθοφυλακή τού Δράμαλη μπήκε στά Δερβενάκια καί προχώρησε πρός τό Παληόχανο, τό απόγευμα τής ίδιας μέρας. Οι προπορευόμενοι ήταν Αλβανοί, δηλαδή οι καλύτεροι μαχητές τού οθωμανικού στρατού, οι οποίοι καί ζήτησαν από τόν Κολοκοτρώνη νά τούς αφήσει νά περάσουν. Ο αρχηγός καθυστερούσε νά απαντήσει γιά νά πέσει λίγο ο ήλιος καί νά τόν έχουν απέναντί τους οι Τούρκοι, αλλά καί γιά νά έρθει μεντάτι ο Νικηταράς, πού βρισκόταν στό χωριό Στεφάνι.
539
«Τότε ο αρχηγός έβαλε τήν φωνήν. "Επάνω τους ΈΈλληνες καί μή φοβάστε, σκοτώστε όσους θέλετε από δαύτους". Αφού άκουσαν οι κρυμμένοι εις τά χαμόκλαδα τήν φωνήν τού αρχηγού ο καθένας έρριχνε τά τουφέκια των ώστε όλο τό πλάγι εκάπνισε καί εφώναζαν όλοι επάνω τους. Οι Τούρκοι βλέποντες τήν χωσιά (ενέδρα) έστριψαν ευθύς ταίς πλάταις όλοι καί ετραβούσαν κατά τόν Αγιον Σώστην. Τότε ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο γέρο Μάρκος Κολοκοτρώνης, οι σωματοφύλακες τού αρχηγού καί οι Αρκουδορεματίτες επήραν τόν ζυγόν καί τό βουνό Πανάγο, από δίπλα τών Αλβανών διά νά μή πάρουν οι Τούρκοι τήν ράχην καί πέσουν εις τόν δημόσιον δρόμον, ο οποίος πάει εις τήν Κουρτέσαν. Αι φωναί τού αρχηγού, "βάρτε τους", έκαμαν τούς στρατιώτας νά κυνηγήσουν τούς Τούρκους εις όλην τήν ρεμματιάν καί τό πλάγι διά νά πάν εις τόν 'Αγιον Σώστην. Δέν δυνάμεθα νά περιγράψωμεν τόν θρήνον καί ταίς φωναίς τών Τούρκων. ΌΌλοι Τούρκοι καί ΈΈλληνες ανεκατώθησαν καί όποιος εδύνατο εσκότωνε τόν άλλον. Οι Τούρκοι από τήν πολλήν τους βίαν νά κολλήσουν τό βουνόν καί όταν εύρισκαν καμμίαν αντίστασιν από τούς ΈΈλληνας, είτε απαντούσαν κανένα τόπον κρημνώδη καί δύσβατον, άφηναν όλα τους τά πράγματα, τά άλογά των καί τά φορτηγά ζώα των. Τέλος πάντων οι εμπροστινοί Τούρκοι έφθασαν εις τόν Αγιον Σώστην καί εκαθάρισε ο δημόσιος δρόμος (Δερβενάκια), ο οποίος βγαίνει από τήν ρεμματιά εις τόν κάμπον εις τό Χαρβάτι (Μυκήνες). Οι πασιάδες όμως όλοι καί ο ίδιος Δράμαλης μέ 7.000 καβαλαραίους, μέ ταίς 500 καμήλαις των καί μέ τά φορτηγά των ζώα καί τά κανόνια, ταίς μπάλαις καί όλαις ταίς αποσκευαίς τού πολέμου, καί τούς αρρώστους των έμειναν πίσω καί ούτω τό τουρκικόν στράτευμα εχωρίσθη εις δύο. Οι μέν ετράβηξαν νά περάσουν τόν Αγιον Σώστην καί οι ΈΈλληνες, άλλοι μέν τούς ετουφέκιζαν από πίσω από ταίς πλάταις, ο δέ Αντώνης Κολοκοτρώνης καί λοιποί επίασαν τόν ζυγόν καί δέν τούς άφησαν νά γύρουν τήν άλλην πλευράν τού βουνού, αλλά τούς έσπρωξαν κατά τόν 'Αγιον Σώστην πού είναι μονοπάτι στενό. Εδώ οι Τούρκοι ηύραν τόν τόπον αφύλακτον καί επέρασαν κοντά 10.000 πεζοί καί καβαλαραίοι.» Απομνημονεύματα Φωτάκου ΌΌταν ξέσπασε η φωτιά καί τό τουφεκίδι, οι Τουρκαλβανοί αιφνιδιάστηκαν. Δυσκίνητοι καθώς ήταν μέσα στό πλήθος τών αμαξών καί τών υποζυγίων δέν είχαν τήν άνεση νά κινηθούν μέσα στό φαράγγι. Οι ΈΈλληνες ξεχύθηκαν μέ τά γιαταγάνια γυμνά από τίς πλαγιές τών δύο βουνών (Αγριλόβουνο καί βουνό Πανάγου) καί έκλεισαν τόν δρόμο τών Δερβενακίων, μέ αποτέλεσμα οι εχθροί νά ψάξουν γιά διέξοδο στό δρόμο πού περνούσε από τό μοναστήρι τού Αγίου Σώστη, λίγο
540
ανατολικώτερα. Οι περισσότεροι από αυτούς χάθηκαν στή θέση Ανεμόμυλος, όπου τούς συνέτριψε τό σώμα τού Αντώνη Κολοκοτρώνη. Εκεί πού έβλεπε μέ τό κυάλι του ο Κολοκοτρώνης τήν εξέλιξη τής μάχης, είδε ένα νεαρό τσοπάνη πού σταυροκοπιόταν καί έλεγε. - "Παναγιά μου βοήθησέ μας". - "Τί κάνεις εκεί ωρέ; Τράβα νά σκοτώσης Τούρκους." - "Δέν έχω άρματα καπετάνιο. Μέ τί νά τούς σκοτώσω;" - "Μέ τή γκλίτσα σου ωρέ". Πράγματι μετά από πολύ ώρα όταν επανήλθε ο τσοπάνης στόν αρχηγό, ήταν πάνοπλος καί ο Κολοκοτρώνης δέν τόν γνώρισε. - "Ποιός είσαι τού λόγου σου ώρε;". - "Δέν μέ γνώρισες καπετάνιε; - ''Είμαι ο τσοπάνης πού μ' έστειλες νά σκοτώσω Τούρκους!" Γύρω στούς 10.000 Τούρκους πρόλαβαν νά περάσουν από τό στενό τού Αγίου Σώστη καί νά ξεχυθούν στήν πεδιάδα τής Κουρτέσας, όπου ήταν ανοιχτός ο δρόμος πρός τήν Κόρινθο. ΌΌμως όσοι πρόλαβαν πρόλαβαν, γιατί έφθασε ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος μαζί μέ τούς Παπαφλέσσα, Υψηλάντη, Νικήτα Φλέσσα, Γεώργιο Φλέσσα, Ιωάννη Φλέσσα, Δημήτριο Φλέσσα, Παπαρσένη Κρέστα, Χατζηχρήστο, Δημήτρη Κριεζή, Διονύσιο Ευμορφόπουλο, Παναγιώτη Κεφάλα καί άλλους 1000 άντρες καί έκλεισαν καί τό στενό τού Αγίου Σώστη. Οι Τούρκοι τότε παγιδεύτηκαν σέ δύο πυρά καί η μάχη μετατράπηκε σέ σφαγή. Τό σκοτάδι ήρθε σάν σωτήρας γιά τούς παγιδευμένους μουσουλμάνους, διότι τότε σταμάτησαν οι πυροβολισμοί από τό μέρος τών Ελλήνων καί ακούγονταν μόνο οι κραυγές τών τραυματισμένων ανθρώπων καί τά γρυλίσματα τών καταπλακωμένων ζώων. «Τώρα δέν είναι μάχη ετούτο, είναι σφαγή. Μέσα στό ρέμα η τούρκικη κολόνα, χτυπημένη, αναγκασμένη, δέν πολεμάει, γίνεται πηγμένη μάζα, σιδερένιος, πελώριος λοστός, πού σπρώχνει μέ τή φυσική δύναμη τού κορμιού μονάχα, ν' ανοίξει δρόμο κατά τήν Κουρτέσα καί τήν Κόρινθο. Τό καταφέρνει κάποτε, μά ανάμεσα τού Αη-Σώστη καί τής ρεματιάς γίνεται άγριος χαλασμός. Από μπροστά χτυπάει ο Νικήτας, από πίσω τά παλικάρια τού Κολοκοτρώνη. Ο Αντώνης, ο γερο Μάρκος, πού θυμήθηκε τά καλύτερα χρόνια τής κλέφτικης ζωής κι' οι αδελφοί Φλεσσαίοι από τά πλάγια. Οι Τούρκοι σαστίζουν, τά χάνουν, τσακίζουν, όλα τά κοτρώνια, τά βράχια, τά σκίνα, τά θυμάρια τούς φαίνονται σάν ΈΈλληνες μέ γιαταγάνια. Οι καπνοί τους τυφλώνουν, ο βρόντος τών αρμάτων κι' ο φοβερός αντίλαλος στά φαράγγια τούς ζαλίζει, βόλια, λιθάρια, σπαθιά κοφτερά, όλα καταπάνω τους. 'Αλλος γλυτωμός δέν είναι απ' τή φυγή, αφήνοντας τά πάντα ρίχνονται σάν ποτάμι μπροστά. Μά σά φτάνουν στόν Αη - Σώστη αντικρίζουν πυκνή τή φωτιά, βάζουν τό χέρι στά μάτια,
541
νά μή βλέπουν καί πέφτουν στό ρέμα. Καί καθώς είναι απ' τή μιά μεριά τ'αναμμένο μολύβι τών Ελλήνων κι' απ' τήν άλλη κατηφοριά καί γκρεμός, κυλούν μοιραία οι περισσότεροι εκεί μέσα, μέ γδούπους, κρότους ξεφωνητά τρομάρας, θρήνους, άλογα σκοτωμένα μ' ανθρώπους γερούς, νεκροί μέ ζωντανούς, λαβωμένοι μέ μουλάρια, μ' όλα τά σαμάρια καί τά φορτώματα. Κεφάλια κυλούν από τά κορμιά χωρισμένα καί παντού τρέχει το αίμα. Κι' αυτός ο ήλιος πού βυθά, σ' ολοπόρφυρο σύγνεφο, σάν κεφάλι φαίνεται, κομμένο, μέσα στά αίματα. Είναι τέτοιο φριχτό ανακάτωμα, πού οι ΈΈλληνες τήν άλλη μέρα, τραβούν μέ σκοινιά τούς ζωντανούς από τή ρεματιά. Ο σκοτωμός δέν έπαυε ούτε τή νύχτα. Κι' όταν δέν βλέπουν πιά, ρίχνουν στά στραβά, στό σωρό, στή βουή τού εχθρού πού ακόμα περνάει τρέχοντας νά γλιτώσει κατά τήν Κουρτέσα. ΌΌλη νύχτα στό μέρος τούτο ακούγονται καλπασμοί αλόγων, αφηνιασμένων, πού 'χαν χάσει τόν καβαλάρη τους. Κι' έτρεχαν εδώ κι εκεί καί χλιμιντρούσαν, βογκητά λαβωμένων καί φωνές από τούς χαμένους, σκόρπιους ανθρώπους.» Σπύρου Μελά "Ο Γέρος τού Μωριά" Οι ελληνικές απώλεις ήταν ελάχιστες. Σκοτώθηκαν τρία ανήψια τού Κολοκοτρώνη καί ο Κώστας Οικονομόπουλος από τό Αρκουδόρεμα Γορτυνίας. Μετά τή μάχη, τό τουρκικό στράτευμα κόπηκε στά δύο. Οι πασάδες πού δέν κατάφεραν νά περάσουν γύρισαν πίσω καί πήγαν πρός τήν Γλυκειά (Τίρυνθα), αφού οι Τούρκοι τού Ναυπλίου δέν τούς επέτρεψαν νά εισέλθουν στήν πόλη. Εκείνη τή μέρα τής 26ης Ιουλίου 1822, 4000 τούρκικα κουφάρια σκέπασαν τά Δερβενάκια καί ο θάνατός τους σήμανε τήν δημιουργία τού νέου ελληνικού κράτους. Σήμανε τή δημιουργία συνόρων τά οποία θά εξασφάλιζαν σύμφωνα μέ τόν Καποδίστρια τή δικαιοσύνη καί τήν ελευθερία στόν ΈΈλληνα. Σήμανε τήν εδραίωση ενός καί μόνο ενός πολιτισμού, τόν οποίο τόν συνεχίζουμε εδώ καί 3000 χρόνια, σήμανε τόν διωγμό όλων τών αλλόφυλων κατακτητών πού ήρθαν απρόσκλητοι στήν πατρίδα μας, σήμανε τήν κυριαρχία μας στά χώματα τών παππούδων μας. «Καθ' όλον αυτόν τόν δρόμον μας εις τήν ρεμματιάν τήν νύχτα ευρίσκαμεν κατάστρατα πτώματα Τούρκων καί ακούαμε εις τά πλάγια διάφοραις φωναίς πονεμέναις παιδιών πάσης ηλικίας, γυναικών καί τών πληγωμένων καί μάς εκυρίευσε φόβος καί τρόμος έως νά περάσωμεν όλην τήν ρεμματιάν καί εδώ και εκεί έπεφταν καί τουφέκια. Τί ήταν αυταίς οι φωναίς; Οι Τούρκοι είχαν σκλαβώσει, όθεν επερνούσαν κατά τά Δερβενοχώρια τά Μεγάλα τής Κορίνθου καί αλλού Χριστιανούς καί είχαν πάρει μαζί τους καί κάμποσαις φαμίλιαις. ΌΌλους τότε τούς
542
σκλάβους των τούς άφησαν εις τήν απώλειαν καί όπου ευρέθη ο καθένας τήν νύχτα μέσα εις τόν λόγκον έμεινε καί δέν ήξευρε πού νά πάη. ΈΈκλαιε τόν πόνον του καί εφώναζε τούς γνώριμούς του άλλος τούρκικα, άλλος αρβανίτικα καί άλλος ρωμέϊκα: ΌΌρε Χασάνη, όρε Δερβίση, όρε Αχμέτ, όρε Θανάση, όρε Κωνσταντή, γιάμ Γκέκα, γιάμ Σκόνδρα, γιάμ Χριστιάν. Εγώ είμαι χριστιανός, εγώ είμαι σκλάβος... ΈΈως νά περάσωμεν καί νά έβγωμεν εις τό Παληόχανον από τό φόβον μας, από τήν λύπην μας καί τήν πείνα μας ήλθεν η ψυχήν μας εις τά δόντια μας. Τά άλογά μας επατούσαν τούς νεκρούς καί φοβισμένα καί κουρασμένα από τόν πολύν δρόμον τά ταλαίπωρα ζώα εβαρέθηκαν καί αυτά τήν ζωήν των. ΈΈβλεπαν τούς ανθρώπους ξαπλωμένους κατά γής εδώ καί εκεί όπου εβόγκαγαν καί εξεψύχαγαν καί οι πληγωμένοι ετινάζοντο από τούς πόνους. Τέλος πάντων εβγήκαμεν εις τόν τόπον τόν ήσυχον εις τό Παληόχανον, όπου ο δρόμος πάγει εις τήν κωμόπολιν 'Αγιον Γεώργιον. Εκεί ηύραμεν τούς στρατιώτας, ερωτήσαμεν πού είναι ο αρχηγός καί μάς είπαν ότι επήγε εις τόν Αγιώργη. Τούς είπαμεν τί κάνετε εσείς εδώ; Κουβαλούμεν μάς είπαν τά λάφυρά μας. Είχαν κάμει δύο δρόμους σάν τά μυρμήγκια, ένας πήγαινε καί άλλος ήρχετο. ΈΈπαιρναν τά λάφυρα φορτωμένοι καί τά επήγαιναν εις τόν Αγιώργη εις τά σπίτια, όπου είχαν κονάκι τό κάθε χωρίον μάγκαις μάγκαις.» Απομνημονεύματα Φωτάκου Μόνο 2000 ελληνικά τουφέκια ήταν στά Δερβενάκια καί έκαναν τόση ζημιά. Οι υπόλοιποι καί κυρίως οι πολιτικοί απουσίαζαν. Ας μή γελιόμαστε. Ανέκαθεν λίγοι ήταν οι ΈΈλληνες πού αγωνίστηκαν γιά αυτή τήν πατρίδα. Στίς Θερμοπύλες ήταν λίγοι. Στά τείχη τής Πόλης ήταν λίγοι. Στά Δερβενάκια ήταν λίγοι. Σήμερα πού γράφονται αυτές οι γραμμές (2012), τό βιώνουμε καθημερινά. Πλήθος Ελλήνων έχουν ταχθεί στό πλευρό τής παγκοσμιοποίησης, τού πολυπολιτισμού καί τής τουρκαλαγνείας. Κανάλια, πολιτικοί, κόμματα, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, συγγραφείς συνεργάζονται μέ τόν προαιώνιο εχθρό τής Ρωμιοσύνης, τόν γενοκτόνο τής Μικράς Ασίας, τόν πορθητή τής Πόλης μας. Υμνούν τήν τουρκοκρατία καί ποθούν νά τήν επαναφέρουν. Οι υπόλοιποι παρακολουθούν τόν Σουλεϊμάν τόν Μεγαλοπρεπή πού προβάλλει η ελληνική(;) τηλεόραση καί ο οποίος κατά τή διάρκεια τής τυραννίας του αφάνισε εκατοντάδες ρωμέϊκα χωριά, άρπαξε δεκάδες χιλιάδες σκλάβους, τούς οποίους τούς είχε αλυσοδεμένους στίς γαλέρες του, έκανε γενίτσαρους μυριάδες ελληνόπουλα καί άρπαξε γιά τά χαρέμια του πλήθος από νεαρές Χριστιανές.
543
«Ευρισκομένων λοιπόν τών ανωτέρω εκεί καί ούδεμίαν ειδοποίηση λαβόντων διά τήν εις τήν Κόρινθον επιστροφήν τού Δράμαλη, καί ανέτοιμων όντων, αίφνης τούς ειδοποιούν αι σκοπιαί των, ότι πλήθος Τούρκων έφθασαν εις τάς Μυκήνας, εις τόν τάφον τού Αγαμέμνωνος, καί διευθύνονται εκεί. ΈΈτρεξαν εκείνοι ευθύς καί κατέλαβον τάς οχυρωτέρας θέσεις καί συγχρόνως έφθασε καί η εμπροσθοφυλακή τού εχθρού, καί ώρμησεν αμέσως διά νά απεράση τά στενωπά εκείνα μέρη, άλλα τούς εκτύπησαν κατά μέτωπον ατρομήτως, ώστε μ' όσας προσβολάς απεπειράθησαν νά κάμουν δέν ηδυνήθησαν νά κλονίσουν τήν καρτερίαν τους διά νά προχωρήσουν εν βήμα. ΈΈφθασε καί τό μεγάλον κέντρον, υπέρ τάς είκοσι πέντε χιλιάδας πεζοί τε καί ιππείς καί ώρμησαν αγεληδόν διά νά περάσουν νά σωθούν από τόν κίνδυνον, παραιτήσαντες καί ζώα καί πλούτη καί πάν ό,τι έφερον μεθ' εαυτών, νά σώσουν μόνον τήν ζωήν τους, ώστε μόλις εξέσπασαν εις έν μέρος καί απέρασαν εις τόν 'Αγιον Σώστην οκτώ ώς έγγιστα χιλιάδες καί έφθασαν είς τόπον ομαλόν καί διεσώθησαν εις τήν Κουρτέσαν. Οι δέ λοιποί βλέποντες τήν σωρείαν τών πτωμάτων καί τήν εγκατάλειψιν τών ζώων καί πραγμάτων τους απεδειλίασαν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε οπισθοδρόμησαν ατάκτως, τρέχοντες ποίος ν' απεράση τόν άλλον νά διασωθή, χωρίς νά ρίψη πλέον ουδείς μήτε έν τουφέκι από τήν φρίκην τους. Εφονεύθηκαν υπέρ τάς δύο χιλιάδας καί πεντακόσιοι, τών οποίων τά πτώματα έμειναν εις τό Δερβενάκι. Πόσοι δέ επληγώθησαν, ουδείς οίδε, οι δέ νικηταί ήρπασαν τόσα πλούσια λάφυρα, ώστε εχόρτασαν καί αυτοί καί πολλοί χωρικοί, οιτινες υπήγον μετά τήν μάχην έπειτα μίαν εβδομάδαν, καί εύρισκον διάφορα πράγματα. Επήραν υπέρ τάς πέντε χιλιάδας άλογα καί μουλάρια, εκατόν περίπου καμήλους, άπειρα πολεμοεφόδια καί αποσκευάς όλα τά πέριξ εκείνα χωρία, ώστε δέν είχον τί νά τά κάμουν. Ο δέ Κολοκοτρώνης, άμα ειδοποιηθείς ότι ό εχθρικός στρατός διευθύνεται πρός τό Δερβενάκι συμπαραλαβών μεθ' έαυτού τούς ονομαζόμενους σωματοφύλακάς του, τους οποίους ωνόμαζον οι στρατιώται βλαχοκούταβα καθότι δέν ευρίσκοντο ποτέ εις καμμίαν μάχην άλλ' ήτον μόνον διά πιλάφι, έως διακόσιους πεζούς τε καί ιππείς ανέβη εις τό ανατολικόν όρος τού Αγιωργιού, απέχον μίαν καί ημίσειαν ώραν τών Δερβενακίων, ώς ο προφήτης Ηλίας, καθώς επρομάντευσεν ο γέρων Μαυρομιχάλης, καί εθεώρει μέ τό κανοκιάλι, τήν τρομεράν καί φρικαλέαν εκείνην μάχην χωρίς νά δυνηθή νά δώση εις τούς ατρομήτους εκείνους μαχητάς ουδέ τήν παραμικράν συνδρομήν, αλλά τήν επιούσαν υπήγεν εκεί καί τούς ήρπασε κάμποσα λάφυρα.» Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη (άσπονδου εχθρού καί διώκτη τού Κολοκοτρώνη)
544
Ο Δράμαλης δέν σκόπευε νά παραμείνει αποκλεισμένος στόν καταραμένο κάμπο τής Αργολίδος. Θά προχωρούσε πάσει θυσία στήν Κόρινθο. Αυτό τό γνώριζε ο Κολοκοτρώνης καί οργάνωσε σχέδιο μέ τό οποίο θά προσπαθούσε νά αποκλείσει τούς πασάδες, τούς οποίους ήλπιζε νά τούς πιάσει καί ζωντανούς. ΈΈστειλε αμέσως τό Νικηταρά, τόν Δημήτριο Υψηλάντη, τόν Ευμορφόπουλο, τόν Κεφάλα, τόν Χελιώτη, τόν Χατζηγιάννη Σοφικιώτη καί τούς αδελφούς Φλέσσα (Παπαφλέσσα, Νικήτα καί λοιπούς) νά πιάσουν τό στενό στό χωριό Αγιονόρι, πού βρίσκεται ανατολικά από τό χωριό Στεφάνι καί νότια από τό Χιλιομόδι. Επίσης έστειλε ταχυδρόμο στόν Πλαπούτα γιά νά βιαστεί νά πιάσει τά Δερβενάκια καί ταχυδρόμο στό Γιατράκο γιά νά καταλάβει τό Χαρβάτι (Μυκήνες) καί νά ακολουθήσει από πίσω τό στράτευμα τού Δράμαλη, ώστε νά τό κτυπήσει από τά νώτα στήν κατάλληλη στιγμή. Τό σχέδιο τού αρχηγού ήταν έξυπνο, αλλά ως συνήθως έμεινε στά χαρτιά, διότι γιά διαφόρους λόγους ούτε ο Πλαπούτας πρόλαβε, ούτε ο Γιατράκος κινήθηκε. Ο Γιατράκος ήταν δυσαρεστημένος μέ τόν Κολοκοτρώνη διότι είχε ευνοήσει τόν προσωπικό του αντίπαλο Κρεββατά καί δέν εδέησε νά ακολουθήσει τό σχέδιο τού αρχιστράτηγου. Πάλι ο Νικήτας Σταματελόπουλος θά έβγαζε τό φίδι από τήν τρύπα. «Φεύγοντας οι ΈΈλληνες γιά νά πιάσουν τίς καινούργιες θέσεις στό Αγιονόρι, ακούστηκε κάποιος νά τραγουδάη τούτο τό τραγούδι πού είχε κιόλας σκαρώσει: Οι μπέηδες τής Ρούμελης, τού Δράμαλη οι πασάδες στό Δερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια. Στρώμα ΄χουνε τή μαύρη γής, προσκέφαλο μιά πέτρα καί τ' από πάνω σκέπασμα τού φεγγαριού τή λάμψη. Κολοκοτρώνης πέρασε μέ τούς καπεταναίους καί τά κεφάλια τήραε καί τά κορμιά τηράει. Ο Νικηταράς μέ τούς δικούς του έπιασε μετερίζια πίσω από τούς βράχους στό Αγιονόρι καί τό Στεφάνι. Ο Δράμαλης στίς 27 Ιουλίου τό βράδυ ξεκίνησε γιά τήν Κόρινθο. Δέ θά ξαναπερνούσαν τά ασκέρια του από κείνα τά καταραμένα
545
Δερβενάκια καί τόν Αϊ Σώστη. Διάλεξε τό άλλο πέρασμα. Τό Αγιονόρι. Γιατί θαρρούσε πώς οι Γραικοί δέ θά είχαν προκάνει νά πιάσουν καί αυτό τό στένωμα. Ξημερώματα στίς 28 Ιουλίου 1822 βρέθηκαν τ' ασκέρια του στ' Αγιονόρι. Είδαν όμως τότε πώς κι αυτός ο δρόμος ήταν αποκλεισμένος. Ο σερασκέρης δέν τά έχασε. Θέλει νά ξεσηκώση πρώτα μέ φανατισμό τούς πιστούς τού Αλλάχ. Προστάζει όλους τούς χοτζάδες, μουεζίνηδες, ιμάμηδες πού τόν ακολουθάνε ν' αρχίσουν αμέσως τό ναμάζι (προσευχή). Μά τίς προσευχές τους οι ΈΈλληνες τίς σκεπάζουν μέ σφυρίγματα, χωρατά καί μέ γιουχαΐσματα. Οι Τουρκαλβανοί σταματάνε τό δρόμο τους καί κάνουν πίσω. Μά ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης δέν σκιάζεται. Τούς δίνει θάρρος ξεφωνίζοντας: "Χίλιοι μονάχα κλέφτες είναι. Πιάστε τους μέ τά χέρια σας γενναία καί περήφανα παιδιά τού Οσμάν!" Ξαναμμένοι οι μουσουλμάνοι ρίχνονται στίς ανηφόρες μέ ξεφωνητά καί βρισιές νά πιάσουν τούς Ρωμιούς. Μά τά βόλια τούς αναγκάζουν νά γυρίσουν πίσω καί πολλοί σωριάζονται νεκροί. Τώρα απ' όλα τά μετερίζια αστραποβροντάνε καριοφίλια. Ο Νικηταράς όπως πάντα ξεπετιέται πρώτος μέ τήν πάλα στό χέρι καί κατηφορίζει γιά τ' ασκέρια. Από κοντά πολλοί δικοί του. Από δώ καί πέρα αρχίζει τό μακελειό. ΌΌσους προκάνουν απ' τούς τρομαγμένους Τούρκους τούς κατακομματιάζουν. Τούς κυνηγάνε ως τό άνοιγμα πού κάνει τό στένωμα. - Πουλί πώς πάει ο πόλεμος, τό κλέφτικο ντουφέκι; - Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσ' ο Κολοκοτρώνης καί παραπίσω οι ΈΈλληνες μέ τά σπαθιά στά χέρια. Γράμματα πάνε κι έρχονται στών μπέηδων τά σπίτια. Κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα καί τά τζαμιά γιά Τούρκους, κλαίνε μανούλες γιά παιδιά, γυναίκες γιά τούς άντρες.» Τάκη Λάππα - Νικηταράς ο Τουρκοφάγος Στό Αγιονόρι έγινε τών Δερβενακίων. Τό στενό πέρασμα έγινε ο τάφος περίπου χιλίων Τούρκων. ΌΌταν δέ ένα βόλι από τό τουφέκι τού Νικηταρά κτύπησε τό μπαρούτι, πού ήταν φορτωμένο σέ μία καμήλα, επακολούθησε έκρηξη η οποία προκάλεσε περαιτέρω σύγχυση στόν αποκλεισμένο πλέον εχθρό, αφού τά άλογα αφηνίασαν, έριξαν τούς αναβάτες καί έτρεχαν ασυγκράτητα ποδοπατώντας τούς πεζούς. Οι ΈΈλληνες μέ γυμνά τά γιαταγάνια αποτελείωναν τούς πανικόβλητους εχθρούς πού έπεφταν από τούς γκρεμούς μαζί μέ τά φορτωμένα ζώα τους.
546
Ο Νικηταράς γιά νά πολεμήσει καί τίς τύψεις του από τό θάνατο πού σκορπούσε μέ τό σπαθί του πού τό άλλαξε τέσσερεις φορές, ακούστηκε νά μονολογεί: "Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις". ΈΈνας άλλος Νικηταράς, ο αδελφός τού Παπαφλέσσα Νικήτας Φλέσσας σκότωσε τόν Τοπάλ Αλή πασά σέ μονομαχία πού ξεκίνησαν μέ τά σπαθιά τους καί κατέληξαν νά μάχονται μόνο μέ τά χέρια. Σάν λάφυρο πήρε τό πανάκριβο αδαμαντοκόλλητο σπαθί τού πασά αξίας 700.000 γροσίων καί μία ακριβή γούνα πού τήν χάρισε στόν αδελφό του Παπαφλέσσα. Οι νεκροί θά ήταν ακόμα περισσότεροι, εάν οι στρατιώτες δέν έπεφταν μέ τά μούτρα στά πλούσια λάφυρα καί στά φλουριά τά οποία μάζευαν μέ τό φέσι όπως είχε προβλέψει ο Κολοκοτρώνης, όταν τούς έλεγε ότι "θά πάρετε τά πλούτη τών Τούρκων πού είναι κλεμμένα από τούς Χριστιανούς". Γούνες, βαριά χαλιά, χρυσαφικά, ασημένιες πιστόλες, χρυσοστόλιστα γιαταγάνια, πανύψηλα αραβικά άλογα, μουλάρια κατάφορτα μέ πραμάτειες, καμήλες, σκηνές, σημαίες, τουμπερλέκια, αργυρά σκεύη ήταν μερικά από τά λάφυρα πού μοιράστηκαν οι άντρες τού Νικηταρά τού Τουρκοφάγου. Ο μόνος πού δέν ακούμπησε λάφυρο ήταν ο αγνός Νικηταράς. Oι άνδρες του τού χάρισαν ένα δαμασκηνό σπαθί (προερχόμενο από τήν περίφημη οπλοποιία τής Δαμασκού τής Συρίας) καί ένα κατάλευκο άλογο χωρίς ουρά, τό οποίο τό χάρισε σέ έναν γραφικό τύπο τής εποχής μέ τό παρατσούκλι "Τσοπανάκος". Ο Τσοπανάκος, πού ήταν ένας πάμφτωχος καμπούρης, λεγόταν Παναγιώτης Κάλλας, καταγόταν από τήν Δημητσάνα καί ακολουθούσε τό στράτευμα τού Νικηταρά απαγγέλοντας εύθυμους στίχους. Καθότι δέν είχε τά μέσα νά συντηρήσει τό πανύψηλο αραβικό άλογο απήγγειλε στό Νικηταρά τό κάτωθι ποίημα: Τό δώρο τού Νικηταρά είν' άλογο δίχως ουρά ή μού στέλνεις τό κριθάρι ή σού στέλνω τό τομάρι. Ο στρατάρχης Δράμαλης ντροπιασμένος πλέον έχασε μεταξύ άλλων καί τό άλογό του καί τό μόνο πού βρήκε νά καβαλήσει ήταν ένα γαϊδούρι. ΈΈτσι έφτασε στήν Κόρινθο νηστικός καί κουρασμένος. Αλλά εκείνο πού φοβόταν περισσότερο ήταν η οργή τού σουλτάνου του. Τό ασκέρι τών 30.000 ανδρών είχε σκορπίσει όπως είχαν σκορπίσει καί οι θησαυροί πού κουβαλούσε. Ο Δράμαλης θά πέθαινε λίγο αργότερα ή θά αυτοκτονούσε γιά νά αποφύγει τήν τιμωρία πού ήταν βέβαιο ότι θά ακολουθούσε.
547
Οι Τούρκοι αποκλεισμένοι πλέον στήν Κόρινθο αποδεκατίζονταν από τίς ασθένειες. Καθημερινά έβγαιναν πρός αναζήτηση τροφής ενώ προσπαθούσαν νά διασπάσουν τόν κλοιό τών Ελλήνων καί νά κινηθούν πρός τήν Πάτρα, όπου υπήρχε πλήθος εφοδίων. Οι Τούρκοι πασάδες είχαν εγκαταλείψει πλήρως τόν εξαθλιωμένο στρατό τού Δράμαλη καί δέν ενδιαφέρονταν νά τόν ανεφοδιάσουν, ενώ ο Κολοκοτρώνης είχε πιάσει τά περάσματα καί είχε στήσει στρατόπεδα στό Σούλι Κορινθίας, στά Βασιλικά τού Κιάτου (Αρχαία Σικυών), στό Μάτσανι (Κρυονέρι), στήν Κλένια, στόν 'Αγιο Βασίλειο, στά Μεγάλα Δερβένια Γερανείων καί στούς υπόλοιπους δρόμους πού οδηγούσαν στήν Κόρινθο. Ο αρχηγός είχε δώσει διαταγές κάθε βράδυ νά ανάβει έκαστος στρατιώτης από τρείς φωτιές ώστε νά φαίνεται ότι η Κόρινθος είναι αποκλεισμένη από χιλιάδες Ρωμιούς ενόπλους. Στίς 12 Αυγούστου 1822, οι Τούρκοι τής Κορίνθου κινήθηκαν πρός τό Κιάτο, όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι ΈΈλληνες μέ αρχηγούς τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη, τόν Παναγιώτη Γιατράκο, τόν Δημήτριο Πλαπούτα καί τούς Πετμεζαίους. Οι εχθροί προσποιήθηκαν ότι οπισθοχωρούν αλλά αυτή τη φορά δέν έφυγαν παρά κρύφτηκαν στά αμέτρητα αμπέλια μέ τίς σταφίδες, πού είχε κάποτε η Κορινθία. 'Αφησαν κάποια άλογα γιά παγίδα καί περίμεναν. Οι ΈΈλληνες δέν κατάλαβαν τήν χωσιά (ενέδρα) καί βγήκαν χωρίς προφυλάξεις νά αρπάξουν τά άλογα. Οι Τούρκοι έκαναν ξαφνικό γιουρούσι αιφνιδιάζοντας τό απόσπασμα τού Αναγνώστη Πετιμεζά μέ τούς Φαναρίτες (κατοίκους Αρχαίας Ολυμπίας) καί τούς Μιστριώτες. Ο γενναίος Καλαβρυτινός οπλαρχηγός παρέμεινε στή θέση του μαζί μέ τόν δεκαεπτάχρονο γιό του Σωτήρη, γιά νά συγκρατήσει τούς συντρόφους του πού υποχωρούσαν ατάκτως. Εκεί στή θέση Βασιλικά σκοτώθηκε μέ τό παιδί του καί άλλους εξήντα ΈΈλληνες, μεταξύ τών οποίων ήταν ο παπά - Καλομοίρης από τό Μυστρά καί ο Γιαννετάς από τό Γιοργίτσι. Εκείνη τήν εποχή έφθανε στή Νεμέα καί ο 'Αγγλος φιλέλληνας 'Αστιγξ (Frank Abney Hastings). Ο Αστιγξ είχε γεννηθεί τό 1794 καί ήταν γιός τού στρατηγού Καρόλου Αστιγξ. Είχε υπηρετήσει από μικρή ηλικία στό βρετανικό βασιλικό ναυτικό λαμβάνοντας μέρος στή μεγάλη ναυμαχία τού Τραφάλγκαρ σέ ηλικία μόλις 12 ετών. Μετά όμως από έναν απρόσεχτο χειρισμό του στην πορεία ενός πλοίου που διοικούσε αποτάχθηκε από τό ναυτικό καί έφθασε στήν τουρκοκρατούμενη Ελλάδα γιά νά προσφέρει τίς υπηρεσίες του. Ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε τό νεαρό 'Αγγλο στό χωριό Κουτσομόδι. «ΉΉταν ασκέρι τούρκικο, μιά κοσαριά χιλιάδες.
548
ΉΉταν πασάδες ξακουστοί, πολοί ντερεμπεήδες, δέν ετηράξανε στρατό, μηδέ καί παλληκάρια, καί άλα - άλα κάνανε, στόν Αγιο Σώστη πάνε. Μά κεί τούς καρτεράγανε μέ δυνατό ντουφέκι, ο καπετάν Νικηταράς κ' οι Κολοκοτρωναίοι. Δώστε Φωτιά, μωρέ παιδιά, προσέχτε παλληκάρια. Κ' ευθύς εξεσπαθώσανε, τούς έδωκαν ντουμάνι, θέλτε ν' ακούστε κλάματα, δάκρυα καί μοιρολόγια; Κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα καί τά τζαμιά γι' αγάδες, κλαίνε καί οι χανούμισες τούς άντρες, τά παιδιά τους, τ' είν το κακό που γίνηκε, τ' είν' το κακό που πάθαν, τής Ρούμελης οι μπέηδες καί τού Μωριά οι λεβέντες; Στά Δερβενάκια κείτονται, κορμιά χωρίς κεφάλι, στρώμα 'χουνε τή μαύρη γης, προσκέφαλο τήν πέτρα, κ' έχουνε γιά παπλώματα τούς πάγους καί τά χιόνια. Κι' όσοι διαβάτες κι' άν περνούν στέκουν καί τά ρωτάνε: κορμιά, πούν τά κεφάλια σας κορμιά πούν τ' άρματά σας; - Οι κλέφτες μάς τά πήρανε, οι Κολοκοτρωναίοι,
549
Το κρίμα ν' άχει ο Δράμαλης, τ' ανάθεμα ο Σουλτάνος, μάς έστειλαν μεσ' τό Μωριά, τούς κλέφτες νά βαρούμε. Εδώ κλέφτες δεν πήραμε. Ευρήκαμε λιοντάρια, στά δόντια σούρνουν τό σπαθί, στά χέρια το ντουφέκι. Φυσάει αγέρας Κορθινός, μαΐστρος τραμουντάνας καί πάει τά χαιρετίσματα στού Δράμαλη τ' ασκέρια. Πιάνουν καί κάνουν γράμματα στά δόλια τά χαρέμια. - Νά μή μάς παντυχαίνετε, νά μή μάς καρτεράτε. Γιατί επαντρευτήκαμε στά Δερβενάκια μέσα, πήραμ' τήν πέτρα πεθερά, τή μαύρη γής γυναίκα κι' αυτά τά λιανολίθαρα ούλα γυναικαδέλφια.» Δημοτικό τραγούδι γιά τήν καταστροφή τού Δράμαλη Πτώσις τού Ναυπλίου - 30 Νοεμβρίου 1822 Mετά τήν καταστροφή τού Δράμαλη, ο Κολοκοτρώνης υπέφερε από μία πτώση από άλογο καί διέμενε στήν Τριπολιτσά μέχρι νά αναρρώσει. Η πολιορκία τού Ναυπλίου χαλάρωσε από τούς απείθαρχους ΈΈλληνες μέ αποτέλεσμα Τούρκοι ιππείς νά εξέρχονται καθημερινώς από τήν πόλη καί νά επιδράμουν στά γειτονικά χωριά πρός ανεύρεση τροφών. Σέ μία τέτοια επιδρομή, σκοτώθηκε στίς 14 Αυγούστου 1822 ο Νικόλαος Σταματελόπουλος (αδελφός τού Νικηταρά), ενώ κατεδίωκε έναν Τούρκο έφιππο. Τόν Οκτώβριο τού 1822, επανήλθε ο Κολοκοτρώνης στούς Μύλους τούς Αφεντικούς (τού Ναυπλίου) καί απέστειλε επιστολές στούς μπέηδες πού ήταν κλεισμένοι στό Ναύπλιο καί τό Παλαμήδι καλώντας τους νά παραδοθούν. Η πολιορκία έγινε στενότερη καί πλέον ο τουρκικός πληθυσμός άρχισε σοβαρά νά υποφέρει από τήν πείνα καί από τίς διάφορες μολυσματικές ασθένειες.
550
Στίς 5 Νοεμβρίου 1822, ένα αγγλικό πλοίο προσπάθησε νά μπεί στόν κόλπο τού Ναυπλίου, αλλά οι ΈΈλληνες πού είχαν καταλάβει τό Μπούρτζι τό κανονιοβόλησαν. Τό Μπούρτζι τό είχαν οχυρώσει Επτανήσιοι καί ο επικεφαλής τους Διονύσιος Σεμπρικός ήταν αυτός πού συνέλαβε τό αγγλικό πλοίο καί είδε ότι ήταν γεμάτο σιτάρι πού προορίζονταν γιά τούς πολιορκημένους. Λίγο αργότερα, 150 Τούρκοι εξήλθαν από τό Ναύπλιο ντυμένοι ρωμέϊκα μέ φουστανέλλες. Γνώριζαν άπταιστα ελληνικά καί κατάφεραν χωρίς πρόβλημα νά φθάσουν στήν Κόρινθο καί νά ζητήσουν βοήθεια. Στις 28 Νοεμβρίου, τουρκικό στράτευμα 7000 ανδρών ξεκίνησε από τήν Κόρινθο μέ προορισμό τό Ναύπλιο. Τά στενά τών Δερβενακίων εφυλάσσοντο από τόν Νικηταρά, τόν Παπαρσένη Κρέστα, τόν Δημήτριο Τσόκρη, τόν Δαρειώτη (Κολιό Μπακόπουλο) καί τόν Λεβιδιώτη. Ξεκίνησε η μάχη μεταξύ τών δύο πλευρών, η οποία ήταν αμφίρροπη αλλά οι 150 ελληνόφωνοι Τούρκοι πού είχαν περάσει ανενόχλητοι επειδή φορούσαν ελληνικές φορεσιές βρέθηκαν στά νώτα τών Ελλήνων, τούς αιφνιδίασαν καί σκότωσαν τόν Παπαρσένη καί τόν Σπανό Κρανιδιώτη. Ο Παπαρσένης είχε προμαντεύσει ότι «το κεφάλι μου θα πέσει, αλλά σπειρί στάρι δεν θα φτάσει στ' Ανάπλι». Ο Κολοκοτρώνης μόλις είδε τούς Τούρκους νά υπερισχύουν έστειλε ενισχύσεις τούς Ζαφειρόπουλο, Τζαννέτο Χριστόπουλο, Γενναίο καί Χατζη - Χρήστο οι οποίοι αντεπιτέθηκαν καί έτρεψαν τούς Τούρκους σέ φυγή πρός τήν πεδιάδα τής Κουρτέσας, από όπου επέστρεψαν στό κάστρο τής Κορίνθου. «Ο δέ Κολοκοτρώνης από εκεί όπου είχε τά τσαντήρια του ειδοποιήθη κοντά τά ξημερώματα από ταίς βάρδιαις, εβγήκε καί είδε ταίς φωτιαίς τών τουφεκιών ανάποδα καί εννόησεν ότι οι Τούρκοι επήραν ταίς πλάταις τών εδικών μας. Αμέσως εδιέταξε τόν Τσανέτον Χριστόπουλον μέ τούς Φαναρίτας, τόν Γενναίον καί άλλους πολλούς νά πάνε από τό πίσω μέρος νά προφθάσουν τούς εδικούς μας. Κατά καλήν τύχην οι ειδοποιηθέντες από τό βράδυ από τόν αρχιστράτηγον Δημήτριο Τσόκρη καί λοιποί έφθασαν εγκαίρως καί δέν επροχώρησε τό κακόν περισσότερον. Συγχρόνως πολλά πρωΐ ήλθε καί ο Χατζή Χρήστος από τό Στεφάνι καί Μετόχι μέ τούς στρατιώτας του εις τόν 'Αγιον Σώστην κατά τήν διαταγήν τήν οποίαν από τό βράδυ είχε λάβει από τόν Νικήταν νά ξημερωθή εκεί. Μετά τόν ερχομόν αυτών τών δύο έγεινε πόλεμος καλός καί εστείλαμεν πολλούς Τούρκους εις τόν 'Αδην, τούς επήραμεν μπροστά, τούς εκυνηγήσαμεν καί τούς ερρίξαμεν κατά τήν Κουρτέσαν όπου είχεν έλθει τό μεγάλο σώμα τών Τούρκων καί είχε βάλει τά κανόνια του διά νά κτυπήση τούς πύργους τών Ελλήνων.
551
Τότε ο υπασπιστής τού Κολοκοτρώνη (ο Φωτάκος εννοεί τόν εαυτό του) καβαλάρης εκυνήγησεν ένα Τούρκον χωρίς νά γνωρίζη ότι αυτός είχε τά κεφάλια τού Παππά Αρσένη καί τού Σπανού, τόν εξεκάμπισε καί τόν εχώρισεν από τούς άλλους Τούρκους καβαλαραίους καί αφού άδειασε τά πιστόλια του καί δέν είχε πλέον τί νά ρίξη ετράβηξε τό σπαθί του διά νά τόν κόψη, τόν εκτύπησεν, αλλά δέν ημπόρεσε νά τού κάμη τίποτε. Ο Τούρκος τότε διά νά σωθή άρχισε νά πετά τά άρματά του, τά κεφάλια καί ότι άλλο είχε διά νά τόν χασομερήση καί ούτως γλύτωσε. 'Επειτα ο υπασπιστής τού αρχηγού επέστρεψε τό πισάχναρο νά ιδή τί επέταγεν ο Τούρκος καί ηύρε τά πιστόλια του καί τά δύο κεφάλια τού Αρσένη καί τού Σπανού από τά μαλλιά ζευγάρι δεμένα...» Απομνημονεύματα Φωτάκου Στίς 29 Νοεμβρίου 1822 οι Τούρκοι τού Ναυπλίου ζήτησαν από τό Στάϊκο Σταϊκόπουλο πού διηύθυνε τήν πολιορκία, μετά τό θάνατο τού Νικόλα Σταματελόπουλου, νά μηνύσει στόν Κολοκοτρώνη νά κάνουν τρατάτο (συμφωνία). Ο αρχιστράτηγος τούς απάντησε νά φύγουν μέ τά ελληνικά καράβια καί νά πάνε όπου θέλουν, διαφορετικά αν οι 'Ελληνες έκαναν ρεσάλτο θά τούς περνούσαν όλους από τό σπαθί. Δύο Τουρκαλβανοί πού φρουρούσαν τή Γιουρούς ντάπια (προμαχώνα τού Αχιλλέα) τού Παλαμηδίου, είχαν βγει κρυφά από τό κάστρο καί είχαν έρθει σέ συνεννόηση μέ τόν Στάϊκο Σταϊκόπουλο γιά νά τού δώσουν πληροφορίες καί σέ αντάλλαγμα νά επέτρεπαν οι πολιορκητές στούς Αλβανούς νά αποχωρήσουν μέ τά όπλα τους. Ο Σταϊκόπουλος έμαθε από αυτούς ότι εκείνη τή στιγμή η Γιουρούς ντάπια είχε λίγους φρουρούς. Τό ίδιο βράδυ παρέλαβε διακόσιους άνδρες μαζί μέ τόν αδελφό του Αθανάσιο Σταϊκόπουλο, τόν Δημήτριο Μοσχονησιώτη, τόν Μανώλη Σκρεπετό, τόν Κώστα Γκιόνη, τόν Ιταλό Γκουβερνάτι καί μερικούς φιλέλληνες καί ανέβηκε πρώτος στή σκάλα πού είχε στήσει στό σημείο πού τού είχαν υποδείξει οι Αλβανοί. Η βροχερή νύκτα τής 30ης Νοεμβρίου 1822 εορτής τού Αγίου Ανδρέου, ήταν σύμμαχος τών Ελλήνων, οι οποίοι μέσα σέ λίγα λεπτά βρέθηκαν πάνω στίς επάλξεις τού Παλαμηδίου, πέταξαν τήν ημισέλινο καί σήκωσαν τή σημαία τού Σταυρού. Ο Σταϊκόπουλος πρίν ξεκινήσουν τήν επιχείρηση είχε πεί στά παλληκάρια του: «Στρατιώτες τού Χριστού καί τής πατρίδας, η ημέρα τ' Αγιαντρέα πρέπει νά φωτίσει τούς ΈΈλληνες λεύτερους. Αλλά τό Ανάπλι, πού τό μολεύει η πατούσα τών Αγαρηνών, αντιστέκεται ακόμα καί φαίνεται νά ξαστοχάει τήν παλικαριά σας. Οι Αγαρηνοί πού τό κατέχουν, αφού δείξανε τή μπαμπεσιά τους καί γράψανε στά τσαρούχια τους τή γραφή τού Γέρου πού τούς έλεγε νά παραδοθούνε καί νά τούς έστελνε στή
552
Μικρασία ζωντανούς, ξαναπήρανε την πρώτη τους αυθάδεια. Θά τό αντέξετε τό λοιπόν, ακόμα, τούτοι οι βάρβαροι νά παίζουνε μαζί μας; Μοραΐτες, ομπρός, ας γιορτάσουμε σήμερα τή γιορτή τ' Αγιαντρέα, πού μάς προστατεύει, πατώντας τό πιό δυνατό κάστρο τών οχτρών μας.» Ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος είχε γεννηθεί στή Ζάτουνα τής Γορτυνίας τό 1798. ΉΉταν ο τελευταίος γιός τού Παναγιώτη καί τής Ζαχαρούλας Σταϊκοπούλου. ΉΉταν κοντόσωμος, νευρικός καί τολμηρός. Ο μεγάλος γιός, ο Κωσταντής Σταϊκόπουλος, είχε σκοτώσει πάνω σέ καβγά έναν Τούρκο στή Ζάτουνα καί μίσεψε στή Βλαχία, όπου κατατάχτηκε στόν Ιερό Λόχο τού Υψηλάντη καί στή συνέχεια σκοτώθηκε. Ο Σταϊκούλης, όπως τόν έλεγαν στό χωριό, μαζί μέ τόν αδελφό του Αθανάσιο, έφυγε από τή Ζάτουνα καί πήγε στήν ΎΎδρα, όπου μυήθηκε στή Φιλική Εταιρεία από τό Δημητσανίτη Νικόλαο Σπηλιωτόπουλο. Τόν Απρίλιο τού 1821 συγκρότησε, μέ δικές του δαπάνες, στρατιωτικό σώμα. ΉΉταν πολύ αυστηρός μέ τούς άνδρες του καί όταν ένας στρατιώτης του είχε κλέψει ένα ελάφι από ένα μοναστήρι τόν εκτέλεσε. ΉΉταν κάτι γιά τό οποίο θά είχε τύψεις γιά όλη του τή ζωή. Ο μοναδικός φρουρός πού υπήρχε στό φυλάκιο τού κάστρου πού κατέλαβαν οι ΈΈλληνες παραδόθηκε αμέσως. Ο Μοσχονησιώτης τόν έδεσε καί τού φίμωσε τό στόμα. Στή συνέχεια άνοιξε μέ λοστό τή σιδερένια πόρτα τού προμαχώνα καί ξεχύθηκαν μέσα καί οι υπόλοιποι, οι οποίοι μέσα στό σκοτάδι κατέλαβαν όλες τίς ντάπιες τού Παλαμηδίου. Ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Βυζάντιος στήν προσπάθειά του νά ανέβει στά τείχη έπεσε καί έσπασε τό πόδι του. Οι Τούρκοι, βλέποντας τούς ΈΈλληνες νά ελέγχουν τό Παλαμήδι, κατέβηκαν τά 1000 σκαλιά πού καταλήγουν στήν πόλη τρέχοντας, ώστε νά βρούν καταφύγιο στά σπίτια τού Ναυπλίου. Μέ τίς φωνές τους ξύπνησαν τούς ομοεθνείς τους, οι οποίοι έκπληκτοι άρχισαν νά ορύονται. Οι πορθητές γύρισαν τά κανόνια καί άρχισαν νά βάλλουν κατά τής πόλης καί κατά τού φρουρίου τής Ακροναυπλίας (ΊΊτς - Καλέ). Ο Σταϊκόπουλος, μόλις έγινε κύριος τού Παλαμηδίου, έστειλε καβαλάρηδες στόν Κολοκοτρώνη πού βρισκόταν στά Δερβενάκια, νά τού αναγγείλουν τά νέα. Ο Γέρος τού Μοριά έφτασε όσο μπορούσε πιό γρήγορα καί αμέσως διέταξε νά κανονιοβολήσουν τήν πόλη, ώστε νά αναγκαστούν οι μπέηδες νά τήν παραδώσουν χωρίς νά χυθεί αίμα. «Δύο Αρβανίτες κρεμούνται από τήν τάπια καί πάνε εις τόν Στάϊκο καί τού λένε, ότι οι Τούρκοι εκατέβηκαν εις τήν χώρα (πόλη Ναυπλίου) καί πάμε νά πάρομε τό Κάστρο (Παλαμήδι), καί αν δέν σάς λέμε αλήθεια, βαστάτε τόν ένα εδώ καί σκοτώστε μας έπειτα, αν έβγει ψεύμα. Ο Στάϊκος επήρε τούς στρατιώτας καί επήδησε μέσα.
553
Οι Τούρκοι, οπού ήσαν εις τές άλλες τάπιες (προμαχώνες), εκατέβηκαν εις τήν χώραν, καί μερικοί οπού ήσαν εις τήν Τζοτάρ εμβήκαν τά μεσάνυκτα ξημερώνοντας τού Αγίου Ανδρέος. ΈΈρριξε κανόνια καί εκατάλαβα ότι επήραν τό Παλαμήδι. Εκαβάλληκα ευθύς, επήγαινα στό δρόμο, απάντησα τόν πεζοδρόμο, οπού έστειλε ο Στάϊκος διά νά μέ δώσει τήν είδηση. Εις τό ορδί (στρατόπεδο) είχα αφήκει τόν Πάνο, τόν Γενναίο κ.λπ. Τόν πεζοδρόμο τόν έστειλα εις τό στράτευμα, διά νά δώσει τήν είδησιν καί τών άλλων, όσο νά πάγω εις τό Παλαμήδι, ο Στάϊκος τό είχε παστρέψει από τούς Τούρκους. Ανέβηκα εις τό Παλαμήδι, ρίχνοντας οι εδικοί μας 50 κανόνια (βολές). Αμα επήγα επρόσταξα καί εγύρισαν τά κανόνια κατά τήν χώρα καί τόν ΊΊτζ Καλέ. ΈΈστειλα καί είπαν τών Τουρκών αρχηγών νά έλθουν νά ομιλήσομε. ΉΉλθαν εις τό Παλαμήδι οι μπέηδες καί ένας Αρβανίτης, αρχηγός τών Αρβανιτών, τούς είπα: "Τί κάμνετε τώρα; Νά μού παραδώσετε όλα τά κάστρα καί τά άρματά σας, καί νά σάς γλυτώσω τήν ζωήν καί τά παιδιά σας, νά πάρετε δύο μόνον αλλαξές καί νά σάς βαρκάρω εις καράβια ελληνικά, καί νά πάτε όπου θέλετε. ΌΌταν μού δώσετε τά κλειδιά όλων τών κάστρων καί βάλω ανθρώπους μου, τότε σάς δίδω στρατιώτας καί σάς συντροφεύουν καί σάς βαρκάρουν από τά Πέντε Αδέλφια (προμαχώνας απέναντι από τό Μπούρτζι)". Ο Αρβανίτης λέγει: "Τά άρματά μας δέν τά δίδομε καί θά πολεμήσομε, θά κάψομε τήν χώρα, καί νά μήν αφήσομε πέτρα εις τήν άλλην πέτρα". Τού απεκρίθηκα: "Βρέ Αρβανίτη, τίνος τά λές αυτά; Ας πολεμήσομε καί μιά φορά καβάλλα, καί τότε βλέπετε! (εννοεί νά είχαν καί οι ΈΈλληνες τό ιππικό τών Τούρκων). Τήν χώρα αν τήν κάψετε, οι πρόγονοί μας τήν έφκιασαν, καί πάλι τήν φκιάνουμε, εσείς όμως θά σάς περάσομε όλους από τό σπαθί". Οι μπέηδες μέ είπαν: "Μήν τόν ακούς αυτόν, διότι είναι εργένης, ας ερωτήσει καί ημάς οπού είμεθα φαμελίτες. Εμείς πάμε κάτω, κάμνομε τό τραττάτο, τό υπογράφομε καί σάς τό στέλνομε μέ τά κλειδιά, καί νά μάς δώκεις τό ίδιο από τό μέρος σας καί τόν όρκον σου". ΈΈτζι εκατέβηκαν κάτω, έκαμαν συνέλευση, υπόγραψαν τήν συνθήκη, καί τήν έστειλαν μέ τά κλειδιά. Ο Αλή πασάς (ο φρούραρχος τού Ναυπλίου) καί άλλος ένας πασάς δέν υπόγραψαν, διατί εφοβούντο από τόν Σουλτάνο, καί εκείνους μέ 45 ψυχάς τούς εβάσταξα αιχμαλώτους τού πολέμου. Μετά τού Αγίου Ανδρέος 3 - 4 ημέρες έστειλα στρατεύματα, έπιασα τόν ΊΊτζ Καλέ, τά Πέντε Αδέλφια, τού γιαλού τής ξηράς τήν τάπια, καί έστειλα ανθρώπους κι εμάζωναν τά πράγματα τά τούρκικα εις τά τζαμιά.
554
ΈΈγραψα νά έρθουν από τήν ΎΎδρα καί Σπέτζες καί έστειλαν καράβια. Τό Κάστρο (Παλαμήδι) τό είχα κλεισμένο, διά νά μή γενούν καταχρήσεις. Εις τά φρούρια έστειλα από όλα τά σώματα. Τούς εμβαρκάρησα τούς Τούρκους διά τήν Σμύρνην καί έστειλε καί η Γερουσία διά νά παρευρεθούν εις τήν πτώσιν καί εις τά λάφυρα. Τά καράβια τά έκαμα παζάρι 110.000 γρόσια. όσο πράγμα έμεινε, τό έβαλαν εις τά τζαμιά, τό λοιπόν τό άρπαξαν οι ΈΈλληνες. Χρήματα μετρητά δέν ευρέθησαν, διότι τά είχαν εξοδεμένα διά ζωοτροφίας εις τήν πολιορκίαν. Ασημικά καί σκουτικά ήσαν πολλά, τούς έδωσα ασημικά καί σκουτικά διά τόν ναύλον τους τών καραβιών. Εις τρείς ημέρες εκατέβηκα από τό Παλαμήδι εις τού Αγά πασά τά σπίτια. Τά λάφυρα τά έβαλαν εις δημοπρασία, καί κάθε επαρχία καί τά νησιά επήραν τό ανάλογόν τους. ΈΈτσι εγλύτωσα καί από αυτήν τήν έγνοια τού Αναπλιού. Τόν ίδιον καιρό οι μεινεμένοι Τούρκοι έως 3.000 εις τήν Κόρινθον έμαθαν τήν πτώσιν του Αναπλιού καί εκίνησαν νά υπάγουν εις τήν Πάτρα καί άφηκαν εις τό Κάστρο τής Κορίνθου 400. Οι Καλαβρυτινοί ετρώγοντο μεταξύ των. Ο Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης καί Πετιμεζαίοι, αυτοί ετοιμάζοντο νά κτυπηθούν, έμαθαν τούς Τούρκους, αφήνουν τές διχόνοιές των καί κτυπούν τούς Τούρκους, τούς χαλούν καί τούς επολιόρκησαν εις τήν Ακράτα. Τό στράτευμα οπού είχα αφήσει εις τό Δερβενάκι τόν Πάνο, Γενναίο, έμαθαν ότι έφυγαν οι Τούρκοι από τήν Κόρινθον, καί ήλθαν καί εκείνοι εις τό Ανάπλι. Μανθάνοντες ημείς, ότι τούς Τούρκους τούς επολιόρκησαν εις τήν Ακράτα ετοίμασα τόν Νικήτα, τόν Γενναίο, τόν Πάνο, διά νά τούς στείλω εις βοήθειαν. Οι άρχοντες (κυβέρνηση) μάς γράφουν νά τούς στείλωμεν πολεμοφόδια, καί νά μή στείλω στράτευμα - καί η υπόθεσίς των ήταν διά τά λάφυρα. (Οι ανύπαρκτοι Κωλέττης, Κανακάρης καί Νέγρης έστελναν γραφές καί ζητούσαν τά λάφυρα). Εις τήν Ακράτα τούς επολιόρκησαν δύο μήνας. Οι Τούρκοι, στενοχωρημένοι, έκαμνον συμφωνίες χωρίς νά τές εκτελούν. Τά καράβια τά τούρκικα έφθασαν μέ μεντάτι, τούς επήραν καί τούς επήγαν εις τήν Πάτραν, ώστε από 32.000 τού Δράμαλη μέ 7 πασάδες, εγλύτωσαν 4.000 οπού έμειναν εις τήν Αθήνα καί Εύβοια, καί 2.000 οπού εγλύτωσαν εις τήν Ακράτα. Ερωτούσα τόν Αλή πασά (τού Ναυπλίου) καί άλλους σημαντικούς Τούρκους, καί μού είπαν 28.000 εμβήκαν εις τήν Πελοπόννησον, 20.000 άλογα τής σέλλας καί 30.000 αλογομουλάρια φορτηγά καί 500 καμήλια. ΌΌλα αυτά έμειναν εις τήν Πελοπόννησον, θησαυρούς καί άρματα ωραία τά επήραν οι ΈΈλληνες. Αυτό τό στράτευμα ήτον όλο πλούσιο, διότι τά είχαν πάρει από τόν θησαυρό τού Αλή πασά (τών Ιωαννίνων), οπού τόν επολιορκούσε.»
555
Γεώργιος Τσερτσέτης - Αφήγησις Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Αφού ο Κολοκοτρώνης βομβάρδισε τήν πόλη τού Ναυπλίου, έστειλε μέ τόν υπασπιστή του μήνυμα πρός τούς αγάδες: «Σάς προσφέρομεν τό χαιρετισμόν μας. Ιδού ο Θεός τού Παντός μάς έδωσε τό Παλαμήδιον υπό τήν κυριαρχίαν μας καί σάς προσκαλούμεν εις τρείς ώρας νά μάς παραδώσετε τό φρούριον καί τόν Ιτς-Καλέν. Τουναντίον θέλετε γίνει ανάλωμα τού πυρός καί τών κανονιών καί δεν τό επιθυμούμεν». Οι Τούρκοι αγάδες παρέδωσαν τήν πόλη καί μέ τήν συνθήκη πού υπέγραψαν, ορίστηκε νά μπαρκάρει ο μουσουλμανικός πληθυσμός από τήν αποβάθρα πού βρισκόταν στή θέση "Πέντε Αδέλφια" (πού υπήρχαν παλαιότερα πέντε βενετικά κανόνια) στά καράβια τών Γκίκα Τσούπα καί αδελφών Ορλώφ γιά νά μεταφερθεί στή Σμύρνη. Ο φρούραρχος Αλής, φοβούμενος τήν οργή τού σουλτάνου, αρνήθηκε νά υπογράψει. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε τούς Αγαμέμνονα Αυγερινό, Βασίλειο Χριστακόπουλο, Ιωσήφ Δούκα καί τόν υπασπιστή του Φώτιο Χρυσανθόπουλο ή Φωτάκο νά κατεβούν στήν πόλη για νά πάρουν τά κλειδιά τών φρουρίων. Αυτοί πράγματι πήγαν στό σπίτι τού φρούραρχου Αλή πασά, εκείνος συγκινημένος παρέδωσε τά κλειδιά καί τούς είπε: «Πάρτε τά κλειδιά καί δώστε τα τού αρχηγού σας καί πέστε του νά λυπηθεί τού Θεού τά πλάσματα». «Στίς τριάντα Νοεμβρίου, τού Ανδρέα τού Αγίου, Χριστιανοί τί καρτερείτε, στό Ανάπλι νά εμπήτε; Στάικος μέ παλικάρια, μπήκανε σάν τά λιοντάρια. Σήμερα τό Παλαμήδι στούς Ρωμιούς 'γινε παιχνίδι, τού Παλαμηδιού τό κάστρο πάρθηκεν μέ ρεσάλτο» Δημοτικό τραγούδι Οι πορθητές τού Παλαμηδιού, γνώριζαν πώς υπήρχε κοντά στό φρουραρχείο, από τήν εποχή τών Βενετσιάνων, η εκκλησιά τού Αγίου Ανδρέα πού γιόρταζε την ημέρα εκείνη. Μέ τή βοήθεια τού γέρου Μανώλη Σκρεπετού, τήν ανακάλυψαν. Οι Τούρκοι τήν είχαν βεβηλώσει καί τήν είχαν μετατρέψει σέ αποθήκη. Οι Χριστιανοί, ενθουσιασμένοι, καθάρισαν τόν ιερό αυτό χώρο καί ετέλεσαν δοξολογία πρός τιμήν τού ελευθερωτή τής πόλης Αγίου
556
Ανδρέου πού παρέδιδε τήν πόλη στούς ΈΈλληνες, έπειτα από 600 χρόνια ξένης κατοχής. Τά 600 χρόνια δέν ήταν αρκετά γιά νά σβήσουν τήν πατρίδα τους από τή μνήμη οι Ναυπλιώτες, όπως προσπαθούν σήμερα νά τό κάνουν τά κανάλια τής Αριστεράς. Καί άλλα τόσα χρόνια νά περάσουν δημοσιογράφοι τής συμφοράς, θά εξακολουθούν νά ζούν οι χαμένες πατρίδες τής Μικράς Ασίας, τής Ανατολικής Θράκης καί τού Πόντου. Αρκεί η συνείδησή μας νά παραμείνει ελληνική! «Κατά δέ τήν 16ην Νοεμβρίου 1822, ερχόμενος ο Παναγιώτης Κρεββατάς εκ Σπάρτης εις Ερμιόνην εδολοφονήθη κατά τώ Ευρώτα κακήν σκάλαν ή τήν Γέφυρα τού Κοπανίτζα καί η δολοφονία του απεδίδετο αδιστάκτως εις τούς περί τόν Γεώργιον Γιατράκον, ραδιουργηθέντας ότι ο Κρεββατάς ενωθείς μέ τόν Κολοκοτρώνην, επροσπάθει νά φέρη εις Σπάρτην αρχηγόν τόν Νικήταν καί νά αποβάλη αυτούς. Καί η ραδιουργία εκαρποφόρησε. Πολύ δέ ελύπησε πάντας ο θάνατος τοιούτου ανδρός! Τότε καί οι Τούρκοι εντεύθεν τε καί εκείθεν εκ τε Κορίνθου καί εκ Ναυπλίου στενοχωρημένοι εξήρχοντο συχνά εις τά πέριξ επι συλλογή λαχάνων ή αρπαγή τροφίμου τινος ή καί αποπείρα διαβάσεως, αποκρουόμενοι πάντοτε μέ ζημίας των. Αλλ' εν μιά τοιούτων εν Ναυπλίω εξόδων, εν τή αποκρούσει αυτών ο Νικόλαος Σταματελόπουλος, αδελφός τού Νικήτα, προαχθείς άκων από τόν δυσήνιον ίππον του εν μέσω τών Τούρκων, εφονεύθη... Πρός δέ τά μέσα τού Νοεμβρίου 1822 καί ο Γεώργιος Σέκερης οπλαρχηγός τών Τριπολιτζωτών ασθενήσας καί εις Τρίπολιν επί φορείου κομισθείς ετελεύτησεν εκεί ολίγον πρός τής τού Παλαμηδίου αλώσεως... Στό Ναύπλιον υψώθη η σημαία τού Σταυρού καί επί τής ντάπιας εκείνης, δηλαδή τήν 30ην Νοεμβρίου 1822 υψώθη καί επί τών επτά φρουρίων, Ντιζντάρ (νύν φρουραρχείον), Καρά (νύν Θεμιστοκλέους), Ταβίλ (νύν Φωκίωνος), Γιουρούς (νύν Αχιλλέως), Σεϊτάν (νύν Επαμεινώνδου), Μπεζεριάν (νύν Μιλτιάδου) καί Τοπράκ (νύν Λεωνίδου) ήτοι επί τού όλου Παλαμηδίου. Ημέραν, καθ' ήν εορτάζεται η μνήμη τού μόνου αγιάσαντος διά τού αίματός του τήν Πελοπόννησον Αγίου Αποστόλου Ανδρέου τού Πρωτοκλήτου.» Ιστορικά Ελληνικής Παλιγγενεσίας - Μιχαήλ Οικονόμου Μαύρα Λιθάρια Κορινθίας Ο στρατός τού Δράμαλη αποδεκατιζόταν μέ σταθερό ρυθμό στήν Κόρινθο από τίς ασθένειες καί τούς ελώδεις πυρετούς καί ο επισιτισμός του διενεργείτο από μικρά πλοιάρια πού κατέφθαναν από τήν Πάτρα.
557
Γιά τήν μεταφορά τών τροφίμων ο Γιουσούφ πασάς τών Πατρών εισέπραττε υπέρογκα ποσά από τόν Δράμαλη, ενώ είχε απαγορεύσει σέ άλλα πλοιάρια νά προσεγγίζουν τό λιμάνι τής Κορίνθου. Ο Δράμαλης πέθανε στίς 26 Οκτωβρίου 1822 καί ανέλαβε τήν αρχηγία ο υπαρχηγός Μαχμούτ πασάς, ο οποίος δέν παρέλειψε νά νυμφευθεί καί αυτός τή χήρα τού Δράμαλη καί πρώην σύζυγο τού Κιαμήλ μπέη. Αλλά καί αυτός πέθανε λίγο αργότερα καί τήν αρχηγία ανέλαβε ο Ντελή Αχμέτ πασάς, αρχηγός τού ιππικού έως τότε. Η κατάσταση χειροτέρεψε γιά τούς αποκλεισμένους Τούρκους τής Κορίνθου, όταν ο Κορινθιακός κόλπος πέρασε υπό τόν έλεγχο τού ελληνικού στόλου. Τά λίγα τρόφιμα πού χρυσοπλήρωναν στόν διοικητή τών Πατρών έπαψαν νά έρχονται, μέ αποτέλεσμα νά πεθαίνουν δέκα Τούρκοι στρατιώτες καθημερινώς από τόν λιμό. Ο Ντελή Αχμέτ, γιά νά σώσει τά απομεινάρια τού στρατού του αποφάσισε νά τόν οδηγήσει στήν Πάτρα. Πράγματι, ανεχώρησε από τήν Κόρινθο στίς 4 Ιανουαρίου 1823 καί προχώρησε διά τής παραλιακής οδού, ελπίζοντας νά μήν συναντήσει στό δρόμο του Ρωμιούς. «Η λαμπρά τού Δράμαλη επιχείρησις, η τοσούτο θριαμβικώς αρξαμένη απέτυχεν οικτρώς. Μετ' ου πολύ ο Κολοκοτρώνης απέκλεισε τόν δεκατευθέντα εκείνον στρατόν εντός τής Κορίνθου, πείσας μέν τόν Οδυσσέα νά καταλάβη τά στενά τής Μεγαρίδος, αυτός δέ περιζώσας πανταχόθεν τούς πολεμίους εν Πελοποννήσω. Περί τά τέλη τού Οκτωβρίου απέθανεν εν Κορίνθω ο Δράμαλης. Τό Ναύπλιον μηδεμίαν λαβόν από θαλάσσης βοήθειαν ελιμοκτόνει καί τή 30η Νοεμβρίου 1822 παρεδόθη εις τόν Κολοκοτρώνην διά συνθήκης, ήτις υπήρξεν η πρώτη ακριβώς εκτελεσθείσα υπό τών ημετέρων εκ τών πολλών όσαι πρότερον συνομολογηθείσαι πάσαι δυστυχώς είχον παραβιασθή. Τά δέ ελεεινά τού στρατού τού Δράμαλη λείψανα, ελαττωθέντα εν Κορίνθω εκ τού πολέμου, τού λοιμού καί τού λιμού εις 4.000 άνδρας, εζήτησαν μέν νά μεταβώσιν εις Πάτρας διά τής παραλίας τού Κορινθιακού κόλπου. Αλλ' εις Ακράταν περιζωσθέντα υπό τών δύο Ζαϊμαίων, τού Λόντου, τού Πετμεζά καί τού Χαραλάμπη καί παθόντα πάλιν εκεί νέας συμφοράς, μόλις επί τέλους κατώρθωσαν νά διασωθώσιν επί πλοίων τά οποία προσήγαγεν ο τών Πατρών φρούραρχος Ιουσούφ πασάς. Τοιαύτα εγένοντο εν Πελοποννήσω κατά τό δεύτερον ήμισυ τού έτους 1822, ουδείς δέ ηδύνατο νά αρνηθή ότι η από τού μεγάλου κινδύνου τού επικρεμασθέντος επ' αυτής περί τά μέσα τού έτους τούτου σωτηρία ωφείλετο πρό πάντων εις τόν Κολοκοτρώνην...» Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - Ιστορία Ελληνικού ΈΈθνους
558
Εκείνη τήν περίοδο τά στρατεύματα πού είχαν ορισθεί νά φυλάνε τά περάσματα στήν Ακράτα καί τό Δερβένι ήταν έτοιμα νά συμπλακούν μεταξύ τους. Ο Χαραλάμπης πού εκπροσωπούσε τό πολιτικό κόμμα κινήθηκε κατά τών Πετιμεζάδων πού ανήκαν στό στρατιωτικό κόμμα. Ευτυχώς ο γέρος Ασημάκης Ζαΐμης πρόλαβε τό κακό. ΌΌταν δέ έμαθαν καί τήν άφιξη τού Ντελή Αχμέτ, οι αρχηγοί τών δύο παρατάξεων συμφιλιώθηκαν καί αφού οχύρωσαν τή θέση Μαύρα Λιθάρια, κοντά στό Δερβένι Κορινθίας, περίμεναν τόν εχθρό, μαζί μέ τούς Σωτηράκη Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, καί Γιωργάκη Χελιώτη. Εν τώ μεταξύ κατέβηκε από τό μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία τού Κούτου καί τόν Πύργο τού Κορδή ο Παναγιώτης Γεραρής μέ τά παλληκάρια του, ενώ πενήντα καλόγεροι ήρθαν από τό μοναστήρι τού Μεγάλου Σπηλαίου. Η μάχη ξεκίνησε στίς 5 Ιανουαρίου 1823 καί τελικώς οι Τούρκοι υποχώρησαν καί βρήκαν καταφύγιο σέ ένα χάνι στήν Ακράτα. Πολλοί από τούς ΈΈλληνες ήταν οπλισμένοι μόνο μέ γεωργικά εργαλεία, όπως ο Μεταξάς από τή Ζάχολη (Ευρωστίνη) πού σκότωσε έναν έφιππο Τούρκο μέ ένα κλαδευτήρι. Τραυματίστηκε σοβαρά ο Γεραρής, ενώ οι νεκροί ΈΈλληνες ετάφησαν στόν 'Αγιο Γεώργιο τής Ζάχολης. Στούς τάφους τών ανωνύμων φυτεύτηκαν επτά κυπαρίσσια. ΌΌταν έφτασαν ελληνικές ενισχύσεις μέ τόν Ανδρέα Λόντο καί τόν Ανδρέα Ζαΐμη οι Τούρκοι παρέμειναν στήν Ακράτα αποκλεισμένοι γιά ένα μήνα, όπου υπέφεραν από τήν πείνα καί τό κρύο. Οι ΈΈλληνες τούς παρακολουθούσαν πού έσφαζαν τά άλογά τους γιά νά τραφούν, ενώ πολλοί από αυτούς σωριάζονταν στό χώμα καθώς βάδιζαν. Στίς 8 Φεβρουαρίου ήρθαν δεκαπέντε τουρκικά πλοιάρια, παρέλαβαν τούς 1000 τελευταίους επιζώντες Τούρκους καί τούς μετέφεραν στήν Πάτρα. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis18.html
559
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΙΘ' Πρώτη πολιορκία Μεσολογγίου (Οκτώβριος 1822) Η καταστροφή τού Πέτα καί η πολιτική τού παραγκωνισμού τών αρματολών από τόν Μαυροκορδάτο άνοιξε στούς Τούρκους τόν δρόμο τής Δυτικής Ελλάδος. Ο ΈΈλληνας πολιτικός κατέφυγε στό Μεσολόγγι, όπου προσπάθησε νά καθησυχάσει τούς πανικόβλητους κατοίκους βεβαιώνοντάς τους ότι είχε οχυρώσει καταλλήλως τό χωριό Μαχαλά (Φυτείες Ξηρομέρου), πού βρίσκεται στό μέσον τής απόστασης Μεσολογγίου - Κραβασαρά (Αμφιλοχίας). Τό πρωϊνό τής 20ης Ιουλίου 1822, οι Μεσολογγίτες ξύπνησαν αντικρύζοντας τόν ενωμένο υπό τόν Χασάν πασά τουρκο-αιγυπτιακό στόλο, ο οποίος αποτελείτο από 84 πολεμικά πλοία καί είχε επικουρία τά πλοία τού Γιουσούφ πασά, διοικητή τής πόλης τών Πατρών. Ο πανικός τών κατοίκων έφτασε στό αποκορύφωμά του, διότι εγνώριζαν τά φοβερά αποτελέσματα από τή σφαγή στή Χίο καί δέν είχαν πού "τήν κεφαλή κλίναι". Ευτυχώς η απόβαση πού επιχείρησαν οι Τούρκοι καί οι Αιγύπτιοι στή νησίδα Βασιλάδι δέν καρποφόρησε καί ο στόλος παρέμεινε σέ αδράνεια περιμένοντας απλώς τίς κινήσεις τού Ομέρ Βρυώνη καί τού Ρεσίτ πασά (Κιουταχή), οι οποίοι αναμένονταν νά επιτεθούν στό Μεσολόγγι. Ο Ομέρ Βρυώνης είχε αναλάβει τήν αρχιστρατηγία τής εκστρατείας στήν δυτική Ρούμελη. ΉΉταν διαλλακτικός καί προσπαθούσε μέ διαπραγματεύσεις νά πείσει τούς Ρωμιούς νά προσκυνήσουν, ενώ διατηρούσε αλληλογραφία μέ πολλούς αρματολούς οπλαρχηγούς, τούς οποίους είχε γνωρίσει στήν αυλή τού πασά τών Ιωαννίνων. Ο Κιουταχής ήταν νεώτερος καί πιό ορμητικός, ενώ μετά τήν επιτυχία του στό Πέτα, θεωρούσε ότι μόνο μέ τά όπλα θά μπορούσαν νά υποκύψουν οι γκιαούρηδες. Χωρίς νά χάσει καιρό διάλεξε τά καλύτερα στρατεύματα καί αποβιβάστηκε μέ πλοιάρια στό Λουτράκι τού Αμβρακικού κόλπου. O Κιουταχής δέν συνάντησε τήν παραμικρή αντίσταση καί έκαψε τόσο τό Λουτράκι όσο καί τά χωριά Κατούνα καί Παπαδάτος από τά οποία πέρασε, σκλαβώνοντας ταυτόχρονα τούς κατοίκους τους. Είχαν καί οι Τούρκοι τά μίση καί τίς αντιζηλίες τους όπως καί οι ΈΈλληνες. ΈΈτσι ο Ομέρ Βρύωνης πού μισούσε τόν Κιουταχή, είχε προλάβει νά ειδοποιήσει τόν καπετάν Γιωργάκη Νικολού (Βαρνακιώτη) καί τόν Ανδρέα ΊΊσκο νά κτυπήσουν τόν χαλδούπη (ασιάτη Τούρκο), ο οποίος κατέφθανε στό Ξηρόμερο μέ τρείς χιλιάδες ασκέρι. Πράγματι, στίς 9 Αυγούστου 1822 στόν Αετό Ξηρομέρου, ο Βαρνακιώτης ετοίμασε τά ταμπούρια του, ψύχωσε τά παλληκάρια του καί περίμενε τόν φοβερό Ρεσίτ Πασά. Μαζί του είχε τούς Θεόδωρο Γρίβα από τή Βόνιτσα, Δήμο Τσέλιο από τή Ζάβιτσα, Δημήτρη
560
Παλιογιάννη, Ευστάθιο Κατσαρό, Γιάννη Τσαούση, Γιαννάκη Σουλτάνη από τό Μοναστηράκι Βόνιτσας, Γιάννη Μπουκουβάλα από τό Βάλτο κ.ά. Η μάχη ξεκίνησε τό πρωΐ καί κράτησε όλη τή μέρα. Ο Κιουταχής έχασε 200 άνδρες καί αναγκάστηκε νά γυρίσει πίσω στό Λουτράκι καί νά περιμένει ενισχύσεις από τόν αρχηγό του. «Εις τήν οικτράν ταύτην κατάστασιν τής Δυτικής Ελλάδος, άν καί ο Μαυροκορδάτος διά τής απειρίας του εις τά πολεμικά καί διά τούς ιδιοτελείς σκοπούς του, παρέλυσε τό καλώς υπό τού Βαρνακιώτου διοργανισθέν ελληνικόν σύστημα καί επέφερε τήν καταστροφήν τού εν Πέτα στρατοπέδου, ο Βαρνακιώτης όμως δέν απελπίζετο, αλλά καί μετά τήν ήτταν καί τήν γενικήν διάλυσιν τού στρατού εκείνου, έδραμεν εις τό Ξηρόμερον καί συναθροίσας τά διαλυθέντα αποσπάσματά του, έτρεχε κατά πόδας τών εχθρών καί έβλαπτε αυτούς. Κατά τόν καιρόν τούτον καί ο Κιουταχή πασάς μέ επτά χιλιάδας Τούρκους απέβη εις τό Λουτράκι, παράλιον τής Ακαρνανίας διά νά υποδουλώση τήν χώραν ταύτην. Εκδιώξας δέ τάς φρουράς εκείθεν, έκαψε τήν Κατούναν καί τούς Παππαδάταις καί προχωρών εις τά ενδότερα τής επαρχίας, ηχμαλώτιζε καί κατερήμωνε τόν τόπον. Τ αυτοχρόνως δέ καί ο αρμοστής τών Ιονίων Νήσων Αδάμ, ακολουθών τήν ανθελληνικήν τότε πολιτικήν τής πατρίδος του, εξεδίωξε διά τής λόγχης από τόν Κάλαμον, μία τών Ιονίων Νήσων, τριάκοντα περίπου χιλιάδας γυναικόπαιδα καί αδυνάτους προσφύγους ΈΈλληνας, ούς ρίψας εις τά ακροθαλάσσια τού Ξηρομέρου εκινδύνευον νά απολεσθώσιν υπό τού Κιουταχή. Ο Βαρνακιώτης βλέπων τήν καταστροφήν καί ερήμωσιν τής πατρίδος του διό καί δραμών παραχρήμα τή 10η Αυγούστου 1822 μέ 80 μόνον μάχιμους άνδρας (αριθμός πού δέν συμφωνεί μέ άλλους ιστορικούς τής επανάστασης), μεθ΄ούς ευρέθη καί καταλαβών τήν απέναντιν ράχιν τού χωρίου Αετού τού Ξηρομέρου, εις τόν Προφήτην Ηλίαν, αφ΄ όπου οι Τούρκοι αναγκαίως έμελλον νά προχωρήσουν, αντεπαρατάχθη κατά τών εχθρών. Ο δέ Βαρνακιώτης, μαχόμενος ηρωικώς καί προκινδυνεύων μέ τόν ολιγάριθμον αυτόν στρατόν του, επί έξ ολοκλήρους ώρας, κατεπολέμησε τούς Τούρκους, εφόνευσε καί επλήγωσε παμπόλλους τούς ανδρειοτέρους, καί ηνάγκασεν αυτούς κακήν κακώς νά επιστρέψουν εις τό εν Λουτράκι στρατόπεδόν των.» Τά κατά Βαρνακιώτη - Κάρπου Παπαδοπούλου, 1861 Η νίκη τού Βαρνακιώτη δέν βελτίωσε τήν κατάσταση στή Δυτική Στερεά. Αφενός ο Μαυροκορδάτος δέν ενέπνεε εμπιστοσύνη στούς ΈΈλληνες, αφετέρου οι αρματολοί είχαν διενέξεις μεταξύ τους, οι οποίες εξελίσσονταν ακόμα καί σέ ένοπλες συγκρούσεις γιά τά διάφορα αρματολίκια καί ειδικά εκείνο τών Αγράφων. Ο Καραϊσκάκης
561
πολεμούσε μέ τόν Ράγκο, ο Στάϊκος μέ τόν Βλαχόπουλο καί ο Πηλάλας μέ τόν Καναβό. Αλλά καί τό στρατόπεδο στό Μαχαλά αποδυναμωνόταν μέρα μέ τή μέρα καθώς οι Ξηρομερίτες καί οι Βαλτινοί λιποτακτούσαν καί επέστρεφαν στά σπίτια τους. Ο ευφυής Ομέρ Βρυώνης, γνώστης όλων αυτών, συνέχισε νά στέλνει επιστολές καί νά καλεί τόν Βαρνακιώτη αλλά καί τούς άλλους αρχηγούς σέ παράδοση. Ο αρχηγός τού Εκτελεστικού Μαυροκορδάτος αφού έβλεπε ότι δέν μπορούσε νά οργανωθεί ούτε στοιχειώδη άμυνα στό Κάρλελι (Αιτωλοακαρνανία) όρισε τόν Βαρνακιώτη γενικό αρχιστράτηγο καί τού πρότεινε νά κάνει καπάκια (πλαστές διαπραγματεύσεις) μέ τόν Βρυώνη, ώστε νά καθυστερήσει η επέλαση τών Τούρκων στό νότο μέχρι νά έρθουν ενισχύσεις από τήν Πελοπόννησο. Ο Βαρνακιώτης συνάντησε τόν Ομέρ Βρυώνη στήν 'Αρτα, αλλά είτε φοβούμενος πλέον τίς φήμες πού τόν ήθελαν νά προσκυνάει τόν Τούρκο, είτε κουρασμένος από τίς αντιζηλίες καί τίς έχθρες μεταξύ τών Ελλήνων, προσκύνησε πραγματικά τούς Τούρκους παρασύροντας μαζί του τούς Ανδρέα ΊΊσκο, Γιαννάκη Ράγκο καί Γιωργάκη Βαλτινό. ΎΎστερα από αυτές τίς εξελίξεις οι Τούρκοι ξεκίνησαν από τήν 'Αρτα γιά νά καταλάβουν τό Μεσολόγγι, τό τελευταίο προπύργιο πρίν από τό Μοριά, πού αποτελούσε καί τό κέντρο τής επανάστασης. Στίς 25 Οκτωβρίου 1822, ο τουρκικός στρατός αγνάντευε τό χαμηλό τείχος τού Μεσολογγίου. Τό τουρκικό ιππικό είχε ήδη σκορπίσει τούς ΈΈλληνες οπλαρχηγούς καί μόνο ο Μάρκος Μπότσαρης μέ τόν Γεώργιο Κίτσο κατάφεραν νά μπούν μέσα στήν πόλη. Ο Ομέρ Βρυώνης στρατοπέδευσε στόν 'Αγιο Δημήτριο, ο Κιουταχής στόν 'Αγιο Αθανάσιο, ενώ τά κανόνια τους τά τοποθέτησαν στήν εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου. Μαζί τους είχαν τούς προσκυνημένους οπλαρχηγούς Μπακόλα, Βαρνακιώτη, Ανδρέα ΊΊσκο, Γιαννάκη Ράγκο καί Γιωργάκη Βαλτινό. Στή λιμνοθάλασσα περιπολούσαν τά πλοία τού Γιουσούφ πασά. Η πρώτη πολιορκία τού Μεσολογγίου είχε αρχίσει. «Οι δέ πολιορκούντες εχθροί, έχοντες καί ένδεκα κανόνια καί τέσσαρας βομβοβόλους, ήρχισαν ευθύς νά πυροβολώσι σφοδρώς τήν πόλιν· αλλ' αφ' ού ανωφελώς καί ακαταπαύστως επολέμησαν δύο ημερονύκτια, συνήλθαν οι πασάδες εις συμβούλιον. Ο Κιουταχής καί ο Ισούφης, ο πολιορκών διά θαλάσσης, ήσαν γνώμης νά εφορμήσωσι διά μιάς επί τό σαθρόν τείχος καί νά κυριεύσωσι τήν πόλιν εξ εφόδου· αλλ' ο Βρυώνης αντέτεινε λέγων, ότι τό επιχείρημα ήτο κινδυνώδες, καί ότι εν τή γενική ερημώσει τής Αιτωλοακαρνανίας αναγκαίον ήτο νά διατηρηθή η πόλις εκείνη διά τάς ανάγκας τού στρατοπέδου εν καιρώ χειμώνος· αντέτεινε δ' έτι μάλλον στοχαζόμενος, ότι εδύνατο νά ελκύση τούς εν τή πόλει, ως μηδεμίαν τρέφοντας ελπίδα σωτηρίας καί ως υπ' όψιν έχοντας τά προσκυνήσαντα μέρη τής Αιτωλοακαρνανίας καί μή παθόντα, ως
562
αυτός επίστευε, καί τούς προσκυνήσαντας οπλαρχηγούς τούς εν ασφαλεία καί τιμή ζώντας. Κατά τήν γνώμην δέ ταύτην, ο Βρυώνης επεχείρησεν αμέσως νά βάλη εις πράξιν τό περί συμβιβασμού προσφιλές του σχέδιον, καί διέταξε τόν παρακολουθούντα Βαρνακιώτην νά γράψη τοίς γνωστοίς αυτώ προκρίτοις τού Μεσολογγίου περί υποταγής. Ο Βαρνακιώτης έγραψεν, αλλ' απάντησιν δέν έλαβεν. Εν τοσούτω εξηκολούθει ο πόλεμος. Οι δέ εντός τού Μεσολογγίου τειχομαχούντες εμεθοδεύοντο διάφορα τεχνάσματα εις απάτην τού εχθρού ως πρός τόν ολίγον αριθμόν των, καί άλλοτε μέν ετουφέκιζαν καί επιστόλιζαν διά μιάς όλοι, άλλοτε δέ εφαίνοντο επί τού ενός μέρους τού τείχους καί έτρεχαν οι αυτοί καί εφαίνοντο επί τού άλλου εμπήγοντες επιτηδείως τουφεκολόγχας, ίνα υποθέτωσιν οι θεωρούντες αυτάς έξωθεν ότι ήσαν εν τή πόλει καί οπλίται Φράγκοι· έκρουαν δέ επί τώ αυτώ σκοπώ καί ευρωπαϊκά τύμπανα. Ο Βρυώνης βλέπων ότι δέν ευδοκίμησεν η πρός τούς προκρίτους διαπραγμάτευσίς του διά τού Βαρνακιώτη, διέταξε τόν 'Αγον Βασιάρην νά έλθη εις λόγους μετά τού Μάρκου Μπότσαρη ως γνώριμός του. Ο Μάρκος λαβών τήν άδειαν εξήλθεν εντός βολής πιστόλας εις συνέντευξιν. Ο 'Aγος τόν εσυμβούλευσεν ως φίλος, καί παρήγγειλε δι' αυτού καί τοίς προκρίτοις νά μή κινδυνεύσωσιν επί ματαίω αλλά νά προσκυνήσωσιν· εγγυάτο δέ εξ ονόματος τών πασάδων όχι μόνον γενικήν καί τελείαν αμνηστείαν, αλλά καί άδειαν ν' αναχωρήσωσιν ανεπηρέαστοι ο πρόεδρος Μαυροκορδάτος, ο Μάρκος καί όσοι άλλοι υπώπτευαν τήν οργήν τών πασάδων. Ταύτα ακούσαντες οι έγκλειστοι καί αναλογιζόμενοι ότι πάσα αναβολή τούς ωφέλει περιμένοντας έξωθεν βοήθειαν διά ξηράς καί θαλάσσης έκριναν εύλογον, βλέποντες τούς εχθρούς κατατρίβοντας τήν κρίσιμον ώραν τών έργων εις αχρήστους λόγους, νά μή απορρίψωσιν αποτόμως τάς περί συμβιβασμού προτάσεις, αλλά νά προβάλωσιν άλλας δυσπαραδέκτους. Εν ώ δέ εξηκολούθει η φιλική αύτη διαπραγμάτευσις, ειδοποίησεν ο Ισούφης τόν λαόν τού Μεσολογγίου, ότι αν ήθελε νά μή αποτεφρωθή η πόλις όλη καί γίνη τάφος όλων τών εν αυτή αθώων, νά τώ παραδώση τόν πρόεδρον, τούς άρχοντας, τούς οπλαρχηγούς καί ανά δύο Χριστιανούς δι' έκαστον Τούρκον τών εν τώ επί τών εκβολών τού Φίδαρη (Εύηνου ποταμού) πεσόντι τουρκικώ πλοίω συλληφθέντων καί θανατωθέντων· απήτει δέ παρά τού λαού καί αποζημίωσιν τών διαρπαγέντων επί τού πλοίου, καί απόδοσιν όλων τών εξ αρχής τής επαναστάσεως οφειλομένων τή Πύλη φόρων. Η τρίτη ημέρα τής ανακωχής, ήτοι η 8η Νοεμβρίου 1822, έγεινεν ημέρα χαράς, διότι εφάνησαν έξωθεν τής πόλεως επτά Υδραϊκά πλοία αποδιώξαντα διά μόνου τού εμφανισμού των τά υπό τόν Ισούφην τουρκικά, εξ ών έν, ανίκανον νά μεταβή εις Πάτρας διά τήν
563
επικρατούσαν αντίπνοιαν, κατέφυγεν ημίπνικτον εις Ιθάκην. Η έλευσις τών πλοίων διέλυσε μέν τήν διά θαλάσσης πολιορκίαν, αλλά δέν ησφάλισε τούς εγκλείστους καί από τής εφορμήσεως τών επί τής ξηράς πολυαρίθμων εχθρών. Διά τούτο ο Βρυώνης, πεποιθώς πάντοτε επί τήν υπερέχουσαν δύναμίν του, εσυμβούλευσε τούς πολιορκουμένους νά διαβιβασθώσιν εις Πελοπόννησον κατά τήν συμφωνίαν επί τών ελθόντων ελληνικών πλοίων· αλλ' αντί νά διαβιβασθώσιν οι εν Μεσολογγίω εις Πελοπόννησον, διεβιβάσθησαν τήν 11η Νοεμβρίου από Πελοποννήσου εις Μεσολόγγι επί τέσσαρων εκ τών προρρηθέντων πλοίων 700 Πελοποννήσιοι υπό τόν Πετρόμπεην, τόν Ζαήμην καί τόν Κανέλλον Δηληγιάννην· συνεπανέπλευσε καί ο περί τής επικουρίας ταύτης προαποσταλείς παρά του Μαυροκορδάτου Γρίβας. Ο 'Αγος, ανήσυχος δι' όσα έβλεπε καί ήκουεν, ήλθεν εις λόγους βαρείς μετά τού Μάρκου. Ούτος δέ, υποπτεύων μή πάθη ως απατήσας τούς Τούρκους, υπεκρίθη ότι οι έγκλειστοι έτοιμοι ήσαν νά στείλωσιν ικέτας εις προσκύνησιν τών πασάδων. Υπερεχάρησαν οι πασάδες επί τή φαιδρά ταύτη αγγελία, καί ητοιμάσθησαν τά πάντα εις δεξίωσιν τών ικετών. Ο δέ γλυκύς καί συγκαταβατικός Βρυώνης, θέλων νά τιμήση τόν άγριον Κιουταχήν, υπήγεν εις τήν σκηνήν του καί καυχώμενος ότι τό περί συμβιβασμού σχέδιόν του, τό παρ' εκείνου αποδοκιμαζόμενον, ευδοκίμησε, διέταξε νά οδηγήσωσιν εκεί τούς ερχομένους εις προσκύνησιν. Επ' αυτώ τούτω ητοιμάσθησαν τά συνήθη καββάδια εις τιμήν τών ερχομένων, οι κήρυκες περιφερόμενοι διεσάλπιζαν τήν παράδοσιν τής πόλεως, οι καταλυματίαι διέθεταν τά καταλύματα, οι ιπποκόμοι εφαλάροναν τούς ίππους τών πασσάδων διά τήν εν τιμή καί παρατάξει είσοδόν των εις τήν πίπτουσαν πόλιν, καί ο Βαρνακιώτης διετάχθη νά προϋπαντήση τούς προσερχομένους. Εν τοσούτω η ώρα παρήρχετο, καί ουδείς προσήρχετο. Αδημονούντες οι πασάδες διά τήν τόσην βραδύτητα, είδαν άνθρωπον προσερχόμενον εκ τής πόλεως, παρ' ου έλαβαν γράμμα λέγον "αν θέλετε τόν τόπον μας, ελάτε νά τόν πάρετε".» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Β' Τό τείχος τού Μεσολογγίου καί η τάφρος πού τό έζωνε είχαν κατασκευαστεί από τόν Αθανάσιο Ραζικότσικα καί δέν φαίνονταν ικανά νά σταματήσουν τούς 10.000 εμπειροπόλεμους Τουρκαλβανούς στρατιώτες. Αντιθέτως οι λίγοι εκατοντάδες ΈΈλληνες πού αποτελούσαν τή φρουρά τού Μεσολογγίου, ήταν σίγουρο ότι χωρίς εξωτερική βοήθεια δέν θά μπορούσαν νά αντέξουν τίς απανωτές επιθέσεις τού εχθρού. Ο Μαυροκορδάτος αμέσως άρχισε νά στέλνει επιστολές στούς νησιώτες καί στούς Μοραΐτες ζητώντας επειγόντως βοήθεια. Παράλληλα αποφασίστηκε από τούς αρχηγούς τής πόλης
564
μητροπολίτη Μεσολογγίου Πορφύριο, Αναστάσιο Παλαμά, Ιωάννη Τρικούπη, Αθανάσιο Ραζικότσικα καί Πάνο Παπαλουκά αλλά καί από τούς οπλαρχηγούς Μπότσαρη, Κίτσο καί Κατσαρό νά αρχίσουν πλαστές διαπραγματεύσεις ταυτόχρονα καί μέ τούς τρείς Τούρκους πασάδες, ώστε οι πολιορκημένοι νά κερδίσουν χρόνο μέχρι νά έρθουν ενισχύσεις. Ο Μαυροκορδάτος γνώριζε ότι η πτώσις τού Μεσολογγίου ισοδυναμούσε καί μέ τόν πολιτικό του θάνατο, αφού θά θεωρείτο ως ο αποκλειστικός υπεύθυνος γιά τήν διάλυση τής επαναστάσεως στή Δυτική Ελλάδα. Oι Τούρκοι τίς δύο πρώτες ημέρες κανονιοβολούσαν αδιάκοπα τήν πόλη τού Μεσολογγίου καί τήν τρίτη ημέρα οι τρείς πασάδες έκαναν πολεμικό συμβούλιο. Ο Κιουταχής καί ο Γιουσούφ πασάς επέμεναν σέ μία κατά μέτωπο επίθεση ενώ ο Ομέρ Βρυώνης προτιμούσε μέ ειρηνικές διαπραγματεύσεις νά καταλάβει τήν πόλη. 'Αλλωστε είχε βγεί κερδισμένος μέ αυτήν τήν τακτική του, αφού είχε μέ τό μέρος του τούς πιό σημαντικούς αρματολούς τής Αιτωλοακαρνανίας, τήν οποία καί είχε καταλάβει διά περιπάτου. Διέταξε τόν Βαρνακιώτη νά στείλει γραφές στούς Μεσολογγίτες γιά νά παραδώσουν τήν πόλη τους, παρέχοντάς τους ταυτόχρονα εγγυήσεις γιά τήν ακεραιότητά τους, ενώ έστειλε καί τόν 'Αγο Βάσιαρη, παλιό γνώριμο τού Μάρκου Μπότσαρη, νά συζητήσει μέ τόν Μάρκο καί νά πείσει τούς προκρίτους νά προσκυνήσουν ώστε νά αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία. Οι συνομιλίες τών Ελλήνων μέ τόν Ομέρ Βρυώνη τραβούσαν σέ μάκρος, δίνοντας τόν απαραίτητο χρόνο στούς Πελοποννήσιους νά οργανωθούν καί νά συγκεντρωθούν στά Μαύρα Βουνά τού ακρωτηρίου τού πάπα ('Αραξος) γιά νά περιμένουν τά πλοία πού κατέπλεαν από τήν ΎΎδρα. ΈΈχουν διασωθεί πολλές επιστολές τίς οποίες παραθέτει ο Διονύσιος Κόκκινος μέ τίς οποίες επικοινωνούσαν οι προεστοί τού Μοριά μέ τούς Υδραίους καραβοκύρηδες γιά νά συνεννοηθούν γιά τόν τρόπο πού θά βοηθούσαν τό Μεσολόγγι. Σέ μία από αυτές ο Ζαΐμης παρακαλούσε τόν Κανέλλο Δεληγιάννη νά μήν ασχοληθεί μέ τό Ναύπλιο, αλλά νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους καί νά τραβήξουν γιά τό Μεσολόγγι, διότι άν χαθεί τό Μεσολόγγι χάνεται καί ο Μοριάς: " ...Γνωρίζω αδελφέ, τά αισθημάτά σου καί τήν φιλοτιμίαν σου καί ότι επιθυμείς νά παραδοθή διά σού τό Ναύπλιον εις τήν κυβέρνησιν καί όχι νά πέση εις χείρας τών κακούργων. Αλλά άν πάρης τό Ναύπλιον τί μάς ωφελεί; Αλλ' άν σώσωμεν τό Μεσολόγγι, τότε σώζεται η πατρίς καί τό Ναύπλιον είναι πάντοτε ιδικόν μας...". Ο πρόκριτος τών Καλαβρύτων προφανώς κακούργους εννοούσε τόν Κολοκοτρώνη, τό Νικηταρά, τόν Υψηλάντη καί τούς λοιπούς αντιπάλους τών προεστών! Στίς 8 Νοεμβρίου 1822 κατέφθασαν τά πλοία τής ΎΎδρας, τά οποία μόνο μέ τήν εμφάνισή τους έδιωξαν τά τούρκικα πλοία τού Γιουσούφ
565
πασά. Αρχηγός τους ήταν ο Λάζαρος Παναγιώτας ο οποίος μετέφερε στό Μεσολόγγι τόν Τσαλαφατίνο καί τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη μέ τούς Μανιάτες, τόν Κανέλλο Δεληγιάννη μέ τούς Καρυτινούς, τόν Ανδρέα Ζαΐμη μέ τούς Καλαβρυτινούς καί τόν Αλποχωρίτη μέ τούς Γαστουναίους. Ο Ομέρ Βρυώνης νόμιζε ότι τά καράβια είχαν έρθει νά παραλάβουν τούς άρχοντες τού Μεσολογγίου καί τούς οπλαρχηγούς γιά νά τούς μεταφέρουν στήν Πελοπόννησο, όπως είχε αφήσει νά εννοηθεί ο Μάρκος στόν 'Αγο Βάσιαρη. Μάλιστα, ο Ομέρ Βρυώνης πήγε στό τσαντίρι τού Κιουταχή όπου στολίστηκαν μέ τά ακριβά τους ενδύματα γιά νά περιμένουν μαζί τούς Ρούμ, οι οποίοι υποτίθεται θά έρχονταν νά προσκυνήσουν. Η ώρα περνούσε καί δέν φαινόταν κανένας. Οι πασάδες αδημονούσαν μέχρι πού ένας τάταρης τούς έφερε ένα γράμμα από τήν πόλη πού έλεγε: "'Αν θέλετε τόν τόπον μας, ελάτε νά τόν πάρετε!" «Οι Πελοποννήσιοι εν τούτοις συντελούσι πολύ εις τήν σωτηρίαν τού Μισολογγίου καί εις τόν θρίαμβον τών δυτικοελλαδιτών. Αφ' ού ο Ωμέρβριώνης απέκαμε πυροβολών τό Μισολόγγι καί καταπολεμών καθ' όλους τούς τρόπους τούς πολιορκημένους, τέλος απεφάσισε νά τό κυριεύση εξ εφόδου τήν νύκτα τών Χριστουγέννων πρός τήν 25η Δεκεμβρίου 1822, καθ' ήν ώραν οι ΈΈλληνες ήθελον εκπληρώνει τά χριστιανικά χρέη των εις τόν ναόν τού Υψίστου, ότε ως ενόμιζεν, ήθελον αφήσει καί τούς προμαχώνας αφρούρητους. Αλλά Χριστιανός Ηπειρώτης, ο Ιωάννης Γούναρης ευρισκόμενος εις τό στρατόπεδον τών Τούρκων, εξ ανάγκης υπηρετών, διότι δέν ηδύνατο εκ τών ιδίων περιστάσεων νά τούς πολεμήση καί πληροφορηθείς τήν απόφασίν των, ειδοποίησε τούς ΈΈλληνας. Ούτοι λοιπόν, όσοι πολεμισταί, δέν υπάγουσιν εις τόν ναόν νά υμνήσωσι τόν Θεόν ψάλλοντες Χριστός γεννάται, αλλά γρηγορούσιν όλην τήν νύκτα εις τάς θέσεις των καί περιμένουσι νά τόν δοξολογήσωσι μέ τούς κρότους τών πυροβόλων καί τών τουφεκίων, μαχόμενοι μέ απόφασιν νά χύσωσι τό αίμα των διά τήν δόξαν τού Χριστού καί τής πατρίδος. Πεντακόσιοι Τουρκαλβανοί επίλεκτοι ήσαν καταγεγραμμένοι νά κάμωσιν έφοδον καί νά λάβη αμοιβήν ανά χίλια γρόσια έκαστος αυτών, ώρμησαν λοιπόν εις τό σκότος τής νυκτός μίαν ώραν πρίν φέξει εις τό τείχος καί ο προηγούμενος τών άλλων Γιουρούκ μπαϊρακτάρης εισεπήδησεν εις τούς προμαχώνας, όπου εφρούρει ο Μακρής μέ τούς Καρυτινούς καί τούς Ηλείους, μέ τήν σημαίαν εις τήν χείρα, εύρε τόν σκοπόν κοιμώμενον, τόν εφόνευσε, προχωρών φονεύει καί άλλον καί πληγώνει εις τήν δεξιάν έτερον, αλλ' ούτος τόν πιστολίζει μέ τήν αριστεράν, τόν πληγώνει ωσαύτως εις τήν χείρα καί φωνάζει: "Τούρκοι,
566
Τούρκοι!". Τότε ήρχισαν οι ΈΈλληνες νά μάχωνται πυροβολούντες καί τουφεκίζοντες εναντίον τών εχθρών, οι οποίοι καταβάντες εις τήν τάφρον, τρίς επλησίασαν εις τό τείχος φέροντες καί αναβάθρας μεθ' εαυτών καί τρίς απεκρούσθησαν μέ βλάβην των. Οι ΈΈλληνες αλαλάζοντες καί παιανίζοντες εμαχήσαντο τρείς ώρας καί τέλος απέκρουσαν καί τούς ορμήσαντας εις τήν τάφρον διά τήν έφοδον καί τούς παρακολουθούντας ιππείς τε καί πεζούς, οίτινες έμελλον νά εισβάλωσιν εις τήν πόλιν καί τούς εβίασαν ν' απομακρυνθώσιν. Εφόνευσαν δέ υπέρ τούς πεντακόσιους καί επλήγωσαν περί τούς τριακόσιους καί επήραν δώδεκα σημαίας. ΈΈξ δέ μόνον εφονεύθησαν καί επληγώθησαν από τούς ΈΈλληνας. Ο Ωμέρβριώνης ήδη θεωρεί ότι δέν εμπορεί νά κυριεύση τό Μισολόγγι, μανθάνει δέ ότι ο Ράγγος απεστάτησεν πάλιν καί ότι θά τόν μιμηθώσι καί ο Ανδρέας ΊΊσκου καί άλλοι. Είχε δέ προσκληθή καί ο Οδυσσεύς από τήν ανατολικήν Ελλάδα νά στρατεύση εις βοήθειαν τού Μισολογγίου καί εκστρατεύει ευθύς μέ διακόσιους συμπαραλαμβάνει καί από τά Σάλωνα τόν υιόν τού Πανουριά μέ άλλους διακόσιους, καθώς καί από Μαλανδρίνον τόν Δήμον Σκαλτσάν μέ αρκετούς καί ούτω προχωρών, προσαυξάνει τόν αριθμόν τών μετ' αυτού συστρατευόντων.» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Α' Οι Ρουμελιώτες υπερασπιστές τού Μεσολογγίου αναθάρρησαν μέ τήν επικουρία τών Μοραϊτών καί περίμεναν άφοβα πλέον τήν τελική επίθεση τών μουσουλμάνων. Οι δύστυχοι όμως χωρικοί, πού ήταν έξω από τά τείχη τής πόλης καί είχαν καταφύγει στό νησί Κάλαμος γιά νά ζητήσουν προστασία από τίς αγγλικές αρχές, εδιώχθησαν από τόν αρμοστή Μαίτλαντ καί βρέθηκαν πάλι στίς ακτές τής Αιτωλοακαρνανίας καί στό έλεος τών Τούρκων. Αλλά οι πασάδες πλέον είχαν ήδη αρχίσει νά ενοχλούνται από τόν άσχημο καί υγρό καιρό τού Μεσολογγίου καί τήν έλλειψη εφοδίων. Δέν μπορούσαν νά παραμείνουν άλλο, βλέποντας τούς στρατιώτες νά δυσανασχετούν καί νά αρρωσταίνουν καθημερινώς. Αποφάσισαν έτσι νά κάνουν ξαφνική έφοδο τήν ημέρα τών Χριστουγένων (25 Δεκεμβρίου 1822), όταν οι Χριστιανοί θά ήταν στίς εκκλησίες καί τά τείχη θά είχαν ελλιπή φρούρηση. Ο Ομέρ Βρυώνης υποσχέθηκε 1000 γρόσια αμοιβή σέ όσους στρατιώτες θά αναλάμβαναν νά ηγηθούν τής εφόδου πού θά γίνονταν στά τείχη. Βρέθηκαν 800 γενναίοι Αλβανοί, οι οποίοι αφού πήραν ξύλινες σκάλες καί τίς σημαίες μέ τό μισοφέγγαρο, κρύφτηκαν στά βούρλα καί περίμεναν μέσα στή νύχτα τή διαταγή τής επίθεσης. ΌΌμως ο Θεός αγαπάει τόν κλέφτη, αλλά αγαπάει καί τό νοικοκύρη. Τήν παραμονή τών Χριστουγέννων, ο γραμματέας τού οπλαρχηγού
567
Ιωάννη Μακρή, καθώς πήγαινε μέ τήν πιρόγα του από τό Ανατολικό (Αιτωλικό) στό Μεσολόγγι, είδε κάποιον στήν ακτή νά τού κουνάει ένα μαντήλι. Τόν πλησίασε καί εκείνος τού είπε: "Είμαι Χριστιανός καί πρόθυμος νά πάθω διά τήν αγάπην τού Κυρίου μας. Μήν απορήσης καί μή δυσπιστήσης εις όσα θ' ακούσης καί άν μέ βλέπης νά συνοδεύω τούς εχθρούς τής πίστεώς μας. Η γυναίκα μου καί τά παιδιά μου είναι στά χέρια τών τυράννων. Ο Κύριός μας θέλησε νά μάθω τά σχέδια τών εχθρών μας. Τρέξε στήν πόλι νά ειπής στούς ομοθρήσκους μας ότι σκοπεύουν νά ορμήσουν αύριο τά χαράματα από τήν ανατολική πλευρά τού οχυρώματος." Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Γιάννης Γούναρης καί μέ τή μαρτυρία του θά έσωζε τό Μεσολόγγι, αλλά θά έχανε τά παιδιά καί τή γυναίκα του τά οποία θά τά στραγγάλιζε ο πασάς όταν θά γύριζε ταπεινωμένος στά Γιάννενα. Ο γραμματέας τού Μακρή, πράγματι έσπευσε στό Μεσολόγγι, όπου ειδοποίησε τούς ομοθρήσκους του γιά τήν επίθεση πού ετοίμαζαν οι εχθροί. Οι εκκλησίες δέν θά άνοιγαν εκείνα τά Χριστούγεννα τού 1822, καθώς όλοι οι Χριστιανοί θά παρέμεναν στό τείχος τού Μεσολογγίου καί θά περίμεναν μαζί μέ τή Γέννηση τού Κυρίου καί τήν επίθεση τών εχθρών Του. «Ο Ομέρ Βρυώνης εξέλεξε τήν νύκτα τής 24 πρός τήν 25ην Δεκεμβρίου 1822, παραμονήν τών Χριστουγέννων, ελπίζων ότι οι πολιορκούμενοι, συνηθροισμένοι εν τοίς ναοίς, θά προσεβάλλοντο ευχερέστερον. Οκτακόσιοι επίλεκτοι Αλβανοί, κομίζοντες πολυαρίθμους κλίμακας, διετάχθησαν εις έφοδον υπό τήν εύνοιαν τού σκότους, πρός διαφόρους διευθύνσεις τών τειχών. ΈΈτεροι δισχίλιαι επηκολούθησαν αυτούς από τινος αποστάσεως όπως τούς υποβοηθήσωσι, ενώ τό υπόλοιπον τού στρατού, διηρημένοι εις πλείονα σώματα, διηυθύνθη πρός τά αντίθετα σημεία όπως διασκορπίση τάς δυνάμεις τών Ελλήνων. Ευτυχώς τό στρατήγημα τούτο έμαθον οι πολιορκούμενοι καί ο Μαυρομιχάλης καί ο Μπότσαρης εμάντευσαν αυτό εκ τής εν τώ εχθρικώ στρατοπέδω ανησυχίας. Πάντες έμειναν εν τή θέσει των, οι δέ κώδωνες τών εκκλησιών ανήγγειλαν τάς κινήσεις τού θανασίμου εχθρού. Ευθύς ως κατά τήν 6ην πρωϊνήν ώραν οι οκτακόσιοι Αλβανοί, οι εκλεχθέντες διά τήν διά κλιμάκων ανάβασιν, επλησίασαν εις τήν πόλιν εις απόστασιν πυροβόλου. Καί παρευθύς ήρξατο κανονιοβολισμός φοβερός εφ' όλης τής γραμμής τού φρουρίου. Πολλοί Αλβανοί έφθασαν μέχρι τών τειχών, αλλά πρίν παρέλθωσι στιγμαί, κατεκρημνίσθησαν νεκροί. Καί αι λοιπαί φάλαγγαι υπέστησαν τήν αυτήν τύχην. Καί ότε η ηώς τής ημέρας επεφάνη, καθ' ήν εγενήθη ο Λυτρωτής καί εφώτισε τήν γήν, ηρίθμησαν 300 Τούρκοι νεκροί, 9 σημαίαι είχον κατακτηθή..» Η πολιορκία τού Μεσολογγίου 1822, εν Αθήναις Βασιλικό
568
Τυπογραφείο Ιγγλέση, 1896 Μία ώρα πρίν φωτίσει, άρχισαν οι κανονιοβολισμοί, τό ιππικό άρχισε τήν προέλασή του καί οι Αλβανοί γυμνοί καί μόνο μέ τίς σκάλες καί τά γιαταγάνια έτρεξαν πρός τά τείχη. Οι ΈΈλληνες όμως δέν αιφνιδιάστηκαν καθώς περίμεναν προετοιμασμένοι καί μέ γεμάτα τά καριοφίλια τους. Οι απανωτοί πυροβολισμοί σκόρπισαν τούς Αλβανούς καί μόνο ο Γιουρούκ μπαϊρακτάρης κατόρθωσε νά ανέβει στά τείχη καί νά μπήξει τό μπαϊράκι του, σκοτώνοντας τούς αμυνόμενους. Αλλά η σημαία του έμεινε γιά λίγο πάνω στό τείχος, καθώς τόν αιχμαλώτισαν οι υπερασπιστές πού κατέφθασαν. Η μάχη εξελίχθηκε σέ σφαγή αφού περίπου πεντακόσιοι Τούρκοι σκοτώθηκαν καί τά πτώματά τους γέμισαν τήν τάφρο. Από τούς ΈΈλληνες μόνο δύο Μεσολογγίτες καί δύο Γαστουναίοι σκοτώθηκαν. Η νίκη αυτή θά στερέωνε τήν ελληνική επανάσταση, η οποία δύο χρόνια μετά τήν έναρξή της παρέμενε ζωντανή παρά τή λύσσα τού σουλτάνου καί τών φιλικών πρός αυτόν ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Αυτά ήταν τά καλύτερα Χριστούγεννα γιά τούς Μεσολογγίτες, οι οποίοι ταπείνωσαν τούς δύο πασσάδες καί τούς ανάγκασαν νά επιστρέψουν άρον άρον στά Γιάννενα καί τήν 'Αρτα. Οι μόνοι από τούς προσκυνημένους οπλαρχηγούς πού θά τούς ακολουθούσαν καί θά παρέμεναν μαζί τους μέχρι τό τέλος ήταν ο Μπακόλας καί ο Βαρνακιώτης, καθώς οι υπόλοιποι τούς εγκατέλειψαν καί επέστρεψαν στούς συμπατριώτες τους. «Τήν επομένην νύκτα οι Τούρκοι ευρίσκοντο εν μεγίστη ταραχή. Τήν πρωΐαν οι Χριστιανοί δέν ήκουσαν ούτε τόν χρεμετισμόν τών ίππων ούτε απομεμακρυσμένον τινά θόρυβον. Ο καπνός τών στρατοπεδευόντων δέν υψούτο πλεόν ανά τόν αέραν. Ο Ομέρ Βρυώνης είχεν εκκινήσει περί τήν 2αν ώραν τής πρωΐας καί τού στρατού αυτού εν αταξία παρακολουθούντος, δέν ετόλμων νά πιστεύσωσιν οπισθοχώρησιν τόσον εσπευσμένην. Μέρος τής φρουράς υπό τού Μαυροκορδάτου οδηγούμενον άγεται πάραυτα πρός τά εγκαταλειφθέντα μέρη, κυριεύωσι οκτώ ορειχάλκινα τηλεβόλα, δύο οβουζιέρα, ένα βομβοβόλον καί πλείστας ζωοτροφίας. Ανευρίσκουσι τόν τόπον όπου ήτο ιδρυμένη η σκηνή τού Ομέρ Βρυώνη, ήτις ήτο ήδη ανατετραμμένη, βλέπουσι τάς τραπέζας τάς οποίας δέν ηδυνήθη νά συμπεριλάβη καί μέρος τών υποσκευών του. Επισκέπτονται τό μέρος τών Τοξιδών, τών Γκέγκιδων καί τών Ασιανών οίτινες πολυτελείς είχον ιδρύσει σκηνάς. Εις έκαστον βήμα ανακαλύπτουσιν όπλα, εφίππια, αποσκευάς κατασφάζουσι καθυστερούντας τινάς στρατιώτας. Ο Ομέρ Βρυώνης διέμεινε στό Βραχώριον (Αγρίνιο) καί μαθών ότι τά ύδατα τού Αχελώου επαισθητώς ηλαττώθησαν, ηθέλησε νά πειραθή
569
εκ νέου τήν δίοδον τού πόρου τού Στράτου. Τό ιππικόν αυτού ηδύνατο νά τόν ευκολύνη εις τήν πραγματοποίησίν του, εάν επί τών οπισθίων εκάστου μετεφέρετο καί εις στρατιώτης επί τής δεξιάς όχθης τού ποταμού. Ούτοι ώφειλον νά σχηματίσωσι κεφαλήν γεφύρας, ενώ οι ιππείς θά μετέφερον διαδοχικώς τούς πεζούς. Μόλις οι πρώτοι ουλαμοί τού τουρκικού πεζικού επάτησαν τήν αντίθετον όχθην τού Αχελώου, ότε οι λόχοι τών Λεπενιωτών, ενωθέντες πρός τούς Ακαρνάνας καί πρός τινα αποσπάσματα τών στρατιωτών τού Μαυρομιχάλη επυροβόλησαν καταρρίψαντες αυτούς εν τώ ποταμώ μετά τού προσδράμαντος εις βοήθησιν αυτών ιππικού. Οι ίπποι οίτινες δέν επρόφθαναν ν' αναπνεύσωσιν, υποχρεούμενοι νά επαναπίπτουσιν εις τό ύδωρ, υπό τής ταχύτητος τών ρευμάτων παρασυρθέντες επνίγησαν. ΉΉτο φρικώδες νά βλέπη τις τούς ιππείς δράττοντες τήν άκραν τών πέριξ δαφνών, αφού κατώρθουν ν' απαλλαχθώσι τού εφιππίου, ν' αγωνίζονται κατά τού θανάτου, όπως καταγίνωσιν αντικείμενα σκοποβολής τών Ελλήνων οίτινες διετρύπων αυτούς διά τών σφαιρών. Η καρδιά τού Ομέρ Βρυώνη, άν καί σκληρυνθείσα εν τή τέχνη τών όπλων δέν ηδυνήθη ν' αντιστή εις τό θέαμα τούτο καί μετά τήν θέαν τής απωλείας χιλίων εκ τών εκλεκτοτέρων στρατιωτών του, απεσύρθη πρός τό Ζαπάντι (Μεγάλη Χώρα), χύνων δάκρυα.» Απομνημονεύματα Πουκεβίλ Β' μέρος Ο Γιάννης Γούναρης όταν πληροφορήθηκε τήν εκτέλεση τών παιδιών του καί τής γυναίκας του ασκήτεψε σέ μία σπηλιά πάνω από τό εκκλησάκι τής Παναγίας τής Ελεούσας στήν Κλεισούρα τού βουνού Αράκυνθος ή Ζυγός. Εκεί θά έμενε μέχρι τόν θάνατό του. «Στή σκηνή τού Ομέρ Βρυώνη, οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν. ΉΉταν ν' αποφασιστεί, πρίν ξημερώσει, άν εσήμανε ή όχι η ώρα νά πάρουν τό Μεσολόγγι. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, τό κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μά ειδήσεις είχαν φθάσει καί ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τούς αρχηγούς, ανυπόμονος νά τούς ανακοινώσει τά μαντάτα καί νά εξασφαλίσει τή συγκατάθεση τους. ΈΈνδεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε γιά δύο ολόκληρους μήνες τό χωριό, πού ήταν τότε τό ερημωμένο Μεσολόγγι, καί δύο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής καί ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιός νά τό πρωτοπάρει. Τά οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα - πού νά τό ήξεραν τότε οι Τούρκοι! - τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα - όλα, διαφέντευαν τήν ημέρα καί ξανάχτιζαν τή νύχτα τίς χαλάστρες πού άνοιγαν στόν τοίχο τά τούρκικα κανόνια. Από καιρό επέμεινε ο Κιουταχής πώς μόνο μέ τό σπαθί καί τή φωτιά θά βάλουν γνώση στούς γκιαούρηδες καί θά φέρουν σέ λογαριασμό τόν Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο καί τόν Μάρκο Μπότσαρη, πού πεισμάτωναν στήν τρέλα
570
τους ή νά ελευθερώσουν τή χώρα ή νά ταφούν μές στά ερείπιά της. Μά ο Ομέρ Βρυώνης, πού μελετούσε τήν κατάκτηση τού Μωριά καί πού ήθελε τό Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε νά τό πάρει μέ τό καλό. Κ αί λόγια βαριά ανταλλάχθηκαν μεταξύ τών δύο στρατηγών. Γιατί τούς είχαν παίξει οι γκιαούρηδες, καί πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σέ συζητήσεις καί διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί, ξαφνιασμένοι είδαν οι πασάδες τόν υπερήφανο στόλο τού Ισούφη νά σκορπά καί νά χάνεται μπρός σέ επτά υδρέικα καραβάκια, πού μέ απλωμένα τά πανιά μπήκαν στή λιμνοθάλασσα καί προκλητικά άραξαν στό Μεσολόγγι. Καί όταν συνήλθαν από τή σάστισή τους οι πασάδες, καί παραπονέθηκαν καί αγρίεψαν καί πρόσταξαν τήν πόλη νά παραδοθεί, τούς αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης: - "Αν θέλετε τόν τόπο μας, ελάτε νά τόν πάρετε!" 'Αφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπεί πιά μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης μέ επτακόσιους Μανιάτες, μαζί καί ο Ζαΐμης, μαζί καί ο Δεληγιάννης. ΈΈβριζε καί φώναζε ο οργισμένος πασάς, πώς ξεφόρτωσαν πιά τά Υδρέικα καράβια όπλα καί πολεμοφόδια, καί πώς ποτέ πιά δε θά παραδοθεί τό Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί καί αν δεν πνιγούν οι γκιαούρηδες στό αίμα. Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής, καί βαριά τό έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πώς αυτός είχε ταπεινώσει τό γένος τών πιστών, από πονοψυχιά γιά μια φούχτα σκύλους άπιστους. Καί τό έφερε βαριά, γιατί, μες στά τραχιά λόγια τού Κιουταχή, διέβλεπε τήν άλλη κατηγορία, πού δόλια τήν κρυφομετάλεγαν φθονεροί αντίζηλοί του, τάχα πώς γκιαούρικο αίμα έτρεχε καί στίς δικές του φλέβες, καί γι' αυτό λιποψυχούσε κάθε φορά πού είχε νά τό χύσει σφάζοντας Χριστιανούς. Ε ίχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στή σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί τό έβλεπε καί αυτός πώς η κατάσταση άρχιζε νά γίνεται κρίσιμη στό τούρκικο στρατόπεδο. Μετά τήν καταστροφή τής Πέτας, σάν τού έστειλαν οι Ρωμιοί τόν Βαρνακιώτη γιά συνεννόηση, τό νόμισε μεγάλο θρίαμβο πού τόν κατάφερε νά προσκυνήσει καί νά προδώσει εκείνους πού τόν έστειλαν· καί όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τά βουνά κι έκοβαν τίς συγκοινωνίες καί όπλιζαν τούς πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στούς πιστούς· καί τό κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει τό στρατόπεδο, τό ψωμί σπάνιζε καί οι στρατιώτες άρχισαν νά γκρινιάζουν. Καί ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες, ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση τού υπερήφανου πασά. Μά επιτέλους, τώρα είχαν φθάσει οι ειδήσεις πού μέ τόση αγωνία τίς περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήλθε η ώρα νά διαψεύσει τό θρύλο τής χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θά πνίξει τό Μεσολόγγι στό αίμα. Ξημέρωνε παραμονή τών
571
Χριστουγέννων. Πλάγι στή σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια καί χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τούς πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές τού στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες. Ο ι ταπεινώσεις είχαν γύρει τίς λιγνές του πλάτες, καί βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στά φρύδια καί γύρω στό κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στή δουλειά του, τά μάτια καρφωμένα στό μπακιρένιο μπρικάκι. Ο Ομέρ χτύπησε τά χέρια του. - "Γιάννη", φώναξε, "φέρε καφέδες." Καί στό γραμματικό, πού παράμερα στέκουνταν καί περίμενε, έδειξε τό τραπέζι καί πρόσταξε: - "Εσύ, κάθισε αυτού καί γράφε." Ο Γιάννης έχυσε μέ προσοχή τόν καφέ σέ τέσσερα πέντε ζάρφια, καί τά έφερε μέ τό δίσκο μέσα στή σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω - κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα πρός τόν Βαρνακιώτη: "Μάθε", έλεγε, "πώς αύριο θά γευματίσω στό Μεσολόγγι!". - Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δέν θά γευματίσεις στό Μεσολόγγι - πρώτα ο Θεός... Μά τό πρόσωπο του δέν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν νά προσέχει εκείνα πού έλεγαν γύρω του. ΈΈνα - ένα, μέ αργές κινήσεις, ακούμπησε τά ζάρφια μέ τόν καυτό καφέ εμπρός σέ κάθε πασά, προσέχοντας μήν χυθεί ούτε κόμπος από τό μυρωδάτο ποτό. - "Φέρε καί άλλους", πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ' ένα νόημα τών μαύρων φρυδιών του πώς τά ζάρφια ήταν λιγότερα από τούς πασάδες. Καί χωρίς νά σταθεί, μέ τά χέρια πίσω στή ράχη καί τά μάτια χάμω, εξακολούθησε νά υπαγορεύει τίς τελευταίες του διαταγές στόν Βαρνακιώτη: "Κοίταξε νά μάθεις πού πάγει ο στρατός πού φεύγει γιά τήν Ακαρνανία, καί βάσταξε τούς αρματωλούς πού έχουν προσκυνήσει, ώσπου νά μάθεις πώς πήρα τό Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος γιά τό Βραχώρι". Απότομα στάθηκε εμπρός στόν Ισμαήλ Χατζημπέντο, πού αργοκουνώντας τό κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε τού Ισμαήλ Πλιάσα. - "Φοβάσαι;" τόν ρώτησε περιφρονητικά. Οι δυο πασάδες σώπασαν. ΈΈριξε ο Αλβανός μιά πλαγινή ματιά τού Κιουταχή, πού σιωπηλά καί ακατάδεχτα παρακολουθούσε τά κρυφομιλήματα τών δυο Ισμαήλιδων, καί μέ οργή, χτυπώντας τό χέρι του στό τραπέζι, φώναξε: - "ΉΉ αύριο ή ποτέ". Καί γυρνώντας στόν Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε καί είπε: - "Μή φοβάσαι, πασά μου, τώρα πιά ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!"
572
Μέ τό κεφάλι, χαμογελώντας, τόν εγκαρδίωνε ο 'Αγος Βασιάρας. - Πέ τους, πέ τους, πασά μου, τά μαντάτα. Καί τούς τά είπε ο Ομέρ Βρυώνης. ΈΈφευγε, λέει, στρατός από μέσα από τό Μεσολόγγι γιά τά δυτικά παράλια τής Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε νά σφάξει τούς πληθυσμούς, ίσως καί νά αρπάξει τό Βραχώρι πού τό φύλαγε ο Βαρνακιώτης, καί νά συλλάβουν τόν Βαρνακιώτη ή νά τόν πείσουν νά γυρίσει μαζί τους. Κρυμμένος μές στά βούρλα είχε δεί κάποιος άνθρωπος του τίς ετοιμασίες στά ελληνικά καράβια· 500 άντρες τής φρουράς ετοιμάζουνταν νά φύγουν μέ τρείς από τούς αρχηγούς. Θά έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή τών Χριστουγέννων. Τά ξημερώματα τής μεγάλης τους εορτής, οι γκιαούρηδες θά μαζεύουνταν όλοι στίς εκκλησίες τους, γιά τή χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα... Ο Κιουταχής τόν διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τόν Γιάννη, πού στό πλαγινό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στό μαγκάλι, ανακάτωνε τόν καφέ στό μπρίκι. - "Αυτός;" έκανε ο Βρυώνης χωρίς νά χαμηλώσει τή φωνή. Καί μ' ένα αρνητικό σήκωμα τού κεφαλιού πρόσθεσε: - "Μπά, δε μιλάει αυτός!" - "Μά είναι γκιαούρης!" ψιθύρισε ο άλλος. Ο Ομέρ χαμογέλασε. - "Δέ μιλάει αυτός, είναι άνθρωπος μου", είπε μέ τρόπο πού ν' ακούσει ο Γιάννης. "ΈΈπειτα, έχω τή γυναίκα του καί τά παιδιά του στά χέρια μου. Τό ξέρει πώς άν ακουστεί τίποτα απ' όσα λέμε..". - μέ τό χέρι έκοψε τόν αέρα: "ΈΈννοια σου!... Δε μιλάει αυτός." Κάθισε στό ντιβάνι, αντίκρυ στό δούλο του, κι εξακολούθησε τίς εξηγήσεις του. Το ανατολικό μέρος τής χώρας είναι τό πιο αδύνατο· από κει θά γίνει τό γιουρούσι, όταν σημάνει τό σήμαντρο πού θά καλεί τούς Χριστιανούς στίς εκκλησίες. Συνάμα όμως θά γίνει μιά ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος τού οχυρώματος, έτσι πού κι αν μείνουν μερικοί φρουροί στούς τοίχους, θά τρέξουν εκεί καί θ' αφήσουν αφύλαχτο τό ανατολικό μέρος... Ο Γιάννης μέ τά μάτια καρφωμένα στό μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στόν καφέ πού φούσκωνε, κανένα νεύρο τού προσώπου του δέν κούνησε. Καί όμως στήν καρδιά του ήταν χαλασμός. Τή γυναίκα του, τά παιδιά του τά είχε ξεχάσει· τού τά θύμισε τώρα ο πασάς. Ναί, ήταν στήν 'Αρτα, αιχμαλωτισμένοι σάν κι αυτόν, όμηροι στά χέρια τού Ομέρ Βρυώνη. Καί τού ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τίς ετοιμασίες καί ν' αφήσει τήν καταστροφή νά συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του καί τά παιδιά του... Σιγανά έχυσε τόν καφέ στά ζάρφια, προσέχοντας μή σκορπιστεί τό καϊμάκι. Τήν αγαπούσε πολύ τήν όμορφη γυναίκα του, τά τρελαίνουνταν
573
τά παιδιά του. Γιά νά μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τόν Τούρκο, καί τόν δούλευε πιστά. Τό ήξερε πώς θά πλήρωναν μέ τό κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε νά καθίσει ήσυχος, νά βουλώσει τό στόμα του, ν' αφήσει τό μοιραίο νά συντελεστεί. Μοίρασε πάλι τούς καφέδες καί πήρε τ' αδειανά ζάρφια. Μά καί οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. ΌΌλοι ήταν πιά σύμφωνοι, η επίθεση θά γίνουνταν τά Χριστούγεννα, τήν ώρα τής λειτουργίας τών γκιαούρηδων. ΈΈνας - ένας χαιρέτησαν τόν στρατηγό καί αποτραβήχθηκαν νά ξαναπάν νά κοιμηθούν, ώσπου νά έλθει η ώρα τής ετοιμασίας. Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στή σαμουρένια κάπα του καί ξαπλώθηκε στό σοφά. - "ΌΌχι," είπε τού Γιάννη, πού ρωτούσε αν θά γδυθεί. "Δέν έχω καιρό σήμερα γιά πούπουλα· κλείσε τόν μπερντέ καί πήγαινε· δέ σέ θέλω πιά." ΈΈσβησε τά κεριά ο Γιάννης, κατέβασε τό κρεμαστό χαλί πού χώριζε τή σκηνή τού αφέντη από τό διαμέρισμα μέ τίς αποσκευές, καί ξαπλώθηκε κοντά στό μαγκάλι νά ζεσταθεί. ΈΈτρεμε πολύ, τώρα πού δέν τόν έβλεπαν πιά, καί τά δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο. ΈΈτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θά παίρνανε τό Μεσολόγγι. Μά αυτός αποφάσιζε πώς δε θά τό πάρουν... Ναί, αυτός, ο δούλος τού Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τά Γιάννινα, έτσι τό ήθελε, νά σωθεί τό Μεσολόγγι. Μ ά θά μπορέσει νά τό σώσει; Το ήξερε αυτός πώς βίγλες είχε παντού στούς τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σάν έβγαινε νά κυνηγήσει πουλιά γιά τό τραπέζι τού αφέντη του, πού φύλαγαν μέρα καί νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δέν άφηναν νά σιμώσει. Θά τού έριχναν ευθύς, αν έκανε νά πλησιάσει. Καί ούτε καί σημείο δέν μπορούσε νά κάνει, γιατί θά τόν ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. Δέν τόν πείραζε πού θά τόν σκότωναν, μιά φορά πεθαίνει ο άνθρωπος καί γλιτώνει από τήν τούρκικη σκλαβιά. Μά πού δε θά μάθαιναν οι πολιορκημένοι τό καταχθόνιο σχέδιο τών πασάδων... Σηκώθηκε στόν άγκωνά του, τά μάτια καρφωμένα στή φωτιά. Τά κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στή θρακιά μέ κάθε πνοή πού περνούσε και, λίγο-λίγο, απόσβηνε καί από ένα καρβουνάκι καί σκορπούσε η στάχτη. Μά ο Γιάννης δέν τά έβλεπε· έβλεπε τή γυναίκα του, νέα καί όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δέν τή θωρούσε έτσι πού ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τά κλειστά παντζούρια της... ΈΈβλεπε τά παιδάκια του, τά δυο του αγοράκια, όλο ζωή καί σκανταλιά· γελούσαν συχνά, τά καημένα, γιατί ήταν μικρά καί δέν είχαν καταλάβει ακόμα, στήν αγκαλιά τής μάνας, τό βάρος τής σκλαβιάς. Καί τώρα έπρεπε νά τά θυσιάσει... Η καρδιά του ράγιζε. ΉΉταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε καί νά μήν είχε ακούσει τά λόγια τών πασάδων... ΈΈσπρωξε τήν κουβέρτα του καί σηκώθηκε αργά· ξεκρέμασε τό τουφέκι του, πού κρέμουνταν σ' ένα καρφί καί βγήκε έξω.
574
Γλυκοχάραζε η παραμονή τών Χριστουγέννων, μά καμιά χαρά δέν ήταν στή φύση· όλη τήν εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, τό στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη. Καί τό Μεσολόγγι θά γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό... γιατί έτσι τό αποφάσισαν οι πασάδες... - "Ε, μπαρμπα Γιάννη, γιά πού;" Ο Γιάννης σήκωσε τά μάτια καί γνώρισε τό σταβλίτη τού Ομέρ, πού ετοιμάζουνταν γιά τήν πρωινή του προσευχή. Τόν χαιρέτησε μέ τό χέρι χωρίς νά σταματήσει. - "Πάγω νά σκοτώσω θαλασσοπούλια," τού αποκρίθηκε, "γιά τό μεζέ τού αφέντη." Τού φώναξε ο Τούρκος: - "Μή σέ δουν μέ τό τουφέκι οι Γκιαούρηδες, καί σέ πάρουν γιά πολεμιστή!" Καί κακανίζοντας γονάτισε στήν ψάθα του, γυρισμένος κατά τήν ανατολή. Ο Γιάννης δέν αποκρίθηκε· μέ ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε γιά τή λιμνοθάλασσα. Τό βράδυ εκείνο τής παραμονής τών Χριστουγέννων, ο γραμματικός τού Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μές στό μονόξυλό του, από τό Ανατολικό, τό ηρωικό νησάκι στήν είσοδο τού κόλπου, πού μόνο πιά έμενε ελεύθερο σ' όλη τήν περιφέρεια, μαζί μέ τό Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στά χέρια τών Τούρκων· μόνη συγκοινωνία έμενε πιά από τή θάλασσα. Βιάζουνταν νά φθάσει στό Μεσολόγγι γιά νά κάνει Χριστούγεννα μέ τούς δικούς του καί γιά ν' αποχαιρετήσει τούς αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα καί Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, πού έφευγαν μέ τά καράβια τό ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους γιά επιχείρηση μυστική. Από τότε πού είχαν ξεφορτώσει τά Υδρέικα καράβια άντρες, τουφέκια καί τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τίς επιχειρήσεις τους· τό καταλάβαιναν πώς από χορτασμένους δέν τό παίρνουν τό Μεσολόγγι, καί τούς άφηναν ήσυχους ώσπου νά πεινάσουν πάλι. Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα τό Μεσολόγγι δέ φοβούνταν πιά όσο βαστούσαν τή θάλασσα τά Υδρέικα καράβια... Μ' αφού τούς άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τά χέρια, καλό ήταν νά δούν άν δέ γίνεται τίποτα από τό Βραχώρι... ΈΈξαφνα, στήν ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο πού μέ τό μαντίλι τού έγνεφε νά πλησιάσει. Γύρισε τή βάρκα του κατά τήν ξηρά. - "Ποιός είσαι;" φώναξε, "καί τι θέλεις;" - "ΈΈλα, μή φοβάσαι... είμαι φίλος," τού αποκρίθηκε ο άλλος. Ο Θανάσης σίμωσε καί ξεχώρισε καλά τόν άνθρωπο. Είχε σκυφτούς τούς ώμους καί φαίνουνταν κατάκοπος· τά ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σά νά είχε κάνει μακριά πορεία, καί στό χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού. Ο Θανάσης έσπρωξε τό μονόξυλό του στήν αμμουδιά, κοντά του. - "Τι θέλεις;" τόν ρώτησε από μέσα από τή βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μιά ματιά, βεβαιώθηκε πώς είναι μόνος, καί σκύβοντας είπε
575
γρήγορα: - "Τρέξε στό Μεσολόγγι, πές τους πώς τά χαράματα θά γίνει γιουρούσι· ξέρουν πώς φεύγουν οι αρχηγοί, πώς παίρνουν πεντακόσιους άντρες, καί τήν ώρα τής λειτουργίας θά σάς ριχτούν οι Τούρκοι." Ο Θανάσης πήδηξε στήν ξηρά. - "Ποιός είσαι;" ρώτησε τόν άγνωστο, "καί ποιος σού τά 'πε όλα αυτά;" - "Είμαι ο κυνηγός τού Ομέρ Βρυώνη, καί είμαι από τά Γιάννινα, Χριστιανός." Ο Θανάσης τόν έσπρωξε μέ αηδία, κι έκανε νά ξαναμπεί στή βάρκα· μα ο άλλος τόν βάσταξε από τό μανίκι. - "Μή μέ υποψιάζεσαι καί μή μέ αποδιώχνεις," είπε βραχνά. "Τρέξε νά τούς τά πεις, αλλιώς πάει τό Μεσολόγγι." Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, πού ο Θανάσης ταράχθηκε. - "Πώς τά 'μαθές αυτά πού λες;" ρώτησε. - "Τά λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί καί τ' άκουσα." - "Ποιοί ήταν οι πασάδες;" Ο άγνωστος τούς ονόμασε καί τού εξήγησε μέ δυο λόγια σέ ποιό μέρος θά χτυπούσαν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πώς ήταν τό πιό αδύνατο. - "Θά κάνουν ψεύτικο γιουρούσι απ' αλλού, μήν τούς πιστέψετε." Ο Θανάσης τόν άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα. - "'Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δέν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τόν Τούρκο; ρώτησε. Ο ξένος έκανε ν' απαντήσει, τό στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τά χέρια. Ο Θανάσης τόν λυπήθηκε. -"ΈΈλα μαζί μου, τού είπε, τι ανάγκη τούς έχεις; ΈΈπειτα άν γυρίσεις τώρα θά σέ σκοτώσουν." Ο ξένος σήκωσε τό πρόσωπο του, η όψη του ήταν αναλυμένη. - "Τό τί θά γίνω εγώ, δέν πειράζει," έκανε," μά έχει στά χέρια του τή γυναίκα μου καί τά παιδιά μου..." Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τά χέρια του καί γύρισε καί χάθηκε στό σουρούπωμα. Ο Θανάσης δέ δίστασε πια. Πήδηξε στό μονόξυλό του, καί βιαστικά έκανε γιά τό Μεσολόγγι. ΉΉταν νύχτα βαθιά σάν έφτασε. Τρεχάτος πήγε στού Μάκρη καί τού είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τούς άλλους αρχηγούς, πού αμέσως σταμάτησαν τά καράβια, έτοιμα γιά νά σαλπάρουν. Κατά διαταγή τού Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, καί μέ τόν Τσαλαφατίνο καί τόν Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τά οχυρώματα· τήν ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τούς παπάδες καί διέταξε νά κλείσουν όλες οι εκκλησίες, καί νά ειδοποιηθούν τά ποίμνια πώς λειτουργία χριστουγεννιάτικη δέν θά γίνει,
576
παρά θ' αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στούς τοίχους απάνω. Ο Μάρκος Μπότσαρης καί ο Λόντος, μέ τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει τό κέντρο όπου ήταν η πύλη τού οχυρώματος· ο Ζαΐμης μέ άλλους εξακόσιους πήραν τή δυτική μεριά, καί μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, μέ τόν Γρίβα, τόν Μακρή, τόν Ραζικότσικα καί τόν Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στό ανατολικό μέρος όπου ήταν νά γίνει τό γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τά χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τόν κάμπο, καί άλλοι, κρυμμένοι στή σκιά, στά πόδια τού τοίχου, περίμεναν σιωπηλά. Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τόν ουρανό. Παντού σκοτάδι. Α πό τήν άλλη μεριά τού τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι καί γεροί, μέ σκοινιά, μπήκαν σιωπηλά στό χαντάκι πού περιτριγύριζε τό οχύρωμα καί κρύφθηκαν μες στά βούρλα, στό ανατολικό μέρος, όπου τά φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. Δυο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στά νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι νά τούς υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οκτώ χιλιάδες περίμεναν τή χαραυγή γιά νά ορμήσουν στά οχυρώματα μέ τό πρώτο σύνθημα. ΌΌλη νύχτα, από τά δύο μέρη τού τοίχου, ΈΈλληνες καί Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς νά υποψιάζονται ούτε τούτοι ούτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησίες ήταν κλειστές, τά κεράκια σβηστά. Απάνω στά οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τούς άντρες, καί σιωπηλά τούς έδιναν τήν ευχή τους. ΈΈξαφνα, στή νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τά σήμαντρα σήμαναν τή λειτουργία. Καί τότε άρχισε τό πανηγύρι. Από τή μίαν άκρη στήν άλλη τού τοίχου, φωνές καί αλλαλαγμοί σχίζουν τόν αέρα, μέ τά σπαθιά στά δόντια ορμούν τού Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τίς σκάλες, σκαρφαλώνουν στίς επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες. Μά τά παλικάρια αγρυπνούσαν. Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τά στήθη τους στό ανθρώπινο κύμα πού ανεβαίνει μέ λύσσα σιωπηλά, αρπάζουν τούς ξαφνιασμένους Τούρκους, τούς σηκώνουν από τό χώμα, τούς γκρεμίζουν στό χαντάκι· τρίζοντας τά δόντια τσακίζουν τίς σημαίες, ρίχνονται στούς καινούριους πού σκαρφαλώνουν, τούς γκρεμίζουν καί αυτούς· τά σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τά τουφέκια σκορπώντας όλεθρο καί τρόμο, τά πόδια γλιστρούν στό γλιτσιασμένο από τό αίμα χώμα. Τρείς ώρες βαστά τό πανδαιμόνιο. Κ ουρασμένοι, πατώντας στά πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν καί φεύγουν. Πηδούν από τούς τοίχους οι δικοί μας, τούς παίρνουν κατά πόδι καί τούς σκορπούν αλαλιασμένους στόν κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στή λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν τό χαντάκι. Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια.
577
Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά μέ μπαρούτι καί μέ αίμα. Τ ' ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στά βουνά, καί κλειούν τό Μακρυνόρος. Τ' ακούν καί οι Τούρκοι, πώς Μαυρομιχάλης καί Τσόγκας έπεσαν στήν Κατοχή καί χάλασαν τούς δικούς τους, καί τρόμος τούς πιάνει. Σάν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά τό άκουσμα πώς Καραϊσκάκης καί Οδυσσέας τραβούν γιά τό Μεσολόγγι, καί πανικός τούς ταράζει. Παραμονή Αη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες τό στρατό, καί μέ τέτοια βία φεύγουν, πού όλα τους τά κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, καί έπιπλα ακόμη τών πασάδων, μένουν στά χέρια τών Ελλήνων, πού τό άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τόν κάμπο έρημο από εχθρούς. ΈΈτσι εόρτασε τό Μεσολόγγι τά Χριστούγεννα τού 1822. Κάπου στήν Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος πού από τό Μεσολόγγι πηγαίνει στό Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, πού κουρασμένος στέκουνταν ν' ανασάνει ή έμπαινε στό εκκλησάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πώς θά βρει ένα ποτήρι κρύο νερό νά σβήσει τή δίψα του, ή μιά φωτιά νά στεγνώσει τά ρούχα του, αν τόν είχε πιάσει μπόρα στό δρόμο. Φτωχό ήταν τό ερημοκλήσι, φτωχό καί τό κελί τού μοναχού πού τό φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν καί οι Χριστιανοί πού τού είχαν δώσει από τό στέρημά τους γιά νά τά χτίσει. Μ ά φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τή φιλοξενία τού ερημίτη, καί απορούσε μέ τή θλιμμένη του ηρεμία καί τή σάν απόμακρη φωνή του. Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δέν τόν γνώριζε, γιατί δέν ήταν από τόν τόπο· ούτε τόν άκουσε ποτέ κανείς νά πεί από πού ήταν καί ποιες φουρτούνες τόν είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δέν ήξερε ο ερημίτης· τά είχε ξεμάθει στή μοναξιά του. Σκυφτός πάντα καί σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στήν πόρτα τού κελιού του, αφηρημένος σέ βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στήν ατέλειωτη προσευχή του. Μ όνος καί αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος καί άγνωστος, μνημονεύοντας τήν πεθαμένη του αγάπη καί τά σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δέν είδε κανείς στά μάτια του· τά είχε χύσει όλα σάν έμαθε τήν εκδίκηση τού αφέντη του πού, μέ τό αίμα τής καρδιάς τού δούλου του, είχε πληρώσει τήν απελευθέρωση τού Μεσολογγίου. ΉΉταν ο Γιάννης Γούναρης.» Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα - Διήγημα από τήν Πηνελόπη Δέλτα Νίκη τών Ελλήνων στό Σοβολάκο ('Αγιο Βλάση) Μετά τήν αποτυχία τής εκστρατείας τους, οι δύο Τούρκοι πασάδες αποφάσισαν νά επιστρέψουν στήν 'Αρτα. Ο βαρύς χειμώνας καί τά φουσκωμένα ποτάμια όμως καθήλωσαν τόν Ομέρ Βρυώνη στό Βραχώρι (Αγρίνιο). Η πρόταση τού Μάρκου Μπότσαρη νά περικυκλωθεί τό Βραχώρι
578
καί νά εξοντώσουν τήν διαλυμένη στρατιά τού Ομέρ Βρυώνη δέν απέδωσε καρπούς. Η φήμη ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ερχόταν στήν δυτική Ελλάδα, ανάγκασε τόν Τούρκο αρχιστράτηγο νά στείλει ένα απόσπασμα υπό τόν Ισμαήλ Πλιάσα, τόν Χατζή Μπέντο καί τόν 'Αγο Βάσαρη, στήν 'Αρτα μέσω Αγράφων γιά νά επιστρέψουν μέ προμήθειες καί τά αναγκαία ξύλα γιά νά στήσουν γεφύρια γιά τά φουσκωμένα ποτάμια. Στά 'Αγραφα όμως βρισκόταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος είχε διεκδικήσει καί είχε αποκτήσει τήν κυριότητα τής περιοχής. ΌΌταν έμαθε ότι οι Τούρκοι θά περνούσαν από τό αρματολίκι του, έσπευσε μέ μεγάλη ταχύτητα μέσα στή νύκτα γιά νά τούς κόψει τό δρόμο. Στήν περιοχή τού Σοβολάκου τούς πρόλαβε καί τούς περίμενε. Οι Τούρκοι έκπληκτοι είδαν τά περάσματα πιασμένα καί ζήτησαν νά περάσουν μέ αντάλλαγμα 500.000 γρόσια, ποσό υπέρογκο γιά τήν εποχή. Ο Καραϊσκάκης αρνήθηκε καί στίς 15 Ιανουαρίου 1823 ξεκίνησε η μάχη στήν Κορομηλιά, μία τοποθεσία πού βρίσκεται στό Σοβολάκο, ανάμεσα στά χωριά 'Αγιο Βλάση, Καραμανέϊκα καί Χούνη. Αρχικά οι Τούρκοι νικούσαν καί ο Καραϊσκάκης βρέθηκε αποκλεισμένος μέ λίγους συντρόφους του σέ μία σπηλιά. - "Εδώ θά πεθάνουμε!", φώναξε ο Γιός τής Καλόγριας στά παλληκάρια του. Μά έξαφνα η Μαυρομάτα Παναγία άπλωσε ομίχλη μέσα στήν σπηλιά τού Καραϊσκάκη καί κατάφεραν οι αποκλεισμένοι νά ξετρυπώσουν καί λίγο αργότερα νά συναντήσουν τούς υπόλοιπους συντρόφους τους, πού τούς αναζητούσαν. Οι άντρες τού Καραϊσκάκη αντεπιτέθηκαν στούς Τούρκους καί τούς χάλασαν διακόσιους μαζί μέ τόν γενναίο Αλβανό Χατζή Μπέντο. Οι υπόλοιποι υποχώρησαν καί αναγκάστηκαν νά επιστρέψουν στό Αγρίνιο. Από τό Βραχώρι, ο Ομέρ Βρυώνης μόλις διαπίστωσε ότι όλοι οι δίοδοι πρός τίς βάσεις ανεφοδιασμού του ήταν σφραγισμένες, αποφάσισε νά περάσει τόν φουσκωμένο Ασπροπόταμο (Αχελώο) στό ύψος τής Λεπενούς. Οι ιππείς κατέβηκαν από τά άλογά τους καί αφού έδεσαν σκοινιά στίς δύο όχθες, τοποθέτησαν τά άλογα κάθετα στό ποτάμι, ώστε νά τά βαστάνε οι πεζοί στρατιώτες καί νά διασχίζουν τόν αγριεμένο ποταμό. Οι Τούρκοι ήταν δεμένοι ο ένας μέ τόν άλλον μέ σκοινί, ώστε νά συγκρατούνται καλύτερα. ΌΌταν όμως έπεσαν μερικές τουφεκιές από τήν πλευρά τών Ελλήνων πού καραδοκούσαν στήν απέναντι όχθη, οι Τούρκοι μέσα στόν πανικό τους ανέτρεπαν ο ένας τόν άλλον καί παρασύρονταν δεμένοι όπως ήταν μέ τά σκοινιά όλοι μαζί στά παγωμένα καί ορμητικά νερά τού ποταμού. Οι πνιγμένοι Τούρκοι υπολογίστηκαν περίπου σέ 500. «Μάλιστα
όταν,
διαλυθείσης
τής
πρώτης
πολιορκίας
τού
579
Μεσολογγίου, ο Ομέρ πασάς μή δυνάμενος νά διαβή τόν 'Ασπρον (Αχελώον) διευθύνθη νά περάση διά τών Αγράφων εις Λάρισσαν, ο Καραϊσκάκης συνάξας έως χιλίους στρατιώτας προκατέλαβε τήν διάβασιν αυτών εις τόν 'Αγιον Βλάσην. Οι Τούρκοι, αφ' ού ματαίως εζήτησαν διά λόγου νά τόν πείσωσι νά τούς αφήση ελευθέραν τήν διάβασιν, επεχείρησαν καί διά τής βίας. Συγκροτηθείσης λοιπόν μάχης, υπερίσχυσαν οι εχθροί καί έτρεψαν εις φυγήν τό μεγαλήτερον μέρος τής στρατιάς τού Καραϊσκάκη· αυτός όμως μέ εκατόν πεντήκοντα στρατιώτας περίπου οχυρωθείς είς τινα δυνατήν θέσιν ανθίστατο εις τήν ορμήν τών εχθρών. Οι Τούρκοι δέν ηκολούθησαν επί πολύ τήν καταδίωξιν τών τραπέντων εις φυγήν, βλέποντες διαμένον ακόμη ακέραιον περί τόν Καραϊσκάκην έν μέρος τής στρατιάς του. Οι δέ τραπέντες εις φυγήν ΈΈλληνες βλέποντες ότι δέν ήτον ο Καραϊσκάκης μαζή των εις τήν φυγήν, καί εννοήσαντες ότι εκλείσθη, εστράφησαν οπίσω μέ σκοπόν νά δώσωσι βοήθειαν εις αυτόν διά νά δυνηθή νά φύγη. Αλλ' οι εχθροί, οι οποίοι πολεμούντες πολλήν ώραν είχον αποκάμει, βλέποντες επιστρέφοντας τούς ΈΈλληνας, ετράπησαν εις φυγήν. Τότε εκπηδήσαντες καί οι περί τόν Καραϊσκάκην ερρίφθησαν εις τούς εχθρούς καί τούς κατεδίωξαν ικανόν διάστημα, φονεύσαντες υπέρ τούς διακοσίους, εν οις οι πλειότεροι Αλβανοί. Εφονεύθη όμως εις ταύτην τήν μάχην ο Βακογιάννης, ο οποίος συνετέλεσε πολύ καί εις τό νά λάβη τά 'Αγραφα ο Καραϊσκάκης καί εις τό νά τά διαφυλάξη, καί τόν οποίον ηγάπα καί εσέβετο ο Καραϊσκάκης διά τήν φρόνησιν καί γλυκολογίαν του. Οι αρχηγοί τής νικηθείσης ταύτης στρατιάς επαραπονέθησαν πολλά πρός τούς εν Λαρίσση Τούρκους διά τό έργον τούτο τού Καραϊσκάκη· επειδή όμως εκείνοι δέν είχον τήν αναγκαίαν δύναμιν διά νά καταπολεμήσωσι καί νά εκριζώσωσιν από τά 'Αγραφα τόν Καραϊσκάκην, εξηκολούθουν νά προσποιώνται ότι δέν επειράχθησαν από τό κίνημα τούτο, περιμένοντες αρμόδιον καιρόν διά νά ρίψωσι τό προσωπείον· διότι επιχειρισθέντες πολλάκις μέ τάς δυνάμεις τών εντοπίων, όχι μόνον δέν έβλαψαν διόλου τόν Καραϊσκάκην, αλλά μάλιστα έγειναν αίτιοι νά λεηλατιθώσι πολλά χωρία τουρκικά.» Αινιάν Δημήτριος - Γεώργιος Καραϊσκάκης Ο Καραϊσκάκης, μετά τή νίκη του, έστειλε γραφή στόν Χουρσίτ πασά μαζί μέ έντεκα τούρκικα κεφάλια, ανακοινώνοντας στόν σερασκέρη ότι είχε διώξει τούς ληστές πού προσπάθησαν νά περάσουν μέσα από τή χώρα τού πολυχρονεμένου σουλτάνου, τήν οποία είχε αναλάβει αυτός νά τή φυλάει γιά χάρη του! Ο Χουρσίτ κατάπιε αυτή τήν κοροϊδία, δίχως νά αντιδράσει, όπως θά κατάπινε λίγες μέρες αργότερα τό δηλητήριο πού θά έπινε, διότι είχε
580
μάθει ότι έρχονταν απεσταλμένοι από τόν σουλτάνο γιά νά τόν μεταφέρουν στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τόν δικάσουν γιά τήν αποτυχία του καί τόν σφετερισμό τής περιουσίας τού Αλή πασά. Κατ' αυτόν τόν τρόπο χάθηκε ο ικανότερος ίσως στρατηγός τών Τούρκων. Βλέποντας πόσο σκληρός ήταν ο σουλτάνος στούς δικούς του πιστούς πασάδες, φανταζόμαστε πόσο ακόμα πιό ανελέητος θά ήταν γιά τούς άπιστους ραγιάδες του. «Ο Μπάτσος Φεύγοντας από τό Μεσολόγγι οι Τούρκοι, στά 1823, τράβηξαν νά περάσουν από τού Κοράκου τό γιοφύρι (δήμος Αργιθέας). Ο Καραϊσκάκης ήταν στό μοναστήρι τής Τατάρνας. Μπήκε στήν εκκλησιά καί προσευχήθηκε· - "Τώρα θά σέ ιδώ, Μαυρομάτα· αν νικήσωμε, θά σέ προσκυνώ γιά Παναγία, ειδέ ..." . Κ' έκοψε τό λόγο του, πρίν τόν τελειώση. Τότε έπιασε τόν Αϊβλάση. 'Αμα ζύγωσαν οι Τούρκοι, ο Καραϊσκάκης γνώρισε τό μπροστινόν, γιατί τόν ήξερε από τά Γιάννινα. - "Καρτέρα με, Ισλιάμ Μπέντο!" τού φώναξε. - "Σέ καρτερώ!" τού απάντησε ο Ισλιάμ Μπέντος. Ο Καραϊσκάκης, νευρικός κι' ανυπόμονος, έτρεμε πρίν αρχίση ο πόλεμος. Κοντά του ήταν ο Τσάκας, πελώριος παληκαράς, παλιός του σύντροφος. Γυρίζει καί λέει στόν Καραϊσκάκη. - "Τί τρέμεις, ωρέ Γύφτο; Φοβάσαι;" Καί τού τραβάει έναν κατακέφαλο. Τόν έφαγε καλόν, χωρίς νά θυμώση ο Καραϊσκάκης. Γύφτος ήταν τό παράνομά του, γιατί ήταν μελαψός. Μιά παράδοση μάλιστα τόν λέει γυιό τού καπετάν Αραπόγιαννη. Η νίκη τού Αϊβλάση ήταν από τά πρώτα κατορθώματα τού Καραϊσκάκη καί μεγάλωσε τ' όνομά του.» Αινιάν Δημήτριος - Γεώργιος Καραϊσκάκης Γεώργιος Καραϊσκάκης Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στό μοναστήρι "Κοίμησις τής Θεοτόκου" τής Σκουληκαριάς 'Αρτας τό 1782. Μητέρα του ήταν η καλόγρια Ζωίτσα Ντιμισκή, (ξαδέλφη τού Γώγου Μπακόλα), η οποία τόν ανέθρεψε μέ απίστευτες δυσκολίες καί μέσα σέ μεγάλη φτώχια. Αναγκάστηκε νά καταφύγει στόν συγγενή της Δημήτριο ΊΊσκο γιά νά δουλέψει στό σπίτι του. Ο μικρός Γιώργος επειδή ήταν μαυριδερός ονομάστηκε Καρα (μαύρος) - ΊΊσκος αλλά κατέληξε στό τέλος νά τόν φωνάζουν Καραϊσκάκη. Η μητέρα του ήταν αθυρόστομη καί δέν έκρυβε τό αμάρτημά της, μέ αποτέλεσμα ο Καραϊσκάκης νά γίνει γνωστός καί μέ τό παρατσούκλι ο
581
"Γιός τής Καλόγριας". Τήν αθυροστομία τής μητέρας του τήν κληρονόμησε καί ο ίδιος ο "Γύφτος", ο οποίος δέν έμαθε γράμματα αλλά από πολύ μικρός βγήκε στό κλαρί καί έζησε τήν κλέφτικη ζωή. Επειδή ήταν νόθος, ένοιωσε τά πειράγματα τών συνομίληκών του από πολύ μικρός καί ίσως ήταν αυτό πού τόν βοήθησε νά σκληρύνει ο χαρακτήρας του καί νά αντιμετωπίζει τίς κακοτυχίες τής ζωής μέ μεγαλύτερη δύναμη. ΈΈπασχε από φυματίωση καί αυτή η ασθένεια τόν καθήλωνε στό κρεβάτι γιά μεγάλο διάστημα, γι' αυτό καί πολλές φορές ήταν απών από σημαντικές μάχες. «Μόλις ο Καραϊσκάκης έφθασεν εις ηλικίαν νά φέρη όπλα καί αμέσως συγκατετάχθη εις έν σώμα κλεπτών, σύνηθες καταφύγιον τών εχόντων εντονώτερον τής ελευθερίας τό ελατήριον καί τών όσοι, καταδυναστευθέντες παρά τών Τούρκων, δέν ηδυνήθησαν νά εύρουν δίκαιον. Ικανούς χρόνους ηκολούθησεν ευτυχώς τό έργον τούτο, αλλά τελευταίον η τύχη τού πολέμου τόν έκαμε νά πέση ζών εις τάς χείρας ενός σώματος Αλβανών, διωρισμένου παρά τού Αλή πασά πρός καταδίωξιν τών κλεπτών, κατά δέ τήν επικρατούσαν συνήθειαν εστάλη δέσμιος εις Ιωάννινα. Ο Αλής διά χάριν τής μητρός του, τήν οποίαν εγνώριζε, δέν τού αφαίρεσε τήν ζωήν καί ούτως ο Καραϊσκάκης απέφυγε τήν συνήθη τύχην τών κλεπτών, όσοι ήθελον ευρεθή εις ομοίαν μέ αυτόν περίστασιν. (Οι συλλαμβανόμενοι κλέπται εφονεύοντο μετά πολλάς καί σκληράς τιμωρίας. Τινών εσύντριβον τά γόνατα, άλλων απέκοπτον τά μέλη, άλλους επαλούκωναν καί άλλους έψηναν ζώντας). Εβάλθη όμως εις τήν φυλακήν. Ικανόν διάστημα καιρού υπέφερε τής άθλιας ταύτης ζωής τάς βασάνους, αλλά τελευταίον επέβλεψεν ευμενώς η τύχη εις αυτόν, καί έφυγε κρυφίως από τήν φυλακήν. Μόλις ησθάνθη τόν εαυτόν του ελεύθερον από τά δεσμά καί αμέσως έδραμε εις 'Αγραφα μέ τήν επιθυμίαν του νά αναλάβη τόν πρώτον τρόπον τού ζήν διά νά εκδικηθή καί δι' όσα υπέφερε. Κατ' εκείνην τήν εποχήν ήκμαζον οι Κατζαντωναίοι, οι οποίοι όσον κατεδιώκοντο, τόσον ελαμπρύνοντο μέ τά κατορθώματά τών καί ηύξανον τάς δυνάμεις των...» Αινιάν Δημήτριος - Γεώργιος Καραϊσκάκης Ο Καραϊσκάκης, όταν δραπέτευσε από τά μπουντρούμια τού Αλή πασά στά Γιάννενα, κατέφυγε στόν περίφημο Κατσαντώνη καί ενώθηκε μέ τά παλληκάρια του. Στήν κλέφτικη ζωή, ξεχώρισε γιά τή γενναιότητά του καί έγινε τό δεξί χέρι τού Κατσαντώνη ή αλλιώς τό πρωτοπαλλήκαρό του. Σέ μία μάχη μέ τούς Τουρκαλβανούς, φημολογείται ότι καί ο Καραϊσκάκης είχε πυροβολήσει μαζί μέ τόν αρχηγό του κατά τού Βεληγκέκα, πού ήταν από τούς αγαπημένους οπλαρχηγούς τού Αλή τών
582
Ιωαννίνων καί οι βολές τους τόν είχαν αφήσει στόν τόπο. Εκείνη τήν εποχή όμως ο Αλή πασάς ήταν πανίσχυρος, καί κατάφερε νά εξοντώσει τόσο τόν Κατσαντώνη καί τόν Χασιώτη (1808) όσο καί τόν αδελφό τους τόν Λεπενιώτη (1815). «Ο Κατζαντώνης είχε πατέρα σκηνίτη (Σαρακατσάνος κτηνοτρόφος) ονόματι Μακρυγιάννην καί τρείς αδελφούς, ήτοι τόν Κουτζούκην, Χασιώτην καί Λεπενιώτην, ανήκε δέ εις οικογένειαν διακρινομένην διά τά πλούτη της σχετικώς πρός τήν εποχήν. Εξ αυτής έτι τής νεαράς του ηλικίας ηγάπα τά όπλα καί παλαίων μετά τών αδελφών του ή μετά τών άλλων ομηλίκων, ανεδεικνύετο πάντοτε νικητής. Ενήλιξ δέ γενόμενος, συνέλαβεν ακάθεκτον πρός τήν ελευθερίαν έρωτα καί ελυπείτο εγκαρδίως βλέπων καθ' εκάστην προπηλακιζομένην υπό τών Τούρκων, ου μόνον τήν οικογένειαν εις ήν ανήκεν, αλλά καί όλους τούς υπό τόν ζυγόν ομογενείς του, υποτρέφων συνάμα τό κατά τών Τούρκων ακάθεκτον μίσος του... Ο αιμοβόρος σατράπης τών Ιωαννίνων Αλή πασάς έσπευσε νά λάβη τά πλέον δραστήρια μέτρα πρός εντελή εξόντωσιν αυτού καί πρός τόν σκοπόν αυτόν διώρισε γενικόν αρχηγόν επί τής καταδιώξεως τόν Ιουσούφ Αράπην, πρός όν είχε δώσει απόλυτον εξουσίαν, ζωής καί θανάτου εφ' όλων τών Χριστιανών. Ούτος δέ διά νά εμπνεύση τρόμον είς πάντας τούς Χριστιανούς, συνελάμβανεν ανεξαιρέτως όλους τούς όπως δήποτε κατηγορουμένους επί συνδρομή καί υποθάλψη τού Κατζαντώνη, τούς συνέτριβε τά σκέλη καί τούς απηγχόνιζεν άνευ τινός εξετάσεως καί χωρίς νά ήναι υπόχρεος νά δώση εις ουδένα λόγον τών πράξεών του... Ο Ιουσούφ έπεμψε τόν Κουτζουμουσταφάμπεην μετά 150 στρατιωτών νά συλλάβη τούς επισημοτέρους τών προυχόντων τού Ξηρομέρου. Ο Κατσαντώνης όστις παρηκολούθει τόν Μουσταφάμπεην, ενέδρευσεν εις τινα οχυράν στενωπόν ήν νύκτωρ είχε καταλάβει, κείμενην πλησίον τής Κεχρινιάς. Πλησιάσαντος δέ τού εχθρού, ήρχισαν φοβερόν κατ' αυτού πυροβολισμόν διευθύνοντες τάς σφαίρας τών τόσον καταλλήλως ώστε δέν έβλεπε τίς παρά νά πίπτωσει οι βάρβαροι ως στάχεις θεριζόμενοι. Κατά τήν αιματηράν ταύτην μάχην, εκ δέ τού Τούρκων εφονεύθησαν 145, πεσόντος πρώτου τού Κουτζουμουσταφάμπεη... Μετά τόν φόνον τών δύω όντως διακεκριμένων δερβεναγάδων τού Αλή πασά Ιλιάσμπεγα καί Κουτζουμουσταφάμπεη καί τήν κατατρόπωσιν τού Χασάν Μπελούση οι αναπολειφθέντες δερβεναγάδες, λαμβάνοντες εντόνους διαταγάς τού Αλή πασά περί καταδιώξεως τού Κατσαντώνη, κατά τό φαινόμενον μέν επροσποιούντο ότι τόν καταδιώκουσιν, πράγματι δέ απέφευγον τήν μετ' αυτού συμπλοκήν...
583
Ο Μπεκήρ Τζουγαδούρος συγκεντρώσας περί τούς πεντακόσιους λογάδας Αλβανούς, ήρχισε ν' ακολουθή τά ίχνη τού Κατσαντώνη περιφερόμενου εις τήν επαρχίαν τού Βάλτου καί συνεπλάκη μετ' αυτού κατά τήν θέσιν "Ληστή" όπου σύνηψε μάχην πεισματωδεστάτην διαρκέσασαν πλέον τής ώρας, καθ' ήν ο Κατσαντώνης πληγώθηκε στό μηρό... Ο Αλή πασάς προσεκάλεσε τόν περίφημον καί όντως άξιον πολέμαρχον Βεληγκέκαν εν έτει 1807 κατά μήνα Μάϊον διατάξας αυτόν νά σπεύση βήματι στρατιωτικού πρός κατάπτωσιν αυτού. Ο Βεληγκέκας ενδούς παραχρήμα εις τήν διαταγήν ταύτην υπεσχέθη νά φέρη σιδηροδέσμιον εις Ιωάννινα τόν Κατσαντώνη καί τούς υπ' αυτόν. Πρός τόν σκοπόν δ' αυτόν, εκτός τών άλλων απείρων δερβεναγάδων, είχε κυρίως αρρωγόν τόν επ΄ωμότητι διαβόητον Ιουσούφ Αράπην. Ο Βεληγκέκας ών λίαν ωκύπους επροπορεύετο τών άλλων, δέκα λεπτά τής ώρας μετά τριάκοντα μόνον τζοχανταραίων καί τού γραμματέως του Ιωάννου Ράγκου, νύν υποστρατήγου, μή δυναμένων τών λοιπών νά τούς ακολουθώσι κατά βήμα. Ενώ δέ επροχώρει διευθυνόμενος πρός τό μέρος όπου ο Κατσαντώνης τόν περιέμενε, πλήρης ζέσεως ελπίδος καί πεποιθήσεως εις εαυτόν, ο Καραϊσκάκης, οπαδός τού Κατσαντώνη, λαμβάνει τό τηλεσκόπιον καί παρατηρήσας μετά προσοχής τήν προπορευομένην εμπροσθοφυλακήν διέκρινε τόν Βεληγκέκαν προπορευόμενον πεζόν ως εκ τής ενδυμασίας του διότι τόν εγνώριζεν ότε ήτον εις Ιωάννινα. Ενώ δέ ο Βεληγκέκας επλησίασεν εις απόστασιν δεκαπέντε περίπου βημάτων, πυροβολήσαντες αθρόοι κατ' αυτού, τόν φονεύουσι ανακράξαντα γεγωνυία τή φωνή εις τούς πρώτους πυροβολισμούς "ό λέ λέ μέ μπράβεν γκιαούρ" (μ' έφαγαν οι γκιαούρηδες). Συνάμα δέ επιπεσόντες λυσσωδώς καί ξιφήρεις κατ' αυτού καί κατακερματίσαντες αυτόν φονεύουσι δέκα περίπου Αλβανούς, πληγώνουσι τόν Ιωάννη Ράγκον θραύσαντες τήν σιαγώνα του καί μετά τούτο αλλαλάζοντες, ανέβησαν επί τινος παρακειμένου λόφου όπου εχόρευον τόν πυρρίχιον εκείνον χορόν. "- Αντώνη μου τί σκέπτεσαι, τ' είσαι συλλογισμένος;" "- Εψές μούρθαν τά γράμματα από τό Γέρο - Δήμα Απ' όξω λέει τ' απόγραμμα καί μέσα λέει τό γράμμα: Μού πήρε τή γυναίκα μου καί τό μικρό παιδί μου Ο Βελή - Γκέκας τό σκυλί τό άπιστο ζαγάρι".
584
Δέν είν' εδώ τά Γιάννενα, δέν είν' εδώ ραϊάδες, γιά νά τούς ψένεις σάν τραγιά, σάν τά παχειά κριάρια, εδώ 'ναι λόγγοι καί βουνά καί κλέφτικα τουφέκια. Τρία τουφέκια τόδωκαν, τά τρί' αράδ' αράδα, Τόνα τόν πήρε ξώδερμα καί τ' άλλο στό κεφάλι τό τρίτο τό φαρμακερό τόν πήρε στήν καρδιά του. Τό στόμα αίμα γιόμισε, τά χείλη του φαρμάκι.» Επαμεινώνδας Φραγγίστας - Βίος Κατσαντώνη Μετά τήν εξόντωση τών Κατσαντωναίων, τά κλέφτικα σώματα διαλύθηκαν καί ο Καραϊσκάκης μαζί μέ τόν Τσόγκα πήγαν καί προσκύνησαν τόν τύραννο. ΌΌταν ο Καραϊσκάκης προσκύνησε, ο Αλής τόν ερώτησε: - "Τι θέλεις νά σέ κάνω, ωρέ Καραϊσκάκη;". Τότε ο Κλέφτης τού απάντησε: - "'Αν μέ γνωρίζεις άξιο γιά αφέντη, κάνε με αφέντη, άν μέ γνωρίζεις άξιο γιά χουσμεκιάρη (υπηρέτη), κάνε με χουσμεκιάρη, άν μέ γνωρίζεις ανάξιο τού παντός, ρίξε με μέσα στή λίμνη." Ο Αλής είχε αρχίσει νά αμφισβητεί τό σουλτάνο καί είχε ανάγκη από δυνατούς οπλαρχηγούς. ΈΈτσι τόν γιό τής καλόγριας τόν έκανε σωματοφύλακά του (τζοχαντάρη) καί στόν Τσόγκα έδωσε τό αρματολίκι τής Βόνιτσας. Ο Καραϊσκάκης υπηρέτησε τόν Αλή στόν πόλεμο κατά τών στρατευμάτων τού σουλτάνου. Στή συνέχεια άλλαξε στρατόπεδο καί τελικώς δραπέτευσε καί από τά σουλτανικά στρατεύματα καί αφού εξασφάλισε τήν γυναίκα του στό νησί Κάλαμος πήγε στή Βόνιτσα όπου προσπάθησε νά ξεσηκώσει τούς κατοίκους σέ επανάσταση. Οι κάτοικοι δίσταζαν εφόσον ήταν τόσο κοντά στίς τεράστιες τουρκικές δυνάμεις καί ο Καραϊσκάκης κατευθύνθηκε στά Τζουμέρκα όπου κτύπησε τούς Τούρκους μαζί μέ τόν Γιαννάκη Κουτελίδα. «Πάσαι τής Ελλάδος αι χώραι εκυμαίνοντο τότε καραδοκούσαι τής επαναστάσεως τό σύνθημα, αλλ' η επαρχία τής Βονίτζης, καθό πλησιεστάτη ούσα εις τά πολυάριθμα οθωμανικά στρατεύματα τά οποία
585
επολιόρκουν τόν Αλή πασάν, δέν εθεωρήθη φρόνιμον νά κινηθή εκ τών πρώτων. ΌΌθεν ο Καραϊσκάκης, μεταβάς εις Τζουμέρκα, επέτυχεν εκεί ό,τι δέν ηδυνήθη νά πράξη εις Βόνιτζαν καί ύψωσεν αυτόθι τής επαναστάσεως τήν σημαίαν καθ' ήν εποχήν προσέβαλε καί ο Οδυσσεύς εις Τατάρναν Οθωμανούς τινας ταχυδρόμους μεταβαίνοντας εις Ιωάννινα. Καί μετ' ολίγον συγκινείται άπασα η Δυτική Ελλάς. Οπλαρχηγοί καί προεστώτες αποφασίζουσι νά καταλάβωσι μέν τά στενά τού Μακρυνόρους, νά κινήσωσι δέ καί τήν Βόνιτζαν, νά εκστρατεύσωσι δέ κατά τού Βραχωρίου καί τού Ζαπαντίου. Ο Καραϊσκάκης τότε έδραμεν εις Μακρυνόρος καί εν αρχή τού Ιουλίου μηνός 1821 μετέσχε τής περί τό Κομπότιον πρός τόν Ισμαΐλ Πασάν Πλιάσαν γενομένης συμπλοκής, καθ' ήν δέν ηρκέσθη νά αγωνισθή εκθύμως, αλλ' έδωκε καί περιττόν τι ανδρείας δείγμα, τό οποίον δέ αναφέρομεν ενταύθα ειμή διότι είναι χαρακτηριστικώτατον τού ανδρός. Τώ όντι, τραπέντων τών πολεμίων εις φυγήν, ο Καραϊσκάκης ανέβη εις ύψωμα τι καί ήρχισεν εκείθεν υβρίζων μεγαλοφώνως. Δέν περιωρίσθη δέ εις τούτο, αλλ' ίνα δείξη έτι πλείοντα πρός αυτούς περιφρόνησιν, απογυμνωθείς, έτρεψεν αυτοίς τά οπίσθια. Τότε όμως Γκέκας τις, κεκρυμμένος εκεί πλησίον, πυροβολήσας, επλήγωσεν αυτόν εις τούς δύο μηρούς καί εις έτι καιριώτερόν τι μέρος. Πρός ίασιν δέ τής πληγής ταύτης, ηναγκάσθη ο θρασύς πολεμιστής νά μεταβή εις Λουτράκιον Πρεβέζης.» Παπαρρηγόπουλος - Γεώργιος Καραϊσκάκης Διακαής πόθος τού Καραϊσκάκη ήταν τό αρματολίκι τών Αγράφων. Γι' αυτή του τή φιλοδοξία ήρθε σέ αντίθεση μέ τόν έτερο διεκδικητή τής θέσης τόν Γιαννάκη Ράγκο. Τελικά κατάφερε νά γίνει καπετάνιος τών Αγράφων έχοντας εξασφαλίσει καί τή συγκατάθεση τού σερασκέρη Χουρσίτ. Ο Καραϊσκάκης, όπως καί ο Ανδρούτσος ερχόταν πολλές φορές σέ συνεννοήσεις μέ τούς Τούρκους πασάδες, κάνοντας πλαστές διαπραγματεύσεις (καπάκια), αλλά πάντοτε ο τελικός σκοπός ήταν η επιτυχία τής επανάστασης. Δέν πρέπει νά λησμονούμε ότι είχαν ξεκινήσει τή στρατιωτική τους καριέρα στήν αυλή τού Αλή πασά καί τόν υπηρέτησαν ως αρματολοί ενώ διατηρούσαν πολλές επαφές μέ Αλβανούς αρχηγούς, όπως ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Μέ πρόφαση αυτές τίς επαφές τών δύο αρματολών, οι πολιτικοί τής εποχής θά τούς κατηγορούσαν ως προδότες καί καθ' όλη τή διάρκεια τού Αγώνα θά προσπαθούσαν νά τούς εξοντώσουν. «Τό β' έτος τού πολέμου απεκατέστη αρχηγός πληρεξούσιος τής επαρχίας Αγράφων. Εκεί σημαντικήν μάχην έκαμεν εις τού Σοβολάκου
586
κατά τών απερχομένων δυνάμεων τού Ομέρ πασιά Βριώνη. Σημαντικωτάτη όμως καί πολυθρύλλητος εστάθη η απόκρισις οπού έδωκεν εις τόν Ρουσίτ πασιά, αρχιστράτηγον τής Πόρτας, τόν μέγαν εκείνον καί φοβερόν σερασκέρην, όστις βιάζων τόν Καραϊσκάκην συνεχώς μέ τά μπουγιουρντιά του (διαταγές), διά νά τόν προσκυνήση, έλαβε παρ' αυτού τήν παρούσαν απόκρισιν, αισχράν μέν καί απρεπή εις τό νά γραφθή, ηρωϊκοτάτην δέ καί αναγκαιοτάτην: Μού γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις νά προσκυνήσω, κ' εγώ, πασσά μου, ρώτησα τόν πούτσον μου τόν ίδιον, κι' αυτός μού αποκρίθηκε νά μή σέ προσκυνήσω, κι' άν έλθης κατ' επάνω μου, ευθύς νά πολεμήσω!» Γεώργιος Γαζής - Βιογραφία Γεωργίου Καραϊσκάκη Φιλέλληνες Η πτώσις τής Πόλης τό 1453, ανάγκασε πολλούς Βυζαντινούς λογίους νά καταφύγουν στήν Ιταλία γιά νά γλυτώσουν από τήν οθωμανική λαίλαπα. Στήν Ιταλία, πολλοί από αυτούς δίδαξαν σέ πανεπιστήμια τήν αρχαία ελληνική γραμματεία προετοιμάζοντας κατάλληλα τό έδαφος γιά τήν Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Αλλά καί από τούς προηγούμενους αιώνες, η διαφύλαξη από τούς Βυζαντινούς τής ελληνικής γλώσσας καί η διάδοση τής κλασσικής ελληνικής σοφίας στούς Ευρωπαίους είχε θέσει τίς βάσεις γιά τήν εξέλιξη τής ευρωπαϊκής ηπείρου. Μία εξέλιξη, η οποία στηριζόταν στήν Ελληνική Φιλοσοφία, στόν Χριστιανισμό καί στό Ρωμαϊκό Δίκαιο. 'Αλλωστε στό Μεσαίωνα μορφωμένος εθεωρείτο μόνο όποιος γνώριζε λατινικά καί ελληνικά διότι έτσι μπορούσε νά διαβάσει τά βιβλία τά οποία ήταν γραμμένα μόνο σέ αυτές τίς δύο γλώσσες. Μετά τήν άλωση, η Ευρώπη λησμόνησε τό Βυζάντιο, αλλά μέσα στά σπλάχνα της είχε καρπωθεί τήν κληρονομιά του. Οι Ευρωπαίοι λησμόνησαν τούς ΈΈλληνες αλλά όχι τίς ελληνικές λέξεις πού χρησιμοποιούσαν ως επιστημονικούς όρους στίς επιστήμες καί στίς καλές τέχνες. Η Ευρώπη αγνοούσε τόν Ρωμιό σκλάβο αλλά διάβαζε τήν Ιλιάδα τού Ομήρου πού είχαν διαφυλάξει επί 3000 χρόνια οι πρόγονοι τού ραγιά. Η ελληνική επανάσταση επανέφερε στήν Ευρώπη τήν μνήμη. Οι ευρωπαίοι διανοούμενοι, οι οποίοι γνώριζαν ότι οι ρίζες τών
587
επιστημών ήταν στήν Αρχαία Ελλάδα αναγνώρισαν ότι η ελληνική επανάσταση επεδίωκε νά αποκαταστήσει τήν ιστορική τάξη, αποδιώχνοντας τήν ασιατική βαρβαρότητα από τά εδάφη τής Αθηνάς καί τού Απόλλωνα. Κάποιος Γερμανός περιηγητής είχε διατυπώσει τήν άποψη ότι αποτελεί διαστροφή γιά τήν Ιστορία, νά έχουν χάσει οι ΈΈλληνες τά εδάφη στά οποία γεννήθηκε η φιλοσοφία εκείνη πού θά διαμόρφωνε τόν χαρακτήρα όλων τών πολιτισμένων ευρωπαϊκών χωρών. Σ τούς ξένους περιηγητές μιλούσαν περισσότερο τά αρχαία μνημεία παρά οι βοεβοντάδες καί οι μπέηδες πού συναντούσαν. Ο πληγωμένος Παρθενώνας τούς προξενούσε θλίψη καί ο αμόρφωτος δερβίσης περιφρόνηση. Προτιμούσαν νά ξεκουραστούν στή σκιά τού ναού τού Ποσειδώνος καί όχι στό κακότεχνο σεράϊ κάποιου αγά. Ο σκλάβος ραγιάς τούς προξενούσε οίκτο καί ο αιμοβόρος πασάς μίσος καί περιφρόνηση. Αλλά καί οι ΈΈλληνες πού ζούσαν στίς χώρες τής Ευρώπης μέ τήν πένα τους έκαναν γνωστό σέ όλους τόν βαρύτατο οθωμανικό ζυγό εκδίδοντας πλήθος συγγραμάτων καί φυλλαδίων. «The name of Greece is calculated to awaken and revive in every bosom feelings of the most pleasurable and improving kind. With our earliest years we are taught to admire the energy and pathos of her poets; and, as we advance towards manhood, the genius of her historians, no less than the heroic actions which they have commemorated, become the favourite theme of our study. In the yet higher concerns of man, the culture of the mind and the administration of the state, the writers of Ancient Greece rise still higher, and approach, in many points, to that sublime system of ethics which characterizes the religion professed by their descendants. That such a Nation, descended from the warriors, the poets, the historians, and the philosophers, who present to us the noblest types of their respective classes, should have sunk so low in the scale of moral energy as to have become the unmurmuring slaves of a race of uncivilized infidels, was a phenomenon too remarkable to be overlooked, and too humiliating not to be universally deplored. Roused from the apathy of their long-borne suffering, they at once burst asunder the massy chains with which their tyrants had loaded them, and, strong in the majesty of regenerated freedom, Greece once more lifted up her head. Her infidel oppressors fled before her newly-awakened and irresistible energies, and in the course of a single campaign, the surface of Greece was almost entirely freed from the locusts who had so long devastated her plains..» Leicester Stanhope, Greece, in 1823 and 1824 Διανοούμενοι, φιλελεύθεροι, συγγραφείς, ποιητές, προοδευτικοί, ρομαντικοί ήταν από τούς πρώτους πού είδαν ευνοϊκά τήν αναγέννηση τού ελληνικού έθνους. Από τό 1821 καί εντεύθεν αναπτύχθηκε ένα ρεύμα
588
πού έβλεπε μέ συμπάθεια τόν αγώνα τών καταπιεσμένων Ελλήνων κατά τών τυράννων τους, τό οποίο μερικά χρόνια αργότερα θά γινόταν κύμα καί θά παρέσυρε τίς ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες θά έπαυαν νά θεωρούν υποχρέωσή τους τήν ακεραιότητα τής οθωμανικής επικράτειας. Τό ρεύμα αυτό ονομάστηκε Φιλελληνισμός. «Η συμπάθεια τών εξευγενισμένων τών δύο ημισφαιρίων εξηγέρθη υπέρ τού πάσχοντος Χριστιανισμού, η βάρβαρος ωμότης τών τυράννων υπεκίνησαν τάς ψυχάς τών φιλανθρώπων Ευρωπαίων καί Αμερικανών υπέρ τών πασχόντων Ελλήνων, τών οποίων οι προγονικαί αναμνήσεις τούς ηνάγκασαν νά τρέξουν εις βοήθειαν διά παντοίων μέσων. Πρός τόν σκοπόν τούτον απεφάσισαν νά συστήσουν φιλελληνικάς εταιρίας καί κατά πρώτον οι φιλελεύθεροι Ελβετοί εσύστησαν εν Ζυρίχη καί Γενεύη καί ακολούθως καί εις πόλεις τινάς τής Γερμανίας καί έπειτα καί εις αυτήν τήν Μεγάλην Βρετανίαν περί τόν Απρίλιον τού 1823 έτους, εις ήν έλαβαν μέρος μεγάλοι άνδρες, ομού μετά τής Ευρώπης εσυγκινήθη καί η Αμερική καί έλαβε μέρος υψώσασα τήν φωνήν τής υπέρ τής αγωνιζομένης Ελλάδος.» Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα Μερικά ονόματα φιλελλήνων πού πρέπει νά μνημονεύσουμε είναι τού Ελβετού τραπεζίτη καί επιστήθιου φίλου τού Καποδίστρια Jean Gabriel Eynard, πού ξόδεψε μία ολόκληρη περιουσία γιά τήν ελληνική υπόθεση, τού Ελβετού Johan - Jacob Mayer εκδότη τής εφημερίδας "Ελληνικά Χρονικά" πού θά σκοτωνόταν στήν έξοδο τού Μεσολογγίου, τών Γερμανών συγγραφέων Schiller, Goethe, τών καθηγητών Wilhelm Traugott Krug, Johann Voss, Friedrich Wilhelm Thiersch τού επίσης Γερμανού στρατηγού Norman πού πολέμησε καί πέθανε γιά τήν Ελλάδα καί τού βασιλιά τής Βαυαρίας Λουδοβίκου Α'. «Ο φιλελληνισμός ο Γερμανικός, ο μετά τήν έναρξιν τού αγώνος τού ελληνικού τώ 1821 μετά τοσαύτης ορμής καί ενεργείας εκδηλωθείς, ήτο απόρροια φιλελληνισμού δυνάμει υπάρχοντος εν τή χώρα ταύτη απ' αιώνων καί διά τής σπουδής καί καλλιεργείας τών ελληνικών γραμμάτων επί αιώνας αναπτυχθέντος. Τά πρώτα σπέρματα τού τοιούτου φιλελληνισμού ερρίφθησαν εν Γερμανία από τής δευτέρας πεντηκονταετίας τού 10ου αιώνος, ότε μετά πολλάς ενεργείας καταβληθείσας εκ μέρους τού Βασιλέως τών Γερμανών καί Αυτοκράτορος τού Αγίου Ρωμαϊκού Κράτους ΌΌθωνος Α' καί επανειλημμένας εις τήν αυλήν Κωνσταντινουπόλεως πρεσβείας, επέμφθη εις Γερμανίαν διά Ρώμης, ένθα ετελέσθησαν οι γάμοι, η πορφυρογέννητος βασιλόπαις Θεοφανώ (αδελφή τού Βουλγαροκτόνου)
589
ως περίπυστος (ξακουστή) νύμφη τού υιού καί επιδόξου διαδόχου του ΌΌθωνος Β' έπειτα βασιλέως καί αυτοκράτορος. Οι εν τή ακολουθία τής Ελληνίδος βασιλόπαιδος ευρισκόμενοι λόγιοι έθεσαν εν Γερμανία τάς πρώτας βάσεις καλλιεργείας τών ελληνικών γραμμάτων, ήτις δέ εξέλιπεν έκτοτε εν Γερμανία. Κατά δέ τόν 15ον καί 16ον αιώνα, ότε οι ΈΈλληνες εξ Ανατολής λόγιοι τοσαύτην παρέσχον επίδοσιν εν Ιταλία εις τήν τών ελληνικών γραμμάτων σπουδήν, οι εν Ιταλία παιδευθέντες πρώτοι μεγάλοι Γερμανοί ελληνισταί Ιωάννης Ραϊχλίνος ή Καπνίων, καί ο εκ Ροττερδάμης ΈΈρασμος οι μεταβαλόντες, ως είπομεν, από σφοδράς αγάπης πρός τά ελληνικά γράμματα καί τά λατινικά καί γερμανικά ονόματα αυτών εις ελληνικά ταυτόσημα, εκαλλιέργησαν καί διέδοσαν ισχυρώς τά ελληνικά γράμματα, διδάσκοντες, εκδίδοντες καί μεταφράζοντες αρχαίους ΈΈλληνας ποιητάς καί συντάσσοντες γραμματικάς τής ελληνικής γλώσσης... Οι κατά τό 1821-22 πρώτοι αφικόμενοι Γερμανοί ήλθον λίαν επικαίρως, αυτοί κυρίως αποκρούσαντες κρατερώς, ως είπομεν, υπό τόν γενναίον στρατηγόν Νόρμαν ΈΈρενφελς τήν κατά τής Πύλου επίθεσιν τού τουρκικού στόλου, αυτοί δ' απετέλεσαν κυρίως τόν εν Πέτα γενναίως αγωνισάμενον καί μεγάλας απωλείας υποστάντα λόχον τών φιλελλήνων. Εν τή ατυχεί δε ταύτη αποβάση τοις ΈΈλλησι μάχη εφονεύθη μέγα μέρος τών Γερμανών φιλελλήνων, ετραυματίσθη δε βαρέως, ως ερρήθη, καί ο στρατηγός Νόρμαν, αποθανών βραδύτερον εκ τών πληγών αυτού. Καί αυτοί οι αιχμαλωτισθέντες Γερμανοί απεκεφαλίσθησαν, πλήν ενός Πρώσσου, όστις γιγνώσκων τήν χειρουργικήν εσώθη, ίνα χρησιμοποιηθή υπό τών νικητών εν τή τέχνη αυτού. Οι υπολειφθέντες εκ τής ατυχούς μάχης τού Πέτα ενωθέντες μετ' άλλων νεωστί ελθόντων Γερμανών έλαβον σπουδαίον μέρος εις τήν άλωσιν τού Παλαμηδίου, ενταύθα δέ, εν Ναυπλίω, πρός ταίς άλλαις πολλαίς στερήσεσι, μεγάλην έπαθον συμφοράν υπό τής τότε ενσκηψάσης εις τήν πόλιν ταύτην δεινής επιδημίας. ΈΈτι πρό τής εκρήξεως τής επαναστάσεως τού 1821, ο Λουδοβίκος ως διάδοχος τού βαυαρικού θρόνου, έμπλεως ων θαυμασμού (γεμάτος θαυμασμό) πρός τόν αρχαίον ελληνισμόν, εξεδήλου τούτον εν πάση ευκαιρία. Φύσει ποιητής ων ένθεος καί υπό τών διδαγμάτων τής κλασσικής παιδεύσεως πληρωθείς αγνού ενθουσιασμού πρός τό μεγαλείον τού αρχαίου ελληνικού κόσμου, περιηγούμενος τήν Ιταλίαν, θεώμενος τά μεγαλοπρεπή ερείπια Παιστού (Ποσειδωνίας), αυτός ο εν συντηρητικωτάταις μοναρχικαίς αρχαίς παιδευθείς επίδοξος διάδοχος θρόνου βασιλικού εκήρυττεν εν τω πρός τά ερείπια εκείνα ποιήματι αυτού: "θά προυτίμων νά ήμαι πολίτης απλούς αρχαίας ελληνικής πόλεως παρά διάδοχος βασιλικού στέμματος". ΌΌτε δε τω 1820 ευρέθη εν Μήλω τό αριστούργημα τής Μηλίας
590
Αφροδίτης υπό τών Γάλλων, έσπευσεν ο Λουδοβίκος, όστις, ων φειδωλός εν ταίς τού ιδιωτικού βίου δαπάναις, ήτο ελευθεριώτατος εν τώ δαπανάν υπέρ τής επιστήμης καί τών καλών τεχνών, ηγόρασε τόν χώρον, ένθα υπήρχον τά ερείπια τού αρχαίου θεάτρου, εν ώ ευρέθη τό αριστούργημα, ίνα ενεργήση ανασκαφάς εν αυτώ, επί τή ελπίδι ανευρέσεως τών λειπόντων τεμαχίων τού αγάλματος, ή άλλων ευρημάτων αρχαιολογικών...» Ο γερμανικός φιλελληνισμός υπό Παύλου Καρολίδου, Εν Αθήναις, 1917 Η δεύτερη μετά τήν Γερμανία χώρα στήν οποία εκδηλώθηκε μέ τόση ένταση ο φιλελληνισμός ήταν η Γαλλία. Υπήρξαν δεκάδες οι Γάλλοι περιηγητές πού ταξίδεψαν στήν Ανατολή καί έγραψαν πλήθος ημερολογίων στά οποία φαινόταν η βαθιά επίδραση τής κλασσικής αρχαιότητος, ενώ τονιζόταν καί η θλιβερή όψη τών απογόνων τών αρχαίων Ελλήνων. Ο Chateaubriand εξέδωσε τό έργο Itineraire de Paris a Jerusalem πού αποτέλεσε ένα μεγάλο λογοτεχνικό γεγονός γιά τό Παρίσι, ο baron Guerrier de Dumast μετέφρασε τό έργο τού Κοραή "Σάλπισμα πολεμιστήριον" στά γαλλικά, οι συγγραφείς Lamartine καί Victor Hugo έγραφαν μέ ενθουσιασμό γιά τήν Ελλάδα, ο Delacroix σχεδίαζε εικόνες από τήν ελληνική επανάσταση καί ο Πουκεβίλ θά έγραφε αργότερα τήν Ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως. Τό λιμάνι τής Μασσαλίας (Marseille) θά πλημμύριζε από Γάλλους εθελοντές, οι οποίοι θά περίμεναν τά καράβια πού θά τούς μετέφεραν στήν Ελλάδα γιά νά πολεμήσουν γιά τήν ανεξαρτησία της. «Ενώ τά ανακτοβούλια τής Ευρώπης υπό τήν επήρειαν τής Ιεράς Συμμαχίας ελάμβανον θέσιν εναντίον τής ελληνικής επαναστάσεως, τό δημόσιον αίσθημα τών λαών τών ευρωπαϊκών χωρών ωγκούτο υπέρ τού ελληνικού αγώνος. Αι φιλελεύθεραι ιδέαι, τό δίκαιον τού μαχομένου διά τήν ελευθερίαν τού έθνους καί η αγάπη πρός τήν χώραν, η οποία υπήρξε τό λίκνον τής δημοκρατίας καί τού πολιτισμού υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες τής εκδηλώσεως εις τήν ζωήν τής Ευρώπης τών αρχών τού 19ου αιώνος τού υπερόχου μαζικού κινήματος όπερ είναι γνωστόν ως φιλελληνισμός. Η σύγχρονος Ελλάς ήτο γνωστή εις τόν πνευματικόν κόσμον τής Ευρώπης. Κατά τόν 18ον αιώνα καί τάς αρχάς τού 19ου εκυκλοφόρουν πολλά βιβλία περιηγητών εις τήν Ανατολήν τά οποία ανεφέροντο εις τούς συγχρόνους ΈΈλληνας καί τάς βαρύτατας συνθήκας τής δουλείας τών υπό τόν βαρβαρικόν ζυγόν τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. ΉΉδη από τής εκρήξεως τής επαναστάσεως οι ΈΈλληνες εσκέφθησαν ότι έπρεπε νά απευθυνθούν πρός τούς προοδευτικούς ανθρώπους τής Ευρώπης καί νά ζητήσουν τήν ενίσχυσιν καί συμπαράστασίν των εις τόν σκληρόν αγώνα.
591
Πρός τούτο ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απέστειλεν εις τά ευρωπαϊκά κέντρα τόν ιατρόν Ηπίτην, ο οποίος ανεχώρησεν εξ Οδησσού τήν 1ην Απριλίου 1821. Αι πρός αυτόν έγγραφαι οδηγίαι τού Υψηλάντου ανέφερον: - "Νά υπάγης εις τάς επισημότερας πόλεις τής Γερμανίας καί Γαλλίας νά κοινοποιήσης εις όσους φιλανθρώπους καί φιλέλληνας απαντήσης τόν κατά τής ανομοίας καί απαιδευσίας εξοπλισμόν μας καί τάς προόδους τού Φοίνικος τής Ελλάδος, νά καταπείσης καί νά μάς στείλης σοφούς συναντιλήπτορας τών επιχειρημάτων μας πασχίζων νά κερδίσης πολλούς τών όσοι μέ λόγον ή μέ έργον ημπορούν νά ωφελήσουν τούς ΈΈλληνας". Αποστολή γενικώτερον τού Ηπίτη ήτο νά διεγείρη τήν κοινήν γνώμην τών ευρωπαϊκών χωρών υπέρ τού ελληνικού αγώνος. Ούτος μετέβη πρώτον εις Αυστρίαν επισκεπτόμενος τάς μεγάλας πόλεις καί ενεργών μετά πάσης προσοχής καί επιφυλακτικότητος, αλλ' οι εκεί φίλοι του Αυστριακοί καθηγηταί συνέστησαν εις αυτόν νά φύγη, διότι θά ήτο δύσκολον νά αποκρύψη τάς ενεργείας του από τήν αυστριακήν αστυνομίαν. Εκείθεν ανεχώρησεν εις Γερμανίαν, όπου διεπίστωσεν ότι οι πνευματικοί άνθρωποι καί η νεολαία κατείχοντο υπό φιλελευθέρων ιδεών καί ο θαυμασμός πρός τήν κλασσικήν αρχαιότηταν τών προοδευτικών ανθρώπων τής χώρας εκαλλιέργει τό ενδιαφέρον διά τόν σύγχρονον ελληνισμόν. Εις Γαλλίαν ο φιλελληνισμός προσέλαβε μεγάλας διαστάσεις χάρις εις τήν υποστήριξιν πρός τόν ελληνικόν αγώνα τού ελληνολάτρου καί φλογερού φιλέλληνος Γάλλου πρωθυπουργού Ρισελιέ. Εις Παρισίους ιδρύθη φιλελληνικόν κομιτάτον μέ πρόεδρον τόν Αδαμάντιο Κοραήν, πρός συλλογήν εράνων καί διέγερσιν τού δημοσίου αισθήματος καί ενδιαφέροντος υπέρ τής ελληνικής επαναστάσεως. Ο γαλλικός τύπος ήρχισε νά δημοσιεύη άρθρα υπέρ τού ελληνικού αγώνος, εκυκλοφόρουν δέ πολυάριθμοι φιλελληνικαί διατριβαί. Φιλελληνικαί εταιρείαι ιδρύθησαν εις Μασσαλίαν, Λυώνα καί Αμιένην καί διά τού τύπου ήρχισεν νά διεξάγεται σκληρός αγών μεταξύ τουρκοφίλων καί ελληνοφίλων εφημερίδων. Εις Αγγλίαν τό πρώτον φιλελληνικόν κομιτάτον ιδρύθη τό 1823, τούτο δέ συνέβαλε σημαντικώς εις τήν συνομολόγησιν τού πρώτου αγγλικού δανείου. Φιλελληνικά κομιτάτα συνεστήθησαν καί εις Ισπανίαν, Ιταλίαν καί Αμερικήν καί ο φιλελληνισμός διεδόθη μέ αστραπιαίαν ταχύτηταν εις όλας τάς χώρας. Τά φιλελληνικά έντυπα εδημοσίευον περιγραφάς τών ηρωϊκών κατορθωμάτων τών αγωνιζομένων Ελλήνων, αντέκρουον τήν φιλοτουρκικήν προπαγάνδαν καί διά παντός μέσου διαφωτίζον καί ενεψύχωνον τούς προοδευτικούς ανθρώπους υπέρ τού ελληνικού αγώνος. Ε ις Ρωσσίαν, παρά τό απολυταρχικόν καθεστώς καί τήν αυστηράν λογοκρισίαν, ιδρύθη εις Οδησσόν η "Γραικική Εταιρεία", η οποία όμως τελικώς διελύθη. Η ρωσική κοινωνία εξεδήλωνε ποικιλοτρόπως τά φιλελληνικά αισθήματα
592
της, οι δέ Ρώσοι διανοούμενοι είχον ταχθεί ανεπιφυλάκτως υπέρ τής ελληνικής υποθέσεως.» Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, 1971 Στήν Αγγλία η φιλελληνική κίνηση δημιουργήθηκε μέ καθυστέρηση. Ο Percy Bysshe Shelley έγραψε τό δραματικό έργο "Hellas", ο λόρδος Thomas Erskine θά έστελνε ανοιχτή επιστολή στόν πρωθυπουργό τής χώρας του, μέ τήν οποία θά τού μετέδιδε τήν απέχθειά του πρός τόν σουλτάνο καί σφαγέα τής Χίου καί θά διατύπωνε τή γνώμη ότι οι Τούρκοι πρέπει νά διωχτούν από τήν Ευρώπη. Ο λόρδος Βύρων θά στήριζε μέ όλες του τίς δυνάμεις τόν σκοπό τής Ελλάδος καί θά έδινε καί τήν ζωή του γι' αυτήν, σαρκάζοντας μέ τά ποιήματά του τόν πουριτανισμό καί τήν υποκρισία τών 'Αγγλων πολιτικών. Ιταλία, Πολωνία καί Ηνωμένες Πολιτείες ήταν χώρες μέ σημαντική φιλελληνική κίνηση. Ο Αμερικάνος γιατρός Samuel Gridley Howe έφθασε από τήν μακρινή ήπειρο βοηθώντας μέ τίς ιατρικές του γνώσεις τούς τραυματισμένους ΈΈλληνες καί θά έγραφε λίγο αργότερα τό βιβλίο An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe. Ο Ιταλός κόμης Σανταρόζα θά πολεμούσε μέ τή σειρά του τούς βαρβάρους καί θά έχανε τή ζωή του στήν Σφακτηρία τό 1825. 'Αλλοι Ιταλοί πού πολέμησαν ήταν ο Γκράμσι από τή Νεάπολη, ο Ταρέλλα από τό Τορίνο, ο Ντάνια από τήν Γένοβα, ο Σταράμπα από τήν Σικελία, ο Γκουμπερνάτι από τό Πεδομόντιο, ο Γκάμπα από τή Ραβέννα, ο Μπρούνο από τήν Σαρδηνία. Τό μεγαλύτερο μέρος τών Ιταλών φιλελλήνων χάθηκε στήν καταστροφική μάχη τού Πέτα στίς 4 Ιουλίου 1822. Καπάκια τού Ανδρούτσου O Οδυσσέας Ανδρούτσος ήδη από τόν Αύγουστο τού 1822 είχε αναλάβει τή διοίκηση τής Ακροπόλεως τών Αθηνών. Πρώτη του φροντίδα ήταν νά καταργήσει τόν 'Αρειο Πάγο, ένα θεσμικό όργανο τό οποίο μάλλον είχε βλάψει τήν υπόθεση τού Αγώνα παρά τήν είχε ωφελήσει. Λαός καί πρόκριτοι τών Αθηνών ανεκήρυξαν τόν Ανδρούτσο αρχιστράτηγο τής Ανατολικής Στερεάς, κάτι πού δυσαρέστησε τόν ιστορικό τής εποχής καί φίλο τών καλαμαράδων Σπυρίδωνα Τρικούπη. «Συνελθόντες δέ οι κατά τού Αρείου Πάγου συγκαλεσθέντες εις Αθήνας, τόν κατήργησαν τήν 18η Σεπτεμβρίου 1822, αναθέσαντες τά καθήκοντά του εις τούς αντιπροσώπους καί εφόρους τών ελευθέρων επαρχιών μέχρι τής συγκροτήσεως τής Εθνικής Συνελεύσεως. Θέλοντες δέ νά τιμήσωσι τόν δυνατόν τής ημέρας Οδυσσέα, τόν ανηγόρευσαν ομοθυμαδόν αρχιστράτηγον τής Ανατολικής Ελλάδος, καί τήν 24η,
593
γενομένης τελετής παρόντων τών μελών τής Συνελεύσεως ταύτης καί πλήθους λαού, ανεγνώσθη μεγαλοφώνως τό αρχιστρατηγικόν δίπλωμά του, τόν έζωσαν οι αρχιεπίσκοποι Αθηνών καί Θηβών, μέλη όντες καί αυτοί τής Συνελεύσεως, τήν σπάθην τής αρχιστρατηγίας (σπαθί πού ανήκε στόν Ομέρ Βρυώνη) καί τόν ανευφήμησαν όλοι οι παρεστώτες. Η τοπική δέ αύτη καί αυτοκέλευστος συνέλευσις, υπογράψασα τάς δύο πράξεις, τήν τής καταργήσεως τού Αρείου Πάγου καί τήν τής αρχιστρατηγίας τού Οδυσσέως, εν ώ μήτε τήν μίαν μήτε τήν άλλην νά υπογράψη δύναμιν είχε, διελύθη· αλλά τό παραδοξότερον καί μεμπτότερον, και ό,τι δεικνύει αυτό καί μόνον τήν αθλίαν κατάστασιν τών τότε κυβερνητικών πραγμάτων είναι, ότι μέλος τού Νομοτελεστικού, ο Ιωάννης Λογοθέτης, ευρεθείς εκεί συνέπραξε καί αυτός παρρησία μετά τών αντιπολιτευομένων τήν κυβέρνησιν καί συνυπέγραψε καί τήν κατάργησιν του Αρείου Πάγου, καί τήν αρχιστρατηγίαν τού Οδυσσέως· συνυπέγραψε δέ καί τήν περί τούτων πρός τήν κυβέρνησιν αναφοράν. Διά τήν διαγωγήν του δέ ταύτην τό Νομοτελεστικόν (Εκτελεστικό) ηναγκάσθη νά τόν κατηγορήση ενώπιον τής Βουλής ως ένοχον πολιτικού εγκλήματος.» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Β' Στό μεταξύ, στίς αρχές Αυγούστου τού 1822, οι Τούρκοι έστειλαν ένα απόσπασμα τριών χιλιάδων ανδρών, τό οποίο κατέλαβε τά περάσματα τής Φοντάνας στό όρος Καλλίδρομο, ούτως ώστε αργότερα νά διέλθει τό κυρίως στράτευμα υπό τόν Κιοσέ Μεχμέτ γιά νά κατευθυνθεί στίς νότιες περιοχές. Οι προσπάθειες τού Ανδρούτσου, τού Δυοβουνιώτη καί τού Γκούρα νά διαλύσουν τήν εμπροσθοφυλακή τού Τούρκου πασά απέβησαν άκαρπες. Τόν Οκτώβριο έφθασε στό Δαδί (Αμφίκλεια) καί ο ίδιος ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς μέ 12.000 άνδρες, τούς οποίους τούς χώρισε σέ δύο τμήματα. Τό ένα τμήμα βάδισε πρός τή Γραβιά όπου σκόρπισε τούς άνδρες τού Παπαντρέα καί τού Καλύβα καί τό άλλο έφτασε στό Ζεμενό τής Αράχωβας όπου αποκρούστηκε από τόν Γεώργιο Λεπενιώτη καί τόν Λάιο. Τελικώς τά δύο τμήματα μπήκαν στά έρημα Σάλωνα ('Αμφισσα) καί τά κατέκαψαν. Ο Ανδρούτσος μέ μόλις 1200 άνδρες προσπάθησε νά αναχαιτίσει τούς πολυάριθμους εχθρούς στό μοναστήρι τής Παναγιάς στό Δαδί. Μαζί του είχε τόν Νικόλαο Σαρρή, τόν Μελέτη Βασιλείου, τόν Νικόλαο Αργύρη, τόν Μήτρο Λέκκα, τόν Γιάννη Ντάβαρη καί τόν Γεώργιο Λεπενιώτη. Είχε μάθει ότι οι Τούρκοι είχαν κάψει τά Σάλωνα καί προχωρούσαν πρός τό Τουρκοχώρι τής Ελάτειας καί αποφάσισε τήν 1η Νοεμβρίου 1822 νά τούς στήσει ενέδρα στό μοναστήρι. ΌΌταν μέσα στή δυνατή βροχή ένας από τούς άνδρες του Ανδρούτσου σάλπισε
594
συναγερμό, ειδοποιώντας άθελά του τήν εμπροσθοφυλακή τού Κιοσέ Μεχμέτ, τό τουρκικό ιππικό επιτέθηκε κατά τής μονής όπου ήταν κλεισμένος ο Ανδρούτσος. Τό πλεονέκτημα τού αιφνιδιασμού είχε πλέον χαθεί. Ακολούθησε μάχη, η οποία διήρκεσε πολλές ώρες. Οι ΈΈλληνες έπαθαν πανωλεθρία καί ο Ανδρούτσος μόλις πού γλύτωσε επωφελούμενος από τήν μεγάλη ταχύτητα η οποία χαρακτήριζε τό τρέξιμό του. Στό Δαδί όσοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι αποκεφαλίστηκαν, ενώ τά γυναικόπαιδα εστάλησαν σέ σκλαβοπάζαρα. «Τόν Δυσσέα τόν ζήλευαν όλοι οι αρχηγοί καί τόν κατάτρεχαν εις τήν Αθήνα. Οι Αθηναίοι κι' άλλοι καμπόσοι από άλλες επαρχίες τόν χεροτόνησαν αρχιστράτηγον τής Ανατολικής Ελλάδος. Τότε τόν ζήλευαν περισσότερον οι οχτροί του. Είναι αλήθεια, ήταν γνωστικώτερος από τούς άλλους, όμως όποτε εύρισκε άνθρωπον νά τού μιλήση φρόνιμα καί πατριωτικώς, τόν κατάτρεχε. 'Ακουγε κι' αυτός κι' ο Γκούρας τό κακό. (Ο Μακρυγιάννης κατακρίνει τόσο τόν Ανδρούτσο, όσο καί τά πρωτοπαλλήκαρά του Γκούρα καί Μαμούρη. Τούς κατηγορεί ως φιλοχρήματους, σκληρούς καί άδικους ενώ αποκαλύπτει περιπτώσεις δολοφονίας όσων στάθηκαν εμπόδιο στίς βλέψεις τους, όπως αυτή τού Σαρρή πού τούς είχε παραδώσει τό κάστρο τής Ακρόπολης. Οι Ρουμελιώτες αρχηγοί όντως κατέτρεξαν τούς Αθηναίους χωρικούς μέ σκοπό νά σφετεριστούν τά κτήματα καί τίς περιουσίες τους). Κ' εκείνοι οπού τούς πλησιάζαν έκαναν μέ τό μέσο τό δικό τους τά κακά τους θελήματα. ΈΈνας παπάς από τά χωριά τής Φήβας ήταν φίλος τών Τούρκων πολύ αγαπημένος κ' έκανε τόν άγιον εις τούς Ρωμαίους καί πήγαινε σέ όλα τά ορδιά καί πολιτείες καί νησιά κ' έβλεπε καί μάθαινε όλα τά μυστικά τών Ελλήνων καί πήγαινε καί τά πρόδωνε τών Τούρκων. Κι' από τίς προδοσές αυτουνού πολλοί ΈΈλληνες σκοτώθηκαν από τούς Τούρκους. Τόν μάθαν έπειτα οι ΈΈλληνες, τόν μαρτύρησαν Χριστιανοί οπού 'ταν πλησίον εις τούς Τούρκους, καί τόν πιάσανε καί τόν φέρανε εις τήν Αθήνα εις τόν Δυσσέα καί τόν έχτισε ζωντανό καί χτισμένος τελείωσε. Τόν Οκτώβριον μήνα, τά 1822, οι πρόκριτοι Ταλαντιού, Λιβαδειάς κι' όλα εκείνα τά μέρη γράφουν εις τόν Δυσσέα, οπού 'ταν εις τήν Αθήνα, καί τού λένε: "Δώδεκα χιλιάδες Τούρκοι ήρθαν καί έπιασαν τούς τόπους μας, χώρες καί χωριά. Αυτό μαθαίνοντας εμείς από τίς βάρδιες οπού 'χαμε στά στενά, αφήσαμε όλο τό βιόν καί ζωντανά μας, καί μέ τά παιδιά μας πιάσαμε τά βουνά καί τώρα οπού αρχινάγει ο χειμώνας θά χαθούμε όλοι από τό κρύο, τήν γύμνια καί πείνα καί δέν βαστάμε αυτό κ' επίτηδες σού στέλνομε νά κοπιάσης μίαν ώρα αρχύτερα, ότ' είμαστε χαμένοι καί η παρουσία σου θά μάς παρηγορήση καί θά μάς σώση". Ευτύς οπού τό 'λαβε ο Δυσσέος τό γράμμα αυτό, σύναξε όλους τούς
595
Αθηναίους από χώρα καί χωριά καί τούς τό διάβασε. Καί τούς λέγει: "Νά συναχτούμε από Αθήνα κι' απάνου νά πάμε εκεί οπού 'ναι καί οι άλλοι, οι δικοί μας άνθρωποι, τ' ορδί, καί νά γίνωμε ένα σώμα νά τούς πολεμήσωμε. Αλλοιώς άν κάμωμε, οι Τούρκοι είναι πολλοί κ' έχουν καί τά χωριά καί χώρες πιασμένες κ' έχουν καί ζαϊρέδες. Καί δέν θ' αφήσουνε ποδάρι ως τήν Αθήνα όλα αυτά τά μέρη θά τά πλύνουν. Καί θά βγούνε κι' από ΈΈγριπον (Εύβοια), οπού 'ναι μία μεγάλη δύναμη, καί θά μάς αφανίσουνε. Καί διά 'κείνο κινήθηκαν τόν χειμώνα καί μάς πήραν όλες τίς τροφές κ' εμάς μάς έρριξαν εις τά βουνά καί δέν θά νταγιαντήσουμε". Οι καϊμένοι οι φιλόπατροι οι Αθηναίοι, χώρα καί χωριά, αποφάσισαν κ' έδωσαν τρακόσους Αθηναίους κι' ο Σαρής κεφαλή τούς μ' άλλους αξιωματικούς. Θά 'διναν πολλά περισσότερους, όμως φυλάγαμε κι' άλλα πόστα εδώ διά τούς Εγριπαίους Τούρκους. Καί μέ μεγάλον ζήλον καί πατριωτισμόν συνάχτηκαν ευτύς καί διόρισε κι' ο Δυσσέας ανθρώπους δικούς του μέ τόν Γιωργάκη Λεπενιωτάκη, γενναίον καί καλόν πατριώτη. Οι Τούρκοι έγιναν δύο κολώνες, μιά κινήθη από τήν Γραβιά καί η άλλη από τόν Ζεμενό Αράχωβας καί μπήκαν εις τά Σάλωνα συγχρόνως. Οι Τούρκοι είχαν γελάση τούς ΈΈλληνες, ότι έβγαλαν καί λέγαν ότι θά κινηθούν διά Φήβα κι' Αθήνα, κ' οι ΈΈλληνες είχαν τήν προσοχή τους αυτούθε, καί μ' αυτείνη τήν ευκαιρίαν μπήκαν οι Τούρκοι απολέμητοι καί μέ ολίγην ζημίαν τους. Κεφαλές τών Τούρκων ο Μεμέτ πασσάς κι' ο Τζελαλεντίμπεγης κι' άλλοι σερασκέρηδες. Οι ΈΈλληνες πιάσανε όλοι τόν Αγιλιά, μία ώρα μακρυά από τό Σάλωνα, θέση δυνατή. Πήγαν οι Τούρκοι τρείς φορές καί πολέμησαν εις τόν Αγιλιά καί τίς τρείς φορές τούς χάλασαν οι ΈΈλληνες. Οι ΈΈλληνες μάθανε ότι όλες οι επαρχίες οι γειτονικές 'κονόμησαν τίς φαμελιές τούς καί συνάζονταν όλοι τώρα νά πάνε νά πολεμήσουνε συγχρόνως τούς Τούρκους εις τά Σάλωνα. Αυτό μαθαίνοντας οι Τούρκοι, κάψαν όλα τά χωριά τού Σαλώνου καί τά Σάλωνα καί φύγαν κρυφίως από τό μέρος τής Γραβιάς καί πέσαν εις τόν κάμπον άβλαβοι καί πήγαν πάλε εις τίς θέσες τους οι Τούρκοι Λιβαδειάς, Μπουντουνίτζας, όλα αυτά τά μέρη τού κάμπου. Ο Δυσσέας έμεινε εις τής Λιβαδειάς τά μέρη καί γράφει τών ανθρώπωνέ του νά πάνε εις τό Δαδί ν' ανταμωθούν. Πάγει κι' ο Δυσσέας εκεί. Αφού πήγε ο Δυσσέας εις τό Δαδί, συνάχτηκαν καί οι άνθρωποί του καί οι Λιβαδίτες κι' Αθηναίγοι. Ο Δυσσέας μέ τούς ανθρώπους του τράβησε καί πήγαν πανουκέφαλα τού χωριού, εις τό μοναστήρι η Παναγιά, καί εις τό Δαδί έμεινε ο Σαρρής μέ τούς Αθηναίους. 'Αλλοι λένε ότι έμεινε μόνος του ο Σαρρής, άλλοι ότι παθητικώς τόν άφησε ο Δυσσέας, ότι τόν κατάτρεχε κι' αυτός κι' ο Γκούρας νά τόν σκοτώσουνε καί τόν σκότωσαν ύστερα. Αφού λοιπόν έμεινε ο Σαρρής καί οι άλλοι
596
αξιωματικοί Αθηναίγοι εις τό Δαδί, ο τόπος εκτεταμένος, λίγοι οι άνθρωποι, τούς ρίχτηκαν οι Τούρκοι πολλοί καί μέ τό πρώτο τούς έρριξαν εις φυγή. Σκοτώθηκαν ΈΈλληνες καμμιά δεκαπενταριά, πιάσαν καί τόν Σαρρή ζωντανόν. (Ο Σαρρής θά δραπέτευε από τίς φυλακές τής Λάρισας καί ύστερα από πεζοπορία οκτώ ημερών θά έφτανε στίς 25 Δεκεμβρίου 1822 στήν Αθήνα). Μέ τόν χαλασμόν αυτεινών ψύχωσαν οι Τούρκοι πολύ, ρίχτηκαν καί εις τό μοναστήρι καί ζώσαν τόν Δυσσέα στενά οπού 'ταν πολλά ολίγοι εκεί καί οι Τούρκοι πολλοί. Τού 'καμαν πολλά γερούσια τού Δυσσέα μέ τούς ολίγους οπού 'χε εις τό μοναστήρι. Τούς βάστηξαν οι ΈΈλληνες γενναίως. Τούς πήραν όμως μίαν θέσιν, σκότωσαν τόν Μήνιο Κατζικογιάννη καπετάνο τής Φήβας, λάβωσαν καί τόν Αλέξη Ταργατζίκη, γενναίον πατριώτη καί τίμιον. Τότε ρίχτηκαν οι Τούρκοι μ' ορμή νά πιάσουν τόν Δυσσέα τζάκισαν οι άνθρωποί του καί μπήκαν εις φυγή καί κιντύνεψε από τήν τρίχα ο Δυσσέας έφυγε ξυπόλυτος.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Ο Ανδρούτσος βλέποντας τίς δυνάμεις του διασκορπισμένες αποσύρθηκε στό μοναστήρι τής Ιερουσαλήμ καί εκεί σκέφτηκε νά κάνει "καπάκια" μέ τόν Κιοσέ Μεχμέτ, δηλαδή νά αρχίσει πλαστές διαπραγματεύσεις, ώστε νά περάσει ο καιρός καί είτε ο ίδιος νά ενισχυθεί μέ νέες δυνάμεις είτε ο πασάς νά αποσυρθεί λόγω τού χειμώνα πού πλησιάζε πάλι στίς βάσεις του στήν Λαμία. Αρχικώς πρότεινε στόν γνωστό του Τσελελεντή μπέη νά ανταλλάξουν αιχμαλώτους καί τού έστειλε τόν γραμματέα του Αντώνη Γεωργαντά. Ο Τούρκος μπέης φάνηκε πρόθυμος καί ο Ανδρούτσος ως δείγμα καλής θελήσεως τού έστειλε όλους τούς αιχμαλώτους. Στά μέσα Νοεμβρίου τού 1822, ο Ανδρούτσος συνάντησε τόν Τσελελεντή στό χωριό Αγία Μαρίνα Φθιώτιδας καί τού έδωσε μία επιστολή γιά νά τήν μεταφέρει στόν στρατηγό του. Μέ αυτή τήν επιστολή ο πολυμήχανος Οδυσσέας απέδιδε όλες τίς ευθύνες γιά τήν εξέγερση τών ραγιάδων στίς αδικίες τής τουρκικής διοίκησης. «Γράμμα τού Ανδρούτσου πρός τόν Κιοσέ Μεχμέτ Πρός τόν υψηλότατον καί πολυχρόνιον δοβλετλή βεζύρ εφέντη Μεχμέτ πασσά! ΌΌλοι οι κάτοικοι τού σαντζακιού (σαντζάκι = επαρχία) τής Ευρίπου καί εγώ μαζί τους αποφασίζομεν καί σού γράφομεν, επειδή καί μάς ερωτάς τήν αιτίαν όπου εσηκώσαμεν τά άρματα. Τά μεγάλα ζουλούμια (αδικίες) όπου έκαμε χωρίς νά έχει ριζάν (αιτία) τό κραταιόν δοβλέτι (κράτος), καί ιδού όπου σοί τό φανερώνω, τά μεγάλα ζουλούμια τών
597
βεζυράδων, βοϊβοντάδων, κατήδων (δικαστών) καί μπουλουκμπασήδων (αξιωματικών τής αστυνομίας) όπου έκλεισαν τό χάτι κιτάπι (τετράδιο) σας τού Μωάμεθ, καί είχεν ο καθένας από ένα κιτάπι εις τόν κόλπον του, καί όποιον κορίτσι ή παιδί τούς ήρεζεν, έστελναν καί έπαιρναν ζόρλαν (μέ τό ζόρι) γιά μουσά, όποιος πραγματευτής εκαζαντούσε γρόσια καί κανέν χωράφι καλόν ή χωριόν τόν εσκότωναν καί τού τό έπαιρναν, όποιος μπιρμπάντης εμεθούσε εις τό παζάρι εσκότωνε τόν καλλίτερον χωρίς νά τού τό γίνει καμμία μικρά παιδεία, όπου τό κιτάπι τού Μωάμεθ δέν τό συγχωρεί, αλλά γράφει μέσα κανή κανηνά, ιρζί ιρζινά, μαλί μαλινά, καί δι' άλλα πράγματα τέτοια καλά, όπου λέγει τό κιτάπι τού Μωάμεθ, αυτούνων όμως δέν τούς ήρεσε καί τό πέταξαν πέρα, καί έφτιασε ο καθένας τό εδικόν του κιτάπι καί κάνει μ' αυτό καί μέ τό σπαθί του. (Ο κάθε Τούρκος πού είχε εξουσία φορολογούσε γιά δικό του λογαριασμό τούς ραγιάδες καί επέβαλε τήν φορολόγηση μέ τή βία. ΈΈτσι οι ραγιάδες πλήρωναν φόρο δέκα φορές περισσότερο από αυτόν πού έπρεπε νά πληρώσουν. Επιπροσθέτως ο φόνος Χριστιανού από μουσουλμάνο δέν αποτελούσε αιτία διώξεως τού μουσουλμάνου όπως καί η αρπαγή γυναίκας ή κοριτσιού.) Εις αυτά όλα ηξεύρομεν πολλά καλά ότι ο σεφτεκτλής βασιλεύς δέν έχει ριζάν (δέν φταίει) μήτε είδησιν εις αυτά τά πράγματα όπου γίνονται, καί τού εγράψαμεν αρτζουάλια (αναφορές) πολλάς φοράς καί εις τά χέρια τού βασιλέως κανένα δέν επήγεν, επειδή καί αυτοί οι ζουλουμκιάρηδες (άδικοι καταπιεστές) είχαν όλα τά καπιά (πύλες) τής πόλεως πιασμένα, καί κάθε αρτζουάλι όπου από ημάς επήγαινεν εις τό κραταιόν δοβλέτι, τό εκρατούσαν αυτοί καί έφτιαναν άλλα ιδικά τους κατά πώς ήθελαν, καί μή εισακούοντας εις τόν βασιλέα. ΌΌλα αυτά τά κακά μάς εστενοχώρησαν καί εσηκώσαμεν τά άρματα, καί ινά σηκώσωμεν όλα αυτά τά ζουλούμια (νά καταργήσουμε τίς αδικίες) ή νά αποθάνωμεν όλοι. Τώρα η υψηλότης σου, άν είναι ορισμός σου, γράψε ένα αρτζουάλι εις τόν βασιλέα, οπού νά σηκώση από όλους τούς Χριστιανούς όλα αυτά τά ζουλούμια μέ χάτι χουμαγιούν (αυτοκρατορική διακήρυξις) καί ανοίξει τό κιτάπι τού Μωάμεθ (νά εφαρμόσει τούς νόμους τού Μωάμεθ) καί τότε εμείς θέλει ησυχάσει ο καθείς στό σπίτι του καί θά κοιτάξη τήν δουλειά του καί θά είμεθα χίλιαις φοραίς καλλίτερα από τά πρώτα, διά δέ τό καπετανλήκι τό ιδικόν μου ο πατέρας από τόν πατέρα του τό ηύρε, μέ κλεψιά καί μέ τό ζορμπαλίκι (ζορμπάς - αντάρτης) χωρίς καμμιά απόδειξιν καί εγώ ελπίζω εις τόν μεγαλοδύναμον Θεόν απ' εδώ καί εμπρός νά τό έχω χίλιαις φοραίς καλλίτερα από τόν πατέραν μου, όπου νά τό έχω μέ απόδειξιν. Ταύτα καί λαμβάνω τήν τιμή νά σέ ξαναπροσκυνήσω. Τήν 15ην Νοεμβρίου 1822, 'Ρουσαλήμ Οδυσσεύς Ανδρούτσου.» Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, 1971
598
Tά καπάκια τού Ανδρούτσου απέδωσαν καρπούς. Ο βαρύς χειμώνας ανάγκασε τόν Τούρκο πασσά νά επιστρέψει στή Λαμία έχοντας ως ομήρους κάποιους ασήμαντους Ρωμιούς, τούς οποίους ο Ανδρούτσος είχε ντύσει μέ ακριβά ρούχα καί τούς είχε παρουσιάσει ως προκρίτους τών μεγάλων πόλεων. Τό προσκυνόχαρτο πού τού έστειλε ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο πολυμήχανος Οδυσσέας δέν τό υπόγραψε ποτέ καί όλο έφερνε αναβολές λέγοντας στόν πασά ότι περίμενε νά συναχθούν όλοι οι οπλαρχηγοί γιά νά τό υπογράψουν από κοινού, ώστε νά μήν δημιουργηθούν προστριβές μεταξύ τους καί χαλάσουν οι διαπραγματεύσεις. Λίγο αργότερα ο Ανδρούτσος θά έγραφε στόν Δυοβουνιώτη: "Μάθετε ότι τούς Τούρκους εγώ μέ τό ντουφέκι καί περισσότερο μέ ψευτιές καί μέ τήν δύναμιν τού Θεού τούς εκυνήγησα καί πάν κατά διαβόλου εις τό Ζητούνι". Η Ανατολική Στερεά τελικά απαλλάχθηκε από τήν παρουσία τού τουρκικού στρατού, οι ΈΈλληνες επανήλθαν στίς εστίες τους από τά βουνά όπου είχαν καταφύγει, αλλά τό Εκτελεστικό τού Κωλέττη θά έβρισκε ευκαιρία νά κατηγορήσει τόν Ανδρούτσο ως προδότη, μή μπορώντας νά τού συγχωρήσει τήν κατάργηση τού Αρείου Πάγου. Αυτή η κατηγορία θά εξελίσονταν σέ μία θανάσιμη διαμάχη μεταξύ τών δύο ανδρών, η οποία θά κατέληγε στήν δολοφονία τού οπλαρχηγού από τόν πολιτικό λίγα χρόνια αργότερα. http://www.agiasofia.com/epanastasis/fall-euvoia-1470-prionismosdogi.jpg http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis19.html
599
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Κ' Ναυτικός Αγών (1822) Στό πρώτο έτος τής Ελευθερίας, οι επιτυχίες τών αγωνιστών στήν στεριά συνδυάστηκαν άριστα μέ τίς επιτυχίες τών νησιωτών στή θάλασσα. Ο ηρωϊσμός καί η αυταπάρνηση τών Ελλήνων ναυτικών εναλλάσονταν μέ τίς έριδες καί τήν έλλειψη πειθαρχίας, όπως ακριβώς συνέβαινε καί στήν ξηρά. Οι ναυτικές επιχειρήσεις βέβαια ήταν θέμα μόνο τών τριών νήσων ΎΎδρα, Σπέτσες, Ψαρά καί αναγκαστικά δέν υπήρχε πολυαρχία, ενώ κάθε εξόρμηση τού ελληνικού στόλου απαιτούσε μεγάλη προετοιμασία καί πολλά χρήματα. Οι Τούρκοι ναύαρχοι ουδέποτε κατάφεραν νά υποστηρίξουν τίς επιθετικές ενέργειες τών πασάδων στήν στεριά καί απλώς μέ τό στόλο τους φρόντιζαν νά ανεφοδιάζουν τά αποκλεισμένα παραθαλάσσια φρούρια, πού δέν είχαν ακόμα πέσει στά χέρια τών Ρωμιών επαναστατών. Η πιό επιτυχημένη τους ενέργεια τόν πρώτο χρόνο ήταν η καταστροφή τού στόλου τού Γαλαξειδίου, αλλά τελικώς η ανωτερότητα καί ο όγκος τών τουρκικών πλοίων δέν έδωσε τό προβάδισμα στούς Τούρκους, αφού οι ΈΈλληνες ήταν άριστοι γνώστες τής ναυτικής τέχνης καί είχαν στή διάθεσή τους καί ένα νέο όπλο πού σκορπούσε τόν τρόμο στόν εχθρό: τό πυρπολικό ή μπουρλότο. Στίς αρχές τού 1822, οι Ψαριανοί θά ειδοποιούσαν τούς Υδραίους ότι επίκειται έξοδος τού τουρκικού στόλου καί θά τούς έγραφαν: "ή ούτως ή άλλως ημείς είμεθα έτοιμοι νά τούς αντισταθώμεν γενναίως". Πράγματι στίς 24 Ιανουαρίου 1822, ο τουρκικός στόλος υπό τόν Καρά Πεπέ Αλή σέ συνεργασία μέ τόν αιγυπτιακό στόλο υπό τόν Ισμαήλ Γιβραλτάρ βγήκε από τόν Ελλήσποντο καί αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από τήν Μικρά Ασία κατευθύνθηκε μέ τά 72 πλοία του πρός τήν Πελοπόννησο. Τούς ασιάτες Τούρκους (χαλδούπηδες) θά τούς άφηνε αργότερα στήν Πάτρα γιά νά ενισχύσουν τήν άμυνά της εναντίον τών Ελλήνων πού τήν πολιορκούσαν τότε υπό τόν Κολοκοτρώνη. Οι Ψαριανοί έστειλαν δίς τήν σακολέβα (είδος βάρκας) "Φλόγα", η οποία είχε μετατραπεί σέ μπουρλότο, γιά νά κάψει κάποιο από τά εχθρικά πλοία, αλλά δέν κατόρθωσε νά έχει καμμία επιτυχία. Κατόπιν ο στόλος τών Ψαριανών μέ αρχηγούς τούς Νικολή Αποστόλη καί Ανδρέα Γιαννίτση, ενώθηκε μέ τούς στόλους τής ΎΎδρας καί τών Σπετσών οι οποίοι είχαν επικεφαλής τούς Ανδρέα Μιαούλη, Λάζαρο Πινότση, Ιωάννη Βούλγαρη καί Γκίκα Τσούπα. Τά ελληνικά πλοία ακολούθησαν τόν τουρκικό στόλο, ο οποίος έφθασε στά παράλια τής Πελοποννήσου στίς 29 Ιανουαρίου καί ανεφοδίασε τό φρούριο τής Μεθώνης μέ τρόφιμα καί πολεμοφόδια. Τήν επομένη ο τουρκικός στόλος έφθασε στό Νεόκαστρο τό οποίο
600
κανονιοβόλησε γιά αρκετές ώρες καί αποβίβασε στρατεύματα γιά νά τό καταλάβουν. Τήν κατάσταση τήν έσωσε ο Γερμανός Κάρολος Νόρμαν ο οποίος μπόρεσε μέ τούς υπόλοιπους Ευρωπαίους φιλέλληνες νά χειριστεί άριστα τά ελάχιστα πυροβόλα τού κάστρου καί νά προξενήσει ζημιές στά εχθρικά πλοία, αναγκάζοντάς τα νά εγκαταλείψουν τήν πολιορκία καί νά αποσυρθούν στήν αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο. Οι αρχές τού νησιού, παρά τήν ουδετερότητα πού είχαν διακηρύξει επέτρεψαν στά οθωμανικά πλοία νά ελλιμενισθούν, κάτι πού ουδέποτε θά έκαναν σέ ανάλογες περιστάσεις στά ελληνικά πλοία. «Κατά τόν αυτόν καιρόν, ακμάζοντος τού χειμώνος, η Πύλη ητοίμασε, παρά τήν επικρατούσαν συνήθειάν της, ναυτικήν καί στρατιωτικήν δύναμιν κατά τής Πελοποννήσου. Η ναυτική δύναμις υπό τήν οδηγίαν τού καπητανάμπεη, έχοντος υπό τάς διαταγάς του καί τόν υποναύαρχον τής Αιγύπτου Γιβραλτάρην καί τινα πλοία Αλγερινά, Τουνεζινά καί Τριπολινά, συνίστατο εκ τριών φρεγατών, τεσσάρων κορβετών καί οκτώ δικατάρτων· συνέπλεαν δέ καί πολλά φορταγωγά φέροντα εις απόβασιν έως 4000 στρατιώτας ασιανούς υπό τόν Καρά Μεχμέτπασαν τόν άλλοτε αρχιπυροβολιστήν, καί παντός είδους πολεμικάς αποσκευάς. Η θαλάσσιος δέ αύτη δύναμις εφάνη έξωθεν τής ΎΎδρας τήν 27η Ιανουαρίου 1822 όπου εστάθη καί ύψωσε τινα σημεία. Η εμφάνισις τών σημείων τούτων έδωκε νέαν αφορμήν νά θεωρηθή πραγματική η περί ής ανεφέραμεν πρό ολίγου επιβουλή, αλλ' απάντησις δέν εφάνη δοθείσα. Ο στόλος έπλευσεν εις Μοθώνην, τήν επεσίτισε, καί μαθών ότι τό Νεόκαστρον ήτο σχεδόν αφρούρητον ητοιμάσθη νά τό προσβάλλη εξ απροόπτου, καί μία φρεγάτα φέρουσα τήν σημαίαν τού Γιβραλτάρη, μία κορβέττα καί έν δικάταρτον τώ επλησίασαν τήν 30ην Ιανουαρίου 1822· ήλθαν δέ καί διά ξηράς Τούρκοι εκ Μοθώνης. ΈΈτυχαν εν αυτώ ως 40 φιλέλληνες υπό τήν οδηγίαν τού στρατηγού Νορμάννου καταπλεύσαντες πρό ολίγου εκ Μασσαλίας. Οι φιλοπόλεμοι ούτοι καί έμπειροι κανονοβολισταί, συνεργούς έχοντες καί τούς εναπομείναντας ΈΈλληνας, διότι επί τώ εμφανισμώ τής εχθρικής δυνάμεως οι πλείστοι τών εν τώ φρουρίω έφυγαν, αντεκανονοβόλησαν ευτυχώς τά κανονοβολούντα εχθρικά πλοία καί τά ηνάγκασαν ν' απομακρυνθώσιν άπρακτα· επληγώθησαν δέ τρείς εκ τών εν τώ φρουρίω, καί εσκοτώθησαν καί επληγώθησαν καί τινες Οθωμανοί. Μετά τήν αποτυχίαν ταύτην ο στόλος απέπλευσεν όλος καί ελλιμένισε τήν 2αν Φεβρουαρίου έμπροσθεν τής Ζακύνθου, όπου η ουδετέρα κυβέρνησις τόν υπεδέχθη ευμενώς, εν ώ απέπεμψεν, ως είδαμεν, δυσμενώς τό εμβάν εις τόν λιμένα εκείνον πρό τινος καιρού ελληνικόν πλοίον χωρίς νά τό αφήση μήτε κάν ν' αράξη. Εξ αιτίας δέ τών εναντίων ανέμων ο στόλος ούτος ενδιέμεινε μέχρι τής 13ην Φεβρουαρίου,
601
καθ' ήν ανήχθη, καί μηδέν καθ' όλον τόν πλούν του εμπόδιον απαντήσας κατέπλευσεν εις Πάτρας, όπου απεβιβάσθησαν αι πολεμικαί αποσκευαί, εν αις καί 20 πεδινά κανόνια, οι τετρακισχίλιοι στρατιώται καί ο αρχηγός αυτών Μεχμέτπασας. Εν ώ δέ ο εχθρικός στόλος έπλεε τήν ελληνικήν θάλασσαν, αι τρείς ναυτικαί νήσοι ητοίμαζαν τά πλοία των. Εικοσιεπτά υδραϊκά υπό τόν Ανδρέαν Μιαούλην διαδεχθέντα τόν ναύαρχον Γιακουμάκην Τομπάζην παραιτηθέντα, είκοσι σπετσιωτικά υπό τόν Γκίκαν Τσούπαν, δεκαέξ ψαριανά υπό τόν Νικολήν Αποστόλην καί δύο πυρπολικά συνηνώθησαν έξωθεν τής ΎΎδρας, ανήχθησαν τήν 8ην, καί ηγκυροβόλησαν τήν 16ην έξωθεν τού Μεσολογγίου· τήν δέ 17ην καί 18ην έπλευσαν πρός τάς Πάτρας, αλλ' επόδισαν εξ αιτίας σφοδράς αντιπνοίας (άραξαν λόγω κακοκαιρίας)· ανήχθησαν τήν 20ην Φεβρουαρίου 1822 εκ νέου τρίτην ώραν πρίν εξημερώση, υπό εναντίον πάντοτε άνεμον· ανήχθησαν καί τά εν τώ λιμένι τών Πατρών εχθρικά. Ηγωνίζοντο δέ οι δύο στόλοι ο μέν τουρκικός νά εκπλεύση αμαχητί, ο δέ ελληνικός νά βλάψη τόν τουρκικόν εκπλέοντα. Μέχρι τούδε ο ελληνικός, οσάκις απήντα τόν εχθρικόν παρεφύλαττε μάλλον τά κινήματά του ή εφώρμα, προσπαθών νά τόν βλάψη διά μόνων τών πυρπολικών· αλλ' ο νέος ναύαρχος, ο μεγαλότολμος Μιαούλης, ήλλαξε τόν τρόπον τού πολεμείν, έδωκε τό σημείον τής εκ συστάδην μάχης, καί πρώτος, αν καί ο επικρατών αντίπλους άνεμος έγεινε σφοδρότερος, ώρμησεν εις τό μέσον δύο φρεγατών εκπλήξας καί αυτόν τόν εχθρόν διά τής τόσης τόλμης. Κατόπιν ήλθαν εις τό μέσον ο Μανώλης Τομπάζης, ο Σαχτούρης, ο Αντώνης Κριεζής, ο Γκίκας Τσούπας, ο ναύαρχος τών Ψαρών, ο Κωνσταντίνος Κοτσιάς, ο Κοσμάς καί ο Λάμπρος, καί έφεραν άνω κάτω όλον τόν εχθρικόν στόλον. Πέντε περίπου ώρας διήρκεσεν η ναυμαχία τών Πατρών επικρατούσης σχεδόν τρικυμίας. Τρείς ΈΈλληνες εσκοτώθησαν, δέκα επληγώθησαν, καί τά ελληνικά πλοία μεγάλως εβλάφθησαν. 'Αδηλος η ζημία τού εχθρικού στόλου, αλλ' ο τρόμος του κατάδηλος· διότι, αφ' ού διεχωρίσθησαν οι στόλοι περί τήν εσπέραν, κατέφυγεν ούτος ως εις άσυλον εις τόν φιλικόν του λιμένα τής Ζακύνθου τόσον ατάκτως, ώστε δύο πλοία του έπεσαν τήν νύκτα εις τά ρηχά πρός τό λοιμοκαθαρτήριον· εκινδύνευσαν δέ νά πάθωσι καί τά λοιπά υπό τών φίλων χειρότερα παρ' όσα έπαθαν υπό τών εχθρών, διότι τά ευρεθέντα εν τώ λιμένι τής Ζακύνθου πολεμικά αγγλικά καί αυστριακά τόσον εφοβήθησαν μήπως τά ατάκτως εισπλέοντα υπό τό σκότος πέσωσιν επ' αυτά, ώστε τά εκανονοβόλησαν τήν νύκτα ως εχθρικά. Τόσον δέ τά τουρκικά εφοβούντο τά παραφυλάττοντα έξωθεν τού λιμένος ελληνικά, ώστε έτοιμα ήσαν νά κανονοβολήσωσιν εν τή απελπισία των τήν πόλιν άν εξελαύνοντο. Αφ' ού ο ελληνικός στόλος περιέπλευσε δύο ημέρας έξωθεν τής Ζακύνθου κατέπλευσεν εις τό Κατάκωλον πρός ύδρευσιν.» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος
602
Β' Ναυμαχία τών Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822) Ο ελληνικός στόλος πού ακολουθούσε τόν τουρκικό στόλο τόν βρήκε αγκυροβολημένο στό λιμάνι τών Πατρών. Οι Τούρκοι αφού αποβίβασαν τίς ενισχύσεις πού είχαν φέρει γιά τήν ενδυνάμωση τής φρουράς τής πόλης, περίμεναν νά κοπάσει η σφοδρή θαλασσοταραχή, η οποία σέ συνδυασμό μέ τό ψύχος τού χειμώνα εμπόδιζε τήν κίνηση τών σκαφών. Στίς 20 Φεβρουαρίου 1822, ο Ανδρέας Βώκος ή Μιαούλης, ο οποίος αναγνωρίστηκε ομόφωνα ως ο γενικός αρχηγός τών επιχειρήσεων, αποφάσισε παρά τήν κακοκαιρία νά επιτεθεί στόν τουρκικό στόλο. ΉΉταν η πρώτη φορά πού ο ενωμένος ελληνικός στόλος θά αντιμετώπιζε σάν ίσος πρός ίσο τόν αντίστοιχο τουρκικό. Οι Τούρκοι αμέριμνοι δέν περίμεναν ότι τά μικρά πλοία τών Ελλήνων θά αποτολμούσαν νά κινηθούν εναντίον τών μεγάλων τουρκικών φρεγατών καί μάλιστα εν μέσω σφόδρας θαλασσοταραχής. 'Οταν είδαν τήν ελληνική ναυαρχίδα νά μπαίνει στό λιμάνι καί νά κανονιοβολεί εναντίον τους αιφνιδιάστηκαν καί πανικόβλητοι άρχισαν νά σηκώνουν άγκυρα γιά νά ανοιχτούν καί αυτοί στό πέλαγος καί νά απαντήσουν μέ τά κανόνια τους. «ΉΉσαν προετοιμασμένα εικοσιπέντε από τήν ΎΎδραν πλοία μέ πέντε πυρπολικά νά εξέλθωσι κατά τού εχθρικού στόλου, ότε αυτός μετά τήν τελείωσιν τής εν Επιδαύρω Εθνοσυνελεύσεως εξέπλευσε τού Ελλησπόντου υπό τήν οδηγίαν τού Πεπέ Αλή Καπετάν αντιναυάρχου καί ενωμένος μέ τά αιγυπτιακά, υπό τήν οδηγίαν όντα τού Ισμαήλ Γιβραλτάρ Αιγυπτίου ναυάρχου, διευθύνετο εις τόν Κορινθιακόν κόλπον, διά νά μεταφέρη από Ναύπακτον εις τήν Πελοπόννησον ςρατεύματα, διό καί εκπλεύσαντα από ΎΎδραν μετά τών Πετσιωτικών καί Ψαριανών τήν 8ην Φεβρουαρίου 1822, διευθύνθησαν εις απάντησίν του, μετά τού οποίου συναπαντηθέντα τήν 20ην τού αυτού μηνός έξωθεν τής Πάτρας, δέν εδυνήθησαν διά τήν γαλήνην νά τόν πλησιάσωσι πάραυτα, εκτός τού Ανδρέου Μιαούλη, όςτις προχωρημένος, ών μόνος πλησίον τού εχθρού, καί ωφελούμενος από ολίγην ανέμου πνοήν, διήλθεν εν τώ μέσω δύο φρεγατών καί άρχισε τόν πόλεμον. Πολεμών δέ μόνος μέ αυτάς πέντε περίπου ώρας, τάς ηνάγκασε νά τραπώσιν εις φυγήν μέ μεγίςην εις τάς αποσκευάς καί τά σώματά των ζημίαν, βλαφθείς επίσης καί αυτός ικανώς εις τήν αποσκευήν. Εν τούτοις πνεύσαντος τού ανέμου καί πλησιασάντων καί τών λοιπών πλοίων, έγινε γενικός ο πόλεμος, εις τόν οποίον νικηθείς ο τουρκικός στόλος, ετράπη εις φυγήν καί κατέφυγε διωκόμενος από τά ελληνικά πλοία εις
603
Ζάκυνθον. Νικητής ο ελληνικός ςόλος, αφ' ού περιήλθε δύο ημέρας περί τήν Ζάκυνθον περιμένων τόν εχθρόν, υπήγε νά υδρεύση εις Κατάκωλον, όπου τήν επιούσαν ελθόν αγγλικόν βρίκιον, ςαλέν από τήν τοπικήν τής Ζακύνθου αρχήν, τόν εγνωςοποίησε τόν εκ τής νήσου ταύτης διωγμόν τού τουρκικού ςόλου, καί ότι ένεκα τούτου δέν εδύναντο νά δεχθώσι μηδέ τά ημέτερα πλοία εις τούς περί τήν Επτάννησον λιμένας.» Συνοπτική ιστορία τών ελληνικών ναυμαχιών, Αντώνιος Μιαούλης Η ναυαρχίδα τού Μιαούλη σκόρπισε τόν τουρκικό στόλο, καθώς ο ριψοκίνδυνος Υδραίος ναυτικός ρίχθηκε ανάμεσα σέ δύο φρεγάτες κτυπώντας τες ταυτόχρονα μέ τά κανόνια του. Εν τώ μεταξύ έφθασαν καί τά υπόλοιπα ελληνικά πλοία, ενώ τά τουρκικά πλοία περισσότερο προσπαθούσαν νά βγούν από τό λιμάνι παρά νά πολεμήσουν. Η τρικυμία καί ο φόβος τών πυρπολικών χειροτέρευε τήν κατάσταση. Ο άνεμος τά έσπρωξε πρός τή Ζάκυνθο γιά νά ξαναβρούν καταφύγιο στό αγγλοκρατούμενο νησί καί τόν τουρκόφιλο αρμοστή του. Τά τουρκικά πλοία είχαν αρκετές ζημιές, αλλά περισσότερο ήταν ηθικό τό κέρδος τών Ελλήνων ναυτικών, οι οποίοι αντιμετώπιζαν πρώτη φορά σέ κανονική ναυμαχία τόν ενωμένο τουρκοαιγυπτιακό στόλο καί κατάφερναν νά τόν ταπεινώσουν καί νά τόν οδηγήσουν σέ υποχώρηση. Δύο ελληνικά πλοία έπαθαν βλάβες ενώ υπήρξε καί ένας ΈΈλληνας νεκρός. «Φεβρουαρίου 20 ημέρα Δευτέρα ώρα 4 νά ξημερώση. ΈΈκαμε σινιάλο ο Κομμαντάντες καί εσηκωθήκαμεν εις τά πανιά πηγαίνοντας κατ' επάνω τού εχθρού καί πλησιάζοντας εσηκώθη ο εχθρός εις τά πανιά κομμάτια 36 καί πλησιάζοντας ο ναύαρχος εις μία φρεγάδα άρχισε τόν πόλεμον, ήτο η ώρα 2 τής ημέρας καί πολεμών τού εχάλασε τήν γάπια (τετράγωνο πανί) τού εχθρού, δέν ήτο όμως όλα τά καράβια συναγμένα τά ιδικά μας διά νά έμβουν εις τήν λίνιαν (γραμμή), ευθύς εφθάσαμεν καί ημείς καί αρχίσαμε τόν πόλεμον έως ότου έφθαναν τά μυσδράλια. Ερίξαμε κανόνια 18 εις αυτήν τήν μπατάγια (ομοβροντία) ήλθεν όμως μία σφαίρα από τόν εχθρόν, εκτύπησεν εις τό μεγάλο κατάρτι καί επήραμε δευτέρα βόλτα, επέσαμεν εις πόλεμον ρίγνοντας κανόνια 23, ήλθε μία σφαίρα τού εχθρού, μάς έκοψε τήν ράντα (δοκάρι ιστίου). Εις αυτόν τόν πόλεμον επήγεν ο σύντροφος διά νά γεμίση τό κανόνι τής προύβας, επήρε φωτιά τό κανόνι καί επληγώθη εις τήν τρίτην μπατάγιαν μάς έπεσαν τρείς φρεγάδες πολεμώντές μας έως μίαν ώραν, ερίξαμεν κανόνια 26, δέν ημπορούσαμεν πλέον νά βαστάξωμεν ότι μάς εκατάκοψαν τά παταράτσα (σχοινιά), μάς εκατατρύπησαν μέ τά μυσδράλια μία σφαίρα ιδική μας επήγε καί έκοψε τήν κόντρα μετζάνα
604
τού φλόκου τού εχθρού, βλέποντας τά ιδικά μας νά ποδίσουν δέν ημπορούσαμεν ειμή νά ποδίσομεν, ο καιρός ήτο φρέσκος καί είμεθα ημείς καί ο ιδικός μας στόλος σοτταβέντο (υπήνεμος), ο εχθρός ήτο σουβράνο (προσήνεμος) εποδίσαμεν ημείς, ήρχετο ο εχθρός κυνηγώντας, ο δέ ναύαρχος εις τήν πρώτην καί δευτέραν προσβολήν εβλάφθη σπουδαίως εις τήν αποσκευήν, ο δέ πόλεμος εβάσταξεν ώρας 5. ΉΉτο τά εχθρικά φρεγάδες 7, κορβέτες 6, βρίκια 19, γολέττα μία, τά δέ απολειφθέντα μικρά έμειναν αραγμένα από κάτω εις τήν Πάτρα. Εποδίσαμεν ημείς καί όλος ο στόλος δέν ημπορούσε νά ακολουθήση, τό μπουρλότο έβαλαν φωτιά καί τό έκαψαν, εβγήκαν οι άνθρωποι έξω εις τόν κάβο τού Μεσολογγίου, ημείς καί όλος ο στόλος εβαστούσαμεν όλη νύκτα πανιά καί επήγαμε απ' έξω από τήν Γλαρέντζα (Κυλλήνη).» Ιστορικά Ημερολόγια τών Ελληνικών Ναυμαχιών, Αναστάσιος Τσαμαδός Μετά από αυτή τή ναυμαχία οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τό Ιόνιο, κατευθύνθηκαν στό Αιγαίο καί μπήκαν στόν Ελλήσποντο. Οι ΈΈλληνες άφησαν 9 πλοία νά περιπολούν στόν Πατραϊκό κόλπο καί επέστρεψαν στά νησιά τους. ΌΌταν τό Μάρτιο τού 1822 ο Μιαούλης προσπάθησε νά κτυπήσει τά τουρκικά πλοία πού ήταν αγκυροβολημένα στόν Μούρτο (Σύβοτα), παρουσιάστηκε αγγλικό μπρίκι τό οποίο τού απαγόρεψε εν ονόματι τής αγγλικής διοίκησης τών Επτανήσων νά περάσει από τά χωρικά ύδατα τού Ιονίου Πελάγους, τά οποία ο Αγγλος αρμοστής Μαίτλαντ θεωρούσε αγγλικά ύδατα. Ο 'Αγγλος όμως επέτρεπε στά τουρκικά πλοία νά χρησιμοποιούν τό λιμάνι τού Μούρτου ως ναυτική βάση γιά τίς στρατιωτικές τους επιχειρήσεις. Ο Μιαούλης έστειλε τόν πλοίαρχο Αντώνη Ραφαλιά νά επιδώσει διαμαρτυρία γιά αυτή τήν φιλοτουρκική στάση τού Μαίτλαντ καί ο τελευταίος αντί άλλης απαντήσεως συνέλαβε τόν απεσταλμένο τού ΈΈλληνα ναυάρχου. Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε νέο έγγραφο διαμαρτυρίας στόν Μαίτλαντ μέ απεσταλμένο αυτή τή φορά τόν Γεώργιο Σπανιολάκη, αλλά καί πάλι ο Αγγλος αρνήθηκε τήν αποβίβαση στόν ΈΈλληνα απεσταλμένο καί απλώς τού παρέδωσε τό παρακάτω έγγραφο τό οποίο απεικονίζει τήν στάση τής Αγγλίας απέναντι σέ έναν λαό πού πολεμούσε γιά τήν επιβίωσή του. «Κύριε, Ο λόρδος μέγας αρμοστής τών Ιονίων νήσων έλαβε τάς επιστολάς σας λεγούσας ότι τάς έστειλαν πρός αυτόν τινές αυτοονομαζόμενοι κυβέρνησις τής Ελλάδος διά τινος απεσταλμένου αυτής ευρισκομένου κατά τό παρόν έν τούτω τώ λιμάνι καί διατεταγμένου υπό τής περί ής ο λόγος αυτοονομαστού κυβερνήσεως νά έλθη είς λόγους μετά τού λόρδου μεγάλου αρμοστού. Η Αυτού Εξοχότης
605
αγνοεί παντάπασιν ότι υπάρχει προσωρινή κυβέρνησις τής Ελλάδος, διά τούτο δέν ημπορεί νά αναγνωρίση τοιούτον απεσταλμένον. Ευδοκεί λοιπόν νά διαδηλώση ότι ουδεμίαν θέλει νά έχη ανταπόκρισιν μετά κατ' όνομα δυνάμεως, ήν δέν γνωρίζει καί ότι η απόφασίς της είναι εν συνόωει η ακόλουθος: Π λοίον λεγομένον ελληνικόν υπό σημαίαν μή αναγνωριζομένην καί ουδαμού δεκτήν αποκλείεται τών Ιονίων λιμένων...» Ανδρέας Μιαούλης (1769 - 1835) O Ανδρέας Μιαούλης γεννήθηκε στήν ΎΎδρα στίς 20 Μαΐου 1769 καί ήταν γιός τού Δημητρίου Βώκου. Ο πατέρας του ήταν καπετάνιος καί έφερε καταγωγή από τά Φύλλα Ευβοίας. Ο πατέρας τού καπετάν Βώκου, είχε σκοτώσει τόν Γκεζαΐρ Πασά πού είχε ατιμάσει τήν αδελφή του καί αναγκάστηκε νά εγκαταλείψει τήν ιδιαίτερη πατρίδα του καί νά κρυφτεί πρώτα στό ερημονήσι Δοκό καί ύστερα στήν ΎΎδρα. Ο Ανδρέας Μιαούλης από μικρός ασχολήθηκε μέ τή θάλασσα καί σέ ηλικία μόλις 16 ετών έγινε κυβερνήτης τού οικογενειακού πλοίου. Κατά τή διάρκεια τών ναπολεόντειων πολέμων διέσπασε αρκετές φορές τόν αγγλικό αποκλεισμό, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, όπως άλλωστε πολλοί Υδραίοι καί Σπετσιώτες τής εποχής. Τό πρώτο του πλοίο, πού είχε αγόρασει από έναν Οθωμανό τής Χίου, ήταν ένα μπρίκι πού λεγόταν "Μιαούλ" καί από εκεί πήρε τό προσωνύμιο Μιαούλης. Στή συνέχεια ναυπήγησε ένα μεγάλο πλοίο χωρητικότητας 500 τόνων τό οποίο τό εφοδίασε μέ 22 κανόνια γιά νά αντιμετωπίζει τούς Αλγερινούς πειρατές πού αποτελούσαν μάστιγα γιά τό εμπόριο τής Μεσογείου. Σέ ένα ταξίδι του στό Cadiz (Κάδιξ) συνελήφθη από τόν 'Αγγλο ναύαρχο Νέλσωνα μέ τήν κατηγορία τής διασπάσεως τού αποκλεισμού πού είχαν επιβάλλει οι 'Αγγλοι στά ισπανικά λιμάνια. Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς οι Βρετανοί κρέμαγαν από τά κατάρτια όσους αψηφούσαν τίς διαταγές τους. Μεταξύ τού Νέλσωνος καί τού Μιαούλη ακολούθησε ο κάτωθι διάλογος: "-Είσαι Γραικός; -Μάλιστα ναύαρχε! -Τό ξέρεις πώς σ' αυτά τά μέρη εφαρμόζω αποκλεισμό; -Τό γνωρίζω πολύ καλά κύριε ναύαρχε! -Καί τότε γιατί τόν παραβιάζεις; -Γιά τό κέρδος μου ναύαρχε! -Αν ήσουν στή θέση μου καί γώ στή δική σου, τί θά έκανες; -Θά σέ κρεμούσα ναύαρχέ μου!"
606
Ο Νέλσων χάρισε τή ζωή στόν Μιαούλη καί εκείνος συνέχισε τήν εμπορική του δραστηριότητα ταξιδεύοντας στά λιμάνια τής Μεσογείου. Σέ ένα ταξείδι στό Γιβραλτάρ προσέκρουσε σέ ύφαλο καί βούλιαξε χάνοντας τό καράβι του. Απτόητος εκείνος ναυπήγησε στήν Γένοβα νέο πλοίο, χωρητικότητας 400 τόνων καί αξίας 160.000 πιάστρων. Η περιπετειώδης νεανική του ζωή περιείχε σύλληψη από πειρατές, ναυμαχίες μέ αλγερινά καί γαλλικά πλοία καί άστατη ζωή μέ υπερβολικό κάπνισμα καί μεγάλη κατανάλωση ποτών. ΌΌταν όμως αρρώστησε σοβαρά κατέφυγε σέ έναν γιατρό γιά θεραπεία καί εκείνος τού συνέστησε νά κόψει καί τό ποτό καί τό κάπνισμα. Ο Μιαούλης ακολούθησε τή συμβουλή του καί από τότε δέν ξανακούμπησε ούτε τσιγάρο ούτε ποτήρι μέ κρασί. Πρωταγωνίστησε στήν εμφύλια διαμάχη πού είχε ξεσπάσει τό 1807 στήν ΎΎδρα ανάμεσα στούς ρωσόφιλους καί στούς τουρκόφιλους. Αιτία ήταν η πρόσκληση τών Ρώσων στούς Υδραίους νά επαναστατήσουν κατά τών Τούρκων. Οι Κουντουριώτηδες ανήκαν στήν ρωσόφιλη μερίδα καί έκαναν κινήσεις γιά εξέγερση κατά τών Τούρκων, αλλά ο Μιαούλης μέ τόν Γεώργιο Βούλγαρη αντέδρασαν, ανέλαβαν τήν εξουσία καί δήλωσαν πίστη στόν σουλτάνο. Ο Μιαούλης ήταν εξίσου διστακτικός καί γιά τήν επανάσταση τού 1821 καί ήταν ο Αντώνης Οικονόμου εκείνος πού ουσιαστικά έσυρε τούς νοικοκυραίους τής ΎΎδρας στόν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα καί μαζί μέ αυτούς καί τόν Μιαούλη. «Εις τήν νήσον λοιπόν αυτήν κατέφυγε μεταναστεύσασα εκ τών Φύλλων τής Ευβοίας η οικογένεια τών Βωκέων κατά τό 1668. Εκ τής οικογένειας αυτής ο Δημητράκης Βώκος ενυμφεύθη εν ΎΎδρα τρείς γυναίκες. Μέ τήν πρώτην εγέννησε τόν Γεώργιον, μέ τήν δευτέραν τόν Αντώνιον καί μιάν θυγατέρα, καί μέ τήν τρίτην, χήραν αυτήν σύζυγον πρίν τού Ανδρέα Βόχη, εγέννησε τόν Αθανάσιον, τόν Ανδρέαν, τόν Θεοφάνην, τόν Νικόλαον καί τήν Διαμάντω. Ο Ανδρέας γεννηθείς τήν 20ην Μαΐου 1769, ενωρίς ηκολούθησε τό επικίνδυνον στάδιον τών πατέρων του. Ελκυόμενος από τήν θάλασσαν, η οποία περιέβαλε πανταχόθεν τήν πατρίδα του, εισήλθε δεκαετής μόλις εις τόν λατινάδικον πλοίον τού θείου του Γεώργιου Στύπα. Αργότερον, όταν η ληστοπειρατεία διά τού Γουλιέλμου Λορέντζου (Μαλτέζος πλοίαρχος) καί τού Ανδρούτσου (πατέρας τού Οδυσσέα) εμάστιζε τήν Μεσόγειον, ο Μιχαήλ Χατζημιχάλης, αρπάσας τό πλοίον τού πατρός του εσυνεταιρίσθη μετά τών πειρατών αυτών καί παραλαβών καί τόν τολμηρόν έφηβον παρέπλευσε τά παράλια τής Αιγύπτου ως πειρατής καί εξώθησεν μάλιστα τήν τόλμην των ν' ανάβουν μέχρι τού Καΐρου. Ο πατήρ του, εκπληττόμενος από τήν τόλμην τού νεανίου αυτού, τόν οποίον δέν εφόβιζε τίποτε, τόν ονόμαζε Λάμπρον, εκ τού ονόματος τού
607
Λάμπρου Κατσώνη, τού εκ Λεβαδείας, τού οποίου τό όνομα μετέφερε τότε μέ φρίκην εις τά πτερά της η φήμη. Επιστρέψας εις τήν ΎΎδραν ο Ανδρέας ανεχώρησεν εις Χίον, όπου διαφωνήσας μέ τόν αδελφόν του, εκράτησε τά χρήματα τού πατρικού πλοίου καί αγοράσας δι' αυτόν ένα πλοίον ονομαζόμενον "Μιαούλ" (εξ ού καί έλαβε τό όνομα Μιαούλης) επέστρεψεν εις τήν ΎΎδραν καί εφόρτωσεν αραβόσιτον διά τήν Βενετίαν. Αντί όμως νά μεταβεί εις τόν λιμέναν τούτον, επώλησε τό φορτίον καί εκράτησε τά εις τόν πατέραν του ανήκοντα χρήματα, διά τών οποίων κατεσκεύασεν ιδικόν του πλοίον μέ τό οποίον εργασθείς επί οκτώ έτη εσχημάτισεν αρκετήν περιουσίαν ώστε επέστρεψεν εις τόν πατέραν του τά ποσά τά οποία τού κατεκράτησε. Αλλά καί τό νέον του πλοίον δέν τόν ικανοποιεί. Εντός ολίγου καί πνεύμα άπληστον καί ανήσυχον ως ήτο έσπευσε νά αγοράση άλλο εις Βενετίαν χωρητικότητος δεκαοκτώ χιλιάδων κοιλών (1 κοιλό ισούται μέ 24 οκάδες), μέ τό οποίον παρεβίασε τήν πολιορκίαν τών ισπανικών παραλίων υπό τού αγγλικού στόλου κατά τό 1802. Καί κατόρθωσε μέν νά εισέλθη εις τόν λιμένα τών Γαδείρων (Κάδιξ) καί νά πωλήση τό φορτίον του, εξερχόμενος όμως συνέλήφθη υπό τών Αγγλων καί οδηγήθη πρό τού ναυάρχου Νέλσωνος. Ο 'Αγγλος ναύαρχος διέταξε νά τιμωρηθή ο τολμηρός ναυτικός μέ τήν ποινήν τήν επιβαλλομένην εις τοιαύτας περιστάσεις. Θαυμάσας όμως τό θάρρος καί τήν παρρησίαν τών απαντήσεών του τού εχάρισε τήν ποινήν καί τόν απέλυσεν. ΉΉτο δέ τό υδραϊκόν πλοίον τού Μιαούλη, τό πρώτον ελληνικόν τό οποίον έπλευσεν εις ισπανικά παράλια.» Γεώργιος Τσοκόπουλος - Ανδρέας Μιαούλης, Αθήνα, 1904 Στόν πρώτο χρόνο τής επανάστασης αρχηγός τού υδραϊκού στόλου είχε αναλάβει ο Γιακουμάκης (Ιάκωβος) Τομπάζης (1782 - 1829), ο οποίος ήταν καί συμπέθερος τού Μιαούλη. Ο Τομπάζης όμως δέν διέθετε ηγετικές ικανότητες, απαραίτητες τόσο γιά τή διεξαγωγή τού δυσχερέστατου καί άνισου ναυτικού αγώνα όσο καί γιά τή χαλιναγώγηση τών συχνά ανυπότακτων πληρωμάτων. Αυτός πού έπεισε τόν Μιαούλη νά συμμετάσχει στόν αγώνα ήταν ο συνομίληκός του Λάζαρος Κουντουριώτης (1769 - 1852), ο πιό επίσημος πρόκριτος τής ΎΎδρας καί από τίς πιό σεβάσμιες προσωπικότητες τής ελληνικής επανάστασης. Ο λόγος του είχε πάντοτε βαρύτητα καί όλοι οι Υδραίοι τόν σέβονταν. ΈΈκτοτε ο Μιαούλης διέθεσε γιά τόν αγώνα τρία πλοία, τά μπρίκια "Κίμων" 232 τόνων, "Αρης" 428 τόνων καί "Ηρακλής" 332 τόνων, καί παρά τίς επιφυλάξεις πού είχε μέχρι τότε, ανέλαβε μέ εξαιρετική συνέπεια καί υπευθυνότητα τά καθήκοντα πού τού εμπιστεύθηκε η πατρίδα. Από τή στιγμή πού ο Μιαούλης εισήλθε στήν επανάσταση, η βιογραφία του ταυτίστηκε μέ τήν ιστορία τού θαλάσσιου αγώνα από τό
608
1821 μέχρι τό 1827. Δέν έχασε ούτε μία απλή επιχείρηση, ενώ σύμφωνα μέ τόν πρώτο βιογράφο του Αντώνιο Σαχίνη, είναι δύσκολο νά περιγράψει κανείς όλες τίς ναυμαχίες στίς οποίες παραβρέθηκε καί όλες τίς πράξεις του, γιατί είναι σάν νά περιγράφει ολόκληρη τήν ιστορία τών ελληνικών ναυμαχιών. «Κατά τό 1811 ο Ανδρέας Μιαούλης έχων φορτίον σίτου καί διευθυνόμενος εις Λιβόρνον, απήντησε κατά τά παράλια τού παπικού κράτους καταδρομικόν γαλλικόν βρίκιον, μεθ' ού εναυμάχησε δι' όλης τής ημέρας. Τό γαλλικόν πλοίον απεπειράτο νά κυριεύση τό πλοίον τού Μιαούλη εκ τής πρύμνης. Τότε ο Μιαούλης επί τού καταστρώματος ιστάμενος ξιφήρης καί ενθαρρύνων τό πλήρωμα απέκρουε τό γαλλικόν καταδρομικόν διά δύω πυροβόλων τών θυρίδων τής πρύμνης καί τής νυκτός επελθούσης εσώθη ο Μιαούλης, τό δέ καταδρομικόν δέν εφάνη πού τήν πρωΐαν τής επιούσης. Ο Μιαούλης εταξείδευσε μέχρι τού 1816, ότε αποσυρθείς τού ναυτικού επαγγέλματος, διέμενεν εν ΎΎδρα μετερχόμενος εμπόριον αποικιακών ειδών. Ενυμφεύθη τήν θυγατέρα τού ιερέως Ιωάννου Μπίκου Ειρήνην καλουμένην, εγέννησε δέ τά εξής τέκνα: τόν Δημήτριον, Αντώνιον, Ιωάννην, Εμμανουήλ, Αθανάσιον, Νικόλαον καί τήν Μαρίαν σύζυγον τού Γκίκα Θεοδώρου καί κατόπιν τού Λαζάρου Πινότση. 'Αμα τή ενάρξη τού κατά θάλατταν αγώνος επιβάς επί τού πλοίου τού Θεμιστοκλέους καλουμένου καί λαμπρώς ωπλισμένου, διορισθείς δέ μοίραρχος αμέσως διεκρίθη ο πρώτος τών θαλασσομάχων εν τή παρά τάς Πάτρας συγκροτηθείσης κρατερώ ναυμαχίας, διό μετά τήν παραίτησιν τού κατά πρώτον αναγορευθέντος ναυάρχου Ιακώβου Τομπάζη ανηγορεύθη ο Μιαούλης κοινή ψήφω ναύαρχος τού ελληνικού στόλου. Εις τήν δευτέραν εκστρατείαν ετοιμασθείς ο ελληνικός στόλος, διηρέθη εις δύο μοίρας, ών η μέν εκ 50 πλοίων υπό τόν Ιάκωβον Τομπάζην εξέπλευσε πρός τόν Ελλήσποντον εις ματαίωσιν κατά τό δυνατόν τών σχεδίων τού εν Κωνσταντινουπόλει ετοίμου πρός έκπλουν τουρκικού στόλου, η δέ ετέρα υπό τόν Ανδρέαν Μιούλην, διηυθύνθη πρός τάς κατά τήν Πελοπόννησον θάλασσας, τόν Κορινθιακόν κόλπον καί τό Ιόνιο πέλαγος πρός τε καταδίωξιν τής εις Μούρτον μοίρας τού τουρκικού στόλου καί χάριν συνδρομής τών πολιορκιών κατά τάς ευχάς καί αιτήσεις τών Πελοποννησίων. Ο Μιαούλης μετά τών υπ' αυτόν πλοίων τή 2α Μαΐου τού 1821 διήλθεν αφόβως καί αβλαβώς τόν μεταξύ Ρίου καί Αντιρρίου πορθμόν καί εισελθών ηγκυροβόλησε πλησίον τού φρουρίου καί τών τουρκικών πλοίων, έστησε δέ καί επί τής ξηράς πυροβόλα. ΈΈνεκα τής τόλμης ταύτης τών ελληνικών πλοίων, ου μόνον οι τού τουρκικού στόλου, αλλά καί οι εν τοίς φρουρίοις καί αυτός ο Ιουσούφ πασάς κατεπτοήθησαν καί εκ τού
609
τρόμου εδήλωσεν εις τούς εν Πάτραις προξένους τών ξένων Δυνάμεων, ότι δέν εγγυάται περί τής ασφαλείας αυτών.» Βιογραφία ναυάρχου Ανδρέου Μιαούλη υπό Αντωνίου Ν. Σαχίνη, 1882 Ολοκαύτωμα τής Σαμοθράκης Τά νησιά τού Αρχιπελάγους, όπως λεγόταν τό Αιγαίο πέλαγος παλαιότερα, είχαν υποστεί κατά τήν διάρκεια τής τουρκοκρατίας άπειρες καταστροφές καί δηώσεις τόσο από τούς Τούρκους κατακτητές όσο καί από τούς μουσουλμάνους πειρατές, πού μάστιζαν τά νερά τής Μεσογείου. Η χειρότερη περίοδος ήταν αυτή τού 16ου αιώνα επί βασιλείας τού Σουλεϊμάν τού Μεγαλοπρεπούς, όταν ο έμπιστός του ναύαρχος καί πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κυριαρχούσε στήν Μεσόγειο καί αφάνιζε τά ελληνικά νησιά καί τά παράλια. Καί μόνο στό άκουσμα τής εμφάνισής του, ο λαός τό έβαζε στά πόδια. Τά χωριά γίνονταν καμένη γή καί οι νησιώτες γιά νά σωθούν αποσύρονταν στήν ενδοχώρα, όπου είχαν κατασκευάσει πύργους γιά νά προστατεύσουν τίς περιουσίες καί τίς οικογένειές τους. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν ΈΈλληνας εξομώτης (κάτι σάν τούς ιδιοκτήτες τών ελληνικών καναλιών τής τηλεόρασης), ο οποίος είχε μπεί στήν υπηρεσία τού Σουλεϊμάν καί είχε λεηλατήσει περίπου 80 παραθαλάσσιες πόλεις καί χωριά, είχε κατασφάξει τόν ανδρικό πληθυσμό καί είχε αρπάξει γιά τά σκλαβοπάζαρα τής Ανατολής δεκάδες χιλιάδες γυναίκες καί παιδιά. Τό 1537, τά νησιά Αίγινα, Σέριφος, ΊΊος, Αστυπάλαια, Αμοργός, Πάρος, Νάξος, Μύκονος καί 'Ανδρος πού βρίσκονταν υπό φράγκικη διοίκηση κατελήφθησαν από τόν μουσουλμάνο πειρατή, καί ερημώθηκαν τελείως από τούς κατοίκους τους. O πόνος τών νησιωτών καταγράφηκε στά δημοτικά τραγούδια καί σέ ένα από αυτά, η Παναγία η Καταπολιανή θρηνεί τήν καταστροφή τής Πάρου. "ΌΌλα τά Δωδεκάνησα στέκουν αναπαμένα κ' η Πάρος η βαριόμοιρη στέκετ' αποκλεισμένη κ' όσοι τήν ξεύρουν κλέουν την κι' όλοι τήν ελυπούντε καί σάν τήν κλαίη η Δέσποινα κανείς δέν τήνε κλαίγει" Ενδεικτικό τής συμπεριφοράς τού μουσουλμάνου πειρατή ήταν αυτό πού συνέβη στήν ιταλική πόλη Ταλαμόνε, όταν ο Μπαρμπαρόσα ξέθαψε από τόν τάφο του τόν Ιταλό κουρσάρο Bartolomeo Peretti, ο
610
οποίος είχε πεθάνει πρόσφατα, τόν ξεκοίλιασε τελετουργικά, τόν κομμάτιασε καί τά κομμάτια του τά έδωσε τροφή στά σκυλιά μαζί μέ τίς σωρούς τών αξιωματούχων του μπροστά στά έντρομα μάτια τών κατοίκων τής πόλης. Αλλά καί στό νησί Λίπερι τό 1544 πήρε όλα τά παιδιά σκλάβους γιά τίς γαλέρες του ενώ τούς άντρες τούς έκοψε ζωντανούς στά δύο. "ΉΉλιε πού βγαίνεις τό ταχύ, σ' ούλον τόν κόσμον δούδεις, σ' ούλον τόν κόσμο ανάτειλε, σ' ούλη τήν οικουμένη στώ Μπαρμπαρέσω τίς αυλές, ήλιε μήν ανατείλεις. Κι άν ανατείλεις, ήλιε μου, νά γοργοβασιλέψεις, γιατί έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονιάρους καί θά γραθούν οι γιαχτίδες σου πο τώ σκλαβώ τά δάκρυα." (Σήμερα (2012) ένα ελληνικό(;) κανάλι τηλεόρασης, εξυμνεί τόν σφαγέα τού ελληνισμού Σουλεϊμάν τόν Μεγαλοπρεπή προβάλλοντας τήν ομώνυμη τουρκική σειρά. Αφού η καλοπληρωμένη καί καλοντυμένη δημοσιογράφος κάνει κήρυγμα κατά κόμματος τού ελληνικού κοινοβουλίου, τό οποίο τό εμφανίζει ως αντιδημοκρατικό καί βίαιο, στή συνέχεια μάς προτείνει νά παρακολουθήσουμε τό τουρκικό σήριαλ. Ωϊμέ, ωϊμέ πώς κατήντησε η πατρίδα μας! ) Η κακοδαιμονία τών νησιών συνεχίστηκε καί στούς υπόλοιπους αιώνες, καθώς Βενετοί, Φράγκοι καί Τούρκοι εναλλάσονταν στήν κυριαρχία τού Αιγαίου πελάγους μέ τελικό νικητή τούς τελευταίους. Η τουρκική αρμάδα έκανε τήν εμφάνισή της μία φορά τόν χρόνο γιά νά εισπράξει τό χαράτσι, ενώ οι Αλγερινοί πειρατές επισκέπτονταν συχνά τούς απροστάτευτους κατοίκους. Ο Γάλλος περιηγητής Paul Lucas, στό έργο του "Voyage du Sieur paul Lucas, fait par ordre du Roi dans la Grece", περιέγραψε τήν κατάσταση στήν ΊΊμβρο όπου οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τά παράλια καί ζούσαν σέ πύργους στό εσωτερικό τής νήσου. Οι πόρτες τών σπιτιών ήταν ψηλότερα από τό έδαφος καί ανέβαιναν μέ ξύλινες σκάλες, τίς οποίες τίς αφαιρούσαν κατά τή διάρκεια τής νύχτας. Αποκορύφωμα τών καταστροφών στό Αιγαίο ήταν η σφαγή (ρεπούσιος συνωστισμός!) τής Χίου πού έγινε τό 1822 καί η οποία έγινε παγκοσμίως γνωστή χάρις στόν Γάλλο ζωγράφο Eugene Delacroix. ΈΈνα άλλο ολοκαύτωμα σέ αιγαιοπελαγίτικο νησί, άγνωστο στόν
611
μέσο ΈΈλληνα, είναι η σφαγή τής Σαμοθράκης η οποία έγινε τόν Σεπτέμβριο τού 1821. Οι κάτοικοι τής Σαμοθράκης μέ επικεφαλής τους τόν μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιο, ξεσηκώθηκαν καί φυλάκισαν τούς άντρες τής τουρκικής φρουράς. Η Υψηλή Πύλη διέταξε αμέσως τίς στρατιωτικές δυνάμεις της νά καταστείλουν τήν εξέγερση. Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στίς Μακρυλιές τήν 1η Σεπτεμβρίου 1821 (πρωτοσταυρινιά σύμφωνα μέ τούς ντόπιους) καί κατευθύνθηκαν πρός τήν πρωτεύουσα τού νησιού τή Χώρα. Οι εξεγερμένοι κάτοικοι αμάθητοι στόν πόλεμο δέν κατόρθωσαν νά απωθήσουν τούς Τούρκους τού καπιτάν Καρά Αλή, οι οποίοι εισέβαλαν στή Χώρα καί κατέσφαξαν τούς κατοίκους της. Αμέσως μετά έβγαλαν κήρυκες καί διαβεβαίωσαν ότι πλέον μετά τήν καταστολή της στάσης, δέν κινδύνευε κανένας. ΈΈτσι άρχισαν νά επανέρχονται στά σπίτια τους οι φυγάδες. Ο Καρά Αλή όμως συνέλαβε όσους επανήλθαν καί τούς καρατόμησε στή θέση Εφκάς. Τ ά γυναικόπαιδα πουλήθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τής Κωνσταντινούπολης, τής Αλεξάνδρειας καί τής Σμύρνης, αλλά ευτυχώς πολλά από αυτά εξαγοράσθηκαν από πλούσιους φιλέλληνες καί ιδιαίτερα από τόν Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο. Οι δούλοι Σαμοθρακίτες εξισλαμίσθηκαν διά τής βίας. Πέντε από τούς επιζήσαντες επέστρεψαν στήν αρχική τους θρησκεία καί γιά τόν λόγο αυτό βασανίστηκαν καί θανατώθηκαν στήν απέναντι θρακική ακτή καί αποτελούν πλέον γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία μας νεομάρτυρες καί τιμάται η μνήμη τους τήν Κυριακή τού Θωμά. "Σήμερα είναι Τρίτη καί πρωτοσταυρινιά όπου μάς εχαλάσαν οι Τούρκοι τά σκυλιά. ΈΈπαιρναν τά κεφάλια κι' άφηναν τά κορμιά Γέμισαν τά σοκάκια καί όλα τά στενά" Τό νησί πού μετρούσε 10.000 κατοίκους έμεινε ακατοίκητο γιά έξι χρόνια καί αποτελεί ένα ακόμα ολοκαύτωμα από τά αμέτρητα πού διεπράχθησαν στά νησιά μας κατά τήν διάρκεια τού οθωμανικού πολυπολιτισμού καί τής συνύπαρξης τών Χριστιανών μέ τούς μουσουλμάνους. Σφαγή τής Χίου (30 Μαρτίου 1822) Ο 19ος αιώνας, βρήκε τή Χίο σέ μεγάλη οικονομική καί πνευματική ακμή. Η πρωτεύουσα τού νησιού είχε 30.000 κατοίκους καί διέθετε μεταξύ άλλων νοσοκομείο, λεπροκομείο, βιβλιοθήκη, τυπογραφείο καί μεγαλοπρεπές γυμνάσιο στό οποίο φοιτούσαν νέοι από πολλά μέρη τής Ελλάδος υπό τούς κατά καιρούς διδασκάλους Αδαμάντιο Ρώσιο,
612
Αθανάσιο Πάριο, Δωρόθεο Πρώϊο, Κωνσταντίνο Βαρδάλαχο, Ιωάννη Τσελεπή καί Νεόφυτο Βάμβα. Η Χίος κατά τήν εποχή εκείνη, μαζί μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Σμύρνη αποτελούσαν τούς φάρους τού ελληνικού πνεύματος μέσα στά όρια τής οθωμανικής επικράτειας. Τό νησί είχε αρκετά μοναστήρια καί πολλές εκκλησίες διασκορπισμένες στά 66 χωριά του, από τά οποία τά 24 τού νότιου μέρους ονομάζονταν Μαστιχοχώρια, λόγω τής μοναδικής στόν κόσμο παραγωγής μαστίχας. Η ευημερία οφειλόταν κατά κύριο λόγο στό εμπόριο. Οι Χιώτες έμποροι κοσμοπολίτες είχαν ανοίξει εμπορικούς οίκους σέ όλα τά μεγάλα λιμάνια τής Ευρώπης από τή Μασσαλία μέχρι τό 'Αμστερνταμ, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Οι κάτοικοι τού νησιού ήταν περίπου 120.000, μεταξύ τών οποίων 2.000 Τούρκοι, λίγοι Εβραίοι καί 2.000 καθολικοί, κατάλοιπο τής γενουατικής κυριαρχίας. Η Χίος βρισκόταν υπό τήν προστασία τής αδελφής τού σουλτάνου καί είχε σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, τίς οποίες είχαν εκμεταλλευτεί οι κάτοικοί της πού είχαν μετατρέψει τό νησί τους στό πλουσιότερο νησί τού Αιγαίου καί γι' αυτό η Χίος ονομαζόταν λιπαρωτάτη, δηλαδή πλουσιωτάτη. Στήν πρωτεύουσα είχε τήν έδρα του ο μουτεσελίμης καί ο καδής, αλλά διορίζονταν από τήν Κωνσταντινούπολη μόνο γιά τούς τύπους. Πραγματικοί κυβερνήτες καί δικαστές ήταν οι πέντε δημογέροντες πού εκλέγονταν μία φορά τό χρόνο καί διοικούσαν τήν κοινότητα σύμφωνα μέ τά βυζαντινά ήθη καί έθιμα. Τόν προηγούμενο χρόνο η υδραίικη μοίρα πού είχε καταπλεύσει στού "Πασά τή βρύση" γιά νά ξεσηκώσει τή Χίο, είχε γυρίσει πίσω άπρακτη. Οι Χιώτες, παρά τόν πλούτο τους δέν είχαν φροντίσει ουδέποτε νά οπλίσουν πολεμικά καράβια, ούτε νά συγκεντρώσουν όπλα γιά νά συμμετάσχουν στήν επανάσταση. ΉΉταν απειροπόλεμοι καί η μόνη τους φροντίδα ήταν η γεωργία, τό εμπόριο καί η εκπαίδευση. Δέν τολμούσαν νά προκαλέσουν τούς Τούρκους, καθώς οι μουσουλμάνοι καραδοκούσαν στά απέναντι παράλια τής Ιωνίας καί στήν πρώτη αφορμή ήταν έτοιμοι νά εφορμήσουν καί νά λεηλατήσουν τό πλούσιο νησί. Ο Δημήτριος Υψηλάντης γνώριζε τίς αδυναμίες αυτές καί δέν προώθησε κάποιο επαναστατικό σχέδιο γιά τήν Χίο, αφού γιά νά ξεσηκωθεί η Χίος θά έπρεπε νά υπάρχει στήριξη ολόκληρου τού ελληνικού στόλου καί αποστολή εμπειροπόλεμων στρατευμάτων από τήν Στερεά Ελλάδα. Τό ατόπημα τό έκανε ο αρχηγός τής επανάστασης στη Σάμο Λυκούργος Λογοθέτης καί ο Χιώτης Μπουρνιάς, οι οποίοι εντελώς πρόχειρα καί ασυντόνιστα άναψαν τή φωτιά στό νησί, έχοντας τή συγκατάθεση μόνο ένος μικρού αριθμού φτωχών κυρίως κατοίκων τής Χίου. Οι Τούρκοι τής Χίου είχαν ήδη φυλακίσει στό φρούριο τόν
613
μητροπολίτη Πλάτωνα καί μερικούς προκρίτους τής πόλης, ενώ είχαν στείλει στήν Κωνσταντινούπολη τούς Θεόδωρο Ράλλη, Μικέ Σκυλίτζη καί Παντελή Ροδοκανάκη ως ομήρους, τούς οποίους ο σουλτάνος έριξε αμέσως στά μπουντρούμια τού Γεντί Κουλέ. Γιά τίς απαίσιες συνθήκες πού έζησαν στή φυλακή τής Χίου, αφηγείται ο Ανδρέας Μάμουκας σέ βιβλίο του. Οι φυλακισμένοι ήταν συνωστισμένοι σέ ένα πολύ μικρό κελλί, στά υπόγεια τού κάστρου, όπου έτρωγαν σκουληκιασμένο παξιμάδι καί έπιναν λίγα δράμια βρώμικο νερό, ενώ έκαναν τήν ανάγκη τους εκεί πού κοιμόντουσαν. Στά μπουντρούμια επικρατούσε αφόρητη μπόχα, υγρασία, κρύο καί οι έγκλειστοι παρέμεναν ακίνητοι καθόλη τή διάρκεια τής ημέρας καί τής νύκτας. Τόν Ιανουάριο τού 1822 έφθασαν στό νησί χίλιοι οπλοφόροι Τούρκοι, οι οποίοι αμέσως άρχισαν νά αρπάζουν καί νά σκοτώνουν τούς ανυπεράσπιστους χωρικούς γιά νά ακολουθήσει ο Βαχήτ πασάς τόν οποίον ο Τρικούπης στήν ιστορία του αποκαλεί πασά μέ καρδιά θηρίου. Ο εν λόγω πασάς αγγάρευε καθημερινά τόν χριστιανικό λαό γιά τήν επισκευή τού φρουρίου καί ανάγκαζε τίς αρχές τού τόπου νά διατρέφουν τόν φανατισμένο όχλο του μέ σημαντικά χρηματικά ποσά. «Ως δ' άπαντες οι ΈΈλληνες, ούτω καί οι Χίοι εφλέγοντο υπό τού πόθου τού νά ελευθερώσωσι τήν πατρίδα των Χίον από τόν ζυγόν τής δουλείας. ΌΌθεν τινές εξ αυτών καί πρό πάντων ο Αντώνιος Μπουρνιάς, συνεννοηθέντες μετά τού Σαμίου Λυκούργου Λογοθέτου, συνέλαβον τήν ιδέαν νά εκστρατεύσωσι μυστικώς κατά τής Χίου καί ορμώντες εξ απροόπτου, νά κυριεύσωσι τό φρούριον καί νά επαναστατήσωσι καί όλους τούς κατοίκους τής Χίου. Οι δύο ούτοι αρχηγοί, συνάξαντες περί τάς τρείς χιλιάδας οπλοφόρους Σαμίους καί λοιπούς, απέβησαν επί τής Χίου τήν νύκτα τής 11ης Μαρτίου 1822 διά τινων Σαμιακών πλοιαρίων καί μιάς σπετσιώτικης γολέττας τού Αναστάσιου Ανδρούτσου. Θεωρούντες όμως οι αρχηγοί τής εκστρατείας ταύτης, ότι ίνα εμποδίσωσι τήν επί τής Χίου μετάβασιν εχθρικών στρατευμάτων εκ τών απέναντι αυτής οθωμανικών παραλίων τής Μικράς Ασίας, είχον ανάγκην μεγαλητέρας τινός ναυτικής δυνάμεως, εζήτησαν παρά τών ψαριανών έξ πλοία πολεμικά. Ούτως επιπεσόντες αίφνης οι ΈΈλληνες κατά τών διεσπαρμένων Οθωμανών καί άλλους μέν φονεύσαντες, άλλους δ' αιχμαλωτίσαντες, έγιναν κύριοι τής πόλεως τής Χίου καί επολιόρκησαν εντός τού φρουρίου τούς λοιπούς Τούρκους τρομάξαντας καί νομίσαντας τόν αριθμόν τών Ελλήνων πολύ ανώτερον τού πραγματικού. Επανέστησαν τότε καί οι λοιποί Χίοι καί εκήρυξαν τήν ελευθερίαν καί τής νήσου των, γράψαντες πρός τούς Σπετσιώτας τήν εξής επιστολήν:
614
"Ζήτω η Ελευθερία. Αδελφοί Σπετσιώται χαίρετε Πολλά καί άφευκτα περιστατικά εμπόδιζαν ήδη έν έτος τήν πατρίδα μας από τού νά λάβη τά όπλα κατά τής τυραννίας καί νά ακολουθήση τό παράδειγμά σας καί εκείνο τών άλλων τής λοιπής Ελλάδος. Τούτο δέν προήρχετο από έλλειψιν πατριωτισμού, επειδή η φιλογένειά μας αρκετά απεδείχθη καί εμπράκτως μέ τήν σύστασιν τών σχολείων μας, τής βιβλιοθήκης μας, τής τυπογραφείας μας καί τών πολυδαπάνων καί παντοδαπών πειραμάτων, άτινα αφορούσιν καί απέβλεπον πρός τόν γενικόν φωτισμόν τού Γένους μας, ίνα μέ τού φωτισμού τό μέσον απολαύση τήν ποθητήν του ελευθερίαν. Δέν προήρχετο, λέγομεν από έλλειψιν φιλελευθερίας καί φιλογενείας, εζητούσαμεν όμως νά μάς παρουσιασθή εις τούτο αρμόδιος ευκαιρία, διά νά μή χάσωμεν έν μέγα πλήθος αδελφών, συγγενών καί συμπατριωτών μας, οίτινες ήσαν καί είναι ακόμη μέρος διεσπαρμένον εις τούς τουρκικούς τόπους. Η αδυναμία πρός τούτοις ημών, ευρισκομένων μεταξύ τών αιμοβόρων λύκων Οθωμανών, γένους μέ βασίλειον καί μέ όλα τά αναγκαία μέσα, καί ημείς απρομήθευτοι από όλα, μάς εμπόδιζαν τήν προθυμίαν. Η Θεία Πρόνοια τέλος πάντων ηυδόκησε καί ένευσεν εις τήν καρδίαν μερικών συμπατριωτών μας, καί συνενωθέντες μετά τών γειτόνων μας Σαμίων, ήλθον ενταύθα καί εξεβαρκαρίσθησαν έως τρείς χιλιάδες ομογενείς κατά τήν 11ην τού τρέχοντος καί έκαμε τούς άλλους τόσους ευρισκομένους εδώ Αγαρηνούς νά κλεισθώσιν εις τό κάστρον, τό οποίον ευρίσκεται καλά αρματωμένον από πολεμικά εφόδια καί φαγώσιμα. Ηρχίσαμεν όμως τήν πολιορκίαν του μέ όλον οπού καί περί τούτου ετοιμασίαι μάς έλειπον, εγράψαμεν δέ τών γειτόνων μας συναδέλφων Ψαριανών καί ευθύς μάς εσύντρεξαν μέ τήν βοήθειάν των, στέλλοντές μας έξ καράβια των καί μερικά μπαρούτια. Εκρίναμεν λοιπόν εύλογον νά ειδοποιήσωμεν ταύτην μας τήν ανάγκην καί πρός υμάς, βέβαιοι όντες ότι θέλετε μάς συντρέξει μέ τήν χαρακτηριστικήν σας γενναιότητα καί νά συμμαχήσετε μεθ' ημών κατά τής βαρβαρικής τυραννίδος, κατά τών κοινών ημών εχθρών καί τής θρησκείας ημών. Η Πατρίς ομοφώνως εκήρυξεν Ελευθερίαν ή Θάνατον.» Ναυτικά Ορλάνδος Αναστάσιος - 1869 Στίς 11 Μαρτίου 1822, ο Λυκούργος Λογοθέτης, συνοδευόμενος από 2.500 Σαμιώτες αποβιβάστηκε στή Χίο μαζί μέ τόν Μπουρνιά. Ο Λογοθέτης δέν είχε ούτε τήν συγκατάθεση τού Εκτελεστικού αλλά ούτε είχε ζητήσει προηγουμένως τήν σύμπραξη τού ελληνικού στόλου. Μόνο μερικά ψαριανά μπρίκια περιπολούσαν τό νησί αποκόπτοντας τήν επικοινωνία τών ντόπιων Τούρκων μέ τήν απέναντι Κρήνη (Τσεσμέ). Η απόβαση τού Λογοθέτη έγινε ταυτόχρονα στόν κόλπο τής Αγίας Ελένης
615
καί στήν Αγκάλη. Αρκετοί φτωχοί Χιώτες από τά γύρω χωριά έσπευσαν νά ενωθούν μέ τούς άνδρες τού Λογοθέτη, αλλά οι περισσότεροι ήταν οπλισμένοι μόνο μέ ξύλα καί δρεπάνια. Ο Βαχίτ Πασάς έστειλε στρατό γιά νά εμποδίσει τήν απόβαση, χωρίς επιτυχία καί αναγκάστηκε νά κλειστεί στό κάστρο. Η Χίος ήταν ελεύθερη αλλά τό ισχυρό κάστρο ήταν υπό τήν κατοχή τών Τούρκων καί τά δύο μικρά κανόνια πού είχε τοποθετήσει ο Λογοθέτης στόν λόφο τής Τουρλωτής δέν μπορούσαν νά απειλήσουν τά τείχη τού μεσαιωνικού κάστρου. Οι Σαμιώτες προέβησαν σέ λεηλασίες τουρκικών σπιτιών, αφαίρεσαν μολύβι από τίς στέγες τών τζαμιών ενώ φυλάκισαν εκτός από τούς σημαντικούς Τούρκους καί όσες Χριστιανές είχαν παντρευτεί μέ μουσουλμάνους. Τόσο ο Λογοθέτης όσο καί ο Μπουρνιάς φάνηκαν ανίκανοι νά οργανώσουν στοιχειώδη άμυνα στό νησί καθώς άρχισαν νά φιλονεικούν μεταξύ τους γιά τά πρωτεία, ενώ οι λιποταξίες καί οι κλοπές από τούς άνδρες τους πολλαπλασιάζονταν. Πολλοί πλούσιοι Χιώτες πού έβλεπαν τήν αναρχία καί τήν ανικανότητα προέβλεψαν τίς συνέπειες από τήν επικείμενη άφιξη εχθρικών ενισχύσεων καί άρχισαν νά εγκαταλείπουν τό νησί τους. Οι υπόλοιποι εύποροι κάτοικοι έμειναν κλεισμένοι στά σπίτια τους στήν πρωτεύουσα καί όχι μόνο αρνήθηκαν νά συμμετάσχουν στήν εξέγερση, αλλά δέν παρείχαν στούς Σαμιώτες τά τρόφιμα καί τά εφόδια πού τούς ζήτησαν. «Τήν πρωΐαν τής δευτέρας ημέρας τού Ρετζέπ, προσευχηθέντες καί αποχαιρετισθέντες διά τελευταίαν φοράν, αναθέσαντες δ' άπασαν ημών τήν ελπίδα εις τόν προφήτην, τόν ήλιον τών δύο κόσμων, εξηγάγομεν εκ τής πύλης τού Τειχάρχου έως τετρακοσίους οπλίτας, οίτινες καρτερικώτατα ώρμησαν πρώτον εις τά πέριξ χαρακώματα τών απίστων, περί τήν κυρίευσιν τών οποίων έγινε συμπλοκή πεισματώδης καί διά πολλήν ώραν οι άπιστοι απηλπισμένως εμάχοντο στήθος πρός στήθος πρός τούς ημέτερους ηρωϊκούς καί θεοφρούρητους στρατιώτας. Η ημέρα αύτη εστάθη αξιοσημείωτος διά τήν ηρωϊκήν καρτερίαν καί πρός τούς κινδύνους αμεριμνησίαν τών ημετέρων λεοντόκαρδων στρατιωτών, καί δέν έπαυσεν ειμή όταν πλέον ο δυστυχώς πρός τούς γκιαούρους ανατείλας εκείνην τήν ημέραν ήλιος έστρεψε τά βήματά του πρός τήν δύσιν, ότε επέστρεψαν εις τήν ακρόπολιν θριαμβεύσαντες καί δοξολογούντες τόν μέγαν προφήτην. Εις τάς συμπλοκάς τής ημέρας εκείνης έμειναν εις τά πεδία μάχης έως 3.000 (υπερβολικός αριθμός) πτώματα ασπαίροντα βεβήλων καί απίστων κιαφίρων, εξ ημών δέ μόλις έξι μετέβησαν εις τάς αιωνίους μονάς ίνα λάβωσι τόν μαρτυρικόν στέφανον, εννέα δέ ετραυματίσθησαν καί ούτοι όχι κινδυνωδώς. Τό εσπέρας οι ήρωές μας εκ τής φρουράς έσπευσαν νά θέσωσιν υπό τούς πόδας τού τοποτηρητού τάς αιμοσταγείς κεφαλάς τών αποστατών επισημοτέρων γκιαούρων λαβόντων τά επίχειρα τής απιστίας των υπό
616
τήν μουσουλμανικήν μάχαιραν. 'Αλλοι πάλιν προσέφερον εις τόν τοποτηρητήν ουχ ήττον πολύτιμον προσφοράν ζώντας αιχμαλώτους τινάς εκ τών ονομαστών επί απιστία καί αποστασία Χίων Χριστιανών, τούς οποίους άμα είδεν ο τοποτηρητής προσέταξε νά καρατομηθώσι καί νά γεμισθώσι τά κρανία των δι' αχύρου απαλού, τά δέ βέβηλα καί άπιστα πτώματά των ερρίφθησαν αυθωρεί εις τήν θάλασσαν. Τούτου δέ γενομένου, ανηγγέλθη μέ μεγάλην χαράν καί αγαλλίασιν τού τε τοποτηρητού καί παντός ισλάμη, ότι πρός τό μέρος Προβατονήσια (Οινούσαι) εφάνησαν τά ιστία τού λυτρωτού αυτοκρατορικού στόλου διοικουμένου παρά τού ναυάρχου Νουαίχ Ζααδέ Αλή πασά καί τωόντι ο στόλος φανείς εκ μέρους τής Ερυθραίας, ήλθε καί ήραξεν εις τήν νήσον, σημειωτέον ότι άμα τή εμφανίσει τού στόλου, τά αντάρτικα πλοιάρια έφυγον όπισθεν τής νήσου, αφ' ετέρου η ολίγη καί γενναία φρουρά απέκτησεν ηθικώς δύναμιν δεκαπλάσιαν, αποτολμώσα ένθεν μέν εις τήν φροντίδα τού νά στείλη πλοιάρια εις Κρήνην πρός μεταφοράν στρατευμάτων. Μ εταξύ δέ τής οχλοβοής εκείνης η φρουρά μας επέπεσε μετ' απαραμίλλου ενεργητικότητος, ταχύτητος καί γενναιότητος κατά τών απίστων γκιαούρων, τών οποίων τούς μέν ηλικιωμένους επέρασαν γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως καί τάς ηλικιωμένας γραίας, τήν δέ κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν, λείαν ήτις ανήκει κατά τούς πολεμικούς νόμους εις ιδιοκτησίαν τών στρατιωτών, τάς δέ ωραίας κόρας των καί τούς τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν, τό αίμα έρρευσε ποταμηδόν, η τέ αντίστασις τών απίστων καί γενναιότης τών πολεμήσαντων στρατιωτών μας ήσαν ανώτεραι περιγραφής. Τήν επαύριον ο τοποτηρητής εκθέσας εν μακρά εκθέσει τά γεγονότα έστειλεν αντίγραφον επικυρωμένον υπό τών προκρίτων οθωμανών εις τήν Βασιλεύουσαν, φιλοτιμηθείς μάλιστα νά συνοδεύση τόν επί τούτω απερχόμενον πεζοδρόμον μέ πέντε φορτία αποτετμημένων αιμοσταγών κεφαλών τών αποστατών καί τών συμμετόχων αυτών επισημοτέρων γκιαούρηδων, άλλα δέ δύο φορτία αυτίων επίσης θανατωθέντων κατωτέρων πολιτών ανταρτών καί αντισταθέντων εις τήν νόμιμον τού κυριάρχου των εξουσίαν. Ούτως ο τοποτηρητής εκτελέσας τούς ιερούς κανόνας τής πίστεως καί θρησκείας καί τάς υψηλάς τού κραταιού μονάρχου διαταγάς, επροσευχήθη εις τό ιερόν τέμενος, ευχαριστήσας τόν υπέρτατον Αλλάχ διά τήν εξασφάλισιν τής ατομικής ησυχίας τών μουσουλμάνων. Τήν 21ην τού αυτού μηνός, ημέρα Σαββάτω, ο τοποτηρητής προσεκάλεσε τόν αρχηγόν τών εκ τής Ερυθραίας πλευσάντων στρατιωτών, Κιουτσούκ Αχμέτ μπέη τούνομα καί τόν Ντελήμπαση Σουλεϊμάναγα, τούς οποίους συντροφεύσας μετά χιλίων ευζώνων στρατιωτών, ενετείλατο αυτοίς ίνα λόχος πρός λόχον επιπέσωσι κατά τών χωρίων, όπου ίδωσιν αποστασίας οσμήν, εν περιπτώσει δέ εάν ήθελον δεχθή τόν ισλαμισμόν, τότε μόνον
617
νά φεισθώσι τής νεότητος μόνης, τών γερόντων αποκλειομένων καί τής εν τοιαύτη περιπτώσει χάριτος. Τήν διαταγήν ταύτην λαβόντες, ο μέν Κιουτσούκ Αχμέτ μπέης διευθύνθη εις τό χωρίον Ερυθιανή, ο δέ Σουλεϊμάναγας εις τό χωρίον Θυμιανά, τά οποία χωρία εξηφάνισαν χάριτι θεία από προσώπου γής. Επιστρέφοντα δέ τά τροπαιούχα ταύτα στρατεύματα, ως ροαί πλημμυρούντος ποταμού, μή εμποδιζομένου παρ' ουδενός εμποδίου, ήκουσαν ότι εις τό χωρίο Καλλιμασιά ένδον τής μονής τής άλλως τε μεγάλης τού Αγίου Μηνά, ήσαν μαζωμέναι πολλαί οικογένειαι αμφιβόλων φρονημάτων ως πρός τό καθεστώς. Τούς εν τώ μοναστηρίω πάντας επέρασαν εν στόματι μαχαίρας, ανδραποδίσαντες τούς νεωτέρους εξ αμφοτέρων τών φύλων, τάς δ' αιμοσταγείς κεφαλάς καί τ' αυτία τών θανατωθέντων εξαπέστειλαν εις τόν τοποτηρητήν, όστις δι' αδρών δώρων εφιλοτιμήθη ν' ανταμείψη τήν γενναιότητα καί αφοσίωσιν τών ηρωϊκών ημών στρατευμάτων, πολεμησάντων υπέρ τής τιμής καί τής θρησκείας. Τότε δή μόνον έγνωσαν οι δείλαιοι άπιστοι ότι ουδέν εμποδίζει τήν ορμήν τού πιστού επιπίπτοντος κατά τών απίστων γκιαούρων. Τήν επιούσαν επεσκέφθησαν τόν τοποτηρητήν πάντες οι εν Χίω ευρισκόμενοι καί σημαίαν αναπεταννύοντες πρόξενοι καί υποπρόξενοι τών ξένων δυνάμεων εκτός τού ρωσσικού, αφ' ού ηυχήθησαν αείποτε νίκην εις τά αυτοκρατορικά όπλα, συνεχάρησαν τόν τοποτηρητήν επί τή συνέσει καί μετριοπαθεία του, ευχαριστήσαντες επί τέλους ότι ούτε αυτοί, ούτε ουδείς τών εις αυτούς υπαγομένων υπηκόων έπαθον τι καθ' όλην τήν διάρκειαν τών γεγονότων. Χαίρει η ψυχή μου, διότι ως εκ τών περιστάσεων τούτων πολλοί νέοι καί νέαι γκιαουρικού αίματος περιτμηθέντες καί δεχθέντες τόν σωτήριον ισλαμισμόν, έτυχον τής αιωνίου αφέσεως τών αμαρτιών, απαλλαχθείσαι αι ψυχαί των εκ τής αιωνίου κολάσεως, ήτις βεβαίως τούς περιέμενε. ΌΌσον δέ περί τής συνειδήσεώς μου, επί λόγω αμφιβολίας τής ενοχής τών πολιτών ή μή εις τάς επαναστατικάς κινήσεις τών έξωθεν ελθόντων Ρωμηών, είμαι ήσυχος καί ουδαμώς μέ τύπτει, καθότι πολλάκις επαρατήρησα εις τό ιερόν βιβλίον τού Ιμάμ Σερχουσνή ότι η αποτομή ξύλου καί λάρυγγος ανθρωπίνου διαφέρουσιν, αλλ' όχι εν περιπτώσει λάρυγγος γκιαούρη, κατωτέρω δέ ο σοφός νομολόγος σχολιάζει τόν ιερόν τούτον κανόνα, ότι η εξόντωσις ενός απίστου γκιαούρη είναι παρά τώ ισλάμη ίση ως καί η εξόντωσις δένδρου ή βοτάνης. » Απομνημονεύματα τού τοποτηρητού στή Χίο Βαχίτ πασά κατά τό έτος Αιγίρας 1237 (1822) Στό μεταξύ ο Σουλτάνος Μαχμούτ όταν πληροφορήθηκε ότι οι Χιώτες σήκωσαν μπαϊράκι τό θεώρησε μεγάλη προσβολή γιά τό πρόσωπό του, αφού θεωρούσε τήν Χίο τήν πιό πιστή καί προνομιούχο περιοχή τού
618
οθωμανικού κράτους. Τό πλούσιο καί αχάριστο νησί έπρεπε νά τιμωρηθεί αυστηρά καί γι' αυτό θά έπρεπε νά σβηστεί από προσώπου γής. Στίς 13 Μαρτίου 1822, ο σουλτάνος έδωσε φιρμάνι καί κρεμάστηκαν 60 Χιώτες έμποροι πού διέμεναν στήν Βασιλεύουσα, καθώς καί όλοι οι Χιώτες όμηροι πού βρίσκονταν στή φυλακή τού Μποσταντζίμπαση. Παράλληλα, έδωσε εντολή στόν καπιτάν πασά Καρά Αλή νά επιβιβάσει στά πλοία του 7.000 οπλοφόρους, νά σπεύσει στή Χίο καί νά τιμωρήσει παραδειγματικά τού αχάριστους Χίους. Παραδειγματική τιμωρία ισοδυναμούσε μέ τήν πλήρη ελευθερία δράσεως τού τουρκικού στρατού. Η μοίρα τών 120.000 κατοίκων τής Χίου είχε γραφτεί μέ κόκκινο μελάνι στό σουλτανικό φιρμάνι. Στίς 30 τού μήνα, δηλαδή τή Μεγάλη Πέμπτη, οι Χιώτες διέκριναν στόν ορίζοντα τά πανιά τού τουρκικού στόλου. Τόν αποτελούσαν 46 μπεηλίδικα (τουρκικά πλοία), από τά οποία 6 ήταν δίκροτα, 9 φρεγάτες, 10 κορβέτες, καί τά υπόλοιπα μπρίκια, γολέτες, μπριγαντίνια καί μπομπάρδες. Μέ τήν εμφάνισή του ο εχθρικός στόλος σκόρπισε τά λίγα ψαριανά πλοία πού περιφρουρούσαν τό λιμάνι. Ο καπιτάν πασάς φέρθηκε στήν αρχή μέ προσοχή καί δέν σήκωσε τή σημαία του, επειδή δέν γνώριζε καλά τήν κατάσταση ούτε τής πόλης ούτε τού φρουρίου, όταν όμως νύχτωσε καί έμαθε ότι οι Ρωμιοί σκότωσαν τό πλήρωμα μίας κορβέτας πού είχε εξωκείλει στά ρηχά, άρχισε νά κανονιοβολεί καί νά βομβαρδίζει τήν πόλη, ενώ συγχρόνως αποβίβασε στή στεριά τούς γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) του. Μέ τήν άφιξη τού στόλου, οι κλεισμένοι στό φρούριο βγήκαν μέ τά σπαθιά στά χέρια καί όλοι μαζί πλέον ρίχτηκαν στούς Σαμιώτες πολιορκητές από δύο πλευρές, τούς διασκόρπισαν, έκαψαν τήν πόλη καί τά κοντινά χωριά καί μετά επιδόθηκαν στίς αρπαγές καί στίς αιχμαλωσίες. Τήν άλλη μέρα εμφανίστηκαν δεκάδες καΐκια πού μετέφεραν ζεϊμπέκια καί ταγκαλάκια (μουσουλμάνους άτακτους στρατιώτες) από τήν απέναντι ξηρά καί οι οποίοι έτρεχαν νά προλάβουν τό πανηγύρι τής σφαγής τών Χριστιανών κατοίκων τού νησιού. Υπολογίζεται ότι περίπου 15.000 οπλισμένοι μουσουλμάνοι είχαν εισρεύσει στό νησί. Οι περισσότεροι Χιώτες κατέφυγαν στό εσωτερικό τού νησιού γιά νά βρούν καταφύγιο στά ορεινά μέρη καί στά δυσπρόσιτα μοναστήρια. Οι Τούρκοι επιδόθηκαν από τήν πρώτη στιγμή στήν λεηλασία τών όμορφων κατοικιών τών Χριστιανών καί δέν ασχολήθηκαν αμέσως μέ τήν καταδίωξη τους. Μετά τήν λεηλασία τών σπιτιών καί τήν βεβήλωση τών εκκλησιών, άρχισαν οι σφαγές τών Χριστιανών τού νησιού, υπό τά όμματα τών προξένων τής Γαλλίας, τής Αυστρίας, τής Ολλανδίας καί τής Αγγλίας. Οι στρατιώτες τού Καρά Αλή καί τού Βαχίτ πασά, διψώντας γιά αίμα γκιαούρηδων καί γιά όμορφες παρθένες έτρεξαν νά κυνηγήσουν τούς πανικόβλητους κατοίκους τού νησιού.
619
Σέ όλα τά μέρη τού νησιού γράφτηκαν άπειρες στιγμές φρίκης καί τραγωδίας, καθώς οι γέροι καί οι γριές σφάζονταν επί τόπου ενώ οι νέοι καί οι νέες βιάζονταν καί στή συνέχεια μεταφέρονταν στά καράβια γιά νά πουληθούν σκλάβοι στίς εσχατιές τής Ανατολής. Τά αγόρια τά ανάγκαζαν σέ περιτομή, ενώ όποιος γινόταν μουσουλμάνος γλύτωνε τή ζωή του. Οι δρόμοι αντηχούσαν από τά ξεφωνητά τών γυναικών, τά κλάμματα τών βρεφών καί τά βογκητά τών πληγωμένων. Λίγες μόνο ώρες ήταν αρκετές γιά νά αλλάξει τελείως η εικόνα τής Χίου καί νά μετατραπεί σέ ένα απέραντο σφαγείο γεμάτο ακέφαλα πτώματα σπαρμένα στούς δρόμους καί στά χωράφια. «Such was the state of the beautiful Scio for seven days. "My God !" (says an eye-witness who escaped) "what a scene was then presented! On what side soever I cast my eyes, nothing but pillage, and conflagration, and murder, appeared. While some were occupied in plundering the country houses of the rich merchants, and others setting fire to the villages, the air was rent with the mingled groans of men, women, and children, who were falling under the yataghans and daggers of the infidels. The only exception made during the massacre, was in the favour of the women and boys, who were preserved to be sold as slaves. Many of the former were running to and fro, half frantic, with torn garments, and dishevelled hair; pressing their trembling infants to their breasts, and seeking death, as a preservation from the greater calamities that await them." The carnage then ceased for a time; and those wretches who had been reserved for sale, were driven to the town, where more than ten thousand women and children were collected. The boys were circumcised, in order to fit them to become muslims, and the whole embarked on board the fleet to be conveyed to Constantinople. The Capitan Pasha, in order to renew the fury of his soldiery, then took the eighty hostages, the oldest and most respectable men of the island, and hung them up at the yard arms of his vessels; and the signal was instantly answered from the shore, by the butchery of seven hundred peasants who had been confined in the citadel. An attempt was then made to induce those of the Greeks, who in great numbers had fled to the mountains, and the almost inaccessible parts of the island, to come down and give themselves into the hands of their masters, who promised them mercy: and, strange to say, many of them did do so, and were all butchered except those whose beauty made them valuable.» An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe Στή Μονή τού Αγίου Μηνά τής Χίου κατέφυγαν πολλοί από τούς αλλόφρονες κατοίκους τής μαρτυρικής νήσου, οι οποίοι ζητούσαν απεγνωσμένα κάποιο τόπο σωτηρίας. Η άμυνα πού προέβαλαν απέναντι στά στίφη τών βαρβάρων κάμφθηκε όταν οι Τούρκοι έριξαν μέρος τού τείχους πού περιέβαλε τό μοναστήρι καί όρμησαν στό εσωτερικό του, κραδαίνοντας τά γιαταγάνια τους καί αρχίζοντας τή σφαγή τών ανδρών
620
καί τών γερόντων. Μέσα στήν εκκλησία, όπου είχαν καταφύγει τά γυναικόπαιδα, ετελείτο ο εσπερινός τού Πάσχα από τόν γέροντα ιερέα Ιάκωβο Μαύρο, ο οποίος εκοινωνούσε τούς μελλοθάνατους. Ο ηγούμενος τής Μονής Αρχιμανδρίτης Θεοδόσιος Λουφάκης ανασκολοπίσθηκε ενώ οι υπόλοιποι κληρικοί καρατομήθηκαν μέ τσεκούρι. Τρείς χιλιάδες εσφάγησαν από τούς Τούρκους καί τά πτώματά τους στρώθηκαν σάν ένα μακάβριο χαλί σέ ολόκληρο τό μοναστήρι. Κομμένα χέρια, πόδια, αυτιά, μύτες ακόμα καί μαστοί από τίς γυναίκες ήταν ανάμεσα στά λάφυρα πού αποκόμισαν οι Οθωμανοί. ΌΌλα αυτά θά κρέμονταν αργότερα στά κατάρτια τής ναυαρχίδας τού καπιτάν πασά καί τών άλλων τουρκικών πλοίων. Η είσοδος τού στόλου στήν Ιστανμπούλ πάντοτε συνοδεύονταν μέ τέτοιου είδους έπαθλα τά οποία προσφέρονταν ως δώρο στόν σουλτάνο γιά νά στολίσει τά παλάτια του. «Τό πρωΐ τής Μεγάλης Πέμπτης εφάνησαν τά βασιλικά ξύλα, τά οποία διά νά τούς εξαφνίσουν ίσως, ερχόμενα δέν είχον τήν τουρκικήν αιμόβαπτον σημαίαν. Μόλις είχαν προκύψη από τάς Εγνούσας καί τά τουρκικά πλήθη τά παραφυλάττοντα εις τό αντίκρυ τής ανατολής μέρος, άρχισαν απ' ολίγα νά ξεκινώσιν εκείθεν κατά τής Χίου. Αλλά μ' όλον ότι οι Ρωμαίοι φοβηθέντες άδειασαν τήν χώραν καί κατέφυγον εις τά παραθαλάσσια χωρία, οι ολίγοι όσοι έμειναν εις τάς επάλξεις εμπόδισαν γενναίως τήν πρώτην έφοδον τών Τούρκων, καί τούς έκαμαν νά πέσουν θύματα τών πυροβόλων τους... Υπέρ τά σαράντα σαμικά ήσαν αραγμένα εις τό Κοντάρι, καί τό πρωΐ τής Μεγάλης Πέμπτης όσον τάχιστα έφυγον όλα, μ' όσους επρόφθασαν νά λάβωσι εντοπίους των, μή θελήσαντες νά δεχθώσιν κανέναν Χίον μαζύ των. Ούτω λοιπόν μή έχοντες κανένα εμπόδιον οι Τούρκοι ετόλμησαν ολίγοι καί εξήλθον κατά τό εσπέρας τής Μεγάλης Παρασκευής. Τό πρωΐ τού Μεγάλου Σαββάτου επληθύνθησαν καί η χώρα ήτον ήδη υπό τήν εξουσίαν των. Πρώτον λοιπόν ελεηλάτουν τά οσπίτια τής χώρας καί ότι τοίς ήρεσεν έπαιρναν, είτα τά έκαιον. Λέγουσι μάλιστα ότι η ωραία τού σχολείου βιβλιοθήκη μαζύ μ' όλην τήν οικοδομήν απετεφρώθη, καί ούτω προχωρούντες έφθασαν εις τόν Κάμπον, πάντοτε όμως αργά, μέ τό νά μήν είχον εισέτι ξεθαρρευθή. Δέν άργησαν οι Τούρκοι νά φθάσωσι καί εις τά χωρία, εις τά οποία όλος ο λαός είχε καταφύγει. ΌΌπου έμβαιναν ότι τοίς υπαγόρευεν η μανία των, έσφαζον, έκαιον, ελεηλάτουν καί ηχμαλώτευον. ΌΌσοι δέ ηδύναντο νά εκφύγωσι τάς χείρας των καί νά μεταβώσιν εις άλλο χωρίον δέν εχαίροντο παρά στιγμάς μόνον. Διότι όλος τών ελθόντων Τούρκων ο σκοπός δέν ήτο παρ' η γενική τού τόπου καταστροφή. Τών Χριστιανών τό καταφύγιον ήσαν τά σπήλαια, μέ τό νά ενόμιζον απεραστικήν τών Τούρκων τήν μανίαν. Εν γένει γέροντες τόσον άνδρες ως καί γυναίκες, εθανατόνοντο κατ'
621
αρχάς καί νέοι από 15 χρόνων καί άνω, τά δέ βρέφη αποσπώμενα από τάς μητρικάς αγκάλας, άλλα ερρίπτοντο εις τήν θάλασσαν καί άλλα επάνω εις τά όρη. Νέοι από 20 έως 28 χρόνων χείρα μέ χείρα δεδεμένοι εσχημάτιζον ορμαθούς, έχοντες πρίν τού θανάτου εζωγραφισμένον εις τό πρόσωπόν των τόν θάνατον. Καί εις τήν καταδίκην απαγόμενοι, έκαμνον ν' αντηχή ο τόπος από τάς οιμωγάς των. Ο ύτως εξηκολούθει τό πράγμα υπέρ τόν ένα μήνα σχεδόν, καί δέν έλλειψεν ημέρα καθ' ήν νά μή γένη νέα ανακάλυψις ανθρώπων κεκρυμμένων, τούς οποίους καθώς η μανία τούς υπαγόρευεν εμεταχειρίζοντο. 'Αλλους έσφαττον ευθύς, τούς οποίους μετά τήν σφαγήν έκαιον, άλλους εις τόν δρόμον ενώ τούς έφερον εις τήν χώραν καί άλλους έως εις τό κάστρον. ΌΌποιον δρόμον επεριπάτει τις σπανίως έβλεπε δύω λεπτών διάστημα κενόν, χωρίς δηλαδή ν' απαντήση πτώματα έν μετά τό άλλο, τά οποία ημικεκαυμένα παρίστανον τις τήν όρασιν τήν πλέον φρικώδη σκληρότητα.» Αναμνήσεις Ανδρέου Μάμουκα ΈΈνα ακόμη μέρος όπου πολέμησαν μέχρις εσχάτων οι Χιώτες ήταν τό χωριό Θυμιανά. Εκεί οι κάτοικοι τού χωριού μέ επικεφαλής τόν Εμμανουήλ Αγγελινίδη εσφάγησαν άπαντες γιά νά ακολουθήσει λίγο αργότερα ο Ανάβατος καί τό Νεοχώρι, όπου εξολοθρεύθησαν όλοι τους οι κάτοικοι. Ο αυτόπτης μάρτυρας Ανδρέας Μάμουκας θά περιέγραφε αργότερα τόν τρόπο μέ τόν οποίο οι μουσουλμάνοι σκότωσαν μπροστά του ένα βρέφος. Τό άρπαξαν από τό στήθος τής νεαρής του μητέρας καί άρχισαν νά τό πετούν στόν αέρα καί νά τό κατακόπτουν μέ τό σπαθί τους μέχρι πού αυτό διαμελίσθηκε τελείως. Τή Δευτέρα τού Πάσχα οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά τού χωριού 'Αγιος Γεώργιος Συκούσης, όπου είχαν καταφύγει αρκετοί Σάμιοι μέ τόν Λυκούργο Λογοθέτη. Μετά από σύντομη μάχη, οι Τούρκοι επικράτησαν καί όσοι Χίοι βρέθηκαν στό χωριό, εσφάγησαν. Ο ιερεύς Φραγκάκης, μετά τή σφαγή τής οικογενείας του καί τόν εμπρησμό τής οικίας του, διετάχθη νά αλλαξοπιστήσει καί νά ασπαστεί τό Ισλάμ. Μετά τήν άρνησή του οι μουσουλμάνοι τόν εβασάνισαν καί τόν παλούκωσαν. Επίσης εις τόν 'Αγιο Γεώργιο εσφαγιάσθη ο κορυφαίος μαθηματικός Ιωάννης Τσελεπής, από τό γένος τών Μαυροκορδάτων. Στό χωριό Καλλιμασιά οι μουσουλμάνοι συνέλαβαν τόν διάκονο τού χωριού μέσα στό σπίτι του καί εκεί, μπροστά στή γυναίκα του, τού έκοψαν τά αυτιά, τή γλώσσα, τή μύτη καί στό τέλος τό κεφάλι τό οποίο καί έριξαν μπροστά στά πόδια της. Οι καλόγριες τού μοναστηριού τής Χαλάνδρας κατέφυγαν σέ ένα πύργο όπου κρύφτηκαν καί παρακολουθούσαν τούς μουσουλμάνους νά βγάζουν τά μάτια σέ παππάδες καί νά τούς καίνε ζωντανούς.
622
Η Ιερώνυμα, σύζυγος τού Μικέ Φακάρου βιάστηκε επανειλημμένως καί σωριάστηκε λιπόθυμη. Οι Τούρκοι τής έκοψαν τέσσερα δάκτυλα από τό χέρι γιά νά διασκεδάσουν καί μετά τήν έσυραν σέ αιχμαλωσία. Πολύ αργότερα καί αφού είχε περάσει από πολλούς μουσουλμάνους αγοραστές στήν Ασία καί τήν Αφρική κατάφερε νά σωθεί καί νά καταφύγει στή Μασσαλία. Ο ιερομόναχος Κωνσταντίνος Πίτικας αφού αρνήθηκε νά εξωμόσει κατακρεουργήθηκε. Ο Κωνσταντίνος Θεσσαλονικιός παλουκώθηκε πάνω σέ μανουάλι εκκλησίας, όπου παρέμεινε ζωντανός δύο ολόκληρες ημέρες, ικετεύοντας μάταια τούς περαστικούς γιά λίγο νερό. Τή γυναίκα τού Θωμά Ράλλη τήν βίασαν καί τήν άρπαξαν γιά τό σκλαβοπάζαρο. Εκείνη κλαίγοντας φώναζε τόν άντρα της καί οι Τούρκοι τής πέταξαν τό κεφάλι του, λέγοντάς της: "Νά ο άντρας σου!" Στίς σφαγές συνέπραξαν καί οι εβραίοι κάτοικοι τού νησιού, ενώ οι καθολικοί έμειναν αμέτοχοι στήν επανάσταση. Αντίσταση γενναία στούς Τούρκους, πρόβαλαν οι κάτοικοι τού Βροντάδου καί τών Καρδαμύλων, στό βόρειο μέρος τής Χίου. Η βυζαντινή Νέα Μονή Χίου, κτισμένη από τόν Κωνσταντίνο τόν Μονομάχο, έγινε ο τάφος 2.000 Χριστιανών. Ο περικαλλής εκείνος ναός κάηκε ολοσχερώς και οι θησαυροί του λεηλατήθηκαν. Χιλιάδες νέοι καί νέες Χριστιανές δεμένοι χέρι χέρι εσύροντο σάν τά πρόβατα μέσα στά πλοία γιά νά μεταφερθούν σάν κοπάδια ζώων στίς πόλεις τής Αφρικής καί τής Ασίας καί νά γίνουν κτήμα τών πλουσίων μουσουλμάνων όχι μόνο τής Τουρκίας αλλά καί τής Αραβίας, τής Αλγερίας, τής Αιγύπτου, τής Τυνησίας καί όπου αλλού επιτρέπονταν τό εμπόριο τής λευκής σαρκός. Οι Χριστιανοί αυτοί κατεγράφησαν από τά τελωνεία τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως εξαγωγικό εμπόρευμα. Στό νησί τών 120.000 κατοίκων απέμειναν μετά τή σφαγή καί τήν αιχμαλωσία 1.800 κάτοικοι, διασκορπισμένοι στά σπήλαια καί στά όρη. Η Χίος, ποτέ δέν θά αποκτούσε ξανά τόσο πληθυσμό. «Στίς 9 Μαΐου 1822 (ν.η.) βγήκαμε πάλι στήν ξηρά. Μιά φρικτή όψη, τά στάχυα σέ άριστη κατάσταση, η γή καλά καλλιεργημένη, τά άλογα, τά κατσίκια καί τά πρόβατα έβοσκαν, αλλά καμιά ζωντανή ψυχή. Τέσσερις φορές βρήκαμε ένα σωρό από σκοτωμένους άνδρες καί γυναίκες. Πόσο σπαρμένη ήταν η ακτή, οι χαράδρες καί οι κοιλάδες καί πόσο ωραία η θέα! ΌΌμως εδώ ένα πτώμα πού πετάχτηκε πάνω από τούς βράχους δεμένο χειροπόδαρα καί φοβερά ακρωτηριασμένο, εκεί ένα άλλο χωρίς κεφάλι, σχεδόν ακόμη ζεστό, παραπέρα καμιά δωδεκαριά πτώματα πού άρχισαν νά σαπίζουν καί στήν άλλη πλευρά ακόμη μεγαλύτερος αριθμός από ολόγυμνα κορμιά, πού μόλις είχαν χάσει τήν πνοή τους. Μία ακτή σπαρμένη κεφάλια!»
623
George Jarvis - Visits to Devastated Chios Η οικτρά αποτυχία τής επαναστάσεως στή Χίο καί η σφαγή τών κατοίκων της, εμπόδισαν τόν Παλαιολόγο Λεμονή νά επιχειρήσει τήν απελευθέρωση τής πατρίδας του, τής Μυτιλήνης. Ο επιφανής φιλικός είχε χαρίσει τήν περιουσία του στό έθνος καί οι Τούρκοι είχαν εκτελέσει τούς γονείς του καί είχαν αρπάξει τήν γυναίκα του γιά τά σκλαβοπάζαρα. Πολλά νησιά τού Αιγαίου προσκύνησαν καί οι πρόκριτοι έτρεχαν νά πληρώσουν όλες τίς καθυστερούμενες οφειλές. Τό αίμα τών Χιωτών ξύπνησε τά πνεύματα τής χριστιανικής Ευρώπης, η οποία συνταράχθηκε από τίς τουρκικές ωμότητες. Ο Ντελακρουά (Eugene Delacroix) έκανε γνωστή σέ ολόκληρο τόν κόσμο τήν γενοκτονία τών χριστιανικών πληθυσμών καί οι φωνές αντίδρασης κατά τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων άρχισαν νά πληθαίνουν. Οι εφημερίδες καί τά έντυπα μετέφεραν στόν κόσμο τίς λεπτομέρειες τών δραματικών γεγονότων καί η δυσαρέσκεια τού κόσμου γινόταν αισθητή στίς αυλές τών Μεγάλων Δυνάμεων. Ανατίναξη τής τουρκικής ναυαρχίδας Η ελληνική κυβέρνηση μέ τόν Κωλέττη νά εξουσιάζει τά πάντα λόγω τής απουσίας τού Μαυροκορδάτου, στάθηκε ανίκανη νά εμποδίσει τή σφαγή τής Χίου. Ο ελληνικός στόλος άργησε νά κινηθεί πρός τό μοιραίο νησί καί μόλις στίς 21 Απριλίου 1822 ξεκίνησαν από τίς Σπέτσες 19 πλοία υπό τούς Αναστάσιο Ανδρούτσο καί Ανδρέα Χατζή Αναργύρου καί από τήν ΎΎδρα 29 πλοία υπό τούς Ιωάννη Βούλγαρη, Λάζαρο Λαλεχό καί Ανδρέα Μιαούλη γιά νά συναντήσουν τόν ψαριανό στόλο καί όλοι μαζί νά κινήσουν πρός τήν Χίο. ΉΉταν όμως πολύ αργά γιά τόν άμαχο πληθυσμό τού νησιού καί τό μόνο πού κατάφερε ο ελληνικός στόλος ήταν νά παρενοχλεί τόν υπέρτερο τουρκικό στόλο, ενώ στό εσωτερικό τού νησιού κυριαρχούσε η αναρχία καί η τρομοκρατία. Στά ελληνικά πλοία βρίσκονταν καί μερικοί φιλέλληνες όπως ο Hastings, ο Jarvis καί ο Γάλλος αξιωματικός τού ναυτικού Paul Jourdain, οι οποίοι μέ τή ναυτική μοίρα τού Μιαούλη συμμετείχαν στίς επιχειρήσεις εναντίον τού τουρκικού στόλου «Τό θέαμα πού αντίκρυσα στή Χίο, ήταν από εκείνα τών οποίων η ανάμνησις δέν σβήνεται ποτέ. Είναι ακόμη εμπρός εις τά μάτια μου μέ όλας του τάς λεπτομέρειας, μέ όλην του τήν φρίκην. Βλέπω ακόμη σωρευμένα μισόγυμνα πτώματα, τάς γυναίκας πού εξέπνεαν σφίγγουσαι εις τό στήθος μέ μίαν τελευταίαν προσπάθειαν ένα σφαγμένο παιδί, πού ανέπνεεν ακόμη. Ακούω τόν φρικαλέον ρόγχον τών γέρων, τών
624
ακρωτηριασμένων από τό μαχαίρι καί τήν σπάθην τών Τούρκων καί πού επροσπαθούσαν ματαίως νά ανασηκωθούν ανάμεσα στά άλλα θύματα, τά οποία, περισσότερον ευτυχισμένα από αυτούς, είχαν αφήσει τήν τελευταίαν των αναπνοήν. Τά μάτια μου παρακολουθούν μέ αγωνίαν τάς κινήσεις μιάς νέας πού επροσπαθούσε νά κρατηθή εις τά κύματα, ενώ από ένα γειτονικόν ύψωμα οι βάρβαροι έρριχναν βροχήν από σφαίρας γύρω της. Τήν βλέπω νά πιάνεται από ένα από τά πλοία μας, αλλά δέν επέπρωτο νά ζήση εκ τών πληγών της παρά ολίγας ημέρας μόνον ακόμη. Η επιθυμία νά μετριάσωμεν τό κακόν καί νά αποσπάσωμεν τουλάχιστον μερικά θύματα από τόν θάνατον μάς έκαμε νά εισδύσωμεν εις τό εσωτερικόν τής νήσου. Παντού παρουσιάζετο εμπροστά μας τό ίδιον θέαμα. Οι ατυχείς, πού μέ απείρους κινδύνους παρά τάς πληγάς των κατόρθωναν νά φθάσουν μέχρι τής ακτής, άν δέν εύρισκαν κανένα ελληνικόν πλοίον διά νά επιβιβασθούν, βασανιζόμενοι από τήν πείναν, τάς στερήσεις καί τήν υπερβολικήν θερμότητα τής φλεγομένης παραλίας, εζήλευαν εις τάς τελευταίας στιγμάς των τόν θάνατον εκείνων πού είχαν διαμελισθεί από τούς βαρβάρους. Οσμή αποσυνθέσεως πτωμάτων ανεδίδετο από τό πρώτο χωριό όπου εφθάσαμεν. Τά σπίτια, πού εκαίοντο ακόμη, περιέκλειαν τούς σφαγμένους ενοίκους των, καί τότε είδαμεν μέ φρίκην ότι η μουσουλμανική βαρβαρότης δέν εσταματούσεν ούτε πρό τής ηλικίας, ούτε πρό τού φύλου. 'Ανθρωποι κατακομμένοι από τά τραύματα εκινούντο ανάμεσα εις τά ερείπια μεταξύ τών μελών τών οικογενειών των. Κραυγαί μικρού παιδιού μάς προσείλκυσαν εις ένα σπίτι. Μία γυναίκα, νέα ακόμη, ήτο πεσμένη εις τά γόνατα μέ τά χέρια της στηριζόμενα εις ένα λίκνον όπου ευρίσκετο ένα παιδάκι. ΉΉτο κατακρεουργημένη, τήν εσκότωσαν εκεί κατά τήν στιγμήν αναμφιβόλως πού επροσπαθούσε νά υπερασπίση τό παιδί της από τούς φονείς. Τό μικρό ήτο ένα κοριτσάκι, πού ο πατέρας του είχεν επίσης σφαγεί πλησίον τού λίκνου. Μέ τά χέρια απλωμένα πρός τή μητέρα του εφαίνετο νά τήν καλή μέ τάς κραυγάς του. Τό μετεφέραμεν εις τό πλοίον, όπου τού εδόθη γάλα καί τό εστείλαμεν εις τά Ψαρά. Ενώ εφεύγαμεν από τό χωριό, οι ναύται μας ήκουσαν κραυγάς από τό βάθος μιάς χαράδρας. Κατηυθύνθημεν πρός τά εκεί καί είδαμεν πρό τής εισόδου μιάς σπηλιάς ένα νέον νά παλαίη εναντίον τριών Τούρκων. Οπίσω του ευρίσκετο μία νέα, τής οποίας αι κραυγαί μάς εφύλκησαν τήν προσοχήν. Δύο παπάδες επροσπαθούσαν νά τήν προφυλάξουν τοποθετημένοι εις τά εμπρός. Αλλά οι Τούρκοι μόλις μάς είδαν έφυγαν. Οι ΈΈλληνες τούς κατεδίωξαν καί κατόρθωσαν νά σκοτώσουν τόν έναν. Η νέα μάς ηυχαρίστησε μέ δάκρυα εις τά μάτια. Αι οικογένειαι καί τών δύο αυτών ατυχών πλασμάτων είχαν κατακρεουργηθή καί ο νέος είχε καταπληγωθή υπερασπιζόμενος τήν φίλην του. Εκρύβησαν εις τήν σπηλιάν καί ανεκαλύφθησαν από τούς
625
μουσουλμάνους πρό τής στιγμής πού εφθάσαμεν. Τούς εστείλαμεν εις τά Ψαρά...» Jean Philippe Paul Jourdain - Memoires historiques et militaires sur les evenements de la Grece, 1828 Στά ανοικτά τής Χίου, ο ελληνικός στόλος παρέμεινε άπρακτος. Δέν μπορούσε νά αναμετρηθεί στά ίσα μέ τόν τουρκικό στόλο καί δέν προκάλεσε καμμία πολεμική ενέργεια γιά ένα περίπου μήνα, καιροφυλακτώντας τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά κτυπήσει. Στίς 10 Μαΐου 1822, ημέρα πού άρχιζε η γιορτή τών μουσουλμάνων τό Ραμαζάνι, σχεδίασε ο Μιαούλης τήν πρώτη απόπειρα επίθεσης κατά τού τουρκικού στόλου στό στενό τού Τσεσμέ (Κρήνη). Οι δύο στόλοι αντήλλαξαν κανονιοβολισμούς, αλλά ο ενάντιος άνεμος ανάγκασε τόν ΈΈλληνα ναύαρχο νά υποχωρήσει καί νά αποσυρθεί στά Ψαρά. Σέ μία νυκτερινή επιχείρηση στίς 18 Μαΐου 1822, δεκαπέντε ελληνικά πολεμικά καί τρία πυρπολικά μπήκαν στόν κόλπο τού Τσεσμέ. Οι Τούρκοι στή βιασύνη τους έκοψαν τίς άγκυρες καί άρχισαν νά καταδιώκουν τά ελληνικά πλοία. Τά πλοία τών Μιαούλη, Σαχτούρη, Σκούρτη καί Τσαμαδού απομόνωσαν τήν τουρκική ναυαρχίδα καί έστειλαν εναντίον της ένα πυρπολικό. Τό πυρπολικό όμως δέν κατόρθωσε νά προσκολληθεί πάνω στό τουρκικό δίκροτο καί κάηκε στά ανοιχτά δίχως νά προκαλέσει καμμία ζημιά. Οι ΈΈλληνες επανήλθαν στά Ψαρά καί οι συνεχείς αποτυχίες έφεραν καί τά νεύρα ανάμεσα στούς αρχηγούς τών πλοίων. Οι Σπετσιώτες ναύαρχοι διαφώνησαν μέ τούς Υδραίους καί αποχώρησαν μέ κατεύθυνση πρός τήν Κρήτη, αποδυναμώνοντας σημαντικά τήν ελληνική δύναμη. Στήν Κρήτη είχε καταπλεύσει ήδη αιγυπτιακός στόλος, ο οποίος προφανώς εσκόπευε νά ενωθεί μέ τόν τουρκικό στόλο καί από κοινού νά συνεχίσουν τίς επιχειρήσεις τους. Ο Μιαούλης ήθελε πάσει θυσία νά αποφύγει τήν ένωση τών δύο στόλων. Μόνη ελπίδα πλεόν τού ΈΈλληνα ναυάρχου ήταν τό μπουρλότο. Τήν 1η Ιουνίου 1822 δύο πυρπολικά, ένα ψαριανό, μέ κυβερνήτη τόν Κωνσταντίνο Κανάρη καί ένα υδραίικο μέ τόν Ανδρέα Πιπίνο, συνοδευόμενα από τά πλοία τών Γιαννίτση, Κουτσούκου, Ζάκα καί Ραφαλιά, ξεκινούσαν από τά Ψαρά μέ κατεύθυνση τή Χίο. Είχε προηγηθεί δέηση στόν μητροπολιτικό ναό τών Ψαρών καί όλοι οι συμμετέχοντες πυρπολητές είχαν λάβει τήν Θεία Κοινωνία. Βασικός στόχος ήταν η ναυαρχίδα τού Καρά Αλή, ο οποίος σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Βαχίτ πασά, ασχολείτο περισσότερο μέ τήν οινοποσία καί τίς σκλάβες, παρά μέ τήν οργάνωση τού στόλου του καί τό σχεδιασμό μίας επίθεσης στά Ψαρά καί τή Σάμο.
626
«Eνώ δέ αι δύω μοίραι τής ΎΎδρας καί τών Ψαρών ήσαν ηγκυροβολημέναι εις Ψαρά ανελπίστως συνέβη τό ακόλουθον. Ψαριανοί τινες ευθύμουν, επί δέ τής ευθυμίας των εσκέφθησαν νά ζητήσουν από τήν Βουλήν τών Ψαρών νά τούς δοθή έν πυρπολικόν καί διά νυκτός νά εισέλθωσι μυστικά εις τό στενόν τής Χίου, όπου ο εχθρικός στόλος είναι ηγκυροβολημένος καί νά ρίψουν τό πυρπολικόν επί τού στόλου. Νά ζητήσουν δέ καί από τήν Βουλήν καί δύω πολεμικά πλοία, τό μέν έν ν' απέλθη πρός τό αρκτικόν μέρος τής Χίου, τό δ' έτερον πρός τό μεσημβρινόν διά νά παραπλέωσι καί διαμένουν εκεί. Μετά δέ τόν πυρπολισμόν τού πυρπολικού, είς όποιον μέρος ήθελον διευθυνθή αυτοί μέ τήν λέμβον νά εύρουν πλοίον νά σωθούν. Τήν απόφασιν ταύτην τήν έκαμαν δι' όρκου επί τής εικόνας τής Παναγίας καί αμέσως απήλθον εις τήν Βουλήν καί ανήγγειλαν τήν δι' όρκου απόφασίν των καί εζήτησαν τό πυρπολικόν, υπέδειξαν δέ τό τού Κανάρη. Η Βουλή εδέχθη προθύμως τήν απόφασίν των, τήν επήνεσεν, αλλά δέν εξεπλήρωσεν αμέσως τήν επιθυμίαν των διά νά μή προσβάλη τήν φιλοτιμίαν τού Κανάρη καί τού πληρώματος. Τούς είπε, νά ειδοποιηθούν πρώτον αυτοί καί άν δέν θελήσουν νά υπάγουν, τότε γίνεται κατά τήν επιθυμίαν σας. Προσεκάλεσε δέ πάραυτα τόν Κωνσταντίνο Κανάρη η Βουλή καί εκοινοποίησε πρός αυτόν τών συμπολιτών του τήν απόφασιν. Ο Κανάρης εζήτησεν ωρών τινων προθεσμίαν ίνα συνεννοηθή μετά τού πληρώματός του, καί επανελθών μετ' ολίγον ανήγγειλεν ότι είναι έτοιμος ν' ακολουθήση εις ό,τι ήθελε διαταχθή. Η Βουλή άνευ αναβολής προσκαλέσασα τόν ναύαρχον Μιαούλη τώ εκοινοποίησε τήν απόφασίν της καί τώ είπεν άν θέλη νά στείλη καί αυτός έν πυρπολικόν καί δύω πολεμικά πλοία. Ο Μιαούλης επήνεσε τήν γενναίαν απόφασιν αλλά δέν ηδυνήθη νά δώση θετικήν απάντησιν πρίν κοινοποιήση τό πράγμα καί εις τούς πλοιάρχους τής μοίρας του. Μεταβάς δέ εις τό πλοίον του ανήγγειλεν εις τούς υπό τήν διεύθυνσίν του πλοιάρχους όσα εκοινοποιήθησαν πρός αυτόν παρά τής Βουλής τών Ψαρών, καί όλοι απεφάσισαν νά πέμψουν τό πυρπολικόν καί τά πολεμικά. Ετοιμάσθησαν δέ αυθημερόν δύω πυρπολικά καί τέσσαρα πολεμικά, ήτοι δύω πολεμικά εξ εκάστης μοίρας, εκ μέν τής υδραϊκής μοίρας πολεμικά πλοία επέμφθησαν τού Ζάκα καί η γολέτα τού Τομπάζη καί πυρπολικόν ο Ανδρεάς Πιπίνος, εκ δέ τής ψαριανής, τού Γιαννίτση καί Κουτσούκου, καί ο πυρπολικόν ο Κανάρης. Διετάχθησαν δέ τά μέν ψαριανά νά υπάγωσι πρός τό βόρειον μέρος τής Χίου ομού μέ τά πυρπολικά, τά δέ υδραϊκά πρός τό μεσημβρινόν μέρος τής Χίου, διά νά παραπλέωσιν εκεί καί νά λάβωσι τούς πυρπολιστάς μετά τών λεμβών των. Αναχωρήσαντα εκ Ψαρών τήν 1ην Ιουνίου 1822 τά πολεμικά τής
627
ΎΎδρας απήλθον, ως ήτο προδιατεταγμένα, εις τό μεσημβρινόν μέρος τής Χίου, τά δέ τών ψαριανών απήλθον πρός τό αρκτικόν μέρος μετά τών πυρπολικών καί παρέπλεον εκεί. Τά πολεμικά απείχον ολίγον τών πυρπολικών διά νά μή δίδωσιν υπονοίας. ΉΉδη παρέπλεον επί αρκετόν χρόνον ότε τήν 6ην Ιουνίου ευρόντες τόν άνεμον ούριον, διευθύνθησαν ομού τά δύω πυρπολικά καί διήλθον διά νυκτός τάς φυλακάς τού εχθρού καί επέπεσαν επί τών ηγκοροβολημένων εχθρικών πλοίων, ο μέν Πιπίνος επί ενός δικρότου, ο δέ Κανάρης επί ετέρου.» Υπόμνημα τής νήσου Ψαρών - Κωνσταντίνος Νικόδημος (2) Δεκαεννέα άνδρες διάλεξε γιά πλήρωμα ο Κανάρης καί ανάμεσά τους τόν Ιωάννη Θεοφιλόπουλο ή Τσάκαλο γιά νά χειρίζεται τό τιμόνι τού μπουρλότου, έναν χειρισμό πού απαιτούσε επιδεξιότητα, αφού τό πυρπολικό έπρεπε νά προσκολληθεί μέ εξαιρετική ακρίβεια στά πλευρά τού εχθρικού πλοίου. Ο στολίσκος ταξίδεψε μέ βόρειο άνεμο καί τό απόγευμα τής 6ης Ιουνίου 1822 μπήκε στό θαλάσσιο στενό μεταξύ τής Χίου καί τών παραλίων τής Μικράς Ασίας. Εκείνη η νύχτα ήταν χωρίς φεγγάρι, ότι πρέπει γιά νά κινηθούν αθόρυβα τά δύο πυρπολικά, ενώ στή θάλασσα επικρατούσε ηρεμία. Στά τουρκικά πλοία οι μακελάρηδες τής Χίου γιόρταζαν τό μπαϊράμι μέσα στή μουσική, τίς φωνές, τήν οινοποσία καί τά όργια μέ τίς Ελληνίδες σκλάβες, ενώ τά κατάφωτα κατάρτια τους ήταν αυτά πού οδηγούσαν τούς πυρπολητές πρός τό στόχο τους. Η ναυαρχίδα τού Καρά Αλή ήταν η πιό φωταγωγημένη καί η πιό στολισμένη από όλα τά πλοία, μέ εκατοντάδες αυτιά, μύτες καί κεφάλια πού είχαν αποκοπεί από τά πτώματα τών Χριστιανών τής Χίου. Τά πυρπολικά τού Κανάρη καί τού Πιπίνου έσχιζαν αθόρυβα τά νερά τού αιματοβαμμένου νησιού. Τό πρώτο είχε βάλει πλώρη πρός τή ναυαρχίδα τού Καρά Αλή καί τό δεύτερο πρός τό δίκροτο τού υποναυάρχου Μπεκίρ πασά. Τό μικρό μέγεθος τών ελληνικών πλοίων τά έσωσε καθώς οι Τούρκοι φρουροί δέν τούς έδωσαν σημασία. Πώς θά μπορούσαν δύο μικρά πλοιάρια νά βλάψουν τόν πανίσχυρο οθωμανικό στόλο; «Είχανε περάσει τά μεσάνυχτα καί πέρα μέσα στή νύχτα σίμωναν τά δύο μπουρλότα, πού όλο καί πιότερο γέμιζε τά πανιά τους ο αγέρας. - "Κατεβάστε τή σκαμπαβία", προστάζει ο Κανάρης. Τά σκοινιά γλιστράνε στούς μακαράδες κι η βάρκα τής ελπίδας ταξιδεύει τώρα ρυμουλκό, πλάι στό μπουρλότο. - "Ανοίξτε τούς ρούμπους καί τίς μίνες τής φωτιάς." Βγάλανε τίς μπουκαπόρτες πού τίς σκέπαζαν. Τώρα είτανε χαζίρικες νά τινάξουνε τίς φλόγες τους μόλις θά βάζανε φωτιά. Τό τσούρμο τού
628
μπουρλότου άκουγε πιά τά νταούλια καί τούς ζουρνάδες πού χλαπάταγαν. Η καπιτάνα (ναυαρχίδα) βρισκόταν αραγμένη ίσαμε ένα μίλι από τήν ξηρά, στή μέση τής αρμάδας. Μπροστά της είτανε φουνταρισμένες ως δώδεκα φρεγάτες. - "Γιάννη, λέει ο Κανάρης στόν τιμονιέρη Τσάκαλο, πέρνα ανάμεσα από τίς φρεγάδες καί μουράρισε σ' εκείνο τό ντελίνι, πού παίζουνε οι ζουρνάδες." Τούς στεκότανε βέβαια πολύ πιο εύκολο νά κάψουνε κάποια από τίς φρεγάδες τής πρώτης λίνιας (γραμμής). Μά κι ο Κανάρης κι ο Πιπίνος γύρευαν τόν καπουτάν χασάπη τής Χίου, όπως λέγανε τόν Καραλή. Καί τότες ο Κανάρης είπε τό μεγάλο λόγο στόν εαυτό του: - "Κωνσταντή, ετοιμάσου νά πεθάνεις." Δέν είταν παληκαράς, μα ήρωας. Καί μονάχα ένας ήρωας μπορεί νά πεί μία τέτοια κουβέντα στόν εαυτό του. Κι από κείνη τή στιγμή όλα ξεκαθάρισαν μέσα του έτσι, πού οι μανούβρες πού θάκανε, θάτανε τόσο ατάραχες, ωσάν νά μήν είχε αντίκρυ του οχτρό. - "Παιδιά τούς γάντζους! Καί γιά κοιτάτε 'δώ, αν δέν τό σιγουράρουμε καλά τό μπουρλότο πάνω στό ντελίνι, κανείς δέν κατεβαίνει στή σκαμπαβία (βάρκα διαφυγής)." Πέρασαν ανάμεσα από τίς φρεγάδες. Τώρα ορθωνόταν μπροστά τους λαμπρό καί κατάμονο τό ντελίνι (δίκροτο). - "Κοίτα, Γιάννη, νά χώσεις τό μπαστούνι σέ μια από τίς ανοιχτές μπουκαπόρτες τής μάσκας", μουρμουρίζει ο Κανάρης στόν τιμονιέρη. ΉΉταν μία από τά μεσάνυχτα, όταν άγρια κραυγή από τήν τούρκικη ναυαρχίδα ξέσκισε τή νύχτα. - "Φούντο, μπρέ! Φούντο!" Η βάρδια παίρνοντας τό μπουρλότο γιά τούρκικο καράβι πού από ατζαμοσύνη πήγαινε νά τρακάρει πάνω στήν καπιτάνα, τό πρόσταζε νά φουντάρει. Μά καθώς τό βλέπει νά προχωράει ολόισια, καταλαβαίνει τέλος τή μαύρη αλήθεια καί μπήγει τό αλάρμε (συναγερμό): - "Ατές - γκεμισί! Ατές - γκεμίσι (Μπουρλότο! Μπουρλότο!)" Λίγα βόλια σφυρίζουνε ανάμεσα στά ξάρτια. Ακολουθάει ένας ξερός τράκος. Ο Τσάκαλος κατάφερε νά χώσει τό μπαστούνι σέ μία από τίς ανοιχτές μπουκαπόρτες. Πάνω στό ντελίνι σωπαίνουν μεμιάς ζουρνάδες καί νταούλια κι οι πασάδες κι οι μπέηδες τινάζουνται ορθοί, αναποδογυρίζοντας τούς σοφράδες μέ τά κρέατα, τά κρασιά καί τά σερμπέτια. - "Τό σταυρό σας, αμολάτε τούς γάντζους!" Βρυχιέται ο Κανάρης. Τ ούς ρίχνουν μέ δύναμη οι μαρινάροι καί τούς γαντζώνουν τά ξάρτια. Αλάρουν τά σκοινιά τους, γιά νά πλευρίσει τό μπουρλότο στό ντελίνι, καί τά σιγουράρουν. Ο Κανάρης κι ο Τσάκαλος δένουνε τότες τό τιμόνι, μή λασκάρει απ' τή θέση του καί
629
ξεμακρύνει τό μπουρλότο. Η τούρκικια ναυαρχίδα καί τό ταπεινό παλιοκάραβο στέκουνται πιά αγκαλιασμένα πλώρη μέ πλώρη. - "Στή σκαμπαβία!" Η νύχτα γίνεται μέρα. Καί καθώς κόλλησαν τό μπουρλότο από τή μεριά πού φύσαγε ο αγέρας, η φωτιά αγκαλιάζει τή σκάφη τού ντελινιού, καβαλικεύει τά παραπέτα, γλείφει τήν κουβέρτα, λαμπαδιάζει τά πανιά καί χύνεται, από τίς ανοιχτές μπουκαπόρτες, μέσα καί σ' αυτά ακόμα τά σπλάχνα του. Μια μυριόστομη κραυγή απ' ολόκληρη τήν αρμάδα κι από χιλιάδες ασκέρια στήν ξηρά αντηχάει ίσαμε τά βουνά τής Χίου: - "Γιαγκίν! Γιαγκίν! Γιαγκίν! (Φωτιά! Φωτιά! Φωτιά!...)" Αρπάνε οι μαρινάροι (ναυτικοί) μας τά κουπιά, λυγάνε μπρός τά κορμιά τους καί τ' αναγέρνουν μ' όλη τους τή δύναμη. Τινάζεται η σκαμπαβία, μά μένει ακίνητη στόν τόπο! Τί είχε γίνει; Η καρένα της μπέρδεψε σέ κάτι λιανόσκοινα. Λίγο ακόμα καί χάνονταν. Αρπάνε τό μπαλτά καί καταφέρνουν νά τά κόψουν. 'Αμα κόφτηκαν τά σκοινιά πήδηξε η σκαμπαβία στό κύμα. Κι όπως είχανε φάτσα τό ντελίνι, πού οι φλόγες πιά τό φώτιζαν ολόκληρο, ξεχωρίζουν πάνω στό πίπολο τού μεγάλου άλμπουρου ν' ανεμίζει τό σαντζάκι, τό κορωνέτο δηλαδή, τού καπουτάν πασά - τό κόκκινο τετράγωνο πανί μέ τά διχαλωτά άσπρα σπαθιά. Τότες πιά βεβαιώθηκαν ολότελα πώς κάψανε τήν καπιτάνα. Κι ο Κανάρης πού κράταγε τό διάκι, γύρισε τό κεφάλι του καί κοίταξε τό πύρινο κατόρθωμα πού 'γραφε η λευτεριά όξω από τό λιμάνι τής Χίου. Απόμεινε βουβός γιά λίγη ώρα, ωσάν θαμπωμένος κι έπειτα είπε: - "Τί φεγγοβολή!..." 'Αμα δόθηκε τό αλάρμε κι η φωτιά τύλιξε τήν καπιτάνα, ο Καραλής κατάλαβε πώς κείνη τήν ώρα παιζόταν όχι μονάχα η μοίρα τού καραβιού του, μα τό ίδιο του τό κεφάλι. ΌΌσο πού πλάι του τά πρόσωπα τών μπέηδων καί τών αγάδων είτανε σάν τό λείψανο, προστάζει νά δουλέψουνε οι τρόμπες καί νά καλουμάρουν τά γούμενα από τίς άγκυρες, γιά νά ξενερίσει η καπιτάνα κι έτσι νά λυτρωθεί τό πύρινό της αγκάλιασμα. Τό μπουρλότο είταν καλά στερεωμένο πάνω της καί ξενέρισε μαζί της. Ρίχνει τότες, μέ ταξίματα καί φοβέρες, τά νεφέρια (στρατιώτες) καί τούς γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) μέσα στίς φλόγες νά τίς σβήσουν. Χαμένος κόπος. Οι φλόγες πού χύμηξαν από τίς ανοιχτές μπουκαπόρτες πετύχανε στούς κουραδούρους στοιβαγμένες σκηνές. Κατραμωμένες καθώς είτανε φούντωσαν μέ τέτοια γληγοράδα, πού γίνηκαν ένα δεύτερο μπουρλότο μέσα στό ντελίνι. Καί τά 84 γεμάτα κανόνια τού δίκροτου πύρωναν ένα ένα καί βρόνταγαν, μεγαλώνοντας τόν τρόμο όσων θέλανε από τ' άλλα καράβια, νά τρέξουνε νά δώσουνε κάποια βοήθεια στήν
630
καπιτάνα. Τήν παράτησαν λοιπόν στήν τύχη της καί τό μόνο πού κοίταγαν είταν τό πώς νά σωθούν από τήν αναπάντεχη συμφορά. Κόβανε μέ μεγάλη βία τά γούμενα από τίς άγκυρές τους, νά φύγουνε καί νά βρεθούνε μακρυά. Κι είτανε τόση η ταραχή τους πού χτύπαγαν τόνα πάνω στ' άλλο. 'Αλλα τράβαγαν κατά τό βοριά, άλλα κατά τόν Τσεσμέ, άλλα κατά τό νοτιά καί άλλα τά παράσερνε ο αγέρας νά τά τσακίσει στήν ξηρά. Σέ λίγο αποφάνηκε πώς τίποτα πιά δέν έσωζε τήν καπιτάνα. Μάταια ο Καραλής λυσσομανάει προστάζοντας νά παλέψουν μέ τή φωτιά. Κανείς πια δέν τόν ακούει. 'Αλλοι ρίχνουνται στή θάλασσα γιά νά γλυτώσουν κι άλλοι στίς λίγες βάρκες πού δέ φαγώθηκαν ακόμα από τίς φλόγες. Τέλος, τά ρετζάλια (σύμβουλοι) τού Καραλή τόν κατεβάζουν μέ τό ζόρι σέ μία φελούκα νά τόν σώσουν. Από παντού απλώνονται χέρια μισοπνιγμένων καί γαντζώνονται σ' αυτή. Οι μπέηδες όμως γυμνώνουν τίς χαντζάρες τους καί κόβουν αλύπητα δάχτυλα καί μπράτσα. Καί νά, τριζοβολάει, γέρνει, σωριάζεται τό μεγάλο άλμπουρο τού ντελινιού καί πέφτει πάνω στή φελούκα, χτυπώντας κατακέφαλα τόν καπουτάν πασά, τό καμάρι τής Τουρκιάς. Μέ χίλια βάσανα τόν βγάλανε στή στεριά, στό ΌΌκ Μεϊντάν. Ανάσαινε ακόμα. Μά δέν άργησε νά παραδώσει τήν ψυχή του στόν Αλλάχ. Κι ο Πιπίνος; Είχε κολλήσει σύγκαιρα μέ τόν Κανάρη, τό μπουρλότο του στή χασνέ-γκεμισί (υποναυαρχίδα) τού καπουτάν μπέη. Στήν αρχή φάνηκε πώς πέτυχε καί αυτός, όμως κατάφεραν οι Τούρκοι νά σπρώξουν τό μπουρλότο. Ακυβέρνητο τράβαγε πότε καταδώ καί πότε κατακεί σκορπίζοντας τόν τρόμο στ' άλλα καράβια του εχθρού, έκανε μεγάλες ζημιές στήν υποναυαρχίδα που κατάντησε απόλεμη.» Φωτιάδης Δημήτρης - Κανάρης Τό πυρπολικό τού Πιπίνου δέν κατάφερε νά κολλήσει στό καράβι τού Τούρκου υποναυάρχου. Οι Τούρκοι ναύτες κατάφεραν νά τό απομακρύνουν καί εκείνο κάηκε στά ανοιχτά, χωρίς νά βλάψει κάποιο εχθρικό πλοίο. Ο Κανάρης όμως στάθηκε πιό ψύχραιμος καί ο τιμονιέρης του πιό επιδέξιος. Τό πυρπολικό γατζώθηκε στή ναυαρχίδα (πασά γκεμισί), ο μπουρλοτιέρης πέταξε τό δαδί καί πήδηξε τελευταίος στήν βάρκα πού ακολουθούσε τό πυρπολικό. Η φωτιά μεταδόθηκε μέ τή βοήθεια τού ανέμου αστραπιαία καί όταν έφθασε στήν πυριτιδαποθήκη ακολούθησε μία τρομερή έκρηξη πού ακούστηκε σέ ολόκληρο τό νησί τής Χίου. Οι σφαγμένοι πήραν τήν εκδίκησή τους. Περισσότεροι από 2000 Τούρκοι, στήν πλειοψηφία τους μπέηδες καί αξιωματικοί σκοτώθηκαν εκείνη τή νύχτα, όλοι καλεσμένοι στό τραπέζι πού έκανε ο αρχηγός τους, γιά τήν μουσουλμανική εορτή. Ανάμεσα στούς νεκρούς ήταν καί ο αρχηγός τής σφαγής ο Καρά Αλής καπουδάν
631
πασάς, πού σκοτώθηκε από ένα σπασμένο κατάρτι, όταν αυτό έπεσε στή λέμβο πού τόν μετέφερε στήν στεριά. Πολλοί Τούρκοι έπεφταν στήν θάλασσα γιά νά σωθούν, αλλά είτε από τό μεθύσι είτε από τήν πολυφαγία κατέληγαν στόν βυθό τής θάλασσας. Από τούς ηρωϊκούς μπουρλοτιέρηδες δέν έπαθε κανείς τίποτε. Κωπηλάτησαν διά μέσου τών τουρκικών πλοίων χωρίς νά τούς καταδιώξει κανείς καί έφθασαν στό στόμιο τού πορθμού όπου τούς παρέλαβαν οι σύντροφοί τους γιά νά τούς οδηγήσουν στήν αγαπημένη τους πατρίδα τά Ψαρά. Νά σημειωθεί ότι η ναυαρχίδα πήρε μαζί της στό βυθό καί πλήθος από Χριστιανές πού βρίσκονταν αιχμάλωτες τών Τούρκων στά αμπάρια της. «Ο τουρκικός στόλος εκ Κωνσταντινουπόλεως αποβιβάσας κατά Απρίλιον 1822 εις τήν επαναστατήσασα μόλις Χίον δεκατρείς χιλιάδες ασιανού στρατού, κατέβαλε τήν επανάστασιν εκείνην, καί τήν τής Μυτιλήνης προέλαβεν, καί ο έτερος ο αιγυπτιακός απεβίβασε στρατόν εις Κρήτην κατά Μάϊον. Ο δέ ελληνικός έμεινεν αργός εις τούς λιμένας του περιμένων χρήματα. Τέλος κατά Μάϊον πραγματοποιηθείσης τής τών χαρεμίων τού Χουρσίτου ανταλλαγής, καί τών εκ ταύτης ληφθέντων χρημάτων παραδοθέντων ευθύς εις τούς νησιώτας καί τής τών Χίων καταστροφής διαφημισθείσης, εξέπλευσαν δεκατέσσερα πλοία πρός τήν Χίον κατά τά τέλη Μαΐου υπό τόν Μιαούλην, όστις πλησιάσας τόν τουρκικόν εναυμάχησε μετά τής τουρκικής ναυαρχίδος επί ώραν, καθ' ής καί πυρπολικόν διευθυνθέν εκάη εις μάτην, όθεν ουδέν κατορθών καί απομακρυνθείς εναυλόχει εις Ψαρά. Είπον δ' ότι οι Ψαριανοί, διά τήν γειτνίασίν των, έσωσαν πολλούς εκ τών Χίων, αλλά καί εκ τού στόλου ο Σαχτούρης, προφθάσας καί πλοίον τουρκικόν φέρον αιχμαλώτους Χίους, κυριεύσας ηλευθέρωσεν αυτούς, ο δέ τουρκικός ελλιμενισθείς ανοικτά εν τώ μεταξύ Χίου καί Τσεσμέ πορθμώ τής εν Χίω Πασά βρύσις εόρταζε τό ραμαζάν. Εισέβαλε δέ καί ο ελληνικός στόλος εις τόν αυτόν πορθμόν κατ' αρχάς Ιουνίου 1822 καί τήν 6η τού μηνός τούτου δύο πυρπολικά, διοικούμενα, τό μέν υπό τού Πιπίνου τό δέ υπό τού Κανάρη - σύντροφον παραλαβόντος καί τόν μνησθέντα Ιωάννη Θεοφιλόπουλο, διάσημον εν Ερεσσώ πυρπολητήν γενόμενον καί τούς ακολούθους του, αποχωρισθέντα από τού ελληνικού στόλου, υπό σημαίας ευρωπαϊκάς ως εμπορικά, περιπλεύσαντα τήν Χίον, προσεποιούντο ότι διευθύνονται εις Σμύρνην, φρεγάτα τουρκική περιπολούσα περί τό βόρειον μέρος τής νήσου, πλησιάσασα επηρώτησε, καί απάντησιν λαβούσα ότι μέ εμπορεύματα διευθύνονται εις Σμύρνην, καί ανταπαντήσασα "κατευόδιον" ετράπη εις τά οπίσω. Εκείνα δέ πλεύσαντα μέχρι τής εσπέρας κατά τήν αυτήν διεύθυνσιν, μετά τού ηλίου δύσιν εστράφησαν καί υπό τού σκότους τής νυκτός
632
βοηθούμενα προσήγγισαν εις τό αρκτικόν τού πορθμού στόμιον, εν μέσω τού οποίου έγκειται τό έρημον νησίδιον Αγνούσαις (Οινούσσες), διαιρούν τόν πορθμόν εις δύο, εξ ών διά μέν τού μεταξύ αυτού καί τής Χίου, βαθυτέρου όντος, γίνεται η συνήθης διάβασις τών θελόντων νά εισέλθωσιν εκεί πλοίων. ΉΉσαν δέ καί εκεί φεργάται τουρκικαί τοποθετημέναι ως φυλακίδες. Εκ δέ τού ετέρου, αβαθέστερα τά νερά έχοντος, σπανιώτερον, η μικροτέρων συνήθως πλοίων γίνεται ο είσπλους ή διάβασις, όθεν τό μέρος εκείνο ήτο αφύλακτον. Εκείθεν λοιπόν τά πυρπολικά εισερχόμενα προς τήν ασιατικήν ξηράν προσπλέοντα, πλησίον απήντησαν φεργάταν εκ λοξοδρομίας ποδίζουσαν προς τήν Χίον, ήτις τήν εις τούτο ίσως ασχολίαν καί τό σκότος δεν τά παρετήρησεν ή ωλιγώρησεν ως μικρά. ΌΌθεν απαρατήρητα προχωρούντα εις προσέγγισιν προς τόν τουρκικόν στόλον, εις έκτασιν μεγάλην ηγκυροβολημένον, τό πλήθος τών φαναρίων βλέποντα, δεν εδύναντο μακρόθεν νά διακρίνουν, ούτε τήν θέσιν εκάστου, ουτε απ' αλλήλων απόστασιν. Εν δέ τή απορία των ταύτη, μεγάλη τις βολίς, μεταίωρον ατμοσφαιρικόν, προελθόν εξ ανατολών καί πρός δυσμάς διαθέον, διαυγάσαν επί τινα χρόνον ως ημέρα, εβοήθησεν αυτούς νά διακρίνουν τά μεγάλα τού τουρκικού στόλου πλοία, καί ιδίως τήν ναυαρχίδα, καί τάς θέσεις αυτών, καί νά διευθύνουν πρώραν κατ' αυτών. Καί τώ όντι απαρατήρητοι μακρόθεν προσεγγίσαντες, ο μέν Κανάρης επέτυχε νά κολλήση τό πυρπολικόν του εις τήν ναυαρχίδα αυτήν, ο δέ Πιπίνος επί τής τού καπετανάμπεην (υποναύαρχου), καί τούτο μέν απωθηθέν έπεσεν επ' άλλου, καί έβλαψεν μέν αμφότερα, αλλά δέν τά έκαυσεν. Αλλ' εις τήν ναυαρχίδα τό πύρ διεδόθη ακατάσκετον καί εκ τού εμπρησμού αυτής μεγίστη ταραχή καί φθορά επροξενήθη. Εξ αυτής πηδήσας τότε εις λέμβον ο Αλής, ο καπετάν πασάς αυτός, διά νά φύγη εσώζετο, αλλά καί μακρυνθείς μέχρι τής ακτής, εκτυπήθη κατά τήν κεφαλήν καί τήν ράχιν από τεμάχιον ξύλου ή δοκού εκ τής καιομένης ναυαρχίδος εκσφενδονισθέν καί εξαχθείς εις τήν ξηράν εξέπνευσεν. Εκάησαν δέ καί επνίγησαν συγχρόνως έως 1.300 Τούρκοι. Οι δέ ναυτίλοι πυρποληταί εσώθησαν άπαντες εις τά εγγύς προσπλέοντα πλοία τού ελληνικού στόλου. Εννοείται δέ οίκοθεν, καί περιττόν είναι νά τό είπω, ότι θαύμα καί θείας δικαιοσύνης έργον εθεωρήθη η πολλών τότε ευνοϊκών διά τούς ΈΈλληνας περιστάσεων συνδρομή, εν τοιαύταις κρισίμοις ώραις, ήτοι η τής περιπόλου καί τής φυλακίδος τύφλωσις ή ολιγωρία, η τού μεταιώρου διαύγεια, η κατά τής ναυαρχίδος επιτυχία καί ο φόνος τού Καπετάν Πασά, τού εξαπατήσαντος εις υποταγήν τούς αδυνάτους φυγάδας Χίους, σφάξαντος έπειτα καί ανδραποδίσαντος αυτούς καί παρασπονδήσαντος. (Ο Καρά Αλή είχε υποσχεθεί μέσω τών Ευρωπαίων προξένων αμνηστία. ΌΌταν τόν πίστεψαν οι Χιώτες καί επέστρεψαν στήν πόλη, εσφάγησαν άπαντες). Περιπλέοντα δέ τήν Χίον
633
τά ελληνικά έσωσαν τούς έτι κεκρυμμένους τών Χίων. Καί τήν διήγησιν ταύτην εξέθεσα όπως μοι τήν διηγήθη ο εν τώ πυρπολικώ εκείνω μετά τού Κανάρη συμπράξας πυρπολητής καί μνησθείς Ιωάννης Θεοφιλόπουλος ο εκ Λαγκαδίων. (Ο συγγραφέας Μιχαήλ Οικονόμου ήταν από τήν Δημητσάνα, γειτονικό χωριό πρός τά Λαγκάδια Αρκαδίας)» Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis20.html
634
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΑ' Κωνσταντίνος Κανάρης ο μπουρλοτιέρης (1795 - 1877) Ο Κωνσταντίνος Κανάρης γεννήθηκε τό 1795 στά Ψαρά. ΌΌπως όλοι οι Ψαριανοί ασχολήθηκε από μικρή ηλικία μέ τή θάλασσα, ενώ η μικρή μόρφωση πού έλαβε ήταν κάτι λίγα κολλυβογράμματα πού τού τά έμαθε ένας καλόγερος. Πατέρας του ήταν ο Μικές Κανάριος, ναυτικός καί δημογέροντας τών Ψαρών, μητέρα του η Μαρία καί αδέλφια του ο Αναγνώστης, ο Γιώργης καί ο Ανδρέας. Ο Κωνσταντής έμεινε ορφανός σέ νεαρή ηλικία καί προκειμένου νά βοηθήσει τή μάνα του έγινε μούτσος στό μπρίκι τού θείου του Δημήτρη Μπουρέκα. ΌΌταν έπεσε τό Σούλι ο Κανάρης βρέθηκε στήν Πάργα νά μεταφέρει πρόσφυγες στό νησί τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδα). Μετά τόν θάνατο τού θείου του, ανέλαβε καπετάνιος στό πλοίο πού κάποτε είχε ξεκινήσει σάν μούτσος, πραγματοποιώντας πολλά εμπορικά ταξίδια σέ ολόκληρη τή Μεσόγειο. Σέ ηλικία 22 ετών παντρεύτηκε τή Δέσποινα Μανιάτη, κόρη γνωστής ναυτικής οικογένειας τών Ψαρών, μέ τήν οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ο Κωνσταντής Κανάρης ήταν ένας ήσυχος καί άσημος οικογενειάρχης πού έμενε πάντοτε μακρυά από τσακωμούς καί γλεντοκόπια. Μόνη του έννοια ήταν τό μεροκάματο καί η ανατροφή τών παιδιών του. «Ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο πολύκροτος ούτος καί κοσμοπεριβόητος θάλασσιος ήρως, εγεννήθη μέν εις τά Ψαρά, ανετράφη δέ, καθώς καί όλοι οι λοιποί συντοπίται του, ανατροφήν, ήτις έμελλε νά τόν αποκαταστήση έμπειρον καί θαρραλέον ναυτικόν. Πρώϊμα ήδη ήρχισε νά τρέχη τό τραχύ τούτο καί επίπονον στάδιον, καί κατά τά συχνά του επί τής Μεσογείου θαλάσσης ταξείδια επεσκέφθη πολλάκις καί τήν Μαρσίλιαν καί άλλα πολλά παραθαλάσσια τής Ευρώπης μέρη. Απλούς, πένης καί άσημος έζη ειρηνικώς ως ραγιάς, πότε μέν εις τάς αγκάλας τής επίσης αδόξου καί ενδεούς οικογενείας του, πότε δέ επί τού πλοίου του, χωρίς όμως νά εμφαίνηται ξεχωριστόν τι επάνω του, τό οποίον ηδύνατο νά προμαρτυρήση εν αυτώ τόν εκλεκτόν ήρωα τής Χίου καί τής Τενέδου. ΌΌλοι εγνώριζον τήν γαλήνιον καί πράον καρδίαν του, τό ήσυχον καί ειρηνικόν τών φρονημάτων του, διά τά οποία απέφευγε κάθε ταραχήν, καί διά τά οποία δέν ηρέσκετο ουδ' εις τόν τραχύν καί πολυτάραχον βίον τών συντρόφων του ναυτών. ΌΌτε απ' 'Αρκτου μέχρι Μεσημβρίας καί απ' Ανατολών μέχρι Δυσμών διεκηρύχθη η Ανάστασις τού Ελληνικού ΈΈθνους, διεφημίσθη η ύψωσις τού Σταυρού καί η κατάπτωσις τού ημισεληνίου, ότε ήλθε τό πλήρωμα τού χρόνου, τότε καί ο Κανάρης δέν βλέπει πλέον γυναίκα, δέν λυπείται τέκνα, δέν γνωρίζει ησυχίαν, η καρδία του βράζει, η χείρ του κινείται, οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούν καί αυτός ρίπτεται εις τό πλοίον του,
635
τρέχει νά συναγωνισθή τόν λαμπρόν τούτον αγώνα. Kαί ούτω η πολυπαθής ημών Πατρίς τό δεύτερον ήδη έτος τού ενδόξου αλλά καί πολυκινδύνου τούτου κατά τών τυράννων τής αγώνος έμελλε νά ίδη έν από τά λαμπρότατα καί κάλλιστα μέλη της κατασπαραττόμενον από τούς απανθρώπους τυράννους της. Διότι η Χίος, η λαμπρά καί περικαλλής πόλις τε καί νήσος, τό κατοικητήριον 100.000 Ελλήνων, ιδούσα φεύ! τούς κατοίκους της κατασφαγέντας από τήν παμφάγον σπάθην τών μουσουλμάνων, εξηφανίσθη από τό πρόσωπον τής γής. Τότε δή ο Κανάρης, ο απλούς εκείνος καί μέχρι τού νύν τόσον πράος καί ποταπός ανήρ, ιδού εξαίφνης συμμεγεθύνεται καί συνυψούται μέ τάς περικυκλούσας αυτόν περιστάσεις καί τύχας, οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούν, υπόσχεται βεβαιοί, ορκίζεται νά μεταβάλλη εις στάκτην τό πλοίον τού καπουδάν πασιά...» N. Μαραθώνιος - Βιογραφία τού Κωνσταντίνου Κανάρη, 1835 Ο Κανάρης, όταν βρέθηκε στήν Οδησσό τό 1820, μυήθηκε στή Φιλική Εταιρεία καί έτσι μέ τό ξέσπασμα τής επανάστασης τού Αλέξανδρου Υψηλάντη στήν Μολοδοβλαχία, έσπευσε αυθόρμητα νά καταταγεί στόν στόλο τού Νικολή Αποστόλη. Από τούς πρώτους μήνες ο Κανάρης ξεχώρισε γιά τό θάρρος του καί τήν αποφασιστικότητά του, κάνοντας επιδρομές στά μικρασιατικά παράλια, ενώ κατόπιν εντάχθηκε στά πυρπολικά καί έγινε ένας από τους ικανότερους μπουρλοτιέρηδες. Tό μπουρλότο τού Παπανικολή στήν Ερεσσό τής Λέσβου (27 Μαίου 1821) άναψε φωτιά καί στά στήθη τού Κανάρη, ο οποίος ήθελε νά επαναλάβει τό κατόρθωμα τού συμπατριώτη του. Ο άσημος καί ταπεινός Κανάρης κατάφερε τή νύχτα τής 6ης Ιουνίου 1822 στό λιμάνι τής Χίου, νά γίνει ο τρόμος τών κατακτητών τού τόπου του καί ο ήρωας όχι μόνο τών Ελλήνων, αλλά καί τών Ευρωπαίων αστών, πού παρακολουθούσαν πλέον μέ ενδιαφέρον τόν αγώνα γιά ανεξαρτησία τών απογόνων τού Πλάτωνα, τού Αριστοτέλη καί τού Περικλή. «Στίς 6 Ιουνίου 1822 μέ τό λιόγερμα σηκώθηκε γρεγολεβάντες πού όλο καί δυνάμωνε. - "ΌΌ,τι μάς χρειάζεται", μονολόγησε ο Κανάρης. Τά καράβια ήταν όλα έτοιμα καί γιά νά ξεγελάσουν τίς βαρδιακόστες (σκοπούς), οι μπουρλοτιέρηδες σήκωσαν στά κατάρτια τους αυστριακή σημαία. - "Ο Θεός μαζί μας", είπε ο Κανάρης, έκανε τό σταυρό του καί έβαλε ρότα γιά τή Χίο. Πηγμένο ήταν τό λιμάνι τής Χίου ως έξω, από τά καράβια τής αρμάδας. Κάθε λογής σκαρί βρισκόταν κειπέρα. Τόσα τά κατάρτια καί
636
τά ξάρτια πού δέν μπορούσες νά ξεχωρίσεις ποιανού πλεούμενου ήταν. Γιά νά γιορτάσουν οι Τούρκοι τό μπαϊράμι τους, είχαν σηκώσει στά κατάρτια πολύχρωμα μπαϊράκια καί στά ξάρτια είχαν κρεμάσει λαδοφάναρα. Ολάκερο τό λιμάνι φεγγοβολούσε. Η πιό τρανή τών μουσουλμάνων γιορτή είναι τό μπαϊράμ. Από κάθε καράβι ακούγονταν τραγούδια. Τά συνώδευαν ούτια καί τουμπερλέκια. Τό ζέφκι (γλέντι) όλο καί κόρωνε. Μά πιό τρανό από παντού ήταν στήν καπιτάνα. Αυτή δέν είχε αράξει μαζί μέ τ' άλλα, μά ήταν αποτραβηγμένη καί φουνταρισμένη αντίκρυ απ' τό μπούρτζι. Ο Καραλής είχε προσκαλέσει στό πασά γκεμισή (πλοίο τού αρχηγού ή ναυαρχίδα), όλους τούς καπεταναίους από τ' άλλα καράβια τής αρμάδας. Είχε πιεί τόσο τσίπουρο ο καπιτάν πασάς πού μεθυσμένος πιά δέν μπορούσε νά σταθεί στά πόδια του. Γιά νά ξεχωρίσει η καπιτάνα, στό πρυμνιό τό άλμπουρο είχε κρεμάσει τό σαντζάκι (σήμα τής ναυαρχίδας). Μά στό πλωριό κατάρτι ο Καραλής είχε κρεμάσει Χιώτες γιά νά τούς βλέπουν στό βραδινό γλέντι. Δύο χιλιάδες ψυχές βρίσκονταν κείνη τή νύχτα πάνω στήν καπιτάνα. Μεσονύχτι. Τό φεγγάρι βρισκόταν στή χάση του. Τ' αστέρια παιχνιδίζοντας καθρεφτίζονταν στή θάλασσα. Τά δύο μπουρλότα, τού Κανάρη καί τού Πιπίνου, ξεκίνησαν μέσα στό σκοτάδι μέ ρότα τό λιμάνι τής Χίου. Ο αέρας έφερνε από μακρυά τά τραγούδια καί τά ξεφωνητά τών Τούρκων απ' τό νυχτιάτικο ξεφάντωμά τους. Τά δύο μπουρλότα γλυστράνε ανάμεσα στά τούρκικα καράβια, χωρίς νά τά πάρει κανείς είδηση. Ο Πιπίνος φέρνει κατά τό μαΐστρο τό μπουρλότο του μέ σκοπό νά τό κολλήσει στό χασνέ γκεμισί (αντιναυαρχίδα) τού καπιτάν μπέη (υποναυάρχου) πού ήταν πρός τά κεί αραγμένο. Ο Κανάρης έβαλε ρότα κατά τό λεβάντε (ανατολικά). Εκεί έχει αράξει η καπιτάνα. ΌΌλο καί ζυγώνει. Σωστό κάστρο είναι τό τρικάταρτο ντελίνι τού Καραλή μπροστά στό μικρό μπρίκι τού Κανάρη. Βρισκόταν τόσο κοντά τό μπουρλότο πού οι γεμιτζήδες (ναύτες) τής καπιτάνας κατάλαβαν ότι τούτο τό καράβι δέν είναι απ' τά δικά τους, μά ξένο καί φωνάζουν: - "Φούντο μπρέ! Φούντο!" Ο Κανάρης όμως έχει προβλέψει. Στό κατάρτι του κυματίζει αυστριακή σημαία. Καί μιά φωνή ακούγεται απ΄τό μπουρλότο ν' αποκρίνεται στούς Τούρκους. - "Ντέμτσοι! Ντέμτσοι! (Αυστριακοί)" Τό μπουρλότο όλο καί σιμώνει τήν καπιτάνα. Σέ κάποια στιγμή οι συντρόφοι τού Κανάρη τόν ακούνε νά μονολογάει: - "Κωνσταντή, ήρθε η ώρα νά πεθάνεις!" ΈΈνα δυνατό τρακάρισμα ακούστηκε καί τό μπουρλότο ταρακουνήθηκε. ΉΉταν τόσο αναπάντεχο πού πολλοί απ' τούς Τουρκαλάδες δέν προκάνανε νά βασταχτούν καί πέσανε ανάσκελα. Αυτό ήταν. Η πλώρη τού μπουρλότου χτύπησε μέ τόση δύναμη πού χώθηκε
637
όλη μέσα στή μπουκαπόρτα τής καπιτάνας. Οι ΈΈλληνες μέ πρώτο τόν καπετάνιο τους πετάνε μέ μιάς τούς γάντζους μέ αλυσίδες καί στά γρήγορα δένουν κολλητά τό μπουρλότο μέ τήν καπιτάνα. - "Ρίξτε τή σκαμπαβία (βάρκα διαφυγής) στό νερό καί κατεβείτε όλοι σας," προστάζει ο Κωνσταντής. Ο Κανάρης μέ τόν δαυλό βάζει φωτιά στό μπουρλότο. Φωτιές ξεπετιώνται από παντού καί αρχίζουν νά γλύφουν τά πλάγια τής καπιτάνας. Ο Κανάρης πηδάει στή βάρκα πού μέ καρδιοχτύπι τόν προσμένουν οι συντρόφοι του. Οι Τούρκοι σαστισμένοι τρέχουν στήν κουβέρτα τής καπιτάνας ξεφωνίζοντας. - "Γιαγκίν ! (φωτιά) Ατές γκεμισί! (μπουρλότο). Γκιουρλάρ! (Ρωμιοί)" Οι ΈΈλληνες στή σκαμπαβία αρχίζουν νά λάμνουν (κωπηλατούν). Μέ δύναμη χτυπάνε τά κουπιά στό νερό. Στήν καπιτάνα οι φλόγες στά γρήγορα ξαπλώνονται καί τρώνε ότι βρίσκουν στό δρόμο τους. Τίποτα δέν μπορεί πιά ν' ανακόψει τήν κορωμένη φωτιά. Λαμπάδιασε από παντού. 'Αδικα ο Καραλής φοβερίζει τό τσούρμο του νά σβήσει τή φωτιά. Τά κανόνια τής καπιτάνας ζεσταίνονται, κοκκινίζουν κι αρχίζουν νά παίρνουν μονάχα τους φωτιά. Τό ένα ύστερ' απ' τό άλλο. Κι έχει 84 κανόνια τό ντελίνι (δίκροτο) τού καπουδάν πασά! Πλάϊ στήν καπιτάνα βρέθηκε ένα γαλιόνι. Δέν πρόκανε νά ξεμακρύνη. Απ΄ τήν καπιτάνα αρπάζει φωτιά κι αυτό. Οι φλόγες σέρνονται καί φθάνουν γρήγορα στήν μπαρουταποθήκη. Ανατινάζεται τό γαλιόνι καί γίνεται αποκαΐδια. Γλυτωμό δέν έχει πιά τό όμορφο τρικάταρτο ντελίνι....» Τάκη Λάππα - Κανάρης Ναυμαχία τών Σπετσών, 8 Σεπτεμβρίου 1822 Mετά τήν πυρπόληση τής ναυαρχίδος στή Χίο καί τό θάνατο τού Καρά Αλή, η Υψηλή Πύλη ετοίμασε νέες ναυτικές επιχειρήσεις, αλλά αυτή τή φορά υπολόγιζε καί στήν επικουρία τού αιγυπτιακού στόλου. Τά αιγυπτιακά πλοία ενώθηκαν μέ τά τουρκικά πλοία στίς αρχές Ιουλίου τού 1822 καί κατευθύνθηκαν πρός τό κεντρικό Αιγαίο, παραπλέοντας τό μικρό νησί τών Ψαρών. Οι Ψαριανοί ενημέρωσαν αμέσως τούς Υδραίους καί τούς Σπετσιώτες καί τούς παρότρυναν νά ετοιμαστούν καί τά τρία νησιά γιά νά αντιμετωπίσουν τόν αντίπαλο μουσουλμανικό στόλο, στόν οποίο εκτός από τήν Τουρκία συμμετείχαν η Αίγυπτος, η Τύνιδα καί η Αλγερία. Τά μουσουλμανικά κράτη ανέκαθεν υποστήριζαν τό ένα τό άλλο σέ κάθε περίσταση, σέ αντίθεση μέ τα χριστιανικά κράτη τής Ευρώπης πού προτιμούσαν νά κάνουν οικονομικούς υπολογισμούς καί δέν δίσταζαν γιά χάρη αυτών τών υπολογισμών νά αφήνουν στό έλεος τών ασιατών καί αφρικανών εισβολέων τούς ομόπιστούς τους.
638
τό ελληνικό στρατόπεδο, τό μεγάλο πάντα πρόβλημα ήταν η Σ οικονομική δυσπραγία καί η ανικανότητα τής ελληνικής κυβέρνησης νά καλύψει τίς βασικές δαπάνες γιά τήν κίνηση τού ελληνικού στόλου. Η συντήρηση τών πλοίων καί η προμήθεια τους μέ πυρομαχικά καί τρόφιμα ήταν δυσβάστακτη γιά τούς προϋπολογισμούς τών τριών ναυτικών νησιών μας. Ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος περιέπλευσε τήν Πελοπόννησο, χωρίς νά βοηθήσει τόν Δράμαλη όπως εκείνος υπολόγιζε, καί στίς 20 Ιουλίου 1822 έφθασε στή λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου. H προσπάθεια τού καπουδάν πασά νά αποβιβάσει πεζοναύτες στό Βασιλάδι απέτυχε καί ο στόλος του ελλιμενίσθηκε στό λιμάνι τών Πατρών όπου παρέμεινε άπρακτος. Η αδράνεια τού εχθρικού στόλου δημιούργησε μέ τή σειρά της βραδύτητα καί στά ελληνικά ναυτικά νησιά, τά οποία καθυστέρησαν έναν ολόκληρο μήνα γιά νά οργανωθούν καί νά κινήσουν τά πλοία τους. Στίς 19 Αυγούστου 1822, ο ελληνικός στόλος ειδοποιήθηκε από τίς βαρδιακόστες του (περιπολικά πλοία) ότι η αρμάδα βρισκόταν στή θάλασσα τών Κυθήρων καί πλησίαζε στίς Σπέτσες. Η παρουσία τού μουσουλμανικού στόλου τόσο κοντά στίς Σπέτσες καί τήν ΎΎδρα προκάλεσε τρομερό πανικό στούς κατοίκους, οι οποίοι άρχισαν νά μεταφέρουν μέ κάθε μέσο τά γυναικόπαιδα καί τούς γέρους σέ ασφαλέστερα μέρη. «Περί τάς αρχάς Αυγούστου 1822 εξήλθε τού Ελλησπόντου άπας ο οθωμανικός στόλος, φέρων διαταγήν τού σουλτάνου νά καταστρέψη όλην τήν Ελλάδα, ιδίως δέ τάς τρείς ναυτικάς νήσους, τών οποίων οι κάτοικοι είχον τήν αναίδειαν νά καταφλέγωσι τούς στόλους του καί νά καταφρονώσι τήν μεγάλην του εξουσίαν. Αλλά πρίν ή θέση εις ενέργειαν τούς σκοπούς τούτους ο στόλαρχος Ιβραχίμ πασσάς, διευθύνθη προηγουμένως κατά τά μεσσηνιακά φρούρια καί τόν Κορινθιακόν κόλπον, όπως εφοδιάση πρώτον τά φρούρια εκείνα καί τό τών Πατρών, καί ακολούθως νά έλθη καί εις τόν Αργολικόν κόλπον νά καταστρέψη τάς νήσους Σπέτσας καί ΎΎδραν, νά επισιτίση τό Ναύπλιον καί νά επιτελέση τή συμπράξει καί τών κατά γήν οθωμανικών στρατών τήν υποδούλωσιν όλης τής Ελλάδος. 'Αμα διεδόθη η είδησις ότι σκοπός κύριος τών οθωμανικών στόλων ήτο νά επιπέσωσι κατά τών δύο ναυτικών νήσων Σπετσών καί ΎΎδρας, καί μάλιστα τής πρώτης, φύσει ομαλής καί ευπροσβλήτου, οι Σπετσιώται απέστειλαν τήν 16ην Ιουλίου, πρεσβείαν τινά εις ΎΎδραν εκ τών Γεωργίου Ανδρούτσου καί Ανδρέου Χατζή Αναργύρου, διά νά συνεννοηθώσι μετά τών προκρίτων τής ΎΎδρας, εάν εν περιπτώσει ανάγκης, εσυμφώνουν νά μετακομισθώσιν εις ΎΎδραν αι οικογένειαι τών Σπετσιωτών, χάριν τής συγκεντρώσεως τών δυνάμεων, φύσει
639
κρημνώδους καί δυσπροσίτου ούσης τής ΎΎδρας, νά μείνωσι δέ εις Σπέτσας άνδρες μόνον. Τήν 8ην Σεπτεμβρίου 1822, ο εχθρικός στόλος συγκείμενος εξ όλων τών στόλων τού Βυζαντίου (εννοεί τού ναυστάθμου τής Κωνσταντινούπολης), τής Αιγύπτου, τής Αλγερίας, τής Τύνιδος καί τής Τριπόλεως τής Βαρβαρίας (Τριπόλεως τής Λιβύης) καί συμποσούμενος εκ πλοίων μικρών τε καί μεγάλων πλέον τών ενενήκοντα, συμπεριλαμβανομένων καί πολλών αυστριακών φορτηγών, απροσδοκήτως εφάνη πλέων ανατολικώς τής νήσου τών Σπετσών. Τά πλοία τών Υδραίων καί Σπετσιωτών, εν οίς καί δεκατρία πολεμικά καί δύο πυρπολικά ψαριανά εβδομήκοντα άπαντα συμποσούμενα, συμπεριλαμβανομένων καί δέκα πυρπολικών, περιέπλεον μεταξύ τών τριών νήσων Καϊμένης (Βελοπούλα), Πετσοπούλας (Σπετσοπούλα) καί Τρίκερης, ως αγνοούντα τήν κυρίως πρόθεσιν τού εχθρού, ότε δέ είδον ότι ο εχθρικός στόλος διευθύνετο πρός τόν μεταξύ Σπετσών καί Ερμιονίδος πορθμόν, εζήτουν νά πλησιάσωσιν εις τάς νήσους Σπετσών καί ΎΎδρας. Ο εχθρικός στόλος, τοσούτον ισχυρός καί πολυάριθμος έχων τόν πελάγιον άνεμον ούριον καί ών προσήνεμος, κατέρχεται τήν ημέραν εκείνην, ήτοι τήν 8ην Σεπτεμβρίου 1822, μέ όλην τήν εν τή πρώτη ορμή τών Τούρκων συνήθη θρασύτητα, τών μέν εκ τών πλοίων του προπορευομένων, τών δέ ακολουθούντων, διευθυνόμενος πρός τό μεταξύ Πετσοπούλας καί Τρίκερης στόμιον τού πορθμού τών Σπετσών, ο δέ ελληνικός στόλος καί ως υπήνεμος καί ως διεσπαρμένος δέν ηδύνατο νά κρατήση μάχην, αγνοών δέ άν ο εχθρός εσκόπευε νά διέλθη τώ όντι, ως εδείκνυε διά τού πορθμού τών Σπετσών, ή παραλλάσων τήν νήσον τής Τρίκερης, νά στραφή πρός τήν ΎΎδραν....» Ναυτικά Ορλάνδος Αναστάσιος - 1869 Στίς 8 Σεπτεμβρίου 1822, η τουρκική αρμάδα κατευθύνθηκε πρός τίς Σπέτσες. Ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης είχε στή διάθεσή του 60 πλοία, πολύ μικρότερα σέ μέγεθος καί σέ δύναμη πυρός από τά 90 πλοία τού μουσουλμανικού στόλου. Διέταξε τά πλοία του νά παραταχθούν μέσα στόν πορθμό Σπετσών καί Αργολίδας, όπου θά μπορούσαν ευκολώτερα νά αντιμετωπίσουν τά πλοία τού εχθρού στή στενή αυτή λωρίδα τής θάλασσας. Οι ΈΈλληνες είχαν ετοιμάσει μεγάλο αριθμό πυρπολικών σκαφών τά οποία σχεδίαζαν νά χρησιμοποιήσουν σέ περίπτωση πού ο αντίπαλος στόλος επιχειρούσε είσοδο στόν κόλπο τού Ναυπλίου. Τά σπετσιώτικα πυρπολικά ήταν τού Αναστάση Ανδρούτσου, τού Ηλία Μπάμπα, τού Δημητράκη Λαζάρου, τού Γεωργάκη Κούτζη, τού Γεωργάκη Νικολού ενώ άλλα τόσα είχε ετοιμάσει η ΎΎδρα. Τέσσερα όμως πλοία πού έπλεαν ανατολικότερα, τού Αντωνίου
640
Κριεζή, τού Ανάργυρου Λεμπέση, τού Λεονάρδου Θεοδωρή καί τού Λάζαρου Παναγιώτα, από κακή συνεννόηση βρέθηκαν ανάμεσα στά τουρκικά πλοία καί ξεκίνησαν νωρίτερα τή ναυμαχία μέ τόν εχθρό. Ο Αντώνιος Κριεζής άρχισε πρώτος τόν κανονιοβολισμό καί βρέθηκε νά πλέει μέσα στήν καρδιά τού εχθρικού στόλου πολεμώντας ένθεν και κείθεν. Κρυμμένος μέσα στόν πυκνό καπνό πού δημιουργούσαν οι ομοβροντίες τών κανονιών κατάφερε νά ναυμαχήσει μέ τά πολυάριθμα εχθρικά πλοία χωρίς νά υποστεί σημαντικές ζημιές. «Ο Μιαούλης, λαβών τήν διεύθυνσιν τών ελληνικών πλοίων, έδωκεν εις τούς πλοιάρχους τής μάχης τό σχέδιον, τό οποίον παραδεχθέντες ούτοι, κατέταξαν κατ' αυτό τά πλοία των ούτως. Δεκαοκτώ ελληνικά πλοία καί έξ πυρπολικά διηρέθησαν εις τρείς σειράς εν είδει κλίμακος, καί ετέθησαν μεταξύ τού πορθμού τών Πετσών κατέμπροσθεν τής χώρας, εις τρόπον ώςε έξ (ώστε έξι) μόνα τούτων εδύναντο νά πολεμώσιν εις ένα καί τόν αυτόν καιρόν, καί οι Τούρκοι ηναγκάζοντο νά βιάσουν τάς τρείς αυτάς σειράς πρίν φθάσουν εις Ναύπλιον. ΈΈτερον τού ελληνικού ςόλου μέρος διωρίσθη νά υποκριθή, ότι καταδιώκεται από τόν εχθρόν, καί νά τόν τραβήξη εν τώ μέσω τών νήσων, όπου οι ΈΈλληνες διά τήν ςενότητα εδύναντο κάλλιον νά μεταχειρισθώσι τά πυρπολικά, καί νά κυβερνήσουν περιδεξίως τά πλοία των εις τρόπον, ώςε νά περάσουν απ' άνεμον τών νήσων διά νά περικυκλώσουν τό άλλο τού εχθρού μέρος μεταξύ δύο πυροβολημάτων. Τοιουτοτρόπως έν μέρος τού εχθρικού ςόλου προσέβαλε τά πρός τόν πορθμόν τοποθετημένα ελληνικά πλοία, καί άλλο ηκολούθησε τά πρός τάς νήσους διευθυνόμενα. ΈΈν τών πυρπολικών, από τόν Πιππίνον διευθυνόμενον, εκόλλησεν εις τήν πρύμνην ενός εχθρικού βρικίου, καί ως πενήντα αυτού άνθρωποι επήδησαν εντός τού πυρπολικού, καί επρόφθασαν νά τό ξεκολλήσουν από τό βρίκιον, αλλ' αυξηθέντος τού πυρός, όλοι αυτοί εκάησαν καί επνίγησαν. Εκ τού πληρώματος τού πυρπολικού τούτου επληγώθησαν δύο ναύται καί άλλοι δύο εκ τών τού πλοιάρχου Αντωνίου Κριεζή. Εν τώ μεταξύ δέ τούτω η μάχη εγένετο πεισματώδης εξ αμφοτέρων τών μερών, καί τά επί τής νήσου Πετσών κανονοςάσια επυροβόλουν ωσαύτως κατά τού εχθρού. Οι κάτοικοι όλοι τής ΎΎδρας είχαν καταβή πρός τό κατά τό μέρος εκείνο παράλιον, καί επερίμεναν ανυπομόνως νά ίδωσι τής ναυμαχίας αυτής τήν έκβασιν, εκ τής οποίας εκρεμάτο η τύχη τής Ελλάδος. Μετά δέ εξάωρον ακατάπαυςον μάχην μή δυνάμενοι οι Τούρκοι νά βιάσωσι τήν είσοδον ετραβήχθησαν. Τήν 13ην Σεπτεμβρίου 1822, ο εχθρός επροσπάθη λοξοδρομών νά εξέλθη τού κόλπου, παραίτησεν έν βρίκιον, τό οποίον δέν εδύνατο ως αργοκίνητον ν' ακολουθήση τόν ςόλον, καί τό έκαυσαν οι ΈΈλληνες.
641
Διευθυνταί τών δύο πυρπολικών τούτων ήσαν οι Υδραίοι Γεώργιος Τσερεμές καί Λεονάρδος Θεοδωρή. Τήν δέ 15ην ευρισκόμενος ο εχθρικός ςόλος έξωθεν τών νήσων, καί θεωρών αδύνατον πλέον νά δώση εις τό Ναύπλιον βοήθειαν καμμίαν καί τελευταίον όλα τά υπέρ αυτού σχέδια του ματαιωμένα, απελπισθείς, απεφάσισε νά φύγη διά Κωνςαντινούπολιν, διό καί επιτυχών βοηθού ανέμου, πνέοντος εκ μέρους τής ΎΎδρας, εξηκολούθει νά φεύγη, ο δέ ελληνικός ακολουθών αυτόν, τόν επυροβολούσε φεύγοντα έως τό εσπέρας...» Συνοπτική ιστορία τών ελληνικών ναυμαχιών, Αντώνιος Μιαούλης Η ναυμαχία τών Σπετσών ξεκίνησε τυχαία καί όχι σύμφωνα μέ τόν σχεδιασμό τού Μιαούλη πού ήθελε νά παρασύρει τά πλοία τών μουσουλμάνων στόν στενό πορθμό τών Σπετσών, όπου θά ήταν εύκολος στόχος γιά τά κανόνια πού είχαν στήσει στά παράλια τού νησιού ο Χατζηγιάννης Μέξης, ο Ιωάννης Κούτσης, ο Νικόλαος Αδριανός, καί ο Αναστάσιος Ανδρούτσος. Η ναυμαχία εξακολουθούσε χωρίς οι αντίπαλοι εκατέρωθεν νά υποστούν σημαντικές ζημιές. Τά πυρπολικά ήταν εκείνα πού ανάγκαζαν τόν οθωμανικό στόλο νά διασπά τίς γραμμές του, αφού μόνο μέ τήν εμφάνισή τους προξενούσαν τόν τρόμο στούς μουσουλμάνους πλοιάρχους. Κατά τό δειλινό, μοίρα αφρικανικών πλοίων έριξε μερικά υδραϊκά πλοία στά βράχια τού νησιού Δοκός. Τότε ο Πιπίνος έριξε τό πυρπολικό του σέ ένα αλγερινό μπρίκι, μέ αποτέλεσμα νά υποχωρήσουν τά υπόλοιπα εχθρικά καί νά σωθούν τά ελληνικά πλοία πρός τήν παραλία τής Ερμιονίδας. Σέ μία άλλη προσπάθεια τού εχθρού νά πλεύσει πρός τό Ναύπλιο, ενώθηκαν τά πλοία τών Λεμπέση, Κριεζή, Σαχτούρη, Χατζη Ανάργυρου, Παναγιώτα, Τσούπα, Ράφτη καί Δημήτρη Μιαούλη καί τού εμπόδισαν τήν είσοδο. Ο Κοσμάς Μπαρμπάτσης ξεκίνησε από τά κανονιοστάσια τών Σπετσών καί επιχείρησε νά προσεγγίσει τήν τουρκική ναυαρχίδα, η οποία βρισκόταν στό κέντρο τής εχθρικής παρατάξεως. Μόλις ο Τούρκος ναύαρχος αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο περί πυρπολικού, ετράπη σέ φυγή, παρασύροντας καί τά υπόλοιπα πλοία μαζί του. «Τούτων δέ γενομένων εξέπλευσε τή 7η Σεπτεμβρίου 1822 ηνωμένος ο τρινήσιος στόλος πρός αντίκρουσιν τού πρσδοκωμένου εχθρού από μεσημβρίας καί έπλεε κατ' αυτού. Νυκτός δ' επελθούσης, ανηγγέλθη ως αντιμέτωπος αυτώ φερόμενος, διό ανακρουσάμενα πρύμναν τά ελληνικά σκάφη όπως αρμοδιώτερον εκάστη μοίρα ο πνέων άνεμος επέτρεπεν, εφέροντο πρός τόν πορθμόν τών Σπετσών, αυτόθι διανοούμενα νά προσβάλωσι τόν οθωμανικόν στόλον, κωλύοντες αυτώ τήν διέκπλευσιν, καί τήν πρός τό Ναύπλιον είσοδόν του, όπερ εσκόπει. Ανατειλάσης δέ τής
642
8ης τού μηνός Σεπτεμβρίου 1822 εκ τών ελληνικών πλοίων ευρέθησαν τά μέν υδραϊκά από τής νήσου τής Τρίκερης παραπλεόντα μέχρι Δοκού, τά δέ τών Σπετσών πρός νότον τής Σπετσοπούλας παραλλάσσοντα, τής τών Ψαρών μοίρας ουχί πολύ απέχουσης τούτων. Ο δέ εχθρικός στόλος συγκείμενος εκ περίπου ογδοήκοντα πολεμικών σκαφών, ήτοι έξ δικρότων, δεκαέξ φρεγατών, έξ κορβετών, μιάς γολέτας καί πεντήκοντα βρικίων, υπό στόλαρχον τόν Ιβραήμ πασάν, πρώην τοπτζίπασην (αρχηγό πυροβολικού) καί τόν υπό τήν οδηγίαν αυτού ωμότατον ναύαρχον Καρά Αλήν, εκ μετεώρου πελάγους φερόμενος ωφελήθη τής επιπνευσάσης αυτώ έωθεν ουρίας αύρας τού Καικίου (θεός τού βορειανατολικού ανέμου ή γρέγου) καί πήγαινε πανίστιος εις τόν πορθμόν τής νήσου τών Σπετσών. Πλήν αλλά, μόλις επλησίασε περί τά Τρίκρανα (Τρίκερη), ο εκεί λαχών Αντώνιος Κριεζής Υδραιώτης, τόν χαιρετά μέ τόν πρέποντα κανονιοβολισμόν ανακωχεύσας τό πλοίον του, καί ούτω τό σύνθημα τής προσβολής μεταδίδεται ακαρεί τοίς παραπλέουσι συναδέλφους του. ΉΉτο όντως εξαίσιον τό θέαμα τήν ημέραν εκείνην! Ο τριννήσιος στόλος εντός τού πορθμού τής νήσου τών Σπετσών είχε περιζώσει τήν κραταιοτέραν ναυτικήν τών Οσμανιδών δύναμιν, ήτις πρόθεσιν είχε νά εισδύσει εις τήν Αργολικήν καί επιτροφοδοτήση τούς εγκλείστους εις τό φρούριον τής Ναυπλίας ομοφύλους αυτών, αλλ' οι ηγήτορες νησιώται αμφισβητούσιν αυτοίς τήν δίοδον. 'Αμα δέ συνεσπειρώθη όλη η ελληνική ναυτική δύναμις δεξιά καί αριστερά τού οθωμανικού στόλου, μετήλλαξεν ούτος πορείαν. Αντί νά προβή, ως εσκόπευε καί ο άνεμος τόν εβοήθει, ανακωχεύει εντός τού πορθμού τών Σπετσών καθ' όλην αυτού τήν έκτασιν καί αντιπυροβολεί. Πυροβολείται κύκλωθεν από τά ελληνικά σκάφη, εκπέμπονται κατ' αυτού ζωηραί αι σφαιροβολαί καί αι μύδροι εκ τών παραλίων κανονιοστασίων τής νήσου τών Σπετσών, πρός δέ καί τών τής απέναντι ακτής, είχον καταβή επίκουροι εις τούς πυροβολιστάς καί οι Κρανιδιώται ένοπλοι. Επί τέλους, δείλης οψίας γενομένης, τού δέ αγώνος κορυφωθέντος, εξορμά τού λιμένος τής νήσου τών Σπετσών ο Κοσμάς Μπαρμπάτσης μέ τό πυρπολικόν του, συνοδευόμενος υπό τών παρακελεύσεων τού ευπατρίδου πρεσβύτου Χατζή Ιωάννου Μέξη, όστις διά τού ιδίου του στήθους επάλαιε τήν στιγμήν ταύτην κατά τού εχθρού εκ τών πρό τού λιμένος κανονιοστασίων μετά τών περί αυτόν ευρεθέντων οικείων, τού υιού του Νικολάου, τού γαμβρού του Ιωάννου Κούτση καί άλλων λογάδων, επικαλουμένου δέ στεντορείως Πατρίδα, Θρησκεία καί Τιμήν, καί ο πυρπολητής εφορμά εις τό κέντρον τής οθωμανικής δυνάμεως, όπου τεταγμένη ήν η ναυαρχίς, αλλ' αύτη δίδει τά σημεία τής υποχωρήσεως...» Τά Σπετσιωτικά, Χατζηαναργύρου Ανάργυρος
643
Τίς επόμενες μέρες, ο Τούρκος καπουδάν πασάς προσπάθησε νά επαναλάβει τήν επιχείρηση καταστροφής τών Σπετσών καί ανεφοδιασμού τού Ναυπλίου. Λόγω όμως τής νηνεμίας καί τής συνεχούς παρενόχλησης από τόν ελληνικό στόλο η κίνηση τών πλοίων του ήταν αδύνατη. Στίς 12 Σεπτεμβρίου 1822, τόν ειδοποίησε ένας Γάλλος πλοίαρχος νά μήν ριψοκινδυνεύσει νά πλεύσει πρός τόν Αργολικό κόλπο διότι εκεί τόν περίμεναν πολλά πυρπολικά καί έτσι ο Τούρκος ναύαρχος προσπάθησε μόνο νά στείλει ένα αυστριακό φορτηγό γεμάτο μέ τρόφιμα πρός τούς αποκλεισμένους Τούρκους τού Ναυπλίου. Ο Ανδρέας Μιαούλης πού διαρκώς παρατηρούσε τίς κινήσεις τού αντιπάλου στόλου έστειλε πίσω από τό αυστριακό φορτηγό δύο ελληνικά μπρίκια τά οποία τό συνέλαβαν καί τό οδήγησαν στήν ΎΎδρα μαζί μέ τό πλήρωμά του. Από τόν καπετάνιο τού συλληφθέντος πλοίου, ο Μιαούλης πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι έτρεφαν μεγάλο φόβο γιά τά μπουρλότα, ενώ στόν τουρκικό στόλο επικρατούσε ανοιχτή πλέον διαφωνία μεταξύ τών καπεταναίων καί τού καπουδάν πασά. Από έρευνα στό αυστριακό φορτηγό πλοίο ανακαλύφθησαν δύο Τούρκοι καί τρείς επιστολές τού καπετάν πασά πρός τόν φρούραρχο τού Ναυπλίου. Μέ τίς επιστολές αυτές ο Τούρκος αρχηγός τού στόλου προέτρεπε τούς αποκλεισμένους νά μήν παραδώσουν τό κάστρο, αφού ο "ανίκητος" στόλος τού σουλτάνου μέ τή βοήθεια τού αγίου προφήτη είχε καταστρέψει τό μισό στόλο τών απίστων Ρωμιών, ο υψηλότατος εξουσιαστής Ομέρ πασσάς Βρυώνης είχε κυριεύσει τό Μεσολόγγι καί ο άλλος υψηλότατος Χουρσίτ πασσάς κατέβαινε πρός τό Μωριά μέ άπειρο πλήθος στρατιωτών. Απλά δέν μπορούσαν τά μεγάλα του πλοία νά εισέλθουν στά αβαθή ύδατα τού κόλπου τού Ναυπλίου καί γι' αυτό τούς έστελνε πλοία μέ τρόφιμα καί άλλες προμήθειες! Τελικώς ο "ανίκητος" οθωμανικός στόλος απέπλευσε άρον άρον γιά τήν Κρήτη καί τήν ασφάλεια τού όρμου τής Σούδας, χωρίς νά μπορέσει νά πραγματοποιήσει κανέναν από τούς στόχους του. «Καπετάν Αντώνης Κριεζής Γιός τού προεστού καραβοκύρη Γιώργη Κριεζή ήταν ο Αντώνης, πού γεννήθηκε στήν ΎΎδρα στά 1796. ΈΈμαθε μερικά γράμματα, μά η θάλασσα από μικρό τόν τραβούσε, όπως τά πιό πολλά Υδραιόπουλα. Στά δεκαπέντε του έμοιαζε γιά πιό μεγάλος γιατί ήταν γεροδεμένος καί ανοιχτόπλατος. Ο πατέρας του τόν έβαλε νά ξενοδουλέψη πρώτα σέ συγγενικό καράβι γιά νά μάθη. ΎΎστερα τού έδωσε τή δική τους τή νάβα, τήν "Αγία Τριάδα" νά τήν κυβερνήση μέ γραμματικό τόν εφτά χρόνια
644
μεγαλύτερο αδελφό του, τό Γιάννη. 'Αρχισαν τό θαλασσεμπόριο καί μακροταξίδευαν. Σέ ένα απ' τά ταξίδια τους, έξω από τή Σαρδηνία, τούς ρίχτηκαν Αλγερινοί κουρσάροι μέ αρχηγό τόν Μεχμέτ Χαφούζ. Ο καπετάν Αντώνης μέ τούς συντρόφους του πάλεψαν άγρια γιά νά ξεμακρύνουν τούς κουρσάρους, μά δέν τά κατάφεραν. Ο Μεχμέτ Χαφούζ έφερε τά δύο αδέλφια στό Αλγέρι καί τούς έριξε στό κάτεργο. Στό μεταξύ ο Αντώνης καί ο Γιάννης είπαν ποιός ήταν ο πατέρας τους. Τό έμαθε αυτό κι ο μπέης στό Αλγέρι. Κατάλαβε πώς ο Υδραίος καραβοκύρης Κριεζής θά έδινε πολλά γιά τά παιδιά του. Μιά μέρα οι Αλγερινοί κρέμασαν δεκαοχτώ Γραικούς. Μέ θλίψη καί συλλογισμένος ο Αντώνης κοίταζε τά κουφάρια τους. Τόν είδε κάποιος Αλγερίνος καί τού λέει. - "Τί τούς τηράς βρέ γκιαούρ. Αύριο καί λόγου σου θά έχης τήν ίδια τύχη μέ δ' αύτους". ΎΎστερα ο καπουδάν πασάς πρόσταξε καί τούς άφησαν ελεύθερους καί έπειτα από τρία χρόνια δούλοι στό Αλγέρι, γύρισαν στό νησί τους. Τώρα έπρεπε ν' αρχίσουν απ' τό τίποτα. Ο πρωτοξάδερφός τους, καί αυτός Αντώνης, τέλειωνε στούς ταρσανάδες τού νησιού ένα καινούργιο μπρίκι πού τού είχε δώσει τό όνομα "Επαμεινώνδας". Σ' αυτό έβαλε όλες τίς οικονομίες του ο δικός μας Αντώνης καί γίνηκε συνεταίρος στό καράβι του. Μέ τίς πρώτες επαναστατικές ντουφεκιές, ο Αντώνης Κριεζής μπαίνει στή διάθεση τού ξεσηκωμού. Τόν Μάϊο τού 1821 οι δύο Αντώνηδες μέ τόν "Επαμεινώνδα" ακολουθάνε τά υδραίικα καράβια μέ ναύαρχο ακόμα τόν Γιακουμάκη Τομπάζη. Τότε πού ο Παπανικολής κόλλησε τό μπουρλότο του στό τούρκικο ντελίνι στήν Ερεσσό. Τόν Ιούλιο, ακολουθάει πάλι τά υδραίικα καράβια στή Σάμο καί στά απέναντι ακρογιάλια κάψανε εννιά τούρκικα καράβια πού ήταν νά ξεμπαρκάρουν ασκέρια στή Σάμο. Τό 1822 αποτραβιέται ο ξάδελφός του καί δίνει τό καράβι στόν Αντώνη νά συνεχίσει. Τό Φλεβάρη τού 1822, ακολουθάει τόν Μιαούλη στήν Πάτρα. Τή χρονιά τούτη αρραβωνιάζεται ο Αντώνης τήν κόρη τού μπέη τής ΎΎδρας Βούλγαρη, κι οι γάμοι τους γίνονται σέ δύο χρόνια. Τό Σεπτέμβρη τού ίδιου χρόνου, βάζει πλώρη ο τούρκικος στόλος γιά τ' Ανάπλι νά τό τροφοδοτήση καί νά χτυπήση τίς Σπέτσες. Ο Μιαούλης ήθελε μέ τή μικρή δύναμη πού είχε νά χτυπήση τήν αρμάδα μ' όλα μαζί τά καράβια του. Μά οι Τούρκοι ανάγκασαν τούς ΈΈλληνες νά χωριστούν στά δυό. Μερικά καράβια μέ τόν Αντώνη Κριεζή βρέθηκαν στό νησάκι Δοκό κατά τό γραίγο (βορειοανατολικά) καί άλλα μέ τό ναύαρχο στόν πουνέντε (δυτικά).
645
Ο Μιαούλης έκανε σήμα στά καράβια νά τόν ακολουθήσουν. Ο Κριεζής παραξήγησε τό σήμα καί μέ τό μπρίκι του ρίχνεται στήν αρμάδα. Τόν ακολουθάει μέ μιάς ο Σπετσιώτης Ανάργυρος Λεμπέσης μέ τή ναβέτα του κι από κοντά μέ τό μπουρλότο του ο Λεονάρδος Θοδωρής. Ο καπετάν Αντώνης τά βάζει μέ τέσσερες τούρκικες φρεγάτες καί τίς χτυπάει μέ τά κανόνια του. Τούς κάνει αρκετές ζημιές. Η θαλασσομάχη απλώνεται...» Τάκης Λάππας, Τό ναυτικό στήν επανάσταση Οι Ευρωπαίοι πλοίαρχοι μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο βοηθούσαν τήν μεγάλη μουσουλμανική αρμάδα. Ο Βιελλά, ο αρχηγός τής γαλλικής μοίρας, είχε γίνει ήρωας δραματικών επεισοδίων πού είχαν λάβει χώρα στήν ΎΎδρα, όταν πολεμούσε ήδη ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος εναντίον τού τρινήσιου στόλου στόν Αργοσαρωνικό κόλπο. Ο Γάλλος διοικητής τής ναυτικής μοίρας βομβάρδισε τό λιμάνι τής ΎΎδρας σκοτώνοντας μία έγκυο γυναίκα, επειδή θεώρησε ότι οι ΈΈλληνες έπρεπε νά πληρώσουν 35.000 γρόσια, ως αποζημίωση γιά τό φορτίο ενός γαλλικού πλοίου πού είχαν κατασχέσει καί τό οποίο προοριζόταν γιά τόν εφοδιασμό τού τουρκικού στρατού. Τελικά οι ΈΈλληνες τού υποσχέθηκαν ότι θά τού καταβάλουν τό ποσό αμέσως μετά τό τέλος τής ναυμαχίας. Οι προσπάθειες ανεφοδιασμού τών Τούρκων τού Ναυπλίου από τά χριστιανικά πλοία τής Ευρώπης συνεχίστηκαν. Στίς 24 Σεπτεμβρίου 1822, οι Σπετσιώτες εμπόδισαν ακόμα δύο αγγλικά πλοία νά προσεγγίσουν τούς αποκλεισμένους Τούρκους, ενώ τά αυστριακά καί τά γαλλικά πλοία αναγκάστηκαν νά αποχωρήσουν καί νά μεταφέρουν τά εφόδιά τους στούς Τούρκους τής Κρήτης. Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840) Τήν 8η Οκτωβρίου 1822, ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε από τήν Κρήτη γιά νά επιστρέψει στήν Κωνσταντινούπολη περνώντας ανάμεσα από τά νησιά τών Κυκλάδων καί ύστερα από τρείς ημέρες δύο τουρκικές φρεγάτες αγκυροβόλησαν στό λιμάνι τής Σύρου, όπου οι ΈΈλληνες καθολικοί κάτοικοι τού νησιού έσπευσαν νά προσκυνήσουν, απορρίπτοντας τήν πρόταση τών Ορθοδόξων συμπολιτών τους νά πολεμήσουν τόν κοινό εχθρό. Τήν ίδια ημέρα δύο αλγερινά μπρίκια προχώρησαν μέ αργό ρυθμό πρός τήν παραλία τής Μυκόνου. Εκεί όμως δέν υπήρχαν φραγκεμένοι ΈΈλληνες, αλλά υπήρχαν ΈΈλληνες πού κράτησαν τήν ορθοδοξη πίστη τους στό πέρασμα τών αιώνων καί ήταν αποφασισμένοι νά πολεμήσουν τόν Αγαρηνό. Στή Μύκονο υπήρχε καί η Μαντώ Μαυρογένους. Μόλις φάνηκαν τά εχθρικά πλοία στόν ορίζοντα τής Μυκόνου,
646
άρχισαν νά κτυπούν οι καμπάνες τών εκκλησιών μέ αποτέλεσμα νά συρρεύσουν στό λιμάνι εκατοντάδες Μυκονιάτες. Από εκεί παρατήρησαν τίς βάρκες πού κατέβηκαν από τά εχθρικά μπρίκια καί μετέφεραν ένοπλους Αλγερινούς σέ μία ακτή μακρυά από τό λιμάνι. Η πρόθεσις τών Αλγερινών ήταν η αρπαγή τροφίμων, γυναικών καί η λεηλασία. Οι Μυκονιάτες, από τόν καιρό ακόμα τού Μπαρμπαρόσα, γνώριζαν τούς Αλγερινούς πειρατές καί τούς έτρεμαν αφού οι ληστές τής θάλασσας ανέκαθεν αποτελούσαν μάστιγα γιά όλα τά νησιά τού Αιγαίου Πελάγους. Τώρα όμως ήταν αποφασισμένοι νά κτυπήσουν τούς ληστές, οι οποίοι βγήκαν στήν παραλία μέ τίς γυμνές χατζάρες καί τά βραχύκαννα τρομπόνια τους. Η Μαντώ (Μαγδαληνή) Μαυρογένους ήταν η πρώτη πού εμψύχωσε τούς κατοίκους τής Μυκόνου, οι οποίοι βλέποντας μία νεαρή καί όμορφη γυναίκα νά ηγείται τής άμυνας, έτρεξαν νά τήν ακολουθήσουν. Η Μαντώ Μαυρογένους είχε γεννηθεί στήν Trieste (Τεργέστη) τό 1796. Στήν ιταλική αυτή πόλη ήταν εγκατεστημένος ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, ο οποίος έλκυε τήν καταγωγή του από τό Φανάρι τής Πόλης. Ο θείος καί συνονόματος τού πατέρα της Νικόλαος Μαυρογένης είχε διατελέσει δραγουμάνος τού οθωμανικού στόλου καί ηγεμόνας τής Μολδοβλαχίας. Τό 1770 είχε συνοδεύσει τό ναύαρχο Τζεζάρλη Χασάν πασά μέ τό στόλο του, ο οποίος είχε λάβει εντολές νά σπεύσει στήν Πελοπόννησο καί νά καταστείλει τήν επανάσταση (ορλωφικά) πού είχε ξεσπάσει στή Μάνη. «Η Μαντώ είναι ο ωραιότερος καρπός τού δοξασμένου δένδρου τών Μαυρογένηδων, μιάς από τίς ιστορικώτερες οικογένειες τού Φαναρίου, μιάς ολόκληρης μπορούμε νά πούμε βυζαντινής δυναστείας, πού εσυγγένευε καί μέ τό δούκα καί ναύαρχο τής Βενετίας Φραγκίσκο Μοροζίνη (θεωρείται ότι είχε ελληνικές ρίζες). Η αρχική τους καταγωγή, κρατούσε από τήν Εύβοια. Κατά τό 1672 ο βεζύρης τής Χαλκίδος τούς εδήμευσε τήν περιουσία τους αποτελούμενη από απέραντα τσιφλίκια. Από εκεί κατέφυγαν στήν Κωνσταντινούπολη, όπου ο πρώτος Μαυρογένης εξελέγη Ναυτικός Διερμηνεύς τής Πύλης. Οι περισσότεροι τών Μαυρογένηδων ήταν μεγάλοι τιτλούχοι διωρισμένοι από τήν Υψηλή Πύλη επί ένα σχεδόν αιώνα ως ηγεμόνες ή βοεβόδες. Τήν τιμή αυτή οι περισσότεροι τήν πλήρωσαν μέ τή ζωή τους. Η Μαντώ είναι κόρη τού Νικολάου Δημ. Μαυρογένη, εξοχωτάτου Σπαθάρη καί ανεψιού τού μεγάλου Οσποδάρου, ηγεμόνος τής Μολδοβλαχίας, γνωστού στήν ιστορία γιά τήν πολιτική καί τή στρατηγική του αξία, γιά τά πατριωτικά του ευεργετήματα καί γιά τόν αποκεφαλισμό του στή Βελίνα τής Βουλγαρίας επί Σελίμ τού Γ' τό 1790, ύστερα από ένδεκα έτη εντιμότατης υπηρεσίας στήν Αυλή Βλαχίας καί
647
Μολδαυΐας. Μετά τήν πτώση τού μεγάλου Οσποδάρου (ηγεμόνα) τής Μολδοβλαχίας καί τόν τραγικό του αποκεφαλισμό, ο πατέρας τής Μαντώς, φοβούμενος τήν έχθρα τού τρομερού μεγάλου βεζύρη Ρουχτσουκλή Χασάν πασσά, κατεφεύγει στήν Βιέννη γιά νά σώση τό κεφάλι του. Εκεί όμως αισθάνεται μίαν ανελεύθερη ατμόσφαιρα νά τόν περιβάλλη, γεμάτη σκευωρίες από τήν αυστριακή πολιτική. Κατεβαίνει τό 1792 στήν Τεργέστη όπου ήταν τότε ακμάζουσα ελληνική παροικία καί εγκαθίσταται μέ τήν οικογένειά του. Εκεί επιδίδεται στό εμπόριο. Παρ' όλο πού οι Τούρκοι τού έχουν δημεύσει αρκετό μέρος τής περιουσίας του, ο Νικόλαος Μαυρογένης είναι πλουσιώτατος. Κατέχει σπίτια στή Χίο, στή Σμύρνη, στήν Αγία Πετρούπολη καθώς καί μεγάλα κτήματα στήν Πάρο καί στή Μύκονο. Στήν Τεργέστη είχε τότε τή βάση τών πολεμικών επιχειρήσεων ο θαλασσομάχος Λάμπρος Κατσώνης. Ο Νικόλαος Μαυρογένης μυστικά τόν δανείζει 20.000 γρόσια καθώς αναφέρουν τά εμπορικά του βιβλία. Ο πρώην σπαθάρης φροντίζει συγχρόνως νά δώση εγκυκλοπαιδική μόρφωση στά παιδιά του. ΈΈχει τρείς γυιούς καί δύο θυγατέρες από τό γάμο του μέ τή Μυκονιάτισσα αρχόντισσα, σπαρτιατικής καταγωγής, τή Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γυναίκα γλωσσομαθή πού τού κρατάει τά εμπορικά του κατάστιχα. Η Μαντώ είναι η μικρότερη κόρη τους. Πολύ νωρίς οι καθηγηταί της θαυμάζουν ανεπιφύλακτα τήν πνευματική της υπεροχή καί τή βαθυστόχαστη σκέψη της. Από τά 13 της χρόνια είναι θρεμμένη μέ τά τραγούδια τού Ρήγα, μέ τούς στίχους τού Σέλλεϋ, μέ τίς ζωντανές παραδόσεις τού εθνικού καί τού οικογενειακού της μαρτυρολογίου. Παρευρίσκεται στίς συνελεύσεις τών Ελλήνων πού συγκεντρώνονται στό σπίτι τού πατέρα της. ΈΈχει εξαιρετική μόρφωση. Μιλά άπταιστα τή μητρική της γλώσσα, τήν ιταλική, τή γαλλική καί τήν τουρκική. Κατά τό 1812 βρίσκουμε τή Μαντώ στήν Τήνο όπου είχε εγκατασταθή καί ένας της αδελφός ο Γεώργιος Μαυρογένης. Μένει κοντά σ' έναν σεβάσμιο ιερέα καί συγγενή της, τόν παπά Μαύρο. Ο πατέρας της πεθαίνει από δηλητηρίαση καί η Μαντώ μένει πολύ νωρίς ορφανή. Ο παπά Μαύρος τής παραστέκει σάν φιλόστοργος πατέρας. Επιμελείται τήν ανατροφή της, τής αναπτύσσει τό θρησκευτικό μαζί μέ τό πατριωτικό της αίσθημα. Στή γαλήνια εκείνη γωνιά τού Αιγαίου, φθάνουν όπως χρόνια τώρα κάθε ημέρα, τά θλιβερά μαντάτα γιά διωγμούς, σφαγές, προδοσίες, γιά τά πάνδεινα μαρτύρια τών Χριστιανών. Καί η Μαντώ χύνει πύρινα δάκρυα, σάν άλλη Μαντώ, προφητική θυγατέρα τού Τειρεσίου, πού από τό πολύ της κλάμμα γιά τή δυστυχία τής πατρίδας της, γέμισε καθώς λέει ο θρύλος μία λίμνη δάκρυα στή Μικρασία.» Μαντώ Μαυρογένους - Αθηνάς Ταρσούλη
648
Στίς παραμονές τού αγώνα, η θυγατέρα τού Μαυρογένη βρισκόταν στήν Τήνο μέ τόν πνευματικό της πατέρα τόν Φιλικό παπα - Μαύρο, ο οποίος τήν μύησε στό μυστικό τής Φιλικής Εταιρίας. Στή συνέχεια μετακόμισε στή Μύκονο, όπου άναψε τή φωτιά τής επανάστασης στό νησί μέ τούς πύρινους λόγους της αλλά κυρίως μέ τήν μεγάλη περιουσία της. Η Μαντώ θά διέθετε εξ ολοκλήρου τήν περιουσία της γιά τίς ανάγκες τού αγώνα, μισθώνοντας αμέσως μέ τήν κήρυξη τής επανάστασης, δύο τσερνίκια μέ πεζοναύτες καί κανόνια. Οι καπετάνιοι τών πλοίων Νικοκλής καί Αζορβάς ενώθηκαν μέ τό στόλο τού Τομπάζη από τήν πρώτη κιόλας εξόρμηση τού ελληνικού στόλου. Τό 1822, η Μαντώ από τήν πώληση τών κοσμημάτων της εξόπλισε ακόμη ένα μπρίκι τού Μαρκάκη Νιόρδου μέ πλήρωμα 65 ανδρών τό οποίο καί τροφοδοτούσε γιά ένα χρόνο. Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τά σύνορα τής Ελλάδος καί έφθασε μέχρι τίς ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου καθημερινά έφθαναν γράμματά της μέ τά οποία απηύθυνε εκκλήσεις βοηθείας κυρίως στίς ευγενείς κυρίες τών Παρισίων: «Μιά κόρη απλή πού ανετράφη σ' ένα βράχο καί μεγάλωσε στή θλίψη αναπνέουσα τόν πατριωτισμό, θά ακουσθή άραγε από ένα πλήθος γυναικών βυθισμένων στίς απολαύσεις τής ζωής, στήν πολυτέλεια, στίς χαρές τής τέχνης καί τού πολιτισμού; Καί δέν κινδυνεύω νά γελοιοποιηθώ, άν μιλήσω γιά τήν επαναστατημένη ηρωϊκή μου πατρίδα σέ γυναίκες πού δέν ασχολούνται παρά μόνο μέ τίς επαναστάσεις τής μόδας; Δέν δυσκολεύομαι νά σάς ομολογήσω ότι λαχταρώ γιά μιά ημέρα μάχης, όπως εσείς στενάζετε ύστερ' από ένα χορό. ΈΈχετε καθηγητάς τού χορού, τής μουσικής, τού τραγουδιού, εγώ δέν έχω παρά τή φύση καί ένα σοφό γιά δασκάλους μου. Ο πατριωτισμός είναι γιά σάς ένα αίσθημα ενοχλητικό, στό άκουσμά του θά σάς πιάνει πονοκέφαλος... Οι αιώνες τής τυραννίας μάς έχουν εντελώς εξαντλήσει οικονομικώς. Ο ηρωϊσμός δέν ωφελεί όταν στερείται τ' απαραίτητα οργανικά μέσα γιά νά εκδηλωθή, χρήμα, όπλα, πυρομαχικά, τροφή, ενδύματα. Καί άν τολμώ νά επικαλεσθώ τή συμπάθειά σας, σκοπός μου είναι η εξασφάλιση ενός ασύλου γιά τά κατατρεγμένα γυναικόπαιδα στήν Εύβοια... Απαρνήθητε τάς απολαύσεις τού πολιτισμού, απεσπάσθητε από τάς οικογενείας σας, από τούς φίλους σας καί ήλθετε νά αντιμετωπίσετε τούς κινδύνους φρικτού θανάτου καί νά συντρέξετε λαόν πτωχών σκλάβων ... ΊΊδετε τόν πόλεμον περιφέροντα τήν φρίκην τού θανάτου εις τάς ερήμους πεδιάδας μας. ΊΊδετε τό πένθος τών οικογενειών εις τάς ερημωθείσας πόλεις. Εδώ μητέρα ολοφυρομένην υιόν πεσόντα εις τήν
649
μάχην ή θυγατέρα ατιμασθείσα καί αχθείσαν εις τήν δουλείαν, εκεί θλιβεράν σύζυγον, καθημένην εις τό κατώφλιον τής θύρας της, μέ δακρυσμένα μάτια καί αναμένουσαν τόν αγαπημένον της, τόν οποίον είδε νά απομακρύνεται τήν πρωΐαν πάνοπλον. Δέν θά επανέλθη πλέον. Οι Τούρκοι τόν έσφαξαν..."» Αντίστοιχες εκκλήσεις πρός τούς φιλέλληνες τής Ευρώπης έγραψαν η Ειρήνη Μιαούλη, η Μαρία Τομπάζη, η Ελένη Σαχίνη, η Ευανθία Καΐρη καί πολλές άλλες. Μετά τήν σφαγή τής Χίου, η Μαντώ αγόρασε όπλα τά οποία μοίρασε σέ όλους τούς κατοίκους τής Μυκόνου, ώστε νά μήν βρεθούν άοπλοι καί έχουν τήν ίδια μοίρα μέ τούς άτυχους Χιώτες. Η Μαντώ γνώρισε τόν Δημήτριο Υψηλάντη καί απέκτησαν πολύ στενές σχέσεις, κάτι γιά τό οποίο η συντηρητική κοινωνία τής εποχής τήν κατέκρινε. ΊΊσως καί αυτός νά είναι ο λόγος γιά τόν οποίο έχουν διασωθεί περισσότερες αναφορές γιά τή Μαντώ Μαυρογένους από τούς ξένους παρά από τούς ΈΈλληνες. Ο Francois Pouqueville (Πουκεβίλ), ο Maxim Raybaud, ο Ginouvier, ο Δανός Friedel τής αφιέρωσαν πολλές αναφορές καί αρκετές λιθογραφίες, ενώ ο Blancard δημοσίευσε τή βιογραφία της μέ τίτλο "Les Mavroyeni". «Ξημέρωνε η 22α Οκτωβρίου 1822. Από τ' ανατολικά τής Μυκόνου πρός τήν βραχώδη νησίδα "Σταπόδια", φάνηκε απ' τόν ορίζοντα ο οθωμανικός στόλος τού καπουδάν πασά, ερχόμενος από τή Σούδα. Οι φρουροί πού αγρυπνούσαν μερόνυχτα, στό ψηλότερο μέρος τού νησιού, έδωσαν αμέσως τό σινιάλο τού κινδύνου. Ο εχθρικός στόλος στρέφοντας πλώρη τώρα ολόισια πρός τήν Τήνο γέμιζε μέ τά καράβια του τό ανάμεσα Τήνο καί Μύκονο πλατύ κανάλι. Μιά αλγερινή γαλέρα πλέει σέ πολύ μικρή απόσταση σχεδόν ξυστά από τή Μύκονο, μέ πρόθεση επιθετική. ΈΈχουν σωθή οι τροφές τους κι' οι Αφρικανοί θέλουν νά λεηλατήσουν τά κοπάδια τού νησιού. Ο πληθυσμός περίτρομος κακά προμαντεύει. Τά νησιώτικα παλληκάρια όμως μέ τή Μαντώ επί κεφαλής ανοίγουνε τουφέκι κατ' επάνω της. Μέσ' από πολεμικά τραγούδια, κατάρες καί βρισιές γιά τόν προφήτη, τούς στέλνουν βροχή τίς σφαίρες. Διακόσιοι Τούρκοι καί Αλγερίνοι μέ τήν πράσινη σημαία τους, σάν μαινόμενα λιοντάρια επιχειρούν απόβαση κι' ορμούν νά κατασπαράξουν τούς Μυκονιάτες, φωνάζοντας σά δαιμονισμένοι. - "Αλλάχ, Αλλάχ, Μωχάμετ. Θάνατο στούς γκιαούρ!" Η Μαντώ μέ όλα τά παλληκάρια της ορμάει ακάθεκτη ανάμεσά τους. Οι εχθρικές σφαίρες τή βάζουν στόχο. Μά εκείνη, αψηφώντας τό θάνατο, ορθώνεται γιγάντια μέ τό σπαθί υψωμένο καί κτυπάει αλύπητα τόν εχθρό. ΎΎστερα από λυσσώδη αγώνα οι Αφρικανοί σκορπίζονται,
650
φεύγουν νικημένοι πρός τή θάλασσα σάν πνεύματα τού σκότους μπρός στήν πύρινη ρομφαία ενός Αρχαγγέλου. Α φήνουν πίσω 17 νεκρούς καί 60 πληγωμένους καί πολλά πυρομαχικά. Καί ως βλέπει η Μαντώ στά πόδια της τό κεφάλι τού μαύρου αρχηγού τους, φωνάζει θριαμβευτικά υψώνοντας τή σημαία: - "Νίκη στό Σταυρό μας, τιμή καί δόξα στούς γενναίους μας!"» Μαντώ Μαυρογένους - Αθηνάς Ταρσούλη Στίς 22 Φεβρουαρίου 1823, η Μαντώ στρατολόγησε 1000 Μυκονιάτες, υποθηκεύοντας κοσμήματα τής μητέρας της, παρά τή θέληση τής τελευταίας, η οποία δέν μπορούσε νά κατανοήσει τό πνεύμα τής νέας Πενθεσίλειας καί διαρκώς τήν επέπληττε. - "Κόρη μου έχεις ξοδέψει ένα μιλλιούνι γρόσια, δέν έχουμε τίποτα πιά. Τό σεντούκι άδειασε". - "Μητέρα, νά χρεώσεις τήν πατρίδα. Αν κερδίσουμε στόν μεγάλον τούτο αγώνα, η πατρίδα δέν θά φανεί άδικη". - "Κόρη μου ένα σού λέω. Θά απομείνεις έρημη καί μόνη στούς πέντε δρόμους." Η Μαντώ Μαυρογένους έφθασε μέ τόν μικρό στρατό της στήν Κάρυστο, όπου τής έγινε μεγαλοπρεπής υποδοχή από τόν λαό καί τόν κλήρο τής Εύβοιας. Φορούσε ανδρική περιβολή, στό κεφάλι χρυσό καλπάκι καί έναν αδαμαντοκόλλητο σταυρό τού Αγίου Βλαδιμήρου, οικογενειακό κειμήλιο, ενώ στό πλευρό της είχε κρεμασμένο τό σπαθί τής Αγίας Αικατερίνης τής Ρωσσίας, τό οποίο η αυτοκράτειρα είχε χαρίσει στόν πατέρα της. Η μάχη τών Ελλήνων κατά τού πανίσχυρου Ομέρ μπέη τής Καρύστου δέν στέφθηκε μέ επιτυχία, καί η Μαντώ έφυγε από τήν Εύβοια καί συνέχισε νά πολεμάει τούς βαρβάρους στό Πήλιο καί στήν Φθιώτιδα ηλεκτρίζοντας τά μαχόμενα παλληκάρια, μεταδίδοντάς τους ανδρεία καί θάρρος ακατάβλητο. ΈΈνας νέος πού ήταν ερωτευμένος μαζί της, ο Υάκινθος Μπλάκαρης σκοτώθηκε πολεμώντας στό πλευρό της, προστατεύοντας την από τίς εχθρικές σφαίρες. Η Μαντώ είχε πολλούς θαυμαστές ΈΈλληνες καί ξένους, οι οποίοι προσπαθούσαν νά κερδίσουν τήν καρδιά της. Σέ όλους απαντούσε ότι τήν καρδιά της θά τήν δώσει μόνο σέ ελεύθερο ΈΈλληνα δοσμένο ολόψυχα στόν αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία τής πατρίδος του, "un homme occupe de la gloire de son pays". Τένεδος, πυρπόληση τουρκικού δίκροτου Στίς αρχές Οκτωβρίου τού 1822, ο τουρκικός στόλος κινήθηκε πρός τόν Ελλήσποντο. Οι βοριάδες όμως τόν ανάγκασαν νά αράξει στήν
651
Τένεδο, όπου περίμενε ευνοϊκούς ανέμους γιά νά συνεχίσει τήν πορεία του πρός τό ναύσταθμο τής Πόλης. Η Βουλή τών Ψαρών συνήλθε αμέσως καί αποφάσισε νά στείλει δύο πυρπολικά, συνοδευόμενα από δύο μίστικα. Τά πυρπολικά είχαν καπετάνιους τόν Κωνσταντίνο Κανάρη καί τόν Γεώργιο Βρατσάνο, ενώ τά μίστικα τούς Γεώργιο Καλαφάτη καί Αναγνώστη Σαρηγιάννη. Οι Ψαριανοί είχαν μετατρέψει τά πυρπολικά σέ τουρκικές σακολέβες οι οποίες τάχα βρίσκονταν υπό καταδίωξη από ελληνικά πολεμικά πλοία. ΈΈτσι κάτω από τόν κανονιοβολισμό τών πλοίων τού Καλαφάτη καί τού Σαρηγιάννη τά μπουρλότα εισήλθαν ανενόχλητα μέσα στό λιμάνι τής Τενέδου ...υπό τήν προστασία τού τουρκικού στόλου. Τά τουρκικά πλοία απάντησαν μέ βολές, οι οποίες τάχα ανάγκασαν τά ελληνικά πλοία νά σταματήσουν τήν καταδίωξη τών συντρόφων τους. Τή νύκτα τής 28ης Οκτωβρίου 1822 τά πυρπολικά μέ υψωμένη τήν ημισέληνο έπλεαν ανάμεσα στά ογδόντα πλοία τού οθωμανικού στόλου. Η ανακάλυψη τών Ψαριανών από τόν καπουδάν πασά ισοδυναμούσε μέ θάνατο διά ανασκολοπισμού γιά τούς ατρόμητους ναυτικούς καί αυτό ήταν κάτι πού τό γνώριζαν πολύ καλά. «Η φουνταρισμένη στή Σούδα τής Κρήτης αρμάδα σήκωσε πανιά, στίς 8 τού Οκτώβρη 1822, κι έβαλε πλώρη γιά τά Στενά. Περνώντας από τή Μύκονο βγήκανε ίσαμε εκατό Αλτζερίνοι ν' αρπάξουνε ζώα. Μά οι Μυκονιάτες, μέ τή Μαντώ Μαυρογένους τούς κυνήγησαν. Στίς 15 τού ίδιου μήνα πέρασαν τά τούρκικα ανάμεσα Χίο καί Ψαρά. Πρίν φτάσουν όμως στά Δαρδανέλλια, ο καιρός άλλαξε σέ τραμουντάνα (βοριάς) καί πόδισαν στήν Τένεδο. Οι Ψαριανοί τότε στοχάστηκαν νά δοκιμάσουν νά τά βλάψουν, μέ τόν ίδιο τρόπο πού τό πέτυχαν πρίν από λίγους μήνες στή Χίο. Στείλανε δυό μπουρλότα, τό ένα τό κυβερνούσε ο Βρατσάνος καί τό άλλο ο Κανάρης. Τήν πρώτη φορά, στή Χίο, είχαν ανεβάσει στά μπουρλότα μας, γιά νά ξεγελάσουν τόν εχθρό, αυστριακή παντιέρα. Από τότε οι Τούρκοι δέν μπιστεύονταν κανένα καράβι όποια σημαία κι άν είχε. Μηχανεύτηκαν λοιπόν κάτι καινούργιο οι δικοί μας. Θά τά μασκάρευαν έτσι πού νά φαίνονται σάν καράβια τού εχθρού. ΌΌχι μονάχα ανέβασαν τούρκικο μπαϊράκι, παρά καί ντύθηκαν οι μαρινάροι καί τών δύο μπουρλότων μέ τούρκικες φορεσιές. Κι έπαιξαν καί τούτη δώ τήν κωμωδία: συνόδευαν τά μπουρλότα δύο μίστικα, τού Καλαφάτη καί τού Σαρηγιάννη. Μόλις λοιπόν ξεχώρισαν τίς βαρδιακόστες τού εχθρού, τά μπουρλότα παράστησαν πώς τά δύο μίστικα τά κυνηγούσαν. Κι αυτά, κάθε τόσο, τούς τράβαγαν κανονιές, στό βρόντο βέβαια. Τά τούρκικα πέσανε στήν παγίδα καί κινήθηκαν νά τά προστατέψουν. Καί σέ λίγο τά μπουρλότα μας πέρναγαν περήφανα
652
ανάμεσα από τά καράβια τού εχθρού, πού τά τσούρμα τους τά χαιρέταγαν θριαμβευτικά καθώς γλύτωσαν από τά δικά μας πού τά κυνηγούσαν! Οι τελευταίες ανταύγειες, τό σούρουπο στίς 28 τού Οκτώβρη 1822, βρήκαν τά δύο μπουρλότα έξω από τό λιμάνι τής Τενέδου. Ακολούθησε μία κατασκότεινη νύκτα. Δέν μπορούσαν τίποτα νά διακρίνουν. Καί νά μιά αστροβολίδα σκίζει τόν ουρανό φωτίζοντας γιά λίγα δευτερόλεπτα τό σκοτάδι. Στήν πρώτη γραμμή βρίσκονταν κορβέτες καί μπρίκια, έπειτα οι φρεγάδες καί στό βάθος τά ντελίνια (δίκροτα). Ο Κανάρης βάζει πλώρη γιά τό πιό μεγάλο, όπως αυτό έπρεπε νά είναι η ναυαρχίδα. ΉΉταν η υποναυαρχίδα, μέ τόν καπουτάν μπέη Ιμπραήμ. - "Αδέλφια τόν κρατάμε κι αυτόν!..." ΌΌταν κάποιο πλεούμενο είναι φουνταρισμένο (αραγμένο), η πλώρη του βρίσκεται παντά κατακεί όπου φυσάει ο αγέρας. Τό μπουρλότο λοιπόν τού Κανάρη σίμωνε, γιά νά κολλήσει στή μάσκα τού ντελινιού κι έτσι νά σπρώξει ο άνεμος τίς φλόγες σ' όλο τό μάκρος τού καραβιού. Μά καθώς κοντολογούσε στό ντελίνι, καταλαβαίνει ο Κανάρης πώς τό βάσελο δέν είχε τήν πλώρη του πάνω στόν καιρό. Καί μεμιάς ξεκαθαρίζει πώς τό ρεύμα τού λιμανιού τό είχε αντίστροφα γυρίσει. Δίχως στιγμή νά χάσει προστάζει τόν τιμονιέρη ν' αλλάξει πορεία καί νά κολλήσει τό μπουρλότο στήν πρύμνη τού ντελινιού. Μά η μανούβρα αυτή γίνεται αιτία νά καταλάβουν οι Τούρκοι τί σόι πράγμα ήταν τό παράδοξο αυτό πλεούμενο. - "Ατές γκεμισί!, Βούρ Γκιαουρλάρ!" (μπουρλότο, βαράτε τούς γκιαούρηδες). Αστράφτουν οι μπούκες τών κανονιών καί μιά μπάλα τρυπά τή μαΐστρα (κεντρικό πανί ή μεγίστη) τού μπουρλότου. Μά εκείνο, κάτω από τήν ατάραχη θέληση τού ήρωα, μανουβράρει μέ τήν ίδια πάντα σιγουριά. Ρίχνεται στό ντελίνι καί σέ λίγο η υποναυαρχίδα τής αρμάδας καίγεται. Από τούς οκτακόσιους πού είχε τσούρμο λίγοι μονάχα σώθηκαν, ένας από αυτούς κι ο Ιμπραήμ. Μά όταν έφτασε στήν Πόλη ο σουλτάνος τού πήρε τό κεφάλι, καθώς γύρευε φταίχτη γιά νά μετριάσει στά μάτια τού κόσμου τή νέα συμφορά.» Φωτιάδης - Επανάσταση τού 21 Πρώτος ο Κανάρης πλεύρισε τήν υποναυαρχίδα τού οθωμανικού στόλου καί κόλλησε αμέσως στήν πλώρη τό μπουρλότο του. Αφού έδωσε εντολή στούς συντρόφους του νά πηδήξουν στή βάρκα συνοδείας, άναψε τό δαδί του καί έβαλε φωτιά. Οι φλόγες τύλιξαν τό ντελίνι τού Ιμπραήμ πασά, ενώ η σύγχυση πού ακολούθησε εμπόδισε κάθε προσπάθεια κατάσβεσης της πυρκαϊάς. Οι Τούρκοι ναύτες έπεφταν στή θάλασσα γιά νά σωθούν καί άλλοι προσπαθούσαν νά κατεβάσουν τίς βάρκες γιά νά βγούν στήν παραλία. Ο πανικός στήν οθωμανική αρμάδα εντάθηκε περισσότερο, όταν οι Τούρκοι τής Τενέδου κανονιοβολούσαν από τό
653
κάστρο εναντίον τού αόρατου εχθρού βυθίζοντας πολλά δικά τους μικρά πλεούμενα. Πολλά μεγάλα πλοία εξώκειλαν στίς απέναντι ασιατικές ακτές καί εγκαταλείφθηκαν από τά πληρώματά τους. «Νέος στόλος, εξ 80 πλοίων συγκείμενος καί εξ ασιανών καί αφρικανών φυλών ατάκτως καί όπως έτυχε συναχθείς, εφάνη εκ νέου εις τό Αιγαίον Πέλαγος. Ούτος διεύθυνε τόν πλούν του πρός τάς Πάτρας, ένθεν έλαβε τόν νέον καπουδάν πασιάν, Καρά Μεχμέτ, όστις, αφ' ού διέτριψεν ακίνητος πρό ταύτης τής πόλεως ολόκληρον σχεδόν μήνα, απεφάσισε τέλος πάντων νά προβλέψη μέ ζωοτροφίας τό Ναύπλιον, τό οποίον επολιορκείτο ισχυρώς από τούς ΈΈλληνας. Τήν 20η Σεπτεμβρίου 1822 εφάνη ο φοβερός στόλος εις τούς αιγιαλούς τού 'Αργους, αλλ' ενταύθα τόν έφθασεν ο ατρόμητος Μιαούλης, τού κατεβύθισεν αριθμόν τινα πλοίων καί τού έδειξε πώς πολεμούν οι γκιαούρηδες. Τέλος τή 27η ηναγκάσθη ο τής Αυτού Μεγαλειότητος αρχιναύαρχος νά τραπή εις φυγήν, άνεμοι δέ ενάντιοι τόν εσφενδόνησαν πάλιν εις τήν Σούδαν. Αύται αι ατυχίαι ηνάγκασαν τόν Καρά Μεχμέτ νά πλεύση διά τά Δαρδανέλλια, όθεν ταχέως αποπλεύσας διευθύνθη πρός τήν Τένεδον, ένθα καί άραξε περί τά τέλη τού Οκτωβρίου. Ψαριανά τινα βρίκια, τά οποία πλέοντα επί τών κυμάτων τόν ηκολούθουν αδιακόπως ως εριννύες παρατηρούσαι τά κινήματά του, έφερον τήν είδησιν ταύτην εις Ψαρά, ένθα ήτον ο ηνωμένος ελληνικός στόλος. Τότε προβαίνει πάλιν ο Κανάρης, όστις γιγνώσκων νά ενώνη τήν λεοντήν μέ τήν αλωπεκήν, προβάλλει νέον στρατήγημα εις τούς μέ μεγάλην προσοχήν ακούοντας αυτόν ομογενείς του. - "Ας υψώσωμεν επί τών πυρφόρων μας τήν σημαίαν τού εχθρού, καί άς ενδύσωμεν μέ τούρκικα φορέματα τούς εν τοίς πυρφόροις. Δύο δέ ταχύπλοα μέ τήν σημαίαν τού Ιερού Σταυρού άς διώκωσι τά πυρφόρα. Ταύτα δέ διωκόμενα άς καταφύγωσιν εις τόν εχθρικόν στόλον ως εις στόλον τών ομοπίστων των καί όταν πλησιάσωσιν εις αυτούς, άς τούς δείξωσιν ότι είναι Χριστιανοί καί όχι μωαμεθανοί, ΈΈλληνες καί όχι Τούρκοι." Τήν 10ην Νοεμβρίου 1822 (νέο ημερολόγιο), ημέραν αιωνίως αξιομνημόνευτον, εφάνησαν πρό τού εχθρικού στόλου τά δύο πλοιάρια, διωκόμενα από τά βρίκια, τά οποία έρριπτον κατ' αυτών αλλεπαλλήλως κανόνια, αλλ' εις τόν αέραν, καί μόνο διά τό φαινόμενον. Εάν καί τά ταχύπλοα είχον πολλά ιστία, μέ όλον τούτο τεχνικώς εκτελούμενα μέσα εσμίκρυνον τήν ταχύτητά των καί επέτρεπον εις τάς σακολέβας νά φεύγωσι νικηφόροι. Οι Τούρκοι φύλακες τών παραθαλασσίων, έβλεπον αυτάς χωρίς καμμίαν δυσπιστίαν πλεούσας πρός έν τών πολλών ακρωτηρίων τής νήσου καί ο τουρκικός στόλος, ιδών εκ τού λιμένος τά γινόμενα, ήτον
654
εκτός πάσης υποψίας καί έβλεπε μάλιστα μέ χαράν τούς νομιζομένους ομοπίστους των φυγόντας τών γκιαούρων τά τρομερά κανόνια. Διά νά φθάσωσι όμως τά πυρφόρα έως εις τήν ναυαρχίδα, ήτις διεκρίνετο από τήν ναυαρχικήν σημαίαν, τήν οποίαν έφερεν εις τήν άκραν τού καταρτίου, έπρεπε νά διέλθωσιν όλον τόν οθωμανικόν στόλον, όστις ήτον ατάκτως αραγμένος. Τόσας σκύλλας καί χαρύβδεις! Ο Κανάρης, απωσθείς από τού ρεύματος εις πλοίον ουχί τό τού ναυάρχου, όπερ εζήτει, αλλ' εις έτερον, όπερ τώ έπεμψε φθοροποιά τίς μοίρα, αρπάζει τούτο μετά μεγάλης ορμής. Χωρίς νά κυριευθή από δειλίαν, ακουμβίζει ο ήρως τό πυρφόρον του εις τό εχθρικόν πλοίον...» Κωνσταντίνος Κανάρης - Ν. Μαραθώνιος, εν Λειψία Σαξωνίας 1835 Ο δεύτερος μπουρλοτιέρης ο Βρατσάνος πού χειριζόταν μία πολύ αργή σακολέβα δέν κατάφερε νά τήν προσεγγίσει στό δίκροτο πού είχε βάλει στόχο. Οι Τούρκοι κατάφεραν νά απομακρύνουν τό πλοίο τους από τό πυρπολικό τό οποίο παρασύρθηκε από τόν άνεμο καί κάηκε μόνο του μέσα στή θάλασσα. Μετά τήν πυρπόληση τού τουρκικού δικρότου, τά δύο μίστικα παρέλαβαν τίς λέμβους μέ τούς μπουρλοτιέρηδες καί επέστρεψαν στά Ψαρά όπου ακολούθησε θερμή υποδοχή από τούς κατοίκους καί δοξολογία στήν μητρόπολη τού νησιού. Καί ενώ ο σουλτάνος αποκεφάλιζε τόν Τούρκο υποναύαρχο πού έχασε έτσι ατιμωτικά τό πλοίο του, τό όνομα τού Κανάρη αντηχούσε πάλι καί έφθανε στά σαλόνια τών ευρωπαϊκών πρωτευουσών, εκεί όπου οι μεγάλοι Ευρωπαίοι διπλωμάτες είχαν υπολογίσει ότι η ελληνική επανάσταση θά είχε κατασταλεί στό δεύτερο έτος της. Ο 'Αγγλος πλοίαρχος Κλότς ήταν τότε κυβερνήτης τής βρετανικής κορβέτας "Γκάμπριαν" καί βρισκόταν κοντά στήν Τένεδο, όταν πληροφορήθηκε τήν πυρπόληση τού τουρκικού δίκροτου. Αμέσως απέστειλε γολέτα στήν ΎΎδρα, γιά νά αναγγείλει τό χαρμόσυνο γεγονός. Η γολέτα, μαζί μέ τήν αγγλική σημαία ύψωσε καί ένα σταυρό, σάν τήν ελληνική σημαία, γεγονός πού προξένησε μεγάλο ενθουσιασμό καί χαρά στά πλήθη πού είχαν κατέβει νά τήν υποδεχτούν. Ο ίδιος ο Κλότς έφθασε μέ τήν κορβέτα του στά Ψαρά γιά νά συναντήσει τόν ήρωα τής Τενέδου. - "Πώς κατασκευάζετε σείς οι Γραικοί τά πυρπολικά σας καί έχετε τόση μεγάλη επιτυχία;" - "ΌΌπως καί σείς, αρχηγέ. Αλλά έχουμε ένα μυστικό πού τό κρατούμε κρυμμένο εδώ", καί έφερε τό χέρι στήν καρδιά του. "Η αγάπη πρός τήν πατρίδα είναι πού μάς οδηγεί στήν επιτυχία." - "Καί δέν φοβηθήκατε νά πλέετε ολομόναχοι μέσα στήν καρδιά τού οθωμανικού στόλου;"
655
- "Εγώ τούς είπα καπετάνιε, ότι όσοι φοβούνται άς πέσουν στή θάλασσα, νά βγούν στήν στεριά. Εγώ μένω καί μοναχός μου." «Τένεδος Η αρμάδα κατά τά μέσα τού Οκτώβρη, φάνηκε ν' αρμενίζει στ' ανοιχτά απ' τά Ψαρά. Στείλανε οι Ψαριανοί ένα μπρίκι γιά νά παρακολουθήσει τόν εχθρό κατά πού θά τραβούσε. Στό μεταξύ τή βρήκε τραμουντάνα (βοριάς). Ανάποδος καιρός γιά τό δρόμο της. Τό πέλαγος άρχισε νά φουσκώνει. Μαύρισε ο ουρανός απ΄τή συννεφιά, λυσσομανούσε ο αέρας, τά κύματα ορμούσανε άγρια. Σπηλιάδα κάθε τόσο ταρακουνούσε τά καράβια. Τά χρειάστηκαν οι Τούρκοι θαλασσινοί!... Η ψαριανή Βουλή στά γρήγορα παίρνει τήν απόφαση νά στείλει δύο μπουρλότα κατά τής αρμάδας. Τά είχαν έτοιμα. ΈΈνα μπρίκι καί μιά σακολέβα. ΌΌσο γιά τούς μπουρλοτιέρηδες, δέν άργησαν νά τούς βρούνε. Θά δίνανε τό ένα στόν καπετάν Γιώργη Βρατσάνο καί τό άλλο στόν Κωνσταντή Κανάρη. Οι δύο Ψαριανοί φύγανε νά ετοιμάσουν τά μπουρλότα τους νά ξεκινήσουν. Ο Κανάρης λέει τού Βρατσάνου. - "Καπετάν Γιώργη, τούτη τή φορά θά 'ναι δύσκολα. Οι Τουρκαλάδες έχουν σκιαχτεί απ' τά μπουρλότα μας κι οι βαρδιακόστες θά έχουν τά μάτια τους εκατό..." - "Θά πρέπει νά τούς γελάσουμε." - "Καλά τά λές. Νά ντυθούμε όλοι μας μουρτάτες, καί στό άλμπουρο νά σηκώσουμε τούρκικη παντιέρα. ΈΈτσι θά ξεγελαστούν." Τήν άλλη μέρα, 27 τού Οκτώβρη 1822, γεμάτος ήταν ο γιαλός απ' τούς Ψαριανούς. Αφήσαν τά σπίτια τους καί κατέβηκαν στό γιαλό νά συνοδεύσουν τούς μπουρλοτιέρηδες. Μονάχα πού τούτη τή φορά οι μπουρλοτιέρηδες ήταν ... Τούρκοι. ΌΌλη τή νύχτα τούς παίδεψε ο καιρός στό πέλαγος. Τήν άλλη όμως μέρα, 28 Οκτωβρίου 1822, άλλαξε ο καιρός καί τό πήρε όστρια (νοτιάς). ΌΌ,τι θέλανε τά ελληνικά καράβια. Σιγά σιγά όλο καί ζύγωναν κατά τήν Τένεδο. Κατά τό σούρουπο πέσανε πάνω στίς τούρκικες βαρδιακόστες. Γιά νά γίνουν οι μπουρλοτιέρηδες πιό πιστευτοί ότι τάχα ήταν Τούρκοι, άρχισαν τά δύο ψαριανά καράβια νά χτυπάνε μέ κούφιες κανονιές, ώσπου τά μπουρλότα νά βρούν καταφύγιο σέ κάποιο κάβο. Νύχτωσε πιά καλά. Μέσα στό σκοτάδι οι μπουρλοτιέρηδες δέν μπορούσαν νά ξεχωρίσουν πού ήταν αραγμένα τά μεγάλα καράβια τής αρμάδας. Από μία φωτοβολή ξεχωρίζουν μερικά καράβια. Κορβέτες, φρεγάδες καί κατά τό βάθος ένα ντελίνι. Ο Κανάρης ζυγώνει τό ντελίνι. Οι μουσουλμάνοι μέσα στό σκοτάδι βάσουν τίς φωνές. - "Γκιαουρλάρ! Μπουρλότο! Ατές γκεμισί!" Ο Κανάρης στό μεταξύ έχει τρακάρει. Κολλάει τού μπουρλότου τό μπομπρέσσο στήν πρύμνη τού καραβιού, Τόσο δυνατό τό τρακάρισμα,
656
πού όσοι απ' τό τσούρμο ήταν όρθιοι σωριάστηκαν. Ρίχνουν μερικές κανονιές κατά τό μπρίκι, μά ανώφελα. Οι μπουρλοτιέρηδες πετάνε τούς γάτζους, δένουν καλά τό μπουρλότο μέ τό ντελίνι. ΌΌλα είναι έτοιμα. Η φωνή τού Κανάρη ακούγεται. - "ΌΌλοι σας γρήγορα στή σκαμπαβία (βάρκα)." Ολόρθος αυτός, μέ τό ένα χέρι αδειάζει τήν κουτάλα μέ τ' αναμμένα κάρβουνα στό μπαρούτι καί μέ τό δαυλό βάζει φωτιά στά φυτίλια ενώ μουρμουρίζει. - "Στό όνομα τού Κυρίου!" Κι ύστερα πηδάει στή βάρκα πού τόν προσμένει. Τό μπουρλότο ανάβει καί μεταδίδει τή φωτιά στό τούρκικο. Τό ντελίνι (δίκροτο) αρπάζει απ' τήν πρύμνη καί σέ λίγο λαμπαδιάζει ολόγυρα. Σάν τρελλοί τρέχουν μέσα στή νύχτα πάνω στήν κουβέρτα νά γλυτώσουν. Η φωτιά δέν αργεί νά φτάσει στό τζεπχανέ (μπαρουταποθήκη) τού καραβιού. Ξαφνικά λάμψη καί τρομερός κρότος φωτίζει κι αναταράζει τόν τόπο. Η θάλασσα γεμίζει ξύλα κι ανθρώπινες σάρκες καί κουφάρια. Τό ντελίνι αφανίστηκε. Απ' τούς οκτακόσιους πού είχε τσούρμο, λιγοστοί γλύτωσαν. Αυτοί πού πρόκαναν μόλις φάνηκε η φωτιά νά πηδήσουν στή θάλασσα. Μέ τούτους γλύτωσε κι ο Ιμπραήμ. Πέρασαν μερικοί μήνες κι ο σουλτάνος Μαχμούτ θυμόταν ακόμα τό χαλασμό πού τού 'χαν κάνει τά ψαριανά μπουρλότα στήν αρμάδα του. Κάποια μέρα είπε: - "Θέλω νά δώ πού βρίσκεται αυτό τό νησί." Ο μεγάλος βεζύρης ξεδίπλωσε τό χάρτη καί μέ τό δάκτυλο τού έδειξε ένα μικρό σημαδάκι. - "Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε αυτό είναι τό νησάκι." - "Καί δέν ντρέπεστε μπρέ; Μιά στάλα πράμα νά μάς ξευτελίζει;" (Καί μέ τό νύχι του έξυσε τό σημαδάκι από τό χάρτη...)» Τάκης Λάππας, Οι μπουρλοτιέρηδες τού 21 Ο πανικός πού προκάλεσε τό μπουρλότο τού Κανάρη, φαίνεται καί από τό παρακάτω γεγονός. ΌΌταν τά πλοία τού Μικέ καί τού Γιαννίτση, περιπολούσαν τό Αιγαίο, ανακάλυψαν στήν 'Ανδρο ένα εγκαταλελειμμένο πλοίο, τό οποίο βρισκόταν σέ αρίστη κατάσταση. Τό πλοίο αυτό ήταν η ναυαρχίδα τής μοίρας τών Βερβερίνων (Βερβερία ή Μπαρμπαριά λεγόταν τότε όλη η βόρεια Αφρική από τήν Αίγυπτο έως τό Μαρόκο, στήν οποία ανθούσε τό εμπόριο τών Χριστιανών σκλάβων), καί τό είχε παρατήσει τό πλήρωμά του, υπό τόν φόβο τών ελληνικών πυρπολικών. Τό πλοίο, στό οποίο βρέθηκε μεγάλη ποσότητα τροφίμων καί πυρομαχικών, τό πήραν οι ΈΈλληνες καί τό μετέφεραν στά Ψαρά. Καί όμως στό τέλος τού 1822, οι ΈΈλληνες, μόνοι καί αβοήθητοι, νικούσαν σέ όλα τά μέτωπα. Στήν Πελοπόννησο, η μεγάλη στρατιά τού Δράμαλη είχε εξοντωθεί μέχρι ενός καί στήν Δυτική Στερεά, μετά τήν ήττα στό Μεσολόγγι καί
657
στό Σοβολάκο, ο Ομέρ Βρυώνης καί ο Κιουταχής έπαιρναν άρον άρον τό δρόμο τής επιστροφής πρός τήν 'Αρτα. Ο Ανδρούτσος μέ τά καπάκια του είχε απομακρύνει τόν Κιοσέ Μεχμέτ από τήν Ανατολική Στερεά, ενώ στό Αιγαίο καί τό Ιόνιο Πέλαγος δέν φαινόταν ούτε ένα τουρκικό ιστίο στόν ορίζοντα. Δόμνα Βισβίζη (1784 - 1850) Ο Αντώνης Χατζή Βισβίζης καί η γυναίκα του η Δόμνα Βισβίζη, κατάγονταν από τόν Αίνο (Enez) τής κατεχόμενης Ανατολικής Θράκης, στίς εκβολές τού ΈΈβρου. Από τήν πρώτη στιγμή τό ζεύγος Βισβίζη τάχθηκε ολόψυχα στόν αγώνα τής ανεξαρτησίας καί διέθεσε τήν περιουσία του καί τά πλοία του γιά τόν κοινό σκοπό. Στίς 23 Μαρτίου 1821, ο Αντώνης Χατζή - Βισβίζης, μετέφερε μέ τό "Καλομοίρα", τόν φιλικό Εμμανουήλ Παπά, στήν Ιερά Μονή Εσφιγμένου, όπου καί κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση τής Μακεδονίας καί μέ τό ίδιο μπρίκι, τόν παρέλαβε μετά τήν αποτυχία τής επανάστασης από τήν ίδια μονή. Στό πλοίο του επέβαινε καί η πιστή του σύντροφος Δόμνα Βισβίζη. Ο Εμμανουήλ Παπάς πέθανε από ανακοπή καρδιάς, μεσοπέλαγα καί κηδεύτηκε στήν ΎΎδρα στίς 5 Δεκέμβρίου 1821. Αργότερα τά οστά του μεταφέρθηκαν στίς Σέρρες καί τοποθετήθηκαν στή βάση τού ανδριάντα τού ήρωα στήν κεντρική πλατεία Ελευθερίας. Στίς 31 Μαρτίου 1822, ο στόλος τού Αντώνη Χατζή Βισβίζη υποστήριζε από τή θάλασσα τού Μαλιακού κόλπου τή μάχη πού έδινε ο Ανδρούτσος στήν Αγία Μαρίνα. Στό πλοίο του ήταν τά μέλη τού Αρείου Πάγου τά οποία κάθε άλλο παρά υποστήριζαν τόν πόλεμο πού έκανε ο Ανδρούτσος κατά τών Τούρκων. Πρότειναν στόν πλοίαρχο Βισβίζη νά δολοφονήσει τόν Ανδρούτσο, αλλά φυσικά ο έντιμος Θρακιώτης πατριώτης δέν υπάκουσε στήν προσταγή τών πολιτικών. Τήν ανυπακοή του τήν πλήρωσε μέ τήν δολοφονία του λίγους μήνες αργότερα. Η γυναίκα του Δόμνα, βοηθούμενη από τόν ύπαρχο τού άνδρα της τόν καπετάν Σταύρο Αινίτη, πήρε τό τιμόνι τής "Καλομοίρας" καί συνέχισε τόν πόλεμο πού είχε ξεκινήσει μέ τόν άντρα της. Διέθεσε όλη τήν περιουσία γιά τούς μισθούς τών ναυτών καί τήν συντήρηση τού πλοίου της καί έμεινε στό τέλος άφραγκη καί μόνη μέ τά πέντε ορφανά της. Η κυβέρνηση τών Κωλέττη καί Μαυροκορδάτου αδιαφόρησε γιά τήν ηρωΐδα καί όταν αυτή τούς ζήτησε ένα σπίτι γιά νά στεγάσει τά παιδιά της, τής έδωσαν ένα σπίτι στό Ναύπλιο χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Τής πήραν τό πλοίο χωρίς νά τής δώσουν ούτε μία δραχμή γιά αποζημίωση καί τό παρέδωσαν στήν ΎΎδρα γιά νά χρησιμοποιηθεί σάν μπουρλότο. Στό Ναύπλιο η Δόμνα είχε τό δεύτερο τραγικό κτύπημα τής μοίρας.
658
Είδε τρία από τά παιδιά της νά πεθαίνουν από τήν πανώλη. Στή συνέχεια πέρασε πολύ δύσκολα καί φτωχικά τά υπόλοιπα χρόνια τής ζωής της, στερημένη, περιφρονημένη καί άστεγη καί στό έλεος τής σεβαστής κυβέρνησης τής Ελλάδος. «Γεννήθηκε τό 1784 από εύπορη οικογένεια στήν Αίνο τής Ανατολικής Θράκης αξιόλογη ναυτική πολιτεία, γνωστή από τά χρόνια τού Ομήρου, πού εξελίχθηκε στό πέρασμα τών αιώνων καί αναπτύχθηκε καθώς οι κάτοικοί της διακρίθηκαν γιά τό γνήσιο ελληνικό τους φρόνημα. Δέν γνωρίζουμε τό πατρικό της όνομα, ούτε γιά τά παιδικά της χρόνια, παρά μόνο ότι ο πατέρας της ήταν μεγαλοκτηματίας τής περιοχής καί ότι παντρεύτηκε τό 1808 τόν πλούσιο πλοίαρχο καί εφοπλιστή Αντώνιο Βισβίζη, μέ τόν οποίο απέκτησε πέντε παιδιά, τρία αγόρια, από τά οποία τό ένα πέθανε μικρό από επιδημία καί δύο κορίτσια - τό ένα κωφάλαλο. Βλέπουμε έτσι ότι κοντά στά πλούτη καί τά καλά συμπορευόταν ο πόνος. Ο καπετάν Βισβίζης ήταν γενναίος άνδρας, δραστήριος, φιλόπατρις καί γεμάτος ενθουσιασμό καί όραμα. Από τούς πρώτους μέλος τής Φιλικής Εταιρείας, είχε προσφέρει στόν Υπέρ Ελευθερίας Αγώνα όλη του τήν καρδιά καί πάρα πολλά χρήματα. ΈΈλεγε ότι: "Δεν λυπάμαι νά ξοδεύω χρήματα, αφού μ' αυτά θά κτιστεί τό χρυσό παλάτι τής Ελευθερίας". Η Δόμνα ακολουθεί τόν άνδρα της στά ταξίδια του καί γνωρίζει έτσι όλο καί περισσότερα μέρη τής σκλαβωμένης πατρίδας. Μέσα της φουντώνει ο πόθος γιά τήν Ανάσταση του Γένους καί γίνεται σύντομα ένα από τά πιό δραστήρια μέλη τής Φιλικής Εταιρείας. Μέ τήν έκρηξη τής Επαναστάσεως οι Τούρκοι τούς πρώτους στούς οποίους ξέσπασαν τήν μανία, τό μίσος καί τήν οργή τους ήσαν οι πιό κοντινοί χριστιανικοί ελληνικοί πληθυσμοί τής Ανατολικής Θράκης. Βύθισαν τήν Αίνο στό πένθος. Σύντομα, όμως, τόν Μάϊο, κατέπλευσαν στό λιμάνι τέσσερα ψαριανά πλοία, μέ αρχηγό τόν καπετάν Γιαννίτση. Τό τουρκικό κάστρο δέχτηκε τίς πρώτες κανονιές καί η μάχη συνεχίστηκε ως τή νύχτα, όπου τά ελληνικά πληρώματα, προστατευμένα από τό σκοτάδι έκαναν απόβαση στή στεριά καί κυρίευσαν 24 κανόνια. Αυτό ήταν πού περίμενε κι ο καπετάν Αντώνης Βισβίζης. Χωρίς άλλη σκέψη, φορτώνει στό καράβι του γυναίκα καί παιδιά, τά εικονίσματα, χρήματα, χρυσαφικά κι ότι άλλο μπορούσαν νά κουβαλήσουν κι ανοίχτηκε στό πέλαγος νά προφθάσει τούς Ψαριανούς. 'Αφησε πίσω του, χωρίς δεύτερο συλλογισμό, τό αρχοντικό του, τά εύφορα κτήματά του, τόν τόπο του, πού δέν θά ξαναδεί ποτέ ούτε ο ίδιος ούτε η Δόμνα καί μπήκε στό χορό τής επαναστάσεως, τού πολέμου καί τής θυσίας. Σπίτι τους έγινε η "Καλομοίρα", τό μπρίκι τού Βισβίζη.
659
Τό βάπτισμα τού πυρός τό πήραν στά νερά τής ΊΊμβρου κι από κεί συνέχεια στόν Θερμαϊκό, στή Χαλκιδική, τήν ΎΎδρα, τήν Στυλίδα, τόν Βόλο, τήν Εύβοια κι όπου τούς καλούσε η πατρίδα, ο αγώνας. Συμπολεμίστρια τού καπετάνιου η καπετάνισσα Δόμνα! Στίς 21 Ιουλίου 1822, ο καπετάν Βισβίζης, επικεφαλής ενός στόλου από 30 πλοία μικρά καί μεγάλα, βρίσκεται στόν Μαλιακό κόλπο. Μέ τόν Ανδρούτσο, τόν Δυοβουνιώτη κι άλλους οπλαρχηγούς, δίνουν μεγάλη μάχη, στήν διάρκεια τής οποίας, μπροστά στά μάτια τής Δόμνας σωριάζεται νεκρός ο γενναίος άνδρας της. Διατάζει νά τόν μεταφέρουν στό αμπάρι κι αναλαμβάνει τήν αρχηγία τού αγώνα. Πρέπει νά δικαιώσει τόν θάνατο καί τόν αγώνα τού καπετάνιου της! Καταπιέζοντας τά συναισθήματά της, τίς τραγικές αυτές ώρες, βάζει πάνω απ' όλα τήν πατρίδα. Μπροστά της στέκουν μέ σεβασμό καί θαυμασμό όλοι οι άνδρες τού πληρώματος, σκληροτράχηλοι, ψημένοι θαλασσινοί! Ο καπετάν Βισβίζης ετάφη πίσω από τό ιερό τών Αγίων Αναργύρων στή Λιχάδα τής Ευβοίας κι η Δόμνα γίνεται μάννα καί πατέρας γιά τά πέντε παιδιά της, κυβερνήτης καί καπετάνισσα γιά τό πλήρωμά της καί συνεχίζει τόν ιερό υπέρ τής ελευθερίας αγώνα. Μετά από διαταγή τής κυβέρνησης, το πλοίο της φέρει πλέον τό όνομά της. Περιπολεί τίς θάλασσες, μάχεται, μεταφέρει στρατεύματα καί πολεμοφόδια, πολεμάει. Τρία ολόκληρα χρόνια συντήρησε τόν εξοπλισμό τού πλοίου της καί τού πληρώματος μέ δικά της έξοδα καί πάλαιψε μέ τή θάλασσα. Κι ήρθε η ώρα πού καί ο τελευταίος οβολός εξαντλήθηκε. Τό πλοίο σακατεμένο από τίς μάχες καί τήν αλμύρα τής θάλασσας, δέν μπορούσε πλέον νά αποδώσει. Η καπετάνισσα τό χάρισε στήν κυβέρνηση καί τό παλιό μπρίκι, ως τά στερνά του χρήσιμο, έγινε πυρπολικό καί τό 1824, οδηγούμενο από τόν πυρπολητή Πιπίνο, ανατίναξε καί έκαψε τήν τουρκική φρεγάδα "Χαζνέ Γκεμισί", δηλαδή, "Καράβι-Ταμείο", στόν Τσεσμέ, στά μικρασιατικά παράλια. Οι πρόκριτοι καί οι οπλαρχηγοί τής Ευβοίας καί τής Ρούμελης τήν τιμούν μέ επίσημον έγγραφον καί ο Δημήτριος Υψηλάντης τήν ονομάζει: "ευγενεστάτην καί γενναιοτάτην Δέσποινα καί καπετάνισσα", ο δε Οδυσσεύς Ανδρούτσος μέ βαθειά ευγνωμοσύνη "ευεργέτιδα". Τώρα πιά, χωρίς πλοίο, χωρίς πόρους, μαζί μέ τά πέντε παιδιά της, περνούν δύσκολες μέρες πού τίς κάνει δυσκολότερες ο θάνατος τού μικρότερου αγοριού της από επιδημία. 1825. Η Δόμνα Βισβίζη μετά από τόσους αγώνες καί θυσίες, τόσες πίκρες καί απώλειες, πτωχή μά ευχαριστημένη πού αξιώθηκε νά δει ένα κομμάτι ελληνικής πατρίδος ελεύθερο, αποτραβιέται μέ τά τέσσερα παιδιά της στή Μύκονο, νά ζήσει ήσυχα καί ταπεινά. Τόν μεγαλύτερό της γιό, τόν Θεμιστοκλή, όταν ήταν 14 ετών, μαζί μέ άλλα παιδιά αγωνιστών, πήρε στό Παρίσι γιά νά σπουδάσουν μέ έξοδα τών φιλελληνικών σωματείων, ο Γάλλος φιλέλλην Roche. Γνωστά έγιναν από τούς φιλέλληνες στήν
660
Ευρώπη κι έτσι μαθεύτηκαν τό όνομά της καί τό έργο της παντού, τά λόγια τού αποχωρισμού πρός τόν γιό της, όταν έφευγε γιά τό Παρίσι: - "Παιδί μου! Πρόκειται νά υιοθετηθείς καί νά ανατραφείς από τήν γαλλική γενναιοδωρία. ΌΌταν θά μεγαλώσεις, ίσως νά μήν ζώ πιά. Στοχάσου τότε, ότι έχεις νά εκδικηθείς τον πατέρα σου". Ο Θεμιστοκλής, φύλαξε τά λόγια τής μητέρας του σάν πολύτιμο θησαυρό. Φορούσε πάντα τήν ελληνικήν φουστανέλλα του, μορφώθηκε, διέπρεψε κι ανέβηκε μέχρι τίς ανώτατες διοικητικές θέσεις στό νεoσύστατο ελληνικό κράτος, κάνοντάς την περήφανη. Η Θρακιώτισσα λεβεντομάνα έμεινε πάντα ταπεινή καί μετά από πολύ δύσκολες μέρες από τήν ΎΎδρα στό Ναύπλιο καί μετά πάλι στη Μύκονο προσπαθούσε νά τά βγάλει πέρα μέ μιά μικρή σύνταξη 30 δραχμών. Ποτέ δέν ζήτησε πλούτη, τιμές καί δόξες. Η Ελευθερία τής Πατρίδος της, η φτώχεια της καί ο τιμημένος θάνατος τού συζύγου της, ήταν γι' αυτήν τό μεγαλύτερο παράσημο τού αγώνα. Γιατί ήξερε, ότι τά έδωσε κυριολεκτικά όλα, γιά τήν Πατρίδα καί τήν Ελευθερία της! Ηλικιωμένη πιά, άφησε τόν κόσμο αυτό, σ' ένα φτωχικό σπιτάκι στόν Πειραιά, τό Νοέμβριο τού 1852, μέ τήν ικανοποίηση τής προσφοράς καί τής εκπλήρωσης του οράματος καί τού πόθου τής Ελευθερίας! Ας είναι αιωνία η μνήμη της!» Δόμνα Βισβίζη - Τής Ελίνας Μαστέλλου Γιαννάκενα http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis21.html
661
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΒ' Τρίτο ΈΈτος τής Ελευθερίας Τό 1823 ξεκίνησε μέ ευνοϊκούς οιωνούς γιά τήν ελληνική επανάσταση. Οι επαναστάτες είχαν επικρατήσει σέ όλα τά μέτωπα τού νότου, τόσο στήν ξηρά όσο καί στή θάλασσα. Οι ελληνικές νίκες από τή μία καί οι τουρκικές θηριωδίες από τήν άλλη σήμαναν ένα πράγμα: η συνύπαρξη τών δύο λαών ήταν αδύνατη καί η δημιουργία ενός εθνικού κράτους ήταν η αναπόφευκτη λύση. Tά εθνικά σύνορα θά αποτελούσαν εγγύηση γιά τήν δικαιοσύνη, τήν ελευθερία καί τήν αξιοπρέπεια ενός λαού πού τά είχε στερηθεί γιά 400 χρόνια. Η άλλη λύση ήταν ο πόλεμος μέχρις εσχάτων. Ο σουλτάνος δέν ήθελε μέ τίποτα νά παραχωρήσει ούτε ένα μικρό τμήμα από τήν αυτοκρατορία του, ιδιαίτερα στούς άπιστους ραγιάδες, τούς οποίους ανεχόταν στήν επικράτειά του καί από "φιλευσπλαχνία" δέν τούς είχε οδηγήσει στόν πλήρη αφανισμό. ΌΌσο όμως αισθανόταν τήν απειλή τής τσαρικής Ρωσίας, δέν ήταν δυνατόν νά μετακινήσει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στίς επαναστατημένες περιοχές, ενώ στά ανατολικά ο μικρής εκτάσεως πόλεμος μέ τήν Περσία ευνοούσε τόν ελληνικό αγώνα. Ακόμα μεγαλύτερες από τίς εξωτερικές στάθηκαν οι εσωτερικές δυσχέρειες τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι γενίτσαροι διαρκώς στασίαζαν καί δήλωναν ανυπακοή, οι πασάδες συνέχιζαν τίς αντιζηλίες μεταξύ τους καί η οικονομία τού κράτους πήγαινε από τό κακό στό χειρότερο. Μία μεγάλη πυρκαϊά στήν Βασιλεύουσα στίς 17 Φεβρουαρίου 1823, είχε ως αποτέλεσμα νά καούν μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, νά καταστραφούν πολλά πλοία πού βρίσκονταν υπό ναυπήγηση στό ναύσταθμο, μαζί μέ τό χυτήριο πυροβόλων καί τά 1200 ορειχάλκινα κανόνια, τά οποία ήταν έτοιμα νά εξοπλίσουν τόν οθωμανικό στόλο. ΉΉταν μία από τίς μεγαλύτερες πυρκαϊές τής Πόλης πού κατέστρεψε εξ ολοκλήρου τή συνοικία τού Πέραν. Η φήμη ότι τήν πυρκαϊά τήν προκάλεσαν οι γενίτσαροι επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τήν εσωτερική κατάσταση. Στό διπλωματικό πεδίο, κατά τό έτος 1823, η θέση τής Ελλάδος ισχυροποιήθηκε μετά τήν τοποθέτηση στή θέση τού Υπουργού Εξωτερικών τής Αγγλίας τού George Canning (Κάνιγκ), ο οποίος άλλαξε τήν πολιτική τής χώρας του απέναντι στούς εξεγερμένους ΈΈλληνες αναγνωρίζοντάς τους ως έθνος εμπόλεμο. Ο Κάνιγκ υποστήριξε τήν πολιτική καί θρησκευτική ελευθερία τών ανθρώπων σέ ολόκληρη τήν οικουμένη καί τήν ανεξαρτησία τών κρατών τής Λατινικής Αμερικής. Η αλλαγή πλεύσης τής πολιτικής τής Γηραιάς
662
Αλβιώνας καί η πλήρης διαφοροποίηση από τίς θέσεις τής Ιεράς Συμμαχίας ήταν ένας πραγματικός κόλαφος γιά τόν αλαζόνα Μέττερνιχ. Θά σηματοδοτούσε καί τήν αλλαγή πλεύσης τής ευρωπαϊκής πολιτικής στό ανατολικό ζήτημα. Η Χριστιανοσύνη όπως γράφει ο Νικόλαος Σπηλιάδης στά απομνημονεύματά του εάν ήθελε μπορούσε μέ ένα μόνο λόγο "νά στείλη τόν σουλτάνο εις τήν Ασίαν καί ν' αποδώση τήν Κωνσταντινούπολιν εις τούς νομίμους τών αυτοκρατόρων κληρονόμους¨. «Εις επίσημον γεύμα ο Κάννινγκ ωμίλησεν υπέρ τής πολιτικής καί τής θρησκευτικής ελευθερίας εις όλην τήν οικουμένην. Ολόκληρος η μοναρχική Ευρώπη κατεπλάγη καί ανέμενε τήν εις τά πράγματα εφαρμογήν τής νέας αγγλικής πολιτικής. Κατά τήν 14ην Φεβρουαρίου 1823 ο Κάννινγκ απέστειλεν εις τόν Στράγκφορδ εις τήν Κωνσταντινούπολιν οδηγίας πού διεχώριζαν εντελώς τάς αντιλήψεις τής Αγγλίας από τήν πολιτικήν τών δυνάμεων τής Ιεράς Συμμαχίας. Η αγγλική κυβέρνησις θεωρούσε καθήκον φιλανθρωπίας νά μή παραβλέψη τόν ελληνικόν αγώνα, καί ιδίως τήν μέλλουσα κατάστασιν τών Ελλήνων. Εις τό σημείον τούτο ανεγράφετο κατά λέξιν εις τό έγγραφον τού Κάννινγκ: "Τήν κατάστασιν τού χριστιανικού τούτου λαού, ο οποίος στενάζει υπό τόν ζυγόν τών βαρβάρων από εκατονταετηρίδων, δέν δύναται η Αγγλία νά βλέπη μετ' αδιαφορίας. Ο βασιλεύς επιθυμεί νά ενεργήση ο πρέσβυς τής Μεγάλης Βρεταννίας εις τήν Πύλην υπέρ τών Χριστιανών, νά απαιτήση τήν εκπλήρωσιν τών υποσχέσεων τάς οποίας έδωσεν η Πύλη περί τούτου πρός τούς πρέσβεις τών συμμαχικών δυνάμεων καί νά τής υποδείξη ότι, άν αρνηθή νά ικανοποιήση τάς αξιώσεις αυτάς, δέν δύναται πλέον νά διατηρή μετ' αυτής φιλικάς σχέσεις." Διά πρώτη φοράν ανεφέρετο εις αγγλικόν έγγραφον αφορών τήν Πύλην τό θρησκευτικόν ενδιαφέρον, καί μάλιστα επί ζητήματος τών σχέσεων τής Τουρκίας μέ τούς Χριστιανούς υπηκόους της, τό οποίον εκείνη έκρινεν ως ζήτημα εσωτερικόν, αποκλείον πάσαν ανάμιξιν ξένων. Ο Στράγκφορδ κατεθορυβήθη κυριολεκτικώς εκ τών εντολών τούτων. Τού εζητούντο τά αντίθετα πρός τήν πολιτικήν πού ακολουθούσεν έως τότε, καί τά οποία αντετίθεντο καί πρός τάς προσωπικάς του πεποιθήσεις. Πραγματικός Τόρυς καί αυτός, πιστεύων εις τό απαρασάλευτον καί τό ιερόν τού μοναρχικού καθεστώτος, ακόμη καί τού τουρκικού, είχε ομιλήσει εις τήν Βερόναν περί τής αθλιότητος καί τής κατωτερότητος τών Ελλήνων καί περί τών αρετών τών Τούρκων. Ο Κάννινγκ δέν ηρκέσθη εις τάς επί τού διπλωματικού πεδίου οδηγίας πρός τόν Στράγκφορδ, αι οποίαι ημπορούσαν νά χαρακτηρισθούν ως θεωρητικαί. Προέβη καί εις ενέργειας αισθητάς αμέσως καί εις τούς Τούρκους καί εις τούς ΈΈλληνας επαναστάτας,
663
καταδηλούσας τήν υπέρ τής ελληνικής επαναστάσεως εκδηλουμένην ήδη φιλικήν στάσιν τής Αγγλίας. Κατά τήν 25ην Μαρτίου τού 1823 διεκήρυξε τήν ουδετερότητα τής Μεγάλης Βρεταννίας απέναντι τών εις τήν Ελλάδα καί τά πελάγη της εμπολέμων Τούρκων καί Ελλήνων. Απέστειλεν έγγραφον πρός τόν Θωμάν Μαίτλανδ διά τού οποίου τού έδιδεν εντολήν νά διατάξη τάς αρχάς τής Ιονίου Πολιτείας νά σέβωνται τού λοιπού τόν υπό Ελλήνων επαναστατών αποκλεισμόν τών τουρκικών φρουρίων, όπως εσέβοντο τόν υπό Τούρκων ενεργούμενον, καί νά συμπεριφέρωνται πρός τούς επαναστάτας όπως πρός εμπόλεμον κράτος. Ωρίζετο δέ η νησίς Κάλαμος ώς απαραβίαστον άσυλον τών επαναστατών. Μετ' ολίγον ο Μαίτλανδ, ο οποίος είχε πράξει έως τότε κατά τών Ελλήνων όσα μόνο κρυφός αλλ' αμείλικτος εχθρός ημπορούσε μεθοδικώς νά πράξη, αντικατεστάθη διά τού Φρειδερίκου Αδάμ.» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 3 Στήν ελληνική πλευρά υπήρχε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα. Η έλλειψη χρημάτων γιά τή μισθοδοσία τών στρατιωτών πού εγκατέλειπαν τά σπίτια τους καί τίς οικογένειές τους γιά νά βρεθούν στά στρατόπεδα, καθώς καί η έλλειψη βαρέων όπλων γιά τήν υποστήριξη τών περιοχών πού κινδύνευαν από τούς Τούρκους, αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα γιά τήν επιτυχία τής επανάστασης. Είναι απορίας άξιον πώς οι μέχρι τότε σκλάβοι είχαν καταφέρει νά ανταποκριθούν στίς τεράστιες οικονομικές ανάγκες ενός σκληρού πολέμου γιά δύο συνεχόμενα έτη, εναντίον μίας πανίσχυρης οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία είχε ανεξάντλητους πόρους καί εφοδιαζόταν διαρκώς μέ πολεμοφόδια πού έφθαναν στά λιμάνια της από τά ευρωπαϊκά κράτη. Προκειμένου νά ενισχυθεί οικονομικά η επανάσταση, οι ΈΈλληνες στράφηκαν πρός τή σύναψη εξωτερικού δανείου καί γι' αυτό τό λόγο είχε ήδη σταλεί ο Ανδρέας Λουριώτης στήν Ευρώπη. Ο Λουριώτης συνδέθηκε φιλικά μέ τόν 'Αγγλο λοχαγό Edward Blaquiere, ο οποίος τού υπέδειξε τό Λονδίνο ως λύση γιά τό οικονομικό πρόβλημα τής Ελλάδος. Πράγματι οι αγγλικές τράπεζες θά ήταν εκείνες πού θά έδιναν τά πρώτα δάνεια στήν ελληνική κυβέρνηση μέ υποθήκη τά δημόσια εθνικά κτήματα καί μέ ληστρικούς δυστυχώς όρους. Καί όμως τίς επιτυχίες καί τίς νίκες τών Ελλήνων αγωνιστών δέν θά τίς σταματούσε ούτε ο σουλτάνος, ούτε η έλλειψη χρημάτων. Δέν θά τίς σταματούσαν ούτε τά τουρκικά δίκροτα ούτε οι τεράστιοι εχθρικοί στρατοί. Δέν θά τίς σταματούσαν ούτε οι σφαγές τών αμάχων ούτε η διπλωματία τού Μέττερνιχ. Θά τίς σταματούσε η διχόνοια. Θά τίς σταματούσε η δίψα γιά εξουσία. Θά τίς σταματούσε τό μίσος μεταξύ τών δύο κομμάτων πού είχαν προκύψει μέ τό ξέσπασμα τής επανάστασης. Τό
664
πρώτο ήταν τό κόμμα τών πολιτικών καί τών προεστών (κοτζαμπάσηδων) καί τό δεύτερο τών στρατιωτικών καί τών καπεταναίων (οπλαρχηγών). «Παλληκάρια μου! Οι πολέμοι γιά σάς όλοι είναι χαρά, καί τό γόνα σας δέν τρέμει στούς κινδύνους εμπροστά. Απ' εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική. Αλλ' ανίκητη μιά μένει πού ταίς δάφναις σας μαδεί. Η Διχόνοια πού βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, πάρ' το, λέγοντας, καί σύ. Κειό τό σκήπτρο πού σάς δείχνει, έχει αλήθεια ωραία θωριά μήν τό πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά. Από στόμα, οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μήν 'πωθή, πώς τό χέρι σας κτυπάει τού αδελφού τήν κεφαλή. Μήν ειπούν 'ς τόν στοχασμό τους τά ξένα έθνη αληθινά: Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δέν τούς πρέπει ελευθεριά. Τέτοια αφήστενε φροντίδα όλο τό αίμα οπού χυθεί γιά θρησκεία καί γιά πατρίδα, όμοιαν έχει τήν τιμή. Στό αίμα αυτό, πού δέν πονείτε γιά πατρίδα, γιά θρησκειά, σάς ορκίζω, αγκαλιασθήτε, σάν αδέλφια γκαρδιακά. Πόσον λείπει, στοχασθήτε, πόσο ακόμη νά παρθή, πάντα η νίκη, αν ενωθήτε, πάντα εσάς θ' ακολουθή.»
665
ΎΎμνος εις τήν Ελευθερίαν - Διονύσιος Σολωμός Η διχόνοια καλά κρατούσε στίς εμπόλεμες περιοχές, κατά τή διάρκεια τού τρίτου έτους τής επανάστασης. Η κυβέρνηση πού "πολέμησε" τόν Δράμαλη από τά πλοία τής 'Υδρας, δέν ήθελε νά χάσει τήν εξουσία από τόν Μωραΐτη Κολοκοτρώνη, τού οποίου τό κύρος καί η αίγλη είχαν φτάσει στό μέγιστο καί είχε κοντά του τήν Γερουσία τής Πελοποννήσου. Τό ίδιο καί στήν Ανατολική Στερεά, οι πολιτικοί πού "πολέμησαν" από τά πλοία τού Βιζβίζη, όταν τά πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα πολιορκούσαν τόν Ανδρούτσο στήν Αγία Μαρίνα τής Φθιώτιδας, πάλι δέν εννοούσαν νά αφήσουν τήν εξουσία, γιά χάρη τού Ρουμελιώτη αρματολού. Εμφύλιες διαμάχες υπήρχαν καί στήν Δυτική Στερεά όπου επικρατούσε αληθινό χάος εξαιτίας τών αντιζηλιών τών διαφόρων οπλαρχηγών. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος βλέποντας τήν αύξηση τής επιρροής τών στρατιωτικών στά λαϊκά στρώματα, σχημάτισε ένα κοινό μέτωπο μέ όλους τούς πολιτικούς καί τούς προκρίτους γιά νά μπορέσει νά αντιμετωπίσει κυρίως τόν Υψηλάντη, τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Ανδρούτσο. ΌΌσο πλησίαζε η λήξη τής θητείας τής προσωρινής κυβέρνησης, η αντίθεση πολιτικών - στρατιωτικών γινόταν οξύτερη. Ο κοτσάμπασης από τά Λαγκάδια Κανέλλος Δεληγιάννης δέν εννοούσε νά δεχτεί ότι οι άρχοντες πού είχαν τίς μεγάλες περιουσίες καί τά απέραντα κτήματα θά έδιναν τήν εξουσία στούς ακτήμονες οπλαρχηγούς καί στούς φτωχούς χωριάτες. Μαζί του συμφωνούσε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης καί ο πανίσχυρος Καλαβρυτινός Ανδρέας Ζαΐμης οι οποίοι ευρισκόμενοι στό Μεσολόγγι στό τέλος τού 1822 αναγνώρισαν γιά αρχηγό τους τόν Μαυροκορδάτο. Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Νέγρης καί Καρατζάς αποτελούσαν τόν σκληρό πυρήνα τών πολιτικών καί γιά νά καταφέρουν νά προσεταιρισθούν τούς στρατιωτικούς άρχισαν νά μοιράζουν βαθμούς σέ όσους προσχωρούσαν στήν παράταξή τους. Ο Γεώργιος Γιατράκος πού ενεχόταν στήν δολοφονία τού Παναγιώτη Κρεββατά ονομάστηκε στρατηγός μαζί μέ δεκάδες άλλους, ούτως ώστε νά μειωθεί ποιός άλλος; ο Κολοκοτρώνης ο οποίος ήταν καί αυτός στρατηγός τού Μωριά. Οι τέσσερις πολιτικοί φρόντισαν νά επηρεάσουν καί τίς τοπικές εκλογές γιά τήν ανάδειξη παραστατών (πληρεξουσίων) πού έγιναν στήν επικράτεια στά τέλη Δεκεμβρίου τού 1822. Οι παραστάτες εκλέχτηκαν όχι μέ μυστική ψηφοφορία, αλλά διά βοής καί μερικές φορές ούτε κάν διά βοής, μέ απόντες τούς φτωχούς χωρικούς από τή διαδικασία, μέ αποτέλεσμα η πλειοψηφία τών τοπικών αντιπροσώπων νά ανήκει στήν παράταξη τών αρχόντων.
666
Η προσωρινή διοίκηση (Εκτελεστικό - Βουλευτικό) τής οποίας η θητεία έληγε στίς αρχές τού 1823, μέ τήν ενθάρρυνση τών καραβοκύρηδων τής ΎΎδρας εξέδωσε νόμο μέ τόν οποίο οριζόταν έδρα της τό Ναύπλιο. Τόν έλεγχο όμως αυτού τού φρουρίου, τό είχαν μετά τήν κατάληψή του, στίς 30 Νοεμβρίου 1822, τά πιστά στόν Κολοκοτρώνη στρατεύματα. Ο φρούραρχος τού Ναυπλίου Δημήτριος Πλαπούτας μαζί μέ τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη απαγόρευσαν τήν είσοδο στήν πόλη, στούς εκπροσώπους τής διοίκησης μέ τό επιχείρημα ότι είχε λήξει η θητεία της. Τότε αποφασίστηκε η συνέλευση γιά τήν ανάδειξη τής νέας διοίκησης νά γίνει στό 'Αστρος Κυνουρίας. Γιά νά αυξήσουν τό κύρος τους οι πολιτικοί άρχισαν νά εκδίδουν ψηφίσματα ευγνωμοσύνης στόν εαυτό τους. Στόν Μαυροκορδάτο γιά τήν καταστροφή τού Πέτα καί τήν οριστική πτώση τού Σουλίου, στό Νέγρη γιά τήν παρεμπόδιση τού έργου τού Ανδρούτσου, στόν Κωλέττη, τόν Κανακάρη καί τόν Ορλάνδο γιά τήν ανικανότητά τους στήν εισβολή τού Δράμαλη κ.ο.κ. Γιά τόν μεγάλο νικητή τών Δερβενακίων, η διοίκηση δέν βρήκε ούτε μία λέξη νά πή, ενώ οι αδελφοί Κουντουριώτη σέ επιστολή τους στόν Ορλάνδο τόν μόνο χαρακτηρισμό πού τού απέδωσαν ήταν "άρπαξ καί κακούργος". «Αι επαρχίαις ετοίμαζον τούς πληρεξουσίους διά τήν Β' Συνέλευσιν. Τούς έγραφα νά έλθουν νά γίνη η Συνέλευσις εις τό Ναύπλιον. Τό κόμμα τών αρχόντων δέν ήθελε νά έλθη εκεί, πρώτο διότι ήτον φρούριο, καί δεύτερο, διότι τό είχα εγώ. 'Αφησα τόν Κολιόπουλο (Πλαπούτα) φρούραρχο καί επέρασα εις τήν Τριπολιτσά, αντάμωσα τήν Γερουσία καί τόν Μαυρομιχάλη, εκάμαμε συμφωνία διά νά βαστάξωμε εις τήν Συνέλευσι τήν Γερουσία καί νά μείνει η αρχιστρατηγία, ωρκωθήκαμε διά νά βαστάξωμεν τήν σειράν. Τέλος πάντων αποφασίσθη εις τό 'Αστρος νά γίνει η Συνέλευσις. Εσυνάχθηκαν μέρος. Εκεί έγραψαν εις τόν Μαυρομιχάλη, τάζοντές του νά τόν κάμουν πρόεδρον νά υπάγη εκεί. Ο Μαυρομιχάλης αλησμόνησε τούς όρκους μας καί επήγε, τόσον καί ο Παπαφλέσσας καί λοιποί. Εσηκώθηκα καί εγώ καί επήγα εις τό 'Αστρος. Εκεί είμεθα χωρισμένοι φανερά δυό κόμματα, τό ένα ελέγετο τών Προεστών καί τό άλλο τού Κολοκοτρώνη. Τών προεστών ήτον οι περισσότεροι, ήτον 150 πληρεξούσιοι καί 6000 στρατιώταις (Απρίλιος 1823). Εγώ είχα τόν Οδυσσέα, τόν Μούρτζινο καί άλλους 40 πληρεξουσίους μέ 800. Αυτοί έφεραν στρατιώτας γιά νά υποστηρίξουν τήν γνώμην τους μέ τήν δύναμιν καί εγώ μέ τήν δύναμιν εγύρευα νά τούς ανατρέψω τήν γνώμην. Εμείς εκαθήμεθα εις τά Μελεγίτικα κονάκια καί εκείνοι εις τά
667
Αγιαννήτικα, μία τουφεκιά μακριά. Εκείνοι έκαμναν συνεδρίασιν καί ημείς δέν επηγαίναμε. Αυτοί ήθελαν καί εψήφισαν νά γίνουν 50 στρατηγοί καί 150 βουλευταί. Αυτή η πολυαρχία δέν μέ άρεζε εμένα διατί ο πολύς αριθμός ήθελε μάς χάσει καθώς καί μάς έχασε. Εψήφισαν τόσους στρατηγούς, διατί ενόμισαν νά γκρεμίσουν μέ τούτο τήν επιρροήν τήν εδικήν μου. Εψήφισαν νά εκποιήσουν τήν γήν, μέ σκοπόν νά βγάλουν ό,τι είχαν εξοδεύσει, όσα ήθελαν, καί νά αποζημιωθούν εις γήν καί νά αφήσουν τόν λαόν γυμνόν καί απ' αυτήν τήν ελπίδα τής γής. Τότε ο λαός εγύρισε μέ τήν γνώμην τήν εδικήν μου. Αυτοί σάν είδαν τήν κακήν εντύπωσιν οπού έκαμεν η εκποίησις, εβιάσθηκαν νά τό σβύσουν αυτό τό άρθρον. Αυτοί άρχισαν νά κολακεύουν τούς φίλους μου καί τούς έπαιρναν έναν - έναν μέ τό μέρος των.» 'Απαντα Κολοκοτρώνη 1 Δεύτερη Εθνοσυνέλευση στό 'Αστρος (Απρίλιος 1823) Τόν Ιανουάριο τού 1823, οι οπαδοί τών ολιγαρχικών (πολιτικών) μετέβησαν στό 'Αστρος Κυνουρίας ενώ τών δημοκρατικών (στρατιωτικών) στό Ναύπλιο. ΎΎστερα από πολλές λογομαχίες σχετικά μέ τόν τόπο διεξαγωγής τής συνέλευσης καί τελικώς μέ τή μεσολάβηση τού Λάζαρου Κουντουριώτη, όλοι οι αντιπρόσωποι συγκεντρώθηκαν τελικά στό 'Αστρος. Ο Μαυρομιχάλης, ο Αναγνωσταράς καί ο Παπαφλέσσας πού ήταν αρχικά μέ τό μέρος τού Κολοκοτρώνη, στή συνέχεια τόν εγκατέλειψαν καί τάχθηκαν μέ τό μέρος τού Μαυροκορδάτου, μειώνοντας αισθητά τήν πολιτική δύναμη τού γεροκλέφτη. Ο Ανδρούτσος, πού στό παρελθόν είχε καταφύγει σέ βίαιες ενέργειες κατά τών αντιπάλων του, παρακίνησε τόν Κολοκοτρώνη νά εξοντώσει μία γιά πάντα τούς πολιτικούς γιά νά σωθεί η πατρίδα. Ο Γέρος τού Μωριά όμως δέν ήθελε μέ κανένα τρόπο νά λερώσει τά χέρια του μέ αίμα ελληνικό. - "Θεοδωράκη, αφού οι κοτζαμπάσηδες τώρα πού είμαστε δυνατοί καί έχουμε τά άρματα εις τά χέρια μάς κάμουν έτσι, αύριο θά μάς σύρουν στήν φούρκα". - "ΌΌλο μ' αυτούς έχεις νά κάμης κι εσύ Οδυσσέα. 'Αφησέ τους καί μονάχοι τους θά λησμονηθούνε." - "Εσένα θά πρωτοσκοτώσουν κι όχι μέ τήν αλήθεια, αλλά μέ τά ψέματα θά σού πλέξουν τό σχοινί τής φούρκας." - "ΌΌ,τι διάβολο θέλουν άς κάμουν. Εγώ δέν μαγαρίζω τά χέρια μου μέ δαύτους." - "Καλά, αλλά πού είναι ο Κρεββατάς, ο στενός σου φίλος;" - "Τού Θεού τάς βουλάς, οι άνθρωποι δέν μπορούν νά τάς
668
εμποδίσουν." Καί στίς δύο παρατάξεις επικρατούσε δυσπιστία καί καχυποψία. Καπεταναίοι καί καλαμαράδες κατασκήνωσαν σέ δύο διαφορετικά στρατόπεδα πάνοπλοι καί εχθρικοί οι μέν απέναντι στούς δέ. Οι πολιτικοί κατόρθωσαν νά συγκεντρώσουν περισσότερους αντιπροσώπους μέ τό μέρος τους καί ήταν προδιαγεγραμμένη πλέον η πορεία τής Δεύτερης Εθνοσυνέλευσης πού θά άρχιζε στό 'Αστρος στίς 30 Μαρτίου 1823. Από τήν πρώτη μέρα εκλέχθηκε τό προεδρείο πού θά συντόνιζε τή διαδικασία τής εθνοσυνέλευσης. Πρόεδρος εκλέχτηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αντιπρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, αρχιγραμματέας ο Θεόδωρος Νέγρης καί φρούραρχος ο Παναγιώτης Γιατράκος. 'Απαντες ελέγχονταν από τόν Μαυροκορδάτο. Η Εθνική Συνέλευση μέ τίς πρώτες αποφάσεις της κατήργησε τά τοπικά πολιτικά σώματα, ώστε νά ενισχύσει τό κύρος τής κεντρικής κυβέρνησης. Πρωτίστως κατήργησε τήν Πελοποννησιακή Γερουσία πού ήταν μέ τό μέρος τών στρατιωτικών καί στή συνέχεια κατήργησε τό βαθμό τού αρχιστράτηγου πού είχε ο Κολοκοτρώνης, ώστε νά τόν εξομοιώσει μέ άλλους πενήντα δικούς της οπαδούς πού τούς είχε προβιβάσει σέ στρατηγούς. Στή συνέχεια η Εθνική Συνέλευση κατέστρωσε τόν ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό καί αναθεώρησε ορισμένες διατάξεις από τό Σύνταγμα τής Επιδαύρου, ενώ προέβει στή διαίρεση τής ελεύθερης επικράτειας σέ επαρχίες. Συζήτησε ακόμα τό πρόβλημα τής αποζημίωσης των ναυτικών νησιών τά οποία δέν θά μπορούσαν επ' αόριστον νά σηκώνουν μόνα τους τό βάρος τών εξόδων γιά τήν κίνηση κάθε φορά ολόκληρου τού ελληνικού στόλου καί αναγνώρισε τήν ανάγκη γιά υποθήκευση ή εκποίηση εθνικών κτημάτων, προκειμένου νά εξοικονομηθούν χρήματα. Από τό ψήφισμα αυτό θά έβγαιναν κερδισμένοι οι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι θά αποκτούσαν τεράστια κτήματα δανείζοντας ευτελή ποσά στό κράτος καί έτσι τό ψήφισμα αποδοκιμάστηκε έντονα από τούς στρατιώτες καί τών δύο παρατάξεων, μέ αποτέλεσμα νά ακυρωθεί. Η Β' Συνέλευση τού 'Αστρους ασχολήθηκε καί μέ τά δικαστικά ζητήματα, ώστε νά παταχθεί η εγκληματικότητα καί η αναρχία πού επικρατούσε σέ πολλές περιοχές. Ανέθεσε σέ επιτροπή νά υποβάλει έκθεση μέ "τά κυριώτερα τών εγκληματικών εκ τού προχείρου, ερανιζομένη από τούς νόμους τών ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών αυτοκρατόρων". Πράγματι η επιτροπή αυτή παρουσίασε τό "Περί Αμαρτημάτων καί Ποινών Απάνθισμα", τό οποίο τύπωσε τό επόμενο έτος η επόμενη κυβέρνηση καί στό οποίο στηρίχτηκε γιά τίς αποφάσεις του τό πρώτο δικαστήριο πού λειτούργησε στήν Τριπολιτσά, μέ δικαστές τούς Ανδρέα
669
Σγούτα καί Δημήτρη Οικονομέλη. «Από δέ τό τρίτον έτος αρχίζουσιν αι συμφοραί τής Ελλάδος. Πρό πάντων τήν 14ην Ιανουαρίου τού 1823 απεβίωσεν ο αντιπρόεδρος τού Νομοτελεστικού Αθανάσιος Κανακάρης καί τούτο δή συμφορά βέβαια τής Ελλάδος, διότι εξέλιπεν ο άνθρωπος, όςτις ηδύνατο εις τό μετά ταύτα διά τής αυταπαρνήσεώς του νά λυτρώση τό έθνος από πολλά κακά... Εις τό Ναύπλιον συνεκάλει καί η κυβέρνησις ήδη τούς παραστάτας τού ΈΈθνους νά συγκροτήσωσι τό βουλευτικόν σώμα, διότι τήν 18ην Ιανουαρίου είχεν εκδώσει ψήφισμα διαλαμβάνον ότι τό Ναύπλιον διορίζεται καθέδρα τής κυβερνήσεως. Προηγηθέντα δέ τά ολίγα άτομα, τά οποία ελέγοντο κυβέρνησις, ομού μέ τούς πληρεξουσίους τών νήσων τού Αιγαίου, οίτινες είχον απέλθει εις Ερμιόνην, καί φθάσαντα εις τόν λιμένα τού Ναυπλίου, ήθελον νά εξέλθωσιν εις τήν πόλιν ως κυβέρνησις. Αλλ' ο φρούραρχος (Πλαπούτας) δέν ηθέλησε νά τά δεχθή ως κυβέρνησις, διότι αυτά δέν απετέλουν ούτε τό νομοτελεστικόν ούτε τό βουλευτικόν... Ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, ο Οδυσσεύς, ο Αναγνωσταράς, ο Νικηταράς καί άλλοι πληρεξούσιοι Πελοποννήσιοι, Στερεοελλαδίται καί Αιγαιοπελαγίται συνήλθον εις Ναύπλιον, όπου προσεκάλουν καί τούς εν 'Αστρει νά συγκροτήσωσι τήν Συνέλευσιν ως εις τόπον προτιμότερον κατά πάντα. Αλλ' ούτοι φρουραρχούντος τού Πλαπούτα, δέν συνέρχονται εις Ναύπλιον, διότι φοβούνται τόν οποίον καί καταδιώκουσι Κολοκοτρώνη, καί εν ώ εσώθησαν άλλοτε διά τού Κολοκοτρώνη καί εν ώ κατενεχθέντας εναντίον του, ηδύνατο καί μάλιστα εις τήν εισβολήν τού Δράμαλη, νά τούς βλάψη καί δέν κατεχράσθη τήν δύναμίν του ο Κολοκοτρώνης, αυτοί μελετώντες πάντοτε κακά εναντίον του, δέν συνέρχονται εις Ναύπλιον, αλλά πεφρουρούμενοι μέ στρατεύματα εις τό 'Αστρος, διακηρύττουσιν ότι ήρχισεν η Β' Εθνική τών Ελλήνων Συνέλευσις τάς εργασίας της... Τήν 29ην Μαρτίου 1823 συνεδριάζει η εν 'Αστρει συνέλευσις καί ψηφίζει πρόεδρον τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αντιπρόεδρον τόν επίσκοπον Βρεσθένης καί αρχιγραμματέα τόν Θεόδωρο Νέγρην, καταργεί δέ τόν βαθμόν τής αρχιστρατηγίας, διά νά παύση ο Κολοκοτρώνης τού νά ήναι αρχιστράτηγος. Εις τήν δευτέραν συνεδρίασιν καταργεί τάς Γερουσίας καί τόν 'Αρειον Πάγον, καί εις τήν πέμπτην αποφασίζει νά διορίζωνται έπαρχοι εις τάς επαρχίας τού κράτους. Εις δέ τήν νήσον Κρήτην αποφασίζει νά διορισθή αρμοστής μετά δύω συμβούλων καί θά διορισθώσιν επομένως από τήν κυβέρνησιν, τήν οποίαν θά ιδρύσει η συνέλευσις αυτή, αρμοστής τής Κρήτης ο Εμαννουήλ Τομπάζης καί σύμβουλοι αυτού ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος καί ο Αγαμέμνων Αυγερινός... Εις τήν δεκάτην συνεδρίασιν εψηφίσθη νά πληρώση η
670
Πελοπόννησος τά έξοδα τών ναυτικών νήσων από τήν αρχήν τού πολέμου έως τέλους τού 1821, καί ν' αποζημιωθή από τ' άλλα μέρη τής Ελλάδος τήν αναλογίαν των. Οι ολιγαρχικοί ψηφίζουσιν ό,τι θέλωσιν οι ναυτικοί, διά νά τούς έχωσι βοηθούς άχρι τέλους τής συνελεύσεώς των, εν ώ γνωρίζουσιν ότι ούτε η Πελοπόννησος θά τούς πληρώσει τίποτε, ούθ' όλον τό έθνος... Μετά ταύτα η Β' Εθνική Συνέλευσις τών Ελλήνων διεκήρυξεν εις τό 'Αστρος τά εφεξής: "Τρίτον ήδη χρόνον διαρκεί ο υπέρ ανεξαρτησία εθνικός τών Ελλήνων πόλεμος. Ο τύραννος ούτε κατά γήν ούτε κατά θάλασσαν ηυδοκίμησεν. Εν ώ δ' αι τυραννοκτόνοι χείρες τών Ελλήνων έπεμψαν μυριάδας Τούρκων εις άδου, καί φρούρια απέκτησαν καί τήν επικράτειαν εξησφάλισαν... Ευτύχησε τό ΈΈθνος νά διακηρύξει εν Επιδαύρω κατά πρώτον ώς ΈΈθνος τήν ανεξαρτησίαν του, νά νομοθετήση καί εθνικήν νά καταστήση διοίκησιν, ήδη δέ μετά δεκαέξ μήνας δευτέραν νά συγκροτήση εν 'Αστρει συνέλευσιν, η οποία αφ' ού επεξειργάσθη καί επεδιώρθωσεν αναλόγως τούς καθεστώτας νόμους, διέταξε πολλά τών γενικών τού ΈΈθνους συμφερόντων... Κηρύττει σήμερον κατ' επανάληψιν ενώπιον Θεού καί ανθρώπων τήν πολιτικήν τών Ελλήνων ύπαρξιν καί ανεξαρτησίαν, διά τής οποίας τήν ανάκτησιν έχυσε τό έθνος καί χύνει αίματα ποταμηδόν μέ αμετάθετον απόφασιν όλοι οι ΈΈλληνες ή νά επαναλάβωμεν αυτήν κατά τ' απαράγραπτα δικαιώματά μας από τόν άρπαγα αυτής σουλτάνον καί νά ανεξαρτηθώμεν εντελώς, έθνος χωριστόν, αυτόνομον καί ανεξάρτητον αναγνωριζόμενοι, διά τήν δόξαν τής Αγίας ημών Πίστεως καί τήν ευτυχίαν τών ανθρώπων, ή μέ τά όπλα εις τάς χείρας όλοι οι ΈΈλληνες νά καταβώμεν εις τούς τάφους, αλλά Χριστιανοί καί ελεύθεροι..." Ο Μαυροκορδάτος τίθεται πάλιν επί κεφαλής τών πραγμάτων, διαδέχεται δέ τόν Νέγρην ως γενικός γραμματεύς τού Νομοτελεστικού. Επί τής Οικονομίας διωρίσθη ο Αναγνώστης Σπηλιωτάκης, επί τών Εσωτερικών ο αρχιμανδρίτης Δικαίος (Παπαφλέσσας), επί τής Αστυνομίας ο Γεώργιος Αινιάν, επί τής Θρησκείας επεκυρώθη ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, επί τών Πολεμικών διωρίσθη επιτροπή συγκειμένη από τόν Αναγνωσταράν, Μούρζινον καί Περραιβόν...» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Α' Στίς 18 Απριλίου 1823, η συνέλευση όρισε ως έδρα τής διοικήσεως τήν Τριπολιτσά καί αποφασίστηκε σύγκληση νέας εθνοσυνελεύσεως μετά από διετία. Τό Εκτελεστικό (Νομοτελεστικό) πού προέκυψε είχε πρόεδρο τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αρχιγραμματέα τόν Αλέξανδρο
671
Μαυροκορδάτο καί μέλη τούς πανίσχυρους κοτζαμπάσηδες Σωτήρη Χαραλάμπη, Ανδρέα Ζαΐμη καί τόν Κεφαλονίτη Ανδρέα Μεταξά. Η θέση τού αντιπροέδρου έμεινε κενή. Στό Βουλευτικό πρόεδρος εκλέχθηκε ο Ιωάννης Ορλάνδος καί αντιπρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Ο έντιμος Δημήτριος Υψηλάντης δέν πήρε κανένα αξίωμα ενώ παραγκωνίσθηκε καί ο Θεόδωρος Νέγρης, ο οποίος γι' αυτό τό λόγο προσχώρησε στό κόμμα τού Κολοκοτρώνη καί τού Ανδρούτσου, αποφασισμένος νά εκδικηθεί τόν μέχρι τότε συνεργάτη του Μαυροκορδάτο. Η κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στήν Τριπολιτσά πρός τό τέλος Απριλίου καί διορισε υπουργό Εσωτερικών τόν Γρηγόριο Δικαίο, υπουργό Οικονομίας τόν Αναγνώστη Σπηλιωτάκη, υπουργό Λατρείας τόν επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ, υπουργό Αστυνομίας τόν Γεώργιο Αινιάν, υπουργούς Πολέμου τούς Διονύσιο Μούρτζινο, Χριστόφορο Περραιβό καί Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), υπουργούς Ναυτικών τούς Γεώργιο Κιβωτό, Ιωάννη Λαζάρου καί Ιωάννη Καλημέρη καί υπουργό Δικαίου τόν Γεώργιο Μπάρμπογλη. Οι δημοκρατικοί (στρατιωτικοί) μέ πρωτεύοντες τούς Πλαπούτα, Σισίνη, Ασημάκη Φωτήλα καί Ανδρούτσο προέτρεπαν τόν Κολοκοτρώνη νά ανατρέψει μέ τή βία τήν κυβέρνηση πού είχε εγκατασταθεί στήν Τριπολιτσά, αλλά ο Κολοκοτρώνης δέν ήθελε νά αναλάβει τήν ευθύνη ενός εμφυλίου πολέμου. Σέ μία προσπάθεια συμφιλίωσης τών πολιτικών αντιπάλων από τό μητροπολίτη Τριπολιτσάς Δανιήλ, αρραβωνιάστηκε ο μικρός γιός τού Κολοκοτρώνη Κολίνος μέ τήν κόρη τού Κανέλλου Δεληγιάννη, αποβλέποντας τόσο ο προεστός όσο καί ο οπλαρχηγός σέ πολιτικά οφέλη. Η διοίκηση υπό τόν φόβο τής σύρραξης πρότεινε στόν κυριώτερο αντίπαλό της τήν θέση τού αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού πού είχε απομείνει κενή. Ο Κολοκοτρώνης αποδέχτηκε τήν θέση στίς 27 Μαΐου 1823, αλλά μέ αυτή του τήν ενέργεια προκάλεσε τήν δυσαρέσκεια τών οπαδών του, οι οποίοι τήν εξέλαβαν σάν προδοτική στάση καί άρχισαν νά απομακρύνονται από κοντά του. Ακόμα καί ο γιός του Γενναίος θά δήλωνε στόν Πλαπούτα ότι ο πατέρας του "γενόμενος σύντροφος τών κοτσαμπάσηδων καί συμπέθερος τών Δεληγιανναίων έχασε τήν υπόληψίν του." Ο Κολοκοτρώνης μήν διαθέτοντας πολιτικές ικανότητες ήταν σίγουρο ότι θά εφθείρετο από τή θέση πού τού προσέφεραν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. «Δοθείσης όλης τής εξουσίας εις τους πολιτικούς, ηγανάκτησαν οι αποτυχόντες στρατιωτικοί καί εμελέτησαν τήν ανατροπήν τών
672
ψηφισθέντων διά θεμιτών καί αθεμίτων τρόπων. Ο χαρακτήρ τοιαύτης συνελεύσεως παρείχεν οίκοθεν ικανάς λαβάς διενέξεων, καί εντεύθεν ορμώμενοι οι αποτυχόντες εβόων, ότι οι υπερισχύοντες εδέχθησαν ως μέλη όσους δέν έπρεπε νά δεχθώσι, καί απέβαλαν όσους δέν έπρεπε ν' αποβάλωσιν. ΈΈμεινε δε εκτός τών πραγμάτων παρά πάσαν ελπίδα καί ο Νέγρης, άν καί ως αρχιγραμματεύς τής συνελεύσεως συνέπραξε μετά τών υπερισχυσάντων πολιτικών. Δέν υπέφερεν ο φιλοπράγμων καί φιλότιμος ούτος ανήρ τήν απραγμοσύνην καί ολιγώρησιν εις άς κατεδικάσθη υπό τών φίλων του, ηνώθη μετά τών αντιπολιτευομένων, ωργάνισε τακτικώτερον τήν αντιπολίτευσιν ως σοφώτερος αυτών καί δέν εσυστάλη νά κηρύξη άτακτα καί άνομα όσα χθες οικειοθελώς έγραψε καί υπέγραψεν ως τακτικά καί έννομα. Υπό τήν διδασκαλίαν δέ αυτού, προσδοκώντος ευμενεστέραν τύχην παρά τών χθές αντιπάλων του, καί υπό τήν οδηγίαν τού Κολοκοτρώνη, συνήλθαν οι αντιπολιτευόμενοι εις τό χωρίον Καρυταίνης, Σελήμναν, πρός συγκρότησιν άλλης συνελεύσεως· παρηκολούθησαν δέ καί πάμπολλοι τών συγκροτησάντων τήν εν 'Αστρει ψευσθέντες καί ούτοι τών ελπίδων των. Αλλ' η νέα κυβέρνησις, επιδεξίως πολιτευθείσα, διεσκέδασε τό εν Σιλήμνη νέφος πρίν φθάση νά εκραγή. Κενή ήτον εισέτι η πέμπτη θέσις τού νομοτελεστικού· τήν θέσιν ταύτην επλήρωσεν αναδείξασα τόν Κολοκοτρώνην μέλος καί αντιπρόεδρον αυτού, καί ούτως αφήρπασεν εκ μέσου τών εναντίων της τόν κομματάρχην των. Ολίγαις δέ ημέραις πρότερον εφιλιώθησαν καί οι μέχρι τούδε διαφερόμενοι Δηληγιάνναι καί Κολοκοτρώναι, καί εις βεβαίωσιν τής φιλιώσεώς των εσυγγένευσαν αρραβωνίσαντος τού μόλις εννεαετούς υιού τού Κολοκοτρώνη, Κωνσταντίνου, τήν ομήλικόν του μονογενή θυγατέρα τού Κανέλλου Δηληγιάννη. Διά τού πολιτικού τούτου συνοικεσίου, διαλυθέντος μετά ταύτα, ο μέν Κολοκοτρώνης εσκόπευε νά διαρρήξη τό αρχοντολόγιον τής Πελοποννήσου, οι δέ Δηληγιάνναι νά ενδυναμωθώσιν επαμφοτερίζοντες. Εν τούτοις η Πύλη παρεσκευάζετο εις καταστροφήν τών Ελλήνων. Ανεπιτήδεια εις μάχην διά τόν στενόχωρον πλούν εντός τής ελληνικής θαλάσσης απέδειξεν η πείρα τά υπερμεγέθη πλοία· διά τούτο η Πύλη ητοίμασεν εις έκπλουν όχι πλέον δίκροτα αλλά φρεγάτας καί άλλα μικροτέρου μεγέθους· καθαιρέσασα δε καί από τής αρχιναυαρχίας τόν ανάξιον Μεχμέτπασαν αντικατέστησε τόν Χουσρέφ - Μεχμέτπασαν τόν Τοπάλην (χωλόν)· διέταξε δέ καί πάμπολλα στρατεύματα νά εισβάλωσιν εις Πελοπόννησον τά μέν διά τής Ανατολικής Ελλάδος υπό τόν Ισούφπασαν Περκόφτσαλην, τόν άλλοτε πασάν τής Βραΐλας τόν κυριεύσαντα τό πρώτον έτος τής επαναστάσεως τό Γαλάτσι καί τό Ιάσι,
673
τά δέ διά τής Δυτικής Ελλάδος υπό τόν Μουσταήμπασαν, ηγεμόνα τής Σκόδρας· παρήγγειλε καί τόν εν Πάτραις Ισούφπασαν νά στρατολογήση καί ούτος εν τή Αλβανία καί μεταφέρη τούς στρατολογηθέντας, διά θαλάσσης εις Πελοπόννησον· τά δέ τής Κρήτης ανέθεσεν εις τόν ηγεμόνα τής Αιγύπτου Μεχμέτ - Αλήν. Η δέ ελληνική κυβέρνησις απεφάσισε πρός ματαίωσιν τών εκστρατειών τούτων νά συστήση δύο στρατόπεδα, τό μέν εν Μεγαρίδι πρός απόκρουσιν τής εχθρικής εισβολής εις Ανατολικήν Ελλάδα, τό δε περί τάς Πάτρας εις πολιορκίαν αυτών, εις προφύλαξιν τών αρκτικών παραλίων τής Πελοποννήσου καί εις αποστολήν στρατιωτικής βοηθείας χρείας τυχούσης κατά τήν δυτικήν Ελλάδα· πρός ευόδωσιν δέ τού σχεδίου απεφάσισε ν' αναθέση τήν αρχηγίαν τών στρατοπέδων εις τούς νομοτελεστάς, τού μέν κατά τήν Μεγαρίδα εις τόν πρόεδρον, τόν αντιπρόεδρον καί τον Χαραλάμπην συμπαραλαμβάνοντας καί τόν γενικόν γραμματέα εις τακτικήν ενέργειαν τής νομοτελεστικής δυνάμεως, τού δε περί τάς Πάτρας εις τόν Ζαήμην καί τόν Μεταξάν· νά διαμείνωσι δέ εν Τριπολιτσά παρά τώ βουλευτικώ τά υπουργεία· δύο δέ μέλη μόνον τού επί τών πολεμικών τριμελούς υπουργείου νά παρακολουθήσωσι τό μέν τήν μίαν εκστρατείαν, τό δέ τήν άλλην. Εψηφίσθη δέ καί έρανος καθ' όλην τήν επικράτειαν ενός εκατομμυρίου γροσίων εις συντήρησιν τών στρατοπέδων καί εις κίνησιν πλοίων.» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ' «Κατά τά έτη 1823 καί 1824 η Πελοπόννησος ουδόλως υπό τών πολεμίων προσεβλήθη, ώστε δέν εμεσολάβησεν εξωτερικός τις άμεσος κίνδυνος επιτήδειος νά κατευνάση τάς εμφυλίους διενέξεις. Οι πρόκριτοι τών νήσων ήσαν πολύ τολμηρότεροι τών τής Πελοποννήσου προκρίτων, ο Κολοκοτρώνης πολύ απείχε τού νά έχη τήν πραότητα καί τήν αυτάρκειαν τού Υψηλάντου καί πλήν τούτου ού μόνον δέν ετιμήθη δεόντως αλλά καί προδήλως ηδικήθη υπό τής πρώτης Διοικήσεως, ήτις καίτοι μηδέν πράξασα χάριν τής κοινής σωτηρίας, καίτοι ελεεινώς πλανηθείσα τήδε κακείσε από τής πρώτης εις τήν Αργολίδα εισβολής τού Δράμαλη μέχρι τέλους τού έτους, ενόμισεν εν τούτοις εύλογον νά προσβάλη τήν φιλοτιμίαν τού υπέρ πάντας τούς άλλους πρωταγωνιστήσαντος κατ' εκείνου τού χρόνου ανδρός. Τό Βουλευτικόν συνελθόν άπαν εν 'Αστρει κατά μήνα μεσούντα Μάρτιον τού 1823 ανωμολόγησε χάριτας καί ευγνωμοσύνην πρός τίνα; πρός τήν βουλευτικήν επιτροπήν καί τό Εκτελεστικόν καί τούς μινίστρους, δηλαδή πρός όλους όσοι, καταφυγόντες διά τήν εισβολή τού Δράμαλη εις τάς ημιολίας τών αδελφών Κουντουριωτών ουδέν έπραξαν. Εις τόν Κολοκοτρώνην ουδέν εξέδωκεν ευχαριστήριον καί μετ' αποδοκιμασίας καί αγανακτήσεώς τινος ομιλεί η βουλευτική επιτροπή
674
περί τού Δημητρίου Υψηλάντου τού μή θελήσαντος νά τήν ακολουθήση εις τάς ημιολίας καί τάς περιπλανήσεις αυτής αλλά μείναντος εις τήν ξηράν, ίνα συναγωνισθή ως στρατιώτης μετά τού Κολοκοτρώνη. Η συνέλευσις κατήργησε τό μετά τήν καταστροφήν τού Δράμαλη υπό τού στρατού καί τού λαού αποδοθέν εις τόν Κολοκοτρώνην αξίωμα τού αρχιστρατήγου, υπέκυψεν όμως εις τήν επιρροήν αυτού περί τήν εκλογήν τού νέου Εκτελεστικού. Τό Εκτελεστικόν τούτο απηρτίσθη εκ τού Πέτρου Μαυρομιχάλη, προεδρεύσαντος καί τής Εθνικής Συνελεύσεως, τού Σωτηρίου Χαραλάμπη, τού Ανδρέου Ζαΐμη, τού Ανδρέου Μεταξά καί κατόπιν η πέμπτη θέσις απεδόθη εις αυτόν τόν Κολοκοτρώνην. Επειδή δέ ο μέν Ανδρέας Μεταξάς ουδέν άλλο υπήρξε δι' όλης τής επαναστάσεως ειμή πιστός αυτού ακόλουθος ο δέ Μαυρομιχάλης καί ο Χαραλάμπης τάχιστα ωμοφρόνησαν πρός αυτόν, καί προσέτι καθέδρα τής κυβερνήσεως ωρίσθη η Τρίπολις, εν ή καί περί τήν οποίαν η Κολοκοτρώνης ήτο παντοδύναμος, ούτος απέβη κύριος τού Εκτελεστικού. Τό Βουλευτικό κατ' αρχάς εξελέξατο πρόεδρον αυτού τόν Ιωάννην Ορλάνδον, αλλά τή 24η Μαΐου 1823 προχειρισθέντος τούτου αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού πρόεδρος τού Βουλευτικού εγένετο ο Μαυροκορδάτος. Αλλ' ο Κολοκοτρώνης, όστις μεταβάντος εν αρχή Ιουνίου 1823 τού Ορλάνδου εις Λονδίνον επί τή διαπραγματεύσει τού δανείου κατέλαβε τήν θέσιν αυτού εις τό Εκτελεστικό, μή αρκούμενος εις τούτο επέμενε προσέτι νά διορίση πρόεδρον τού Βουλευτικού ιδικόν του άνθρωπον, εξετραχηλίσθη δέ εις τοσαύτην κατά τού Μαυροκορδάτου ύβριν καί απειλήν ώστε ούτος, αφού εξηκολούθησεν επί τινα χρόνον επιτελών τό τού γενικού γραμματέως έργον, επί τέλους μή νομίζων εαυτόν ασφαλή, απήλθεν εις ΎΎδραν, ίνα αντλήση εκείθεν δύναμιν ικανήν νά καταβάλη τόν αντίπαλον. Τό Βουλευτικόν δέν έπαυσε τού νά αναγνωρίζη τόν Μαυροκορδάτο ως πρόεδρον καί φεύγων διά τόν αυτόν λόγον τήν Τρίπολιν κατήλθεν εις 'Αργος, αλλ' από τήν Σκύλλαν έπεσεν εις τήν Χάρυβδιν. Ο Κολοκοτρώνης, όστις ήτο κύριος τού Ναυπλίου, είλκυσεν εντός τών τειχών αυτού τό Εκτελεστικόν, διά δέ τού Εκτελεστικού εκάλεσεν αυτόθι καί τό Βουλευτικόν, τό οποίον όμως ηρνήθη νά υπακούση. Ο Ακροκόρινθος κατείχετο έτι έκτοτε υπό τών Τούρκων, αλλά τήν 26ην Οκτωβρίου 1823 ο καλός κ' αγαθός Νικήτας ηνάγκασε τό φρούριον τούτο νά συνθηκολογήση καί μή λησμονήσωμεν νά μνημονεύσωμεν σπουδαίου γεγονότος, ο Νικήτας ετήρησε τήν συνθήκην καί τήν τιμήν τού ελληνικού ονόματος.» Παπαρρηγόπουλος Ιστορία Ελληνικού Εθνους Τόμος ΣΤ' Μέρος Α' Τουρκικές επιχειρήσεις (1823)
675
Tό 1823 βρήκε τήν Τουρκία νά ταλανίζεται καί αυτή από εσωτερικές διαμάχες. Ο σουλτάνος σκεφτόταν νά διαλύσει τά τάγματα τών γενιτσάρων καί νά δημιουργήσει τακτικό στρατό, στά πρότυπα τών ευρωπαϊκών κρατών. Οι γενίτσαροι πλέον δέν ήταν οι παλαιοί πολεμιστές πού έτρεχαν πρώτοι στά πεδία τών μαχών, εξασφαλίζοντας στήν αυτοκρατορία μεγάλες νίκες. Κληρονόμοι μόνο τής δόξας καί τής περιουσίας τών προγόνων τους, διήγαγον πολυτελή καί διεφθαρμένο βίο γεμάτο καταχρήσεις, ηδονές καί απολαύσεις. Τό μαχητικό τους πνεύμα καί τή σκληρότητά τους τά επιδείκνυαν μόνο εναντίον τού άμαχου χριστιανικού πληθυσμού τής Κωνσταντινούπολης, πολύ μακρυά από τίς εστίες τής φωτιάς τής επανάστασης. Ο Μαχμούτ Β', από τό φόβο τών γενιτσάρων πού διατηρούσαν ακόμα τή δύναμή τους στήν πρωτεύουσα τού κράτους του, αντικατέστησε όλους τούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους, ενώ καρατόμησε καί τόν πιό έμπιστο σύμβουλό του Χαλέτ εφέντη, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος πολέμιος τών γενιτσάρων. Στή συνέχεια ετοιμάστηκε νά ...ξαναθέσει τέρμα στήν επανάσταση τών ραγιάδων. Δύο στρατιές θά διέσχιζαν τήν Ανατολική καί τή Δυτική Ρούμελη καί θά κατευθύνονταν πρός τόν Ισθμό τής Κορίνθου καί τόν πορθμό τού Ρίου αντίστοιχα, έχοντας παράλληλα τήν υποστήριξη τού στόλου, πού θά ξεκινούσε από τό ναύσταθμο τού Ντολμά Μπαχτσέ (βυζαντινό Διπλοκιόνιον). Μετά τήν αυτοκτονία τού Χουρσήτ πασά, είχε διορισθεί αρχιστράτηγος (σερασκέρης) καί βαλής τής Ρούμελης ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς. Τή θέση τού Δράμαλη τήν πήρε ως σερασκέρης καί βαλής τού Μοριά ο Γιουσούφ πασάς Περκόφτσαλης, ο οποίος καί διατάχθηκε νά διασχίσει μαζί μέ τόν Σελίμ πασά τής Αδριανουπόλεως τήν Ανατολική Στερεά καί νά υποτάξει τήν Πελοπόννησο. Ο Περκόφτσαλης ήταν πρώην διοικητής τής Βράϊλας καί ήταν αυτός πού είχε κυριεύσει τό Γαλάτσι καί τό Ιάσιο στόν πρώτο χρόνο τής επανάστασης. Ο πασάς τής Σκόδρας Μουσταής πασάς αντιστοίχως, θά έπρεπε νά υποτάξει τή Δυτική Στερεά καί σέ συνεργασία μέ τόν πασά τών Ιωαννίνων καί τού Δελβίνου Ομέρ Βρυώνη νά οργανώσει εκστρατεία γιά νά καταπνίξει τήν επανάσταση στήν Πελοπόννησο. Ο Μουσταής συγκέντρωσε στήν Αχρίδα μουσουλμάνους Γκέκηδες, οι οποίοι θά αποτελούσαν τήν αιχμή τού δόρατος τού στρατού του. Ο Γιουσούφ πασάς, διοικητής τής πόλης τών Πατρών έκανε στρατολογία στήν Αλβανία καί φιλοδοξούσε μέ τή σειρά του νά γίνει καί αυτός πορθητής τού Μοριά. Οι επιτυχίες του τόν είχαν ανεβάσει ψηλά στήν εκτίμηση τής Πύλης.
676
Αντίθετα, ο Ομέρ Βρυώνης πού είχε πέσει σέ δυσμένεια από τόν σουλτάνο καί κινδύνευε νά χάσει τό κεφάλι του, έκανε ό,τι ήταν δυνατό νά αποτύχουν καί οι επόμενοι επίδοξοι πασάδες στήν αποστολή τους, ώστε νά μήν τόν θεωρήσει ο σουλτάνος μοναδικό ανίκανο νά καταστείλει τήν επανάσταση στήν δυτική Ρούμελη. ΈΈτσι ο Ομέρ Βρυώνης προέτρεψε τούς Αλβανούς ατάκτους νά ζητήσουν προκαταβολικά τούς μισθούς τους από τόν Γιουσούφ πασά πού βρισκόταν εκείνη τήν εποχή στόν Κραβασαρά καί ειδοποίησε τόν Μάρκο Μπότσαρη νά κάνει μία επίθεση στήν τουρκική οπισθοφυλακή πού βρισκόταν στήν Βόνιτσα καί νά καταστρέψει όλες τίς αποθήκες μέ τά τρόφιμα καί τά πυρομαχικά, πού είχε συγκεντρώσει ο διοικητής τών Πατρών. Ο Γιουσούφ πασάς μετά τήν καταστροφή τών προμηθειών του καί τήν λιποταξία τών Αλβανών, οι οποίοι τού άρπαξαν καί ολόκληρο τόν προσωπικό του θησαυρό, επέστρεψε ταπεινωμένος στήν Πάτρα. ΌΌσον αφορά τήν Κρήτη, η υποταγή της ανατέθηκε στόν πανίσχυρο ηγεμόνα τής Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, ο οποίος ήταν από τούς ικανώτερους ηγεμόνες τής εποχής καί είχε μετατρέψει τήν Αίγυπτο σέ μία πανίσχυρη περιφερειακή δύναμη. Ο ναύαρχος Γιβραλτάρ θά αναλάμβανε τόν επισιτισμό τών τουρκικών φρουρίων στό νησί τού Μίνωα. Η αρχηγία τού οθωμανικού στόλου δόθηκε στόν Χοσρέφ Μεχμέτ πασά τόν επονομαζόμενο Τοπάλ (κουτσό). Ο Τούρκος καπουδάν πασάς πλέον δέν είχε στήν διάθεσή του τεράστια δίκροτα, τά οποία ήταν ευάλωτα στίς επιθέσεις τών πυρπολικών, αλλά μικρότερες φρεγάτες καί κορβέτες. Ο Χοσρέφ ήλπιζε μέ ήπια μέσα νά υποτάξει τούς ΈΈλληνες καί είχε δώσει υποσχέσεις στούς ξένους διπλωμάτες ότι δέν θά διέπραττε σφαγές στούς πληθυσμούς τών ελληνικών νησιών όπως είχε κάνει ο προκάτοχός του. Στίς 24 Απριλίου 1823, ο τουρκικός στόλος εν μέσω κανονιοβολισμών ξεκίνησε από τόν Βόσπορο, γιά νά καταπνίξει τήν εξέγερση τών γκιαούρηδων ζορμπάδων. Ο Χοσρέφ καπουδάν πασάς πέρασε τά Δαρδανέλλια καί αγκυροβόλησε στήν Τένεδο, όπου τόν περίμενε μία αλγερινή μοίρα. Στή συνέχεια, ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος παρέλαβε από τίς ακτές τής Λέσβου καί τής Χϊου τά στρατεύματα πού είχαν έρθει από τά μικρασιατικά παράλια καί κινήθηκε πρός τήν Εύβοια, χωρίς νά προβεί σέ καμμία εχθρική ενέργεια κατά τών νησιών, όπως είχε διαβεβαιώσει ο Χοσρέφ τούς Ευρωπαίους πρεσβευτές καί τόν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ (de Rigny). ΉΉδη η κοινή γνώμη στήν Ευρώπη πίεζε τίς κυβερνήσεις ώστε νά λάβουν μία πιό ευνοϊκή στάση υπέρ τών Ελλήνων καί αυτή η πίεση είχε αρχίσει νά αποδίδει καρπούς. Ο Χοσρέφ πασάς όμως όπου δέν γίνονταν
677
αντιληπτός θά εφάρμοζε τήν τακτική πού αρμόζει σέ κάθε Τούρκο τής εποχής όταν αντιμετώπιζε τούς αμάχους Χριστιανούς: φωτιά καί σίδερο. Οι 4.000 άνδρες πού αποβίβασε στήν νότια Εύβοια, διέλυσαν τό στρατόπεδο τού Κριεζιώτη πού είχε στηθεί έξω από τό κάστρο τής Καρύστου καί ξεχύθηκαν στήν ύπαιθρο καίγοντας τά ρωμέϊκα χωριά, σκοτώνοντας τούς άνδρες, αρπάζοντας τά παιδιά καί βιάζοντας τίς γυναίκες. Ο Τομαράς καί ο Καμπιώτης, πού μέ τά λιγοστά παλληκάρια τους πρόβαλαν αντίσταση στούς μουσουλμάνους, ενώ υποχωρούσαν πρός τήν Κύμη, βρήκαν τόν θάνατο. Τό στρατόπεδο τού Διαμαντή στά Βρυσάκια Χαλκίδος έμεινε ακλόνητο παρά τίς λυσσαλέες επιθέσεις τών Τούρκων καί τών Αλγερινών. Ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ θά έγραφε ειρωνικά στό ημερολόγιό του: "Υπήρξα μάρτυρας τής μετριοπάθειας τού Οθωμανού πασά. Οι φλόγες τών σαράντα χωριών πού καίονταν φώτιζαν όλη τή νύχτα τά πλοία μας. Περιμαζέψαμε πολλούς δυστυχισμένους, οι οποίοι στιβάζονταν σέ εύθραστα πλεούμενα καί έπλεαν θεονήστικοι μέσα στή θάλασσα." «Εν ώ δέ η ελληνική κυβέρνησις κατεγίνετο σχεδιάζουσα τά τής εκστρατείας, ο εχθρικός στόλος εκ 15 φρεγατών, 13 κορβεττών, 12 βρικίων καί 40 φορτηγών, εξέπλευσε τού Ελλησπόντου υπό τόν Χουσρέφην τήν 11η Μαΐου 1823, καί παραλαβών κατά τά Μοσχονήσια καί τόν Τσεσμέν δεκακισχιλίους ασιανούς, καί ακολουθούμενος υπό τού αλγερινού στολίσκου, όν συνήντησεν έξωθεν Χίου καί Μυτιλήνης, έρριψε τήν 23ην Μαΐου 1823 άγκυραν έμπροσθεν τής Καρύστου. Οι κάτοικοι τής Ευβοίας Χριστιανοί, αφ' ού ανεχώρησαν εκείθεν οι Αρειοπαγίται, εσύστησαν τοπικήν διοίκησιν καί διετήρουν καί δύο στρατόπεδα, οι μέν τού βορείου μέρους υπό τόν Διαμαντήν εις πολιορκίαν τής Χαλκίδος, οι δέ τού ανατολικού υπό τόν Κριεζώτην εις πολιορκίαν τής Καρύστου. Ο οπλαρχηγός ούτος εμπόδισε τάς συχνάς καί ακωλύτους τών εν τώ φρουρίω τής Καρύστου εξόδους, συνήψε τήν 5ην Μαΐου μάχην τρείς ώρας μακράν αυτής κατά τό Βατίσι, ενίκησε, καί έστειλε 50 κεφαλάς εις Αθήνας καί 3 αιχμαλώτους, ούς οι Αθηναίοι λιθοβολούντες εθανάτωσαν. ΈΈκτοτε οι εχθροί εκλείσθησαν εν τώ φρουρίω, καί πάσχοντες σιτοδείαν εκινδύνευαν νά παραδοθώσιν. Αλλ' ο φανείς στόλος απήλλαξεν αυτούς τών δεινών καί εματαίωσε τούς αγώνας τού Κριεζώτη· διότι τετρακισχίλιοι αποβιβασθέντες διέλυσαν διά τής συνδρομής των εν τώ φρουρίω τό ελληνικόν στρατόπεδον, έδωκαν τοίς εν αυτώ τροφάς, καί οι μέν διεσπάρησαν διά ξηράς εις τά χωρία, οι δέ περιέπλεαν τά παράλια
678
καίοντες, φονεύοντες καί αιχμαλωτίζοντες. Εστάλησαν δέ καί επί 14 φορτηγών πρός τούς εν τή Χαλκίδι τροφαί καί πολεμοφόδια, αλλά τό υπό τόν Διαμαντήν στρατόπεδον διέμεινεν αδιάλυτον. Ο δε στόλος, εκτελέσας ό,τι εσκόπευε, διέπλευσεν ησύχως τόν μεταξύ ΎΎδρας καί Πελοποννήσου πορθμόν, ανεκώχευσεν έξωθεν τής Κορώνης καί Μοθώνης, επεσίτισε τά φρούρια εκείνα, καί αφ' ού απεκόπη μία μοίρα καί έπλευσε πρός τήν Κρήτην, ο λοιπός εκ 46 πολεμικών καί πολλών φορτηγών ηγκυροβόλησε τήν 6ην Ιουνίου 1823 έμπροσθεν τών Πατρών· καθ' όλον δέ τόν πλούν δέν συνήντησε τόν ελληνικόν, διότι ούτος επί υποθέσει ότι ο τουρκικός εσκόπευε νά προσβάλη τήν Σάμον ή τά Ψαρά, έπλεε πρός εκείνα τά μέρη· μαθών δέ ότι αφίχθη εις Πελοπόννησον, επανέπλευσεν εις τά ίδια.» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ' Ο Χοσρέφ μέ τόν στόλο του αφού ενίσχυσε τήν φρουρά στήν Εύβοια, πέρασε ανενόχλητος έξω από τήν ΎΎδρα, τροφοδότησε τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης, γιά νά αγκυροβολήσει τελικά στό λιμάνι τών Πατρών. Ο ελληνικός στόλος ελλείψει χρημάτων δέν τόν ακολούθησε, ενώ οι Υδραίοι καί οι Σπετσιώτες ναυτικοί, σέ αντίθεση μέ τούς συναδέλφους τους Ψαριανούς, εάν δέν έπαιρναν προκαταβολικά τούς μισθούς τους δέν αποφάσιζαν νά μπαρκάρουν. Τό Εκτελεστικό δέν κατάφερε νά συγκεντρώσει χρήματα από τούς Πελοποννησίους όπως είχε υποσχεθεί στούς νοικοκυραίους τής ΎΎδρας, αλλά ούτε καί από τά υπόλοιπα νησιά τού Αιγαίου, στά οποία επικρατούσαν οι "Γραικοί τουρκολάτραι καί οι Λατίνοι", οι οποίοι προτιμούσαν νά προσκυνήσουν τόν Τούρκο, παρά νά πληρώσουν φόρους γιά τήν ενίσχυση τού ελληνικού στόλου. Η στάση τών Ψαριανών ήταν αξιοζήλευτη. Αν καί ζούσαν σέ ένα πάμφτωχο καί ξερό τόπο, είχαν καταφέρει νά δημιουργήσουν μία πολεμική μηχανή, η οποία όχι μόνο σκορπούσε τόν τρόμο στόν εχθρικό στόλο, αλλά σέ συνεργασία μέ τούς Κλέφτες από τόν ΌΌλυμπο πραγματοποιούσε επιδρομές στά παράλια τής Μικράς Ασίας καί τής Μακεδονίας. Σέ μία επιχείρηση μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Σκανδάλη επιχείρησαν νά επιτεθούν στήν πόλη Τσανταρλί πού βρίσκεται σέ ένα κολπίσκο νοτιοανατολικά τής Περγάμου. Η επιδρομή είχε καθαρά λεηλατικό χαρακτήρα καί θά έπαιρναν μέρος 150 μικρά πλοιάρια. Τό χάραμα τής 6ης Ιουνίου 1823, οι επιδρομείς βγήκαν στήν παραλία τού κόλπου καί λεηλάτησαν τά απέναντι χωριά Αράπ Τσιφλίκ καί Αλή αγά, επειδή η πόλη τού Τσανταρλί ήταν καλά οχυρωμένη από τήν τουρκική φρουρά.
679
Μαζί μέ τά χιλιάδες ζώα πού άρπαξαν οι Ψαριανοί, τούς ακολούθησαν καί 120 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες εγκατέλειψαν τίς εστίες τους γιά νά εγκατασταθούν στά Ψαρά. Τήν επόμενη μέρα, οι ΈΈλληνες πολιόρκησαν καί τό καλά οχυρωμένο Τσανταρλί καί τό κατέλαβαν μέ σημαντικές όμως απώλειες. Η πόλη πυρπολήθηκε καί λεηλατήθηκε, ενώ εσφάγησαν πολλοί άμαχοι. Τά πλούτη πού αποκομίστηκαν ήταν πολλά, αλλά η πλεονεξία τών Ελλήνων ήταν μεγαλύτερη ώστε παραλίγο νά δημιουργηθεί σύρραξη μεταξύ τους γιά τήν διανομή τών λαφύρων. «Ο Ανδρέας Λευθεράκης πληροφορηθείς από δύω συντρόφους του Φωκιανούς, ότι κιρβάνια (καραβάνια) καί διαβάται διαβαίνουσι παρά τήν θάλασσαν κατά τόν μυχόν τού κόλπου Τσαταρλί, πηγαινοερχόμενα εις Σμύρνην καί εις άλλα μέρη, καί ιδών ότι εκεί δύνανται νά συλλάβωσι τά κιρβάνια καί τούς διαβάτας, ανεχώρησε πρός τόν σκοπόν τούτον από Ψαρά μέ τό μίστικόν του καί απελθών εις τόν κόλπον τού Τσαταρλί, ηγκυροβόλησε εις νησίδιον ονομαζόμενον Πλατύ. Απεβίβασε δέ εις τήν ξηράν δώδεκα άνδρας οπλισμένους, συμπεριλαμβανομένων καί τών Φωκιανών. Διελθόντες ωρών διάστημα έφθασαν εις τόν δρόμον καί κατέλαβον τάς θέσεις στήσαντες ενέδρας. Περί τάς δύο μετά μεσονύκτιον ήκουσον ποδοβολητόν ζώων καί τόν κτύπον τών κωδωνίων καί εννόησαν ότι ήτο τό κιρβάνιον. 'Αμα δ' έφθασεν αυτό εκτύπησαν τήν εμπροσθοφυλακήν συγκειμένην από οκτώ ιππείς καί εφόνευσαν τούς έξ καί καταδιώξαντες καί τήν οπισθοφυλακήν συγκειμένην από επτά ιππείς, έμεινεν απροστάτευτον τό κιρβάνιον εις τήν εξουσίαν των. Κατέλαβον λοιπόν αυτό συγκείμενον από τριάκοντα τρία ζωά φορτηγά, κατεβίβασαν αυτά εις τήν θάλασσαν καί έλαβον τά φορτία των εις τό μίστικον. Ο Αναγνώστης Σαρρηγιάννης παραπλέων εις τήν Κάνην ημέρας τρείς καί μή ευρίσκων λείαν απεφάσισε νά διέλθη τήν παραλίαν μέχρι τών Κυδωνιών, πλησιάσας εις τό Αγιασμάτι, εις τό οποίον είχον οι Οθωμανοί κανονοστάσιον από πέντε πυροβόλα, εισήλθε νύκτα εις τόν λιμένα, εξήγαγεν επτά καΐκια, τά έξ φορτωμένα σίτον, τό δέ έν κενόν, καί μετενεγκών αυτά εις Ψαρά, τά παρέδωκεν ει τήν Βουλήν. Ο Δημήτριος Καλημέρης, Δημήτριος Ταβερνάρης καί Δημήτριος Γιαλουράκης συμφωνήσαντες απέπλευσαν από Ψαρά καί απήλθον εις τό καστέλι Σμύρνης. Ελθόντες εις Βρουλά (Βρυούλα) απεφάσισαν νά εξαγάγωσι τά εις τόν λιμένα καΐκια. 'Αμα λοιπόν επήλθεν η νύξ τό μέν μίστικον τού Ταβερνάρη, ως μικρότερον, εισήλθεν εντός τού λιμένος, τά δέ άλλα δύο εστάθησαν εις τό στόμιον αυτού πυροβολούντα καί εξήγαγον καΐκια ένδεκα εκ τών οποίων τά εννέα ήσαν κενά, τά δέ δύω φορτωμένα σταφίδα. Ο Ιωάννης Κυπαρίσσης καί ο Δημήτριος Λουμάκης μέ τά μίστικά
680
των καί μέ τό μίστικον τού Ζαχαριά Μαυρομμάτη, διαπλέοντες απήλθον έξωθεν τού λιμένος Μελί. Είδον εις τήν πεδιάδαν Οθωμανούς συνάζοντας τά προϊόντα των, βαμβάκια καί σταφίδας, καί ανυψώνοντας αυτά εις σωρούς, αποσυρθέντες απήλθον εις τό μίστικον καί συνεννοηθέντες καί μέ τά άλλα μίστικα, απεβιβάσθησαν τά πληρώματα μετά τών πλοιάρχων ωπλισμένα καλώς καί εισήλθον νύκτα εις τό μέρος όπου ήσαν τά βαμβάκια καί αι σταφίδες, σελήνης ούσης. Οι εκεί Οθωμανοί ακούσαντες τόν κρότον ανεχώρησαν, οι δέ καταδρομείς ευρόντες τούς σάκκους τών Οθωμανών εκεί μετέφερον τά προϊόντα ταύτα εις τά πλοία των καί αναχωρήσαντες ήλθον εις Ψαρά.» Υπόμνημα τής νήσου Ψαρών - Κωνσταντίνος Νικόδημος (3) Αξίζει νά μνημονεύσουμε ένα περιστατικό μέ ήρωες Ψαριανούς. ΈΈνα αυστριακό πλοίο τούς είχε συλλάβει στόν κόλπο τής Σμύρνης καί τούς είχε παραδώσει στόν διοικητή τής Σμύρνης. Αυτός τούς έδεσε μέ αλυσίδες καί τούς έβαλε σέ μία αλαμάνα (είδος πλοιαρίου) γιά νά τούς μεταφέρει στίς τρομερές φυλακές τής Πόλης πού τότε ονομάζονταν "Μπάνιον". Μόλις έφθασαν έξω από τή συνοικία 'Αγιος Στέφανος τής Πόλης, οι φυλακισμένοι κατάφεραν νά λυθούν, αιφνιδίασαν στόν ύπνο τούς δεσμώτες τους καί τούς σκότωσαν όλους. Αφού ξεγλύστρησαν μέσα από τά δεκάδες εχθρικά πλοία κατάφεραν νά εξέλθουν από τόν Ελλήσποντο καί νά φθάσουν σώοι στήν πατρίδα τους τά Ψαρά. ΉΉττες τών Ελλήνων στή Στερεά, τήν Εύβοια καί τήν Θεσσαλία Στήν Ανατολική Ρούμελη, όπως είδαμε, τό προηγούμενο έτος είχε γίνει ψεύτικη ανακωχή (καπάκια) μεταξύ τού Οδυσσέα Ανδρούτσου καί τού Κιοσέ Μεχμέτ πασά, κάτι πού συνήθιζαν οι κλεφταρματολοί τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας μέχρι νά ανασυγκροτήσουν τίς δυνάμεις τους. Ο Κιοσέ Μεχμέτ, βλέποντας ότι ο Ανδρούτσος δέν είχε κάνει τίποτα από όσα τού είχε υποσχεθεί, εξαπέλυσε δέκα χιλιάδες Τουρκαλβανούς μέ αρχηγούς τόν Περκόφτσαλη καί τόν Σαλίχ πασά, οι οποίοι ανεμπόδιστα κατέλαβαν τίς μεγάλες πόλεις. ΌΌσο οι ΈΈλληνες είχαν τήν προσοχή τους στραμμένη στά διαδραματιζόμενα στό 'Αστρος, οι Τούρκοι χωρισμένοι σέ δύο ομάδες, η μία μέ κατεύθυνση τά Σάλωνα καί η άλλη τή Θήβα, ερήμωναν τήν Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Οι κάτοικοι έφευγαν κυνηγημένοι, άλλοι στίς απρόσιτες βουνοκορφές καί τά σπήλαια καί άλλοι στήν Πελοπόννησο. Μόνο λίγους Τούρκους τής εμπροσθοφυλακής τού εχθρικού στρατού σκότωσαν ο Πανουργιάς καί ο Σκαλτσοδήμος. Στίς 7 Ιουνίου 1823, οι Τούρκοι έκαψαν τή Μονή Ιερουσαλήμ στή Δαύλεια καί στίς 10 Ιουνίου τήν Αράχωβα καί τό Καστρί (Δελφοί).
681
Στίς 14 Ιουνίου 1823 τουρκικός στρατός έφθασε στό μοναστήρι τού Οσίου Λουκά. Μερικοί από τούς μοναχούς πρόλαβαν νά φύγουν διασώζοντας πολύτιμα σκεύη καί βιβλία καί κατέφυγαν στήν Αίγινα. ΌΌσοι όμως απέμειναν κακοποιήθηκαν καί έγιναν μάρτυρες οικτών βανδαλισμών. Τό ξυλόγλυπτο τέμπλο τής εκκλησίας πυρπολήθηκε, οι τοιχογραφίες βεβηλώθηκαν καί τά επιχρυσωμένα ψηφιδωτά ξηλώθηκαν. Οι μουσουλμάνοι εισβολείς έμειναν αρκετές ημέρες στή Μονή μέχρι πού ξέσπασαν μολυσματικές ασθένειες καί αναγκάστηκαν νά αποχωρήσουν. Ο Ανδρούτσος επέστρεψε από τό 'Αστρος Κυνουρίας καί μέ 500 άνδρες προχώρησε στήν Βοιωτία, όπου βρήκε όλους τούς χωρικούς διασκορπισμένους καί μέ πολύ δυσκολία κατάφερε νά συγκεντρώσει άλλους 100 άνδρες γιά νά αρχίσει τόν κλεφτοπόλεμο καί νά παρενοχλεί τούς εχθρούς εξορμώντας από τίς πλαγιές τού Παρνασσού καί τού Ελικώνα. Ο Παπά Αντριάς μέ άλλους καπεταναίους έχει καταλάβει τά στενά τής Φοντάνας εμποδίζοντας τήν επικοινωνία τού Περκόφτσαλη μέ τό Ζητούνι. Στίς 7 Ιουλίου 1823, ο Ανδρούτσος σέ μία νυχτερινή επίθεση εναντίον ενός μικρού εχθρικού στρατοπέδου στίς όχθες τού Κηφισού στή θέση Καπούρνα, διασκόρπισε τόν εχθρό, αποκομίζοντας πολλά εφόδια καί λάφυρα φορτωμένα σέ καμήλες καί μουλάρια. Σέ επανειλημμένες εκκλήσεις του πρός τούς Πελοποννησίους, μάταια ο Ανδρούτσος ζητούσε ενισχύσεις καί χρήματα γιά νά στρατολογήσει τούς κατοίκους. Ανεμπόδιστος ο Περκόφτσαλης συνέχισε νά καίει τόν κάμπο τής Θήβας καί τά χωριά τής Λιβαδιάς καί στίς 19 Ιουλίου 1823 πέρασε στήν Εύβοια, γιά νά ενισχύσει τόν διοικητή τής Καρύστου Ομέρ μπέη. Ο Διαμαντής πού είχε αντέξει στίς αρχικές επιθέσεις τών Τούρκων, δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει τόν Περκόφτσαλη όταν εμφανίστηκε στήν πεδιάδα τών Ψαχνών καί διέλυσε τό στρατόπεδό του στά Βρυσάκια. Εκτός από τούς Τούρκους είχε νά αντιμετώπισει καί τούς ντόπιους οπλαρχηγούς Τομαρά, Χαλκιά καί Βερούση, τούς οποίους υποκινούσε εναντίον του ο Ανδρούτσος. Μάλιστα αυτό πού δέν έκαναν οι Τούρκοι τό έκαναν οι ΈΈλληνες οπλαρχηγοί. Επιτέθηκαν στό σπίτι τού Διαμαντή, στό Ξηροχώρι (Ιστιαία) καί παραλίγο νά αιχμαλωτίσουν τήν γυναίκα του. «Μετά τήν διάλυσιν τής Εθνοσυνελεύσεως εις τό 'Αστρος, ο Οδυσσεύς επέστρεψεν εις Αθήνας, όπου εύρε τά πράγματα τής Ανατολικής Ελλάδος συγχισμένα καί κατατεταραγμένα διά τήν εις τήν Βοιωτίαν εισβολήν νέου σώματος Τούρκων από 23.000, υπό τήν διοίκησιν τού Περκόφτσαλη πασά. Οι εχθροί ούτοι εστρατοπέδευον εις τό Καλαμάκι τής Λεβαδείας κατά τό έαρ τού 1823 ερημώνοντες τήν Βοιωτίαν.
682
Ο λαός απελπισθείς εκ τής απουσίας τού Οδυσσέως, ήτο διεσκορπισμένος εις τά υψηλότερα όρη καί τά δάση. Οι δέ Αθηναίοι, αγνοούντες τόν σκοπόν τού πασά, δικαίω τώ λόγω υπώπτευον τήν εισβολήν του εις τήν Αττικήν καί τήν πολιορκίαν τής Ακροπόλεως. Διά τάς εις τήν Πελοπόννησον ταραχάς καί ασυμφωνίας καί διά τήν ολίγην επιρροήν τής νέας κυβερνήσεως, εφαίνετο αδύνατον νά σταλώσι πελοποννησιακά στρατεύματα πρός βοήθειαν τής Ρούμελης κατ' αυτό τό έτος. Εις τήν δεινήν ταύτην περίστασιν όλος ο λαός επροσηλώθη εις τόν Οδυσσέα διά τήν σωτηρίαν του. Αλλ' αυτός διά νά κινήση τόν στρατόν του εις τήν νέαν εκσρατείαν, εβιάζετο νά τόν εξοικονομήση χρηματικώς, καί δι' έλλειψιν εθνικού ταμείου εζήτησεν από τήν επαρχίαν τών Αθηνών 500 μισθούς, αναδεχόμενος ούτω τό βάρος τής υπερασπίσεως τής Ανατολικής Ελλάδος. Ελθών ο Οδυσσεύς εις τήν Βοιωτίαν, εύρε τά προηγουμένως αφεθέντα αποσπάσματά του κατατρεγμένα καί διεσκορπισμένα ένθεν κακείθεν από τούς Τούρκους, τάς επαρχίας κενάς ανθρώπων, καί τό πλείστον μέρος τούτων μεταβιβασθέν εις τήν Πελοπόννησον καί τάς νήσους τού Αιγαίου, διά ν' ασφαλίσουν τάς οικογενείας των. Εις τοιαύτην πραγμάτων κατάστασιν μόλις εδυνήθη νά συνάξη εκατόν έτι άνδρας, έτοιμους νά τόν ακολουθήσωσιν εντεύθεν ευχαριστήθη προσωρινώς εις τό σχέδιον τού νά εμποδίζη οπωσούν τούς Τούρκους από τά ριζώματα τών ορέων, διά νά μήν εκτείνονται, βλάπτοντες περισσότερον. Ο Περκόφτσαλης πασσάς, αφού δέν έμεινεν άλλο τι νά φθείρη τήν Λεβαδείαν, εβάδισε διά τήν Χαλκίδα, επομένως επροχώρησε εις τήν Παγώντα, όπου ήτον τά ελληνικά οχυρώματα διευθυνόμενα παρά τού οπλαρχηγού Σταύρου Βασιλείου. Κατά τήν πρώτην ημέραν (27 Ιουλίου 1823) τής προσβολής τών Τούρκων οι ΈΈλληνες υπερασπίσθησαν μέ μεγάλην γενναιότητα τήν θέσιν των. Πεντάκις ώρμησαν οι εχθροί, αλλ' ο Σταύρος Βασιλείου (από τό Αργυρόκαστρο τής Ηπείρου), παντού άγρυπνος εμψύχωνε διά τού παραδείγματός του τούς ΈΈλληνας, οι οποίοι άν καί 600 μόλις υπάρχοντες εις τούς δύω προμαχώνας, εθέριζαν κατ' αρέσκειαν τό πλήθος τών Τούρκων. Η μάχη αυτή διήρκεσεν από πρωΐας έως μιάς ώρας μετά τήν δύσιν τού ηλίου. Εκ τών Τούρκων εφονεύθησαν 2500, (υπερβολικός αριθμός) ΈΈλληνες δέ 16. Οι πρώτοι απελπισθέντες υπεχώρησαν πρός τήν Χαλκίδα, στερηθέντες τούς σημαντικωτέρους αξιωματικούς καί μπέϊδας, καί φέροντες πληγωμένους παμπόλλους. Οι δέ ΈΈλληνες, πλήρεις χαράς, ανυπόμονοι επερίμενον τούς εχθρούς καί τήν αύριον. Αλλά τό ζηλότυπον καί ο φθόνος τών ανθρώπων τί δέν κάμει!
683
Ευρεθέντες κατά δυστυχίαν εις τό στρατόπεδον δύω Λεβαδείται, ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας καί ο Βασίλειος Μπούσγος, εφθόνησαν τόν αρχηγόν τής θέσεως Σταύρο Βασιλείου, καί απεφάσισαν νά διαλύσωσι τήν νύκτα εκείνην τό στρατόπεδον. Ενώ δέ τότε είχε φθάσει εις τό χωριόν 'Αγιος ο πολιτάρχης Διαμαντής Ολύμπιος, ο αρχηγός τού στρατού, έχοντας ανάγκην από πολεμοφόδια, σκοπόν είχε νά ζητήση απ' αυτόν διά νά οικονομηθή πρός καιρόν, έως νά φθάσωσι τά παρά τού επάρχου Κωλέττη στελλόμενα από Ξηροχώρι, κατορθώνει ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας καί προλαμβάνει τόν Διαμαντήν, παραγγείλας εις τόν Μπούσγον, ότι όταν παρέλθωσι τρείς ώραι, ν' αυτομολήση αυτός, μ' όσους άλλους δυνηθή. Κατ' αυτόν τόν τρόπον ο μέν Μήτρος ενήργησε νά μή λάβη ο Σταύρος Βασιλείου πολεμοφόδια, ο δέ Μπούσγος, ψιθυρίζων τόν ένα καί άλλον, ενέπνευσε φόβον εις πολλούς, ότι μήν έχοντες φυσέκια χάνονται, άμα οι Τόυρκοι έλθωσι πολλά πρωΐ καί πρώτος αφήσας τήν θέσιν του, φεύγει παρακολουθούμενος καί από τούς άλλους. Ο λοιπός στρατός βλέπων τήν διά νυκτός φυγήν τούτων καί αγνοών τήν ραδιουργίαν, εμιμήθη τό παράδειγμά των. Οι Τούρκοι βλέποντες τούς Ρωμαίους φεύγοντας άνευ ανάγκης τό πρωΐ, κατ' αρχάς ενόμισαν στρατήγημα τό τοιούτον. Πληροφορηθέντες έπειτα τήν αλήθειαν, εισέβαλον ακωλύτος εις τήν επαρχίαν τού Ξηροχωρίου καί αφάνισαν αυτήν διά τού σιδήρου καί τού πυρός.» Ανασκευή τών αναφερομένων περί τού στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτσου, παρά τού λοχαγού Κάρπου Παπαδοπούλου, 1837 Ο Διαμαντής πρόλαβε καί εγκατέλειψε τήν Εύβοια μέ καΐκι, τό οποίο τόν αποβίβασε στήν Σκιάθο, τερματίζοντας έτσι τίς επαναστατικές κινήσεις στήν Εύβοια. Η διχόνοια, η απειθαρχία καί οι μικρότητες, πολύ περισσότερο από ότι οι επιθέσεις τού εχθρού, έφεραν τήν ήττα στό Γριπονήσι. Ο Κολοκοτρώνης θά επαναλάμβανε πολλές φορές στά απομνημονεύματά του ότι εάν οι ΈΈλληνες συνέχιζαν νά πολεμούν μέ ομόνοια, όπως έκαναν τόν πρώτο χρόνο τής επανάστασης, τότε θά είχαμε πάρει ακόμα καί τήν Πόλη. Μετά τήν πτώση τής Εύβοιας δημιουργήθηκε μία επικίνδυνη κατάσταση γιά τό Τρίκερι, τό οποίο ήταν η μόνη πολεμική εστία τής Θεσσαλίας. Τρείς χιλιάδες Μακεδόνες καί Θεσσαλοί κρατούσαν τό Τρίκερι ελεύθερο μέ αρχηγούς τούς Αγγελή Γάτσο, Καρατάσο, Κώτα, Ιωάννη Βελέντζα, Καλλίνικο Τσάρα, Μπίνο, Κωνσταντίνο Δουμπιώτη, Μήτρο Λιακόπουλο καί Μήτρο Μπασδέκη. Στίς αρχές Ιουνίου 1823, ο υπουργός τού Πολέμου Χριστόφορος Περραιβός πρότεινε νά χρησιμοποιηθούν οι Ολύμπιοι αρματωλοί καί νά
684
στρατολογηθούν ακόμη καί Πελοποννήσιοι γιά νά καταληφθούν τά Θεσσαλικά Τέμπη καί νά εξαπλωθεί η επανάσταση καί στή Λάρισα η οποία ήταν ατείχιστη. «ΈΈφθασε ο Περραιβός εις τό στρατόπεδον τών Τρικκέρων, όπου εδέχθη παρά τών εκείσε οπλαρχηγών, αρχηγού Καρατάσσιου, παροίκων καί αυτοχθόνων μέ όλην τήν ευχαρίστησιν καί υπακοήν. Εις τό οθωμανικόν στρατόπεδον ήν επί κεφαλής επτά χιλιάδων ο Κιουταχής, τό όνομα τού οποίου πολλάκις θέλομεν μνημονεύσει εις τόν παρόντα τόμον, αλλά μετ' ολίγας ημέρας ασθενήσας ανήλθεν εις τήν κωμόπολιν Τρικκέρων απέχουσαν μιάς ώρας διάστημα από τό στρατόπεδον. Εν τοσούτω ο Κιουταχής στερούμενος τροφών καί θέλων νά διαλύση τό στρατόπεδον πρίν αυτό καθ' εαυτό διαλυθή ατάκτως, καί μέ ζημίαν του, επρόβαλεν εις τόν αρχηγόν τών Ελλήνων τήν ειρήνην, υποσχόμενος νά δώση εις προθεσμίαν εικοσιμιάς ημερών ζώσαν τήν αιχμάλωτον οικογένειάν του. Ο αρχηγός Καρατάσος ή απατηθείς ή άλλως πως υπολαβών τό πράγμα εδέχθη τό πρόβλημα γνωστοποιήσας συγχρόνως καί τώ Περραιβώ, όστις τώ απεκρίθη ως ακολούθως: "Γενναιότατε αρχηγέ. Τ ήν οποίαν σέ επρόβαλε ειρήνην ο Κιουταχής, προέρχεται από έλλειψιν τροφών, καί επικρατούσαν εις τό στρατόπεδον νόσον, ως παρά πολλών αξιωματικών, προχθές δέ καί παρά τής γενναιότητός σου επληροφορήθην. Χθές μάλιστα σάς έγραψα νά στείλετε τόν Μήτρον Λιακόπουλον μέ τριακόσιους συντρόφους εις τό στενό τού Αλατά διά νά εμποδίση τήν είσοδον καί έξοδον τού εχθρού καί τότε στενοχωρηθείς ή παραδίδεται ή αφανίζεται. Τότε νά ήσαι βέβαιος ότι λαμβάνεις ζώσαν τήν οικογένειάν σου, όταν λάβης εις χείρας σου ζώντα τόν ίδιον Κιουταχήν. Τή 12η Αυγούστου 1823, εκ Τρικκέρων." Μολονότι τά πράγματα τού εχθρού διέκειντο ως άνωθεν, ο αρχηγός τού ελληνικού στρατοπέδου Καρατάσος εδείχθη κατά τούτο καί τής ιδίας υπολήψεως καί τού κοινού συμφέροντος πολέμιος κύριος ών καί τών δύο. Δέν ήσαν ολιγότερον δυσαρεστημένοι όλοι οι οπλαρχηγοί εκ μιάς τόσον κατησχημένης ειρήνης. Ο Περραιβός ανήγγειλε πρός τόν Καρατάσον εκ δευτέρου μέ τούς οπλαρχηγούς Λιακόπουλον καί Μπίνον, ότι νά μή δεχθή τοιαύτην ειρήνην, καί ότι η σωτηρία τού Κιουταχή μέλλει νά γείνη απώλεια πολλών Ελλήνων. Απεκρίθη ότι η φιλία τού Κιουταχή τού είναι αναγκαία, καί ότι από τήν ειρήνην θέλει ωφεληθή περισσότερον, παρ' από τόν αφανισμόν του. Τήν ετελειώσε εντοσούτω κατά τήν θέλησίν του, χωρίς νά ωφεληθή ποτέ από τάς υποσχέσεις καί ελπίδας, τάς οποίας έτρεφε διά χρόνους επτά, εν οίς ετελεύτησεν εις Ναύπακτον. ΈΈμειναν οι δυστυχείς Τρικκεριώται χωρίς τινος υπερασπίσεως τών όπλων, δι' αποφυγής δέ πάσης μελλούσης
685
αναποφεύκτου επιδρομής τών Οθωμανών, έπεμψαν μετά ταύτα αντιπροσώπους εις τόν, εις Λάρισσαν διατριβόντα τότε Κιουταχήν ζητούντες τό έλεος καί σκέπην τής οθωμανικής εξουσίας. Τ' απήλαυσαν κατά τήν αίτησίν των καί διάγωσιν εισέτι υπήκοοι Οθωμανοί.» Απομνημονεύματα Πολεμικά Χριστόφορου Περραιβού Τήν 1η Μαΐου 1823 ξεκίνησε από τά Λεχώνια τούρκικος στρατός μέ σκοπό νά εκκαθαρίσει τό Πήλιο μέχρι τό Τρίκερι. Αρχηγός τού τουρκικού ασκεριού ορίστηκε ο Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) καί υπαρχηγοί του οι Ισμαήλ Μπότα, Αλιό πασάς, Σελήχ πασάς καί ο Χοστρέφ μπέης. Στίς 3 Μαΐου οι Τούρκοι έκαψαν τά χωριά Δράκεια, 'Αγιος Λαυρέντιος, 'Αγιος Γεώργιος, Πινακάτες καί Βυζίτσα, σκλαβώνοντας τά γυναικόπαιδα. Στίς 14 τού ίδιου μήνα οι ΈΈλληνες πολέμησαν στήν Παναγία απέναντι από τό νησάκι Αλατάς τόν Σελήχ πασά καί τόν ανάγκασαν νά υποχωρήσει. Μετά από δύο μέρες οι άντρες τού Γάτσου πολιόρκησαν τούς 241 Τούρκους στό μοναστήρι τών Αγίων Σαράντα καί αφού τούς αιχμαλώτησαν κατέλαβαν τό νησί. Ο Γάτσος σκότωσε όλους τούς αιχμαλώτους εκτός από τούς αξιωματικούς τούς οποίους εξαγόρασαν οι συγγενείς τους καταβάλοντας σημαντικά λύτρα. Ακολούθησε καί άλλη νίκη στό Μαραθιά όπου σκοτώθηκε κι ο Αλιό πασάς. Οι οπλαρχηγοί Καρατάσος, Γάτσος καί Μπασδέκης κρατούσαν τό Τρίκερι παρά τίς μεγάλες ελλείψεις σέ πολεμοφόδια καί τρόφιμα ενώ έστελναν συνέχεια επιστολές πρός τό Εκτελεστικό ζητώντας βοήθεια, η οποία ποτέ δέν έφθανε. Αντί γιά βοήθεια, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έστειλε μόνο τόν Περραιβό, ο οποίος έφθασε στό Τρίκερι στίς 16 Ιουλίου 1823 μέ τήν εντολή νά κρατηθεί τό τελευταίο προπύργιο τής Θεσσαλίας πάσει θυσία. Ο Καρατάσος αφενός απελπισμένος από τήν έλλειψη βοήθειας καί αφετέρου ελπίζοντας στήν απελευθέρωση τής οικογένείας του όπως τού υποσχέθηκε ο Κιουταχής, συνθηκολόγησε μέ τόν πασά παραδίδοντας τό Τρίκερι στούς Τούρκους. Τήν οικογένειά του ο Μακεδόνας οπλαρχηγός μάταια θά τήν περίμενε μέχρι τό τέλος τής ζωής του στίς 22 Ιανουαρίου 1830, αφού όλα τά μέλη της είχαν εξοντωθεί από τούς Οθωμανούς. Μετά από τήν ήττα στό Τρίκερι, τά θεσσαλομακεδονικά στρατεύματα αποσύρθηκαν στίς Βόρειες Σποράδες, όπου καταπίεζαν τό ντόπιο πληθυσμό, ο οποίος αδυνατούσε νά τούς παράσχει τόν μεγάλο αριθμό τροφίμων πού απαιτούσαν σέ καθημερινή βάση. Ενώ υπήρχαν αυτές οι προστριβές στήν Σκόπελο, τή Σκιάθο καί τή Σκύρο, ο ελληνικός στόλος μέ ναύαρχο τόν Μιαούλη συναντούσε τόν εχθρικό στίς 15 Σεπτεμβρίου 1823 έξω από τό 'Αγιο ΌΌρος. Πρώτος άνοιξε τή μάχη ο Υδραίος πλοίαρχος Σκούρτης. Η ναυμαχία κράτησε αρκετές ώρες επιφέροντας φθορές στά πλοία καί τών
686
δύο αντιπάλων. Οι ΈΈλληνες είχαν βρεθεί σέ δεινή θέση αλλά η αλλαγή τού ανέμου τούς βοήθησε νά ξεφύγουν από τόν κλοιό τών ισχυρότερων τουρκικών πλοίων. Μετά τή ναυμαχία ο ελληνικός στόλος έφθασε στήν Σκιάθο, όπου τούς υποδέχτηκαν οι κάτοικοί της εκφράζοντας ταυτόχρονα τήν οργή τους γιά τά βάσανα πού τράβαγαν από τήν συμπεριφορά τών 2000 περίπου στρατιωτών τού Ολύμπου. Μόλις οι ελληνικές μοίρες αναχώρησαν από τή Σκιάθο, οι Ολύμπιοι κλεφταρματολοί άρχισαν πάλι νά βασανίζουν τούς κατοίκους, μέ αποτέλεσμα νά αυξάνει ο αριθμός τών τουρκολατρών, πού προσπαθούσαν νά πείσουν καί τούς υπολοίπους νά υποταχθούν στόν Τούρκο ναύαρχο πού περιέπλεε εκείνη τήν εποχή τό Βόρειο Αιγαίο. Πράγματι στίς 9 Οκτωβρίου 1823 φάνηκε ο τουρκικός στόλος στά ανοιχτά τής Σκιάθου. Οι τουρκόφρονες κάτοικοι έστειλαν αντιπροσώπους στόν καπουδάν πασά δηλώνοντας υποταγή καί τού ζήτησαν νά αποβιβάσει πεζοναύτες γιά νά διώξουν τούς Ολύμπιους τού Διαμαντή Νικολάου καί τού Καρατάσου. Η απόπειρα τού Χοσρέφ νά αποβιβάσει στρατεύματα στό νησί πνίγηκε στό αίμα καθώς η άμυνα τών Ολύμπιων Κλεφτών ήταν αποτελεσματική μέ αποτέλεσμα νά βρούν τόν θάνατο δεκάδες Τούρκοι. Μετά τήν αποτυχία του ο τουρκικός στόλος αποσύρθηκε στόν Βόλο καί στίς 11 Οκτωβρίου συνάντησε τόν ελληνικό στόλο κοντά στό Αρτεμίσιο. Ακολούθησε πεισματώδης ανταλλαγή πυρών καί όταν τά πυρπολικά τού Κανάρη καί τού Νικοδήμου απείλησαν ένα τουρκικό πλοίο, ο εχθρικός στόλος αποσύρθηκε καί τό βράδυ αναχώρησε οριστικά μέ κατεύθυνση τόν Ελλήσποντο. «Ο εχθρικός στόλος συνθεμένος εκ τριάκοντα πλοίων καί μιάς βρατσέρας, τήν οποίαν είχε συλλάβει, ως πληροφορήθησαν από τούς κατοίκους τής νήσου Αγίου Στράτη, εφαίνετο όλην τήν ημέραν διαπλέων πλησίον τής νήσου Λέσβου. Τήν επιούσαν ευρών αυτός διασκορπισμένα τά ελληνικά πλοία διά τήν κακοκαιρίαν, διηρέθη εις δύο μέρη, καί τό μέν προσέβαλλε κατά τού Μιαούλη, ευρεθέντος εις άκραν γαλήνην μέ πέντε μόνα πλοία υπό τό όρος 'Αθωνος, έως οκτώ μίλια μακράν αυτού, τό δέ έτερον κατά τών λοιπών τής υδραϊκής μοίρας πλοίων καί τών Ψαριανών καί Πετσωτών. Ο Μιαούλης είχε πολλά πλησίον του εις τήν πρύμνην τόν Γεώργιον Σαχτούρην, τά δέ τέσσαρα άλλα μετ' αυτού παρευρεθέντα πλοία, διοικούμενα υπό τών πλοιάρχων Κυριάκου Σκούρτη, Ελ. Ραφαήλ, Θ. Γκιώνη καί Γκίκα Κοσμά, απείχαν ως τρία μίλλια μακράν καί διά τήν γαλήνην δέν ήτο δυνατόν νά έλθωσι πλησιέστερον. Η θέσις, εις ήν ευρέθησαν ούτως εις γαλήνην διασκορπισμένα τά ελληνικά πλοία, εγκαρδίωσε τόν εχθρόν, ως βεβαίαν νομίζοντα υπέρ αυτού τήν νίκην, ώστε νά προσβάλη μέ ορμήν. Μία εκ τών μεγαλητέρων
687
αυτού φρεγατών έκαμε πρώτη τήν αρχήν τής συμπλοκής, προσβάλλουσα ομού μ' άλλας δύο κατά τών τεσσάρων υδραιϊκών πλοίων τών ως έγγιστα τριών μιλίων τού Μιαούλη απεχόντων. Η σύγκρουσις εγίνετο συστάδην μέ απαραδειγμάτιστον τών Ελλήνων επιμονήν, καί μετά μίαν ώραν ακατάπαυστον πυροβολισμόν, έπνευσεν ολίγος άνεμος, τόν οποίον μεταχειρισθέντες επωφελώς εις τάς διαφόρους τών πλοίων των κινήσεις, εμπόρεσαν μετά τριών ήμισυ ωρών μάχην νά διασχίσουν τόν κύκλον τού εχθρού καί νά διασωθώσιν. Ε ντεύθεν ενωθέντες οι Υδραίοι μετά τών Πετσωτών ήλθαν εις Σκύρον νά υδρεύσωσι καί νά επισκευασθώσιν. Διά τόν αυτόν σκοπόν ήραξαν καί οι Ψαριανοί εις τήν νήσον των, όπου μεταβάντες αύθις οι Υδραίοι μετά τών Πετσωτών, ηνώθησαν μετ' αυτών. Περί τήν 11ην Οκτωβρίου 1823, πλέοντες οι Υδραίοι μετά τών συμμάχων των Ψαριανών πλησίον τής Σκοπέλου, είδαν κατά τό Ποντικονήσι τήν εμπροσθοφυλακή τού εχθρού καί μετ' ολίγον όλον τόν εχθρικόν στόλον, συγκείμενον εξ είκοσι φρεγατών καί κορβετών, δύο βρικίων καί μιάς γολέτας. Τά ελληνικά πλοία έχοντα βοηθόν τόν άνεμον εφώρμησαν κατ' αυτών. Η μάχη εστάθη σκληρά καί επίμονος εξ αμφοτέρων τών μερώς εις τρόπον, ώστε ο εχθρός εβιάσθη νά τραπή εις φυγήν καί οι ΈΈλληνες νά επανέλθωσιν εκ νέου εις τήν νήσον Σκιάθον. Εις τήν ναυμαχίαν τάυτην η μέν υδραϊκή μοίρα απώλεσε ένα μόνον ναύτην καί εζημιώθη εις τάς αποσκευάς καί σώματα τών πλοίων, η δέ ψαριανή απώλεσε δύο πυρπολικά καί δύο ναύτας, βλαφθείσα ολίγον εις τάς αποσκευάς, ο εχθρός όμως εδοκίμασε μεγίστην ζημίαν καί ενταυτώ φρίκην.» Συνοπτική ιστορία των υπέρ της ελευθερίας της Ελλάδος ναυμαχιών, Αντώνιος Μιαούλης (Απόσπασμα βουλγαρικής ταινίας μέ θέμα τόν αναγκαστικό προσηλυτισμό στό Ισλάμ ολόκληρου βουλγαρικού χωριού τήν περίοδο τής πολυπολιτισμικής τουρκοκρατίας. Οι άνδρες φορούν τούρκικα σαρίκια καί οι γυναίκες τσαντόρ, όπως κάποτε θά επιβάλλουν καί στήν Ελλάδα τά αριστερόστροφα κόμματα καί τά τουρκοκάναλα). Κρήτη (1823) Η επανάσταση στήν Κρήτη στίς αρχές τού 1823 συνεχίσθηκε αλλά μέ μικρότερη ένταση εκ μέρους τών Χριστιανών, οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σέ ανταγωνισμό μεταξύ τους γιά τήν αρχηγία, μέ κύριους εκφραστές αυτής τής αντιπαλότητας τούς Σφακιανούς καί τούς Κατωμερίτες. Οι Τουρκοκρήτες εξακολουθούσαν νά ελέγχουν τά μεγάλα καστέλια τού Χάνδακα, τών Χανίων καί τού Ρεθύμνου, ενώ είχαν ενισχυθεί καί μέ ενισχύσεις από τήν Αίγυπτο, οι οποίες έχοντας επικεφαλή τους τόν Χασάν πασά, σκόρπιζαν τόν τρόμο καί τόν όλεθρο
688
στίς επαρχίες της ανατολικής Κρήτης. Στίς αρχές τού 1823 τά τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα κατέσφαξαν τούς κατοίκους τής επαρχίας Λασιθίου πού δέν είχαν προλάβει νά ανέβουν στά βουνά καί έστησαν πυραμίδα μέ τά κομμένα κεφάλια τους. Οι άμαχοι συνήθιζαν νά βρίσκουν καταφύγιο στά σπήλαια γιά νά γλυτώσουν από τίς εχθρικές επιδρομές. ΌΌταν ένας μουσουλμάνος πληροφόρησε τόν Χασάν Πασά ότι κάποιοι Χριστιανοί είχαν καταφύγει στό σπήλαιο τής Μιλάτου, αυτός έστειλε τόν υποστράτηγό του, Χουσεΐν Βέη, μέ 5000 στρατιώτες γιά νά τό καταλάβουν. Οι Κρήτες οπλαρχηγοί πού προστάτευαν τά γυναικόπαιδα κατάφεραν νά κρατήσουν τούς εχθρούς μακρυά από τό σπήλαιο γιά πολλές ημέρες, επιφέροντάς τους πολλές απώλειες. Οι πολιορκημένοι, εκτός από τούς τουρκοαιγύπτιους είχαν νά αντιμετωπίσουν τή δίψα, τήν πείνα καί τίς αρρώστιες τών γέρων καί τών παιδιών. Τά κανόνια τού εχθρού δέν κατάφερναν νά κλονίσουν τήν άμυνα τών Χριστιανών, οι οποίοι ήλπιζαν σέ βοήθεια από τούς ομοθρήσκους τους. Στίς 15 Φεβρουαρίου 1823, οι Τούρκοι μάζεψαν πολλά εύφλεκτα υλικά καί τά άναψαν έξω από τήν είσοδο τού σπηλαίου μέ αποτέλεσμα οι αποπνικτικοί καπνοί νά γεμίσουν τό εσωτερικό τού σπηλαίου. ΌΌσοι πολεμιστές έκαναν έξοδο βρήκαν τό θάνατο ενώ τά γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν καί μεταφέρθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας. Η πόλη πού ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος, η πόλη πού επί Πτολεμαίου φώτιζε μέ τίς επιστήμες της τήν Δύση καί τήν Ανατολή, η πόλη πού αποτελούσε έδρα Πατριαρχείου κατά τά βυζαντινά χρόνια, είχε μεταβληθεί σέ ένα τόπο σκλαβιάς καί κόλασης από τούς μουσουλμάνους κατακτητές. Μετά τό ολοκαύτωμα τού σπηλαίου τής Μιλάτου, τίς πιό όμορφες γυναίκες τίς έδεσαν μέ τίς πλεξούδες τους καί τίς έδωσαν σκλάβες στόν πασά καί τούς αγάδες του, τούς ηλικιωμένους τούς ποδοπάτησε τό ιππικό, τά βρέφη τά έσφαξαν μέ τά γιαταγάνια τους καί τούς ιερείς πρίν τούς κάψουν ζωντανούς τούς έκοψαν τά δάχτυλα μέ τά οποία έκαναν τό σταυρό τους. Ο Χασάν πασάς θά πλήρωνε τά φρικτά του εγκλήματα λίγο αργότερα. Σέ μία έξοδό του μέ τό άλογο, αυτό αφηνίασε τόν έρριξε κάτω καί βρήκε ακαριαίο θάνατο. «Κατά τόν Φεβρουάριον 1823 οι Κρήτες έως πέντες χιλιάδες εκινήθησαν εις Κίσαμον καί εις Σέληνον, επολέμησαν πρός τούς Τούρκους, εφόνευσαν έως πεντακόσιους καί τούς λοιπούς έκλεισαν εις τούς πύργους των, οίτινες ήσαν ωχυρωμένοι καί μέ πυροβόλα καί εξ αυτών τούς πλειοτέρους έκαυσαν εις αυτούς τούς πύργους των, καί ηχμαλώτισαν πολλούς, καί τούς λοιπούς απέκλεισαν εις δύω μέρη.
689
Τήν 3η Μαΐου 1823 η κυβέρνησις διώρισε τόν Εμμανουήλ Τομπάζην αρμοστήν τής Κρήτης, όστις καί έπλευσεν εκεί, διά νά διοικήση τήν νήσον, αλλ' ουδ' αυτός δέν θά μπορέσει νά κατορθώση τίποτε σωτήριον. Ο άνθρωπος, όστις ήθελεν ωφελήσει τούς Κρήτας καί τό έθνος, έπρεπε νά ήναι πολεμικός, καί αυτός έπρεπε νά έχη υπό τάς διαταγάς του καί τρείς τέσσαρας χιλιάδας στρατιώτας Πελοποννησίους ή Ρουμελιώτας, αλλ' έπρεπεν εν ταυτώ νά έχη καί τήν διά θαλάσσης συνδρομήν τών ελληνικών πλοίων, τά οποία ν' αποκλείσωσιν εις τά φρούρια τούς Τούρκους, τούς οποίους ήθελε πολιορκήσει διά ξηράς. Τήν 26η Μαΐου 1823, οι Κρήτες εκυρίευσαν διά συνθηκών τό κείμενον εις τόν λιμένα, Δραπανιά, φρούριον. Κατά δέ τάς αρχάς Ιουνίου εκυρίευσαν τό φρούριον τής Κισάμου, τό οποίον είχον καί διά θαλάσσης αποκλεισμένον. Επομένως, έδραμον εις τήν επαρχίαν Σελίνου, καί συμπράττοντος τού ενάρετου 'Αγγλου Χάστιγξ, τήν ηλευθέρωσαν από τήν παρουσίαν τών Τούρκων, τούς οποιους κατεδίωξαν έως εις τό φρούριον τής Κυδωνίας καί εφόνευσαν έως πεντακοσίους ομού μέ τούς απολέμους. Εν τούτοις ο Χασάν πασιάς πεσών από τόν ίππον του, ετραυματίσθη καί απέθανε. Μένει δέ διάδοχός του ο ανεψιός του Μουσταφάμπεης, όστις θά διορισθή πασιάς επομένως. Τότε έφθασε καί ο αιγυπτιακός στόλος συγκείμενος εκ τριάντα πλοίων, καί εφωδίασε τά φρούρια Κυδωνίας. Ρεθύμνης καί Ηρακλείου.» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου 1 Η κρητική επανάσταση ενισχύθηκε μέ τόν ερχομό τού Εμμανουήλ Τομπάζη. Μέ συνεισφορές τών Κρητικών αλλά καί μέ προσωπικά του έξοδα προετοίμασε ένα εκστρατευτικό σώμα καί μέ τή συνοδεία τού 'Αγγλου φιλέλληνα 'Αστιγξ καί τών Δημήτριου Καλλέργη, Στέφανου Βυζάντιου, Κυριάκου Σκούρτη, Μιχαήλ Οικονόμου, Γεωργίου Σπανιολάκη καί Αντωνίου Βούλγαρη κατέφθασε στήν Κρήτη στίς 22 Μαΐου 1823. Αμέσως πολιόρκησε τό Καστέλι Κισσάμου τό οποίο καί κατάλαβε. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν μεγάλες καί ανάμεσά τους ήταν αυτή τού Σφακιανού Εμμανουήλ Πρωτοπαπαδάκη, τού Σηφάκα καί τού ηγούμενου τής μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού. Ο Σήφακας, λίγο πρίν πεθάνει φίλησε τα άρματά του καί τά παρέδωσε στούς δικούς του. Τό τουφέκι του στόν αδελφό του Νικόλαο, τήν πιστόλα του στόν αδελφό του Αντώνιο καί τό μαχαίρι του στόν κουνιάδο του. Στή συνέχεια ο Τομπάζης κινήθηκε εναντίον τών Τούρκων τής επαρχίας Σελίνου, οι οποίοι είχαν κλειστεί μαζί μέ τίς οικογένειές τους στούς πύργους τού χωριού Κάνδανος. Οι Τούρκοι, αν καί τούς θέριζε η πανούκλα πού είχαν φέρει οι Αιγύπτιοι, πολέμησαν γενναία, αποκρούοντας επιτυχώς τίς απανωτές επιθέσεις τών Κρητικών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν νά ζητήσουν ανακωχή, αφού τά κανόνια πού είχε
690
μεταφέρει ο Τομπάζης από τή γολέτα του "Τερψιχόρη", προξένησαν σημαντικές ζημιές στίς οχυρώσεις τους. Ο Τομπάζης τούς εγγυήθηκε τήν προσωπική τους ασφάλεια καί τούς επέτρεψε νά φύγουν. Τή νύχτα τής 6ης πρός 7ης Ιουνίου 1823, οι Τουρκοκρητικοί εγκατέλειψαν τούς πύργους τους καί έχοντας τά γυναικόπαιδα στή μέση τής πομπής κινήθηκαν μέ κατεύθυνση τά Χανιά. Οι Σφακιανοί όμως τούς περίμεναν σέ ένα λόφο στόν Σέμπρωνα, τούς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά καί τούς κατέσφαξαν. Τό μίσος Χριστιανών καί μουσουλμάνων στά 400 χρόνια πολυπολιτισμικής συνύπαρξης στήν Κρήτη ήταν τεράστιο. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού καί οδόντα αντί οδόντος. «Ο Εμμανουήλ Τομπάζης υπηρέτησεν ως πλοίαρχος εξ αρχής τού αγώνος εις πάσαν εκστρατείαν, υπηρέτησεν επίσης καί ως πληρεξούσιος εθνοσυνελεύσεων. Αλλ' η σπουδαιοτέρα τών υπηρεσιών τού ανδρός τούτου υπήρξεν η εν Κρήτη. Η πολυπαθής αύτη νήσος συνεμέθεξεν, ως γνωστόν, εξ αρχής τού αγώνος, διά δέ τήν σπουδαιότητα αυτής, άμα εγκατασταθείσης τής πρώτης κυβερνήσεως εν τή επαναστατημένη Ελλάδι, απεστάλη εις Κρήτην ως αντιπρόσωπος τής κυβερνησεως ο γνωστός Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ, αλλ' ούτος, καίτοι θεωρούμενος υπό τού Γόρδωνος (Gordon) ως κάτοχος πολλής διοικητικής ικανότητος, απέτυχεν όμως οικτρότατα, διότι αντί νά συμμορφωθή πρός τάς ανάγκας τής πατρίδος καί νά παγιώση διά τών απείρων εν τή νήσω εγχωρίων στοιχείων τάξιν τινά, ησχολείτο νά προπαρασκευάση υπέρ εαυτού δικτατορίαν ή καί ηγεμονίαν. Ετιτλοφορείτο πρίγκιψ καί διώκει τόν τόπον τοσούτον κακώς, ώστε προκάλεσε τήν γενικήν αγανάκτησιν, σμικρού δ' εδέησε νά προκαλέση καί εμφυλίους πολέμους. Ταύτα μαθούσα η εν Πελοποννήσω κυβέρνησις καί πείραν ικανήν λαβούσα τής εμβριθείας καί τής συνέσεως τού Εμμανουήλ Τομπάζη, πληρεξουσίου όντος τότε, εξελέξατο αυτόν, επιμόνως αιτηθέντα καί υπό τών Κρητών, αρμοστήν τής Κρήτης. 'Αμ 'αφιχθείς ο Τομπάζης εις Κρήτην, περιεστοιχίσθη υπό τών εγχωρίων, δι' αυτών δέ καί διά τινων άλλων, συνοδευσάντων αυτόν εκ τής Πελοποννήσου, τό μέν πρώτον επολιόρκησε λέγει ο Χάου, διά ξηράς καί θαλάσσης τήν Κίσσαμον, ήν καί ηνάγκασε νά παραδοθή, έπειτα δέ εισέδυσεν εις τό εσωτερικόν, επολιόρκησε τό Σέλινον καί προσεκάλεσε καί ενεψύχωσε τούς πάντας εις τόν αγώνα. Τό σπουδαιότερον όμως έργον τού Τομπάζη, καθ' ημάς, ήτο ότι κατήρτισε τόν οργανισμόν τής ενιαυσίου τοπικής διοικήσεως τής Κρήτης, τόν δημοσιευθέντα υπό τού Α. Μάμουκα εν τών τετάρτω τόμω τής συλλογής αυτού. Εν τώ οργανισμώ τούτω υπάρχουσι τώ όντι άπαντα τά αναγκαιούντα πρός σύμπηξιν μιάς κυβερνήσεως, οφειλούσης νά μάχηται συνάμα κατά μεγάλου αριθμού καί νά διοική χώραν επαναστατημένην.»
691
Βίοι Παράλληλοι τών επί τής αναγεννήσεως τής Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Αναστασίου Γούδα. «ΎΎστερα από τό διορισμό του στίς 23 Απριλίου 1823 ως αρμοστή τής Κρήτης, ο Τομπάζης απέπλευσε από τήν ΎΎδρα μ' ένα μικρό τμήμα τού στόλου γιά τήν Κρήτη, μέ λίγους άνδρες, στρατολογημένους κατά τό μεγαλύτερο ποσοστό από τό Μοριά. Τόν ακολούθησαν μερικοί φιλέλληνες, πού ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Φράνκ 'Αμπνεϋ 'Αστιγξ, ένας πλούσιος 'Αγγλος, γνωστός γιά τήν ορθή καί τήν αντικειμενική του κρίση. Ο Τομπάζης αποβιβάστηκε κοντά στήν Κίσσαμο, περικύκλωσε τό μέρος από στεριά καί θάλασσα καί κάλεσε τούς Τούρκους νά παραδοθούν. Η τουρκική φρουρά, κατόπιν συμφωνίας, στάλθηκε ασφαλής στά Χανιά, σ' ένα άλλο τούρκικο φρούριο. Ο Τομπάζης προχώρησε ύστερα στό εσωτερικό, περικύκλωσε τό Σέλινο καί προσπάθησε νά ενώσει καί νά βοηθήσει τούς εντόπιους πού είχαν ξεσηκωθεί. Ο πόλεμος στήν Κρήτη διεξαγόταν μέ τή βαρβαρότητα καί τή θηριωδία πού διακρίνει τούς Οθωμανούς στρατιώτες. Τώρα όμως είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Τά χωριά καίγονταν, τά χωράφια ρημάζονταν καί τά γυναικόπαιδα σφάζονταν. Μά δέν ήταν μόνο αυτό. Καθημερινά δυστυχισμένοι ΈΈλληνες, πού είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι, θανατώνονταν μέ τά φρικτά βασανιστήρια πού η ανθρώπινη θηριωδία μπορεί νά εφεύρει. Δωδεκάδες από αυτούς έβλεπες κρεμασμένους έξω από τά τείχη τών κάστρων, άλλους σταυρωμένους καί άλλους σουβλισμένους ζωντανούς νά ψήνονται σέ σιγανές φωτιές. Είναι αλήθεια πώς καί οι ΈΈλληνες ανταπέδιδαν όλα αυτά στούς αιχμαλώτους πού έπιαναν. Αλλά ήταν η άγρια αγανάκτηση τού αγωνιστή γιά τά δεινά τής πατρίδας του, πού τόν έσπρωχνε νά πάρει εκδίκηση γιά τίς φοβερές καί ατελείωτες θηριωδίες τών Τούρκων. Καί σ' αυτή τήν περίσταση, όπως καί σέ άλλες, μεγάλες διαφορές χωρίζουν τούς δύο αντιπάλους. Οι βιοπραγίες τών Ελλήνων γίνονταν κάτω από τήν αγανάκτηση τής στιγμής καί παρά τίς εντολές καί προσπάθειες τών οπλαρχηγών. Αντίθετα, οι Τούρκοι εφήρμοζαν μεθοδικά ένα σύστημα τυραννίας, υιοθετημένο από τόν σουλτάν χασάπη ως τόν τελευταίο γενίτσαρο. Τό Κοράνι, στό κεφάλαιο "Ξίφος", γράφει: "ΌΌταν συναντάτε άπιστους, σκοτώστε τους, κόψτε τά κεφάλια τους, δέστε τους, κάψτε τους, κρατάτε τους σκλάβους ή η εξαγορά τους μέ λύτρα νά είναι όσο μεγαλύτερη. Μήν τούς αφήνετε ποτέ σέ ησυχία. Γενικά, μή σταματάτε τό κυνηγητό τους, όσπου πλήρως νά υποταχτούν". Οι επαναστάτες είχαν καταλάβει σχεδόν ολόκληρη τήν ύπαιθρο. Ο τουρκικός πληθυσμός εκδιώχτηκε καί έσπευσε νά κλεισθεί σέ διάφορα
692
φρούρια, όπως στό Μεγάλο Κάστρο στά Χανιά, στή Σούδα, στό Ρέθυμνο καί τήν Γραμβούσα. Τά φρούρια αυτά ήταν τόσο ισχυρά, πού οι ΈΈλληνες δέν είχαν καμμία ελπίδα νά τά κυριεύσουν, εκτός αν η πείνα ανάγκαζε τούς υπερασπιστές τους νά παραδοθούν. Τά κάστρα αυτά ήταν κτισμένα από τούς Βενετούς, σέ θέσεις από τή φύση οχυρές καί ήταν ενισχυμένα κατά τόν πιό τέλειο τρόπο τής πολεμικής τέχνης. Οι Τούρκοι, γιά νά κυριεύσουν ένα από αυτά, τό πολιορκούσαν είκοσι ολόκληρα χρόνια. Ο αιγυπτιακός στόλος υπό τόν Ισμαήλ Γιβραλτάρ, ναύαρχο τού Μωχάμετ 'Αλη, ήρθε στίς αρχές Ιουνίου 1823, αλλά μόνο γιά νά ενισχύσει τά φρούρια μέ προμήθειες. ΈΈφυγε καί ξαναγύρισε τό φθινόπωρο. Τώρα εκτός από τό στρατό πού είχε μαζί του, μάζεψε ακόμα 50.000 άνδρες από τήν Κρήτη καί αποβιβάζοντάς τους κοντά στό Ρέθυμνο, ενώθηκαν μέ τούς Τούρκους τών Χανίων. Ενωμένοι εξόρμησαν στήν ύπαιθρο, έκαψαν 35 χωριά, έσφαξαν πάρα πολλούς χωρικούς καί συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Πολλά γυναικόπαιδα καί γέροι, πάνω από 1000 άτομα, είχαν καταφύγει μέσα σέ μία σπηλιά κοντά στήν άγρια ικανοποίηση καί αλαλαγμούς, άρχιζαν νά κλείνουν τήν είσοδο τής σπηλιάς μέ άχυρα καί άλλα έφλεκτα υλικά. ΎΎστερα τούς έβαλαν φωτιά καί τά δυστυχισμένα θύματα πέθαναν από ασφυξία. Ο Εμμανουήλ Τομπάζης έτρεξε βιαστικά νά τούς κτυπήσει, καί κατάφερε νά τούς εκδιώξει αναγκάζοντάς τους νά κλειστούν στά φρούριά τους. Η εκστρατεία στήν Κρήτη τελείωσε μέ τήν κατάκτηση όλης τής υπαίθρου, αλλά χωρίς τήν κατάληψη κανενός σημαντικού φρουρίου. Οι επιχειρήσεις τών Ελλήνων στήν Κρήτη άρχισαν νά γίνονται πιό δυσχερείς από τή στιγμή πού ο Αιγύπτιος σατράπης ανέλαβε ο ίδιος νά υποτάξει τήν Κρήτη.» An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe Η άποψη τής Τουρκίας καί τής Αριστεράς Σέ αυτό τό σημείο άς κάνουμε μία παρένθεση γιά νά δούμε τήν τουρκική άποψη γιά τήν ελληνική επανάσταση τού 21, μέσα από τήν τουρκική εγκυκλοπαίδεια "Encyclopedia of the OTTOMAN empire", έκδοσης τού 2009. Η τουρκική άποψη δυστυχώς στηρίζεται μέ σθένος από τήν Ελληνική Αριστερά, όπως θά δούμε μέσα από τίς σελίδες αυτής τής εγκυκλοπαίδειας καί έχει περάσει πλέον στήν ύλη πού προτείνει τό Υπουργείο μή εθνικής Παιδείας στούς μαθητές τών ελληνικών σχολείων. Τούς ενήλικες ΈΈλληνες, φροντίζουν τά μεγάλα κανάλια καί οι διαπλεκόμενες εφημερίδες, νά τούς ενημερώνουν μέ τήν τουρκική άποψη περί τής τουρκοκρατίας μέσω τών αμέτρητων τουρκικών σειρών πού
693
προβάλλουν. Αυτές οι γραμμές γράφονται στίς αρχές τού έτους 2013, όπου τά πράγματα έχουν αλλάξει πρός τό χειρότερο φυσικά, από τό 2011, πού ξεκίνησε από τόν γράφοντα η προσπάθεια καταγραφής τών γεγονότων τής ελληνικής επανάστασης, μέ αφορμή τότε μία εκπομπή καναλιού τής τηλεόρασης πού εκθείαζε τήν τουρκοκρατία καί τήν οποία παρουσίαζαν δύο βολεμένοι καί καλοπληρωμένοι καθηγητές κρατικού Πανεπιστημίου. Παρατηρώντας όσους υιοθετούν τήν επίσημη άποψη τού τουρκικού κράτους γιά τήν ελληνική επανάσταση, θά διαπιστώσουμε ότι είναι καί βολεμένοι καί ακριβοπληρωμένοι καί αριστεροί από τόν χώρο τών μεγαλοδημοσιογράφων, τών πανεπιστημιακών, τών συνδικαλιστών, τών βουλευτών, τών εκδοτών, τών μεγαλοεργολάβων, τών ηθοποιών, καί οι οποίοι στηρίζουν σθεναρά όχι μόνο τήν τουρκική θεώρηση γιά τήν ιστορία τών βαλκανίων αλλά καί τήν εξωτερική πολιτική αυτής τής χώρας. Κάποιος πού γνωρίζει τόν δοσιλογισμό τής περιόδου τής κατοχής καί τήν Πέμπτη Φάλαγγα πού χρησιμοποίησαν οι Ναζί στήν Γαλλία δέν απορεί γιά τήν σημερινή κατάντια τών σύγχρονων δοσίλογων. Τό τουρκικό κράτος δαπανά αφειδώς εκατομμύρια δολλάρια γιά νά στηρίξει τόν μηχανισμό τής προπαγάνδας πού θά τού επιτρέψει τελικά νά αναλάβει στά Βαλκάνια τόν ρόλο πού είχε τόν 19ο αιώνα. Στήν Ελλάδα τής μίζας, η Τουρκία τής γενοκτονίας έχει κάνει κανονική εισβολή όχι πλέον μέ τά γιαταγάνια αλλά μέ σύγχρονα μέσα όπως είναι η εξαγορά πόρων τού ελληνικού κράτους, η προβολή τουρκικών σειρών μέ τόν όρο νά ακούγεται η τουρκική γλώσσα στούς τηλεθεατές, η ένταξη αυτής τής γλώσσας στά ελληνικά σχολειά, η δημιουργία εδρών στά Πανεπιστήμια γιά ''άκουσον, άκουσον'' οθωμανικές σπουδές(!), οι ελληνοτουρκικές συνεργασίες σέ επίπεδο δήμων, οι εισαγωγές τουρκικών προϊόντων, η ενδυνάμωση τού τουρκικού προξενείου τής Κομοτηνής σέ σημείο πού νά ασκεί κανονική διοίκηση στήν δυτική Θράκη κ.λ.π. Τά παραδείγματα τού δοσιλογισμού ή μάλλον τού γενιτσαρισμού πού αποδεικνύουν τό ξεπούλημα τού νεοελληνικού κράτους στό πανίσχυρο τουρκικό είναι ποικίλα. Μά μόνο τό ότι οι ΈΈλληνες(;) πολιτικοί αποδυνάμωσαν τήν Ελλάδα αποτελεί από μόνο του τό κυριότερο παράδειγμα. Η Ελλάδα μέχρι τήν δεκαετία τού '80 ήταν ανώτερη σέ όλους τούς τομείς από τήν Τουρκία πού παρέπαιε οικονομικά καί στό Αιγαίο πετούσαν μόνο ελληνικά φτερά. Η Τουρκία τού 2013 είναι ανώτερη σέ όλους τούς τομείς από τήν Ελλάδα καί στό Αιγαίο φαίνεται η υπεροπλία τών τουρκικών ενόπλων δυνάμεων οι οποίες διαθέτουν επιπροσθέτως καί πανίσχυρη πολεμική βιομηχανία. Τό 1981 τήν εξουσία τήν ανέλαβε η Κεντροαριστερά καί τό παρακράτος η Αριστερά. Η πρώτη υπάκουγε στίς ΗΠΑ καί η δεύτερη
694
στήν Τουρκία. Από τότε οι αριστεροί κυκλοφορούσαν μέ μπλούζες πού έγραφαν ελληνοτουρκική φιλία, μιλούσαν γιά τό Αιγαίο πού δέν ανήκει στήν Ελλάδα αλλά στά ψάρια του, δέν ήθελαν κανένα ΈΈλληνα στρατιώτη όπως ήταν επί τουρκοκρατίας, σαμποτάριζαν τά ελληνικά εργοστάσια μέ τίς διαρκείς απεργίες, έκαιγαν τά ελληνικά πολυκαταστήματα, δολοφονούσαν όσους τούς έδιναν εντολή οι ξένες μυστικές υπηρεσίες, έκαιγαν βιβλιοπωλεία, έρριχναν μολότωφ καί βόμβες, έκλειναν τούς δρόμους καί τά σχολεία, καταλάμβαναν όποιο κτίριο τούς βόλευε γιά νά τό έχουν ως ορμητήριο γιά τούς βανδαλισμούς τους, λεηλατούσαν τά Πανεπιστήμια καί πολλά άλλα εκλεκτά πού θά τά ζήλευαν καί οι Τουρκαλβανοί τής εποχής τών ορλωφικών. Εκείνο όμως πού πολεμά μέ ιδιαίτερη οξύτητα η Αριστερά είναι οι τρείς αξίες τού ΈΈθνους μας: Θρησκεία, Πατρίδα καί Οικογένεια. Μά, αν καταργηθούν αυτά, πέφτουμε πλέον στίς ανοιχτές αγκάλες τής μαμάς Τουρκίας. Παλαιότερα δέν ήταν φανερός ο ρόλος τής ελληνικής Αριστεράς. Τώρα όμως ξεκάθαρα φαίνεται ότι λειτουργεί ως παρακλάδι τού τουρκικού κράτους σέ αγαστή συνεργασία μέ τούς Γκρίζους Λύκους τής Ακροδεξιάς τής Τουρκίας. Τήν περίοδο πού οι μουσουλμανικές χώρες σέ συνεργασία μέ τίς ΗΠΑ καί τήν πολυπολιτισμική Ευρώπη, εγκληματούσαν κατά τής Γιουγκοσλαβίας (1999), ΈΈλληνες(;) αριστεροί τού Συνασπισμού κατηγορούσαν τόν Μιλόσεβιτς ως γενοκτόνο. Φυσικά, όταν τό Κόσσοβο τό ανέλαβαν μετά οι Αλβανοί μουσουλμάνοι καί έκαναν εθνοκάθαρση, καταστρέφοντας συθέμελα τά βυζαντινά μοναστήρια, η ελληνική Αριστερά δέν χρειαζόταν νά δείξει αλληλεγγύη. Η αποστολή της είχε τελειώσει. Γιά τούς 1619 δολοφονημένους αγνοούμενους τής Κύπρου καί τήν εθνοκάθαρση στό βόρειο κατεχόμενο τμήμα τής νήσου, πάλι η ελληνική Αριστερά δέν έδειξε αλληλεγγύη. Απλά μέ σθένος υποστήριξε τό αγγλικής εμπνεύσεως σχέδιο Ανάν (2004) πού νομιμοποιούσε τόν κατακτητή καί φυσικά εξύβριζε, όπως συνηθίζει, τούς ενάντιους στό σχέδιο ως "φασίστες", "εθνικιστές" καί "ρατσιστές"! ΉΉθελε νά δώσει καί τό υπόλοιπο τμήμα στήν Τουρκία αλλά βρέθηκε ο "φασίστας" Τάσσος Παπαδόπουλος καί τό έσωσε. Τά εκατομμύρια δολλαρίων πού δαπάνησαν οι Αμερικάνοι, δηλώνοντας ότι τό σχέδιο ήταν μία μαύρη τρύπα μέσα στήν οποία έρρεαν δολλάρια, πήγαν στίς τσέπες μή φασιστών καί μή εθνικιστών βουλευτών, πολιτικών, εκδοτών, δημοσιογράφων καί πολλών επωνύμων γιά νά δηλώσουν ότι τό σχέδιο Ανάν έπρεπε νά ψηφιστεί από τόν λαό τής Κύπρου γιά νά λυθεί τό κυπριακό. ΌΌπως είχε λυθεί τό 1571! Στό θέμα τού ονόματος τών Σκοπίων, τό οποίο υποκινείται από Τουρκία καί ΗΠΑ, ποιός άραγε υποστηρίζει τήν θέση τών Σκοπιανών;
695
Μά πάλι η καλή μας καί δημοκρατική μας Αριστερά, αφού οι νεολαίοι τού ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούν τούς Σκοπιανούς ως Μακεδόνες καί δέν ενοχλούνται όταν βλέπουν ζωγραφισμένη καί υπό σκοπιανική κατοχή τήν Μακεδονία μέχρι τό Αιγαίο. Ενοχλούν οι χάρτες τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, αφού δηλώνουν εθνικιστικό (sic!) καί ρατσιστικό (sic!) μίσος, αλλά δέν ενοχλούν οι χάρτες τών σκοπιανών. Μά ούτε καί οι χάρτες τών μειονοτικών μουσουλμάνων τής δυτικής Θράκης - στήν ανατολική Θράκη δέν έχει μείνει ούτε κολυμπηθρόξυλο χριστιανικό ενοχλούν. ΌΌταν στήν ελληνική(;) Βουλή, βουλευτής τής Χρυσής Αυγής κατηγόρησε τόν μουσουλμάνο πασοκτζή βουλευτή τής Θράκης, πού φωτογραφιζόταν μέ φόντο τήν ανεξάρτητη Δυτική Θράκη, καί τόν αποκάλεσε πράκτορα τής Τουρκίας τότε εξεμάνησαν οι "δημοκράτες" αριστεροί βουλευτές καί όσοι πήραν τόν λόγο, ποιόν νομίζετε ότι κατηγόρησαν; Μά φυσικά τήν Χρυσή Αυγή! Μά, ποιός στηρίζει τόν αγώνα πού κάνει τό πανίσχυρο τουρκικό προξενείο τής Θράκης πού κατατρομοκρατεί τούς Πομάκους, εκτουρκίζει τά παιδιά τους καί ξυλοκοπεί τίς ελληνίδες δασκάλες αποσκοπώντας σέ μία πανίσχυρη τουρκική μειονότητα, μέ σκοπό νά επαναλάβει τό σκηνικό τής Κύπρου; Ολόκληρο σχεδόν τό ελληνικό κοινοβούλιο. Οι βουλευτές καί οι ελληνόφωνοι συνδικαλιστές ουδέποτε έδειξαν ίχνος αλληλεγγύης στήν Χαρά Νικοπούλου πού προσπάθησε νά θέσει τέρμα στά σχέδια τού τουρκικού προξενείου διδάσκοντας τήν ελληνική ιστορία στά παιδιά τών Πομάκων. Η Τουρκία ονειρεύεται γιά τό Γιουνανιστάν πολλά παιδιά μουσουλμανάκια, ούτως ώστε νά ξεπεράσουν σέ πλειοψηφία τά ελληνόπουλα, οι μητέρες τών οποίων κάνουν ένα παιδί γιά νά είναι απερίσπαστες στά ψώνια τους καί τήν καλοπέρασή τους. Τό ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα τό έχουν εντοπίσει στήν Τουρκία πρό πολλού καί έτσι συντονισμένα μέ άλλα μουσουλμανικά κράτη όπως τό Πακιστάν, τό Κατάρ καί τή Σαουδική Αραβία οργανώνουν τό σχέδιο τού εποικισμού τής χώρας μας - καί τής Ευρώπης - μέ εκατομμύρια μουσουλμάνους. Καί άργησα νά καταλάβω γιατί η Δαμανάκη τού Πολυτεχνείου επέμενε εδώ καί δεκαετίες νά φύγουν τά ναρκοπέδια από τόν ΈΈβρο καί μιλούσε μέ τρυφερότητα γιά τήν μειονότητα. Φυσικά, όχι τήν ρωμέϊκη τής Πόλης, αλλά τήν μουσουλμανική τής Θράκης. Τά σχολικά βιβλία γράφουν γιά τήν αναγκαιότητα τής μετανάστευσης από τήν Ασία γιά ...νά λυθεί τό δημογραφικό πρόβλημα τής Ευρώπης εκφράζοντας τήν ευχή νά μπαίνουν στήν Ευρώπη τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια μουσουλμάνοι τόν χρόνο!!! ΈΈχοντας ενορχηστρώσει ένα τέλειο παιχνίδι ισλαμοποίησης τής
696
πατρίδος μας, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες επηρεάζουν τούς ευάλωτους σέ αποδοχή μίζας δημοσιογράφους καί πολιτικούς ώστε μέ μία διαρκή πλύση τού ευάλωτου ελληνικού εγκεφάλου νά μάς κάνουν νά υποδεχτούμε τά εκατομμύρια τών βορειοαφρικανών καί ασιατών πού έρχονται νά εποικίσουν τήν ευάλωτη χώρα μας. ΌΌσοι αντιδρούν μπαίνουν στό περιθώριο καί αποκτούν τά προσωνύμια "φασίστας", "ρατσιστής", "εθνικιστής" κ.λ.π. Τά χιλιάδες εγκλήματα τών ξένων εποίκων - λαθρομεταναστών αποσιωπούνται ή υποβαθμίζονται ενώ, σέ περίπτωση πού τό θύμα είναι ξένος, τότε ακολουθεί λεζάντα τής μορφής: "ακροδεξιοί φασίστες δολοφόνησαν άγρια έναν κακόμοιρο οικονομικό μετανάστη. Πρόκειται γιά μία ρατσιστική επίθεση πού θέτει σέ κίνδυνο τή δημοκρατία καί τήν ομαλότητα στή χώρα. Δέν πρέπει νά υπάρξει η παραμικρή επιείκια γιά τούς ρατσιστές δολοφόνους κ.τ.λ. κ.τ.λ." Γιά τήν δεκαπεντάχρονη Μυρτώ, τά ίδια Μέσα Ενημέρωσης έλεγαν: "Μυστήριο παραμένει ο τραυματισμός δεκαπεντάχρονης στήν Πάρο... Τό πώς έχασε τήν ισορροπία της καί έπεσε στά βράχια ημίγυμνη ερευνάται από τήν αστυνομία." Μόνη της λοιπόν έπεσε καί χτυπιόταν στά βράχια η άτυχη Ελληνίδα.... ΌΌταν, έπειτα από τήν επιμονή τής μητέρας της βρέθηκε τό πακιστανικό κτήνος, εμφανίστηκαν οι αριστεροί αλληλέγγυοι προστάτες του νά δηλώσουν ότι είναι ανήλικος γιά νά πάει σέ αναμορφωτήριο ανηλίκων καί νά δραπετεύσει μέ τήν ησυχία του. Βασικοί υπεύθυνοι γιά τά χιλιάδες βιασμένα κορίτσια καί τούς δολοφονημένους γέρους είναι πρωτίστως οι ηθικοί αυτουργοί, οι οποίοι προστατεύουν καί υποθάλπουν τούς φυσικούς αυτουργούς τών οποίων τά ήθη τής χώρας τους καί τής θρησκείας τους αδιαφορούν γιά τήν ανθρώπινη ζωή. Καί πρώτη από όλους η τηλεόραση καί τά κανάλια πού τό μόνο πού τούς ενδιαφέρει είναι νά προωθήσουν τά σχέδια εποικισμού τού τουρκικού κράτους. Ακολουθούν οι βουλευτές καί οι υπουργοί τών κυβερνητικών κομμάτων, οι Μ.Κ.Ο. καί τά λογιών-λογιών παρατηρητήρια τά οποία μέ τήν κάλυψη τής Ευρώπης αγωνίζονται γιά νά πάψει νά υπάρχει αυτή η Ευρώπη πού ξέρουμε. Επιχειρηματίες καί εργοδότες τών παράνομων μεταναστών, μαζί μέ τούς δικαστές πού τούς αθωώνουν είναι καί αυτοί συνυπεύθυνοι γιά τά χιλιάδες εγκλήματα πού έχουν διαπραχτεί στό όνομα τής made in USA παγκοσμιοποίησης. Φυσικά, επιείκια υπάρχει καί γιά τά εγκλήματα τών συμμάχων τής Τουρκίας, δηλαδή τών αριστερών αναρχοσυριζαίων. Τρανταχτό παράδειγμα τό κάψιμο τεσσάρων ανθρώπων στήν τράπεζα τής Μαρφίν. ΌΌλα τά κανάλια κατηγορούσαν τόν ιδιοκτήτη τής Μαρφίν, τήν αστυνομία, τήν πυροσβεστική, τή Χρυσή Αυγή, τούς εξωγήϊνους, αλλά ποτέ μά ποτέ τούς αριστερούς.
697
Καί φυσικά τά ονόματα τών θυμάτων τής Αριστεράς περιέρχονται στή λήθη. Τό όνομα όμως τού ανήλικου αριστερού πού σκοτώθηκε στήν Αθήνα πρέπει νά μάς τό υπενθυμίζουν κάθε Δεκέμβριο καί νά γίνονται πορείες γιά νά τό τιμήσουν, τή στιγμή πού οι συμμορίτες σύντροφοί του ληστεύουν τράπεζες, δολοφονούν μέ καλάσνικωφ, καί πετούν μπόμπες δεξιά καί αριστερά ή μάλλον μόνο δεξιά. ΈΈχουμε τήν πιό αρρωστημένη Αριστερά τής Ευρώπης, καθώς είναι η μόνη από όλα τά ευρωπαϊκά κράτη πού καταφεύγει στή βία καί τήν τρομοκρατία, συναγωνιζόμενη επάξια τήν Αλ Κάϊντα. Ακολουθούν αποσπάσματα από τήν τουρκική εγκυκλοπαίδεια, στήν οποία δυστυχώς γράφουν καί ΈΈλληνες νεογενίτσαροι. Ας μήν ξενίζει τόν αναγνώστη η αναφορά μου στά πολιτικά ζητήματα. Η πολιτική διαμορφώνει τήν συγγραφή τής Ιστορίας τήν οποία άλλωστε στό τέλος τήν γράφει ο νικητής. Η διαστρέβλωση τής ιστορίας είναι μέρος τής πολιτικής τών κρατών, γιατί μέσω αυτής τής διαστρέβλωσης βρίσκουν διπλωματικά επιχειρήματα γιά νά υπερισχύσουν έναντι τών αδυνάτων. Η Τουρκία επισήμως έκανε εισβολή στήν Κύπρο γιά νά ...προστατεύσει ένα νησί πού ήταν τουρκικό επί αιώνες. Διεκδικεί τό Αιγαίο, διότι ιστορικά ανήκε στήν ... οθωμανική αυτοκρατορία. Η Μακεδονία δέν ήταν ποτέ ελληνική, όπως άλλωστε καί η Θράκη, η οποία ήταν η γενέτειρα τού Μωάμεθ τού πορθητού..... ΌΌσο γιά τήν Μικρά Ασία, αυτή ανήκε στούς Ρωμαίους καί τούς Βυζαντινούς, οι οποίοι φυσικά δέν ήταν ΈΈλληνες καί ο φυσικός διάδοχος τού Βυζαντίου είναι η οθωμανική αυτοκρατορία, άρα καί ο νόμιμος κάτοχος τής Μικράς Ασίας, τού Πόντου, τής Καππαδοκίας κ.λ.π.... Αυτήν, τήν τουρκική άποψη, τήν στηρίζει η Τουρκία σθεναρά στήν διεθνή κοινότητα καί στήν Ελλάδα ποιός έχει αναλάβει εργολαβικά νά τήν στηρίξει; Τήν απάντηση τήν βρήκατε. Κερδίζετε μία έδρα τουρκικών σπουδών καί δωρεάν μαθήματα τουρκικής γλώσσας από τήν Ρεπούση τής Αριστεράς καί τής προόδου, τής Αριστεράς τού αντιρατσισμού, τής Αριστεράς τής αλληλεγγύης σέ ο,τιδήποτε μή εθνικό, τής Αριστεράς τών καμμένων κτιρίων, τής Αριστεράς τών αγώνων υπέρ τής δημοκρατίας σοβιετικού τύπου, τής Αριστεράς πού πολεμά τίς επενδύσεις, τής Αριστεράς πού υπερασπίζεται όλες τίς ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αρκεί αυτές νά προέρχονται από τόν ...ΈΈβρο. Μετά τα αποσπάσματα από την Τουρκική Εγκυκλοπαίδεια ακολουθούν σχόλιά μου επί των αναφερομένων. ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ
698
At different points in the long history of the Byzantine Empire the polyglot (Slavic, Greek, Syriac, Coptic, Aramaic, Armenian, Latin) and multiethnic (Bulgarians, Serbs, Croats, Albanians, Greeks, Armenians, Syrians, Egyptians, Jews) empire had been in grave danger. After the mid-seventh century the Byzantine Empire was a medium sized regional state based in Constantinople and fighting a battle for survival. Turkish troops were often hired by the Byzantine emperors, and fleeing Turkish rulers sought refuge in Byzantium more often than among their Muslim brethren in Syria, Mesopotamia, and Iran. By the time the Ottoman Turks settled in the Sakarya valley in the vicinity of the Byzantine Empire, the population of western Asia Minor had largely become Turkish- speaking and Muslim in religion. The Ottomans set such a good example as pacific conquerors that they won the confidence of many former Byzantine subjects. For example, when Nicaea fell, Orhan allowed all who wanted to leave the city to depart freely, taking with them their holy relics, but few availed themselves of the chance. No reprisals were taken against those who had resisted, and the city was left to manage its internal affairs under its own municipal government. Indeed, the Ottomans arrived in Europe as the allies of the Byzantines and established their first bridgehead in Europe in Tzympe, southwest of Gallipoli on the European shore of the Dardanelles, in 1352. Murad colonized newly conquered territories and changed the army by introducing the Janissaries, a corps of young Christians who converted to Islam and were trained to become his private soldiers 1453. After three Genoese broke through the siege, bringing supplies and weapons to the city, Mehmed knew that he must find a way to get part of his fleet into the Golden Horn. The final attack on the city began in the early hours of Tuesday, May 29, and by the afternoon the sultan entered the city, replacing the carcass of the Eastern Roman Empire with a new polity. The population of the empire's Balkan provinces remained largely ethnically Slavic and Orthodox Christian in religion, despite voluntary migration and state organized re-settlements of Turks from Anatolia to the Balkans. The Ottomans built one of the greatest, longest-lived, and most splendid multi-ethnic and multi-religious empires. The Ottomans ruled with relative tolerance and flexibility for centuries over a multiplicity of peoples who followed different religions and spoke languages as divers as Turkic, Greek, Slavic, Albanian, Arabic, and Hungarian. At the height of their power, in the 16th century, their empire stretched from Hungary to Yemen, from Algiers to the Crimea and Iraq. They established peace, law, and order in the Balkans and the Middle East, territories that have seen much violence since the breakup of the empire. The Ottomans also brought economic stability and prosperity and cultural flourishing to many parts of their empire. The spread of local fairs and markets, the establishment of new towns (e.g., Sarajevo), and the population increase in the 16th century, are signs of this economic prosperity.
699
The Greek Barbarossa brothers, Uruc (Aruj) and Hayreddin (Khair adDin), are among the most renowned and successful corsairs, or pirates, of all time. Greek converts to Islam who hailed originally from the island of Mytilene (or Lesbos) in the eastern Aegean, the brothers are a prime example of how Greek maritime skill and knowledge were transmitted to the Ottomans through religious conversion. While many Greeks served in the Ottoman navy, the Barbarossa brothers are the most famous of these because they rose so high in the Ottoman naval hierarchy and because they were instrumental in extending the empire' s borders to North Africa. The Ottoman fleet reached the Cypriot coast in July 1570. The fortified cities of the island fell one by one, and by August of the following year the Ottomans were masters of the island. From the beginning, the Ottomans presented the conflict as a war against the "Franks" (Westerners, in this case the Venetians), not against the Orthodox Christian peasantry who formed the vast majority of the island's population. Orthodox Christian merchants from the Ottoman Balkans and Habsburg Hungary championed this commerce. Between 1650 and 1850, some 1,500,000 "Greeks" (as these Balkan merchants were commonly known to contemporaries regardless of their ethnicities) were involved in this profitable trade. Ali Pasha pursued an independent foreign policy, flirting with the powers involved in the region's politics. Within his domain, he seems to have ensured relative security, which earned him widespread support among his subjects, especially the upper strata of Greek Christians and, to a certain degree, among Albanian villagers. Christians served in his military forces, occupied administrative positions in his government, and assisted him in his diplomatic contacts with the Christian powers. He allowed limited freedom of religious beliefs, even permitting the construction of new churches. During Ali Pasha's rule, Janina became one of the major centers of Greek scholarship. An independent Greek state was first recognized in 1832, as a result of the Greek War of Independence (1821- 1831). Before 1832, Greece was not a specific geographical or political entity. The Byzantine Empire, as the heir of the Roman Empire, had for centuries dominated the medieval northeastern Mediterranean world from its capital in Constantinople (Istanbul), without any political or administrative subdivision that could correspond to the ancient Greek lands or the modern Greek state. In the absence of detailed studies of both Ottoman and Greek primary sources, our knowledge of the history of the Greek provinces of the Ottoman Empire from the initial conquest by the Ottomans to the start of the 19th century is rather limited. Selanik (Salonika) was the biggest city in the Ottoman Balkans, sheltering a large Jewish population, consisting mainly of exiles from the Iberian Peninsula. Selanik was registered with a total of 4,788 taxable households, 54.2 percent of which were Jewish, 25.8 percent Muslim, and 18.9 percent Orthodox Christian. In the process of its expansion, the Ottoman Empire found a crucial ally in the Orthodox Church.
700
Facing potential subordination to or forced union with the Roman Catholic Church, the Orthodox Church opted for its survival under the Muslim Ottoman sultans. In the 17th and, increasingly, in the 18th century, during the great transformation of the Ottoman state and society, a group of local notables, both Muslim and Christian, emerged and gained control of the local communities' fiscal and administrative affairs. During the same period, the growth in the volume of commerce in the Ottoman Empire, following the expansion of European capitalism into the eastern Mediterranean, favored the rise of Greek merchants and shipowners who then sought their independence in regard to the traditional elites. At the same time, influenced by the French Revolution of 1789, a Greek national movement arose slowly, both inside and outside of the Ottoman Empire. That movement ultimately produced the Greek revolution of 1821. Like other modern nations that once belonged to the Ottoman Empire, Greek historiography has typically viewed the centuries of Ottoman rule as an era of "catastrophe," "retardation," and "stagnation," blaming the Ottomans for the lack of modernization and westernization that occurred elsewhere. With the foundation of the Greek state in the first half of the 19th century, Greek scholars sought to legitimize the Greek nation-state in historical terms by outlining an anachronistic history of an Hellenic nation in the eastern Mediterranean stretching in unbroken continuity from antiquity to modern times; the Byzantine Empire was incorporated into this history of the Hellenic nation as a more or less wholly Hellenic polity. During the late 18th and early 19th centuries balkan groups began to evolve from being Albanian-, Romanian-, or Bulgarianspeaking Christians toward identifying linguistically, culturally, and politically as Greek. One reason was Russian Empress Catherine the Great's dream of a Greek revival in Ottoman lands, followed by her aborted attempt to foment uprisings against the Ottomans in the Peloponnese and Aegean islands The Greek War of Independence began in 1820 - 1822 almost simultaneously in the Morea, or Peloponnese, among peasants led by village priests protesting usury and the appropriation of their land by Albanian merchants, and in Crimea under Alexander Ypsilanti, an officer in the czar's army. It was supported by both the British and the Russians. Οι Τούρκοι μέ πάθος αγωνίζονται νά αποδείξουν ότι οι Βυζαντινοί δέν ήταν ΈΈλληνες. Τό Βυζάντιο (λένε) ήταν ένα μείγμα από πολλά έθνη: από Σλάβους, Λατίνους Αιγυπτίους κ.λ.π., όπου μιλούσαν πολλές γλώσσες, όπως αραμαϊκά, κοπτικά, σλαβικά κ.ά.! Τό Βυζάντιο από τόν 7ο αιώνα ήταν ένα μικρό κρατίδιο πού αγωνιζόταν γιά τήν ύπαρξή του! Πλήρης υποβάθμιση καί απαξίωση..... Σέ κανένα άλλο σημείο αναφοράς τους γιά τό Βυζάντιο δέν αναφέρουν τή λέξη ΈΈλληνας ή ελληνικό. Οι αρχαίοι ΈΈλληνες φαίνεται
701
ότι ξέχασαν νά τεκνοποιήσουν καί δέν άφησαν απογόνους. Οι Οθωμανοί ήρθαν τόσο ειρηνικά, ώστε οι Βυζαντινοί τούς αγάπησαν σφόδρα. Χρησιμοποιούσαν Τούρκους ως μισθοφόρους καί εντελώς αβίαστα γίνονταν μουσουλμάνοι καί αντί γιά ...αραμαϊκά προτιμούσαν νά μιλούν τουρκικά! Οι Βυζαντινοί παρέδωσαν πρόθυμα τίς πόλεις τους όπως γιά παράδειγμα τή Νίκαια, στούς συμμάχους τους Τούρκους, η οποία αποτελούσε ένα λαμπρό παράδειγμα συνύπαρξης Χριστιανών καί μουσουλμάνων! Αχ, ευτυχώς πού ήρθαν οι Τούρκοι από τίς στέππες τής Μογγολίας καί ανέλαβαν τήν διοίκηση τών πόλεων, διότι αυτές αποτελούσαν βάρος γιά τούς μή ΈΈλληνες Βυζαντινούς. Καί μή σάς ξεφύγει καί πείτε τίποτα γιά σφαγές, λεηλασίες, γενοκτονίες, ολοκαυτώματα, εξισλαμισμούς, αρπαγές γυναικών καί παιδιών, καρατομήσεις, βασανιστήρια, παλουκώματα, τσιγκέλια, καταστροφές καί εμπρησμούς πόλεων, γιατί αυτό σημαίνει ότι είστε ρατσιστές καί φασίστες........ Ο καλός μας ο Μουράτ εποίκισε μέ ευάλωτες κοινωνικές ομάδες τίς πόλεις τής Μικράς Ασίας καί δημιούργησε μέ παιδιά Χριστιανών σώματα γενιτσάρων γιά τό στρατό του! Προφανώς, ήταν τιμή γιά τούς πατεράδες νά στέλνουν τά παιδιά τους στόν οθωμανικό στρατό γιά νά υπηρετούν τόν πολυαγαπημένο τους πατισάχ: "Ο Αλλάχ νά μού παίρνει χρόνια καί νά στά δίνει ημέρες φιλεύσπλαχνε σουλτάνε μου!" Καί επιτέλους ήλθε η μεγάλη μέρα πού ο Μωάμεθ ο πορθητής εισήλθε στήν Ιστανμπούλ. ΈΈτσι, έγινε αυτός ο διάδοχος τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πρός τέρψιν προφανώς όλων, συμπεριλαμβανομένων καί τών Βυζαντινών, οι οποίοι δέν πρέπει ποτέ μά ποτέ νά ξεχνάμε ότι δέν ήταν ΈΈλληνες.... ! Ο πληθυσμός τών Βαλκανίων ήταν κυρίως σλαβικός καί χριστιανικός καί άς ήρθαν, εθελοντικά πάντα, τουρκομάνοι έποικοι από τήν ανατολή! Τόν εποικισμό οι Οθωμανοί τόν εφήρμοζαν από τότε μέ επιτυχία γιά νά ολοκληρώσουν τίς κατακτήσεις τους. Παραδόξως καμαρώνουν γιά τούς εποικισμούς καί τήν αλλοίωση τών γηγενών πληθυσμών οι Τούρκοι. Οι Οθωμανοί έχτισαν τήν πιό λαμπρή καί ένδοξη πολυεθνική καί πολυπολιτισμική αυτοκρατορία πού υπήρξε ποτέ, η οποία χαρακτηρίζοταν από τήν ανεκτικότητά της στίς διάφορες άλλες εθνότητες! Εκτείνονταν από τήν Υεμένη μέχρι τήν Ουγγαρία καί χαρακτηρίζονταν από τήν ειρήνη, τή νομιμότητα καί τήν τάξη! Οι Οθωμανοί έφεραν τεράστια οικονομική ανάπτυξη, ευημερία καί πολιτιστική άνθηση!
702
Αχ, πότε θά ξαναβρεθούμε πάλι σέ μία πολυπολιτισμική κοινωνία χωρίς σύνορα σάν τήν οθωμανική! Αλλάχ, κάνε τό θαύμα σου νά περιέλθουμε πάλι στίς αγκάλες τής Τουρκίας καί νά ζήσουμε κάτω από τήν δικαιοσύνη καί τήν ειρήνη πού μάς εγγυάται ο σουλτάνος... Ας είναι καλά τό ΠΑΣΟΚ καί η Αριστερά μας πού μάς έφεραν τήν ελληνοτουρκική φιλία! Είθε νά δούμε πάλι νά αυξάνεται ο τουρκικός πληθυσμός καί νά μειώνεται ο ελληνικός! Η εγκυκλοπαίδεια συνεχίζει μέ τό μεγαλείο τής τουρκοκρατίας καί μέ τούς ήρωες τής οθωμανικής αυτοκρατορίας: Μεγάλοι ήρωες είναι οι αδελφοί Μπαρμπαρόσσα, οι οποίοι ήταν ΈΈλληνες από τό νησί Μυτιλήνη! (Δέν ξέρουν ούτε τά ονόματα τών νησιών πού διεκδικούν καί θεωρούν τουρκικά οι παλιοτουρκαλάδες). Μεγάλες προσωπικότητες οι αδελφοί Μπαρμπαρόσσα (εξισλαμισμένοι ΈΈλληνες), καί είναι ένα λαμπρό παράδειγμα τής αγαστής συνεργασίας Ελλήνων καί Τούρκων τήν περίοδο τής οθωμανικής διοίκησης στά Βαλκάνια! Τί υπέροχο νά βλέπεις ΈΈλληνες νά γίνονται Τούρκοι καί νά σκορπούν τόν όλεθρο στούς χριστιανικούς πληθυσμούς τών νησιών τού Αιγαίου! ΉΉρθε καί η ευλογημένη μέρα τής απελευθέρωσης τής Κύπρου από τούς Βενετούς. Οι Οθωμανοί εισήλθαν στήν Κύπρο ως ελευθερωτές γιά τόν λαό της, ο οποίος φυσικά δέν ήταν ελληνικός αλλά απλά χριστιανικός, καί προφανώς βγήκαν στούς δρόμους καί έρραιναν μέ άνθη τούς γενναίους Τούρκους στρατιώτες! Στήν πολυπολιτισμική οθωμανική αυτοκρατορία περνούσαν οι αγάδες καλά μά καλύτερα περνούσαν οι Χριστιανοί έμποροι, οι οποίοι κακώς ονομάζονταν ΈΈλληνες καί οι οποίοι ζούσαν υπέροχα αποκομίζοντας τεράστια κέρδη! Μία άλλη φωτισμένη προσωπικότητα τής εποχής ήταν ο Αλή πασάς τών Ιωαννίνων, τόν οποίον υπεραγαπούσαν οι υπηκόοι του Αλβανοί καί ΈΈλληνες! Τά Ιωάννινα ήταν τό μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο τής εποχής καί οι Χριστιανοί υπηρετούσαν μέ ζήλο τόν καλό καί αγαθό βεζύρη, πού τούς επέτρεπε νά χτίζουν ακόμα καί εκκλησίες! Καί ήρθε η εποχή, όπου, τελείως ανεξήγητα, κάποιοι υπήκοοι, πού ήθελαν νά τούς ονομάζουν ΈΈλληνες, αποφάσισαν νά δημιουργήσουν κράτος ανεξάρτητο καί νά φύγουν από τήν χρηστή αγκαλιά τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ελληνικό κράτος ουδέποτε υπήρξε πρίν τό 1832. Υπήρχε εκείνη η βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία δέν πρέπει ποτεεεέ, μά ποτεεεέ, νά ξεχνάμε, ότι δέν ήταν ελληνική αλλά ρωμαϊκή, καί κατείχε εκείνα τά εδάφη, τά οποία κάποιοι εθνικιστές ήθελαν νά λέγονται Ελλάδα!
703
Εμμέσως παραδέχονται οι φίλοι μας Τούρκοι, ότι η περίοδος από τήν κατάκτηση, συγγνώμη..., από τήν ''απελευθέρωση'' από τήν δυναστεία τών Βυζαντινών τών εδαφών πού σήμερα αποκαλούνται άκουσον, άκουσον, ''Ελλάδα'', είναι σκοτεινή αφού δέν υπάρχουν πηγές από τόν 15ο έως τόν 19ο αιώνα. Πώς εκείνη η λαμπρή αυτοκρατορία (η οθωμανική) μέ τόν ''περίφημο'' πολιτισμό δέν έχει πηγές γιά τόν χώρο πού σήμερα ονομάζεται Ελλάδα, ούτε ο συγγραφέας εκείνης τής παραγράφου μπορεί νά απαντήσει καί ο οποίος, δυστυχώς, είναι ελληνόφωνος. Ο ελληνόφωνος αυτός συγγραφέας καί νέος Μπαρμπαρόσσα, ο οποίος δέν σφάζει μέ γιαταγάνι αλλά σφάζει μέ τήν πένα του, αποκαλεί τήν Θεσσαλονίκη ''Σελανίκ'' καί φυσικά τονίζει ότι ο πληθυσμός της δέν ήταν ελληνικός, πώς θά μπορούσε άλλωστε(!), αλλά εβραϊκός καί μουσουλμανικός! Τύφλα νάχει ο Μπουτάρης! ΈΈνα από τά άπειρα καλά πού έκαναν οι Τούρκοι στούς Χριστιανούς είναι ότι σεβάστηκαν τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, καί υπήρχε μία υπέροχη συνεργασία μεταξύ τού Πατριάρχη καί τού σουλτάνου! Τόσο οι Χριστιανοί όσο καί οι μουσουλμάνοι συμμετείχαν ισότιμα στήν διοίκηση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά τόν 17ο αιώνα! Τήν ίδια περίοδο αναπτύχθηκε τό ναυτικό εμπόριο καί οι ΈΈλληνες πλούτισαν. Μή έχοντας κάποιον ιδιαίτερο λόγο νά επαναστατήσουν παρασύρθηκαν από εκείνη τήν γαλλική επανάσταση καί αναπτύχθηκε ένα εθνικιστικό ρεύμα πού οδήγησε στήν επανάσταση τού 1821! Μέχρι τότε δηλαδή δέν είχε γίνει ούτε μία επαναστατική ενέργεια τών Ελλήνων, διότι περνούσαν ζωή καί κότα μέ τούς Τούρκους! Ειρηνική συνύπαρξη, διαφορετικότητα, ανεκτικότητα, αντιρατσισμός, ανοικτά σύνορα, πολυπολιτισμός, ήταν τά υπέροχα εκείνα στοιχεία τής οθωμανικής παγκοσμιοποίησης καί ήρθαν κάποιοι εθνικιστές καί ληστές νά τά διαλύσουν καί νά δημιουργήσουν ένα μονοεθνικό κράτος μέ κλειστά σύνορα! Οι αχάριστοι ΈΈλληνες ιστορικοί (λέει ο γενίτσαρος ιστορικός) κατηγορούν τήν κακομοίρα καί ευάλωτη οθωμανική αυτοκρατορία ότι επέφερε καταστροφή, καθυστέρηση καί στασιμότητα στήν Ελλάδα. Προσέχει ο συγγραφέας νά βάλει καί εισαγωγικά στίς λέξεις αυτές γιατί αυτά, υποτίθεται, είναι απλή συκοφαντία! Πόσο άδικοι πού είναι αυτοί οι εθνικιστές ΈΈλληνες. Καί τί ρατσιστές πάνω απ' όλα, νά μήν θέλουν νά συνυπάρχουν μέ τούς μουσουλμάνους! Επίσης, αυτοί οι εθνικιστές καί ανιστόρητοι ΈΈλληνες. Επιθυμούν νά αποδείξουν ότι τό ελληνικό έθνος έχει ιστορική συνοχή καί συνέχεια καί ενσωμάτωσαν καί τήν βυζαντινή αυτοκρατορία στήν ιστορία τους! Πώ πώ! Τί τεράστιο λάθος νά θεωρούν τήν βυζαντινή αυτοκρατορία ως
704
ελληνικό κράτος! Τσ τσ! Τί αναχρονιστικοί πού είναι αυτοί οι γιουνάνηδες! Καλά, δέν ξέρουν ότι δέν υπάρχει ελληνικό έθνος καί ότι ένα σλαβορουμανικοαλβανικό κρατίδιο δημιουργήθηκε τό 1832 καί αυτοί τό ονόμασαν Ελλάδα γιατί δέν είχαν τί άλλο όνομα νά δώσουν; (!) Ο αναγνώστης, μέσα από τόν εύθυμο τόνο πού δίνω, ας προσέξει ότι τό Υπουργείο αντεθνικής Παιδείας κάθε χρόνο προσπαθεί νά προωθήσει στά σχολικά βιβλία αυτές τίς απόψεις οι οποίες κάποτε θά αποτελέσουν καί τήν επίσημη ελληνική κρατική θεώρηση. ΌΌποιος καταφέρεται στό μέλλον κατά τών Τούρκων θά διώκεται ως εθνικιστής καί ρατσιστής. Στίς αιτίες τής επανάστασης τονίζεται καί ο ρόλος τών Ρώσων. Είπαμε, πρωτίστως, πρέπει νά αποδειχθεί ότι οι ΈΈλληνες, πού (γι᾽ αυτούς) δέν ήταν ΈΈλληνες αλλά Αλβανοί, Ρουμάνοι καί Βούλγαροι, δέν είχαν κανένα λόγο νά επαναστατήσουν. Γι᾽ αυτό, πρέπει νά αποδειχθεί ότι οι Ρώσοι τούς παρέσυραν σέ αυτή τήν πράξη. Οπότε, τονίζεται ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, πού οργάνωσε τήν εξέγερση στήν Μολδαβία, ήταν Ρώσος αξιωματικός καί ο Καποδίστριας, πού ήταν Ρώσος διπλωμάτης, είχαν επηρεάσει τόν τσάρο νά υποστηρίξει τήν ελληνική επανάσταση. Τήν ελληνική επανάσταση, εκτός από τή Ρωσία, τήν στήριζε καί η Αγγλία. Στίς αφορμές τής επανάστασης η μεγάλη τουρκική εγκυκλοπαίδεια αναφέρει τήν καταπάτηση κτημάτων χωρικών από ... Αλβανούς εμπόρους! Οπότε, Ρώσοι, Βρετανοί καί Αλβανοί ευθύνονται γιά τήν επανάσταση! Οι Οθωμανοί ήταν κάτι σάν οι καλοί μας άγγελοι....... http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis22.html
705
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΓ' Εκστρατεία τού Μουσταή πασά τής Σκόδρας Τήν εκστρατεία στήν Δυτική Στερεά Ελλάδα (Καρλέλι), γιά τό έτος 1823, τήν ανέλαβε ο ικανότατος Μουσταή πασσάς τής Σκόδρας, η οποία ήταν η πόλη Σκουτάριον κατά τούς βυζαντινούς χρόνους τού Θέματος τού Δυρραχίου. Η Σκόδρα διέθετε τούς γενναιότερους γιά εκείνη τήν εποχή στρατιώτες τού οθωμανικού στρατού, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί από τή βόρειο Αλβανία. Η επιλογή τού Μουσταή πασσά χαροποίησε τούς μουσουλμάνους αφού θεωρούσαν βεβαία τήν επικράτηση τού στρατού τού Αλβανού πασσά κατά τών απίστων γκιαούρηδων. Ο Ομέρ Βρυώνης θά συνέπραττε μέ τόν Μουσταή, ο οποίος είχε εντολή νά διέλθει από τά 'Αγραφα καί νά ζητήσει από τούς αρματολούς τής περιοχής νά προσκυνήσουν, προκειμένου όλοι μαζί νά πολιορκήσουν καί νά καταλάβουν τό Μεσολόγγι πού ήταν τό προπύργιο τής αντίστασης στήν Δυτική Ρούμελη. Ο Μουσταή πασσάς έφθασε στίς 20 Ιουλίου 1823 στά Τρίκαλα καί από εκεί κατευθύνθηκε ανενόχλητος στήν απρόσιτη περιοχή τών Αγράφων. Ο ακόλουθος Χριστιανός τού Μουσταή πασσά Γεώργιος Βουλπιώτης συνέταξε γράμματα μέ τά οποία καλούσε τούς αρματολούς τών Αγράφων Καραϊσκάκη καί Στουρνάρη, εντός δεκαπέντε ημερών νά έρθουν νά προσκυνήσουν τόν πασσά, διαφορετικά θά τούς θεωρούσε εχθρούς του. Ο φυματικός Καραϊσκάκης εκείνη τήν εποχή ήταν άρρωστος καί είχε καταφύγει στό μοναστήρι τού Προυσσού γιά νά τόν περιθάλψουν οι μοναχοί. Σημειώνουμε τό γεγονός ότι ο Καραϊσκάκης βρισκόταν σέ αιματηρή διένεξη μέ τούς Ρουμελιώτες αρματολούς διότι τούς θεωρούσε ως απειλή γιά τό αρματολίκι του στά 'Αγραφα καί δέν είχε φροντίσει νά προβάλει σοβαρή αντίσταση στούς Τουρκαλβανούς τού Μουσταή. ΌΌταν πέρασε η διορία τών δεκαπέντε ημερών, χωρίς φυσικά νά απαντήσουν οι ΈΈλληνες αρματολοί, ο Μουσταή πασσάς διέταξε τόν Σούλτσα Κόρτσα νά εισβάλει στήν περιοχή τού Ασπροποτάμου (Ελάτη Περτούλι) μέ δύναμη 4000 ανδρών. Ο Κόρτσα επιτέθηκε κατά τών Ελλήνων στού Κόρμπου τό πηγάδι καί αφού σκόρπισε τούς λίγους αγωνιστές τού Νικολού Στουρνάρη τού Γρηγόρη Λιακατά καί τού Νάσιου Μάνταλου, λεηλάτησε καί έκαψε τά χωριά Τύρνα, Περτούλι, Ελάτη, Βετερνίκο καί Πύρρα. Οι Τουρκαλβανοί χωρίς νά συναντήσουν άλλη αντίσταση έφθασαν στό Καρπενήσι σκορπίζοντας τόν όλεθρο σέ όλα τά χωριά τής περιοχής ενώ πυρπόλησαν καί τά μοναστήρια πού βρήκαν στό διάβα τους, μεταξύ τών οποίων ήταν τό μοναστήρι τού Δούσικου καί τό μοναστήρι τής
706
Τατάρνας κάνοντας στάχτη 2000 τόμους βιβλίων καί χειρογράφων πού υπήρχαν στίς βιβλιοθήκες τους. «Ο Μουσταφά πασσάς βεζύρης τής Σκόδρας υποσχεθείς εις τόν σουλτάνον ότι θέλει εκστρατεύσει κατά τής Ελλάδος, ήρχισε νά στρατολογή εις τάς επαρχίας τής Ιλλυρίας καί Αλβανίας καί συσσωματωθείς έλαβε τόν δρόμον τής κάτω Μακεδονίας πρός τήν Θεσσαλίαν. Διαδοθείσης τής φήμης ότι ο πασσάς τής Σκόδρας εκστρατεύει κατά τής Ελλάδος παραχρήμα διεδόθη εφ' όλων τών Οθωμανών τής ευρωπαϊκής Τουρκίας η είδησις αύτη καί ήρχισεν ένας αλλαλαγμός χαράς, διότι άπαντες επίστευον μετά πολλής πεποιθήσεως, ότι εκστρατεύοντος τού πασσά τής Σκόδρας κατά τής Ελλάδος, βεβαίως αύτη τετέλεσται, διότι εάν οι ΈΈλληνες απειθήσωσι καί δέν υποταχθώσιν, ο ήρως ούτος θέλει απεράσει όλους αυτούς εν στόματι μαχαίρας. Περί τά μέσα τού Ιουλίου 1823 ο Μουσταφά πασσάς έφθασεν εις Τρίκαλα τής Θεσσαλίας ένθα επεθεώρησε καί συνεκέντρωσε τόν στρατόν του συγκείμενον ως επί τό πλείστον από πολίτας Σκοδριανούς καί από τούς ορεινούς Λατίνους (καθολικούς) τής Λέσνιας καθώς καί από τά μικρά πασαλίκια τής Γκεκαριάς Ιπέκα, Πίσδενα, Ιάκωβα, Βράννα, Τρίμπρα, ΌΌχριδα, Αλμπάσανη καί λοιπά καί από Αλβανούς, όλος δέ ο αριθμός ούτος ήτο περί τάς είκοσι χιλιάδας. Η σουλτανική κυβέρνησις είχε διατάξει τόν βεζύρην τούτον νά μή λάβη τόν συνήθη δρόμον τών άλλων εκστρατειών, αλλά νά διέλθη διά τών Αγράφων καί τών λοιπών ορεινών επαρχιών όπως πολεμήση καί υποτάξη τούς ορεινούς ΈΈλληνας, τούς οποίους εθεωρούσαν ως μαχιμωτέρους καί διά τούς οποίους έλεγεν εις τό πρός τόν βεζύρην τούτον διάταγμα νά φροντίση ώστε νά καταστραφώσιν ούτοι, οίτινες δίδουσι τά καταφύγια εις τούς ΈΈλληνας κατοίκους τών πεδινών επαρχιών τής δυτικής Στερεάς. Μετά δέ τήν αποτελεσματικήν ταύτην ενέργειαν τόν διέτατε νά μεταβή εις Μεσολόγγιον, όπου ενούμενος μετά τού Βρυώνη νά καταπολεμήσουν καί υποτάξουν τήν οχυρωθείσαν ταύτην πόλιν.» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - Κουτσονίκα Εκείνη τήν εποχή η Δυτική Ελλάδα υπέφερε από τίς έριδες τών Ελλήνων όπως άλλωστε καί οι υπόλοιπες επαναστατημένες περιοχές. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είχε απονείμει τό αξίωμα τού στρατηγού στό Μάρκο Μπότσαρη, γεγονός πού είχε δυσαρεστήσει τούς οπλαρχηγούς τής περιοχής, οι οποίοι έπρεπε νά βρίσκονται κάτω από τίς διαταγές ενός ξένου πρός τήν περιοχή τους οπλαρχηγού. 'Ασβεστο παρέμενε επίσης καί τό μίσος τής φάρας τών Τζαβελαίων έναντι τών Μποτσαραίων, ένα μίσος πού κρατούσε από τά χρόνια τού Αλή πασά καί τό οποίο υπέθαλπε ο Ζυγούρης Τζαβέλας, πού έπνεε
707
μέναια κατά τού Μάρκου Μπότσαρη. ΌΌταν ανέλαβε τόν έλεγχο τού Εκτελεστικού ο Κολοκοτρώνης, γιά νά μήν αφήσει τήν Αιτωλοακαρνανία υπό τήν επιρροή τού Μαυροκορδάτου, όρισε ως έπαρχο τής περιοχής τόν Κεφαλονίτη Κωνσταντίνο Μεταξά. Ο Μεταξάς αφού παρέλαβε καί αρκετούς συμπατριώτες του απέπλευσε από τήν Γλαρέντζα (Κυλλήνη) καί έφθασε στό Μεσολόγγι, όπου συνειδητοποίησε πόσο δύσκολη ήταν η αποστολή του. Οι ντόπιοι δυσανασχετούσαν μέ τούς Σουλιώτες, οι Γριβαίοι είχαν δολοφονήσει τρείς από τήν φάρα τών Χασαπαίων, οι Τζαβελλαίοι μισούσαν τούς Μποτσαραίους, ο Καραϊσκάκης πολεμούσε τόν Ράγκο κ.ο.κ. ΈΈνα ακόμα πρόβλημα ήταν καί η τροφοδοσία τών εκατοντάδων Σουλιωτών μαχητών οι οποίοι από κοινού μέ τούς αρματολούς τού Τσόγκα άρπαζαν τρόφιμα από τούς κατοίκους τού Μεσολογγίου. Αναρχία καί διαίρεσις επικρατούσαν στό Μεσολόγγι ενώ κατηφόριζε ο πανίσχυρος στρατός τού Μουσταή πασσά από τήν Σκόδρα γιά νά καταπνίξει τήν επανάσταση σέ ολόκληρο τό Καρλέλι. Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς μίλησε σέ όλους τούς οπλαρχηγούς καί ιδιαιτέρως στόν Μάρκο Μπότσαρη καί τούς εξήγησε ότι ήρθε στό Μεσολόγγι μέ σκοπό νά ενώσει εχθρούς καί φίλους καί όλοι μαζί από κοινού νά πολεμήσουν τόν μουσουλμάνο κατακτητή. Στή συνάντηση πού έγινε στά Κερασοβίτικα Καλύβια, συμμετείχαν οι πρόκριτοι τού Μεσολογγίου Καραπιπέρης, Ραζηκότσικας καί Μποσινέλης καί οι αρματολοί ΊΊσκος, Ράγκος, Γρίβας, Πεσλής, Γιολδάσης, Σαδήμας, καί Μακρής καί όλοι μαζί άκουσαν τόν Μεταξά νά τούς εκλιπαρεί γιά ομόνοια καί ειρήνη. Τούς κάλεσε δέ νά δεχτούν στίς τάξεις τους τούς Σουλιώτες πού είχαν χάσει τήν πατρίδα τους καί πρότεινε νά τούς παραχωρηθεί τό τουρκοχώρι Ζαπάντι, τό οποίο είχαν εγκαταλείψει οι κάτοικοί του στίς αρχές τής επανάστασης. Τήν επομένη, συγκεντρώθηκαν καί οι Σουλιώτες, συμπεριλαμβανομένων καί τών Τζαβελαίων, στό παλάτι τού πρώην Τούρκου βοεβόδα, όπου τούς είχε καλέσει ο Μάρκος Μπότσαρης καί μέσα σέ μία ατμόσφαιρα φορτισμένη από τή συγκίνηση καί μιλώντας αρβανίτικα, τούς παρακάλεσε νά μονοιάσουν καί νά πολεμήσουν γιά τήν κοινή τους πατρίδα τό Ρωμέϊκο. ΉΉταν ντροπή γιά τά χαμένα τους εδάφη καί τό πολυαγαπημένο τους Σούλι, νά τσακώνονται μεταξύ τους γιά αξιώματα καί τίτλους καί μέ μία κίνηση έσκισε τό δίπλωμα τού στρατηγού πού τού είχε αποδοθεί λέγοντας: "ΌΌ καλύτερος ας πάρει τό δίπλωμα αύριο από τόν εχθρό μέ τό αίμα του." «Η Δυτική Ελλάς μετά τήν αναχώρησιν τού Μαυροκορδάτου ετέλει υπό τριμελή επιτροπήν, ήν ούτος εσύστησε καί η κυβέρνησις επεκύρωσεν.
708
Αλλά τό νέον νομοτελεστικόν (Εκτελεστικό υπό τήν επιρροή τού Κολοκοτρώνη), διά τήν πρός τούς φίλους τού Μαυροκορδάτου δυσπιστίαν, έπαυσε τήν επιτροπήν καί διώρισε τήν 5ην Ιουνίου 1823 γενικόν έπαρχον Αιτωλίας καί Ακαρνανίας τόν τότε αρχηγόν τού τάγματος τών Κεφαλλήνων, Κωνσταντίνον Μεταξάν· διά διατάγματος δέ τής 13ης Ιουνίου τώ έδωκε καί στρατιωτικήν εξουσίαν καθ' όλην τήν Δυτικήν Ελλάδα. Διέτριβεν ούτος (ο Μεταξάς) τάς ημέρας εκείνας εν τή επαρχία τών Πατρών μετά τών υπ' αυτόν στρατιωτών, καί η μετάβασίς του εις Μεσολόγγι εφαίνετο επικίνδυνος διά τόν επικρατούντα θαλάσσιον αποκλεισμόν της πόλεως. (Εκείνη τήν περίοδο βρισκόταν στό λιμάνι τών Πατρών ο οθωμανικός στόλος τού Χοσρέφ πασά). Αλλά δύο ένοπλα πλοιάρια τού Μεσολογγίου διέπλευσαν αβλαβώς εις τήν αντίκρυ πελοποννησιακήν παραλίαν καί αβλαβώς επανέπλευσαν φέροντα αυτόν υπό τό πύρ τών εχθρών. Αθλία ήτον η κατάστασις τής Δυτικής Ελλάδος καθ' όν καιρόν επέκειτο τοιούτος κίνδυνος. Τά πλείστα τών ταγμάτων της, περιφερόμενα τήδε κακείσε, έζων εξ αρπαγής· τινά δέ υπό τόν Μάρκον Μπότσαρην, τούς Τζαβέλλας, τόν Μακρήν καί τόν Τσόγκαν διέτριβαν εντός τού Μεσολογγίου καί τού Ανατολικού (Αιτωλικού) τρεφόμενα, διά τήν παντελή ένδειαν τού ταμείου, υπό τών πολιτών, καί εκ τούτου προήρχετο μέγας γογγυσμός, καί συνέβαιναν συχναί καί βαρείαι συγκρούσεις. Επεκράτει δέ καί διχόνοια τών οπλαρχηγών καί τών πολιτικών όλης σχεδόν τής Δυτικής Ελλάδος· διεφώνουν καί οι οπλαρχηγοί πρός αλλήλους. Οι Σουλιώται εζήτησαν νά συνοικισθώσιν εν Ζαπαντίω, κώμη εθνική πλησίον τού Βραχωρίου (Αγρινίου)· η δέ κυβέρνησις καλώς ποίουσα διέταξε νά τοίς χαρισθώσιν όλαι τής κώμης εκείνης αι γαίαι· αλλ' οι πλείστοι τών πολιτικών καί πολεμικών τών μερών εκείνων καί οι κάτοικοι τών εν γένει δυσηρεστήθησαν καί παρήκουσαν τήν διαταγήν τής κυβερνήσεως, θέλοντες νά οικειοποιηθώσι τάς περί ών ο λόγος γαίας. Μέγα δέ εμπόδιον εις πάσαν κατά τού εχθρού εκστρατείαν εφαίνετο η περί τής υποθέσεως ταύτης λογομαχία. Εις διόρθωσιν τού κακού τούτου καί εις κίνησιν τών στρατευμάτων συνεκάλεσεν ο γενικός έπαρχος Κωνσταντίνος Μεταξάς, άμα φθάσας, πολιτικήν καί στρατιωτικήν συνέλευσιν εις τά Κερασοβίτικα Καλύβια, όπου γενομένου πολλού λόγου περί τής επικινδύνου καταστάσεως τού τόπου, περί τών επικρατουσών διχονοιών, καί περί τής ανάγκης τής κοινής ενώσεως, επείσθησαν όλοι ν' αγωνισθώσι πρώτον εις τό νά διατηρηθή ελεύθερος ο τόπος όν ηπείλει η επικειμένη εχθρική εισβολή, καί έπειτα νά λύσωσιν εν αδελφική αγάπη τά περί συνοικισμού ζήτημα. Τούτου δέ γενομένου, εσυστήθησαν δύο συμβούλια παρά τώ γενικώ επάρχω, τό μέν πολεμικόν τό δέ πολιτικόν, καί κοινή γνώμη απεφασίσθη
709
οι μέν Σουλιώται καί οι υπό τόν Καραϊσκάκην, τόν Γιολδάσην, τόν Σαδήμαν, τόν Κίτσον καί άλλους οπλαρχηγούς νά συγκεντρωθώσι κατά τό Καρπενήσι προς αντίκρουσιν τών δι' εκείνης τής οδού ερχομένων εχθρών, οι δέ υπό τόν Τσόγκαν, τόν Μακρήν καί άλλους κατά τήν Λάσπην πρός αντίκρουσιν τών υπό τόν Βρυώνην ερχομένων διά Καρβασαρά (Αμφιλοχίας). Αφ' ού επροσκύνησεν ο Βαρνακιώτης, διωρίσθη αντ' εκείνου στρατηγός κατά τήν Δυτικήν Ελλάδα ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο διορισμός ούτος επλήγωσε τήν φιλοτιμίαν τών οπλαρχηγών τού μέρους εκείνου. Ουδείς αυτών διεφιλονείκει τά πολεμικά προτερήματα τού Μάρκου, αλλ' ουδείς ήθελε νά τώ δώση καί τά πρωτεία· η δε κυβέρνησις, είτε εις ταπείνωσιν τού Μάρκου, όν υπέβλεπεν ως φίλον τού Μαυροκορδάτου, είτε εις καθησύχασιν τών ταραττομένων καί ταραττόντων οπλαρχηγών καί αντιποιουμένων τήν αυτήν τιμήν, έστειλε πρός τινας αυτών διπλώματα στρατηγίας. Ο Μάρκος εξέλαβε τήν αποστολήν τών διπλωμάτων τούτων ως ύβριν καί καταβιβασμόν, καί μη καταδεχόμενος νά ήναι ίσος τών άλλων, έσχισεν, οργήν πνέων, ενώπιον πολλών οπλαρχηγών τό δίπλωμά του ειπών, "όποιος είναι άξιος λαμβάνει δίπλωμα μεθαύριον έμπροσθεν τού εχθρού". Ταύτα είπε, καί τήν επαύριον εξεστράτευσε μετά τών περί αυτόν. Εξεστράτευσαν κατόπιν αυτού καί τά λοιπά στρατεύματα. Ο δέ εν Πάτραις Χουσρέφης, (Τούρκος ναύαρχος) βλέπων ότι η επαρχία Μεσολογγίου καί Ανατολικού έμεινε κενή στρατευμάτων, εξέτεινε μετ' ολίγας ημέρας τήν ναυτικήν του γραμμήν από Ναυπάκτου εις Κανδύλαν (Μύτικα), έκαυσε τό Νεοχώρι (χωριό δυτικά τού Αιτωλικού) καί τον Γαλατάν (χωριό κοντά στίς εκβολές τού Εύηνου ποταμού), καί απεβίβασεν επί τής παρά τόν Γαλατάν παραλίας ικανούς στρατιώτας καί ναύτας καί έστησεν εκεί στρατόπεδον, αλλ' οι εντόπιοι, Μεσολογγίται καί Ανατολικιώται, επεξήλθαν υπό τόν έπαρχον, καί μάχης γενομένης υπερίσχυσαν καί ηνάγκασαν τούς αποβιβασθέντας νά αναβιβασθώσιν εις τά πλοία των.» Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ' Μετά από τίς κατευναστικές προσπάθειες τού Κωνσταντίνου Μεταξά ξεκίνησαν τά ένοπλα σώματα τών οπλαρχηγών γιά νά πιάσουν τίς ορεινές διαβάσεις καί νά περιμένουν τόν εχθρό. Ο ΊΊσκος καί ο Ράγκος μέ τούς Βαλτινούς πήγαν στό Μακρυνόρος, ο Μακρής στήν Λάσπη (χωριό βορείως τής Τριχωνίδας) καί ο Τσόγκας στήν Βόνιτσα. Τά σώματα αυτά θά έπρεπε νά διατηρούν τήν επικοινωνία μεταξύ τους καί σέ περίπτωση κινδύνου νά σπεύσουν νά αλληλοκαλυφθούν. Ο Μάρκος Μπότσαρης μέ τούς Σουλιώτες κινήθηκε πρός τό Καρπενήσι μαζί μέ τούς
710
οπλαρχηγούς Γιολδάση, Πεσλή καί Σαδήμα. Ο Μεταξάς, μόλις ανεχώρησαν οι ένοπλοι από τήν πόλη τού Μεσολογγίου, ασχολήθηκε μέ τήν οχύρωσή της καί μέ τήν προμήθεια πολεμοφοδίων καί τροφίμων, ώστε νά είναι έτοιμο τό Μεσολόγγι σέ ενδεχόμενη πολιορκία. Η οχύρωση τής πόλως τού Μεσολογγίου ανατέθηκε στό μηχανικό Μιχαήλ Κοκκίνη, ο οποίος είχε σπουδάσει στή Γαλλία. O Kοκκίνης άρχισε τήν κατασκευή τών τειχών καί τών πυροβολείων τό Μάρτιο τού 1823 καί θά ολοκλήρωνε τό έργο του τόν επόμενο χρόνο. Μία προσπάθεια τών Τούρκων νά καταλάβουν τό Μποχώρι (Ευηνοχώρι) καί τόν Γαλατά, μέ τήν υποστήριξη τού τουρκικού στόλου, απέβη άκαρπη, καθώς οι Κωνσταντίνος Μεταξάς, Σπύρος Βαλσαμάκης καί Τσάτσος μέ Μεσολογγίτες καί Αιτωλικιώτες ενόπλους αντέταξαν ισχυρή άμυνα στή θέση Τεκέ στούς πρόποδες τής Βαράσοβας καί ανάγκασαν τούς εχθρούς νά υποχωρήσουν, αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα. Θάνατος τού Μάρκου Μπότσαρη, 9 Αυγούστου 1823 Στίς 7 Αυγούστου 1823, o Μάρκος Μπότσαρης κατέλαβε τό Μικρό Χωριό, νοτίως τού Καρπενησίου, ενώ ο Τζαβέλας μέ τόν Λάμπρο Βεΐκο καί τόν Γεώργιο Κίτσο (αδελφό τής περίφημης κυρά-Βασιλικής τού Αλή πασά) στρατοπέδευσαν στό Μεγάλο Χωριό. Μία επιστολή του γραμμένη πρίν μερικές ημέρες έχει ως εξής: "Οι εχθροί επροχώρησαν εις τήν Δυτικήν Ελλάδα, καθυπέταξαν τόν Ασπροπόταμο (Αχελώο) καί 'Αγραφα, ηχμαλώτισαν καί κατέστρεψαν πολλούς τών εγκατοίκων. ΌΌσοι εξέφυγαν από τήν οργήν των κατέφυγον εις τά ενδότερα μέρη Σοβολάκου, εις τόν Ζυγόν καί εις τάς χώρας. Ημείς εξέλθομεν εις απάντησίν των καί ευρισκόμεθα στρατοπεδευμένοι εις τό μέρος τού Καρπενησίου. Τάς αναγκαίας θέσεις τού Καρλελίου τάς έχουν πιασμένας οι εντόπιοι. Αρχηγός τού στρατεύματος, οπού έρχεται από τό μέρος τούτο είναι ο Σκόνδρα πασάς. Είθε η Θεία Δύναμη νά μάς δώση θάρρος πρός αντίστασιν τών εχθρών καί νά εξοικονομήση τά πάντα." Η εμπροσθοφυλακή τού εχθρού υπό τόν Τσελαλεντίν μπέη είχε καταλάβει τά Πλατάνια, ενώ τό κύριο σώμα του Μουσταή πασά είχε στρατοπεδεύσει στό Κεφαλόβρυσο στά περίχωρα τού Καρπενησίου. Ο Αλβανός πασάς, κάλεσε τόν αρματολό Γιαννάκη Γιολδάση νά έρθει νά προσκυνήσει, αλλά ο Γιολδάσης γιά νά κερδίσει χρόνο μήνυσε στόν πασά ότι θά προσπαθούσε πρώτα νά πείσει καί τούς υπόλοιπους οπλαρχηγούς νά δηλώσουν υποταγή καί αργότερα νά έρθουν νά τόν προσκυνήσουν όλοι μαζί οι Αγραφιώτες αρματολοί. Τότε ο Μουσταής απαίτησε δύο συγγενείς τού Γιολδάση ως ρεέμια (ομήρους) γιά εγγύηση καί αφού δέν
711
τολμούσε κανείς νά πάει προθυμοποιήθηκαν δύο απλοί Ρωμιοί νά πάρουν τή θέση τους. Ο ένας ήταν ένας πολεμιστής τού Γιολδάση καί ο άλλος ένας παπάς από τό χωριό Λάσπη (Αγίος Νικόλαος). Ο Μάρκος από νωρίς είχε συλλάβει τό σχέδιο νά κτυπήσει αιφνιδιαστικά τό τουρκικό ορδί (στρατόπεδο) καί νά σκοτώσει τούς αρχηγούς, ώστε νά εξαναγκάζονταν πλέον τό ακέφαλο εχθρικό ασκέρι νά επιστρέψει στόν τόπο του. Πού νά ήξερε ότι μέ τό παράτολμο σχέδιό του θά χάνονταν η κεφαλή τού δικού του στρατού! Από τό Μικρό Χωριό πού είχε καταλύσει ο Μάρκος απέστειλε τρείς έμπιστούς του μέσα στό στρατόπεδο τών Τουρκαλβανών γιά νά συλλέξουν πληροφορίες. Ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Θανάσης Κουτσονίκας καί ο Γιάννης Μπαϊρακτάρης, εισήλθαν στό εχθρικό στρατόπεδο, ντυμένοι μέ τήν ενδυμασία τού εχθρού. Οι τρείς Σουλιώτες μιλώντας άπταιστα τά αλβανικά, κατάφεραν νά συλλέξουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά μέ τίς θέσεις πού ήταν στημένα τά τσαντήρια τών αξιωματούχων τού τουρκικού ασκεριού καί τά οποία αποτελούσαν τόν πρώτο στόχο τής επίθεσης τού Μάρκου. Ο Μάρκος από τό Μικρό Χωριό έστειλε επιστολές στούς ντόπιους καπεταναίους πού βρίσκονταν στά Λακώματα τής Καλιακούδας, αλλά καί σέ άλλους οπλαρχηγούς προτείνοντας νά επιτεθούν όλοι μαζί τή νύκτα κατά τού τουρκικού στρατοπέδου, ενώ γιά τόν ίδιο σκοπό έστειλε τόν Ζυγούρη Τζαβέλα, τούς Γιολδασαίους, τόν Φωτομάρα, τόν Ζέρβα, τό Σιαδήμα, τόν Πεσλή, τόν Ζαγκανά καί τούς Κοντογιανναίους νά πλαγιοκοπήσουν τόν εχθρό από τό χωριό Πλατάνια. Ο Γιολδάσης, φοβούμενος γιά τήν τύχη τών ομήρων, έφερε σοβαρές αντιρρήσεις αλλά ο Μάρκος ήταν αμετάπειστος: "'Ας πάν κι αυτοί κορμπάνι (θυσία) γιά τό Γένος!". Εν τω μεταξύ στό στρατόπεδο τού εχθρού επικρατούσε αδιαφορία γιά τήν οργάνωση στοιχειώδους άμυνας καθώς ο Μουσταή πασάς υποτιμούσε τήν δύναμη τών Ελλήνων, οι οποίοι άλλωστε δέν είχαν απειλήσει ούτε κατά διάνοια τόν πανίσχυρο αλβανικό στρατό του. Μόνο ο Τζελαλεντίν μπέης επέμενε ότι ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν επικίνδυνος εχθρός καί ότι θά έπρεπε νά φτιαχτούν ταμπούρια γιά τυχόν αιφνιδιαστική επίθεση. Τά μεσάνυχτα τής 8ης πρός τήν 9η Αυγούστου τού 1823, ορίστηκε νά επιτεθούν τά δύο σώματα τών Σουλιωτών, τού Μάρκου Μπότσαρη καί τού Ζυγούρη Τζαβέλα, στό αμέριμνο στρατόπεδο τών Τουρκαλβανών. Ο Μάρκος, ακριβώς τά μεσάνυχτα, όρμησε μέ τά 400 παλληκάρια του καί αφού τούς χώρισε σέ μικρές ομάδες, τούς πρόσταξε νά ξεγυμνώσουν τά γιαταγάνια τους. Αθόρυβοι οι Σουλιώτες άρχισαν νά πετσοκόβουν τούς κοιμισμένους εχθρούς, ξεκινώντας από τούς φρουρούς. Γιά νά ξεχωρίζουν μεταξύ τους οι Σουλιώτες μέσα στό πυκνό σκοτάδι είχαν δέσει μαντήλες στό κεφάλι
712
καί είχαν σηκώσει τά μανίκια τους. Μιλώντας αλβανικά, καθησύχαζαν όποιον Αλβανό έβρισκαν ξύπνιο, ώστε νά μήν προλάβει νά ξεσηκώσει τούς υπολοίπους καί έτσι σχεδόν ανενόχλητοι οι Σουλιώτες έσπερναν αθόρυβα τό θάνατο στούς κοιμισμένους στρατιώτες τού Μουσταή πασά. Τά αστραφτερά τους σπαθιά γυάλιζαν μέσα στό φεγγαρόφωτο καθώς θέριζαν τά ανθρώπινα κεφάλια πού έπεφταν στό χώμα, μετατρέποντας τό Κεφαλόβρυσο σέ ένα απέραντο σφαγείο. Ο Μάρκος Μπότσαρης έψαχνε τίς σκηνές τών πασάδων καί κάθε τόσο ρωτούσε τούς συντρόφους του: "Πού είναι οι πασσάδες; πού είναι οι πασσάδες;". Μόλις εντόπισε τίς μεγαλοπρεπείς σκηνές μέ τίς πολύχρωμες σημαίες τής ημισελήνου, ο Μπότσαρης έδωσε εντολή στόν σαλπιγκτή νά σαλπίσει επίθεση, ενώ ο ίδιος φώναξε: "Είμαι ο Μάρκος Μπότσαρης καί ήρθα νά σάς ξεκάνω!". Μεγάλος ήταν ο πανικός τών Τουρκαλβανών καί τόν έκανε ακόμα μεγαλύτερο τό πυκνό σκοτάδι καί ο αόρατος εχθρός. Δέν ήξεραν ποιόν νά πυροβολήσουν καί από ποιόν νά φυλαχτούν μέ αποτέλεσμα νά κτυπιούνται μεταξύ τους. Ο Μάρκος, μέ τό αιματοβαμμένο σπαθί στο χέρι του, έμπαινε στίς μεγάλες σκηνές τών αξιωματικών καί σκότωνε όποιον θεωρούσε σημαντικό. Ξαφνικά τραυματίστηκε στήν κοιλιά από βόλι, αλλά εκείνος έκανε ότι δέν τό κατάλαβε καί συνέχισε απτόητος νά σπέρνει τό θάνατο στούς μουσουλμάνους εχθρούς πού τού είχαν στερήσει τήν πολυαγαπημένη του πατρίδα καί τού είχαν εξοντώσει τήν οικογένεια του στό μοναστήρι τού Σέλτσου. Ο τραυματισμένος Μάρκος έφθασε καί στή σκηνή τού παλαιού του γνώριμου τού 'Αγο Βασιάρη. Δέν τόν σκότωσε αλλά τόν συνέλαβε καί τόν παρέδωσε στούς Σουλιώτες πού τόν ακολουθούσαν, ενώ συνέχισε νά αναζητεί τόν ίδιο τόν Μουσταή πασά. Ο Τζελαλεντίν μπέης όμως είχε προλάβει νά φυγαδεύσει τόν αρχηγό του καί οχυρώθηκε μαζί του πίσω από μία μάντρα μαζί μέ τούς σωματοφύλακές του, πυροβολώντας όποιον έρχονταν, αδιαφορώντας εάν ήταν εχθρός ή φίλος. Εν τώ μεταξύ, η σάλπιγγα πού συνέχιζε νά ηχεί καλώντας καί τήν ομάδα τού Τζαβέλα νά επιτεθεί στίς σκηνές πού ήταν συγκεντρωμένοι οι πασάδες καί οι μπέηδες, ξαφνικά σταμάτησε. Ο νεαρός σαλπιγκτής τού αρχηγού κείτονταν νεκρός από εχθρικό βόλι. «O Μπότσαρης πιάνει τό Μικρό Χωριό καί οι Τζαβελαίοι τό Μεγάλο Χωριό. Είχαν κάτω από τίς προσταγές τους 1250 παλικάρια, πού απ' αυτά οι 400 Σουλιώτες. Καί τότε ο Μπότσαρης στοχάζεται ένα τολμηρό σχέδιο, άξιο γενναίου πολεμάρχη. Αποφασίζει, μέ νυκτερινό αιφνιδιασμό, νά μπεί μέσα στό τούρκικο ορδί σμπαραλιάζοντάς το. Κι όπως τό ένδυμα, η οπλοφορία, τό ανάστημα καί η διάλεκτος τών Αλβανών δέν διέφερε ποσώς τών Σουλιωτών, ο Μάρκος, γυρεύοντας νά μάθει τό καθετί γιά τό στρατόπεδο τού εχθρού στέλνει τρείς
713
κατασκόπους νά μπούνε σ' αυτό: τά δυό ξαδέλφια του, τόν Θανάση Τούσια Μπότσαρη καί τόν Θανάση Κουτσονίκα, καθώς καί τόν Γιάννη Μπαϊρακτάρη, τόν σημαιοφόρο του δηλαδή. Στίς 7 Αυγούστου 1823 φτάσανε στό Κεφαλόβρυσο κι αλώνισαν όλο τό ορδί. Κανείς δέν τούς υποπτεύθηκε κι αφού παρατήρησαν τό καθετί έφυγαν καί γύρισαν στό Μικρό Χωριό. Τήν άλλη μέρα τό πρωΐ ο Μάρκος παίρνει τήν απόφαση νά ριχτεί, τήν ίδια εκείνη νύχτα, στό στρατόπεδο τού εχθρού, νά σπείρει τόν όλεθρο σ' αυτό, πιάνοντας ή σκοτώνοντας τούς αρχηγούς. ΈΈνας ακόμα ήρωας σ' ολόκληρο τό Εικοσιένα θ' αποτολμήσει κάτι τέτοιο. Ο Καραϊσκάκης. Τόν αιφνιδιασμό θά τόν έκανε ο ίδιος. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας μέ οκτακόσιους νοματαίους θά χτύπαγε τούς Τούρκους στά Πλατάνια, εμποδίζοντάς τους νά τρέξουν σέ βοήθεια τών άλλων στό Κεφαλόβρυσο. Σ' αυτό βρισκόταν στρατοπεδευμένος μέ τήν εμπροσθοφυλακή τού τουρκικού ασκεριού, ίσαμε τέσερεις χιλιάδες άντρες, ο Τζελαλεντίν μπέης, θείος από τή μητέρα τού Μουσταή πασά. Τό στράτευμά του εκλεκτό, συγκροτημένο από Γκέκηδες καί καθολικούς Χριστιανούς τής ορεινής Λέστιας τών Μιρδιτών. Αφού αποφάσισαν πώς η επίθεση θά γινόταν τά μεσάνυχτα, ακουμπώντας πάνω στό ντουφέκι του λέει στόν Κίτσο Τζαβέλα αποχαιρετώντας τον: - "Καλή αντάμωση στόν κάτω κόσμο". Ο Μάρκος Μπότσαρης δίνει στά παλικάρια του τίς τελευταίες οδηγίες γιά τόν αιφνιδιασμό. - "Θά μπούμε, τούς λέει, κρατώντας γυμνές τίς πάλες μας, χωρίς νά ρίξετε ούτε μιά ντουφεκιά, πρίν δώσω εγώ τό σινιάλο. Γιά νά φτάσουμε ως τήν καρδιά τού ορδιού τους πρέπει νά τούς ξεγελάσουμε πώς είμαστε κι εμείς Αρβανίτες, καί γι' αυτό θά μιλάμε ανάμεσά μας μονάχα αρβανίτικα. Επειδή, όταν θ' αρχίσει ο πόλεμος, θά είναι δύσκολο νά γνωρίσουμε ποιός είναι ο φίλος καί ποιός ο εχθρός θά έχουμε τό σύνθημα 'κίστε' κι άν δέν πάρουμε τήν απάντηση 'στουρνάρι', μεμιάς θά τόν βαράμε." Πανσέληνος, μά συννεφιά, Μπήκαν οι τετρακόσιοι, όλοι Σουλιώτες, στή ρεματιά περπατώντας αλαφροπάτητα, ωσάν αγρίμια. Σά φτάσανε στίς προφυλακές τού εχθρού μόλις είχανε περάσει τά μεσάνυχτα 8 μέ 9 τού Αυγούστου 1823. Τότε αρχίζουν νά βρίζουν τούς Αρβανίτες αρχηγούς, παριστάνοντας πώς ήταν κι αυτοί Αρβανίτες, πού είχανε παράπονα ενάντιά τους. ΌΌποιος θέλησε νά τούς αντισταθεί έπεφτε σφαγμένος από τό σπαθί τους. Σέ λίγο τό στρατόπεδο αναστατώνεται. Μερικά από τά ρετζάλια (σύμβουλοι), γυρεύοντας νά ησυχάσουν τό ταβατούρι, φωνάζουν: - "Χατάς (λάθος) ώρε, χατάς! Δέν είναι γκιαούρηδες!" Μά οι ΈΈλληνες είχανε πιά σιμώσει στά τσαντίρια τών αρχηγών κι ο Μάρκος Μπότσαρης προστάζει τόν σαλπιγκτή του νά βαρέσει γιουρούσι.
714
- "Δέν είναι ωρέ χατάς! Είναι ο Μάρκος Μπότσαρης καί θά σάς ξεκάνει ούλους!" Ακούνε οι εχθροί τή σάλπιγγα νά βαρά μέσα στήν καρδιά τού ορδιού τους καί τά χάνουν. Σύγκαιρα ρίχνουν τήν πρώτη μπαταριά οι δικοί μας. - "ΈΈρδε Μάρκο Μπότσαρη! (έρχεται ο Μάρκος Μπότσαρης!)" Ο Μπότσαρης μπαίνει στήν πρώτη σκηνή πού βρίσκεται μπροστά του κι αντικρύζει τόν γνώριμό του από τά χρόνια τού Αλήπασα Αρβανίτη αρχηγό 'Αγο Βασιάρη. Τόν πιάνει καί τόν παραδίνει στά παλικάρια του νά τόν φυλάνε. Καθώς παράτολμα τρέχει πρώτος ξεμπροστιάζοντας τούς εχθρούς, λαβώνεται στόν βουβώνα. Τό κρύβει από τούς δικούς του μήν τυχόν κιοτήσουν (δειλιάσουν). Τήν πρώτη οργανωμένη άμυνα μπόρεσαν νά τήν αντιτάξουν οι Αρβανίτες στή θέση Αμπέλια όπου υπήρχε κουλούρα (προμαχώνας). Οι δικοί μας συμβουλεύουν τόν Μάρκο πώς έπειτα από τόσο χαλασμό πού κάνανε καιρός ήταν ν' αποτραβηχτούν. Εκείνος όμως, συνεπαρμένος από τήν παλικαριά του καί τή θέρμη τού αγώνα, γυρεύει νά ξεφωλιάσει κι από τούτο τό πόστο τούς εχθρούς. Φτάνοντας μπροστά στή μάντρα ζητά νά ρίξει μιά ματιά νά πάρει μιάν ιδέα. Μά καθώς ανασήκωσε τό κεφάλι του τόν βρίσκει θανατερό βόλι στό μηλίγγι, σιμά στό δεξιό του μάτι. - "Βαρέθηκα αδέρφια... "πρόλαβε μονάχα νά πεί καί σωριάζεται κάτω. Μόλις σωριάστηκε ο Μάρκος, ο ξάδερφός του Θανάσης Τούσιας Μπότσαρης τόν τύλιξε μέ τήν κάπα του καί τόν πήρε στόν ώμο του. Καθώς αποτραβιόταν, ο ήρωας ξεψύχησε. Καί οι σύντροφοί του γιά νά τόν εκδικηθούν, σφάζουν τόν 'Αγο Βασιάρη. Ο Μάρκος Μπότσαρης χάθηκε, μά τόν θάνατό του τόν πλέρωσαν πανάκριβα οι εχθροί. "Χίλιους διακόσιους έκοψαν χωρίς τούς λαβωμένους." (δημοτικό τραγούδι) Α πό τούς ΈΈλληνες σκοτώθηκαν γύρω στούς σαράντα καί ίσαμε τριάντα λαβώθηκαν. 'Απειρα στάθηκαν τά πολεμικά λάφυρα πού πήραν οι δικοί μας. 'Αλλοι τ' ανεβάζουν σέ χίλια ντουφέκια κι άλλες τόσες μπιστόλες, κι άλλοι σέ 690 ντουφέκια, 1000 μπιστόλες, δύο μπαϊράκια (σημαίες) καί πολλά άλογα καί μουλάρια.» Φωτιάδης Δημήτριος - Επανάσταση τού 1821 Οι σύντροφοι τού αρχηγού τού πρότειναν νά αποχωρήσουν μετά από τήν μεγάλη ζημιά πού είχαν κάνει στό ορδί τού εχθρού. Μά ο Μάρκος δέν άκουγε κανέναν, αλλά αντιθέτως γύριζε από σκηνή σέ σκηνή καί έψαχνε. ΈΈψαχνε τόν ίδιο τόν Αλβανό πασά τόν οποίο ήθελε νά αιχμαλωτίσει. Καί τόν εντόπισε πίσω από ένα μαντρότειχο. Αφού συγκέντρωσε τά παλληκάρια του, όρμησε μέ τόν αδελφό του Κώστα καί τόν ξάδελφό του Τούσια κατά τών οχυρωμένων καί ήταν
715
αυτός ο πρώτος πού ανέβηκε στόν μαντρότειχο. Μά δέν πρόλαβε νά προχωρήσει περισσότερο. ΈΈνας Αιθίοπας αράπης, σωματοφύλακας τού Μουσταή πασά, πυροβόλησε μέ τήν πιστόλα του καί βρήκε τόν Μπότσαρη κατακούτελα. Μόλις έπεσε, ο Σουλιώτης ήρωας φωναξε: "Αδέλφια, εβαρέθηκα...". Αμέσως ο Τούσιας Μπότσαρης έτρεξε καί αφού κάλυψε τόν αρχηγό του μέ τήν χλαίνη του γιά νά μήν τόν αναγνωρίσουν τά παλληκάρια του, τόν έβαλε στόν ώμο καί τόν μετέφερε έξω από τό στρατόπεδο, ακολουθούμενος από τούς υπόλοιπους Σουλιώτες. Καθ΄ οδόν ο Μάρκος Μπότσαρης ξεψύχησε, ενώ οι σύντροφοί του μάχονταν σώμα μέ σώμα μέ τούς Τουρκαλβανούς, οι οποίοι είχαν ξυπνήσει από τόν λήθαργο καί είχαν περάσει στήν αντεπίθεση. Αν ο Ιωάννης Τσαούσης δέν προλάβαινε νά πιάσει μία γέφυρα καί νά σκοτώσει τούς Τούρκους ιππείς πού επιχείρησαν νά τήν περάσουν, τότε οι απώλειες τών Σουλιωτών θά ήταν πολύ μεγαλύτερες. Τόσος ήταν ο πόνος τών Σουλιωτών γιά τόν λατρευτό τους αρχηγό, ώστε μόλις αντίκρυσαν τόν αιχμάλωτο Βασιάρη έπεσαν πάνω του καί τόν έσφαξαν. Αμέσως ανεκήρυξαν ως αρχηγό τους, τόν αδελφό τού Μάρκου, τόν Κώστα Μπότσαρη. Τό σώμα τού νεκρού τό τοποθέτησαν στηριγμένο μέ ξύλο ώστε νά μήν πέσει, όρθιο πάνω σέ ένα λευκό άλογο καί τό ακολούθησαν όλοι οι Σουλιώτες μέ δάκρυα στά μάτια φέρνοντας μαζί τους τά άπειρα λάφυρα πού είχαν πάρει από τό εχθρικό στρατόπεδο καί στά οποία περιλαμβάνονταν τέσσερεις πράσινες σημαίες μέ τήν ημισέληνο, χίλια εξακόσια τουφέκια, χίλιες οκτακόσιες πιστόλες, τριακόσια γιαταγάνια καί εγχειρίδια, χίλια διακόσια άλογα καί εκατοντάδες αιγοπρόβατα. «Ο Μάρκος Μπότσαρης λαμβάνων τό έγγραφον διά τού οποίου η ελληνική κυβέρνησις διώριζεν αυτόν στρατάρχην τής Δυτικής Ελλάδος, ησπάσθη αυτό ευλαβώς καί είτα τό έσχισε ανακράζων: "Σφραγίδας εκ τού αίματος ημών απαιτούσιν από τούδε οι διορισμοί! Φίλοι, η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ή εν τή νίκη ή εις τά ένδοξα τού Υψίστου σκηνώματα, ούτινος υπερασπίζομεν τόν αγώνα." Είπομεν ότι ο Μουσταή πασσάς απέσπασε μοίραν οκτώ χιλιάδων ανδρών, ήτις είχε καταλάβει τό Καρπενήσιον, πόλιν κάτω τής οποίας εστρατοπέδευσε επί εδάφους επιπέδου διακοπτομένου υπό αμπελώνων καί αγρών κυκλωμένων εκ τάφρων. Ο Μάρκος Μπότσαρης εβρίσκετο εις απόστασιν μιάς καί ημισείας λεύγας μακράν, καί ευθύς ως ο ήλιος έδυσε, εξεκίνησε παραγγέλων τόν καπετάν Βεσλίν όστις εσχημάτιζε τό κέντρον του, νά απέλθη πρός τά αριστερά, εκτελών μακράν περιστροφή όπως αποκόψη τήν αποχώρησιν τού εχθρού. Τήν αυτήν διεύθυνσιν έδωκε καί εις 350 στρατιώτας τού Καραΐσκου, ορίζων ως σύνθημα συνενώσεων τήν λέξιν στουρνάρι.
716
Διηύθυνε ακολούθως τόν οπλαρχηγόν Τζεγερή (Ζυγούρη) Τζαβέλλα μετά μικρού αριθμού Σουλιωτών, καί τό τάγμα τού αρχηγού Κίτσου όστις είχε 500 άνδρας πρός τήν Ανιάδα, όπου ο Ταξιάρχης Γιολδάσης ανεμένετο. 'Αφηκε τόν αδελφόν αυτού Κωνσταντίνο μετά τής εφεδρείας, προειδοποιών καί αρχηγούς καί στρατιώτας όπως ουδόλως κινηθώσι προτού ακούσωσι τάς σάλπιγγας άς έφερε μεθ' αυτού. ΈΈκαστος ανεχώρησε, ο δέ Μάρκος Μπότσαρης, προσευχηθείς περί τήν 10ην ώραν τής εσπέρας όπως καί οι στρατιώται αυτού, έδωκε τό σημείον τής αναχωρήσεως κραυγάζων: "Ο Θεός μάς βλέπει καί μάς οδηγεί!" Τηρούντες τήν βαθυτέραν σιγήν εξεκίνησαν παραχρήμα κραυγάζοντες: "Ο Θεός μάς βλέπει καί μάς οδηγεί! Ο 'Υψιστος άς μάς βοηθήση." ΉΉτο μεσονύκτιον, ότε ο Μπότσαρης μετά τών διακοσίων τεσσαράκοντα παλληκαρίων καταλαμβάνουσι τήν εχθρικήν προφυλακήν τής οποίας οι στρατιώται διεσκορπισμένοι ανά τόν λειμώνα εκοιμώντο ουδέν προφυλακτικόν λαβόντες. Εις διάστημα μιάς ώρας άνω τών 500 βαρβάρων σφάζονται καί ο Μάρκος ικανοποιηθείς εκ τού φόβου τόν οποίον διέσπειρε πρός τό μέρος τούτο ωπισθοχώρει πρός τήν εφεδρείαν, ήτις είχεν ακολουθήσει αυτόν εις απόστασιν ωρισμένην. ΈΈτεινε τό ούς εις τάς φωνάς αίτινες ήρχιζον ν' ακούονται, ότε συνηντήθη πρός δεκαπεντάδα τινά στρατιωτών του. Ούτοι χάσαντες τά ίχνη αυτού καί μή δυνάμενοι νά τόν ακολουθήσωσιν εν τή ταχύτητι τής οπισθοχωρήσεως ενέπεσαν εν τώ μέσω τήν Γκέκηδων Σκυπετάρων (Αλβανοί τής Σκόδρας), οίτινες έκραζον ότι τούς εδολοφόνουν καί ότι οι Αλβανοί Ηπειρώται τούς επρόδιδον. Ο Μάρκος εξακολούθει νά ερωτά: "Πού είναι οι πασσάδες; οι ΈΈλληνες προσβάλουσι τάς προφυλακάς! (Οι Σουλιώτες μιλούσαν αλβανικά, ώστε οι εχθροί νά νομίζουν ότι είναι δικοί τους καί ο Μάρκος έψαχνε τάχα τίς σκηνές τών πασάδων γιά νά τούς σώσει από τούς ΈΈλληνες πού έκαναν επίθεση. Οι Τουρκαλβανοί βλέποντας νά τούς κτυπούν οι Σουλιώτες θεώρησαν ότι έπεσαν θύματα προδοσίας καί άρχισαν νά κτυπιούνται μεταξύ τους). Ο Μάρκος φθάνει πρό τής σκηνής τού Χάδο Βάσιαρη, αντιστρατήγου τού σερασκέρη, τόν οποίον συνέλλαβε εκ τής γενειάδας: "Δήμιε τών Σουλιωτών, δέν θά μού γλυτώσεις!". Καί μέ τάς λέξεις ταύτας εμπηγνύει τό εγχειρίδιον αυτού. Αρπάζων τόν Σεφέρ πασσά ημιυπνώττοντα έτι, παραδίδει αυτόν εις τάς χείρας τών παλληκαρίων του, διατάσσων νά τόν φονεύσωσιν εάν ωμίλει τι. Πλήττων πανταχόθεν, ο Μάρκος Μπότσαρης καί μέρος εκ τών ιδικών του εισδύουσιν εις τό στρατηγείον. Τό πάν κύπτει υπό τά κτυπήματά των καί ο Μάρκος μάτην καλών τόν Μουσταή πασσάν κατέσφαξε διαδοχικώς τόν σιλιχτάρ αυτού καί επτά τών κυριωτέρων μπέηδων, ότε προσεβλήθη υπό σφαίρας κατά τήν οσφύν. Αιθίωψ τις τόν οποίον απηξίωσε νά φονεύση επιστόλισεν
717
αυτόν καθ' ήν στιγμήν εξήρχετο τής σκηνής τού σερασκερη.» Απομνημονεύματα Πουκεβίλ β Η είδηση τού χαμού τού Μάρκου Μπότσαρη έσκισε σάν αστραπή τά αγραφιώτικα βουνά. Οι ταλαίπωροι Χριστιανοί χωριάτες έχασαν τόν φύλακα άγγελό τους καί οι αρματωμένοι έχασαν τόν ήρωά τους. Μόλις η πένθιμη πομπή πέρασε από τό μοναστήρι τού Προυσού, ξεπρόβαλε ο άρρωστος Καραϊσκάκης καί αφού είδε τόν Μάρκο Μπότσαρη, συγκινημένος ψέλισσε: "'Αμποτε ήρωα Μάρκο καί γώ νά πάω από τέτοιο βόλι!" Η ευχή του θά έβγαινε αληθινή λίγα χρόνια αργότερα, στό Φάληρο. Εκεί στό Κεφαλόβρυσο ο Μάρκος Μπότσαρης διάβηκε τήν πύλη γιά τόν 'Αδη μαζί μέ εξήντα συντρόφους. Τά αετόπουλα τού Σουλίου είχαν πάρει όμως μαζί τους στόν Κάτω Κόσμο καί δύο χιλάδες Τουρκαλβανούς, καταφέροντας μεγάλο πλήγμα στόν εχθρικό στρατό καί στό γόητρο τού Μουσταή πασά τής Σκόδρας. Ας μήν λησμονήσουμε καί τούς δύο ομήρους πού πήγαν εθελοντικά στόν πασά καί οι οποίοι είχαν διαφορετική τύχη. Ο ένας απαγχονίστηκε, αλλά ο δεύτερος όμηρος, ο παπά Γιώργης, κατάφερε, τή νύχτα τού χαλασμού, νά δραπετεύσει. «Ο Μπότσαρης ως λαίλαψ ώρμησε κατά τών εχθρών μέ τό ξίφος εις τάς χείρας καί οι Σουλιώται ήρχισαν ως επιτηδειότατοι δρεπανοφόροι νά θερίζουν τούς απαντεμένους εχθρούς. Δεκαεπτά σκηναί ήσαν εις τήν σειράν μέχρι τής σκηνής τού πασσά καί όλους τους εν αυταίς απνευστί διά τών ξίφων εθέρισαν, η σάλπιγξ τών Ελλήνων καί η πρώτη αυτών πυρσοκρότησις τών όπλων εγένετο απέναντι τής τού πασσά σκηνής. Ο Βεζύρης ούτος, εις τόν οποίον είχον τυφλήν αφοσίωσιν οι Σκοδριανοί εις τήν στιγμήν περιεκαλύφθη υπό φρουράς τριών χιλιάδων, οίτινες τόν έβαλαν εν τώ μέσω καί τόν απεμάκρυναν εις τά όπισθεν καθώς καί άπας ο στρατός εσείσθη τής θέσεώς του καί έκλεινεν εις βραδείαν υποχώρησιν, ο τρόμος τής αιφνιδίου προσβολής καί τό σκότος τής νυκτός έφερε τούς Οθωμανούς εις τήν μεγαλειτέραν αταξίαν, ώστε καί μεταξύ των εφονεύοντο, οι ΈΈλληνες όμως έχοντες τό υπό τού αρχηγού διδόμενον σημείον εγνωρίζοντο εις τό σκότος. Αφού ο εχθρός εγύρισε τά νώτα, όλοι οι οπλαρχηγοί επαρκεσθέντες εις τήν νίκην ήθελον πλέον νά σταματήσωσιν, αλλ' ο αρχηγός αυτών Μπότσαρης θέλων νά φέρη εντελεστάτην τήν νίκην ώρμησεν επί μιάς τών θέσεων, ήτις ήτο διά τοίχους περιφραγμένη καί εις ήν εγίνετο έτι αντίστασις. Ενταύθα θελήσας νά εισπειδήση εντός τούς τείχους εκτυπήθη εις τήν κεφαλήν καί αμέσως έγυρε κάτω. Οι σύντροφοί του εν τώ άμα τόν άδραξαν καί επέμενον πολεμούντες καί αποκρύψαντες τόν θάνατόν του, καί επειδή επλησίαζεν νά εξημερώση, απεφάσισαν νά υποχωρήσουν τακτικώς ειδοποιήσαντες όλον τόν στρατόν μετά πολλής επιτηδειότητος.
718
Ο εξάδελφος τού Μάρκου Αθανάσιος Τούσιας άρας τό σώμα τού Μάρκου επί τών ώμων του καί άλλοι ομοίως τούς βαρέως πληγωμένους απεσύρθησαν τού πεδίου τής μάχης καί έφθασαν εις τό Μικρόν Χωρίον φέροντες λάφυρα περί τά χίλια τουφέκια καί άλλας τόσας πιστόλας, δύω σημαίας καί πολλούς ίππους καί ημιόνους. Η φθορά τών εχθρών ήτο μεγίστη, από δέ τούς ΈΈλληνας εφονεύθησαν περί τούς σαράντα καί έως τριάντα επληγώθησαν. Μέγα πένθος διήγειρε καθ' όλην τήν Ελλάδα ο θάνατος τού Μάρκου, καί άπαν τό έθνος εθεώρησε δικαίως τόν θάνατον αυτού ως εθνικόν δυστύχημα, η δέ κυβέρνησις τού Σουλτάνου πληροφορηθείσα περί τού θανάτου τού Μάρκου Μπότσαρη διέταξε νά γίνωσι κανονιοβολισμοί χαράς εις όλα τά φρούρια τής ευρωπαϊκής Τουρκίας, ειδοποιών ότι εφονεύθη ο χαρούν (αχαλίνωτος) Μάρκος. Αποθανόντος τού Μάρκου, οι υπ' αυτόν Σουλιώται ετέθησαν υπό τόν αδελφόν του Κώστα Μπότσαρη καί κατέβησαν καί εσκήνωσαν εις τά Γεφύρια τού Αλαΐμπεη, διότι είχαν υποφέρει πολύ είς τήν μάχην ταύτην, τό δέ νεκρόν τού Μάρκου εφέρθη τήν 10ην Αυγούστου 1823 εις τό Μεσολόγγιον, τό οποίον οι κάτοικοι άνδρες καί γυναίκες εξήλθαν πρός προϋπάντησιν πενθηφορούντες μετά δακρύων λυπούμενοι πικρώς ως υστερηθέντες τού προστάτου τής ιδιαιτέρας αυτών πατρίδος, εκηδεύθη δέ λαμπρώς εντός τής πόλεως, συνοδευόμενος μετά ποταμών δακρύων όλων τών πολιτών. Ο πασσάς τής Σκόδρας παρατηρήσας τήν επιούσαν τόν αφανισμόν τού στρατού του, όστις υπερέβαινε τάς δύω χιλιάδας έμεινεν απόπληκτος καί εάν δέν εντρέπετο ήθελεν επιστρέψη εις τήν πατρίδα του. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας καί οι λοιποί κατέλαβαν τήν θέσιν Καλιακούδα, εκεί έφθασαν τριακόσιοι Πελοποννήσιοι απεσταλμένοι υπό τού Ανδρέου Λόντου, υπό τόν Ροντόπουλον, προσέτι καί ο Νίκος Κοντογιάννης μετά χιλιών Στερεοελλαδιτών, γενόμενοι περί τάς δύω χιλιάδας, οίτινες οχυρωθέντες εις τήν βραχώδη καί απρόσιτον ταύτην θέσιν επερίμεναν τόν εχθρόν, όστις τήν 28ην Αυγούστου 1823 έφθασε καί επετέθη κατ' αυτών τετράκις καί απεκρούσθη μετά μεγίστης αυτού ζημίας, χωρίς νά δυνηθή νά διώξη εκείθεν τούς ΈΈλληνας, αλλ' οι εχθροί εξ άλλου μέρους κρημνώδους ανέβησαν περί τούς τετρακόσιους καί κατέλαβαν τά νώτα τών Ελλήνων καί τούς έτρεψαν εις φυγήν γενόμενοι κύριοι τής θέσεώς των, οι δέ ΈΈλληνες ιδόντες ότι όπισθεν κατελήφθησαν τά νώτα των, ώρμησαν κατ' αυτών, τούς διέσχισαν καί απέρασαν, αλλ' εφονεύθησαν εξ αυτών περί τούς εκατόν πενήντα, εν οίς καί ο Ζυγούρης Τζαβέλας καί Κοντογιάννης, οι δέ λοιποί διεσκορπίσθησαν.» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - Κουτσονίκα Ο γραμματικός τού Μπότσαρη Βασίλειος Γούδας ανήγγειλε τό θλιβερό γεγονός τού θανάτου τού Μάρκου, στόν έπαρχο Κωνσταντινό
719
Μεταξά, ο οποίος βρισκόταν στό Μεσολόγγι. Αμέσως άρχισαν νά κτυπούν πένθιμα οι καμπάνες τής πόλης καί οι κάτοικοι βγήκαν όλοι στούς δρόμους γιά νά συναντήσουν τόν ήρωα. ΌΌταν η πένθιμη πομπή μπήκε στήν πόλη τό σώμα τού νεκρού μεταφέρθηκε στό σπίτι τής αδελφής του Μάρως Μπότσαρη, όπου περίμεναν οι Σουλιώτισες γιά νά τό κλάψουν καί νά τό στολίσουν μέ λουλούδια. Η γυναίκα του Χρυσούλα δέν θά έβλεπε τόν αγαπημένο της άντρα νεκρό, καθώς ο Μάρκος, τόν προηγούμενο χρόνο, τήν είχε στείλει μαζί μέ τά παιδιά του στήν Αγκώνα. Κάθε τέταρτο τής ώρας γινόταν καί ένας κανονιοβολισμός στά τείχη τού Μεσολογγίου. Ερίχθησαν 33 κανονιοβολισμοί, όσα ήταν καί τά χρόνια τόυ αετού τού Σουλίου. Στή συνέχεια ξεκίνησε η νεκρική πομπή γιά τήν εκκλησία. Προπορεύονταν οι αιχμάλωτοι Τούρκοι μέ τά χέρια δεμένα, ακολουθούσαν οι τουρκικές σημαίες καί τά άλογα τών πασάδων, στή συνέχεια όλοι οι παπάδες τής πόλης μέ τόν μητροπολίτη, οι Σουλιώτες πού μετέφεραν στούς ώμους τόν αρχηγό τους καί τέλος όλοι οι κάτοικοι τού Μεσολογγίου, καθώς καί οι γυναίκες μέ λυμένα τά μαλλιά τους. Καλά ήσουν Μάρκο στό γιαλό, καλά στό Μεσολόγγι, καλά 'τρωγες, καλά 'πινες, καλά 'χτενες τό κάστρο, στό Καρπενήσι τ' ήθελες νά πάς νά πολεμήσης. Μαύρα χαμπέρια σούφεραν από τό Καρπενήσι, νά βγής Μάρκο μου γλήγορα μ' όσους κι άν ημπορέσης νά πιάσης τήν Τατάραινα, νά πιάσης τά γεφύρια. Κι ο Μάρκος εξεκίνησε μέ χίλιους πεντακόσιους κι εβγήκε στήν Τατάραινα κι έπιασε τά γεφύρια. Πιάνει κι αλλάζει γράμματα μέ τούς καπεταναίους. Οι Τούρκοι πούθε κάμανε κι αυτοίνοι Σκοντραλήδες; Καραϊσκάκης τούγραψε καί τόνε χαιρετάει: σέ χαιρετάω Μάρκο μου καί σού φιλώ τά μάτια, άν ερωτάς γιά τήν Τουρκιά, 'γω νά σού φανερώσω. Στό Μαραθιά 'χουνε τ' ορντί κι εκεί έχουν τά τσαντήρια καί τού τζαούση τ' έκραξε καί τούς μπουλουκμπασήδες: Τζαούση μοίρασ' τό ψωμί καί μοίρασ' τά φυσέκια. Παιδιά θά κάμω πόλεμο, τ' αντέτι τών Σουλιώτων. Στίς πέντε ώρες τής νυκτός θ' ανοίξω τό τουφέκι, θέλω πασσάδες ζωντανούς καί μπέικα κεφάλια κι αυτόν τόν Σκόντρα τόν πασσά ατός μου θά τόν πάρω. Πρωί γιουρούσι έκαμε κι εμπήκε στά τσαντήρια καί τούρκικα (αλβανικά) τούς φώναξε καί λέγει τών συντρόφων: τουφέκι νά μή ρίξετε, τουφέκι νά μήν πέση τ' ακονισμένα σας σπαθιά, νά κόψωμε τούς Τούρκους.
720
Κι οι Τούρκοι τότ' εσκούζανε, κι ένας τόν άλλο λένε: τ' είν' τό κακό πού γίνεται, απόψ' αυτή τήν νύχτα. Κι ο Μάρκος τούς εφώναξε καί τούρκικα τούς λέγει: γιαγκίνι γίνεται παιδιά, απόψ' αυτή τή νύχτα. Δέκα τσαντήρια έκαψε, πασσά μέσα δέν ηύρε χίλιους ο Μάρκος έκοψε κι οχτώ μπουλουκμπασήδες, κόβει τού Σκόντρα τόν υγιό κι άλλον υγιό δέν έχει. Κι ένας Λατίνος* τό σκυλί, τό 'χερι νά τού πέση, δίπλό ντουφέκι τού 'ριξε τόν πήρε στό κεφάλι. Κι ο Μάρκος εβαρέθηκε κι ο Μάρκος ελαβώθη, σάν δέντρος εραγίσθηκεν, σάν κυπαρίσσι πέφτει, ο ήλιος εβασίλεψεν καί τό φεγγάρι εχάθη. Ψιλή φωνή ανέδωκεν, όσον κι αν εδυνήθη: Πού 'σαι βρέ Κώστα μ' αδελφέ, τόν πόλεμο μήν πάψης, Σουλιώτες νά μήν κλάψετε, μήν μαυροφορεθείτε. Κι η συντροφιά τόν πήρανε, τόν έβγαλαν στή ράχη. *(καθολικός Αλβανός) «Είναι στιγμαί, πράγματι, κατά τάς οποίας ο ιστορικός εις τό βαρύ καί ξηρό έργον του θά ήθελε νά γίνη διά μίαν σελίδαν ποιητής. Νά δώση μέ τήν συγκίνησίν του ζωήν εις τήν εικόνα ενός υπερόχου ανδρός, πού συναντά μεταξύ τού δρώντος πλήθους, τού κινουμένου εις τόν δρόμον τών ιστορουμένων ανθρωπίνων πράξεων, τών γεμάτων από αντιθέσεις, από λαμπράς ενεργείας, αλλά καί από τήν αντίδρασιν καί τάς θλιβεράς κινήσεις τών ενστίκτων, τών πιεζομένων ή παρωθουμένων εκ τού ζωϊκού ανταγωνισμού. Αυτόν τόν υψηλόν πόθον καί τήν ψυχικήν ανάτασιν προκαλεί η μορφή τού Μάρκου Μπότσαρη. Λάμπει από αρετήν καί από ηρωϊσμόν. Εγεννήθη καί εξετράφη εις τήν φωλέαν τών αετών τής Ηπείρου, τέκνον τής ενδόξου ήδη φάρας τών Μποτσαραίων, αναγόντων τήν καταγωγήν των εις υπερήφανους πολεμιστάς τής στρατιάς τού Σκεντέρμπεη (Γεωργίου Καστριώτου), οι οποίοι διά νά διατηρήσουν τήν ανεξαρτησίαν των κατέφυγαν εις τούς εντεύθεν τών Ιωαννίνων απροσπέλαστους βράχους καί έκτισαν τό Σούλι. Υιός τού Κίτσου Μπότσαρη, έζησεν έφηβος εις τήν Κέρκυραν τήν δραματικήν προσφυγικήν ζωήν καί πολύ νέος υπηρέτησεν ως υπαξιωματικός εις τό συσταθέν υπό τών Γάλλων αλβανικόν τάγμα τής Επτανήσου, όπου ο πατέρας του είχε τόν βαθμόν τού ταγματάρχου. Εκεί έλαβεν τήν στρατιωτικήν εκπαίδευσιν, επεκοινώνησε μέ σημαντικούς ΈΈλληνας, ανέπτυξεν ομιλών τά ολίγα γράμματα πού τού είχε διδάξει ο περίφημος Σαμουήλ, έμαθε νά συνεννοήται ιταλιστί καί εγνώρισε τήν νοσταλγίαν τής πατρίδος, η οποία διά τούς Σουλιώτας ήτο
721
ταυτόσημος μέ τόν πόθον τής ελευθερίας, αφού τό Σούλι κατεπατείτο από τόν κατακτητήν. Ο φόνος τού πατέρα του κατ' εντολήν τού σατράπου τών Ιωαννίνων επρόσθεσεν εις τόν πόθον αυτόν καί τόν βαθύν πόνον. Μοναδικόν φαινόμενον αγνού καί αδιαφθόρου χαρακτήρος, παρά τό καταθλιπτικόν εκείνο περιβάλλον τής αυλής τού πασά, από όπου επέρασεν, όταν όλοι όσοι τό υφίσταντο είχαν τήν μοίραν σιδήρου βυθιζομένου εις διαβρωτικά οξέα, ανιδιοτελής, πιστός εις τούς φίλους, αξιοπρεπής πρό τών εχθρών, γενναίος καί μετριόφρων ηνδρώθη σιωπών καί αναμένων. Δέν εδολιεύθη ούτε αυτόν τόν Αλήν. Δέν τόν ήκουσαν ποτέ νά ομιλή διά τάς πράξεις του. ΌΌταν κάποτε πρό τού πασσά καί παρουσία πολλών άλλων εξεθειάζετο ο Κώστας Μπότσαρης ως ο ανδρειότερος τών Σουλιωτών, ο Αλής έδειξε τόν παράμερα καθήμενον Μάρκον Μπότσαρην καί είπε: - "ΌΌχι, αυτός εκεί πού δέ βγάζει μιλιά θά φάη πολλή τουρκιά." ΌΌταν κατά τό τέλος τού 1821, συμμαχών ακόμη, όπως καί οι άλλοι Σουλιώται, μέ τόν Αλή εναντίον τών σουλτανικών στρατευμάτων καί χάριν τού Σουλίου πάντοτε, κατώρθωσε νά έλθη εις επαφήν μέ τούς Αιτωλοακαρνάνας οπλαρχηγούς, εθεώρησε τόν τοπικόν αγώνα του μέρος μόνον τού γενικού τής ελληνικής πατρίδος καί ετάχθη υπέρ τούτου οριστικώς. Αρχίζει έκτοτε η γεμάτη πάθος δράσις του ως ΈΈλληνος αρχηγού. Κ αταπνίγων τά προσωπικά του αισθήματα εσυγχώρησε τόν φονέα τού πατρός του Μπακόλαν χάριν τού γενικού συμφέροντος. Αυτός ευρήκε τόν τρόπον νά επιχειρήση τήν πραγματοποίησιν τής ελληνοαλβανικής συμπράξεως. Τό σχέδιον τής εκστρατείας πρός τήν ΉΉπειρον (Νοέμβριος 1821) καί τής προσβολής τού εχθρού εις τό κέντρον του ήτο ιδικόν του. Τάς πλαστάς διαπραγματεύσεις μέ τόν Ομέρ Βρυώνην, πού έσωσαν τό Μεσολόγγι κατά τήν πρώτην πολιορκίαν, τάς επενόησε καί τάς διεξήγαγεν ο Μάρκος. Η κατά τού Μουσταή εκστρατεία ενηργήθη εγκαίρως χάρις εις τήν ευψυχίαν καί τήν δραστηριότητά του. Τό καθήκον καί ο φλογερός πόθος διά τήν ελευθερίαν τόν ωδήγησε εις τήν τελευταίαν του επιχείρησιν κατά τού εχθρού πρός τό Καρπενήσι, καί ο θάνατός του λαμβάνει τόν χαρακτήρα τής αυτοθυσίας, διότι εγνώριζε πρός ποίον πιθανώτατον κίνδυνον έτρεχε. Η δόξα του επέρασε τά ελληνικά όρια. Η συγκινημένη πρό τού ελληνικού αγώνος Ευρώπη ύψωσε τήν μορφήν του εις σύμβολον ηρωϊσμού. Είδε νά αναγεννώνται εις τόν Μπότσαρην οι ομηρικοί ήρωες, οι αγνότεροι τών σταυροφόρων καί οι νιμπελούνγκεν (Γερμανοί ήρωες). Ο ζωηρός ρωμαντισμός τής εποχής ευρήκε νέον βωμόν διά τούς θαυμασμούς του. Τά ευρωπαϊκά κέντρα εγέμισαν από εικόνας του. Ο Λουδοβίκος τής Βαυαρίας ανέλαβε τήν εκπαίδευσιν τού υιού του.
722
Υπήρξεν ο ευτυχέστερος τών Ελλήνων αγωνιστών. Κανείς δέν εγνώρισε τήν δόξαν τού Μπότσαρη.» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 3 Η μάχη τής Καλιακούδας (28 - 29 Αυγούστου 1823) Μετά από τό "χαστούκι" πού έφαγε από τόν Μπότσαρη ο Μουσταή πασάς, αναγκάστηκε νά παραμείνει στό Καρπενήσι καί νά περιμένει τήν κάθοδο τού Ομέρ Βρυώνη από τό Μακρυνόρος, ώστε νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους γιά μία κοινή πορεία πρός τό Μεσολόγγι. Η ανακήρυξη τού Κώστα Μπότσαρη ως αρχηγού τών Σουλιωτών ερέθισε τόν Ζυγούρη Τζαβέλα μέ αποτέλεσμα νά ξαναρχίσουν οι έριδες μεταξύ τών Σουλιωτών. Ο έπαρχος Κωνσταντίνος Μεταξάς προσπάθησε νά κατευνάσει τά πνεύματα καί αφού έστειλε τόν Κώστα Μπότσαρη στού Αλάμπεη τά Γεφύρια στό Βλοχό Αιτωλοακαρνανίας, ζήτησε από τόν Τζαβέλα νά παραμείνει στή θέση του καί νά προσπαθήσει νά σταματήσει τόν Μουσταή πασά. Κάλεσε δέ από τόν Ράγκο καί τόν ΊΊσκο νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τούς Σουλιώτες. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας οχύρωσε τή θέση Καλιακούδα, τοποθεσία ιδανική γιά θανατερό καρτέρι καί εκεί περίμενε τίς ενισχύσεις πού τού είχε υποσχεθεί ο Κωνσταντίνος Μεταξάς. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας ήταν τριτότοκος γιός τού Λάμπρου Τζαβέλα καί τής Μόσχως, αδελφός τού Φώτου καί τού Κίτσου. Μετά τήν πτώση τού Σουλίου είχε βρεθεί στήν Κέρκυρα, όπου υπηρέτησε στόν ρωσικό στρατό καί αργότερα βρέθηκε νά πολεμάει στό πλευρό τού Αλή πασά καί εναντίον τών σουλτανικών στρατευμάτων. Μετά τό θάνατο τού Αλή πήγε στό Μεσολόγγι όπου μετείχε ενεργά στήν ελληνική επανάσταση, αλλά τό άστρο του επισκιάστηκε από αυτό τού Μάρκου Μπότσαρη. Εκεί στήν Καλιακούδα, ο Ζυγούρης Τζαβέλας αποφάσισε νά πάει νά συναντήσει τόν συμπατριώτη του στόν άλλο κόσμο. Οι ενισχύσεις πού περίμενε ο Ζυγούρης επιτέλους έφτασαν. Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί όπως ο ξακουστός Νικολός Μήτσου Κοντογιάννης από τό Πατρατζίκι (Υπάτη), ο Καστανιώτης, ο Γιολδάσης από τό Σοβολάκο, ο Κώστας Σιαδήμας τού Αποκόρου, καθώς καί μερικοί μικροκαπεταναίοι από τά Κράβαρα (ορεινά χωριά τής Ναυπακτίας) έφθασαν στήν Καλιακούδα. Αλλά καί ο Μοριάς θά έδινε τό παρόν του. Ο Ανδρέας Ζαΐμης μαζί μέ τούς Ανδρέα καί Αναστάση Λόντο οργάνωσαν στρατιωτικό απόσπασμα καί ανέθεσαν στό Γεώργιο Ροδόπουλο νά τό μεταφέρει στήν Ευρυτανία, ενώ ταυτόχρονα καί οι Βασίλειος καί Νικόλαος Πετμεζάς περνούσαν μέ μικρά πλοιάρια απέναντι στή Ρούμελη. Συνολικά 2.500 άνδρες συγκεντρώθηκαν στήν Καλιακούδα καί οχυρώθηκαν στά υψώματά της γιά νά ελέγχουν τίς διαβάσεις από τίς
723
οποίες θά περνούσε ο εχθρικός στρατός, στήν πορεία του γιά τό Μεσολόγγι. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας έπιασε τά ταμπούρια στό κέντρο τής αμύνας, ενώ έστειλε τόν Γιαννάκη Γιολδάση μέ 200 άνδρες βορειότερα γιά νά φυλάει τά νώτα του. Ο υπερήφανος Μουσταής πασάς δέν άκουσε τούς συμβούλους του, πού τού υπέδειξαν νά αποφύγει τή μάχη καί νά ακολουθήσει άλλο ασφαλές δρομολόγιο γιά τό Μεσολόγγι μέσω Φραγκίστας. Αποφάσισε νά περάσει από τήν Καλιακούδα. Τό πρωί τής 28ης Αυγούστου 1823, οι Γκέκηδες καί οι Μιρδίτες (καθολικοί Αλβανοί) τού Σκοδριανού πασά επιχείρησαν επίθεση. Ο τόπος πήρε φωτιά από τίς μπαταριές καί οι λάμες τών σπαθιών άστραφταν στόν καυτό ήλιο τού Αυγούστου. Τέσσερα γιουρούσια έκαναν οι εχθροί καί τέσσερεις φορές αναποδογύρισαν πίσω. Ο ίδιος ο Μουσταής πασάς έφιππος καί μέ τό γιαταγάνι στό χέρι φώναζε στό όνομα τού Αλλάχ: "θάνατος στούς άπιστους!" Εκατοντάδες τουρκικά κουφάρια σκέπασαν τό χώμα, καθώς η μάχη συνεχίζονταν μέ αμείωτο ρυθμό μέχρι πού έπεσε ο ήλιος. Οι απώλειες τών Χριστιανών ελάχιστες. Τήν επόμενη ημέρα, η επίθεση τών ανδρών τού βεζύρη τής Σκόδρας επαναλήφθηκε αλλά αποκρούστηκε πάλι μέ επιτυχία. ΏΏσπου, ξαφνικά οι ΈΈλληνες άκουσαν από πίσω τους πυροβολισμούς. Οι εχθροί είχαν περάσει από τό πέρασμα πού φύλαγαν οι Σιαδήμας καί Γιολδάσης καί βρέθηκαν ψηλότερα καί στά νώτα τών αγωνιστών. Η κατάσταση άλλαξε άρδην. Τώρα οι αμυνόμενοι άρχισαν νά έχουν σημαντικές απώλειες καί μή έχοντας άλλη επιλογή ξεγύμνωσαν τά σπαθιά τους καί έκαναν κατά μέτωπο επίθεση αυτοκτονίας. Μπροστά οι Σουλιώτες καί πιό πίσω οι υπόλοιποι, εν μέσω καταιγιστικών πυρών, έκαναν γιουρούσι ξαφνιάζοντας τούς Αλβανούς τού Μουσταή καί καταφέρνοντας νά ανοίξουν δίοδο πρός τήν σωτηρία. Οι απώλειες όμως ήταν βαριές καί ανάμεσα στούς νεκρούς πού έμειναν στίς πλαγιές τής Καλιακούδας ήταν ο Ζυγούρης Τζαβέλλας, ο Νικολός Μήτσου Κοντογιάννης, ο Δήμος Κίτσος καί ο Καστανιώτης. Η προδοσία εκ μέρους τών Σιαδήμα καί Γιολδάση, οι οποίοι άφησαν αφύλαχτο τό μονοπάτι στά νώτα τών Ελλήνων, έφερε τήν ήττα στήν Καλιακούδα καί διέλυσε παντελώς τήν άμυνα στά ορεινά μέρη τής Δυτικής Ελλάδος. Ο Μουσταής μπορούσε ανενόχλητος πλέον νά προελάσει πρός τά πεδινά τής Αιτωλοακαρνανίας, σκορπώντας τόν τρόμο στούς κατοίκους πού εγκατέλειπαν μέ κάθε τρόπο τά χωριά τους. Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς όμως είχε προλάβει νά διώξει τά γυναικόπαιδα από τό Μεσολόγγι καί νά τά στείλει στό νησάκι Κάλαμος γιά προστασία, είχε εφοδιάσει τίς αποθήκες μέ καλαμπόκι πού τού είχε στείλει ο Σισίνης από τή Γαστούνη καί τέλος είχε οργανώσει άριστα τήν άμυνα τής πόλεως όπου μαζί μέ τούς οπλαρχηγούς Τσόγκα, Κώστα
724
Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλα, Δήμο Τσέλιο καί Δημήτριο Μακρή περίμενε τήν έλευση τού εχθρού. «Οι ΈΈλληνες ωχυρώθησαν μετά ταύτα εις Καλιακούδαν, όπου καί προσεβλήθησαν τήν 27ην Αυγούστου 1823 υπό τών Τούρκων καί τούς αντέκρουον. Αλλά κακή μοίρα ο Σαδήμας αφήνει αφύλακτον θέσιν τινά, από τήν οποίαν εφαίνετο σχεδόν αδύνατον νά εισχωρήση ο εχθρός, καί αυτόθεν παρ' ελπίδα εισδύσαντες Τούρκοι εξαίφνης, επήραν τά νώτα τών Ελλήνων καί τούς εβίασαν ν' αποχωρήσωσιν απομαχόμενοι. Τότε δέ εφονεύθησαν ο Ζυγούρης Τζαβέλας, ο υιός τού Μήτσου Κοντογιάννη, ο αδελφός τού Γεωργίου Κίτσιου καί άλλοι, ότε κατεδιώκοντο από τόν εχθρόν φεύγοντες. ΌΌθεν ο Σκόδρα πασιάς προυχώρησεν εις τό Αιτωλικόν, καί συνέστησε τήν πολιορκίαν αυτού, εν ώ πλοία τουρκικά είχον αποκεκλεισμένον τό Μεσολόγγι. Εν τούτοις είχε φθάσει ο λόρδος Νοέλ Μπάΰρον εις Κεφαλληνίαν καί ο Μαυροκορδάτος αποστέλλει τόν Γεώργιον Πραΐδην νά τόν προσκαλέση εις τήν Ελλάδα. Ο λόρδος ούτος θέλει νά υπάγη εις Μεσολόγγι νά συναγωνισθή μέ τούς ΈΈλληνας υπέρ τής ελευθερίας, καί γράφων αμέσως πρός τήν κυβέρνησιν, προτείνει ότι ήθελε νά διάτηρήση τό σώμα τών Σουλιωτών μέ ιδίαν δαπάνην, εάν διωρίζετο επί κεφαλής των. Τό Νομοτελεστικόν (Εκτελεστικό) εδέχθη τήν πρότασίν του, νομίσας τήν έλευσιν ανδρός τοιούτου διά τήν Ελλάδα σωτήριον, καί τόν έδειξεν εις τήν πρός αυτόν απάντησίν του φιλοφροσύνην καί εμπιστοσύνην. Η κυβέρνησις εχρεώστει νά υποδέχεται φιλοφρόνως καί νά περιποιήται όλους τούς Χριστιανούς οποιουδήποτε έθνους, όσοι ήθελον προσέλθει νά βοηθήσωσι, καθ' ότι άν ηδύνατο έκαστος, τήν Ελλάδα. Είχε δέ μεταβή ήδη εις τήν Σαλαμίνα καί τό Βουλευτικό σώμα.» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου 1 Ο Μουσταή πασάς, αφού μέ τή φωτιά καί τό σίδερο ανάγκασε τά χωριά τού Καρπενησίου, τών Κραβάρων καί τού Απόκουρου (χωριά τής λίμνης Τριχωνίδας) νά προσκυνήσουν, προχώρησε μέχρι τό Βραχώρι (Αγρίνιο), όπου συνάντησε τόν Ομέρ Βρυώνη. Οι δύο πασάδες θεώρησαν αδύνατη τήν άλωση τού Μεσολογγίου καί κατευθύνθηκαν πρός τό Ανατολικό (Αιτωλικό), όπου στρατοπέδευσαν στίς 20 Σεπτεμβρίου 1823 στή θέση Παλιοσάλτσενα. Γιά νά εξασφαλίσουν τόν ανεφοδιασμό τους από τόν Γιουσούφ πασά τών Πατρών κατέλαβαν τά παραθαλάσσια χωριά τού Γαλατά καί τού Μποχωρίου (Ευηνοχώρι). Τό Αιτωλικό, κτισμένο πάνω σέ ένα νησάκι τής λιμνοθάλασσας τού Μεσολογγίου ήταν ατείχιστο, είχε λίγους κατοίκους καί διέθετε 500 υπερασπιστές, οι οποίοι είχαν κτίσει τέσσερα κανονοστάσια.
725
Στίς 2 Οκτωβρίου 1823 ξεκίνησε ο κανονιοβολισμός τής πόλης, ο οποίος θά κρατούσε περίπου δύο μήνες. Οι απώλειες τών αμάχων ήταν πάρα πολλές, αλλά ο χειρότερος εχθρός ήταν η πείνα καί η δίψα, καθώς οι αμυνόμενοι δέν είχαν φροντίσει γιά προμήθειες. Ενώ οι κάτοικοι σκέπτονταν ακόμα καί τήν συνθηκολόγηση, μία εχθρική βόμβα έπεσε στήν εκκλησία των Ταξιαρχών καί άνοιξε μία τρύπα από τήν οποία ανάβλυσε πόσιμο νερό ικανό νά καλύψει τίς ανάγκες όλης τής πόλης. Οι Χριστιανοί πήραν κουράγιο καί κράτησαν τήν άμυνα μέχρι τά μέσα Νοεμβρίου, οπότε ο χειμώνας πού πλησίαζε άρχισε νά δυσχεραίνει τίς προσπάθειες τού εχθρού. Ο Κίτσος Τζαβέλας σέ μία ενέδρα πού έστησε στή θέση Σκαλί προσέβαλε αιφνιδιαστικά 300 Τούρκους ιππείς πού μετέφεραν προμήθειες στό στρατόπεδο τού Μουσταή μέ αποτέλεσμα νά τούς αποδεκατίσει καί νά αποκομίσει όλες τίς προμήθειες. Ο πασάς βλέποντας τό αδιέξοδο στό οποίο είχε περιέλθει αφενός από τίς αρρώστειες πού θέριζαν τούς στρατιώτες του καί αφετέρου από τήν έλευση τού χειμώνα, αποφάσισε νά λύσει τήν πολιορκία καί νά αποσυρθεί στήν πατρίδα του, διαλύοντας τόν τεράστιο στρατό του. ΈΈτσι καί η εκστρατεία τής δυτικής Στερεάς απέτυχε, φέρνοντας χαμόγελα καί στό πρόσωπο τού Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος φοβόταν μήπως θεωρηθεί ο μοναδικός υπεύθυνος από τόν σουλτάνο γιά τήν μέχρι τότε αδυναμία του νά καταστείλει τήν εξέγερση τών άπιστων ραγιάδων τής Δυτικής Ρούμελης. ΈΈμασε τά τζατίργια (μάζεψε τίς σκηνές) του, σήκωσε τά κανόνια, τέτοια ντροπή δέν έπαθεν, εις όλα του τά χρόνια, έκαψε τά λαντζόνια (λέμβους) του, χάλασε καί τ' αμπέλια, έκοψε καί πολλές ελιές, σχεδόν καί περιβόλια. «Μετά ταύτα οι ΈΈλληνες ωχυρώθησαν εις Καλιακούδαν, όπου τήν 27ην Αυγούστου 1823 επιτεθέντες κατ' αυτών οι Τούρκοι αντεκρούοντο μέν, αλλ' αίφνης καταλαβόντες καί τά νώτα τών Ελλήνων διά τινος κρημνώδους πρός τό νότιον ανηφόρου αφυλάκτου εξ αμελείας τού Σαδήμα, καί τρέψαντες εις φυγήν κατεδίωξαν αυτούς, εν δέ τώ φεύγειν εφονεύθησαν ό,τε Ζυγούρης Ντσαβέλας, ο Γιώργης Κοντογιάννης καί άλλοι, μεθ' ό οι Τούρκοι προχωρήσαντες εις τό Αιτωλικόν επολιόρκησαν αυτό, πολιορκημένου όντος καί τού Μεσολογγίου διά θαλάσσης, τών αναγκαίων στερουμένου καί βοηθείας ζητούντος. Εζήτει δέ η κυβέρνησις από τούς εν ΎΎδρα προκρίτους τών νήσων νά σταλή μοίρα τις τού στόλου νά διαλύση τήν διά θαλάσσης πολιορκίαν του καί εφοδιάσει αυτό, αλλ' άνευ μηνιαίων πλοία τότε δέν εξέπλεον, η δέ κυβέρνησις δέν είχε νά προκαταλάβη τά αιτούμενα. ΌΌθεν οι Τούρκοι έμενον κύριοι τών θαλασσών εκείνων. Τών δέ περί τό Αιτωλικόν εις Παληο Σάλτσεναν πρός πολιορκίαν στρατοπεδευσάντων Τούρκων, καταλαβόντων νυκτός τά χωρία Μποχώρι
726
(Ευηνοχώρι) Γαλατά, οι εντός αυτού ΈΈλληνες παρατηρούντες τάς τών Τούρκων κινήσεις, αποβάντες τήν νύκτα τής 4ης πρός 5ην Οκτωβρίου 1823 εις τήν αντίκρυ παραλίαν, καί ενεδρεύσαντες, εκ διακοσίων ιππέων Τούρκων εμπεσόντων εις τήν ενέδραν των, εφόνευσαν τινάς καί πολλούς επλήγωσαν. Ηχμαλώτισαν δέ καί επτά, παρά τών οποίων βεβαιωθέντες, ότι οι Τούρκοι προυτίθεντο νά πολιορκήσουν στενώς τό Αιτωλικόν, προλαβόντες ωχύρωσαν αυτό κατά ενόντα. Αναγείραντες δέ οι Τούρκοι κανονοστάσια, καί κανονοβολούντες καί βομβοβολούντες τήν πόλιν, ουδέν κατώρθουν προτείναντες δέ καί συμβιβασμόν απορριφθέντα, προσεκάλεσαν καί τήν συνδρομήν τού εν Πάτραις οθωμανικού στόλου. Μή προσεγγιζόντων δέ μεγάλων πλοίων διά τό αβαθές τών υδάτων, κατεσκεύσαν δύω πλοιάρια, αλλ' εις ταύτα απήντησαν δέκα όμοια ελληνικά ένοπλα. ΌΌθεν καύσαντες τά ιδικά των οι Τούρκοι απεμακρύνθησαν άπρακτοι. Αλλ' έπασχον οι εντός έλλειψιν μεγάλην ποσίμου ύδατος. Βόμβα δέ τις έξωθεν πεσούσα εντός τού εκεί ιερού ναού τού Ταξιάρχου Μιχαήλ, ανέσκαψε λάκκον εις τό λιθόστρωτον έδαφός του, καί εξ αυτού ανέβρυσεν ύδωρ πόσιμον, εις χαράν καί θαυμασμόν πάντων, δοξολογούντων τόν Θεόν καί πιστευόντων ότι τούτο δέν ήτο συμβάν τι τυχαίον, αλλ' ένδειξις ότι ευδοκεί εις τόν αγώναν των. Εκ Πατρών δέ διά Μποχωρίου λαμβανόντων τών Τούρκων τάς τροφάς των, ο Κίτσος Ντσαβέλας μετά 350 ανδρών παραφυλάξας κατά τά μέσα Νοεμβρίου 1823 τήν πορείαν, ενεδρεύσας καί επιτεθείς εφόνευσε πολλούς, διεσκόρπισε τούς λοιπούς καί ελαφυραγώγησε τά κομιζόμενα. ΈΈκτοτε ο Μουσταή πασάς αμηχανών καί τάς σκηνάς του καύσας, διέλυσε τήν πολιορκίαν κατά τά τέλη Νοεμβρίου. Εν τούτοις, ο λόρδος Μπάϋρον, αφού συνέπραξε τό καθ' εαυτόν εν Αγγλία, όπου λήγοντος Μαρτίου εσυστήθη φιλελληνική εταιρία εις επιτυχίαν δανείου, ελθών κατ' αρχάς Νοεμβρίου 1823 εις Κεφαληνίαν διωρισμένος καί επίτροπος τής ρηθείσης εταιρίας, έμεινεν εκεί εβδομάδας τινάς. Προθέμενος δέ νά υπάγη εις Μεσολόγγι νά συναγωνισθή μέ τούς εκεί υπέρ τής ελευθερίας αγωνιζομένους, επρότεινεν ει τήν κυβέρνησιν ότι επεθύμει νά διατηρήση τό σώμα τών Σουλιωτών ιδίαις δαπάναις, έαν διωρίζετο επ' αυτών. Η δέ κυβέρνησις δεχθείσα τήν πρότασίν του μετ' εγκωμίων, παρεκάλει αυτόν νά έλθη παρ' αυτή. ΉΉλθε δέ εις Μεσολόγγι τήν 24ην Δεκεμβρίου 1823, έχων καί ειδήσεις περί τής εκβάσεως τού δανείου ότι πραγματοποιείται καί ότι μετ' ου πολύ καταβληθήσεται καί δόσις τις. Η δέ μετά τού έν ΎΎδρα Μαυροκορδάτου αγγλίζουσα φατρία τών βουλευτών, συνταραχθείσα, μήτοι η κυβέρνησις (τό Εκτελεστικό τό οποίο μέχρι τότε ήταν ελεγχόμενο από τόν Κολοκοτρώνη) λάβη σχέσεις μετά τού λόρδου, καί, μεταδούσα αυτώ πληροφορίας περί τής τών πραγμάτων αληθούς καταστάσεως, θέση
727
αυτόν εις αμφιβολίας καί δισταγμούς, εξ ών εδύναντο νά γεννηθώσι προσκόμματα εις τάς ιδικάς των ενεργείας καί τά σχέδια. Ούτω δέ κατορθωθέντος νά εκπλεύση ελληνικός στόλος υπό τόν Παναγιώτην Μποτάσην κατά τήν 20ην Νοεμβρίου 1823 πρός τό Μεσολόγγι, ότε καί ανάγκη αυτού πλέον εκεί δέν υπήρχε, (οι Υδραίοι, οι οποίοι μέχρι τότε δέν είχαν οργανώσει στόλο γιά νά βοηθήσουν τό Μεσολόγγι στό οποίο ο έπαρχος ήταν συνεργάτης τού Κολοκοτρώνη, μόλις έμαθαν τήν άφιξη τού Βύρωνα αμέσως έστειλαν τά πλοία τους μαζί μέ τόν Μαυροκορδάτο γιά νά καλοπιάσουν τόν 'Αγγλο ευγενή καί τά λεφτά τά οποία τόν συνόδευαν) δι' αυτού μετέβησαν εις Μεσολόγγι αυτός τε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καί ο 'Αρτης Πορφύριος, διατεθειμένοι πάντες αυτοί τε καί ο Μπότασης καί παρηγγελμένοι νά προκαταλάβωσι τόν ρηθέντα λόρδον άμα έλθει εις Μεσολόγγι, καί καταμεμφόμενοι καί κακοσυσταίνοντες τούς αντιπάλους των ν' αποτρέψωσι τήν μετ' αυτών αντάμωσίν του, προσελκύσωσιν εις τό μέρος των καί προδιαθέσωσιν αυτόν νά συμπράξη εις τό νά περιέλθη εις τήν διαχείρισιν αυτών τό δάνειον, καί εις τήν μελετωμένην καί ενεργουμένην ήδη υπό τής Βουλής (Βουλευτικό) αναγκαίαν αντικατάστασιν τινών εκ τού υπάρχοντος προσωπικού τού Εκτελεστικού, ως αντενεργούντων δήθεν εις τά τού δανείου, καθ' ό μή αγγλιζόντων, έπεισαν δέ αυτόν διά τών τοιούτων μέσων νά εξέλθη καί μείνη εις Μεσολόγγι, όπου καί ο Μαυροκορδάτος προαπήλθε διά νά τόν υποδεχθή εκεί.» Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου Πολιτικές αντιθέσεις στήν Πελοπόννησο (1823) Στήν Πελοπόννησο, τό φρούριο τής Ακροκορίνθου πού είχαν καταλάβει τό προηγούμενο έτος οι Τούρκοι τού Δράμαλη, βρισκόταν σέ στενή πολιορκία από τόν Στάικο Σταϊκόπουλο. 'Οταν, τόν Ιούλιο τού 1823, επιχείρησε ο τουρκικός στόλος νά ενισχύσει τούς υπερασπιστές τού κάστρου μέ επιπλέον φρουρά καί τρόφιμα, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης ματαίωσε τό τουρκικό σχέδιο μέ αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι νά βρεθούν σέ απόγνωση. Στίς 26 Οκτωβρίου 1823, οι Τούρκοι τής Ακροκορίνθου κάλεσαν τόν Κολοκοτρώνη νά έρθει γιά νά διαπραγματευθούν καί νά τού παραδώσουν τό φρούριο. Πράγματι ο Γέρος τού Μωριά παρέλαβε τό κάστρο καί ανέθεσε στόν ανηψιό του Νικηταρά νά συνοδεύσει τούς αιχμαλώτους μέχρι τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν μέ τόν οπλισμό τους στήν Θεσσαλονίκη. Φρούραρχος τής Ακροκορίνθου διορίστηκε ο Ιωάννης Νοταράς μέ τόν Χελιώτη. Η Ακροκόρινθος γιά δεύτερη φορά περνούσε σέ χέρια ελληνικά. Ο Μαυροκορδάτος, πού χαρακτηρίζονταν γιά τίς ραδιουργίες του καί τόν δόλιο τρόπο συμπεριφοράς του, γνώστης ών ξένων γλωσσών,
728
συκοφαντούσε στούς ξένους, τούς κομματικούς του αντιπάλους. ΈΈτσι ο Αμερικάνος φιλέλλην Χάου, στό βιβλίο του γιά τήν Ελληνική Επανάσταση, μόνο χολή ρίχνει εναντίον τού Κολοκοτρώνη αλλά καί τού Ανδρούτσου, μή γνωρίζοντας σέ βάθος τό παρασκήνιο τών πολεμικών γεγονότων. Στό απόσπασμα πού ακολουθεί, αναφέρει ότι οι Τούρκοι δέν ήθελαν νά παραδοθούν στόν Κολοκοτρώνη, κάτι πού δέν επιβεβαιώνεται από άλλους συγγραφείς τής εποχής. «Ο Ανδρούτσος μπορούσε νά παραβλέψει, άν όχι καί νά θυσιάσει συχνά, τό καλό τής πατρίδος του, γιά νά εξασφαλίσει τό στενό ατομικό του συμφέρον, πού πίστευε ότι ήταν χωριστό από τό συμφέρον τής χώρας του. Αδίκως προσπαθούσαν νά τόν δικαιολογήσουν οι φίλοι του ότι δέν μπόρεσε νά αντισταθεί στήν εισβολή τού Δράμαλη. Δέν δοκίμασε καθόλου νά τόν αντιμετωπίσει. Ματαίως επίσης, προσπαθούσαν νά τόν καλύψουν γιά τήν εχθρότητά του πρός τόν Μαυροκορδάτο. ΉΉταν καθήκον του νά εφαρμήσει καί νά επισπεύσει τά σχέδια τού προέδρου, χωρίς αντιρρήσεις. Καί δέν έπρεπε νά αφήσει τά προσωπικά του αισθήματα νά τόν παρασύρουν καί νά τόν οδηγήσουν σέ ανταρσία πρός όφελος τού εχθρού. Εν τώ μεταξύ, ο αποκλεισμός τής Κορίνθου παρακολουθούνταν στενά από Πελοποννησίους πολεμιστές μέ διαφόρους άξιους οπλαρχηγούς, πού ανάμεσά σ' αυτούς ξεχώριζε ο Στάικος, ο οποίος βρισκόταν εκεί από τότε πού έπεσε τό Ναύπλιο. Η φρουρά είχε περιέλθει σέ απελπιστική κατάσταση, γιατί τής έλειπαν οι προμήθειες, αλλά άντεχε ακόμα, μέχρι πού η υποχώρηση τού Περκόφτσαλη ματαίωσε κάθε ελπίδα γιά βοήθεια. Ο Στάικος αφού επικοινώνησε μέ τήν κυβέρνηση, έλαβε εξουσιοδότηση νά προχωρήσει σέ διαπραγματεύσεις. Ο Κολοκοτρώνης καί οι αγροίκοι οπαδοί του, πού οσμίστηκαν πλούσια λάφυρα όπως τά όρνεα μυρίζονται τήν λεία τους, μαζεύτηκαν στήν Κόρινθο γιά νά παρευρεθούν στήν παράδοση τού κάστρου. Αλλά η τουρκική φρουρά αρνήθηκε νά διαπραγματευθεί μέ άλλους, εκτός από τόν Στάϊκο. ΈΈτσι ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε νά αποσυρθεί.» An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe Στόν Μωριά δέν πάτησε πόδι μουσουλμάνου καθ' όλη τή διάρκεια τού 1823 καί έτσι οι Πελοποννήσιοι ανάλωσαν τόν χρόνο τους καί τίς δυνάμεις τους σέ φιλονεικίες, καί σέ εμφύλιες συγκρούσεις. Τό Βουλευτικό, υπό τήν καθοδήγηση τού Μαυροκορδάτου καί τήν στήριξη τών αδελφών Κουντουριώτη, τού προκρίτου τών Καλαβρύτων Ανδρέα Ζαΐμη καί τού προκρίτου τής Βοστίτσας Ανδρέα Λόντου ήταν από τήν μία πλευρά καί χαρακτηρίζονταν ως αγγλική φατρία. Στήν αντίπερα όχθη ήταν τό Εκτελεστικό μέ πρόεδρο τόν
729
Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αντιπρόεδρο τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καί υποστηρίζονταν από τόν Σωτήρη Χαραλάμπη, τόν Ανδρέα Μεταξά, τόν πρόκριτο τής Γαστούνης Γεώργιο Σισίνη καί όλους σχεδόν τούς Μωραΐτες οπλαρχηγούς. Ο κύκλος τού Μαυροκορδάτου ήταν μορφωμένος, μπορούσε νά συντάξει έγγραφα καί νά αλληλογραφεί μέ τούς Ευρωπαίους ενώ είχε μεγάλη ικανότητα στά πολιτικά θέματα. Ο κύκλος τού Κολοκοτρώνη ήταν αγράμματος αλλά είχε ευρεία απήχηση στά λαϊκά στρώματα, ενώ οι υποστηρικτές τού παλαιού Κλέφτη ήταν άριστοι γνώστες τής στρατιωτικής τέχνης. Τό κόμμα τών πολιτικών κέρδιζε ολοένα έδαφος. Ο Μαυροκορδάτος μέ δόλιο τρόπο έγινε πρόεδρος τού Βουλευτικού, γεγονός πού εξόργισε τόν Κολοκοτρώνη, πού απείλησε τόν Φαναριώτη πολιτικό καί τόν Πορφύριο 'Αρτης πού τόν υπερασπίστηκε ότι "θά τούς πάρει μέ τά λεμόνια". Ο Μαυροκορδάτος τελικά εγκατέλειψε τήν Τριπολιτσά καί κατέφυγε στήν ΎΎδρα, όπου έγινε δεκτός μέ τιμές. Ο Κολοκοτρώνης, μή μπορώντας νά παρακολουθήσει τίς παρασκηνιακές ενέργειες τού Μαυροκορδάτου, αναγκάστηκε νά παραιτηθεί από τό Εκτελεστικό τόν Οκτώβριο τού 1823. ΈΈκτοτε τά δύο σώματα τής διοικήσεως, τό Εκτελεστικό καί τό Βουλευτικό μετακινούνταν διαρκώς, προσπαθώντας νά ενισχύσουν τήν πολιτική τους δύναμη. Ο Κολοκοτρώνης, σύμφωνα μέ τόν Φωτάκο, εφθάρη μέ τήν είσοδό του στήν πολιτική, αφού "ιδόντες τόν Κολοκοτρώνην γενόμενον όργανον τών πολιτικών, καί περιφερόμενον πρός είσπραξιν εράνων, ελυπήθησαν όλοι, διότι ήθελαν νά τόν βλέπουν αρχηγόν τών στρατιωτικών πραγμάτων, νά έβγη εις τήν Στερεάν, όπου τότε όλοι οι καπεταναίοι τόν εζήτουν διά νά τούς βοηθήση. ΌΌλοι δέ τών εκεί οπλαρχηγών τόν απεδέχοντο ως ανώτερον διά τήν ηλικίαν, τήν φρόνησιν καί τήν φήμην του. Ούτως ο Κολοκοτρώνης εξέπεσε τότε τής στρατιωτικής του αξίας". Μέ τέτοιες συνθήκες, η πολιορκία τού φρουρίου τών Πατρών δέν ήταν δυνατό νά έχει αίσιο τέλος. Οι Τούρκοι τής πόλης έβλαπταν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλον τήν επανάσταση, καθώς αποτελούσαν τόν πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού όλων τών οθωμανικών στρατευμάτων πού κατέφθαναν στήν περιοχή. Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε νά οργανώσει εκστρατεία γιά τήν κατάληψη τού φρουρίου, αλλά απέτυχε. Οι Δεληγιανναίοι, καί οι πρόκριτοι Ζαΐμης καί ο Λόντος επ' ουδενί θά επέτρεπαν στόν πολιτικό τους αντίπαλο νά δράξει καί άλλες δάφνες δόξας από τυχόν κατάληψη τού κάστρου τής πόλης τών Παλαιών Πατρών. Σημειωτέον ότι ο Κολοκοτρώνης θά έπρεπε νά είναι αποκομμένος από τό Μεσολόγγι, όπου κατέφθανε ο Lord George Gordon Byron (17881824) καί ο οποίος ήταν ο διαχειριστής τού δανείου πού επρόκειτο νά
730
εκταμιευτεί από τίς αγγλικές τράπεζες. Η διχόνοια καλά κρατούσε καί η κάθε παράταξη προσπαθούσε νά εκμηδενίσει η μία τήν άλλη, όχι μόνο γιά τήν εξουσία αλλά γιά τήν διαχείριση τών χρημάτων πού κατέφθαναν από τό Λονδίνο. Τά λεφτά τού πρώτου αγγλικού δανείου θά ήταν η αιτία γιά τόν εμφύλιο πόλεμο πού θά ακολουθούσε τόν επόμενο χρόνο. «Τό μεταξύ Κολοκοτρώνη καί Μαυροκορδάτου, γραμματέως τού Εκτελεστικού, χάσμα ήτο αγεφύρωτον, μολονότι η συνεργασία μεταξύ τού ικανώτερου στρατιωτικού καί ικανώτερου πολιτικού θά ηδύνατο νά αποβεί εξαιρετικώς επωφελής διά τήν Επανάστασιν. Αλλ' ο Κολοκοτρώνης έβλεπεν εις τόν Μαυροκορδάτον τόν Φαναριώτην, ο οποιος ήτο ικανός διά πάσαν πράξιν εξυπηρετούσαν τό πολιτικό του συμφέρον καί τούς συνεργαζόμενους κοτζαμπάσηδες, εις βάρος τών αγώνων καί τών θυσιών τού λαού. Διά τόν Μαυροκορδάτον πάλιν ο Κολοκοτρώνης ήτο ο αγροίκος, ο ονειρευόμενος στρατιωτικήν δικτατορίαν, ο μή πειθαρχών εις τήν στρατιωτικήν τάξην, ο στερούμενος προσόντων καί αγωγής πολιτικός ανήρ. ΈΈβλεπε δέ τήν θέσιν του εις τήν κυβέρνησιν ως αποτέλεσμα εκβιασμού πού σκοπόν είχε νά τόν εκμηδενίσει ως έπραξε μέ τόν Υψηλάντη. Η αλληλοϋπόβλεψις καί αι αντιθέσεις εντός τής κυβερνήσεως είχον ως αποτέλεσμα νά αγωνίζεται εκάστη παράταξις πρός ίδιαν κατίσχυσιν καί νά παραμελούνται τά σοβαρά καί απαιτούντα επίλυσιν προβλήματα. ΌΌταν δέ μέσω πολλών αντιγνωμιών καί προστριβών απεφάσισε τό Βουλευτικόν όπως εκστρατεύση τό Εκτελεστικόν εις Κόρινθον, ο Μαυροκορδάτος, γραμματεύς ών τού Εκτελεστικού, εχρονοτρίβει εις Τριπολιτσάν. Τά άλλα μέλη τού Εκτελεστικού ανέμενον τόν Μαυροκορδάτον εις Σοφικόν, αλλ' ούτος αντί νά μεταβή πρός συνάντησιν των, ως είχεν υποσχεθεί, εφρόντισε νά εκλεγή πρόεδρος τού Βουλευτικού διά νά δύναται από τής θέσεως αυτής νά ραδιουργή καλύτερον καί νά αντιδρά κατά τού Εκτελεστικού. Πληροφορηθείς ότι ο Μαυροκορδάτος εξελέγη πρόεδρος τού Βουλευτικού, ο Κολοκοτρώνης εξεμάνη. Είχεν ήδη αποφασίσει πρό πολλού νά τόν εκδιώξη εκ τής διοικήσεως καί θεώρησε ότι τού εδίδετο η κατάλληλος ευκαιρία πρός τούτο. Δι' ό καί επέστρεψεν εις τήν Τριπολιτσάν καί υπεχρέωσε τόν Μαυροκορδάτον νά υποβάλλη τήν παραίτησίν του ενώπιον τού Βουλευτικού καί κατόπιν, απειλών ότι θά τόν διαπομπεύση εις τάς οδούς τής πόλεως, τόν εξεδίωξεν εκ Τριπολιτσάς. ΈΈντρομος ο Μαυροκορδάτος ενώπιον τής οργής τού Κολοκοτρώνη εγκατέλειψεν τήν πόλιν καί κατέφυγεν εις ΎΎδραν, όπου τή βοηθεία τών Υδραίων προκριτών άρχισε νά προετοιμάζη τήν εκδίκησίν του κατά τού Κολοκοτρώνη.
731
Συντόμως ο Κολοκοτρώνης εβαρύνθη τήν άσκησιν τής εξουσίας, δεδομένου ότι συνήντα συνεχώς αντιδράσεις καί μετά ολιγόχρονον παραμονήν εις τήν θέσιν τού αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού υπέβαλε τήν παραίτησίν του. Κατόπιν τούτου τό Εκτελεστικόν απήλλαξε τών καθηκόντων του τόν προσκείμενον πρός τόν Κολοκοτρώνην Ανδρέαν Μεταξάν διά νά διορίση αντ' αυτού τόν Κωλέττην. ΈΈκτοτε τό Εκτελεστικόν προέβαινεν εις ψηφίσματα στρεφόμενα κατά τού Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός, εκμανείς καί πάλιν, απέστειλεν εις τό 'Αργος όπου είχε μεταφέρει τήν έδραν του τό Εκτελεστικόν, σώμα υπό τον υιόν του Πάνον, τόν Νικηταράν καί τόν Χατζηχρήστον μέ τήν εντολήν νά προβούν εις τήν διάλυσιν τού Εκτελεστικού. Οι αντίπαλοι τού Κολοκοτρώνη βουλευταί κατέφυγαν τότε εις Κρανίδιον, όπου συνελθόντες εις συνεδρίασιν ανέδειξαν νέον Εκτελεστικόν, μέ πρόεδρο τόν Υδραίο Κουντουριώτη καί μέλη τούς Παναγιωτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Ανδρέα Λόντο καί Ανδρέα Ζαΐμη.» Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, 1971 Στίς 30 Νοεμβρίου 1823, ο Μαυροκορδάτος έφυγε από τήν ΎΎδρα καί πήγε στό Μεσολόγγι, γιά νά αναλάβει τήν αρχηγία τής Δυτικής Ελλάδος, παραμερίζοντας τόν προσκείμενο στό κόμμα τού Κολοκοτρώνη Κωνσταντίνο Μεταξά. Ο Μαυροκορδάτος είχε κατά νού νά υποδεχθεί τόν λόρδο Βύρωνα καί νά τόν επηρεάσει υπέρ τού δικού του κόμματος. Καί ενώ στό Μεσολόγγι, όλοι περίμεναν τόν 'Αγγλο ποιητή, στήν Πελοπόννησο είχαν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες. Η πρώτη ένοπλη σύγκρουση ξέσπασε στήν Καρύταινα μεταξύ τών Δεληγιανναίων καί τών Πλαπουταίων (Κολλιόπουλων). Αφορμή στάθηκε ένα επεισόδιο πού είχε γίνει στήν Δημητσάνα, όταν ο γαμπρός τών Πλαπουταίων Τζεραλής, πυροβόλισε καί τραυμάτισε τόν Αναστάσιο Δεληγιάννη. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης γιά νά εκδικηθεί, έστειλε τόν αδελφό του Δημήτριο μέ 100 ενόπλους στό χωριό Παλούμπα (Δήμος Ηραίας), όπου σκότωσε τόν Τζεραλή καί έκοψε τά μαλλιά τής γυναίκας του. Ο Δημήτριος Πλαπούτας συγκέντρωσε μέ τή σειρά του ενόπλους καί εισέβαλε στήν 'Ακοβα (Βυζίκι) καίγοντας περιουσίες τών Δεληγιανναίων. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης ζήτησε τή βοήθεια τού Πετμεζά, τού Γιατράκου καί τού Παπατσώνη προσπαθώντας νά γενικέψει τήν σύρραξη, ενώ θά έγραφε στόν Ζαΐμη ότι οι ενέργειες τών αντιπάλων δέν στρέφονται μόνο εναντίον τών Δεληγιανναίων, αλλά στρέφονται κατά τού συστήματος όλων τών προυχόντων καί τών προκρίτων. 'Αφιξις Βύρωνος εις Μεσολόγγιον (Δεκέμβριος 1823)
732
Η ελληνική επανάσταση βρήκε στό πρόσωπο τού λόρδου Βύρωνα ένα μεγάλο υποστηρικτή. Ο μεγαλοφυής ποιητής, πού είχε εμπνευστεί τά καλύτερα ποιήματά του από τήν αξιοθρήνητη θέση τών Ελλήνων, θέλησε από τήν πρώτη στιγμή πού βρήκαν τό θάρρος οι σκλάβοι νά αντιμετωπίσουν τόν δυνάστη τους, νά τούς βοηθήσει. Επηρεασμένος από τό μεγαλείο τής Αρχαίας Ελλάδος, είχε σάν όνειρο νά ξαναδεί τούς απογόνους της νά παίρνουν τήν θέση πού τούς άξιζε, μαζί μέ τά μνημεία τους, τά οποία δέν είχαν τύχει ούτε τού στοιχειώδους σεβασμού από τούς βάρβαρους κατακτητές. Ο μέχρι τότε άσωτος Βύρωνας κουρασμένος από τίς αστικές ματαιοδοξίες καί τήν υποκρισία τών ευρωπαϊκών σαλονιών καί αναζητώντας μία αλλαγή στήν προσωπική του ζωή αποφάσισε νά έρθει στήν φλεγόμενη Ελλάδα μέ τήν ελπίδα η φωτιά τής επανάστασης νά τού εξαγνίσει τήν ίδια του τήν ψυχή. Η φιλελληνική εταιρεία στό Λονδίνο, πού είχε τήν ευθύνη τού αγγλικού δανείου, όταν έμαθε ότι ο Βύρωνας θά ταξίδευε γιά τήν Ελλάδα, τόν όρισε αντιπρόσωπό της. Ο Byron πήγε από τήν Αγγλία στήν Γένοβα καί στή συνέχεια έφθασε στό Αργοστόλι στίς αρχές Αυγούστου 1823, συνοδευόμενος από τόν συμπατριώτη του Edward Trelawny (Τρελώνη), τόν Ιταλό κόμη Pietro Gamba (Γκάμπα) καί από άλλους Ευρωπαίους φιλέλληνες. Τήν ίδια εποχή στήν Ελλάδα επικρατούσαν ανωμαλίες καί ταραχές καί γιά τό λόγο αυτό ο Βύρωνας έστειλε μέ τόν Τρελώνη επιστολές στήν ελληνική κυβέρνηση, μέ τίς οποίες ανακοίνωνε τήν επικείμενη άφιξή του. ΈΈδωσε επίσης εντολή στούς συντρόφους του νά περιοδεύσουν καί στήν υπόλοιπη Ελλάδα γιά νά διαπιστώσουν πιά ήταν η κατάστασή της. «The wind becoming fair, on the 28th of December 1823 (ν.η.), at 3 p.m. we set sail, he in the mistico (μίστικο), myself in the larger vessel. On the 29th in the morning, we were at Zante. Towards six in the evening we set sail for Missolonghi, without the slightest suspicion that the turkish fleet could have left the Gulf of Lepanto (κόλπος Ναυπάκτου). We knew that the Greeks were anchored before Missolonghi, nearly at the entrance of the Gulf, and we expected to fall in with the Leonidas (μπρίκι Λεωνίδας), or some other greek vessel, either in search of, or waiting for us. We sailed together till after ten at night; the wind favourable - a clear sky, the air fresh but not sharp. Our sailors sang alternately patriotic songs, monotonous indeed, but to persons in our situation extremely touching, and we took part in them. We were all, but Lord Byron particularly, in excellent spirits. The mistico sailed the fastest. When the waves divided us, and our voices could no longer reach each other, we made signals by firing pistols and carabines "Tomorrow we meet at Missolonghi!" The wind freshened towards three o'clock in the morning; my captain, Spiro Valsamarchi, of Cephalonia, was afraid of sailing any further in
733
the dark on account of the shallows. We again proceeded at five; at half past six it was daylight, and we found ourselves near the insulated rocks which are seen in front of the shallows of Missolonghi. A little before us to the right, a large vessel was perceived coming slowly towards us: at first it was thought to be one of the greek fleet, but it was too large: we then believed it an imperial frigate. In outward form and appearance it was superior to a turkish ship; nor was it like an english nor an american. How could a turkish vessel be alone, and there? It veered towards us: we hoisted the ionian flag (σημαία τών Ιονίων νήσων πού βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή), they the ottoman. How great was our astonishment! the captain and sailors were amazed almost in despair. What was to be done? Fly? there was no time; and then, if we were caught, it would be worse. In the mean time, the Turks approached, and called the captain aboard. The poor fellow gave himself up for lost. - "What shall I say ?" - "Say what your papers declare, that you are freighted by travellers for Calamo, leave the rest to me: for God's sake, no schemes, no contradictions." We put our captain on board the frigate (τρομοκρατημένος o Σπύρος ο καπετάνιος μας ανέβηκε στήν τουρκική φρεγάτα). When Spiro first came on board he was received by the turkish captain with his drawn sword. The Turks thought our bombard was a fireship, and our poor Greek heard the order - "Cut off his head, and sink the ship!" It was a trying moment. The turkish captain asked him, in a threatening tone, whether he was not going to Missolonghi? He had not the power to say "no;" but, on a sudden, fear seems to have opened his eyes, and permitted him to recognise, in the person of the turkish captain, one whom he had before seen. - "What! are you going to take away the life of him who saved your life? Don't you recollect Spiro Valsamarchi, whom you saw in the Black Sea ?" - "Is it possible, you Spiro?'' He embraced the trembling Greek, took him into his cabin, showed the utmost solicitude on his behalf, and frequently, when we were afterwards together, took the opportunity of testifying his gratitude to his old deliverer, who, it seems, had saved the Turk, his brother, and eight others, from shipwreck in a merchant vessel, to the no small hazard of his own life. (Tήν ώρα πού ετοιμαζόταν ο Τούρκος νά αποκεφαλίσει τόν Κεφαλλονίτη ναυτικό καί νά βουλιάξει τό μίστικο, ο τελευταίος τόν θυμήθηκε καθώς τού είχε σώσει τή ζωή κάποτε στόν Εύξεινο Πόντο. Ο Τούρκος τού χάρισε τή ζωή καί έτσι σώθηκε τόσο ο ΈΈλληνας ναυτικός, όσο καί ο Πιέτρο Γκάμπα, ο οποίος θά έφθανε ασφαλής στό Μεσολόγγι, μία ημέρα πρίν από τόν Μπάϋρον.) Lord Byron's arrival was welcomed with salvos of artillery, firing of muskets, and wild music. Crowds of soldiery, and citizens of every rank, sex, and age, were assembled on the shore to testify their delight. Hope and content were pictured in every countenance. His Lordship landed in a speziot boat,
734
dressed in a red uniform. He was in excellent health, and appeared moved by the scene. I met him as he disembarked, and in a few minutes we entered the house prepared for him - the same in which Colonel Stanhope resided. The Colonel and Prince Mavrocordato, with a long suite of european and greek officers, received him at the door. All the chieftains of western Greece, that is, of all the mountainous districts occupied by the Greeks, from the plains of Arta on the one side to the territories of Salona on the other, were now collected at Missolonghi in a general assembly, together with a great many of the primates of the same countries. Mavrocordato had been named governor - general of the province, and president of the assembly. More than 5000 armed men had followed that chief, and were in the town. After the departure of the Captain Pacha (ναύαρχος Χοσρέφ) from the eastern shores of Greece, and that of the Pacha of Scutari (Μουσταή πασάς) from Missolonghi, there was no fear of their return until the next spring. The Peloponnesus, with the exception of the castles of the Morea (κάστρο Ρίου) and of Patras, of Modon and of Coron, was in the hands of the Greeks; so was the northern shore of the Gulf of Lepanto, with the exception of the two castles (Αντιρρίου καί Ναυπάκτου). Boeotia and Attica were entirely in the power of the Greeks, together with the Isthmus of Corinth. But the discord of the Greeks amongst themselves had now began to assume a most inauspicious aspect. The whole year, during which by law the executive body (Εκτελεστικό) was to exist, had not expired; but their inertness and their rapacity had, not only in the islands, but in the Morea, so raised public opinion against them, that the legislative body (Βουλευτικό Σώμα) resolved upon the energetic measure of dispossessing them at once of their power. (Ο Ιταλός, προφανώς επηρεασμένος από τόν Μαυροκορδάτο κατηγορούσε σφόδρα τούς πολιτικούς αντιπάλους τού Φαναριώτη πού ήλεγχαν τό Εκτελεστικό Σώμα καί εκθείαζε φυσικά τό Βουλευτικό στό οποίο ηγείτο ο Μαυροκορδάτος.) This they did, alleging that the constitution had been infringed by the late men in power; and they elected a new executive, at the head of which they placed George Conturiottis, one of the most zealous, respectable, and richest patriots in Greece. (Αμέσως μετά τήν αποχώρηση τού Κολοκοτρώνη από τό Εκτελεστικό, ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης, συνεργάτης τού Μαυροκορδάτου έγινε πρόεδρος αυτού τού σώματος, παραγκωνίζοντας από τήν εξουσία όλα τά μέλη τού κόμματος τών στρατιωτικών). The former executive body, however, would not tamely submit to this measure, but, gathering round them some of those who had profited by their exertions, they seized on several strong places, and openly resisted the government. Such was the state of affairs when Lord Byron arrived in Greece. His situation was one of extreme delicacy and difficulty: his own dignity, and
735
the true interest of Greece, forbade him to mix himself up with any party; and he at once perceived that if by such a conduct he could finally reconcile the factions, he would play a part the most glorious that a stranger could attempt to perform.» Lord Byron's last journey to Greece - Count Peter Gamba Ο απεσταλμένος τού Βύρωνος Τρελώνης, εκτός τών άλλων συνάντησε καί τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο στό λημέρι του, ο οποίος καί τόν γοήτευσε. ΈΈγιναν στενοί φίλοι καί μάλιστα ο Ανδρούτσος θά τού προξένευε καί τήν αδελφή του γιά νύφη. Τό λημέρι τού Ανδρούτσου ήταν μία απόκρημνη σπηλιά τού Παρνασσού, η οποία βρισκόταν σέ ύψος εκατό μέτρων πάνω από τήν πεδιάδα. Ο Οδυσσέας τήν είχε μετατρέψει σέ οχυρό καταφύγιο καί εκεί φύλαγε τήν οικογένειά του καί όλα τά υπάρχοντά του. Ο μόνος τρόπος γιά νά ανέβει κάποιος στήν σπηλιά ήταν μέ σκάλες τίς οποίες τίς αφαιρούσαν κατά τή διάρκεια τής νύχτας καί γι' αυτό τό λόγο η σπηλιά θεωρούνταν απόρθητη. Οι προσδοκίες πού γεννήθηκαν από τήν άφιξη τού Βύρωνα στήν Ελλάδα κινητοποίησαν ολόκληρη τή χώρα. Η κυβέρνηση τόν κάλεσε στήν έδρα της, ενώ οι επίσημοι ΈΈλληνες προσπαθούσαν μέ επιστολές καί απεσταλμένους νά τόν πάρουν μέ τό μέρος τους. Ο Βύρωνας, πού είχε αναλάβει τήν διαχείριση τών χρημάτων τού πρώτου αγγλικού δανείου ήξερε ότι έπρεπε νά είναι προσεκτικός, ώστε τά λεφτά αυτά νά μήν πέσουν σέ λάθος χέρια. Μέ τίς επιστολές του καλούσε όλους τούς ΈΈλληνες νά αφήνουν κατά μέρος τά πάθη καί νά μονοιάσουν. Αμφιταλαντευόμενος αρκετό καιρό, αποφάσισε τελικώς νά πάει στό Μεσολόγγι στό οποίο ήδη βρισκόταν ο παμπόνηρος Μαυροκορδάτος. Οι Υδραίοι πού δέν είχαν κινητοποιήσει τό στόλο τους, όταν τούς τό ζητούσε επειγόντως ο έπαρχος τού Μεσολογγίου Κωνσταντίνος Μεταξάς, όλως περιέργως βρήκαν ξαφνικά τούς μισθούς γιά τούς ναύτες καί κατέπλευσαν μέ τά πλοία τους καί αυτοί στό Μεσολόγγι, γιά νά υποδεχθούν τόν 'Αγγλο φιλέλληνα. «Διεκρίνετο διά τόν φιλελληνισμόν του ο λόρδος Βύρων. Ο μεγαλοφυής ούτος ποιητής, όστις έψαλε παθητικώτατα τήν Ελλάδα δούλην, εβουλήθη αφ' ης ώρας έλαβε τά όπλα νά τή δώση καί χείρα βοηθείας εις ανόρθωσιν, καί νά βάλη εις κίνδυνον υπέρ αυτής καί αυτήν τήν ζωήν του. Ενίσχυσε τόν σκοπόν τού λόρδου καί η εν Λονδίνω σύστασις τής φιλελληνικής εταιρίας, ήτις, μαθούσα ότι εμελέτα ν' απέλθη εις Ελλάδα, τόν ανέδειξεν αντιπρόσωπόν της. Επί τής συστάσεως τής εταιρίας ταύτης διέτριβεν ο λόρδος εν Γενούη· εκείθεν απέπλευσε τήν 1ην Ιουλίου 1823 καί κατευωδώθη αρχομένου τού Αυγούστου εις Αργοστόλι· τόν συνηκολούθουν δέ ο κόμης Γάμβας καί ο ιατρός
736
Βρούνος Ιταλοί, καί ο Τρελώνης καί ο Βράων 'Αγγλοι. Ανωμαλίαι καί εμφύλιοι ταραχαί επεκράτουν εν Ελλάδι καθ' όν καιρόν έφθασεν ο λόρδος εις Κεφαλληνίαν· διά τούτο απέστειλε τούς δύο συνοδοιπόρους του 'Αγγλους εις τήν ελληνικήν κυβέρνησιν αναγγέλλων διά τών πρός αυτήν γραμμάτων του τούς φιλελληνικούς σκοπούς του καί τούς τής αγγλικής εταιρίας· παρήγγειλε δέ αυτοίς νά περιοδεύσωσι καί τήν λοιπήν Ελλάδα ίνα ίδωσι τήν κατάστασίν της· απομείνας δέ αυτός εν Κεφαλληνία διέτριψεν έξ εβδομάδας επί τού πλοίου· μετά ταύτα απέβη εις Μεταξάτα επτά μίλια μακράν τού Αργοστολίου, επί σκοπώ νά ενδιαμείνη έως ού εμάνθανεν ακριβώς τά τής Ελλάδος καί έβλεπε πού καί πώς νά διευθύνη τά βήματά του.» Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ' Ο Βύρωνας μετά από ένα περιπετειώδες ταξείδι έφθασε στίς 24 Δεκέμβριου 1823 στό Μεσολόγγι, όπου έγινε δεκτός μέ εξαιρετικές τιμές από τόν απλό λαό καί τούς επισήμους. Αμέσως οι αρχές έθεσαν στήν διάθεσή του τό ωραιότερο αρχοντικό τής πόλης. Η πρώτη φροντίδα τού Βύρωνα ήταν νά ανάλάβει τήν μισθοδοσία τών Σουλιωτών, οι οποίοι έχοντας χάσει τήν πατρίδα τους, αντιμετώπιζαν καθημερινά τό φάσμα τής πείνας, καθώς είχαν νά θρέψουν εκτός από τούς εαυτούς τους καί τίς οικογένειές τους. Λίγο νωρίτερα είχε φθάσει στήν σκλαβωμένη Ελλάδα, ως αντιπρόσωπος τού φιλελληνικού κομιτάτου τού Λονδίνου, ο συνταγματάρχης Leicester Stanhope (1784-1862). Ο 'Αγγλος στρατιωτικός είχε προγηγούμένως επισκεφθεί τίς φιλελληνικές οργανώσεις τής Γερμανίας καί τής Ελβετίας καί κατόπιν είχε πάει στήν Κεφαλλονιά γιά νά συναντήσει τόν Βύρωνα. Ο Στάνχωπ πέρασε στό Μεσολόγγι όπου ασχολήθηκε μέ τήν συγκέντρωση τών λειψάνων τής γερμανικής λεγεώνας πού είχε σκορπιστεί στήν Πελοπόννησο, ενώ προσπάθησε νά κατασκευάσει μηχανουργείο γιά νά βοηθήσει στήν αύξηση τών τεχνικών γνώσεων τών Ελλήνων. Εξαιτίας όμως τών ταλαιπωριών τών ανδρών τής λεγεώνας βρήκε ελάχιστους, τούς οποίους έθεσε μαζί μέ μερικούς ΈΈλληνες κάτω από τίς εντολές τού 'Αγγλου Πέρι. Ο Πέρι είχε σταλεί από τό φιλελληνικό κομιτάτο στήν Ελλάδα μαζί μέ όπλα, μπαρούτι σφαίρες, ένα βομβοβόλο, ένδεκα κανόνια, χάρη στίς συνεισφορές τών φιλελλήνων στίς οποίες συμπεριλαμβάνονταν καί χίλιες λίρες από τό δήμαρχο τού Λονδίνου. Ο Στάνχωπ φρόντισε επίσης μέ δικά του έξοδα γιά τή δημιουργία ιατρείων, ταχυδρομείων, νοσοκομείου, ενώ χάρη στήν βοήθειά του εκδόθηκε η εφημερίδα "Ελληνικά Χρονικά", σέ συνεργασία μέ τόν γερμανόφωνο Ελβετό Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ.
737
Τά "Ελληνικά Χρονικά" θά ενημέρωναν τούς αγράμματους ΈΈλληνες γιά τά δικαιώματα τού ατόμου, τήν υπακοή στούς νόμους, τόν σεβασμό στόν συνάνθρωπο, τήν ελευθερία τού τύπου, γιά τίς βασικές αρχές τού Συντάγματος τής Επιδαύρου, κ.λ.π, βγάζοντάς τους σιγά σιγά από έναν πνευματικό λήθαργο πού διήρκεσε τέσσερεις αιώνες. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis23.html
738
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΔ' Η δίκη τού Καραϊσκάκη Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, κατά τήν διάρκεια τού φθινοπώρου τού 1823, υπέφερε από τό χτικιό καί είχε αποσυρθεί από τήν ενεργό δράση. Προκειμένου νά αποθεραπευθεί πλήρως, εγκατέλειψε τό μοναστήρι τού Προυσσού καί πήγε στήν Κεφαλλονιά όπου διέμεινε μερικούς μήνες. Στά Επτάνησα, εκείνη τήν περίοδο, είχαν συρρεύσει χιλιάδες πρόσφυγες από τήν Δυτική Στερεά, κυρίως γυναικόπαιδα, πού ζούσαν στά όρια τής ανέχειας. Ο "Γιός τής Καλόγριας" είχε αφήσει στήν θέση του τόν Αντώνη Ζαραλή, γιά νά συντηρεί τά στρατιωτικά του τμήματα μέχρι νά επανέλθει ο ίδιος στήν ενεργό δράση. Ο Ζαραλής βρισκόταν σέ διαρκή σύγκρουση μέ τόν στρατιωτικό αντίπαλο καί άσπονδο εχθρό τού Καραϊσκάκη, Γιαννάκη Ράγκο, ο οποίος διεκδικούσε καί τελικώς κατάφερε νά λάβει υπό τήν εξουσία του τό αρματολίκι τού ανήμπορου νά αντιδράσει Καραϊσκάκη. Ο Καραϊσκάκης ανεχώρησε από τό Αργοστόλι γιά τήν Ιθάκη προκειμένου νά συναντήσει τήν οικογένειά του. Στό πλοίο είχε συνταξιδιώτη του τόν 'Αγγλο γιατρό Julius Millingen (Μίλλινγκεν), ο οποίος ταξίδευε γιά τό Μεσολόγγι καί στόν οποίο εκμυστηρεύτηκε τό μίσος του γιά τόν Ράγκο καί όσους καπετάνιους κατέτρεχαν τούς δικούς του ανθρώπους. Τού είπε ακόμα ότι οι εν λόγω αρματολοί, ενίοτε γίνονταν φίλοι μέ τούς Τουρκαλβανούς, δηλαδή μέ τούς εχθρούς τής πατρίδος του, καί όταν οι τελευταίοι πραγματοποιούσαν εισβολή, οι οπλαρχηγοί αυτοί άφηναν τά περάσματα αφύλακτα. Ο Καραϊσκάκης δέν έκρυψε καί τήν περιφρόνησή του πρός τήν κυβέρνηση τού Μαυροκορδάτου πού στήριζε όλους αυτούς τούς καπετάνιους, στήν προσπάθειά του νά επιβληθεί σάν πολιτικός αρχηγός στήν Ελλάδα. «On the 8th of December 1824, I left Argostoli for Mesolonghi, accompanied by Caraiscachi (Καραϊσκάκη), who, regardless of the state of his health, and the danger to which he exposed it by undertaking so long and so fatiguing a journey, at the very worst period, too, of the rainy season, could no longer control his impatience of revenge; having just heard of the numerous persecutions his rival Rangos had inflicted on his adherents in the province of Agrapha. He vented the bitterest rage against the greek government, by which his adversary had been authorised to dispossess him of a province, he considered as his legitimate conquest; as he had driven out the Turks who occupied it, long before the above power existed, with no other aid than the valour of his own followers. The chief complaint, which the government had to allege against him, and in fact against every capitano of the provinces on the borders, was their
739
treacherous conduct towards their own countrymen, and the friendly footing on which they stood with the enemy, the Albanians. So wonderful, sometimes, is the stimulus imparted by the passions to the body, that Caraiscachi, who, a moment before, could with difficulty crawl about his room, now mounted his horse, and was himself again. His dark scintillating eye, though deeply sunk in its socket, attested, by its fierce glances, that, reduced as he was outwardly, his mind remained the same. On our arrival at St. Euphemia we were kindly entertained by Mr. T. Caraiscachi, who took a pleasure in relating to us how he had acquired the various rich spoils, which he then happened to wear. His diamond ring was valued at upwards of 1500 spanish dollars; his shawl and furred mantle had belonged to a turkish aga, whom he had killed while returning to Larissa with the produce of the caratch (χαράτσι) and other taxes, that he had collected in the districts of Livadia, Agrapha, and Carpenisi. Far from concealing his birth, he boasted of being a bastard as of a title, giving superior claims. Possessing considerable wit and humour, he detailed, in the most ludicrous manner, the intrigues and adventures of his mother and supposed father. He had spent the earlier part of his youth at the court of Ali Pasha, where he became an adept in all the vices of that corrupt school; and had for several years served among the Armatoles, till, tired of that, he preferred depending on his own devices; and made himself chief of a band of Kleftes, that soon became the terror of Epirus and all the mountainous districts of continental Greece. He united to courage and boldness a penetration and cunning seldom surpassed; and possessed so perfectly the talent of profiting by circumstances, that while no Kleftis was more enterprising than himself, none also was more fortunate. He had not the most distant idea of the meaning of liberty; confounding it with anarchy. He ridiculed the idea of Greeks aiming at the establishment of a regular government; and invariably spoke of it in the most scurrilous terms.» Memoirs of the affairs of Greece, Julius Millingen, London 1831 Ο Καραϊσκάκης, μόλις συνήλθε από τήν αρρώστεια του, εγκατέλειψε τήν Ιθάκη καί πήγε στό Μεσολόγγι όπου ζήτησε από τόν Μαυροκορδάτο νά διορισθεί αρχηγός τών ελληνικών όπλων τής επαρχίας τών Αγράφων, ενώ τού κατήγγειλε καί τήν δολοφονία στρατιωτών του από τούς αντιπάλους οπλαρχηγούς πού είχαν καταπατήσει τό βιλαέτι του. Ο Μαυροκορδάτος, πού ευνούσε τόν Ράγκο, όχι μόνο δέν δέχθηκε, αλλά κρυφά καί υποχθόνια σχεδίαζε νά απαλλαγεί από τόν ενοχλητικό καί απρόβλεπτο Ρουμελιώτη οπλαρχηγό, όπως είχε απαλλαγεί καί από τόν Βαρνακιώτη. Ο Καραϊσκάκης αντιμετωπίστηκε από τόν Μαυροκορδάτο υποτιμητικά, καί έτσι πικραμένος αναχώρησε γιά τό Αιτωλικό, όπου
740
συνάντησε τόν Κίτσο Τζαβέλα, ο οποίος ήταν επίσης δυσαρεστημένος μέ τόν Φαναριώτη πολιτικό. Ενώ ο Κωνσταντίνος Μεταξάς είχε προσπαθήσει νά συμφιλιώσει τούς οπλαρχηγούς μεταξύ τους, ο Μαυροκορδάτος πού τόν αντικατέστησε, έκανε τό πάν γιά νά τούς διασπείρει τό φθόνο καί τή διχόνοια. Τό αποτέλεσμα τών ραδιουργιών του ήταν οι οπλαρχηγοί νά βρίσκονταν σέ μία διαρκή διάσταση μεταξύ τους. Σέ μία περίπτωση, ο οξύθυμος Καραϊσκάκης, σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη, εξύβρισε άσχημα τόν Νότη Μπότσαρη καί τόν Νικολό Στουρνάρη, όταν τόν συνάντησαν στό Αιτωλικό, επειδή δέχονταν εντολές από "τό τσογλάνι τού Ρεΐζ εφέντη, τόν τεσσαρομάτη Μαυροκορδάτο". Εκείνη τήν περίοδο έγιναν στήν Δυτική Στερεά, ταυτόχρονα δύο πολεμικά γεγονότα. Ο Ομέρ Βρυώνης κατευθύνθηκε από τά Ιωάννινα στήν 'Αρτα μέ 3.000 άνδρες, ενώ 300 Τούρκοι ιππείς επιχείρησαν νά επιτεθούν από τή Ναύπακτο στό Μεσολόγγι. Οι ΈΈλληνες όμως πού φύλαγαν τήν Κακιά Σκάλα στήν Κλόκοβα (Παληοβούνα), τούς ανάγκασαν νά υποχωρήσουν. Η αφορμή δόθηκε στόν Μαυροκορδάτο γιά νά στήσει τό κατηγορητήριο κατά τού Καραϊσκάκη, ο οποίος γινόταν όλο καί περισσότερο ενοχλητικός, αφού πρίν από μερικές ημέρες, ο ορεσίβιος αρματολός είχε περάσει στό Μεσολόγγι μέ μερικούς άνδρες του, είχε καταλάβει τή νησίδα Βασιλάδι καί είχε συλλάβει τρείς Μεσολογγίτες προκρίτους. Αιτία τής συμπεριφοράς του αυτής ήταν ο άγριος ξυλοδαρμός τού ανηψιού του τού Ψαρογιαννόπουλου από Μεσολογγίτες κατοίκους. Ο Μαυροκορδάτος αντέδρασε ταχύτατα. Κάλεσε τούς οπλαρχηγούς Κώστα Μπότσαρη, Νικόλαο Στουρνάρη, Γεώργιο Τσόγκα καί Δημήτριο Μακρή, οι οποίοι μέ 1500 άνδρες έδιωξαν τούς ανθρώπους τού Καραϊσκάκη από τό Μεσολόγγι. Μέ αυτή τήν πολυάριθμη δύναμη παρά τώ πλευρώ του, ο Μαυροκορδάτος συνέλαβε τόν Καραϊσκάκη κατηγορώντας τόν γιά εσχάτη προδοσία. Ο "εκλαμπρότατος πρίγκηψ" στήριξε τό κατηγορητήριο στήν κατάθεση τού Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Καραϊσκάκης τόν έστειλε στά Γιάννενα γιά νά ειδοποιήσει τόν Ομέρ Βρυώνη νά σπεύσει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό. Σημειώνουμε ότι ο Βουλπιώτης ήταν άνθρωπος τού Ράγκου. «Μ' όλον ότι οι ιατροί, αφ' ού εδοκίμασαν τό πάθος του, δέν τόν έδωκαν ελπίδας ζωής, αυτός μήν υποφέρων τήν εις τάς νήσους διατριβήν, καί ών φύσεως ανησύχου, εξήλθε πάλιν εις Μεσολόγγιον καί εζήτει νά διορισθή αρχηγός τών όπλων τής επαρχίας Αγράφων. Αλλ' εκεί, ωφεληθείς από τήν απουσίαν αυτού, είχεν ήδη στερεωθή ο Γιαννάκης Ράγκος, ο οποίος ενώ είχε βοηθήσει τόν Καραϊσκάκην εις τό νά κατασταθή εις 'Αγραφα καί είχε συμμεθέξει τής εξουσίας, ύστερον είχεν
741
αποβληθή. Ο Καραϊσκάκης επαρουσιάσθη εις τόν Μαυροκορδάτον, Διευθυντήν τότε τής Δυτικής Ελλάδος, καί εζήτει επιμόνως νά διορισθή εις τήν επαρχίαν τών Αγράφων, αλλά τό πρόβλημά του δέν εισηκούσθη. Δυσαρεστηθείς διά τούτο από τόν Μαυροκορδάτον, καί φανερώς εναντίον αυτού έλεγε καί κρυφίως ωργάνιζε τούς διαφόρους αρχηγούς νά τούς ελκύση εις βοήθειάν του, καί δέν άργησε νά σύρη πρός τό μέρος του ικανούς, καθώς τούς Τζαβέλας καί άλλους, καί νά γένη τρόπον τινά κέντρον όλων τών δυσαρεστημένων από τήν διοίκησιν τού Μαυροκορδάτου. Αλλά μ' όλον ότι πολλοί παρέστησαν εις τόν Μαυροκορδάτον, ότι ήτον ανάγκη νά θεραπευθή τό ζήτημα τού Καραϊσκάκη, αυτός επέμεινε βιαζόμενος από τό άλλο κόμμα τό υπερασπιζόμενον τόν Ράγκον. Ο Καραϊσκάκης καί οι Τζαβελαίοι έχοντες ικανήν δύναμιν στρατιωτικήν εις Μεσολόγγιον καί Ανατολικόν καί δυσαρεστημένοι, ως είπομεν, ούτε αυτοί εφέροντο μέ τήν ανήκουσαν ευταξίαν, αντεκδικούμενοι τρόπον τινά δι' όσα ενόμιζον ότι ηδικήθησαν, ούτε τούς στρατιώτας των ατακτούντας συνέστελλον. Ενώ λοιπόν ο Καραϊσκάκης διέτριβεν εις Ανατολικόν (Αιτωλικόν), είς εκ τών πρώτων αξιωματικών του ατακτήσας εις Μεσολόγγιον επιάσθη καί ερραβδίσθη παρά τών εντοπίων. Τούτο μαθών ο Καραϊσκάκης στέλλει καί συλλαμβάνει δύο τών προκρίτων Μεσολογγίου καί τούς μεταφέρει εις Ανατολικόν διά νά κάνη τήν αντεκδίκησιν. Εταράχθησαν καθ' υπερβολήν διά τό κίνημα τούτο τού Καραϊσκάκη όλοι οι κάτοικοι τού Μεσολογγίου καί καθώς συμβαίνει εις εξαγριούμενον λαόν, ελέγοντο πολλά περί εξώσεως τού Καραϊσκάκη καί τών μετ' αυτού Σουλιωτών από τό Μεσολόγγιον καί άλλα όμοια, διά τά οποία μερικοί απεσταλμένοι από τόν Καραϊσκάκην επήγαν αιφνηδίως καί εκυρίευσαν τό Βασιλάδι. Τούτο έτι μάλλον ετάραξε τούς Μεσολογγίτας· διότι υπώπτευσαν ότι δέν ήτο αποτέλεσμα τών τρεχουσών ταραχών, αλλ' εκ προμελέτης σχέδιον. Ε νώ διά ταύτα είχεν αυξήσει αρκετά ο βρασμός μεταξύ τών δύο αντιφερομένων μερών, προσετέθη καί νέον υποψίας αίτιον κατά τού Καραϊσκάκη. Εκοινοποιήθη ότι κάποιος Κωνσταντής Βουλπιώτης εστάλη παρά τού Καραϊσκάκη εις τόν Ομέρ πασά Βρυώνην διά νά τού υποσχεθή από μέρους του, ότι θέλει τού παραδώσει τό Μεσολόγγιον καί Ανατολικόν. Η επιστολή αύτη από μέρους τού Καραϊσκάκη πρός τόν Ομέρ Βρυόνην είχε γένει τώ όντι καί επειδή ο Βουλπιώτης εξωμολογείτο τρόπον τινά τό σφάλμα του, έδωκεν αιτίαν εις τό νά φανή τό πράγμα πιστευτόν εις πολλούς· ωφελούμενοι λοιπόν από τήν περίστασιν ταύτην οι εχθροί τού Καραϊσκάκη, επέκειντο τολμηρότερον κατ' αυτού· οι δέ φίλοι του διά τήν οποίαν καί αυτοί οι ίδιοι έλαβον υποψίαν περί αυτού τού πράγματος, απέβησαν ατολμότεροι εις τήν υπεράσπισιν αυτού, ώστε καί οι μετ' αυτού
742
Σουλιώται μετεκάλεσαν τούς κυριεύσαντας τό Βασιλάδι, όντας εκ τών στρατιωτών των, καί τό άφησαν πάλιν εις τήν εξουσίαν τών Μεσολογγιτών. Επειδή λοιπόν από τήν εξομολόγησιν τού Βουλπιώτου ανεκαλύπτετο προδοσία, διωρίσθη από τόν Μαυροκορδάτον επιτροπή διά νά εξετάση τήν κατηγορίαν ταύτην. Μετεφέρθησαν καί πολλά διοικητικά στρατεύματα διά νά διώξωσι διά τής βίας τόν Καραϊσκάκην, άν εκουσίως δέν ήθελεν αναχωρήσει μέ τούς υπ' αυτόν από Ανατολικόν. Ο Καραϊσκάκης όμως είχε προηγουμένως μεταφέρει εις Ανατολικόν καί τούς εν Μεσολογγίω στρατιώτας του καί τούς τών συμβοηθών του καί είχεν οχυρωθή, εις τάς οικίας, ώστε οι εναντίοι του δέν ετόλμων νά επιφέρωσι βίαν εις αυτόν, διότι εφοβούντο τά αποτελέσματα ενός πολέμου, όστις ήθελε γένει εν τώ μέσω γυναικών καί παιδίων καί πολλών αόπλων πολιτών, καί διότι έβλεπον τόν αποφασιστικόν τρόπον τού Καραϊσκάκη. Επροσπάθησαν λοιπόν μέ διαφόρους τρόπους, ώστε τρόπον τινά τόν επειθανάγκασαν νά εξέλθη από τό Ανατολικόν μέ όλους τούς μετ' αυτού. Ο Μαυροκορδάτος καί η παρ' αυτού διορισθείσα επιτροπή ομού μέ άλλους τινάς τών αξιωματικών τού στρατιωτικού διεκήρυξαν προδότην τόν Καραϊσκάκην, τού αφήρεσαν τόν βαθμόν καί τόν διέταξαν νά αναχωρήση από τήν Δυτικήν Ελλάδα. Αφ' ού κατ' αυτόν τόν τρόπον διετέθησαν τά πράγματα, ολίγοι ήσαν πλέον οι αμφιβάλλοντες διά τήν προδοσίαν ταύτην. Επειδή όμως ο Βουλπιώτης, όστις υπετίθετο ως όργανον αυτής, έλαβεν υποδοχήν από τόν Μαυροκορδάτον αντί τής ανηκούσης εις τοιούτον αμάρτημα ποινής, έδωκεν αιτίαν νά πιθανολογήσωσιν ότι απέδωκεν εις τόν Καραϊσκάκην κατά ζήτησιν τών εχθρών αυτού σκοπούς, τούς οποίους εκείνος δέν είχε διόλου κατά νούν.» Αινιάν Δημήτριος (ΈΈκδοσις Βλαχογιάννη 1903) - Γεώργιος Καραϊσκάκης Η δίκη παρωδία τού Καραϊσκάκη έγινε στήν εκκλησία τής Παναγίας στό Αιτωλικό, τήν 1η Απριλίου 1824 καί κύριο στοιχείο τής κατηγορίας ήταν ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τόν Ομέρ Βρυώνη, προκειμένου νά τόν διευκολύνει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό. Σέ αντάλλαγμα ο ΈΈλληνας οπλαρχηγός θά ελάμβανε τό αρματολίκι τών Αγράφων. Η αλληλογραφία μεταξύ τού Ομέρ Βρυώνη καί τών Ελλήνων καπεταναίων ήταν ένα συχνό γιά τήν εποχή φαινόμενο, καθώς οι ΈΈλληνες ήλπιζαν σέ πιθανή συνεργασία μέ τόν Αλβανό πασά, ο οποίος είχε ελληνικές ρίζες καί βρισκόταν σέ δυσμένεια από τόν σουλτάνο. ΈΈνα ελληνοαλβανικό κράτος πού θά προέκυπτε μέ τήν αποτίναξη τής οθωμανικής τυραννίας ήταν ένα σχέδιο πού τό συζητούσαν οι ΈΈλληνες από τήν εποχή τού Αλή πασά.
743
Ο Μαυροκορδάτος όμως ήθελε από ό,τι φαίνεται νεκρό τόν Καραϊσκάκη καί μάλιστα πηγές τής εποχής τόν φέρνουν νά έχει πεί: "Μαθαίνω ότι είναι κακά άρρωστος. Η φθίσις του εφθασεν ως τόν τρίτον βαθμόν. ΊΊσως ο Θεός μάς απαλλάξει από αυτόν." Ο Δημήτρης Φωτιάδης θά έγραφε γι' αυτόν ότι ήταν ο πιό διαβολεμένος απ' όλους τούς Φαναριώτες, πού ήρθανε στήν Ελλάδα. Τό κακό πού έκανε αυτός ο άνθρωπος δέν λέγεται καί όχι μόνο τό πλήρωσε η γενιά τού Εικοσιένα, αλλά τό δικό του πνεύμα μέσω τών σύγχρονων πολιτικών κυβερνάει καί δέν μάς αφήνει νά προκόψουμε. Στίς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε τό στρατοδικείο. Ο Μαυροκορδάτος όρισε σάν δημόσιο κατήγορο τόν επίσκοπο 'Αρτης Πορφύριο, ενώ ανάμεσα στούς δικαστές ήταν οι στρατηγοί Νότης Μπότσαρης, Νικόλαος Στουρνάρης, Γεώργιος Τσόγκας, Δήμος Σκαλτσάς, Αλέξιος Βλαχόπουλος, Δημήτριος Μακρής, Γιαννάκης Γιολδάσης, Γρηγόριος Λιακατάς, Αναγνώστης Καραγιάννης, Γιαννάκης Σουλτάνης, Τάτσης Μαγγίνας, Πάνος Γαλάνης καί Στάθης Κατσαρός. Το κατηγορητήριο δημοσιεύθηκε στήν εφημερίδα "Ελληνικά Χρονικά", η οποία ήταν όργανο τού Μαυροκορδάτου. Οποία ομοιότης μέ τό σημερινό γίγνεσθαι! ΌΌπως τότε έτσι καί σήμερα, εφημερίδες, πολιτικοί καί πλούσιοι βρίσκονται στήν μία πλευρά καί κατηγορούν όσους πολεμούν καί αγωνίζονται γιά μία ανεξάρτητη καί κυρίαρχη πατρίδα. Ο Καραϊσκάκης αντιμετώπισε ειρωνικά καί μέ αστειολογία τίς κατηγορίες τού δικαστηρίου. - "Βρέ ηξεύρομεν Καραϊσκάκη, οπού λέγεις όλο λόγια, μά διατί τά λέγης έτσι;" - "Τό έχω χούι (συνήθεια) κύριε Πάνο." - "Μά γιατί νά τό έχης αυτό τό χούι, ενώ είσαι πενήντα χρόνων;" -"'Αμ δέν ημπορώ νά τό κόψω τώρα, κύρ Πάνο. Καί σύ, κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μά τό χούι δέν τ' αφήνεις νά γαμής." Η συμπεριφορά τού υπόδικου χαλάρωσε τήν ένταση καί έφερε πολλούς δικαστές μέ τό μέρος του. Οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι ο Βουλπιώτης ενεργούσε ως ψευδομάρτυρας. Ο Κίτσος Τζαβέλας, σηκώθηκε οργισμένος καί φώναξε: - "Στρατηγοί, βλέπω ότι αδίκως θέλετε νά βάψωμεν τά χέρια μας εις τό αίμα τού αθώου Καραϊσκάκη μέ τά ψευδείς εξομολογήσεις τού ψευτοβουλπιώτη. Εγώ δέν είμαι σύμφωνος, καί άν εσείς αποφασίσετε τόν θάνατόν του, τό αθώον αίμα του νά πέση εις τά κεφαλάς τών πρωταιτίων καί εις τά τέκνα των." Τελικώς η απόφαση ήταν καταδικαστική γιά τόν Καραϊσκάκη, κηρύσσοντας τόν επίβουλο κατά τής πατρίδος καί ένοχο προδοσίας, αλλά λόγω τής παρουσίας πολλών αρματωμένων οπαδών του έξω από τό δικαστήριο, η ποινή δέν ήταν η θανατική όπως ήλπιζε ο Διευθυντής τής
744
Δυτικής Ελλάδος Μαυροκορδάτος, αλλά εξορία από τίς πόλεις τής Αιτωλοακαρνανίας, αφαίρεση όλων τών στρατιωτικών του αξιωμάτων καί υποχρεωτική παραμονή του στά βουνά τών Αγράφων. «Τωόντι, άμα επανελθόντων εις Μεσολόγγιον τών δύω προκρίτων, τούς οποίους είχον συλλάβει οι στρατιώται τού Καραϊσκάκη, εφυλακίσθη εν τή πόλει ταύτη, τήν εσπέραν τής 24ης Μαρτίου 1824, ο Κωνσταντίνος Βουλπιώτης καί διεθρυλλήθη ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μεταβή εις Ιωάννινα πρός τόν πασάν Ομέρ Βρυώνην, φέρων αυτώ τήν τού Καραϊσκάκη υπόσχεσιν, ότι θέλει τώ παραδώσει τό Μεσολόγγιον καί τό Ανατολικόν, ώστε ότε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μετέβη τή 27η Μαρτίου εις Ανατολικόν, καί συνεννοηθείς μετά τών αυτόθι μετ' ολίγον επελθόντων αρχηγών τού στρατού, απεφάσισε τήν σύστασιν επιτροπής, τόπον επεχούσης στρατιωτικού δικαστηρίου, ίνα δικάση τόν Γεώργιον Καραϊσκάκην, η κατά τούτου κινηθείσα κατηγορία έλαβε τόν δεινόν χαρακτήρα τής εσχάτης προδοσίας. Υπήρχεν άραγε αφορμή εύλογος πρός τοιαύτην κατηγορίαν; Ο Κωνσταντίνος Βουλπιώτης είχε τωόντι μεταβή πρό ολίγων ημερών εις Ιωάννινα πρός τόν αυτόθι Ομέρ πασάν καί φαίνεται ότι εμελέτα νά επιχειρήση μετ' ολίγον νέαν μετά τούτου συνέντευξιν. Φαίνεται ομοίως, ότι υπήρχε μεταξύ τού Καραϊσκάκη καί τού Βουλπιώτη συνεννόησις ή τουλάχιστον σχέσις τις, διότι, άν πιστεύσωμεν τήν εφημερίδα τής διοικήσεως, εις χείρας τού φυλακισθέντος Βουλπιώτου ευρέθησαν γράμματα πρός τόν Καραϊσκάκην, τού τε γενικού διευθυντού καί τινων πολεμικών αρχηγών. Αλλ' ότι ο Βουλπιώτης έφερεν επιστολήν τού Καραϊσκάκη πρός τόν Ομέρ Βρυώνην, υποσχομένην αυτώ τήν παράδοσιν τού Μεσολογγίου καί τού Ανατολικού, ως λέγει ο παλαιός τού πολεμάρχου ημών βιογράφος (Αινιάν), είναι νομίζομεν ανυπόστατον, διότι ούτε η εφημερίς τής διοικήσεως, ήτις βεβαίως δέν εφείδετο τού ανδρός, ούτε η κατ' αυτού σφενδονίσθείσα αποκήρυξις, αναφέρουσί τι ρητώς περί τοιαύτης επιστολής. Η αποκήρυξις αύτη βεβαιοί απλώς καί αορίστως, ότι η τόπον επέχουσα στρατιωτικού δικαστηρίου επιτροπή εύρεν, ότι ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν μέ τούς εχθρούς τής πίστεως καί τής πατρίδος, ότι εζήτησεν από τόν Ομέρ πασάν νά αναγνωρισθή καπιτάνος τών Αγράφων, ότι υπέσχετο εις τόν εχθρόν νά καταλάβη τήν Τατάραιναν μετά χιλίων στρατιωτικών καί συνεβούλευε νά εξέλθη ο αποστάτης Βαρνακιώτης μετά χιλίων εις τό Ξηρόμερον, ότι υπέσχετο εις τόν εχθρόν νά παρασύρη μεθ' εαυτού στρατηγούς καί χιλιάρχους ΈΈλληνας εναντίον τής πατρίδος καί επί πάσιν αξιοί, ουδέν ήττον αορίστως, ότι η επιτροπή έλαβε πολλά διδόμενα διά νά γνωρίση αυτόν επίβουλον τής πατρίδος καί προδότην. Ο Γενικός Διευθυντής (Μαυροκορδάτος) έφθασεν εις Ανατολικόν,
745
ως προείπομεν, τήν 27ην Μαρτίου 1824, οι δέ από Ξηρομέρου μετακληθέντες αρχηγοί, τήν 29ην καί τήν επιούσαν, ήτοι 30ην Μαρτίου, εξεδόθη διάταγμα δι΄ού οι στρατηγοί Γεώργιος Τσόγκας, Δήμος Σκαλτσάς, Αλεξάκης Βλαχόπουλος καί οι χιλίαρχοι Γρηγόριος Λιακατάς καί Αναγνώστης Καραγιάννης διωρίσθησαν εις επιτροπήν, τόπον επέχουσαν πολεμικού δικαστηρίου, ίνα εξετάσωσι τάς κατά τού Γεωργίου Καραϊσκάκη κατηγορίας καί αποφασίσωσι. Τή αυτή δέ ημέρα εξεδόθη καί έτερον διάταγμα, δι' ού ο πανιερώτατος 'Αγιος 'Αρτης Πορφύριος, ο στρατηγός Νικόλαος Στουρνάρης καί οι Πάνος Γαλάνης, Τάτζης Μαγγίνας καί Σωτήριος Γιώτης διωρίσθησαν συνήγοροι εκ μέρους τής διοικήσεως, ό εστι δημόσιοι κατήγοροι, ίνα παρουσιάσωσι ενώπιον τής ειρημένης επιτροπής τά δικαιώματα τού ΈΈθνους εναντίον τού καπιτάν Γεωργίου Καραϊσκάκη καί όσων άλλων ήθελον φανή ένοχοι επιβουλής κατά τής πατρίδος.» Παπαρρηγόπουλος - Γεώργιος Καραϊσκάκης Ο ήρωας διατάχθηκε νά αποχωρήσει αμέσως από τό Αιτωλικό, αφού ήδη πλησίαζε καί ο στρατηγός Ανδρέας ΊΊσκος από τό Βάλτο, ο οποίος υποστήριζε ανοιχτά τόν Καραϊσκάκη. Στίς 3 Απριλίου 1824, ο Καραϊσκάκης μέ 80 στρατιώτες του αναχώρησε από τό Αιτωλικό πάνω σέ φορείο πού τό μετέφεραν τέσσερα παλληκάρια του, διότι υπέφερε από τήν φυματίωση καί δέν μπορούσε νά βαδίσει. Περνώντας από τό διευθυντήριο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι στρατηγοί μέ τόν "τεσσαρομάτη" τούς είπε: - "Αδελφοί καπεταναίοι. 'Αν μέ καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός νά μού τό στείλει τό βόλι εις τό κεφάλι ευθύς, αυτού οπού εβγαίνω. Kαί άν αδίκως, νά σάς τό πέμψη εις τό ιδικό σας κεφάλι. Εσύ, ορέ Μαυροκορδάτε, τήν προδοσία μου μέ τήν έγραψες εις τό χαρτί καί εγώ γλήγορα ελπίζω νά σού τήν γράψω εις τό μέτωπο σου, διά νά φαvή ποιός είσαι." Θάνατος τού λόρδου Βύρωνα, 19 Απριλίου 1824 Ο Βύρων είχε επιλέξει τό Μεσολόγγι ως τόπο διαμονής του. Απέφυγε τήν Πελοπόννησο, όπου γνώριζε ότι υπήρχαν έντονες πολιτικές διενέξεις καί στίς οποίες δέν επιθυμούσε μέ κανένα τρόπο νά συμμετέχει. Τήν περίοδο τής διαμονής του στό Μεσολόγγι, είχαν συγκεντρωθεί στά περίχωρα τής πόλης περίπου 5.000 άτακτοι στρατιώτες, οι οποίοι προκαλούσαν αρκετά προβλήματα στούς κατοίκους. Κάθε βράδυ ο Μαυροκορδάτος επισκεπτόταν τόν Βύρωνα στό σπίτι του καί συζητούσαν διάφορα θέματα, ενώ φρόντιζε νά δανείζεται καί χρήματα από τόν 'Αγγλο ποιητή απαραίτητα υποτίθεται γιά τίς ανάγκες τού αγώνα. ΈΈνας από τούς στόχους τού Μπάϋρον ήταν καί τό κάστρο
746
τής Ναυπάκτου, τό οποίο σκόπευε νά πολιορκήσει μέ τό σώμα τών Σουλιωτών πού είχε υπό τήν ευθύνη του. ΈΈνας δέυτερος στόχος ήταν νά οργανώσει σώμα πυροβολικού από τούς φιλέλληνες πού είχαν κατά καιρούς έλθει στήν Ελλάδα καί νά θέσει επικεφαλή τους τόν συμπατριώτη του William Parry. "'Αν θρηνείς χαμένα νιάτα, γιατί θέλεις πλειό νά ζείς; τής τιμής εδώ είναι ο τάφος! Τρέξε αυτού νά σκοτωθείς." Στό Μεσολόγγι ο Byron έλαβε γράμμα από τόν θερμό φιλέλληνα Hastings ('Αστιγκς), ο οποίος τού ανακοίνωνε ότι στήν Αγγλία θά φρόντιζε νά επανδρώσει ένα ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο μέ πλήρωμα εξήντα ανδρών καί μέ αυτό φιλοδοξούσε νά πολεμήσει τόν τουρκικό στόλο. Είχε πολλά όνειρα ο μελαγχολικός ποιητής αλλά δυστυχώς κανένα δέν θά έβγαινε αληθινό. Οι Σουλιώτες δημιουργούσαν διαρκώς προβλήματα μέχρι πού δολοφόνησαν καί έναν Γερμανό σωματοφύλακα τού Βύρωνα καί έκτοτε ο 'Αγγλος φιλέλλην έψαχνε τρόπο νά απαλλαγεί από τούς ανυπότακτους πολεμιστές. Είχε αναθέσει στόν Αμερικάνο Jarvis νά τούς εκπαιδεύσει καί νά τούς μετατρέψει σέ ένα τακτικό καί πειθαρχημένο στρατιωτικό σώμα. Ο Jarvis είχε τόσο πολύ αγαπήσει τήν Ελλάδα, ώστε είχε γίνει ένας τέλειος ΈΈλληνας τόσο στή γλώσσα όσο καί στή φορεσιά καί στούς τρόπους. Θά πέθαινε καί αυτός νεώτατος στό Ναύπλιο τό 1828, μέσα σέ φρικτούς πόνους πού θά τού προκαλούσε ο τέτανος. «Byron took a particular interest in two of the youngest refugees. One was a Turkish girl in Mesolongi aged about nine called Haro. Her mother, wife of one of Mesolongi's former leading citizens, was now a domestic servant to the English Dr Millingen, the rest of her family having fled or been killed when the Greeks took over the town. Byron spent nearly 20 pounds on elaborate dresses for Haro, and seriously considered adopting her; for the future he considered sending her to Teresa Guiccioli, or to his daughter Ada. Ultimately, to avoid separating mother and daughter, Byron sent both to Kephalonia to be cared for temporarily by his devour friend Dr James Kennedy, and they were reunited with their surviving family soon after Byron's death. Once Byron had recovered from the illness, and its treatment, which had finally ended the plan to attack Navpaktos, he resumed his daily rides with Gamba whenever he could. But the weather continued atrociously wet, and Byron and Gamba had to take an open boat across the lagoon to find ground firm enough for the horses. Mesolongi was a mud - basket, Byron wrote, while Gamba reckoned that
747
the town's main gate was so choked with mud that it would hardly need defending against an enemy attack. But apart from the constant presence of the faithful Gamba, Byron's circle was in continual flux. Volunteers, Greeks and foreigners, were drawn to Mesolongi by the prospect of pay from Byron's generous pocket and of service in a force which bore at least some resemblance to a western european army. By the end of March they formed the so-called Byron brigade of about thirty philhellene officers and between 100 men. Finlay returned to Mesolongi after a journey to Athens. Stanhope departed, having established with remarkable speed two newspapers in Mesolongi: "Ellinika Chronika" in greek and, for consumption abroad, the multilingual "Telegrafo Greco". Stanhope left Mesolongi on 21 February 1824 bound for Athens, taking with him the young English philhellene William Humphreys, who had arrived on the same boat as Parry. In Athens Stanhope and Humphreys both fell under the spell of Odysseus Androutsos, as Trelawny had done before them. Stanhope wrote: "I have been constatly with Odysseus, he is a doing man; he governs with a strong arm, and is the only man in Greece that can preserve order." Humphreys praised his looks: "Very tall, sunburnt face and breast, rude attire, immense bushy moustache, mind and his military sagacity. Stanhope, Humphreys and Trelawny now pushed forward a plan that Odysseus had been nurturing for some time, to hold a congress of Greek leaders at Salona.» Greek War of independence - David Brewer Τά εμπόδια πού συναντούσε ο Byron δέν μείωσαν επ' ουδενί τόν ζήλο του καί τήν προσήλωσή του στόν αγώνα γιά τήν ελευθερία τών Ελλήνων. Γνώρισε φιλέλληνες από όλα τά κράτη, τούς οποίους τούς γοήτεψε μέ τόν ενθουσιασμό του καί τήν αγάπη του πρός τόν αγώνα τών αδυνάτων κατά τών δυνατών, ενώ μοίραζε αφειδώς τά λίγα χρήματα πού είχε φέρει μαζί του. Ιδιαίτερη φροντίδα έδειξε γιά τήν καλύτερη μεταχείριση τών Τούρκων αιχμαλώτων, πολλούς από τούς οποίους απελευθέρωσε χωρίς φυσικά νά ζητήσει λύτρα από τούς συγγενείς τους. O Γάλλος ακαδημαϊκός Villemain τού 19ου αιώνα, ήταν ένας από τούς πολλούς Ευρωπαίους θαυμαστές τού Βύρωνα καί ενήργησε μέ όλες του τίς δυνάμεις ώστε νά πείσει τούς Γάλλους πολιτικούς νά απαλλάξουν τήν Ελλάδα από τήν παρουσία τού βάρβαρου μωαμεθανού κατακτητή. Γιά τούς διανοούμενους εκείνης τής εποχής, οι Τούρκοι είχαν τήν θέση πού θά είχαν οι Γερμανοί Ναζί τόν 20ο αιώνα. Τώρα, πώς κατάφερε η Τουρκία μέ τήν επιμονή της καί τά χρήματά της νά αλλάξει αυτή τήν εικόνα, είναι απορίας άξιον καί είναι κάτι πού θά μπορούσαν νά μάς εξηγήσουν, εκτός τών υπολοίπων Ευρωπαίων "αντιρατσιστών", καί οι ΈΈλληνες "διανοούμενοι" τής Αριστεράς καί τών λοιπών "προοδευτικών" καί προδοτικών δυνάμεων.
748
«Ne craint-on pas, si la Grece acheve de perir, si plusieurs millions d'hommes sont massacres par le Musulman, car telle est la condition de sa victoire, (μήν φοβάστε ότι η Ελλάς θά χαθεί εξ αιτίας τών πολλών σφαγών από τούς μουσουλμάνους, διότι αυτό αποτελεί τό τίμημα τής νίκης τους) ne craint-on pas de preparer a l'avenir un terrible sujet de blame et d'etonnement? Ne craint-on pas de fournir a l'esprit novateur un argument contre les plus justes pouvoirs? Comment l'avenir, qui nous touche et qui nous presse, expliquera-t-il cette epouvantable calamite? Les peuples chretiens de l'Europe, dira-t-on, etaient-ils denues de force et d'experience pour lutter contre les barbares? Non. (οι λαοί τής Ευρώπης στερούνται από τήν δύναμη καί τήν εμπειρία γιά νά πολεμήσουν τούς βαρβάρους; ΌΌχι) Quelques officiers chretiens auraient suffi pour donner la victoire a la croix; ils allerent discipliner les hordes feroces des Pachas musulmans. (Μερικοί Ευρωπαίοι αξιωματικοί θά έφθαναν γιά νά δώσουν τή νίκη στόν σταυρό. Θά έκαναν τίς ορδές τών μωαμεθανών πασάδων νά πειθαρχήσουν.) Cette catastrophe fut-elle trop rapide et trop soudaine pour que la politique ait eu le temps de calculer et de prevenir? Non. Le sacrifice dura cinq ans; (1824) plus de cinq ans s'ecoulerent avant que tous les pretres fussent egorges, tous les temples brules, toutes les croix abattues dans la Grece. L'Europe en eut le spectacle. (Μέχρι τό 1824, έχουν περάσει πέντε έτη στά οποία όλοι οι ιερείς στραγγαλίστηκαν, οι εκκλησίες κάηκαν, οι σταυροί κατακρεμνίστηκαν στήν Ελλάδα.) Esperons que ce crime ne s'accomplira pas. (Aς ελπίσουμε ότι τό έγκλημα δέν θά πραγματοποιηθεί.) Le pacha musulman, malgre les pavillons chretiens qui ont remorque sa flotte et transporte ses tresors, n'a pas conquis la Moree. (Οι μουσουλμάνοι πασάδες παρά τήν βοήθεια τών Χριστιανών πού έχουν ενισχύσει τόν στόλο του δέν έχουν ακόμα κατακτήσει τόν Μωριά.) Il possede une partie du sol; il n'aura pas les habitants. Refugies dans les montagnes, ou cantonnes dans quelques villes, ils combattent encore. Beaucoup d'hommes perissent; mais la nation s'opiniatre a vivre par l'exces de son heroisme et de son malheur. (Πρόσφυγες στά βουνά αγωνίζονται ακόμα. Χάνονται πολλοί άνθρωποι αλλά τό ΈΈθνος αγωνίζεται ηρωϊκά μέσα στήν δυστυχία του γιά νά επιβιώσει.) La guerre d'extermination, la destruction entiere et absolue dont la Porte a besoin, ne peut avoir le temps de s'achever, avant que quelque grande puissance de l'Europe ne perde patience, ne soit touchee de honte, ou tentee par l'occasion d'un bon calcul. (Ο πόλεμος τής εξόντωσης καί καταστροφής πού κάνει η Υψηλή Πύλη δέν πρέπει νά συνεχιστεί. Η ντροπή θά κάνει τίς ευρωπαϊκές δυνάμεις νά σταματήσουν τούς υπολογισμούς τους καί νά χάσουν τήν υπομονή τους.) On a vu l'Amerique meridionale, quelque temps reniee par tous les etats de
749
l'Europe, y trouver tout a coup une grande alliance. La pauvre, la valeureuse Grece, n'offre pas sans doute des chances de commerce aussi favorables que les provinces revoltees du Mexique; (Eίδαμε τήν Αμερική νά βρίσκει συμμάχους στήν Ευρώπη. Η φτωχή Ελλάς δέν προσφέρει οικονομικές ευκαιρίες όπως έκαναν οι επαναστατημένες περιοχές στό Μεξικό.) Quoi qu'il en soit, les amis de la religion et de l'humanite salueront avec joie tout evenement politique qui arretera cette horrible effusion du sang humain, qui sauvera la vie d'une race chretienne, qui donnera une nation de plus au monde civilise. (Oι φίλοι τής θρησκείας καί τού ανθρωπισμού θά χαιρετήσουν μέ χαρά κάθε πολιτικό γεγονός πού θά σταματήσει τήν αιματοχυσία, θά σώσει τήν ζωή ενός χριστιανικού λαού καί θά κάνει ένα ακόμα κράτος πολιτισμένο.) L'invasion qui avait abattu devant les Turcs, il y a pres de trois siecles, une race chretienne, nee sous le ciel le plus heureux pour le genie, cette invasion toute militaire et toute asiatique, qui n'avait pu triompher de l'antipathie des races et de celle des religions, qui n'avait pu arracher a la nation grecque ni ses moeurs, ni son idiome, ni son culte; cette invasion maudite par l'ancien droit public de l'Europe, et toujours illegitime, devait cesser tot ou tard. (Εδώ καί τρείς αιώνες η κατάκτηση τής Ελλάδος από τούς ασιάτες Τούρκους δέν κατάφερε νά χάσουν οι ΈΈλληνες τά ήθη τους καί τόν πολιτισμό τους. Αυτή η καταραμένη εισβολή είναι παράνομη, αντίθετη στό ευρωπαϊκό Δίκαιο καί πρέπει νά σταματήσει αργά ή γρήγορα.)» Essai historique sur l'etat des Grecs, depuis la conquete musulmane Villemain, M (1790-1870) O Byron ήρθε σέ σύγκρουση μέ τόν Stanhope γιά πολιτικά θέματα, καθώς ο 'Αγγλος λόρδος λογόκρινε τά έντυπα τών "Ελληνικών Χρονικών", αφαιρώντας κείμενα πού κατηγορούσαν τήν αυστριακή κυβέρνηση καί γενικώτερα τό θεσμό τής μοναρχίας. Ο Βύρωνας, περισσότερο ρεαλιστής, δέν ήθελε νά έρθει σέ σύγκρουση μέ τά μοναρχικά καθεστώτα τής Ευρώπης. Οι Στάνχωπ καί Μάγερ, ήταν δημοκρατικοί καί θεωρούσαν ότι τά μόνα σωστά πολιτεύματα τού τότε πολιτισμένου κόσμου ήταν αυτά τής Ελβετίας καί τών Ηνωμένων Πολιτειών. Επιθυμούσαν δέ νά μεταφραστούν στά ελληνικά τά συντάγματα τών δύο αυτών κρατών. Επ' ουδενί ήθελαν οι δύο εκδότες νά έρθει ξένος μονάρχης στήν Ελλάδα, διότι γνώριζαν ότι η μοναρχία οδηγεί στήν τυραννία καί απέχει μακράν από τήν ελεύθερη αυτοδιάθεση τών λαών. Η διαφωνία τού Στάνχωπ καί τού Βύρωνα μετατράπηκε σέ σύγκρουση καί ανάγκασε τόν πρώτο νά αποχωρήσει από τό Μεσολόγγι μαζί μέ τόν Humpfreys γιά τήν Αθήνα. (Σημειώνουμε ότι τό σύνταγμα τής Ελβετίας πού συνένωνε τά καντόνια καί σήμανε τήν γέννηση αυτού τού κράτους, είχε συνταχθεί από τόν Ιωάννη Καποδίστρια.)
750
«Captain Sass was killed in a fray this morning (18 Φεβρουαρίου 1824 ν.η.), by a Suliot. The particulars of the affair are as follows: a Suliot, accompanied by Botzaris' little boy, and another man, walked into Seraglio. The sentinel ordered him back, but he advanced. The sergeant of the guard, a German, said: "What do you want here?" and pushed him back. The Suliot said: "What do I want?" and struck the sergeant with his arm. They then closed, struggled, and the Suliot drew his pistol. The sergeant wrenched it from his hand, and blew the powder out of the pan. Captain Sass, seeing the fray, ordered the man to be taken to the guard room. The Suliot would have departed, but the sergeant held him. Captain Sass drew his sabre, the Suliot his other pistol; Sass struck him with the flat of his sword. The Suliot then drew his sword, and nearly cut off his antagonist's left arm. He then shot him, with his second pistol, through the head, which deprived him of life immediately. On the 22nd February 1824, we climbed over the mountains, and reached the monastery, near Lepanto (Ναύπακτος). On that morning, scouts were sent out to reconnoitre. We were fortunately detained five hours, or we should have fallen in with a party of 20 turkish horse, who would have defeated us and taken our baggage. On the 24th, we reached capitano Scalzas's (Σκαλτσάς) mountainous abode (κατοικία). He was absent, and his secretary swaggered and advised us to proceed on to another residence belonging to his chief. We grumbled, moved on with our jaded horses, lost our way in the dark, dispersed in the forest, re-assembled, and at length, arrived safe at our destination. Σκαλτσάς was out, but a peasant treated us with all the hospitality his dirty hut could afford. He made us a blazing fire, chopped us a lamb, skewered it on a long piece of wood, and then roasted it to our satifaction. The peasantry of Greece are good; the extorsions and the lawless conduct of the Turks, their capitani and primates, have not corrupted them. On the 26th February 1824, we reached the port of Trizonia (νησάκι Τριζόνια απέναντι από τό Αίγιο). The wind was contrary. We took up our abode in a cavern closed in with branches, and thought it comfortable. On the 27th, we resolved on proceeding to Corinth. The captain of the boat and the wind were contrary and obstinately against us. They triumphed, and took us to Vostitza (Αίγιο). The capitano Londos was absent, but his adjutant, his commissary, and his secretary treated us hospitably. The people here have still more of the asiatic character than those of western Greece. They are for a limited monarchy. I tell them that the government that gave them a king would, in fact, be their rulers: that limited monarchy would soon degenerate into absolute rule: that the people should be their own sovereigns; and that the only nations that are contented with their governments are Switzerland and America. I am delighted with Athens; with its atmosphere; its beautiful situation; its antiquities; its general; and its enfranchised people. I have been constantly with Odysseus. He has a very strong mind, a good heart, and is brave
751
as his sword; he is a doing man; he governs with a strong arm, and is the only man in Greece that can preserve order. Odysseus is most anxious to unite the interests of eastern and western Greece, for which purpose he is desirous of immediately forming a congress at Salona.» Greece in 1823 and 1824 - Colonel Leicester Stanhope Mετά τήν αναχώρηση τού Stanhope, ο Byron άρχισε νά μήν αισθάνεται καλά, αλλά δέν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στήν κατάσταση τής υγείας του. Οι συναντήσεις του μέ ΈΈλληνες όπως τόν Μαυροκορδάτο αλλά καί μέ διαφόρους ξένους φιλέλληνες συνεχίζονταν κάθε βράδυ. Ο έξυπνος 'Αγγλος έδειχνε συμπάθεια στόν Κωνσταντινουπολίτη πολιτικό, αλλά είχε αντιληφθεί ότι ο Μαυροκορδάτος είχε χωρίσει τούς αρματολούς σέ δύο παρατάξεις καί ευνοούσε μόνο τήν μία, ενώ τήν άλλη προσπαθούσε νά τήν εκμηδενίσει. Μέ αυτές τίς συνθήκες καί μέ τήν αντιπαλότητα τών οπλαρχηγών πού υποδαύλιζε ο Γενικός Διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος, δέν ήταν δυνατό ούτε η εκστρατεία κατά τής Ναυπάκτου νά πραγματοποιηθεί, ούτε η επίθεση κατά τής 'Αρτας, η οποία θά έφερνε μεγάλη αναστάτωση στό εχθρικό στρατόπεδο. Ο Μπάϋρον, κρατώντας πάντα αποστάσεις από τίς διενέξεις τών Ελλήνων, οργάνωσε στρατιωτικό σώμα στό οποιό κατατάχτηκαν κυρίως αξιωματικοί από διάφορες χώρες όπως Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία, Αμερική, Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία, διότι πίστευε ότι μόνο μέ έναν πειθαρχημένο στρατό στά πρότυπα τής πατρίδας του, θά μπορούσε νά επιφέρει σημαντικά πλήγματα στόν εχθρό. Στίς 28 Μαρτίου 1824, ημέρα Παρασκευή, κάνοντας περίπατο έφιππος μέ τόν Ιταλό φίλο του Gamba, βράχηκε μέχρι τό κόκκαλο, έπειτα από μία ραγδαία βροχή. Λίγο αργότερα τόν έπιασε ρίγος καί πυρετός πού τόν ανάγκασαν νά μείνει ξαπλωμένος. Τήν επομένη, βγήκε πάλι έφιππος γιά νά κάνει τόν πρωϊνό του περίπατο μέ τό άλογό του καί μετά τήν επιστροφή του στό σπίτι η κατάστασή του χειροτέρεψε. «Trompe ainsi dans ses proje's d'attaque contre la garnison turque de Lepante, il s'edorcait du moins d'humaniser la guerre au profit de tous. S'etant fait remettre un assez grand nombre de femmes et d'enfants musulmans, reste d'une ville saccagee par les Grecs, il les renvoya sans rancon a Preveza. Dans quelques engagements autour de Missolonghi, il offrit une prime pour chaque prisonnier turc qui lui serait amene vivant. Ses dons en argent etaient continus, ses conseils utiles, son zele infatigable... O Βύρων, απατηθείς ούτως εις τά περί προσβολής τής τουρκικής φρουράς τής Ναυπάκτου σχέδιά του, ηγωνίζετο κάν εις τό νά εξημερώση πρός όφελος εκατέρων τόν πόλεμον. Ενεργήσας νά απολυθή ικανός αριθμός γυναικών καί παίδων οθωμανών, λείψανον πόλεώς τινος
752
λεηλατηθείσης υπό τών Ελλήνων, απέπεμψε τούτους άνευ λύτρων εις Πρέβεζαν. Κατά τινας πέριξ τού Μεσολογγίου αψιμαχίας, έθετεν άθλον δι' έκαστον αιχμάλωτον Τούρκον, παραδιδόμενον αυτώ ζώντα. Αι χρηματικαί προσφοραί του ήσαν συνεχείς, αι συμβουλαί του ωφέλιμοι, ο ζήλος του ακαταπόνητος. Εβοήθει τόν Μαυροκορδάτον εις τό νά αποκατασταθή τάξις τις εν Μεσολογγίω, καί, διά τής λαμπρότητος τού ονόματός του καί τών θυσιών του, ήτον ο μόνος όστις ηδύνατο νά συνδιαλλάσση τούς πεπολιτισμένους τών Ελλήνων καί τούς ορεινούς εκείνους αρχηγούς, οίτινες ήσαν ταραξίαι μέν, αλλ' αναπόφευκτον στήριγμα τού αγώνος. Βραδυνάσης τής συνελεύσεως τών Σαλώνων (Αμφίσσης) ένεκα τής πολιτικής διαφωνίας καί τών δυσχερειών τών οδών, ο Βύρων απεφάσισεν αμεταθέτως νά μή εγκαταλίπη τήν γωνίαν ταύτην τής γής, καθ' ής έμελλον νά επιτεθώσιν οι Τούρκοι τήν 'Ανοιξιν. Από πολλών μηνών, μ' όλον τό θάρρος καί τήν συνεχή αυτού δραστηριότητα, συνησθάνετο εαυτόν εξασθενούντα καί εταράσσετο υπό λυπηρών προαισθημάτων καί τών ακουσών εκείνων φόβων, οίτινες εισί μάλλον προάγγελοι θανάτου ή συμπτώματα αδυναμίας. Δύω ευγενή αισθήματα ανεκίνουν τήν ψυχήν του, η δόξα καί η φιλανθρωπία, αλλά τό σώμα του γηράσκον πρωΐμως κατέρρεεν. Πολλάκις εκ τών Ιονίων Νήσων τώ έγραφον, προτρέποντες τούτον νά καταλίπη τό υγρόν κλίμα τού Μεσολογγίου ως επιβλαβές αυτώ, αλλ' ουδένα εισήκουε, καί αναχωρησάντων τών συμπατριωτών του, τών φίλων του, τού συνταγματάρχου Στανόπου, τού Τρελάβνεϋ, έμεινε μόνος εν τώ μέσω τών ελών τού Μεσολογγίου. Ο Βύρων συνείθιζε νά επιχειρή μακρούς περιπάτους. Ημέραν τινά εξελθόντες τού Μεσολογγίου έφιπποι αυτός τε καί ο κόμης Γάμπας, απεμακρύνθησαν τής πόλεως μέχρι τών δύω περίπου μιλίων, καί καταληφθέντες υπό σφοδρού λαίλαπος, επανήρχοντο δρομαίως, διάβροχοι υπό τού ύδατος καί τού ιδρώτος. Φθάνοντες εις τάς θύρας τής πόλεως, κατέβαινον συνήθως τού ίππου, καί μετεβιβάζοντο εις τήν οικίαν των διά τινος λέμβου. Αλλά τότε παρατηρήσαντος τού κόμητος Γάμπα ότι ήτον άφρον νά εκτεθώσιν ικανήν ώραν βρεχόμενοι εν λέμβω ασκεπεί, ο Βυρων απεκρίθη γελών. "Δέν είμαι αληθής στρατιώτης εάν εις τοιαύτα μικρά πράγματα προσέχω", όθεν εισήλθον εν τή λέμβω, καί άμα τή αφίξει των, ο Βύρων κατελήφθη υπό πυρετού καί ρευματικών αλγηδόνων.» Oeuvres completes de Lord Byron - Laroche, Benjamin (1797-1852), Villemain, M. Abel-Francois, (1790-1870) μετάφραση Σ. Ζορμπά Οι προσπάθειες τών γιατρών Bruno καί Millingen καί οι αφαιμάξεις πού τού έκαναν δέν βελτίωσαν τήν κατάσταση τής υγείας τού άτυχου Βύρωνα, ο οποίος έμεινε καθηλωμένος στό κρεβάτι μέχρι τήν ημέρα τού
753
θανάτου, στίς 7/19 Απριλίου 1824. Τό απόγευμα πού έκλεισε τά μάτια του γιά πάντα, ξέσπασε δυνατή θύελλα μέ αστραπές καί κεραυνούς. Η γή τής Ελλάδος χαιρετούσε τόν Βύρωνα μέ λυγμούς καί δάκρυα, όπως όλοι οι ΈΈλληνες τού Μεσολογγίου πού ψιθύριζαν από θύρα σέ θύρα: "Ο μεγάλος άνδρας πέθανε!" Γύρω από τό νεκρικό του κρεβάτι, στέκονταν αμίλητοι οι πιστοί φίλοι του Gamba, Mayer καί Parry. Ολός ο λαός τού Μεσολογγίου συνόδευσε τόν Βύρωνα στήν τελευταία του κατοικία, ενώ ακούγονταν 37 κανονιές, όσα καί τά χρόνια τού ποιητή. Τόν επικήδειο λόγο τόν εκφώνησε ο Σπυρίδων Τρικούπης καί τό σώμα του μεταφέρθηκε στήν Αγγλία, όπως ήταν καί η θέλησή του. Δύο ημέρες μετά τό θάνατο τού Byron έφθασε στήν Ζάκυνθο η πρώτη δόση τού αγγλικού δανείου, υπό τή συνοδεία του λοχαγού Blaquiere. Ο αξιωματικός έφερνε μαζί του τήν εντολή τών δανειστών, οι οποίοι διόριζαν τόν λόρδο Βύρωνα επίτροπο γιά τήν διαχείριση τού δανείου. Εμφύλιος πόλεμος (1824) Oι πολιτικές αντιθέσεις μεταξύ τού κόμματος τών στρατιωτικών καί τού κόμματος τών πολιτικών, οξύνθηκαν τούς πρώτους μήνες τού 1824 μέ τήν δημιουργία εκ μέρους τών πολιτικών καί τών κοτσαμπάσηδων τού νέου Εκτελεστικού στό Κρανίδι. Τό νέο Εκτελεστικό αποτελούσαν οι Ανδρέας Ζαΐμης, Ιωάννης Κωλέττης, Γεώργιος Κουντουριώτης, Παναγιώτης Μπότασης καί Νικόλαος Λόντος. Τό παλαιό Εκτελεστικό διατηρήθηκε καί είχε ως έδρα του τήν Τριπολιτσά. Ο Μαυροκορδάτος πού ήταν η ψυχή τής νέας κυβερνήσεως, ακόμα καί άν βρισκόταν μακρυά από τήν έδρα της, επεδίωκε νά διαλύσει τό παλαιό Εκτελεστικό, ώστε νά τόν βρεί στήν εξουσία η σύναψη τού πρώτου αγγλικού δανείου. Ο ανίκανος Γεώργιος Κουντουριώτης δέν ήθελε τή θέση τού προέδρου τής κυβερνήσεως αλλά ο ραδιούργος πολιτικός τόν είχε πείσει νά τήν δεχτεί λέγοντάς του: "Εσύ θά είσαι τό πλοίο καί εγώ τό τιμόνι." Η ύπαρξη δύο κυβερνήσεων οδηγούσε μέ μαθηματική ακρίβεια στόν εμφύλιο πόλεμο. Η κυβέρνηση τής Τριπολιτσάς κατηγορούσε τόν Μαυροκορδάτο ότι υποστήριζε τά αγγλικά συμφέροντα καί αποκαλούσε τό κόμμα του "αγγλική φατρία". Αντίθετα ο Μαυροκορδάτος χαρακτήριζε παράνομο τό παλαιό Εκτελεστικό καί αποκαλούσε τά μέλη του "αντάρτες". Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καί ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης πού ήταν οι ηγέτες τής παλαιάς κυβέρνησης, βαθμιαία έχασαν τούς οπαδούς τους, μέ κυριώτερους τούς Παπαφλέσσα, Καλαμογδάρτη καί Αλέξη Βλαχόπουλο. Τά χρήματα τής ΎΎδρας καί τού πανίσχυρου Λάζαρου
754
Κουντουριώτη, ο οποίος κινούσε τά νήματα παρασκηνιακά, ισχυροποίησαν τήν κυβέρνηση τού Κρανιδίου, στήν οποία προσκολλήθηκαν καί πολλοί Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί. Ακόμα καί οι περισσότεροι φιλέλληνες ήταν ποτισμένοι μέ μίσος γιά τούς στρατιωτικούς, επειδή ήταν επηρεασμένοι από τούς "καλαμαράδες" τής εποχής, οι οποίοι έχοντας τήν άνεση νά συνεννοούνται μαζί τους στά αγγλικά ή τά γαλλικά, τούς επηρέαζαν σύμφωνα μέ τά συμφέροντά τους. «Αρχομένου δέ τού έτους 1824, τήν μέν 6ην Ιανουαρίου, ως είρηται, καθηρέθησαν, εκτός τού προκαθηρημήνου Μεταξά, καί δύω άλλα μέλη τού Εκτελεστικού, ώστε δέν έμενεν, ει μή μόνον είς, ο Ανδρέας Ζαΐμης καί αντικατεστάθησαν καί συνεπληρώθησαν δι' άλλων. Παρητήθη δέ καί ούτος καί ανεπληρώθη διά τού Σπηλιωτάκη, ώστε τό Νέον Εκτελεστικόν επελάβετο τής υπερτάτης εθνικής εξουσίας καί κατέσχεν αυτήν διά τών ειρημένων τρόπων από τής 6ης Ιανουαρίου τού 1824. Ε υθύς δέ τήν 7ην τού αυτού προσεκάλεσεν εις ευπείθειαν καί υποταγήν τούς εν Ναυπλίω Νικήταν Σταματελόπουλον, Πάνον Κολοκοτρώνην καί Στάϊκον Σταϊκόπουλον, οι οποίοι τήν 12ην απήντησαν, "ότι ορκισθέντες νομίμως εις τό Εκτελεστικόν, τό οποίον διατελεί μένον εκεί, εν Ναυπλίω, δέν εγνώρισαν έτι κατά νόμιμόν τινα τρόπον γενομένην μεταβολήν τινα. 'Οθεν οφείλοντες νά εμμένωσιν εις τούς όρκους των, δέν δύνανται νά υπακούσουν ατάκτως επί τού παρόντος." Εν τοσούτω τό Παλαιόν Εκτελεστικόν εύρε μέν εις Τρίπολιν πρόσκαιρόν τινα ασφάλειαν διά τήν τού Κολοκοτρώνη εν Πελοποννήσω παρουσίαν, καί ευρισκόμενον αυτόν τότε εις Τριφυλίαν προσεκάλεσε νά επανέλθη εις Τρίπολιν, καί επανήλθεν. Αλλ' αφ' ενός μέν εύρεν εκεί προεσχηματισμένην καί τινα μυστικήν καί επίβουλον συνωμοσίαν εκ Τριπολιτζωτών, υπό τήν επωνυμίαν "Αδελφότης". Πρόσχημα ή πρόφασιν μέν έχουσαν τήν συνυπεράσπισιν κατά τών αταξιών τών στρατευμάτων, σκοπόν δέ αληθή τήν αντίστασιν κατά τής παλαιάς κυβερνήσεως καί τού Κολοκοτρώνη, αφ' ετέρου δ' εκεί απεκαλύφθη καί η απιστία τών υπαλλήλων της. Εκ τών τής ρηθείσης αδελφότητος συνωμοτών πολιτών, αριθμουμένων έως 400, οι πλείστοι, επί κεφαλής έχοντές τινα Μποταΐτην επωνυμούμενον, κατά τά τέλη Ιανουαρίου 1824 στασιάσαντες κατέλαβον νυκτός τήν θέσιν ακροπόλεως επέχουσαν Μεγάλην λεγομένην Τάπιαν, καί τινας άλλας οικίας, καί διανυκτερεύσαντες εκεί, ημέρας γενομένης, αφού εγνώρισαν τόν αληθή τής συναθροίσεως σκοπόν, αποκρυπτόμενον έως τότε, λιποτακτήσαντες οι ημίσεις ετράπησαν εις τά έργα των, οι δέ λοιποί μετά μικράν τινα στενοχωρίαν καί ασήμαντον αιματοχυσίαν διεσκορπίσθησαν, καί ούτω τό πραξικόπημα εκείνο διεσκεδάσθη εντός τριών ημερών ώς τις ανόητος οχλαγωγία. Τό δ' εν μέρει τινών συνωμοτών κακόηθες ήν, ότι τότε εκινδύνευσε
755
νά δολοφονηθή από τινα ή τινας ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ού διερχομένου ανυπόπτως έν τινι οδώ, είς επί τή δολοφονία προαποφασισμένος, από τινος επί τής οδού οικίας επεχείρησε νά πυροβολήση κατ' αυτού καί ήθελε πράξει τούτο, εάν ο Α. Τσάντας Τριπολιτζώτης ευσυνείδητος καί πατριώτης χρηστός, ευρεθείς μετ' αυτών τυχαίως αγνοών καί μετά φρίκης ιδών τό τολμώμενον, δέν ερρίπτετο ευθύς εν μέσω αυτών καί επελεμβάνετο τού όπλου, έως ού διήλθε καί απεμακρύνθη ο ανυπόπτως καί ησύχως βαδίζων, ως αγνοών, αλλά κινδυνεύσας Κολοκοτρώνης. Ο δέ Γρηγόριος Δικαίος, υπουργός τών Εσωτερικών, ως έχων σχέσεις μέ πολλούς τών συνομωτών, επιπληχθείς υπό τού Σωτηρίου Χαραλάμπους, τούτου ένεκα καί ευρών πρόφασιν τόν φόνον τινός στρατιώτου από ιδικόν του τινα Σταϊκόπουλον καί τούτον φονευθέντα έπειτα από τούς Τριπολίτας, διά τήν εκ τούτου σύγχυσιν, νυκτός καί κρυφίως αποδράς εκ Τριπόλεως απήλθεν εις Κρανίδι, προπεμφθέντος μέν τού φίλου του Γλαράκη Γενικόν τού Υπουργείου τών Εσωτερικών Γραμματέως. Φθάσας δέ εις Κρανίδι ο Δικαίος εβεβαίου τούς εκεί, ότι είχε συμφώνους μετ' αυτού καί τούς Πλαπούταν, τόν τούτου γυναικάδελφον Γιαννάκην Κολοκοτρώνην μετά τών υιών του, τόν Δημητρακόπουλον Αλωνιστιώτην καί άλλους.» Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου Οι αντίπαλοι τού Κολοκοτρώνη φρόντισαν νά τόν κτυπήσουν μέσα στήν ίδια τήν Τριπολιτσά. ΊΊδρυσαν τήν εταιρεία "Αδελφότης", η οποία τήν κατάλληλη στιγμή ξεσήκωσε τούς πολίτες εναντίον τού Κολοκοτρώνη. Στίς συμπλοκές πού ακολούθησαν υπήρξαν ακόμα καί φόνοι, ενώ τά μέλη τής εταιρείας επιχείρησαν μέσα στή νύκτα νά δολοφονήσουν τόν ίδιο τόν Γέρο τού Μοριά. Ευτυχώς ένας Τριπολιτσιώτης πού αντελήφθη τό περιστατικό εμπόδισε τόν επίδοξο δολοφόνο, σώζοντας τόν Κολοκοτρώνη από βέβαιο θάνατο. Ο Μαυρομιχάλης, ο Δεληγιάννης, ο Χαραλάμπης καί ο Πετμεζάς, ανησυχώντας γιά τήν αυξανόμενη δύναμη τής "Αδελφότητος", πρότειναν στόν Κολοκοτρώνη νά κρεμάσει τούς αρχηγούς τής συνωμοτικής εταιρείας καί κατόπιν νά επιτεθεί εναντίον τής κυβέρνησης Κουντουριώτη στό Κρανίδι. Γιά μία ακόμη φορά ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε νά χύσει αδελφικό αίμα καί πρότεινε συμβιβασμό. Ο Υψηλάντης ανέλαβε νά συμβιβάσει τίς δύο παρατάξεις, ώστε νά προκύψει μία κοινή κυβέρνηση, αλλά μπροστά στήν άρνηση τού Κωλέττη καί τών αδελφών Κουντουριώτη, γύρισε άπρακτος στήν Τριπολιτσά. Τόν Φεβρουάριο τού 1824, ο Παπαφλέσσας μέ τήν ιδιότητα τού Υπουργού τών Εσωτερικών εισηγήθηκε τήν αποστολή στρατιωτικών σωμάτων, υπό τήν ηγεσία τών Αναγνωσταρά, Κεφάλα καί Νικόλαου
756
Δικαίου στήν Κόρινθο, τή Μεσσηνία καί τή Γαστούνη, γιά νά καταλάβουν στρατηγικά σημεία ώστε νά ασκήσουν πίεση στούς πολιτικούς τους αντιπάλους. Τόν ίδιο μήνα εγκαταστάθηκε στήν Τριπολιτσά ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, επικεφαλής 200 στρατιωτών γιά νά ενισχύσει τόν πατέρα του. Η στάση του όμως σέ βάρος τών κατοίκων όξυνε εκ νέου τήν κατάσταση καί τετρακόσιοι εξεγερμένοι πολίτες, υπό τήν καθοδήγηση τού Μποταΐτη οχυρώθηκαν στή Μεγάλη Τάπια καί μέσω τού στρατηγού Ζαφειρόπουλου ζήτησαν βοήθεια από τήν κυβέρνηση τού Κρανιδίου. Ο Κολοκοτρώνης, φοβούμενος γιά τήν αποστολή βοηθείας, στρατολόγησε στήν Καρύταινα 2.000 άνδρες, οι οποίοι εύκολα ανάγκασαν τούς πολιορκημένους τού Μποταΐτη νά ζητήσουν διαπραγματεύσεις καί στή συνέχεια, μέ τή μεσολάβηση τού Γεωργίου Μαυρομιχάλη νά εγκαταλείψουν τήν πόλη καί νά καταφύγουν στό Κρανίδι. Μετά τήν απομάκρυνση τών συνομωτών, ο Κολοκοτρώνης απέλυσε τούς στρατιώτες του θέλοντας νά εξομαλύνει τήν κατάσταση. Οι πολιτικοί όμως είχαν διαφορετική γνώμη καί επεδίωξαν ακόμα καί τήν ένοπλη αντιπαράθεση, όταν διαπίστωσαν ότι είναι ισχυρότεροι από τούς στρατιωτικούς. Οργάνωσαν στρατιωτικά σώματα, μέ αρχηγούς τούς Παπαφλέσσα, Γιατράκο καί Πονηρόπουλο, μέ σκοπό τήν κατάληψη τής Τριπολιτσάς, ενώ ταυτόχρονα οργάνωσαν επιχειρήσεις από ξηρά καί θάλασσα γιά τήν κατάληψη τού Ναυπλίου. Ο Κωλέττης φρόντισε νά επηρεάσει μέ τήν πειθώ καί τά γρόσια τούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, οι οποίοι έσπευσαν νά ενισχύσουν τήν κυβέρνηση Κουντουριώτη. «Τήν 13η Απριλίου 1824 έφθασεν εις Ζάκυνθον εις χείρας τού Καίσσαρος Λογοθέτου μέρος τού δανείου, σταλέν από Λονδίνον διά τού Αναστασίου Πολυζωΐδου, τόν οποίον ο Μαυροκορδάτος μεταχειρίζεται ως απόστολον εις τήν Ευρώπην, καί μάλιστα εις τήν Αγγλίαν, καί ομού μ' αυτόν ήλθε πάλιν ο Βλάκερ (Edward Blaquiere) εις τήν Ελλάδα, όστις καί θά συνεργήσει εις τό ν' αρθώσιν από τό μέσον αι δυσκολίαι όσας η κυβέρνησις θ' απαντήσει εις τό νά τό λάβη εις τήν εξουσιάν της. Η επιτροπή τού δανείου είχε φθάσει εις Λονδίνον τήν 14ην Δεκεβρίου, καί τό δάνειον αυτό, συνιστάμενον εις οκτακόσιας χιλιάδας λίρας στερλίνας, ετελείωσε μέ τήν σύμπραξιν τής εν Λονδίνω φιλελληνικής εταιρείας εις τά πενήντα εννέα καθ' εκατόν αρχάς Φεβρουαρίου. (Οι ληστρικοί όροι από πλευράς αγγλικών τραπεζών καί τά υπέρογκα επιτόκια έφεραν στά χέρια τών επαναστατών περίπου τό ήμισυ τού δανείου.) Αλλά καθ' υπαγόρευσιν τού Μαυροκορδάτου εμπιστεύεται εις επιτροπήν, συγκειμένην από τόν Μπάϊρον, Στάνχωπ, Γόρδων καί Λάζαρον Κουντουριώτην, ήτις καί διωρίσθη από τήν ειρημένην
757
εταιρείαν καί από τήν εν Λονδίνω επιτροπήν, νά τό παραλάβη καί νά τό παραδώση στήν κυβέρνησιν, φροντίζουσα καί διά τήν καλήν αυτού χρήσιν. Τό καθαιρεθέν Νομοτελεστικόν (παλαιό Εκτελεστικό) ήτο τόσον πλέον τής αγγλικής φατρίας πολέμιον, όσον η φήμη είχε διαδώσει ότι, ο Μαυροκορδάτος ενήργει νά υποβάλη τήν Ελλάδα εις τήν Αγγλίαν. Φροντίζει λοιπόν ούτος (ο Μαυροκορδάτος) νά μή παραδοθώσι τά δάνεια εις χείρας τών υπεναντίων του, άν ήθελον υπερισχύσει, ειμή αφ' ού ήθελε κατορθώσει νά επιβάλη εαυτόν εις τήν Ελλάδα καί διά τών 'Αγγλων αυτών, άν ήτον ανάγκη. Διά τούτο διωρίσθη η ανωτέρω επιτροπή νά παραλάβη τό δάνειον. Η βάσις τής αγγλικής φατρίας τού νά υπερισχύσωσιν εις τόν εμφύλιον πόλεμον ήτο τά χρήματα. Επομένως θά φθάσωσι καί τά λοιπά χρήματα τού δανείου, καί θά τά παραλάβει όλα τέλος πάντων η κυβέρνησις (Κουντουριώτη). Πλήν θά καταναλώσει πολύ μέρος αυτών εις τόν εμφύλιον πόλεμον, καί θά επιφορτίσει τό έθνος μέ πολλά εκατομμύρια χρέους, καί άλλο τι δέν θ' αποτελέσει, ειμή νά τό καταντήση εις τό άκρον τού βαράθρου. Είχε δέ τήν βεβαιότητα ότι τό δάνειον αυτό έμελλε νά δοθή καί από τόν Φεβρουάριον μήνα επαρουσιάσθη ευκαιρία ν' αρχίση τό στάδιόν της μέ άξια εθνικής ευγνωμοσύνης κατορθώματα. ΈΈκτοτε οι φρουρούντες εις τό ήδη πολιορκημένον φρούριον τής Ναυπάκτου Τουρκαλβανοί εζήτησαν διακοσίας πενήντα χιλιάδας γροσίων από τούς ΈΈλληνας νά τό παραδώσωσιν. Αλλ' η κυβέρνησις καί ο Διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος (Μαυροκορδάτος) δέν εμπορούσι νά εξοικονομήσωσι τά ολίγα ταύτα χρήματα, νά τά δώσωσιν. (Ο Μαυροκορδάτος καί ο Κωλέττης δέν ενδιαφέρθηκαν νά χρησιμοποιήσουν τά λεφτά τού δανείου γιά νά αποκτήσουν κανόνια καί όπλα καί νά καταλάβουν από τούς Τούρκους τά κάστρα τής Μεθώνης, τής Πάτρας καί τής Ναυπάκτου. Τά αποτελέσματα από τίς προδοτικές αυτές ενέργειες θά τά βίωναν οι επαναστάτες τό επόμενο έτος, μέ τήν ανεμπόδιστη άφιξη στήν Πελοπόννησο τού αιγυπτιακού στρατού.) Τοιουτοτρόπως γίνονται παρανομίαι καί αδικίαι αλλόκοτοι, καί χύνεται τών Ελλήνων τό αίμα, διότι ο Μαυροκορδάτος μεταχειρίζεται όργανον τήν δύναμιν τού Κουντουριώτου διά νά βασιλεύη, διαιρών, εις τήν Ελλάδα, καί διά τούτο θά πράξει πολλά κακά μέ τάς χείρας τών άλλων. Εν ώ δέ ο Κολοκοτρώνης επολιόρκει τήν Τριπολιτσάν, ο δ' Αναγνώστης Δεληγιάννης προέβαλλε συνδιαλέξεις μέ τόν Ζαΐμην καί Λόντον περί συμβιβασμού, έρχεται κατά μεσούντα τόν Μάϊον (1824) καί ο Οδυσσεύς εις τό 'Αργος, προσκεκλημένος καί από τόν Σωτήριον Χαραλάμπη νά έλθη εις τήν Πελοπόννησον διά νά συμπράξη κατά τής αγγλικής φατρίας.
758
Επειδή δέ δι' έλλειψιν χρημάτων δέν είναι συνωδευμένος μέ ανάλογον δύναμιν, καί επειδή θεωρεί ότι τ' αγγλικά χρήματα ενίκησαν καί θά νικήσωσι, μεσιτεύει καί αυτός νά γείνη συμβιβασμός μεταξύ τής κυβερνήσεως καί τών υπεναντίων, διά νά παύση ο εμφύλιος πόλεμος. Αλλ' η κυβέρνησις τού Κουντουριώτου αποκρίνεται ως ερρέθη ανωτέρω, ότι δέν δέχεται μ' αποστάτας συμβιβασμόν. Δημοσιεύει τό εξής: "η διοίκησις δέν δέχεται συμβιβασμόν μέ πέντε ληστάς. Συμβιβασμοί γίνονται μεταξύ αντιπάλων ισοδυνάμων. Ούτε δύνανται ολίγοι ένοχοι κακούργοι νά λογισθώσιν αντίπαλοι ολοκλήρου τού έθνους, τό οποίον τούς κατατρέχει ως αδικητάς του." Η δέ κυβέρνησις στέλλει κατ' αυτών στρατεύματα νά τούς κτυπήσωσι, καί συνάμα προθεμένη νά καταστρέψη καί τόν Οδυσσέα, θ' αποκαταστήσει πρό πάντων εχθρόν του τό πρωτοπαλήκαρόν του αυτό, τόν Ιωάννην Γκούραν καί οδηγούμενη από τόν Κωλέττην, θά υποκινήσει όσους άλλους δυνηθή Ρουμελιώτας εναντίον του.» Απομνημονεύματα συνταχθέντα υπό τού Νικολάου Σπηλιάδου, Τόμος Β' Στις 2 Μαρτίου 1824 τό νέο Εκτελεστικό ζήτησε από τόν φρούραρχο τού Ναυπλίου Πάνο Κολοκοτρώνη νά παραδώσει τήν πόλη. Ο Πάνος, πού αναγνώριζε σάν επίσημη κυβέρνηση τό παλαιό Εκτελεστικό, όπως αυτό είχε ψηφισθεί από τήν Εθνοσυνέλευση τού 'Αστρους, αρνήθηκε τήν παράδοση. Η κυβέρνηση διέταξε τόν Γιατράκο καί τόν Ζαχαρόπουλο νά καταλάβουν τούς Μύλους καί έστειλε μία υδραϊκή μοίρα υπό τόν Ανδρέα Μιαούλη, νά αποκλείσει τό Ναύπλιο από τήν θάλασσα. Ο Βασίλειος Αναγνωστόπουλος προσπάθησε νά ανακόψει τούς κυβερνητικούς, αλλά απέτυχε καί υποχώρησε κάτω από τήν κάλυψη τών πυροβόλων τού Παλαμηδίου. Οι αποκλεισμένοι στρατιώτες τού Ναυπλίου, υπό τό δέλεαρ τών χρημάτων τού Κουντουριώτη καί τού Κωλέττη, συνέρρεαν μαζικά στά κυβερνητικά στρατεύματα, αποδυναμώνοντας τήν φρουρά τής πόλης. Ο Κουντουριώτης νομίζοντας ότι όλοι μπορούν νά εξαγοραστούν μέ τίς αγγλικές λίρες, αποπειράθηκε νά δωροδοκήσει τή γυναίκα τού Νικηταρά καί τόν αδελφό της ώστε νά ανοίξουν μία πύλη καί νά μπούν μέσα στήν πόλη στρατιώτες. Η Αγγελίνα Νικηταρά αρνήθηκε τήν δωροδοκία καί παρέμεινε στό Ναύπλιο μέ τό παιδί της. Στίς 13 Μαρτίου 1824, οι πολιτικοί κατέλαβαν τό 'Αργος τό οποίο υπερασπιζόταν ο Γρίβας καί στή συνέχεια πολιόρκησαν τόν Ακροκόρινθο. Τήν πολιορκία τού κάστρου είχαν αναλάβει οι Πανούτσος καί Ιωάννης Νοταράς, ενώ υπεύθυνος γιά τήν άμυνά του ήταν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. Οι Νοταράδες μέ τή βοήθεια τών Λονταίων, τών Πετμεζαίων καί άλλων οπλαρχηγών από τήν Ρούμελη διέκοψαν τόν
759
ανεφοδιασμό τού φρουρίου, αναγκάζοντας τήν φρουρά της νά παραδοθεί. Ο νεαρός τότε Γενναίος Κολοκοτρώνης, ερωτευμένος μέ τήν αδελφή τού Ιωάννη Νοταρά, δέν φρόντισε ιδιαίτερα γιά τήν οργάνωση τής άμυνας τού δυσπρόσιτου κάστρου τού Ακροκόρινθου, τό οποίο τελικώς καί παρέδωσε. Στίς 19 Μαρτίου 1824 ο Κουντουριώτης διόρισε φρούραρχο τού κάστρου τόν Γεώργιο Κίτσο. Στή συνέχεια, η κυβέρνηση Κουντουριώτη προχώρησε στήν πολιορκία τής Τριπολιτσάς. Τήν άμυνα τής πόλης είχαν αναλάβει οι Κολοκοτρώνης, Μαυρομιχάλης, Νικηταράς, Δεληγιάννης, Χαραλάμπης καί Γρίβας, ενώ τήν πολιορκία της οι Ανδρέας Λόντος, Νικήτας Δικαίος, Γεωργάκης Γιατράκος, Αναγνωσταράς, Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος, Παναγιώτης Κεφάλας, Βασίλειος Πετμεζάς καί Δημήτριος Μελετόπουλος. Στίς 21 Μαρτίου 1824, ο "Γέρος" έκανε μία ύστατη προσπάθεια γιά νά εμποδίσει τήν αιματοχυσία. Οι Κωλέττης καί Κουντουριώτης ήταν ανένδοτοι καί επέμειναν στήν άνευ όρων υποταγή τών αντιπάλων τους. ΉΉταν η μεγάλη ευκαιρία νά απαλλαγούν μία γιά πάντα από τούς παλαιούς Κλέφτες καί νά αναλάβουν αυτοί τά ηνία τής εξουσίας καί τήν διαχείριση τού αγγλικού δανείου. Ο αδελφικός σπαραγμός ήταν γι' αυτούς ασήμαντη λεπτομέρεια, όπως ασήμαντη ήταν καί η προετοιμασία τού τουρκοαιγυπτιακού στόλου, ο οποίος θά έπνιγε τόν επόμενο χρόνο τόν Μοριά στό αίμα. Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν χωρίς όμως ιδιαίτερο πάθος αφού οι στρατιώτες καί τών δύο πλευρών δέν επιθυμούσαν νά χυθεί αδελφικό αίμα. Τήν 1η Απριλίου 1824 ήρθαν επικουρίες τών "ανταρτών" υπό τήν ηγεσία τών Παπατσώνη, Γκρίτζαλη καί Μητροπέτροβα. Επειτα από δέκα ημέρες πολιορκίας, ο Κανέλλος Δεληγιάννης ξεκίνησε διαπραγματεύσεις μέ τούς πολιορκητές καί συμφωνήθηκε νά διαλυθεί η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη καί τά μέλη της νά εγκαταλείψουν τήν Τριπολιτσά καί νά επιστρέψουν στίς επαρχίες τους μαζί μέ τούς στρατιώτες τους. Τό Ναύπλιο θά παραδιδόταν στούς Ζαΐμη καί Λόντο καί οι τελευταίοι δεσμεύονταν ότι θά έδινε η κυβέρνηση 25.000 γρόσια στόν Πάνο Κολοκοτρώνη γιά τά έξοδα τής φρουράς τού Ναυπλίου. Ο Κουντουριώτης καί ο Κωλέττης όμως δέν δέχτηκαν τίς συμφωνίες πού έκαναν οι Λόντος καί Ζαΐμης καί αξίωσαν τήν παραδειγματική τιμωρία όλων τών "αντιπατριωτών". Οι δύο πρόκριτοι τής Αχαΐας ήρθαν σέ ρίξη μέ τόν Κωλέττη καθώς άρχισαν νά δυσανασχετούν μέ τήν σύμπραξη τών Ρουμελιωτών καί τών Υδραίων οι οποίοι θεωρούσαν τήν Πελοπόννησο εχθρική χώρα. Οι Ρουμελιώτες στρατιώτες όπου καί άν πήγαιναν προέβαιναν σέ λεηλασίες καί καταστροφές περιουσιών στίς πόλεις καί τά χωριά τής
760
Πελοποννήσου. Ο Κολοκοτρώνης θεώρησε ότι τήν οριστική λύση στό πρόβλημα θά τήν έδινε η σύγκληση Εθνοσυνέλευσης, γι' αυτό κάλεσε τούς πολιτικούς του φίλους σέ συνεργασία, ενώ παράλληλα, ενεργούσε στρατολογία μέ σκοπό τήν ανακατάληψη τής Τριπολιτσάς. Πράγματι, ως επικεφαλής 500 ανδρών, στρατοπέδευσε στά τέλη Απριλίου 1824 στή Σιλήμνα καί στά Τρίκορφα. Στό στρατόπεδο ήλθε καί ο Πλαπούτας, πού εγκατέλειψε οριστικά τούς Κουντουριώτηδες. Ο Κωλέττης διέταξε τόν Λόντο, τόν Ζαΐμη καί τόν Παπαφλέσσα νά επιτεθούν στήν Καρύταινα, αλλά αυτοί αρνήθηκαν καί αντί αυτού εισήλθαν στήν Τριπολιτσά μέ 1000 στρατιώτες. Ο "Γέρος" επεδίωξε απευθείας συνάντηση μέ τόν Κουντουριώτη χωρίς επιτυχία, μία συνάντηση τήν οποία ο Παπαφλέσσας προσπάθησε νά ματαιώσει. Η στάση τού Παπαφλέσσα εναντίον τού νικητή τών Δαρδανελίων είναι αξιοκατάκριτη. ΈΈνα χρόνο αργότερα θά πλήρωνε μέ τήν ζωή του τήν στήριξη τής κυβέρνησης τού Κωλέττη καί τού Κουντουριώτη πού θά παράταγαν τόν Μοριά στό έλεος τού αιμοβόρου Ιμπραήμ πασά. Η ματαίωση τής συνάντησης τού προέδρου τού Εκτελεστικού μέ τόν κυριώτερο Πελοποννήσιο στρατιωτικό παρέτεινε τήν πολιορκία τού Ναυπλίου. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, έχοντας νά αντιμετωπίσει τήν έλλειψη εφοδίων καί τίς λιποταξίες τών ανδρών του, ζήτησε βοήθεια από τόν πατέρα του, ο οποίος έστειλε ενισχύσεις υπό τήν ηγεσία τού Γενναίου καί τού Πλαπούτα. Αυτοί μέ 500 άνδρες έφθασαν στήν Κανδύλα, όπου αιχμαλώτισαν 120 στρατιώτες τού Ιωάννη Νοταρά καί στή συνέχεια από κοινού μέ τόν Νικηταρά προχώρησαν στό Τάτσι καί τό Κουτσοπόδι. Στίς 8 Μαΐου 1824 όμως δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από τά κυβερνητικά στρατεύματα, τά οποία οδηγούσε ο Σκούρτης καί ο Χατζηχρήστος μέ τούς Βουλγάρους του καί υποχώρησαν. Τήν επομένη, σέ νέα σύγκρουση στό Κούτσι (Αργολικό), οι κυβερνητικοί, ενισχυμένοι από τόν Ιωάννη Μακρυγιάννη, νίκησαν εκ νέου ενώ στίς 12 Μαΐου 1824, οι κανονιοβολισμοί από τό πλοίο τού Μιαούλη έτρεψαν σέ φυγή τούς άνδρες τού Νικηταρά καί τού Πλαπούτα. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, συνοδευόμενος από τόν Θεόδωρο Νέγρη έφθασε στό 'Αργος σέ μία προσπάθεια συμφιλίωσης τών δύο μερών. Ο Ανδρούτσος ενδομύχως ήταν μέ τό μέρος τού Κολοκοτρώνη, αφού είχε γευτεί καί ο ίδιος τίς ραδιουργίες τών πολιτικών καί τούς αντιπαθούσε όπως ο διάβολος τό λιβάνι. Παρ' όλα αυτά τό "Λεοντάρι τής Ρούμελης" προσπάθησε νά συμβιβάσει τίς δύο παρατάξεις, χωρίς επιτυχία αφού ο Κωλέττης ήθελε νά εκμηδενίσει τελείως τόν Κολοκοτρώνη καί επέμενε στην άνευ όρων παράδοσή του. Η ειρωνεία είναι ότι ο Κολοκοτρώνης θά επιβίωνε από τόν πόλεμο πού τού έκαναν οι πολιτικοί, ενώ ο Ανδρούτσος θά έβρισκε φρικτό θάνατο από αυτούς, τόν επόμενο χρόνο.
761
Στις 22 Μαΐου 1824, ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε νά παραδώσει τό Ναύπλιο, υπό τόν όρο νά παραδοθεί μόνο στούς Ζαΐμη καί Λόντο καί όχι στήν κυβέρνηση, τήν οποία δέν αναγνώριζε ως νόμιμη. Ο "Γέρος τού Μοριά" είχε επανειλημμένα προσπαθήσει νά πείσει τούς δύο Ανδρέηδες νά προσέλθουν στό στρατόπεδο τών Πελοποννησίων. "Μήν παραδίδετε τό άτι τού Μοριά στούς ξένους. Τό άτι, τήν γυναίκα καί τό τουφέκι δέν τά παραδίδουμε ποτέ στούς ξένους." Η συμφωνία δυσαρέστησε τό Εκτελεστικό, τό οποίο εξέδωσε ανακοίνωση εναντίον τών Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντου καί Ιωάννη Νοταρά. Στις 12 Ιουνίου 1824, η κυβέρνηση Κουντουριώτη εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο καί απαίτησε τήν αποχώρηση όλων τών οπαδών τού Κολοκοτρώνη μέ πρώτη τήν Μπουμπουλίνα καί τήν κόρη της η οποία είχε παντρευτεί τόν Πάνο Κολοκοτρώνη. Φρούραρχος στό Παλαμήδι ορίσθηκε ο Νάσος Φωτομάρας μέ τούς Σουλιώτες του καί διοικητής τής φρουράς τής πόλης ο Χατζηχρήστος μέ τούς Βουλγάρους του. Ο Κωλέττης απέφυγε νά τοποθετήσει Πελοποννήσιους στήν φρουρά τής πόλης, εκθέτωντας τούς δύο Αντρέηδες, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί ότι τό φρούριο θά παρέμενε σέ πελοποννησιακά χέρια. Στή συνέχεια, αφού αρνήθηκε νά τούς παράσχει τά έξοδα τής εκστρατείας τους στήν Τριπολιτσά, τούς έδιωξε από τό Ναύπλιο. Αμέσως οι ισχυρότεροι πολιτικοί καί γαιοκτήμονες τής Αχαΐας μετανοώντας γιά τήν στήριξη τής κυβέρνησης Κουντουριώτη - Κωλέττη αναζήτησαν νέες συμμαχίες. Τήν ώρα πού οι ΈΈλληνες πολεμούσαν μεταξύ τους, οι Τούρκοι έσβηναν από τό χάρτη τήν Κάσο καί τά Ψαρά καί οι Αιγύπτιοι ετοίμαζαν τήν εκστρατεία πού θά έφερνε τόν όλεθρο στήν Κρήτη καί τήν Πελοπόννησο. Ο εμφύλιος πόλεμος πάντως μείωσε κατά πολύ τό κύρος όλων όσων πήραν μέρος στήν αδελφοκτόνο αυτή σύρραξη. Ο Δημήτριος Υψηλάντης καί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν από τούς λίγους πού δέν συμμετείχαν. «Ιδόντες δέ οι Ανδρέας Ζαΐμης καί Ανδρέας Λόντος τόν διορισμόν τού Φωτομάρα ως φρουράρχου τού Ναυπλίου, καί λυπηθέντες υπερβολικά διά τήν εις αυτούς γενομένην απάτην, απεφάσισαν ν' αναχωρήσουν δυσάρεστοι εκ τού Ναυπλίου, αφ' ού προηγουμένως ο Ζαΐμης εζήτησε παρά τής κυβερνήσεως 80.000 γρόσια διά λογαριασμόν μισθών τών διά τήν πολιορκίαν τής Τριπολιτζάς υπό τήν οδηγίαν του διατελεσάντων στρατευμάτων, πρός τόν οποίον η κυβέρνησις απήντησε νά τώ δώση μόνον 25.000, τά δέ λοιπά εις άλλην περίστασιν, δέν κατεδέχθη πλέον ούτε κάν νά απαντήση άλλο τι εις αυτήν, αλλά συνεννοηθέντες μετά τού Λόντου, ανεχώρησαν δυσάρεστοι τήν 24ην
762
Ιουλίου 1824, αφ΄ού είδον τοσαύτην καί τοιαύτην αχαριστίαν από εκείνους, διά τούς οποίους ήτον επόμενον νά διακινδυνεύσωσιν εις τήν πολιορκίαν τής Τριπολιτζάς. Μετά τήν από τού Ναυπλίου αναχώρησιν τών Ανδρέων είχε διαφημισθή ότι τό αγγλικόν δάνειον ήθελε διαφθαρή επί ματαίω, καί ότι ήθελε μείνει μόνον τό βάρος τού χρέους επί τών τραχήλων τών Ελλήνων, χωρίς νά προκύψη κανενός είδους ωφέλεια εις τό ΈΈθνος. Τά διαφημισθέντα δέ αυτά είχον δώσει πολλήν εντύπωσιν εις τούς ΈΈλληνας. Μάρτυρες τά αυτά τού δανείου καί τότε καί μέχρι τής σήμερον αποτελέσματα, διότι αυτό κατηναλώθη εις σκοπούς ιδιοτελείς καί εις παντοίων ειδών καταχρήσεις. Η κυβέρνησις πληροφορηθείσα όσα διεφημίζοντο περί τής χρήσεως τού δανείου, καί πεπεισμένη ούσα ότι ευκόλως εδύνατο νά γίνη κάθε εναντίον κατ' αυτής κίνημα, κατά τόν Σεπτέμβριον τού 1824 διέταξε τόν Γρηγόριον Δικαίον Υπουργό όντα τότε τών Εσωτερικών καί τής Αστυνομίας, όστις απήλθεν εις τήν πατρίδα του τό Λεοντάρι, διά νά παρατηρή τά διαβήματα πάσης ενδεχομένης ταραχής εναντίον τής καθεστώσης κυβερνήσεως, νά ειδοποιή αυτήν, καί νά λαμβάνη μέτρα καταδιωκτικά. Εν τοσούτω βεβαιωθείς ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπεφλέσσας) τά από τής διατρεχούσης φήμης ότι ήσαν αληθή, καί τήν από μέρους τών λαών πρός τήν τότε καθεστώσαν κυβέρνησιν ανυποληψίαν έγραψε πρός αυτήν, καί τώ εστάλη ικανός αριθμός λιρών στερλινών, καί έν μέρος Στερεοελλαδιτών στρατευμάτων, μεθ, ών ήτον καί ο Μακρυγιάννης, συνάξας δέ καί αυτός όσους δυνήθη στρατιώτας εκ τής επαρχίας Λεονταρίου, ως άνθρωπος δέ επιχειρηματίας ών, καί ως γνωρίζων τά πνεύματα τών κατοίκων τής Πελοποννήσου, πού υπήρχον δηλαδή ισχυροί καί επιρροήν έχοντες άνδρες, διέσπειρε γράμματα πανταχόσε εις όσους ενέκρινεν ότι δύνανται νά φανώσιν ωφέλιμοι εις τάς μελλούσας δοξασίας του, καί ούτω τούς μέν εκολάκευεν υπισχνούμενος μεγάλας από τό δάνειον ωφελείας, τούς δέ καί επηπείλει, καί εις τινας άλλους διεύθυνε καί χρήματα μέ επίτηδες ιδίους του ανθρώπους διά νά τούς κερδίση πράττων καί ενεργών καθ' όλα όσα καί από τήν κυβέρνησιν ωδηγείτο. 'Αμα δέ ότε είχεν εκστρατεύσει ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί ο Κανέλλος Δεληγιάννης έγραψαν εις τόν Μήτρον Αναστασόπουλον καί λοιπούς Τριφυλίους νά σταθώσιν ακλόνητοι, καί ότι αυτοί θέλουν φθάσει πρός βοήθειάν των διά ν' αντικρούσωσι τόν Γρηγόριον Δικαίον εκ τών όπισθεν, όστις μέ τήν συνήθη ευτολμίαν καί τήν γενναιότητά του κατέβη εις τήν πεδιάδα τού Μεσσηνιακού κόλπου, τήν καλουμένην Λάκκους, οι δέ Αρκάδιοι κατέλαβον τήν κώμην Κωνσταντίνους καλουμένην, ώστε ο μέν Γρηγόριος Δικαίος ήρχετο κατά μέτωπον τών Αρκαδίων, ο δέ παπά Τζόρης ωδηγούμενος παρ' αυτού
763
κατέλαβε μετά τών από τό μέρος τών Αρκαδίων τά όπισθεν τών εν τοίς Κωνσταντίνοις συνεπαρχιωτών του, καί τοιουτωτρόπως διατεθειμένοι αντεμάχοντο δύω ολοκλήρους ημέρας. Ευθύς δέ ότε ανεφάνησαν ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί ο Κανέλλος Δεληγιάννης μετά τών υπό τήν οδηγίαν των ικανών στρατευμάτων, ιδών ο Δικαίος καί οι μετ' αυτού ότι ήθελον συλληφθή υποχείριοι εις τάς χείρας τών Καρυτινών, αυτός μέν οπισθοδρόμησε διασωθείς εις τά Σαμπάζικα, κακείθεν δέ μεταβάς εις τό Ναύπλιον, οι δέ λοιποί οπλαρχηγοί εις τάς διαφόρους κώμας. Η κυβέρνησις διεύθυνεν έν μέρος στρατευμάτων εις τήν Τριπολιτζά, καθ' ήν δέ εποχήν είχον επιστρέψει εκ τής μεσσηνιακής πεδιάδος ο Πάνος Κολοκοτρώνης, καί ο Κανέλλος Δεληγιάννης, καί είχον φθάσει εις τήν Τριπολιτζάν, έφθασαν ταυτοχρόνως καί τά τής κυβερνήσεως στρατεύματα, καί κατέλαβον τινάς κώμας κειμένας εις τήν πεδιάδαν τής Τριπολιτζάς, τά δέ υπό τήν οδηγίαν τού Πάνου καί τού Κανέλλου έλαβον μέτρον ευθύς νά προκαταλάβωσι τάς πλησιεστέρας τής Τριπολιτζάς κώμας. Ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος κατέλαβε τήν κώμην 'Αγιον Σώστην καλουμένην, διά νά διατηρή τήν θέσιν εκείνην. Εν ώ δέ αυτός έφθασεν εις τήν ρηθείσαν κώμην, τότε καί έν μέρος στρατευμάτων τής κυβερνήσεως κατέλαβεν ολίγας τινάς οικίας εκ τής αυτής κώμης, τάς δέ λοιπάς κατέσχεν ο Στάϊκος. Ελθόντων δέ καί τών τής κυβερνήσεως στρατευμάτων αυτών, ήνοιξε μάχη μεταξύ τού Στάϊκου καί τών κυβερνητικών στρατευμάτων, τήν οποίαν ακούσας ο Πάνος Κολοκοτρώνης έδραμε πρός βοήθειαν τού Στάϊκου. Αφ' ού δέ διέλυσε τήν πολιορκίαν εκείνην, καί διεσκόρπισε τά κυβερνητικά στρατεύματα, εν ώ επέστρεφεν εις τήν κώμην Θάνα καλουμένην, διευθύνθη κατ' αυτού μία σφαίρα όπλου από μέρος άγνωστον, καί ούτως εφονεύθη ο Πάνος Κολοκοτρώνης, στερηθείς τού ζήν εις τό άνθος τής ηλικίας του, η δέ πατρίς εστερήθη ενός τοιούτου νέου γενναίου καί κατά πάντα φρονίμου ανδρός. Ο θάνατος τού Πάνου διέλυσεν ευθύς όλα τά σχέδια τών ελπίδων, καθότι επροξένησε μεγάλην καί απαρηγόρητον λύπην εις τόν πατέρα του, καί εις όλους τούς φίλους τής οικογενείας του καί τής πατρίδος, συνεπάξας ενταυτώ καί τήν διάλυσιν τής εναντίον τής κυβερνήσεως γιγνομένης στρατολογίας, ώστε τό μέρος τής κυβερνήσεως έλαβε τήν οποίαν επεθύμει πρόοδον εις τούς σκοπούς τούς οποίους έτρεφεν.» Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β' Τό φθινόπωρο τού 1824, οι δύο φατρίες συνέχισαν μέ αμείωτο ρυθμό τίς διαμάχες μεταξύ τους. Η φατρία τού Κουντουριώτη βγήκε κερδισμένη μετά τήν εκλογή τών δύο κυβερνητικών σωμάτων. Τό νέο
764
Εκτελεστικό πού εξελέγη είχε πρόεδρο τόν Γεώργιο Κουντουριώτη, αντιπρόεδρο τόν Σπετσιώτη Παναγιώτη Μπόταση καί μέλη τούς Ιωάννη Κωλέττη, Ασημάκη Φωτήλα καί Αναγνώστη Σπηλιωτάκη. Τό νέο Βουλευτικό εξελέγη στίς 9 Οκτωβρίου 1824 καί είχε πρόεδρο τόν Πανούτσο Νοταρά καί αντιπρόεδρο τόν επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο. Από τίς 12 Οκτωβρίου 1824, λόγω τής απουσίας τού Κουντουριώτη στήν γενέτειρά του καί τού αιφνίδιου θανάτου τού Μπόταση, ο Κωλέττης είχε τόν απόλυτο έλεγχο τής κυβέρνησης. Αφορμή γιά ένα νέο κύκλο συγκρούσεων στάθηκε η απόφαση τού πολιτικού από τό Συρράκο νά τιμωρήσει τούς κατοίκους τών επαρχιών Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) καί τού Λεονταρίου, οι οποίοι αρνήθηκαν νά καταβάλουν τούς φόρους. Ο Παπαφλέσσας, επικεφαλής ισχυρού στρατιωτικού σώματος, θά αναλάμβανε τήν είσπραξη τών φόρων από αυτές τίς περιοχές. Φόνος τού Πάνου Κολοκοτρώνη (13 Νοεμβρίου 1824) Ο Ανδρέας Λόντος οργισμένος μέ τήν αντιπελοποννησιακή στάση τού Κωλέττη, έστειλε υπόμνημα στήν κυβέρνηση ζητώντας τή σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης. Ο Κωλέτης, πού είχε τώρα απέναντί του σχεδόν τό σύνολο τών Πελοποννησίων αρχηγών, αναζήτησε τή συνεργασία τών Ρουμελιωτών, προσφέροντας γενναιόδωρα μισθούς καί στρατιωτικούς βαθμούς. Ο πρώτος πού προσεταιρίσθηκε ήταν ο φιλοχρήματος φρούραρχος τής Αθήνας καί υπαρχηγός τού Ανδρούτσου, Ιωάννης Γκούρας, γνωστός γιά τόν σκληρό καί διεφθαρμένο χαρακτήρα του. Η κυβέρνηση αποκτούσε τόν έλεγχο τής Αθήνας, μοιράζοντας βαθμούς σέ στρατιωτικούς τού περιβάλλοντος τούς Γκούρα, όπως ήταν ο Μαμούρης καί ο Ρούκης, καταφέρνοντας έτσι νά υποβιβάσει τήν επιρροή καί τού κύρος τού Ανδρούτσου, ο οποίος αναγκάστηκε νά καταφύγει στήν απόρθητη σπηλιά του στόν Παρνασσό. Στίς 22 Οκτωβρίου 1824, ο Παπαφλέσσας μέ τόν Μακρυγιάννη εισέβαλαν στήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία) μέ ισχυρό στράτευμα πού τό αποτελούσαν ένοπλοι από τήν Ρούμελη καί τή Μακεδονία καί πολέμησαν τούς Ντρέδες τού Μητροπέτροβα, οι οποίοι ήταν περίφημοι Αρβανίτες πολεμιστές, πιστοί φίλοι τού Κολοκοτρώνη. Οι Ντρέδες υποχώρησαν, αλλά οι ενισχύσεις πού έφθασαν μέ επικεφαλής τούς Γενναίο καί Πάνο Κολοκοτρώνη ανάγκασαν τά κυβερνητικά στρατεύματα νά υποχωρήσουν. «Τά 1824 Οκτωβρίου 14, έλαβα τήν διαταγή νά περιλάβω τούς ανθρώπους 'σ τήν οδηγίαν μου καί νά πάγω - ότι δέν προσηκώθη ο Κουντουργιώτης εις τόν Ζαΐμη ότ' είχε άλλη δουλειά καί δέν προσηκώθη εις τό καράβι, αντάρτης ο Ζαϊμης. Πήγαμε 'σ τήν Τροπολιτζά εκεί
765
συναχτήκαμε όλοι νά πάμε εις τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία) κι' ο Παπαφλέσιας μαζί. ΌΌμως κι' αυτεινού τού μακαρίτη ο χαραχτήρας ήταν σάν εκεινών. Είχαμε πιαστή πρωτύτερα καί βριστήκαμε ομπρός - εις τήν Κυβέρνησιν. ΉΉθελαν νά στείλουν καί πρωτύτερα εμένα 'σ αυτείνη τήν ανταρσίαν καί δέν θέλησα, καί στείλαν τόν Χριστόδουλον Ποργιώτη καί τόν έπιασαν οι αντάρτες ζωντανόν μ' όλους του τούς ανθρώπους εις τήν Μεσσηνίαν. Καί ήθελε κ' εμένα ο άγιος Αρχιμανδρίτης νά μέ στείλη, κ' εγώ τού είπα νά κοπιάση νά πάμε μαζί, ότι εγώ δέν γνωρίζω ούτε τίς θέσες, ούτε τούς ανθρώπους. Αφού πήγαμε εις τήν Τροπολιτζά, ο Σταϊκούλης μου είπε ότι οι Κολοκοτρωναίγοι έχουν πάθος 'σ εμένα καί θά μέ πιάσουνε ζωντανόν ή σκοτωμένον. ΌΌτι εγώ τούς βήκα άπιστος κ' έφυγα από τά οτζάκια αυτά, από Δυσσέα καί Κολοκοτρώνη, καί τώρα μέ διατάττει η Κυβέρνηση καί τούς πάγω αναντίον τους. Κι' όσα μπορέσουνε, μού είπε, θά ξοδιάσουνε ή μέ δικούς μου ανθρώπους, ή μέ δικούς τους θά μέ ξεμπερδέψουνε. Ο Σταϊκούλης είχε μίαν ανιψιά καί ήθελε νά μέ κάμη γαμπρό καί δέν τού 'λεγα τό όχι κ' έλπιζε. ΉΉταν κι' αυτός, καθώς μού 'λεγε, παρών 'σ τήν ομιλίαν τους εκεινών, οπού μιλούσαν αναντίον μου. Εγώ τού είπα: "Δέν πάγω πουθενά νά γυμνώσω ή νά διατιμήσω κανέναν η πατρίς μου χωρίς νόμους καί διοίκησιν κιντυνεύει. Πάγω δι' αυτείνη κι' ο Θεός είναι αρχηγός καί προστάτης τού καλού". Τού είπα τού Σταϊκούλη ό,τι μαθαίνη νά μού στέλνη μέ σίγουρον άνθρωπον. Ο Παπαφλέσιας πήρε μίαν γυναίκα μ' ένα ντέφι κ' έναν μέ βιολί καί πήγαμε εις Λιοντάρι. Από τά σώματα, τούς χίλιους διακόσους ανθρώπους, δέν ακολούθησαν μαζί μας μήτε εξακόσοι δέν θέλαν νά 'ρθουν τούς ανακάτωναν οι αναντίοι καί τούς δείλιαζαν, σάν χάλασαν οι Μεσσήνιοι τόν Ποργιώτη εις τούς Λάκκους. Σηκωθήκαμε μ' αυτούς πήγαμε εις Λιοντάρι. Κρατεί αυτό τό μεγαλύτερο σώμα εκεί ο Παπαφλέσιας, κ' εμένα μέ διακόσους πενήντα, οπού 'χα δικούς μου, μού είπε νά κατέβω εις τούς Λάκκους όσο νά συνάξη πατριώτες του ο Παπαφλέσιας καί τήν αυγή έρχονται κι' αυτείνοι. Μπιστεύτηκα, πήρα τούς ανθρώπους μου καί κατέβηκα εις τούς Λάκκους. (Σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Μακρυγιάννη, ο Παπαφλέσσας υπογείως τού έβαζε προσκόμματα, μέ σκοπό ίσως τήν ήττα τού Μακρυγιάννη.) Τό βράδυ τό μαθαίνουν οι Αρκαδηνοί (εννοεί τούς κατοίκους τής Κυπαρισσίας), οι λεγόμενοι Ντρέδες, καί διά νυχτός αυτείνοι κι' άλλοι από τά κοντινά μέρη έρχονται καί μέ κλείνουν ολόγυρα καί πιάνουν όλα τά τριγυρινά χωριά. Μαθαίνοντας εγώ αυτό, μπονόρα (νωρίς), ήταν καρσί (αντίκρυ) τό Μελιγαλά κ' έχει καμπόσες κούλιες (πύργους), έστειλα καί τήραξα (κοίταξα), δέν τίς είχαν πιασμένες ακόμα, σηκώθηκα καί πήγα καί τίς έπιασα αυτές καί τό χωριόν καί δυναμωθήκαμε από κάτου. Πλάκωσαν πεζούρα, καβαλλαρία πλήθος μού παραγγέλνουν ν'
766
αδειάσω τό χωριόν, ότι θά μπούνε αυτείνοι, οπού λευτέρωσαν αυτούς τούς τόπους καί θά φάνε αυτείνοι κόττες καί γάλλους καί πήτες κ' εγώ νά φύγω νά πάγω από κεί οπού 'ρθα ότι πήγα καί τούς πάτησα τά ιερά τους χώματα. Κι' άν δέν φύγω, νά τούς καρτερέσω καί θά μού ριχτούνε καί θά τό πάθω χερότερα από τόν Ποργιώτη. Εκείνους τούς εσπλαχνίστηκαν καί τούς πήραν τ' άρματά τους καί τούς απόλυσαν εμάς καί τ' άρματά μας θά μάς πάρουν καί τά κόκκαλά μας θά μείνουν εκεί. Τότε στοχάστηκα κι' αυτούς τούς αποστάτες τής πατρίδος ν' απατήσω, διά νά μήν πάθωμεν καμμίαν ντροπή, ξένοι άνθρωποι κι' ολίγοι, σέ τόση δύναμιν οπού 'ταν αυτείνοι, καί τόν γενναίον (ειρωνεύται ο Μακρυγιάννης) Παπά-Φλέσια, οπού γλεντάγει εις τό Λιοντάρι μέ τίς γυναίκες καί τά λαλούμενα καί διά νά γλεντάγη βάσταξε κι' όλους τούς ανθρώπους, διά νά πάθω εγώ μέ τούς συντρόφους μου, πρέπει νά φέρω καί τήν αγιωσύνην του εδώ νά μιλήση μέ τούς πατριώτες του τούς Αρκάδιους, οπού γνωρίζουν τόν πατριωτισμό καί τήν αρετή ένας τού άλλου. Λέγω τών Αρκάδιων οπού 'ρθαν πλησίον μου αφού ρώτησα πώς λένε τούς αρχηγούς, τόν καθένα, τούς λέγω νά βγούνε αλάργα (μακρυά) από τούς ανθρώπους τους αυτείνοι όλοι, οι αρχηγοί, ότι θέλω νά τούς μιλήσω ότ' είμαι διαταμένος από τήν Κυβέρνησιν (Κουντουριώτη Κωλέττη). Συνάχτηκαν όλοι 'σ ένα μέρος δυνάμωσα τό χωριόν καλά, πήρα κι' ανθρώπους μαζί μου καί πήγα. Πήγα μέ πεντέξι κάτου, εκεί οπού ήταν οι αρχηγοί, τούς χαιρέτησα, τούς είπα: "Ποιός είναι ο αρχηγός; - Ο Μήτρος". Μού τόν δείξαν τόν πήρα καί πήγαμε οι δυό μας παραπέρα. Τού είπα: "Η Κυβέρνηση διά τήν γενναιότητα κι' αγώνες οπού 'χεις πρός τήν πατρίδα έστειλε τόν άγιον Παπαφλέσιαν, τόν πατριώτη σας, κ' έχει τόσες λίρες γιά σένα." - ΌΌτι τότε μάς δώσαν τίς λίρες νά λευτερωθούμε κι' όχι όποιοι είναι κεφαλές νά τίς φάνε. Μούτζες καί στρούτζες νά 'χουν καί τό 'να τό μέρος καί τ' άλλο. - Τού είπα τού γενναίου αντρός τίς λίρες οπού 'χει ο Παπαφλέσιας καί τόν βαθμό του καί διά τά παληκάρια του άλλες λίρες. Αυτόν τόν αρχηγόν τόν ηύρα πολλά φτωχόν καί τόν πλούτηνα μέ χρήματα καί βαθμούς - λόγια τής όρεξής του - οπού τά 'χει ο άγιος Παπαφλέσιας, ο πατριώτης του - κι' αυτός δέν είχε άλλο τίποτα από τά παιγνίδια οπού πήρε από τήν Τροπολιτζά καί γλένταγε μέ τίς συμπατριώτισσές του. Αφού διόρθωσα τόν αρχηγόν, τόν ρώτησα τί γενναιότητα έχει ο καθείς από τούς άλλους καί τί πρέπει νά μεσιτέψω εις τόν άγιον Παπαφλέσια. Μού σύστησε εκείνους οπού 'θελε. Πήρα τόν καθέναν, το' 'δωσα από 'να ασκί μ' αγέρα - όσο - νά 'ρθη ο άγιος Παπαφλέσιας τούς ανάπαψα όλους. Γύρευαν νά μείνω 'σ το μισό χωριό εγώ, 'σ τό Μελιγαλά, καί 'σ τ' άλλο μισό νά μπούνε κι' από 'κείνους. Τούς περικάλεσα νά πάνε 'σ άλλα χωριά νά μείνουν μίαν βραδειά όσο νά 'ρθη ο Παπαφλέσιας νά λάβουν τά δίκια τους κι' όπως μείνουν σύνφωνοι,
767
γίνεται ύστερα. Τούς ησύχασα πιάσαν τά χωριά τού Ριζού καί Μπούγα καί μέρος από τού Κάμπου καί τούς Κωσταντίνους. Εκεί είχανε καί τήν διοίκησίν τους, τά πρωτόκολλά τους κι' όλα τους τ' αναγκαία, ως κεντρικόν χωριόν καί δυνατό. (Ο Μακρυγιάννης τούς φούσκωσε μέ ψέματα καί υποσχέσεις γιά χρήματα, ώστε νά τούς αναγκάσει νά αποσυρθούν.) Αφού έφυγα από αυτούς, φκειάνω ένα γράμμα του άγιου Παπαφλέσια καί του λέγω: "Εδώ μαθαίνοντας τόν καλό σου ερχομό, όλοι οι Αρκαδηνοί καί τά κοντινά μέρη ήρθαν μικροί μεγάλοι καί προσμένουν τόν πατριώτη τους, τόν σωτήρα τους και ήθελαν νά 'ρθούνε αυτού καί τούς αλκότησα τούς είπα ότι απόψε είσαι 'δώ, καί μείναν. Νά μήν χάσης καιρό, μίαν ώρα αρχύτερα νά κοπιάσης, ότ' είναι καί πολλοί σημαντικοί οπού σε προσμένουν". Τό γράμμα τό 'δωσα ενού ανθρώπου μου οπού νά 'ναι τέτοιος ψεύτης, νά ψυχώνη τόν Παπαφλέσια νά 'ρθη. Ευτύς οπού το 'λαβε άφησε όλα του τά παιγνίδια καί ξημέρωσε εις τό χωριόν Σαντάνι. Βρέθη εύλογον από τούς Αρκάδιους νά σταθή εκεί νά είναι σέ κεντρικόν μέρος, αλάργα-από μέναν καί πλησίον σ' αυτούς. ΌΌταν ήμαστε εις τ' Ανάπλι έλεγε ο άγιος Παπαφλέσιας της Κυβέρνησης ότι θά φέρη τόν αδελφό του Νικήτα κι' άλλους συγγενείς του περίτου από δυό χιλιάδες, χωριστά τό σώμα οπού μού βάσταξε εμένα, κ' εγώ έμεινα μέ διακόσους πενήντα ανθρώπους. ΉΉρθε ο αδελφός του μ' οχτώ μόνον ανθρώπους. Ο άγιος Παπαφλέσιας ξημέρωσε εις τό Σαντάνι, νά τόν δεχτούνε οι πατριώτες του, μόνον μέ τό σώμα οπού τ' άφησα, κι' ο αδελφός του καί οι άλλοι οι συγγενείς του όλοι οχτώ. Πάνε οι γενναίοι Ντρέδες διά τά βραβεία των αντραγαθημάτωνε τους, διά χρήματα καί βαθμούς, νά τούς τά δώση ο Παπαφλέσιας. Ο Παπαφλέσιας γύρευε τίς επιδέξες, ότι άφησε τά παιγνίδια καί ήρθε οληνύχτα οι Αργάδιγοι όλο τά βραβεία. Δέν είχε κανένας τίποτα αλήθεια νά δώση τού άλλου. Τότε στέλνουν επίτηδες νά πάγω εγώ νά τούς ξηγήσω τήν υπόθεσιν. Τούς αποκρίθηκα: "Εγώ είμαι ξένος άνθρωπος, δέν γνωρίζω από αυτά". - Ντουφέκι! τού λένε οι Αρκάδιγοι τού Παπαφλέσια κι' άρχισε τό ντουφέκι. Κινιώνται καί δια 'μένα όσ' ήταν εις τό Μπούγα καί 'σ τά Ριζοχώρια κι' όλα εκείνα τά μέρη, περισσότερη κι' αντρειότερη δύναμη, ένα ότι τούς απάτησα καί τ' άλλο ότι τούς μόλυνα τά ιερά τους χώματα - τ' απολέμητα. Πήρα εκατό ανθρώπους διαλεμένους δικούς μου καί καμμιάν πενηνταριά Μελιγαλιώτες διά νά τούς τραβήσω από τό χωριό νά μή μού κάμουν καμμίαν απιστιά, καί πήγα κ' έπιασα τό παλιό Αλειτρούγι τό 'χαν καμένο οι Ντρέδες καί σώζονται μιά παλιοκούλια καί χαλάσματα. ΌΌλα αυτά τά χωριά ρωτούσαν πόσοι είμαστε κι άν έχομε καί καλά άρματα, νά τά πρωτοπάρη ο καθείς, όποια κολώνα μάς κυργέψη. Από τού Ριζού τό μέρος ήταν ο Μήτρο Πέτροβας, ο Γκρίτζαλης κι' ο Καλαμπόκης από τό Μπούγα ήταν πολλές κεφαλές κι' ως χίλιοι άνθρωποι, όλοι ελεύτεροι εις
768
τά ποδάρια. Μάς ρίχτηκαν εκείνοι καί τόσο μάς πλάκωσαν - τό μπαγιράκι τό δικό μας κ' εκεινών πλησιάσαν ήμαστε χαμένοι. Βγάλαμε τά μαχαίρια, σκοτώσαμε τόν μπαϊραχτάρη τους, πήραμε τό μπαγιράκι τους, σκοτώσαμε καί άλλους πεντέξι, πιάσαμε καί καμπόσους ζωντανούς καί τούς κυνηγήσαμε πέρα από τό Μπούγα.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη (επιμέλεια Γιάννη Βλαχογιάννη) Η πολιτική τού Κωλέττη ήταν καταστρεπτική γιά τό Μοριά. Οι δύο Πελοποννήσιοι πού συμμετείχαν στό Εκτελεστικό, δηλαδή ο Φωτήλας καί ο Σπηλιωτάκης, διαβλέποντας τά χειρότερα, κάλεσαν τόν Γεώργιο Κουντουριώτη νά επιστρέψει από τήν ΎΎδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας τελικά, μήν αντέχοντας νά συμμετέχει σέ μία καταστρεπτική κυβέρνηση, εγκατέλειψε νύκτα τό Ναύπλιο, στίς 8 Νοεμβρίου 1824. Η φυγή του ικανοποίησε τόν Κωλέττη πού τοποθέτησε αμέσως στή θέση τού αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού τόν Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη γιά νά προσελκύσει στήν κυβέρνηση τούς Μαυρομιχαλαίους. Ακόμα ένας άλλος Πελοποννήσιος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός παρακαλούσε τόν Κουντουριώτη νά εμποδίσει τόν εμφύλιο σπαραγμό, καλώντας τον νά συγκαλέσει Εθνική Συνέλευση. Μετά τήν φυγή τού Παπαφλέσσα στό Ναύπλιο, οι Δεληγιάννηδες, οι Κολοκοτρωναίοι καί ο Ανδρέας Ζαΐμης επεδίωξαν νά καταλάβουν τήν Τριπολιτσά, όπου είχε εγκατασταθεί τό στρατιωτικό σώμα τού Βάσου Μαυροβουνιώτη (Μπράγιοβιτς). Ο Πάνος Κολοκοτρώνης ξεκίνησε από τούς Λάκκους μέ προορισμό τήν Τριπολιτσά. Στίς 13 Νοεμβρίου 1824, ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί οι άνδρες βάδιζαν μεταξύ των χωριών Θάνα καί Μπεσίρι (Παλλάντιο) Αρκαδίας, έχοντας κατεύθυνση πρός τό χωριό Σύλιμνα, όπου βρισκόταν τό στρατόπεδο τού πατέρα του. Σέ ξαφνική επίθεση από τό σώμα του Μαυροβουνιώτη οι άνδρες του διαλύθηκαν καί δίπλα στόν Πάνο έμειναν μόνο οι υπασπιστές του Γιάννης Βατικιώτης, Θεόδωρος Ρηγόπουλος καί Ανούτσος Σαμαρόνης. Ξαφνικά κι ενώ εβάδιζαν πρός το Μπεσίρι, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Μία σφαίρα διαπέρασε τό κρανίο τού Πάνου Κολοκοτρώνη αφήνοντάς τον στόν τόπο. Τήν δολοφονία τήν διέπραξε ένα βουλγαρικό σώμα υπό τόν Κότζιο, οι οποίοι προφανώς είχαν λάβει τήν εντολή τής θανατώσεως ενός εκ τών Κολοκοτρωναίων, από τόν ίδιο τόν Κωλέττη. Αμέσως μετά τήν δολοφονία τού Πάνου, οι Βούλγαροι λαφυραγώγησαν τό σώμα του καί τό άφησαν τελείως γυμνό. Στή συνέχεια έτρεξαν στήν Τριπολιτσά γιά νά πανηγυρίσουν τό μεγάλο τους "κατόρθωμα". Ο θάνατος τού γιού του, κλόνισε τόν "Γέρο", ο οποίος μόλις τόν πληροφορήθηκε, λιποθύμησε. ΈΈκτοτε ο Κολοκοτρώνης έχασε κάθε διάθεση νά συνεχίσει τόν αντικυβερνητικό του αγώνα καί προσπάθησε νά έρθει σέ συμβιβασμό.
769
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης είχε γενννηθεί τό 1798 στό Λεοντάρι Αρκαδίας. ΉΉταν ο πρωτότοκος υιός τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καί τής Αικατερίνης Καρούτσου, κόρης προεστού τού Λεονταρίου. Μεγάλωσε στή Ζάκυνθο όπου απόκτησε σημαντική γιά τήν εποχή του μόρφωση. Μέ τήν έκρηξη τής επανάστασης αποβιβάστηκε μέ τόν αδελφό του Ιωάννη (Γενναίο) στήν Πελοπόννησο καί συμμετείχε στίς μάχες πού έδωσαν οι ΈΈλληνες τής Ηλείας κατά τών ξακουστών Τουρκαλβανών Λαλαίων. ΈΈλαβε μέρος στή μάχη του Βαλτετσίου, στήν πολιορκία τής Τριπολιτσάς καί στή νίκη τών Δερβενακίων. Τό 1822 ονομάστηκε χιλίαρχος καί ανέλαβε πρώτος πολιτάρχης (δήμαρχος) τής Τριπολιτσάς. Τόν Δεκέμβριο τής ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε στό Ναύπλιο τή μικρότερη κόρη τής Μπουμπουλίνας, Ελένη Μπούμπουλη. Τό ζευγάρι δέν πρόλαβε νά αποκτήσει παιδιά. Τό 1823 προβιβάστηκε σέ στρατηγό καί ανέλαβε φρούραρχος τού Ναυπλίου μέ απόφαση τής Β' Εθνοσυνελεύσεως, πού συνήλθε στό 'Αστρος Κυνουρίας. «Αφού δέ ετελείωσε τάς εργασίας της η Συνέλευσις τού 'Αστρους, η νέα Κυβέρνησις διώρισε τόν Πάνον φρούραρχον Ναυπλίου, κατόπιν δέ όταν ήλθεν η εσωτερική ανωμαλία τόν έβγαλαν από τό Ναύπλιον διά τής συγκαταθέσεως τού πατρός του, όστις παρέδωκε τότε τό φρούριον εις τούς δύω Ανδρέαν Ζαΐμην καί Ανδρέαν Λόντον. ΈΈπειτα η Κυβέρνησις τού Κουντουργιώτη, τήν οποίαν ανεγνώρισεν ο Πάνος καί όχι ο πατέρας του, τόν διώρισε νά υπάγη εις τήν πολιορκίαν τών Πατρών μετά τού αδελφού του Γενναίου, ως καί τούς δύω Ανδρέας. Μετά δέ ταύτα αφού τά πελοποννησιακά πράγματα ανεκατώθησαν κατά τού πατρός του, ανεχώρησεν από τάς Πάτρας καί υπήγεν πρός βοήθειαν αυτού καί τής οικογενείας του, η οποία ήτον εντός τής Τριπολιτσάς. Τότε η αντιπολίτευσις εκινήθη κατά τής κυβερνήσεως καί τά στρατεύματά της ήλθον νά πολιορκήσουν τήν Τριπολιτσάν, καί επολέμησαν έξωθεν αυτής τά κυβερνητικά στρατεύματα. Ο δέ Πάνος τότε μαθών παρά τού Ι. Πετροπούλου, ότι ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος πολεμεί μέ τά στρατεύματα τής κυβερνήσεως κατά τό χωρίον 'Αγιον Σώστην, καί ότι ηχμαλωτίσθη, υπήγεν εις βοήθειάν του, αλλά δέν επρόφθασε νά τόν ελευθερώση, καί εγύρισεν οπίσω νά υπάγη εις τήν Σιλήμναν έφιππος, όπου ήτο ο πατήρ του, μετά τριών άλλων επίσης καβαλαραίων οικείων του, τού Θ. Ρηγοπούλου, Ι. Βανικιώτου καί Ανάστου Σαμαράνη. Ενώ δέ επορεύετο αργά εις Σιλήμαν, αιφνιδίως τότε από τό όπισθεν μέρος τού ήλθε βόλι τουφεκίου, τόν εύρε εις τόν κρόταφον, πρός τά αριστερά τού ινίου, καί ούτως έπεσεν άφωνος ο Πάνος, καί εχάθη πολύτιμος καί πεπαιδευμένος στρατιωτικός, διότι εσπούδασεν εις τήν ακαδημίαν τής Κερκύρας, εγνώριζεν εντελώς τήν παλαιάν γλώσσάν μας
770
τήν ελληνικήν, ήτο μαθηματικός άριστος, εγνώριζε προσέτι καλώς τήν ιταλικήν γλώσσαν καί ολίγον τήν γαλλικήν, καί εν ολίγοις ήτον ο δεύτερος τού πολυμαθεστάτου Γεωργίου Σέκερη, διότι τότε η Πελοπόννησος δέν είχεν άλλους τοιούτους. Τό δέ κρανίον του σώζεται εις τάς χείρας τού ιατρού Ι. Πύρλα.» Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) - Βίοι Πελοποννησίων ανδρών Τήν ίδια μέρα πού σκοτωνόταν ο Πάνος, ο Κωλέττης έδινε διαταγή στόν Γκούρα νά εισβάλλει στήν Κορινθία μέ τήν υπόσχεση ότι θά τόν γεμίσει αγγλικές λίρες καί λάφυρα από τόν Μοριά. Στή συνέχεια έστειλε τούς Μαυροβουνιώτη καί Χατζηχρήστο στήν Αργολίδα. Η άφιξη στίς 26 Νοεμβρίου 1824 τής δεύτερης δόσης τού αγγλικού δανείου (50.000 στερλίνες) έδωσε φτερά στά πόδια τών Σουλιωτών καί τών Ρουμελιωτών οι οποίοι συνέρρεαν από όλα τά μέρη γιά νά πολεμήσουν στό πλευρό τών κυβερνητικών στρατευμάτων. Η Τριπολιτσά εκ νέου άλλαξε χέρια καί οι "αντάρτες" αποσύρθηκαν στήν Πιάνα, τήν Αλωνίσταινα καί τό Ροϊνό. Ούτε μία λίρα από τό αγγλικό δάνειο δέν θά αφιερωνόταν γιά τήν οργάνωση στρατιωτικής επιχείρησης εναντίων τών Τούρκων. Ο Κοντουριώτης καί ο Κωλέττης πέτυχαν τόν σκοπό τους πού ήταν η ...κατάκτηση τής Πελοποννήσου! Ο Αναγνώστης μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη κατέφυγαν στή Σπάρτη καί ο Ζαΐμης έσπευσε στά Καλάβρυτα γιά νά προστατεύσει τήν οικογένεια του. Στις 8 Δεκεμβρίου 1824 ο Γκούρας επιτέθηκε στα Τρίκαλα Κορινθίας, όπου είχαν οχυρωθεί οι Ιωάννης Νοταράς καί ο Ανδρέας Λόντος. Ο Νοταράς παραδόθηκε καί οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στό Ναύπλιο, ενώ ο Λόντος κατέφυγε στά Καλάβρυτα. Μετά τή νίκη τους, οι Ρουμελιώτες, στούς οποίος συμμετείχαν οι Μακρυγιάννης καί Καραϊσκάκης, κυριολεκτικά ερήμωσαν τήν Κορινθία, αναγκάζοντας τούς κατοίκους της νά καταφύγουν στά βουνά. Οι Ρουμελιώτες λεηλάτησαν καί έκαψαν τά σπίτια τών αντικυβερνητικών, όπως θά έκαναν εάν βρίσκονταν σέ ξένη χώρα. Ιδιαιτέρως λεηλατήθηκε η περιουσία τών Νοταράδων καί μάλιστα αναφέρεται ότι εκτός από τά χρήματα πού έκλεψε ο Γκούρας από τό σπίτι τού Σωτήρη Νοταρά, τόν ανάγκασε νά υπογράψει έγγραφο μέ τό οποίο τόν όριζε γενικό κληρονόμο του. «Η κυβέρνησις λαβούσα κατά τόν Αύγουστον τού 1824 τά χρήματα τού αγγλικού δανείου, καί θέλοντας νά νομιμοποιήση εαυτήν καί τάς πράξεις της, ενησχολήθη πρώτον επό δύω μήνας εις ανανέωσιν οπωσδήποτε τού Βουλευτικού, ίνα δι' αυτού ανανεώση καί στερεώση εαυτή τήν νομοτελεστικήν εξουσίαν (Εκτελεστικό).
771
Καί δή, τήν μέν 3ην Οκτωβρίου 1824, προέδρου μέν καί αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού διατηρουμένων τών αυτών, ήτοι τών Γεωργίου Κουντουριώτου καί Παναγιώτη Μπόταση, καί μέλών τού Ιωάννη Κωλέττη καί Αναγνώστη Σπηλιωτάκη, προστεθέντος καί πέμπτου τού Ασημάκη Φωτήλα. Τήν δέ 9η τού αυτού μηνός διωρίσθησαν καί τού Βουλευτικού, πρόεδρος μέν ο Παναγιώτης Νοταράς, αντιπρόεδρος δ' ο Βρεσθένης. Η δέ κυβέρνησις εστρατολόγει εις τήν Στερεάν στρατούς διά νά εισαγάγη εις Πελοπόννησον πρός υπερίσχυσιν. ΌΌθεν όσας είχεν εις τήν Αργολίδα καί τό Ναύπλιον δυνάμεις, διέταξε νά μεταβώσιν εις Τρίπολιν, πέμψασα καί τόν Μακρυγιάννην εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα νά προτρέψη τούς εκεί κατηχημένους καί στρατολογημένους νά εισβάλωσι διά τού Ισθμού τό ταχύτερον εις τήν Κόρινθον. Καί ευρέθησαν κατά Νοέμβριον τού 1824 εκεί μέ δύο περίπου χιλιάδας ο Γκούρας καί ο Καρατάσσος, αδιαφορούντες, ως καί η κυβέρνησις, διά τούς τόπους των καί τούς εκεί εχθρούς. Ωσαύτως έπεμψε καί εις τήν Δυτικήν τόν Ορφανόν διά νά προτρέψη καί τούς εκεί νά εισβάλωσι τάχιον διά Σαλώνων εις Βοστίτσαν, όπου καί έφθασαν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Κίτσος Τζαβέλλας καί άλλοι κατ' αρχάς Δεκεμβρίου τού 1824. Ο Κωλέττης επί κεφαλής τών κυβερνητικών δυνάμεων καί ιδίως τών Στερεοελλαδιτών, ίνα διευθύνη τάς κινήσεις των κατά τών ανταρτών, ως αντιπρόσωπος τής κυβερνήσεως, όστις καί απήλθεν επί τούτω τήν 1ην Δεκεμβρίου 1824 έως Κόρινθον. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) μετά τινα εν δυσαρεσκεία κατά τό Κουτσοπόδι μάχην αμυντικήν κατά τού Χατζή Χρήστου, οπισθοδρομήσας εις 'Αγιον Γεώργιον, ηνώθη εκεί μετά τού Νοταρά, φυγόντες δέ ομού, πρός τά Τρίκκαλα, όπου ήτο καί ο Λόντος, ο μέν Ιωάννης Νοταράς, τήν 10ην Δεκεμβρίου σταθείς καί συλληφθείς, καί τήν επιούσαν σταλείς εις Ναύπλιον, παρεδόθη εις τόν θείον του πρόεδρον τής Βουλής πρός φύλαξιν. Ο Νικήτας ηνώθη μέ τούς Ανδρέηδες, ο δέ Κωλέττης λεηλατών καί ραβδίζων τόν τόπον, καί προχωρών, ηνώθη καί μετά τών εν Βοστίτση Ρουμελιωτών, συλλαβών δ' εκεί έπεμψεν εις Ναύπλιον καί τόν λιποτάκτην εκ τής Βουλής Αναστάσιον Λόντον. Ο Κωλέττης αναβάς μετά πάντων εις Καλάβρυτα πρός καταδίωξιν τών ανταρτών, προέπεμψε τούς Σουλιώτας εις Κερπηνήν νά πολιορκήσουν ή αποκλείσουν τούς εκεί ευρισκομένους Ανδρέϊδας μετά τού Νικήτα, οίτινες εις οκτώ οχυράς οικίας κλεισθέντες ημύνοντο από τής 13ης μέχρι τής 16ης. Τήν δέ νύκτα μέ 400 έφυγον εις Γαστούνην. Μετά δέ τήν φυγήν των διηρπάγη η Κερπηνή καί η οικία τού Ζαΐμη, τού οποίου όμως η οικογένεια ήτον ησφαλισμένη εις Μέγα Σπήλαιον. Εκ δέ Γαστούνης οι φυγάδες, Ανδρέηδες καί Νικηταράς,
772
απέπλευσαν διά Γλαρέντζας (Κυλλήνης) εκτός τής Πελοποννήσου. Ο γέρων Φωτήλας εκρύβη εις τά περί τήν Δίβρην. Ως δέ αντάρτην, αδίκως καί παραλόγως συλλαβόντες οι τού Γκούρα καί τόν σεβαστόν Γερμανόν, τόν Παλαιών Πατρών, ησυχάζοντα εν μοναξία εις τήν εν Ομπλώ ιεράν μονήν, αφού εγύμνωσαν αυτόν, ήτοι τού αφήρεσαν ό,τι καί άν είχε καί όπερ είχε ζώον, απήγον πεζόν συμπεριάγοντες αυτόν μεθ' εαυτών εις τά χωρία, όθεν περιενόστουν, έως ού φθάσωσιν εις Γαστούνην. Εκείθεν ο Κωλέττης μέ όλον τόν στρατόν, διευθυνθείς εις Καρύταιναν, καί ευρών τά πράγματα πεπερατωμένα διά τής αναχωρήσεως τού Κολοκοτρώνη καί αφίξεως αυτού εις Ναύπλιον, εστρατοπέδευσαν εις Δημητσάναν, κατά τά τέλη Δεκεμβρίου 1824. Καί πρίν δέ, καί κατά τήν εκστρατείαν ταύτην ο Κωλέττης περιεποιήθη εξαιρέτως καί ωφέλησεν ιδίως πολύ τόν Γκούραν, προετοιμάζων αυτόν έκδικον τών Νούτσου καί Παλάσκα, καί τιμωρόν τού Οδυσσέως. Η δέ τοιαύτη τού εμφυλίου εκείνου πολέμου έκβασις ανυψώσασα εις τό κοινόν τήν υπόληψιν τού Γεωργίου Κουντουριώτου, ως προέδρου, ανύψωσεν όμως ουχ ήττον καί τήν τού Ιωάννου Κωλέττη, κομπάζοντος, ότι αυτός καταδιώξας, καταβαλών, συλλαβών, φυλακίσας, ταπεινώσας τούς υπερήφανους προύχοντας καί οπλαρχηγούς τής Πελοποννήσου ή καί καταναγκάσας πάντας νά υποταχθώσιν εις τήν κυβέρνησιν καί τούς νόμους. Οι κυβερνητικοί εκείνοι όρχαμοι (άρχοντες) ή ηγέται εκμεταλλευόμενοι τήν τού Κουντουριώτου καί τών άλλων αγαθών αγαθότητα, διά τάς φιλαρχικάς των κλίσεις, τάς οποίας εφ' όλης τής ζωής των ακμαίας διετήρησαν καί εξήσκησαν, ανωφελώς κατεδαπάνησαν ανταμιλλώμενοι, καί ως μέσα διαφθοράς καί εσωτερικής προδοσίας, αυτά τε τά δάνεια καί τούς βαθμούς επί τό πλείστον εις τούς τυχόντας, ως ψιχούδια κατεσκόρπισαν, εξαιρέτως μάλιστα διά τήν συναγωγήν τών στρατευμάτων τά οποία διεύθυνεν ο Κωλέττης ανωφελώς εις τήν Πελοπόννησον κατά τόν ρηθέντα τελευταίον εμφύλιον πόλεμον, εν καιροίς κρισίμοις στρατολογηθέντα καί αφαιρεθέντα από τήν υπεράσπισιν τών οικείων τόπων, υπό πληθύος Τούρκων καταστρεφομένων. Εκτός τών όσα αφειδώς καί αλογίστως καί άνευ ελέγχων εις μετρητά έλαβον, καί τών όσα επί βλάβη τής Πελοποννήσου διήρπασαν, έβλαψαν τά μέγιστα τήν Ελλάδαν άπασαν, καί τό μέλλον αυτής, αφήσαντες τά τε εκ τών ανωφελώς κατασωτευθέντων δανείων χρέη καί τούς αλογίστως διασκορπισθέντας βαθμούς αφόρητον εις τό ΈΈθνος βάρος καί δυσαπάλλακτον εις τούς απογόνους χρέος, τό οποίον διά τών τόκων από στιγμής εις στιγμήν μείζον γινόμενον εκμυζάνει ως βδέλλα πάσαν ικμάδα τού ΈΈθνους.»
773
Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου Ο Γκούρας συνέχισε τήν εκστρατεία του μέχρι τήν Βοστίτσα (Αίγιο), λεηλατώντας περιουσίες καί βασανίζοντας πολίτες. Στίς 3 Δεκεμβρίου 1824 αποβιβάσθηκαν στό Αίγιο 3.000 Ρουμελιώτες καί Σουλιώτες. μέ αρχηγούς τούς Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Κίτσο Τζαβέλλα, Λάμπρο Βεΐκο, Μπακατσέλλο, Γεώργιο Δράκο, Ανδρέα ΊΊσκο, Τούσια Ζέρβα καί Γεώργιο Βαλτινό, πού ενώθηκαν μέ τόν Γκούρα καί κατευθύνθηκαν στά Καλάβρυτα. Ο Λόντος είχε διαφύγει στήν Κερπινή, όπου μαζί μέ τόν Ζαΐμη οργάνωσαν τήν άμυνα τους. Οι αντικυβερνητικοί μέ 400 άνδρες, στούς οποίους προσετέθη καί ο Νικηταράς μέ ελάχιστους συντρόφους του, οχυρώθηκαν σέ οκτώ πύργους. Στις 14 Δεκεμβρίου, μετά από σκληρές μάχες πέντε ημερών, οι κυβερνητικοί κατέλαβαν τήν κωμόπολη καί πέντε από τούς πύργους. Στίς 17 Δεκεμβρίου 1824 οι πολιορκημένοι, λόγω έλλειψης εφοδίων, εγκατέλειψαν τήν Κερπινή και κατέφυγαν στην Γαστούνη. Οι νικητές, μόλις αντιλήφθηκαν τήν διαφυγή τών αντιπάλων τους έτρεξαν νά λεηλατήσουν καί νά πυρπολήσουν τό χωριό. Τίς μεγαλύτες ζημιές στό αρχοντικό τών Ζαϊμέων τίς έκαναν οι στρατιώτες τού Καραϊσκάκη. ΈΈνας άνθρωπος τού Ζαΐμη πρόδωσε τήν κρυψώνα όπου είχε κρύψει ο Ζαΐμης τά κοσμήματα. Η κρυψώνα βρισκόταν στό χωριό Βραχνί καί ο Καραϊσκάκης, αφού βασάνισε τούς χωρικούς τού χωριού τούς ανάγκασε νά τού τήν αποκαλύψουν. Η ίδια καταστροφική μανία χαρακτήριζε όλες τίς ενέργειες τών στρατευμάτων πού κατέβηκαν στήν Πελοπόννησο καί βασιζόταν στό μίσος πού είχε καλλιεργήσει ο Κωλέττης εναντίον τών Πελοποννησίων. Ο Μακρυγιάννης, αργότερα στά απομνημονεύματά του θά δικαιολογούσε τήν σύμπραξή του μέ τόν Κωλέττη, αφού τότε είχε πλήρη άγνοια τής πραγματικής κατάστασης καί θεωρούσε τούς Μωραΐτες αρχηγούς εμπόδιο γιά τήν επανάσταση. Οι Ζαΐμης, Λόντος καί Νικηταράς μέ 100 άνδρες έφθασαν στό Κουνουπέλι καί εκεί βρήκαν τρείς σκούνες πού τούς πέρασαν απέναντι στό Μεσολόγγι. Πρίν αποβιβασθούν, μέ επιστολή τους πρός τόν Μαυροκορδάτο, ζήτησαν άσυλο, αλλά όπως ήταν φυσικό, ο Φαναριώτης πολιτικός τούς τό αρνήθηκε. Ο Μαυροκορδάτος χάρηκε μέ τήν εκμηδένιση τού Κολοκοτρώνη, αλλά η ισχυροποίηση τού Κωλέττη τόν έβαζε σέ σκέψεις, καθότι ο ηπειρώτης καί πρώην γιατρός τού Αλή πασά, θά μπορούσε εύκολα νά τόν θέσει στό περιθώριο καί νά αναλάβει αυτός τόν αποκλειστικό έλεγχο τής εξουσίας καί τήν διαχείριση τού αγγλικού δανείου. Τελικά ο Δημήτριος Μακρής έδωσε άσυλο στόν Νικηταρά καί ο Γεώργιος Τσόγκας στούς δύο πρώην πανίσχυρους προεστούς τής
774
Αχαΐας. Μετά τήν κατάληψη της Κερπινής, ο Κωλέττης μέ 2000 άνδρες κατευθύνθηκε πρός τά Λαγκάδια γιά νά συλλάβει τούς Δεληγιανναίους ενώ ο Γκούρας λεηλάτησε τήν Γαστούνη καί ιδιαιτέρως τό σπίτι τού Σισίνη. Οι αδελφοί Δεληγιάννη. εγκατέλειψαν τά Λαγκάδια Γορτυνίας καί ο Κωλέττης ανενόχλητος κατέκαψε τά χωράφια τους, λήστεψε τήν περιουσία τους καί πυρπόλησε τίς αποθήκες τους. Δέν παρέλειψε, κατά τήν σύντομη διαμονή του στά Λαγκάδια, νά εγκατασταθεί στό αρχοντικό τους. Ο Γκούρας ήθελε τήν φυσική εξόντωση τών θυμάτων του, διότι ήξερε ότι δέν θά τού συγχωρούσαν τά εγκλήματα πού έκανε στόν τόπο τους. Μέ επιστολή του στόν Κουντουριώτη ζητούσε τήν κάλυψη τών πράξεών του καί τή χορήγηση εγγυήσεων γιά τήν ασφάλειά του: "Εμένα ο Ζαΐμης, ο Κολοκοτρώνης, ο Λόντος, ο Νικήτας, οι Δεληγιανναίοι, ο Νοταράς καί ο Σισίνης δέν μού σκότωσαν μήτε τή μάνα μου μήτε τόν πατέρα μου. Εσύ μαζί μέ τόν Κωλέττη καί τόν Παπαφλέσσα μέ πληροφορήσατε ότι αυτοί εσήκωσαν τά άρματα κατά τής Διοικήσεως καί ότι θέλουν νά τήν χαλάσουν καί μ' επαρακινήσατε νά τρέξω κι' εγώ, νά γλυτώσω τήν πατρίδα, εξολοθρεύοντες τούς άνωθεν." «Ποίον ζώον δέν έχει τόν οδηγόν του; Δεν άφιναν οι καλοί πατριώτες νά 'βγη η πατρίς από τόν κίντυνον καί ύστερα ας βάλουν τήν διάθεσίν τους 'σ ενέργειαν νά σκοτώσουν όλους. ΌΌτι αυτό είναι πατρογονικόν όποιος δουλεύει πατριωτικώς αυτό τό βραβείον έχει. Και οι Αθηναίγοι τού Θεμιστοκλή αυτείνη τήν ανταμοιβή τό 'καμαν, κι' αλλουνών πολλών. ΌΌχι όμως όταν ήταν η πατρίς σε κίντυνον όταν ησύχαζε. Εβάλετε καί νέον αρχηγόν εις το φρούριον της Κόρθος, Αχιλλέα τόν έλεγαν, λογιώτατον κι' ακούγοντας τό όνομα Αχιλλέα, παντηχαίνετε ότ' είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Καί πολέμαγε τ' όνομα τούς Τούρκους. Δέν πολεμάγει τ' όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή. Κι' ο Αχιλλέας ο δικός σας, ο φρούραρχος τής Κόρθος, λεβέντης ήταν, Αχιλλέγα τόν έλεγαν, είχε καί τό κάστρο εφοδιασμένο από τ' αναγκαία τού πολέμου, είχε καί τόσο στράτευμα. ΌΌταν είδε τούς Τούρκους τού Δράμαλη από μακρυά, καί ήταν καί καταπολεμησμένος από Ρούμελη, από Ντερβένια, βλέποντάς τόν ο Αχιλλέας άφησε τό κάστρο κ' έφυγε, απολέμηστο. Νά ήταν ο Νικήτας, έφευγε; Ο Χατζηχρήστος καί οι άλλοι; ΌΌχι βέβαια. ΌΌτι τόν καρτέρεσαν αυτοί τόν Δράμαλη εις τόν κάμπο καί τόν αφάνισαν όχι 'σ εφοδιασμένο κάστρο καί σάν τό κάστρο τής Κόρθος. (Ο Μακρυγιάννης φανερά μετανοιωμένος από τήν συνεργασία του μέ τόν Κωλέττη, ρίχνει τά βέλη του εναντίον τών πολιτικών. Οι πολιτικοί Μαυροκορδάτος καί Κωλέττης, τήν περίοδο τής εκστρατείας τού
775
Δράμαλη, ως γνωστόν είχαν παραγκωνίσει τόν Κολοκοτρώνη, στέλνοντάς τον στήν Πάτρα καί είχαν αναθέσει σέ δικούς τους ανθρώπους νά εμποδίσουν τήν προέλαση τού Δράμαλη πασά. Δικός τους ήταν καί ο Ιάκωβος Θεοδωρίδης ή Αχιλλέας τόν οποίον διόρισαν φρούραρχο τής Ακροκορίνθου. Ο Αχιλλέας, μόλις είδε τόν Δράμαλη νά περνάει τόν Ισθμό, εγκατέλειψε άρον άρον τό απόρθητο φρούριο. Η μόνη του επιτυχία ήταν ότι χάρηκε τίς γυναίκες τού χαρεμιού τού Κιαμήλ μπέη!) Σάν σκοτώναμε τόν Δυσσέα, κύριε Κωλέτη, τότε οπού 'θελες η Εκλαμπρότη σου, όταν ήρθαν τόσοι πασσάδες καί δώδεκα χιλιάδες ασκέρι καί η ανατολική Ελλάς μισοπροσκύνησε κι' ο Δυσσέας μ' ένα ντεσκερέ (έγγραφο) του τούς έδιωξε, ποιός θά τούς έδιωχνε, αν δέν ήταν ο Δυσσέας; Ποιός είχε τήν επιρρογή καί ικανότη αυτεινού; Δέν θά κυριεύαν όλα τά μέρη εις τήν άχλιαν κατάστασιν οπού βρισκόμασταν; Λίγον σ' έμελλε εσένα καί τούς συντρόφους σου τούς αγάδες τούς έχετε αφεντάδες κ' εσείς ψυχοπαίδια τους δέν θά παθαίνετε εσείς τίποτα. ΌΌμως από τήν Αθήνα κι' απάνου θά τούς σκλάβωναν όλους, θά σκλάβωναν καί τό Γριπονήσι (Εύβοια) γιατ' ήταν εκεί κι' άλλο πλήθος Τούρκοι καί πρόσμεναν κι' αυτούς ν' αφανίσουνε τούς κατοίκους καί μ' ένα ντεσκερέ τού Δυσσέα πήγαν 'σ τό Ζιτούνι καί Λάρσα καί διαλύθηκαν όλως διόλου. (Ο Μακρυγιάννης γνωρίζοντας ότι ο Κωλέττης δολοφόνησε τόν Ανδρούτσο τό 1825, εκθειάζει τόν αρματολό ο οποίος μέ τά καπάκια του, τό (1823), είχε πείσει τόν Κιοσέ Μεχμέτ νά αποσυρθεί από τήν Ρούμελη. Καί συνεχίζει κατηγορώντας τούς Μαυροκορδάτο καί Κωλέττη, οι οποίοι τό μόνο πού προσέφεραν ήταν διαίρεση καί φατρίες (κόμματα) μέ απώτερο σκοπό νά εξοντώσουν τόν Ανδρούτσο καί τόν Καραϊσκάκη). Ο εκλαμπρότατος Μαυροκορδάτος ήταν σύμφωνος κι' αυτός, ο Φαναριώτης, εις τό σκέδιον νά ξεκάμουν τούς στρατιωτικούς. Τό 'βαλε καί αυτός 'σ ενέργεια ευτύς, άμα ήρθε 'σ τό Μεσολόγγι, χωρίς νά χάση καιρόν. Ηύρε πρόφαση η Εκλαμπρότη του εις τό Μεσολόγγι, ότι ο Καραϊσκάκης αγροικήθη μέ τούς Τούρκους. ΈΈβαλε ανθρώπους δικούς του, τούς έκαμε κριτάς νά τόν περάσουνε από τό κανάλι τής δικαιοσύνης του, νά τόν σκοτώσουνε. Τόν κρίναν καί τόν είχαν χαζίρι (έτοιμο), κι' άν δέν τόν γλύτωναν οι συντρόφοι του, θά τόν σκότωναν. Ακούτε, εσείς; Ο Καραϊσκάκης, από δέκα χρονών παιδί κλέφτης, θά γύριζε μέ τούς Τούρκους, οπού τούς σκότωνε μέσα τούς λόγγους καί περπάταγε ξυπόλυτος από μικρό παιδί διά τήν λευτεριά. Ο εκλαμπρότατος, τό ζυμάρι των Τούρκων, ο δουλευτής αυτείνων, τών Τούρκων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος τών τύραγνων, κατάτρεχε τόν Καραϊσκάκη νά τόν καταδικάση εις θάνατον! Χαζίρι τ' αργαλεία τής δικαιοσύνης του καί τής αρετής του νά τόν πάνε εις τόν 'Αδη, αφού γλύτωσε από τόσες πληγές καί δυστυχίες, οπού υπόφερε δι'
776
αυτείνη τήν πατρίδα. Σκότωμα τόν Καραϊσκάκη, ότι δέν είναι κόλακας τού Μαυροκορδάτου, δέν είναι ποταπός καθώς εκείνοι οπού τόν κολακεύουν. Η γυναίκα μέ τά μουστάκια, ο Κωσταμπότζαρης, ο Στάικος καί οι άλλοι του όμοιοι, οπού τόν θυμιατίζουν καί τούς θυμιατίζει, τόν λένε "εκλαμπρότατον" καί τούς λέγει "γενναιότατους". Πού αγωνίστηκαν αυτείνοι, οι φίλοι σου οι γενναιότατοι; Εσύ, εκλαμπρότατε (εννοεί τόν Μαυροκορδάτο), από τόν καιρόν οπού κόπιασες όλο νέα πράματα ήφερες εις τήν πατρίδα διαίρεσιν αναμεταξύ μας δέν είχαμε, φατρίαν μάς ήφερες, νέον φρούτο 'σ εμάς τούς ΈΈλληνες, παραλυσίαν κι' αφανισμόν. Αν 'πιτύχαινες νά σκοτώσης τόν Καραϊσκάκη, πού θά τόν βρίσκαμε όταν η Ρούμελη γιόμωσε Τουρκιά καί προσκύνησαν όλοι από τήν καλή σας κυβέρνησιν κι' αρετή, οπού δείξετε εις τήν πατρίδα όλοι εσείς οι πολιτικοί; Αυτός ο Τούρκος, ο Καραϊσκάκης, σύναξε όλους τούς οπλαρχηγούς καί πήγε μαζί μ' αυτούς μέ τά ίδια τους έξοδα καί θυσίες, κ' έχοντας όλη τήν αγάπη 'σ αυτόν, πήγαν καί ξαναλευτέρωσαν τήν πατρίδα καί εις τήν Αράχωβα καί Δίστομον στήσαν πύργους μέ κεφάλια τών Τούρκων. Πώς δέν πάγαινες κ' εσύ, εκλαμπρότατε, πώς δέν πάγαινε ο άλλος εκλαμπρότατος, ο "τζίτζιλε-φίτζιλε", συνάδελφός σου Κωλέτης. Κ' ενωθήκετε όλοι μέ τούς παντίδους κι' αφανίσετε τήν πατρίδα από ηθική καί από αρετή καί πατριωτισμόν. Δέν πάγει η πατρίς ομπρός μέ τόν πατριωτισμόν καί ηθική τήν δική σας, πάνε τά ξένα σας όργανα. Δέν σάς άρεσε ο Υψηλάντης βέβαια δέν είχε τήν δική σας αρετή ότι θυσιάσαν οι Υψηλάντες πρώτα ζωή, πλούτη καί θυμώνται Θεόν, Πατρίδα καί Θρησκεία.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη (επιμέλεια Γιάννη Βλαχογιάννη) Ενώ ο Γκούρας καί ο Κωλέττης καταλήστευαν τίς περιουσίες στό Μοριά, ο Κολοκοτρώνης απαρηγόρητος παρέμενε στήν Βυτίνα. Μετανιωμένος γιά τήν ανάμειξή του στόν εμφύλιο πόλεμο, αποφάσισε νά παραδοθεί. Συνοδευόμενος από τόν Πλαπούτα καί τόν Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο, ξεκίνησε γιά τό Ναύπλιο. ΌΌταν ο Κολοκοτρώνης έφθασε στό 'Αργος, εμφανίσθηκε ο Δημήτριος Τσώκρης, μέ στρατιωτικό απόσπασμα, γιά νά παραλάβει τόν αρχιστράτηγο. Η εμφάνιση τού αποσπάσματος θεωρήθηκε ύποπτη καί οι φίλοι τού Κολοκοτρώνη τόν προέτρεψαν νά γυρίσει στήν Αρκαδία. Εκείνος αρνήθηκε καί εισήλθε στό Ναύπλιο όπου έγραψε μία επιστολή στόν Κουντουριώτη ζητώντας συγχώρεση. Ο Κουντουριώτης δέν συγκινήθηκε από τήν ταπεινοφροσύνη τού "Γέρου τού Μοριά" καί τόν μεταχειρίστηκε ως εχθρό τής πατρίδος, ενώ χαρακτήριζε τόν φόνο του γιου του ως τιμωρία τού Θεού γιά τίς αμαρτίες του.
777
Ο Κολοκοτρώνης κλείσθηκε σέ ένα σπίτι στό Ναύπλιο καί ετέθη υπό επιτήρηση. Τότε ο επίσκοπος Παροναξίας, Ιερόθεος, πού βρισκόταν στό Ναύπλιο επίσης υπό επιτήρηση, φρόντισε νά ανοίξουν κρυφά, διαμέσου ενός σπιτιού εφαπτόμενου μέ τό φρούριο, μια τρύπα στο τείχος καί πρότεινε τή δραπέτευση τού Κολοκοτρώνη από εκεί. ΌΌμως εκείνος αρνήθηκε όπως αρνήθηκε τήν επομένη καί στόν αξιωματικό του Δημήτριο Μπούκουρα. Στίς 4 Φεβρουαρίου 1825, τό Εκτελεστικό, αποφάσισε τή μεταφορά τού Κολοκοτρώνη στήν Υδρα, μαζί μέ τούς αδελφούς Δεληγιάννη, πού είχαν στό μεταξύ παραδοθεί, τών Νοταράδων, τού Μήτρου Αναστασόπουλου, τού Μητροπέτροβα, τού Δημητρίου Παπατζόνη, τού Θεόδωρου Γρίβα, τού Γιαννάκη Γκρίτζαλη καί τού Αναστάση Κατσαρού. Οταν έφθασαν στό νησί, τούς φυλάκισαν στή μονή τού προφήτη Ηλία. Εκεί θά τούς έβρισκε η άφιξη τού ενωμένου μουσουλμανικού στόλου πού κατέφθανε, αφού θά ρήμαζε ανενόχλητος τήν Κάσο, τά Ψαρά καί τήν Κρήτη. «Οι ΈΈλληνες είχαν τώρα φτάσει σχεδόν στόν τέταρτο χρόνο τού Αγώνα τους, όχι μονο αβοήθητοι, αλλά καί αποθαρρημένοι από όλα τά ανακτοβούλια τής Ευρώπης. Είχαν σχεδόν υπεράνθρωπα, αποκρούσει μέ επιτυχία τρείς εχθρικές εισβολές καί μ' αγανάκτηση έβλεπαν τώρα νά σβήνουν όλα τους τά όνειρα καί οι προσδοκίες, γιατί η Ευρώπη υποστήριζε απροσχημάτιστα τούς εχθρούς τους. Είχαν πληροφορηθεί ότι μία μεγάλη εχθρική στρατιά ετοιμαζόταν νά εισβάλει στήν Πελοπόννησο. Τή στρατιά αυτή καί τά εφόδιά της θά μετέφεραν αυστριακά, γαλλικά καί αγγλικά εμπορικά καράβια. Οι ΈΈλληνες μπορούσαν νά αντιπαραβληθούν μέ τά πελώρια, αλλά δυσκίνητα τουρκικά καράβια, πώς όμως θά αντιμέτωπιζαν τόν καινούργιο εχθρό; Μ έ αυτόν τόν τρόπο ο σουλτάνος ανεφοδίαζε τίς δυνάμεις του, γιατί ο στόλος του ήταν ανήμπορος νά επωμισθεί αυτή τήν αποστολή. Σέ αυτή τή δύσκολη θέση πού είχε περιέλθει, βρήκε πραγματική διέξοδο στήν απληστία τών Ευρωπαίων εμπόρων, πού πρόθυμα προσέφεραν τά σκάφη τους γιά νά μεταφέρουν τά στρατεύματά του, τίς προμήθειες καί τά πολεμοφόδια, καθώς καί τούς τυχόν αιχμαλώτους, καί ακόμα τά κεφάλια καί τά αυτιά τών σφαγιασθέντων, τά οποία, ικανοποιώντας τίς αιμοβόρες ορέξεις τού σουλτάνου, στόλιζαν τούς τοίχους τού σεραγιού του. Οι τύραννοι τής πολιτισμένης Ευρώπης αντιδρούσαν στήν προσπάθεια τής ελευθερίας τής Ελλάδος καί ήθελαν ανοιχτά νά βοηθήσουν τούς Τούρκους. Είχε όμως αναπτυχθεί ένα διάχυτο λαϊκό ρεύμα αντίθετο μέ αυτές τίς επιδιώξεις, τό οποίο δέν μπορούσε νά καταπνιγεί. ΈΈνοιωθαν ότι ήταν επικίνδυνο νά σταματήσουν τήν πορεία
778
του καί σάν ικανοί οδηγοί, χαλάρωσαν τά ηνία τή στιγμή τού ενθουσιασμού καί άφησαν ν' ακουσθεί από όλους τούς λαούς τής Ευρώπης, η φωνή συμπάθειας καί ενθάρρυνσης, πού έφθασε στήν καρδιά κάθε ΈΈλληνα καί τού έδωσε κουράγιο στά βάσανα καί τά δεινά πού περνούσε. Η Πύλη, αποθαρρυμένη από τήν πανωλεθρία τριών αλλεπάλληλων εκστρατειών, προετοιμαζόταν γιά μία καινούργια καί μεγαλύτερη εξόρμηση. Ο φοβερός καί μισητός Μωχάμετ 'Αλη κλήθηκε νά βοηθήσει. ΌΌλοι οι στόλοι τής αυτοκρατορίας θά ξεχύνονταν από τά βόρεια καί ενωμένοι μέ τά αιγυπτιακά στίφη από τό νότο, θά έσφαζαν καί θά κατάκαιγαν τά πάντα, ώσπου νά μή μείνει ζωντανός ούτε ένας γκιαούρης, πού νά τολμά νέ προφέρει τή λέξη ελευθερία. Ο Χοσρέφ, ο καπουδάν πασάς τής Πύλης, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες γιά νά ετοιμάσει τό στόλο. Μεγάλες αμοιβές υποσχέθηκαν νά δώσουν στό ετερόκλητο πλήθος τών μουσουλμάνων πού στρατολογήθηκαν. "Θά σάς δώσουμε νά λαφυραγωγήσετε δωδεκάδες νησιά σάν τήν Χίο!" Τό πρώτο νησί πού διάλεξαν νά ρημάξουν ήταν τά Ψαρά». Σάμουελ Χάου - Ελληνική Επανάσταση, Εκδόσεις Εκάτη 1997. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis24.html
779
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΕ' Υποταγή τής Κρήτης (1824) Η Υψηλή Πύλη είχε διδαχτεί από τίς εμπειρίες τών τριών τελευταίων ετών ότι θά έπρεπε νά αλλάξει τά σχέδιά της γιά τήν υποταγή τής επαναστατημένης Ελλάδος. Αλλά καί αυτό δέν ήταν αρκετό. Θά έπρεπε νά ταπεινωθεί ζητώντας βοήθεια από τόν πανίσχυρο σατράπη τής Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή. Ο ηγεμόνας τής Αιγύπτου, τυπικά υποτελής στήν Πύλη αλλά στήν ουσία ανεξάρτητος, είχε καταφέρει νά οργανώσει σέ τέλειο βαθμό τήν Αίγυπτο, κτίζοντας μεγάλες πόλεις, αναπτύσσοντας τήν γεωργία καί τό εμπόριo καί ενδυναμώνοντας τήν οικονομία της. Μά πάνω απ' όλα δημιούργησε ένα πανίσχυρο στόλο καί ένα άριστα πειθαρχημένο στρατό, στηριζόμενος πάντα στίς γνώσεις τών Ευρωπαίων καί κυρίως τών Γάλλων αξιωματικών. Ο Τουρκαλβανός στήν καταγωγή ηγέτης τής Αιγύπτου, υποσχέθηκε νά αναλάβει τήν εκστρατεία υποταγής τής Ελλάδος καί νά στείλει τόν γιό του Ιμπραήμ πασά νά καθυποτάξει τούς άπιστους, ξεκινώντας από τήν Πελοπόννησο. Η συμφωνία τού Μωχάμετ 'Αλη μέ τόν σουλτάνο Μαχμούτ Β' ήταν νά κρατήσει υπό τήν εξουσία του όσες περιοχές θά κατάφερνε νά υποτάξει, νά μεταφέρει τούς αιχμαλώτους Χριστιανούς στήν Αίγυπτο καί νά εποικίσει τίς ελληνικές περιοχές μέ Αιγυπτίους καί άλλους μωαμεθανούς. Ο Ιμπραήμ πασάς θά αναλάμβανε τήν διοίκηση τού Μοριά, όταν μέ τό καλό θά εξαφανίζονταν οι γκιαούρηδες από προσώπου γής. (Ο αναγνώστης όταν διαβάζει τά ιστορικά γεγονότα, καλό θά είναι νά εξάγει συμπεράσματα γιά τό παρόν καί τό μέλλον. Βλέπουμε ότι μέ τόν εποικισμό μωαμεθανών οι τότε κρατούντες τών ισλαμικών χωρών εξασφάλιζαν τήν κυριαρχία τους σέ εδάφη πού διεκδικούσαν καί είχαν ως άξιους συμπαραστάτες γιά τό έργο τους αξιωματούχους από τήν Ευρώπη. ΌΌποιος δέν βλέπει ομοιότητες μέ τό σήμερα κοιμάται τόν ύπνο τού δικαίου, εάν νομίζει ότι οι σημερινοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ονειρεύονται μία Ευρώπη δημοκρατική, αντιρατσιστική καί πολυπολιτισμική! Γιά τόν πλουτισμό τους ενδιαφέρονται καί μόνο. Παίρνουν άφθονα χρήματα, μέσω τών μή κυβερνητικών οργανώσεων καί τών παρατηρητηρίων πού έχουν στηθεί από ανθρώπους πού δουλεύουν γιά τήν Τουρκία, τή Σαουδική Αραβία, τό Κατάρ καί τό Πακιστάν υπό τήν υψηλή πάντοτε επιστασία τής Αμερικής, πού μέ τήν αρρωστημένη πολιτική της νομίζει ότι θά κρατήσει έτσι μακρυά τή Ρωσσία από τή Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ, σήμερα έν έτει 2013, φροντίζουν γιά τήν εγκαθίδρυση φανατικών ισλαμικών στοιχείων στήν βόρεια Αφρική (Τυνησία, Λιβύη, Αίγυπτο), τήν Μέση Ανατολή (Συρία) καί τά Βαλκάνια (Κόσσοβο,
780
Βοσνία) καί στηρίζουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις τήν Τουρκία γιά νά τής ξαναδώσουν τόν ρόλο πού είχε τόν 19ο αιώνα, ώστε νά κρατήσουν μακρυά από τή στρατηγική θάλασσα τής Μεσογείου τή Ρωσσία. Τά νομοσχέδια πού θά επιβάλλουν τήν κυριαρχία τού ισλαμικού στοιχείου έρχονται μέ τή μορφή νομοσχεδίων κατά τού ρατσισμού. Η Τουρκία βεβαίως βεβαίως φρόντισε γιά τήν εισαγωγή τής τουρκικής γλώσσας στά σχολεία, ώστε νά τουρκοποιηθούν τά παιδιά τών μουσουλμάνων καί έχει δώσει εντολές στήν ελληνική κυβέρνηση γιά τήν κατασκευή τζαμιών ώστε νά διατηρήσουν καί τήν μουσουλμανική τους πίστη. Δύο στοιχεία πού κάνουν αδύνατη τήν αφομοίωση τών εποίκων - μεταναστατών στήν χώρα πού τούς φιλοξενεί.) Επανερχόμαστε στό 1824. Η Αίγυπτος καί η Οθωμανική αυτοκρατορία αποφάσισαν νά επιτεθούν ταυτόχρονα από βορά καί νότο, ενώ οι Γάλλοι αξιωματικοί τούς συμβούλεψαν νά ξεκινήσουν τίς ναυτικές τους επιχειρήσεις εν μέσω τού χειμώνα ώστε νά αιφνιδιάσουν τόν ελληνικό στόλο. Καθώς προετοιμαζόταν εναντίον τής Ελλάδος, ο Μωχάμετ 'Αλη έκρινε αναγκαίο νά κρατήσει αμείωτη τήν εξουσία του στήν Κρήτη, επειδή θεωρούσε δικαίως εκείνο τό νησί ως γέφυρα γιά τή μεταφορά δυνάμεων από τήν Αλεξάνδρεια στήν Πελοπόννησο. Πράγματι, ο γαμπρός τού Αιγύπτιου ηγεμόνα, Χουσεΐν μπέης, κατάφερε νά σβήσει οριστικά τήν επανάσταση στήν Κρήτη, αναγκάζοντας τόν αρμοστή Εμμανουήλ Τομπάζη, αβοήθητο τελείως από τήν ελληνική κυβέρνηση, νά αποχωρήσει από τό νησί. «Εν τοσούτω αρχίζουσιν αι συμφοραί τής πατρίδος, τάς οποίας επήνεγκον αι διχόνιαι καί ο εμφύλιος πόλεμος. Τό Νομοτελεστικόν διακηρύξαν εκ Κρανιδίου τήν σύστασίν του τήν 7ην Ιανουαρίου 1824 λέγει ότι τό προσεκάλεσεν η φωνή τής πατρίδος καί η ζήτησις ολοκλήρου τού έθνους. Αλλά δέν τό προσεκάλεσεν η φωνή τής πατρίδος καί η ζήτησις τού έθνους, αλλά η βία, η παρανομία, η διαίρεσις, η διαφθορά καί ο εμφύλιος πόλεμος. Διά τούτο όχι μόνον η Εύβοια, τά φρούρια τής Μεσσηνίας (Μεθώνη - Κορώνη) καί τών Παλαιών Πατρών καί η Ναύπακτος έμειναν εις τήν εξουσίαν τών Τούρκων, αλλά κυριεύεται υπ' αυτών ήδη καί η Κρήτη. Οι ΈΈλληνες απέτυχον νά κυριεύσουσιν τήν Γραμβούσαν. Ο δέ αρμοστής γράφει πάλιν εις τήν κυβέρνησιν τού Κρανιδίου καί ζητεί τρείς χιλιάδας ξένους στρατιώτας διά νά σώση τήν Κρήτην. Τά δέ πράγματα έφθασαν εις τοιούτον βαθμόν παραλυσίας, ώστε ο όλεθρος τών Χριστιανών ήτο προφανής. Τότε ο Τομπάζης καί τινες τών προκρίτων ωκονόμησαν ολίγα χρήματα, καί κατά τόν Φεβρουάριον τού 1824 έστειλαν εις ΎΎδραν, ζητούντες πλοία τινά καί χιλίους πεντακοσίους στρατιώτας μισθοδοτουμένους από τήν κυβέρνησιν εις βοήθειαν τής
781
νήσου. Αλλ' αυτή δέν έλαβε καμμίαν πρόνοιαν εν δεόντι. Καί μ' όλον τούτο οι Κρήτες μάχονται ακόμη καί κατά τού Χουσεήνμπεη, πλήν κατά δυστυχίαν μή λαβόντες καμμίαν βοήθειαν, ηττήθησαν εις δύω μάχας εις Αμουργέλλας, καί απεδειλίασαν τόσον πλέον, όσον εθεώρουν εαυτούς εγκαταλελειμμένους από τό έθνος. Τότε δή κατά τόν Μάρτιον 1824, θαρρήσαντες οι Τούρκοι, καί εξορμήσαντες όλοι από τά φρούρια εισέβαλον πανταχόθεν εις τάς επαρχίας καί εις αυτά τά Σφακιά, κατέσφαξαν, έθυσαν (θυσίασαν), απώλεσαν, ηχμαλώτισαν τούς Χριστιανούς, καί κατηνάγκασαν άλλους μέν τών διασωθέντων νά καταφύγωσιν εις τά όρη, άλλους δέ νά φύγωσιν εις τήν Κάσσον, εις τά Κύθηρα καί αλλαχού, καί τό μέγα μέρος τού λαού υπετάγησεν. Ολίγοι Κρήτες οχυρωθέντες εις Αγιαρουμέλην καί εις Τρυπητήν, καί άλλοι εις Μιράμπελο καί Λασίθι, εμάχοντο καρτεροψύχως κατά τών Τούρκων, εφόνευον εξ αυτών καί ετίμων τά όπλα των.» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Τόμος Β' Τούς πρώτους μήνες τού 1824, χιλιάδες Χριστιανοί εγκατέλειψαν τήν Κρήτη, υπό τό φόβο τής μεταφοράς τους στήν Αίγυπτο από τόν Χουσεΐν μπέη. Μέχρι τά μέσα τού έτους ο Χουσεΐν έσβησε κάθε εστία αντίστασης ενώ οι Τουρκοαιγύπτιοι επαναλάμβαναν σέ κάθε περιοχή πού έβρισκαν αντίσταση, τίς ίδιες πράξεις θηριωδίας. Οι επαρχίες Κισσάμου, Σελίνου κατεστράφησαν ενώ μόνο όσοι κατέφυγαν στά απόκρημνα όρη καί στό φαράγγι τής Αγίας Ρούμελης κατάφεραν νά σώσουν τίς ζωές τους καί τίς οικογένειές τους. Πολλά από τά μικρά σκάφη πού πήγαιναν στά Ελαφονήσια, έγιναν αντιληπτά από τά τουρκικά πολεμικά, τά οποία τά βύθισαν αύτανδρα παρασύροντας στό βυθό όλους τούς επιβάτες τους. Η υποταγή τής Κρήτης συντελέστηκε μέσα σέ ένα όργιο σφαγών, βιασμών καί βασανιστηρίων. Σειρά τώρα είχε η γειτονική Κάσος. «Ο Χουσεΐν μολοντούτο επέσπευδε νά δώση τέλος καί διά τού τρόμου εις τήν επανάστασιν τής Κρήτης, διότι ενόμιζεν ευνοϊκήν δι' εαυτόν τήν περίστασιν εκείνην. Εισέβαλον λοιπόν τότε οι στρατοί εις τάς επαρχίας τής Κισάμου καί τού Σελίνου. Μή δυνηθέντες όμως οι κάτοικοι τούτων ν' αντισταθώσιν εις τήν μεγάλην καί θηριώδη ορμήν τών πολεμίων, πολλοί μέν απόλεμοι καί γυναίκες έμενον εις τά οικίας των, μέ τήν ελπίδα ότι δύνανται ούτω ταπεινωθέντες νά σωθώσιν. Εθανατούντο όμως καί αυτοί ανιλεώς. Τινές δέ κατέφευγον δρομαίοι εις τά όρη καί αλλαχού. Καταδιωκόμενοι λοιπόν κατά γήν υπό τών στρατών, κατά θάλασσαν υπό τών εχθρικών πλοίων, άτινα αμέσως επανέλαβον τήν πολιορκίαν πρός τά δυτικά πάλιν τής Κρήτης, άμα ανεχώρησαν τά ελληνικά καί δέν εφάνησαν πλέον εκεί, κατεξολοθρεύοντο δίκην κτηνών
782
καί πληθυνδόν καί σποράδην. Εξακόσιοι δέ περίπου άνδρες, γυναίκες καί παιδία είχον καταφύγει τότε εις νησίδα, τά Ελαφόνησα καλούμενα, κείμενα επί τής δυτικής ακτής τής Κρήτης, κατέναντι τού ακρωτηρίου Κρισό Μέτωπον, κατά τών οποίων εφώρμησαν μανιωδώς οι Τούρκοι ιππείς. Καί κατ' αρχάς μέν αντέκρουσαν τήν ορμήν τούτων έως σαράντα ευρεθέντες μετά τών λοιπών ένοπλοι, φονεύσαντες καί τινας τών εφορμησάντων, τούς οποίους καί εκώλυσαν μέχρι τινό τού νά διαβούν τό μεταξύ Κρήτης καί τών ρηθεισών νήσων αβαθές μικρόν στένωμα, αλλ' υπερίσχυσαν επί τέλους μετά πολλάς εφορμήσεις οι ιππείς. Διαβάντες λοιπόν εκείθεν πολλοί, άλλους μέν κατέσφαξαν αδιακρίτως, τών οποίων ήθελον κατασπαράξει καί αυτών τών αγριωτέρων θηρίων τά σπλάχνα. 'Αλλοι δέ ριπτόμενοι εις τήν θάλασσαν επ' ελπίδι ότι ηδύναντο νά εύρωσι σωτηρίαν απεπνίγησαν ανηλεώς! Ούτως ετελείωσαν μέχρις ενός καί οι εις τάς ειρημένας νήσους καταφυγόντες. Τοιαύτα πολλά άξια οίκτου συνέβησαν καί εις άλλας ομοίας θέσεις τών ειρημένων επαρχιών, καθώς καί κατά τήν Τρυπητήν τού Σελίνου, ώρμησαν μέν καί εντεύθεν επί τέλους οι Τούρκοι νά καταβούν καί μέχρι τής φάραγγος τής Αγίας Ρούμελης, αλλ' αποκρουσθέντες εκείθεν υπό τινων ενόπλων Ελλήνων, ωπισθοδρόμησαν φονευθέντων καί τινων. Ποίοι δ' έπραττον τάς απανθρώπους εκείνας ωμότητας; αυτοί πλειότερον οι Τούρκοι τού Σελίνου, τούς οποίους ο αρμοστής Τομπάζης εφιλανθρωπεύθη (ο Τομπάζης σέ προηγούμενη μάχη τούς είχε αφήσει νά φύγουν ελεύθερους) καί διά τούς οποίους οδύρεται ο ιστοριογράφος Τρικούπης, ότι τούς εδολιεύθησαν οι πολυτρόπως κατατυραννηθέντες ΈΈλληνες. Παραπλήσια δέ συνέβησαν εν εκείναις ταίς ημέραις καί κατά θάλασσαν. Πολλά πλοιάρια έτυχον διαπλέοντα περί τά Ελαφονήσια, παρουσθιασθέντων αίφνης εκείσε τών εχθρικών, τά οποία μετεκόμιζον οικογενείας Κρητικάς είτε εις Κύθηρα είτε εις Πελοπόννησον. Καταδιωχθέντα αιφνιδίως όλα ταύτα καί κανονοβοληθέντα σφοδρώς, τινά μέν υπέστρεψαν μισοπνιγμένα οπόθεν κατέπλευσαν, η δέ γολέτα τού Κουλετογιάννη, η γιαλότα τού Ρούσου καί άλλα τινά μικρά πλοιάρια ερρίφθησαν καταναγκαστικώς εις τήν παραλίαν τής Κισάμου κατά τάς θέσεις Σφηνάρι καί Αμυγδαλοκέφαλο. Απεβιβάσθη λοιπόν πληθύς τοιούτων δυστυχών καί εκεί, οίτινες καί υπέπεσαν εις παρόμοια δυστυχήματα ως καί οι λοιποί. Επιτεθέντες λοιπόν οι Τούρκοι κατ' αυτών, τούς μέν άνδρας καί τάς προβεβηκυΐας γυναίκας μετά τών ανηλίκων τέκνων κατέσφαξαν, τάς δέ λοιπάς ηχμαλώτισαν. ΈΈπεσαν λοιπόν καί ενταύθα θύματα τής ωμότητος τών απανθρωποτάτων τυράννων υπέρ τούς διακοσίους αδυνάτους, μεταξύ τών οποίων καί ο σεβάσμιος γέρων Χ. Ιωάννης Δαμβέργης Ρεθύμνιος, μετά τής γυναικός αυτού καί δύο ανηλίκων τέκνων καί ηχμαλωτίσθησαν σχεδόν ισάριθμοι τών φονευθέντων. Ηχμαλωτίσθησαν
783
δέ τότε καί αι οικογένειαι τού Ανδρέου Φασούλη, Στρατή Δεληγιαννάκη, καί οι γονείς ωσαύτως καί αι αδελφαί τού Μάρκου Καλούδη καί Αναγνώστη Παπαδάκη. Οι δέ κατά τάς δύο διαληφθείσας επαρχίας απολεσθέντες ήσαν υπέρ τάς 1.500 χριστιανικάς ψυχάς.» Ιστορία τών επαναστάσεων τής Κρήτης - Ζαμπελίου καί Κριτοβουλίδου Ολοκαύτωμα τής Κάσου (7 Ιουνίου 1824) Τό 1824, ο πληθυσμός τής Κάσου είχε φθάσει στίς 7.000 καί ο εμπορικός της στόλος αποτελείτω από 100 πλοία, τά οποία οι Κασιώτες είχαν εξοπλίσει μέ κανόνια. Μέ αυτά τά πλοία οι ατρόμητοι ναυτικοί τής Κάσου παρενοχλούσαν τόν οθωμανικό στόλο, ενώ είχαν βοηθήσει σημαντικά καί τήν επανάσταση στήν Κρήτη. Εξέχοντα ρόλο είχαν οι καπετάνιοι Θεόδωρος Κανταριτζής, Μάρκος Μαλλιαράκης (Διακομάρκος) καί ο Χατζή Μαυρής. Η Κάσος απέχει μερικά μίλια από τήν Κρήτη καί εκείνη τήν περίοδο είχε τέσσερα χωριά: τήν Αγία Μαρίνα, τό Αρβανιτοχώρι, τήν Παναγιά καί τήν Πόλη. Οι απόκρημνες ακτές τής Κάσου καθιστούσαν πολύ δύσκολη τήν απόβαση στρατευμάτων καί αυτό εφησύχασε τούς κατοίκους της μέ ολέθρια όπως θά δούμε αποτελέσματα. Στήν ανατολική πλευρά τού νησιού υπήρχαν 30 κανόνια καί είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι ένοπλοι, ενώ στά υπόλοιπα παράλια πού θεωρούνταν απόκρημνα είχαν τοποθετηθεί μικρές φρουρές. Στίς 14 Μαΐου 1824, αιγυπτιακά πολεμικά πλοία απέπλευσαν από τήν Αλεξάνδρεια καί ενώθηκαν μέ τό στολίσκο τού Γιβραλτάρη, στόν κόλπο τής Σούδας. Κατόπιν έπλευσαν πρός τήν Κάσο, κανονιοβόλησαν τίς οχυρώσεις της καί επέστρεψαν άπρακτα. Οι Κασιώτες, διαβλέποντας τόν άμεσο κίνδυνο, έστειλαν δεκάδες επιστολές στήν ελληνική κυβέρνηση τού Κουντουριώτη, τού Κωλέττη καί τού Μαυροκορδάτου, εκλιπαρώντας γιά βοήθεια. «Σεβαστή Διοίκησις Μέ μέγιστην βίαν, γράφομεν όλοι οι ομογενείς κάτοικοι τής νήσου Κάσσου, κλαιόμενοι εις τήν Σεβαστήν Διοίκησιν, ειδοποιούντες τήν υμετέραν κορυφήν, ότι τρείς ημέρας έχει σήμερον ο αιγυπτιακός στόλος όπου έχει πλόκον τήν νήσον ημών, καθ' όλα τά μέρη, μάλιστα τήν ημέραν τής Αναλήψεως μάς έκαμε καί ένα φοβερόν πόλεμον, πλήν, χάριτι θεία, δέν εβλάφθη ουδείς τών Χριστιανών. Λοιπόν παρακαλούμεν τήν Σεβαστήν ημών Διοίκησιν καί μητέρα νά μάς προφθάση βοήθειαν θαλάσσιον καί λοιπά, δι' όνομα καί αγάπην Θεού, κάμετε έλεος διά ημάς τούς κατοίκους τής νήσου Κάσσου, επειδή καί η γενναιότης καί μεγαλοψυχία ημών είναι μέν πρόθυμοι, όμως κατά τήν θαλάσσιον δύναμιν πολύ σάς παρακαλούμεν νά μάς προφθάσετε. Η
784
κατάστασις τής αιγυπτιακής αρμάδας έχει ούτως. ΈΈχει φρεγάτας τέσσαρας, καί μία όπου απέρασεν εις Ρόδον, από ιμβρίκια δέκα, καί από μικρά πλοία, γαλλιώτες, δέκα. Ταύτα ιδεάζοντες τήν Σεβαστήν καί Υπερτάτην ημών Διοίκησιν τήν παρακαλούμεν μετά δακρύων, αμέσως καί χωρίς αναβολήν καιρού νά μάς προφθάσετε εις τήν άνωθεν θαλάσσιον δύναμιν. ΈΈτι παρακαλούμεν εις μπαρούτια καί εις βόλια, από μίαν, ή δύο, έως τριών οκάδων τό βάρος. Ταύτα αύθις παρακαλούντες μένομεν καί υπογραφόμενοι. Εκ Κάσσου, τώ αωκδ' (1824) τή 17 Μαίου ΌΌλοι οι κάτοικοι τής νήσου Κάσσου.» ........................................................... «Η Διοίκησις, ως κοινή μητήρ, δέν θέλει αδιαφορήσει καί εις τάς πολεμικάς χρείας, καί φθάσαντος τού δανείου θέλει σάς οικονομίσει αναλόγως. Τά πολεμικά πλοία εξ ΎΎδρας καί Σπετσών δέν εκπλέουσιν ακόμη εξ αιτίας όπου τό ταμείον δέν έχει χρήματα νά πληρώσει τούς ναύτας, άμα όμως φθάσουν τά χρήματα καί πληρωθούν οι ναύται θέλουν έβγει ευθύς επειδή είναι έτοιμα. Απορεί η Διοίκησις παρατηρούσα ότι έχετε έλλειψιν εφοδίων, ενώ ειξεύρει ότι καί πρότερον ήσθε εφωδιασμένοι από αυτά καί τελευταίον λαβόντες τά όσα εκ Κρήτης έφθασαν αυτόθι, εφοδιασθήτε έτι μάλλον τούτο. Αν ο εχθρικός στόλος αποτολμήση νά πλησιάση εις τήν νήσον ταύτην καί νά φροντίση νά κάμη έφοδον, η Διοίκησις γνωρίζουσα τήν γενναιότητά σας καί τήν απόφασίν σας νά θυσιασθήτε πάντες υπέρ πίστεως καί πατρίδος, πληροφορηθείσα ότι καί αρκετά ξένα άρματα ευρίσκονται εις τήν νήσον σας είναι βεβαία ότι θέλετε δώσει τρόμον εις τόν εχθρόν. Εν Μύλοις Ναυπλίου τή 27 Μαίου 1824 Ο Πρόεδρος Γεώργιος Κουντουριώτης» Οι Κάσσιοι μετά δακρύων αναφέρονται εις τήν Διοίκησιν, ως κοινήν μητέρα, παρακαλούντες αυτήν εν ονόματι τού Θεού νά τοίς πέμψη θαλάσσιον δύναμιν καί βοήθειαν, διότι καί γενναιότητα καί προθυμίαν καί μεγαλοψυχίαν, αλλά καί ανάγκην τής θαλασσίου δυνάμεως έχουν, εξιστορούσι καί τήν θαλάσσιον εχθρικήν δύναμιν διά νά γνωρίζη η Διοίκησις τί πλοία νά πέμψη απέναντι αυτής. Επί τέλους παρακαλούν πάλιν αυτήν θερμώς καί μετά δακρύων, άνευ αναβολής, νά πέμψη τήν θαλάσσιον δύναμιν καί πολεμοφόδια. Οποία τωόντι ειρωνεία! οι Κάσσιοι αναφέρονται μέ κλαυθμούς καί οδυρμούς διά τόν κίνδυνον, όν τρέχουσιν, επικαλούμενοι εν ονόματι τού Υψίστου νά τούς πέμψη βοήθειαν καί πολεμοφόδια, η δέ Διοίκησις τούς απαντά ότι δέν υπάρχουσι χρήματα καί τούς δίδει καί ελπίδας ότι άμα
785
έλθη τό δάνειον αμέσως θά πέμψη πλοία. Ως ει ο εχθρός ώφειλε νά περιμένη νά λάβωσι πρώτον οι Κάσσιοι τήν περιμενομένην βοήθειαν καί έπειτα νά τούς κτυπήση! Παράδοξος τωόντι Διοίκησις, αφού άλλα αιτούν οι Κάσσιοι καί άλλα διατάττει αυτή. Αιτούσι πολεμοφόδια οι Κάσσιοι, η δέ Διοίκησις φειδομένη καί αυτών τών εφοδίων καί πειθομένη εις αβασίμους φήμας, έχετε όπλα τής Κρήτης, τούς απαντά. Πέμψατε μας βοήθειαν πλοίων γράφουσιν οι Κάσσιοι. Είμεθα βέβαιοι ότι θέλετε θυσιασθή πάντες υπέρ πίστεως καί πατρίδος τούς αποκρίνεται η Διοίκησις. Υπόμνημα τής νήσου Ψαρών - Κωνσταντίνος Νικόδημος (4) Οι "εκλαμπρότατοι" καί η "Σεβαστή Διοίκησις" όμως ήταν απασχολημένοι μέ τόν εμφύλιο πόλεμο καί τήν εξόντωση τών οπλαρχηγών τής Πελοποννήσου. Δέν τούς περίσσευαν χρήματα γιά νά σωθεί η Κάσος. Ο Κουντουριώτης, ο οποίος ήταν υποχείριο τού Κωλέττη καί σκορπούσε τίς λίρες τού αγγλικού δανείου δεξιά καί αριστερά, στήν επιστολή τού πρός τούς άτυχους κατοίκους τής Κάσου απάντησε ότι ... δέν υπάρχουν λεφτά γιά τόν ελληνικό στόλο καί απορούσε γιά τόν λόγο γιά τόν οποίο οι Κασιώτες δέν είχαν πολεμοφόδια. «ΈΈπειτα από λίγες μέρες, στίς 27 τού Μάη, φάνηκε πάλι μπροστά στήν Κάσο η αρμάδα τού Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Τούτη τή φορά πάνω στά φορτηγά πού τήν ακολουθούσαν βρισκόταν ο Χουσεΐν μπέης μ' ασκέρι πού ξεπέρναγε τίς τρείς χιλιάδες. Οι δικοί μας τούς καρτέραγαν ταμπουρωμένοι κάτω από τήν Αγία Μαρίνα, όπως τό μέρος εκείνο στεκόταν τό πιό πρόσφορο γιά απόβαση. Ο Ισμαήλ δυό μερόνυχτα αδιάκοπα κτυπά μέ χοντρή φωτιά. Λένε πώς τούς έριξε ίσαμε τέσσερεις χιλιάδες μπόμπες. Τ' απομεσήμερο τής δεύτερης μέρας στέλνει 18 φελούκες γεμάτες ασκέρια νά κάνουνε ντισμπάρκο (απόβαση). Τότε πιά όλοι, Κασιώτες καί Κρητικοί, τρέχουν κατακεί. Μά μόλις πέσανε τά σκοτάδια μπαρκάρει ο Χουσεΐν σέ 24 άλλες φελούκες ίσαμε δυό χιλιάδες νοματαίους καί, δίχως νά πάρουν είδηση οι δικοί μας, τούς βγάζει στ' Αντιπέρατο, πού τό φύλαγαν έξι μονάχα Κασιώτες. Οι εχθροί τούς ξέκαναν, οδηγημένοι από έναν προδότη, τόν Κασιώτη Ζαχαριά πού από χρόνια είχε εγκατασταθεί στή Ρόδο, βρέθηκαν, μόλις αχνόφεγγε, στίς πλάτες τών δικών μας στήν Αγία Μαρίνα, πού ίσαμε εκείνη τή στιγμή αντιβγαίνανε σ' όσους αποβιβάστηκαν σ' αυτή. Μά ξάφνου κτυπιούνται από δυό μεριές, κι από τά ψηλώματα κι από τό γιαλό. Μεμιάς αποφάνηκε πώς δέν τούς απέμενε η παραμικρή ελπίδα καί άλλοι σκορπίσανε νά βρούνε τρόπο νά σωθούν κι άλλοι ρίξανε τ' άρματα καί παραδόθηκαν. Μονάχα σαράντα, μ' αρχηγό τόν Μάρκο Μαλλιαράκη, τόν Διακομάρκο όπως τόν έλεγαν, ξακολούθησαν τόν πόλεμο μ' όλο τό πλήθος τού εχθρού ώσπου λιώσανε όλοι εκεί, τιμώντας τήν παλικαριά πού βάζει πάνω από τή
786
σκλάβα ζωή τόν ελεύθερο θάνατο. Ο Χουσεΐν μπέης έδωσε τό λεύτερο στ' ασκέρι του νά διαγουμίσει εικοσιτέσσερεις ώρες τό νησί. Μέσα σ' αυτές οι νικητές ξεδίψασαν μέ αίμα καί χόρτασαν τήν πείνα τους γιά γυναικεία σάρκα. ΌΌταν πήρε τέλος τό πανηγύρι τού ολέθρου, ο ναύαρχος Ισμαήλ Γιβραλτάρ, πού είχε ανάγκη από μαρινάρους (ναύτες), διαλάλησε στό νησί πώς πλερώνει πενήντα γρόσια σ' όποιον δέχεται νά μπεί στή δούλεψή του, τάζοντας πώς θά τούς βοήθαγε νά εξαγοράσουν τίς φαμέλιες τους πού σκλαβώθηκαν. Ως πεντακόσιοι, μέσα στή μαύρη απελπισία τους, τό δέχτηκαν. Αποδώ κι εμπρός τούτοι οι χτεσινοί αγωνιστές τής λευτεριάς θά πολέμαγαν τ' αδέλφια τους, πού θά ξακολούθαγαν στίς θάλασσες τό χαροπάλεμά τους. Αφού ο Ισμαήλ Γιβραλτάρ ζώγρησε (αιχμαλώτισε) δεκαπέντε καράβια τής Κάσου, πού στέκονταν η δύναμη καί τό καμάρι της, καί φόρτωσε πάνω σ' αυτά ως δυό χιλιάδες γυναικόπαιδα νά πουληθούν στά σκλαβοπάζαρα τού Μισιριού, έκανε πανιά κι έφυγε, αφήνοντας τήν ερήμωση νά συντροφεύει τό θάνατο πάνω στό περήφανο ως χτές θαλασσόβραχο.» Δημήτρης Φωτιάδης - Επανάσταση τού 21 Στά τέλη Μαΐου τού 1824, εμφανίστηκαν μπροστά στήν Κάσο 45 πλοία πού μετέφεραν 4000 άνδρες μέ αρχηγό τόν ίδιο τόν Χουσεΐν μπέη, πού είχε πνίξει στό αίμα τήν επανάσταση στήν Κρήτη. Τά οθωμανικά πλοία αγκυροβόλησαν κοντά στό νησάκι τής Μακρίας καί επί δύο ημέρες κανονιοβολούσαν χωρίς αποτέλεσμα τήν Αγία Μαρίνα, όπου ήταν συγκεντρωμένη η μεγαλύτερη δύναμη τών Ελλήνων. Οι έμπειροι Κασιώτες απαντούσαν μέ εύστοχους κανονιοβολισμούς. Περίπου 4000 βόμβες έπεσαν στό νησί από τά δεκάδες κανόνια τών πολεμικών πλοίων τών Οθωμανών. Τή νύκτα τής 7ης Ιουνίου 1824 αποσπάστηκαν από τήν κύρια δύναμη τού εχθρικού στόλου, 25 βάρκες υπό τόν χιλίαρχο Μουσά, οι οποίες κατευθύνθηκαν χωρίς νά γίνουν αντιληπτές πρός τή θέση Αντιπέρατος, νοτίως τής Αγίας Μαρίνας. Οδηγό τους είχαν έναν Κασιώτη προδότη, ονόματι Ζαχαριά. Οι μωαμεθανοί στρατιώτες σκότωσαν τούς έξι αμέριμνους φρουρούς καί κατευθύνθηκαν στίς πλάτες τών Ελλήνων, οι οποίοι είχαν τήν προσοχή τους στήν κύρια δύναμη τού στόλου πού βομβάρδιζε ανηλεώς ώστε νά τούς αποσπάσει τήν προσοχή από τήν ομάδα πού επιχείρησε τήν απόβαση. «Η νήσος Κάσος είχε κατοίκους 5000, εξ ών 500 ναύται· παρήσαν καί 300 οπλοφόροι Κρήτες. Εξ αιτίας δέ τής κρημνώδους φύσεώς της είναι μόνον εύβατος κατά τό πρός τήν Ελλάδα βλέπον μέρος τριών μιλίων μήκους· επί τής γραμμής ταύτης έκειντο 30 κανόνια· ήσαν καί αλλού σκοποί. Αλίμενος είναι η νήσος, καί τά πλοία της προσωρμίζοντο
787
συνήθως εις Κάρπαθον· αλλ' εκείναις ταίς ημέραις ήσαν συσσωρευμένα εξ αιτίας τού καλοκαιρίου εις Αυλάκι. Ελθόντα τά οθωμανικά ηγκυροβόλησαν έμπροσθεν τού παρακειμένου νησιδίου τής Μακρυάς καί εκανονοβόλουν δύο ημέρας ανωφελώς τήν Αγίαν Μαρίναν, αντεκανονοβολούντο δέ παρά τών επί τής ξηράς. Τήν δέ νύκτα τής 7ης Ιουνίου 1824, είκοσι τέσσαρες ολκάδες, φέρουσαι στρατεύματα εις απόβασιν, έπλευσαν πέραν τής Αγίας Μαρίνας πρός τήν δύσβατον καί κρημνώδη άκραν τής νήσου τήν βλέπουσαν πρός τήν Κρήτην. Ταυτοχρόνως πλοία τινα τού στόλου καί άλλαι ολκάδες φέρουσαι στρατεύματα εκανονοβόλουν καί ετουφέκιζαν πρός τήν άλλην άκραν τής νήσου εις έλκυσιν τής προσοχής τών εναντίων, καί εις επιτυχίαν διά τού τρόπου τούτου τής επί τής άλλης άκρας μελετωμένης αποβάσεως. Επτά μόνον ήσαν οι φυλάσσοντες τήν θέσιν ταύτην· η απότομος φύσις της εφαίνετο αυτοφύλακτος· αλλά καί οι ολίγοι ούτοι ήσαν αμελέστατοι. Τά δ' εχθρικά στρατεύματα, ούσης άκρας νηνεμίας, απέβησαν τήν νύκτα αφανή καί κατέλαβαν καί τά τέσσαρα χωρία αμαχητί, διότι οι πολεμισταί τής νήσου, όντες επί τής παραλίας, όπου υπώπτευαν απόβασιν, δέν έλαβαν γνώσιν τού συμβάντος, ειμή αφ' ού εξημέρωσεν. Είς τών πλοιάρχων τής Κάσσου, ο Μάρκος, διέπρεπε διά τήν ανδρίαν του καί εδικαίωσε κατά τήν κρίσιμον ταύτην περίστασιν ήν είχεν υπόληψιν. Ούτος εν μέσω τής γενικής απελπισίας διά τό απροσδόκητον τού συμβάντος συνέλεξέ τινας ακούσαντας τήν πατριωτικήν φωνήν του, παρέστη ένοπλος υπερασπιστής τής πατρίδος καί μεγάλως ηνδραγάθησε· λέγεται ότι 30 εχθρούς εσκότωσε μόνος αυτός· ζωγρηθείς δέ καί οπισθαγκωνισθείς απήχθη πρός τόν Χουσεήμπεην· αλλά καί ενώπιον αυτού επεσφράγισεν ενδόξως τάς ανδραγαθίας του· έσπασε τά δεσμά του, ήρπασεν από τής ζώνης ενός τών περιισταμένων τήν μάχαιράν του, εσκότωσε δύο τών φυλάκων καί έπεσε καί αυτός υπό τά τραύματα τών άλλων. Μετά τήν άλωσιν τών χωρίων κατεστράφη ο αγών· πολλοί εφονεύθησαν, παιδία καί γυναίκες ηχμαλωτίσθησαν, τινές κατέφυγαν εις τά όρη, οι δέ λοιποί επροσκύνησαν. Εκ τών εντοπίων δέ πλοίων μόνον έν επρόφθασε καί ανήχθη, καί διελθόν τόν εχθρικόν στόλον διέσωσέ τινας εξ όσων δεινών υπέφεραν οι λοιποί. Οι Τούρκοι ελεηλάτησαν τά χωρία, επεβίβασαν τά επί τής ξηράς κανόνια καί ύψωσαν επί τής νήσου τήν σημαίαν των. Ο δέ Χουσεήμπεης εγκαταστήσας κατ' αίτησιν τών ψευδοπροσκυνησάντων διοικητήν τής νήσου Τούρκον, απέπλευσεν εις Αλεξάνδρειαν, όπου έφερε τά συλληφθέντα πλοία καί τούς αιχμαλωτισθέντας· παρέλαβε καί τινας ναύτας εις υπηρεσίαν τού στόλου, προσελθόντας αυθορμήτως επ' ελπίδι λυτρώσεως τών αιχμαλωτισθέντων συγγενών των· διεδέχθη δέ αυτόν εν Κρήτη ο ανεψιός του Μουσταφάμπεης.»
788
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ' Τό ξημέρωμα τής 7ης Ιουνίου 1824 βρήκε τούς Κασιώτες τρομοκρατημένους. ΈΈβλεπαν πίσω τους τά τούρκικα μπαϊράκια καί τά τέσσερα χωριά τους πατημένα από τό πόδι τών Αγαρηνών. Η μάχη είχε πλέον χαθεί καί όλοι οι Κασιώτες διέλυσαν τίς γραμμές γιά νά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους. Οι μουσουλμάνοι άρχισαν τό σύνηθες έργο τής σφαγής, τής λεηλασίας, τών βιασμών καί τών βασανιστηρίων. Τά κεφάλια πήγαιναν μέ τή σωρό στόν Χουσεΐν μπέη γιά νά στήσει τήν πυραμίδα του καί νά ανταμείψει μέ γρόσια τούς "γενναίους" πολεμιστές τού Αλλάχ. Μαύρο πουλάκι κάθεται στής Κάσος τ'ακροβούνι βγάλλει φωνίτσα θλιβερή καί μαύρο μοιριολόι, Μάνα κλαμός καί βουγκητός εις τό νησί τής Κάσος! Η μάνα κλαίει τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα κι ο αδερφός τήν αδερφή κι άουρος τή καλή του. Γίνονται στίβες τά κορμιά, τά αίματα ποτάμια. Μπάς καί πανούκλα πλάκωσε, πάς καί σεισμός εγίνη; Μήτε πανούκλα πλάκωσε μήτε σεισμός εγίνη. Χουσέν-Πασάς επλάκωσεν από τήν Αλεξάνδρα. Στό Φρύ επήγε κι ήραξεν η φοβερή αρμάδα. Βγάλλ'αρβανίτες περισσούς, βγάλλει στραβαραπάδες, γιά νά πατήσου τό Σταυρό, γιά νά πατήσου τ'Αγια νά μαγαρίσουν εκκλησιές κι ούλα τά Μοναστήρια. Σφάζουν τούς γέρους καί τίς γριές κι ούλα τά παληκάρια τίς κοπελιές καί τά μωρά στή φλόττα τούς μπαρκάρουν, σκλάβους νά τούς πουλήσουσι στής Μπαρμπαριάς τά μέρη. Κι μι'απ'τίς σκλάβες έλεγε μέ θλιβερή φωνίτσα: -"Χίλια κι αν κάμεις Χουσεΐν, χίλια κι αν μάς πουλήσεις εμείς τού τούρκου τό σπαθί δέ θά τό φοβηθούμε, ή θά μάς κόψεις όλους μας, ή λευτεριά θά δούμε" http://www.agiasofia.com/epanastasis/psara_holocaust3.jpg ΈΈνας από τούς πλοιάρχους τής Κάσου, ο Μάρκος Μαλλιαράκης, πού ξεχωρίζε γιά τήν ανδρεία του, δικαίωσε μετά από λίγο τή φήμη του. Μέσα στή γενική απελπισία, μάζεψε μερικούς συντρόφους του καί πολέμησε μέχρι τέλους τούς εισβολείς. Λέγεται ότι σκότωσε μόνος του περισσότερους από τριάντα Τούρκους. Τελικά όμως πιάστηκε αιχμάλωτος καί οδηγήθηκε στόν Χουσεΐν μπέη. Ούτε εκεί λύγισε καί αφού έσπασε τά δεσμά του, άρπαξε τό μαχαίρι από τή ζώνη ενός
789
Οθωμανού, σκότωσε άλλους δύο γιά νά βρεί ηρωϊκό θάνατο κατατρυπημένος από τά κτυπήματα τών μαχαιριών τών υπόλοιπων Τούρκων. Ο Μάρκος Μαλλιαράκης, γνωστός καί σάν Διακομάρκος, ήταν από τούς πρώτους καραβοκύρηδες πού εξόπλισε τό μπριγαντίνι του "Λεωνίδας", γιά νά σηκώσει τό λάβαρο τής επανάστασης στήν Κάσο τόν Απρίλιο τού 1821. Τόν Ιούνιο τού 1821, είχε βοηθήσει μέ δικά του εφόδια καί έξοδα τούς Κρητικούς, ενώ στίς 28 Ιουλίου είχε ενωθεί μέ τόν ελληνικό στόλο καί είχε επιτεθεί στόν εχθρό πού έπλεε κοντά στήν Κώ. Τό 1823 διορίστηκε έπαρχος καί οργάνωσε αποτελεσματικά τή διοίκηση καί τήν άμυνα τού νησιού. Αντιπροσώπευσε τήν Κάσο στή Β' Εθνοσυνέλευση τού 'Αστρους Κυνουρίας, τό 1823. http://www.agiasofia.com/epanastasis/ottoman_massacres.jpg ΎΎστερα από τίς σφαγές, η Κάσος τών 5000 κατοίκων ερήμωσε. Τό νησί γέμισε από τά κουφάρια τών ανθρώπων πού κάποτε τό κατοικούσαν καί τού έδιναν ζωή. Οι όμορφες γυναίκες μέ τά παιδιά τους γλύτωσαν τή ζωή τους, αφού οι Τουρκοαιγύπτιοι τίς μετέφεραν γιά νά τίς πουλήσουν στά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξανδρείας. Ο Γιβραλτάρ, όμως πού ήθελε πληρώματα γιά τά πλοία του, υποσχέθηκε στούς επιζήσαντες άνδρες ότι θά τούς ελευθέρωνε τίς οικογένειες εάν αυτοί επάνδρωναν τά πλοία του. Δυστυχώς, πολλοί ήταν εκείνοι πού τόν πίστεψαν καί μπήκαν στήν υπηρεσία τού Αιγύπτιου ναυάρχου, χωρίς φυσικά νά δούν ποτέ τά αγαπημένα τους πρόσωπα, πού ήδη είχαν πουληθεί καί διασκορπιστεί στίς εσχατιές τών μουσουλμανικών χωρών. Ο Γιβραλτάρ, όταν μετά από λίγο καιρό συνάντησε τό Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, τού είπε κομπάζοντας: "Η Κάσος σβήστηκε από τό χάρτη. Δέν αφήσαμε ούτε ρουθούνι ζωντανό..." Ο Γάλλος, προφανώς εκνευρισμένος μέ τήν αλλαζονεία τού μουσουλμάνου, τού απάντησε: "Αγαπητέ μου, δέν έκανες τίποτα σπουδαίο. Οι ΈΈλληνες θά επανέλθουν καί θά αναγεννηθούν από τίς στάχτες τους, όπως ο μυθικός Φοίνιξ τής ελληνικής μυθολογίας." Ο ελληνικός στόλος κινητοποιήθηκε όταν ήταν πλέον πολύ αργά. Στίς 20 Ιουνίου η μοίρα τής ΎΎδρας υπό τόν Γεώργιο Σαχτούρη, ενώθηκε στά ανοιχτά τής Σαντορίνης μέ τήν μοίρα τών Σπετσών πού είχε αρχηγό τόν Κωνσταντίνο Μπουκουβάλα καί ενωμένες οι δύο μοίρες έφθασαν στήν Κάσο τήν επομένη. Ο Σαχτούρης συνάντησε ελάχιστους ανθρώπους καί στό χωριό τής Αγίας Μαρίνας δέν βρήκε ούτε ένα σπίτι όρθιο. ΌΌλα ήταν γκρεμισμένα καί καμένα. Οι ελάχιστοι διασωθέντες, μόλις είδαν τούς ναύτες, άρχισαν μέ κλάματα καί θρήνους νά τούς εξιστορούν τά συμβάντα. Ο στόλος απέπλευσε από τήν Κάσο, τήν ίδια ώρα πού παιζόταν ένα ακόμα δράμα στά Ψαρά καί δέν θά προλάβαινε ούτε εκεί νά δώσει τήν βοήθειά του.
790
Καταστροφή τών Ψαρών (21 Ιουνίου 1824) Η δράση τών ψαριανών πολεμικών πλοίων καί οι αμέτρητες πειρατικές ενέργειες κατά τών Τούρκων τής Ιωνίας, τής Θράκης καί τής Μακεδονίας προκάλεσαν τήν οργή καί τή μήνι τών Οθωμανών υπηκόων εναντίον τών Ψαριανών πειρατών. Εστάλησαν πρός τήν Υψηλή Πύλη δεκάδες επιστολές γεμάτες διαμαρτυρίες καί παράπονα γιά τίς καταστροφές πού υπέφερε τό δοβλετι τού σεβαστού πατισάχ. Ο σουλτάνος, θυμωμένος γιά τίς ταπεινώσεις πού τού προξενούσαν οι αχάριστοι Ρούμ, μόλις είδε στόν χάρτη τό μικροσκοπικό σχήμα τού νησιού, απλά τό έξυσε μέ τό νύχι του, δίνοντας έτσι μέ αυτό τόν τρόπο τή διαταγή γιά τήν πλήρη καταστροφή του. Από τόν Ιανουάριο τού 1824 οι πρόκριτοι τών Ψαρών είχαν πληροφορίες από Ρωμιούς πού διέμεναν στήν Κωνσταντινούπολη καί τή Σμύρνη γιά επικείμενη κάθοδο τού τουρκικού στόλου, ο οποίος θά ένωνε τή δύναμή του μέ πολεμικά πλοία από τήν Αλγερία καί τήν Τυνησία καί εν συνεχεία θά έπλεε από κοινού μέ τούς βορειοαφρικανούς στό Αιγαίο Πέλαγος γιά νά καταστρέψει τή Σάμο, τά Ψαρά, τίς Σπέτσες καί τήν ΎΎδρα. ΉΉταν η σειρά τών Ψαριανών νά στείλουν δεκάδες επιστολές πρός τό Βουλευτικό καί τό Εκτελεστικό, γιά νά ειδοποιήσουν τούς ΈΈλληνες παραστάτες γιά τήν ετοιμασία τού τουρκικού στόλου καί νά τούς ικετεύσουν νά πάρουν μέτρα ώστε νά αντιμετωπίσουν τόν άμεσο κίνδυνο πού απειλούσε τά τέσσερα νησιά καί όχι μόνο. Προβλέποντας οι Ψαριανοί τήν βέβαιη τουρκική επίθεση, φρόντισαν νά μεταφέρουν στό νησί τους, τούς Μακεδόνες ενόπλους πού είχαν απομείνει από τό σώμα τού Καρατάσσου στή Σκόπελο καί στή Σκιάθο. «Από τών πρώτων ημερών τού Ιανουαρίου τού 1824 υπήρχον πληροφορίαι ότι οι Τούρκοι θά επεχείρουν κατά θάλασσαν εκστρατείαν μεγαλυτέραν τών προηγουμένων. Οι Ψαριανοί είχον πληροφορηθεί ότι η νήσος των θά απετέλει ιδιαιτέρως τόν στόχον τού τουρκικού στόλου καί είχον ειδοποιήσει σχετικώς τήν κυβέρνησιν. Τήν 23ην Μαρτίου 1824 επιστολή ΈΈλληνος εκ Σμύρνης πρός τούς προκρίτους τής ΎΎδρας παρείχε λεπτομερείς πληροφορίας περί τών συγκεντρουμένων δυνάμεων καί τής παρασκευαζομένης εκστρατείας. "Τό αίτιον τού παρόντος μου είναι νά σάς ειδοποιήσω, αδελφοί μου φιλογενείς, ότι σήμερον έφθασεν ο κουριέρης (αγγελιοφόρος) από Κωνσταντινούπολιν καί μάς γράφουν τάς μεγάλας δυνάμεις καί τάς ετοιμασίας, οπού εκστρατεύει ο σουλτάνος πρός τό μέρος τής Ελλάδος διά ξηράς καί θαλάσσης. Ο στόλος του είναι από κομμάτια 58, από τριπόντες έως μπρίκια. Είναι οι τριπόντες 2, ντιλίνια 8, βάζει όμως καί 60 ορτάδες (λόχους) γιανιτσάρων μέσα, προσέτι έπεμψε
791
καί εις όλην τήν επικράτειαν προσταγές, ήτοι φιρμάνια αφοριστικά διά νά τρέξουν όσοι πιστοί Ανατολή καί Ρούμελη. Προσέτι προστάζει όλην του τήν δύναμιν καί τούς δίδει τήν άδειαν νά κτυπήσουν, νά αφανίσουν, νά σκλαβώσουν όλον τό μέρος τής Ελλάδος καί τά νησιά - Ψαρά πρώτον, Σάμον, Τήνο, ΎΎδρα, Σπέτσες καί Κάσον. Από επτά χρονών καί πάνω σκλάβον δέν θέλει, μόνο σπαθί...". Τήν 16ην Μαΐου 1824 ελήφθη πληροφορία εις Ψαρά ότι ο τουρκικός στόλος ήτο πλέον έτοιμος νά αποπλεύση διά νά κτυπήση τά Ψαρά. Οι Ψαριανοί απηυθύνθησαν πρός τήν κυβέρνησιν, ζητούντες νά ληφθούν επειγόντως μέτρα πρός αντιμετώπισιν τού κινδύνου, αλλά τό εκτελεστικόν επέδειξε τήν συνήθη του αδιαφορίαν. Δέον νά σημειωθή ότι μεταξύ τών τριών νήσων είχεν εκδηλωθή αντιμαχία, οι δέ Σπετσιώται καί Ψαριανοί εδυσπίστουν πρός τήν ΎΎδραν, τήν οποίαν κατηγόρουν ότι εφρόντιζε μόνον περί αυτής, ενδιαφερομένη διά τήν είσπραξιν τών εσόδων τού Αιγαίου πρός τόν σκοπόν όπως διαθέτη τά χρήματα μόνον πρός ενίσχυσιν τού στόλου της. ΌΌταν ο τουρκικός στόλος εξήλθε τών Στενών, η Βουλή τών Ψαρών απέστειλε, τήν 12ην Ιουνίου 1824, επιστολήν πρός τούς παραστάτας τής νήσου εις τό βουλευτικόν μέ έγγραφον πρός τήν διοίκησιν, διά τής οποίας εζητείτο νά εκπλεύση ο στόλος πρός αντιμετώπισιν τού κινδύνου. Εις τήν έκκλησιν ταύτην η κυβέρνησις απήντησε δι' εγγράφου υπό ημερομηνίαν 17 Ιουνίου, υπογραφομένου υπό τών Γεωργίου Κουντουριώτου, Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννου Κωλέττη, Αναγνώστη Σπηλιωτάκη εις τό οποίον ανεφέροντο μεταξύ άλλων καί τά εξής: "Σείς ενώ περιμένετε περίστασιν, καί αύθις τούς εχθρούς νά τρομάξετε, ηξεύρετε ότι καί όλοι οι λοιποί ΈΈλληνες στέκονται προσεκτικοί νά χειροκροτήσωσι τόν ελληνικόν στόλον. Χθές έλαβεν η διοίκησις τήν χαροποιόν αγγελίαν ότι εξέπλευσαν τά υδραιοσπετσιώτικα πλοία, καί ελπίζει μέχρι τούδε νά έφθασαν αυτόθι (εκεί) καί συνεννοηθήτε καθ' όλα." Είναι όμως γνωστόν ότι οι στόλοι τής ΎΎδρας καί τών Σπετσών ανεχώρησαν διά Κάσον καί όχι διά Ψαρά, ο δέ Νικόδημος ορθώς παρατηρεί εις τό "Υπόμνημά" του ότι ψευδώς τό εκτελεστικόν ανήγγειλεν εις τούς Ψαριανούς περί τής αφίξεως τού ελληνικού στόλου τήν 17ην Ιουνίου 1824, διότι καί τήν ημερομηνίαν τής αναχωρήσεως καί τόν προορισμόν του εγνώριζε.» Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, 1971 Η ελληνική κυβέρνηση έδειξε εγκληματική αμέλεια στίς αμέτρητες εκκλήσεις τών Ψαριανών. Ο Κωλέττης καί οι αδελφοί Κουντουριώτη απαντούσαν αόριστα μέ υποσχέσεις, εκθειάζοντας απλώς τή γενναιότητα τών Ψαριανών. Οι πολιτικοί τής εποχής, από τή μία δήλωναν ότι δέν
792
υπήρχαν χρήματα γιά νά κινηθεί ο στόλος καί από τήν άλλη κινητοποιούσαν όλες τίς διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις τους γιά νά εξοντώσουν τούς εγχώριους αντιπάλους τους. Ο Καραϊσκάκης καί ο Μακρυγιάννης αργότερα θά καταλάβαιναν τό λάθος τους νά τρέξουν νά πολεμήσουν εναντίον τού Κολοκοτρώνη, γιά νά ικανοποιήσουν τή ματαιοδοξία καί τή δίψα γιά εξουσία τών καλαμαράδων καί τών Υδραίων καραβοκύρηδων. Τό Εκτελεστικό, αντί γιά βοήθεια στούς Ψαριανούς, τούς έστειλε μία επιστολή μέ τήν οποία ψευδώς τούς πληροφορούσε ότι ο ελληνικός στόλος έσπευδε πρός βοήθειά τους. Τήν ψεύτικη αυτή επιστολή πού υπέγραψαν οι Κωλέττης, Κουντουριώτης, Μπότασης καί Σπηλιωτάκης μάς τήν παραθέτει ο Κωνσταντίνος Νικόδημος (1796-1877), στήν ιστορία του γιά τά Ψαρά. Στήν επιστολή αυτή, η τότε κυβέρνηση δήλωνε ότι ο ελληνικός στόλος ξεκινούσε γιά τά Ψαρά, ενώ ήταν η ίδια η κυβέρνηση πού τού είχε δώσει διαταγή νά πλεύσει πρός τήν Κάσο, σέ αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση! Μάταια οι Ψαριανοί παραστάτες Νικόλαος Βελισσάριος, Γεώργιος Καλαφάτης, Απόστολος Νικολάου καί Νικόλαος Λουμάκης επιχειρούσαν νά πείσουν τό Εκτελεστικό νά μή στείλει τό στόλο στήν ήδη κατεστραμμένη Κάσο, αλλά αντιθέτως θά έπρεπε νά τόν κατευθύνει βορείως πρός τά Ψαρά πού βρίσκονταν υπό άμεση απειλή. «Οι παραστάται τών Ψαρών λαβόντες τά γράμματα τής Βουλής των τά ενεχείρησαν εις τήν Διοίκησιν. Καταχωρώ τό πρός τούς παραστάτας έγγραφον τής Βουλής τών Ψαρών. "Ημέτεροι Παραστάται! Σπεύδομεν αύθις νά σάς περικλείσομεν επιστολήν μας πρός τήν υπερτάτην Διοίκησιν, πληροφορητικήν τών κινημάτων καί σκοπών τού εχθρικού στόλου από 70 πλοία μικρά καί μεγάλα, ός τις ευρίσκεται ήδη εις Μυτιλήνην, εξ ών 17 μεγάλα είναι εις τήν επιφάνειαν κατά τό Σίγρι. ΈΈχει εμβαρκάτους έως 15.000 στρατόν, κηρύττει ότι θέλει κτυπήσει ή τήν Σάμον, ή τήν νήσον μας καί σήμερα ή αύριον τόν περιμένομεν... Τή 12η Ιουνίου 1824 - Η Βουλή τής νήσου Ψαρών." Εκ τών αποφασισθέντων πρός έκπλευσιν πλοίων, πεντήκοντα ενός τόν αριθμόν καί δεκατεσσάρων ηφαιστείων, εξέπλευσαν μέρος μετά παρέλευσιν πεντήκοντα πέντε ημερών (Υδραίων καί Σπετσιωτών), αλλά διά πού; διά τά κινδυνεύοντα Ψαρά; όχι. Διά τήν καταστραφείσα Κάσσον. Οι δέ πρόκριτοι τών Σπετσών αναγγέλουσι τήν έκπλευσιν των πρός τήν Διοίκησιν διά τής επομένης αναφοράς. "Πρός τό Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα. Ειδοποιούμεν τήν Σεβαστήν Διοίκησιν ότι όλος ο ημέτερος στόλος αναχωρεί ήδη εντεύθεν, καί κατ' ευθείαν πρός Κάσσον διευθύνει τάς πρώρας. Ευχόμεθα τοιγαρούν (επομένως) πρός Θεόν, νά επιβραβεύση εις
793
αυτόν ουρανόθεν τήν νίκην, πρός δόξαν τού ονόματός του, καί ευλόγησιν τού λαού του. Εκ Σπετσών, τήν 16ην Ιουνίου 1824 - Οι πρόκριτοι τής νήσου Σπετσών." Τό δέ Εκτελεστικόν πέμπει τήν εξής διαταγήν. "Προσωρινή Διοίκησις Ελλάδος Τό Εκτελεστικόν Σώμα, πρός τούς κυρίους προκρίτους τής νήσου Σπετσών. Ελήφθη η χθεσινή επιστολή σας ειδοποιούσα τήν έκπλευσιν καί διεύθυνσιν πρός τήν νήσον Κάσσον τών πλοίων σας. Η Διοίκησις επήνεσε τόν πατριωτισμόν καί τόν ζήλον όπου βασιλεύει εις τάς ευαισθήτους καρδίας σας καί χαίρει κατά πολλά διά τήν προθυμίαν, ήν έχετε διά τήν καταστροφήν τών εχθρών τής πατρίδος, καί εύχεται διά νά επιστρέψουν εστεμμένα μέ τά νικητήρια. Εν Ναυπλίω, τήν 17ην Ιουνίου 1824 - Ο πρόεδρος" Επί δέ τής αναφοράς τής Βουλής τών Ψαρών τής 12ης Ιουνίου, πέμπει τήν εξής διαταγήν. "Προσωρινή Διοίκησις Ελλάδος Τό Εκτελεστικόν Σώμα, πρός τούς ευγενεστάτους προκρίτους τής νήσου Ψαρών. Ελήφθη η αναφορά σας από τάς 12 τού τρέχοντος καί εξ αυτής βεβαιούται η Διοίκησις όσην πεποίθησιν πατριωτισμού, καρτερίας καί γενναιότητος συνέλαβε διά τούς ανδρείους Ψαριανούς, καί όσην ελπίδα ελληνικής προόδου καί καταδιωγμού εχθρικού έχει από τούς απτοήτους σας προμάχους ναύτας. Χθές έλαβεν η Διοίκησις τήν χαροποιάν αγγελίαν ότι εξέπλευσαν τά υδραιοσπετσιώτικα πλοία, καί ελπίζει μέχρι τούδε νά έφθασαν αυτόθι (ακριβώς εκεί) καί συνεννοηθήτε καθ' όλα. Εκπλεύσετε λοιπόν κύριοι καί τά υμέτερα (δικά σας) πλοία, οδηγηθήτε από τάς περιστάσεις καί τά εχθρικά κινήματα καί συμφώνως πράξατε ό,τι περιμένει πάλιν τό ενεστώς νά ιδή από τάς τρείς ναυτικάς νήσους. Τή 17η Ιουνίου 1824, εν Ναυπλίω Ο πρόεδρος Γεώργιος Κουντουριώτης, Παναγιώτης Μπότασης, Ιωάννης Κωλέττης, Αναγνώστης Σπηλιωτάκης." Τέλος πάντων εστάλη εις τούς Ψαριανούς διαταγή, ουχί ειλικρινής, ίνα εκπλεύσωσι τά πλοία των, αλλά πρός τίνα πλεόν σκοπόν; ήτο πλέον αργά. Αι ανωτέρω διαταγαί πρός τούς προκρίτους Σπετσών καί Ψαρών φέρουσι τήν αυτήν χρονολογίαν. ΏΏστε εγράφησαν τήν αυτήν ημέραν, εκ δέ τού αύξοντος αριθμού δηλούται ότι εγράφησαν καί τήν αυτήν ώραν. Ο δέ σκοπός των είναι ανεξήγητος καί τά γραφόμενα ακατάληπτα, διότι εις μέ τούς προκρίτους Σπετσών λέγει "χαίρω διά τήν έκπλευσιν τών πλοίων εις Κάσσον", εις δέ τούς Ψαριανούς κρύπτει τήν αποστολήν εις Κάσσον καί τούς λέγει ότι τά υδραιοσπετσιώτικα εξέπλευσαν καί ελπίζει νά έφθασαν αυτόθι (εις Ψαρά)...»
794
Υπόμνημα τής νήσου Ψαρών - Κωνσταντίνος Νικόδημος (4) Αντίθετα από τούς ΈΈλληνες, ο σουλτάνος κινήθηκε αποφασιστικά καί γρήγορα. Ανέθεσε εκ νέου στό ναύαρχο Χοσρέφ πασά τήν οργάνωση τού στόλου του καί ο τελευταίος στά μέσα Απριλίου τού 1824 εξήλθε από τόν Ελλήσποντο καί έπλευσε πρός τή Λέσβο. Τήν αρμάδα του τήν αποτελούσαν δύο ντελίνια τών 74 κανονιών, πέντε φρεγάτες, καί δεκάδες κορβέτες, μπρίκια, σκούνες μαζί μέ φορτηγά τά οποία θά παραλάμβαναν φανατισμένα ασιατικά στρατεύματα από τίς μικρασιατικές ακτές. Ο Μαχμούτ είχε φροντίσει μέ φετβά νά καλέσει τούς πιστούς σέ ιερό πόλεμο κατά τών απίστων μέ αποτέλεσμα νά συγκεντρωθούν στά παράλια τής Μικράς Ασίας χιλιάδες άτακτοι στρατιώτες οι οποίοι περίμεναν τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν στίς εστίες τής ελληνικής επανάστασης. Ο Χοσρέφ φρόντισε επίσης νά παραλάβει Αλβανούς στρατιώτες από τήν Θεσσαλονίκη, μέ αποτέλεσμα νά έχει στή διάθεσή του μία αξιόλογη αποβατική δύναμη. Τό μεγαλύτερο μέρος τού στόλου του περιπολούσε ανοιχτά στό Σίγρι τής Λέσβου, γιά τυχόν επίθεση από τόν ελληνικό στόλο, η οποία όμως δέν θά γινόταν ποτέ. Τά Ψαρά ήταν πλέον στό έλεος τών γενιτσάρων καί τών ατάκτων μουσουλμανικών στιφών τής Ανατολής. Τήν ημέρα πού ο ελληνικός στόλος ξεκινούσε από τίς Σπέτσες καί τήν ΎΎδρα μέ κατεύθυνση τήν Κάσο, φάνηκε ο τουρκικός στόλος έξω από τά Ψαρά. Μόνο η εμφάνιση τού ελληνικού στόλου, θά ήταν δυνατή νά τρέψει τόν άτολμο Τούρκο ναύαρχο σέ φυγή. Οι Ψαριανοί όμως θά αντιμετώπιζαν ολομόναχοι τόν εχθρό, μέ εξαίρεση μερικούς Μακεδόνες καί Αρβανίτες οπλαρχηγούς, οι οποίοι μάλιστα τούς εξανάγκασαν νά χαλάσουν τά πηδάλια τών πλοίων τους γιά νά μήν τούς εγκαταλείψουν, σέ περίπτωση ήττας από τόν τουρκικό στρατό. Η ολέθρια αυτή απόφαση θά στοίχιζε αργότερα τή ζωή σέ χιλιάδες αμάχους. «Στίς τέσσερις τό πρωΐ, ημέρα Παρασκευή 20 τού Ιούνη 1824, άρχισε νά ξεμπουκάρει από τό Σίγρι, η αρμάδα. Φύσαγε μαϊστράλι. Σέ λίγο, όταν σκόρπισε τό αυγινό πούσι, οι βιγλάτορες από τόν Τηλέγραφο τήν ξεδιακρίνουν νά έρχεται ολόϊσια γιά τό νησί τους. Δίνουν αμέσως τό σινιάλο καί σέ λίγο οι Ψαριανοί βρίσκονται στό πόδι κι ο καθένας τρέχει στό πόστο πού είχε ταχθεί. Γέμισε η θάλασσα καράβια, ίσαμε 235 μεγάλα καί μικρά πλεούμενα. Πολλά από τά φορτηγά, τά γεμάτα στρατό, ήταν ευρωπαϊκά καί γιά τούτο αρμένιζαν δίχως παντιέρα. ΈΈτσι στέκονταν εν τάξει μέ τήν ουδετερότητα πού είχαν προκηρύξει οι κυβερνήσεις τους. Σ' αυτά βρίσκονταν στοιβαγμένοι πάνω από 15.000 πολεμιστές. Μά κι από τούς πιλότους οι περισσότεροι Ευρωπαίοι. Τούς προμήθεψαν στούς Τούρκους
795
οι Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι τής Σμύρνης), πού μέ κάθε τρόπο γύρευαν νά λείψει τούτη η σφηκοφωλιά πού έβλαφτε τό εμπόριό τους. Προστάζει ο Χοσρέφ ν' αρχίσει η απόβαση. Φελούκες, σαλούπες, σκαμπαβίες, λαντσόνια γεμάτα ασκέρι, αθώρητα μέσα στή θολούρα τής μάχης φτάνουν στήν ξηρά. Μπήγοντας οι Τούρκοι τίς πολεμικές τους κραυγές ορμάνε νά πατήσουν τά ταμπούρια τών Ψαριανών. Θερίζονται όμως από τή φωτιά τών δικών μας, πισωδρομάνε, ξαναμπαίνουν στά πλεούμενά τους καί φεύγουν. Λυσσομανάει ο Χοσρέφ. Στέλνει καινούργιο ασκέρι μέ τήν προσταγή στά πληρώματα μόλις τούς βγάλουν στήν ξηρά ν' αποτραβηχτούν, έτσι πού νά μήν τούς απομένει τίποτ' άλλο παρά είτε νά νικήσουν είτε νά χαθούν. Προσπάθησαν, πολέμησαν καί χάθηκαν. Μόλις θαμποχάραξε η άλλη μέρα (Σάββατο, 21 Ιουνίου 1824) τά κανόνια τής αρμάδας αρχίζουν νά κτυπάνε τίς ντάπιες (προμαχώνες) τού Κάναλου. Σύγκαιρα ώς εκατό σαλούπες καί λαντσόνια ξαναρίχνουν καινούργια στρατεύματα στήν ξηρά. Κι όπως λογαριάζουν πώς τά πρώτα κύματα τής νέας επίθεσης τους θά τσακίζονταν, είχαν δεμένες τίς σαλούπες μέ σκοινιά από τά καράβια τους, νά τίς τραβάνε πίσω, νά τίς ξανακαργάρουν πολεμιστές καί νά τίς ξαναστέλνουν στή στεριά. Τέσσερις ώρες κράταγε ο πεισματικός αυτός πόλεμος δίχως κανένα κέρδος τών Τούρκων. Βλέποντας ο Χοσρέφ, τά ρετζάλια (αξιωματικοί) του καί οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί πού είχε συμβουλάτορές του πώς τόσο αίμα χύσανε νά ξεφωλιάσουν από τά ταμπούρια τού Κάναλου τούς δικούς μας δίχως τίποτα νά πετύχουν, προστάζουν, τά ευρωπαϊκά φορτηγά νά βγούνε από τήν παράταξη καί νά τραβήξουνε αλλού. Πίσω από τά σύννεφα καπνού, πού τά έκανε αθώρητα στούς Ψαριανούς, προχωράνε κατά τή βορειοανατολική άκρη τού νησιού, συνοδευόμενα από πολλές φρεγάδες. Αφού πέρασαν τόν κάβο Μαρκάρη, τράβηξαν στήν ανατολική αγκαλιά του, σέ μιά μικρή αμμουδιά πού τό μάκρος της δέν ξεπερνά τίς εκατό δρασκελιές καί τό φάρδος της τίς σαράντα. Ερινό λέγανε οι Ψαριανοί τούτον τόν ορμίσκο πού στάθηκε μοιραίος γι' αυτούς. Μπροστά στήν ξακουστή αυτή γή καί τήν παράδοξη σιωπή οι Οθωμανοί κοντοστέκονται. Οι Τουρκαρβανίτες αρνιούνται νά πηδήξουν πρώτοι στ' ακρογιάλι. Οι ρέμπελοι καί οι μιλίτσια πέφτουνε σ' αμάχη. Κάμποσοι τέλος εθελοντές, συνεπαρμένοι από τόν ενθουσιασμό τους, ρίχνονται στό γιαλό. Οι Αρβανίτες τούς ακολουθάνε. Πατάνε τή μικρή αμμουδιά στόν Ερινό κι αρχίζουν νά σκαρφαλώνουν στήν απότομη πλαγιά. Φτάνουν σέ στενό μονοπάτι, όπου κάποιος μοναχικός ΈΈλληνας, βιγλάτορας εκεί, τούς σταματά. Καθώς οι Τούρκοι δέν μπόραγαν μ' άλλο τρόπο ν' ανεβούν παρά ο ένας πίσω από τόν άλλον, σκοτώνει ίσαμε έντεκα. Τρομαγμένος όμως από τό πλήθος τών εχθρών πού μεγάλωνε αδιάκοπα, γυρεύει νά φύγει. Τόν κυνηγάνε καί τόν ξεκάνουν. Ξεμπουκάρουν τότε
796
πάνω στήν κορυφή τού κάβου, ορμάνε καί φτάνουν στήν ντάπια μέ τά τρία κανόνια πού κουλάντριζαν ως τριάντα Ψαριανοί πού ξαφνιάζονται, πισωδρομάνε, λιώνουν. Οι Τούρκοι, συνεπαρμένοι από τήν επιτυχία τους, χύνονται πάνω στούς Λιάπηδες (Αρβανίτες), πού μ' αρχηγό τους τόν Κότα ήταν ταγμένοι νά υπερασπίσουν τήν ντάπια. Ο Κότας, μπροστά στό χρήμα πού καρτέραγε νά πάρει από τόν εχθρό, ξεχνά καί δόξα καί τιμή καί όρκους καί προστάζει τούς δικούς του νά ρίξουν τ' άρματα καί νά παραδοθούν. ΊΊσαμε δέκα χιλιάδες Τούρκοι ροβόλαγαν πιά χωρισμένοι σέ δύο κολώνες, πάνω στά Ψαρά. Η μία τράβαγε γιά τό Φτελιό καί η άλλη γιά τήν πολιτεία. Οι δικοί μας στό Φτελιό αντισκόβουν τήν πρώτη ορμή τους καί τούς αναγκάζουν νά πισωδρομήσουν. Μπαίνουν οι μπαϊραχτάρηδές τους μπροστά καί ρίχνονται σέ νέο γιουρούσι. Αντιβγαίνουνε μέ τόσο πλήθος οι λίγοι εκείνοι ΈΈλληνες, πού τούς αναγκάζουν νά πισωγυρίσουν γιά δεύτερη φορά. Οι ντερβισάδες (δερβίσηδες), ανεμίζοντας τ' αστραφτερά τσεκούρια τους, φανατίζουν τ' ασκέρι μέ ρητά από τό Κοράνι, προσκαλώντας το, στ' όνομα τού Μωάμεθ, νά ξεπαστρέψει τούς γκιαούρηδες. Τότε οι εχθροί, κρατώντας μέ τό ένα χέρι μία πέτρα στό κούτελο νά προφυλαχτούν, προχωράνε όσοι κι άν σωριάζονται. Σέ λίγο πολεμάνε στήθος μέ στήθος. Δουλεύει πιά μονάχα τό σπαθί καί τό γιαταγάνι. Οι δικοί μας, σπρωγμένοι από τό μπούγιο τού εχθρού, κλείνονται τέλος στό στρατώνα πού είχανε φτιάσει από καιρό κι όπου βρισκόταν καί η μπαρουταποθήκη. Οι Τούρκοι, μπήγοντας τίς νικητήριες κραυγές, χυμάνε νά τόν πάρουν μέ ρεσάλτο. Μία φλόγα αναπηδά καί τό νησί τραντάζεται. Οι κλεισμένοι τινάχτηκαν στόν αέρα μαζί μέ τούς εχθρούς.» Φωτιάδης Δημήτριος - Επανάσταση τού 1821 Οι Τούρκοι, όπως καί στήν Κάσο, πάτησαν τά Ψαρά από μία αφύλαχτη περιοχή. Υπάρχει καί η υποψία ότι ο Αρβανίτης οπλαρχηγός Κότας χρηματίστηκε καί άφησε τούς Τούρκους νά περάσουν, αλλά τό γεγονός ότι ο Κότας σκοτώθηκε πολεμώντας τόν εχθρό, δέν μπορεί νά επιβεβαιώσει τήν προδοσία του. Χιλιάδες πλέον βάρβαροι πάτησαν τό νησί τών Ψαρών καί ήταν αδύνατο νά αντιμετωπιστούν από τούς λίγους Ψαριανούς ενόπλους. Στό νησί τών 7000 κατοίκων είχαν βρεί καταφύγιο 25.000 πρόσφυγες, κυρίως γυναικόπαιδα, οι οποίοι αποτελούσαν εμπόδιο γιά τίς προσπάθειες τών πολεμιστών, οι οποίοι έπρεπε νά σκεφθούν κυρίως γιά τήν σωτηρία τών ανυπεράσπιστων αυτών όντων. Οι ομηρικές μάχες πού δίνονταν σέ κάθε γωνιά τού νησιού είχαν τό ίδιο αποτέλεσμα. Οι Ψαριανοί έπειτα από σύντομη αναμέτρηση είτε τινάζονταν στόν αέρα είτε μέ ξαφνικό γιουρούσι, όταν τούς τελείωναν τά πυρομαχικά έβρισκαν
797
ένδοξο θάνατο από τά γιαταγάνια τού εχθρού. Τά πλοία πού θά μπορούσαν νά τά χρησιμοποιήσουν γιά νά διαφύγουν ήταν αχρηστευμένα στό λιμάνι τών Ψαρών, αφού δέν είχαν τιμόνια. Ο πανικός έκανε τίς μανάδες νά τρέχουν μέ τά μωρά στά χέρια γιά νά σωθούν. Αλλά πού νά τρέξουν; Πώς νά σωθούν; Πολλές έπεφταν στή θάλασσα γιά νά γλυτώσουν τήν ατίμωση καί πνίγονταν, ενώ άλλες πήδαγαν στίς βάρκες καί ήταν τόσοι πολλοί οι απελπισμένοι πού έμπαιναν σ' αυτές, πού έκαναν τίς βάρκες νά αναποδογυρίσουν. Τό κατάφορτο από γυναικόπαιδα μπρίκι τού Δημήτρη Λενού, πού κατάφερε νά σηκώσει πανιά, βρέθηκε μετά από λίγο περικυκλωμένο από τά τούρκικα πλοία. Υπήρχαν μόνο πέντε άνδρες πάνω στό μπρίκι καί ένας από αυτούς, ο Γιάννης Κουτέπας πήρε ένα δαυλό καί φώναξε δυνατά. - "Αδέλφια, σκλαβιά ή θάνατος;" ΌΌλοι απάντησαν "Θάνατος!" καί ο ναυτικός έριξε τό δαυλό στήν μπαρουταποθήκη γιά νά βρεθεί μαζί μέ τούς συντρόφους του στά Ηλύσια Πεδία. Μερικά μόνο μπρίκια καί πυρπολικά κατάφεραν νά ξεφύγουν από τόν κλοιό τού τουρκικού στόλου καί νά τρέξουν πρός τήν σωτηρία τής ανοιχτής θάλασσας. Τίς περισσότερες αργοκίνητες βάρκες γεμάτες μέ γυναίκες καί παιδιά, οι Τούρκοι τίς συλλαμβάνανε εύκολα, σφάζανε τούς άνδρες, πετούσαν τά βρέφη στή θάλασσα καί αιχμαλωτίζαν τίς γυναίκες. Ο κυβερνήτης τής γαλλικής κορβέτας "ΊΊσις", σύμφωνα μέ τόν Graviere, μέτρησε σέ λίγα μόνο λεπτά τριάντα πτώματα γυναικών καί παιδιών. Πολλά από τά πτώματα θά έφθαναν αργότερα μέχρι τίς ακτές τής Μυκόνου καί τής Τήνου. Ο Εγγλέζος πλοίαρχος Γιόρκ ανέβηκε στή ναυαρχίδα τού Χοσρέφ γιά νά τού ζητήσει χάρη γιά κάποιον φίλο του αρχιμανδρίτη. Ο Τούρκος πασάς πού καθόταν στήν άνετη καρέκλα του καί μοίραζε φλουριά σέ όσους ακουμπούσαν μπροστά του τά κεφάλια τών γκιαούρηδων, χαμογέλασε στόν πλοίαρχο καί έδωσε εντολή σέ ένα υπηρέτη του. Αυτός έφερε μπροστά ένα κεφάλι μέ μία μεγάλη γενειάδα καί ο Τούρκος είπε στόν Εγγλέζο: "Ιδού ο φίλος σου...". Ας σημειωθεί ότι ο Χοσρέφ εθεωρείτο από τούς Οθωμανούς ως ο περισσότερο πράος καί συμβιβαστικός από τούς Οθωμανούς αξιωματούχους. Ο καπουδάν πασάς κατά τήν επιστροφή του στήν Ιστανμπούλ θά παρέδιδε στόν πατισάχ του 500 κεφάλια καί χιλιάδες μύτες καί αυτιά Χριστιανών γιά νά στολίσει μέ αυτό ο σουλτάνος τό σαράϊ του. Υπολογίζεται ότι στά Ψαρά χάθηκαν ή σκλαβώθηκαν περίπου 20.000 ψυχές. «Αγόμενος υπό τού βορείου ανέμου ο στόλος τού Χοσρέφ κατελάμβανε τό στενόν τών Αντιψάρων καί εκύκλου τήν πόλιν. Πλήθος
798
μικρών νηών (πλοίων) πανταχόθεν απεπειρώντο νά διαπλεύσωσιν, ενώ τά τουρκικά πλοία κατεπυροβόλουν ανηλεώς τούς φεύγοντας, αι λέμβοι εδίωκον αυτούς, καί οι Αρναούται (Αλβανοί) μεθύοντες εκ τού ρέοντος αίματος, επήδων από λέμβου εις λέμβον σφάζοντες πάντας τούς δυστυχείς όσων εφείσθησαν αι σφαίραι. Τά ύδατα τού λιμένος εν μικρώ εβάφησαν ερυθρά καί ο κυβερνήτης τής "ΊΊσιδος" ηρίθμησε πλέων, εν εκτάσει εκατόν είκοσι μέτρων τριάκοντα πτώματα γυναικών καί παιδίων. Τό φρούριον μόνον τού Αγίου Νικολάου ανθίστατο έτι. Ο ασθενής ούτος προμαχών αντεπυροβόλει μετ' εκπληττούσης δυνάμεως κατά τών σφαιροβολούντων αυτό φρεγατών, καί κατά τού πειρωμένουν νά καταλάβη αυτό πεζικού. Τετρακόσιοι ΈΈλληνες υπό αθλίου περιβόλου προασπιζόμενοι, ανθίσταντο κατά εξακισχιλίων καί πλέον Τούρκων. Περί τήν έκτην εσπερινήν ώραν ευρίσκοντο εις απόστασιν φωνής από τού φρουρίου καί τότε ήρξαντο μετά τών εντός αι αμοιβαίαι προκλήσεις διά μυρίων ύβρεων. Περί τήν έκτην καί ημίσειαν, φοβερά εγείρεται βοή, οι Τούρκοι πανταχόθεν κυκλώσαντες ανέρχονται τόν λόφον, τά εξωτερικά χαρακώματα περιπίπτουσιν εις χείρας των. Εκ τής "ΊΊσιδος" διακρίνουσι, παρακολουθούσι τά ελάχιστα τής μάχης επεισόδια. Οι Γάλλοι αξιωματικοί, μέ τό τηλεσκόπιον εις τήν χείρα, θεωρούσιν αδιαλείπτως τήν ελληνικήν σημαίαν. Εφ' όσον τό ιερό τούτον ράκος κυματίζει επί τού πυροβολείου, πάσα ελπίς δέν απωλέσθη ακόμη. Εις Τούρκος ορμά. Δέν είχε έτι εγγύση τόν ιστόν εφ' ού μόλις κινείται η σημαία υπό τής θνησκούσης πνοής τού ανέμου σαλευομένη, καί φοβερά έκρηξις έσεισε τό στερέωμα. Τό φρούριον, οι υπερασπίσαντες αυτό ήρωες, ο εισβαλών εις αυτό πολέμιος, τά πάντα ανετινάχθησαν εις μυρία τεμάχη. Οι Ψαριανοί ετήρησαν τόν λόγον των, ουδείς αυτών προέδωκε τόν υπέρ πατρίδος καί πίστεως αγώνα. Μόλις τό σκότος τής νυκτός ηδυνήθη νά καλύψη τάς κινήσεις αυτής, η "ΊΊσις" πλησιάζει τό βάραθρον ούτινος δεσπόζει τό καταστραφέν φρούριον. Βαθεία σιγή αποκρίνεται εις τάς κλήσεις αυτής. Δέν υπάρχουσι πλέον εκεί θύματα πρός διάσωσιν. Ουδένα ελησμόνησεν η λύσσα τών Τούρκων. Τή επαύριον πρωΐα τά εφόλκια (βάρκες) τής "ΊΊσιδος" επισκέπτονται τούς σκοπέλους τής βορείας ακτής. Οι Γάλλοι ναύται ερευνώσι μετά θρησκευτικής ακριβείας, τά άντρα, τάς χαράδρας, τάς ελαχίστας τών βράχων κοιλότητας. Νύν δέ, χάριτι Θεία, αι έρευναι αυτών δέν αποβαίνουσι μάταιαι, γυναίκες, παιδία, βαρέως τετραυματισμένοι στρατιώται κατέφυγον εις τήν από τού πεδίου μάχης μεμακρυσμένην ταύτην γωνίαν τής νήσου καί λησμονηθείσαν κατά συνέπειαν υπό τών Τούρκων. Περί τών πρώτην ώραν μετά μεσημβρίαν η γαλλική σημαία έσκεπε υπό τήν προστάτιδα αυτής σκιάν εκατόν πεντήκοντα έξ άτομα από βεβαίου θανάτου διασωθέντα. Από τής
799
καταστροφής τής Χίου, ουδέποτε τοιαύτη σφαγή είχε καθαιμάξη τό θέατρον τού πολέμου, ουδέποτε τοσούτον φοβερά συμφορά είχεν εφελκύση τήν συμπάθειαν τής Ευρώπης. ΈΈξ επτά χιλιάδων Ψαριανών, τρισχίλιοι μόνον διεσώθησαν φεύγοντες, δεκαεπτά δέ χιλιάδες προσφύγων κατεσφάγησαν ή ήχθησαν εις αιχμαλωσίαν.» Jurien de la Graviere - Ιστορία τού υπέρ ανεξαρτησίας τών Ελλήνων αγώνος κυρίως τού ναυτικού, Κωνσταντίνος Ράδος, Αθήνα 1894 Oι ελάχιστοι πλέον εναπομείναντες μαχητές άρχισαν νά τρέχουν πρός τό μέρος τής Μαύρης Ράχης ή Παλιόκαστρο. Οι Τούρκοι τούς κυνηγούσαν κατά πόδας. Ανάμεσά τους βρισκόταν καί μία μάνα μέ τά τέσσερα παιδιά της. Στήν αγκαλιά της είχε δύο μωρά καί τά άλλα δύο ήταν γατζωμένα στά φουστάνια της. Οι περισσότεροι άντρες τήν προσπέρασαν. Κάποιοι πού είχαν απομείνει τελευταίοι καί προσπάθησαν νά τήν υπερασπιστούν, έπεσαν νεκροί από τίς σπαθιές τών Τούρκων. Η μάνα, πού είχε απομείνει πλέον μόνη ανάμεσα στά τουρκικά κτήνη, άρπαξε τό μαχαίρι ενός νεκρού καί άρχισε νά σφάζει τά ίδια της τά παιδιά, γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τών μουσουλμάνων καί γίνουν γενίτσαροι. ΌΌταν έσφαξε καί τά τέσσερα παιδιά της, γύρισε τό μαχαίρι στά στήθη της καί τό έμπηξε μέ όλη της τή δύναμη..... Στό Παλιόκαστρο κατάφεραν νά συγκεντρωθούν 150 ένοπλοι άνδρες Ψαριανοί καί Αρβανίτες. Μαζί τους είχαν 1000 γυναικόπαιδα. Οι μωαμεθανοί καθ' όλη τή διάρκεια τής ημέρας επιχειρούσαν απανωτά γιουρούσια γιά νά ανέβουν τή μαντρα, ενώ τά πλοία τους κανονιοβολούσαν τίς θέσεις τών Χριστιανών. Στά ανοιχτά υπήρχαν καί γαλλικά πολεμικά, πού παρατητούσαν αμέτοχα τήν μάχη μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων. Τής βαρβαρότητας τής Ασίας καί τού πολιτισμού τής Ευρώπης. Πολεμούσαν οι Ψαριανοί γιά τήν πατρίδα τους καί οι μουσουλμάνοι γιά τήν άλωση κι άλλης χριστιανικής πόλης. Πολεμούσαν οι ΈΈλληνες γιά τήν προστασία τής πατρίδας τους καί οι Τούρκοι γιά νά τήν κατακτήσουν. Τό Ισλάμ μαχόταν τόν Σταυρό. Τό τυραννικό καί απάνθρωπο καθεστώς τού σουλτάνου πολεμούσε τήν δημοκρατική Βουλή τών Ψαρών. Πολεμούσαν αυτοί πού διψούσαν γιά αίμα καί αυτοί πού διψούσαν γιά ελευθερία καί αξιοπρέπεια. Πολεμούσαν αυτοί πού πεινούσαν γιά γυναικεία σάρκα εναντίον αυτών πού αγωνιούσαν γιά τήν τύχη τών παιδιών τους. Τελικώς η απέραντη πολυπολιτισμική καί χωρίς σύνορα Οθωμανική αυτοκρατορία θά έσβηνε από τό χάρτη μία μικρή μονοεθνική καί ελεύθερη χριστιανική οντότητα, όπως ήταν τά Ψαρά. Μέ τή σημερινή ορολογία, οι πράκτορες τών Τούρκων πού κοσμούν τήν ελληνική Βουλή μπορούν νά μιλούν χωρίς νά ντρέπονται γιά τόν συνωστισμό τών Ψαρών. ΈΈπεσε η νύκτα καί βρήκε τή μάντρα στή Μαύρη Ράχη απάτητη καί
800
τή σημαία τού Σταυρού νά κυματίζει μπαρουτοκαπνισμένη καί ξεσκισμένη πάνω στόν ιστό της. Οι αμυνόμενοι τσακισμένοι από τήν κούραση καί τή δίψα έπρεπε νά αντέξουν όχι μόνο γιά τούς εαυτούς τους αλλά καί γιά τά παιδιά καί τούς άμαχους πού είχαν υπό τήν προστασία τους. Τό καράβι, δίχως τιμόνι, τού Αναγνώστη Τζώρτζη ήταν αραγμένο κάτω από τό Παλιόκαστρο. Τή νύκτα οι άνδρες άρχισαν νά κατεβάζουν από τά βράχια τίς γυναίκες μέ τά παιδιά γιά νά επιβιβαστούν στό μπρίκι, πού θά επιχειρούσε νά διαφύγει μέσα από τόν εχθρικό κλοιό. Η Μαρία Σπανού ήταν από εκείνες πού αρνήθηκαν νά ανέβουν στό καράβι, λέγοντας: - "ΌΌχι, θά μείνω νά πεθάνω εδώ μαζί σας." Οι Τούρκοι αντιλήφθησαν τήν κίνηση κι έστειλαν σκαμπαβίες γιά νά συλλάβουν τό μπρίκι, αλλά τά κανόνια από τό Παλιόκαστρο τίς ανάγκασαν νά γυρίσουν πίσω. Πάνω στό μπρίκι ανέβηκαν οι Δημήτρης Κοτζιάς, Χατζηαντρέας Μοναρχίδης, Αλέξανδρος Μαμούνης καί Γιάννης Σίδερος. Τήν τελευταία στιγμή γύρισαν καί έβαλαν άλλους στή θέση τους. - "Θά μείνουμε νά πεθάνουμε στό βράχο μας. Τραβάτε στό καλό αδέλφια. Θά σμίξουμε πάλι στήν άλλη ζωή." Τό μπρίκι κατάφερε χωρίς τιμόνι καί μέ μόνο βοηθό του τά πανιά νά ξεγλυστρήσει πρός τή σωτηρία. Εκείνη τή νύκτα οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν στό εκκλησάκι τού 'Αη Γιάννη καί πήραν τήν απόφαση νά μήν τούς πιάσουν ζωντανούς οι Αγαρηνοί. Ανάμεσά τους ήταν ο γέρο - τυφλός Δημήτρης Βρατσάνος μέ τόν γιό του Αντώνη καί ο γενναίος Ράντος σλαβικής καταγωγής. Τό αχνό φώς τού καντηλιού φώτιζε τά χλωμά πρόσωπα πού είχαν τήν όψη τού θανάτου. Τό πρωϊνό τής Κυριακής στίς 21 Ιουνίου 1824 ο Γάλλος Γκραβιέρ από τό πολεμικό πού παρακολουθούσε μέ τό τηλεσκόπιό του έβλεπε πάνω στήν Μαύρη Ράχη νά ανεμίζει η σημαία τών Ψαρών μέ τόν κόκκινο σταυρό καί τίς λέξεις "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ". Από τά ευρωπαϊκά φορτηγά ξεκίνησαν οι λέμβοι φορτωμένες ασκέρια τής Ανατολής πού είχαν ορκιστεί μπροστά στό δερβίση τους καί στό όνομα τού Αλλάχ ότι θά καταλάβουν τή μάντρα καί θά κόψουν τά κεφάλια όλων τών Ρωμηών πού βρίσκονταν μέσα σ' αυτή. Ο Χοσρέφ γιά καλό καί γιά κακό είχε προστάξει τούς γκαλιοντζήδες (πεζοναύτες) του νά βρίσκονται στίς πλάτες τών ατάκτων καί σέ περίπτωση πού αυτοί υποχωρούσαν νά τούς ρίξουν στό ψαχνό. Οι άτακτοι στρατιώτες τού Αλλάχ μέ αλαλαγμούς όρμηξαν στή μάντρα, ενώ βροντούσαν τά κανόνια τής αρμάδας πού έστελναν πάνω στό Παλιόκαστρο τή μία βόμβα μετά τήν άλλη. Τό ένα γιουρούσι έδινε τή θέση του στό επόμενο, μά η μάντρα δέν έπεφτε. Οι πολεμίστρες
801
ξερνούσαν φωτιά καί ατσάλι. ΌΌσο κι άν έβριζαν καί απειλούσαν οι αξιωματικοί καί οι τσαούσηδες, τά άτακτα στίφη τό μόνο πού κατάφερναν ήταν νά γεμίζουν μέ τά πτώματά τους τό χώρο μπροστά στό τείχος. ΌΌποιος ανέβαινε τό τείχος γέμιζε μέ μολύβι. Η σημαία εξακολουθούσε νά κυματίζει καί ο Χοσρέφ νά λυσσάει από τό κακό του. Είχε αποτραβήξει τίς βάρκες από τήν παραλία καί είχε δηλώσει στό στρατό του ότι θά τίς έστελνε πίσω μονάχα όταν θά έπεφτε τό τείχος. Τό απόγευμα έφτασε καί ο ήλιος άρχισε νά πλαγιάζει. Οι αμυνόμενοι είχαν λιώσει από τήν κούραση καί τίς λαβωματιές. Ο ιδρώτας από τήν κούραση κολλούσε πάνω τους μαζί μέ τόν καπνό από τό μπαρούτι. Δέν άντεχαν άλλο. Οι γενίτσαροι πάτησαν τό τείχος. Τό τελευταίο ίχνος αντίστασης τών Ψαρών είχε σβήσει καί μαζί του θά χανόταν γιά πάντα η ηρωϊκότερη βραχονησίδα τού Αιγαίου. Ο Αντώνης Βρατσάνος, περιτριγυρισμένος από τά γυναικόπαιδα μέσα στήν μπαρουταποθήκη κοιτούσε τούς συντρόφους του κρατώντας αναμμένο τόν δαυλό πού θά έφερνε τή λύτρωση. - "Βάλε φωτιά Αντώνη!" Εκείνος περίμενε νά μπούν καί άλλοι εχθροί μέσα στήν αποθήκη καί έριξε τό δαυλό στό μπαρούτι. Οι Γάλλοι στήν έκθεσή τους θά έγραφαν αργότερα ότι η έκρηξη έμοιαζε μέ τήν έκρηξη ηφαιστείου. Τά καράβια κουνήθηκαν σάν νά επρόκειτο γιά σεισμό. ΌΌσες γυναίκες είχαν απομείνει ζωντανές έπεσαν από τά βράχια στή θάλασσα μέ τά παιδιά τους στήν αγκαλιά τους. Από τούς άντρες δέν επέζησε κανένας. Μέ τή θυσία τους, οι Ψαριανοί ήρωες έστειλαν τό μήνυμα ότι οι απόγονοι τού Λεωνίδα είχαν σπάσει μιά γιά πάντα τίς αλυσίδες τής σκλαβιάς. "Στών Ψαρών τήν ολόμαυρη Ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη, μελετά τά λαμπρά παλληκάρια, καί στήν κόμη στεφάνι φορεί, γινομένο από λίγα χορτάρια πούχαν μείνει στήν έρημη γή." Τρία μπορούμε νά πούμε ότι ήταν τά ολέθρια λάθη τών Ψαριανών προεστών. Τό πρώτο ήταν ότι μόλις πληροφορήθηκαν τίς ετοιμασίες τού ενωμένου μουσουλμανικού στόλου, έπρεπε νά στείλουν όλα τά γυναικόπαιδα στήν ΎΎδρα γιά προστασία καί νά απαιτήσουν τήν άμεση επιβίβαση στρατιωτικών σωμάτων, καί όχι νά ανταλλάσουν ανούσιες επιστολές μέ τούς πολιτικούς. Τό δεύτερο λάθος ήταν ότι δέν άκουσαν τήν πρόταση τού Κανάρη, ο οποίος επέμενε νά μεταφερθεί ο πόλεμος στή θάλασσα, καθώς τά ταχύτατα ψαριανά πλοία θά μπορούσαν νά ξεφεύγουν από τά δυσκίνητα
802
τουρκικά πλοία καί νά τά παρενοχλούν στήν ανοιχτή θάλασσα. Η επιτυχής φύλαξη από λίγους ενόπλους όλων τών ακτών τής νήσου ήταν αδυνατή. Καί τό τρίτο λάθος ήταν η αφαίρεση τών τιμονιών από τά πολεμικά πλοία. «Αι γυναίκες εν τή περιστάσει ταύτη προέκριναν τόν έντιμον μάλλον θάνατον, ή τήν άτιμον ζωήν, καί τούτου ένεκα, πλείσται όσαι εξ αυτών ριπτόμεναι εν τή θαλάσση επνίγοντο, άλλαι δέ εν τώ επί τού Παλαιοκάστρου φρουρίω ερχόμεναι, εγένεντο παρανάλωμα τού πυρός. Αι δέ ευειδείς καί ωραίαι παρθένοι, ορώσαι ταύτα, βαρείαν επί τής συνειδήσεως λύπην έφερον, καί θέλουσαι ίνα διατηρήσωσιν εαυτάς αμολύντους καί τήν παρθενίαν αδιάφθορον, σωρειδόν καί αυταί εν τοίς θαλασσίοις ύδασιν ερρίπτοντο καί απεπνίγοντο. Οι εις τάς βορείας θέσεις οπλαρχηγοί Αντώνιος Σαρής, Αντώνιος Κατσουλιέρης, Νικόλαος καί Ανδρέας αυτάδελφοι Μαυραγιανναίοι, όταν είδον σμήνη τούρκων ασιατικών κατ' αυτών ερχομένων είπον: "ΏΏ αδελφοί! μή δειλιάσωμεν τά ταγκαλάκια (Τούρκοι στρατιώτες από τήν Ασία), αλλ' άς ορμήσωμεν κατά τών ανάνδρων ασιατικών τούρκων. Σήμερον άς είπωμεν ότι εγεννήθημεν, σήμερον πάντες υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος άς αποθάνωμεν, καί η δεξιά τού Υψίστου θά μάς στεφανώση!" Ποιήσαντες δέ τό σημείον τού Σταυρού καί όντες περί τούς τριακοσίους σχεδόν άνδρας ώρμησαν κατ' αυτών, εκκενώσαντες τά όπλα των, έπειτα δέ ξιφουλκήσαντες συνεπλάκησαν μανιωδώς μετ' αυτών, εφόνευσαν δέ εκατοντάδας τούρκων ασιατικών, περικυκλωθέντες όμως έπειτα καί αυτοί εκ τού πλήθους απέθανον υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος ενδόξως. Μόλις βλέπων ο επί τών βαρβάρων στρατάρχης τούνομα Πανούσης (Τουρκαλβανός αρχηγός) τόν εαυτόν του κύριον τής νήσου, εντέλλεται καί αυστηρώς διατάσσει τούς ομοίους αυτώ βαρβάρους, κρατών καί αυτός ανά χείρας τήν εαυτού αιμοσταγούσαν μάχαιραν, ίνα φονεύωσι πάντα Χριστιανόν. ΌΌθεν, ως λύκοι ορυώμενοι, καί ως λυσσώδεις κύνες γαυγίζοντες, εισέρχονται εις τήν χώραν, διασκορπίζονται εις τάς οικίας, προχωρούσιν εις τόν λιμένα, φονεύουσιν, αρπάζουσι, λεηλατούσι καί αιχμαλωτίζουσι. Τότε προχωρούσιν εις τό ακρωτήριον τών μύλων, περικυκλούμενοι από ασιατικούς βαρβάρους οι ιερείς τού Υψίστου Γαβριήλ ο Ανέζης καί ο εκκλησιάρχης τού Αγίου Νικολάου Μελέτιος, φονεύουσι τινάς διά πιστολίων καί επιτέλους εκμετρούσι καί αυτοί τού ζήν διά φασγάνων (τούς μαχαίρωσαν μέ σπαθιά). Αυτόθι ο Κωνσταντίνος Κυπαρίσσης έχων οικίσκον επί τού ακρωτηρίου τού λιμένος καί κλεισθείς εν αυτώ μετά τής συζύγου του,
803
εμάχετο γενναίως καί απελπιστικώς, μέχρις ού εξηντλήθη η εν αυτώ πυρίτις καί φονεύει πολλούς τών εχθρών. Απατηθείς δέ μετά ταύτα εκ τών λόγων τού οπλαρχηγού Πανούση, τού αλβανού, παραδίδεται αυτώ, καί παραδίδει αυτόν ούτως τοίς στρατιώταις, ούτοι δέ δέσαντες αυτόν χείράς τε καί πόδας, τόν καίουσιν εις πυράν! Απέναντι δέ, κατά τά Λιμονάρια λεγόμενα, κυκλωθέν τό πλοίον τού εν μακαρία τή λήξει καπετάν Δημήτρη Λένου καί τινων εκεί παρευρεθέντων ανδρών καί πλήρες όν γυναικοπαίδων, ίνα μή αιχμαλωτισθώσιν, ανθίσταντο μετά καρτερίας ηρωϊκής καί ψυχικής γενναιότητος, καί πολεμούντες, εθαυματούργησαν υπερανθρωπίνως. Επαπειλούμενοι δέ, καί ουδαμού ευρίσκοντες άσυλον ή σμικράν τινα βοήθειαν, ευρισκόμενοι δέ καί εντός κινδύνου, προετίμησαν τόν θάνατον μάλλον, ή τήν αιχμαλωσίαν! Διό ρίψαντες πεπυρακτωμένους άνθρακας εις τήν πυριταποθήκην, κατεκάησαν άπαντες! Τήν επιούσαν, ημέραν Κυριακήν, εξέρχεται ο ναύαρχος αυτών Χοσρέφης εις τήν ξηράν, προσκαλεί τόν επί τής ξηράς στρατάρχην Πανούσην, καί διατάσσει, ίνα μετά τού στρατού του, καί μεθ' ετέρων βαρβάρων ασιανών, καταλάβη τό φρούριον τού Παλαιοκάστρου. Εν τούτοις μεσιτεύει ο κατά τύχην τότε ευρεθείς εκεί διοικητής τής βασιλογαλλικής Γαμβάρας, ίνα παραλάβη τούς εν τώ φρουρίω ΈΈλληνας, καί νά κατάσχη, ως έλεγεν, αυτό αμαχητί, αλλ' ο βάρβαρος διψών εισέτι αίματος, απορρίπτει τήν πρότασιν ταύτην, καυχώμενος δέ καί μεγαλορρημονών, διατάσσει διά κήρυκος τήν επίθεσιν. Ενισχυθέντες όθεν οι βάρβαροι εκ τών υποσχέσεων τού αλλαζώνος στρατάρχου, επιπίπτουσι λυσσωδώς κατά τού επί τού Παλαιοκάστρου φρουρίου. Οι δέ εν αυτώ, ευάριθμοι όντες, εμάχοντο ανδρείως καί καρτερικώς, τών βαρβάρων τετράκις εις φυγήν τραπέντων, ως μή δυναμένων αποκρούσαι τήν γενναίαν τών Ελλήνων αντίστασιν. Τέλος πλήθος ασεβών αλλαλαζόντων καί τών μιαρών αυτών κραυγών μέχρι τού ουρανού αναβαινόντων, εισπηδώσι δέ εντός αυτού από πολλά μέρη καί συμπλέκονται μετ' αυτών. Η εκατέρωθεν σφαγή υπήρξε φρικωδεστάτη. Ιδόντες οι ημέτεροι, ότι αι γυναίκες καί τά τέκνα ηρπάζοντο, προετίμησαν μάλλον τόν έντιμον καί ένδοξον θάνατον, ή τήν άτιμον καί άδοξον ζωήν! Διό καί άμα είδον ότι ο περίβολος τού φρουρίου ήτο πλήρης βαρβάρων, λαμβάνουσι πύρ, καί χωρίς νά φεισθώσι τής εαυτών ζωής, θέτουσι αυτό επί τής πυριταποθήκης καί πάραυτα ανατινάσσονται εις τόν αέρα καί καταφλέγονται! Ο Νάννος (Ιωάννης Τσόντζας από τή Μακεδονία) σχεδόν πεντηκοντούτης εδιωρίσθη επί τού νησιδίου Δασκαλειό, επί τού οποίου είχον δύο μεγάλα πυροβόλα, είχε πολλούς μετ' αυτού. Ελθόντος δέ τού Ορταλάμπεη μέ μίαν φρεγάδα καί πολεμούντος κατ' αυτού, μή δυνηθέντος δέ νά τούς βλάψη, επενόησεν άλλως νά τούς συλλάβη μέ απάτην. Εξήλθεν ο ίδιος μετά πολλών, καί τινος Χριστιανού, όν
804
εξαπέστειλεν εξ ονόματός του, ειπόντος αυτώ νά τοίς είπη νά παύση τό πύρ καί ορκίζεται εις τόν προφήτην του νά τοίς χαρίση τήν ζωήν, καί νά τοίς δώση καί αξιώματα. Τότε τώ είπεν ο Νάννος, ''τί ενομίσας; ότι ελεύθερος ΈΈλλην, θά προσκυνήση βαρβάρους; προτιμότερος είναι εις ημάς ο θάνατος, παρά νά κλίνωμεν τάς κεφαλάς ημών εις άστατον καί βάρβαρον δοβλέτιον'' (κράτος). Ορμησάντων δέ τινων διά νά τόν συλλάβωσιν, εξεκένωσεν όπλον κατ' αυτών καί εφόνευσε δύο. Πλησιασάντων δέ κατόπιν πολλών διά νά τόν συλλάβωσιν εξεκένωσαν αύθις τά όπλα των έκαστος τούτων. ο δέ Νάννος εξεκένωσε τότε έν πιστόλιον εις τήν πυριταποθήκην καί ούτω εγένοντο πάντες παρανάλωμα τού πυρός υπέρ πατρίδος καέντες.» Ημερούσια συμβάντα τής Αλώσεως τών Ψαρών Μάχες στήν Στερεά Ελλάδα(1824) Τό 1824 ήταν ένα έτος πού έβλαψε τήν επανάσταση. Εκείνη τή χρονιά κορυφώθηκε ο εμφύλιος πόλεμος καί οι βασικοί αρχηγοί τών όπλων Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος τέθηκαν στό περιθώριο. Ακολούθησε η καταστροφή τών Ψαρών, τό ολοκαύτωμα τής Κάσου καί η υποταγή τής Κρήτης. Οι συγκρούσεις μέ τόν εχθρό στήν ξηρά ήταν ελάχιστες καί όμως παρά τίς εσωτερικές διαμάχες, στέφθηκαν μέ επιτυχία. 'Αραγε πόσο θά μπορούσε νά είχε προχωρήσει η επανάσταση εάν δέν υπήρχε η αντιπαλότητα γιά τήν εξουσία καί εάν όλοι οι ΈΈλληνες σάν μία γροθιά αποφάσιζαν νά κινηθούν βορειότερα πρός τή Μακεδονία, εκμεταλλευόμενοι πρός όφελος τής επανάστασης τά λεφτά τού αγγλικού δανείου; Εν τώ μεταξύ, ο σουλτάνος οργάνωσε νέα εκστρατεία γιά τήν υποταγή τής Στερεάς Ελλάδος. Αφού καθαίρεσε καί εξόρισε τόν άγριο Αβδούλ Αμπούτ πασά, διόρισε Ρούμελης Βαλεσή τόν Δερβίς πασά μέ τήν εντολή νά καθυποτάξει τήν Στερεά Ελλάδα. Ο Δερβίς πασάς ήταν βαλής του Βιδινίου καί είχε καταστείλει τήν επανάσταση τού Αλέξανδρου Υψηλάντη στή Μολδοβλαχία, αλλά στήν προκειμένη περίπτωση δέν αποδείχθηκε ιδιαίτερα δραστήριος. Ο Δερβίς πασάς αντί νά συγκεντρώσει ισχυρό στράτευμα, άρχισε νά στέλνει επιστολές στούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς απαιτώντας τους νά ζητήσουν συγγνώμη καί νά δηλώσουν υποταγή. Προφανώς ο εν λόγω πασάς εισέπρατε έσοδα γιά έναν ισχυρό στρατό, τόν οποίο όμως ποτέ δέν συγκέντρωσε, όπως ήταν συνήθεια τότε στούς εκάστοτε πασάδες, ώστε μετά τό πέρας κάθε εκστρατείας νά βγαίνουν οικονομικώς κερδισμένοι από τά χρήματα πού θά έπρεπε νά είχαν δαπανήσει γιά τούς μισθούς τών
805
στρατιωτών τους. Οι σημερινοί υπουργοί δέν πρέπει λοιπόν νά κατακρίνονται αφού στηρίζουν ένα θεσμό πού προέρχεται από τούς ...πολιτικούς τους προγόνους! Παρακάτω παραθέτω τήν απάντηση τού Πανουργιά στίς προτάσεις τού Δερβίς πασά, πού καταδεικνύει τή διαφορά νοοτροπίας τού υπερήφανου καί αμόρφωτου Ρουμελιώτη Κλέφτη μέ τούς σημερινούς ΈΈλληνες πολιτικούς αρχηγούς. Η επιστολή αυτή αποτελεί μία ακόμα μαρτυρία τής απίστευτης τυραννίας πού έζησαν οι Ρωμιοί ως ραγιάδες (κτήνη), κάτω από τόν οθωμανικό ζυγό τών τεσσάρων αιώνων τής δουλείας. Οι ΈΈλληνες μόνο όταν απέκτησαν σύνορα καί μονοεθνικό κράτος μπόρεσαν νά αναπνεύσουν καθαρό αέρα! Τί αντίθεση έχουν οι μαρτυρίες τών ανθρώπων εκείνης τής εποχής, μέ αυτά πού προπαγανδίζει η ελληνική τηλεόραση μέσω τών σειρών καί τών προγραμμάτων της! Μία τηλεόραση πού μιλά γιά πολυπολιτισμό καί ανεκτικότητα ενός πολυεθνικού κράτους όπως ήταν τό οθωμανικό, τό οποίο πρέπει νά ...επιστρέψει στά Βαλκάνια! Μάς κρύβουν όμως ότι τό κράτος αυτό δημιουργήθηκε από τίς μεταναστεύσεις τών μουσουλμάνων καί τήν γενοκτονία τών γηγενών Χριστιανών! «Οι ΈΈλληνες δέν εκινήθησαν ασκέπτως, αλλ' έβαλον όλα πρό οφθαλμών καί αφού υπέμειναν εις μάτην τόσους αιώνας νά αλλάξη ύφος ο βασιλεύς σας, σκεψάμενοι καλώς, ύψωσαν τήν ακαταμάχητον σημαία τού Τιμίου Σταυρού, έλαβον τά όπλα, απετίναξαν τόν ζυγόν τής τυραννίας καί ελευθέρωσαν τήν πρό τόσων αιώνων καταθλιμμένων πατρίδα τους. Τούτο εφάνη αρεστόν καί εις άπαντα τά ευνομούμενα έθνη. Λάθος λοιπόν έχετε νά στοχάζεσθε αποστάτας τούς ΈΈλληνας, διότι αποστάται λέγονται εκείνοι, οίτινες παραλόγως εγείρουν τά όπλα εις βασιλέα καλώς διοικούντα. Ο βασιλεύς σας είχε τέσσαρας αιώνας καιρόν νά αλλάξη διαγωγήν ως είπον, αλλά ελάνθασε καί τώρα είναι πλέον αργά. Οι ΈΈλληνες ως τόσον εσύστησαν νόμιμον διοίκησιν καί χαίρονται ζώντες ελεύθεροι υπό τήν υπεράσπισιν αυτής καί αναπνέοντες καθαρόν αέρα, όθεν καί ποσώς στοχάζονται τά προβλήματα τού βασιλέως σας, αλλά τούς φαίνονται τόσα παραμύθια καί διασκεδάσεις. Διό καί αδύνατον νά δεχθούν εκ νέου τό όνομα ραγιάς ή νά ζητήσουν συγχώρησιν, επειδή ούτε έκαμαν κανένα σφάλμα.» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 4 Η έλλειψη δραστηριότητας εκ μέρους τού Δερβίς πασά είχε σάν αποτέλεσμα νά συγκεντρωθούν λίγα στρατεύματα καί αυτά τόν Ιούνιο τού 1824.
806
Ο Δερβίς πασάς στρατοπέδευσε στό Λιανοκλάδι Φθιώτιδος καί από εκεί έστειλε διαταγές στούς Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη καί Αμπάζ πασά νά εισβάλουν στά Σάλωνα. Αντίστοιχα διέταξε τόν Ομέρ τής Καρύστου νά εκστρατεύσει κατά τών Αθηνών καί τόν Ομέρ Βρυώνη τών Ιωαννίνων νά εισβάλλει στήν Αιτωλοακαρνανία. Τόπος συνάντησης όλων τών στρατευμάτων ορίστηκε η Ναύπακτος. Ο Νάκος Πανουργιάς όταν αντιλήφθηκε ότι τουρκικές δυνάμεις θά ξεκινούσαν από τή Γραβιά μέ προορισμό τά Σάλωνα ('Αμφισσα), οχύρωσε μέ δέκα προμαχώνες τή θέση 'Αμπλιανη, μία ώρα έξω από τή Γραβιά κοντά στήν Βάργιανη καί περίμενε τόν εχθρό. Πράγματι, τή νύκτα τής 14ης Ιουλίου 1824, ο εχθρός ξεκίνησε από τή Γραβιά καί τή θέση "τού Σανδάλη τό μνήμα", μέ αρχηγούς τούς Γιουσούφ Πασά Περκόφτζαλη, Μεχμέντ Αμπάζ Πασά Ντίμπρα, τόν μπίμπαση (χιλίαρχο) Μπράχο Πρεβίστα, καί τόν Σουλεϊμάν Μπέη Ζίχνα, οι οποίοι οδηγούσαν 10.000 μουσουλμάνους από τήν Αλβανία, τήν Μικρά Ασία, τή Μακεδονία καί τή Θράκη. Στή θέση 'Αμπλιανη τά έλατα πού είχαν κόψει οι ΈΈλληνες ανάγκασαν τούς Τουρκαλβανούς νά σταματήσουν. Ξαφνικά άρχισαν νά δέχονται βροχή τίς σφαίρες μέσα από τό πυκνό ελατόδασος. Ο αιφνιδιασμός ήταν άμεσος καί οι στρατιώτες τού Αλλάχ σκόρπισαν. Οι άνδρες τού Πανουργιά θέριζαν τούς εχθρούς ενώ είχαν προσέλθει σέ βοήθειά τους οι ατρόμητοι Σουλιώτες τών Γεωργίου Δράκου, Διαμάντη Ζέρβα, Κίτσου Τζαβέλα, Λάμπρου Ζάρμπα, Γιώτη Δαγκλή, Γιαννούση Πανομάρα, Γεωργίου Ζίκου Τζαβέλα, Χριστόφορου Περραιβού, οι Κορίνθιοι τού Παναγιωτάκη Νοταρά, οι Ρουμελιώτες τού Βασίλη Μπούσγου καί τού Γεωργίου Χαλμούκη καί οι Αιγιώτες τού Ανδρέα Λόντου. «Ο Ισούφ πασάς Μπερκόφτσαλης καί Αμπάζ πασάς Δίμπρας μέ 14.000 πεζικόν καί ιππικόν εστρατοπέδευσαν εις τό Χάνι τής Γραβιάς. Τό στράτευμα τούτο εσύγκειτο από 4.000 Τουρκαλβανούς, 5.000 Μακεδονοθράκας καί επίλοιπους Ασιανούς, μία τοιαύτη δύναμις επροξένησε πολύν φόβον, καί απελπισία εις τό, υπό τήν οδηγίαν τού Πανουριά ελληνικόν στρατόπεδον, άν δέν επρολάμβανον τήν θέσιν ταύτην οι τέσσαρες οπλαρχηγοί Δαγκλής, Ζέρβας, Δράκος καί Περραιβός μέ διακόσιους πεντήκοντα συντρόφους, εκινδύνευε νά σκορπίση ένθεν κακείσε, καί εκ τούτου νά συνέβη επομένως κατά τήν Φωκίδα καί τήν Ανατολική Ελλάδα τρομερά σφαγή καί αιχμαλωσία. Κατά τήν 14ην Ιουλίου 1824 ημέρα Δευτέρα εστράτευσαν κατ' αυτών οι Οθωμανοί, ως εφεξής. Περί τάς δύο ώρας τής ημέρας εν σώμα Τουρκαλβανών συμποσούμενων από 3000 εκλεκτούς στρατιώτας υπ' οδηγίαν τού Αμπάζ πασά καί χιλιάρχου Μπράχου Πρεβίστα εσχημάτισε τήν δεξιάν πτέρυγα, ήτις πλησιάσασα εις τό πρώτον οχύρωμα πυροβόλου
807
βολής διάστημα εκάθισεν εις τό δάσος. Η αριστερά ούσα καί αύτη εκ 4000 Μακεδονοθράκων καί Ασιανών οδηγούμενη εκ διαφόρων χιλιάρχων, διευθύνθη κατά τού έκτου οχυρώματος καί τό κέντρο οδηγούμενον από τόν Μπερκόφτσαλη μέ τό επίλοιπον πεζικόν καί ιππικόν πλησιάσαν συγχρόνως εις τά δεύτερα καί τρίτα οχυρώματα, υψώσαν τήν σκηνήν του, στήσαν δύο κανόνια ανεπαύθη δι' έν τέταρτον τής ώρας. Μετά τούτο αναστάντες άπαντες ταυτοχρόνως άρχισαν νά πυροβολίζωσι κατά τό σύνηθες. Αποπερατωθέντος τού πυροβολισμού, απέσπασαν τά ξίφη εκ τών θηκών καί ώρμησαν εκ συμφώνου κατά τών Ελλήνων αλλαλάζοντες. Οι ΈΈλληνες θεωρούντες τά γεινόμενα ερεθίζοντο αλλήλοις. Τό μέγεθος τού κινδύνου ηύξησε τήν ανδρείαν των καί ο απελπισμός ανεπλήρωσε τό επίλοιπον. Πλησιάσαντα ως έγγιστα τά στρατεύματα άρχισαν οι ΈΈλληνες νά τά πυροβολίζωσιν αδιακόπως καί ευστόχως. Η μανιώδης επίθεσις καί η πληθύς εφαίνοντο ακαταμάχητα. Τρείς εκ διαλλειμμάτων εφώρμησαν πεζοί τε, καί ιππείς διά ν' ανοίξωσι τήν οδόν, αλλ' εξώσθησαν μ' αισθαντικήν των ζημίαν μή δυναμένου τού ιππικού προπορεύεσθαι, διότι είχαν φράξει πρό ημερών οι ΈΈλληνες τό πλάτος τής οδού μέ δένδρη ελάτων μεγάλα. Αφού μετά τρείς πεισματώδεις εφορμήσεις δέν ίσχυσαν νά προχωρήσωσιν, οπισθοδρομήσαντες ετοποθετήθησαν εις τάς πλησιεστέρας προφυλακτικάς θέσεις, εξ ών αντεμάχοντο αδιακόπως διά τών πυροβόλων όπλων καί δύο κανονιών. Κατά τήν ενδεκάτην ώραν εις τών αξιωματικών τού Πανουργιά, Γέωργιος Χαλμούκης ερχόμενος εις επικουρίαν από τό μέρος τού Κωρυκείου άντρου μέ διακόσιους συντρόφους, καί ωρμήσας κατά τής αριστεράς πτέρυγος έβαλεν αυτήν εις μικράν αταξίαν. Ο Λάμπρος Ζάρμπας, Γεωργάκης Τζαβέλλας, Γιαννούσης Πανομάρας καί Τασούλας, οίτινες αντεμάχοντο μ' αυτήν, ιδόντες τήν σύγχυσίν της χωρίς νά τής δώσουν τήν παραμικράν ευκαιρίαν εφώρμησαν κατ' αυτής. Μή δυνηθείσα ν' ανθέξη ετράπη εις φυγήν διευθυνθείσα πρός τό κέντρον. Οι τό δεύτερον, τρίτον καί τέταρτον φυλάττοντες οχύρωμα ιδόντες τήν ήτταν τής αριστεράς πτέρυγος, εξελθόντες επέδραμον κατά τού κέντρου αλλ' απήντησαν ικανήν ανθίστασιν, διότι περιεστοιχήθησαν άπαντες διά τήν σωτηρίαν τού αρχηγού των, όστις ορών τόν κίνδυνον ιππεύσας αμέσως έφυγε δρομαίως, τού οποίου τό παράδειγμα εμιμήθη όλον τό κέντρον. ΉΉτον τωόντι απορίας άξιον τό νά έβλεπε τις πρό ολίγου ένα στράτευμα εκλεκτόν, υπερήφανον, πομπώδες, πνέον φρίκην, καί παντελή όλεθρον τοίς ΈΈλλησι, καί μετ' ολίγον άνανδρον, μικροπρεπές, κατησχημένον, κλίνον τόν τράχηλον εις σφαγήν, αιτούν γοερώς εξ ύψους βοήθειαν μέ τό αδιάκοπον αλλάχ, αλλάχ, αλλάχ, ρίπτοντα τά όπλα κατά γής διά νά πλανούν τούς ΈΈλληνας εις τά λάφυρα, καί υποκλέπτη τήν σωτηρίαν, φθάσαντες διωκώμενοι εις τό στενόν τής
808
Γραβιάς, καί μή δυνάμενοι πολλοί ομού νά συντρέχωσιν ένεκα τής οδοιπορίας, τρόμου, καί πληγών, έπιπτον χαμαί καί κατεπατώντο από τούς ιππείς. Οι πλείστοι ωθούμενοι αλλήλοις εκρημνίζοντο εις βράχους. ΈΈν σώμα τής αριστεράς πτέρυγος συμποσούμενον από 700 Μακεδονοθράκας υπ' οδηγίαν τού Σουλεϊμάν μπέη αγωνιζόμενον νά ενωθή μέ τό κέντρον εμποδίσθη παρά τών Ελλήνων, διωκόμενον δέ διά τινος ράχης έφθασεν εις τό άκρον αυτής, όπου ήν υψηλός τις καί πετρώδης βράχος. Βλέπον αμφοτέρωθεν κίνδυνον επρόκρινε νά ριφθή, καί κατασυντριβή εις τόν κρημνόν, παρά νά αιχμαλωτισθή καί θυσιασθή από τούς ΈΈλληνας.» Απομνημονεύματα Περραιβού Στήν 'Αμπλιανη, οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλη συντριβή. Tρέχοντας γιά νά σωθούν πετούσαν τά όπλα τους καί τίς αποσκευές τους ώστε νά πάψουν νά τούς ακολουθούν οι επαναστάτες, οι οποίοι διψούσαν γιά λαφυραγωγία. Στό πεδίο τής μάχης οι μουσουλμάνοι στρατιώτες εγκατέλειψαν χιλιάδες νεκρούς, μεταξύ αυτών καί τόν Σουλεϊμάν Ζίχνα, πού είχε έρθει νά πολεμήσει από τή Θράκη. Ανάμεσα στά λάφυρα πού πήραν οι ΈΈλληνες ήταν 23 σημαίες, εκατοντάδες άλογα καί μουλάρια, δύο κανόνια καί η σκηνή τού Περκόφτζαλη μέ τούς θησαυρούς του. Οι ΈΈλληνες συνέχισαν νά παρενοχλούν τίς τουρκικές δυνάμεις καί στίς 13 Σεπτεμβρίου 1824 επιτέθηκαν στό εχθρικό στρατόπεδο πού βρισκόταν ανάμεσα στό χωριό Βόργιανη καί στό χωριό Πανάσσαρη. Στή μάχη πήραν μέρος πάλι οι Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Δράκο, Περραιβό καί Δαγκλή καί οι Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Πανουργιά, Καλύβα, Χορμοβίτη καί Καραϊσκάκη, ο οποίος ήταν άρρωστος καί τόν κουβαλούσαν οι άνδρες του μέ φορείο. Οι Τούρκοι αντέδρασαν άμεσα καί πέρασαν στήν αντεπίθεση. Ο γενναίος αρχηγός τών Τουρκαλβανών Τζέλο Πίτζαρης όρμησε πρώτος εναντίον τών Ελλήνων καί απείλησε σοβαρά τίς θέσεις τού Δράκου καί τού Πανουργιά, οι οποίοι εξάντλησαν τά πολεμοφόδιά τους καί πολεμούσαν ακόμα καί μέ πέτρες τόν εχθρό. Στήν απόγνωσή τους οι ΈΈλληνες άρπαξαν τά ξίφη, βγήκαν από τά οχυρώματα καί κτυπώντας τόν εχθρό προσπάθησαν νά βρούν διέξοδο από τόν εχθρικό κλοιό. ΌΌταν ο αρχηγός τών Αλβανών σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν Βασίλη Δαγκλή οι μουσουλμάνοι στρατιώτες άρχισαν νά φεύγουν πανικόβλητοι μέ αποτέλεσμα οι ΈΈλληνες νά τούς καταδιώξουν γιά αρκετά χιλιόμετρα. Οι Τούρκοι είχαν σοβαρές απώλειες καί οι ΈΈλληνες λιγότερες αλλά ανάμεσα στούς νεκρούς ήταν καί ο πιστός αξιωματικός τού Καραϊσκάκη Γκιόκας Χορμοβίτης. Μία άλλη προσπάθεια τών εχθρών νά φθάσουν στά Σάλωνα εμποδίστηκε από τούς άνδρες τών Γιάννη Δυοβουνιώτη, Κομνά Τράκα καί Γιώργη Χαλμούκη πού κρατούσαν τό πέρασμα Σουβάλα. Οι νικητές,
809
έστειλαν κομμένα τούρκικα κεφάλια στά Σάλωνα, μιμούμενοι τό απαίσιο μουσουλμανικό έθιμο. Τελικώς ο Δερβίς πασάς, αντί νά συναντηθεί μέ τούς υπόλοιπους στρατηγούς στή Ναύπακτο, τούς συνάντησε στό Λιανοκλάδι τής Υπάτης. Αργότερα αποτραβήχτηκε πρός τή Λάρισα λεηλατώντας καί καταστρέφοντας τά χωριά πού έβρισκε στό πέρασμά του καί στή συνέχεια διέλυσε τόν στρατό του. Ο Δερβίς πασάς ακολουθώντας τή μοίρα προηγούμενων πασάδων κατηγορήθηκε από τόν σουλτάνο γιά τήν αποτυχία τής εκστρατείας του καί στό τέλος καρατομήθηκε. Ο Ομέρ πασάς τής Καρύστου, ακολουθώντας τίς διαταγές τού Δερβίς πασά, αποβιβάστηκε στίς αρχές Ιουλίου 1824 στόν Ωρωπό, έχοντας μαζί του τρείς χιλιάδες στρατιώτες καί γενίτσαρους. Στή συνέχεια έστησε τό στρατόπεδό του πρώτα στό Χαλάνδρι καί μετά στό Καπανδρίτι, καί από εκεί άρχισε νά λεηλατεί τά περίχωρα τών Αθηνών. Ο Ομέρ πασάς τής Καρύστου, μαζί μέ τόν Γιουσούφ πασά τών Πατρών ήταν οι περισσότερο ικανοί καί δραστήριοι τοπικοί πασάδες, οι οποίοι κατάφεραν νά κρατήσουν τά κάστρα τους άπαρτα από τούς επαναστάτες. Η Αθήνα βρέθηκε νά απειλείται σοβαρά από τόν Ομέρ τής Καρύστου. ΉΉδη στήν πόλη τού Περικλή, τό άστρο τού Οδυσσέα Ανδρούτσου είχε αρχίσει νά σβήνει. Τά λεφτά τού αγγλικού δανείου είχαν φέρει πολύ κοντά στήν κυβέρνηση καί ιδιαίτερα στόν Κωλέττη, τόν Ιωάννη Γκούρα, ο οποίος είχε αποδυναμώσει τόν Ανδρούτσο από τούς στρατιώτες του καί ουσιαστικά τόν είχε περιορίσει στό απόκρημνο άντρο του στόν Παρνασσό. Ο Κωλέττης διόρισε φρούραρχο τών Αθηνών τόν Γκούρα καί χιλίαρχους τούς αφοσιωμένους αξιωματικούς του Ιωάννη Ρούκη καί Ιωάννη Μαμούρη. Η αρχή του τέλους ζύγωνε γιά τόν Ανδρούτσο. Μάταια ο "Δαίμονας" προσπαθούσε μέσω τών αδελφών Κουντουριώτη νά αποκτήσει τή θέση πού τού άρμοζε στήν Ανατολική Στερεά. Μάλιστα στό Ναύπλιο όταν διέμενε στό σπίτι τού φίλου του Νικηταρά, λίγο έλλειψε οι άνθρωποι τού Κωλέττη νά τόν δολοφονήσουν. Πικραμένος από τήν συμπεριφορά τής Διοικήσεως έφυγε μέ τόν πιστό του Trelawny (Τρελλαντώνη), τόν οποίο είχε κάνει καί γαμπρό του νυμφεύοντάς τον μέ τή μικρή του αδελφή. Τούς πιστούς στρατιώτες πού τού είχαν απομείνει τούς πλήρωνε μέ δικά του χρήματα, ενώ φέρεται νά έλεγε διαρκώς στόν 'Αγγλο φιλέλληνα: " Μή λέγης κυβέρνησιν καί κυβέρνησιν. ΌΌσον καιρό δέν είχαμε κυβέρνησιν, κάθε οπλαρχηγός μέ τά παλληκάρια του επολέμα τούς Τούρκους καί οι Τούρκοι μάς έτρεμαν. Οι ξένοι πού τώρα θέλουν νά μάς διοικήσουν δέν τολμούσαν νά φέρουν τό κεφάλι τους μέσα εις τήν Ελλάδα. Αγαπώ τό Γένος μέ τήν ψυχήν μου καί ό,τι έκαμον διά τούτο τό έκαμον μόνος μου άνευ τής κυβερνήσεως
810
καί άνευ βοηθείας." Σέ γράμμα του πρός τόν φίλο του Stanhope είχε γράψει ότι είχε συλλάβει τούς επίδοξους δολοφόνους του καί τούς είχε παραδώσει στήν κυβέρνηση, αλλά εκείνη είχε αδιαφορήσει. Πληροφορούσε τόν 'Αγγλο αξιωματικό ότι τά χρήματα τού δανείου τά σπαταλούσαν όχι γιά τίς ανάγκες τού πολέμου αλλά γιά νά εξαλείψουν τούς οπλαρχηγούς πού δέν τούς ήταν αρεστοί. Λυπόταν τούς έρημους Ρωμιούς, οι οποίοι έφευγαν από τόν ζυγό τών Τούρκων πασάδων καί πήγαιναν στόν ζυγό τών Ελλήνων πολιτικών. Ο νέος φρούραρχος τών Αθηνών, μόλις πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι πάτησαν τήν Αττική, αποφάσισε νά τούς κτυπήσει. Στίς 3 Ιουλίου 1824 ανεχώρησε γιά τόν Μαραθώνα επικεφαλής εξακοσίων ανδρών καί οχύρωσε τό λόφο τής πεδιάδος μέ τό παλαιό τείχος, από όπου θά περνούσε ο Ομέρ τής Καρύστου. Εκεί όπου κάποτε οι Αθηναίοι είχαν συντρίψει τούς Πέρσες, πάλι οι Αθηναίοι θά πολεμούσαν τούς Τούρκους ή τούς Περσιάνους όπως τούς αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί. Τά συνεχόμενα γιουρούσια καί οι κανονιοβολισμοί από τά κανόνια τού Ομέρ δέν έφεραν αποτέλεσμα. Οι λιγοστοί άνδρες τού Γκούρα απαντούσαν μέ εύστοχες βολές. Ο Ομέρ πού πολεμούσε στό πλευρό τών ανδρών του, απειλούσε θεούς καί δαίμονες, αλλά οι στρατιώτες του δέν μπορούσαν νά προχωρήσουν ούτε ένα βήμα μπροστά. Τότε, η ξαφνική εμφάνιση στρατιωτικού σώματος από τόν Ισθμό υπό τόν Διονύσιο Ευμορφόπουλο, έφερε τόν πανικό στούς Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν νά υποχωρούν. Ο Γκούρας, ακολουθούμενος από τόν Ρούκη πού διακρίθηκε στή μάχη, τόν Μαμούρη καί τόν Πρεβεζιάνο, έδωσε τήν εντολή νά βγούν τά γιαταγάνια από τά θηκάρια καί όρμησε στό κατόπι τών εχθρών πού έτρεχαν πλέον γιά νά σώσουν τά κεφάλια τους. Στό Μαραθώνα, ο Ομέρ πασάς έχασε 300 άνδρες μεταξύ τών οποίων ήταν καί ο αρχηγός τών γενιτσάρων Ιμπραήμ καί πολλούς από αξιωματικούς του. Ο Γκούρας μετά τή μάχη έστειλε στήν Αθήνα τριάντα τουρκικά κεφάλια μαζί μέ δύο σημαίες μέ τήν ημισέλινο. Ο τρίτος πασάς πού είχε εντολή νά κατέβει στήν επαναστατημένη Ελλάδα ήταν ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος όμως είχε αρχίσει νά γίνεται ύποπτος καί η Υψηλή Πύλη προσπαθούσε μέ διάφορες ενέργειες νά τού αποσπάσει από τή δικαιοδοσία τήν Πρέβεζα, τήν 'Αρτα, τήν Πάργα καί τή Βόνιτσα. Απρόθυμος, όπως πάντα, ο πασάς μέ τήν χριστιανική καταγωγή, συγκέντρωσε στόν Κραβασαρά (Αμφιλοχία) πέντε χιλιάδες Αλβανούς, πεζούς καί ιππείς, μαζί μέ δύο κανόνια. Τό στρατό του τόν χώρισε σέ δύο σώματα καί τόν διέταξε νά κινηθεί πρός τά χωριά τού Βάλτου. Στό ένα σώμα έθεσε επικεφαλής τόν Αχμέτ πασά καί στό άλλο μπήκε επικεφαλής
811
ο ίδιος έχοντας επικουρία τόν Δημήτρη Μπακόλα (γιό τού Γώγου πού είχε στό μεταξύ πεθάνει) καί τόν Βαρνακιώτη. Οι ΈΈλληνες μέ αρχηγούς τούς Δημήτριο Μακρή, Γεώργιο Τσόγκα καί Αλέξιο Βλαχόπουλο έπιασαν τή θέση Λιγοβίτσι (Φυτείες) καί οχύρωσαν τή Μονή τής περιοχής, όπου τούς συνάντησε λίγο αργότερα καί ο Μαυροκορδάτος, ενώ οι Ράγκος, Στουρνάρης καί Λιακατάς παρακολουθούσαν από κοντά τίς κινήσεις τού εχθρού. Στίς 3 Ιουνίου 1824 οι Τσόγκας καί Ράγκος επιτέθηκαν στή Σκουληκαριά καί ανάγκασαν τούς Τούρκους στρατιώτες νά υποχωρήσουν μαζί μέ τόν Δημήτρη Μπακόλα πού πολεμούσε στό πλευρό τους. Οι ΈΈλληνες τούς καταδίωξαν καί τούς ανάγκασαν νά τρέξουν νά οχυρωθούν μέσα στήν 'Αρτα. Ο Ομέρ Βρυώνης απέφυγε νά κάνει κάποια σοβαρή πολεμική ενέργεια, μέ αποτέλεσμα νά γίνουν μόνο μικρές συμπλοκές μεταξύ Ελλήνων καί Τούρκων σέ διάφορες περιοχές. Σέ μία από αυτές ο Κώστας Γιολδάσης καί ο αδελφός του Ζαχαρίας κτύπησαν τούς Τούρκους στό Μαυρίλο στίς 10 Αυγούστου 1824, προκαλώντας αρκετές απώλειες. Ο Σωτήρης Στράτος μέ εκατό στρατιώτες σκόρπισε τούς εχθρούς στό Σπαρτοβούνι ενώ ο Ράγκος επιτέθηκε στό Ραδοβίτσι σκοτώνοντας πολλούς Τούρκους καί από εκεί έστειλε προκήρυξη στούς μπέηδες καί τούς αγάδες τής 'Αρτας καλώντας τους νά δηλώσουν υποταγή γιατί ο στρατός τού Δερβίς πασά είχε διαλυθεί καί ο τουρκικός στόλος είχε καεί από τά πυρπολικά τών Ελλήνων. Οι Τούρκοι απάντησαν μέ μία επίθεση στό Βραχώρι (Αγρίνιο) όπου αιφνιδίασαν τούς κατοίκους καί αφού σκότωσαν τριάντα χωρικούς άρπαξαν πολλά γυναικόπαιδα. Κατόπιν κούρεψαν τίς γυναίκες καί αφού τούς έκοψαν τά κεφάλια, τά έστειλαν στόν Δερβίς πασά ώστε νά φαίνονται κεφάλια εχθρών πού έπεσαν στή μάχη. Μία αξιόλογη πολεμική ενέργεια έγινε στή Γοτίστα, κοντά στά Ιωάννινα, από τόν Γρηγόρη Λιακατά, ο οποίος επιτέθηκε μέ 500 άνδρες στό χωριό καί πολιόρκησε τούς Τουρκαλβανούς πού είχαν κλειστεί σέ ένα πύργο, ο οποίος ανήκε στόν Χρήστο Παλάσκα, πού είχε δολοφονηθεί από τούς άνδρες τού Ανδρούτσου. Τελικά ο Λιακατάς συνέλλαβε τούς Αλβανούς καί η επιθετική αυτή κίνηση τόσο κοντά στήν πόλη τών Ιωαννίνων δημιούργησε πανικό στούς Τούρκους κατοίκους τής πόλης, οι οποίοι κατέφυγαν στό φρούριο γιά νά βρούν ασφάλεια. Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1824 οι Ράγκος, Στουρνάρης, Σαδήμας καί Λιακατάς επιτέθηκαν στό Βουλγαρέλι αλλά χωρίς επιτυχία. Ο Ομέρ Βρυώνης, χωρίς νά δώσει ούτε μία σημαντική μάχη, ανεχώρησε στίς αρχές Νοεμβρίου, μέσω τού Μακρυνόρους γιά τά Ιωάννινα, χωρίς νά τόν ενοχλήσει κανένας από τούς ΈΈλληνες
812
οπλαρχηγούς. ΌΌλες όμως αυτές οι μικρές επιθέσεις από μέρους τών μικρών οπλαρχηγών, κοντά στά ισχυρά κέντρα ανεφοδιασμού τών Τούρκων όπως ήταν τά Ιωάννινα καί η 'Αρτα, απέδειξαν γιά μία ακόμα φορά τίς δυνατότητες τών Ελλήνων, οι οποίες δυστυχώς γιά τήν εξάπλωση τής επανάστασης βορειότερα, θά έμεναν ανεκμετάλλευτες λόγω τής διχόνοιας καί τής ματαιοδοξίας ορισμένων αρχηγών. Ο ελληνικός στόλος υπερασπίζεται τήν Σάμο (Ιούλιος 1824) Η καταστροφή τής Κάσου καί τών Ψαρών συγκλόνισε όλους τούς νησιώτες καί τούς γέμισε μέ τρόμο. Οι κάτοικοι τών περισσότερων νησιών τού Αρχιπελάγους - Σαντορίνη, Μήλος, Νάξος, Πάτμος κ.ά. ήταν έτοιμοι νά προσκυνήσουν τόν σουλτάνο καί νά δεχθούν τουρκικές φρουρές στά νησιά τους. 'Αν χανόταν τό Αιγαίο χανόταν μαζί του καί ολόκληρη η επανάσταση. Η ΎΎδρα καί οι Σπέτσες κινητοποίησαν άμεσα τούς στόλους τους γιά νά διασώσουν ότι ήταν δυνατόν νά διασωθεί, ενώ ενώθηκαν μαζί τους καί τά λίγα ψαριανά καράβια πού είχαν γλυτώσει από τόν όλεθρο. Πρώτος ο Σαχτούρης έφθασε στά ερημωμένα πλέον Ψαρά, μέ μία πολεμική μοίρα στίς 25 Ιουνίου 1824, γιά νά τόν ακολουθήσει δέκα ημέρες αργότερα ο Μιαούλης μέ τό μεγαλύτερο μέρος τού στόλου. Οι ΈΈλληνες αποφάσισαν νά κάνουν απόβαση στά Ψαρά καί νά διώξουν τούς 1500 Τούρκους τής φρουράς πού είχε αφήσει ο Χοσρέφ στό νησί. Πράγματι οι εμπειροπόλεμοι ναύτες κατάφεραν νά αιφνιδιάσουν τόν εχθρό, ο οποίος εγκατέλειψε τίς θέσεις του, τρέχοντας νά βρεί σωτηρία στά καράβια πού ήταν αραγμένα στό λιμάνι. Τά τουρκικά πλοία πού ήταν λίγα σέ αριθμό καί μικρά σέ μέγεθος έκοψαν τίς άγκυρες καί εγκατέλειψαν τά Ψαρά μέ κατεύθυνση τή Χίο. Ο ελληνικός όμως στόλος τά ακολούθησε καί κατάφερε νά τά βυθίσει σχεδόν όλα, στέλνοντας στό βυθό τής θάλασσας εκατοντάδες Οθωμανούς στρατιώτες από αυτούς πού είχαν πνίξει στό αίμα τό νησί τών Ψαρών. Πολλά από τά πτώματα τών πνιγμένων ανήκαν σέ Ευρωπαίους, όπως αυτά αναγνωρίστηκαν από τίς διαφορετικές φορεσίες τους. Οι απώλειες τών Ελλήνων μετά από τή μικρής έκτασης ναυμαχία πού έγινε στά ανοιχτά τών Ψαρών ήταν μόνο ένας νεκρός. ΌΌταν ο ελληνικός στόλος εγκατέλειψε τά Ψαρά, ο Χοσρέφ βρήκε τήν ευκαιρία καί κατέλαβε εκ νέου τό νησί, εγκαθιστώντας αυτή τή φορά μεγαλύτερη φρουρά. Ο ίδιος ο καπουδάν πασάς μέ τό στόλο του βρισκόταν στή Λέσβο, όπου σχεδίαζε νέα εκστρατεία κατά τής Σάμου. Τά Ψαρά δέν θά έβρισκαν ξανά τήν αίγλη τού παρελθόντος. Η τουρκική λαίλαπα έσβησε τό νησί από τό χάρτη όπως τό είχε ζητήσει ο σουλτάνος καί έσβησε μαζί του καί σημαντικές πληροφορίες γιά τόν τρόπο οργάνωσης καί γιά τή θαυμαστή διοίκηση τής νήσου.
813
Οι Ψαριανοί ήταν ανώτεροι σέ ήθος από τούς συναδέλφους τους Υδραίους καί Σπετσιώτες, καί ήταν αγνοί καί αφιλοκερδείς. Δέν εμπλάκηκαν σέ εμφύλιους πολέμους καί είχαν μία αξιοζήλευτη καί δημοκρατική διοίκηση, σέ αντίθεση μέ τήν διοίκηση τών προεστών τής ΎΎδρας καί τών Σπετσών, οι οποίοι επιζητούσαν μαζί μέ τήν επανάσταση νά οφελήσουν καί τά προσωπικά τους συμφέροντα. Αρκεί νά αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Μετά τήν καταστροφή τών Ψαρών, οι Υδραίοι ναυτικοί πού έφτασαν στό κατεστραμμένο νησί, άρπαξαν ό,τι δέν είχαν λεηλατήσει οι βάρβαροι καί αντί νά φροντίσουν νά τά επιστρέψουν στούς εξαθλιωμένους Ψαριανούς πρόσφυγες, τά κράτησαν γιά τόν εαυτό τους. «Ανεχωρήσαμεν από τήν ΎΎδραν τήν 25ην Ιουνίου 1824 καί τήν 27ην πλέοντες απαντήσαμεν έν βρετανικόν βρίκιον, από τό οποίον εμάθαμεν βεβαίως, ότι οι ΈΈλληνες, οι οποίοι είχαν κλεισθή εις τό φρούριο τής νήσου τών Ψαρών, όντες εξακόσιοι τόν αριθμόν, καί διά τούτο μή δυνάμενοι ν' ανθέξουν κατά τών επανειλημμένων εφόδων τών Τούρκων, συμποσουμένων υπέρ τάς δώδεκα χιλιάδας, έβαλαν τό πύρ εις τάς αποθήκας τών πολεμεφοδίων, τό δέ φρούριον ανεποδογυρίσθη καταστραφέν, αφ' ού επήδησαν εις τόν αέρα καί αυτοί οι ίδιοι ΈΈλληνες μεθ' ενός μικρού αριθμού οικογενειών, αίτινες είχαν εις αυτό καταφύγει, καί επέκεινα τών τριών χιλιάδων από τούς εχθρούς, καί ότι ο τουρκικός στόλος ήτον αγκυρωμένος εισέτι εις Ψαρά. Αμέσως επατείναμεν τά πανία διά νά ταχύνωμεν τόν εκείσε πλούν μας, αλλ' ο άνεμος πνέων σφοδρώς από τήν άρκτον, μάς ηνάγκασε νά σαλεύσωμεν προσωρινώς εις τήν Τήνον, καί εκείθεν μόλις εις τάς 3 Ιουλίου 1824 περί τήν πρωΐαν εφθάσαμεν εις τά Ψαρά. Ο καπετάν πασάς είχεν ήδη τραβηχθεί εις τήν Λέσβον μέ όλα τά μεγάλα πλοία του. Εύρομεν δ' εκεί έν βρίκιον δεκαέξ κανονίων, καί τριάντα τέσσαρας σαλούπας καί γαλιώτας. Είναι δέ ταύτα πλοία, ή μάλλον σκάφαι μακραί, κατασκευασμέναι επίτηδες διά νά μετακομίζουν καί ν' αποβιβάζουν στρατεύματα, έχουσαι εις τήν πρώραν έν ή δύο κανόνια σαράντα έως σαράντα τεσσάρων λιτρών. Διά μέσου αυτών ηδυνήθη ο καπετάν πασάς εις καιρόν γαλήνης ν' αποβιβάση τά στρατεύματά του εις τήν νήσον τών Ψαρών, διά μέσου αυτών τών σκαφών ήλπιζε προσέτι νά κατορθώση τι εναντίον τής νήσου Σάμου, κατά τής οποίας έκαμνε τρομεράς ετοιμασίας εις τήν Μυτιλήνην, όπου εσύλλεγε νέα στρατεύματα πολύ περισσότερα από τά εις Ψαρά αποβιβασθέντα, τών οποίων ο αριθμός είχεν ελαττωθή κατά τά δύο τρίτα εις τήν άλωσιν τής νήσου ταύτης. Τά πλοιάρια λοιπόν τών εχθρών μετά τού βρικίου ήσαν προσωρμισμένα εις τόν λιμένα, άμα δέ είδαν ημάς ν' αράξωμεν εις τό ακρωτήριον τού Αγίου Γεωργίου, όπου ήτον έν οχύρωμα από έξ
814
κανόνια, εγκαταλειφθέν υπό τών Τούρκων άμα επεφάνημεν ημείς, ήπλωσαν τάς σημαίας των, καί ήρχισαν νά μάς κανονοβολούν. Εν τώ άμα εδώσαμεν τό σημείον τής αποβιβάσεως ανά τριάντα άτομα από κάθε πλοίον, καί έπειτα αρχίσαμεν ν' αντικρούωμεν τούς κανονοβολισμούς των. Δέν ήθελεν ημπορέσει τις νά παραστήση ικανώς τήν αγανάκτησιν τών ιδικών μας, καί τήν οποίαν έπνεαν εκδίκησιν, οπόταν είδαν τήν ερυθράν σημαίαν νά κυματίζη υπερηφάνως εις τόν λιμένα τών συναδέλφων των. Χίλιοι πεντακόσιοι απέβησαν παρευθύς καί ώρμησαν εναντίον χιλίων περίπου Τούρκων, οι οποίοι εκρατούσαν τήν κατά ανατολάς κειμένην θέσιν τών μύλων, ως ιέρακες λιμώττοντες επιπατούσι κατά τής λείας των χωρίς νά λογισθώσι ποσώς τόν οποίον τρέχουσι κίνδυνον, καί εις ολίγας στιγμάς τούς έτρεψαν εις τοιαύτην αισχράν φυγήν, ώστε εις διάστημα ολιγώτερον ημισείας ώρας τούς ηνάγκασαν νά επιβιβασθώσιν εις τά πλοία των, αλλά μέ τοιαύτην αταξίαν, ώστε επνίγησαν περισσότεροι τών εκατόν από τήν βίαν των. Τοιουτοτρόπως λοιπόν εκυριεύσαμεν τό φρούριον μετά τών εις αυτό κανονίων, όλας τάς οχυρωμένας θέσεις, καί ολόκληρον τήν πόλιν εξαιρουμένων έξ οικιών, εις τάς οποίας διακόσιοι εκ τών Οθωμανών, μή προφθάσαντες νά επιβιβασθώσι μετά τών άλλων εις τά πλοία των, κατεκλείσθησαν μετά τού χιλιάρχου των. Τόσον ταχεία εστάθη η εκδίωξις τών Οθωμανών από τήν νήσον. Τότε εδιπλασιάσαμεν τά πολεμικά μας επιχειρήματα. Εδόθη αμέσως τό σημείον διά νά κανονοβολήσωμεν αυτούς από τό φρούριον, καί τούς μνησθέντας μύλους, όπου ήσαν δύο κανόνια, αποστείλαντες προσέτι καί δύο σαλούπας εφωδιασμένας μέ κανόνια, αι οποίαι πλησιάσασαι αρκετά εις τούς εχθρούς, ενέπνευσαν εις αυτούς τοιούτον τρόμον, ώστε φοβηθέντες νά γείνη παρανάλωμα τού πυρός αύτανδρος ο στολίσκος των, ηναγάσθησαν νά πετάσωσι τά ιστία των, καί νά εξέλθωσιν όσον τάχιστα εκ τού λιμένος, τόν οποίον εθεωρούσαν ήδη ως τάφον των. ΉΉτο περί τάς τρείς ώρας πρό τής μεσημβρίας, ότε εξήλθαν τού λιμένος, διευθυνόμενοι πρός τήν Χίον, όπου ήλπιζαν νά διασωθώσι, καί νά διαφύγωσι τόν οποίον ενόμιζαν αναπόφευκτον κίνδυνον τού ολέθρου των. Ο άνεμος έπνεε βορειοδυτικώς, καί άνευ αναβολής αρχίσαμεν νά τούς καταδιώκωμεν, καί εις ολιγώτερον τού τετάρτου τής ώρας διάστημα καταφθάσαντες αυτούς, τούς εκάμαμεν νά εννοήσουν, ότι ο σκοπός ημών δέν ήτο νά τούς αφήσωμεν νά καταφύγουν ησύχως εις τήν νήσον τής Χίου, αλλ' οι σχέτλιοι (απάνθρωποι) ούτοι τόσον κατεπλάγησαν, ιδόντες ημάς πλησίον των, ώστε δέν ετόλμησαν νά κάμουν μήτε τόν παραμικρόν πυροβολισμόν εναντίον μας. Μία δέ σφαίρα τών κανονίων μας, διαπεράσασα εις τήν αποθήκην τών πολεμεφοδίων μιάς σαλούπας, ανέρριψεν αυτήν αύτανδρον εις τά μετέωρα, καί άλλη μία σαλούπα καί δύο γαλιώται εκυριεύθησαν υφ' ημών, αφ' ού εφονεύθησαν τά τρία
815
τέταρτα τού πληρώματός των. Η σαλούπα αύτη ήτον η ναυαρχίς τού στολίσκου, εις τήν οποίαν μέσα εύρομεν πρό τοίς άλλοις καί τό βιβλίον τών συνθημάτων. ΌΌλαι αι άλλαι εστάθησαν ευτυχείς, φθάσασαι εις τά παράλια τής Χίου, άμα δ' έφθασαν, έρριψαν εκουσίως τά πλοία των εις τήν ξηράν, καί παραδώσαντες αυτά εις τήν βοράν τού πυρός χωρίς νά φροντίσουν νά εκβάλουν απ' αυτά μήτε ιστίον, μήτε κανόνι, μήτε πολεμεφόδια, φοβούμενοι μήπως, διά τήν περί ταύτα χρονοτριβήν, τούς καταφθάσωμεν καί κυριεύσωμεν τά λείψανα τού στολίσκου, ανεχώρησαν εις τά ενδότερα τής νήσου. Μεθ' ημέρας ολίγας μάς ανεκάλεσαν εις ΎΎδραν, ένθα είχεν αποφασισθή νά διαιρεθώσιν όλαι αι ναυτικαί ημών δυνάμεις εις δύο μοίρας, εξ ών η μία υπό τήν διοίκησιν τού Γεωργίου Σαχτούρη νά υπάγη εναντίον τού σουλτανικού στόλου τού εκ Κωνσταντινουπόλεως, καί η άλλη υπό τήν διοίκησιν τού Ανδρέα Μιαούλη εναντίον τού αιγυπτιακού στόλου, διοικουμένου από τόν Ιμπραήμ πασά υιόν τού Μεχμέτ Αλή αντιβασιλέως τής Αιγύπτου, όστις ήτον πολύ δυνατώτερος καί τρομερώτερος εχθρός διά τό μέγα πλήθος τών πολεμικών πλοίων του, καί διά τήν συρροήν πολλών αρνησιχρίστων Ευρωπαίων, οίτινες διά τήν εις τά ναυτικά εμπειρίαν των καί τό εις τάς ναυμαχίας εμπειροπόλεμον, απήλπισαν ημάς διά τήν σωτηρίαν τής Ελλάδος. Ανεχωρήσαμεν από τήν ΎΎδραν μέ τήν μοίραν μας μίαν ημέραν ύστερον από τήν αγγελίαν τής γενομένης κατά τά παράλια τής Ασίας κατέναντι τής Σάμου κρατεράς ναυμαχίας εναντίον τού στόλου τής Κωνσταντινουπόλεως, καθ' ήν η κατ' αυτού διορισθείσα μοίρα ενίκησε κατά κράτος τών καπετάν πασάν, εμπρήσασαν μίαν φρεγάταν, μίαν κορβέταν καί έν βρίκιον.» Συνοπτική ιστορία των υπέρ της ελευθερίας της Ελλάδος ναυμαχιών, Αντώνιος Μιαούλης Οι κάτοικοι τής Σάμου μέ αρχηγό τόν Λυκούργο Λογοθέτη ήταν αποφασισμένοι νά υπερασπιστούν τό νησί τους μέχρι θανάτου. Εγκατέλειψαν τά παράλια καί οχύρωσαν τίς ορεινές θέσεις περιμένοντας τήν άφιξη τού ελληνικού στόλου. Στίς 30 Ιουλίου 1824 ο ελληνικός στόλος μέ αρχηγούς τόν Γεώργιο Σαχτούρη καί τόν Ανδρέα Μιαούλη πλέοντας δυτικά τής Σάμου αντιλήφθηκε τουρκικά πλοιάρια γεμάτα στρατεύματα νά ετοιμάζονται γιά απόβαση στό Καρλόβασι. Ο Σαχτούρης διέταξε τά ελληνικά πλοία νά τόν ακολουθήσουν καί κυνήγησε τά τουρκικά αποβατικά σκάφη μέ αποτέλεσμα νά βυθίσει τά περισσότερα από αυτά παρασύροντας στό βυθό καί τό μεγαλύτερο μέρος τών Τούρκων στρατιωτών. Τά υπόλοιπα τουρκικά πλοιάρια έτρεξαν νά σωθούν στά μικρασιατικά παράλια μεταφέροντας καί τήν πληροφορία ότι πλέον η Σάμος ήταν υπό τήν
816
προστασία τού ελληνικού στόλου καί ότι θά ήταν δύσκολη κάθε προσπάθεια κατάληψής της. Εν τώ μεταξύ, η χερσόνησος τής Μυκάλης είχε πλημμυρίσει από οθωμανικά στρατεύματα, τά οποία ο Χοσρέφ σχεδίαζε νά μεταφέρει απέναντι στή Σάμο. Τά ελληνικά πλοία πλησιάσαν στά λιμανάκια τής Μυκάλης, όπου βρίσκονταν αραγμένες οι τουρκικές σακολέβες, καί τίς κανονιοβόλισαν, σκορπίζοντας ταυτόχρονα καί τούς στρατιώτες πού είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στήν παραλία. Ο Τούρκος ναύαρχος βλέποντας ότι δέν υπάρχει περίπτωση νά αποβιβάσει στρατεύματα στή Σάμο, έδωσε διαταγή στό στόλο του γιά επίθεση. Ο Σαχτούρης μέ τή σειρά του έδωσε τήν εντολή νά μήν υποχωρήσει κανένα ελληνικό πλοίο, αλλά όλα μαζί νά κτυπήσουν ταυτόχρονα τόν εχθρό μέ τά κανόνια τους. Πυκνοί κανονιοβολισμοί άρχισαν νά πέφτουν καί από τίς δύο πλευρές, ενώ τά δύο πυρπολικά τών Ρομπότση καί Τσάπελη, πού προσπάθησαν κρυμμένα μέσα στούς καπνούς νά προσβάλουν δύο τουρκικές κορβέτες ανάγκασαν τόν Χοσρέφ νά διατάξει υποχώρηση. Οι κάτοικοι τής Σάμου μέσα στίς εκκλησίες δοξολογούσαν τόν Θεό γιά τή σωτηρία τους. Η συντονισμένη δράση τών στόλων τής ΎΎδρας καί τών Σπετσών τούς είχαν σώσει από τό θάνατο καί τήν αιχμαλωσία. Στίς 4 Αυγούστου 1824, ο καπουδάν πασάς επιχείρησε νέα έφοδο κατά τού ελληνικού στόλου, ο οποίος απάντησε μέ εύστοχες βολές τών κανονιών του, έχοντας καί τήν κάλυψη από τά πυροβόλα πού είχαν στήσει οι Σάμιοι στίς ακτές τους. Αυτή τή φορά ήταν τό πυρπολικό τού Κανάρη πού προσπάθησε μέσα στόν καπνό τής μάχης νά πλησιάσει τήν τουρκική ναυαρχίδα. Ο ατρόμητος Κανάρης ανάμεσα στίς σφαίρες πού σφύριζαν καί στίς βολές τών κανονιών πού έπεφταν δίπλα από τό πυρπολικό του προχωρούσε ακάθεκτος. Τελικά δέν κατάφερε νά προσκολλήσει τό μπουρλότο του σέ κάποιο πλοίο, αλλά ο εχθρικός στόλος υπό τόν φόβο τών πυρπολικών απομακρύνθηκε όταν έπεσε η νύκτα. Τήν επόμενη ημέρα ο οθωμανικός στόλος επανήλθε. Ο Σαχτούρης όμως αγρυπνούσε καί έχοντας καταλάβει τή σημασία τών πυρπολικών είχε δώσει διαταγές νά ετοιμαστούν έξι πυρπολικά μέ συνοδεία πολεμικών γιά νά επιτεθούν μέ τήν πρώτη ευκαιρία. Ο πρώτος πού όρμησε εναντίον τών μεγάλων τουρκικών πλοίων ήταν ο Υδραίος πυρπολητής Δημήτριος Τσάπελης, ο οποίος προσπάθησε νά κολλήσει τό μπουρλότο του στήν φρεγάτα "Μπρουλότ κορκμάζ" (τό πλοίο πού δέν φοβάται τά μπουρλότα). Ενώ αγωνιζόταν νά δέσει τό μπουρλότο του, τέσσερεις βάρκες τού εχθρού τόν πλησίασαν γιά νά τόν συλλάβουν. Ο Τσάπελης, ο οποίος είχε εγκαταληφθεί από τούς άνδρες του, βιάστηκε νά βάλει φωτιά στήν πυρίτιδα μέ αποτέλεσμα ο ίδιος νά πάθει βαριά εγκαύματα στό πρόσωπο καί τό πυρπολικό νά καεί
817
αναίτια. Ο πανικός όμως πού επικράτησε στήν τουρκική φρεγάτα τήν ανάγκασε νά προσαράξει στά μικρασιατικά παράλια, καθώς οι άνδρες της, τό μόνο πού είχαν στό νού τους ήταν πώς νά σώσουν τούς εαυτούς τους. Τότε ο Κωνσταντίνος Κανάρης άρδαξε τήν ευκαιρία καί πλησίασε τό δικό του πυρπολικό στήν παγιδευμένη φρεγάτα. Αφού κόλλησε τό πυρπολικό πάνω στό εχθρικό πλοίο, τού μετέδωσε τό πύρ καί σέ λίγο ακούστηκε σέ ολόκληρη τή Σάμο μία τρομερή έκρηξη. Από τήν υπερήφανη φρεγάτα είχαν απομείνει μόνο κομμάτια πού έπλεεαν πάνω στή θάλασσα μαζί μέ τά πτώματα τών εξακοσίων μουσουλμάνων ναυτών της. Ο Κανάρης κινδύνεψε σοβαρά από τήν παράτολμη επιχείρηση καί έχασε δύο από τούς άντρες του. Μετά τήν επιτυχία τού Κανάρη, ο ελληνικός στόλος ξεκίνησε αντεπίθεση μέ πρώτο τό πλοίο τού Ανάργυρου Λεμπέση. Ο πυρπολητής Βατικιώτης τίναξε ένα τυνήσιο μπρίκι καί οι Ραφαλιάς καί Λέκας Ματρόζος μία φρεγάτα από τήν Τρίπολη τής Λιβύης. Ο καπετάν πασάς, βλέποντας τήν υπεροχή τού ελληνικού στόλου, οπισθοχώρησε πρός τό Αγαθονήσι καί τήν επομένη εγκατέλειψε τή Σάμο μέ κατεύθυνση τήν Κώ, όπου θά παρέμενε αραγμένος αναμένοντας τήν άφιξη τού αιγυπτιακού στόλου. http://www.agiasofia.com/epanastasis/sahtouris.jpg Ναυμαχία τού Γέροντα (29 Αυγούστου 1824) Οι Αιγύπτιοι σύμμαχοι τών Τούρκων είχαν ετοιμάσει ένα τεράστιο στόλο τόν οποίο αποτελούσαν 56 πολεμικά πλοία καί 300 μεταγωγικά, γεμάτα στρατιώτες, ζώα καί πολεμοφόδια. Τά περισσότερα μεταγωγικά πλοία είχαν ναυλωθεί από Ευρωπαίους καί είχαν σημαία αγγλική, αυστριακή, ισπανική καί γαλλική. Τήν αρχηγία τού στόλου τήν είχαν ο Ισμαήλ Γιβραλτάρης καί ο ικανότατος γιός τού βασιλιά τής Αιγύπτου Ιμπραήμ πασάς, ενώ τήν οργάνωση τού στρατού τήν είχε αναλάβει ο Γάλλος αξιωματικός Λετελλιέ. Οι Ευρωπαίοι πρόξενοι τής Αλεξάνδρειας στίς αναφορές τους έδιναν στήν ελληνική επανάσταση έξι μήνες ζωή. Ο αιγυπτιακός στόλος κατευθύνθηκε στή θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στή Μάκρη τής Μικράς Ασίας καί στή Ρόδο καί ένωσε τίς δυνάμεις του μέ τόν τουρκικό στόλο, δημιουργώντας μία πανίσχυρη μουσουλμανική ναυτική δύναμη, η οποία μπορούσε νά υπερισχύσει εύκολα σέ μία αναμέτρηση μέ τόν χριστιανικό στόλο τών Ελλήνων. Ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε στήν περιοχή ανάμεσα στή Λέρο, τήν Πάτμο καί τούς Λειψούς μέ αρχηγούς τούς Μιαούλη καί Σαχτούρη από τήν ΎΎδρα, τόν Γεώργιο Ανδρούτσο από τίς Σπέτσες καί
818
τόν Νικολή Αποστόλη από τά Ψαρά. Απενάντι του είχε 100 μεγάλα πολεμικά πλοία μέ 2.500 κανόνια καί εκατοντάδες μεταγωγικά γεμάτα στρατιώτες, ενώ οι ΈΈλληνες διέθεταν 70 μετρίου μεγέθους πολεμικά πλοία μέ 800 κανόνια καί 15 πυρπολικά. Τό πρωϊνό τής 24ης Αυγούστου 1824, ο Μιαούλης μέ μία προφυλακή 24 πλοίων κινήθηκε πρός τό στενό ανάμεσα στήν Κώ καί τήν Αλικαρνασσό καί έτρεψε σέ φυγή μία εχθρική φρεγάτα πού αποτελούσε τήν εμπροσθοφυλακή τού τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Τό στενό πέρασμα καί η θαλασσοταραχή δέν ευνοούσαν τήν κίνηση τού τεράστιου εχθρικού στόλου καί επιπλεόν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός γιά τά ελληνικά πλοία. Πολλά πλοία τών μουσουλμάνων συγκρούστηκαν μεταξύ τους καί αυτή ακόμα η ναυαρχίδα τού Χοσρέφ έπαθε σημαντικές ζημιές πρίν ακόμα ξεκινήσει η μάχη. Στή ναυμαχία πού ακολούθησε διαφάνηκε αμέσως η υπεροχή τού αιγυπτιακού στόλου καί η άρτια οργάνωσή του από τούς Ευρωπαίους αξιωματικούς. Η ναυαρχίδα τού Γιβραλτάρ αψηφούσε τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων καί περνούσε επανειλημμένα μπροστά από τήν ελληνική παράταξη. Αλλά καί η τόλμη τών Ελλήνων πλοιάρχων εκθειάζεται σέ ημερολόγιο Γάλλου αξιωματικού πού υπηρετούσε υπό τίς διαταγές τού Ιμπραήμ πασά, όπου έγραφε γιά τό σπάνιο θάρρος μέ τό οποίο οι ναύτες τών πυρπολικών οδηγούσαν τά μικρά τους σκάφη ανάμεσα στά μεγάλα εχθρικά καί προσπαθούσαν ανάμεσα σέ μία βροχή από σφαίρες νά τά κολλήσουν στίς αιγυπτιακές φρεγάτες. Η ημέρα τελείωσε χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα καί γιά τούς δύο στόλους. Στίς 26 Αυγούστου 1824, ο ελληνικός στόλος πέρασε μπροστά από τό νησί τού Ιπποκράτη καί άραξε στόν κόλπο τού Γέροντα, εκεί πού βρίσκονταν οι αρχαίες πόλεις τής Πρίηνης καί τής Μίλητου. Ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος έριξε άγκυρα στή γενέτειρα τού Ηροδότου. Δέν μπορώ νά αφήσω ασχολίαστο τό γεγονός ότι οι ΈΈλληνες πολεμούσαν γιά τά εδάφη τών προγόνων τους, εδάφη πού τά είχε μολύνει μέ τήν παρουσία του ο βάρβαρος μουσουλμάνος. Πολεμούσαν γιά τίς αρχαίες πόλεις τής Μικράς Ασίας καί τού Αιγαίου Πελάγους, πόλεις πού τίς είχε ισοπεδώσει καί τίς είχε κατακάψει ο Οθωμανός όταν είχε εισβάλει 2000 χρόνια μετά τήν γέννηση τού Ηροδότου, τού Ιπποκράτη, τού Βία, τού Αναξίμανδρου καί τού Θαλή. «Ο Νικολής Αποστόλης πλήρωσε ακριβά τό χαλασμό τού νησιού του. Χάθηκε η γυναίκα του κι η μιά κόρη του πού δέν μπόρεσαν νά ξεφύγουν. Η κόρη του η Μαρία άρπαξε τά δυό παιδιά της καί μέσα στήν αναταραχή ρίχτηκε στή θάλασσα βαστώντας τά παιδιά της γιά νά γλυτώση κολυμπώντας. Μπόρεσε νά ζυγώση κάποιο ελληνικό καΐκι καί νά σωθή, μέ τό ένα μονάχα παιδί της. Τό άλλο τής ξέφυγε από τά χέρια τήν ώρα πού κολυμπούσε. Τό αρπάξανε τά κύματα καί πνίγηκε, Από τά
819
αγόρια τού καπετάν Αποστόλη κανένα δέν έπαθε τίποτα. Είχε πέντε γιούς. Τόν Κωνσταντή, τόν Αποστόλη, τόν Γιάννη, τόν Δημητρό καί τόν Αντρέα. ΌΌλοι τους ήταν μέσα σέ διάφορα ψαριανά καράβια καί πολεμούσαν. Τόν Αποστόλη τόν είχε στό "Λεωνίδα" μαζί του ο πατέρας του. ΎΎστερα από τήν καταστροφή τών Ψαρών, αφού ξεμάκρυναν τά τούρκικα καράβια, ο Αποστόλης μετέφερε τούς κακοπαθημένους Ψαριανούς στή Μονεμβασιά. ΈΈπρεπε όμως νά κτυπήση τήν αρμάδα. Νά εκδικηθή τόν αφανισμό τής πατρίδος του, νά πάρη πίσω τό αίμα τής μάνας τών παιδιών του, τής κόρης του κι όλων τών Ψαριανών. Δέν πρόσμενε παρά τήν ώρα καί τή στιγμή. Βάλθηκε στά γρήγορα νά ετοιμάση ψαριανό στόλο. Ο Αποστόλης μέ τά καράβια του έσμιξε μέ τόν ελληνικό στόλο κι άραξε στήν Πάτμο. Τής τούρκικης αρμάδας μαζί μέ τής αιγυπτιακής κάμποσα καράβια της πόντισαν στήν Αλικαρνασσό καί μερικές φρεγάτες στήν Κώ. Ο καπετάν Νικολής έστειλε στή Λέρο τρία καράβια καί τρία μπουρλότα γιά νά ριχτούν νύκτα στήν αρμάδα. Αυτός μέ τά υπόλοιπα καράβια αντάμωσε τόν Μιαούλη. Ο ελληνικός στόλος είχε τώρα εβδομήντα πολεμικά καράβια καί μπουρλότα. Ο καιρός όμως ήταν αντίθετος καί τούς εμπόδιζε νά κτυπήσουν τήν αρμάδα στήν Αλικαρνασσό. Αποφάσισαν νά στείλουν είκοσι καράβια καί έξη μπουρλότα νάμπουν μέρα στό στενό τής Κώ καί νά κτυπήσουν τίς αρμάδες. Ο υπόλοιπος στόλος θά περίμενε στά νησιά Τσατάλια (Τσάταλα). Μέ πρίμο τόν καιρό τά καράβια κι ολόμπροστα τά μπουρλότα, είχαν γραμμή γιά τήν Κώ. Οι αρμάδες μόλις είδανε τά ρωμέϊκα κάνανε πανιά καί στίς έντεκα η ώρα τό πρωΐ άρχισε ο θαλασσοπόλεμος. Βάστηξε ως τό βασίλεμα. Τά μπουρλότα στρώσανε στό κυνηγητό τά εχθρικά πλεούμενα πού κείνα τρομαγμένα όλο κι αλάργευαν. Δέν άργησαν όμως ελληνικά καί τούρκικα νά ζυγώσουν τόσο πού μπλέχτηκαν. Δέν χρησιμοποιούσαν πιά τά κανόνια τους, μά τά τρομπόνια καί τά καριοφύλια τους. Κάποιο εγγλέζικο πολεμικό βρέθηκε αραγμένο στήν Αλικαρνασσό. Γιά νά τό ξεχωρίζουν τά ελληνικά καί νά μήν τό κτυπήσουν αναγκάστηκε νά σηκώση στό μεσανό του άλμπουρο τήν εγγλέζικη σημαία. Οι ναύτες του γιά νά παρακολουθήσουν τόν παράξενο αυτό ελληνοτουρκικό θαλασσοπόλεμο ανέβηκαν στά άλμπουρα καί τίς αντέννες. Βγαίνοντας ο ελληνικός στόλος απ' τό μπουγάζι (πορθμό) τής Κώς, φουντάρισε στό λιμανάκι τού κάβου (ακρωτηρίου) τού Γέροντα γιά νά ετοιμαστή. Ο τουρκοαιγυπτιακός, έρριξε άγκυρα στό λιμάνι τής Αλικαρνασσού. Η αιγυπτιακή αρμάδα είχε καράβια από τήν Αλεξάνδρεια, τό Αλγέρι, τήν Τύνιδα καί τήν Τριπολίτιδα. Οι τρείς ναύαρχοι Μιαούλης, Κολαντρούτσος καί Αποστόλης
820
κουβέντιαζαν στήν ναυαρχίδα. - "Θά μείνουμε αραγμένοι δώ στόν Γέροντα ως τό μεσονύχτι. ΎΎστερα βγάζει στεριανό αγέρα. Μέ πρίμο λοιπόν τόν καιρό, θά σαλπάρουμε γιά ν' αντιμετωπίσουμε τήν αρμάδα." Μέ τή γνώμη τού Μιαούλη μείνανε σύμφωνοι ο Σπετσιώτης καί ο Ψαριανός καί τά ξημερώματα στίς 29 Αυγούστου 1824, όταν άρχισε νά φυσάη αέρας από τή στεριά, τά ψαριανά καράβια κάνανε πανιά. Βγαίνοντας ο ήλιος συναντήθηκαν μέ καμιά δεκαριά καράβια τού Μιαούλη καί τού Σαχτούρη πού η απανεμιά τά έκανε νά ξεκόψουν από τό στόλο. Στό μεταξύ ο Χοσρέφ μέ τίς δύο αρμάδες του, μέ πρίμο καιρό φάνηκε στά νησάκια Τσατάλια. Ρϊχτηκε νά κτυπήση τά ελληνικά καράβια πού η απανεμιά τά είχε σκορπίσει καί βρίσκονταν σέ δύσκολη θέση. Γιά τόν Μιαούλη καί τόν Σαχτούρη κρίσιμη η περίσταση. Κάποιος Υδραίος καραβοκύρης κατάφερε νά ζυγώση τόν "Λεωνίδα" καί μέ τό χωνί ξεφώνισε: - "Καπετάν Νικολή! Στείλε τά μπουρλότα κατά τήν αρμάδα γιατί τά καράβια μας βρίσκοντας σοττοβέντο (απάνεμα) καί χανόμαστε!" Ο Αποστόλης διώχνει μέ μιάς τόν Παπανικολή καί τό Νικοδήμο μέ τά μπουρλότα τους νά πέσουν στό κέντρο στίς δύο αρμάδες. Αναστατώθηκε ο εχθρός. Βρήκε τήν περίσταση ο Μιαούλης καί μέ τά καράβια του ρίχνεται κι αυτός κατά τού εχθρού. Ο Χοσρέφ τά χάνει. Σηκώνει σήμα νά κάνουν πίσω καί νά βάλουν ρότα γιά τήν Λέρο. Από κοντά οι ΈΈλληνες καί τά μπουρλότα τού Ματρόζου, τού Πιπίνου καί τού Λαζάρου Μουσσού. Προκάνουν τά εχθρικά καράβια καί καταφέρνουν νά κολλήσουν τά μπουρλότα τους. Τρομαγμένοι οι Τούρκοι γιά νά γλυτώσουν απ' τά μπουρλότα πηδάνε στή θάλασσα. Μιά τουνέζικη φρεγάτα καταφέρνει νά τή ζυγώση τό μπουρλότο τού Γιώργη Θεοχάρη. Σαστίζει τό τσούρμο (πλήρωμα) τής φρεγάτας. Αντί νά κάνη μανούβρες νά ξεφύγη, άθελά της πέφτει πάνω του. Βρίσκει καιρό ο Θεοχάρης κολλάει στά πλευρά της τό μπουρλότο του καί βάζει φωτιά. Ο Μιαούλης πού απ' τά μακρυά παρακολουθεί, γιά νά βοηθήσει τόν Θεοχάρη, στέλνει μέ τό μπουρλότο του τόν Γιώργη Βατικιώτη. Κολλάει απ' τήν άλλη μεριά τής φρεγάτας καί βάζει φωτιά. Τήν τουνέζικη φρεγάτα τήν τυλίγουν οι φλόγες από παντού. Πολλοί απ' τό τσούρμο τής φρεγάτας καίγονται. ΌΌσοι πέφτουν στή θάλασσα ή πνίγονται ή τούς πιάνουν οι Ρωμιοί αιχμάλωτους, ακόμα κι αυτόν τόν καπετάνιο της.» Τάκη Λάππα - Τό ναυτικό στήν επανάσταση Τό πρωϊνό τής 28ης Αυγούστου 1824 εμφανίστηκαν ξαφνικά στόν κόλπο τού Γέροντα (Δίδυμα Μιλήτου), απέναντι από τήν Κώ, επτά αιγυπτιακά πλοία, τά οποία ο ελληνικός στόλος αμέσως καταδίωξε. Λόγω όμως τής κακοκαιρίας ή τής κακής συνεννόησης, μόνο 22 ελληνικά
821
πλοία μέ αρχηγό τόν Μιαούλη ξαναγύρισαν στόν κόλπο, ενώ τά υπόλοιπα διασκορπίστηκαν. Τήν επόμενη ημέρα επικράτησε άπνοια καί τά 22 ελληνικά πλοία ακινηποιήθηκαν μέσα στόν κόλπο τού Γέροντα παρατηρώντας τά εχθρικά πλοία νά τά πλησιάζουν, εκμεταλλευόμενα τό ελαφρύ αεράκι. Τά ελληνικά πλοία ήταν ανήμπορα πλέον νά αντιδράσουν, καθώς ο αιγυπτιακός στόλος είχε αντιληφθεί τήν κατάστασή τους καί πλήσιαζε αργά καί σταθερά μέ σκοπό νά τά συντρίψει. Στά παγιδευμένα πλοία βρίσκονταν οι σπουδαιότεροι ΈΈλληνες ναυτικοί. Γεώργιος Σαχτούρης, Κολανδρούτσος (Γεώργιος Ανδρούτσος), Ιωάννης Κυριακός, Αντώνιος Κριεζής, Εμμανουήλ Τομπάζης, Αναστάσιος Τσαμαδός, Ανάργυρος Λεμπέσης. «Εν τώ μεταξύ τούτω ητοιμάσθη καί η υπό τόν Μιαούλην μοίρα, καί απάρασα τήν 10ην Αυγούστου 1824 εξ ΎΎδρας ηγκυροβόλησεν αυθημερόν· υπό τό Σούνιον συνηνώθησαν τήν 14 καί τά πλοία τών Σπετσών, καί όλα ομού ηγκυροβόλησαν τήν 21 υπό τήν Λειψόν παρά τήν Πάτμον. Τήν δέ 23ην Αυγούστου 1824 συνήλθαν πρός εκείνα τά νερά όλα τά πλοία, ό εστιν αι δύο υδραϊκαί μοίραι, η υπό τόν Κολανδρούτσον τών Σπετσών, καί η υπό τόν Αποστόλη τών Ψαρών. Τήν δέ 24 έπλευσεν ολόσωμος ο στόλος υπό τήν αρχηγίαν τού Μιαούλη προς τήν Κών καί τό Μπουδρούμι (Αλικαρνασσόν), όπου ελλιμένιζαν οι στόλοι, ο τουρκικός καί ο αιγύπτιος, συγκείμενοι εξ ενός δικρότου, 25 φρεγατών, άλλων τόσων κορβεττών καί ως 50 βρικίων καί γολεττών· παρηκολούθουν τούς στόλους καί πάμπολλα φορταγωγά ένοπλα καί άοπλα· συνηριθμούντο δέ όλα, πολεμικά καί φορτηγά, μικρά καί μεγάλα, ένοπλα καί μή, ως πεντακόσια· ελέγετο δέ ότι έφεραν 80,000 ναύτας καί στρατιώτας, καί είχαν υπέρ τά 2500 κανόνια· 70 δέ πλοία μόνον ήσαν τά ελληνικά φέροντα ως 5000 ναύτας καί 850 κανόνια. Αφιχθέντος δέ τού ελληνικού στόλου όπου εσκόπευεν, διέταξεν ο Ανδρέας Μιαούλης 24 πλοία, εν οίς καί 6 πυρπολικά, νά προχωρήσωσιν ως προφυλακίδες· τά δέ λοιπά έπλεαν κατόπιν. Μίαν ώραν δέ προ μεσημβρίας προσέβαλεν η προφυλακή μίαν φρεγάταν έμπροσθεν τού Μπουδρουμίου καί τήν έτρεψεν εις φυγήν· ανήχθησαν τότε οι δύο εχθρικοί στόλοι, επλησίασεν όπου ηκούσθη ο ακροβολισμός καί όλος ο ελληνικός καί ήρχισε γενική ναυμαχία μεταξύ Κώ καί Μπουδρουμίου. Στενή ήτον η παλαίστρα καί σφοδρός ο πνέων άνεμος· διά τούτο σύγχυσις πολλή επήλθεν, ατάκτως κινουμένων όχι μόνον τών εχθρικών πλοίων αλλά καί αυτών τών ελληνικών, καί συγκρούσεις πλοίων ενός καί τού αυτού στόλου εγένοντο. Ανίκανος εφάνη ο τουρκικός, καί τόση ήτον η απειρία των εν αυτώ, ώστε προσείχαν μάλλον νά μή βλάπτωσι τούς οικείους ή νά βλάπτωσι τούς εχθρούς. Καί αυτή η ναυαρχίς του, η έχουσα αναμφιβόλως τούς επιτηδειοτέρους ναύτας, έπαθεν εν ώ
822
ελοξοδρόμει διά τήν απειρίαν αυτών· ουδενός δέ πλοίου τό πλήρωμα εδείχθη φιλοπόλεμον εκτός μίας φρεγάτας, ής εφονεύθησαν επί τής ναυμαχίας ο πλοίαρχος καί πολλοί ναύται· αλλ' ο αιγύπτιος στόλος διεκρίθη καί διά τήν τόλμην καί διά τήν επιτηδειότητα τού ναυτικού του. Δίς ο Γιβραλτάρης διήλθεν όλην τήν γραμμήν τών ελληνικών πλοίων επί τής φρεγάτας του κανονοβολών καί κανονοβολούμενος· καί αυτός ο Ιβραήμης εξετέθη υπέρ πάντα άλλον· αλλά τόση ήτον η στενοχωρία, ώστε έν πλοίον υδραϊκόν λοξοδρομούν έπεσεν είς τί πυρπολικόν ψαριανόν, έσπασε τό κατάρτιόν του καί ηνάγκασε τόν πλοίαρχον να τό καύση κινδυνεύον νά συλληφθή υπό τού εχθρού. Περί δέ τήν α' ώραν τής νυκτός, εν ώ διεχωρίζοντο οι στόλοι, μία κανονία, πεσούσα από τού φρουρίου τής Κώ εις άλλο πυρπολικόν, έρριψε τό κατάρτιόν του, οι δέ εν αυτώ ναύται, μή δυνάμενοι πλέον νά τό κυβερνήσωσιν, έβαλαν πύρ καί έφυγαν· αλλά τό φυτίλιον εσβέσθη, καί οι εχθροί τό συνέλαβαν άκαυστον. Απομακρυνθείς δέ ο ελληνικός στόλος εξημερώθη υπό τά Τσάταλα, καί περί τήν δύσιν τού ηλίου ηγκυροβόλησεν υπό τόν Γέροντα. Τήν δέ 26ην Αυγούστου 1824 εστάλησάν τινα πλοία εις κατασκοπήν τών εχθρικών, καί τήν 28ην ηκούσθησαν κατά τήν Κών κρότοι κανονίων, διότι εχθρικά τινα πλοία προσέβαλαν τά εις κατασκοπήν σταλέντα, καί εξ αιτίας τού ακούσματος ανήχθησαν όλα τά ελληνικά. Αυθεσπερί δέ εφάνησαν επιπλέοντα καί τά τουρκοαιγύπτια 97 τόν αριθμόν. Τήν δέ επαύριον εξημερώθησαν καί οι τρεις στόλοι πρός τά Τσάταλα καί ο μέν ελληνικός έπεσεν εις άκραν γαλήνην, οι δέ άλλοι αρμένιζαν υπ' ολιγανεμίαν επί τόν ελληνικόν. ΉΉρχισεν η δευτέρα ναυμαχία. Εννέα ελληνικά πλοία, εν οίς καί η ναυαρχίς καί δύο πυρπολικά, ευρέθησαν υπήνεμα καί έπλεαν πρός τόν Γέροντα. Η θέσις των ήτο δεινή. Εις βοήθειαν αυτών ώρμησαν άλλα ελληνικά ευρεθέντα υπερήνεμα, εν οίς καί τό πυρπολικόν τού Δημήτρη Παπανικολή. Ο πυρπολητής ούτος, περιφέρων τό σκάφος του ποτέ κατά τής μιάς ποτέ κατά τής άλλης φρεγάτας, ανέστελλε τήν ορμήν των φοβίζων αυτάς· αι σφαίραι εν τοσούτω καί οι μύδροι έπιπταν ως χάλαζα εις τό σκάφος του, τό ετρύπησαν, καί επροξένησαν άλλας ζημίας, αλλ' ούτος καί τόσα παθών δέν επόδισεν έως ου τό πυρπολικόν του κατήντησεν ακυβέρνητον, καί τότε τό έκαυσε. Περιέπλεαν δέ συγχρόνως καί άλλα πυρπολικά εν μέσω τών εχθρικών στόλων βοηθούμενα υπό τών πολεμικών απαύστως κανονοβολούντων. Ο πυρπολητής Ματρόζος έρριψεν εις έν δικάταρτον τό πυρπολικόν του, όπερ περιπλεχθέν μετέδωκε τάς φλόγας· αλλ' οι ναύται τού δικατάρτου καί τό πυρπολικόν εξεκόλλησαν καί τάς φλόγας έσβεσαν. Εν ώ δέ τό σκάφος τούτο εκαίετο, καί τό κινδυνεύσαν δικάταρτον έφευγεν, ίθυνεν εις αυτό ο Πιπίνος τό πυρπολικόν του, αλλά, πληγωθέντος αυτού επικινδύνως, εδειλίασαν οι ναύται, τό άναψαν προτού κολλήση, καί έφυγαν. ΏΏρμησεν εις τό αυτό δικάταρτον τρίτον πυρπολικόν, αλλ' εκάη καί αυτό εις μάτην. Η δέ
823
αποτυχία τριών πυρπολικών εθάρρυνε τά φεύγοντα εχθρικά πλοία να στραφώσι προς τά ελληνικά. Εξ αυτών δύο φρεγάται, τρεις κορβέτται καί πέντε βρίκια εκύκλωσαν τό πλοίον τού Σαχτούρη, τού έσπασαν κεραίας, τού έσχισαν πανία, καί ετρύπησαν καταμεσής τό μεγάλον του κατάρτιον, αλλά δέν τό έρριψαν, τό πλοίον επόδισε καί ούτως απηλλάχθη τού μεγάλου κινδύνου. Τά αυτά εχθρικά πλοία εναυμάχησαν μετ' ολίγον καί μετά τών παραπλεόντων εννέα ελληνικών υπ' άνεμον ευρεθέντων. Επί τής ναυμαχίας δέ ταύτης έρριψεν ο Παπαντώνης τό πυρπολικόν του εις μίαν τών φρεγατών 44 κανονίων, τό περιέπλεξεν εις τά δεξιά εξάρτια τού εμπροσθινού καταρτίου της καί μετέδωκε τας φλόγας· αλλ' επειδή τό πυρ έβοσκε βραδέως καί ενδεχόμενον ήτο να σβεσθή, εκόλλησε καί ο Βατικιώτης τό πυρπολικόν του αριστερόθεν αυτής, καί μετά ημιώριον η φρεγάτα εκάη· δύο ναύται τού πυρπολικού τού Παπαντώνη εσκοτώθησαν καί τέσσαρες επληγώθησαν, εν οίς καί αυτός ο Παπαντώνης· πολλοί δέ τών εν τή καιομέννη φρεγάτα έπεσαν εις τήν θάλασσαν, εξ ών οι μέν εν τώ πλοίω τού Τσαμαδού εζώγρησαν 22 τακτικούς, οι δέ εν τώ τού Αντώνη Κριεζή 15· εγνώσθη δέ ότι η καείσα φρεγάτα ήτον η τού Τουνεζίνου μοιράρχου, ότι δύο τών ζωγρηθέντων ήσαν αυτός καί τίς χιλίαρχος τού Μεχμέτ-Αλή, ότι είχεν η φρεγάτα 500 ναύτας καί 800 τακτικούς, καί ότι ο σκοπός τών εχθρών επί τού παρόντος ήτο η καταστροφή τής Σάμου. Μετά τό συμβάν τούτο οι μεν εχθρικοί στόλοι επανέπλευσαν εις Κών, οι δέ ΈΈλληνες, διανυκτερεύσαντες όπου εγένετο η ναυμαχία, ελλιμένισαν τό πρωί υπό τόν Γέροντα.» Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ' Οι καπετάνιοι τών πυρπολικών ανέλαβαν πρωτοβουλία. Πρώτος ο Ψαριανός Δημήτριος Παπανικολής έστρεψε τό πυρπολικό του εναντίον μίας φρεγάτας καί προσπάθησε νά τής βάλει φωτιά. Μόλις καί μετά βίας γλύτωσε τή σύλληψη αυτός καί τό πλήρωμά του. Στή συνέχεια ο Γιάννης Ματρόζος προσπάθησε καί αυτός χωρίς επιτυχία νά προσκολλήσει τό μπουρλότο του σέ ένα μεγάλο εχθρικό πλοίο, αλλά τραυματίστηκε βαριά καί έκαψε τό πυρπολικό γιά νά μήν πέσει στά χέρια τού εχθρού. Οι Πιπίνος, Τζερεμές, Ραφαλιάς καί Νικόδημος οδήγησαν καί αυτοί τό δικά τους σκάφη εναντίον τού μουσουλμανικού στόλου, ο οποίος όμως τά ανάγκασε νά υποχωρήσουν. Πάντως τόσος ήταν ο φόβος τών αντιπάλων γιά τά πυρπολικά, ώστε ο ίδιος ο Ιμπραήμ πασάς αναγκαζόταν τή νύκτα νά σβήνει τελείως τά φώτα τής φρεγάτας του, ώστε νά μήν είναι ορατή από τούς ΈΈλληνες μπουρλοτιέρηδες. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες τών Ελλήνων πυρπολητών ενθάρρυναν τούς μουσουλμάνους, οι οποίοι πλησίαζαν τόν ακινητοποιημένο στολίσκο τού Μιαούλη μέ περισσότερο θάρρος. Τό καράβι τού Σαχτούρη βρέθηκε σέ μεγάλο κίνδυνο αφού είχε γίνει ο βασικός στόχος τών εχθρικών
824
κανονιών, τά οποία κατάφεραν νά τού σπάσουν τά κατάρτια καί τελικώς νά τό θέσουν εκτός μάχης. Μπροστά στόν επερχόμενο κίνδυνο ο Μιαούλης έδωσε εντολή νά κατεβάσουν τίς λέμβους από τά πλοία καί νά τά ρυμουλκήσουν κωπηλατώντας οι ναυτικοί, μέχρι νά βγούν έξω από τόν κόλπο. Τό σχέδιο πέτυχε. Τά ιστιοφόρα όταν βγήκαν από τόν κόλπο συνάντησαν τό αεράκι τής σωτηρίας πού φούσκωσε τά πανιά στά κατάρτια καί τά ελληνικά πλοία μπόρεσαν νά αντιμετωπίσουν τά εχθρικά πλοία μέ ίσους όρους. Η ναυμαχία τότε εντάθηκε καί οι Χριστιανοί πυρπολητές ενθαρρυμένοι από τήν αλλαγή τής κατάστασης, αγνοώντας τό πυκνό πύρ τών μεγάλων τουρκοαιγυπτιακών πλοίων πλησίαζαν πρός αυτά. Τά τρία πυρπολικά τού Λέκκα Ματρόζου, τού Ανδρέα Πιπίνου καί τού Λάζαρου Μουσούς κατάφεραν νά στριμώξουν ένα αιγυπτιακό μπρίκι είκοσι πυροβόλων καί νά τού βάλουν φωτιά, τινάζοντάς το στόν αέρα καί στέλνοντας στό βυθό τής θάλασσας 300 μουσουλμάνους στρατιώτες. Ο Υδραίος Γεωργάκης Θεοχάρης (κατά τόν Τρικούπη ο Παπαντώνης) κόλλησε τό πυρπολικό του πάνω σέ μία τυνησιακή φρεγάτα, η οποία είχε 44 κανόνια καί πλήρωμα 650 καί τής έβαλε φωτιά. Πάνω στή φρεγάτα επικράτησε πανικός. Πολλοί έπεσαν στή θάλασσα αλλά κάποιοι είδαν τή σκαμπαβία τού Θεοχάρη νά ξεμακραίνει καί άρχισαν νά πυροβολούν, μέ αποτέλεσμα δύο από τούς συντρόφους τού Θεοχάρη νά σκοτωθούν καί πέντε νά τραυματιστούν βαριά. H φρεγάτα όμως είχε ήδη αρπάξει φωτιά. Ο Μιαούλης τότε έστειλε τόν Γεώργιο Βατικιώτη μέ δεύτερο πυρπολικό, τό οποίο ολοκλήρωσε τόν εμπρησμό τής φρεγάτας. Ακολούθησε ισχυρή έκρηξη, η οποία σκόρπισε σέ χίλια κομμάτια τήν άλλωτε υπερήφανη φρεγάτα παρασύροντας στόν θάνατο 1000 μουσουλμάνους, σύμφωνα μέ τό ημερολόγιο τού Σαχτούρη. Η πανίσχυρη αρμάδα τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέ τό πλήθος τών Ευρωπαίων αξιωματικών στά επιτελεία της καί τήν μεγάλη ισχύ πυρός, δέν κατάφερε νά διαλύσει τά εμπορικά πλοία τών Ελλήνων καί γι' αυτό η ναυμαχία τού Γέροντα μπορεί νά θεωρηθεί ως μία μεγάλη νίκη. Ο πεισματάρης Ιμπραήμ προσπάθησε στίς 4 Σεπτεμβρίου 1824 νά στείλει 200 μεταγωγικά καράβια γεμάτα Τουρκαλβανούς στή Σάμο, γιά νά κάνουν αιφνιδιαστική απόβαση. Ο ελληνικός στόλος επαγρυπνούσε καί βρέθηκε παραταγμένος μπροστά από τόν Μαραθόκαμπο καί τό ακρωτήριο τής Αγίας Μαρίνας, αναγκάζοντας νά εχθρικά πλοία νά υποχωρήσουν. Ο ναύαρχος Χοσρέφ, εξαντλημένος καί απογοητευμένος, αποσύρθηκε στήν ασφάλεια τού ναυστάθμου τής Κωνσταντινουπόλως, αφήνοντας στήν διάθεση τού Ιμπραήμ, μερικές δεκάδες πλοία. Αυτό τό έκανε όχι επειδή συμπαθούσε τόν Αιγύπτιο πασά, αλλά επειδή θά βρισκόταν σέ δύσκολη θέση όταν ο σουλτάνος ανακάλυπτε τήν απώλεια τόσων πλοίων. ΈΈχουμε ξαναγράψει ότι τήν οργή τού σουλτάνου τήν
825
έτρεμαν οι δικοί του άνθρωποι. Μπορούμε νά φανταστούμε πόσο περισσότερο φοβερός ήταν ο σουλτάνος Μαχμούτ γιά τούς υπηκόους του καί ιδιαιτέρως γιά τούς γκιαούρηδες Ρούμ. Αλλά καί ο Ιμπραήμ πασάς ήταν τό ίδιο αμείλικτος πρός τούς υφισταμένους του. Μετά τήν ήττα τού Γέροντα, απαγχόνισε ένα πλοίαρχο πού είχε εγκαταλείψει τό πλοίο του όταν αυτό κάηκε από ένα ελληνικό πυρπολικό ενώ διέταξε νά μαστιγώσουν μέχρι θανάτου έναν άλλο πλοίαρχο πού είχε δειλιάσει. «Τετράδη 30 Ιουλίου 1824 Εξημερώθημεν εις τό άκρον τής Ικαρίας. Είδομεν πλοίον εκείσε, ευρεθείς δέ εμπροστά ο καπετάν Κιβωτός τού εκάμαμεν σημείον νά υπάγη νά τό επισκεφθή, μετ' ολίγον διεκρίναμεν ότι είναι ιδικόν μας πυρπολικόν. Εν τοσούτω η βάρδα (σκοπιά) μάς ειδοποιεί ότι φαίνονται δεκαπέντε πλοία εχθρικά πλησίον τής Σάμου. Εκάμαμεν σημείον νά ακολουθήση όλος ο στόλος τόν δρόμον μας καί πηγαίνομεν κατ' αυτών. Μετ' ολίγον διεκρίναμεν έως είκοσι σακολέβες καί άλλα τριάντα μικροκάϊκα. Αυτά όλα ήτον γεμάτα στρατεύματα τουρκικά καί εσκόπευον κατ' αυτήν τήν ώραν νά κάμουν απόβασιν εις τήν Σάμον κατά τό μέρος Καρλόβασι, τρία ευρεθέντα έμπροσθεν πλοία τού στόλου μας τών καπετάνιων Δημήτρη Σαχτούρη, Α. Κιβωτού καί Λαζάρου Παναγιώτα, ρίπτονται κατ' αυτών τά επλησίασαν καί άρχισαν τόν πυροβολισμόν. Τό πλοίον τού Μεθενίτου τό οποίον καπετανεύει ο ρηθείς Κιβωτός αφ΄ού επολέμησεν αρκετήν ώραν μίαν σακολέβαν γεμάτην στρατεύματα, επήγεν κατ' αυτής μέ τήν πλώρην καί τήν εκυρίευσεν εις τήν μίαν ώραν. Ο Δημήτρης Σαχτούρης επέπεσεν κατά τινος άλλης σακολέβας τήν εκανονοβόλισε ικανώς, αύτη είχε μέσα υπέρ τούς πενήντα γενίτσαρους, πολλοί εσκοτώθησαν από ταίς μπάλαις τού καπετάν Δημήτρη, εν ώ αυτοί ρίπτοντες μέ τουφέκια τούς εθανάτωσαν τέσσαρας καί ελάβωσαν δύο συντρόφους των. Δέν έδειξεν ολιγωτέραν γενναιότητα ο καπετάν Παναγιώτας, ούτος αφ' ού εκύνηγησεν επλησίασε καί εκανονοβόλισεν ικανώς μέ μισδράλια μίαν άλλην μεγάλην σακολέβαν ήτις είχε μέσα υπέρ τούς εξήντα εχθρούς ώρμησε κατ' αυτής μέ τήν πλώρην. Μέ τρείς κανονιαίς μπάλα μισδράλια οπού έρριψεν κατ' αυτών έκαμε νά μείνωσι τέσσαρες μόνον ζωντανοί... Κυριακή 24 Αυγούστου 1824 ΉΉτον ήδη εις τά πανιά ο ναύαρχος Μιαούλης οπόταν ο αντιναύαρχος Σαχτούρης άρας από τούς Αρκιούς μετά τής μοίρας του ευρίσκετο έξω τής Λειψώ. Ο ναύαρχος Σπετσών Κολανδρούτσος (Γεώργιος Ανδρούτσος) έκαμε τό ίδιον, άμα είδε τόν αντιναύαρχόν του, Μπόταση άραντα από Πάτμον κατά τήν διαταγήν του, καί πλησιάσαντα.
826
Μετ' ολίγον έφθασεν καί ο ναύαρχος Ψαρών Νικολής Αποστόλης όστις ηνώθη μέ τάς άλλας μοίρας άρας από Πάτμον καί αυτός τό ίδιον πρωΐ. ΉΉτο η ώρα έκτη τής ημέρας οπόταν ενωθείσαι όλαι αι ελληνικαί μοίραι απεκατέσταινον τήν θαλάσσιον ελληνικήν δύναμιν τήν κατά τών εχθρών διευθυνομένην μέ εβδομήντα ελληνικάς σημαίας κυμματουμένας. Πληροφορηθέντες δέ από τινας πατριώτας Καλυμνίους, ότι ο οθωμανικός στόλος άρας από Ποτέζι απέρασεν εις τό Μπουντρούμι (Αλικαρνασσό) φοβούμενος τά πυρπολικά πολλότατα τών οποίων επληροφορήθη ότι μάς έφθασαν, κοινής συνελεύσεως γενομένης εν τή ναυαρχίδι απεφασίσθη νά εισέλθουν τό στενόν είκοσι εκλεκτά πλοία μέ έξ πυρπολικά διά νά πολεμήσουν τόν εχθρόν, τά δέ λοιπά νά μείνωσιν οπίσω δύω ή τρία μίλια, μόνον διά νά εμπνέουν φόβον εις τόν εχθρόν χωρίς νά εισέλθουν. Περί τάς επτά ώρας εξεκινήσαμεν, θεωρία αξιόλογος τά εικοσιέξι πλοία προοδεύονται τά λοιπά τού ελληνικού ναυτικού ακολουθούν μέ εύδιον άνεμον διηρημένα εις δύο πτέρυγας. Περί τάς εννέα ώρας επλησιάσαμεν εις τόν πορθμόν τής Κώς καί άρχισεν ο πόλεμος εναντίον μιάς φρεγάτας ήτις εσηκώθη από τήν Κώ, καί τρέχει όλαις δυνάμεσι νά καταφύγη εις τό Μπουντρούμι. Τά πυρπολικά μας τήν εδίωξαν επιμόνως αλλά δέν ηδυνήθησαν νά τήν φθάσωσιν. Είδον δέ εντός αυτής πολλούς μέ ευρωπαϊκά καί πολλούς μέ αλβανικά φορέματα ερυθρά. Εν τοσούτω απηντήθημεν μέ διαφόρους φρεγάτας εχθρικάς οθωμανικάς καί αυγυπτιακάς, ακόμη καί μέ αυτό τό δίκροτο ντελίνι τού τοπάλ (κουτσού) Χοσρέφ πασσά. Τά πυρπολικά μας χωρίς νά φοβηθούν τά βόλια καί μισδράλια των ρίπτονται κατ' αυτών, όν τρόπον τά σαψώνια κατά τών ταύρων, καί τά τρέπουσιν εις φυγήν, πάλιν επιστρέφουσιν καί πάλιν τά στρέφουσιν, ότι καί άν ειπή τινάς πρός έπαινον τών πυρπολιστών δέν ήθελεν είσθαι παρ' αξίαν. Τά πυρπόλικά είναι η ψυχή τού ναυτικού μας καί χωρίς αυτά τίποτα ή πολλά ολίγον δυνάμεθα νά βλάψωμεν τόν εχθρόν, διά τό ασύγκριτον τών πλοίων μας μέ τά υπέρογκα τού εχθρού. Εν τοσούτω τά πολεμικά μας δέν παύουσιν από τό νά κανονοβολίζουν τόν εχθρόν, μιάς φρεγάτας έσπασεν ο παπαφίγκος, άλλη φρεγάτα από τήν σάστισιν της άφησε τήν μεγάλην της σκαμπαβίαν (λέμβον) μέ διαφόρους κωπηλάτας, οίτινες φαίνεται εξήλθον νά πιάσουν τήν σκαμπαβίαν τού πυρπολικού, αλλά τά βόλια καί τά μισδράλια τών Ελλήνων καί εξαιρέτως τού Αναργύρου οπού ήτον κοντά τήν έτρεψαν εις φυγήν όχι μέ λίγην βλάβην της. Αυτό δέ τό ίδιον ντελίνι τού καπουδάν πασσά αφ' ού άφησεν από τόν φόβον του τήν βασιλική βάρκα του, μέ μεγάλη βίαν καί διά τά πολλά πανιά όπου έκαμνε διά νά φύγη γρήγορα, έκαμε νά τού σπάση η γάμπια (δεύτερο τετράγωνο ιστίο), διά τούτο επήγε καί άραξε μέσα εις τό Μπουντρούμι (Αλικαρνασσό). Εκεί είδομεν καί μίαν φρεγάτα αγγλικήν ήτις ύψωνε υψηλά τήν σημαίαν διά νά γνωρίζεται, αυτός λέγεται νά ήτον ο προσωρινός ναύαρχος τής Αγγλίας Φόρτ, τού οποίου ακόμα καί τά
827
ξάρτια ήτον γεμάτα θεωρόντες τόν πόλεμον. Πρός τό εσπέρας η φρεγάτα τού Ισμαήλ Γιβραλτάρ ήλθε νά μάς πάρη τό σοβράνο (προσήνεμο), τής ερρίφθησαν όμως επάνω δύω πυρπολικά τών Δημήτρη Παπανικολή καί Ρομπότση Υδραίου καί τήν έτρεψαν εις φυγήν μ' όλον ότι έρριπτε κατ' αυτών μισδράλια ακατάπαυστα. Τό στενόν μεταξύ Κώ καί Ποτέζι καί Μπουντρούμι ήτον τό στάδιον τού πολέμου. Οι Τούρκοι έρριπτον καθ' ημών ακόμα καί από τό φρούριον τής Κώ. Οπόταν φθάσας ο ναύαρχος Μιαούλης καί κατόπιν αυτού άλλα διάφορα πλοία γέμισε τό στενόν από πλοία ελληνικά, ώστε δέν έμενεν πλέον φροντίς νά κανονοβολίσωμεν τόν εχθρόν, αλλά νά προφυλαττώμεθα διά νά μήν τσακίσωμεν τό ένα μέ τό άλλο. Εν τοσούτω ο Γιβραλτάρ εζήτησε νά πάρη εις τόν στόλον μας τά υπερδεξιά. Ο Μιαούλης τόν κανονοβολίζει, καί μέ τό πυρπολικόν τού Ανδρέα Πιππίνου τόν τρέπει εις φυγήν. Τά πυρπολικά όλα τρέχουσιν εδώ καί εκεί διώκοντας τάς εχθρικάς φρεγάτας.» Ιστορικά ημερολόγια τού ναυτικού αγώνος 1821 - Γεώργιος Σαχτούρης Στίς 24 Σεπτεμβρίου 1824, ο ελληνικός στόλος προσέγγισε τήν Ερυθραία τής Μικράς Ασίας στό ακρωτήρι Καραμπουρνά απέναντι από τίς Οινούσσες), όπου οι πυρπολητές Θεοδωράκης, Θεοφάνης καί Καλογιάννης έκαψαν ένα εχθρικό μπρίκι. Λίγο αργότερα ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Νικόδημος τίναξε στόν αέρα μία κορβέτα. Οι Αιγύπτιοι, μέ πεσμένο τό ηθικό, έριξαν μερικές κανονιές καί ξαναγύρισαν στό στενό τής Λέσβου. Μετά από μερικές ημέρες ανεχώρησαν από τή Λέσβο γιά τήν Αλικαρνασσό. Τόν Οκτώβριο δέν σημειώθηκαν ιδιαίτερες αψιμαχίες μεταξύ τών αντιπάλων. Σέ μία περιπολία τους, τά ελληνικά πλοία πού περιπολούσαν στά ανοιχτά τής Λέρου, είδαν νά έρχεται πρός τό μέρος τους μία λέμβος από τήν οποία ακούγονταν ζωηρές κραυγές χαράς. Σέ λίγο διαπίστωσαν ότι ήταν μία βάρκα από τή ναυαρχίδα τού Ιμπραήμ γεμάτη ναυτικούς από τήν Κάσο, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί μετά τήν καταστροφή τού νησιού τους καί στή συνέχεια αυτομόλησαν από τόν αιγυπτιακό στόλο. «Ο δ' Ιβραΐμης, μείνας εις Μυτιλήνην μετά τού στόλου του, καί τών υπό τάς διαταγάς αυτού σουλτανικών πλοίων, εφάνη τήν 22αν Σεπτεμβρίου 1824 πλέων μεταξύ Λέσβου, Χίου καί μέλανος ακρωτηρίου (Καράμπουρνα). Οι δ' ΈΈλληνες, συγκεντρωθέντες άπαντες περί τά μεσημβρινά παράλια καί τόν πορθμόν τής Χίου, απεφάσισαν κατά πρώτον νά περιμείνωσιν εκεί τόν εχθρόν καί τότε νά τού επιτεθώσον, αλλά τήν 24ην, μεταβάλλοντες σχέδιον, προέκριναν νά πλεύσωσι κατ' αυτού, όπου καί άν τόν εύρωσιν. Ιδού δέ τί συνέβη τότε κατά τήν επίσημον έκθεσιν τού ναυάρχου Σπετσών τής 26ης Σεπτεμβρίου 1824.
828
"Ιδού καί τρίτον παρά τ' άλλα επισημότερον ελληνικόν ανδραγάθημα. Από τήν προλαβούσαν εισέτι όντες εις τά Ψαρά διά τάς κακοκαιρίας αραγμένοι, εμάθομεν παρά τών κατασκόπων πλοίων μας, ότι οι δύο εχθρικοί στόλοι ευρισκόμενοι εις Μυτιλήνην, διηρέθησαν καί ο μέν σουλτανικός απήρχετο εις Κωνσταντινούπολιν, ο δ' αιγυπτιακός εις τήν Κώ καί Αλικαρνασσόν. Διό καί αφήσαντες τά πολυθρύλλητα, εκινήσαμεν διά νά τόν απαντήσωμεν μεταξύ Χίου καί Σάμου, απερχόμενοι δέ εκεί δέν περιμένανεν νά καταφθάση, αλλ' αμέσως επιστραφέντες ωρμήσαμεν, έχοντες τόν νότον κατά πρύμνην, νά διέλθωμεν διά τής Χίου, καί φθάσαντες εις τάς Αργινούσας εσυναπαντήθημεν. Ο ήλιος έκλινε τότε πρός τήν δύσιν. Ο μέν εχθρός όταν μάς είδεν έστρεψε τά νώτα καί εδόθη εις φυγήν, ζητών τήν Μυτιλήνην, ημείς δέ, όπισθεν έχοντες τόν άνεμον υπερδέξιον καί τήν σελήνην λάμπουσαν μέ τό πανσέληνον αυτής εξαστράπτον φώς ακολουθούντες, τόν κατεφθάσαμεν μεταξύ Καράμπουρνα καί Καρδάμηλα κατά τήν 5ην ώραν τής νυκτός εις τάς 24 τρέχοντος, καί πολεμούντες μετά ημίσειαν ώραν, διευθύναμεν δύο πυρπολικά πλοία υδραϊκά εις μίαν κορβέταν 24 κανονίων, εκ τών οποίων τό μέν απέτυχε, τό δέ επέτυχε, παραδόσαν αυτήν εις τό πύρ μ' όλους τούς στρατιώτας καί ναύτας. ΈΈλαβε μέρος εκ τούτων καί ο Ποσειδών (πνίγηκαν), εζωγρήθησαν (αιχμαλωτίστηκαν) δέ καί πολλοί υπό τών ελληνικών πλοίων. Ο δ' εχθρός τότε εις τοιαύτην περίστασιν ευρισκόμενος, αντί νά δώση βοήθειαν, ή νά βάλη εαυτόν εις τάξιν ν' αντιμάχηται πρός τούς αντικρούοντας ΈΈλληνας, εβάλθη εις αταξίαν καί εζήτει μόνον καί μόνον νά φύγη. Οι ΈΈλληνες ενθουσιασμένοι, εφιλοτιμούντο άπαντες τίς πρώτος νά προοδεύση, πυροβολών κατά τού εχθρού. Αύτη η ευγενής άμιλλα διήρκεσε μέχρι τών 9 ωρών τής νυκτός, μεταξύ τών οποίων επεπέσαμεν εις άλλην μίαν κορβέταν ίσην τή πρώτη, καί πολεμούντές την, διευθύναμεν έν πυρπολικόν πλοίον τού Κωνσταντίνου Νικοδήμου Ψαριανού, συνωδευμένον από ημέτερα πλοία, τό οποίον επιπεσόν αμέσως τήν κατεβύθισε, διότι τό πύρ, διαδοθέν από τάς θυρίδας τής πρύμνης, εύρε τήν πυριτιδαποθήκην ανοικτήν, καί ούτως ήναψε καί διά τόν κρότον ανοίξασα κατεβυθίσθη μ' όλους τούς ναύτας καί στρατιώτας, εξ ών πολλά ολίγοι διεσώθησαν, ληφθέντες από διάφορα ελληνικά πλοία.» Ναυτικά Ορλάνδος Αναστάσιος - 1869 http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis25.html
829
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΣΤ'
Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στήν Πελοπόννησο ( 1825) Τόν Φεβρουάριο τού 1825 η κυβέρνηση τών Κωλέττη, Μαυροκορδάτου καί αδελφών Κουντουριώτη κοιμόταν τόν ύπνο τού δικαίου. Οι καλαμαράδες καί οι νοικοκυραίοι τής ΎΎδρας ήταν ευχαριστημένοι μέ τό έργο τους. Είχαν επιτρέψει τήν πλήρη καταστροφή τών ναυτικών νησιών τής Κάσου καί τών Ψαρών, είχαν φυλακίσει τόν Κολοκοτρώνη μαζί μέ τούς άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς στό μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία στήν ΎΎδρα καί είχαν εξουδετερώσει πλήρως τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο, ο οποίος είχε βρεί καταφύγιο στήν σπηλιά του, στό Κορύκειο ΆΆντρο τού Παρνασσού. Τά λεφτά τού αγγλικού δανείου τά είχαν σφετεριστεί ή τά είχαν σκορπίσει σέ ανθρώπους σάν τόν Γκούρα γιά νά μπορούν νά διατηρούν αυξημένη τήν στρατιωτική τους ισχύ καί είχαν αφήσει σέ τουρκικά χέρια τά παραθαλάσσια κάστρα τής Μεθώνης, τής Κορώνης καί τών Πατρών γιά νά μπορέσει ο γιός τού Μωχάμετ ΆΆλη νά αποβιβάσει τά δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα πού ετοίμαζε ο πατέρας του στήν Αίγυπτο. Τήν πολιτική αυτή θά τήν πληρώναμε μέ χιλιάδες νεκρούς από τόν πρώτο κιόλας μήνα τής αφίξεως τού Ιμπραήμ στήν Πελοπόννησο. Ο Ιμπραήμ πασάς αποδείχτηκε ο ικανότερος στρατηγός από όλους όσους είχε στείλει η Υψηλή Πύλη στήν επαναστατημένη Ελλάδα. Χρησιμοποιώντας ως βάση του τήν Σούδα τής Κρήτης, έστελνε αδιάκοπα τρόφιμα καί πολεμοφόδια στά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης, γιά νά τά χρησιμοποιήσει γιά τήν επικείμενη εκστρατεία του, τήν οποία τελικώς καί πραγματοποίησε εν μέσω βαρυτάτου χειμώνα καί τρομερής θαλασσοταραχής. Πράγματι, στίς 12 Φεβρουαρίου 1825, ο Αιγύπτιος στρατηγός, συνοδευόμενος από Ευρωπαίους συμβούλους, αποβιβάστηκε ανενόχλητος στό λιμάνι τής Μεθώνης, μέ τέσσερεις χιλιάδες άνδρες καί εξακόσιους ιππείς. Αμέσως τά ευρωπαϊκά μεταγωγικά πλοία επέστρεψαν στήν Σούδα, γιά νά επανέλθουν πάλι ανενόχλητα τόν επόμενο μήνα, μεταφέροντας επτά χιλιάδες πεζούς καί τετρακόσιους ιππείς. Η μεσσηνιακή πεδιάδα γέμισε από αιγυπτιακές σκηνές καί οι χιλιάδες μουσουλμάνοι τής Αφρικής άρχισαν τό γνωστό έργο τους, αυτό τής λεηλασίας καί τής καταστροφής, χωρίς νά συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση εκ μέρους τής διαλυμένης στρατιωτικής δύναμης τής Πελοποννήσου. Η κυβέρνηση αποφάσισε νά δράσει! Ορίστηκε αρχιστράτηγος τής εκστρατείας ο ανίκανος Γεώργιος Κουντουριώτης, ο οποίος δέν ήξερε κάν νά ιππεύει καί αρχηγός τών στρατιωτικών σωμάτων, ο επίσης άσχετος στά στρατιωτικά θέματα, Υδραίος πλοίαρχος Κυριάκος
830
Σκούρτης. Ο διορισμός τού Σκούρτη δυσαρέστησε τούς ΈΈλληνες οπλαρχηγούς καί κυρίως τόν Καραϊσκάκη, τόν Κώστα Μπότσαρη, τόν Γάτσο, τόν Χατζηχρήστο καί τόν Καρατάσσο οι οποίοι είχαν βρεθεί κατά τύχη εκεί, λόγω τού εμφυλίου πολέμου. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης ανεχώρησε από τό Ναύπλιο στίς 16 Μαρτίου 1825 εν μέσω τιμητικών κανονιοβολισμών. Η πομπή θύμιζε περισσότερο γιορτινή παρέλαση παρά στρατιωτική εκστρατεία. Ο Κουντουριώτης συνοδευόταν από μία άλλη στρατιωτική ιδιοφυΐα, τόν ...Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Η πομπή κινήθηκε μέ πολύ αργό ρυθμό, αφού ο "εκλαμπρότατος αρχιστράτηγος" δέν μπορούσε νά σταθεί πάνω στή σέλλα τού αλόγου του καί διαρκώς σταματούσε. Ο Κουντουριώτης δέν θά έφτανε ποτέ στήν περιοχή Κρεμμύδι ή Κρεμμύδια, βορειοανατολικά τής Πύλου, όπου παρατάχθηκε ο ελληνικός στρατός υπό τήν αρχηγία τού Σκούρτη, περιμένοντας τόν άριστα εκπαίδευμένο από Γάλλους αξιωματικούς αιγυπτιακό στρατό. Ο Καρατάσσος, πού θεώρησε τήν περιοχή αδύνατη, δέν υπάκουσε τήν διαταγή τού Σκούρτη καί στρατοπέδευσε στή θέση Σχοινόλακα. ΉΉττα στό Κρεμμύδι (7 Απριλίου 1825) Μία στρατιωτική επιχείρηση σχεδιασμένη από τούς πολιτικούς εκείνης τής εποχής θά κατέληγε μέ μαθηματική ακρίβεια στήν καταστροφή, όπως είχε γίνει στή μάχη τού Πέτα μέ τήν εκστρατεία τού Κιουταχή καί στήν Ακροκόρινθο μέ τήν εκστρατεία τού Δράμαλη. Ο Ιμπραήμ πασάς, χωρίς νά χάσει καθόλου τόν καιρό του, καθάρισε όλη τήν επαρχία τής Μεσσηνίας από τίς ασύντακτες ελληνικές δυνάμεις, απέκλεισε τά φρούρια τού Νεοκάστρου καί τού Παλαιοκάστρου στήν Πύλο καί κινήθηκε μέ τό κύριο σώμα τού στρατού του πρός τίς θέσεις πού είχαν οχυρώσει οι ΈΈλληνες. Τό φρούριο στό Νεόκαστρο είχαν αναλάβει ο Μακρυγιάννης, ο Εμμανουήλ Καλλέργης καί ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης νά τό υπερασπιστούν. Ο γιός τού Πετρόμπεη όμως τραυματίστηκε από εχθρικό βόλι στό δεξί χέρι. Η έλλειψη γιατρών είχε σάν αποτέλεσμα ο νεαρός Μανιάτης νά χάσει πολύ αίμα καί όταν τελικά μεταφέρθηκε στήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία) ήταν πλεον πολύ αργά. http://www.agiasofia.com/epanastasis/mavromixal_ioannes.jpg «Αδελφοί ΈΈλληνες! Ευχαρίστως έπιον καί τό πικρόν τούτο ποτήριον. Εθυσιάσθη ενδόξως μαχόμενος υπέρ πίστεως καί υπέρ πατρίδος καί έτερος φίλτατός μου υιός Ιωάννης Μαυρομιχάλης, όστις ετραυματίσθη κατά τήν εν Νεοκάστρω μάχην εις τάς 14 Απριλίου 1825, ανδρείως πολεμών τόν βάρβαρον εχθρόν, καί μετά οκτώ ημέρας παρέδωκε τό πνεύμα του εις τόν Θεόν. Ούτος ο ένδοξος μάρτυς τής φιλτάτης ελευθερίας, ήδη επαναπαύεται εις τούς κόλπους τού Αβραάμ καί αγάλλεται αξιωθείς νά επισφραγίση τήν δόξαν του μέ τοιούτον έντιμον
831
θάνατον. Γαίαν έχοις ελαφράν, τέκνον γλυκύτατον τών αθανάτων προπατόρων σου, άξιον καί τών μαχιμωτάτων αδερφού σου καί θείου σου Ηλιού καί Κυριακούλη εφάμιλλον! ο θάνατός σου ήδη βαλσαμώνει τάς κινδυνώδεις πληγάς, όσας αι δειναί περιστάσεις ήνοιξαν εις τήν καρδίαν μου, επειδή μέ δίδει χρηστάς ελπίδας ότι τής Σπαρτιατικής ευθαρσίας σου τό παράδειγμα τό αξιομίμητον θά ελευθέρωση τό πατρώον έδαφος από τήν στυγεράν παρουσίαν τών απανθρώπων τυράννων. Ναί αδερφοί ΈΈλληνες! καί φίλτατοί μου Σπαρτιάται! τό γενναίον παράδειγμα τού νεανίσκου τούτου μιμούμενοι δράμετε νά εκδικηθήτε τό αίμα του, νά εκδικηθήτε τήν καθυβρισθείσαν πατρίδα μας από τούς μοχθηρούς Αιγυπτίους, οι οποίοι απετόλμησαν καί απέβησαν εις τήν Πελοπόννησον, επαπειλούντες νά μάς αρπάξουν τά ιερά τής φύσεως δίκαια, νά υποδουλώσουν εκείνους οπού κατεκρήμνισαν τόν υπερμεγέθη κολοσσόν τού οθωμανικού κράτους, καί νά παραδώσουν τά πάντα εις πύρ καί εις σίδηρον. Φίλταται Σπαρτιάται! αι σκιαί τού Κυριακούλη, Ηλιού καί Ιωάννου, αι σκιαί τών επιλοίπων συμπατριωτών σας καί αδελφών ήδη περιΐπτανται εις τάς συνελεύσεις σας, καί επικαλούνται πρός εκδίκησον τού πολυτίμου αυτών αίματος τόν ισχυρόν σας βραχίονα. Εν Τριπολιτσά, 25 Μαρτίου 1825. Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.» Ελληνικά Χρονικά - Μάγερ Ο Ιμπραήμ έστειλε 3000 άνδρες εναντίον τού Καρατάσσου πού κατείχε τή θέση Σχοινόλακα, μέ τούς λιγοστούς του Μακεδόνες. Ο Καρατάσσος κατάφερε νά αποκρούσει τούς μωαμεθανούς στρατιώτες καί νά αποκομίσει εκατοντάδες όπλα τά οποία έστειλε ως λάφυρα πολέμου στήν Τριπολιτσά. Στίς 6 Απριλίου 1825 έγινε σύσκεψη στό Κρεμμύδι καί αποφασίστηκε από τόν Μαυροκορδάτο καί τόν Σκούρτη ο τρόπος τής παράταξης τής ελληνικής δύναμης. Η παράταξη θά είχε σχήμα ημικυκλίου μέ ενισχυμένα τά δύο άκρα. «Εντός τού χωριού Σχινόλακκα ωχυρούντο ο στρατηγός Τσάμης Καρατάσσος μετά 200 μόνον ανδρείων καί μαχίμων Μακεδόνων εναντίον δέ αυτού εκινήθη τότε ο στρατάρχης Ιμπραήμ πασάς μετά 3000 Αιγυπτίων τακτικών στρατιωτών καί 1000 Αλβανών πεζών, μετά 700 ιππέων Μαμελούκων φέρων 10 ορεινά τηλεβόλα. Εις στιγμήν κινδύνου, έδραμον πρός επικουρίαν του από τού Βουφράσου, χωρίου απέχοντος 1 1/2 ώραν από τήν Σχινόλακκα, οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Γρηγοριάδης μέ τόν Αδάμ Παπατσώρη μέ 500 Αρκαδίους, ο Γεώργιος Γιατράκος μέ 500 Λακεδαιμονίους, ο Χατζηχρήστος, ο Αγγελής Γάτσος, καί Ευάγγελος Κοντογιάννης μέ 1400 Ρουμελιώτας στρατιώτας, οίτινες φθάσαντες εις απόστασιν τετάρτου τής ώρας από τού πεδίου τής μάχης δέν επρόφθασαν νά οχυρωθώσιν.
832
Τότε επιπεσόν κατά διαταγήν τού Ιμπραήμ τό ιππικόν τών Μαμελούκων υπό τήν διοίκησιν τού αντιστρατήγου Ρισβάν μπέη, τούς έτρεψεν εις άτακτον φυγήν, τούς κατεδίωξεν εις αρκετόν διάστημα καί κατέκοψεν έως 45 εξ εκείνων. Οι Αρκάδιοι μετά τών Λακεδαιμονίων καί λοιπών Ελλήνων διασωθέντες κατέφυγον εις Λιγουδίσταν κωμόπολιν τής Τριφυλίας, όπου εστρατοπέδευον ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης μέ τόν θείον αυτού Διονύσιον Παπαθεοδώρου, τούς Παπατσωραίους καί Κωνσταντίνον Μέλιον μέ 1000 Αρκαδίους στρατιώτας. Γενομένης δέ ραγδαίας βροχής, μετά αστραπών καί βροντών επωφελήθη τού σκότους καί τής κακοκαιρίας ταύτης ο Καρατάσσος καί διέφυγεν μέ τούς στρατιώτας του.» Οι Τριφύλιοι (Αρκαδινοί) στόν αγώνα τού '21, Στάθη Παρασκευοπούλου, 1973 Στό αριστερό άκρο τής παράταξης βρισκόταν ο Χατζηχρήστος καί στό δεξί άκρο οι Καραϊσκάκης καί Κίτσος Τζαβέλας. Τό κέντρο κατέλαβε ο Σκούρτης μέ 500 Υδραίους, Σπετσιώτες καί Κρανιδιώτες καί ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος μέ Αγιοπετρίτες. Οι ναυτικοί πού τοποθετήθηκαν στό κέντρο ήταν άπειροι σέ μάχες στήν ξηρά καί επιπλέον δέν φρόντισαν καθόλου νά οχυρώσουν τίς θέσεις τους, όπως έκαναν οι στεριανοί μαχητές στά δύο άκρα. Ο Ιμπραήμ μέ τά κυάλια του είχε εντοπίσει τίς αδυναμίες τής ελληνικής άμυνας καί τό πρωΐ τής 7ης Απριλίου 1825, εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση εναντίον τού κέντρου τής ελληνικής παράταξης. Οι νησιώτες άρχισαν νά υποχωρούν καί μόνο οι Σουλιώτες τού Κώστα Μπότσαρη κάπως σταμάτησαν τήν ορμή τής αιγυπτιακής επίθεσης. ΌΌταν όμως τό αιγυπτιακό ιππικό ανακάλυψε αφύλαχτα περάσματα καί βρέθηκε πίσω από τά ελληνικά σώματα, η μάχη στό Κρεμμύδι μετετράπηκε σέ σφαγή. Οι ΈΈλληνες, ευρισκόμενοι μεταξύ δύο πυρών, έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τόν άλλον. Περισσότεροι από πεντακόσιοι Χριστιανοί χάθηκαν καί μεταξύ αυτών ήταν οι Μήτρος Μποταΐτης, Ευθύμιος Ξύδης, Βασίλης Χόρμοβας καί Κώστας Πετρόπουλος ενώ παρ' ολίγο νά συλληφθή ο Κώστας Μπότσαρης, ο οποίος δέν ήταν όσο έπρεπε γρήγορος καί τόν έσωσαν τελευταία στιγμή οι Σουλιώτες του. Η συντριβή στό Κρεμμύδι κλόνισε τό ηθικό τών Ελλήνων οι οποίοι διασκορπίστηκαν καί αδυνατούσαν πλέον νά υπακούσουν στίς διαταγές τών ανωτέρων τους. Ο Κουντουριώτης καί η κυβέρνησή του έχασαν τελείως τό κύρος τους, ο Μαυροκορδάτος μάταια προσπαθούσε νά συγκεντρώσει νέα στρατεύματα, ενώ οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί άρχισαν νά αποχωρούν γιά τίς ιδιαίτερες πατρίδες τους, εγκαταλείποντας τήν Πελοπόννησο, στήν οποία μόνο συμφορές είχαν φέρει. O Καραϊσκάκης πού δέν μπορούσε νά κρατήσει τή γλώσσα του, όταν συνάντησε τόν Κουντουριώτη, τόν έβρισε γιά τήν μεγάλη καταστροφή πού έπαθε η
833
χώρα καί τού είπε: - "Ωρέ, Κουντουριώτη, άκουγα καί νόμιζα πώς θά είναι όλο μυαλό τό κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο έχω εγώ σπόρο στά αρχ... μου!". Οι Ρωμιοί στό Μοριά ήρθαν σέ απόγνωση βλέποντας τόν εχθρό νά πατάει τήν πατρίδα τους, αυτή τή φορά από τό νότο πού τόν θεωρούσαν απόρθητο καί όχι από τό βορρά, όπως γινόταν τίς άλλες φορές. Κατάλαβαν ότι όλοι όσοι ήρθαν ήταν ανίκανοι νά τούς προστατέψουν καί στά χείλη τους ακουγόταν ένα μόνο όνομα: "Θεόδωρος Κολοκοτρώνης!" ΉΉττα στή Σφακτηρία (26 Απριλίου 1825) Μέχρι τά μέσα Μαρτίου τού 1825, ο ελληνικός στόλος ήταν απών από τίς ναυτικές επιχειρήσεις. Ο Ιμπραήμ ανεμπόδιστα εφοδίαζε τά κάστρα του μέ εφόδια καί στρατιώτες, ενώ η ελληνική κυβέρνηση παρόλο ότι ήταν πλήρως ενήμερη γιά τίς εξελίξεις, απλά αδρανούσε. Ο ίδιος ο Αναστάσιος Ορλάνδος στά "Ναυτικά" του αναγνωρίζει τήν εγκληματική αμέλεια τής κυβέρνησης νά οργανώσει εγκαίρως τόν ελληνικό στόλο, όταν οι ιθύνοντες έδωσαν όλη τους τήν προσοχή στόν εμφύλιο πόλεμο, κατασπαταλώντας τά λεφτά τού αγγλικού δανείου πού είχαν λάβει. Ο ναύαρχος Μιαούλης ανεχώρησε στίς 25 Μαρτίου 1825 επι κεφαλής μοίρας υδραϊκών πολεμικών πλοίων καί πυρπολικών. Σέ μία θαλασσοταραχή τό πυρπολικό τού Κανάρη συγκρούστηκε μέ τή ναυαρχίδα τού Μιαούλη καί βυθίστηκε, μέ αποτέλεσμα νά πνιγεί ένας από τούς ναύτες τού Κανάρη. Ο Μιαούλης από τίς περιπολίες πού έκανε διαπίστωσε ότι όλα τά ευρωπαϊκά εμπορικά πλοία είχαν ψεύτικα χαρτιά πού διαβεβαίωναν τάχα ότι μεταφέρουν προμήθειες στούς Κορφούς (Κέρκυρα), ενώ στήν πραγματικότητα τίς προμήθειες τίς προόριζαν γιά τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης. Ο αιγυπτιακός στόλος αποτελούμενος από 100 πλοία πλησίασε τό λιμάνι τής Πύλου, μέ σκοπό νά εισέλθει στόν κόλπο τού Ναβαρίνου. Οι ΈΈλληνες είχαν οχυρώσει τό νησάκι Σφακτηρία, απέναντι από τά δύο κάστρα τής Πύλου: Νεόκαστρο καί Παλαιόκαστρο. Μέσα στόν κόλπο τού Ναβαρίνου ήταν λίγα σπετσιώτικα πολεμικά πλοία μαζί μέ τόν "Αρη" τού Τσαμαδού. Ο εχθρικός στόλος δεχόταν πυρά από τά κανόνια πού βρίσκονταν στά δύο κάστρα καί στό νησάκι τής Σφακτηρίας. Μάταια, ο Αναγνωσταράς, πού είχε αναλάβει τήν οργάνωση τής άμυνας στήν Σφακτηρία, ζητούσε ενισχύσεις γιά νά δυναμώσει τή μικρή στρατιωτική δύναμη πού είχε στή διάθεσή του. Στίς 26 Απριλίου 1825, ο Ιμπραήμ επιχείρησε αστραπιαία επίθεση κατά τής Σφακτηρίας αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες τών στρατιωτών του. ΈΈστειλε δεκάδες μικρά αποβατικά σκάφη γεμάτα μέ τούς Αράπηδές
834
του κατά τής νήσου, οι οποίες αποτελούσαν εύκολο στόχο γιά τά κανόνια πού είχε στήσει ο Αναγνωσταράς στήν παραλία. Τόσο σίγουροι ήταν οι ΈΈλληνες ότι η Σφακτηρία δέν κινδύνευε, ώστε ο Μαυροκορδάτος συνοδευόμενος από μερικούς φιλέλληνες καί τόν Ιταλό Σανταρόζα, γευμάτισε μέ τόν πλοίαρχο Τσαμαδό στό πλοίο του καί αργότερα όλοι μαζί αποβιβάστηκαν από τόν "Αρη", γιά νά επιθεωρήσουν τίς οχυρώσεις τών Ελλήνων. ΌΌμως οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Οι σφοδροί κανονιοβολισμοί από τίς αιγυπτιακές φρεγάτες καί οι αμέτρητες λέμβοι πού έφθαναν στήν Σφακτηρία έκαμψαν τελικά τήν αντίσταση τών υπερασπιστών πού πανικόβλητοι άρχισαν νά εγκαταλείπουν τίς θέσεις τους. Οι στρατιώτες έπεφταν στήν θάλασσα γιά νά κολυμπήσουν μέχρι τό Παλαιόκαστρο καί νά σωθούν. Ο Μαυροκορδάτος ήταν ο μόνος από τούς αρχηγούς πού έσπευσε νά επιβιβαστεί σέ μία βάρκα τού πλοίου τού Τσαμαδού γιά νά καταφύγει στήν ασφάλεια τού πολεμικού πλοίου καί νά σώσει τό πολύτιμο τομάρι του. ΌΌταν κάλεσε τόν Σανταρόζα νά τόν ακολουθήσει, ο Ιταλός αρνήθηκε λέγοντας απλά ότι ήρθε νά πολεμήσει καί νά πεθάνει γιά τήν ελευθερία τής σκλαβωμένης Ελλάδος. Ο Σανταρόζα, μαζί μέ τόν Αναστάσιο Τσαμαδό, τόν Σταύρο Σαχίνη καί τόν ήρωα τής μάχης τού Βαλτετσίου Αναγνωσταρά (Αναγνώστη Παπαγεωργίου) θά έχανε τή ζωή του στήν Σφακτηρία γιά τήν ελευθερία τής Ελλάδος. Οι απώλειες τών Ελλήνων στή Σφακτηρία έφθασαν τούς 350 νεκρούς καί τούς 200 αιχμαλώτους. Ανάμεσά στούς νεκρούς ήταν καί ο Ρουμελιώτης αγωνιστής Κίρτσαλης, ο οποίος κλείστηκε σέ ένα εκκλησάκι στήν βόρεια μεριά τού νησιού καί πολεμούσε ολομόναχος τούς εχθρούς πού τόν είχαν περικυκλώσει. ΌΌταν πλέον κουράστηκε, τούς άφησε νά μπούν στό κτίριο καί βάζοντας φωτιά στό μπαρούτι τινάχτηκε μαζί μέ τούς Τουρκοαιγύπτιους στόν αέρα. «Ο στόλος, αφ' ού απεβίβασεν εις Μοθώνην τετρακισχιλίους στρατιώτας καί ικανά πολεμεφόδια, εξέπλευσε καί τά μέν ογκωδέστερα πλοία αυτού παρετάχθησαν τήν 26ην Απριλίου 1825 κατέναντι τών ελληνικών, τά δέ μικρότερα έπλεαν πρός τό στόμα τού λιμένος τού Νεοκάστρου επί σκοπώ ν' αποβιβάσωσι στρατεύματά τινα επί τής Σφακτηρίας. Τήν αυτήν δέ ημέραν έν τάγμα εχθρικόν ήλθε πλησίον τών παλαιών Ναβαρίνων (Παλαιόκαστρο) διά ξηράς, κατέλαβε τό Πετροχώρι καί επολέμησε. Περί δέ τήν 9ην ώραν τής αυτής ημέρας ο εν Ναβαρίνοις Μαυροκορδάτος επέβη εις τό εν τώ λιμένι τού Νεοκάστρου πλοίον τού Τσαμαδού επί σκοπώ νά μεταβή εις Σφακτηρίαν πρός επιθεώρησιν, καί νά εισέλθη έπειτα εις τό φρούριον τού Νεοκάστρου πρός εκπλήρωσιν τής αποστολής του. Ο Τσαμαδός, πεπεισμένος ότι, εν όσω επεκράτει ο πνέων σφοδρός άνεμος, ο εχθρός δέν ετόλμα νά επιχειρήση ήν εμελέτα απόβασιν επί τού
835
νησιδίου, έπεισε τόν Μαυροκορδάτον νά μείνη καί συμπρογευματίση· αλλ' αναγγελθείσης, εν ώ συμπροεγευμάτιζαν, τής πρός τό νησίδιον προσεγγίσεως τών εμπροσθινών πλοίων τού εχθρικού στόλου, απέβησαν εις αυτό πρός επιθεώρησιν· συναπέβησαν πρός υπεράσπισιν αυτού καί πολλοί ναύται· καί ούτοι μέν ετοποθετήθησαν πρός τήν νότιον άκραν, όπου ήσαν πρό αυτών οι συμπατριώται των, Σταύρος Σαχίνης καί Δημήτριος Σαχτούρης, μετά τών περί αυτούς· τήν δέ πρός τούς παλαιούς Ναβαρίνους εφύλατταν Βούλγαροι εκ τών περί τόν Χατζηχρήστον· οι δέ Φαναρίται καί Ανδρουσανοί ήσαν εν τώ μέσω· όλοι δέ οι οπλοφόροι συνηριθμούντο μόλις 800, εν ώ, άν οι αρχηγοί των είχαν όσους η κυβέρνησις υπελόγιζε, θά ήσαν τετραπλάσιοι· μόνος ο Αναγνωσταράς, έχων 18 σύν αυτώ χωρικούς, είχε διαταγήν νά στρατολογήση 700· ήσαν δέ επί τού νησιδίου καί τρία τηλεβολοστάσια φέροντα 8 κανόνια καί μίαν βομβοβόλον. (Ο Τρικούπης, φίλος τού Μαυροκορδάτου, όπως πάντα εκθειάζει τόν Φαναριώτη πολιτικό καί είναι πολύ ήπιος στίς αναφορές του γιά τήν τότε κυβέρνηση, πού άφησε τήν Σφακτηρία ουσιαστικά ανυπεράσπιστη). Ο δέ Τσαμαδός καί ο Μαυροκορδάτος, αποβάντες υπήγαν εκείνος μέν πρός τά νότια, ούτος δέ πρός τά βόρεια. Εν ώ δέ παρετήρουν τάς θέσεις, τάς παρετήρει καί τίς εχθρική γολέττα παραπλέουσα καί κανονοβολούσα εκ διαλειμμάτων. Η γολέττα αύτη έπλευσε μετά ταύτα πρός τήν ναυαρχίδα· η δέ ναυαρχίς ύψωσέ τι σημείον, καί αμέσως πολυάριθμοι λέμβοι ερρίφθησαν εις τήν θάλασσαν, επληρώθησαν εν τώ άμα στρατιωτών, καί παρακολουθούντων αυτάς καί κανονοβολούντων καί τών πλοίων έπλευσαν περί τήν μεσημβρίαν πρός τήν Σφακτηρίαν αι μέν κατά τάς εκ δεξιών, αι δέ κατά τάς εν τώ μέσω θέσεις· επειδή δέ αι ύφαλοι εμπόδιζαν τήν προσόρμισιν τών λέμβων, έπεσαν οι ΆΆραβες εις τήν θάλασσαν. Βλέποντες τότε οι κατέχοντες τάς εν μέσω θέσεις, ότι εμπεσόντες ήρχοντο πρός αυτούς, τούς ετουφέκισαν όλοι διά μιάς καί ετράπησαν εν τώ άμα εις φυγήν. Αφ' ού τοιουτοτρόπως αι θέσεις αύται εκυριεύθησαν παρά τού εχθρού, κατέλαβε τούς λοιπούς φόβος, εκενώθησαν όλαι αι άλλαι, καί δέν επρόκειτο πλέον πώς νά νικήσωσιν, αλλά πώς νά σωθώσι· καί όσοι μέν τών ναυτών επρόλαβαν, επανήλθαν εις τά πλοία των, τινές επί τών λέμβων, τινές δέ κολυμβώντες· οι δέ λοιποί οι μέν έπεσαν εις τά ρηχά πρός διαπεραίωσιν εις τήν αντικρύ ξηράν, οι δέ εκρύβησαν εν ταίς τρώγλαις τής νήσου. Ο δέ Μαυροκορδάτος έτρεχε πρός τήν θάλασσαν, όπου η λέμβος τού "Αρεως" ανέμενεν αυτόν καί τόν Αναστάσιον Τσαμαδόν. Ο τόπος είναι απότομος, καί ο Μαυροκορδάτος εκινδύνευεν ως βραδύπους νά πέση εις χείρας τών εχθρών ερχομένων κατόπιν αυτού. Καλή τύχη απήντησε δύο στρατιώτας του καθ' οδόν, καί χειροκρατηθείς έφθασε σώος εις τό παράλιον, καί μετεκομίσθη ασφαλώς εις τό πλοίον· η δέ λέμβος επανήλθεν εις τό παράλιον πρός μεταβίβασιν τού Τσαμαδού· αλλ'
836
ο Τσαμαδός δέν εφαίνετο. Εν τοσούτω οι ΆΆραβες περιφερόμενοι επλησίασαν καί όπου η λέμβος τουφεκίζοντες. Επικειμένου τότε τοιούτου κινδύνου, καί ακουσθείσης φωνής ότι ο Αναστάσιος Τσαμαδός εφονεύθη, παρέλαβεν η λέμβος εκ τών συσσωρευθέντων επί τού παραλίου όσους εχώρει καί τούς έφερεν εις τό πλοίον. Επί τής τροπής δέ ταύτης εφονεύθησαν εκτός πολλών άλλων ο Τσαμαδός, ο τιμώμενος δικαίως διά τόν πατριωτισμόν, τήν εμβρίθειαν καί τήν ανδρίαν του· ο χρηστός καί φιλότιμος Σαχίνης· ο Αναγνωσταράς, είς τών εγκριτωτέρων οπλαρχηγών της Πελοποννήσου, ο καί πολλά μοχθήσας καί κινδυνεύσας ως απόστολος τής Φιλικής Εταιρίας, καί ο ιταλός κόμης Σανταρόζας, εξορισθείς μετά τήν αποτυχίαν τών τελευταίων περί πολιτικής μεταβολής τής πατρίδος του κινημάτων καί μεταβάς εις Ελλάδα, αξιότιμος ανήρ, ούτινος τά υπέρ ελευθερίας δεινά παθήματα εξήψαν έτι μάλλον τόν υπέρ αυτής διακαή ζήλον· ηχμαλωτίσθησαν δέ ο αρχηγός τής σωματοφυλακής τού Μαυροκορδάτου Κατσαρός σταλείς εις αναζήτησιν τού Τσαμαδού, καί ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος παρακολουθήσας τόν Μαυροκορδάτον, ίνα διαπραγματευθή δι' αυτού τήν απελευθέρωσιν τού εν τή μάχη τού Κρεμμυδίου αιχμαλωτισθέντος αδελφού του. Και τά μεν άλλα ελληνικά πλοία, αφ' ού παρέλαβαν τούς ναύτας των, έκοψαν τάς αγκύρας καί εξέπλευσαν αβλαβή πρίν κλεισθή στενώς ο λιμήν· ο δέ "Αρης" επ' ελπίδι σωτηρίας τού Τσαμαδού εβράδυνε, καί εν τούτοις τά εχθρικά πλοία έκλεισαν τόν λιμένα διά τής συμπυκνώσεώς των. Διηρημέναι ήσαν αι γνώμαι τών εν τώ "Αρει" ως πρός τόν τρόπον τού διέκπλου· οι μέν εγνωμοδότουν νά διεκπλεύσωσι παραπλέοντες τό παράλιον πρός αποφυγήν τού πυρός πολλών εχθρικών πλοίων μή δυναμένων διά τόν όγκον νά πλησιάσωσιν όπου τά νερά ήσαν ρηχά· οι δέ, εν οίς καί ο αναλαβών τήν διοίκησιν τού πλοίου Βώκος καί ο δευτερεύων Δημήτριος Σαχτούρης, ήθελαν ν' απομακρυνθώσιν από τού παραλίου καί ιθύνωσι τό πλοίον πρός τό στόμα μή τύχη καί παύση ο πνέων καλός άνεμος, καί τότε πεσόντες εις γαλήνην πέσωσιν εις χείρας τών επί τού παραλίου πολυαρίθμων εχθρών. Σφοδράς δέ συζητήσεως γενομένης, ενίκησεν η τελευταία γνώμη, αποδειχθείσα καί η μόνη σωτήριος, διότι ο καλός άνεμος μετ' ολίγον εξέπνευσε. Καθ' ήν δέ ώραν έκοψαν τήν άγκυραν οι ναύται τού πλοίου καί ήνοιξαν τά πανία εις έκπλουν ανάμεσον τού εχθρικού στόλου, ανεβίβασαν επί τού καταστρώματος ψάλλοντες τήν εικόνα τής Θεοτόκου καί τήν έθεσεν επί τού εργάτου· ιερεύς δέ τίς εκ τών επί τής ξηράς, διασωθείς επί τού πλοίου, έψαλλε τήν παράκλησιν επήκοον όλων· οι δέ ναύται εκύκλωσαν τήν εικόνα, τήν ησπάσθησαν καί κατέθεσαν έκαστος ό,τι προηρείτο επί σκοπώ νά τήν χρυσώσωσιν απαλλαττόμενοι τού προφανούς κινδύνου. Είς δέ τών ναυτών, προσφέρων καί αυτός τόν οβολόν του, προσήλωσε τούς οφθαλμούς εις τήν εικόνα καί είπε
837
μεγαλοφώνως "Παναγία μου, άν δέ μάς σώσης, θά χαθής καί σύ". Μετά δέ τήν παράκλησιν ο μέν ιερεύς δέν έπαυσε προσευχόμενος καθ' όλον τό διάστημα τού κινδύνου, οι δέ ναύται, ασπασθέντες αλλήλους τόν τελευταίον ασπασμόν, "Καλή εντάμωσις εις τόν άδην", είπαν, καί κατέλαβαν τάς θέσεις των πλήρεις θάρρους υπό τήν συνετήν οδηγίαν τού Βώκου ισταμένου αφόβως επί τής στέγης τού πλοίου εις εμψύχωσιν τού πληρώματος, καί υπό τήν υφοδηγίαν του γενναίου Σαχτούρη. Αλλ' ό,τι εφοβούντο μή πάθωσιν υπό εχθρού, εκινδύνευσαν νά πάθωσιν υπό φίλου. Τό παιδίον τού πλοίου, απαρηγόρητον διά τόν θάνατον τού πλοιάρχου, κατέβη όπου ήτο τό εικονοστάσιον, ήρπασε τήν έμπροσθεν τών εικόνων κανδυλίθραν καί βαστάζον αυτήν αναμμένην καί φωνάζον, "Τί τήν θέλομεν τήν ζωήν, αφ' ού εχάθη ο πλοίαρχός μας", έτρεξε δρομαίον νά τήν ρίψη εις τήν πυριτοθήκην· αλλ' οι ναύται τό συνέλαβαν καί τό έδεσαν ως παράφρον. Εν τούτοις, προχωρών ο "Αρης" έφθασεν εις τό στόμα τού λιμένος, στόμα δι' αυτόν τού άδου, καί αμέσως εκυκλώθη υπό μιάς φρεγάτας, μιάς κορβέττας καί τριών βρικίων καί εκανονοβολείτο έμπροσθεν, όπισθεν, δεξιόθεν καί αριστερόθεν· αντεκανονοβόλει καί αυτός ακαταπαύστως, υπερασπίζετο, επροχώρει, καί πολλά παθών απέφυγε τόν εκ τών πλοίων τούτων κίνδυνον, αλλ' έπεσε μετ' ολίγον εις τό μέσον πολλών άλλων. Τρείς ώρας επάλαισεν εν μέσω σμήνους, καί η τρομερά αύτη πάλη τού αφήρεσεν ολόκληρον τόν επίδρομον, κατετρύπησε τά πανία του κατεσύντριψε τό πηδάλιόν του καί κατέκοψε τά σχοινία του, οι δέ ναύται, περιφερόμενοι επί τού καταστρώματος, επάτουν επί τών πεπυρωμένων μύδρων καί βολίων τών αδιακόπως εκ τών εχθρικών πλοίων βροχηδόν ριπτομένων καί εις όλον τό κατάστρωμα τού "Αρεως" διεσπαρμένων. Τοιαύτη ήτον η κατάστασίς των, ότε έν δικάταρτον, έχον Ευρωπαίους ναύτας καί Αιγυπτίους στρατιώτας, επλησίασε τόν "Αρην" εντός βολής πιστόλας, καί οι εν αυτώ ητοιμάζοντο νά τόν πατήσωσιν. Ιδόντες τόν νέον τούτον κίνδυνον οι εν τώ "Αρει", καί αναλογιζόμενοι ότι οι εχθροί, απαυδισμένων αυτών, εύκολον ήτο καί νά τόν πατήσωσι καί νά τόν κυριεύσωσι, διέταξαν δύο γέροντας έχοντας ετοίμους πιστόλας νά πυροβολήσωσιν εις τήν πυριτοθήκην άμα επατείτο τό πλοίον. Εμάντευσαν ίσως οι εν τω εχθρικώ τήν απόφασιν τών Ελλήνων, ιδόντες τήν κίνησίν των, καί επειδή, τούτου γινομένου, θά συνεκαίοντο καί εκείνοι, απεμακρύνθησαν, καί ούτως απηλλάγη ο "Αρης". ΈΈν τοσούτω επλησίαζεν η νύξ, καί κατά περίστασιν κατεφλέχθη έν εχθρικόν πλοίον. Τό συμβάν τούτο έβαλεν εις ταραχήν τά λοιπά εχθρικά, καί βοηθούμενος εντεύθεν ο "Αρης" διεξέπλευσε καί υπεξέφυγεν ως εκ θαύματος τόν κίνδυνον. Δύο τών ναυτών του μόνον εσκοτώθησαν καί επτά επληγώθησαν, εν οίς καί ο Σαχτούρης.» Ιστορία της Ελληνικής
838
Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ' Τά λίγα ελληνικά πλοία που ήταν μέσα στόν κόλπο τού Ναβαρίνου, μόλις αντιλήφθηκαν τόν κίνδυνο τού αποκλεισμού τους από τόν εχθρικό στόλο, έκοψαν τίς άγκυρες καί προσπάθησαν νά πετύχουν ούριο άνεμο, γιά νά μεταφερθούν στήν ασφάλεια τής ανοιχτής θάλασσας. Ο "Λυκούργος" τού Σάντου καί ο "Αλέξανδρος" τού Μπουντούρη πρόλαβαν νά βγούν πρίν πλησιάσει η αιγυπτιακή αρμάδα. Τό μπρίκι "Αθηνά", πού περίμενε τόν καπετάνιο του τόν Νικόλαο Βότση, αργοπόρησε καί τού έφραξαν τόν δρόμο δύο εχθρικές κορβέτες πού ετοιμάστηκαν νά τό καταλάβουν μέ ρεσάλτο. Τό τσούρμο (πλήρωμα) της δείλιασε καί κατέβηκε στήν μπαρουταποθήκη νά τήν τινάξει στόν αέρα. Πάνω στήν γέφυρα έμεινε μόνο ο δεκαπεντάχρονος μούτσος Ιωάννης Βρέττας. Βλέποντας ο μικρός μία αναμένη μίτζα (δαυλό πού άναβαν τά κανόνια) τήν άρπαξε καί τρέχοντας έβαλε φωτιά σέ όλα τά κανόνια. Καθώς η απόσταση ήταν μικρή, οι εχθρικές κορβέτες έπαθαν τέτοια ζημιά πού οπισθοχώρησαν αμέσως, αφήνοντας ανοιχτό τόν δρόμο στήν "Αθηνά". Τό δρόμο τής ελευθερίας τόν ακολούθησαν τά σπετσιώτικα "Αχιλλεύς" τού Γεωργίου Ορλάνδου καί "Ποσειδών" τού Θεόφιλου Μούλα. Μά ξαφνικά τούς έκλεισε τήν πορεία μία τεράστια αιγυπτιακή γολέτα. Τά πληρώματα τά έχασαν αφού δέν μπορούσαν πλέον νά μανουβράρουν τά καράβια τους όπως ήθελαν. Τότε μία αναπάντεχη έκρηξη τίναξε τήν γολέτα στόν αέρα. Κανείς δέν κατάλαβε τί έγινε, αλλά τά δύο ελληνικά καράβια φούσκωσαν τά πανιά τους καί κατάφεραν νά βγούν στά ανοιχτά. Τώρα μέσα στόν όρμο απόμεινε μόνο ο "Αρης" τού οποίου τό πλήρωμα δέν ήθελε νά εγκαταλείψει τόν αγαπημένο του πλοίαρχο. Αυτή η καθυστέρηση βγήκε σέ καλό στόν Δημήτριο Σαχτούρη καί τόν Νικόλαο Βότση (ο Τρικούπης τόν αναφέρει ως Βώκο), οι οποίοι τελευταία στιγμή ανέβηκαν στό πλοίο καί έδωσαν τήν πληροφορία ότι ο Τσαμαδός είχε σκοτωθεί. Πλέον ο κόλπος τού Ναβαρίνου είχε γεμίσει από δεκάδες εχθρικά καράβια. Δέν υπήρχε καμμία ελπίδα γιά τό μικροκάραβο τής ΎΎδρας. ΌΌλοι άρχισαν νά προσεύχονται ενώ έφεραν τήν εικόνα τής Παναγίας στόν εργάτη καί πέρασαν όλοι οι ναύτες νά τήν προσκυνήσουν. Τής έταξαν νά τή χρυσώσουν στήν περίπτωση πού τούς γλύτωνε. Ο φόβος έκανε πολλούς νά χάσουν τά λογικά τους. Ο Μαυροκορδάτος είχε δειλιάσει καί είχε κλειστεί στό αμπάρι. Οι ναύτες αγκάλιαζαν ο ένας τόν άλλον λέγοντας: "Καλήν αντάμωσι στόν Αδη." Τότε ένας μούτσος, ονόματι Τουφεξής άρπαξε τό καντήλι από τό εικονοστάσι καί όρμησε στήν πυριτιδαποθήκη γιά νά βάλει φωτιά. Μόλις πού πρόλαβαν οι υπόλοιποι ναύτες νά τόν πιάσουν καί νά τόν δέσουν. Μά απλωμένα τά πανιά ο "Αρης" έφθασε στήν μπούκα τού όρμου όπου τού έκλεισαν τό
839
δρόμο δύο τεράστιες φρεγάτες μέ φανερή πορεία εμβολής. Τό ταχύπλοο ελληνικό σκάφος τίς απέφυγε μέ γρήγορους ελιγμούς. Τού άδειασαν τά κανόνια χωρίς όμως νά καταφέρουν νά τό σταματήσουν. Παντού ο "Αρης" συναντούσε δάσος από εχθρικά κατάρτια. Οι βολές τών εχθρικών κανονιών είχαν γεμίσει τόν αέρα μέ καπνό σκοτεινιάζοντας τήν ατμόσφαιρα. Βρέθηκαν τότε πέντε εχθρικά πολεμικά πού περικύκλωσαν τόν "Αρη", τού οποίου τά πανιά είχαν ξεσκιστεί καί τά περισσότερα ξάρτια είχαν σπάσει. Μόνο ένα θαύμα από τήν Παναγία μπορούσε νά σώσει τό πληγωμένο μπρίκι. Τό ένα από τά πέντε πολεμικά καταστράφηκε πλήρως από τίς βολές τών 16 κανονιών τού "Αρη" καί μετά από λίγο βούλιαξε. ΈΈνα δεύτερο έχασε τό κεντρικό άλμπουρο (κατάρτι) καί αποχώρησε, παρασύροντας μαζί του καί τά υπόλοιπα τρία εχθρικά πλοία. Τότε βρέθηκαν δύο αιγυπτιακές φρεγάτες, στίς οποίες φαίνονταν Αιγύπτιοι καί Ευρωπαίοι ναύτες, οι οποίοι ήταν έτοιμοι νά επιχειρήσουν ρεσάλτο. Ο Βότσης ετοίμασε δύο ναύτες μέ δαυλούς γιά νά βάλουν φωτιά στήν μπαρουταποθήκη καί άρχισε νά φωνάζει δυνατά: "Αδέλφια, ετοιμαστείτε νά τιναχτούμε στόν αέρα!". Μερικοί Κασιώτες ναύτες, πού ήταν σκλάβοι στήν αιγυπτιακή φρεγάτα, είπαν στόν καπετάνιο της ότι οι Ρωμιοί ετοιμάζονται νά βάλουν φωτιά καί εκείνος βλέποντας τήν αποφασιστικότητα τών μπαρουτοκαπνισμένων Ελλήνων ναυτών, άλλαξε ρότα. Πάλι σώθηκε ο "Αρης" καί αυτή τή φορά οριστικά, καθώς άρχισε νά σκοτεινιάζει καί τό υδραίϊκο μπρίκι ξεγλύστρησε πίσω από τά εχθρικά πολεμικά καί χάθηκε μέσα στή νύκτα. Οι απώλειες τών Ελλήνων μετά από πέντες ώρες ναυμαχίας ήταν 2 νεκροί καί έξι τραυματίες. «Ibrahim embarked a considerable number of troops on board his fleet, and prepared to attack Sphacteria. His vessels left Modon on the 7th, and on the 8th at daylight, were gradually approaching the entrance to the harbour of Navarino, impelled by a slight breeze; while the Greek fleet lay ten miles off, perfectly becalmed. An attack was now made, with an appearance of fury by land, both upon Navarino and Neocastro, to draw off the attention of the Greeks; but Sphacteria was the real object. It was a Sabbath morning, a clear delightful day, and at sunrise the Turkish land batteries opened upon the town, and six thousand infantry advanced under cover of the smoke toward the walls; from which roared the greek artillery, and which were lined with soldiers with guns cocked, awaiting the approach: four thousand Turks also attacked Palio Kastro, while the cavalry were galloping up and down the plain, to prevent any advance of the Greek soldiers, who were seen on every part of the mountain side, impatient spectators of the contest. A slight breeze soon rippled the sea, and a part of the Turkish frigates moved slowly, to meet the Greek vessels who were trying to approach, and prevent the disembarkation at Sphacteria. They soon met, and were involved in a thick cloud of smoke, which completely hid
840
them from sight. The rest of the turkish vessels approached Sphacteria, and soon boats were seen pushing off from every one of them, loaded with soldiers. The island is very small, and was defended by 300 men, with a few Hydriote sailors, under the command of the brave young Captain Tsamados. Mavrocordato with his suite, had thrown himself into the island; and there was there also, that noble philhellene, Count Santa Rosa. There was but one place where the landing was easy, and this was defended by only three guns. The frigates began a a brisk cannonade, and the boats approached, but were repulsed by the musketry; a few however effected a landing on the back side of the island, after a desperate resistance, and carried the batteries. Instantly all was confusion; fifteen hundred Arabs were on the island, and only the three hundred Greeks to oppose them. The Arabs rushed up to the high ground, and Mavrocordato losing courage and hope together, embarked on board a small boat, and gained the only vessel which was remaining in the harbour. Santa Rosa would not follow him; "I came here to fight," cried he, "and not to run away;" and with a few more followers, he attempted to oppose some resistance to the Arabs, who with wild yells were sweeping over the island. But resistance was vain, there was no point to rest upon, and the Greeks were almost all cut to pieces; yet fifty out of the three hundred escaped. Nor were those who with Mavrocordato had got on board the brig, in a much better situation; the turkish vessels began to close the entrance of the port; her Captain Tsamados, was still on shore, and his sailors would not start till he was found; but as soon as they were assured by a swimmer, that he had seen him hacked down and killed, after being shot in the leg, and fighting on his knees, they cut their cables, and the brig ran out with a very light breeze. And, what will appear incredible to those who do not know the stupidity of the Turks in management of their vessels, this little brig ran through their fleet of 34 ships of war, within pistol shot of a frigate, corvette, and three brigs; exposed for more than four hours to the fire of a dozen vessels; yet came off with only two men killed, and eight wounded. Her sails were riddled, and her rigging shot away; but very few shot struck her hull, perhaps from the very circumstance of her being so near.» An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe Ο αιγυπτιακός στόλος κατέλαβε τή Σφακτηρία καί μπήκε στόν κόλπο τού Ναβαρίνου θριαμβευτής. Ο ελληνικός στόλος, ανίσχυρος νά αντιπαραταχθεί μέ τόν πανίσχυρο εχθρικό στόλο έπλεε στά ανοιχτά. Ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης από κοινού μέ τόν Κριεζή καί τόν Γεώργιο Σαχίνη, τού οποίου ο αδελφός είχε σκοτωθεί στή Σφακτηρία, αποφάσισαν νά στείλουν τά πυρπολικά πού είχαν στή διάθεσή τους, όχι εναντίον τού στόλου πού ήταν αραγμένος στόν κόλπο τού Ναβαρίνου, αλλά εναντίον ενός μικρότερου εχθρικού στόλου μέσα στόν κόλπο τής Μεθώνης, όπου θά έβρισκαν τούς εχθρούς ανέτοιμους.
841
Πράγματι τό βράδυ τής 29ης Απριλίου 1825, ο Μιαούλης περικύκλωσε τά είκοσι εχθρικά πλοία πού ήταν αραγμένα στόν κόλπο τής Μεθώνης καί τούς έστειλε τά έξι πυρπολικά πού είχε στή διαθεσή του καί τών οποίων οι καπετάνιοι ήταν οι: Ανδρέας Πιπίνος, Γεώργιος Πολίτης, Αντώνιος Μπίκος, Μαρίνης Σπαχής, Δημήτριος Τσάπελης καί Αναγνώστης Δημαράς. Σύμφωνα μέ τό ημερολόγιο τού Μιαούλη, η νύκτα έγινε ημέρα καθώς τό πύρ από τά πυρπολικά διαδόθηκε ανάμεσα στά αιγυπτιακά πολεμικά καί στά αυστριακά μεταγωγικά πλοία στέλνοντας στόν βυθό τής θάλασσας δύο μεγάλες φρεγάτες, τρείς κορβέτες καί αμέτρητα μπρίκια καί μεταγωγικά πλοία. Αλλά τήν μεγαλύτερη έκρηξη τήν έκανε τό δίκροτο "Ασία" τών εξήντα κανονιών πού τράνταξε τό κάστρο τής Μεθώνης καί σκόρπισε τά κομμάτια τού πλοίου σέ ολόκληρη τήν πόλη. «Πηγαίνοντας, τήν άλλη ημέρα μαθαίνομε ότι ο Μπραΐμης ξεμπαρκάρισε εις τά κάστρα Μοθώνη, Κορώνη καί Νιόκαστρο. Πριν μαθευτή τό βγάλσιμο τού Μπραΐμη εις τά κάστρα, εκρίθη εύλογον όσα ασκέρια ήταν διά τούς αναντίους εις τήν Πελοπόννησον νά συναχτούνε όλα κι' άλλα από τούς κατοίκους, νά γένη μία μεγάλη δύναμη καί νά κινηθούμε διά τούς Τούρκους τής Πάτρας. Καί συνάχτηκαν περίπου από δεκάξι χιλιάδες, καί κεφαλή ο Γεώργιος Κουντουριώτης καί ήταν εις τήν Μεσσηνίαν οπού συνάζονταν καί εις τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Καί στείλαν καί πολεμοφόδια καί ζαϊρέδες (προμήθειες). Καί ήταν μέ τό καράβι τού Τζαμαδού (Αρης) κι' άλλα καράβια εις τό λιμάνι τού Νιόκαστρου. Η δυστυχία είναι ότι οι δύο μεγαλοκέφαλοί μας Μαυροκορδάτος καί Κωλέτης ζηλεύει ένας τόν άλλον, κι' ό,τι καλό κάμη ο ένας από αυτούς τό χαλάγει ο άλλος. Διά νά μήν πάγη ο Κωλέτης, καθώς ήταν διαταμένος, μέ τούς Ρουμελιώτες, τό χάλασε αυτό ο Μαυροκορδάτος καί 'νέργησε καί πάγει κεφαλή ο Κουντουριώτης. Κι' αυτό τό σκέδιον ήταν τού Μαυροκορδάτου, νά μήν γένη τίποτας καλό εις τήν πατρίδα, καθώς δέν έγινε. Διορίζεται ο Κουντουριώτης, διορίζει καί τόν Σκούρτη τό Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι' όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι' ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σέ δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού 'ταν εκεί, οπού είδανε τό Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου εις τόν Καρατάσιον, εις τόν Καραϊσκάκη, εις τόν Χατζηχρήστο, εις τόν Κίτσο Τζαβέλα καί εις τούς άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού 'ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς νά βάλη αρχηγόν νά σώση τήν πατρίδα κι' αυτός νά δοξαστή, κατά δυστυχίαν από τό όμως δέν ξέρει άλλο, κ' έβαλε τόν Σκούρτη νά διοικήση καί νά οδηγήση καί τούς αρχηγούς τής ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός - ούτε καί τής θάλασσας τόν πόλεμον δέν τόν γνώριζε καλά. ΈΈλεγε τών στεργιανών "ΌΌρτζα, πότζα!". Εκείνοι έλεγαν "Τί λέγει
842
αυτός, γαμώ τό καυλί τ';". Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών καί τής συντροφιάς τους, η ψύχωση τής φατρίας καί η διαίρεση κι' ο εμφύλιος πόλεμος καί η διχόνοια τών μεγαλοκέφαλων Κωλέτη καί Μαυροκορδάτου, διά νά μήν δοξαστή ο ένας καί χάση ο άλλος, καί τό "όμως" τού Κουντουριώτη καί τό "όρτζα καί πότζα" τού Σκούρτη καί τό "καυλί" τών Ρουμελιώτων - ο Μπραΐμης μπήκε 'σ τήν Πελοπόννησο καί τήν έκαμε γή Μαδιάμ όχι από τήν παληκαριά τών Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Βάσταξα τό μπαγιράκι (σημαία) κ' εκείνους οπού 'ταν παλληκάρια καί πατριώτες τούς έβαλα πλησίον εις τήν εκκλησιά, εις τά σπίτια. Τά μεσάνυχτα περνώντας, έστειλα καί πήρα τόν παπά καί μας ξεμολόγησε καί λειτούργησε καί μεταλάβαμε. Καί πήραμε τόν αθάνατον Αναγνώστη Παπατζώρη, οπού 'ξερε τόν δρόμον, καί τήν αυγή ξημερώσαμε εις τούς Παλιοβαρίνους, άφησα τόν Παπατζώρη από τό πέρα μέρος, οπού 'ναι ο άμμος τών Αβαρίνων, κ' εγώ πήγα από τό στόμιον, οπού 'ναι η Σφακτηρία τό νησί, καρσί (απέναντι) καί φκειάσαμε τά ταμπούρια μας. Αφού φκειάσαμε τά ταμπούρια μας, τούς κιοτήδες (δειλούς), οπού ανακάτωναν τούς ανθρώπους, τούς έστειλα εις τό Παλιόκαστρο νά φκειάσουνε 'μπρός εις τήν πόρτα ταμπούρια κι' ούθε ήταν χαλασμένο. ΉΉταν καί μία παλιοστέρνα κ' έβαλα καί κουβάλησαν καμπόσο νερό καί ρίξαμε μέσα. Κ' έβαλα όλους τούς ανθρώπους κ' έμασαν ξύλα, νά είναι διά δέκα φωτιές τά ξύλα τού καθενός ότ' ήταν εκεί πλησίον πολλά. Σύναξαν καθώς τούς είπα κ' έβαλαν αλάργα ο καθείς τά ξύλα του. Το βράδυ, νυχτώνοντας, τούς είπα κι' άναψαν φωτιές ο καθείς από δέκα καί τίς κουμαντάριζαν, νά φαίνωνται ότ' είναι από πολλούς ανθρώπους. Τήραγε ο Μπραΐμης - δέν ήταν μισή ώρα αλάργα - από 'μάς αφού είδε τόσες φωτιές, έλπιζε ότι κατέβηκε ο Κουντουριώτης μ' όλο τό σώμα, οπού 'ταν εις τίς Χώρες (Χώρα Μεσσηνίας). Τήν αυγή δυο ώρες νά φέξη πλάκωσε ο Μπραΐμης, πεζούρα καί καβαλλαρία, καί ήρθανε πολλά πλησίον μας. Είναι ένα γιοφύρι ενού γιβαριού (διβαριού) καί πέρασαν εκεί καί στάθηκαν. Εγώ κατέβασα καμμιά εικοσαριά παιδιά καί πιάσαν τόν χορόν καί τραγουδούσαν καί χόρευαν. Τηράνε οι Τούρκοι, πλησιάζουν κι' άρχισαν μέ τούς κατζαδόρους (τουφέκια) καί καραμπίνες τόν ντουφεκισμόν. Εμείς τούς είπα καί δέν έριχνε κανένας. Εκεί οπού ρίχναν μού λάβωσαν δύο παιδιά, εις τόν χορόν. Κέρασα από 'να ρακί τούς ΈΈλληνες, τούς αθάνατους, τά γενναία λιοντάρια, οπού ανάθεμα τούς αίτιους οπού τούς γιόμωσαν φατρίες καί διχόνοιες, καί γίνηκαν από αυτά οι Αράπηδες παλληκάρια κι' άφησαν εποχή. Αφού κέρασα τό ρακί τών Ελλήνων, ζύγωσαν οι Τούρκοι κοντότερα. (Ο Μακρυγιάννης εμμέσως πλήν σαφώς κατηγορεί όλους όσους έσπειραν τήν διχόνοια στούς ΈΈλληνες καί επέτρεψαν στούς Αιγυπτίους νά πατήσουν πόδι στήν Πελοπόννησο).
843
Τότε άρχισε ο πόλεμος καί βάσταξε ως εφτά ώρες. ΈΈκαμαν πολλά γιουρούσια (επιθέσεις) οι Τούρκοι. Οι ΈΈλληνες οι καλύτεροι - τούς είχα κάτου εις τόν άμμον κ' εμείς τούς φυλάγαμε τήν πλάτη τους από τό τζουγκρί (βράχο). ΎΎστερα βγάλαν τά μαχαίρια οι ΈΈλληνες καί τούς δίνουν ένα τζάκισμα καλόν καί τούς ρίξαν από μέσα τ' αυλάκι κ' έβλεπες ένα θέατρο. Καί σκοτώθηκαν από 'κείνο οπού συμπεράναμε, οπού βλέπαμε, καμμιά εβδομηνταριά απάνου κάτου κι' αχώρια οι λαβωμένοι. Δέν είχαμε μπαρούτι καλό. Ο Αναγνωσταράς τού Κουντουριώτη καί τού λέγει αυτά καί τού λέγει: "όσους ανθρώπους ήφερε ο Μακρυγιάννης εις τούς Αβαρίνους, τήν θέση τήν πλησίον τού οχτρού, οπού κάθονται εις τίς Χώρες τόσα ασκέρια καί δέν αποφάσισαν νά 'ρθουν νά τήν πιάσουνε, αυτείνοι οι ολίγοι πολέμησαν αντρείως. Δια τούτο όλους αυτεινούς νά τούς κάμη η πατρίς αξιωματικούς κατά τήν τάξη." Μο' 'στειλε ο Κουντουργιώτης ένα ευκαριστήριον καί "θέλει στείλη κι' ολουνών, όταν πάγη ο υπουργός", (εννοεί τόν Αναγνωσταρά πού ήταν υπουργός Πολέμου στήν κυβέρνηση Κουντουριώτη). Πέρασαν ολίγες ημέρες, ξαναήρθε οπίσου ο Μπραΐμης, έκαμε ακροβολισμόν τρείς τέσσερες ώρες καί παρατηρούσαν τήν θέση μέ τά κιάλια διά νά 'ρθούνε συστηματικώς. Τόν Μάρτη μήνα πήγα εις τούς Παλιοβαρίνους. (Παλαιόκαστρο) Μού γράφουν από τό Νιόκαστρο νά πάγω μέσα, ότι τούς στένεψαν πολύ, κι' αν δέν πάγω, νά δώσω λόγον διά τό κάστρο μο' κάναν διαμαρτύρηση ο φρούραρχος καί οι άλλοι. Πήρα εκατόν δεκάξη ανθρώπους καί πήγα τό Μεγάλο Σαββάτο τό βράδυ εις τό Νιόκαστρο. Τούς άλλους τούς άφησα εις τούς Αβαρίνους. Τήν Δευτέρα τής Λαμπρής πάγει μπονόρα (πολύ πρωΐ) ο Μπραΐμης, πεζούρα καί καβαλλαρία καί κανόνια, εις τούς Αβαρίνους νά μού πολεμήση τούς ανθρώπους μου, κι' ως ολίγους θά μού τούς χάλαγε. Τότε βιασμένος βγήκα έξω εις τά κανόνια του, καί μέσα σ' ένα ρέμα εις τήν άκρη τής θάλασσας δίνομε έναν χαλασμόν τών Τούρκων μεγάλον πέταγαν τίς μπαγιοννέττες καταγή καί τούς πελέκαγαν οι ΈΈλληνες σάν βόιδια. Πήγε μετζίλι (αγγελιοφόρος) εις τόν Μπραϊμη καί γύρισε οπίσου μέ τ' ασκέρια του, χωρίς νά λάβη καιρόν νά πολεμήση εις τούς Αβαρίνους (Πύλο). Αφού γύρισε όλη η δύναμη τών Τούρκων, μάς χάλασαν, κ' εκεί κιντύνεψα νά σωθώ, ότι μού λαβώθη ένας σύντροφός μου καί οι Τούρκοι μέ πλάκωσαν εκεί οπού πολεμούσα νά τόν σώσω κ' έμεινα μόνος μου κι' από τρίχα ένας κιουλεμένης θά μού 'κοβε τό κεφάλι καί τόν φοβέριζα μέ τό ντουφέκι - ήταν ένα λιθάρι καί κρύβονταν από πίσου οι Τούρκοι - κάι δέν τούς άφινα νά κόψουν καί τόν σύντροφον. ΎΎστερα ξαναγύρισαν οι συντρόφοι μου, ότι μάς είδαν οπού κιντυνεύαμε καί βαρέθηκαν από τούς δικούς μας εκεί εις τόν πληγωμένον άλλοι δεκάξι, σκοτωμένοι καί πληγωμένοι. Αφανιστήκαμε από τήν δίψα ξεράθηκε η γλώσσα μας. Ο Μπραΐμης εδίπλωσε τά κανόνια του καί μπόμπες καί γρανάτες. Καί δέν
844
μάς άφηναν ούτε νύκτα, ούτε 'μέρα ακατάπαυστα πόλεμος. Τό κάστρο ήταν σάπιον καί γκρεμίζεταν κ' εμείς φκειάναμεν μέ ξύλα σάν κασσόνια από μέσα καί τά γιομίζαμε χώμα. Καί δουλεύαμε καί πολεμούσαμε νύκτα καί ημέρα καί ταινιάσαμε. Κι' αρρώστησαν οι περισσότεροι εξ' αιτίας τού αγώνος τού πολλού καί τής δίψας. Οι κανονιαραίοι καί οι τζενιέριδες (μηχανικοί) τού Μπραΐμη ήταν όλοι Γάλλοι κι' αφάνισαν τό κάστρο. Σέ δύο ημέρες είδαμε καρσί - εις τήν Μοθώνη καί Σφακτηρία ως εκατόν τριάντα κομμάτια καράβια τούρκικα τού σουλτάνου, τού Μπραΐμη, τών Αλτζερίνων καί τών αλλουνών οτζακιών. Σέ δυο ημέρες ήρθε κι' ο Μιαούλης μέ τά ελληνικά ως τριάντα κομμάτια καί ήταν καρσί - εις τά τούρκικα καί φαίνονταν τά ελληνικά σάν φελούκες 'μπρός εις τά τούρκικα. Τότε σάν ήρθε ο στόλος τού Μπραΐμη, στέλνει έναν Τούρκον απόξω τό κάστρο νά μιλήσουμε. Βγήκαμε από τό κάστρο διορισμένοι ο Μπεζαντές Μαυρομιχάλης (Γεώργιος Μαυρομιχάλης), από τούς Σπαρτιάτες, ο Γιατράκος από τούς Πελοποννήσιους, εγώ από τούς Ρουμελιώτες. Τού λέμε τού Τούρκου - "Τί ορίζεις;" - "Ο πασσάς μ' έστειλε ν' αφήσετε τό κάστρο νά φύγετε, νά μή χαθήτε." - "Δέν πρέπει ο πασσάς νά μάς λυπάται τόσο ας κοπιάση νά τό πάρη μέ πόλεμον, κι' όταν μάς κυργέψη, φαίνεται η εσπλαγχνία του. Καί σύρε εις τήν δουλειά σου". ΈΈφυγε ο Τούρκος. Βλέπομε από τά καράβια έρχονται πλήθος φελούκες κ' έμπαιναν ασκέρια καί τά πήγαιναν εις τά καράβια. Εις τήν Σφακτηρία τό νησί είχαμε έξι κομμάτια κανόνια καί φύλαγαν τό στόμιον τού λιμανιού καί καμπόσους ανθρώπους εκεί απάνου. Τότε βγάλαμεν τόν Τζόκρη καί τόν Σταύρο Σαΐνη (Σαχίνη) μέ καμπόσους καί πήγαν εις τό νησί κ' έστειλε κι' ο Χατζηχρήστος καμπόσους δικούς του από τούς Αβαρίνους. Τότε τά καράβια τά τούρκικα βαρούγαν εκείνους εις τό νησί μέ τά κανόνια δέν τούς έδωσαν καιρόν νά οχυρωθούνε καί ήταν εις τό σιάδι. Οι φελούκες πλήθος μέ τ' ασκέρια τά τούρκικα κάμανε ντισμπάρκο (αποβαση) απάνου εις τό νησί. Αυτείνοι πολλοί, οι εδικοί μας αδύνατοι - καί κάτι ολίγοι γλύτωσαν από τούς δικούς μας κατά τό μέρος τού Αβαρίνου. Ρίχνονταν εις τήν θάλασσα κι' όσοι μέναν χωρίς νά πνιγούνε εκείνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν εκεί κεφαλές ο Τζαμαδός, ο Αναγνωσταράς, ο Σαΐνης, ο Σίμος κι' άλλοι πολλοί. Εις τόν ίδιον καιρόν πήγε κι' ο Μπραΐμης μ' όλες του τίς δύναμες καί πολέμαγε τούς Αβαρίνους μέ κανόνια καί ντουφέκια καί τά καράβια του τού πελάγου. Τότε βγήκαμεν κ' εμείς από τό κάστρο αναντίον τών Τούρκων εις τά χαρακώματά τους, τούς πολεμήσαμεν γενναίως. Βλέποντας αυτό οι Τούρκοι τού νησιού, μάς βαρούσαν μέ τά κανόνια τά δικά μας, οπού 'χαμεν εις τό νησί μάς βαρούσαν από τίς πλάτες κ' ήφεραν κι' ασκέρια
845
από τό νησί αναντίον μας καί δυναμώθηκαν καλά οι Τούρκοι. Σκοτώσαμεν ολίγους κι' από 'μάς σκοτώθηκαν καμπόσοι καί πληγώθηκαν. Μάς αφάνισαν τά κανόνια. Μπήκαμεν πίσου εις τό κάστρο. Ο Μπραΐμης πήρε καί τούς Παλαιοαβαρίνους (Παλαιόκαστρο) μέ συνθήκες κι' άλλοι φύγαν μέ γιουρούσι, κι' απ' αυτούς άλλοι σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν. Πήρε καί σκλάβους τόν Χατζηχρήστον, τόν Δεσπότη Μοθώνης οπού 'ταν εκεί κ' εκείνον οπού 'χα κεφαλή εις τούς ανθρώπους μου τόν πλήγωσαν καί τόν πιάσανε καί τόν πήγαν εις τό Μισίρι (Αίγυπτο). Στάθη τέσσερα χρόνια εκεί κι' ολίγον καιρόν έχει οπού 'ρθε. Τόν λένε Στάμον Βελέντζα. Εις τό νησί (Σφακτηρία) απάνου ήταν κι' ο Μαυροκορδάτος μπήκε εις τό καράβι τού Τζαμαδού, μπήκε κι' ο Δημήτρης Σαχτούρης μέσα ο φρούραρχος τού Νιόκαστρου, καί πολεμώντας μ' όλα τά καράβια τών Τούρκων σώθηκαν μέ μεγάλον κίντυνο καί μ' απερίγραφη γενναιότητα οπού 'δειξαν αυτείνοι οι άνθρωποι τού καραβιού, άλλο ήταν νά τό βλέπη ο άνθρωπος κι' άλλο νά τό λέγη. Σώθηκαν μέ τήν βοήθεια τού Θεού, δίνοντάς τους αντρεία πολλή. Αυτείνη η 'μέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρμακερή διά τήν πατρίδα, οπού 'χασε τόσα παληκάρια καί σημαντικούς άντρες, στεργιανούς καί θαλασσινούς διά όλη τήν πατρίδα ήταν φαρμάκι εκείνη η 'μέρα καί διά 'μάς πεθαμός, ότι χάσαμεν τούς συντρόφους μας. Κι' ο πόλεμος αυγάτησε τώρα. Η θέση εκτεταμένη εμείς ολίγοι. Καί νερό τελείως. Κι' άγρυπνοι νύχτα καί ημέρα.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Πτώση τού Νεόκαστρου Πύλου (11 Μαΐου 1825) Η κατάληψη τής Σφακτηρίας από τούς Αιγυπτίους κλόνισε τό ηθικό τών Ελλήνων. Ενισχύσεις από τήν κυβέρνηση δέν εμφανίζονταν καί όλα προμήνυαν τήν πτώση καί τών δύο κάστρων τής Πύλου. Στίς 29 Απριλίου 1825 ισχυρή αιγυπτιακή δύναμη επιτέθηκε κατά τού φρουρίου τού Παλαιόκαστρου. Ο Ιμπραήμ αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες τών Αραπάδων (Αράβων) τούς έστελνε κατά κύματα εναντίον τών Ελλήνων, οι οποίοι είχαν τρομερές ελλείψεις σέ πολεμοφόδια καί τρόφιμα. Τή νύκτα οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο, η οποία δέν στέφθηκε μέ επιτυχία, καθώς τό αιγυπτιακό ιππικό τούς κατέκοψε μέ τά σπαθιά του. Πολλοί ΈΈλληνες σκοτώθηκαν καί ακόμα περισσότεροι αιχμαλωτίσθηκαν. Μεταξύ τών αιχμαλώτων ήταν ο επίσκοπος Μεθώνης Γρηγόριος, ο Χατζηχρήστος, ο Αναγνώστης Κανελλόπουλος, ο Δαρειώτης καί ο Βάρβογλης. Τήν επόμενη ημέρα οι εναπομείναντες 800 άνδρες περίπου παρέδωσαν τό κάστρο στούς απεσταλμένους τού Ιμπραήμ, ο οποίος τούς επέτρεψε νά αποχωρήσουν χωρίς τόν οπλισμό τους. Ο μόνος πού δέν δέχτηκε τήν παράδοση ήταν ο Σωτήριος Κοτζαμάνης, ο οποίος ακολουθούμενος από τούς συντρόφους του καί μέ
846
τά σπαθιά στά χέρια, κατάφερε νά σπάσει τόν μουσουλμανικό κλοιό καί νά σωθεί. Η προσοχή τού Ιμπραήμ στράφηκε εξ ολοκλήρου στήν κατάληψη τού Νεόκαστρου. Μετέφερε καί άλλα πυροβόλα όπλα από τήν ξηρά, τά οποία σέ συνδυασμό μέ τά κανόνια τών φρεγατών, βομβάρδιζαν τά γερασμένα τείχη τού κάστρου. Τή χειρότερη όμως ζημιά τήν έκανε η διακοπή τού νερού, αφού ο Ιμπραήμ κατάφερε νά καταστρέψει τό υδραγωγείο. Η ζωή τών πολιορκημένων έγινε αφόρητη, αλλά τό ηθικό τους είχε ενισχυθεί κάπως μέ τήν άφιξη τών Μακρυγιάννη, Παναγιώτη Γιατράκου καί Γεωργίου Μαυρομιχάλη, γιού τού Πετρόμπεη. Ανάμεσα στούς πολιορκημένους βρισκόταν καί ο ΆΆγγλος γιατρός Μίλλινγκεν, ο οποίος στά απομνημονεύματά του αναφέρει μεγάλο πλήθος Γάλλων, ΆΆγγλων, Ιταλών καί άλλων Ευρωπαίων οι οποίοι προδίδοντας τόν Σταυρό γιά τήν ημισέληνο βρίσκονταν στήν υπηρεσία τού μωαμεθανού πασά. Ο γιατρός βέβαια στά απομνημονεύματά του παραλείπει νά αναφέρει ότι έστελνε πληροφορίες γιά τήν κατάσταση τών Ελλήνων στόν Ιμπραήμ, ο οποίος είχε άριστη γνώση γιά τίς λεπτομέρειες τών οχυρώσεων καί τής κατάστασης τών πολιορκημένων. Ο Ιμπραήμ ζήτησε τήν παράδοση τού φρουρίου καί απέστειλε γι' αυτόν τόν σκοπό τόν Χατζηχρήστο, τόν επίσκοπο Μεθώνης καί τόν εξισλαμισμένο Γάλλο αξιωματικό Σουλεϋμάν μπέη. Οι αρχηγοί τών Ελλήνων απέρριψαν τήν πρόταση παράδοσης καί ο Αιγύπτιος πασάς οργισμένος βομβάρδισε ακατάπαυστα γιά τρείς ημέρες τό Νεόκαστρο. ΉΉδη οι ρωγμές στά τείχη ήταν αισθητές καί μάταια οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν νά τίς επιδιορθώσουν τοποθετώντας πέτρες καί σύροντας βράχια. Ο Ιμπραήμ ζήτησε εκ νέου απεσταλμένους τών Ελλήνων, τούς οποίους οδήγησε στή σκηνή του, κάνοντας επίδειξη τού πλούτου του καί τής ισχύος του. ΈΈνας από τούς απεσταλμένους ήταν ο Μακρυγιάννης, ο οποίος είδε τόν πασά, καθισμένο σέ πανάκριβα χαλιά μέσα στό πελώριο τσαντήρι του, περιστοιχισμένο από τά ρετζάλια του, τούς τσιμπούκ ογλάν (νέους πού άναβαν τά τσιμπούκια του καί διασκέδαζαν μέ κάθε τρόπο τόν πασά) καί φυσικά τίς αμέτρητες Χριστιανές σκλάβες τού χαρεμιού του. Ο Ιμπραήμ προσέφερε ρούμι καί έδειξε αμέσως πόσο καλά ήταν πληροφορημένος γιά τίς ελλείψεις τού κάστρου καί γιά τήν κακή κατάσταση τών αμυνομένων. «Τά δύο κάστρα τού Ναβαρίνου, τό Νιόκαστρο καί τό Παλιόκαστρο, βρίσκονταν πιά καταδικασμένα. Πρώτο υπέκυψε τό τελευταίο, καθώς ήταν καί πιό αδύναμο. ΌΌσοι κατόρθωσαν νά ξεφύγουν από τό βορεινό ρηχό πέρασμα τής Σφακτηρίας - άλλοι κολυμπώντας, άλλοι μέ βάρκες κι άλλοι πού δέθηκαν μέ σκοινιά καί τούς τράβαγαν κλείστηκαν στό Παλιόκαστρο. Δέν είχαν όμως μήτε τρόφιμα, μήτε
847
μπαρουτόβολα. Αποφασίζουν νά στείλουν κάποιο νησιώτη πού κολυμπώντας, νά πάει στά Φιλιατρά καί νά γυρέψει από τούς δικούς μας ναρθούν τήν άλλη νύχτα νά χτυπήσουν από πίσω τούς εχθρούς κι έτσι νά βρούν τήν ευκαιρία νά κάνουν έξοδο κι όσοι σωθούν. Ο αντρόκαρδος αγωνιστής, πού η ιστορία δέν μάς έσωσε τό όνομά του, κατάφερε νά φτάσει στά Φιλιατρά κι ο Γιατράκος, μέ πεντακόσιους νοματαίους, ξεκινά νά τούς βοηθήσει. ΌΌταν όμως πέσανε τά σκοτάδια, κιότισαν "ήρχισαν νά διασκορπίζωνται, νά μένωσι καθ' οδόν, νά κρύπτωνται, καί μόλις έμειναν ως πενήντα". Ο Γιατράκος τότε δέν αποτολμά, μέ τόσους λίγους, νά σιμώσει τά ταμπούρια τού Ιμπραήμ. Στή μπαταριά πού ρίχνει νά δώσει είδηση στούς δικούς μας τού αποκρίνονται μέ μπαταριά οι κλεισμένοι καί μέ κεφαλή τόν Χατζηχρήστο κάνουνε γιουρούσι νά διαβούν από τήν άκρη τού λιβαριού (διβαριού) πού τούς έκλεινε τό δρόμο πρός τό Πετροχώρι. Κατάφεραν νά προχωρήσουν λίγο, μά όπως ο εχθρός είχε, στό στενό παραλιακό δρόμο, τό ένα ταμπούρι πίσω από τ' άλλο τάχασαν καί πέσανε στό λιβάρι όπου οι πιότεροι πνίγηκαν. Μόλις εκατό μπόρεσαν νά περάσουν κι ώς τετρακόσιοι είτε σκοτώθηκαν είτε αιχμαλωτίσθηκαν, Ανάμεσα στούς τελευταίους κι ο Χατζηχρήστος, ο αρχηγός τών Βουλγάρων. Αφού τράβηξε πολλά μαρτύρια στήν Αίγυπτο, τέλος ανταλλάχτηκε μέ Τούρκους αιχμαλώτους καί γύρισε τό 1828 στήν Ελλάδα, όπου τού δόθηκε ο βαθμός τού στρατηγού κι αργότερα έγινε υπασπιστής τού ΌΌθωνα. ΌΌταν ξημέρωσε μετρήθηκαν όσοι είχαν απομείνει. Βρέθηκαν νά είναι 1525. Σέ λίγο οι εχθροί κάνουνε νέο γιουρούσι. Μά οι δικοί μας κατορθώνουν, πολεμώντας ακόμα καί μέ πέτρες, όπως πολλοί δέν είχαν πιά μπαρούτι, νά τούς αποκρούσουν. Ως τριακόσιοι όμως - μαζώματα καί τουρκανάκατους τούς ονομάζει ο Φωτάκος - πέφτουν σέ κουβέντες μέ τούς εχθρούς, πού ανάμεσά τους βρίσκονταν καί Χριστιανοί, πού ακολουθούσαν τόν Ιμπραήμ πασά ως μισθωτοί, τά ταιριάζουν καί παραδίνονται. ΌΌσοι απόμειναν στό Παλιόκαστρο "δέν ήθελαν νά προσκυνήσουν, λέγοντες, ότι καλλίτερον ήτον νά σκοτωθούν μεταξύ των παρά νά πέσουν αιχμάλωτοι καί νά απαχθούν εις τήν Αίγυπτον. Απελπισθέντες λοιπόν ωρκίζοντο μεταξύ των δύο, δύο, καί ούτως εφόνευεν ο ένας τόν άλλον, καί απεφάσισαν νά φονευθούν αμοιβαίως έως ενός". Βλέποντας τή φοβερή αυτή σκηνή οι καπεταναίοι - ο Τσώκρης, ο Καπετανάκης, ο Χριστόπουλος - πέφτουνε στή μέση νά σταματήσουν τήν αλληλοσφαγή. - "Γιατί σκοτωνόσαστε ανάμεσά σας καί κολαζόσαστε; Κάλλιο είναι νά ριχτούμε όλοι μαζί πάνω στούς Τούρκους καί νά κάνουμε τράμπα τό αίμα μας μέ τό δικό τους. Κι έτσι δώσανε τέλος σέ τούτη τήν άγρια αδελφική αλληλοσφαγή. Στέλνουν τόν Τσώκρη στόν Ιμπραήμ νά διαπραγματευθεί. Δέχεται νά τούς αφήσει ελεύθερους νά
848
φύγουν αφού τού παραδώσουν τ' άρματά τους, τά χρήματα πού είχαν καί καθετί άλλο πολύτιμο. Οι πολιορκημένοι τού ζήτησαν νά ορκιστεί στό κεφάλι τού σουλτάνου καί τό δικό του καί κλήρα (γενιά) νά μήν αποκτήση ποτέ άν παραβή τόν όρκο του πώς δέν θά τούς αγγίξει. Ο Ιμπραήμ ορκίστηκε καί οι ΈΈλληνες βγήκαν. Αφού τούς πήραν ό,τι είχαν, "επέρασαν άφοβα έμπροσθεν καί ολίγον μακράν τού πασά, όστις ήτο περιστοιχισμένος από τούς αξιωματικούς τού επιτελείου του, όντας Ευρωπαίους τούς πλείστους, ως είπομεν ανωτέρω, καί από τούς σωματοφύλακάς του καί έβλεπε διαβαίνοντας τούς ΈΈλληνας. Είχε δέ πρός τούτοις διατάξει δύο Τούρκους νά στέκωνται από τό ένα καί από τό άλλο μέρος καί νά κρατούν τά σπαθιά των γυμνά καί υψωμένα, καί κάτωθεν αυτών νά περνώσιν οι ΈΈλληνες ως δείγμα υποταγής". Τό Νεόκαστρο σέ λίγο χτυπιόταν από στεριά καί θάλασσα. Μηνάει ο Ιμπραήμ στούς πολιορκημένους νά στείλουν απεσταλμένους νά μιλήσουν μέ τά ρετζάλια (αξιωματικούς) του γιά τήν παράδοση τού κάστρου, "διά νή μήν χυθή αδίκως αίμα". Διαφορετικά θά τόπαιρνε μέ ρεσάλτο. Η φρουρά έστειλε τόν Γιώργη Μαυρομιχάλη, τόν Παναγιώτη Γρατράκο καί τόν Μακρυγιάννη. Γυρεύουν από τούς εκπροσώπους τού Ιμπραήμ νά μπαρκαριστούν σ' ευρωπαϊκά καράβια καί νά φύγουν, νά πάρουν μαζί τους τ' άρματά τους, νά πλερωθούν τούς μισθούς τους καί ν' αφήσει ελεύθερους τό δεσπότη, τόν Χατζηχρήστο "κι' όλους τούς σκλάβους" πού είχανε πιάσει στό Παλιόκαστρο, καί τότε "τού παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο". Κι ο Μακρυγιάννης προσθέτει ειρωνικά: "Εφόδιασμα μόνο μέ τίς σάπιες πέτρες"...» Δημήτρη Φωτιάδη, Η Επανάσταση του '21 Τελικώς, οι ΈΈλληνες αποφάσισαν νά παραδώσουν τό Νεόκαστρο, αλλά μέ τόν όρο νά τούς παραλάβουν ευρωπαϊκά πλοία καί όχι αιγυπτιακά. Πώς όμως θά ειδοποιούσαν τά ευρωπαϊκά πλοία, αφού ο Ιμπραήμ δέν τούς επέτρεπε τήν έξοδο; Βρέθηκε τότε ένας νεαρός Κύπριος ναύτης ονόματι Μιχαήλ, ο οποίος ανέλαβε νά μεταφέρει ένα γράμμα τών πολιορκημένων στό πλησιέστερο αγγλικό πολεμικό πλοίο, μέ τό οποίο ζητούσαν από τόν πλοίαρχο νά προσεγγίσει καί νά παραλάβει τούς ΈΈλληνες. Ο Κύπριος έπεσε στή θάλασσα, αλλά έγινε στόχος τών Αιγυπτίων ναυτών, οι οποίοι τόν πυροβολούσαν διαρκώς από τά πλοία τους. Τελικά ο κολυμβητής κατάφερε εξαντλημένος από τήν κούραση καί τά τραύματα νά φθάσει στό αγγλικό πολεμικό καί νά συνεννοηθεί μέ τόν καπετάνιο τού πλοίου, ώστε η μεταφορά τών Ελλήνων νά γίνει μέ τή μεσολάβηση του. Ο Ιμπραήμ, παρά τή συμφωνία, απέσπασε εξήντα τρείς αιχμαλώτους τούς οποίους καί καρατόμησε καί τούς αρχηγούς Γιατράκο καί Γεώργιο Μαυρομιχάλη (μελλοντικό δολοφόνο τού Καποδίστρια), τούς οποίους αντήλλαξε μετά από μερικούς μήνες μέ σημαντικούς Τούρκους αιχμαλώτους.
849
«Καί οι σημαντικοί αρχηγοί τής πατρίδος όλοι μάς κάναν σίγρι από τήν ράχη τόσες δύναμες μάς έβλεπαν μέ τά κιάλια αδιάφοροι σάν νά μήν ήμαστε αδελφοί τους καί συναγωνισταί τους. Μάς βλέπαν κι' άκουγαν τόν θρήνον τών κανονιών μας, οπού πετζοκοβόμαστε. Γιόμωσε καί τό λιμάνι πνιμένους, σάν νά ήταν μπακακάκια (βατράχια μέ πρησμένη κοιλιά) εις τόν βάλτο, έτζι πλέγαν κι αυτείνοι εις τήν θάλασσα. Καί τό νησί καί τ' άλλα μέρη γιομάτα κουφάρια σκοτωμένους. (Ο Μακρυγιάννης διαμαρτύρεται γιά τήν αδράνεια τής κυβέρνησης πού άφησε τελείως αβοήθητους τούς υπερασπιστές τού Νεόκαστρου, τή στιγμή πού είχε επιστρατεύσει χιλιάδες άνδρες γιά νά πολεμήσουν τόν Ανδρούτσο. Δυστυχώς καί ο Μακρυγιάννης, τήν περίοδο τού εμφυλίου, είχε υπηρετήσει αυτή τήν κυβέρνηση). Αφού ο Μπραΐμης κυρίεψε όλες τίς θέσες, τότε έβγαλε καί κανόνια από τά καράβια καί κρυφίως διά νυχτός από τά μαγαζειά κι' απάνου, τίρα πιστολιάς (απόσταση βολής πιστολιού), τό γιόμωσε κανόνια πέρα καί πέρα ξημερώθηκαν όλα φκειασμένα. Κι' άρχισε ο πόλεμος. Ο κανονοβολισμός καί η μπόμπα καί η γρανάτα μάς αφάνισαν. ΈΈστειλε δύο ανθρώπους έναν δικόνε μου, οπού 'πιασε εις τούς Αβαρίνους, κ' έναν τού Χατζηχρήστου, νά ειπούνε τόν χαλασμό τους καί νά παραδοθούμεν. ΈΈρριξα μίαν τριχιά (χοντρό σκοινί), τούς πήρα απάνου εις τό κάστρο, τούς είπα τί νά ειπούνε τών ανθρώπων μας νά μήν τούς κρυώσουνε, ότι είχαμεν ελπίδες ακόμα νά μήν έρθη τό μιντάτι (βοήθεια) μας, καί νά μήν παραδοθούμεν. (Είπε στούς δύο ΈΈλληνες απεσταλμένους τού πασά νά διαδώσουν ότι έρχεται βοήθεια στό κάστρο γιά νά τούς ανυψώσουν τό ηθικό). Γύρεψε πίσου τούς ανθρώπους τούς δύο ο Μπραΐμης, τού είπαμε ψέματα ότι τούς σκότωσε μπόμπα. (Δέν επέστρεψε ο Μακρυγιάννης τούς δύο αιχμαλώτους, λέγοντας στά ψέματα ότι σκοτώθηκαν). Τότε ο πόλεμος δυνάμωσε ως τά μεσάνυχτα έπαψε τήν αυγή. ΈΈστειλαν έναν Τούρκον απόξω νά βγούμε νά μιλήσουμε. Βγήκε ο Μπεζαντές (Γεώργιος Μαυρομιχάλης), ο Γιατράκος κ' εγώ. Μάς είπε ο στελμένος ότι ο πασσάς θέλει τό κάστρο, ή θά μάς πάρη μέ ρισάλτο (έφοδο), καί τί απαίτησες θέλομεν διά νά μήν χυθή αδίκως αίμα. Τού είπαμεν, θέλομεν καράβια ευρωπαίϊκα νά βαρκαριστούμεν ύστερα όλα μας τ' άρματα, τρίτο τόν Χατζηχρήστο καί Δεσπότη (Μεθώνης) κι' όλους τούς σκλάβους (αιχμαλώτους) καί τούς μιστούς μας. Καί τότε τού παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο - εφόδιασμα μόνον μέ τίς σάπιες πέτρες ολίγος τζεμπιχανές (εφόδια) ήταν ακόμα καί ψωμί πολλά ολίγον καί νερό, νά χορτάσουμεν δέν μπορούσαμεν, εκείνη τήν ημέρα νά τό μεράζαμεν (τό νερό έφτανε ακόμα μόνο γιά μία ημέρα). Πήγε ο στελμένος εις τόν Μπραΐμη, τού είπε ό,τι τού είπαμε. Τόν διάταξε νά γυρίση νά μάς ειπή ότι καράβια έχει δικά του καί μάς
850
βαρκαρίζει, δέν έχει ανάγκη από ξένα. Τ' άρματά μας τά θέλει όλα. Τούς σκλάβους τούς πήρε μέ τό σπαθί του καί τούς βαστάει ζωντανούς όσο νά βάλη κ' εμάς εις τό χέρι καί τότε νά μάς σκοτώση όλους μαζί. Μιστούς δέν έχει ούτε λιανό, νά μάς πλερώση η Διοίκησή μας. Τού είπαμε: "Ο πόλεμος είναι η τύχη μας καί πολεμάτε καί θά πολεμήσουμε όσο νά λυώσουμε, νά φάμε ένας τόν άλλον, καί τότε πά' νά τό πάρη τό κάστρο. Φωτιά θά βάλωμε νά πάμε 'σ τόν αγέρα μ' όλο αυτό". Τά είπε αυτά τού Μπραΐμη. Καί τότε άρχισε ο πόλεμος απ' ούλα τά μέρη. Τήν άλλη ημέρα έστειλε τόν Χατζηχρήστον καί Δεσπότη καί Σουλεϊμάνμπεγη Φραντζέζο (Γάλλο εξομώτη) νά μάς παρακινήσουν νά παραδοθούμεν. Δέν θελήσαμεν καί φύγαν κι' αυτείνοι. Τότε διατάζει καί μπήκαν τά καράβια μέσα καί η κακή μας τύχη πήρε φωτιά η ντάπια (προμαχώνας) τής θάλασσας καί πήγαν εις τόν αγέρα οι άνθρωποι καί τά κανόνια μας. Τότε οι Τούρκοι όλοι οπού είδαν αυτό σαλαβάτισαν 'σ όλα τά μέρη, ότι ο Θεός βόηθαγε αυτούς καί κιντύνευε εμάς. (σαλαβάτι: ομολογία πίστεως στό Ισλάμ). Τά καράβια μπήκαν μέσα απολέμητα κι' αφού μπήκαν, άρχισαν οι φεργάδες τέσσερες - τέσσερες καί μάς βαρούσαν. ΉΉταν σάπιον αυτό τό κάστρο καί τό 'καμαν κόσκινο καί μάς αφάνισαν εις τόν σκοτωμόν οι φεργάδες κ' οι άλλοι Τούρκοι απόξω, τής στεργιάς. Δέν είχαμεν πού νά σταθούμεν μάς πολέμησαν από τήν αυγή ως τό δειλινό. Θέλησε ο Θεός καί πήρε ένας αγέρας καί πάψαν τά κανόνια τών φεργάδων καί ηύραμεν καιρό καί θάψαμεν τούς σκοτωμένους. Κι' όσοι πληγώνονταν κανένας δέν γιατρεύεταν. Είχαμεν έναν γιατρόν ΆΆγγλον τόν πλερώσαμεν κι' αυτόν εγώ κι' ο Μπεζαντές από πεντακόσια γρόσια τόν μήνα. Τόν είχε συνφωνήση η Διοίκηση καί δέν τόν πλέρωνε καί τόν πλερώσαμεν εμείς οι δυό. Καί μάς πέθαινε τούς συντρόφους. Καί μαρτύρησε κι' όλη τήν έλλειψη οπού 'χαμεν εις τό κάστρο τήν είπε μέ τήν γλώσσα του εις τόν Φραντζέζο, όταν ήρθε μέ τόν Χατζηχρήστον. ΉΉθελα νά τόν σκοτώσω τόν άτιμον δέν μ' άφησαν. ΎΎστερα πήγε μέ τόν Μπραΐμη. (Ο Μακρυγιάννης κατηγορεί τόν Μίλλιγκεν ότι αδιαφορούσε γιά τούς τραυματίες οι οποίοι πέθαιναν ομαδικώς καί τού προσάπτει ότι έδινε πληροφορίες στόν Αιγύπτιο πασά. Ο Μίλλιγκεν τελικά μπήκε στήν υπηρεσία τού Ιμπραήμ. αλλά στά απομνημονεύματά του δηλώνει ότι αυτό έγινε παρά τή θέλησή του). Τότε διά νυχτός έβγαλαν κι' άλλα κανόνια καί τά 'βαλαν ολόγυρά μας. Εμείς οι δυστυχισμένοι οληνύχτα δυναμώναμε τήν βέργα, οπού ήταν αδύνατη, καί τ' άλλα τά μέρη καί κουβαλούσαμε ξύλα καί πέτρες καί φκειάναμε τό νερό. ΉΉταν μία στέρνα εις τόν Ιτσκαλέ έπιναν τό νερό κρυφά οι στρατιώτες. Είχαν ένα καλάμι τρυπήση μακρύ, τήν στέρνα τήν είχαμεν βουλλωμένη, κι' αυτοί τρύπησαν 'σ ένα μέρος ολίγο καί τήν νύχτα πήγαιναν κρυφά καί πίναν. Τηράμεν μία ημέρα, βλέπομεν τήν
851
στέρνα μ' ολίγο νερό, οπού πρωτύτερα τό είχαμεν μετρημένο. Τότε απελπιστήκαμεν καί οι στρατιώτες μάς βιάζαν νά φύγωμεν. Είχα μιλήση μέ τόν Βελέτζα κι' άλλους νά τούς βγάλωμεν μέ τρόπον έξω αυτούς, οπού φοβέριζαν νά μάς σκοτώσουνε καί ήθελαν χωρίς άλλο νά κάμωμεν ομιλίαν μέ τούς Τούρκους νά παραδώσουμε τό κάστρον, ή νά φύγωμεν μέ γιουρούσι - ι' ανάθεμα καί θά γλύτωνε κανένας, καθώς μάς είχαν τριγυρισμένους. Σάν μάς βιάζαν, είπαμε νά τούς βγάλωμεν κατά τήν θέλησίν τους καί νά ειπούμεν ότι πάμεν κ' εμείς μαζί κι' αφού τούς βγάλωμεν έξω, νά μείνωμεν οπίσου καί νά βαστήσουμεν μόνον τόν Ιτζκαλέ καί νά βάλωμεν καί μπαρούτι ολόγυρα σέ μίνες (νάρκες), κι' όταν η τούρκικη δύναμη μάς πλακώση, φωτιά νά βάλωμεν νά πάμεν όλοι εις τόν αγέρα. Δι' αυτό είχαμεν τηράξη τό νερό, καί η κακή μας τύχη, τό είχαν πιωμένο χωρίς νά ξέρωμεν. Τότε απελπιστήκαμεν, ότι ήμαστε εις τήν διάκρισιν τών Τούρκων. Αφού δυνάμωσε ο Μπραΐμης όλες τίς θέσες, στέλνει τήν αυγή άνθρωπον, άν θέλωμεν νά μιλήσωμεν - αυτείνη είναι η υστερνή ομιλία άλλη βολά δέν ματαθέλει ομιλίαν. Και δύο ώρες διορία νά βγούμε εις τόν Μπραϊμη νά μιλήσουμε - αυτός ήξερε καί τήν έλλειψη τού νερού από τόν γιατρό μας. Αποφάσισαν όλοι τού κάστρου νά πάγω εγώ εις τόν Μπραΐμη κι' ο Καράπαυλος κι' ο Σαλβαράς νά κάμωμεν συνθήκες. Παρουσιαστήκαμεν ήταν 'σ ένα λαμπρό τζαντίρι (σκηνή) είχε καί δυο αξιωματικούς καί τού βαστούσαν τά δυό του χέρια μέ μεγαλοπρέπεια, νά ιδούμε εμείς τό μεγαλείον του. Μάς ρώτησε πούθεν είμαστε. Ο ένας είπε από τήν Πελοπόννησο, ο άλλος από τήν Σπάρτη κ' εγώ από τήν Ρούμελη, Καί τού είπα ψέματα ότ' ήμουν σωματοφύλακας τού Αλήπασσα. Μάς σκότωσαν τόν αφέντη μας κίνησα μέ καμπόσους ανθρώπους νά 'ρθω εις τό Μισίρι (Αίγυπτο), εις τήν Υψηλότη σας. Δέν είχαμε τά έξοδά μας, ήρθαμε εδώ, εις τούς Ρωμαίγους. - "Μάς απάτησαν, μάς έβαλαν σέ τούτο τό κάστρο. Πολεμούμεν νύχτα καί ημέρα. Αυτείνοι μάς κάνουν σίγρι από μακρυά θέλουν νά χαθούμεν. Εμείς, διά νά σωθούμεν καί νά πάμεν νά πολεμήσουμεν μ' εκείνους, βιαζόμαστε καί ήρθαμεν νά κάμωμεν συνθήκες, νά σού παραδώσουμεν, αν συνφωνήσουμεν, κάστρο εφοδιασμένο." Σάν τό λάβης, τό βλέπεις τι 'φόδιασμα έχει. Πού αφίν'νε οι καλωσύνες τών προκομμένων νά 'φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νά πάρωμεν ολίγα ντουφέκια από τούς Τούρκους, νά πολεμήσουμεν διά τήν πατρίδα. (Ο Μακρυγιάννης σκεφτόταν λυπημένος γιά τά εφόδια τού κάστρου πού ήταν ανύπαρκτα. Τό μόνο πού θά έπαιρνε ο Ιμπραήμ ήταν πέτρες καί ντουβάρια). - "Διά 'κείνο, πασσά μου, θά σού παραδώσουμεν τό κάστρο." - "Τί ζητάτε;" - "Ζητούμε καράβια ευρωπαίικα. Συνθήκες γραφτές σέ τέτοιους ανθρώπους σάν τήν Υψηλότη σας δέν χρειάζονται. Ο λόγος σας είναι
852
συνθήκη." - "Καράβια έχω τά δικά μου." - ¨Δέν μπαίνουν οι άνθρωποι εις τά δικά σου, φοβώνται. 'Σ ευρωπαίικα βάλαμε καί τούς Τούρκους τ' Αναπλιού." - "Σάν τούς μιλήσης εσύ τών ανθρώπων δέν τούς πιάνει φόβος." - "Δέν μ' ακούνε καί δέν σέ γελάγω. Χωρίς ευρωπαίικα καράβια καμμία ομιλία δέν γένεται." - "Ποιός θά πλερώση τόν ναύλον τών καραβιών; - "Η Υψηλότη σου." - "Εσείς νά πλερώσετε." - "Δέν έχομεν χρήματα. ΌΌ,τι χρήματα είχαμεν, εφοδιάσαμεν τό κάστρο από κρασιά καί φαγητά." - "Τότες θά πλερώσω εγώ. Από άρματα δέν κρατάτε ούτε σουγιά. Κ' εσύ οπού είσαι κουρμπετλής σού χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ή σπαθιά." (Κουρμπέτι σημαίνει αγορά ή πιάτσα, δηλαδή κουρμπετλής είναι ο περπατημένος). - "Κάνετα τριάντα πέντε πασά μου. Παράδες όποιος έχει κι' άλλα ασήμια νά μήν τούς πειράξης." - "Πόσους ανθρώπους έχεις;" - "Οχτακόσους." - "Νά τούς πάρης καί νά έρθης κοντά μου. Καί οι άνθρωποι θά γένουν τζιράκια (υπηρέτες) μου. - "Γνωρίζομεν τά οτζάκια (οικογένειες) σας οπού κάνουν τούς ανθρώπους τζιράκια. Τώρα ήρθα στελμένος από τό κάστρο νά κάμω συνθήκες, κι' όχι νά μπώ μιστωτός. Τελειώνοντας η υπόθεση τού κάστρου, τότε τηράμε αυτό." Μείναμε σύνφωνοι 'σ όλα καί στείλαμεν έναν άνθρωπον εμείς κ' έναν αυτός καί πήγαν εις τήν Μοθώνη ό,τι καράβια βρούνε ευρωπαίικα νά τά ναυλώσουνε, κι' αν εύρη τίποτα καπετάνιους φιλέλληνες, είπα εγώ τού δικού μας, νά τούς ναυλώσουνε τά καράβια καί νά φέρνουν γύρα καμπόσες ημέρες, μέ τρόπον πώς συγυρίζουν τά καράβια, νά μήν μάς έρθη η δύναμη τού εκλαμπρότατου όμως Κουντουργιώτη. Αφού πήγαν, τό 'φεραν γύρα δεκοχτώ ημέρες δέν φάνη κανένας. Γύρεψαν ναύλο τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα. Στέλνει ο Μπραϊμης, μού λέγει: - "Διά σάς τούς παλιανθρώπους μού γυρεύουν τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα καί δέν τά δίνω." - "ΉΉ παλιοί 'μαστε ή καινούργοι άνθρωποι, κατά οπού συνφωνήσαμεν θά τά πλερώσης." -"Μέσα εις τό κάστρο είναι δυό Τούρκισσες, τίς ξέρεις;" - "Τή ντάπια οπού φυλάγω ξέρω, όχι γενικώς ούτε Τούρκισσες ξέρω, ούτε Ρωμιές". Γύρευε νά μέ κάμη καί κοντόση (ρουφιάνο, μπεζεβέγκη), γαμώ τό
853
ρεσούλη (προφήτη) του. Τι νά σού κάμω οπού δέν είχα νερό καί δέν έβλεπε κάστρο. ΌΌτ' είχα λιοντάρια μέσα. - "Νά στείλης νά τίς φέρης". ΈΈστειλα τόν μπαϊραχτάρη (σημαιοφόρο) μου καί τίς ήφερε. Τίς πήρε καί τίς ξέταξε (ρώτησε) διά τ' αναγκαία τού κάστρου. Εκείνοι οπού τίς είχαν αυτές τίς γυναίκες τίς είχαν ως πνευματικούς καί ξέραν όλα τους τά μυστήρια καί του κάστρου. Τού είπαν ότ' είναι κι' άλλοι Τούρκοι μέσα καί ξέρουν όλα τά πράματα του κάστρου. Μού ζητάγει νά τού στείλω καί τούς άλλους Τούρκους. ΉΉταν ο Μπραΐμης μεθυσμένος, πίνει ρούμι καί κρασί μποτίλλιες. Μπεκρής πολύ καί παραλυμένος εις γυναίκες καί παιδιά (τού άρεσαν οι γυναίκες καί τά τσογλάνια). Τό βράδυ είχε έρθη μία φεργάδα αγγλική καί τά τούρκικα καράβια τήν είχαν 'σ τήν μέση νά μήν ανταποκρινώμαστε εμείς μ' αυτείνη φοβώνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον μέ γράμματα τής πλεγής. Τόν πήραν χαμπέρι τά τούρκικα καί τόν κυνήγησαν οληνύχτα καί το' 'πεσαν τά γράμματα εκεί οπού βούταγε εις τήν θάλασσα. Καί πήγε εις τήν φεργάδα καί μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τόν κρεμάσανε καί βήκε τό νερό καί τό 'βαλαν σπίρτα κι' αναστήθη. Καί είπε τών Αγγλων τόν χαμόν τών γραμμάτων, οπού τά είχαμε δομένα. (Μέ τό κολύμπι έχασε τό ναυτόπουλο τά γράμματα πού προορίζονταν γιά τόν πλοίαρχο τού αγγλικού πολεμικού). Είπε στοματικώς τήν κατάστασιν τού κάστρου καί τίς πρόφασες τού Μπραΐμη. Καί τόν πήρε η φεργάδα καί πήγαν εις τήν Ζάκυθο καί είπαν αυτά τού ναυάρχου. Τότε ο ναύαρχος έστειλε ένα μπρίκι. Πρίν έρθη τό μπρίκι στέλνει ο Μπραΐμης νά ετοιμαστούμε, ότι ήρθαν τά καράβια οπού 'χαμε ναυλώση. ΌΌταν μέ φώναξε ήταν 'σ τά μαγαζειά κι' όλο του τό στράτεμα. ΉΉταν δύο ώρες νά νυχτώση. Τού λέγω: - "Πότε θά βαρκαριστούμεν, καθώς προστάζεις; Οι πόρτες θέλουν αρκετές ώρες νά ξεπλακωθούνε, οπού τίς έχομεν χτισμένες θά περάσουνε τά μεσάνυχτα καί νά μήν ξεπλακωθούνε. ΈΈχομε λαβωμένους, έχομε αρρώστους. Αύριον τήν αυγή κάνομεν αρχή καί βαρκαριζόμαστε." - "Απόψε άν θέλετε, καλά ειδέ, οι συνθήκες είναι χαλασμένες οπού κάμαμε." - "ΌΌταν στείλης καί ιδής άν προφασιζόμαστε, τότε φταίμε εμείς. Ειδέ, θέλεις νά τίς χαλάσης τίς συνθήκες". Τού είπαν κι' άλλοι ότι "κι' απόψε δικοί μας είναι κι' αύριον". ΌΌτ' είχε νά μάς σκοτώση. Μο' 'δωσε δύο Τούρκους τούς έδειξα τίς πόρτες κι' άλλα. Τούς έδωσα τών Τούρκων κι' από μίαν ζυγή άρματα καλά. (Ο Μακρυγιάννης έδωσε μπαξίσι στούς δύο Τούρκους γιά νά πείσουν τόν πασά ότι χρειάζεται χρόνος γιά νά βγούν όλοι οι τραυματίες από τό κάστρο). Μίλησαν τού πασιά. Ευκήθηκα τόν Μπραΐμη διά τήν περιλαβή τού κάστρου μπήκα μέσα εις τό καράβι ήταν τρία αγγλικόν, γαλλικόν κι'
854
αουστριακόν. Εγώ μπήκα εις τό καράβι τό αγγλικόν. ΈΈρχεται ένας δούλος τού Γιατράκου από αυτόν κι' από τόν Μπεζαντέ (Γεώργιο Μαυρομιχάλη) καί μού λέγει ότι τούς βάσταξε ο Μπραΐμης. Μάς κλέψαν κ' εξηντατρείς ανθρώπους εκεί οπού πέρναγαν νά βαρκαριστούν. Τούς έπαιρναν οι κολώνες καί τούς έκρυβε μιά τήν άλλη καί τούς έσφαξαν εις τό κάστρο κουρμπάνι (τό σφαχτό σέ θρησκευτική εορτή). ΌΌταν μπήκανε μέσα, τούς θυσιάσαν όλους καί τους εξηντατρείς.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Ελπίζω νά μήν κούρασε η μακροσκελής παράθεση τών εμπειριών τού Μακρυγιάννη μέσα από τά απομνημονεύματά του. Σκοπός μου είναι νά εισάγω τόν αναγνώστη στό πνεύμα καί τό κλίμα τής εποχής, τό οποίο ο Μακρυγιάννης, πού δέν χαρίζει "κάστανα" σέ κανένα, πιστεύω ότι τό αποδίδει μέ τό παραπάνω. Μέσα από τήν αφήγηση διαφαίνεται τό ύφος καί ο χαρακτήρας τής οθωμανικής εποχής, κάτι πού αποκρύπτεται επιμελώς από τά σχολικά βιβλία αλλά καί από τά ...τουρκικά σήριαλ. Ούτε ο ανήλικος μαθητής αλλά ούτε ο ενήλικος τηλεθεατής μπορεί νά αντιληφθεί τήν οθωμανική πραγματικότητα πού έζησαν οι παππούδες του. Μέσα από τήν αφήγηση τού στρατηγού Μακρυγιάννη, βλέπουμε τήν απόλυτη εξουσία τού πασά, ο οποίος περιστοιχίζοταν από πλήθος σκλάβων, η ζωή τών οποίων δέν είχε κανένα νόημα. Μία κίνηση τού χεριού του ακολουθείτο από τό σφύριγμα τού σπαθιού καί τό κόψιμο τού κεφαλιού. Τά μικρά παιδιά (τσογλάνια) καί οι σκλάβες (χανούμισσες) ήταν ένας μόνο από τούς φόρους αίματος καί σώματος πού πλήρωσε τό ρωμαίικο στούς αιώνες τής τουρκικής κατοχής, οι οποίοι δέν είναι μόνο τέσσερεις, όπως οι περισσότεροι νομίζουμε, αλλα είναι ακριβώς εννέα καί μισό αιώνες αν υπολογίσουμε τήν έναρξη τό 1071 καί τή συνέχειά της μέχρι τό σήμερα πού είναι τό 2013. Τό ότι έχουμε τόν μικρότερο πληθυσμό από τίς περισσότερες χώρες τής Ευρώπης, ενώ είμαστε ο αρχαιότερος λαός δέν είναι τυχαίο. Τό ότι τήν περίοδο τού Βυζαντίου, μπορούσαμε μέ τόν στρατό μας νά αντιπαραταχθούμε ταυτόχρονα μέ όλη τή Δύση τών ιπποτών καί τήν Ανατολή τών Σελτζούκων, ενώ τώρα είμαστε μόνο τό 10% τού γερμανικού πληθυσμού, πάλι δέν είναι τυχαίο. Δυστυχώς αυτά τά απλά μαθηματικά δέν τά αναφέρουν οι τουρκολάτρες τών ιδιωτικών καναλιών ούτε οι ευρωγλύφτες τών σχολικών βιβλίων πού εκθειάζουν τήν μετανάσταση τών μουσουλμάνων στήν Ελλάδα, διότι άκουσον άκουσον, λύνει τό δημογραφικό πρόβλημα τής πατρίδας μας. Δηλαδή, μακάρι νά γίνουμε μία μουσουλμανική χώρα ή καλύτερα μία τουρκική επαρχία, ώστε νά μάς λύσει η Τουρκία, μέ τά εκατομμύρια τών μουσουλμάνων πού μάς στέλνει τό δημογραφικό μας πρόβλημα. Φτιάξτε τζαμιά πολιτικοί μας τού τύπου Κωλέττη καί Μαυροκορδάτου καί μάθετε καί τά παιδιά τών μουσουλμάνων εποίκων
855
τήν τουρκική γλώσσα. ΌΌταν στό Γιουνανιστάν κατοικήσουν είκοσι εκατομμύρια Τούρκοι θά έχετε λύσει μιά γιά πάντα τό δημογραφικό μας πρόβλημα καί σίγουρα τό οικονομικό πρόβλημα διότι οι Τούρκοι ηγέτες είναι εθνικιστές καί φροντίζουν γιά τήν ανάπτυξη τού τόπου τους. Δέν φροντίζουν γιά τά τζάκια τού κάθε πουλημένου πολιτικού, γι' αυτό δέν έχουν ούτε παπανδρέηδες, ούτε καραμανλήδες, ούτε μητσοτάκηδες, ούτε βαρβιτσιώτηδες, ούτε κεφαλογιάννηδες, ούτε γεννηματάδες, ούτε ζαΐμηδες. Δέν έχουν ούτε αριστερούς προδότες πού κόπτονται νά υπηρετήσουν τά συμφέροντα τής Τουρκίας στό Αιγαίο (τό Αιγαίο ανήκει στά ψάρια του), στήν Κύπρο (ναί στό σχέδιο Αννάν καί όσοι λένε όχι είναι φασίστες), στή Θράκη (Πομάκοι μάθετε τά παιδιά σας τουρκικά γιατί είστε Τούρκοι), στήν Ιστορία (η γενοκτονία τών Ποντίων καί τό Ζάλογγο είναι μύθος καί επί τουρκοκρατίας οι ΈΈλληνες ευημερούσαν), στό μεταναστευτικό (ανοίξτε τά σύνορα νά μπούν όλοι οι μουσουλμάνοι στήν Ελλάδα), στούς εξοπλισμούς (μήν αγοράζουμε εμείς όπλα, νά αγοράζει μόνο η Τουρκία), στό στρατιωτικό (κανένας ΈΈλληνας φαντάρος, μόνο οι Τούρκοι νά πηγαίνουν φαντάροι), στή θρησκεία (νά βγούν οι σταυροί από τά σχολεία καί νά κτιστούν πολλά τζαμιά), στούς αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου (όχι στόν αγωγό Μπουργκάς Αλεξανδρούπολη, διότι αφήνει τήν Τουρκία εκτός δικτύου), στίς εξορύξεις πετρελαίου (εκεί τσιμουδιά, από τίς πενήντα χιλιάδες διαδηλώσεις πού κάνουν κάθε χρόνο ούτε μία δέν έγινε γιά νά διεκδικήσουμε τόν ορυκτό μας πλούτο). ΊΊσως τό μόνο καλό από τήν μετατροπή τού τόπου μας σέ μουσουλμανικό κράτος, θά είναι η εξαφάνιση τής Αριστεράς. Δολοφονία Οδυσσέως Ανδρούτσου (5 Ιουνίου 1825) Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, πικραμένος από όλους καί από όλα είχε αποσυρθεί μέ τήν οικογένειά του καί τούς στενούς του φίλους στό απόρθητο καταφύγιό του, τό οποίο δέν ήταν τίποτε άλλο παρά μία απόκρημνη σπηλιά, τήν οποία είχε οχυρώσει καί στήν οποία γιά νά μπορέσει κάποιος νά ανεβεί, χρειαζόταν νά τού πετάξουν σκοινί από ψηλά. ΉΉδη όταν είχε βρεθεί στό Ναύπλιο, οι άνθρωποι τού Κωλέττη είχαν προσπαθήσει νά τόν δολοφονήσουν. Βλέποντας καί τόν Κολοκοτρώνη στήν φυλακή, ο τόσο σκληρός αλλά καί συνάμα ευαίσθητος κλεφταρματωλός, υποψιαζόταν ότι οι καλαμαράδες ήθελαν νά τόν βγάλουν από τή μέση, μιά γιά πάντα. Ακόμα καί οι πρόκριτοι τών Αθηνών, πού κάποτε τόν είχαν καλέσει στήν πόλη τους, αρνήθηκαν νά τού πληρώσουν τά χρεωστικά ομόλογα πού είχαν υπογράψει, όταν εξόπλισε μέ δικά του έξοδα τό φρούριο τής Ακρόπολης. Προφανώς είχαν καθοδηγηθεί από τόν Κωλέττη, πού κινούσε τά νήματα στό παρασκήνιο καί ήξερε νά στήνει όσο κανένας άλλος
856
μηχανορραφίες. Γιά νά απαλλαγούν τελείως από τόν πιστωτή τους, άρχισαν νά στέλνουν ψευδή γράμματα ότι τάχα ο Ανδρούτσος κατέβαινε νά καταλάβει τήν Αθήνα μέ 3000 Τουρκαλβανούς. Οι Αθηναίοι προεστοί συνέχιζαν τήν πολιτική τών προγόνων τους πού είχαν συνήθεια νά εξοντώνουν τούς ευεργέτες τους, όπως είχαν δολοφονήσει τόν Σωκράτη, είχαν ωθήσει τόν Αλκιβιάδη στούς Πέρσες, είχαν εξορίσει τόν Μιλτιάδη καί τόν Θεμιστοκλή. Τό Εκτελεστικό βιάστηκε νά αποκηρύξει τόν Οδυσσέα μέ διάταγμά του καί νά τόν καταγγείλει σάν προδότη, αναθέτοντας στίς 20 Φεβρουαρίου 1825, στούς Ιωάννη Γκούρα, Στάθη Κατζικογιάννη, Νικόλαο Κριεζώτη, Γεώργιο Χαλμούκη καί Ιωάννη Ρούκη τήν σύλληψή του. Παρακάτω παραθέτω τά ονόματα αυτών πού υπέγραψαν τό επαίσχυντο εκείνο διάταγμα. ΊΊσως αυτοί πού υποστηρίζουν ότι ο εσωτερικός εχθρός είναι χειρότερος από τόν εξωτερικό εχθρό νά έχουν δίκιο. Γεώργιος Κουντουριώτης (ανίκανος καί πάμπλουτος προεστός τής ΎΎδρας, υπεύθυνος τής συμφοράς στό Κρεμμύδι), Ιωάννης Κωλέττης (υπεύθυνος γιά τόν εμφύλιο στήν Πελοπόννησο καί τήν φυλάκιση τού Κολοκοτρώνη), Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (υπεύθυνος γιά τή συμφορά τού Πέτα καί τή διαίρεση τών Ελλήνων), Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης (μελλοντικός δολοφόνος τού Καποδίστρια), Αναγνώστης Σπηλιωτάκης καί Γκίκας Μπότασης. Οι παραπάνω βαρύνονται μέ τήν εγκληματική αμέλεια πού έδειξαν καί η οποία επέφερε τήν καταστροφή τής Κάσου, τών Ψαρών, τής Κρήτης καί τής ανενόχλητης απόβασης τού Ιμπραήμ στήν Πελοπόννησο, η οποία λίγο έλλειψε νά σβήσει διά παντός τήν επανάσταση αλλά καί γιά τόν σφετερισμό τών χρημάτων τού αγγλικού δανείου. Τό Λιοντάρι τής Ρούμελης κλεισμένο στό άντρο του, αντήλλασε αλληλογραφία μέ τούς οπλαρχηγούς καί μέ τούς προκρίτους τών Αθηνών. Ο δραστήριος χαρακτήρας του όμως δέν τού επέτρεπε νά μείνει καί άλλο κλεισμένος. Ο Καραϊσκάκης τού είχε στείλει γραφή, η οποία έλεγε: "Εις τά σπήλαια πηγαίνουν οι αρκούδες καί μένουν καί ουχί τά λιοντάρια σάν τόν υιό τού Ανδρούτσου. Τό πρώτο τουφέκι δικό σου, τό δεύτερο δικό μου". Τότε ο Οδυσσέας αποφάσισε νά δράσει. Τό σχέδιο του ήταν νά κυριεύσει μέ δόλο τό κάστρο τού Καράμπαμπα, απέναντι από τή Χαλκίδα, ώστε νά τό χρησιμοποιήσει σάν βάση καί σάν καταφύγιο. Γιά τήν πραγματοποίηση τού σχεδίου του αποφάσισε νά κάνει καπάκια μέ τούς Τούρκους αρχηγούς καί κυρίως μέ τόν Ομέρ τής Καρύστου, από τόν οποίο ζήτησε νά τού στείλει 400 Αλβανούς, ενώ ο ίδιος θά τού έστελνε 300 δικούς του ως φρουρά στό κάστρο τού Καράμπαμπα. Ο Ομέρ πασάς, δέν δέχτηκε τήν φρουρά τού Οδυσσέα καί αντιθέτως ενίσχυσε τό φρούριο μέ περισσότερους Τούρκους. ΈΈστειλε όμως 400 Τουρκαλβανούς ντελήδες (ιππείς) νά ενισχύσουν τόν Οδυσσέα καί έναν πανούργο μπέη νά τόν επιβλέπει.
857
Ο Ανδρούτσος, βλέποντας ότι τό σχέδιό του δέν ήταν πραγματοποιήσιμο, σκέφτηκε νά πάει στό νησί τού Ιονίου, Κάλαμος, όπου είχαν βρεί καταφύγιο οι Νικηταράς, Ζαΐμης καί Λόντος, αλλά ο ΆΆγγλος αρμοστής δέν τού τό επετρέψε. Ενώ λοιπόν ο Ιμπραήμ αποβίβαζε στρατεύματα στόν Μοριά, ο Κωλέττης προμήθευε τόν Γκούρα μέ χιλιάδες ενόπλους γιά νά σκοτώσει τόν Ανδρούτσο. Ενώ τά κάστρα τής Πύλου έμεναν χωρίς εφόδια, ο Κωλέττης προμήθευε τόν Γκούρα μέ χιλιάδες λίρες. Ο Ανδρούτσος, μέ λιγότερους άνδρες, έφτασε στίς Λιβανάτες, πού ήταν καί τόπος καταγωγής του. Αποφεύγοντας νά δώσει αποφασιστική μάχη μέ τά κυβερνητικά στρατεύματα, διαρκώς υποχωρούσε, εμπλεκόμενος μόνο σέ μικρές αψιμαχίες. Ο ΉΉρωας τής Γραβιάς πρότεινε στόν Γκούρα νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους καί νά κτυπήσουν τούς Τούρκους τής Χαλκίδας. Ο τελευταίος δέχτηκε καί τελικά στίς 7 Απριλίου 1825, ο Ανδρούτσος παράτησε τούς Τουρκαλβανούς ντελήδες καί συνάντησε τόν Γκούρα, ο οποίος τόν υποδέχτηκε, ανοίγοντας τά χέρια του νά τόν σταυροφιλήσει. Επειδή ο Οδυσσέας ήθελε νά σιγουρευτεί ότι ο Γκούρας δέν θά τόν έβλαπτε, τόν έβαλε καί ορκίστηκε στό Ευαγγέλιο. ΆΆλλωστε πώς μπορούσε νά κινδυνέψει από τόν άνθρωπο πού κάποτε τόν είχε βγάλει από τήν φυλακή, όταν τόν ετοίμαζαν γιά αποκεφαλισμό οι Τούρκοι; Τήν ίδια ώρα πού ο Γκούρας ορκιζόταν στό Ευαγγέλιο, έστελνε μήνυμα στήν κυβέρνηση, λέγοντας ότι μετά από πολύνεκρη μάχη συνέλαβε τόν προδότη, πού πολεμούσε μέ τό μέρος τών Τούρκων καί γιά λογαριασμό τού σουλτάνου. «Τήν 7ην Απριλίου 1825 συνεκροτήθη καί άλλη μάχη εις Λιβανάτας, καί κατ' αυτήν ο Οδυσσεύς συνθηκολογήσας μέ τόν Γκούραν, νά τόν χαρισθή αμνηστία, καί νά διορισθή Γενικός Αρχηγός τών όπλων τής Ανατολικής Ελλάδος, καί νά τόν πληρωθώσιν οι μισθοί τών στρατιωτών του, απεσπάσθη από τούς Τούρκους μέ εξακοσίους, καί ερρίφθη εις τάς αγκάλας τής πατρίδος, διαπιστεύσας εαυτόν εις τήν τιμήν καί τήν φιλίαν τού Γκούρα, καί δούς εις αυτόν αφορμήν νά δείξη εις τόν κόσμον υψηλά καί γενναία φρονήματα, νά τόν σώση από τόν άδοξον θάνατον... Τήν 5ην Ιουνίου 1825, ο φρούραρχος Γκούρας διέταξε καθ' υπαγόρευσιν τής κυβερνήσεως ή τού Κωλέττου, νά πνίξωσι τόν ευεργέτην του, καί επομένως επέπεσον κατ' αυτού κοιμωμένου πολλοί δήμιοι, καί εφόνευσαν αποπνίξαντες αυτόν, αφυπνισθέντα καί ανδρείως παλαίοντα τόν κακόμοιρον, όπως καί όθεν ημπόρεσαν, καί έρριψαν τόν νεκρόν του έξω τού πύργου δεδεμένον μέ σχοινίον, τού οποίου μέρος εφαίνετο μέχρι τινός κρεμάμενον από τό παράθυρον εις μαρτυρίαν τάχα τού ότι εκόπη τό σχοινίον καί εφονεύθη. Τοιούτο τέλος έλαβεν ο Οδυσσεύς, τού οποίου τ' όνομα από τήν αρχήν τής επαναστάσεως διαιωνίζετο πανταχού ως τό τού πατρός του Ανδρούτσου, όστις απέθανε μάρτυς εις τά φυλακάς τού
858
σουλτάνου, διότι επολέμει ως καί ο υιός τούς Τούρκους διά τήν πίστιν καί τήν πατρίδα του.» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Β' Τόμος Ο Ανδρούτσος, παρέμεινε ελεύθερος καί όταν κατάλαβε ότι ο Γκούρας δέν είχε σκοπό νά κτυπήσουν τούς Τούρκους όπως είχαν συμφωνήσει, άφησε τούς δικούς του νά φύγουν γιατί δέν είχε νά τούς πληρώσει. Μετά ζήτησε νά τόν αφήσουν νά πάει στό καταφύγιό του. Ο Γκούρας δέν έφερε αντίρρηση, όχι γιατί είχε σκοπό νά τηρήσει τη συμφωνία, αλλά γιατί ήθελε νά υφαρπάξει τούς θησαυρούς πού θεωρούσε ότι είχε κρύψει ο Οδυσσέας στή σπηλιά του. Γι' αυτό τού έδωσε δέκα δικούς του ανθρώπους γιά συνοδεία, μέ κύριο σκοπό νά πατήσουν τη σπηλιά καί νά τόν ληστέψουν. Εν τώ μεταξύ ο Κωλέττης έστελνε γράμματα στόν Γκούρα, μέ τά οποία τόν προέτρεπε, μέ καλυμμένο βέβαια τρόπο νά τόν βγάλει από τήν μέση. "Ο κακούργος ούτος καί άν αποφύγη τήν από μέρους τού ΈΈθνους του δικαίαν εκδίκησιν, δέν θέλει αργήσει όμως νά λάβη τά επίχειρα τής κακίας του... Αλλ' έως νά λάβη ούτος τά επίχειρα τής προδοσίας του, είναι ανάγκη νά γίνη φροντίς, ώστε νή μή δυνηθή νά βλάψη τό ΈΈθνος καί νά καυχηθή ποτέ ότι ημπόρεσε νά εκπληρώση τήν μιαράν ταύτην επιθυμίαν του." Φτάνοντας στη σπηλιά, ο επικεφαλής τής συνοδείας Παπακώστας Τζαμάλας μέ μερικούς άλλους επιχείρησε νά σκαρφαλώσει καί νά τήν καταλάβει. Ο Σκωτσέζος όμως φίλος τού Ανδρούτσου Τρελώνυ δέν τούς άφησε καί οι άνδρες τής φρουράς άρπαξαν τά καριοφίλια καί τούς απείλησαν. Ο Τζαμάλας, αφού απέτυχε νά πατήσει τό κρυσφήγετο τού Ανδρούτσου τόν έστειλε στή Μονή τού Οσίου Σεραφείμ Δομβούς στόν Ελικώνα. Ο Ανδρούτσος κατάλαβε πλέον ότι ο Γκούρας, ούτε λόγο είχε, ούτε όρκους κρατούσε. Τό μόνο πού τόν ενδιέφερε ήταν τό χρήμα. Από τό μοναστήρι οδήγησαν τόν Οδυσσέα στην Ακρόπολη. Εκεί τόν αλυσόδεσαν, τού έβαλαν βαριές μπάλες στά πόδια καί τόν φυλάκισαν στά υγρά καί ανήλιαγα υπόγεια τού ενετικού πύργου δίπλα από τόν Ναό τής Απτέρου Νίκης. Ο γραμματικός τού Οδυσσέα Αντώνιος Γεωργαντάς προσπάθησε νά πείσει καθ' οδόν τόν Ανδρούτσο νά δραπετεύσει αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ακόμα καί ο Καραϊσκάκης προσπάθησε νά απαγάγει τόν Γκούρα γιά νά τόν ανταλλάξει μέ τόν Ανδρούτσο, αλλά ο παμπόνηρος Γκούρας τό αντιλήφθηκε εγκαίρως καί κρύφτηκε. «Ο φρούραρχος Γκούρας διέταξε, καθ' υπαγόρευσιν τής κυβερνήσεως τού Κωλέττη, τού οποίου περιέμενε τήν απόφασιν, ως η αναφορά τού τής 30ης Απριλίου, νά πνίξουν τόν ευεργέτην του, καί επομένως επέπεσον κατ' αυτού κοιμισμένον πολλοί δήμιοι καί εφόνευσαν, αποπνίξαντες αυτόν, αφυπνισθέντα καί ανδρείως παλαίοντα τόν κακόμοιρον, όπως καί όθεν ημπόρεσαν καί έρρηξαν τόν νεκρόν του
859
έξω τού πύργου δεδεμένου μέ σχοινίον, τού οποίου μέρος εφαίνετο μέχρυ τινός κρεμάμενον από τό παράθυρον εις μαρτυρίαν τάχα τού ότι εκόπη τό σχοινίον καί εφονεύθη. Ο Γκούρας απουσίαζε κατά τήν νύκτα τού φόνου εξ Αθηνών, αρκετά ύπουλος καί φλεγματικός εν τή ωμότητά του, έλαβε πάντα τά κατάλληλα μέτρα καί διεύθυνε ούτως τά πράγματα, ώστε ει δυνατόν νά μήν επιπέση επ' αυτού η υπόνοια καί νά μή τόν βαρύνη η άμεσος ευθύνη, ανέθηκεν δέ τήν εκτέλεσιν τής φοβεράς αποφάσεως ως είπομεν, εις τούς υπαρχηγούς του, τόν Ιωάννην Μαμούρην, τόν Παπακώσταν Τζαμάλα, τόν Μήτρον Τριανταφυλίναν, οίτινες τόν εξετέλεσαν μετά πολλής θηριωδίας. Ο φόνος ενός τών πρωταθλητών τού Αγώνος, ανδρός ωμολογημένης στρατηγικής ικανότητος καί ευφυΐας, εν ημέραις, καθ' άς η ύπαρξις τής Πατρίδος ευρίσκετο επί ξυρού ακμής, ήτο πράξις εγκληματική καί άφρων. Τίς δύναται νά προοΐδη τί θά συνέβαινεν, εάν ο Καραϊσκάκης είχεν ως συνεργόν τόν Οδυσσέα εις τήν τελευταίαν αυτού αθάνατον εκστρατείαν καί πόσα άλλα τρόπαια Αράχωβης καί Διστόμου δέν θά ηγείροντο υπ' αυτών εν τή Ανατολική Ελλάδι; Εάν τήν αποφράδα ημέρα καθ' ήν ο Καραϊσκάκης έπιπτεν εν Φαλήρω, ευρίσκετο ο σθεναρός βραχίων τού Οδυσσέως, ν' αναλάβει τήν αρχηγίαν, η Ελλάς δέν θά ελιποψύχει, η Επανάστασις δέν θά εψυχορράγει, δέν θά επήρχετο εκ τής αγερώχου επιπολαιότητος τού Κόχραν η φοβερά παρά τόν Ανάλατον εκατόμβη, καθ' ήν εθυσιάσθει τό άνθος τών αλκίμων προμάχων τής Πατρίδος, δέν θά ανεστήλου ο Κιουταχής τήν ημισέληνον επί τών επάλξεων τής Ακροπόλεως καί η Ελλάς καταθέσασα τό ξίφος θά απέκτα ίσως τήν ελευθερίαν αυτής υπό πολύ κρείττονας όρους. Θέλοντες ν' αποκρύψουν τό έγκλημά τών οι φονείς κατέφυγον μετά τήν πράξιν τών εις χυδαίον τέχνασμα. Προσέδεσαν τό πτώμα διά σχοινίου εκ τής οσφύος καί τό έρριψαν επί τού δαπέδου τού όπισθεν τού πύργου κειμένου ναού τής Απτέρου Νίκης, διά νά παραστήσουν τάχα ότι ο δεσμώτης επιχειρήσας νά δραπετεύση από τής εν τώ πύργω ειρκτής του, έπεσε καί συνετρίβη. Εκεί ευρέθη μωλωπισμένον οικτρώς τό σώμα τού ήρωος τής Γραβιάς τήν πρωΐαν τής επομένης αλλ' όμως ουδείς επίστευσε τόν ανόσιον μύθον, διότι πάντες εγίγνωσκαν τά ελατήρια τής πράξεως καί τήν προϋπάρχουσαν αμετάτρεπτον καταδίκην. Αυτή η εφημερίς τών Αθηνών, η άσπονδος εχθρός του, οιονεί αισχυνομένη διά τό ανουσιόργημα καί θέλουσα νά παρέλθη αυτό εν σιγή, εις τό φύλλον της τό εκδοθέν τής επομένην τού θανάτου του εδημοσίευσεν εις τήν τελευταία σελίδα τήν εξής αλλοκότως ξηράν είδησιν: "Σήμερον τελείωσε τόν δρόμον τής ζωής του ο Οδυσσεύς Ανδρίτσου. Αυτός είχε προσδέσει μέ τήν φυσικήν του πανουργίαν δύο τριχιαίς, οι οποίαις φαίνεται ότι ήταν από τά γαϊδούρια οπού ανέβαιναν εις τό κάστρον, παλαιαίς κατά κακήν του τύχην και αδύναταις. Περί τάς 5 ώρας τής νυκτός τής 4ης Ιουνίου 1825, ενώ οι δύο στρατιώται πού τόν
860
εφύλαττον, ήσαν εις τό πρωτοΰπνι, κρεμόταν μέ τήν μίαν από τά υψηλά τού πύργου - γουλέ - έχοντας ζωμένην καί τήν άλλην εις τήν μέσην του, διά νά χρησιμεύση ακολούθως νά καταιβή καί από τά τείχη τού κάστρου καί νά φύγη, όπου αυτός ήξευρε. Αλλά η Θεία δίκη, προλαμβάνουσα, φαίνεται, τούς ολεθρίους σκοπούς τού ανθρώπου τούτου διά τήν Πατρίδα, ωκονόμησε προτού νά φθάση ακόμη εις τά μέσα τού πύργου καταβαίνοντας καί σπά η τριχιά εκείνη, καί πείπτει ο άθλιος εις τό λιθόστρωτον έδαφος τής Απτέρου Νίκης, θύμα ελεεινόν τής κακοβουλίας καί πανουργίας του."» Η απολογία του Οδυσσέως Ανδρούτσου Μπάμπη Αννινου Τή νύκτα τής 5ης Ιουνίου 1825 μέ εντολή τού Κωλέττη τά ανθρώπινα κτήνη Μήτρος Τριανταφυλλίνας, Παπακώστας Τζαμάλας, Γιάννης Μαμούρης καί κάποιος Θεοχάρης έδιωξαν τόν σκοπό Κωνσταντίνο Καλατζή πού φύλαγε τό κελί τού Ανδρούτσου καί μέ απάνθρωπο τρόπο βασάνισαν καί τελικώς δολοφόνησαν τό λιοντάρι τής Ρούμελης. Επειδή δέν μπορούσαν νά τόν καταβάλουν, καίτοι αλυσοδεμένος, τού έστριψαν τούς όρχεις καί εκείνος λιποθύμησε από τόν πόνο. Κατόπιν τόν πέταξαν κάτω από τόν κουλά (πύργο) γιά νά φανεί σάν ατύχημα. Ο σκοπός όμως δέν έφυγε, αλλά κρύφτηκε καί παρακολούθησε όλο τό δράμα τού Ανδρούτσου. Φοβούμενος γιά τή ζωή του, άργησε νά κάνει τίς αποκαλύψεις καί από τήν μαρτυρία αυτού τού ανθρώπου στόν Αντώνιο Γεωργαντά, έγιναν γνωστές οι λεπτομέρειες εκείνης τής νύκτας. Αυτό ήταν τό τέλος τού Οδυσσέα Ανδρούτσου από τό πολιτικό κατεστημένο εκείνης τής εποχής. Ο ιατροδικαστής βεβαίωσε ότι επρόκειτο γιά ατύχημα καί τό ίδιο ψεύδος διέδωσε καί η εφημερίδα τών Αθηνών, τά ΜΜΕ τής εποχής δηλαδή, πού μέ χαιρεκακία έγραψε ότι ο πανούργος είχε τό τέλος πού τού άξιζε. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis26.html
861
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΖ'
Ναυμαχία τού Καφηρέα (20 Μαΐου 1825) Στίς αρχές Μαΐου 1825, επικρατούσε έντονα η φήμη ότι ο τουρκικός στόλος είχε ξεκινήσει από τόν ναύσταθμο τής Πόλης μέ κατεύθυνση "τήν Μικράν Αγγλίαν" (ΎΎδρα), γιά νά επαναλάβει τό κατόρθωμά του στά Ψαρά, τά οποία είχε καταφέρει πλέον νά εξαφανίσει ως ναυτική δύναμη. Στήν ΎΎδρα επικράτησε πανικός καί η κυβέρνηση τού Κουντουριώτη, σέ αντίθεση μέ τίς περιπτώσεις τών Ψαρών καί τής Κάσου, επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα καί στρατολόγησε άμεσα χιλιάδες ενόπλους Μακεδόνες καί Ρουμελιώτες τούς οποίους καί απέστειλε στό νησί γιά νά τό υπερασπιστούν σέ περίπτωση επίθεσης. Εκείνη τήν εποχή, η μόνη διαθέσιμη μοίρα τού ελληνικού στόλου πού έπλεε στήν περιοχή τού βορείου Αιγαίου αποτελείτω από 35 πολεμικά πλοία καί 3 πυρπολικά καί είχε αρχηγούς τόν Υδραίο Γεώργιο Σαχτούρη, τόν Σπετσιώτη Γεώργιο Ανδρούτσο καί τόν Ψαριανό Αποστόλη Αποστόλη (γιό τού Νικολή). Ο σουλτανικός στόλος, αποτελούμενος από 51 μεγάλα τουρκικά πολεμικά πλοία καί 40 ευρωπαϊκά φορτηγά πλοία πού μετέφεραν στρατεύματα καί προμήθειες εμφανίστηκε στά μέσα Μαΐου, ανοικτά τής Εύβοιας. Αρχηγός του ήταν ο καπουδάν Χοσρέφ πασάς, ο επονομαζόμενος καί Τοπάλ. Ο Χοσρέφ διέπραξε τό σφάλμα νά διέλθει μέσω τού στενού τού Καφηρέα, εκεί όπου οι ΈΈλληνες αποκτούσαν τήν υπεροχή λόγω τού μικρού μεγέθους καί τής ευκινησίας τών πλοίων τους. Συγκεκριμένα, στίς 20 Μαΐου 1825, τά πλοία του βρέθηκαν νά πλέουν στή θαλάσσια λωρίδα μεταξύ Εύβοιας, Κέας, ΆΆνδρου καί Αττικής. Οι ΈΈλληνες πού τόν παρακολουθούσαν από μικρή απόσταση αποφάσισαν νά επιτεθούν. Ο Τούρκος ναύαρχος χώρισε τή δύναμή του σέ τρείς σχηματισμούς καί διέταξε τόν πρώτο νά προσεγγίσει τά παράλια τής Αττικής, τόν δεύτερο νά κινηθεί μεταξύ Κέας καί Γυάρου καί τόν τρίτο νά κατευθυνθεί στήν ΆΆνδρο. «Τετράδη 20 Μαΐου 1825 Εξημερόθημεν έχοντες υπ όψιν τόν εχθρόν όντα κατά τήν ΆΆνδρον, ημείς ορτζάρομεν μέ μαϊστραλάκι (βορειοδυτικός άνεμος) τόν εχθρόν όντα κατά τόν κάβο Δόρον (ακρωτήριο Κάβο Ντόρος) μέ σύσημον (σήμα) όλα τά πλοία νά κρατούν πολλά πανιά, προχωρούντες είδομεν όλην τήν μικρήν αρμάδα ήτις ήτον ήδη απερασμένη τόν κάβο τής ΆΆνδρου, αλλ' ευρίσκετο εις γαλήνην είδομεν δέ καί έως 20 κομμάτια μεγάλα περιμαζευμένα εις ένα αυλάκι τής ΆΆνδρου, όθεν καί αυξήσαμεν πανιά προχωρούμεν εμπρός μέ λεπτόν άνεμον μαϊστραλάκι. Εφάγαμεν τά σενιάλα μέ ταίς σάγουλες κάμνοντες
862
ακαταπαύστως σημείον. Τά οπισινά πλοία νά φορτζάρουν (δυναμώσουν) πανιά, δύο σπετζιώτικα τού καπετάν Γιάννη Αναστάση καί τού Ανάργυρου επροπορεύοντο, ημείς όμως σοταβέντο (υπήνεμα) καί πλησιέστερον εις τόν εχθρόν, καί μέ μουραρισμένα πανιά τρέχομεν κατά τού εχθρού. ΈΈνα αγγλικό βρίκι διέρχεται απομακρυνθέν από τόν εχθρικόν στόλον, οι Σπετζιώται τού τραβούν μίαν κανονιά καί πηγαινάμενοι κοντά διά νά τό βιζητάρουν έμειναν ολίγον οπίσω. Ημείς προπορευόμενοι έχοντες κατόπιν τόν Πινότσην μέ ένα πυρπολικόν, όθεν καί περί τάς εννέα ώρας κάμνοντες σημείον: "Νά ετοιμασθούν διά πόλεμον καί νά φορτζάρουν πανιά τά οπισινά" ορμούμεν κατά τού εχθρού. Μία φρεγάτα έρχεται καθ' ημών μέ μίαν κορβέτα, ημείς τάς πολεμούμεν μέχρι μανίας καί απολαμβάνομεν νά τάς τρέψωμεν εις φυγήν καί τότε πλησιάζομεν εις τήν φρεγάταν τής οποίας τά κατάρτια ήτον σπασμένα από τίς κόφες καί επάνω. Αύτη είχε δύο βάρκες έτοιμαις διά τά μπουρλότα διά τούτο καί οι πυρπολισταί μας εφοβούντο νά ριφθούν κατ' αυτής, αλλ' ενισχυόμενοι παρ' ημών τά συνοδεύομεν έως τίρας τουφεκιάς (βολής τουφεκιού) στεκόμενοι εις τήν πρύμνην της, δι' ό καί τά πυρπολικά μουράρουν πανιά καί πηγαίνουν κατ' αυτής, όθεν καί περί τάς τρείς ώρας τής έπεσαν επάνω καί τά δύο, καί παρευθύς άναψεν. Οι εν αυτή εχθροί δέν ήξευραν τί νά κάμουν, τότε καί πολλοί ερρίπτοντο εις τήν θάλασσαν, πολλοί εσυνάχθησαν εις τήν πρύμνην καί ετουφέκιζον ταίς βάρκαις τών μπουρλότων, αλλά τό πύρ διεδόθη πανταχού καί μετά δέκα λεπτά εσκόρπισεν η φρεγάτα ήτις έκαμε τόσον κρότον, ώστε επέταξεν εις τόν αέρα διαφόρους τούρκους, κανόνια, ξύλα, αγκύρας καί λοιπά, μέ τό νά ήτον δέ γεμάτη πολεμοφόδια, η θάλασσα εγέμισε από ανθρώπους σκοτωμένους καί λαβωμένους, καί ζώντας γυμνούς. Εν τοσούτω η αριστερά πτέρυξ τού εχθρού βλέποντας τήν καυθείσα φρεγάταν άρχισε νά δηλιά, ο καπουδάν πασάς όστις είχε πλησιάσει διά βοήθειαν τήν αριστεράν του πτέρυγα ετράπη εις φυγήν οπόταν ειδών εις τήν αριστεράν του πτέρυγα ένα άλλο κορβέτο καιόμενον, εις τό οποίον επέπεσε τό πυρπολικόν "Κέρβερος" τού καπετάν Μανώλη Μπούτη, εν τοσούτω ένα φεργαδόνι τού Ταχήρ πασά ομού μέ δύο τρία βρίκια καί κορβέτα έρχεται κατ' επάνω μας. Ημείς σοπράρομεν καί τού αντιστεκόμεθα, αλλά τέλος πάντων ετράπησαν καί αυτά εις φυγήν, όθεν καί η νίκη μας επεκυρώθη. Η δίκροτος φρεγάτα ήτον η "Χαζνέ Γκεμισί" 62 κανονιών, τό δέ κορβέτο 32.» Ιστορικά ημερολόγια τού ναυτικού αγώνος 1821 - Γεώργιος Σαχτούρης Η ναυμαχία τού Καφηρέα άρχισε στίς εννέα τό πρωί καί κράτησε έως αργά τό απόγευμα. Λόγω τής νηνεμίας πού επικρατούσε δέν μπόρεσαν νά πάρουν μέρος όλα τά πλοία τών δύο παρατάξεων. Αμέτοχα επίσης έμειναν αρκετά τουρκικά πλοία λόγω έλλειψης χώρου. Ο
863
Γεώργιος Σαχτούρης μέ τά μπροστινά πλοία εκμεταλλεύτηκε τό ελαφρύ βορειοδυτικό αεράκι καί κτύπησε μαζί μέ τόν Ιωάννη Κυριακό καί τόν Γεώργιο Ανδρούτσο τήν εμπροσθοφυλακή τού εχθρού. Οι κανονιοβολισμοί ήταν σφοδροί καί δέν επέτρεπαν γιά πολλή ώρα στούς δύο αντιπάλους νά επιχειρήσουν κάποια παράτολμη ενέργεια. Γύρω στίς τρείς τό απόγευμα δύο πυρπολικά, διοικούμενα από τόν Υδραίο Ιωάννη Ματρόζο καί τόν Σπετσιώτη Λάζαρο Μουσού κυνήγησαν τήν ολοκαίνουργια ναυαρχίδα τού καπουδάν πασά τών 62 κανονιών πού μετέφερε καί τό ταμείο τού στόλου καί αφού τής μετέδωσαν τή φωτιά, κατάφεραν καί τήν τίναξαν στόν αέρα μαζί μέ τούς 800 άνδρες πού επέβαιναν σέ αυτή. Ο Χοσρέφ είχε προλάβει νά τήν εγκαταλείψει πρίν από τή στιγμή τής έκρηξης. Τήν ίδια ώρα τό πυρπολικό τού Υδραίου Μανώλη Μπούτη κόλλησε σέ μία κορβέτα 32 κανονιών καί αφού τής μετέδωσε τό πύρ, τήν έκανε χίλια κομμάτια παρασύροντας στόν βυθό 300 άνδρες τού εχθρού. Η θάλασσα ανάμεσα στήν Κέα, τήν Μακρόνησο καί τήν Γυάρο γέμισε από τά συντρίμμια τών καραβιών καί από τά πτώματα τών Τούρκων. Τά εχθρικά πλοία μέσα στόν πανικό τών απανωτών εκρήξεων άρχισαν νά υποχωρούν καί νά πλέουν πρός διάφορες διευθύνσεις. Είκοσι γολέτες καί μπρίκια μαζί μέ φορτηγά, κρύφτηκαν μέσα στόν Ευβοϊκό Κόλπο, αλλά δέχθηκαν τήν επίθεση από τά πλοία τού Αναγνώστη Κυριακού καί τού Αθανασίου Πάνου, πού κυρίευσαν πέντε φορτηγά γεμάτα μέ εξοπλισμό καί πολεμοφόδια. Τά υπόλοιπα τουρκικά πλοία τού Χοσρέφ κατευθύνθηκαν πρός τό νότο καί τήν ασφάλεια τού αιγυπτιακού στόλου, πού ελλιμενιζόταν στή Σούδα. Μία τουρκική κορβέτα 33 κανονιών, στήν προσπάθειά της νά διαφύγει από τούς διώκτες της, εξώκειλε στή Ντελαγκράτσια τής Σύρου καί τελικώς πυρπολήθηκε από τό πλήρωμά της. Οι ΈΈλληνες τής Σύρου έσφαξαν, σύμφωνα μέ τόν Αμερικάνο Σάμιουελ Χάου, καί τούς 250 άνδρες πού βγήκαν στήν στεριά, συμπεριλαμβανομένων καί τών Ευρωπαίων ναυτών. Στίς 29 Μαΐου 1825, ενωμένος πλέον ο ελληνικός στόλος, μέ αρχηγό τόν Ανδρέα Μιαούλη απέπλευσε από τή Μήλο καί στίς 31 τού μηνός έφθασε έξω από τή Σούδα τής Κρήτης, όπου έτρεψε σέ φυγή μερικά περιπολικά τού αιγυπτιακού στόλου. Οι ΈΈλληνες, σοφά αλλά καθυστερημένα, περιφέρονταν έξω από τή Σούδα, ώστε νά εμποδίσουν τόν εχθρικό στόλο νά αποβιβάσει νέα στρατεύματα καί προμήθειες στήν Πελοπόννησο. Στίς 2 Ιουνίου 1825, 30 πλοία τού ενωμένου μουσουλμανικού στόλου προσπάθησαν νά σπάσουν τόν κλοιό, αλλά έχασαν από τήν επίθεση τών πυρπολικών, μία φρεγάτα 14 κανονιών μέ 300 άνδρες. Ο πυρπολητής Πολίτης, σέ μία παράτολμη ενέργεια, κυνήγησε μία φρεγάτα μέσα στόν όρμο τής Σούδας, αλλά εμπρός στόν σφοδρό κανονιοβολισμό, αναγκάστηκε νά κάψει άσκοπα τό πυρπολικό του καί νά διαφύγει μέ τήν σκαμπαβία (βάρκα διαφυγής) τού πλοίου
864
του. «Ο δέ εις τόν λιμένα τής Μήλου λιμενισθείς ελληνικός στόλος υπό τούς Ανδρέαν Μιαούλην, Γεώργιον Ανδρούτσον καί Νικολή Αποστόλη, απάρας εκείθεν τήν 29ην Μαΐου 1825 ενωμένος, έφθασεν έμπροσθεν τού λιμένος τής Σούδας τήν 31η τού αυτού, όπου ευρών έξω τού λιμένος περιφερομένας τάς προφυλακίδας αυτού έκ τινων κορβετών καί βρικίων, ηνάγκασεν αυτάς μετά δίωρον μάχην ν' αποσυρθώσιν εντός τού λιμένος, όπου ήσαν ελλιμενισμένοι αμφότεροι οι στόλοι ο τε τουρκικός καί ο τής Αλεξανδρείας. Μετά δύο ημέρας ο εχθρός διέταξε τήν έξοδον διπλασίου αριθμού πολεμικών πλοίων εκ φρεγατών καί βρικίων περί τά τριάκοντα, αλλά μόλις καί τούτων εμφανισθέντων, ισάριθμα ελληνικά πλοία, ορμήσαντα κατ' αυτών, ήλθον μετ' αυτών εις συμπλοκήν, οπόταν ο πυρπολητής Ιωάννης Στύπας Υδραίος, διευθύνας τό πυρπολικόν του κατά τινος κορβέτας πρώτης τάξεως απέτυχε, καί εκάη επί ματαίω τό πυρπολικόν του. Αλλ' αμέσως ορμήσας κατά τής αυτής εχθρικής κορβέτας έτερος πυρπολητής Υδραίος, ο Αντώνιος Βώκος, εκόλλησεν επ' αυτής τό πυρπολικόν του καί κατέκαυσεν αυτήν. Ο πυρπολητής Γεώργιος Πολίτης Υδραίος καί ούτος, διώκων μέ τό πυρπολικόν του ετέραν εχθρικήν φρεγάταν, τοσούτον επροχώρησεν εντός τού λιμένος τής Σούδας, εις όν η διωκόμενη φρεγάτα κατέφευγεν, ώστε επλησίασε πολύ υπό τά τείχη τού επί τής νήσου φρουρίου, υπό τού οποίου αδιακόπως καί επυροβολείτο, καί μή δυνάμενον πλέον μήτε νά οπισθοχωρήση διά τήν επελθούσαν γαλήνην, μήτε άλλο τι νά πράξη κατά τών πυκνώς εν αγκύρα ισταμένων εχθρικών πλοίων, βλέπων δέ καί τήν εν ή ευρέθη επικίνδυνον θέσιν υπό πολλών περικυκλωθείς εχθρικών λέμβων, κατέκαυσε τό πυρπολικόν του, καί επιβάς μετά τού πληρώματός του εις τήν λέμβον του, πυροβολούμενος δέ υπό τών εχθρικών λέμβων καί αντιπυροβολών, διέσχισεν αυτάς καί διεσώθη επί τών ελληνικών πλοίων, τέσσαρες μόνον εφονεύθησαν καί τρείς επληγώθησαν εκ τών Ελλήνων πυρπολητών κατά τήν ναυμαχίαν ταύτην. Τήν δ' επιούσαν, ελθόντα πάλιν τά ελληνικά έμπροσθεν τού λιμένος τής Σούδας, εύρον πρό αυτού περιπλέοντα δέκα εχθρικά πλοία ως πρόσκοπα, κατά τών οποίων ορμήσαντα τά υπεχρέωσαν νά εισέλθωσιν αύθις εις Σούδαν, αλλά τήν νύκτα εκείνην, νότιος σφοδρός άνεμος πνεύσας, εβίασε τόν ελληνικόν στόλον ν' απομακρυνθεί τής θέσεως εκείνης, καί εννέα μέν πλοία διευθύνθησαν πρός τήν Σαντορίνην, τά πλείστα δέ μετά τών ναυάρχων προσωρμίσθησαν εις τά Βάτικα (Νεάπολις Λακωνίας), ως έχοντα καί ανάγκην ύδατος καί ανάγκην επισκευασίας.» Ναυτικά Ορλάνδος Αναστάσιος - 1869 Η σφοδρή θαλασσοταραχή ανάγκασε τόν ελληνικό στόλο νά εγκαταλείψει τόν αποκλεισμό τής Σούδας καί τά πλοία του σκόρπισαν σέ
865
διάφορες κατευθύνσεις. Τά περισσότερα βρήκαν καταφύγιο στά Βάτικα Λακωνίας, όπου έριξαν άγκυρα καί προμηθεύτηκαν τά αναγκαία εφόδια. Στίς 12 Ιουνίου 1825 ακούστηκε μία φοβερή έκρηξη, η οποία διέλυσε τό πλοίο "Νηρεύς", πού κυβερνούσε ο Αθανάσιος Κριεζής, μέ αποτέλεσμα νά βρεί τόν θάνατο ο πλοίαρχος καί 48 ναύτες. Εκ τών υστέρων έγινε γνωστό, ότι κάποιος μουσουλμάνος αιχμάλωτος, ο οποίος είχε ξυλοκοπηθεί από τόν πλοίαρχο Κριεζή, είχε βάλει φωτιά στήν πυριτιδαποθήκη τού πλοίου. Η είδηση τού γεγονότος αυτού, εξόργισε τούς κατοίκους τής ΎΎδρας καί τών Σπετσών, οι οποίοι έτρεξαν στούς δρόμους, έβγαλαν από τίς φυλακές περίπου 200 αιχμαλώτους Τούρκους καί τούς έσφαξαν. Η σφαγή αυτή προκάλεσε αντίποινα στή Μικρά Ασία, όπου οι Τούρκοι βγήκαν μέ τή σειρά τους στούς δρόμους σκοτώνοντας περίπου 300 Χριστιανούς. Στίς 16 Ιουνίου 1825 φάνηκαν νά πλέουν νότια από τό Τσιρίγο (Κύθηρα), 80 εχθρικά πλοία. Τότε η υδραϊκή μοίρα επιτέθηκε μαζί μέ τά δύο πυρπολικά τών Μπουντούρη καί Ματρόζου εναντίον τού υπέρτερου εχθρικού στόλου. Η ναυμαχία έγινε στόν κάβο Ματαπά (ακρωτήριο Ταίναρο) καί διήρκεσε δύο περίπου ώρες. ΈΈχασαν όμως οι ΈΈλληνες καί τά δύο πυρπολικά πού διέθεταν, τά οποία κάηκαν χωρίς αποτέλεσμα. Ο κυβερνήτης τού ενός πυρπολικού Ιωάννης Ματρόζος σκοτώθηκε από μία σφαίρα, όταν προσπαθούσε νά ανάψει τό φυτίλι. Τελικώς, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατάφερε νά φθάσει στό Νεόκαστρο καί νά αποβιβάσει 4000 πεζούς, 700 ιππείς καί 1200 εργάτες μέ αρχηγό τόν Χουσεΐν μπέη. Ο ελληνικός στόλος κατάφερε νά συλλάβει μόνο τρία αυστριακά μεταγωγικά, τά οποία μετέφεραν αλεύρι καί κριθάρι γιά τίς ανάγκες τού αιγυπτιακού στρατού. Ο Κανάρης στήν Αλεξάνδρεια Ο ατρόμητος Κανάρης είχε σκεφθεί νά κάψει τόν τουρκικό στόλο στό ναύσταθμο τής Κωνσταντινούπολης, αλλά τόν απέτρεψε ο ΆΆγγλος πλοίαρχος Hamilton, ο οποίος ήταν γνώστης τής περιοχής καί τών θέσεων τών οθωμανικών πυροβόλων στά Δαρδανέλια. Τότε αποφάσισε νά κάνει αυτό τό εγχείρημα γιά τόν αιγυπτιακό στόλο, ο οποίος ήταν καί ο περισσότερο επικίνδυνος. Αφού πήρε τήν έγκριση τού Λάζαρου Κουντουριώτη, αναχώρησε από τήν ΎΎδρα, μαζί μέ τά πυρπολικά τών Αντωνίου Βώκου καί Εμμανουήλ Μπούτη καί μέ τά πλοία συνοδείας τών Αντωνίου Κριεζή καί Εμμανουήλ Τομπάζη. Ο Κανάρης, στίς 29 Ιουλίου 1825, ύστερα από ένα ταξείδι έξι ημερών, βρισκόταν έξω από τήν πρωτεύουσα τού Μωχάμετ ΆΆλη. Χωρίς νά περιμένει τούς άλλους δύο μπουρλοτιέρηδες πού καθυστερούσαν υπερβολικά, καί έχοντας ευνοϊκό άνεμο, κατευθύνθηκε πρός τό λιμάνι τής πόλης πού κάποτε ήταν η κοιτίδα τού ελληνικού πολιτισμού. Ο
866
Αιγύπτιος πλοηγός πού ήρθε νά συνοδεύσει τό ξένο πλοίο πού δέν έφερε σημαία, αντιλήφθηκε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Αλλά ήταν πλέον αργά, γιατί ο Κανάρης τόν συνέλαβε καί τόν έριξε στό αμπάρι. Ακάθεκτος ο Ψαριανός όρμησε στή ναυαρχίδα τού Μωχάμετ ΆΆλη πού ήταν αραγμένη στήν αποβάθρα τού παλατιού του, πλαισιωμένη από δεκάδες άλλες φρεγάτες. «Περί τήν αυτήν εποχήν ο Κανάρης συλλαβών τό τολμηρόν σχέδιον τού νά πυρπολήση τούς τουρκικούς στόλους εντός τού λιμένος Αλεξανδρείας απηυθύνθη τή συμβουλή τού φιλέλληνος Αμιλτώνος (captain of Cambrian G.W. Hamilton) πρός τόν εν ΎΎδρα Εμμανουήλ Τομπάζην, όστις ασπασθείς τήν γνώμην του, συγκαταθέσει καί τού Λαζάρου Κουντουριώτη ανεκοίνωσε αυτήν εις τόν Αντώνιον Κριεζήν. Ενώ δέ ητοίμαζον εν ΎΎδρα τά πλοία, ο Κανάρης φθάς εις Σπέτζας ηγόρασε δι' εξόδων τής κυβερνήσεως τό πλοίον τού Φιλίνη Ψαριανού, καί μετασκευάσας αυτό εις πυρπολικόν απήλθεν εις ΎΎδραν, καί εκείθεν μετά τών πλοίων τού Τομπάζη, Κριεζή καί τών πυρπολικών τών Βώκου καί Μπούτη εξέπλευσαν τήν 23ην Ιουλίου 1825 δι' Αλεξάνδρειαν. Οι άνεμοι τής εποχής ταύτης είναι πάντοτε ευνοϊκοί διά τόν διάπλουν τής Αλεξανδρείας, διά τούτο δέ μεθ' ημέρας έξ έφθασαν πλησίον τού Αράπ Κουλέ. Εκεί συσκεφθέντες απεφάσισαν, ίνα, τά μέν πολεμικά μείνωσιν εκτός τού λιμένος, διά νά σώσωσι τάς λέμβους τών πυρπολικών, τά πυρπολικά δέ νά εισέλθωσιν εντός τού λιμένος όπως πυρπολήσωσι τούς εχθρικούς στόλους. Καί αμέσως τά τελευταία προυχώρησαν προπορευομένου τού Κανάρη. Αλλ' οι συναγωνισταί τών πυρπολικών εβραδυπόρουν δι' άγνωστον λόγον. Ο Κανάρης λοιπόν μόνος συλλαβών παρά τήν είσοδον τού λιμένος τόν οδηγόν, προυχώρει διά νά φθάση εις τό κέντρον τού στόλου, όπου ήν καί η ναυαρχίς, διά νά ανάψη τό ηφαίστειόν του, αλλ' έμπροσθεν τών ανακτόρων τού Μεχμέτ Αλή, ενάντιος άνεμος εμπόδισε τόν είσπλουν τού πυρπολικού. Επομένως υπό σημαίαν ελληνικήν εστράφη κατά μιάς φρεγάτας καί τινων βρικίων, δούς δέ πύρ εις τό πυρπολικόν του, επέβη τής λέμβου πολεμών καί πολεμούμενος διά νά σωθή, καθόσον τό μέν πυρπολικόν εκάη μόνον, χωρίς νά προσγίνη άλλη τίς ζημία τώ εχθρικώ στόλω, τά δέ λοιπά πλοία, άτινα απετέλουν τόν μικρόν εκείνον ελληνικόν στολίσκον, αναχωρήσαντα εκείθεν, αφού παρέλαβον τόν Κανάρην καί τό πλήρωμα τού πυρπολικού, έφθασαν τήν 13ην Αυγούστου 1825 εις ΎΎδραν. Κατά τήν ατυχή ταύτην επιχείρησιν δύο μέν εφονεύθησαν, πέντε δέ επληγώθησαν, άπαντες ανήκοντες εις τό πλήρωμα τού πυρπολικού τού Κανάρη,» Συνοπτική ιστορία τών υπέρ τής ελευθερίας της Ελλάδος ναυμαχιών, Βιβλίον Δεύτερον Τή στιγμή πού προσπαθούσε ο Κανάρης νά κολλήσει τό μπουρλότο
867
του στή ναυαρχίδα, γύρισε ο άνεμος. Εν τώ μεταξύ είχε γίνει αντιληπτός, αφού είχε σηκώσει τή σημαία τού Σταυρού καί οι Αιγύπτιοι στρατιώτες άρχισαν νά μπαίνουν σέ βάρκες γιά νά τόν κυνηγήσουν καί νά τόν συλλάβουν. Ο Κωνσταντής έβαλε τελικά φωτιά στό πυρπολικό, τό οποίο όμως κάηκε άσκοπα, αφού ήταν αδύνατη πλέον η πρόσδεσή του στήν εχθρική φρεγάτα. Κατόπιν, τελευταίος ανέβηκε στήν βάρκα διαφυγής καί οι σύντροφοί του άρχισαν νά κωπηλατούν, μέσα σέ μία βροχή από σφαίρες, πρός τήν έξοδο τού λιμανιού, όπου τούς περίμεναν τά υδραίικα μπρίκια. Οι νεκροί από τό παράτολμο εκείνο εγχείρημα ήταν οι Παντελής Τζιτζάς καί ο Ιωάννης Χούντας. Ο Μωχάμετ ΆΆλη, τόσο πολύ εξοργίσθηκε, πού διέταξε τόν στόλο νά ακολουθήσει αμέσως τά ρωμέϊκα πλοία, ενώ καί ο ίδιος ακόμα ανέβηκε σέ μία κορβέτα γιά νά πάρει μέρος στήν καταδίωξη, η οποία όμως τελικά δέν έφερε κανένα αποτέλεσμα. «Στίς 23 Ιουλίου 1825, ο Αντώνης Κριεζής μέ τόν Μανώλη Τομπάζη σαλπάρανε τά καράβια τους "Θεμιστοκλής" καί "Επαμεινώνδας", μαζί μέ τά μπουρλότα τών Κανάρη, Βώκου καί Μπούντη. Σ' έξη μέρες φτάσανε έξω απ' τήν Αλεξάνδρεια. Οι πέντε καπεταναίοι σκέφτηκαν πώς θά μπορέσουν νάμπουν στό λιμάνι καί νά κολλήσουν τά μπουρλότα τους στίς τρείς φρεγάτες πού ήταν αραγμένες κάτω απ' τό σαράγι τού Μωχάμετ ΆΆλη. Ο αέρας ήταν πρίμος γιά τό παράτολμο σχέδιό τους. Τό δειλινό αρμενίζει γιά μέσα πρώτος ο Κανάρης. Στήν είσοδο τού λιμανιού, ζυγώνει ο λιμενάρχης μέ τή βάρκα του καί τού κάνει νόημα νά σταθή. Ανεβαίνει στό μπουρλότο νά εξετάση τά χαρτιά. Οι συντρόφοι τού Κανάρη τού βουλώνουν τό στόμα, τόν ξαρματώνουν καί τόν δένουν χειροπόδαρα. Ο καπετάνιος προστάζει. - "Πετάξτε τον κάτω στ' αμπάρι". Καί τό μπουρλότο ξακολουθάει τό δρόμο του, μέ σκοπό νά κολλήση στήν καπιτάνα τού Αλή. Ξαφνικά ο πρίμος αέρας σταματάει. Απομένει τό μπουρλότο. Σέ λίγο ο καιρός γυρίζει ανάπλωρος. Ανώφελα προσπαθεί ο Κανάρης νά τό κολλήση σ' άλλο καράβι. Στό μεταξύ τό λιμάνι αναστατώθηκε. Πήραν είδηση γιά τό μπουρλότο. Τά αραγμένα καράβια βιαστικά κόβουν τά σκοινιά τής στεριάς. Θέλουν νά είναι έτοιμα, νά ξεμακρύνουν σέ κάθε κίνδυνο. Αρχίζουν νά κτυπούν τό μπουρλότο τού Κανάρη. Ακόμα κι ένα γαλλικό πολεμικό καράβι πού έτυχε αραγμένο στό λιμάνι κι αυτό τού ρίχνει. Ο καπετάν Κωνσταντής γιά νά φέρη αναταραχή βάζει φωτιά στό μπουρλότο. Ο αέρας τό φέρνει πότε δώ, πότε κεί. Ο Κανάρης καί οι σύντροφοί του γλυτώνουν στό μπουρλότο τού Βώκου πού μέ τόν Μπούντη φεύγουν άπραγα. Ο Κριεζής μέ τόν Τομπάζη τρέχουν καί τά προστατεύουν. Τήν άλλη μέρα συναντάνε μεσοπέλαγα πέντε εχθρικά μπρίκια πού συνώδευαν σαρανταπέντε τζιρίμια (σιτοκάραβα). Πέφτουν καταπάνω τους οι ΈΈλληνες καί βουλιάζουν τό ένα μπρίκι. Πιάνουν καί ογδόντα αιχμαλώτους.» Τάκη
868
Λάππα - Τό ναυτικό στήν επανάσταση Τά πλοία τής ΎΎδρας, κατά τήν επιστροφή τους, επιτέθηκαν σέ τουρκική μοίρα, η οποία είχε ξεκινήσει από τήν Αττάλεια καί κατάφεραν νά βυθίσουν ένα εχθρικό πλοίο καί νά συλλάβουν 80 ναύτες. ΌΌλους τούς αιχμαλώτους, μαζί μέ τόν πλοηγό πού είχαν συλλάβει στήν Αλεξάνδρεια, τούς άφησαν αργότερα ελεύθερους. Τά ελληνικά πλοία επέστρεψαν στήν ΎΎδρα, όπου έγιναν δεκτά μέ τιμές από τό πλήθος καί τούς νοικοκυραίους, αφού η παράτολμη ενέργειά τους, είχε ήδη γίνει γνωστή σέ ολόκληρη τήν Ευρώπη καί κυρίως στήν Γαλλία, όπου η κοινή γνώμη ήταν εξοργισμένη μέ τό γαλλικό πολεμικό πλοίο πού είχε ρίξει βολές κατά τού πλοίου τού Κανάρη. Τήν ίδια εκείνη περίοδο, έγινε μία άλλη παράτολμη ενέργεια εκ μέρους τών Ελλήνων, αυτή τή φορά στήν Κρήτη, η οποία ήταν πλημμυρισμένη από τακτικό αιγυπτιακό στρατό. Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης καί ο Δημήτριος Καλλέργης, γόνος τού άρχοντα τού Μυλοποτάμου Αλεξίου Καλλέργη πού είχε επαναστατήσει κατά τών Ενετών τό 1283, ναύλωσαν μικρά πλοιάρια στή Μονεμβασιά καί ξεκίνησαν γιά τό νησάκι Γραμβούσα, πού βρίσκεται στό δυτικό άκρο τής Κρήτης, στόν κόλπο Κισσάμου. Τήν 1η Αυγούστου 1825, αποβιβάστηκαν απέναντι από τήν Γραμβούσα καί ο Καλλέργης έστειλε μερικούς Σφακιανούς, μέ αρχηγό τόν Βρατσόλη, πού γνώριζαν τά τουρκικά, στήν παραλία γιά νά τούς δούν από τό νησάκι. Οι Σφακιανοί προσποιήθηκαν ότι αποτελούσαν τή νέα φρουρά τού κάστρου καί άρχισαν νά μιλούν τουρκικά δίνοντας ο ένας στόν άλλον μουσουλμανικά ονόματα. Ο φρούραρχος πού είχε βγεί μαζί μέ τήν γυναίκα του νά τούς προϋπαντήσει, τούς έβαλε σέ μία μεγάλη βάρκα καί όλοι μαζί ξεκίνησαν γιά τό νησί. Στήν πορεία, όμως κάποιος Κρητικός φώναξε τόν σύντροφό του "Γιάννη" καί τό πρόσεξε η Τουρκάλα, αλλά ήταν πλέον αργά. Μέ τήν απειλή τού όπλου, ο φρούραρχος έδωσε εντολή στήν φρουρά νά ανοίξει τίς πύλες τού κάστρου καί νά τό παραδώσει. Κατόπιν ήρθε καί ο Καλλέργης μέ τούς άνδρες του πού ήταν κρυμμένοι στήν απέναντι ακτή καί αφού άφησαν ελεύθερους τούς αιχμαλώτους, κατέλαβαν τό φρούριο τής Γραμβούσας, τό οποίο ήταν καί τό μόνο κάστρο πού θά κατείχαν οι ΈΈλληνες στήν Κρήτη, κατά τή διάρκεια τής επανάστασης. Θάνατος Μπουμπουλίνας ΈΈνα ακόμα θλιβερό γεγονός πού ήρθε νά προστεθεί στά δεινά πού έφερε τό έτος 1825, ήταν ο θάνατος τής Μπουμπουλίνας τής ατρόμητης Σπετσιώτισσας καπετάνισσας. Δυστυχώς ο θάνατος προήλθε όχι από βόλι τούρκικο αλλά από βόλι ελληνικό. Παραθέτω τό τέλος τής ηρωΐδας όπως τό περιγράφει τό Μουσείο Μπουμπουλίνας στό σχετικό δικτυακό τόπο.
869
http://www.agiasofia.com/epanastasis/bouboulina.jpg «Μετά τήν πτώση τού Ναυπλίου στίς 30 Νοεμβρίου τού 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαθίσταται εκεί γιά περίπου δύο χρόνια, σέ κλήρο γής πού τής παραχωρείται από τό κράτος σάν αντάλλαγμα τών υπηρεσιών της πρός τό ΈΈθνος. Πρός τά τέλη τού 1824 η χώρα σπαράζεται από τά δεινά τού δεύτερου καί καταστροφικότερου εμφυλίου. Η κυβέρνηση τών Κοτζαμπάσηδων τών νησιών (κυβέρνηση Κουντουριώτη) υπερισχύει τού Συνασπισμού τών Καπεταναίων καί τών Στρατιωτικών τής Πελοποννήσου. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, τότε φρούραρχος τού Ναυπλίου δολοφονείται καί ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συλλαμβάνεται καί κατόπιν φυλακίζεται μέ άλλους οπλαρχηγούς στόν Προφήτη Ηλία, μοναστήρι τής ΎΎδρας. Η Μπουμπουλίνα αντιδρά στη σύλληψη τού Κολοκοτρώνη καί ζητά τήν αποφυλάκισή του. Κρίνεται επικίνδυνη από τό κυβερνόν κόμμα καί συλλαμβάνεται δύο φορές από τό Υπουργείο Αστυνομίας μέ εντολή νά φυλακιστεί. ΈΈγγραφη διαμαρτυρία της, υπάρχει στά Γενικά Αρχεία τού κράτους πρός τό τότε Βουλευτικό Σώμα. Τελικά η Μπουμπουλίνα σχεδόν εξορίζεται στίς Σπέτσες, αφού χάνει καί τόν κλήρο γής πού τής είχε παραχωρήσει τό κράτος στό Ναύπλιο. Ο Φεβρουάριος τού 1825 βρίσκει τή Μπουμπουλίνα νά ζεί στό σπίτι της στίς Σπέτσες, άνευ σχεδόν περιουσίας, πικραμένη μέ τίς έριδες τών πολιτικών καί τήν έκβαση τού αγώνα. Στίς 12 Φεβρουαρίου αποβιβάζεται σχεδόν ανενόχλητος στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ μέ 4.400 άντρες, δύναμη πού οι ΈΈλληνες ευκολότατα μπορούσαν νά κατατροπώσουν εάν δέν σπαράσσονταν τότε μεταξύ τους από τόν δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Η δύναμη αυτή τού Ιμπραήμ, ήταν τό προγεφύρωμα τής κύριας εισβολής πού ακολούθησε καί είχε σάν αποτέλεσμα τήν ανακατάληψη από τούς Τούρκους τού μεγαλύτερου καί πάλι μέρους τής Πελοποννήσου καί τη σφαγή καί τυραννία τού πληθυσμού της γιά σχεδόν ακόμη τρία χρόνια. Μετά τήν αποβίβαση τού Ιμπραήμ, οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι βγάζουν τόν Κολοκοτρώνη από τήν φυλακή καί τού αναθέτουν τήν αρχιστρατηγία. Η φιλοπατρία τής Μπουμπουλίνας υπερισχύει όλων τών άλλων συναισθημάτων της, τής πικρίας της δηλαδή, καί ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες για νά λάβει μέρος στόν καινούργιο αγώνα εναντίον τού Ιμπραήμ, έρχεται τό αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη τής θάλασσας πέφτει νεκρή από σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825 στό σπίτι τού πρώτου άντρα της, τού Γιάννουζα. Αιτία; Μία λογομαχία της μέ άτομα από τήν οικογένεια Κούτση, λόγω τής απαγωγής τής κόρης τού Χριστόδουλου Κούτση, Ευγενίας, από τόν γιο τής Μπουμπουλίνας Γεώργιο Γιάννουζα. Τά σκληρά καί αμείλικτα λόγια τής Καπετάνισσας είναι αρκετά για νά οπλίσουν τελικά τό χέρι, τού αγνώστου λόγω σκότους, δολοφόνου. ΉΉταν λοιπόν τραγικό καί άδοξο τό τέλος αυτής
870
τής γυναίκας πού μέσα της ξεχείλιζε, πιό ισχυρή από όλα τά άλλα, η αγάπη για τήν πατρίδα. Τό όνομά της τού οποίου η φήμη απλώθηκε σέ όλο τόν κόσμο καί συνδέθηκε τόσο μέ τήν πολιορκία τού Ναυπλίου, αντηχεί ακόμα επάνω από τόν κρότο τών τηλεβόλων.» Μουσείο Μπουμπουλίνας Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) Η λαίλαπα πού ήρθε από τό Μισίρι (Αίγυπτο) έβγαλε τόν Παπαφλέσσα (Γρηγόριο Δικαίο) από τό λήθαργο. Τό προηγούμενο έτος είχε αναμιχθεί ενεργά στόν εμφύλιο πόλεμο καί είχε ταχθεί στό πλευρό τού Κωλέττη. Αναδείχθηκε σέ έναν από τούς μεγαλύτερους διώκτες τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενώ είχε απειλήσει ότι θά καταστρέψει τά χωριά τής Καρύταινας πού έμεναν πιστά στόν Γέρο τού Μωριά. Καί όλα αυτά τά έκανε εκ τών υστέρων, αφού αρχικά είχε ταχθεί μέ τό μέρος τών στρατιωτικών. Στήν πορεία όμως άλλαξε στρατόπεδο καί πήγε μέ τό μέρος τών πολιτικάντηδων, γεγονός πού τού αποδίδει τεράστια ευθύνη γιά τίς συμφορές πού θά επέφερε στόν Μοριά ο Ιμπραήμ μέ τούς αραπάδες του. Η συντριβή τών ελληνικών δυνάμεων από τόν αραβικό στρατό, έκανε τόν Υπουργό Εσωτερικών νά ξαναβρεί τόν παλιό του εαυτό, τόν "μπουρλοτιέρη τών ψυχών" καί ήταν αυτός ο πρώτος πού απαίτησε τή χορήγηση αμνηστίας στούς φυλακισμένους καί τούς διωγμένους οπλαρχηγούς καί τήν άμεση απόδοση τής αρχιστρατηγίας στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αφού παράτησε τό Ναύπλιο τών ραδιουργιών τού Κωλέττη καί τού Μαυροκορδάτου, έτρεξε στόν Μοριά γιά νά εμψυχώσει τούς ΈΈλληνες καί νά τούς ξεσηκώσει. ΉΉταν μία αποστολή χωρίς γυρισμό. «Περί τά τέλη δέ Απριλίου 1825 ανεχώρησεν ο Φλέσσας από τό Ναύπλιον εις Τρίπολιν, συνοδευόμενος υπό τών οικείων του. Καθ' οδόν απήντησε τόν Καρατάσσον κατά τόν Αχλαδόκαμπον, γνωστόν καπετάνιον καί επίσημον μέ τούς Μακεδόνας καί λοιπούς, καί τινας καπεταναίους τής Στερεάς, φυγόντας από τό στράτευμα τού Γεωργίου Κουντουριώτου. Τούς καπεταναίους τούτους ο Φλέσσας πολύ παρακάλεσε νά επιστρέψουν διά νά συστήση εκ νέου τό στρατόπεδον, αλλ' εστάθη αδύνατον νά εισακουσθή. Μάλιστα ούτοι τού είπον πολλά παράπονα κατά τών Πελοποννησίων, ότι τάχα οι σύντροφοι τούς παρήτησαν, καί άλλοι τούς έβαλαν τό τουφέκι διά νά τούς πάρουν τά ζώα τους, καί τά χαλκώματα καί άλλα πράγματά των, τά οποία είχον λαφυραγωγήσαντες τήν Πελοπόννησον. Ιδών δέ ο Φλέσσας ότι δέν κατορθώνει τίποτε τούς είπεν: - "Αν δώση ο Θεός καί έβγω πέρα, όπου καί άν πάτε θά σάς εύρω." Ηγανάκτησε πολύ εναντίον τους, καί τούς είπε αχαρίστους, διότι
871
παρήτησαν τήν πατρίδα εις τήν διάκρισιν τού Ιμβραΐμ, καί προσέτι αυτόν τόν ίδιον, όστις τούς είχε κάμει πολλάς ευεργεσίας, καί συντρόφους πολιτικούς τούς είχεν εις τό κόμμα τού Κουντουριώτου, καί διά τούτων κατεδίωξαν τούς στρατιωτικούς τής Πελοποννήσου, τούς λεγομένους αντάρτας, επίθετον παλαιότερον, τό οποίον πρώτος ο Μαυροκορδάτος απέδωκεν εις τόν Βαρνακιώτην. Φθάσας δέ εις Τρίπολιν, έμεινεν εκεί τρείς ημέρας, περιμένων τούς διαταχθέντας καπεταναίους νά έλθουν. ΉΉλθον λοιπόν οι εξής καπεταναίοι τού ΆΆργους, ο Πάνος Πανανικολάου Οικονόμου, ο Αδριανός Νέζος από Κουτσοπόδι καί ο Κωνσταντής Κακάνης, έχοντες έως 150 στρατιώτας. ΈΈπειτα ήλθεν ο Αλέξιος Νικολάου Λεβιώτης (από τό Λεβίδι), έχων καί αυτός 50 στρατιώτας. Τούτον διώρισεν υπασπιστήν του εις τήν εκστρατείαν. ΉΉλθεν προσέτι καί ο περίφημος παπα Γιώργης Πουρνάρας από τό Περιθώρι, έχων καί αυτός έως 70 στρατιώτας. Μετά τούτον έλθεν ο Γιάννακας από ταίς Κερασιαίς, έχων έως 100 στρατιώτας. Ενταύθα ήλθεν ο Λάμπρος Ριζιώτης, και άλλοι από τήν πεδιάδα τής Τριπόλεως, έχοντες περί τούς 80 στρατιώτας. ΈΈλαβε δέ μεθ' εαυτού καί τόν Παναγιώτην Στάϊκον μετά 20 Τριπολιτών, έχων πρός τούτοις εις τήν συνοδείαν του τόν Γιαννάκην, υιόν τού γνωστού καί επισήμου Εμμανουήλ Παππά από τάς Σέρρας, έχοντα 50 στρατιώτας. Εϊχε δέ πρός τούτοις καί τόν Κωνσταντίνον Περγαμελήν, έχοντα καί αυτόν 40 στρατιώτας, καί τόν Γεώργιον Μητρόπουλον από Κανδύλαν (Κανδήλα αρκαδίας) μέ 30 Κανδυλιώτας. Εκ τής Τριπόλεως εξεστράτευσεν εις Λεοντάριον, καί καθ' οδόν απήντησε τόν ανεψιόν του Δημήτριον Ηλία Φλέσσαν, εις τόν οποίον παρήγγειλε πρίν ν' αναχωρήση από τήν πολιορκίαν τών Πατρών, έχοντα καί τούτον έως 150 στρατιώτας. Μεγαρείς, Δερβαινοχωρίτας καί τινας Σαμπαζιώτας. Εις τό Λεοντάριον έμεινε δύο ημέρας, εκεί ήρχοντο οι καπεταναίοι τής επαρχίας εκείνης, από τήν οποίαν κατήγετο. ΉΉλθεν ο Αναστάσιος Κουμουνδούρος, ο Δήμος Αλεξόπουλος, ο καί Δημαράς επονομαζόμενος, ο Χρίστος Πατρινέλης καί άλλοι πολλοί από τά χωρία καί από τόν Κραμποβόν (Καστανοχώρι Αρκαδίας), μετά 150 στρατιωτών. Εκείθεν δέ διευθύνθη εις Λάκκους Μεσσηνίας, όπου τόν ηκολούθησαν ο Γέωργιος Μπούτος από Μελιγαλά, έχων καί αυτός έως 50 στρατιώτας, τόν παρηκολούθησε καί ο Καρακίτσος από τό χωρίον Κατσαρού μέ ολίγους στρατιώτας. Εκείθεν δέ εκίνησε διά τού Φουρτζάλα, καί καθ' οδόν απήντησε τούς προσκυνημένους ΈΈλληνας τών Παλαιοναβαρίνων (αυτούς πού παρέδωσαν τό Παλαιόκαστρο) αόπλους, ως ερρέθη. Εις δέ τόν ΆΆγιον Φλώρον απήντησε τήν φρουράν τού Νεοκάστρου, ήτις είχε προσκυνήσει καί παραδώσει τό φρούριον εις τόν Ιμβραΐμ, ο οποίος τούς επέρασεν επί τών πλοίων του εις Καλάμας (Καλαμάτα), κατά τήν μεταξύ τών γενομένην συνθήκην. Τούτων δέ γινομένων διεδόθη
872
είδησις ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονται πρός εκστρατείαν. Τότε ο Φλέσσας ηρώτησε τούς εντοπίους ποίος τόπος, βουνόν ή χωρίον είναι υψηλόν ώστε νά βλέπη τό Νεόκαστρον, καί όλοι τού είπον ότι είναι τού Πεδεμένου καί Μανιάκη.» Βίος τού Παπαφλέσσα - Φωτάκου 1868 Ο Παπαφλέσσας διέσχισε τήν Αρκαδία καί τή Μεσσηνία καί σέ κάθε χωριό πού σταματούσε έσπευδαν ένοπλοι νά τόν ενισχύσουν. ΌΌλοι οι οπλαρχηγοί τής περιοχής ένωσαν τίς δυνάμεις τους μέ τόν αρχιμανδρίτη καί οι ΈΈλληνες κατάφεραν νά συγκεντρώσουν τελικά 2000 άνδρες. Οι γέροι καί οι γυναίκες, κουβαλώντας τά παιδιά καί τά ζώα τους, είχαν βρεί καταφύγιο στά βουνά καί στίς σπηλιές. Οι Μανιάτες όμως είχαν χάσει τόν παλιό τους εαυτό. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πού έπασχε από ποδάγρα καί δέν μπόρεσε νά συναντήσει τόν Παπαφλέσσα, τού έστειλε επιστολή μέ τήν οποία τού εφιστούσε τήν προσοχή γιά τόν Ιμπραήμ, ο οποίος διέθετε ανώτερα στρατεύματα από αυτά πού είχαν έρθει μέχρι τώρα νά σβήσουν τήν επανάσταση. Τόν παρομοίαζε μέ νέο Πύρρο τής Ηπείρου πού διέθετε τό καλύτερο πυροβολικό τής εποχής υπό τήν εποπτεία Γάλλων αξιωματικών. Ο Αρχιμανδρίτης, από τή Φρουτζάλα (Θουρία Μεσσηνίας) έφθασε στό χωριό Δραΐνα Μεσσηνίας καί εκεί έλαβε γράμμα από τόν αδελφό του τόν Νικήτα πού τόν συμβούλευε νά πιάσει ορεινές θέσεις καί νά περιμένει εκεί τόν Ιμπραήμ. Τού έλεγε επίσης νά φροντίσει νά έχει στίς πλάτες του τήν Μάνη, ώστε νά γλυτώσει σέ περίπτωση ήττας από τούς τουρκαραπάδες. Ο αρχιμανδρίτης τού έστειλε επιστολή μέ τήν οποία τόν πληροφορούσε ότι ήταν αποφασισμένος νά μείνει νά πολεμήσει καί νά πεθάνει γιά τήν ελευθερία τής πατρίδος. Ο Νικήτας Δικαίος μιλούσε μέ τή λογική καί είχε δίκιο όταν προέτρεπε τόν αδελφό του νά υποχωρήσει. Αλλά η Ιστορία δέν γράφεται μέ τή λογική καί ο Παπαφλέσσας τό γνώριζε αυτό. Τού τό είχε πεί μιά μέρα πρίν καί η σπάλα τού αρνιού, στήν οποία είχε διαβάσει τή λέξη "θάνατος". «Από τή Φρουτζάλα τραβά στή Δραΐνα, ίσαμε εφτά ώρες δρόμο. Εκεί παίρνει γράμμα από τόν αδελφό του Νικήτα όπου σ' αυτό τού έλεγε πώς δέν έπρεπε, πρίν συγκεντρώσει όσες πιότερες δυνάμεις μπορούσε, νά περάσει τά Κοντοβούνια, μά νά κράταγε τίς ορεινές θέσεις στά βουνά τής Καλαμάτας γιά νάχει έτσι πίσω του ανοιχτό δρόμο πρός τή Μάνη. Ο Παπαφλέσσας τού αποκρίνεται: "Νικήτα, ΈΈλαβα τήν επιστολήν σου καί εις απάντησιν σού λέγω ότι δέν είμαι σάν καί σέ καί σάν τόν κουμπάρο σου τόν Παναγιώτη Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σέ ράχη στούς Αηλιάδες. Εγώ άπαξ ωρκίσθην νά χύσω τό αίμα μου εις τήν ανάγκην τής πατρίδoς, καί αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δέ εις τόν Θεόν η πρώτη μπάλα τού Ιμπραήμ νά
873
μέ πάρει εις τό κεφάλι, διότι σάς γράφω νά ταχύνετε τόν ερχομόν σας καί σείς μού γράφετε κoυρoυφέξαλα. Νικήτα, πρώτη καί τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την νά τήν διαβάζης καμμία φορά νά μέ θυμάσαι καί νά κλαίς. Παπαφλέσσας" Είναι φανερό, από τό γράμμα αυτό, πώς ο Παπαφλέσσας είχε συνείδηση πώς τράβαγε στό χαμό του. Ο στρατός του ανέβαινε τώρα σέ 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη γιά ν' αντιβγεί στ' ασκέρι τού Ιμπραήμ. Μά νά, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τόν Δημήτρη Πλαπούτα από τόν Αετό (χωριό τής Μεσσηνίας) πώς έρχεται νά τόν συντρέξει μέ 1600 νοματαίους, από τούς καπεταναίους τής Αρκαδίας, από τό χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τή Δραΐνα, πώς βρίσκονταν εκεί μέ 2000 αγωνιστές, από τόν αδερφό του Νικήτα Δικαίο πώς έφτασε στή Φρουτζάλα κι ερχόταν μέ 700 νοματαίους κι από τόν Ηλία Καζάκο από τήν Καλαμάτα πώς είχε κάτω από τίς προσταγές του 1000 πολεμιστές. ΌΌλοι μαζί ίσαμε 5000. ΌΌσο κι άν τούς αριθμούς αυτούς τούς λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντική επικουρία, όπως τά στρατεύματα κι εμπειροπόλεμα ήταν καί είχαν καί άξιους αρχηγούς. Τί θά έπρεπε λοιπόν νά κάνει ο Παπαφλέσσας; ΌΌ,τι θά έκανε κι όποιος άλλος πολεμάρχης νά καρτερέψει στά ορεινά τίς δυνάμεις αυτές πού ερχόταν σέ βοήθειά του. Κι όμως έπραξε τ' αντίθετο. Τή στιγμή πού ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν νά φύγει από τή Δραΐνα φτάνουν σέ βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας μέ 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης μέ 80, ο Παναγιώτης Κεφάλας μέ 20, ο Πιέρος Βοϊδής Μαυρομιχάλης κι ο Ηλίας Τσαλαφατίνος από τό Οίτυλο μέ 120 Μανιάτες, ο Σταυριανός Καπετανάκης μέ 20, ο Παναγιώτης Λίβας από τά Αρφαρά, ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης από τήν Πολιανή κι ο αδερφός του Γιώργης Δικαίος μέ 80. ΈΈτσι όταν έφτασε στό Μανιάκι ο Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε 2000 άντρες. Τήν άλλη μέρα τό πρωί έταξε καραούλια (σκοπιές) στό βουνό Μαμλαβά, πάνω από τό χωριό Βλαχόπουλο, απ' όπου βλέπανε όλο τόν κάμπο καί πρός τό Ναβαρίνο. ΈΈπειτα κοίταξε μέ τούς άλλους καπεταναίους τίς θέσεις, λίγο πιό ψηλά από τό χωριό Μανιάκι, όπου λογάριαζε νά ταμπουρωθούν γιά ν' αντικρούσουν τόν εχθρό. Κατά τό δειλινό τά καραούλια κάνανε σημεία πώς ο στρατός τού Ιμπραήμ φάνηκε καί τράβαγε γιά τά Χίλια Χωριά. Ο Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν' ανάψουν όσες μπορούσαν πιότερες φωτιές γιά νά νομίσει ο εχθρός πώς δυνατό καί πολυάριθμο ήταν τό στρατόπεδό μας. Πραγματικά ο Ιμπραήμ σταμάτησε καί πέρασε τή νύχτα στά Χίλια Χωριά. Τήν άλλη μέρα τό πρωί, 20 Μαΐου 1825, οι δικοί μας άρχισαν νά φτιάνουν τρία ταμπούρια. Τό πρώτο, τό πιό βορεινό, θά τό έπιανε ο Παπαφλέσσας, τό δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας καί τό τρίτο, τό πιό νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής μέ τούς Μανιάτες. ΈΈπειτα από δυό ώρες πού βγήκε ο ήλιος τ' ασκέρι τού
874
Ιμπραήμ έφτασε στό βουνό πάνω από τό χωριό Σκάρμιγκα (Μεταμόρφωση Σωτήρος), μισή ώρα δρόμο από τά ταμπούρια μας. "Αφού οι ΈΈλληνες είδαν τό πολυπληθές στράτευμα τών Τούρκων, τό οποίον εσκέπασεν όλον τόν τόπον, όσον βλέπει τό μάτι τού ανθρώπου, ενταύθα άρχισαν νά μουρμουρίζουν καί κάποιος είπεν ότι: - ΈΈχετε άλoγoν, καβαλάτε ύστερον καί φεύγετε !..." Τ' ακούει ο Παπαφλέσσας κι αμέσως φωνάζει τόν γραμματικό του Τισαμενό καί τόν προστάζει νά πάρει τ' άλογά του κι όλους τούς ψυχογιούς του εξόν από τόν Μιχάλη Σταϊκόπουλο καί νά πάει στήν αντικρινή ράχη. Μά νά, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι άν έμεναν στά πόστα πού κράταγαν, πέφτουν στό Κρυόρεμα κι αρχίζουν νά λακάνε. Τό σκάζει τότε, μ' όλους τούς δικούς του, κι ο Σταυριανός Καπετανάκης. "Τούτον δέ βλέποντες καί άλλοι φεύγοντας παρεκινήθησαν καί αυτοί καί εδόθησαν εις φυγήν διά τού αυτού ρεύματος. έφυγαν δέ υπέρ τούς χιλίους". Μόλις πρόλαβαν νά ξεφύγουν καί κινήθηκε η καβαλαρία τού Ιμπραήμ. Μπήκε, από τά δεξιά, στό ρέμα καί προχώρησε πέρα από τό ταμπούρι πού κράταγε ο Παπαφλέσσας. Από τ' αριστερά χωρίστηκε σέ δυό κολόνες. Εκείνη πού τράβηξε πιό δυτικά είχε σκοπό νά εμποδίσει τυχόν επικουρίες πού θάφταναν. Οι δικοί μας βρίσκονταν πιά κυκλωμένοι. Διατάζει νά μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει καί βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τίς νίκες στό Βαλτέτσι, στό Λεβίδι, στή Γράνα, στά Βέρβενα καί τήν καταστροφή τής στρατιάς τού Δράμαλη. "'Οπου νάναι φτάνουν, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σέ βοήθειά μας, ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Καζάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σέ μία ώρα θάναι εδώ. Θά τριγυρίσουν τ' ασκέρι τού Ιμπραήμ καί θά τό χτυπάνε από τίς πλάτες. Αδέρφια! η πατρίδα καρτεράει από μάς νά δοξαστεί ξανά από τή νίκη μας!" Μά πρίν καλά καλά τελειώσει τήν ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους παρακινούσαν τόν ανεψιό του Δημήτρη νά τού πεί νά κάνουνε γιουρούσι καί διασπώντας τίς γραμμές τής εχθρικής καβαλαρίας νά γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει η τύχη. Τόν σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο Παπα - Γιώργης, γνωστοί καί οι δυό γιά τήν παλικαριά τους, καί τού λένε, από μέρος όλων τών καπεταναίων, πώς αυτή στεκόταν η τελευταία τους ευκαιρία νά σωθούν. Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στόν Κεφάλα: - "ΈΈχασα τίς ελπίδες πού στήριζα πάνω σου. Καί μαζί μ' αυτές καί τήν υπόληψη πού είχα γιά σένα." ΈΈπειτα γυρνά, πιάνει τόν Παπαγιώργη από τά γένια καί τραβώντας τά τού λέει: - "Μού τά ντρόπιασες, Παπαγιώργη!» Φωτιάδης Δημήτριος - Επανάσταση τού 1821 Ο Παπαφλέσσας, παρά τούς ενδοιασμούς τών υπολοίπων ήταν
875
αποφασισμένος νά δώσει τήν τελική μάχη μέ τόν Ιμπραήμ. Ρώτησε τούς χωρικούς από ποιό σημείο μπορούσε νά βλέπει τό Νεόκαστρο καί εκείνοι τού έδειξαν έναν λόφο στή θέση Μανιάκι. Πράγματι ανέβηκε στόν λόφο καί αφού τόν επιθεώρησε αποφάσισε νά τόν οχυρώσει. Εν τώ μεταξύ, δέν σταμάτησε νά στέλνει επιστολές, ζητώντας ενισχύσεις, οι οποίες ήλπιζε νά κτυπήσουν από τά νώτα τόν εχθρό. Σέ όλους μιλούσε μέ μεγάλα λόγια όπως συνήθιζε, γιά νά τούς ανυψώσει τό ηθικό, λέγοντάς τους ότι όπου νάναι φτάνουν 2000 άνδρες μέ τόν Δημήτριο Πλαπούτα, τόν Ηλία Καζάκο καί τόν αδελφό του Νικήτα γιά νά βάλουν στή μέση τούς Αραπάδες καί νά τούς λιανίσουν. ΌΌταν ο Ιμπραήμ έφθασε στά Χίλια Χωριά γιά νά διανυκτερεύσει, ο Παπαφλέσσας έδωσε εντολή στούς άντρες του νά ανάψουν φωτιές στούς λόφους γιά νά νομίσουν οι εχθροί ότι τό στρατόπεδο ήταν μεγάλο. Οι άντρες τού Παπαφλέσσα ήξεραν ότι δέν υπήρχε ελπίδα καί η ατμόσφαιρα στό ελληνικό στρατόπεδο ήταν πένθιμη. ΉΉδη είχαν φύγει κρυφά οι περισσότεροι άνδρες παρασυρόμενοι από τόν Σταυριανό Καπετανάκη, μέ αποτέλεσμα νά έχουν πιά απομείνει λιγότεροι από τούς μισούς. Κανείς δέν τολμούσε νά παρουσιαστεί μπροστά στόν Παπαφλέσσα καί νά τού πεί νά φύγουν όσο είναι ακόμα καιρός εκτός από τόν Παναγιώτη Κεφάλα καί τόν παπά Γιώργη. Ο Παπαφλέσσας τούς μίλησε απότομα καί όταν σταμάτησε τόν λόγο του, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε: - "Πάμε στά ταμπούρια μας κι όποιος θά μείνει γιαμά, ας ακούει τών γυναικών τά μοιρολόγια!" Ο αρχηγός, όταν άκουσε κάποιους νά ψιθυρίζουν ότι όσοι έχουν άλογα μπορεί καί νά τούς εγκαταλείψουν, έδωσε εντολή στόν γραμματικό του Τισαμενό νά πάρει όλα τά άλογα καί νά τά πάει σέ μία ρεματιά γιά νά τά ποτίσει. Ο νεαρός γραμματέας τού Παπαφλέσσα πρόλαβε καί έφυγε από τή ρεματιά πρίν βρεθεί αποκλεισμένος από τό αιγυπτιακό ιππικό. Οι υπόλοιποι ταμπουρώθηκαν σέ τρείς σειρές οχυρώσεων. Στήν πρώτη σειρά τοποθετήθηκε επικεφαλής ο ανιψιός του, ο Δημήτριος Φλέσσας, μέ τούς Μεσσηνίους, στή δεύτερη ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης μέ τούς Μανιάτες καί στό τρίτη πού βρισκόταν βορειότερα καί ήταν η πιό εκτεθειμένη, έμεινε ο ίδιος μέ τά παλληκάρια του. Στίς 20 Μαΐου 1825, ο Ιμπραήμ έφθασε απέναντι από τούς ΈΈλληνες καί αμέσως έδωσε εντολή στό ιππικό του νά τούς περικυκλώσει, ώστε νά αποκλείσει κάθε έξοδο διαφυγής. Μετά πήρε τό τηλεσκόπιό του καί άρχισε νά παρατηρεί τά αδύνατα σημεία τής άμυνας, έχοντας πάντα στό πλευρό του τόν Γάλλο εξομώτη Σουλεϊμάν μπέη. Ο Παπαφλέσσας όρθιος καί φορώντας τήν περικεφαλαία του, γυρνούσε στά ταμπούρια εμψυχώνοντας τούς άντρες πού δέν τόν είχαν εγκαταλείψει καί οι οποίοι δέν ξεπερνούσαν τούς 900 σέ αριθμό. Τούς φώναζε ότι πλησίαζε η βοήθεια καί ότι σίγουρα θά νικήσουν. Εάν ό μή γένοιτο καί έχαναν από τόν εχθρό, τούς είπε ότι αυτή τή μάχη πού θά έδιναν θά τήν αποκαλούσε
876
αργότερα η Ιστορία: "Λεωνίδειον μάχην". «"Αδελφοί! εάν μετά τήν μάχην αυτήν δέν ανταμωθώμεν εδώ ζώντες θέλομεν ανταμωθή εις τόν άδην, ενώπιον δέ τού Υψίστου θέλομεν ομολογήσει ότι εξεπληρώσαμεν τό πρός τήν πατρίδα καί τήν πίστιν χρέος μας, καί ως δίκαιος θέλει μάς κατατάξει μετ' εκείνων τών ενδόξων μαρτύρων, οίτινες έχυσαν τό αίμα τους υπέρ πίστεως." 'Εχων δέ τά όπισθέν του πρός τό μέρος τών εχθρών, τό δέ πρόσωπον του πρός τό μέρος τών Ελλήνων, άμα ότε ηκούσθη ο κρότος τών τυμπάνων τής μάχης, γελών καί μέ πρόσωπον χαρίεν ευθύς ετοποθετήθη εις τόν προμαχώναν του. Μετά δέ τούς λόγους αυτούς αφ' ού κατεφίλησε τούς καπιτάνους καί τούς οπλαρχηγούς όλους κατέλαβεν έκαστος τήν θέσιν του. Αλλ' όταν οι εχθροί ήρχισαν νά πλησιάζωσιν εις τούς προμαχώνας τών Ελλήνων, καί ο τών τυμπάνων κρότος ηχούσε αδιακόπως, τό δέ βάδισμα τού εχθρικού στρατού πεζών τε καί ιππέων, ο χρεμετισμός τών ίππων, καί τά λοιπά επαρουσίαζον μίαν τρομεράν θέαν εις τούς ορώντας, οίτινες ενόμιζον ότι καί η γή εκλονείτο ως από τινος σεισμού, ώστε αι στιγμαί εκείναι μόναι ήσαν ικαναί νά φέρωσιν εις τήν εσχάτην δειλίαν καί τόν πλέον γενναίον ΈΈλληνα. Ο δέ Ιμπραχήμης, μετ' ολίγον έκαμε τό σημείον τής μάχης, καί ευθύς κατά πρώτον έλαβον έναρξιν νά μάχωνται τά άτακτα στρατεύματα πρώτον μέ τό σώμα τών 650 Αρκαδίων, εις τά οποία οι ΈΈλληνες ανθίσταντο μέ απαραδειγμάτιστον καρτερίαν καί γενναιότητα, φονεύοντες καί πληγώνοντες πλήθος εξ αυτών, ο δέ Ιμπραχήμης, θεωρών τήν θραύσιν καί τόν αφανισμόν τών στρατιωτών του, έκαμε σημείον νά επιπέσωσιν επί τών Ελλήνων όλα τά τακτικά καί τά άτακτα στρατεύματα πανταχόθεν, τά οποία καί επέπεσαν, πλησιάσαντος καί τού ιππικού ταυτοχρόνως. Οι δέ τά όπισθεν κατέχοντες αξιωματικοί τού εχθρικού στρατού ξιφήρεις δέν επέτρεπον κανένα νά οπισθοδρομήση, αλλά τόν εθανάτωναν εξ εναντίας, διά νά προχωρούν εμπρός όλοι οι στρατιώται. Εν τοσούτω κατά τήν στιγμήν εκείνην τής γενικής ορμής του πολυαρίθμου εχθρικού κατ' ολίγων Ελλήνων στρατού, οι ΆΆραβες εφονεύοντο σωρηδόν, σφαζόμενοι παρά τών Ελλήνων ανηλεώς, καί όμως έτρεχον τυφλοίς όμμασιν εις τόν θάνατον, μή δυνάμενοι νά οπισθοδρομήσωσι, φονευόμενοι άλλως παρά τών ιδίων αξιωματικών των, ώστε βεβιασμένοι τελευταίον οι εχθροί επέπεσον εκ τών όπισθεν εις τούς προμαχώνας τών Ελλήνων, ότε καί οι ΈΈλληνες αφήνοντας πλεόν τόν πυροβολισμόν, όσοι εξ αυτών είχον σπαθία καί γιαταγάνια κατέσφαζον τούς εχθρούς.» Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β' Ξαφνικά άρχισαν νά ηχούν τά τουμπερλέκια καί ακούστηκαν οι δερβίσηδες νά ουρλιάζουν γιά νά εμψυχώσουν τούς στρατιώτες. "Ο
877
Αλλάχ είναι μεγάλος, Θάνατος στούς άπιστους!". Ο Παπαφλέσσας έδωσε εντολή νά μήν πυροβολήσει κανείς, αλλά νά περιμένουν όλοι νά πλησιάσει πολύ κοντά ο εχθρός. Πρώτος έδωσε τή φωτιά, καί ακολούθησαν τά όπλα όλων τών Ελλήνων τά οποία ξέρασαν τό θάνατο, σωριάζοντας εκατοντάδες μουσουλμάνους στό χώμα. Οι Τουρκοαιγύπτιοι καλύφθηκαν καί άρχισαν μέ τή σειρά τους νά πυροβολούν, ενώ τά κανόνια πού χειρίζονταν οι Γάλλοι έστελναν τίς βολές τους εύστοχα στά πρόχειρα οχυρώματα τών Ελλήνων. Στό πρώτο γιουρούσι πήραν μέρος τά άτακτα στρατεύματα τού Ιμπραήμ, όπως συνηθίζονταν καί τά οποία ήταν αναλώσιμα, απλώς γιά νά κουράζουν τόν αντίπαλο. Τά τακτικά καί καλύτερα γυμνασμένα στρατεύματα, ο Αιγύπτιος στρατηγός τά φύλαγε γιά τήν τελική έφοδο. Οι αξιωματικοί, μέ γυμνά τά γιαταγάνια, έκοβαν τά κεφάλια σέ όσους λιγοψυχούσαν καί έτρεχαν πρός τά πίσω. Τό μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες τού εχθρού τόν αιγυπτιακό στρατό νά πάψει τήν επίθεσή του καί ν' αποσυρθεί γιά νά γευματίσει. Πάλι οι καπεταναίοι προσπάθησαν νά αλλάξουν γνώμη στόν Παπαφλέσσα καί πάλι βρήκαν μπροστά τους τήν άρνησή του. - "Εγώ σάς είπα καί πρώτα καί τώρα σάς τό λέγω τή φευγάλα νά μήν τή βάζετε διόλου στό νού σας, γιατί εμείς χανόμαστε άδικα άν πέσουμε πάνω στή φωτιά τού εχθρού. ΈΈπειτα εμείς καρτεράμε τή βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θά φτάσει ώρα τήν ώρα. Παγαίνετε τώρα στά πόστα σας!.. " Γύρισαν στά ταμπούρια τους καί σέ λίγο ακολούθησε τό δεύτερο γιουρούσι τού εχθρού. Πάλι έφτασαν σέ απόσταση αναπνοής από τούς ΈΈλληνες καί πάλι αναγκάστηκαν νά υποχωρήσουν. Κι ενώ ετοιμάζονταν νά ξεχυθούν σέ τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε μία μπαταριά. ΉΉταν ο Δημήτριος Πλαπούτας πού έφτανε μέ τά παλληκάρια του. Αλλά μία μπαταριά δέν θά πτοούσε τόν Ιμπραήμ, ο οποίος κατάλαβε ότι έρχονταν ενισχύσεις καί έριξε όλες τους τίς δυνάμεις πάνω στούς ΈΈλληνες. «Μετά δέ ταύτα δέν παρήλθε πολύς χρόνος καί διετάχθη η γενική έφοδος τών τούρκων. Δίς ώρμησαν οι εχθροί εναντίον τών οχυρωμάτων, καί δίς απεκρούσθησαν, Ενώ δέ ητοιμάζοντο διά τήν τρίτην έφοδον, ηκούσθησαν τουφεκισμοί από τό μέρος όθεν ήρχετο ο Δημήτριος Πλαπούτας, ήτοι από τό βόρειο μέρος τών οχυρωμάτων. Αφού ο κρότος αυτός ηκούσθη, ευθύς ο ίδιος ο Ιμπραήμ μαζύ μέ τούς υπασπιστάς του καί όλον τό επιτελείον του εμβήκε μέσα εις τόν στρατόν του, καί εβίαζε τούς στρατιώτας νά επισπεύσωσι τήν έφοδον. Τέσσαραις φοραίς πάλιν ώρμησαν οι τούρκοι εναντίον τών οχυρωμάτων, καί αι έφοδοι εγίνοντο συνεχείς καί αδιάκοποι, έως ού κατόρθωσαν νά πηδήσουν μέσα εις τού αρχιμανδρίτου τό οχύρωμα. Τούτο ιδών ο ανεψιός του Δημήτριος επετάχθη από τό ιδικόν του οχύρωμα καί έτρεξε διά νά βοηθήση τόν
878
θείον του, ο οποίος εκινδύνευεν. Τότε ο Φλέσας τόν διέταξε νά γυρίση γρήγορα εις τό οχύρωμα του διά νά τό κρατήση, καί ενώ εγύρισεν οπίσω καί επλησίασεν εις τό οχύρωμά του, εύρε τούς τούρκους μέσα εις αυτό. Εκεί δέ κτυπών καί κτυπούμενος υπό πολλών τούρκων εχάθη καί αυτός καί οι στρατιώται του, οι οποίοι δέν ηξεύρομεν πόσοι ήσαν, καί άν από αυτούς εσώθησαν καί πόσοι. Ο σημαιοφόρος του ονομαζόμενος Δημήτριος καί καταγόμενος από τήν Χίον, ιδών ότι οι τούρκοι επήδησαν εις τό οχύρωμα, αμέσως εκατέβασε τήν σημαίαν, έσχισεν αυτήν, έκοψε τό ξύλον, έβαλε εις τό ζωνάρι του τόν Σταυρόν αυτής, εξεσπάθωσε καί μέ τό σπαθί εις τό χέρι έτρεξε εις τό ταμπούρι τού Φλέσσα καί εκεί μέσα τούρκοι. Φεύγει οπίσω, καί ούτω πολεμών καί πολεμούμενος έσχισεν, ως αστραπή τόν τουρκικόν στρατόν καί διεσώθη. Η παληκαριά του είναι αμίμητος. Ο ατρόμητος αυτός Χίος έζη πρό ολίγων χρόνων εις τάς Αθήνας. ΌΌλα λοιπόν τά σώματα τών τούρκων βιαζόμενα από τόν ίδιον πασά έπεσαν μέσα εις τό οχύρωμα τού αρχιμανδρίτη. Τότε ανακατώθηκαν τούρκοι καί ΈΈλληνες καί έγειναν όλοι ένα. Οι περισσότεροι τούρκοι τού πασά εφόρουν κόκκινα φορέματα, καί ο τόπος όλος εκοκκίνησεν από αυτά καί από τά αίματα. ΌΌσοι εκ τών Ελλήνων ημπόρεσαν καί επήδησαν ή εκρημνίσθησαν έξω από τό οχύρωμα τού αρχιμανδρίτη, άλλοι μέν εμβήκαν εις τό τού Πιέρου Βοϊδή, τό οποίον ακόμη εμάχετο, διότι ήτο τό δυνατώτερομ από τά άλλα δύο, καί τό οποίον έπειτα, αφού εχάθησαν εκείνα, τό επολέμησαν οι τούρκοι καί τό εκυρίευσαν. Οι δέ άλλοι καί όσοι εδυνήθησαν νά σωθώσιν από τό τελευταίον οχύρωμα έκαμαν κατά τό μέρος τής Ανδρούσης. ΈΈπειτα δέ από τήν μάχην καί τήν καταστροφήν ηκούοντο εδώ καί εκεί όπλων κρότοι. ΎΎστερον δέ όλα τά τουρκικά σώματα εμβήκαν εις τά οχυρώματα. ΌΌλον δέ εκείνο τό μέρος όπου αυτά ήσαν είχε σκεπασθεί από τόν καπνόν τής μάχης. Οι δέ τούρκοι, οι οποίοι ήσαν εις τά οχυρώματα έψαχναν τούς νεκρούς ΈΈλληνας καί τούρκους, καί ελαφυραγώγουν τά όπλα των. Τά όπλα δέ τών Ελλήνων όλα ευρέθησαν κομμάτια, καί τούτο φαίνεται διότι δι' αυτών απέκρουον τάς λόγχας τών επιπιπτόντων εις τά οχυρώματα τούρκων. Αφού δέ οι τούρκοι ελαφυραγώγησαν τούς φονευθέντας ήρχισαν νά κόπτουν τά αυτία τών νεκρών Ελλήνων διά νά παρουσιάσουν αυτά εις τόν πασάν καί νά λάβωσι τήν συνηθισμένη αμοιβήν. Συνέβη δέ κατά τήν αποκοπήν τών αυτίων πολλάκις οι τούρκοι στρατιώται εμάλωναν μεταξύ των ποίος από αυτούς νά έχη περισσότερα. Ο πασάς μετέβη εις τό οχύρωμα τού αρχιμανδρίτου, εζήτησε καί εύρε τό σώμα του, τό οποίον δέν είχε τήν κεφαλήν. Εβεβαιώθη δέ ο Ιμπραήμ ότι τό ευρεθέν σώμα ήτο τού αρχιμανδρίτου από τόν ψυχογυιόν αυτού Μιχαήλ Σταϊκόπουλον εκ Τριπόλεως. Αφού δέ ο νεκρός καί η κεφαλή του ευρέθησαν, ο πασάς διέταξε νά τόν σηκώσουν νά τού δέσουν τό κεφάλι εις τόν λαιμόν, νά
879
πλύνωσι τά αίματα από τά γένεια του καί νά τόν επιστηρίξουν είς ένα ξύλον, ώστε νά φαίνεται ότι ίσταται ορθός. Αφού έγειναν όλα αυτά ο νεκρός εφαίνετο ως νά ήτο ζωντανός.» Βίος τού Παπαφλέσσα Φωτάκου 1868 Οι εχθροί πάτησαν πρώτο τό ταμπούρι τού Παπαφλέσσα. Μόλις τό είδε αυτό, ο ανηψιός του Δημήτρης, έτρεξε νά βοηθήσει τόν θείο του, αλλά ο Παπαφλέσσας τόν πρόσταξε νά επιστρέψει στούς άνδρες του. Μά όταν ο Δημήτρης Φλέσσας έφτασε πίσω στή θέση του, αυτή τήν είχαν πατήσει ήδη οι Τούρκοι καί σέ λίγο θά έβρισκε καί ο ίδιος τόν θάνατο μαζί μέ όλους τούς άνδρες του. Τό ταμπούρι τού Παπαφλέσσα πλημμύρισε καί αυτό από τίς κόκκινες στολές τών Τουρκοαιγυπτίων, καί μαζί μέ τό αίμα τών Ελλώνων όλα φαίνονταν κόκκινα. Οι ΈΈλληνες πλέον πολεμούσαν μέ τά γιαταγάνια τους, τούς υποκόπανους τών όπλων τους καί τίς πέτρες. ΈΈνας ένας έπεφταν γιά νά μήν ξανασηκωθούν ποτέ πιά. O "μπουρλοτιέρης τών ψυχών", αφού άδειασε τίς πιστόλες του σέ δύο Αλβανούς, δέχτηκε πισώπλατα ένα βόλι από τό όπλο ενός άλλου Αλβανού καί έπεσε νεκρός. Αυτόν τόν Αλβανό τόν σκότωσε ο Αναγνώστης Γκότσης, ο οποίος λίγο αργότερα θά έπεφτε καί αυτός νεκρός. Ο ηρωϊκός καί ασυμβίβαστος παπάς θά ταξίδευε γιά τόν Αδη, γιά νά συναντήσει τούς υπόλοιπους αγωνιστές καί φίλους του πού είχαν χαθεί σέ αυτά τά πέντε χρόνια τής επανάστασης από τό τούρκικο σπαθί. Θά χανόταν καί αυτός γιά νά αποκτήσουμε όλοι εμείς ένα κράτος μονοεθνικό, μονοπολιτισμικό, ένα κράτος τού Χριστού χωρίς τζαμιά, ένα κράτος μέ σύνορα, όπου θά κυριαρχεί η δικαιοσύνη, η ισότητα καί η ελευθερία καί θά είμαστε εμείς οι ΈΈλληνες κυρίαρχοι τού τόπου μας καί τής μοίρας μας. Ο σημαιοφόρος τού Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τή Χίο, πού είχε δεί τό νησί του ερημωμένο από τό πολυπολιτισμικό καί πολυεθνικό κράτος τού σουλτάνου, γιά νά μήν πέσει η σημαία στά χέρια τού εχθρού, τήν έχωσε στό στήθος του, καί μαζί μέ τό σταυρό τού κονταριού κατάφερε νά ξεφύγει από τόν κλοιό τών μουσουλμάνων. Ο σταυρός τόν προστάτεψε καί μαζί του προστάτεψε καί τίς λεπτομέρειες αυτής τής μάχης, ώστε νά μάς τήν διηγηθεί ο Φωτάκος καί μείς νά τήν διηγηθούμε στά παιδιά μας, εάν μάς τό επιτρέψει ο πολυπολιτισμός τής τηλεόρασης, τών σχολικών βιβλίων καί τών κομμάτων. Τελευταίο έπεσε τό ταμπούρι τού Πιέρου Βοϊδή, πού τό κράταγαν οι Μανιάτες, καθώς ήταν τό πιό δυνατό απ' όλα. ΌΌσoι από τούς δικούς μας απέμειναν ζωντανοί έτρεξαν στό ρέμα γιά νά φύγουν, αλλά εκεί τούς περίμενε τό εχθρικό ιππικό καί τούς κατέκοψε. Ελάχιστοι κατάφεραν νά φτάσουν στήν Ανδρούσα. Οι υπόλοιποι έμειναν εκεί στό Μανιάκι. Σιγά σιγά σκόρπαγε ο καπνός τής μάχης καί οι νικητές ξεχώριζαν τά πτώματα τών Ελλήνων από τά οποία αφαιρούσαν ότι
880
πολύτιμο εκείνοι θεωρούσαν καί κυρίως τά κεφάλια καί τά αυτιά, τά οποία τά πήγαιναν στόν αρχηγό τους γιά νά πάρουνε τό μπαξίσι τους. Κατέβηκε τέλος κι ο Ιμπραήμ στό ταμπούρι τού Παπαφλέσσα καί αφού έκανε ντουάδες στόν αλλάχ γιά τή νίκη, πρόσταξε τό στρατό του νά ρίξει τρείς νικητήριες μπαταριές. Μετά παρήγγειλε νά τού φέρουν τό κουφάρι τού Παπαφλέσσα. Βρήκαν τό ακέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρός ένας νεαρός Γάλλος πού σέ όλη τή μάχη είχε πολεμήσει στό πλευρό τού Παπαφλέσσα. Λίγο πιό πέρα πέτυχαν καί τό κεφάλι τού ήρωα. Τό έφεραν στόν Ιμπραήμ, ο οποίος διέταξε νά χώσουν στή γή ένα ψηλό παλούκι καί νά στήσουν όρθιο τόν σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σέ αυτό. ΎΎστερα στερέωσαν στό κορμί καί τό κεφάλι, αφού πρώτα έπλυναν τά αίματα από τά γένια του. ΈΈτσι δημιουργήθηκε ο θρύλος πού θέλει τόν Ιμπραήμ νά ασπάζεται τόν ήρωα. Καί φυσικά όλους τούς θρύλους θέλουμε νά τούς πιστεύουμε. Περίπου 600 ΈΈλληνες χάθηκαν στό Μανιάκι. Εκτός από τόν Γρηγόριο Δικαίο ή Παπαφλέσσα καί τόν ανηψιό του Δημήτρη, στό Μανιάκι έπεσαν οι Παναγιώτης Κεφάλας, παπα Γιώργης Πουρναράς, Γιώργης Τσιλιμίγκρας, καπετάν Μπιλίδας, Αδριανός Γαλιώτος, Αναστάσιος Γυφτάκης, Μπουχανάς, Αναγνώστης Γκότσης, Αθανασούλης Καπετανάκης, Κουκάκης, τρία παιδιά τού ιερέως Οικονόμου από τή Λιγουδίστα, ο Πιέρος Βοϊδής Μαυρομιχάλης, ο Κακάνης καί ο Κουμουνδουράκης. Καί όμως εάν δέν εγκατέλειπαν τόν ηρωϊκό παπά, οι χίλιοι άνδρες του καί αν ο Πλαπούτας έφθανε εγκαίρως μέ τούς 2000 καί έπεφτε στά νώτα τών Αιγυπτίων, τώρα θά γράφαμε γιά μία μεγάλη νίκη, πού θά είχε ανατρέψει τήν κατάσταση υπέρ τών Ελλήνων. Αλλά η Ιστορία δέν γράφεται μέ "εάν". Από τούς Τουρκαραπάδες σκοτώθηκαν καί τραυματίστηκαν περίπου 2000 καί οι περισσότεροι τραυματίες πέθαναν αργότερα στά νοσοκομεία τής Πύλου, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τού Κωνσταντίνου Ζαφειρόπουλου, πού ήταν αιχμάλωτος τού Ιμπραήμ. Οι απώλειες τών Αράβων ήταν πολλές, αλλά οι ενισχύσεις πού έρχονταν από τήν Αφρική ήταν ανεξάντλητες καί τόν Ιμπραήμ δέν τόν ενδιέφερε τό κόστος τής ανθρώπινης ζωής. Μάλιστα οι περισσότεροι Αιγύπτιοι στρατιώτες είχαν μία πάθηση στά μάτια, η οποία δέν τούς επέτρεπε νά βλέπουν καλά. Ο Ιμπραήμ πασάς έδωσε αργότερα τήν εντολή στούς στρατιώτες του, νά σφάξουν όλους τούς αιχμαλώτους επ' απειλή τής ίδιας τους τής ζωής. Εάν δηλαδή έβρισκε κάποιον νά κρύβει αιχμάλωτο θά τόν σκότωνε επί τόπου. Ο μικρός Σταϊκόπουλος αιχμαλωτίστηκε από κάποιους Τριπολιτσιώτες Τούρκους, οι οποίοι είχαν βρεί καταφύγιο στήν οικογένειά του, μετά από τήν πτώση τής Τριπολιτσάς. Ανταπέδωσαν μέ κίνδυνο τής ζωής τους τήν ευεργεσία. Αφού έντυσαν τόν Ρωμιό μέ τουρκικά ρούχα, τού έδωσαν ένα άλογο καί τή νύκτα πού κοιμόταν όλο τό στρατόπεδο, ο μικρός κατάφερε νά
881
δραπετεύσει καί είναι αυτός πού διέσωσε τόσες λεπτομέρειες γιά τή μάχη στό Μανιάκι. Ο Μιχάλης Σταϊκόπουλος πέθανε στήν Τρίπολη τό 1857. Τού Φλέσσα η μάνα κάθεται στήν Πολιανή στή ράχι, τά Κοντοβούνια 'γνάντευε καί τά πουλιά ρωτάει: - "Πουλάκια μ' αηδονάκια μου, πούρχεσθε στόν αέρα, μήν είδατε τό στρατηγό τόν Φλέσσα αρχιμανδρίτη; - "Στά Κοντοβούνια 'πέρασε καί στά Σουλιμοχώρια, καί παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους, τά μάζωξε, τά σύναξε, τά καμε τρείς χιλιάδες. Κάθονταν καί τ' αρμήνευε σάν μάνα σάν πατέρας." - "Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στό Νιόκαστρο νά πάμε, νά κάμωμ' έναν πόλεμο μέ τούς στραβαραπάδες, κι αν δέν σάς ντύσω μάλαμα Φλέσσα νά μήν μέ πούνε". Καί ο Κεφάλας τώλεγε, καί ο Κεφάλας λέγει: - "Τού Μισιριού η Αραπιά στό Νιόκαστρο είν' φερμένη." - "Σώπα, Κεφάλα, μήν τό λες, καί μήν τό κουβεντιάζης, νά μήν τ' ακούσ' η Διοίκησις, λουφέδες (μισθούς) δέν μάς στείλη, νά μήν τ' ακούσουν τά ορδιά (στρατόπεδα), μεντάτι (ενισχύσεις) δέν ελθούνε νά μήν τ' ακούσουν τά παιδιά, καί τά λιγοκαρδίσης." Ακόμη λόγος έστεκε καί συντυχιά κρατιέται, κι η Αραπιά τούς έζωσε μιά 'κoσαργιά χιλιάδες. - "Αϊντε, παιδιά, νά πιάσωμε 'στό Ερημομανιάκι".
882
Κι αρχίσανε τόν πόλεμο απ' τήν αυγή ως τό βράδυ, Μπραΐμης βάνει τήν φωνή, λέγει τού παπά Φλέσσα. "ΈΈβγα, Φλέσσα, προσκύνησε μέ ούλο σου τ' ασκέρι." - "Δέν σέ φοβούμ' Μπραήμ πασσά, στό νούν μου δέν σέ βάνω κ' εμέ μεντάτι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι." Καί στά ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες. Ο Φλέσσας βάνει μιά φωνή καί λέγει τών στρατιωτών: - "Τώρα παιδιά θά σάς ιδώ άν είστε παλληκάρια." Καί τά σπαθιά τραβήξανε καί κάμνουν τό γιουρούσι. Μιά μπαταριά τού 'ρίξανε πικρή φαρμακωμένη. Ο Ιμπραήμ, μετά τή νίκη του στό Μανιάκι εξαπέλυσε τίς αφρικανικές ορδές του καί τούς Μαμελούκους ιππείς τού φοβερού Ρισβάν μπέη σέ όλη τή Μεσσηνία, καίγοντας σπίτια καί μοναστήρια, σφάζοντας κατοίκους καί λεηλατώντας πόλεις καί χωριά όπως τά Φιλιατρά, τούς Γαργαλιάνους, τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία), τήν Καλαμάτα, τό Μπισμπάρδι, τό Μαυρομάτι, τόν ΆΆγιο Φλώρο καί πολλά άλλα. Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο Διονύσιος Παπαθεοδώρου, ο Αντώνιος Δάρας, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, καί ο ιερέας Δημήτριος Παπατσώρης μέ 700 άνδρες προσπάθησαν νά σταματήσουν τήν προέλασή του, αλλά μάταια. Ο Ιμπραήμ σκότωσε περίπου 300 Τριφυλλίους ενόπλους, καί άρπαξε 2000 γυναικόπαιδα γιά νά τά πουλήσει στά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας. Είχε όμως καί αυτός 500 νεκρούς στρατιώτες. Χωρίς νά χάσει χρόνο ξεκίνησε γιά τήν Τριπολιτσά, αφού κανείς δέν μπορούσε πλέον νά σταθεί στόν δρόμο του. «Ο Ιμπραήμ δέν έκατσε πολύ στού Σκάρμιγκα (Μεταμόρφωση Σωτήρος). Μέ τά χαράματα τής άλλης μέρας, γιορτή τού Αγίου Κωνσταντίνου (21 Μαΐου 1825), ξεκίνησε γιά τήν Αρκαδιά. ΉΉθελε νά πάει νά πατήσει τήν πρωτεύουσα εκείνων, πού τόσο σκληρά τόν πολέμησαν στό Νιόκαστρο καί στό Μανιάκι. Ο Παπατσώρης καί ο Γρηγοριάδης, τράβηξαν γιά τήν Αρκαδιά. Στήν πόλη αυτή καί οι δύο
883
αντίπαλοι στρατοί, έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα. ΉΉταν η ώρα 11 τό πρωΐ. Οι ακροβολισμοί κράτησαν εως τίς 4 τό απόγευμα, οπότε αποφασίστηκε έξοδος τών Ελλήνων. Κατά τήν εν Κυπαρισσία γενομένην έξοδον καί τήν συγκροτηθείσαν μάχην, εφονεύθησαν από τούς Αρκαδίους 230, επληγώθησαν 43 καί εζωγρήσθησαν 27. Ο Ιμπραήμ μέ τούς επιτελείς του, πέρασε τή νύχτα στό σπίτι τού Γρηγοριάδη. Τήν επομένη τό λεηλάτησε καί αυτό καθώς καί πολλά άλλα, καί μετά τό παρέδωσε στίς φλόγες. ΈΈκαψαν τά σπίτια τού Γεράσιμου καί τού Νικόλαου Πονηρόπουλου, τού Αναστάση Κατσαρού, τού Κανέλλου Μελισσινού, τού Λουκόπουλου καί τού Ιωάννη Τομαρά, έκαψαν αντάμα μ' αυτά, τήν Αγία Τριάδα, τόν ΆΆγιο Δημήτριο, καθώς καί τήν τόσο πλούσια εκκλησιαστική βιβλιοθήκη, η οποία περιείχε σπάνια καί πολύτιμα συγγράμματα.» Οι Τριφύλιοι (Αρκαδινοί) στόν αγώνα τού '21, Στάθη Παρασκευοπούλου, 1973 Ο Κολοκοτρώνης αναλαμβάνει δράση (Μάχη τής Δραμπάλας) Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, Κωλέττη, Μαυροκορδάτου δίσταζε νά δώσει αμνηστία στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αλλά η πίεση τού λαού γινόταν κάθε ημέρα καί πιό έντονη. Η ερήμωση τής Πελοποννήσου δέν ήταν ικανή νά τούς πείσει γιά τήν αποφυλάκισή του, ενώ σχεδίαζαν νά αντιμετωπίσουν τόν Ιμπραήμ μέ τακτικό στρατό μισθοφόρων, τούς οποίους θά έφερναν από τήν ...Αμερική. Μέχρι νά έφτανε αυτός ο στρατός πού ονειρεύονταν οι κυβερνήτες τής χώρας, ο Ιμπραήμ θά είχε σαρώσει καί τόν Μοριά καί τή Ρούμελη. Τελικά μόλις στίς 17 Μαΐου 1825, υπογράφηκε τό διάταγμα γενικής αμνηστίας καί ο Κολοκοτρώνης διορίστηκε γενικός αρχιστράτηγος. Ο λαός υποδέχθηκε τόν Κολοκοτρώνη στό Ναύπλιο μέ μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ ο ίδιος καί τό Εκτελεστικό έδωσαν όρκους στό Ευαγγέλιο ότι θά ξεχάσουν τά περασμένα καί θά αφοσιωθούν ολόψυχα στήν σωτηρία τής πατρίδος. Από τόν άμβωνα τής εκκλησίας ο Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε πανηγυρικό λόγο λέγοντας τά αληθινά τούτα λόγια: "Κινδυνεύει η Πατρίς. Καί δέν κινδυνεύει βέβαια, διότι δέν έχει στρατεύματα φιλοκίνδυνα καί εμπειροπόλεμα, καί δέν κινδυνεύει, διότι δέν έχει χρηματικούς πόρους. Κινδυνεύει η Πατρίς από ημάς τούς ιδίους, οι οποίοι αποκαταστήσαμεν τό δυστυχισμένον ΈΈθνος παίγνιον τών παθών μας, από ημάς, οι οποίο αντί νά κλείσωμεν τάς δεινάς του καί παλαιωμένας πληγάς, τού ανοίξαμε νέας καί βαρυτέρας, από ημάς, οι οποίοι αντί νά οδηγήσωμεν εις τόν λιμένα τής σωτηρίας, καί ευδαιμονίας, τό εφέραμεν εις τό χείλος τής αβύσσου καί τούτον διατί; διότι η φιλαρχία πολιορκεί τόν νού μας, ο φθόνος καί τό εμφύλιον μίσος κατατρώγει τά σπλάχνα μας, η ιδιοτέλεια οδηγεί τά έργα μας, αι σκευωρίαι καί τά
884
διαβούλια είναι η πολιτική μας..." Λόγοι επικήδειοι καί επινίκειοι - Εν Αιγίνη 1829 Ο Κολοκοτρώνης ήταν αισιόδοξος καί μέ τίς δημηγορίες του καί τούς γνωστούς μύθους του παρέσυρε τά πλήθη, τά οποία τόν ακολουθούσαν σάν μεσσία. Βέβαια γνώριζε ότι ένα τόσο καλά οργανωμένο στράτευμα σάν αυτό τού Αιγύπτιου πασά δέν ήταν εύκολη υπόθεση καί ότι θά μπορούσε νά αντιμετωπιστεί μόνο μέ κλεφτοπόλεμο. Αναγνώριζε ότι ο Ιμπραήμ δέν ήταν Δράμαλης. Αυτός ήταν δραστήριος καί είχε φροντίσει νά έχει βάσεις οι οποίες τού προσέφεραν διαρκώς έμψυχο καί άψυχο υλικό. Ο Κολοκοτρώνης επέμενε νά καταστρέψει τά τείχη τής Τριπολιτσάς, γιά νά μήν μπορέσει ο Ιμπραήμ νά έχει ένα ισχυρό ορμητήριο στό κέντρο τής Πελοποννήσου καί αυτός νά τόν κτυπάει από όπου μπορούσε. Η κυβέρνηση όμως δέν τού τό επέτρεψε. Ο Κολοκοτρώνης οργάνωσε αμέσως στρατολογία ανδρών καί έστησε παντού φροντιστήρια γιά τίς προμήθειες τροφίμων καί πολεμοφοδίων. ΌΌλα τά χωριά έσπευσαν πρόθυμα νά συνεργαστούν, όπως τά πρώτα χρόνια τού αγώνα. Στό Λεοντάρι έστησε φούρνους καί τό όρισε σάν τό κύριο στρατόπεδο, όπου θά συγκέντρωνε όλα τά αναγκαία τού πολέμου, κάτω από τήν επίβλεψη τού Λυκούργου Κρεστενίτη, τού Νικόλαου Μπούκουρα καί τού Ηλία Καραπαύλου. Τά στρατεύματά του τά συγκέντρωσε στά Δερβένια Λεονταρίου καί στό Μακρυπλάγι, στά σύνορα Μεσσηνίας καί Αρκαδίας. «Εν τοσούτω ο Κολοκοτρώνης προυκήρυξεν εις τάς επαρχίας, διατάξας νά διευθύνωσι τούς στρατιώτας των εις τά στενά τού Λεονταρίου. Τήν 18ην Μαΐου 1825 είχε διατάξει τόν Γενναίον, καί εκίνησε μέ 800 Τριπολιτσιώτας, καί έφθασεν εις τό Μακρυπλάγι, όπου μετά δύο ημέρας συνέρρευσαν καί από άλλας επαρχίας καί συνεποσώθησαν έως 3000 στρατιώται. Τέλη τού αυτού συνήλθον εκεί ο Κανέλλος Δελιγιάννης, ο Δημήτριος Τσώκρης, ο Γιαννης Γιατράκος, οι Ζαχαρόπουλοι, ο Πέτρος Βαρβιτσιώτης καί ο Παπατσώρης μέ 2000. Συνήλθον ωσαύτως καί ο Δημήτριος Πλαπούτας, ο Μήτρος Αναστασόπουλος, ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο Ιωάννης Γκρίτσαλης καί ο Μητροπέτροβας μέ 1500. ΉΉδη καί ο φιλόπατρις Δημήτριος Υψηλάντης, όστις μένει εις απραξίαν, διότι ο Κουντουριώτης, συνεκστρατεύοντος τού Μαυροκορδάτου, δέν τόν προσκαλεί εις τόν πόλεμον εναντίον τού Ιμπραήμ, αναφέρεται εις τόν Κολοκοτρώνην, θέλων νά συνεκστρατεύση εις τήν Μεσσηνίαν, καί ο Κολοκοτρώνης αναφέρει τήν αίτησίν του καταφατικώς γνωμοδοτών πρός τήν κυβέρνησιν, καί αύτη εγκρίνασα, τόν διαταττει τήν 30ην Μαΐου νά στρατολογήση όσους πλειότερους δυνηθή καί νά εκστρατεύση υπό τήν οδηγίαν τών γενικών αρχηγών τού στρατοπέδου εκείνου, αλλά η κυβέρνησις χρήματα δέν τόν δίδει καί ούτε
885
οι στρατιώται δέν τόν ακολουθούσι χωρίς μισθούς, ως άν προέκειτο νά πολεμήσωσι διά τόν Υψηλάντην καί όχι δι' εαυτούς. Οι ΈΈλληνες εν τοσούτω συνέτρεχον εις τό στρατόπεδο τού Κολοκοτρώνη ως άν εις πανήγυριν, θαρρούντες καί αυτοί, ως καί όλος ο κόσμος εις τήν Πελοπόννησον, ότι ήθελον θριαμβεύσει καί κατά τού Ιμπραήμ, ως εθριάμβευσαν κατά τού Δράμαλη. Διά τούτο οι κάτοικοι τής Τριπολιτσάς, εμμένοντες εις τάς οικίας των άφοβοι, ούτε τά πράγματά των, ούτ' αυτάς τάς οικογενείας των ηθέλησαν ν' ασφαλίσωσιν εις άλλα μέρη. Ο δέ Ιμπραήμ ητοιμάσθη ήδη νά κινηθή κατά τών Ελλήνων εις τά στενά τού Λεονταρίου, έχων δέ μεθ' εαυτού τόν υιόν τού Σιέχ Νεντζίπ καί άλλους εντόπιους Τούρκους, οίτινες τόν χρησιμεύουσι καί ως οδηγοί, αντί νά ορμήση ευθέως αυτόθι, διευθύνεται πρός τά μέρη τής Πολιανής νά περάση διά τών πλέον δυσβάτων καί κρημνωδών τόπων, όθεν ενομίζετο σχεδόν αδύνατον νά διαβώσι στρατεύματα καί μάλιστα ιππικόν καί πυροβολικόν. Ταυτοχρόνως, ο Κολοκοτρώνης, αφ' ού διέταξε τά πρός ενίσχυσιν τού στρατού εις Μακρυπλάγι, δύο ώρας απέχον τού Λεονταρίου, μετέβη εις τά Σαμπάζικα (ΆΆκοβο) νά παρατηρήση μήτοι ο εχθρός ήθελεν επιχειρήσει μ' όλον τού τόπου τό δύσβατον νά περάση απ' εκείνα τά μέρη. Ο Ιμπραήμ είχεν ήδη κινηθή πρός τά Καλύβια τής Πολιανής, καί είχον σταλή εναντίον του ο Δημήτριος Παπατσώρης καί ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος μέ 700. Ο Ιμπραήμ αίφνης τήν 5ην Ιουνίου 1825 προλαβών αναβαίνει τήν Σιρόκαν τής Πολιανής, ότε ο Κολοκοτρώνης ενησχολείτο νά καταλάβη τήν θέσιν εκείνην, καί ευθύς αποσύρεται ούτος μίαν ώραν μακράν εις τό χωρίον ΆΆκοβον. Τήν νύκτα κατά τήν 8ην ώραν εκινήθησαν ο Γενναίος καί ο Κανέλλος Δελιγιάννης μέ 3000, καί περί τό λυκαυγές έφθασαν εις Τραμπάλαν (Δραμπάλα) απέναντι τού Ακόβου, όπου καί ητοιμάσθησαν εις μάχην. Συγχρόνως έφθασεν ο Γιάννης Γιατράκος μέ τόν Πέτρον Βαρβιτσιώτην μέ τούς Ζαχαρόπουλους, μέ 700 στρατιώτας καί εστρατοπέδευσεν οπίσω τών Τούρκων εις τό χωρίον Δυρράχι. ΉΉρχισε δέ η μάχη μέ τήν εμπροσθοφυλακή τού εχθρού, κινηθέντος ευθύς τό πρωΐ επί σκοπώ νά προχωρήση όσον τάχος εις τάς πεδιάδας τού Λεονταρίου καί τής Καρυταίνης, καί ήδη η μάχη απέβαινε πεισματώδης.» Απομνημονεύματα Σπηλιάδου, Τόμος Β' Ο Ιμπραήμ, όπως πάντα, αιφνιδίασε τούς ΈΈλληνες. Οδηγούμενος από ντόπιους Τούρκους, βρέθηκε ξαφνικά, τά χαράματα τής 5ης Ιουνίου 1825, κοντά στό ελληνικό στρατόπεδο, στό οροπέδιο τής Πολιανής, μέ τούς 10000 άνδρες του νά πλημμυρίζουν τούς κάμπους καί νά καίνε τήν Μπολιανή, όπως τήν αποκαλούσε ο Γέρος τού Μοριά. Τά γυναικόπαιδα έφευγαν κυνηγημένα μέ κατεύθυνση τά μοναστήρια καί τίς σπηλιές, παίρνοντας μαζί τους τά γιδοπρόβατά τους, γιά νά μπορέσουν νά
886
επιβιώσουν. Μόλις πού πρόλαβε ο Κολοκοτρώνης νά οργανώσει τήν άμυνά του. Ο ίδιος βρισκόταν στό χωριό ΆΆκοβο τής Φαλαισίας, εκεί πού είχε περάσει τά παιδικά του χρόνια. Ο Γιωργάκης Γιατράκος μέ 700 Μυστριώτες έπιασε τό χωριό Δυρράχιο στά ανατολικά καί ο Γενναίος Κολοκοτρώνης μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη, τόν Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, τόν Γεώργιο Κεφάλα, τόν Γεώργιο Αγαλλόπουλο, τούς αδελφούς Παπατσώρη καί 3000 άνδρες οχυρώθηκε στό βουνό Δραμπάλα, απέναντι καί βόρεια από τό χωριό ΆΆκοβο. Σέ λίγο θά ερχόταν στό βουνό τής Δραμπάλας ο Πλαπούτας, ο Γκρίτζαλης καί ο Τσαλαφατίνος γιά νά ενισχύσουν τούς εκεί αμυνομένους ΈΈλληνες. Μέ τό ξημέρωμα τής 6ης Ιουνίου 1825, Τούρκοι, Αλβανοί καί Αιγύπτιοι μέ τίς λόγχες υψωμένες άρχισαν τήν επίθεση. Η μία κολώνα (τμήμα) επιτέθηκε στό Δυρράχι πού βρισκόταν ο Γιωργάκης Γιατράκος μέ τούς αδελφούς του Λιάκο καί Νικολάκη καί η άλλη κολώνα κινήθηκε πρός τό βουνό τής Δραμπάλας. Οι στρατιώτες αυτοί ήταν άριστα πειθαρχημένοι, έτρεμαν τούς αξιωματικούς τους καί προχωρούσαν ακάθεκτοι, καθιστώντας τόν αιγυπτιακό στρατό ανίκητο. Ο Γιατράκος υποχώρησε μέ αταξία καί ο ίδιος τραυματίστηκε κατά τήν υποχώρηση πέφτοντας από ένα βράχο. Ευτυχώς οι εχθροί δέν κατάφεραν νά απωθήσουν τούς ΈΈλληνες πού είχαν οχυρωθεί στό βουνό Δραμπάλα, καθώς οι ορεινές θέσεις καθιστούσαν τό ιππικό ανίσχυρο. Ο πόλεμος συνεχίστηκε καί τήν άλλη ημέρα. Ο Ιμπραήμ έστησε πυροβόλα στή θέση Μεσοβούνι γιά νά μπορέσει νά κάμψει τήν αντίσταση τών Ελλήνων πού βρίσκονταν στίς πλαγιές τού βουνού, ενώ τό ιππικό του προέλασε στόν κάμπο καί έφτασε μέχρι τό Λεοντάρι καίγοντας τά χωριά. Οι Γάλλοι πυροβολιστές τοποθετούσαν στά πυροβόλα τους, βραδύκαυστες οβίδες οι οποίες μέ τό φυτίλι πού διέθεταν, έσκαγαν μέ καθυστέρηση σκορπώντας τό θάνατο στούς ανήξερους από όπλα πυροβολικού ΈΈλληνες. Αργότερα όμως, οι ΈΈλληνες, όταν κατάλαβαν τή λειτουργία τους, έπαιρναν τίς οβίδες καί τίς πετούσαν πίσω στούς Αιγυπτίους πεζούς πού σκαρφάλωναν στίς πλαγιές τού βουνού. Τελικά τή νύκτα ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος βρισκόταν στά Γιαννοκάμαρα, άναψε φωτιές, δίνοντας τό σύνθημα νά υποχωρήσουν οι ΈΈλληνες πού βρίσκονταν στό βουνό καί νά τραβήξουν στό χωριό Τουρκολέκα καί από κεί στό ΊΊσαρι. Πρίν αποχωρήσουν οι ΈΈλληνες, έθαψαν τούς νεκρούς, γιά τούς οποίους προσευχήθηκε ο παπα Δημήτρης από τό Νιετέμπεη, πού πολεμούσε μαζί μέ τούς άνδρες τού Γενναίου Κολοκοτρώνη. Πολλοί ΈΈλληνες, έπεσαν στούς γκρεμούς μέσα στό σκοτάδι καί σκοτώθηκαν. Στή μάχη τής Δραμπάλας, έπεσαν 150 ΈΈλληνες καί 800 Τουρκοαιγύπτιοι, αλλά πλέον μετά από αυτή τήν ήττα άνοιγε ο δρόμος τού Ιμπραήμ γιά νά πατήσει τήν Τριπολιτσά, καί ενώ ο Κολοκοτρώνης,
887
μέ τόν γιό του Γενναίο, τόν Δημήτρη Πλαπούτα, τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί τόν Δημήτρη Παπατσώρη αποσύρθηκαν στήν δυσπρόσιτη επαρχία τής Καρύταινας, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μέ τούς Μανιάτες του κατευθύνθηκε στούς Μύλους τού Ναυπλίου. http://www.agiasofia.com/epanastasis/kolotronis-nafplion.jpg «Εις τήν ΎΎδρα εκαθήσαμεν δύω ημέραις καί μάς έστειλαν στόν Προφήτην άγιον Ηλίαν, ένα μοναστήρι. Εκαθήσαμεν 4 μήνας, 20 ημέραις μετά τό πιάσιμο μας, ήλθεν ο Μπραΐμης εις τήν Πελοπόννησον. Εις τήν ΎΎδραν άρχισε νά γίνεται από τόν λαόν μία εταιρία διά νά μάς βγάλουν. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης ετοιμάζετο διά τήν Πάτρα, έπειτα σάν ήκουσε ο Μπραΐμης ήλθεν εις τά Μοθωκόρωνα, έκαμαν διαταγάς διά νά γυρίσουν τά στρατεύματα διά τό Νεόκαστρον. Επήγεν ο Κουντουριώτης εις Τριπολιτζάν καί έστειλε τόν Σκούρτην αρχιστράτηγον εις όλα τά στρατεύματα. Είχε μαζί ένα ήμισυ μιλλιούνι γρόσια. (Περιγράφει τήν φυλάκισή του στήν ΎΎδρα καί τήν οργάνωση τής εκστρατείας κατά τών Αιγυπτίων από τόν Κουντουριώτη καί τόν Σκούρτη). Τά ρουμελιώτικα στρατεύματα εκίνησαν καί αυτά, πηγαίνουν εις τό Νεόκαστρον. Εκεί βάζουν φρουράρχους τόν Παναγιώτη Γιατράκο καί Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Ο Ιμπραΐμης επολιόρκησε τό Νεόκαστρο, έπειτα εξεμβαρκάρισεν εις τό Παλιό Ναυαρίνο, εκεί εκλείσθησαν 1000 Πελοποννήσιοι, στενοχωρημένοι από ζωοτροφίας επροσκύνησαν καί ο Ιμπραΐμης τούς άφησεν ελευθέρους. ΉΉτον εκεί ο Τσώκρης καί ο Τζανέτος Χριστόπουλος καί άλλοι. Ο Ιμπραΐμης εφέρθηκε μέ γλυκό τρόπο εις αυτήν τήν περίστασιν, διά νά τραβήξει τούς ΈΈλληνας διά νά προσκυνήσουν. Ο λαός άρχισε νά λέγη, ότι δέν πολεμούμε, άν δέν βγάλετε τούς αρχηγούς μας. Τά ρουμελιώτικα καί σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ο Γεώργιος Καραϊσκάκης καί ο Κίτσος Τζαβέλας επρόβαλαν διά νά μέ βγάλουν. Εκεί έκαμαν όλα τά στρατεύματα μίαν αναφοράν καί τήν επαρουσίασαν τήν αναφοράν εις τόν Αναγνωσταράν (Αναγνώστης Παπαγεωργίου), οπού ήτον μινίστρος τού πολέμου, καί αυτός τήν έσκισε λέγοντας, μήν ανακατόνεσθε σ' αυταίς ταίς δουλιαίς, αφήσετε αυτήν τήν υπόθεσιν εις τήν κυβέρνησι. (Περιγράφει τίς ήττες τών Ελλήνων από τούς μουσουλμάνους τής Αφρικής καί τόν γλυκό τρόπο πού φέρθηκε ο Ιμπραήμ στούς ΈΈλληνες γιά νά τούς δελεάσει νά προσκυνήσουν. Ο λαός ζητούσε από τήν κυβέρνηση τήν αποφυλάκισή του, αλλά ο υπουργός πολέμου, ο οποίος είχε ταχθεί μέ τό μέρος τού δόλιου Κωλέττη, ήθελε τήν εξόντωση τού Κολοκοτρώνη, αλλά καί τού Ανδρούτσου. Ο Αναγνωσταράς θά πλήρωνε αργότερα αυτή του τήν επιλογή, μέ τήν ίδια του τή ζωή στή Σφακτηρία). Γίνεται εις τό Κρεμμύδι πόλεμος καί νικώνται οι εδικοί μας. Ο Καρατάσσος έκαμεν έναν καλόν πόλεμον (Σχοινόλακα). Τότε όλοι οι αρχηγοί Ρουμελιώται εσυνάχθησαν καί απεφάσισαν ν' αναχωρήσουν από τήν Πελοπόννησον, διά νά υπάγουν νά
888
βοηθήσουν τήν Ρούμελην, καί μάλιστα τό Μεσολόγγι, οπού άρχισε νά πολιορκήται. Τότε επήγαν εις τόν Κουντουριώτην, επήραν τούς μισθούς των καί ανεχώρησαν άλλοι διά τήν ανατολικήν Ελλάδα καί άλλοι διά τήν δυτικήν. Ο Ιμπραΐμης έκαμε ντεσμπάρκο (απόβαση) καί εις τήν Σφακτηρίαν, καί εσκοτώθη καί ο Αναγνωσταράς, καθώς καί ο Αναστάσιος Τσαμαδός. Επιάσθηκαν εις τήν Σφακτηρίαν μερικοί ζωντανοί, ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος επιάσθη σκλάβος εις τό Κρεμμύδι, πηγαίνει καί ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος, πιάνεται καί αυτός, καί ο Χατζηχρήστος. Τό Νεόκαστρον σάν εστενοχωρήθη πολύ, έκαμε συνθήκας καί παρεδόθηκεν. Ο εχθρός τούς μέν στρατιώτας, χωρίς τά άρματα τους, τούς άφησεν ελεύθερους, εις τούς αξιωματικούς τούς τά άφησε, καί μόνον εβάσταξεν αιχμαλώτους τόν Γεωργάκην Μαυρομιχάλη καί Παναγιώτην Γιατράκον. Μανθάνοντας ο Κουντουριώτης, ότι τρατάρει (παραδόθηκε) τό Νεόκαστρον, εμβαρκαρίσθηκεν εις τό Αλμυρό (Μεσσηνίας) καί ήλθε εις τήν ΎΎδραν. Εκεί εκατέβημεν καί ημείς. Σάν είδαν τόν κίνδυνο τής πατρίδος καί τήν επιμονήν, οπού έδειχνε ο λαός διά νά μάς ελευθερώσουν μάς ελευθέρωσαν. ΉΉλθαμε εις τό Ανάπλι (Ναύπλιο). Ερχόμενοι εις τό Ναύπλιον ωρκοθήκαμεν τό Βουλευτικόν, τό Εκτελεοτικόν καί ημείς εις τήν Εκκλησίαν, ότι νά αφήσωμεν τά περασμένα, νά τά λησμονήσομε, νά ενωθώμεν καί νά μήν έχωμεν άλλην ιδέαν, παρά νά δουλεύσωμεν τήν πατρίδα μας. ΈΈτσι μ' έκαμαν γενικόν αρχηγόν. Εσυνάχθηκε τότε τό Βουλευτικό καί τό Εκτελεστικόν εις ένα μέρος, καί επήγα καί εγώ. Εις τήν ΎΎδραν ευρισκόμεθα: ο Αναγνώστης Δεληγιάννης, Κανέλος Δεληγιάννης, Νικολάκης καί Δημητράκης Δεληγιάννης, Ιωάννης καί Παναγιώτης Νοταράς, γέρο Σισίνης, Χρύσανθος Σισίνης υιός του, Μήτρος Αναστασόπουλος, ο Γρίτζαλης, ο Ανάστασης Κατσαρός, ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Θεόδωρος Γρίβας. Καθώς εσυνάχθηκε τό Εκτελεστικό καί Βουλευτικό μέ επροσκάλεσαν εμέ, κ' εγώ τούς είπα: "Σεβαστή Διοίκησις, ν' ακούσετε τήν γνώμην μου οπού θέλει σάς ειπώ. Στήν Πάτρα, στήν Κορώνη καί στά Μοθωκόρωνα Τούρκος νά μήν ακούεται πουθενά, μόνον νά είναι όλο ελληνικό. Τής Τριπολιτσάς τό κάστρο πρέπει νά τό χαλάσωμε, διατί δέν συμφέρει μέσα εις τήν Πελοπόννησον νά ήναι μία τέτοια μάνδρα, διατί βγάνει από μέσα όλο εμφυλίους πολέμους καί όχι τώρα οπού ο Ιμπραΐμης είναι μέ πενήντα χιλιάδες στράτευμα εις τήν Πελοπόννησον, καί κρατεί τά κάστρα τής Μεσσηνίας τρία, καί κρατεί καί τήν Πάτραν καί έκαμε καί τόσαις νίκαις εις τούς ΈΈλληνας, καί εσκότωσε καί τόν Φλέσσαν μέ τούς πεντακόσιους καί ο Φλέσσας ημπορεί νά εσκότωσε 1000 (μάχη στό Μανιάκι). ΈΈκαψε καί τήν Καλαμάτα καί τά στρατεύματα έφυγαν, καί έχει τόσες νίκες καμωμέναις, θά έλθη καί στήν Τριπολιτζά, καί σάν έλθη στήν Τριπολιτζά, πιάνει καί τό κάστρο καί τότε χαλάει καί όλην τήν
889
Πελοπόννησον, διατί είναι εις τό κέντρον". Μέ απεκρίθηκαν: "Δέν έχουν έξοδα". Απεκρίθηκα εγώ: "Δότε μου τήν άδειαν, καί μέ τόν λαόν τό χαλώ διά πέντε ημέραις, καί τότε δέν ευρίσκει ο Μπραΐμης νά κάμη φωλιά, καί τόν κτυπώ από όλα τά μέρη, άν πιάση τήν Τριπολιτζά δέν τού χρειάζεται άλλη φωλιά διά νά χαλάση τήν Πελοπόννησον. Εάν καί χαλάσωμεν τήν Τριπολιτζά, δέν ευρίσκει φωλιά καί τόν κατατρέχω μέ τά στρατεύματα τής Πελοποννήσου. Τότε ενώνονται τά στρατεύματα, αλλέως δέν θά ενώνονται, διατί θά φοβούνται από όλα τά μέρη". Καθώς καί έγεινε. Επήγα εις τό ΆΆργος, έκαμα αναφοράν, έκαμαν καί από τήν Τριπολιτζά, καί δέν ακούσθηκα. Τότενες έμασα 8000 στράτευμα. ΉΉλθαν τά στρατεύματα εις συναπάντησίν μου. Οι Αργίται εις τό Ναύπλιον, οι Τριπολιτζώται εις τό ΆΆργος, τούς έλεγα: "Τρέξατε, αδέλφια μου, νά μή μάς πάρουν σκλάβους οι Αραπάδες, δέν έχομεν βοήθειαν ειμή από τά άρματά μας". Δοξολογίαις εις τόν ΎΎψιστον άνδρες καί γυναίκες. ΈΈστειλα διαταγή εις όλας τάς επαρχίας καί εσυνάχθησαν διά τρείς ημέρες 8000. (Ο Κολοκοτρώνης ζήτησε από τήν κυβέρνηση τήν άδεια γιά νά χαλάσει τό κάστρο τής Τριπολιτσάς. Φυσικά οι Κωλέττης Μαυροκορδάτος αρνήθηκαν, διότι αυτοί οι δύο ήθελαν πάντα νά κάνουν δύσκολη τή ζωή τού Κολοκοτρώνη. Αποτέλεσμα τής άρνησής τους ήταν ο Ιμπραήμ νά καταλάβει εύκολα τό κάστρο τής μεγαλύτερης πόλης τής Πελοποννήσου καί νά τό χρησιμοποιήσει σάν βάση γιά τίς επιχειρήσεις του). ΌΌταν ήμουν ακόμη στήν Τριπολιτζά, ήλθεν η είδησις τού Φλέσσα. ΈΈκαψε τήν Καλαμάτα ο εχθρός, δυνατός, Εκυρίευσε τήν Μεσσηνίαν. Εγώ έπιασα τά Δερβένια (Λεονταρίου), επέρασα καί από τό Λεοντάρι, έφτιασα φούρνους, δια νά κουβαλούν τροφάς εις τό Δερβένι, έφτιασα ταμπούρι δυνατό διά νά τόν πολεμήσουν. Αυτός είχε κατασκόπους, καί είδε ότι ήθελε νά περάσει από τά Δερβένια μέ χαλασμό. ΈΈνας Τούρκος Λιονταρίτης, σκλάβος εις τήν Μπολιανήν, ήτον φευγάτος εις τόν Ιμπραΐμη, είπε: "Εγώ ηξεύρω ένα τόπο νά πάμε από τίς πλάταις, νά αναβούμεν εις τόν απάνω κάμπο". ΈΈτσι εγώ, μήν ηξεύροντας ότι θά περάσει από εκείνο τό μονοπάτι, όπου εγώ δέν έλπιζα ποτέ. ΌΌμως μέ παρεκίνησε ότι οι Μεσσήνιοι ήταν τραβηγμένοι εις τά βουνά, καί εκίνησα νά πιάσω εκείνην τήν θέσιν οπού επέρασε. Οι Τούρκοι εντόπιοι σκλάβοι έφευγαν καί οδηγούσαν τόν Μπραΐμην. ΈΈστειλα τά ανιψίδια μου νά τό πιάσουν, εγώ εκίνησα εις τά Σαμπάζικα (ΆΆκοβο) μέ 80 ανθρώπους νά μαζώξω τά χωριά, νά πιάσω τίς θέσεις. Εξημέρωσα εις τό ΆΆκοβο. ΉΉλθαν καί από άλλα χωριά νά πιάσωμεν τήν θέσιν. Δέν έφθασαν τρείς ώραις τής ημέρας, καί μέ τούς οδηγούς τούς Τούρκους έπιασε τό βουνό, πρίν νά πάμε ημείς μέ στράτευμα. Ο κόσμος οπού ήτον εις τό χωριό, σάν είδαν καί εκαβάλικε τό βουνό, ετζάκισαν κ' έφευγαν, καί εγώ ήμουν σέ μίαν ράχη κ' έφυγαν από μπροσθά μου.
890
Οι Τούρκοι εμβαίνουν εις τήν Μπολιανήν (Πολιανή), χωριό από 250 οικογένειες. Οι πεζοί έβαλαν φωτιά εις τό χωριό, οι καβαλλαραίοι εκυνηγούσαν τά παιδιά νά τά σκλαβώσουν, απ' οπίσω ήρχετο τό στράτευμα. Ρίχνω μιά μπαταριά τουφέκια. Οι Τούρκοι εφοβήθηκαν καί εγλύτωσεν εκείνος ο λαός, καί ήτον τό μεσημέρι. Εκείνο τό βουνό οπού ήμουν εγώ ήτον δυνατό, καί ευθύς έστειλα διαταγήν εις τό Δερβένι νά γυρίση όλο τό στράτευμα κατ' εμέ, διατί οι Τούρκοι ήλθαν από τήν Μπολιανήν, καί τρέξατε νά μήν πιάσουν τόν κάμπο. Τό στράτευμα ήτον ώρες έξ μακράν, ενύκτωσε, κ' εγώ έμεινα τοποτηρητής, νά ιδώ οι Τούρκοι πού θά κάμουν. Λαβαίνοντας τό γράμμα μου εκίνησαν από κοντά ο Γεωργάκης Γιατράκος μέ 800, καί τά άλλα στρατεύματα εκίνησαν από κοντά, Γενναίος Κολοκοτρώνης, Κολιόπουλος, (Δημητράκης Πλαπούτας), Κανέλλος Δεληγιάννης, Παπατσώνης, Αρκαδινοί, Γκρίτζαλης, οι Τριπολιτσιώτες. Ο Κολιός (Νικόλαος Μπακόπουλος ή Δαρειώτης) εσκοτώθη. Εγώ ωπισοδρόμησα μίαν ώραν κατά τόν δρόμο οπού ήρχονταν οι δικοί μας. Μέ τά χαράγματα έφθασε ο Γιατράκος, έκαμε νά πιάσει ένα χωριό, Δυράχι, επειδή υποπτεύθηκε μήν περάσουν οι Τούρκοι κατά τόν Μυστρά. Ανεχώρησε καί επήγε. Εγώ έμεινα εις τήν ιδίαν τοποθεσίαν. Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, που ήξευρε τόν τόπον, επέρασεν από ένα μονοπάτι καί εβγήκεν μπροστά από τούς Τούρκους. Τά στρατεύματα μας ερχόντανε κομματιαστά. ΉΉλθαν άλλοι 1000 καί τούς έστειλα καί έπιασαν κάτι καταράχια, καρσί (απέναντι) τών 500 (Κανέλλος, Γενναίος, Γρίτζαλης, Παπατσώνης). Ο Κολιόπουλος ερχόντουνε από κοντά μέ τούς Αρκαδινούς καί μέ άλλα στρατεύματα. Οι Τούρκοι εβγήκαν πρωΐ καί έκαμαν κατά μας, όχι κατά τό Δυράχιον. Απαντήθηκαν καί τά δικά μας δέν τούς βάσταξαν, καί έκαμαν ρετιράδα (υποχώρησαν) κατ' εμένα. Ερχάμενοι εις εμένα τούς αποφασίζω, στέλνω 3000 εις τήν ράχην, νά τούς βάστάξωμεν εδώ. Οι Τούρκοι ήλθαν ίσια μέ τόν Γενναίον, καί εστάθηκαν. Δέν τούς έδιδε χέρι νά περάσουν εμπρός, διότι άφιναν τό στράτευμα πίσω. Επιάσθηκαν πόλεμο, μέ Γενναίον, Κανέλλον καί λοιπούς. Οι δικοί μας έφτιασαν ταμπούρια οι 3000, καί τούς έβαλε ευθύς τό κανόνι, μά δέν τούς έκαμε τίποτες. Εγώ επέρασα μισήν ώραν μακρυά, δια νά είμαι αγνάντια τού πολέμου, καί επρόσταξα τόν Κολλιόπουλον νά πάγη βοήθεια εις τό πρόποδον τού βουνού, πού ήτον ο Γενναίος απάνω, καί επήγε καί επολέμαε καί ο Κολιόπουλος μέ τούς Τούρκους. Ο Γενναίος κατεβαίνει καί τού λέγει: "Μπάρμπα, τραβήξου απ' αυτήν τήν θέσιν, καί πήγαινε στού πατέρα μου, νά δυναμώσετε εκεί". ΉΉλθε ο Κολιόπουλος εις εμέ, ήλθαν καί οι Αρκαδινοί, καί ήμεθα ένα σώμα καλό. Ο Γενναίος μέ τό στράτευμα του πολεμεί όλην τήν ημέρα. 'Ερριχναν μπόμπες καί κανόνια. Πολεμάν όλη τήν ημέραν, Ο Γιατράκος, οπού ήτον εις τό χωριό, σάν ήκουσε τόν πόλεμο, ήλθε μεντάτι (ενίσχυση) από ένα
891
μέρος, καί οι Τούρκοι ήσαν πολλοί καί τού έπεσαν επάνω καί τόν χάλασαν. Δέν μάς βόλιε (βόλευε) νά τού δώσωμεν βοήθεια, διότι ήτον βράχοι στήν μέσην. Λαβώθηκε ο Γιατράκος, εσκόρπισε εκείνο τό στράτευμα. Περιμένωμεν βοήθεια καί από τ' άλλα χωριά, πλήν δέν ήλθαν. Ο Γενναίος μέ τούς άλλους εις τό καταράχι επολέμησε καί όλη τή νύκτα, μα οι Τούρκοι δέν επήραν τά ομπρός. Τήν άλλη μέρα στέλνω τούς Αρκαδινούς νά πιάσουν ένα μονοπάτι, διατί είδα τούς Τούρκους καί έπιασαν όλα τά καταράχια. Βλέποντας ότι έστειλα νά πιάσω τό μονοπάτι, εκίνησαν οι Τούρκοι εκεί. Οι Αρκαδινοί, αφού επολέμησαν, δέν τούς βάσταξαν καί ήλθαν κατ' εμένα. Οι Τούρκοι επήραν τόν κάμπον. Η καβαλλαρία η τούρκικη ήλθεν έως τό Λιοντάρι, καίοντας τά χωριά. Καμμιά δεκαριά χιλιάδες ετέντωσαν από ταίς πλάταις τού Γενναίου στόν κάμπο. Βλέποντας εγώ εκείνους, ότι επλεύρωσαν τά στρατεύματα τά εδικά μας, εκατέβηκα μέ τόν Κολιόπουλον ένα κάρτο μακράν από τούς Τούρκους, νά τούς φοβίσω. Δύο μέραις καί τρείς νύχταις άπαυτα ο πόλεμος. Σάν είδα ότι δέν μπορούσα νά τούς κάμω βοήθεια, μιά βρυσούλα ήτον, δέν εκόταγαν νά στείλουν νά πάρουν νερό, διατί τούς έφευγαν δέν είχαν πολεμοφόδια, τροφάς, καί νερό, τούς έκαμα σινιάλο νά φύγουν μέ φωτιαίς. Εις εκείνον τον πόλεμο εσκοτώθηκαν 5 δικοί μας, Τούρκοι αρκετοί. ΈΈφυγαν οι εδικοί μας καί ετράβηξαν κατά τού Τουρκολεκα, κι επήραν τά Δερβένια. Ημείς ετραβηχθήκαμε κατά τήν Καρύταιναν, όπου ήτον τόπος δυνατός. Οι Τούρκοι ετράβηξαν κατά τήν Τριπολιτζά, εμπήκαν εις τήν Τριπολιτζά. (Κοντά στά χωριά ΆΆκοβος, Δυράχιο καί Πολιανή, στό ύψωμα τής Δραμπάλας ή Τραμπάλας έγινε στίς 5-7 Ιουνίου 1825 η μάχη πού περιγράφει ο Κολοκοτρώνης. ΉΉταν η πρώτη φορά στήν οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι ο Χριστιανός στρατηγός μέ τόν μουσουλμάνο πασά καί τή νίκη τήν κέρδισε τελικά ο δεύτερος, μέ αποτέλεσμα ο δρόμος γιά τήν Τριπολιτσά νά ανοίξει καί νά τήν καταλάβει, σκορπίζοντας τόν τρόμο καί τόν πανικό στούς κατοίκους της. Τήν πόλη θά τήν χρησιμοποιούσε ως βάση γιά τίς επιχειρήσεις του καί τήν εκκαθάριση τού Μοριά από τούς επαναστάτες).» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη Τερτσέτης Γεώργιος Τά νέα τής ήττας στήν Δραμπάλα ταξίδεψαν αστραπιαία στήν Τριπολιτσά. Ο Δημήτριος Τσόκρης μέ τόν Φωτάκο πού έσπευσαν δέν μπόρεσαν νά συγκρατήσουν τόν πληθυσμό πού έντρομος άρχισε νά εγκαταλείπει τήν πόλη. ΉΉταν ένας πανικός χειρότερος καί από τήν εποχή τού Δράμαλη. Γυναίκες καί άνδρες έτρεχαν σάν τρελλοί στούς δρόμους, ζητώντας τήν σωτηρία τους. Πολλοί τράβηξαν κατά τό Ναύπλιο καί άλλοι στά ορεινά τής Αρκαδίας. Πολλά παιδιά χάθηκαν μέσα στόν πανικό καί βρέθηκαν αργότερα νά περιπλανώνται μέχρι καί στά βουνά τής Γορτυνίας.
892
Η Τριπολιτσά μέσα σέ λίγες ώρες έγινε μία έρημη πόλη καί έτσι τήν βρήκε ο μουσουλμάνος πασάς, όταν διέβη τίς πύλες της, τρείς ημέρες αργότερα. Τέτοιο τρόμο προξενούσαν οι Τούρκοι στούς κακόμοιρους Ρωμιούς, αλλά τά τελευταία χρόνια τής αριστεροκρατίας, τά σχολικά βιβλία έχουν σταματήσει νά τό αναφέρουν καί ούτε φυσικά στό τουρκικό σήριαλ Σουλεϊμάν πού βλέπουν (2013) οι χαζοέλληνες γίνεται καμμία αναφορά γιά τόν φόβο πού έτρεφαν οι Χριστιανοί υπήκοοι σέ αυτόν καί τούς αξιωματούχους του. Ο Ιμπραήμ άφησε φρουρά στήν Τριπολιτσά καί πάντοτε καίγοντας χωριά, σκοτώνοντας τούς άνδρες καί αιχμαλωτίζοντας τά γυναικόπαιδα, έφθασε στίς 12 Ιουνίου 1825 στά πρόθυρα τού Ναυπλίου, έχοντας μαζί του μόνο 10000 άνδρες. Ο Δράμαλης μέ 35000 άνδρες δέν μπόρεσε νά σβήσει τήν επανάσταση στόν Μοριά καί θά τήν έσβηνε ο Ιμπραήμ μέ πολύ λιγότερους. Τήν κατάληψη τής Τριπολιτσάς έσπευσε νά τήν ανακοινώσει στόν σουλτάνο ο ίδιος ο υπασπιστής τού Ιμπραήμ, γι' αυτό τιμήθηκε μέ ακριβό καφτάνι (στολή) καί μέ προσοδοφόρα γραμμάτια. Μάχη τών Μύλων Ναυπλίου (13 Ιουνίου 1825) Ο λαός απογοητεύτηκε από τήν ταχύτατη προέλαση τού Ιμπραήμ στό κέντρο τής Πελοποννήσου. Τό γόητρο τού Κολοκοτρώνη δέχτηκε μεγάλο πλήγμα. Εάν έπεφτε τό Ναύπλιο έπεφτε μαζί του καί τό τελευταίο προπύργιο τής επανάστασης στό Μοριά. Ο Μακρυγιάννης μέ τόν Υπουργό Πολέμου Ανδρέα Μεταξά είχαν ξεκινήσει από τό Ναύπλιο γιά νά ενισχύσουν τόν Κολοκοτρώνη, αλλά μόλις έφθασαν στόν Αχλαδόκαμπο καί είδαν τούς τρομοκρατημένους κατοίκους τής Τριπολιτσάς, κατάλαβαν τί είχε γίνει καί αποφάσισαν νά επιστρέψουν πίσω. Στόν Αχλαδόκαμπο, ο Μακρυγιάννης βρήκε τήν εκκλησία καί τό χάνι γεμάτα από αλεύρι, σφαχτά καί πολεμοφόδια, τά οποία κινδύνευαν νά πέσουν στά χέρια τού εχθρού. Αφού τά συγκέντρωσε, μάζεψε τούς πρόσφυγες καί επέστρεψε στό Ναύπλιο. Στή συνέχεια κατευθύνθηκε στούς Μύλους τού Ναυπλίου. ΉΉταν η σειρά τών κατοίκων τού Ναυπλίου νά περιέλθουν σέ πανικό. Η Σεβαστή Διοίκησις δέν είχε φροντίσει νά οργανώσει τήν άμυνα τής πόλης. Τά τείχη σέ πολλά σημεία είχαν φθορές, οι δεξαμενές τού νερού ήταν άδειες, τά τρόφιμα καί τά πολεμοφόδια ανεπαρκή. Μεγάλη ταραχή επικρατούσε στήν πόλη, στήν οποία ήδη είχαν συρρεύσει πρόσφυγες από όλη τήν Πελοπόννησο. Τό μόνο πού λειτουργούσε μέ τάξη εκείνη τήν εποχή στό Ναύπλιο, ήταν τό νοσοκομείο τού Γερμανού ιατρού Ερρίκου Τράιμπερ (Erik Treiber), στήν αγκαλιά τού οποίου θά ξεψυχούσε τό 1827 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο Ανδρέας Μεταξάς φρόντισε νά οχυρώσει τούς Μύλους τού Ναυπλίου, πού εκείνη τήν εποχή ήταν ένα μικρό χωριό μέ 30 σπίτια,
893
κοντά στή μυθική Λέρνη. Περιτριγυρισμένο από πολλές πηγές καί βάλτους αποτελούσε ιδανική θέση γιά άμυνα. Ο πάντοτε προνοητικός Μακρυγιάννης επισκεύασε τόν λιθόκτιστο πύργο (κούλια) τής περιοχής καί φρόντισε γιά προμήθειες καί ειδικά γιά τό νερό πού τούς είχε λείψει τόσο πολύ στό Νεόκαστρο. ΉΉταν τόσο σχολαστικός πού πολλές φορές οι στρατιώτες τών άλλων σωμάτων τόν χλεύαζαν καί τόν έλεγαν κιοτή δηλαδή δειλό, επειδή αφιέρωνε πολλή ώρα γιά νά οργανώσει τήν άμυνά του. Στή μάχη τών Μύλων, οι μόνοι πού κουράστηκαν, κουβαλώντας πέτρες καί κτίζοντας οχυρώσεις ήταν οι άνδρες τού Μακρυγιάννη. ΉΉταν τόσο εξαντλημένοι όταν ξάπλωσαν στό χώμα νά κοιμηθούν, ώστε δέν πρόσεξαν τούς Τούρκους πού άρχισαν νά μπαίνουν στό χωριό. Ευτυχώς, ένα όνειρο πού είδε ο Μακρυγιάννης τόν ξύπνησε καί αντιλήφθηκε εγκαίρως τήν είσοδο τών Τούρκων στό χωριό. Οι ΈΈλληνες ετοιμάστηκαν γιά τή μάχη. «Τότε έπιασα τούς Μύλους καί έφκειασα ταμπούρια κ' έκλεισα τούς Μύλους μέσα. Τόν τοίχον τόν έχτισα ως μέσα εις τήν θάλασσαν καί τόν ασφάλισα καλά όλο μέ μασγάλια (πολεμίστρες). 'Επιασα καί τήν κούλια (πύργο), οπού 'ναι πλησίον στούς Μύλους, καί τήν τρύπησα από πάνου εις τό πάτωμα καί εις τό κατώγι (υπόγειο). ΈΈκοψα καί νερό από τό μυλαύλακον καί τό πέρασα εις τήν κούλια κάτου από τήν γή, νά 'χωμεν νερό, ότι παλαβώσαμεν από νερό εις τό Νιόκαστρον. (Ο Μακρυγιάννης έστρεψε τό νερό από τό αυλάκι πού πήγαινε στούς μύλους καί τό έφερε κάτω από τόν πύργο πού είχε οχυρώσει, ώστε νά μήν τούς λείψει τό νερό όπως στό Νεόκαστρο). Αφού έφκειασα αυτά, έφκειασα καί ταράτζα εις τά κεραμίδια τής κούλιας καί τήν άλλη κούλια τή συγύρισα καλά νά δεχτώ τόν αφέντη μου τόν Μπραΐμη, οπού 'θελε εις τό Νιόκαστρο νά μέ πάρη μαζί του. 'Οτι μ' ηύρε νηστικόν καί διψασμένον καί μ' έκαμε καί κοντόση νά τού στέλνω τίς Τούρκισσες. (Στό Νεόκαστρο ο Ιμπραήμ είχε ζητήσει από τόν Μακρυγιάννη νά τού στείλει δύο ωραίες Τουρκάλες). Συγυρίστηκα εις τούς Μύλους κ' εφόδιασα τίς κούλιες απ' ούλα τ' αναγκαία, καί κρέας καί κρασί καί ρακί - καί τώρα θέλει ιδή ντουφέκι Ελληνικόν! Εις τήν Καλαμάτα ο Μπραΐμης έσμιξε μέ τόν Ντερνύ τόν ναύαρχον τής Γαλλίας (L'amiral de Rigny) κ' έφαγαν εις τήν φεργάδα του κ' ένας τράβησε τής στεργιάς κι' άλλος τού πελάου καί είπαν νά σμίξουν εις τούς Μύλους. Και ήρθε ο ναύαρχος Ντερνύς πρωτύτερα. Πήγα καί τού 'καμα βίζιτα (επίσκεψη) καί μού είπε ότι εγώ δέν θά μπορέσω νά πολεμήσω τόν Μπραΐμη. Τού είπα ότι τέτοιες συνθήκες δέν έκαμα όταν έφυγα από τό Νιόκαστρο, ότι δέν είχα ζαϊρέ (εφόδια) εκεί καί θά τόν πολεμήσουμεν
894
εδώ, νά είμαστε καί τά δυο μέρη χορτάτα. Δυνάμωσα τήν θέσιν τών Μύλων καλά νά πολεμήσουμεν εκεί όσο νά λυώσουμε. 'Οτι άν μάς πάρη αυτείνη τήν θέσιν, πάγει καί τ' Ανάπλι. ΌΌτι νερόν δέν είχε μέσα ούτε δράμι καί τά κανόνια πεσμένα από τά λέτα. (Λέτο ή κιλλίβαντας είναι η ξύλινη κατασκευή όπου τοποθετούσαν τό κανόνι). 'Ηταν σαυτείνη τήν κατάστασιν από τόν καιρόν τού εμφύλιου πολέμου, οπού τό κρατούσε ο Πάνος Κολοκοτρώνης. ΎΎστερα εκείνοι οπού μπήκαν εις τ' Ανάπλι νά κυβερνήσουν ήταν κι' αυτείνοι όμοιοι μέ τούς άλλους. Τέλος από αυτά ούτε νερό είχε μέσα, ούτε κανόνι εις τόν τόπον του κι' άν έπαιρνε τούς Μύλους ο Μπραϊμης, κεντρικόν μέρος τής θάλασσας καί στεργιάς καί πλήθος ζαϊρέδες καί πολεμοφόδια καί νερό ποταμός, μπλοκάριζε καί τ' Ανάπλι. (Τά κυβερνητικά στρατεύματα όταν πήραν τό Ναύπλιο από τόν Κολοκοτρώνη, κατά τή διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου, δέν ενδιαφέρθηκαν καθόλου γιά τήν συντήρηση τού κάστρου στό Παλαμήδι. Ούτε τροφές υπήρχαν, ούτε προμήθειες καί ακόμα καί τά κανόνια ήταν άχρηστα. Εάν έπεφταν οι Μύλοι, τότε σίγουρα θά έπεφτε πολύ γρήγορα καί τό Ναύπλιο). Καί εις τήν κατάστασιν οπού 'ταν κάμετε τήν κρίση άν βαστούσε. Αφού τό δυνάμωσα, σέ δύο ημέρες ήρθε ο Χατζημιχάλης μέ τούς ανθρώπους μου, οπού μού πήρε, ήρθε κι' ο Κωσταντήμπεγης Μαυρομιχάλης (Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, αδελφός τού Πετρόμπεη) μ' ολίγους κι' ο Δημήτριος Υψηλάντης μέ τούς ανθρώπους του, όλους δεκαπέντε. Εκεί οπού 'φκειανα τίς θέσες εις τούς Μύλους ήρθε ο Ντερνύς (ναύαρχος Δεριγνύ) νά μέ ιδή. - "Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες, τί πόλεμον θά κάμετε μέ τόν Μπραΐμη αυτού;" - "Είναι αδύνατες οι θέσες κ' εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μάς προστατεύει, καί θά δείξωμεν τήν τύχη μας σ' αυτές τίς θέσες τίς αδύνατες. Κι' αν είμαστε ολίγοι εις τό πλήθος τού Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ' έναν τρόπον, ότι η τύχη μάς έχει τούς ΈΈλληνες πάντοτε ολίγους. ΌΌτι αρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ως τώρα, όλα τά θερία πολεμούν νά μάς φάνε καί δέν μπορούνε. Τρώνε από μάς καί μένει καί μαγιά. Καί οι ολίγοι αποφασίζουν νά πεθάνουν κι' όταν κάνουν αυτείνη τήν απόφασιν, λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη καί θά ιδούμεν τήν τύχη μας οι αδύνατοι μέ τους δυνατούς". - "Τρέ-μπιέν" (tres bien). Τό δειλινό ήρθε κι' ο Χατζή Στεφανής καί Χατζή Γιώργης ο αδελφός του. ΉΉταν διορισμένοι από τόν νέον υπουργόν του Πολέμου (υπουργός ήταν ο Ανδρέας Μεταξάς, τόν οποίον ο Μακρυγιάννης δέν χώνευε) αρχηγοί καί τούς έδωσαν μισές λίρες καί σύναξαν ανθρώπους νά πάνε εις τόν πόλεμον. Κι' όσο ήταν ο Μπραΐμης εις τό Νιόκαστρο,
895
έκαναν τίς στρατολογίες τους εις τά σπίτια τών κατοίκων καί πολεμούσαν μέ τίς κότες καί τά κρασιά. Τώρα οπού βήκε ο Μπραΐμης έξω, τραβιώνται κατ' τ' Ανάπλι, εκεί είναι καζίνα καί μπιλλιάρδα. Ρωτάγω τούς δύο αρχηγούς Στεφανή κι' αδελφόν του, καί μού λένε θά πάνε εις τ' Ανάπλι. Τούς λέγω θά καθίσουμεν νά πολεμήσουμεν εδώ νά σωθή τ' Ανάπλι. Μού λένε, εμείς δέν είμαστε εις τήν οδηγίαν σου νά μάς προστάζης. Είμαστε μόνοι μας αρχηγοί. (Ο Μακρυγιάννης μάς παραθέτει τήν πικρή πραγματικότητα καί τήν ανευθυνότητα εκείνων πού έπρεπε νά τροφοδοτήσουν τό Νεόκαστρο καί δέν τό έκαναν. Τώρα δέν ήθελαν νά πολεμήσουν ούτε στούς Μύλους, αλλά ο Μακρυγιάννης τούς έπεισε νά μείνουν νά βοηθήσουν). Τούς είπα, τό γνωρίζω αυτό όμως σάς λέγω ως αξιωματικοί, ποίον είναι οπού θά ωφελήση τήν πατρίδα; Νά στείλετε τ' άλογά σας εις τ' Ανάπλι καί πιάνομεν καΐκια καί τά 'χομεν εδώ, κι' όταν έρθη ο οχτρός πολεμούμεν, κι' αν είναι κίντυνος 'σ εμάς, τότε μπαίνομεν εις τά καΐκια καί πάμεν εις τ' Ανάπλι. Κι' αν δέν βαστήσουμεν τούτην τήν θέσιν, καί τ' Ανάπλι είναι σέ ριζικόν (κίνδυνο) κι' όλη η πατρίδα. Λέγοντάς τους πολλά τοιούτα, εμείναμεν σύνφωνοι καί διώξαμεν όλοι τ' άλογά μας διά τ' Ανάπλι. Καί μείναν μ' ολίγους. ΌΌτι εκείνους οπού 'χαν εις τήν οδηγίαν τους ήταν οι περισσότεροι τών καφενέδων άνθρωποι. Βλέπω εις τόν ύπνο μου κ' έρχεται ένας καί μού λέγει: "Σήκου απάνου!" Ξύπνησα, ματακοιμήθηκα. Πάλε τόν βλέπω καί μού λέγει: "Σήκου!" ΉΉμουν νοιασμένος καί δέν κοιμώμουν. Τότε σηκώνομαι, τηράγω από τό παλεθύρι καί γιόμωσε ο τόπος Τούρκους καί τό περιβόλι όλο γιομάτο. Κ' εμείς - κανείς νά είναι έξυπνος καί δέν θ' άφιναν ρουθούνι. Καί θά μάς σκατοψύχαγαν τόσος κόσμος αδύνατος, οπού 'ταν εκεί καί κουβαλιώνταν εις τ' Ανάπλι μέ τά καΐκια. Τότε βάνω τίς φωνές: "Τούρκοι! Τούρκοι!". Οι άλλοι πού μ' άκουσαν λέγαν: "Ο Μακρυγιάννης πέθανε από τόν φόβον του καί δέν κοιμάται, όλο Τούρκους ονειρεύεται". (Ο Μακρυγιάννης μέ τούς άνδρες του ήταν εξαντλημένοι από τήν εργασία καί κοιμόντουσαν βαριά. Οι υπόλοιποι αρχηγοί δέν είχαν φροντίσει γιά καραούλια (σκοπιές). Τότε ο Μακρυγιάννης είδε σέ όνειρο ότι κάποιος τόν ειδοποιούσε ότι έρχονται οι Τούρκοι. ΈΈτσι ξύπνησε καί οι ΈΈλληνες γλύτωσαν τόν αιφνιδιασμό, ο οποίος θά ήταν μοιραίος). Τότε ευτύς εγώ πήρα καμμιά πενηνταριά συντρόφους μου καί πάμε από τά τείχη τών Μύλων, οπού βαστούν τό νερό, καί ήταν καλάμια κι' άλλα χορτάρια καί δέν φαινόμαστε, καί παίρνομεν τήν πλάτη τών Τούρκων καί τούς δίνομεν μίαν φωτιά άξαφνα καί σκοτώσαμεν καμπόσους καί τούς ριχτήκαμεν καί μέ τά μαχαίρια καί τους βγάλαμεν από τό περιβόλι κι' απ' ούλες τίς θέσες οπού 'χαν κυργέψη καί τίς λάβαμεν εμείς πίσου εις τήν εξουσίαν μας. Οι Τούρκοι μαζώχτηκαν όλοι καί πήγαν εις τό αριστερόν μέρος καί βάλαν τά ντουφέκια τους εις
896
γραμμήν κ' έφκειασαν ίσκιους καί κάθονταν εκεί καί πρόσμεναν τόν Μπραΐμη. Σέ καμπόσον ήρθε κι' αυτός κ' έπιασε τό παλιόκαστρο οπού 'ναι πανουκέφαλα, εις τήν ράχη τών Μύλων. Στάθη αυτός εκεί μέ πέντ' έξι κολώνες (σειρές), καί οι άλλοι, η πεζούρα καί η καβαλλαρία, ξάπλωσαν ολόγυρα καί η καβαλλαρία μάς έκλεισε νά μάς πιάση όλους ζωντανούς εκεί, νά μήν μείνη κανένας σπορά από 'μάς. Τότε συναζόμαστε όλοι. Μάς ήρθαν καί δυό μίστικα ψαριανά, φέραν καί καμπόσους Κρητικούς. Τότε μιλήσαμεν ο Υψηλάντης νά πιάση τόν μυλάκον, οπού 'ναι εις τό δεξιόν μέρος τού περιβολιού δυτικά, καί νά πάρη τούς ανθρώπους του καί τούς Κρητικούς καί τά μίστικα τά δύο νά τού βαστούνε τήν πλάτη εις τόν μυλάκον. Εις τό αριστερόν τών Μύλων ήταν ένα μονοπατάκι κατά τό Κυβέρι, νά τό πιάση ο Κωσταντήμπεγης κι' ο Χατζημιχάλης, νά τούς δώσω κι' ανθρώπους. Τά τείχη τού περιβολιού απόξω νά τά πιάσω εγώ κι' όλες εκείνες τίς θέσες. Καί νά 'χω κι' ανθρώπους μαζί μου νά φέρνω γύρα ολούθε, ούθεν είναι πολλή δύναμη τών Τούρκων. Πήρε ο καθείς τήν θέσιν του. Η κάψη του ήλιου ήταν δυνατή. Κάθισαν οι Τούρκοι νά ξεμεσημεριάσουν όσο νά δροσίση, νά μάς πολεμήσουνε. Είπα τών συντρόφωνέ μου, άν έρθη μεγάλη σφίξη τών Τούρκων καί δέν μπορούμεν νά τούς βαστήσουμεν όξω, νά μπούνε όλοι εις τίς κούλιες. 'Εκοψα καί χαντάκι ολόγυρα, έφκειασα κι' από 'να μπούρτζι (επάκτιο πυροβολείο) μέ πολλές πολεμίστρες απόξω τίς πόρτες τών κούλιων, άφησα κι' ανθρώπους μέσα νά μή βάνουν κανέναν ξένο, ότι εγώ καί οι συντρόφοι μου πεθάναμεν δυό μερόνυχτα κουβαλιώντας πέτρες καί δουλεύοντας καί οι άλλοι κοιμώνταν κι' όταν ξυπνούσαν, περιγελούσαν τούς ανθρώπους καί τούς έλεγαν κιοτήδες. Αυτείνοι ήταν αντρείοι καί παλληκάρια εις τούς καφενέδες. ΈΈδωσε ο Θεός καί δέν βδοκίμησε ο Μπραΐμης - είχα όρκον νά τούς αφήσω όξω νά τούς κόψη σάν σκυλιά, νά μήν γλυτώση κανένας, ότι οι τεμπέληδες δέν άφιναν καί τούς άλλους νά δουλέψουνε. Τότε, αφού συγυρίστηκα καλά, είπα τών ανθρώπων νά κοιμηθούνε ολίγον όσο νά περάση τό μεσημέρι, νά μήν μάς ακολουθήση τό βράδυ πόλεμος καί δέν βαστάμεν οληνύχτα, καί οι Τούρκοι κοιμώνταν. Πήγαν οι άνθρωποι νά ησυχάσουνε. Τότε, διά νά σκοτωθούμεν όλοι καί νά μήν γλυτώση κανένας, άν τύχη κίντυνος, ούτε εγώ, ούτε αυτείνοι οι νέοι αρχηγοί τών καφενέδων, είπα ότι πρέπει νά διώξω καί τά καΐκια. ΌΌτ' είχε ο καθένας από τρία τέσσερα καί δι' αυτό δέν θέλαν νά φκειάσουνε ταμπούρια. Τό είχαν σκοπό, άν πλησιάση ο Μπραΐμης, νά μπούνε μέσα κι' άλλοι νά πάνε εις τ' Ανάπλι, κι' άλλοι 'σ τά νησιά. Καί τότε μπορούσαν νά φύγουν κι' από τούς δικούς μου καί κιντύνευα κ' εγώ. Αφού φάγαν κ' έπιαν κρασί όλοι αυτείνοι, έπεσαν εις τόν ύπνο. Τότε πάγω καί παίρνω έναν από τά καΐκια καί τόν βάνω σέ μίαν φελούκα καί τού λέγω νά πάγη
897
σέ όλα τά καΐκια νά τούς ειπή κρυφίως σέ μιά στιμή όλα συνχρόνως νά φύγουνε, νά μήν μείνη κανένα καί νά μήν κάμουν σαματά (θόρυβο) καί νοηθούν, θά τούς σκοτώσω. Σ' έναν καιρόν φύγαν όλα τά καΐκια καί πάνε εις τήν δουλειά τους. ΌΌταν ξεμάκρυναν, τά πήραν χαμπέρι. Εγώ έκανα ότι δέν ξέρω καί κοιμόμουν. Τότε έρχονται μέ ξυπνάνε, φωνάζω κ' εγώ καί λυπούμαι τό κακόν οπού πάθαμεν. Τότε τούς λέγω: "Οι ελπίδες μας ήταν αυτές, πάγει κι' αυτό καί είμαστε σέ κίντυνο. Τώρα άλλη θαραπαγή (θεραπεία) δέν είναι, φκειάσιμον τού πόστου του ο καθείς''. Μάλλωσαν μ' εμένα ότι τούς παρακίνησα καί διώξαμεν καί τ' άλογα. Σάν τά 'χαμεν, ήταν ελπίδες νά φύγουν μ' αυτά. Τούς είπα ότι ήταν οι ελπίδες μου στά καΐκια κ' έδωσα αυτείνη τήν γνώμη, άρχισαν νά στοχάζωνται καί νά φκειάνη ο καθείς τό πόστο του, ότι εκεί θά πεθάνη. ΈΈκατζα νά φάγω ψωμί. 'Ηρθαν τέσσεροι αξιωματικοί Γάλλοι μ' ανθρώπους από τήν φεργάδα νά πάρουνε μέσα τίς τουλούμπες καί τ' άλλα τους τά πράματα, οπού κάναν νερό, οπού πλέναν τά σκουτιά (ρούχα) τους, νά μήν χαθούνε οπού θ' άνοιγε ο πόλεμος. (Οι Γάλλοι έπλεναν τά ρούχα τους στούς νερόμυλους). Κράτησα τούς αξιωματικούς καί φάγαμεν μαζί. Μού λένε: - "Είστε πολλά ολίγοι κι' αυτείνοι πολλοί, οι Τούρκοι, καί ταχτικοί κι αυτείνη η θέση είναι αδύνατη. ΈΈχει καί κανόνια ο Μπραΐμης καί δέν θά βαστάξετε." - "ΌΌταν σηκώσαμεν τήν σημαία αναντίον τής τυραγνίας, ξέραμεν ότ' είναι πολλοί αυτείνοι καί μαθητικοί κ' έχουν καί κανόνια κι' όλα τά μέσα. Εμείς απ' ούλα είμαστε αδύνατοι. ΌΌμως ο Θεός φυλάγει καί τούς αδύνατους κι' αν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διά τήν πατρίδα μας, διά τήν θρησκεία μας, καί πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον τής τυραγνίας κι' ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δέν θά γένη αθάνατος κι' όταν ο Χάρος θά 'ρθη νά μάς πάρη, όταν θέλη, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα νά πεθάνωμεν." (Ακούστε τί ωραία μιλάει ο άνθρωπος, άχ έρμε Μακρυγιάννη! Πού νά φανταζόσουν ότι κάποτε θά υπήρχαν ΈΈλληνες πού θά σέ έβριζαν γι' αυτές σου τίς ιδέες καί θά σέ αποκαλούσαν φασίστα καί ρατσιστή! Πού νά φανταζόσουν ότι κάποτε θά ήταν ντροπή γιά ένα δάσκαλο νά μιλάει στά παιδιά γιά τή θυσία τών προγόνων τους υπέρ πατρίδος καί θρησκείας. Η ελληνική επανάσταση πιάνει τόσο χώρο στά σχολικά βιβλία όσο καί η βιομηχανική επανάσταση καί φυσικά πολύ λιγότερο χώρο από ότι τό ...Πολυτεχνείο. Τώρα τά παιδιά μας μαθαίνουν γιά πολυπολιτισμό, αντιρατσισμό, ευάλωτες ομάδες, Κομμισιόν, κατάργηση συνόρων, τά καλά τής μετανάστευσης τών Αιγυπτίων καί τών Πακιστανών στήν Ελλάδα, τήν ελληνοτουρκική φιλία, τό Αιγαίο ανήκει στά ψάρια, φτιάξτε τζαμιά στήν Αθήνα, βγάλτε τίς εικόνες από τά σχολεία, μάθετε τουρκικά στά Ελληνόπουλα, τό δημογραφικό θά τό λύσουν οι μουσουλμάνοι τής Αφρικής κλπ κλπ.)
898
Μέ φίλησε ένας απ' αυτούς καί τόν φίλησα κ' εγώ. ΎΎστερα φύγαν. ΌΌταν δρόσισε καί πήρε τό δειλινό, πήρα καμπόσους αθάνατους συντρόφους από 'κείνους οπού γνώριζαν τούς Αράπηδες από τούς Αβαρίνους (Πύλο) κι' από τό Νιόκαστρον, οπού 'ταν ο Αράπης χορτάτος κι' ο 'Ελληνας νηστικός καί διψασμένος, πήρα καμπόσους από αυτούς κι' από τά τείχη τού μύλου πήγαμεν κρυφίως, από τήν εκκλησιούλα, καί τούς δίνομε έναν ντουφεκισμόν τών Τούρκων, χωρίς νά τούς βλάψωμεν, αλλά νά τούς ξυπνήσωμεν. (ΈΈριξαν μέ τά τουφέκια, ακριβώς γιά νά μήν αφήσουν τούς εχθρούς νά ξεκουραστούν, δεδομένου ότι ήταν κουρασμένοι από τήν πορεία καί τήν μάχη). Τότε ανοίξαμεν τό ντουφέκι καί μπήκαν οι κολώνες εις τήν τάξη. Ο Μπραΐμης περήφανος έστειλε τούς κατζαδόρους, οπού τούς είχε καί εις τό Νιόκαστρον, κι' άλλες δύο κολώνες από τό κάστρον καί συνχρόνως καί οι άλλες κολώνες καί μέ πρώτον μάς πήραν όλο τό περιβόλι καί τίς κούλιες τού περιβολιού κι' ολόγυρα καί μέ τήν πρώτη ορμή ήρθαν εις τό κάτου μέρος τού περιβολιού, εις τά τείχη, οπού 'ναι πρόσωπον τής θάλασσας κ' εκεί τό βαστούσα μέ τούς συντρόφους μου. Μάς πλάκωσαν μέ τήν πρώτη ορμή κ' εκεί άρχισε πεισματώδης πόλεμος από τό 'να τό μέρος κι' από τ' άλλο κάμποση ώρα. ΉΉταν η κάψη, καί δέν φυσούσε τελείως κι' ο καπνός τών ντουφεκιών έγινε μιά αντάρα (ομίχλη), καταχνιά - θά μάς παίρναν όλους. Τότε μιλήσαμεν αναμεταξύ μας νά βαρούμεν τούς αξιωματικούς, ότι αυτείνοι φέρναν μέ τό στανιόν τίς κολώνες απάνου μας. ΌΌταν αρχίσαμεν καί βαρούγαμεν καί σκοτώναμεν τούς αξιωματικούς, κρύγιωσαν. 'Στόν ίδιον καιρόν βγάλαμεν τά σπαθιά πεντέξι, κι' άλλοι ύστερα, καί ριχνόμαστε απάνου τους καί τούς δίνομεν ένα χαλασμόν - κι' αφίνουν καί κούλιες καί περιβόλι. Κ' εκεί εις τήν πόρτα τούς πλάκωσαν οι 'Ελληνες καί ρίχναν εις τόν σωρόν καί άρχισε ο πόλεμος κι' από τό μέρος τού μυλάκου, οπού 'ταν ο Υψηλάντης μέ τούς Κρητικούς, καί μίστικα μέ μπαλαμιστράλλια κι' όλα αυτά πήγαιναν εις τά σώματα τών Αραπάδων. Τότε γυρίζουν οπίσου καί μάς παίρνουν ομπρός καί τζακιστήκαμεν ότι έστειλε κι' άλλους ο Μπραΐμης κι' αυτείνοι γύρισαν καί τούς άλλους καί μάς χάλασαν. Γυρίσαμεν πίσου εις τά πόστα μας κι' αυτείνοι πολεμούσαν μπροστά κι' οπίσου. Μάζωξαν τούς σκοτωμένους. Τότε μάς πισουδρόμησαν πάλε καί κόντεψαν νά μέ πιάσουνε ζωντανόν, ότι μού σκοτώθη ένα παλληκάρι από τά καλύτερα, Κατζούγια τό λέγαν, από τό Σερνικάκι χωριόν τού Σαλώνου (Αμφίσσης), μέ τόν καημένον τόν αθάνατον Γκίκα. ΈΈμεινα πίσου από τούς άλλους καί πιάσαμεν τόν σκοτωμένον, ο Γκίκας από τό 'να τό χέρι κ' εγώ από τ' άλλο, ότι τόν αγαπούσα πολύ αυτόν οπού σκοτώθη, ποτές δέν μ' άφηνε από τό πλευρό καί μέ γλύτωσε σέ τόσα δεινά κ' εκεί, διά νά μείνωμεν εις τόν τοίχον τής κούλιας τού περιβολιού, έκαμεν ομπρός καί σκοτώθη. Τόν πήραμεν οι
899
δυό μας, μέ τόν Γκίκα, καί κιντυνέψαμεν κ' εμείς καί τόν φέραμεν εις τό πόστο μας. Κ' εκεί εις τό πόστο είναι χωμένος ο γενναίος πατριώτης. Αφού οι Γάλλοι έβλεπαν από τήν φεργάδα τόν πόλεμον καί τόν χαλασμόν τών Τούρκων, τόσο ενθουσιάστηκαν οπού γύρευαν άν ήταν τρόπος νά βγούνε κι' αυτείνοι νά μάς βοηθήσουνε. Τότε παίρνει μίαν κασσέλα ρούμι ο ναύαρχος καί οι φίλοι μου οι αξιωματικοί, οι τέσσεροι οπού φάγαμε ψωμί μαζί, ροσόλι (λικέρ) καί βήκαν έξω. Τούς βάλαμεν 'σ τήν κούλια. Μέρασα τό ρούμι τών ανθρώπων διά νά ιδή κι' ο ναύαρχος μέ τούς φίλους του τόν πόλεμον. Τότε κάνομεν καί τρίτο γιρούσι καί τούς δώσαμεν έναν σκοτωμόν καλόν καί οι γενναίοι Κρητικοί καί οι Ψαργιανοί μέ τά μίστικα - χάριτες χρωστάγει η πατρίδα 'σ αυτούς τούς γενναίους ανθρώπους καί καλούς πατριώτες. Τότε, εκεί οπού ριχτήκαμεν 'σ τό γιρούσι, μού πληγώθη βαρέως καί ύστερα πέθανε ο καλός καί γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, οπού 'στειλα τής πλεγής (κολύμπι) καί πήγε εις τήν Αγγλική φεργάδα, όταν κιντυνεύαμε εις τό Νιόκαστρο. (Σκοτώθηκε ο Κύπριος πού είχε κολυμπήσει από τό Νεόκαστρο, μέσα σέ μία βροχή από σφαίρες, μέχρι τήν αγγλική φρεγάτα, γιά νά ζητήσει από τόν πλοίαρχό της νά έρθει νά παραλάβει τούς ΈΈλληνες). Βλέπομεν από τ' Ανάπλι κ' έρχεται ένα μιντάτι (ενισχύσεις). ΉΉταν ο γενναίος Μήτρος Λιακόπουλος, άξιον παληκάρι καί καλός πατριώτης. ΉΉρθε μέ πενήντα ανθρώπους, όλο παλιοί αξιωματικοί καί στρατιώτες, πατριώτες πολλά γενναίγοι, όλοι καλοί. ΉΉταν στενός μου φίλος καί ήρθε ότ' ήταν παληκάρι. ΉΉταν πλήθος εις τ' Ανάπλι, μάς τήραγαν μέ τά κιάλια (ειρωνεύεται τούς κλεισμένους στό Ναύπλιο, πού δέν έστελναν βοήθεια). Αφού ήρθε ο Λιακόπουλος καί οι συντρόφοι του, τούς κεράσαμεν κι' αυτούς. Τότε κάμαμεν νέον σκέδιον νά ριχτούμεν τών Τούρκων, ο Λιακόπουλος μέ τούς ανθρώπους του νά πάγη τ' αριστερόν μέρος τού περιβολιού, ο Γκίκας νά πάγη τό δεξιόν από τόν μυλάκον, εγώ νά πάγω τήν μέση τό περιβόλι. Νά κινηθούμεν καί οι τρείς κολώνες μαζί νά χτυπήσουμεν τούς Τούρκους, ότι συνάχτηκαν όλοι εις τό περιβόλι νά μάς ριχτούνε καί νά τούς ριχτούμεν εμείς πρωτύτερα. Μέρασα τά φουσέκια (σφαίρες) καί κινηθήκαμεν καί οι τρείς κολώνες συνχρόνως. Εκεί οπού 'χα ριχτή εγώ ομπρός μέ τούς ανθρώπους μου, καί οι άλλοι, οι δύο κολώνες, προχώρεσαν, κάποιοι Τούρκοι, οπού μού 'χε στείλη ο Μπραΐμης εις τό Νιόκαστρον καί μιλούσαμεν, μέ γνώριζαν καί ήταν καί μ' άλλους Τούρκους εις τήν κούλια τού περιβολιού, έρριξαν καί μέ πλήγωσαν εις τό δεξί χέρι. ΉΉταν από μουσκέτο καί τό μολύβι μεγάλο καί μο' 'φαγε όλα τά κόκκαλα. Μο' 'πεσε τό σπαθί από τό χέρι - ήμουν κι' αναμμένος οπού 'τρεχα εις τά πόστα καί τούς έδινα πολεμοφόδια. (ΉΉταν ένα τραύμα από τά δεκάδες τραύματα πού είχε ο Μακρυγιάννης. Τό χειρότερο τραύμα θά τό λάμβανε αργότερα στό
900
κεφάλι καί γι' αυτό σέ όλες τίς απεικονίσεις τόν βλέπουμε μέ ένα μαντήλι πού ήταν σφικτά δεμένο στό κεφάλι του γιά νά σταματάει τούς πονοκεφάλους). Δέν βαστιέταν τό αίμα, τύλιξα τό χέρι εις τό πουκάμισο νά μήν τό ιδούνε οι άνθρωποι. ΌΌμως τσακίστηκαν οι Τούρκοι πάλε όξω από τήν κούλια, αφού τούς χτυπήσαμεν κ' οι τρείς κολώνες καί οι Κρητικοί καί τά μίστικα. Τότε πέρασε καί η ώρα, έπαψε ο πόλεμος. Τελειώνοντας ο πόλεμος, ήρθαν καμμιά εξηνταργιά ταχτικοί από τ' Ανάπλι μέ τόν λοχαγόν Κάρπον. Βάρεσαν κ' εκείνοι τά ταμπούρλα νά ρίξαν καί μίαν μπαταργιά εις τόν αγέρα. Αφού ο πόλεμος τελείωσε, μέ πήραν καί μέ πήγαν εις τήν φεργάδα τήν γαλλική, έστειλε φελούκα ο ναύαρχος κι' αξιωματικούς, άμα πλησιάσαμεν εις τήν φεργάδα, έβαλε τήν μουσική καί βαρούσε. Γύρευαν νά μέ κρατήσουν μέσα εις τήν φεργάδα διά νά μέ γιατρέψουν. Εγώ δέν θέλησα. Μο' 'δεσαν οι γιατροί τής φεργάδας τό χέρι καί μέ συντρόφεψαν αυτείνοι καί πεντέξι αξιωματικοί 'σ τ' Ανάπλι σουρουπώνοντας καλά, καί μέ δέχτηκαν οι κάτοικοι τού Αναπλιού καί η Κυβέρνηση.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης έπιασε τό κέντρο οχυρωμένος μέσα στόν πύργο τής περιοχής, ο Δημήτριος Υψηλάντης έπιασε τά σπίτια δεξιά του καί ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μέ τόν γενναίο Χατζημιχάλη Νταλιάνη από τό Αργυρόκαστρο τής Βορείου Ηπείρου, τά σπίτια στά αριστερά του. Ο πανέξυπνος Μακρυγιάννης, γιά νά αναγκάσει τούς υπόλοιπους στρατιώτες νά φτιάξουν ταμπούρια καί νά μήν μπούν στόν πειρασμό νά τόν εγκαταλείψουν, έδωσε διαταγή σέ όσα καΐκια βρίσκονταν στήν παραλία, νά σηκώσουν πανιά καί νά φύγουν. ΌΌπως καί έγινε. Τώρα οι ΈΈλληνες δέν είχαν διέξοδο διαφυγής καί έπρεπε νά πολεμήσουν ή νά πεθάνουν. Η συνολική δύναμη τών Ελλήνων δέν ξεπερνούσε τούς 500 άνδρες, ενώ είχαν νά αντιμετωπίσουν δεκαπλάσιους εχθρούς. Αυτή τήν διαφορά δυνάμεων τήν εντόπισε ο Γάλλος ναύαρχος Henri de Rigny καί προειδοποίησε τόν Μακρυγιάννη, ο οποίος τού απάντησε ότι "η μοίρα τό έχει οι ΈΈλληνες νά είμαστε πάντα λίγοι καί νά πρέπει πάντοτε νά αντιμετωπίζουμε τούς πολλούς, πού έχουν έρθει σάν τά θηρία από όλα τά μέρη τής γής καί θέλουν νά μάς φάνε". Η μάχη ήταν σκληρή καί αμφίρροπη μέ τίς δύο πλευρές άλλοτε νά εφορμούν η μία στήν άλλη καί άλλοτε νά υποχωρούν. Οι κινήσεις τών Αιγυπτίων μέσα στά έλη ήταν δύσκολες καί γίνονταν εύκολος στόχος γιά τούς ΈΈλληνες, οι οποίοι σκόπευαν κυρίως τούς αξιωματικούς τους. Οι στρατιώτες αυτοί χωρίς τούς αξιωματικούς τους μετατρέπονταν σέ "πρόβατα" καί αυτό τό είχαν καταλάβει από νωρίς οι ΈΈλληνες. ΉΉταν στρατιώτες πού δέν ήξεραν γιά ποιόν πολεμούν, όπως άλλωστε όλοι οι στρατιώτες τών πολυπολιτισμικών αυτοκρατοριών.
901
Ο Ιμπραήμ έστελνε απανωτά τά κύματα τών Αιγυπτίων στρατιωτών του, αλλά ο Μακρυγιάννης τούς απωθούσε ακόμα καί μέ ξαφνικές εφορμήσεις έχοντας μόνο τά σπαθιά στά χέρια. Στόν κόλπο κατέφθασαν Κρητικοί μέ κάποια ψαριανά μίστικα, οι οποίοι ενίσχυσαν τόν Υψηλάντη πού κατέλαβε ένα νερόμυλο, σκοτώνοντας τούς μουσουλμάνους στρατιώτες πού είχαν κλειστεί μέσα. ΌΌταν ο Μακρυγιάννης προσπάθησε νά σώσει έναν συμπολεμιστή του, κινδύνευσε νά πιαστεί αιχμάλωτος. Ευτυχώς ήρθαν κάποιες λίγες ενισχύσεις από τό Ναύπλιο μέ τόν γενναίο Ολύμπιο αρχηγό Μήτρο Λιακόπουλο καί οι ΈΈλληνες αποφάσισαν νά επιτεθούν ξαφνικά αιφνιδιάζοντας τούς Αιγυπτίους πού δέν περίμεναν ότι οι ολιγάριθμοι εχθροί τους θά τολμούσαν κάτι τέτοιο. Οι Λιακόπουλος, Γκίκας καί Μακρυγιάννης μέ τούς άνδρες τους καί μέ τά γιαταγάνια τους άρχισαν νά κυνηγούν τούς εχθρούς μέσα στά έλη τρέποντάς τους σέ φυγή. Η μάχη έφθασε στό τέλος της μέ θριαμβευτές τούς ΈΈλληνες, γιά πρώτη φορά εναντίον τού Ιμπραήμ καί τού γαλλικού επιτελείου του. Ο Μακρυγιάννης βαριά τραυματισμένος θά πήγαινε στή φρεγάτα τού Δεριγνύ γιά νά βρεί ιατρική φροντίδα. Ο μετέπειτα στρατηγός απέδειξε ότι η οργάνωση, η σωστή προετοιμασία καί η εκλογή τού κατάλληλου τόπου μπορούσαν νά φέρουν αποτελέσματα καί νά αντιμετωπιστούν επιτυχώς οι υπέρτερες δυνάμεις τού εχθρού. Η κυβέρνηση τίμησε μέ αξιώματα τόν Χατζημιχάλη, τόν Μήτρο Λιακόπουλο, τόν Γάλλο φιλέλληνα Francois Graillard, καί φυσικά τόν Ιωάννη Μακρυγιάννη. Ο Ιμπραήμ έκανε κάποιες επιθετικές κινήσεις κατά τού Ναυπλίου, αλλά η θέα τού Παλαμηδίου τόν απέτρεψε. Στίς 15 Ιουνίου 1825 έκαψε τό ΆΆργος καί τά γύρω χωριά καί τράβηξε τό δρόμο γιά τήν Τριπολιτσά, τόν οποίο δυστυχώς ο Κολοκοτρώνης δέν πρόλαβε εγκαίρως νά αποκλείσει, αφού οι απείθαρχοι άνδρες του δέν οχύρωσαν όπως έπρεπε τό πέρασμα στό Παρθένι. ΉΉταν η μεγάλη ευκαιρία νά περικυκλωθεί ο Ιμπραήμ καί από τίς δυνάμεις τού Ναυπλίου καί από τίς δυνάμεις τής Αρκαδίας καί ευρισκόμενος μακρυά από τίς βάσεις ανεφοδιασμού του στή Μεθώνη νά υποστεί τελειωτικό πλήγμα σάν τόν Δράμαλη. Δυστυχώς σέ αυτή τήν περίπτωση ο Γέρος τού Μωριά απέτυχε καί αποσύρθηκε μέ τή σειρά του στό Χρυσοβίτσι. «Ελλιμένιζε ταίς ημέραις εκείναις έμπροσθεν τών Μύλων η γαλλική ναυαρχίς· ο ναύαρχος Δεριγνής καί τινες τών αξιωματικών ήλθαν εις λόγους μετά τού Υψηλάντου περί τών ενεστώτων πραγμάτων. Ειπόντος δέ τινος ότι ο επικείμενος αγών ήτον επικίνδυνος, "ή θά νικήσωμεν σήμερον", απεκρίθη ο γενναίος Υψηλάντης, "ή θ' αποθάνωμεν". Αλλά τόσον επικίνδυνος ο αγών δέν ήτο, διότι οι Μύλοι ήσαν παράλιοι, καί παρήσαν ελληνικαί κανονοφόροι, ώστε καί βοήθειαν παρ' αυτών
902
ηδύναντο πολεμούντες οι ΈΈλληνες νά λάβωσι, καί νικώμενοι είχαν πώς καί πού νά σωθώσιν. Εν τούτοις οι εχθροί καταβαίνοντες από τής Τριπολιτσάς, ήλθαν έμπροσθεν τών Μύλων τήν 13ην Ιουνίου 1825 περί τήν μεσημβρίαν, καί οι μέν επροχώρησαν αυθημερόν πρός τό ΆΆργος, οι δε απέμειναν εις άλωσιν αυτών· καί πρώτον μέν ιππείς, κατόπιν δέ πεζοί ώρμησαν εις τούς φυλάσσοντας αυτούς, προκινδυνεύοντος τού Ιβραήμη, αλλ' απεκρούσθησαν· ήσαν δέ ολίγοι οι εφορμήσαντες, διότι τά παρακείμενα άβατα έλη εμπόδιζαν τήν εφόρμησιν πολλών. Διαρκούσης δέ τής μάχης, έρριψαν οι εχθροί μέρος τού τοίχου τού κήπου καί εισήλθαν καί τινες εις αυτόν· αλλ' ενώ ητοιμάζοντο νά εισέλθωσι διά τού ρήγματος καί άλλοι, δεκαπέντε ΈΈλληνες καί φιλέλληνες υπό τόν Μακρυγιάννην, ρίψαντες κατά γής τά τουφέκια καί γυμνώσαντες τά ξίφη, ώρμησαν ιαχούντες επί τούς προεισελθόντας, τούς απεδίωξαν, καί διετήρησαν τήν θέσιν εκείνην. Διαρκούσης δέ τής μάχης, ήλθαν εκ Ναυπλίου επιβοηθοί ο λόχος τών ευζώνων υπό τόν Κάρπον καί άλλοι μή τακτικοί, καί ούτως έγεινεν η κρίσις τού, μέχρι τής ώρας εκείνης, αμφιρρεπούς αγώνος· περί δέ τήν δύσιν τού ηλίου έπαυσεν η μάχη, καί οι εχθροί ώδευσαν πρός τό ΆΆργος κατησχυμένοι, 50 ελογίσθησαν οι φονευθέντες καί πληγωθέντες· εφονεύθησαν δέ καί εκ τών Ελλήνων 4, εξ ών ο εις φιλέλλην, καί 4 ή 5 επληγώθησαν, εν οίς καί ο Μακρυγιάννης εις τήν δεξιάν χείρα, όστις μετακομισθείς εις τήν γαλλικήν ναυαρχίδα ηύρε πάσαν περιποίησιν. Οι εχθροί διενυκτέρευσαν εν ΆΆργει, τό έκαυσαν τήν επαύριον, έκαυσαν καί τά πλησίον χωρία, καί τήν επιούσαν τινές τού ιππικού επροχώρησαν εντός βολής κανονίου προς τό Ναύπλιον. Διανυκτερεύσας δέ ο Ιβραήμης εν ΆΆργει, ανεχώρησε τήν επαύριον πανστρατιά εις Τριπολιτσάν. Προκατέλαβαν οι περί τόν Κολοκοτρώνην τό Παρθένι καί τόν Γύρον εις αντίστασιν, αλλ' ιδόντες πλησιάζοντα τόν εχθρόν, ανεχώρησαν, οι δέ Αιγύπτιοι εισήλθαν τήν 17ην Ιουνίου 1825 εις Τριπολιτσάν ατουφέκιστοι. Διαρκούσης δέ τής εχθρικής ταύτης επιδρομής, παρατηρήσαντες οι εν Πάτραις Τούρκοι ότι η εις Βοστίτσαν (Αίγιο) άγουσα αφέθη αφύλακτος, απέστειλαν 250 ιππείς πρός τήν πόλιν ταύτην· εφάνησαν ταυτοχρόνως πρός τά παράλια εκείνα καί τινα πλοία τουρκικά. Καταθορυβηθέντες οι κάτοικοι της καί οι εν αυτή ολίγοι στρατιώται, ως μή προειδοποιηθέντες υπό τών παρά τή οδώ σκοπών, ετράπησαν όσοι επρόφθασαν εις φυγήν. Οι Τούρκοι εισήλθαν αμαχητί, εφόνευσάν τινας, έκαυσαν οικίας, καί κλίναντος τού ηλίου ανεχώρησαν απάγοντες αιχμαλώτους καί λάφυρα. Εν τοσούτω, αφ' ού οι Αιγύπτιοι επανήλθαν εις Τριπολιτσάν, οι ΈΈλληνες συνήλθαν πανταχόθεν τής Πελοποννήσου εις τά πέριξ τής πόλεως εκείνης πρό αποκλεισμόν. Οι Καρυτινοί κατέλαβαν τό Χρυσοβίτσι καί τήν Πιάναν, οι Αργείοι καί οι Τριπολιτσιώται τά Τσιπιανά, οι Καλαβρυτινοί, οι Βοστιτσάνοι, οι Κορίνθιοι καί οι περί τόν Νικήταν τό
903
Λεβίδι, οι Ανδρουσάνοι τό Μακρυπλάγι, οι δέ Αγιοπετρίται, οι Μονεμβασίται καί οι Λάκωνες διέμειναν εν Βερβένοις, όπου καί ο Υψηλάντης. 'Ησαν δέ όλοι περίπου δεκακισχίλιοι. Εν ώ δέ κατείχαν τας θέσεις ταύτας εις πολιορκίαν τής Τριπολιτσάς, έμαθαν ότι νέα εχθρική δύναμις ήτοιμάζετο ν' αναβή εκ τών μεσσηνιακών φρουρίων εις τήν πόλιν ταύτην, καί απεφάσισαν επί τή προτάσει τού Κολοκοτρώνη νά προσβάλωσι τήν ενεστώσαν πρίν φθάση εκείνη· καί οι μέν περί τόν Ζαήμην, τόν Λόντον, τόν Νικήταν, καί τόν Νοταράν παρηγγέλθησαν νά τοποθετηθώσι προς τήν Επάνω Χρέπαν, όπου καί ο Κολοκοτρώνης, οι δέ περί τόν Γενναίον, Δηληγιάννην καί Παπατσώρην όπου τά παλαιά οχυρώματα τών Τρικόρφων, οι δε περί τόν Πλαπούταν καί τόν Γκριτζάλην εν Βαλτετσίω· ειδοποιήθησαν καί οι εν Βερβένοις περί τού σχεδίου· τήν δέ νύκτα τής 23ης Ιουνίου 1825 εκινήθησαν όλοι προς τάς θέσεις των. Ο Ιβραήμης, ιδών τήν αυτήν νύκτα πολλά πύρ πρός τήν Επάνω Χρέπαν, υπώπτευσε καί έσπευσε νά στείλη έν τάγμα, πρωίας γενομένης, ίνα καταλάβη τά οχυρώματα τών Τρικόρφων...» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ'. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis27.html
904
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΗ'
Μάχη τών Τρικόρφων (23 Ιουνίου 1825) Ο Ιμπραήμ μετά τή μάχη τών Μύλων τού Ναυπλίου επέστρεψε μέσω τού Αχλαδόκαμπου, τόν οποίο έκαψε, στήν Τριπολιτσά γιά νά ξεκουράσει τά στρατεύματά του. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μέ τή σειρά του άρχισε νά οργανώνει νέα στρατόπεδα γύρω από τήν πόλη. Οι ΈΈλληνες γνώριζαν ότι ο Ιμπραήμ ήταν παράτολμος καί πολλές φορές βρισκόταν στήν εμπροσθοφυλακή τού στρατού του, ενώ δέν δίσταζε νά πολεμά σάν απλός στρατιώτης. Γι' αυτό τό λόγο, ο Κολοκοτρώνης έστελνε ανιχνευτές γιά νά διαπιστώσουν τήν παρουσία τού Αιγύπτιου πασά, μήπως μπορέσουν οι επαναστάτες νά τόν παγιδεύσουν καί νά τόν σκοτώσουν, αφού πίστευαν ότι μέ νεκρό τόν Ιμπραήμ, η αιγυπτιακή εκστρατεία θά ελάμβανε τέλος. ΌΌσο ο Ιμπραήμ πασάς βρισκόταν στήν Τριπολιτσά, οι Ρωμιοί οχύρωναν τίς θέσεις, πού είχε ο ορίσει ο αρχηγός τους. Τό Λεβίδι, βόρεια τής πόλης, τό έπιασαν οι Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος, Παναγιώτης Νοταράς, Γεώργιος Λεχουρίτης, Σολιώτης καί Βασίλης Πετμεζάς καί τά Βέρβαινα στά νοτιοανατολικά οι Γεωργάκης Μιχαλάκης, Πέτρος Αναγνωστόπουλος, Θεόδωρος Ζαχαρόπουλος καί Δημήτριος Υψηλάντης. Στή δύναμη τών τελευταίων βρίσκονταν στρατιώτες από τόν ΆΆγιο Πέτρο, τόν Πραστό καί τόν Μυστρά ενώ ήρθαν νά προστεθούν οι ιππείς τού Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη καί οι Μανιάτες τού Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη. Στήν Πιάνα καί τό Χρυσοβίτσι, στά δυτικά, βρίσκονταν στρατεύματα από τήν Καρύταινα, τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία), τό Φανάρι (Ολυμπία) μέ αρχηγούς τούς Ιωάννη Κολοκοτρώνη (Γενναίο), Δημήτρη Παπατσώνη, Κανέλλο Δεληγιάννη καί Δημήτρη Πλαπούτα (Κολιόπουλο), ενώ ο Τσόκρης είχε καταλάβει τά Τσιπιανά (Νεστάνη Αρκαδίας). Ο Κολοκοτρώνης είχε ζώσει από όλα τά μέρη τόν Ιμπραήμ, στόν οποίο όμως συνέχιζαν νά καταφθάνουν ενισχύσεις από τή Μεθώνη καί ο στρατός του τώρα είχε φθάσει τούς 20000 άνδρες. Ο αρχιστράτηγος, βλέποντας τίς ενισχύσεις τού εχθρού, έδωσε εντολή στούς οπλαρχηγούς νά πλησιάσουν τήν πόλη. Οι Ζαΐμης, Λόντος καί Νοταράς οχυρώθηκαν στήν Επάνω Χρέπα, οι Γενναίος Κολοκοτρώνης, Κανέλλος Δεληγιάννης καί Δημήτρης Παπατσώνης οχύρωσαν τά Τρίκορφα καί οι Πλαπούτας, Γκρίτσαλης τό Βαλτέτσι. Ο Ιμπραήμ ήταν αυτός πού πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίθεση, ανατρέποντας τά σχέδια τών Ελλήνων. Κατέλαβε ξαφνικά μέ δυνάμεις καί πυροβολικό τή Σιλίμνα, αποκόβοντας τίς δυνάμεις τού Γενναίου καί τού Παπατσώνη, οι οποίοι μή μπορώντας νά λάβουν επικουρίες από τά
905
υπόλοιπα στρατόπεδα πολεμούσαν μόνοι τους μέ τίς λιγοστές δυνάμεις πού διέθεταν. Τά νώτα τού Γενναίου τά φύλαγαν οι Πετμεζαίοι, ο Λεχουρίτης, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς καί ο Σολιώτης, αλλά μόλις δέχτηκαν επίθεση από τό αιγυπτιακό ιππικό υποχώρησαν ατάκτως, αφήνοντας ακόμα σέ πιό δύσκολη θέση τά στρατεύματα τού Γενναίου καί τού Παπατσώνη. Τό πυροβολικό τών Αιγυπτίων έριχνε βροχή τίς βόμβες καί οι άνδρες τού Γενναίου αποδεκατίστηκαν. Ο γιός τού αρχηγού μόλις πού σώθηκε καί αυτό χάρη στήν ταχύτητά του, αλλά καί μέ τή βοήθεια ενός αλόγου πού βρήκε τυχαία στόν δρόμο του. Οι Αιγύπτιοι είχαν 1000 νεκρούς καί οι ΈΈλληνες 500 μέ σημαντικότερους τόν Δημήτριο Παπατσώνη από τήν Ανδρούσα, τόν Γεώργιο Δημητρακόπουλο από τήν Αλωνίσταινα, τόν Νικόλαο Ταμπακόπουλο από τή Βυτίνα, τόν Κώστα Μπούρα από τούς Κωνσταντίνους, τόν Παπασταθόπουλο από τή Μικρομάνη, τόν Θεοδωράκη Ραζή από τή Βυτίνα, τόν Παπασταθούλη ιερέα από τά Λαγκάδια, τόν Χριστόδουλο Μέντη από τήν Αλωνίσταινα, τόν Τσόκο Μαριολόπουλο από τά Μαγούλιανα, τόν Τσολακόπουλο από τήν Κόρινθο καί τόν Χρήστο Παναγούλια από τό Βαλτέτσι. Ο Παπατσώνης ήταν μόλις 27 ετών καί τό πτώμα του τό σκύλευσαν οι αράπηδες παίρνοντας τό τουφέκι, τίς πιστόλες, τό σπαθί, τίς παλάσκες, όλα ασημοχρυσωμένα καί ακόμα τόν ξεγύμνωσαν από τήν χρυσοκέντητη φορεσιά του. Τό σχέδιο τού αρχιστράτηγου απέτυχε πάλι, αφού τά γειτονικά στρατόπεδα δέν έσπευσαν νά βοηθήσουν τούς άνδρες τού Γενναίου πού είχαν περικυκλωθεί από τόν εχθρό. Τό στρατόπεδο τών Βερβαίνων, στό οποίο είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες ένοπλοι, παρέμεινε σέ αδράνεια, αν καί γνώριζαν οι αρχηγοί του Δημήτριος Υψηλάντης καί Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης ότι στά Τρίκορφα γινόταν σκληρός πόλεμος καί κινδύνευαν οι σύντροφοί τους. Μετά τή μάχη τών Τρικόρφων, οι ΈΈλληνες σκόρπισαν διαλύοντας τά στρατόπεδά τους καί ο Κολοκοτρώνης μόλις έφθασε στή Δημητσάνα διαπίστωσε ότι είχε μόνο 1500 στρατιώτες μαζί του, μέ τούς περισσότερους νά έχουν τρέξει στά σπίτια τους γιά νά σώσουν τίς οικογένειές τους. «Ο Ιμπραΐμης εκίνησε από τό ΆΆργος καί εκοιμήθηκε εις τά Βρυσάκια (τοποθεσία Νεράκια στόν Αχλαδόκαμπο Αργολίδας). Ο τόπος ήτον σκάπετα (κρυμμένος). ΌΌταν εστείλαμεν τούς ταχυδρόμους αυτοί συναπαντήθηκαν μέ τήν μπροστέλλαν (εμπροσθοφυλακή) τού Ιμπραΐμη, καί εγύρισαν φεύγοντας οπίσω, καί μάς είπαν ότι έφθασαν οι Τούρκοι. Ωργάνισα εις τέσσερες κολόναις (σειρές) τό στράτευμα, τόν Βασίλη τόν τρουμπετιέρη τόν έστειλα νά μάς κάμη σημάδι, άν οι Τούρκοι είναι ολίγοι, νά βαρέση τήν τρουμπέτα, εάν όλο τό στράτευμα νά ρίξει ένα ντουφέκι. Επήγε κ' έριξε τό ντουφέκι. Ο Κολιόπουλος (Δημήτρης, γιός τού Κόλια Πλαπούτα) νά πάγη εις
906
τήν Γύρα, ο Γεώργιος Αλωνιστιώτης νά πάγει στού Μπέγη τήν σκάλαν (θέση πού βρίσκεται νότια από τή βυζαντινή καστροπολιτεία Μουχλί στό όρος Παρθένι Αρκαδίας), καί ο Γενναίος νά πιάσει τού Παρθενίου τή στράτα (νά πάρει τό δρόμο πού οδηγεί στό όρος Παρθένι), καί εγώ εις τήν άκραν. Βλέπομε καί ξαγναντάει (εμφανίζεται) όλο τό στράτευμα τού Ιμπραΐμη έως τρείς χιλιάδες, καί έπεσε στόν κάμπον τού Αχλαδόκαμπου. Τούς έκαμε τέσσερες κολώναις κ' εκείνος εμοίρασε τήν πλειότερη καβαλλαρία κατά τήν Γύρα. Οι ΈΈλληνες έμου αποσταμένοι (κουρασμένοι), έμου δέν είχαν ταμπούρια, επείκασα (πίστεψα) ότι θά χαλασθούμε, άν είχαμε τήν είδησιν από τήν νύκτα, καί ήθελε ταμπουρωθούμε καί έλθη καί ο Ζαΐμης θά επολεμούσαμε καλά. Εστοχάσθηκα, τό στράτευμα νηστικό καί χωρίς τσοπχανέ (πολεμοφόδια). Εβάρεσα ριτηράδα (υποχώρηση) νά γλυτώσω τό στράτευμα. Ο Κολιόπουλος ετράβηξε κατά τό μοναστήρι τόν ΆΆγιο Νικόλα, όπου ήτον δυνατός ο τόπος. Βαρώ τήν τρουμπέτα νά σηκωθή καί ο Γενναίος, δέν θέλει νά σηκωθή. Βλέποντας ο Ιμπραΐμης αυτό ότι μένει, έβαλε κολώναις κολώναις εις τόν άγριον τόπον, εγώ εκ νέου διέταξα τήν ριτηράδα. Βγαίνοντας εις τό Παρθένι μέ καμμιά εικοσαριά καβαλλαραίους, επήγα νά πιώ νερό εις ένα χωριό στά Μπερτσοβά (Παρθένι Αρκαδίας). Ο Γενναίος έπιασε ένα καταράχι αντίκρυ τού χωριού στήν κορυφή τού βουνού μέ χίλιους πεντακόσιους. Εκεί πού επήγα νά πιώ νερό, δέν εύρα καί ήτον σκάπετα (κρυμμένη) μία βρυσούλα, καί επήγα νά πιώ νερό. Οι Τούρκοι εστάθηκαν στ' αμπέλια τά μπερτσοβίτικα, έως οπού νά βγούν όλοι, καί η καβαλλαρία η τούρκικη εσκόρπισε στόν κάμπο καί μάς πλάκωσαν στή βρύση. Τούς βάλλομεν στό ντουφέκι, κι έφυγαν. Ετουφεκίσθημεν, στούς Αγίους, επήγα καί εκάθησα αντίκρυ τού Γενναίου. Οι Τούρκοι δέν εκστράτευσαν, έμειναν εκεί στ' αμπέλια, τόν έβλεπαν τόν Γενναίο, καί δέν τού πήγαν απάνω. Τό δειλινό εκάλεσα τόν Γενναίο μέ τήν τρομπέτα νά έλθουν σ' εμάς, καί μέ τό εσπέρας ανταμωθήκαμεν, ανταμώνοντας τού λέγω: "Ο Κανέλλος είναι εκεί θαρρευμένος (νομίζοντας) καί ο Παπατσώνης ότι οι Τούρκοι είναι ολίγοι, νά πάμε εμπρός νά τούς σηκώσωμεν (νά τούς πάρουμε μαζί), διά νά μήν τούς κλείσουν οι Τούρκοι". Εφθάσαμε, τόν εσηκώσαμε, καί επήγαμεν κατά τήν Αλωνίσταινα όλοι. Ο Ιμπραΐμης έμεινε στήν Τριπολιτσά. ΈΈγραψα εις ταίς επαρχίαις καί εσυνάχθηκαν εις τά Δερβένια επτά χιλιάδες. ΉΉλθε τό Αρχοντόπουλο (Ιωάννης ή Γιαννάκης Νοταράς), ο Ζαΐμης καί ο Λόντος, καί είχαν τό Λεβίδι μέ δύο χιλιάδες καί είχα εγώ πέντε χιλιάδες, τόν Κολιόπουλο, τόν Κανέλλο, τόν Παπατσώνη καί τά καρυτινά στρατεύματα μέ τόν Γενναίον. Εμάθαμε από ένα Τούρκον, ότι τού ήλθε μεντάτι (βοήθεια) ο γαμβρός του μέ στρατεύματα εις τήν Μοθώνην, καί
907
θέ νά κινηθεί διά βοήθειαν τού Ιμπραΐμη. Καί τότε έστειλα νά πιάσουν τά Δερβένια (δρόμος από τήν Καλαμάτα - Λεοντάρι), διά νά μή περάση πρός βοήθειαν. ΈΈγραψα ένα γράμμα εις τά Δερβένια, νά έλθουν κ' εκείνοι εις βοήθειαν, διατί θά πιάσω τά Βέρβενα καί νά έλθουν εις βοήθεια, τόσον καί τού Ζαΐμη νά έλθη εις τήν Πάνω Χρέπα, καί τόν Κολιόπουλο τόν έστειλα μέ δύο χιλιάδες νά πιάσει τό Βαλτέτσι, καί τόν Γενναίον καί τόν Παπατσώνην τόν έστειλα νά πιάσουν τά Τρίκορφα (θέση δυτικά τής Τρίπολης, όπου έγινε η κυρίως μάχη). Και τό βράδυ ήλθε ο Ανδρέας Ζαΐμης εις τήν Επάνω Χρέπα καί άναψαν φωτιαίς, ταίς είδαν οι Τούρκοι από τήν Τριπολιτσάν καί υποπτεύθηκαν μήπως πιάσουν τά Τρίκορφα οι ΈΈλληνες, καί τήν αυγήν απεφάσισε ο Ιμπραΐμης, καί έστειλε ένα δύο χιλιάδες νά πιάσουν τά Τρίκορφα. Ο Γενναίος εκίνησε, δέν επρόφθασε νά πιάση τά ταμπούρια όλα, παρά τά μισά καί τά μισά έπιασε ο Μπραΐμης. Αρχίνησε τόν πόλεμον, εγώ ήμουν εις τήν Επάνω Χρέπα, όπου ευρίσκοντο τά καλαβρυτινά καί κορινθιανά στρατεύματα. Ο Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) εκίνησε νά έλθει μεντάτι (βοήθεια) εις τό Γενναίον. ΈΈστειλε ο Μπραΐμης τήν καβαλλαρίαν, οπού εθέρισε τόν κάμπον. Επήγε στήν Σύλιμναν, οπισθοχώρησε τόν Κολιόπουλον. ΉΉτον κάμπος καί δέν ημπορούσε νά αντισταθή ο Κολιόπουλος. Τά στρατεύματα ήσαν εις τά Βέρβενα εφτά χιλιάδες, άκουσαν τόν πόλεμο καί δέν ήλθαν εις βοήθειαν. Αν αυτοί ήρχοντο εις βοήθειαν, δέν έστελνε ο Μπραΐμης όλο τό στράτευμα εναντίον τού Γενναίου. Ο Ιμπραΐμης όσο έστελνε από Τριπολιτσά βοήθειαν, τόσον έστελνα κ' εγώ από τό άλλο εις βοήθειαν τών εδικών μας. Ο πόλεμος διήρκεσεν από τήν αυγή έως δύο μετά τό μεσημέρι, εννιά ώραις. Κανόνια έριχναν εναντίον στό ταμπούρι τού Γενναίου. Ο Γενναίος εβγήκε δύο φοραίς από τό ταμπούρι διά νά τούς πάρη κανόνια, αλλ' εύρισκε πολλήν δύναμιν καί εγύρισε οπίσω. Τά κανόνια τών εχθρών δέν επροξενούσαν βλάβη. Εις τό ταμπούρι εσκοτώθη ο Παπατσώνης, καί άλλοι δύο τρείς σημαντικοί. Τά στρατεύματα τού Ιμπραΐμη ήτον έως είκοσι χιλιάδες. Τό ταμπούρι όπου ήτον ο Γενναίος δέν είχε φόβον, καί αφού είδαν οι Τούρκοι, ότι δέν κάμνουν τίποτε από εκείνο τό μέρος, εξαπλώθηκε εις ταίς πτέρυγαις. Ο Παναγιωτάκης Νοταράς, οπού εβαστούσε τήν πλάτην τού Γενναίου, ανεχώρησε, καί έτσι έφυγε καί ο Γιάννης Νοταράς μέ μεγάλον κίνδυνον. Επήραν τά οπίσθια τού Γενναίου καί αφού είδαν, έφυγαν από τό ταμπούρι καί έκαμαν κατά μάς. Η καβαλλαρία τούς έφθασε, κι εκεί εχάθηκαν 180 καί πολλοί σημαντικοί αξιωματικοί, καθώς Γεώργιος Δημητρακόπουλος ή Αλωνιστιώτης, Κώστας Μπούρας, Νικόλαος Ταμβακόπουλος, Χριστόδουλος Μέντης, Χρήστος Παναγούλιας, καί όλοι οι λοιποί ΈΈλληνες ήτον διαλεκτοί, 110 από τήν Καρυταιναν καί 70 από ταίς λοιπαίς επαρχίαις. ΈΈστειλα ένα μπαϊρακτάρη (σημαιοφόρο)
908
Μιχαλάκη τού Ζαΐμη μέ τριάντα ανθρώπους, εβάσταξε τούς Τούρκους καί εγλύτωσαν οι εδικοί μας. Τό βράδι επήγαμε εις τήν Αλωνίσταινα. Ο Ιμπραΐμης, αφού είδεν, ότι ήτον εκεί στρατεύματα ελληνικά, έπιασε τήν Πιάνα καί τό Χρυσοβίτσι μίαν ώραν μακριά τό ένα από τό άλλο, καί εις τήν μέσην είναι οι μύλοι τής Νταβιάς (Δαβιάς). Αφήκε τόν Σουλεϊμάν μπέη (τόν Γάλλο εξωμότη συνταγματάρχη Σέβ) μέ πέντε χιλιάδες, καί έφκειασε δώδεκα ταμπούρια, διά νά φυλάγη τούς μύλους. (Τούς μύλους τούς Δαβιάς ο Ιμπραήμ τούς ήθελε γιά νά φτιάχνει αλεύρι γιά τά στρατεύματά του. Αργότερα ο Κολοκοτρώνης μέ μία αιφνιδιαστική επίθεση θά τούς κατέστρεφε, γιά νά στερήσει από τόν αραβικό στρατό τό ψωμί). Ο Ιμπραΐμης εξαπλώθηκε εις τούς κάμπους καί εθέρισε τά γεννήματα καί τά έμβασε εις τήν Τριπολιτσά, καί επήγε καί αυτός εκεί. Εις τήν Αλωνίσταινα εβγήκαν εκατό Αράπηδες, τούς επήραν οι ΈΈλληνες καί τούς εσκότωσαν όλους εκτός από τρεις τέσσερους, οπού έφυγαν καί έδωσαν τήν είδηση (μάχη τής Αλωνίσταινας). Ο Ιμπραΐμης έμαθε ότι ευρισκόμεθα εις Αλωνίσταινα, εκίνησε μέ όλο του τό στράτευμα εις πέντε κολώναις, καβαλλαραίους καί πεζούς. (Μόλις οι ΈΈλληνες πού ήταν στήν Αλωνίσταινα αντιλήφθηκαν ότι ο Ιμπραήμ επιχειρούσε κυκλωτική κίνηση γιά νά τούς αποκλείσει, υποχώρησαν πρός τή Βυτίνα). Την αυγή εφύγαμε καί αφήκαμε τόν Κολιόπουλο μέ χίλιους, καί εκεί δέν εμπόρεσε νά βαστάξη καί ήλθε στή Βυτίνα, καί από τήν Βυτίνα εις τά Μαγούλιανα. Εκεί δέν ημπορέσαμε νά τόν βασταξομε καί τό στράτευμα εσκορπίσθη. Οι Καρυτινοί, σάν εμβήκεν ο Ιμπραΐμης εις τήν επαρχίαν τους, επήγε ο καθένας νά ασφαλίση τήν φαμελιάν του. Οι Κορινθινοί ανεχώρησαν, ο Λόντος ανεχώρησε καί αυτός, εμείναμε κατά περίστασιν, εγώ, ο Ζαΐμης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Κολιόπουλος, Αναγνώστης Παπασταθόπουλος καί Αποστόλης Κολοκοτρώνης. Επήγαμε εις τά Λαγκάδια.» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος Ο Ιμπραήμ, μετά τή νίκη στά Τρίκορφα, εγκατέστησε φρουρές στή Σιλίμνα, τή Δαβιά, τήν Πιάνα καί τό Χρυσοβίτσι. ΈΈκλεψε τό σιτάρι καί τά γιδοπρόβατα από τά χωριά καί συνέλαβε όσους κατοίκους δέν είχαν προλάβει νά κρυφτούν στά βουνά. Τούς μύλους τής Δαβιάς τούς οχύρωσε μέ τόν Γάλλο προδότη, γιά νά τούς χρησιμοποιήσει γία τήν παραγωγή αλευρίου, τού τόσο πολύτιμου γιά τό στράτευμά του. Κατά τό τέλος Ιουνίου, ο Κολοκοτρώνης οργάνωσε τήν άμυνα στό Διάσελο τής Αλωνίσταινας, συγκεντρώνοντας στρατιωτικά σώματα από τήν Καρύταινα, τήν Ηλεία, τά Καλάβρυτα καί τήν Αργολίδα. Οι Αιγύπτιοι έφθασαν στήν περιοχή τήν 1η Ιουλίου 1825 καί αμέσως ξεκίνησε η μάχη μέ πρώτο νά πυροβολεί τούς εχθρούς τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη,
909
ακολουθούμενο στή συνέχεια από τούς Ανδρέα Λόντο, Δημήτρη Πλαπούτα (γιό τού γέρο Κόλια Πλαπούτα) καί Γεώργιο Λεχουρίτη. Στή μάχη αυτή συμμετείχε καί ο Ιωάννης Παπαλεξόπουλος από τό ΆΆργος, ο οποίος διακρίθηκε γιά τήν τόλμη του. Ο Ιμπραήμ επιχείρησε δεύτερη επίθεση μέ νέες δυνάμεις αλλά αποκρούστηκε καί αυτή από τίς ελληνικές ενισχύσεις πού έφθασαν μέ τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τόν Ανδρέα Ζαΐμη, τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί τόν Νικόλαο Πετμεζά. Οι Τουρκοαιγύπτιοι υποχώρησαν αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης 200 νεκρούς καί τραυματίες, ενώ πολλά άλογα τά πήραν οι ΈΈλληνες αφού οι περισσότεροι νεκροί ανήκαν στό αιγυπτιακό ιππικό. Τότε ο Ιμπραήμ πασάς, μέ τή βοήθεια ντόπιων Τούρκων, επιχείρησε κυκλωτική κίνηση μέσα από δύσβατα μονοπάτια, μέ τό σύνολο τού στρατού του, ώστε νά αποκλείσει τούς ΈΈλληνες στό Διάσελο τής Αλωνίσταινας καί νά τούς αποδεκατίσει. Αλλά η κίνησή του αυτή έγινε αντιληπτή από τούς ΈΈλληνες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τήν Αλωνίσταινα καί κινήθηκαν πρός τή Βυτίνα. Ο αιγυπτιακός στρατός δέν κατάφερε νά περικυκλώσει τούς ΈΈλληνες ενόπλους, αλλά στήν πορεία του γιά τή Βυτίνα, συνέλαβε πλήθος από γυναικόπαιδα πού είχαν κρυφτεί στό ελατόδασος έξω από τό χωριό. Οι Οθωμανοί αξιωματικοί καί οι μπέηδες επέλεξαν τίς ωραιότερες γυναίκες καί τίς μοιράστηκαν μεταξύ τους, ενώ τίς υπόλοιπες γυναίκες καί τά παιδιά τούς έστειλαν στή Μεθώνη γιά νά τούς μεταφέρουν στή συνέχεια στά σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής. Οι γέροι πού δέν έπιαναν καλές τιμές σφάζονταν επί τόπου. Ο Ιμπραήμ άρπαξε γιά σκλάβες τίς τρείς κόρες τού Θεόδωρου Ταμπακόπουλου, τήν κόρη τού Αθανασίου Σουφλέρη από τήν Αλωνίσταινα, τίς δύο κόρες τού παπά Γιάννη από τή Βυτίνα καί πλήθος από άλλες κοπέλες από ονομαστές οικογένειες. Αφού έφερε τόν γιατρό του καί μία γυναίκα ηλικιωμένη νά τίς εξετάσει γιά νά διαπιστώσει ότι ήταν παρθένες καί δέν είχαν κάποια αρρώστια, τίς πάντρεψε μέ τούς αγάδες του, ενώ αυτός νυμφεύθηκε τήν ωραιότερη, τήν κόρη τού Τριαντάφυλλου. Μία κοπέλλα πού δέν τόν ήθελε, ο σαδιστής πασάς τήν πούλησε σέ δεκαοκτώ Αραπάδες γιά νά τήν μεταχειριστούν όπως αυτοί θέλουν. «Ούτω λοιπόν, άμα εφώτισεν η ημέρα, ευθύς οι ΈΈλληνες άρχισαν νά μάχωνται μέ τούς Τούρκους, οι οποίοι κατ' αρχάς ήσαν ολίγοι. (Ο Φωτάκος περιγράφει τή μάχη στά Τρίκορφα). Ο δέ Δημήτριος Πλαπούτας βιασθείς επήγεν εις τό χωρίον Σιλήμναν (χωριό δυτικά τής Τρίπολης) καί έπιασε τήν εκεί εκκλησίαν καί τά πέριξ. Οι ΈΈλληνες τότε έχασαν τόν καιρόν, διότι δέν εβγήκαν από τό οχύρωμα νά προσβάλουν τούς ολίγους Τούρκους καί νά κυριεύσουν τά πυροβόλα των, καί τοιουτοτρόπως έπειτα ούτοι έλαβον καιρόν καί έφεραν τό ιππικόν των
910
όλον, ώρμησαν καί ερρίφθησαν κατά τού Πλαπούτα, τόν οποίον κατεδίωξαν καί τόν ανάγκασαν νά φύγη από τήν θέσιν, τήν οποίαν κατείχε. Αφού ο Πλαπούτας έφυγεν από τήν Σιλήμναν, καί εκόλλησε κατά τό μέρος τού Βαλτετσίου, ο Ιμπραήμ αφήκεν έν μέρος τού ιππικού, νά τόν επιτηρή, ώστε νά μή δυνηθή νά έλθη εις Σιλήμναν πάλιν εις βοήθειαν τών ωχυρομένων. Πολλάκις ύστερον οι ΈΈλληνες ώρμησαν έξω από τό οχύρωμα τού Γενναίου, καθώς καί αυτός ο ίδιος διά νά κυριεύσουν τά πυροβόλα τών Τούρκων, αλλά δέν τό κατόρθωσαν, διότι έλειπεν η δύναμις τού Πλαπούτα διά νά πάρη ταίς πλάταις τών Τούρκων. Από δέ τά Βέρβαινα (χωριό νοτιανατολικά τής Τρίπολης) δυστυχώς, δέν εφάνη νά έρχεται βοήθεια διά νά ίδη ταύτην ο πασάς καί αναγκασθή νά διαιρέση άλλως πώς τά δυνάμεις του. Τούτο υπήρξε τό μεγαλείτερον σφάλμα τών Ελλήνων, επειδή δέν ήλθαν πρός βοήθειαν τών πολεμούντων εις τά Τρίκορφα, διότι άν ήρχοντο τό σχέδιον τών Τούρκων θά μετεβάλλετο. Τό ιππικό τών Τούρκων τό διέταξαν νά προχωρήση εις τό χωρίον Ζαράκοβα (Μαίναλο Φαλάνθου) έως εις τό αλώνι τής Επάνω Χρέπας διά νά ενωθή εκεί μέ τό σώμα τού ιδίου πασά, όστις επίσης επορεύετο εις εκείνο τό μέρος. Προσέτι έστειλαν καί τρείς χιλιάδας τακτικόν στρατόν διά τής Χούνης, η οποία είναι έμπροσθεν τού Αγίου Βλάση, όθεν ο δρόμος φέρει εις τάς θέσεις Σκάλαν καί Ξηροπήγαδον, καί δεξιά κατά τό βουνόν Αγιον Θεόδωρον, όπου είναι τά Λακκώματα καί η καλουμένη κυρίως Λάκκα τού Χουσεΐν αγά. Οι Τούρκοι ώρμησαν συγχρόνως από όλα τά μέρη κατά τού οχυρώματος τών Ελλήνων, καί κατά πρώτον εις εκείνο τών Λαγκαδινών, τό οποίον ήτο έξω τού μεγάλου οχυρώματος, καί μέσα εις αυτό ήτο ο Παπασταθούλης. Οι Τούρκοι ώρμησαν εις αυτό καί ανακατώθησαν μέ τούς ΈΈλληνας. Οι δέ κλεισμένοι εις τό μεγάλον οχύρωμα ιδόντες τούτο έφυγαν από τήν δυτικήν πλευράν. Οι δέ Τούρκοι βλέποντες τούς ΈΈλληνας φεύγοντας ευθύς κατέβησαν κατά τήν θέσιν Γελάδα, νομίζοντες, ότι εκείθεν θά έβγουν έμπροσθεν τών Ελλήνων. Από δέ τήν ανατολικήν καί μεσημβρινήν (νότια) πλευράν ήρχοντο οι Τούρκοι διά νά φανούν εις τήν ράχιν ανακέφαλα καί κατακέφαλα τού οχυρώματος. Πρίν όμως οι Τούρκοι έμβουν εις τό οχύρωμα, όστις εκ τών Ελλήνων εδύνατο νά φύγη πρώτος τού άλλου έφευγε, διότι δέν έλαβαν τό μέτρον νά φύγωσιν όλοι μαζύ πολεμούντες, καί κανείς πλέον δέν εφρόντιζε περί τού άλλου, οι δέ ανώτεροι δέν εισακούοντο. Οι δέ φεύγοντες ετραβούσαν κατά τό ανάπλαγον διά νά πέσουν εις τό χωρίον Ζαράκοβα, καί εκείθεν νά κολλήσουν κατά τό χονδρόν βουνόν τής Επάνω Χρέπας. Τοιουτοτρόπως λοιπόν φεύγοντες αφήκαν εις τό οχύρωμα πολλούς λαβωμένους, έπειτα δέ φθάσαντες καί τούς άλλους τούς οποίους είχαν προηγουμένων αποστείλει, τούς εγκατέλειπον καί αυτούς. Μεταξύ τών λαβωμένων τούτων ήτο καί ο Ιωάννης
911
Αλεξανδρόπουλος, υιός τού Κωνσταντίνου Αλεξανδροπούλου από τήν Στεμνίτσαν. Τούτον συνώδευαν οι συγγενείς καί οι γείτονές του. Αλλ' επειδή οι Τούρκοι τούς επλησίασαν, καί δέν εδύναντο πλέον νά προχωρήσουν καί νά σωθούν αυτοί καί ο λαβωμένος, καί ούτως εκινδύνευαν όλοι ομού νά χαθούν, ο λαβωμένος τότε είπε πρός τούς ιδικούς του νά τόν αφήσουν, νά πάρουν τά όπλα του καί νά φύγουν διά νά μή χαθούν καί αυτοί δωρεάν, καί εις άλλην ευκαιρίαν νά εκδικηθούν τούς Τούρκους καί νά πάρουν τό αίμα του, έπειτα έβαλε τήν πιστόλα του εις τό ζερβί βυζί επυροβόλησε καί εσκοτώθη μόνος του. Εκεί εχάθησαν καί πολλοί άλλοι καί σημαντικοί οπλαρχηγοί ο Δημήτριος Παπατσώνης, ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος, ο Νικολής Ταμβακόπουλος, ο Θεοδωράκης Λιάρος ή Ροζής ο Χρήστος Ταμβακόπουλος, ο Χρήστος Παναγούλιας. Αυτός άν καί ήτο γέρων, όμως εστάθη εις ένα ριζοσπήλι, καί εσκότωσε δύο, τρείς Τούρκους, καί ούτω τούς εχασοημέρησεν. ΉΉτο παλαιός κλεφτοκαπετάνιος, καί κατήγετο από επίσημον οικογένειαν. ΌΌταν δέν είχαμεν πόλεμον τόν επειράζαμεν, λέγοντες πρός αυτόν, ότι θά μάς φέρη εμπόδιον εις καμμίαν μάχην, διότι έγεινεν άχρηστος διά τά γηρατεία του καί δέν θά ήμπορή νά φύγη, καί εις απάντησιν μάς έλεγεν ότι οι Τούρκοι θά μάς κυνηγούν, ημείς θά φεύγωμεν, καί αυτός θά σταθή νά πολεμή, θά χασομερήση τούς Τούρκους, καί θά μάς σώση καί αληθώς ούτως έγεινε καθώς εμάντευσεν. Εκτός τούτων απέθαναν ο Αποστόλης Παπαπανάγου, οι Γεώργιος καί Πολυχρόνης αδελφοί Μαργιολόπουλοι, ο Χριστόδουλος Μάντις, ο περίφημος Παπασταθούλης εκ Λαγκαδίων, ο Μπούρας από τούς Κωνσταντίνους τής Μεσσηνίας καί άλλοι πολλοί στρατιώται υπέρ τούς 500. ΌΌσοι δέ από τούς Κορινθίους καί τούς Καλαβρυτινούς τότε εχάθησαν αυτούς όλους εβλασφημήσαμεν, διότι δέν εστάθησαν νά πολεμήσουν. (Οι Γεώργιος Λεχουρίτης από τό Λεχούρι Καλαβρύτων, Πετμεζάδες από τά Σουδενά Καλαβρύτων καί Νοταράδες από τήν Κόρινθο εγκατέλειψαν τά οχυρώματά τους, μέ τά οποία φύλαγαν τά νώτα τού Γενναίου καί τού Παπατσώνη, μέ αποτέλεσμα οι τελευταίοι νά αποδεκατιστούν από τούς Αράπηδες τού Ιμπραήμ). Εβλασφημήσαμεν καί εκείνους, οι οποίοι έμειναν εις τά Βέρβαινα καί δέν ήλθαν εις βοήθειαν. Οι δέ αρχηγοί (Κολοκοτρώνης, Ζαΐμης) δέν εδυνήθησαν νά έλθουν καί αυτοί εις βοήθειαν τών κλεισμένων εις τά οχυρώματα (Γενναίου καί Παπατσώνη). Ο δέ Κολοκοτρώνης καί ο Ζαΐμης έτυχεν τότε μαζύ καί έθεσαν τόν εαυτόν των εις κίνδυνον, καί μάλιστα ο Ζαΐμης. Οι δύο δέ ούτοι εστάθησαν κατά τήν θέσιν Αλώνι Καλογερικόν τής μονής Επάνω Χρέπας, καί εκείθεν έστειλαν μέ ολίγους στρατιώτας τόν σημαιοφόρον τού Ζαΐμη Μιχάλην Κλαπατσουνιώτην, εγνωσμένον καί επίσημον παλληκάρι. Αυτός έπιασεν ένα λοφίσκον
912
πέτρινον, όστις είναι εκεί εις τήν ράχιν, μεταξύ τών ερχομένων Τούρκων από τό Περθώρι, καί τών άλλων από τήν Ζαράκοβαν, έρριψαν ολίγα τουφέκια δεξιά καί αριστερά καί τούς εχασομέρησε νά ενωθούν καί νά αποκλείσουν τούς περισσοτέρους ΈΈλληνας, οι οποίοι ήρχοντο από τό σκορπισθέν οχύρωμα. Η ανδραγαθία αύτη τού Μιχάλη έσωσε πολλούς τών Ελλήνων, καί περί ταύτης έγεινεν έκθεσις εις τήν Βουλήν καί τόν Αρχηγόν διά νά βραβευθή. Ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος διά νά σωθή επιάσθη από τήν ουράν τού αλόγου, τό οποίον ο Ζαΐμης ίππευεν. Τοιουτοτρόπως όλοι ανέβησαν επάνω εις τήν ράχιν τού βουνού Μενελάου (όρος Μαίναλον) καί εκείθεν εχωρίσθημεν καί οι μέν Καλαβρυτινοί καί οι Κορίνθιοι ετράβηξαν κατά τού Καρδαρά καί τού Κάψα (σημερινή Κάψια Αρκαδίας), καί εγκρεμίσθησαν κάτω διά νά υπάγουν εις τό Λεβίδι, οι δέ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καί Κανέλλος Δεληγιάννης εστάθησαν κατάρραχα άνωθεν τού χωρίου Ζαράκοβα (Μαίναλο Φαλάνθου), καί εκεί εδέχοντο τούς φυγόντας ΈΈλληνας από τό οχύρωμα, οίτινες είχαν πάρει τά πλάγια καί εκεί συνηθροίζοντο. Πρίν δέ φύγουν εκείθεν, είδαμεν τόν Ιωάννην Παπατσώνην, όστις τότε ήτο πολύ νέος. ΉΉτο λυπημένος, καί είχε τά ενδύματά του ξεσχισμένα διά τόν θάνατον τού αδελφού του Δημητρίου. Επειδή δέ ήρχετο τόν ανήφορον καί ήτο αποσταμένος (κουρασμένος) καί απέκαμεν, ο Αρχηγός μου μέ διέταξε νά στείλω τό μουλάρι μου νά αναβή επάνω καί νά τόν οδηγήσουν εις τήν ράχιν οι ιδικοί του, καί τό έστειλα. Τόν έφεραν εκεί καί τόν επήρεν ο γαμβρός του Κανέλλος Δεληγιάννης (Ο Κανέλλος είχε νυμφευθεί τήν Αθανασία Α. Παπατσώνη, αδελφή τού Ιωάννη). Ταυτοχρόνως δέ ο Αρχηγός είδε τόν υιόν του Γενναίον μέ ολίγους μισθωτούς Ρουμελιώτας, τούς οποίους είχε, καί ήρχετο καί αυτός καί οι στρατιώταί του αποσταμένοι. ΈΈστειλα πάλιν τό μουλάρι μου νά καβαλλικεύση καί νά έλθη καί αυτός εκεί, όπου ήτο ο πατέρας του. Αλλ' όμως πρίν έλθη μάς έκαμε πολλαίς αναποδιαίς από τόν υπερβολικόν θυμόν του, καί από τήν λύπην του, διότι η μάχη εχάθη τοιουτοτρόπως, ως είπαμεν, καί ενικήθη, καί διότι επεθύμει νά μείνη εκεί νά σκοτωθή. (Ο Κολοκοτρώνης πολλές φορές όταν ήταν λυπημένος ξεσπούσε τό θυμό του στά παλληκάρια του, αλλά αυτό δέν κράταγε γιά πολλή ώρα. ΎΎστερα από λίγο μάζευε τίς δυνάμεις του γιά νά συνεχίσει τόν αγώνα). Τήν μάχην ταύτην, ως ανωτέρω είπαμεν, τήν είχαμεν βεβαίαν υπέρ ημών, μή προϊδόντες τάς μελλούσας δυσκολίας. Εκείθεν δέ ανεχωρήσαμεν εις Αλωνίσταιναν, καί τήν νύκτα εκείνην έρριψε χιόνι εις τά βουνά καί χονδρήν βροχήν, καί όσοι εξενύκτισαν έξω εκρύωσαν ο δέ Κανέλλος Δεληγιάννης καί οι στρατιώταί του υπέφεραν πολύ, διότι εξενύκτισαν εις τήν Αγίαν Παρασκευήν, όπου είναι η βρύσις καί έρχεται ο δρόμος από τού Καρδαρά διά τήν Αλωνίσταιναν. Η λύπη του ήτο
913
μεγάλη, διότι έχασε τόν πολύτιμον γυναικάδελφόν του Δημήτριον Παπατσώνην, καί δι' όλης τής νυκτός υπέφερε τήν λύπην καί τό κρύο. Ο Δημήτριος Πλαπούτας καί οι περί αυτόν εσκορπίσθησαν διά τάς κατοικίας των, καί έπειτα ήλθαν εις Μαγούλιανα, καί εις τό Διάσελον τής Αλωνίσταινας. Εκ δέ τών Κορινθίων καί τών μισθωτών τού Ιωάννου καί Παναγιώτου Νοταρά, άν καί πρώτοι τών άλλων ετσακίσθησαν καί ετράπησαν εις φυγήν, όμως καί εξ αυτών πολλοί εχάθησαν. ΈΈπεσε δέ αιχμάλωτος καί ο Δεσποτόπουλος, τόν οποίον ο Ιωάννης Νοταράς είχε γραμματικόν καί υπασπιστήν του εις τούς μισθωτούς Ρουμελιώτας. Εις τήν μάχην ταύτην εκτός τών άλλων, τούς οποίους ανωτέρω ανεφέραμεν, εφονεύθη καί ο περίφημος Κωνσταντής Τσιπλακόπουλος από τό χωρίον Χέλι τής Κορίνθου άνθρωπος μέ γράμματα καί δύναμιν εις τόν τόπον του ιδίαν καί πατρικήν. Είχεν ούτος πολλήν προθυμίαν καί πατριωτισμόν, καί ένεκα τών αρετών του τούτων ελέγετο τότε, ότι κατά τήν φυγήν εχθροί του Κορίνθιοι τόν εφόνευσαν. Μετά παρέλευσιν δέ πολλού χρόνου ύστερον ο αιχμαλωτισθείς, ως είρηται, Δεσποτόπουλος απηλευθερώθη. Οι Τούρκοι, οι οποίοι τόν αιχμαλώτισαν δέν τόν εσκότωσαν, διότι εγνώριζε τήν γλώσσάν των, καί τούς ωμίλησεν. Ο Δεσποτόπουλος αγαπούσε νά φορή χρυσά καί πολυτελή ενδύματα, καί ήτο οπλισμένος μέ όπλα αργυρά πολύτιμα, έφερε δέ μαζύ του καί πολλά χρήματα. ΌΌταν δέ οι Τούρκοι τόν εγύμνωσαν, έτυχε τότε νά περνά εκείθεν ο ίδιος Ιμβραήμ, όστις ιδών αυτόν, διέταξε τούς στρατιώτας του νά μή τόν φονεύσουν, αλλά όταν ήθελεν επιστρέψει εις Τριπολιτσάν νά τόν παρουσιάσουν πρός αυτόν. Αφού δέ οι στρατιώται, επανελθόντες εις τήν πόλιν, επαρουσίασαν αυτόν ενώπιον τού πασά, ούτος τόν εξήτασε, καί τόν ηρώτησε νά μάθη περί τών Ελλήνων πόσοι καί ποίοι ήσαν εις τά Τρίκορφα. Αυτόν εγώ τόν Δεσποτόπουλον απολυθέντα τόν αντάμωσα έπειτα, καί παρ' αυτού εβεβαιώθην περί πολλών πραγμάτων, τά οποία τότε συνέβησαν. Μοί διηγήθη δηλαδή όλας τάς λεπτομερείας τής μάχης εκείνης, καί ότι όλη η δύναμις τού Ιμβραήμ ήτο υπέρ τάς είκοσι χιλιάδες πολεμισταί, χωρίς τών δούλων καί τών αιχμαλώτων ότι πολλοί Ευρωπαίοι ήσαν διοικηταί εις τά διάφορα σώματα τού στρατού ότι ο πασάς είχε πολύν φόβον από τό στρατόπεδον τών Βερβαίνων, άν τούτο ήρχετο πρός βοήθειαν τών μαχομένων. Μάλιστα δέ είπε πρός τόν Δεσποτόπουλον, ότι εδώ ο Κολοκοτρώνης σας έσφαλε, μή διατάξας αυτούς νά πλησιάσουν καί νά καταλάβουν θέσιν κατά τά άλλα εκεί βουνά τού νερού, διότι ούτω ήθελε μού φέρει εμπόδιον καί πολύν περισπασμόν. Αυτός επίσης ο αιχμάλωτος μέ εβεβαίωσεν, ότι οι φονευθέντες ΈΈλληνες ήσαν υπέρ τούς 500, ως ανωτέρω ανέφερα, διότι οι Τούρκοι έφεραν πρός τόν Ιμβραήμ πεντακόσια ζύγη αυτιά, καί έλαβαν παρά
914
τούτου δώρα, μπαξίσι. ΌΌτι ο Ιμβραήμ άν δέν ενίκα τούς ΈΈλληνας είχε σκοπόν νά αφήση τήν Τριπολιτσάν, διότι δέν εδύνατο νά έχη καθ' εκάστην πόλεμον μέ τούς Τρικόρφοις, καί διότι ούτε τροφάς είχεν, ούτε πολεμεφόδια πολλά, ώστε νά εξακολουθή τόν πόλεμον. Είχε τριάκοντα ημέρας νά λάβη ειδήσεις από τά μεσσηνιακά φρούρια, καί αι τροφαί, τάς οποίας είχε διατάξει δέν τού είχαν εκείθεν σταλή. ΈΈπειτα δέ είχε καί ανησυχίαν ο πασάς, ως έλεγεν, όταν έμαθεν, ότι οι εις ΎΎδραν φυλακισμένοι απελύθησαν, διότι ένεκα τούτου ολίγον εδειλίασε, νομίζων, ότι δέν θά δυνηθή νά καταβάλη τούς ΈΈλληνας, καί ότι ο πόλεμος τού Φλέσσα εις τό Μανιάκι, άν καί ενίκησε, τού επροξένησε μεγάλην φθοράν, διότι εις τήν μάχην εκείνην τού εφονεύθησαν υπέρ τούς χιλίους στρατιώται καί πολλοί αξιωματικοί, διότι καί οι λαβωμένοι όλοι απέθαναν εις τά νοσοκομεία τών φρουρίων πάντοτε δέ ενθυμείτο καί δέν ελησμόνει τού Φλέσσα τήν παληκαριάν. Αυτά δέ όλα μοί είπε καί μοί τά εβεβαίωσεν, ως είρηται, ο Δεσποτόπουλος. Τοιαύτη εγένετο η μάχη τών Ελλήνων καί τών Τούρκων εις τά Τρίκορφα. Η δέ ήττα τών Ελλήνων κατά τήν μάχην αυτήν έφερε τήν δειλίαν καί τήν απελπισίαν τών Πελοποννησίων, καί έκτοτε εσκορπίσθησαν, καί εις τό εξής δέν εδυνήθησαν οι αρχηγοί νά συγκεντρώσουν μεγάλα στρατιωτικά σώματα, καθώς πρότερον, καί νά πολεμήσουν τόν εχθρόν κατά πρόσωπον. Κατόπιν όμως ολίγον κατ' ολίγον εξεφόβησαν, καί άρχισαν πάλιν νά συναθροίζωνται εις τά Μαγούλιανα, διότι εκεί κατά πρώτον επήγεν ο γενικός Αρχηγός καί τό αρχηγείον υπήρχε. Πολλοί δέ ΈΈλληνες από τής πρώτης έως τής δευτέρας τού μηνός Ιουλίου ηθέλησεν νά καταλάβουν τό Διάσελον τής Αλωνίσταινας, καί εκείθεν εκαιροφυλάκτουν νά εκδικηθούν τούς Τούρκους δι' όσα εις τά Τρίκορφα έπαθαν.» Φωτάκος Παρουσίαση Κολοκοτρώνη Ο Ιμπραήμ καίει τόν Μοριά Ο μουσουλμάνος πασάς έμεινε στή Βυτίνα γιά νά χαρεί τίς νεοφερμένες σκλάβες τού χαρεμιού του καί από εκεί διαρκώς έστελνε στρατιωτικά αποσπάσματα γιά νά κυνηγούν τούς υποχωρούντες ΈΈλληνες. Η κατάσταση ήταν δραματική, καθώς οι στρατιώτες τού Κολοκοτρώνη έπρεπε νά φροντίσουν καί τόν άμαχο πληθυσμό πού περιφέρονταν πανικόβλητος καί δέν ήξερε "πού τήν κεφαλήν κλίναι". Οι μουσουλμάνοι κατέλαβαν καί έκαψαν τά Μαγούλιανα, γενέτειρα τού Φωτάκου, καί πάλι ο μόνος πού τόλμησε νά τούς πολεμήσει ήταν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, πού λίγο έλλειψε νά συλληφθεί από τόν εχθρό. «Θέλτε ν' ακούστε κλαύματα,
915
γυναίκεια μοιρολόγια; Περάστ' από τά Τρίκορφα καί μέσ' από τήν Πιάνα, Κι από τήν Αλωνίσταινα κι αγνάντια στήν Βυτίνα, Καί κεί θ' ακούστε κλαύματα, γυναίκεια μοιρολόγια. Πώς κλαίνε καί πώς θλίβονται οι Ταμπακονυφάδες (νύφες τού γέρου Ταμπακόπουλου πού έχασαν τούς άνδρες τους). Στά παραθύρια κάθονται, τό Διάσελ' αγναντεύουν (τής Αλωνίσταινας), Βλέπουν τ' ασκέρι σκορπιστό κι ερχόταν ένας ένας. Βλέπουν τόν βλάγκον (ξανθοκόκκινος ίππος) αδειανόν, τόν φέρνει ο Ρεμπεστιέκος. Ψιλή φωνίτσαν έβαλεν η κυρά Νικολίνα: Γιάννη μου, πού είν' ο αφέντης σου καί πού είν' ο καπετάνιος; Πίσω στάθη στ' ασκέρι του, πού γίνηκ' ένας ένας. Βουνά τής Αλωνίσταινας καί τής Απάνω Χώρας, γιατί βουρκώσατε πολύ καί είστε βουρκωμένα; Μήν σάς εφύσηξε βοργιάς καί ένα κακό χαλάζι; Δέν μάς εφύσηξε βοργιάς ούτε κακό χαλάζι. Μπραήμ πασάς μάς έζωσε μέ τούς στραβαραπάδες. Δέκα χιλιάδες τακτικό, έξη καβαλλαρία, πήραν τήν Αλωνίσταινα, σκλαβώσαν τήν Βυτίνα. Επήγαν στά Μαγούλιανα, περάσαν 'στά Λαγκάδια, πήραν μανούλες καί παιδιά, γυναίκες μέ τούς άνδρες. Καί κεί θ' ακούστε κλαύματα, δάκρυα καί μυρολόγια, κλαίν οι μανάδες γιά παιδιά, γυναίκες γιά τούς άνδρες.
916
Βουνά τής Αλωνίσταινας καί τής Απάνω Χώρας, Τί έχετε π' αραχνιάσατε καί είστ' αραχνιασμένα; Μή σας εβάρεσε βοριάς, μή σάς επήρ' ο νότος; Μηδέ βοριάς μάς βάρεσε, μηδέ νοτιάς μάς πήρε. Μπραήμ πασάς μάς έζωσε μέ τούς στραβαραπάδες. Μέ τρείς χιλιάδες τακτικούς, πέντε καβαλαραίους. Σκοτώσαν τόν κυρ Νικολή (Ταμπακόπουλο) μέ τόν Παπατσονόπουλον (Παπατσώνη). Εβγάτε μεσ' τόν Αγιο Λιά, αγνάντια στή Βυτίνα. Εκεί ν' ακούστε κλάυματα, ν' ακούστε μοιρολόγια. Πώς κλαίνε καί πώς θλίβονται οι Ταμπακονυφάδες. Μέ τίς Αλωνιστιώτισσες, καί χύνουν μαύρα δάκρυα. Βουνά τής Αλωνίσταινας καί τής Απάνω Χρέπας, Τί έχετε πού παχνιάσατε καί είστε παχνιασμένα; Μήν είν' τά χιόνια σας βαρειά καί τά νερά σας κρύα; Δέν είν' τά χιόνια μας βαρειά καί τά νερά μας κρύα. Μπραήμ πασάς μας πλάκωσε μέ τούς στραβαραπάδες, Μέ τρεις χιλιάδες τακτικό καί πέντε Αρβανίτες. Σκοτώσαν τή λεβεντουριά, τούς δυό καπεταναίους. Σκοτώθη ο Ταμπακόπουλος καί ο Σεντουκομίνης. Κλαίνε οι μανάδες γιά παιδιά, γυναίκες γιά τούς άνδρες. Κλαί' η κυρά Κατερινιώ κι οι δυό της συνυφάδες.»
917
Η καταδίωξη τών Ελλήνων ενόπλων καί τών αμάχων συνεχίστηκε αδιάκοπα. Ο Ιμπραήμ προσπαθούσε νά εξολοθρεύσει όλους τούς οπλαρχηγούς γιά νά σβήσει μιά γιά πάντα τήν εξέγερση τών απίστων στόν Μοριά. Αφού έκαψε τή Βυτίνα ανεχώρησε πρός τά δυτικά σκορπώντας στό πέρασμά του φωτιά καί σίδερο. Κατέσκαψε τά Λαγκάδια αναζητώντας τούς Δεληγιανναίους μέ τίς οικογένειές τους, οι οποίοι είχαν κρυφτεί σέ μία μεγάλη σπηλιά στό Σπαθάρι. Η σπηλιά χωρούσε τριακόσια άτομα καί οι Δεληγιανναίοι είχαν συγκεντρώσει σέ αυτή πολλές προμήθειες. Οι ανιχνευτές τών Αιγυπτίων παρ' ολίγο νά τούς ανακαλύψουν, αλλά τούς έσωσε μία ραγδαία βροχή πού σκέπασε τά ίχνη τους. Ο βάρβαρος πασάς, όταν έμαθε ότι δέν μπόρεσαν οι άνδρες του νά αιχμαλωτίσουν τούς Δεληγιανναίους, έβαλε φωτιά στά αρχοντικά τους, στίς εκκλησίες τού χωριού καί σέ τριακόσια ακόμα σπίτια. Τότε, χάθηκαν πολύτιμα βιβλία καί έγγραφα πού αφορούσαν τήν ιστορία τής Πελοποννήσου, ενώ εξαφανίστηκε όλη η αλληλογραφία τής οικογένειας μέ σημειώσεις, ημερολόγια, περιγραφές από τήν ειρηνική ζωή καί απολογισμούς από τίς μάχες κλπ. Ο Γενναίος οδοιπορώντας πέρασε από τό Σοπωτό, τό Βραχνί, τή Ζαρούχλα, έφθασε στό Ναύπλιο καί μετά πέρασε στόν Αγιο Πέτρο, όπου συνάντησε τόν πατέρα του, ο οποίος είχε φροντίσει να κρύψει τήν οικογένειά του στό μοναστήρι τού Ιωάννη Προδρόμου, στή Στεμνίτσα. http://www.agiasofia.com/epanastasis/moni_prodromou.jpg «Μετά τή μάχη στήν Αλωνίσταινα, ο Ιμβραήμ έμεινε δύο ημέρας εις τήν Βυτίναν διά νά χαρή τήν ζωντανήν λείαν του. Είχε αποστείλει πολλά αποσπάσματα διά νά κτυπήσουν τούς φεύγοντας καί εις πολλά σημεία οι Αιγύπτιοι προχωρούντες παραλλήλως πρός τήν δραματικήν φάλαγγαν τών αποχωρούντων κατοίκων καί τών μικρών οπισθοφυλακών τών ελληνικών σωμάτων επυροβολούσαν, συνεπλέκοντο μέ ΈΈλληνας ενόπλους καί ηύξαναν τόν τρόμον τού αμάχου πλήθους καί τών γυναικοπαίδων. Ο Φωτάκος, ο οποίος ευρίσκετο μεταξύ τούτων γράφει: "Τίποτε άλλο δέν ηκούετο παρά φωναί ανθρώπων, χλιμιντρίσματα αλόγων, τουφεκίσματα αδιάκοπα, γογγυσμοί ενωμένοι μέ τούς κρότους τών τυμπάνων τού τακτικού τού αιγυπτιακού στρατού. Από τόν φόβον, μάς εφαίνετο ότι ο τόπος όλος εσείετο καί επήγαινε νά γκρεμισθή εις τό βάραθρον." Αλλ' ούτε εις τά Μαγούλιανα ήτο δυνατόν νά σταθούν. Οι Αιγύπτιοι κατέφθαναν ολοένα καί περισσότεροι καί ο Κολοκοτρώνης, αφού έδωσεν εντολήν εις τούς επί κεφαλής τών αμάχων νά καταφύγουν πρός τά υψηλότερα μέρη καί τά κρημνώδη, όπου δέν ημπορούσε νά φθάση τό κυρίως προκαλούν τήν σύγχυσιν εχθρικόν ιππικόν καί τά συντεταγμένα τμήματα τού πεζικού, διέταξε νά συγκεντρωθούν τά ελληνικά σώματα εις τά Λαγκάδια. Αλλά ταχέως έγινεν αντιληπτόν ότι ο
918
εχθρός δέν θά εβράδυνε νά φθάση καί εις τά Λαγκάδια, η δέ προσπάθεια αποκρούσεως στρατιωτικής δυνάμεως τόσον υπερεχούσης εις αριθμόν καί ενισχυομένης υπό ησκημένου ιππικού καί πυροβολικού, δρώντος υπό τάς οδηγίας Γάλλων αξιωματικών, θά ήτο παραλογισμός. Ο Ιμβραήμ, αφού προήλασε καί εισήλθεν εις τά Λαγκάδια, όπου διέμεινε μέ τό επιτελείον του εις τά σπίτια τών Δεληγιανναίων, εξαπέλυσε τά τάγματά του ωσάν πλοκάμους φοβερού θαλασσίου πολύποδος πρός τάς κατευθύνσεις πού είχαν πάρει οι ΈΈλληνες αρχηγοί. Επεδίωκε ή τήν εξολόθρευσιν, ή τήν αιχμαλωσίαν των διά νά επιτύχη ευχερώς μετά τούτο τήν υποταγήν τού πληθυσμού, ο οποίος θά απέμενε χωρίς οδηγούς. Οι Αιγύπτιοι, οδηγούμενοι από τούς παραληφθέντας εκ τής Σμύρνης καί τής Αλεξανδρείας Τούρκους τού Ναυπλίου, καταδίωξαν κατά πόδας τούς Δεληγιανναίους καί τήν συνοδείαν των καί τούς επλησίασαν χωρίς νά τό αντιληφθούν κατά τήν αποχώρησίν των από τό Σπαθάρι. Διά νά καταδιώξουν τόν Ζαΐμην έφθασαν μέχρι τού Σοπωτού. Ο Ιμβραήμ, αφού διέμεινεν επ' ολίγον εις τά Λαγκάδια, επέστρεψεν εις τήν Τριπολιτσάν άγων πλήθη αιχμαλώτων καί κοπάδια αιγοπροβάτων καί πολλήν άλλην λείαν. (Υπολογίζεται ότι άρπαξε 3000 γυναικόπαιδα καί ότι κατέστρεψε τά τρία τέταρτα τής επαρχίας Καρύταινας). Η επαρχία τής Καρυταίνης καί όλοι οι τόποι από τούς οποίους επερνούσαν τά αιγυπτιακά τάγματα κατελεηλατήθησαν καί κατεκάησαν. Οι Αιγύπτιοι μετά πάσαν επιδρομήν των επέστρεφαν εις τήν Τριπολιτσάν φέροντες ολοένα καί νέους αιχμαλώτους, ενώ τά υψηλότερα βουνά καί αι φυσικαί κρύπται των εγέμιζαν από τά πλήθη εκείνων πού επρόφθαιναν νά διαφύγουν καί ήσαν ικανοί διά τά δραματικάς πορείας πρός τά κρημνώδη καί υψηλότερα μέρη. Πολλοί από τούς αγομένους εις τήν Τριπολιτσάν αιχμαλώτους καί αι επιλεγόμεναι νέαι καί ωραίαι γυναίκες καί πλήθος εφήβων εστάλησαν τότε εις τό Ναυαρίνον διά νά εξαποσταλούν εκείθεν εις τήν Αλεξάνδρειαν διά τών πλοίων διά νά χρησιμοποιηθούν ως δούλοι. Ο Ιμπραήμ, αφού κατέστρεψε διά τής λεηλασίας, τού πυρός καί τής αιχμαλωσίας τήν επαρχίαν τής Καρυταίνης καί τήν μέχρι τών επαρχιών τών Καλαβρύτων καί τής Ολυμπίας αφ' ενός καί τής Κυνουρίας αφ' ετέρου κεντρικήν Πελοπόννησον καί αφού διέμεινεν ολίγας ημέρας εις τήν Τριπολιτσάν, εξεστράτευσε πρός τήν περιφέρειαν τού Μιστρά καί πρός τήν Μάνην. ΌΌλαι αι έως τότε εκ τής Τριπολιτσάς ενέργειαι τού Αιγυπτίου στρατάρχου ήσαν κινήσεις πρός φθοράν τής χώρας καί τής ζωής της καί όχι αποφασιστική εκστρατεία, διά νά επιτύχη μεγάλην νίκην, συντριπτικήν διά τούς ΈΈλληνας.» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Τόμος Ε' Ο Ανδρέας Ζαΐμης κατευθύνθηκε πρός τό Σοπωτό Καλαβρύτων, οι Νοταράδες πήγαν στήν Κόρινθο καί ο Κολοκοτρώνης στά Βέρβαινα γιά
919
νά στήσει νέο στρατόπεδο. Οι Πλαπουταίοι έφυγαν από τήν Παλούμπα Καρύταινας, παίρνοντας μέ τό ζόρι τόν γέρο πατέρα τους Κόλια Πλαπούτα, ο οποίος δέν ήθελε νά αφήσει τό σπίτι του. Τούς είχε μάλιστα πεί νά τόν αφήσουν μέ τό όπλο του καί πολλά φουσέκια γιά νά πολεμήσει μέχρι θανάτου τούς μουσουλμάνους πού θά έμπαιναν στό χωριό του. Ο Ιμπραήμ συνέχιζε νά στέλνει τάγματα θανάτου στίς επαρχίες καί νά σκορπά τόν τρόμο, τή δήωση καί τή σκλαβιά. Σειρά είχαν τά χωριά τής Ηλείας καί τών Καλαβρύτων, τά οποία ερημώθηκαν από τούς κατοίκους τους. Η Μεθώνη είχε μετατραπεί σέ ένα δουλεμπορικό κέντρο, απ' όπου οι άραβες έστελναν τούς σκλάβους στά παζάρια τής Αφρικής καί τής Τουρκίας γιά νά μήν ξαναγυρίσουν ποτέ στά σπίτια τους. Σέ μία επιδρομή τών μουσουλμάνων στά Βέρβαινα, στίς 8 Ιουλίου 1825, οι ΈΈλληνες μέ επικεφαλής τόν Ανδρέα Κοντάκη καί τόν Δημήτριο Υψηλάντη σκότωσαν περίπου 200 από τούς εχθρούς καί τούς υπόλοιπους τούς κατεδίωξαν μέχρι τά τείχη τής Τριπολιτσάς. Στά Βέρβαινα έφθασαν, αφού ασφάλισαν τίς οικογένειές τους, οι Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος, καί Αντώνιος Κολοκοτρώνης. Εκεί συνάντησαν τόν αρχιστράτηγο καί έκαναν συμβούλιο γιά νά αποφασίσουν γιά τό τί μέλλει γενέσθαι. Πληροφορήθησαν ότι ο ακούραστος Ιμπραήμ ξεκίνησε νέα εκστρατεία γιά τό Μυστρά καί τή Μονεμβασιά καί ετοίμασαν άνδρες γιά νά τόν εμποδίσουν. Ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος επιτέθηκε σέ ένα αιγυπτιακό τμήμα στό Γεράκι καί ο Τζανετάκης οχύρωσε τόν πύργο του στό Μαραθονήσι, έτοιμος γιά αγώνα μέχρις εσχάτων. Ο Κώστας Σουλιώτης μέ 70 άνδρες κλείστηκε σέ ένα πύργο στά Τρίνησα Μάνης καί ο Χρόνης Μινόπουλος μέ 30 άνδρες σέ έναν άλλο μικρότερο πύργο. Στούς πύργους αυτούς πολέμησαν επί τρείς ημέρες, προξενώντας μεγάλες απώλειες στούς επιτιθέμενους. Ο ένας πύργος κατελήφθηκε μέ έφοδο καί οι Αιγύπτιοι έσφαξαν καί τούς 30 υπερασπιστές του, αλλά ο άλλος κρατούσε ακόμα. Ο Ιμπραήμ, υποσχέθηκε νά αφήσει ελεύθερο τόν Σουλιώτη μέ τούς άνδρες του όταν θά παραδίδονταν, αλλά όταν οι ΈΈλληνες βγήκαν από τόν πύργο, εκτελέστηκαν καί οι 70. Ο αραβικός στρατός συνέχισε τήν πορεία του. ΌΌπου περνούσε σκότωνε, έπαιρνε αιχμάλωτους νέους καί νέες καί έκαιγε τά χωριά. Μεγάλες σφαγές έγιναν στό Μαραθονήσι (Γύθειο), στούς Μολάους, στό Κυπαρίσσι όπου σφάχτηκαν 800 άμαχοι, καί στό χωριό Βρονταμά, όπου έφθασαν οι Τουρκοαιγύπτιοι μετά από τό κάψιμο τού Γερακιού καί τής Καρίτσας. Εκεί, πάνω από 400 κάτοικοι, υπό τήν ηγεσία τού παπά Δημήτρη Παπαδημητρίου καί τού οπλαρχηγού Γιαννάκη Καραμπά, αρνήθηκαν νά παραδοθούν καί κλείστηκαν σέ μία σπηλιά στό Παλιομονάστηρο, όπως λεγόταν τό βυζαντινό μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής, πού είχε κτιστεί τόν 12ο αιώνα.
920
Οι Αιγύπτιοι, αδυνατώντας νά καταλάβουν τόν οχυρό αυτό χώρο, ανακάλυψαν μέ τή βοήθεια ντόπιων Τούρκων μία τρύπα πάνω από τήν οροφή τής σπηλιάς τήν οποία μεγάλωσαν καί έριξαν μέσα εκρηκτικές ύλες, μέ αποτέλεσμα οι κλεισμένοι νά βρούν μαρτυρικό θάνατο τυλιγμένοι στίς φλόγες. Από τό ολοκαύτωμα τού Βρονταμά σώθηκαν μόνο δύο Χριστιανές, οι οποίες εξαγοράστηκαν στά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας από ΈΈλληνες εμπόρους καί κατάφεραν νά επιστρέψουν στήν πατρίδα τους. « Τρία πουλάκια κάθονται στης Κρίτσοβας τη ράχη, τώνα τηράει τό Βρονταμά καί τάλλο τό ποτάμι, τό τρίτο τό καλύτερο μοιρολογάει καί λέει: - "Θε' μου καί τί γίνηκαν οι δόλιοι οι Βρονταμίτες; " Μάϊδε σέ γάμο φαίνονται, μάϊδε σέ πανηγύρι, μον' πήγαν κι αποκλείστηκαν μέσα στό Μοναστήρι. Μπραήμ Πασάς επέρασε, Μπραήμ Πασάς τούς λέει: - "Βγάτε νά προσκυνήσετε, τήν εκκλησιά ν' αφήστε!" Καί κείνοι τ' απαντήσανε καί κείνοι τ' απαντάνε: - "Αϊστε καί σείς κι η πίστη σας, μουρτάτες νά χαθείτε, οι Βρονταμίτες ζωντανοί, Τούρκους δέν προσκυνάνε, Καλλιό 'χομε τό κάψιμο, παρά νά σκλαβωθούμε."» Μετά τίς καταστροφές στήν Λακωνία, ο Ιμπραήμ επέστρεψε στήν Τριπολιτσά. Διαπίστωσε βέβαια ο Αιγύπτιος πασάς, ότι οι συνεχόμενες νίκες, οι εμπρησμοί χωριών, οι σφαγές αμάχων καί οι καταστροφές τών καλλιεργιών δέν κατάφερναν νά αποδιοργανώσουν καί νά διαλύσουν τούς ΈΈλληνες. Μετά από λίγες ημέρες, ο Κολοκοτρώνης έστηνε νέα στρατόπεδα, παρακολουθώντας πάντα από κοντά τόν εχθρό. Ο πασσάς έστελνε συνέχεια επιστολές στόν Κολοκοτρώνη μέ τίς οποίες τόν κατηγορούσε σάν δειλό καί τόν καλούσε νά δώσουν τήν τελική μάχη μέ κανονικό πόλεμο καί όχι μέ κλεφτοπόλεμο. Ο Κολοκοτρώνης τού απαντούσε, "ας έλθη νά μονομαχήσωμεν άν θέλη οι δύω ημείς, ο γενναίος εκείνος καί ο δειλός εγώ καί όποιος πέσει". «Ο Ιμπραΐμ έπεμψε απόσπασμα τριακοσίων εις κατασκόπευσιν πρός τήν Αλωνίσταιναν, εκ τών οποίων περικυκλωθέντων εφονεύθησαν έως 100 (1η Ιουλίου 1825, μάχη Αλωνίσταινας). Εκ τούτου μαθών ο Ιμπραΐμ ότι υπάρχει εκεί στρατόπεδον, μετά τρείς ημέρας εξεστράτευσε πρός τήν Αλωνίσταιναν μετά μεγάλης δυνάμεως διά Λεβιδίου, διά Χρυσοβιτσίου καί κατ' ευθείαν, διά νά εκδιώξη καί καταδιώξη τούς εκεί. (Ο Ιμπραήμ προσπάθησε νά τούς κυκλώσει, αλλά εκείνοι απεσύρθησαν). Αφέντες (αφήνοντας) εις Αλωνίσταιναν μόνον τόν Κολιόπουλον μέ χιλίους, οι λοιποί μετά τού Κολοκοτρώνη καταβάντες εις Βυτίναν εκείθεν
921
μετέβησαν εις Μαγούλιανα. Φθάσας δέ ο Ιμπραΐμης εις Αλωνίσταιναν καί καταδιώξας τόν Κολιόπουλον μή δυνηθέντα ν' ανθέξη, παρηκολούθησε τούς φεύγοντας κατ' ίχνος εις Βυτίναν, όπου αιχμαλωτίσας πολλούς αδυνάτους εκ τών κατοίκων έκαυσε καί τάς οικίας, παρακολουθητικώς δέ μεταβάς καί εις Μαγούλιανα έπραξε τά αυτά, διότι μελετήσαντες οι ημέτεροι νά οχυρωθώσιν εκεί καί αντισταθώσιν, εμβλέψαντες εις τήν ολιγότητά των καί τήν μεγάλην τού εχθρού υπεροχήν δέν επέμειναν. Καί τότε ο ελληνικός εκείνος στρατός διεσκορπίσθη, τών μέν απελθόντων εις τά ίδια (σπίτια τους) πρός διάσωσιν τών οικογενειών των, τών δ' αναχωρησάντων διά Καλάβρυτα καί Κόρινθον, καί τού Κολοκοτρώνη μετά τών Ζαΐμη, Κανέλλου, Κολιόπουλου καί τινων άλλων, μεταβάντων εις Λαγκάδια, όπου εύρεν αυτούς κομιστής τού σχεδίου τής πρός τήν Αγγλίαν περί προστασίας αναφοράς Χρίστος Ζαχαριάδης, καί υπέγραψαν αυτήν όπως δήποτε προσθέντες αυτοί καί απόντων υπογραφάς (Στά Λαγκάδια υπέγραψαν πράξη μέ τήν οποία ζητούσαν βρετανική προστασία καί στήν ουσία υποτέλεια από τήν Βρετανική αυτοκρατορία). Μεθ' ό καί ανεχώρησαν, ο μέν Ζαΐμης διά Καλάβρυτα, ο δέ Κανέλλος μετά τού Γενναίου διά Σπάθαρι ή σπήλαιον τι Σφυρίδα ονομαζόμενον, όπου υπήρχον ησφαλισμέναι μετά καί άλλων πολλών αι οικογένειαι τών Δεληγιανναίων, καί ο Κολίνος ή Κωνσταντίνος, ο νεώτερος υιός τού Κολοκοτρώνη, παρακολουθών τήν τότε μνηστήν του θυγατέρα τού Κανέλλου, ούς παραλαβόντες μετέφερον εις Ναύπλιον. Επίσης καί ο Κολιόπουλος απελθών εις τά ίδια (στό χωριό του Παλούμπα), μετέφερε τούς ιδικούς του εις Μονεμβασίαν. Ο δέ Κολοκοτρώνης μετέβη μ' ολιγίστους ακολούθους του διά Σέρβου, Παλούμπα, Μάτεσι καί Καρυών εις Στεμνίτσαν. Είχε δέ καί εκείνος τότε ησφαλισμένους εις τήν εκεί μονήν τού Προδρόμου τήν μητέρα του μέ τήν οικογένεια τών Σεχ Νεντζιπέων (Τούρκοι αιχμάλωτοι τούς οποίους τούς κρατούσε ο Κολοκοτρώνης καί τελικά τούς αντάλλαξε μέ τούς αδελφούς Κωνσταντίνο καί Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο πού είχε αιχμαλωτίσει ο Ιμπραήμ στή Μεσσηνία). Προέβη δ' έπειτα καί ο Ιμπραΐμης διά Λαγκαδίων καί εις Λειοδώραν (Δήμος Ηραίας) καί πρός τά Καλάβρυτα, καί πρός τήν Ηλείαν, καίων τά χωρία καί αιχμαλωτίζων όσους επρόφθανεν. Μεταξύ τών διωκομένων πρός αιχμαλωσίαν Λαγκαδινών παρά τώ ποταμώ Λάδωνι ευρεθείσα η εκ Δημητσάνης ωραία Τρισεύγενη, θυγάτηρ μέν Π. Καζή, ανεψιά δέ εξ αδελφής τού Τριπόλεως Δανιήλ καί σύζυγος Π. Δεληβοριά, μήτηρ τριών τέκνων μικρών, ών τό μέν έφερεν εν αγκάλαις, τό δ' εκράτει εκ τής χειρός, καί κινδυνεύουσα νά αιχμαλωτισθή εις τόν ποταμόν ρίψασα τά δύω της μικρά, ερρίφθη καί
922
αυτή κατόπιν εν αυτώ. Τό δέ μεγαλήτερον κοράσιον φυγόν πρός τό δάσος καί κρυβέν εσώθη. Ανεκδιήγητοι είναι αι νυκτεριναί καί άοκνοι ταχυπορείαι τού Αρχηγού καί τών μετ' αυτού Ελλήνων, αι μακραί εβδομαδιαίαι σχεδόν πολλάκις αϋπνίαι των. Τροφή πολλάκις επί επτά έως δεκαπέντε ημέρας μόνον κρέας, όπου τύχοι καί τούτο, καί πολλάκις ανάλατον, χόρτα ή ψάνη (στάχυα από σιτάρι) ή αραβοσίτια, χλωρά ή ξηρά καί εφθά (βραστά) ή οπτά (ψητά), σταφυλαί μόναι εν τώ καιρώ των, άνευ τινός άλλου. Εγκράτεια μακρά, έν κρόμμυον, ή έν σκόρδον, ή ολίγαι ελαίαι, ή άλας ολίγον, όπου ήθελε τύχοι, εθεωρείτο άρτυμα ποθεινότατον. Εις τοιαύτην δίαιταν εσυνείθησαν οι ΈΈλληνες καί υπεβάλλοντο αγογγύστως εν καιροίς ανάγκης, ής καί αυτός ο Κολοκοτρώνης πρώτος δέν εξηρείτο. Σώμα εχθρικόν πλησιάσαν πρός τό Γεράκι Λακωνίας κατά τό Μαριόρεμα, τό εκτύπησεν ο εκεί αλλοχών Στάϊκος Σταϊκόπουλος, εφόνευσεν ουκ ολίγους εχθρούς καί κατεδίωξε τούς λοιπούς. Ο δ' Ιμπραΐμης καί τοι βλέπων εκείσε στρατόν ελληνικόν, διεσπαρμένον όμως καί εις δύσβατα καί δυνατά μέρη, δέν ήλθεν εις καταδίωξίν των, απήλθε δ' εις Γύθειον, εις Πολυτσάραβον τής Μάνης, όπου εύρεν ισχυράν αντίστασιν, εις τό έλος εις Τρίνησα, όπου έως 70 υπό τόν καπετάν Κώστα Σουλιώτην, οχυρωμένους εις πύργον τινά, ανδρείως ως οι περί τόν Δικαίον εις Μανιάκη αντιστάντας, πλείστους τών εχθρών φονεύσαντας καί έπειτα παραδοθέντας επί συνθήκη, παρασπονδήσας τούς εφόνευσεν εξ οργής δι' ήν τών επροξένησαν μεγάλην φθοράν. Εις Βρονταμάν, εις Κυπαρίσσι, όπου δέν κατώρθου μεγάλα πράγματα, ει μή καταστροφάς, καίων τά χωρία καί ουκ ολίγας άλλας φθοράς προξενών εις τά πεδινά, καί φόνους καί αιχμαλωσίας τινών αδυνάτων, ούς επρόφθανε φεύγοντας. Μεταξύ τών εις τό παρά τήν Κρεμαστήν Παλαιόκαστρον, εις τό οποίον ως εν ασφαλεί είχον καταφύγει τινά γυναικόπαιδα, καί τό οποίον κυριεύσας ηχμαλώτισε τούς εν αυτώ, ευρίσκετο καί τις νεανίς ωραία, ισταμένη εις τό χείλος ενός τών κρημνών. Παρ' αυτή προσελθών τις χιλίαρχος Αλβανός ηπίως φερόμενος καί πείθων αυτήν νά μή φοβήται, υπέσχετο εις αυτήν αλβανιστί ότι θέλει ζήσει μετ' αυτού ως κυρά, εάν εις αυτόν παραδοθή. Εκείνη απαντήσασα "πώς είναι δυνατόν σκλάβα καί κυρά;" Εκείνος ανταπήντησεν, ότι θά τήν πάρη σύζυγον καί θά είναι επί άλλων κυρία, λέγων δέ ταύτα προσήγγιζεν εις αυτήν, η δέ ως συστελλόμενη καί προφυλαττόμενη ατρομητί αλλάξασα επιτηδείως θέσιν, ώθησεν αυτόν κατά τού κρημνού, ειπούσα "δέν τό αξιώνεσαι μουρτάτη!" (δέν θά σού περάσει βρώμικε αρνησίθρησκε). Ούτω δέ κρημνίσασα αυτόν, επήδησε καί αυτή κατόπιν εις τόν αυτόν κρημνόν ίνα μή συλλάβωσι αυτήν άλλοι ζώσαν, καί ούτως εφονεύθησαν καί οι δύο. Ταύτην ονομάσαμεν ημείς τότε ηρωΐδα τής Κρεμαστής.» Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου
923
Τόν ύπνο τού δικαίου κοιμόταν καί η κυβέρνηση τών Κουντουριώτη, Κωλέττη, Μπόταση, Σπηλιωτάκη καί Μαυροκορδάτου, η οποία σχεδίαζε νά δημιουργήσει τακτικό στρατό καί σπαταλούσε χρήματα γιά νά στρατολογήσει στήν Αμερική καί τήν Ευρώπη ξένους μισθοφόρους. Είχε ορίσει καί αρχηγό τού ανύπαρκτου τακτικού στρατού τόν Γάλλο Κάρολο Φαβιέρο. Επίσης έστελνε διαρκώς επιστολές στόν Γέρο τού Μοριά, καλώντας τόν νά πολεμήσει εκ τού συστάδην τόν εχθρό μέχρι τελικής νίκης. Ο Κολοκοτρώνης απαντούσε ότι η κυβέρνηση θά έπρεπε νά ασχολείται μόνο μέ τίς προμήθειες τού στρατεύματος σέ τρόφιμα καί πολεμοφόδια. Εάν οι ΈΈλληνες έχαναν τέσσερεις χιλιάδες στρατό αυτό ισοδυναμούσε μέ τό οριστικό τέλος, ενώ άν ο Ιμπραήμ έχανε ακόμα καί δεκαπέντε χιλιάδες, θά μπορούσε εύκολα νά τούς αναπληρώσει καί νά συνεχίζει νά πολεμά. Στή συνέχεια έστησε στό ΆΆστρος φροντιστήριο γιά τά αναγκαία τού στρατού καί αποφάσισε νά επιτεθεί στούς Τουρκοαιγύπτιους πού βρίσκονταν στή Δαβιά καί είχαν σέ λειτουργία δέκα υδρόμυλους γιά νά αλέθουν τό σιτάρι καί νά προμηθεύουν μέ ψωμί τόν αραβικό στρατό. Στίς 10 Αυγούστου 1825, ο Κολοκοτρώνης μέ τόν Ζαΐμη κατέλαβαν θέση δίπλα στήν Πιάνα, ο Θεόδωρος Γρίβας μέ τόν Βασίλη Αλωνιστιώτη κύκλωσαν τή Δαβιά ή Νταβιά, ο Νοταράς πήγε στήν Επάνω Χρέπα καί ο Αντώνιος Κολοκοτρώνης μέ τόν Γκολφίνο Πετμεζά καί τόν Δημήτριο Καραμέρο έπιασαν τό Χρυσοβίτσι. Τήν επίθεση στή θέση Καστράκι ή Παλαιόπυργο τής Πιάνας τήν ξεκίνησαν, στίς 12 Αυγούστου 1825, ο Κώστας Αναστόπουλος μέ τόν Γεώργιο Λεχουρίτη καί κατάφεραν νά σκοτώσουν όλους τούς ευρισκομένους εκεί Τούρκους. Ακολούθησαν οι Γενναίος Κολοκοτρώνης, Ανδρέας Κονδάκης, αδελφοί Ζαχαρόπουλοι, Γεώργιος Αγαλλόπουλος, Πέτρος Βαρβιτσιώτης καί οι αδελφοί Νικολόπουλοι, οι οποίοι έφθασαν στά οχυρώματα τών εχθρών στή Δαβιά καί τούς ανάγκασαν νά υποχωρήσουν μέ αταξία. Ο Θεόδωρος Ρηγόπουλος καί ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος αρίστευσαν καί μόνο ο Γρίβας, πού δέχθηκε επίθεση από τον Γάλλο εξωμότη Σουλεϊμάν μπέη, υποχώρησε χωρίς νά ρίξει ούτε μία τουφεκιά, επειδή ήταν δυσαρεστημένος μέ τόν αρχιστράτηγο. Τήν κατάλληλη στιγμή εμφανίστηκε ο γενναίος Χατζημιχάλης Δαλιάνης, ο οποίος μόνο μέ 30 ιππείς έτρεψε σέ φυγή τούς εχθρούς, οι οποίοι δέν είχαν συνηθίσει νά αντιμετωπίζουν εχθρικό ιππικό. Τελικά, στίς 14 Αυγούστου 1825 οι ΈΈλληνες κατέστρεψαν όλους τούς μύλους καί ενώ ετοίμαζαν καί άλλη επίθεση κατά τών Τουρκοαιγυπτίων είδαν νά καταφθάνουν 2000 ιππείς πού είχε στείλει ο Ιμπραήμ, οι οποίοι όμως δέν είχαν έρθει γιά νά πολεμήσουν αλλά γιά νά παραλάβουν τούς συντρόφους τους καί νά τούς συνοδεύσουν μέχρι τήν
924
Τριπολιτσά. Αυτές οι μάχες καί ιδιαίτερα η μάχη τής Δαβιάς, κόστισαν στόν Ιμπραήμ 500 άνδρες, τέσσερεις σημαίες, εκατοντάδες λογχοφόρα όπλα, είκοσι τύμπανα καί δεκάδες άλογα. Οι στρατιώτες τών Αντώνη Κολοκοτρώνη, Αδάμ Κορέλα από τό Αρκουδόρεμα καί Παπαδημήτρη από τό Χρυσοβίτσι εξακολουθούσαν νά κτυπούν μικρές απομονωμένες ομάδες τού εχθρού, σκοτώνοντας κάθε ημέρα πότε είκοσι καί πότε τριάντα Τουρκαραπάδες. Είχαν τόσο εξασκηθεί πού επιχειρούσαν ακόμα καί νυκτερινές καταδρομές στά αραβικά στρατόπεδα καί δέν δίσταζαν νά αρπάζουν ζώα καί νά σκοτώνουν εχθρούς. ΈΈδεναν από τά πόδια τούς κατάκοπους από τήν κούραση φρουρούς πού έπιαναν στόν ύπνο καί μετά τούς έσερναν μέ μεγάλη ταχύτητα έξω από τό στρατόπεδο. Ο Δημήτριος Πλαπούτας ή Κολιόπουλος επιτέθηκε κατά τής φρουράς πού είχε εγκαταστήσει ο Ιμπραήμ στό ΊΊσαρι, γιά νά ελέγχει τό δρόμο Μεθώνη - Τριπολιτσά, σκοτώνοντας πάνω από 100 Τουρκοαιγυπτίους. Ο Ιμπραήμ αναγκαζόταν, μετά από αυτές τίς επιθέσεις πού δεχόταν, νά στέλνει μεγάλα αποσπάσματα στή Μεθώνη γιά νά τόν προμηθεύουν μέ τά αναγκαία τρόφιμα. Σέ αντίποινα έβαζε τούς ΈΈλληνες σκλάβους νά δουλεύουν ακατάπαυστα στούς χερόμυλους τής Τριπολιτσάς ακόμα καί μέχρι θανάτου, γιά νά αναπληρώνουν τήν εργασία τών νερόμυλων, πού είχε χάσει. Η πανώλη πού είχε εκδηλωθεί στό αιγυπτιακό στρατόπεδο τής Μεθώνης, συμπλήρωνε τό έργο τών αντάρτικων επιχειρήσεων τών Ελλήνων, αφού καθημερινά πέθαιναν δεκάδες Αιγύπτιοι στρατιώτες. http://www.agiasofia.com/epanastasis/hatzimichalis_dalianis.jpg «Τότε αποφάσισα καί παίρνω 200 ανθρώπους διά νά πάω εις τούς μύλους τής Δαβιάς, άφηκα τόν Γενναίον, τόν Λόντο καί τόν Κανέλλον εις τά Βέρβενα καί τούς είπα, ότι: "Εις τόσαις ημέραις θά ιδήτε φωτιαίς, νά έχετε βάρδια καί όσαις φωτιαίς δήτε μέ τόσαις χιλιάδαις είμαι καί νά κάμετε καί σείς φωτιαίς διά νά καταλάβωμε ότι τάς είδατε. Καί αυγήν θά κτυπήσω τούς Τούρκους εις τούς μύλους καί εσείς ολονυκτίς νά πιάσετε τά Τρίκορφα, καί νά εμποδίζετε κάθε βοήθεια οπού θά έλθει από τήν Τριπολιτζά". Επήγα εις τά Δολιανά, επέρασα εις τά Τσιπιανά (Νεστάνη Αρκαδίας) καί τούς είπα: "άν ιδήτε εις τό δείνα βουνό φωτιαίς, νά κινήση εκείνο τό στράτευμα διά νά πιάση τήν Πάνω Χρέπα". Επήγα εις τήν Αλωνίσταινα, έστειλα πεζοδρόμον εις τόν Ζαΐμην, οπού ήτον εις τά Καλάβρυτα καί τού έγραφα, μιά ώρα αρχήτερα νά έλθη μέ όσους ημπορέσει. ΉΉλθε μέ 600 ο Ανδρέας Ζαΐμης καί είχα καί 1400 καί εγινήκαμεν 2000. Είχα σκοπόν νά κτυπήσω τούς μύλους τής Δαβιάς διά νά τούς κόψω ταίς ζωοτροφίαις. Ερώτησα μερικούς Τούρκους, οπού έπιασαν οι ΈΈλληνες, πόσοι ήτον εις τά ταμπούρια τά τούρκικα, καί μέ απεκρίθηκαν ότι ήτον μόνον 800. ΈΈκαμα τά σημεία (σήματα), καί τά
925
διάφορα στρατεύματα ήλθαν καί έπιασαν τάς θέσεις οπού τούς είχα ειπή, μέ τά χαράματα. Ο Θεοδωράκης Γρίβας εζήτησε τήν θέσιν, οπού ήτον ο Χασάνμπεης, τού έδωσα οδηγούς καί επήγε. Ο Βασίλης Αλωνιστιώτης μέ τούς Αλωνιστιώτας επήγε εις τό πλευρό του, καί τόν Αντώνη τόν Κολοκοτρώνη τόν έστειλα εις τό Χρυσοβίτσι μέ 500 διά νά τούς πέσουν αποπάνω άν δοκιμάσουν οι Τούρκοι νά εβγούν από τά ταμπούρια διά νά υπάγουν εις βοήθειαν τών άλλων Τούρκων, οπού έμελλε νά κτυπήσει ο Κωνσταντίνος Αναστόπουλος, τής αδελφής μου τό παιδί. Εγώ καί ο Ζαΐμης μέ 200 εσταθήκαμεν εις τήν μέσην τής Πιάνας καί τών Αλωνιστιωτών, εμοιρασθήκαμεν εις πέντε θέσεις. Εις τήν Πιάνα είναι ένας παλιόπυργος (καστράκι) καί οι Τούρκοι τόν είχαν φκιάσει ως κάστρο. ΉΉτον 130 Τούρκοι, εκείνους είχα ειπή νά βαρέσουν τήν νύκτα ή εις τήν ράχην ή εις τό χωριό, η μιά θέσις από τήν άλλην οπού εβαστούσαμεν ήτον μακριά 10 λεπτά. Ο Κωνσταντής καί ο Λεχουρίτης εκατέβηκαν μέ τά χαράματα εις τό χωριό, τό οποίον ήτον χαλασμένον από τούς Τούρκους επίτηδες, διά νά μή τό πιάσουν οι ΈΈλληνες. Εις τά πρόποδα τού χωριού ήταν δύο λόχοι Τούρκοι, άνοιξε τό τουφέκι εις τήν Πιάνα, ημείς εκινήσαμεν εις βοήθειαν, οι δύο λόχοι, ήλθαν επάνω εις ημάς. Οι Τούρκοι βλέποντας εμάς δέκα καβαλλαραίους ενόμισαν πώς είμεθα πολλοί καί ετράβηξαν. Οι Αλωνιστιώταις ήλθαν από ταίς πλάταις τών Τούρκων, ο Γρίβας δέν εστάθηκε νά πολεμήσει, αφού είδε τόν Σουλεϊμάνπεη. Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης μέ τόν Γκολφίνον Πετιμεζά ερρίχθηκαν νά πιάσουν τό Κεφαλόβρυσο, τούς μύλους, δέν ημπόρεσαν νά περάσουν από τά τούρκικα ταμπούρια. Ο μπαϊρακτάρης (σημαιοφόρος) ο εδικός μου καί τού Ζαΐμη πλησιάζουν εις τάς πτέρυγας τών Τούρκων, ο μπαϊρακτάρης τού Ζαΐμη τούς επρωτοτζάκισε, αφού εσκότωσε τρείς μέ τήν λόγχην τού μπαϊρακιού. Οι Τούρκοι εμβήκαν εις αταξίαν, από τούς δύο λόχους τέσσεροι μόνον εγλύτωσαν, επήραμε δεκάξη ταμπούρλα καί τήν σημαίαν των. Οι Τούρκοι οπού ήτον κλεισμένοι εις τόν Παλιόπυργο (Καστράκι τής Πιάνας) ετζάκισαν καί τούς εσκότωσαν όλους 130. Τό σώμα τών Βερβένων ήλθε εις τήν προσδιορισμένην θέσιν τών Τρικόρφων. ΉΉτον αρχηγοί Λόντος, Γιατράκος, Κανέλλος, Γενναίος καί Χατζή Μιχάλης μέ τήν καβαλλαριάν. Είκοσι καβαλλαραίοι, ήτον η πρώτη φορά οπού αρχίσαμεν νά κάμωμεν καβαλλαριάν. Οι Τούρκοι τής Τριπολιτζάς εκίνησαν εις βοήθειαν τών Τούρκων οπού επολεμούσαμεν ημείς, εκτυπήθησαν καί οπισθοδρόμησαν από τήν καβαλλαριάν τήν εδικήν μας. Τότε επρόφθασε καί ο Νοταράς εις τήν Απάνω Χρέπα. Από τήν Τριπολιτζά καί από τήν Σύλιμνα εβγήκαν καί εκτύπησαν τόν Γενναίον εις τά Τρίκορφα, αντικρυ τής Συλίμνας. ΈΈπειτα από μίαν πεισματώδη μάχην ετράπησαν εις φυγήν. Εσκοτώθηκαν εως 70, επιάσθηκαν εννιά καί
926
τέσσερα ταμπούρλα, τούς επήραν καί ένδεκα ταμπούρια καί τό καστράκι τής Σύλιμνας. Από τόν χαλασμόν των δέν επρόφθασαν νά έμβουν εις τήν Τριπολιτζά. Ο αρχηγός τών Τουρκών έστειλε 4 καβαλλαραίους διά νά δώσει είδησιν τού Ιμπραΐμη, ο οποίος ευρίσκετο εις τήν Μεσσηνίαν καί ετοιμάζετο νά πάει νά χαλάσει τά Σουλιμοχώρια (Δήμος Δωρίου Τριφυλλίας). Ο Ιμπραΐμης εκίνησε εις βοήθειαν τών αποκλεισμένων Τούρκων εις τήν Δαβιά. Ο Γενναίος δέν είχε πλέον πολεμοφόδια καί ψωμί καί επήγε εις τό Βαλτέτζι καί εγώ εις τό διάσελο τής Αλωνίσταινας. Τήν τρίτη ημέρα διέταξα τόν Γενναίον νά πάρη τό σώμα του καί νά πάει εις τούς Κάτω Μύλους κατά τήν Συλίμνα. Εκεί επήγε, επολέμησε τέσσεραις ώραις καί εκυρίευσε τά οχυρώματα, καίοντας καί τούς μύλους. Εφονεύθησαν υπέρ τούς 50 καί εκυρίευσαν τά ταμπούρια. Τό άλλο μέρος, εμείς καί ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, Γκολφίνος, Γρίβας, Νοταρόπουλο, Τζόκρης, εχαλάσαμεν τούς επιλοίπους μύλους καί τούς εκλείσαμεν εις ένα παλιόκαστρο, εις ένα βράχο οπού ήτον αδύνατον νά ανέβει κανένας. Είχαμεν γνώμη νά τούς κόψωμεν τό νερό καί εις δύο ημέρας νά προσκυνήσουν. Αλλ' εις αυτήν τήν στιγμήν μάς κάμνει φανό ο Γενναίος, ότι έφθασε ο Ιμπραΐμης, καί ετράβηξε κατά τά Βέρβενα ο Γενναίος. ΉΉλθαν 2000 καβαλλαραίοι, επήραν τούς Τούρκους τούς κλεισμένους, καί τά στρατεύματα τούς επήγαιναν πολεμώντας από τά πισινά. Επήγαμεν, αναχωρήσαμεν διά τά Βέρβενα, καί τό Νοταρόπουλο καί ο Τζόκρης έμειναν εις τά Τσιπιανά (Νεστάνη Αρκαδίας). Εις τόν κάμπον τής Ταβιάς (Δαβιάς) εχαλάσαμεν οκτώ ή εννιά μύλους, από εκεί άλεθαν καί επήγαιναν εις τήν Τριπολιτζά. Τακτικοί Τούρκοι εχάθηκαν εις τρείς ημέρας καί εις τάς διαφόρους θέσεις 500, ταμπούρλα είκοσι, πολλά μουσκέτα, σημαίες τέσσερεις, άλογα, αξιωματικοί πολλοί. Ημείς επολεμούσαμεν εκεί, αλλά εις όλα τά μέρη, εις όλας τάς επαρχίας εκτυπούντο οι Τούρκοι καί δέν έλειπε ημέρα οπού νά μή σκοτώνονται Τούρκοι. (Κάθε ημέρα οι ΈΈλληνες μέ τόν κλεφτοπόλεμο κτυπούσαν απομονωμένους Τουρκοαιγύπτιους).» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη Αίτηση γιά αγγλική προστασία Ο πλοίαρχος Χάμιλτον ήταν αυτός πού μεσολάβησε γιά τήν απελευθέρωση Ελλήνων αιχμαλώτων, μεταξύ τών οποίων ήταν οι Παναγιώτης Γιατράκος, Παναγιώτης Καπετανάκης, Σωτήρης Βάρβογλης, Αμβρόσιος Ψηλογαλάνης, Χατζηχρήστος, Αναγνώστης Κανελλόπουλος καί Γεώργιος Μαυρομιχάλης μέ αντάλλαγμα τούς Τούρκους πασσάδες τού Ναυπλίου. Ο Ιμπράημ πασάς μίλησε περιφρονητικά στόν Χάμιλτον γιά τούς ΈΈλληνες καί ακολούθησε ο κάτωθι μεταξύ τους διάλογος: - "Δέν δανείζετε καί σέ μάς εσείς οι άγγλοι κάμποσες λίρες, όπως
927
δανείσατε σέ αυτούς τούς καφίρηδες (άπιστους), γέλληνες όπως εσείς οι φράγκοι τούς ονομάζετε;" - "ΌΌποιος θέλει νά δανεισθή λίρες, μπορεί νά έρθει νά τόν δανείσουμε." - "Από εμένα θά τίς πάρετε πίσω τίς λίρες. Αλλ' από αυτούς τούς γέλληνες πώς θά τίς πάρετε, όταν τούς βάλω σέ νιζάμι (τάξη); Τόσο άπιστοι είναι ώστε όταν χθές οι γενναίοι στρατιώτες μου πλησίασαν νά πιάσουν έναν από δαύτους, αυτός προτίμησε νά σκοτώσει τή γυναίκα του καί τό παιδί του καί μετά νά σκοτωθεί ο ίδιος." - "Επομένως είναι άξιοι αυτοί νά τούς δίνουμε δάνειο, διότι προτιμούν νά σκοτώνουν τή γυναίκα τους καί τό παιδί τους, παρά νά ζούνε σκλάβοι." http://www.agiasofia.com/epanastasis/slave_bazaar1.jpg Ο Κολοκοτρώνης μετά τίς αλλεπάλληλες ήττες από τόν Ιμπραήμ, έγραψε στήν κυβέρνηση επιστολή μέ τήν οποία εξέθετε τήν πραγματικότητα. Ο Ιμπραήμ μέ τό ευρωπαϊκό επιτελείο του, τά τέλεια πολεμικά μέσα πού διέθετε, τίς ανεξάντλητες εφεδρείες του καί τόν πειθαρχημένο στρατό του ήταν ανίκητος σέ μάχη εκ παρατάξεων. Οι Αραπάδες σχημάτιζαν τετράγωνα καί έκαναν επίθεση μέ τίς λόγχες υψωμένες. Προχωρούσαν καί φαίνονταν άτρωτοι. ΌΌταν πλησιάζαν τά ταμπούρια τών Ρωμιών, χαμήλωναν τίς λόγχες καί εφορμούσαν αλαλάζοντας. Οι ΈΈλληνες μόνο μέ κλεφτοπόλεμο μπορούσαν νά τούς βλάψουν. "Ο Θεός, ο τήν ελευθερίαν μας αποφασίσας, θέλει μάς βοηθήσει. Προσευχή καί πέτραις (σύν Αθηνά καί χείρα κίνει)". Μέσα στήν γενική απελπισία η σκέψη τών Ελλήνων γιά τή σωτηρία τού έθνους ήταν στραμμένη στήν επίκληση κάποιας ξένης δύναμης. Ο Κωλέττης καί ο Γεώργιος Αινιάν (αδελφός τού Δημητρίου Αινιάν πού έγραψε τή βιογραφία τού Καραϊσκάκη) υποστήριζαν τήν Γαλλία, ενώ ο Μαυροκορδάτος (Μαυροσκωτάτος όπως τόν αποκαλούσαν επιτιμητικά λόγω τού δόλιου χαρακτήρα του οι Σουλιώτες, δηλαδή μέ μαύρο σηκώτι ή Σατανάς όπως τόν αποκαλούσαν άλλοι οπλαρχηγοί) καί ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν αγγλόφιλοι. Η Αγγλία πάντως δέν θά ήταν καθόλου ευχαριστημένη μέ τήν αύξηση τής δύναμης τού Μωχάμετ Aλή τής Αιγύπτου, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο είχε τήν εύνοια τής Γαλλίας. Ο ισχυρός αιγυπτιακός στόλος πού σχεδίαζε ο μονάρχης τής Αιγύπτου νά ναυπηγηθεί από τούς Γάλλους θά αποτελούσε ισχυρή απειλή γιά τήν Αγγλία. Καί αυτός είναι ένας από τούς λόγους γιά τούς οποίους ο Χάμιλτον, προέτρεψε τόν Κανάρη νά κάψει τό ναύσταθμο τής Αλεξάνδρειας αντί γιά τής Κωνσταντινούπολης, αφού εκεί βρισκόταν ολόκληρη η ναυτική δύναμη τού Μωχάμετ Αλυ καί 30 γαλλικά πλοία. Μία επιτροπή πού είχε συστηθεί στή Ζάκυνθο μέ πρόεδρο τόν Διονύσιο Ρώμα καί μέλη τούς Κωνσταντίνο Δραγώνα καί Παναγιώτη
928
Στεφάνου είχε συντάξει ένα σχέδιο, μέ τό οποίο οι ΈΈλληνες θέσπιζαν "τήν παρακαταθήκην τής ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας καί τής πολιτικής υπάρξεως τού έθνους, εις την απόλυτον υπεράσπισιν τής Μεγάλης Βρετανίας". Γιά τή σύνταξη τού σχεδίου είχε συνεργαστεί καί ο Μεγάλος Αρμοστής τών Ιονίων Νήσων Frederic Adam. Ο πανικός πού διακατείχε τούς Πελοποννησίους τούς ανάγκασε νά υπογράψουν τήν πράξη, πού είχε φέρει από τή Ζάκυνθο ο Χρήστος Ζαχαριάδης, μέ πρώτο τόν αρχηγό τού στρατού ξηράς Κολοκοτρώνη καί κατόπιν τούς υπόλοιπους στρατιωτικούς, τούς αρχιερείς καί τούς πολιτικούς ηγέτες. Τό δεύτερο αντίγραφο τής πράξης τού σχεδίου θά τό υπόγραφε ο αρχηγός τής δύναμης τής θάλασσας Ανδρέας Μιαούλης μέ επιφανείς νησιώτες καί Στερεοελλαδίτες. Η αίτηση προστασίας διαβιβάστηκε μέ συνοδευτικό γράμμα τού αρχηγού τής κυβερνήσεως Γεωργίου Κουντουριώτη πρός τόν Adam. Ο γιός τού Μιαούλη Δημήτριος μετέφερε τίς υπογεγραμμένες αυτές πράξεις στό Λονδίνο, όπου έφθασε μέ τό μπρίκι του στίς 5 Οκτωβρίου 1825, γιά νά τίς δώσει αυτοπροσώπως στά χέρια τού Υπουργού Εξωτερικών τής Μεγάλης Βρετανίας George Canning. Η αγγλική αυτοκρατορία, ήθελε πολύ νά επωφεληθεί από τή νέα κατάσταση γιά νά εξασφαλίσει τήν παντοδυναμία της στή Μεσόγειο καί νά μήν επιτρέψει στό γαλλικό ή στό ρωσικό στόλο νά τήν απειλήσουν, ή ακόμα καί στόν αιγυπτιακό στόλο, τόν οποίο ονειρευόταν ο τύραννος τής Αιγύπτου νά γιγαντώσει. Πάντως η πρώτη αντίδραση τού Κάνινγκ ήταν αρνητική, γιά νά μή δυσαρεστήσει ανοιχτά τίς υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις καί ιδιαίτερα εκείνη τής Αυστρίας. Ο φιλορώσσος Δημήτριος Υψηλάντης, δυσαρεστημένος όχι μόνο από την αίτηση προστασίας αλλά καί από τόν παραγκωνισμό του μετά τό διορισμό τού Κολοκοτρώνη ως γενικού αρχηγού στήν Πελοπόννησο, αποσύρθηκε στο Ναύπλιο καί από τότε ως τήν άφιξη τού Καποδίστρια δέν παρουσιάστηκε σέ κανένα στρατόπεδο. Οι δύο μερίδες, η αγγλόφιλη καί η γαλλόφιλη, έστελναν διαρκώς επιστολές σέ διαφόρους οπλαρχηγούς μέ σκοπό νά προσελκύσουν η καθεμία γιά δικό της λογαριασμό τούς στρατιωτικούς αρχηγούς. Τό γαλλόφωνο κόμμα υποστήριζε μέ θέρμη τήν κάθοδο στήν Ελλάδα τού δούκα τού Nemours. Μέ αυτό τόν τρόπο προσπαθούσαν οι πολιτικοί νά μπλέξουν τούς στρατιωτικούς στίς πολιτικές τους επιδιώξεις καί φιλοδοξίες. Τήν πιο ωραία απάντηση τήν έδωσαν οι πολιορκημένοι στό Μεσολόγγι: "ούτε στόν ένα ούτε στόν άλλο θά χαρίσουμε τήν πολεμική μας δόξα, καλά θά κάνουν νά μάς εφοδιάσουν μέ τά αναγκαία καί ας πάψουν νά μάς ανακατώνουν". Η αίτηση τής βρετανικής προστασίας ενέτεινε τό ενδιαφέρον καί τόν ανταγωνισμό τών διπλωματικών κύκλων τών μεγάλων δυνάμεων καί προκάλεσε τή γέννηση τών πρώτων πολιτικών ομάδων στήν Ελλάδα.
929
ΈΈθετε τή βάση τής εξάρτησης τής μοίρας τής χώρας μας από τή Μεγάλη Βρετανία, μία εξάρτηση πού συνεχίζεται μέ τήν ίδια δυναμική μέχρι καί τίς ημέρες μας. Ο Αναστάσιος Ορλάνδος θά έγραφε στόν Γεώργιο Κουντουριώτη, ότι "η πράξη η προέλθουσα από τούς ΈΈλληνες τήν 24ην Ιουλίου 1825 προξένησε μεγάλη ταραχή στήν Ευρώπη". Ο Γάλλος στρατηγός Roche, πού είχε έλθει στήν επαναστατημένη Πελοπόννησο, ως εκπρόσωπος τής φιλελληνικής επιτροπής τού Παρισιού, άρχισε από τήν πρώτη στιγμή νά αναμιγνύεται στά εσωτερικά τής χώρας καί νά κατηγορεί τή μορφή τού δημοκρατικού πολιτεύματος, πού δέν ταίριαζε όπως θεωρούσε στήν ελεύθερη Ελλάδα. Υποστήριζε τήν εγκαθίδρυση μοναρχίας, προτείνοντας ως υποψήφιο τόν γιό τού δούκα τής Ορλεάνης. ΌΌσο ο Ιμπραήμ νικούσε, τόσο ο γάλλος στρατηγός γινόταν πιό φορτικός υποβοηθούμενος καί από τόν Γάλλο φιλέλληνα Jourdain, ενώ δέν έπαυε νά μοιράζει δώρα σέ σημαίνοντες όπως χρυσά ρολόγια, πιστόλια κλπ. Γιά νά κάνουμε καί μία αναδρομή, όσο αφορά τήν προσκόλλησή μας σέ κάποια μεγάλη δύναμη, η υποτελής αυτή στάση είχε ξεκινήσει από τούς τελευταίους αιώνες τού Βυζαντίου, μέ τούς ενωτικούς, τούς φίλα προσκείμενους στούς Βενετούς καί τόν Πάπα καί τούς ανθενωτικούς πού υποστήριζαν ότι "κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τή μέση τή πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν". Στήν τουρκοκρατία πάλι συγκρούονταν οι φιλοδυτικοί μέ όσους αισθάνονταν υποταγμένοι στή μοίρα τους καί στό σουλτάνο "βάρα με αγά μου ν' αγιάσω". Στήν επανάσταση διακρίνονταν οι οπαδοί τής φιλογαλλικής, τής φιλοαγγλικής καί τής φιλορωσικής μερίδας. Στήν τελευταία ανήκαν ο Κολοκοτρώνης καί ο Καποδίστριας. Στόν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από τήν μία ήταν οι βενιζελικοί πού ήθελαν νά μπούμε στόν πόλεμο στό πλευρό τής Αγγλίας καί από τήν άλλη οι βασιλικοί πού πίστευαν στή νίκη τής Γερμανίας καί ήθελαν νά μείνουμε ουδέτεροι. Καί βέβαια στόν χειρότερο εμφύλιο πόλεμο τής νεώτερης ιστορίας μας, είχαμε από τή μία μεριά τούς σταλινικούς κομμουνιστές καί από τήν άλλη τούς εθνικόφρονες φιλοαμερικάνους. Σήμερα είναι οι φιλοευρωπαϊστές καί πολυπολιτισμικοί τού μνημονίου καί τού Ευρό καί οι αντιευρωπαϊστές, μονοπολιτισμικοί νοσταλγοί τής δραχμής καί υποστηρικτές τής φιλίας μέ τή Ρωσσία τού Ορθόδοξου Πούτιν. Νά μήν αφήσουμε εκτός αναφοράς καί τούς φιλότουρκους αριστερούς ή ακροαριστερούς πού νοσταλγούν τό οθωμανικό παρελθόν τής πατρίδας μας, μέ τρανταχτό παράδειγμα τόν Μπουτάρη δήμαρχο τής Θεσσαλονίκης.
930
«Δώσασα η κυβέρνησις άδειαν τή επιτροπή εις εύρεσιν δευτέρου δανείου, διέταξε συγχρόνως τήν αγοράν καί ταχείαν εις Ελλάδα αποστολήν φρεγατών μετρίου μεγέθους· επανέλαβε δέ καί τήν άλλοτε δοθείσαν διαταγήν περί ειδικού δανείου καί αποστολής ξένου στρατού. Πολλά προσκόμματα απήντησεν η επιτροπή εις πραγματοποίησιν τής τοιαύτης στρατείας καί επί τέλους παρητήθη. Ησχολήθη δέ συγχρόνως καί εις αγοράν φρεγατών εν Αγγλία καί αλλαχού τής Ευρώπης, αλλά δέν ηύρεν οποίας ήθελε· καί επειδή διά τήν πολλήν τότε ασχολίαν τών ναυπηγείων ουδείς ανεδέχετο τήν κατασκευήν νέων εν βραχεί διαστήματι, όπως απήτει η επικίνδυνος στάσις τών πραγμάτων, απεφάσισε νά κατασκευάση ή αγοράση δύο ετοίμους εν τή αρκτώα (βόρεια) Αμερική, όπου, ως έμαθε, κατεσκευάζοντο ταχέως τοιαύτα πλοία πρός χρήσιν τών νέων επικρατειών τής νοτίου Αμερικής. Καταλληλότερον δέ μέρος εκρίθη τό Νεοβόρακον (Νέα Υόρκη), καί εστάλη επί αδρά αντιμισθία εις αγοράν ή κατασκευήν αυτών ο στρατηγός Λαλλεμάνδος, ως άλλοτε εκεί χρηματίσας καί φίλος πολλών τών εν τοίς πράγμασι, αλλ' ανεπιτήδειος πρός τό έργον· εδόθησαν δέ προς κτήσιν αυτών λίραι 155,000 εκ τού δευτέρου δανείου. Τό δέ φθινόπωρον τού 1824 ανεχώρησεν εις Αγγλίαν μετά διετή αξιέπαινον εν Ελλάδι υπηρεσίαν ο Χάστιγξ (Frank Abney Hastings), καί επί τή συστάσει αυτού διέταξεν η κυβέρνησις τήν κατασκευήν ενός πολεμικού ατμόπλου. Συνομολογηθέντος δέ τού δευτέρου δανείου, έσπευσεν η επιτροπή νά εκτελέση όσα περί τούτου διετάχθη, προπληρώσασα δεκακισχιλίας λίρας υπό τόν όρον νά ετοιμασθώσι τά πάντα εντός τριών εβδομάδων. Τόν δέ Ιούλιον τού 1825 επανήλθεν εις Αγγλίαν εκ τής μεσημβρινής Αμερικής ο λόρδος Κοχράνης, ανήρ έχων υπόληψιν τολμηρού καί στρατηγηματικού θαλασσομάχου, καί διαπρέψας εν ταίς υπέρ Βραζιλίας καί άλλων νέων επικρατειών ναυμαχίαις. Οι Ρικάρδοι (εβραϊκός τραπεζικός οίκος μέ έδρα τό Λονδίνο) καί τινες φιλέλληνες ενόμισαν σωτηριώδες διά τήν Ελλάδα καί επρόβαλαν πρός τήν επιτροπήν νά κληθή ο ανήρ ούτος εις υπηρεσίαν, ν' αυξηθή διά δαπάνης μέρους τού δανείου η θαλάσσιος δύναμις, καί νά τεθή υπό τάς διαταγάς αυτού. Προθύμως συγκατετέθη η επιτροπή, παρέλαβε τόν λόρδον εν τή υπηρεσία τής Ελλάδος μέχρι τέλους τού αγώνος επί αντιμισθία λιρών 57.000, εξ ών προκατέβαλε 37.000, καί παρακατέθεσε 113.000 εις αγοράν ή κατασκευήν πέντε άλλων ατμοπλόων επί ρητή συμφωνία ν' αποπλεύση ο λόρδος εντός δύο ήμισυ μηνών μετά τού στολίσκου τούτου. Αλλ' εν ώ εγίνετο φροντίς περί ευρέσεως ετοίμων ατμοπλόων εις ταχυτέραν χρήσιν αυτών, αίφνης ειδοποιήθη η επιτροπή, ότι οι Ρικάρδοι διέταξαν εν αγνοία αυτής τήν κατασκευήν νέων· κατεταράχθη δέ έτι μάλλον μαθούσα, ότι η κατασκευή τών ατμομηχανών ανετέθη εις τόν Γαλοβαίην (Alexander Galloway), όστις, αναδεχθείς τήν
931
κατασκευήν τής ατμομηχανής τού πρώτου ατμόπλου, τής "Καρτερίας", ουδ' αυτήν ητοίμασεν εντός τής προθεσμίας· πολλή εγένετο λογομαχία μεταξύ τής επιτροπής καί τών Ρικάρδων περί ων ούτοι αυθαιρέτως έπραξαν, αλλ' επί τέλους απεφασίσθη νά μή εμποδισθή η αρξαμένη ήδη κατασκευή επί επανειλημμένη υποσχέσει ταχείας αποπερατώσεως. Αλλ' ο Γαλοβαίης, ο αναδεχθείς νά εργασθή διά τήν Ελλάδα, ειργάζετο καί διά τόν Μεχμέτ Αλήν· καί αυτός ο υιός του διέτριβε τόν καιρόν εκείνον εν Αιγύπτω. Εντεύθεν ανεφύοντο καθ' ημέραν δυσκολίαι καί υπόνοιαι, καί επί μία ή άλλη προφάσει τά έργα ανεβάλλοντο από εβδομάδος εις εβδομάδα, καί από μηνός εις μήνα· οι δέ Ρικάρδοι ουδέ πρόστιμον κάν εφρόντισαν νά ορίσωσιν επί τή παραβάσει τών όρων· καί εν ώ κατά τήν ενυπάρχουσαν συμφωνίαν έπρεπεν όλος ο εν Αγγλία ετοιμαζόμενος στολίσκος νά φθάση εις Ελλάδα πρό τού τέλους 1825, μόλις τό πρώτον ατμόπλουν έφθασε τόν Σεπτέμβριον του 1826, τό δεύτερον μετά έν έτος αφ' ού έφθασε τό πρώτον, τό τρίτον μετά έν έτος αφ' ού έφθασε τό δεύτερον· τά δέ λοιπά τρία εφθάρησαν εν τοίς νεωρίοις τού Λονδίνου δι' έλλειψιν τών εις απαρτισμόν χρημάτων. Εν τούτοις οι ΈΈλληνες εστήριζαν όλας τάς ελπίδας των εις τήν θαλασσίαν ταύτην δύναμιν καί τήν επροσδόκουν ως θαυματουργόν· ως θαυματουργόν τήν παρίστα καί ο Κοχράνης (Cochrane), διότι έγραφεν, ότι, καί άν δέν απέμενεν επί τής εις Ελλάδα αφίξεώς του άλλο τι υπό τήν ελληνικήν κυβέρνησιν ειμή η γή εφ' ης θά επάτει, ήτον ικανός ν' ανακτήση τήν υπό τούς εχθρούς ελληνικήν χώραν· θαυματουργόν τήν εξελάμβαναν καί μέλη τινά τής ελληνικής εταιρίας βεβαιούντα, ότι εντός ολίγων εβδομάδων ο αρχηγός αυτής καί τούς τουρκικούς στόλους εντός τού λιμένος τής Κωνσταντινουπόλεως θά έκαιε, καί τήν Ελλάδα όλην τών εχθρών της θ' απήλλαττεν. Υπό τοιαύτας απατηλάς διαβεβαιώσεις καί αναιδείς κομπορρημοσύνας κατεσπαταλεύθη εν Αγγλία τόση ποσότης χρημάτων. Εθορυβήθη τό κοινόν τής Αγγλίας επί τή κακή χρήσει, αντήχησαν αι εφημερίδες της, καί συνελθόντες οι δανεισταί διέταξαν τήν εξέτασιν τών λογαριασμών καί τών αιτιών τής αργοπορίας τών ατμοπλόων· αλλ' ούτε η Ελλάς ούτε οι αθώοι δανεισταί της ικανοποιήθησαν. (Ακόμα καί ο φιλοκυβερνητικός καί αγγλόφιλος Τρικούπης, πού έζησε από κοντά τά γεγονότα δέν μπορεί νά κρύψει τήν αγανάκτησή του, γιά τήν κατασπατάληση τών χρημάτων τού δεύτερου αγγλικού δανείου σέ μισθούς τού Κόχραν καί σέ προμήθειες μεσαζόντων τού τραπεζικού ομίλου τής Αγγλίας γιά πολεμικά πλοία πού δέν θά έφθαναν ποτέ ώστε νά βοηθήσουν ουσιαστικά τήν επανάσταση).» Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις Στίς 26 Ιανουρίου 1825, συμφωνήθηκε μέ τόν τραπεζικό οίκο
932
Ρικάρντο (Ricardo's) τού Λονδίνου δεύτερο δάνειο μέ τούς ίδιους ληστρικούς όρους μέ τό πρώτο. Οι άγγλοι τοκογλύφοι από τά 2.000.000 λίρες πού συμφωνήθηκαν, τελικώς κατέβαλαν τό 40% αφού τά υπόλοιπα τά κράτησαν γιά προκαταβολές τόκων, έξοδα, προμήθειες καί διάφορες μεσιτείες. Τό πρώτο δάνειο κατασπαταλήθηκε στόν εμφύλιο πόλεμο γιά τήν εξόντωση τού Ανδρούτσου καί τού Κολοκοτρώνη, καί τό δεύτερο γιά τή δημιουργία τακτικού στρατού καί σύγχρονου πολεμικού ναυτικού, τά οποία όμως ποτέ δέν υλοποιήθηκαν. Επιπλέον μεγάλο μέρος τών χρημάτων τά σφετερίστηκε ένας από τούς χειρότερους τυχοδιώκτες τής εποχής ο λόρδος Κόχραν. Ο Κόχραν ήταν ένας απότακτος πλοίαρχος τού βρετανικού πολεμικού ναυτικού, ένας άθλιος μισθοφόρος χωρίς αρχές, ο οποίος είχε βρεθεί στή Νότια Αμερική καί είχε συμμετάσχει στόν πόλεμο τής ανεξαρτησίας τών κρατών τής Λατινικής Αμερικής καί ιδίως τής Βραζιλίας, εναντίων τών Ισπανών καί τών Πορτογάλων. Αφού αναμείχθηκε σέ διάφορα σκάνδαλα, έκλεψε μία φρεγάτα από τούς Βραζιλιάνους καί επέστρεψε στήν Ευρώπη. Αυτός ο μοιραίος γιά τήν ελληνική επανάσταση θά ήταν ο εκλεκτός τών Κουντουριώτη, Μαυροκορδάτου καί Κωλέττη. Σέ αυτόν εμπιστεύτηκαν τήν αρχηγία τού ελληνικού στόλου, αφού προηγουμένως τού έδωσαν υπέρογκες αμοιβές, από τίς οποίες μόνο οι 60.000 αγγλικές λίρες ήταν γιά τόν προσωπικό του μισθό. Ο Κόχραν είχε υποσχεθεί ότι σέ λίγες εβδομάδες από τήν άφιξή του θά έκαιγε τόν οθωμανικό στόλο στό ναύσταθμο τής Κωνσταντινούπολης. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, στενός συνεργάτης καί συγγενής τού Μαυροκορδάτου, συγκαλύπτει όσο μπορεί τίς οικονομικές αθλιότητες τής εποχής. Αλλά ούτε καί ο ίδιος δέν μπορεί νά αποκρύψει στό βιβλίο του, ότι ο υπεύθυνος γιά τή ναυπήγηση τών ελληνικών ατμόπλοιων Alexander Galloway ήταν ταυτόχρονα καί στενός συνεργάτης τού Μωχάμετ Αλη καί ότι από τά οκτώ πλοία πού είχαν παραγγελθεί καί είχαν φυσικά προπληρωθεί, ήρθαν τελικά μόνο δύο ατμόπλοια καί αυτά ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Τά πλοία αυτή ήταν η "Καρτερία" καί η "Ελλάς". Η "Καρτερία" έπρεπε νά είχε παραδοθεί τόν Αύγουστο τού 1825, αλλά θά έφθανε τελικώς στό Ναύπλιο τόν Σεπτέμβριο τού 1826 καί αυτό χάρις στίς άοκνες προσπάθειες τού έντιμου πλοιάρχου Αστιγξ (Hastings). «Τούτων δέ ούτω διατρεξάντων, η μεγίστη εκείνη απελπισία ωδήγησε τούς στρατιωτικούς καί πολιτικούς νά καταφύγωσιν ως από τό μέρος τών Πελοποννησίων υπό τήν προστασία τής Μεγάλης Βρετανίας μέ τήν ελπίδα τού ότι, ως ισχυρά δύναμις καί ως πλησιεστέρα ούσα μέ τήν Ελλάδα καί τήν Πελοπόννησον, ήθελε τοίς χορηγήσει τήν προστασίαν της. ΌΌθεν καί συνελθόντες εις τήν κωμόπολιν τών Λαγκαδίων, εξέθεντο
933
εγγράφως δι' αναφοράς των τόν επικείμενον αυτοίς κίνδυνον, επικαλούμενοι τήν προστασίαν καί υπεράσπισιν τής Μεγάλης Βρετανίας, ικετεύοντες αυτήν, νά λάβη οίκτον, καί νά μήν υποφέρη η φιλανθρωπία καί τό έλεός της ν' αφανισθώσι τόσαι καί τόσαι χιλιάδες ψυχών Χριστιανών, τήν οποίαν αυτήν αναφοράν υπογράψαντες οι παρόντες, υπέγραψαν, καί πολλά ονόματα απόντων έκ τε τών κληρικών, τών πολιτικών καί τών στρατιωτικών. Συνοδεύσαντες δέ αυτήν καί μέ έτερον έγγραφόν των πρός ούς ήδησαν εν Ζακύνθω, απέστειλαν αυτήν διά τών Κωνσταντίνου Πελοπίδα Ιατρού, Χρήστου Ζαχαριάδου καί Καλλινίκου Καστόρχη, ανθρώπων όντων τού Ελληνικού Αγώνος. Ο δέ Ιμπραχήμ πασσάς μετά τήν από Μαγούλιανα επάνοδόν του απέστειλεν έν σώμα τού στρατού του συγκείμενον από 10000 περίπου εις τήν πεδιάδα τής Καρυταίνης, διά νά συνάξωσι τούς δημητριακούς καρπούς, καί νά τούς μετακομίσωσιν εις τήν Τριπολιτζάν, όπου καί αδιακόπως εξηκολούθουν τήν σύναξιν καί τήν μετακόμισιν αυτών. Οι δέ κάτοικοι τών ορεινών εκείνων μερών υποπτεύοντες επιδρομήν τινά εχθρικήν, επεκαλέσθησαν τούς κατοίκους τής επαρχίας Τριφυλίας καί Ολυμπίας νά συνέλθωσι μετ' αυτών εις τήν κώμην Καρυάς (Ανω Καρυές Αρκαδίας) διά ν' αντιπαρατάττωνται εις κάθε εναντίαν προσβολήν τών εχθρών. Οι δέ Αρκάδιοι (εννοεί τούς κατοίκους τής Κυπαρισσίας) λαβόντες τήν κοινοποίησιν ταύτην τών κατοίκων τών κωμών Καρυών, Κραμποβού (Καστανοχώρι Αρκαδίας), Ντερμπουνίου (Λύκαιο Αρκαδίας), ΊΊσαρι (ΊΊσαρης Αρκαδίας) κτλ. έσπευσαν ευθύς, καί ο μέν Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο Αναγνώστης παπά Τσόρης, ο Γιαννάκης Γκρίτσαλης, καί διάφοροι άλλοι καπιτάνοι μετά εξακοσίων συνεπαρχιωτών των απήλθον εις τάς Καρυάς, οι δέ Τζανέτος Χριστόπουλος καί Νικόλαος Ζαριφόπουλος μετά διακοσίων πενήντα Φαναριτών (Φανάρι λεγόταν η Ολυμπία) απελθόντες καί αυτοί καί τοποθετηθέντες παρετήρουν τά διαβήματα τών εχθρών. Αλλ' εν τώ μεταξύ τής διαμονής των οι ΈΈλληνες ενεδρευτικώς εις διαφόρους νύκτας παρηνώχλουν τούς εχθρούς, τοίς ήρπαζον ζώα φονεύοντες ενίοτε καί εξ αυτών, ώστε παραβιασθέντες εκ τούτου οι εχθροί τήν 22αν Ιουλίου 1825 εξεστράτευσαν κατά τών Ελλήνων υπέρ τάς 6000, διαιρεθέντες εις δύο σώματα ανά 3000, καί τό μέν ώδευε κατά τής κώμης Κραμποβού, τό δέ κατ' ευθείαν εις τήν κώμην Καρυών (χωριά πού βρίσκονται δυτικά τής Μεγαλόπολης στίς πλαγιές τού Λυκαίου όρους), άμα δέ ότε εφάνησαν μακρόθεν οι εχθροί κατά τών Ελλήνων, οι ΈΈλληνες επροσποιήθησαν ότι αποσύρονται έως ού οι εχθροί προεχώρησαν εις τά δασώδη εκείνα όρη. Τότε ορμήσαντες οι ΈΈλληνες κατεδίωξαν αυτούς μέ πολλήν καταισχύνην, φονεύσαντες εξ αυτών 273. (Ο πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής περιγράφει μία άγνωστη μάχη πού δόθηκε στό Λυκαίον όρος
934
καί ήταν νικηφόρα γιά τούς ΈΈλληνες αφού οι Τουρκοαιγύπτιοι έχασαν περίπου 300 άνδρες μέ μικρός κόστος γιά τούς ΈΈλληνες). Μετά δέ τήν μάχην διήλθεν από τάς Καρυάς καί ο γενικός αρχηγός (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης) καί δούς τάς οδηγίας του, ανεχώρησε. Τήν αυτήν δέ στιγμήν έφθασεν αυτόσε καί ο πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής διά νά επευφημίση τής παρελθούσης ημέρας τήν μάχην. Τήν δέ 24ην τού αυτού έφθασεν εις τήν αυτήν θέσιν τών Καρυών καί ο Δημήτριος Πλαπούτας μέ έν σώμα στρατιωτών, καί ο τής Τριφυλίας στρατηγός Μήτρος Αναστασόπουλος μέ στρατιώτας αρκετούς. Τήν δέ 26ην τού αυτού εξεστράτευσαν οι Οθωμανοί διά τού λόφου Αγίου Αθανασίου, βαδίζοντες κατά τήν επαρχίαν Ολυμπίας. Αλλά πρίν φθάσωσιν υπό τήν κώμην Δραγουμάνου (Κοτύλιο Αρκαδίας), έδραμον επί τού όρους Διαφόρτι (Λυκαίον όρος) οι τήν θέσιν τών Καρυών κατέχοντες ΈΈλληνες, καί μέ πολλήν ζημίαν καί εντροπήν φονεύσαντες περίπου τών 40 τούς επέστρεψαν κακήν κακώς εις τήν πεδιάδαν τής Καρυταίνης. Εις εκείνην δέ τήν μάχην διεκρίθη ο σημαιοφόρος Ηλίας Γαλανόπουλος εκ Κυπαρισσίας, τό ατρόμητον παλληκάρι.» Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1835 Ο Φραγκίσκος Αστιγξ (Frank Abney Hastings) ήταν από εκείνους τούς ανιδιοτελείς φιλέλληνες πού βοήθησαν ουσιαστικά τήν επανάσταση. Γεννήθηκε στήν Αγγλία τό 1794 καί υπηρέτησε από μικρή ηλικία στό βρετανικό ναυτικό λαμβάνοντας μέρος στή ναυμαχία τού Τραφάλγκαρ σέ ηλικία μόλις 12 ετών. Σταδιοδρόμησε στά αγγλικά πολεμικά πλοία φτάνοντας ως τόν βαθμό τού πλοιάρχου, αλλά τελικώς τό 1820 αποτάχθηκε. Ο Hastings πίστεψε στήν χρήση πολεμικού ατμόπλοιου καί πρότεινε στήν ελληνική κυβέρνηση τήν αγορά ενός τέτοιου πλοίου, διαθέτοντας από τήν προσωπική του περιουσία 5000 λίρες. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε απρόθυμα, καθώς δέν είχε γνώσεις γιά τά ατμοκίνητα πλοία. Καί ενώ όλοι οι Βρετανοί μεσάζοντες φρόντιζαν νά πλουτίσουν από τή διάθεση τών χρημάτων τού δευτέρου αγγλικού δανείου, ο Αστιγξ δραστήριος και έντιμος, ταξίδεψε στήν Αγγλία καί κατάφερε μέ δικές του προσπάθειες νά ναυπηγηθεί τό πλοίο, στό οποίο δόθηκε τό όνομα "Perseverance", ενώ αργότερα μετονομάστηκε σέ "Καρτερία" καί θά ήταν τό πρώτο ατμοκίνητο πλοίο στόν κόσμο πού θά εκτελούσε πολεμικές επιχειρήσεις. http://www.agiasofia.com/epanastasis/hastings.jpg Καταστροφή τής Γαστούνης Από τό καλοκαίρι τού 1825, ο Κολοκοτρώνης γνώριζε από πληροφορίες τών αιχμαλώτων, ότι ο Ιμπραήμ σχεδίαζε νά κινηθεί μέσω τής επαρχίας τής Γαστούνης πρός τήν Πάτρα καί από εκεί νά καταλήξει στό Μεσολόγγι καί νά ενισχύσει τά στρατεύματα τού Κιουταχή πού τό
935
πολιορκούσαν. Ο αρχιστράτηγος ζητούσε ενισχύσεις γιά τή δυτική Πελοπόννησο καί τήν άδεια νά μεταφέρει όλες τίς σοδειές τής Γαστούνης στό Μεσολόγγι. O κάμπος τής Ηλείας δέν θά μπορούσε νά κρατηθεί από τούς ΈΈλληνες, οι οποίοι θά έπρεπε νά αντιμετωπίσουν τό πανίσχυρο αιγυπτιακό ιππικό. ΈΈνα ιππικό πού ανανέωνε διαρκώς τίς δυνάμεις του μέ ενισχύσεις πού έρχονταν στήν Μεθώνη από τήν Αλεξάνδρεια. Τά κράτη τής βόρειας Αφρικής (Αίγυπτος, Αλγερία, Τυνησία) σέ συνεργασία μέ τήν Τουρκία είχαν ετοιμάσει 145 πλοία, από τά οποία τά 79 ήταν πολεμικά. Είχαν ήδη μπαρκάρει από τήν Αλεξάνδρεια έχοντας στά αμπάρια τους περισσότερους από 10000 μουσουλμάνους στρατιώτες. Τά μεγάλα πλοία είχαν κατασκευαστεί από τούς Γάλλους στή Μασσαλία, οι οποίοι είχαν χαρίσει στόν Ιμπραήμ καί ένα μικρό ατμόπλοιο πού έφερε πάνω του τρία πυροβόλα. Πώς μπορούσε η Πελοπόννησος μόνη της νά τά βγάλει πέρα μέ τίς βαρβαρικές ορδές από τήν Αφρική, τήν Ασία καί τήν Αλβανία, πού διψούσαν γιά αίμα καί γιά γυναικεία σάρκα; ΉΉταν θαύμα τό ότι η επανάσταση ακόμα κρατούσε, όταν οι Γάλλοι αξιωματικοί τού Μωχάμετ Αλή τής είχαν δώσει ζωή μόνο δύο μήνες από τήν έλευσή του. Η κυβέρνηση δέν εισάκουσε τίς εισηγήσεις τού αρχιστράτηγου καί έπραξε εντελώς τό αντίθετο, φοβούμενη τήν προέλαση τού Ιμπραήμ πρός τό Ναύπλιο. Ενίσχυσε τίς φρουρές στήν ανατολική Πελοπόννησο, αφήνοντας τή δυτική στό έλεος τού Αιγύπτιου πασά. Οι Τουρκοαιγύπτιοι, στά τέλη Αυγούστου τού 1825, διενήργησαν επιδρομές στά χωριά τής Τριφυλίας καί τής Ηλείας, τρομοκρατώντας τόν πληθυσμό καί αρπάζοντας γυναίκες καί ζώα. Ο Αναστάσιος Κατσαρός, σέ μία προσπάθεια αναχαίτισής τους συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Κατσαρός ήταν ένας από εκείνους τούς οπλαρχηγούς, πού είχαν φυλακιστεί μαζί μέ τόν Κολοκοτρώνη στό Μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία στήν ΎΎδρα. Ο Χρύσανθος Σισίνης, προεστός τής Γαστούνης καί ο Αλέξιος Μοσχούλας, οπλαρχηγός τής Αγουλινίτσας (Επιτάλιο), έδιωχναν τούς πληθυσμούς είτε πρός τή Δίβρη, είτε πρός τά μπουγάζια (νησίδες) τής λίμνης Αγουλινίτσας, είτε πρός τής πλαγιές τού όρους Ωλονός (Ερύμανθος), ενώ δέν σταματούσαν νά ζητούν από τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Πλαπούτα ενισχύσεις. Ο Κολοκοτρώνης μέ τή σειρά του έστελνε γράμματα στό Ναύπλιο ζητώντας από τήν κυβέρνηση στρατιώτες καί πολεμοφόδια πού δέν έφταναν ποτέ. Τά χρήματα τού δευτέρου αγγλικού δανείου δέν τροφοδοτούσαν τίς στρατιωτικές ανάγκες τής Πελοποννήσου πού καιγόταν από άκρη σέ άκρη αλλά τίς τσέπες τών μεσαζόντων καί τών Εβραίων τραπεζιτών. «Ο Ιμπραΐμης κατεβαίνοντας εις τά Μοθωκόρωνα, εκτύπησε, τό στράτευμα οπού είχα αφήσει εις ταίς Καρυαίς (Ανω Καρυές Αρκαδίας), τούς εκτύπησε δέν τούς έκαμε τίποτες καί ανεχώρησε διά τήν Κορώνην. (Μάχη τού Λυκαίου όρους, 22 Ιουλίου 1825). Μία φορά έλαβα ένα
936
γράμμα από τόν Ρώμαν (Διονύσιος Γεωργίου Ρώμας, Κόντες τής Ζακύνθου) καί μού έλεγε, ότι ωμίλησε μέ τόν Αδάμ (General Sir Frederick Adam Αρμοστής Ιονίων Νήσων). Ο Αδάμ τού είπε: "Δέν ήτο δυνατόν νά αποσπάσωμεν τόν Κολοκοτρώνην από τό αρχοντικόν κόμμα;" Τό κόμμα αυτό ενομίζετο αγγλοδιωκτικό καί ρωσολατρικό καί αυτό τό διέδιδαν οι Μαυροκορδατισταί. Μού έγραψε ο Ρώμας καί μού έλεγε τά όσα τού είπε, καί νά τού γράψω ιδιοχείρως τό φρόνημά μου. Εγώ τού αποκρίθηκα ότι: "Δέν είμαι αγγλοδιωκτικός καί ρωσολάτρης, αλλά είμαι φίλους εκείνου οπού θέλει νά κάμη τό καλόν τής πατρίδος μου καί γίνου εγγυητής εις τήν εξοχότητά του τόν Αδάμ καί ο Αδάμ άς γίνη εις τήν αυλήν του διά τά φρονήματά μου." Ο Αδάμ έστειλε είδησιν εις τήν Αγγλίαν καί μέ μερικόν καιρόν έκραξε τόν Ρώμα, εκλείσθηκε δύο ημέραις, έκαμε τό σχέδιον τών αναφορών, καί τήν έστειλε τήν μίαν νά τήν υπογράψω εγώ, καί τήν άλλην ο Μιαούλης, τήν υπογράψαμεν. Τότενες έδωκα διαταγήν τού Αντώνη Κολοκοτρώνη τού νά έρχωνται νά παίρνουν τσοπχανέδες (πολεμοφόδια), νά κτυπούν από όλα τά μέρη, καί έπαιρναν σημαίας, εσκότωναν, μάς ήφερναν κεφάλια, καί επλήρωνα ένα τάλλαρο τό κεφάλι, ένα τάλλαρο τ' αγόραζα από τούς στρατιώτας, καί τά έστελνα. Εις αυτούς τούς ακροβολιστικούς πολέμους όλοι ευδοκίμησαν, όλοι πλήν κατ' εξοχήν ο Αντωνάκης Κολοκοτρώνης, ο Κορέλας από τό Αρκουδόρεμα, ο παπά Δημήτρης από τό Χρυσοβίτσι, εσκότωναν πότε 20, πότε 30, 40, 50. Εις όλαις ταίς επαρχίαις (ο Ιμπραήμ) απαντούσε αντίστασιν. Οι Αρκαδινοί (εννοεί οι Τριφύλιοι) καί οι Κοντοβουνήσιοι καί όλοι οι Μεσσήνιοι επήγαιναν εις τά Μοθωκόρωνα καί τούς εκτυπούσαν τούς Τούρκους καί τούς εσκότωναν καί τούς έπαιρναν πότε 20, πότε 30, 40 μουλάρια καί έτσι εζούσαν, διατί μισθόν οι Πελοποννήσιοι δέν επήραν παρά από τά τούρκικα λάφυρα εζούσαν. Ημείς επολεμούσαμεν εκεί, αλλά εις όλα τά μέρη, εις όλας τάς επαρχίας εκτυπούντο οι Τούρκοι καί δέν έλειπε ημέρα οπού νά μήν σκοτώνονται Τούρκοι. Γράφω εγώ όμως εδώ όσας μάχας ήμουν παρών καί ωδηγούσα εγώ. Πολλοί εφώναζαν τότε καί η ίδια η κυβέρνησις μέ έγραφε νά συστήσω γενικόν στρατόπεδον, καί νά κάμω ένα γενικόν πόλεμον. Αυτοί όμως δέν ήξευραν τήν κατάστασίν μας, διότι οι Τούρκοι είχαν πιάσει τό κέντρον (Τριπολιτσά) καί δέν μάς άφηκαν ποτέ νά συγκεντρωθούμε δέκα καί δεκαπέντε χιλιάδες νά αντιπαραταχθούμεν εις τόν εχθρόν. ΈΈπειτα ο τόπος είχε ερημωθή, ο πόλεμος δέν άφηνε νά καλλιεργήται, ψωμί δέν ευρίσκαμεν, η κυβέρνησις ήτον μόνο διά τό όνομα, διότι δέν είχε καί εκείνη καί δέν μάς έστελνε, μόνον μέ αστάχυα, ψάνη καί μέ κρέας εζούσαμεν είκοσι καί τριάντα ημέραις. Καί άν εκάμναμεν καί ένα γενικόν πόλεμον καί εχάνοντο τέσσερες ή πέντε χιλιάδες, ήτον αδύνατον νά ματαμαζεύσω στράτευμα, ενώ εάν εχάνοντο
937
καί δέκα, δεκαπέντε χιλιάδες παλιαραπάδες έφερνεν άλλους ο Ιμπραΐμης. Αφού έμαθα από ζωντανούς Αράπηδες, πού έπιαναν οι ΈΈλληνες, ότι ο Ιμπραΐμης ετοιμάζεται διά νά περάση από τήν Γαστούνην καί νά υπάγη εις τό Μεσολόγγι, έγραψα εις τήν κυβέρνησιν καί τούς έδιδα γνώμην μέ δύο γράμματά μου, ότι νά μού δώσουν τήν άδειαν νά υπάγω εις τήν Γαστούνην ή άλλον νά στείλουν διά νά σηκώσουν όλαις ταίς ζωοτροφίαις οπού ευρίσκοντο εις τήν Γαστούνην καί νά τάς εμβάσουν εις τό Μεσολόγγι, καί άν ήθελαν μέ ακούσει, ο Θεός ηξεύρει πώς ήθελε γυρίσουν τά πράγματα, διατί τό Μεσολόγγι δέν ήθελε πέσει έχοντας ζωοτροφίας. Ο Ιμπραΐμης εφοδίασε τά τρία φρούρια (Μεθώνη, Κορώνη, Νεόκαστρο) μέ στρατεύματα καί ζωοτροφίας καί εκίνησε διά τήν Γαστούνην. Οι Γαστουναίοι άλλοι επήραν τά βουνά καί άλλοι εκλείσθηκαν εις τό Χλεμούτσι, από ταίς ζωοτροφίαις άλλαις έκαψε καί άλλαις εβάσταξε καί ταίς επήρε στό Μεσολόγγι.» Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη Ο Ιμπραήμ ξεκίνησε από τήν Μεθώνη μέ νέες εφεδρείες, κατά τό τέλος Οκτωβρίου 1825, επί κεφαλής μίας μεγάλης στρατιάς πού στόχο είχε νά συμμετάσχει στήν πολιορκία τού Μεσολογγίου. Τά χωριά από τά οποία περνούσε ο στρατός του ήταν έρημα από κατοίκους. Αφού έκαψε τή Ζούρτσα (Nέα Φιγαλεία) καί τή Ζαχάρω, πλησίασε στό Κλειδί (Κάτω Σαμικό), όπου σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες πού είχε, οι ΈΈλληνες είχαν οργανώσει τήν άμυνά τους καί τόν περίμεναν. Η θέση όμως ήταν έρημη από ενόπλους, αφού ο Σισίνης δέν είχε φροντίσει νά τήν οχυρώσει. Ο μουσουλμάνος πασάς, συνέχισε τήν πορεία του καί αντιλήφθηκε ότι στίς νησίδες τής λίμνης Αγουλινίτσας, βρίσκονταν γυναικόπαιδα. Αμέσως διέταξε τούς στρατιώτες του νά καταλάβουν τίς νησίδες καί νά τού φέρουν νέους σκλάβους. Οι κρυμμένοι ένοπλοι ΈΈλληνες άνοιξαν πύρ καί ξεκίνησε μία μάχη πού κράτησε πολλές ώρες, καθώς οι Αιγύπτιοι τακτικοί καί οι Αλβανοί άτακτοι πού έκαναν τήν επίθεση δέν είχαν ευχέρεια νά κινηθούν μέ ταχύτητα στά νερά τής λιμνοθάλασσας. Η λίμνη αυτή ήταν κοντά στήν θάλασσα, αλλά τώρα δέν υπάρχει, αφού έχει πλέον αποξηρανθεί. Οι άνδρες πολεμούσαν γιά τίς οικογένειές τους καί δέν λογάριαζαν τόν θάνατο. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ ήταν επικεφαλής τού ιππικού καί προσπαθούσε νά διασχίσει τή λιμνοθάλασσα, αλλά τό άλογό του κόλλησε στή λάσπη καί λίγο έλειψε νά σκοτωθεί ο αναβάτης του. ΌΌσοι μουσουλμάνοι ήξεραν κολύμπι κατάφεραν νά φτάσουν σέ μία νησίδα καί νά κυνηγήσουν τά γυναικόπαιδα πού είχαν βρεί καταφύγιο σέ αυτή. Περίπου 200 Αραβότουρκοι χάθηκαν σέ αυτή τή μάχη ενώ σκοτώθηκαν 100 ένοπλοι Χριστιανοί. Από τά γυναικόπαιδα χάθηκαν πάνω από 200, από τά οποία άλλα σκλαβώθηκαν καί άλλα πνίγηκαν στή λίμνη.
938
Ο Ιμπραήμ, μετά τίς νέες του "επιτυχίες" μέ τίς σφαγές καί τή συγκομιδή νέων σκλάβων, κινήθηκε στίς 6 Νοεμβρίου 1825 βόρεια, πέρασε τόν Αλφειό ποταμό μέ βάρκες πού κατασκεύασαν οι μηχανικοί του, έκαψε τόν Πύργο καί έστειλε αγγελιοφόρους νά ειδοποιήσουν τόν Γιουσούφ πασά τών Πατρών γιά τήν άφιξή του. Η εμπροσθοφυλακή τού Ιμπραήμ συνάντησε τόν Μιχαήλ Σισίνη επί κεφαλής πλήθους γερόντων καί γυναικόπαιδων, τού επιτέθηκαν καί τόν απέκλεισαν στό χωριό Μουσουλούμπεη (Λευκοχώρι Ηλείας). Ο Σισίνης τούς ανάγκασε νά οπισθοχωρήσουν καί νά κατευθυνθούν στό χωριό Σαμπάναγα (Αγία Μαύρα), όπου βίασαν νέα κορίτσια, άρπαξαν γυναίκες καί έκαψαν όλα τά σπίτια τού χωριού. Τήν ίδια τύχη είχαν τά χωριά Δερβιτσελεπή, Καλίτσα, (τά δύο χωριά αποτελούν σήμερα τήν Αμαλιάδα), Σαβάλια, Ροβιάτα, Καραγιούζι (Αμπελόκαμπος) καί Σελήμ Τσαούση (Παλαιοχώρι). «We were conducted by the Arab guard, who attempted, most unsuccessfully, as it appeared to me, a regular march, to the cottage in which Ibrahim Pacha, pipe in hand, was couched. He is a stout, broad, brown - faced, vulgar - looking man, thirty five or forty years of age; marked strongly with the small pox. His countenance possesses little to engage, but when he speaks, which he does with considerable energy and fluency, it becomes animated and rather striking. He frequently accompanies his words with a long, drawling cry, which to European ears sounds ridiculous enough. His manner carries with it that sort of decision, which is perhaps the common appanage of despotism: deprived of this, he would resemble an uneducated, hard - favoured seaman of our country - and I think 1 have somewhere seen his exact counterpart - but it may be merely fancy. He was plainly clothed for a Turk; and his camp establishment altogether had none of that parade and luxury which we are accustomed to attach to eastern warfare. Speaking of the Morea, although he regretted the necessity of his present proceedings, yet it was his intention to pursue them to the utmost. He would burn and destroy the whole Morea; so that it should neither be profitable to the Greeks, nor to him, nor to anyone. What would these infatuated men, the dupes of their own imbecile government, do for provisions in the winter? He knew that his own soldiers would also suffer - that they too must perish. But his father Mehemet Ali was training forty thousand men, and he was in daily expectation of a reinforcement of twelve thousand. If these were cut off, he would have more; and he would persevere till the Greeks returned to their former state. One of the castles on the plain, he said, had just been carried by assault, and the garrison all put to the sword; the other was expected to fall immediately. He repeated, "1 will not cease till the Morea be a ruin." The Sultan has already conferred upon him the title and insignia of Pacha of this unhappy land, "and" said his highness, "if the good people of England, who are
939
so fond of sending money to the Greeks, would send it directly to me, it would save them considerable trouble;» Journal of a voyage up the Mediterranean by the Rev. Charles Swan Οι κάτοικοι τού χωριού Βαρθολομιό, αφού ασφάλισαν τά γυναικόπαιδα στό Χλεμούτσι, αποφάσισαν νά μείνουν στό χωριό τους καί νά τό υπερασπιστούν μέχρι θανάτου. Στίς 9 Νοεμβρίου 1825, τούς περικύκλωσε τό εχθρικό ιππικό, αλλά ένας κάτοικος, αφού σκότωσε έναν εχθρό, τού πήρε τό άλογο καί έτρεξε στό Χλεμούτσι νά ζητήσει βοήθεια. Πράγματι έφθασαν 150 ΈΈλληνες μέ αρχηγούς τόν καπετάν Βέρα καί τόν καπετάν Γιωργάκη Βαρθαλαμιώτη καί έπιασαν τά αμπέλια έξω από τό Βαρθολομιό καί από εκεί προξενούσαν φθορά στόν εχθρικό στρατό. Κρυμμένοι όπως ήταν στά αμπέλια, πετούσαν τούς ιππείς από τά άλογά τους καί τούς σκότωναν. Μία ραγδαία βροχή όμως αχρήστευσε τά τουφέκια τους καί τότε τό πεζικό τών Αιγυπτίων μέ τίς λόγχες του βρήκε τήν ευκαιρία νά εφορμήσει καί νά κατασφάξει όλους τούς ΈΈλληνες πλήν ενός. Οι κλεισμένοι στά σπίτια κατάφεραν νά αποκρούσουν τίς επιθέσεις μέ πολλές απώλειες εκατέρωθεν καί τελικά ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή στούς άνδρες του νά αποχωρήσουν. Αρκετές εκατοντάδες ήταν οι νεκροί καί από τίς δύο πλευρές. Σκοτώθηκαν 500 Τουρκοαιγύπτιοι καί 200 ΈΈλληνες, μεταξύ τών οποίων ήταν ο καπετάν Τζεκούρας από τό Βρανά καί ο Πανάγος Βέρας από τό Βαρθολομιό. Τά γυναικόπαιδα πού ήταν στό κάστρο στό Χλεμούτσι γλύτωσαν, αφού ο Ιμπραήμ προχώρησε πρός τά Λεχαινά καί από εκεί πρός τήν Πάτρα, χωρίς νά τά πειράξει. Τό στρατόπεδό του τό έστησε στόν Ψαθόπυργο καί τό Δράπανο (Δρέπανο Αχαΐας) όπου θά περίμενε μεταγωγικά γιά νά τόν περάσουν απέναντι, στίς ακτές τής Ρούμελης. Ο Ιμπραήμ βιαζόταν νά περάσει στό Μεσολόγγι αλλά δέν ήθελε νά αφήσει πίσω του εστίες αντίστασης. ΈΈδωσε εντολή στόν Χουσεΐν πασά νά πάρει 5000 στρατιώτες από τήν Μεθώνη καί νά αφανίσει τίς επαρχίες τής Γαστούνης καί τού Πύργου. Στίς 9 Δεκεμβρίου 1825, οι Βάνδαλοι τής Αφρικής έφθασαν στή μονή τής Σκαφιδιάς, όπου βρισκόταν ο Γεώργιος Μήτσος μέ 300 ένοπλους Πυργιώτες καί εκατοντάδες γυναικόπαιδα. Οι μουσουλμάνοι εξαπέλυσαν πολλαπλές επιθέσεις οι οποίες δέν είχαν κανένα αποτέλεσμα καί τελικά υποχώρησαν. Στό μικρό εξωκκλήσι τού Αγίου Σωτήρα στίς όχθες τού Αλφειού ποταμού κλείστηκε ο Ιωάννης Διάκος μέ τόν αδελφό του Διονύσιο, τόν Λαμπαούνα καί άλλους οκτώ Πυργιώτες. Εκεί αντέταξαν ισχυρή άμυνα γιά πολλές ώρες, καί όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Τουρκοαιγύπτιοι ετοίμαζαν ξερά χόρτα γιά νά τούς κάψουν, έκαναν έφοδο μέ τά γιαταγάνια στά χέρια καί βρήκαν όλοι τόν θάνατο μέ εξαίρεση τόν Διονύσιο Διάκο καί τόν Λαμπαούνα. Ο Χουσεΐν
940
πασάς ρήμαξε τήν επαρχία τής Γαστούνης. Αιχμαλώτισε καί σκότωσε εκατοντάδες ΈΈλληνες καί φρόντισε νά στείλει στήν Πάτρα έντεκα μεγάλες μπρατσέρες φορτωμένες μέ αλεύρι, σιτάρι, κριθάρι καί βούτυρο, ενώ ο ίδιος μετέφερε από τήν ξηρά 200 βόδια καί 3000 αιγοπρόβατα. Πολλά από τά γυναικόπαιδα τής επαρχίας αυτής έφτασαν μέχρι τή μονή τού Μεγάλου Σπηλαίου στά Καλάβρυτα, γιά νά βρούν καταφύγιο. «Είναι ανεκδιήγητα όσα υπέφεραν οι κάτοικοι τού τμήματος τούτου τής Πελοποννήσου. Λόγω τού πεδινού τής χώρας οι Αιγύπτιοι ημπορούσαν ευκόλως καί ταχέως νά κινηθούν παντού. Καί εις τό τελευταίον χωριό οι επιδράμοντες είχαν νά αποκομίσουν λείαν εκ τών αποθηκών τών παραγωγών τής πλούσιας επαρχίας. Αι οικογένειαι, φεύγουσαι τήν αιχμαλωσίαν, εταλαιπωρούντο εκ τών μακρών πεζοποριών διά νά φθάσουν εις τά ορεινά μέρη, όπου προέβαλλε τό δεινόν ζήτημα τής συντηρήσεώς των. Αλλ' εις όλας τάς επαρχίας τής Πελοποννήσου η κατάστασις τών πληθυσμών ήτο δραματική. Εις τάς ορεινάς περιφερείας, εις τάς περισσότερας δηλαδή τής χώρας, τά καταφύγια ήσαν πλησιέστερα καί περισσότερα διά τά φεύγοντα πλήθη τών γυναικοπαίδων καί τών αμάχων γενικώς. Τά μοναστήρια, τά εξωκκλήσια, αι αφανείς χαράδραι, τά δάση καί τά διάμεσα τών κρημνών τών υψηλών βουνών, τών απροσπέλαστων εις τόν εχθρόν, είχαν γεμίσει από αυτά τά έντρομα πλήθη. Ενώ ο Ιμβραήμ ευρίσκετο εις τό παρά τόν Ψαθόπυργον στρατόπεδόν του καί ησχολείτο μέ τά ζητήματα τής μεταφοράς τών δυνάμεών του εις τήν Στερεάν διά τό Μεσολόγγι, εις τό Ναύπλιον εκρίθη ότι ήτο δυνατή μία επίθεσις κατά τής Τριπολιτσάς διά τών δυνάμεων τού Κολοκοτρώνη. Εις τήν απόφασιν αυτήν συνέτεινε μία μυστική κίνησις τών εις τήν Τριπολιτσάν Αλβανών, οι οποίοι δέν ήσαν ολίγοι. Διεμήνυσαν τάς διαθέσεις των εις τόν Κολοκοτρώνην διά μυστικών απεσταλμένων καί εκείνος κατέστησε γνωστόν τό πράγμα εις τήν κυβέρνησιν καί εζήτησε νά τού δοθούν τά μέσα νά προβή εις αιφνιδιαστικήν επιχείρησιν εναντίον τής Τριπολιτσάς. Η κυβέρνησις εδέχθη καί διέταξε τά εις τάς Σπέτσας ευρισκόμενα υπό τόν Κωνσταντίνον Μαυρομιχάλην στρατεύματα νά επιστρέψουν εις τήν Πελοπόννησον. Κατά τάς ιδίας ημέρας μία εφημερίς εδημοσίευσεν ειδήσεις περί τής συγκεντρώσεως σωμάτων εις τό στρατόπεδον τού Κολοκοτρώνην. Κατ' αυτόν τόν τρόπον ο εχθρός εις τήν Τριπολιτσάν επληροφορείτο περί τών ελληνικών προπαρασκευών. Τό αναφέρει μέ πικρίαν ο Κολοκοτρώνης εις τά απομνημονεύματά του: "Τότενες είχαν τόν Κωνσταντή Μαυρομιχάλη στελμένον, πού ήτον ένα μέλος τής Διοικήσεως, μέ καμμιά εκατοστή ανθρώπους, καί επήγα εις τόν Αχλαδόκαμπο στήν μέσην καί τού έδιδα κι εκεινού τροφές, καί ακούοντας οι εφημερίδες ότι μού στέλνουν ζαϊρέδες (εφόδια) διά τήν Τριπολιτζά διά τό ρεσάλτο (έφοδο στό κάστρο), τό έβαλαν στές
941
εφημερίδες καί έλεγαν ότι ο γενικός αρχηγός εσυμφώνησε μέ τήν κυβέρνησιν νά τού δώσουν ζαϊρέ καί πολεμοφόδια νά ρεσαλτάρει τήν Τριπολιτζά καί οι εφημερίδες εξεδόθηκαν πρίν ετοιμασθώ. Τέτοια μυστικότητα είχαν, έδιδαν είδησιν τού εχθρού." Η κυβέρνησις δέν αντελαμβάνετο τό κακόν πού διεπράττετο εις βάρος τού αγώνος καί άφηνεν αχαλινώτους, ενώ διεξήγετο σκληρός πόλεμος, τούς δημοσιογράφους, οι οποίοι ήσαν μάλιστα άνθρωποί της. Ο σοβαρώτερος λόγος τής εκδηλουμένης ολοένα ανεπαρκείας της ως κυβερνήσεως πολέμου ήτο ότι κανείς εξ όσων τών απήρτιζαν, δέν ήτο στρατιωτικός. ΈΈτσι καί εις τήν περίπτωσιν αυτήν άφηνε νά διασαλπίζεται η κατά τής Τριπολιτσάς επίθεσις καί, ενώ έφθαναν μέχρις αυτής αι κραυγαί τού κινδύνου τών πολιορκουμένων εις τό Μεσολόγγι, δέν αντιμετώπιζε μέ τήν επιβαλλομένην δραστηριότητα τήν ανάγκην τής ταχείας αποστολής τού στόλου πρός ενίσχυσιν τής πολιορκουμένης πόλεως.» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις Τόμος Ε' ΌΌσο καιρό ο Ιμπραήμ βρισκόταν στό Δρέπανο Αχαΐας καί ετοιμαζόταν νά περάσει στή Στερεά Ελλάδα, ο Κολοκοτρώνης προσπαθούσε νά οργανώσει μία έφοδο γιά νά ανακαταλάβει τήν Τριπολιτσά. Βρήκε όμως απέναντί του δύο μεγάλα εμπόδια. Τήν κυβέρνηση καί τούς δημοσιογράφους, οι οποίοι διατυμπάνιζαν τίς ετοιμασίες του γιά τήν έφοδο, μέ αποτέλεσμα οι Τουρκοαιγύπτιοι νά περιμένουν πανέτοιμοι στίς επάλξεις τών τειχών τής Τριπολιτσάς. "Ελάτε Ρωμιοί σάς περιμένουμε!", άκουσε ο Νικηταράς νά φωνάζουν, όταν πήγε νά βάλει τήν σκάλα τής εφόδου. Φυσικά η έφοδος δέν έγινε ποτέ καί η κυβέρνηση μέ τίς εφημερίδες κατηγόρησαν γιά μιά ακόμα φορά τόν Κολοκοτρώνη ότι συγκέντρωσε στρατεύματα μόνο καί μόνο γιά νά τού χορηγηθούν χρήματα από τήν κυβέρνηση, χωρίς νά έχει σάν σκοπό του τήν κατάκτηση τού κάστρου τής Τριπολιτσάς. Ο Κουντουριώτης, σέ ένα γράμμα του, ζητούσε τήν αντικατάσταση τού Κολοκοτρώνη μέ τούς Γάτσο καί Καρατάσσο, οι οποίοι θά πετύχαιναν υποτίθεται μέ τά ρουμελιώτικα στρατεύματα τήν εκδίωξη τών Αραπάδων από τήν Πελοπόννησο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μήπως τά ΊΊμια τό 1996, οι πολιτικοί (Σημίτης, Πάγκαλος) δέν τά πούλησαν στόν εχθρό καί είχαν βάλει καί τήν τηλεόραση τών πάμπλουτων δημοσιογράφων νά διατυμπανίζει τήν έξοδο τού ελληνικού στόλου από τό ναύσταθμο τής Σαλαμίνας; Οι Τούρκοι έπαιρναν όλες τους τίς πληροφορίες, απλά παρακολουθώντας τά ελληνικά (;) ιδιωτικά κανάλια. Οι στρατιωτικοί είχαν δεμένα τά χέρια καί πάλι ήταν αυτοί πού βρέθηκαν στό εδώλιο του κατηγορουμένου, αφού τούς αποδόθηκαν οι ευθύνες γιά τήν ήττα στά ΊΊμια. Τά πετρέλαια τού Αιγαίου όμως ανήκουν στά ψάρια του όπως λένε καί τά κόμματα τής αριστεράς, καί θά παραμένουν γιά αρκετές δεκαετίες
942
όσο τήν χώρα μας τήν κυβερνούν οι πολιτικοί καί οι δημοσιογράφοι τής συμφοράς. Η ιστορία επαναλήφθηκε καί μέ τήν παράδοση τού Κολοκοτρώνη τών Κούρδων (Οτσαλάν) από τούς Σημίτη καί Πάγκαλο στούς Τούρκους, αλλά καί σήμερα εν έτει 2013 μέ τήν κυβέρνηση Σαμαρά νά παραδίδει στούς γενοκτόνους τών χριστιανικών λαών, τούς Κούρδους επαναστάτες πού συνέλαβε στήν Χίο καί οι οποίοι ήταν έτοιμοι νά κτυπήσουν στόχους στήν Τουρκία. Οι δημοσιογράφοι τής συμφοράς καί τής Αριστεράς, τούς παρουσίασαν ως τρομοκράτες καί επομένως μετέτρεψαν τήν προδοσία σέ επιτυχία τής ελληνικής κυβέρνησης. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis28.html
943
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΚΘ'
ΈΈναρξη δεύτερης πολιορκίας τού Μεσολογγίου Ενώ ο Ιμπραήμ πασάς σκορπούσε τόν τρόμο στήν Πελοπόννησο, ένας άλλος εξίσου ικανός αλλά καί βάρβαρος μουσουλμάνος στρατηγός, ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς, γεωργιανής καταγωγής, ετοίμαζε τήν εισβολή στήν Στερεά Ελλάδα καί τήν εκπόρθηση τού Μεσολογγίου πού αποτελούσε τό βασικότερο εμπόδιο γιά τά σχέδια τών Οθωμανών στήν Δυτική Ρούμελη. "Τό Μεσολόγγι ή τό κεφάλι σου", ήταν η εντολή πού τού είχε δώσει ο πατισάχ καί παντοδύναμος σουλτάνος τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας Μαχμούντ Β'. Ο Ρεσίτ πασάς ο επονομαζόμενος Κιουταχής γνώριζε πολύ καλά τί σήμαινε αυτή η διαταγή, αφού δεκάδες ήταν οι πασάδες πού είχαν πληρώσει τίς αποτυχίες τους μέ τό κεφάλι τους. Ο Ρεσίτ πασάς διορίστηκε Ρούμελη Βαλεσής, στήν θέση τού Ομέρ Βρυώνη πού ανέλαβε τή διοίκηση τής Θεσσαλονίκης. Από τήν Υψηλή Πύλη τού αποδόθηκαν δικαιώματα ζωής καί θανάτου επί τών αξιωματικών του καί έτσι μέ γεμάτα τά σεντούκια του από χιλιάδες γρόσια γιά μισθούς καί εφόδια ο φιλόδοξος πασάς ξεκίνησε τό χειμώνα τού 1825 μέ τόν πολυάριθμο στρατό του από τή Λάρισα. Στή συνέχεια τό τούρκικο ασκέρι διανυκτέρευσε στά Τρίκαλα καί πέρασε τόν Ασπροπόταμο (Αχελώο), κατευθυνόμενο πρός τήν ΉΉπειρο, σκορπώντας τόν τρόμο στούς πληθυσμούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν νά βρούν καταφύγιο στά χιονισμένα βουνά τής Πίνδου. "Αλλ' εν τοσούτω, μ' όλα τά επαπειλούμενα ταύτα κακά, κανένας δέν έλαβε τήν ιδέαν νά υποκύψη εις τούς εχθρούς τής πίστεως καί τής πατρίδος". (Σπυρομίλιος) Ο Ρεσίτ πασάς έδειξε από νωρίς τόν αιμοβόρο χαρακτήρα του καί θανάτωσε τούς Αλβανούς Σούλτσα Κόρτσα καί Δερβίς Χασάν μέ τήν κατηγορία τής απειθαρχίας. Τήν ίδια τύχη είχαν καί πολλοί Ρωμιοί όμηροι πού δέν είχε προλάβει νά απελευθερώσει ο ηπιότερος Ομέρ Βρυώνης, μέ πιό γνωστό τόν Αλέξιο Χαντζερλή από τήν Κωνσταντινούπολη, ο οποίος αποκεφαλίστηκε στά Ιωάννινα. Ο Ρούμελη Βαλεσής κάλεσε σέ στρατολογία όλους τούς πιστούς τού Αλλάχ, μέ τήν υπόσχεση πλούσιων λαφύρων από τίς περιουσίες τών γκιαούρηδων, αλλά καί μέ τακτικό μισθό, μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά. Οι πομπώδεις στρατιωτικές προετοιμασίες γιά τήν εκστρατεία στήν Δυτική Στερεά είχαν γίνει γνωστές στήν ελληνική κυβέρνηση καί κυρίως στόν Μαυροκορδάτο, πού είχε μεγαλύτερη επιρροή στό Μεσολόγγι, αλλά δυστυχώς δέν έγιναν οι ανάλογες προετοιμασίες γιά νά εμποδιστεί η κάθοδος τού οθωμανικού στρατού πρός τό νότο. Ο σερασκέρης έφθασε ανενόχλητος έξω από τά τείχη τού
944
Μεσολογγίου στίς 15 Απριλίου 1825 μέ 40000 άνδρες. Στό πέρασμά του δέν συνάντησε τήν παραμικρή αντίσταση. ΌΌλα τά χωριά από τά οποία περνούσε μέ τό ασκέρι του ήταν έρημα από κατοίκους καί ο πασάς χωρίς δεύτερη σκέψη τά παρέδιδε στίς φλόγες. Οι περισσότεροι κάτοικοι τών χωριών τού Βάλτου καί τού Ξηρόμερου βρήκαν καταφύγιο στόν Κάλαμο, αλλά όσοι δέν πρόλαβαν κατέφυγαν στό Μεσολόγγι, αυξάνοντας σημαντικά τίς ανάγκες τής πόλης σέ τρόφιμα καί νερό. Ο Κιουταχής στρατοπέδευσε έξω από τή βολή τών πυροβόλων τού Μεσολογγίου καί αμέσως φρόντισε νά κατασκευάσει ελικοειδείς τάφρους γύρω από τό στρατόπεδο. Γιά νά αποφύγει ξαφνικές επιθέσεις εκ μέρους τών Ρωμιών, τοποθέτησε φρουρές στά δερβένια (στενά περάσματα), ώστε νά εξασφαλίσει τά νώτα του καί εξαπέστειλε 5000 άνδρες νά καταλάβουν τά Σάλωνα (ΆΆμφισσα) ώστε νά μήν απειληθεί από τούς οπλαρχηγούς τής Ανατολικής Ρούμελης. Μέ τή βοήθεια Γάλλων καί Αυστριακών μηχανικών άρχισε τήν κατασκευή υπονόμων, χαρακωμάτων καί χωμάτινων λόφων κοντά στά τείχη τού Μεσολογγίου. Εκεί κατασκεύασε κανονιοστάσια καί τοποθέτησε πυροβόλα ώστε νά κάνει όσο τό δυνατό πιό στενή τήν πολιορκία τής πόλης. Γιά τήν εκτέλεση αυτών τών εργασιών είχε στή διάθεσή του χιλιάδες Χριστιανούς σκλάβους, αφού οι Αλβανοί καί οι Τούρκοι στρατιώτες πού διέθετε δέν καταδέχονταν νά τίς εκτελέσουν. Στίς 20 Απριλίου 1825, άρχισε ο βομβαρδισμός τής πόλης από τό οθωμανικό πυροβολικό, στό οποίο όμως απαντούσαν μέ ευστοχία οι ΈΈλληνες πυροβολητές τού Μεσολογγίου. Οι κανονιές αντηχούσαν στό Χλεμούτσι καί τίς άκουγε ο Νικόλαος Κασομούλης καθώς κατευθυνόταν στό Μεσολόγγι, όπου πολεμούσαν κιόλας δύο αδέλφια του, αλλά καί στή Ζάκυνθο, όπου βρισκόταν ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Οι ΈΈλληνες σημάδευαν τούς σκλάβους πού εκτελούσαν τίς αγγαρείες καί τίς κατασκευές τών χαρακωμάτων. Μία μέρα κάποιοι απελπισμένοι από τό μαστίγωμα τών φρουρών καί από τίς φονικές βολές τής φρουράς, ανέβηκαν σέ ένα λόφο καί φώναξαν: "Είμαστε Χριστιανοί καί ομογενείς σας. Σκοτώστε μας γιά νά πάρουν τέλος τά βάσανά μας." Καί τότε δέν ακούστηκε κανένας πυροβολισμός. Στίς 6 Μαΐου 1825, οι ΈΈλληνες επιχείρησαν τήν πρώτη τους έξοδο, η οποία προκάλεσε πανικό στόν εχθρό. Από εκείνη τήν ημέρα οι κανονιοβολισμοί τού εχθρού συνεχίζονταν καθημερινά προξενώντας θανάτους καί τραυματισμούς στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους". Είναι λυπηρό νά διαβάζεις στήν καθημερινή εφημερίδα τής εποχής "Ελληνικά Χρονικά", πού εξέδιδε ο Ελβετός φιλέλληνας Ιάκωβος Μάγερ γιά θανάτους μικρών αγοριών καί κοριτσιών από τά θραύσματα τών οβίδων. ΈΈνα από τά θύματα τών βομβαρδισμών τών πρώτων ημερών τής πολιορκίας ήταν ο πυροβολητής τού κανονιοστασίου "Τερρίμπιλε" ή "Φραγκλίνου" Κωστής Μπαλτάς από τίς Σέρρες.
945
«Ο σουλτάνος εξέδωκε διατάγματα τού διορισμού τού Κιουταχή ως Ρούμελη βαλεσή καί σερασκέρη καί προσέτι τού προσέθηκε καί τάς ηγεμονίας Αυλώνα, Γιάννινα καί Δελβίνο Σαντζακλάρι, τόν δέ μέχρι τής εποχής αυτών ηγεμόνα Ομέρ πασσά Βρυώνη τόν μετέθεσεν εις τήν ηγεμονίαν τής Θεσσαλονίκης. Διαθέσασα ούτω πως τά πράγματα η κυβέρνησις τού σουλτάνου εξέδωκε διατάγματα προσκαλούσα άπαντας τούς μουσουλμάνους τής Αλβανίας όπως εκστρατεύσωσι μετά ζήλου κατά τών απίστων ασίδων (επαναστατών), οίτινες αχαρίστως φερόμενοι πρός τό ευεργετήσαν πάντοτε αυτούς δοβλέτι (κράτος) επανεστάτησαν καί θέλουν νά κλονίσουν τήν βασιλείαν τών Οθωμανών, τοίς προσέθετε δέ νά μήν καταδεχθώσι νά βλέπουν τήν σημαίαν των, αλλά νά τρέξωσι τιθέμενοι υπό τάς διαταγάς τού Ρούμελη βαλεσή καί μετά θρησκευτικού ζήλου νά τρέξωσι κατά τών εχθρών διά νά τούς καταστρέψωσι μίαν ώραν πρωτύτερα, διότι όσον αργοπορεί τό πράγμα, τόσον γίνεται επικινδυνωδέστερος διά τούς μουσουλμάνους. Μετά τήν έκδοσιν τών φερμανίων (διαταγών) εξέδοτο καί ο σερασκέρης διαταγάς πρός όλας τάς επαρχίας τού βεζυράτου τής Ρούμελης καί πρός τούς τής Αλβανίας διά νά στρατολογηθώσι σπουδαίως καί νά μεταβώσιν εις τά Ιωάννινα οπού είχε διατάξει νά γίνη τό γενικόν στρατόπεδον. Η στρατολογία αύτη εξετελέσθη συντόμως συναχθέντος τού διαταχθέντος στρατού, όλος δέ εσύγκειτο πλέον τών σαράντα χιλιάδων Οσμανλίδων, Γκέκιδων καί Αλβανών, τών τελευταίων ο αριθμός ήτον μεγαλήτερος, πρός τούς οποίους επί κεφαλής είχε προσδιορίσει ως αρχηγούς τούς Ισμαήλ πασσά Πλιάσα, Μπανούς Σεβρένην, Αγοβασιάρην, Ταχίρ Αμπάζην, καί άλλους τοιούτους προκρίτους τής Αλβανίας. Ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασσάς εγνώριζεν ότι ο οθωμανικός στρατός δέν ηδύνατο νά παλεύση μέ τούς ΈΈλληνας μόνον διά προσβολών καί τών επιθέσεων επί τού φρουρίου καί νά φέρη τό απαιτούμενον αποτέλεσμα, καθότι ήξευρε τό αδύνατον τής εφαρμογής εκ τών προηγουμένων εκστρατειών διά τούτο εφρόντισε νά εφοδιασθή μετά διαφόρων Ευρωπαίων μηχανικών κατ' εξοχήν Αυστριακών καί Γάλλων, τούς οποίους δι' αδράς μισθοδοσίας καί αμοιβής προσέλκυσεν εις εαυτόν. Οι ρενεγκάδες (αρνησίθρησκοι) ούτοι υπεσχέθησαν εις αυτόν, ότι διά τεχνιτών κινητών προχωμάτων θέλουν τόν εμβάσει εις τό φρούριον τού Μεσολογγίου, αλλ' απήτουν νά έχη έτοιμα άπαντα τά πρός τούτο εργαλεία καί τούς αναγκαίους εργάτας. Ο Κιουταχής ητοίμασε τά πάντα διατάξας όλας τάς υπ' αυτόν επαρχίας όπως στείλη εκάστη ανά ένα αριθμόν εργατών μεγάλον, ώστε εσυμπληρώθη ο αριθμός δύο χιλιάδες, τό αυτό έκαμε καί διά φορτηγά ζώα, τά οποία εσυνάχθησαν καί αυτά δύο χιλιάδες, ακολούθως διέταξε νά εκκινήση ο στρατός διά τήν Ακαρνανίαν καί τό Μεσολόγγιον.» Γενική
946
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα Τό Μεσολόγγι τό είχαν αποκλείσει σαράντα πλοία τού τουρκικού στόλου πού περιπολούσαν στή θαλάσσια περιοχή μεταξύ Γλαρέντζας (Κυλλήνης) καί Κεφαλλονιάς. Μικρότερα μπρίκια βομβάρδιζαν τά παράλια κανονιοστάσια καί φορτηγά πλοία έφερναν στό Κρυονέρι πολεμοφόδια καί τρόφιμα, τά οποία παρελάμβανε ο Κιουταχής γιά τίς ανάγκες τού στρατού του. Οι Μεσολογγίτες κάθε μέρα έστρεφαν τό βλέμμα τους στή θάλασσα, μήπως καί φανεί ο ελληνικός στόλος γιά νά τούς μεταφέρει τά τόσο πολύτιμα τρόφιμα πού άρχισαν νά λείπουν από τό Μεσολόγγι. Τήν πολιτική διοίκηση τής πόλης, υπεύθυνη γιά τήν τροφοδοσία τού πληθυσμού καί τήν οργάνωση τής πόλης, τήν αποτελούσε ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος από τήν Πάτρα, ο Δημήτριος Θέμελης από τήν Πάτμο καί ο Γεώργιος Καναβός. Τή στρατιωτική διοίκηση τήν αποτελούσαν ο Νότης Μπότσαρης, ο Γεώργιος Τσόγκας, ο Δημήτριος Μακρής, ο Νικόλαος Στουρνάρης, ο Ανδρέας ΊΊσκος, ο Δημοτσέλιος, ο Γρηγόριος Λιακατάς, ο Σούκας καί ο Γιαννάκης Ραζικότσικας. ΈΈξω από τό Μεσολόγγι βρίσκονταν ομάδες ενόπλων Ελλήνων, οι οποίες παρενοχλούσαν τίς εφοδιοπομπές τού εχθρού, παρεμποδίζοντας τήν επικοινωνία τού Κιουταχή μέ τήν Ανατολική Στερεά. Τό Μεσολόγγι ήταν άριστα οχυρωμένο καί εξοπλισμένο μέ 48 πυροβόλα. Τό μισό τής περιμέτρου του, τό προστάτευαν τά ρηχά νερά τής λιμνοθάλασσας καί τό υπόλοιπο μισό ένα τείχος τριών μέτρων μέ μία τάφρο μπροστά του, η οποία επικοινωνούσε μέ τή λιμνοθάλασσα. O μηχανικός Μιχαήλ Kοκκίνης μέ καταγωγή από τήν Χίο καί μέ σπουδές στή Γαλλία, ήταν εκείνος πού ανέλαβε τήν κατασκευή τών τειχών τού Μεσολογγίου, υπό τήν επίβλεψη τού Βύρωνα, τού Μαυροκορδάτου, τού Σπανιολάκη, τού Μάγερ καί τού Πεταλά τήν άνοιξη τού 1823. Τό έργο τό ολοκλήρωσε έπειτα από ένα χρόνο καί ο μόνος πού μίλησε περιφρονητικά γιά τήν οχύρωση τού Μεσολογγίου, ήταν ο Βρετανός πρόξενος Green, πού δήλωσε ότι δέν αξίζει κανένας νά τήν ονομάζει οχύρωση. Ο λαός τού Μεσολογγίου εργάστηκε νυχθημερόν γιά νά κατασκευάσει τό επταγωνικό τείχος τής ξηράς, ακολουθώντας πιστά τίς εντολές τού αρχιμηχανικού, τόν οποίον καί υπεραγαπούσε. Γιά τίς δυνατότητες εκείνης τής εποχής καί τά υποτυπώδη μέσα πού υπήρχαν, η κατασκευή τού τείχους τού Μεσολογγίου αποτέλεσε ένα πραγματικό άθλο. Ο Κοκκίνης έδωσε ονομασίες στούς προμαχώνες πού είχε κατασκευάσει, πρός τιμήν επιφανών Eλλήνων καί ξένων, όπως Kανάρη, Σκεντέρμπεη, Pήγα, Mακρή, Γουλιέλμου τής Oράγγης, Mάρκου Mπότσαρη, Kοραή, Φραγκλίνου (Tερρίμπιλε), Γουλιέλμου Tέλλου, Bύρωνος, Mιαούλη ενώ στή βραχονησίδα Μαρμαρού, δυτικά τής πόλης,
947
έκτισε ένα προμαχώνα πρός τιμή τού Σαχτούρη. Eκτός από τούς προμαχώνες τών τειχών, ο Kοκκίνης κατασκεύασε επάκτια κανονοστάσια στίς θέσεις: Λητροβιό, Aνεμόμυλο, Mπούρμπαχη, Δουγάνα καί Γιαξίμη. Στήν Προκοπάνιστο νησίδα χίλια μέτρα νοτίως τής πόλεως καί στήν γραμμή διαχωρισμού τής λιμνοθάλασσας μέ τόν Πατραϊκό Kόλπο, θέση μέ στρατηγική σημασία, ο Kοκκίνης μέ χρηματική ενίσχυση τού Λόρδου Bύρωνος είχε κατασκευάσει οχυρό τό οποίο ονόμασε "Φρούριο Bύρων". «Seit dem Anlangen der turkischen Flotte im Golfe von Patras war die Belagerung von dem Seriasker mit grosser Thatigkeit aufgefasst worden. Er richtete, durch die Flotte mit schwerem Geschutze versehen, seien Feuer hauptsachlich gegen die Batterie Franklin und gegen die in der Eile aufgefuhrten Seitenbatterien Kyriakula und Sachturis. Die Turken bemachtigten sich nach und nach der einzelnen Inselchen in den Lagunen und griffen am 19. und 20. Juli das Vorwerk Vasiladi an. Dieses erhielt sich, aber Prokopanitse, ein vorderster Posten der Griechen, ging verloren. (Μόλις ήρθε ο τουρκικός στόλος, ο σερασκέρης συνέχισε μέ μεγαλύτερη ένταση τόν κανονιοβολισμό εναντίον τών προμαχώνων τού Φρανκλίνου, τού Κυριακούλη καί τού Σαχτούρη. Οι Τούρκοι απέτυχαν νά καταλάβουν τό Βασιλάδι, αλλά στίς 20 Ιουλίου 1825 κατάφεραν νά κυριεύσουν τό νησάκι Προκοπάνιστος). Fast taglich bussten diese einen oder den anderen ihrer Offiziere ein. So in diesen Tagen die Obersten Binas und Lepenotakis. Am 22. nahmen die Turken die kleine Insel Skylla ungeachtet der Gegenwehr, die sechs kleine Fahrzeuge in den Lagunen gegen die Boote leisteten. Der Graben vor der Batterie Franklin war bereits mit Baumen und Aesten ausgefullt. Aber den Belagerten gelang es, sie in Brand zu stecken. (Κάθε μέρα έπεφτε ένας αξιωματικός τών Ελλήνων. Τότε έχασαν τούς αξιωματικούς Βίνα καί Λεπενοτάκη. Στίς 22 Ιουλίου οι Τούρκοι κυρίευσαν τό νησάκι Σκύλλα καί γέμισαν τήν τάφρο τού Φρανκλίνου μέ δέντρα καί κλαριά, τά οποία όμως οι πολιορκούμενοι κατάφεραν νά κάψουν). Am 23. Juli forderte der Seriasker die Belagerten abermals auf, aber sie wiesen seine Antrage zuruck. Die Bewerfung geschah nun sowohl vom Lande als von den in die Lagunen eingedrungenen Booten aus, und der Kampf vor den Batterie Montalembert, Makrys, Franklin und Botsaris dauerte fast ohne Unterbrechung Tag und Nacht fort, da die Turken sich darin fortzusetzen, die Griechen aber sie daraus zu verjagen bestrebt waren. (Στίς 23 Ιουλίου 1825 μέ τό νέο ημερολόγιο, ο σερασκέρης ζήτησε παράδοση, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Ο κανονιοβολισμός συνεχίστηκε καί από ξηρά καί από τή θάλασσα χωρίς διακοπή νύκτα καί μέρα μπροστά από τούς προμαχώνες τού Μπότσαρη, τού Μακρή καί τού Φρανκλίνου).
948
Am 28. zerstorten die Turken durch Minen einen Theil der Batterie Botzaris, konnten aber nicht durch die gut vertheidigte Bresche dringen. Am folgenden Tage pflanzten sie bereits ihre Fahnlein auf die Trummer, mussten aber zuletzt doch weichen. Die Griechen verloren den Capitain Jannis Sukas auf der Bresche; Dimos Rinjassas und mehrere andere Capitaine starben an ihren Wunden. (Στίς 28 Ιουλίου 1825 πάντα μέ τό νέο ημερολόγιο πού ακολουθούσε ο Αυστριακός αξιωματικός, οι Τούρκοι κατέστρεψαν μέ υπόνομο ένα τμήμα τού προμαχώνα τού Μπότσαρη καί επιχείρησαν επίθεση, χωρίς επιτυχία. Πέτυχαν νά στερεώσουν τίς σημαίες τους καί νά σκοτώσουν τούς οπλαρχηγούς Ιωάννη Σούκα καί Δήμο Ρινιάσα). Am 2. August mit Anbruch des Tages ruckten diese zum Sturm gegen die Batterien der Mitte vor. Fast gleichzeitig sprangen Minen unter jeder derselben und die Turken erstiegen die Breschen, so dass bald zwanzig Fahnlein auf dem Schutte der Batterie Franklin zu sehen und bald auch die Batterien Botzaris, Makrys und Montalembert in ihren Handen waren. Dennoch konnten sie sich darin nicht halten, sondern zogen sich nach dritthalb Stunden mit Zurucklassung von etwas 500 Toten wieder heraus. (Στίς 2 Αυγούστου 1825, ανατίναξαν πολλούς υπόνομους καί επιτέθηκαν στά ρήγματα τών τειχών, κυριεύοντας τούς προμαχώνες τού Μπότσαρη καί τού Μακρή. Οι Τούρκοι έστησαν είκοσι σημαίες πάνω στά τείχη, αλλά ύστερα από τρείς ώρες υποχώρησαν αφήνοντας πίσω 500 νεκρούς).» Prokesch Osten Geschichte des Abfalls der Griechen Πλήθος οβίδων έπεφταν καθημερινά στήν πόλη. ΌΌσο τά κανόνια κτυπούσαν τήν πόλη, τόσο οι σκλάβοι τού εχθρού υπό τήν απειλή τού μαστιγίου έσκαβαν λαγούμια καί χαρακώματα καί πλησίαζαν τήν τάφρο τού Μεσολογγίου. Οι σκλάβοι πέθαιναν είτε από τήν εξάντληση είτε από τά πυρά τών ομοθρήσκων τους καί οι Τούρκοι στρατιώτες έκοβαν τά κεφάλια τους καί τά παρουσίαζαν ως κεφάλια τού εχθρού στόν Κιουταχή γιά νά λάβουν τό μπαξίσι τους. Πολλοί σκλάβοι δραπέτευαν καί έφταναν κρυφά μέχρι τά τείχη, φωνάζοντας "Είμαστε Χριστιανοί, ανοίξτε νά σωθούμε!". Στήν αρχή οι ΈΈλληνες διασκέδαζαν βλέποντας τόν καινούργιο τρόπο πού ακολουθούσαν οι πολιορκητές, σκάβοντας ελικοειδή χαρακώματα καί χωμάτινα προπετάσματα. Οι νέες τακτικές όμως τών Γάλλων συμβούλων δέν έφερναν αποτελέσματα, παρά μόνο μεγάλωναν σημαντικά τίς απώλειες τών Οθωμανών πού εκτίθονταν περισσότερο στά πυρά τών Ελλήνων. Τίς ώρες τής ηρεμίας, οι ΈΈλληνες σκοποί επάνω στίς επάλξεις είτε συνομιλούσαν φιλικά μέ τούς Τούρκους είτε αντάλλαζαν βρισιές. Τά πυροβολεία τού Μεσολογγίου απαντούσαν ασταμάτητα στίς βολές τού εχθρού καί όλοι οι άμαχοι συμμετείχαν στήν επισκευή τών ζημιών πού προκαλούσαν οι βόμβες τού Κιουταχή. Τά μάτια των
949
στρατιωτών ήταν στραμμένα πάνω στό τείχος, μήπως τυχόν ξεπροβάλλει κανένα κεφάλι, αφού ο πασσάς είχε τάξει γερό μπαξίσι σέ όποιον κατόρθωνε νά ανέβει στό τείχος ή σέ όποιον έριχνε ένα σακί γεμάτο χώμα μέσα στήν τάφρο. Μερικές φορές, οι αμυνόμενοι επιχειρούσαν νυκτερινές εφόδους, προξενώντας σημαντικές απώλειες, ενώ είχαν φροντίσει μέσα από τά εξωτερικά τείχη νά φτιάξουν νέα οχυρώματα, γιά τήν περίπτωση πού οι Τούρκοι κατάφερναν νά ανέβουν πάνω στίς επάλξεις καί νά τά καταλάβουν. Γνώριζαν ότι η πιθανή έκρηξη κάποιου υπονόμου θά είχε ως αποτέλεσμα νά γεμίσει η τάφρος μέ χώμα καί ταυτόχρονα νά γκρεμιστούν τά τείχη πάνω από τό σημείο τής έκρηξης. Καθημερινά σκοτώνονταν άμαχοι, από τίς οβίδες πού έπεφταν καί διέλυαν τά σπίτια. Τό χειρότερο όμως μαρτύριο ήταν αυτό τής πείνας, αφού ο ελληνικός στόλος δέν είχε εμφανισθεί καί έξω από τήν λιμνοθάλασσα περιπολούσαν μεγάλες τουρκικές φρεγάτες. Εντός τής λιμνοθάλασσας υπήρχαν δεκάδες εχθρικές λέμβοι χωρίς καρίνα, οι οποίες έφεραν πάνω τους καί μικρά κανόνια. Μόνο ο πλοίαρχος Νέγκας είχε καταφέρει νά σπάσει τόν αποκλεισμό καί νά φέρει μερικά τρόφιμα στούς Μεσολογγίτες. Σημείο κλειδί γιά τήν άμυνα από τή θάλασσα ήταν τό νησάκι Βασιλάδι, τό οποίο μπορούσε νά εντοπίζει οποιοδήποτε πλοιάριο κατευθυνόταν πρός τό Μεσολόγγι πού δέν διέθετε τείχη πρός τή μεριά τής θάλασσας. Οι Μεσολογγίτες είχαν κτίσει ένα μικρό φρούριο πάνω στήν βραχονησίδα καί τό είχαν εξοπλίσει μέ έξι κανόνια. ΎΎστερα από μία αποτυχημένη έφοδο στήν οποία σκοτώθηκαν οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Μπίνας, Αναστάσιος Λεπενιωτάκης καί Γουρνάρας, φάνηκε έξω από τά τείχη μία ομάδα Τούρκων πού κρατούσε λευκή σημαία. ΉΉταν μία αντιπροσωπεία τού Κιουταχή, μέ επικεφαλής τόν Ταχήρ Αμπάζη, ο οποίος μίλησε στούς οπλαρχηγούς Νότη Μπότσαρη, Μήτσο Κοντογιάννη, Ανδρέα ΊΊσκο, Λάμπρο Βεΐκο, Νικόλαο Στουρνάρη, Γεώργιο Βάγια καί Αθανάσιο Ψαροδήμο. Μεταξύ άλλων ο παλιός γνώριμος τών Ελλήνων τούς είπε ότι ο ανίκητος οθωμανικός στρατός ήταν έτοιμος γιά τήν τελική επίθεση καί οι στρατιώτες ανυπομονούσαν νά ορμήσουν μέσα στήν πόλη καί νά αφανίσουν τά πάντα. Γιά νά αποφευχθεί αυτή η αιματοχυσία ο "φιλεύσπλαχνος" πασάς ζητούσε από τούς Ρωμιούς νά δεχθούν τήν προστασία του καί αυτός θά τούς είχε εφεξής σάν παιδιά του. Νέοι καί γέροι αρνήθηκαν τίς προτάσεις γιά παράδοση καί μάλιστα ο Λάμπρος Βεΐκος έγραψε στόν Ταχήρ μία επιστολή μέ τήν οποία τού εξέθετε τήν άποψη ότι οι Σουλιώτες ήταν έτοιμοι νά πεθάνουν γιά τήν υπεράσπιση τής θρησκείας τους καί δέν ήταν διατεθειμένοι νά παραδώσουν τό κάστρο στούς αλλόθρησκους, ντροπιάζοντας έτσι τό ένδοξο όνομά τους. Μαζί μέ τήν επιστολή έστειλε στόν Ρεσίτ πασά καί μερικές μπουκάλες ρούμι γιά νά πιούν οι στρατιώτες του καί νά
950
αποκτήσουν θάρρος, γιατί τό Μεσολόγγι θά έπεφτε μόνο μέ πόλεμο. Στίς 21 Ιουλίου 1825 ακούστηκε μία εκκωφαντική έκρηξη καί έκπληκτοι οι Μεσολογγίτες είδαν νά καταρρέει η ντάπια τού Φραγκλίνου, παρασύροντας καί τά πυροβόλα πού ήταν πάνω της. Αμέσως είκοσι χιλιάδες Τουρκαλβανοί όρμησαν μέ αλαλαγμούς πάνω στό ρήγμα καί περνώντας πάνω από τά ερείπια καί τά σύννεφα σκόνης έστησαν τά μπαϊράκια τους πάνω στήν κορυφή τού προμαχώνα. Ανάμεσα στούς Τούρκους βρίσκονταν καί 200 Κοζάκοι. Οι ΈΈλληνες πήραν θέσεις στούς νέους προμαχώνες πού είχαν κατασκευάσει πίσω από τό εξωτερικό τείχος καί έτσι οι Τουρκαλβανοί βρήκαν μπροστά τους νέα τείχη. Βροχή από σφαίρες θέρισε τούς στρατιώτες τού Αλλάχ, οι οποίοι πολεμούσαν γενναία καί μέ αυταπάρνηση. Νέα κύματα επιτιθέμενων έφθαναν νά τούς ενισχύσουν, αλλά τό μόνο αποτέλεσμα ήταν νά βρίσκουν μπροστά τους άφθονο μολύβι από τά όπλα τών αμυνομένων. Η σκληρή μάχη συνεχίστηκε γιά δυόμιση ώρες. Τελικά οι Οθωμανοί στρατιώτες άρχισαν νά κλονίζονται καί νά εγκαταλείπουν τίς θέσεις πού είχαν πιάσει αφήνοντας στήν ντάπιες τού Μπότσαρη καί τού Φραγκλίνου 1500 νεκρούς. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν είκοσι νεκροί καί τραυματίες. Τό ίδιο βράδυ οι πολιορκημένοι δοκίμασαν νέα χαρά, αφού έλαβαν γράμμα από τόν Καραϊσκάκη πού τούς πληροφορούσε ότι βρισκόταν στά Κράβαρα καί ετοίμαζε έφοδο κατά τού τουρκικού στρατοπέδου. Τό σύνθημα ήταν η λέξη "τσεκούρι", ώστε νά αποφευχθεί μέσα στή νύκτα η αλληλομαχία. Τήν έναρξη τής ώρας θά τό έδινε ο Καραϊσκάκης μέ μία φωτιά πού θά άναβε στό βουνό Βαράσοβα, ανατολικά τής πόλης. Πράγματι τό βράδυ τής 25ης Ιουλίου 1825, η φρουρά τού Μεσολογγίου είδε φωτιά στήν Βαράσοβα (Χαλκίς). Αφού υπολόγισαν ένα τρίωρο γιά τή μετάβαση τών τετρακοσίων ανδρών τού Γεωργίου Καραϊσκάκη, τού Κίτσου Τζαβέλα, τού Ανδρέα ή Ανδρίτσου Σαφάκα καί τού Χρήστου Φωτομάρα στά ανατολικά όρια τού στρατοπέδου τού Κιουταχή, βγήκαν αθόρυβα από τά τείχη καί περίμεναν. ΌΌταν άκουσαν πυροβολισμούς από τή μεριά τού εχθρικού στρατοπέδου, οι Μεσολογγίτες έπεσαν στά τουρκικά χαρακώματα. Από τήν άλλη μεριά οι νυκτερινοί επιδρομείς, οδηγούμενοι από τρείς Χριστιανούς εργάτες πού είχαν δραπετεύσει, έτρεχαν ξιφήρεις κατεβαίνοντας τήν πλαγιά τού βουνού. Ο στόχος τους ήταν η σκηνή τού σερασκέρη, τήν οποία πλησίαζαν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια, σφάζοντας δεξιά καί αριστερά. «Διαλεχθέντες δύο χιλάδες εις τό γελέκι (χωρίς αποσκευές) εκινήσαμεν από Κράβαρι μέ τόν ντουρβάν (σάκος μέ τροφή) στήν πλάτην. Ο εχθρός όμως μέ τό νά είχε τάς αναγκαίας τοποθεσίας πιασμένας εις τούς δρόμους όλους, καραούλια καί κατασκόπους πολλούς, διά νά μή φανερωθώμεν, μάς ηνάγκασε νά τρέχωμεν τήν νύκτα
951
από μονοπάτια κλέφτικα, τήν δέ ημέραν πάλι νά λημεριάζωμεν εις λημέρια κλέφτικα... Πρός δέ τό εσπέρας εις τάς 25 τού ήδη λήγοντος, ημέρα Σάββατον, σχεδιάσαντες τό κίνημα καί μοιρασθέντες κατ' αναλογίαν τών θέσεων καί δυνάμεων τού εχθρού, καθώς μάς είχαν προϊδεάσει καί οι έσωθεν αδελφοί μας, εκάμαμεν τρείς φανούς καί αμέσως εκινήσαμεν εν τώ σκότει μέ άκραν σιωπήν καί ευταξίαν... Τί σκοτωμός έγινεν! Οία παραφροσύνη, καί ολολυγμοί. Πολλοί τών Τούρκων εσφάζοντο κοιμούμενοι. Πολλοί ούρλιαζαν ως λύκοι από τήν τρομάραν τους καί πολλοί έφευγαν εδώ καί εκεί χωρίς νά ηξεύρουν πού πηγαίνουν. Τά τσαντίρια όλα εις ένα κάρτο τής ώρας τά άφησαν εις τήν εξουσιάν μας γεμάτα βιό. Αλλ' οι ΈΈλληνες έχοντες αγανάκτησιν κατά τών εχθρών πολλά ολίγα πράγματα επήραν, δηλαδή μεμέδες, άρματα καλά, άτια, σάλια (σχεδίες ή πιρόγες) καί άλλα ευκολοσήκωτα. Τό περισσότερον δέ κατεγίνοντο εις δίωξιν καί αιματοχυσίαν τών εχθρών, μέ σκοπόν μήπως διασκορπίσωμεν τό στρατόπεδον αυτονυκτί καί διαλυθή η πολιορκία τού Μεσολογγίου» Απόσπασμα από γράμμα τού Καραϊσκάκη πρός τό Εκτελεστικό Μπροστά όμως στή σκηνή τού πασά, είχαν προλάβει νά πάρουν θέσεις 2000 επίλεκτοι σωματοφύλακες καί οι ΈΈλληνες αναγκάστηκαν νά αποσυρθούν πρός τόν Ζυγό αφήνοντας πίσω τούς εννέα νεκρούς. Οι απώλειες τού εχθρού από τήν διπλή επίθεση ήταν 1000 νεκροί καί τραυματίες, αλλά εξίσου βαρύ ήταν καί τό κτύπημα στό ηθικό τού εχθρικού στρατού, αφού από τήν επομένη άρχισαν νά σημειώνονται λιποταξίες στίς τάξεις του. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν πενήντα νεκροί, μεταξύ τών οποίων ήταν καί ο Κιτσάκης Τζαβέλας, ξάδελφος τού στρατηγού, ο οποίος πλησίασε απειλητικά στήν σκηνή τού Κιουταχή, αλλά δυστυχώς ήταν μόνος του καί τόν κατέκοψαν οι εχθροί. Παρόμοια νυκτερινή επίθεση είχε κάνει ο Μάρκος Μπότσαρης στό Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου δύο χρόνια νωρίτερα καί είχε καταφέρει νά διαλύσει τήν τουρκική εκστρατεία, αλλά ο πεισματάρης Κιουταχής δέν θά τό έβαζε κάτω. Εξάλου θυμόταν "Τό Μεσολόγγι ή τό κεφάλι σου!". ΈΈνα πρωϊνό, οι Μεσολογγίτες παρατήρησαν τά εχθρικά πλοία νά σηκώνουν άρον άρον τά πανιά τους καί νά αναχωρούν βιαστικά από τόν κόλπο τού Μεσολογγίου. Γρήγορα κατάλαβαν τήν αιτία. Ο ελληνικός στόλος αποτελούμενος από 27 πολεμικά καί 5 πυρπολικά τά έτρεψε σέ φυγή καί ήρθε νά αράξει έξω από τή λιμνοθάλασσα, σκορπίζοντας αγαλλίαση καί χαρά στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους", πού θά ελάμβαναν επιτέλους τρόφιμα καί πολεμοφόδια. Οι αρχηγοί τού στόλου Σαχτούρης, Κολανδρούτσος, Αποστόλης καί Μιαούλης έδωσαν εντολή στούς ναύτες τους νά κατεβάσουν βάρκες καί νά κυνηγήσουν τά εχθρικά
952
λαντσόνια πού περιπολούσαν στήν λιμνοθάλασσα καί εμπόδιζαν τήν επικοινωνία τού Μεσολογγίου μέ τό Ανατολικό καί τό Βασιλάδι. Οι Μεσολογγίτες έστειλαν μέ τή σειρά τους δικές τους σχεδίες γιά νά παραλάβουν τά πολύτιμα εφόδια από τό καράβι τού Σπετσιώτη Αναστάση Κυριακού. Ο Κιουταχής, αντίθετα μέ τό στράτευμά του καί παρά τίς αλλεπάλληλες αποτυχίες του, συνέχισε μέ τήν ίδια επιμονή καί δραστηριότητα τίς πολιορκητικές του εργασίες. Σύμφωνα μέ τόν Χειμαριώτη αγωνιστή Σπυρομίλιο, πού ήταν κλεισμένος στό Μεσολόγγι: "Ούτε ο υπερβολικός καύσων τού ηλίου, ούτε τό σκότος τής νυκτός, ούτε ο προφανής κίνδυνος τής ζωής του, τόν εμπόδιζαν νά περιέρχεται μόνος του ημέρα καί νύκτα νά παρατηρή τούς προμαχάνας του, τάς τάφρους καί τήν διεύθυνσιν τών εργασιών, νά διορίζη επιδιορθώσεις καί νέας επιχειρήσεις, ν' ανταμείβη τούς αριστεύσαντες, ώστε νά κεντά τήν άμιλλαν εις τό στράτευμά του. Δέν τού ήτον επαισθητή η φθορά τών ανθρώπων, διότι στρατεύματα ηδύνατο νά φέρη νέα καί ούτως νά αναπληρώνη τάς θέσεις τών φονευμένων". Η πτώση τού ηθικού στό στράτευμα τού Κιουταχή είχε ως αποτέλεσμα νά αυξηθεί περισσότερο τό επιθετικό πνεύμα τών "Ελεύθερων Πολιορκημένων". ΈΈκλεβαν τό χώμα πού επισώρευαν οι Τούρκοι στήν εξωτερική τάφρο, έριχναν ασταμάτητα οβίδες μέ τά κανόνια τους, έσκαβαν υπονόμους μέ τήν καθοδήγηση τού Παναγιώτη Σωτηρόπουλου από τά Κράβαρα καί τού Κώστα Χορμοβίτη ή Λαγουμιτζή από τό Χόρμοβο τής Βορείου Ηπείρου, ανατίναζαν τά λαγούμια τους κάτω από τά χαρακώματα τών ανύποπτων εχθρών, στέλνοντας στόν κάτω κόσμο δεκάδες από αυτούς καί έκαναν τολμηρές νυκτερινές εξόδους, μέ μόνο όπλο τό γιαταγάνι. Φυσικά στίς νυκτερινές εφόδους, πρωτεύοντα ρόλο είχαν οι Σουλιώτες τού Νότη Μπότσαρη, οι οποίοι πολεμούσαν μέ αυτό τόν τρόπο γενιά πρός γενιά. «Η φρουρά είχε συνηθίσει νά βαστά τό τζαπί, τό φκύαρι καί τό ντουφέκι εις τό χέρι, νά τρέχη από τόν πόλεμον εις τήν εργασίαν, καί από τήν εργασίαν εις τόν πόλεμον. Ιδού η διασκέδασίς των, καί τό σπαθί εις τήν μέσην ή τό γιαταγάνι εις τό ζωνάρι, μέ ταίς πιστόλαις, νά έχη σιμά του τό πετζί νά ζυμώνη, νά ψήνει ψωμί, τό γουδί διά τήν σκορδαλιάν του, νά μαγειρεύη κανένα ψαράκι, εις τήν θέσιν του, καί νύκτα ημέρα ακουράστως νά εργάζεται. Αξιωματικοί, στρατιώται αμίμητοι διά τήν καρτερίαν, αμίμητοι διά τήν αφοβίαν, αμίμητοι διά τήν κακοπάθειαν καί κόπους, αμίμητοι διά τήν ομόνοιάν των τότες, δέν ήξευρεν μέ τί νά τούς παρομοιάση κανένας. Ημπορούσες νά τούς παρομοιάσης μέ τά πλέον άγρια ζώα. Δεμένα τά μανίκια τών υποκαμίσων όπισθεν εις τές πλάτες, μέ τούς βραχίονας έξω, τρέχοντες νά δώσουν βοήθειαν όπου ακούγετο αυξανόμενος ο πόλεμος, έτρεχαν ωσάν τυφλοί εις τήν φωτιάν. Παύοντας ο δραστήριος πόλεμος, εδιηγείτο ο καθείς τά παράξενα
953
τής συμπλοκής, άλλος εδώ γελούσεν, άλλος εκεί, άλλος λαλούσεν, άλλος τραγουδούσεν, άλλος χόρευεν καί επειδή οι Τούρκοι ήτον τόσον πλησίον καί τά άκουγαν, τούς εσκλήρυνεν, καί λύσσιαζαν περισσότερον από τήν μανίαν των. Τόν πληγωμένον τόν έπαιρναν αμέσως πέντε δέκα συντρόφοι του. τόν συνώδευαν χαιρόμενοι. Η μεγαλυτέρα αισχύνη ήτον νά δακρύση ή νά κλάυση ή νά παραπονεθή ο πληγωμένος ή νά ειπή άχ, τόν πονεί. ΎΎβριζαν περισσότερον οι πληγωμένοι, διότι δέν ήτον εις κατάστασιν νά πάρουν τό δίκαιόν τους, παράγγελναν τούς άλλους νά τό πάρουν. ΆΆν εφονεύετο κανένας, άκουγεν όλους: - "Γάμος χωρίς σφαχτά δέν γίνεται!" Πνιγμένοι αξιωματικοί καί στρατιώται, εις τόν καπνόν καί εις τόν κονιορτόν, εις τόν ιδρώτα, καί από τήν πυρίτιδα αλειμμένοι τό πρόσωπον καί χείρας, μέ βραχνιασμένες φωνές, μόλις εγνώριζες τόν φίλον σου καί τόν διέκρινες εις τόν πόλεμον, άλλοι, από τούς Τούρκους οπού εφόνευαν, άλλοι, από τούς πληγωμένους ΈΈλληνας καί φονευμένους, άλλοι, από πολλούς άλλους, τούς οποίους η βόμβα ή η σφαίρα τούς σήκωνεν από τήν συντροφιάν, εφαίνοντο όλοι βουτηγμένοι εις τό αίμα από τά ποδάρια έως τήν κορυφήν ωσάν χασάπηδες. Τό νερό τών στερνών, από τούς διαφόρους οπού εφονεύοντο εκ τών πυροβόλων τού εχθρού πλησίον, είχεν γίνει ένα μείγμα αλλόκοτον. ΌΌτι ήθελες μέσα εύρισκες, μυαλά, εντόσθια, αίμα, κεφάλια...» Ενθυμήματα Στρατιωτικά Νικολάου Κασομούλη (1795-1872) Οι απώλειες στόν στρατό τού Κιουταχή μέχρι τήν 1η Αυγούστου 1825, σύμφωνα μέ τήν εφημερίδα τού Μεσολογγίου "Ελληνικά Χρονικά" ήταν 6000 νεκροί, ενώ είχαν πεθάνει από αρρώστιες καί κακουχίες καί οι περισσότεροι Χριστιανοί εργάτες. Οι Αλβανοί βρίσκονταν σέ συνεχή διένεξη μέ τούς Χαλδούπηδες (Τούρκοι τής Μικράς Ασίας) καί εγκατέλειπαν σποραδικά τό στρατόπεδο γιά νά πάνε στίς οικογένειές τους. Ο Ιάκωβος Μάγερ (Johann Jacob Meyer), μέσω τής αλληλογραφίας του μέ τίς ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά καί μέ τά άρθρα του πού έστελνε στίς ευρωπαϊκές εφημερίδες, είχε κάνει γνωστή σέ όλη τήν Ευρώπη, τήν πολιορκία τού Μεσολογγίου. Οι Ευρωπαίοι παρακολουθούσαν μέ ενδιαφέρον τίς μάχες στούς προμαχώνες τού Μπότσαρη καί τού Φραγκλίνου μέσα από τίς επιστολές τού Ελβετού φιλέλληνα, ο οποίος ενίοτε τελείωνε τήν αφήγηση μέ τήν φράση: "Καλέ Ουρανέ! Τί κακό κάναμε γιά νά εγκαταλειφθούμε από τή Χριστιανοσύνη καί νά παραδοθούμε στή μανία ενός βάρβαρου λαού;" Από τό διάστημα αυτό η πολιορκία έγινε πιό χαλαρή καί όλα έδειχναν ότι μόνος του ο Κιουταχής δέν μπορούσε νά πατήσει τήν Ιερά Πόλη τού Μεσολογγίου. Ο πεισματάρης πασάς σκότωσε όσους αιχμαλώτους κρατούσε καί συνέχισε τόν βομβαρδισμό, ο οποίος κόστισε τή ζωή στόν Σπύρο
954
Κοντογιάννη, τόν Παντελή Πλατύκα, τόν Δήμο Ρηνιάσα, τόν φιλέλληνα Γερμανό Ροσενέρο καί τόν Σουλιώτη οπλαρχηγό Κώστα Κίτσο. Η φρουρά τού Μεσολογγίου ενισχύθηκε μέ 1450 άνδρες τού Κίτσου Τζαβέλα, τού Γεωργίου Βαλτινού καί τού Χρήστου Φωτομάρα, τούς οποίους ο Υδραίος πλοίαρχος Δημήτριος Κιοσσές παρέλαβε από τό Κρυονέρι, δίπλα στήν Κακή Σκάλα, όπως λεγόταν τότε η Κλόκοβα (Παλιοβούνα) καί τούς αποβίβασε στό Μεσολόγγι. «Reshid Mehemet Pasha, than whom Turkey has not had an abler general or prime minister since the days of Kiuperli, was originally a Georgian slave, and owed his advancement in early youth to the favour of Khosref Pasha. He was in the flower of life, quick, active, intelligent, personally brave, and, though rather below the middle stature, of prepossessing manners and appearance; but in his disposition cruel and treacherous. It was he who gained the battle of Petta, and, had his advice been followed, Messalonghi would have fallen in the autumn of 1822. During the last two years he was not employed against the Greeks; but at the close of the preceding campaign, the Sultan, dissatisfied with the inertness of his Seraskers, Yussuf and Dervish, and convinced that Omer Vriones merely consulted his own interests in Albania, appointed Reshid Roumeli Valesi, with extraordinary powers and unlimited authority, over the western provinces of the empire, his secret enemy, Vriones, being removed from the government of Yannina to that of Salonika. His military chest being well filled from the Imperial treasury, Reshid Pasha came to Larissa in January, and proceeding to Yannina, appeased the troubles of Epirus by conciliatory measures, courting the most popular chiefs, and promising high pay to the Arnauts. The Greeks perceiving that the invasion would not, as heretofore, be delayed till the latter end of summer, Andreas Iskos was directed by the Executive to occupy the frontier passes; but the Roumeli Valesi, having with great celerity assembled his army at Arta, anticipated their precautions, and on the 6th of April intelligence reached Messalonghi, that he had already traversed Makrynoros, and penetrated into Acarnania. The people of Valtos and Xeromeros, unable to oppose him, took refuge either in the mountains or the Isle of Kalamos, which the Ionian government had set apart as an asylum for fugitive Greeks. Iskos and Makrys, after vainly attempting to dispute the fords of the Achelous, retreated upon Messalonghi, and on the 25th the Turks encamped within sight of that town. During his advance, the Ottoman general detached 1500 Albanians across the Evenus (Εύηνος ποταμός) into the districts of Venetiko, Malandrino, and Kravari. They were at first worsted in some skirmishes by Sifakas; but a part of the garrison of Lepanto (Ναύπακτος) having joined them, they overpowered him, and marched upon Salona (ΆΆμφισσα). Ghouras, at the head of the forces of Eastern Greece, had undertaken its defence, and was stationed at Ampliani, observing Abbas Pasha,
955
and leaving Panourias to guard the opposite quarter. While his attention was fixed on the valley of the Cephisus (Κηφισσός ποταμός), the hostile column from Lepanto, stated at 2500 infantry and 500 cavalry, following unfrequented pathways, surprised, 1825 May the 17th, the posts of Palatia and Pente Ornea, killed 200 Greeks, sacked the town of Salona, and carried into slavery a considerable number of its inhabitants. Ghouras fell back to Dystomo,where Tzavella (Κίτσος Τζαβέλας), Bozzaris (Νότης Μπότσαρης), and Karaiskaki (Γεώργιος Καραϊσκάκης) joined him from the Morea. On the other hand, Abbas Pasha came to the assistance of his countrymen, and in concert with them burned Lidoriki. In a short time Reshid's troops and those of Lepanto returned to Etolia; but Abbas Pasha remained throughout the summer at Salona: however, his exploits were confined to the destruction of villages, and at Delphi he met with a repulse. Neither party was desirous of engaging, at least neither would venture to attack; Ghouras roamed about the roots of Parnassus, with 3000 or 4000 men, plundering the peasants of their sheep and goats, and drawing daily near 12000 rations of flour, which he received in boats from Peloponnesus; while Skalza Dimos and Sifakas, with 2000 Armatoles, occupied a strong position on the west side of Salona. The Moslems at length began to want provisions; the Greeks intercepted in the straits of Thermopylae a large convoy coming from Zeituni (Λαμία); and the festival of St Demetrius, the epoch at which, according to their prejudices, military operations ought to cease, (26 Οκτωβρίου σταματούσαν οι θερινές επιχειρήσεις τών Οθωμανών) being nigh, the Albanians would stay no longer. Abbas Pasha evacuated Salona (6 Νοεμβρίου 1825) with such precipitation, that he abandoned two pieces of cannon and part of his baggage; and on the very day of his retreat, fifty-six Turks of Lepanto arriving by sea, and landing at Scala, were surrounded, and forced to lay down their arms. Although there was so little fighting, yet the marauding of the two armies, and the inroads of the Euboean Turks into Attica and Boeotia, completed the ruin of Eastern Greece, and brought famine in their train. Having sketched these minor events, we now turn to the siege of Messalonghi. That town, built on the edge of a marshy plain, bounded by the high hills of Zygos, is protected towards the sea by shallow lagoons extending about ten miles along the coast, and five in breadth, and, with the exception of a very few tortuous channels, impervious to any vessel drawing more water than the monoxyla (or canoes) of the inhabitants, who derived competence and even wealth from the product of their abundant fisheries. The main channel to the south is commanded by the mud bank and blockhouse of Vassiladi (νησίδα Βασιλάδι), and those to the north by the islets of Poros and Anatoliko (Αιτωλικό). Under Byron's auspices, the Greeks had applied themselves to strengthening the works of Messalonghi, erecting what they called bastions, tenailles, lunettes; it would, however, be an error to attach to these words the
956
value given to similar constructions in Europe, the fortifications consisting, in truth, of an avant fosse, a ditch, and rampart of earth faced with stone, from 2000 to 2400 yards in length, and presenting some flanks and angles, but without either covered way or outworks. The ordnance, exclusive of that on Anatoliko and Vassiladi, comprehended forty-eight bad iron guns of every calibre, from four to forty-eight pounders, two brass ten-inch mortars, one howitzer of five and one mountain ditto of 4 inches. As the population was augmented by refugees from all parts of Occidental Greece, and Iskos, Makrys, Stornaris, Mitcho Kontoyani, Liaketas, Lambro Veikos, and George Kizzos had thrown themselves, with their bands, into Messalonghi and Anatoliko, the garrisons of both amounted to about 5000 fighting men, animated with an excellent spirit. The captains we have just mentioned, and the veteran Nothi Bozzaris, formed a council of defence, assisted by Nikitas (Νικήτας Σταματελόπουλος) until the middle of August, when he was recalled to the Morea ; and the civil administration was in the hands of a committee of three persons, presided by Papadiamandopoulos, ancient primate of Patras. It may safely be affirmed, that Kutahi had no distinct notion of the fluctuating force of his own army; but as deserters reported that his commissariat distributed each day 25000 rations, it seems likely that, including detachments, it sometimes rose to 20000 men. Of these, 8000, Albanians, Bosniaks, and Ottoman Turks, were paid soldiers, as many armed traders, grooms, and servants, and 4000 pioneers, Christian peasants dragged from the villages of Macedonia and Thessaly.» History of the Greek Revolution Gordon Thomas Στίς 15 Αυγούστου 1825, ημέρα τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, ο λαγουμιτζής Παναγιώτης Σωτηρόπουλος από τά Μεγάλα Λομποτινά τών Κραβάρων (ΆΆνω Χώρα), ολοκλήρωσε τόν υπόνομο, ο οποίος έφθανε ακριβώς κάτω από τούς εχθρούς πού βρίσκονταν απέναντι από τόν προμαχώνα "Τερίμπιλε". Σέ εκείνη τή θέση ο Κιουταχής είχε κατασκευάσει ένα πύργο πού ξεπερνούσε σέ ύψος τό τείχος τού Μεσολογγίου καί είχε τοποθετήσει πυροβόλα, τά οποία προξενούσαν σημαντικές καταστροφές στήν πόλη τού Μεσολογγίου. Σέ καθημερινή βάση οι σκλάβοι τού Κιουταχή ενίσχυαν τόν πύργο μέ χώμα καί πέτρες μέ τελικό σκοπό νά ενωθεί μέ τό τείχος τού Μεσολογγίου. Οι ΈΈλληνες είχαν ονομάσει αυτή τήν κατασκευή "ΎΎψωμα τής Ενώσεως". Ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος αφού έβαλε βόμβες κάτω από τή θέση τού εχθρού, τούς μετέδωσε τό πύρ μέ αποτέλεσμα νά γίνει μία τρομερή έκρηξη, η οποία τίναξε στόν αέρα πλήθος Τουρκαλβανών καταστρέφοντας τόν προμαχώνα τής Ενώσεως μέ όλα τά πυροβόλα του. Αμέσως οι ΈΈλληνες, βγήκαν μέ τά γιαταγάνια τους καί ξεκίνησε μία σκληρή μάχη, η οποία κράτησε μέχρι τό βράδυ αναγκάζοντας τούς εχθρούς νά υποχωρήσουν καί νά εγκαταλείψουν τήν προκεχωρημένη
957
αυτή θέση. Οι ΈΈλληνες αξιωματικοί νεκροί ήταν ο Αποστολάκης Βαργιαδίτης καί ο Γεωργάκης Ντάγκας καί οι τραυματίες ήταν ο Γεώργιος Τζαβέλας, ο Γιαννάκης Ραζικότσικας, ο Μαρκαντώνης καί ο Κύρκος Μαλισσώβας. Σκοτώθηκαν ακόμη 20 στρατιώτες τής φρουράς τού Μεσολογγίου καί εκατοντάδες στρατιώτες τού Αλλάχ. Οι εκρήξεις τών υπονόμων καί οι διαρκείς έφοδοι τών Ελλήνων κατά τών εχθρικών χαρακωμάτων επέφεραν σημαντικές απώλειες στό στρατό τού Κιουταχή. Ο πασάς όμως δέν εγκατέλειπε τήν προσπάθεια διότι γνώριζε ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε μέ τήν απώλεια τής κεφαλής του από τόν "φιλεύσπλαχνο" καί "ανεκτικό" πατισάχ. Ο Κιουταχής ζητούσε από τόν Αυστριακό πρόξενο τής Ζακύνθου, μέ τόν οποίο είχε φιλικές σχέσεις, νά τού στέλνει τήν εφημερίδα "Ελληνικά Χρονικά", γιά νά παρακολουθεί τίς εξελίξεις στό ελληνικό στρατόπεδο. Ο εκδότης Μάγερ, όταν τό έμαθε αυτό, προσκάλεσε ειρωνικά μέσω τής εφημερίδας του, τόν Κιουταχή νά γίνει συνδρομητής της, καί νά τού τήν στέλνει καθημερινά απ' ευθείας από τό κανονοστάσιο τού Φραγκλίνου (Τερίμπιλε). Μία μέρα έπεσαν δύο βόμβες στή σκηνή τού Ρεσίτη, χωρίς νά προξενήσουν σημαντικές ζημιές. ΌΌταν εξέτασε τά θραύσματα, διαπίστωσε ότι ήταν τουρκικής προέλευσης, κατασκευασμένες από τό χυτήριο τής Κωνσταντινούπολης. Κατάλαβε ότι ήταν μέρος τού πολεμικού υλικού πού είχε στείλει η Πύλη μέ τόν τουρκικό στόλο γιά τίς ανάγκες τού δικού του στρατού, καί άρχισε νά βρίζει δυνατά μπροστά στούς στρατιώτες του τόν Τούρκο ναύαρχο Τοπάλ, αφού οι γκιαούρηδες τόν πολεμούσαν μέ τά όπλα μέ τά οποία έπρεπε αυτός νά τούς πολεμάει. «Μεσολόγγιον τή 13η Ιουνίου 1825 Από τινα Χριστιανόν συλληφθέντα προχθές από τόν Λιάλιον ομού μέ τόν Κακλαμάνον καί τά άλογα, μανθάνομεν τά εφεξής περί τών κατά τό εχθρικό στρατόπεδον. Οι σκάπται τών εχθρών συμποσούμενοι κατ' αρχάς εις επτακόσιοι, μόνοι τριακόσιοι έμειναν ήδη, εκ δέ τών λοιπών, οι μέν εφονεύθησαν, οι δέ κείτονται περαιτέρω πληγωμένοι χωρίς τινος θεραπευτικής επισκέψεως, καί άλλοι από τάς ημερονυκτίους βασάνους απέθανον. ΌΌταν καταβαίνωσιν οι Τούρκοι εις τά χαρακώματά των βάνουν εμπρός τούς σκάπτας αυτούς, καί άλλους πτωχούς Χριστιανούς κατά σειράν, διά νά τούς χρησιμεύωσιν ως προμαχώνες, καί ούτως ακινδύνως νά έρχωνται εις τά πλησίον περιταφρώματα. ΌΌταν οι εργάται σκάπτωσιν, επιστατούν καί πολλοί τών βαρβάρων, επαγρυπνούντες μή καταφύγη κανείς εις ημάς. Τάς δέ κεφαλάς τών φονευομένων σκαπτών οφείλουν οι επιστατούντες νά παρρησιάζωσιν εις τούς ανωτέρους των, διά νά φαίνεται, άν κανείς ηυτομόλησεν, ή άν οι επιστάται ούτοι διαφθείρονται μέ χρήματα.
958
Μεσολόγγιον τή 15η Ιουνίου 1825 Νέος τις Χριστιανός, γέννημα τής Σόφιας, μή λαλών άλλην γλώσσαν παρά τήν τουρκικήν καί βουλγαρικήν, υπηρέτει ένα εκ τών πολιορκητών μας μπέην. Ούτος παρατηρήσας τόν δεσπότην του κοιμώμενον, έκρινεν αρμόδιον νά πάρη τά όπλα του, καί νά έλθη νά ενωθή μέ τούς αδελφούς του. Καταφυγών λοιπόν ενταύθα, καί παρρησιασθείς εμπρός στόν στρατηγόν Νότην Μπότζαρην, είδε τόν ιερέα τών Σουλιωτών, καί ιερέως τέκνον όν καί αυτός, μέ δάκρυα χαράς τόν εσφικταγκάλιασε, χαίρων επί πλέον διά τήν οποίαν απήλαυσιν ευδαιμονίαν νά σωθή από τόν βάρβαρον δυνάστην του, καί νά ευρεθή εις τούς κόλπους τών αδελφών του. Ιδού δέ πώς εκφράζεται ούτος περί τής καταστάσεως τού εχθρικού στρατοπέδου: Οι Τούρκοι υπέπεσαν εις άκραν αθυμίαν αφ' ής ημέρας απέτυχον εις τήν κατά τής νήσου Μαρμαρού εφόρμησίν των. Φοβούνται μή γίνη έξοδος τις από μέρους μας, καί διά τούτο κατασκευάζουν καθημερινώς οχυρώματα, προχωρούντες, διά νά εμψυχώνεται τό στράτευμά των. Στενοχωρούνταί δε τά μέγιστα από τροφάς καί πολεμεφόδια, αναμένοντες νά τούς έρχωνται διά ξηράς. Μετά τήν μεσημβρίαν εμβήκεν ο αρχιτέκτων μας Σταύρος Κουτζούκης εις έν πλοιάριον διά νά περιέλθη εις επίσκεψιν τού φρουρίου, καί κατά δυστυχίαν απαντηθείς από βόλι εχθρικόν, εφονεύθη. Κλαίει η πατρίς τόν άνδρα τούτον, όχι μόνον ως εμπειρότατον εις τό έργον του, αλλά καί ως πατριώτην ενάρετον. Μεσολόγγιον τή 20η Ιουνίου 1825 ήν νύκτα έν ω οι Τούρκοι ησύχαζον ήσυχίαν μεγίστην, Τ προμελετημένως οι ΈΈλληνες έκαμαν μερικήν έξοδον από τό κέντρον καί τάς δύω πτέρυγας τού περιτειχίσματος, αφ' ού πρώτον από τήν αριστεράν πλευράν έγινε τό σύνθημα τής εφορμήσεως. Η κατά τών εχθρικών χαρακωμάτων έκρηξις τής πυρπολικής μας υπονόμου πρό τινων ημερών κατασκευασθείσης, εστάθη η αρχή τού κινδυνώδους τούτου επιχειρήματος. Ως πεινασμένοι λέοντες εφώρμησαν οι ΈΈλληνες καί εκτύπησαν τούς πλησίον βαρβάρους, εν ώ συγχρόνως από τά κανονοστάσια εγίνετο αδιάκοπος ο μέ μιδράλλια πυροβολισμός. Μή καταπαυομένη η ψιλή φωτία εσχημάτιζε βοήν πυκνοτάτων ηλεκτριζομένων νεφών. Τό αποβησόμενον τού συμβεβηκότος τούτου εστάθη, ότι επτά σημαίαι τής ημισελήνου εκυριεύθησαν, πλέον ή 200 Τούρκοι εφονεύθησαν εις τά χαρακώματα καί πέντε εζωγρήθησαν, εν οίς οι τρείς ήσαν Χριστιανοί από τούς σκάπτας των. Η δέ μεγαλητέρα
959
καταισχύνη τού εχθρού εστάθη, ότι εκτυπήθη, εν ώ αυτός εφαντάζετο τό αντίστροφον. Πολλά τουφέκια, πιστόλια, σπαθιά, ρούχα καί τόσα άλλα σκεύη τουρκικά ελαφυραγώγησαν οι ΈΈλληνες. Θύμα τής αμιμήτου ανδρείας των έγιναν τρείς εκ τών ημετέρων κατασφάζοντες τούς τυράννους. Μεσολόγγιον τή 16η Ιουλίου 1825 Μετά τό μεσονύκτιον έβαλεν ο εχθρός τό πύρ του εις ενέργειαν διά ξηράς καί θαλάσσης. Ημείς αντιστάμεθα διά τού τουφεκισμού καί μέ μιδράλλια πυροβολισμού. Τό πρωΐ εμετριάσθη ολίγον η εχθρική φωτία. Μετά δε τήν μεσημβρίαν ίδομεν αίφνης νά εκραγή τό προτείχισμα τού Μπότσαρη, νά σεισθή τό έδαφός μας, καί νά συμβή βροντώδης βοή. Οι Τούρκοι αφ' ού εγέμισαν τήν υπό τό κανονιοστάσιον τούτο τάφρον, κατεσκεύασαν εκείσε πυρπολικήν υπόνομον, εις τήν οποίαν βαλόντες τό πύρ, καί τό πλείστον μέρος ανατρέψαντες, ώρμησαν διά τής προθενηθείσης χαλάστρας, καί έστησαν τάς σημαίας των επί τού τείχους. Αλλ' οι φυλάσσοντες τήν θέσιν ταύτην ΈΈλληνες αντεστάθησαν μέ τόσην γενναιοκαρδίαν, ώστε, όχι μόνον τό κανονοστάσιον κατά τού εχθρού υπερασπίσθησαν, αλλά καί πολλοτάτους εφόνευσαν, καί τούς λοιπούς ηνάγκασαν νά επιστρέψωσιν εις τά όπισθεν. Τότε πάλιν εγεμίσαμεν τήν χαλάστραν μέ στρώματα καί προσκέφαλα, καί περιενδύσαμεν αυτά μέ σανίδας καί χώμα. Η εις τήν πράξιν ταύτην προξενηθείσα ζημία τών εχθρών εστάθη εις 300 φονευμένους καί άλλους τόσους σχεδόν πληγωμένους, εν ώ από ημάς επληγώθησαν δύω, ο αντιστράτηγος Δήμος Ρινιάσας καί ο χιλίαρχος Γιώτης Γκιώνης, καί εφονεύθησαν πέντε, οι τρείς από τούς οποίους ήσαν εργάται, σκάπτοντες εις εύρεσιν τής πυρπολικής τών εχθρών υπονόμου, καί διά τούτο πλακωθέντες εις τόν λάκκον όταν έγινεν η εκπυρσοκρότησις. Μεσολόγγιον τή 21η Ιουλίου 1825 ΌΌταν δέ η χρυσοειδής αυγή ήρχισε νά ρίπτη τάς κόκκινας ακτίνας της εις τόν ορίζοντά μας τόσον, ώστε μόλις ηδύνατο νά διακρίνη τις τά ενώπιόν του αντικείμενα, αίφνης οι υπό τό κανονιοστάσιον τού Φραγκλίνου εχθροί έβαλον πύρ εις τήν οποίαν είχον προκατασκευάσει εκείσε πυρπολικήν υπόνομον, καί μετά τήν εκπυρσοκρότησίν της ώρμησαν επάνω εις τό κανονοστάσιον τούτο, καί έστησαν έως είκοσι σημαίας των. Συγχρόνως έπραξαν τό αυτό καί οι υπό τά κανονοστάσια τού Μπότσαρη, Μακρή καί Μοντάλεμπερτ. Ενταυτώ ήρχισε καί από τά δύω μέρη γενικός τουφεκισμός καθ' όλην τήν γραμμήν τού
960
περιτειχίσματός μας, ομού δέ καί ο αμοιβαίος πυροβολισμός τών κανονίων, πυροβολικών όλων καί ομπουζίων. Εποσπάθησαν οι εχθροί νά εφορμήσωσι μετά τό στήσιμον τών σημαιών, καί νά εξουσιάσωσι τά κανονοστάσιά μας ταύτα, αλλά τά γενναία όπλα τών καρτεροψύχων Ελλήνων, οίτινες εκ τών πλευρών τού περιτειχίσματος καί εκ τών έσωθεν αντιπρομαχώνων εμάχοντο μέ τού θανάτου τήν απόφασιν καί μέ γενναιότητα απαραδειγμάτιστον, όχι μόνον τούς εμπόδισαν νά προχωρήσωσιν, αλλά καί 500 περίπου κατεσκότωσαν, πολλοτάτους επλήγωσαν, ικανάς τών σημαιών τής ημισελήνου, καί όχι ολίγα όπλα καί άλλα λάφυρα αφήρπασαν, καί τούς λοιπούς βαρβάρους τελευταίον μετά δύω ήμισυ ωρών μάχην κατεδίωξαν, καί ηνάγκασαν νά επιστρέψωσι κατατρομαγμένοι εις τά περιχαρακώματά των. Μεσολόγγιον τή 25η Ιουλίου 1825 Τό ελθόν από ξηράς εις βοήθειάν μας στρατιωτικόν, συντιθέμενον από τά σώματα τών στρατηγών Καραϊσκάκη, Κίτσου Τζαβέλα καί λοιπών, φθάσαν επάνω τών εχθρικών κατασκηνωμάτων έκαμεν εκ συνθήματος εις τήν μίαν ώραν τής νυκτός τό σημείον τού ότι μέλλει νά εφορμήση, καί νά ήμεθα καί ημείς έτοιμοι νά πράξωμεν τό ίδιον. Τήν γ' ώραν λοιπόν τής νυκτός επέπεσον τά ειρημένα στρατεύματα εις τάς εχθρικάς σκηνάς ούσας εν ταίς υπωρείαις, καί ήρχισαν τήν μάχην. Μετ' ού πολύ ήρχισαν ωσαύτως τήν φωτίαν καί οι εξελθόντες από τήν ανατολικήν πτέρυγα καί από τό κέντρον τού περιτειχίσματός μας, καί έτρεξαν επί τών εχθρικών χαρακωμάτων μέ ορμήν αμίμητον. Η εμπροσθινή τούτων γραμμή συνισταμένη από παλληκάρια, μή φέροντα άλλο όπλον, παρά μόνο τό ξίφος γυμνωμένο, επιπεσούσα αίφνης εις τά εμπροσθινά χαρακώματα εθυσίασεν υπέρ τούς 300 εκείσε ευρεθέντας βαρβάρους, η δέ άλλη γραμμή αφού δίς εκένωσε τά τουφέκια, ώρμησε καί εξουσίασε τέσσαρα εχθρικά κανονοστάσια καί όχι μικρόν μέρος τών χαρακωμάτων τής πλευράς εκείνης. Εν τούτω οι εχθροί κατατρομασμένοι ετραβήχθησαν, καί άφησαν τούς προμαχώνας τής ανατολικής πτέρυγος, συσσωματωθέντες περαιτέρω πρός τήν δυτικήν καί βόρειον. Οι δέ ΈΈλληνες ευρεθέντες εν τώ μέσω τού μεγάλου λαβυρίνθου τών εχθρικών χαρακωμάτων, τό έντεχνον καί οχυρόν τών οποίων τά αποκαθιστά σχεδόν απόρθητα, έσφαξαν όσους απάντησαν, εζώγρησαν (αιχμαλώτισαν) πολλούς καί μάλιστα εκ τών εργατών τού εχθρού, αφήρπασαν πλήθος σημαιών καί όπλων, καί τελευταίον μετά τριών ήμισυ ωρών μάχης επέστρεψαν καί εισήλθον εις τό τείχος, αφήσαντες φρίκην εις τούς εχθρούς καί δειλίαν άκραν. Αι περισσότεραι σκηναί τού εχθρικού στρατοπέδου ήσαν τοποθετημέναι εις τούς πρόποδας τών αντίκρυ τής πόλεώς μας ορέων.
961
Μετά τήν μάχην λοιπόν τής 25 τού λήγοντος ήρχισεν ο εχθρός νά μεταφέρη αυτάς κατωτέρω εις τήν πεδιάδα, καί όλος ο στρατός ήδη είναι κατεσκηνωμένος πέριξ τών περιταφρωμάτων. Η πρασινόχροος τού Κιουταχή σκηνή σχηματίζει τό κέντρον τού κατασκηνώματος, καί πλησίον ταύτης είναι η τού Ισμαήλ Πλιάσα πασσά καί λοιπών μπέηδων. Πολύ δυσαρεστούνται καί αγανακτούν ίσως οι μαλθακοί πασσάδες καί μπέηδες διά τήν μετάθεσιν αυτήν, τήν οποίαν εξ αιτίας τών Ελλήνων ηναγκάσθησαν νά κάμωσι, καί διά τούτο στερημένοι τόν καθαρόν αέρα τών υπωρειών, ευρίσκονται τώρα εκτεθειμένοι εις τόν μολυσμένον τής πεδιάδος καί εις τήν διάκρισιν τών κωνώπων καί λοιπών ζωυφίων, άς υπομένωσι όμως μέ σταθερότητα όλας ταύτας τάς κακοπαθείας οι αγάδες διά τήν αγάπην τού τόσον πιστού καί ανταποδότου αυθέντου των. Ο Σουλτάνος δέν θέλει λείψει τού νά ανταμείψη τάς ειλικρινείς εκδουλεύσεις των μέ τήν συνήθη γαληνότητα καί ευγνωμοσύνην τής μαχαίρας του.» Ελληνικά Χρονικά Εφημερίς εκδοθείσα εν Μεσολογγίω υπό τού Ελβετού Ιακώβου Μάγερ Τήν 1η Οκτωβρίου 1825, ο Κώστας Χορμοβίτης κατασκεύασε ένα νέο λαγούμι στό "ΎΎψωμα τής Ενώσεως" πού είχαν κατασκευάσει οι Τούρκοι καί τήν κατάλληλη στιγμή τού έβαλε φωτιά. Τουρκικά σώματα εκτοξεύτηκαν στόν αέρα καί η φρουρά τού Μεσολογγίου ενήργησε νέα έφοδο κατά τού εχθρού πού υποχρεώθηκε νά υποχωρήσει πρός τά πίσω τριακόσιες οργιές (1 οργιά = 1,83 μέτρα). Οι ΈΈλληνες αποκόμισαν πλήθος από σημαίες καί όπλα τού εχθρού καί είχαν τρείς απώλειες. Τήν επομένη, οι εχθροί απομακρύνθηκαν ακόμα περισσότερο από τά τείχη καί η φρουρά βγήκε εκ νέου γιά νά καταστρέψει όλα τά έργα τού εχθρού, νά κάψει τίς σκηνές του καί νά πανηγυρίσει μέ πυροβολισμούς τήν υποχώρησή του. Ο Σαδήμας μέ τόν Χριστόδουλο Χατζή Πέτρου μπήκαν στό Μεσολόγγι μέ 200 άνδρες γιά νά ενισχύσουν τή φρουρά του, ενώ ο Καραϊσκάκης δέν σταματούσε νά ενεργεί αιφνιδιαστικές επιθέσεις σέ εφοδιοπομπές καί στρατόπεδα τού Κιουταχή, στόν Καρβασαρά (Αμφιλοχία), στή Λάσπη (Λάσπες), στή Ρίγανη, κάνοντας αισθητή πλέον τήν έλειψη τροφίμων στό τουρκικό στρατόπεδο. Ο Τσόγκας πού βγήκε από τό Μεσολόγγι, μέ τόν Ράγκο, επηρεασμένοι από τόν Μαυροκορδάτο, πού μισούσε τόν Καραϊσκάκη δέν βοηθούσαν καθόλου στίς επιχειρήσεις τού τελευταίου, ο οποίος όμως είχε τήν στήριξη μικρότερων οπλαρχηγών, όπως τού Ανδρίτσου Σαφάκα, Βαγγέλη Κοντογιάννη, Ζαχαράκη Γιολδάση, Δημοτσέλιου, Γιώργη Πεσλή καί άλλων. Τό φθινόπωρο είχε φτάσει, οι βροχές καί η λάσπη έκαναν δύσκολη τή ζωή τών πολιορκητών καί ο σουλτάνος γνώριζε πολύ καλά ότι τό Μεσολόγγι δέν θά έπεφτε χωρίς βοήθεια. ΌΌσο καί άν φανερά εξυμνούσε τόν βαλή τής Ρούμελης γιά τήν
962
ανδρεία καί τήν τόλμη του, επαινώντας τόν επειδή "οι μουσουλμάνοι νίκησαν καί ξεκαθάρισαν τή Ρούμελη, ώστε δέν έμεινε πιά στά χέρια τών απίστων ούτε μία φούχτα γής", από μέσα του γνώριζε ότι η πτώση τού Μεσολογγίου έπρεπε νά γίνει πολύ γρήγορα. Ο Μέττερνιχ δέν έπαυε νά τόν προειδοποιεί ότι έπρεπε νά τελειώνει γρήγορα μέ τήν ελληνική επανάσταση, διότι η Ρωσία καί η Μεγάλη Βρετανία είχαν συνάντηση στήν Αγία Πετρούπολη γιά νά λάβουν αποφάσεις γιά τό ελληνικό ζήτημα. Ο σουλτάνος Μαχμούντ ταπεινώθηκε ακόμα γιά μία φορά στόν Μωχάμετ ΆΆλυ, ζητώντας του εκ νέου βοήθεια. Ο σατράπης τής Αιγύπτου, ευτυχισμένος μέ τίς εξελίξεις πού τόν έφερναν βορειότερα, έστειλε εντολή στόν γιό του Ιμπραήμ πασά, νά περάσει απέναντι στή Ρούμελη, γιά νά βοηθήσει τόν Κιουταχή νά καταλάβει τόν "φράκτη". «Ο εχθρός εν τοσούτω δέν έπαυε κυλίων τό χώμα καί διά τού τρόπου τούτου εισήλθε πάλιν εις τό κανονοστάσιον Τερίμπιλε. Οι πολιορκούμενοι κατεσκεύασαν καί αύθις δύο υπονόμους υπό τό χώμα, τήν μίαν μεγαλυτέραν τής άλλης, περί δέ τήν 2αν ώραν τής 9ης 7βριου ετέθη τό πύρ εις τήν μικράν υπόνομον, μέ τήν έκρηξιν τής οποίας ετινάχθησαν εις τόν αέρα έξ Τούρκοι, ταυτοχρόνως δέ ήρχισεν ο πυροβολισμός από τό κανονοστάσιον τού Κοτζίσκου μέχρι τών ερειπίων τού κανονοστασίου τού Βότσαρη. Οι εχθροί ήνοιξαν τό πύρ καί τότε σμήνος Αλβανών καί Κακλαμάνων (Τούρκων τής Μικράς Ασίας) έδραμεν εις βοήθειαν τών κινδυνευόντων συντρόφων των ως καί αυτός ο αρχιστράτηγος μεθ' όλης τής φρουράς του καί η μάχη εγένετο πεισματώδης. Εις τήν ακμήν δέ τής πάλης μέγα μέρος Αλβανών καί Γκέγκιδων επειράθησαν νά εφορμήσωσιν εις έφοδον αλλ' αντεκρούσθησαν μέ πολλήν φθοράν. Νομίσας δέ ο εχθρός, ότι όλαι αι ελληνικαί δυνάμεις είχον συναθροισή εκεί, καί θέλων φαίνεται νά φέρη αντιπερισπασμόν, επεχείρησεν έφοδον διά τών ενώπιον τών κανονοστασίων Ρήγα, Μακρή καί Μονταλαμπέρτ σωμάτων, αλλ' η φρουρά τών ρηθέντων κανονοστασίων, κτυπήσασα τούς εφορμώντας δραστηρίως, δέν τούς άφησεν ούτε βήμα νά προχωρήσωσιν εις τά εμπρός καί ηνάγκασε αυτούς μετά σπουδαίας απωλείας νά επανέλθωσιν άπρακτοι καί κακώς έχοντες εις τάς θέσεις των. Περί δέ τήν 4ην ώραν μ.μ. αφού απεσωρεύθησαν πλήθος Τούρκων νομίσαντες, ότι απηλλάγησαν τού φόβου τής υπονόμου, ετέθη τό πύρ καί εις τήν άλλην υπόνομον, η έκρηξις τής οποίας ετίναξεν εις τόν αέρα πλήθος εχθρών, εξ ών άλλοι μέν έπεσον ένδον τού φρουρίου καί άλλοι εν τώ μέσω τών συντρόφων των. Οι διασωθέντες τότε έστρεψαν τά νώτα, μή δυνάμενοι ν' ανθέξωσιν εις τό ζωηρότατον πύρ τής φρουράς, μέρος τών ανδρών τής οποίας ελκύσαντες τά ξίφη, ώρμησαν εις τά εντός τού κανονοστασίου Τερίμπιλε ανεστραμμένα εχθρικά χαρακώματα καί εις τά λείψανα τού προχώματος, ενσπείραντες τήν φρίκην καί τόν όλεθρον
963
εις τούς φεύγοντας εχθρούς. Η μάχη διήρκεσε καθ' όλην τήν νύκτα, εφονεύθησαν δ' εκ τών Ελλήνων 17 καί επληγώθησαν 45, εν οίς καί ο σωματάρχης Γεώργιος Βάγιας καί ο υποσωματάρχης Κώστας Διαμαντή Τζαβέλας καί οι αξιωματικοί Βασίλειος Βαργιαδίτης, Κώστας Τζάνης καί Χρήστος Τασούλης. Η δέ ζημία τού εχθρού ανέβη εις 500 περίπου φονευμένους, εν οίς καί ο ανεψιός τού Μπανούση Σέβρανη, πλείστοι δέ επληγήθησαν, εν οίς ο ίδιος Μπανούσης Σέβρανης καί Ασλάμπεης Πούτζες, Αλβανοί ισχυροί τού πολιορκητού οπλαρχηγοί. Τήν 12ην Δεκεμβρίου 1825 περί τήν 2αν ώραν μ.μ. έφθασεν έξω τού Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ πασάς, άγων έξ περίπου χιλιάδας στρατόν τακτικόν εις πεζικόν, πυροβολικόν καί ιππικόν καί έστησεν αμέσως τάς σκηνάς του, αποχωρισμένος από εκείνας τού Κιουταχή. Τήν 27ην δύο αραβικοί λόχοι παρέλαβον εις τήν διεύθυνσίν των έν εκ τών τριών εχθρικών κανονοστασίων, τό απέναντι τής ανατολικής πλευράς τού φρουρίου.» Απομνημονεύματα δευτέρας πολιορκίας Μεσολογγίου Αρτεμίου Μίχου Ο Κιουταχής ήταν πολύ εξοργισμένος μέ τήν στασιμότητα τών επιχειρήσεων. Συχνά ξεσπούσε τήν οργή του στούς αιχμαλώτους, αδιαφορώντας αν ήταν γυναίκες ή παιδιά. Σύμφωνα μέ τόν Σπυρίδωνα Τρικούπη, άλλοτε σούβλιζε μικρά παιδιά σέ εμφανή θέα από τά τείχη τού Μεσολογγίου καί άλλοτε έδενε γυναίκες μπροστά από τίς μπούκες τών κανονιών του καί τίς τίναζε στόν αέρα βάζοντας πύρ στά κανόνια. Τούς αιχμαλώτους τούς έβαζε σέ λάκκους, τούς οποίους τούς έκλεινε μέ σανίδες καί από πάνω τους τοποθετούσε φρουρούς. Οι αιχμάλωτοι ήταν αναγκασμένοι νά ζούν μέσα στίς ακαθαρσίες τους καί σέ σύντομο χρονικό διάστημα πέθαιναν από αρρώστειες ή από ασφυξία. Καταστροφή τής Ανατολικής Στερεάς (1825) Τήν άνοιξη τού 1825 καί ενώ τά ρουμελιώτικα στρατεύματα ήταν ακόμα στήν Πελοπόννησο, οι Τούρκοι μέ αρχηγούς τόν Αμπάζ πασά καί τόν Μουστάμπεη εισέβαλαν στήν Ανατολική Στερεά, προερχόμενοι από τή Λαμία. Ταυτόχρονα, ένα τμήμα τού στρατού τού Κιουταχή, εισέβαλε από τά δυτικά καίγοντας στό πέρασμά του χωριά, μεταξύ τών οποίων τό Μαλανδρίνο, τή Σεργούλα, τή Βιτρινίτσα (Τολοφών) καί τό νησάκι Τριζόνια. Ο Γκούρας μέ τόν Σκαλτσοδήμο καί τό Νάκο Πανουργιά έπιασαν τή θέση Πέντε ΌΌρνια (Πεντεόρια Φωκίδας), αλλά σκόρπισαν αμέσως μέ τήν εμφάνιση τού εχθρού. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν καί η μάχη κατέληξε σέ σφαγή τών Ελλήνων. Μέσα σέ μία ώρα είχαν σκοτωθεί 125 στρατιώτες μέ κυριότερους τούς Γεώργιο Χαλμούκη καί Αναγνώστη Κάρμα. Οι κάτοικοι στά Σάλωνα ήσαν αμέριμνοι μέσα στά σπίτια τους. Ο
964
Γκούρας τούς είχε καθησυχάσει μέ τή βεβαίωση ότι δέν διέτρεχαν κανένα απολύτως κίνδυνο. Ο δρόμος όμως τών Τούρκων ήταν πλέον ανοικτός, αφού είχαν διαλύσει όλα τά ελληνικά στρατιωτικά σώματα καί τό ιππικό τους κάλπαζε ήδη πρός τά Σάλωνα, μέ τήν ελπίδα τής λεηλασίας καί τής αιχμαλωσίας νεαρών γυναικών. Πράγματι τό ιππικό μπήκε στήν πόλη σκοτώνοντας 150 ανήμπορους γέρους καί γριές πού δέν μπορούσαν νά τρέξουν καί αιχμαλωτίζοντας 300 γυναίκες καί νεαρές κοπέλλες. ΌΌσοι κάτοικοι πρόλαβαν νά κινηθούν στά ορεινά, κατάφεραν νά σωθούν, αφού τό τουρκικό ιππικό δέν μπορούσε νά τούς ακολουθήσει στά δύσβατα μονοπάτια. «Αλλ' αρχάς Απριλίου 1825 Τούρκοι εκ τού Ζητουνίου ως τετράκισχίλιοι, πεζοί τε καί ιππείς, επί κεφαλής έχοντες τόν Αμπάζπασιαν καί Μουστάμπεην, εισέβαλον τήν 8ην τού αυτού εις τάς Θερμοπύλας καί προυχώρησαν εις τά πεδία τής Λεβαδίας καί έφθασαν εις Τουρκοχώρι, εις τά Λεύκτρα. Ο δέ Γκούρας αφήσας εις Λιβανάτας τόν Κριεζιώτην καί τόν Στ. Κατσικογιάννην, εκινήθη τήν 9η Απριλίου 1825 μέ τόν Ρούκην καί έφθασαν εις Δαύλειαν, όπου ήδη ευρίσκοντο ωχυρωμένοι ο Κομποταδίτης, Πρέβας, Κοντουσόπουλος, Δυοβουνιώτης καί Νάκος Πανουργιάς. Συνεκροτήθη δέ μάχη καί οι Τούρκοι αντεκρούσθησαν κρατερώς, καί εφονεύθησαν καί επληγώθησαν πολλοί καί ετράπησαν, αλλ' εστρατοπέδευσαν περί τήν Δαύλειαν. Εστρατοπέδευσαν καί οι ΈΈλληνες εις τό μοναστήριον τής Ιερουσαλήμ, έν τέταρτον τής ώρας μακράν απ' αυτών. Τήν 10ην ητοιμάσθησαν νά υπάγωσιν εις τά Σάλωνα, καί επειδή οι ΈΈλληνες είχον αφ' εσπέρας καταλάβει τάς αναγκαίας θέσεις, αφ' ού τό πρωΐ τής 11ης έκαμαν οι Τούρκοι διάφορα κινήματα, καί εφονεύθησάν τινες καί ηχμαλωτίσθησαν πλειότεροι, υπέστρεψαν πάλιν εις Τουρκοχώρι. Ο δέ Στ. Κατσικογιάννης ακούσας ότι οι ΈΈλληνες εμάχοντο εις τό μοναστήριον τής Ιερουσαλήμ, έδραμεν εις βοήθειαν. Φθάσας δέ εις Κάπραιναν ή Χαιρώνειαν, τής νυκτός επελθούσης, κατέλυσε, διότι είχε παύσει καί η μάχη. Αλλά τήν νύκτα αυτήν εκίνησεν ο Αμπάζπασιας μέ τούς ιππείς του ως χιλίους πεντακόσιους εκείσε, καί οι ΈΈλληνες τούς είδον εις τά χαράγματα τής αυγής, καί ωχυρώθησαν εις υψηλόν μέρος, καί τούς αντέκρουσαν ορμήσαντας καί εφόνευσαν περί τούς 100 καί τούς έτρεψαν. ΈΈπεσον καί εξ αυτών επτά, εν οίς καί ο αντιστράτηγος Κώστας Βασιλείου καί επληγώθησαν οκτώ, εν οίς καί ο αξιωματικός Κιτσιοκόρδας. ΉΉδη αποσπάσματα Τούρκων από τό στρατόπεδον τού Κιουταχή διεσπάρησαν υπέρ τάς έξ χιλιάδας εις τάς επαρχίας υπό τόν Σούλτσε Κόρτσα, Μπανούση Σέβρανη, Ταχήρ Αμπάζ, ΆΆγο Μουχουρδάρην καί άλλους κατά διαφόρους διευθύνσεις, διά νά θύσωσι καί ν' απολέσωσιν. Εκ τούτων δυσχίλιοι έφθασαν έξω τής Ναυπάκτου καί συμπαραλάβοντες
965
πεντακοσίους από τήν φρουράν, εκινήθησαν τήν 14ην Απριλίου 1825 νυκτός εις Μαλανδρίνον, έκαυσαν τρία χωρία καί δύω μοναστήρια, επήραν πολλά ζώα καί ηνδραπόδισάν τινας αδυνάτους. Τήν 18ην εκινήθησαν εις τήν Σεργούλαν, τήν επυρπόλησαν καί έπραξαν τά αυτά, καί ο Σκαλτσοδήμος δέν ημπόρεσε νά τούς περιστείλη. Απήλθον έπειτα εις τά Τροιζώνια καί έπραξαν τά ίδια. Τήν 19ην εκινήθησαν εις Λοιδωρίκι, προυχώρησαν χωρίς αντίστασιν εις τό ξενοδοχείον τού Φερχάτ εφέντη (βοεβόδας τών Σαλώνων) λεγόμενον, καί προσέβαλον τόν Τριαντάφυλον Αποκουρίτην, όστις τούς αντέκρουσεν οπωσούν καί απεχώρησεν εις τά υψηλά. Οι δέ Τούρκοι έκαυσαν καί χωρία καί μοναστήρια, καί ελεηλάτησαν τόν τόπον, άλλοι εκινήθησαν πρός τά Κράββαρα καί έκαυσαν τά Βελβίτσαινα (Παλαιόπυργος). Τήν δέ 21ην ανέβησαν εις τήν κορυφήν τού βουνού, Παπαδιά λεγομένου, πλησίον τής Λομποτίνας (ΆΆνω Χώρα Ναυπακτίας), καί προσέβαλαν τόν Ανδρίτσον Σιαφάκαν, όντα ωχυρωμένον εις δυνατήν θέσιν, καί εμαχήσαντο επτά ώρας καί τόν είχον αποκεκλεισμένον. Αλλά τήν δευτέραν ώραν τής νυκτός έδραμον έξωθεν ΈΈλληνες εις βοήθειάν του, καί εξήλθον οι αποκεκλεισμένοι καί έφυγον όλοι αβλαβείς, αφ' ού εφόνευσαν καί επλήγωσαν ως 50 Τούρκους. Ο δέ Γκούρας ήδη ευρίσκετο εις τά Σάλωνα, καί δέν εφρόντισε νά λάβη μέτρα διά ν' ασφαλίση τήν πόλιν εκείνην από τόν εχθρόν. Η επιτροπή τής Ανατολικής Ελλάδος τόν εζήτησε πληροφορίαν διά τήν κατάστασιν τού στρατού, καί αυτός είπεν ότι εννέα χιλιάδες ΈΈλληνες κατείχον τάς αναγκαίας θέσεις, αλλά πραγματικώς δέν υπήρχον ειμή ως επτακόσιοι εις ΆΆμπλιανην (Φωκίδας) καί τετρακόσιοι εις τά Πεντεόρια (Πέντε ΌΌρνια), άθλιον σύστημα τού πλείστου μέρους, άν όχι όλων τών στρατιωτικών, οι οποίοι εστράτευον μέ πέντε καί επληρώνοντο δι' εκατόν. Ο Γκούρας είχε διατάξει τόν Ρούκην νά υπάγη εις βοήθειαν τού Σκαλτσοδήμου, καί αυτός δέν τόν εδέχθη διότι δέν είχεν, ως έλεγε, τροφάς, εν ώ ηδύνατο νά οικονομηθή αποχρώντως δι' ολίγας ημέρας εξ ών η κυβέρνησις είχε στείλει εις Καλαμάκι. Η δ' επιτροπή είχε διατάξει πολλάκις τούς Γαλαξιδιώτας νά στείλωσι πλοία εις Βοστίτσαν (Αίγιον), διά νά παραλάβωσι καί νά φέρωσι εις τά Σάλωνα τά εκεί ευρισκόμενα στρατεύματα, καί δέν υπήκουσαν. Λέγεται δέ ότι καί ο Γκούρας καί ο Πανουργιάς τούς εμπόδισαν, ειπόντες ότι δέν είχον ανάγκην απ' εκείνα τά στρατεύματα. (Ο Γκούρας έπαιρνε μισθούς γιά στρατιώτες πού δέν διέθετε καί εκτός τούτου, δέν επέτρεψε τήν μεταφορά τών ρουμελιώτικων στρατευμάτων από τήν Πελοπόννησο στήν Στερεά, γιατί ανάμεσά τους ήταν ο Καραϊσκάκης, τόν οποίον φοβόταν, αφού ο Καραϊσκάκης ήταν δυσαρεστημένος μέ τή σύλληψη τού Ανδρούτσου καί απειλούσε τόν Γκούρα. ΈΈτσι ο δήμιος τού Ανδρούτσου άφησε τήν ΆΆμφισσα στό έλεος τών Τούρκων, οι οποίοι τελικώς τήν κατέλαβαν καί τήν λεηλάτησαν).
966
Ωρμήσαντες οι Τούρκοι τούς κατεσκόρπισαν καί εφόνευσαν περί τούς 300 ΈΈλληνας καί τούς αξιωματικούς Γεώργιον Χαλμούκην, Θανασούλην Σουλιώτην, Νίσταν, Αναγνώστην Κάρμαν, Κουτρουμπόγιαννον καί τόν Γιαννάκην γραμματέα τού Πανουργιά. Οι κάτοικοι εις τά Σάλωνα Χριστιανοί, περίπου δεκαπέντε χιλιάδες ψυχαί, οι οποίοι πιστεύοντες εις τάς δυνάμεις τού Γκούρα, έμενον ήσυχοι καί ησχολούντο εις τά έργα των, άν η επιτροπή δέν ελάμβανε πρόνοιαν διά τήν ασφάλειαν τούτων. Αυτή φοβηθείσα τήν ενδεχομένην ήτταν τών Ελλήνων, διέταξεν εν δέοντι νά φύγωσι οι κάτοικοι εις τά υψηλά καί οχυρά μέρη, έως ίδωσι τό αποβησόμενον τής γινομένης μάχης, καί εσώθησαν οι απόλεμοι καί αδύνατοι ως καί τά γυναικόπαιδα. Αίφνης ηκούσθη φωνή: "Τούρκοι Τούρκοι!" και ευθύς οι κάτοικοι τών Σαλώνων εδόθησαν εις φυγήν υπό πανικού φόβου κυριευθέντα, καί έτρεχον νά σωθώσιν εις τά όρη. Καί τότε είδον τούς Τούρκους ερχομένους εις τά Σάλωνα, ότε καί τινες ιππείς διεσπάρησαν εις τάς πεδιάδας, πλήν δέν εύρον Χριστιανούς νά σφάξωσι καί νά αιχμαλωτίσωσιν, εκτός εννέα μόνων, οι οποίοι δέν ημπόρεσαν νά φύγωσιν. Εκυρίευσαν λοιπόν οι Τούρκοι τά Σάλωνα, καί εύρον εις τήν πόλιν πολλά λάφυρα όσα πράγματα οι Χριστιανοί δέν ημπόρεσαν ν' αποκομίσωσιν.» Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου 2 Από τά Σάλωνα (ΆΆμφισσα) οι Τούρκοι συνέχισαν τίς επιδρομές σφάζοντας καί λεηλατώντας. ΈΈκαψαν τό Λιδωρίκι, τή Δεσφίνα καί κατόπιν προχώρησαν πρός τό Δίστομο. Εκεί όμως έκπληκτοι συνάντησαν ισχυρές ελληνικές δυνάμεις. ΉΉταν τά ρουμελιώτικα στρατεύματα τού Καραϊσκάκη, τά οποία είχαν καταφέρει επιτέλους νά βρούν πλοίαρια, καί νά περάσουν απέναντι από τήν Πελοπόννησο. Αλλά καί οι ΈΈλληνες δέν περίμεναν νά συναντήσουν τόσο νότια τούς εχθρούς. Γιά μερικά λεπτά τά αντίπαλα στρατεύματα βρέθηκαν σέ αμηχανία, μή ξέροντας τί νά κάνουν. Ξαφνικά ο Καραϊσκάκης όρμησε πρώτος φωνάζοντας: "ΈΈλληνες αδελφοί, επάνω τους!". Οι Τούρκοι δέν στάθηκαν νά πολεμήσουν αλλά υποχώρησαν ατάκτως κατευθυνόμενοι πρός τά Σάλωνα. Οι ΈΈλληνες έπιασαν τήν Αράχωβα, όπου δημιούργησαν στρατόπεδο, γιά νά αναχαιτίζουν τούς Τούρκους πού ήταν κλεισμένοι στήν ΆΆμφισσα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μέ τόν Κίτσο Τζαβέλα, κινήθηκαν πρός τή Δυτική Στερεά, γιά νά βοηθήσουν τούς πολιορκημένους στό Μεσολόγγι καί ο Νικόλαος Κριεζιώτης μέ τόν Βάσο Μαυροβουνιώτη πήγαν στή Μέγαρα καί τήν Ελευσίνα, αφήνοντας στό ελληνικό στρατόπεδο τούς Κώστα Μπότσαρη, Γεώργιο Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμάντη Ζέρβα, Ιωάννη Γκούρα καί Χριστόφορο Περραιβό. Οι μάχες συνεχίστηκαν καί τό καλοκαίρι τού 1825. Στό τέλος Ιουλίου, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στούς ΈΈλληνες πού είχαν οχυρωθεί στό
967
μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία στό χωριό Χρισσό, κοντά στούς Δελφούς. Στό μοναστήρι βρίσκονταν λίγοι υπερασπιστές, αφού οι περισσότεροι είχαν σκορπιστεί στά γύρω χωριά αναζητώντας τροφές. Οι 74 ΈΈλληνες πού πολέμησαν μέσα στό μοναστήρι δέν άντεξαν τά απανωτά κύματα τών επιτιθέμενων. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τό μοναστήρι καί τό έκαψαν, αλλά οι περισσότεροι ΈΈλληνες κατόρθωσαν νά ξεφύγουν, αφήνοντας πίσω τους 11 νεκρούς. Οι Τούρκοι συνέχισαν τίς λεηλασίες καί στά χωριά τής Αττικής καί τή Βοιωτίας. Στό χωριό Μαυρομάτι είχε οχυρωθεί στήν εκκλησία τού Σωτήρος ο Αθανάσιος Σκουρτανιώτης μέ 45 παλληκάρια. Εκατοντάδες εχθροί τόν περικύκλωσαν καί τόν πολέμησαν πολλές ώρες. Στό τέλος οι Τούρκοι ανέβηκαν στήν σκεπή τής εκκλησίας καί αφού άνοιξαν τρύπες έριξαν στό εσωτερικό της εύφλεκτα υλικά όπως θειάφι καί πίσσα, τούς έβαλαν φωτιά καί έκαψαν τήν εκκλησία μέ όλα τά παλληκάρια πού ήταν παγιδευμένα μέσα, διαπράτοντας ένα ακόμα ολοκαύτωμα. «Οι δ' εις Βοστίτσαν ευρισκόμενοι Τζαβέλας, Καραϊσκάκης καί λοιποί Σουλιώται, μεθ' ών ηνώθησαν καί οι εν Πάτραις Δράκος, Δαγκλής, Περραιβός, Ζέρβας, Χόρμοβας καί άλλοι, όλοι ομού εις 2000 συναριθμούμενοι, παρατηρούντες τά πυρά τών απέναντι καιομένων χωρίων, καί εκ τούτου κατανοούντες τήν κατάστασιν τών εκεί, καί στενοχωρούμενοι, καί βιαζόμενοι, εμελέτων ν' απέλθουν διά ξηράς. Αγαθή δέ τύχη διά προφθασάντων πλοιαρίων τινών διαπεραιωθέντες πέραν, ωχυρώθησαν εις Δίστομον, όπου ήλθε τότε καί ο Γκούρας μετά τών λοιπών, εσκόπουν δέ νά καταλάβωσι τήν Δεσφίναν, ήν όμως προκαταλαβόντες κατείχον οι Τούρκοι, οίτινες κινηθέντες κατά τών εν Διστόμω καί παρ' ελπίδα ιδόντες εκεί δύναμιν ουκ ευκαταφρόνητον, εδίσταζον νά επιτεθώσιν. Ούτω δέ δισταζόντων αυτών, ο Καραϊσκάκης ειπών, "αφ' ού εκείνοι δέν τολμούν νά έλθουν καθ' ημών, ημείς κατ' αυτών!" καί ξιφουλκήσας ώρμησε πρώτος. Ακολουθήσαντες δ' αυτόν καί πάντες οι άλλοι μεθ' ορμής έτρεψαν καί κατεδίωξαν τούς Τούρκους μέχρι τών οχυρωμάτων των, φονεύσαντες καί πληγώσαντες εν τούτω τινάς αυτών. Τότε οι Τούρκοι καύσαντες τήν Δεσφίναν καί τό Καστρί (Δελφοί) υπέστρεψαν εις Σάλωνα. Οι δ' ΈΈλληνες καταλαβόντες τήν Δεσφίναν, τήν Ράχοβαν (Αράχοβα), τόν προφήτην Ηλίαν καί τό μετόχιόν του, επολιόρκουν ούτω τούς εν Σαλώνοις. Εν τούτοις εκστρατεύσαντες οι Αμπάζ πασάς καί Μουστάμπεης μέ 2000 πρός τό Λιδωρίκι, ηχμαλώτισαν πλέον τών 100 αδυνάτων καθ' οδόν έως Βελούχοβο (Κάλλιο Φωκίδας), όπου κατεσκήνωσαν καί όπου καί άλλοι Τούρκοι εκ Σαλώνων ελθόντες ηνώθησαν μετ' αυτών. Φθάσαντες δέ εις Λιδωρίκι καί τάς οικίας καύσαντες, εκινήθησαν μέν κατά τών ωχυρωμένων μέ 1000 εις τό βουνό Κλήμα Σκαλτσά,
968
Κίτσου, Βαλτινού, Καραγιάννη καί Αινιάν, αλλά δέν επετέθησαν κατ' αυτών στραφέντες πρός τό Λευκαδίτι, όπου εν οχυρά τινι θέσει ήσαν ωχυρωμέναι πολλαί οικογένειαι υπό μόνο ογδοήκοντα οπλοφόρων προστατευόμεναι, μεθ' ών από πρωΐας μέχρις εσπέρας επί ματαίω πολεμήσαντες καί φονευθέντες καί πληγωθέντες ουκ ολίγοι, αναχωρήσαντες υπέστρεψαν εις Λιδωρίκι.» Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας Μιχαήλ Οικονόμου Ο χειμώνας πού πλησίαζε, ανάγκασε τούς Τούρκους νά εγκαταλείψουν τά Σάλωνα, ύστερα από κατοχή πέντε μηνών καί νά αποσυρθούν στό Ζητούνι (Λαμία). Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τίς σπηλιές καί τά δάση καί επέστρεψαν στήν κατεστραμμένη πόλη, ξανακτίζοντας τά σπίτια τους, πού τά βρήκαν καμμένα καί λεηλατημένα. Τά περισσότερα στρατεύματα διατάχθηκαν από τήν κυβέρνηση νά κινηθούν δυτικά καί νά παρενοχλούν τά στρατεύματα τού Κιουταχή, πού πολιορκούσαν τό Μεσολόγγι. Εποποιία τού Μεσολογγίου Στό μεταξύ η πολιορκία τού Μεσολογγίου είχε μπεί στόν έβδομο μήνα. Ο ελληνικός στόλος, ελλείψει εφοδίων καί χρημάτων δέν μπορούσε νά παραμείνει περισσότερο. Ο Ανδρέας Μιαούλης απέπλευσε από τόν κόλπο τού Μεσολογγίου στά μέσα τού Οκτωβρίου τού 1825 γιά νά δώσει τή θέση του στόν τουρκικό στόλο πού καραδοκούσε. Μάταια η πολιτική επιτροπή τής Ιεράς Πόλεως εκλιπαρούσε τό Εκτελεστικό νά μήν αποσύρει τόν ελληνικό στόλο, μάταια ζητούσε τρόφιμα καί πολεμοφόδια, μάταια ζητούσε μισθούς γιά νά πληρώσουν οι καπετάνιοι Κίτσος Τζαβέλας, Γεώργιος Κίτσος, Λάμπρος Βεΐκος, Νότης Μπότσαρης, Χρήστος Φωτομάρας καί Νικόλαος Ζέρβας τά στρατεύματα τους. Στίς 11 Νοεμβρίου 1825, ο Ιάκωβος Μάγερ, ο οποίος είχε βαπτισθεί Ορθόδοξος, έστειλε επιστολή στήν ελληνική κυβέρνηση ζητώντας βοήθεια. Μέ τήν επιστολή αυτή εξέθετε τή δραματική κατάσταση τών κατοίκων τής πόλης. 1200 στρατιώτες είχαν πεθάνει καί περιφέρονταν στούς δρόμους οι χήρες τους καί τά ορφανά τους χωρίς νά έχουν στόν ήλιο μοίρα. Ο θάνατος από τίς αρρώστειες καί τήν πείνα ήταν καθημερινό φαινόμενο. Δέν υπήρχε χώρος μέσα στήν πόλη γιά νά θάβονται οι πεθαμένοι. Τό τείχος είχε υποστεί σημαντικές φθορές, όπως καί τά σπίτια τών κατοίκων. Τό κρύο άρχισε νά σκοτώνει τά μωρά καί τά μικρά παιδιά. Μά ήταν δυνατόν, έγραφε ο Μάγερ, νά μήν μπορεί η Σεβαστή Διοίκησις νά στείλει λίγο ψωμί στό Μεσολόγγι, γιά νά μήν πεθάνει ο πληθυσμός από τήν πείνα; Σέ δική του επιστολή του ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, απευθυνόμενος στόν πρόεδρο τής κυβερνήσεως
969
Γεώργιο Κουντουριώτη, αφού τού εξέθετε τήν τραγική κατάσταση τών κατοίκων καί τίς ανάγκες τους γιά τρόφιμα, προέβλεπε ότι "αν δέν έρθη η θαλάσσια δύναμις, τό Μεσολόγγι δέν χάνεται από τό τουφέκι καί τό σπαθί, αλλά χάνεται μόνο από λιμό. Καί χανόμενο τό Μεσολόγγι, χάνεται η πατρίς". Ο Παπαδιαμαντόπουλος είχε πάει στή Ζάκυνθο γιά νά ζητήσει τρόφιμα καί χρήματα. Οι Ζακυνθινοί φίλοι του, τού πρότειναν νά τόν φιλοξενήσουν καί νά μήν επιστρέψει στό Μεσολόγγι, όπου κινδύνευε η ζωή του. Ο Παπαδιαμαντόπουλος τούς απάντησε ότι η θέση του ήταν στό Μεσολόγγι. Τόν Δεκέμβριο τού 1825, οι πολιορκημένοι τής Ιεράς Πόλεως τού Μεσολογγίου παρατηρούσαν στόν μακρινό ορίζοντα καί από τήν πλευρά τής Βαράσοβας νά ανεμίζουν κόκκινα μπαϊράκια. ΉΉταν ο αιγυπτιακός στρατός τού Ιμπραήμ πού προχωρούσε μέ αργό ρυθμό καί στρατοπέδευε έξω από τά τείχη, τήν ίδια ώρα πού ο μουσουλμανικός στόλος τού Χοσρέφ Τοπάλ πασά πλησίαζε στή λιμνοθάλασσα από τόν κάβο τού Πάπα (ακρωτήριο Αράξου). Τά λίγα ελληνικά πλοία πού βρίσκονταν εκεί σκόρπισαν, μέ εξαίρεση τό πυρπολικό τού Θεόδωρου Βώκου. Ο ατρόμητος πυρπολητής προσπάθησε νά δέσει τό πυρπολικό του σέ μία φρεγάτα, αλλά μία κανονιά τού έκοψε καί τά δύο χέρια. Ο Βώκος έπεσε στήν θάλασσα καί κατέληξε στόν βυθό τού Πατραϊκού κόλπου, αφού δέν μπορούσε νά κολυμπήσει χωρίς χέρια. Τό Αλωνάκι, όπως τό αποκάλεσε ο Διονύσιος Σολωμός, ήταν ζωσμένο από ξηρά καί από θάλασσα. Μουσουλμάνοι από τήν Ευρώπη, τήν Αφρική καί τήν Ασία ανυπομονούσαν νά καταλάβουν τήν πόλη καί νά τήν λεηλατήσουν. Η φρουρά ήταν εξαντλημένη από τήν πολύμηνη πολιορκία, καί οι άμαχοι υπόφεραν από τό κρύο καί τήν πείνα. Κανένας όμως δέν σκέφτηκε τήν παράδοση τής πόλης στόν εχθρό. ΈΈναν εχθρό πού διαρκώς έφερνε προτάσεις συνθηκολόγησης, είτε μέσω Αλβανών απεσταλμένων είτε μέσω τού Βρετανού πλοιάρχου ΆΆμπατ. «Μεσολόγγιον τή 13η Δεκεμβρίου 1825 Χθές τό εσπέρας ίδεν η γενναία φρουρά τού Μεσολογγίου καί αραβικάς φάλαγγας ερχομένας από τά σπλάχνα τής Αφρικής εναντίον της. Ούτε αι φυλαί τών Αλβανών καί Γκέκηδων, ούτε τών Γκριτζαλίδων, ούτε τών Καϊνταλήδων, ούτε τών Βιντινλήδων, ούτε τών Κοζάκων αυτών, ήτινες ήλθον από τάς εκβολάς τού Δουνάβεως, δέν εξήρκεσαν διά τόσον μικρόν αριθμόν Ελλήνων κλεισμένων εις τήν μάνδραν ταύτην, ούτε οι από τής Ασίας μεταβάντες Κιουταχήδες καί λοιποί δέν εστάθησαν ικανοί, αλλ' ήλθον καί ΆΆραβες από τήν Αφρικήν νά μάς πολεμήσωσιν; Εν ώ ταύτα έλεγεν η φρουράν μας, η μουσική καί τά τύμπανα αντήχουν εις τά ώτα μας, οι δέ εις Κρυονέρι αποβιβασθέντες ΆΆραβες, συμποσούμενοι εις 4000 περίπου, καί οδηγούμενοι από τούς
970
Γάλλους αξιωματικούς των, επλησίαζαν πρός τό εχθρικόν στρατόπεδον μ' όλην τήν πομπήν, προπορευομένης τής πυροβολικής, καί απ' οπίσω ακολουθούντος τού ιππικού. ΈΈξ δέ σημαίαι εκυμάτουν επί τάς κεφαλάς των. Αμέσως φθάσαντες οι Αφρικανοί εις τό στρατόπεδον, έστησαν τάς σκηνάς των αποχωρισμένας από εκείνας τών από τής ασιατικής καί ευρωπαίας Τουρκίας, καί ήδη τό θέαμα τού εχθρικού στρατοπέδου είναι τωόντι μία χάρτα παριστάνουσα τά τρία μέρη τού παλαιού κόσμου. Αλλά πώς ο καιρός μεταβάλλεται! Εξαλείφθησαν οι αιώνες εκείνοι, όταν τά Χριστιανικά γένη επολέμουν εις τήν Ανατολήν κατά τών οπαδών τού Μωάμεθ! Επί τών σταυροφόρων πρώτη εξεστράτευσεν η Γαλλία διά τήν απελευθέρωσιν τής Ιεράς Γής. Η Γαλλία τότε έχυσε τόσον αίμα διά τήν υπεράσπισιν τού Ευαγγελίου. Σήμερον, συγχωρεί ο βασιλεύς της νά κατασκευάζωνται πλοία πολεμικά διά τούς απίστους, τά καράβια της νά μεταφέρουν τούς θησαυρούς τού Αιγυπτίου σατράπου, οι υιοί της, ενωμένοι υπό τάς σημαίας τής ημισελήνου, νά καταπολεμούν τούς υπό τήν σταυροφόρον σημαίαν Χριστιανούς, οι οποίοι συντρίψαντες τής οθωμανικής τυραννίας τάς αλύσους, αγωνίζονται νά ζήσωσιν ως Χριστιανοί καί νά αποκατασταθούν ΈΈθνος Ανεξάρτητον! Μεσολόγγιον τή 15η Δεκεμβρίου 1825 Τά μεγαλύτερα τών εχθρικών καραβίων εξέπλευσαν τού κόλπου Παλαιών Πατρών καί ήλθον, τά μέν αντίκρυ τού Βασιλαδίου, τά δέ αντίκρυ τού Πάπα (Αράξου). Εστάθησαν ικανήν ώραν κατ' ανέμου, καί περί τό εσπέρας πάλιν επέστρεψαν εις τά φρούρια. Μεσολόγγιον 17η Δεκεμβρίου 1825 Δέκα τών εχθρικών καραβίων άραξαν σήμερον πρός τόν λιμέναν μας απέναντι τής Τουρλίδας. Παρατηρείται ότι οι ΆΆραβες όχι μόνον μένουν χωριστά κατασκηνωμένοι, αλλά ούτε καί εις τά κανονοστάσια, ούτε καί εις τάς άλλας εργασίας τού εχθρού λαμβάνουν μέρος. Ούτοι περιορίζονται νά κάμνουν καθ' ημέραν τήν συνήθη τών όπλων γύμνασιν, καί τίποτα περισσότερον. Μεσολόγγιον τή 22η Δεκεμβρίου 1825 Η "Γενική Εφημερίς τής Ελλάδος" (όργανο τού Κωλέττη) περιέχει τήν εφεξής είδησιν: Τό Μεσολόγγιον είναι καλώς προμηθευμένον, καί
971
ολοέν προμηθεύεται από ζωοτροφιών, διότι περί τούτου εφρόντισεν η Διοίκησις... Πολύ ορέγεται η Γενική Εφημερίς τής Ελλάδος νά αναφέρη πράγματα, τά οποία, φθάνει μόνον νά προσβάλουν καλώς καί ολίγον φροντίζει άν μετέχουν ή όχι από τήν αλήθειαν. ΌΌσον διά τό Ναύπλιον είμεθα βέβαιοι, ότι είναι καλά προμηθευμένον, καί έχει τά πάντα έν αφθονία, καί ίσως η Γενική Εφημερίς, επειδή ευρίσκεται εκεί, ένθα όλοι απολαμβάνουν τά πάντα πλουσιοπαρόχως, θέλει νά νομίζη ότι καί τό Μεσολόγγιον είναι καλά προμηθευμένον. Ο χορτασμένος δέν πιστεύει ποτέ τόν πεινασμένον! Μεσολόγγιον τή 25η Δεκεμβρίου 1825 Τό πρωΐ επανηγυρίσθη η χαρμόσυνος ημέρα τών Χριστουγέννων, καί η ανάμνησις τής πρό τριών ετών γενομένης κατά τήν αυτήν ημέραν λαμπράς νίκης εναντίον τών στρατιών τού Ομέρ πασσά, αίτινες εφώρμησαν κατά τού αθανάτου τούτου περιφράγματος, αλλ' αι οποίαι κατεστράφησαν, καί εις επονείδιστον έπειτα εδόθησαν φυγήν. Μετά δύω ωρών διάστημα, οι Γάλλοι ανεβίβασαν τάς αραβικάς φάλαγγάς των επί τόπου υψηλού, καί τέσσαρας περίπου ώρας τούς εδίδασκον τά κινήματα τής πολεμικής, καί εξαιρέτως τόν τρόπον τού ορμάν εναντίον εις τά τείχη. Η φρουρά μας εθεώρει ταύτα μέ αταραξίαν, καί έλεγε καθ' εαυτήν. Καθάρματα τής Γαλλίας! Μεσολόγγιον τή 5η Ιανουαρίου 1826 Οι Γαλλοάραβες έβαλαν καί σήμερον μετά τήν μεσημβρίαν εις ενέργειαν τό πύρ των κατά κάθετον (μέ όλμους). Αι βόμβαι αυτών αποτελούν λάκκους ευρυχωροτάτους, εξ ού γίνεται γνωστόν, ότι καί είναι καθ' υπερβολήν μεγάλου όγκου. Μία οικογένεια συντιθεμένη από τέσσαρας ψυχάς έγινε πλήθος συντριμμάτων από τήν έκρηξιν μιάς γαλλοαραβικής βόμβας, ο δέ οίκος ούτος ανετράπη εξ ολοκλήρου. Μεσολόγγιον τή 6η Ιανουαρίου 1826 Εορταζομένης σήμερον τής ημέρας τών Θεοφανείων, δι επιταγής τής ενταύθα τοπικής διοικήσεως καί τών στραταρχών, έγινεν εις τούς προμαχώνας τού αξιομνημονεύτου οχυρώματός μας γενική πρός τόν ΎΎψιστον Θεόν δέησις. Επεκαλέσθημεν τήν βοήθειάν του δι' ιεροπραξίας παντός τού κλήρου.
972
Μεσολόγγιον τή 11η Ιανουαρίου 1826 Ο εχθρός τής ξηράς επυροβόλησε σήμερον τήν πόλιν μας μέ βόμβας, μιάς εξ αυτών η έκρηξις απεκοίμισεν εν τώ μέσω τής αγοράς επταετές κοράσιον. Ιδού ότι οι τακτικοί καί εξευγενισμένοι Γαλλοάραβες πολεμούν κατά τούς νόμους τής Ευρώπης, προφυλαττόμενοι νά μήν βλάπτουν τά εις τήν πόλιν γυναικόπαιδα, αλλά μόνον τό τείχος καί τήν φρουράν του! Μεσολόγγιον τή 23η Ιανουαρίου 1826 ναυτική μοίρα τού γενναίου Μιαούλη ήλθεν εις τόν λιμέναν μας Η καί προσωρμίσθη, Ο δ' εχθρός τής ξηράς ησυχάζει. Ο εχθρικός στόλος εξέπλευσε τού κόλπου Παλαιών Πατρών διευθυνόμενος κατά τής μοίρας μας, ήτις εβάλθη πάραυτα εις τά πανιά. ΉΉρχισεν λοιπόν νά γίνεται καί αύθις πεισματική ναυμαχία, ήτις επικρατεί ακόμη, ότε η εφημερίς τίθεται εις τά πιεστήρια. Ο ελληνικός στόλος διοικούμενος από τόν ναύαρχον Μιαούλην, άμα πληροφορηθείς ότι εις τά ρηχά τού Καλαμωτού εκάθισε μία εχθρική φρεγάτα, τήν οποίαν επροσπαθούσε νά διασώση ο εχθρικός στόλος, εσηκώθη από τίς Σκρόφες τή 15η τού τρέχοντος πρός τό εσπέρας, έφθασεν εις τό καθισμένον πλοίον, τό οποίον δέν έπαυε νά πυροβολή. Η περί τόν κάβον Πάπαν προφυλακή τού εχθρικού στόλου συγκειμένη από είκοσι καλά κομμάτια, αντί νά τό βοηθήση, έφυγε διωκομένη από τέσσερα μόνα ελληνικά πλοία έως έμπροσθεν τής Πάτρας. Περί τήν 9ην ώραν τό πυρπολικόν τού γενναίου Γεωργίου Πολίτη Υδραίου διορισθέν από τόν ναύαρχον διά σημείου, έπεσεν εις τό εχθρικόν, εκόλλησε καί τό έκαυσε. Αύτη ήτον μία μεγάλη κορβέτα 26 κανονιών, κυβερνωμένη από κάποιον Μουσταφά Τσισμελή, νεοκατασκευασμένη καί ταχύπλους. ΌΌταν εκάη, ευρέθη νά έχη μέσα υπέρ τούς 300 ανθρώπους, από τούς οποίους ήσαν 30 Χριστιανοί ναύται καί σκλάβοι. Τήν ακόλουθον ημέραν, ο ελληνικός στόλος έφθασεν έμπροσθεν τού Μεσολογγίου, επέρασεν πλησίον από τόν κάβο Κρίο (Αντίρριο) διά νά έχη τόν καιρόν αρμόδιον, καί αμέσως διευθύνθη κατά τού εχθρικού στόλου, ο οποίος είχεν εκπλεύσει από Πάτραν καί Κρυονέρι όλος συμποσούμενος εις εξήντα περίπου κομμάτια. Περί τήν 6ην ώραν έγινεν ακροβολισμός, εις τόν οποίον οι Τούρκοι έδειξαν πάλιν τήν συνηθισμένην δειλίαν των καί άν δέν συνέπιπτεν η γαλήνη, οι ΈΈλληνες ήθελαν αποδιώξει τόν εχθρόν από τόν κόλπον τής Πάτρας. (Τά Ελληνικά Χρονικά έπαψαν τήν έκδοσή τους τόν Φεβρουάριο τού 1826, όταν μία αιγυπτιακή οβίδα κατέστρεψε ολοσχερώς τό τυπογραφείο).» Ελληνικά Χρονικά Εφημερίς εκδοθείσα εν Μεσολογγίω
973
υπό τού Ελβετού Ιακώβου Μάγερ Τά Χριστούγεννα τού 1825 ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ (Ρογοί, χωριό τής επαρχίας Καλαβρύτων) έδωσε εντολή νά κτυπήσουν οι καμπάνες τών εκκλησιών χαρμόσυνα. ΌΌλοι οι κάτοικοι τού Μεσολογγίου έτρεξαν στίς εκκλησίες νά γιορτάσουν τή Γέννηση τού Ιησού καί νά προσευχηθούν γιά τήν σωτηρία τής πόλης τους. Τήν παραμονή τών Χριστουγέννων, ο καλός ιερέας πού στή νεαρή του ηλικία είχε υποστεί βασανιστήρια καί φυλακίσεις από τούς Τούρκους, είχε στείλει επιστολή πρός όλους τούς κληρικούς καί ιερομονάχους τής πόλεως, μέ τήν προτροπή "αύριον μετά τό τέλος τής Θείας Λειτουργίας, οι μέν ιερείς, ιερομόναχοι καί μοναχοί νά συναχθήτε εις τήν κατοικίαν μου όλοι διά νά πηγαίνωμεν εις τήν μεγάλην τάπιαν (προμαχώνα τού Μπότσαρη), οι δέ πρόκριτοι, εντόπιοι καί ξένοι μαζί μέ όλον τόν λαόν χωρίς νά φροντίσουν καφέδες καί ρακιά, νά τρέξουν εις τήν ιδίαν τάπιαν, μέ όλην τήν προθυμίαν, ο μέν μέ τσαπί, ο δέ φτυάρι, καί άλλος μέ καλάθι, όποιος έχει, καί νά δουλεύσωμεν όλοι μέ πατριωτισμόν, καθώς καί άλλοτε διορθώνοντες αυτήν τήν τάπιαν..." http://www.agiasofia.com/epanastasis/iosif_mesologgi.jpg Στίς 26 Δεκεμβρίου 1825, ο Ιμπραήμ πασάς έστησε τή σκηνή του έξω από τό Μεσολόγγι. Ο στρατός του τοποθετήθηκε μακρυά από τόν στρατό τού Κιουταχή, στό δεξί άκρο τής άμυνας τού Μεσολογγίου καί από τήν πρώτη στιγμή οι Γάλλοι αξιωματικοί άρχισαν νά κάνουν γυμνάσια στούς Αφρικανούς στρατιώτες, μέ ιδιαίτερη έμφαση στήν ανάβαση τειχών. Τό μίσος τού Κιουταχή πρός τόν αλαζόνα Ιμπραήμ ήταν αμοιβαίο. Ο Αιγύπτιος πασάς αμέσως έδειξε τήν περιφρόνησή του πρός τόν Χαλδούπη τής Τουρκίας, όταν ειρωνικά τού είπε: "Καλά, τόσους μήνες εδώ καί δέν μπόρεσες νά πάρεις αυτόν τόν παλιοφράκτη; Σέ δεκαπέντε ημέρες θά έχω πάρει τήν πόλη." Ο Κιουταχής ταπεινωμένος από τήν στάση τού Ιμπραήμ, αποσύρθηκε από τίς πολεμικές επιχειρήσεις, αφήνοντας ελεύθερο τό πεδίο στούς Αραπάδες, ώστε νά καταλάβουν μόνοι τους τόν "παλιοφράκτη". Ο Ιμπραήμ έδιωξε από τίς οχυρώσεις τούς Τουρκαλβανούς τού Κιουταχή καί τοποθέτησε άνδρες τού δικού του στρατού. Αρχικά προσπάθησε νά έρθει σέ διαπραγματεύσεις μέ τούς Μεσολογγίτες. Τούς ζήτησε απεσταλμένους, οι οποίοι νά γνωρίζουν καί άλλη γλώσσα πλήν τής ελληνικής, γιά νά μπορέσουν νά συνεννοηθούν. Η φρουρά τού Μεσολογγίου απάντησε: "Εμείς είμαστε αγράμματοι. Γλώσσες δέν εμάθαμε, παρά μόνο τή γλώσσα τού πολέμου." Ενώ αυτά συνέβαιναν στό Μεσολόγγι, στό Ναύπλιο η κυβέρνηση δέν ήθελε ή δέν μπορούσε νά συγκεντρώσει ικανό αριθμό χρημάτων γιά νά επανδρώσει τό στόλο καί νά εφοδιάσει τούς Μεσολογγίτες μέ εφόδια. Ενώ είχε καταφέρει νά αποκομίσουν υπέρογκα ποσά οι Εβραίοι τραπεζίτες τού Λονδίνου, οι μεσάζοντες, ο λόρδος Κόχραν καί κάθε
974
λογής κερδοσκόποι από τά χρήματα τού αγγλικού δανείου, αδυνατούσε νά συγκεντρώσει αλεύρι καί καλαμπόκι γιά νά τό στείλει στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους" . Ο Μιαούλης μόλις κατάφερε νά συγκεντρώσει είκοσι πλοία ξεκίνησε γιά νά σπάσει τόν αποκλεισμό τού Μεσολογγίου καί στίς 7 Ιανουαρίου 1826 έφθασε στόν κάβο Σκρόφες, δίπλα στίς εκβολές τού Αχελώου. Η άφιξη τού Μιαούλη χαιρετίσθηκε μέ κανονιοβολισμούς από τό Βασιλάδι. ΉΉταν πλέον καιρός. Οι Μεσολογγίτες είχαν φάει όλα τά γαϊδούρια, τά άλογα, τίς γάτες καί τά σκυλιά καί ζούσαν μόνο μέ τριάντα δράμια (90 γραμμάρια) τροφής πού τούς παρείχε η πολιτική διοίκηση. Ο Μιαούλης ξεφόρτωσε τίς τροφές στό Βασιλάδι καί αποχώρησε βιαστικά γιά νά αποφύγει τά τουρκικά πλοία πού είχαν βγεί γιά νά τόν καταδιώξουν. Εν μέσω σφοδρής τρικυμίας καί θαλασσοταραχής, ο ελληνικός στόλος ανοίχτηκε στό πέλαγος γιά νά μήν τόν αποκλείσουν οι μεγάλες τουρκικές φρεγάτες. Μία τουρκική κορβέτα τών 24 κανονιών εξώκειλε στήν Προκοπάνιστο, καί αμέσως ο Μιαούλης έστειλε τόν Γεώργιο Πολίτη νά τήν καύσει μαζί μέ τούς 300 άνδρες τού εχθρού πού βρίσκονταν σέ αυτή. Μάταια οι Τούρκοι ναύτες προσπάθησαν νά εμποδίσουν τό πυρπολικό τής ΎΎδρας νά κολλήσει πάνω στό πλοίο τους. Η κορβέτα έγινε παρανάλωμα τού πυρός καίγοντας ζωντανούς τούς περισσότερους από τούς Τούρκους ναύτες. Ο Μιαούλης, άν καί διέθετε λίγα πλοία κατάφερνε νά σπάσει τόν μουσουλμανικό θαλάσσιο κλοιό. Τό θέμα όμως ήταν ότι η κυβέρνηση δέν τόν είχε προμηθεύσει μέ ικανό αριθμό τροφίμων, οι οποίες μόλις πού επαρκούσαν γιά είκοσι μέρες. Οι άτυχοι Μεσολογγίτες αισθάνονταν ξεχασμένοι από τήν υπόλοιπη Ελλάδα! «Ο νέος πολιορκητής Ιμπραήμ πασσάς, φθάσας έξω τού Μεσολογγίου καί αναλαβών τήν διεύθυνσιν τής πολιορκίας, ανήγειρε τά αναγκαία περιταφρώματα καί κανονοστάσια. Αφού δέ τά πολιορκητικά έργα ετελειοποιήθησαν υπό τών συνοδευόντων αυτόν Γάλλων αξιωματικών, τήν 12η Φεβρουαρίου 1826 άμα ανέτειλεν ο ήλιος ήρχισε μανιωδώς νά πυροβολή τό φρούριον οριζοντίως (πυροβόλα) καί κατά κάθετον (όλμοι), εις τρόπον ώστε μέχρι τού μεσονυκτίου τής 15ης έρριψε 3314 βόμβας (όλμου) καί 5256 κανόνια (οβίδες πυροβόλων). Κατά τήν δευτέραν δ' ώραν μετά τό μεσονύκτιον ο εχθρός ήλθε καί ετοποθετήθη επί τού προφυλακτικού δρόμου τού κανονοστασίου ο Μάρκος Βότσαρης καί ήρχισε συνεχή κανονοβολισμόν καί αδιάκοπον τουφεκισμόν. Διά τού κινήματος τούτου απέβλεπεν εις έφοδον κατά τού φρουρίου, αλλ' αντικρουσθείς γενναίως υπό τής απτοήτου φρουράς, ήτις επεχείρησε δύο εξόδους κατά τήν αυτήν ημέραν, ετράπη εις φυγήν καί απεσύρθη κατησχυμμένος εις τά περιταφρώματά του. Τήν 17ην τού ιδίου απέπλευσε καί ο εις ΆΆσπρην Αλυκήν
975
ευρισκόμενος, εκ τής θερινής πολιορκίας, εχθρικός στολίσκος πρός θαλάσσιον πολιορκίαν. Κατά τήν πρώτην εμφάνισίν του συνέκειτο εκ 32 λαντζονίων, τών οποίων τό σχήμα μετήλλαξεν ο εχθρός, διότι ούτε κατάρτια είχον ούτε πανιά αλλ' ούτε καί καρίναν καί ως εκ τούτου έπλεον καί εις νερά ελαχίστου βάθους. Μετά τινας ημέρας όμως ήλθον εκ τού εχθρικού στόλου πρός ενδυνάμωσίν του καί άλλα 50 πλοία μεγαλύτερα τών πρώτων καί τού αυτού σχήματος, πρός τούτοις δέ καί 5 σχεδίαι, ωπλισμέναι μετά κανονίων καί πυρπολικών όλμων καί ούτω ο πολιορκητικός στολίσκος συνέκειτο εξ 87 πλοίων. Τήν 26ην Φεβρουαρίου 1826, τήν 9ην π.μ. ο εχθρικός στολίσκος, προπορευομένων τών σχεδιών, διευθύνετο συσσωματωμένος πρός τό Βασιλάδιον, άμα δ' έφθασεν εις απόστασιν βολής κανονίου, ήρχισε τόν κατά τού οχυρώματος τούτου κανονοβολισμόν καί βομβολισμόν διαρκέσαντα μανιωδώς μέχρι τής μεσημβρίας. Τότε δέ τά περισσότερα καί ελαφρότερα εχθρικά πλοία διευθύνθησαν ταχύτατα πρός τήν Αλυκήν καί πληρωθέντα στρατευμάτων, επέστρεψαν αύθις πλησίον τών άλλων καί προυχώρουν πρός τό Βασιλάδιον, πλησιάσαντα δέ εις εκατόν βημάτων απόστασιν, απεβίβασαν τούς στρατιώτας, οίτινες εμβάντες εις τό νερόν, ώρμησαν φαλαγγηδόν κατά τού Βασιλαδίου, αλλ' αντικρουσθέντες διά τών μιδραλίων καί απολέσαντες πολλούς, ετράπησαν εις φυγήν. Τρίς αλλεπαλλήλως ώρμησαν κατά τού οχυρώματος, αλλά καί αι τρείς έξοδοι αυτών τήν αυτήν καί έτι χειροτέραν έλαβον τύχην καί ήθελε ματαιωθεί ολοτελώς ο σκοπός των, εάν δέν επήρχετο κατά κακήν τύχην τό ακόλουθον περιστατικόν. Κατά τήν τρίτην καταστρεπτικήν υποχώρησιν τών εχθρών, οι πυροβοληταί τού οχυρώματος, παρασυρόμενοι υπό ακράτου ενθουσιασμού, έθεσαν απερισκέπτως τόν πρυστήρα επί τής οπής τού πυροβόλου. Αποκοπέντος δέ τούτου εκ τής ορμής τής εκπυρσοκροτήσεως, μέρος αυτού πεπυρακτωμένον έπεσεν εντός τού βαρελίου, εν ώ ήτο η διά τά πυροβόλα πυρίτις, διηρημένη εις φυσέκια, τά οποία αναφλεγέντα κατέκαυσαν εννέα εκ τών δεκαπέντε πυροβολητών τών υπαρχόντων εις τό Βασιλάδιον. (Από ατύχημα καταστράφηκαν όλα τά πολεμοφόδια καί έπεσε τό Βασιλάδι, μέ αποτέλεσμα νά αποκοπεί τό Μεσολόγγι τελείως από τή λιμνοθάλασσα καί νά καταδικαστεί στήν μοιραία πείνα). Τούτο ιδόντες οι εχθροί καί τυχόντες αρμοδίου ευκαιρίας, διά τήν έλλειψιν τής ενεργείας τών πυροβόλων, ώρμησαν καί αύθις πανταχόθεν εις έφοδον καί επέτυχον τήν άλωσιν τής θέσεως, καθότι οι εν αυτή στρατιώται, ολίγιστοι τόν αριθμόν, δέν ηδυνήθησαν ν' ανθέξωσιν εις τό ασυγκρίτω τώ λόγω πολυαριθμότερον τών πολεμίων (εχθρών), αλλ' εκκενώσαντες άπαξ τά όπλα των, ετράπησαν εις φυγήν.» Απομνημονεύματα δευτέρας πολιορκίας Μεσολογγίου Αρτεμίου Μίχου
976
Στίς 12 Φεβρουαρίου 1826 ξεκίνησε σφοδρός κανονιοβολισμός, αυτή τή φορά από τά γαλλοαραβικά κανόνια, τά οποία προκαλούσαν φθορές στά τείχη καί απώλειες ανάμεσα στόν άμαχο πληθυσμό. Οι Γάλλοι χειριστές ήταν πολύ εύστοχοι καί επικέντρωναν τίς βολές τους κυρίως στήν ντάπια τού Μπότσαρη. Εκείνη τήν ημέρα σκοτώθηκαν από τούς βομβαρδισμούς δύο στρατιώτες, τέσσερεις γυναίκες, τρία κορίτσια καί τρία μωρά. Κάθε μέρα, σαράντα αιγυπτιακά κανόνια έσπερναν τόν θάνατο στούς Μεσολογγίτες, οι οποίοι μαστίζονταν από τήν πείνα καί υπέφεραν από τό κρύο. Αλλά καί οι Αραπάδες τού Ιμπραήμ κρύωναν επίσης, καί πολλές φορές στήν προσπάθειά τους νά ζεσταθούν άναβαν φωτιά, η οποία μεταδιδόταν στίς σκηνές καί τά καλύβια τους, καταστρέφοντας μεγάλο μέρος τού στρατοπέδου τους. Ο Ιμπραήμ επιχείρησε τήν πρώτη του έφοδο. Τή νύκτα τής 16ης Φεβρουαρίου 1826, ο αραβικός στρατός έκανε έφοδο μέ τίς σκάλες στά χέρια κατά τού προμαχώνα τού Μπότσαρη πού είχε υποστεί καί τίς περισσότερες φθορές. Οι Αιγύπτιοι πρός στιγμήν αιφνιδίασαν τήν φρουρά τού Μεσολογγίου. ΌΌταν όμως άρχισε νά ξημερώνει, οι Ρουμελιώτες καί οι Σουλιώτες στρατιώτες, έκαναν γιουρούσι μέ τά σπαθιά στά χέρια καί ανάγκασαν τούς εχθρούς νά εγκαταλείψουν τίς θέσεις πού είχαν καταλάβει καί νά υποχωρήσουν. Οι Αιγύπτιοι αξιωματικοί ανάγκασαν μέ τό μαστίγιο στό χέρι τούς στρατιώτες νά επαναλάβουν τήν επίθεση. Ο αρχηγός τους παρακολουθούσε όπως πάντα εκ τού σύνεγγυς τήν εξέλιξη της μάχης. Ξαφνικά, μία ισχυρή έκρηξη σέ ελληνικό λαγούμι κάτω από τίς θέσεις τών Αιγυπτίων, εκτίναξε στόν αέρα τούς επιτιθέμενους, μέ αποτέλεσμα καί η δεύτερη έφοδός τους νά πνιγεί στό αίμα. Οι ΈΈλληνες συνέχισαν τότε νά πολεμούν μέ περισσότερο θάρρος καί νά κόβουν εχθρικά κεφάλια. Ο Ιμπραήμ ανάγκασε τούς στρατιώτες του νά κάνουν καί τρίτη έφοδο. Καί πάλι δέν κατάφερε τίποτα καί τότε αποφάσισε νά αποσυρθεί. Οι Μεσολογγίτες περιχαρείς γιά τή νίκη τους επέστρεψαν μέσα στά τείχη τους, αποκομίζοντας 700 μουσκέτα μέ τίς λόγχες τους καί πλούσια λάφυρα από τούς Αιγυπτίους, από τούς οποίους χάθηκαν παραπάνω από 1000. Η φρουρά τού Μεσολογγίου είχε 17 νεκρούς καί αρκετούς τραυματίες μεταξύ τών οποίων ήταν ο οπλαρχηγός Γιαννάκης Σουλτάνης από τήν Βόνιτσα, ο οποίος καί αρίστευσε. Περιττό νά γράψουμε ότι εκείνος πού χάρηκε πιό πολύ μέ τήν αποτυχία τού Ιμπραήμ, ήταν ο Κιουταχής, στόν οποίο τόσο επιτιμητικά είχε φερθεί ο αλαζόνας Αιγύπτιος. Τότε οι δύο πασάδες αποφάσισαν νά ξεκινήσουν από κοινού τίς επιχειρήσεις μέ πρώτο στόχο τό νησάκι Βασιλάδι. Εν τώ μεταξύ συνέχισαν νά καταφθάνουν ενισχύσεις από τήν Αφρική γιά τόν στρατό τού Ιμπραήμ καί μαζί μέ αυτές έφθαναν καί δεκάδες λαντζόνια (βάρκες χωρίς καρίνα) πού είχε παραγγείλει ο
977
Ιμπραήμ από τόν πατέρα του. Η λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου γέμισε μέ δεκάδες μικρές βάρκες, γεμάτες στρατεύματα, έτοιμα νά καταλάβουν όλες τίς νησίδες πού είχαν οχυρώσει οι Μεσολογγίτες. Ο Χουσεΐν μπέης, πού είχε τελειώσει τήν καταστροφική του εκστρατεία στή Γαστούνη, ανέλαβε τήν επίθεση στό Βασιλάδι. Τό Βασιλάδι ήταν οχυρωμένο μέ δεκατέσσερα κανόνια τά οποία τά χειρίζονταν είκοσι πυροβολητές μέ αρχηγό τόν Αναστάση Παπαλουκά. Ο Σπύρος Πεταλούδης μέ 80 στρατιώτες ήταν υπεύθυνος γιά τήν άμυνα τής βραχονησίδας. Δυστυχώς οι οπλαρχηγοί τού Μεσολογγίου δέν τού είχαν στείλει αρκετές ενισχύσεις. Τό πρωΐ τής 25ης Φεβρουαρίου 1826 σαράντα εχθρικά πλοιάρια μέ 30 στρατιώτες τό καθένα ξεκίνησαν από τίς Αλυκές, ταυτόχρονα μέ 20 λέμβους πού είχαν κατεβάσει οι φρεγάτες τού μουσουλμανικού στόλου. ΌΌλα μαζί τά μικρά σκάφη κινήθηκαν πρός τό Βασιλάδι καί επιχείρησαν διαδοχικές επιθέσεις, οι οποίες όλες αποκρούστηκαν από τήν ολιγάριθμη φρουρά. Η απροσεξία τού δεκάχρονου γιού τού Παπαλουκά, πού βρισκόταν στήν πυριτιδαποθήκη τού οχυρού καί μοίραζε φυσέκια στούς αγωνιστές, προκάλεσε μία έκρηξη, η οποία σκότωσε ακαριαία εννέα αμυνόμενους καί κατέστρεψε όλα τά πυρομαχικά. Μετά από αυτό τό γεγονός, η εξέλιξη τής μάχης ήταν προδιαγεγραμμένη. "Τότε, αφού κοντεύανε νά σωθούν καί τά φυσέκια πού κάθε παλικάρι είχε απάνου του, άφησαν τό νησάκι και περάσανε φανερά, ενώ τ' αράπικα κανόνια καί ντουφέκια δουλεύανε μέ λύσσα γύρω τους, καί βγήκανε στό νησί τής Τουρλίδας, κι από κεί περπατώντας μέσα στό νερό κι' ακολουθώντας ένα μονοπάτι κρυφό, τά Κάκαρα, γλυτώσανε στό Μεσολόγγι, τριάντα όλοι τους. Μά τό έρημο Βασιλάδι χάθηκε, κι' αυτό ήταν χαμός όχι μικρός γιά τή Μεγάλη Φρουρά." (Νικόλαος Δημητρίου Μακρή, Ιστορία τού Μεσολογγίου). Μεταξύ τών νεκρών υπερασπιστών τού Βασιλαδίου ήταν ο Σπύρος Πεταλούδης, ο Αναστάσης Παπαλουκάς, ο Σπύρος Ραζής, ο Ασημάκης Ζορμπάς καί ο Ιταλός φιλέλληνας Γιακουμότσι. Ο Αιγύπτιος σερασκέρης, μετά τήν άλωση τού Βασιλαδίου, επιχείρησε νά καταλάβει τό νησάκι Ντολμάς, λίγο νοτιότερα από τό Ανατολικό (Αιτωλικό). Ο Σαρακατσάνος Γρηγόριος Λιακατάς μέ 200 παλληκάρια είχε αναλάβει τήν υπεράσπιση τής νησίδος, η οποία προστάτευε τό Ανατολικό από τή μεριά τής λιμνοθάλασσας τού Μεσολογγίου καί εξασφάλιζε κατά κάποιο τρόπο τήν επικοινωνία τών δύο πόλεων. Ο δικός του νταϊφάς (σόι) ήταν 80 νοματαίοι, συγγενείς καί φίλοι πού πολεμούσαν πάντα στό πλευρό του. Τούς μάζεψε λοιπόν καί τούς είπε: "Εμείς οι λίγοι όπου βρεθήκαμε εδώ θά βαστάξουμε ετούτη τήν ντάπια καί αν ο Θεός βοηθήσει καί νικήσουμε τό νάμι (τιμή) είναι δικό μας. Μιντάτι (βοήθεια), δέν καρτεράμε από πουθενά". Οι Γάλλοι μηχανικοί έστησαν τά κανονοστάσια, απέναντι από τόν
978
Ντολμά, στή Φοινικιά καί στίς 28 Φεβρουαρίου 1826, άρχισαν τό σφοδρό κανονιοβολισμό τής νησίδος. Ταυτόχρονα επιβιβάστηκαν σέ πλοιάρια χωρίς καρίνα, 2000 ΆΆραβες στρατιώτες, οι οποίοι μετά από σκληρή μάχη κατέσφαξαν όλους τούς υπερασπιστές τού Ντολμά καί ανάμεσά τους καί τόν οπλαρχηγό από τό Κλεινοβό τού Ασπροποτάμου Γρηγόρη Λιακατά μαζί μέ όλους τούς συγγενείς του. Σώθηκαν μόνο τέσσερεις ΈΈλληνες. Από τούς εχθρούς, πού είχαν εκατοντάδες νεκρούς, η σημαντικότερη απώλεια ήταν τού Τουρκαλβανού οπλαρχηγού Σέβρανη. Τρείς σταυραετοί ροβόλαγαν απ' τ' ΆΆγραφα σταλμένοι, Ο ένας πάει στ' Αντελικό, στό Βασιλάδι ο άλλος Καί ο τρίτος ο καλύτερος στό Μεσολόγγι μπήκε. Ντάπια σέ ντάπια περπατεί, ταμπούρι σέ ταμπούρι. Ρωτάει τήν ντάπια τού Μακρή, στή ντάπια τού Δεσπότη - "Γειά σας χαρά σας βρέ παιδιά. Καλώς τό παλικάρι. Μήν είδατε τόν Λιακατά τόν καπετάν Γρηγόρη;" - "Αϊτέ μου αυτός δέν είναι εδώ, καί δώ μήν τόν γυρεύεις, μον' πέτα στ' Αντελικό καί πέρασε τόν Πόρο. Εκεί θά βρείς πολλά κορμιά, σφαγμένα σκοτωμένα. Καί ποιό είν τό πιό λεβέντικο τό ξανθομουστακάτο, εκείνο είναι τό κορμί τού καπετάν Γρηγόρη." Οι μουσουλμάνοι τώρα επικέντρωσαν όλες τους τίς προσπάθειες γιά τήν άλωση τού Ανατολικού. Οι κάτοικοι όμως τής πόλης αφ' ενός είχαν ελάχιστους ενόπλους, αφ' ετέρου δέν διέθεταν τό ισχυρό πυροβολικό τού Μεσολογγίου. Τήν 1η Μαρτίου 1826, έστειλαν αντιπροσωπεία μέ λευκή σημαία στόν Ιμπραήμ, μέ τήν οποία τού παρέδιδαν τήν πόλη. Ο Ιμπραήμ δέχτηκε τήν παράδοση, τήν οποία επικύρωσε καί ο Κιουταχής, μέ τή δέσμευση νά μεταφέρει όλους τούς Ρωμιούς στήν ΆΆρτα καί νά σεβαστεί τήν τιμή τους καί τή ζωή τους. Ο Κιουταχής τήρησε τή συνθήκη παράδοσης, αλλά κατά τήν έξοδο τών κατοίκων από τήν πόλη, ο Ιμπραήμ άρπαξε μία νεαρή καί όμορφη κοπέλλα γιά νά τήν προσθέσει στίς εκατοντάδες Χριστιανές σκλάβες πού είχε στό χαρέμι του. Οι πρόκριτοι Τάτσης Μαγγίνας καί Πάνος Γαλάνης κρατήθηκαν αιχμάλωτοι από τόν Κιουταχή καί μάλιστα ο πρώτος συνεργάστηκε μαζί του στήν προσπάθεια νά πείσει τούς ομογενείς του νά προσκυνήσουν τόν σερασκέρη τής Ρούμελης. «Οι Αλβανοί, τό βράδυ, άρχισαν πάλι τά συνηθισμένα καλούντες πότε τόν ένα καπιτάνον, πότε τόν άλλον, λέγοντες: - Τί καρτερείτε; καί τί ελπίδα ακόμη έχετε; Αποκρίνονται οι εδικοί μας.
979
- Καί τί ανάγκην έχομεν, ωρέ; Διότι επήρατε τό Βασιλάδι, τόν Δολμάν καί Ανατολικόν, θαρρεύσετε ότι επήρετε τό Μισολόγγι; Ημείς αυτά μπελιάν (βάρος) τά είχαμεν. Ανθρώπους τεμπέληδες εθρέφαμεν. Ηθελήσαμεν νά τούς βοηθήσουμε απ' εδώ, μέ τούς συντρόφους μας, καί είδατε τί επάθατε εις τόν Δολμάν. (Οι Μεσολογγίτες έστειλαν τόν Κίτσο Τζαβέλα νά επιτεθεί, σέ μία κίνηση αντιπερισπασμού κατά τών Αιγυπτίων, όταν αυτοί πολιορκούσαν τό νησάκι τού Ντολμά. Ο Τζαβέλας τούς επέφερε βαριές απώλειες, αλλά ο Ντολμάς στό τέλος έπεσε.) ΌΌμως, καί αν τό κυριεύσετε νά ευχαριστάτε τόν Θεόν εκείνην τήν ημέραν, οπού δέν εβγήκαμεν πρωτύτερα, καί τότε νά σάς πελεκήσουν κι' εκεί, καθώς καί ημείς σάς επελεκήσαμεν. Σάς επελεκήσαμεν εδώ. Απέρασεν όμως αυτό. ΈΈχωμεν καιρόν πάλιν. Ο πόλεμος μέ τόν Ιμπραήμ μόλις τώρα άρχισεν. Αποκρίνεται ένας τουρκαλβανός. - Ωρέ. - ΈΈϊ, τόν αποκρίνεται ο ΈΈλλην. - Καί ποιόν τά λέτε καημένε, καί θέλετε νά κάμετε κουρού γκαϊρέτι; - Ωρέ, ο Αλβανός. - ΈΈι, ο ΈΈλλην. - Ξεύρετε έναν παπά από τόν Αντελικόν; - ΌΌχι! - Εκείνος ο παπάς μάς είπε ότι τόν ζαϊρέ τόν εσώσατε καί δέν έχετε ούτε γιά δύο ημέρες ακόμα. Τότε αποκρίνεται ο Γιάννης μπαϊρακτάρης αρβανίτικα. - ΌΌσον ακούς τά γαϊδούρια οπού γκαρίζουν, ωρέ Τούρκε μήν ελπίζεις γιά Μεσολόγγι. Μόνον φύλαξε τό κεφάλι σου... - Ωρέ, τόν λέγει, πού είναι ο Μπάνος Σεβράνης; Ο Σεβράνης αρχηγός τέσσερα χιλιάδων Αλβανών επίσημος πολεμικός, εφονεύθει εις Δολμάν, διά τούτο οι Αλβανοί ήσαν καταλυπημένοι. - Τί τόν θέλεις; λέγει ο Αλβανός. - Θέλω νά μάθω, λέγει ο ΈΈλληνας. - Εδώ είναι, ωρέ εδώ... Καί άν δέν είναι αυτός είναι άλλος, ωρέ, καλύτερος. Ωρέ, ξέρετε τόν Τατζήν Μαγγίναν καί τόν Βασίλην Μπαρλά; ('Ελληνες πρόκριτοι τού Αιτωλικού, πού τούς κράτησε ο Κιουταχής.) - Τούς ξεύρομεν. - Αυτοί είναι έξω, ωρέ στά τσαντήρια. - Καί τί χαμπέρι σπουδαίο μάς είπες; Λέγουν οι ΈΈλληνες; - Δύο ραγιάδες έχετε; ΈΈχετε κανέναν απ' εδώ; - Αυτοί σάς χέζουν τήν μύτην. - Ισιαλά, καί σάς θά σάς έχομεν. - ΌΌπου καί νάναι φθάνει η ώρα, αγά, καί πάλιν τό βλέπεις. ΌΌλην τή νύκτα πλέον εις τούς προμαχώνας, δέν άκουγες άλλο παρά λογοτριβές καί παρακινήσεις νά κάμωμεν καί ημείς τά ίδια, νά
980
σωθούμεν, καί αποκρίσεις πάλιν ανάλογοι νά φυλάττουν τά κεφάλια τους καλά καί τάς θέσεις των, διότι ο καιρός πλησιάζει καί άλλα. ΈΈνας Τούρκος Κρητικός από τήν λέμβον όλην τήν νύκτα άλλο δέν εφώναζεν παρά: - Μωρέ, θέλω τήν νύφην τού παπά! ΈΈπειτα από δύο ημέραις κατά τάς 10 - 11 Μαρτίου 1826, ξαναήλθεν ο ίδιος. Ειδοποιήθησαν όλοι, εσυναθροίσθησαν, καί αφού έπεμψαν τούς δύο πάλιν αυτούς, έπεμψαν καί εμένα τρίτον εις τήν συνδιάλεξιν. - ΈΈ, τί σού είπεν ο βεζύρης νά μάς ειπής; Ο Τούρκος μάς λέγει ότι: - Ο βεζύρης είπεν, άν είναι νά γίνη κουβέντα μέ τά σωστά, πρέπει νά γίνη γεροντική. Λοιπόν, εβγαίνουν οι δικοί σας οι γέροντες, εβγαίνουν καί από ημάς οποίους θέλετε, καί τότες αρχίζομεν τήν κουβένταν. ΈΈπειτα, καί άν εγώ τήν κάμω μέ εσάς, έχετε πληρεξουσιότητα νά τήν αποφασίσετε; Ο Βάγιας λέγει: - Ημείς τούς γερόντους δέν τούς έχομεν διά άλλο, παρά διά έναν τύπον, καί ότι θά αποφασίσουν τά παιδιά εκείνο θά γίνη. Ημάς οπού μάς βλέπεις καί μάς εμπιστεύονται καί μάς θέλουν εδώ, βέβαια κάτι τι θά μάς γνωρίζουν ότι ημπορούμεν νά ειπούμε καί νά κάμωμε, καί δι' αυτό μάς θέλουν. Πλήν, επειδή εσείς θέλετε νά βλέπετε γέροντες, ημείς δέν θέλομεν γέροντες εδικούς σας... ΈΈχεις εσύ πληρεξουσιότητα νά αποφασίσης από τόν βεζύρην σου; - ΈΈχω! αποκρίνεται ο Τούρκος. - Λοιπόν ημείς κράζωμεν τούς ιδικούς μας γέροντας, καί ομιλούμεν μαζί... - Καί πάλιν ο λόγος επίστρεψεν εις τήν λάσπην, εις τά νερά τών τάφρων εις τήν πλημμύραν. Μάς ηρώτησαν μάλιστα πώς πηγαίνομεν εξερχόμενοι από τήν άκραν τού φρουρίου καί δέν ερχόμαστε τά ίσια. Τόν είπαμεν ότι εκεί είναι τό αυλάκι καί στό άλλο τό φρούριον γύρα γύρα είναι δύο. Καί διά τούτο δυσκολευόμεθα. ΈΈπειτα είναι αυτά τά δύο αυλάκια γεμάτα νερό καί πλατιά. - Πώς εις τά γιουρούσια λοιπόν εμβαίνη καί εβγαίνη τό ασκέρι (στρατός) σας; - Τά πηδούν, λέγει ο Βάγιας, παιδιά ελαφρά, καί ποιός τά βαστά; - ΌΌχι, λέγει ο Τούρκος, νά ειπούμεν τήν αλήθειαν, τό ασκέρι σας είναι καλόν. Μέ τέτοιες φλυαρίαις επέρασεν έως μισή ώρα, καί ιδού καί οι γέροντες. Εβγαίνει ο γέρο Νότης Μπότσαρης, στολισμένος μέ τά άρματά του, μέ τόν ψυχογυιόν όπου έφερνε τό τζιμπούκι κοντά καί μέ όλην τήν μεγαλοπρέπειαν, μαζί καί ο Μήτσος Κοντογιάννης, μέ όλα τά χαρακτηριστικά τής πονηρίας. Επήραν μαζί τους καί πέντε παλληκάρια μέ τά όπλα. ΌΌταν πλησίασαν, επροσηκώθηκαν οι Τούρκοι, τούς καλημέρισαν οι τρείς, τούς ερώτησαν όρθιοι τί κάμνουν, πώς έχουν τό κέφι τους καί τί κάμνουν οι βεζυράδες. Αποκρίθηκαν οι Τούρκοι ότι όλοι
981
καλά είναι καί θέλουν νά σιάσουν δουλειαίς. - ΆΆν θέλουν αυτοί, λέγει ο Νότης, καί ημείς έτοιμοι είμαστε, άν δέν θέλουν ολίγον μάς πειράζει. - ΈΈ, τόν λέγει ο Νότης, τώρα άς πέσωμεν εις τήν κουβένταν. Μαχμούτης: - Μέ είπε νά σάς ειπώ, ότι αυτός είναι μπεσαλής, πιστός τίμιος. Αυτός τούρκικα δέν κάμνει. (Εννοεί τόν Ιμπραήμ). Είναι Ευρωπαίος, έχει στράτευμα τακτικόν, καί όλα θέλει νά τά κάμη μέ τάξιν... Ο βεζύρης θέλει νά σάς ευχαριστήση όπως εσείς θέλετε, άμα πλήν έχει καί αυτός τούς σιουμπεγέδες του, υποψίας από σάς, καί θέλη νά ασφαλιστή...» Ενθυμήματα Στρατιωτικά Νικολάου Κασομούλη (17951872) Η απώλεια τού Αιτωλικού ήταν ένα πλήγμα γιά τό Μεσολόγγι πού έβλεπε νά χάνονται ένα ένα τά οχυρά πού τό προστάτευαν. Ο εχθρός τό είχε αποκλείσει ασφυκτικά καί η μόνη ελπίδα τών υπερασπιστών τής πόλης ήταν ο ελληνικός στόλος, ο οποίος όμως δέν έφτανε ποτέ. Λίγο αργότερα θά σκοτωνόταν καί ο Πάτμιος αγωνιστής Δημήτριος Θέμελης από εχθρικό βόλι, τήν ώρα πού εργαζόταν γιά τήν επισκευή τών τειχών τού Μεσολογγίου. Ο μεγαλύτερος καί ανίκητος όμως εχθρός ήταν η πείνα. Είχαν εξαντληθεί όλα τά τρόφιμα καί είχαν φαγωθεί όλα τά ζώα. Καί όπως σωστά παρατηρούσαν οι Τουρκαλβανοί πού έπιαναν τήν κουβέντα μέ τήν φρουρά τού Μεσολογγίου, τά γαϊδούρια είχαν πάψει νά γκαρίζουν. Αλλά καί η λιμνοθάλασσα είχε κατακλυστεί από εχθρικά πλοιάρια πού καθιστούσαν τήν αλιεία αδύνατη. Οι μανάδες έβλεπαν πλέον τά παιδιά τους νά πεθαίνουν από τίς αρρώστειες καί από τήν έλλειψη τροφής. Τά πτώματα μαζεύονταν κατά δεκάδες από τούς δρόμους. Καί όμως στίς προτάσεις τών δύο πασάδων γιά παράδοση τής πόλης, οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" απαντούσαν: "Πεθαίνουμε αλλά δέν προσκυνούμε". Τό τελευταίο προπύργιο τών πολιορκημένων ήταν η Κλείσοβα, μία νησίδα νοτιοανατολικά από τήν πόλη τού Μεσολογγίου. Τό μόνο κτίσμα στό νησάκι ήταν η εκκλησία τής Αγίας Τριάδος. Η φρουρά είχε κατασκευάσει πολεμίστρες στήν οροφή τής εκκλησίας καί γύρω από αυτή είχε σκάψει τάφρο. Δύο κανόνια ήταν στραμμένα πρός τήν ανατολική πλευρά καί άλλα δύο ήταν στραμμένα πρός τή δυτική πλευρά. Λίγο κάτω από τήν επιφάνεια της θάλασσας είχαν τοποθετηθεί σειρές πασσάλων, για νά παρεμποδίζουν τήν προσέγγιση εχθρικών πλοιαρίων. Οι πασσάρες (βάρκες χωρίς καρίνα) τού Δήμου Δενδραμή καί τού Κωνσταντή Τρικούπη, αδελφού του Σπυρίδωνος Τρικούπη, εκτελούσαν τή συγκοινωνία τής Κλείσοβας μέ τό Μεσολόγγι. Η φρουρά τού μικρού νησιού αποτελείτο από 100 άνδρες, μέ αρχηγό τόν Παναγιώτη Σωτηρόπουλο πού ήταν ειδικός στίς οχυρώσεις καί στή
982
δημιουργία υπονόμων καί χαρακωμάτων. Αυτός είχε προτείνει νά τοποθετήσουν πασσάλους κάτω από τήν επιφάνεια τής θάλασσας γιά νά εμποδίζονται οι βάρκες τού εχθρού, κάτι πού αποδείχθηκε σωτήριο στήν εξέλιξη τής μάχης τής Κλείσοβας. Από τήν μεριά τού εχθρού, ο Ιμπραήμ παραχώρησε στόν Κιουταχή τό έργο τής κατάληψης τής Κλείσοβας. Ο τελευταίος επιβίβασε σέ πλοιάρια 3000 Τουρκαλβανούς καί τούς διέταξε νά καταλάβουν τή νησίδα καί νά αποδείξουν τή γενναιότητά τους στόν Αιγύπτιο σερασκέρη. «Τήν 24ην λοιπόν Μαρτίου, μίαν ώραν πρό τής δύσεως τού ηλίου, εφάνησαν πλείστα σώματα εξερχόμενα τών κατασκηνωμάτων τού Κιουταχή καί διευθυνόμενα πρός τήν ΆΆσπρην Αλυκήν, κειμένην πρός δυσμάς τού Μεσολογγίου εις ην ελλιμενίζετο πάντοτε ο εχθρικός στολίσκος καί ελάμβανε όλα τά αναγκαία. Τά σώματα ταύτα ήρχισαν νά επιβιβάζονται επί τών ελαφροτέρων εχθρικών πλοιαρίων, τών πρό ολίγου διευθυνθέντων εκεί, αλλ' η μετ' ολίγον επελθούσα νύξ κατεκάλυψε μέ βαθύ σκότος τά πέριξ καί δέν επέτρεψεν εις τήν φρουράν τού Μεσολογγίου νά ιδή τάς περαιτέρω κινήσεις τού εχθρού. Αλλ' υποπτευθείσα ουχ ήττον επικειμένην εχθρικήν έφοδον, έλαβεν αμέσως όλα τά πρός υπεράσπισιν απαιτούμενα μέτρα καί ανέμενε θαρραλέως τήν ημέραν. Τωόντι τήν επιούσαν, μόλις ήρχιζε νά γλυκοχαράζη, ο εχθρικός στολίσκος επεφάνη συσσωματωμένος έμπροσθεν τού Μεσολογγίου καί ήρχισε ζωηρόν κατά τής πόλεως κανονιοβολισμόν καί βομβαρδισμόν, υποστηριζόμενος μετά τής αυτής δραστηριότητος καί υπό τών κανονοστασίων τής ξηράς. Τά παράλια κανονοστάσια τής πόλεως καί κατ' εξοχήν τό κανονοστάσιον τού ανεμομύλου αντεπυροβόλησαν τότε ευστόχως, όλοι δέ, υποθέσαντες ότι επέκειτο έφοδος κατά τού Μεσολογγίου, ετοποθετήθησαν εις τάς θέσεις των, περιμένοντες αυτήν μετά καρτερίας, αλλά μετά παρέλευσιν ολίγων στιγμών ο εχθρικός στολίσκος εστράφη αιφνιδίως καί διευθύνθη σωρηδόν πρός τήν Κλείσοβαν. Ο φόβος αντιπερισπασμού κατέστησε τότε τήν φρουράν αμφιρρεπή επί τινας στιγμάς, αλλά μετ' ολίγον ο σκοπός τού εχθρού εγένετο καταφανής, καί ο σωματάρχης Κίτσος Τζαβέλλας, όστις μετά τήν άλωσιν τού Βασιλαδίου καί Ντολμά είχε ταχθή επί κεφαλής τριακοσίων γενναίων στρατιωτών, ως επικουρικόν σώμα, έτοιμος νά τρέξη εις τήν πρώτην επαπειλουμένην θέσιν, ευρεθείς κατά τήν στιγμήν ταύτην εις τήν οικίαν του πρός ανάπαυσιν, έδραμε μέ μόνους τούς παρ' αυτών έξ ή επτά στρατιώτας εις τό παράλιον καί ιδών τόν κίνδυνον τής Κλείσοβας καί τόν εχθρόν προσπαθούντα νά περικυκλώση όσον τό δυνατόν ταχύτερον τήν θέσιν, επιβιβάζεται, χωρίς νά περιμένη τήν άφιξιν τών άλλων ανδρών τού σώματός του, είς τινα μικρά πλοιάρια μετά μόνων τών ειρημένων
983
επτά στρατιωτών του, διευθύνεται ταχύτατα πρός τήν Κλείσοβαν καί κατορθώνει, διαβάς αναιμωτί (αναίμακτα) διά τού εχθρικού στολίσκου, νά εισέλθη εις τό νησίδιον, καθ' ήν στιγμήν ο εχθρός ήρχιζε δραστηρίως τόν κατά τού οχυρώματος τούτου πυροβολισμόν. Τό παράδειγμά του ακολουθούσι ταυτοχρόνως καί ο υποσωματάρχης Κίτσος Πάσχος καί ο αξιωματικός Γεώργιος Ναβαρίκος εκ τών τού επικουρικού σώματος μετά τεσσάρων άλλων στρατιωτών.» Απομνημονεύματα δευτέρας πολιορκίας Μεσολογγίου Αρτεμίου Μίχου Τό πρωϊνό τής 25ης Μαρτίου 1826 οι πιστοί στό Μεσολόγγι γέμιζαν τίς εκκλησίες γιά νά γιορτάσουν τόν Ευαγγελισμό. Η λιμνοθάλασσα όμως γέμιζε από λαντσόνια καί πάσαρες γεμάτες τούρκικα ασκέρια, τά οποία πλησίαζαν πρός τήν Κλείσοβα από όλες τίς διευθύνσεις. Τήν τελευταία στιγμή πρόλαβε ο γιός τού Φώτου Τζαβέλα, Κίτσος Τζαβέλας νά αποβιβαστεί στή βάρκα τού δεκαπεντάχρονου Νταή ή Αναστάση Βορύλα μέ μόνο έξι άνδρες. Ο μικρός μέ επιδέξιους χειρισμούς κατάφερε μέσα από μία βροχή από σφαίρες νά ξεπεράσει τούς πασσάλους πού ήταν στό νερό καί νά οδηγήσει τή βάρκα του στήν Κλείσοβα. Ο Τζαβέλας πάτησε στεριά καί έτρεξε μέ τό σπασμένο από εχθρική βολή γιαταγάνι του καί μέ τούς έξι άνδρες του νά ενισχύσει τή φρουρά τού Σωτηρόπουλου, πού ήταν έτοιμη καί περίμενε τόν εχθρό μέ ψυχραιμία. ΌΌταν δόθηκε τό σύνθημα, άναψε τό τουφέκι καί τό κανονίδι. Οι βολές τών ελληνικών τουφεκιών από τήν οροφή τής Αγίας Τριάδας ήταν υπερβολικά εύστοχες καί η θάλασσα γέμισε από τά πτώματα τών Τουρκαλβανών πού δέν μπορούσαν νά περπατήσουν γρήγορα μέσα στό νερό καί τή λάσπη. Οι βάρκες ήταν άχρηστες λόγω τών εκατοντάδων πασσάλων πού ήταν μπήγμένοι στόν βυθό τής θάλασσας. Ο ίδιος ο Κιουταχής φώναζε γιά νά εμψυχώσει τούς άνδρες του καί είχε πλησιάσει τόσο κοντά στό πεδίο τής μάχης, ώσπου τραυματίστηκε σοβαρά στό πόδι καί αποχώρησε. Δύο Αλβανοί μπαϊρακτάρηδες κατάφεραν νά σηκώσουν τήν ημισέληνο, αλλά γιά πολύ λίγο, αφού τούς τρύπησαν τά ελληνικά βόλια. Ο γραμματικός τού Τζαβέλα Παπανδρέου έπεφτε καί αυτός νεκρός. Ο βαλής τής Ρούμελης έδινε διαταγές στούς στρατιώτες του νά κάνουν απανωτά γιουρούσια γιά νά μήν πάρουν ανάσα οι αμυνόμενοι. ΉΉθελε νά κουράσει τούς γκιαούρηδες καί νά τούς τελειώσουν τά πολεμοφόδια, αλλά τό μόνο πού κατάφερνε ήταν νά γεμίζει τή θάλασσα μέ εκατοντάδες πτώματα, πού εμπόδιζαν τήν επίθεση τών δικών του ανδρών. Οι ΈΈλληνες γεμάτοι πλέον αυτοπεποίθηση έριχναν καί μέ τά λίγα κανόνια πού διέθεταν αποστερώντας οριστικά τήν ελπίδα στόν Κιουταχή νά πατήσει τήν Κλείσοβα. ΈΈνας νεαρός Μεσολογγίτης ο Αντώνης Μπάκας οδήγησε ριψοκίνδυνα τή γαΐτα (αλιευτική βάρκα μέ πανί) του από τήν Κλείσοβα μέχρι τό Μεσολόγγι, γιά νά ζητήσει πολεμοφόδια γιά τόν Τζαβέλα. Ο
984
μικρός μόλις έφθασε στήν ακτή καί είπε τήν παραγγελία, λιποθύμησε γιατί είχε πληγωθεί από εχθρικό βόλι καί είχε χάσει πολύ αίμα. Οι Μεσολογγίτες παρακολουθούσαν μέ αγωνία τήν εξέλιξη τής μάχης. Αμέσως εκτέλεσαν τήν παραγγελία τού μικρού καί ετοίμασαν τά κιβώτια μέ τά πολεμοφόδια, τά οποία τά φόρτωσαν σέ μία βάρκα μέ επτά στρατιώτες. Ανάμεσα τους ήταν καί ο Μεσολογγίτης χιλίαρχος Κώστας Δροσίνης, παππούς τού ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, μαζί μέ τό Γεωργάκη Βαλτινό καί πέντε ακόμα στρατιώτες. Η βάρκα σήκωσε πανιά γιά τήν Κλείσοβα καί αμέσως έγινε στόχος σφοδρού κανονιοβολισμού, ο οποίος είχε σάν αποτέλεσμα νά σκοτωθεί ο βαρκάρης Πέτρος Γαλλιώτος μέ τόν γιό του τόν Σωτηράκη. Μέσα από μία βροχή από σφαίρες κατόρθωσαν οι επιζήσαντες νά φτάσουν μέ τό πολύτιμο φορτίο στήν Κλείσοβα καί νά δώσουν ελπίδα σωτηρίας στούς αποκλεισμένους. Ο αδελφός τού Κίτσου Τζαβέλα Γιαννάκης ο επονομαζόμενος Μπακατσέλος δέν κατάφερε νά σπάσει τόν τουρκικό κλοιό καί νά βοηθήσει τόν αδελφό του πού κινδύνευε. Τήν ίδια τύχη είχε καί η μεσολογγίτικη πάσσαρα του Κωνσταντή Τρικούπη, η οποία κατατρυπημένη από τις εχθρικές βολές βυθίστηκε, μέ αποτέλεσμα ο τιμονιέρης τής βάρκας νά τραυματιστεί σοβαρά. Αυτή η μάχη ήταν ακόμα μία ταπείνωση γιά τόν Τούρκο πασά απέναντι στόν Αιγύπτιο σερασκέρη. Ο Ιμπραήμ δέν έκρυψε τήν χαιρεκακία του από τόν Κιουταχή. Βέβαιος γιά τήν επιτυχία τού ανίκητου στρατού του, έδωσε εντολή στόν γαμπρό του Χουσεΐν μπέη, νά αναλάβει τήν επίθεση. Ο μακελάρης τής Κρήτης καί τής Κάσου, παρέλαβε 3000 Αιγύπτιους στρατιώτες, τούς επιβίβασε σέ πλοιάρια καί όρμησε κατά τής Κλείσοβας, τής οποίας η φρουρά είχε αποδυναμωθεί από τίς απώλειες τής προηγούμενης μάχης. Εκατό περίπου ΈΈλληνες αντιμέτωποι μέ πολλαπλάσιους εχθρούς, οι οποίοι είχαν στό ενεργητικό τους δεκάδες νίκες. Η μάχη φαινόταν χαμένη. Ο Τζαβέλας έδωσε εντολή νά μήν πυροβολήσει κανένας. ΉΉθελε νά πλησιάσει πολύ ο εχθρός ώστε νά μήν πάει κανένα βόλι χαμένο. Ξαφνικά ο γενναίος Σουλιώτης έδωσε τό σύνθημα: "Φωτιά!". Εκατό τουφέκια, εκατό εκρήξεις, 100 αραπάδες νεκροί. ΌΌμως οι εχθροί δέν πτοήθηκαν καί συνέχισαν ακάθεκτοι τίς εφόδους τήν μία μετά τήν άλλη, αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες. Ο Λαμπρινός Γκόρπας σκοτώθηκε σέ πάλη σώμα μέ σώμα από ένα γιγαντόσωμο Αράπη. Τόν Γεράσιμο Τζόρνα από τά Λεχαινά Ηλείας τόν τίναξε τό κανόνι πού χειριζόταν. Οι ΈΈλληνες είχαν εντολή νά στοχεύουν τούς Γάλλους καί τούς Αιγύπτιους αξιωματικούς. οι οποίοι ξεχώριζαν μέσα στίς χρυσοποίκιλτες στολές τους. Ο Σωτηρόπουλος διέκρινε έναν αξιωματικό τόν οποίο τόν έτρεμαν οι Αιγύπτιοι. Μέ τό μαστίγιο στό ένα χέρι καί τό ολόχρυσο σπαθί στό άλλο φώναζε στούς στρατιώτες του νά προχωρήσουν μπροστά. ΈΈλαμπε
985
μέσα στήν φανταχτερή στολή του, η οποία γυάλιζε από τόν χρυσό. Στό σαρίκι του λαμποκοπούσαν πολύτιμα διαμάντια. Ο Ρουμελιώτης σημάδεψε προσεκτικά. Πυροβόλησε. Ο τρομερός αξιωματικός σωριάστηκε μέσα στό νερό. Αυτό ήταν τό τέλος τού Χουσεΐν μπέη μέ τίς αμέτρητες σφαγές στό ενεργητικό του. Η Κρήτη, η Κάσος καί η Πελοπόννησος μέ τά αμέτρητα θύματά τους έπαιρναν εκδίκηση εκεί μπροστά στήν Κλείσοβα! Σύμφωνα μέ τόν Τάκη Λάππα ο εκτελεστής τού βάρβαρου μουσουλμάνου ήταν ο δεκαπεντάχρονος ψυχογιός τού Αποστόλη Νιχωρίτη, ο οποίος ήταν γνωστός στό Μεσολόγγι μέ τό παρατσούκλι "Σφήκα". Μόλις ο αραβικός στρατός είδε τόν στρατηγό του νεκρό, αμέσως υποχώρησε. Κανένας δέν μπορούσε νά συγκρατήσει τό κύμα τών μουσουλμάνων πού υποχωρούσαν είτε τσαλαπατώντας στό νερό είτε σπρώχνοντας τίς βάρκες τους. Ο έμπειρος Τζαβέλας αμέσως διέταξε επίθεση καί πήδηξε πρώτος από τή στέγη τής εκκλησίας στό νερό, καταδιώκοντας καί σφάζοντας τούς εχθρούς πού έβρισκε μπροστά του. Τό παράδειγμά του τό ακολούθησε σύσσωμη η φρουρά τής Κλείσοβας, αλλά καί όσοι Μεσολογγίτες παρακολουθούσαν τήν εξέλιξη τής μάχης. ΌΌρμησαν όλοι από τά ταμπούρια τους καί όπου έβρισκαν Τουρκοαιγύπτιο ή Τουρκαλβανό τόν θέριζαν μέ τό σπαθί τους. Η σφαγή τών μουσουλμάνων στρατιωτών συνεχίστηκε καί τήν επόμενη μέρα, αφού πολλοί από αυτούς είχαν χαθεί μέσα στή λιμνοθάλασσα, κατά τή διάρκεια τής νύκτας. Οι Μεσολογγίτες τούς έβρισκαν αποκαμωμένους σέ διάφορες νησίδες ή πολύ κοντά στήν πόλη τού Μεσολογγίου καί έπαιρναν εκδίκηση γιά τά δεινά τής πολύμηνης πολιορκίας. Σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από πτώματα μουσουλμάνων σέ απόσταση βολής τουφεκιού καί ο Αρτέμιος Μίχος αναφέρει ότι 1500 λογχοφόρα όπλα καί δεκατρείς σημαίες τής ημισελήνου αποτέλεσαν ελληνικά τρόπαια, έπειτα από τήν ιστορική μάχη τής Κλείσοβας. Ο καπουδάν πασάς, πού παρακολουθούσε τή μάχη μέ τό κανοκυάλι του, όταν σταμάτησε νά ακούει πυροβολισμούς, θεώρησε βέβαιη τή νίκη τού οθωμανικού στρατού καί έστειλε μία βάρκα μέ τριάντα Τούρκους γιά νά δώσουν ...συγχαρητήρια στούς δύο βεζύρηδες. Οι Τούρκοι πλησιάσαν τήν Κλείσοβα, αλλά δέν αντιλήφθηκαν τί είχε γίνει ούτε αντιλήφθηκαν ότι ο μπέης πού τούς καλοσώρισε δέν ήταν δικός τους, αλλά ήταν ο καπετάν Γιαννάκης Τζαβέλας, αδελφός τού στρατηγού, ο οποίος δέν συνήθιζε νά ξυρίζει τά γένεια του καί από μακρυά έμοιαζε μέ μουσουλμάνο αξιωματικό. Ο Μπακατσέλος όμως πού ήταν μέσα στήν τρελλή χαρά, υποδέχτηκε τούς Τούρκους, τούς αφόπλισε αλλά δέν τούς πείραξε, αντίθετα τούς οδήγησε στό εχθρικό στρατόπεδο γιά νά ...παρηγορήσουν τούς υπερήφανους πασάδες πού μετά τήν μάχη ήταν απαρηγόρητοι. Ακόμα κάι πέντε ημέρες μετά τή μάχη τής
986
Κλείσοβας υπήρχαν Αραπάδες πού ξετρύπωναν από τή λίμνη γιά νά τούς αποτελειώσουν οι Μεσολογγίτες. Στό εχθρικό στρατόπεδο επικρατούσε βουβαμάρα καί τά κανόνια δέν ηχούσαν. Ο Κωνσταντίνος Στασινόπουλος, στό βιβλίο του "Οι Μεσολογγίται, η κατά τόν μέγαν αγώνα δράσις των, Αθήνα 1926" παρατηρεί ότι: "Οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν καταληφθεί υπό τόσου πανικού, ώστε εάν οι πολιορκούμενοι απεφάσιζαν νά κάμουν τήν ΈΈξοδον τήν νύκτα εκείνην, όλοι θά εσώζοντο καί κανείς δέν θά έπιπτε". Από τούς Τουρκαραπάδες 3500 δέν θά επέστρεφαν ποτέ στό στρατόπεδό τους, ενώ από τούς ΈΈλληνες οι απώλειες ήταν 40 νεκροί καί τραυματίες. Στήν Κλείσοβα εκτός από τόν Κίτσο Τζαβέλα καί τόν Παναγιώτη Σωτηρόπουλο αρίστευσαν ο Θεοφύλακτος Ψιλιανός καί ο πυροβολητής Πέτρος Τσίντζος. ΈΈξοδος Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) Πείνα! Τόν Μάρτιο τού 1826 η κατάσταση ήταν απελπιστική. Τό Μεσολόγγι ψυχοραγούσε. Οι σκελετωμένοι Μεσολογγίτες έψαχναν τρόπους νά τήν πολεμήσουν, άλλοτε βράζοντας φύκια καί καβούρια, άλλοτε βράζοντας ό,τι χορταράκι φύτρωνε από εδώ καί από εκεί. Οι πιό τυχεροί έβρισκαν νά φάνε μία γάτα ή έναν ποντικό. Οι βρώμικες τροφές προκαλούσαν τύφο καί δυσεντερία καί προσέθεταν νέα δεινά στούς Μεσολογγίτες. Πολλοί έπεφταν στούς δρόμους λιπόθυμοι γιά νά μήν ξανασηκωθούν. Περίπου 2000 πέθαναν από τόν λιμό (πείνα) καί από τίς ασθένειες. Οι ζωντανοί βαρυγκομούσαν: "Βάστα καημένο Μεσολόγγι... Βάστα!". Η ελληνική κυβέρνηση σέ συνεργασία μέ τούς προεστούς τής ΎΎδρας δέν κατάφεραν ή δέν θέλησαν νά οργανώσουν ένα ισχυρό στόλο πού θά μπορούσε νά σπάσει τόν θαλάσσιο αποκλεισμό τού Μεσολογγίου καί νά εφοδιάσει τούς πεινασμένους μέ τά πολύτιμα τρόφιμα. Στή Ζάκυνθο είχαν συγκεντρωθεί προμήθειες χάρις στίς προσπάθειες τού Ελβετού τραπεζίτη καί φίλου τού Καποδίστρια, Εϋνάρδου (Jean-Gabriel Eynard), οι οποίες περίμεναν τά πλοία πού θά τίς μετέφεραν στούς "Ελεύθερους Πολιορκημένους". Ο Ανδρέας Μιαούλης πού γνώριζε πολύ καλά τήν απελπιστική κατάσταση τών πολιορκημένων, εσπευσμένα καί έχοντας στήν διάθεσή του μόνο λίγα μπρίκια, έφθασε στή Ζάκυνθο στίς 31 Μαρτίου 1826. Αφού φόρτωσε τά τρόφιμα, άνοιξε πανιά γιά τήν λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου. Δυστυχώς όμως ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος τών Τούρκων, τών Αιγυπτίων καί τών Αλγερινών περιπολούσε στήν περιοχή μεταξύ Κάβου Πάπα (ακρωτήριο Αράξου) καί Κάβου Σκροφών, καθιστώντας αδύνατη τήν διέλευση τών μικρών ελληνικών πλοίων. Αλλά καί πάλι αν περνούσε κανένα πλοίο, δέν θά μπορούσε νά προσφέρει
987
καμμία βοήθεια στούς αποκλεισμένους, αφού τό Βασιλάδι πού ήταν η θέση κλειδί γιά τήν επικοινωνία τών αποκλεισμένων μέ τόν ελληνικό στόλο, βρισκόταν πλέον σέ εχθρικά χέρια. Ο Μιαούλης κατόρθωσε νά φθάσει στό νησάκι Πεταλά, δυτικά από τό Μεσολόγγι, όπου συνάντησε τόν Αναστάσιο Παπαλουκά, έναν από τούς ελάχιστους διασωθέντες τής μάχης τού Βασιλαδίου, ο οποίος θά αναλάμβανε νά μεταφέρει τά τρόφιμα διά μέσου κρυφών περασμάτων, πρός τήν πόλη τού Μεσολογγίου. Καμμία όμως από τίς βάρκες μέ τίς προμήθειες δέν κατάφερε νά σπάσει τόν στενό αποκλεισμό καί γύρισαν όλες άπρακτες πίσω στόν Πεταλά. Τό Μεσολόγγι καταδικάστηκε σέ θάνατο! Η στέρηση τών τροφών ήταν γενική. Δέν υπήρχαν πλούσιοι καί φτωχοί ούτε άρχοντες καί υπηρέτες. Πλούσιος ήταν μόνο όποιος έβρισκε ακόμα καί ένα κομμάτι δέρμα καί τό έβαζε στό στόμα του γιά νά τό μασήσει. Ο Πατρινός έμπορος Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, από τούς πρωτεργάτες τής επανάστασης στήν Πάτρα, είχε ένα άλογο τό οποίο τό συντηρούσε γιατί αυτό αποτελούσε τήν μόνη του σωτηρία, στήν περίπτωση τής εξόδου. Γέρος όπως ήταν, δέν θά μπορούσε νά τρέξει νά ξεφύγει. Τό έδωσε όμως τό άλογο στούς στρατιώτες πού φύλαγαν τίς ντάπιες τού Μεσολογγίου καταδικάζοντας τόν εαυτό του σέ θάνατο. Ο γιατρός Στεφανίτσης μαγείρεψε τόν σκύλο του καί σέ όλους έλεγε ότι ήταν τό καλύτερο γεύμα πού είχε φάει ποτέ. Ο Σμυρνιός Νικολαΐδης, πού δούλευε μαζύ μέ τόν Μάγερ στήν εφημερίδα, έσφαζε καί έτρωγε όποια γάτα έβρισκε κρυμμένη στά ερείπια. Η Μεσολογγίτισα Βαρβάρηνα έσφαξε τό γαϊδουράκι της καί μάζεψε τίς γειτόνισσές της καί τό μοιραστήκανε. Ο Ιάκωβος Μάγερ έστειλε τήν τελευταία του επιστολή στόν συνταγματάρχη Στάνχοπ: " Κατηντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην ώστε νά τρεφώμεθα από τά πλέον ακάθαρτα ζώα καί νά πάσχωμεν όλα τά φρικτά αποτελέσματα τής πείνης καί τής δίψης. 1740 τών αδελφών μας ετελεύτησαν καί περίπου 100.000 σφαίραι κανονίων καί βόμβαι, ριπτόμεναι από τό εχθρικόν στρατόπεδον, κατεδάφισαν τούς προμαχώνας μας καί κατεκρήμνισαν τάς οικίας μας. Τό δέ ψύχος μάς ενοχλεί υπερβολικώς, καθότι έιμεθα διόλου εστερημένοι από ξύλα τής φωτιάς. Με όλας τάς στερήσεις ταύτας είναι αξιοθαύμαστον θέαμα ο ένθερμος ζήλος καί η αφοσίωσις τής φρουράς μας. Πόσοι γενναίοι άνδρες μετ' ολίγας ημέρας δέν θέλει είσθαι πλέον ειμή σκιαί, κατηγορούσαι ενώπιον τού Θεού τήν αδιαφορίαν τού Χριστιανικού κόσμου εις τόν αγώνα, όστις είναι ο αγών τής θρησκείας." Ο απεσταλμένος τών Μεσολογγιτών στό Ναύπλιο Σπυρομίλιος είχε αηδιάσει από τά εμπόδια πού συναντούσε σέ κάθε του βήμα. Η βραδύτητα τών ενεργειών τών πολιτικών γιά τήν σωτηρία τού Μεσολογγίου ήταν αξιοπρόσεκτη καί ερχόταν σέ αντίθεση μέ τήν
988
δραστηριότητά πού επιδείκνυαν σέ σχέση μέ τήν Γ' Εθνική Συνέλευση. Πρωταγωνιστές στίς δολοπλοκίες καί στίς σκευωρίες ήταν οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καί Ιωάννης Κωλέττης. "Ως σπουδαιότερον αντικείμενον εθεώρουν τήν Εθνικήν Συνέλευσιν, παρά τόν εχθρόν όστις επαπείλει τό Μεσολόγγιον". Ο φρούραρχος Φωτομάρας, πού βρισκόταν επίσης στό Ναύπλιο, υποχρέωσε μέ τή βία τά μέλη τού Εκτελεστικού νά συνεδριάσουν καί τά "εμάντρισε" σέ ένα σπίτι, γιά νά πάρουν τήν απόφαση γιά τήν οργάνωση θαλάσσιας εκστρατείας, η οποία θά έλυνε τόν αποκλεισμό τού Μεσολογγίου. Η λαϊκή μούσα έκανε τραγούδι τήν αδιαφορία τών πολιτικών δολοπλόκων τού Ναυπλίου: "ΈΈνα πουλάκι ξ' έβγαινε μέσα από τ' Ανάπλι, μέρα καί νύχτα περπατεί, μέρα καί νύχτα τρέχει. Πάει χαμπέρι στούς ΈΈλληνες καί τούς Μεσολογγίτες. Σύρε πουλί μ'στή Ρούμελη,σύρε στό Μεσολόγγι, νά πής στόν Διαμαντόπουλο καί τόν Κίτσο Τζαβέλλα, μιντάτι νά μήν καρτερούν, ζαϊρέ νά μήν προσμένουν." Τήν 6η Απριλίου 1826 συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί καί οι προεστοί καί πήραν τή μεγάλη απόφαση νά πραγματοποιήσουν ΈΈξοδο, περίπου δύο ώρες μετά τό σούρουπο τής 10ης Απριλίου 1826, Σάββατο τού Λαζάρου πρός Κυριακή τών Βαΐων. Αποφασίστηκε τότε όλοι οι λαβωμένοι καί οι γέροι νά συγκεντρωθούν στά σπίτια πού είχαν πυριτιδαποθήκες καί νά τιναχτούν στόν αέρα, όταν θά έμπαιναν οι βάρβαροι. Γιά τά μωρά υπήρχε η άποψη νά τά δηλητηριάσουν, ώστε μέ τά κλάμματά τους, νά μήν προδώσουν τούς υπόλοιπους κατά τήν έξοδο, αφού χρειαζόταν απόλυτη σιγή. ΌΌμως ο επίσκοπος Ιωσήφ Ρωγών, μέ μία συγκινητική παρέμβαση, απέτρεψε τήν ανίερη αυτή πράξη. Τούς αιχμαλώτους όμως μουσουλμάνους καί Χριστιανούς τούς θανάτωσαν όλους, ιδιαίτερα μετά τήν απόδραση δύο από αυτών, οι οποίοι φέρεται νά πρόδωσαν τό μυστικό τής εξόδου στούς πασσάδες. Οι γυναίκες θά ντύνονταν μέ αντρικά ρούχα καί θά έπαιρναν στήν πλάτη τά μωρά τους. Οι άντρες θά άνοιγαν τόν δρόμο μέ τό σπαθί στό χέρι. Ο γέρο Καψάλης γύριζε στίς γειτονιές καί καλούσε όλους τούς ανήμπορους νά μαζευτούν στό σπίτι του. Τήν ίδια ημέρα είχε δεί τήν γυναίκα του νά πεθαίνει. ΌΌταν αντίκρυσε τόν γιό του Αποστόλη νά κλαίει γιά τό θάνατό τής μητέρας του, τού είπε: - "Παιδί μου μήν κλαίς. Πιό καλά νά χαίρεσαι πού γλύτωσε η μάνα σου από τή σκλαβιά καί τήν ατίμωση. Κύτταξε τώρα νά γλυτώσης εσύ. ΌΌσο γιά μένα μήν νοιάζεσαι. Είμαι γέρος. Καί νάβγω μαζί σας πάλι δέν γλυτώνω." Ο Καψάλης είχε πέντε παιδιά. Ο Παναγιώτης σκοτώθηκε στήν έξοδο. Ο Ασημάκης καί η Ελένη χάθηκαν στά σκλαβοπάζαρα. Ο
989
Αποστόλης γλύτωσε καί ο δεκάχρονος Μήτσος ήταν μαζί μέ τόν πατέρα του στήν ανατίναξη. ΉΉταν όμως τυχερός αφού σώθηκε μέ μερικά τραύματα καί κατάφερε στό τέλος νά ξεφύγει. Αρκετοί άρρωστοι καί πληγωμένοι πήγαν στά Καψαλέϊκα, αλλά υπήρχαν καί μερικοί πού προτίμησαν νά δώσουν οι ίδιοι τέλος στή ζωή τους. Ο Γιώργος Ρισάνος έφραξε μέ τό σώμα του τήν μπούκα τού κανονιού του καί τό πυροδότησε. Ο Θανάσης Χινόπωρος σκότωσε τή μνηστή του καί μετά έστρεψε τό πιστόλι του στόν κρόταφό του καί πυροβόλησε. Ακριβώς τό ίδιο έκανε καί ο Θεόδωρος Πετροχείλης. Ο πεθερός τού Μάγερ, ο γέρο Ιγγλέσης αφού προέτρεψε τόν γενναίο Ελβετό νά σώσει τήν κόρη του καί τά δύο του εγγόνια, στή συνέχεια αυτοκτόνησε. Οι στιγμές ήταν συγκινητικές. Ο αδελφός χαιρετούσε τήν αδελφή, ο γιός αγκάλιαζε γιά τελευταία φορά τή μάνα, η κόρη φιλούσε γιά τελευταία φορά τόν πατέρα. "Καλή αντάμωση στόν άλλο κόσμο!" έλεγαν οι άμοιροι Μεσολογγίτες, οι οποίοι πίστευαν. Πίστευαν στόν Θεό, πίστευαν στόν Χριστό, πίστευαν στόν τιμημένο θάνατο, ο οποίος γιά αυτούς ήταν απλά τό πέρασμα στήν άλλη ζωή, όπου θά ζούσαν αντάμα μέ τά αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο επίσκοπος Ιωσήφ μέ τούς υπόλοιπους ιερείς δέν σταματούσε νά δίνει κουράγιο καί νά κοινωνάει τούς πιστούς στίς εκκλησίες. Ο Μάγερ έθαψε μαζί μέ άλλους Μεσολογγίτες τά αντίγραφα από τήν εφημερίδα του, πού είχε δουλέψει ασταμάτητα γιά δύο χρόνια, μαζί μέ κάποια κομμάτια από τό πιεστήριο. ΉΉλπιζε ότι όταν θά τελείωνε η περιπέτεια αυτή θά γύριζε νά τά ξεθάψει. Μά ο Μάγερ δέν θά γύριζε. Θά γύριζαν όμως άλλοι Μεσολογγίτες καί θά έβρισκαν τά σιδερένια κομμάτια από τό πιεστήριο. Αρκετά χρόνια αργότερα, ένα παιδάκι θά έπαιζε κοντά στόν σιδερένιο αυτό σκελετό πού είχε βρεθεί στόν Κήπο τών Ηρώων. Τό παιδάκι αυτό τού Μεσολογγίου ήταν ο Κωστής Παλαμάς. Οι μαραγκοί ετοίμασαν κινητές γέφυρες γιά νά περάσουν τήν τάφρο. Οι πολεμιστές έφτιαχναν τά τσαρούχια τους από τίς μπαλάσκες τών Αραπάδων καί στόν ώμο έβαζαν τό τουφέκι τους μέ μία τσάντα γεμάτη φουσέκια. Τά γιαταγάνια τους τά είχαν δεμένα μέ σκοινί στά χέρια τους, γιά νά μπορούν νά γεμίζουν τά τουφέκια τους χωρίς νά τά χάνουν μέσα στό σκοτάδι. Οι Μεσολογγίτισσες Σάννα, Πιτούλαινα, Θεοδώρα Χρυσικοπούλου, Τασούλα Γυφτογιάννενα, Χρυσάνθη Βορίλα καί Χρυσάϊδω Καραγγέλη έβαλαν αντρικές φουστανέλλες καί ετοιμάστηκαν γιά τήν ΈΈξοδο. Εξήντα χρόνια αργότερα, όταν η Γυφτογιάννενα κατάλαβε ότι θά πέθαινε παρήγγειλε στίς κόρες της νά τήν θάψουν μέ τά αντρικά ρούχα πού είχε βάλει στήν ηρωική ΈΈξοδο καί τά οποία είχε φυλάξει πεντακάθαρα καί σιδερωμένα σέ μία κασέλα. Ο γέρο κλέφτης Παναγιώτης Τζαλαχάς, έδωσε τά άρματά του στόν ανηψιό του Γιώτη Σεΐζη, μαζί μέ όλα τά γρόσια πού είχε στό κεμέρι του.
990
Ο γέρο Τζαλαχάς χάθηκε, αλλά τά άρματά του τά έσωσε μαζί μέ τή ζωή του ο νεαρός ανηψιός του. Τό μεγάλο όμως μυστικό τών πολιορκημένων δέν αποτελούσε μυστικό. Πιθανότατα οι δύο ξένοι πού είχαν αποδράσει, είχαν ειδοποιήσει τούς δύο πασσάδες γιά τήν ΈΈξοδο τών απελπισμένων καί εκείνοι απλώς περίμεναν. Θά περίμεναν γιά νά αποτελειώσουν τούς ζωντανούς νεκρούς όταν θά έκαναν τήν τελευταία απέλπιδα προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τους. Τό κείμενο τής απoφάσεως τής φρουράς τού Μεσολογγίου γιά τήν ΈΈξοδο συντάχθηκε τό πρωΐ τής 10ης Απριλίου 1826 καί έχει ως εξής: "ΈΈν ονόματι τής Αγίας Τριάδος. Η εξοδός μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Βαΐων, κατά τό εξής σχέδιον, ή έλθη ή δέν ελθη βοήθεια. Α' - ΌΌλοι οι οπλαρχηγοί οι από τήν Δάμπιαν τού Στορνάρη έως εις τήν Δάμπιαν τού Μακρη, μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των, μία κολώνα, νά ριχθουν εις τήν δάμπιαν τού εχθρου εις τήν ακρογιαλιάν, εις τό δεξιόν. Η σημαία τού στρατηγού Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ανοικτή, ως οδηγός τού σώματος τούτου. Ο Στρατηγός Μακρής νά τήν συνοδεύση μέ ειδήμονες, όπου γνωρίζουν τόν τόπον. Β' - ΌΌλοι οι οπλαρχηγοί οι από τήν Δάμπιαν τού Στρατηγού Μακρή έως εις τήν Μαρμαρούν μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των, μία κολώνα όλοι, νά ριχθούν είς τόν προμαχώνα αριστερά κατά τών εχθρών. Ο Στρατηγός Μακρής, μέ τήν σημαίαν του ανοικτήν, θέλει είναι ο οδηγός τού σώματος τούτου, αριστερά. Γ' - Διά νά μή μπερδευτή τό στράτευμα μέ ταίς φαμελλιαίς, δίδεται τό γεφύρι τής Δάμπιας τού Στορνάρη, καί όλοι οι φαμελλίται, εντόπιοι καί ξένοι, νά ταίς συνοδεύσουν καί νά διαβούν απ' εκεί. Τά δύο γεφύρια ειναι τό μέν διά τήν δεξιάν κολώναν καί τό τής Λουνέττας διά τήν αριστεράν. Δ' - Κάθε οπλαρχηγός νά σηκώνη τούς στρατιώτας του ανά έναν από τόν προμαχωνά του, ώστε ο τόπος νά μείνη εύκαιρος έως εις τήν ύστερην ώραν. Ε' - Οι από τήν Μαρμαρούν, άμα σκοτειδιάση, νά τραβηχθούν από ένας ένας καί νά σταθούν εις τήν Δάμπιαν τού Χορμόβα. ΣΤ' - Ο Τζαβέλας, μέ όλον τό βοηθητικόν σώμα, νά μείνη οπισθοφυλακή. Αυτός μέ όλους θέλει περιέλθει όλον τόν γύρον τού φρουρίου νά δώση τήν είδησιν είς όλους καί νά τούς πάρη μαζί του. Ζ' - Τό σώμα τής Κλείσοβας, οδηγούμενον από τούς οπλαρχηγούς του, νά εξέλθη μέ τά πλοιάρια είς τήν μίαν τής νυκτός, σιγανά, καί άμα φθάση εις τήν ξηράν νά σταθή έως εις τάς 2 ώρας, όπου θά γίνη τό κίνημα απ' εδώ, νά κινηθή καί αυτό. Η΄ - Ο τόπος, τό σημείον τής διευθύνσεώς μας, θέλει είναι ο ΆΆγιος Σιμεός. Οι οδηγοί θέλουν προσέχει νά συγκεντρωθουμεν εκει όλοι.
991
Θ' - Οι λαγουμτζήδες νά βάλουν εις τά φυτίλια φωτιά, λογαριάζοντες νά βαστάξουν μετά τήν έξοδόν μας μία ώρα επέκεινα. Τό ίδιον νά οδηγηθούν καί οι εις τάς πυριτοθήκας ευρισκόμενοι ασθενείς καί χωλοί. Ηξεύρομεν όλοι τόν Καψάλην. Ι' - Επειδή θά πληγωθούν καί πολλοί εξ ημών εις τόν δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί νά τόν βοηθή καί νά παίρνη καί τ' άρματά του, καί εάν δέν είναι εκ τού ιδίου σώματος. ΙΑ' - Απαγορεύεται αυστηρώς κανένας νά μή αρπάξη άρμα συνδρόφου του εις τόν δρόμον, πληγωμένου ή αδυνάτου, αργυρούν ή σιδηρούν καί φύγη. ΌΌπου φανή τοιούτος, μετά τήν σωτηρίαν μας θέλει δίδει τό πραγμα οπίσω καί θέλει θεωρείσθαι ως προδότης. ΙΒ' - Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβουν τούς δύο προμαχώνας αι άλλαι δύο κολώναις, θέλουν κινηθή αμέσως, ώστε νά περιστοιχισθούν από τήν οπισθοφυλακήν. ΙΓ' - Κανένας νά μή ομιλήση ή φωνάξη τήν ώραν τής εξόδου μας, έως ότου νά πέση τό δουφέκι εις τό ορδί τού Κιουταχη από τήν βοήθειαν οπού περιμένομεν καί εάν, κατά δυστυχίαν, δέν έλθουν βοήθειαν οι όπισθεν, πάλιν θέλουν κινηθή αμέσως, όταν κινηθούν αι σημαίαι. ΙΔ' - ΌΌσοι τών αδυνάτων καί πληγωμένων επιθυμούν νά εξέλθουν καί δύνανται, νά ειδοποιηθούν από τά σώματά των τούτο. ΙΕ' - Τά μικρά παιδιά όλα νά τά ποτίσουν αφιόνι (υπνωτικό) οι γονείς, άμα σκοτειδιάση. ΙΣΤ. - Τό μυστικόν (σύνθημα) θέλει τό έχομεν: «Καστρινοί καί Λογγίσιοι». ΙΖ' - Διά νά ειδοποιηθούν όλοι οι αξιωματικοί τό σχέδιον, επιφορτίζεται ο Νικόλας Κασομούλης, γραμματεύς τού Στορνάρη, νά περιέλθη από τώρα νά τούς τό διαβάση, ιδιαιτέρως είς τόν καθέναν. Εάν δέ, εις αυτό τό διάστημα, έξαφνα φανή ο στόλος μας, πολεμών καί νικών νά μείνωμεν έως ότου ανταποκριθούμεν. Εν Μισολογγίω 10 Απριλίου 1826" http://www.agiasofia.com/epanastasis/mesologgi1826_mercier.jpg Η ΈΈξοδος θά γινόταν από τήν ντάπια τής Λουνέτας καί τού Ρήγα στήν ανατολική πλευρά τού φρουρίου. Οι 10500 περίπου ΈΈλληνες χωρίστηκαν σέ τρείς φάλαγγες ή κολώνες, όπως τίς έλεγαν τότε. Η μία κολώνα είχε αρχηγό τόν Κίτσο Τζαβέλα, η δεύτερη τόν Νότη Μπότσαρη καί η τρίτη τόν Δημήτριο Μακρή. Η φρουρά τού Μεσολογγίου, κυρίως Ρουμελιώτες καί Σουλιώτες αριθμούσε 3500 άνδρες, οι οποίοι θά αποτελούσαν τήν εμπροσθοφυλακή τών τριών ομάδων καί θά άνοιγαν τόν δρόμο ανάμεσα στόν εχθρικό κλοιό. Θά ακολουθούσαν τά γυναικόπαιδα καί οι ελαφρά τραυματίες. Η φρουρά είχε ειδοποιήσει τά ρουμελιώτικα σώματα πού δρούσαν στόν Ζυγό καί τά Κράβαρα, ότι τήν συγκεκριμένη ώρα θά γινόταν η ΈΈξοδος, αλλά δυστυχώς οι οπλαρχηγοί τους αδράνησαν.
992
Ελαφρυντικά είχε μόνο ο φυματικός Καραϊσκάκης, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος καί βρισκόταν στόν Πλάτανο τής ορεινής Ναυπακτίας. Τό βράδυ τής 10ης Απριλίου 1826, χίλιοι περίπου στρατιώτες τής φρουράς, βγήκαν κρυφά από τίς γέφυρες καί κρύφτηκαν στήν τάφρο περιμένοντας τό σύνθημα από τά ρουμελιώτικα στρατεύματα τού Ζυγού. Αυτοί οι χίλοι θά κτυπούσαν πρώτοι τά χαρακώματα τών εχθρών. Δέν άργησαν νά ακούσουν τήν ομοβροντία τών όπλων τών Ρουμελιωτών, τήν οποία υπολόγισαν ότι προήλθε από τό μοναστήρι τού Αγίου Συμεών ή ΆΆη Συμιού, όπως τόν έλεγαν τότε οι Μεσολογγίτες. Πρώτος ξεκίνησε ο Νότης Μπότσαρης μέ τούς γενναίους Σουλιώτες του, φωνάζοντας "Εμπρός! Θάνατος εις τούς βαρβάρους!". Οι δύο του σημαιοφόροι Αργύρης καί Ελένη Μπαϊρακτάρη, ήταν μπροστά γιά νά καθοδηγούν όσους ακολουθούσαν μέσα στό σκοτάδι τής νύκτας. Η σημαία πού οδηγούσε τούς ΈΈλληνες ήταν δώρο τής Μεγάλης Αικατερίνης τής Ρωσίας στόν μεγάλο αδελφό τού Νότη καί πρωτότοκο γιό τού Γιώργη Μπότσαρη, τόν Τούσια Μπότσαρη, ο οποίος είχε πεθάνει νεώτατος τό 1792. Οι Σουλιώτες άνοιγαν δρόμο μέ τά σπαθιά στό χέρι. Ακολούθησαν οι άλλες δύο κολώνες. Μά οι ΈΈλληνες είχαν πολλές απώλειες. Οι Τουρκοαιγύπτιοι τού Ιμπραήμ καί οι Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή τούς περίμεναν κρυμμένοι μέσα στό σκοτάδι καί τούς έριχναν βροχή τά βόλια. Η κολώνα τού Νότη Μπότσαρη κινήθηκε πρός τό Μποχώρι (Ευηνοχώρι), όπου ήταν τό στρατόπεδο τών Αιγυπτίων καί η κολώνα τού Δημητρίου Μακρή κινήθηκε πρός τό Αιτωλικό, όπου καραδοκούσαν τά στρατεύματα τού Κιουταχή. Ο Κίτσος Τζαβέλας προσπάθησε νά πηδήσει μέ τό άλογό του πάνω από τήν τάφρο, αλλά δέν τά κατάφερε καί έπεσε μέσα σέ αυτή. Τό άτυχο ζώο κόλλησε στήν λάσπη καί πέθανε, αλλά ο αναβάτης κατόρθωσε νά γλυτώσει καί μέ τούς στρατιώτες του στό πλευρό του, όρμησε κατά τών εχθρών. Ξαφνικά ακούστηκε μία φωνή: "Οπίσω, οπίσω! Εις τούς τόπους σας, εις τά κανονοστάσια!". Κανείς δέν μπορεί μέ σιγουριά νά πεί ποιός φώναξε. Τό μόνο σίγουρο είναι ότι προκλήθηκε αναστάτωση, καθώς πολλοί νόμιζαν ότι υπήρχε αλλαγή στό σχέδιο, καί γύρισαν πίσω στό Μεσολόγγι, τό οποίο όμως είχε πλημμυρίσει από τούς στρατιώτες τού Αλλάχ, πού είχαν μπεί στήν πόλη από τίς αφύλακτες ντάπιες. Η σφαγή πού ακολούθησε ήταν τρομερή. Η εντολή ήταν μαχαίρι γιά όλους τούς άνδρες άνω τών δέκα ετών καί ερήμωση τής πόλης τών γκιαρούρηδων. Οι Μεσολογγίτες πού είχαν κλεισθεί μέσα στά σπίτια τους πολέμησαν μέχρις εσχάτων, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι πού προτίμησαν νά τιναχτούν στόν αέρα μαζί μέ τίς γυναίκες τους καί τά παιδιά τους, παρά νά παραδοθούν στά τουρκικά θηρία πού διψούσαν γιά αίμα καί γιά γυναικεία σάρκα. Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, πού επέλεξε νά γυρίσει από τή
993
Ζάκυνθο καί νά μείνει στό Μεσολόγγι έπεσε από τούς πρώτους. Ακολούθησαν ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικολός Στορνάρης, ο Σκαλτσοδήμος, ο Αντώνιος Ραζής, ο μηχανικός Μιχάλης Κοκκίνης, ο Σαδήμας, ο Γρίβας, ο Παλαμάς, ο Μάνθος Τρικούπης, ο παπά Ζαφείρης, ο Πέτρος Γουλιμής, ο Κωνσταντίνος Καρπούνης, ο Βάλβης, ο Ιάκωβος Μάγερ (Dr. Johann Jakob Meyer) μέ τά δύο μικρά παιδιά του, ο Ντίτμαρ (Dittmar), o Πρώσσος συνταγματάρχης Ντελωναί (Delaunay) καί όλοι σχεδόν οι φιλέλληνες πού είχαν κλειστεί στό Μεσογόγγι. Ο Σουλιώτης ιερέας Διαμαντής ή Παπαδιαμαντής έβαλε φωτιά στόν υπόνομο, κάτω από τό γεφύρι τής Μεγάλης Ντάπιας τού Μπότσαρη, τήν ώρα πού περνούσαν από πάνω οι Τουρκαλβανοί, παίρνοντας μαζί του στόν άλλο κόσμο δεκάδες από δαύτους. «Σάν πεινασμένοι λύκοι σέ βαρυχειμωνιά ξεχύνονται καί χυμάνε οι Τουρκαραπάδες μέσα στήν πολιτεία. Μέ τά γιαταγάνια στά χέρια οι Τουρκαλβανοί καί τίς μπαγιονέτες οι Αραπάδες αρχίζουν τό άγριο κυνηγητό τους μέσα στούς δρόμους, στά σοκκάκια. Ψάχνουν τά σπίτια. ΌΌ,τι ζωντανό βρίσκουν τό θανατώνουν. Λαβωμένους, αρρώστους, γέρους, γριές, τό λεπίδι δουλεύει. Τίς γυναίκες δέν τίς σκοτώνουν, τίς φυλάνες παράμερα. ΈΈχουν τό σκοπό τους. Ξεφωνητά, κλάμματα από τά γυναικόπαιδα. Κραυγές από τούς διώκτες τους, πλημμυρίζουν τήν πόλη. Τό αίμα τρέχει μέσα στούς δρόμους καί φαίνονται οι πρώτες πυρκαϊές στά σπίτια. Κόλαση σωστή τό Μεσολόγγι. Γκρεμίσματα, στάχτη, καπνός, κουφάρια καί τά σοκκάκια γεμάτα μέ αίματα. Μά ο αφανισμός τών Χριστιανών δέν είναι τόσο εύκολος. Οι άντρες ταμπουρώνονται έστω καί πρόχειρα στά σπίτια καί αρχίζουν νά αντιστέκονται. Μπόλικοι αλλόθρησκοι σκοτώνονται. Πολλοί Τουρκαραπάδες τραβάνε κατά τά Καψαλέικα σπίτια. Εκεί πού έχει κλειστεί ο Καψάλης καί τούς προσμένει. Γιά νά προκαλέση ο γέρο Χρήστος τόν εχθρό, βγαίνουν οι γυναίκες στά παράθυρα. Αυτές προτιμάει ο εχθρός γιά νά τίς πουλήση στά σκλαβοπάζαρα. Συνάζονται γύρω αρκετοί Τούρκοι. Από κοντά τρέχουν καί οι Αραπάδες. Πού νά ξέρουν τί τούς καρτεράει... Ο Καψάλης παρακολουθεί από τό παράθυρο. Οι συναγμένοι ολόγυρα είναι τόσοι πού τόν φτάνουν πιά. Μέ τό δαυλό αναμμένο στό χέρι, μπαίνει στή μπαρουταποθήκη. Από κοντά του πηγαίνουν πολλοί από εκείνους πού έχουν κλειστεί μαζύ του. ΈΈφτασε η στιγμή τής μεγάλης θυσίας. "Μνήσθητί μου Κύριε!" Ο Καψάλης ζυγώνει τό δαυλό σέ ένα ανοιχτό μπαρουτοβάρελο. Λάμψη, καπνός καί κρότος τραντάζει τή γή. Η φωτιά σμίγει γή καί ουρανό. Κουνιέται συθέμελα ο τόπος. Ολοτρόγυρα τά πάντα σωριάζονται. Σέ μεγάλη περιοχή γκρεμίζονται τά σπίτια. Καί κάτω από τά γκρεμίσματα αμέτρητα κουφάρια.
994
Ο δεσπότης Ιωσήφ, μέ άλλους πολεμιστές καί κάμποσα γυναικόπαιδα κύτταξε πού θά μπορούσε νά κλειστή. Μαζύ του ήταν καί ο Γεώργης Τζαβέλας, ξάδελφος τού Κίτσου. Αποκόπηκε από τή φρουρά κι έμεινε ξωπίσω. Είχε μαζύ του καί μερικά παλληκάρια. Ο Τζαβέλας φεύγει καί καταφέρνει νά πάει στή Δερβέκιστα καί νά γλυτώσει. Ο Ιωσήφ μέ τά γυναικόπαιδα καί μερικούς πολεμιστές περνάει στόν Ανεμόμυλο, ενά μικρό νησάκι. Οι Τουρκαραπάδες ξεχύνονται κατά κεί. Νά πατήσουν τόν Ανεμόμυλο. Μά οι πολεμιστές, ταμπουρωμένοι μέσα, τούς θερίζουν. Κοκκινίζει ολόγυρα η θάλασσα από τό εχθρικό αίμα. Πολλά κουφάρια βρίσκονται στόν αφρό τής λιμνοθάλασσας. Ματώνει τά χείλια του ο Ιμπραήμ από τό κακό του. Χιλιάδες Αραπάδες κουλουριάζουν τό μικρό νησάκι γιά νά τό πατήσουν. Είναι πολύς ο εχθρός καί οι κλεισμένοι λίγοι. Δέν μπορούν νά βαστάξουν άλλο. - "Ο θάνατος μάς απομένει." Τούς έχουν απομείνει μερικά βαρέλια μπαρούτη. ΌΌλοι οι κλεισμένοι συνάζονται γύρω από τόν δεσπότη. Αυτός μέ άτρομο χέρι παίρνει τόν δαυλό καί τόν κατεβάζει. Φλόγες ξεπετιώνται, μαύρος καπνός, ο μύλος γκρεμίζεται, ταρακουνιέται τό νησάκι. ΌΌταν μπαίνουν στήν γκρεμισμένη πόλη οι πασάδες βρίσκουν τούς δρόμους καί τά σοκκάκια γεμάτα πτώματα. Μπαίνοντας ο Ιταλός γιατρός τού Ιμπραήμ δίνει μία φοβερή περιγραφή στό τί αντίκρυσε. Χριστιανό ζωντανό δέν συνάντησε μέσα στό Μεσολόγγι. Παντού νεκροί. Ο μανιασμένος εχθρός αφού τελείωσε μέ τούς ζωντανούς, τώρα καταπιάνεται μέ τούς νεκρούς. Ανασκάβουν τούς τάφους τού Μάρκου Μπότσαρη, τού Βύρωνα, πού έχουν θάψει τά σπλάχνα του, τού φιλέλληνα Γερμανού Νόρμαν. Πετάνε τά οστά έξω από τούς τάφους. Ο εγγλέζος πρόξενος στήν Πάτρα, ο Φίλιππος Γκρήν, βρίσκεται κι αυτός κοντά στόν Ιμπραήμ. ΌΌπως περνάει από τόν τάφο τού Μπότσαρη, βρίσκει τόν σκελετό έξω. Απλώνει καί βγάζει από τό νεκροκέφαλο τού ήρωα δύο δόντια. Τά παίρνει γιά ενθύμιο...» Τάκη Λάππα - Μεσολόγγι Μά καί οι ΈΈλληνες πού είχαν βγεί έξω θερίστηκαν σάν τά στάχυα. Πολλοί είχαν ορίσει σάν τόπο συγκέντρωσης τό μοναστήρι τού ΆΆη Συμιού (Αγίου Συμεών), στή ρίζα τού όρους Αράκυνθος. Μά από παντού ξεπηδούσαν οι Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή. Τό αιγυπτιακό ιππικό πού είχε έδρα του τό Μποχώρι μπήκε καί αυτό στή μάχη καί άρχισε νά θερίζει ανθρώπινα κεφάλια. Στού Κότσικα τό αμπέλι στάθηκαν οι Μεσολογγίτες γιά νά ξεκουραστούν καί δέχτηκαν νέα επίθεση Τούρκων, Αιγυπτίων καί Αλβανών. Ο Μουστάμπεης μέ 3000 άνδρες σέ ξαφνική επίθεση αποδεκάτισε τά υπολείμματα τής φρουράς τού Μεσολογγίου πού είχαν κατορθώσει μέ τόσο κόπο καί προσπάθεια νά φτάσουν στούς πρόποδες τού Ζυγού. 500 ΈΈλληνες σκοτώθηκαν από τούς στρατιώτες τού Αλβανού αρχηγού. Τόν Μουστάμπεη θά τόν πλήρωνε μέ τό ίδιο νόμισμα ο
995
Καραϊσκάκης, αργότερα στήν Αράχωβα. ΌΌσοι επέζησαν καί κατάφεραν νά ανέβουν ψηλότερα στό βουνό, βρήκαν βοήθεια από τούς άνδρες τού Πανομάρα καί τού Γεωργίου Δράκου, οι οποίοι επιτέθηκαν στούς Αλβανούς τού Μουστάμπεη. Μόνο οι πιό έμπειροι πολεμιστές κατάφεραν μέ τή δύναμή τους νά ανοίξουν δρόμο μέσα από τούς εχθρούς. Ο αργός Νότης Μπότσαρης μόλις καί μετά βίας κατόρθωσε νά σωθεί, ενώ ο πανύψηλος Δημήτριος Μακρής ξάπλωνε τούς εχθρούς του στό χώμα, έχοντας φορτωθεί όλα του τά άρματα, τά οποία δέν αποχωρίστηκε καθόλη τή διάρκεια τής πορείας. ΉΉταν ο μόνος πού κράτησε ακόμα καί τήν κάπα του, ενώ δέν καταδέχτηκε ούτε στό άλογό του νά ανέβει, γιά νά έχει τήν ίδια ταλαιπωρία μέ τούς στρατιώτες του. Τά γυναικόπαιδα όμως δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν. Τά περισσότερα χάθηκαν από τό τουρκικό σπαθί. Η γυναίκα τού Κώστα Διαμαντή, ξαδέλφου τού Τζαβέλα, τσάκισε από τήν κούραση. Πήρε τό κουμπούρι από τόν άνδρα της καί τό έστρεψε στό κεφάλι της. Καλύτερος ο θάνατος από τήν ατίμωση από τούς μουσουλμάνους. Από τόν Ζυγό οι καταματωμένοι καί κουρασμένοι ΈΈλληνες τράβηξαν γιά τήν Δερβέκιστα (Ανάληψη) όπου τήν βρήκαν έρημη καί τότε κατευθύνθηκαν πρός τόν Πλάτανο Κραβάρων (ορεινής Ναυπακτίας) όπου βρισκόταν τό στρατόπεδο τού άρρωστου Καραϊσκάκη. Οι εκρήξεις πού ακούγονταν από τό Μεσολόγγι ήταν συνεχόμενες. Οικογένειες ολόκληρες πού είχαν συγκεντρωθεί στά παγιδευμένα μέ μπαρούτι σπίτια τους, ανατινάζονταν. Η φωτιά, οι μπάλες τών κανονιών, οι βόμβες καί οι ανατινάξεις τών υπονόμων είχαν μεταβάλλει τό Μεσολόγγι σέ ένα σωρό από καπνίζοντα ερείπια, ανακατωμένα μέ πτώματα καί διαμελισμένα κορμιά. Η μεγαλύτερη όμως έκρηξη πού ακούστηκε από όλους όσους πολεμούσαν έξω από τό Μεσολόγγι ήταν αυτή πού έγινε στό σπίτι τού Χρήστου Καψάλη, ο οποίος είχε συγκεντρώσει όλους τούς γέρους, τούς τραυματίες καί τούς ανάπηρους. Μόλις οι Αλβανοί προσπάθησαν νά σπάσουν τήν πόρτα, πέταξε τόν δαυλό στήν μπαρουταποθήκη καί ανέβηκε κι αυτός στό Ηρώο τών πεσόντων τού Μεσολογγίου. Ο ηρωϊκός δεσπότης Ιωσήφ τινάχτηκε σέ ένα μύλο πού είχε κλειστεί μαζί μέ τά γυναικόπαιδα. Βαριά τραυματισμένο τόν βρήκαν οι μουσουλμάνοι καί αμέσως τόν απαγχόνισαν. Ο Ιταλός γιατρός πού βρισκόταν στήν υπηρεσία τού Ιμπραήμ, Alfonso Nuzzo Mauro ήταν αυτόπτης μάρτυρας τής σφαγής τού Μεσολογγίου. Αλλού έβλεπε νεκρούς τόν πατέρα μέ τό παιδί του αγκαλιά, αλλού μία μάνα γυμνή καί σφαγμένη μέ τά παιδιά της δίπλα της νά ουρλιάζουν, αλλού μία ολόκληρη οικογένεια θερισμένη καί κατακομμένη. ΈΈνα νεαρό ζευγάρι αγκαλιασμένο καί στό θάνατο ακόμα, μέ έναν αράπη από πάνω τους νά τούς σκυλεύει. ΈΈνα βρέφος νά βυζαίνει τή νεκρή καί βιασμένη μάνα του. Τά θύματα αναρίθμητα, η φρίκη ατελείωτη. Η κόλαση είναι εδώ στή γή, η κόλαση είναι μέσα στό
996
Μεσολόγγι τού Απριλίου τού 1826. 13000 άνδρες, γυναίκες, παιδιά κείτονταν νεκροί, οι περισσότεροι κομμένοι από τά σπαθιά τών Οθωμανών. Οι στρατιώτες τού Αλλάχ έκοβαν μύτες, αυτιά, κεφάλια γιά νά παραλάβουν τήν αμοιβή τους από τούς πασάδες τους καί αυτοί μέ τή σειρά τους, θά τά έστελναν στόν πατισάχ τους. Σύμφωνα μέ τόν φιλότουρκο Ιταλό πρόξενο τής Αυστρίας αββά Βιτσέντσο Μικαρέλλι, 3000 ζευγάρια αυτιά καί χιλιάδες κεφάλια αλατισμένα καί σφραγισμένα μέσα σέ βαρέλια, εστάλησαν πεσκέσι στόν εκπρόσωπο τής παγκοσμιοποίησης εκείνης τής εποχής σουλτάνο Μαχμούντ Β', γιά νά τά κάνει πατσά νά τά φάει, όπως θά έλεγε καί ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Ο καθολικός ιερέας σέ επιστολή του στόν πάπα έγραψε ότι όλοι οι άρρενες άνω τών 12 ετών εσφάγησαν, ενώ μέ χαιρεκακία στό τέλος συμπλήρωνε ότι η ελληνική επανάσταση έβαινε στό τέλος της γιά τό καλό τής ανθρωπότητας. Η υποκρισία τής καθολικής εκκλησίας σέ όλο της τό μεγαλείο. Η άνοιξη δέν θά ερχόταν εκείνη τή χρονιά στό Μεσολόγγι. Κανένα παιδί δέν θά έτρεχε στήν εξοχή γιά νά παίξει, καμμία νεαρή κοπέλλα δέν θά έκοβε λουλούδι, κανένας αγρότης δέν θά καλλιεργούσε τό χωράφι του, κανένας χωρικός δέν θά αλώνιζε στό αλώνι του καί μόνο ο ποιητής θά τραγουδούσε γιά τόν ηρωϊσμό όλων αυτών τών χαμένων ψυχών. "Τά μάτια μου δέν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο τό αλωνάκι". http://www.agiasofia.com/epanastasis/death1821.jpg «Τήν αυγήν εσυναθροίσθησαν εις τού Τζιαβέλα τήν οικίαν νά σκεφθούν ωρίμως πώς έπρεπεν νά οικονομήσωμεν τόν λαόν ώστε oι εχθροί νά μή μάς καταλάβουν. Εις ταύτην τήν συνεδρίασιν ήτον μόνον οι αξιωματικοί, αι τοπικαί αρχαί καί ο αρχιερεύς Ιωσήφ Ρωγών. Μετά περίπου από μίαν ώραν συζήτησιν, είπαν ότι διά νά σωθή τό περισσότερον μέρος ημών πρέπει νά προλάβωμεν τά αίτια, τά οποία υποπτεύομεν ότι εις τήν εσχάτην ώραν ή από δειλίαν ή από φιλοζωίαν δύνανται νά μάς προδώσουν. Αποφασίσθη λοιπόν νά φονεύσωμεν όσους αιχμαλώτους έχομεν εις τήν φυλακήν, Τούρκους καί Χριστιανούς, οίτινες υπηρετούσαν εις τό δημόσιον, τήν ίδιαν ώραν, καί καθένας εάν έχη ύποπτον κοντά του, ή Τούρκον ή Χριστιανόν, νά τόν φονεύση. Ο Τζιαβέλας επρόσταξε νά φονεύσουν αμέσως τόν αγαπημένον του καί πιστόν Αράπην Τούρκον, καί έβαλαν όλοι εις πράξιν. Αμέσως εφόνευσαν καί έκοψαν όλους τούς Κοζάκους, έως τριάντα, όπου είχομεν αιχμαλώτους μέσα, καί άλλους μαστόρους, όπου εδούλευαν τόν εχθρόν σκάπτοντες καί εσυλλήφθησαν παρ' ημών, καθώς καί όλους τούς Τούρκους. Η καρδία μας εσκληρύνθη τότες τόσον, ώστε δέν ηξεύραμεν τί εκάμναμεν. Ο αυτάδελφός μου Μήτρος Κασομούλης, αναλαβών εώς τότες από τήν ασθένειαν καί ειδοποιηθείς τούτο, έτρεξεν καί έκοψεν δώδεκα μόνος
997
του εις τήν ακρογιαλιάν. ΉΉλθεν καθημαγμένος από τά πόδια έως εις τό κεφάλι, χαρούμενος. Τόν επίπληξα διότι μόνον αυτός επιχειρίσθη ως πελεκάτωρ νά κόψη τόσους. - "Ε, λέγει, αφησέ με τώρα. Πεντακόσιους κόπτω, κι άλλους ακόμη, άν μού πέσουν εις τό χέρι. ΈΈπειτα, τί μάς έμεινεν πλέον τώρα παρά νά πιούμεν καί αίμα, διότι δέν έχομεν τίποτες νά φάγωμεν". Ωμίλησαν έπειτα περί τών φαμελλιών, ότι έχοντες παιδιά μικρά, θά αρχίσουν νά κλαίγουν. Τούτο πώς πρέπει νά γίνη ώστε νά αποτραπή; Αποφάσισαν όλοι νά φονεύσωμεν όλες τές γυναίκες, ανεξαιρέτως, καί τά μικρά παιδιά επί τώ λόγω νά μή προδοθούμεν από τάς κραυγάς των, καί τότε δέν μένει κανένας μας ζωντανός, καί προσέτι διά νά μή μείνουν αιχμάλωτοι εις τούς εχθρούς. Διά νά αποφύγωμεν δέ τήν φιλόστοργον συμπάθειαν τών πατέρων καί αδελφών, αποφασίσθη νά σφάξη ο ένας τού αλλουνού τήν οικογένειαν. ΌΌλοι, μέ μίαν φωνήν, τό αποφάσισαν, καί ήσαν έτοιμοι νά κινηθούν καί νά ειδοποιήσουν τό στράτευμα νά αρχίση. Μία τοιαύτη στρατιωτική απόφασις, αν καί γενναία, πλήν σκληρά καί απάνθρωπος, επαρακίνησεν τόν αρχιερέαν Ρωγών Ιωσήφ έν τώ άμα νά σηκωθή επάνω λέγων: - "ΈΈν ονόματι τής Αγίας Τριάδος, είμαι αρχιερεύς, άν τολμήσετε νά πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάσατε εμένα! Καί σάς άφήνω τήν κατάραν τού Θεού καί τής Παναγίας καί όλων τών Αγίων καί τό αίμα νά πέση εις τά κεφάλια σας!" Εκφώνησεν τούτο, εκάθισεν, καί άρχισεν νά κλαίγη. Μέ τές κατάρες του καί παρατηρήσεις εμπόδισεν τήν ορμήν τών αξιωματικών, καί ούτως άρχισαν νά σκέπτωνται πώς αλλώς δύνανται νά προφυλαχθούν από τά αίτια τής ενδεχομένης προδοσίας. Εμείναμεν έως μισή ώρα σιωπώντες. Ο ένας είπεν: - "Καθένας νά ύποσχεθή διά τούς δικούς του, τόσον οι πάροικοι καθώς καί οι κάτοικοι Μεσολογγίου". Ούτως άλλοι άλλο συζητούντες, αποφάσισαν νά μήν θανατωθούν μέν, πλήν οι υπανδρευμένοι καί οι συγγενείς νά πείσουν τάς οικογενείας των ότι κατά τήν έξοδον νά τρέξουν κοντά τους καί μέ όλην τήν ευχαρίστησιν νά σωθούν αλλά καί τίποτες δυσκολίες νά μήν τούς προβάλουν, αλλά όλας ίσα ίσα τάς ευκολίας χάριν τής κοινής σωτηρίας των, τά δέ μικρά παιδιά νά τά ποτίσουν αφιόνι, τήν ώραν τής εξόδου μας, νά κοιμηθούν καί νά μη κλαίγουν. Καί όποιος έχει τήν τύχην νά γλυτώση, καλώς, όποιος πεθάνη, άς πάγη εις τό καλόν κανένα βάρος εις κανέναν δέν μένει. Διότι τοιαύτη ήτον καί η υπόσχεσις τών υπανδρευμένων όταν, πρό τρείς μήνας, τούς είπον νά πέμψουν έξω τάς φαμελλιές των, καί δέν ηθέλησαν. ΌΌλοι οι υπανδρευμένοι, εντόπιοι καί ξένοι, ενθυμήθησαν ετούτο, καί κανένας πλέον δέν αγανάκτησεν. Αποφασίσθη λοιπόν περί τούτου τό άνωθεν. Περιφερόμενος ανά τούς προμαχώνας καί κοινοποιών εις τούς αξιωματικούς τό σχέδιον, ενύκτωσεν, καί επίστρεψα πάλιν εις τού
998
Μακρή τήν Δάμπιαν, οπού ήσαν έτοιμοι όλοι, άκρα ησυχία καί άμιλλα· επείραζεν ένας τόν άλλον γελώντες: - Ποιός ηξεύρει αύριον πού θά παίρνη η ράχη σου αέραν! ΈΈνας αξιωματικός τού Στορνάρη, Αποστόλης Τζαλαχάς, 55 χρονών άνθρωπος, μικρόθεν αρματολός, βλέπων τόν εαυτόν του αδύνατον ή ώστε νά σωθή, καί έχων άρματα χρυσά καί χρήματα έως δέκα χιλιάδας γρόσια εις τό κιμέρι του, εξεζώθη ετούτα όλα καί τά δίδει νά τά ζωθή καί αρματωθή ένας ανεψιός του γυμνός Γιώτης Σεΐζη. Ενδύσας τούτον καί λαβών εκείνος τά άρματα εκείνου, τόν έδωσεν ο Αποστόλης τήν ευχήν του λέγων: - "Παιδί μου, λέγει, από μικρό παιδί Κλέφτης καί Αρματολός αυτά εκέρδισα, λάβε τα δέν τά εντρόπιασα εις κανένα μέρος. Τά γόνατά μου δέν βαστούν νά τρέξω τόσον κάμπον καί ανήφορον, σέ τά δίδω μέ τήν ευχήν μου, έλα νά σέ φιλήσω, καί νά δώσης εξ αυτών καί διά τήν ψυχήν μου. Εγώ πλέον μένω νά αποθάνω εδώ, όπου θέλει πλέξει τό βουβάλι εις τό αίμα, μετά τήν φυγήν σας". Εκεί ήτον καί ο Στορνάρης. Τόν είπα λοιπόν ότι: - "Εγώ πηγαίνω εις τήν θέσιν μου, καί θά περιμένω εκεί έως νά διαβή ο Τζιαβέλας, νά κινήσω μαζί του· πλήν εσύ νά μείνης αυτού οπού είσαι, νά μή χαθούμεν". ΌΌλοι οι οπλαρχηγοί καί στρατιώται επήγαμεν καί αποχαιρετίσαμεν τούς συναγωνιστάς μας, φίλους καί συγγενείς, πληγωμένους καί ασθενείς, οίτινες μέ δάκρυα χαράς μάλλον παρά μέ λύπην χωριζόμενοι από ημάς, έμειναν νά πεθάνουν πολεμούντες. Κανένας από αυτούς δέν αγανάκτισεν, διότι ο κίνδυνος τής ζωής ήτον επίσης ο ίδιος καί εις αυτούς καί εις ημάς. ΌΌλοι εύχοντο πρός τούς αναχωρούντας τήν καλήν αντάμωσιν εις τόν άλλον κόσμον. Φθάνοντας εις τόν Ανεμόμυλον, αμέσως επήγα καί ηύρα καί τόν Καψάλην εις τήν πυριτοθήκην εκοινοποίησα πρός αυτόν τί ώρα έπρεπεν νά βάλη φωτιά, αυτός μ' αποκρίθη ότι: - "Δέν θέλω ερμηνείαν, μόνον ώρα καλή σας, καί όταν φθάσετε πρός τόν ριζόν τού βουνού, ακούτε καί βλέπετε τόν Καψάλην σας πού θά απετά". Εις αυτήν τήν στιγμήν απέρασεν ο Τζιαβέλας από τό μέρος μας, καί μάς ειδοποίησεν νά τραβηχθούμεν. Διευθύνθη δέ βαδίζων τήν ακρογιαλιάν διά νά έβγη πρός τήν Μαρμαρούν, ώστε νά συνάξη όλους γύρωθεν. ΌΌλα τά ανδρόγυνα εδιευθύνοντο εις τήν προσδιορισθείσαν γέφυραν, ωσάν αρνάκια μέ άκραν σιωπήν. Οι πατέρες μέ τά γιαταγάνια εις τό έν χέρι κρεμασμένα, τά δουφέκια από τό λουρί εις τόν ώμον, καί μέ τό άλλον καθένας νά βαστά ή κανέν παιδάκι του ή τήν σύζυγόν του, καί νά πηγαίνουν. Πολλαί γυναίκες ενδύθησαν ανδρίκεια καί αρματώθησαν, καί δέν εδιακρίνοντο εις τό βάδισμα από τούς άνδρας. Διαβαίνοντας από τόν δρόμο τής οικίας τού Νότη, ηύρα μίαν γυναίκαν καί τρείς άλλους ασθενείς Μισολογγίτας
999
συρομένους καί κυλιομένους εις τήν πλαταίαν. Η γυναίκα εκραύγαζεν: "πού μάς αφήνετε!", όσον εδύνατο. Οι ασθενείς έκλαιγαν. Τήν επίπληξα διά τές φωνές, αυτή εξακολουθούσεν. Εβιάσθην καί τήν έπαισα μέ τήν λόγχην. Ακούγω μίαν φωνήν γνωστήν: - "Νικολάκη, εσύ φονεύεις τήν μητέραν μου;" - "Ναί, λέγω, διότι θά μάς προδώση". Εγνώρισα τόν άνθρωπον, καί ήτον ο ατρόμητος νέος καί ήρωας πρώην σαλπιγκτής μας Γρηγόρης, Μισολογγίτης· τόν εφίλησα μέ δάκρυα κι εγώ καί οι σύντροφοι, επί ποδός καί μέ βίαν, πλήν αδύνατον ήτο νά βοηθηθή. Τόν παρηγόρησα, καί τόν είπα νά κρεμάση τήν τύχην του εις τού Θεού τό χέρι, καθώς καί ημείς. Φθάσας εις τό καλύβι τού Μακρή, βλέπω ότι ο Στορνάρης έλειπεν εις άλλο, ενώ όλοι ήσαν έτοιμοι, διψώντες πότε νά φθάση η ώρα. Τρέχοντας νά εύρω τόν Στορνάρην απαντώ τόν μακαρίτην Κώσταν Νάστον. - "Ωρέ Νικολάκη, μοί λέγει, γεφύρια δέν επήραμεν νά βάλωμεν εις τό αυλάκι τού Ουμέρ Πασιά·πώς θά περάσουν ο κόσμος λοιπόν; Τόν πήραμεν εις τόν λαιμόν μας." (Επρόκειτο γιά μία τάφρο έξω από τά τείχη τήν οποία είχε κατασκευάσει ο Ομέρ Βρυώνης στήν πρώτη πολιορκία.) - "Τώρα μάς τό λέγεις; τόν λέγω, τί έκαμες; Από τόν Θεόν νά τό εύρης!" Εκεί πλησίον ήτον ο Καπετάν Μήτρος Δεληγεώργης καί ο Βασίλης Χασάπης. - "Ωρέ αδελφοί, τούς λέγω, εχάθη ο κόσμος, ογρήγορα στρώματα από τές καλύβες νά γιομίσωμεν εις ένα μέρος τό αυλάκι, διότι κανένας δέν θέλει δυνηθή νά έβγη." Ενθυμήθησαν καί τούτοι ευθύς τόν κίνδυνον, καί ούτως αμέσως ο πρόθυμος Δεληγιώργης καί ο Βασίλης Χασάπης καί όλοι οι στρατιώται, όσοι ήμεσθον εκεί γύρωθεν, επήραμεν καθείς από έν στρώμα καί τό ερίξαμεν· καί άρχισαν όλοι οι στρατιώται νά κουβαλούν καί νά γιομίζουν. Πλήν η ώρα η προσδιορισμένη πλησίαζεν. Η σελήνη ήτον δεκαήμερος, εις τήν αύξησίν της. Πρό μισής ώρας εσκεπάσθη μέ έν σύννεφον σκοτεινόν καί δροσώδες· έβρεξεν ολίγον, καί άρχισεν ο τόπος νά γλυστρά. Πλήν εδοξάσαμεν τόν Θεόν, διότι εκείνην τήν στιγμήν εσκέπασεν τό φέγγος τής σελήνης, ώστε νά ωφεληθούμεν από τό σκότος εις τό κίνημα, πρίν οι εχθροί μάς καταλάβουν. Τρέχοντες λοιπόν όλοι, εδυνήθημεν νά σκεπάσωμεν από τό αυλάκι έως δύο οργιές τό πλάτος τόπον. Επίστρεψα από τήν γιόμωσιν τού αύλακος, καί ηύρα τρυπωμένον τόν Στορνάρην, κατά συγκαιρίαν, εις έν καλύβι τού Βασίλη Χασάπη, ομού μέ τούς δύο αδελφούς μου καί στρατιώτας τού σώματός μας. Είδαμεν μέ αγανάκτησιν ένας τόν άλλον. - "Τί έπαθες καί σ' εχάσαμεν;" μοί λέγει. - "Εγώ τί έπαθα, τόν λέγω, ή εσύ οπού αλλού έβαλες τό σύνθεμα νά έλθω, καί αλλού πήγες;" Ευρισκόμενοι όλοι οι ΈΈλληνες ετοιμασμένοι εις τό γελέκι, μέ τό σπαθί καί τό μαχαίρι εις τό χέρι, καί μέ τό ντουφέκι εις τόν ώμον, ιδού φθάνει καί ο Νότης. Εδιάβαινεν ερχόμενος πρός τήν
1000
προσδιωρισμένην γέφυραν. Ερώτησεν ποιός ήτον μέσα. Τόν είπαμεν, ο Στορνάρης. - "Σήκω!", τόν λέγει, "Στορνάρη. Εκινήσαμεν, εις τό όνομα τού Θεού!" Ο Στορνάρης τόν αποκρίνεται: - "Νά περιμένωμεν, έως ότου νά φύγουν αι γυναίκες πρώτα." - "Ημείς κινούμεν", τόν λέγει ο Νότης, "καί όποιος έχει γυναίκα ας φροντίση πλέον δι' αυτήν, δέν γινόμεθα φύλακες τών γυναικών των αυτήν τήν ώραν!" Ο Στορνάρης έφερνεν τήν κάπαν του μαζί του, τήν φλοκάταν καί τά άρματά του. Τόν είπα νά τά ρίξη όλα νά ελαφρωθή, δέν ηθέλησεν, "διότι κρυολογώ", αποκρίθηκεν. Τήν στιγμήν αυτήν, ο Ιμπραΐμης έρριπτεν ακατάπαυστα βόμβες εις τήν πόλιν, ενώ όλοι ευρισκόμεθα εις τό ποδάρι. ΌΌλοι κρυφογελούσαν εννοήσαντες ότι δέν είχεν θετικήν πληροφορίαν τής ώρας καί τού τρόπου τής εξόδου μας. Φιλούντες τό χώμα τού Μεσολογγίου, αποχαιρετούσαμεν μέ δάκρυα μίαν θέσιν, ήτις μάς εφαίνετο ότι ήτον ο παράδεισος, καί εις τήν οποίαν αφήναμεν τόσους ήρωας ζωντανούς, μ' όλον οπού αγνοούσαμεν καί ημείς τήν τύχην μας. Αμέσως εκινήθημεν, κατόπιν τού Νότη. Ο Στορνάρης έσερνεν καί τό άλογόν του μέ τό δισάκκι του· ενώ ακόμη ήμασθον συσσωρευμένοι, προστάζει έναν στρατιώτην νά τό εβγάλη τό άλογο περνώντας τό από άλλο μέρος. Τό πήρεν ένας σεΐζης του, καί ούτως εξήλθαμεν από τήν πρώτην γέφυραν. Ο Γεωργάκης Κίτζιου είχεν εβγάλει τό άτι του έξω από πρίν, καί επεριφέρετο ο σεΐζης του Κιαρμπαμπάς μέ αυτό έξω, ενώ ημείς εβγαίναμεν, άκουσαν οι Τούρκοι τόν κρότον τών ποδαριών εις τάς γέφυρας· διότι ακούγετο ως ένας βαθύς βουβουνισμός. Επλησίασαν οι εμπροσθινοί έως εις τές άκρες τών αντίκρυ δύο εχθρικών προμαχώνων. Εγιόμωσεν η πλαταία εκείνη έως εις τό αυλάκι τού Ουμέρ Πασιά. Τό σύννεφον, τό οποίον εκάλυπτεν τήν σελήνην, ετραβήχθη καθ' ην στιγμήν εβγαίναμεν καί τό περισσότερον μέρος τής φρουράς είχεν έβγει, καί εξαπλώθησαν εις τήν πεδιάδα. Μάς είδαν οι Αράπηδες εξερχομένους, καί αρχίζουν τόν δουφεκισμόν καί τόν κανονοβολισμόν. Μία ώρα σχεδόν υπομείναμεν τήν φωτιάν εκεί, πλαγιασμένοι καί σιωπώντες. Ο Στορνάρης μέ τούς στρατιώτας του ευρέθη μέσα εις τόν αύλακα, καί επροσμέναμεν νά τραβηχθούν οι διαβάντες διά νά εύρωμεν τόπον νά κινήσωμεν καί ημείς κατόπιν. Τό μυστικόν ήτον "τζικούρι καί στορνάρι". Ενώ μάς ακολουθούσαν οι ΆΆραβες όπισθεν καί οι αλβανοί μάς βασάνιζαν ακατάπαυστα ακροβολιστικώς, έξαφνα ακούγαμεν δεξιά σάλπιγγες, φωνές, τυμπελέκια από τό μέρος τού Μποχωρίου καί βλέπομεν έως πεντακοσίους ιππείς τακτικούς καί ατάκτους καί φωνάζομεν. - "Απάνω τους!" Ενώ εκείνοι προχωρούσαν ρίπτομεν κατ' αυτών έως εκατό μόνον τουφεκιές καί ορμούμεν μέ τά σπαθιά μόνον καί τά γιαταγάνια. Τούς τρέπομεν εις φυγήν. Ακούσαντες οι παρακολουθούντες όπισθέν μας μέ τά πυροβόλα καί τύμπανα,
1001
εστάθησαν έως αυτού καί σιώπησαν. Εις αυτήν τήν περίστασιν έχασαν από κοντά μου τόν Στουρνάρην. ΌΌλα τά σώματα πλέον προχωρούντα έγιναν ένα, αι δύο σημαίαι βαδίζουσαι εμπρός μέ τόν Μακρήν, όστις εγνώριζε τόν τόπον. Καί περιπατούσαν οι σημαιοφόροι μέ τρόπον, ώστε δέν μάς κούραζαν. Εκείνην τήν στιγμήν, ακούσθη μία φωνή, ότι εις τόν ΆΆγιον Σώστην πολεμούν οι εδικοί μας· όλοι επιστρέψαμεν τά πρόσωπα νά ιδούμεν, καί νά σταθούμεν κατά τό σχέδιον, καί επιστρέψωμεν, πλην ήτο ψέμα. Περιμείναντες τόσην ώρα νά κτυπήση η βοήθεια τό στρατόπεδον, είδαν οι εμπροσθινοί μας ότι καμία τοιαύτη βοήθεια δέν φαίνεται· μας ειδοποίησαν νά είμεσθεν έτοιμοι, καί αμέσως οι μέν ορμήσαντες πρός τόν δεξιόν εχθρικόν προμαχώνα, οι δέ πρός τόν αριστερόν. Οι Τούρκοι άφησαν τούς προμαχώνας καί έφυγον άλλοι εδώθεν καί άλλοι εκείθεν. Εβγήκεν ο σημαιοφόρος Αργύρης πρώτος, καί μέ τούς οδηγούς ομού καί μέ τόν Νότην άρχισαν συγκεχυμένως πλέον νά εξέρχονται ασπαζόμενοι καί αποχαιρετούντες καθείς τό ιδικόν του οχύρωμα εις τήν θύραν καί τάς βαθμίδας μέ αναστεναγμούς: - "ΆΆχ, Μισολόγγι, αχ, αίματα οπού εχύσαμεν άδικα..." Εφθάσαμεν τέλος πάντων εις τού Κότσικα τό Αμπέλι. Καθ' οδόν επροακούσαμεν μίαν τρομεράν προετοιμασίαν τύμπανων πεζικού, σαλπίγγων ιππικού, τουμπελεκίων ελαφρού ιππικού, έναν κρότον σύμμικτον από όλα τούτα μέγαν, ερχόμενα δέ όπισθεν μας, κατ' ευθείαν τόν πλατύν δρόμον, από τό εχθρικόν στρατόπεδον πρός ημάς, ενώ συγχρόνως τό ακατάπαυστον πυρ καί αι φωναί μέσα εις τό Μεσολόγγι ηχολογούσαν, καί ετρόμαζαν τόν τόπον καί τά βουνά. - "Τό αμπέλι πιάστε, καί σταθήτε νά πεθάνωμεν όλοι μαζί, αυτού!" εφώναξαμεν όλοι. Τό αμπέλι ήτον περιστοιχισμένον μέ αύλακαν καί χώμα υψωμένον ανέβημεν όλοι επάνω βοηθούμενοι ένας μέ τόν άλλον. Εκεί αναπνεύσαμεν. Επειδή τό αμπέλι ήτον εις ύψος, εστρέψαμεν τά πρόσωπα μας πρός τό Μεσολόγγι καί εσιωπήσαμεν όλοι. Ενώ όμως εγνωρίζαμεν ότι μάς παρακολουθούσαν έως εκεί όλα τά εχθρικά σώματα πυροβολώντας μας, καί πάλιν ηθέλαμεν νά ιδούμεν πού διευθύνονται αι συγκεχυμένες φωνές τών τύμπανων, σαλπίγγων καί τουμπελεκίων. ΉΉτον μακράν εισέτι, καί τό αμυδρόν φώς τής σελήνης δέν έφθανεν νά φώτιση ώστε νά τούς ιδούμεν. Εκείνην τήν στιγμήν, ακούγομεν τήν πυριτοθήκην τού Καψάλη ανάπτουσαν καί υψωμένην εις τόν αέραν, ώστε, φωτίσασα τήν πεδιάδα, είδαμεν τότε καί τό μέγα σώμα ερχόμενον, φάλαγγας πεζών, ιππείς τακτικούς καί άτακτους. Επλησίασαν προχωρούντες όλοι ομού. Δέν δύναμαι νά περιγράψω τό είδος τούτο της θορυβώδους επιθέσεως. Πολλάκις εις τήν ζωήν μου άκουσα τουμπερλέκια, πλήν τόσον πολλά ποτέ. ΌΌταν τέλος ώρμησαν πρώτοι οι τού ελαφρού ιππικού μέ τό "Χάλια, χάλια, χάλια", σύνηθες καί φυσικότατον παράγγελμα τών Δελήδων
1002
(ελαφρείς ιππείς), καί συγχρόνως κτυπούσαν, κατά τόν λογαριασμόν μας, περίπου από 150 200 τουμπερλέκια, ημείς ακούοντες δέν είπαμεν άλλο, παρά ότι όλον τό στράτευμα κατά μικρά σώματα βαστούσεν ίσως από ένα, ίσως από δύο τουμπερλέκια, καί τά κτυπούσαν διά νά μάς φοβίσουν. Ενώ λοιπόν εκείνοι ώρμησαν πρός ημάς, καί τό εχθρικόν τακτικόν ήρχετο μέ τό βήμα, συγκροτεί μία φωνή από τό αμπέλι καί ριπτόμεθα κάτω, ορμούμεν. "Επάνω τους!" φωνάζομεν πάλιν. Αρχίζομεν νά ντουφεκούμεν... παύουν ευθύς όλα, καί τύμπανα καί σάλπιγγες, καί δίδουν τά νώτα κατατσακισθέντες ποίος νά πρωτοφύγη. Λαβόντες αυτήν τήν ευκαιρίαν ετρέξαμεν έως ένα τέταρτο της ώρας, καί επιάσαμεν τόν ριζόν. Εκείνοι πλέον ούτε εφάνησαν. Βλέποντες μας οι Τούρκοι τρέχοντες ορμούν κατεπάνω μας. "Απάνω τους!" φωνάζομεν στρέφομεν κατ' αυτών τά ντουφέκια, ορμούμεν. Παύουν τά τύμπανα, παύουν τίς σάλπιγγες, παύουν τά τουμπερλέκια, καί φεύγοντες εκοίταζον πού νά σωθούν κακήν κακώς. Εις ταύτην τήν περίστασιν άρπαξαν καί δύο τρία άλογα οι εδικοί μας από τούς φονευθέντας, καί εκαβαλίκευσαν. Τό ένα τό πήρεν ο Μπακατσέλλος Τζαβέλλας. Διώξαντες καί ετούτους, ενομίσαμεν πλέον ότι φθάσαντες εις τόν ριζόν, ελευθερώθημεν, καί εβαδίζαμεν αγάλι αγάλι. Εκεί εστάθημεν, καί ήπιαμεν από εν τσιγάρον ευχαριστήσαντες τόν Θεόν δια τό φώς τής σελήνης ο καθένας. Εκεί είδαμεν ότι ήλθεν ο Βαγγέλης τού Μήτσου Κοντογιάννη καί ηύρεν τόν πατέραν του, καί τόν πήρεν εις τάς αγκάλας του, μέ τους στρατιώτας του. Εκεί ήλθεν καί κάποιος Κόρακας, ο Νικόλαος Κόπελος Ξερομερίτης, ο Φαραζλής τού Καραϊσκάκη καί ο Γιαννούσης Πανομάρας μέ έως 50 συντρόφους. Ιδόντες ετούτους εκαθίσαμεν πλέον ξεμέτοχα, καί παρατηρούσαμεν εις τό Μεσολόγγι καί εις τήν πεδιάδα. ΌΌλη η πεδιάς έβραζεν από τήν ανταυγάζουσαν φωτιάν, έχουσαν τήν πηγήν της από τήν χωράν, η δέ λαμπάδα τού Μεσολογγίου διέδιδε τό φώς εκείνο, τό οποίον εσκορπίζετο έως εις τό Βασιλάδι, Κλείσοβαν καί εις όλην τήν πεδιάδαν, καί εβαστούσεν έως εις ημάς. Ο δέ παντού ανά τήν πόλιν τουφεκισμός εφαίνετο ωσάν πλήθος κωλοφωτιών. Από τό Μεσολόγγι ακούγετο ο βρασμός τών φωνών γυναικών, τουφεκιών, εκρηγνυομένων πυριτιδαποθηκών, υπονόμων, ένας συγκεχυμένος καί απερίγραπτος τρομερός ήχος. Φούρνος εφαίνετο η πόλις, από τό ακατάπαυστον πύρ. Ενώ εμακαρίζαμεν τήν τύχην μας, ότι έπαυσαν έως αυτού ημών τών ολίγων μεινάντων τά βάσανα. "Σηκωθήτε!" Μάς λέγουν οι ελθόντες συνάδελφοι μας, εγκαρδιωθήτε ακόμη ολίγον έως νά πιάσωμεν τόν Ζυγόν, καί ύστερον πηγαίνομεν αργά σεργιανίζοντες. Ούτως αρχίσαμεν καί ετραβιούμασθον αγάλι αγάλι έως ότου εφθάσαμεν εις μίαν χούνην, οπού τότε εκρύφθη τό Μεσολόγγι από τά μάτια μας.» Ενθυμήματα Στρατιωτικά Νικολάου Κασομούλη (1795-1872)
1003
«I Mesolongiotti, ed i Sulliotti gettano tutti allora il loro fucile, reso inutile, dietro le spalle; impugnano gli athegan, e coll' accento concentrato della disperazione gridano "Emprosten Emprosten". All' urto improvviso, e terribile e scossa la colonna degli Arabi, che l' accompagnava con un fuoco di fila ben sostenuto. Piu di trecento (300) di essi nel primo empito mordono la terra, il resto retrocede, ma la colonna non e rotta. (Οι Μεσολογγίτες καί οι Σουλιώτες βάζουν τά τουφέκια στίς πλάτες καί προχωρούν, φωνάζοντας "έμπροσθεν, έμπροσθεν!". Οι αράπηδες τούς πυροβολούν αδιάκοπα καί σκοτώνουν τριακόσιους, πολλοί γυρίζουν πίσω, αλλά η κολώνα προχωράεί μπροστά). I Mesolongiotti intanto guadagnano tanto di spazio da poter percorrere una diagonale dl quasi due miglia sino all'Acheloo che si vendico allora colle sue acque profonde, e con i tortuosi giri delle sue sconfitte su i discendenti del suo vincitore: Il Duce Egiziano con mille scelti cavalli aspetto il resto della infelice popolazione sempre accompagnata nella penosa marcia dalla sua armata vittoriosa alle sponde del fiume. Qui il macello fu spaventevole, e la carnificina fu satolla di vittime. Molti sperando un facile guado vi trovarono la tomba, molti caddero sotto la scimitarra turca. Qui il resto di si prode gente combattendo accanitamente peri. Poche centinaja, tra cui alcune donne piu coraggiose si fecero strada finalmente, e pervennero a salire la montagna, e salvarsi. (Οι Μεσολογγίτες προσπάθησαν νά περάσουν από τόν Αχελλώο, αλλά δέν μπόρεσαν νά διαβούν τά παγωμένα νερά. Ο Αιγύπτιος στρατηγός μέ τό ιππικό του κυνηγούσε τόν πληθυσμό. Η σφαγή ήταν φοβερή. ΌΌσοι δέν βρήκαν τόν τάφο στά νερά τού ποταμού έπεσαν από τά τούρκικα γιαταγάνια. Μερικοί κατόρθωσαν μέ λίγες γυναίκες νά βρούν τήν σωτηρία στά βουνά). In questo momento il nembo e dissipato, le nubi si allargano, e la luna intera nel suo disco fa brillare una luce malaugurata sulla vasta pianura di Mesolongi irrigala di sangue, e disseminata di corpi estinti. (Αυτή τή στιγμή διαλύθηκαν τά σύνεφα καί η σελήνη έριξε τό φώς στήν πεδιάδα τού Μεσολογγίου, η οποία ήταν ποτισμένη μέ αίμα καί σπαρμένη μέ πτώματα). Addio, addio per sempre citta infelice, culla di Eroi, ma abisso d' infortunio, e di desolazione. (Αντίο, αντίο γιά πάντα άτυχη πόλη, λίκνο ηρώων, αλλά άβυσσος δυστυχίας καί ερημώσεως).» La catastrofe di Mesolongi e la Schiava del bazar, Alfonso Nuzzo Mauro ιατρός τού Ιμπραήμ, Napoli 1830 Μετά τή σφαγή τού Μεσολογγίου ακολούθησε η τελευταία πράξη τής τραγωδίας. Τό σκλαβοπάζαρο. Χιλιάδες ήταν τά γυναικόπαιδα πού έπεσαν στά χέρια τού εχθρού. Παιδιά πεινασμένα, γυμνά, τρομαγμένα.
1004
είχαν δεί τούς πατεράδες τους σφαγμένους, τίς μανάδες τους βιασμένες. Σέ λίγο θά ταξίδευαν στά αμπάρια τών τουρκικών πλοίων καί θά χάνονταν στίς εσχατιές τής Ανατολής. Τά περισσότερα θά ξέχναγαν τήν καταγωγή τους καί θά γίνονταν φανατικοί μωαμεθανοί. Ο γιατρός Mauro στό βιβλίο του περιέγραψε μέ λεπτομέρειες τήν αγορά ανθρωπίνου κρέατος, πού χαρακτήριζε τήν πολυπολιτισμική μουσουλμανική κοινωνία τής εποχής εκείνης. Οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες τών Αιγυπτίων, τών Τούρκων καί τών Αλβανών πουλούσαν καί αγόραζαν ανθρώπινες ψυχές. Οι υποψήφιοι αγοραστές εξέταζαν τό ανθρώπινο εμπόρευμα σέ όλα τά σημεία τού σώματος καί κυρίως στά πλέον απόκρυφα. ΆΆν τούς ικανοποιούσε η ποιότητα τό αγόραζαν, χωρίζοντας γιά πάντα τή μάνα από τό παιδί, καί τήν αδελφή από τόν αδελφό. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι πού κατάφερναν νά γυρίσουν πίσω από τά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας, τής Σμύρνης, τής Πόλης ή τού Μαρόκου. Οποία κατάντια! Η γενέτειρα τού Ομήρου, η Σμύρνη, η πόλη μέ τήν μεγαλύτερη βιβλιοθήκη τού κόσμου, η Αλεξάνδρεια καί η Βασιλεύουσα είχαν καταντήσει ανατολίτικα παζάρια ανθρωπίνων ζωών. Αυτή ήταν η Οθωμανική αυτοκρατορία, πού αγωνίζεται νά ξανακτίσει η γειτονική Τουρκία, στέλνοντας εκατομμύρια εποίκους από τόν ΈΈβρο καί από τίς ακτές τής Μικράς Ασίας. Μία Τουρκία, πού έχει στό πλευρό της, άκουσον άκουσον, τά δύο ελληνικά κόμματα τής εξουσίας, τά κόμματα τής "δημοκρατικής" καί "προοδευτικής" Αριστεράς, τά τουρκοκάναλα τής χυδαιότητας καί τού μαύρου χρήματος, ελληνόφωνους επιχειρηματίες, συνδικαλιστές, δημάρχους, πανεπιστημιακούς, κτλ κτλ. Οι νοσταλγοί εκείνης τής εποχής δέν θά διαβάσουν ποτέ στήν ελληνική (;) τηλεόραση, η οποία έχει μοναδικό σκοπό τήν υφαρπαγή τής ψήφου τού ΈΈλληνα πολίτη, τό παρακάτω απόσπασμα από τό βιβλίο "Μεσολογγίται" τού ιστορικού Κωστή Στασινόπουλου: «Κρουνηδόν έτρεξε τό αίμα. Οι ένοπλοι ανθίσταντο, οι άοπλοι εφονεύοντο. Μεταγωγικά ζώα μέ καλάθια ηκολούθουν, διά νά μεταφέρουν τάς κεφαλάς των, καί λάβουν τήν συνήθη αμοιβήν. Τόν μακαρίτην πατέρα μου, οκταετή όντα καί μη δυνάμενον νά περιπατήση, τόν έβαλαν εις τά οπίσθια ζώου, απέναντι της κεφαλής του πατρός του, η οποία ευρίσκετο εντός καλάθου, υπεράνω της σωρού τών άλλων κεφαλών. Τά δέ γυναικόπαιδα απήγοντο εις αιχμαλωσίαν. Αι αγοραί τής Αλεξανδρείας καί τού Καΐρου, επλημμύρισαν από τά ανθρώπινα αυτά θύματα». «La jeune femme de Missolonghi Il est huit heures du soir: le signai du depart se donne. Plus de 2,000
1005
hommes et plusieurs centaines de femmes sont rassembles. La porte de l'Orient s'ouvre, nous en sortons. Nos braves sont ranges sur deux lignes profondes, au milieu se trouvent les femmes. Plusieurs d'entre elles, vetues en palicares, armees d'un fusil, sont confondues parmi les guerriers. En ce moment mon frere s'approcha de nous, et apres nous avoir donne le baiser de paix, il nous cria en s'eloignant: "J'ai promis de vous proteger ou de perir a l'arriere-garde." Quand je le vis m' embrasser et prendre le chemin des volcans destructeurs, je m' elancai a son cou, et tous les efforts de mon frere et d' Eudoxe ne purent m' en detacher. Mon pere, alors, eleva une voix solennelle, qui ne semblait plus appartenir a ce monde, et m' ordonna imperieusement de suivre un frere et un epoux. "Oui, ton epoux" ajouta t il en prenant ma main et celle d' Eudoxe, et les placant dans la sienne. Για μια τιμημένη Μεσολογγιτοπούλα, τήν αρραβωνιαστικιά του Εύδοξου Ζαΐμη, κατά τήν ώρα του αποχωρισμού από τό γέροντα πατέρα της: «...ΌΌταν τόν είδα νά μέ φιλή καί νά φεύγη πρός τις συνοικίες που τις είχαν υπονομεύσει, έτρεξα καί κρεμάστηκα απ' τό λαιμό του... Μάταια ο αδελφός μου και ο Εύδοξος πολέμαγαν νά μέ ξεκολλήσουν από πάνω του. Τότε, ο πατέρας έβαλε τό χέρι μου μέσα στό χέρι του αρραβωνιαστικού μου, μας ευλόγησε, μας φίλησε ύστερα καί τους τρεις καί χωρίς νά πει λέξη, χάθηκε μέσα στό καραβάνι των γερόντων, που τη στιγμή εκείνη πέρναγε από κει δα...». La troupe de heros s'ebranle en silence; devoree par la faim, elle a encore de la vigueur dans sa marche; elle atteint aux premieres lignes fortifiees de l'ennemi. O Ciel! cet ennemi - est sur ses gardes; la trahison l'a averti... Non, c'est le genie du mal; car aucun des Grecs n'a ete parjure. Les bataillons egyptiens sont ranges devant nous en bataille. Un seul cri d'effroi se fait entendre, la troupe sacree y repond par un elan d'heroisme: elle se precipite, le sabre a la main sur des remparts herisses de fer; conservant le meme ordre, elle culbute les barbares, en passe un grand nombre au fil do l'epee dans leurs batteries, et rompt toutes leurs lignes. Elle a franchi la foret de baionnettes; alors chaque brave prenant sa carabine, fait voler d'une main sure le plomb meurtrier, et arrete l'ennemi dans sa poursuite. Voila le triomphe dans tout son eclat. Voici le sang qu'il a coute: plus de 600 braves ont succombe, plus de 700 femmes ou enfans ont peri de la mitraille, ou ont ete enleves par les barbares, ne pouvant suivre la colonne heroique dans sa marche rapide. Et quand le fer des barbares a cesse de nous atteindre, les etreintes de la faim rendues plus terribles par la fatigue et les heures, ont seme sur la route de Plocopores les cadavres de nos freres. Nous fumes joints a Apocoro par un corps grec qui nous fit une part de ses provisions; la, pour la premiere fois, nous touchames a une nourriture suffisante.
1006
Deja la gloire des heros de Missolonghi volait dans toute la Hellade: quand nous nous mimes eu marche pour Salona, les Grecs accouraient sur notre passage; ils regardaient nos freres comme des dieux; les uns les felicitaient, d'autres touchaient avec respect leurs armes, ou baisaient leurs vetement; et ces braves, ni plus fiers, ni moins malheureux, parlaient de leurs souffrances et des pertes irreparables qu'ils venaient de faire. Celui-ci regreltait son pere, ses enfans; celuila sa mere, son epouse; cet autre une fille, une soeur, un frere; il y en avait qui comptaient jusqu'a 15 parens devores par la catastrophe. Mon Dieu, elle fut terrible: les 140 braves de l'arriere-garde, parmi lesquels se trouvait mon frere, avaient ete separes du principal corps; ne pouvant se faire jour a travers une nuee d'ennemis, ils etaient rentres dans la ville, ou ils s'embusquerent; l'ennemi les y suivit, et cette poignee de braves se battit de poste en poste, laissant sur ses pas l'incendie et la mort. Apres avoir immole deux mille barbares, ils mirent le feu aux mines, et c'est dans cette terrible explosion qu'ils ont ete engloutis, eux, les femmes, les vieillards, les blesses et plus de 3000 Egyptiens. Ainsi, un heroique desespoir fit justice d'une victoire honteuse; ainsi, mon malheureux frere et ses compagnons virent couronner leur sublime devouement par un beau trepas.» Les femmes Grecques aux dames Francaises recit de leurs malheurs, Bruxelles 1827 Οι απώλειες τών μουσουλμάνων στρατιωτών Τούρκων, Αιγυπτίων καί Αλβανών, μαζί μέ τίς ασθένειες, καθ' όλη τή διάρκεια τής ετήσιας πολιορκίας είναι δύσκολο νά υπολογιστούν. Υπολογίζονται σέ 25.000 νεκρούς. Ο στρατός τού Ιμπραήμ αποδεκατίστηκε Λίγο αργότερα θά δήλωνε στόν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, ότι ο στρατός του θά έλυωνε όπως λυώνει τό χιόνι στά βουνά, αν κρατούσε ακόμα δύο εβδομάδες τό Μεσολόγγι. Τό Μεσολόγγι δέν έπεσε από τόν Ιμπραήμ. ΈΈπεσε από τήν πείνα καί από τήν ανικανότητα τής Διοικήσεως νά φροντίσει νά τό εφοδιάσει μέ τά απαραίτητα τρόφιμα. «Μόλις σταμάτησε τό πύρ από τά χαρακώματα, οι Αιγύπτιοι άρχισαν νά λαφυραγωγούν καί νά κόβουν τά αυτιά τών νεκρών Ελλήνων. Καί όποιους έβρισκαν πληγωμένους, τούς σκότωναν ανελέητα. Οι πυροβολισμοί, πού προέρχονταν από πολλά σπίτια καί από διάφορα σημεία τής πόλης, προκαλούσαν όλους εκείνους τούς άτακτους, πού φρουρούσαν τίς διακλαδώσεις τών χαρακωμάτων καί τίς πυροβολαρχίες, νά εισδύσουν στήν πόλη. Σμήνη από δούλους, από ιπποκόμους, από τεμπέληδες, πού δέν είχαν πάρει μέρος στίς μάχες, ενωμένοι τώρα σάν ένα σύννεφο από καταστροφικές ακρίδες σκορπίστηκαν γρήγορα στήν πόλη γιά λεηλασίες καί αρπαγές. Η είσοδος τού πέμπτου συντάγματος στό φρούριο ήταν η στιγμή τού θανάτου γιά τούς θαρραλέους εκείνους Μεσολογγίτες, πού εφοδίαζαν τούς υπερασπιστές τής γραμμής τών οχυρώσεων. Αυτοί μέ αρκετούς
1007
νέους, παιδιά καί γυναίκες κάθε ηλικίας, έπεσαν όλοι κτυπημένοι από τίς σφαίρες, από τίς ξιφολόγχες καί από τά σπαθιά τών νικητών στή βάση εκείνων τών επάλξεων καί κοντά σέ εκείνα τά προχώματα πού υπερασπίζονταν. Ο αριθμός τών πτωμάτων καί τών δύο φύλων καί κάθε ηλικίας, μεγαλύτερος όμως τών ανδρών, πού κείτονταν σέ όλη τή γραμμή τών οχυρώσεων, στό διάστημα πού περιλαμβάνοταν ανάμεσα στόν προμαχώνα τού Ρήγα καί στίς δύο εσωτερικές τάφρους, στήν κύρια τάφρο, στίς δύο ημικυκλικές οχυρώσεις, καί στίς εξωτερικές τάφρους, υπολογίζεται ότι έφθανε στούς 590. Ο Ιμπραήμ πασσάς, ακολουθούμενος από λίγους τσαούσηδές του, μπήκε έφιππος στό φρούριο στίς ένδεκα τή νύκτα καί διέταξε νά καίονται τά σπίτια, από τά οποία θά έφευγε καί ένας πυροβολισμός, νά κομματιάζονται αμέσως όσοι ΈΈλληνες θά έπεφταν στά χέρια τών στρατιωτών του καί νά σκλαβώνονται οι γυναίκες, τά κορίτσια καί τά αγόρια πού θά βρίσκονταν κρυμμένα στά σπίτια τής πόλης. Κατά τή διάρκεια τής νύκτας σκλαβώθηκαν 3600 γυναίκες νέες καί παιδιά καί τών δύο φύλων. Διακόσιες γυναίκες καί κορίτσια πού επιχείρησαν νά σωθούν μέσα από τή λιμνοθάλασσα, πιάστηκαν καί οδηγήθηκαν στή σκλαβιά. Η φωτιά πού είχε βαλθεί τήν προηγούμενη νύκτα σέ πάρα πολλά σπίτια συνεχίστηκε όλη τή μέρα τής 11ης Απριλίου 1826 καί έσβησε, αφού τά κατέστρεψε όλα. Τό ακμαίο άλλοτε καί πλούσιο Μεσολόγγι δέν ήταν πιά παρά ένας σωρός από ερείπια. Τήν ίδια ημέρα ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασσάς τής Ρούμελης, γιά νά μή φανεί κατώτερος στήν αγριότητα καί στή σκληρότητα τού συντρόφου του Ιμπραήμ, τουφέκισε έξω από τό στρατόπεδο του 150 ΈΈλληνες, πού είχαν πιαστεί από τούς Αρναούτες (Αλβανούς) του σέ διάφορα σημεία τών επαρχιών του. 60 από αυτούς έλειωναν από πολλές μέρες αλυσοδεμένοι στίς υπόγειες φυλακές τού στρατοπέδου ή καλύτερα θαμμένοι ζωντανοί. ΉΉταν αυτές οι φυλακές λάκκοι βάθους ενός μέτρου, σκαμμένες ακανόνιστα, σκεπασμένοι μέ σανίδια, επάνω στά οποία στέκονταν οι φρουροί. Εκεί κλεισμένοι καί στοιβαγμένοι οι δυστυχισμένοι έπρεπε νά ικανοποιήσουν όλες τίς ανάγκες τής ζωής τους στερημένοι από αέρα, ή αναπνέοντας μολυσμένο, καί πέθαιναν σέ λίγο από ασφυξία. Ο πόλεμος πού έκαναν οι Τούρκοι στήν ηπειρωτική Ελλάδα καί οι Αιγύπτιοι στήν Πελοπόννησο, έφερε μαζί του τόν χαρακτήρα τής πλήρους καταστροφής. ΌΌλοι οι άνδρες κατακομματιάζονταν χωρίς καμμία εξαίρεση, οι γυναίκες καί τά κορίτσια σέρνονταν στή σκλαβιά καί εξισλαμίζονταν. Η Υψηλή Πύλη ξαναποκτούσε ερημιές μεταμορφωμένες σέ απέραντα νεκροταφεία από άταφα πτώματα. Στίς 11 Απριλίου 20 Ελληνόπουλα πληγωμένα ή άρρωστα καί 52 γριές θανατώθηκαν άσπλαχνα, άλλοι στό στρατόπεδο καί άλλοι κατά μήκος τού δρόμου πρός τό Κρυονέρι, από τούς σκληρούς αφέντες τους
1008
στρατιώτες, πού δέν μπορούσαν νά τίς πουλήσουν ούτε καί νά τίς θρέψουν. Κατόπιν τούς έκοψαν τά αυτιά. 2700 ζευγάρια αυτιά Ελλήνων τών δύο φύλων κάθε ηλικίας, πού είχαν βρεί τόν θάνατο στό Μεσολόγγι, αλατισμένα καί στοιβαγμένα σέ βαρέλια, εστάλησαν από τόν Ιμπραήμ πασσά στήν Κωνσταντινούπολη ως τρόπαια καί αποδείξεις τής εξόντωσης τών εχθρών τής Υψηλής Πύλης. Ο Ρεσίτ πασσάς θανάτωνε τούς ΈΈλληνες πού έπεφταν στά χέρια του, έκοβε τά κεφάλια τους, τά έγδερνε καί ευχαριστιόταν ιδιαίτερα νά τά τακτοποιεί σέ πυραμίδες, σέ ένα λάκκο κοντά στή σκηνή του, όπως τακτοποιούν τίς μπάλες τών κανονιών. Η ιστορία θά παραδώσει στούς μεταγενέστερους τά ένδοξα κατορθώματα τών ηρώων τού Μεσολογγίου, αλλά καί τίς πράξεις τής πιό ανήκουστης βαρβαρότητας τών μουσουλμάνων.» Απομνημονεύματα του μισθοφόρου τού Ιμπραήμ καί μασόνου Ιωάννη Ρωμαίη (Giovanni Romei), "Δελτίον Ιστορικής καί Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος", Αθήνα 1982, Γιάννης Κορίνθιος (Jannis Korinthios) http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis29.html
1009
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος Λ' Γ' Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου Στίς αρχές Απριλίου 1826 οι ΈΈλληνες συγκεντρώθηκαν στήν Επίδαυρο γιά νά ορίσουν τή νέα κυβέρνηση. Τό Μεσολόγγι ψυχορραγούσε καί οι κάτοικοί του πέθαιναν από τήν πείνα. Πώς νά εξηγήσει κανείς αυτή τή σπουδή τών Ελλήνων νά εκλέξουν κυβέρνηση; Μήπως η πτώση τού Μεσολογγίου ήταν ένα γεγονός ήσσονος σημασίας; Απογοητευμένοι οι απεσταλμένοι τού Μεσολογγίου παρατηρούσαν τούς αντιπροσώπους όλων τών επαρχιών νά καταφθάνουν στήν Επίδαυρο, ενώ αυτοί μάταια περίμεναν νά οργανωθεί στρατιωτική επιχείρηση γιά τή σωτηρία τής πόλης τους. Η Γ' Εθνοσυνέλευση τής Επιδαύρου, υπό τήν προεδρία τού Πανούτσου Νοταρά, άρχισε τίς εργασίες της στίς 6 Απριλίου 1826 καί εξέλεξε τή νέα κυβέρνηση μέ πρόεδρο τόν Ανδρέα Ζαΐμη καί μέλη τούς Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Αναγνώστη Δεληγιάννη, Γεώργιο Σισίνη, Δημήτριο Τσαμαδό, Ανδρέα Χατζηαναργύρου, Αναγνώστη Μοναρχίδη, Σπυρίδωνα Τρικούπη, Παναγιώτη Δημητρακόπουλο, Ανδρέα ΊΊσκου καί Ιωάννη Βλάχο. Η κυβέρνηση ονομάστηκε "Διοικητική Επιτροπή τής Ελλάδος" καί η εξουσία της θά είχε ισχύ μέχρι τόν Σεπτέμβριο τού ιδίου έτους. Οι εργασίες τής εθνοσυνέλευσης διεκόπησαν ξαφνικά μόλις οι συμμετέχοντες πληρεξούσιοι πληροφορήθηκαν τά νέα τής πτώσης τού Μεσολογγίου. Από τήν προηγούμενη κυβέρνηση, οι Κωλέττης καί Μαυροκορδάτος τέθηκαν στό περιθώριο, αφού θεωρήθηκαν ως οι βασικοί υπαίτιοι τής απρόσκοπτης προέλασης τού Ιμπραήμ στήν Πελοπόννησο, καί ο Γεώργιος Κουντουριώτης πού δέν ήξερε πού νά κρυφτεί αποσύρθηκε στήν ΎΎδρα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον τής Εθνοσυνέλευσης γιά τήν πολιτική πού έθετε τήν Ελλάδα υπό τήν προστασία τής Μεγάλης Βρετανίας, τιμωρήθηκε μέ αφαίρεση όλων τών στρατιωτικών καί πολιτικών του δικαιωμάτων. «Ουδέποτε κυβέρνησις τής Ελλάδος ευρέθη έχουσα εν μέσω τόσω δεινών περιστάσεων τόσω μικρούς πόρους· τό δάνειον εξηντλήθη· 60 μόνον γρόσια ευρέθησαν εν τώ ταμείω· η Πελοπόννησος καί όλη η Στερεά Ελλάς, υπό τήν μάχαιραν τού εχθρού ή υπό τήν φθοροποιάν χείρα τού στρατιώτου καί τήν φιλάρπαγα τού τοπάρχου, ουδεμίαν έδιδαν πρόσοδον. Μόνον τό Αιγαίον, μή πάσχον όσα έπασχαν τά άλλα μέρη τού κράτους, καί ευαγωγότερον, υπέσχετο χρηματικήν τινα βοήθειαν. Εις κορύφωσιν δέ τών δεινών, εξ ών περιεστοιχίζετο η Διοικητική Επιτροπή, υπερεπερίσσευσε καί η εξωτερική ραδιουργία, ήτις, ευρούσα λαβήν τήν περί προστασίας πράξιν καί τήν αίτησιν τής αγγλικής μεσιτείας, κατέκρινε παρρησία τήν αγγλοφρονούσαν κυβέρνησιν ως προδώσασαν
1010
τήν πατρίδα, καί ενήργει διά θεμιτών καί αθεμίτων τρόπων τήν πτώσιν της εξ αυτής τής συστάσεώς της. Ο Ανδρέας Ζαΐμης, ισχύοντος πατρός υιός ισχυρότερος, υπερείχεν όλων τών προεστώτων τής Πελοποννήσου· διεκρίθη επί τού αγώνος διά τήν μετριοπάθειαν πρός τούς εχθρούς, τήν ειλικρίνειαν πρός τούς φίλους καί τήν πρός τούς δεομένους επιείκειαν· εμεγαλοφρόνει ως ουδείς τών προϊσταμένων τής Ελλάδος, αλλά, φύσει άτολμος, δέν εμεγαλοπραγμόνει· πανθομολόγητος ήτον η σύνεσίς του καί ακραιφνής ο πατριωτισμός του, αλλ' επισκίαζε τάς αρετάς ταύτας φιλόδοξος αλαζονεία, ωθήσασα αυτόν καί εις ανταρσίαν· ηγεμονικόν ήτο τό βλέμμα του, τό ήθος του ασιανόν, αξιοπρεπές τό σχήμα του καί τό βάδισμά του σεσοβημένον. "Τί Ζαήμης τ' Ιβραήμης" έλεγαν οι βλέποντες αυτόν διερχόμενον· ολίγη ήτον η μάθησίς του, αλλά πολλήν τήν εδείκνυεν ο ευρύς νούς του· έθελγε τούς ακροατάς του διά τής φυσικής του ευγλωττίας, καί εθέρμαινε τάς καρδίας των διά τών φιλογενών προτροπών του. Ο πατριωτισμός του δέν είχεν όρια τόν Ισθμόν, ως τινων άλλων συμπολιτών του· πατρίς του ήτον όλη η Ελλάς, καί εις απολύτρωσιν όλης τής Ελλάδος ηγωνίζετο τόν καλόν αγώνα· η αγενής διάκρισις αυτόχθονος καί ετερόχθονος δέν εισεχώρησεν εις τήν καρδίαν του. ΈΈλληνας εξ ίσου εθεώρει πάντας τούς υπό τόν ξένον ζυγόν πιστεύοντας εις Χριστόν ομογενείς του. Πρόθυμος έτρεχεν εις τούς κινδύνους πρός εμψύχωσιν τού λαού, άν καί μή φιλοπόλεμος· τόσον δέ απείχε τού επιδιώκειν στρατιωτικήν δόξαν, ώστ' εχλεύαζεν αυτός εαυτόν διά τήν εν πολέμοις δειλίαν του· κινδυνευούσης τής πατρίδος καί πρόεδρος αναγορευθείς τής κυβερνήσεως ελησμόνησε τήν πρός τόν Καραϊσκάκην δικαίαν έχθραν του, καί χάριν τής κοινής σωτηρίας τώ έδωκεν όσην εξουσίαν δίδει τις μόνον τοίς πιστοίς φίλοις του. (Οι Ρουμελιώτες τού είχαν κάψει τό σπίτι καί τόν είχαν κυνηγήσει αμείλικτα. Μεταξύ τών διωκτών του ήταν καί ο Καραϊσκάκης). - "Η πατρίς θέλω νά σωθή, καί ας μεγαλυνθή ο εχθρός μου". Μετά τήν ακάθεκτον πρόοδον τών Αιγυπτίων επάτησε τήν Πελοπόννησον, άν καί προγεγραμμένος, ειπών πρός τούς συμπολίτας του ιδόντας αυτόν απροσδοκήτως· "ήλθα ν' αποθάνω μεθ' υμών". Επληγώθη η φιλοτιμία του διότι τό εν Ζακύνθω συνταχθέν περί τής αγγλικής προστασίας έγγραφον εθεώρει τόν Κολοκοτρώνην Πελοποννησιάρχην· αλλ' επειδή εν τοίς δεινοίς εκείνοις καιροίς ενομίζετο σωτήριον, τό υπέγραψεν ειπών τώ Κολοκοτρώνη ενώπιον πολλών· "δέν θά σοί παρεχώρουν τά πρωτεία, άν δέν έβλεπα κινδυνεύουσαν τήν πατρίδα". Διά τόν αυτόν λόγον καθυπέβαλεν αυθόρμητος εαυτόν υπό τάς διαταγάς τού αντιζήλου του τούτου καθ' όλας τάς επί τού Ιβραήμη εκστρατείας. Είχε τί ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν ο ανήρ ούτος· εν τή υπερηφανεία του ήτον αξιαγάπητος· συμπολιτευόμενοι καί αντιπολιτευόμενοι τόν
1011
ετίμων διά τόν χαρακτήρα του καί τάς κοινωνικάς αρετάς του. "Πολλάκις αντεπολιτεύθην τόν Ζαήμην", έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, "αλλά ποτέ δέν τόν εμίσησα". Τά δέ κύρια έργα τής συνελεύσεως ήσαν η αναθεώρησις τού συντάγματος καί ο τής Ελλάδος καί Πύλης συμβιβασμός διά ξένης μεσιτείας. Ο καιρός καί η πείρα απέδειξαν, ότι τό Σύνταγμα είχεν ανάγκην μεταρρυθμίσεως, καί τό κύριον ελάττωμά του ήτον η επέμβασις τής Βουλής εις τήν εκτέλεσιν τών νόμων, καί η εξ αιτίας της επεμβάσεως, χαλάρωσις τής νομοτελεστικής δυνάμεως. Η δέ τοιαύτη επέμβασις, επιζήμιος εν καιρώ ειρήνης, κατήντα θανατηφόρος εν καιρώ πολέμου. Ως άν δέν ήρκουν δέ ουδ' ένδεκα μέλη εις κατάρτισιν κυβερνήσεως, κατέστησεν η συνέλευσις άλλην δεκατριμελή επιτροπήν καλέσασα αυτήν "Επιτροπήν τής Συνελεύσεως", εις ήν ανέθεσε τήν εκ νέου συγκάλεσιν τών αυτών πληρεξουσίων περί τά τέλη Σεπτεμβρίου 1826, τήν επεξεργασίαν τών λογαριασμών τού Υπουργείου τής Οικονομίας, τού Εθνικού Ταμείου, καί τής επί τού δανείου εν Λονδίνω Επιτροπής, τήν αντικατάστασιν τών μελών αυτής, καί πρό πάντων τήν περί συμβιβασμού τού Ελληνικού ΈΈθνους καί τής Πύλης διαπραγμάτευσιν διά τού εν Κωνσταντινουπόλει Βρεττανού πρέσβεως υπό τούς εξής όρους: Νά μή έχωσιν οι Τούρκοι μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι. Νά εγκαταλείψωσι τά υποχείριά των φρούρια. Νά μή αναμιγνύεται η Πύλη ούτ' εκ πλαγίου ούτε κατ' ευθείαν εις τήν εσωτερικήν κυβέρνησιν τής Ελλάδος, πολιτικήν ή εκκλησιαστικήν. Νά έχη η Ελλάς τά εις εσωτερικήν καί εξωτερικήν ασφάλειαν τού κράτους αναγκαία στρατεύματα καί τήν εις υπεράσπισιν τού εμπορίου αναγκαίαν ναυτικήν δύναμιν. Νά λάβωσιν απαραλλάκτως τά αυτά δικαιώματα καί τήν αυτήν τύχην η Πελοπόννησος, η Ανατολική καί Δυτική Ελλάς, τό Αιγαίον καί η Κρήτη· νά λάβωσι δέ τά αυτά δικαιώματα καί όσα άλλα μέρη έλαβαν όπλα, ή συνηνώθησαν μετά τής ελληνικής κυβερνήσεως. Νά έχωσιν οι ΈΈλληνες σημαίαν καί τό δικαίωμα τού αποστέλλειν καί δέχεσθαι διπλωματικούς πράκτορας καί κόπτειν νόμισμα. Νά υπόκηται η Ελλάς, ως υποτελής τώ σουλτάνω, εις ετήσιον φόρον, ή νά πληρώση άπαξ χρηματικήν τινα ποσότητα εις παντοτεινήν απαλλαγήν αυτού. Νά γένη ανακωχή, αρξαμένης τής διαπραγματεύσεως. Νά εγγυηθή η Μεγάλη Βρεττανία τόν συμβιβασμόν. Νά δύναται η Επιτροπή νά τροπολογή τάς ανωτέρω προτάσεις έχουσα υπ' όψιν τήν πλειοτέραν ωφέλειαν τής Ελλάδος, φυλαττομένων όμως πάντοτε αμετατρέπτων τών πέντε πρώτων άρθρων, καί νά επικαλεσθή καί άλλην Αυλήν ή καί όλας, άν η διά τού Βρεττανού πρέσβεως διαπραγμάτευσις απετύγχανεν.» Ιστορία τής Ελληνικής
1012
Επαναστάσεως, Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ'. Η νέα κυβέρνηση Ζαΐμη δέν βρήκε στό Εθνικό Ταμείο ούτε ένα γρόσι. Τά λεφτά είχαν κατασπαταληθεί καί ήταν αδύνατο πλέον νά χρηματοδοτήσει νέες πολεμικές επιχειρήσεις ή νά εξοφλήσει προηγούμενες οφειλές σέ οπλαρχηγούς πού ζητούσαν λεφτά γιά τούς μισθούς τών στρατιωτών τους. Στήν έδρα τής κυβερνήσεως ξεκίνησαν έρανοι, στούς οποίους πρωταγωνίστησε ο διδάσκαλος από τή Ζαγορά Γεώργιος Γεννάδιος. Ο δάσκαλος προσέφερε ολόκληρο τό βαλάντιόν του μέ τέσσερεις λίρες, οι οποίες αποτελούσαν όλες του τίς οικονομίες. Στήν επιτροπή πού συγκέντρωσε χρήματα συμμετείχαν οι Αναστάσιος Αγαλλόπουλος, Νικόλαος Γερακάρης, Πέτρος Μαρκέζης, Αντώνιος Τσούνης καί Κωνσταντίνος Πολυχρόνης. ΈΈνα χαρακτηριστικό περιστατικό τής εποχής ήταν καί η περίπτωση τής πλύστρας "Ψωροκώσταινας", η οποία προσέφερε τό μοναδικό γρόσι πού είχε καί έτσι φιλοτίμησε πολλούς πολίτες νά συνεισφέρουν λεφτά γιά τόν αγώνα τής ανεξαρτησίας. Η "Ψωροκώσταινα" λεγόταν Πανωραία Χατζηκώστα καί καταγόταν από τίς Κυδωνιές (Αϊβαλί) τής Μικράς Ασίας. Είχε παντρευτεί έναν πλούσιο έμπορο τόν Κώστα Αϊβαλιώτη καί είχε αποκτήσει μαζί του πέντε παιδιά. Στίς σφαγές τών Τούρκων στό Αϊβαλί, τό 1821, τά τουρκικά θηρία έσφαξαν τόν άντρα της μαζί μέ τά παιδιά της. Η Πανωραία μόλις πού πρόφτασε νά σωθεί καί τελικά κατέληξε στό Ναύπλιο πάμφτωχη καί εγκαταλελειμμένη. Εκεί ζούσε πότε κάνοντας τήν πλύστρα, πότε τήν υπηρέτρια καί τελικά ήταν η πρώτη πού ακούμπησε τόν τελευταίο όβολό της στό τραπέζι τού εράνου γιά νά ακολουθήσουν λίρες, γρόσια καί ασημικά από τούς έχοντες καί τούς κατέχοντες. Στίς 20 Απριλίου 1826 η κυβέρνηση μετέβη στήν έδρα της στό Ναύπλιο καί από εκεί εξέδωσε διαταγή πρός τόν Γενικό Αρχηγό τών Πελοποννησιακών στρατευμάτων Θεόδωρο Κολοκοτρώνη νά ξεκινήσει στρατολογία καί νά αναλάβει ο ίδιος τήν φροντίδα γιά τήν προμήθεια τροφίμων καί πολεμοφοδίων, δεδομένου ότι η ίδια η κυβέρνηση δέν διέθετε τά απαιτούμενα μέσα. Τήν ίδια ημέρα ο Κολοκοτρώνης έστειλε πρός όλες τίς επαρχίες μία πολύ εκφραστική επιστολή στήν οποία ζωγραφιζόταν η αγωνία γιά τήν εθνική μας επιβίωση, ιδιαίτερα μετά τήν πτώση τού Μεσολογγίου, όπου η επανάσταση έπνεε τά λοίσθια. «Πρός άπαντας τούς πατριώτας μικρούς καί μεγάλους. Πατριώται, μάθετε ότι έγινε απόφασις σταθερά όλου τού ΈΈθνους μέ μίαν ψυχήν καί καρδίαν, σύμφωνοι καί θαλασσινοί καί Ρουμελιώται καί Πελοποννήσιοι είπομεν: "Σήμερα εγεννηθήκαμεν, σήμερα κάμνομεν τήν ιεράν μας επανάστασιν". Τά περασμένα όλα νά λησμονηθούν (εννοεί τόν εμφύλιο πόλεμο). Τώρα νά ανακαινίσωμεν τόν ζήλον καί ενθουσιασμόν μας καί νά πιάσωμεν όλοι τά όπλα μικροί καί μεγάλοι,
1013
όσοι πιστοί, εις τό όνομα τού Χριστού βαπτισμένοι, όσοι ΈΈλληνες δυνάμενοι νά φέρουν όπλα καί νά τρέξωμεν μέ ορμήν καί μέ απόφασιν καί αμισθί, καθώς καί εις τήν αρχήν τού ιερού μας τούτου αγώνος. Ημείς δέ οι Πελοποννήσιοι νά πιάσωμεν τά άρματα ως μάς πρέπει, καί ως απ' αρχής τά εμεταχειρίσθημεν νικώντες τόσας νίκας καί αφανίζοντες πλήθη εχθρών, ούτω καί τώρα νά πολεμήσωμεν τόν Αράπην. Διότι τώρα δέν είναι εκείνος οπού ήτον, είναι πολλά αδύνατος καί αφανισμένος καί δέν πρέπει νά σάς δειλιάση ποσώς τό πέσιμον τού Μεσολογγίου, διότι άν τό εκυρίευσεν, εκείνος ηξεύρει καί ημείς δέν αγνοούμεν πόσον ακριβά τού εκόστισε. Τούτο τό σχέδιον διά νά τό βάλωμεν εις ενέργειαν όσον τάχος, έγινεν όρκος καί απόφασις νά σκοτώσωμεν, νά κάψωμεν, νά παιδεύσωμεν εκείνους οπού αδιαφορήσουν. Ούτε φυγή, ούτε κρύψιμον, ούτε καμμία πρόφασις θέλει γλυτώσει τόν απειθή. "Φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνημένους." Διότι νομίζουν μερικοί ανόητοι ότι ημπορούν νά τούς γλυτώσουν οι λόγγοι καί τά βουνά καί οι τρύπες, καί δέν στοχάζονται ότι αφού χαθή η πατρίς, αυτοί δέν ημπορούν νά κρυφθούν ούτε εις τού βοδιού τό κέρατον. Ούτως γενομένου τού σχεδίου, η Διοίκησις είναι βαλμένη κατακέφαλα νά εύρη πόρον καί οικονομίαν νά μάς προμηθεύση ψωμί, φυσέκια καί τά λοιπά αναγκαία, επειδή μισθόν δέν θέλει πάρει ως είπομεν ουδείς ούτε κατά ξηράν, ούτε κατά θάλασσαν, ούτε διοικητής, ούτε υπηρέτης τής Διοικήσεως, ούτε γραμματικός, ούτε κανείς. Αλλά όλοι έτζι νά δουλεύσωμεν, καί σάν γλυτώσωμεν, τότε η πατρίς θέλει αμείψει τάς δουλεύσεις τού καθενός. Τρέξατε λοιπόν όλοι εις τά όπλα, γενήτε έτοιμοι, καί σταθήτε πρόθυμοι νά δώσετε βοήθειαν όπου παρρησιασθή χρεία. Εύχομαι νά σάς εύρω όλους εις τά όπλα εντός ολίγου, νά σάς οδηγήσω εις τήν νίκην, οδηγούμενοι πάντες εις αυτήν από τόν Τίμιον Σταυρόν. Τή 20η Απριλίου 1826 εν Ναυπλίω. Ο Γενικός Αρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 5. Η κυβέρνηση διέταξε τόν Γκούρα νά ξεκινήσει γενική στρατολογία στήν Ανατολική Στερεά από κοινού μέ τούς οπλαρχηγούς Στάθη Κατσικογιάννη, Νικόλαο Κριεζώτη, Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Νάκο Πανουργιά, Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Διονύσιο Ευμορφόπουλο, Ιωάννη Ρούκη, Μήτρο Τριανταφυλλίνα καί Μ. Σκουρτανιώτη. Ταυτόχρονα έστειλε εντολές γιά νά συστήσουν στρατόπεδο στό Ξηρόμερο στούς οπλαρχηγούς Γιαννάκη Γιολδάση, Ανδρέα Σαφάκα, Αραπογιάννη,
1014
Γεώργιο Πεσλή, Γιαννάκη Στάικο, Δημοτσέλιο, Δήμο Σκαλτσά καί Μήτσο Κοντογιάννη. Τόν Μάιο έφθασε στό Ναύπλιο ο Σκωτσέζος αξιωματικός Gordon Thomas φέρνοντας μαζί του εφόδια καί χρήματα από τό φιλελληνικό κομιτάτο τού Λονδίνου. Ο Γκόρντον απαίτησε νά πάρει όλα τά χρήματα γιά νά οργανώσει αυτός ο ίδιος προσωπικά δικό του στρατιωτικό σώμα, κάτι πού δέν βρήκε σύμφωνη τήν κυβέρνηση καί έτσι ο καλοπροαίρετος αλλά ευέξαπτος Βρετανός αναχώρησε ξαφνικά γιά τά Επτάνησα. Η διαμάχη τής κυβέρνησης μέ τόν φιλέλληνα προκάλεσε αντιδράσεις σέ όσους τήν αντιπολιτεύονταν καί ιδιαίτερα στό γαλλικό κόμμα τού Κωλέττη, ο οποίος προσπαθούσε μέ κάθε τρόπο παρασκηνιακά νά φθείρει τόν Ανδρέα Ζαΐμη. ΈΈφθασε ακόμα καί στό σημείο ο Κωλέττης νά πείσει τόν Γρίβα νά καταλάβει τό Παλαμήδι αναγκάζοντας τούς κυβερνητικούς νά καταφύγουν στό Μπούρτζι, φοβούμενοι γιά τήν ασφάλειά τους. Εκείνες τίς ημέρες άρχισαν νά καταφθάνουν στό Ναύπλιο οι ηρωϊκοί υπερασπιστές τού Μεσολογγίου, σωστά ανθρώπινα ράκη όπως τούς είχε καταντήσει η πείνα, ο τύφος καί τά τραύματα τού πολέμου. Η πίκρα από τήν καταστροφή, ο χαμός τών δικών τους καί η εγκατάλειψη από τήν κυβέρνηση πού είχε οδηγήσει στό ολοκαύτωμα τού Μεσολογγίου, βασάνιζαν τίς ψυχές τους. Τό μόνο πού ζητούσαν τώρα ήταν στέγη, τροφή καί φάρμακα. Οι ξενιτεμένοι γιά ακόμα μία φορά Σουλιώτες, μέσω τών αρχηγών τους Γεώργιο Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Φώτη Κασμά, Γιαννούση Πανομάρα καί Κούστα Μάκο ζητούσαν κτήματα καί σπίτια γιά νά μπορέσουν επιτέλους νά στεγάσουν τίς οικογένειές τους. Τόν Μάιο τού 1826 στό Ναύπλιο είχαν συρρεύσει πρόσφυγες από όλες τίς γωνιές τής ελληνικής γής. Μακεδόνες, Μικρασιάτες, Χιώτες, Κωνσταντινουπολίτες, Επτανήσιοι, Κρητικοί, Ρουμελιώτες, Ηπειρώτες, Θρακιώτες, Ψαριανοί, Αρβανίτες καί Μωραΐτες είχαν δημιουργήσει μία πολυχρωμία μέ τίς γραφικές τους φορεσιές, τή διαφορετική τους συμπεριφορά καί τά γλωσσικά τους ιδιώματα, μέ αποτέλεσμα η "Νεάπολη τής Ρωμανίας" νά έχει μετατραπεί σέ μία σωστή "Βαβυλωνία". Η συνάθροιση τών διαφορετικών αυτών χαρακτήρων στό Ναύπλιο, ενέπνευσε τόν Δημήτριο Βυζάντιο νά γράψει τό θεατρικό έργο "Βαβυλωνία", τό οποίο εκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό 1836. Τί όμως είχε ενώσει όλους αυτούς τούς ανθρώπους καί είχαν αποφασίσει νά ενώσουν τίς τύχες τους καί νά αγωνιστούν γιά μία καλύτερη ζωή μέσα σέ ένα ανεξάρτητο μονοεθνικό κράτος προστατευόμενο από σύνορα; Μά φυσικά η Ορθοδοξία, οι βυζαντινές παραδόσεις, η ελληνική γλώσσα καί η αίσθηση ότι σέ αυτούς ανήκει η γή τών προγόνων τους καί σέ κανέναν άλλο. Ακριβώς αυτά δηλαδή πού αγωνίζονται σήμερα νά καταργήσουν οι πολιτικοί καί τά τουρκοκάναλα.
1015
Γεγονότα στό εξωτερικό (1826) Στίς εξωτερικές εξελίξεις ιδιαίτερη σημασία είχε ο θάνατος τού τσάρου τής Ρωσίας Αλεξάνδρου A', γεγονός πού θεωρήθηκε ευνοϊκό γιά τήν πρόοδο τής ελληνικής υπόθεσης. Ο Αλέξανδρος υπήρξε άτολμος, υποχωρητικός καί διαλλακτικός μέ τήν Υψηλή Πύλη, ενώ συχνά επηρεαζόταν στήν εξωτερική του πολιτική από τόν Αυστριακό Υπουργό Εξωτερικών Μέττερνιχ. Τήν ατολμία τού τσάρου τήν είχε εκμεταλλευθεί στό έπακρο ο σουλτάνος, ο οποίος αντιμετώπισε μέ ιδιαίτερη σκληρότητα καί βαναυσότητα τούς χριστιανικούς βαλκανικούς λαούς. Ο νέος όμως αυτοκράτορας Νικόλαος Α' τής Ρωσίας εμφανίστηκε ως ένας αυτόκλητος υπερασπιστής τής Ορθοδοξίας καί οπαδός τής αυτοδιάθεσης τών λαών τής βαλκανικής χερσονήσου. Ανάμεσα στίς επιδιώξεις τού Νικολάου ήταν η επέκταση τής επιρροή τής Ρωσίας στή Μεσόγειο θάλασσα μέ τήν απρόσκοπτη διέλευση τού πολεμικού της στόλου από τά στενά τού Βοσπόρου καί τών Δαρδανελλίων. «Αναβάς ο Νικόλαος επί τή αποβιώσει τού Αλεξάνδρου Α΄ Παύλοβιτς εις τόν θρόνον τής Ρωσσίας εν μέσω συνωμοσιών, στάσεων, αιματοχυσιών καί κινδύνων, απεφάσισε, παραλείπων τό τουρκοελληνικόν ζήτημα, νά εξισάση τάς πρός τήν Πύλην ιδίας διαφοράς διά τής μαχαίρας· καί κινήσας τά στρατεύματά του πρός τήν Βεσσαραβίαν (επαρχία τής Μολδαβίας) ειδοποίησε τήν Πύλην διά τού Μιντσιάκη, ότι πόλεμος επέκειτο, άν εντός έξ εβδομάδων δέν επανήγε τά τής Βλαχίας καί Μολδαυίας εις τήν πρό τού 1821 κατάστασιν, άν δέν απέλυε τούς εν ειρκτή αντιπροσώπους τής Σερβίας, καί άν δέν έστελλεν επί τών ορίων πληρεξουσίους πρός εξίσασιν τών άλλων εκκρεμών διαφορών. ΌΌσον εμεσολάβουν παρά τώ Αλεξάνδρω αι Δυνάμεις, τό πάν εθυσιάζετο εις διατήρησιν τής ειρήνης, καί η αλαζών Πύλη υλάκτει. Αλλ' αφ' ού ο νέος αυτοκράτωρ εκήρυξεν ότι απέρριπτε πάσαν ξένην μεσολάβησιν, καί ότι διά τής μαχαίρας είχεν απόφασιν νά ικανοποιηθή, υπήκουσεν η Πύλη όλη έντρομος, καί τάς ηγεμονείας εις τήν πρό τού 1821 κατάστασιν υπεσχέθη νά επαναφέρη εντός τής προθεσμίας τών έξ εβδομάδων καί μετ' ολίγον επανέφερε, καί τούς αντιπροσώπους τής Σερβίας απέλυσε, καί πληρεξουσίους εις Ακερμάνην, πόλιν ρωσσικήν, έστειλε, καί συνθήκην οποίαν υπηγόρευσεν ο αντίπαλός της υπέγραψε. Τοιαύτην οδόν βαδίσας ο νέος αυτοκράτωρ κατώρθωσε διά μιάς ό,τι εις μάτην ηγωνίσθησαν δι' όλης πενταετίας νά κατορθώσωσιν ο γλυκύς προκάτοχός του καί αι μεσιτεύουσαι Δυνάμεις. Η δέ Αγγλία, άν καί απέρριψε τήν περί τής προστασίας πράξιν, δέν έπαυσε καταβάλλουσα πάσαν φροντίδα εις ειρήνευσιν τής Ελλάδος. Απεχωρίσθη τών εν Πετρουπόλει συνδιαλέξεων επί τού ελληνικού ζητήματος, ως προείρηται, επί λόγω ότι ουδ' ητήσατό τις τών
1016
αντιφερομένων ουδ' εδέχετο τήν επί συμβιβασμώ παρέμβασίν της· αλλ' αφ' ού η Ελλάς επεκαλέσθη τήν προστασίαν της, εθεώρησεν ότι έλαβεν εύλογον αφορμήν εις επανάληψιν τών μετά τής Ρωσσίας διακοπεισών επί τού ζητήματος τούτου διαλέξεών της, καί επί τής εις τόν θρόνον αναβάσεως τού Νικολάου απέστειλε τόν Ουέλινγκτον (ο νικητής τού Ναπολέοντα στό Βατερλώ Arthur Wellington), ίνα τόν συγχαρή καί συνδιαλεχθή· απέστειλε καί τόν Στρατφόρδον Κάννιγκ (Georges Canning) πρέσβυν εις Κωνσταντινούπολιν. Προθέμενος ο πρέσβυς ούτος νά μάθη τί εβουλεύοντο οι ΈΈλληνες περί τού μελετωμένου συμβιβασμού, κατήρεν επί τού διάπλου αντικρύ τής ΎΎδρας, λήγοντος τού Δεκεμβρίου 1825, όπου είδεν εν πρώτοις τόν Μιαούλην καί τόν Τομπάζην ως ιδιώτας, καί μετ' αυτούς τόν Μαυροκορδάτον καί τόν Ζωγράφον, σταλέντας παρά τής κυβερνήσεως. Αφ' ού δ' εγένετο μεταξύ αυτών πολύς λόγος ανεπισήμως περί συμβιβασμού βάσιν έχοντος τήν αυτονομίαν τής Ελλάδος καί απλήν υποτέλειαν εις τήν Πύλην, απέπλευσεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου έτυχε λαμπράς αλλ' όχι καί φιλικής υποδοχής. Δέν επρότεινε δέ τι κατ' αρχάς περί Ελλάδος, διότι η Πύλη έλεγε παρρησία ότι "ουδεμία ξένη μεσιτεία μεταξύ δεσπότου καί ραγιάδων ήτο δεκτή, καί ουδεμία παρέμβασις ανεκτή". Ουδ' επείθετο, ότι η Αγγλία επροτίθετο, κυρίως διά τού ελλληνοτουρκικού συμβιβασμού νά τήν προφυλάξη τού επικειμένου ρωσσικού πολέμου. Αλλ' εν ώ αύτη εδυστρόπει, ο Ουέλινγκτον ηύρε πρόθυμον τόν νέον αυτοκράτορα εις αναλαβήν τών επί τού προκατόχου του διακοπεισών επί τού τουρκοελληνικού ζητήματος αγγλορρωσικών συνδιαλέξεων, καί εις θερμήν σύμπραξιν πρός ειρήνευσιν καί οριστικήν αποκατάστασιν τής Ελλάδος. Αι δύο Αυλαί υπέγραψαν τήν 23ην Μαρτίου 1826 πρωτόκολλον (πρωτόκολλο τής Πετρουπόλεως) διαλαμβάνον τά εξής: α) Νά εξαρτάται η Ελλάς από τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό ετήσιον φόρον. β) Νά διοικήται υπό Αρχών τής εκλογής της, συνευδοκούσης εις τήν εκλογήν αυτών καί τής Πύλης. γ) Νά απολαμβάνη, πάσαν θρησκευτικήν καί εμπορικήν ελευθερίαν καί πλήρη εσωτερικήν αυτονομίαν. δ) Νά πωλήσωσιν οι κάτοικοι τής Ελλάδος Τούρκοι τάς ιδιοκτησίας των, καί νά εγκαταλείψωσι τήν γήν εκείνην.» Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως, Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ'. Ο τσάρος Νικόλαος, μέ τελεσίγραφο πρός τόν σουλτάνο, απαίτησε τήν άμεση αποχώρηση τών οθωμανικών στρατευμάτων από τίς παραδουνάβιες ηγεμονίες. Σέ αντίθετη περίπτωση οι ρωσικές λόγχες θά επέβαλαν τήν αυτοκρατορική θέληση τόσο στήν Μολδαβία καί τή Βλαχία, όσο καί στήν Ελλάδα, όπου θά προκαλούσαν τήν παύση τών
1017
εχθροπραξιών καί τήν ειρήνη στήν περιοχή. Ο έντρομος Μαχμούτ, έχοντας καί τή σύμφωνη γνώμη τού Μέττερνιχ, ο οποίος παρακολουθούσε από κοντά τίς εξελίξεις, ικανοποίησε όλες τίς ρωσικές απαιτήσεις ώστε νά αποτραπεί ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Ο σουλτάνος ένοιωθε πλέον ότι ο στρατός του δέν αποτελούσε εγγύηση γιά τή δύναμή του. ΈΈπρεπε νά ανανεωθεί καί νά εκσυγχρονιστεί μέ βάση τά ευρωπαϊκά πρότυπα. Η αποτυχία του νά καταστείλει τήν ελληνική επανάσταση, η άρνηση τών γενιτσάρων νά εκστρατεύσουν εναντίον τών γκιαούρηδων καί η αδυναμία του ενώπιον τής ρωσικής απειλής, τόν είχαν εξοργίσει αφάνταστα. Η οργή τού αιμοβόρου Μαχμούτ ξεπλενόταν μόνο μέ αίμα καί έτσι έβαλε σέ εφαρμογή τό σχέδιό του νά απαλλαγεί μιά γιά πάντα από τούς ανυπότακτους γενίτσαρους. Στίς 29 Μαΐου 1826 κάλεσε έκτακτο διβάνιο στήν κατοικία τού γενιτσάραγα (αρχηγού τών γενιτσάρων) Χουσεΐν πασά. Εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι ανώτατοι τιτλούχοι, οι ουλεμάδες καί οι αρχηγοί τών γενιτσάρων. Ο μέγας βεζύρης μίλησε μέ παράπονο γιά τήν αποτυχία τού ατρόμητου οθωμανικού στρατού, ο οποίος έπρεπε από τήν πρώτη στιγμή νά έχει τσακίσει τούς Ρούμ σάν τά καλάμια. Οι ουλεμάδες απήγγειλαν μέ δυνατή φωνή ρητά τού Κορανίου μέ πολεμικές εντολές πρός τούς πιστούς μωαμεθανούς. Στό νέο σχέδιο αναδιοργάνωσης τού στρατού οι γενίτσαροι δέν είχαν θέση καί αυτό επέφερε δυσφορία στίς τάξεις τους. Ο Μαχμούτ μάλιστα φρόντισε νά σκορπίσει ανάμεσά τους πράκτορές του, οι οποίοι έσπειραν ζιζάνια καί εξωθούσαν τούς γενίτσαρους σέ στάση. Η στάση δέν άργησε νά γίνει. Στίς 14 Ιουνίου 1826, στίφη ενόπλων γενιτσάρων έχοντας όπως συνήθιζαν σέ τέτοιες περιπτώσεις, τούς λέβητες καί τίς κατσαρόλες, άρχισαν νά συρρέουν πρός τό κέντρο τής Κωνσταντινούπολης καί νά λεηλατούν σπίτια καί μαγαζιά. Οι ανοργάνωτοι καί ασύντακτοι γενίτσαροι εισέβαλαν στά ανάκτορα καί προσπάθησαν νά συλλάβουν εκτός από τόν μέγα βεζύρη καί αυτόν ακόμα τόν ίδιο τόν σουλτάνο αλλά δέν τόν βρήκαν. Στή συνέχεια μπήκαν στούς γυναικωνίτες του όπου κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν μπροστά του καί βίασαν πολλές γυναίκες από τά χαρέμια του. Ο σουλτάνος μαζί μέ τούς υπουργούς του είχε καταφύγει στή θερινή κατοικία του καί ήταν πανέτοιμος γιά νά αντιμετωπίσει τήν εξέγερση. ΈΈδωσε αμέσως εντολή στόν Χουσεΐν πασά νά μεταφέρει από τήν ασιατική ακτή τά τακτικά στρατεύματα καί νά καταλάβει στρατηγικές θέσεις, περικυκλώνοντας τούς ανυποψίαστους γενίτσαρους. Ο αυτοκρατορικός στρατός, έχοντας μπροστά του τήν ιερή πράσινη σημαία τού προφήτη Μωάμεθ, ξεκίνησε μέ αρχηγό τόν Χουσεΐν πασά καί επιτέθηκε κατά τών γενιτσάρων, οι οποίοι δέν περίμεναν νά έχει συγκεντρωθεί τόσο μεγάλη δύναμη εναντίον τους. Αμέσως υποχώρησαν καί έντρομοι οχυρώθηκαν στούς στρατώνες τους, από όπου άρχισαν νά
1018
πυροβολούν. Ο σουλτάνος όμως είχε αναπτύξει καί βαρύ πυροβολικό, τό οποίο βομβάρδιζε διαρκώς τό τείχος τού στρατώνα μέχρι πού τό διέλυσε. Ο στρατός επιτέθηκε από τά ανοίγματα τού τείχους καί επακολούθησε άγρια σφαγή τών γενιτσάρων, Η διαταγή ήταν "ούτε ένας ζωντανός". Χιλιάδες γενίτσαροι αποκεφαλίστηκαν ή πνίγηκαν στόν Βόσπορο από τά σουλτανικά στρατεύματα, δίνοντας οριστικό τέλος στήν εξέγερσή τους. Τήν επόμενη ημέρα ο σουλτάνος πήγε στό τζαμί Αχμέτ γιά νά προσευχηθεί καί τότε γιά πρώτη φορά φόρεσε όχι τήν παραδοσιακή στολή αλλά μία νέα ευρωπαϊκή στολή. Στό κεφάλι του έβαλε φέσι μέ χρυσά εμβλήματα αντί γιά τό πατροπαράδοτο τουρμπάνι. Εκεί εξέδωσε διάταγμα μέ τό οποίο καταργούσε οριστικά τό σώμα τών γενιτσάρων καί καταδίκαζε σέ θάνατο όλους όσους είχαν υπηρετήσει σέ αυτό τό σώμα καί τούς απογόνους τους, σέ οποιοδήποτε σημείο τής αυτοκρατορίας καί άν αυτοί βρίσκονταν. «Ο νέος αυτοκράτωρ Νικόλαος έπεμψε τελεσίγραφον εις Κωνσταντινούπολιν. Διά τούτου εζήτει τήν εν διαστήματι έξ εβδομάδων εξομάλυνσιν τών ρουμανικών καί σερβικών διαφορών, καί αποστολήν Τούρκων πληρεξουσίων εις τά ρωσσικά σύνορα, οίτινες ήθελον κανονίσει απάσας τάς συνεπείας τής ειρήνης τού Βουκουρεστίου από τού 1816 εκκρεμείς υπαρχούσας διαφοράς μεταξύ τής Ρωσσίας καί τής Πύλης. Εν περιπτώσει αρνήσεως ελήφθη υπ' όψιν ο πόλεμος, εν περιπτώσει δέ παραδοχής, συνεννόησις τής Ρωσσίας μετά τών άλλων Δυνάμεων, όπως ενεργηθή η ειρηνοποίησις τής Ελλάδος. 500000, ελέγετο εν επομένω υπομνήματι τής ρωσσικής πρεσβείας, είναι έτοιμοι νά παράσχωσι κύρος εις τήν αυτοκρατορικήν θέλησιν. Η απειλητική γλώσσα τού νέου αυτοκράτορος δέν απέτυχε τού σκοπού της εν Κωνσταντινουπόλει. Τήν 30ην Απριλίου 1826 απεφασίσθη η εκπλήρωσις τών τριών απαιτήσεων τού ρωσσικού τελεσιγράφου. Από τών ημερών τού σουλτάνου Σελίμ είχε διαφυλάξει αμετάτρεπτον απόφασιν τού ν' απαλλαγή τών ατάκτων καί αδαμάστων πραιτωριανών καί γενιτσάρων. Ο σουλτάνος ήλπιζε, καταβάλλων τούς εσωτερικούς εχθρούς νά κατενέγκη ενταυτώ καί κατά τών εξωτερικών εχθρών έν κτύπημα. Εν Κωνσταντινουπόλει είχον ήδη εννοήσει από πολλού τήν περί τού μάχεσθαι ανικανότητα τών γενιτσάρων κατά τών Ελλήνων, καί συνδιελέγοντο περί τών επιτυχών ενεργειών τών ευρωπαϊκώς εξησκημένων στρατευμάτων τού Ιμπραήμ, καί περί τής ανάγκης τού νά επανέλθωσιν εις τάς ιδέας τού Σελίμ τού Γ'. Τήν δέ 29ην Μαΐου 1826 συνεκάλεσεν ο σουλτάνος έκτακτον διβάνιον εις τό παλάτιον τού Αγά, υπέδειξε μετά πολλής ομιλών οργής τήν κατάστασιν τού τουρκικού στρατού, τό ανεπιτυχές τού κατά τών Ελλήνων αγώνος, "τών ασθενών αυτών καλάμων, τούς οποίους τό ορμητικόν, ακατάσχετον ρεύμα τής οσμανικής ανδρείας εν ακαρεί
1019
έπρεπε νά καταστρέψη" καί παρεκίνησε τήν συνέλευσιν νά σκεφθή περί τών μέσων καί τού τρόπου, δι' ών ηδύνατο πάλιν ν' αποκατασταθή η στρατιωτική ισότης τών Τούρκων πρός τά άλλα έθνη. Τήν νύκτα τής 14ης πρός τήν 15ην Ιουνίου είχον συναθροισθή 20000 άνδρες εις τό ΈΈλ Μεϊντάν τήν εν τώ μέσω τής Κωνσταντινουπόλεως ευρισκομένην πλατείαν εκείνην τήν, ούτως ειπείν πατροπαράδοτον βάσιν τής ενεργείας τών στάσεων. ΉΉθελον δέ καταισχύσωσι τού σουλτάνου καί νά τόν αναγκάσωσι ν' αναγνωρίση επισήμως τήν τρόμον εμποιούσαν κυριαρχίαν τών γενιτσάρων, καί κατά τήν ελάχιστην αντίστασιν προυτίθεντο νά τόν φονεύσωσι μεθ' απάντων τών υπουργών αυτού, μουφτήδων καί ουλεμάδων. Πλείονας τών 100 πασσάλων μετά τών ονομάτων τών προσώπων, τά οποία, άν η επιχείρησις επετύγχανεν, έμελλον νά διοβελισθώσιν, εύρον εντός ενός τών στρατώνων. Αποσπάσματα δέ τών συνομωτών προυχώρησαν πρός τά κτίρια τών Πυλών καί πρός τό παλάτιον τού αγά τών γενιτσάρων, ίνα λάβωσιν ομήρους τόν μέγαν βεζύρην καί τόν Τσαλαλεδίν. Επειδή δέ οι απειλούμενοι εγκαίρως διεσώθησαν υπεράνω τού Χρυσού Κέρατος, κατηρήμωσαν καί ελαφυραγώγησαν τάς οικίας αυτών, ως ομοίως καί τήν κατοικίαν τού πράκτορος τού Μεχμέτ Αλή, κατά τού οποίου ήσαν ωργισμένοι εξ αιτίας τής εισαγωγής τών ευρωπαϊκών στρατιωτικών γυμνασίων, εισήλασαν βιαίως εις τά χαρέμια αυτού καί διέπραξαν βιαιοπραγίας κατά τών γυναικών. Τά πιστά στρατεύματα τού σουλτάνου προυχώρησαν κατά τού Ελ Μεϊντάν. Σιδηρά ζώνη περιέκλεισε τήν πλατείαν καί τόν παρακείμενον στρατώνα. Οι γενίτσαροι προσκληθέντες νά παραδοθώσιν, απεκρίθησαν ωσάν κύνες ωρυόμενοι. ΌΌτε όμως τά τηλεβόλα εξεπυρσοκρότουν κατά τού υψηλού τής οδού πυλώνος, άπαντες τότε ήρχισαν νά φεύγωσι δρομαίοι πρός τόν στρατώνα. Ο Χουσεΐν πασσάς διέταξε νά περικυκλώσωσι τό κτίριον τούτο, καί μετά ταύτα νά πυρπολήσωσιν ανάπτοντες αυτό διά πυροβολημάτων. Απεσταλμένοι τών συνομωτών, οίτινες τώρα ήθελον νά επικαλεσθώσι τήν χάριν τού σουλτάνου, κατεκερματίσθησαν. Ο μουφτής κατηράσθη αυτούς, ανεκήρυξε τήν καταστροφήν των ως έργον θεάρεστον καί τούς εις τήν κατ' αυτών πάλην πεσόντας ως μάρτυρας τής πίστεως. ΌΌσοι ηθέλησαν νά φύγωσιν, εφονεύθησαν διά τού ξίφους, οι πλείστοι δέ συγκατενάησαν μετά τού οικοδομήματος.» Απομνημονεύματα Πουκεβίλ Β' Τόμος. Τό σώμα τών γενιτσάρων (yeniceri) είχε εξοντωθεί ύστερα από πέντε αιώνες ύπαρξης. Η αρπαγή τού παιδιού από τή μάνα αποτέλεσε τήν κορύφωση τής βαρβαρότητας πού βίωσαν οι πρόγονοί μας κατά τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας. Τό παιδομάζωμα (devsirme) ήταν αυτό πού αποτέλεσε τόν χειρότερο φόρο αίματος γιά τούς Ρωμιούς ραγιάδες. Σύμφωνα μέ τόν Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο περίπου ένα
1020
εκατομμύριο Ελληνόπουλα αρπάχτηκαν από τούς Τούρκους γιά νά γίνουν στρατιώτες τού Αλλάχ καί νά πολεμήσουν τούς ίδιους τούς πατεράδες τους. "Εις έκαστον φορολογητέον τόπον προσήρχετο λοχαγός τών γενιτσάρων συνεπαγόμενος γραφέα, κομίζον δέ αυτοκρατορικόν φιρμάνιον. Ο τού τόπου προϊστάμενος ώφειλε νά υποβάλη αυτώ κατάλογον όλων τών οικογενειών, έκαστος δέ πατήρ ήτο υπόχρεως νά αναγγείλη πόσους υιούς είχε. Αφηρούντο πάντοτε οι κάλλιστοι καί ευρωστότατοι. Εν τοίς αρχαιοτέροις χρόνοις εις μόνος ελαμβάνετο αφ'εκάστης οικογένειας παίς, προϊόντος δέ τού χρόνου καί δύο, καί τρείς, καί αυτός ο μονογενής, όστις πρότερον εξηρείτο. Οι υπάλληλοι άρπαζαν πλειοτέρους τών απαιτουμένων καί τούς εκποιούσαν ως δούλους. Τό σύνολον τών ανδρών όσοι αφηρέθησαν από τού χριστιανισμού τής Ανατολής γιά τή συγκρότηση τού γενιτσαρικού τάγματος ημπορεί νά υπολογισθεί εις εν περίπου εκατομμύριον." Τά ευχάριστα νέα τής καταστροφής τών γενιτσάρων καί τής πτώσης τού Μεσολογγίου έδωσαν ελπίδες στό σουλτάνο γιά τήν οριστική καταστολή τής ελληνικής επανάστασης. Στήν Ευρώπη όμως η Εποποιία τής Ιερής Πόλης αναζωπύρωσε τόν φιλελληνισμό. Στή συντηρητική Πρωσία, ανώτατοι αξιωματικοί συμμετείχαν σέ εράνους υπέρ τού ελληνικού αγώνα. Ο ονομαστός στρατάρχης August Neidhardt von Gneisenau κατηγόρησε ανοιχτά μπροστά στό κοινό τού Βερολίνου τόν Μέττερνιχ γιά τήν φιλοτουρκική του πολιτική. Ο Γερμανός φιλέλληνας καί ουμανιστής φιλόλογος Friedrich Thiersch, πού ζούσε στό Μόναχο, κάλεσε τούς νέους από όλη τήν Ευρώπη νά ενισχύσουν τόν αγώνα τών Ελλήνων κατά τής βαρβαρότητας. Οι μονάρχες τής Ευρώπης είχαν χάσει τήν εκτίμηση τών υπηκόων τους, εξαιτίας τής αδιαφορίας τους, ιδιαίτερα μετά τή σφαγή στό Μεσολόγγι. Οι Γάλλοι πολίτες ήταν δυσαρεστημένοι μέ τούς αξιωματικούς πού υπηρετούσαν στόν αιγυπτιακό στρατό καί διαμαρτύρονταν έντονα στήν κυβέρνησή τους γιά τήν πολιτική στήριξη πού παρείχε στόν Αιγύπτιο σατράπη Μωχάμετ ΆΆλυ. "Οι βάρβαροι τής Ανατολής επετίθεντο εναντίον τών απογόνων εκείνων πού είχαν δώσει τά φώτα τού πολιτισμού καί τάς υπέρτατας αρχάς τής εξυψώσεως τού ανθρώπου. Δέν ήτο η Ελλάς η πνευματική πατρίς παντός πολιτισμένου ανθρώπου; ΈΈπειτα επρόκειτο περί τής θρησκείας. Οι αλλόθρησκοι εξεστράτευαν εναντίον Χριστιανών." Αλλά καί οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες παρακολουθούσαν από κοντά τίς εξελίξεις στήν επαναστατημένη Ελλάδα. Ο βασιλιάς τής Βαυαρίας Λουδοβίκος Α' είχε ζητήσει από τούς αξιωματούχους του νά τού γνωστοποιούν όλα τά νέα μέ τίς εξελίξεις τής επανάστασης τών Ελλήνων. ΌΌταν έμαθε γιά τήν πτώση τού Μεσολογγίου, βρισκόταν στήν όπερα τού Μονάχου. Αμέσως σηκώθηκε καί μέ δάκρυα στά μάτια έδωσε εντολή νά διακοπεί η παράσταση, αναφωνώντας "Δυστυχισμένη Ελλάς!".
1021
Αργότερα σέ ένα γράμμα του πρός τόν Καποδίστρια θά έγραφε: "Η ανεξαρτησία τής Ελλάδος είναι μία υπόθεση τής καρδιάς μου. Είχα κλάψει όταν ήμουν παιδί καί έμαθα στό μάθημα τής γεωγραφίας τήν υποδούλωσή της στούς Τούρκους. Νομίζω ότι δέν υπάρχει πρίγκηπας πού νά ποθεί τόσο πολύ νά δεί τήν Ελλάδα ελεύθερη. Η Ευρώπη έχει ένα τεράστιο χρέος πρός τήν Ελλάδα, γιατί από αυτήν ήλθε τό Ευαγγέλιο, οι επιστήμες καί οι τέχνες." Ακόμα καί στή Βιέννη τού Μέττερνιχ πλέον όλες οι φιλελληνικές εκδηλώσεις γίνονταν φανερά καί μπορούσαν ακόμα νά συμμετέχουν σέ αυτές καί Αυστριακοί επίσημοι. Η γειτονική Ελβετία πρωταγωνιστούσε στή συγκέντρωση τροφίμων γιά τήν επαναστατημένη Ελλάδα. Τό ποσό πού συγκεντρώθηκε από τίς φιλελληνικές επιτροπές στή Γενεύη, υπό τήν εποπτεία τού πιστού φίλου τού Καποδίστρια Ελβετού τραπεζίτη Ιωάννη Γαβριήλ Εϋνάρδου, (Jean Gabriel Eynard) ανήλθε στό ενάμιση εκατομμύριο φράγκα, ενώ διαρκώς συνέρρεαν τόνοι τροφίμων καί ρουχισμού, υπό τήν εποπτεία τών φιλελλήνων τού Μονάχου, τής Μασσαλίας, τού Παρισιού καί τής Γενεύης. Ο Eynard φρόντιζε γιά τήν φόρτωση τροφίμων σέ φορτηγά πλοία στήν Αγκώνα καί τήν Τεργέστη καί εν συνεχεία τήν αποστολή τούς στή Ζάκυνθο καί τό Ναύπλιο. Κατά τή διάρκεια τής πολιορκίας τού Μεσολογγίου, ο Eynard έγραψε στούς ΈΈλληνες φίλους του στά Επτάνησα ότι "ένα έθνος μαχόμενον διά τήν ύπαρξίν του, διά τήν θρησκείαν του, διά τήν πατρίδα του, εις τό τέλος θά απολαύση τό ποθούμενον." Ο Εϋνάρδος ήταν γόνος πλουσίας οικογένειας καί διέμενε στή Γενεύη. Εκεί γνώρισε τόν Ιωάννη Καποδίστρια, όταν ο τελευταίος ως εκπρόσωπος τού τσάρου τής Ρωσίας κατάφερε νά ενοποιήσει καί νά οργανώσει σέ ένα κράτος τά καντόνια τής Ελβετίας (Confoederatio Helvetica). ΉΉταν αυτός πού συνέταξε τό πρώτο Σύνταγμα τής χώρας καί η Ελβετία, χάρη στίς προσπάθειες τού Καποδίστρια, πέτυχε νά κατοχυρώσει τήν ανεξαρτησία της καί τό απαραβίαστο τών συνόρων της μέ αποφάσεις πού ελήφθησαν στό συνέδριο τής Βιέννης (Wiener Kongress 1814). Οι Ελβετοί σάν αναγνώριση τής προσφοράς τού Καποδίστρια τόν ανακήρυξαν επίτιμο πολίτη καί τού έστησαν ανδριάντα στή Λωζάννη καί στή Γενεύη. Ο Καποδίστριας έγινε πολύ στενός φίλος μέ τόν ισχυρό πλεόν τραπεζίτη καί διακεκριμένο πολίτη τής Γενεύης Eynard καί τόν εμύησε στήν προσπάθεια τών Ελλήνων νά αποκτήσουν τήν ελευθερία τους στά πλαίσια ενός ανεξάρτητου καί κυρίαρχου κράτους. ΌΌταν ο Καποδίστριας, μετά τήν έκρηξη τής επανάστασης, έχασε τήν θέση του ως Υπουργός Εξωτερικών τής Ρωσίας, εγκαταστάθηκε στή Γενεύη καί εκεί περνούσε ατελείωτες ώρες συζητώντας μέ τόν τραπεζίτη φίλο του γιά τή σωτηρία τής Ελλάδος. Στό νού τού σύγχρονου ΈΈλληνα έρχεται αμέσως η αντιπαραβολή
1022
εκείνου τού πολιτικού, μέ τούς πολιτικούς τού σήμερα. Από τήν μία ένας πετυχημένος διπλωμάτης διεθνούς αναγνώρισης, μέ ήθος καί εντιμότητα, πού διέθεσε όλη του τήν περιουσία γιά τήν Ελλάδα, ζώντας ταπεινά καί λιτά καί από τήν άλλη οι πάμπλουτοι πολιτικοί τής σημερινής Ελλάδος (2013), πού τήν χρεωκόπησαν καί οι οποίοι λειτουργούν περισσότερο ως υπάλληλοι ξένων κέντρων εξουσίας, παρά ως ηγέτες μίας χώρας. Ο Καποδίστριας αγωνίστηκε καί έδωσε τή ζωή του γιά μία ανεξάρτητη μονοεθνική χώρα μέ σύνορα, στήν οποία ο κυρίαρχος θά ήταν ο ελληνικός λαός. Οι σημερινοί πολιτικοί, μέσα από τίς επαύλεις καί τίς πισίνες τους, αγωνίζονται νά υλοποιήσουν σχέδια πού έχουν συνταχθεί στό εξωτερικό καί τά οποία θέλουν τή χώρα μας μία πολυπολιτισμική επαρχία τής νεοοθωμανικής Τουρκίας. Ο Καποδίστριας έδιωξε τούς Τούρκους, αλλά τά σημερινά κόμματα εξουσίας από κοινού μέ τά τουρκοκάναλα καί τούς αριστερούς αρνησιπάτριδες αλλά "χρήσιμους ηλιθίους" γιά τίς τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, αγωνίζονται νά τούς επαναφέρουν, στρώνοντας χαλιά στά εκατομμύρια τών μουσουλμάνων εποίκων πού διοχετεύει συστηματικά η Τουρκία στά εδάφη μας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας σέ άρθρο του σέ γαλλική εφημερίδα ειρωνευόταν τήν ουδετερότητα τών χριστιανικών κυβερνήσεων, η οποία ισοδυναμούσε μέ βοήθεια στόν ισχυρό καί βάρβαρο μουσουλμάνο σατράπη. "Η ουδετερότης, ήτις συγχωρεί τά πάντα, όταν τό έτερον τών διαμαχομένων μερών είναι αδυνατώτερον, καταντά πικρός περίγελως καί αιτία σκανδάλου. Τοιαύτη ουδετερότης πολεμεί υπόκρυφα καί κλεπτικώς τόν αδύνατον. Τοιαύτη πολιτική προξενεί φρίκη. Η δέ ουδετερότης τής Γαλλίας είναι ανεξήγητος. Η γαλλική σημαία καταισχύνεται υπηρετούσα τούς εχθρούς τού Σταυρού. Γαλλική φρεγάτα εβόλισε τά νερά τών Ψαρών, καί η νήσος εκείνη έπεσε εις τάς χείρας τών Τούρκων. Ιδού η ουδετερότης τής χριστιανικής Ευρώπης εις τόν πενταετή αγώνα, τόν οποίον οι Χριστιανοί τής Ανατολής αγωνίζονται επί τοσούτον ενδόξως κατά τών μουσουλμάνων τής Ασίας καί τής Αφρικής. Η εθνική τών Ελλήνων ανεξαρτησία αποφασίζεται από τό Θείον Δίκαιον, διότι ο πόλεμος αυτών είναι θρησκευτικός. Εάν οι ΈΈλληνες ηττηθούν καί τά μέρη τής Ελλάδος κατοικηθούν υπό τών αιμοβόρων μουσουλμάνων, τότε αλλοίμονον εις τάς κυβερνήσεις καί τούς λαούς τής Ευρώπης." ΌΌσοι Γάλλοι αξιωματικοί υπηρετούσαν τόν σατράπη τής Αιγύπτου, άλλοι τόσοι υπηρετούσαν τήν υπόθεση τής ελληνικής ανεξαρτησίας. ΈΈνας από αυτούς ήταν ο γενναίος αλλά ατίθασος Γάλλος συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος, ο οποίος ανέλαβε τήν οργάνωση τακτικού στρατιωτικού σώματος αποτελούμενο από ΈΈλληνες καί Ευρωπαίους φιλέλληνες. «Οι πρώτοι ξένοι, ούς ευγενής ορμή συνέδεσεν απ' αρχής τής επαναστάσεως μετά τού υπέρ τής ελληνικής ελευθερίας αγώνος, έπεσαν εν τή μάχη τού Πέτα, ή απεχώρησαν μετά μικρόν ο είς μετά τόν άλλον,
1023
καταπεπονημένοι υπό τών διχονοιών, ών παρίσταντο οι περίλυποι μάρτυρες. Μικρός μόνον αριθμός έσχε τό θάρρος νά εμμείνη. Είς μόνος ανήρ μεταξύ τών εργατών τούτων τής πρώτης ώρας κατώρθωσε νά προσκτήσηται εν Ελλάδι σπουδαιότητα καί αποστολήν προσωπικήν. Τίς υπέρ τού ελληνικού αγώνος ενδιαφερόμενος δέν ήκουσεν εκατοντάκις μετ' αίνων προφερόμενον τό όνομα τού Charles Fabvier! Τή 4η Ιουλίου 1825, ανετέθη τώ συνταγματάρχη Fabvier, διατάγματι τής υφεστώσης αρχής ο οργανισμός τού πρώτου τάγματος τών τακτικών. Μικρά τινα έργα εκτελεσθέντα υπό τήν οδηγίαν αυτού εν Ναυαρίνω είχον πείσει τούς ΈΈλληνας, ότι άν παρέμενεν εκεί, τό φρούριον δέν θά έπιπτε. Μηνί Αυγούστω 1825, τό τάγμα τών τακτικών περιελάμβανεν ήδη οκτακόσιους άνδρας καί έμελλε ν' αναχθή εις τρισχιλίους. Εν μηνί Μαρτίω τού 1826, ο Κάρολος Φαβιέρος απεβιβάζετο εις Εύβοιαν. Ο πασσάς τής Ευβοίας συγκεντρώσας τάς εαυτού δυνάμεις διεσκόρπισεν ακόπως τούς τακτικούς. Υπερφαλαγγισθείς δέ υπό τού τουρκικού ιππικού, ο Φαβιέρος ηναγκάσθη επιβιβαζόμενος καί πάλιν νά καταφύγη εις ΆΆνδρον, καταλείπων επί τού πεδίου τό πυροβολικόν αυτού καί τρείς Γάλλους αξιωματικούς, γενναίως πεσόντας παρ' αυτόν.» La Station du Levant (Guerre de l' independance hellenique, 1821-1829), Jurien de La Graviere. Ο Καραϊσκάκης αρχιστράτηγος τής Ρούμελης Οι ΈΈλληνες συγκλονίστηκαν από τήν πτώση τού Μεσολογγίου καί τό ηθικό τους κατέρρευσε. Η επανάσταση στή Δυτική Στερεά Ελλάδα ουσιαστικά διαλύθηκε καί οι κάτοικοι κατέφυγαν πάλι στά ορεινά τους καταφύγια στίς λεγόμενες "αποκλείστρες", γιά νά γλυτώσουν από τά αντίποινα τού τουρκικού στρατού. Οι καπετάνιοι τής Ρούμελης έκαναν καπάκια μέ τόν Κιουταχή καί ζήτησαν ράι μπουγιουρντιά (χαρτιά αμνηστείας) από τόν βαλή τής Ρούμελης. Ανάμεσά σέ αυτούς πού προσποιήθηκαν υποταγή ήταν ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Γεωργάκης Δυοβουνιώτης, ο Κόμνας Τράκας, ο Ανδρέας ΊΊσκος, ο Γιαννάκης Στάικος, οι Γιολδασαίοι, ο Σωτήτης Στράτος καί ο Γιάννης Ρούκης. Ο Κιουταχής, θριαμβευτής πλέον μετά τή μεγάλη του νίκη, έδωσε εντολή νά πανηγυρίσουν όλοι οι καζάδες (επαρχίες) γιά τήν επιτυχία τών στρατιωτών τού Ισλάμ. Γιά νά καλοπιάσει τούς οπλαρχηγούς είχε δώσει διαταγή στούς στρατιώτες του νά μήν καίνε τά χωριά πού θά συναντούν στό πέρασμά τους. Πολλοί κάτοικοι, πού γνώριζαν γιά τήν τύχη όσων στέλνονταν στά σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής, έστειλαν αντιπροσώπους γιά νά ζητήσουν προσκυνόχαρτα καί νά διασφαλίσουν ότι ο τουρκικός στρατός θά περνούσε χωρίς νά τούς ενοχλήσει. Κανένας δέν φαινόταν ικανός νά σταματήσει τήν προέλαση τού στρατού τού Κιουταχή, ο οποίος
1024
κατηφόριζε πρός τήν Αττική. Ο Ανδρούτσος είχε δολοφονηθεί από τόν Κωλέττη καί ο Γκούρας ήταν ανεπαρκής. Υπήρχε όμως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, τόν οποίον ευτυχώς ο Μαυροκορδάτος δέν είχε καταφέρει νά εκμηδενίσει. Ο "γύφτος" λοιπόν ήταν αυτός πού προέβαλλε πρώτος αντίσταση κατά τού Κιουταχή, στήν πορεία του πρός τήν Αθήνα. Ο Καραϊσκάκης από τό κρεβάτι πού ήταν καθηλωμένος, έστειλε τούς Σκαλτσά, Σαφάκα, Φραγκίστα καί Καλύβα μέ 150 άνδρες νά οχυρώσουν τό μοναστήρι τής Βαρνάκοβας. Ο Κιουταχής, μόλις πληροφορήθηκε τήν ύπαρξη ενόπλων έστειλε μέ τή σειρά του τούς πιστούς του αξιωματικούς Μουστάμπεη καί Κεχαγιάμπεη μέ 4000 Τουρκαλβανούς γιά νά εξολοθρεύσουν τούς άνδρες τού Καραϊσκάκη. Ο Τούρκος πασάς, στήν πορεία του πρός τήν Αθήνα, δέν ήθελε νά αφήσει πίσω του εστίες αντίστασης. Η επίθεση στό βυζαντινό μοναστήρι τής Παναγίας τής Βαρνάκοβας άρχισε τά χαράματα τής 20ής Μαΐου 1826, αλλά οι αλλεπάλληλες προσπάθειες τών επιτιθέμενων καθ' όλη τη διάρκεια τής ημέρας νά τό καταλάβουν απέτυχαν μέ σημαντικές απώλειες σέ νεκρούς καί τραυματίες. Οι στρατιώτες μέ πρώτο τόν Καλύβα καί οι καλόγεροι τής μονής μέ επικεφαλής τόν ηγούμενο Κοσμά Θεοχάρη πολέμησαν σάν λιοντάρια στίς πολεμίστρες, χωρίς μάλιστα νά έχουν σοβαρές απώλειες. Οι Γεώργιος Τσόγκας καί Γιαννάκης Ράγκος πού βρίσκονταν έξω από τό μοναστήρι, κτύπησαν τούς Τούρκους από τά νώτα, προξενώντας τους ακόμα περισσότερες απώλειες. Τή νύκτα οι αμυνόμενοι άναψαν πυρσούς φοβούμενοι νυκτερινή έφοδο. Οι Τούρκοι δέν τόλμησαν νέα επίθεση, αλλά αντίθετα καθ' όλη τή διάρκεια τής νύκτας έσκαβαν λαγούμια μέ σκοπό νά τούς βάλουν φωτιά καί νά τινάξουν τό τείχος τού μοναστηριού στόν αέρα. ΈΈνας Αρβανίτης ειδοποίησε τούς ΈΈλληνες γιά τά σχέδια τών Τούρκων καί οι αμυνόμενοι αποφάσισαν νά κάνουν έξοδο μέσα στή νύκτα καί νά χαθούν στό σκοτάδι. Πράγματι οι πολιορκημένοι εξόρμησαν τά μεσάνυκτα μέ τό σπαθί στο χέρι καί κατόρθωσαν νά σπάσουν τόν εχθρικό κλοιό έχοντας ελάχιστες απώλειες. Οι αρχηγοί Καλύβας καί Φραγκίστας τραυματίστηκαν σοβαρά, αλλά κατάφεραν νά διαφύγουν. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν εκ θεμελίων τό μοναστήρι, τό οποίο ανοικοδομήθηκε μετά από 5 χρόνια, τό 1831, από τόν Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος θεωρείται δεύτερος κτήτωρ τής Μονής. «Μετά τήν πτώσιν τού Μεσολογγίου, πεσούσης τής επαναστάσεως εν τή Δυτική Ελλάδι, ο Κιουταχής εξεστράτευσεν, ως είρηται, εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα. Οδεύων δ' υπέταξε τήν Εσπερίαν Λοκρίδα, Φωκίδα, Βοιωτίαν θείς καί φρουράς όπως διατηρή τήν συγκοινωνίαν μεταξύ Ηπείρου καί Δυτικής Ελλάδος, Θεσσαλίας καί Ανατολικής Ελλάδος. Ενώ δ' υπέτασσεν ο Κιουταχής τήν Δυτικήν Ελλάδα, πολλοί τών οπλιταρχών ή απελπίσαντες μετά τήν πτώσιν τού Μεσολογγίου περί
1025
τής ευοδώσεως τής επαναστάσεως ή αναμένοντες κρείσσονας περιστάσεις υπεκρίναντο υποταγήν (καπάκια). Εκ τούτων ήσαν οι οπλιτάρχαι Βαρνακιώτης, Δυοβουνιώτης, Ράγκος, Κοντογιάννης, ΊΊσκος. Ο δέ κράτιστος στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης, καίπερ ασθενής, όσον ηδύνατο αντετάσσετο τοίς περί τόν Κιουταχήν διατρέχουσι τήν Δυτικήν Ελλάδα, πέμπων αποσπάσματα επαναστατών εις άλλας επικαίρους θέσεις καί εις τήν μονήν Βαρνάκοβαν τής Δωρίδος, εις ήν έπεμψεν 150 εκλεκτούς υπό τούς οπλιτάρχας Ιωάννην Φραγγίσταν έναν εκ τών πιστών οπαδών τού περιωνύμου αρματωλού Κατσαντώνη καί τόν Καλύβαν αδελφόν τού εν Θερμοπύλαις παρά τώ ήρωϊ Αθανασίω Διάκω φονευθέντος. Ο Κιουταχής έπεμψε κατ' αυτών τόν περιώνυμον Μουστάμπεην καί τόν Κεχαγιάμπεην ηγουμένους πολλών Αλβανών, όπως καταλαβόντες τήν μονήν ενιδρύσωσιν εν αυτή φρουράν, άμα δέ τή 20η Μαΐου 1826 ήρξατο η πολιορκία, μάτην δ' εφ' όλης τής ημέρας ηγωνίσθησαν οι Αλβανοί, όπως εκπολιορκήσωσι τήν μονήν αποβαλόντες πολλούς νεκρούς καί τραυματίας. Τή δέ νυκτί επειράθησαν εξ εφόδου υπό τό σκότος νά εισπηδήσωσιν, αλλ' απεκρούσθησαν διότι οι πολιορκούμενοι διετέλουν δι' όλης τής νυκτός ανάπτοντες πυρσούς εκ ξύλων, εξ υφασμάτων καί εκ τών φουστανελλών αυτών βεβαπτισμένων εν ελαίω πρός φωτισμόν τού περιβόλου τής μονής καί φυλάττοντες άγρυπνοι τά μάλλον ευεπίβατα αυτού. Οι δέ μονασταί, εν οίς ο ηγούμενος τής μονής Κοσμάς Θεοχάρης καί οι ιερομόναχοι Παρθένιος, Ανατόλιος, Ιωακείμ, Κυπριανός καί Καλλίστρατος, νύν μέν υπό τόν ήχον τού κώδωνος καί τών σημάντρων τού ναού ετέλουν παρακλήσεις, νύν δέ αρπάζοντες τά όπλα έσπευδον εις τούς προμαχώνας τού περιβόλου ένθα δεινοτέραν ηπείλουν οι πολιορκηταί έφοδον. Μάτην δ' αποπειραθέντες τήν νύκτα οι πολιορκηταί νά εκπολιορκήσωσιν εξ εφόδου τήν μονήν τή υστεραία κατασκεύαζον υπονόμους εν κρυπτώ τού περιβόλου τής μονής. Περί τήν εσπέραν Αλβανός τις εφώνησεν: "Ορέ καπετάνιε, όποιος καί άν είσαι μάθε ότι τό ποντίκι εμβήκεν από κάτω καί άμα έβγη ο ήλιος, δέν θά μείνει ρουθούνι καί ότι θά κάμετε, κάμετε". Διό, συμβουλίου γενομένου, μετά τήν μέσην νύκτα εξορμήσαντες ξιφήρεις διεξήλθον οι πολιορκούμενοι, εξ ών εφονεύθησαν τρείς καί ετραυματίστησαν επτά, εν οίς καί ο οπλιτάρχης Φραγγίστας κατά τήν κεφαλήν. Εξελθόντες δ' οι πολιορκούμενοι διά Πλεσίου αφίκοντο εις τόν Κόρακα (Βαρδούσια), όπου διέτριβεν ο Καραϊσκάκης.» Γενική Ιστορία (1890), Γεώργιος Κρέμος Στήν Αθήνα, η είδηση τής καθόδου τού Κιουταχή δημιούργησε πανικό. Οι κάτοικοι μετέφεραν τά γυναικόπαιδα στήν Κούλουρη (Σαλαμίνα) καί άρχιζαν τίς ετοιμασίες γιά νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό. Η τυραννική διαγωγή τού διοικητή τής πόλης Γκούρα είχε δημιουργήσει
1026
πολλούς τουρκολάτρες, οι οποίοι δέχτηκαν νά προσκυνήσουν τόν Κιουταχή, ενώ κάποιοι Χασιώτες προσκυνημένοι δολοφόνησαν καί τόν γενναίο οπλαρχηγό Μελέτη Βασιλείου πού τόσα είχε προσφέρει γιά τήν απελευθέρωση τών Αθηνών. Ο Γκούρας είχε δώσει προτεραιότητα στήν αύξηση τής προσωπικής του περιουσίας. ΈΈστελνε τά αποβράσματα πού είχε στό στρατιωτικό του σώμα, μεταξύ τών οποίων τόν κακούργο Μάνταλο καί κατάκλεβε τούς κατοίκους τής Αττικής. Ο Μάνταλος συνέλαβε τόν ογδονταπεντάχρονο Ιωάννη Κτενά καί τόν έριξε στά μπουντρούμια, δολοφόνησε τήν νεαρή Αικατερίνη Κόρδα πού αρνήθηκε νά τού δώσει χρήματα καί τραυμάτισε θανάσιμα τόν Φυλακτό Δεμερτζή. Στό μεταξύ, ο Κιουταχής πέρασε από τά Σάλωνα καί στίς 28 Μαΐου 1826 κατέλαβε τή Θήβα. Στή συνέχεια έφθασε στό Μενίδι καί τή Χασιά (Δήμος Φυλής), όπου οι τουρκόφρονες έτρεξαν νά τόν προϋπαντήσουν. Από εκεί ο Ρεσίτης έστειλε δεκάδες απεσταλμένους στά χωριά τής Αττικής ζητώντας υποταγή καί επαναφορά στό παλαιό καθεστώς τής "δικαίας καί ανεκτικής οθωμανικής διοίκησης". Στήν Ελευσίνα είχε στηθεί ελληνικό στρατόπεδο από τούς Νικόλαο Κριεζώτη καί Βάσο Μαυροβουνιώτη καί παράλληλα οι Μακεδόνες, οι Θεσσαλοί καί οι Θράκες αγωνιστές είχαν δημιουργήσει ένα ξεχωριστό σώμα μέ δική του σημαία καί είχαν τεθεί μέ δική τους πρωτοβουλία κάτω από τίς διαταγές τού Καραϊσκάκη. ΌΌλοι πλέον έβλεπαν στό πρόσωπο τού γιού τής καλόγριας, τόν μοναδικό αρχηγό πού θά μπορούσε νά αντιμετωπίσει τόν εχθρό πού βρισκόταν πρό τών πυλών. Στήν κυβέρνηση όμως κανένας δέν τολμούσε νά προφέρει τό όνομα "Καραϊσκάκης" μπροστά στόν Ανδρέα Ζαΐμη εξ αιτίας τών δεινών πού είχε υποφέρει ο Καλαβρυτινός προεστός από τά ρουμελιώτικα στρατεύματα κατά τή διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου. Ο Καραϊσκάκης ήταν ανάμεσα σέ αυτούς πού είχε βγάλει σέ πλειστηριασμό τά υπάρχοντα τής οικογένειας Ζαΐμη. Ο Ζαΐμης όμως μίλησε πρώτος καί είπε: - "Δέν βλέπω άλλον αξιώτερον από τόν Καραϊσκάκην". Στή συνέχεια τόν διόρισε Γενικό Αρχηγό τών στρατευμάτων τής Ανατολικής Στερεάς καί τού υποσχέθηκε ότι θά τόν στηρίξει μέ όλες του τίς δυνάμεις. Οι δύο άντρες συναντήθηκαν καί αγκαλιάστηκαν μπροστά στό έκπληκτο υπουργικό συμβούλιο. Ο Καραϊσκάκης ξεκινούσε τήν ιστορική του πορεία πού θά έβαζε τό όνομά του στίς πιό ψηλές θέσεις τών Ηρώων τού Εικοσιένα. Ο "Σταυραετός τής Ρούμελης" αρχικά πήγε στήν Ελευσίνα έχοντας μαζί του τόν Γιαννάκη Φραγκίστα, τόν Κωνσταντίνο Βέρη, τόν Νάκο Πανουργιά, τόν αδελφό τού Οδυσσέα Γιαννάκη καί τά σώματα τών Μακεδόνων. Εκεί συνάντησε τόν Γάλλο αξιωματικό Φαβιέρο μέ δύο τάγματα τακτικού στρατού, ο οποίος έφθασε από τά Μέθανα. Γιά νά μήν υπάρξει σύγκρουση μεταξύ τών δύο αρχηγών, η κυβέρνηση είχε συστήσει στόν Καραϊσκάκη νά συμβουλεύεται τόν Φαβιέρο καί νά αποφασίζουν
1027
από κοινού γιά τίς πολεμικές επιχειρήσεις. ΆΆλωση τών Αθηνών (3 Αυγούστου 1826) Στίς 3 Ιουλίου 1826 ο τουρκικός στρατός πού αποτελείτο από 20000 άνδρες στρατοπέδευσε στά Πατήσια καί ξεκίνησε τήν πολιορκία τής πόλης τών Αθηνών, μέσα στήν οποία ήταν κλεισμένοι οι 1400 στρατιώτες τού Ιωάννη Γκούρα. Σέ αυτούς ήρθαν τήν τελευταία στιγμή νά προστεθούν 100 άνδρες μέ αρχηγούς τούς Στάθη Κατσικογιάννη, Διονύσιο Ευμορφόπουλο καί Γεράσιμο Φωκά. Οι πιό σημαντικοί οπλαρχηγοί πού είχε κάτω από τίς διαταγές του ο Γκούρας ήταν οι Μακρυγιάννης, Μήτρος Λέκκας, Συμεών Ζαχαρίτσας, Νερούτσος Μπενιζέλος, Νικόλαος Δανίλης, Νικόλαος Μπενιζέλος, Δημήτριος Καψοράχης, Μήτρος Λήτσας καί Αναγνώστης Ντάβαρης. Τά κανόνια τού Κιουταχή άρχισαν αμέσως τό καταστροφικό τους έργο, προξενώντας σημαντικές φθορές στά τείχη τής πόλης. Ο έμπειρος Τούρκος στρατηγός πίεζε τά στρατεύματά του νά καταλάβουν τήν Αθήνα, προτού οι ΈΈλληνες πού είχαν συγκεντρωθεί στήν Ελευσίνα, ανασυνταχθούν καί περάσουν στήν αντεπίθεση. Ο Κιουταχής είχε ζητήσει βοήθεια από τόν δραστήριο Ομέρ πασά τής Καρύστου, ο οποίος κατέλαβε τό Καπανδρίτι καί τό ιππικό του προχώρησε ακόμα καί μέχρι τόν Πειραιά. Οι Βάσος Μαυροβουνιώτης καί Νικόλαος Κριεζώτης έστησαν ενέδρα στά Λιόσια καί σκότωσαν αρκετούς Τούρκους ιππείς κατά τήν επιστροφή τους από τόν Πειραιά. Ο Ομέρ ακολουθώντας τίς εντολές τού Κιουταχή μοίραζε καί αυτός μέ τή σειρά του χαρτιά αμνηστείας ζητώντας υποταγή από τά χωριά τής Δυτικής Αττικής, μέ ευνοϊκά γι' αυτόν αποτελέσματα, καθώς εκατοντάδες ήταν οι χωρικοί πού έτρεχαν νά προσκυνήσουν τόν Τούρκο πασά. Οι Αθηναίοι, έχοντας σάν πρότυπό τους τή θυσία τού Μεσολογγίου καί αντλώντας κουράγιο από τά διάσπαρτα αρχαία μνημεία τών προγόνων τους, ήταν αποφασισμένοι νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων. "Εάν οι συμπατριώτες μας μάς αφήσουν αβοήθητους, τότε τά σώματά μας θά τά σκεπάσουν οι ναοί τού Παρθενώνα, τού Ποσειδώνα καί τού Ερεχθέα, τά οποία διά νά μήν καπνισθούν καί άλλη μία φορά από τόν καπνό τών βαρβάρων θέλουν πέσει μαζί μας." Τούς πολιορκημένους είχε επισκεφθεί πρό ημερών καί ο φιλέλληνας Βρετανός πλοίαρχος Χάμιλτον, ο οποίος τούς είχε πεί ότι πάσει θυσία θά πρέπει νά κρατήσουν τό σημαντικό αυτό φρούριο, αφού οι Προστάτιδες Δυνάμεις συζητούσαν πλέον ανοιχτά γιά τήν αναγνώριση τής ανεξαρτησίας τής Ελλάδος. Κάθε μέρα πού περνούσε έφερνε τήν Ελλάδα πιό κοντά στήν ελευθερία. Πολύτιμη γιά τήν άμυνα ήταν καί ή άφιξη τού Κώστα Χορμοβίτη,
1028
περίφημου λαγουμιτζή πού είχε διακριθεί στήν πολιορκία τού Μεσολογγίου. Στίς 13 Ιουλίου 1826 ο Μακρυγιάννης μέ Αθηναίους ενόπλους επιχείρησε ξαφνική έφοδο καί κτύπησε τούς Τούρκους πυροβολητές πού βρίσκονταν στά αλώνια τού Γερανίου (νότια από τήν πλατεία Ομονοίας κοντά στού Ψυρρή), σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς. Τήν επόμενη νύκτα ήταν η σειρά τών Τούρκων νά επιτεθούν γιά νά καταλάβουν τούς στύλους τού Ολυμπίου Διός, αλλά τό εγχείρημά τους απέτυχε. Οι Αθηναίοι γιά νά αντιμετωπίσουν τά τουρκικά κανόνια στό Γεράνι, έστησαν κανονοστάσια στούς Αγίους Αναργύρους. Στίς 31 Ιουλίου 1826, οι Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή συνέλαβαν επτά ΈΈλληνες στρατιώτες πού είχαν σταλεί από τό στρατόπεδο τής Ελευσίνας πρός τούς πολιορκημένους τής Αθήνας μέ επιστολές πού τούς πληροφορούσαν ότι σύντομα θά ξεκινούσε ελληνική επίθεση κατά τού Κιουταχή. Τελικά τήν πληροφορία αυτή τήν χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Κιουταχής, ο οποίος ενέτεινε τίς προσπάθειες γιά κατάληψη τής πόλης. Ο Γκούρας δέν είχε φροντίσει νά οχυρώσει επαρκώς τό τείχος τής πόλης ούτε είχε εφοδιάσει τήν πόλη μέ κανόνια. Σύμφωνα μέ τόν αυτόπτη μάρτυρα Διονύσιο Σουρμελή, παρά τά τεράστια ποσά πού είχε εισπράξει από τόν προστάτη του Κωλέττη, τό φρούριο είχε τρομερές ελλείψεις σέ μπαρούτι, μολύβι καί φυσέκια. Οι Τούρκοι ποτισμένοι μέ ρούμι καί ρακί γιά νά πάρουν θάρρος επιτέθηκαν μέ τήν ανατολή τού ηλίου τής 3ης Αυγούστου 1826 σέ πολλά σημεία τού τείχους καί τελικά κυρίευσαν τήν Αθήνα από τήν Γύφτικη Πόρτα (βορειοδυτικά τής πόλης όπου ξεκινούσε ο δρόμος γιά τήν Ελευσίνα στή σημερινή οδό Σαρρή) καί τούς προμαχώνες τών Αγίων Θεοδώρων καί τών Αγίων Αναργύρων. Οι απώλειες τών Ελλήνων από τήν μάχη τής 3ης Αυγούστου 1826 ήταν 30 νεκροί ενώ οι Τουρκαλβανοί έπιασαν αιχμάλωτες καί 40 γυναίκες. ΌΌλοι οι υπόλοιποι έτρεξαν νά οχυρωθούν στήν Ακρόπολη, αφήνοντας τόν Κιουταχή κυρίαρχο τής πόλης τών Αθηνών. «Ο εχθρός έρχεται εις τήν Αττικήν τόν Ιούνιον μήνα 1826. Τά δύο χωρία τής Αττικής Χασιά καί Μενίδι, τόν υποδέχονται καί τόν προσκυνούν. Τήν 3ην Ιουλίου 1826 εστρατοπέδευσεν ο εχθρός έξω τής πόλεως, αφ' ής ημέρας άρχεται ο αποκλεισμός. Η σύμπνοια τών Αθηναίων μετά τών περί τόν Γεράσιμο Φωκά καί Διονύσιο Ευμορφόπουλο έκαμε τήν άτακτον φρουράν τού Γκούρα νά συσταλή, καί νά μήν ταράττεται καί ταράττη σφοδρώς. Εν τούτω δέ εκδίδομεν πρός τού έξω τήν παρούσαν προκήρυξιν. "Κρίνομεν χρέος μας ιερόν, αφού ευρέθημεν επάνω εις τόν σταυρόν καί εις τό σπαθί μας διά νά σώσωμεν τάς ιεράς Αθήνας, ή νά συγκαταταφώμεν εις τήν πλέον επιθυμητήν γήν, πρώτον νά επικαλεσθώμεν τήν Θείαν βοήθειαν καί δεύτερον νά προκηρύξωμεν εις όλους τούς ομογενείς οποίας ελπίδας καί οποία αισθήματα πρέπει νά
1029
έχωσι. Θέλομεν πολεμήση τόν εχθρόν μέχρις εσχάτης αναπνοής, έχοντες παράδειγμα τούς αθανάτους τού Μεσολογγίου μέ τόν ενθουσιασμόν εκείνον τόν οποίον γεννά η θρησκεία καί ο πατριωτισμός." Από τής 5ης μέχρι τής 12ης τού Ιουλίου 1826 εγένεντο μικροί ακροβολισμοί καί κανονοβολισμοί. Τήν δέ ερχομένην νύκτα οι εχθροί έκαμαν μέγαν θόρυβον μετά κραυγών καί τουφεκισμών, οι δέ ημέτεροι εξελθόντες τών τειχών κατεδίωξαν αυτούς κτυπώντες μέ τό πύρ καί μέ τόν σίδηρον επέκεινα ενός μιλίου, επέστρεψαν απλήγωτοι. Τήν αυτήν ημέραν πρός τήν νύκτα εισήλθεν ο Κώστας Λαγουμιτζής υπονομοποιός μετά καί άλλων εβδομήκοντα Αθηναίων. Τήν 15ην Ιουλίου εφάνη πρώτον κανονοστάσιον τών εχθρών, καί ακολούθως αύξησεν ο αριθμός. Αι σφαίραι τών κανονίων ήσαν από 5 - 18 οκάδας. Συγχρόνως έστησαν καί όλμους βομβών, ώστε τό πύρ ηύξανεν ημέραν παρ' ημέραν. Τό κάτω τείχος εκτυπάτο αδιακόπως, καί οι ημέτεροι ενησχολούντο εις επισκευάς καί εναντιώσεις. Ο Κιουταχής αφού έμαθε τήν αρχηγίαν τού Καραϊσκάκη καί τήν έλευσιν τών ελληνικών σωμάτων εις Σαλαμίνα καί Ελευσίνα, πρίν συνέλθωσιν έξω τών Αθηνών, καί επιφέρωσιν εμπόδια, σπεύδει νά κυριεύση τήν πόλιν. Μετέρχεται λοιπόν σφοδρότερον καί πυκνότερον τόν κανονοβολισμόν εναντίον τών μπουρτζίων (φρουρίων) ημέραν καί νύκταν αδιακόπως. Περί τόν όρθρον λοιπόν τής 3ης Αυγούστου 1826, αφού ο Κιουταχής επότισε τούς μέλλοντας νά κάμωσι τήν έφοδον ρακί καί ρούμι, έδωκε τό σύνθημα τής εφόδου. ΌΌσοι εξεύρουσι τήν έκτασιν τού τειχίου τής πόλεως, μαθόντες δέ καί τόν αριθμόν τών υπερασπιζομένων αυτό, ότι δέν υπερέβαινε τούς οκτακοσίους, θέλει πιστεύσει ότι ήτον αδύνατον νά αντικρούσωσι πέντε χιλιάδας επερχομένους διά μιάς. Μόλον τούτο εκτυπήθησαν μέ ανδρείαν τών ημετέρων καί εις τήν πρώτην εφόρμησιν γενομένην κατά τήν πύλην τής Αγίας Τριάδος δέν ηδυνήθησαν νά εισέλθωσιν, αλλ' οπισθοδρομήσαντες εισήλθον δι' άλλων εισόδων αδυνατωτέρων περί τήν πύλην τήν Αχαρνών. Εφονεύθησαν δέ πολλοί τών εχθρών, εξ ημών δέ 30 επληγώθησαν καί δώδεκα εχάθησαν. Κατ' αυτήν ο γενναίος Δημήτριος Καζαντζής πληγωθείς, όμως συλλαβών ζώντα ένα Τούρκο γιγαντιαίον, ανήγαγεν εις τό φρούριον, καί μετ' ολίγας ημέρας εκ τού τραύματος ετελεύτησε νέος. Οι ημέτεροι, αφού οι εχθροί εισήλθον εις τήν πόλιν, δέν έπαυον νά καταβαίνωσι από τού φρουρίου τής Ακροπόλεως, άλλους μέν νά καίωσιν εντός οικιών, άλλους δέ νά φονεύωσι καί άλλους νά ζωγρώσιν. Ο Μήτρος Σαρκουδίνος τήν 4ην Αυγούστου 1826, μετά καί άλλων τινών καταβαίνων εις τινας οικίας πρός τό ανατολικό μέρος, εισέρχεται ατρομήτως, κτυπά, φονεύει καί ενώ μέ τό πύρ εις τάς χείρας επροσπάθει νά καύση τήν οικίαν τού Σταύρου Πατούσα, εν ή ήσαν Τούρκοι, μή θέλοντες νά παραδοθώσι, πληγώνεται καιρίως, αφού όμως κατόρθωσε διαδοθέντος τού πυρός νά ζωγρηθώσιν έξ εξ αυτών. Ετελεύτησε δέ ο
1030
πληγωθείς Σαρκουδίνος μετά τέσσαρας ημέρας. Ο ζήλος του εις τήν ελευθερίαν καί τό μίσος του πρός τούς Τούρκους ήσαν δείγματα τής μεγαλοψυχίας του. Αυθημερόν πληγωθείς καί ο Δημήτριος Πρεβεζάνος ετελεύτησε καί ούτος ο ανδρείος αξιωματικός τής φρουράς.» Ιστορία τών Αθηνών κατά τόν υπέρ Ελευθερίας Αγώνα, Διονύσιος Σουρμελής. «Αφού μπήκε ο Γκούρας εις τό ταχτικόν, εις τήν Διοίκηση είχε τόν συμπέθερό του Γιαννάκο Βλάχο καί τούς άλλους φίλους του. Κι' όλοι αυτείνοι συνφώνησαν νά στείλουν μίαν επιτροπή εις τήν Αθήνα δική τους, από φίλους, νά πουλήσουνε τήν εθνική γής καί νά τήν πάρη ο Γκούρας κι' αυτείνη όλη η συντροφιά, γής, ελιές, σπίτια, αργαστήρια καί τά εξής. Στέλνουν επιτροπή τόν Γιάννη Κουντουμά, τόν Θανάση Λιδορίκη, τόν Γιωργάκη Μόστρα. Αφού ήρθαν, βγάζουν μίαν προκήρυξη δι' αυτά, νά τά πουλήσουνε. Μιά ημέρα πήγαινα μέ τόν Γκούρα σεργιάνι καβάλλα. Μέ κολάκευε ήθελε νά μού δώση μίαν ανιψιά του γυναίκα. - "Τού Χασεκή (Ο Χατζή Αλή Χασεκής ήταν ένας αιμοβόρος Τούρκος δυνάστης πού έκτισε τό ομώνυμο τείχος τό 1778 μέ τόν ιδρώτα καί τό αίμα τών ραγιάδων τής Αθήνας), τά υποστατικά, ελιές, περιβόλι κι' όλη τήν περιφέρεια θά τήν πάρω εγώ δι' όσα μού χρωστάει τό ΈΈθνος". - "Εσύ πήρες θησαυρούς από αυτό τό δυστυχισμένο ΈΈθνος εις τά στρατόπεδα, εις τήν Αθήνα, εις τήν Πελοπόννησο. Πόσο φουσάτο έχεις εις τήν οδηγίαν σου; Ποτέ δέν βγαίνουν τρακόσοι άνθρωποι καί πλερώνει όλη η Ανατολική Ελλάς καί η κυβέρνηση δι' αυτούς. Κι' όλον τόν κόσμο τόν γύμνωσες καί δόντια έβγαλες εσύ κι' ο Μαμούρης σου καί μέ τό τζεκούρι σκοτώσατε ανθρώπους. Τό Σαρρή τόν σκοτώσατε γιά πενήντα χιλιάδες γρόσια οπού 'χε απάνου του, εις γρόσια καί τζιβαϊρκά (κοσμήματα), τά πήρε ο Μαμούρης καί τά μεράσετε. Τέλος πάντων εσύ γυρεύεις ακόμα από τήν κυβέρνησιν νά πάρης καί οχτακόσες χιλιάδες γρόσια καί κατά τήν επιτροπή, οπού 'ναι διορισμένοι όλοι φίλοι σου, θά πάρης υποστατικό οπού ν' αξίζη πενήντα διά δέκα αυτείνη η επιτροπή θά τό ξετιμήση τοιούτως. Οι φίλοι σου καί οι συγγενείς σου κυβερνήτες τά 'πικυρώνουν. Τέλος πάντων εσύ κι' ο Μαμούρης σου θά γίνης Μεμεταλής, εσύ, κι' αυτός Μπραΐμης κ' εμάς θά μάς πάρετε είλωτες! Νά τήν χέσω τέτοια λευτεριά, οπού θά κάμω εγώ εσένα πασιά!" - "Τι κουβεντιάζεις έτζι;" - "ΈΈτζι κουβεντιάζω! ΌΌταν τά πάρης εσύ αυτά καί οι φίλοι σου, νά μέ φτύσης!" Σηκώθηκα κι' αναχώρησα κατά τό κονάκι μου. Ο Κιτάγιας (Κιουταχής) ήρθε μέ μεγάλη δύναμη ανθρώπων, μέ καβαλλαρία, μέ κανόνια, μ' όλα τ' αναγκαία τού πολέμου. ΈΈπιασε τά Πατήσια. Τά χωριά τά περισσότερα τής Αθήνας προσκύνησαν, ότι από τήν δικαιοσύνην μας πολλούς κατοίκους τούς ηύρανε φορτωμένους
1031
πέτρες καί τούς ξεφόρτωσαν κι' άλλους τούς λευτέρωσαν, οπού τούς παιδεύαμεν διά χρήματα. Αφού μάθαν οι Αθηναίοι ότι έρχεται ο Κιτάγιας, μέ ζήτησαν εις τόν Φαβιέ, ότ' ήμουν εις τήν οδηγίαν του, καί μο' 'δωσε τήν άδεια κ' έμεινα άμα πήγε εις τά Μέθενα (Μέθανα Τροιζηνίας) μέ τό σώμα. (Ο Μακρυγιάννης ήταν στά Μέθανα μέ τόν αρχηγό τού τακτικού Φαβιέρο καί αφού πήρε άδεια μπήκε στήν Αθήνα γιά νά ενισχύσει τήν άμυνά της). Καί μέ διορίσαν μ' άλλους δυο Αθηναίους τόν Συμεών Ζαχαρίτζα καί Νερούτζον Μετζέλο (Νερούτσος Μπενιζέλος) καί ήμαστε μ' ανθρώπους εις τά τείχη της πόλεως καί πολεμούσαμεν νύχτα καί ημέρα τριάντα τέσσερες ημέρες. Ο Κιτάγιας χάλαγε τά τείχη μέ τά κανόνια κ' εμείς φκειάναμεν. Καί καταφανιστήκαμεν εις τόν σκοτωμόν καί πληγωμόν. Μίαν αυγή, μίαν ώρα νά φέξη, αφού γκρέμισε σέ πολλά μέρη της πόλεως τά τείχη καί δέν μάς άφηναν τά κανόνια τ' ακατάπαυτα νά μερεμετίσουμεν (επιδιορθώσουμε) τά τείχη, τότε μπήκαν οι Τούρκοι, (3 Αυγούστου 1826) τούς μέθυσε πρώτα μέ ρούμι καί μπήκαν από τρεις μεριές. Κι' ανακατωμένοι μέ τούς Τούρκους πήγαμεν πολεμώντας ως τό κάστρον. (Αρχές Ιουλίου 1826 ξεκίνησε η πολιορκία τής πόλης καί ύστερα από ένα περίπου μήνα ο Κιουταχής κατάφερε νά τήν καταλάβει, αναγκάζοντας τούς αμυνόμενους νά αποσυρθούν στόν βράχο τής Ακρόπολης). Εις τά μπροστινά τείχη τά μακρύτερα, οπού 'ναι πρόσωπον τών Πατησίων, φυλάγαμεν οι Αθηναίοι κι' ο γενναίος κι' αγαθός πατριώτης ο Μορφόπουλος (Διονύσιος Ευμορφόπουλος) από τήν Μπουμπουνίστρα (πύλη τών Αθηνών στά ανατολικά τείχη κοντά στήν Πύλη τού Αδριανού) κι' ως τό ριζό τού κάστρου ο Μαμούρης μ' ανθρώπους τού Γκούρα καί χωργιάτες από τίς Κολώνες, τόν Αγιώργη, ως τό ριζό τού κάστρου ο Στάθης Κατζικογιάννης. ΌΌλοι αγωνίστηκαν γενναίως καί πατριωτικώς. Η πατρίς χάριτες τούς χρωστάγει. Ο Γκούρας ήταν εις τό κάστρον κι' ούθεν έκανε ανάγκη, οπού ήταν πολύς πόλεμος, πρόφτανε. Καί γενικώς όλοι αγωνιστήκανε πατριωτικώς καί γενναίως. Οι Τούρκοι ολόγυρα τήν χώρα είχαν κανονοστάσια, τάμπιες (ντάπιες), καί βαρούσαν μέ κανόνια, μπόμπες καί γρανέτες καί λιανοντούφεκον. Αυτείνοι πλήθος κ' εμείς ολίγοι ως πεντακόσοι άνθρωποι, κάτου όχι απάνου. Οι θέσες εκτεταμένες. Πήγαμεν εις τό φρούριον. ΉΉταν η νίλα εκεί γυναικόπαιδα, ζώα. Γιόμωσε ο Σερπετζές (Φράγκικος πύργος κτισμένος κοντά στά Προπύλαια πού κατεδαφίστηκε τό 1877.) Η Θεία Πρόνοια, αδελφοί αναγνώστες, είναι μεγάλη καί δίκια. Οι Τούρκοι είχαν πιασμένες όλες τίς θέσες ολόγυρα εις τήν χώρα καί τό κάστρο. Εβήκαν οι άνθρωποι, γυναικόπαιδα, κλαίγοντας, μέ τόσα ζώα, καί οι Τούρκοι δέν τούς πήραν χαμπέρι τελείως καί σωθήκανε όλοι χωρίς νά ματώση μύτη κανενού καί πήγαν εις Αμπελάκι (Αμπελάκια
1032
Σαλαμίνας) καί Κούλουρη (Σαλαμίνα). Τήν χώρα τήν βαστήσαμεν τριάντα τέσσερες ημέρες. Κολλήσαμεν εις τό κάστρο Αυγούστου 3, τά 1826. ΌΌταν μπήκαμεν εις τό κάστρο, ήταν πλήθος εκεί βόιδια. Ο Γκούρας, αμαθής από μπλόκους, τά 'βγαλε καί τ' απόλυσε όλα έξω, καί τά πήραν οι Τούρκοι. Τού λέγω: - "Τί κάνεις, αδελφέ; εδώ είναι πολιορκία." - "Λέγει, λίγον καιρό θά κάμωμεν". ΈΈτζι το' 'λεγαν οι Ευρωπαίγοι, οπού 'ρχονταν εις τό κάστρο, καί τούς πίστευε. ΌΌταν δέν είχαμεν ούτε ψωμί, βάρειε τό κεφάλι του. Τά βόιδια τά 'φαγαν οι Τούρκοι κ' ευκιώνταν τήν ανοησίαν τού Γκούρα. Εγώ ήμουν καμμένος από τό κάστρο τής ΆΆρτας, οπού καθόμουν νηστικός, κι' από τό Νιόκαστρο, οπού δέν είχαμεν ούτε νερό.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Μάχη τού Χαϊδαρίου (6 - 8 Αυγούστου 1826) Ο Καραϊσκάκης πού βρισκόταν στήν Ελευσίνα, μόλις έλαβε τήν είδηση τής κατάληψης τών Αθηνών από τίς δυνάμεις τού Κιουταχή αποφάσισε νά δράσει. Παρά τήν αντίθετη γνώμη τού Φαβιέρου, ο οποίος τελικά περισσότερο εμπόδιζε παρά βοηθούσε τόν Καραϊσκάκη στίς επιχειρήσεις του, ο ελληνικός στρατός κινήθηκε πρός τό Χαϊδάρι. Εκεί οι στρατιώτες έριξαν μία ομοβροντία μέ τά όπλα τους γιά νά κάνουν γνωστή τήν άφιξή τους τόσο στούς πολιορκημένους όσο καί στόν ίδιο τόν Τούρκο σερασκιέρη. Ο Καραϊσκάκης προτιμούσε νά δεχτεί επίθεση παρά νά πραγματοποιήσει ο ίδιος επίθεση στό στρατόπεδο τού Κιουταχή, αφού απέφευγε σάν τόν Κολοκοτρώνη νά εκθέτει τούς άνδρες του στόν κίνδυνο, γιά νά μήν τούς προκαλεί απώλειες. Ο ελληνικός στρατός ανερχόταν σέ 3000 ενόπλους καί είχε νά αντιμετωπίσει 20000 τουρκικό ασκέρι εφοδιασμένο μέ κανόνια καί ισχυρό ιππικό. Ο "Σταυραετός τής Ρούμελης" πολύ σωστά υπολόγισε ότι ο Κιουταχής θά έστελνε χωρίς καθυστέρηση τό ιππικό του γιά νά διώξει τίς ενισχύσεις τών Ελλήνων. ΈΈτσι έδωσε εντολή στά παλληκάρια του νά φτιάξουν ταμπούρια σέ ορεινές θέσεις καί νά οχυρωθούν εκεί. Οι Νικόλαος Κριεζώτης, Στέφος Σέρβος, Κατσαρός καί Χριστόφορος Περραιβός βρίσκονταν στά αριστερά τής ελληνικής παράταξης καί ο Γεώργιος Χελιώτης στά δεξιά. Ο Φαβιέρος μέ τούς στρατιώτες του στρατοπέδευσαν σέ πιό ομαλό έδαφος χωρίς νά σκάψουν χαρακώματα. Τό πρωΐ τής 6ης Αυγούστου 1826 ξεπρόβαλλε μέσα από τόν ελαιώνα περίπολος τού τουρκικού ιππικού, τήν οποία υποδέχτηκαν οι ΈΈλληνες μέ καταιγισμό πυρών. Η περίπολος επέστρεψε γιά νά αναφέρει τίς θέσεις τού εχθρού καί ύστερα από μία ώρα ολόκληρο τό τουρκικό ιππικό κατέπεσε κατά τών Ελλήνων. Οι ΈΈλληνες έμειναν ακλόνητοι στίς θέσεις τους, καταφέροντας μεγάλες απώλειες στούς Τούρκους ντελήδες (ιππείς).
1033
Ιδιαίτερη ανδρεία έδειξαν οι φιλέλληνες πού αποτελούσαν τό τακτικό στράτευμα τού Φαβιέρου, οι οποίοι βλέποντας τούς Τούρκους νά υποχωρούν έτρεξαν νά τούς κυνηγήσουν. Αυτή η κίνηση δέν άρεσε στόν Καραϊσκάκη, ο οποίος γνώριζε ότι σέ ανοικτό χώρο τό τουρκικό ιππικό είναι ανίκητο καί ζήτησε από τόν Φαβιέρο νά επιστρέψουν πίσω οι άνδρες του, επιφέροντας γιά μία ακόμα φορά ρήξη στίς σχέσεις τών δύο ανδρών. Ο Φαβιέρος μέ τήν υπεροψία τού Γάλλου αξιωματικού δήλωνε ότι ήρθε νά πολεμήσει καί νά διώξει τόν εχθρό από τήν Αθήνα καί όχι νά παίρνει εντολές γιά υποχώρηση. Τελικά ο Φαβιέρος αναγκάστηκε νά δώσει εντολή στούς άνδρες του νά γυρίσουν πίσω στό στρατόπεδο. «Μόλις δ' εφάνη τό λυκαυγές καί η μουσική μέ τούς τερπνούς ήχους της ήχησε τό εωθινόν, ιππείς τινές ήλθον από τό εχθρικόν στρατόπεδον διά νά κατασκοπεύσωσι, τουφεκισθέντες όμως εκ τών ελληνικών στρατευμάτων απεσύρθησαν. Αλλά μετά μίαν περίπου ώραν έν σώμα εχθρικόν ιππικόν, διαιρεθέν εις δύο, επέπεσεν εις τάς πτέρυγας τού στρατοπέδου, καί τό μέν έν, τό οποίον ήτον καί μεγαλύτερον, διευθύνθη κατά τής αριστεράς όπου ήσαν ο Νικόλαος Κριεζώτης, ο Στέφος Σέρβος καί τό σώμα τών Επτανησίων, τό δέ κατά τής δεξιάς, όπου ήτον τό χαράκωμα τού Γεωργίου Χελιώτη, καί εις τάς δύο δέ ταύτας πτέρυγας συγχρόνως συνεκροτήθη μάχη. Τότε ο Φαβιέρος συναινέσει τού Καραϊσκάκη έστειλε τό πρώτον τάγμα εις επικουρίαν εις τήν αριστεράν πτέρυγα, όπου ήτον περισσοτέρα ανάγκη, τόν δέ λόχον τών φιλελλήνων εις τήν δεξιάν. Ούτω τό μέν πρώτον τάγμα σχηματισθέν κατά φάλαγγα πυκνήν επρόσβαλε τό εχθρικόν ιππικόν κατά μέτωπον, τό οποίον παρευθύς υπεχώρησε μέ μεγίστην ζημίαν του, χάσας τόν αρχηγόν του καί τήν σημαίαν του, αφήσας δέ εις τό πεδίον τής μάχης πολλούς φονευμένους, τούς οποίους λαφυραγωγήσαντες οι στρατιώται ωφελήθησαν μεγάλως από τάς ζώνας των. Αλλ' αφ' ού τό εχθρικόν ιππικόν υπεχώρησεν, ο δέ Καραϊσκάκης παρατηρών ότι όλα τά ελαφρά στρατεύματα απεσύρθησαν εις τάς θέσεις των, καί ότι μόνος του ο τακτικός στρατός, όστις εξηκολούθει έτι τήν τακτικήν πορείαν του, ήθελε κινδυνεύσει, εάν εισχωρήση εις τόν ελαιώνα, επρότεινεν εις τόν Φαβιέρον νά παύση τήν καταδίωξιν τών εχθρών. Ούτος όμως εξ εναντίας επέμεινε λέγων, ότι ο σκοπός διά τόν οποίον εξεστράτευσαν ήτον τό νά καταδιώξωσι τόν εχθρόν, καί όχι νά είνει εν αμύνη, καί ότι αύτη ήτον η μόνη περίστασις διά νά ωφεληθώσιν από τήν νίκην καί από τήν εξ αυτής ηθικήν επιρροήν εις τά στρατεύματα.» Ιστορία τού τακτικού στρατού τής Ελλάδος (1837), Χρήστος Βυζάντιος. Η πρώτη μάχη στό Χαϊδάρι σταμάτησε τό απόγευμα καί κράτησε πάνω από οκτώ ώρες. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν 30 νεκροί ενώ τών
1034
Τουρκαλβανών πάνω από 400 νεκροί καί ακόμα περισσότεροι τραυματίες. Οι ΈΈλληνες λαφυραγώγησαν πολλά άλογα καί όπλα από τόν εχθρό μαζί μέ δύο σημαίες, αλλά πιό σημαντική ήταν η νίκη από τήν άποψη τής ψυχολογίας, αφού οι ΈΈλληνες νίκησαν τά εκλεκτότερα στρατεύματα τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, παίρνοντας εκδίκηση γιά τό αδικοχαμένο Μεσολόγγι. «Η πτώσις τής πόλεως τών Αθηνών ηνάγκασε τόν Καραϊσκάκην νά επιταχύνη τά κατά τών εχθρών κινήματα. Εξέδωκε λοιπόν προσκλήσεις διά νά συνέλθωσιν όλα τά στρατεύματα εις Ελευσίνα, όπου έμελλε νά συγκροτηθή τό γενικόν στρατόπεδον. ΈΈφθασε κατ' εκείνας τάς ημέρας καί τό τακτικόν υπό τόν Φαβιέρον, συγκείμενον από χιλίους διακοσίους περίπου, καί έν σώμα υπό τόν Γεώργιον Χελιώτην, σταλμένον εις βοήθειαν τού Καραϊσκάκη από τόν στρατηγόν Νοταράν. Εγένοντο λοιπόν όλοι οι ετοιμασθέντες διά τήν εκστρατείαν ταύτην περίπου τέσσαρες χιλιάδες εξακόσιοι. Τήν 5ην Αυγούστου 1826 περί τό εσπέρας εκίνησαν από Ελευσίνα όλα τά ανωτέρω στρατεύματα καί περί τά μεσάνυκτα έφθασαν εις Χαϊδάρι, όπου επυροβόλησαν μονόφορα διά νά κάμωσι γνωστόν τόν ερχομόν των εις τούς πολιορκουμένους καί νά τούς προδιαθέσωσιν εις τόν αγώνα, όστις έμελλε νά συμβή τήν ερχομένην ημέραν. Από τόν τουφεκισμόν τούτον εννόησαν καί οι Τούρκοι τόν ερχομόν τών ελληνικών στρατευμάτων, καί ο Κιουταχής διπλασιάσας αμέσως τάς νυκτερινάς φυλακάς προετοιμάζετο όλην τήν νύκτα διά νά συγκροτήση μάχην τήν ακόλουθον ημέραν. Ο Καραϊσκάκης γνωρίζων ότι αι δυνάμεις του δέν ήσαν ικαναί διά νά εφορμήση αυτός πρώτος κατά τού εχθρού καί ών βέβαιος ότι οι Τούρκοι, αφ' ού αυτός ήθελεν οχυρωθή εις ταύτην τήν θέσιν, έπρεπε νά κινηθώσι κατ' αυτού, διότι δέν ηδύναντο νά μένωσιν ήσυχοι, έχοντες εις τά οπίσθιά των τοιούτον σώμα, απεφάσισε νά κατασκευάση οχυρώματα, εις τά οποία νά τοποθετήση μέρος τών ατάκτων στρατευμάτων διά ν' απαντήσωσι πρώτα τήν εχθρικήν ορμήν. ΌΌλον δέ τό τακτικόν εκρίθη εύλογον νά τοποθετηθή εις μίαν κοιλάδα, όπισθεν δέ καί εκ πλαγίων αυτού νά τοποθετηθή τό άτακτον· περιπλέον τό υπό τόν Κριζιώτην καί Βάσον σώμα διωρίσθη νά εφορά τά κινήματα τού στρατεύματος καί όπου ήθελεν ίδει ανάγκην, νά τρέχη εις βοήθειαν. Κατ' αυτόν τόν τρόπον παραταχθέντες ολίγον πρό τής ανατολής τού ηλίου επερίμενον τούς εχθρούς. Αυτοί δέ αντιταχθέντες, αφ' ού εκανονοβόλησαν ικανώς μέ δύο κανόνια, τά οποία διά νυκτός έστησαν αντίκρυ τού ελληνικού στρατεύματος, ώρμησαν μέ προθυμίαν εναντίον τών Ελλήνων. Διηθημένοι δέ εις όσα σώματα έβλεπον παρατεταγμένους καί τούς ΈΈλληνας, προσέβαλεν έκαστον εις τούς αντιτεταγμένους· αλλά δύο, τά πολυπληθέστερα καί δυνατώτερα, επέπεσον τό μέν πρός τούς κλεισμένους εις τά οχυρώματα, οι οποίοι ήσαν τό
1035
θετταλομακεδονοθρακικόν σώμα υπό τήν οδηγίαν τού Περραιβού καί Στέφου, τό δέ πρός τό τακτικόν. Αντεκρούσθησαν όμως μέ ανδρείαν καί από τά δύο μέρη, καί επειδή δέν ημπόρεσαν ούτε τό έν ούτε τό άλλο σώμα νά μετακινήσωσιν από τόν τόπον του, εκρύφθησαν όπισθεν εις τάς εξοχάς τής γής καί μέσα εις τά κοιλώματα, κατά τήν συνήθειαν τών Αλβανών, αλλά πριν λάβωσι καιρόν νά οχυρωθώσι τόσον πλησίον, εφώρμησαν πανταχόθεν οι ΈΈλληνες, τούς έτρεψαν εις φυγήν καί τούς κατεδίωξαν έως εις τάς θέσεις των, ότε ολίγον έλειψε νά κυριεύσωσι καί τά κανόνια των. Εις τήν περίστασιν ταύτην ο Φαβιέρος έδωκε γνώμην νά εξακολουθήσωσι τήν καταδίωξιν έως νά έμβωσιν εις τήν πόλιν, προβάλλων ότι η επιτυχία αύτη τών Ελλήνων θέλει προξενήσει τόσην δειλίαν εις τούς εχθρούς, ώστε νά μην αντιπαραταχθώσι πλέον καί ν' αφήσωσι τήν πόλιν χωρίς πόλεμον. Ο Καραϊσκάκης όμως δέν έκρινεν ωφέλιμον τήν επί πλέον καταδίωξιν διότι εφοβείτο τόν σκορπισμόν καί εξάπλωσιν τών Ελλήνων εις τόπον επίπεδον, όπου ο εχθρός ήτον επικρατέστερος διά τό ιππικόν, καί διότι ο εχθρός είχεν ακόμη αρκετόν αριθμόν στρατιωτών, οι οποίοι δέν είχον λάβει μέρος εις ταύτην τήν μάχην. Διά ταύτα ανεκάλεσε τά ελληνικά στρατεύματα από τήν καταδίωξιν καί τά διέταξε νά πιάσωσι τάς οποίας είχον εξ αρχής θέσεις. Ο Φαβιέρος ελυπήθη κ' εδυσαρεστήθη καθ' υπερβολήν, διότι δέν εισηκούσθη τό πρόβλημά του, καί τήν δυσαρέσκειάν του τήν έκαμε γνωστήν εις τόν Καραϊσκάκην. Εις τήν μάχην ταύτην από μέν τούς ΈΈλληνας εφονεύθησαν οκτώ καί επληγώθησαν είκοσι δύω, από δέ τούς εχθρούς ελέγετο νά εφονεύθησαν περισσότεροι τών 400 καί νά επληγώθησαν διπλάσιοι. ΌΌλοι οι παρευρεθέντες εις ταύτην τήν μάχην ΈΈλληνες ηγωνίσθησαν μέ ανδρείαν. Η μεγαλητέρα όμως φθορά τού εχθρού έγεινεν από τόν λόχον τών ανδρείων φιλελλήνων, από τό τακτικόν καί από τό οχύρωμα τών υπό τόν Περραιβόν. Τά εις τήν αριστεράν πλευράν σώματα επί μέν τής εφόδου τών εχθρών ηκροβολίζοντο μόνον, διότι δέν ήλθε κατ' αυτών σημαντικόν σώμα, συνετέλεσαν όμως εις τήν τροπήν τών Τούρκων, η οποία έλαβε τήν αρχήν της πρώτον από τό μέρος των. Εις τό λοιπόν τής ημέρας ταύτης διάστημα, καθώς καί εις όλην τήν ερχομένην, δέν έγεινεν ούτε από τό έν μέρος, ούτε από τό άλλο κανέν πολεμικόν κίνημα. Καθείς ωχυρώνετο εις τήν θέσιν του καί ετοιμάζετο εις μέλλουσαν συμπλοκήν. Ο Κιουταχής μή νομίζων ικανήν τήν οποίαν είχε δύναμιν, επροσκάλεσε καί τόν Ομέρ πασάν Καρυστινόν καί άλλα σώματα, τά οποία είχε τοποθετήσει προηγουμένως αλλαχού, ώστε όλοι οι εις μάχην ετοιμασθέντες συνίσταντο εις έξ χιλιάδας πεζούς καί δισχιλίους ιππείς. Οι δέ ΈΈλληνες επεσκεύασαν τά οχυρώματά των καί έστησαν καί τέσσαρα μικρά κανόνια.» Αινιάν Δημήτριος (ΈΈκδοσις Βλαχογιάννη 1903) - Γεώργιος Καραϊσκάκης.
1036
Tό βράδυ οι αρχηγοί έκαναν συμβούλιο καί αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τό Χαϊδάρι καί νά κινηθούν πρός τόν Πειραιά καί τήν Καστέλα, γιά νά βρίσκονται υπό τήν προστασία τών πλοίων τού ελληνικού στόλου. Ο Φαβιέρος όμως, δέν συμφώνησε καί δήλωσε ότι θα έμενε ακόμα καί μόνος του στο Χαϊδάρι γιά νά αντιμετωπίσει τούς μουσουλμάνους πού πολιορκούσαν τήν ιστορική Ακρόπολη. Αυτή τή φορά επικράτησε η άποψη τού Φαβιέρου καί τό στρατόπεδο δέν διαλύθηκε. Στό αντίπαλο στρατόπεδο, υπήρχε προβληματισμός μέ τήν ήττα στό Χαϊδάρι καί ο Κιουταχής ζήτησε επικουρία από τόν δραστήριο πασά τής Καρύστου. Πράγματι, ο Ομέρ πασάς κινήθηκε μέ μεγάλη ταχύτητα καί έφθασε στά Πατήσια μέ τρείς χιλιάδες άνδρες. Οι δύο πασάδες οργάνωσαν εκ νέου τόν στρατό τους καί επιχείρησαν δεύτερη επίθεση στό Χαϊδάρι. Οι ΈΈλληνες, ενημερωμένοι γιά τήν άφιξη τών ενισχύσεων από τούς χωρικούς πού είχαν ψευτοπροσκυνήσει τούς Τούρκους, επιδιόρθωσαν τίς οχυρώσεις τους καί περίμεναν. Στίς 8 Αυγούστου 1826, μέ τήν ανατολή τού ηλίου, φάνηκε από μακρυά τό τούρκικο ασκέρι μέ τά μπαϊράκια του καί τούς ντερβίσηδες νά προπορεύονται καί νά φανατίζουν τά πλήθη γιά τόν ιερό πόλεμο πού έκαναν εναντίον τών απίστων. "Υπάρχει μόνο ο Αλλάχ καί ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του. Θάνατος στούς γκιαούρηδες!" Τά μουσουλμανικά στίφη πού μόλυναν μέ τήν παρουσία τους τό ιερό χώμα τής Αττικής εφόρμησαν αλαλάζοντας, έχοντας επικεφαλής τόν ίδιο τόν Κιουταχή καί τόν Ομέρ πασά τής Καρύστου. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης βλέποντας τή δύναμη τού εχθρού έτρεχε από ταμπούρι σέ ταμπούρι γιά νά εμψυχώσει τά παλληκάρια του. Ενώ οι άτακτοι περίμεναν μέ ψυχραιμία πίσω από τά ταμπούρια τους, ο Φαβιέρος πού δέν υπολόγιζε τίς ανθρώπινες απώλειες έδωσε εντολή, χωρίς νά ενημερώσει τόν αρχιστράτηγο, σέ ένα τάγμα νά κινηθεί εναντίον τού τουρκικού ιππικού. Στή συνέχεια έδωσε εντολή καί σέ δεύτερο τάγμα νά ακολουθήσει από απόσταση τό πρώτο. Καθώς τό τακτικό τού Φαβιέρου ανέβαινε ένα ψηλό λόφο από τή μία μεριά, από τήν άλλη ανέβαινε μία ίλη τού τουρκικού ιππικού, χωρίς νά υπάρχει οπτική επαφή μεταξύ τών δύο αντιπάλων. Στήν κορυφή τού λόφου συναντήθηκαν οι αντίπαλοι καί γιά μιά στιγμή υπήρξε αμηχανία. Οι Τούρκοι αντέδρασαν πιό γρήγορα, επιτέθηκαν καί πλήγωσαν τόν Γάλλο αξιωματικό Ρομπέρ τού πρώτου τάγματος μέ αποτέλεσμα αυτό νά διαλυθεί καί οι άνδρες του νά υποχωρήσουν ατάκτως. Οι τακτικοί αποτέλεσαν εύκολη λεία γιά τούς Τούρκους σπαχήδες πού τούς θέρισαν μέ τά σπαθιά τους. Ευτυχώς ο Καραϊσκάκης μέ τόν Κριεζώτη αντιλήφθηκαν τόν κίνδυνο καί έτρεξαν μέ διακόσιους ατάκτους κατά τών εχθρών τρέποντάς τους σέ φυγή καί διασώζοντας από σίγουρη σφαγή τούς άνδρες τού τακτικού.
1037
Ο Κιουταχής, βλέποντας τόν χαλασμό στίς τάξεις τών Ελλήνων διέταξε γενική επίθεση μέ δύο σώματα στρατού. Τό ένα επιτέθηκε κατά τού Περραιβού πού βρισκόταν πρός τήν Αθήνα καί τό άλλο κατά τού Μαυροβουνιώτη πού βρισκόταν πρός τό όρος Αιγάλεω. Τά τουφέκια τών Ελλήνων άναψαν επιφέροντας βαριές απώλειες στούς επιτιθέμενους, καθώς οι άτακτοι είχαν φροντίσει όλη τήν προηγούμενη νύκτα νά φτιάξουν γερά ταμπούρια. O Χριστόφορος Περραιβός διέταξε τούς άνδρες του νά κτυπούν τούς αξιωματικούς καί τούς μπαϊρακτάρηδες. Μία τουφεκιά βρήκε κατακούτελα τόν Τούρκο αρχηγό τού ιππικού, πού ήταν καί συγγενής τού Κιουταχή. Μόλις οι Τούρκοι ιππείς είδαν νεκρό τόν αρχηγό τους δείλιασαν καί άρχισαν νά οπισθοχωρούν. Καί αυτή η μάχη απέβη νικηφόρα γιά τούς ΈΈλληνες αφού οι Τουρκαλβανοί έχασαν 500 άνδρες καί πλήθος από άλογα καί όπλα. Αρίστευσε ο Κεφαλονίτης Παρασκευάς Κοντόπουλος από τά Φαρακλάτα, ο οποίος πάλαιψε μέ τά χέρια μέ τόν γιουρούκ μπαϊρακτάρη (πρώτο σημαιοφόρο) τού Κιουταχή καί αφού τόν σκότωσε τού πήρε καί τή σημαία. «Τήν επιούσαν, ήτις ήν 8η τού Αυγούστου 1826, ήμέρα Κυριακή, εν ώ αι ακτίνες τού ηλίου επιβαίνουσαι τού Υμηττίου όρους εφώτιζαν τάς κορυφάς τού Κορυδαλλού, εφάνη έξερχόμενον τού ελαιώνος έν σώμα πεζικού καί ιππικού στρατεύματος, τό μέν πεζικόν εξ 8000, έχον επί κεφαλής τόν Κιουταχήν, τό δέ ιππικόν εκ 2000, οδηγούμενον τότε παρά τού Ομέρ Πασά Καρύστου. Ο δέ πρώτος παραλαβών τήν δεξιάν πτέρυγα επλησίασε μέ τό πεζικόν εις τό πρώτον οχύρωμα, ο δεύτερος μέ τό ιππικόν τήν αριστεράν. Ο αρχηγός εξελθών τού περιβόλου περιήρχετο όλα τά οχυρώματα ενθαρρύνων τούς ΈΈλληνας, προσκαλών έκαστον εις φιλοτιμίαν, αναμιμνήσκων τάς προλαβούσας ανδραγαθίας του ή πατραγαθίας. Ο Φαβιέρος άνευ τινός διαταγής τού αρχηγού προέπεμψε 300 τακτικούς νά κτυπήσωσι τό ιππικόν, τό οποίον αναβαίνον έναν ομαλόν καί επιμήκη λόφον έμελλε νά διευθυνθή κατά τού περιβόλου, καί άν άλλην βλάβην δέν ήθελε δυνηθή νά προξενήσει εις τούς ΈΈλληνας ιδιαιτέραν, ήλπιζε τουλάχιστον νά τούς εμποδίση από τό νά δώσωσι βοήθειαν εις τό προμνησθέν οχύρωμα τού Περραιβού. Πορευομένων τών δύο τούτων σωμάτων, δέν έβλεπε τό έν τό άλλο διά τό ύψος τού λόφου, όταν δέ παρεγένοντο αμφότερα συγχρόνως εις τήν κορυφήν, εστάθησαν εκστατικά καί ακίνητα διά τό απροσδόκητον τής απαντήσεως. Ο αξιωματικός ΈΈλλην προλαβών διέταξε νά πυροβολήσωσιν. Οι Τούρκοι, μολονότι μέ τόν πρώτον πυροβολισμόν εφονεύθησαν εννέα, αντεπυροβόλησαν καί αυτοί ταυτοχρόνως πληγώσαντες τρείς εκ τού τακτικού, συμπεριλαμβανομένου καί τού αξιωματικού, όστις καίτοι πληγωθείς τόν μηρόν εφώναζε πύρ, πύρ. Ο έσχατος στοίχος αντί νά μιμηθή τών πρώτων τό παράδειγμα έπραξε τό
1038
εναντίον, τραπείς αναισχύντως εις φυγήν, επομένως δέ καί oι πρό αυτού. Ιδών ο πασσάς τήν απροσδόκητον οπισθοδρόμησιν τού τακτικού ώρμησεν αφόβως κατ' αυτού, ώστε εις διάστημα δέκα λεπτών τής ώρας εθυσίασε 18, καί 16 συνέλαβε ζώντας. Εις ταύτην τήν περίστασιν ο συνταγματάρχης Φαβιέρος ου μόνον τού πολέμου, αλλά καί τής φιλανθρωπίας τά χρέη παρέβη, διότι εν ώ πρό οφθαλμών του εθυσιάζοντο καί ηχμαλωτίζοντο οι συναγωνισταί του, καί εν ώ διετάχθη εγκαίρως από τόν αρχηγόν νά τούς σώση, αυτός εθεώρει ως κωμικόν, τό τραγικόν συμβάν. Οργισθείς ένεκα τούτου ο αρχηγός ώρμησε προσωπικώς μέ 200 στρατιώτας κατά τού ιππικού, τό οποίον είχε πλησιάσει εις τά οχυρώματα καί διά νά αποφύγη τόν κίνδυνον, στρέψαν τά νώτα διευθύνθη εις τόν αρχηγόν του ψάλλον επινικίους ύμνους. Επαρθέντες διά τούτο, αμέσως εκινήθησαν πανστρατιά κατά τού οχυρώματος τού Περραιβού. Αλλόκοτον εφάνη τό κίνημά των διότι συνέτρεχε τό ιππικόν μεμιγμένον μέ τό πεζικόν, εκτός τών σημαιοφόρων, οίτινες επροπορεύοντο πέντε σχεδόν βημάτων μακράν τών άλλων, ο Περραιβός διέταξε νά τούς αφήσωσι νά πλησιάσουν χωρίς νά τολμήση τις νά πυροβολήση, παρ' όταν ο ίδιος δώση τό σημείον τής μάχης. Υπερήφανος καί τρομακτική γέγονεν η εφόρμησις τών Τούρκων, αλλ' η ανδρεία ανθίστασις τών Ελλήνων διά δέκα λεπτών κρίσιμον συμβολήν εταπείνωσεν τήν αλαζονείαν των. Ουκ ολίγον συνετέλεσεν διά τήν νίκην καί ο θάνατος τού ιππάρχου, συγγενούς όντος τού αρχιστρατήγου Κιουταχή· διότι τόσην λύπην καί δειλίαν ενέσπειρεν εις τό στράτευμα ώστ' αμέσως οπισθοδρόμησε τό ιππικόν, επομένως δέ καί τό πεζικόν.» Μάχη τού Χαϊδαρίου (Χριστόφορος Περραιβός) - άπαντα γιά Καραϊσκάκη, εκδόσεις Μέρμηγκα Τό επόμενο βράδυ ο Καραϊσκάκης, πού υποπτεύθηκε ότι οι άνδρες του θά δείλιαζαν καί θά τόν εγκατέλειπαν, αφού οι Τούρκοι έφερναν νέες ενισχύσεις, αποφάσισε νά αποτραβήξει τούς άνδρες του. Η επιχείρηση έγινε μέ απόλυτη μυστικότητα καί όλοι οι στρατιώτες τακτικοί καί άτακτοι κινήθηκαν κατά τή διάρκεια τής νύκτας καί βρέθηκαν στήν Ελευσίνα μακρυά πλέον από τόν κίνδυνο προσβολής από τίς υπέρτερες δυνάμεις τού Κιουταχή. Περίπου 50 ήταν οι νεκροί τών Ελλήνων, κυρίως τού τακτικού σώματος. Οι δύστυχοι τραυματίες πού δέν μπόρεσαν νά ακολουθήσουν καί έμειναν στό Χαϊδάρι βασανίστηκαν μέχρι θανάτου από τά τουρκικά θηρία. Ο περίφημος πυροβολητής ΉΉβος Ρίζος πού πιάστηκε αιχμάλωτος από τόν Κιουταχή είχε προκαλέσει τόν θαυμασμό τών αντιπάλων του. ΌΌταν τόν πήγαν μπροστά στόν σερασκέρη, αυτός τού πρότεινε νά μπεί στήν υπηρεσία του. Ο Ρίζος αρνήθηκε καί τότε ο Κιουταχής διέταξε νά τόν παλουκώσουν. Οι Τούρκοι συνέλαβαν επίσης αιχμάλωτο τόν Αθηναίο Χατζή Λάμπρον Κορομηλά, τόν οποίον κάρφωσαν όρθιο επάνω σέ μιά σανίδα από τά χέρια καί τά αυτιά. Στήν θέση αυτή, ο Κορομηλάς έζησε τρείς ημέρες, ώσπου ένας Αλβανός
1039
στρατιώτης τόν λυπήθηκε καί τόν σκότωσε. Μερικοί από τούς φιλέλληνες πού αγωνίστηκαν στή μάχη τού Χαϊδαρίου ήταν ο Γάλλος ταγματάρχης Ρομπέρ, ο Γάλλος λοχαγός Μαγέ, οι Γάλλοι στρατιώτες Βολζιμόν, Μπώ, Σουζιέ Ρουσσέν, ο Ιταλός συνταγματάρχης Πίζα καί ο επίσης Ιταλός Πεκαράρα. Πολιορκία τής Ακρόπολης (1826 - 1827) Τήν επομένη τής μάχης τού Χαϊδαρίου έγινε μία απρόοπτη συνάντηση. Ο Καραϊσκάκης καί ο Κιουταχής βρέθηκαν πρόσωπο μέ πρόσωπο ο ένας απέναντι στόν άλλο. Αυτό βέβαια δέν έγινε στό πεδίο τής μάχης αλλά στή φρεγάτα τού Δεριγνύ, όταν από καθαρή σύμπτωση επισκέφθηκαν τήν ίδια ώρα καί οι δύο αρχηγοί τόν Γάλλο ναύαρχο. Πρώτος είχε πάει ο Κιουταχής μέ τή συνοδεία του καί τόν Ομέρ πασά τής Καρύστου καί όταν οι Τούρκοι πασάδες βρίσκονταν ακόμα στήν αίθουσα υποδοχής τού Δεριγνύ έδεσε στή φρεγάτα τό ψαριανό πλοίο τού Γιαννίτση πού μετέφερε τόν Καραϊσκάκη, τόν Γεώργιο Λύκο, τόν Γεώργιο Χελιώτη καί τόν γραμματικό του αρχιστράτηγου Χρηστίδη. ΌΌταν οι ΈΈλληνες οδηγήθηκαν καί αυτοί στήν αίθουσα υποδοχής τού πλοίου ταράχτηκαν καί ο Καραϊσκάκης έβαλε τό χέρι πάνω στή λαβή τού σπαθιού του. ΌΌμως ο Δεριγνύ (L 'amiral de Rigny) τούς καθησύχασε καί κάνοντας τίς απαραίτητες συστάσεις τούς προέτρεψε νά καθίσουν. Ο Καραϊσκάκης προχώρησε καί αφού έκλινε ελαφρά τό κεφάλι του κάθισε απέναντι από τόν Κιουταχή. Ο Τούρκος πασάς πού δέν ανεχόταν νά μιλάει ίσος μέ ίσο μέ τόν Χριστιανό ραγιά μίλησε μέ υπεροπτικό ύφος στά αλβανικά. - "Τί κάνεις ωρέ Καραϊσκάκη. Σέ περίμενα. ΉΉλπιζα νά 'ρθης στά Μπιτόλια (Μοναστήρι) νά μέ προσκυνήσεις καί νά σού δώσω όλα τά βιλαέτια από τήν Αθήνα ως τά Γιάννενα". Ο Καραϊσκάκης κράτησε τό ίδιο αγέρωχο ύφος καί απάντησε στόν σερασκέρη. - "Εγώ νά σέ προσκυνήσω; Εάν εσύ είσαι Ρούμελη Βαλεσή (διοικητής), είμαι κι εγώ Ρούμελη Βαλεσή. Καί εάν γνώριζε η Διοίκησίς μου ότι μιλούμε τώρα μαζί, θά μέ κρέμαγε μπροστά στά δεκαπέντε χιλιάδες ασκέρια πού έχω στήν Ελευσίνα". - "Μπορεί νά σέ κρεμάσει;" "Μήπως εσένα δέν μπορεί νά σέ κρεμάσει ο σουλτάνος;" - "Ναί, γιατί τόν έχω βασιλιά". - "Καί μένα μέ κρεμάει η Διοίκησις, γιατί τήν έχω βασίλισσα". Ο Κιουταχής χαμογέλασε καί έφυγε πρώτος από τήν φρεγάτα μέ τήν συνοδεία του καί όταν έφθασε στό στρατόπεδό του έστειλε στόν Καραϊσκάκη φιλέματα καφέ, ζάχαρη καί καπνό. Ο Καραϊσκάκης έστειλε μέ τή σειρά του στόν Κιουταχή ένα φόρτωμα κρασί. Μετά τή μάχη στό Χαϊδάρι ο Κιουταχής τό 'βαλε αμέτι μουχαμέτι
1040
νά πάρει τό κάστρο τής Ακρόπολης. Οι απώλειες πού είχε στό Χαϊδάρι δέν τού επέτρεψαν νά διακινδυνέψει νά δώσει μία μάχη στήν Ελευσίνα γιά νά διαλύσει τό ελληνικό στρατόπεδο. Προτίμησε νά αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στήν άλωση τής Ακροπόλεως, ώστε νά αναγγείλει στόν σουλτάνο του άλλη μία περίλαμπρη νίκη εναντίον τών άπιστων Ρούμ. Ο σερασκέρης έστησε καί άλλες σειρές από πυροβόλα στόν λόφο τού Μουσείου (Φιλοπάππου) καί από εκεί κανονιοβολούσε ακατάπαυστα τόν Ιερό Βράχο τής Ακροπόλεως. Στήν Ακρόπολη ο φρούραρχος Γκούρας είχε στή διάθεσή του οκτακόσιους ένοπλους Αθηναίους καί τριακόσιους άνδρες από τήν προσωπική του φρουρά. Τά τείχη διέθεταν δεκατέσσερα κανόνια καί τρία βομβοβόλα. Οι τροφές ήταν αρκετές νά θρέψουν τήν ολιγομελή φρουρά. Αρκετοί ήταν εκείνοι πού λιγοψύχησαν καί λιποτάκτησαν προτού γίνει ασφυκτική η πολιορκία από τούς Τουρκαλβανούς. Ευτυχώς ο Γκούρας είχε απομακρύνει τά γυναικόπαιδα εγκαίρως επιβιβάζοντάς τα από τή θέση "Τρείς Πύργοι" (Παλαιό Φάληρο) σέ βάρκες καί εν συνεχεία μεταφέροντάς τα μέχρι τήν Κούλουρη (Σαλαμίνα). Στίς 19 Αυγούστου 1826 τά τουρκικά στίφη όρμησαν αιφνιδιαστικά νά καταλάβουν τήν βυζαντινή εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου τού Αλεξανδρινού κατασκευασμένη τόν 11ο αιώνα, η οποία βρισκόταν στούς πρόποδες τού βράχου τής Ακροπόλεως, νοτίως τού θεάτρου τού Διονύσου. Οι ΈΈλληνες, πού ήταν οχυρωμένοι στήν εκκλησία, υποδέχτηκαν τούς Τούρκους μέ πλήθος από σφαίρες. Ο Κώστας Χορμοβίτης, έχοντας προβλέψει επίθεση σέ εκείνο τό μέρος, είχε σκάψει λαγούμι κάτω από τήν εκκλησία καί τό είχε γεμίσει μέ μπαρούτι. Μόλις πλησίασαν καί άλλοι Τούρκοι, οι ΈΈλληνες υποχώρησαν καί ο Χορμοβίτης έβαλε φωτιά τινάζοντας τόν βυζαντινό ναό στόν αέρα μαζί μέ όσους μουσουλμάνους τόν είχαν βεβηλώσει μέ τήν παρουσία τους. «Εκδιώξας ο Κιουταχής τούς εκτός ΈΈλληνας έστρεψε τήν αυτού προσοχήν πρός τούς πολιορκουμένους. ΈΈχων δέ πρό οφθαλμών ίσως τήν ηρωϊκήν άμυναν τής αθανάτου φρουράς τού Μεσολογγίου εφοβείτο καί τήν πολιορκίαν τών Αθηνών, ως δήλον έκ τινος εκθέσεως πρός τόν βεζύρην τής Βούλας. "Τό κάστρον τών Αθηνών καθώς σάς είναι γνωστόν είναι παλαιόθεν οικοδομημένον εις μίαν πέτραν υψηλήν δυσκολοδιάβατον. Ούτε λαγούμι επιδέχεται ούτε εις έφοδον έρχεται, απέχει έξ ώρας από τά δερβένια τής Πελοποννήσου (Ισθμός Κορίνθου) καί πλησιάζει εις τά νησιά. Ευρίσκεται εις τήν άκραν τών λοιπών βιλαετίων καί πρό πάντων τούτο τό φρούριον είναι ένας τόπος πολλά παλαιός. Παλαιόθεν εβγήκαν από αυτόν τόν τόπον πολλοί περιβόητοι φιλόσοφοι. Τά έργα τά τεχνικά όπου έχει εξ αρχαιότητος προξενούν θαυμασμόν εις τούς πεπαιδευμένους Ευρωπαίους καί διά τούτο όλοι οι Ευρωπαίοι καί τά λοιπά έθνη τών απίστων φρονούν τούτο τό φρούριον ως οσπίτιον εδικόν τους καί επειδή
1041
τό νομίζουν ως ένα προσκυνητάριον τόσον οι Ευρωπαίοι καθώς καί όλα τά έθνη τών απίστων τών ονομαζομένων Χριστιανών τό υπερασπίζονται καί προσπαθούν νά μήν έβγη από τάς χείρας τών απίστων αποστατών καί εσυμφώνησαν καί υπεσχέθησαν γενικώς τήν βοήθειάν του καί διά ξηράς καί διά θαλάσσης. Ανίσως οι άπιστοι Ρωμαίοι συμφωνήσαντες μεταξύ τους πρός βοήθειαν τών Αθηνών θελήσουν νά εφορμήσουν καθ' ημών, ελπίζομεν εις τόν θεόν νά τούς τρέψωμεν εις φυγήν καί νά διαλύσωμεν τά καταραμένα των κινήματα μέ τήν θείαν βοήθειαν." Εξηκολούθει ο κανονοβολισμός καί ο βομβολισμός καί από τών ανατολικών προπόδων τού Αρείου Πάγου η κατασκευή τάφρου καί τριών υπονόμων εκ τού θεάτρου τού Ηρώδου τού Αττικού. Αλλ' εξελθόντες (13 Σεπτεμβρίου 1826) υπό τόν Μακρυγιάννην ΈΈλληνες τινες εματαίωσαν τήν τε τάφρον καί τούς υπονόμους εκδιώξαντες τούς ταφροποιούς καί υπονομείς, φονεύσαντές τινας εξ αυτών καί ζωγρήσαντες (άλλους σκότωσαν άλλους αιχμαλώτισαν), φονευθέντος ενός τών Ελλήνων καί τραυματισθέντος ετέρου. Αλλ' οι Τούρκοι απεκρούσθησαν μέν βουλευθέντες νά καταλάβωσι τήν Κλεψύδραν (πηγή βορειοδυτικά τής Ακρόπολης στή συμβολή τού αρχαίου Περιπάτου καί τής οδού τών Παναθηναίων, τήν οποία ανακάλυψε ο Ανδρούτσος), επέτυχον όμως μετά δύο ημέρας ίν' ανακτήσωνται τήν τάφρον τού Αρείου Πάγου, αλλ' οι ΈΈλληνες αναφθέντος εγγύς τού τείχους υπονόμου κατασκευασθέντος υπό τού υπονομοποιού Κώστα Χορμοβίτη τινάς μέν τών εκεί εργαζομένων εχθρών εφόνευσαν επιπεσόντες, τούς δ' άλλους έτρεψαν εις φυγήν. Εις αντικατάστασιν δέ τών λιποτακτησάντων εκπλεύσανες εξ Αμπελακίων Σαλαμίνας (27 Σεπτεμβρίου 1826) Επτανήσιοι καί άλλοι υπό τόν Μαμούρην επειράθησαν νά εισέλθωσιν εις τήν Ακρόπολιν, αλλ' απέτυχον, οι δ' αποπειραθέντες διακόσιοι πενήντα επανήλθον εις τήν Σαλαμίνα πλήν είκοσι, έξ ών οι μέν εφονεύθησαν, οι δέ ηχμαλωτίσθησαν, οι δέ πλείονες ίσως ελιποτάκτησαν. Μετ' ου πολύ δ' έπεσε καί ο φρούραρχος τής Ακροπόλεως Ιωάννης Γκούρας βληθείς εν τή νυκτί τής 30ης Σεπτεμβρίου έξω τού προτειχίσματος. Ο Καραϊσκάκης εκ τού Αμπελακίου εποίησεν (11 Οκτωβρίου 1826) επίδειξιν (αντιπερισπασμό) περί τό Μενίδιον κατά τού εχθρού καί επέτυχε τού σκοπού, διότι συγχρόνως ο Μαμούρης καί ο Κριεζώτης καί ο Τσουράς ηγούμενοι τριακοσίων αποβιβασθέντες εις τήν μεταξύ τών Τριών Πύργων καί τού Μουσείου παραλίαν (Φάληρο) καί εκείθεν τάχιστα αναβάντες διά τού λόφου αυτού εισήλθον εις τήν Ακρόπολιν αβλαβείς.» Γενική Ιστορία (1890), Γεώργιος Κρέμος. Στίς 11 Σεπτεμβρίου 1826, ο Μαμούρης επικεφαλής ενός σώματος Επτανησίων, αποβιβάστηκε στό Φάληρο καί ξεκίνησε νυκτερινή πορεία μέ προορισμό τήν Ακρόπολη. Οι πολιορκημένοι είχαν άμεση ανάγκη από
1042
ενισχύσεις, αφού η φρουρά μετά από τίς λιποταξίες καί τίς εξόδους είχε αποδυναμωθεί. Μόλις όμως βγήκε η σελήνη, τό σώμα τού Μαμούρη δείλιασε, υποχώρησε πρός τήν ακτή καί επέστρεψε στήν Σαλαμίνα από όπου είχε ξεκινήσει. Δεύτερη απόπειρα τών Επτανησίων νά εισέλθουν στήν Ακρόπολη απέτυχε. Αυτή τήν φορά οι Επτανήσιοι έχασαν 30 άνδρες από τό στρατό τού Κιουταχή, ο οποίος βρισκόταν σέ επιφυλακή καί τούς αντιλήφθηκε κρυμμένους στήν περιοχή Καράς (Καρέας). Τό ιππικό τούς κατεδίωξε καί τούς απέτρεψε από τό εγχείρημά τους, έπειτα από σκληρή μάχη. Ξεχώρισε γιά τήν ανδρεία του ο Αθανάσιος Λελούδας από τήν Ιθάκη μέ τούς είκοσι δύο άνδρες του, οι οποίοι γιά μία ολόκληρη ημέρα κατάφεραν νά αποκρούσουν τό τουρκικό ιππικό από τά πρόχειρα ταμπούρια πού είχαν φτιάξει καί στό τέλος μόλις έπεσε η νύκτα ξέφυγαν πρός τήν ασφάλεια τών ελληνικών πλοίων πού περιπολούσαν κοντά στήν παραλία. Ο Κιουταχής μέ τά πυροβόλα του σημάδευε τά νοτιοδυτικά τείχη πού προστάτευαν τά Προπύλαια, τό θέατρο τού Ηρώδου τού Αττικού καί τόν πύργο τού Σερπεντζέ. Σκληρές μάχες έγιναν όμως καί στόν προμαχώνα τού Ανδρούτσου (βορειοδυτικά) όπου βρισκόταν η πηγή Κλεψύδρα πού είχε ανακαλύψει ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός καί τήν οποία οι Τούρκοι ήθελαν πάσει θυσία νά καταλάβουν. Δίπλα στή ντάπια τού Ανδρούτσου βρισκόταν η ντάπια τού Λιονταριού από όπου ξεκινούσε ο δρόμος πού οδηγούσε στό στρατόπεδο τού Καραϊσκάκη στήν Ελευσίνα. Οι Τούρκοι είχαν ανοίξει μία τάφρο γιά νά υπονομεύσουν τό τείχος στή θέση τού Σερπεντζέ, τήν οποία εξουδετέρωσε μέ άλλους υπονόμους πού κατασκεύασε ο Κώστας Χορμοβίτης. Στίς 13 Σεπτεμβρίου 1826, οι άνδρες τού Μακρυγιάννη έκαναν μία ξαφνική έφοδο καί επιτέθηκαν στούς Τούρκους πού κατασκεύαζαν νέο υπόνομο από τόν λόφο τού Αρείου Πάγου μέχρι τόν πύργο τού Σερπεντζέ. ΌΌσους εργάτες βρήκαν μέσα στόν υπόνομο τούς συνέλαβαν αιχμαλώτους μαζί μέ τά πολύτιμα υπονομευτικά τους εργαλεία. Στίς 19 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τίς πηγές τού Ανδρούτσου, αλλά ο Χορμοβίτης ανατίναξε έναν υπόνομο πού είχε ετοιμάσει τίς προηγούμενες ημέρες σκοτώνοντας πολλούς από τούς εχθρούς. Ακολούθησε επίθεση από τούς άνδρες τού Μακρυγιάννη καί νέα πανωλεθρία τών πολιορκητών. Οι σκληρές μάχες ακολούθησαν καί τίς υπόλοιπες μέρες καί νύκτες πάντοτε στήν θέση τού τείχους τού Σερπεντζέ. Ο Γκούρας όρθιος στίς επάλξεις επιθεωρούσε κάθε φορά τίς ελληνικές καί τίς εχθρικές γραμμές. Τό βράδυ τής 30ης Σεπτεμβρίου 1826 διέκρινε έναν Τούρκο καί τόν πυροβόλησε. Η σφαίρα αστόχησε, αλλά ο Τούρκος είδε τήν φλόγα στήν κάννη τού όπλου καί κατάλαβε τή θέση τού Γκούρα. Αμέσως πυροβόλησε καί τό βόλι βρήκε τόν Γκούρα
1043
κατακέφαλα καί τόν έστειλε νά συναντήσει τόν ευεργέτη του Ανδρούτσο στόν άλλο κόσμο. Λίγοι έκλαψαν γιά τό θάνατο τού σκληρού καί άδικου οπλαρχηγού καί ανάμεσά τους η γυναίκα του Ασήμω Γκούρα, κόρη τού κοτσαμπάση τού Λιδωρικίου Αναγνώστη Λιδωρίκη, Η "Νταλιάνα", όπως τήν αποκαλούσαν λόγω τού μεγέθους της, ήταν αυτή πού είχε επηρεάσει τόν Γκούρα εναντίον τού Ανδρούτσου καί ήταν τό ίδιο μοχθηρή καί φιλοχρήματη σάν τόν άντρα της. Είχε συγκεντρώσει τούς αμύθητους θησαυρούς στό Ερέχθειο, τό οποίο χρησιμοποιούσε σάν σπίτι της. «ΈΈβαλα τό κρασί τών συγγενών τής γυναικός μου κι' όλους τούς ζαϊρέδες, αγόρασα ρύζι εξακόσες οκάδες, όσπρια κι' όλα τ' αναγκαία κι' αλάτισα τόσα βόιδια καί γουρούνια. Κ' έτρωγαν όσους ανθρώπους είχα μαζί μου, κι' αχώρια οι λαβωμένοι καί οι άλλοι, όταν ήρθε ο Κριτζώτης (Νικόλαος Κριεζώτης) καί τό ταχτικόν, οπού κατήντησε εκατό γρόσια η οκά τό βούτυρον καί τ' άλλα τ' αναγκαία καί δέν βρίσκονταν. Αφού κολλήσαμεν εις τό κάστρο, μεράσαμεν καί πήρε ο καθείς τά πόστα του. Ο παπά Κώστας, ο Εμορφόπουλος κ' εγώ εις τήν Χρυσοσπηλιώτισσα (Ιερός Ναός τής Παναγίας Χρυσοσπηλιώτισσας επάνω από τό θέατρο τού Διονύσου), οπού 'ναι η σπηλιά καί οι δυό κολώνες από πάνου. Αφανιστήκαμεν εις τόν σκοτωμόν καί πλήγωμα, ότ' ήταν καρσί (απέναντι) ο Σέτζος καί τό Κολωνάκι οπού 'ταν τά κανόνια τών Τούρκων από μέσα εις τόν Σερπετζέ οι Αθηναίγοι ο Συμιός, ο Νερούτζος (Νερούτσος Μπενιζέλος), ο Μήτρο Λίτζος (Μήτρος Λήτσας), ο Ντάβαρης ως τήν έξω πόρτα τού κάστρου 'σ τήν ντάπια τού Δυσσέως, από 'κεί καί κάτου, άνθρωποι τού Γκούρα εις τού Λιονταριού τή ντάπια Αθηναίοι, οπού ήταν κιντυνώδες μέρος. (Η ντάπια τού Οδυσσέα ήταν ένα μικρό οχυρό πού είχε φτιάξει ο Ανδρούτσος, στά βορειοδυτικά τού κάστρου στό σημείο πού βρισκόταν η πηγή Κλεψύδρα, γιά νά προστατεύσει τό τόσο πολύτιμο γιά τούς υπερασπιστές τού κάστρου νερό). Αυτείνοι οι καϊμένοι ήταν γυμνοί καί δυστυχισμένοι, ότι οι άνθρωποι του Γκούρα τούς γύμνωσαν. Κι' ο καϊμένος ο Ντάβαρης ο Αναγνώστης μέ τόσους πατριώτες του κι' ο Γερολίτζος ήρθαν νά σκοτωθούν μέ τούς χωργιανούς τους κ' ήφεραν κι' όλα τους τά βόιδια καί σκουτιά τών σπιτιών τους κ' έντυναν κ' έθρεφαν τούς συνπολίτες τους τούς δυστυχισμένους Αθηναίους, οπού συναγωνίζονταν εξ αρχής εις τά δεινά τής πατρίδος. Καί τότε ως αδελφοί μέραζαν τό εδικόν τους. Αφού γύμνωσαν τήν Αθήνα οι άνθρωποι τού Γκούρα καί δέν άφηναν τούς Αθηναίους νά βγάλουν τίποτας έξω, εις τό κάστρο τούς πουλούσαν τό πράμα τους τό ίδιον, τών Αθηναίων, κι' απ' αυτά έτρωγαν καί ντύνονταν, οπού δούλευαν οι περισσότεροι μέσα εις τά χαντάκια καί λαγούμια νύχτα καί ημέρα. ΉΉταν μαζί μ' εμένα οι Αθηναίοι καί μέ τόν Κώστα Λαγουμιτζή (Χορμοβίτη), καί χωρίς ν' αγωνιζόμαστε εμείς, τό κάστρο θά κιντύνευε
1044
καί θά παραδόνεταν πρό καιρού. Εις τό Σερπετζέ από πάνου, εις τό θέατρο (Ηρώδου), φύλαγε ο Κατζικογιάννης. ΎΎστερα μέ διόρισαν όλοι οι πολιορκημένοι πολιτάρχη τού κάστρου, νά φέρνω γύρα όλο τό κάστρο μέσα διά τήν ευταξίαν κ' έξω σέ όλα τά πόστα νά τρέχω όθεν ακολουθήση ντουφέκι, νά προφτάνωμεν. Καί φύλαγαν ανθρώποι μου εις τή ντάπια τού Δυσσέως καί τήν άλλη καί τούς μέραζα καί τό νερόν ολουνών εις τό κάστρον. Απόξω τόν Σερπετζέ καρσί τού Σέτζου (ΆΆρειος Πάγος) ήταν ένας γαμπρός τού Γκούρα ο Ντεντούσης, τίμιος πατριώτης καί γενναίος κιντυνώδης η θέση αυτείνη, εσκοτώθη. Καί διόρισαν καί σήκωσα τούς ανθρώπους μου από τήν Χρυσοσπηλιώτισσα καί τήν πιάσαμεν κ' εκείνη τήν θέση εμείς. Τέσσερες αδρασκελιές μακρυά καί λιγώτερον ήταν τά χαρακώματα τών Τούρκων, βαθιά χαντάκια καί εις τά χείλια τους κοφίνια. Είχα κ' εγώ φκειασμένες δυό ντάπιες καί τρυπήσαμεν τό κάστρο καί στεκόμαστε εκεί. Τήν νύχτα φκειάναμεν τίς ντάπιες καί τήν ημέρα μάς τίς χάλαγαν μέ τά κανόνια από τό Σέτζος. ΌΌτ' ήταν καρσί καί πολλά κοντά. Κι' αφανιστήκαμεν εις τόν σκοτωμόν. Τό ίδιον πάθαιναν κι' απάνου εις τό κάστρο. ΌΌτ' ήταν πέτρες κι' αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τά κανόνια καί μπόμπες. Γιόμωσε τάφους απάνου τό κάστρο καί τούς χώναμεν 'σ τόν Σερπετζέ. Τό κάστρο τώρα θέλει νά φάγη εκείνους οπού τό 'τρωγαν τόσα χρόνια καί τούς έθρεφε σάν μανάρια, καί σκοτώνονταν καθημερινώς. Ο Γκούρας έφκειασε έναν περίφημον ναόν (Ερέχθειο), τόν γιόμωσε από πάνου χώμα νά μήν περνάγη η μπόμπα, κ' έβαλε τήν φαμελιά του μέσα καί κάθονταν κι' ο ίδιος. Πήρε εις τό κάστρο τόν συμπέθερό του τόν Σταυρή Βλάχο, τόν Καρώρη, τόν Βαρελά, τόν Ζαχαρίτζα, όλο του τό παρτίδο, τήν συντροφιά του καί τούς έδωσε κ' ένα καλό υπόγειον. Καί τούς σύστησε δημογεροντία καί τούς έβαλε καί γραμματέα τόν Διονύση Σουρμελή, οπού τόν θυμιατούσε γράφοντας όταν ήταν εις τήν χώρα αυτός κι' όλη αυτείνη η συντροφιά. Τούς πήρε καί εις τό κάστρο, τούς έβαλε εις τό υπόγειον, τρώνε καί πίνουν χωρίς νά πατήση κανένας από αυτούς όξω από τήν πόρτα τού υπόγειου. ΌΌτι όξω ήταν μπόμπες καί γρανάτες καί κανόνια καί κιντύνευε ο καθείς, καί εις τό υπόγειον ήταν σιγουριτά όξω από τόν Ζαχαρίτζα Νικολάκη. Αυτός ο καϊμένος έβγαινε κι' αγωνίζονταν, καθώς καί οι άλλοι οι πατριώτες, καί κιντύνευε μαζί μας. Οι άλλοι όλοι εις τό υπόγειον κι' ο Γκούρας εις τόν ναόν κάθεταν μέ τήν φαμελιάν του.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη. Τή θέση τού Γκούρα στήν διοίκηση τού κάστρου τής Ακρόπολης τήν πήρε ο Μακρυγιάννης, ο οποίος είχε διακριθεί γιά τήν ανδρεία του σέ όλες τίς μάχες. Ο Κιουταχής επιχείρησε πάλι νά καταλάβει τήν πηγή τού Ανδρούτσου (Κλεψύδρα) καί επιτέθηκε εναντίον τού προμαχώνα τού Λεονταρίου πού είχαν οχυρώσει οι ΈΈλληνες. Ο Χορμοβίτης άναψε τό
1045
φυτίλι γιά νά ανατινάξει έναν υπόνομο πού είχε σκάψει σέ εκείνη τή θέση, αλλά τό φυτίλι λόγω τής υγρασίας έσβησε. Οι αμυνόμενοι εγκατέλειψαν τήν ντάπια τού Λιονταριού καί τήν κατέλαβαν οι Τουρκαλβανοί. Οι ΈΈλληνες όμως άρχισαν νά τούς εκσφενδονίζουν από τήν Ακρόπολη βόμβες μέ φυτίλι, οι οποίες προκάλεσαν πολλές απώλειες στούς εχθρούς, αναγκάζοντάς τους νά υποχωρήσουν. Μεταξύ τών νεκρών τών επιτιθέμενων ήταν καί ο παλαιός φρούραρχος τού κάστρου τής Ακρόπολης πού είχε ηγηθεί τής επίθεσης. Ο Κιουταχής επέμενε στίς επιθετικές του ενέργειες καί αυτή τή φορά οργάνωσε έφοδο από τόν λόφο τού Αρείου Πάγου καί τήν εκκλησία τής Αγίας Μαρίνας πρός τά Προπύλαια. Διέταξε τούς γενναίους Γκέκηδες καί τούς μουσουλμάνους από τή Βοσνία νά τά καταλάβουν καί τούς έταξε χιλιάδες γρόσια. Ακολούθησαν σκληρές μάχες σώμα μέ σώμα. Τά γιαταγάνια θέριζαν τά κεφάλια καί από τίς δύο πλευρές. Ο Χορμοβίτης πού βρισκόταν χωμένος σέ ένα λαγούμι θά αιχμαλωτιζόταν από τούς Αλβανούς Γκέκηδες, εάν δέν έτρεχε ο Μακρυγιάννης μέ τούς πιό γενναίους στρατιώτες του γιά νά τόν σώσουν κυριολεκτικά μέσα από τά χέρια τών μουσουλμάνων. Πάνω από τήν Ακρόπολη οι Αθηναίοι επανέλαβαν τίς ρίψεις βομβών μέ φυτίλι μέ αποτέλεσμα νά σκοτωθούν πολλοί από τούς εισβολείς καί οι υπόλοιποι νά υποχωρήσουν κακήν κακώς. «Εις τήν ντάπια τού Δυσσέα απόξω ως τή ντάπια τού Λιονταριού (βορειοδυτικά τού Ιερού Βράχου) εκεί είχαμεν δεμένο λαγούμι είχαμεν βάλη μπαρούτι καί τό φυτίλι από εκεί τό είχαμεν ως μέσα εις τό χαντάκι. Κ' εκείνη τήν θέση τού Λιονταριού τήν φύλαγαν οι Αθηναίγοι οι γυμνοί. Κεφαλή αυτεινών ήταν ο Δανίλης, γενναίος άνθρωπος καί τίμιος πατριώτης. Τόν πιάσαν ύστερα ζωντανόν αυτόν καί τόν Μήτρο Λέκκα, τούς αγαθούς πατριώτες, καί τούς παλούκωσαν εις τήν ΈΈγριπον (Εύβοια) οι Τούρκοι. Τό φυτίλι τού λαγουμιού ήταν από πανί. Οι άνθρωποι κατουρούσαν εις τό χαντάκι, ότι δέν μπορούσαν νά πάνε αλλού, ότι τούς βαρούσαν οι Τούρκοι από τό Καράσουϊ κι' απ' άλλα μέρη καί τούς κατασκότωναν καθημερινώς. Οι Τούρκοι αποφάσισαν νά κάμουν γιουρούσι δι' αυτό τό μέρος, καί εις τη ντάπια, οπού 'ταν τό λαγούμι δεμένο εκεί συνάχτηκαν πλήθος από αυτούς. Βάλαμεν τούς ανθρώπους εις τήν τάξη, βήκαμεν καμπόσοι καί στεκόμαστε μέ τά μαχαίρια εις τό χέρι. Βάλαμεν φωτιά εις τό φυτίλι, ήταν βρεμένο, δέν έπιασε πήγε σέ καμπόσο διάστημα η φωτιά καί κόπη. Τότε είδα έναν πατριωτικόν ενθουσιασμόν. ΈΈνας Αθηναίος παίρνει μέ τήν χούφτα του φωτιά καί πήγε καί τήν έρριξε εις τό φυτίλι διά τήν πατρίδα τήν φωτιά τήν έκαμεν νερό, αλλά δέν έπιασε. Μάς ρίχτηκαν οι Τούρκοι απάνου τούς δώσαμεν ένα πελεκίδι καί τούς πήγαμεν κυνηγώντας ως τήν άκρη εις τά σπίτια κι' αποτύχαμεν τό λαγούμι, οπού θά τούς αφάνιζε. Σκοτώσαμεν καμπόσους κ' έναν σημαντικόν. Καί λυπήθη πολύ ο
1046
Κιτάγιας δι' αυτόν, ότ' ήταν πολύ γενναίος. ΌΌταν κολλήσαμεν εις τό κάστρο, βαστούσαμεν καί τόν μαχαλά τής Πλάκας ως τήν Αρβανίτικη πόρτα (πρός τό θέατρο Διονύσου). Από κάτου τό κάστρο εις τά σπίτια ήταν μία εκκλησία (ΆΆγιος Γεώργιος Αλεξανδρινός) καί τής έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος καί τίμιος πατριώτης καί μέ τήν τέχνη του καί μέ τό ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε διά τήν πατρίδα. ΉΉμαστε μαζί κι' αγωνιζόμαστε ως αδελφοί νύχτα καί ημέρα. καί δουλεύαμεν μέ τούς ανθρώπους, τούς αγαθούς Αθηναίους καί φκειάναμε τά λαγούμια καί ήμαστε όλοι πάντα αγαπημένοι κ' ενωμένοι. Εις τό Μισολόγγι καί παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμη. Πατρίδα, τού χρωστάς πολύ αυτεινού τού αγωνιστή. Θησαυρούς τού δίνει ο Κιτάγιας νά γυρίση διά σένα, πατρίδα, όλα τά καταφρονεί. ΈΈβαλε λαγούμι εις τήν εκκλησίαν. Πλάκωσε ένα πλήθος Τούρκων αρχίσαμεν τόν πόλεμον κάμαμεν ότι τζακιστήκαμεν. Θέλαμεν νά τόν αφήσουμεν τόν μαχαλά τής Πλάκας, ότ' ήμαστε ολίγοι καί οι θέσες εκτεταμένες. Τότε οι Τούρκοι μάς πήραν 'σ τό κοντό. Είχαμεν τήν Χρυσοσπηλιώτισσα πιασμένη καί τό ριζό τού κάστρου, είχαμεν ταμπούρια, καί πιάσαμεν εκεί. Αφού γιόμωσε η εκκλησιά μέσα κι' ως απάνου, στάθηκαν δύο γενναία παλληκάρια ο Μιχάλης Κουνέλης Αθηναίος κι' ο Θωμάς Αργυροκαστρίτης ή Χορμοβίτης, αυτείνοι οι δυό γενναίοι καί οι αθάνατοι, καί βάλαν φωτιά καί πολέμησαν αντρεία καί σώθηκαν. Καί πήγε εις τόν αγέρα η εκκλησιά καί οι Τούρκοι όλοι. ΎΎστερα οι άλλοι Τούρκοι οπού ήταν πλησίον εκεί τζακίστηκαν κι από πάνου τό κάστρο κι' από κάτου βαρούσαμεν εις τό κρέας καί τούς αφανίσαμεν. ΈΈγινε μεγάλος ο σκοτωμός τών Τούρκων. Εις τό Σερπετζέ απόξω, οπού φυλάγαμεν, ήφερναν τά λαγούμια τούς οι Τούρκοι αναντίον μας εκεί ήταν καί τού κάστρου, τρία στόματα (ανοίγματα τών υπονόμων). Οι Τούρκοι ήταν πολλά πλησίον μας καί ήρθε κ' ένας πασιάς νέος μέ καλό ασκέρι. Καί ήρθαν εκεί εις τά χαρακώματά τους πολλά πλησίον μας καί μάς βρίζαν καί μάς λέγαν άναντρους κι' Οβραίους καί εις τό Μισολόγγι ήταν παληκάρια κ' εμείς καντιποτένιοι καί 'σ ένα δυο ημέρες μάς κλείνουν μέ τά χαρακώματά τους καί μάς πιάνουν ζωντανούς ύστερα καί μάς περνούν από τό σπαθί τους. Εγώ κι' ο Κώστας Λαγουμιτζής ήμαστε αποσταμένοι, ότι φκειάναμεν νύχτα καί ημέρα τά λαγούμια νά τούς χαλάσουμεν τών Τούρκων τά δικά τους. Κ' εγώ ήμουν πάντοτες οπού σύναζα τούς Αθηναίους καί τούς οδηγούσα εις αυτά κ' εργαζόμαστε. Είχα κι' όλα τά νοικοκυρόπουλα μαζί μου καί τά προφύλαγα από τούς ανθρωποφάγους (ανθρώπους τού Γκούρα), οπού 'θελαν νά τούς γυμνώνουν ως καί εις τό κάστρο, όπου τούς έμεινε ολίγον πράμα νά τούς τό πάρουν κι' αυτό. Αφού ήμαστε αποσταμένοι, οληνύχτα καί ημέρα οπού εργαζόμαστε, τούς είπα κ' έσφαξαν ένα βόιδι οπού 'χα ζωντανό, νά πάρουν οι
1047
άνθρωποι ολίγον κρέας. Καί μάς μαγείρεψαν νά φάμε. Τότε κάλεσα καί τόν Λαγουμιτζή καί τόν Παπά τού Κριτζώτη τόν αδελφόν, οπού ήταν μέσα καί φύλαγε μέ τόν Στάθη Κατζικογιάννη εις τήν ίδια βέργα τού τείχους τού Σερπετζέ, κι' απόξω εμείς. Είχα καλεσμένον καί τόν Παπακώστα, γενναίον παληκάρι, αγαθός πατριώτης, συγγενής τού Γκούρα. Μέ τόν Γκούρα ήμουν 'γγισμένος (τσακωμένος), μέ τόν Παπακώστα ήμαστε φίλοι στενοί, ότι γνώριζε ποιός έφταιγε καί ποιός είχε δίκιον. Εκεί οπού τρώγαμε όλοι ψωμί, οι Τούρκοι απόξω, τήν νύχτα, μάς βρίζαν είχα τήν μάγκα μου, οπού τρώγαμεν όλοι μαζί μέ τούς μουσαφιραίγους τούς λέγω: - "Αδελφοί, εδώ σάς έχω ζαϊρέδες οπού τρώτε, κρασί, ρακί κι' όλα σας τά συγύρια. Οι άλλοι του κάστρου τρώνε ξερό ψωμί. Τό λοιπόν εμείς νά τρώμεν, καί οι Τούρκοι νά μάς διατιμούν δέν βαστιέται. Θέλω κοφίνια τούρκικα από τά χαρακώματά τους!" Μού λένε οι γενναίοι άντρες - ήταν όλο νοικοκυρόπουλα Αθηναίγοι κι' ολίγοι Φηβαίγοι (Θηβαίοι), οπού τούς είχα πάντοτες μαζί μου. Αφού τούς έκαμα αυτείνη τήν ομιλίαν, φιλοτιμία καί πατριωτισμόν γιομάτοι όλοι, μού λένε: - "Δώσε μας μίαν φορά κρασί νά πιούμεν από τό χέρι σου". Τούς έδωσα. Μού είπαν: - "Δώσε μας καί τήν ευκή σου". Σηκώθηκαν όλοι καί βγαίνουν αναντίον τών Τούρκων εις τά χαρακώματά τους καί τούς τζακίζουν καί σκότωσαν πεντέξι Τούρκους, τούς πήραν καί καμπόσα κοφίνια. Τούς πισωδρόμησαν οι Τούρκοι. Τότε δέν ήταν καλό αυτό, ότ' είναι πρώτο κίνημα κι' όποιος λάβη θάρρος, θά λάβη διά πάντα. Μού λένε: - "ΈΈβγα κ' εσύ, καπετάνε". Εγώ είμαι φιλόζωγος, όμως μού πειράζεταν καί η φιλοτιμία, ότι εγώ ήμουν ο αίτιος νά τούς ειπώ αυτό. Τότε μέ τούς ίδιους εβήκαμεν αντάμα, χαλάσαμεν τούς Τούρκους. 'Σ ολίγον μάς πήραν μέ τά μαχαίρια, μάς ήφεραν κυνηγώντας ως τό πόστο μας λάβωσαν κι' από 'μάς κάνα δυό. Τούς δίνομεν άλλο τζάκισμα μάς πισωδρόμησαν. Εκεί οπού τούς τζακίσαμεν, τούς πήραμεν καμπόσα πλιάτζικα, τούς πήραμεν κ' ένα πανουφόρεμα μακρύ. Ακούγοντας γρόσια οι ΈΈλληνες καί βουλώματα, βγάνουν τά μαχαίρια καί σάν λιοντάρια ρίχνονται εις τούς Τούρκους. Αλήθεια χαζνέ πήραν, πήραν ντουφέκια, πήραν σπαθιά, σκότωσαν καί τόσους Τούρκους κυργέψαμεν τρία λαγούμια, οπού μάς φέρναν αναντίον μας νά μάς αφανίσουνε εμάς καί τό κάστρο πιάσαμεν καμμίαν εικοσιπενταριά ζωντανούς, τούς λαγουμιτζήδες τους κι' άλλους τούς καφενέδες τους, οπού 'χαν εκεί, κι' όλα τους τά συγύρια κρασιά, ρακιά καταδίκι τούς πήγαμεν κυνηγώντας ως τό Καράσουϊ εκεί ήταν δύναμη μεγάλη τών
1048
Τούρκων καί τά ταμπούρια τούς καί βαστάχτηκαν. Χαλάσαμεν από τό Καράσουϊ ως τά πόστα μας όλα τους τά χαντάκια καί τούς πήραμεν περίπου από δυό χιλιάδες κοφίνια. Τότε πιάσαμεν τόν τόπον ο Γκούρας, ο Παπακώστας, ο γενναίος καί καλός πατριώτης ο Θωμάς Αργυροκαστρίτης βαστούσαμεν εμείς όλοι τούς Τούρκους μέ τόν πόλεμον καί τά τρία λαγούμια τών Τούρκων τά 'καμεν ο Λαγουμιτζής ένα καί τό 'βαλε εις τό δικό μας λαγούμι καί πήραμεν εμείς τό μάκρο του καί δέσαμεν ένα λαγούμι τών Τούρκων 'σ ένα πόστο τους, οπού 'ταν σάν πιάτζα καί συνάζονταν όλοι οι Τούρκοι καί κουβέντιαζαν καί πίναν καφέ, εκεί από κάτου τό γιομίσαμεν μπαρούτι χωρίς οι Τούρκοι νά ξέρουνε τίποτας. Συνάξαμεν όλα τά κοφίνια καί φκειάσαμεν τό πόστο, τίς δύο ντάπιες μου κι' ούθεν αλλού έκανε χρεία. Μού σκοτώθη ένα παληκάρι τότε οπού ήταν από τά σπάνια, ο Στάμος Πέτρου Θοδωρής Αθηναίος τόν είχα μπαγιραχτάρη τίμιος άνθρωπος πολύ, αγαθός καί γενναίος. Αφού τζακίσαμεν τούς Τούρκους, ώρμησε εις τό Καράσουϊ καί τόν σκότωσαν αυτόν καί τόν Πράπα αδελφόν του Παγώνα. Τούς έκλαψε όλο τό κάστρο κ' εγώ φαρμακώθηκα, ότι τόν είχα τόσα χρόνια μαζί μου. Αρχίσανε οι Τούρκοι κ' έφκειασαν τά χαρακώματά τους καί τά 'φεραν ως τό πόστο τους, οπού τούς είχαμεν τό μπαρούτι κρυφίως. Τότε συνάχτηκαν τ' ασκέρια εις τό πόστο μου καί πιάσαμεν κουβέντα μέ τούς Τούρκους φιλική διά νά συναχτούνε πολλοί καί νά τούς κυβερνήσωμεν όλους όταν βάλωμεν φωτιά εις τό λαγούμι. Μπήκαν οι δικοί μας εις τήν λίνια (γραμμή) τούς μέρασα κάθε δέκα ανθρώπων μίαν μποτίλλια ρούμη ένας, τό 'δωσα τήν ρούμη, δέν τήν έδωσε νά πιούνε οι συντρόφοι του, οπού 'ταν μάγκατζης, τήν έπγε μόνος του όλη καί μέθυσε. Αφού ετοιμαστήκαμεν καί οι Τούρκοι γιόμωσε ο τόπος, καί τότε θά τούς αφανίζαμεν βαίνοντας τήν φωτιά - τό λαγούμι τού κάνουν τρύπες νά ξεθυμαίνη. Η κακή τύχη, 'σ εκείνη τήν τρύπα είχε χυθή μπαρούτι. Πηγαίνοντας η φωτιά εκεί, πήρε φωτιά εκείνο τό μπαρούτι. Εμείς δέν ξέραμεν από λαγούμια ελέγαμεν ότι αυτείνη η φωτιά είναι τό λαγούμι. Εκείνος ο μεθυσμένος τράβησε τό μαχαίρι κ' έβαλε τις φωνές. Οι Τούρκοι πήραν χαμπέρι. Εμείς κινηθήκαμεν άταχτα οι Τούρκοι τραβήχτηκαν από 'κεί. Τότε ωρμήσαμεν απάνου τους καί κόντεψε νά πάθωμεν εμείς εκείνο οπού θά κάναμεν τών Τούρκων. ΈΈκαμε ο Θεός καί πήρε φωτιά πρίν νά ζυγώσουμεν καί σήκωσε εις τόν αγέρα λιθάρια ριζιμιά. Καί δέν βλάφτη κανένας από 'μάς, ούτε οι Τούρκοι. Τότε μάς ρίχτηκαν οι Τούρκοι μέ τά μαχαίρια καί μάς έβαλαν ομπρός. Κι' άρχισαν τά λιανοντούφεκα βροχή τών Τούρκων καί οι μπόμπες καί τά κανόνια καί οι γρανέτες. Λαβώθηκαν καμπόσοι από 'μάς καί μού σκοτώθη κ' έν' Αθηνιωτόπουλο, νοικοκυρόπουλο, Νέστορα Κοπίδη τό 'λεγαν, ο σύντροφος τού μπαγιραχτάρη μου, πολύ γενναίος. Τότε τό 'χαμεν κακά μάς φέραν οι Τούρκοι ως απόξω καί μπορούσαν νά
1049
μάς βάλουν καί μέσα εις τό κάστρο. Τότε μέ φωτίζει ο Θεός καί παίρνω ένα δαβλί μέ φωτιά εις τό χέρι καί φωνάζω - "Βάλτε φωτιά καί εις τό τρανό λαγούμι, τώρα οπού ζύγωσαν οι Τούρκοι, νά τούς αφανίσουμεν!" Ακούνε οι Τούρκοι, βλέπουν καί τήν φωτιά, τζακίζουν οπίσου καί τούς παίρνουν εις τό κοντό οι αθάνατοι ΈΈλληνες καί τρώνε ένα σπαθί καλό. Τούς χαλάσαμεν πίσου τά χαρακώματά τούς πήραμεν τόσα κεφάλια καί λάφυρα πλήθος, ντουφέκια, σπαθιά, καπότες. Ούτε άλλο λαγούμι είχαμεν, ούτε φωτιά ν' ανάψη. Από τότε μάθαν πολλή γνώση οι Τούρκοι ούτε μάς βρίζαν, ούτε μάς πλησιάζαν. Τούς πήραμεν τόν αγέρα τους. Πέντε δέκα βγαίναν οι ΈΈλληνες, τούς αφάνιζαν. Είχα ένα παληκάρι, Χατζή Μελέτη τό λένε, Αθηναίος όποτε έβγαινε έξω, ή ένα κεφάλι ή δύο θά φερνε μέσα εις τό πόστο γενναίον καί τίμιον παληκάρι. Τότε έκατζε ο Γκούρας καί οι άλλοι καί φάγαμεν ψωμί τραγουδήσαμεν κ' εγλεντήσαμεν. Μέ περικάλεσε ο Γκούρας κι' ο Παπακώστας νά τραγουδήσω ότ' είχαμεν τόσον καιρόν οπού δέν είχαμεν τραγουδήση. Τόσον καιρόν, οπού μάς έβαλαν οι 'διοτελείς καί 'γγιχτήκαμεν διά νά κάνουν τούς κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι: "Ο ήλιος εβασίλεψε ΈΈλληνα μου, βασίλεψε καί τό φεγγάρι εχάθη κι' ο καθαρός αυγερινός πού πάει κοντά τήν πούλια, τά τέσσερα κουβέντιαζαν καί κρυφοκουβεντιάζουν. Γυρίζει ο ήλιος καί τούς λέει, γυρίζει καί τούς κρένει. Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μιά ραχούλα, άκ'σα γυναίκεια κλάματα κι' αντρών τά μυργιολόγια γι' αυτά τά 'ρωϊκά κορμιά 'σ τόν κάμπο ξαπλωμένα, καί μέσ' τό αίμα τό πολύ είν' όλα βουτημένα. Γιά τήν πατρίδα πήγανε 'σ τόν ΆΆδη, τά καϊμένα". Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε καί μού λέγει: - "Αδελφέ Μακρυγιάννη, σέ καλό νά τό κάμη ο Θεός άλλη φορά δέν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό τό τραγούδι σέ καλό νά μάς βγή". ΆΆρχισε ο πόλεμος κι' άναψε ο ντουφεκισμός πολύ. Πήρα τούς ανθρώπους μου, πήγα εκεί, καθώς ήμουν διορισμένος καί στάθηκα καμπόσο καί πολεμήσαμεν. ΉΉφερα απόξω γύρα τά πόστα. Πήγα εις τό κονάκι μου ό,τι έπαιρνε νά βασιλέψη τό φεγγάρι, νά βγάλω τόν πεζό δια τήν κυβέρνησιν. ΈΈρχονται μου λένε: - "Τρέξε, σκοτώθη ο Γκούρας εις τό πόστο του. ΈΈρριξε αναντίον τών Τούρκων απάνου εις τήν φωτιά τόν βάρεσαν εις τόν αμήλιγγα καί δέν μίλησε τελείως". ΉΉρθαν καί Τούρκοι νέον μιντάτι (ενισχύσεις) μάς ρίχτηκαν μ' ορμή, μπήκαν εις τίς καμάρες, τίς κυργέψαν όλες κι' άνοιξαν μασγάλια (πολεμίστρες) καί ντουφεκιούσαν μέσα εις τό κάστρο. Ρίχτηκαν μ' ορμή νά μάς πάρουν καί τή ντάπια (προμαχώνα) μας. Εκεί σκότωσαν τόν Νταλαμάγκα κι' άλλους πεντέξι. Ξαναλαβώνομαι κ' εγώ πίσου εις τό
1050
κεφάλι πολύ κακά μπήκε τού φεσιού τό μπάλωμα εις τά κόκκαλα, εις τήν πέτζα τού μυαλού. ΈΈπεσα κάτου πεθαμένος. Μέ τράβησαν οι άνθρωποι μέσα τότε ένοιωσα. Τούς είπα: - "Αφήτε με νά μέ τελειώσουνε εδώ, νά μήν ιδώ τούς Τούρκους ζωντανός νά μού πατήσουνε τό πόστο μου". Τότε οι καϊμένοι οι ΈΈλληνες μέ λυπήθηκαν πολύ πολέμησαν γενναίως, διώξαν τούς Τούρκους από τή ντάπια μας καί τούς έβαλαν όλους εις τίς καμάρες καί ντουφεκούσαν εις τό κάστρο.» Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη. ΌΌλες οι προσπάθειες τού Καραϊσκάκη γιά νά στείλει ενισχύσεις στούς πολιορκημένους είχαν αποτύχει. Αυτή τή φορά ο αρχιστράτηγος σκέφτηκε νά πραγματοποιήσει επίθεση στό τουρκικό στρατόπεδο από τό Μενίδι γιά νά τραβήξει τήν προσοχή τών Τούρκων πρός εκείνη τήν περιοχή. Ταυτόχρονα έδωσε εντολή στούς Νικόλαο Κριεζώτη, Δημήτριο Λέκκα, Ιωάννη Μαμούρη καί Τριαντάφυλλο Τσουρά νά πάρουν τριακόσιους άνδρες καί νά ξεκινήσουν από τήν Κωλιάδα (ΆΆγιο Κοσμά) όταν θά άκουγαν μέσα στή νύκτα πυροβολισμούς από τήν πλευρά τού Μενιδίου. Πράγματι ο Καραϊσκάκης άρχισε νά κανονιοβολεί τό στρατόπεδο τού Κιουταχή από τό Δραγουμάνο αποσπώντας τήν προσοχή τών Τούρκων καί οι άνδρες τού Κριεζώτη περπατώντας μέσα στό σκοτάδι κινήθηκαν πολύ γρήγορα από τήν πλευρά τού Φαλήρου καί έφθασαν ασφαλείς στήν κεντρική πόρτα στά Προπύλαια από όπου μπήκαν μέσα στό κάστρο. Η φρουρά τής Ακρόπολης ένιωσε μεγάλη ανακούφιση μέ τίς ενισχύσεις καί ξεκίνησε νέες προσπάθειες αναχαίτησης τών Τούρκων. Στίς 24 Οκτωβρίου 1826 οι άνδρες τού Μακρυγιάννη επιτέθηκαν από τόν Σερπεντζέ πρός τόν λόφο τού Μουσείου (Φιλοπάππου) γιά νά εξουδετερώσουν έναν υπόνομο πού κατασκεύαζαν οι Τούρκοι. Η επίθεση στέφθηκε μέ επιτυχία αφού οι ΈΈλληνες κατάφεραν νά διώξουν τούς Τούρκους καί νά αιχμαλωτίσουν 16 λαγουμιτζήδες. Στή μάχη αυτή λίγο έλειψε νά σκοτωθεί ο Μακρυγιάννης, ο οποίος τραυματίστηκε γιά άλλη μία φορά σοβαρά στό κεφάλι. Οι άνδρες του μέ αυτοθυσία τόν έσυραν στά μετόπισθεν γιά νά μήν τόν συλλάβουν ζωντανό οι εχθροί. Ο Κιουταχής έβλεπε όλες του τίς προσπάθειες νά αποτυγχάνουν καί αποφάσισε νά καταστρέψει μέ έκρηξη τήν πηγή Κλεψύδρα στό βορειοδυτικό άκρο τής Ακρόπολης. ΈΈδωσε εντολή νά κατασκευαστεί ένα μεγάλο λαγούμι στόν ναό τής Υπαπαντής καί νά φθάσει μέχρι τήν ντάπια τού Ανδρούτσου πού βρισκόταν η πηγή. Οι Τούρκοι τοποθέτησαν στόν υπόνομο τρείς χιλιάδες οκάδες πυρίτιδας προσδοκώντας νά σειστεί τό έδαφος καί νά καταστραφεί η πηγή μέ τό νερό. Ο Χορμοβίτης όμως καραδοκούσε. Κατασκεύασε δώδεκα ανθυπονόμους, γύρω από τόν μεγάλο υπόνομο τών Τούρκων, ώστε νά εκτονωθούν τά αέρια πού θά
1051
προκαλούσε η έκρηξη. Τή νύκτα τής 1ης Νοεμβρίου 1826, οι Τούρκοι έριξαν τρείς κανονιοβολισμούς γιά νά απομακρυνθούν όλοι όσοι βρίσκονταν κοντά στόν ναό τής Υπαπαντής καί στόν λόφο τού Αρείου Πάγου. Περίμεναν μεγάλα αποτελέσματα από τήν έκρηξη τής υπονόμου καί πολλοί από αυτούς έφθασαν μέχρι τόν λόφο τού Μουσείου (Φιλοπάππου). Ο Κιουταχής, σίγουρος γιά τήν πτώση μεγάλου τμήματος τού φρουρίου, είχε ετοιμάσει καί ισχυρό στράτευμα γιά νά διενεργήσει έφοδο κατά τών τειχών. Η έκρηξη όμως πού έγινε ήταν πολύ κάτω τού αναμενομένου, (ώδινεν όρος καί έτεκε μύν, σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Σουρμελή). Τά αέρια βρήκαν διέξοδο από τά λαγούμια πού είχε κατασκευάσει ο Χορμοβίτης μέ αποτέλεσμα νά ξεπηδήσουν φλόγες από τίς υπονόμους πού είχε κατασκευάσει ο ΈΈλληνας λαγουμιτζής, χωρίς νά γίνει πολύ ισχυρή έκρηξη. Οι Τούρκοι περίμεναν νά γκρεμιστεί τό φρούριο αλλά όταν ξέσπασαν πανηγυρισμοί εκ μέρους τών Ελλήνων κατάλαβαν τήν αποτυχία τού εγχειρήματος. Ο Τούρκος σερασκέρης λύσσαξε από τό κακό του, καθώς έβλεπε πολλούς από τούς ατάκτους Αλβανούς νά εγκαταλείπουν τό στρατόπεδό του. Ο αιμοβόρος πασάς γιά νά ξεσπάσει τήν κακία του παλούκωσε στό λόφο τού Αρείου Πάγου τούς ΈΈλληνες αιχμαλώτους πού είχε μαζί του καί τούς έψησε μέ σιγανή φωτιά. Οι ΈΈλληνες απάντησαν στήν βαρβαρότητα κρεμώντας από τίς επάλξεις τής Ακροπόλεως δεκαοκτώ Τούρκους αιχμαλώτους, αφού πρώτα τούς βασάνισαν, Πρωταγωνιστής στά βασανιστήρια τών Τούρκων αιχμαλώτων ήταν ένας διαβόητος παπάς μέ τό όνομα Συνέσιος, γνωστός σέ όλους τούς Αθηναίους γιά τή θηριωδία του. «Ο πολιορκητής εξακολουθεί μέ προθυμίαν τάς εργασίας του εναντίον τών αποκλεισμένων, καί ούτοι πάλιν δέν απαυδώσιν αντεργαζόμενοι καί αποματαιούντες τά εχθρικά. Εξ αμφοτέρων τών μερών δέν παύει τό πύρ, καί η ζημία σχεδόν αμοιβαίως, ότε η νύξ η φέρουσα τήν πρώτην τού Οκτωβρίου 1826 μάς επέφερε τόν θάνατον τού αρχηγού καί φρουράρχου Γκούρα. Ο αείμνηστος ούτος διά νά εμποδίζη τήν έξοδον τών λειποτακτούντων στρατιωτών διενυκτέρευεν έξω τού Σερπεντζέ, προσέχων δι' όλης τής νυκτός τά κινήματα καί τών ημετέρων, καί εκείνα τών εχθρών. Συνήθιζε δέ καί νά τουφεκίζη τήν νύκτα εναντίον τών πλησίων εχθρικών χαρακωμάτων. Ενώ δέ κατά τό μεσαίτατον τής νυκτός ένδοθον τού χαρακώματος έσυρε τό πυροβόλον τού τουφεκίου, όπερ έξωθεν ανήφθη, χωρίς όμως νά διαδοθή τό πύρ καί εις τά εντός, καί ενώ έμενεν εις τήν θέσιν του ασάλευτος διά νά μεταδώση τό πύρ, άλλος τις εκ τών εναντίων χαρακωμάτων, τουφεκίζει ως εις σκοπόν εναντίον τού επιφανέντος πυρός, καί κατά δυστυχίαν τό βόλιον διαπερνά τόν κρόταφον τού Γκούρα χωρίς νά τώ δώση καιρόν κάν νά αναπνεύση. Ο πολιορκητής εχθρός βλέπων νά ματαιούνται καθ' εκάστην αι εργασίαι τών υπονόμων του, ηγανάκτησεν εναντίον τών υπονομοποιών,
1052
υβρίζων αυτούς αυστηρώς. ΌΌθεν αφού εδοκίμασαν από πολλάς θέσεις, καί απέτυχον, εγκρίνουσι νά πιασθή η θέσις Λεοντάρι (βορειοδυτικά τού βράχου), λέγοντες ότι εκείθεν δύνανται νά κατασκευάσωσιν ασφαλώς υπονόμους. Ο Κιουταχής διατάττει νά καταλάβωσιν εξ εφόδου τήν θέσιν αυτήν. Ημείς όμως προϋποπτευόμενοι τούτο, επρολάβαμεν υπό κάτω κατασκευήν υπονόμου, διά νά δοθή τό πύρ, άμα έλθωσιν οι εχθροί. Τήν τρίτην λοιπόν τού Οκτωβρίου 1826, πλησιάζοντος τού όρθρου, Μουχουρτάμπεης τις Αλβανός, διορισμένος, άν καί πρό τής αλώσεως φρούραρχος τών Αθηνών, φιλοτιμείται νά προηγηθή εις τήν έφοδον, ως έχων περισσοτέραν νύξιν, καθό φρούραρχος, καί ούτω παρακολουθούμενος παρά πολλών έρχεται έφιππος νά αναβή τό Λεοντάρι. Η φυλακή βλέπουσαν πλησιάζοντα τόν εχθρόν, αποχωρεί διά νά δώση τό πύρ εις τήν πυρίτιδα τής υπονόμου. Επειδή όμως η πυρίτις έλαβεν υγρασίαν διά τήν πολυκαιρίαν, καί εκ τούτου η υπόνομος έμεινεν άχρηστος, ο εχθρός καταλαμβάνει τήν θέσιν αλλ' ημείς από τού φρουρίου κυλίοντες μέ τάς χείρας βόμβας κατά τού Λεονταρίου, ηναγκάσαμεν τούς κατσχόντας νά φύγωσι μέ πολλήν ζημίαν, καθότι διαρρηγνύμεναι αι βόμβαι πρό ποδών τών εχθρών, εθανάτωσαν πολλούς εξ αυτών ομού καί τόν αλαζόνα φρούραρχον. ΈΈπεσον δέ εξ αυτών 40, εκτός τών πληγωμένων. Τήν εβδόμη Οκτωβρίου 1826, ορμώσιν οι Γκέκηδες αιφνιδίως καί κατά πρώτην προσβολήν κυριεύουσιν έν τών οχυρωμάτων μας έξω τού Σερπεντζέ, εξ ού κατεσκευάζετο υπόνομος εναντίον τών εχθρικών, καθ' ήν ώραν συνέπεσε νά ευρεθή μέσα ο υπονομοποιός Κώστας Χορμοβίτης, παρατηρών τήν κατασκευήν. Ο Μακρυγιάννης βλέπων τόν κίνδυνον, όν έτρεχε ο υπονομοποιός, ενθαρρυνθείς από τόν Αναστάσιον Τζίτζηφον προκλείσαντα τήν θυρίδα τού Σερπεντζέ εις τήν ορμήν τών εχθρών, καί συνοδευόμενος από ολίγους εβγαίνει έξω τού Σερπεντζέ, παρορμά τούς περί αυτόν, καί γενόμενος ριψοκίνδυνος διασώζει τόν γενναίον υπονομοποιόν. Η μάχη διαρκεί αδιάκοπος μέν δύο ολόκληρους ώρας, εκ διαλειμμάτων δέ μέχρι νυκτός. Τό πυροβολικόν αδιάκοπον εκατέρωθεν. Μεταξύ τών πολιορκούντων καί πολιορκούμενων παρομοία μάχη έως τότε δέν είχε γίνει. Οι εχθροί μή δυνάμενοι νά επιτύχωσι τήν κατάληψιν τού Σερπεντζέ, άλλοι οπισθοδρόμησαν, άλλοι κατέφυγον τήδε κάκείσε, καί άλλοι οι προηγόυμενοι εισήλθον υπό τάς στοάς τού τείχους τού Σερπεντζέ, διά νά αποφύγωσι τό πύρ. Αλλ' ενταύθα έπαθον τά δεινότερα, κρεμώντες γάρ οι ημέτεροι βόμβας κατά τών στοών, αφού άναπτον τό φιτύλιον καί γενομένης τής ρήξεως, κατέκαιον αυτούς. Εκ τών ημετέρων απέθανον δέκα, εν οίς ήν ο χρυσούς νέος, Νερούτζος Βενιζέλος, υιός τού Αγγελάκη Βενιζέλου, τού σφαγέντος υπό τών Τούρκων. Αρίστευσεν δέ πρός τοίς άλλοις καί απέθανεν ο γενναίος Κωνσταντής Ταλαμάγκας. Τήν ακόλουθον ημέραν τελειοποιήσαντες τήν υπόνομον οι ημέτεροι,
1053
καθ' ήν συνέπεσε νά ευρεθή ο υπονομοποιός, ως είπομεν ανωτέρω, ήτις ήν πλησίον τών εχθρικών χαρακωμάτων κάτωθεν μάλιστα τής θέσεως, όπου οι εχθροί ήσαν πλειότεροι, βάλουσιν οι ημέτεροι τό πύρ κατά τήν πρώτην φυλακήν τής νυκτός, καί βλέπουσι μετά χαράς τούς εχθρούς πετομένους τρόπον τινά εις τόν αέρα διά τής υψώσεως τών χωμάτων, καί συγχρόνως θαπτομένους υπό τά χώματα. Μετά τό πύρ ορμώσιν οι ΈΈλληνες εναντίον τών άλλων χαρακωμάτων, καί οι εχθροί ζαλισμένοι από τόν σεισμόν τής γής διά τήν υπόνομον, τρέπονται εις φυγήν, απολειπόντες καί αυτά τά όπλα των. Εφονεύθησαν δέ πολλοί καί επληγώθησαν περισσότεροι, οι δέ ημέτεροι λαφυραγωγήσαντες εν ανέσει τά οχυρώματα, επιστρέφουσι μετά πλουσίων λαφύρων καί μέ κεφαλάς εχθρών. κρατούντες άλλος μίαν καί άλλος δύο. Χρεωστώ νά σημειώσω ότι εις πάσαν έξοδον τών αποκλεισμένων τολμηρότερος εφάνη φέρων πάντοτε εχθρικήν κεφαλήν ο Χρήστος Κυδωνεύς νέος ετών είκοσι.» Ιστορία τών Αθηνών κατά τόν υπέρ Ελευθερίας Αγώνα, Διονύσιος Σουρμελής. ΌΌταν τόν Νοέμβριο παρατηρήθηκε έλλειψη στήν πυρίτιδα, οι Αθηναίοι ζήτησαν από τόν Μακρυγιάννη, ο οποίος υπέφερε από τά πολλά του τραύματα, νά πάει στήν Αίγινα, όπου είχε τήν προσωρινή της έδρα η κυβέρνηση Ζαΐμη γιά νά ζητήσει επειγόντως τήν αποστολή πυρίτιδος καί άλλων πολεμοφοδίων στό κάστρο τής Ακρόπολης. Ο Μακρυγιάννης, άν καί τραυματισμένος κατάφερε μέ πέντε έφιππους άνδρες πού τόν συνόδευαν, νά διασπάσει τόν ασφυκτικό κλοιό τών Τούρκων, νά διαβεί τήν τάφρο καί νά φτάσει στό Δαφνί. Από εκεί πέρασε στήν Ελευσίνα καί στή συνέχεια έφθασε στήν Αίγινα. Ο Ζαΐμης, ο οποίος είχε υποφέρει από τά ρουμελιώτικα στρατεύματα κατά τήν διάρκεια τού εμφυλίου, υποδέχτηκε τόν Μακρυγιάννη μέ πολλή εγκαρδιότητα, όπως αναφέρει καί ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στά απομνημονεύματά του: «Ο Ζαϊμης ήταν πρόεδρος τής Διοικήσεως. Μού λέγει ο καϊμένος - "ΈΈρχομαι εις τό κονάκι σου νά μιλήσωμεν πλατύτερα". Μέ είδαν εις τήν κατάστασιν οπού ήμουν, πρησμένο τό κεφάλι μου, μού διορίσαν γιατρούς. ΉΉρθε ο Ζαϊμης, ανταμωθήκαμεν μού είπε τήν κατάστασιν τού ταμείου, ότι δέν έχει ούτε λεπτό. Μού λέγει: - "Χαίρομαι ότι ήρθες εσύ έξω καί νά συνακουστούμεν σέ ό,τι μπορέσουμεν νά βοηθήσωμεν τήν πατρίδα καί ν' αφήσουμεν τά παλιά πάθη". Τού είπα: - "Χαίρομαι διά έναν αγωνιστήν σημαντικόν, κεφαλή τής πατρίδος, οπού 'χει τόση 'λικρίνεια. ΌΌτι τά πάθη τά είδαμεν πού μάς κατήντησαν. Κ' εγώ, τού λέγω, 'σ ό,τι μέ διατάξετε είμαι έτοιμος νά πεθάνω διά τήν αγάπη τής πατρίδος. Καί δι' αυτό εβήκα εις τήν κατάστασιν οπού μέ
1054
βλέπεις"». Ο Ζαΐμης ζήτησε από τόν Φαβιέρο πού βρισκόταν στά Μέθανα νά αναλάβει τήν τροφοδοσία τού φρουρίου μέ τό τακτικό του σώμα. Ο πρόθυμος Φαβιέρος οργάνωσε ένα σώμα πεντακοσίων ανδρών καί αφού φόρτωσε στόν καθένα από ένα σακκί μέ πυρίτιδα ξεκίνησε τήν αποστολή του. Τήν 1η Δεκεμβρίου 1826, από τούς Τρείς Πύργους (Φάληρο), ο Φαβιέρος μέ οδηγούς δύο άνδρες πού τού είχε δώσει ο Μακρυγιάννης, μετά από νυκτερινή πορεία έφτασε στό λόφο τού Μουσείου (Φιλοπάππου). «Το' 'δωσα τού αθάνατου Φαβγέ τούς οδηγούς οπού 'χα μαζί μου από τό κάστρο, τούς γενναίους κι' αγαθούς Γιάννηδες, Κουντουριώτης ο ένας καί Διστομίτης ο άλλος. Αυτείνοι οι δυό αγαθοί πατριώτες έβγαιναν πάντοτες μέ γράμματα από τό κάστρο, ανάμεσα από τόση Τουρκιά. Μεγάλες χάριτες χρωστάγει η πατρίδα εις αυτούς τούς δύο γενναίους πατριώτες. Καί μαζί μ' αυτούς τό ταχτικόν κι' ο Φαβγές πήγαν τά πολεμοφόδια κι' άλλα αναγκαία, φορτωμένα οι ίδιοι απάνου τους. Κι' όλοι αυτείνοι κιντύνεψαν αλλά ως γενναίγοι καί καλοί πατριώτες αποφάσισαν καί μπήκαν εις τό κάστρο. Καί η πατρίς νά θυμάται καί νά δοξάζη αυτούς τούς άντρες». Οι άνδρες τού Φαβιέρου έφτασαν στήν τάφρο καί άρχισαν νά δέχονται πυροβολισμούς από τούς Τούρκους σκοπούς. Τότε ο Κριεζώτης, πού κατάλαβε ότι έφθανε βοήθεια, έδωσε εντολή στή φρουρά νά κάνει έξοδο καί νά κτυπήσει τούς Τούρκους πού ήταν έξω από τό τείχος τού Σερπεντζέ, ώστε νά βρούν ευκαιρία οι άνδρες τού τακτικού νά μπούν στό φρούριο, όπως καί έγινε. Τέσσερεις άνδρες τού Φαβιέρου σκοτώθηκαν καί ο Ιταλός Πίζα τραυματίστηκε σοβαρά. Ο Γάλλος Ρομπέρ τραυματίστηκε πολύ σοβαρά καί όταν οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι νά τόν αποκεφαλίσουν, οι άνδρες τού Κριεζώτη πρόλαβαν νά τόν πάρουν από τά χέρια τους. Ο Ιωάννης Τουρκοδήμος από τά Κούντουρα (Μάνδρα Αττικής) τόν κουβάλησε στόν ώμο, αλλά ο γενναίος Γάλλος, ο οποίος έφερε εικοσιτέσσερα τραύματα, πέθανε μετά από έξι ημέρες. Οι Αθηναίοι υποδέχτηκαν τόν Φαβιέρο σάν σωτήρα, αφού έφερε μαζί του τέσσερεις χιλιάδες οκάδες πυρίτιδα, πολύτιμες γιά τίς υπονόμους πού κατασκεύαζε ο Χορμοβίτης. Αποφάσισαν τότε νά κάνουν μία επίθεση κατά τής πόλης τών Αθηνών καί νά απομακρύνουν όσους Τούρκους είχαν οχυρωθεί στά κοντινά πρός τό κάστρο σπίτια. Τά χαράματα τής 6ης Δεκεμβρίου 1826, οι τακτικοί στρατιώτες τού Γάλλου συνταγματάρχη μέ τούς άνδρες τού Κριεζώτη, τού Ευμορφόπουλου, τού Τζουρά καί τού Παπακώστα επιχείρησαν ταυτόχρονη επίθεση πρός τρία σημεία τής πόλης. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε, αλλά τό σώμα τού Ευμορφόπουλου καί τού Τζουρά πού βγήκε από τά ανατολικά πρός τόν μαχαλά τής Πλάκας εγκλωβίστηκε στό σπήλαιο τής Χρυσοσπηλιώτισσας, κοντά στό θέατρο
1055
τού Διονύσου. Ο Κιουταχής έστησε πυροβόλα στό ναό τού Ολυμπίου Διός καί άρχισε νά πυροβολεί τούς αποκλεισμένους. Οι πολιορκημένοι, πάνω στήν Ακρόπολη, έστρεψαν μέ τή σειρά τους τά δικά τους πυροβόλα πρός τούς στύλους τού Ολυμπίου Διός καί άρχισαν νά πυροβολούν πρός τήν εχθρική πλευρά, ανατρέποντας τά σχέδια τού Κιουταχή καί σώζωντας τούς άνδρες τού Ευμορφόπουλου, οι οποίοι κατόρθωσαν νά ξεφύγουν καί νά μπούν στό φρούριο. Στό εσωτερικό τού κάστρου οι βόμβες τού Κιουταχή έπεφταν ασταμάτητα καί σκορπούσαν τόν θάνατο. Η γυναίκα τού Γκούρα έμενε στό ναό τού Ερεχθέα, όπου είχε συγκεντρώσει τήν αμύθητη περιουσία πού είχε συρρεύσει η απληστία τού άνδρα της. Ο Γκούρας είχε τοποθετήσει στή στέγη τού ναού χώμα γιά νά προστατεύει τό κτίριο, όπου είχε βρεί καταφύγιο η οικογένειά του. Είχε δώσει ευχή καί κατάρα στήν γυναίκα του, εάν τυχόν αυτός πάθαινε κάτι νά φύλαγε τήν τιμή του καί νά μήν ξαναπαντρευόταν. Τελικά η κατάρα τού Γκούρα έπιασε τόπο. Η χήρα, μόλις τρείς μήνες μετά τόν θάνατο τού άνδρα της αρραβωνιάστηκε με τό νέο φρούραρχο Κριεζώτη. Δέν θά χαιρόταν όμως γιά πολύ τό νέο της άνδρα. Στίς 13 Ιανουαρίου 1827, μία βόμβα έπεσε στό Ερέχθειο, καί τό χώμα στήν σκεπή τού ναού, επιβάρυνε τή στατικότητα καί ο ναός κατέρρευσε πλακώνοντας τήν Γκούραινα καί τήν αδελφή της Κάρμαινα μέ τά παιδιά τους. Η μοίρα είχε παίξει τό δικό της παιχνίδι. Τό χώμα πού είχε τοποθετήσει ο Γκούρας σκότωσε τήν γυναίκα του πού τόν απάτησε. Τό ζευγάρι είχε πεθάνει στό ίδιο μέρος πού είχε δολοφονηθεί ο πάλαι ποτέ προστάτης τού Γκούρα Ανδρούτσος. Τά εκατοντάδες χιλιάδες γρόσια πού είχε πάρει ο Γκούρας γιά νά προδώσει τόν καπετάνιο του δέν πρόλαβε νά τά χαρεί ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, ούτε τά παιδιά του. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis30.html
1056
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΑ' Ο Ιμπραήμ δηώνει τήν Πελοπόννησο (Απρίλιος 1826) Ο Ιμπραήμ μετά τήν "πύρρειο νίκη" στό Μεσολόγγι, επέστρεψε στήν Πάτρα. Τού είχαν απομείνει μόνο 3500 τακτικοί στρατιώτες καί είχε άμεση ανάγκη ενισχύσεων. Χωρίς νά χάσει καιρό έστειλε τόν Δελή Αχμέτ, πού είχε αφήσει ως φρουρά στό κάστρο τής Πάτρας, νά ρημάξει τή Γαστούνη καί στή συνέχεια τόν διέταξε νά κατευθυνθεί στή Μεσσηνία καί νά ζητήσει ενισχύσεις από τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης. Ο ίδιος μέ τό στράτευμά του καί πολλούς ατάκτους πού συγκέντρωσε, κατευθύνθηκε στίς αρχές Μαΐου 1826 πρός τά Καλάβρυτα μέ τελικό προορισμό τήν Τριπολιτσά. Ταυτόχρονα ο Γάλλος εξομώτης Σουλεϊμάν μπέης βγήκε από τά μεσσηνιακά κάστρα καί επιτέθηκε στίς δυνάμεις τού Νικηταρά, τού Δημητρίου Πλαπούτα, τού Δήμου Κανελλόπουλου καί τού Γεωργίου Σισίνη πού βρίσκονταν στήν επαρχία τής Αρχαίας Ολυμπίας. Οι μουσουλμάνοι τού Σουλεϊμάν έσπειραν τόν τρόμο στήν περιοχή καί έκαψαν τά χωριά Ζαχάρω, ΆΆλβενα (Μίνθη), Γραίκα σκοτώνοντας τούς άνδρες καί σκλαβώνοντας τά γυναικόπαιδα. Στή συνέχεια πολιόρκησαν τούς κατοίκους τής Αγουλινίτσας πού είχαν καταφύγει μέ τίς οικογένειές τους στά νησιά τής λίμνης. Οι ενισχύσεις πού κατέφθασαν μέ τούς Λεονταρίτες τού Νικηταρά, καί τούς Τριφυλίους τού Γεωργίου Γρηγοριάδη, τού Διονυσίου Παπαθεοδώρου καί τών αδελφών Αναγνώστη καί Αδάμ Παπατσώρη στή θέση Κλειδί μεταξύ τών λιμνών τής Αγουλινίτσας καί τού Καϊάφα, έσωσαν τούς κατοίκους από βέβαιο θάνατο. Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες υποχώρησαν καί επέστρεψαν στή Μεσσηνία έχοντας πετύχει τόν σκοπό τους, ο οποίος ήταν νά μήν παρενοχληθεί ο Ιμπραήμ στήν πορεία του πρός τήν Τριπολιτσά από τά ελληνικά στρατεύματα. Πράγματι ο Ιμπραήμ εισέβαλλε στήν επαρχία Καλαβρύτων ατουφέκιστος μέ εξαίρεση τόν Γεώργιο Λεχουρίτη πού τόν παρενόχλησε στό χωριό Νεζερά. Οι φήμες τόν έφερναν νά κατεβαίνει στήν Τριπολιτσά μέ 40000 στρατιώτες έχοντας παρά τώ πλευρώ του τόν Κιουταχή πασά. Οι έντρομοι κάτοικοι τών επαρχιών σκόρπισαν στά βουνά καί στά λαγκάδια, ενώ δέν ήταν λίγοι αυτοί πού ταξίδεψαν μαζί μέ τά ζωντανά τους στό μοναδικό ασφαλές καταφύγιο τού Μοριά, τή Μάνη. Στίς 4 Μαΐου 1826, ο Αιγύπτιος πασάς έφτασε στή μονή τής Αγίας Λαύρας, καίγοντας, λεηλατώντας καί καταστρέφοντας τά Καλαβρυτοχώρια. Ο βάρβαρος μουσουλμάνος κατέκαψε τήν ιστορική μονή πού είχε ιδρύσει ο ασκητής Ευγένιος στά χρόνια τού Νικηφόρου Φωκά (961) καί σύμφωνα μέ τούς ιστορικούς τής εποχής, κάθισε νά απολαύσει τό θέαμα. Ευτυχώς οι μοναχοί είχαν προλάβει νά μεταφέρουν
1057
τούς θησαυρούς καί τά κειμήλια τής μονής στό Μέγα Σπήλαιο. Τήν επόμενη ημέρα, ο Ιμπραήμ χωρίς νά συναντήσει καμία αντίσταση, έφτασε μέ τή βοήθεια ενός Τούρκου Καλαβρυτινού στά Κλουκινοχώρια τής Αιγιάλειας (Αγρίδι, Αγία Βαρβάρα, Ζαρούχλα, Σόλο, Περιστέρα), στούς πρόποδες τού όρους Χελμού, τά οποία ο Οθωμανός πασάς επίσης κατέκαψε καί λεηλάτησε. Οι οπλαρχηγοί Αναγνώστης Καλογριάς, Νικόλαος Σολιώτης καί Γκολφίνος Πετμεζάς οχυρώθηκαν στή θέση Καστράκι μαζί μέ 8000 γυναικόπαιδα καί περίμεναν τόν εχθρό. Οι Τουρκοαιγύπτιοι τού Ιμπραήμ μαζί μέ τούς Τουρκαλβανούς τών Πατρών επιτέθηκαν μέ σφοδρότητα καί μετά από φοβερή μάχη οι ΈΈλληνες υποχώρησαν αφήνοντας στό έλεος τού εχθρού πολλά από τά ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα καί στό πεδίο τής μάχης πάνω από 300 νεκρούς. Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, οι μουσουλμάνοι έσφαξαν μέ απίστευτη βαρβαρότητα πάνω από 1000 αμάχους, ενώ δέν ήταν λίγες εκείνες οι γυναίκες πού προτίμησαν νά πέσουν μέ τά μωρά τους από τά βράχια γιά νά μήν πιαστούν αιχμάλωτες από τους Τουρκοάραβες, γράφοντας ένα νέο αλλά άγνωστο Ζάλογγο. Μία γυναίκα πού υπηρετούσε τήν οικογένεια τού Αναγνώστη Πετμεζά έτρεχε μέ τά δύο μικρά παιδιά τού αφέντη της πάνω στά χιονοσκέπαστα βουνά, ακολουθούμενη κατά πόδας από Αιγύπτιους στρατιώτες. Μόλις κατάλαβε ότι ένας μουσουλμάνος θά τήν έπιανε, άφησε τά παιδιά καί τόν περίμενε στό χείλος τού γκρεμού, προσποιούμενη ότι παραδιδόταν. Μόλις εκείνος τήν έπιασε καί πήγε νά τήν βιάσει, τόν έσπρωξε καί έπεσαν καί οι δύο κάτω από τό βράχο. Ανάμεσα στούς εκατοντάδες αιχμαλώτους πού πιάστηκαν καί τελικά χάθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τής Μπαρμπαριάς ήταν καί η οικογένεια τού γενναίου αγωνιστή Σολιώτη. Από τά Κλουκινοχώρια ο Ιμπραήμ έστειλε 600 ιππείς νά κυριεύσουν τή μονή τού Μεγάλου Σπηλαίου όπου είχε οχυρωθεί ο Νικόλαος Πετμεζάς μέ 150 άνδρες. ΌΌμως η θέση τής μονής καί οι σφαίρες τών Πετμεζαίων τόν απέτρεψαν από τό εγχείρημά του. Ο Ιμπραήμ συνέχισε τήν πορεία του καίγοντας τό Βραχνί, τό Σούβαρδο, τή Ζαχλωρού, τά Καλάβρυτα, τήν Κερπινή καί στίς 8 Μαΐου 1826 έφθασε στήν Τριπολιτσά σέρνοντας μαζί του χιλιάδες γυναικόπαιδα καί πολλά λάφυρα. Από τήν Τριπολιτσά έστειλε ένα σώμα στρατού δυτικά πρός τά χωριά Καρύταινα, Βυτίνα, Βαλτεσινίκο, Λαγκάδια, Σέρβο καί Ζυγοβίστι, ένα δεύτερο σώμα νότια πρός τό Λεοντάρι καί τό ΆΆκοβο καί ένα τρίτο σώμα πρός τά χωριά ΆΆγιος Πέτρος, Βέρβαινα, Δολιανά, Βρέσθενα, Μπαρμπίτσα (Βαρβίτσα), Πραστός, Μελιγού, Πλάτανος, Καστάνιτσα καί Καστρί. Η διαταγή πρός τούς αξιωματικούς του ήταν νά καταστρέψουν κάθε ίχνος αντίστασης, νά αρπάξουν ζώα, νά λεηλατήσουν, νά αφανίσουν καί νά αιχμαλωτίσουν τούς κατοίκους τών χωριών αυτών. Οι Χριστιανοί έντρομοι είτε σκαρφάλωναν στά πιό απόκρημνα βουνά είτε κρύβονταν στά πιό βαθιά φαράγγια γιά νά προστατευτούν από τίς τουρκικές ορδές.
1058
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, πού ήταν υπεύθυνος γιά τήν τάξη στήν πόλη τού Ναυπλίου, ζήτησε από τον Ζαΐμη νά παραιτηθεί από αυτή τή θέση καί νά τρέξει στό πεδίο τών μαχών νά βοηθήσει τόν πατέρα του. Πράγματι η παραίτηση έγινε δεκτή καί ο Γενναίος αναχώρησε γιά τήν Στεμνίτσα συνοδευόμενος από τόν Φεϊζόπουλο. Ο πατέρας του τού ανέθεσε τή φύλαξη τών στενών τού Λεονταρίου από κοινού μέ τούς Κανέλλο Δεληγιάννη, Δημήτριο Πλαπούτα, Νικόλαο Πετμεζά, Δημήτριο Μελετόπουλο καί Παναγιώτη Νοταρά. «Ο Ιμπραΐμης εβγήκε μέ όλο του τό στράτευμα εις τήν Πάτρα καί ειπώθηκε ότι εβγήκε καί μέ τά στρατεύματα τού Κιουταχή. Είδησις ψεύτικη, γιατί ο Κιουταχής εκίνησε διά τήν Ανατολικήν Ελλάδα. Σάν επέρασε όλο τό στράτευμα εις τήν Πάτρα, εκίνησεν αμέσως καί έκαμε όλα του τά στρατεύματα κατά τά Καλάβρυτα. Ο κόσμος καί ο λαός εσυνάχθηκε καί έπιασε τά βουνά μέ παιδιά τους, γυναίκες καί πράγματά τους καί έφυγαν δύο Τούρκοι Πελοποννήσιοι από τό βουνό Χελμό (Αροάνια Καλαβρύτων) καί επρόδωσαν εις τόν Ιμπραΐμη. Επήγε ο Ιμπραΐμης εις τό Χελμό καί τουφέκι δέν απάντησε πουθενά, καί εσκλάβωσε περίπου από 2000 γυναίκες καί παιδιά. Οι Καλαβρυτινοί κατέφευγαν εις τήν Καρύταινα, εις τό Λεοντάρι, εις τήν Μάνην καί επήρε φρίκη όλη η Πελοπόννησος, καί ο Ιμπραΐμης ήλθε εις τήν Τριπολιτζά. Καί εγώ μαθαίνοντας τήν είδησιν τούτην είχα δύο χιλιάδες καί επεράσαμεν αντίκρυ από τήν Τριπολιτζά, νά ιδούμεν πού θά κινηθεί, καί ετραβήξαμεν στής Καρύταινας τήν επαρχίαν. Ο Ιμπραΐμης μέ τό στράτευμα κατέβηκε Καρύταινας κάμπο καί Λεονταριού. Εγώ έστειλα τόν Γενναίον μέ 500 νομάτους καί έπιασαν τήν Ντεμνίτζα (Στεμνίτσα), χωροπούλα δυνατή, διά νά κλεισθεί μέσα, άν έλθει ο Ιμπραΐμης απάνω του. Από τήν Ντεμνίτζα έως τό ορδί (στρατόπεδο) τέσσερεις ώρες. Καί εγώ εκρύφθηκα μέ τό λοιπό στράτευμα, άν ιδώ τούς Τούρκους νά κτυπήσουν τόν Γενναίον νά τούς πάρω αποπίσω. Ο Ιμπραΐμης δέν ήλθε διά τόν Γενναίον. ΈΈμαθε ότι τά γυναικόπαιδα επήγαν κατά τήν Μάνην καί δέν ακολούθησε. Τό ορδί τό είχε εις τόν κάμπον. Ο λαός ακούοντας, ότι ο Ιμπραΐμης εβγήκε εις τά πισινά χωριά (χωριά πρός τή μεριά τής Ανδρίτσαινας) καίοντας, ετραβήξανε κατά τή Μάνη, ώς οπού εγύρισε τό στράτευμά του. Ετράβηξε διά τήν Μεσσηνία, καί Αρκαδινοί (Τριφύλιοι) καί οι Ανδρουτζάνοι (από τήν Ανδρούσα Μεσσηνίας) ακούοντας τήν φθοράν τού απάνου κόσμου, ετραβούσαν κατά τήν Μάνην. Κάπου έγινε καί τουφέκι, κάπου εσκλάβωσε. ΈΈρριξε τό ορδί του εις τό Νησί τής Καλαμάτας (Μεσσήνη)». Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος. Στίς 10 Μαΐου 1826, χίλιοι Αιγύπτιοι συνοδεύοντας αιγοπρόβατα πού είχαν αρπάξει από τούς κατοίκους τής Γορτυνίας, κινήθηκαν
1059
νοτιότερα καί πέρασαν από τό χωριό Λιοδώρα. Οι κάτοικοι τού Σέρβου μέ τούς άνδρες τού Πλαπούτα καί τού Φώτη Ντάρα κατέλαβαν τήν ορεινή διάβαση Αρτοζήνου καί περίμεναν κρυμμένοι τόν εχθρό. Οι Αιγύπτιοι, λόγω τού μεγάλου αριθμού τών ζώων πού συνόδευαν, κινούνταν μέ πολύ αργό ρυθμό μέ αποτέλεσμα νά εγκλωβιστούν από τούς ΈΈλληνες στόν χείμαρρο Γκούρα. Ο εχθρός περικυκλωμένος καί όντας σέ μειονεκτική θέση, πανικοβλήθηκε δεχόμενος βροχή τίς σφαίρες από τά τουφέκια τών ανδρών αλλά καί τούς βράχους πού κυλούσαν πρός τά κάτω οι γυναίκες. Ανήμποροι νά αντιδράσουν οι Αιγύπτιοι υποχώρησαν ατάκτως εγκαταλείποντας τά ζώα. Καταδιωκόμενοι συνεχώς από τούς κρυμμένους σέ κάθε βουνοπλαγιά ΈΈλληνες έφθασαν κακήν κακώς στήν βάση τους τήν Τριπολιτσά. Ο Δημήτριος Πλαπούτας, γιός τού Κόλια Πλαπούτα από τήν Παλούμπα πού πρωταγωνίστησε στή μάχη, έστειλε αναφορά στή Διοίκηση περιγράφοντας τήν ήττα τού εχθρού. «Καθώς τήν Δευτέραν πρωί απερνώντας εν σώμα από αυτούς, περίπου τών χιλίων πεζών καί ιππέων εις τό Διάσελον τής Γριάς, καί εκινήσαντες διά τά μέρη τούτα ήλθον εις τό Λυκούρεσι καί συναντήθηκα μέ αυτούς εις τού Σέρβου από κάτω, μέ τούς οποίους ετουφεκίσθημεν καί όσον ημπορέσαμε τούς αντισταθήκαμε παίρνοντάς τους περίπου τών πέντε χιλιάδων προβάτων όπου είχαν παρμένα, μερικά αλογογελάδια, εμποδίζοντας ακόμη καί όσα άλλα εκ τού πλησίον ημπορούσαν νά πάρουν. Εσκοτώθηκαν από αυτούς μερικοί, από τούς οποίους έμειναν τρείς τέσσεροι, καί ακολούθως πάλιν τουφεκιζόμενοι οι μισοί απέρασαν εις τόν κάμπον Δημητσάνας. Εγώ δέ μ' όσους περισσοτέρους ημπόρεσα εις Ζάτουνα, μέ απόφασιν οπού νά έλθουν εις Δημητσάνα καί Ζάτουνα νά τούς βαρέσωμεν. Αλλ' αυτοί από εκεί οπού ετοποθετήθησαν τό εσπέραν ανεχώρησαν κατ' ευθείαν διά τήν Τριπολιτσάν». Τό τμήμα τών Αράβων πού κατευθύνθηκε πρός τόν ΆΆγιο Πέτρο καί τόν Μυστρά έκαψε τά χωριά Δολιανά, Ράχοβα, Βρέσθενα καί Βέρβενα. Στή Μαγούλα Λακωνίας βασάνισαν τούς κατοίκους πού δέν είχαν προλάβει νά φύγουν αλλά τούς κτύπησε ο Γεώργιος Γιατράκος, δίνοντας καιρό στούς αμάχους νά τρέξουν νά βρούν καταφύγιο στά ορεινά καί στή Μάνη. Στίς 15 Μαΐου 1826 ο Ιμπραήμ άφησε ισχυρή φρουρά στήν Τριπολιτσά καί αναχώρησε γιά τά πισινά χωριά όπως ονομάζει ο Κολοκοτρώνης τά χωριά τής Ανδρίτσαινας καί τής Ολυμπίας, λεηλατώντας καί σκλαβώνοντας τούς κατοίκους τών επαρχιών. Προτίμησε αυτόν τόν δρόμο γιά νά επιστρέψει στά μεσσηνιακά κάστρα, διότι τά περάσματα (δερβένια) τού Λεονταρίου ήταν πιασμένα από τούς άνδρες τού Κολοκοτρώνη, οι οποίοι είχαν καταφέρει νά κόψουν τήν απευθείας επικοινωνία μεταξύ τής Τρίπολης καί τής Καλαμάτας. Οι άνδρες τού Κολοκοτρώνη παρενοχλούσαν συνέχεια τούς ΆΆραβες
1060
τού Ιμπραήμ καί όπου τούς έβρισκαν λίγους καί απομονωμένους τούς εξόντωναν. Σέ μία περίπτωση 200 Αιγύπτιοι είχαν βγάλει τά ζωά τους νά βοσκήσουν στήν θέση Λαχανάδες, έξω από τό κάστρο τής Κορώνης. Οι ΈΈλληνες πού τούς αντελήφθηκαν, τούς επιτέθηκαν ξαφνικά καί τούς σκότωσαν όλους μέχρι ενός αποκομίζοντας εκατοντάδες άλογα. Ο Αιγύπτιος στρατάρχης είχε εκνευριστεί από τήν παράταση τού κλεφτοπολέμου καί τήν διαρκή αμφισβήτηση τής κυριαρχίας του καί ξεσπούσε τόν θυμό του καίγοντας, λεηλατώντας καί καταστρέφοντας ότι συναντούσε στό πέρασμά του. "Είμαι αποφασισμένος νά τά ρημάξω όλα. Θά καταστρέψω ότι βρώ καί οι κάτοικοι τών χωριών θά πεθάνουν από τό κρύο ή από τήν πείνα." Αυτά θά δήλωνε στόν υποπλοίαρχο Smart κατά τή διάρκεια μίας επισκέψεώς τού Βρετανού αξιωματικού στό αιγυπτιακό στρατόπεδο. (The Question of Greek Independence, by C. W. Crawley) «Ο δέ Ιμπραήμ ήδη περιφέρεται όπου θέλει, ήδη χωρεί καί εις αυτά τά δύσβατα μέρη. Παραδίδει τά πάντα εις πύρ καί εις σίδηρον, αρπάζει καί τά πράγματα καί τά ποίμνια τών κατοίκων καί ανδραποδίζει (αιχμαλωτίζει) πλήθος αθώων καί αδυνάτων, ότε καί πολλαί γυναίκες καί κοράσια καταδιωκόμεναι ρίπτονται εις τούς ποταμούς καί πνίγονται καί κατακρημνίζονται από υψηλούς βράχους εις τά βάραθρα. ΆΆμα φθάσας ο εχθρός εις Τριπολιτσάν, εκινήθη κατά διαφόρους διευθύνσεις εις τά πέριξ χωρία καί τάς επαρχίας. Οι κινηθέντες εις Καρύταιναν έφθασαν εις Βιτύναν καί ηφάνισαν ό,τι άλλοτε είχον αφήσει. Εκινήθησαν καί εις τάς ΆΆκοβας καί εις τήν Περαμεριάν. Οι κάτοικοι κατεσκορπίσθησαν εις τά όρη. Ο δέ Δημήτριος Πλαπούτας αντέκρουσε περίπου χιλίους ιππείς τε καί πεζούς εις τού Σέρβου καί τούς αφήρεσεν ως πέντε χιλιάδας πρόβατα καί άλλα ζώα, καί τούς εμπόδισε τού ν' αρπάσωσιν άλλα. Τούς εκτύπησε δέ καί εις τής Γριάς τό Διάσελον. Οι κινηθέντες εις Μυστρά, φθάσαντες εις Μαγούλαν εφόνευσάν τινας καί ηχμαλώτισαν. Ο Γεώργιος Γιατράκος ωχυρώθη εις τόν Αγιάννην καί υπερασπίσθη τούς αδυνάτους, καί έφυγον εις τά όρη. Απέκρουσε δέ τό ιππικόν τού εχθρού, καί τόν εβίασε νά στραφή εις τήν πεδιάδα, καί προχωρήσας έως εις τού Μαχμούτμπεη, ηχμαλώτιζεν όσους ηδύνατο. Εισέβαλε καί εις τήν πόλιν τού Μυστρά καί εφόνευσε τρείς Χριστιανούς. Επομένως είχε φθάσει καί ο Γεώργιος Γιατράκος εκεί, αφ' ού ο εχθρός είχεν αναχωρήσει. Οι δέ φρουρούντες εις τό υπερκείμενον μικρόν φρούριον είχον φύγει, καί ότε έφθασεν ο Γιατράκος, υπέστρεψαν. Ο δέ εχθρός εκίνησε λεηλατών τήν χώραν πρός τήν επαρχίαν Αγίου Πέτρου, όπου έπραξεν ό,τι κακόν εδυνήθη, καί επέστρεψεν εις Τριπολιτσάν. Ο Ιμπραήμ μεσούντος τού Μαΐου εξεκίνησε διά τήν Μεσσηνία. Εις τά στενά τού Λεονταρίου εύρεν αντίστασιν καί εβιάσθη νά οπισθοδρομήση εις Τριπολιτσάν τήν 18ην Μαΐου 1826. Τήν 19ην
1061
παραλαβών καί άλλους στρατιώτας, απήλθεν εις τήν πεδιάδα τής Καρυταίνης, καί εδοκίμασε νά περάση από τά στενά τής Πολιανής. Εις τό Δυρράχι ευρέθη τυχαίως ο Νικηταράς καί τόν αντέκρουσε, καί τόν εβίασε νά οπισθοδρομήση, αφήσας δέ εις τήν ειρημένην πεδιάδα τά ημίση στρατεύματα, εστράτευσε μέ τά λοιπά εις τήν επαρχία τού Φαναρίου (Ολυμπία). Διευθύνθη δέ εις τήν Ανδρίτσαιναν από τρία μέρη, από τόν ΆΆγιον Αθανάσιον, από τάς Καρυάς καί από τόν Κραμποβό (Καστανοχώρι Μεγαλόπολης). Αυτόθι ευρίσκοντο ως πεντακόσιοι ΈΈλληνες, καί μή δυνάμενοι ν' αντισταθώσιν εις δυνάμεις πολύ ανωτέρας εχθρών, αφού εφόνευσαν 60 εξ αυτών, απεχώρησαν εις τά υψηλά. Εισέβαλον λοιπόν οι Τούρκοι εις τήν πόλιν εκείνην, εφόνευσαν τρείς γυναίκας καί πέντε άνδρας, ηχμαλώτισαν ως 270 αόπλους, έκαυσάν τινας οικίας, επήραν όσα ζώα επέτυχον καί ανεχώρησαν εις τά οπίσω. Μετά ταύτα εκινήθησαν εις τήν Μεγάλην Αναστάσοβα (Νέδουσα Μεσσηνίας), όπου ηχμαλώτισάν τινας αδυνάτους, καί απήρχοντο εις Μεσσηνίαν. Εις ΆΆκοβο διαβαίνοντας είχον αποκλείσει οι κάτοικοι είκοσι έξ Τούρκους, εφόνευσαν τούς οκτώ καί συνέλαβον τούς δέκα οκτώ παραδοθέντας, αλλά τούς εφόνευσαν καί αυτούς, επειδή κατεδιώκοντο υπ' άλλων Τούρκων. Πολλαί γυναίκες εκινδύνευον νά ζωγρηθώσιν (νά συλληφθούν) εις τήν λεγομένην Χορηγόσκαλα. Τινές εξ αυτών κατεκρημνίσθησαν εις τά βάραθρα καί απώλοντο, άλλαι δέ ήρχισαν νά κυλίωσι λίθους μεγάλους εναντίον τών εχθρών εφόνευσαν καί επλήγωσαν τινας, καί εσώθησαν. Οι διεσκορπισμένοι εις τά όρη ένοπλοι ΈΈλληνες εκτύπησαν εις διάφορα μέρη τούς Τούρκους καί πού μέν πέντε, πού δέ δέκα καί αλλού πλειότερους, εφόνευσαν ουκ ολίγους. Ούτως ο εχθρός μετέβη τέλος εις τήν Μεσσηνίαν. Πλήν δέν ετόλμησε νά περάση από τά Δερβένια (Λεονταρίου), κατήλθε δέ εις τήν Καλαμάτα, προυχώρησε εις Αλμυρόν, καί έκαυσεν όσων εφείσθη προλαβόντως Σελιτσιάνικα Καλύβια. Ηπείλησεν ούτω τήν Μάνην, εις τήν οποίαν έχει σκοπόν νά κινηθή μετ' ολίγων καί μετέβη εις τά φρούρια». Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Γ' Tόμος. Ο Ιμπραήμ φρόντιζε καθημερινώς νά πραγματοποιεί καί στήν πράξη τίς απειλές του καί έτσι τά μαρτύρια τού άμαχου πληθυσμού στό Μοριά δέν είχαν σταματημό. Μία αιγυπτιακή φάλαγγα πού προσπαθούσε νά φθάσει από τήν Τριπολιτσά στήν Καλαμάτα συνάντησε ισχυρή αντίσταση καί κατέληξε στό χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (Νέδουσα). Πολλές γυναίκες μέ τά παιδιά τους πού είχαν καταφύγει σέ μία απόκρημνη πλαγιά, στή θέση Χορηγόσκαλα έγιναν αντιληπτές από τούς Τουρκοαιγύπτιους οι οποίοι τίς κατεδίωξαν. Πολλές ήταν αυτές πού προτίμησαν τόν ένδοξο θάνατο παρά τήν ατίμωση από τούς μουσουλμάνους, πέφτοντας κάτω από έναν θεόρατο βράχο, μαζί μέ τά
1062
παιδιά τους. «Οι παπαδιές φωνάξανε φωνή ως τά ουράνια. ΌΌλες, όσ' είστε Χριστιανές καί τό Χριστό αγαπάτε, ελάτ' εδώ μαζί μ' εμάς, πιαστείτε στό χορό μας, σκλάβες γιά νά μή πέσουμε στούς στραβοαραπάδες. ΌΌλες πιαστήκαν στό χορό καί στόν γκρεμό επέσαν» Ο Κολοκοτρώνης περνούσε από τά χωριά πού είχε ρημάξει ο στρατός τού Ιμπραήμ, εμψύχωνε τούς κατοίκους καί τούς ζητούσε νά επιστρέψουν στά σπίτια τους. Πραγματικά, όταν οι τρομοκρατημένοι ΈΈλληνες άκουγαν τήν τρομπέτα τού αρχηγού καί τούς πύρινους λόγους του, επέστρεφαν στά χωριά τους, ενώ οι πιό δυνατοί τόν ακολουθούσαν γιά νά πολεμήσουν τόν τύραννο πού είχε ερημώσει τήν Πελοπόννησο. Στή θέση ΆΆγιος Φλώρος, οι άνδρες τού Κολοκοτρώνη βρήκαν κρεμασμένα σέ κάτι έλατα έξι μωρά, πού είχαν αρπάξει οι Αιγύπτιοι από τίς μανάδες τους. Τά μωρά ήταν ακόμα ζωντανά καί από τήν πείνα τους βύζαιναν τά δάκτυλά τους σέ τέτοιο σημείο, ώστε αυτά νά ματώσουν καί τά πεινασμένα βρέφη νά βυζαίνουν τό ίδιο τους τό αίμα. «Αφού δέ εφθάσαμεν εις ΆΆγιον Φλώρον πρός τόν δρόμον τής Καλαμάτας, οπού βγαίνει κεφαλόβρυσον (πηγή) καί έχει μεγάλα δένδρα καί ίσκιο. Εκεί ηύραμε κρεμασμένα από τά δέντρα ως έξ παιδιά μικρά, βυζανιάρικα, από πέντε έως επτά μηνών τό καθένα, σπαργανωμένα καθώς τά είχαν αι μάναις των. Είχαν δέ αποκάμει καί δέν μπορούσαν νά κλάψουν. Είχαν περάσει τρείς ημέραις αφ' ότου διήλθον εκείθεν τούρκοι αράπηδες, οι οποίοι είχαν κυνηγήσει τές μανάδες των. Οι δέ αράπηδες τούρκοι τά είχαν κρεμάσει εις τά δέντρα, τό καθένα μέ τήν νιάκα του. Τό θέαμα ήταν λυπηρόν. Είχαν τά χέρια των εις τό στόμα των καί εβύζαιναν τά δάκτυλά των. Τινά δέ από αυτά βυζαίνοντα εμαλάκωσαν τά δάκτυλά των, τά οποία εξεπέτσωσαν, ώστε έρεε τό αίμα των καί τό εβύζαιναν. Ο δέ Ιμπραήμ μέ τά στρατεύματα του εκυνηγούσε τούς ΈΈλληνας επάνω εις τά βουνά καί εις τά δάση, αρπάζοντας τά πράγματα καί τά ζώα των, αλλά καί οι ΈΈλληνες κτυπούντες τούς Τούρκους, τά έπαιρναν πάλι καί έφευγαν. ΈΈφευγαν δέ καί τά γυναικόπαιδα επάνω εις τά βουνά καί εκρύπτοντο μέσα εις τά δάση καί εις τά σπήλαια. Καθ' όλην τήν Πελοπόννησον τίποτε άλλο δέν ηκούετο καί δέν εφαίνετο, παρά μόνον τουφεκισμοί καί πυρκαϊαί. Καπνοί δέ υψούντο παντού. Καί καθ' εκάστην ημέραν εγίνοντο σκοτωμοί καί αιχμαλωσίαι καί άλλα ανήκουστα δυστυχήματα. Ο ουρανός τής Πελοποννήσου εφαίνετο ότι εχαμήλωσεν. ΌΌλαι δέ αι ειδήσεις ήσαν φόβος καί απελπισία. ΌΌστις τότε επεριπάτει εις Πελοπόννησον, τίποτε άλλο δέν έβλεπεν, ει μή πτώματα άταφα Τούρκων καί Ελλήνων, πολλά ζώα ψόφια, ως καί άλλα διάφορα πράγματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Δυσωδία δέ μεγάλη καί βρώμα
1063
αφόρητος έβγαινεν από τά άταφα καί σηπωμένα πτώματα τών ανθρώπων καί τών ζώων. Πολλοί δέ σκύλοι αδέσποτοι καί έρημοι έτρεχαν εδώ καί εκεί αγουριωμένοι καί αναζητούντες τούς κυρίους των. Μόνον εις τούς βράχους καί τάς κορυφάς τών αγρίων τόπων καί τών βουνών εκεί ήσαν κατοικίαι τών ανθρώπων. Εκεί μόνο ευρίσκοντο τροφαί καί ό,τι άλλον ήθελεν ο άνθρωπος ως καί θεραπευτικά μέσα διά τήν συντήρησιν τών ασθενών καί τών πληγωμένων. Κανείς δέν δύναται νά περιγράψη τά τραγικά συμβάντα, τά όποια από τόπου εις τόπον εγίνοντο. Αι γυναίκες καταδιωκόμεναι από τούς Τούρκους, έπεφταν από τούς απότομους βράχους καί απέθνησκον, τά δέ παιδία των, τά μικρά, έπνιγον αι ίδιαι εις τούς ποταμούς, διά νά μή φωνάζουν κλαίοντα, αλλά καί τούς πετεινούς ακόμα έσφαζαν διά νά μή λαλούν καί ακούουν οι Τούρκοι». Απομνημονεύματα Φωτάκου. Τά άπειρα μαρτύρια πού είχε τραβήξει ο Μοριάς από τίς αραβικές ορδές είναι άγνωστα στόν μέσο ΈΈλληνα. Οι Γερμανοί έκαψαν τά Καλάβρυτα, αλλά οι μουσουλμάνοι είχαν κάψει 1000 χωριά σάν τά Καλάβρυτα έναν αιώνα πρωτύτερα. Καί όμως όλες αυτές οι θηριωδίες τής οθωμανικής αυτοκρατορίας αποκρύπτονται από τά σχολικά βιβλία, τά οποία συνδέουν τόν ρατσισμό, τή βαρβαρότητα καί τίς θηριωδίες μόνο μέ τόν ναζισμό. Δεκάδες οι σελίδες γιά τό Πολυτεχνείο τού '73 καί ούτε μία γιά τήν επέλαση τού Ιμπραήμ, πού θανάτωσε δεκάδες χιλιάδες αθώους καί σκλάβωσε ακόμα περισσότερους, οι οποίοι έλιωσαν στά σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής. Οι ΈΈλληνες εξακολουθούσαν νά πολεμούν μέ πείσμα τόν κατακτητή διότι πολεμούσαν γιά όσια καί ιερά, πολεμούσαν γιά τίς οικογένειές τους καί γιά τήν ανεξαρτησία τους. Ακριβώς γιά τά στοιχεία πού ολοένα υποβαθμίζονται από τό πολιτικό κατεστημένο. Η τροφή τών Ελλήνων στρατιωτών γιά ολόκληρες εβδομάδες ήταν χόρτα, καλαμπόκι, κρεμμύδια καί ελιές. Τό ίδιο φαγητό πού έτρωγαν τά παλληκάρια τό έτρωγαν καί οι αρχηγοί τους. Οι πορείες τους γίνονταν κυρίως τή νύκτα καί κρατούσαν γιά πολλές ώρες. Τά ρούχα τους καί τά τσαρούχια τους ήταν φθαρμένα, ενώ οι τραυματίες δέν είχαν καθόλου φάρμακα γιά νά απαλύνουν τόν πόνο τους. Οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες αδυνατούσαν νά παρακολουθήσουν τούς ρυθμούς τών Ελλήνων αγωνιστών πού νυχθημερόν βρίσκονταν σέ μία συνεχή κίνηση καί έναν αδιάκοπο πόλεμο. Η έλλειψη τροφίμων ήταν δυσεπίλυτο πρόβλημα γιά τούς ΈΈλληνες καί ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε νά αποσύρει τά παλληκάρια του από τό Λεοντάρι, τό οποίο καί αμέσως κατέλαβαν οι Αιγύπτιοι τού Ιμπραήμ. «Οι δέ ΈΈλληνες, κατά διαταγήν τού στρατάρχου Κολοκοτρώνη, εστρατοπεύδευσαν εις τό Δερβένι τής κώμης Καρυών (Ανω Καρυές Αρκαδίας), μεταξύ της Καρυταίνης καί Λεονταρίου. Τήν 8ην Ιουνίου
1064
1826, ο Ιμπραήμ πασάς μετά 25000 πεζών καί ιππέων, διά Τριπολιτζάς αναβάς έφθασεν τήν 10ην Ιουνίου καί εστρατοπέδευσεν έναντι τού ελληνικού στρατοπέδου τών Δερβενακίων (Λεονταρίου) καί μάχην προυκάλει. Αλλά οι Αρκάδιοι (από τήν Κυπαρισσία) καί Λεονταρίται εν πoλεμικώ συμβουλίω απεφάσισαν νά μή συγκροτήσωσιν μάχην ως στερούμενοι τροφών καί απεσύρθησαν εις τό χωρίον Τουρκολέκα. Τότε ο Ιμβραήμ πασάς καταλαβών τήν θέσιν τών Δερβενακίων (Λεονταρίου) καί τάξας πρός υπεράσπισιν 5000 πεζούς καί ιππείς υπό τήν διοίκησιν τών αντιστρατήγων Γαλίπ μπέη καί Αχμέτ μπέη, διηυθύνθη διά τήν Λακωνίαν ίνα προσβάλη ταύτην καί ει δυνατόν εισβάλη καί υποτάξη τούς Λάκωνας. Τήν 12ην Ιουνίου 1826 ο στρατάρχης Κολοκοτρώνης μέ τόν υιόν του Ιωάννη (Γενναίο), τόν Αθανάσιον Γρηγοριάδην, τόν Κανέλλον Δεληγιάννην μέ τούς αδελφούς του Δημήτριον καί Νικόλαον Δεληγιάννην, Δημήτριον Πλαπούταν, Δημήτριον Τσώκρην, Νικόλαον καί Βασίλειον Πετιμεζαίους, Δημήτριον Mελετόπoυλoν, Σωτήριον Θεοχαρόπουλον, Τζανέτον Χριστόπουλον, Αποστόλην καί Αντώνιον Κολοκοτρωναίους, Μητροπέτροβαν, Γεώργιον Κεφάλαν καί άλλoυς μέ 5000 στρατιώτας Kαρυτινoύς, Αρκάδιους (Τριφύλιους), Ανδρoυσσάνους (από τήν Ανδρούσα Μεσσηνίας), Ιμπλακιώτας, Καλαβρυτινούς, Φαναρίτας (από τήν Ολυμπία), Αργείους, καί Βοστιτσάνους (Αιγιώτες), απήλθον εις Μάνεσι, μεταξύ Λεονταρίου καί Σπάρτης εις τά λεγόμενα Αλώνια. Αυτόθι ήλθον πρός επικουρίαν καί οι αδελφοί Παναγιώτης καί Γεώργιος Γιατρακαίοι μετά 1600 Λακεδαιμoνίων. Τότε ο Κολοκοτρώνης διέταξεν τόν στρατηγόν Δημήτριον Παπατσώρην μέ τούς υιούς του Αδάμ καί Aναγνώστην Παπατσωραίους, Δημήτριον Παπαθεοδώρου, Γεώργιον Γρηγοριάδην καί Νικηταράν μέ 2000 στρατιώτας καί οχυρώθηκαν εις Συρόκαν, θέσιν ορεινήν, οχυράν καί πολύ δύσβατον, απέχουσαν εκ τών Δερβενίων (Mακρυπλάγι) τού Λεονταρίου ώρας έξ ίνα επισκοπώσι τούς εχθρούς καί τάς κινήσεις τού Ιμβραήμ πασά καί πληροφορούν τάχιστα τόν γενικόν αρχηγόν. Τόν υιόν αυτού Γενναίον ομού μέ τούς Δεληγιανναίους Νικόλαoν καί Δημήτριον, Πλαπούταν, Τσώκρην καί Αποστόλην Κολοκοτρώνην μετά 1500 στρατιωτών, διέταξεν καί ωχυρώθη εις Καρυάς.» Αθανασίου Γρηγοριάδου - Ιστορικαί Αλήθειαι Μάχη Βέργας καί Διρού (1826) Ο Ιμπραήμ αποφάσισε νά επιτεθεί στό μοναδικό μέρος πού δέν είχε αφανίσει μέ τό πέρασμά του, τήν αδούλωτη Μάνη. Αφού έκαψε τά Σελιτσιάνικα Καλύβια (Κάτω Σέλιτσα) έστειλε επιστολή στόν Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, ο οποίος όταν ήταν αιχμάλωτός του, είχε δηλώσει υποταγή καί τού υπενθύμισε τήν υπόσχεσή του. Ο Ιμπραήμ τόν απείλησε
1065
λέγοντας ότι εάν οι Μανιάτες δέν έρχονταν εντός δέκα ημερών νά τόν προσκυνήσουν θά περνούσε μέ τό μαχαίρι όλο τόν τόπο καί δέν θά άφηνε "μήτε ίχνος οσπητίου". Ο υιός τού Πετρόμπεη έδωσε τήν απάντησή του στό αιγυπτιακό κτήνος: "Ελάβαμεν τό γράμμα σου, εις τό οποίον είδαμεν νά μάς φοβερίζης ότι άν δέν σού προσφέρωμεν τήν υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσει τούς Μανιάτας καί τήν Μάνην. Διά τούτο καί ημείς σέ περιμένομεν μέ όσας δυνάμεις θελήσης". Οι Μανιάτες αρχηγοί είχαν ήδη αποφασίσει νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων καί σέ μία επιστολή πού έστειλαν ο Μούρτζινος καί ο Κουμουνδουράκης πρός τή Διοικητική Επιτροπή δήλωναν ότι "Βλέποντες τόν ηρωισμόν τού Μεσολογγίου απεφασίσαμεν νά αποθάνωμεν ή νά νικήσωμεν καί όλοι ενούμεθα καί μόνον πυριτόβολα θέλομεν." Επιστολές γιά βοήθεια έστειλαν επίσης καί στόν Κολοκοτρώνη, ο οποίος βρισκόταν στό χωριό Μάνεσι (Μάνεση Μεσσηνίας), δυτικά από τή Μεσσήνη. Ο Ιμπραήμ μετά τήν υπερήφανη απάντηση τών Μανιατών, ξεκίνησε στίς 22 Ιουνίου 1826 ημέρα Τρίτη από τήν Καλαμάτα μέ 15000 πεζούς καί 2000 ιππείς γιά νά τούς υποτάξει. Οι σκοποί πού φύλαγαν καραούλι στήν Αγία Τριάδα άκουσαν τόν καλπασμό τών αλόγων καί τά τουμπερλέκια τών χιλιάδων μουσουλμάνων πού βάδιζαν πρός τήν Αγία Σιών. Οι φωνές τών δερβίσηδων πού φανάτιζαν τούς στρατιώτες προκάλεσαν ανατριχίλα. Οι Μανιάτες έπιασαν θέσεις μάχης στή θέση Καπετανιάνικα ή Βέργα τού Αλμυρού όπου είχαν κατασκευάσει ένα τείχος ύψους ενός μέτρου καί μήκους δύο χιλιομέτρων. ΌΌλοι οι αρχηγοί τών Μανιατών παραμέρισαν τίς διαφορές τους καί βρέθηκαν ταμπουρωμένοι καί μονιασμένοι πίσω από τό τείχος μαζί μέ 2000 παλληκάρια. Ανάμεσά τους ήταν οι Αναστάσης Μαυρομιχάλης, Μπεζαντές Γιωργάκης, Ηλίας Κατσάκος, Διονύσιος Τρουπάκης Μούρτζινος, Νικόλαος Πιερράκος, Στέφανος Χρηστέας, Νίκος Χρηστέας, Καπετανάκηδες, Κατσιφαραίοι, Γαλάνης Κουμουντουράκης, Παναγιώτης Κοσονάκος, Κύβελος καί Στέφανος Πικουλάκης. - "Τά μάσατε; Χό Μπραΐμης έρσεταϊ τή Μάνη! - ΆΆμ' ποΐος; - Χό Μπραΐμης! - ΆΆμ' ζατί; - Ζατί; Ζά νά μάζ εκάμη ούλους δούλουζ του! Δούλουζ; Γού εν καταλαβάϊνου απ' εούτα, τσάϊ ζέ ρουτού. Μέ οϊπά ζεηνά τάβαλε; - Μέ ούλεζ! - ΆΆ! Αλήεϊσα, μέ ούλεζ; - Νάϊ μουρέ! Μέ ούλεζ! Ζέ τούτακα μέ ούλεζ! - Χάϊ τρομάρα του! Χάϊ λαχτάρα του! Χάϊ φουϊτά πού τόν έκαψε!" Ο Ιμπραήμ αφού βομβάρδισε μέ τό στόλο του τήν παραλία τού Αλμυρού εξαπόλυσε τίς ορδές του. Τό τρομερό ιππικό τών Αιγυπτίων όρμησε πρώτο αλλά δέχτηκε καταιγισμό από σφαίρες καί υποχώρησε. Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι άτακτοι Αλβανοί πού επιτέθηκαν κατά κύματα καί τελικά υποχώρησαν αφήνοντας σωρούς πτωμάτων. Στή συνέχεια ανέλαβε τήν εκπόρθηση τής μάντρας τό τακτικό τών Αιγυπτίων μέ τούς
1066
αξιωματικούς νά απειλούν μέ τό μαστίγιο οποιονδήποτε υποχωρούσε. Οι μουσουλμάνοι μέ υψωμένες τίς λόγχες τους επιχείρησαν δέκα γιουρούσια εναντίον τών Χριστιανών τής Μάνης αλλά τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά στρώσουν τό έδαφος μέ τά κουφάρια τους. Οι Μανιάτες άξια τέκνα τών πατεράδων τους, πού δέν είχαν αφήσει τόν Τούρκο κατακτητή νά πατήσει τά εδάφη τους κατά τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας, κράτησαν σταθερά τίς θέσεις τους. ΌΌταν είδαν ότι οι ΆΆραβες κουράστηκαν από τίς διαδοχικές επιθέσεις, πετάχτηκαν έξω από τό τείχος, γύμνωσαν τά σπαθιά τους καί άρχισαν νά τούς καταδιώκουν μέχρι τή θάλασσα, δίνοντας τέλος στή μάχη γιά εκείνη τήν ημέρα. Οι απώλειες τού Αιγύπτιου σερασκέρη από τή μάχη τής Βέργας ξεπέρασαν τούς 500 νεκρούς ένω διπλάσιοι ήταν οι τραυματίες. Ο Ιμπραήμ επιχείρησε καί τίς επόμενες ημέρες νά πατήσει τόν μανδρότειχο τής Βέργας αλλά χωρίς επιτυχία αυξάνοντας τίς απώλειες τών ανδρών του κατά 100 νεκρούς. Ταυτόχρονα μέ εκείνη τήν επίθεση, ο μουσουλμάνος στρατάρχης επιχείρησε νά ανοίξει δεύτερο μέτωπο, στά μετόπισθεν τών Μανιατών καί συγκεκριμένα στή θέση Διρό. Αφού μετέφερε μέ τά πλοία του 3000 στρατιώτες, τούς αποβίβασε στό λιμάνι τού Διρού καί τούς διέταξε νά επιτεθούν στή Χαριά, τόν Πύργο καί τήν Τσίμοβα (Αρεόπολη). Προσπάθησε νά αποβιβάσει στρατεύματα καί στό Λιμένι, αλλά μόλις οι Αιγύπτιοι δέχτηκαν βολές από τά κανόνια πού είχαν στήσει οι Μανιάτες στήν βραχώδη ακτή, έστρεψαν τίς βάρκες τους πάλι πρός τά πίσω καί επέστρεψαν στά καράβια τους. Ο Ιμπραήμ είχε σωστά προβλέψει ότι δέν θά συναντούσε πολλούς άνδρες ενόπλους καί περίμενε ότι θά έχει μία εύκολη νίκη. Υπολόγιζε ότι οι δυνάμεις του μετά τή νίκη θά προχωρούσαν πρός τό βορρά καί θά αιφνιδίαζαν τούς Μανιάτες τής Βέργας από τά νώτα. Δέν είχε υπολογίσει όμως τίς Μανιάτισσες, οι οποίες μέ τά δρεπάνια τού θερισμού, μέ τίς πέτρες καί ακόμα μέ τά δόντια καί τά νύχια τους θά πολεμούσαν σάν λύκαινες γιά νά σώσουν τά παιδιά τους. «Κατά δέ Ιούνιον τού 1826 ο Ιμπραΐμ έπεμψε εις Αλμυρόν τό ιππικόν του μετά πεζικού υπό τόν κεχαγιάν του, διά νά προσβάλη τώρα τούς Μανιάτας, τούς εις τήν Βέργαν, οχύρωμα λιθόκτιστον, μήκους ενός μιλίου, τό οποίον είχον κτίσει εις τά Καπετανιάνικα, όπου άλλοτε μικρόν προσβληθέντες υπ' αυτού τόν απέκρουσαν, ήδη καί εβελτίωσαν επεκτείναντες αυτό από τούς πρόποδας τού βράχου μέχρι θαλάσσης. Ο ούν κεχαγιάς προσέβαλε τότε αυτούς επί δέκα ώρας επιμόνως, αλλά καί τότε αντεκρούσθη γενναίως μέ πολλήν του φθοράν, φονευθέντων υπέρ τούς 500 καί πληγωθέντων υπέρ τόσους άλλων. ΌΌθεν μή κατορθώσας καί τότε τίποτε απεσύρθη τήν ημέραν εις Γιαννιτσάνικα, εις τήν λεγομένην Αγιά Σιών θέσιν. Φθασάσης δέ ειδήσεως περί τής επιθέσεως ταύτης καί εις Μάνεσι (Μάνεση Μεσσηνίας), απέχουν τού Αλμυρού ώρας δέκα, ο εκεί τότε ευρισκόμενος Θεόδωρος
1067
Κολοκοτρώνης ειδοποιηθείς καί τήν προϋπόσχεσίν του εκπληρών, έσπευσε μέ 2000 εις Γιάννιτσαν, αλλ' εύρε τετελεσμένα τά ρηθέντα πράγματα. Μετά δέκα περίπου ημέρας εκ πεισμονής έπεμψεν αύθις, τό μέν ιππικόν του διά ξηράς εις Αλμυρόν, τό δέ πεζικόν του διά τών πλοίων από θαλάσσης εκ τών ενδοτέρω τής Μάνης, όπως έλθωσιν εκ τών οπισθίων, διά νά αναγκάση τούς εν Βέργα νά διαλυθώσι καί αφήσωσιν ελευθέραν τήν δίοδον εκείνην. ΆΆλλως νά θέση μεταξύ δύω πυρών καί καταστρέψη αυτούς καί ούτω προβή εις τά ενδότερα, νομίζων ότι, εκεί μέν εις τήν Βέργαν ήτο συγκεντρωμένη άπασα η τών Μανιατών δύναμις. Εκλέξας ως κατάλληλον τό μεταξύ Τζίμοβας (Αρεόπολις) καί Πύργου Βηρό (Δηρού), ολιγώτερον τών άλλων εκεί δύσβατον, τωόντι κατώρθωσε τήν εις τούτο τό μέρος αποβίβασιν τών πεζών του άνευ ουδεμίας αντιστάσεως. Ούτω δέ οι αποβιβασθέντες πεζοί προέβησαν εις Πύργον καί Χαριά καί μέχρι Τζίμοβας. Αλλά τούτου γνωσθέντος διά κωδωνοκρουσίας γενικής, εν Μάνη συνήθως σημαινούσης κίνδυνον, οι μέν Αντώνιος Μαυρομιχάλης καί Ιωάννης Ροδίτης, εκεί ευρεθέντες έτρεχον μετά πλήθους γυναικοπαίδων εις τό Βαθύ, επί σκοπώ εν ανάγκη νά σωθώσι διά θαλάσσης αι οικογένειαι εις Κύθηρα. Πολλοί δέ καί ένοπλοι ηκολούθουν αυτούς, καί ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης μέ τόν υπασπιστήν του προστατεύοντες ωσαύτως τινάς πρός τό όρος ανέβαινον, αλλ' ο Πανάγος Πικουλάκης, προσβαλών τούς Τούρκους από τόν πύργον του, εξήλθε καί πρώτος μέ πενήντα στρατιώτας κατ' αυτών εις αντίστασιν, συνέδραμον δ' ευθύς εκεί καί άλλοι έως τριακόσιοι ένοπλοι υπό τού Καβλιεράκου, Καπετανάκη, Φελούρη, Μιχαλεάκου καί άλλους, είτα καί άλλοι μετά γυναικών καί παιδίων, καί εσταμάτησαν αυτούς εκεί. Τήν δ' επιούσαν πλήθος ανδρών, γερόντων τε καί παιδίων, από τών πέριξ χωρίων, ών ηγούντο δύω αρχιερείς καί πάντες οι ιερείς καί εκ τών απωτέρων έφθασαν εκεί, καί ούτοι πάντες μεθ' ορμής τυφλής, καί όπλοις καί λίθοις τούς Τούρκους βάλλοντες, έτρεψαν αυτούς εις φυγήν κακώς έχοντας πρός τήν δύσβατην ακτήν τής θαλάσσης, όπου πετρώδη τινά λόφον ή όχθον καταλαβόντες, ημύνοντο βοηθούμενοι καί από τά πλοία. Αλλ' οι Μανιάται εφόνευσαν πλείστους αυτών, πολλούς δέ ηνάγκασαν πεσόντες εις τήν θάλασσαν καί νά πνιγώσι, καί τινας εζώγρησαν, ώστε απωλέσθη εκεί τό τρίτον σχεδόν αυτών. Καί όμως εκ τών Μανιατών εφονεύθησαν μόνον τέσσερεις καί δύω γυναίκες τολμηραί ηχμαλωτίσθησαν. Μετά δέ τήν μάχην ταύτην έφθασαν εις Βηρό (Δηρό) καί ο Κωνσταντίνος καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλαι». Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου. Επικεφαλής τών Μανιατών στή μάχη τού Διρού ήταν ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο οποίος συντόνιζε τήν άμυνα από τόν
1068
πύργο του στό Λιμένι. Οι Τουρκοαιγύπτιοι πού κινήθηκαν πρός τήν Αρεόπολη, τόν Πύργο Διρού καί τή Χαριά, τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά σφάξουν όσους γέρους καί γερόντισσες βρήκαν στά σπίτια τους. Οι ιερείς πού λειτουργούσαν στίς εκκλησίες βάρεσαν τίς καμπάνες καί μάζεψαν γύρω τους τούς κατοίκους τών χωριών, οι οποίοι ούτε μία στιγμή δέν δίστασαν νά επιτεθούν μέ ότι όπλα διέθεταν κατά τών εισβολέων. Γράφτηκαν στιγμές άφθαστου ηρωισμού, κυρίως από τίς γυναίκες τής Μάνης, οι οποίες μέ τά δρεπάνια τού θερισμού, θέρισαν όχι στάχυα αλλά τούρκικα κεφάλια. Ο αδελφός τού Αναγνώστη Πατσουράκου είχε πάει μέ τή γυναίκα του καί τό μωρό τους σέ ένα πηγάδι γιά νά πάρουν νερό, όταν άκουσαν τίς οπλές τών αλόγων νά κινούνται βιαστικά πρός τό μέρος τους. Αμέσως κρύφτηκαν αλλά άφησαν τό βρέφος στό πλακόστρωτο τού πηγαδιού. ΈΈνας από τούς ΆΆραβες ιππείς μόλις είδε τό μωρό τό έσφαξε επί τόπου μέ τό σπαθί του. Η μάνα σάν άλλη λέαινα, μόλις είδε τό σπλάχνο της νά σφαδάζει, αποκεφάλισε μέ ένα δρεπάνι τόν φονιά τού παιδιού της καί ξανακρύφτηκε στό θάμνο μέ τόν άντρα της. Η κόρη τού γέρο Βοζίκη, Πανώρια (Πανωραία), πηγαίνοντας στό χωράφι είδε δύο μουσουλμάνους νά βασανίζουν τόν γέροντα πατέρα της. Χωρίς νά χάσει καιρό έκοψε τό λαρύγγι τού ενός μέ τό δρεπάνι της καί μετά μέ τή βοήθεια τού πατέρα της σκότωσε καί τόν δεύτερο. Η γυναίκα τού Γεωργούλια Γερακαράκου μέ τό μικρό της γιό, μπλέχτηκε στόν πόλεμο μαζί μέ άλλες γυναίκες. ΌΌταν ο γιός της πού πολεμούσε τούς Τούρκους κτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε τό όπλο του καί κλείνοντας τά ματάκια του, τού είπε: "Κοιμήσου, παιδάκι μου, κοιμήσου. Πήρα εγώ τή θέση σου". Η γριά Θερασέρη πηγαίνοντας ψωμί καί νερό στούς πολεμιστές, βρήκε τό παιδί της σκοτωμένο στό ταμπούρι του. Χωρίς νά πεί κουβέντα σέ κανένα, πήρε τό καριοφίλι τού παιδιού της καί άρχισε νά τουφεκάει εκείνη στή θέση του. «Μετά δέ τήν πρός τόν Ιμραχήμην αποστολήν τής απαντήσεως αυτής προσκαλέσαντες πάραυτα τό Ιερατείον τών μερών εκείνων, έψαλον παράκλησιν καί δοξολογίαν, καί ευθύς εξεστράτευσαν πρώτοι οι Γεώργιος καί Αναστάσιος Μαυρομιχάλαι μετά τού Ηλία Κατζάκου μετά επτακοσίων Μανιατών, καί διακοσίων είκοσι Πελοποννησίων. Ο Στέφανος Πικουλάκης μέ διακοσίους Μανιάτας καί ογδοήκοντα Πελοποννησίους καί εξήκοντα Κρήτας. Ο Γεώργιος καί Σταυριανός Καπετανάκηδες μέ τριακοσίους πεντήκοντα Μανιάτας καί εκατόν είκοσι Πελοποννησίους, ο Νικόλαος Πιεράκος καί άλλοι διάφοροι καπιτάνοι τής Μάνης. Τήν δέ επιούσαν φθάσαντες εις τόν Αλμυρόν εις τήν θέσιν Βέργαν καλουμένην ετοποθετήθησαν εις αυτήν, όπου συνήρχοντο όλον έν καί άλλοι Μανιάται καί Πελοποννήσιοι, ώστε ο αριθμός όλου τού
1069
συναχθέντος ελληνικού στρατού υπερέβη τάς 3000. Ο δέ Ιμπραχήμης λαβών τήν αποσταλείσαν αυτώ απάντησιν από τούς Μανιάτας ητοιμάσθη μέ στρατεύματα συνιστάμενα από τακτικά, άτακτα καί ιππικόν, καί αριθμούμενα υπέρ τάς 15000, έφθασε δέ τήν 22ην Ιουνίου 1826 πλησίον τής Βέργας, όπου τόν περιέμενον οι Μανιάται. Μετά δέ δύω ωρών διάστημα αφ' ού ο υπό τήν οδηγίαν του στρατός επανεπαύθη από τήν οδοιπορίαν, ητοιμάσθη εις πόλεμον. Δοθέντος δέ διά τυμπάνων τού σημείου τής μάχης, τά μέν στρατεύματα επλησίασαν, ήρξατο δέ ο πυροβολισμός πρώτον από τό μέρος τών εχθρών. Οι δέ ΈΈλληνες έμενον ήσυχοι περιμένοντες νά πλησιάσωσιν οι εχθροί οίτινες προσεγγίσαντες έως όπλου βολής, εφονεύθησαν μέ πρώτον τών Ελλήνων πυροβολισμόν περίπου τών 300. Τό οποίον αυτό ιδών ο εχθρός, επεχείρησε μετ' ολίγην πεισματώδη κατά τών Ελλήνων εφόρμησιν, βιαζομένων τών στρατιωτών του υπό τών αξιωματικών, προτρεπόντων αυτούς μέ τά ξίφη εις τάς χείρας, καί φονευόντων εκείνον όστις ήθελεν οπισθοδρομήσει. Κατ' εκείνην τήν στιγμήν άξιον θέας ήτο νά βλέπη τις πίπτοντας τούς εχθρούς σωρηδόν έξωθεν τού τείχους, οίτινες καί δειλιάσαντες, τελευταίον οπισθοδρόμησαν. Αλλ' ο αλαζών Ιμπραχήμης ιδών τήν ανέλπιστον εκείνην θραύσιν τού στρατεύματός του, πλήρης θυμού διέταξε πάραυτα καί επεβιβάσθησαν 3500 Οθωμανοί εις τά εν Καλάμαις ελλιμενισμένα εχθρικά πλοία, διατάξας ν' αποβιβασθώσι κατά τό όπισθεν μέρος τής Μάνης εις μίαν δύσβατον θέσιν, επ' ελπίδι του, ότι οι ΈΈλληνες ήθελον αφήσει κενήν τήν θέσιν τής Βέργας, καί ήθελον τρέξει πρός υπεράσπισιν τών οικογενειών των, ώστε τούτου γενομένου νά εισβάλη τότε ο Ιμπραχήμης εκ τών όπισθεν εις τήν Μάνην από τό μέρος τής Βέργας. Πρό δέ τής ανατολής τού ηλίου τής 23ης Ιουνίου 1826 έφθασαν τά εχθρικά πλοία εις τό Δηρό, μεταξύ τής Τζίμοβας (Αρεόπολης) καί τού Πύργου, μή όντος εκείσε λιμένος, καί άνευ αναβολής απεβίβασαν εις τήν ξηράν τούς 3500 εχθρούς, αλλά μέ μεγάλην δυσκολίαν διά τό δύσβατον καί τό πετρώδες τού τόπου, ως εκ περιστάσεως δέ αγαθής ευρέθησαν κατά τό μέρος εκείνο 200 οπλοφόροι Μανιάται, εκ δέ τών προκρίτων ο Πιέρος Μαυρομιχάλης, ο Δημήτριος, υιός τού Πέτρου Μαυρομιχάλη, οίτινες διέταξαν τούς ρηθένετες 200 οπλοφόρους νά κτυπώσιν αφόβως τούς εχθρούς, διέταξαν δέ ταυτοχρόνως καί έκρουσαν τούς κώδωνας τών εκκλησιών, προσκαλέσαντες τούς ιερείς, άνδρας, γυναίκας καί παίδας όσους ευρέθησαν. ΈΈγραψε δ' εν ταύτω καί ο Δημήτριος Μαυρομιχάλης πρός τό εν τώ Αλμυρώ ευρισκόμενον ελληνικόν στράτευμα τήν εις τό Δηρό κατάπλευσιν τών εχθρικών πλοίων, καί τήν απόβασιν τών εχθρών, έγραφε δέ νά μή ταραχθώσι ποσώς μηδέ ν' αφήσωσι τήν θέσιν των, αλλά μόνον ν' αντικρούσωσιν αυτοί τόν εχθρόν, χωρίς νά φροντίζωσι περί τών εν τώ Δηρώ αποβιβασθέντων. Αλλ' εν τοσούτω η απόβασις τών εχθρών
1070
εξηκολούθει αφ' ενός μέν μέρους μέ κραυγάς, αφ΄ετέρου δέ μέ τόν κτύπον τών κωδώνων τών εκκλησιών, ώστε έφθασαν καί τινες ακόμη ολίγοι οπλοφόροι ΈΈλληνες, καί έν πλήθος γυναικών Μανιατισσών, καί δύο αρχιερείς μετά τών ιερέων, καί οι μέν Μανιάται επυροβόλουν μέ τά όπλα, αι δέ γυναίκες εμάχοντο μέ τά δρέπανα, ώστε όχι μόνον εφονεύοντο καί επληγώνοντο οι αποβιβαζόμενοι εχθροί, αλλά καί διά τό πετρώδες καί τό δύσβατον τού τόπου, ούτε νά φυλαχθώσιν εδύναντο, ούτε νά καταφύγωσιν εις άλλο μέρος, ούτε δέ καί τά πλοία αυτά εδύναντο νά πλησιάσωσι ποσώς διά νά τοίς βοηθώσι καί νά πυροβολώσι μέ τά κανόνια κατά τών Μανιατών. Επί κεφαλής δέ τόσων ανδρών, όσο καί τών γυναικων ίσταντο οι αρχιερείς καί οι ιερείς εμψυχούντες, καί προτρέποντες αυτούς εις τήν τών εχθρών αντίκρουσιν μέ όλην των τήν καρτερίαν, καί γενναιοψυχίαν. Αι δέ πέτραι έπιπτον ως χάλαζα επί τών κεφαλών τών εχθρών. Αλλ' εν τώ μεταξύ τοσαύτης αντικρούσεως έσπευσαν νά προσέλθωσι περίπου τών 350 Οθωμανών έως εις τάς θέσεις Πύργου καί Καυκαριάς επιλεγομένης μέχρι τής Φανερωμένης καί Καυχιών, από τούς οποίους έως 65 μόνο επρόφθασαν νά επιστρέψωσιν εις τό Δηρό, τούς δέ λοιπούς εφόνευσαν οι Μανιάται. Αλλ' οι διασωθέντες 65 επεβιβάσθησαν μετά τών άλλων κακήν κακώς διά τών λέμβων εις τά πλοία υγιείς τε καί πληγωμένοι. Ούτω δέ τά μέν πλοία ανεχώρησαν εκείθεν μετά μεγάλης αισχύνης καί φθοράς, η δέ θάλασσα τού Δηρού εκοκκίνησε από τά εκχυθέντα αίματα τών εχθρών κατ' έκτασιν περίπου δύο μιλίων. Από δέ τούς ευρεθέντας εις τήν μάχην εκείνην τέσσερεις μόνον Μανιάται επληγώθησαν, ηχμαλωτίσθησαν δέ καί δύω γυναίκες, η Τζατζόνυμφη, καλουμένη Καλαποθού καί η Κυριακή Τζατζουλίνα. Επιστρέψας δέ ο Ιμπραήμ εις τά μεσσηνιακά φρούρια μετά πολλής καταισχύνης εκινδύνευσε νά καταστή φρενήρης. Οι δέ περί αυτόν τόν επαρηγόρουν υπισχνούμενοι ότι εις άλλην εκστρατείαν θέλουν καταστρέψει ολοσχερώς τούς Μανιάτας καί τήν Μάνην». Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β'. «Γενιά τής Μάνης είμαστε, σκλάβοι δέν θά γινούμε. Κοπιάστε βρέ τουρκόγυφτοι καί τότε θά τά πούμε. Τής Μάνης γιόκες είμαστε, τούς Τούρκους ποιός φοβάται; Αυτούς τσέ τίς φοβέρες τους, όλοι βρέ κατουράτε!. Οι γυναίκες εν τώ άμα, κάμανε μεγάλο θάμα. Ανασκουμπώνουν τίς ποδιές καί βάνουν πέτρες στρογγυλές. Καύκαλα ανοίγουνε πολλά ή σκορπούνε τά μυαλά καί αρπάζουν τά τραπάνια (δρεπάνια) καί τούς κόβουν τά κεφάλια.
1071
Στό ρημοκλήσι τού Δηρού λειτούργα ο πρωτοσύγκελος, καί τάχραντα μυστήρια έφερνε 'ς τό κεφάλι του, ψάλλοντας τό χερουβικό. Μά έξαφνα κι' ανέλπιστα Τούρκοι τόν περιλάβανε, κ' έλαβε μόνον τόν καιρό καί σήκωσε τά χέρια του, κ' είπεκε, "Παντοδύναμε, δυνάμωσε τούς Χριστιανούς, τύφλωσε τούς αγαρηνούς τή μέρα τή σημερινή". Μά οι άνδρες όλοι ελείπασι, ήταν 'ς τή Βέργα τ' Αρμυρού, όπου Τρωάδα ο πόλεμος επάηνε δυό μερόνυχτα. Μόνα τά γυναικόπαιδα καί γέροντες ανώφελοι, γιατ' ήτο θέρος, βρέθεσαν μέ τά δρεπάνια 'ς τά λουριά. Καθόλου δέ δειλιάσασι, καθόλου δέ τρομάξασι, μόν' έδωκαν τήν είδηση 'ς τόν Κωσταντίνο (Μαυρομιχάλη) μέ πεζόν. Κ' εκείνος ως πολέμαρχος εσύναξ' όλα τά χωριά, γράφει καί στέλνει ς' τ' Αρμυρό, κ' έδραμε κατά τό Δηρό. Βλέπει γυναίκες νά χερούν καί τά δρεπάνια νά κρατούν, τούς αραπάδες νά χτυπούν. "Εύγε σας, μεταεύγε σας, γυναίκες, άνδρες γίνετε, σάν ανδρειωμέναις μάχεσθε, σάν Αμαζόνες κρούετε". Είπε κ' εβρυχουμάνισε σάν τό λιοντάρι 'ς τά βουνά. Τούς Τούρκους κόφτει αψήφιστα. Τότε τά παλληκάρια του, πετάχτησαν σάν τούς αϊτούς, κ' επιάστηκαν μέ τούς εχτρούς, χέρια μέ χέρια ανάκατα. Τούς εκαταποντίσασι καί τούς εβάλασι μπροστά, σάν νά ήσαν γιδοπρόβατα. Σφάζοντας καί σκοτώνοντας φτάσασι 'ς τήν ακρογιαλιά, πού μέλισσα ήτον η Τουρκιά. Τότε 'ς εκείνην τή στιγμή, αγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν τά παλληκάρια τ' Αρμυρού, οπού τή νίκη φέρνασι. Πρώτος ήτο κ' εμπροστινά ο γιός τού γέρου βασιλιά, (Γεώργιος, υιός τού Πετρόμπεη) είχε 'ς τά πόδια του φτερά, πού τόν ο πρώτος άγωρος. Ξεγυμνωμένο τό σπαθί εκράτει, καί τά μάτια του σπίκιαις καί φλόγες βγάζασι. "ΈΈχετε θάρρος, είπεκε μέ μιά φωνή σάν τή βροντή,
1072
μή τά φοβάστε τά σκυλιά, ας ειν' πολλοί κι’ αμέτρητοι. ΉΉταν πολλοί καί 'ς τ' Αρμυρό, κι' εμείς τούς ενικήσαμεν, κι' όλους τούς εξωφλήσαμεν". Πρόφτασε τότε κι' ο αρχηγός, πρόφτασε κι' ο αρχιστράτηγος, οπού ναι πενταγνώστικος 'ς ταίς μάχαις, 'ς τά πολιτικά, κ' είπε 'ς τά παλληκάρια του, κ' είπε 'ς όλο τό στράτευμα. "ΌΌσοι πιστοί εμπρός, παιδιά, σήμερον γεννηθήκαμε, καί θά σωθούμε σήμερον". ΉΉνοιξ' η μάχη τρομερά, κ' ήτανε ξεσυνέριση 'ς όλα τά Σπαρτιατόγονα ποίοι νά πάσι μπροστινοί. Οι Τούρκοι αντισταθήκασι, τί ήσαν 'ς τήν άκρη τού γιαλού. Μεσ’ 'ς τό στερνό δειλιάσασι κ' επέφτασι 'ς τή θάλασσα, σάν τά τυφλά τετράποδα, γιατ' ήτο θέλημα Θεού νά σακουστή η παράκληση τ' αγίου πρωτοσύγκελου» Ο Κολοκοτρώνης όταν έφθασε από τό Μάνεση Μεσσηνίας στό πεδίο τών μαχών βρήκε τούς Μανιάτες νά πανηγυρίζουν γιά τή νίκη τους καί τή σωτηρία τής οικογενειών τους. Οι απόγονοι τών αρχαίων Σπαρτιατών είχαν γράψει μία ακόμα λαμπρή σελίδα ιστορίας καί χαρούμενοι έστειλαν σωρηδόν επιστολές στήν κυβέρνηση τού Ναυπλίου αναγγέλοντας τή διπλή νίκη τους στή Βέργα καί τό Διρό. «Ταύτην τήν στιγμήν εις τάς δώδεκα ώρας, μάς ήλθε καί άλλος πεζός μέ γράμματα τού Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη από Λιμένι, καί πληροφορούμεθα ότι οι ημέτεροι αφού εσυνάχθησαν απανταχόθεν, επολιόρκησαν τούς εχθρούς στενότατα εις Δηρό καί αφού πολλάκις ώρμησαν κατ' αυτών τούς εστονοχώρησαν τοσούτον, ώστε άλλη ελπίς δέν τούς έμεινεν ειμή νά επικαλούνται τήν βοήθειαν τών εκεί παραπλεόντων πλοίων των, τά οποία βλέποντα τόν εντελή αφανισμόν τών αδελφών των αρμάτωσαν όλα τά λαντζόνια (βάρκες) των, τά οποία καί έστειλαν διά νά τούς διασώσουν. Συγχρόνως δέ ήρχισαν τά πλοία των διά νά πυροβολούν ακαταπαύστως, όπως διασείσαντες τούς ημετέρους τών θέσεών των διασώσωσιν τούς εδικούς των, οι οποίοι εθανατώνοντο ανηλεώς από τά ακαταπαύστως σπινθηροβολούντα λαμπρά όπλα τών Σπαρτιατών. Υπέρ τών χιλίων κανονίων έρριψαν κατά τών ημετέρων, τούς οποίους αντί νά δειλιάσουν τούς ενεθάρρυναν περισσότερον, διά νά τούς πολεμούν πλέον μέ ορμάς. ΌΌθεν απελπισθέντες καί ταύτης τής βοηθείας οι πολιορκημένοι εχθροί, έτρεξαν εις τήν θάλασσαν, ο μέν κολυμβών διά νά διασωθή, ο δέ διά νά εμβαρκαρισθή εις τά λαντζόνια. Αλλ' οι Σπαρτιάται, φοβούμενοι
1073
μήπως φύγη από τάς χείρας των μία τοιαύτη λεία, ώρμησαν εκ τρίτου αποφασιστικώς, ή τάν ή επί τάς, καί ελθόντες εις χείρας άλλους μέν κατέσφαξαν, άλλους δέ έπιασαν ζώντας καί άλλους εσκότωσαν μέ τά τουφέκια των, πλέοντας διά νά σωθωσι. Τό δέ παραδοξότερον είναι όπου μία ηρώισσα γυναίκα Σπαρτιάτισσα πηδήσασα εις τήν θάλασσαν, άρπαξεν έναν Αλβανόν, κολυμβώντα διά νά διασωθή, από τόν οποίον εζητούσεν ικανοποίησιν διά τούς καρπούς της τούς οποίους τής έκαυσαν. Τί τά θέλετε, κύριοι! Εις αυτήν τήν εποχήν, αι γυναίκες τών Σπαρτιατών έδειξαν περισσοτέραν γενναιότητα από τούς άνδρας των. Μάλιστα δέ τήν πρώτην ημέραν τής μάχης, όπου οι άνδρες των έλειπον από τά σπίτια των εις Αλμυρόν, αύται μετά τών γερόντων εδίωξαν τόν εχθρόν από τήν Τζίμοβαν καί επεκράτησαν τήν μάχην έως ότου έφθασαν οι άνδρες των, μετά τών οποίων έκαμαν τούτον τόν μέγαν όλεθρον. Μόλις από τούς 2000 εχθρών διεσώθησαν 400, οι δέ λοιποί εχάθησαν, ως ανωτέρω είπομεν. Τή 26η Ιουνίου 1826. Εκ τού στρατοπέδου τού Αλμυρού, Οι οπλαρχηγοί τής Σπάρτης». Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 5. Μάχη τού Πολυάραβου (26 Αυγούστου 1826) Ο Ιμπραήμ μετά τή συντριβή τών δυνάμεών του στή Βέργα καί τό Διρό, αποσύρθηκε στή βάση του αλλά δέν σταμάτησε νά ετοιμάζει νέα σχέδια γιά τήν κατάκτησή τής αδούλωτης Μάνης. Αυτή τή φορά θά επιχειρούσε νά τήν καταλάβει από τά ανατολικά μέ βασικό στόχο τής επίθεσής του τήν Τσίμοβα (Αρεόπολη) ώστε νά χωρίσει τή Μάνη στά δύο καί έτσι νά τήν συντρίψει καί νά τήν εξαλείψει διά παντός από προσώπου γής. Τήν εκστρατεία του τήν ξεκίνησε από τό χωριό Μεχμέτμπεη (Βασιλάκι Λακωνίας). Εκεί σέ ένα μικρό πύργο είχαν οχυρωθεί τριάντα Μανιάτες καί ένας παπάς, οι οποίοι πολέμησαν μέ ανδρεία γιά αρκετές ημέρες. ΌΌταν αντιλήφθηκαν ότι οι Τουρκοαιγύπτιοι έφτιαχναν λαγούμι γιά νά τούς τινάξουν στόν αέρα, έκαναν μέ τά σπαθιά τους έξοδο καί σώθηκαν όλοι εκτός από τρείς. Στόν Πασσαβά όμως ο στρατός του μουσουλμάνου στρατάρχη σταμάτησε τήν προέλασή του μπροστά στήν ισχυρή άμυνα τών Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Παναγιώτη Κοσονάκου καί Ηλία Κατσάκου. ΈΈνα τμήμα όμως τού αιγυπτιακού στρατού υπό τίς διαταγές τού Χουσνίμπεη αποκόπηκε από τό κυρίως σώμα καί μέ οδηγό τόν προδότη Μπόσινα κατάφερε νά αιφνιδιάσει τούς Μανιάτες καί νά απειλήσει τά χωριά Κόκκινα Λουριά, Δεσφίνα καί Πολιτσάραβος (Πολυάραβος). Ο Θεοδωράκης Σταθάκος μέ τήν οικογένειά του καί μερικούς συγγενείς του κλείστηκε στόν πύργο του στήν Δεσφίνα καί μέ μανιάτικο πείσμα κατάφερε νά αποκρούσει γιά αρκετές ώρες τίς επιθέσεις τών
1074
χιλιάδων αράπηδων. Οι Θεόδωρος καί Κυριάκος Σταθάκος, Δημήτριος Πουλάκος, Γεώργιος Ψευτολάκος, Ευστάθιος Κυριάκος μέ τίς οικογένειές τους έγιναν ολοκαύτωμα από τούς μουσουλμάνους αφού όμως πρώτα κατάφεραν νά σκοτώσουν τόν προδότη. Η θυσία τους δέν ήταν άσκοπη, αφού μέ αυτή έδωσαν τόν απαραίτητο χρόνο στούς υπόλοιπους Μανιάτες νά οχυρωθούν στό απρόσιτο χωριό Πολιτσάραβο (Πολυάραβο). «Μεσάνυχτα εφτάσανε ς' τόν πύργο τού Σταθάκου. Ως τό πρωί καρτέραγαν νά φύγει, μά τού κάκου! Γέρο Σταθάκος φώναξε, μόλις ο ήλιος βγαίνει, "Στραβαραπάδες, φύγετε, ντουφέκι σάς προσμένει, η Μάνη αρχίζει από δώ η κοσμοξακουσμένη, Σημαία δέν προσκύνησε, ή τούρκικη ή ξένη". Μιά γυναίκα λύκισσα μέ τό παιδί σ' τό χέρι, στ' άλλο νταλιάνι τούρκικο κρατάει γιομισμένο πού πήρ' απ' όναν αραπά πού μόνη είχε σφαγμένο» Οι ΆΆραβες μετά τό κάψιμο τού πύργου τού Σταθάκου, προχώρησαν πρός τό εσωτερικό τής Μάνης σίγουροι γιά τήν επιτυχία τους, αλλά ξαφνικά στή θέση προφήτης Ηλίας δέχτηκαν μία ομοβροντία όπλων από τούς κρυμμένους Μανιάτες. Πράγματι οι αρχηγοί Ηλίας Τσαλαφατίνος, Παναγιώτης, Νικόλαος καί Γεώργιος Γιατράκος, Γεώργιος καί Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καί Ηλίας Κατσάκος είχαν προλάβει νά οχυρωθούν καί νά αιφνιδιάσουν τούς επιτιθέμενους σκοτώνοντας σέ λίγα λεπτά τής ώρας 200 Αιγυπτίους. Ο Χουσνίμπεης οπισθοχώρησε αλλά μόλις ανασύνταξε τίς δυνάμεις του διέταξε ολομέτωπη επίθεση τού στρατού του. Οι Μανιάτες έχοντας πάντα στό πλευρό τίς γυναίκες τους απέκρουσαν μέ επιτυχία καί τήν δεύτερη επίθεση. Ο στρατηγός τού Ιμπραήμ, φοβούμενος τήν οργή τού αρχηγού του διέταξε καί τρίτη επίθεση μέ παρατεταμένες τίς λόγχες καί μέ τήν αυστηρή διαταγή νά μήν επιστρέψουν οι στρατιώτες του εάν δέν πετάξουν τούς γκιαούρηδες από τά ταμπούρια τους. Οι Μανιάτες καί οι Μανιάτισσες μέ ανεβασμένο τό ηθικό αποδεκάτισαν τούς Τουρκοαιγύπτιους, οι οποίοι γιά μία ακόμα φορά υποχώρησαν ατάκτως, αναγκάζοντας τόν Χουσνίμπεη νά επιστρέψει ταπεινωμένος στόν αφέντη του. Ο Αιγύπτιος στρατάρχης ανέλαβε νά εκπορθήσει τήν ισχυρή εστία αντίστασης πού συνάντησε στόν προφήτη Ηλία καί έκανε κρυφά κυκλωτικές κινήσεις μέ όλες του τίς δυνάμεις γιά νά εγκλωβίσει τούς Μανιάτες. Τή νύκτα ετοίμασε τά πυροβόλα όπλα του καί τά χαράματα τής επόμενης ημέρας άρχισε νά κανονιοβολεί τίς θέσεις τών Μανιατών, τίς οποίες κατέλαβε πολύ εύκολα, ...διότι εκεί δέν υπήρχε κανένας νά τίς
1075
υπερασπιστεί. Οι Μανιάτες κατά τή διάρκεια τής νύκτας εντελώς αθόρυβα μετακινήθηκαν πρός τά πίσω καί οχύρωσαν τή θέση Λάκκα Στεφανάκου τήν οποία χρησιμοποίησαν ως δεύτερη αμυντική γραμμή. «Ο Ιμβραΐμης μετά τινας επιδρομάς κατά χωρίων τής Λακεδαίμονος, εισήλασε τέλος εις Μάνην καί κατέλαβε καί ηρήμωσε τά πεδινά χωρία Γυθείου, Μαλεβρίου καί έφθασεν έμπροσθεν τής Καρυουπόλεως κειμένης επί τινος λόφου ανίσχυρου. Οι εχθροί ήσαν πολλοί, οι δέ Χριστιανοί 300 υπό τόν Παναγιώτην Κοσσονάκον, ηθέλησαν λοιπόν ούτοι νά υποχωρήσωσι καί καταλάβωσι πρός μεσημβρίαν οχυρωτέραν θέσιν, αλλά δυστυχώς κυκλωθέντες εις τάς υπωρείας (πρόποδες) τού λόφου καί εν τή θέσει Αγία Παρασκευή, εν οίς καί ο εμός πρός πατρός πάππος Αλέξανδρος, εσώθησαν δ' ολίγιστοι, εν οίς ο Παναγιώτης Κοσσονάκος, ο Γεώργιος Καβαλιεράκης καί ο Γεώργιος Κοκκινάκης φονεύσας τόν ίππον τού καταδιώκοντος αυτόν ιππέως, αγωνισθείς πολλαχού γενναίως επιζήσας άχρις εσχάτων, καί ουδεμίας αμοιβής τυχών, πατήρ δέ τών ενταύθα καί νύν επιζώντων Στεφάνου καί Ηλιού Κοκκινάκων. Μετά ταύτα ο Ιμβραΐμ διεννοείτο νά προχωρήση εις τά ενδότερα τής Μάνης, αλλ' ανέστειλε τήν απόφασίν του η εμφάνισις τών Ηλιού Κατσάκου Μαυρομιχάλη, Γεωργίου Μαυρομιχάλη καί Νικολάου Πιεράκου Μαυρομιχάλη μετά 300 πολεμιστών καί τό δυσπρόσιτον τού εδάφους. Επανήλθε λοιπόν εις Λακεδαίμονα καί διελογίζετο περί τού πρακτέου. Τότε προσήλθε πρός αυτόν νέος Εφιάλτης, ο εκ Βαρδουνίας (Μπαρδουνοχώρια) προδότης Βόσινας (Μπόσινας), καί υπέσχετο ταχείαν καί τελείαν υποταγήν τής Μάνης, διοριζόμενος οδηγός τού τουρκικού στρατεύματος. Ο Ιμβραΐμ πάραυτα αποδεχθείς τήν αίτησιν καί τά σχέδια τού προδότου, διέταξε μέρος μέν τού στόλου του, νά παραπλέη τάς ακτάς καί τά παράλια τής Δυτικής Μάνης, ως έχων δήθεν ν' αποβιβάση στρατόν, τόν στρατόν του δέ νά εισβάλη αύθις εις τήν Ανατολικήν Μάνην. ΉΉδη ο στρατός κατήρχετο δι' ανωμάλων τόπων, ότε εν τώ χωρίω Ζεσφίνης (Δεσφίνα) εύρε πύργον οχυρόν τού ήρωος Σταθάκου, καί τόν περιεκύκλωσε. Μακρόθεν δέ εφώναζεν ο προδότης Βόσινας. - "Συμπέθερε, παράδος τ' άρματά σου, καί βεβαίως σώζεσαι καί σύ καί τά παιδιά σου". Αλλ' επειδή ο ήρως εξέθηκεν ότι μόνον πρός αυτόν, ως συμπέθερον, εμπιστεύεται νά παραδώση τ' άρματα, ο προδότης αναιδώς προσήλθε νά παραλάβη ταύτα, ο δέ Σταθάκος επυροβόλησε, καί βλέπων τόν προδότην πίπτοντα, ανεφώνησεν: - "Καλά έπαθες προδότα, είθε ωσάν εσέ νά πάθωσι καί όλοι οι προδόται." Ατυχώς διά πυροβόλων ο πύργος τού Σταθάκου εκρημνίσθη καί ο
1076
ήρως μετά τών οικείων του ενεταφιάσθησαν υπό τά ερείπια. Εν τοσούτω η αντίστασις τού Σταθάκου ωφέλησε μεγάλως, ως παρακωλύσασα τήν ταχείαν πορείαν τών εχθρών, καί δούσα καιρόν τοίς εν Πολυαράβω, νά ετοιμασθώσιν έτι μάλλον, καί εις τά γυναικόπαιδα ν' ανέλθωσιν εις υψηλότερα καί ασφαλέστερα μέρη τής Ζίζαλης (όρος Ζίζιαλι). Τό χωρίον Πολυάραβος ωκοδομήται επί τών ανωμάλων υπωρειών μιάς τών υψηλοτέρων κορυφών τού Ταϋγέτου τήν Ζίζαλην καί ήτο τό υψηλότερον καί ορεινότερον τής Ανατολικής Μάνης. Τούτο αποφάσισαν οι Μανιάται καταλείποντες τά πεδινά χωρία νά καταλάβωσιν, αφ' ότου επληροφορήθησαν τήν προπαρασκευαζομένην εισβολήν τών εχθρών, καί αποσπάσαντες μέν τάς θύρας καί τά παράθυρα τών οικειών, κτίσαντες δέ ταύτα διά μεγάλων λίθων καί κατασκευάσαντες πολεμίστρας καί περιφράξαντες πανταχόθεν τό χωρίον διά τείχους, από οικίας εις οικίαν, καί τά άλλα προπαρασκευασθέντες περιέμενον αφόβως τόν επερχόμενον εχθρόν, ανερχόμενοι εις τρισχιλίους, υπό διαφόρους αρχηγούς Μανιάτας, τόν Ηλίαν Κατσάκον Μαυρομιχάλην, Δημήτριον Πετροπουλάκην κλπ. Μάχης σφοδράς καί πεισματώδους συγκροτηθείσης επί πολλάς ώρας, οι Μανιάται ενίκησαν καί έτρεψαν εις φυγήν τούς πολυαρίθμους πολεμίους. 600 εχθροί εφονεύθησαν, ικανοί επληγώθησαν καί ολίγιστοι εζωγρήθησαν. Μανιάται δέ εφονεύθησαν 35 καί 20 επληγώθησαν». Ιστορία τής Μάνης, υπό Δημητρίου Αλεξανδράκου, Εν Αθήναις 1892. «ΌΌλ' η Ελλάς μοιρολογά, θρηνούνε χώρες καί χωριά απ' άκρη σ' άκρη ένας καπνός φαίνεται σ' όλον τό Μωρηά! Τ' είν' τό κακό πού γίνεται; Μήν ήρθαν τά στερνά; (Δευτέρα Παρουσία) ή ο Θεός ωργίστηκε ή ο 'Μπραήμ περνά! Η Μάνη η ανυπότακτη τού καίει τήν καρδιά! Μ' αυτός υπόσχεσι έδωκε καί ποιός θά τόν πιστέψει ή θά τήν πάρει μέ καλό, ή θά τήν 'ξολοθρέψει! Η Μάνη θά υποταχτεί, ο Ιμπραήμ τό θέλει. Τόπε κι ο κόσμος τρόμαξε. Μά κείνη δέν τή μέλει! Προσεύχουντ' όλα τά τζαμιά μή βρέξει καί μή στάξει Γιατί ο 'Μπραήμ 'βουλήθηκε τή Μάνη νά υποτάξει! ΌΌλοι οι Χοτζάδες εύχονται γιά 'κείνον σ' τόν Αλλάχ Σάν νάναι ο σουλτάνος τους, σάν νάναι πατισάχ! Είναι μεγάλος στρατηγός, είναι γερό μυαλό Μ 'αυτή του η απόφαση ας τούβγει σέ καλό! Στή Βέργα πρωτοχτύπησε, μά πρώτα κεί τσακίστη
1077
Κι απ' τίς γυναίκες στό Δηρό τ' ασκέρι του σκορπίστη. Δέν απελπίστη ο Τουρκαλάς, τό πείσμα τόν θεριεύει κι απ' τού Μαλεύρη τά χωριά στή Μάνη νά μπεί γυρεύει! Από μακριά γνωρίζεται στ' αραβικό του άτι, χιλιάδες έχει δώδεκα καί δώδεκα μιντάτι (ενισχύσεις). Σ' όλον τόν δρόμο τόν Αλλάχ παρακαλά καί λέει κι από τό πείσμα τό πολύ αφρομανά καί κλαίει: "Αλλάχ, εδώ τήν κλεφτουριά, εδώ τούς αποστάτες, βοήθα, μήν πάρουν τάρματα καί πάν' μέ τούς Μανιάτες." Στή Λίμνη στό Βρομόνερο κοντά στρατοπεδεύει, τ' ασκέρι τ' αναπάντηκε, μ'αυτός δέν ξεπεζεύει! Στό πρώτο τά Κονάκια νά πάρει εβουλήθη, μά τά στενά είχαν πιαστεί κι αμέσως παραιτήθη! Τόν έν απ' τούς χνηλάτες του κάτου στό Μοναστήρι μία γυναίκα έσφαξε μέ ένα κλαδευτήρι. Πολλούς καί δύο αρχηγούς μέ τά γαλούνια πλάκα, οι Τουρκατζιάνοι (σκληροί Μανιάτες από τά Κονάκια) σκότωσαν μές τ' ΆΆη-Γιωργιού τή λάκκα! Βαράτε Τουρκατζιάνισσες χτυπάτε Τουρκατζάκια στή Μάνη δέ θά ξεχαστεί τί αξίζουν τά Κονάκια! ΈΈνας μονάχα γλίτωσε κι έφερε τό χαμπέρι, εις τόν 'Μπραήμ, πώς τό μικρό εχάθηκε ασκέρι. Τότε τό δρόμο άλλαξε απ' τήν πλευρά εκείνη Καί μ' όλο τό ασκέρι του τραβά γιά τή Μελτίνη. Εις τή Μπαρδούνια στάθηκε, τό δρόμο δέ γνωρίζει, νά κάμει πίσω ντρέπεται, μά μπρός απογυρίζει» Ο εμπειροπόλεμος Ιμπραήμ μέ τούς Γάλλους επιτελικούς τού Ναπολέοντα είχε ξεγελαστεί από τούς Μανιάτες, οι οποίοι τόν ταπείνωναν διαρκώς, αναγκασμένοι νά σέρνουν μαζί τους καί τά γυναικόπαιδα. Ο μουσουλμάνος στρατάρχης, μόλις αντιλήφθηκε τήν αναδίπλωση τών ελληνικών δυνάμεων, διέταξε τόν Οσμάν μπέη νά αναλάβει τήν καταδίωξη τών Μανιατών. Οι Μανιάτες όμως εκμεταλλευόμενοι τό δυσπρόσιτο τού εδάφους είχαν διαλέξει άριστα τίς τοποθεσίες τής άμυνάς τους καί υποδέχτηκαν τόν Οσμάν μπέη μέ βροχή από σφαίρες. Οι Αιγύπτιοι δέν ήξεραν πού νά κρυφτούν καθώς τά πυροβόλα πού έσερναν πίσω τους ήταν άχρηστα λόγω τής μεγάλης
1078
κλίσης τού εδάφους καί έπεφταν κατά εκατοντάδες νεκροί από τίς εύστοχες βολές τών μανιάτικων όπλων. Ο Ιμπραήμ βλέποντας τήν αποτυχία τού Οσμάν μπεή διέταξε τόν Χουσνίμπεη νά κάνει κυκλωτικό ελιγμό από ένα στενό μονοπάτι τό οποίο λεγόταν Στενοδιάβατα καί νά περικυκλώσει τίς ελληνικές δυνάμεις. ΌΌμως τό μονοπάτι ήταν πολύ απότομο καί ο Χουσνίμπεης καθυστέρησε υπερβολικά μέ αποτέλεσμα νά πέσει σκοτάδι καί νά σταματήσει τήν προσπάθειά του. Οι Μανιάτες, αντιλήφθηκαν τή νέα κυκλωτική κίνηση τού Ιμπραήμ καί κατά τή διάρκεια τής νύκτας αναδιπλώθηκαν σέ νέα θέση, αυτή τή φορά μέσα στό χωριό Πολιτσάραβος (πού έκτοτε ονομάστηκε Πολυάραβος) κάτω από τό θεόρατο βουνό Ζίζιαλι σέ υψόμετρο 1400 μέτρα. Μέ ανεβασμένο τό ηθικό λόγω τών συνεχών νικών τους αλλά καί ενισχυμένοι μέ ξεκούραστους άνδρες πού έσπευδαν από ολόκληρη τή Μάνη, οι Μανιάτες ετοιμάστηκαν νά αντιμετωπίσουν τούς Αφρικάνους εισβολείς γιά τρίτη συνεχόμενη ημέρα. Ο Ιμπραήμ οργισμένος καταλάβαινε ότι έπρεπε νά συντρίψει τούς Μανιάτες σέ εκείνη τή θέση, διαφορετικά ολόκληρη η εκστρατεία του κινδύνευε νά αποτύχει. Εξαπόλυσε τίς ορδές του μέ τή διαταγή νά σβήσουν τό χωριό από τό χάρτη. Οι 7000 Αιγύπτιοι όμως δέν μπορούσαν νά κινηθούν μέ ταχύτητα διότι ο Πολυάραβος ήταν ένα χωριό κτισμένο σέ πετρώδες ύψωμα καί οι πύργοι του παρείχαν άριστη κάλυψη στούς αμυνόμενους. Οι Αιγύπτιοι κουρασμένοι από τήν ανάβαση έφθασαν στίς παρυφές τού χωριού δεχόμενοι βροχή τίς σφαίρες από όλους τούς πύργους τού χωριού. Η μάχη ήταν λυσσαλέα καί από τίς δύο μεριές καί οι αράπηδες κατάφεραν νά μπούν σέ ορισμένα σπίτια καί νά σκοτώσουν τούς υπερασπιστές τους. Τό μεσημέρι όμως οι Μανιάτες θεώρησαν τήν κατάλληλη στιγμή νά επιτεθούν στούς εξωθενωμένους Τουρκοαιγύπτιους. Πράγματι επιχείρησαν έφοδο μέ τά γυμνά τους γιαταγάνια καί κατέκοψαν τούς εχθρούς, πού εγκατέλειψαν τρέχοντας τό χωριό πού είχαν έρθει νά καταλάβουν. Ο Ιμπραήμ δέχτηκε ταπεινωτικό πλήγμα καί στήν τρίτη προσπάθεια κατάληψης τής Μάνης καί αποχώρησε γιά τήν Τριπολιτσά. Οι απώλειες τών Αιγυπτίων ήταν 1500 νεκροί καί διπλάσιοι τραυματίες, ενώ τών Ελλήνων μερικές δεκάδες νεκροί άνδρες καί γυναίκες. Αξιοσημείωτος είναι ο ηρωϊσμός πού έδειξαν οι Μανιάτισσες, πολλές από τίς οποίες πολέμησαν σάν πραγματικές λύκαινες σκοτώνοντας μέ τά γυμνά τους χέρια τούς αραπάδες, όταν ένιωθαν νά απειλούνται τά παιδιά τους. Η Ελένη, νύφη τού Αναΐπη, έτρεχε πρός τό βουνό, κρατώντας τά δύο μικρά παιδιά της, καταδιωκόμενη από ένα νέγρο. Η ζώνη της κρεμόταν κάτω καί τότε βρήκε τήν ευκαιρία νά τήν αρπάξει ο διώκτης της. ΌΌταν η Μανιάτισσα τήν έλυσε ξαφνικά, ο στρατιώτης έχασε τήν ισορροπία του καί έπεσε. Τότε όρμησε πάνω του η Μανιάτισα καί τόν κάρφωσε μέ τήν
1079
ίδια του τήν λόγχη. «Προχωρούντες δέ οι εχθροί εις όν προέθεντο όρον, επάτησαν τήν 21ην Αυγούστου 1826 τήν Μάνην, καί διελθόντες τά χωρία τής Αναβρυτής καί τού Στορτσά διέβησαν τήν επί τού Ταϋγέτου Κακήν Σκάλαν, πλησίον τής επαρχίας Ανδρουβίστης, αλλά ευρόντες αντίστασιν ωπισθοδρόμησαν, καί αναβάντες επί τής κορυφής τού όρους ηυλίσθησαν εν τή πεδιάδι τού Μαχμούτμπεη. Εκείθεν εστράτευσαν τήν επαύριον καί έφθασαν εις τό στόμιον τού Ευρώτα. Ενδιατρίψαντες δέ δύο ημέρας ανέβησαν τά Μπαρδουνοχώρια καί έπεσαν εις τήν επαρχίαν τού Μαλευρίου, καίοντες κωμοπόλεις καί χωρία, θέλοντες δέ νά προχωρήσωσιν εις τά ενδότερα τής Μάνης, ώδευσαν τήν 27ην πρός τό χωρίον Μανιάκοβαν. Εκεί ευρεθέντες ο Παναγιώτης Κοσονάκος καί οι περί αυτόν εκλείσθησαν εντός τινων οικιών πολεμούντες γενναίως. ΉΉλθαν μετ' ολίγον εις βοήθειάν των καί τινες άλλοι υπό τόν Γεωργάκην Μαυρομιχάλην περιφερόμενον επί στρατολογία, αλλ' οι εχθροί ήσαν πολλοί καί η θέσις όχι τόσον οχυρά. ΌΌλοι δέ οι εκεί ΈΈλληνες, συμπεριλαμβανομένων καί τών περί τόν Μαυρομιχάλην, ήσαν μόλις τριακόσιοι. Διά τούτο αφήσαντες τό χωρίον μετέβησαν εις άλλην παραπλήσιον οχυρωτέραν θέσιν. Κυριεύσαντες οι εχθροί τό χωρίον ώρμησαν καί εις τήν άλλην θέσιν καί επολέμησαν τούς εκεί μέχρι τής εσπέρας, καθ' ήν, φανέντος τού Ηλία Κατσάκου μετά τριακοσίων εκλεκτών επιπεσόντων όπισθεν, ωπισθοδρόμησαν καί επανήλθαν εις τήν πεδιάδα τού Πασαβά, επί σκοπώ νά οδεύσωσιν εις τά χωρία Σκυφιάνικα καί Πολυάραβον, αλλά φοβούμενοι μή πάθωσι καί εν τή οδώ ταυτή εδίσταζαν. Εν μέσω δέ τού δισταγμού των Μπόσινάς τις εκ τών δευτερευόντων οπλαρχηγών τής Μάνης, παρακολουθών τούς εχθρούς ως προσκυνήσας, ανεδέχθη, άλλος Εφιάλτης, νά τούς οδηγήση εις τά ρηθέντα χωρία διά τινος αγνώστου μονοπατίου. Επί τού μονοπατίου τούτου κείται τό χωρίον Δέσφινα, εντός δέ τού πύργου τού χωρίου ήσαν οι περί τόν Θεοδωρήν Σταθάκον. Οι εχθροί απέκλεισαν τόν πύργον, καί ο Μπόσινας εφώναζε μακρόθεν λέγων, - "Παραδοθήτε, συμπέθερε Σταθάκε, εις τόν αυθέντην τής Μάνης. Θά χαθήτε όλοι". - "Καί ποίος μάς εγγυάται ότι δέν θά κακοπάθωμεν, άν προσκυνήσωμεν;" - "Εγώ συμπέθερε." - "Κύτταξε μή μάς φάγουν μέ απιστιάν." - "Μή φοβάσθε." - "Εγώ σάς δίδω τόν λόγον μου, εγώ σάς έχω εις τόν λαιμόν μου." - "Σέ πιστεύω, συμπέθερε, έλα καί πάρε τά όπλα μου." ΈΈτρεξεν ο Μπόσινας νά επάρη τά όπλα, καί ο Σταθάκος τόν
1080
ετουφέκισε καί τόν εφόνευσεν. Ιδόντες οι Τούρκοι τόν τόσον χρήσιμον φίλον φονευθέντα ώρμησαν εις τόν πύργον, τόν έκαυσαν καί συνέκαυσαν καί όλους τους εν αυτώ. Εν τοσούτω τά συμβάντα ταύτα ωφέλησαν, διότι φέροντα προσκόμματα εις τήν ταχείαν πορείαν τών εχθρών έδωκαν καιρόν τοίς εν Πολυαράβω νά ετοιμασθώσιν εις αντίστασιν. Τήν δέ 28ην Αυγούστου 1826 έφθασαν οι εχθροί εις Πολυάραβον. Τριακόσιοι ήσαν κατ' αρχάς οι υπερασπισταί του, αλλ' ήλθαν μετά ταύτα εις αντίληψιν αυτών ο Τσαλαφατίνος καί ο Γιατράκος καί μετ' ολίγον καί ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης καί ο Ηλίας Κατσάκος, καί έγειναν όλοι δισχίλιοι. Μάχης δέ κρατεράς γενομένης, έτρεψαν οι ολίγοι τούς πολυαρίθμους εχθρούς κακώς έχοντας. Διακόσια εχθρικά πτώματα έμειναν επί τού πεδίου τής μάχης, καί επτά εζωγρήθησαν. Εφονεύθησαν δέ καί εννέα ΈΈλληνες, καί άλλοι τόσοι επληγώθησαν. Αξιοσημείωτον τό εξής γυναικείον αρίστευμα. Η Ελένη Αναειπόνυμφη, βαστώσα τά δύο ανήλικα τέκνα της καί καταδιωκομένη υπό τινος Αιγυπτίου, έφευγε πρός τό όρος τού Πολυαράβου. Επί τής φυγής ελύθη η μακρά ζώνη της. Ο Αιγύπτιος έδραξε τήν συρομένην άκραν καί επροσπάθει νά κρατήση τοιουτοτρόπως τήν φεύγουσαν, αλλ' αύτη αφήσασα κατά γής τά τέκνα, έδραξε τήν άλλην άκραν, όπου ευρίσκετο δεδεμένος ο θησαυρός της, δέκα δίστηλα. Αισθανθείσα δέ ότι η ζώνη ετεντώθη, απέλυσεν αίφνης τήν άκραν καί πεσόντα ύπτιον τόν Αιγύπτιον ετραυμάτισε διά τής ιδίας αυτού λόγχης, καί έσωσεν εαυτήν, τά τέκνα καί τόν θησαυρόν». Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Δ'. Τά Ιβραημικά, ΈΈπος Ιστορικόν υπό Δ. Κουμουνδουράκη, 1859 «Λοιπόν εν μέσω ταραχών κ' ερίδων εμφυλίων, ο Ιμπραήμ εισέβαλε μ' εκατοντάδας πλοίων, ως λύκος, ωφελούμενος εις τήν ανεμοζάλην. Εισβάλλει εις τά ποίμνια μ' ευχέρειαν μεγάλην, κι ως χείμαρρος ορμητικός τά πάντα ανατρέπει, ζώα καί λίθους καί φυτά, τά πάντα καταστρέφει. Ο Ιμπραήμ καταστροφάς έφερε φρικαλέας, κόπτων γυναίκας καί παιδιά, μωρέας καί ελαίας! ΆΆν φοβεράν εκδίκησιν κατά Ελλήνων πνέων, μέ αναρίθμητον στρατόν πεζών τε καί ιππέων, τούς ΈΈλληνας εδίωκε νά βάλη εις αλύσεις, καί τούτου απετύγχανε, τί έπταιεν η φύσις; Τούς ΈΈλληνας εκτύπησεν εδώ κ' εκεί σποράδην,
1081
οι ΈΈλληνες τού έστειλαν μυρίους εις τόν ΆΆδην. Τά πτώματά των δ' έφαγαν όρνεα 'ς τό Μανιάκι, εις τό Κρεμμύδι, Νιόκαστρον, καί όπου συνεπλάκη. Ο Φλέσσας κι άλλοι μαχηταί, όλοι ανδρειωμένοι, απέθανον ως νικηταί, καί όχι νικημένοι, καθώς οι τριακόσιοι υπό τόν Λεωνίδα, εις Θερμοπύλας έπεσαν σώσαντες τήν Πατρίδα. Καθώς ο Ξέρξης άλλοτε τούς κήρυκάς του στείλας, τά όπλα τών Σπαρτιατών εζήτ' εις Θερμοπύλας. "Ελθών λαβέ" απήντησαν αυτοί 'ς τόν αλαζόνα, κι ανέμενον υπό σκιάν δοράτων τόν αγώνα, Στήν Βέργαν ούν ετάχθησαν μέ ζήλον καί μέ ζέσιν, καί ο καθείς των έλαβε τήν ορισθείσαν θέσιν, μέ σταθεράν απόφασιν νά σώσουν τήν Πατρίδα, ή τήν εσχάτην αίματος νά χύσωσι ρανίδα. Κτυπούν μακρόθεν τύμπανα καί σάλπιγγες ηχούσι, τήν εκστρατείαν τού εχθρού καθ' Αλμυρού δηλούσι. Η χώρα επλημμύρησε στρατού τού Αιγυπτίου, όστις κινείτ' εκ Καλαμών μέχρι τής Αγιασίου (Αγία Σιών), καθώς αγέλη παμπληθύς αιγών τε καί προβάτων, ως κινουμένη θάλασσα, λυσσώντων τών κυμάτων. Τήν Βέργαν προσεγγίσαντες, εφ' όσον φθάνει σφαίρα, τά όπλα εξεκένωσαν όλοι εις τόν αέρα. Αλλάχ! Αλλάχ! εφώναξαν τά σμήνη μουσουλμάνων, καί σάλπιγγες αντήχησαν καί κρότοι τών τυμπάνων. Ευθύς εμπρός οι Αλβανοί 'ς τήν Βέργαν επιπίπτουν, κ' οι Λάκωνες μέ πρώτον πύρ τούς πλείστους κάτω ρίπτουν. Ορμούν κατόπιν οι ιππείς τό τείχος νά περάσουν, οι Λάκωνες τούς απωθούν, τό τείχος πρίν νά φθάσουν. Τό πύρ ανάπτει πανταχού 'ς αμφοτέρα τά μέρη, ο ΆΆρης όλεθρον πολύν, 'ς τούς μουσουλμάνους φέρει. ΌΌπλα ξερνούν, ως δράκοντες, καπνούς φλόγας καί σφαίρας, καί νέφη ανυψώνονται 'ς τούς τέσσαρας αέρας. Κραυγαί ηχούσι γοεραί καί γογγισμοί θνησκόντων, ο ΆΆδης τούς απορροφά εν χάσματι οδόντων, κ' εν ώ αι σφαίραι χάλαζαν ωμοίαζον ραγδαίαν, κατόρθωσαν Οθωμανοί νά στήσωσι σημαίαν
1082
'ς τό τείχος, πλήν οι Λάκωνες τούς άναψαν 'ς τό κρέας, καί φύρδην μίγδην έφυγον καί δίχως τάς σημαίας. Τήν δέ σημαίαν έλαβον οι Λάκωνες ως λείαν, καί έστησαν 'ς τήν θέσιν της σημαίαν των ιδίαν. Τό γεγονός ενήπλησε μέ θάρρος τής καρδίας, κι αλαλαγμοί αντήχηαν εις όλους ευθυμίας. Τότε δέ ως ηλεκτρισμός 'ς τούς Τούρκους διεδόθη η φρίκη καί η σύγχυσις 'ς αυτούς εκορυφώθη. Κτυπούνται χωρίς νά κτυπούν καί τήν φυγήν αρχίζουν, αυτούς εις μάτην αρχηγοί ξιφήρεις εμποδίζουν. Οι Λάκωνες τήν σύγχυσιν τών Τούρκων ήδη βλέπουν, κ' εμπρός ορμούν αστραπηδόν καί εις φυγήν τούς τρέπουν, 'ς τά νώτα τούς πυροβολούν κι όσους προφθάσουν κόπτουν, ορμώντες δέ εις πτώματα Οθωμανών προσκόπτουν, εξ ών οι μέν απέθανον, οι δέ ψυχορραγούσι, καί κάτωχροι, ως θάνατοι, τούς οφθαλμούς σφαλούσι. Κ' ένας παπάς εφόνευσεν εκεί 'ς τήν παραλίαν ιππέαν Τούρκον κι αναβάς 'ς τόν ίππον, ως εις λείαν, τόν έφερεν, ως Ηρακλής μέ λέοντα παλεύσας τήν λεοντήν του έφερε, τόν λέοντα φονεύσας. Οι Τούρκοι ενικήθησαν καί έφυγον δρομαίως, αφήσαντες 'ς τό στάδιον οκτακοσίους έως, οίτινες έγειναν τροφή κοράκων πειναλέων, στόν Αλμυρόν Οθωμανοί δέν επανήλθον πλέον» Κλεφτοπόλεμος κατά τού Ιμπραήμ Οι Μανιάτες μέ τίς νίκες τους αυτές, αφ' ενός διατήρησαν τήν ελευθερία τής γής τους, συνεχίζοντας μία παράδοση τετρακοσίων ετών, αφ' ετέρου μέ τό παράδειγμά τους κράτησαν ψηλά τό ηθικό τών υπόλοιπων Ελλήνων. Μετά τήν αποτυχία του στή Μάνη, ο Ιμπραήμ συνέχισε τό καταστρεπτικό του έργο στά δερβένια τού Λεονταρίου, καί στόν κάμπο τής Καρύταινας. Οι κάτοικοι είχαν καταφύγει στά σπήλαια καί τά μοναστήρια τής περιοχής καί από εκεί έστηναν ενέδρες στά απομονωμένα αποσπάσματα τού Ιμπραήμ προκαλώντας του διαρκώς απώλειες. Ο Κολοκοτρώνης είχε στή διάθεσή του εκτός τών άλλων ένα μικρό τακτικό σώμα υπό τήν αρχηγία τού Πορτογάλου φιλέλληνα Αλμέιδα,
1083
ένα σώμα τριακοσίων ανδρών από τή Μικρά Ασία πού είχε οργανώσει ο Ιωάννης Καρόγλου μέ τήν ονομάσια "Ιώνιος Φάλαγξ" καί μία ίλη ιππικού υπό τήν αρχηγία τού Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη. Σέ μία μάχη στό χωριό Μεχμέταγα (Γαρέα Μαντινείας) οι παραπάνω αρχηγοί μέ τίς δυνάμεις τους καί μέ τά άτακτα σώματα τού Νικηταρά, τού Θεόδωρου Ζαχαρόπουλου καί τού Στάικου Σταϊκόπουλου συνέτριψαν τούς Τουρκοαιγύπτιους σκοτώνοντας περισσότερους από 300 εχθρούς. Ο βάρβαρος εισέβαλε στήν Κορινθία θερίζοντας τίς αγροτικές σοδειές καί καίγοντας τά χωριά Στυμφαλία, Φενεό, Ζάχολη, Καστανιά καί Λαύκα. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί βρήκαν τήν ευκαιρία καί επιτέθηκαν κατά τής οπισθοφυλακής τού Ιμπραήμ στή θέση Διάσελο Σιούρι καί σκότωσαν πολλούς ΆΆραβες. Ο Αιγύπτιος κινήθηκε πρός τό όρος Ζήρεια (Κυλλήνη) καί αφού άρπαξε όλα τά αιγοπρόβατα έκαψε τό χωριό Καλιάνι (Καλιανοί Κορινθίας) καί αποχώρησε γιά τήν Τριπολιτσά. Καθ' όλη τή διάρκεια τού καλοκαιριού καί τού φθινοπώρου τού 1826, ακολούθησε τό ίδιο σκηνικό. Ο Ιμπραήμ επέδραμε καί λεηλατούσε τά χωριά ενώ οι ΈΈλληνες απαντούσαν μέ κλεφτοπόλεμο. Σέ μία περίπτωση, οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν κάνει μία εξόρμηση στά χωριά Λεβίδι, Χωτούσα καί Δάρα σκοτώνοντας άνδρες καί αρπάζοντας γιδοπρόβατα καί γυναικόπαιδα. Τότε οι αγωνιστές Αδάμ Κορέλας καί παπά Δημήτρης, σέ μία νυκτερινή επιδρομή στή θέση Αρκουδόρεμα σκότωσαν 26 μουσουλμάνους, τρέποντας σέ φυγή τούς υπόλοιπους καί ελευθερώνοντας όλους τούς αιχμαλώτους πού είχαν μαζί τους. Σέ άλλη περίπτωση οι Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος, Στάικος Σταϊκόπουλος, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Ανδρέας Μεταξάς, Ιωάννης Πέτας, Δανιήλ Πανάς, Γεώργιος Αγαλλόπουλος, Χρήστος Κολοκοτρώνης καί Δημήτριος Τσόκρης έστησαν ενέδρα σέ μία ίλη εχθρικού ιππικού πού έκαιγε τά χωριά Αγίος Πέτρος, Πραστός, Καστρί καί Μελιγγού καί τήν εξολόθρευσαν. ΌΌταν οι Αιγύπτιοι είχαν εισβάλει στήν επαρχία τού Μυστρά έστησαν τό στρατόπεδό τους κοντά στά χωριά Βέρροια καί Μπασαρά, έχοντας μαζί τους τριακοσίους αιχμαλώτους καί χιλιάδες γιδοπρόβατα. Εναντίον τού εχθρικού στρατοπέδου κινήθηκε ο Νικηταράς, ο παπα Δημήτρης καί ο Αντώνης Κολοκοτρώνης καί ανάγκασαν τούς ΆΆραβες νά αφήσουν ελεύθερους τούς αιχμαλώτους καί νά διαλύσουν τό στρατόπεδό τους, μέ απώλειες γιά τόν εχθρό παραπάνω από 100 νεκρούς. Στά μέσα Οκτωβρίου 1826 ο κεχαγιάς τού Ιμπραήμ κατέλαβε τά Φιλιατρά αιχμαλωτίζοντας 100 γυναίκες καί παιδιά. Οι σκηνές τών αραπάδων γέμισαν μέ απροστάτευτα κορίτσια, τά οποία πουλούσε ο ένας στόν άλλον, προξενώντας φρίκη στόν Ιταλό γιατρό Romei πού διέσωσε τήν πληροφορία. Στήν Πελοπόννησο, καθ' όλη τή διάρκεια τού 1826 επικρατούσε ερήμωση καί φρίκη. Κανένας από τούς δύο αντιπάλους δέν ήταν διατεθειμένος νά υποχωρήσει. Στά διασκορπισμένα ελληνικά
1084
στρατόπεδα επικρατούσε τεράστια έλλειψη εφοδίων, η οποία έφερνε στούς ΈΈλληνες τήν απελπισία. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν μόνο κατ' όνομα, αφού ο Ζαΐμης δέν διέθετε τά μέσα νά τροφοδοτήσει τούς απελπισμένους Πελοποννήσιους μέ τρόφιμα καί μέ πολεμοφόδια. Τόν ίδιο μήνα ο Κολοκοτρώνης ανέθεσε στόν Καρυτινό Βασίλειο Χαροκόπο τήν επισκευή τού κάστρου τής Καρύταινας καί τόν εφοδιασμό του μέ κανόνια καί πολεμοφόδια, ώστε νά αποτελέσει βάση ανεφοδιασμού γιά τά ελληνικά σώματα καί ένα ισχυρό έρεισμα αντίστασης κατά τών ορδών τού Ιμπραήμ, όταν αυτές λεηλατούσαν τόν κάμπο τής Καρύταινας. Οι αδιάκοπες πολεμικές επιχειρήσεις τού Ιμπραήμ είχαν επιφέρει τήν κόπωση καί στούς Τουρκοαιγύπτιους, τούς οποίους θέριζαν εκτός από τίς ελληνικές σφαίρες, οι αρρώστιες καί τό κρύο. Δεκάδες χιλιάδες ήταν οι απώλειες τών στρατιωτών του καί ο πατέρας του επίσης είχε κουραστεί νά τροφοδοτεί τόν γιό του μέ χρήματα καί στρατιώτες, σέ ένα πόλεμο, ο οποίος γινόταν πρός όφελος τού σουλτάνου. Εξ άλλου ο Αιγύπτιος σατράπης ήταν γνώστης καί τής ευρωπαϊκής διπλωματίας, η οποία ανοικτά πλέον συζητούσε τό ενδεχόμενο τής αυτονομίας τών Ελλήνων πού ήδη πολεμούσαν γιά έκτη συνεχόμενη χρονιά τήν οθωμανική αυτοκρατορία. Οι σύμβουλοι τού Μωχάμετ ΆΆλυ διαφωνούσαν μέ τήν τακτική τού βασιλιά τους να εμπλέξει τόν αιγυπτιακό στρατό στήν Πελοπόννησο καί απέδιδαν τήν εκστρατεία σέ σχέδιο τού σουλτάνου πού ήθελε νά καταστρέψει τόν Αιγύπτιο σατράπη, τόν οποίο καί φθονούσε γιά τήν τεράστια οικονομική καί βιομηχανική ανάπτυξη πού είχε επιφέρει στήν Αίγυπτο. Τήν ίδια άποψη είχε καί ο Αιγύπτιος ναύαρχος Γιβραλτάρ, ο οποίος θά πέθαινε λίγο αργότερα. Σύμφωνα μέ τόν Απόστολο Βακαλόπουλο οι Αιγύπτιοι είχαν χάσει 30000 άνδρες μόνο στήν Πελοπόννησο καί όσοι είχαν απομείνει ήταν σκελετωμένοι από τήν εξάντληση, τά χαλασμένα τρόφιμα καί τίς κακουχίες. Ο ρουχισμός τους ήταν καλοκαιρινός καί πολλοί ντύνονταν ακόμα καί μέ γυναικεία φορέματα γιά νά αντέξουν τό κρύο πού αντιμετώπιζαν στίς χιονισμένες κορυφές τών βουνών πού τούς υποχρέωνε νά διασχίζουν ο αδίστακτος πασάς. Κάθε μέρα λιποτακτούσαν στρατιώτες εξοργίζοντας ακόμα περισσότερο τόν Ιμπραήμ, ο οποίος ξεσπούσε τό μίσος τους στούς αιχμαλώτους καί ακόμα καί στά δέντρα τά οποία έκαιγε κατά χιλιάδες. Σύμφωνα μέ τόν ίδιο ιστορικό, ο Ιμπραήμ σταύρωνε τούς ιερείς πάνω στίς ελιές, τίς οποίες έκαιγε μέ σιγανή φωτιά, ενώ τούς σκλάβους πού στρατολογούσε τούς σημάδευε μέ καυτό σίδερο, όπως σημάδευαν τά ζώα καί πολλές φορές τούς μπάρκαρε σέ πλοία γιά νά τούς πουλήσει στά σκλαβοπάζαρα τής Αιγύπτου. «Ανεχώρησα καί εγώ εις τό Μάνεσι (Μάνεση Μεσσηνίας), όπου είχα τό επίλοιπο στράτευμα, διατί δέν είχα τροφάς νά σταθώ εκεί.
1085
Περάσοντας δέκα ή δεκαπέντε ημέρας ο Ιμπραΐμης εκίνησε τήν καβαλλαριάν νά έμβει εις τήν Μάνην από τό Αρμυρό, καί τό πεζικό στράτευμα τό εμβαρκάρισε εις τά καράβια καί τό εξεμπαρκάρισε εις τό Βηρό (Δηρό), εις τήν Τσίμοβαν (Αρεόπολη) πλευρά. Οι Μανιάτες επετάχθηκαν καί οι γυναίκες, καί επελάγωσαν τούς Τούρκους καί τούς έκαμαν πολύν αφανισμόν. Αντεστάθηκαν καί εις τήν Βέργαν εις τήν καβαλλαρίαν, καί αφού είδε ο Ιμπραΐμης ότι δέν κάμνει τίποτε, ετραβήχθηκε εις τά μεσσηνιακά φρούρια. Εις τό Μάνεσι έκαμα δέκα ημέρες. Εκεί έλαβα ένα γράμμα από τούς οπλαρχηγούς τούς Ρουμελιώτες, οπού ήτον εις τό Ναύπλιον, Καραϊσκάκης, Τζαβέλας, Κώστας Μπότζαρης, Λάμπρος Βέϊκος, Γεώργιος Δράκος καί άλλοι οπλαρχηγοί από τήν φρουράν τού Μισολογγιού, καί μέ έγραψαν νά υπάγω νά ομιλήσωμεν νά ενωθούμεν όλοι, καί νά πάρωμεν μέτρα όλοι συμφώνως, καί νά βαρέσωμεν τόν εχθρόν. ΆΆφηκα αντιπρόσωπόν μου εις αυτό τό στράτευμα τόν Γεωργάκη Γιατράκο, καί εγώ επήρα 50 νομάτους καί επήγα εις τό ΆΆργος. Εκεί έστειλα εις τό Ναύπλιον καί ήλθε εις τό ΆΆργος ο Καραϊσκάκης, Τζαβέλας καί λοιποί. Ο Κώστας Μπότσαρης καί μερικοί άλλοι τούς κράτησε ο Ζαΐμης καί τούς έκαμε νά μήν ελθούν νά ενωθούμεν τά στρατεύματα. Οι σταφίδες εκόντευαν νά γενούν, ο Γιάννης καί ο Παναγιώτης Νοταράδες άρχισαν νά τρώγουνται. Η αιτία ήτον, αυτή η επαρχία τής Κορίνθου. Τό μεγαλείτερον μέρος ήθελε αρχηγόν τόν Παναγιώτην. Ο Γιάννης επήρε μισθωτούς καί υποστηριγμένος καί από τήν κυβέρνησιν ήθελε νά υποχρεώσει τήν επαρχίαν νά είναι υπό αυτόν, καί όχι υπό τόν Παναγιωτάκη, καί έτζι άρχισαν καί πολεμούσαν ανάμεσόν των. (Ο Παναγιώτης Νοταράς στηριζόταν από τόν Κολοκοτρώνη, ενώ ο Ιωάννης από τόν Ζαΐμη). ΌΌταν ανταμώσαμεν μέ τόν Καραϊσκάκην καί λοιπούς οπλαρχηγούς, ωρκισθήκαμεν νά είμεθα όλοι ενωμένοι νά νικήσωμεν τόν εχθρόν, νά στείλωμεν μίαν επιτροπήν εις τήν Βοστίτζα (Αίγιο) καί Κόρινθον, καί όσα συναχθούν νά πληρωθούν όσοι κινήσουν κατά τού εχθρού. Ο Ιμπραΐμης ήλθε τότε εις τήν Τριπολιτζά εκίνησε κατά τόν ΆΆγιο Πέτρο καί εκατέβηκε εις τό ΆΆστρος. Ο Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος μέ έδωσε είδησιν, έστειλα τό Νικήτα μέ διακόσιους καί εκλείσθηκε εις τό Καστράκι. Οι Τούρκοι επήραν όλην τήν Τζακωνιά πλαστρί. Εγώ παίρνω εκατό ανθρώπους καί πηγαίνω εις τά χωριά τής Κορίνθου, οπού είχα γράψει νά έλθει ο Γενναίος καί Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας). Τόν Γενναίον τόν έστειλα μέ χίλιους εις βοήθειαν εις τό ΆΆστρος, ήλθε καί ο Κολιόπουλος μέ άλλους χίλιους, τόν έστειλα καί αυτόν, έφθασε καί ο Κανέλλος Δεληγιάννης μέ πεντακόσιους, τριακοσίους έστειλε εις βοήθειαν τού Παναγιωτάκη Νοταρά, διότι οι Δεληγιανναίοι εβοηθούσαν τόν Παναγιωτάκη, επειδή
1086
τόν είχαν συμπέθερο, καί ο Ζαΐμης καί Λόντος τόν Γιάννη Νοταρά. Εις τά Κλιμεντοκαίσαρα εσμίξαμε μέ τόν Ζαΐμη καί μέ τούς λοιπούς αρχηγούς. Ο Καραϊσκάκης είχε κινήσει διά τήν εκστρατείαν τής Ρούμελης. Ο Παναγιώτης είχε μερικούς ανθρώπους του εις τό Σοφικό, πηγαίνει ο Γιάννης, καί διά νά τούς βγάλει καίει όλο τό χωριό, τοιούτης λογής εφέροντο. Ο Καραϊσκάκης, αφού εβγήκε εις τήν Ρούμελη, έγραψε καί εζητούσε βοήθειαν καί τότε εκίνησαν οι οπλαρχηγοί Ρουμελιώτες, καί ο Γιάννης Νοταράς ήλθε εις τόν Φαληρέα. Ο Ιμπραΐμης έκαψε όλα τά χωριά τού Αγίου Πέτρου καί Πραστού, ο λαός εγλύτωσε εις τό Λενίδι, καί επήγε έως τό Μυστρά καίοντας καί εγύρισε εις τήν Τριπολιτζά. Ο Γενναίος, Νικήτας, Κολιόπουλος δέν έλειπαν νά παγαίνουν από κοντά μέ ακροβολισμούς πολεμούντες τον. Ο Γενναίος ήλθε εις τά χωριά τής Κορίνθου, καί ο Κολιόπουλος, τούς έστειλα πάλιν οπίσω. Επήγε εις τήν Αλωνίσταινα. ΉΉτον εκεί καί ο Μελετόπουλος καί ο Νικολάκης Πετιμεζάς, έκαμαν ένα καλόν ακροβολισμόν καί εσκοτώθηκαν αρκετοί Τούρκοι. Οι Τούρκοι, οπού ήτον εις τήν Τριπολιτζά, είχαν συνήθεια κάθε ημέραν κατά τές Ρίζες καί εθέριζαν καί εμάζευαν καί χορτάρι. ΈΈστειλα καταπατητάδες καί επαρατήρησαν. Σηκώνομαι διά νυχτός, χωρίζω τήν άτακτη καβαλλαρία, επί κεφαλής ο Χατζή Μιχάλης, καί πηγαίνει μέ τό Νικηταρά μέ χίλιους νά πάγουν νά χωσασθούν (στήσουν ενέδρα) κρυφά, καί ο Παναγιωτάκης Γιατράκος μέ άλλους χίλιους καί μέ τήν τακτικήν καβαλλαρίαν, αρχηγός Αλμέιδας. Εγώ εβάσταξα τέσσαρους καί έμεινα εις τό κέντρο, μέ συμφωνία νά ιδώ τούς Τούρκους καί άμα τούς κάμω σινιάλο νά εβγούν από τές χωσές νά περιζώσουν τούς Τούρκους. Εκείνη τήν ημέραν δέν ήλθαν οι Τούρκοι εκεί οπού τούς προσμέναμεν. Οι Τούρκοι έβγαλαν τριακόσιους τακτικούς καραμπινιέρηδες, μέ σκοπόν νά περιφέρονται εις τά χωριά, νά κοιτάζουν μήπως οι ΈΈλληνες είναι χωσασμένοι καί πειράξουν τούς πολλούς Τούρκους, οπού εθέριζαν εις τούς κάμπους, διατί οι ΈΈλληνες έκαμναν χωσιές κάθε ημέραν καί εσκοτώνοντο πέντε έξ τήν ημέρα, καί έδιδα εις κάθε ΈΈλληνα οπού μού έφερνε από ένα κεφάλι καί ένα τουφέκι, ή ζωντανόν από ένα τάλλαρο. Οι Τούρκοι εκίνησαν διά νά περιέλθουν. ΉΉλθαν εις ένα χωριό Μεϊμέταγα ονομαζόμενον. ΉΉτον εκεί ένας πύργος καί διά νά μή κλεισθούν εκεί, δέν έκαμα τό σινιάλο, παρά αφού τούς άφησα καί εβγήκανε από τό χωριό κάμποσο. Τούς κάμνω τό σημείον καί ευθύς πετάεται η καβαλλαρία οπού ήτον μέ τό Νικήτα καί απαντούνται έξαφνα μέ τούς Τούρκους. Οι Τούρκοι εδοκίμασαν νά σταθούν εις τόν κάμπον, κάμνοντες τετράγωνον, όμως βλέποντες τήν καβαλλαρία καί τό πεζικό, οπού τούς επλάκωσε από όλα τά μέρη, εγύρισαν εις τό χωριό. Δέν εμπόρεσαν νά πιάσουν τόν πύργο. Εις μισή ώρα μόνον τέσσαρες εγλύτωσαν από 300, τέτοιο σκότωμα δέν είδα ποτέ μου. ΌΌλοι οι
1087
καβαλλαραίοι Τούρκοι ήκουσαν τόν πόλεμον καί ήλθαν πρός βοήθειαν, αλλά δέν εκατάφθασαν κανένα ζωντανόν. Τούς είχα ειπεί από τό βράδυ, ότι άν ιδώ στρατεύματα νά έρχονται τούρκικα σάς κάμνω σινιάλο καί τραβιέσθε κατά τό μέρος όπου ήμουν. Τούς έκαμα τό σημείον, ο Νικήτας δέν ακολούθησε, καθώς τού είχα ειπεί, οι Τούρκοι τούς πηγαίνουν από κοντά έως τό βράδυ, ο Νικήτας εστάθηκε μέ μιά τριανταριά, εσκότωσεν έναν σημαντικό Τούρκο καί έτζι εγύρισαν οι Τούρκοι καί ημείς ανταμώθημεν όλοι υγιείς εις τόν ΆΆγιο Πέτρο. Τά μουσκέτα καί τά ταμπούρλα τά έστειλα εις τό Ναύπλιον. Επήγα εις τό Ναύπλιον διά νά πάρω πολεμοφόδια καί νά επιστρέψω οπίσω διά νά κάμνω από αυτές τές χωσιές. Οι ΈΈλληνες εθάρρευαν καί εκατέβαιναν εις τόν κάμπον όταν είχαμε καβαλλαρία. Εις αυτόν τόν πόλεμον εφέρθηκαν όλοι μέ ανδρείαν, ο Θεοδωρής Ζαχαρόπουλος διακρίθηκε περισσότερον, διότι έπεσε μέσα εις ένα σπίτι όπου ήτον είκοσι Τούρκοι καί τούς εχάλασε. Ο Σταμάτης Μήτσας ελαβώθηκε εις τό ποδάρι από μπαγιονέτα». Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος. Οι έριδες μεταξύ τών Ελλήνων καλά κρατούσαν ακόμα καί όταν ο Ιμπραήμ μετέτρεπε τήν Πελοπόννησο σέ κρανίου τόπο κόβοντας δέντρα καί καίγοντας χωριά. Στήν Κορινθία δύο ξαδέλφια, ο Ιωάννης καί ο Παναγιωτάκης Νοταράς ξεκίνησαν εμφύλιο πόλεμο πρώτα γιά τά μάτια τής κόρης τού Θεοχάρη Ρέντη καί στή συνέχεια γιά τό θέμα τής διανομής τών κερδών από τόν τρύγο τής σταφίδας στίς επαρχίες τής Κορίνθου καί τής Βοστίτσας (Αιγίου). ΌΌλοι οι οπλαρχηγοί ενδιαφέρονταν νά συμμετάσχουν στά κέρδη από τά έσοδα τής σταφίδας καί έτσι η διαφωνία επεκτάθηκε καί σέ υψηλότερο επίπεδο. Οι Κολοκοτρώνης καί Δεληγιάννης ζητούσαν νά διατεθούν τά εισοδήματα από τήν πώληση τής σταφίδας γιά τίς ανάγκες τών στρατευμάτων, άποψη μέ τήν οποία διαφωνούσε ο αρχηγός τής κυβέρνησης Ζαΐμης καί ο Λόντος. Τελικά οι διενέξεις εξελίχθηκαν σέ φονικές μάχης, όπως στήν περίπτωση τού χωριού Σοφικό, τό οποίο λεηλάτησε ο κυβερνητικός Ιωάννης Νοταράς ενώ οι άνδρες του βίασαν τίς γυναίκες τού χωριού καί έκαψαν τό πευκόδασος από τό οποίο οι κάτοικοι τού χωριού έβγαζαν τό ρετσίνι. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis31.html
1088
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΒ' Εκστρατεία τού Καραϊσκάκη Τόν Οκτώβριο τού 1826 η κατάσταση στή Ρούμελη ήταν δραματική καί θύμιζε εν πολλοίς τήν κατάσταση στήν Πελοπόννησο. Οι ΈΈλληνες δέν διέθεταν ούτε τρόφιμα, ούτε εφόδια, ούτε ικανό αριθμό ανδρών γιά νά αντιπαραταχθούν στίς υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις. Η πείνα ανάγκαζε τούς στρατιώτες νά εγκαταλείπουν τά στρατόπεδα καί νά τρέχουν νά φροντίσουν τίς οικογένειές τους. Η κυβέρνηση Ζαΐμη αδυνατούσε νά στηρίξει τούς οπλαρχηγούς, αφού οι μακροχρόνιοι πόλεμοι είχαν επιφέρει τήν πλήρη εκμηδένιση τών οικονομικών πόρων τού τόπου. Ο Κιουταχής διατηρούσε χωρίς πρόβλημα τόν στενό αποκλεισμό τής Ακρόπολης ενώ πολύ σοφά είχε φροντίσει νά εγκαταστήσει ισχυρές φρουρές σέ όλες τίς μεγάλες πόλεις τής Στερεάς Ελλάδoς. Σέ όλες αυτές τίς δυσοίωνες καταστάσεις ήρθαν νά προστεθούν καί οι προστριβές τών οπλαρχηγών γιά τήν γενική αρχιστρατηγία. Τόσο οι Ρουμελιώτες στρατιωτικοί αρχηγοί όσο καί οι Σουλιώτες Νότης Μπότσαρης καί Κίτσος Τζαβέλας ήταν δυσαρεστημένοι μέ τόν ορισμό τού Καραϊσκάκη ως γενικού αρχηγού τών στρατευμάτων τής Ρούμελης. Ο Σταυραετός τής Ρούμελης, συνειδητοποιώντας τήν αδυναμία του νά αναμετρηθεί μέ τόν πανίσχυρο στρατό τού Κιουταχή, αποφάσισε νά κτυπήσει τά κέντρα ανεφοδιασμού του στή Στερεά Ελλάδα καί νά κόψει τίς γραμμές τών επικοινωνιών του μέ τή Λάρισα καί τό Ζητούνι. Οργάνωσε λοιπόν μία εκστρατεία στή Δυτική Στερεά, μέ κύριο σκοπό τήν εκδίωξη τών τουρκικών φρουρών από τίς μεγάλες πόλεις. Ο Καραϊσκάκης, έχοντας στή διάθεση του μόλις δύο χιλιάδες άνδρες, ζήτησε τή σύμπραξη πελοποννησιακών δυνάμεων, τίς οποίες ο Κολοκοτρώνης, άν καί βρισκόταν σέ δύσκολη θέση μέ τούς Αιγυπτίους τού Ιμπραήμ, τού τίς διέθεσε. Ο Στράτφορντ Κάνιγκ, μέσω τού ΆΆγγλου πλοιάρχου Χάμιλτον, είχε συστήσει στούς ΈΈλληνες νά εκδιώξουν τελείως τούς Τούρκους από τή Στερεά Ελλάδα, ώστε νά συμπεριληφθεί καί αυτή στά όρια τού μελλοντικού κράτους τής ανεξάρτητης Ελλάδος, όταν καί εάν αυτό αναγνωριζόταν από τίς Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε τόν Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη μέ τό άτακτο ιππικό του καί τόν ανηψιό του Νικηταρά νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη. Οι δύο στρατηγοί πού φύλαγαν τά νώτα τού Κιουταχή στή Στερεά Ελλάδα ήταν ο πιστός του Κεχαγιάμπεης καί ο γενναίος Μουσταφάμπεης ή Μουστάμπεης, ο οποίος είχε αποδεκατίσει τά υπολείμματα τής φρουράς τού Μεσολογγίου στούς πρόποδες τού όρους Ζυγού. Ο Μουσταφάμπεης αυτή τή φορά συνέτριψε τούς Μακεδόνες
1089
τού Αγγελή Γάτσου, τού Καρατάσου, τού Μήτρου Λιακόπουλου, τού Αναστάση Κασσανδρινού καί τού Γιάννη Βελέτζα, όταν αυτοί επιχείρησαν νά καταλάβουν τό Ταλάντι (Αταλάντη). Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν 40 νεκροί μέ σημαντικότερους τόν Αγγελή Συκιώτη, τόν Κόντο, τόν Θεσσαλό γέρο Καλαμίδα, τόν Χαμακιώτη, τόν Σακελλίωνα, ενώ αιχμαλωτίστηκε καί ο νεαρός Θανασάκης, γιός τού Εμμανουήλ Παπά, ο οποίος αποκεφαλίστηκε λίγο αργότερα στή Χαλκίδα. Ο Μουστάμπεης καί ο Κεχαγιάμπεης στή συνέχεια ανέλαβαν νά εκτελέσουν τίς διαταγές τού Κιουταχή, οι οποίες ρητά υπαγόρευαν τήν εξόντωση τού Καραϊσκάκη. Στίς 25 Οκτωβρίου 1826, ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε τήν εκστρατεία του ορίζοντας υπεύθυνο τού στρατοπέδου τής Ελευσίνας τόν Βάσο Μαυροβουνιώτη. Ο μικρός ελληνικός στρατός κινήθηκε βόρεια καί τό βράδυ διανυκτέρευσε στά Κούντουρα, ένα αρβανιτοχώρι κοντά στή σημερινή Μάνδρα Αττικής. Στή συνοδεία τού Καραϊσκάκη βρίσκονταν μερικοί φιλέλληνες μεταξύ τών οποίων ήταν ο Γερμανός γιατρός Treiber Heinrich καί ο Αμερικάνος George Jarvis. Τήν επόμενη ημέρα οι άνδρες τού Καραϊσκάκη περπάτησαν μέσα σέ καταρρακτώδη βροχή καί τό βράδυ διανυκτέρευσαν στήν Κάζα (Βίλια Αττικής). Μέσα στίς ίδιες σκληρές καιρικές συνθήκες έφθασαν στήν Δόμβραινα Βοιωτίας στίς 27 Οκτωβρίου καί αμέσως ξεκίνησαν τήν πολιορκία τού χωριού. Η τουρκική φρουρά όμως, είχε ειδοποιηθεί από προσκυνημένους Χριστιανούς καί είχε προλάβει νά οχυρωθεί στούς πανίσχυρους πύργους τής Δόμβραινας. Αξίζει νά σημειωθεί ότι τά περισσότερα χωριά είχαν προσκυνήσει καί οι κάτοικοί τους ήταν αυτοί πού πρώτοι έτρεχαν νά ειδοποιήσουν τούς Τούρκους γιά τήν άφιξη τών ελληνικών στρατευμάτων. Οι ΈΈλληνες κατέλαβαν τά χωριά Κακόσι (Θίσβη) καί Χώστια (Πρόδρομος) καί μέ ένα κανόνι πού βρήκαν στήν περιοχή κανονιοβολούσαν τούς κλεισμένους στήν Δόμβραινα Τούρκους. Στίς 3 Νοεμβρίου 1826 έφθασε στό χωριό καί ο Μουστάμπεης Κιαφαζέζης μέ χίλιους Τουρκαλβανούς, τούς οποίους τοποθέτησε στά πιό μεγάλα σπίτια γιά νά ενισχύσουν τούς αποκλεισμένους ομοθρήσκους τους, ενώ ο ίδιος επέστρεψε στήν Λειβαδιά, τήν οποία χρησιμοποιούσε ως βάση γιά τίς επιχειρήσεις του. Οι μάχες συνεχίστηκαν γιά αρκετές ημέρες καί τήν 11η Νοεμβρίου 1826, ο Γιαννάκης Σουλτάνης κρύφτηκε στά αμπέλια πού ήταν έξω από τήν Δόμβραινα καί έστησε μία χωσιά (ενέδρα) στούς Τούρκους ιππείς πού περιφέρονταν εκεί. Οι Τούρκοι όμως αντελήφθηκαν τόν Σουλτάνη καί στό τέλος κατάφεραν νά τόν σκοτώσουν. Ο ηρωϊκός καί σεμνός οπλαρχηγός, πού είχε καταφέρει νά διασωθεί στήν έξοδο τού Μεσολογγίου, ήταν πολύ αγαπητός από τούς στρατιώτες καί γιά τό θάνατό του λυπήθηκαν όλοι καί περισσότερο ο Καραϊσκάκης. Ο Καραϊσκάκης εγκατέλειψε τή μάταιη πολιορκία τής Δόμβραινας
1090
καί κινήθηκε ανατολικά πρός τό χωριό Μετόχι Βοιωτίας. Στή μονή Οσίου Σεραφείμ Δομβούς ή Δομπού κτισμένη τόν 16ο αιώνα, άφησε φρουρά εκατό ανδρών μέ τόν Νικολό Βαρβιτσιώτη καί στή μονή τού Οσίου Λουκά άφησε άλλους εξήντα άνδρες. Ο ίδιος συνέχισε τήν πορεία του μέσα στόν ιδιαίτερα βαρύ χειμώνα καί στίς 17 Νοεμβρίου 1826 έφθασε στό Δίστομο. «Συνταχθέντος δέ τού περί ού ο λόγος εγγράφου καί επιτραπείσης τής αρχηγίας τού εν Ελευσίνι στρατοπέδου εις τόν Βάσον Μαυροβουνιώτην, εξεστράτευσεν o Καραϊσκάκης τήν 25ην Οκτωβρίου 1826, περί μεσημβρίαν, εξ Ελευσίνος. Η όλη τού στρατού μοίρα, ήν μεθ' εαυτού ήγεν, δέν υπερέβαινε τούς δισχιλίους καί πεντακοσίους πολεμιστάς άλλ' ήσαν ούτοι βεβαίως οι μαχιμώτεροι τών ανδρών ούς είχε τότε η Ελλάς. Τήν εσπέραν τής πρώτης ημέρας διενυκτέρευσεν εις τά Κουντουριώτικα Καλύβια (Μάνδρα, Μαγούλα). Τήν δι' επιούσαν (επομένη) έμεινε εις Κάζαν (Βίλια Αττικής), αλλά προέπεμψε τό εσπέρας τόν Αλέξιον Γαρδικιώτην Γρίβαν μετά τριακοσίων περίπου ανδρών ίνα προκαταλάβη αιφνιδίως τήν υπό τών Τούρκων κατεχομένην Δόβρεναν (Δόμβραινα Βοιωτίας). Κατά δυστυχίαν επήλθε τήν νύκτα βροχή ραγδαία, ένεκα δέ τούτου καί διά τό βαθύ σκότος, οι προαποσταλέντες απεπλανήθησαν καί ολίγοι εξ αυτών έφθασαν μέχρι Δοβρένας. Εκ τούτων δέ συλλαβόντες οι πολέμιοι, έναν, έμαθον ότι επέρχεται ο Καραϊσκάκης καί έσπευσαν νά οχυρωθώσιν εις τούς πύργους καί εις τάς δυνατωτέρας τού χωρίου οικίας. Ουδέν ήττον ο Καραϊσκάκης επελθών πρό τής δύσεως τού ηλίου μεθ' όλης τής δυνάμεως, περιέζωσε τό χωρίον, εισήλασεν εις αυτό, καί ήθελε βεβαίως γείνει κύριος αυτού, εάν οι υπ' αυτών ήθελον πεισθή νά διαμείνωσιν εντός τής Δοβρένας, πολιορκούντες καί παραφυλάττοντες τούς πολεμίους. Αλλ' ο στρατός απηυδήσας από τό μήκος τής οδοιπορίας καί τήν κακήν κατάστασιν τών οδών ένεκα τής βροχής, δέν επείσθη νά διαμείνη τήν νύκτα εις Δοβρέναν καί απήλθεν εις Κακόσι (Θίσβη Βοιωτίας). Εντεύθεν οι πολέμιοι (εχθροί), λαβόντες ευκαιρίαν, ωχυρώθησαν ασφαλέστατα εντός τών πύργων αυτών, ώστε εδέησε ν' αρχίση τακτική αυτών πολιορκία. Επί τούτω μετεκομίσθη καί έν κανόνιον από τινος εις τόν λιμένα Δοβρένας ευρισκομένης ελληνικής γολέττας, ήτις ήτο άλλοτε τουρκική καί είχε πρό μικρού τότε κυριευθή εξ εφόδου υπό τριάκοντα Ψαριανών, επί πλοιαρίου εφορμησάντων κατ' αυτής. Ενώ δ' επέστρεφεν ο Καραϊσκάκης εις τήν κατοικίαν αυτού, καταβεβαρημένος από τής βροχής, καί τού βορβόρου (λάσπης), καί τού κόπου, ιδών πλησίον του νέον λόγιον, ακολούθησε ο κάτωθι διάλογος: - "Βλέπεις εις ποία βάσανα είμεθα υποκείμενοι, καί όμως ποίος μάς τό γνωρίζει;" - "ΆΆν κατά τό παρόν τά πάθη (διχόνοιες) δέν αφήνουν νά
1091
γνωρισθώσιν αι εκδουλεύσεις καί οι αγώνες σου, μήν απελπίζεσαι, θά έλθη καιρός νά γνωρίσωσι τήν αξίαν εκάστου καί νά αποδώσωσι τόν ανήκοντα έπαινον καί τήν δικαίαν αμοιβήν." - "Γράφε ότι βλέπεις καί τούτο είναι αρκετή δι' ημάς αμοιβήν." Η πολιορκία τής Δοβρένας παρετείνετο, αλλ' όμως η τολμηρά επί τήν Ρούμελην έξοδος τού Καραϊσκάκη ήρχισε νά φέρη τούς καρπούς αυτής. Οι Στερεολλαδίται συνέρρεον εις τό στρατόπεδον αυτού, καί αυτοί οι εν Μεγάροις περιλιπόμενοι Σουλιώται προσήλθον εις Δοβρέναν ίνα μεταλάβωσι τού κοινού αγώνος. Ο Καραϊσκάκης, ενισχυθείς τοιουτοτρόπως, έπεμψε τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν καί τόν Νάκον Πανουργίαν μετά τετρακοσίων στρατιωτών πρός τόν Ρούκην καί τόν Δυοβουνιώτην ίνα βοηθήσωσιν αυτούς εις τήν επανάληψιν τού πολέμου. ΈΈπεμψεν επί τών αυτώ σκοπώ τόν Αντώνιον Κοντοσόπουλον καί Γιαννάκην τόν αδελφόν τού Οδυσσέως, εις τά χωρία Ζαγαρά (Ευαγγελίστρια Βοιωτίας) καί Κουτουμουλά (Κορώνεια), ο δέ Δημήτριος Μακρής καί ο Γεώργιος Δράκος μετέβησαν εις Βιτρινίτσα (Τολοφών). Ο Καραϊσκάκης, ενώ διεύθυνεν άπαντα τά προαναφερθέντα κινήματα τής Ανατολικής Ελλάδος, εξηκολούθει, ως προείρηται, πολιορκών τήν Δοβρέναν (Δόμβραινα Βοιωτίας), επειδή δέ είχε φέρει από Μέγαρα καί τό άτακτον πολεμικόν ιππικόν υπό τόν Χατζή Μιχάλην, απεφάσισε τήν 12η Νοεμβρίου 1826 νά προσβάλη καί εις τήν περί τήν Δοβρέναν πεδιάδα τούς πολεμίους οίτινες, επαιρόμενοι επί τού ιππικού αυτών, ανέτως εις τήν πεδιάδα περιεφέροντο, όθεν ώρμησαν επ' αυτούς μετά τού ελληνικού ιππικού καί τετρακόσιοι πεζοί. Οι Τούρκοι αμέσως υπεχώρησαν εις Δοβρέναν, οι δέ ιππείς των, ωφελούμενοι εκ τούτου, επέρχονται κατά τού ελληνικού ιππικού καί καταφθάνουσι καί περικυκλώνουσι τόν Γιαννάκη Σουλτάνη, όστις άλλην μέν τινα υπηρεσίαν είχεν επιτραπή κατά τήν ημέραν ταύτην. Εκπληρώσας δέ αυτήν καί επιστρέψας εις τό στρατόπεδον, δέν ηθέλησε νά μείνη αργός, μάχης συγκροτουμένης, καί λαβών ένα τών τυχόντων ίππων τού Καραϊσκάκη, κατά δυστυχίαν όλως απόλεμον, κατήλθεν εις τό πεδίον. Περικυκλωμένος πανταχόθεν υπό τών εχθρών καί έχων ίππον όλως, ως προείρηται, πρός τόν πόλεμον ανεπιτήδειον, αντείχεν όμως έτι ο Γιαννάκης Σουλτάνης, ει καί τέσσαρας ήδη είχε λάβει πληγάς, αλλά οι πληγαί ήσαν καίριαι καί μετ' ολίγας στιγμάς απέθανεν ο ήρως». Παπαρρηγόπουλος - Γεώργιος Καραϊσκάκης Μάχη Αράχωβας (18 - 24 Νοεμβρίου 1826) Ο Καραϊσκάκης από τό Δίστομο πού βρισκόταν, έστειλε επιστολές στούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς καλώντας τους νά σπεύσουν νά τόν ενισχύσουν. ΈΈνα παγωμένο βράδυ τού Νοεμβρίου έφθασε στό σπίτι πού
1092
είχε καταλύσει, ένας καλόγερος από τή μονή Ιερουσαλήμ τής Δαύλειας καί τού έδωσε τήν πληροφορία ότι ο Μουστάμπεης θά έστελνε 500 άνδρες μέσω μονοπατιών από τόν Παρνασσό νά πιάσουν τήν Αράχωβα, ενώ ο ίδιος ο Αλβανός αρχηγός μέ τόν κεχαγιά τού Κιουταχή, τόν Ελμάνζ μπέη καί τόν αδελφό του Καριοφίλμπεη θά ακολουθούσαν μέ τό κυρίως σώμα τού στρατού από τόν κεντρικό δρόμο τού Ζεμενού. Πώς όμως είχε μάθει ο καλόγερος αυτήν τήν πληροφορία; Ο Μουστάμπεης μέ τούς ανώτερους αξιωματικούς βρίσκονταν στή μονή Ιερουσαλήμ. Αφού ο ηγούμενος τόν βεβαίωσε ότι κανένας στό μοναστήρι δέν γνώριζε τουρκικά, έβαλε ένα τουρκομαθή μοναχό νά περιποιείται καί νά σερβίρει τό φαγητό στούς Τουρκαλβανούς αγάδες, πού οργάνωναν τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις τής επομένης ημέρας. Ο Μουστάμπεης είχε απειλήσει μέ κάψιμο τής μονής καί μέ σφαγή τών εικοσιδύο μοναχών σέ περίπτωση πού κάποιος από αυτούς εγκατέλειπε τό μοναστήρι εκείνο τό βράδυ. Ο ηγούμενος κατανοώντας τήν κρισιμότητα τών περιστάσεων έστειλε κρυφά τόν ανηψιό του νά ειδοποιήσει τόν Καραϊσκάκη γιά τήν άφιξη μεγάλου τουρκικού στρατεύματος. Ο ανηψιός του θά έπρεπε νά γυρίσει στή μονή πρίν ξυπνήσουν οι Τούρκοι, διότι αυτοί θά μετρούσαν τό πρωΐ τούς καλόγερους γιά νά διαπιστώσουν άν έλειπε κανένας. Αργοπορία τού μοναχού ισοδυναμούσε μέ θάνατο όλων τών καλογέρων. Ο απεσταλμένος εξετέλεσε άριστα τήν αποστολή του καί ο Καραϊσκάκης μόλις πληροφορήθηκε γιά τά σχέδια τών Τουρκαλβανών, έστειλε αμέσως τούς Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα, Γεώργιο Δυοβουνιώτη καί τά αδέλφια Γεώργιο καί Μήτρο Βάγια μέ πεντακόσιους άνδρες νά προλάβουν νά οχυρωθούν στά σπίτια τής Αράχωβας. Ο ίδιος θά ακολουθούσε τό επόμενο πρωΐ μέ τούς άνδρες του. Ο Γαρδικιώτης Γρίβας έφθασε στήν Αράχωβα καί αφού διαπίστωσε ότι δέν υπήρχε εχθρική δύναμη, οχύρωσε τά μεγαλύτερα σπίτια τού χωριού, κτίζοντας τά παράθυρα καί φτιάχνοντας μασγάλια (πολεμίστρες), ενώ ο ίδιος ταμπουρώθηκε στήν εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου. Τό πρωΐ τής 18ης Νοεμβρίου 1826 ήταν τό πιό κρίσιμο καθώς σύσσωμος ο οθωμανικός στρατός αποτελούμενος από 3500 άνδρες, μέ επικεφαλής τόν ίδιο τόν Μουστάμπεη, επιτέθηκε στούς οχυρωμένους ΈΈλληνες. Οι άνδρες τού Γαρδικιώτη κράτησαν τίς θέσεις τους στήν Αράχωβα καί όταν ο Καραϊσκάκης από τή μία μεριά τού χωριού καί οι Σουλιώτες τών Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Γεωργίου Ζήκου Τζαβέλα, Γιαννούση Πανομάρα καί Χριστόφορου Περραιβού από τήν άλλη μεριά έζωσαν τό χωριό, ο Μουστάμπεης αποσύρθηκε σέ ένα λόφο καί από εκεί παρακολουθούσε τήν εξέλιξη τής μάχης πού γινόταν μέσα στό χωριό καί από σπίτι σέ σπίτι. Οι οπλαρχηγοί μέ τούς οποίους επικοινωνούσε ο Καραϊσκάκης άρχισαν νά καταφθάνουν στήν κατάλληλη ώρα καί ο Μουστάμπεης
1093
έδωσε εντολή σέ όλους τούς άνδρες του νά αποσυρθούν από τήν Αράχωβα καί νά ανέβουν στόν λόφο πού είχε καταφύγει ο ίδιος στό βόρειο μέρος τού χωριού. Από εκεί θά περίμενε καί αυτός μέ τή σειρά του τίς ενισχύσεις πού είχε παραγγείλει στόν Κιουταχή. Πράγματι τήν επομένη άρχισαν νά καταφθάνουν ενισχύσεις, αλλά τά περάσματα ήταν όλα κλεισμένα από τούς άνδρες τών Λάμπρου Βεΐκου, Γεωργίου Τζαβέλα, Χατζηπέτρου, Γαρδικιώτη, Δημοτσέλιου, Βέρη, Αγαλλόπουλου καί Ρούκη. Στό στενό τού Ζεμενού ο Αμπντουλάχ μπέης πού ερχόταν μέ 1500 Τουρκαλβανούς δέχτηκε βροχή τά βόλια από τούς ταμπουρωμένους ΈΈλληνες καί αναγκάστηκε νά υποχωρήσει, αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης 100 νεκρούς καί 80 ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες, οι οποίες προορίζονταν γιά τόν στρατό τού Μουστάμπεη. Ο Μουστάμπεης μέ τόν Κεχαγιάμπεη είχαν τή δυνατότητα νά εγκαταλείψουν τόν λόφο από τήν πρώτη νύκτα, αλλά δέν τό έκαναν. Δέν θά επέτρεπαν στά βασιλικά στρατεύματα νά υποχωρήσουν μπροστά σέ μία χούφτα κατσικοκλέφτες όπως αποκαλούσαν τούς ΈΈλληνες. ΉΉταν όμως καί η οργή τού Κιουταχή πού τούς τρόμαζε, αφού τούς πλήρωνε λουφέδες (μισθούς) γιά 10000 στρατιώτες καί αυτοί είχαν στή διάθεσή τους μόλις τό ένα τρίτο. Πώς θά δικαιολογούσαν τήν φυγή τού μεγάλου στρατού τους; Από τήν άλλη μεριά οι ΈΈλληνες δέν είχαν αποκλείσει στενά τούς Τουρκαλβανούς καί τούς Αλβανομακεδόνες (Γκέκηδες), διότι τό κρύο ήταν σφοδρό καί γιά νά τό αντιμετωπίσουν κλείνονταν στά σπίτια πού είχαν εγκαταλείψει έντρομοι οι κάτοικοι τής Αράχωβας καί ζεσταίνονταν στό τζάκι πίνοντας άφθονο κρασί καί τρώγοντας ελιές καί ψωμί. Ο Καραϊσκάκης γύρναγε από σκοπιά σέ σκοπιά γιά νά ασφαλίσει τόν αποκλεισμό τών μουσουλμάνων καί νά τούς αποτελειώσει τό κρύο. Οι διαταγές του ήταν νά πυροβολούν διαρκώς ό,τι κουνιόταν. Πάνω στόν λόφο λυσσομανούσε ο άνεμος καί τό ανυπόφορο κρύο μέ τήν ασταμάτητη βροχή ταλαιπωρούσαν αφάνταστα τούς μουσουλμάνους. Ο Μουστάμπεης αποφάσισε νά ζητήσει διαπραγματεύσεις καί έστειλε τόν Χότο Λέγκα καί τόν Σουλεϊμάν Τόσκα νά συζητήσουν μέ τούς άπιστους. Ο Καραϊσκάκης έστειλε μέ τή σειρά του τόν Χριστόφορο Περραιβό καί τόν Γιάννη Ρούκη. Οι όροι τού ΈΈλληνα αρχιστράτηγου ήταν τόσο ταπεινωτικοί γιά τούς Τούρκους, ώστε αυτοί αποφάσισαν χωρίς δεύτερη κουβέντα νά συνεχίσουν τίς εχθροπραξίες. Η επόμενη νύκτα ήταν ακόμα χειρότερη γιά τούς Τουρκαλβανούς, καθώς άρχισαν νά πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού. Οι στρατιώτες τού Αλλάχ ξεπαγιάζανε, τά χέρια καί τά πόδια πρήζονταν καί δέν μπορούσαν νά κρατήσουν ούτε τό σπαθί ούτε τό τουφέκι. Γιά νά ζεσταθούν έκαιγαν τά σαμάρια από τά αλογομούλαρα πού ψοφούσαν κατά δεκάδες από τό κρύο καί τήν πείνα. Οι ΈΈλληνες όπου έβλεπαν
1094
καπνό πυροβολούσαν κάνοντας τή ζωή τών αποκλεισμένων ανυπόφορη. Τό χιόνι πύκνωνε καί άρχισε νά καλύπτει μέ τό λευκό του στρώμα κάθε σπιθαμή γής. Καί ενώ οι Τουρκαλβανοί ήταν εκτεθειμένοι στά στοιχεία τής φύσης, οι άνδρες τού Καραϊσκάκη έβρισκαν θαλπωρή στά σπίτια τής Αράχωβας. Ο Μουστάμπεης ήλπιζε ακόμα σέ μεντάτι (ενισχύσεις) καί δέν αποφάσιζε νά κάνει έξοδο. Τίς επόμενες νύκτες ο κρύος αέρας, τό "κατεβατό" πού έφερνε ο Παρνασσός καί τό χιόνι πού συνέχιζε νά πέφτει προκαλούσε πολλούς θανάτους ανάμεσα στούς άνδρες του. Οι πυροβολισμοί τών Ελλήνων έφεραν τελικά τό πιό απρόσμενο αποτέλεσμα αφού τραυματίστηκε θανάσιμα ο ίδιος ο Μουστάμπεης. ΈΈνα βόλι, τό οποίο ήρθε από πολύ μακριά καί σύμφωνα μέ τούς ντόπιους προήλθε από τόν Αραχωβίτη Στεργίου, τού τρύπησε τό κρανίο. Ο Μουστάμπεης αποσύρθηκε στή σκηνή του καί πρίν ξεψυχήσει έδωσε εντολή στόν αδελφό του Καριοφίλμπεη, νά μήν επιτρέψει νά πέσει τό κεφάλι του στά χέρια τών γκιαούρηδων. Ο Αλβανός πού προκάλεσε τόσα δεινά στήν φρουρά τού Μεσολογγίου κατά τήν υποχώρησή της, έβρισκε τόν τιμωρό του. Πολλοί από τούς άνδρες τού Καραϊσκάκη ανήκαν στούς διασωθέντες τής εξόδου τού Μεσολογγίου καί περίμεναν ανυπόμονα νά αποτελειώσουν τούς Αλβανούς τού Μουστάμπεη μέχρι καί τόν τελευταίο. Οι Αλβανοί όταν αργότερα θά σήκωναν τά χέρια τους νά ζητήσουν έλεος θά φώναζαν: "Δέν ήμουν στό Μεσολόγγι! Δέν ήμουν στό Μεσολόγγι!". Κάποιοι Αλβανομακεδόνες Γκέκηδες αποφάσισαν κρυφά από τόν Κεχαγιάμπεη νά κάνουν γιουρούσι (επίθεση) μέ τά σπαθιά στό χέρι καί νά διαφύγουν πρός τόν Παρνασσό. Πράγματι τή νύκτα τής 24ης Νοεμβρίου 1826, εξακόσιοι Γκέκηδες έσπασαν τόν κλοιό παρασύροντας πίσω τους καί τό υπόλοιπο τουρκικό στράτευμα. Μόλις ειδοποιήθηκε ο Καραϊσκάκης, πρόσταξε όλους τούς στρατιώτες του νά βγούν από τά σπίτια καί νά ακολουθήσουν τούς Τουρκαλβανούς. Πολλοί ήταν εκείνοι πού δίσταζαν νά αφήσουν τήν ζέστη τής φωτιάς, δυσπιστώντας στήν είδηση τής φυγής τών Τούρκων. Τελικά οι φωνές τού αρχηγού καί η υπόσχεση γιά αμοιβή γιά κάθε κομμένο τούρκικο κεφάλι, έπεισαν καί τόν τελευταίο στρατιώτη νά πάρει τά όπλα του καί νά κυνηγήσει τούς Τούρκους. Τά ντουφέκια όμως δέν λειτουργούσαν από τό κρύο. ΌΌ,τι γινόταν γινόταν αθόρυβα, καθώς οι παγωμένοι μουσουλμάνοι δέν μπορούσαν νά κινηθούν γρήγορα αφού υπέφεραν από τά κρυοπαγήματα καί η μάχη εξελίχθηκε σέ μία ανηλεή σφαγή. Τό γιαταγάνι καί τό χαρμπί (μαχαίρι) δούλευαν αδιάκοπα καί τά τούρκικα κεφάλια πότιζαν μέ τό αίμα τους τό κατάλευκο χιόνι. Πολλοί Τουρκαλβανοί έκαναν τούς πεθαμένους γιά νά γλυτώσουν τό μαχαίρι καί οι ΈΈλληνες τούς έβγαζαν τά ρούχα, μέ αποτέλεσμα νά βρίσκουν αργό καί οδυνηρό θάνατο θαμμένοι μέσα στό χιόνι πού έστελνε ο Παρνασσός. Τό όρος πού δεσπόζει πάνω από τόν ιερό χώρο τών Δελφών
1095
δέν άντεχε άλλο τήν παρουσία τών βαρβάρων. Δέν άντεχε άλλο ούτε τή γλώσσα τους, ούτε τή θρησκεία τους, ούτε τή θηριωδία τους. Ο Καραϊσκάκης πού δέν άκουγε πυροβολισμούς απελπίστηκε καί πίστεψε ότι οι εχθροί είχαν ξεφύγει. Κανένας δέν συνειδητοποίησε τήν έκταση τής σφαγής, καθώς οι Τουρκαλβανοί κρύβονταν μέσα στό χιόνι πού συνέχιζε νά πέφτει ασταμάτητα καί μή έχοντας τή δύναμη νά σηκωθούν, άφηναν εκεί τήν τελευταία τους πνοή. Τό χιόνι σκέπασε εκατοντάδες πτώματα, τά οποία θά τά ανακάλυπταν οι Αραχωβίτες τήν άνοιξη καί μαζί θά ανακάλυπταν καί οι υπόλοιποι ΈΈλληνες τό μέγεθος τού μακελειού τών Οθωμανών. Ο Κεχαγιάμπεης, πού ήταν γέρος δέν μπορούσε νά τρέξει καί παρακάλεσε στά τουρκικά νά τού χαρίσουν τήν ζωή. Τέτοια ήταν καί η εντολή τού Καραϊσκάκη. Τούς αξιωματικούς τούς ήθελε ζωντανούς γιά νά τούς ανταλλάξει μέ ΈΈλληνες αιχμαλώτους. Μά οι ΈΈλληνες πού τόν συνάντησαν δέν γνώριζαν τά τούρκικα καί τού πήραν τό κεφάλι. «Ο Μουσταφάμπεης διαλύσας ταχύτατα τήν εις Ταλάντι εκστρατείαν τών Ολυμπίων, ενωθείς καί μέ τόν Κεχαγιάμπεην τού Κιουταχή, απεφάσισε νά διαβή εις Σάλωνα διά νά βοηθήση τούς εκεί πολιορκουμένους από τόν Γεώργιον Δυoβουνιώτην καί Νάκον Πανουργιά. Επ' αυτώ τώ σκοπώ ήλθε μέ όλον τό στράτευμα εις Δαύλειαν καθ' ην ημέραν έφθασαν καί τά υπό τόν Καραϊσκάκην στρατεύματα εις Δίστομον. Ο Μουσταφάμπεης έμεινε τήν νύκτα ταύτην εις τό επάνωθεν τής Δαύλειας μοναστήριον επονομαζόμενον τής Ιερουσαλήμ καί εκεί ομιλών μέ τούς περί αυτόν ανέφερεν ότι τήν επομένην ημέραν έμελλε νά διαβή από τήν Αράχωβαν διά νά υπάγη εις Σάλωνα. Ακούσας τούτο είς τών διακόνων τού μοναστηρίου, ειδήμων τής αλβανικής γλώσσης, μεταβαίνει τήν νύκτα εις Δίστομον καί τό αναγγέλλει εις τόν Καραϊσκάκην. Ολίγον πρό τού μεσονυκτίου έλαβεν ο Καραϊσκάκης τήν είδησιν ταύτην καί αμέσως διώρισε τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν καί Γεώργιον Βάιον μέ πεντακοσίους στρατιώτας νά υπάγωσιν εις Αράχωβαν, νά προκαταλάβωσι τά οχυρώτερα μέρη αυτής καί νά κτυπήσωσι τούς εχθρούς, άν επιχειρήσωσι νά διαβώσι. Συγχρόνως έστειλε καί καραούλια διά νά τόν ειδοποιήσωσι πότε καί πόθεν έμελλον νά διαβώσιν οι εχθροί, διά νά κινηθή εναντίον των. Τήν επομένην ημέραν τό πρωί οι εχθροί διηρέθησαν εις δύω καί τό μέν πεζικόν διέβη διά τινος στενής οδού, η οποία φέρει από τό μοναστήριον εις Αράχωβαν, τό δέ ιππικόν καί τά φορτηγά διά τού Ζεμενού. ΆΆμα ανήγγειλαν αι σκοπιαί τό κίνημα τών εχθρών, ο Καραϊσκάκης απέστειλε τόν Χριστόδουλον Χατζή Πέτρου νά υπάγη εις βοήθειαν τών προαποσταλέντων εις Αράχωβαν από τινα δρόμον διά τού βουνού τού Διστόμου. Αυτός δέ μετ' ολίγον παραλαβών περίπου οκτακοσίους στρατιώτας χωρίς αποσκευάς εκίνησε πρός τόν Ζεμενόν, όθεν είχον ήδη διαβή οι εχθροί διευθυνόμενοι πρός Αράχωβαν.
1096
Τό πεζικόν τών εχθρών, ενώ επλησίαζεν εις Αράχωβαν, ειδοποιήθη από τινας τών κατοίκων ότι φυλάττεται τό χωρίον από στρατιώτας ΈΈλληνας, μαθών όμως συγχρόνως τήν ολιγότητα αυτών, έλαβε θάρρος καί ώρμησε πρός τό χωρίον. Οι ΈΈλληνες κλεισμένοι εις τήν εκκλησίαν τού Αγίου Γεωργίου καί εις τάς οχυρωτέρας οικίας, αντέκρουσαν τήν ορμήν των καί επολέμησαν τρείς περίπου ώρας. ΈΈμβαινον ήδη εις τήν Αράχωβαν καί οι διά Ζεμενού διαβάντες Τούρκοι, όταν οι μέν υπό τόν Χριστόδουλον επλησίαζον εις τό χωρίον από τό αντικρινόν μέρος, ο δέ Καραϊσκάκης είχεν ήδη διαβή τόν Ζεμενόν. Οι Τούρκοι είτε διότι δέν ήλπιζον νά υπάρχη εις τούτο τό μέρος τοιαύτη ελληνική δύναμις, είτε διότι δέν ήσαν εις καλήν τάξιν, εδειλίασαν. Μόλις αντεστάθησαν ολίγον εις τήν πρώτην προσβολήν τών Ελλήνων καί αμέσως ετράπησαν εις φυγήν πρός τό μέρος τών Σαλώνων. Απαντώσιν όμως καί εκείθεν ερχομένους τόν Γεώργιον Δυoβουνιώτην, Νάκον Πανουργιάν καί Γιαννούσην. Μή δυνηθέντες λοιπόν νά προχωρήσωσι καί καταδιωκόμενοι όπισθεν από τούς περί τόν Καραϊσκάκην, εστράφησαν πρός τό μέρος τού Παρνασσού καί συνήλθον όλοι ομού μέ τάς αποσκευάς των καί τά ζώα των εις ένα λόφον επάνωθεν τής Αράχωβας, ωχυρωμένον προχείρως πρό τινος καιρού παρά τών εντοπίων. Οι δέ ΈΈλληνες καταλαβόντες τάς περί αυτό τό μέρος θέσεις έστησαν πολιορκίαν. Εις τήν μάχην ταύτην από μέν τούς ΈΈλληνας δέν εφονεύθη κανείς, επληγώθησαν όμως έξ, από δέ τούς εχθρούς εφονεύθησαν έως δέκα, εν οις καί είς ευνοούμενος υπηρέτης τού Μουσταφάμπεη, επληγώθησαν δέ έως τριάκοντα. Οι ΈΈλληνες μή έχοντες αποσκευάς μαζύ των καί όντες γυμνοί, καθώς εκίνησαν από Δίστομον, δέν ημπόρεσαν διά τήν υπερβολικήν ψύχραν νά διαμείνωσιν εις τήν πολιορκίαν. Κατ' αρχάς εσυναλλάχθησαν, αλλ' έπειτα μή δυνάμενοι ν' απαντήσωσι τό κρύος ουδέ κατ' αυτόν τόν τρόπον, άφησαν διόλου τήν πολιορκίαν καί μετέβησαν εις τάς οικίας τής Αράχωβας, όπου διενυκτέρευσαν άγρυπνοι, απαντώντες τήν υπερβολήν τού κρύους μέ τάς φωτίας καί τόν οίνον. Οι Τούρκοι τήν νύκτα εκείνην ηδύναντο ν' αναχωρήσωσιν αβλαβείς ή μέ ολίγην ζημίαν πρός όποιον μέρος ήθελον αποφασίσει. Αλλ' οι αρχηγοί των δέν κατεδέχθησαν, έγραψαν δέ εις όλα τά πέριξ εχθρικά στρατόπεδα καί εις τόν ίδιον Κιουταχήν νά τούς πέμψωσιν όσον τό δυνατόν ταχύτερον νέας δυνάμεις διά νά διορθώσωσι τό συμβάν εις αυτούς ατύχημα. Πρό πάντων επέμεινεν ο Κεχαγιάμπεης, ών φιλότιμος καί επιστηριζόμενος εις τήν πρός αυτόν αγάπην τού Κιουταχή. Τήν επομένην ημέραν, πρίν ακόμη ανατείλη ο ήλιος, ο Καραϊσκάκης ετοποθέτησε περί τούς εχθρούς όλον τό ελληνικόν στράτευμα, τό οποίον δέν τούς άφηνε πλέον ουδέ κεφαλήν νά προβάλωσιν έξω από τό οχύρωμά των. Αφ' ού δέ συνήχθησαν εις Αράχωβαν καί όσοι είχον απομείνη εις Δίστομον καί όσοι ήσαν εις τήν πολιορκίαν τών Σαλώνων
1097
καί ήλθε καί ο Δημήτριος Μακρής μέ τούς περί αυτόν, ο Καραϊσκάκης απέστειλε μέρος τού στρατεύματος εις Ζεμενόν καί μέρος εις τήν οδόν τήν φέρουσαν εις τό μοναστήριον τής Ιερουσαλήμ διά νά εμποδίσωσι τάς βοηθείας, αι οποίαι έμελλον νά έλθωσιν εις τούς εχθρούς. ΆΆμα έφθασεν εις τά διάφορα τουρκικά στρατόπεδα η είδησις τού αποκλεισμού τού Μουσταφάμπεη καί Κεχαγιάμπεη καί αι προσκλήσεις αυτών διά νά δράμωσιν εις βοήθειάν των, διάφορα σώματα εκίνησαν πρός Αράχωβαν, καί από μέν τό μέρος τού Ζεμένου ήρχοντο έως οκτακόσιοι Τούρκοι οδηγούμενοι από τινα Αμπτουλάν Αλβανόν. Οι φυλάττοντες τήν διάβασιν ταύτην ΈΈλληνες αποσυρθέντες εις τάς δύω πλευράς, άφησαν τούς εχθρούς νά εισέλθωσιν εις τό στενόν, έπειτα εφορμήσαντες από τάς δύω πλευράς τούς έτρεψαν εις φυγήν, εφόνευσαν υπέρ τούς πεντήκοντα, ήρπασαν μερικά φορτία καί τούς λοιπούς κατεδίωξαν ικανόν διάστημα πρός τήν Δαύλειαν. Οι δέ διά τού μοναστηρίου τής Ιερουσαλήμ ερχόμενοι δέν ετόλμησαν, ουδέ κάν νά δοκιμάσωσι τήν διάβασιν, αλλ' ελθόντες εις λόφον τινά όπου ήτον δυνατόν να τούς ιδώσιν οι πολιορκούμενοι, επυροβόλησαν μόνον χωρίς νά προχωρήσωσιν. ΌΌταν οι πολιορκούμενοι είδον τόν πυροβολισμόν, είτε διότι ήτον τούτο σύνθημα εξόδου, είτε διότι εμψυχώθησαν, εδοκίμασαν νά εξέλθωσιν από τό περίφραγμα των πρός τό μέρος τής Ιερουσαλήμ. Από τό κίνημα τούτο τών εχθρών εταράχθησαν τινές τών Ελλήνων, οι οποίοι εφύλαττον τό πρός τόν Παρνασσόν μέρος, καί ανακατώθησαν ως διά φυγήν. Αλλ' ο Καραϊσκάκης δραμών αυτοπροσώπως πρός τούτο τό μέρος, τούς μέν ΈΈλληνας εμψύχωσε, τούς δέ πολιορκουμένους αντέκρουσε καί δέν άφησε νά εξέλθωσιν. Μετά τούτο διευθύνθη αμέσως μέ τινας στρατιώτας πρός τό μέρος όπου επυροβόλησαν οι εχθροί, διά νά απαντήση καί τούτων τήν ορμήν, αλλ' αυτοί δέν ετόλμησαν νά προχωρήσωσι. Οι Τούρκοι στενοχωρούμενοι μεγάλως από τήν έλλειψιν νερού καί τροφών, απελπισθέντες τού νά λάβωσι βοήθειαν από τά πλησίον στρατόπεδα, επρόβαλον εις τόν Καραϊσκάκην νά τούς συγχωρήση τήν έξοδον. Αυτός εδέχθη μέν τό πρόβλημα τούτο, αλλ' εζήτησε νά παραδοθώσιν εις αυτόν αι πόλεις Λεβαδείας καί Σαλώνων καί διά τήν ασφάλειαν τής εκτελέσεως νά μείνωσιν ενέχυρα εις αυτόν οι δύο αρχηγοί τού εχθρικού στρατεύματος, ο Μουσταφάμπεης καί ο Κεχαγιάμπεης. Οι αρχηγοί τών Τούρκων ελπίζοντες ακόμη εις τήν βοήθειαν τού Κιουταχή δέν εδέχθησαν τούτο τό πρόβλημα, τό οποίον καί άλλως δέν εσυμβιβάζετο μέ τήν φιλοτιμίαν των καί μέ τήν πολιτικήν τής αυλής των. Αλλ' η προσδοκωμένη βοήθεια τού Κιουταχή δέν εφαίνετο καί ο καιρός προχωρών κατέσταινεν αφορήτους τάς ελλείψεις των. Τό δέ χειρότερον, αι συμβάσαι βροχαί τήν 22αν, 23ην καί 24ην τού Νοεμβρίου καί η παρακολουθήσασα χιών τούς έφεραν εις τόν έσχατον βαθμόν τής απελπισίας. Καί άλλο όχι μικρόν δυστύχημα τούς κατετάραξε καθ'
1098
υπερβολήν. Ο Μουσταφάμπεης περιερχόμενος καί εμψυχώνων τούς Τούρκους, επήγεν εις έν μέρος, τό οποίον εκτυπάτο συνεχέστερον από τούς ΈΈλληνας, καί διά νά ενθαρρύνη τούς εν αυτώ εκάθισε καί ετουφέκιζεν ο ίδιος, αλλά μή προφυλαττόμενος όσον έπρεπε πληγώνεται εις τήν κεφαλήν από βόλι ελληνικόν, τό οποίον, ως ερχόμενον από μακρινόν μέρος, δέν εφάνη κατ' αρχάς θανατηφόρον, τό κρύος όμως καί η έλλειψις τών αναγκαίων καί τής ανηκούσης περιποιήσεως τό κατέστησαν τοιούτον, ώστε οι Τούρκοι, άν καί ο Κεχαγιάμπεης τούς ενεθάρρυνεν, ότι είν' αδύνατον νά μήν φθάση βοήθεια παρά τού Κιουταχή, και τούς παρεκάλει νά επιμείνωσιν ολίγον ακόμη εις τά δεινά, δέν είχον πλέον προθυμίαν νά υπακούσωσιν, ήτον δέ τώ όντι τρομερά η κατάστασίς των. Περιωρισμένοι εις στενώτατον τόπον, τού οποίου τό έδαφος αποκατέστη λασπωδέστατον διά τάς συνεχείς βροχάς καί διά τό πλήθος τών ζώων, τά οποία ήσαν κλεισμένα ομού μέ αυτούς, δέν ηδύναντο νά έχωσι κανέν είδος αναπαύσεως, ουδέ κάν νά καθίσωσι καί νά εξαπλωθώσι, στερημένοι τροφών, ποτών καί ξύλων, δέν είχον κανέν μέσον τού νά αποφύγωσι τήν υπερβολήν τής ψύχρας, η οποία από στιγμήν εις στιγμήν απέβαινε σημαντικωτέρα καί επαισθητοτέρα. Πολλών είχον ήδη βλαφθή οι πόδες από τόν παγετόν καί τήν υγρασίαν καί ο θάνατος, ο οποίος είχεν ήδη αρχίσει νά ολιγοστεύη τόν αριθμόν των, παρουσιαζόμενος ως απαραίτητος εις τά όμματα εκάστου, ενέπνεε τρομεράν αθυμίαν. ΌΌ,τι όμως εκορύφωσε τάς δυστυχίας των ήτον η υπερβολική χιών, η οποία άρχισε νά πίπτη τήν 24ην τού Νοεμβρίου τού 1826 καί τούς επαπειλούσε νά τούς ενταφιάση ζωντανούς. Τοιαύτα δεινά μήν ημπορούντες πλέον νά υπομείνωσιν, ώρμησαν εις φυγήν πρός τό μοναστήριον τής Ιερουσαλήμ. ΈΈγεινε δέ η αρχή από τούς Γκέκηδες. Η υπερβολή τού χειμώνος, η οποία ηνάγκασε τούς εχθρούς νά αποφασίσωσι τήν φυγήν, έκαμε καί τούς ΈΈλληνας νά παραιτήσωσι τάς περί τό τουρκικόν στρατόπεδον θέσεις των καί νά συνέλθωσιν εις τάς οικίας τής Αράχωβας, ολίγοι δέ μόνον διέμεινον ως φυλακή. Συνέβη δέ πρίν τής εξόδου τών εχθρών νά κοινοποιηθή ψευδώς ότι έφυγον οι πολιορκούμενοι. Οι ΈΈλληνες έδραμον αμέσως πρός τό εχθρικόν στρατόπεδον, αλλ' ιδόντες ότι οι εχθροί διέμεινον εις τάς θέσεις των, επέστρεψαν οπίσω εις τάς κατοικίας των. ΌΌταν δέ συνέβη αληθώς η φυγή, πολλοί μή δίδοντες πίστιν δέν εξήλθον εις καταδίωξιν, μ' όλον ότι ο ίδιος Καραϊσκάκης εφώναξεν αναγγέλλων τήν φυγήν καί παρακινών ονομαστί τούς σημαντικωτέρους τού στρατεύματος διά νά εξέλθωσιν εις καταδίωξιν. Ο Γαρδικιώτης Γρίβας καί ο Χριστόδουλος Χατζή Πέτρου, οι οποίοι ήσαν φυλακή κατ' εκείνην τήν ημέραν εις τό μέρος όπου έκαμαν τό κίνημα οι εχθροί, μή έχοντες περισσοτέρους τών τριάκοντα στρατιωτών, δέν ηδυνήθησαν ν' απαντήσωσι τήν ορμήν των.
1099
Υποχωρήσαντες λοιπόν ολίγον κατώτερον τής οδού καί αναγγείλαντες εις τόν Καραϊσκάκην τό πράγμα, έμειναν ούτως, έως ού διέβη τό πλειότερον μέρος τών εχθρών. ΈΈπειτα δέ αφ' ού συνήλθον καί άλλοι πολλοί ομού μέ αυτούς, ώρμησαν εις τό μέσον τών εχθρών καί διεχώρισαν τούς όπισθεν ερχομένους. Καταδιώκοντες δέ τούς φεύγοντας, εφόνευον όχι κατά σειράν τόν πρώτον απαντώμενον, αλλ' όποιον έβλεπον ικανώτερον νά διασωθή, τούς δέ λοιπούς τούς άφηνον θύματα τών όπισθεν ακολουθούντων Ελλήνων. Δέν μετεχειρίσθησαν πυροβόλα διόλου εις ταύτην τήν συμπλοκήν, διότι αποκατέστησαν άχρηστα διά τήν υπερβολήν τής χιόνος. Δύο ώρας πρό τής δύσεως τού ηλίου έκαμαν αρχήν τής φονικωτάτης ταύτης καταδιώξεως οι ΈΈλληνες, επέμειναν δέ έως μίαν ώραν τής νυκτός, καί τότε επέστρεψαν. ΆΆλλος όμως εχθρός σκληρότερος επέπεσεν εις τούς Τούρκους τούς διαφυγόντας τήν ελληνικήν μάχαιραν. Αδυνατισμένοι από τήν κακοπάθειαν καί αποκαμωμένοι από τήν βίαν τής φυγής καί τόν δρόμον, μόλις εκάθοντο διά ν' αναπαυθώσι, καί αμέσως επάγωναν καί δέν ήσαν πλέον ικανοί νά σηκωθώσι καί νά κινηθώσιν, αλλ' απέθνησκον εις τήν οποίαν ήθελον ευρεθή στάσιν. Ο Καραϊσκάκης, μή ακούων κρότον πυροβόλων εις τήν καταδίωξιν καί επειδή οι φυλάττοντες τόν πρός τό μοναστήριον δρόμον είχον πρό ολίγου αναχωρήσει από τάς θέσεις των διά τήν υπερβολήν τής ψύχρας, ενόμισεν ότι οι Τούρκοι διέφυγον αβλαβείς. Επαρακινούσε μ' όλον τούτο τούς ΈΈλληνας καί τούς απέστελλεν εις τήν καταδίωξιν· ήτον όμως εις μεγίστην αθυμίαν καί λύπην. Τόσον δέ παράδοξος τού εφάνη η καταστροφή τών εχθρών, όταν επιστρέφοντες τινές μέ λάφυρα τήν ανήγγειλαν, ώστε επήγε καί ο ίδιος αρκετόν διάστημα διά νά ίδη μέ τά ίδιά τού όμματα άν τώ όντι ήτον τοιαύτη, οποίαν τήν επερίγραφον. Οι φονευθέντες εκείνην τήν εσπέραν εχθροί ήσαν έως 600, επιάσθησαν δέ καί πολλοί ζώντες, αλλά μόλις έως πενήντα ημπόρεσε νά διασώση ο Καραϊσκάκης· οι λοιποί όντες βλαμμένοι εις τούς πόδας από τό υπερβολικόν κρύος απέθανον μετ' ολίγον· εχάθησαν δέ καί οι δύο αρχηγοί τού στρατοπέδου τών εχθρών, καί τάς κεφαλάς των έφερον οι στρατιώται εις τόν Καραϊσκάκην εις πίστωσιν. Ο Καραϊσκάκης ελπίζων πάντοτε ως ενδεχομένην τήν συμβάσαν καταστροφήν τών εχθρών, είχεν υποσχεθή σημαντικάς αμοιβάς εις τόν όστις ήθελε δυνηθή νά συλλάβη ζώντα κανένα από τούς δύο τούτους αρχηγούς, αλλά δέν επέτυχεν, επειδή ο μέν Κεχαγιάμπεης μή δυνάμενος νά κάμη γνωστόν τόν εαυτόν του εις τούς ΈΈλληνας διά τήν άγνοιαν τής γλώσσης των, εφονεύθη ολίγον μακράν από τό οχύρωμα τών Τούρκων. Ο δέ Μουσταφάμπεης είχεν αποκεφαλισθή εις τόν καιρόν τής εξόδου από τόν ίδιον αδελφόν του, διά νά μήν συλληφθή ζών από τούς ΈΈλληνας, μή ών εις κατάστασιν νά φύγη ομού μέ τούς λοιπούς, τήν δέ κεφαλήν του παρέδωκεν εις τινας τών οικείων του διά νά τήν λάβωσι μαζύ των καί νά μή γενή γνωστός εις
1100
τούς ΈΈλληνας, αλλ' αυτοί μή δυνάμενοι, φαίνεται, νά τήν διασώσωσι, τήν έρριψαν καθ' οδόν, όπου τήν εύρον οι στρατιώται οι οποίοι τήν μετεκόμισαν εις τόν Καραϊσκάκην. Απ' όλον τό εχθρικόν σώμα, τό οποίον υπερέβαινε τούς 1800, μόλις διεσώθησαν έως τριακόσιοι καί εκ τούτων όχι όλοι υγιείς. Εκυρίευσαν δέ οι ΈΈλληνες είκοσι τρείς σημαίας, όλας τάς αποσκευάς καί όλα τά ζώα τών εχθρών. Μ' όλον ότι τρείς ημέρας κατά συνέχειαν οι ΈΈλληνες διά τήν επιθυμίαν τών λαφύρων περιήρχοντο ερευνώντες εις τά μέρη όπου ήτον ελπίς ότι διεσπάρησαν οι εχθροί, πολλά πτώματα δέν ευρέθησαν, διότι εσκεπάσθησαν από τήν χιόνα, καί τούτο έδωκεν αιτίαν νά υποτεθή κατ' αρχάς η φθορά τών εχθρών όχι τόσον μεγάλη, όσον πραγματικώς ήτον. Ακολούθως όμως, λυομένης τής χιόνος καί ανακαλυπτομένων τών πτωμάτων, εγνώσθη τό μέγεθος τής φθοράς τών εχθρών. Από δέ τούς ΈΈλληνας καθ' όλον τό διάστημα τής πολιορκίας καί τήν έξοδον τών εχθρών εφονεύθησαν μόνον δώδεκα καί επληγώθησαν έως είκοσι. Ο Καραϊσκάκης αφ' ού διένειμεν εις τούς ανδραγαθήσαντας αναλόγους αμοιβάς ως πρός τά ολίγα μέσα τά οποία είχεν εις τήν εξουσίαν του, διέταξε νά εγερθή τρόπαιον εις Αράχωβαν από τάς κεφαλάς τών Τούρκων εν είδει πύργου. Τό έργον τούτο, λείψανον τής βαρβαρότητας τών ηθών, δέν έκρινε δι' άλλον λόγον αναγκαίον νά τό μεταχειρισθή, ειμή νά κάμη νά φανώσιν ένοχοι εις τούς Τούρκους οι κάτοικοι τού χωρίου καί νά χάσωσι τήν ελπίδα τού νά υποταχθώσι πάλιν εις τούς εχθρούς. Επέγραψαν δέ εις αυτό: "Τρόπαιον τών Ελλήνων κατά τών βαρβάρων".» Αινιάν Δημήτριος - Γεώργιος Καραϊσκάκης «Μετά τήν εις τάς Θεσπιάς (Δόμβραινα) προρρηθείσαν μάχην, ενέκρινεν ο αρχηγός συναινέσει καί τών λοιπών στρατηγών ν' αφήσωσι τήν θέσιν εκείνην ως δυσάλωτον (δύσκολο νά αλωθεί), καί μικρόν συντείνουσαν εις τούς σκοπούς των, νά εισέλθωσι δέ εις τά ενδότερα παράλια τού Κορινθιακού Κόλπου, όπου η αλληλογραφία μετά τής Διοικήσεως εγίνετο ελευθερωτέρα, αι τροφαί καί πολεμοφόδια επέμποντο εις τό στρατόπεδον εγκαίρως καί ασφαλώς, καί οι κάτοικοι επρόσμενον ανυπομόνως τήν παρουσίαν τού αρχηγού διά τήν ξαναπόλαυσιν τής ελευθερίας των. Κατά τήν 14ην Νοεμβρίου 1826, καί δευτέραν ώραν τής νυκτός απήλθον εις τό χωρίον Χόστια, κείμενον κατά τούς μεσημβρινούς πρόποδας τού Ελικώνος, όπου εκοιμήθησαν εκείνην τήν νύκτα. Εγερθέντες τό πρωί διευθύνοντο διά τήν ΆΆμβρωσον (Δίστομον) αφήσαντες εις τήν Μονήν τού Αγίου Σεραφείμ Δομπούς, εκατόν στρατιωτών φρουράν καί εξήκοντα, εις τήν τού Οσίου Λουκά έφθασαν πρό τής δύσεως τού ηλίου, καί τήν αυτήν νύκτα έπεμψεν ο αρχηγός διακόσιους πεντήκοντα στρατιώτας εις τήν Αράχωβαν, υπ' οδηγίαν τών οπλαρχηγών Αλέξη Γαρδικιώτου Γρίβα καί Γεωργίου Βάγια, υποπτευόμενος πάντοτε απροσδόκητον τινά επίθεσιν τών εχθρών,
1101
η οποία εσύγχιζεν έπειτα ουκ ολίγον τά σχέδια τών Ελλήνων. Διέταξε πρός τούτοις τόν οπλαρχηγόν Γεώργιον Δυοβουνιώτην εις Δελφούς όντα νά υπάγη εις Αράχωβαν καί συσσωματωθή μετά τών προμνησθέντων οπλαρχηγών, κατά τήν 17ην Νοεμβρίου 1826, τετάρτη ώρα τής ημέρας, διέβη ο Μουστάμπεης μετά τού Κεχαγιάμπεη από τό Ζεμενόν μέ δύο χιλιάδας εκλεκτούς Τουρκαλβανούς καί διακόσιους ιππείς, διότι μετά τήν νίκην τής Αταλάντης, μαθών ότι ο Καραϊσκάκης εστράτευσε διά τά Σάλωνα, έδραμε νά προκαταλάβη τήν Αράχωβαν, τής οποίας η κράτησις εματαίωνε τάς ελπίδας τών Ελλήνων διά τά Σάλωνα. Μόλις εκοινοποιήθη η φήμη τής διαβάσεως πρός τούς ΈΈλληνας παρά τίνος Διστομίτου, καί αμέσως διέταξεν ο αρχηγός νά κινηθώσιν οι ΈΈλληνες, εκτός τριακοσίων, τούς οποίους εδιόρισε νά μείνωσιν εις φύλαξιν τού Διστόμου υπ' οδηγίαν τού οπλαρχηγού Σπύρου Μίλιου Χειμαρραίου. Φθάσαντες μετά μίαν ήμισυ ώραν εις τήν πηγήν τού Ζεμενού, κειμένην πρός τό τέλος σχεδόν τής κοιλάδος, ήκουσαν τόν εις Αράχωβαν γινόμενον πόλεμον. Ο αρχηγός διέταξεν αμέσως τούς οπλαρχηγούς Γιώτην Δαγκλήν, Διαμάντην Ζέρβαν καί Χριστόφορον Περραιβόν νά διευθυνθώσι μέ τούς υπό τήν οδηγίαν των εις τούς ανατολικούς πρόποδας τού Παρνασσού, καί προκαταλάβωσιν όσον τάχος μίαν στενωπόν φέρουσαν εις τήν Μονήν Ιερουσαλήμ. Αυτός λαβών τούς λοιπούς μετά τών οπλαρχηγών απήλθε διά τής δημοσίου οδού, πλησίον τής Αράχωβας επί τίνος λόφου παρ' οδόν, καί υπερκειμένου τών μύλων, ίσταντο κατά τήν διαταγήν πεντήκοντα ιππείς, τελούντες μάλλον χρέη σκοπιάς. Τούτους φθάσας ο αρχηγός μετά τινών ωκυπόδων (γρήγορων) στρατιωτών, εδίωξεν άνευ τινός αντιστάσεως. Εκεί εκάθησεν εωσού συναχθώσι καί αναπνεύσωσιν άπαντες, αναστάντες έπειτα εκινήθησαν μέ βήμα βραδύ, καί παράταξιν πολεμικήν κατά τού εχθρού. Ο Μουστάμπεης διέταξεν εν σώμα πεντακοσίων καί επέκεινα Τουρκομακεδοναλβανών νά κτυπήσωσι τόν αρχηγόν, αυτός δέ μέ τό επίλοιπον τού στρατού, ιππικού, καί τών αποσκευών ωχυρώθη εις τινα λόφον υπερκείμενον τής Αράχωβας, καί κατασκευασμένον πρό τριών ετών παρά τού Οδυσσέως εν είδει περιβόλου. Εντεύθεν παρετήρει καί τόν έσωθεν τής Αράχωβας μετά τής φρουράς, καί τόν έξωθεν τών πεντακοσίων μετατεσκεύασαν υψηλότερον. Αλλ' εωσού νά τελεσθώσι ταύτα έδυ ο ήλιος, ο Παρνασσός άρχισε νά πνέη άνεμον ψυχρόν. Οι ΈΈλληνες, διά νά επιταχύνωσι τήν πρός τούς συντρόφους των επικουρίαν, έδραμον χωρίς κάπες, χωρίς τροφήν, υγρότατοι από τόν ιδρώτα, απηυδισμένοι από τήν τρίωρον οδοιπορίαν καί επτάωρον πόλεμον. Ενέκριναν ν' αφήσωσι σκοπιάς μόνον περί τόν εχθρόν, αυτοί δέ νά εισέλθωσιν εις τάς οικίας διά νά αναπνεύσωσι καί θερμανθώσι καθ' όλην τήν νύκτα, άλλως έμελλον νά βλαφθώσι σημαντικώς διά τά ανωτέρω αίτια.
1102
Κατά τήν δευτέραν λοιπόν ώραν τής νυκτός απέστησαν τής πολιορκίας μέ τόσην ησυχίαν καί αταραξίαν, ώστε οι εχθροί εστοχάζοντο τήν δι' όλης τής νυκτός έλλειψίν των διά στρατήγημα. ΆΆν τήν ιδίαν νύκτα ανεχώρουν, δέν ήθελαν υποφέρη τήν παραμικράν ζημίαν παρά τών Ελλήνων, μέ τό νά ήσαν άπαντες εις τάς οικίας θερμαινόμενοι, πίνοντες οίνον χλιαρόν, τρώγοντες, δι' έλλειψιν άρτου, ελαίας προσφάτους, καί ως οψώνειον τήν ρήγανην. Ο Αρχηγός δι' όλης τής νυκτός, καταλύσας εις τόν ναόν τού Αγίου Γεωργίου, πλησίον όντα τού εχθρού, επαγρυπνεί φροντίζων διά τήν αδιάκοπον αλλαγήν τών σκοπιών, διατάττων αυτάς νά περιέρχονται φωνάζοντες πανταχόθεν τό "προσέχετε καλά, όλοι εις τά όπλα, όλοι έξυπνοι". Κατά τό λυκαυγές όλοι οι οπλαρχηγοί μέ τούς υπό τήν οδηγίαν αυτών, διατάξαντος τού αρχηγού αφ' εσπέρας, παρευρέθησαν πολιορκούντες τόν εχθρόν τακτικώς. ΈΈκαστος αυτών εφιλοτιμείτο νά φυλάξη τήν εμπιστευθείσαν αυτώ θέσιν μ' όλην του τήν προσοχήν, καί κίνδυνον τής ζωής του. Ο Μουστάμπεης καί Κεχαγιάμπεης, αν καί γνωστοί διά τήν ανδρείαν, έτρεφον μολαταύτα καί βεβαίας ελπίδας, έτι δέ μάλλον ο δεύτερος, ότι ο Κιουταχής έμελλε νά τούς σώση από τόν κίνδυνον καί μέ τήν προσωπικήν του παρουσίαν, άν η ανάγκη τό εκάλει κατά τούτο δέν ηπατήθησαν, διότι μεθ' ημέρας πέντε έπεμψε χιλίους πεντακόσιους Μακεδόνας καί Αλβανούς εις βοήθειάν των, καί υπ' οδηγίαν Αλβανού τινός, Αβδουλά Αγά, η εις τό στενόν τού Ζεμενού παραφυλάσσουσα ελληνική φρουρά, συγκειμένη εκ τριακοσίων στρατιωτών καί οδηγούμενη παρά τών οπλαρχηγών Διαμαντή Ζέρβα καί Λάμπρου Ζάρμπα Σουλιωτών, ιδούσα τήν εμπροσθοφυλακήν εισερχομένην διά τού στόματος τού στενού, ώρμησεν αμέσως κατ' αυτής· μή δυνάμενοι οι Τούρκοι νά παραταχθώσιν εις μάχην διά τήν στενότητα τού τόπου, μετά μικράν καί ανώμαλον ανθίστασιν ετράπησαν εις φυγήν, αφήσαντες τριάκοντα πέντε πτώματα, εκτός τών πληγωθέντων, καί ολίγα φορτηγά ζώα. Εκ τών Ελλήνων ουδείς επληγώθη. Ακούσαντες οι πολιορκούμενοι τόν κρότον τού πυροβολισμού επρόσμενον ανυπόμονως καί τήν σωτηρίαν των, καί τήν φθοράν τών Ελλήνων. Πληροφορηθέντες δέ τήν παύσιν τού πολέμου καί τήν χαράν τών Ελλήνων διά τήν νίκην, απελπίσθησαν, διό καί εβίασαν οι στρατιώται τούς αρχηγούς αυτών νά ζητήσωσι συνθήκην μέ τούς 'Ελληνας. Δέν τούς έφερεν εις απελπισίαν μόνη η νίκη τών Ελλήνων τόσον, όσον τό υπερβολικόν ψύχος, η ακατάπαυστος βροχή, η πείνα, η δίψα, τό καταλασπωμένον έδαφος, τά οποία από στιγμήν εις στιγμήν εγνωρίζοντο επαισθητότερα εις αυτούς, καί επομένως αφόρητα. Τό πρόβλημα τής συνθήκης εδέχθη εις τόν αρχηγόν, όστις καί αμέσως διέταξε τούς οπλαρχηγούς Χριστόφορον Περραιβόν καί Ιωάννην Ρούκην εκ μέρους τών Ελλήνων, ο δέ Μουστάμπεης τόν χιλίαρχον Χότον Λέγκαν Αλβανόν, καί εκατόνταρχον Σουλεμάν Τόσκα,
1103
διά νά πραγματευθώσι περί συνθήκης. Εξελθόντες οι δεύτεροι τού οχυρώματος κατήλθον πλησίον τής έξω τής κωμοπόλεως παρακείμενης πηγής. Εκεί καθήσαντες όλοι ομού, άρχισαν, μετά τόν συνήθη χαιρετισμόν, νά εμβαίνωσιν εις τήν υπόθεσιν. Πρώτος ο Λέγκας εξηγήθη ως εφεξής. - "Ημείς εκινήσαμεν από τήν Λιβαδείαν μέ σκοπόν διά νά σάς χαλάσωμεν, ο Θεός όμως δέν ήθελε καί χωρίς τό θέλημα του δέν γίνεται τίποτε εις τόν κόσμον. Διά τόν κακόν μας λοιπόν σκοπόν αρκετά μάς επαίδευσε, καί μάς εντρόπιασε. Τώρα η υπόθεσις αύτη εις ημάς τούς ιδίους στέκεται νά ισάσωμεν τέτοια ανακατώματα κοσμικά, επειδή ημείς οι ίδιοι τά κάμνομεν, καί άν σήμερον εσφάλλαμεν ημείς, αύριον σφάλλετε εσείς, ο κόσμος αυτά έχει πάντοτε. Σάς παρακαλούμεν λοιπόν νά μάς αφήσετε ελευθέρους μέ τά όπλα νά υπάγωμεν εις τό Ζητούνι. ΌΌσα ζώα καί περιττά πράγματα έχομεν μαζί μας, όλα σάς τά δίδομεν μ' ευχαρίστησίν μας, καί διά πίστιν τής συμφωνίας μας ζητούμεν νά μάς δώσετε πέντε καπεταναίους καλούς, καί νά λάβετε καί σείς άλλους τόσους σημαντικούς Τούρκους, έως νά φθάσωμεν εις τό Ζητούνι ασφαλείς, καί τότε λαμβάνει καθείς οπίσω τούς ιδικούς του καί σιμά εις όσα σάς είπαμεν, σάς υποσχόμεθα καί φιλίαν παντοτινήν". Τοιαύτα καί τοσαύτα ειπών ο Λέγκας, ήκουσεν επομένως τήν εφεξής απόκρισιν: - "Αληθώς, φίλε Λέγκα, είπες ότι ο σκοπός σας ήτο κακός, ημείς σέ λέγομεν ακόμη ότ' είναι καί παράνομος, καί ασεβής, διότι τί κακόν σάς εκάμαμεν καί μας πολεμάτε; πότε ήλθαμεν εις τόν τόπον σας νά σάς βλάψωμεν; ημείς δέν ζητούμεν άλλο τι σήμερον παρά τήν ελευθερίαν μας, τήν οποίαν ο Θεός εχάρισεν εις κάθε άνθρωπον νά τήν χαίρεται εν όσω ζή χωρίς νά βλάψη τόν γείτονά του. Σείς, αγωνιζόμενοι νά μάς τήν σηκώσετε δέν κάμνετε άλλο, παρά νά καταπατήτε τή Θεϊκήν απόφασιν. ΌΌσον δέ διά τήν οποίαν ζητείτε συνθήκην, ημείς τήν δεχόμεθα, κατά τήν διαταγήν τού αρχηγού μας, μέ τά εφεξής κεφάλαια: Η ζωή σας θέλει είναι ελευθέρα καί απείρακτος από μικρού έως μεγάλου επειδή ούτε η συνείδησίς μας, ούτε η θρησκεία μας συγχωρούσι νά βλάψωμεν τούς όσους μάς ζητούν συγχώρησιν. Πρό τής αναχωρήσεώς σας νά μάς παραδώσετε τά Σάλωνα καί Λειβαδείαν. Η αναχώρησίς σας δέν συγχωρείται έως εις τό Ζητούνι, αλλά νά υπάγη έκαστος εις τά ίδια. ΌΌσα όπλα καί χρήματα, φέρετε επάνω σας από μικρού έως μεγάλου, φορέματα διπλά, ζώα παντός γένους καί όλα τά κινητά, θέλετε τά παραδώσει εις όποιον επιτροπήν διατάξη ο αρχηγός μας. Διά τήν ασφαλή εκτέλεσιν τών διαληφθέντων κεφαλαίων ζητούμεν εκ μέρους σας ομήρους τόν Καροφίλμπεην, αδελφόν τού Μουστάμπεη, καί τόν Κεχαγιάμπεην. Εσείς δέ έχετε τήν άδειαν νά ζητήσετε οποίους οπλαρχηγούς θέλετε. Αυτά είναι, φίλε Λέγκα καί Σουλεμάν Αγά, τά εκ μέρους τού αρχηγού μας καί λοιπών οπλαρχηγών ζητήματα, εις τά οποία
1104
δέν συγχωρείται καμία συγκατάβασις. Εάν τά δέχεσθε, ημείς είμεθα έτοιμοι νά τά εκτελέσωμεν αμέσως· τό εναντίον δέ πάλιν αρχίζομεν τόν πόλεμov καί ο Θεός, όποιον γνωρίζει άδικον, ας τόν παιδεύση". Περίλυποι καί κατηφείς εγένοντο αμφότεροι, ακούσαντες τών Ελλήνων τά ζητήματα, πολύ περισσότερον αφού εβεβαιώθησαν ότι δέν τούς γίνεται καμία συγκατάβασις. Ο Λέγκας, έπειτα από ικανάς διαφιλονικήσεις, απεκρίθη ότι δέν έχει τήν πληρεξουσιότητα νά επικυρώση τά διαληφθέντα κεφάλαια, παρά νά τά προσφέρη εις τούς αρχηγούς του, εις τών οποίων τήν θέλησιν εξαρτάται η απόφασις. Κατ' αυτόν τόν τρόπον διελύθη η συνέντευξις αμφοτέρωθεν, καί οι μέν Τούρκοι επιστρέψαντες εις τό στρατόπεδόν των εξεφράσθησαν τά ωμιληθέντα, οι δέ ΈΈλληνες ανέμενον τήν απόκρισιν τών Τούρκων, ήτις μετά δύο ωρών παρέλευσιν εδόθη βροντοφώνως διά τινός Τούρκου, ως εφεξής. "Πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος". Ο αρχηγός, ακούσας τήν απόκρισιν, διέταξεν ευθύς νά παρευρεθώσιν εις τάς θέσεις των όλοι οι οπλαρχηγοί, υποπτευόμενος τινά απηλπισμένην φυγήν τών εχθρών, η οποία καί τωόντι μετά τεσσάρας ημέρας έγινε, κατά τήν 23ην τού μηνός Νοεμβρίου 1826 καί περί δευτέραν ώραν τής νυκτός. Επισκεπτόμενος ο αρχηγός όλα τά ελληνικά οχυρώματα, διέταξε νά πυροβολήσωσιν εκ συμφώνου κατά τών Τούρκων. Η δίωρος σχεδόν διάρκεια τού πυροβολισμού έφερεν απροσδοκήτως τόν θάνατον τού Μουστάμπεη, διότι εκ τών ριπτομένων σφαιρών εκτύπησε μίαν τήν κεφαλήν του κατά μέτωπον, ήτις πάραυτα τόν ενέκρωσε, καί τό στρατόπεδόν του εδειλίασε. Κρύψαντες τόν θάνατόν του αποφάσισαν τήν επιούσαν νά ζητήσωσιν εκ δευτέρου συνθήκην, επί συμφωνία, νά μήν τούς αφαιρέσωσιν, ει δυνατόν, τά όσα χρήματα φέρουσιν εις τήν ζώνην των, εις τά λεγόμενα κεμέρια (kemer = ζώνη), τά δ' άλλα νά τά λάβωσιν όλα, κατά τήν ρηθείσαν συνθήκην. Απέτυχον τής δεήσεως έπειτα από πολλάς ικεσίας, επιστρέψαντες εκοινοποίησαν εις τούς συντρόφους των τήν απόκρισιν, εκ τών οποίων τό πλείστον μέρος εγνωμοδότησε νά σώση μόνην τήν ύπαρξίν του, αλλ' οι Τουρκομακεδόνες, παρά τήν ζωήν, επροτίμησαν μάλλον τά χρήματα, διό αποσπάσαντες τά ξίφη εξήλθον τού οχυρώματος, διευθυνθέντες επί τάς κορυφάς τού Παρνασσού διά τής προμνησθείσης στενωπού. Τό παράδειγμα τούτων ηκολούθησεν καί όλος ο στρατός. Πρίν διηγηθώ τά μετά τήν έξοδον αυτών συμβάντα, κρίνω σημειώσεως αξίαν τήν θύελλαν εκείνης τής ημέρας, γεγονυίαν μετά μίαν ώραν τής ισημερίας ως εφεξής. ΌΌλη η ατμόσφαιρα εσκοτίσθη από πυκνότατα καί μελανότατα νέφη. Μετά τούτο άρχισαν νά ρίπτωσι χιόνα μέ σφοδρότατον καί ψυχρότατον βόρειον άνεμον, ο οποίος περιστρεφόμενος εις τά πλάγια καί κοιλάδας τού Παρνασσού απετέλει τήν χιόνα ως τόσα βουνά εις τήν ατμόσφαιρα, κατωθουμένη δέ εις τήν
1105
επιφάνειαν τής γής παρά τών ανέμων εσχημά τόσους σίφωνας καί λαίλαπας. Τά φαινόμενα ταύτα ήσαν αλλεπάλληλα καί τρομερά, ώστ' εβίαζον έκαστον νά ζητή προσωρινόν καταφύγιον. Ταύτην τήν κινδυνώδη στιγμήν έκλεξαν οι Τούρκοι αρμοδίαν τής σωτηρίας των, καθ' ην οι ΈΈλληνες διέκειντο σχεδόν άπαντες εις τάς οικίας θερμαινόμενοι μολαταύτα ακούσαντες έτρεξαν κατόπιν σφάζοντες αυτούς μέ τά ξίφη καί μαχαίρας, επειδή τά πυροβόλα όπλα απεκατέστησεν η χιών άχρηστα, αλλά τό ψύχος καί η χιονοζάλη δέν εσυγχώρει νά τούς διώξωσι περισσότερον από τά έσχατα πλάγια τού Παρνασσού. ΆΆν εκ τής ρηθείσης περιστάσεως δέν ίσχυαν ν' αποπερατώσωσι τόν σκοπόν των, ο σύμμαχος αυτών χειμών ανεπλήρωσε τό υπόλοιπον τής ακορέστου επιθυμίας των διότι οι αποφυγόντες τήν μάχαιραν αυτών καί τήν δριμύτητα τού χειμώνος εις τά μεσημβρινά πλάγια τού Παρνασσού, οίτινες εσυμποσούντο υπέρ τούς χιλίους διακόσιους, φθάσαντες απηυδισμένοι καί κατυγραμμένοι από τόν ιδρώτα εις τάς κορυφάς του, καί μέλλοντες νά καταφύγωσιν εις τό κατά τάς βορείας υπωρείας τού Παρνασσού καί πλησίον τής Δαυλίδος κείμενον Μοναστήριον Ιερουσαλήμ, απήντησαν κατά πρόσωπον τόν διαληφθέντα άνεμον, συνοδευμένον μέ τάς πυκνοτέρας καί ψυχροτέρας νιφάδας τής χιόνος, αι οποίαι εκάλυπτον πού ολίγους, πού πολλούς συσσωματωμένους καί σφικτά ενηγκαλισμένους. Τούτων τά οστά εύρον σωρηδόν οι Αραχωβίται τήν άνοιξιν, σύν αυτοίς δέ όπλα χρυσά, αργυρά, καί χρήματα ουκ ολίγα. Απ' αυτό τό τραγικόν συμβάν μόλις εσώθησαν εις τό μοναστήριον έως διακόσιοι καί εκ τούτων ολιγότατοι σχεδόν έμειναν αβλαβείς, διότι τών μέν οι πόδες, τών δέ αι χείρες, άλλων οι οφθαλμοί καί ετέρων αι ρίνες υπέφερον ακρωτηριασμούς καθ' όλην τήν επταήμερον διάρκειαν τής πολιορκίας απέθανον εκ τών Ελλήνων τέσσαρες, καί εννέα επληγώθησαν ακινδύνως. Τοιούτον τραγικόν τέλος έλαβεν η κατά τών Ελλήνων εκστρατεία τού Μουστάμπεη, όστις, ως προείρηται, πολλούς εκ τών τού Μεσολογγίου εξελθόντων εθυσίασε καί ηχμαλώτευσεν ασπλάγχνως. ΉΉτον ανήρ ωραίος, μετρίου αναστήματος, ανδρείος, δραστήριος καί χριστιανομάχος. Ο Καραϊσκάκης έπεμψε τήν επιούσαν στρατιώτας καί Αραχωβίτας καί έφεραν υπέρ τάς τριακοσίας τουρκικάς κεφαλάς, μεθ' ων ήσαν κ' εκείναι τού Μουστάμπεη καί Κεχαγιάμπεη. Εξ' αυτών ανήγειρε τρόπαιον εκτός τής Αράχωβας επί τινα λόφον ορώμενον παρά τού Μαντείου τών Δελφών, ήν δέ κατεσκευασμένον εις σχήμα κώνου, έχον καί τήν εξής γλυπτικήν επιγραφήν. "Τρόπαιον τών Ελλήνων κατά τών βαρβάρων Οθωμανών ανεγερθέν κατά τό 1826 έτος Νοεμβρίου 24 εν Αράχωβα."» Χριστόφορος Περραιβός Η μάχη τής Αράχωβας
1106
Τήν επόμενη ημέρα οι νικητές κουβαλούσαν κομμένα κεφάλια, τά οποία έφερναν στόν αρχηγό τους καί αυτός τούς έδινε γιά αντάλλαγμα χρήματα. Πάνω από 2000 ήταν οι νεκροί τής μάχης τής Αράχωβας καί ο θάνατός τους σήμαινε τήν ουσιαστική αναγέννηση τής επανάστασης στή Ρούμελη. Οι ΈΈλληνες έχασαν μόλις οκτώ άνδρες. Ο Καραϊσκάκης γιά νά αναγκάσει τό προσκυνημένο χωριό νά μήν επιστρέψει ξανά στούς Τούρκους, φοβούμενο τήν εκδίκηση τού Κιουταχή, έστησε μέ τά κεφάλια τών Τούρκων μία πυραμίδα, μιμούμενος τό απαίσιο αυτό ασιατικό έθιμο. Μία λεπτομέρεια άξια λόγου αξίζει νά μνημονευθεί. ΈΈνας από τούς προκρίτους πού είχε προσκυνήσει τούς Τούρκους καί τόν χρησιμοποιούσε ο Κεχαγιάμπεης γιά νά μεταφέρει επιστολές στούς ΈΈλληνες, ήταν ο Τάτσης Μαγγίνας ο οποίος υπήρξε καί ένας από τούς κατήγορους τού Καραϊσκάκη στήν περίφημη δίκη πού είχε στήσει ο Μαυροκορδάτος στό Αιτωλικό, γιά νά απαλλαγεί από τόν "ενοχλητικό" οπλαρχηγό. Ο Καραϊσκάκης τόν αναγνώρισε, αλλά δέν λέρωσε τά χέρια του μέ τό αίμα τού προδότη. Προτίμησε νά τόν στείλει στήν κυβέρνηση γιά νά τόν δικάσει. Τελικά ο προδότης αθωώθηκε καί αντί νά εκτελεστεί ...συμμετείχε ως πληρεξούσιος στήν Συνέλευση τής Τροιζήνας. Η είδηση τής νίκης τού Καραϊσκάκη έφθασε στήν Αίγινα ύστερα από δύο ημέρες καί αμέσως λαός καί κλήρος συγκεντρώθηκαν στή μητρόπολη καί έκαναν δοξολογία γιά νά τήν γιορτάσουν. "Τήν κατά τήν Ράχοβαν μάχην ταύτην εωρτάσαμεν κατά τήν 28η τού παρελθόντος μηνός υπό τόν κρότον τών κανονίων καί εδοξολογήσαμεν τόν ΎΎψιστον τόν Μέγιστον Προστάτην τών ανθρωπίνων δικαιών εις τόν ναόν Του, ως Χριστιανοί". Οι κυριότεροι θριαμβευτές τής Αράχωβας ήταν οι: Γεώργιος Καραϊσκάκης, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Γεώργιος Δαγκλής, Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Αθανάσιος Κουτσονίκας, Γεώργιος Μαλάμος, Δήμος Τσέλιος ή Δημοτσέλιος ή Γεροδήμος, Γεώργιος Βάγιας, Κωνσταντίνος Βέρης, Νάκος Πανουριάς, Γεώργιος Δυοβουνιώτης, Βασίλειος Μπούσγος, Γιαννούσης Πανομάρας, Νικόλαος Καραμέτζος, Μήτρος Βάγιας, Λεώνης Δαγκλής, Ναστούλης Δαγκλής, Σπύρος Ξύδης, Μήτρος Τριανταφύλλου, Κώνστας Μάκος, Γιάννης Φαρμάκης, Τούλιος Πανομάρας, Σπύρος Μήλιος, Αναγνώστης Ροκάς, Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, Γαρδικιώτης Γρίβας, Παναγής Γαλάνης, Νικόλαος Βαρβιτσιώτης, Κωνσταντίνος Γρίβας (Γριβοκώστας), Τριαντάφυλλος Αποκορίτης, Ιωάννης Ρούκης, Κωνσταντής Καλύβας, Κωνσταντής Γιολδάσης, Κόμνας Τράκας, Αναγνώστης Καναβός, Γεώργιος Τζαβέλας, Διαμαντής Ζέρβας, Γεωργάκης Δράκος, Λάμπρος Βέϊκος, Φωτούσης Φωτομάρας, Αθανάσιος Δράκος, Νικόλαος Μπότσαρης, Γιάννος Δούλας, Γιάννος Μπαϊρακτάρης, Πάσχος Κασμάς, Κολιός Πασχούλης, Κώστας Τζαβέλας, Μπεκατσέλος Τζαβέλας,
1107
Γεώργιος Μπαϊρακτάρης Μπότσαρης, Χρήστος Μπέκας, Νικόλαος Κάσκαρης, Αθανάσιος Ζέρβας, Γεώργιος Ζέρβας, Γιάννης Βαργιαδίτης, Αναγνώστης Κραβαρίτης, Γιάννης Πιλάλας, Λάμπρος Τζαβέλας, Πάνος Τασούλας, Ναστούλης Δούκας, Νικόλας Διάκος, Γιάννος Περζεκιάς, Νάστος Κοντογιάννος, Κολιός Γερονούρης, Πίλιος Τζέχερης, Βασίλειος Αντωνόπουλος, Χήλιος Αθανάσης, Γιώτας Κάτζης, Κίτσος Ντούκας, Μήτρος Μεσολογγίτης, Κίτσος Τζάκος, Δημήτριος Μακρής, Κώστας Χόρμοβας, Αναστάσιος Χόρμοβας, Γιαννάκης Κίτσος, Μήτρος Σμπόκας, Βασίλειος Αργυροκαστρίτης, Γεώργιος Καδάς, Κωνσταντής Πασχάλης, Πάνος Δάρας, Αθανάσιος Κρικοχωρίτης, Σπύρος Λεβέρης, Γεωργάκης Λακάς, Χρήστος Μακρής, Χριστόφορος Περραιβός, Δημήτριος Καλλέργης, Χρήστος Βάρφης, Μήτρος Γρουμπογιάννης, Αντώνιος Στουρνάρης, Χαράλαμπος Παπαπολίτης, Νικόλαος Δραγαμεστηνός καί Αναγνώστης Κατζηκαπής. Οι νεκροί τής Αράχωβας ήταν οι: Αγγελόπουλος Ιωάννης (Γουριά), Αθανασίου Πέτρος (Αιτωλία), Γεωργίου Τριαντάφυλλος (Τριχωνίδα), Δαγκλής Πάνος (Κωνσταντινούπολη), Δαραβέρης Νικόλαος (Σμύρνη), Δοντάς Ιωάννης (Αθήνα), Ηλιόπουλος Διονύσιος (Ηλεία), Θιακός Βασίλειος (Ιθάκη), Καρασυνέλης Κώστας (Λεπενού), Κασάπης Κώστας (Ξηρόμερο), Κάσκαρης Παναγιώτης (Σούλι), Κίτζου (Μπουρλέσα), Μαλτέζος Γούλας (Καλαρύτες), Μεριάνος Γρηγόριος (Μποτίνου), Σαλαγιάννης Αθανάσιος (Κεράσοβο), Σιαμάς Δημήτριος (Ελευθέριανη), Σκαλτσάς Ιωάννης (Μπουρλέσα), Σπάτουλας Νικόλαος (Σούλι), Σώζου Αθανάσιος (Ιωάννινα), Φλούδας Δημήτριος (Βάλτος), Χαλβαντζής Θεόδωρος (Μαραζιά). «Απάνω στήν Αράχωβα, ψηλά στόν ΆΆϊ Γιώργη πολλά ντουφέκια πέφτουνε καί σαματάς μεγάλος. Μήνε σέ γάμους πέφτουνε, μήνε σέ πανηγύρι, πόλεμος γίνεται εκεί καί σκοτωμός μεγάλος. ΈΈλληνες είν' πού πολεμάν μέ τόν Καραϊσκάκη μέ Τούρκους πώχουν αρχηγό αυτόνε τό Μουστάμπεη πόχ' Αρβανίτες διαλεχτούς τό όλο τρείς χιλιάδες. - "Aφέντη ΆΆϊ Γιώργη πολεμιστή καί γριβοκαβαλλάρη αρματωμένε μέ σπαθί καί μέ χρυσό κοντάρι, μάς ήρθε ο Μουστάμπεης, ψηλά στό κεφαλάρι." - "ΈΈβγα νά πολεμήσετε για νά μή μείνει ποδάρι." - "ΈΈχει πασάδες μπόλικους, ασκέρι τρείς χιλιάδες." - "Βγάτε νά τούς μποδίσετε για νά μήν μπουν στήν πόλη ίσως καί αύριο ταχύ, νά πέση καί τό χιόνι καί τότε θά παγώσουνε, θά ξεραθούνε όλοι. Καραϊσκάκη μ' αρχηγέ καί πρώτε καπετάνιε
1108
έβγα στό κεφαλάρι μας νά μάς ελευτερώσεις." Πάψε Γιώργο μ' τόν πόλεμο, μάσε τά γιαταγάνια καί μέτρα τούς Αγαρηνούς, μέτρα τούς σκοτωμένους κι' οι ράχες εγεμίσανε πό' τούρκικα κουφάρια. Tόν πάγο έχουν σάβανο, τό χιόνι μαξιλάρι. Κι' αυτός ο αρχηγός ο καπετάν Μουστάμπεης σφαγμένος είν' κι αυτός, τού λείπει τό κεφάλι. Μά τά κουφάρια είν' πολλά καί μετρημό δέν έχουν μαζεύουν πούταν εύκολο αράδα τά κεφάλια. Καί πύργο τότε στήσανε, πέρα εις τά Πλατάνια κι' ο πύργος ήτανε τρανός, τρανός σάν κυπαρίσσι καί γύρω του χορεύανε όλα τά παλληκάρια». Μάχη Αραχώβης υπό Δημητρίου Αινιάνος «Εσπέραν τινά κατά τάς τελευταίας ημέρας τού Νοεμβρίου πύρ ζωηρόν έκαιεν εις τήν γωνίαν οικίας, ήτις καί απ' αρχής τής κατασκευής αυτής δέν έδειχνεν ούτε αφθονίαν καταστάσεως ούτε αρχιτεκτονικήν ικανότητα τού κυρίου, έλαβε δ'ακολούθως καί ουσιώδεις επί τό χείρον αλλοιώσεις, ένεκα τού υπάρχοντος μεταξύ Τούρκων καί Ελλήνων πολέμου. Η οικία αύτη είχεν εξ αρχής πάτωμα, αλλ' εξ αυτού δέν έμενεν ουδέ μία σανίς πλέον, εκ δέ τής στέγης διετηρήθη μόνον όσον μέρος εσκέπαζε τόν περί τήν γωνίαν τόπον, διότι οι αλληλοδιαδόχως διαβαίνοντες Τούρκοι καί ΈΈλληνες, διανυκτερεύοντες εν αυτή έκαιον όση εκ τής ξυλικής αυτής ήτο δυνατόν ν'αποσπάσωσι, διατηρούντες μόνον καί εκ τής στέγης αυτής τό κείμενον επί τής γωνίας μέρος, διότι επροφύλαττε τούς περί αυτήν καθημένους εν ώρα χειμώνος από τήν επήρειαν τής βροχής. Μικρός λύχνος εκ λευκοσιδήρου εκρέματο από τινος πασσάλου εμπηγμένου εις τόν τοίχον κατά τόν καιρόν τής οικοδομής αυτού, καί διέδιδεν αμυδρόν φώς εις τά ένδον τής οικίας, ώστε ο έξωθεν ερχόμενος αδύνατον ήτο νά διακρίνη ευκρινώς τά πρόσωπα τών εν αυτή ευρισκομένων. Επεκράτει όμως μεγίστη σιωπή, διότι εις τών εν αυτή έκειτο πλησίον τής γωνίας εξαπλωμένος επί μικρού τάπητος, έχων υπ' αυτόν κλώνους ελάτης υπεστρωμένους. ΌΌλως αντίθετος ήτον η σκηνή ήτις ελάμβανε χώραν εις τό προαύλιον. Υπήρχεν ενταύθα πυρά επιμήκης, καί εις τάς δύο πλευράς αυτής εσιγυρίζοντο δύο σφακτά σουβλισμένα καί περιεζωσμένα εις τήν μέσην των έκαστον μέ τό κατασκευασθέν σπληνάντερον, πλησίον δέ τών σφακτών καί χαμηλότερον, επί ελαφράς ανθρακιάς, εγυρίζοντο δύο μικρότεραι σούβλαι έχουσαι περιτυλιγμένον πάντοθεν περί εαυτάς τό κουκουρέτσιον. Τάς εργασίας αυτάς έκαμνον νέοι στρατιώται ΈΈλληνες καθήμενοι πλησίον τής πυράς, περιρρεόμενοι από ιδρώτα, καί
1109
στρέφοντες συνεχώς τό πρόσωπον, πρός τά όπισθεν διά ν' αποφεύγωσι τήν μεγάλην θερμότητα τής πυράς. Πλησίον τού τοίχου τής οικίας ήσαν εξαπλωμένοι επί τών χόρτων δέκα έως δώδεκα στρατιώται ΈΈλληνες, οίτινες άν καί εξαπλωμένοι κατά γής, έφερον εις τήν ζώνην των τά πιστόλια καί τό γιαταγάνι των καί τάς παλάσκας των ακουμβώντες τάς κεφαλάς των επί δύο ή τριών κεραμίδων, τεθειμένων επί γής αντιστρόφως, καί επεχόντων τόπον προσκεφάλου. Νέος δέ τις ωραίος καί υψηλού αναστήματος εκάθητο επάνω εις τόν ημικρημνισμένον τοίχον τής αυλής καί έπαιζε τό λιογκάριον, τραγουδών συγχρόνως καί διάφορα ηρωικά καί ερωτικά επιτόπια άσματα. Η σκηνή αυτή διήρκει εις αυτήν τήν κατάστασιν έως ού εψήθησαν τά σφακτά, καί τά έστησαν όρθια επί τού τοίχου τής οικίας, τό δέ κουκουρέτσιον ως καί τό σπληνάντερον, αφού μετρηθέντα μέ αρχιτεκτονικήν ακρίβειαν διά ξυλίνου μέτρου, εκόπησαν εις τόσα ίσα κομμάτια, όσα ήταν καί τά άτομα, εμοιράσθησαν εις τούς παρευρισκομένους περιερχομένου τού ψήσαντος αυτά μέ τήν σούβλαν εις τήν χείρα καί παρουσιάζοντος αυτήν κατά σειράν εις άπαντας, έκαστος τών οποίων πιάνων μέ τήν χείραν τό κομμάτιον τό έσυρεν από τήν σούβλαν. ΌΌλοι έτρωγον συγχρόνως, εις δέ τών ψυχουϊών περιέφερε κατά σειράν έν παγούριον μέ ρακήν, από τό οποίον ετράβα έκαστος μέ σφυριγμόν δυνατόν τό ρακίον, αφού προηγουμένως ηύχετο τήν υγείαν εις τούς συνεταίρους του. Μετά τήν διανομήν τού κουκουρετσίου επιχείρησαν τό λιάνισμα τών σφακτών, καί εγίνετο ετοιμασία τού δείπνου. Ο εξαπλωμένος παρά τήν γωνίαν εσηκώθη, όταν προσεφέρθη αυτώ κουκουρέτσιον, έμπροσθεν του δέ έστρωσαν ζυμώστραν (δέρμα τράγου επεξεργασμένο), καί επέθεσαν επ' αυτής κομμάτια κουλούρας λειψής εξ αλεύρου κριθής ακοσκινίστου, τήν πλάτην ενός τών καλυτέρων σφακτών, μέρος από τά κοντοπλεύρια καί τεμάχια τινα εκ τών λαγαρών τού παχυτέρου σφακτού. Αλλ' ενώ έθεσαν πλησίον αυτού τήν τράπεζαν ταύτην καί ήρχισε νά τρώγη μηχανικώς καί χωρίς νά ομιλή, ως νά μήν ήθελε νά διακόψη τήν σειράν τών σκέψεων, από τάς οποίας κατείχετο, επαρουσιάσθη ενώπιόν του στρατιώτης εκ τής εμπροσθοφυλακής τού στρατού αναγγέλλων αυτώ ότι καλόγηρος τις ήλθε διά νυκτός πρός αυτούς προτείνων ότι έχει κατεπείγουσαν ανάγκην νά ίδει αμέσως τόν Καραϊσκάκην, ότι οδήγησε αυτόν, καί ευρίσκεται έξω εις τό προαύλιον. Αμέσως ο Καραϊσκάκης, διότι ούτος ήτο ο δειπνών, διέταξεν έναν τών παρισταμένων στρατιωτών νά φέρη τόν καλόγηρον ενώπιόν του, καί τήν αυτήν στιγμήν εισήλθεν ούτος. ΉΉτο μόλις τριακονταετής τήν ηλικίαν, καί υπό τό ράσον καί τόν μέλανα σκούφον διέλαμπε περισσότερον η καλλονή προσώπου μεγάλου καί αρμονικού. - "Είμαι ανεψιός καί υποτακτικός τού ηγουμένου τού κατά τήν Δαύλειαν Μοναστηρίου Ιερουσαλήμ, καί εστάλην νά κοινοποιήσω πρός
1110
σέ έν μυστικόν, τό οποίον όμως κανείς άλλος παρά σέ δέν πρέπει νά ακούση." - "Τραβηχθήτε όλοι σας έξω. Εσύ κάθησε πλησίον μου, νά δειπνήσωμεν, επειδή ευρέθεις εις ταύτην τήν ώραν." Ο υποτακτικός εδίσταζεν, αλλ' ο Καραϊσκάκης τόν ηνάγκασε τρόπον τινά νά καθήση καί επερίμενε μέ ανησυχίαν νά ακούση τό μυστικόν. Αλλ' ο υποτακτικός εδίσταζε νά αρχίση, καί κοιτάζων διαρκώς πρός έναν νέον ιστάμενον έμπροσθεν μέ τό τάσι εις χείρας καί κερνώντας τόν Καραϊσκάκην, εφαίνετο ως νά έλεγε διά τού συμβολικού τούτου τρόπου πρός τόν Καραϊσκάκην, ότι δέν τολμώ νά εξηγηθώ ενώπιον τού παρόντος στρατιώτου. - "Ωμίλεις ελευθέρως. Ο Ζαφείρης είναι ο πιστότερος τών υπηρετών μου." (Ο Ζαφείρης ήταν μία τουρκοπούλα, βαφτισμένη Χριστιανή, ντυμένη ανδρικά, πού συνόδευε πάντοτε τόν Καραϊσκάκη). - "Μέ έστειλεν ο ηγούμενος νά αναγγείλω πρός σέ ότι εις τό μοναστήριον μας ευρίσκεται ο Κεχαγιάμπεης τού Κιουταχή καί ο Μουστάμπεης, μέ δύο ήμιση έως τρείς χιλιάδας Τούρκων σταθμευόντων εις Δαύλειαν καί άλλα χωρία, καί σκοπεύουν αύριον τό πρωΐ νά διαβώσι από Αράχοβαν καί νά υπάγωσιν εις ΆΆμφισσαν νά λύσωσι τήν πολιορκίαν εν τώ φρουρίω αποκλεισμένων Οθωμανών". - " Πώς έμαθε τό σχέδιον τούτο ο ηγούμενος, καί πώς εβεβαιώθει ότι τούτο πρόκειται νά τό ενεργήσουν κατ' αυτόν τόν τρόπον καί αύριον;" - "Εις τών υποτακτικών τού μοναστηρίου, όστις έφερε τά διά τήν τράπεζαν τών αρχηγών τούτων αναγκαία, δειπνούντων αμφοτέρων ομού εις τό μοναστήριον, γνωρίζων τήν τουρκικήν γλώσσαν ήκουσε τό σχέδιον, τό οποίον έκαμεν ο Μουστάμπεης καί εκοινοποίει εις τόν Κεχαγιάμπεη, καί τό είπεν αμέσως πρός τόν ηγούμενον, όστις έσπευσε νά μέ πέμψει πρός σέ διά νά σού αναγγείλω τούτο εγκαίρως καί νά λάβης μέτρα πρός αντίκρουσιν." - "Κατά ποίον τρόπον μέλλουν νά κάμουν τό κίνημα;" - "ΈΈως πεντακόσιοι Αλβανοί θά σηκωθώσι πρίν εξημερώσει καί θά μεταβώσι διά τού Παρνασσού εις Αράχοβαν, δία νά τήν πιάσωσιν, τό δέ λοιπόν στράτευμα νά διαβή διά τού Ζεμενού. Εάν τό στενόν τούτο απαντήσει αντίκρουσιν, οι προπορευθέντες εις Αράχοβαν θέλουν δράμει εις βοήθειαν τών κατά τό Ζεμενό, επιπίπτοντες από τά οπίσθια τών Ελλήνων, άν τυχόν υπάρχει κανένα σώμα φυλάττον τήν δίοδον." - "Ηξεύρουν πού ευρισκόμεθα ημείς;" - "Νομίζουν ότι είσθε ακόμη εις Δομπραίναν, καί ούτω τούς εβεβαίωσε καί ο ηγούμενος, μολονότι εγνώριζε τό φθάσιμόν σας εδώ μαθών τούτο από ένα τών υπηρετών τού μοναστηρίου, όστις ερχόμενος απήντησε καθ' οδόν στρατιώτας τινάς εκ τών εδικών σας." - "Ευχαριστώ τόν ηγούμενον διά τήν πατριωτικήν πράξιν του. Επίστρεψον αμέσως πρός αυτόν, καί ειπέ του τάς ευχαριστήσεις μου, καί
1111
νά διορίσει νά κάμνωσιν ευχάς καί παρακλήσεις υπέρ ημών, οίτινες αγωνιζόμεθα διά τήν πίστιν καί τήν πατρίδα, μ' όλας τάς ελλείψεις καί τάς δυστυχίας, εις τάς οποίας υποκείμεθα ένεκα τής ερημώσεως τού τόπου." ΆΆμα ανεχώρησεν ο καλόγηρος, ο Καραϊσκάκης διέταξεν αμέσως νά προσκαλέσωσι τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν, τόν Γεώργιον Βάγιαν, καί τόν Χατζή Πέτρου. ΌΌταν δέ ούτοι ήλθαν τούς εγνωστοποίησε τό σχέδιον τών εχθρών καί επρότεινεν εις τόν Γαρδικιώτην καί Βάγιαν νά αναχωρήσωσιν αμέσως διά τήν Αράχοβαν, καί νά προλάβωσι νά πιάσωσι τήν εκκλησίαν καί τάς οχυρωτέρας τών περί αυτήν οικιών, καί νά προσβάλωσι τούς Οθωμανούς, οίτινες έμελλον νά έλθωσι διά τού Παρνασσού εις αυτήν, κατά τό γνωστοποιηθέν αυτώ σχέδιον τών Τούρκων αρχηγών. Τόν δέ Χριστόδουλο Χατζηπέτρο διέταξε νά αναχωρήση ολίγον πρίν εξημερώσει καί νά διαβή διά τού μεταξύ Διστόμου καί Αραχόβης όρους καί νά διευθυνθή πρός τήν Αράχοβαν διά νά φθάση εις βοήθειαν τού Γαρδικιώτου καί Βάγια, άν τυχόν αρχίσει ο πόλεμος ερχομένων τών Τούρκων εναντίον του. ΆΆμα έδωκε τάς διαταγάς ταύτας ο Καραϊσκάκης, εκάλεσεν όλους τούς λοιπούς υπ' αυτόν σωματάρχας καί τούς διέταξε νά ετοιμάσωσι διά νυκτός άρτον, διότι, άμα ανατείλει τήν επιούσαν ο ήλιος, θέλουν αναχωρήσει πρός εκστρατείαν. Τό ίδιον μέτρον τής προετοιμασίας παρήγγειλε καί εις τούς μετ' ούτου ιδίως διαμένοντας στρατιώτας, ώστε όπου πρό ολίγου εψήνοντο τά σφακτά, άναψαν εκ νέου φωτίαν διά νά ψήσουν τό ψωμίον των οι στρατιώται. Τρείς στρατιώται έχων έκαστος έπροσθέν του τήν ζυμώστραν του, έριψαν τό άλευρον επ' αυτών, καί αφού εζύμωσαν τόν άρτον τόν έπλασαν εις κουλούραν επί τής ιδίας ζυμώστρας, καί ανοίξαντες τόπον εντός τής πυράς έβαλον τάς κουλούρας, καί εσκέπασαν αυτάς καί μέ ψιλήν σπρούχνην (χόβολη) πρώτον, καί έπειτα μέ θράκαν καί επρόσεχον παρατηρούντες έκαστος έως ού ψηθώσι καλώς αι κουλούραι. Ενώ εγίνετο έξωθεν εις τό προαύλιον η εργασία αύτη, ο Καραϊσκάκης επροσκάλεσε τόν γραμματέα του νά γράψη γράμματα πρός διαφόρους αρχηγούς πολιορκούντας τό φρούριον τής Αμφίσσης, καί πρός άλλους ευρισκομένους εις διάφορα τών πέριξ χωρίων πρός εκτέλεσιν διαφόρων παραγγελιών. Ο γραμματεύς καθήσας σταυροπόδι, έμπροσθεν τού αρχηγού έβγαλε τό καλαμάριον από τήν ζώνην του καί ακουμβήσας τόν χάρτην εις τό γόνυ του έγραψε τάς επιστολάς, κρατούντος τόν λύκνον στρατιώτου τινός πλησίον εις τό γόνυ αυτού ταύτας υπογραφείσας εσφράγισε καί παρέδωκεν εις τόν αρχηγόν. Επειδή δέ ο Καραϊσκάκης, δέν εμπιστεύετο εις τούς χωρικούς όσοι είχον μείνει εις τό χωρίον εκουσίως, ή διότι δέν επρόλαβον νά φύγωσι, συντροφεύων ένα χωρικόν μ' ένα στρατιώτην τούς έπεμπεν αμέσως μέ τάς επιστολάς υποσχόμενος αμοιβήν αξιόλογον εις εκείνους, οίτινες ήθελον κατορθώσει
1112
νά φέρωσιν εγκαίρως τάς επιστολάς πρός ούς διευθύνοντο καί απειλών ούτους άν βραδύνωσιν, ή δέν τολμήσωσι νά κομίσωσιν εγκαίρως αυτάς. ΈΈως ού ενεργηθώσιν όλα ταύτα, επέρασε τό μεγαλύτερον μέρος τής νυκτός, ο δέ Καραϊσκάκης εξηπλώθη όπως εκάθητο, καί λαβών επάνω του τήν κάπαν έμεινε εις τοιαύτην κατάστασιν έως δύο ώρας καί πάλιν εσηκώθη. Εξελθών δέ ολίγον έξω καί παρατηρήσας τήν κατάστασιν τού καιρού εισήλθε πάλιν μέ πολλήν ευχαρίστησιν, παρατηρήσας ότι η ημέρα εκείνη έδειχνεν ότι έμελλε νά είναι εκ τών λαμπροτέρων τού φθινοπώρου. Διέταξε λοιπόν νά εξυπνήσωσι τούς περί αυτόν διά νά προπαρασκευάσωσι τά πάντα πρός αναχώρησιν. Η νύξ ήτον ασέληνος, αλλ' αστροφεγγιά εσυγχώρει εις τούς οδοιπόρους νά βαδίζωσιν άνευ κινδύνου ν' αποπλανηθώσιν. 'Οταν ο Γαρδικιώτης επλησίασε πρός τήν Αράχοβα έδωκε παραγγελίαν καί εις τούς πρό αυτού καί εις τούς μετ' αυτόν πορευομένους νά σταματήσωσι τήν πορείαν των. Ο εις εσφύριζεν ελαφρά ώστε μόλις ν' ακουσθεί από τόν πλησίον του, κινουμένης δέ ως εκ τούτου τής προσοχής αυτού, τού έλεγε τήν παραγγελίαν του νά σταθεί ακολούθως δέ εις τινα οπωσούν ευρύχωρον θέσιν τής οδού διετάχθη κατ' αυτόν τόν τρόπον η συγκέντρωσις όλου τού σώματος. Γενομένης συσκέψεως, ενεκρίθη νά πλησιάσωσι εις τήν πόλιν εκ διαφόρων διευθύνσεων καί μέ προσεκτικήν καί ακριβήν παρατήρησιν μήπως η πόλις προκατελήφθη παρά τών Οθωμανών. ΈΈν δέ απόσπασμα στρατιωτικόν διευθύνθη πρός τήν εκκλησίαν διά νά παρατηρήση άν δέν κατέχεται παρ' εχθρών καί νά δώση αμέσως είδησιν καί πρός τούς λοιπούς νά διευθυνθώσι πρός αυτήν. Τό φώς τών αστέρων υπεχώρει ήδη εις τό ροδόχρουν τής ηούς φώς, καί τούτο διελύετο ήδη από τήν λαμπρότητα τών ηλιακών ακτίνων, όταν οι περί τόν Γαρδικιώτην επλησίαζον ήδη περί τήν Αράχοβαν καί από όλας τάς παρατηρήσεις των δέν εφαίνετο κανέν σημείον ότι υπήρχον εχθροί εις τό χωρίον. Αμέσως λοιπόν διευθύνθησαν πρός τήν εκκλησίαν, καί μόλις φθάσαντες επεχείρησαν τήν οχύρωσιν αυτής αποσπάσματα δέ τινα διευθύνθησαν πρός τάς πέριξ οικίας, τάς οποίας καί κατέλαβον εστάλησαν δέ καί τινες νά κατασκοπεύσωσι τούς εχθρούς από αμφοτέρας τάς οδούς όθεν έμελλαν νά έλθωσιν. Οι δέ τοποθετηθέντες εις τάς οικίας ετρυπούσαν τούς τοίχους μέ τά χαντζάρια των διά νά κατασκευάσωσι μασγάλια (πολεμίστρες), επί τής στέγης κατασκεύασαν πολεμίστρας ή σεριπόλια, στένοντες μίαν επάνω τής άλλης πολλάς κεραμίδας. Μόλις παρήλθεν ολίγη ώρα μετά τήν εις τήν εκκλησίαν καί τάς οικίας τοποθέτησιν τών περί τόν Γαρδικιώτην καί Βάγιαν, καί οι σκοποί έφεραν τήν είδησιν ότι οι μέν διά τού Παρνασσού ερχόμενοι Τούρκοι επλησίαζαν ήδη πρός τό χωρίον, οι δέ διά τής πεδιάδος εφαίνοντο πλησιάζοντες πρός τόν Ζεμενόν. Αλλά συγχρόνως ανεφάνει καταβαίνουσα εις τά πλάγια τού αντίκρυ τής Αραχόβης βουνού καί η
1113
μετά τού Χατζή Πέτρου ελληνική δύναμις. Ο Γαρδικιώτης διέταξε νά μήν πυροβολήση κανείς, ουδέ νά δώσωσι σημείον τι πρός τούς Οθωμανούς δι' ού νά γνωρίσωσι τήν άφιξίν των εις τό χωρίον αλλ' οι προπορευόμενοι εκ τών Τούρκων, πλησιάσαντες μέχρι βολής τουφεκίου, εστάθησαν καί επερίμενον καί τούς όπισθεν ερχομένους. Τό μέτρον δέ τούτο ηναγκάσθησαν νά τό λάβωσιν, όχι τόσον λόγω στρατιωτικής προφυλάξεως, όσον διότι υπώπτευσαν εναντίον τι μή ιδόντες τούς κατοίκους νά δράμωσιν εις προϋπάντησιν αυτών. Τέλος συνελθόντες ικανοί Αλβανοί καί παρατηρήσαντες τάς επί τών οικιών πολεμίστρας, εξ ών εβεβαιώθησαν ότι τό χωρίαν κατείχετο παρ' εχθρών, ήρχισαν νά προβαίνωσι πρός αυτό πυροβολώντες καί προφυλαττόμενοι όπισθεν τών πετρών ή κοιλωμάτων τής γής, όπου ήσαν απρόσβλητοι από τό εχθρικόν πύρ. Ο αμοιβαίος πυροβολισμός κατέστη ικανώς δραστήριος, καί καθ' όσον επήρχοντο καί άλλοι Αλβανοί, κατά τοσούτον οι πρώτοι επλησίαζον πρός τούς ΈΈλληνας, καί προέβαινον κατ' αυτών εκ διαφόρων θέσεων. Αλλ' όσοι εκ τών κατοίκων έτυχον εις τήν πόλιν, ιδόντες άμα εξύπνησαν, τήν άφιξιν τών Ελλήνων, καί μετ' ολίγον τήν έφοδον τών Τούρκων, καί ακούσαντες καί τόν πυροβολισμόν, τοσούτον εταράχθησαν αναλογιζόμενοι τάς συνεπείας μάχης εξολοθρευτικής, τής οποίας ήθελεν είσθαι, εάν υπερίσχυον οι Οθωμανοί, άφευκτον αποτέλεσμα διαρπαγή τών πραγμάτων, αιχμαλωσία τών γυναικών καί παιδίων, καί θάνατος όλων τών εν ηλικία αρρένων, ώστε έκαστος συγκεντρώνων περί εαυτόν τήν οικογένειάν του, καί λαμβάνων εις χείρας ό,τι επρόφθανεν εκ τής περιουσίας του έφευγε μέ φόβον καί απελπισίαν. Αλλ' ως συμβαίνει εις τοιαύτας δεινάς καί επικινδύνους περιστάσεις, έκαστος έχων πρό οφθαλμών τήν ιδίαν του σωτηρίαν καί επεκτείνων τήν συμπάθειάν του εις μόνα τά προσφιλέστερα εις αυτόν όντα, καθίστατο άκαμπτος πρός τούς άλλους, καί έφευγε δρομαίως χωρίς νά δώση τινά συνδρομήν εις όσους ήθελεν απαντήσει καθ' οδόν πάσχοντας, κλείων πολλάκις τά ώτα καί εις αυτήν τήν φωνήν τής συγγενείας καί φιλίας. Γυναίκες έκλαιαν ανακαλούσαι μεγαλοφώνως τά τέκνα των, τά οποία είχον αποπλανηθεί, καί παιδία απολέσαντα τούς γονείς καί συγγενείς των προέβαινον κλαίοντα καί επικαλούμενα εξ ονόματος τούς γονείς καί τούς στενοτέρους αυτών συγγενείς απέβλεπον δέ μετ' ανησυχίας πρός τούς διαβαίνοντας, μήπως απαντήσωσιν εις αυτούς φιλικόν τι πρόσωπον, τού οποίου νά επικαλεσθώσι τήν συνδρομήν. Εδώ ζώον τι βαρυφορτωμένον έπεσεν εις δύσβατόν τι μέρος τής οδού, καί ο κύριος αυτού ματαίως επικαλείται τήν συνδρομήν τών διαβαινόντων διά νά τόν βοηθήσωσι νά τό σηκώση. ΌΌλοι διαβαίνουσι δρομαίως από τά πλάγια τής οδού χωρίς νά δώσωσιν ακρόασιν εις τάς παρακλήσεις του. Εκεί φήμη διαδίδεται ότι έφθασαν οι Τούρκοι φονεύοντες καί αιχμαλωτιζοντες, καί όλοι διά μιάς επιταχύνουν τήν πορείαν των, φιλόστοργος δέ μήτηρ, έχουσα μικρόν παιδίον, τού οποίου
1114
τά ασθενή βήματα δέν δύνανται νά εξομοιωθώσι μέ τά τών άλλων φευγόντων, ματαίως επικαλείται τήν συνδρομήν τών διαβαινόντων, αυτοί φεύγουν καί αυξάνουν τήν αγωνίαν καί τόν φόβον της, ματαίως επιζητεί μεταξύ αυτών φιλικόν πρόσωπον, εις τού οποίου τήν φροντίδα νά εναποθέσει τό φίλτατον αυτό κειμήλιον. Ματαίως βιάζει τό τέκνον της νά περιπατήσει, καί μεταχειρίζεται πρός αυτό αλληλοδιαδόχως παρακλήσεις, απειλάς, επιπλήξεις, όλα μένουν άνευ αποτελέσματος, διότι δέν υπάρχει η πρός εκτέλεσιν τής μητρικής θελήσεως αναγκαία φυσική δύναμις. Εκεί διαιρουμένης τής οδού εις δύο καί διαχωριζομένων καί τών φευγόντων εις δύο, πατήρ, όστις προεκπέμψας τά τέκνα μετά τής συζύγου καί ενασχολούμενος νά λάβη τι τών αναγκαίων ή πολυτίμων πραγμάτων του μεθ' εαυτού έμεινεν ύστερος, παρατηρεί μετ' αδημονίας αμφοτέρας τάς οδούς, ερωτά μετ' ανησυχίας πρός ποίαν εκ τών δύο οδών διευθύνθησαν τά φίλτατα αυτώ πρόσωπα, καί μή δυνάμενος νά λάβη ουδεμίαν πληροφορίαν, διότι ουδείς ηδύνατο νά γνωρίζη ενώ όλοι έφευγον, κανείς δέ δέν επανήρχετο, όστις μόνος ηδύνατο νά δώση περί τούτου πληροφορίαν, κινείται πρός τήν μίαν οδόν, καί μετανοών μετ' ολίγου στρέφεται πρός τήν ετέραν, καί ταλαντευόμενος ούτως εκφέρεται εις δάκρυα φοβούμενος ότι δέν θέλει δυνηθεί, νά δώση συνδρομήν εις τήν σύζυγον καί τά τέκνα του, εις καιρόν καθ' όν έχουσι μεγαλυτέραν ανάγκην τής συνδρομής αυτού. Τοιούτος κίνδυνος, τοιαύτα περιστατικά, τοιούτος θόρυβος ήσαν ικανά νά εκπλήξωσι τόν νούν καί νά συγκινήσωσι τήν καρδίαν καί τού μάλλον αταράχου ανδρός, πολύ μάλλον γυναικών καί παιδίων. Ευτυχώς όμως η παράτασις τής μάχης δέν εσυγχώρησεν εις τούς Αλβανούς νά επιχειρήσωσι τήν αιχμαλωσίαν καί λεηλασίαν, τάς οποίας υπώπτευον οι κάτοικοι τής Αραχόβης, καί ούτω διεσώθησαν άπαντες εις τά απότομα μέρη καί τά σπήλαια τού Παρνασσού. Αλλ' η μάχη εξηκολούθει ζωηρώς εις τήν εκκλησίαν καί τάς περί αυτήν οικίας, διότι καί οι εντός καί οι εκτός επερίμενον τάς βοηθείας των. Τέλος έφθασαν από τό Ζεμενό τό μέγα τών Οθωμανών σώμα υπό αμφοτέρους τούς αρχηγούς αυτού, τόν Κεχαγιάμπεην καί τόν Μουστάμπεην, καί τότε η ορμή αυτών υπήρξε μεγίστη. ΈΈκαμαν πολλάκις έφοδον πρός τάς οικίας καί τήν εκκλησίαν, αλλ' οι εντός αυτών αντέχοντες ισχυρώς δέν διέκοψαν ολοτελώς τό πύρ. Κατά τήν ώραν έφθανεν ήδη καί τό υπό τόν Χατζή Πέτρον σώμα καί κατέλαβε λόφον τινά περί τό χωρίον, εφάνη δέ καί ο Καραϊσκάκης ερχόμενος από τό Ζεμενό κατόπιν τών Τούρκων. Σκοπεύων ούτος νά αποκλείση, ει δυνατόν, τούς Οθωμανούς, τούς άφησε νά διαβώσι τά στενά τού Ζεμενού, καί νά προβώσι πρός τήν Αράχοβαν κατά τό σχέδιόν των. Ερχόμενος δέ αυτός, κατόπιν των, καί ειδοποιήσας προηγουμένως καί τούς εις ΆΆμφισσαν καί τά πέριξ διά νά έλθωσι πρός αυτόν εξ αντιθέτου οδού ήλπιζε νά κατορθώσει νά λάβη εις
1115
τό μέσον τούς εχθρούς περικλείων αυτούς πανταχόθεν. Ο Καραϊσκάκης, άμα επλησίασε, διέταξεν αποσπάσματά τινα νά ανοίξωσιν πρός τό αριστερόν τής Αραχόβης μέρος, καί συγχρόνως ταύτα μέν εκείθεν, αυτός δέ κατά πρόσωπον, προσέβαλαν πανταχόθεν τόν εχθρόν, ώστε ούτος πολεμούμενος καί από τούς εντός τού χωρίου καί από τούς έξωθεν ερχομένους, άν καί πολυπληθέστερος αυτών, δέν ηδυνήθη νά ανθέξη μέχρι τέλους, καί ηναγκάσθη νά λάβη τήν πρός ΆΆμφισσαν οδόν πολεμούμενος από τά οπίσθια, καί αποσυρόμενος καί αυτός μέ πόλεμον. Αλλά μόλις επροχώρησεν ολίγον καί απαντά μέγα ελληνικόν σώμα υπό τόν Δυοβουνιώτην καί Πανουργιάν ερχόμενον εναντίον του από τήν αυτήν οδόν, δι' ής έλπιζεν αυτός νά διαβή πρός ΆΆμφισσαν. Οι Τούρκοι, ενώ υπεχώρουν από τήν Αράχοβα πολεμούμενοι από τούς περί τόν Καραϊσκάκην, απαντήσαντες έμπροσθεν τό σώμα τούτο δέν ηδύνατο πλέον ούτε νά διαμένωσιν εις Αράχοβα, ούτε νά προβώσι πρός ΆΆμφισσαν, ηναγκάσθησαν λοιπόν νά διευθυνθώσι πρός θέσιν τινα κειμένην άνωθεν τής Αραχόβης τήν οποίαν καί κατέλαβαν. Οι δέ εκ διαφόρων διευθύνσεων ελθόντες ΈΈλληνες ετοποθετήθησαν περί τό οθωμανικόν στρατόπεδον, καί τό απέκλεισαν πανταχόθεν πυροβολούντες κατ' αυτού, έως ού τό σκότος τή νυκτός κατέπευσεν τελείως τόν πόλεμον. Μόλις έδυσεν ο ήλιος, καί άνεμος λεπτός πνέων από τάς χιονοσκεπείς κορυφάς τού Παρνασσού διέχεε μεγίστην ψυχρότητα, ήτις διαπέρα ταχύτατα καί τούς καλώς ενδεδυμένους, αλλ' όσοι δέν είχον επανωφόρια ήτον αδύνατον ν' ανθέξωσιν εις τήν μεγίστην τού ψύχους σφοδρότητα. Οι πλειότεροι δέ τών Ελλήνων, οίτινες είχον τοποθετηθεί περί τό οθωμανικόν στρατόπεδον, δέν είχον λάβει μεθ' εαυτών τάς κάπας των, ως ερχόμενοι άνευ αποσκευών, διά νά είναι έτοιμοι πρός μάχην. Ελθόντες δέ από μακράν οδοιπορίαν, καί πολεμήσαντες πολλήν ώραν άνευ διακοπής, υπαρχούσης κατά τήν ημέραν ζωηράς τής προσβολής τών ηλιακών ακτίνων, ήσαν οι πλειότεροι εις υπερβολήν ιδρωμένοι, όπερ κατέσταινε τό ψύχος αφόρητον εις αυτούς. Δέν ήτο δέ δυνατόν ν' ανάψωσι φωτίας, διότι ηδύναντο νά φαίνωνται από τούς εχθρούς ποίας θέσεις κατέχουσι, καί πόσοι είναι κατά τόν αριθμόν, καί πρό πάντων διά νά μήν προσβάλωνται απ΄ αυτούς φαινόμενοι εις τήν λάμψιν τού πυρός. Διά ταύτα, άν καί ο αρχηγός διέταξε νά παραμείνωσιν άπαντες οι ΈΈλληνες εις στενήν πολιορκίαν περί τό εχθρικόν στρατόπεδον, διά νά μήν αφήσουν τούς εχθρούς νά φύγωσι διά νυκτός εάν είχον τοιούτον σκοπόν, μόλις τό πέμπτον μέρος διέμεινε διαρκώς περί τό εχθρικόν στρατόπεδον, καί ούτοι αφού παρεδέχθησαν τό μέτρον τού νά διαδέχονται εναλλάξ αλλήλους. ΆΆμα το ψύχος καθίστατο αφόρητον εις τινας εκ τών πολιορκούντων στρατιωτών, ούτοι μετέβαινον εις τό χωρίον, όπου είχον κατάλυμα οι στρατιώται των (η μάγκα των) καί εκεί εύρισκον άφθονον πύρ, όπερ έκαιε δι' όλης τής
1116
νυκτός, καί έπιναν ικανόν οίνον, τόν οποίον είχον εγκαταλείψει φυγόντες οι χωρικοί. Αναλαμβάνοντες ούτω τάς δυνάμεις των επανήρχοντο εις τήν θέσιν των. Αλλ' ως συμβαίνει εις στρατεύματα άπειρα τακτικής πειθαρχίας, ούτε όλοι επανήρχοντο εγκαίρως εις τήν θέσιν, ούτε καί οι επανερχόμενοι διέμενον όσον έπρεπε. Πολλοί ευρόντες αφθονίαν οίνου έπιαν μέ τόσην υπερβολήν ώστε μεθυσθέντες δέν ήσαν πλέον εις κατάστασιν νά μεταβώσιν εις τήν πολιορκίαν, αλλ' έμενον εξαπλωμένοι κατά γής εις τάς οικίας καί βυθισμένοι εις βαθύτατον ύπνον. Εάν λοιπόν κατά τήν νύκτα ταύτην οι εχθροί ήθελον επιχειρήσει νά αναχωρήσωσιν, ήτο πολύ ενδεχόμενον νά διαφύγωσιν ακινδύνως, ή τουλάχιστον μέ ολίγην ζημίαν, αλλ' εις τήν γενομένην μεταξύ τών δύο αρχηγών τού οθωμανικού στρατού σύσκεψιν δέν ενεκρίθη τό μέτρον τούτο, διότι ο μέν Κεχαγιάμπεης στηριζόμενος εις τό αξίωμά του καί εις τήν εύνοιαν τού Κιουταχή, ήλπιζε ταχείαν βοήθειαν, ο δέ Μουστάμπεης, υψηλοφρονών, διά τάς έως τότε νίκας του, δέν κατεδέχετο νά φύγει διά νυκτός. Είχε δέ καί άλλην αιτίαν διά νά μήν παραδεχθεί τό μέτρον τούτο. Ελάμβανε μισθούς διά μέγαν αριθμόν στρατιωτών, ενώ πραγματικώς μόλις είχε τό τρίτον αυτών. Τό νά φύγει λοιπόν κρυφίως, εκτός τής προσβολής, τόν εξέθετε καί εις κίνδυνον ενώπιον τού Κιουταχή. Απεφασίσθη λοιπόν νά διαμείνωσι, καί κατόρθωσαν τήν αυτήν νύκτα νά πέμψωσι αγγελιοφόρους εις τά πλησιέστερα στρατόπεδα διά νά δράμωσιν εις βοήθειαν αυτών. Οι Τούρκοι είχον διασώσει όλας τάς αποσκευάς των, συγκεντρωθέντες δέ εις μικράν έκτασιν τόπου, καί τοποθετήσαντες τά φορτηγά καί τάς αποσκευάς περί εαυτούς, δέν υπέφερον από τό ψύχος όσον οι ΈΈλληνες. Αλλά τήν επιούσαν (επομένη), πρίν έτι ανατείλει ο ήλιος, οι ΈΈλληνες ήσαν άπαντες εις τάς θέσεις των οχυρωμένοι εις μικρούς προμαχώνας, κατασκευασμένους εις απόστασιν μικράν απ' αλλήλων, ώστε νά μήν είναι δυνατόν νά εξέλθωσιν οι Οθωμανοί από τά μεταξύ αυτών μικρά διαστήματα. Ισχυρότατοι δέ προμαχώνες ανηγέρθησαν πρός τά μέρη, όθεν ήτον ενδεχόμενον νά δοκιμάσωσιν οι Τούρκοι τήν αναχώρησιν, καί αμέσως ήρχισεν αμφοτέρωθεν σφοδρός πυροβολισμός αλλ' η βλάβη τών Τούρκων δέν ήτο μεγάλη, διότι καί αυτοί κατασκεύασαν προμαχώνας καί εμάχοντο όπισθεν αυτών. Η αναχώρησις όμως αυτών καθίστατο ολίγον κατ' ολίγον αδύνατος, διότι όλα τά ελληνικά στρατιωτικά αποσπάσματα διετάχθησαν νά συγκεντρωθούν εις Αράχοβαν όσον τό ταχύτερον, εστάλησαν δέ καί ικανά σώματα διά νά κατέχωσι τάς θέσεις, όθεν έμελλε πιθανώς νά γένει η φυγή τών εχθρών. Συγχρόνως δέ τά σώματα ταύτα είχον εντολήν νά αποκρούσωσι πάσαν νέαν βοήθειαν, ήτις ήθελεν αποπειραθεί νά διαβή δι' αυτών. Καί προσέτι ικανόν σώμα στρατού ήτον έτοιμον νά δράμη εις τά στενά, άν τυχόν ήθελην επέλθει μεγάλη δύναμις εχθρική.
1117
Τήν τρίτην ημέραν από τής πολιορκίας ταύτης, συσσωματωθέντες παλλοί των εις Δαύλειαν καί άλλας θέσεις κατεχόντων Οθωμανών, διηρέθησαν εις δύο σώματα, έν, τό μικρότερον καί ελαφρότερον, ήτον επιφορτισμένον νά υπάγη διά τής από τού Παρνασσού οδού, τό δέ διά τού Ζεμενού, όπερ εκόμιζε καί πλήθος φορτηγών. Φαίνεται δέ ότι τό σχέδιον αυτών ήτον, οι μέν διά τού Παρνασσού πηγαίνοντες νά προβώσιν εις μέρος φαινόμενον από τό άνω τής Αραχόβης τουρκικόν στρατόπεδον, καί νά πυροβολήσωσιν εκείθεν, δίδοντες είδησιν ούτως εις τούς οικείους των ότι έρχονται υπέρ αυτών, διά νά προπαρασκευασθώσι καί αυτοί πρός έξοδον. Συγχρόνως δέ νά κινήσωσι τήν προσοχήν τών Ελλήνων πρός εκείνο τό μέρος τού Ζεμενού, όθεν πραγματικώς εσκόπευον νά εξέλθωσιν. Οι δέ διά τού Ζεμενού, εάν δέν απαντήσωσιν ελληνικήν δύναμιν νά προβώσι μέχρι τής Αραχόβης, άν δέ ήθελον απαντήσει τοιαύτην, νά συγκροτήσωσι μάχην, καί νά διαμείνωσιν εις ταύτην όσον ένεστι πλειότερον διά νά ευκολύνωσιν ούτω τήν έξοδον τών κατά τήν Αράχοβαν αποκλεισμένων οικιών των. Οι διά τού Παρνασσού εξερχόμενοι εξετέλεσαν τήν παραγγελίαν καί πυροβολήσαντες επί λόφου τινος καταφανούς έδωκαν τήν είδησιν. Οι δέ πολιορκούμενοι παρατηρήσαντες πανταχόθεν τούς περί εαυτούς ΈΈλληνες, καί ιδόντες τό πρός τόν Παρνασσόν μέρος μή φυλαττόμενον μέ ικανόν αριθμόν Ελλήνων, διότι από αυτού ολιγότερον επίστευον νά κάμωσι έξοδον οι εχθροί, όρμησαν πρός τούτο τό μέρος. Αποσυρθέντων δέ τών Ελλήνων εις τήν πρώτην ορμήν, ούτοι εξήλθον καί πέραν τών προμαχώνων τών Ελλήνων, αλλ' αι φωναί καί ο θόρυβος αμφοτέρων τών στρατοπέδων έδωσαν αιτίαν εις τόν Καραϊσκάκην νά παρατηρήση τόν κίνδυνον κάι νά δράμη ταχέως πρός τό μέρος τούτο αυτοπροσώπως προσκαλών ονομαστί τούς σημαντικοτέρους εκ τών φυλαττόντων τούς προμαχώνας, αφ' ών διήρχετο, καί λαμβάνων αυτούς μεθ' εαυτού διά ν' αυξήση τήν υπ' αυτών δύναμιν. Αλλ' οι Τούρκοι, είτε διότι αντεκρούοντο παρ' αυτών, είτε διότι δέν ήλθεν η από Ζεμενόν προσδοκωμένη δύναμις, δέν προόδευσαν περισσότερον, αλλ' επανήλθον εις τάς πρώτας θέσεις των. ΌΌταν το κίνημα τούτο τών εχθρών εματαιώθη, ο Καραϊσκάκης έπεμψε δύναμιν καί πρός τούς διά τού Παρνασσού ερχομένους εχθρούς, καί πρός τούς διά τού Ζεμενού. Αλλ' οι μέν διά τού Παρνασσού πυροβολήσαντες, μόνον, ως ανωτέρω, επέστρεψαν εις Δαύλειαν, χωρίς ουδέ κάν νά αποπειραθώσι περισσότερον. Οι δέ εν Ζεμενώ ελθόντες εις τό στενόν καί ευρόντες τήν διάβασιν κενήν, διότι οι ΈΈλληνες απεσύρθησαν εις τάς δύο πλευράς επί σκοπώ νά αφήσωσι τούς εχθρούς νά προοδεύσωσι περισσότερον εντός τού στενού καί νά τούς προξενήσωσι μεγαλυτέραν βλάβην εμπoδίζοντες τήν επάνοδον αυτών, προόδευσαν ολίγον διάστημα, αλλ' οι ΈΈλληνες εξελθόντες από τάς δύο πλευράς, απέκοψαν όσους εύρον ήδη εισελθόντας εις τό στενόν, τούς οποίους εφόνευσαν
1118
σχεδόν άπαντας, κυριεύσαντες καί όλα τά μετ' αυτών φορτηγά. Οι μή εισελθόντες όμως εις τά στενά διέφυγον αβλαβείς όντες ως επί τό πλείστον ιππείς. Είχεν ήδη τελειώσει η μάχη όταν έφθασε καί η παρά τού Καραϊσκάκη σταλείσα βοήθεια. Ματαιωθείσης τής αποπείρας ταύτης, οι Τούρκοι απέβαλαν τήν ελπίδα τού νά λάβωσι βοήθειαν από τά πλησίον στρατόπεδα, διά τούτο εζήτησαν από τόν Καραϊσκάκην νά τούς συγχωρηθεί νά εξέλθωσι διά συνθηκών, αλλ' ο Καραϊσκάκης, διά νά τούς συγχωρήσει τήν έξοδον, εζήτησε νά κενώσωσι καί παραδώσωσι εις αυτόν τό φρούριον τής Αμφίσσης καί τήν πόλιν τής Λεβαδείας, μέχρις ού δέ εκτελεσθεί η παράδοσις αυτών, νά μείνωσι παρ' αυτώ ως ενέχυρα οι δύο αρχηγοί τής οθωμανικής στρατιάς. Αλλά τούτο μέτρον δέν ήτο δυνατόν νά υποδεχθώσιν ούτοι φοβούμενοι τού Κιουταχή τήν αγανάκτησιν καί εκδίκησιν. Εκολακεύετο μόλο ταύτα ο Κεχαγιάμπεης ότι μανθάνων τόν κίνδυνον αυτού ο Κιουταχής ήθελε σπεύσει νά πέμψη δύναμιν ικανήν όχι μόνον νά απαλλάξη αυτούς τού επικειμένου κινδύνου, αλλά καί νά καταστρέψει ολόκληρον τό σώμα τού Καραϊσκάκη. Μέ τάς ελπίδας λοιπόν ταύτας απεφάσισαν νά διαμείνωσιν εις τήν θέσιν των καί η κατάστασίς των ήρχισε νά χειροτερεύει επαισθητώς καί ο κίνδυνος ν' αποβαίνη σημαντικότερος. ΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΟΥΜΕΝΟΙ Εντός σκηνής υπηρέται επροσπάθουν ν' ανάψωσι φωτίαν επί υγράς γής, θέτοντες επ' αυτής ξύλα τά οποία έλαβον από τά σαμάρια τών φορτηγών των. Εις τά ενδότερα δέ τής σκηνής εκάθητο σταυροπόδι μεσαίας ηλικίας άνθρωπος περιτυλιγμένος μέ παχυτάτην κοκκίνην γούναν. Είχε δέ τήν κεφαλήν ακουμβισμένην εις τήν χείρα του, τήν οποίαν καί αυτήν είχεν ακουμβισμένην εις τό γόνυ του. Δεινοί διαλογισμοί εκυρίευαν τήν κεφαλήν του, καί εφαίνετο ως νά μήν έδιδεν ολοτελώς προσοχήν εις τά περί αυτόν διατρέχοντα. Μόλα ταύτα ψιθυρισμός τις, γινόμενος έξωθεν τής σκηνής, τού οποίου ολίγον κατ' ολίγον ηύξανεν ο τόνος, ως ο ήχος τών κυμάτων, κατά τήν αρχήν τής τρικυμίας, τού εκίνησε τήν περιέργειαν. 'Εμαθε δέ ότι οι αρχηγοί καί οι αξιωματικοί τής υπ' αυτόν στρατιάς συνήλθον έξω τής σκηνής επί σκοπώ νά τού ομιλήσωσι επί τής ενεστώσης καταστάσεως τού στρατού. Καί τώ όντι ούτοι συνελθόντες πρό ικανής ώρας, καί ευρισκόμενοι εις διαφωνίαν περί τού τρόπου καθ' όν έμελλον νά προσφερθώσι πρός αυτόν, εφιλονίκουν μεταξύ των καί καθ' όσον διήρκει η διαφωνία κατά τοσούτον υψούτο ο τόνος τής φωνής τών θρασυτέρων αξιωματικών. - "Ας εισέλθωσιν εντός", είπε ο Κεχαγιάμπεης, διότι ούτος ήτον ο ανωτέρω περιγραφόμενος. Καί αμέσως εισήλθον εντός τής σκηνής οι προκριτότεροι τής στρατιάς, άλλοι έμενον παρά τήν θύραν, πλήθος δέ
1119
στρατιωτών εκ τών συνοδευόντων τούς αξιωματικούς τούτους, καί εκ περιεργείας, διότι επρόκειτο ν' αποφασισθεί κατά τήν στιγμήν ταύτην μέγα ζήτημα, κατείχεν όλα τά πέριξ τής σκηνής συσφιγγόμενον περί αυτήν. Μεγάλη δέ προσοχή κατείχεν άπαντας καί οι απωτέρω τής σκηνής παρεκάλουν τούς πλησιάζοντας διά νά κοινοποιώσι προθύμως πρός αυτούς τά λεγόμενα εντός τής σκηνής, ώστε έκαστος λόγος, διαδιδόμενος από στόμα εις στόμα έφθανεν εv ακαρεί μέχρι τού εξωτέρου κύκλου τών περί τήν σκηνήν, καί εκείθεν ως αστραπή διεδίδετο εις άπαν τό στρατόπεδον. Εις τών συνελθόντων, ο προκριτότερος είπε: - "Μπέη, περιμένομεν τόσας ημέρας βοήθειαν διά νά σωθώμεν από τόν κίνδυνον τούτον. Ιδού εματαιώθησαν οι ελπίδες μας. Τί έχομεν νά κάμωμεν διά νά μή χαθώμεν; ΌΌλος ο στρατός είναι εις ανησυχίαν." - "Η δύναμις τού μεγάλου ημών πατισάχ είναι μεγάλη, απεκρίθη ο Κεχαγιάμπεης, καί πρέπει νά έχομεν θάρρος. Ο δέ ένδοξος ημών αρχηγός, ο συνετότατος Κιουταχής, τού οποίου η ανδρεία είναι ακαταδάμαστος, θέλει καταφθάσει ο ίδιος μέ μεγάλας δυνάμεις, όχι μόνον ημάς ν' απαλλάξη από τόν κίνδυνον αλλά καί νά καταστρέψη ολίγον αριθμόν κλεπτών, οι οποίοι ετόλμησαν νά σηκώσωσι χείρα εις βασιλικά στρατεύματα." Καθ' όσον οι λόγοι ούτοι εξηγούντο διά τού διερμηνέως, διότι οι πλειότεροι τών Αλβανών δέν εγνώριζον τουρκικά, κατά τοσούτον η δυσαρέσκεια καί η αγανάκτησις εζωγραφίζετο εις τά πρόσωπα τών αξιωματικών. Εις δέ εκ τών θρασυτέρων, Γκέκας τήν πατρίδα, έχων μεσαίαν ηλικίαν, αλλ' ανάστημα τόσον υψηλόν ώστε, άν καί μένων εις τά γόνατα, εφαίνετο ίσος μέ μετρίου αναστήματος άνδρα, εταράχθη πλειότερον τών άλλων, καί στρέψας οργίλον βλέμμα πρός τόν Κεχαγιάμπεη είπεν: - "Δέν βλέπεις ότι κινδυνεύομεν νά πέσωμεν όλοι εις τάς χείρας τών Ρωμαίων, νά μάς φονεύσουν, ή, όπερ είναι τό χειρότερον, νά μάς πάρουν τά όπλα, νά μάς περιφέρουν από χωρίον εις χωρίον ως γυναίκας, καί νά μάς υβρίζουν ως καί τά μικρά παιδιά εις τάς οδούς;" - "Τί λέγει;" ηρώτησεν ο Κεχαγιάμπεης τόν διερμηνέα μή γνωρίζων τά αρβανίτικα. Ενώ δέ ο διερμηνεύς εξήγει ταύτα, ο Γκέκας εξηκολούθει νά λέγη επιτείνων κατ' ολίγον ολίγον περισσότερον καί τόν τόνον τής φωνής του αναλόγως μέ τήν αύξησιν τής αγανακτήσεώς του. - "Περιμένομεν ημέρα τήν ημέρα τήν βοήθειαν, καί όσον προχωρεί ο καιρός, τόσον χειροτερεύει η κατάστασίς μας. Τροφαί δέν μάς έμειναν διόλου, τά ζώα μας εψόφησαν από τήν έλλειψιν τροφής καί από τό ψύχος ημείς καθήμεθα ημέραν καί νύκτα εκτεθειμένοι εις τήν βροχήν, καί οι πόδες μας μένουν βυθισμένοι μέχρι τού γόνατος εις τήν λάσπην, εκάψαμεν όλα τά σαμάρια καί δέν έχομεν πλέον μέ τί νά ανάψωμεν φωτίαν, καί άν ακόμη μείνωμεν καμίαν βραδιάν εδώ δέν θά έχωμεν τήν
1120
δύναμιν ούτε νά ταραχθώμεν από τόν τόπον μας, πολύ μάλλον νά πολεμήσωμεν μέ τόν εχθρόν, καί νά ελπίσωμεν νά σωθώμεν." Τήν φωνήν τούτου, ήτις, ως εκ τού αυξάνοντος θυμού, εγίνετο εντονοτέρα, ήκουσαν οι περιιστάμενοι εις τήν σκηνήν, καί ούτοι τήν διέδωσαν ως αστραπήν έως εις τά άκρα τού στρατοπέδου, καί φωνή επιδοκιμασίας υψώθη πανταχού τήν οποίαν διεδέχθη ακολούθως υπόκωφος βοή καί ψιθυρισμός, προερχόμενος από τάς συνομιλίας τών στρατιωτών, οίτινες, σχηματίζοντες κύκλους, συνδιελέγοντο ζωηρώς περί τής ενεστώσης τών πραγμάτων καταστάσεως. Μή έχων τί νά αντιτάξει εις ταύτα ο Κεχαγιάμπεης, απετάνθη πρός αυτούς μέ γλυκύτητα. - "Παιδιά μου, είπε, βλέπω τόν κίνδυνον, όστις επαπειλεί όλους μας, καί έχω τήν επιθυμίαν καί τήν ευχαρίστησιν νά συντελέσω πρός σωτηρίαν τού στρατού, έστω καί μέ τήν ιδίαν μου ζωήν. Επειδή όμως δέν είναι ο Μουστάμπεης εδώ, ουδέ δυνάμεθα νά τόν προσκαλέσωμεν, ως ασθενή, ας συνέλθομεν όλοι εις τήν σκηνήν αυτού καί εκεί ας συγκροτήσομεν συμβούλιον, καί ότι αποφασισθεί είμαι έτοιμος νά τό παραδεχθώ καί εγώ." - "Καλά λέγει καλά λέγει!" εφώναξαν τινές τών αφοσιωμένων ιδίως εις τόν Κεχαγιάμπεην, καί εκεί ας αποφασισθεί τό πράγμα. Καί ούτως απεμακρύνθη τό πλήθος από τήν σκηνήν τού Κεχαγιάμπεη, καί διευθύνετο πρός τήν τού Μουστάμπεη, αλλ' εντός αυτής τά πράγματα ήσαν πολύ έτι χειρότερα. Ο Μουστάμπεης περιερχόμενος τήν προτεραίαν τούς εις τά άκρα τής στρατιάς μαχομένους διά νά τούς ενθαρρύνη εκτυπήθη από βόλιον ελληνικόν εις τό μέτωπον. Η πληγή κατ' αρχάς δέν εφάνη βαρεία, διότι ήτον από μακράν καί μόλις εμπήχθη εις τό κόκκαλον τού μετώπου, αλλά φαίνεται ότι τό ψύχος καί η έλλειψις τής αναγκαίας περιποιήσεως κατέστησαν αυτήν επικίνδυνον. Ο Μουστάμπεης λοιπόν συναισθανόμενος τήν δεινότητα τής πληγής του καί τήν αθλιότητα τού στρατού, καί προβλέπων τήν επικείμενην καταστροφήν, επροσκάλεσε πλησίον του τόν αδελφόν του Καρεμφίλμπεην. Τούτο δέ εγίνετο καθ' ήν ώραν ο περί τήν σκηνήν του Κεχαγιάμπεη θόρυβος είχε φθάσει εις τόν ανώτατον βαθμόν, ώστε κατήντησε καί εις τάς ακοάς τού Μουστάμπεη. Υποπτεύων δέ ούτος ό,τι πραγματικώς διέτρεχε, καί έχων στρατηγικήν ικανότητα ώστε νά εννοήσει ότι η διέξοδος από τοιαύτην πραγμάτων κατάστασιν ήτο σχεδόν αδύνατος, εσκέπτετο πώς νά μήν πέσει ζών εις τάς χείρας τώυ Ελλήνων. Ζητήσας νά τόν βάλωσι νά καθήση, καί ακουμβών τήν κεφαλήν εις τούς ώμούς τού αδελφού του, είπε: - "Αδελφέ μου, η κατάστασίς μου είναι δεινή, αλλά καί η εδική σας δέν είναι πλειότερον ευχάριστος. Μόνον μέσον σωτηρίας μένει εις εσάς νά σωθήτε διά τής φυγής, καί κύριος οίδε πόσοι καί κατ' αυτόν τόν τρόπον θέλουν διαφύγει τόν θάνατον. Δι' εμέ όμως δέν υπάρχει ουδεμία
1121
ελπίς σωτηρίας τό νά σωθώ διά τής φυγής, ως υμείς, είναι απολύτως αδύνατον εις εμέ δέν πρέπει δέ ουδέ σείς νά κινδυνεύσετε εξ αιτίας μου. Εγώ θά αποθάνω, ότι δέ αφεύκτως θέλει γίνει αργότερον, κάμετέ τό σείς ταχύτερον. Μόνον τήν κεφαλήν μου απαιτώ καί από σέ, αδελφέ, καί από τούς πιστούς μου υπηρέτας νά μού διασώσετε. Δέν κατεδέχθην νά παραδοθώ ζών εις τόν Καραϊσκάκην, καί νά καυχάται ότι τόν επροσκύνησε τοιούτος αρχηγός, οποίος υπήρξα εγώ. Δέν θέλω δέ ούτε τήν κεφαλήν μου νά λάβη ποτέ εις χείρας, καί νά καυχηθή εις τούς παρόντας αξιωματικούς του ότι κατώρθωσε νά πάρη τήν κεφαλήν τού Μουστάμπεη, καί νά τήν δώση εις τούς χωρικούς του νά τήν εξυβρίσωσι κυλίοντες αυτήν εις τάς οδούς, καί λακτίζοντες αυτήν πρός εκδίκησιν των όσα έπαθαν από εμέ." - "Μή βάλλεις τοιαύτας υποψίας", απήντησεν ο Καρεμφίλμπεης "εγώ θέλω σέ πάρει εις τόν ώμον μου, καί ή θέλω σέ διασώσει, ή θά χαθώμεν καί οι δύο ομού, αφού πληρώσουν ακριβά τό αίμα μας όσοι πρώτοι μας πλησιάσωσιν." Ενώ εγίνοντο ταύτα εντός της σκηνής, συνήχθη μέγα πλήθος αξιωματικών καί στρατιωτών έξωθεν αυτής καί ανήγγειλαν εις τόν Καρεμφίλμπεην ότι ήρχετο ήδη καί ο Κεκαγιάμπεης. Αλλ' ο Καρεμφίλμπεης, γνωστοποιήσας εις τούς αξιωματικούς τήν επικίνδυνον καί απελπιστικήν θέσιν τού αδελφού του, τούς είπε νά σκεφθώσι μόνοι των περί τής σωτηρίας των, διότι αυτόν δέν πρέπει νά τόν θεωρώσι πλέον μεταξύ τών ζώντων. Τά αυτά ανήγγειλε καί εις τόν Κεκαγιάμπεην διά νά μήν λάβη τόν κόπον νά έλθει εις τήν σκηνήν του Μουστάμπεη. ΆΆμα από στόματος εις στόμα διεδόθη η είδησις αύτη, δεινή απελπισία εκυρίευσεν όλον τό στρατόπεδον. Γενική σιωπή καί κατήφεια επεκράτησε κατά πρώτον, ακολούθως δέ έτρεχον από τό ένα εις τό άλλο μέρος οι στρατιώται ευρίσκοντες τούς φίλους των καί συσκεπτόμενοι περί τού τρόπου τής σωτηρίας των, χωρίς όμως νά λαμβάνωσι κανέν οριστικόν μέτρον. Ο δέ Κεχαγιάμπεης μαθών τήν απηλπισμένην κατάστασιν τού Μουστάμπεη έμεινεν ως απόπληκτος διά τινάς στιγμάς, έπειτα επανελθών εις τήν σκηνήν του έπεσε κατά γής, χωρίς νά δύναται ούτε νά συλλογισθεί ούτε νά πράξει τι πρός σωτηρίαν τού στρατού του. Καθ' ήν στιγμήν εγίνοντο ταύτα, έπιπτε σιγαλή βροχή, η οποία πρό δύο ημερών ηκολούθει σχεδόν αδιάκοπος, αλλά τήν βροχήν ταύτην διεδέχθη xιών, κατ' αρχάς μέν ολίγη καί αραιά, ακολούθως δέ πυκνοτέρα καί εις μεγάλους όγκους, ως σκαμάγκια βαμβακίου, όταν στοιβάζεται. Εις ολίγας στιγμάς όλος ο τόπος ελευκάνθη από τήν χιόνα, καί εις μίαν ώραν, τό βάθος αυτής εγένετο πλειότερον μιάς πιθαμής, ώστε οι ΈΈλληνες, εκτός ολιγοτάτων διατηρούντων τάς θέσεις των, οι λοιποί μετέβησαν εις τάς οικίας διά νά ζεσταθώσιν. Αίφνης ακούεται φωνή, ότι έφυγον οι Τούρκοι καί αμέσως εξέρχονται από τάς οικίας πρός καταδίωξιν αυτών. Αλλά μόλις έκαμαν
1122
ολίγα βήματα, καί ιδόντες τούς εχθρούς διαμένοντας εις τάς ιδίας θέσεις των, επανήλθον πάλιν εις τάς οικίας. Τοιαύτη ήτον η κατάστασις τών πολιορκούντων όταν ο Γκέκας, περί ού προαναφέραμεν, απελπισθείς όλως τού νά επιτύχει άλλο μέσον σωτηρίας, συγκεντρώσας περί εαυτόν τούς ισχυροτέρους καί τολμηροτέρους τών φίλων του, όρμησε νά εξέλθη τών οχυρωμάτων. Επιπεσών δέ εις τούς φυλάττοντας τήν πρός Παρνασσόν οδόν, τούς ηνάγκασε νά ανοίξωσι δίοδον εις αυτόν. Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ Τό κίνημα τών Γκέκηδων επηκολούθησαν οι πλησιέστεροι καί ισχυρότεροι τών Οθωμανών, καί διέβησαν φεύγοντες πρός τό όρος, έως πεντακόσιοι ή εξακόσιοι οι λοιποί επηκολούθουν καθ' ας δυνάμεις είχεν έκαστος εξερχόμενοι τού στρατοπέδου. Είχον ήδη εξέλθει οι πλειότεροι, όταν οι υπηρέται τού Κεχαγιάμπεη επαρακάλουν αυτόν νά αναχωρήση. Εκίνησε καί αυτός μηχανικώς, περιφρουρούμενος από τούς μεθ' εαυτού, αλλά τό πράγμα είχε λάβει άλλην μορφήν μεταξύ τών στρατιωτών τής πολιορκίας. Οι αποσυρθέντες καί αφήσαντες τήν δίοδον ανοικτήν εις τούς Τούρκους ανήγγειλαν αμέσως τήν φυγήν εις τόν Καραϊσκάκην, καί εζήτουν βοήθειαν διά νά καταδιώξωσι τούς εχθρούς. Ο Καραϊσκάκης εξήλθε τής οικίας του μόνος καί διέταξε πολλούς τών στρατιωτών νά φωνάζωσιν ότι οι Τούρκοι έφυγον, καί νά εξέλθωσιν οι ΈΈλληνες εις καταδίωξιν. Αλλ' οι στρατιώται, απατηθέντες πρό ολίγου διά τής ψευδούς περί φυγής τών Τούρκων φήμης, καί βλέποντες νά πίπτει κατά συνέχειαν καί μέ ορμήν η χιών, ως καί πρότερον, ούτε επίστευον, ούτε προθυμίαν είχον νά δράμωσιν εις καταδίωξιν, ώστε ο Καραϊσκάκης ηναγκάσθη νά φωνάζη καί νά καλή κατ' όνομα τούς σημαντικότερους καί τούς μάλλον φιλοτίμους τών σωματαρχών. Αλλά δυστυχώς, καί οι ολίγοι εξερχόμενοι πρός καταδίωξιν, μή βλέποντες πλέον τούς Τούρκους, διότι από τήν υπερβολήν τής καταπιπτούσης χιόνος δέν ηδύνατο νά βλέπωσιν ούδε πεντήκοντα βήματα μακράν εαυτών καί μή ακούοντες κρότον πυροβόλου διά νά εικάσωσιν εκ τούτου κατά πόσον απείχον οι μαχόμενοι, διευθύνοντο πρός τό τουρκικόν στρατόπεδον διά νά λαφυραγωγήσωσι τά εν αυτώ. ΌΌλα ταύτα έκαμαν τόν Καραϊσκάκην νά νομiζη ότι οι Τούρκοι διέφυγον αβλαβείς, ή ολίγην υποστάντες ζημίαν, καί ήτον εις μεγίστην αδημονίαν. Διά νά ενθαρρύνη δέ επί πλέον τήν καταδίωξιν, υποσχέθη χρηματικήν αμοιβήν, εάν ήθελον φέρει τούς αρχηγούς ζώντας, ή κάν τάς κεφαλάς των, υποσχεθείς αμοιβήν καί δι' εκάστην κεφαλήν Οθωμανού κομιζομένην πρός αυτόν. Αλλ' ο Καραϊσκάκης ευρίσκετο εις άγνοιαν τών γινομένων διότι οι πρώτοι συγκεντρωθέντες ΈΈλληνες, αφού άφησαν καί διέβησαν οι πρώτοι τών Οθωμανών, τών οποίων δέν ηδύναντο ν' αποκρούσωσι τήν ορμήν, διακόψαντες έπειτα τήν σειράν τών φευγόντων,
1123
κατεδίωκον εκ τών έμπροσθέν των τούς έχοντας ακμαιοτέρας τάς δυνάμεις των, καί εφόνευον όσους επρόφθανον, προτιμώντες καί εκ τούτων τούς προοδεύοντας. ΌΌσους δέ άφηνον όπισθέν των, ερχόμενοι άλλοι κατόπιν εφόνευον ή ηχμαλώτιζον. Πολλοί δέ βλαμμένοι εις τούς πόδας, καί μή δυνάμενοι νά βαδίσωσιν, ή πληγωθέντες κάθ' οδόν έπιπτον κατά γής καί επροσποιούντο τόν αποθαμένον, διότι οι πρώτοι απαντώντες αυτούς λαμβάνοντες τά όπλα καί τά κεμέρια των τούς άφηναν πάλιν εξαπλωμένους, νομίζοντες αυτούς νεκρούς. Εκ τούτων πολλοί απωλέσθησαν πλακωθέντες από τήν χιόνα, πολλοί όμως εσυλλήφθησαν αιχμάλωτοι, διότι ερχόμενοι κατόπιν όλων οι ψυχουιοί εκάστης μάγκας, καί οι συνήθως ονομαζόμενοι χαντζαρούλαι, καί μή ευρίσκοντες άλλα λάφυρα επεχείρουν νά λάβουν καί τά ενδύματα τών φονευμένων, όσα ήσαν έτι εις κατάστασιν νά δώσωσιν ωφέλειάν τινα εις αυτούς. Αλλ' όταν ούτοι επεχείρουν νά εκδύσουν τούς νομιζομένους ως νεκρούς, ούτοι ηναγκάζοντο νά δείξωσι πλέον ότι ζώσι, καί νά επικαλεσθώσι τήν συμπάθειαν τών εκδυόντων αυτούς. Πολλοί διά νά σώσωσι τήν ζωήν των, επρότειναν ότι έχουν κρυμμένα χρήματα, καί υπεσχέθησαν νά τά δώσωσιν εις αυτούς, όταν τούς διατηρήσωσι τήν ζωήν. Αλλά τό μέτρον τούτο επέτυχεν εις τούς ηξεύροντας ελληνικά Τούρκους, ή εις τούς γνωρίζοντας τήν αλβανικήν ΈΈλληνας, δυστυχώς όμως δέν ωφέλησε τούς μετά τού Κεχαγιάμπεη. Ούτος, μή έχων ελπίδα νά σωθή διά τής φυγής, εξελθών μέ ολίγους τών υπηρετών του, όσοι δέν ηδύναντο νά φύγωσιν, εκάθησεν επί τινος πέτρας, λέγων τουρκιστί εις τούς επερχομένους ΈΈλληνας νά τόν ζωγρήσωσι (αιχμαλωτίσουν), διότι είναι ο Κεχαγιάμπεης. Τά αυτά εφώναζαν καί περί αυτόν υπηρέται του, αλλ' οι επερχόμενοι κατ' αυτού ΈΈλληνες δέν εγνώριζον τουρκικά. Συνέπεσε δέ νά επέλθωσι κατ' αυτόν τινές εκ τών εξελθόντων από τό Μεσολλόγιον κατά τήν πτώσιν αυτού. Επειδή δέ ούτοι, παθόντες πολλήν φθοράν από τούς κατέχοντας τότε τούς πρόποδας τού όρους Αλβανούς τού Μουστάμπεη, δέν εφρόντισαν ούτε διά τούς λόγους, ούτε διά τάς παρακλήσεις αυτών, ούτε κάν εστοχάσθησαν ότι ζωγρούντες ηδύναντο νά ωφεληθώσι περισσότερον διά τούτο επιπεσόντες κατ' αυτών τούς κατέκοψαν. Αφού προέβη τό σκότος ικανώς, τότε μόλις άφησαν οι ΈΈλληνες τήν δίωξιν καί επανήλθον εις τό χωρίον. Αλλ' όλαι τών επανερχομένων αι πληροφορίαι δέν ήσαν ικαναί νά πείσωσι τόν Καραϊσκάκην περί τού μεγέθους τής φθοράς τών εχθρών. Μολονότι δέ άνθρωποι γνωρίζοντες καλώς τόν Κεχαγιάμπεην, εβεβαίωσαν τόν Καραϊσκάκην, ότι η κομισθείσα αυτώ κεφαλή ήτο πραγματικώς εκείνου, μολονότι εκομίσθη καί η κεφαλή τού Μουστάμπεη, τήν οποίαν φέροντες μεθ' εαυτών οι περί τόν Καρεμφίλμπεην φεύγοντες, έρριψαν παρά τήν οδόν καταδιωκόμενοι καί φοβούμενοι μή καταστραφώσι καί αυτοί, μόλα ταύτα ήτον εις
1124
αγωνίαν δι' όλης τής νυκτός, ότι δέν έπαθαν οι εχθροί όσα ήτο δυνατόν νά πάθωσιν. Αλλά τήν επιούσαν, πρίν έτι ανατείλει ο ήλιος, τό μεγαλύτερον μέρος τού στρατού διευθύνθει πρός τό μέρος, όθεν διευθύνθησαν φεύγοντες οι εχθροί, διά νά εύρη λάφυρα καί νά φέρη κεφαλάς, διότι, ως προείπομεν, ο Καραϊσκάκης είχεν υποσχεθεί αμοιβήν δι' εκάστην κεφαλήν. ΈΈκαστος δέ τούτων λαμβάνων όσα εύρισκε λάφυρα καί μίαν κεφαλήν επανήρχετο, ώστε βλέπων ήδη τό πλήθος τών κεφαλών ο Καραϊσκάκης μόλις εβεβαιώθη περί τού μεγάλου τών Τούρκων ολέθρου, αλλά καί ούτως δέν εγνωρίσθη ακριβώς τό κακόν διότι πολλοί τών Τούρκων αποπλανηθέντες τήν νύκτα, ως μή ευρίσκοντες διέξοδον, εξαπλούντο επί τής χιόνος διά νά ξενυκτήσωσι καί εσκεπάζοντο από ετέραν, ήτι εξηκολούθει πίπτουσα δι' όλης τής νυκτός, ώστε πολλά πτώματα ανεκαλύφθησαν τήν επομένην άνοιξιν, καί πολλοί τών χωρικών έλαβαν σημαντικάς ωφελείας από τά όπλα καί τά χρήματα αυτών.» Μάχη στό Τουρκοχώρι Ελάτειας (7 Δεκεμβρίου 1826) Μετά τήν καταστροφή τών Τούρκων στήν Αράχωβα, ο Καραϊσκάκης έστειλε τούς Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δράκο καί Λάμπρο Βέϊκο νά πολιορκήσουν τά Σάλωνα, τούς Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Γιάννη Ρούκη καί Χριστόφορο Περραιβό νά καταλάβουν τή Βελίτσα (ΆΆνω Τιθωραία) καί τόν Γιάννη Μπαϊρακτάρη νά οχυρώσει τό Δίστομο. Η Βελίτσα ήταν ένα άριστα οχυρωμένο χωριό καί συχνά χρησίμευε ως καταφύγιο γιά τά κατατρεγμένα γυναικόπαιδα. Οι ΈΈλληνες κατέλαβαν εύκολα τή Βελίτσα καί στίς 29 Νοεμβρίου 1826 έφθασε καί ο αρχιστράτηγος, ο οποίος συσκέφθηκε μέ τούς άλλους αρχηγούς γιά νά οργανώσουν τίς μελλοντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις καί κυρίως γιά νά διακόψουν τίς επικοινωνίες τού Κιουταχή μέ τή Λαμία. Στίς 4 Δεκεμβρίου 1826, ένας χωρικός από τή Δαμάστα έδωσε τήν πληροφορία στόν Καραϊσκάκη ότι πεντακόσιοι Τούρκοι ιππείς μέ επικεφαλής τόν Οσμάν μπέη Κόρτζα είχαν ξεκινήσει από τό Ζητούνι μέ 2000 φορτηγά ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες γιά τόν στρατό τού Κιουταχή. Η διαδρομή πού θά ακολουθούσε ο εχθρός περνούσε από τή Μπουντουνίτσα (Μενδενίτσα), τή Φοντάνα (στενό ορεινό πέρασµα τού Καλλίδροµου, ανάµεσα στά χωριά Ρεγκίνι καί Μόδι) καί τό Τουρκοχώρι Ελάτειας. Τά χαράματα τής 7ης Δεκεμβρίου 1826, οι ΈΈλληνες έπιασαν τίς δασωμένες πλαγιές τού βουνού έξω από τό ερειπωμένο Τουρκοχώρι καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του κρύφτηκε στό χωριό Μόδι. Η χωσιά (ενέδρα) ήταν άρτια οργανωμένη καί οι Τούρκοι θά πάθαιναν τήν ίδια καταστροφή πού είχαν πάθει στά γειτονικά Βασιλικά τό 1821, εάν
1125
κάποιοι απρόσεκτοι ΈΈλληνες στρατιώτες δέν πρόδιδαν τήν θέση τους στούς προπορευόμενους Τούρκους ιππείς. Οι ΈΈλληνες επιτέθηκαν αλλά δέν σκότωσαν παραπάνω από 100 Τούρκους δεδομένου ότι ο εχθρός πρόλαβε νά οργανώσει τήν άμυνά του. Ολόκληρο όμως τό φορτίο πού συνόδευαν οι Τούρκοι ιππείς πέρασε στά χέρια τών Ελλήνων, οι οποίοι μέσα στή λαχτάρα τους νά τό λαφυραγωγήσουν, άφησαν ακάλυπτο τόν αρχηγό τους πού κινδύνεψε σοβαρά νά συλληφθεί από τούς εχθρούς. Οι Σουλιώτες τού Γιαννούση Πανομάρα καί τού Νάσου Κουτσονίκα άκουσαν τίς φωνές τού Καραϊσκάκη καί κατάφεραν νά τόν απεγκλωβίσουν από τόν εχθρικό κλοιό. ΈΈνας από τούς αρχηγούς τής συνοδείας, ο γιός τού Πασόμπεη Μεχμέτ πασάς, σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν Καραϊσκάκη. «Μετά τήν λαμπροτάτην ταύτην κατά τού Μουστάμπεη νίκην, ο Καραϊσκάκης εθεώρησεν αναγκαιότατον νά πολιορκήση τούς εν Σαλώνοις Οθωμανούς, κατά τών οποίων έστειλε τόν Λάμπρον Βέϊκον καί Γεώργιον Δράκον, Σουλιώτας, αυτός δέ τήν 29ην τού 9βρίου εκίνησε διά τήν Βελίτσα (Τιθωραία), αφού πρώτον εξαπέστειλε μίαν εμπροσθοφυλακήν διά νά τήν προκαταλάβουν, φθάσας δέ εις αυτήν έμαθεν ότι εκ Ζητουνίου (Λαμίας) είχον αναχωρήσει πεντακόσιοι εχθροί υπό τόν Μεχμέτ πασσά υιόν τού Πασιόμπεϊ, καί τόν Χασάνμπεϊ Κόρτζα, οίτινες συνώδευον δύω χιλιάδας ζώα, κομίζοντα εις τό στρατόπεδον τροφάς καί άλλα αναγκαία καί ότι ταύτα μετά τής φρουράς των τήν επιούσαν (επομένην) μετέβαιναν διά τής Φοντάνας εις τό Τουρκοχώρι. Κατεσπευσμένως λοιπόν κατέλαβε τό Τουρκοχώριον τήν 7ην 10βρίου, οι δέ εχθροί εισήλθον ανύποπτοι. Οι ΈΈλληνες έχοντες επί κεφαλής τόν Καραϊσκάκην επέπεσαν κατ' αυτών ως κεραυνοί καί τούς διεσκόρπισαν καί κατεδίωξαν μέχρι τής Μενδενίτσας φονεύσαντες μέχρι τούς 30, επήραν δέ καί χίλια ζώα μέ φορτώματα των εκ διαφόρων πραγμάτων, ακολούθως επροχώρησε μέχρι τών χωρίων τής Υπάτης, αλλ' ελθούσης εις αυτόν ειδήσεως, ότι ο Καρύστιος Ομέρ πασσάς ητοιμάζετο νά εκστρατεύση κατά τών επαρχιών τής Στερεάς επανήλθεν εις Ράχωβαν, ακολούθως εξεστράτευσεν εις Λιδωρίκι καί εκείθεν εξαπέστειλε τόν Ξύδην, τόν Καλύβαν, καί έπειτα τόν Μακρήν εις Κράβαρα, οίτινες απέκλεισαν τούς εκεί ευρισκομένους Τούρκους εντός τών Λομποτινών (ΆΆνω Χώρα Ναυπακτίας), καί τούς οποίους συνέλαβαν καί τούς απέστειλαν εις τήν κυβέρνησιν ζώντας. Φθάσας δέ μέ τούς υπ' αυτόν ο Καραϊσκάκης εις τό Λιδωρίκι έμαθεν ότι χίλιοι πεντακόσιοι εχθροί υπό τόν Βελήν Αγά Γρεβενίτην διερχόμενοι διά τής Δυτικής Ελλάδος έφθασαν εις τήν Ναύπακτον καί εντεύθεν μετέβαινον διά τό στρατόπεδον τού Κιουταχή εις Αθήνας. Εξήλθεν απέναντι αυτών, ούς καί απήντησεν εις τό χωρίον Ομέρ Εφέντη (Καστράκι) έξωθεν τής Ναυπάκτου, επιτεθείς δέ κατ' αυτών τούς διεσκόρπισε καί τούς επέταξε πέραν τού Μόρνου καί τοιούτος τρόμος
1126
τούς κατέλαβεν ώστε δέκαν μόνο ιππείς τού Χατζημιχάλη τούς κατεδίωξαν μέχρι τών πυλών τής Ναυπάκτου. Αι φήμαι τών νικών τών υπό τόν Καραϊσκάκην Ελλήνων διαδοθείσαι καθ' όλην τήν Ελλάδα ενέπλησαν χαρά καί θάρρος άπαντας, τόν δέ αρχηγόν τού οθωμανικού στρατού τών Αθηνών Κιουταχήν κατεθορύβησε καί απήλπισεν, ώστε δέν ήξευρεν τί περί τούτου ν' αποφασίση. Εσκέπτετο δέ νά εξέλθη καί μόνος του διά νά τούς πολεμήση καί ν' αναχαιτίση τήν πρόοδόν των, αλλ' εφοβείτο τήν διάλυσιν τής πολιορκίας τής ακροπόλεως. Επί τέλους δέ απεφάσισε νά εξαποστείλη αντ' αυτού τόν Καρύστιον Ομέρ πασσάν μετά τού αδελφού τού Μουστάμπεϊ Καροφίλμπεϊ επί κεφαλής δύω χιλιάδων πεζών καί πεντακοσίων ιππέων, τούς οποίους εξεκίνησεν καί τήν 17ην Ιανουαρίου τού έτους 1827 τό πρωΐ ενεφανίσθησαν έξωθεν τού χωρίου Διστόμου, τό οποίον κατείχετο από τριακοσίους Σουλιώτας υπό τόν Νότη Μπότσαρη, Γεώργιο Καραΐσκο, Κουτσονίκα, Χρήστο Κουτσονίκα, Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, Νικόλαον Κάσκαρην καί Ιωάννην Μπιλπίλην Ευβοέα.» Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα. ΎΎστερα καί από αυτή τή νίκη του, ο Σταυραετός τής Ρούμελης, επέστρεψε στήν Αράχωβα, αφού όμως ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τή δυνατή βροχή καί τή λάσπη, η οποία τού προκάλεσε τόν θάνατο τεσσάρων ανδρών στά χωριά Σουβάλα (Πολύδροσο) καί Αγόριανη. Στή συνέχεια ο ΈΈλληνας αρχιστράτηγος πήγε στά Κράβαρα γιά νά αντιμετωπίσει τά εχθρικά αποσπάσματα πού είχαν εξορμήσει από τό Μεσολόγγι καί είχαν καί τή συνεργασία τού προσκυνημένου οπλαρχηγού Ανδρέα Σαφάκα. Στά Λαμποτινά Ναυπακτίας (ΆΆνω Χώρα) οι Δημήτριος Μακρής, Ξυδής καί Καλύβας αιχμαλώτισαν ένα τουρκικό απόσπασμα πού ήταν στήν περιοχή καί λεηλατούσε τά χωριά. Εκεί ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε γιά τήν εισβολή τού Ομέρ πασά τής Ευβοίας στήν Ανατολική Στερεά καί έτσι αναγκάστηκε νά επιστρέψει στή Βελίτσα. Μάχη στό Δίστομο (17 Ιανουαρίου 1827) Ο Κιουταχής ανήσυχος μέ τίς εξελίξεις στή Στερεά Ελλάδα, έδωσε εντολή στόν ικανότατο Ομέρ πασά νά εκστρατεύσει μέ ισχυρό στράτευμα καί νά εξουδετερώσει τόν Καραϊσκάκη. Πράγματι ο πασάς τής Εύβοιας μέ τρείς χιλιάδες ασκέρι, κινήθηκε πολύ γρήγορα καί στίς 17 Ιανουαρίου 1827, πρίν ακόμα φέξει, βρέθηκε έξω από τό Δίστομο. Στό χωριό είχαν οχυρωθεί μόλις τετρακόσια παλληκάρια, μέ αρχηγούς τούς Κώστα Μπότσαρη, Γιάννη Μπαϊρακτάρη, Νικόλαο Μπότσαρη, Βασίλη Μπούσγο, Μήτρο Τριανταφύλλου, Κουτσονίκα, Πάσχο Κοσμά, Κάσκαρη καί Γιάννη Μπιρμπίλη. Οι ΈΈλληνες μόλις συνειδητοποίησαν
1127
τό μέγα πλήθος τών εχθρών κλείστηκαν στά δυνατότερα σπίτια τού χωριού καί αμέσως έστειλαν αγγελιοφόρους στά Σάλωνα ζητώντας επειγόντως βοήθεια. Ο Ομέρ πασάς εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση μέ όλες τίς δυνάμεις τού στρατού του γιά νά καταλάβει πάσει θυσία τό Δίστομο. Οι αμυνόμενοι πολέμησαν μέ αυτοθυσία, αλλά οι Τούρκοι κατέλαβαν τά πρώτα σπίτια τού χωριού, καθώς καί τό λόφο τού Προφήτη Ηλία, στά νώτα τών Ελλήνων, αποκλείοντας κάθε διέξοδο διαφυγής. Οι Σουλιώτες καί οι Ρουμελιώτες αγωνιστές, ήταν αποφασισμένοι νά διενεργήσουν έξοδο μέ τά σπαθιά στά χέρια γιά νά μήν πέσουν ζωντανοί στά χέρια τού εχθρού, αλλά τήν τελευταία ώρα κατέφθασε ο Γεώργιος Δράκος μέ διακόσιους άνδρες καί ανακατέλαβε τόν λόφο τού Προφήτη Ηλία από τούς Τούρκους, δίνοντας νέες ελπίδες στούς αποκλεισμένους ΈΈλληνες. Στή μάχη εκείνης τής ημέρας σκοτώθηκαν 80 Τούρκοι καί δύο Σουλιώτες. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατέφθασε από τή Βελίτσα (ΆΆνω Τιθωρέα) στίς 20 Ιανουαρίου μέ τετρακόσιους άνδρες. Τό απόγευμα παρατηρώντας μέ τό κιάλι του τό Δίστομο, διαπίστωσε ότι ήταν περικυκλωμένο από τούς εχθρούς. Στή σύσκεψη πού ακολούθησε οι υπαρχηγοί τού πρότειναν νά ακολουθήσουν πλάγια μονοπάτια καί νά εισέλθουν στό Δίστομο από τήν απέναντι πλευρά. Ο αρχιστράτηγος όμως αντιπρότεινε νά περάσουν τό ίδιο βράδυ μέσα από τό εχθρικό στρατόπεδο καί νά μπούν έτσι στό Δίστομο, προκαλώντας πανικό στούς Τουρκαλβανούς τού Ομέρ τής Καρύστου. Αμέσως έστειλε μαντατοφόρο στούς πολιορκημένους ΈΈλληνες τού Διστόμου νά είναι σέ κατάσταση επιφυλακής καί σέ περίπτωση πού θά ακούσουν πυροβολισμούς νά πραγματοποιήσουν έξοδο καί νά αιφνιδιάσουν καί αυτοί μέ τή σειρά τους τούς μουσουλμάνους. Οι ΈΈλληνες ξεκίνησαν τό ίδιο βράδυ μέ επικεφαλής τόν Καραϊσκάκη καί διέσχισαν τό εχθρικό στρατόπεδο, σκοτώνοντας αθόρυβα όποιον Τούρκο συναντούσαν. Ο αρχηγός οδηγούσε τούς άνδρες του αλλά όταν αυτοί έφθασαν στό μέσον τού στρατοπέδου, οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό καί άρχισαν νά πυροβολούν στά τυφλά. Οι ΈΈλληνες τότε άρχισαν νά τρέχουν πυροβολώντας μέ τή σειρά τους δεξιά καί αριστερά. Δυστυχώς όμως, ο μαντατοφόρος πού είχε στείλει ο Καραϊσκάκης δέν είχε φθάσει ποτέ στό Δίστομο καί έτσι οι άνδρες τού Δράκου καί τού Μπότσαρη δέν επιτέθηκαν στό εχθρικό στρατόπεδο, τό οποίο δέν υπέστη σημαντική ζημιά. Παρόλη τήν ασυνεννοησία τών Ελλήνων, τό όφελος πού αποκόμισαν ήταν μεγάλο αφού ενισχύθηκε σημαντικά η ψυχολογία τους, αντίθετα μέ τόν Ομέρ πασά πού θεώρησε μεγάλη προσβολή τήν νυκτερινή εισβολή στό στρατόπεδό του από μερικούς απίστους καί γιά παραδειγματισμό, αποκεφάλισε όλους τούς σκοπούς εκείνης τής βάρδιας. Τίς επόμενες ημέρες οι Τούρκοι δέν τόλμησαν νά επιτεθούν παρά τήν
1128
αριθμητική τους υπεροχή καί αδράνησαν περιμένοντας ενισχύσεις. Στίς 31 Ιανουαρίου 1827, οι ΈΈλληνες πού κατείχαν τό Στείρι, ανατολικά από τό Δίστομο, βγήκαν νά αρπάξουν τά άλογα τών Τούρκων πού τά είχαν βγάλει γιά βοσκή καί ξεκίνησε μία αψιμαχία η οποία όμως μετατράπηκε σέ σκληρή μάχη. Οι ΈΈλληνες είδαν έκπληκτοι νά καταφθάνουν από μακρυά δύο τάγματα τού οθωμανικού τακτικού στρατού, μέ ευρωπαϊκού τύπου στολές καί μέ λογχοφόρα όπλα, τά οποία πραγματοποίησαν αμέσως επίθεση μέ άψογη παράταξη. Οι Ρουμελιώτες τρόμαξαν από τό νεοφερμένους καί υποχώρησαν μέ αταξία, μέ αποτέλεσμα οι εχθροί νά τούς καταδιώξουν μέχρι τό Δίστομο. Ο πανικός ανάγκασε τόν Καραϊσκάκη νά τρέξει μέ μερικούς αγωνιστές νά βοηθήσει τούς υποχωρούντες ΈΈλληνες καί τότε ήταν πού κινδύνεψε ο αρχηγός νά συλληφθεί ζωντανός από τούς Τούρκους, αλλά στήν δύσκολη εκείνη ώρα έτρεξε ο Σουλιώτης Διαμαντής Ζέρβας καί τόν έσωσε. Στίς 3 Φεβρουαρίου 1827, τά ίδια τάγματα τού τουρκικού τακτικού στρατού επιχείρησαν επίθεση κατά τού Διστόμου, χωρίς νά ζητήσουν τή βοήθεια τών ατάκτων Αλβανών στούς οποίους έδειχναν ανοικτά τήν περιφρόνησή τους. Ο Καραϊσκάκης ειδοποιήθηκε από έναν άτακτο Αλβανό γιά τήν επικείμενη επίθεση καί οργάνωσε κατάλληλα τήν άμυνά του. Πιό συγκεκριμένα έδωσε εντολή νά μήν πυροβολούν όλοι οι ΈΈλληνες, παρά οι μισοί καί οι υπόλοιποι μισοί νά τούς γεμίζουν τά όπλα, ούτως ώστε τό πύρ νά είναι ακατάπαυστο. Αυτή η τεχνική απέδωσε καρπούς καί οι Τούρκοι τακτικοί εγκατέλειψαν τήν προσπάθεια κατάληψης τού χωριού, αφήνοντας 100 νεκρούς στό πεδίο τής μάχης εν μέσω αποδοκιμασιών από τούς ατάκτους Αλβανούς στρατιώτες. Δύο ημέρες αργότερα, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διέταξε ξαφνική επίθεση. Οι ΈΈλληνες επιτέθηκαν κατά τού τουρκικού στρατοπέδου καί έφθασαν μέχρι τίς σκηνές τους σκορπώντας τόν πανικό καί τό θάνατο. ΉΉταν τέτοιο τό κτύπημα, ώστε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν νά υποχωρήσουν στούς γειτονικούς λόφους καί νά διανυκτερεύσουν πολύ μακρυά από τίς αρχικές τους θέσεις. «ΌΌταν ο Καραϊσκάκης έφθασεν εις Βελίτζαν, εβεβαιώθη θετικώς ότι οι εχθροί επήγαν εις Δίστομον, όντες έως τέσσαρες χιλιάδες τόν αριθμόν καί έχοντες επί κεφαλής τόν Ομέρ πασάν. Ο Καραϊσκάκης υποπτεύων μήπως συμβή τι απευκταίον εις τούς εις Δίστομον, όντας ολίγους ως πρός τοιαύτην εχθρικήν δύναμιν, απεφάσισε νά υπάγη εις βοήθειάν των αμέσως. Εσχεδίασεν όμως νά πράξη καί καθ' οδόν κανέν αξιόλογον έργον. Απέστειλε λοιπόν πεζοδρόμον διά νά ειδοποιήση, τούς εις Δίστομον ΈΈλληνας ότι έμελλεν εκείνην τήν νύκτα νά υπάγη εις βοήθειάν των καί ότι έμελλε νά επιπέση εις τό εχθρικόν στρατόπεδον. Παρεκινούσε δέ καί αυτούς νά μένωσιν άγρυπνοι καί νά ήναι έτοιμοι ώστε, άμα ακούσωσι τήν συμπλοκήν, νά εξέλθωσιν από τάς οικίας κατά τών εχθρών.
1129
Περί τήν δεκάτην ώραν τής ημέρας εκίνησεν από Βελίτζαν μέ τετρακοσίους στρατιώτας καί αξιωματικούς. ΉΉσαν δέ όλοι πεζοί κατά παραγγελίαν τού αρχηγού, καί τούτο διά νά μην εννοηθώσιν από τούς εις Δαύλειαν στρατοπεδεύοντας εχθρούς, όθεν αναγκαίως έπρεπε νά διαβώσι. Δέν ηθέλησεν ουδέ ο ίδιος νά λάβη ίππον, μ' όλον ότι όλοι τόν παρεκίνησαν επιμόνως. Διά τό βαθύ τής νυκτός σκότος, διά τήν ανωμαλίαν τών δρόμων καί διά τάς πολλάς περιστροφάς, μόλις δύο ώρας πρίν εξημερώση επλησίασαν εις τό εχθρικόν στρατόπεδον, χωρίς νά εννοηθώσι διόλου από τούς φύλακας, καί εμβαίνουν εις αυτό φωνάζοντες καί τουφεκίζοντες. Αλλ' επειδή δέν είδον νά γένη ταυτοχρόνως κανέν κίνημα καί από τούς εις Δίστομον κατά τήν παραγγελίαν τού Καραϊσκάκη, δέν επέμειναν εις μάχην, αλλά διαβάντες διά μέσου τών σκηνών τού εχθρού τουφεκίζοντες, έφθασαν εις Δίστομον. Οι εχθροί δέν ετόλμησαν νά εξέλθωσι κατ' αυτών, περιωρίσθησαν δέ μόνον εις τό νά φωνάζωσι καί νά τουφεκίζωσι από τάς σκηνάς των. Από τούς ΈΈλληνας εφονεύθησαν μόνον δύο καί αιχμαλωτίσθη είς, τών δέ εχθρών η ζημία κυρίως μέν δέν έγεινε γνωστή, πιθανολογείται όμως νά ήτον όχι μικρά. Οι εις Δίστομον δέν εκινήθησαν κατά τού εχθρικού στρατοπέδου, διότι ο πεζοδρόμος δέν υπήγεν εν καιρώ νά τούς γνωστοποιήση τήν παραγγελίαν τού Καραϊσκάκη. Ελυπήθησαν μεγάλως διότι δέν ηδυνήθησαν νά συμπράξωσιν εις έν σχέδιον, τό οποίον έμελλεν ίσως νά επιφέρη τόν όλεθρον τού εχθρού. Ο Ομέρ πασσάς, αρχηγός τών Τούρκων εις τήν εκστρατείαν ταύτην, τόσον εξεπλάγη διά τήν αιφνίδιον παρουσίαν τού Καραϊσκάκη καί διά τό τόσον τολμηρόν τούτο επιχείρημα, ώστε τήν επομένην ημέραν τούς μέν στρατιώτας, τούς όντας εις νυκτερινήν φυλακήν, απεκεφάλισε διότι δέν εννόησαν τήν διάβασιν τών Ελλήνων, εις δέ τάς θέσεις του ωχυρώθη καλλίτερον καί συγχρόνως έστειλε καί διά νέαν βοήθειαν, ως από αυτομόλους εγένετο φανερόν. Ενταύθα ας οπισθοδρομήσωμεν ολίγον διά νά αναφέρωμεν τι έπραξεν ο Ομέρ πασσάς, άμα έφθασεν εις Δίστομον, καί πώς τόν αντέκρουσαν οι φυλάττοντες ταύτην τήν θέσιν ΈΈλληνες. Ο Ομέρ πασσάς διωρίσθη νά υπάγη νά λύση τήν πολιορκίαν Σαλώνων, αλλ' επειδή δέν ετόλμα νά εισβάλη εις ταύτην τήν επαρχίαν, αφίνων τρόπον τινά εις τά οπίσθιά του τούς εις Δίστομον ΈΈλληνας, απεφάσισε νά κινηθή πρώτον κατ' αυτών διά νά τούς καταστρέψη καί νά κάμη ασφαλή τήν διάβασιν του. Ετοιμάσας λοιπόν τάς δυνάμεις του μετέβη τήν 16ην Ιανουαρίου 1827 εις Δίστομον, πλησίον τού οποίου καί εστρατοπέδευσε. Θέλων δέ νά δοκιμάση τάς δυνάμεις τών Ελλήνων καί νά οδηγηθή επομένως εις τήν οποίαν εμελέτα νά κάμη επίθεσιν, έπεμψεν έν σώμα πεζών καί ιππέων διά νά ακροβολισθή μέ αυτούς. Ιδών δέ ότι αι δυνάμεις ήσαν ολιγώταται, απεφάσισε νά κάμη τήν επομένην ημέραν γενικήν εις τό χωρίον έφοδον. ΆΆμα ανέτειλεν ο ήλιος, ήρχισεν ο κανονοβολισμός. ΈΈν μέγα
1130
κανόνιον, τοποθετημένον ολίγον μακρύτερον βολής τουφεκίου από τό χωρίον, διευθύνετο ως επί τό πλείστον εις τόν κατά πρόσωπον τού χωρίου τότε νεωστί κατασκευασθέντα πύργον. Αφ' ού έγεινεν ικανή βλάβη τόσον εις αυτόν, καθώς καί εις άλλας τινάς οικίας, εδόθη τό σημείον τής εφόδου. ΌΌλοι οι εχθροί αλαλάζοντες καί τουφεκίζοντες επιπίπτουν εις τό χωρίον από τρία διάφορα μέρη, από μέν τά δεξιά οι Αλβανοί, έχοντες επί κεφαλής τόν Καρεμφίλμπεην, αδελφόν του εις Αράχωβαν φονευθέντος Μουσταφάμπεη, από δέ τά αριστερά οι Γκέκηδες υπό τόν Οσμάν πασάν, κατά πρόσωπον δέ αυτός ο Ομέρ πασάς μέ τούς Χαλντούπηδες. ΌΌλοι εισήλθον ταυτοχρόνως εις τό χωρίον καί εκυρίευσαν τάς πλειοτέρας οικίας, τάς οποίας δέν εδύναντο νά κατέχωσιν οι ΈΈλληνες, ως όντες ολίγοι. Εφώρμησαν έπειτα καί εις εκείνας, εις τάς οποίας ήσαν κλεισμένοι οι ΈΈλληνες, ώστε κατήντησαν εις μερικάς ν' αποσπώσι τά ξύλα τής στέγης καί νά κρημνίζωσι τάς κεραμίδας. Από τούς φυλάττοντας τήν επί τού λόφου εκκλησίαν ΈΈλληνας κατέβησαν μερικοί πρός βοήθειαν τών πολεμούντων εις τάς οικίας. Συνέβη ταυτοχρόνως νά φονευθή καί είς σημαντικός Τούρκος από τούς κατά πρόσωπον προσβάλλοντας, ώστε είτε διά τό έν, είτε διά τό άλλο συμβεβηκός δειλιάσαντες οι εχθροί ετράπησαν εις φυγήν, καί οι ΈΈλληνες εξελθόντες από τάς οικίας τούς κατεδίωξαν ολίγα βήματα πρός τό στρατόπεδόν των. Δέν επρόλαβον όμως νά φύγωσι συγχρόνως καί οι από τά δεξιά προσβαλόντες καί διά τούτο, ως μείναντες ύστεροι, εζημιώθησαν περισσότερον από τούς λοιπούς. Περί τό εσπέρας έφθασεν από Σάλωνα καί ο Γεώργιος Δράκος, ο οποίος ορμήσας αμέσως κατά τών υπό τόν Καρεμφίλμπεην Αλβανών, τοποθετημένων επί τού πρός τά δεξιά τού Διστόμου λόφου, τούς ηνάγκασε νά φύγωσι καί νά τοποθετηθώσι πλησίον τού στρατοπέδου των. Εις ταύτην τήν μάχην οι φονευμένοι τών εχθρών ήσαν πολλοί, αλλά τούς μέν πεσόντας εις τήν έφοδον τούς έλαβον οι εχθροί καί τούς μετεκόμισαν εις τό στρατόπεδόν των, όσοι δέ πεσόντες περί τό χωρίον εγυμνώθησαν από τούς ΈΈλληνας ήσαν υπέρ τούς 80. Από δέ τούς ΈΈλληνας εφονεύθησαν δύω καί επληγώθησαν οκτώ, μεταξύ τών οποίων καί ο Νικόλαος Μπότσαρης. Αναπαυθείς ολίγον ο Καραϊσκάκης, άμα εφάνη η ημέρα, περιήλθε τό ελληνικόν στρατόπεδον καί επαρατήρησε τάς παρά τών εχθρών κατεχομένας θέσεις. Ιδών δέ ότι επί τής κορυφής τινος λοφιδίου πρό τού χωρίου επροσπαθούσαν οι εχθροί νά κατασκευάσωσι προμαχώνα, τό οποίον ήθελεν αποβή φθοροποιόν εις τούς ΈΈλληνας, απεφάσισε νά τούς αντικρούση εις τόν σκοπόν των καί νά ματαιώση τό σχέδιόν των. ΌΌθεν διώρισε νά γεμισθώσι μέ χώμα μερικά δέρματα καί καλάθια καί αφ' ού ετοιμάσθησαν, παρακινήσας τούς στρατιώτας, επεχείρησε διά νυκτός ν' αναβή εις τήν κορυφήν τού λοφιδίου, τήν οποίαν δέν είχον κυριεύσει ακόμη οι εχθροί, ως κτυπώμενοι από τάς οικίας καί από τούς εν τή εκκλησία ΈΈλληνας. Προτάξας λοιπόν τά δέρματα ταύτα, ανήγειρε
1131
λιθόκτιστον πρόχειρον οχύρωμα μόλις τεσσαράκοντα βήματα απέχον τού εχθρού καί τούτο ασφάλισε τό χωρίον από ένα όχι μικρόν κίνδυνον. Ο δέ Ομέρ πασσάς πληροφορηθείς διά τής πείρας ότι δέν ήτον πλέον δυνατόν νά κυριεύση εξ εφόδου τό χωρίον, διέθεσε τό στρατόπεδόν του διά πολιορκίαν. Αφ' ετέρου πάλιν μέρους ο Καραϊσκάκης βλέπων ότι δι' εφόδου ή συμπλοκής κατά πρόσωπον δέν ήτον δυνατόν νά καταστρέψη τούς εχθρούς, εστοχάσθη νά τούς αποκλείση πιάνων τάς δύω οδούς από τάς οποίας εφέροντο αι τροφαί εις τούς εχθρούς. Διώρισε λοιπόν επί τούτω τώ σκοπώ νά έλθωσιν εις Δίστομον τά εις Σάλωνα, καί Λιδωρίκι ευρισκόμενα στρατεύματα, αφ' ού μείνωσιν εις έκαστον μέρος ολίγοι μόνον πρός υπεράσπισιν τών κατοίκων. Ετοποθέτησε δέ εις μέν τήν Αράχωβαν τόν Γεώργιον Δυοβουνιώτην καί Κ. Πανουργιάν, εις δέ τό Στείρι τόν Γιαννούσην καί τό ιππικόν, καί τούς διώρισε νά προσμείνωσιν έως ου νά συνέλθη η αναγκαία δύναμις καί νά παρουσιασθή ο ανήκων καιρός πρός εκτέλεσιν τού σχεδίου τής αποκλείσεως. Εν τοσούτω, επειδή τό εχθρικόν κανόνιον εμψύχωνε τούς Τούρκους καί έφερεν αθυμίαν εις τούς ΈΈλληνας, διώρισε καί αυτός καί έφεραν δύω κανόνια καί αντεκτύπα τόν εχθρόν. Παρήλθαν ικαναί ημέραι καί εκτός ακροβολισμών τινών, κανέν άλλο σημαντικόν έργον δέν επράχθη ούτε από τό έν, ούτε από τό άλλο μέρος. Αλλά τήν 31ην Ιανουαρίου 1827 συνέβη μία μάχη, εις τήν οποίαν μόνην καθ' όλον τό διάστημα τής εκστρατείας ενικήθησαν οι ΈΈλληνες καί υπέπεσον εις αισχράν φυγήν· αλλά καί τούτο συνετέλεσεν εις τό νά δοξάση περισσότερον τόν Καραϊσκάκην, ο οποίος εφάνη πολύ σημαντικώτερος, παρά αν ήθελε κατορθώσει αξιόλογον νίκην. Στρατιώται τινες από τούς εις Στείρι ευρισκομένους, παρατηρήσαντες ότι αερικά ζώα τών εχθρών βόσκοντα αφύλακτα απεμακρύνθησαν ολίγον από τό εχθρικόν στρατόπεδον, ώρμησαν κατ' αυτών καί περικυκλώσαντές τα, τά έλαβον καί επέστρεφον εις τόν τόπον τής κατοικίας των. Εβγήκαν πρός καταδίωξιν αυτών μερικοί από τούς πλησιέστερον ευρεθέντας εχθρούς, άλλοι δέ ηκολούθουν κατόπιν. Οι δέ εις Στείρι, βλέποντες ότι εκινδύνευουν περικυκλωθώσιν οι φέροντες τά ζώα, εξήλθον όλοι εις βοήθειαν καί απαντήσαντες τούς πρώτους τών εχθρών, τούς έτρεψαν εις φυγήν. Θέλων νά ωφεληθή από τήν περίστασιν ταύτην ο Καραϊσκάκης, διώρισε νά υπάγωσι καί μερικοί από τούς εν Διστόμω πρός ενδυνάμωσιν τών από Στείρι εξελθόντων. ΌΌλοι ομού λοιπόν διώκοντες τούς εχθρούς, έφθασαν έως βολήν τουφεκίου πλησίον τού στρατοπέδου αυτών καί καταλαβόντες ένα λόφον εκτυπούσαν τούς Τούρκους, οι οποίοι δέν ετολμούσαν νά εξέλθωσιν από τό στρατόπεδόν των. Ο Καραϊσκάκης επιθυμών νά κάμη σημαντικήν τινα βλάβην εις τούς εχθρούς, έκρινεν αναγκαίον νά διαμείνωσιν οι ΈΈλληνες καί τήν επερχομένην νύκτα εις τάς οποίας ευρίσκοντο θέσεις καί επομένως νά βάλη εις ενέργειαν τό σχέδιον τής αποκλείσεως. Επειδή δέ ο
1132
λόφος, επί τού οποίου είχον τοποθετηθή οι ΈΈλληνες, επεριτριγυρίζετο από πεδιάδα, φοβούμενος μήπως περικυκλωθώσιν είτε διά τού ιππικού τών εχθρών, είτε διά τινος άλλου ανελπίστου συμβεβηκότος, κατέλαβεν αυτός μέ ολίγους στρατιώτας ένα τόπον πετρώδη εν τώ μέσω τής πεδιάδος καί οχυρωθείς αυτοσχεδίως εις αυτόν αντεπολέμει τούς εχθρούς καί εφύλαττεν ασφαλή τήν κοινωνίαν τών επί τού λόφου Ελλήνων μέ τούς εις Δίστομον. Οι ΈΈλληνες άν καί ήσαν άγρυπνοι εις τάς φυλακάς καί εν μέρει δέν απείχον από τό εχθρικόν περισσότερον από τεσσαράκοντα βήματα, μ' όλον τούτο δέν ημπόρεσαν νά εννοήσωσι τήν φυγήν των, μέ τόσην προσοχήν καί ησυχίαν έγεινεν. Αφ' ού όμως οι εχθροί εξεμάκρυναν, αυτόμολός τις χριστιανός ελθών από τό εχθρικόν στρατόπεδον, ανήγγειλε τήν φυγήν εις τούς ΈΈλληνας, οι οποίοι αμέσως έδραμον πρός τό στρατόπεδον, αλλ' οι μέν πρώτοι επέπεσον εις τά λάφυρα· μόλις δέ οι μή ευρίσκοντες πλέον τι νά λαφυραγωγήσωσι, διευθύνθησαν πρός τό μέρος όπου έφυγον οι εχθροί, αλλά καί εξ αυτών οι επιτυγχάνοντές τι καθ' οδόν επέστρεφον, ώστε ολίγοι μόλις έφθασαν εις τήν οπισθοφυλακήν τών εχθρών, μετά τής οποίας εσυγκρούσθησαν, χωρίς όμως νά τήν βλάψωσιν επαισθητώς. Εζημιώθη μ' όλα ταύτα ο εχθρός εις τήν φυγήν ταύτην, εκτός τών αποσκευών καί σκηνών, υπέρ τούς 30 φονευθέντας καί αιχμαλωτισθέντας. Οι εχθροί τήν νύκτα εκείνην μετέβησαν εις Δαύλειαν, εκείθεν δέ παραλαβόντες καί τούς εκεί στρατοπεδεύοντας μετέβησαν εις Λεβαδείαν, όθεν ακολούθως ο Ομέρ πασσάς μετέβη εις Εύριπον (Εύβοια), μή δυνηθείς νά φέρη εις έκβασιν τό επιχείρημά του. Οι δέ εις τό φρούριον τών Σαλώνων πολιορκούμενοι, μαθόντες τήν φυγήν τού Ομέρ πασσά καί απελπισθέντες ολοτελώς τού νά έλθη εις αυτούς βοήθεια, έφυγον από τό φρούριον μέ όσας εκ τών αποσκευών των ηδυνήθησαν νά συμπαραλάβωσιν. Οι ΈΈλληνες ειδοποιήθησαν, αλλά βραδέως περί τής φυγής, ώστε όταν έδραμον εις τήν καταδίωξιν, μόλις εκατάφθασαν τήν οπισθοφυλακήν, εκ τής οποίας φονεύσαντες μερικούς, διέσωσαν τινάς αιχμαλώτους καί έλαβον ολίγας αποσκευάς.» Αινιάν Δημήτριος Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο Ομέρ πασάς τής Καρύστου έχοντας υπόψη του τήν συντριβή τής Αράχωβας δέν διακινδύνεψε τήν παραμονή του στούς λόφους τού Διστόμου καί τά χαράματα τής 6ης Φεβρουαρίου 1827, εγκατέλειψε τό στρατόπεδό του μέ όλες τίς σκηνές καί τά πολεμοφόδια καί επέστρεψε ταπεινωμένος στήν Εύβοια. Η μάχη τού Διστόμου επιτάχυνε τήν πτώση τών Σαλώνων καί ολοκλήρωσε τήν απελευθέρωση ολόκληρης τής Στερεάς Ελλάδος από τό στρατό τού Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης τοποθέτησε φρουρά στά Σάλωνα μέ υπεύθυνους τούς Νάκο Πανουργιά, Γεώργιο Δυοβουνιώτη καί Κομνά Τράκα, στό Δίστομο διόρισε τόν Αθανάσιο Κουτσονίκα καί τόν Χρήστο Βάρφη, στό Δομπό τόν Βασίλειο
1133
Κόλια, στήν Αταλάντη τόν Σπύρο Ξύδη, στό Ξηρόμερο καί τό Λεσίνι τούς Δημοτσέλιο, Ιωάννη Ράγκο, Φώτη Κουσουρή, Σπύρο Καρπούζη καί Διαμαντή Ζέρβα, στήν ορεινή Ναυπακτία τούς Δαγκλή, Πανομάρα, Σαφάκα καί στό Μαλανδρίνο τόν Τριαντάφυλλο Αποκουρίτη. Πλέον η σημαία τού σταυρού κυμάτιζε σέ όλες τίς πόλεις τής Ρούμελης μέ εξαίρεση τό Μεσολόγγι καί τή Ναύπακτο δίνοντας νέα πνοή στήν επανάσταση καί τήν αιώνια δόξα στόν στρατηγό αυτής τής επιτυχίας τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ο νικητής τής Αράχωβας, αφού έστειλε δεκάδες επιστολές πρός τούς προεστούς τών προσκυνημένων χωριών παρακινώντας τους νά πολεμήσουν γιά πίστη καί πατρίδα, επανήλθε στό Κερατσίνι. «Πανοσιώτατοι ιερομόναχοι, καί ηγούμενοι, αιδεσιμότατοι ιερείς, σεβασμιότατοι πνευματικοί, τίμιοι δημογέροντες, καί λοιποί άπαντες μικροί καί μεγάλοι αδελφοί πατριώται ΈΈλληνες, όσοι κατοικείτε εις τάς επαρχίας Λιδωρικίου, Κραβάρων, Σαλώνων καί Θηβών χαίρετε καί υγιαίνετε! Είναι φανερόν, αδελφοί ότι όλοι μαζί εδράξαμε τά όπλα εξ αρχής τής επαναστάσεως, καί συμφώνως τά εμεταχειρίσθημεν κατά τού κοινού εχθρού τής πατρίδος καί θρησκείας, καί μέ πολλούς αγώνας αιματοχυσίας καί κακοπαθείας τόν ενικήσαμεν διά τέ ξηράς καί θαλάσσης. Καί ήθελε βέβαια τόν εξολοθρεύσομεν μέ τήν ολότην έως τήν σήμερον, άν πολλάκις δέν μάς έλειπαν τά αναγκαιότερα μέσα, χωρίς τών οποίων είναι δύσκολον νά νικώνται καί προχωρώσιν αι πολεμικαί πράξεις. Τοιαύτα περιστατικά έπιασαν τά όπλα μας, μετά τήν άλωσιν τού Μεσολογγίου, ν' αφήσωσι πρός καιρόν καί μέ βαθείαν θλίψιν τής ψυχής τήν Ανατολικήν Ελλάδα, καί εισέλθωμεν εις Πελοπόννησον, καί εξοικονομήσωσι τά αναγκαιούντα διά τήν τωρινήν εκστρατείαν. Ημείς βλέποντες τόν εχθρόν τής πίστεώς μας κατακυριεύσαντα όλην τήν Ανατολικήν Ελλάδα, γνωρίζοντες ότι οι εξαετείς υπέρ πατρίδος αγώνες μας καί θυσίαι έμελλον νά χαθώσιν, αποφασίσαμεν όλα τά υπάρχοντα όπλα ή νά εξώσομεν τόν εχθρόν απεδώ, ή νά αποθάνωμεν, διότι ούτε τήν πατρίδα εκ νέου εις βαρυτέρας αλύσσους ούτε τών άλλων εθνών τάς ύβριτας, είναι δυνατόν ζώντες νά βλέπωμεν καί υποφέρωμεν. Ο κραταιός βραχίων τού Παντοκράτορος καί η αξιολάτρευτος ευχή τής πατρίδος απέδειξαν τά όπλα μας παντού θριαμβευτικά καί τροπαιούχα. ΌΌλα ταύτα σείς τά βλέπετε μέ τά ίδια σας όμματα, καί ο κόσμος όλος τά μανθάνει καθ' εκάστην, καί θαυμάζει. Ημείς εγνωρίσαμεν προφανέστατα τόν φρόνιμον τρόπον, διά τού οποίου επολιτεύθητε τόν εχθρόν έως τής σήμερον, διότι εάν εκάμνετε διαφορετικά, κι εσείς εμέλλετε νά σφαγή, αδύνατοι όντες από τό αιμοβόρον ξίφος του, καί τά αθώα γυναικόπαιδά σας νά αιχμαλωτισθώσιν. Είμεθα βέβαιοι λοιπόν ότι, άν τό σώμα σας υποφέρει
1134
τήν τυραννίαν, αλλ' η ψυχή σας φρονεί ελεύθερα διότι πώς είναι δυνατόν νά ζήση εις τό εξής ο βαπτισμένος μέ τόν αβάπτιστόν; ο ΈΈλλην μέ τόν βάρβαρον; ή πώς είναι δυνατόν νά σάς αφήσουν αυτοί ζωντανούς μετά τήν άλωσιν τών Αθηνών, ενώ σείς εις τούς απερασμένους χρόνους εσφάξατε τούς ομοπίστους αυτών σύν γυναιξί καί τέκνοις; καί πώς είναι δυνατόν νά δώσετε πίστιν εις τάς υποσχέσεις καί κολακίας των, ενώ τά πρός τόν Κιουταχήν διατάγματα τού σουλτάνου φωνάζουν εκδίκησιν πρός τούς αποστάτας ραγιάδες; Χρέος λοιπόν γνωρίζομεν πατρικόν καί αδελφικόν νά σάς γνωστοποιήσωμεν τά άνω ρηθέντα, ταυτοχρόνως δέ νά σάς βεβαιώσωμεν ότι όλοι οι χριστιανικώτατοι, καί κραταιώτατοι βασιλείς τής Ευρώπης μάς παραγγέλουν νά κινήσωμεν τά όπλα κατά τών οθωμανών καί αυτοί θέλουσι φροντίσει διά τήν στερέωσιν τής ανεξαρτησίας μας. Διό δράξατε καί πάλιν τά αιματοστάλακτα καί τροπαιούχα όπλα σας, ενωθήτε μαζί μας διά νά εξολοθρεύσωμεν ομοθυμαδόν τόν εχθρόν, καί ελευθερώσωμεν διά πάντα τήν πατρίδα καί θρησκεία. ΆΆν όμως, τό οποίον δέν πιστεύομεν, φανεί τις εναντίος εις ταύτην τήν ιεράν τής πατρίδος καί πίστεως φωνήν, ούτος ή κληρικός ή δημογέρων ή απλούς πολίτης ή χωρίον ή επαρχία ολόκληρος είναι, οι τοιούτοι ας ηξεύρουν μέ βεβαιότητα ότι θά τούς παιδεύσομεν χειρότερα από τούς Τούρκους, επειδή δυνάμενοι νά σώσωσι πίστιν καί πατρίδαν, τά προδίδουσιν εις τήν αιώνιον κόλασιν, φειδόμενοι μικρού αγώνος. Οι τοιούτοι δέν πρέπει νά έχουσιν αίμα ελληνικόν εις τάς φλέβας των, αλλ' είναι τουρκοσπέρματα, τούτο ένεκα προειδοποιούμεν τούς τοιούτους διά νά μή μάς προβάλωσιν έπειτα προφασιολογίας εις τάς οποίας δέν θέλει δώσωμεν τήν παραμικράν ακρόασιν, μάλιστα διά τά όσα κακά μέλλουν νά συμβούν εξαιτίας των. Χρεωστούν νά δώσωσι λόγον πρός τό ΈΈθνος καί πρός τόν Θεόν. 9 Φεβρουαρίου 1827, εκ τού εν Διστόμω στρατοπέδου Ο Αρχηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης καί λοιποί οπλαρχηγοί». Αινιάν Δημήτριος - Γεώργιος Καραϊσκάκης. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis32.html
1135
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΓ' Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας (1827) Στίς αρχές τού 1827 οι κομματικές έριδες καί οι διαιρέσεις μεταξύ τών Ελλήνων κυρίως τής Πελοποννήσου είχαν ενταθεί καί δέν επέτρεπαν στούς ηγέτες τους νά συναποφασίζουν γιά τή σωτηρία τής επανάστασης, τή στιγμή πού ο Ιμπραήμ αναδιοργάνωνε τίς δυνάμεις του καί συνέχιζε απτόητος τό καταστρεπτικό του έργο. Στό Ναύπλιο, τό οποίο είχε εγκαταλείψει η κυβέρνηση, η φρουρά τού Παλαμηδίου υπό τόν Θεοδωράκη Γρίβα καί η φρουρά τής Ακροναυπλίας υπό τόν Νάση Φωτομάρα βρίσκονταν σέ σύγκρουση καί είχαν φθάσει στό σημείο νά βομβαρδίζουν ο ένας τόν άλλον προκαλώντας τόν πανικό καί τήν αναρχία στήν πόλη. Ο Κολοκοτρώνης ήταν σέ ανοικτή πλέον ρήξη μέ τόν Ζαΐμη, ο οποίος τού στερούσε τά πολεμοφόδια καί τά τρόφιμα προφασιζόμενος αδυναμία. ΉΉταν τόσο τό χάσμα μεταξύ τών δύο ανδρών, ώστε ούτε κοινό τόπο διεξαγωγής τής τρίτης συνέλευσης δέν μπορούσαν νά επιλέξουν. Ο Ζαΐμης πρότεινε τήν Αίγινα καί ο Κολοκοτρώνης τό Καστρί (Ερμιόνη). Ο Διονύσιος Ρώμας, σέ μία μακροσκελή επιστολή πού έστειλε από τή Ζάκυνθο στούς δύο αρχηγούς τής διενέξεως, στιγμάτιζε τή στάση τους κατηγορώντας τους ότι έθεταν σέ κίνδυνο τή μοίρα τού έθνους γιά λόγους ατομικού συμφέροντος καί ιδιοτέλειας. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν νά δυσαρεστούνται οι φιλέλληνες καί νά κινδυνεύουν νά διακοπούν οι αποστολές τροφίμων καί άλλων αγαθών από τίς φιλελληνικές επιτροπές τής Ευρώπης. Η βρετανική κυβέρνηση είχε προτείνει σέ δύο δικούς της ανώτερους αξιωματικούς νά ηγηθούν τών στρατιωτικών επιχειρήσεων τών ελληνικών δυνάμεων εναντίον τών Οθωμανών. Ο λόρδος Κόχραν (Thomas Cochrane) θά αναλάμβανε τήν αρχηγία τού στόλου καί ο Ριχάρδος Τσώρτς ή Τζούρτς (Sir Richard Church) τήν αρχηγία τών δυνάμεων ξηράς. Ο Κόχραν έλαβε αμέσως από τήν ελληνική κυβέρνηση προκαταβολή 37000 λιρών, ποσό υπέρογκο γιά τήν εποχή εκείνη καί ανέλαβε τήν ηγεσία τού ελληνικού στόλου στή θέση τού Μιαούλη. Ο υπερόπτης Βρετανός διατεινόταν ότι εντός ολίγων ημερών θά έπινε τόν καφέ του πάνω στήν Ακρόπολη. Πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι πού γνώριζαν ότι ο Κόχραν στά νειάτα του είχε καταδικαστεί γιά απάτες από τά αγγλικά δικαστήρια. Ο ορισμός τών δύο αυτών ανδρών ισοδυναμούσε μέ τέλεια καταστροφή γιά τίς ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, όπως θά αποδείκνυαν τά γεγονότα στή συνέχεια. Τό μόνο θετικό έργο τών δύο παραπάνω Βρετανών ήταν ότι έπεισαν τούς ΈΈλληνες νά ορίσουν ένα κοινό τόπο γιά τήν έναρξη τής εθνοσυνέλευσης. Η Γ' Εθνική Συνέλευση πραγματοποιήθηκε στό χωριό Δαμαλά (Τροιζήνα) καί ξεκίνησε τίς εργασίες της στίς 19 Μαρτίου 1827.
1136
Πρόεδρος τής συνελεύσεως ορίστηκε ο πρόκριτος τής Γαστούνης Γεώργιος Σισίνης καί γραμματέας ο Νικόλαος Σπηλιάδης, πού διέθετε εξαιρετική μόρφωση καί είχε βοηθούς του στό έργο τής γραμματείας τούς Μιχαήλ Οικονόμου καί Γεώργιο Χρηστίδη. ΈΈνα από τά σημαντικότερα έργα τής συνελεύσεως ήταν ο ορισμός τού Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη τής Ελλάδος παρά τίς αντιρρήσεις τών Βρετανών, οι οποίοι τόν θεωρούσαν ρωσόφιλο καί άρα επιζήμιο γιά τά συμφέροντά τους στήν περιοχή. Ενάντιοι στήν εκλογή τού Καποδίστρια ήταν επίσης ο Γεώργιος Κουντουριώτης μέ τούς συμβούλους του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο καί Γεώργιο Σταύρου, ο επίσκοπος Ιγνάτιος καί αρκετοί κοτζαμπάσηδες. Τό δεύτερο σέ σημασία έργο τής συνελεύσεως ήταν η ψήφιση τού νέου συντάγματος - Πολιτικόν Σύνταγμα τής Ελλάδος - τό οποίο καθόριζε τό κοινοβουλευτικό σύστημα καί τή διάκριση τών τριών εξουσιών (νομοθετική, νομοτελεστική, δικαστική). Οι κύριοι εισηγητές τού σχεδίου ήταν οι Χριστόδουλος Κλωνάρης, Νικόλαος Σκούφος, Γρηγόριος Σούτσος καί Μιχαήλ Σούτσος καί η βασική του διακήρυξη ήταν ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τό έθνος καί υπάρχουν γιά νά τό υπηρετούν. Η συνέλευση επιζητούσε νά χαράξει τά πλαίσια ενός οριστικού πολιτεύματος πού θά είχε η χώρα καί ήταν εμπνευσμένο από τίς δημοκρατικές καί φιλελεύθερες ιδέες εκείνης τής εποχής. Φυσικά είχε επηρεαστεί από τό Πολίτευμα τής Ελληνικής Δημοκρατίας τού Ρήγα Φεραίου αφού διακήρυττε μέ τόλμη τήν αρχή τής λαϊκής κυριαρχίας, κάτι τό οποίο ερχόταν σέ πλήρη αντίθεση μέ τά μοναρχικά καθεστώτα τής Ευρώπης. Τό Σύνταγμα τής Τροιζήνας, άν καί συντάχθηκε εν μέσω τής γενοκτονίας πού διέπραττε ο Ιμπραήμ πασάς στούς κατοίκους τής Πελοποννήσου, χαρακτηρίστηκε ως τό πληρέστερο καί πιό προοδευτικό σύνταγμα τής πολιτισμένης Ευρώπης καί επέδρασε στήν κατάρτιση τού βελγικού συντάγματος (1830), αλλά ακόμα καί τού γαλλικού. Η Γ' Εθνοσυνέλευση αποκατέστησε τόν Δημήτριο Υψηλάντη στά πολιτικά του δικαιώματα, καταργώντας τό ψήφισμα τού προηγούμενου έτους. Επικύρωσε τόν διορισμό τού Κόχραν ως αρχηγού τών ναυτικών δυνάμεων καί τού Τζώρτζ ως αρχιστράτηγου τών δυνάμεων τής ξηράς. Αποφάσισε τή σύναψη δανείου από τό εξωτερικό μέ υποθήκη τών εθνικών κτημάτων, αναθέτοντας τίς σχετικές διαπραγματεύσεις στόν Ιωάννη Καποδίστρια. Καθιέρωσε τό Ναύπλιο ως έδρα τής κυβερνήσεως, εξέλεξε απευθείας πρόεδρο τής Βουλής τόν γέροντα Νικόλαο Ρενιέρη από τήν Κρήτη, επέτρεψε τόν εποικισμό τής χώρας μέ αλλοεθνείς, υπό τόν όρο αυτοί νά είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καί όρισε μία προσωρινή επιτροπή ως κυβέρνηση, ωσότου νά έλθη ο Καποδίστριας στήν Ελλάδα. Στήν επιτροπή αυτή συμμετείχε ο γιός τού Πετρόμπεη Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο Ψαριανός Ιωάννης Μηλαΐτης καί ο Λιβαδίτης Γιαννούλης Νάκος. Η εθνική συνέλευση έκανε έκκληση γιά βοήθεια
1137
στούς λαούς τής Ευρώπης, εξέφρασε τήν ευγνωμοσύνη τού έθνους πρός τόν βασιλιά τής Βαυαρίας, τόν Πρόεδρο τών Ηνωμένων Πολιτειών, τόν Βρετανό πολιτικό Κάνινγκ, τόν Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο καί έκλεισε τίς εργασίες της στίς 5 Μαΐου 1827. «Τότες ήθελαν οι δύο αρχηγοί τής θαλάσσης (Κόχραν) καί ξηράς (Τσώρτς) νά μάς ενώσουν, καί νά εύρουν ένα τρίτον τόπον, διά νά τελειώσουν τήν συνέλευσιν, καί ο τρίτος τόπος ήτον η Τροιζήνα, λεγόμενη Δαμαλά. ΌΌμως αποκριθήκαμεν τών αρχηγών: "Ημείς πηγαίνομεν, όσα πρακτικά έχομε κάμει νά είναι επικυρωμένα από τήν συνέλευσιν, η φρουρά νά μείνει η ιδία (φρούραρχος στήν Τροιζήνα ήταν ο Νικηταράς) καί άν στερχθούν (δεχτούν) ερχόμεθα καί ημείς εις τήν Τροιζήναν". Καί έτσι εστέρχθηκαν οι Αιγινήτες. Καί εσηκώθημεν καί τά δύο μέρη καί εσμίξαμεν εις τήν Τροιζήνα, καί ενωμένοι εις τήν Τροιζήνα αρχίσαμεν τά πρακτικά, όσα είχαμεν καμωμένα ημείς έμειναν ασάλευτα (οι αποφάσεις πού είχαν προηγουμένως παρθεί από τό κόμμα τού Κολοκοτρώνη στήν Ερμιόνη ίσχυαν), καί αρχίσαμεν εμπρός. Απεφασίσαμεν νά ψηφίσωμεν τρία άτομα επιτροπή κυβερνητική διά νά τηρά τά στρατεύματα, δεκαπέντε τόσα άτομα διά τό Βουλευτικό. Καί εψηφοφορήσαμεν, καί οι πλέον ψήφοι έπεσαν εις τό Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, Μακρή καί Νάκο, νά είναι επιτροπή προσωρινή, όσο νά εκλέξομε πρόεδρο. Η επιτροπή ασηκώθηκε καί επήγε εις τόν Πόρο, καί έμεινε η συνέλευσις νά τελειώση τά πρακτικά της. Ημείς είχαμεν γνώμην νά προβάλωμεν τόν Καποδίστριαν. ΌΌλοι εδοκιμάσθηκαν στές κυβέρνησες, καί όλο εις τό χειρότερο επηγαίναμε τό έθνος από τές διχόνοιές μας. Τότε εξεφώνησα καί είπα: "Ημείς, τά άρματα, ερρίξαμεν τήν φιλοτιμίαν μας, καί έβαλαν τόν Τσούρτς ΆΆγγλον, καί οι ανδρείοι θαλασσινοί μας τόν Κόχραν, τώρα, καί οι πολιτικοί πρέπει νά ρίξετε καί εσείς τήν φιλοτιμίαν σας, νά εκλέξωμεν έναν πρόεδρον νά μάς κυβερνήση, νά ιδούμεν οι ΆΆγγλοι οπού υποσχέθηκαν διά τήν ανεξαρτησίαν μας". Μία τών ημερών έβλεπαν ότι ήθελαν νά προσκαλέσουν τόν Καποδίστριαν εις τό έθνος, καί εκίνησαν οπλισμένοι νά έλθουν άν ημπορέσουν καί μάς φοβίσουν νά πάρουν τά πρακτικά, ήτον γραμματικός ο Σπηλιάδης, κι εγώ τούς εκατάλαβα μέ τί σκοπόν ήλθαν, καί έκαμαν συνέλευσιν εις τού Μαυρομιχάλη τό σπίτι, επροσκάλεσαν καί εμένα, καί επήγα μόνος μου, καί αρχίνησαν νά μέ ομιλήσουν περί τής συνελεύσεως, ότι δέν βλέπουν καλά πράγματα εις τήν συνέλευσιν. Εγώ αποκρίθηκα μέ πείσμα, ότι τό έθνος αυτό θέλει, καί όποιος δέν τού αρέσει, ας τό χαλάσει άν ημπορέσει, καί εβγήκα χωρίς άλλον λόγον έξω. Βλέποντας ότι δέν είχαν δύναμιν, καί άν είχαν δοκιμάσει ήθελε εντροπιασθούν, εδιαλύθηκαν. Σέ δύο ημέρες εκάμαμε συνέλευσιν καί απεφασίσαμεν τήν αυγήν, ότι τό απόγευμα νά υπογράψωμεν τόν
1138
Καποδίστριαν. Καί έτζι επήγα εις τό κονάκι μου, έφαγα ψωμί καί έπεσα νά κοιμηθώ. Βλέπω καί ήλθε ο κύρ Γεώργης Κουντουριώτης καί Καρακατζάνης Σπετσιώτης, καί Μακρής Ψαριανός νά μού ομιλήσουν διά τήν υπόθεσιν τού Καποδίστρια, οπού θέλει υπογράψομεν απομεσήμερα. Μού λένε, ότι: - "Τό απομεσήμερον θά υπογράψωμεν διά τόν Καποδίστριαν." - "Τί μ' ερωτάτε εμένα, εγώ δέν είμαι πρόεδρος ουδέ έθνος, έτζι αποφασίσανε τήν αυγήν ο Πρόεδρος Σισίνης καί τό έθνος." - "Είναι καλό νά στείλωμεν νά πάρωμεν γνώμη από τόν ΆΆμιλτον, αραγμένον εις τόν Πόρον, ότι ήταν φερμένος από τήν Σμύρνη." - "Τί, νά στείλωμεν κανένα τυχοδιώκτην νά τού λέγη άλλα καί άλλα νά μάς λέγη καί νά χαλάση τήν υπόθεσιν τού έθνους; Ποίον ευρίσκετε εύλογον νά στείλωμεν; ΆΆν εμπιστεύεσθε εις εμένα νά πάγω εγώ ο ίδιος." - "Σ' εμπιστευόμεθα σ' εμπιστευόμεθα." Ο Κουντουριώτης ήτον μέ μίαν γνώμην, ότι είχα ειπεί τού ΆΆμιλτον, ότι δέν θά εκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν, καί ενόμιζε ότι θά εύρω αντίστασιν από τόν ΆΆμιλτον. Καί τότενες τούς είπα: "Σύρτε εις τό καλό". Καί εσηκώθηκα καί έκραξα τόν Ανδρέα Μεταξά (ως μεταφραστή), καί επήρα καί δέκα νομάτους, τό μεσημέρι, καί δέν ηύξευρε άλλος κανένας πού υπάγω, μόνο τόν Νικηταράν έκραξα καί τού είπα νά έχη τήν έγνοιαν, νά μή γίνη κανένα σκάνδαλον, έως οπού νά έλθω. Η συνέλευσις τής ήρχετο θαύμα, μήν ηξεύροντας πού υπάγω. Καί επήγα εις τό ποτάμι τού Πόρου, καί οι βάρκες τού ΆΆμιλτον έκαναν νερό, καί εμπήκαμεν εις μίαν βάρκα, καί επήγαμεν επάνω στήν φεργάδα. Μάς εδέχθηκε ο ΆΆμιλτον καί εκάτζαμεν εις ομιλίαν. Τού λέγω: - "Πώς σού φαίνεται τώρα, πού ενώθηκε η συνέλευσις καί κοντεύει νά τελειώση;" - "Χαίρομαι τήν ένωσίν σας, εκάματε πολλά καλά." - "Καπιτάν ΆΆμιλτον, ήλθαμεν νά πάρωμεν τήν συμβουλήν σου, ως μάς συμβούλευες πάντοτε διά τήν ελευθερίαν μας. Σέ γνωρίζομεν ως έναν ευεργέτην από όλους τούς άλλους καλύτερον." - "Πέστε τήν γνώμην σας, καί άν δύναμαι κι εγώ νά σάς αποκριθώ εις τήν γνώμην σας." - "Στοχάζομαι, καπιτάν ΆΆμιλτον, ότι τούς γνωρίζεις τούς ΈΈλληνας από εδώ καί τόσους χρόνους. Τούς βάλαμεν όλους νά μάς κυβερνήσουν, καί ποτέ δέν μάς εκυβέρνησαν καθώς έπρεπε, καί βλέποντας ότι δέν έχομεν άνθρωπον πολιτικόν νά μάς κυβερνήση, ήλθαμεν νά σέ πάρωμεν εις γνώμην, διατί εκείνο οπού ήρχετο τής συνελεύσεως από τό χέρι της, τό διορθώσαμεν, έβαλε τόν Κόχραν αρχιθαλάσσιον, τόν Τζώρτζ αρχιστράτηγον, τώρα χρειαζόμεθα έναν πολιτικόν. Τάχα δέν μάς δίδει η Αγγλία ένα πρόεδρον, ένα βασιλέα;" - "ΌΌχι, ποτέ δέν γίνεται." - "Δέν μάς δίδει η Φράντζα;"
1139
- "Ομοίως όχι." - "Η Ρουσία;" - "ΌΌχι". - "Η Προυσία;" - "ΌΌχι." - "Η Ανάπολη;" (Βασίλειον τής Νάπολης Ιταλίας) - "ΌΌχι." - "Η Ισπανία;" - "ΌΌχι, δέν γίνεται." - "Σάν δέν μάς δίδουν τούτες οι αυλές, τί θά γίνωμεν ημείς;" - "Τηράτε νά ευρήτε κανέναν ΈΈλληνα." - "Ημείς άλλον ΈΈλληνα αξιώτερον δέν έχομεν, μόνον νά εκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν." Εγύρισε καί μ' εκοίταξε, ακούοντας τό όνομα Καποδίστριας, καί μού είπε: - "Δέν ήσουν εσύ πού μού είπες δέν τόν δεχόμεθα τόν Καποδίστρια, διατί είναι τής Ρουσίας μινίστρος;" - "Ναί, εγώ, τού είπα. ΆΆλλος καιρός ήτον τότε, καί άλλος τώρα. Διατί τήν Αγγλίαν πού έχομεν υπεράσπισιν, τό δεξί χέρι τής Ελλάδος είναι η θάλασσα, καί εβάλαμεν ΆΆγγλον επί κεφαλής, καί τό ζερβί χέρι ΆΆγγλον, οπού είναι η δύναμις τής ξηράς. Καί άν μάς έδιδε η Αγγλία καί έναν πολιτικόν, καί εκείνον τόν εβάναμεν καί δέν ετζακίζαμεν τό κεφάλι μας στόν έναν καί στόν άλλον, καί δι' αυτό, ως μού λές, δέν γίνεται. Πρέπει νά καλέσωμεν τόν Καποδίστριαν". - "Πάρτε τόν Καποδίστρια ή όποιον διάβολον θέλετε, διατί εχαθήκατε". Αυτό ήθελα νά ακούσω από τό στόμα του, τό άκουσα, καί απέκει ετελείωσε η ομιλία μας, καί τής ευθύς ανεχώρησα. Εχασομέρησα πολύ εις τήν φρεγάδα, καί τό ταμπούρλο τής συνελεύσεως αρχίναε νά κτυπά. Ακούοντας τό ταμπούρλο οι πληρεξούσιοι τών τριών νησιών ανεχώρησαν, καί ετράβηξαν καί επήγαν κοντά εις τήν Παναγίαν, διά νά πάνε εις τόν ΆΆμιλτον. Καί ο ΆΆμιλτον τούς είδε μέ τό κιάλι, καί εμπήκε εις τήν φελούκα, καί ήλθε εις τήν Παναγιά. Καί επήγαν οι πληρεξούσιοι τών νήσων (Κουντουριώτης από τήν ΎΎδρα, Καρακατζάνης από τίς Σπέτσες, Μακρής από τά Ψαρά), διά νά τόν ερωτήσουν καί ο ΆΆμιλτον τούς ηρώτησε: - "Πώς εφύγατε από τήν συνέλευσιν;" - "ΉΉλθαμεν νά σέ πάρωμεν διά μίαν γνώμην." - "Εγώ τήν γνώμην τήν έδωσα τού Κολοκοτρώνη καί κάμετε ό,τι σάς ειπεί". Καί ανεχώρησε κατά τήν φρεγάδα. Μισή ώρα ήτον μακράν η Παναγιά από τήν συνέλευσιν, οι Υδραίοι γυρίζουν. ΈΈστειλαν καί μ' έκραξαν, καί τούς διηγήθηκα ό,τι είπα. Τήν αυγήν εσυναχθήκαμεν καί
1140
υπογράψαμεν διά τόν Καποδίστρια. ΆΆρχισαν καί έκαμαν τά γράμματα τής προσκλήσεως, τά έστειλαν από τρία μέρη, καί έτζι ετελείωσε εκείνη η υπόθεσις. Εσυνάχθημεν τήν άλλην ημέραν ν' αποφασίσωμεν πρόεδρον τού Βουλευτικού, νά ψηφοφορηθούν τά άτομα διά τήν προεδρίαν. Επετάονταν στήν συνέλευσιν τήν άλλην ημέραν, τόν Ζαΐμη, άλλος τόν Μπαρλά, άλλος τόν Κουντουριώτη, άλλος τόν Πρασά από τήν Ανδρούσα, καί έγινε χασμωδία. Τήν άλλην ημέρα πάλιν τό ίδιο, είκοσι νά ψηφοφορήσουν, τήν άλλην δεκαέξι. Είδα τήν χασμωδίαν καί τό παράξενο τού κόσμου. Εσηκώθηκα ολόρθος: "Σεβαστή Συνέλευσις, ημείς καθήμεσθε καί φιλονικούμεν διά Πρόεδρον τού Βουλευτικού, καί η πατρίς μας κινδυνεύει νά χαθή καί έχομεν συνέλευσιν επτά μήνες καί πρόεδρος εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα είναι ο Κιουταχής, καί πρόεδρος τής Πελοποννήσου ο Ιμπραΐμης, καί ημείς καθήμεθα καί φιλονικούμεν, καί τώρα ήλθε ο Μάης, καί η Αθήνα κινδυνεύει καί η Πελοπόννησος κινδυνεύει. Εχάθηκεν ένας από τόσους ΈΈλληνας πληρεξούσιους νά κάμωμεν Πρόεδρον; ΌΌμως καθήμεθα καί φιλονικούμεν!". Εκοίταξα τριγύρω μου, καί είδα ένα γεροντάκι, καί εκάθητο μέ τούς Κρητικούς, αλλ' ούτε τό όνομά του εγνώριζα (Νικόλαος Ρενιέρης), ούτε τόν είδα, καί πηδάω μέσα από τήν συνέλευση καί τόν αρπάχνω, καί τόν πηγαίνω εις τό κάθισμα τού προέδρου Σισίνη, καί τόν κάθισα στό σκαμνί. Είπα: "Τούτος δέν είναι άξιος;". Καί όλη η Συνέλευσις έβαλε τήν φωνήν: "ΆΆξιος, άξιος" καί εχειροκρότησε, καί ετελείωσε. Η επανάστασις η εδική μας δέν ομοιάζει μέ καμμιάν απ' όσες γίνονται τήν σήμερον εις τήν Ευρώπην. Τής Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον τών διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος μέ άλλο έθνος, ήτον μέ ένα λαόν, οπού ποτέ δέν ηθέλησε νά αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε νά ορκισθή, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο σουλτάνος ηθέλησε ποτέ νά θεωρήσει τόν ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ' ως σκλάβους. Μίαν φοράν, όταν επήραμεν τό Ναύπλιον, ήλθε ο ΆΆμιλτον νά μέ ιδεί, μού είπε ότι: - "Πρέπει οι ΈΈλληνες νά ζητήσουν συμβιβασμόν, καί η Αγγλία νά μεσιτεύση". - "Αυτό δέν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, Καπετάν ΆΆμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δέν εκάμαμεν μέ τούς Τούρκους. ΆΆλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε μέ τό σπαθί καί άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δέν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον μέ τούς Τούρκους καί δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα". - "Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τά φρούρια;"
1141
- "Η φρουρά τού βασιλέως μας (Μαρμαρωμένου Βασιλιά) είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τά φρούρια η Μάνη καί τό Σούλι καί τά βουνά". ΈΈτζι δέν μέ ομίλησε πλέον. Ο κόσμος μάς έλεγε τρελλούς. Ημείς, άν δέν είμεθα τρελλοί, δέν εκάναμεν τήν επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τά μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει τήν δύναμιν τήν εδικήν μας, τήν τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού ενικήσαμεν, οπού ετελειώσαμεν μέ καλό τόν πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. ΆΆν δέν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζαμεν σάν νά είναι εις ένα λιμένα πενήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις τήν δουλειά του καί μέ μιά μεγάλη φουρτούνα, μέ μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τά επίλοιπα καράβια καί λέγουν: "Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, καί όχι σάν εμείς οπού καθόμεθα έτζι δειλοί, χαϊμένοι", καί κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. ΆΆν δέν ευδοκιμούσε τό καράβι, ήθελε ειπούν: "Μά τί τρελλός νά σηκωθεί μέ τέτοια φουρτούνα, μέ τέτοιο άνεμο, νά χαθή ο παλιάνθρωπος, επήρε τόν κόσμον εις τόν λαιμόν του". Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε καί τόν αρχηγό, καί τόν κριτή, καί τόν φροντιστή, καί νά τού φεύγουν κάθε ημέρα καί πάλιν νά έρχονται, νά βαστάη ένα στρατόπεδον μέ ψέμματα, μέ κολακείες, μέ παραμύθια, νά τού λείπουν καί ζωοτροφίες καί πολεμοφόδια, καί νά μήν ακούν καί νά φωνάζη ο αρχηγός, ενώ εις τήν Ευρώπην ο αρχιστράτηγος διατάττει τούς στρατηγούς, οι στρατηγοί τούς συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τούς ταγματάρχας καί ούτω καθεξής. ΈΈκανε τό σχέδιόν του καί εξεμπέρδευε. Νά μού δώση ο Βελιγκτών (Wellington) 40000 στράτευμα τό εδιοικούσα, αλλ' αυτουνού νά τού δώσουν 500 ΈΈλληνας δέν ημπορούσε ούτε μιά ώρα νά τούς διοικήση. Κάθε ΈΈλληνας είχε τά καπρίτσια του, τό θεό του, καί έπρεπε νά κάμη κανείς δουλειά μέ αυτούς, άλλον νά φοβερίζη, άλλον νά κολακεύη, κατά τούς ανθρώπους». Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος. Ακολουθεί τμήμα τού συντάγματος τής Τροιζήνος καί τών άρθρων του, τά οποία κατανέμονταν σέ κεφάλαια γιά τή θρησκεία, τήν ελληνική επικράτεια, τό δημόσιο δίκαιο, τήν πολιτογράφηση, τή Βουλή, τόν κυβερνήτη καί τά δικαστήρια. Σύνταγμα Τροιζήνος, 1 Μαΐου 1827 - Πολιτικόν Σύνταγμα τής Ελλάδος ΈΈλληνες! τά πράγματα μάς απέδειξαν ότι, όταν θελήσωμεν,
1142
δυνάμεθα νά νικήσωμεν. Μυριάδες Οθωμανών ηφανίσθησαν από τό πρόσωπον τής πατρώας γής, χιλιάδας εξ αυτών είμεθα ικανοί νά εξολοθρεύσωμεν, όταν αγαπώμεν αλλήλους, καί όταν ομονοούντες έχωμεν μίαν καί τήν αυτήν θέλησιν. Συμπολίται! τό κοινόν πάντων όφελος είναι νά ανακτήσωμεν τήν πατρίδα μας, καί διά νά τήν ανακτήσωμεν, πρέπει νά πολεμήσωμεν όλοι, καί άνδρες καί γυναίκες, καί νέοι, καί γέροντες, όλοι πρέπει νά δράξωμεν τά όπλα διά νά συντελέσωμεν εις τόν κοινόν αγώνα. Θά νικήσωμεν ΈΈλληνες! διά τών όπλων απεσείσαμεν τόν άτιμον ζυγόν, καί διά τών όπλων θά φυλάξωμεν τήν ζωήν καί τήν ελευθερίαν μας. ΌΌλοι πρέπει νά οπλοφορήσωμεν, όλοι πρέπει νά θυσιάσωμεν τήν ζωήν μας υπέρ τής πίστεως καί υπέρ τής πατρίδος. Ο δέ σφαγεύς ημών Οθωμανός δέν θά βάλει τήν αιμοσταγή μάχαιράν του εις τήν θήκην, άν δέν μάς κατασφάξη άπαντας ωσάν πρόβατα. Πού τάχα θά καταφύγωμεν; αλλού δέν ευρίσκομεν ασφάλειαν παρά εις τά όπλα μας καί εις τό σύνθημά μας, Ελευθερία ή Θάνατος! Ως πλάσματα τού Θεού, ως άνθρωποι έχοντες τ' αυτά δικαιώματα όσα ο Θεός εχάρισεν εις τόν άνθρωπον, πολεμούμεν πρός τούς αρπακτήρας διά τήν γήν μας, διά τήν πατρικήν κληρονομίαν μας, διά τήν φιλτάτην πατρίδα μας. Πολεμούμεν πρός τούς φονείς, πρός τούς δημίους, διά τήν φυσικήν μας ύπαρξιν, διά τά τιμιώτατα, τ' ακριβά τών καρδιών μας αντικείμενα: γονείς, γυναίκας, παρθένους, φίλτατα τέκνα. Πολεμούμεν πρός τούς ληστάς Οθωμανούς διά τάς ιδιοκτησίας μας, διά τούς καρπούς τών κόπων καί τών ιδρώτων μας. Ως Χριστιανοί, ούτε ήταν, ούτε είναι δυνατόν νά πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι από τούς θρησκομανείς Οθωμανούς, οι οποίοι κατέσχιζον καί κατεπάτουν τάς αγίας εικόνας, κατεδάφιζον τούς ιερούς ναούς, κατεφρόνουν τό ιερατείον, εβλασφήμουν, υβρίζοντες τό θείον όνομα τού Ιησού, τού Τιμίου Σταυρού, καί μάς εβίαζον ή νά γίνωμεν θύματα τής μαχαίρας των, αποθνήσκοντες Χριστιανοί, ή νά ζήσωμεν Τούρκοι, αρνηταί τού Χριστού καί οπαδοί τού Μωάμεθ, πολεμούμεν πρός τούς εχθρούς τού Κυρίου μας, καί δέν θέλομεν συγκοινωνίαν μετ' αυτών. Ως ΈΈλληνες, αποτελούντες έθνος εις τόν κόσμον, καί έθνος, τού οποίου οι Πατέρες ετίμησαν τό ανθρώπινον είδος, ούτε ήτον ούτε είναι ποτέ δυνατόν νά λησμονήσωμεν τ' όνομά μας, τούς μεγάλους άνδρας εκ τών οποίων καταγόμεθα, τό είναι μας. Τ' αριστουργήματα τής μεγαλοφυΐας των, τά μεγαλουργήματά των, τά ερείπια τής Ελλάδος, οι τάφοι τών Πατέρων μας, μάς υπενθύμιζον τήν ευγένειαν αυτών καί τήν αθλίαν ημών κατάστασιν. Οι απόγονοι τού Λεωνίδου καί τού Θεμιστοκλέους παρεσπονδημένοι καί υποδεδουλωμένοι διά τής βίας καί διά τής ρομφαίας, μή απατηθέντες ποτέ από τόν Τούρκον τά πιστά, μή γνωρίσαντες τόν βασιλέα μας, μή ορκισθέντες τόν όρκον τής πρό αυτόν πίστεως, μή συγκαταλεχθέντες μέ τούς υπηκόους του καθό
1143
Χριστιανοί καί μή έχοντες διά τούτο μήτε φυσικά μήτε πολιτικά δικαιώματα, νομιζόμενοι ανδράποδα καί αλόγων ζώων αγέλαι, ζώντες χάριν ελέους, τού ύψους του, ή χάριν τού ετησίου κεφαλικού φόρου, τού αποδιδομένου πρός απολύτρωσιν τών υπό τόν πέλεκυν κεφαλών μας, καί μ' όλον τούτο ουδεμίαν έχοντες περί τής ζωής μας εγγύησιν, αλλ' απειλούμενοι καθ' ώραν σφαγήν καί θάνατον άτιμον, ποτίζοντες αεννάως τήν γήν μέ τά δάκρυά μας, καί μέ τ' αθώα αίματά μας διά τάς φαντασίας ως καί αυτού τού εσχάτου τών Τούρκων, καταδικασμένοι νά ζώμεν εις τό χάος τής αδικίας, εις τό σκότος τής αμάθειας καί τής πονηρίας, κυλιόμενοι εις τόν βόρβορον τών ελαττωμάτων, πολεμούμεν πρός τόν άρπαγα, τόν κατακτητήν, τόν άνομον, τόν αιμοβόρον δεσπότην, καί πολεμούμεν αμυνόμενοι αφ' ότου προσεβλήθημεν απ' αυτόν, ορμήσαντα νά μάς κατακόψη όλους είς όλα τά μέρη, διά νά εξοντώση τό έθνος μας, νά καθαρπάση τάς περιουσίας μας, νά σύρη εις τάς αισχρηδονίας καί νά πωλήση ως σώματα εις τάς αγοράς τ' αγαπητά κοράσια καί παιδία μας, ότε εβιάσθημεν καί ημείς από τόν νόμον τής φύσεως νά υπερασπισθώμεν ενόπλως τήν ύπαρξίν μας, καί αντιπαρετάξαμεν τήν βίαν κατά τής βίας, ορκισθέντες ενώπιον τού ουρανού καί τής γής νά ζήσωμεν ή ν' αποθάνωμεν ελεύθεροι. Τόν αυτόν όρκον ομνύοντες καί σήμερον συνηγμένοι εις Τρίτην Εθνικήν Συνέλευσιν, επικαλούμεθα τήν Θείαν Αντίληψιν καί τών Χριστιανών Βασιλέων τήν ευσπλαχνίαν καί βοήθειαν. Τό δέ ηνεωγμένον εις τήν Ελλάδα θέατρον τού πολέμου δέν θά κλεισθή, ειμή όταν αποθάνωμεν όλοι. Ο πόλεμός μας δέν είναι επιθετικός, είναι αμυντικός, είναι πόλεμος τής δικαιοσύνης κατά τής αδικίας, τής χριστιανικής θρησκείας κατά τού κορανίου, τού λογικού όντος κατά τού αλόγου καί θηριώδους τυράννου. Δέν πηγάζει από αποστασίαν γενομένην κατά νομίμου βασιλέως, αλλ' από δικαίαν επανάστασιν γενομένην υπέρ τών απαραγράπτων δικαίων τού ανθρώπου εναντίον τού βαρβάρου τυράννου. Δέν αποβλέπει εις τό νά κατακτήσωμεν ξένην γήν, αλλ' εις τό ν' ανακτήσωμεν τήν ιδικήν μας, νά καταταχθώμεν μεταξύ τών εθνών, νά ζήσωμεν αυτόνομοι, νά εγείρωμεν τόν ναόν τής δικαιοσύνης εις τήν πολιτικήν κοινωνίαν μας, νά παρεισάξωμεν τά φώτα, τάς τέχνας, τάς επιστήμας, καί όλα τά εκ τού πολιτισμού αγαθά, νά λατρεύωμεν ακωλύτως τόν Θεόν, ν' αγαπώμεν ελευθέρως τούς αδελφούς μας Χριστιανούς τής Ευρώπης, νά συγκοινωνώμεν, νά συναλλάσωμεν, νά συγκατοικώμεν μετ' αυτών αφόβως, καί νά τούς δείχνωμεν αδεώς φιλοφροσύνης καί φιλοξενίας αισθήματα. Τοιούτον ιερόν πόλεμον πολεμούντες επτά ήδη χρόνους, ηλπίσαμεν πάντοτε συνδρομήν από όλους τούς Χριστιανούς ή από όλους τούς δυνατούς τού πεφωτισμένου κόσμου ως όμοιοί των άνθρωποι καί ως αδελφοί των Χριστιανοί. Θά επιτρέψωμεν εις τούς Τούρκους νά μάς εξολοθρεύσωσιν από τό πρόσωπον τής γής; Ζητούμεν νά μήν συζώμεν
1144
πλέον μέ Τούρκους εις τό αυτό έδαφος, νά μή διεσποζώμεθα από αυτούς, καί νά ζώμεν υπό νόμους δικαίους ως έθνος ελεύθερον καί αυτόνομον. Τούτο είναι τό δίκαιον, όσο δικαία είναι η επανάστασις τού ΈΈλληνος κατά τού κτηνώδους Τούρκου, όσω φρικώδης είναι η τυραννία τού δημίου σουλτάνου. Εάν μάς εγκαταλείπη καί ο Θεός, θ' αποθάνωμεν μάρτυρες τής ελευθερίας, ως αδελφοί τού Λεωνίδα, τουλάχιστον ένδοξοι υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος. Εν ονόματι τής Αγίας καί Αδιαιρέτου Τριάδος Περί Θρησκείας ΆΆρθρο 1. Καθείς εις τήν Ελλάδα επαγγέλλεται τήν θρησκείαν του ελευθέρως, καί διά τήν λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν. Η δέ τής Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας τού Χριστού είναι θρησκεία τής επικρατείας. Περί τής Ελληνικής Επικράτειας ΆΆρθρο 2. Η ελληνική επικράτεια είναι μία καί αδιαίρετος. ΆΆρθρο 3. Σύγκειται από επαρχίας. ΆΆρθρο 4. Επαρχίαι τής Ελλάδος είναι όσαι έλαβον καί θά λάβωσι τά όπλα κατά τής οθωμανικής δυναστείας. Δημόσιο Δίκαιον τών Ελλήνων ΆΆρθρο 5. Η κυριαρχία ενυπάρχει εις τό έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού, καί υπάρχει υπέρ αυτού. ΆΆρθρο 6. ΈΈλληνες είναι όσοι αυτόχθονες τής ελληνικής επικρατείας πιστεύουσιν εις Χριστόν, όσοι από τούς υπό τόν οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν καί θά έλθωσιν εις τήν ελληνικήν επικράτειαν, διά νά συναγωνισθώσιν ή νά κατοικήσωσιν εις αυτήν, όσοι εις ξένας επικρατείας είναι γεννημένοι από πατέρα ΈΈλληνα, όσοι αυτόχθονες καί μή καί οι τούτων απόγονοι, πολιτογραφηθέντες εις ξένας επικρατείας πρό τής δημοσιεύσεως τού παρόντος συντάγματος, έλθωσιν εις τήν ελληνικήν επικράτειαν καί ορκισθώσι τόν ελληνικόν όρκον καί όσοι ξένοι έλθωσι καί πολιτογραφήθώσιν. ΆΆρθρο 7. ΌΌλοι οι ΈΈλληνες είναι ίσοι ενώπιον τών νόμων. ΆΆρθρο 8. ΌΌλοι οι ΈΈλληνες είναι δεκτοί, έκαστος κατά τό μέτρον τής προσωπικής του αξίας, εις όλα τά δημόσια επαγγέλματα πολιτικά καί στρατιωτικά. ΆΆρθρο 9. ΌΌσοι ξένοι έλθωσι νά κατοικήσωσιν ή νά παροικήσωσιν εις τήν ελληνικήν επικράτειαν, είναι ίσοι ενώπιον τών πολιτικών νόμων.
1145
ΆΆρθρο 10. Αι εισπράξεις διανέμονται εις όλους τούς κατοίκους τής επικρατείας δικαίως, καί αναλόγως τής περιουσίας εκάστου. Καμμία δέ είσπραξις δέν γίνεται χωρίς προεκδεδομένου νόμου, καί κανείς νόμος περί εισπράξεως δέν εκδίδεται ειμή δι' έν καί μόνον έτος. ΆΆρθρο 11. Ο νόμος ασφαλίζει τήν προσωπικήν εκάστου ελευθερίαν. Κανείς δέν ημπορεί νά εναχθή ή φυλακωθή ειμή κατά τούς νομικούς τύπους. ΆΆρθρο 12. Η ζωή, η τιμή καί τά κτήματα εκάστου, εντός τής επικρατείας ευρισκομένου είναι υπό τήν προστασίαν τών νόμων. ΆΆρθρο 13. Καμμία διαταγή περί εξετάσεως καί συλλήψεως οποιωνδήποτε προσώπων καί πραγμάτων δέν ημπορεί νά εκδοθή, χωρίς νά στηρίζεται εις ικανά δείγματα, καί νά περιγράφη τόν τόπον τής εξετάσεως, καί τά πρόσωπα καί πράγματα, τά οποία πρέπει νά συλληφθώσιν. ΆΆρθρο 14. Εις όλας τάς εγκληματικάς διαδικασίας έκαστος έχει τό δικαίωμα νά ζητή τήν αιτίαν καί φύσιν τής εις αυτόν προσαφθείσης κατηγορίας, νά αντεξετάζεται πρός τούς κατηγόρους καί τούς μάρτυρας, νά παρουσιάζη μαρτυρίας υπέρ εαυτού, νά λαμβάνη εις βοήθειάν του συμβούλους, καί νά ζητή ταχείαν απόφασιν από τό δικαστήριον. ΆΆρθρο 15. ΈΈκαστος πρό τής καταδίκης του δέν λογίζεται ένοχος. ΆΆρθρο 16. Κανείς δέν κρίνεται δίς δι' έν καί τό αυτό αμάρτημα, καί δέν καταδικάζεται ουδέ προσωρινώς στερείται τά κτήματά του χωρίς προηγουμένην διαδικασίαν. Πάσα δέ υπόθεσις άπαξ οριστικώς δικασθείσα δέν αναθεωρείται. ΆΆρθρο 17. Η κυβέρνησις ημπορεί ν' απαιτήση τήν θυσίαν τών κτημάτων τινός, διά δημόσιον όφελος, αποχρώντων, αποδεδειγμένον, αλλά διά προηγουμένης αποζημιώσεως. ΆΆρθρο 18. Αι βάσανοι καί αι δημεύσεις απαγορεύονται. ΆΆρθρο 19. Ο νόμος δέν ημπορεί νά έχη οπισθενεργόν δύναμιν. ΆΆρθρο 20. Οι ΈΈλληνες έχουσι τό δικαίωμα νά συσταίνωσι φιλανθρωπίας, βιομηχανίας, καί τεχνών, καί νά εκλέγωσι διδασκάλους διά τήν εκπαίδευσίν των. ΆΆρθρο 21. Εις τήν ελληνικήν επικράτειαν ούτε πωλείται, ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δέ ή δούλος παντός γένους καί πάσης θρησκείας, καθώς πατήση τό ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος, καί από τόν δεσπότην αυτού ακαταζήτητος. ΆΆρθρο 22. Κανείς δέν δύναται ν' αποφύγη τό ανήκον δικαστήριον, ουδέ νά εμποδισθή από τό νά καταφύγη εις αυτό. ΆΆρθρο 23. Κανείς δέν δύναται νά μένη εις φυλακήν πλέον τών εικοσιτεσσάρων ωρών, χωρίς νά πληροφορηθή επισήμως τάς αιτίας τή φυλακώσεώς του, καί πλειότερον τών τριών ημερών, χωρίς ν' αρχίση η εξέτασις. ΆΆρθρο 24. Ο κλήρος, κατά τούς κανόνας τής Αγίας καί Ιεράς ημών
1146
Εκκλησίας, δέν εμπεριπλέκεται εις κανέν δημόσιον υπούργημα. Μόνοι δέ οι πρεσβύτεροι έχουσι τό δικαίωμα τού εκλογέως. ΆΆρθρο 25. Καθείς δύναται νά αναφέρη πρός τήν Βουλήν εγγράφως, προβάλλων τήν γνώμην του περί παντός δημοσίου πράγματος. ΆΆρθρο 26. Οι ΈΈλληνες έχουσι τό δικαίωμα χωρίς πρό εξέτασιν νά γράφωσι, καί νά δημοσιεύωσιν ελευθέρως διά τού τύπου ή αλλέως τούς στοχασμούς καί τάς γνώμας των, φυλάττοντες τούς ακολούθους όρους: α' Νά μήν αντιβαίνωσιν εις τάς αρχάς τής χριστιανικής θρησκείας. β' Νά μήν αντιβαίνωσιν εις τήν σεμνότητα. γ' Νά αποφεύγωσι πάσαν προσωπικήν ύβριν καί συκοφαντίαν. Γενοκτονία στήν Πελοπόννησο Τό έτος 1827 βρήκε τούς κατοίκους τού Μοριά σέ άθλια κατάσταση. Ολόκληρη η δυτική πλευρά από τήν Μεσσήνη μέχρι τήν Πάτρα είχε ερημωθεί. Ο Ιμπραήμ είχε κόψει χιλιάδες δένδρα, είχε κάψει εκατοντάδες χωριά καί τό μεγαλύτερο μέρος τού άμαχου πληθυσμού τό είχε μεταφέρει στά σκλαβοπάζαρα τής Αιγύπτου. Οι εντολές πού έδινε στούς αξιωματικούς του ήταν νά μήν εμπλέκονται σέ πόλεμο, αλλά μόνο νά καίνε τά χωριά καί νά κόβουν τά δένδρα. "Δέν θέλω νά φέρνετε νεκρούς, διότι δέν σάς στέλνω νά πολεμήσετε, παρά μόνο νά ερημώσετε τή γή τών γκιαούρηδων." Σύμφωνα μέ τόν Αμβρόσιο Φραντζή σέ δύο ημέρες μόνο οι Αιγύπτιοι έκοψαν στή Μεσσήνη 60000 συκιές, 25000 ελιές καί εκατοντάδες μουριές. Οι εναπομείναντες κάτοικοι πού μαστίζονταν από τήν πείνα καί τό κρύο, έμοιαζαν περισσότερο μέ όρθιους σκελετούς παρά μέ ανθρώπινα πλάσματα. Αναγκάζονταν νά καταφεύγουν σάν τά θηρία σέ απόκρημνες σπηλιές καί νά τρέφονται μέ άγρια χόρτα καί σαλιγκάρια. Τά παιδιά τους πέθαιναν από τίς κακουχίες καί οι γέροι μελαγχολούσαν όταν έβλεπαν τίς άλλοτε καταπράσινες πεδιάδες νά έχουν μαυρίσει από τά αποκαΐδια καί τά σπίτια τους νά έχουν μεταβληθεί σέ σωρούς ερειπίων. Στά ερημωμένα χωριά κυκλοφορούσαν μονάχα σκυλιά πού τρέφονταν μέ άταφα πτώματα. Τή γενοκτονία τής Πελοποννήσου από τίς μουσουλμανικές ορδές τήν έζησαν ο Αμερικανός γιατρός Samuel Gridley Howe καί ο επίσης Αμερικανός Jonathan Miller καί τήν μετέφεραν στίς σελίδες τών ημερολογίων τους. «The Morea had been devastated by the troops of Ibrahim Pasha (Ο Μοριάς ερημώθηκε από τόν Ιμπραήμ πασά) in almost every direction. All Messenia, part of Arcadia, Elis (Ηλεία), and Achaia, presented a scene of utter devastation; it would sεem as if the Siroc (καυτός άνεμος πού έρχεται από τήν Αφρική) had blown over it for years, destroying every vestige of vegetation, and had been followed by pestilence (λοιμός) in its train, which swept away every living thing that had once inhabited it. Those delightful plains,
1147
which poets in all ages have sung, but whose beauties have not been overrated; which, two years ago, were chequered with pleasent little villages, surrounded by groves of lemon and olive, and filled with a busy and contented peasantry, were now barren wastes; where the roofless and blackened walls of the houses, the scathedand leafless trunks (πληγωμένοι χωρίς φύλλα κορμοί) of the olive trees, and here and there, the whitening bones of human beings, remained to tell that the fire and sword (φωτιά καί σπαθί) had passed over and blasted them. This was the situation of at least one half of the Peloponessus; of its inhabitants many had been slaughtered, others, carried off into slavery in Egypt; (οι περισσότεροι κάτοικοι σφαγιάστηκαν, άλλοι έγιναν σκλάβοι στήν Αίγυπτο) and the rest, where were they? Oh, God! it is an awful question to answer, but it is a question which must one day be answered to Thee, by this generation, who left thousands, and tens of thousands of their fellow beings, to be hunted like wild beasts to the mountains; (χιλιάδες κυνηγήθηκαν σάν τά θηρία στά βουνά) to dwell in the caverns of the rocks; to wander about, year after year, seeking for the roots of the earth; giving to their ragged and emaciated children (ισχνά παιδιά), sorrel (χόρτα λάπαθα) and snails (σαλιγκάρια) for food; unable to get enough even of this, and pining and dying - ay! absolutely perishing from want (ένδεια), while the rest of the earth was foil of fatness. There were about a hundred thousand persons in the Morea, in this destitute situation; (εκατό χιλιάδες ζούσαν σέ εξαθλιωμένη κατάσταση) some suffering more, others less; all had fled from their burning houses and devastated fields (καμμένα σπίτια καί έρημα χωράφια); but some had saved their effects, while others were utterly destitute. They took refuge in the recesses of the mountains, in caverns, in the centre of swamps; in every situation which afforded them security from the enemy's cavalry, were seen collected crowds of old men, women, and children, suffering all that misery which the want of houses, or sufficient covering, or regular food, must bring: they lived in little wigwams (καλύβες) or temporary huts, made by driving poles in the ground, and thatching them with reeds (καλάμια). In these hovels dwelt a once prosperous family, without chair, or table, or bed; they had no blankets, they had no clothes to change, and their own had become dirty and tattered; they were obliged to wander about in quest of food, and their naked feet were lacerated by the rocks; their faces, necks, and half exposed limbs, were sunburnt, and their hollow eyes, and emaciated countenances, gave evidence that their suffering had been long endured. Yet, amid all this misery, strange as it may appear, the light and volatile Greek was not always depressed; the boy sang as he gathered snails on the mountains, and the girls danced around the pot, where their homely mess of sorrel and roots was boiling; the voice of mirth was often heard in those miserable habitations. But there were others, from whose bosoms misery had banished mirth; there was the orphan who ran about bareheaded and
1148
barefooted, with only a ragged shirt to cover him; there was the houseless widow, to whose breasts clung the half famished orphan, whose ragged children hung around her, begging for more food, after she had given them her last morsel, regardless of the hunger that was gnawing her own entrails; there was the wretch whom sickness had overtaken, and who had sunk down by the roadside, and lay parched with fever, without a blanket beneath, him, or other covering than the shadow of an olive tree. Such were the scenes of woe and misery (σκηνές θλίψης καί δυστυχίας), which presented themselves to the foreigner at every turn, and reminded him of the dreadful price Greece was paying for her liberty (θύμιζαν σέ κάθε ξένο τήν τρομακτική τιμή πού πλήρωνε η Ελλάδα γιά τήν ελευθερία της). And among them, too, were seen many who had escaped from captivity, and who bore about them marks of Turkish barbarity; (σημάδια τής τουρκικής βαρβαρότητας) their ears had been shaved off close to their heads; their noses had been cut off, or their eyes had been put out, (αυτιά κομμένα σύριζα, μύτες κομμένες, μάτια βγαλμένα) or their bodies mutilated, in some way or other. Such were the scenes which attested the long struggle and great exhaustion of Greece. The number of these sufferers had been increasing every year, till it had now arrived to a frightful magnitude, and bore a large proportion to those who still had the means of livelihood». An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe. Ο Αμερικάνος φιλάνθρωπος Μύλλερ (Miller) φρόντιζε γιά τήν διανομή ρούχων καί τροφίμων στούς εξαθλιωμένους κατοίκους. Στίς Κεχριές διένειμε αλεύρι σέ 4000 ψυχές, στό Αγκίστρι σέ 1760, στή Σαλαμίνα σέ 8830, στήν Επίδαυρο καί στό Σοφικό σέ 4000. Μόλις οι χωρικοί μάθαιναν γιά τήν άφιξή του κατέβαιναν από τά βουνά καί τίς σπηλιές, όπου ζούσαν παρακαλώντας νά τούς δώσει λίγο καλαμπόκι ή ένα κομμάτι κρέας. Είχαν μήνες νά βάλουν στό στόμα τους ψωμί καί οι σκελετωμένες γυναίκες μέ τά μωρά τους αγκαλιά μαζεύονταν γύρω του. Τό δέρμα τους ήταν γεμάτο φουσκάλες καί τά γυμνά τους πόδια σχισμένα από τίς πέτρες. Τά κουρέλια μέ τά οποία ήταν ντυμένες ήταν γεμάτα ψείρες. ΈΈνα πρωϊνό είδε ένα πανέμορφο κορίτσι 18 ετών νά ψήνεται από τόν πυρετό, έχοντας βρεί προστασία από τή βροχή κάτω από μία ελιά. Τό απόγευμα πού ξαναπέρασε από τό ίδιο μέρος ξαναείδε τό ορφανό κορίτσι ακίνητο στήν ίδια θέση. Ο Αμερικάνος Henry Post έγραψε καί αυτός στό ημερολόγιό του γιά τά χιλιάδες εξαθλιωμένα πλάσματα, μέ κουρελιασμένα ρούχα πού ζούσαν σέ καλύβες κατασκευασμένες από καλάμια καί τόν εκλιπαρούσαν μέ απλωμένα χέρια καί ικετευτικά βλέμματα γιά λίγο παστό κρέας. Ο Post συνοδευόμενος από τόν Jarvis έφθασε στό Λουτράκι, ένα άθλιο χωριό στούς πρόποδες τού Γερανίου όρους, αποτελούμενο από καλύβες, στίς οποίες έμεναν εξαθλιωμένα πλάσματα
1149
καί μοίρασε είδη ρουχισμού καί παπούτσια. Στό ημερολόγιό του θά έγραφε αργότερα γιά τίς σκηνές τής αθλιότητας πού αντίκρυσε καί τίς οποίες δέν μπορούσε ούτε κάν νά φανταστεί, καθώς ζούσε σέ μία ευνοημένη από τή μοίρα χώρα στήν οποία βασίλευε η ειρήνη καί η αφθονία. «An exposition of the poverty, distress, and misery to which the inhabitants have been reduced by the destruction of their towns and villages, and the ravages of their country, by a merciless turkish foe». (Μία έκθεση φτώχειας, στενοχώριας καί αθλιότητας τήν οποία ζούν οι κάτοικοι, τών οποίων τά σπίτια καί οι πόλεις έχουν καταστραφεί από έναν αδίστακτο Τούρκο εχθρό). Misery at Ankistri As soon as the catalogues were finished, we had those whose names were written set down in tribes, and then commenced delivering out the meal, giving to each person four okas, equal to ten pounds. As there were many soldiers in the place, we had rather a troublesome time of it, as they would often come and demand flour. The sight of misery around us was one that might well wring the hardest heart. (Η αθλιότητα γύρω μας μπορούσε νά συντρίψει καί τήν πιό σκληρή καρδιά). To see two thousand people assembled, in rags, with haggard countenances, eagerly watching the little we had to give them, and on receiving it, raising their hands to Heaven in thankfulness for this unexpected assistance; while the poor creatures who had not yet received, were raising their hands in supplication to us, and begging for God's sake not to forget them. Mr. Stuyversant was often overcome with grief, and, shed tears abundantly at such sights of human woe and wretchedness. We distributed ninety six barrels of Indian meal, and four tierces of rice, to rising sixteen hundred souls; and divided three boxes of clothing among those who were nearly naked. We spent two very fatiguing days in the midst of as much misery as human nature is capable of supporting». The condition of Greece in 1827 and 1828, Jonathan Miller. Η εξαθλίωση καί η πείνα εξώθησαν πολλούς νησιώτες πρόσφυγες νά καταφύγουν στήν πειρατεία, δημιουργώντας αναστάτωση στό Αιγαίο καί τρόμο στούς κατοίκους τών νησιών τών Κυκλάδων καί τών Βορείων Σποράδων. Τό εμπόριο παρέλυσε καί οι Ευρωπαίοι πλοίαρχοι διαβίβαζαν τά παράπονά τους στίς κυβερνήσεις τους, οι οποίες μέ τή σειρά τους πίεζαν τήν ελληνική κυβέρνηση νά καταπολεμήσει τή μάστιγα τής πειρατείας. Αυτό τό νέο φαινόμενο εξανάγκασε τά ελληνικά πολεμικά πλοία νά περιπολούν στό Αιγαίο γιά νά διώξουν τούς επίδοξους ληστές τών θαλασσών στερώντας από τό στόλο τού Κόχραν τά
1150
πλοία πού χρειαζόταν γιά νά κυνηγήσει τόν τουρκικό στόλο. Οι προσκυνημένοι Δέν ήταν λίγοι εκείνοι πού δέν άντεξαν τή σωματική καταπόνηση καί αποφάσισαν νά προσκυνήσουν τόν Αιγύπτιο κατακτητή, ο οποίος γιά αντάλλαγμα τούς έδινε νά υπογράψουν τά λεγόμενα ράι μπουγιουρντιά (προσκυνοχάρτια). Τό προσκύνημα ή τό μόλυσμα, όπως τό αποκαλούσαν τότε οι ΈΈλληνες, εξαπλώθηκε μέ γρήγορο ρυθμό στούς εξαθλιωμένους χωρικούς. Αρχηγός τών προσκυνημένων ήταν ο Δημήτριος Νενέκος από τή Ζουμπάτα (Μοίρα Αχαΐας). Αρχικά ο Νενέκος ήταν οπλαρχηγός τής περιοχής καί είχε διακριθεί στίς μάχες κατά τών Τούρκων. Μετά τήν πτώση τού Μεσολογγίου προσκύνησε τόν Αιγύπτιο σερασκέρη, ο οποίος τού παραχώρησε πολλά προνόμια καί τόν όρισε αρχηγό ενός στρατιωτικού σώματος 2000 Χριστιανών προσκυνημένων. ΉΉταν τόσο μεγάλος ο ζήλος τού Νενέκου, ώστε έγινε ο φόβος καί ο τρόμος όλων τών Χριστιανών. Μέ τούς ομοϊδεάτες του πολεμούσε είτε στό πλευρό τού Ντελή Αχμέτ διοικητή τού κάστρου τών Πατρών είτε στό πλευρό τού Ιμπραήμ πασά. Ο Γέρος τού Μοριά επικήρυξε τόν προδότη καί έδωσε αυστηρές εντολές στούς άνδρες του νά τιμωρούν αυστηρά όσους είχαν προσκυνήσει τούς Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης θά δήλωνε στά απομνημονεύματά του ότι ποτέ του δέν φοβήθηκε τόσο πολύ γιά τήν επανάσταση όσο φοβήθηκε μέ τό προσκύνημα. ΌΌταν ο Ιμπραήμ σέ μία νυκτερινή του περιπλάνηση, χάθηκε στό δρόμο, συνάντησε τόν Νενέκο καί τούς στρατιώτες του στό Χάνι τού Βερβένικου. Κουρασμένος όπως ήταν αποκοιμήθηκε βαριά μέ μόνους φύλακες τόν Νενέκο καί τούς άνδρες του. ΉΉταν η καλύτερη ευκαιρία γιά νά γλυτώσει η Πελοπόννησος από τόν δήμιό της, αλλά ο Νενέκος τόν φύλαξε όλη νύκτα καί ο Ιμπραήμ υποχρεώθηκε τόσο πολύ ώστε τόν έκανε μπέη καί από τότε δέν σταματούσε νά τόν επαινεί μπροστά σέ όλους τούς αξιωματικούς του. ΌΌταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε ότι ο Νενέκος είχε στά χέρια του τόν Ιμπραήμ καί δέν τόν σκότωσε, αποφάσισε νά εκδώσει γραπτή διαταγή γιά τήν εκτέλεση τού προδότη. Μάλιστα πρίν υπογράψει τήν διαταγή, μπήκε σέ μία εκκλησία καί ζήτησε συγχώρεση από τήν Παναγιά λέγοντας "δέν σκοτώνω Χριστιανό, αλλά Τούρκο!". Τελικά η εκτέλεση τού Νενέκου θά γινόταν τό 1828, από τόν Αθανάσιο Σαγιά. Στήν επανάσταση χρησιμοποιήθηκε ο όρος τουρκοπροσκυνημένος καί αποτελούσε τήν χειρότερη ύβρι τής εποχής. Δυστυχώς γιά τόν Νενέκο καί τούς οπαδούς του, τότε δέν είχαν επινοηθεί οι όροι "ελληνοτουρκική φιλία", "αντιρατσισμός", "πολυπολιτισμός", "Αριστερά τής προόδου", "συνύπαρξη στό Αιγαίο", "ευάλωτες ομάδες μεταναστών", ούτε μόλυναν τούς τοίχους μέ τά αριστερά συνθήματα "Κανένας ΈΈλληνας φαντάρος",
1151
"τό Αιγαίο ανήκει στά ψάρια του", "τζαμί στήν Αθήνα", "Είμαστε όλοι μετανάστες", "οι Τούρκοι είναι αδέλφια μας", "Νομιμοποιήστε όλους τούς μετανάστες". Δυστυχώς τότε δέν υπήρχαν τά κανάλια Mega, Antenna, Skai νά υποστηρίζουν τήν τουρκική γλώσσα καί τήν οθωμανική ιστορία, δέν υπήρχαν μεγαλοδημοσιογράφοι νά θησαυρίζουν εις βάρος τής ενημέρωσης τού ελληνικού λαού, δέν υπήρχαν οι ΜΚΟ τού Σόρος καί οι αναρχικές τρομοκρατικές οργανώσεις τών ΗΠΑ, δέν υπήρχαν τά εθελόδουλα κόμματα τής ΝΔ, τού ΣΥΡΙΖΑ καί τού ΠΑΣΟΚ νά επηρεάζουν τόν ελληνικό λαό πρός όφελος τών μουσουλμάνων κατακτητών. Δυστυχώς γιά τούς οπαδούς τής ελληνοτουρκικής φιλίας εκείνης τής εποχής, υπήρχε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, πού έγραφε επιστολές μέ τήν εντολή "Φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνημένους". «Πρός τούς γενναιοτάτους στρατηγούς Βασίλειον Πετμεζάν, Δημήτριον Μελετόπουλον καί Θάνον Χρυσανθακόπουλον. H γενναιότης σας δέν αμφιβάλλω, ότι οδηγούμενοι από τά χρέη τού πατριωτισμού σας θέλει βάλετε τήν δυνατήν προσπάθειάν σας διά νά συστήσετε όσον τάχος στρατόπεδον εις τά Νεζερά (Κάλανος Αχαΐας), απαντώντες φρονίμως καί κάθε αντενέργειαν. Δέν αμφιβάλλω περιπλέον, ότι διά τής φρονήσεώς σας θέλει παιδευθούν αναλόγως τού στυγερού κινήματός των ο Νενέκος καί λοιποί ομόφρονές του όλοι αλλ' εν τοσούτω έκρινα αναγκαίον νά σάς είπω, άμα συστήσετε στρατόπεδον, ή νά είπω κάλλιον, άμα συναχθήτε, νά πάρετε όσους περισσοτέρους στρατιώτας δυνηθήτε καί νά υπάγητε νά πιάσητε τόν Νενέκον, άν δέ σάς αντισταθή, ή έχη συντρόφους πραγματικούς καί τούς λοιπούς κατοίκους τών Αρβανιτοχωρίων, νά τούς βάλητε αυτόν καί όλους εις τό ντουφέκι άνδρας καί γυναίκας των, νά λαφυραγωγήσετε όλον τό πράγμά των, μέ ένα λόγον νά φερθήτε ως πρός Τούρκους, διά νά παιδεύσητε αυτούς, νά κάμετε διά τούτου καί κάθε άλλον, ο οποίος άν έχη τι εις τόν νούν του νά τό αποδιώξη. Η φρόνησις οδηγουμένη διά τής δραστηριότητός σας, ας κάμη εις αυτούς ό,τι στοχασθή ανάλογον. Εγώ προσμένω ν' ακούσω, ότι επαιδεύσατε αυτούς πρεπόντως, καί ότι εσυστήσατε στρατόπεδον. Αύριον μεθαύριον αναχωρούμεν καί ημείς μετά τού Νικήτα, Γενναίου, Τζόκρη καί λοιπών διά τά ενδότερα, καί εκεί προσμένω νά λαμβάνω συχνά γράμματά σας. Οι φροντισταί ανεχώρησαν από προχθές, τόν αρχηγόν τού στρατοπέδου σας θέλει διορίσω, άμα ανέβω επάνω, ο Λαρπύλας καί Σαγιάς ευρίσκονται εις τό μέρος τού Μεγάλου Σπηλαίου. Αυτοί ως πληροφορούμαι δέν ηθέλησαν νά συνεννοηθούν μέ τόν Νενέκον, γράψετέ τους, παρακινήσατέ τους νά κινηθούν εις τά άρματα, καί ενωθούν μέ τήν Γενναιότητά σας, καί νά μεταχειρισθούν τήν δυνατήν επιρροήν τους εις τά Αρβανιτοχώρια, διά νά τά αποσπάσουν από τά
1152
δουλικά φρονήματα τού Νενέκου καί λοιπών, καί νά τά κινήσουν εις τόν πόλεμον». Τόν Απρίλιο τού 1827 ο Ιμπραήμ ξεκίνησε τίς επιχειρήσεις του λεηλατώντας τήν Ηλεία. Στίς 6 Απριλίου αιφνιδίασε τούς Πυργιώτες καί κατέλαβε τόν Πύργο σφάζοντας καί αιχμαλωτίζοντας. ΌΌσοι πρόλαβαν έτρεξαν στήν παραλία τού Κατάκολου καί κατόρθωσαν νά επιβιβαστούν σέ πλοιάρια μέ προορισμό τή Ζάκυνθο. ΆΆλλοι πάλι πήραν τίς οικογένειές τους καί κατέφυγαν στήν Καρύταινα. Τό κάστρο τής Καρύταινας, τό οποίο είχε οχυρωθεί μέ τή φροντίδα τού Γενναίου Κολοκοτρώνη καί τού πατέρα του, είχε γίνει ένα ασφαλές καταφύγιο γιά τούς κατοίκους τής περιοχής καί αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης τροφίμων καί πολεμοφοδίων γιά τίς ανάγκες τού αγώνα. Σέ άλλες περιπτώσεις δέν υπήρχε η ανάλογη φροντίδα, όπως γιά παράδειγμα στήν περίπτωση τού κάστρου στό Χλεμούτσι τής Κυλλήνης, τό οποίο ο Ιμπραήμ τό πολιόρκησε καί τό κατέλαβε εύκολα από τόν Μιχάλη Σισίνη, λόγω έλλειψης τροφίμων καί νερού. Η συμπεριφορά τού Ιμπραήμ πρός τούς αιχμαλώτους άλλαξε, όπως τόν είχε άλλωστε συμβουλέψει ο Νενέκος. Μοίρασε στούς σημαντικούς αιχμαλώτους χρήματα καί προσκυνοχάρτια καί τούς έστειλε στά χωριά γιά νά πείσουν τούς κατοίκους τους νά προσκυνήσουν. Τό μέτρο αυτό λειτούργησε σέ αρκετές περιπτώσεις καί ιδιαίτερα στά Αρβανιτοχώρια τής επαρχίας τών Πατρών, τά οποία επηρέαζε σέ σημαντικό βαθμό ο Νενέκος. Ταυτόχρονα ο διοικητής τής πόλης τών Πατρών Ντελή Αχμέτ επιχειρούσε επιδρομές πρός τά Καλαβρυτοχώρια καί πρός τίς παραλιακές πόλεις τού Κορινθιακού Κόλπου Ακράτα καί Διακοπτό, τρομοκρατώντας μέ τή σειρά του τούς απροσκύνητους χωρικούς. Ο Κολοκοτρώνης πού είχε βρεθεί στό χωριό Πετσάκοι Αχαΐας δέν ήξερε ποιούς νά εμπιστευτεί, γιά νά κτυπήσει τόν Ντελή Αχμέτ πού εκινείτο ανενόχλητος. Δέν γνώριζε μέ ακρίβεια ποιά χωριά είχαν προσκυνήσει καί ποιά όχι. ΈΈδωσε εντολή στόν Δημήτριο Πλαπούτα καί στόν Γενναίο νά κινηθούν πρός όλα τά ορεινά χωριά τής Αχαΐας, νά μαζέψουν τά προσκυνοχάρτια καί νά μοιράσουν αντίστοιχα χαρτιά μέ τά οποία δήλωναν πίστη στό έθνος. ΌΌποια χωριά έφερναν αντίσταση, οι εντολές ήταν νά τά μεταχειριστούν όπως θά μεταχειρίζονταν τά τουρκοχώρια. Ο αρχηγός διέταξε επίσης τόν Νικηταρά νά προχωρήσει σέ στρατολογία στίς επαρχίες τού Μυστρά, τής Μεσσηνίας, τής Τριφυλίας καί τού Λεονταρίου. Στή συνέχεια παρήγγειλε στούς Πετμεζαίους καί τόν Δημήτριο Μελετόπουλο νά συστήσουν στρατόπεδο στά Νεζερά, στούς πρόποδες τού Ερύμανθου. ΈΈστειλε τόν Τζανέτο Χριστόπουλο στό Φανάρι (Ολυμπία) γιά στρατολογία καί τόν Αναγνώστη Παπασταθόπουλο στή Γαστούνη γιά νά πολεμήσει μαζί μέ τόν Χρύσανθο Σισίνη τό "μίασμα τής υποταγής". «Πρό ενός ήμισυ έτους ανεφάνη κατά τά Τριπόταμα τής επαρχίας
1153
Γαστούνης ασκητής καταγόμενος εξ Ιθάκης καί κοινώς λεγόμενος διά μέν τό μικρόν ανάστημά του Παπουλάκης, διά δέ τήν πολλήν αρετήν του Αγιοπατέρας. Τόν ασκητήν τούτον συνώδευεν ασκήτρια θαυμάζουσα καί εξυμνούσα τήν οσιότητα τού βίου του. Διαδοθείσης τής φήμης τής αγιότητος τού Παπουλάκη, προσήρχοντο καθ' ημέραν Χριστιανοί αιτούμενοι τάς ευχάς του καί προσφέροντες αυτώ χάριν ευλαβείας δώρα. Ο Παπουλάκης, επί λόγω ότι ήθελε νά οικοδομήση επί τής θέσεως εκείνης μονήν, δέν απεποιείτο τά προσφερόμενα, καί έκτισε τήν μονήν του, καί οι μέν χωρικοί ευλαβεία κινούμενοι δέν έπαυαν φέροντες αναθήματα, αυτός δέ απεταμίευεν, ως απαρνηθείς δέ τά εγκόσμια καί αφωσιωμένος εις τά θεία σπανίως εφαίνετο, καί εδέχετο τούς προσερχομένους η γυνή διηγουμένη τήν ισάγγελον πολιτείαν καί τάς θείας οράσεις αυτού. Δέν έπαυε δέ εξ ονόματός του καί νά παρηγορή τούς φοβουμένους τούς Τούρκους λέγουσα, ότι ο ΎΎψιστος απεφάσισε τήν καταστροφήν τών ασεβών, καί ότι απεκάλυψε τώ πιστώ του θεράποντι, Παπουλάκη, τήν ημέραν, καθ' ήν θά ωδήγει αυτός τούς ΈΈλληνας εις εκτέλεσιν τής Θείας Βουλής βαστών μόνον ρόπαλον. Επίστευαν οι απλοί τούς λόγους τής γυναικός, καί ο Παπουλάκης, φωτιζόμενος υπό τών ανακαλύψεων αυτής, εθεωρήθη μετ' ολίγον, εξ ών έλεγεν, ως λαβών θεόθεν καί τό διορατικόν χάρισμα. Τόσον δέ ηύξησεν η πρός αυτόν ευλάβεια τού κοινού, ώστε ουδείς ετόλμα νά δείξη ότι εδυσπίστει εις τήν αγιότητά του. ΌΌλοι δέ, όσους έκρινεν αξίους τής παρουσίας του, ίσταντο ενώπιόν του ασκεπείς, καί εσταυρωμένας κρατούντες τάς χείρας ηκροάζοντο όσα έλεγεν ως θεόπνευστα. Εν τοσούτω, ακούσας ο Ιβραήμης επί τής πορείας του τά φημιζόμενα περί τού ανδρός, καί κυρίως περί τών θησαυρισμάτων αυτού, έστειλεν έν σώμα εις Τριπόταμα, όπερ επιπεσόν αίφνης ήρπασεν όλα τά εκεί αναθήματα, έκαυσε τήν μονήν, συνέλαβε τόν ασκητήν καί τήν ασκήτριαν, καί τόν μέν έσφαξε, τήν δέ εδημοπράτησε. Ο δέ Ιβραήμης, αφ' ού ανεπαύθη ικανόν καιρόν εν τοίς μεσσηνιακοίς φρουρίοις, εξεστράτευσεν, αρχομένου τού έαρος, εις Ηλείαν καί Αχαΐαν, καί διέταξε νά παραπλέωσι καί τινα πλοία. Χωρών δέ ο εχθρός πρός τήν Ηλείαν διέβη ανεμπόδιστος καί ατουφέκιστος τό Κλειδί, επέρασε τόν Αλφειόν καί συνέλαβέ τινας τών καταφυγόντων εις τά νησίδια καί πολλούς τών κατά τό Κατάκολον συσσωρευθέντων καί χάριν ασφαλείας εις Ζάκυνθον διαπορθμευμένων, τούς μέν επί τής ξηράς τούς δ' επί τής θαλάσσης, ηχμαλώτευσε καί πολλάς οικογενείας εις τά παρακείμενα πυκνά δάση καταφυγούσας καί διά τού πυρός καί τού γαυγίσματος τών ρινηλατούντων σκύλων ανευρισκομένας. Πολλαί γυναίκες επί τής καταδιώξεως ταύτης αυτολοκαυτώθησαν εις αποφυγήν τών δεινών τής αιχμαλωσίας. Δήμος δέ τις Κόλιας εφόνευσεν αυτοχειρί τήν σύμβιάν του καί τό τέκνον του, καί διασωθείς ως ταχύπους εδικαιολογείτο, ότι εισήγαγεν αμίαντα εις τόν παράδεισον τά θύματα τής
1154
χειρός του. Πατήσας ο Ιβραήμης καί κακοποιήσας τήν επαρχίαν τής Γαστούνης απέστειλε διά τών Πατρών μέρος τού στρατεύματός του εις τήν Στερεάν Ελλάδα, ίνα συνοδεύση τρισχιλίους ίππους μακρόθεν μετακομιζομένους πρός αναπλήρωσιν τού καθ' ημέραν φθειρομένου ιππικού του καί τών υποζυγίων του. Αυτός δέ εξεστράτευσεν εις άλωσιν τού Χλουμουτσίου καί έφθασεν έξωθεν αυτού τήν 15ην Απριλίου 1827. Τό φρούριον τούτο ήτο, ως είρηται, πάντη ημελημένον καί εγκαταλελειμμένον επί τής επαναστάσεως. Αρχομένου δέ τού Μαρτίου τού έτους τούτου, εναυάγησε παρά τώ παρακειμένω λιμένι τής Γλαρέντσας (Κυλλήνης) πολεμικόν τουρκικόν πλοίον δεκατεσσάρων κανονίων. Εξ αυτών ετέθησαν οκτώ επί τού φρουρίου τούτου, αλλ' αι δεξαμεναί του ρανίδα νερού δέν είχαν, διότι ουδέποτε εκαθαρίσθησαν ουδ' επεσκευάσθησαν. Επί δέ τής επιδρομής ταύτης κατέφυγαν εις αυτό, καθώς κατέφευγαν καί άλλοτε, χάριν ασφαλείας 1500 ψυχαί καί εισήλθαν εις υπεράσπισιν αυτού τριακόσιοι μαχηταί υπό τόν Μιχάλην Σισίνην. Ο Ιβραήμης, προσκαλέσας τούς εγκλείστους νά παραδοθώσι καί μή εισακουσθείς, τούς επολιόρκησε, καί στήσας τρία ελαφρά κανόνια καί αποβιβάσας εκ τών πλοίων δύο βομβοβόλους τούς επολέμει. Αντείχαν οι έγκλειστοι κατ' αρχάς γενναίως, καί τρίς εξώρμησαν διά νυκτός επί τόν εχθρόν, αλλά δέν ήσαν προητοιμασμένοι εις μακράν πολιορκίαν, ουδέ τήν επροσδόκων, διότι καί άλλοτε οι εχθροί διέβησαν απέμπροσθεν τού φρουρίου καί δέν τό επολιόρκησαν. Εψεύσθησαν όμως αι προσδοκίαι των, καί οι εχθροί διέμειναν ταύτην τήν φοράν πολιορκούντες αυτό τρείς εβδομάδας, έως ου η δίψα ηνάγκασε τούς εγκλείστους νά παραδοθώσι τήν 5ην Μαΐου 1827 εις τήν διάκρισιν τού εχθρού απορρίψαντος πάντα συμβιβασμόν. Τόσον δέ σφοδρά ήτον η καταβασανίζουσα αυτούς δίψα, ώστε πάμπολλοι απέθαναν άμα εξελθόντες καί πιόντες διά μιάς κατά κόρον. Εκτός τού Σισίνη καί τινων άλλων, οι λοιποί κατεδικάσθησαν εις δουλείαν, δεκαπέντε δέ ΈΈλληνες εφονεύθησαν επί τής πολιορκίας. Εν ώ δέ ο Ιβραήμης κατεγίνετο εις τά τής Ηλείας, εξέπλευσε τού Ελλησπόντου εις υποστήριξιν τών επιχειρημάτων αυτού ο οθωμανικός στόλος συγκείμενος εξ ενός δικρότου, εννέα φρεγατών καί δεκαοκτώ βρικίων καί γολεττών υπό τόν Ταχήρπασαν καί τόν Πατρονάμπεην, καί μηδέν απαντήσας κατά τόν πλούν εμπόδιον κατευοδώθη εις Νεόκαστρον. Ο δέ αποπλεύσας τού Πειραιώς Κοχράνης επεσκέφθη τήν ΎΎδραν καί τάς Σπέτσας. Συνήλθαν συγχρόνως κατά διαταγήν του εις Χέλι αντικρύ τών Σπετσών αι μοίραι τών τριών ναυτικών νήσων. Η ψαριανή δέν είχε τήν φοράν ταύτην τόν αρχηγόν της Νικολήν Αποστόλη, υφ' όν πολλάκις εδοξάσθη. Ο αξιότιμος ούτος καί αρχαϊκός ανήρ επλήρωσε τό κοινόν χρέος τήν 6 Απριλίου εν Αιγίνη, όπου μετώκησε καταστραφείσης τής πατρίδος του. ΈΈτοιμοι ήσαν αι ελληνικαί μοίραι νά εκπλεύσωσιν, αλλ'
1155
ο Κοχράνης, μαθών ότι ο Ιβραήμης διέμενεν εντός τινος εν τώ λιμένι τής Γλαρέντσας βρικίου, διαρκούσης τής πολιορκίας τού Χλουμουτσίου, έβαλε κατά νούν νά τόν αφαρπάση, καί αφήσας όλον τόν στόλον απέπλευσεν επί τής φρεγάτας επαγόμενος καί τήν Καρτερίαν. Τήν 10ην Μαΐου 1827 πρός τό εσπέρας επλησίασεν η φρεγάτα Ελλάς τήν Γλαρέντσαν υπ' αυστριακήν σημαίαν, αλλ' ο Ιβραήμης, είτε εξ υποψίας είτε εκ περιστάσεως, προλαβών απέβη εις τήν ξηράν. Ο δέ Κοχράνης, μή ευρών τό θήραμά του προσέβαλε δύο αιγυπτίας κορβέττας, έβλαψε τήν μίαν καί εσκότωσε πολλούς τού πληρώματος, αλλ' ουδεμίαν συνέλαβε. Καθ' ήν δέ ημέραν έπλευσεν η Ελλάς πρός τήν Γλαρέντσαν, έπλευσε καί η φρεγάτα Καρτερία πρός τάς Πάτρας, αλλά παθούσης τής μηχανής της, επόδισε, καί εν ώ παρήλλαττε τόν Μαλέαν, σφοδρός ανεμοστρόβιλος έρριψε τά δύο της κατάρτια. Δέκα δέ ημέρας περιπλεύσας ο Κοχράνης τό Ιόνιον Πέλαγος συνέλαβε πλοίον φέρον πολεμεφόδια καί αιχμαλώτους ΈΈλληνας μετακομιζομένους εις Νεόκαστρον πρός μεταβίβασιν εις Αίγυπτον και τό απέστειλεν εις Πόρον αποβιβάσας αβλαβείς εις τό λοιμοκαθαρτήριον τής Ζακύνθου δέκα Τούρκους ευρεθέντας εν αυτώ. Τήν δέ 25 Μαΐου 1827 απήντησεν εκτός τών Κυθήρων τόν ελληνικόν στολίσκον αναμένοντα αυτόν εκεί κατά δευτέραν διαταγήν του καί συγκείμενον εξ ενός τρικατάρτου, δεκατεσσάρων βρικίων καί οκτώ πυρπολικών, καί συναπέπλευσεν εις Αλεξάνδρειαν επί σκοπώ νά πέση αίφνης εις τόν λιμένα καί καύση διά τών πυρπολικών τόν εν αυτώ στόλον τού Μεχμέτ Αλή ανέτοιμον εις αντίστασιν καί εις έκπλουν. Τήν 4ην Ιουνίου 1827, μετά μεσημβρίαν, εφάνησαν τά ελληνικά πλοία έμπροσθεν τής Αλεξανδρείας υπό αυστριακήν σημαίαν, καί εν πρώτοις μέν υπελήφθησαν ως αυστριακά εμπορικά υπό συνοδίαν φρεγάτας, αλλά πλησιάσαντα εγνωρίσθησαν, καί αι προφυλακίδες τού στόλου του Μεχμέτ Αλή φοβηθείσαι έδραμαν εις τόν λιμένα, καί μία αυτών εκάθησεν επί τού στόματος. Η Ελλάς ηγκυροβόλησε δύο μίλια μακράν τής ξηράς, καί ο Κοχράνης διέταξε τά οκτώ πυρπολικά νά εισπλεύσωσιν. Εισέπλευσαν δύο καί έκαυσαν τήν επί τού στόματος προφυλακίδα 22 κανονίων. Κατεταράχθησαν οι Αιγύπτιοι ιδόντες τόν εχθρόν πρό τών θυρών, ηγωνίσθησαν δι' όλης τής νυκτός νά ετοιμάσωσι τά πλοία των, καί πρωίας γενομένης, ο Μεχμέτ Αλής έπλευσεν ως παρατηρητής πρός τό στόμα τού λιμένος επί τινος πολεμικού βρικίου νεωστί κατασκευασθέντος εν Μασσαλία, εξέπλευσαν μετ' ολίγον καί τινες κανονοφόροι επί σκοπώ νά κυριεύσωσι πυρπολικόν ελληνικόν κείμενον υπό τήν ξηράν εν άκρα νηνεμία, αλλ' ουδέν κατώρθωσαν. Τά ελληνικά πλοία διέμειναν όλην τήν ημέραν έμπροσθεν τού λιμένος καί πρός τό εσπέρας εστράφησαν αρκτοδυτικώς. Τήν δέ επαύριον εξέπλευσαν έξ φρεγάται, έξ κορβέτται καί δέκα βρίκια εις
1156
καταδίωξιν αυτών υπό τήν οδηγίαν τού Μεχμέτ Αλή. Ο στόλος ούτος ηκολούθησε τά ελληνικά μέχρι τής Ρόδου μακρόθεν, έως ου έγειναν άφαντα. Τήν δέ 20 επανήλθαν εις τά ίδια, καί η Ελλάς ηγκυροβόλησεν εν Πόρω. Μετά δέ τήν πτώσιν τού Χλουμουτσίου μετέβη ο Ιβραήμης εις Πάτρας, δουλαγωγήσας καθ' οδόν επτακοσίας ψυχάς καταφυγούσας εις τήν λίμνην τής Καλογραίας κατά τόν Πάπαν (ακρωτήριο Αράξου) καί μετέβη τήν 25η Μαΐου 1827 εις Ρίον, όπου παρέλαβε τούς τρισχιλίους ίππους του. Τήν δέ 2α Ιουνίου 1827 εξαπέστειλεν εις χρήσιν τής εν Τριπολιτσά φρουράς δισχίλια τροφοφόρα ζώα υπό τήν συνοδίαν τού Δελή Αχμέτη. Δύο ήμισυ έτη παρήλθαν αφ' ού επάτησε τήν Πελοπόννησον ο Ιβραήμης καί μεγάλα τά εντεύθεν παθήματα τών Πελοποννησίων. Τά ζοφερά σπήλαια, αι δυσανάβατοι ακρώρειαι, τά δυσπρόσιτα έλη, οι κρημνοί καί οι απότομοι βράχοι ήσαν τά μόνα ασφαλή κατοικητήριά των, τό χώμα δέ πολλάκις στρωμνή καί τροφή τά άγρια χόρτα. Εφονεύοντο, ηχμαλωτίζοντο, ελαφυραγωγούντο, κατεστρέφετο η πατρίς των, αλλά δέν επροσκύνουν. Επί τών ημερών όμως τούτων οι κάτοικοί τινων επαρχιών απηρνήθησαν τόν εθνικόν αγώνα. Πρό τινος καιρού είχε μυστικάς σχέσεις πρός τόν Ιβραήμην είς τών υποπλαρχηγών τής επαρχίας τών Πατρών, ο εκ Ζουμπάτης Δημήτριος Νενέκος. Ούτος απέρριψεν επί τής εκστρατείας ταύτης τό προσωπείον, εστράτευσε μετά τού Ιβραήμη κατά τών συμπολιτών του, καί συμβουλεύσας αυτόν νά ανεξικακή καί νά πολιτεύεται τούς ΈΈλληνας επιεικώς, εδείχθη θερμός απόστολός του. Τό παράδειγμα καί η φωνή τού αρνησιπάτριδος Νενέκου, η πλαστή εξημέρωσις τού αγρίου Ιβραήμη, αι ευτυχείς εκστρατείαι του, η απελπισία τών λαών από πάσης αντιλήψεως καί η γενική παράλυσις τών ελληνικών πραγμάτων τόσον επηρέασαν τά πνεύματα τών ανθρώπων, ώστε τά πλείστα χωρία τών επαρχιών Πύργου, Γαστούνης, Πατρών, Βοστίτσης καί Καλαβρύτων επροσκύνησαν, καί τό μόλυσμα φόβος μέγας ήτο μή διεδίδετο καί αλλού. Θεραπείαν τό κακόν δέν είχεν ειμή τήν εμψύχωσιν τών λαών διά τής εν Πελοποννήσω συστάσεως στρατοπέδων. Ακάματος εδείχθη ο Κολοκοτρώνης εν τη δεινή ταύτη ώρα. ΈΈγραψε παντού απειλών καί συμβουλεύων, εκίνησε στρατιωτικά σώματα εις διάφορα μέρη τής Πελοποννήσου, προητοίμασε τό εν τώ ομφαλώ αυτής φρούριον τής Καρυταίνης εις αντίστασιν καί καταφύγιον τών περιοικούντων, καί έστειλεν ικανούς εις υπεράσπισιν τού Μεγάλου Σπηλαίου, καταφυγίου τών γειτονικών επαρχιών, διότι εμελέτα ο Ιβραήμης νά τό πατήση είτε ως εχθρός είτε ως φίλος. Τήν δέ 13 επανήλθεν ο Δελή Αχμέτης εκ Τριπολιτσάς εις Πάτρας, αφ' ού εξετέλεσεν ευτυχώς τό έργον του, καί τήν 17η Ιουνίου 1827 εστράτευσεν ο Ιβραήμης εις τήν επαρχίαν τών
1157
Καλαβρύτων». Ιστορία Τρικούπης Τόμος Δ'.
τής
Ελληνικής
Επαναστάσεως
Σπυρίδων
«Τήν ίδιαν ώραν έβγαινε ο Ιμπραΐμης από τήν Πάτρα καί έκραξε τόν Νενέκο, καί ο Νενέκος επροσκύνησε, καί τόν έβαλε ομπροστά νά κάμη νά προσκυνήσουν, καί επροσκύνησαν τά δύο μέρη τών Καλαβρύτων, καί η Πάτρα όλη, καί μέρη Βοστίτσας (Αίγιο), καί ήλθε τό προσκύνημα εως τά Καλάβρυτα, δύο ώρες απ' έξω από τά Καλάβρυτα, τήν μητρόπολιν. Ο Ιμπραΐμης τότε έλκυσε πολύ λαόν. Τούρκος δέν εκόταε ούτε στάχυ νά κόψη, καί όλα μέ τόν παρά, (Οι Τούρκοι δέν λεηλατούσαν, αλλά ό,τι ήθελαν τό αγόραζαν από τούς χωρικούς) καί τούς έδιδε προσκυνοχάρτια καί μέρος. Καί επροσκύνησαν οι καπεταναίοι τών αρχόντων. (Ο Νενέκος ήταν οπλαρχηγός τού προκρίτου τών Πατρών Βενιζέλου Ρούφου). Οι Πετιμεζαίοι καί οι άλλοι επήγαν καί εσωματώθηκαν καί ο λαός ο απροσκύνητος επήγαν εις τό Μέγα Σπήλαιον, καί άλλοι στά βουνά, καί εκλείσθηκαν μέσα. Τότενες, σάν ήταν αδύνατοι, επήγαν μίαν νύκτα καί επρόδωσαν τόν Βασίλη Πετιμεζά, καί μόλις εγλύτωσε. Τότε έστειλε τόν Νικολάκη τόν αδελφό του καί ήλθε καί μέ ευρήκε εις τής Κόρθος τά χωριά καί μού είπε: "Τρέξε νά πάμε εις τό Σπήλαιο, γιατί τότε παραδίδεται τό Σπήλαιον καί χάνεται όλη η επαρχία". Τότενες αποφάσισα τόν Φώτο, αγιουτάντε μου, (υπασπιστή Φωτάκο) καί τόν μπαϊρακτάρη (σημαιοφόρο) μου Καραχάλιο, καί τούς έδωσα τόν Νικολάκη Πετιμεζά νά πάνε εις τό Μέγα Σπήλαιον. Εγώ εμάζωνα τά κορινθιακά στρατεύματα. Εκείνοι εμπήκαν εις τό μοναστήρι. Διά τρείς ημέρας έμασα 1500 καί τούς έστειλα τόν Παναγιώτη καί Γεωργάκη Χελιώτη, μέ τούς καπεταναίους τους, νά πάνε στής Βοστίτσας τά χωριά, καί εγώ επήγα εις τόν ΆΆγιον Γεώργιον, στού Φονιά, (μοναστήρι στή λίμνη τού Φενεού) καί ακόμα δέν είμεθα ζυγωμένοι κοντά, καί τά στρατεύματα τά προσκυνημένα επήραν τούς Τούρκους καί επήγαν καί εχάλασαν τό Διακοφτό (ΆΆνω Διακοπτό) καί επήραν σκλάβους καί πράγματα αρκετά. Καί εις τό γύρισμα εβγήκαν από τό μοναστήρι, τούς κτύπησαν καί εσκότωσαν καμμιά σαρανταριά Τούρκους καί επήγαν πίσω στό ορδί (στρατόπεδο), στά Καλάβρυτα καί ο Μπραΐμης επήρε καμμιά πενηνταριά καβαλλαραίους καί αγνάντευε τό μοναστήρι. Τό θεώρησε μέ τό κιάλι, είδε πώς δέν μπορεί νά τό πολιορκήση, διατί ήτον τόπος κακός, καί εγύρισε πίσω. Από τούς σκλάβους (προσκυνημένους) κακοπαθήσαμεν στήν Πελοπόννησον. Εις τόν Χελμό Τούρκοι επρόδωσαν τούς Πετιμεζαίους. Εγώ όντας εβγήκα εις τόν ΆΆγιον Γεώργιον (Φενεού), έγραψα γράμματα εις τόν Γενναίον καί εις τόν Κολλιόπουλον, οπού ήταν συναγμένοι, καί επετάχθηκαν εις τό Λιβάρτζι, τήν επαρχία τήν προσκυνημένη, καί τούς διέταξα: "Τσεκούρι καί φωτιά εις τούς
1158
προσκυνημένους!" Και έτσι επέρασαν εις τό Λιβάρτζι. Τότε έστειλεν ο Μπραΐμης καταπατητάδες, νά ιδή πού είμαι καί τί ασκέρι έχω, καί έδωσε ενός Ρωμιού τριακόσια μπαρμπούτια (φλουριά), διά νά μάθη πού είμαι καί νά μού ριχθή επάνω, καί εγώ τόν έπιασα καί έστειλα εις τήν δημοσιά καί τόν εκρέμασα, εις τά Καλάβρυτα, δύο ώραις απ' έξω. Τόν εκρέμασα μέ ένα χαρτί πού έλεγε τό φταίξιμό του "Προδότης τού ΈΈθνους", καί τούς άλλους δύο τούς έστειλα εις τό μοναστήρι, εις τό Μέγα Σπήλαιον, διότι δέν ήτον βεβαιωμένοι προδότες, καί επήγα καί εγώ εις τό Σπήλαιον. (Ο προδότης λεγόταν Γιάννης, καταγόταν από τό χωριό Μπούμπουκα καί ήταν τζασίτης δηλαδή κατάσκοπος τού Ιμπραήμ). Καί μαθαίνοντας ο Μπραΐμης, ότι ήλθαν στρατεύματα εις τό Λιβάρτζι, ως πέντε χιλιάδες, καί εγώ από τό άλλο μέρος μέ δύο χιλιάδες, καί τό Σπήλαιο μακρά από τά Καλάβρυτα οπού ήταν δύο ώραις, καί τέσσερες ώραις ήτον ο Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) μέ τόν Γενναίον, τό άλλο στράτευμα, μανθάνοντας ο Μπραΐμης ότι ήλθαν τά στρατεύματα τά καρυτινά (από τήν επαρχία τής Καρύταινας), ετράβηξε διά Τριπολιτζά καί Καρύταινα τά στρατεύματά του, καί έστειλε τόν Ντελή Αχμέτ πασάν καί ετραβήχθηκε στήν Πάτρα μέ τούς προσκυνημένους, καί εις τόν δρόμον οπού απέρναε ευρήκε τόν κρεμασμένον, καί έβαλε καί εδιάβασε τό χαρτί πού τού είχαμε σταίς πλάταις καί εις τό στήθος, καί έπιασε τά γένεια του καί εφοβέρισε τήν Καρύταινα, καί εχώρισε οκτώ χιλιάδες καβαλλαραίους καί πεζούς, διαλεκτό στράτευμα, διά νά περάση στές ΆΆκοβες καί Λαγκάδια, νά κάψη ταίς χώραις Δημητσάνα, Ζυγοβίστι καί Στεμνίτσα. Τότενες είμεθα εις τό Σπήλαιον, εγώ, ο Λόντος, οι Πετιμεζαίοι όλοι, Λεχουρίτης, Σωτήρ Θεοχαρόπουλος, καί Μπενιζέλος Ρούφος. ΉΉτον καί τό χηρευάμενον στράτευμα τού Γιάννη Νοταρά μέ τόν Λόντο. Τούς είπα: "ΆΆϊντέστε νά πάμε εις τά προσκυνημένα χωριά, καί νά τραβήξωμεν κατά τήν Πάτρα". Αυτοί μού είπαν, ότι: "Τράβα εμπρός, καί αύριο ερχόμεθα" καί έμειναν εως τετρακόσιοι εις τό μοναστήρι. Εγώ επήρα τούς εδικούς μου καί ο Γκολφίνος Πετμεζάς τετρακόσιους καί επήγαμε εις ένα χωριό λεγόμενο Πετζάκους. ΈΈστειλα εις τά προσκυνημένα χωριά νά μού στείλουν τά προσκυνοχάρτια τών Τούρκων καί νά τούς δώσω τού ΈΈθνους. Πρίν νά κινήσω διά τά προσκυνημένα χωριά, οπού ήμουν εις τόν ΆΆγιον Γεώργιον, έγραψα ένα γράμμα εις τήν κυβέρνηση καί τής έλεγα: "Νά μέ στείλουν στρατεύματα, πολεμοφόδια, διατί η πατρίς κινδυνεύει από τό προσκύνημα, καί άν ηξεύρετε καμμιά μηχανή νά τρέφονται μέ τόν αέρα τά στρατεύματα, σάς παρακαλώ νά μού τήν στείλετε. ΆΆν ηξεύρετε ότι είναι καμμιά μηχανή νά κάνη τό χώμα μπαρούτι καί ταίς πέτραις μολύβι, στείλετέ μου τόν μηχανικόν διά νά τό κάμωμε, επειδή καί ακόμη τέτοια εφεύρεσι δέν τήν έκαμαν οι άνθρωποι, σάς λέγω στείλετέ μου όλα αυτά".
1159
Τό γράμμα τό έδωσα ενός καλογήρου καί τόν επιφόρτισα νά ομιλήση εις τήν κυβέρνηση διά τόν κίνδυνον τής πατρίδος. Ο καλόγηρος επήγε εις τό Ανάπλι (Ναύπλιο), καί τούς είπε νά συναχθούν εις τό Βουλευτικό νά τούς διαβάση όσα ήτον επιφορτισμένος νά τούς ειπή από μέρους μου. ΈΈτζι εσυνάχθηκαν, εδιάβασαν τό γράμμα, τούς είπε όσα τού είχα παραγγείλη νά ειπεί στοματικώς. ΈΈνας βουλευτής είπε: "Τί τά θέλει τά πολεμοφόδια; Αυτός έχει πενήντα ανθρώπους". Ο καλόγηρος τούς εβεβαίωσε, ότι έχω 4000 πλήν δέν τόν επίστευσαν. ΌΌταν εβγήκα εις Πετζάκους, επήγαν εις τήν Πάτρα οι προσκυνημένοι καί είπαν τού πασά, ότι ο Κολοκοτρώνης έχει ολίγους στρατιώταις καί ο Βασίλης Πετιμεζάς καί νά έλθουν νά μάς χαλάσουν. Ο Ντελή Αχμέτ πασάς εδέχθηκε τήν γνώμην τους, εκίνησε μέ 6000 Τούρκους, ο Νενέκος μέ 2000 προσκυνημένους ΈΈλληνας. ΉΉλθαν εις ταίς Λάπατες (Λαπάθεια) τρείς ώραις μακρά από εκεί όπου ήτο ο Πετιμεζάς καί μία ώρα από εμένα. ΈΈνας καπετάνιος προσκυνημένος λεγόμενος Σταμάτης Μποτιώτης είπε: "Δέν πάμε εις τούς Πετζάκους, εμείς ένα βασιλέα έχομε (Κολοκοτρώνη), δέν πάμε νά τόν χαλάσωμε καί αυτόν". Τού τό είπαν τού πασά καί ο πασάς εγέλασε καί τούς είπε: "Πού θέλετε νά πάμε λοιπόν νά βαρέσωμε;" Ο ίδιος καπετάνιος αποκρίθηκε, ότι "Νά πάμε νά κτυπήσωμεν τόν Πετιμεζάν οπού ευρίσκεται μέ 2000 εις τόν ΆΆγιο Βλάση (Βλασία)". ΆΆπλωσα τά στρατεύματα εις τά προσκυνημένα χωριά, καί έκαμα διαταγές, ότι όποιο χωριό δέν γυρίσει πίσω είναι τά σπίτια του καϊμένα, τά αμπέλια τους καϊμένα, θά τούς αφανίσω από τό πρόσωπο τής γής καί ότι άν επιστρέψη, τό έθνος θά τούς συγχωρήση", καί άλλα περισσά, φοβέραις. "Εάν στοχασθήτε, ότι ο Ιμπραΐμης θά σάς δώση από 500 νά φυλάτε τά χωριά σας, είσθε γελασμένοι, διατί δέν έχει τόσο στράτευμα, αλλά από τό ένα μέρος θά φεύγουν εκείνοι καί από τό άλλο θά ερχόμεθα εμείς νά καίμε, καί νά σκοτώνουμε". Λαμβάνοντας ταίς προσταγαίς ταίς έδειξαν τού Ιμπραΐμη, καί είπε ότι: "Εγώ θά δείξω πόλεμο τού Κολοκοτρώνη". Καί έτζι εγύρισαν οπίσω τά χωριά, οπού ήταν προσκυνημένα, καί επαίρναμε οπίσω τά προσκυνοχάρτια, καί τούς δίδαμε τού έθνους. Καί έτζι εγύρισαν οπίσω εις τά χωριά τους, διά νά μή τούς κάψουν τά σπίτια τους. Καί ετράβηξα μέ 8000, καί ετραβήξαμε κατά τή Βοστίτσα (Αίγιο), καί βγαίνοντας στήν Βοστίτσα αγνάντια στά ψηλώματα, εβγάλαμε ανθρώπους νά τούς πλανέσομε διά νά εβγούν εις πόλεμον. Οι Τούρκοι δέν είχον σκοπόν νά πολεμήσουν, αλλά νά τρυγήσουν, καί εις τήν άκρη τού κάμπου είχαν τήν καβαλλαρία τους, διά νά μήν κατεβαίνουμε. Καί εκαθήσαμεν δύο ημέρας καί επροκάλεσα, καί αυτοί δέν είχαν τόν νούν τους διά πόλεμον. Βλέποντας ότι είμεθα άχρηστοι καί δέν έχομε καί προβιζιόνες (προμήθειες) νά σταθούμε εκεί, επήρα τόν Γενναίον μέ τό μισό στράτευμα, καί ετράβηξα εις τόν ΆΆγιον Βλάσην καί τόν
1160
Κολιόπουλον, Μελετόπουλον, Πετιμεζάδες, τούς άφηκα Πάτρας καί Βοστίτζας χωριά. Πηγαινάμενος εις τόν ΆΆγιον Βλάση, λαβαίνω ένα γράμμα από τό φρούριο τής Καρύταινας, καί λέγει ότι: "Η Μεσσηνία πραγματεύεται νά προσκυνήση - τόν Νικήτα είχα αφήσει στήν Μεσσηνία μέ στράτευμα καί οι στρατιώταις του έφυγαν από τήν πείναν - μόνον νά φθάσετε τό γληγορότερο νά μήν πάθουμε ζημιά." ΆΆφηκα τόν Γενναίον, καί επαράγγειλα καί τού Κολιόπουλου (Δημήτριος Πλαπούτας, γιός τού Κόλια) νά σταθούν νά παρατηρούν τά κινήματα τού Ντελή Αχμέτ πασά, καί τό προσκύνημα, πού αρχίνησαν εις τήν Γαστούνη καί Πύργον, καί εγώ ανεχώρησα μέ διακόσιους σωματοφύλακας. Ο πασάς από τήν Πάτρα (Ντελή Αχμέτ) συνάζει τά στρατεύματα καί τούς προσκυνημένους, καί πάει κατά τόν Κολιόπουλο εις τήν Καυκαριά (Λαπαναγοί), δυνατός τόπος, μόνον ένα (λάθος) έκαμε ο Κολιόπουλος, οπού δέν έδωσε είδησιν τού Γενναίου, πούτον έξη ώραις μακρά, πλήν ο Κολιόπουλος δέν ενόμισε ότι πάνε επάνω του οι Τούρκοι - καί ως επήγαιναν απάνου του, έκαμε εναν πόλεμον δυνατόν. Εσκοτώθηκαν εως 150 Τούρκοι, καί από τούς δικούς μας δέν έπαθε κανείς τίποτε (μάχη τής Καυκαριάς). ΉΉτον μέ τό Κολιόπουλον ο Χρήστος Φωτομάρας, ο Μελετόπουλος, ο Νικόλας Πετμεζάς, καί άλλοι, ήτον 2000 καί οι Τούρκοι 8000, καί έτσι ετράβηξε πάλιν ο πασάς Ντελή Αχμέτης καί εκατέβη εις τήν Πάτραν καί εις τήν Γαστούνην, έκαμε κατά τήν Δίβρην, αμέσως καί η Δίβρη καί τάλλα χωριά επροσκύνησαν. Ο Ιμπραΐμης επήρε ένα μέτρο καί έστειλε τόν κεχαγιά του μέ χιλίους μέ τσεκούρια καί μέ άρματα καί έστειλε στή Μεσσηνία νά βάλουν φωτιά καί τσεκούρι. ΌΌσα δέν εκαίονταν, νά βάνη τσεκούρι, ελαιώνας, συκαίς, μουριαίς. ΈΈστειλε καί πέντε χιλιάδες καβαλλαραίους γιά νά στέκουν εις τήν άκρη, στούς κάμπους, νά μήν κατεβαίνουν οι ΈΈλληνες καί τούς πολεμούν. "Καί η ζωή σου, έλεγε στόν κεχαγιά, θά μέ πληρώση τήν ζωήν οποιουδήποτε φονευθή, διότι δέν σέ στέλνω νά πολεμήσης, αλλά νά καύσης". Καί εκείνος λοιπόν εσύναξε τό στράτευμα καί επήγεν εις τήν Ζαχάρω, τό λοιπό πού τού έμεινε, καί επρόσταξε νά συναχθούν οι προσκυνημέναις επαρχίαις νά πάν νά χαλάσουν τήν Καρύταινα. Τού κεχαγιά, τού έδωσαν μιαν προσταγήν νά στείλη νά προσκυνήσουν εις τούς Μεσσηνίους, ειμή καί δέν προσκυνήσουν, νά αρχίση τό έργον του, καί τήν προσταγήν τήν έδωσε εις δύο σκλαβωμένους Γαστουναίους σκλάβους (προσκυνημένους) καί τήν ήφεραν εκεί οπού έντεσα καί εγώ. Διαβάζοντας τήν διαταγήν πού ήταν τόσον σφοδρά, τού αποκρίθηκα όχι από μέρους μου, από μέρος τού λαού τής Μεσσηνίας ότι: "Αυτό οπού μάς φοβερίζεις, νά μάς κόψης καί κάψης τά καρποφόρα δέντρα μας, δέν είναι τής πολεμικής έργον, διατί τά άψυχα δένδρα δέν εναντιώνονται εις κανένα, μόνον οι άνθρωποι οπού εναντιώνονται
1161
έχουνε στρατεύματα καί σκλαβώνεις, καί έτσι είναι τό δίκαιον τού πολέμου. ΌΌχι τά κλαδιά νά μάς κόψης, όχι τά δένδρα, όχι τά σπίτια πού μάς έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στήν πέτρα νά μήν μείνη, ημείς δέν προσκυνούμεν. Τί τά δένδρα μας άν μάς τά κόψης, καί κάψης τήν γήν δέν θέλει τήν σηκώσης καί η ίδια η γής πού τά έθρεψε, αυτή η ίδια γή μένει δική μας καί τά ματακάνει. Μόνον ένας ΈΈλληνας νά μείνη, πάντα θά πολεμούμε καί μήν ελπίζης πως τήν γήν μας θά τήν κάμης δική σου, βγάλτο από τό νου σου!" Λαβαίνοντας τήν απόκρισιν ο κεχαγιάς, ευθύς έβαλε τό έργον του, φωτιά καί τσεκούρι. Καί ημείς τό κεντήσαμε τό στράτευμά του εις πόλεμο, καί αυτοί δέν εκινιόταν εις πόλεμον, μόνο τό έργον τους. Καί πάνε τή νύκτα μερικοί ΈΈλληνες καί έπιασαν τέσσερους Βουλγάρους ζωντανούς καί τούς εξέτασα καί μού είπαν τήν προσταγή νά μήν κάμουν πόλεμον, μόνο νά κοιτάξουν τή δουλειά. Εγώ τότενες επέρασα εις τό Αρμυρό (Αλμυρός Μάνης) καί εκεί εσυνομίλησα μέ τούς καπεταναίους καί άλλους Μανιάτες, νά βρούμε ένα καΐκι νά στείλομε εις τούς ναυάρχους τό γράμμα τού Ιμπραΐμη καί τήν απόκριση τού λαού, οπού ήτον ανοικτά απ' έξω από τή Μεσσηνία, ή όπου τούς βρούν. Καί είχε ο Παναγιώτης Καπετανιάνος Γιαννέας μία σκαμπαβία (βάρκα μέ πανί) καί τής δώκαμε δέκα πέντε τάλλαρα καί τά γράμματα καί ένα γράμμα μου, καί έλεγα: "Ιδού τί κάνει ο εχθρός τών Ελλήνων". Καί επήγε γυρεύοντας όθεν τούς εύρη. Καί εγώ ετράβηξα καί επήγα μέ τόν Μούρτζινο καί είπα: "Τί κάνετε, αδέλφια; Νά πιάσωμεν τόν Αρμυρό πού έχω καί χίλιους στρατιώτας Πελοποννησίους". Καί έτσι εσυνάχθησαν καί εκίνησαν καί ο Αναστάσης Μαυρομιχάλης καί άλλοι καπεταναίοι τής Μάνης καί επήγαν εις τόν Αρμυρό. Τήν ίδια ημέρα έλαβα ένα γράμμα από Καρύταινα από τόν Βασίλη Αλωνιστιώτη, ότι: "Τό Φανάρι (Ολυμπία) αρχίζει νά προσκυνή, μόνο πάρε μέτρα". Τής ευθύς έκραξα τόν Μούρτζινο καί τούς καπεταναίους καί τόν Νικήτα, καί εγώ παίρνω διακοσίους νά περάσω από τήν Καρύταινα, Λιοντάρι νά μάσω στρατεύματα, νά πάω κατά τό Φανάρι, νά έχω καί έγνοια, ότι ο Ιμπραΐμης ήτον εις τήν Ζαχάρω καί εσύναζε στρατεύματα. Καί έτσι σέ εικοσιτέσσερες ώρες ευρέθηκα στήν Καρύταινα, καί έστειλα στρατεύματα κατά τό Φανάρι. Η μέν σκαμπαβία έντεσε νά εύρει τήν γαλλικήν αρμάδα καί δίνοντας τά γράμματα τού ναυάρχου τού Γάλλου (Δεριγνύ), έκαμε σινιάλο καί μαζώχθηκαν καί οι τρείς ναύαρχοι καί εδιάβασαν τά γράμματα καί δέν επίστευσαν, ότι είναι αληθινό εκείνο οπού κάνει ο Μπραΐμης, γιατί αυτοί τού είχαν στείλει πρώτα νά παύση τόν πόλεμο, πλήν εκείνο τό σκυλί δέν άκουε καί ετήραε τήν έχθρα, τό πάθος οπού είχε εις τούς ΈΈλληνας. Τότε έκραξαν τόν αείμνηστον καί μακαρίτην ΆΆμιλτον καί μία φραντσέζικη καί ρούσικη φρεγάδα, καί ήλθαν εις τό Αρμυρό νά ιδούν άν τά γραφόμενα ήτον αληθινά. Καί ήλθαν εις τό Αρμυρό καί
1162
εβγήκαν καί ευρήκαν τούς καπεταναίους πού ήτον μεινεμένοι εκεί. Από τό Αρμυρό εως τήν Καλαμάτα είναι μιάμιση ώρα ο τόπος πού έκοβαν καί έκαιαν, καί οι καπεταναίοι τούς έδειχναν τό τί κάνει ο Ιμπραΐμης. Εμβήκαν σέ τρείς φελούκες οι τρείς κομαντάντηδες καί εβγήκαν εις τής Καλαμάτας τό ποτάμι, πού είναι από τό Αρμυρό ώρα μιάμιση, καί έκραξαν τόν Κεχαγιά καί τού είπαν νά παύση τήν φωτιά καί τό τσεκούρι. Καί αυτός τούς απεκρίθηκε: "Η προσταγή μου είναι νά καίω καί νά κόβω"». ΆΆπαντα Κολοκοτρώνη Β'. Μάχη στό Μέγα Σπήλαιο 24 Ιουνίου 1827 Τό Μέγα Σπήλαιο είναι ένα βυζαντινό μοναστήρι πού ιδρύθηκε τόν 4ο αιώνα καί ατενίζει τήν κοιλάδα τού Βουραϊκού ποταμού εδώ καί 1600 χρόνια. Είναι κτισμένο στή ρίζα ενός τεράστιου βράχου καί η θέση του είναι τόσο δυσπρόσιτη, ώστε κανένας Τούρκος κατακτητής δέν είχε καταφέρει νά τό καταλάβει καί νά τό συλλήσει. Αμέτρητες οικογένειες από τόν ερημωμένο Μοριά είχαν βρεί καταφύγιο στά κελλιά τής μονής, γιά νά δεχτούν περίθαλψη καί τροφή από τούς μοναχούς καί τόν ηγούμενο τού Μεγάλου Σπηλαίου. Ακόμα καί ξακουστοί πρόκριτοι όπως ο Λόντος καί ο Δεληγιάννης είχαν στείλει τίς οικογένειές τους στό μοναστήρι γιά νά τίς γλυτώσουν από τή μαύρη λαίλαπα. Περί τά μέσα Ιουνίου 1827 ο αιμοβόρος Αιγύπτιος έστησε τό στρατόπεδό του στή θέση Σάλμαινα τού χωριού Βυσωκά (Σκεπαστό) καί άρχισε νά στέλνει ιππείς γιά νά παρατηρούν τό μοναστήρι καί νά τόν πληροφορούν γιά τίς κινήσεις τών Ελλήνων. Στό μοναστήρι υπήρχε φρουρά μέ αρχηγό τόν Νικόλαο Πετμεζά, αλλά οι άνδρες του δέν επαρκούσαν γιά νά αντιμετωπίσουν τούς χιλιάδες μουσουλμάνους πού είχαν κατακλύσει τόν κάμπο τών Καλαβρύτων. Ο ηγούμενος ζήτησε αμέσως βοήθεια από τόν Κολοκοτρώνη, ο οποίος έστειλε ένα στρατιωτικό σώμα μέ επικεφαλής τούς Φώτιο Χρυσανθόπουλο (Φωτάκο), Νικόλαο Καραχάλιο, Κωνσταντίνο Μέλιο καί Θεοδόσιο Παπαγιαννακόπουλο. Ο Νικόλαος Πετμεζάς είχε οχυρώσει όσο καλύτερα μπορούσε τό Μέγα Σπήλαιο. Στή βορεινή πλευρά είχε κατασκευάσει πύργο καί τόν είχε εφοδιάσει μέ δεξαμενές νερού καί πολεμοφόδια. Στήν κορυφή τού βράχου κατασκεύασε ένα δεύτερο πύργο μέσα στόν οποίο φρόντισε νά κτίσει τό παρεκκλήσι τής Αναλήψεως. Τελικά στό μοναστήρι συγκεντρώθηκαν 600 αγωνιστές καί μαζί τους συντάχθηκαν καί οι περισσότεροι μοναχοί μέ επικεφαλής τόν Γεράσιμο Τορολό, ο οποίος πέταξε τά ράσα καί φόρεσε τή φουστανέλλα. Ο Ιμπραήμ πρίν επιτεθεί εναντίον τής μονής, επιχείρησε νά πείσει τούς μοναχούς νά προσκυνήσουν γιά νά σώσουν τή ζωή τους. Οι μοναχοί αρνήθηκαν καί ο πασάς έδωσε εντολή στούς αραπάδες του νά
1163
καταλάβουν τό μοναστήρι καί νά τό ξεθεμελιώσουν όπως είχαν κάνει ένα χρόνο πρίν στή μονή τής Αγίας Λαύρας. Ο στρατός τού Ιμπραήμ μαζί μέ τούς προσκυνημένους τού Νενέκου αριθμούσε περίπου 15000 άνδρες. Μόλις χάραξε η 24η Ιουνίου 1827, οι Τουρκοαιγύπτιοι κατέλαβαν τό Πετρούχι καί τή θέση "Υψηλός Σταυρός", καί εξαπέλυσαν επιθέσεις στά γειτονικά χωριά γιά νά αποκλείσουν τό ενδεχόμενο ενισχύσεων από τούς ΈΈλληνες. Ο αρχηγός τών Ελλήνων Νικόλαος Πετμεζάς, μέ τόν Φραγκάκη καί τόν Φωτάκο είχαν οχυρωθεί στούς πύργους τής μονής καί πυροβολούσαν αδιάκοπα τούς επιτιθέμενους. Οι καλόγεροι τής μονής πολέμησαν μέ τήν ίδια ανδρεία πού πολέμησαν καί οι εμπειροπόλεμοι άνδρες τού Πετμεζά. Γράφει ο Φωτάκος στά απομνημονεύματά του: «ΈΈξαφνα βλέπω νά εξέρχωνται από τό μοναστήριον, ο είς κατόπιν του άλλου μοναχοί ήσαν δέ όλοι όταν εξήλθον έως εκατόν, καί καπετάνιον είχον τόν γνωστόν μοναχόν Γεράσιμον. Ούτοι όλοι έβγαλαν τά καλογερικά καί ενδύθησαν στρατιωτικά ελληνικά, έβαλαν φουστανέλες καί εφόρεσαν φέσια, εξάπλωσαν κάτω τά πλούσια μαλλιά τής κεφαλής των, καί είχον οπλισθή κατά τόν τρόπον τών ατάκτων στρατιωτών. Οι καλόγεροι εσκότωσαν περισσότερους Τούρκους από ημάς. Εκείνην τήν ημέραν οι Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν πόλεμον». ΆΆλλοι ΈΈλληνες είχαν κρυφθεί στό πυκνό δάσος καί πλαγιοκοπούσαν από εκεί τούς αραπάδες τού Ιμπραήμ εμποδίζοντάς τους νά προσεγγίσουν τούς δύο πύργους. Σέ μία ανύποπτη στιγμή ο Νικόλαος Πετμεζάς διενήργησε αντεπίθεση κατά τού εχθρού μαζί μέ τόν Ανδρέα Σαρδελιανό. Οι εχθροί αιφνιδιάστηκαν καί υποχώρησαν αλλά ο Σαρδελιανός πληγώθηκε θανάσιμα καί σέ λίγο ξεψύχησε από τά τραύματά του. Ο Ιμπραήμ απέτυχε καί στό άλλο μέτωπο πού είχε ανοίξει νοτιοδυτικά τής μονής, χάνοντας δεκάδες άνδρες. Τό ιππικό του ήταν ανίκανο νά κινηθεί μέσα στό πυκνό δάσος καί τά δύσβατα μονοπάτια καί κατά τό απόγευμα αναγκάστηκε νά παραδεχτεί τήν αποτυχία του καί νά διατάξει υποχώρηση. Γνώριζε ότι μία ενδεχόμενη άφιξη ενισχύσεων από τόν Κολοκοτρώνη θά σήμαινε πανωλεθρία για τό ήδη ταπεινωμένο στράτευμά του καί έτσι γύρισε στά Καλάβρυτα, πρίν τόν βρεί τό σκοτάδι. «Ο δέ Ιμπραήμ πασσάς διατρίβων εις τάς Παλαιάς Πάτρας εξεστράτευσε κατ' ευθείαν διά τήν επαρχίαν τών Καλαβρύτων, όστις καί λεηλατών, πυρπολών, λαφυραγωγών κ.τ.λ. έφθασεν εις τήν πρωτεύουσαν τών Καλαβρύτων, έχων εκ προμελέτης νά καταστρέψη καί τήν Μονήν τού Μεγάλου Σπηλαίου. Αλλ' ο Γενικός Αρχηγός προϊδών τόν διά τήν πολιορκίαν τού Μεγάλου Σπηλαίου αμετάθετον σκοπόν τού Ιμπραήμ, διέταξε τόν υπασπιστήν του Φώτιον Χρυσανθόπουλον καί τόν Κωνσταντίνον Μέλιον εξ Αρκαδίας (Τριφυλίας) μέ Καρυτινούς καί Ντρέδας διακοσίους πενήντα, καί μέ διακόσιους άλλους ΈΈλληνας, καί
1164
τούς απέστειλεν εις βοήθειαν τής περί ής ο λόγος Ιεράς Μονής. Τήν 19ην Ιουνίου 1827 διαταγείς παρά τού Ιμπραήμ ο Σαμή εφέντης υιός τού Σέχ Νετζίπη Τριπολιτζιώτου διατελών παρά τού Ιμπραήμ, έγραψε πρός τούς σεβάσμιους Πατέρας τής ρηθείσης μονής τά εφεξής: "Διά τού Υψηλοτάτου ευσπλαχνικωτάτου Βελιέλγιουννάμ Ιμπραχήμ πασσά αυθέντου μας βεζύρη τής Αιγύπτου καί τού Μωρέως, πρός σάς τούς ρουχπάνιδες (καλόγερους) τού Μεγάλου Σπηλαίου. Ο υψηλότατος αυθέντης μας, ως ένθερμος υπερασπιστής τών παλαιών καί αρχαίων βακουφίων (ιερών ναών), επιθυμών πάντοτε νά μή χύνωνται καί αίματα, μηδέ νά καταστρέφωνται πόλεις καί χωριά, καί τοιαύτα μάλιστα βακούφια καθώς τό εδικόν σας, κατά προσταγήν τού ύψους του (υψηλότητός του) σάς γράφω διά νά γνωρίσετε τό μερχαμέτι του (ευσπλαχνία) καί τήν απόφασίν του πραγματικώς, νά έλθετε εδώ εις Καλάβρυτα δύω εκ τών προκριτωτέρων ρουχπάνιδων, νά δώσετε τήν υποταγήν καί τό ραγιαλίκι εις τήν υψηλότητά του, καί σάς υπόσχεται μεγάλα χαρίσματα εις τό βακούφιόν σας καί πολλάς τιμάς. Θέλει διπλασιάσει καί τά χαρίσματά του από όσα σάς είχεν ο κραταιός Βασιλεύς ο Σουλτάνος. Καί όλα ταύτα σάς τά υπόσχομαι από μέρους τής υψηλότητός του, καί άν ήθελε νά σάς απατήσω νά ήμαι αρνητής τού Μωάμεθ καί τού Αλκουρανίου, νά ήμαι άτιμος, καί η κατάρα τού αγιωτάτου πατρός μου Σέχ Νετζίπ εφέντη νά καταδικάζη διά παντός καί εμένα καί όλην τήν οικογένειά μου. Ειδέ καί σταθήτε εις τήν ανοησίαν καί απάτην τών κοτζαμπάσηδων καί τών κλεπτών, καί σείς καί τό βακούφι θέλει αφανισθούν ως ριπή οφθαλμού, επειδή από κανόνια καί βόμβας καί λαγουμιτζήδες θά μεταχειρισθή διά νά κάμη όσον τάχιστα τήν καταστροφήν σας καί τότε η Υψηλότης του είναι αμέτοχος από τήν αμαρτίαν, καί σείς δώσετε λόγον εις τόν Θεόν τόν Μεγαλοδύναμον, καί περιμένω τόν σκοπόν σας. 19 Ιουνίου 1827 Καλάβρυτα Ο φίλος σας Σαμί εφέντης υιός τού αγιωτάτου Σέχ Νετζίπ εφέντη." Τό γράμμα αυτό εστάλη πρός τούς Πατέρας μ' ένα ΈΈλληνα από τήν Γουμένιτσαν. Αφ' ού επέστρεψεν ο αποσταλείς, ο Ιμπραήμ ανέβη μέ πεντακόσιους ιππείς εις τό όρος Σταυρί, απέναντι τού Σπηλαίου κείμενον από τό μέρος τής κώμης Ρογούς (Ρογοί Αχαΐας), όθεν θεωρήσας διά τού τηλεσκοπίου τήν Ιεράν Μονήν, καί όλας τάς πέριξ αυτής θέσεις, μετά δύω ώρας επέστρεψεν εις τά Καλάβρυτα, καί ήρξατο τάς ετοιμασίας διά τήν κατά τού Σπηλαίου εκστρατείαν. ΌΌθεν τήν 23ην Ιουνίου 1827 περί τήν δύσιν τού ηλίου εκίνησεν έν σώμα συγκείμενον από 3000 καί κατά διαταγήν τού Ιμπραήμ ετοποθετήθη εις τό όρος Πετρούχι, άνωθεν τού χωρίου Ποταμιάς,
1165
όπισθεν τής Ιεράς Μονής κείμενον, διά νά προσέχη τήν επί κεφαλής τής μονής πολιορκίαν, ο δέ υπόλοιπος στρατός συμποσούμενος περί τάς 12000, σχεδόν απήλθε κατ' ευθείαν εις τήν θέσιν τήν καλουμένην Υψηλόν Σταυρόν, εις τό κατ' ανατολάς μέρος τού Σπηλαίου κειμένην, φθάσας εκείσε περί τήν ογδόην ώραν μετά μεσημβρίαν. Τήν δέ επιούσαν (επομένη) απέστειλε ο Ιμπραήμ 3000 εις τό χωρίον Διακοπτόν (ΆΆνω Διακοφτό), οίτινες ηχμαλώτισαν όσους εύρον εις τήν εκκλησίαν τού Μαχαλέ Βρώστενας εν τή εορτή τού Τιμίου Προδρόμου, αριθμούμενους περίπου τών τριακοσίων ψυχών. Εν τοσούτω οι Πατέρες τής Μονής τού Μεγάλου Σπηλαίου είχον εφωδιασμένους καθ' όλα τούς άνωθεν τής μονής πύργους, από 100 επιλέκτους πατέρας τής μονής, μεθ' ών ήσαν καί ο Φωτάκος Χρυσανθόπουλος μέ 160, ο Κωνσταντίνος Μέλιος εκ Τριφυλλίας μέ 90 Ντρέδες καί Καρυτινούς, ο Νικόλαος Φραγκούλης μέ 62, οι Σαρδελιάνοι εκ Κερπινής καί οι Νικολάκης καί Γκολφίνος Πετμεζαίοι μέ 35. Πρό δέ τής ανατολής τού ηλίου ο Φωτάκος άμα ότε είδε τό πλήθος τών εχθρών τοποθετημένον εις τήν θέσιν Υψηλόν Σταυρόν, ειδοποίησε καί τούς λοιπούς οίτινες ομοθυμαδόν ετοιμασθέντες πάραυτα, εξήλθον τών προμαχώνων, εγκαταλείποντες εν αυτοίς τούς αναγκαιούντας στρατιώτας μόνον. Οδεύσαντες δέ από έλατον εις έλατον, επλησίαζον πρός τούς εχθρούς καί μέ πρώτον κανονοβολισμόν τών κανονίων εις τό όρος τής Αναλήψεως από σφαιρίδια εθανάτωσαν περίπου τών 30 εχθρών καί ούτως οι μέν εχθροί προοδεύσαντες έμειναν εις τήν θέσιν τού Υψηλού Σταυρού αντιμαχόμενοι μετά τών ολίγων εκείνων Ελλήνων. Η δέ μάχη εξακολούθει μέ πείσμα, απαριθμουμένου όλου τού αριθμού τών Ελλήνων μετά καί τών Πατέρων τής Μονής εις 600». Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β'. «Ο Κολοκοτρώνης τή 18η Ιουνίου 1827 εις Ζάχολη ών έλαβε επιστολάς από τόν Βασίλειον Πετμεζά καί τούς πατέρας τής μονής τού Μεγάλου Σπηλαίου, εγκλειούσας καί αντίγραφον επιστολής τού Νικολάου Φραγκάκη, δι' ής ούτος ειδοποίει αυτούς, ότι ο Ιμπραήμ εκστρατεύσας εκ Πατρών έφθασεν εις τά πεδινά τής Γουμένιτσας καί τών Λαπατών (Λαπάθεια), μέ 13000 φέρων μεθ' εαυτού καί τόν μπέην Νενέκο παρακολουθούμενον από 2000 προσκυνημένους ενόπλους καί απειλεί τό Μέγα Σπήλαιον. Ο Ιμπραήμ έμεινεν εις τά ειρημένα πεδινά μέχρι τής 24 Ιουνίου 1827. Εν τούτοις ο Κολοκοτρώνης μεταβάς εις Φενεόν μετά τών περί αυτόν κατά τάς 20 Ιουνίου, καί λαβών εκεί είδησιν ότι οι Δημήτριος Πλαπούτας καί Γενναίος μέ έως 3000 επλησίασαν εις τό λεγόμενον Γεφύρι τής Κυράς, έγραψεν αυτοίς νά σπεύσουν, οδηγών πρός τούτοις αυτούς πώς καί πόθεν διά Λειβαρτζίου καί Σωποτού νά εισβάλουν καί πώς νά
1166
ενωθούν όπου έδει μέ τούς τού Σισίνη καί Παπασταθόπουλου. Πρός δ' ασφάλειαν τού Μεγάλου Σπηλαίου, πέμψας ευθύς επί τούτω τόν υπασπιστήν του Φωτάκο Χρυσανθόπουλον μέ 100 εκ τών παρ' αυτώ, διέταξε καί τόν Νικόλαον Πετμεζάν μέ 600 νά εισέλθουν επί τούτω εν τή μονή καί εισήλθον. Φθάσαντα δέ καί τόν Παναγιώτην Νοταράν μέ τούς Κορινθίους, διέταξεν αυτόν νά ενωθή εις Χαλκιάνικα μέ τούς υπό τόν Βασίλειον Πετμεζάν, καί ομού νά προβώσι εις Καλάβρυτα. "Προς τόν Πανοσιώτατον άγιον καθηγούμενον καί λοιπούς πατέρας τού Μεγάλου Σπηλαίου. Σπεύδω νά σας αναγγείλω ευχαρίστως ότι ο στρατηγός Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) καί Γενναίος μέ γράφουν από τής Κυράς τό Γεφύρι, ότι χθες τό εσπέρας απέρνουν εις Λιβάρτζι καί Σοπωτόν μέ επέκεινα τών τριών χιλιάδων Καρυτινών, καί εσκόπουν συσσωματωθέντες μέ τόν Σισίνην καί Παπασταθόπουλον, τούς οποίους επερίμενον εκεί καί μέ όλα τά άρματα τού Λιβαρτζίου, τά οποία είναι διωρισμένοι νά εκκινήσουν διά τού πυρός καί τού σιδήρου, νά προχωρήσουν εις όποιον μέρος τού εχθρού ήθελε τούς οδηγήσωσι μέ ειδοποιούν προσέτι, ότι όλα εκείνα τά μέρη εμψυχωθέντα έλαβον εκ νέου τά άρματα, όθεν δέν μένει αμφιβολία, ότι ο εχθρός θά δώση πρός εκείνο τό μέρος εν μέγα μέρος τής προσοχής του, καί ότι αν έχη σκοπόν νά πολεμήση τό Σπήλαιον θέλει τόν μεταβάλλει άφευκτα. Εξωτερικάς ειδήσεις έχομεν καλάς, τάς οποίας από τόν στρατηγόν Νικολάκη Πετιμεζάν καί υπασπιστήν μου Φώτιον πληροφορείσθε γενναιότης Πατέρες καί μην ολιγοκαρδίζετε, τά πράγματά μας θά λάβουν τήν επί τά κρείττω μορφήν γλήγορα, μένω. Από τό μοναστήρι Αγίου Γεωργίου Φενεού Ο Γενικός Αρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης" Ο Ιμπραήμ λαβών απάντησιν αρνητικήν, τήν 23ην Ιουνίου 1827 εκινήθη κατ' αυτής πανστρατιά, καί κατά διαταγήν του τήν 24ην, πλείστοι μέν κατέλαβον τό λεγόμενον Πετρούχι καί τόν Υψηλόν Σταυρόν. Ιππείς δ' ως 500 ώρμησαν εις τήν Πανηγυρίστραν καί τό Μετόχι, αλλ' ήσαν τότε καί οι τής μονής φρουροί ητοιμασμένοι εις άμυναν, τό δ' ήμισυ τού στρατού του έπεμψε πρός τό Διακοπτόν κατά τά όπισθεν τού Σπηλαίου μέρη, ίνα καί τάς εκείθεν δοκιμάση θέσεις, καί τούς εκείσε καταφυγόντες αιχμαλωτίση, ως καί ηχμαλώτισεν έως 300 γυναικόπαιδα. Εκ τών μοναχών τής μονής υπέρ τού 100 υπό τόν γενναίον προηγούμενον καί φρούραρχον τής μονής Τορολόν, ομού μέ άλλους εκ τής φρουράς, προσβάλλοντες τούς Τούρκους, φονεύσαντες υπέρ τούς 120 καί πολλούς πληγώσαντες, έτρεψαν αυτούς εις φυγήν.
1167
"Υψηλότατε αρχηγέ τών Οθωμανικών αρμάτων, χαίρε. Ελάβαμεν τό γράμμα σου καί είδομεν τά όσα γράφεις, ηξεύρομεν πώς είσαι εις τόν κάμπον τών Καλαβρύτων πολλάς ημέρας καί ότι έχεις όλα τά μέσα τού πολέμου. Ημείς διά νά προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον, διότι είμεθα ορκισμένοι εις τήν πίστιν μας, ή νά ελευθερωθώμεν ή νά αποθάνωμεν πολεμούντες καί κατά τό αΐνι μας δέν γίνεται νά χαλάση ο ιερός όρκος τής πατρίδος μας. Σέ συμβουλεύουμε όμως νά υπάγης νά πολεμήσης σέ άλλα μέρη, διότι, άν έλθης εδώ νά μάς πολεμήσης καί μάς νικήσης, δέν είναι μεγάλον κακόν, διότι θά νικήσης παπάδες, άν όμως νικηθής, τό οποίον ελπίζομεν άφευκτα, μέ τήν δύναμιν τού Θεού, διότι έχομεν καί θέσιν δυνατήν καί θά είναι εντροπή σας καί τότε οι ΈΈλληνες θά εγκαρδιωθούν καί θά σέ κυνηγούν πανταχού. Ταύτα σέ συμβουλεύομεν καί ημείς, κάμε ως γνωστικός τό συμφέρον σου, έχομεν καί γράμματα από τήν βουλήν καί από τόν αρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ότι εις πάσαν περίπτωσιν πολλήν βοήθειαν θά μάς στείλη, παλληκάρια καί τροφάς καί ότι ή θά ελευθερωθώμεν τάχιστα ή θά αποθάνωμεν κατά τόν ιερόν όρκον τής Πατρίδος μας. Ηγούμενος Δαμασκηνός καί σύν εμοί παπάδες καί καλόγεροι τή 22α Ιουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον». Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου. Οι απώλειες τού Ιμπραήμ ήταν περίπου 300 νεκροί. Οι στρατιώτες τού Χριστού, μόλις επέστρεψαν στή μονή, έγιναν δεκτοί από τόν άμαχο πληθυσμό μέ κραυγές χαράς καί κωδωνοκρουσίες καί όλοι μαζί γιόρτασαν μέ δοξολογία τή μεγάλη νίκη. Ο στρατηγός Νικόλαος Πετμεζάς μόλις τελείωσε η λειτουργία γονάτισε μπροστά στήν εικόνα τής Παναγίας, καί ανεφώνησε: «Παναγιά μου, εφ' όσον έχουμε εσένα, δέν χρειάζονται τ' άρματα». Μερικές ημέρες αργότερα αρρώστησε ο στρατηγός Κωνσταντίνος Μέλιος καί πέθανε. Η κηδεία του τελέστηκε στό μοναστήρι, όπου έγινε καί η ταφή του. «Εστρατολόγησε μία κολόνα τού Ιμπραήμ πασιά μέ αρκετούς ζαερέδες 2500 φορτία από καμήλια καί μουλάρια μέ καβαλαρέους καί πεζούς έως τέσσαρες χιλιάδες καί εις τάς δέκα τού τρέχοντος εξεκίνησε άλλην κολόνα μέ όμοιαν δύναμιν, ομού καί ζαερέδες (εφόδια) καί εις τάς δεκαεπτά τού αυτού μηνός ευγήκε καί ο ίδιος Ιμπραήμης καί έστησε τά τζαντήρια (σκηνές) του εις τά Καλάβρυτα εις τάς δέκα οκτώ εβγήκε μέ όλην του τήν καβαλαριά εις τό Ροήτικο βουνό καί επαρατήρησε τάς θέσεις τού μοναστηριού Μεγάλου Σπηλαίου τήν δέ εικοστή πρώτη επυρπόλησε τήν Κερπινή ώστε όπου δέν άφησε ούτε χαμοκέλα (αποθήκη)
1168
καί μερικά οσπήτια ροήτικα ομού καί τήν εκκλησίαν, τήν δέ εικοστή τετάρτη εστρατολόγησε μέ όλην του τήν δύναμιν διά νυκτός καί ήλθε καί έπιασε τάς κορυφάς τών βουνών τού Πετρούχι εις τό Τζηβλιώτικον, τό Ξυλόκαστρον εις τό Σουβαρδίτικον, τό Τρύπιο Λιθάρι, τόν Καλαρήτη, όλας τάς θέσεις αυταίς, έπειτα στέλνει δύο κολόναις από δύο μέρη εις Διακοπτόν καί τό ελεηλάτησεν, εφόνευσε καί ηχμαλώτισε τεσσαράκοντα δύο συγχρόνως καί άλλους τεσσαράκοντα Ροήτας οπού παροικούσαν εις τά εκεί. Ζωντανά επήραν αρκετά βοδιωγέλαδα, άλογα, πρόβατα καί άλλο πράγμα πολύ. Εις τίς τέσσερες η ώρα επέστρεψαν οπίσω μέ τούς αιχμαλώτους καί λάφυρα καί εις τήν επιστροφήν τους εβγήκαν τά άρματα τού μοναστηρίου ο σεγιαντάντης τού αρχηγού Κολοκοτρώνη, ομού καί καλόγεροι, καί εκτύπησαν τούς εχθρούς πεισματικά καί εφονεύθησαν καί επληγώθησαν υπέρ τούς εκατόν εξήκοντα καί έφυγε μέ μεγάλην καταισχύνην. Εφονεύθη καί ένας Κερπινιώτης ονόματι Ανδρέας Σαρδελιανός καί τήν εικοστή πέμπτη ετραβήχθη ο εχθρός από Καλάβρυτα εις Κατζανά». (Ανώνυμο χρονικό) Μετά τή νίκη στό Μέγα Σπήλαιο, ακολούθησαν καί άλλες μάχες μεταξύ Ελλήνων καί Τουρκαραπάδων στήν επαρχία Καλαβρύτων. Στίς 4 Ιουλίου 1827 έλαβε χώρα η μάχη τής Βλασίας. Ο Βασίλης Πετμεζάς είχε οχυρωθεί στό μοναστήρι τού Αγίου Νικολάου Βλασίας μέ τούς στρατιώτες του καί έλαβε ενισχύσεις από τούς Γιαννάκη Δαγρέ, Αναστάσιο Νέζο καί Μιχαλάκη Αναγνώστου Ιατρού. Ο πασάς τής Πάτρας πού είχε στίς τάξεις του τόν Νενέκο καί άλλους προσκυνημένους ήθελε νά κατευθυνθεί πρός τούς Πετσακούς γιά νά επιτεθεί στόν Κολοκοτρώνη. Ο Σταμάτης Μποτιώτης όμως τού είπε ότι ένα βασιλιά έχουν οι ΈΈλληνες καί νά μήν τούς τόν χαλάσει καί αντιπρότεινε νά επιτεθούν στόν Πετμεζά. Ο πασάς συμφώνησε καί οι Τούρκοι στράφηκαν πρός τή Βλασία. Ο στρατός τού Δελή Αχμέτ ήταν πολυάριθμος καθώς αριθμούσε 6000 άνδρες καί οι ΈΈλληνες μετά από μία σύντομη μάχη δείλιασαν καί υποχώρησαν μέσα από τό πυκνό ελατόδασος πρός τό Λιβάρτζι. Λίγες ημέρες αργότερα στίς 17 Ιουλίου 1827, σέ μάχη πού έγινε στή μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στό χωριό Τσετσεβά (Δήμος Ερινεού) οι ΈΈλληνες μέ αρχηγούς τούς Φεϊζόπουλο, Δημήτριο Μελετόπουλο, Παναγιώτη Νοταρά, Γεώργιο Λύκο, Ροδόπουλο καί Γιωργάκη Χελιώτη, μετά από πεισματώδη μάχη, νίκησαν τούς Τούρκους προκαλώντας τους απώλειες άνω τών 200 νεκρών. Εν τώ μεταξύ, ο αεικίνητος Κολοκοτρώνης από τά Καλάβρυτα πήγαινε στήν Καρύταινα, από τήν Καρύταινα έτρεχε πρός τή Μάνη, από
1169
τή Μάνη έτρεχε πρός τήν Κόρινθο, από τήν Κόρινθο επέστρεφε στά Καλαβρυτοχώρια. Από τό μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου στό Φενεό, ο γραμματικός του Παναγιώτης Κόκκαλης έστειλε δεκάδες επιστολές στούς κατοίκους τών προσκυνημένων περιοχών, οι οποίες τίς περισσότερες φορές ήταν απειλητικές. ΌΌταν τό μελάνι τελείωσε, ο Κόκκαλης έγραφε τίς επιστολές του μέ ένα κόκκινο υγρό από συκάμινα (βατόμουρα). Τό κόκκινο υγρό, οι προσκυνημένοι τό θεωρούσαν ότι ήταν αίμα καί ο τρόμος τους μεγάλωνε όταν λάμβαναν τίς επιστολές μέ τήν υπογραφή τού Κολοκοτρώνη. Μία άλλη σημαντική μάχη έγινε στήν ορεινή Αχαΐα, δυτικά από τό χωριό Λεόντιο καί έμεινε γνωστή μέ τό όνομα Μάχη τής Καυκαριάς. Ο πασάς τής Πάτρας Δελή Αχμέτ μέ δύναμη περίπου 6000 αντρών κατευθύνθηκε πρός τά Καλάβρυτα. Στό χωριό Λαπαναγοί συνάντησε τόν Δημήτριο Πλαπούτα, ο οποίος δέν περίμενε νά σταθούν νά τόν πολεμήσουν οι Οθωμανοί καί γι' αυτό δέν ειδοποίησε τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη νά έρθει σέ βοήθεια. Ευτυχώς η θέση στήν Καυκαριά πού διάλεξε νά οχυρωθεί βρισκόταν ψηλά σέ ένα λόφο καί ήταν δασώδης. Η μάχη άρχισε τό πρωί τής 26ης Αυγούστου 1827 καί κράτησε δύο ημέρες μέ μεγάλο πείσμα καί από τίς δύο πλευρές. Μαζί μέ τόν Δημήτριο Πλαπούτα ή Κολιόπουλο πολέμησαν καί οι Πετμεζαίοι, ο Δημήτριος Μελετόπουλος, ο Χρήστος Φωτομάρας μέ 100 Σουλιώτες, ο Ιωάννης Φεϊζόπουλος, ο Ροδόπουλος, ο Παπανίκας, ο Γιουρούκος καί ο Γεώργιος Λύκος. Την πρώτη ημέρα οι Οθωμανοί έκαναν εφόδους εναντίον τών Ελλήνων αλλά δέν κατάφεραν νά καταλάβουν τόν λόφο. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν καί τήν δεύτερη ημέρα μέ μεγαλύτερη σφοδρότητα. Οι ΈΈλληνες κυλούσαν βράχια από τό λόφο δημιουργώντας σύγχυση στούς επιτιθέμενους καί τελικά ο πασάς τών Πατρών αναγκάστηκε νά αποχωρήσει αφήνοντας στή ρίζα τού λόφου τής Καυκαριάς 400 νεκρούς. «Ο Γέρων προυχώρησε εις Κόρινθον μεθ' απασών τών ευχρήστων καί διαθεσίμων δυνάμεων, καί εστράφη τότε αριστερόθεν πρός τήν λίμνην τού Φονιά (Φενεού) ίνα υποδεχθή εκεί τούς υπό τόν Νοταράν Κορινθίους, καί επιτηρή τάς κινήσεις τού εχθρού. Ενώ δέ ήδη ευρίσκετο καθ' οδόν εν Ζάχολη (Ευρωστίνη) αντήχησε πρός αυτόν ή τών μοναχών τού Μεγάλου Σπηλαίου αίτησις βοήθειας. Ο δέ Ιμβραήμ, αφού αφήκεν οπίσω εις Πάτρας ισχυρόν σώμα υπό τόν Δελή Αχμέτην, εστράφη μετά 6000 ανδρών καί τού σώματος τών εθελοντών τού Νενέκου κατά τού μοναστηρίου. Ο Κολοκοτρώνης έπεμψεν αμέσως πρός βοήθειαν τών απειλουμένων τό σώμα τού Πετμεζά καί εκατό άνδρας εκ τής σωματοφυλακής του υπό τόν Φωτάκο Χρυσανθόπουλον καί έγραψε πρός αυτούς τήν 20ην Ιουνίου 1827 λέξεις πλήρεις ελπίδων περί τής εκβάσεως τού αγώνος. Ο Ιμβραήμ εύρε πρό τού ασύλου τοποθετημένα τηλεβόλα καί λαϊκούς, ως
1170
καί καλογήρους, τόσον ευσταθώς έχοντας απόφασιν πρός άμυναν, ώστε παρητήθη από τής κατά πρόσωπον επιθέσεως. ΈΈπεμψε δ' έν απόσπασμα τού στρατού του μετά τού προδότου Νενέκου πρός Διακοπτόν (ΆΆνω Διακοπτό) εις τήν ράχην τού μοναστηρίου. Αλλά καί εκείθεν τό βραχώδες σπήλαιον ήτο απρόσιτον, οι δέ μοναχοί ωφελήθησαν εκ τού εν τώ μεταξύ χρόνου όπως επιπέσωσι μετ' επιτυχίας. Ο Ιμβραήμ απεσύρθη χωρίς νά κατορθώση τίποτε εις Καλάβρυτα καί προητοιμάζετο όπως αντί τούτου, υποτάξη τό τμήμα τής Καρυταίνης. Ο Κολοκοτρώνης ανέπτυξεν ακάματον δραστηριότητα καί ενέργειαν όπως αντιπράξη εις τό μίασμα τής υποταγής εις τούς Τούρκους καί κατόρθωσε ν' αποδιώξη εις τάς Πάτρας τούς τουρκόφιλους καί τουλάχιστον έν μέρος τών υποταχθέντων νά επαναγάγη υπό τήν ελληνικήν σημαίαν. Στά ναυτικά, ο Κόχραν απεφάσισε νά εκτελέση τήν ιδέαν τού Κανάρη, νά πλεύση εις Αλεξάνδρειαν καί ματαιώση τήν μεγάλην εκστρατείαν πρός ήν ο Μεχμέτ Αλής προητοιμάζετο ήδη από τής ανοίξεως, πρός τούτοις δέ νά καταστρέψη τόν αιγυπτιακόν ναύσταθμον. Τήν δ' εσπέραν τής 15ης Ιουνίου 1827 έφθασεν απέναντι τού λιμένος τής Αλεξανδρείας καί ανύψωσε τήν αυστριακήν σημαίαν ίνα κατορθώση ούτω νά εκλάβωσι τήν φρεγάταν "Ελλάς" αντί "Μπελλόνας" ήτις τότε συνήθως συνώδευε εμπορικά πλοία εις Αλεξάνδρειαν. Η επιχείρησις τού Κανάρη εφαίνετο λησμονηθείσα. Εξέλαβον δέ πράγματι κατ' αρχάς τήν "Ελλάς" ως αυτοκρατορικόν πλοίον. Αλλ' ότε επλησίασε περισσότερον κατεταράχθησαν τά εκτός ευρισκόμενα καί περιπολούντα πλοία καί ανεγνώρισαν τήν πρωΐαν τής 17ης τόν εχθρόν. Ο αιγυπτιακός ακταιωρός ήτον παρών τις, έχων εικοσιδύο κανόνια, έσπευσεν ίνα στραφή οπίσω διά τής στενής εισόδου, ένθα εβυθίσθη. ΌΌτε δέ ο Κόχραν είδεν ότι ανεγνωρίσθη, έπεμψεν έν πυρπολικόν κατά τού πάρωνος καί αφού εκείνο ανωφελώς καί μάτην κατεστράφη, έπεμψεν δεύτερον όπερ τό εγκαταλελειμένον καί απομεμονωμένον πλοίον ανετίναξεν εις τόν αέραν. Η "Ελλάς" ηγκυροβόλησεν εκτός τής εισόδου. Τότε έπρεπε καί τά λοιπά ελληνικά πλοία νά εισέλθωσιν εις τόν λιμένα καί νά προσβάλωσι τόν πρός ναυμαχίαν απροετοίμαστον στόλον τού Μεχμέτ Αλή. Αλλά κατά τήν κρίσιμον καί αποφασιστικήν στιγμήν εξέλιπε τό θάρρος, προσεπήλθε δέ καί άκρα νηνεμία, ώστε τά ελληνικά πλοία έμενον ακίνητα μέχρι τής πρωΐας τής 18ης Ιουνίου. Εν τώ μεταξύ ο βασιλεύς προσήλθεν εσπευσμένως έκ τινος εξοχικής οικίας, μετ' ακαμάτου δέ δραστηριότητος διέταξε νά μετακομισθώσιν εις τά πλοία του πολεμοφόδια καί νά εκπλεύσωσι εις τήν ανοικτήν θάλασσαν. Οδηγών τόν στόλον του εξήλθε τού λιμένος απ' ευθείας κατά τών Ελλήνων τυχοδιωκτών, καί άν καί τά αιγυπτιακά πλοία, καταλειφθέντα εν μέρει εξαίφνης κατά τήν στιγμήν τής επιδιορθώσεώς των, ουδαμώς
1171
ηδύναντο νά θεωρηθώσιν ως επίφοβοι αντίπαλοι, ο Κόχραν δέν ηδύναντο ν' αντιστή, αλλ' επανάκαμψε συνοδευόμενος εν ευσεβεστάτω καί εμφόβω αποστάσει από τού στόλου τού Μεχμέτ εις Ρόδον καί Πόρον οπίσω». Απομνημονεύματα Πουκεβίλ Β' τόμος. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis33.html
1172
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΔ' Μάχη Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827) Παρ' όλες τίς επιτυχίες τού Καραϊσκάκη στήν Ανατολική Στερεά καί τήν αποκοπή τού Κιουταχή από τίς βάσεις ανεφοδιασμού του στή Θεσσαλία, ο σερασκέρης συνέχιζε πεισματικά τήν πολιορκία τής Ακροπόλεως. Η πτώση τού κάστρου τής Αθήνας ήταν η μόνη του επιδίωξη. Αυτό άλλωστε ζητούσε επιτακτικά καί ο ίδιος ο σουλτάνος διότι έτσι θά μπορούσε νά αφοπλίσει διπλωματικά τούς ξένους πρέσβεις, πού πίεζαν γιά αυτονομία τής Ελλάδος. Η θέση τών πολιορκημένων γινόταν ολοένα καί χειρότερη καί οι αρχηγοί τους δέν σταματούσαν νά ζητούν ενισχύσεις από τήν κυβέρνηση. Οι αρρώστιες θέριζαν καί οι συνεχείς κανονιοβολισμοί προκαλούσαν τραυματισμούς καί θανάτους. Δέν υπήρχαν γιατροί, ενώ υπήρχε έλλειψη στά πολεμοφόδια καί τά τρόφιμα, αλλά ακόμα καί στά ξύλα, τά οποία χρειάζονταν γιά νά μαγειρέψουν τήν τροφή τους καί νά ζεστάνουν τούς αρρώστους. Τά μνημεία τής κλασσικής Αθήνας υπέστησαν τρομερές καταστροφές, αλλά οι κολώνες τού Παρθενώνα συνέχιζαν νά στέκουν όρθιες σέ πείσμα τών βαρβάρων πού τίς κανονιοβολούσαν. Στό στρατόπεδο τής Ελευσίνας υπήρχε μόνο μία μικρή ελληνική δύναμη 1000 ανδρών, πού τή διοικούσε ο Βάσος Μαυροβουνιώτης καί η οποία δέν μπορούσε νά βλάψει τόν πολυάριθμο στρατό τού Κιουταχή. Στά τέλη Δεκεμβρίου 1826 έφθασαν ενισχύσεις μέ επικεφαλής τόν συνταγματάρχη τού γαλλικού στρατού Διονύσιο Βούρβαχη. Ο Βούρβαχης ήταν γεννημένος στήν Κεφαλλονιά, όπου είχε καταφθάσει ο πατέρας του από τά Σφακιά, κυνηγημένος από τούς Τούρκους. Είχε διακριθεί στούς ναπολεόντειους πολέμους καί είχε ακολουθήσει τόν Ναπολέοντα ακόμα καί στήν εκστρατεία του στήν Ισπανία. Ο συγγενής του Ανδρέας Μεταξάς ήταν αυτός πού τού ζήτησε νά εγκαταλείψει τή Γαλλία καί νά έρθει νά βοηθήσει τόν ελληνικό αγώνα. ΈΈτσι ο Βούρβαχης συγκέντρωσε χρήματα από τό γαλλικό κομιτάτο καθώς καί από τόν Βαυαρό βασιλιά καί συγκρότησε ένα σώμα 800 ανδρών τό οποίο έθεσε κάτω από τίς διαταγές τής κυβέρνησης. Η νοοτροπία όμως τών ευρωπαϊκών πολέμων διέφερε πολύ από τήν αντίστοιχη τής ελληνικής επανάστασης. Οι ΈΈλληνες άτακτοι ήταν απείθαρχοι, η τροφή τους ήταν ανεπαρκής, ο ρουχισμός τους άθλιος καί επιζητούσαν μέ τή λαφυραγώγηση νά προμηθευτούν τά αναγκαία, αφού γνώριζαν ότι οι οικογένειές τους λιμοκτονούσαν. Επιπλέον, οι αξιωματικοί πού προέρχονταν από τίς ξένες πολεμικές σχολές απαιτούσαν τυφλή υπακοή τών διαταγών τους, αδιαφορούσαν γιά τόν αριθμό τών απωλειών καί ενδιαφέρονταν μόνο γιά τή νίκη καί τή δόξα. ΌΌσοι ξένοι είχαν έρθει στήν Ελλάδα δέν αντιλαμβάνονταν τό γεγονός ότι
1173
οι ΈΈλληνες ήταν πολύ λιγότεροι αριθμητικά από τόν ενωμένο μουσουλμανικό στρατό, πού είχε έρθει νά τούς πολεμήσει καί πολλοί από αυτούς ήταν αναντικατάστατοι. Αντίθετα οι ΈΈλληνες αρχηγοί (καπετάνιοι) δέν θυσίαζαν τούς στρατιώτες τους καί φρόντιζαν νά τούς οχυρώνουν σέ ισχυρές θέσεις (ταμπούρια). Απέφευγαν νά πολεμούν σέ πεδινά εδάφη, όπου τό οθωμανικό ιππικό ήταν ανίκητο καί γνώριζαν νά χειρίζονται μέ τόν δικό τους ξεχωριστό τρόπο τά ζητήματα τής ανυπακοής τών στρατιωτών τους. Τόν Ιανουάριο τού 1827 έφθασαν στήν Ελευσίνα νέες ενισχύσεις 1200 ανδρών μέ αρχηγό τόν Παναγιώτη Νοταρά, ανεβάζοντας τόν συνολικό αριθμό τών Ελλήνων σέ 3000. Στήν Κούλουρη (Σαλαμίνα) υπήρχαν ακόμα 1000 στρατιώτες υπό τούς Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη, Δημήτριο Καλλέργη, Ιωάννη Πέτα καί Χαράλαμπο Ιγγλέση. Τό γενικό πρόσταγμα αυτής τής δύναμης τό είχε ο Σκωτσέζος αξιωματικός Θωμάς Γκόρντον (Gordon Thomas), ο οποίος ενισχυόταν καί από μία μικρή ναυτική δύναμη δέκα πλοίων, στά οποία συμμετείχε η ατμοκίνητη "Καρτερία" μέ κυβερνήτη τόν ΆΆστιγξ (Frank Abney Hastings) καί δύο ψαριανά μπρίκια μέ κυβερνήτες τούς Δημήτριο Παπανικολή καί Νικόλαο Γιαννίτση. Οι ΈΈλληνες αρχηγοί είχαν σχεδιάσει νά δημιουργήσουν μέ τή δύναμη τού Βούρβαχη καί τού Μαυροβουνιώτη αντιπερασπισμό στή Χασιά καί τό Μενίδι παρασύροντας εκεί τίς δυνάμεις τού Κιουταχή, έτσι ώστε νά μπορέσουν οι δυνάμεις τής Σαλαμίνας νά αποβιβαστούν στό Φάληρο. Πράγματι στίς 21 Ιανουαρίου 1827, τό στράτευμα τής Ελευσίνας επιτέθηκε στή Χασιά καί τό στράτευμα τής Σαλαμίνας αποβιβάστηκε στό Φάληρο, ενώ ταυτόχρονα τά ελληνικά πλοία βομβάρδιζαν τό μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνα στόν Πειραιά, όπου είχαν οχυρωθεί 500 Αλβανοί. Ο Βούρβαχης έδωσε εντολή στούς ΈΈλληνες τής Χασιάς νά μετακινηθούν πρός τό Καματερό. Η απόφαση αυτή βρήκε αντίθετους τούς Νοταρά καί Μαυροβουνιώτη, διότι τό Καματερό βρισκόταν σέ πεδινή θέση καί άρα ήταν ευάλωτο στίς επιθέσεις τού τουρκικού ιππικού. Ο Βούρβαχης, μέ τή γαλλική στρατιωτική νοοτροπία, επέμεινε στή μοιραία απόφασή του καί τό κακό δέν άργησε νά συμβεί. Στίς 27 Ιανουαρίου 1827, μόλις χάραξε, τουρκική δύναμη 2000 πεζών καί 600 ιππέων, υποστηριζόμενη από δύο πυροβόλα, κατέφθασε στήν πεδιάδα τού Καματερού καί επιτέθηκε στό σώμα τού Βούρβαχη πού βρισκόταν σέ προχωρημένη θέση χωρίς καμμία κάλυψη. Ο γενναίος συνταγματάρχης προσπάθησε νά συγκρατήσει τήν ορμή τού εχθρικού ιππικού, αλλά δέν τά κατάφερε καί έπεσε νεκρός από τά κτυπήματα τών σπαθιών τών ντελήδων. Η μάχη έγινε σώμα μέ σώμα καί κατέληξε σέ συντριβή τών Ελλήνων, οι οποίοι άφησαν στό πεδίο τής μάχης 300 νεκρούς, μεταξύ τών οποίων ήταν ο Προκόπης Λέκκας, ο Αναγνώστης Κιουρκατιώτης καί
1174
τέσσερεις φιλέλληνες αξιωματικοί. Ο Κιουταχής απέκοψε τό κεφάλι τού Βούρβαχη καί τών φιλελλήνων αξιωματικών καί αφού τά πάστωσε μέ αλάτι, τά έστειλε μέ δεκάδες άλλα κεφάλια στό παλάτι τού σουλτάνου, γιά νά δώσει έμφαση στή νίκη του, η οποία γινόταν εναντίον στρατού πού τόν διοικούσαν Ευρωπαίοι αξιωματικοί! Στή συνέχεια ο πασάς επέστρεψε στά Πατήσια, όπου είχε στήσει τή βασιλική του σκηνή καί από εκεί έστειλε νέα μηνύματα στούς αρχηγούς τών πολιορκημένων Νικόλαο Κριεζώτη καί Στάθη Κατσικογιάννη, καλώντας τους νά παραδοθούν. Η απάντηση πού έλαβε ήταν αρνητική. Μάχη Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) Στίς 30 Ιανουαρίου 1827, ο Κιουταχής επιχείρησε νέα επίθεση, αυτή τή φορά στόν λόφο τής Καστέλλας ή Μουνιχίας, τόν οποίον είχαν οχυρώσει οι ΈΈλληνες. Αφού έστησε τά πυροβόλα του καί άρχισε νά βομβαρδίζει τίς θέσεις τών Ελλήνων, εξαπέλυσε τό πεζικό του γιά νά τίς καταλάβει. Οι ΈΈλληνες μέ τή σειρά τους είχαν στήσει καί αυτοί κανόνια στόν λόφο τής Καστέλλας καί μαζί μέ τά πυροβόλα τής Καρτερίας καί τών δύο ψαριανών πολεμικών πλοίων πού πυροβολούσαν από τό λιμάνι τής Μουνιχίας, επέφεραν βαρύτατες απώλειες στόν εχθρό. Ο Γκόρντον είχε αναλάβει τήν οργάνωση τού πυροβολικού καί οι εύστοχες βολές του ανάγκασαν τόν εχθρό νά υποχωρήσει. Μόλις οι ΈΈλληνες αντιλήφθηκαν τήν άτακτη υποχώρηση τών Τουρκαλβανών, πετάχτηκαν από τά ταμπούρια τους καί μέ επικεφαλής τούς Μακρυγιάννη, Δημήτριο Μπενιζέλο καί Σπύρο Δοντά τούς κυνήγησαν παίρνοντας εκδίκηση γιά τήν ήττα στό Καματερό. Οι απώλειες τών Τούρκων ξεπέρασαν τούς 300 αλλά καί οι ΈΈλληνες άφησαν στό πεδίο τής μάχης 60 νεκρούς. Τή σημαντικότερη βοήθεια προσέφερε κατ' ομολογία όλων τό ατμοκίνητο πλοίο Καρτερία, μέ τό ισχυρό πυροβολικό του καί τούς επιδέξιους χειρισμούς τού κυβερνήτη του ΆΆστιγγος (Frank Abney Hastings). «Αφού λοιπόν συνήλθον τά σώματα ταύτα εις Σαλαμίνα, τό όλον συμποσούμενον εις έξ χιλιάδας, διαιρείται εις δύο, καί τό μέν έν υπό τόν Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Μπούρμπαχη, Παναγιώτη Νοταρά καί Προκόπιο Κατσαντώνη, εκστρατεύει διά ξηράς από Ελευσίνος, καί τοποθετείται εις Καματερόν. Τό δέ έτερον υπό τόν Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη καί Χαράλαμπο Ιγγλέση, αποβαίνει εις Μουνυχίαν (Καστέλλα) συγχρόνως τοίς εν Καματερώ επί τής αυτής νυκτός τής φερούσης τήν 25ην Ιανουαρίου 1827. Συμμετέσχον δέ τής εκστρατείας ταύτης καί σημαντικοί φιλέλληνες, οίτινες συνέδραμον προθύμως νά αγωνισθώσι μετά τών Ελλήνων, μάλιστα δέ εις τόν υπέρ Αθηνών αγώνα. Μεταξύ τών φιλελλήνων τούτων είναι ο συνταγματάρχης Γκόρντον, όστις ανέλαβε τήν διά θαλάσσης διεύθυνσιν τής εκστρατείας, εξοδεύσας
1175
πολλά εξ ιδίων, καί ο συνταγματάρχης Κάρολος ΈΈιντεκ μετά τινων άλλων αξιωματικών Βαυαρών. Συνεβοήθουν δέ τό στρατόπεδον τούτο καί τρία πλοία, τό ατμοκίνητον Καρτερία κυβερνώμενον υπό τού καρτερόψυχου ΆΆστιγγος, καί δύο βρίκια ψαριανά, τό μέν Νικολάου Γιαννίτση, τό δέ Δημητρίου Παπανικολή. ΆΆμα δέ απέβησαν οι ΈΈλληνες εις τήν Μουνυχίαν, η επί τού λόφου λεγομένου Καστέλλα τουρκική φυλλακή βλέπουσα τούς ημέτερους, τουφεκίζουσι τήν εμπροσθοφυλακήν, αλλ' ούτοι αλαλάξαντες μιά βοή, κατετρόμαξαν τούς εχθρούς, οίτινες κατέφυγον νά ασφαλισθώσιν εις τό μοναστήριον ο ΆΆγιος Σπυρίδων, καί εις τόν πύργον τού Τελωνείου. Οι ημέτεροι ενησχολήθησαν αυθωρεί εις προμαχώνας καί χαρακώματα επί τής Καστέλλας καί θέσαντες εννέα κανόνια επ' αυτής, εσχημάτισαν αυτήν φρούριον. Ημείς δέ οι από τού φρουρίου (Ακρόπολη) βλέποντες πυρσούς εις Καματερόν, πυρσούς εις Μουνυχίαν καί Πειραιά, επλήσθημεν χαράς, καθότι είμεθα μέν προειδοποιημένοι τό τοιούτον, όμως δέν επιστεύομεν. Ημέρας δέ υποφαινομένης εισελθόν τό ατμοκίνητον εις τόν λιμένα Πειραιώς, άρχεται τού κανονοβολισμού, κτυπών τό μοναστήριον καί τόν πύργον τού Τελωνείου, ένθα ήσαν κλεισμένοι εχθροί. Ο πυροβολισμός διήρκεσε δι' όλης ημέρας. Ο εχθρός εκυριεύθη από άκραν αμηχανίαν καί ταραχήν, θέλει νά σώση τούς εν τώ μοναστηρίω καί πύργω, καί δέν δύναται. Στέλλει περίπου εκατό ιππείς εις βοήθειαν αυτών, πλήν φεύγουσιν άπρακτοι καί κτυπημένοι. Μετά ταύτα έστειλε τινάς πρός τόν Κερατόπυργον (θέση στό Κερατσίνι) διά νά φυλάξη τήν θέσιν αυτήν. Τό δέ ατμοκίνητον (Καρτερία) εξακολουθεί τό πύρ, καί κρημνίζει τοίχους τού μοναστηρίου καί κατέθραυσε τόν πύργον. Ο εχθρός σκεπτόμενος περί τών δύο τούτων ελληνικών σωμάτων τών εν Καματερώ καί τών εν Πειραιεί, καί θεωρών τούς εν Καματερώ αδυνατώτερους, αποφασίζει νά πολεμήση πρώτον τούτους, τούς οποίους αφού χαλάση, θέλει φοβίση καί τούς άλλους, καί ούτω δέν θέλει δυσκολευθή νά καταστρέψη καί τούτους. Πάραυτα λοιπόν κινείται μέ δύο χιλιάδας στρατού εξ ιππέων καί πεζών, φέρων καί δύο κανόνια, καί αντιπαρατάττεται εναντίον τών εν Καματερώ τήν 27ην τού αυτού μηνός, ανατείλαντος τού ηλίου. Οι ημέτεροι ήσαν εντός δύο χαρακωμάτων όχι όμως οχυρωμένων. Ο εχθρός αφού εκανοβόλησεν αρκετά εναντίον τών χαρακωμάτων, εφορμά επ' αυτά καί τρέπει εις φυγήν τούς ημετέρους, επιφέρων τό πύρ καί τόν σίδηρον. Ο δέ Προκόπιος Κατσαντώνης μαχόμενος ανδρείως εις τήν θέσιν του, αποθνήσκει ομού μέ εξήκοντα άλλους Αθηναίους. Ο εχθρός συνάξας τάς δυνάμεις του, έρχεται εφωδιασμένος νά κτυπήση τούς εν Πειραιεί, καί μάλιστα τήν Καστέλλαν. Καί παραταττόμενος εις τό πεδίον τού λειβαδίου καί τού μοναστηρίου, στήσας δέ κανόνια τέσσαρα, έχων περί αυτόν τό ιππικόν του, έκαμε
1176
πρώτος αρχήν τής μάχης μετά τήν ανατολήν τού ηλίου τήν 30ην Ιανουαρίου 1827. Οι δέ ημέτεροι ωχυρωμένοι καλώς, καί διατεθειμένοι ως έπρεπεν, αντεπέρχονται μέ τρομερόν πύρ, η μέν Καρτερία διά τού ΆΆστιγγος από τού λιμένος εκεραυνοβόλει πρός τούς εχθρούς, τά δέ δύο ψαριανά πλοία αφ' ετέρου μέρους εξηκολούθουν ομοίως, οι από τής Καστέλλας δέ επυροβόλουν δι' εννέα κανονίων. Τό πύρ διήρκεσεν εκατέρωθεν αρκετήν ώραν, ο εχθρός κτυπημένος από τόσον πύρ ελληνικόν, τό οποίον άλλοτε δέν είχε δοκιμάσει, όχι μόνον δέν ετόλμησε νά κάμη έφοδον κατά τήν συνήθειάν του, αλλά δέν εδυνήθη ούτε κάν τάς θέσεις του νά κρατήση, καθότι οι ημέτεροι βλέποντες πρό οφθαλμών τήν μεγάλην φθοράν τών εχθρών, ώρμησαν κατ' αυτών καί μέ πρώτον τούς απεδίωξαν, θέλοντες δέ οι εχθροί νά αναλάβουν τάς θέσεις των, αποδιώκονται πάλιν, μέ μεγάλην των φθοράν, χωρίς νά τολμήσωσι πλέον νά επανέλθωσιν, αλλά διεσκορπίσθησαν, άλλοι μέν οδεύοντες εις Πατήσια, άλλοι δέ εις τήν πόλιν. ΌΌλοι σχεδόν οι οπλαρχηγοί τών ημετέρων ηνδραγάθησαν κατ' αυτήν τήν μάχην. Ο λαμπρόν τόπον λαβών κατ' αυτήν στρατηγός Μακρυγιάννης έκαμε λαμπρόν εγκώμιον τών υπό τήν οδηγίαν του Αθηναίων. Υπαρχηγοί δέ τού σώματος τούτου ήσαν Δημήτριος Βενιζέλος καί Σπυρίδων Δοντάς, συντελέσαντες πολύ διά τήν ανδρείαν των αμφότεροι. Οι εν τώ φρουρίω δέ βλέποντες οφθαλμοφανώς τήν λαμπράν νίκην τών ημετέρων επλήσθησαν χαράς, πεποιθόντες ότι ο εχθρός δέν θέλει δυνηθή εις τό εξής ν' αποδιώξη τούς ημετέρους από τού Πειραιώς». Σουρμελής Διονύσιος, Ιστορία τών Αθηνών (1853). Ο Κιουταχής θεώρησε αναγκαία τήν κατάληψη τού Πειραιά, γιά νά μήν έχουν οι ΈΈλληνες ένα έρεισμα στήν προσπάθειά τους νά ανακουφίσουν τούς πολιορκημένους τής Ακρόπολης. ΈΈτσι επιχείρησε εκ νέου τήν κατάληψη τής Καστέλλας αποστέλλοντας νέες ισχυρές δυνάμεις πεζικού καί ιππικού. Αυτή τή φορά οι ΈΈλληνες είχαν οχυρώσει τή θέση "Τρείς Πύργοι" καί περίμεναν κρυμμένοι σέ αυλάκια τήν επίθεση τού εχθρού. Τά αυλάκια, πού είχαν διαλέξει νά καλυφθούν οι 500 άνδρες τών Γεωργίου Λέκκα, Χαράλαμπου Ιγγλέση καί Παναγιώτη Σωτηρόπουλου, δυσκόλευαν τήν κίνηση τού εχθρικού ιππικού, αφού τά άλογα βούλιαζαν μέσα στήν λάσπη καί γίνονταν εύκολος στόχος γιά τά όπλα τών αμυνομένων. Τά βόλια τών Ελλήνων έριξαν τούς ντελήδες κάτω από τά άλογα φέρνοντας αναστάτωση τόσο στό ιππικό όσο καί στό τουρκικό πεζικό πού ακολουθούσε. Τελικά, ο Κιουταχής αναγκάστηκε νά αποσύρει τά αποδεκατισμένα στρατεύματά του καί νά γυρίσει πίσω στά Πατήσια, εγκαταλείποντας τήν ιδέα τής κατάληψης τού Πειραιά. «ΈΈγινε ναύαρχος ο Κόχραν, αρχιστράτηγος ο Τζούρτζης, κι' ο ναύαρχος Κόχραν θά πάγαινε τά καράβια 'σ τά βουνά κι' απάνου εις τά κάστρα, κ' έλεγε τών Ελλήνων ο Τζούρτζης, μέ τήν γολέττα θά κυνήγαγε
1177
τούς Τούρκους. Ο Μιαούλης ο καϊμένος μέ τά σταροκάραβα αλώνιζε τούς τριπόντες καί φεργάδες τών Τούρκων, κι' ο Καραϊσκάκης μέ τούς γυμνούς έφκειανε πύργους τά κεφάλια τών Τούρκων. (Ο Μακρυγιάννης ειρωνεύεται τούς δύο Βρετανούς αξιωματικούς, οι οποίοι παρά τίς αλαζονικές τους δηλώσεις δέν κατάφεραν νά πετύχουν κάποια σημαντική νίκη εναντίον τών Τούρκων κατά τή διάρκεια τής παρουσίας τους στήν Ελλάδα). Ο Μπούρμπαχης μέ τούς στρατιώτες του βγήκε εις τό Λουτράκι τής Κόρθος. Μ' έστειλε η Διοίκηση καί πήγα καί τού μίλησα όλα αυτά. Καί τότε κατάλαβε ο αθώος πατριώτης καί πήγε εις τά Μέγαρα, οπού πήγαν καί οι άλλοι. Πήγε εκεί κι' ο Βάσιος Μαυροβουνιώτης. Σύναξα κ' εγώ όλους τούς Αθηναίους καί Στερολλαδίτες, όσοι φέρναν όπλα καί ήταν εις τά νησιά Κούλουρη (Σαλαμίνα), Αίγινα καί Πόρο, σύναξα αυτούς καί τούς ίδιους νησιώτες, κατά τήν διαταγή τής κυβερνήσεως οπού 'χω, καί πήγα κ' εγώ εις Μέγαρα. Τότε κάνομεν ένα σχέδιον νά βγούμεν συχρόνως εις τά πόστα τής Αθήνας εναντίον τών Τούρκων, ο Βάσιος, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Μπούρμπαχης καί οι Ντερβενοχωρίτες νά πάνε νά πιάσουνε από βραδύς τήν Χασιά, νά ταμπουρωθούν - είναι η θέση γερή - νά πάγη οχτρός εκεί νά τόν πολεμήσουν. ΉΉταν ως τρείς χιλιάδες ασκέρι. Τό ταχτικό, ο Νοταράς ο Γιάννης κ' εγώ ως χιλιοχτακόσοι άνθρωποι νά βγούμεν εις τόν Πειραιά τά μεσάνυχτα. Πήγαμεν, μέ διορίζει ο Γκόρδον μέ τό σώμα μου νά πρωτοβγώ ομπρός εγώ εις τήν θέση τού Φαληρέως. Ράξαμεν εις τό Πασιά λιμάνι (Μαρίνα Ζέας). Πρωτοβήκα μέ δύο φελούκες, τό είχαν πιασμένο οι Τούρκοι. Πολεμήσαμεν μ' εκείνους καλά, λαβώθηκαν από 'μάς καμπόσοι. ΉΉρθαν κι' άλλες δύο φελούκες μ' ανθρώπους μου καί τότε πολεμήσαμεν γενναίως τούς Τούρκους, μάς πολέμησαν κι' αυτείνοι παληκαρίσια, καί τούς τζακίσαμεν καί τούς πήγαμεν κυνηγώντα ως τό μοναστήρι εις τόν ΆΆγιον Σπυρίδωνα, εις τόν Δράκον. Τότε γυρίσαμεν οπίσου, βγήκαν κι' από τ' άλλα τά σώματα, βγάλαμεν εκείνη τήν νύχτα ως δεκαπέντε κανόνια, μικρά μεγάλα, καί γρανέτες καί φκειάσαμεν καί τά ταμπούρια διά νυχτός καί τίς θέσες τών κανονιών, κι' όσο νά φέξη ευρέθηκαν όλα έτοιμα. Μεθάγαμεν δουλεύοντας. ΌΌσοι έρχονταν δέν έλπιζαν ότι εμείς νά φκειάσουμεν όλα αυτά εκείνη τήν νύχτα. Τήν αυγή μάς βλέπουν οι Τούρκοι έτοιμους καί χαζίρικους. Ο Βάσιος καί οι άλλοι όλοι δέν πήγαν εις τήν Χασιά καθώς είχαμεν ομιλίαν, αλλά σηκώθηκαν τού κεφαλιού τους καί πήγαν 'σ ένα χωριόν, Καματερόν τό λένε, μίαν ώρα από τήν Αθήνα. Πήγαν καί πιάσαν μίαν θέση αδύνατη, κι' αυτό τό λάθος τό 'καμεν ο Βάσιος, ότι αυτός γνώριζε τόν τόπον τής Αθήνας, αγωνίζονταν τόσον καιρόν σέ αυτά τά μέρη. Πρίν πιάσουν θέσες καί νά ταμπουρωθούν καλά κάμαν ένα ταμπούρι τυφλό, τούς πέσαν οι Τούρκοι απάνου τους καί τούς χάλασαν, καί σκότωσαν περίπου από τρακόσους πενήντα ΈΈλληνες, καί τούς ρίξαν εις φυγή. (Ο
1178
Μακρυγιάννης γιά τήν ήττα στό Καματερό θεωρεί υπαίτιο, όχι τόν Βούρβαχη, αλλά τόν Βάσο Μαυροβουνιώτη). Καί σκοτώθη κι' ο αγαθός Μπούρμπαχης κι' άλλοι δύο συνάδελφοί του φιλέλληνες. ΌΌλοι διαλύθηκαν κακώς κακού. Ο Βάσιος έμεινε εις τήν Ελεψίνα, ότι οι περισσότεροί του άνθρωποι ήταν Ντερβενοχωρίτες. Τότε πήρε τά κεφάλια αυτεινών ο Κιτάγιας καί τά πήγε εις τήν Αθήνα καί τά 'δειξε τών πολιορκημένων καί τούς είπε νά προσκυνήσουνε διά νά σωθούνε αυτείνοι καί νά μήν πάρουν κ' εμάς εις τόν λαιμό τους, οπού ήμαστε εις τόν Φαληρέα. Τούς λένε οι πολιορκημένοι, "Σύρτε κυργέψετε εκείνους εις τόν Φαληρέα καί τότε υποταζόμαστε κ' εμείς, ότι αυτείνοι είναι χωρίς κάστρο. Κι' όταν παραδοθούν, παραδίνομεν κ' εμείς τό κάστρο". Αναχωρούν όλες οι δύναμες από τήν Αθήνα - πολλά ολίγοι μείναν, όσ' ήταν αναγκαίοι διά τούς πολιορκημένους - καί μάς ζώνουν κι' άλλοι από τ' άλλα τά πόστα τους. Είχαν τό μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνα κι' όλα τά τριγυρινά πόστα εις τήν εξουσίαν τους οι Τούρκοι. ΉΉρθαν καί οι άλλοι, ετοιμάστηκαν οληνύχτα, τήν αυγή σαράντα πέντε μπαγιράκια (σημαίες) ρίχτηκαν απάνου μας. ΆΆρχισαν από τά πόστα τους, οπού τά είχαν γιομάτο τό καθένα πόστο από κανόνια καί μπόμπες καί γρανέτες, καί μάς βαρούσαν, καί τά στρατέματα έμπαιναν εις τήν τάξη νά μάς ριχτούνε. Τότε έβλεπες τούς δικούς μας, νά τούς έσφαζες, μία κούπα αίμα δέν έβγαινε, ότι μάθαν τόν χαλασμόν τού Βάσιου κι' αλλουνών (είχαν στενοχωρηθεί από τήν ήττα στό Καματερό). Οι Τούρκοι προχώρεσαν απάνου μας μ' όλα τά μπαγιράκια. Τότε ψύχωσα τούς εκατό, τούς κέρασα καί κρασάκι καί ριχνόμαστε απάνου εις τούς Τούρκους κόντρα γιουρούσι καί τούς δίνομεν ένα σκοτωμόν καλόν. Σκοτώθηκαν καί δικοί μου δέκα πέντε κι' αχώρια οι λαβωμένοι. Πήρα τούς λαβωμένους καί σκοτωμένους μέσα εις τά πόστα μας. Ξαναρίχτηκαν οι Τούρκοι, τούς δίνομεν καί τότε έναν χαλασμόν καί τούς πήγαμεν κυνηγώντας ως τής Αθήνας τήν στράτα. Γυρίσαμεν πίσου εις τά πόστα μας. Εβγήκε κι' ο αρχηγός από τό καράβι (Γκόρντον) μέ κρασί ευρωπαίικον, μάς κέρασε αυτός καί οι συντρόφοι του. Τότε είπα τών κανονιαραίγων καί βάλαν μπάλλα μιστράλλια 'σ τά κανόνια. Οι Τούρκοι κινήθηκαν περισσότεροι, ότι τούς ήρθε μιντάτι (ενισχύσεις) ένας νέος πασιάς, κ' έρχονταν απάνου μας (Μάχη Καστέλλας). Αφού ήρθαν πολλά πλησίον οι Τούρκοι εις τά ταμπούρια μας, δέν μπορούσα νά βαστήξω τούς αθάνατους ΈΈλληνες, έγιναν όλοι λιοντάρια εγώ ήμουν ο χειρότερος. Τότε ριχτήκαμεν καί τρίτον απάνου τους καί τούς δίνομεν έναν σκοτωμόν, πληγώσαμεν καί τόν πασιά τους καί τόν πήγαν εις τήν ΈΈγριπον (Εύβοια) κ' εκεί πέθανε. Τραβηχτήκαμεν οπίσου. Τότε τά κανόνια μέ τά μιστράλλια τούς αφάνισαν κ' έβλεπες από αυτούς στρώμα σκοτωμένους καί πληγωμένους. Τούς κουβαλούσαν εις τά πόστα τους κι' από κεί εις τήν Αθήνα. Τότε τούς κόπηκε όλη η γενναιότης τών
1179
Τούρκων. Φκειάνει τό ρεπόρτο (αναφορά) ο αρχηγός (Γκόρντον), τό στέλνει νά τό βάλη εις τόν τύπον, κ' έλεγε ότι η σημερινή μπατάγια (μάχη) είναι τού Μακρυγιάννη, ότι αυτός διοίκησε. Ο Νοταράς οπού 'ταν εις τόν Πειραιά είχε τόν Ζαΐμη θείον από τήν μητέρα του, ήταν πρόεδρος τής Διοικήσεως. Ο Πανούτζος ο Νοταράς, αδελφός τού πατέρα του, ήταν πρόεδρος τού Βουλευτικού. Πήραν τό ρεπόρτο τού Γκόρδον καί τό ξέκλησαν κ' έβαλαν εμένα παλιές αντραγαθίες, από αυτές όμως καμμιά, αλλά παλιές μο' 'βαλαν εις τήν εφημερίδα. Γράφω τού τυπογράφου, οπού ήταν ο Φαρμακίδης, μού γράφει τά αίτια. Αφού είδε αυτό ο Γκόρδον, ως φιλαλήθης πείσμωσε, πιάστη καί μέ τόν Νοταρά. Σηκώθη κ' έφυγε από τόν Περαιά καί πήγε εις τήν Αίγινα κι' άφησε εις τό ποδάρι του εμένα. Τού είπα νά φωνάξη ν' αφήση καί τόν Νοταρά, νά μείνωμεν καί οι δύο όσο νά γυρίση, νά μήν συνβή καμμία διχόνοια κι' ακολουθήση κάνα δυστύχημα. (Ο Ζαΐμης έκρυψε στήν εφημερίδα του τό γεγονός ότι στή μάχη τής Καστέλλας πολέμησε καί ο Μακρυγιάννης καί έγραψε μόνο γιά τά ανήψια του τούς Νοταράδες). Οι ΈΈλληνες τούς Τούρκους τούς καταφρόνεσαν όλως δι' όλου. Καθημερινώς πολεμούσαμεν, κι' όλο τούς νικούσαμεν, ποτέ δέν κέρδιζαν. Τούς πήραμεν τόν αγέρα καί τούς είχαμεν σάν Οβραίους. (Τούς Εβραίους τούς περιφρονούσαν οι ΈΈλληνες διότι δέν πολεμούσαν αλλά συνεργάζονταν άψογα μέ τόν κατακτητή καί θησαύριζαν εις βάρος τών ραγιάδων). Πηγαίναμεν ως απόξω τό Σέτζος (ΆΆρειος Πάγος). Πιάσαμεν καί τά Μποστάνια λεγόμενα, είναι ένας βάλτος, ήταν περιβόλια τών Τούρκων εκεί καί βάλτωσαν. Βγαίνει νερό ο τόπος καί είναι κάτι χαντάκια, οπού άν δέν ξέρη ο άνθρωπος, χάνεται. Αυτός ο τόπος είναι εις τήν άκρη τής θάλασσας κατά τό μέρος τών Τριών Πύργων (Η περιοχή εκείνη στό σημερινό Μοσχάτο ήταν βαλτώδης καί γεμάτη αυλάκια, τά οποία εμπόδιζαν τίς κινήσεις τού εχθρικού ιππικού). ΉΉταν καί κάτι παλιόπυργοι καί τούς πιάσαμεν. Στείλαμεν όλοι οι καπεταναίγοι ανθρώπους ως διακόσους. Μιάν αυγή ο Κιτάγιας μ' όλες του τίς δύναμες, πεζούρα καί καβαλλαρία καί κανόνια καί γρανέτες, μέθυσε τούς Τούρκους κ' έπιασαν τόν πόλεμον από τήν αυγή μπονόρα καί βάσταξε ως τό δειλινό. Καί ρίχτηκαν μέ μεγάλη ορμή οι Τούρκοι 'σ τούς δικούς μας εις τά Μποστάνια. Στείλαμεν μιντάτι (βοήθεια) τόν Σωτηρόπουλον μέ καμμιά εκατοστή ανθρώπους. Κιντύνευαν. Στείλαμεν μ' άλλους εκατό τόν γενναίον Γιωργάκη Χελιώτη, άξιον πολεμιστή καί τίμιον πατριώτη. Οι Τούρκοι τούς στένεψαν πολύ τότε, καί θά τούς χάλαγαν, ότι πολεμούσαν νά τούς κλείσουνε μέσα. Τότε κατεβήκαμεν κ' εμείς καί πήγαμεν εις τό Γλυκόν Νερόν καί βαστούσαμεν τόν είσοδον ανοιχτόν καί πολεμούσαμεν. Καί βάλαμεν καί τόν γενναίον Ιγγλέζη μέ τό ταχτικόν καί βαστούσε τήν φτερούγα ακίνητος εις τού Χαϊμαντά τήν μάντρα
1180
ονομαζόμενη. Κι' αυτείνοι οι αγαθοί άντρες τού ταχτικού κι' ο αρχηγός τους ο Ιγγλέζης ριζικάρησαν (κινδύνεψαν) πολύ, καί η θεία πρόνοια μας έσωσε όλους. Τό βράδυ κάμαμεν ριτιράτα (υποχώρηση) μ' όμορφον τρόπον. Καί σώθηκαν όλοι οι εδικοί μας, οπού ήταν μέσα κλεισμένοι. Σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν όλο τ' άνθος τών Τούρκων περίπου από χίλιους διακόσιους. Πήραν πλήθος κεφάλια οι ΈΈλληνες, άρματα, σημαίγες καί τά 'φεραν εις τόν Φαληρέα, καί μαζώχτηκαν τόσοι Ευρωπαίγοι κ' έβλεπαν αυτόν τόν αφανισμόν. Σκοτώθηκαν κι' από τούς δικούς μας δύο, ένας καλός πατριώτης Αργίτης, γενναίος άντρας κι' αγαθός, ονομαζόμενος Μπεκιάρης, κ' ένας Αθηναίος. Ωφέλησαν πολύ τά χαντάκια. ΌΌλοι οι ΈΈλληνες εκεί μέσα πολέμησαν ως λιοντάρια, κ' εμείς από τά πλευρά τούς βαστάξαμεν ανοιχτόν τόν δρόμον τής θάλασσας καί τίς πλάτες τους. Λαμπρύνεται εκεί μέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος Δοντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης πολέμησαν αντρείως. Η πατρίς τούς χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν μέσα (Μάχη στούς Τρείς Πύργους). Τό κάστρο (Ακρόπολη) τό στένεψαν καί δέν μπορούσε ούτε νά έμπη άνθρωπος, ούτε νά 'βγή. Πρώτα από τόν πόλεμον τών Μποστανιών εβγήκαν καί ήφεραν κ' ένα περιστέρι από τό κάστρο καί τό φορτώσαμεν γράμματα καί τό πήρα μέ καμπόσους καί τό πήγαμεν εις τούς Τρείς Πύργους (Μοσχάτο) καί τ' απολύσαμεν. ΌΌμως τό σκότωσαν οι Τούρκοι καί πήραν καί τά γράμματα καί είδαν τί τούς γράφαμεν τών πολιορκημένων. ΉΉρθε προσκυνησμένος από τούς Τούρκους Ρωμαίος καί μάς τό είπε, καί μάς είπε καί τόν σκοτωμόν τού πασσά, καί περίπου από χίλιους οχτακόσιους, μάς είπε, 'σ εκείνον τόν πόλεμον, τόν πρώτον, πληγωμένοι καί σκοτωμένοι. Τό 'λεγαν καί οι ίδιγοι Τούρκοι καί τό ίδιον μας είπαν καί διά τά Μποστάνια, χίλιοι διακόσοι. Αφού ήρθε ο πεζοδρόμος μέ τό περιστέρι, τά γράμματα τά στείλαμεν εις τήν Διοίκησιν καί Καραϊσκάκη. Αφού είδε αυτά, πήρε κοντά ως δύο χιλιάδες ανθρώπους καί ήρθε κ' έπιασε τό Τζερατζίνι (Κερατσίνι) ο Καραϊσκάκης. Είναι κ' ένα μετόχι πλησίον, από πάνου τόν ζυγόν, ήταν Τούρκοι από 'κεί ως τήν άκρη εις τά Καμίνια, οπού σώνεται η ράχη. Εκεί είχαν απάνου οι Τούρκοι τά κανόνια τους καί εις τόν Δράκον ολόγυρα, καί μάς χτυπούσαν καί τούς χτυπούσαμεν κ' εμείς. Αφού έφτασε ο Καραϊσκάκης, ήρθε εις τόν Φαληρέα κι' ανταμωθήκαμεν. Μιλήσαμεν νά φκειάση ο Νοταράς ένα ταμπούρι απάνου 'σ τήν ράχη πλησίον εις τόν δρόμον τής Αθήνας, κ' εγώ από κάτου από τόν δρόμον, αντίκρυ από τών Τούρκων τά πόστα. Οληνύχτα, βρέχοντας καί ταλαιπωργιώντας, τό φκειάσαμεν, καί βάλαμεν καί πέντε κανόνια μέσα εις τό ταμπούρι μας. Τήν άλλη τήν νύχτα πήγαμεν καί φκειάσαμεν άλλο ένα από κάτου τά κανόνια τών Τούρκων, οπού 'ναι ένα καμίνι, νά τούς κόψωμεν τόν ζαϊρέ (εφόδια) τους νά μήν παγαίνουν εις τό μοναστήρι τόν
1181
ΆΆγιον Σπυρίδωνα, οπού τόν βαστούσαν οι άλλοι Τούρκοι. Είπε καί τού Βάσιου ο Καραϊσκάκης νά φκειάση ένα ταμπούρι από τό πέρα μέρος τού βάλτου νά κοπή ο ζαϊρές, δέν μπόρεσαν νά τό φκειάσουνε κ' έμπαινε από 'κείθε ο ζαϊρές. Εμείς οι δυστυχισμένοι ήμαστε μέσα εις τό νερό νύχτα καί ημέρα. Μία βραδειά έβρεξε καί γιόμωσε τό καμίνι καί ξενυχτήσαμεν απάνου από τό ζουνάρι εις τό νερόν, κι' από αυτό, οπού ήμουν αδύνατος, μ' έπιασε μία στένωση σάν χτικιόν. Καί μέσα τά νερά τραβούσα άρρωστος. Ο Κιτάγιας έβαλε μίαν αυγή τά κανόνια καί μπόμπες καί γρανέτες καί πλήθος ασκέρι εις τήν ράχη καί βαρούσαν τό Μετόχι, οπού τό είχαν πιασμένο από τούς ανθρώπους τού Καραϊσκάκη. Αφού τό πολέμησαν αρκετές ώρες καί τό πήγαν ως τήν γής γκρεμίζοντας, τότε κάμαν γιουρούσι απάνου τους πεζούρα καί καβαλλαρία νά τούς κυργέψουν. Τότε οι αθάνατοι ΈΈλληνες, αφού ζύγωσαν, τούς έκαμαν έναν σκοτωμόν καί τούς πήραν ομπρός καί τούς πήγαν ως τά ταμπούρια τους. Ξανακάνουν γιουρούσι οι Τούρκοι, λαβαίνουν τήν ίδια τύχη. ΈΈρχεται μιντάτι τών Τούρκων από τήν Αθήνα νέον καί πήγαν εις τά ταμπούρια τους. Τότε κατεβήκαμεν από τόν Φαληρέα περίτου από πεντακόσοι άνθρωποι όλο διαλεμένοι, αρχηγός αυτεινών ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης κ' εγώ, καί πήγαμεν εις τό καμίνι εις τό πόστο μου κι' από 'κεί περάσαμεν από κάτου τά κανονοστάσια τών Τούρκων, κι' αρχίσαμεν τόν πόλεμον, καί πήραμεν τήν πλάτη τών Τούρκων, καί πισουδρόμησαν οι Τούρκοι, καί βγήκαν οι αθάνατοι ΈΈλληνες από τό Μετόχι κι' ο αντρείος Χατζημιχάλης μέ τήν καβαλλαρίαν του καί δίνουν έναν χαλασμόν τών Τούρκων κ' έναν σκοτωμόν τρομερόν. Σκοτώθηκαν καί πληγώθηκαν περίπου από οχτακόσοι - αυτά μάς είπαν. Καί διαλύθηκαν οι Τούρκοι. Πήγαμεν κ' εμείς ο καθείς εις τά πόστα του. ΌΌσοι αξιωματικοί πολέμησαν εκεί, Ρούκης, Γαρδικιώτης, Βάγιας, Γεροθανάσης, Ντούσιας, Γιάννης Λάμπρος, Κασομούλης, Γιωργάκης Βαλτηνός, Μήτρο Σμπόνιας, Καραΐσκος Σουλιώτης, τής καβαλλαρίας ο γενναίος Χατζημιχάλης, Βασίλης Αθανασίου, Νικόλας Τζοπάνος, Παναγιώτης Κακλαμάνος, Κώστα Παλάσκας κι' άλλοι αξιωματικοί πολέμησαν, πεζούρα καί καβαλλαρία, πολλά γενναίως καί πατριωτικώς. Κι' όλοι οι απλοί ΈΈλληνες αγωνίστηκαν μέ μεγάλον πατριωτισμόν καί γενναιότητα διά τήν πατρίδα καί θρησκεία. Εμείς σκοτωνόμαστε κ' οι πολιτικοί τήραγαν τούς σκοπούς τους (Μάχη Κερατσινίου)». Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη. Καραϊσκάκης εναντίον Κιουταχή (1827) Ο Καραϊσκάκης έφθασε στήν Ελευσίνα, συνοδευόμενος από τούς οπλαρχηγούς Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Κώστα Χόρμοβα, Χατζηπέτρο, Γιαννούση Πανομάρα, Σπυρομήλιο, Καλύβα, Μήτρο Σκυλοδήμο, Βασίλη
1182
Μπούσγο, Πέτρο Φαρμάκη καί Δημήτρη Μπιρμπίλη. Αφού παρέλαβε τίς δυνάμεις τής Καστέλλας καί τού Πειραιά κατευθύνθηκε μαζί μέ τούς Μαυροβουνιώτη, Παναγιώτη Νοταρά, Δημήτριο Καλλέργη καί Μακρυγιάννη στό Κερατσίνι, όπου έστησε τό στρατόπεδό του. Γύρω από τόν λόφο τού Αγίου Γεωργίου, κατασκεύασε οχυρώματα, καί έκτοτε η περιοχή αυτή ονομάζεται Ταμπούρια. Ο Κιουταχής γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Καραϊσκάκης ηγείται τών Ελλήνων, οργάνωσε στίς 3 Μαρτίου 1827, νέα στρατιωτική επιχείρηση 6000 ανδρών γιά νά καθαρίσει τόν Πειραιά από τούς άπιστους Γιουνάνηδες. Αφού έστησε τό πυροβολικό του σέ ένα λόφο απέναντι από τό μετόχι τού Κερατσινίου, πού είχαν οχυρωθεί οι άνδρες τού Καραϊσκάκη έδωσε διαταγή στό πεζικό του νά επιτεθεί. Οι υπερασπιστές τού μετοχίου, ανάμεσα στούς οποίους ήταν ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Γαρδικιώτης Γρίβας καί ο Κασομούλης, προέβαλαν ισχυρή αντίσταση, άν καί οι τοίχοι τού κτίσματος είχαν καταρρεύσει από τούς συνεχείς κανονιοβολισμούς. Ο Καραϊσκάκης επιχείρησε μία κίνηση αντιπερισπασμού ώστε νά χωρίσει τή δύναμη τών Τούρκων στά δύο καί νά βοηθήσει τούς κλεισμένους στό μετόχι. Τελικά η ηρωική αντίσταση τών αμυνομένων έκλινε τήν πλάστιγγα τής νίκης πρός τό πλευρό τών Ελλήνων. Οι Τούρκοι καθηλώθηκαν καί τότε ο Καραϊσκάκης έδωσε εντολή στό ιππικό τού Χατζημιχάλη νά περάσει στήν αντεπίθεση. Στή συνέχεια επιτέθηκαν καί οι υπόλοιποι ΈΈλληνες από τόν λόφο τής Καστέλλας, ολοκληρώνοντας έτσι τήν συντριβή τού Κιουταχή. Οι απώλειες τών Τούρκων ήταν σύμφωνα μέ τόν Αινιάνα 800 νεκροί καί τραυματίες, ενώ τών Ελλήνων ήταν 3 νεκροί. Τό αποτέλεσμα τής μάχης δικαίωσε γιά μία ακόμα φορά τόν στρατηγικό νού τού Καραϊσκάκη, ο οποίος σέ όλες του τίς μάχες θριάμβευε, αλλά καί άν ακόμα δέν νικούσε, φρόντιζε νά αποσύρεται χωρίς νά χρεώνει τούς άνδρες του μέ μεγάλες απώλειες. Ο Σταυραετός τής Ρούμελης έστειλε επιστολή στόν Γέρο τού Μοριά, μέ τήν οποία φανέρωνε τή βαθιά του ανησυχία γιά τή σωτηρία τής Ακρόπολης καί ζητούσε επειγόντως ενισχύσεις γιά νά σωθεί η Αθήνα. Ο Κολοκοτρώνης ανταποκρίθηκε, παρά τό γεγονός ότι βρισκόταν σέ διαρκή πόλεμο μέ τούς ΆΆραβες τού Ιμπραήμ καί έστειλε τόν γιό του Γενναίο μαζί μέ τούς Πετμεζάδες, τόν Χρύσανθο Σισίνη καί άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. "Εξοχώτατε αδελφέ Κολοκοτρώνη! Προχθές έφθασαν ενταύθα ο υιός σας καί αδελφός μου καπετάν Γενναίος, μέ όλον τό υπό τήν οδηγίαν του σώμα καί κατόπιν έρχονται καί τά επίλοιπα πελοποννησιακά στρατεύματα, μέ τά οποία δέν θά λείψω καί εγώ ομού καί μέ τόν αδελφό μου Γενναίον τό νά πασχίσωμεν νά αποκατασταθή ελεύθερον τό έδαφος τών Αθηνών." Στά πελοποννησιακά καί τά ρουμελιώτικα στρατεύματα ήρθαν νά προστεθούν ενισχύσεις από Ψαριανούς, Σπετσιώτες, Υδραίους καί
1183
Κρήτες, ώστε ο συνολικός αριθμός τών ελληνικών δυνάμεων νά φθάσει τελικά στούς 10000 στρατιώτες. Τυπικός αρχηγός ήταν ο Τζούρτζ ή Τσώρτς, αλλά ουσιαστικός ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος διοικούσε τό μεγαλύτερο στράτευμα πού είχε συγκεντρωθεί από τήν έναρξη τής ελληνικής επανάστασης. Εκείνος όμως πού επέμενε νά έχει γνώμη στά στρατιωτικά θέματα τής ξηράς ήταν ο Κόχραν, άν καί η Εθνική Συνέλευση τής Τροιζήνας, τόν είχε ορίσει αρχηγό τού ελληνικού στόλου. «Ο Καραϊσκάκης είχε προσκληθή καί προλαβόντως παρά τής Διοικήσεως διά νά υπάγη εις βοήθειαν τής Ακροπόλεως τών Αθηνών κινδυνευούσης, αλλά δέν ηδυνήθη νά ακολουθήση τήν διαταγήν ταύτην διά τήν επισυμβάσαν εκστρατείαν τού Ομέρ πασά. Αφ' ού δέ ελευθερώθη καί από αυτήν, απεφάσισε πλέον νά τρέξη εις βοήθειαν, διότι μάλιστα επροσκαλείτο καί από τούς εντός τού φρουρίου οπλαρχηγούς. Περιπλέον, τήν εις εκείνα τά μέρη εκστρατείαν του, κατέστησεν αναγκαιοτάτην η φθορά τήν οποίαν έπαθον εις Καματερόν τά στρατεύματα τά υπό τόν Μπούρμπαχη, Βάσο καί Παναγιώτη Νοταρά. ΌΌθεν διορίσας εις μέν τά Κράβαρα τόν Γιώτη Δαγκλή, εις δέ τό Λιδωρίκι τόν Σεφάκα καί εις τό Δίστομον τόν Αθανάσιο Κουτσονίκα μέ περίπου πεντακοσίους, αυτός παραλαβών όλους τούς λοιπούς οπλαρχηγούς καί έως χιλίους διακοσίους στρατιώτας ανεχώρησεν από Δίστομον τήν 21ην Φεβρουαρίου 1827. Μετά δύω δέ ημερονυκτίων συνεχή οδοιπορείαν έφθασεν εις Ελευσίνα, όπου τοποθετήσας τό στράτευμα, διέταξε καί τόν Βάσο, διατρίβοντα τότε εις Μέγαρα, νά μεταβή αμέσως μέ τούς περί αυτόν. Μετέβη έπειτα εις Φαληρέα, παρετήρησε τό εκεί στρατόπεδον καί συνωμίλησε τά δέοντα μέ τόν Ιωάννη Νοταρά καί τούς μετ' αυτού οπλαρχηγούς. Μετά τούτο επέρασεν εις Σαλαμίνα, όπου διορίσας πολιτάρχην τόν Νικολόν Καραμήτσον διεκήρυξεν ότι εντός εικοσιτεσσάρων ωρών όλοι οι εκεί στρατιώται νά μεταβώσιν εις Ελευσίνα καί επέρασεν ευθύς καί αυτός εις Ελευσίνα, αφήσας εις τόν πολιτάρχην νά φροντίση διά τήν εκπλήρωσιν τής διαταγής του. Μόλις ανεπαύθη ολίγον καί αμέσως επροσκάλεσε κατ' ιδίαν μόνον τούς αρχηγούς τών υπ' αυτώ διαφόρων σωμάτων διά νά τούς κοινοποιήση τό σχέδιον, τό οποίον είχε κατά νούν νά βάλη εις ενέργειαν. Καί διά νά μήν λάβη τινά αντίκρουσιν, εφρόντισεν αφ' ενός μέν μέρους νά ενσπείρη ελπίδας τινάς πληρωμής καί αμοιβής τών αγώνων των, αφ' ετέρου δέ νά κολακεύση τήν φιλοτιμίαν των. Είναι δέ αληθές ότι κατ' εκείνην τήν εποχήν είχε μεγάλας ελπίδας ο Καραϊσκάκης ότι έμελλε νά βοηθηθή διά χρημάτων εις τό επιχείρημά του. Επειδή οι πληρεξούσιοι τού έθνους ήσαν εις δύω διηρημένοι καί έκαστον τών μερών ενόμιζεν ότι ήθελεν υπερισχύσει, άν προσελάμβανε μέ τό μέρος του τόν Καραϊσκάκην. Αυτός δέ ζητούμενος καί από τά δύω μέρη επολιτεύετο αμφότερα, χωρίς νά προστεθή φανερά καί σταθερά εις κανένα, ελπίζων μέ τούτον τόν τρόπον νά επιτύχη καλύτερα τόν σκοπόν τής πολιτικής
1184
του. ΉΉλπιζεν ομοίως καί εις εξωτερικά βοηθήματα καί πρό πάντων τής φιλελληνικής εταιρείας τών Παρισίων, τής οποίας επεθύμει καθ' υπερβολήν ν' αποκτήση καί τήν αγάπην καί τόν έπαινον. Τό σχέδιον ήτον νά τοποθετηθή τό εν Ελευσίνι στράτευμα εις Κερατσίνι, όθεν προχωρούν ολίγον κατ' ολίγον αναλόγως τών προστιθεμένων νέων δυνάμεων, νά φθάση εις τόν ελαιώνα (Χαϊδάρι) καί διά τού ελαιώνος, επειδή δέν ήθελε βλάπτεσθαι από τό εχθρικόν ιππικόν, νά προχωρήση έως εις τό φρούριον (Ακρόπολη) καί νά ανοίξη συγκοινωνίαν τών πολιορκουμένων μέ τήν θάλασσαν. ΌΌταν δέ τούτο ήθελε κατορθωθή, ο εχθρός ήθελε κρίνει περιττόν νά επιμένη εις μίαν ανωφελή πολιορκίαν καί ήθελεν αναχωρήσει, αφίνων ελεύθερον από τούς βεβήλους πόδας του τό ιερόν έδαφος τών Αθηνών. Ούτω λοιπόν διέταξε τριακοσίους στρατιώτας υπό τόν Καλύβα, Κασομούλη καί Αθανασούλα Βαλτινό νά αναχωρήσωσι διά θαλάσσης καί ακολουθούντες ένα έμπειρον τής τοποθεσίας οδηγόν, μέ τόν οποίον τούς εσυντρόφευσε, νά υπάγωσιν εις Κερατσίνι καί νά κατασκευάσωσιν έν οχύρωμα εις τήν αρμοδιωτέραν θέσιν. Τό δέ λοιπόν στράτευμα νά μεταβή τήν νύκτα διά ξηράς, τό κίνημα τόσον τών διά ξηράς, καθώς καί τών διά θαλάσσης απεφασίσθη νά γένη μετά τήν δύσιν τού ηλίου, διά νά μή γνωσθή από τάς σκοπιάς τών εχθρών. Η σάλπιγξ εσήμανε τήν ώραν, καί ο Καραϊσκάκης, αφ' ού έμβασεν εις τά πλοία τούς διωρισμένους νά υπάγωσι διά θαλάσσης καί τούς εκίνησεν, ανεχώρησεν από Ελευσίνα μέ τό επίλοιπον στράτευμα. Οι διά θαλάσσης εκστρατεύσαντες, φθάσαντες εις τόν διωρισμένον τόπον καί αποβάντες εις τήν ξηράν, κατεσκεύασαν αμέσως έν οχύρωμα ανάλογον μέ τόν αριθμόν των. Φθάσας μετά ταύτα καί ο αρχηγός μέ τό λοιπόν στράτευμα διώρισε τόν Χριστόδουλον Χατζή Πέτρου νά τοποθετηθή εις μίαν εκκλησίαν καί τινα περί αυτήν ερείπια οικιών, θέσιν κειμένην πρός τό μέρος τού εχθρικού στρατοπέδου. Ομού μέ αυτόν ετοποθέτησε καί τούς διά θαλάσσης ελθόντας, εις δέ τό υπ' αυτών κατασκευασθέν οχύρωμα εδιόρισε τόν Γιαννούση καί Βάσο Μαυροβουνιώτη μεταξύ δέ εις τάς δύω ταύτας θέσεις ετοποθέτησε τόν Παναγιώτη Νοταρά. Ενώ οι στρατιώται ενησχολούντο εις τήν οχύρωσιν τών θέσεων τούτων, ο Καραϊσκάκης μέ τόν Ρούκην καί Γαρδικιώτην επροχώρησεν εις τό εχθρικόν στρατόπεδον παρατηρών τόν τόπον έφθασε δέ εις έν μετόχι, τό οποίον εφάνη εύλογον εις αυτόν καί τούς μετ' αυτού νά πιασθή από τούς ΈΈλληνας καί νά οχυρωθή. Τήν επομένην ημέραν πολλά πρωί επήγεν έφιππος ομού μέ ένα εκ τού ιππικού διά νά κατασκοπεύση τήν θέσιν τού εχθρικού στρατοπέδου. Συρόμενος από τήν περιέργειαν του νά ίδη πλησιέστερον καί νά μάθη τί περισσότερον, επλησίασεν υπέρ τό δέον εις ένα εχθρικόν προμαχώνα, ώστε τόν επυροβόλησαν. Μετέβη εκ τούτου εις άλλον, καί λαβών δύω ίππους βόσκοντας πρό τών οφθαλμών τών εχθρών, επέστρεψεν αφ' ού
1185
έκαμε τάς αναγκαίας παρατηρήσεις του. Επειδή δέ είδε τριακοσίους ιππείς αποκοπέντας από τό εχθρικόν στρατόπεδον καί διευθυνομένους πρός τό ελληνικόν, έδωκεν αμέσως διαταγήν νά ετοιμασθώσιν όλοι καί νά ευρίσκωνται εις τάς θέσεις των. Οι Τούρκοι ιππείς φθάσαντες πλησίον εις τό Μετόχι (κτίσμα στό Κερατσίνι), τό οποίον, ως ανωτέρω, δέν είχε πιασθή από τούς ΈΈλληνας, απέβησαν από τούς ίππους, συνεκεντρώθησαν εις έν καί εκάθισαν. Κατά περίστασιν τήν στιγμήν ταύτην είχον ευρεθή μέσα εις τό Μετόχιον τούτο διάφοροι αξιωματικοί εκ τού σώματος τών Παλαμηδιωτών, ελθόντες χάριν περιεργείας, οι οποίοι ιδόντες τούς εχθρούς ανεχώρησαν από τό Μετόχιον, αφήσαντες πέντε στρατιώτας μόνον διά νά φαίνωνται εις τούς εχθρούς καί νά δίδωσιν αιτίαν νά υποπτεύωσιν, ότι η θέσις αύτη δέν είναι αφύλακτος. Μετά ικανήν ώραν συνήχθη καί πεζικόν εχθρικόν στράτευμα, συγκείμενον από οκτακοσίους περίπου στρατιώτας. Τό στράτευμα τούτο ωδηγείτο από τόν ίδιον Κιουταχήν, όστις μαθών από τά περί τόν Φαληρέα στρατεύματά του, ότι ήλθον τά υπό τόν Καραϊσκάκην στρατεύματα, επήγε νά παρατηρήση μόνος του καί νά δοκιμάση τήν δύναμιν αυτών. Τόν αυτόν σκοπόν έχων καί ο Καραϊσκάκης ετοίμασε τούς ΈΈλληνας καί διώρισε νά εξέλθωσι κατά τών εχθρών νά κάμωσι δέ αρχήν τού ακροβολισμού οι ολίγοι ιππείς ΈΈλληνες, βοηθούμενοι καί από τούς έχοντας ίππους αξιωματικούς τού πεζικού, όσοι επροθυμήθησαν νά μεθέξωσι καί τούτου τού κινδύνου. Αφ' ού συνεκρούσθησαν ολίγην ώραν τά δύω σώματα, χωρίς νά υπερτερήση ούτε τό έν, ούτε τό άλλο μέρος, οι Τούρκοι διεύθυναν έν απόσπασμα στρατιωτών διά νά πιάση έν ύψωμα γής, τό οποίον απείχεν εξ ίσου από αυτούς καί από τούς ΈΈλληνας, εφαίνετο δέ ότι έκειτο ευφυώς καί εις ασφάλειαν καί εις περίστασιν καταδρομής εναντίον τών Ελλήνων. Ο Καραϊσκάκης εννοήσας εν ακαρεί καί τόν σκοπόν τών εχθρών καί τήν σημαντικότητα τής θέσεως, διέταξε τινάς τών Ελλήνων νά τρέξωσιν εις ταύτην τήν θέσιν. Η ταχύτης τού αρχηγού καί η προθυμία τών στρατιωτών συνέτρεξαν εις τό νά προληφθή η θέσις αύτη, τό οποίον ηνάγκασε τούς Τούρκους νά οπισθοδρομήσωσι πρώτον, έπειτα νά τραπώσιν εις φυγήν όλοι, ιππείς καί πεζοί, καί νά μείνωσιν οι ΈΈλληνες νικηταί, από τό οποίον ενεθαρρύνθησαν εις τούς λοιπούς αγώνας. Τήν ακόλουθον ημέραν περί τήν ανατολήν τού ηλίου ο Κιουταχής συνήθροισεν όλον τό εις τάς θέσεις ταύτας ευρισκόμενον στράτευμά του, συμποσούμενον, ως ελέγετο, από τέσσαρας χιλιάδας πεζούς καί δύο χιλιάδας ιππείς, καί τό εδιόρισε νά προσβάλη εις τό Μετόχιον. Ανά χίλιοι πεζοί προσέβαλον από εκάστην πλευράν, οι δέ λοιποί, προηγουμένων δύω κανονίων, εκινήθησαν κατά πρόσωπον, ηκολούθουν δέ καί οι ιππείς παρατεταγμένοι εις τρείς σειράς. Κατ' αυτόν τόν τρόπον επροχώρουν κανονοβολούντες, έως ου επλησίασαν πανταχόθεν εις τό Μετόχιον εντός
1186
βολής τουφεκίου. Τέσσαρας περίπου ώρας διέμειναν εις ταύτην τήν θέσιν κανονοβολούντες μόνον τό Μετόχιον. Φαίνεται δέ ότι επερίμενον νά καταστρέψωσι τά εμπροσθινά οχυρώματα διά νά κάμωσιν επομένως έφοδον, οι δέ εντός, μ' όλον ότι οι τοίχοι κρημνιζόμενοι καί αι πέτραι συντριβόμεναι τούς επροξένουν ικανάς πληγάς, επέμενον όμως μέ καρτερίαν καί ανήγειρον προθύμως τά κρημνιζόμενα μέρη. Δέν ανταπεκρίνοντο δέ διόλου μέ όπλα εις τούς εχθρούς, θέλοντες νά ήναι όλοι έτοιμοι διά νά πυροβολήσωσι ταυτοχρόνως, όταν έμελλον νά κάμωσιν έφοδον, τό οποίον ήλπιζον εξ άπαντος. Ούτω λοιπόν έμειναν εις βαθυτάτην σιωπήν, καί δέν ηκούετο ειμή μόνον η σάλπιγξ, καί αύτη από καιρόν εις καιρόν. Ο αρχηγός βλέπων τόν κατεδαφισμόν τών οικοδομών, τόν οποίον επροξενούσαν τά εχθρικά κανόνια, καί υποπτεύων μή δειλιάσωσιν οι αποκλεισμένοι καί αφήσαντες τήν θέσιν αναχωρήσωσιν, έπεμψεν ένα ιππέα καί τούς ενεθάρρυνεν ότι αυτός επαγρυπνεί εις τά κινήματα τού εχθρού καί ότι θέλει έλθει εις βοήθειάν των, όταν ήναι ώρα αρμοδία, εν τοσούτω αυτοί ν' αντέχωσι γενναίως εις τάς εχθρικάς προσβολάς. Οι εις τό Μετόχιον επεβεβαίωσαν τόν ιππέα ότι θέλουν επιμείνει σταθερώς εις τήν θέσιν των, καί οι έξωθεν ας κάμωσιν υπέρ αυτών ό, τι η τιμή καί τό συμφέρον υπαγορεύει. Περί τό μεσημέρι τέλος πάντων οι εις τά αριστερά τού Μετοχίου εχθροί εφώρμησαν κατά τών Ελλήνων, ωχυρωμένων εις τά ερείπια μίας οικίας, αυτοί δέ μή δυνηθέντες ν' ανθέξωσιν εις τήν ορμήν των, απεσύρθησαν. Τούτο βλέπων ο αρχηγός απεφάσισε νά κινηθή, καί πρός μέν τούς εν δεξιά εχθρούς έστειλεν έως εκατόν πεζούς καί δεκαπέντε ιππείς δι' αντιπερισπασμόν. Αυτός δέ εμψυχώσας τούς μεθ' εαυτού εφώρμησε κατά τών εις τά αριστερά τού μοναστηρίου, τούς οποίους εβίασε νά παραιτήσωσι τήν κυριευθείσαν θέσιν καί νά επανέλθωσι φεύγοντες εις τόν πρώτον τόπον των. Μετ' ολίγον ο Κιουταχής έδωκε τό σύνθημα τής επιθέσεως, καί μετά τήν συνήθη δι' αλαλαγμών ευχήν των οι Τούρκοι εκίνησαν διηθημένοι εις δύω σώματα, τό μέν κατά τού στρατοπέδου τού Καραϊσκάκη, τό δέ έτερον, τό οποίον ήτον καί τό πολυπληθέστερον, κατά τού Μετοχίου. Οι εν τω Μετοχίω αφήσαντες τούς Τούρκους νά πλησιάσωσιν έως είκοσι βήματα, τούς ετουφέκισαν ταυτοχρόνως, οι Τούρκοι όμως διά ν' αποφύγωσι τήν εκ τών ελληνικών όπλων φθοράν, εξαπλώθησαν κατά γής, περιμένοντες τήν κατάπαυσιν διά νά ανανεώσωσι τήν έφοδον. Αλλ' οι ΈΈλληνες, αφ' ού εις ολίγην ώραν είδον ότι οι εχθροί δέν επροχώρουν, εξέρχονται από τούς προμαχώνας των καί εφορμούν κατ' αυτών. Οι Τούρκοι ωφελούμενοι από τήν κατάπαυσιν τού πυροβολισμού, φεύγουν αβλαβείς, διότι οι ΈΈλληνες φοβούμενοι τό εχθρικόν ιππικόν δέν ετόλμησαν νά τούς καταδιώξωσιν επί πολύ. Εις τούτο τό μεταξύ ο Καραϊσκάκης κρύψας έν μέρος πεζών εις ένα εύθετον τόπον πρός τά δεξιά, διώρισε τό ελληνικόν ιππικόν νά εξέλθη ως
1187
εις μάχην κατά τού εχθρού καί έπειτα νά προσποιηθή ότι φεύγει, φεύγον δέ νά σύρη τό εχθρικόν ιππικόν εις τήν προετοιμασθείσαν ενέδραν. Τό σχέδιον εν μέρει επέτυχεν, οι εχθροί ηναγκάσθησαν νά οπισθοδρομήσωσι μέ βιαίαν φυγήν, η ζημία των όμως δέν εστάθη σημαντική. Ταυτοχρόνως διώρισεν ο Καραϊσκάκης τό υπόλοιπον τού ελληνικού ιππικού καί τούς έχοντας ίππους αξιωματικούς νά κινηθώσιν εξ αριστερών κατά τού εχθρού, ώστε ούτος προσβαλλόμενος συγχρόνως καί από τό κέντρον καί από τάς πτέρυγας, ηναγκάσθη ν' αποσυρθή διά τής φυγής πρός τάς οχυρωμένας θέσεις του. Τούτο ιδόντες καί οι εις Φαληρέα στρατοπεδευμένοι ΈΈλληνες καί εμψυχωθέντες από τό παράδειγμα, έκαμαν έξοδον κατά τών εις αυτούς αντιταγμένων εχθρών καί ευδοκίμησαν. Τό έργον τούτο εγένετο μέγα καί σημαντικόν, όχι διότι αυτό καθ' εαυτό ήτον τοιούτον, αλλά διότι εμψυχώθησαν οι ΈΈλληνες καί ενεθαρρύνθησαν καί διότι υπήρξεν αρχή καί βάσις τρόπον τινά τών εις Κερατσίνι επιγενομένων αγώνων. Εις τήν συμπλοκήν ταύτην από μέν τούς ΈΈλληνας εφονεύθησαν τρείς καί επληγώθησαν έως είκοσιν, εκ δέ τών εχθρών ευρέθησαν περί τό Μετόχιον φονευμένοι έως είκοσι πέντε. Φαίνεται όμως ότι εφονεύθησαν καί άλλοι ικανοί, πλήν επρόλαβον καί τούς μετεκόμισαν εις τά οχυρώματά των οι εχθροί, καί άν πρέπη νά πιστεύση τις ένα Τζάμην Χριστιανόν, όστις ήλθε τήν ακόλουθον ημέραν ως απεσταλμένος από τόν Λάμπρον Κάντζον, αιχμαλωτισθέντα εις Καματερόν επί τής δυστυχούς εκστρατείας τού Μπούρμπαχη, ο αριθμός τών φονευθέντων εχθρών ανέβη εις τριακοσίους, τών δέ πληγωθέντων εις τούς πεντακοσίους». Δημήτριος Αινιάν - Βιογραφία Καραϊσκάκη (Μάχη Κερατσινίου). Μετά τήν ήττα στό Κερατσίνι, η θέση τού Κιουταχή έγινε ακόμα πιό δύσκολη. Από πολιορκητής τής Ακρόπολης κινδύνευε νά γίνει ο ίδιος πολιορκημένος, αφού ήταν κυκλωμένος από χιλιάδες ΈΈλληνες ενόπλους, οι οποίοι εκτός τών άλλων είχαν καί τόν θαλάσσιο έλεγχο τού Σαρωνικού. ΉΉδη όμως κατέφθαναν νέες ενισχύσεις από τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ενισχύσουν τόν πεισματάρη σερασκέρη, ο οποίος αποδείχθηκε ότι ήταν ο ικανότερος πασάς από όλους όσους είχε στείλει η Υψηλή Πύλη γιά νά καταστείλει τήν επανάσταση τών ραγιάδων. Ο Ρεσίτ πασάς, όπως επίσης λεγόταν ο Οθωμανός στρατηγός, παρατηρούσε τήν διαρκή πρόοδο τών ελληνικών στρατευμάτων στόν Πειραιά, τό Φάληρο καί τό Κερατσίνι καί επιχείρησε νέα προσπάθεια γιά νά διαλύσει τό βασικό στρατόπεδο τού Κερατσινίου, έχοντας κρύψει τό ιππικό του πίσω από τούς λόφους τής μονής Δαφνίου, τό οποίο θά κρατούσε γιά νά επιτεθεί τήν κατάλληλη στιγμή. Η μάχη έγινε στίς 21 Μαρτίου 1827 στό Δαφνί καί διεξήχθη σώμα μέ σώμα. Ο Κιουταχής διηύθυνε ο ίδιος τή μάχη καί οι Τουρκαλβανοί μή τολμώντας νά υποχωρήσουν, πολέμησαν μέ πείσμα. Από τήν πλευρά τών Ελλήνων ο
1188
Βασίλης Μπούσγος καί ο Γενναίος Κολοκοτρώνης πού μάχονταν μέ τά σπαθιά στά χέρια, καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του, ήταν αυτοί πού επέδειξαν γενναιότητα καί αυτοθυσία. Τό κρυμμένο τουρκικό ιππικό πού εμφανίστηκε ξαφνικά υπερφαλάγγισε τό ελληνικό ιππικό καί ο Καραϊσκάκης βρέθηκε αποκομμένος από τή βάση του στό Κερατσίνι. Τελικά έπειτα από σκληρή μάχη, οι ΈΈλληνες υποχώρησαν έχοντας απώλειες 19 νεκρούς, ανάμεσα στούς οποίους ήταν καί ο Σουλιώτης Βασίλης Δαγκλής. Ο τόπος διεξαγωγής τής μάχης ήταν ορατός από τούς αποκλεισμένους στήν Ακρόπολη, οι οποίοι αναθάρρησαν βλέποντας τίς προσπάθειες τών συμπατριωτών τους καί έστειλαν αγγελιοφόρο στόν Καραϊσκάκη μέ τό μήνυμα ότι μπορούν ακόμα δέκα ημέρες νά κρατήσουν τό κάστρο. Στόν Γενναίο Κολοκοτρώνη έκανε ιδιαίτερη εντύπωση "μία γυναίκα Οθωμανίδα όπου τήν είχε πάντοτε ο Καραϊσκάκης μέ ενδύματα ανδρικά καί μέ όπλα" καί η οποία μαχόταν στό πλευρό τού αρχιστράτηγου. «Η αύξησις τού στρατοπέδου τού Καραϊσκάκη ημέραν παρ' ημέραν εγίνετο επαισθητοτέρα. Διάφορα πελοποννησιακά σώματα είχον ήδη φθάσει καί άλλα επεριμένοντο. Ο Καραϊσκάκης βοηθούμενος από τά χρήματα τά οποία έπεμψαν εις αυτόν οι εν Ερμιόνη πληρεξούσιοι, ενέπνευσε πολλήν προθυμίαν εις τούς στρατιώτας, τήν οποίαν έτι μάλλον ηύξησεν η είδησις τής εις τήν Ελλάδα αφίξεως τού λόρδου Κοχράνου. ΌΌσον όμως η κατάστασις τού στρατοπέδου τούτου εφαίνετο ευχάριστος, τόσον ελεεινή επαρουσιάζετο η κατάστασις τών πολιορκουμένων. Επίτηδες απεσταλμένος από τήν Ακρόπολιν μέ γράμματα παρέστησεν εις τόν Καραϊσκάκην, ότι άν εντός δεκαπέντε ημερών δέν γένη καμμία θεραπεία, τό φρούριον χάνεται. Ο Καραϊσκάκης απήντησεν αμέσως εις τούς πολιορκουμένους μέ τόν ίδιον απεσταλμένον των, ότι ένα καί μόνον σκοπόν έχει, τήν διάλυσιν τής πολιορκίας, καί ότι εις τούτο ενασχολείται μ' όλας τάς δυνάμεις του. Επρόσθεσε δέ καί όσα ενόμισεν αρμόδια εις τήν περίστασιν διά νά εμψυχώση τούς πολιορκουμένους νά υπομείνωσι. Μετά τούτο εκάλεσεν αμέσως τούς αξιωματικούς τού στρατοπέδου καί τούς ανέγνωσε τάς επιστολάς τών πολιορκουμένων. Επρόβαλλε δέ ότι, επειδή η ανάγκη τής Ακροπόλεως παρουσιάζεται σημαντική, μ' όλον ότι τά εκ Πελοποννήσου στρατεύματα δέν έφθασαν ακόμη όλα, νά δοκιμάσωσι μόνοι των οι εις τό στρατόπεδον ευρισκόμενοι νά λάβωσι κοινωνίαν μετά τών εις Φαληρέα Ελλήνων, διασχίζοντες εις τό μέσον τά εχθρικά στρατεύματα, διά νά δυνηθώσιν επομένως όλοι ομού νά προοδεύσωσιν οπωσούν πρός τόν Ελαιώνα (Χαϊδάρι). Τό σχέδιον τούτο εγένετο δεκτόν απ' όλους τούς αξιωματικούς, καί αμέσως ο Καραϊσκάκης επεχείρησε νά τό βάλη εις ενέργειαν. Διώρισε νά κατασκευασθώσι δύω οχυρώματα εις δύω ερείπια οικιών κειμένων πρός τόν Πειραιά, θέλων μέ τούτο νά ελευθερώση τόν λιμένα καί νά μήν έχη εκ τού πλησίον εμπόδια εις τάς επιχειρήσεις του, κατεσκεύασε δέ καί εκ
1189
δεξιών τού Μετοχίου ένα προμαχώνα, όπου ετοποθέτησε τριακοσίους στρατιώτας, διά νά γείνωσι δέ ταύτα συντομώτερον, επεστάτησε καί ο ίδιος καί συνειργάσθη μέ τούς στρατιώτας, ώστε τό πρωί ευρέθησαν έτοιμα καί καλώς διατεθειμένα. Ο Κιουταχής ιδών τήν επομένην ημέραν τήν πρόοδον ταύτην τών Ελλήνων έκαμε κίνημα μέ δύω περίπου χιλιάδας πεζούς καί εξακοσίους ιππείς. ΆΆφησεν εξ αυτών τριακοσίους εις μίαν εκκλησίαν καί μέ τούς λοιπούς διευθυνόμενος διά τού παραθαλασσίου τού λιμένος, ανέβη εις τήν παρακειμένην ράχην, σκοπόν έχων, φαίνεται, νά κατασκευάση επ' αυτής οχυρώματα καί νά βάλη κανόνια εις τήν άκραν διά νά εμποδίση τήν είσπλευσιν τών πλοίων εις τόν κόλπον τού Κερατσινίου. Ταυτοχρόνως έστειλε καί χιλίους πεζούς καί πεντακοσίους ιππείς από τό μέρος τού Δαφνίου διά νά τοποθετηθώσιν εις τήν θέσιν τής Περαταριάς καί νά εμποδίσωσι τήν εκείθεν διάβασιν τών Ελλήνων, ώστε τό ελληνικόν στρατόπεδον αποκλεισθέν τοιουτοτρόπως καί στερηθέν τροφών ν' αναγκασθή νά διαλυθή. Διατάξας ταύτα ο Κιουταχής καί δώσας τάς αναγκαίας οδηγίας εις τά διάφορα σώματα, αυτός συνωδευμένος από εκατόν περίπου εκλεκτούς ιππείς εστέκετο αντικρύ τού Μετοχίου διά νά παρατηρή τά γινόμενα καί νά δίδη τήν αναγκαίαν συνδρομήν εις τά σώματα, όσα ήθελον πιασθή εις μάχην. Ο δέ Καραϊσκάκης απέστειλε πεντακοσίους πεζούς καί έως πεντήκοντα ιππείς διά ν' αντιπαραταχθώσι κατά τών εις τήν ράχην εχθρών διώρισε δέ τούς εις τό Μετόχιον καί τούς περί αυτό προμαχώνας νά μένωσιν ήσυχοι εις τάς θέσεις των, εκτός εάν ίδωσι κινδυνεύοντας τούς μαχομένους, τότε δέ νά στείλωσι μικράν τινα δύναμιν μόνον. Επλησίασαν οι ΈΈλληνες εις τούς περί τήν ράχην εχθρούς καί ήρχισαν τόν ακροβολισμόν, αλλ' οι ιππείς τών Ελλήνων, οι οποίοι επροπορεύοντο τών πεζών, οπισθοδρομήσαντες ολίγον διά νά γεμίσωσι τά πυροβόλα των, έδωκαν καιρόν εις τούς Τούρκους νά εφορμήσωσιν, αντέστησαν όμως οι πεζοί καί τούς αντέκρουσαν. Εν τούτω τω μεταξύ ο Καραϊσκάκης λαβών έν σώμα πεζών διευθύνθη διά τού παραθαλασσίου κατά τών εχθρών, σκοπεύων νά επιπέση εις αυτούς από τά οπίσθια. Μόλις επροχώρησεν ολίγον ο Καραϊσκάκης, καί οι Τούρκοι ιδόντες τόν κίνδυνον, εις τόν οποίον έμελλον νά εκτεθώσιν, ετράπησαν εις φυγήν. Οι μέν Τούρκοι λοιπόν έφευγον έχοντες εις τήν πλευράν των τήν θάλασσαν, οι δέ ΈΈλληνες τούς κατεδίωκον διά τής πεδιάδος καί επιταχύνοντες τήν καταδίωξίν των ηνάγκασαν τούς μέν πεζούς νά καταφύγωσιν εις τόν πλησιέστερον προμαχώνα των, τούς δέ ιππείς νά συνέλθωσιν εις τό οχύρωμα όπου ήτον καί ο Κιουταχής. Ενώ δέ ούτοι έφευγον, τούς εκτύπησαν καί από τά ελληνικά οχυρώματα τά πλησιέστερα εις τήν διάβασιν των, φονεύσαντες τινάς τών ιππέων καί πληγώσαντες μερικούς. Ενώ δέ τινές τών Ελλήνων ενησχολούντο εις τό νά λαφυραγωγήσωσιν όσους εκ τών φονευθέντων έλαβαν εις τήν
1190
εξουσίαν των καί ήσαν διά τούτο εις αταξίαν, νομίσας αρμόδιον καιρόν ο Κιουταχής, εφορμά ο ίδιος μέ όλους τούς περί αυτόν ιππείς καί προλαμβάνει τούς ΈΈλληνας έξω από τά οχυρώματά των. Γίνεται λοιπόν συμπλοκή εκ τού πλησίον, ώστε τά τουφέκια αποκατέστησαν άχρηστα. Οι ΈΈλληνες άν καί ήσαν πεζοί καί αντεμάχοντο μέ ιππείς καί εις τήν πεδιάδα, αντεστάθησαν όμως μέ γενναιότητα, ώστε οι εχθροί εβιάσθησαν ν' αποσυρθώσιν οπίσω εις τάς θέσεις των καί τούτο υπήρξε τό τέλος ταύτης τής μάχης. Η ζημία αμφοτέρων τών μερών υπήρξεν ομοία σχεδόν, οι ΈΈλληνες όμως έλαβον τήν υπεροχήν εις τόν αγώνα. Ο δέ Κιουταχής δέν απήλαυσεν άλλο εις τής ημέρας ταύτης τό κίνημα, ειμή τό νά οχυρώση τήν εκκλησίαν, όπου έστειλεν ικανάς τροφάς καί πολεμοφόδια. Οι εν τή Ακροπόλει ιδόντες τούς αγώνας τούτους ενεθαρρύνθησαν, καί τήν επομένην ημέραν αποστείλαντες πεζοδρόμον ανήγγειλαν εις τόν Καραϊσκάκην, ότι δύνανται ακόμη καί δέκα ημέρας περισσότερον ν' ανθέξωσιν, όθεν ας μή βιασθώσιν, αλλ' ας ενασχοληθώσι νά κάμωσι καλόν σχέδιον διά νά διαλυθή η πολιορκία τού φρουρίου». Δημήτριος Αινιάν - Βιογραφία Καραϊσκάκη (Μάχη Δαφνίου). Θάνατος Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) Ο Απρίλιος τού 1827 βρήκε τόν Κιουταχή νά συνεχίζει τή στενή πολιορκία τής Ακρόπολης καί τόν Καραϊσκάκη νά ελέγχει τήν παραλία τού Πειραιά καί τού Φαλήρου παρενοχλώντας τόν Ρεσίτ πασά μέ μικρές ή μεγάλες μάχες. Τό μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνα, πού βρισκόταν στό λιμάνι τού Πειραιά, τό κρατούσαν ακόμα Τουρκαλβανοί, παρά τόν σφοδρό κανονιοβολισμό από τά ατμοκίνητα πλοία Ελλάς καί Καρτερία. Οι Αλβανοί πού τό είχαν οχυρώσει πολεμούσαν μέ γενναιότητα καί δέν παραδίδονταν παρότι ήταν περικυκλωμένοι από τά ελληνικά στρατεύματα. ΌΌταν ο Κόχραν έστειλε απεσταλμένους νά ζητήσουν παράδοση, οι Αλβανοί απάντησαν μέ βόλια, μέ αποτέλεσμα νά σκοτώσουν έναν από τούς απεσταλμένους. Ο Μιαούλης από τή φρεγάτα του Ελλάς απάντησε στήν άνανδρη δολοφονία τών απεσταλμένων μέ εκατοντάδες βόμβες, μέ αποτέλεσμα νά γκρεμισθεί μεγάλο τμήμα τού εξωτερικού τείχους τής μονής τού Αγίου Σπυρίδωνα. Στίς 13 Απριλίου 1827, ο Καραϊσκάκης κατέλαβε όλα τά χαρακώματα πλησίον τής μονής μαζί μέ τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη καί τόν Χρύσανθο Σισίνη. Ο Καραϊσκάκης πρωτοστατούσε στίς επιχειρήσεις καί ενώ προστάτευε τούς άνδρες του από παράτολμες ενέργειες, εξέθετε τόν εαυτό του στά εχθρικά πυρά. Σέ μία περίπτωση βρέθηκε νά πολεμάει έφιππος μέ τή συνοδεία δύο μόνο ανδρών εναντίον πολλών Τουρκαλβανών, χρησιμοποιώντας μόνο τό μακρύκανο τουφέκι του σάν ρόπαλο γιά νά τούς απωθεί. Προφητικά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τού
1191
είχε στείλει επιστολή μέ τήν οποία τόν συμβούλευε νά μήν εκθέτει τόν εαυτό του στόν κίνδυνο. "Μεγίστην ευθύνην έχεις απέναντι τής πατρίδος! Μή λησμονείς ότι σύ είσαι ο Γενικός Αρχηγός, η ψυχή τού στρατού. Φύλαττε ολίγον, πρόσεχε τόν Καραϊσκάκη, όχι διά τόν Καραϊσκάκην αυτόν, αλλά διά τήν πατρίδα, εις τήν οποίαν ανήκει καί εις τήν οποίαν είναι πολύ χρήσιμος. ΆΆν Θεός μή τό δώση, ο λόγος θάνατον δέν φέρνει, καί κτυπηθής σύ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα δέν υπάρχει!". Ο Κόχραν έδωσε εντολή νά πραγματοποιηθεί γενική επίθεση κατά τής μονής. Οι οπλαρχηγοί όμως αρνήθηκαν καί όπως πάντοτε έτσι καί τώρα συμβουλεύτηκαν τόν αρχηγό τους. Ο Καραϊσκάκης φυσικά δέν δέχτηκε νά εκθέσει τούς άνδρες του στά φονικά πυρά καί προτίμησε τήν αναμονή, πράγμα πού τόν έφερε σέ οξεία αντιπαράθεση μέ τόν αλαζόνα Βρετανό. "Βλέπω ότι κακά θά τά πάμε μέ τούτους τούς Φράγκους, Φοβούμαι ότι θά μάς χαλάσουν μέ τήν αβασταγιά τους". Τελικά στίς 16 Απριλίου, οι Τουρκαλβανοί παραδόθηκαν μέ τόν όρο νά τούς αφήσουν νά απομακρυνθούν μέ τά όπλα τους μέχρι τό στρατόπεδο τού Κιουταχή, χωρίς νά τούς ενοχλήσει κανένας. Ο Καραϊσκάκης μέ τούς Βάσο Μαυροβουνιώτη καί Κίτσο Τζαβέλα, προσεφέρθησαν νά βαδίσουν μαζί μέ τούς μουσουλμάνους, ως εγγύηση γιά τή σωστή τήρηση τής συμφωνίας. Η πομπή πέρασε ανάμεσα από τούς ΈΈλληνες ατάκτους πού είχαν συγκεντρωθεί ολόγυρα καί εξύβριζαν τούς Τουρκαλβανούς. Οι ιππείς τού Καραϊσκάκη έσπρωχναν τούς ΈΈλληνες μακρυά καί τά κατάφεραν μέχρι ενός σημείου. Ξαφνικά, ένας Πελοποννήσιος στρατιώτης από τό σώμα τού Ιωάννη Νοταρά, είδε σέ έναν Αλβανό κρεμασμένο τό σπαθί τού αδελφού του ή έτσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε. ΌΌταν προσπάθησε νά πάρει τό σπαθί μέ τή βία, δέχτηκε πυροβολισμό από τό πιστόλι τού Αλβανού καί ο ΈΈλληνας αμέσως απάντησε μέ δικό του πυροβολισμό. Εκείνη τήν εποχή αποτελούσε προσβολή γιά τούς Αλβανούς νά τούς πάρεις τό όπλο, καθότι ήταν καθαρά πολεμικός λαός πού απεχθανόταν τίς ειρηνικές εργασίες. Χρήματα έβγαζαν πολεμώντας γιά τό δοβλέτι τού σουλτάνου. Η σπίθα όμως είχε ανάψει καί οι αντίπαλοι ήρθαν στά χέρια μέ αποτέλεσμα νά προκληθεί γενική σύρραξη. ΌΌσοι ΈΈλληνες άκουσαν τούς πυροβολισμούς, χωρίς νά ρωτήσουν τί είχε γίνει όρμησαν κατά τών οπλισμένων αιχμαλώτων, μέ αποτέλεσμα νά σκοτώσουν 200 από αυτούς. Μάταια ο Καραϊσκάκης, ο Κώστας Μπότσαρης καί ο Νικηταράς προσπάθησαν νά σταματήσουν τούς στρατιώτες τους καί τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά γλυτώσουν τούς υπόλοιπους Τουρκαλβανούς πού έτρεξαν πρός τίς τουρκικές γραμμές. «Επειδή δέ οι εν τή Ακροπόλει πάντοτε εκραύγαζον ότι δήθεν εστερούντο τών πάντων, πανταχόθεν φιλοτίμως έσπευσαν εκ τε Πελοποννήσου μάλιστα καί εκ τής εκτός τού Ισθμού Ελλάδος καί εκ τών
1192
νήσων καί συνεκροτήθη μέχρις Απριλίου μεσούντος εν τή Αττική στρατόπεδον 10000 μαχητών καί καθ' εκάστην σχεδόν εγίνοντο ακροβολισμοί, δίς δέ περί τό Δαφνίον, καθ' ούς εφονεύοντο εκατέρωθεν ολίγοι τινές, εν οίς καί οι ανδρείοι Βασίλης Δαγκλής καί Καραγεώργης Βούλγαρος καί περί τό Φάληρον, ότε εκεί κατέπλευσαν η φρεγάτα Ελλάς, εφ' ής επέβαινεν ο ενώπιον τής εν Τροιζήνι συνελεύσεως ορκισθείς ως στόλαρχος Κόχραν, καί τινα δικάταρτα. Ο Κόχραν άμα διορισθείς εξέδωκε λαμπράν πατριωτικήν προκήρυξιν, εν ή προσκαλεί τούς ΈΈλληνας νά πολεμήσωσι μέχρις εσχάτων "εν όσω ο θηριώδης Τούρκος κρατεί καί μίαν σπιθαμήν τού ιερού εδάφους, τό οποίον ήτο τών πατέρων σας". Αποβιβασθείς δ' ο Κόχραν εκ Φαλήρου μετέβη εις Κερατσίνιον πρός επίσκεψιν τού δαφνοστεφούς Καραϊσκάκη, ού μόνου τότε τό όνομα ήν μέγα, καί ειπών πολλά παροτρυντικά πρός ταχείαν έξοδον κατά τού Κιουταχή καί λύσιν τής πολιορκίας τής Ακροπόλεως πρός τε τόν Καραϊσκάκην καί τούς άλλους οπλιτάρχας επί τέλους εμπήξας τήν παρ' αυτώ ανεμουμένην σημαίαν, ήν εκόμισαν εκ τών πλοίων, είπε τοιαύτα: "Στρατιώται, όστις εξ υμών στήση επί τής Ακροπόλεως τήν σημαίαν ταύτην θά λάβη γέρας (βραβείο) χίλια δίστηλα"! Τήν 13ην Απριλίου 1827 κατ' αρχάς μέν περί τούς τριάκοντα ΈΈλληνας απέβησαν μεταξύ τού λιμένος τής Ζέας (Πασαλιμάνι) καί τού Πειραιώς παρά τόν τάφον τού Θεμιστοκλέους, απέωσαν (απώθησαν) τούς εκεί ωχυρωμένους Τούρκους, σπευσάντων δέ καί άλλων Ελλήνων καί άλλων Τούρκων εγένετο μάχη, καθ' ήν οι ΈΈλληνες εκδιώξαντες τούς Τούρκους εκ τούς Πειραιώς πλήν τριακοσίων Τούρκων, ών οι πλείστοι Αλβανοί, εγκλεισθέντων εν τώ εν Πειραιεί μοναστήριω (μονή Αγίου Σπυρίδωνα), ών όμως διακόσιοι, παρασπονδησάντων τινών Ελλήνων, εφονεύθησαν, όπερ ελύπησε τούς οπλιτάρχας καί πρό πάντων τόν Καραϊσκάκην, τόν Κόχραν, τόν Τσώρτσην καί τόν Γόρδωνα, όστις μετά καί άλλων φιλελλήνων ως γενόμενος εγγυητής τής ζωής τών παραδοθέντων παρητήθη τήν εν τώ ελληνικώ στρατοπέδω υπηρεσίαν αυτού». Γεώργιος Κρέμος, Μεγάλη Επανάσταση καί Παλιγγενεσία Ελλήνων. Ο Κόχραν συνέχιζε τίς πιέσεις του πρός τόν Καραϊσκάκη. Αυτή τή φορά τού ζητούσε νά επιχειρήσει κατά μέτωπο επίθεση γιά νά ανοίξει τόν δρόμο από τό Φάληρο μέχρι τήν Ακρόπολη. Ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας τήν ισχύ τού τουρκικού ιππικού στά πεδινά, αντιπρότεινε νά κλείσουν τήν τελευταία οδό ανεφοδιασμού τού Κιουταχή πού ήταν στόν Ωρωπό καί τόν Μαραθώνα. ΌΌταν ο ΆΆγγλος τυχοδιώκτης απείλησε μέ παραίτηση, ο Καραϊσκάκης υποχώρησε, πιεζόμενος καί από τήν ελληνική κυβέρνηση, πού δέν ήθελε νά δυσαρεστήσει τούς ΆΆγγλους αξιωματικούς καί συμφώνησε νά γίνει γενική επίθεση κατά τού οθωμανικού στρατοπέδου. Ο Κόχραν καί ο Τζώρτζ έδιναν τίς εντολές τους από τήν
1193
ασφάλεια καί τίς ανέσεις τών πλοίων τους, γεγονός πού εκνεύριζε τόν ΈΈλληνα αρχηγό, ο οποίος, σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του Αινιάνα, φέρεται νά είπε: "Από τήν γολέτταν του λοιπόν κάθεται καί βλέπει τόν πόλεμον καί στέλλει έπειτα διαμαρτυρήσεις σέ ημάς πού έχομεν νά κάνωμεν μέ χίλιους διαβόλους"! Ο Καραϊσκάκης κατέστρωσε τό σχέδιο τής προώθησης τών ελληνικών δυνάμεων πρός τήν Ακρόπολη, η οποία θά γινόταν από τούς Τρείς Πύργους (Μοσχάτο) μέ παράλληλη κατασκευή χαρακωμάτων ώστε νά καλύπτονται οι άνδρες του από τίς επιθέσεις τού εχθρικού ιππικού. Στήν επίθεση θά συμμετείχαν οι Σουλιώτες υπό τούς Γεώργιο Δράκο, Λάμπρο Βέϊκο, Γεώργιο Τζαβέλα, Τούσια Μπότσαρη καί Νικολό Ζέρβα, οι Κρητικοί υπό τόν Δημήτριο Καλλέργη, οι Κορίνθιοι υπό τούς Ιωάννη καί Παναγιώτη Νοταρά, οι Αθηναίοι υπό τόν Μακρυγιάννη καί οι Κρανιδιώτες υπό τόν Χριστόδουλο Μέξη καί τόν Ιωάννη Μήτσα. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε 1000 φτυάρια από τόν Τσώρτς γιά νά σκάψει χαρακώματα καί αυτός τού έστειλε μόλις 70. Χωρίς τήν οχύρωση τών πεδινών θέσεων, η προέλαση τών Ελλήνων ισοδυναμούσε μέ αυτοκτονία. «Είπαμεν, ότι η παρουσία τού Κοχράνου έβαλεν εις μεγάλην κίνησιν όλην τήν Ελλάδα. Εν ώ εκινδύνευεν η Ελλάς, ο ανήρ ούτος δέν έπαυε κομπορρημονών ότι θά επανωρθούτο η βυζαντινή αυτοκρατορία, καί θ' ανυψούτο η ελληνική σημαία επί τής Αγίας Σοφίας. Αφ' ού δέ ωρκίσθη ενώπιον τών εν Τροιζήνι πληρεξουσίων καί ανεδέχθη τήν υπηρεσίαν, εξέδωκε προκήρυξιν τής αυτής εννοίας. Αλλά, εν ώ τοιαύτα εκομπορρημόνει, γράμματα στελλόμενα επανειλημμένως παρά τών εν Ακροπόλει ελεεινολόγουν τήν αθλίαν κατάστασίν των, εξετραγώδουν τάς εκ τού χειμώνος κακοπαθείας καί ασθενείας, τήν στέρησιν ιατρών καί ιατρικών, τήν σπάνιν πολεμεφοδίων καί τροφών, καί έλεγαν, ότι έπιπτεν αφεύκτως η Ακρόπολις, άν εντός ολίγων ημερών δέν ήρχετο έξωθεν βοήθεια εις λύσιν τής πολιορκίας, ή τουλάχιστον εις αλλαγήν τής πασχούσης φρουράς καί εις εξαγωγήν τών γυναικών, παιδιών καί αδυνάτων. Μετά τήν πτώσιν τού μοναστηρίου τού Αγίου Σπυρίδωνος, ο Κοχράνης επέμενεν έτι μάλλον εις τό πρώτον του σχέδιον, ό εστι νά πέση τό ελληνικόν στρατόπεδον εις τό εχθρικόν άνευ αναβολής, ώστε άν δέν τό διεσκόρπιζε καί δέν έλυε διά μιάς τήν πολιορκίαν, νά ήνοιγε κάν τήν οδόν τής Ακροπόλεως πρός αντικατάστασιν τής φρουράς καί εισαγωγήν τών αναγκαίων. Αλλ' ο Καραϊσκάκης απεδοκίμαζε τό σχέδιον τούτο καί κατ' αρχάς καί τότε ως δυνάμενον, άν απετύγχανε, νά φέρη τήν καταστροφήν όλου τού ελληνικού στρατοπέδου, καί επισπεύση μάλλον ή εμποδίση τήν πτώσιν τής Ακροπόλεως, έλεγε δέ εις υποστήριξιν τής γνώμης του, ότι η άγουσα εις αυτό από τών Τριών Πύργων, όπου επρόκειτο ν' αποβή τό εις ανάβασιν στράτευμα, ήτο μέν η συντομωτέρα οδός, αλλ' ήτο καί η κινδυνωδεστέρα, ως όλη πεδινή, όλη άδενδρος, καί
1194
όλη επιτηδειοτάτη εις τά κινήματα τού πολυαρίθμου εχθρικού ιππικού, ότι, εν ώ επρόκειτο νά εισαγάγωσι τροφήν εις τήν πεινώσαν Ακρόπολιν καί πυρίτιδα, τό στρατόπεδον μόλις είχε τήν εις καθημερινήν του χρήσιν αναγκαίαν τροφήν, η δέ πυρίτις, ούσα εξ ής ελαφυραγώγησαν τά ελληνικά πλοία εσχάτως εν τώ κόλπω τού Βώλου, ήτο κακίστης ποιότητος, καί ότι εν ώ αναγκαίον ήτο νά οχυρωθώσι διά μιάς πλησίον τής Ακροπόλεως οι μέλλοντες νά εκστρατεύσωσιν, άν εμποδίζετο παρά τών εχθρών η εις αυτήν ανάβασις, ο ενυπάρχων αριθμός πτυαρίων καί αξινών ήτο πάντη ανεπαρκής. Τοιαύτα έλεγεν ο Καραϊσκάκης εις ματαίωσιν τού ολεθρίου τούτου σχεδίου, καί τάς ορθάς του ταύτας παρατηρήσεις υπεστήριζε θερμώς καί ο αρχιστράτηγος (Τζούρτζ). Αλλ' ο Κοχράνης δέν έδιδεν ώτα ακοής καί ό,τι έλεγεν ήθελε καί νά γίνεται. Εις μάτην η συνέλευσις τώ έδωκεν εξουσίαν μόνον επί τής θαλάσσης, αυτός ήρπασε καί τήν επί τής ξηράς. "ΌΌπου εγώ άρχω" έλεγε, "πάσα αρχή παύει". Πρό τινων ημερών τόν εζήτησαν πλοία εις μετακομιδήν μέρους τών εν Πειραιεί στρατευμάτων κατά τόν Ωρωπόν εις αντιπερισπασμόν, αλλ' απέρριψε τήν αίτησιν αποκριθείς, ότι τά υπό τήν οδηγίαν του πλοία ήσαν πάντοτε έτοιμα νά μετακομίσωσι στρατεύματα πλησιέστερον τού εχθρού, όχι μακρύτερον. Επειδή δέ εννόησεν ότι οι ΈΈλληνες επροσδόκων παρά τής θαυματουργού του αντιλήψεως τήν σωτηρίαν των, κατεχράτο τής πρός αυτόν υπολήψεως αυτών και, οσάκις αντέτεινέ τις εις τάς ορέξεις του, ηπείλει ν' αναχωρήση, ό εστι κατά τάς τότε ιδέας τών ανθρώπων ν' αφήση τήν Ελλάδα νά χαθή. Τοιούτος ήτον ο Κοχράνης, άγων καί φέρων κατά τό δοκούν τά πράγματα καί εις ουδέν λογιζόμενος τήν γνώμην τών ειδημονεστέρων του. Τήν 21ην Απριλίου 1827 συνεσκέφθησαν εκ δευτέρου οι οπλαρχηγοί υπό τήν προεδρίαν τού Καραϊσκάκη περί τού σχεδίου τής εις τήν ακρόπολιν αναβάσεώς των, αλλ' ουδείς καί τότε, εκτός τού Μακρυγιάννη, ηγόρευσεν υπέρ αυτού καί στρατηγοί καί στρατιώται απηρέσκοντο φοβούμενοι δικαίως τό πολυάριθμον ιππικόν τού εχθρού, αλλ' έπρεπε νά γένη τό θέλημα τού Κοχράνου, διά τούτο προσδιώρισαν επί τού συμβουλίου τά εις ανάβασιν πρός τήν Ακρόπολιν σώματα, ώρισαν εις τούτο τήν νύκτα τής 22ας Απριλίου, ειδοποίησαν διά τού αρχιστρατήγου τόν Κοχράνην, τώ παρήγγειλαν νά έχη έτοιμα τά πλοία του επί μεταβιβάσει τών στρατιωτών τήν ορισθείσαν ώραν εις τούς Τρεις Πύργους, καί διέταξαν όλα τά στρατεύματα νά ησυχάσωσιν όλην τήν ημέραν τής 22ας καί απέχωσι παντός ακροβολισμού. Εχάρη χαράν μεγάλην ο Κοχράνης μαθών τά αποφασισθέντα, καί συγχαίρων τούς παρεστώτας, "θά γευματίσωμεν λοιπόν", είπε, "τήν 23 εν τή Ακροπόλει"! Δεξιά τής από τού Πειραιώς εις τήν πόλιν τών Αθηνών λεωφόρου όχι μακράν τής θαλάσσης (Νέο Φάληρο) ήσαν τρία οχυρώματα εχθρικά, τό δυνατώτερον αυτών, τό καί πλησιεστέρον τού Φαλήρου, ήτο μάνδρα επί
1195
τόπου πεδινού. Τινές τών κατά τό Φάληρον Κρητών, αφ' ού έφαγαν καί έπιαν, εκίνησαν τήν 22αν παρά τήν δοθείσαν διαταγήν κατά τών εν τή μάνδρα εχθρών. Ακουσθείς ο τουφεκισμός εφείλκυσε πολλούς, καί ο ακροβολισμός κατήντησε μετ' ολίγον μάχη. Επέδραμαν σωρηδόν οι κατά τό Φάληρον εις υπεράσπισιν τών οικείων καί εδοκίμασαν νά κυριεύσωσιν εξ εφόδου τήν μάνδραν. Αντεπέδραμαν καί πολλοί Τούρκοι ιππείς καί πεζοί τών κατά τό Δαφνί πρός αντίκρουσιν αυτών, έδραμαν καί διάφοροι άλλοι οπλαρχηγοί ΈΈλληνες επί σκοπώ νά επαναγάγωσι τούς στρατιώτας εις τάς θέσεις των, αλλ' ο πόλεμος όχι μόνον δέν έπαυεν, αλλ' επί μάλλον εξήπτετο». Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις. Στίς 22 Απριλίου 1821, ο Καραϊσκάκης ψηνόταν στόν πυρετό καί αναπαυόταν στή σκηνή του. Μαζί του βρίσκονταν ο Γενναίος, ο Νικηταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Λεχουρίτης, ο Πετρακόπουλος καί ο Πανομάρας. Ο αρχηγός είχε δώσει αυστηρές εντολές στούς στρατιώτες του νά μήν διεξάγουν καμμία μάχη μέ τόν εχθρό καί νά αναπαυθούν, διότι τούς περίμενε μία δύσκολη ημέρα. Κατά τό μεσημέρι, κάποιοι Κρητικοί στρατιώτες μεθυσμένοι έκαναν ακριβώς τό αντίθετο από αυτό πού τούς είχε παραγγείλει ο αρχηγός τους. Ξεκίνησαν άσκοπους πυροβολισμούς κατά τής τουρκικής εμπροσθοφυλακής, η οποία αμέσως ανταπέδωσε. Η αψιμαχία αυτή εξελίχθηκε σέ κανονική μάχη, αφού δέν εμφανίστηκε κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός γιά νά τή σταματήσει. Ο ασθενής Καραϊσκάκης, άκουσε τούς πυροβολισμούς καί αμέσως, κατά τή συνήθειά του, ανέβηκε στό άλογό του, άρπαξε τό γιαταγάνι ενός στρατιώτη καί κέντρισε τό άτι του γιά νά ξεκινήσει. Τό άλογο όμως δέν δεχόταν νά ξεκινήσει όσο καί άν τό κέντριζε μέ τά πόδια του ο Καραϊσκάκης. Ο Γιαννούσης Πανομάρας, πού πίστευε στίς προαισθήσεις τών αλόγων, άρπαξε τά χαλινάρια από τό άλογο καί ζήτησε από τόν αρχηγό του νά κατέβει. - "Τί κάνεις ωρέ Γιαννούση;" - "Κατέβα κάτω σού λέω." - "Ωρέ άφησε τό άλογο." - "Κατέβα ή τό σφάζω." Ο πεισματάρης Καραϊσκάκης αρνήθηκε καί δυστυχώς γιά όλους τούς ΈΈλληνες ξέφυγε από τό πιάσιμο τού υπασπιστή του καί βάδισε πρός τό θάνατο. Τήν αποφράδα εκείνη ημέρα ο Καραϊσκάκης βρέθηκε κοντά στίς γραμμές τού εχθρού νά καλεί τούς άνδρες του νά υποχωρήσουν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε πόνο χαμηλά στήν κοιλιακή χώρα. Ο αρχηγός δέν είπε τίποτα στούς άνδρες του καί αφού τούς συγκέντρωσε μαζί του, επέστρεψαν όλοι μαζί στό στρατόπεδο. Τότε κατέρρευσε. Οι σύντροφοί του, μόλις είδαν τή σοβαρότητα τού τραυματισμού τόν μετέφεραν στή γολέτα τού Τσώρτς. Ο γιατρός πού τόν εξέτασε κατάλαβε ότι τό τραύμα ήταν θανάσιμο, αλλά δέν είπε τίποτα στόν αρχηγό. Ο
1196
Καραϊσκάκης, έμπειρος όπως ήταν, κατάλαβε ότι δέν είχε πολλή ζωή μπροστά του. Ζήτησε νά φιλήσει τούς φίλους του Γαρδικιώτη Γρίβα καί Χατζηπέτρο καί τούς άλλους Ρουμελιώτες στρατιώτες, μέ τούς οποίους είχε ξεκινήσει τήν εκστρατεία του στή Ρούμελη. Οι άνδρες του, μέ δάκρυα στά μάτια πήγαιναν στό προσκέφαλό του γιά νά τόν χαιρετίσουν καί αυτός μέ τή σειρά του δακρυσμένος, τούς παρότρυνε νά συνεχίσουν τόν αγώνα μέχρι τήν τελική νίκη: "Βαστάτε τά ταμπούρια σας νά μή σάς πνίξουν οι Τούρκοι". Ο Σταυραετός τής Ρούμελης εξομολογήθηκε, έγραψε τή διαθήκη του καί παρέδωσε τό πνεύμα στίς 4 τό πρωΐ τής 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα τής ονομαστικής του εορτής, σκορπίζοντας τή θλίψη καί τό πένθος όχι μόνο στό ελληνικό στρατόπεδο, αλλά καί σέ ολόκληρη τή Ρούμελη καί τόν Μοριά. Ο Χατζηπέτρος τού έκλεισε τά μάτια καί όλοι οι ΈΈλληνες τόν έκλαψαν καί τόν πένθησαν, όπως πένθησαν τόν ήρωα τού Καρπενησίου Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος τόν κάλεσε κοντά του στό Πάνθεον τών Ηρώων. ΆΆλλωστε τέτοιο θάνατο είχε ζητήσει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης από τήν Παναγιά τήν Προυσιώτισσα. "ΆΆμποτε ήρωα Μάρκο, καί γώ από τέτοιο βόλι νά πάω"! «Ο πάντοτε φιλάσθενος καί υπέρ τό σύνηθες ασθενών τότε Καραϊσκάκης, όστις έτυχε νά πίη τήν ημέραν εκείνην ιατρικόν, εκοιμάτο καθ' ήν ώραν εγίνετο η μάχη. Εξυπνήσας δ' εκ τής πολλής ταραχής καί τού σφοδρού τουφεκισμού, καί αναβάς τόν ίππον του, έδραμε πρός τό πεδίον τής μάχης συνοδευόμενος υπό πολλών εφίππων αξιωματικών καί τού ατάκτου ιππικού, σκοπεύων δέ νά καταπαύση τόν πόλεμον καί επαναφέρη τούς ΈΈλληνας εις τάς θέσεις των περιεφέρετο καί διέταττε τούς πολεμούντας ΈΈλληνας νά υποχωρήσωσι καί ετοιμασθώσιν εις τήν προσεχή νυκτερινήν ανάβασιν πρός τήν Ακρόπολιν. Αλλά, εν ώ εχώρει πρός τήν μάνδραν, ετουφεκοβολήθη, ησθάνθη ότι η βολή ήτο βαρεία, αλλά διέμεινεν έφιππος έως ού, επανελθόντων εις τά ίδια τών στρατιωτών, επανήλθε καί αυτός εις τήν σκηνήν του. Ηρίστευσε τήν ημέραν εκείνην τό ελληνικόν ιππικόν συναντήσαν ίλην τού εχθρικού. Δεκαεπτά ΈΈλληνες εφονεύθησαν καί επληγώθησαν. Επληγώθησαν καί ο Νικήτας, ο Λεχουρίτης, ο Μπαϊρακτάρης καί ο ΆΆγγλος Βιτκόμπος, καί απεκόπη η δεξιά τού Παναγιώτη Χρυσανθοπούλου, τού καί Κακλαμάνου, υπασπιστού τού Χατζημιχάλη. Αφ' ού δ' επανήλθεν ο Καραϊσκάκης εις τήν σκηνήν του, τόν κατεβίβασαν από τού ίππου οι περί αυτόν χειροκράτητον, τόν εψηλάφησεν ο χειρουργός καί ηύρεν ότι επληγώθη θανασίμως εις τόν βουβώνα. Τότε τόν μετέφεραν εις τό εν τω Φαλήρω πλοίον τού αρχιστρατήγου (Τζούρτζ), καί στρώσαντες τάπητα επί τού εδάφους τού δωματίου τόν απέθεσαν εν μέσω τών οικείων του. Ο Καραϊσκάκης, άν καί ο χειρουργός τού απέκρυψε τήν αλήθειαν, εννόησεν ότι όχι μόνον η πληγή του ήτο θανατηφόρος, αλλ' ότι ολιγόωρος ήτο καί η ζωή του, δι' ό εκάλεσεν τού πλοίου αμέσως τόν
1197
πνευματικόν, εξωμολογήθη, μετέλαβεν, εζήτησε συγχώρησιν παρ' όλων τών περιεστώτων καί παρήγγειλε νά τόν θάψωσιν εν τή κατά τήν Σαλαμίνα εκκλησία τού Αγίου Δημητρίου. Αφ' ού δέ ετέλεσε τά νενομισμένα ως Χριστιανός, ελάλησε πρός τούς περιεστώτας καί ως πατριώτης καί ως πατήρ. Καί ως πατριώτης μέν είπε νά μή δειλιώσι, νά έχωσι τάς ελπίδας των εις τήν εξ ύψους αντίληψιν, νά δοξάσωσι καί εις τό εξής τήν πατρίδα καθώς τήν εδόξασαν μέχρι τούδε, καί νά ήναι βέβαιοι ότι η Ελλάς, όσα καί άν πάθη, θ' αποτινάξει επί τέλους τόν ζυγόν. Ως πατήρ δέ παρήγγειλε νά συστήσωσιν εξ ονόματός του εις τήν αγάπην καί προστασίαν τής κυβερνήσεως τά τέκνα του. Διετήρησε δ' εν μέσω δριμυτάτων πόνων τάς φρένας του υγιείς καί τόν λόγον του ακραιφνή μέχρι τής 3ης ώρας μετά τό μεσονύκτιον. Τήν δέ 4η εξέπνευσε, καί τήν επαύριον μετεκομίσθη ο νεκρός εις Σαλαμίνα καί ετάφη όπου παρήγγειλεν. Οι δέ εν Τροιζήνι πληρεξούσιοι, μαθόντες τό μέγα δυστύχημα, κατέβησαν απαξάπαντες εις τήν παραλίαν αντίκρυ τού Πόρου, μετέβησαν εκεί καί τά μέλη τής αντικυβερνητικής επιτροπής, καί ετελέσθησαν όσον δυνατόν μεγαλοπρεπή μνημόσυνα. Τοιούτον περιστατικόν αφήρπασεν εκ μέσου τού στρατοπέδου τόν Καραϊσκάκην, καθ' ήν ώραν είχεν η πατρίς τόσην ανάγκην αυτού.» Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις Οι Τουρκαλβανοί μόλις έμαθαν τόν θάνατο τού Καραϊσκάκη ξέσπασαν σέ ζητωκραυγές. Γνώριζαν τήν αξία τού μεγαλύτερου εχθρού τους καί πάντοτε έλεγαν: "Η Τουρκιά έχει τόν Ρεσίτη καί η Ρωμιοσύνη τόν Καραϊσκάκη. Τά δύο αυτά θεριά παλεύουν κι ο Θεός μόνο ξέρει ποιός θά νικήσει τόν άλλον." Τώρα όμως χλεύαζαν τούς ΈΈλληνες καί σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη τούς έλεγαν: "Ωρέ, ο Καραϊσκάκης, ο γιός τής Καλόγριας πέθανε. ΌΌλοι νά βάλετε μαύρα, γιατί άλλον σάν κι' αυτόν δέν έχετε"! «Επειδή τό κίνημα έμελλε νά εκτελεσθή τήν 23η Απριλίου 1827, διαταγαί είχον δοθεί εις όλον τόν στρατόν ν' αναπαυθή τήν 22αν καί νά απέχη παντός ακροβολισμού. Καί όμως τινές τών εν τώ Φαλήρω σταθμευόντων Κρητών, αφού έφαγον καί έπιον, εκίνησαν παρά τήν δοθείσαν διαταγήν καθ' ενός τών πλησιεστέρων εχθρικών οχυρωμάτων, όπερ, καί τοι κείμενον επί χώρου πεδινού, ήτον όμως ισχυρότατον. Ο τουφεκισμός ακουσθείς εφείλκυσε πολλούς καί ΈΈλληνας καί πολεμίους. Οι μέν έδραμον εις υποστήριξιν τών Κρητών καί επιχείρησαν νά κυριεύσωσιν εξ εφόδου τό οχύρωμα, οι δέ Τούρκοι, ιππείς καί πεζοί, αντεπεξήλθον πρός αντίκρουσιν αυτών. Πολλοί ΈΈλληνες οπλαρχηγοί προσήλθον ίνα καταπαύσωσι τήν ταραχήν καί επαναγάγωσι τούς στρατιώτας εις τά τάξεις των. Αλλ' η φωνή των δέν εισηκούετο, καί ο κατά πρώτον μικρός ακροβολισμός κατήντησε μετ' ολίγον μάχη σπουδαία. Μετ' ολίγον ο πάντοτε ατρόμητος Νικήτας πληγώνεται εις τήν σιαγόνα, πληγώνονται δέ καί άλλοι αξιωματικοί καί ουκ ολίγοι
1198
στρατιώται, ώστε οι ΈΈλληνες ηναγκάσθησαν νά οπισθοδρομήσωσιν. Ο Καραϊσκάκης τήν στιγμήν εκείνην κατέκειτο, πυρέσσων εν τή σκηνή του, αλλ' οι πυροβολισμοί καί αι κραυγαί εξεγείρουσιν αυτόν από τού ληθάργου, καί τιναχθείς από τής κλίνης, ερωτά τί τρέχει, πρίν δ' έτι φθάσωσι νά εξηγήσωσιν εις αυτόν τά συμβάντα, βλέπει οίκοθεν τήν τών Ελλήνων τροπήν. Αναπηδήσας λοιπόν αμέσως εις τόν ίππον του λαμβάνει από τινος τών παρατυχόντων τό γιαταγάνι του, καί συμπαραλαβών όσους τών ιππέων ή εφίππων αξιωματικών απήντησε καθ' οδόν, εξορμά κατά τών πολεμίων, μεταβάλλει τήν όψιν τών πραγμάτων καί αναγκάζει αυτούς υποχωρήσαντας νά κλεισθώσιν εις τά οχυρώματα αυτών. Αλλά, υπό τού πυρετού καθ' όλας τάς πιθανότητας παροξυνόμενος, δέν έδειξε τήν συνήθη αυτού φρόνησιν καί, μή αρκούμενος εις τά γενόμενα, προέβη μετά τών ολίγων περί αυτόν ιππέων εν τώ μέσω τών εχθρικών οχυρωμάτων, πυροβολών δεξιά καί αριστερά. Μετ' ολίγον όμως ο Κιουταχής εκπέμπει κατ' αυτού ολόκληρον τό ιππικόν. Οι περί τόν Καραϊσκάκην, μή δυνάμενοι νά ανθέξωσιν εις τοσούτον ανωτέραν δύναμιν, τρέπονται εις φυγήν, ο δέ, μείνας κατά τήν συνήθειάν του τελευταίος εν τώ πεδίω τής μάχης ίνα ενθαρρύνη τούς συναγωνιστάς καί ίνα μήν αφήση ν' αποβή επιβλαβής η καταδίωξις των, πληγώνεται καί πίπτει από τόν ίππον του. Αλλά τήν αυτήν στιγμήν συνελθών, ιππεύει πάλιν καί παραμένει προτρέπων τό ιππικόν εις τό ν' ανθέξη όσον δύναται, καί δώση ούτω καιρόν εις τούς πεζούς, τούς εν τώ μεταξύ περιπλακέντας εις τήν μάχην, νά οπισθοδρομήσωσιν. Τότε ο υπασπιστής τού ιππικού Παναγιώτης Κακλαμάνος, όστις διέμεινε πλησίον τού Καραϊσκάκη καθ' όλους τούς κινδύνους τής ημέρας ταύτης, έδειξε τόλμην τή αληθεία ηρωϊκήν. Η παρούσα γενεά δύναται ακόμη νά ίδη τό γενναίον τούτο τέκνον τής Βυτίνης φέρον αμερίμνως τόν ένα καί μόνο αυτού βραχίονα. Ο Καραϊσκάκης δέν εσκέφθη περί εαυτού ειμή αφού είδε τόν στρατόν εκτός κινδύνου. Είχε δέ διαδοθή η ολέθρια φήμη καί πλήθος αξιωματικών συνδράμοντες συνώδευσαν αυτόν μέχρι τής θαλάσσης, εκείθεν δέ μετεκόμισαν επί τού πλοίου τού αρχιστρατήγου (Τσώρτς), ίνα τύχη πλειοτέρας τινός περιποιήσεως. Καθ' όλον τό διάστημα τής οδοιπορίας εκείνης δέν μετέβαλε παντάπασιν ήθος, καί μετά πλήρους τής ψυχής αταραξίας ωμίλησε περί πολλών αντικειμένων. ΌΌταν έφθασαν εις τό πλοίον, κατεβίβασαν αυτόν εις τό δωμάτιον, καί στρώσαντες τάπητα τόν απέθεσαν εν τώ μέσω τών οικείων του. Η πληγή ήτον εις τό υπογάστριον, καί ο μέν χειρούργος δέν είπεν εις αυτόν ότι είναι θανατηφόρος, αλλ' αυτός, παρατηρήσας ο ίδιος τό τραύμα, απεφήνατο, διά συνήθους τινός φράσεώς του, ού μόνον ότι ήτον ανίατον, αλλά καί ότι ολίγας είχε νά ζήση έτι ώρας. ΌΌθεν εζήτησεν αμέσως τόν πνευματικόν καί τόν Χριστόδουλον Χατζηπέτρον καί τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν, τούς δύο αρχηγούς τού
1199
τάγματος τών Παλαμηδιωτών (Ρουμελιώτες πού είχαν ξεκινήσει από τό Ναύπλιο γιά τήν εκστρατεία στή Ρούμελη), τό οποίον εθεώρησε πάντοτε ως τό κυριώτατον όργανον καί στήριγμα τών τελευταίων αυτού αγώνων. Αφού δέ εξωμολογήθη, εζήτησε συγχώρησιν παρ' όλων τών περιεστώτων καί εκοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, υπηγόρευσε καί ιδία χειρί υπέγραψε τήν διαθήκην του. "Σαραντατέσσαρες χιλιάδες γρόσια εις τό κεμέρι (πορτοφόλι) τού Μήτρου Αγραφιώτη. Από αυτά αι τριάντα χιλιάδες νά δοθούν εις ταίς τσούπαις μου, νά τάς περιλάβουν οι δύο Μήτρηδες, τού Σκυλοδήμου καί Αγραφιώτης. Δύο χιλιάδες νά πάρη ο ένας Μήτρος καί δύο ο άλλος, όπου μέ εδούλευαν. Χίλια νά πάρουν εκείνοι όπου θά μέ θάψουν. Δύο χιλιάδες έχει ο γραμματικός, τέσσαρες χιλιάδες γρόσια τής Μαργιώς (η Τουρκάλα πού είχε πάντοτε μαζί του). Τά άλλα νά μοιρασθούν διά τήν ψυχήν μου. Αυτά όπου έχω εις τήν σακκούλαν μου νά τά λάβουν οι γραμματικοί καί τζαουσάδαις μου. Τό τουφέκι καί άτια μου νά πάνε τών παιδιών μου, καί ώρα μου (ρολόι). ΈΈξ χιλιάδες γρόσια μού θέλει ο Νοταράς Ιωάννης, δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια έχει ο Μήτρος τού Σκυλοδήμου διά τόν Νάσηνίκα καί λοιπούς, Δαγκλή καί άλλους αξιωματικούς". Ταύτα δέ διατάξας παρήγειλε νά τόν θάψωσιν εις τήν κατά τήν Σαλαμίνα εκκλησίαν τού Αγίου Δημητρίου, καί τότε, ωσανεί επιφυλάττων τούς τελευταίους αυτού λόγους διά τούς φιλτάτους τών συναγωνιστών, στραφείς πρός τόν Χριστόδουλον Χατζηπέτρον καί τόν Γαρδικιώτην Γρίβαν, είπε: - "Ελάτε τώρα νά σάς ασπασθώ." Επειδή δέ ούτοι εδάκρυον, επροσπάθησεν ο Καραϊσκάκης νά τούς εμψυχώση, παραγγέλλων ιδίως νά καταβάλωσι πάσαν φροντίδα ίνα φυλάξωσι τάς θέσεις αυτών καί κατορθώσωσι τήν λύσιν τής τών Αθηνών πολιορκίας. - "Πρό πάντων, σείς οι παλαιοί συναγωνισταί μου νά μήν εντροπιασθήτε, ιδού η διαθήκη μου, εις τόν υιόν μου αφήνω τό τουφέκι μου, τήν μόνην περιουσίαν τήν οποίαν έχω τώρα, τάς θυγατέρας μου τάς αφιερώνω εις σάς τούς συναγωνιστάς μου". - "Μήν αναφέρης τόν θάνατον, διότι δέν είμεθα εις εκείνην τήν κατάστασιν". - "Ηκούσατε όσα σάς είπα διά τά παιδιά μου, ασπασθήτε εκ μέρους μου όλους τούς αξιωματικούς καί αύριον τό πρωΐ ελάτε πάλιν νά σάς ιδώ όλους". Αλλ' η επαύριον δέν έμελλε νά εύρη αυτόν μεταξύ τών ζώντων». Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Θάνατος Γεωργίου Καραϊσκάκη. Τό σώμα τού Γεωργίου Καραϊσκάκη τό έθαψαν τά παλληκάρια του στό νεκροταφείο τού ναού τού Αγίου Δημητρίου τής Σαλαμίνας. Στίς 22
1200
Απριλίου 1835, ο βασιλιάς ΌΌθων μετέφερε τά οστά τού Καραϊσκάκη καί τά έθαψε κάτω από τό αναγερθέν μνημείο, στό Νέο Φάληρο, στό σημείο ακριβώς όπου πληγώθηκε ο ήρωας. Κατόπιν τελέστηκε μνημόσυνο, στό οποία παρευρέθηκαν οι συμπολεμιστές του Νικόλαος Κριεζώτης, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Βάσος Μαυροβουνιώτης, Γιάννης Μακρυγιάννης, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Δημήτριος Καλλέργης, Σπυρομήλιος, Γεώργιος Βάγιας, οι δύο κόρες του, ο γιός του, καί πλήθος λαού. Στή συνέχεια ο ΌΌθων αφαίρεσε από τό στήθος του τόν Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος καί τόν απέθεσε πάνω στά οστά τού Καραϊσκάκη. Μάχη Ανάλατου (24 Απριλίου 1827) Στό ελληνικό στρατόπεδο, ο μόνος πού δέν λυπήθηκε γιά τόν θάνατο τού Καραϊσκάκη, ήταν ο Cochrane, ο οποίος χωρίς νά χάσει χρόνο, κάλεσε τούς οπλαρχηγούς καί τούς ζήτησε νά ετοιμαστούν γιά τήν επίθεση τής επόμενης ημέρας. ΌΌμως κανένας ΈΈλληνας στρατιώτης δέν είχε διάθεση νά πολεμήσει. ΌΌλοι ήταν σκυθρωποί καί λυπημένοι γιά τήν απώλεια τού αρχηγού τους. Ο Cochrane απείλησε πάλι μέ παραίτηση. ΈΈχοντας στό πλευρό του τόν Μαυροκορδάτο κατάφερε νά πείσει τούς ΈΈλληνες οπλαρχηγούς νά ετοιμαστούν γιά τήν γενική επίθεση πού θά έσπαγε τόν τουρκικό κλοιό γύρω από τήν Ακρόπολη. Πρίν ακόμα ξημερώσει η 24η Απριλίου 1827, τά σώματα τών Μαυροβουνιώτη, Ιωάννη καί Παναγιώτη Νοταρά, Μακρυγιάννη, Δημητρίου Καλλέργη, Χριστόδουλου Μέξη, Ιωάννη Μήτσα, Κώστα Μπότσαρη, Λάμπρου Βέϊκου, Γεωργίου Δράκου, Γεωργίου Τζαβέλα, Νικόλαου Ζέρβα, Τούσια Μπότσαρη καί Χαράλαμπου Ιγγλέση αποβιβάστηκαν στούς Τρείς Πύργους (Μοσχάτο). Τά παραπάνω σώματα οχύρωσαν τίς θέσεις πού τούς πρότεινε ο Μακρυγιάννης, σκάβοντας χαρακώματα μέ τά λίγα φτυάρια πού διέθεταν. Τό ολέθριο λάθος τού Μακρυγιάννη, σύμφωνα μέ τά απομνημονεύματα τού Γενναίου Κολοκοτρώνη, ήταν ότι πρότεινε στούς Σουλιώτες πού αποτελούσαν τήν εμπροσθοφυλακή, νά σκάψουν ταμπούρια όχι στήν κορυφή τού παρακείμενου λόφου, αλλά στούς πρόποδες αυτού, προκαλώντας τήν έκπληξη ακόμα καί τών ίδιων τών Τούρκων, πού δέν κατάλαβαν τό λόγο τέτοιας απρονοησίας εκ μέρους τών Ρωμιών. Ο Λάμπρος Βέϊκος πού είχε προβλέψει τήν τραγική κατάληξη τής επιχειρήσεως, έδωσε τά ασημένια πιστόλια στόν ψυχογιό του, λέγοντάς του νά τά πάει στή γυναίκα του καί τά παιδιά του, διότι αυτός δέν θά επέστρεφε ζωντανός στό σπίτι του. Είχε ήδη φωτίσει καί οι ελληνικές δυνάμεις δέν είχαν προλάβει νά οργανώσουν όπως έπρεπε τίς οχυρώσεις τους. Η προχειρότητα τού σχεδίου καί η βιασύνη τού Cochrane είχαν σάν αποτέλεσμα νά χαθεί τό
1201
στοιχείο τού αιφνιδιασμού. Οι Τούρκοι από τό λόφο τού Φιλοπάππου αντιλήφθηκαν αμέσως τήν προώθηση τού εχθρού καί τήν κατάληψη τού Ανάλατου καί αμέσως ειδοποίησαν τόν Κιουταχή πού βρισκόταν στό στρατόπεδό του στά Πατήσια. Ο Τούρκος σερασκέρης κινήθηκε αστραπιαία. Αφού έστειλε δυνάμεις πρός τόν Ελαιώνα (Χαϊδάρι) καί τό Κερατσίνι γιά νά αποκλείσει τήν αποστολή ελληνικών ενισχύσεων, περικύκλωσε μέ τό ιππικό του καί τό πεζικό του τίς αδύνατες θέσεις πού είχαν πιάσει οι ΈΈλληνες στόν Ανάλατο (Νέα Σμύρνη). Τό έδαφος ήταν πεδινό καί η έκβαση τής μάχης ήταν προκαθορισμένη. Τά ελληνικά σώματα τού Κερατσινίου δέν κινήθηκαν όπως είχε προγραμματιστεί, οι ίλες ιππικού τού Χατζημιχάλη καί τού Πορτογάλλου Almeida έμειναν σέ αδράνεια στόν Πειραιά καί οι πολιορκούμενοι στήν Ακρόπολη δέν επιχείρησαν τήν έξοδο πού είχαν υποσχεθεί. Ο Κιουταχής δέν πίστευε στά μάτια του όταν παρατήρησε μέ τό κιάλι του τίς αδύνατες θέσεις πού είχε καταλάβει ο εχθρός καί αμέσως έδωσε εντολή στό πυροβολικό του νά αρχίσει τόν κανονιοβολισμό αυτών τών θέσεων. Κατόπιν έδωσε διαταγή γιά έφοδο πρώτα στό πεζικό καί έπειτα στό ιππικό. Οι ΈΈλληνες στρατιώτες, λόγω τής μειονεκτικής θέσης πού είχαν καταλάβει στούς πρόποδες τού λόφου, δέν αντιλήφθηκαν τήν κίνηση τού εχθρού. Οι Σουλιώτες καί οι Κρητικοί που αποτελούσαν τήν αιχμή τού δόρατος τών αμυνομένων, ήταν συνηθισμένοι νά μάχονται σέ ορεινές θέσεις, οι οποίες καθυστερούσαν τήν προέλαση τών επιτιθέμενων. Παρά τόν αιφνιδιασμό τους, απέκρουσαν εύκολα τούς Τούρκους πεζούς. ΉΉταν όμως τέτοια η ταχύτητα μέ τήν οποία τούς επιτέθηκε αμέσως μετά τό τουρκικό ιππικό πού δέν πρόλαβαν νά γεμίσουν γιά δεύτερη φορά τά όπλα τους, μέ αποτέλεσμα οι Τούρκοι ντελήδες νά καταλάβουν τά ταμπούρια τους. Τόσο οι Σουλιώτες καί οι Κρητικοί όσο καί οι τακτικοί τού Ιγγλέση ενεπλάκησαν σέ μία άγρια μάχη σώμα μέ σώμα καί έπεσαν σχεδόν όλοι. Οι άνδρες τού Μακρυγιάννη, ο οποίος ευθύνεται γιά τήν επιλογή τής ακατάλληλης αυτής θέσης, βρήκαν καιρό νά υποχωρήσουν ατάκτως καί νά τρέξουν νά σωθούν μέχρι τή θάλασσα τού Φαλήρου, όπου βρήκαν προστασία από τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων. Ο μόνος πού κατόρθωσε νά συγκρατήσει τή φυγή τών ανδρών του ήταν ο Σουλιώτης Νικόλαος Ζέρβας. ΈΈνας άλλος Σουλιώτης, ο εξάδελφος τού Μάρκου Μπότσαρη, Τούσιας Μπότσαρης μόλις συνειδητοποίησε τόν χαμό τών συντρόφων του, φώναξε δυνατά: "Θέλω νά χαθώ μέ τούς ιδικούς μου!". Αμέσως όρμησε μέ τό άλογό του μέσα στά τουρκικά στίφη, όπου δέχτηκε πλήθος από μαχαιριές καί έπεσε νεκρός. «Εν ώ δέ εψυχομάχει, καί όλον τό στρατόπεδον ήτον εν άκρα αθυμία, ο Κοχράνης, επιμένων εις τήν εκτέλεσιν τού σχεδίου του, συνήθροισεν, ελθούσης τής εσπέρας, τούς εγκριτωτέρους οπλαρχηγούς
1202
εν Μουνυχία καί τούς ηρώτησεν άν ήσαν έτοιμοι νά κινήσωσιν. ΉΉτον η πρώτη φορά καθ' ήν έλειπεν ο γενναίος καί συνετός Καραϊσκάκης από τού συμβουλίου, καί η εκ τής απουσίας τοιούτου πολεμάρχου κατήφεια εκάλυπτε τά πρόσωπα τών παρόντων οπλαρχηγών ειδότων ότι μετ' ολίγας ώρας απεχωρίζοντο αυτού διά παντός. Ουδείς απεκρίθη κατ' αρχάς εις τήν ερώτησιν τού Κοχράνου, τινές δέ καί υπεψιθύρισαν ότι υπέθεσαν ότι εκλήθησαν εις ακρόασιν παραμυθητικών λόγων εκ στόματος τού στολάρχου διά τό μέγα δυστύχημά των, αλλ', επαναλαβόντος τού Κοχράνου τήν αυτήν ερώτησιν, απεκρίθησαν ότι δέν ήσαν έτοιμοι, ότι τό στράτευμα ήτον εις αταξίαν, ότι άλλοι κατεγίνοντο νά θάψωσι τούς φονευθέντας, άλλοι νά περιποιηθώσι τούς πληγωθέντας, καί ότι όλοι επεθύμουν νά μή αποχωρισθώσι τού αρχηγού των εν όσω η ψυχή δέν απεχωρίζετο τού σώματός του, καί νά λάβωσι τουλάχιστον καιρόν νά τόν ασπασθώσι τόν τελευταίον ασπασμόν. Ωργίσθη ο Κοχράνης ακούσας ταύτα καί επανήλθεν εις τό πλοίον του απειλών κατά τήν συνήθειάν του ν' αναχωρήση. Αλλ' οι οπλαρχηγοί θεωρούντες ότι η αναχώρησίς του θά επέφερε τήν διάλυσιν τού στρατοπέδου καί τήν πτώσιν τής Ακροπόλεως, έσπευσαν διαπρεσβεύσαντες νά τόν δυσωπήσωσιν, υποσχεθέντες ότι εκινούντο αφεύκτως τήν επαύριον. Τώ όντι τήν επαύριον συνήχθησαν όλοι οι οπλαρχηγοί υπό τήν σκηνήν τού Βάσσου, παρέστη καί ο αρχιστράτηγος Τζώρτσης, καί απεφασίσθη νά επιβιβασθώσι τό εσπέρας εις τά πλοία. Διωρίσθη δέ προσωρινός αρχηγός τών απομενόντων στρατευμάτων ο Κίτσος Τσαβέλλας, καί παρηγγέλθη νά κινηθή πρός τήν πόλιν διά τού Ελαιώνος εις αντιπερισπασμόν, καθ' ήν ώραν εκινούντο οι άλλοι διά τού μέρους τών Τριών Πύργων πρός τήν Ακρόπολιν. Καί ούτοι μέν, ως προσδιωρίσθησαν, συνηριθμούντο 3000, εν οίς καί οι τακτικοί καί οι φιλέλληνες· οι δέ απομένοντες υπό τόν Τσαβέλλαν 7000, εν οίς καί οι ιππείς. Βασιλεύσαντος δέ τού ηλίου, ήρχισαν νά επιβιβάζωνται οι 3000 οι μέν εν τώ λιμένι τής Μουνυχίας (Τουρκολίμανο), οι δέ εν τώ τού Φαλήρου. ΉΉσαν δέ υπό τούς οπλαρχηγούς, Μακρυγιάννην, Βάσσον, Ιωάννην Νοταράν, Παναγιώτην Νοταράν, Καλλέργην, Χριστόδουλον Ποριώτην, Κώσταν Μπότσαρην, Βέικον, Δράκον, Γεώργην Τσαβέλλαν, Ντούσαν (Τούσια Μπότσαρη), Νικολόν Ζέρβαν, καί τόν Ιγγλέσην επί τών τακτικών. ΌΌλοι δέ οπλαρχηγοί καί στρατιώται, μηδενός εξαιρουμένου, ήσαν πεζοί, καί έκαστος αυτών ενωτοφόρει τά αναγκαία πολεμεφόδιά του καί διήμερον τροφήν. ΉΉσαν σχεδόν μέσαι νύκτες, καί επιβιβασμένοι δέν ήσαν εισέτι όλοι διά τήν σπάνιν τών αναγκαίων λέμβων, σκοτεινή δέ ήτον η νύξ εκείνη καί άκρα νηνεμία επεκράτει καθ' ήν ώραν απέπλευσαν τής Μουνυχίας καί τού Φαλήρου, ώστε μόλις περί τήν ώραν μετά τό μεσονύκτιον έφθασαν εις τούς Τρείς Πύργους καί απέβησαν ατάκτως υπ' ουδενός αρχηγίαν, ώστε απέτυχεν εξ αυτής τής αρχής τό σχέδιον τής πρός τήν Ακρόπολιν
1203
νυκτερινής καί αφανούς αναβάσεώς των. Ατάκτως καί ανάρχως αποβάντες, ατάκτως καί ανάρχως εστράτευσαν καί οι μέν πλείστοι τών Σουλιωτών καί οι Κρήτες ετοποθετήθησαν παρά τόν λόφον τού Μουσείου (Φιλοπάππου) εν μία καί τή αυτή θέσει, όπισθεν δέ αυτών επί μίας καί τής αυτής γραμμής αλλ' επί τριών χωριστών θέσεων ετοποθετήθησαν οι περί τούς Νοταράδας, οι Αθηναίοι καί οι τακτικοί (υπό τόν Ιγγλέση) έχοντες δύο κανόνια. ΌΌπισθεν δέ τής γραμμής ταύτης οι περί τόν Βάσσον, όπισθεν δέ αυτών οι περί τόν Μπότσαρην, καί όπισθεν τούτων οι άλλοι μέχρι τού πρός τόν αιγιαλόν ναού τού Αγίου Γεωργίου, όν κατέλαβαν οι περί τόν Ποριώτην, ώστε οι οπισθινοί απείχαν τρία μίλια τών εμπροσθινών καί ήσαν όλοι διασκορπισμένοι εις 13 θέσεις. Μή έχοντες δέ ειμή 120 πτυάρια καί αξίνας, καί αναγκαζόμενοι διά τό κατεπείγον τής ώρας νά οχυρωθώσιν όλοι συγχρόνως, μετεχειρίζοντο εις εξόρυξιν οι μέν τακτικοί τάς λόγχας των οι δέ άτακτοι τά κοντάρια των. Μόλις έφεξε καί είδεν η εχθρική σκοπιά τά τών Ελλήνων καί έσπευσε νά ειδοποιήση τό στρατόπεδον (Πατήσια). Ανατείλαντος δέ τού ηλίου, συνεσωρεύθησαν πάμπολλοι εχθροί, πεζοί καί ιππείς, πολλαχόθεν περί τήν πόλιν καί πρός τόν όχθον τού Μουσείου. Ο Κιουταχής δέν ήθελε νά πιστεύση ότι τόσον ολίγοι, όσοι εφαίνοντο οι επερχόμενοι, ήλπιζαν νά λύσωσιν αυτοί μόνοι τήν πολιορκίαν, καί ενόμιζεν ότι επρόκειτο καί οι εν Πειραιεί καί οι εν Κερατσηνίω απολειφθέντες νά κινηθώσι ταυτοχρόνως, νά εξορμήσωσι δέ καί οι εν τή Ακροπόλει, διά τούτο έμεινεν ακίνητος, παρατηρών τί τέξεται η επιούσα ώρα, καταβιβάζων ακαταπαύστως εκ Πατησίων στρατεύματα, κανονοβολών άνωθέν τινος λόφου κειμένου μεταξύ τού ναού τού Ολυμπίου Διός καί τού Υμηττού (λόφος Αρδηττού) τά ελληνικά οχυρώματα, καί αντικανονοβολούμενος υπό τών τακτικών. Περί δέ τήν μεσημβρίαν, ό εστιν αφ' ού είδεν ότι ουδείς τών υπό τόν Τσαβέλλαν ή τών εν τή Ακροπόλει εκινείτο, διέταξε τήν εξ εφόδου κυρίευσιν τού παρά τόν λόφον τού Μουσείου οχυρώματος. Τό οχύρωμα τούτο, ασθενές καί χαμηλόν ως εκ τού προχείρου κατασκευασθέν, έκειτο εν κακίστη θέσει, διότι είχεν έμπροσθεν του λόφον. Οι εχθροί, 2000 πεζοί καί 600 ιππείς, συρρεύσαντες όπισθεν τού λόφου, αφανείς καί ανενόχλητοι, ανεφάνησαν αίφνης καί ώρμησαν εν πρώτοις οι πεζοί εις τό οχύρωμα, αλλά πολλοί αυτών υπό τόν πυροβολισμόν τών εν αυτώ έπεσαν, καί οι λοιποί υπεχώρησαν. Διαρκούσης δέ τής εφορμής, οι ιππείς κατέλαβαν τήν δεξιάν πλευράν τού οχυρώματος· καί αφ' ού είδαν τήν αποτυχίαν τών πεζών, απολύσαντες όλοι διά μίας τούς ίππους των εισεπήδησαν ξιφήρεις καί αλαλάζοντες· επανήλθαν τότε καί οι υποχωρήσαντες πεζοί καί εισεπήδησαν καί αυτοί. Οι ΈΈλληνες μόλις επρόφθασαν καί εκένωσαν τά τουφέκιά των καί τόν τουφεκισμόν διεδέχθη διαξιφισμός φονικώτατος. 350 ήσαν οι ΈΈλληνες, 2 μόνον εζωγρήθησαν, ο Δράκος καί ο Καλλέργης, θραυσθέντων τού βραχίονος τού πρώτου καί τού ποδός τού δευτέρου. 25 δέ διεσώθησαν
1204
φεύγοντες, οι δέ λοιποί όλοι εχάθησαν, σφάζοντες, σφαζόμενοι καί υπό τών ίππων ποδοπατούμενοι. Μετά τήν καταστροφήν τών εν τώ πρώτω οχυρώματι, οι Τούρκοι ώρμησαν εις τάς επί τής ακολούθου γραμμής τρείς θέσεις καί έτρεψαν τούς εν αυταίς εις φυγήν. Εξ αυτών μόνοι οι τακτικοί αντέστησαν. 156 εκ τών 186 γενναίως μαχομένων απωλέσθησαν, εν οίς καί ο άξιος αυτών αρχηγός, 4 δέ εκ τών 20 φιλελλήνων διεσώθησαν. Η δέ τροπή των επί τής γραμμής ταύτης επέφερε τήν τροπήν όλων. ΈΈλληνες καί Τούρκοι έτρεχαν πρός τόν αιγιαλόν, οι μέν διώκοντες οι δέ διωκόμενοι. Οι πεζοί έπιπταν υπό τό ξίφος τών ιππέων, καί η πεδιάς εστρώθη πτωμάτων. Στρατηγός ή στρατιώτης, ουδείς εφρόντιζε πλέον πώς ν' αντισταθή, αλλά πώς νά φύγη, πλήν καί αυτή η φυγή ήτο λίαν επικίνδυνος, διότι οι ιππείς επρόφθαναν τούς πεζούς φεύγοντας. Ετράπησαν εις φυγήν καί ο μετά τόν στρατόν αποβάς Τσώρτσης, καί ο βραδύτερον αποβάς Κοχράνης, καί εις τήν θάλασσαν εμπεσόντες διεσώθησαν πρό παντός άλλου εις τάς λέμβους. Φεύγοντες οι ΈΈλληνες πρός τόν αιγιαλόν ήλπιζαν νά εύρωσιν εκεί ετοίμους τάς λέμβους εις επιβίβασιν, αλλά διά τόν φόβον τού πυρός τών εχθρών ίσταντο αύται μακράν, καί οι ΈΈλληνες επεσωρεύοντο εις τόν αιγιαλόν τείνοντες εις μάτην χείρας πρός αυτάς. Πολλοί δέ ερρίπτοντο εις τήν θάλασσαν, καί άλλοι μέν διεσώζοντο εν αυτοίς, άλλοι δέ επνίγοντο. ΌΌλοι δέ οι εις τόν αιγιαλόν συσσωρευθέντες ίσως θά εχάνοντο, άν δέν τούς επροστάτευαν αι κανονοβολαί τών πλοίων, κρατούσαι μακράν οπωσούν τού αιγιαλού τούς ανηλεείς δελήδας (Τούρκους ιππείς). Εν τή επικινδύνω δ' εκείνη ώρα οι οπλαρχηγοί Ντούσας καί Ζέρβας ελαμπρύνθησαν δι' αξίων ιστορικής μνήμης ανδραγαθημάτων. Ο Ντούσας (Τούσιας Μπότσαρης) φθάσας εις τόν αιγιαλόν, καί μαθών τήν καταστροφήν τόσων γενναίων συμπατριωτών του, "δέν θέλω", είπεν, "ουδ' εγώ νά ζώ", καί αναβάς τόν ίππον ενός δελή, όν πιστολίσας έρριψε κατά γής, έτρεξεν εν μέσω τών εχθρών καί έγεινεν άφαντος θύων καί απολύων. Ο δέ Νικόλαος Ζέρβας ρίψας καί αυτός κατά γής άλλον δελήν, ανέβη τόν ίππον του καί περιέτρεχε μόνος εμποδίζουν τάς φονικάς προόδους πολλών εχθρών. Υπό τοιαύτην αγωνίαν έμειναν οι ΈΈλληνες κατά τούς Τρείς Πύργους έως ου ενύκτωσε, καθ' ήν ώραν πλησιάσασαι αι λέμβοι τούς παρέλαβαν καί τούς έφεραν εις τά πλοία, τά δέ πλοία τούς μετεκόμισαν τούς μέν εις Φάληρον τούς δέ εις Πειραιά. Τούτου γενομένου, ο μέν Κοχράνης απέπλευσε τού Πειραιώς, οι δέ Τούρκοι επανήλθαν τήν αυτήν εσπέραν εις τάς θέσεις των απάγοντες 200 αιχμαλώτους, εν οίς καί τόν Δημήτριον Καλλέργην καί τόν Γεώργιον Δράκον. Τήν επαύριον ευχαρίστησεν ο Κιουταχής τό στράτευμά του, εφιλοδώρησε πλουσίως τούς ορμήσαντας εις τό πρώτον οχύρωμα, είπεν ότι η νίκη των ήτον έργον Θεού διά τήν απιστίαν τών Ελλήνων, αινιττόμενος τό ανοσιούργημα κατά τών εν τώ μοναστηρίω, καί διέταξε
1205
νά φέρωσιν αυθημερόν όλους τούς αιχμαλώτους εις τόν καφάσμπασην (δήμιο), ίνα αποκεφαλισθώσι πρός εξιλασμόν τών πρό ολίγου παρασπόνδως θανατωθέντων. Η διαταγή του εξετελέσθη. Δύο μόνον τών αιχμαλώτων μόλις υπεξήρεσαν οι αιχμαλωτίσαντες αυτούς επ' ελπίδι εξαγοράς, τόν Καλλέργην καί τόν Δράκον, καί ο μέν Καλλέργης, ακρωτηριασθέντος ενός τών ωτίων του μετά τήν αιχμαλωσίαν, εξηγοράσθη υπό τών συγγενών του καί εστάλη εις Σαλαμίνα, ο δέ Δράκος μετεκομίσθη εις Εύβοιαν πρός ίασιν τής χειρός του, αλλά καθ' οδόν εφονεύθη, ή κατ' άλλους εγένετο αυτόχειρ δράξας τήν πιστόλαν ενός τών συνοδοιπορούντων. Τούς δέ λοιπούς όλους απεκεφάλισαν οι εχθροί, καί εκδείραντες τάς κεφαλάς αυτών καί τών επί τής προλαβούσης ημέρας φονευθέντων, εγέμισαν τάς δοράς άλατος καί τάς έστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν ως δείγματα τής νίκης των. Τοιαύτα ήσαν τά αποτελέσματα τής παραφοράς τού Κοχράνου, τού κακή μοίρα τής Ελλάδος κατά τήν Αττικήν επιφανέντος καί εις τά μή τής αρμοδιότητός του αυτεξουσίως αναμιχθέντος. Ουδέποτε τοσαύτην ή τοιαύτην φθοράν έπαθαν οι ΈΈλληνες. 1000 απωλέσθησαν καί οι πλείστοι εκ τών μαχιμωτέρων, εν οίς καί οι πάντοτε κραταιοί εν πολέμω Δράκος, Βέικος, Γεώργης Τσαβέλλας, Ντούσας καί Ιγγλέσης, εφονεύθη επί τής τροπής καί ο Ιωάννης Νοταράς καί έπεσαν εις χείρας τού εχθρού τά κανόνια καί πολλαί σημαίαι. Εν ώ δέ τό σχέδιον ήτον επικίνδυνον αυτό καθ' εαυτό, ως προκειμένου νά πολεμήσωσι πεζοί πρός ιππείς επί τόπου πεδινού, δέν εξετελέσθη ουδ' ως προεσχεδιάσθη, διότι ούτε οι εν τή Ακροπόλει εξώρμησαν, ως ηλπίζετο, ούτε οι εν Πειραιεί καί εν Κερατσηνίω πεζοί καί ιππείς διόλου εκινήθησαν, ως προδιετάχθησαν. Η μόνη ικανή χείρ νά τούς κινήση ακίνητος έκειτο εν τώ κατά τήν Σαλαμίνα ναώ τού Αγίου Δημητρίου. ΆΆδηλον πόσοι Τούρκοι επί τής περί ής ο λόγος μάχης εφονεύθησαν. Εφονεύθη καί ο αρχηγός τού ιππικού, επληγώθη δ' ελαφρώς καί ο Κιουταχής». Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις (Μάχη Ανάλατου). Η μάχη τού Ανάλατου ήταν η πιό καταστρεπτική μάχη τού Αγώνα καί ήταν ένα δώρο τών ΆΆγγλων ανώτερων αξιωματικών στόν Κιουταχή, ο οποίος γινόταν κυρίαρχος σέ ολόκληρη τήν Στερεά Ελλάδα. Περισσότεροι από 1500 ΈΈλληνες στρατιώτες καί αξιωματικοί σκοτώθηκαν εξ αιτίας τής ανοησίας τού Cochrane. Μεταξύ τών νεκρών ήταν οι Λάμπρος Βέϊκος, Γεώργιος Δράκος, Ιωάννης Νοταράς, Αθανάσιος Τούσιας Μπότσαρης, Γεώργιος Τζαβέλας, Χαράλαμπος Ιγγλέσης, Ιωάννης Μήτσας, Εμμανουήλ Καλλέργης, Συμεών Ζαχαρίτσας, Κώστας Τζαβέλας, Φώτος Φωτομάρας, Νούτσος Τσάτσος, Φώτος Βέϊκος, Πάσχος, Κίτσος Κοσμάς, Χρήστος Μπέκας, Γιάννης Μπάλας, Χρήστος Τσίτης, Νικόλαος Αγοναρίδης, Ποταμιάνος, Ζήνων Ισαυρίδης, ΆΆνθιμος Σιναΐδης, Δημήτριος Κουρμούλης, Ρουστικιανός,
1206
Βαλιάνης, Ζερβουδάκης, Φραγκιάς, Σκλαβουνάκης κ.ά. Αιχμαλωτίσθηκαν 240, τούς οποίους ο Κιουταχής αμέσως αποκεφάλισε καί τά δέρματα τών κεφαλιών τους τά πάστωσε καί τά έστειλε στό σουλτάνο γιά νά στολίσει τό παλάτι του. ΌΌλοι οι παπάδες παλουκώθηκαν ενώ ο ανθυπολοχαγός ΆΆνθιμος Σιναΐτης βασανίστηκε γιά επτά ημέρες μέχρι νά τόν λυτρώσει ο θάνατος. Ο μόνος αιχμάλωτος πού γλύτωσε ήταν ο Καλλέργης, ο οποίος πλήρωσε υπέρογκα λύτρα γιά νά αφεθεί ελεύθερος, μέ κομμένα όμως τά αυτιά. Μετά τήν τρομερή ήττα στόν Ανάλατο, όλα τά ελληνικά σώματα αποχώρησαν αφήνοντας τούς πολιορκημένους τής Ακρόπολης στή μοίρα τους. Τό στρατόπεδο πού μέ τόσο κόπο είχε δημιουργήσει ο Καραϊσκάκης διαλύθηκε σέ μία μόνο ημέρα, παραδίδοντας πλέον τήν Αττική στόν έλεγχο τού Κιουταχή, ο οποίος στίς 24 Μαΐου 1827 θά έστελνε καί άλλους αγγελιοφόρους στήν Υψηλή Πύλη γιά νά αναγγείλει καί τήν παράδοση τής Ακρόπολης από τούς ΈΈλληνες. Στή συνέχεια ο Τούρκος στρατάρχης αναχώρησε γιά τή Θήβα όπου έστησε τό στρατηγείο του. Οι φρουρές πού είχε εγκαταστήσει ο Καραϊσκάκης, έπειτα από εκείνη τήν θριαμβευτική του εκστρατεία, εγκατέλειψαν τίς θέσεις τους, παραδίδοντας τίς πόλεις τής Στερεάς Ελλάδος πάλι στόν τουρκικό στρατό. «Οι ΈΈλληνες εζήτησαν κατ' αρχάς νά κρύψωσι τόν θάνατον τού Καραϊσκάκη καί νά δείξωσιν αδιαφορίαν εις τά λεγόμενα. Αλλ' η λύπη, η οποία εκυρίευε τάς καρδίας των, δέν τούς εσυγχώρει νά υποκριθώσι προσήκοντος τό οποίον ανελάμβανον προσωπείον. Κατά τήν απόφασιν, η οποία επί τής συνελεύσεως τών αξιωματικών καί τού αρχιστρατήγου έγεινεν, ως ανωτέρω ανεφέραμεν, τού νά βάλωσιν εις ενέργειαν τό σχέδιον τού Καραϊσκάκη, επειδή ήδη είχον γένει έτοιμα καί όλα τά αναγκαία, όλοι οι διωρισμένοι νά λάβωσι μέρος εις τούτο τό κίνημα κατέβησαν εις τό παραθαλάσσιον τήν 24η τού Απριλίου 1827 καί μετά τό μεσονύκτιον επιβάντες εις πλοία εκίνησαν καί ύστερον από τινα εμπόδια εξ αιτίας τών εναντίων ανέμων έφθασαν καί απέβησαν εις τήν ξηράν, οδηγούμενοι δέ από τόν Μακρυγιάννην επροχώρησαν πρός τό φρούριον (Ακρόπολη), διαιρούμενοι εις σώματα, εκ τών οποίων τά μέν ετοποθετήθησαν κατά σειράν εις οποίας ενόμισαν αρμοδιωτέρας θέσεις, τά δέ προώδευσαν πρός τό φρούριον διά νά τοποθετηθώσιν εις τάς παρά τού Καραϊσκάκη σημειωθείσας θέσεις. Αλλά κινούμενοι από παράκαιρον άμιλλαν δέν περιωρίσθησαν εις τάς σημειωθείσας θέσεις, αλλ' εξηπλώθησαν καί διεμοιράσθησαν εις πολλάς, διά τό οποίον καί αδυνάτισαν. Επροχώρησαν δέ καί πρός τό φρούριον καί προπαρετάχθησαν τό σώμα τών Σουλιωτών, τών Κρητών, τών Αθηναίων καί τό τακτικόν. Συνέβη δέ είτε κατά λάθος, είτε κατά περιφρόνησιν ή αδιαφορίαν νά μήν τοποθετηθή κανέν σώμα εις μίαν θέσιν, τήν οποίαν ως μή πατουμένην από τό ιππικόν είχε συστήσει ιδιαιτέρως ο Καραϊσκάκης
1207
διά νά πιασθή από έν σώμα δυνατόν καί τούτο επέφερε σημαντικήν βλάβην εις τούς ΈΈλληνας. Ο Κιουταχής, άμα εξημέρωσε καί είδε τούς ΈΈλληνας εις ταύτας τάς θέσεις, συνήθροισεν εις Σέγκιον (ΆΆρειον Πάγον) όσον στράτευμα ηδύνατο νά μετακινήση καί αφ' ού τούς παρεκίνησε καί τούς ενεθάρρυνε μέ υποσχέσεις καί αμοιβάς, τούς διέταξε νά εφορμήσωσι κατά τών προτεταγμένων Ελλήνων, τό οποίον καί έπραξαν μέ τρομεράν μανίαν καί ορμήν. Οι ΈΈλληνες, οι οποίοι μάλιστα δέν είχον προφθάσει νά κάμωσι δυνατούς τούς προμαχώνας των, μόλις εκένωσαν τά πυροβόλα των καί ευρέθησαν εν τώ μέσω τών Τούρκων, χωρίς νά λάβωσι καιρόν νά γεμίσωσι πάλιν. Πολεμούντες λοιπόν συμμεμιγμένοι μέ τούς εχθρούς, εχάθησαν σχεδόν όλοι. Τήν φθοράν ταύτην ιδόντες οι εις τά λοιπά οχυρώματα ΈΈλληνες ετράπησαν εις φυγήν πρίν έλθωσιν εις μάχην μετά τών εχθρών. Αλλά τό ιππικόν τού εχθρού εφόνευεν όσους επρολάμβανεν. Ο τρόμος αποκατέστη γενικός καί όλοι έφευγον πρός τήν θάλασσαν διά νά σωθώσιν εις τά πλοία. Ο δέ Κόχραν καί ο αρχιστράτηγος Τσώρτς, οι οποίοι είχον εξέλθει εις τήν ξηράν, έπεσον εις τήν θάλασσαν διά νά προλάβωσι νά φύγωσιν. Ο όλεθρος ήθελε γένει γενικός καί υποκάτω ακόμη εις τά κανόνια τών ελληνικών πλοίων, εάν ο Νικόλαος Ζέρβας δέν εμπόδιζε μέ τό σπαθί εις τάς χείρας τούς φεύγοντας καί δέν τούς εμψύχωνε μέ τό παράδειγμά του διά να συσσωματωθώσι καί ν' ανθέξωσιν εις τάς εχθρικάς προσβολάς. Οι Τούρκοι πλησιάσαντες είς τό παραθαλάσσιον καί ιδόντες τούς ΈΈλληνας συσσωματωμένους καί ετοίμους δι' αντίκρουσιν, προστατευομένους μάλιστα καί από τών πλοίων τά κανόνια, δέν επεχείρησαν άλλην προσβολήν, ευχαριστημένοι, φαίνεται, από τήν άχρι τούδε έκβασιν, αλλ' επέστρεψαν εις τό στρατόπεδόν των. Η ζημία τήν οποίαν έλαβον οι ΈΈλληνες εις ταύτην τήν μάχην υπήρξε μεγίστη καί οποία δέν συνέβη έως ταύτην τήν εποχήν. 500 περίπου ΈΈλληνες εφονεύθησαν καί αιχμαλωτίσθησαν, εκ τών οποίων οι περισσότεροι ήσαν τακτικοί, Κρήτες καί Σουλιώται· πρό πάντων όμως η μάχη αύτη υπήρξεν ολεθρία διά τό πλήθος τών αξιωματικών, οίτινες εφονεύθησαν ή επιάσθησαν ζώντες. Μεταξύ τών πρώτων συναριθμούνται ο Λάμπρος Βέικος, ο Γεώργιος Τζαβέλας, ο Αθανάσιος Τούσια Μπότζαρης και ο Ιωάννης Νοταράς, μεταξύ δέ τών αιχμαλωτισθέντων ο Γεώργιος Δράκος καί ο Δημήτριος Καλλέργης. ΊΊσως δέν ήθελε γένει τόσον σωματική ζημία εις τούς ΈΈλληνας, εάν άμα συνεκλήθη η μάχη εις τούτο τό μέρος, οι εις Κερατζίνι ήθελον εφορμήσει κατά τών απέναντι τοποθετημένων εχθρών, καθώς ήτον τό σχέδιον τού Καραϊσκάκη. Διά τήν αποτυχίαν ταύτην καί διά τήν τρομερωτάτην σφαγήν όλον τό στρατόπεδον έπεσεν εις μεγίστην αθυμίαν. Ο δέ γενικός κανονοβολισμός τών εχθρών αποκατέστησε ζωηροτέραν τήν λύπην καί
1208
τόν φόβον δεινότερον, ώστε μόλις έπαυσεν η μάχη καί ο Ιωάννης Θεοδώρου Κολοκοτρώνης (Γενναίος), οι Πετμεζαίοι καί ο Σισίνης εμήνυσαν εις τήν επιτροπήν τού σώματος τού Καραϊσκάκη διά νά στείλωσι στράτευμα νά πιάση τάς οποίας αυτοί κατείχον θέσεις, διότι δέν ημπορούν νά κρατήσωσι τούς στρατιώτας των, από τούς οποίους άλλοι μέν ήρχισαν ήδη νά φεύγωσι κρυφίως, άλλοι δέ ζητούν φανερά τήν φυγήν». Δημήτριος Αινιάν, Η Βιογραφία τού Στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη. http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis34.html
1209
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΕ' Συνθήκη Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) Η καταστροφή στόν Ανάλατο γέμισε μέ απόγνωση καί θλίψη όλους τούς ΈΈλληνες. Τελικά οι ξένοι αξιωματικοί πού είχαν έρθει νά προσφέρουν τίς στρατιωτικές τους υπηρεσίες, προκάλεσαν περισσότερο κακό στήν επανάσταση παρά καλό. Οι ευρωπαϊκές τους τακτικές καί η αλαζονία τους οδήγησαν τούς ΈΈλληνες στίς χειρότερες ήττες τής επανάστασης ξεκινώντας από τή μάχη τού Πέτα (4 Ιουλίου 1822) καί καταλήγοντας στήν καταστροφική μάχη τών Αθηνών (24 Απριλίου 1827). Στή συνέχεια, ο Φαβιέρος ήταν εκείνος πού πίεσε τούς ΈΈλληνες τής Ακρόπολης νά τήν παραδώσουν, ενώ υπήρχαν αρκετές προμήθειες καί τρόφιμα γιά νά διατηρηθεί τό κάστρο υπό ελληνικό έλεγχο γιά μερικούς μήνες ακόμα. ΌΌσο αφορά τούς αρχηγούς τής ξηράς καί τής θάλασσας Τσώρτς καί Κόχραν, αφού χάρισαν τή Στερεά Ελλάδα στόν Κιουταχή, δέν αξιώθηκαν νά σημειώσουν καμμία σημαντική νίκη εναντίον τών Οθωμανών. Οι ναυτικές εκστρατείες τού Κόχραν στήν Πελοπόννησο καί τή Στερεά Ελλάδα ήταν ήσσονος σημασίας. Ομοίως οδυνηρές ήταν καί οι συνέπειες τών ληστρικών δανείων πού έδωσαν οι Βρετανοεβραίοι τραπεζίτες στό ελληνικό κράτος, αφού αυτά σπαταλήθηκαν αφενός γιά νά κερδίσουν οι Κουντουριώτης καί Κωλέττης τόν εμφύλιο πόλεμο τού 1824 καί αφετέρου γιά νά πλουτίσουν οι ΈΈλληνες μεσάζοντες καί οι ΆΆγγλοι λόρδοι πού διαπραγματεύθηκαν αυτά τά δάνεια. Ελάχιστες αγγλικές λίρες χρησιμοποιήθηκαν γιά τίς ανάγκες τής επανάστασης. Αντίθετα, τά φιλελληνικά κομιτάτα τών ευρωπαϊκών κρατών ήταν εκείνα πού βοήθησαν ουσιαστικά τούς αγωνιζόμενους ΈΈλληνες. Η υλική βοήθεια πού ήρθε όχι σέ χρήματα αλλά απευθείας σέ τρόφιμα καί φάρμακα έσωσε τή ζωή χιλιάδων ορφανών καί αρρώστων. Γιατροί όπως ο Αμερικάνος Χάου καί χρηματοδότες όπως ο Ελβετός Εϋνάρδος ήταν οι πραγματικοί σωτήρες τού εξαθλιωμένου ελληνικού λαού πού ζούσε σέ πρωτόγονη κατάσταση στίς σπηλιές καί τά φαράγγια γιά νά γλυτώσουν από τίς ορδές τού Κιουταχή καί τού Ιμπραήμ. «Η μεσολάβηση τών ξένων στά ζητήματα τής Ελλάδος ήταν κατά κανόνα ατυχής, συχνά ασύνετη καί κάποτε άτιμη. Οι ελάχιστοι από τούς αξιωματικούς πού μπήκαν στήν ελληνική υπηρεσία δέν έκαναν τίποτα άξιο ή ανάλογο μέ τήν προηγούμενη φήμη τους. Η σταδιοδρομία τών Norman, Fabvier, Church καί Cochrane σημαδεύτηκε από μεγάλες καταστροφές. Ο Frank Hastings ήταν ίσως ο μόνος ξένος πού ο χαρακτήρας του καί τά κατορθώματά του καλύφθηκαν από πραγματική δόξα. Αλλά η Ελλάς ζημιώθηκε περισσότερο από εκείνους πού ονόμαζαν τούς εαυτούς τους φιλέλληνες στήν Αγγλία καί στήν Αμερική. Αρκετά
1210
από τά ατμόπλοια γιά τά οποία η ελληνική κυβέρνηση πλήρωσε μεγάλα ποσά στό Λονδίνο ποτέ δέν εστάλησαν στήν Ελλάδα. Μερικά από τά πεδινά πυροβόλα πού αγόρασαν οι ΈΈλληνες αντιπρόσωποι ήταν τόσο κακά κατασκευασμένα, πού οι κιλιβάντες έσπαζαν μέ τήν πρώτη βολή. Στή Νέα Υόρκη είχαν διαπραγματευθεί δύο φρεγάτες καί οι συμβληθέντες τά κατάφεραν μέ τέτοιο τρόπο, ώστε η Ελλάς νά παραλάβει μόνο μία φρεγάτα αφού πλήρωσε τήν αξία γιά δύο. Η μεγαλοπρεπέστερη κομπίνα τών ΆΆγγλων φιλελλήνων ήταν η αγορά τού λόρδου Κόχραν γιά νά διοικήσει τόν στόλο, αντί 57000 λιρών, καί ο σχηματισμός αποθεματικού 150000 γιά νά κατασκευαστεί ο στόλος πού θά διοικούσε ο μισθωμένος λόρδος. Ο Κόχραν ανέλαβε τήν υποχρέωση νά υπηρετήσει σάν ΈΈλληνας ναύαρχος τό φθινόπωρο τού 1825. Πήγε καί κάθησε στίς Βρυξέλλες, ενώ ο στόλος του κατασκευαζόταν καί έφθασε στήν Ελλάδα τόν Μάρτιο τού 1827, όπως αναφέραμε ήδη, προτού φθάσει κανένα από τά ατμόπλοια γιά τήν εκστρατεία του. Πραγματικά, τό πρώτο σκάφος πού είχε αρχίσει μέ διαταγή του στό Λονδίνο, έφθασε στήν Ελλάδα μετά τή ναυμαχία τού Ναυαρίνου. When the Greeks were reduced to despair by the successes of Ibrahim Pasha, the government ordered the deputies in London to purchase two frigates of moderate size. With the folly which characterised all their proceedings, they sent a French cavalry officer to build frigates in America. The cavalry officer fell into the bands of speculators. The Greek deputies neglected to perform their duty. The president of the Greek Committee in New York, and a mercantile house also boasting of philhellenic views, undertook the construction of two leviathan frigates. The sum of 150,000 pounds was expended before any inquiry was made. It was found that the frigates were only half finished. The American philhellenes who had contracted to build them became immediately bankrupts, and the Greek government, having expended the loans, would have never received anything for the money spent in America, had some real philhellenes not stepped forward and induced the government of the United States to purchase one of the ships. The other was completed with the money obtained by this sale, and a magnificent frigate, named the "Hellas", mounting sixty four 32 - pounders arrived in Greece at the end of the year 1826, having cost about 200,000 pounds». Finlay - History of the Greek Revolution. Στόν διπλωματικό τομέα, η βρετανική πολιτική είχε αλλάξει υπέρ τών Ελλήνων μέ τήν άνοδο στήν εξουσία τού Γεωργίου Κάνιγγος. Ο Γεώργιος Κάνιγκ (George Canning) ήταν από εκείνους πού είχαν αρχικά υποστηρίξει μέ θέρμη τή δημιουργία ανεξάρτητων κρατών στή Λατινική Αμερική γιά νά πλήξει τήν επιρροή τής Ισπανίας στήν περιοχή αυτή καί παράλληλα γιά νά επεκτείνει τό εμπόριο τής δικής του χώρας στόν Νότιο Ατλαντικό. Τό 1826 η Κολομβία, τό Μεξικό καί η Αργεντινή εγκαινίασαν
1211
τήν έναρξη εμπορικών σχέσεων μέ τή Μεγάλη Βρετανία καί ύστερα από τρία χρόνια η Βραζιλία θά γινόταν επίσης μία ανεξάρτητη χώρα. Ο Canning, όταν θά υποδεχόταν τούς πρώτους επισήμους από τήν Κολομβία στό Λονδίνο, θά δήλωνε μέ υπερηφάνεια: "Spanish America is free, and if we do not mismanage our affairs she is English ... the New World established and if we do not throw it away, ours". Γιατί νά μήν επαναληφθεί τό ίδιο σκηνικό καί στήν Εγγύς Ανατολή (Near East), όπου θά μπορούσε νά αναπτυχθεί τό βρετανικό εμπόριο σέ συνεργασία μέ ένα νεοσύστατο κράτος, τό οποίο βρισκόταν στήν καρδιά τής Ανατολικής Μεσογείου; ΉΉδη η Γαλλία είχε αναπτύξει άριστες οικονομικές σχέσεις μέ τήν Αίγυπτο καί κατασκεύαζε στή Μασσαλία γιά λογαριασμό τού Αιγύπτιου σατράπη τίς πιό σύγχρονες γιά τήν εποχή φρεγάτες. Αλλά καί η Ρωσία τού φιλόδοξου τσάρου Νικολάου Α' σχεδίαζε νά επεκτείνει τήν επιρροή της στή Μεσόγειο, επιθυμώντας πλέον φανερά, όχι απλά τή δημιουργία ενός ανεξάρτητου ομόδοξου ελληνικού κράτους, αλλά καί τή διάλυση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, ώστε νά θέσει υπό τήν προστασία της όλα τά ορθόδοξα κράτη τών Βαλκανίων. Τί θά αποκόμιζε η Αγγλία εάν η Ελλάδα καί άλλες βαλκανικές χώρες γίνονταν ανεξάρτητες μέ τή βοήθεια τής τσαρικής Ρωσίας; Τί θά κέρδιζε η Αγγλία εάν τό ρωσικό εμπόριο αναπτυσσόταν ραγδαία καί τά ρωσικά πλοία αρμένιζαν ελεύθερα στό Αρχιπέλαγος καί τήν Ανατολική Μεσόγειο; Οι ΆΆγγλοι πολιτικοί δέν θά τό επέτρεπαν ποτέ αυτό. Πίστευαν ότι: "Η Ρωσία κυριεύει τόπους καί χώρας απεράντους. Η Ρωσία εις τάς αγκάλας τών ευρυχωροτάτων αυτής επαρχιών, αι οποίαι καρποφορούν όλα τά πρός τό ζήν αναγκαία καί χρήσιμα ημπορεί νά θρέψη δαψιλώς τόν λαόν της. Η Ρωσία δέν χρειάζεται οικήσεις, χρειάζεται οικήτορες". Η Γαλλία μέ τίς βλέψεις της στήν Αίγυπτο τού Μωχάμετ ΆΆλυ καί η Ρωσία μέ τίς κινήσεις της στά Βαλκάνια ήταν δύο παράγοντες γιά τούς οποίους η Αγγλία παρενέβη ενεργά στήν Ανατολική Μεσόγειο. ΆΆλλωστε ακόμα καί σήμερα η πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία κυριαρχεί στή Μεσόγειο μέ τίς βάσεις πού διαθέτει στό Γιβραλτάρ, τή Μάλτα, τήν Κρήτη καί τήν Κύπρο. Στούς παραπάνω παράγοντες μπορούν νά προστεθούν καί οι τουρκικές θηριωδίες στήν Πελοπόννησο, όπου ο Ιμπραήμ έκαιγε τό ένα χωριό μετά τό άλλο καί έκοβε κατά χιλιάδες τά δένδρα μέ σκοπό τήν ερημοποίηση τής χώρας. Οι αναφορές τών ΆΆγγλων αξιωματικών γιά καρατομήσεις καί γιά αποστολές εκατοντάδων κεφαλιών στήν Κωνσταντινούπολη, οι μεταφορές σκλάβων στήν Αφρική καί στήν Ασία καί τά αμέτρητα μαρτύρια, τά οποία υπέφεραν οι πληθυσμοί τής Πελοποννήσου, είχαν εξοργίσει τήν κοινή γνώμη στήν Αγγλία, η οποία δέν έπαυε νά πιέζει τήν κυβέρνησή της γιά άμεση λύση. Η αλλαγή ρότας στήν βρετανική εξωτερική πολιτική είχε σάν αποτέλεσμα τήν υπογραφή τού πρωτοκόλλου τής Αγίας Πετρούπολης
1212
(23 Μαρτίου 1826) από κοινού μέ τόν Ρώσο αυτοκράτορα. Τό πρωτόκολλο ζητούσε τήν άμεση διακοπή τών εχθροπραξιών στήν εμπόλεμη ζώνη, έθετε τίς βάσεις γιά μία αυτόνομη Ελλάδα, κάτω από τήν ψιλή επικυριαρχία τού σουλτάνου, προέβλεπε τήν αυτοδιοίκηση τής Ελλάδος, τή δημιουργία εμπορικών σχέσεων μέ τίς υπόλοιπες χώρες τής Ευρώπης καί ζητούσε από τούς μουσουλμάνους κατοίκους νά εγκαταλείψουν τά ελεύθερα εδάφη. Τά μυστικά άρθρα τού πρωτοκόλλου προέβλεπαν επίσης τήν παρέμβαση τών δύο Μεγάλων Δυνάμεων σέ περίπτωση πού οι δύο εμπόλεμοι δέν έκαναν σεβαστή τήν εκεχειρία. ΉΉταν η πρώτη φορά όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις έδιναν στήν Ελλάδα κρατική υπόσταση, έστω καί εάν τήν ήθελαν κάτω από τήν κυριαρχία τού σουλτάνου, στόν οποίο θά έπρεπε νά δίνει ετήσιο φόρο υποτέλειας. ΌΌταν η εφημερίδα "The Times" δημοσίευσε τά μυστικά άρθρα τής συμφωνίας τής Αγίας Πετρούπολης, ο λαός τής Κέρκυρας βγήκε στούς δρόμους καί πανηγύρισε, ενώ οι καμπάνες στίς εκκλησίες ηχούσαν απ' άκρη σ' άκρη. ΉΉταν η αρχή τού ονείρου. Ο Μέττερνιχ εξοργίστηκε αφάνταστα μέ τή συμφωνία τής Αγγλίας καί τής Ρωσίας καί φυσικά διαφώνησε μέ πείσμα, παρασύροντας μαζί του καί τήν Πρωσία. Ο Κάνιγκ από τήν πλευρά του προσπάθησε νά πείσει τήν Μωχάμετ ΆΆλυ νά λύσει τήν συμμαχία μέ τόν σουλτάνο, εν συνεχεία νά αποχωρήσει από τήν Πελοπόννησο καί τέλος νά καρπωθεί εδάφη από τή Συρία καί τήν Αραβία εις βάρος τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο απεσταλμένος πού έστειλε στήν Αλεξάνδρεια μέ σκοπό νά πείσει τόν ηγεμόνα τής Αιγύπτου νά διακόψει τίς εχθροπραξίες, δέν πρόλαβε νά σταματήσει τήν αναχώρηση τού τεράστιου αιγυπτιακού στόλου, ο οποίος είχε αποπλεύσει τρείς ημέρες νωρίτερα μέ σκοπό νά επιτεθεί στήν ΎΎδρα. Ο Κάνιγκ μέ τόν τσάρο Νικόλαο Α' συμφώνησαν νά εντείνουν ακόμα περισσότερο τίς πιέσεις πρός τήν Υψηλή Πύλη, προχωρώντας σέ μία νέα συμφωνία. Αυτή τή φορά έπεισαν καί τούς Γάλλους νά συνυπογράψουν μία νέα συνθήκη στό Λονδίνο (6 Ιουλίου 1827), μέ τήν οποία έθεσαν αυστηρό χρονοδιάγραμμα γιά παύση τών εχθροπραξιών σέ μία χώρα, η οποία βρισκόταν σέ εμπόλεμη κατάσταση γιά επτά ολόκληρα χρόνια καί δέν άντεχε πλέον άλλες σφαγές καί καταστροφές. Τά μυστικά άρθρα τής συνθήκης τού Λονδίνου πρότειναν τή χρήση οποιουδήποτε μέσου γιά τήν επιβολή τής θέλησης τών τριών Δυνάμεων ακόμα καί τή χρήση τών τηλεβόλων τών πλοίων. Τόν Αύγουστο πέθανε ξαφνικά ο Κάνιγκ, ο εμπνευστής τού πρωτοκόλλου τού Λονδίνου καί πρός στιγμή δημιουργήθηκε σύγχυση. Ο Μέττερνιχ βιάστηκε νά διατυπώσει τήν άποψη γιά άμεση κατάργηση τής συνθήκης τού Λονδίνου, προσεγγίζοντας τόν πάντα επιφυλακτικό Ουέλλιγκτον, αλλά δέν κατάφερε νά κάνει τίποτα σημαντικό αφού η βούληση τών τριών συμμάχων νά προχωρήσουν ήταν ακλόνητη. Ο κύβος
1213
πλέον είχε ριφθεί. Οι τρείς ναύαρχοι θά ελάμβαναν οδηγίες γιά νά υλοποιήσουν στήν πράξη τίς αποφάσεις τών κυβερνήσεών τους. Θά έπρεπε νά παρεμποδίσουν τίς εχθροπραξίες αλλά ταυτόχρονα νά κάνουν ό,τι μπορούν γιά νά αποφύγουν μία ανοικτή σύγκρουση. Σέ τέτοιες περιπτώσεις βέβαια η ειρήνη κρέμεται από μία κλωστή. Πώς θά μπορούσες νά επιβάλλεις τή θέλησή σου χωρίς νά χρησιμοποιήσεις βία, ειδικά όταν είχες απέναντί σου μία ανελέητη οθωμανική αυτοκρατορία πού δέν δεχόταν καμμία αλλαγή πλεύσης τής πολιτικής της; Στίς οδηγίες πάντως πού εστάλησαν στόν ΆΆγγλο αρχιναύαρχο τής Μεσογείου Κόδριγκτον (Edward Codrigton) αναφερόταν ότι τά τουρκικά καί τά αιγυπτιακά πλοία πού ήταν στά λιμάνια τού Ναβαρίνου καί τής Μεθώνης θά έπρεπε νά αντιμετωπίσουν τό ενδεχόμενο επίθεσης σέ μία ακραία εκ μέρους τους αντίδρασης. Στό μεταξύ στήν Τουρκία, ο ρεΐς εφέντης (υπουργός εξωτερικών), απέρριπτε τή μία μετά τήν άλλη τίς προτάσεις τών πρεσβευτών στήν Κωνσταντινούπολη, σέ σημείο πού νά μήν ανοίγει κάν τίς επιστολές πού τού έδιναν καί νά αποχωρεί επιδεικτικά από μπροστά τους. "Είπατε πρός τούς αποστείλαντάς σας ότι η θετική, η οριστική, η αμετάτρεπτος, η αιώνιος απάντησις τής Υψηλής Πύλης είναι, ότι ουδεμίαν δέχεται πρότασιν περί Ελλήνων, ότι επιμένει εις ήν εξέφρασεν άλλοτε γνώμην καί θά επιμένει μέχρι συντελείας τού αιώνος." Οι νίκες τού Κιουταχή είχαν πείσει τόν Μαχμούτ ότι ήταν πλέον θέμα μηνών η καταστολή τής εξέγερσης τών απίστων. Ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος θά έσβηνε τήν ΎΎδρα από τόν χάρτη καί δέν θά μπορούσαν πλέον οι ξένοι διπλωμάτες νά ομιλούν καθόλου γιά Ελλάδα. «In the Name of the Most Holy and Undivided Trinity His Majesty the King of the United Kingdom of Great Britain and Ireland, His Majesty the King of France and Navarre, and His Majesty the Emperor of All the Russias, penetrated with the necessity of putting an end to the sanguinary struggle which, while it abandons the Greek Provinces and the Islands of the Archipelago to all the disorders of anarchy, daily causes fresh impediments to the commerce of the States of Europe, and gives opportunity for acts of piracy which not only expose the subjects of the High Contracting Parties to grievous losses, but also render necessary measures which are burthensome for their observation and suppression. Η Μεγαλειότης του ο Βασιλεύς τού ηνωμένου κράτους τής Μεγάλης Βρετανίας καί τής Ιρλανδίας καί η Μεγαλειότης του ο Βασιλεύς τής Γαλλίας καί τής Ναβάρρας, λαβόντες εκ μέρους τών Ελλήνων μίαν σπουδαίαν ζήτησιν, διά νά μεταχειρισθούν τήν μεσιτείαν των πρός τήν
1214
οθωμανικήν αυλήν, καί όντες εξίσου μέ τήν Μεγαλειότητά του τόν Αυτοκράτορα όλων τών Ρωσσιών εμψυχωμένοι από τήν επιθυμίαν του νά εμποδίσουν τήν χύσιν τού αίματος καί νά αναχαιτίσουν τά παντοειδή κακά, τά οποία ημπορούν νά πηγάζουν από τήν εξακολούθησιν τοιαύτης καταστάσεως τών πραγμάτων, απεφάσισαν νά ενώσουν τά δυνατά των καί νά κανονίσουν τάς εργασίας αυτών. ΆΆρθρον Α' Αι συµφωνούσαι Δυνάμεις θέλουν προσφέρει εις τήν οθωµανικήν αυλήν τήν µεσιτείαν των επί σκοπώ νά πραγµατοποιήσουν µίαν µεταξύ αυτής καί τών Ελλήνων συνδιαλλαγήν. Η προσφορά αυτή τής μεσιτείας θέλει γίνει πρός τήν ρηθείσα δύναμιν αμέσως μετά τήν επικύρωσιν τής συνθήκης διά μέσου μίας κοινής διακηρύξεως υπογεγραμμένης από τούς εις Κωνσταντινούπολιν πληρεξούσιους συμμαχικών αυλών καί θέλει γίνει εις τόν ίδιον καιρόν καί εις τά δύο διαµαχόµενα µέρη ζήτησις µίας αµέσου εις τό µεταξύ των ανακωχής όπλων, ως αναποφεύκτου προηγουμένου εις τήν έναρξιν οποιασδήποτε διαπραγματεύσεως. ΆΆρθρον Β' Ο προβληθησόμενος εις τήν οθωμανικήν αυλήν συμβιβασμός θέλει θεμελιωθεί εις τάς εφεξής βάσεις. Οι ΈΈλληνες θέλουν θεωρεί τόν σουλτάνον ως ανώτερον κύριον καί κατά συνέπειαν αυτής τής υπεροχής θέλουν πληρώσει εις τό οθωµανικόν κράτος ετήσιον φόρον, τό ποσόν τού οποίου θέλει ορισθεί μίαν φοράν διά πάντα ως κοινή συμφωνία. Θέλουν διοικείσθαι από εξουσίας, τάς οποίας αυτοί οι ίδιοι θέλουν εκλέγει καί ονοµατίζει, αλλ' εις τόν ονοµατισµόν τών οποίων η Πόρτα θέλει έχει µίαν προσδιωρισµένην ψήφον. Διά νά επέλθη πλήρης ο διαχωρισμός μεταξύ τών ατόμων τών δύο εθνών, καί διά νά εμποδισθούν αι συγκρούσεις, αι οποίαι είναι άφευκτον αποτέλεσμα τοιαύτης πολυχρονίου πάλης, οι ΈΈλληνες θέλουν εξουσιάζει τά εις τήν Στερεάν ή τάς νήσους τής Ελλάδος κείμενα τουρκικά κτήματα, επί συμφωνία τού νά αποζημιώσουν τούς προλαβόντας κυρίους των ή μέ τήν πληρωμήν ετήσιου τινος χρηματικής ποσότητος προσθεσομένης εις τόν φόρον, όστις μέλλει νά πληρώνεται εις τήν Πόρταν, ή κατ' άλλον τινα τρόπον τής αυτής φύσεως. ΆΆρθρον Γ' Αι λεπτοµέρειαι αυτού τού συµβιβασµού, καθώς ακόµη καί τά όρια τού τόπου επί τής Στερεάς καί η φανέρωσις τών νήσων τού Αιγαίου εις τάς οποίας θέλει προσαρµοσθή συµβιβασµός, ταύτα θέλουν προσδιορισθή εις µίαν µεταξύ τών υψηλών Δυνάμεων καί αµφοτέρων
1215
τών διαµαχοµένων µερών προσεχώς επακόλουθον διαπραγµάτευσιν. ΆΆρθρον Δ' Αι συµφωνούσαι Δυνάμεις υπόσχονται νά εξακολουθήσουν τήν σωτήριον πράξιν τής ειρηνεύσεως τής Ελλάδος επί τών εις τά προηγούµενα άρθρα στερεωθεισών βάσεων, καί νά εφοδιάσουν χωρίς τής παραμικράς αναβολής τους εις Κωνσταντινούπολιν αντιπροσώπους των μέ όλας τάς οδηγίας, αι οποίαι είναι αναγκαίαι διά τήν εκτέλεσιν τής ήδη υπογραφόμενης συνθήκης. Εάν η Οθωµανική Πόρτα, εν διαστήµατι ενός µηνός, δέν δεχθή τήν προβληθησοµένην µεσιτείαν, αι Υψηλαί συµφωνούσαι Δυνάμεις παραδέχονται τά ακόλουθα µέτρα (μυστικά άρθρα): Α) Θέλει δηλοποιηθεί εις τήν Πόρταν από τούς εν Κωνσταντινουπόλει αντιπροσώπους των ότι τά δυσάρεστα επακόλουθα καί δεινά, τά οποία αναφέρονται εις τήν φανεράν συνθήκην, ως αχώριστα από τήν κατάστασιν τών πραγμάτων, ήτις πρό έξ ήδη ετών διαρκή εις τήν Ανατολήν, καί τής οποίας τό τέλος κατά τά φαινόμενα τής Υψηλής Πόρτας, δέν φαίνεται ότι προσεγγίζει, υποχρεώνουν τάς υψηλάς συμφωνούσας Δυνάμεις νά λάβουν άμεσα μέτρα διά νά σχετισθούν μέ τούς ΈΈλληνας. Β) Εάν, εις τό ρηθέν διάστηµα τού ενός µηνός, η Πόρτα δέν δεχθή τήν προβαλλοµένην εις τό άρθρον Α' τής φανεράς συνθήκης ανακωχήν, ή εάν οι ΈΈλληνες δέν στέρξουν νά τό εκτελέσουν, αι Υψηλαί Δυνάμεις θέλουν δηλοποιήσει εις εκείνο τών διαµαχοµένων µερών, τό οποίον θέλει εξακολουθήσει τάς εχθροπραξίας, ή καί εις τά δύο, χρείας καλούσης, ότι αι ρηθείσαι Δυνάμεις έχουν σκοπόν νά µεταχειρισθούν όσα µέτρα οι περιστάσεις υπαγορεύσουν εις τήν φρόνησίν των, διά νά επιτύχουν τήν επιθυµητήν ανακωχήν, προλαµβάνουσαι, όσον δύνανται, κάθε σύγκρουσιν µεταξύ τών διαφεροµένων µερών. Καί τωόντι αμέσως μετά τήν ρηθείσαν δηλοποίησιν, αι Υψηλαί Δυνάµεις θέλουν μεταχειρισθεί εξ συμφώνου όλα τά μέσα διά νά εκτελέσουν τόν σκοπόν των, χωρίς καί νά λάβουν μέρος εις τάς μεταξύ τών δύο διαµαχοµένων μερών εχθροπραξίας. Κατά συνέπειαν αι Υψηλαί Δυνάµεις, αµέσως µετά τήν υπογραφήν τού παρόντος συµπληρωµατικού καί µυστικού άρθρου, θέλουν πέµψει εις τούς κατά θάλασσας τής Ανατολής αρχηγούς τών στόλων των οδηγίας συµφώνους μέ τά ανωτέρω παραδεδεγµένα. Γ) Καί τό τελευταίον, άν παρά πάσαν ελπίδα τά μέτρα ταύτα δέν είναι ικανά διά νά κάμουν τήν Οθωμανικήν Πόρταν νά δεχθεί τάς προτάσεις τών Δυνάμεων, ή άν οι ΈΈλληνες απορρίψουν τάς υπέρ αυτών συμφωνίας τής σημερινής συνθήκης, αι Υψηλαί Δυνάµεις ούχ ήττον θέλουν εξακολουθήσει τό τής ειρηνοποιήσεως έργον εις τάς μεταξύ αυτών συμφωνηθείσας βάσεις καί κατά συνέπειαν δίδουν από τού νύν εις
1216
τούς εν Λονδίνω αντιπροσώπους των τήν άδειαν νά συζητήσουν καί νά προσδιορίσουν τά μετά ταύτα μέτρα, εις τά οποία ημπορεί νά γίνει χρεία νά καταφύγουν». The Treaty of London between Great Britain, France, and Russia for the Pacification of Greece, July 6, 1827. Ναυμαχία Ναβαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827) Ο σατράπης τής Αιγύπτου, από κοινού μέ τόν σουλτάνο ετοίμασαν έναν τεράστιο στόλο από 90 πλοία, ο οποίος ενισχύθηκε καί μέ πλοία από τήν Τυνησία καί τήν Αλγερία. Ο Μωχάμετ ΆΆλυ είχε καταφύγει σέ σκληρή φορολογία γιά νά καταφέρει νά συγκεντρώσει τά ποσά πού χρειαζόταν καί νά ναυπηγήσει τίς μεγάλες γαλλικές φρεγάτες. Τά ναυπηγεία τής Μασσαλίας προμήθευσαν μέσα σέ σύντομο χρονικό διάστημα τόν πιό σύγχρονο στόλο τής εποχής, ο οποίος δέν είχε νά ζηλέψει τίποτα από τούς αντίστοιχους στόλους τής Ευρώπης. Καθώς έβλεπε μέ καμάρι από τά παράθυρα τού παλατιού του τά πλοία νά αναχωρούν γιά τήν Ελλάδα έγραφε στόν Ιμπραήμ: "Υιέ μου, ιδού πού μέ τή βοήθεια τού Αλλάχ έχουμε αποκτήσει τόν ωραιότερο στόλο πού είχε ποτέ μουσουλμανικό έθνος. Μέ αυτόν τόν στόλο θά θέσετε τέρμα στό ολέθριο ελληνικό ζήτημα καί θά ξαναγυρίσεις δοξασμένος στήν Αίγυπτο". Αποκλειστικός στόχος τού ενωμένου μουσουλμανικού στόλου ήταν οι Σπέτσες καί η ΎΎδρα. Μέ τήν εκμηδένιση τών ναυτικών ορμητηρίων τών Ελλήνων, οι επαναστάτες θά αποκλείονταν τελείως από τή θάλασσα καί θά αναγκάζονταν νά παραδοθούν. Ο μουσουλμανικός στόλος κατέφθασε στίς 26 Αυγούστου 1827 στόν κόλπο τού Ναβαρίνου. Τόν αποτελούσαν δύο δίκροτα, μία φρεγάτα τών 64 κανονιών, τέσσερεις φρεγάτες τών 60 κανονιών, πέντε φρεγάτες τών 50 κανονιών, είκοσι κορβέτες τών 20 κανονιών, δεκάδες μπρίκια, γολέτες, μεταγωγικά γεμάτα στρατεύματα καί επτά πυρπολικά. Ο αιγυπτιακός στόλος είχε ναύαρχο τόν Μωχάρεμ μπέη καί υποναύαρχο τόν Γάλλο Λέ Τελιέ, τόν οποίον ακολουθούσαν εκατοντάδες Ευρωπαίοι μισθοφόροι, ενώ ο τουρκικός στόλος είχε επικεφαλής τόν Ταχήρ πασά. Τά εχθρικά πλοία τά παρακολουθούσε από κοντά η "Ασπασία" τού Αδριανού Σωτηρίου πού έστελνε αναφορές γιά τίς κινήσεις τους στήν ΎΎδρα. Ο τολμηρός Σπετσιώτης πλοίαρχος κατάφερε νά αποσπάσει δύο εχθρικά φορτηγά, τό ένα μέ τουρκική σημαία καί τό άλλο μέ γαλλική. "Ο εχθρικός στόλος συνιστάται από πλοία ενενήκοντα εννέα, διοικούμενα από δύο αρχηγούς Μουχαράμπεην καί αξιωματικόν Τουρκογάλλον. Εις τά πλοία ενυπάρχουν ναύται Ευρωπαίοι, οπαδοί τού Τουρκογάλλου, χίλιοι ορκωμένοι νά υπερασπισθούν τόν Μωχαμετανισμόν καί νά κατατρέξουν τόν Χριστιανισμόν ως τό εκήρυττον εις τούς καφενέδες τής Αλεξανδρείας αναφανδόν, οι δέ λοιποί ναύτες είναι ΆΆραβες τακτικοί
1217
θαλάσσιοι". Τήν ίδια εποχή κατέφθαναν στά ελληνικά νερά καί οι στόλοι τών Τριών Συμμάχων, οι οποίοι θά έπρεπε νά επιβάλλουν τούς όρους τής συνθήκης τού Λονδίνου στούς δύο αντιμαχομένους. Ο Edward Codrington ζητούσε σαφείς οδηγίες από τόν Βρετανό πρέσβη στήν Κωνσταντινούπολη Stratford Canning, γιά τόν τρόπο δράσης του, δεδομένης τής ασάφειας τής συνθήκης τού Λονδίνου. Πώς θά μπορούσε ο στόλος τής γηραιάς Αλβιώνας νά επιβάλλει τή θέληση τής βρετανικής κυβέρνησης χωρίς νά προβεί σέ εχθροπραξίες; Ο Κόδριγκτον ήταν προβληματισμένος. Τόν Αύγουστο συνάντησε στή Σμύρνη τόν Γάλλο ναύαρχο de Rigny καί κατέστρωσαν σχέδια, σύμφωνα μέ τίς οδηγίες πού τούς είχαν δοθεί από τούς πρέσβεις τους καί οι οποίες τούς υποχρέωναν νά εμποδίζουν οποιαδήποτε μεταφορά στρατευμάτων καί εφοδίων στά λιμάνια τής Ελλάδος. Ο Codrington βρισκόταν στήν Σμύρνη όταν έμαθε ότι ο μουσουλμανικός στόλος είχε εισέλθει στόν κόλπο τού Ναβαρίνου καί έπλευσε ταχύτατα γιά νά τόν συναντήσει. Στό Νεόκαστρο συνάντησε τόν Ιμπραήμ καί τού γνωστοποίησε τίς διαταγές τής κυβερνήσεώς του, οι οποίες απαιτούσαν τήν άμεση κατάπαυση τού πυρός καί τήν διακοπή τών μετακινήσεων στρατευμάτων καί εφοδίων. Ο συμμαχικός στόλος θά προσπαθούσε μέ ειρηνικά μέσα νά επιβάλλει τή συνθήκη τού Λονδίνου, αλλά στήν περίπτωση πού έστω καί μία σφαίρα απειλούσε τήν αγγλική σημαία τότε θά απαντούσε μέ κανονιοβολισμούς καί θά κατέστρεφε τόν μουσουλμανικό στόλο. Ο Ιμπραήμ τού απάντησε ότι θά περίμενε μέ τή σειρά του τίς διαταγές από τούς δικούς του ανωτέρους. Παρά τίς καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις τού Ιμπραήμ, τουρκική μοίρα ξεκίνησε τελείως παραπλανητικά μέ προορισμό τήν ΎΎδρα. Ο Codrington αντιλήφθηκε τήν κίνησή της, αλλά δέν διέθετε ακόμα ικανή δύναμη γιά νά τήν σταματήσει. ΌΌταν στίς 21 Σεπτεμβρίου εμφανίστηκε ξαφνικά ο Δεριγνύ, ορισμένες προειδοποιητικές βολές τών Αγγλογάλλων ανάγκασαν τά οθωμανικά πλοία νά επιστρέψουν στή βάση τους. Ο Ιμπραήμ όμως δέν είχε πειστεί γιά τήν αποφασιστικότητα τών τριών Συμμάχων. ΌΌταν έμαθε ότι ελληνικά πλοία παρενοχλούσαν τίς παραθαλάσσιες φρουρές τού Κορινθιακού, έστειλε στίς 3 Οκτωβρίου 1827, 49 πολεμικά πλοία γιά νά ενισχύσουν τή φρουρά τής Πάτρας καί στή συνέχεια νά καταδιώξουν τά ελληνικά. Ο Κόχραν μέ τόν ΆΆστιγξ καί τόν Τόμας δρούσαν σέ εκείνη τήν περιοχή μέ τά πλοία "Ελλάς", "Καρτερία" καί "Σωτήρ", μέ τήν ελπίδα νά απελευθερώσουν πόλεις τής Ρούμελης, ώστε αυτές νά συμπεριληφθούν στίς περιοχές πού θά αποτελούσαν τό νεοσύστατο ελληνικό κράτος. ΌΌσο πιό πολλά ήταν τά ελεύθερα εδάφη τόσο μεγαλύτερη θά ήταν καί η έκταση τής αναγεννημένης Ελλάδος. Ο Κόδριγκτον, εξοργίστηκε, διότι ο Ιμπραήμ τού είχε δώσει τό λόγο
1218
τής τιμής του ότι δέν θά μετακινούσε κανένα πλοίο του από τό λιμάνι τού Νεοκάστρου, μέχρι νά λάβει νεώτερες οδηγίες. Ο Βρετανός ναύαρχος έδρασε μέ αποφασιστικότητα καί προσπάθησε νά σταματήσει τόν τουρκοαιγυπτιακό στόλο πάσει θυσία. Τά αγγλικά πλοία συνάντησαν τά εχθρικά έξω από τό ακρωτήριο τού Πάπα (ΆΆραξο) καί ήταν μόλις τέσσερα στόν αριθμό μέ 170 πυροβόλα ενώ τά εχθρικά ήταν δεκαπλάσια καί διέθεταν 1200 πυροβόλα. Η τόλμη τού Κόδριγκτον ήταν αξιοθαύμαστη αλλά καί η όλη κατάσταση κωμικοτραγική, καθώς τά δεκάδες τουρκοαιγυπτιακά πλοία ήταν ακινητοποιημένα από τά τέσσερα πλοία πού διέθετε ο Κόρδιγκτον. ΌΌταν η αγγλική ναυαρχίδα "Ασία" ξεκίνησε σφοδρό κανονιοβολισμό στά ανοιχτά τών Πατρών, όλα τά μουσουλμανικά πλοία ανέκρουσαν πρύμνα καί κατευθύνθηκαν πρός νότο. Στό μεταξύ κατέφθασε στά νερά τής Μεσσηνίας καί η ρωσική μοίρα μέ τόν ναύαρχο ολλανδικής καταγωγής Χέϋδεν (Login Petrovich van der Heyden). ΌΌταν έφθασαν οι τρείς συμμαχικοί στόλοι στήν Πύλο, επιχείρησαν νά ξανασυναντήσουν τόν Ιμπραήμ γιά νά διαμαρτυρηθούν γιά τή στάση του καί νά τού υπενθυμίσουν τίς αποφάσεις τού Λονδίνου. Στίς 5 Οκτωβρίου 1827 η αγγλική φρεγάτα "Dartmouth", υψώνοντας λευκή σημαία, εισήλθε στόν κόλπο τής Πύλου καί επέδωσε επιστολή πού τήν είχαν συντάξει οι τρείς ναύαρχοι Κόδριγκτον, Δεριγνύ καί Χέϋδεν στούς εκπροσώπους τού Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ όμως είχε ξεκινήσει νέα εκστρατεία γενοκτονίας τών Χριστιανών τής Πελοποννήσου, καί όπως όλα έδειχναν δέν είχε σκοπό νά ξανασυναντήσει τούς τρείς ναυάρχους. Γνώριζε πολύ καλά ότι οι Σύμμαχοι δέν είχαν τρόπο νά εμποδίσουν τά πολεμικά του σχέδια στήν ξηρά. Οι ΈΈλληνες παρακαλουθούσαν μέ αυξημένο ενδιαφέρον τίς εξελίξεις. Ο Διονύσιος Μούρτζινος σέ μία επιστολή του πρός τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τόν ειδοποιούσε γιά τήν επικείμενη εκστρατεία τού Ιμπραήμ στήν ενδοχώρα: "Η φρεγάτα οπού ήλθεν εις ταίς Κυτριαίς είναι ο κ. ΆΆμιλτον, όστις έστειλε εδώ τόν δραγουμάνον (διερμηνέα) του καί μάς είπεν ότι αύριον τελειώνει η διορία οπού είχαν μέ τόν Ιμπραΐμη, ότι ή νά αναχωρήση μέ όλα του τά πλοία νά υπάγη εις τήν Αίγυπτον ή εις τήν Κωνσταντινούπολιν. ΉΉλθον καί εννέα καράβια ρωσσικά εις τό Νεόκαστρο συνεννοούμενα μέ τά αγγλικά καί τά γαλλικά, διά τούτο μάς είπε νά φυλάττωμεν τήν πατρίδα μας καλά, επειδή άν κάμη έφοδον κατ' αυτής δέν έχουν όρδινον νά τούς βαρέσουν εις τήν ξηράν, τήν θάλασσαν όμως τού τήν κόπτουν. Επληροφορήθημεν προσέτι ότι ο Ιμπραΐμης έχει απόφασιν νά ορμήση κατά τής πατρίδος μας, καί τούτο θέλει τό κάμει αύριον ή μεθαύριον, όθεν όταν ιδήτε ένα τοιούτον κίνημα νά προφθάσετε εδώ γιά νά συμπολεμήσωμεν μαζί". Τό γράμμα τού Μούρτζινου βγήκε αληθινό. Ο Αιγύπτιος βάρβαρος εξαπέλυσε εκ νέου τίς ισλαμικές ορδές του καί αυτές επιδόθηκαν σέ ένα
1219
νέο όργιο σφαγών καί λεηλασιών. Τά δέντρα πού συναντούσαν τά έκοβαν από τή ρίζα μέ αποτέλεσμα κανένα καρποφόρο δέντρο νά μήν μείνει όρθιο από τήν Καλαμάτα μέχρι τό Λεοντάρι. Τά αμπέλια τά ξερίζωναν καί τούς αγρούς μέ τά κηπευτικά τούς έκαιγαν. Ο κυβερνήτης τού "Cambrian" Hamilton αηδίασε από τήν συμπεριφορά τών μουσουλμάνων στρατιωτών καί δέν σταμάτησε νά στέλνει αναφορές πρός τόν αρχηγό του γιά τήν προσπάθεια τού Ιμπραήμ νά ερημώσει τελείως τή χώρα. Σύμφωνα μέ τίς αναφορές τού φιλέλληνα ΆΆγγλου αξιωματικού, γυναίκες καί παιδιά σκλαβώνονταν, χωριά πυρπολούνταν, άνδρες σφαγιάζονταν καί άν ο Ιμπραήμ παρέμενε καί άλλο στήν Ελλάδα, περισσότεροι από τό 1/3 τών κατοίκων θά πέθαιναν από πείνα. "I have the honour to inform you that I arrived here yesterday in company with the Russian frigate Constantine. On entering the gulf we observed, by clouds of smoke, that the work of devastation was still going on. The ships were anchored off the pass of Almyro, and a joint letter from myself and the Russian captain was despatched to the Turkish commander. The bearers of it were not allowed to proceed to head-quarters, nor have we as yet received any answer. In the afternoon we went on shore to the Greek quarters, and were received with the greatest enthusiasm. The distress of the inhabitants, driven from the plain, is shocking; women and children dying every moment of absolute starvation, and hardly any having better food than boiled grass. I have promised to send a small quantity of bread to the caves in the mountains where these unfortunate wretches have taken refuge. It is supposed that if Ibrahim remain in Greece more than a third of its inhabitants will die of starvation." Οι τρείς ναύαρχοι Κόδριγκτον, Δεριγνύ καί Χέϋδεν εκνευρισμένοι από τόν εμπαιγμό τού ΆΆραβα έκαναν σύσκεψη πάνω στήν αγγλική ναυαρχίδα καί αποφάσισαν ομόφωνα νά εισέλθουν στόν κόλπο τού Ναβαρίνου, όπως καί έγινε. "Ο μόνος τρόπος νά σταματήσουν οι βαρβαρότητες τού Ιμπραήμ καί νά ευοδωθή ο σκοπός τής συνθήκης είναι νά αγκυροβολήσουμε μέσα στό λιμάνι τού Νεοκάστρου μαζί μέ τόν οθωμανικό στόλο." (Κόρδιγκτον πρός Δεριγνύ). Οι εντολές πού έδωσαν στούς άνδρες τους οι τρείς ναύαρχοι ήταν νά λάβουν θέσεις μάχης καί νά είναι έτοιμοι γιά πάν ενδεχόμενο. «ΈΈπλεαν ήδη κατά τό Αιγαίον δύο μοίραι· η μέν αγγλική υπό τόν Κοδριγκτώνα, η δέ γαλλική υπό τόν Δεριγνήν, καί ανεμένετο καί ρωσσική. Τήν 5η Αυγούστου 1827 αφίχθησαν εις Ναύπλιον ο Κόδριγκτων καί ο Δεριγνής καί ανήγγειλαν ανεπισήμως τά τής συνθήκης συμβουλεύοντες τήν κυβέρνησιν νά καλέση τους λαούς εις ομόνοιαν καί ευταξίαν, νά τούς προετοιμάση εις παραδοχήν ανακωχής, καί νά μεταβή καί αύτη εις Αίγιναν εξ αιτίας τών εν Ναυπλίω εμφυλίων τότε ταραχών, ίνα σκέπτεται καί ενεργή εν ησυχία καί ανεπηρεάστως. Συνήνεσεν η κυβέρνησις, εξέδωκε τήν 9η Αυγούστου προκήρυξιν κατά τήν έννοιαν τών συμβουλών τών ναυάρχων, καί, απάρασα τήν 15η Αυγούστου από
1220
τού θαλασσοπύργου (Μπούρτζι Ναυπλίου), όπου έδρευε· εξ αιτίας τών εν τή πόλει ταραχών, κατήρε τήν 17η εις Αίγιναν. Μετέβη δ' εκεί συγχρόνως καί η Βουλή, ής ο πρόεδρος, πέντε μέλη καί ο επί τών εξωτερικών γραμματεύς απετέλουν κατά τό ις' ψήφισμα τής εν Τροιζήνι Συνελεύσεως τό συμβούλιον, εις ό ανετέθησαν τά τού συμβιβασμού. Τήν δέ 20η Αυγούστου 1827 ο ΆΆγγλος Χάμιλτων, ο Γάλλος πλοίαρχος Χουγών καί ο σύμβουλος τής εν Κωνσταντινουπόλει ρωσσικής πρεσβείας Τιμώνης απήτησαν επισήμως παρά τών Ελλήνων ανακωχήν. ΌΌ,τι απήτησαν αι Δυνάμεις παρά τών Ελλήνων ήτον ό,τι εζήτησαν οι ΈΈλληνες παρά τών Δυνάμεων επί τής εν Επιδαύρω Συνελεύσεως· δι' ό προθύμως συνήνεσαν. Ο Κόδριγκτων, αφιχθείς πρώτος έμπροσθεν τού Νεοκάστρου, έστειλε τήν 7ην Σεπτεμβρίου 1827 επιστολήν πρός τόν καπητανάμπεην κοινοποιούσαν τά τής συνθήκης καί λέγουσαν, ότι κατ' αυτήν απηγορεύετο πάσα κίνησις πλοίων καί στρατευμάτων καί πάσα μεταφορά πολεμεφοδίων εις βλάβην οποιουδήποτε μέρους τής στερεάς Ελλάδος καί των νήσων, καί ότι, άν μία κανονία ερρίπτετο επί τήν βρεττανικήν σημαίαν, θά κατεστρέφετο όλος ο στόλος του. Τήν 10ην Σεπτεμβρίου αφίχθη καί ο Δεριγνής, καί έγραψαν αμφότεροι αυθημερόν τώ Ιβραήμη τά αυτά. Τήν δ' επαύριον επεσκέφθη ο Δεριγνής τόν Ιβραήμην συναινέσει καί τού Κοδριγκτώνος καί τόν ηύρεν εις άκραν αμηχανίαν περί τού πρακτέου, διότι ούτε τάς δυνάμεις του ήθελε νά ριψοκινδυνεύση, ούτε τάς διαταγάς τού σουλτάνου νά παρακούση· ηγνόει δέ καί τήν γνώμην τού πατρός του. Τήν δέ 11ην εξήλθαν εις επίσκεψίν του οι δύο ναύαρχοι, καί παρόντων τών αρχηγών τών στόλων επανέλαβαν όσα έγραψαν. Ο Ιβραήμης απεκρίθη εις επήκοον όλων, ότι δέν ήτον αυτεξούσιος, αλλ' υπηρέτης τής Υψηλής Πύλης, καί ότι, διαταχθείς νά καταστρέψη τήν ελληνικήν επανάστασιν διά τής καταστροφής τής ΎΎδρας, χρέος του ενόμισε νά εκτελέση τήν θέλησιν τού κυρίου του· επειδή όμως ενδεχόμενον νά μή προείδεν ο κύριός του τήν νέαν φάσιν τών πραγμάτων, εθεώρει αναγκαίον νά ζητήση νέας διαταγάς, έτοιμος πάντοτε νά υπακούση, oποίαι καί αν ήσαν· αλλ' υπέσχετο επί λόγω τιμής μηδένα έκπλουν νά επιτρέψη εν τώ μεταξύ τούτω. Οι ναύαρχοι τής συμμαχίας ευχαριστήθησαν καί ανεχώρησαν, ο μέν Κοδριγκτών εις Ζάκυνθον, ο δέ Δεριγνής εις Ελαφοννήσια, αφήσαντες ανά μίαν φρεγάταν έφορμον. Τήν δέ 19ην Σεπτεμβρίου 1827, περί τό δειλινόν, ειδοποιήθη ο Κόδριγκτων, ότι 30 πλοία, τών εν Νεοκάστρω, πολεμικά καί φορτηγά, έπλεαν υπό επιτήδειον άνεμον πρός τάς Πάτρας εις τιμωρίαν, ως εγνώσθη μετά ταύτα, τών περί τόν Χάστιγγα καί εις επισιτισμόν τού στρατού. Ανήχθη επί τή αγγελία ταύτη η αγγλική ναυαρχίς, καί πρωίας γενομένης ευρέθη μεταξύ τού στόματος τού κόλπου καί τής τουρκικής ταύτης μοίρας παρακολουθουμένη υπό των φρεγατών Δαρτμούθης
1221
(Dartmouth) καί Ταλβότης (Talbot) καί τινος βρικίου. Ο Κόδριγκτων έσπευσε νά ειδοποιήση τόν αρχηγόν τής τουρκικής μοίρας, ότι παράβασιν τού λόγου τής τιμής τού γενικού αρχηγού εθεώρει τόν έκπλουν τής μοίρας ταύτης καί δεν επέτρεπε νά προχωρήση. Επί τή κοινοποιήσει ταύτη επόδισεν η μοίρα πρός τό Νεόκαστρον, καί τήν επαύριον απήντησεν άλλην παρακολουθούσαν εκ τού Νεοκάστρου, εν ή καί ο Ιβραήμης. Επόδισε καί αύτη πρός τό Νεόκαστρον μαθούσα τά τού Κοδριγκτώνος. Επανέπλευσαν τότε εις Ζάκυνθον τά αγγλικά πλοία. Σκότους δέ γενομένου, εστράφησαν αι δύο αιγύπτιαι μοίραι πρός τάς Πάτρας· αλλ', επικρατούσης καθ' όλην τήν νύκτα σφοδράς αντιπνοίας, ολίγον επροχώρησαν. Οι δέ περί τόν Κοδριγκτώνα, ιδόντες τήν επαύριον τά πλοία ταύτα, ανήχθησαν, καί θαλασσομαχούντες εξ αιτίας τής δεινής κακοκαιρίας, τά επρόφθασαν τό εσπέρας έμπροσθεν τού Πάπα (ΆΆραξος), τά εκανονοβόλησαν καί τά ηνάγκασαν νά επαναπλεύσωσιν εις Νεόκαστρον. Εν τούτοις έφθασε καί η ρωσσική μοίρα υπό τόν υποναύαρχον Χεϋδένον (Heyden). Αφ' ού παρέβη ο Ιβραήμης τόν λόγον του, οι ναύαρχοι εσκέφθησαν, ότι δέν ησφαλίζοντο ειμή παραφυλάττοντές τον. Επί τώ σκοπώ τούτω συνήνωσαν τά πλοία των τήν 6 Οκτωβρίου 1827 έμπροσθεν τού Νεοκάστρου· αλλ' επειδή εθεώρησαν καί βαρύ καί επικίνδυνον νά θαλασσομαχώσι παρά τήν δυσπαράπλευστον εκείνην ακτήν, απεφάσισαν νά εισπλεύσωσιν εν ειρηνικώ πνεύματι. Ηρεθισμένοι δέ διά τήν παράβασιν τού λόγου τού Ιβραήμη, ηρεθίσθησαν έτι μάλλον κατ' αυτού ως δίς συμβουλεύσαντές τον πρό ολίγου νά μή καταστρέφη ως αγενής εχθρός τήν Μεσσηνίαν διά πυρός καί σιδήρου καί μή εισακουσθέντες. Ουδέν ήττον ηρεθισμένοι κατά τών ναυάρχων ήσαν καί οι Τούρκοι, βλέποντες τά μεγάλα σχέδιά των διασκεδαζόμενα καθ' ήν ώραν εφαίνετο βεβαία η ευόδοσίς των, τούς τόσον αιματηρούς καί πολυδαπάνους αγώνας των ματαιουμένους, καί εαυτούς ενώπιον τών αποστατών εξευτελιζομένους. Υποπτεύοντες δέ μάχην προητοιμάσθησαν θέσαντες τά πλοία των εις σχήμα πετάλου επί δύο γραμμών αρχομένων από τής μίας άκρας τής εισόδου τού λιμένος, παρατεινομένων εις τό εν μέσω αυτού κείμενον νησίδιον τού Χελωνακίου καί εις τήν άλλην άκραν περατουμένων· τό σχήμα δέ τούτο έθετε τά εισπλέοντα πλοία υπό τήν πυροβολήν όλου τού στόλου». Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις 1821. Στίς 5 Οκτωβρίου, ο Δεριγνύ διέταξε τούς Γάλλους αξιωματικούς τού αιγυπτιακού στόλου νά αποσυρθούν, διότι θά βρίσκονταν στήν ανάγκη νά πολεμήσουν εναντίον τής σημαίας τής Γαλλίας. Αυτοί υπάκουσαν αμέσως καί εγκατέλειψαν τά αιγυπτιακά πλοία μέ εξαίρεση τόν Letellier, ο οποίος παρέμεινε γιά νά διευθύνει τίς επιχειρήσεις τού αιγυπτιακού στόλου. Ξημέρωσε η 8η Οκτωβρίου 1827, ίσως η ωραιότερη
1222
ημέρα γιά τήν ελληνική επανάσταση. Ο καιρός ήταν λαμπρός καί χαιρετούσε τήν απελευθέρωση τής Ελλάδος. Τά τουρκικά πλοία παρατάχθηκαν σέ σχηματισμό πετάλου. Τά μεγαλύτερα κατέλαβαν τό κέντρο καί τά μικρότερα τίς δύο πλευρές, οι οποίες στηρίζονταν στά δύο πυροβολεία πού βρίσκονταν στήν είσοδο τού όρμου, τό ένα στό νησάκι Σφακτηρία καί τό άλλο στό φρούριο τού Νεοκάστρου. Η διάταξη τών δυνάμεων τους είχε σχεδιασθεί από τόν Γάλλο αξιωματικό Letellier, ο οποίος είχε πείσει τόν Ιμπραήμ ότι τά γαλλικά πλοία δέν θά συμμετείχαν σέ ναυμαχία μέ τά αιγυπτιακά πλοία, επειδή αυτά ήταν επανδρωμένα μέ Γάλλους στρατιώτες. Ο συμμαχικός στόλος απέκλεισε από τό νότο τόν κόλπο τού Ναβαρίνου μέ επικεφαλής τόν αγγλικό καί τόν γαλλικό στόλο, ενώ ακολούθησε καί ο ρωσικός στόλος. Μπροστά από όλα τά συμμαχικά πλοία βρισκόταν η αγγλική ναυαρχίδα τού Κόδριγκτον "Asia", η οποία είχε 84 κανόνια καί ακολουθούσαν τά πλοία "Genoa", "Albion", "Glascow", "Dartmouth", "Talbot" καί "Philomel". Τά τρία πρώτα πλοία αγκυροβόλησαν πολύ κοντά στήν τουρκική ναυαρχίδα τού Ταχήρ πασά. Τά αιγυπτιακά πλοία πού σχημάτιζαν τήν αριστερή πτέρυγα, βρέθηκαν απέναντι από τή γαλλική ναυαρχίδα τού Δεριγνύ "Sirene" καί τά γαλλικά πλοία "Scipion", "Trident", "Breslau", "Alcyone" καί "Daphne". Η ρωσική μοίρα πού αποτελείτο από τή ναυαρχίδα "Azoff" τού Χέϋδεν (Heyden), καί τά πλοία "Ezekiel", "Constantine", "Elena", "Castor" καί "Alexander Nevsky" θά καταλάμβανε τό κέντρο τής συμμαχικής διάταξης. Ο Μωχάρεμ μπέης έστειλε απεσταλμένο, ο οποίος ανακοίνωσε στόν Κόδριγκτον ότι τά αιγυπτιακά πολεμικά είχαν λάβει εντολές νά μήν ρίξουν κατά τών συμμαχικών πλοίων. Μέ τή σειρά του, ο Κόδριγκτον είχε δώσει αυστηρές εντολές ώστε κανένα συμμαχικό πλοίο νά μήν ανοίξει πύρ, παρά μόνο εάν λάμβανε τέτοια διαταγή ή εάν δεχόταν πυρά από εχθρικά πλοία. "The Asia led in, followed by the Genoa and Albion, and anchored close alongside a ship of the line bearing the flag of the Capitana Bey, another ship of the line, and a large double - banked frigate; each thus having their proper opponent in the front line of the Turkish fleet. I gave orders that no gun should be fired, unless guns were first fired by the Turks; and these orders were strictly observed." Τόν χριστιανικό στόλο αποτελούσαν 12 αγγλικά πολεμικά πλοία, 8 ρωσικά καί 7 γαλλικά μέ δύναμη πυρός 1300 πυροβόλων έναντι 65 πλοίων καί 2400 πυροβόλων πού διέθετε ο μουσουλμανικός στόλος. Οι μουσουλμάνοι υπερτερούσαν σέ αριθμό ανδρών αφού διέθεταν 22000 ναύτες, αριθμό υπερδιπλάσιο από τούς ναύτες πού επάνδρωναν τά ευρωπαϊκά πλοία. Ο Τούρκος ναύαρχος Ταχήρ μόλις είδε τό αγγλικό πολεμικό νά πλέει τόσο κοντά στό δικό του πλοίο έστειλε σήμα στόν Κόδριγκτον νά μήν προχωρήσει άλλο, αλλά εκείνος τού απάντησε:
1223
"ΉΉρθα νά δώσω καί όχι νά πάρω διαταγές". Ο Fellowes κυβερνήτης τού "Dartmouth", παρατηρούσε τό πλήρωμα ενός πυρπολικού νά ετοιμάζει τό πλοίο γιά επιθετική ενέργεια. Ο ΆΆγγλος κυβερνήτης κατέβασε μία βάρκα καί τήν έστειλε στό πυρπολικό γιά νά αποτρέψει τούς Τούρκους από τυχόν επιθετικές κινήσεις. Αυτοί πυροβόλησαν τή βάρκα σκοτώνοντας μερικούς ναύτες μεταξύ τών οποίων ήταν καί ο ΆΆγγλος υποπλοίαρχος Fitzroy. Οι ναύτες τού "Dartmouth" άνοιξαν μέ τή σειρά τους πύρ γιά νά προστατέψουν τή βάρκα τους, τήν οποία κάλυπτε καί η φρεγάτα "Sirene" τού Henri de Rigny πού είχε αγκυροβολήσει δίπλα στό αγγλικό πλοίο. Τότε μία τουρκική κορβέτα άνοιξε πύρ μέ τά πυροβόλα της σκοτώνοντας μερικούς ναύτες από τό γαλλικό πλοίο καί σέ σύντομο χρονικό διάστημα η μάχη γενικεύτηκε. Τό "Asia" ξεκίνησε τόν κανονιοβολισμό συγκεντρώνοντας όλη τή δύναμη πυρός του στήν τουρκική ναυαρχίδα πού βρισκόταν στά δεξιά του, μέ αποτέλεσμα νά τή βυθίσει μέσα σέ λίγα λεπτά τής ώρας. Στή συνέχεια ο Edward Codrington έστειλε βάρκα στήν αιγυπτιακή ναυαρχίδα πού βρισκόταν στά αριστερά, γιά νά επιβεβαιώσει τήν ουδετερότητά της, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά ένας ΆΆραβας ναύτης πυροβόλησε καί σκότωσε τόν διερμηνέα Πέτρο Μικέλη. "In the mean time, however, our excellent pilot, Mr Peter Mitchell who went to interpret to Moharem my desire to avoid bloodshed, was killed by his people in our boat along side, whether with or without his orders, I know not; but his ship soon afterwards fired into the Asia and was, consequently, effectually destroyed by the Asia's fire, sharing the same fate as his brother admiral, on the starboard (δεξιά) side, and falling to leeward a mere wreck". (Αναφορά τού Κόδριγκτον πρός τό βρετανικό ναυαρχείο). Τό ευτύχημα ήταν ότι οι δύο μουσουλμανικές ναυαρχίδες δέν πολέμησαν τό αγγλικό πλοίο ταυτόχρονα. ΈΈτσι όταν καταστράφηκε ολοσχερώς η τουρκική ναυαρχίδα τού Ταχήρ πασά, τότε ξεκίνησε η αιγυπτιακή ναυαρχίδα νά κανονιοβολεί τό "Asia", τό οποίο έστρεψε τώρα όλη τή δύναμη πυρός εναντίον της, μέ αποτέλεσμα νά έχει καί αυτή τήν ίδια μοίρα μέ τήν προηγούμενη. Η αιγυπτιακή ναυαρχίδα, πού τόσο καμάρωνε όταν τήν έβλεπε στήν Αλεξάνδρεια ο σατράπης τής Αιγύπτου, βρισκόταν τώρα στόν βυθό τού Ναβαρίνου. Τό "Asia" εξουδετέρωσε γρήγορα καί τίς υπόλοιπες εχθρικές φρεγάτες πού είχε απέναντί του έχοντας στό πλευρό του τά πλοία "Genoa" καί "Albion". Τό πλοίο "Sirene" κινδύνεψε νά καταστραφεί από τά τουρκικά παράκτια πυροβολεία ενώ τό "Scipion" βρέθηκε σέ πύρινο εναγκαλισμό μέ ένα τουρκικό πυρπολικό. Ο πλοίαρχος Pierre Bernard Milius έπεισε τούς άνδρες του πού είχαν πρός στιγμή δειλιάσει, νά συνεχίσουν τή μάχη καί τελικά κατάφερε νά απαλλαγεί από τό καιγόμενο εχθρικό πυρπολικό μέ τή βοήθεια αγγλικών πλοίων καί νά οδηγήσει τό
1224
δικό του σέ ασφαλέστερη θέση. Τό γαλλικό "Breslau" 84 πυροβόλων μέ κυβερνήτη τόν Botherel de la Bretonniere κατάφερε νά βυθίσει τρείς εχθρικές φρεγάτες καί νά προκαλέσει σημαντικές ζημιές σέ άλλες δύο, έχοντας όμως πολλές απώλειες σέ έμψυχο υλικό. Ο ηρωϊκός πλοίαρχος τραυματίστηκε σοβαρά στά πόδια καί αποσύρθηκε από τή μάχη. Τό "Azoff" οδηγώντας τά ρωσικά πολεμικά πλοία πού ακολουθούσαν εξουδετέρωσε πρώτα τά πυροβολεία τής Σφακτηρίας καί τού Νεοκάστρου. Στή συνέχεια προχώρησε πρός τό εσωτερικό τού κόλπου καί βρέθηκε περικυκλωμένο από 5 τουρκικά πλοία, τά οποία αντιμετώπισε επιτυχώς αλλά μέ βαρύτατες απώλειες. Στήν αρχή βύθισε δύο φρεγάτες καί μία κορβέτα καί στή συνέχεια έσπασε τά κατάρτια ενός πλοίου 60 πυροβόλων, αναγκάζοντάς το νά εξωκείλει καί νά ανατιναχθεί από έκρηξη στήν πυριτιδαποθήκη του. Η συνεργασία τών τριών συμμάχων ήταν αρίστη, καθώς υπήρχε μεταξύ τους ευγενής άμιλλα καί αυτοθυσία τού ενός γιά τόν άλλον, σέ αντίθεση μέ τούς Τουρκοαιγυπτίους, στούς οποίους επικρατούσε αμοιβαία αντιπάθεια. Εάν οι Ευρωπαίοι είχαν σχηματίσει από τότε μία υγιή συμμαχία πρός όφελος τής Ευρώπης καί τού πολιτισμού, η μοίρα τών ελληνικών πληθυσμών πού βρίσκονταν κάτω από τήν τουρκική τυραννία θά ήταν τελείως διαφορετική. Η ναυμαχία διήρκησε τέσσερεις ώρες καί μόλις διαλύθηκαν οι καπνοί από τίς βολές φάνηκαν τά αποτελέσματά της, τά οποία ήταν οδυνηρά γιά τόν μουσουλμανικό στόλο. 6000 Τουρκοαιγύπτιοι κείτονταν νεκροί από τά πυροβόλα όπλα καί άλλοι τόσοι ήταν οι τραυματίες πού αγωνίζονταν νά σωθούν πάνω στίς σχεδίες. Δεκάδες πλοία είχαν βυθιστεί καί τά υπόλοιπα πυρπολούνταν από τά πληρώματά τους, γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τού εχθρού. Πολλοί ΈΈλληνες σκλάβοι πού υπηρετούσαν διά τής βίας στόν μουσουλμανικό στόλο βρέθηκαν νεκροί, δεμένοι χειροπόδαρα. Οι απώλειες τών Ευρωπαίων ήταν 200 νεκροί καί 500 τραυματίες, ανάμεσα στούς οποίους ήταν καί ο νεαρός γιός τού Κόδριγκτον. Ως εκ θαύματος κανένα συμμαχικό πλοίο δέν είχε βουλιάξει. Οι εκρήξεις από τά πυρπολημένα πλοία συνεχίστηκαν γιά πολλές ώρες ακόμα καί απείλησαν τά συμμαχικά πλοία, τά οποία αναγκάστηκαν νά βγούν έξω από τόν κόλπο τού Ναβαρίνου. "Ο όρμος τού Ναβαρίνου, βράζοντας από τά βλήματα πού κάθε στιγμή τρυπούσαν τήν επιφάνειά του, σκεπασμένος από συντρίμμια πού επέπλεαν, επάνω στά οποία γαντζώνονταν δυστυχισμένοι Τούρκοι, δέν ήταν πιά η μεγάλη ήρεμη υδάτινη έκταση, επάνω στήν οποία ταλαντεύοταν μέ ράθυμη μεγαλοπρέπεια τό πρωϊνό τής 8/20ης Οκτωβρίου ο επιβλητικός στόλος τού Ιμπραΐμ" (Jurien de la Graviere). «Letter to the Duke of Clarence (Γράμμα τού ΆΆγγλου ναυάρχου
1225
σχετικά μέ τή ναυμαχία τού Ναβαρίνου) For, from the time the "Asia's" broadside returned the fire of the Capitan Bey's ship - an 84 - she received little injury from her, though galled all the while by the ships within her. All these were as speedily silenced in turn as the "Asia's" guns could be brought to bear on them. I should observe, Sir, that we did not begin with any one of them. I had told Moharem Bey that I would not fire unless he did, in reply to his message that he would not; but that if any one gun were fired from any of the Turkish ships at either of the Allied flags, I would destroy the whole Turkish fleet. His ship did not keep his promise, for which she received condign punishment. The "Asia'' and the other ships which I have the honour to command effectually kept mine; and my purpose of preventing the transmission of supplies by sea has been thereby fully answered. As I wish "nothing to extenuate or set down aught in malice," I will do Moharem the justice to say that I believe his crew fired without his orders; for they killed our pilot in our boat whilst his captain was speaking to my flag-lieutenant on the gangway. However, the period during which his neutrality was preserved, was sufficient for the "Asia" to get rid of her two starboard opponents; and as his fire opened upon us just as we had sprung the "Asia" to return the fire of the double tier frigate next beyond him, we were enabled to pay them both off at the same time. It is quite impossible for me to say too much in favour of the conduct of both officers and men under such circumstances. I do not, however, doubt that all the other ships which had the opportunity of taking up the stations allotted to them, had quite as much to do and did it quite as well. And if all, not only of the English but of the Allied ships also, had been able to place themselves as we did, there would still have been a full allowance of opponent guns for each since, according to Mons. Bompard, one of the French officers who had retired at Admiral De Rigny's summons, there were in all 81 vessels in the Turkish fleet carrying guns and pendants or flags, whereas our number was only 23, besides the "Hind" tender and two similar-sized French tenders, which would have been more useful if they had remained outside. The fact is, Sir, that after the battle was fairly begun, the wind fell so light and the smoke became so dense, that neither of the French ships of the line could close with the ships between the "Syrene" and the "Asia", the "Scipion" having been set on fire by one of the Turkish fire-vessels in the attempt; and that all the Russian ships, except the "Azoff", carrying Count Heiden's flag, were thrown into the same difficulty. The "Cambrian" and the "Glasgow" were delayed by the latter being sent to meet Captain Hamilton with the orders, on his way from the pass of Amyro (Αλμυρό), near Kalamata, where I had sent him to check the brutalities of Ibrahim's army; and it is much to their credit that they could get in in time to silence the batteries and relieve their friends already requiring their assistance. I may mention to Your Royal Highness that Captain Hamilton's appearance at
1226
Amyro checked the advance of the 5,000 of Ibrahim's army destined to ravage Maina, thus breaking in a second instance his agreement with us; and that upon hearing the cannonade the whole returned towards Navarin. If I did not know the interest which Your Royal Highness takes in all naval operations, I should fear tiring you with this detail. However, I will now proceed to submit my opinion on the consequences of this late battle. Sir, I think the first great effect will be, that the Sultan, finding that by the loss of his fleet he has no longer the means of continuing the war, will now accede to the proposed armistice; and that the second will be the Russians relinquishing an intention, which I dare say is now in the progress of execution, of marching their army towards Constantinople. For the only grounds on which Russia could take such a step must be the persevering resistance of the Porte. Another effect will be Ibrahim's army being put to great difficulty in transporting supplies, and 1 trust consequently ceasing that cruel system which may lead to their own destruction; As to Mehemet or Mohammed Ali, who has been trying to commit England to support him against the Porte, as I fully believe only with the view of inducing the Sultan to reward his sham fidelity by giving him Damascus and Syria, I shall not be surprised if he lose his head as a just reward for his base hypocrisy. I hope, at all events, that the conduct of Ibrahim at sea and on shore will not be forgotten whenever the question of tribute and compensation for Turkish property within the limits of regenerated Greece be taken into consideration. The Turks having not only refused the mediation, but having set at defiance the power of the Allies to enforce it, may well be made to pay the penalty of their resistance a resistance, moreover, solely prolonged for the purpose of vengeful brutality. Two Greeks swam on board the "Asia" with manacles on their legs (αλυσίδες στά πόδια τους); others have been found chained to floating pieces of wreck; and we hear of numbers being purposely left with the dead and the dying, previous to the whole being blown up together. I should observe, Sir, that these poor wretches were kept as galley slaves (σκλάβοι σέ γαλέρες), and not as prisoners of war. We have also received some Englishmen and some Americans, who say that they were seduced to go on board the Turkish ships to work in fitting them, and at last were put in irons and forced to come to sea in them. They say they were put in the tops during the action; that there are no surgeons in the Turkish ships, and that if a man be wounded they let him alone to bleed to death». Memoir of the life of Admiral Sir Edward Codrington. Η νύκτα βρήκε τόν κόλπο τής Πύλου νά λαμπαδιάζει από τίς φωτιές πού έκαιγαν τά πλοία καί από τίς εκρήξεις τών πυρομαχικών. Φαντάζεται κανείς τήν χαρά τών Ελλήνων όταν έμαθαν γιά τήν καταστροφή τού εχθρικού στόλου! Η ώρα πού ποθούσαν τόσους αιώνες
1227
είχε φτάσει. Επιτέλους τά σύνορα πού ήθελαν καί τά οποία θά τούς εξασφάλιζαν μία ελεύθερη καί αξιοπρεπή ζωή χωρίς μουσουλμάνους τυράννους καί τζαμιά ήταν πραγματικότητα. "Αυτήν τήν ημέραν επεριμέναμεν όλοι οι γέροντες καί πατέρες μας", θά έγραφε ο Κασομούλης. Σέ όλες τίς εκκλησίες έγιναν δοξολογίες γιά νά γιορτάσουν όλοι οι πιστοί τή μεγάλη νίκη τών Τριών Συμμάχων, η οποία οδηγούσε μέ βεβαιότητα στό τέλος τής πολύχρονης σκλαβιάς. Γιά πρώτη φορά έπειτα από αιώνες, ακούστηκαν στή λειτουργία επικλήσεις πρός κάποιον βασιλιά: "Πολυχρονίους ποιήσαι κύριος ο Θεός τούς θεοσεβάστους καί φιλοχρήστους βασιλείς καί προστάτας τής Ελλάδος Γεώργιον τής Μεγάλης Βρεταννίας, Νικόλαον πασών τών Ρωσσιών καί Κάρολον τής Γαλλίας τόν χριστιανικώτατον. Κύριε φύλαττε αυτούς εις πολλά έτη". Ο Ιμπραήμ μόλις έφθασε στήν Πύλο καί είδε τόν στόλο του συντρίμμια λύσσαξε από τό κακό του καί ξέσπασε στούς δύστυχους αιχμαλώτους ΈΈλληνες, τούς οποίους τούς σούβλισε καί τούς έψησε σέ σιγανή φωτιά. ΉΉταν ένα από τά δείγματα τού ισλαμικού πολιτισμού καί τής οθωμανικής "ανεκτικότητας", τά οποία ευτυχώς ήταν από τά τελευταία. Στήν Κωνσταντινούπολη η είδηση τής συντριβής στό Ναβαρίνο έπεσε σάν βόμβα. Ο Μαχμούτ μαινόμενος πρός τούς υπουργούς του απειλούσε ότι θά κηρύξει τόν πόλεμο κατά τών τριών συμμαχικών Δυνάμεων. Από μέσα του όμως έτρεμε καί έτσι δέν διέταξε ούτε πόλεμο ούτε γενική σφαγή τών Χριστιανών, όπως είχε κάνει τόν Απρίλιο τού 1821.Τό μόνο μέτρο στό οποίο κατέφυγε ήταν νά κατασχέσει τό φορτίο όλων τών ξένων πλοίων πού ήταν αγκυροβολημένα στό λιμάνι τής Κωνσταντινούπολης καί νά κλείσει γιά μερικές ημέρες τά Δαρδανέλλια. Οι τρείς πρέσβεις οργισμένοι από τίς απειλές τού σουλτάνου αναχώρησαν από τήν Κωνσταντινούπολη καί κατευθύνθηκαν στά Ιόνια νησιά γιά νά διευθετήσουν τό ελληνικό ζήτημα. Ο σουλτάνος έκανε γενική επιστράτευση καί συγκέντρωσε στρατεύματα στήν Αδριανούπολη γιά νά αντιμετωπίσει ενδεχόμενο πόλεμο μέ τή Ρωσία. «After the battle, the Allied admirals sent to the Turkish commanders a joint note, stating that the squadrons of the Allied powers did not enter Navarino with a hostile intention, but only to renew to the commanders of the Turkish fleet propositions which were to the advantage of the Grand Seignor himself, and that, it was not their intention to destroy what ships of the Ottoman navy may yet remain, now that so signal a vengeance had been taken for the first cannon which had been ventured to be fired on the Allied flags. "We send, therefore, one of the Turkish captains, fallen into our hands as a prisoner, to make known to Ibrahim Pacha, Mauharem Bey, Tahir Pacha, and Capitani Bey, as well as to all the other Turkish chiefs, that if a single musket, or cannon shot be again fired on a ship or boat of the allied powers, we shall immediately destroy all the remaining vessels as well as the forts of Navarino, and that we shall consider such a new act of hostility as a formal declaration of
1228
the Porte against the three Allied powers, and which the Grand Seignor and his Pachas must suffer the terrible consequences. "But if the Turkish chiefs, acknowledging the aggression they have committed by commencing the firing, abstain from any act of hostility, we shall resume those terms of good understanding which they have themselves interrupted. In this case they will have the white flag hoisted on all the forts before the end of this day. We demand a categorical answer, without evasion before sunset". Information was subsequently received through the French papers that Ibrahim hoisted the white flag on all his fortresses before sunset agreeably to the above injunction. It is said also, that Ibrahim was not present at the battle of Navarino, having been at that time engaged in the interior of the Morea, pursuing the Christians in the mountains of Messenia, attending to the execution of some priests, whom he had crucified on olive trees, and destroying the poor peasantry, devastating the country, etc. It appears that Ibrahim has constantly taken delight in murder, devastation and cruelty. In a letter from Corfu it is stated that the threat made by the Porte on receipt of the treaty of the 6th of July, that every armed interference in the affairs of Greece would fail in its object, and lead to a greater effusion of blood, appears to be really carrying into effect. After the failure of his attempt to leave the port of Navarino, Ibrahim marched against Maina,and committed on the way the most frightful devastations. Fifteen thousand infantry, and eight hundred cavalry, scoured the peninsula, with cries of "down with the infidels". On being informed of the destruction of his fleet, Ibrahim, as appears by a letter from Ancona, immediately fell back upon Coron, and put to the sword, or torture, all the Greek prisoners, men, women and children, which had fallen into his hands during the previous fifteen months. According to his previous custom, the Ministers of religion, were either crucified, or roasted, by slow fires (οι ιερείς σταυρώθηκαν ή ψήθηκαν σέ σιγανή φωτιά). The details of these enormities, no person could read without shuddering with horror. They are too shocking for description». Comstock John Lee (1789-1858), History of the Greek revolution. Στρατιωτικές επιχειρήσεις (1828) Η ανάθεση τής αρχιστρατηγίας στόν Τζώρτζ καί τόν Κόχραν δέν επέφερε τά λαμπρά αποτελέσματα πού περίμενε η ελληνική κυβέρνηση. Οι δύο ΆΆγγλοι δέν ενέπνεαν κύρος καί σεβασμό στούς ΈΈλληνες πού αγωνίζονταν στήν ξηρά καί στή θάλασσα. Πολλοί ναυτικοί, αρνούμενοι νά ακολουθήσουν τόν Κόχραν, επιδόθηκαν στήν πειρατεία, λυμαίνοντας τά νησιά καί προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στήν ασφάλεια τών κατοίκων καί στή διακίνηση τών αγαθών. Η κυβέρνηση ήταν ανίκανη νά αντιδράσει τόσο στήν εξάλειψη τής πειρατείας όσο καί στήν παύση τού
1229
εμφυλίου σπαραγμού πού ελάμβανε χώρα στό Ναύπλιο μεταξύ τού Θεόδωρου Γρίβα καί τού Χρίστου Φωτομάρα. Οι δύο οπλαρχηγοί επιδίδονταν σέ λεηλασίες καί βασανισμούς τών κατοίκων τού Ναυπλίου καί δέν δίστασαν νά κάψουν τόν ελαιώνα τού Ναυπλίου, πού τόν αποτελούσαν χιλιάδες ελαιόδενδρα πού είχαν φυτέψει παλαιότερα οι Βενετοί έξω από τήν πόλη. Οι Βρετανοί Κόχραν, ΆΆστιγξ καί Τόμας ήταν αυτοί πού έφεραν τό βάρος τών ναυτικών επιχειρήσεων, αντικαθιστώντας τούς Υδραίους καί τούς Σπετσιώτες πλοιάρχους. Στίς 17 Σεπτεμβρίου 1827, οι Frank Abney Hastings καί George Thomas μέ τά πλοία τους "Καρτερία" καί "Σωτήρ" αντίστοιχα αγκυροβόλησαν μέσα στόν όρμο τής Αγκάλης, στή δυτική πλευρά τού κόλπου τής Ιτέας, όπου είχε καταφύγει εχθρικός στολίσκος αποτελούμενος από τουρκικά, αλγερινά καί αυστριακά πλοία. Η ατμοκίνητη "Καρτερία" μέ εύστοχες βολές βύθισε τίς εχθρικές γολέτες, ενώ τό τουρκικό μπρίκι μέ τή σημαία τού Τούρκου ναυάρχου τινάχθηκε στόν αέρα, όταν ένα βλήμα έσκασε μέσα στήν πυριτιδαποθήκη του. Ο Τόμας μέ τόν "Σωτήρα" κατόρθωσε νά αχρηστεύσει τά παράκτια πυροβολεία καί μέ ένα ρεσάλτο τών ναυτών του πέτυχε νά καταλάβει μία αλγερινή γολέτα. ΌΌταν ο Ιμπραήμ έμαθε γιά τίς επιτυχίες τών ελληνικών πλοίων αποφάσισε παρά τήν υπόσχεσή του στούς τρείς ναυάρχους νά στείλει τόν στόλο του στόν Κορινθιακό γιά νά τά κυνηγήσει. Οπότε μπορούμε νά πούμε ότι η νίκη στόν κόλπο τής Ιτέας αποτέλεσε τήν αφορμή γιά τήν έναρξη τής ναυμαχίας τού Ναβαρίνου. Μετά τή συντριβή τού τουρκοαιγυπτιακού στόλου στήν Πύλο, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε νά μεταφέρει τίς εχθροπραξίες όσο πιό μακρυά μπορούσε ώστε νά συμπεριληφθούν στά σύνορα τού υπό διαμόρφωση νέου κράτους καί περιοχές πού είχαν επαναστατήσει καί είχαν υποφέρει τά πάνδεινα από τίς θηριωδίες τών Τούρκων. Η ελληνική κυβέρνηση ανέθεσε στόν Γάλλο Charles Favier καί τόν Πορτογάλο Antonio Figueira d' Almeida τήν αποστολή νά καταλάβουν καί νά ελευθερώσουν τήν πολύπαθη Χίο. Τά έξοδα τής στρατιωτικής επιχείρησης τά ανέλαβαν οι εξόριστοι Χιώτες καί τό γαλλικό φιλελληνικό κομιτάτο. Οι πλούσιοι Χιώτες ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα καί δέν σταμάτησαν νά στέλνουν επιστολές πρός πάσα κατεύθυνση καί ιδίως στήν γαλλική καί τήν αγγλική κυβέρνηση ζητώντας νά συμπεριληφθεί τό νησί τους στά όρια τού νέου κράτους. Ανάμεσα στούς Χιώτες τού Παρισιού πού δραστηριοποιήθηκαν γιά νά χρηματοδοτηθεί στρατιωτική επιχείρηση γιά τήν απελευθέρωση τής Χίου ήταν καί ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Κόχραν ήταν μεταξύ αυτών πού ήθελαν νά συμμετάσχουν στήν συνεισφορά υπέρ τής εκστρατείας καί προμήθευσε μέ 1000 βόμβες τόν Φαβιέρο. Αυτή θά ήταν η τελευταία πολεμική πράξη τού ακριβοπληρωμένου λόρδου. ΌΌταν αργότερα θά ξαναγύριζε από τό εξωτερικό μέ τό νέο ατμοκίνητο πλοίο "Ερμής", ο Καποδίστριας θά τού
1230
διαβίβαζε τήν επιθυμία νά μήν ξαναγυρίσει στήν Ελλάδα. Ο Φαβιέρος αποβιβάστηκε μέ επιτυχία στίς ακτές τής Χίου καί ύστερα από σύντομη μάχη ανάγκασε τούς Τουρκαλβανούς νά κλειστούν στό κάστρο. Ο Γάλλος συνταγματάρχης ξεκίνησε τήν πολιορκία τού κάστρου, παρά τίς υποδείξεις τού ναυάρχου Δεριγνύ, νά παραιτηθεί από κάθε πολεμική ενέργεια στό νησί. Τό κάστρο ήταν άριστα οχυρωμένο καί δέν υπήρχε περίπτωση νά καταληφθεί μέ έφοδο παρά μόνο μετά από πολύμηνη πολιορκία. Ο Φαβιέρος μάταια θά επέμενε στήν προσπάθειά του αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αποφασίσει νά μήν συμπεριληφθεί η Χίος στά όρια τής αναγεννημένης Ελλάδος. «Η ελληνική κυβέρνησις νομίζουσα ότι, όσα ελληνικά μέρη ελάμβανον αύθις τά όπλα, ηδύναντο κατά τόν μεταξύ Ελλάδος καί Τουρκίας συμβιβασμόν νά συμπεριληφθώσιν εις τήν ελληνικήν επικράτειαν, καί νά λογισθώσιν ως μέλη τής ελευθέρας Ελλάδος, υπεδαύλισε τήν επανάληψιν τού αγώνος εις πολλά μέχρι τούδε υποδουλωμένα μέρη τής τε Ανατολικής καί Δυτικής Ελλάδος, εις τήν νήσον Κρήτην καί εις αυτήν προσέτι τήν Χίον. Ανεχώρησεν εκ Μεθαίνων ο υπό τόν Φαβιέρον τακτικός στρατός, συγκείμενος εκ τριών ταγμάτων αριθμούντων περί τούς 800 άνδρας, ενός λόχου πυροβολιστών, 200 ιππέων, τριών ελαφρών καί επτά βαρέων πυροβόλων καί έφθασε εις Ψαρά. Αφιχθέντων δ' εκεί καί τών 1500 ευζώνων, ο ελληνικός στρατός απέβη επί τής Χίου κατά τόν Μαυρολιμένα απέναντι ενός τακτικού εχθρικού σώματος, τό οποίον μετά μιάς ώρας αντίστασιν έτρεψεν εις φυγήν καί κατεδίωξε μέχρι τού φρουρίου. Περί τούς 100 εκ τών εχθρών εφονεύθησαν καί επληγώθησαν καί 60 ηχμαλωτίσθησαν, εκ δέ τών Ελλήνων εις 35 συνεποσούντο οι φονευθέντες καί πληγωθέντες. Μετά πολλάς δέ καί διαφόρους φάσεις καί περιπετείας, άς έλαβεν η υπέρ τής ωραίας μέν αλλ' ατυχούς Χίου εκστρατείας αύτη, ως εκ τών μεταξύ Φαβιέρου καί επιτροπής διχονοιών, τών στερήσεων τού στρατού, κατέληξεν εις τήν εγκατάλειψιν τής επιχειρήσεως, αφού μάλιστα οι μέν Οθωμανοί καί τροφάς καί επικουρίαν στρατευμάτων έλαβον παρά τού Ταχήρ πασσάν αναφανέντος εις τόν πορθμόν τής Χίου καί αμέσως αποχωρήσαντος τουρκικού στολίσκου, οι δέ ΈΈλληνες εστερούντο καί τροφών καί πολεμεφοδίων καί αυτής τής αρμονίας. Εγκαταλειφθήσης δέ τής επιχειρήσεως, ο ελληνικός στρατός επιβιβασθείς επί δύο γαλλικών καί μίας ελληνικής φρεγατών ανεχώρησεν εκ Χίου εις Ελλάδα, παρακολουθούμενος καί υπό πολλών Χίων φοβηθέντων τήν άγριαν εκδίκησιν τών Τούρκων». Αναστασίου Ορλάνδου, Ναυτικά εν Αθήναις 1869. Η επόμενη στρατιωτική επιχείρηση είχε σάν σκοπό τήν αναγέννηση τού αγώνα στήν επίσης πολύπαθη Κρήτη. Οι Κρητικοί πρόσφυγες
1231
οργάνωσαν ένα συμβούλιο, τό οποίο ανέλαβε νά στρατολογήσει όσους Κρητικούς είχαν διασκορπιστεί σέ διάφορα μέρη τής Ελλάδος καί νά τούς μεταφέρει μέ πλοία στήν Κρήτη γιά νά αναζωπυρώσουν τήν κρητική επανάσταση. Οι Ανδρέας Μιαούλης, Γεώργιος Σαχίνης καί Αντώνιος Κριεζής παρέλαβαν τούς οπλοφόρους πού συγκεντρώθηκαν καί τούς αποβίβασαν στή Γραμβούσα στίς 25 Οκτωβρίου 1827. Οι πρώτες στρατιωτικές επιχειρήσεις στέφθηκαν μέ επιτυχία. Οι ΈΈλληνες μέ αρχηγό τόν Ιωάννη Χάλη κατέλαβαν στίς 20 Νοεμβρίου 1827 τά χωριά Κριτσά καί Μιράμπελλο συντρίβοντας μία τουρκική δύναμη 2000 ανδρών πού είχε προσπαθήσει νά τούς σταματήσει. Στίς 9 Δεκεμβρίου στό χωριό Μοσχός οι αρχηγοί Καζανομανώλης καί Μιχάλης Καθέκλας σημείωσαν άλλη νίκη μέ βαρύτατες όμως απώλειες γιά τούς Κρητικούς, οι οποίοι αναζήτησαν πλέον ενισχύσεις από τήν ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς ο αριθμός τών Τούρκων στρατιωτών στήν Κρήτη ήταν κατά πολύ ανώτερος. Στίς 5 Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε στή Γραμβούσα ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης μέ 100 ιππείς καί ανέλαβε μαζί μέ τόν Χάλη τή διοίκηση τών ελληνικών στρατευμάτων στήν Κρήτη. Πρώτη φροντίδα τού Χατζημιχάλη ήταν νά οχυρώσει τά Σφακιά καί νά τά χρησιμοποιήσει σάν ορμητήριο γιά τίς επιθέσεις κατά τών τουρκικών θέσεων. ΌΌμως οι γειτονικές περιοχές από τόν φόβο τών αντιποίνων έμειναν αμέτοχες στά επαναστατικά κινήματα καί οι Σφακιανοί ανέλαβαν μόνοι τους τό βάρος τού Αγώνα. Οι ελλείψεις σέ τρόφιμα καί πολεμοφόδια ήταν μεγάλες καθώς δέν υπήρχε ανταπόκριση από τήν ελληνική κυβέρνηση στίς συνεχείς εκκλήσεις τών Σφακιανών γιά βοήθεια. Οι κάτοικοι τών Σφακιών από μόνοι τους αδυνατούσαν νά θρέψουν τούς ενόπλους πού είχαν συγκεντρωθεί στήν επαρχία τους. Στίς 8 Μαΐου 1828, οι Σφακιανοί μέ τήν καθοδήγηση τών Χατζημιχάλη, Μανουσέλη, Μανουσογιαννάκη καί Δεληγιαννάκη επιτέθηκαν σέ ένα τουρκικό σώμα πού μετέφερε 6000 αιγοπρόβατα καί κατάφεραν νά τό αποδεκατίσουν καί νά αρπάξουν τά τόσο πολύτιμα γιά τήν διατροφή τους ζώα. Ο Χατζημιχάλης στή συνέχεια οχύρωσε τό Φραγκοκάστελλο μέ 600 άνδρες καί περίμενε τόν Μουσταφά πασά πού είχε συγκεντρώσει 4300 άνδρες καί ετοιμαζόταν νά δώσει τό τελειωτικό κτύπημα στούς Σφακιανούς πού είχαν τολμήσει νά ξανασηκώσουν κεφάλι. Στίς 18 Μαΐου 1828, ο Μουσταφά πασάς όρμησε μέ απίστευτη ορμή εναντίον τού κάστρου, τό οποίο κατέλαβε σκοτώνοντας τούς περισσότερους υπερασπιστές του καί ανάμεσά τους τόν Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη καί τόν ίδιο τόν Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Ο Νταλιάνης πολέμησε σάν λέων έξω από τό κάστρο καί αφού έσπασε τό σπαθί του καί σκοτώθηκε τό άλογό του περικυκλώθηκε από τούς Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι τόν κατακρεούργησαν καί στό τέλος έκοψαν τό κεφάλι του καί τό πήγαν στόν Μουσταφά πασά, σάν δείγμα τής
1232
μεγάλης νίκης κατά τών Σφακιανών. Τελικά η Κρήτη όπως καί η Χίος δέν επρόκειτο νά ελευθερωθεί διότι έτσι είχαν αποφασίσει οι τρείς Μεγάλες Δυνάμεις καί κυρίως η Μεγάλη Βρετανία. Οι ΆΆγγλοι δέν επιθυμούσαν μέ κανένα τρόπο τή διάλυση τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, τήν οποία στήριζαν γιά νά υπάρχει ένα ανάχωμα στίς βλέψεις τών Ρώσων πρός τή Μεσόγειο καί τήν Εγγύς Ανατολή. Οι ΈΈλληνες τότε αποφάσισαν νά στρέψουν τίς πολεμικές τους επιχειρήσεις στή Στερεά Ελλάδα. Ο αρχιστράτηγος Τζώρτζ οργάνωσε εκστρατεία στή Δυτική Στερεά συγκεντρώνοντας Σουλιώτες, Πελοποννήσιους καί Ρουμελιώτες ενόπλους στό Διακοπτό Αχαΐας, τούς οποίους τούς μετέφερε μέ πλοία στό Δραγαμέστο (Αστακό). Οι αρχηγοί Κώστας Μπότσαρης, Νικόλαος Πετμεζάς, Κώστας Βλαχόπουλος καί Διονύσιος Ευμορφόπουλος αποβιβάστηκαν μέ 1400 άνδρες στόν Αστακό καί ένωσαν τίς δυνάμεις τους μέ τούς Δημήτριο Μακρή, Δήμο Τσέλιο καί Γιαννάκη Ράγκο πού βρίσκονταν οχυρωμένοι στό Λεσίνι καί ήταν από εκείνους πού είχαν αρνηθεί νά προσκυνήσουν τόν Κιουταχή μετά τήν πτώση τών Αθηνών. Ο στόχος φυσικά τών Ελλήνων ήταν νά αποκλείσουν τόν ανεφοδιασμό τού Μεσολογγίου πού γινόταν μέσω τού Μακρυνόρους από τήν ΆΆρτα, ώστε νά αναγκαστούν οι Τούρκοι νά παραδώσουν τήν πόλη. Τήν τροφοδοσία τού στρατού επιμελήθηκε ο ίδιος ο Καποδίστριας πού βρισκόταν τότε στήν Αγκώνα, ξοδεύοντας τά τελευταία 25000 φράγκα από τίς καταθέσεις του στό Παρίσι. "ΈΈπειτα δέν θά έχω τίποτε άλλο νά δώσω, επειδή δέν θά έχω πιά τίποτε". Στό μεταξύ ο ΆΆστιγξ μέ τήν "Καρτερία" έπλεε έξω από τή λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου συνοδευόμενος από τό πολεμικό πλοίο "Ελβετία" καί άλλα μικρότερα πολεμικά μίστικα. Στίς 15 Δεκεμβρίου 1827, ο γενναίος ΆΆγγλος πλοίαρχος βομβάρδισε τό νησάκι Βασιλάδι, μέ αποτέλεσμα μία οβίδα νά τινάξει στόν αέρα τήν πυριτιδαποθήκη καί νά σκοτώσει τούς περισσότερους άνδρες τής τουρκικής φρουράς. Οι ΈΈλληνες αποβιβάστηκαν μέ βάρκες στήν παραλία καί κατέλαβαν ξανά τό Βασιλάδι, τό οποίο είχε υποφέρει αφάνταστα από τίς απανωτές επιθέσεις τών Τούρκων ένα χρόνο πρίν, κατά τή διάρκεια τής πολιορκίας τού Μεσολογγίου. Ταυτόχρονα οι Μακρής καί Τσέλιος μέ 200 άνδρες κατέλαβαν τό χωριό Γουριά στίς όχθες τού Αχελώου ποταμού, ενώ ο Κίτσος Τζαβέλας ξανάρχισε τόν κλεφτοπόλεμο στή γνώριμη γι' αυτόν επαρχία τού Μεσολογγίου, κτυπώντας τίς εφοδιοπομπές πού είχαν κατεύθυνση τό Μεσολόγγι. Ο αποκλεισμός τού Μεσολογγίου συνεχίστηκε καί τό επόμενο έτος μέ τήν κατάληψη εκ μέρους τών Ελλήνων τών νησιών Ντολμά καί Πόρου. Οι Τσώρτς καί ΆΆστιγξ ήταν επικεφαλής τών ελληνικών στρατευμάτων πού πολιορκούσαν τώρα τό Ανατολικό (Αιτωλικό) καί τό κανονιοβολούσαν τόσο από τήν ξηρά όσο καί από τήν θάλασσα. Στίς 11
1233
Μαΐου 1828, ο ΆΆστιγξ δέχτηκε ένα βόλι στόν ώμο αλλά δέν έδωσε σημασία καί συνέχισε τίς πολεμικές του δραστηριότητες. Γιατροί όμως δέν υπήρχαν καί τό τραύμα εξελίχθηκε σέ σοβαρή μόλυνση. ΌΌταν μεταφέρθηκε ο έντιμος ΆΆγγλος στή Ζάκυνθο ήταν πλέον αργά καί στίς 20 Μαΐου 1828 η Ελλάδα θά έχανε έναν αγνό καί ειλικρινή φίλο όπως ήταν ο ΆΆστιγξ, πού πέθανε σέ ηλικία μόλις 34 ετών. Ανάλογες επιθετικές κινήσεις έγιναν στή Θεσσαλία καί τήν Ανατολική Στερεά. 4000 Μακεδόνες ένοπλοι, μέ ορμητήριο τίς Βόρειες Σποράδες επιτέθηκαν στό Τρίκερι καί απέκλεισαν στό κάστρο του τήν τουρκική φρουρά. Οι αρχηγοί τών Μακεδόνων ήταν οι Καρατάσος, Γάτσος, Δουμπιώτης, Βελέντζας, Λιακόπουλος, Αποστολάρας, Βάσος Μαυροβουνιώτης καί Νικόλαος Κριεζιώτης. Η φήμη όμως αυτού τού σώματος ήταν πολύ φοβερή καί οι Χριστιανοί κάτοικοι τής περιοχής, πού είχαν υποφέρει από τίς πειρατικές επιδρομές τών ενόπλων τών Καρατάσου καί Γάτσου, ένωσαν τίς δυνάμεις τους μέ αυτές τών Τούρκων. Ο Ομέρ Βρυώνης πού είχε αναλάβει τό πασαλίκι τής Λάρισας έστειλε τόν Αλβανό Νούρκα Σέρβανη μέ 1500 ατάκτους στρατιώτες νά αντιμετωπίσει τίς ελληνικές δυνάμεις. Οι Ολύμπιοι κλεφταρματολοί μέ τή βοήθεια τών Ψαριανών, αφού κατέλαβαν δύο εχθρικά οχυρά στόν κόλπο τού Βόλου αντιμετώπισαν στίς 14 Νοεμβρίου 1827 μέ επιτυχία τίς επιθέσεις τών Τουρκαλβανών προξενώντας τους μεγάλες απώλειες. Ανάμεσα στούς 150 νεκρούς τού εχθρού αναγνωρίστηκε καί ο έμπιστος τού Ομέρ Νούρκα Σέρβανης, ο οποίος συμμετείχε σέ μάχες κατά τών Ελλήνων από τήν αρχή τής επανάστασης. Δυστυχώς η εκστρατεία στή Θεσσαλία δέν είχε τήν ανάλογη συνέχεια καθώς οι ΈΈλληνες, αφού λαφυραγώγησαν τίς σκηνές τών εχθρών, επέστρεψαν στίς βάσεις τους. «Τά στρατεύματα τών Ελλήνων σωματωθέντα εκ Ρουμελιωτών καί Σουλιωτών, απεσύρθησαν εις τόν Ισθμόν τής Κορίνθου όπως διατηρήσουν τήν θέσιν ταύτην μή τι ο εχθρός θελήση νά εισβάλη εν Πελοποννήσω καί τόν αποκρούσωσι. Μετά δέν τήν πυρπόλησιν τού οθωμανικού στόλου εν Νεοκάστρω μετέβη ο αρχιστράτηγος Ρικάρδος Τζούρτς εις τόν Ισθμόν καί συνενοήθη μέ τά σώματα ταύτα προσθέσας εις αυτούς ότι ήδη η οθωμανική κυβέρνησις απέρριψε τάς προτάσεις τών Μεγάλων Δυνάμεων περί ανακωχής καί ειρηνοποιήσεως τής Ελλάδος καί οι ΈΈλληνες απελύθησαν τής υποχρεώσεως τής ανακωχής, διό πρέπει νά γίνη φροντίς περί τής αναστήσεως τής Στερεάς Ελλάδος. Σκεφθέντες δέ απεφάσισαν ο μέν αρχιστράτηγος μετά τού Κώστα Μπότσαρη καί τών πλείστων σουλιωτικών σωμάτων καί τών δυτικοελλαδιτών οπλαρχηγών όσοι δέν είχον προσέλθει εις τούς Τούρκους νά εκστρατεύσουν διά τά παράλια τής Δυτικής Ελλάδος, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης δέ μέ τινα άλλα σώματα οπλαρχηγών τής Ανατολικής Ελλάδος νά εξέλθη πρός τά Δερβενοχώρια (τού Ελικώνος) καί νά προχωρήση εις τήν Βοιωτίαν, οι δέ
1234
Θετταλομακεδόνες νά εξέλθουν εις τά παράλια τής Θεσσαλίας. Ο αρχιστράτηγος λοιπόν μετά τού Μπότσαρη καί τών λοιπών σωμάτων μεταβάντες εις τήν Δυτικήν Ελλάδα εστρατοπέδευσαν εκεί καί διεκήρυξαν εις όλους τούς λαούς τής Δυτικής Ελλάδος νά λάβουν τά όπλα κατά τών εχθρών τής πατρίδος, ο δέ μοίραρχος ΆΆστιγξ μέ τά λοιπά ελληνικά πλοία τήν 6ην Νοεμβρίου 1827 αιτήσει τού αρχιστρατήγου μετέφερεν εκ τού Πάπα (ΆΆραξος) εις Δραγαμέστο (Αστακό) τά εν Πελοποννήσω ελληνικά ταύτα σώματα, ο αυτός ΆΆστιγξ μετέβη ακολούθως καί εκανονοβόλησε τό Βασιλάδι, επί τού οποίου πεσούσα μπόμπα ανέτρεψε τήν πυριτοθήκην, τούτο ιδόντες οι ΈΈλληνες εισεπήδησαν ακολούθως καί τό εκυρίευσαν. Η οθωμανική κυβέρνησις μετά τήν κατάκτησιν τής Ακροπόλεως τών Αθηνών καί τής Στερεάς Ελλάδος έκαμε μεταρρύθμισιν τινα εις τό διοικητικόν τών μετά τής Ελλάδος γειτονευουσών επαρχιών, καί τόν μέν Μεχμέτ Ρεσίτ πασσά Κιουταχή τόν άφησε εις τήν ηγεμονίαν τής Ρούμελης (Ρούμελη βαλεσί) καθώς καί επί τών τριών τής Ηπείρου, τών Ιωαννίνων, Δελβίνου καί Αυλώνος, τήν δέ τής Θεσσαλίας ηγεμονίαν έδωκε εις τόν Ομέρ πασσά Βρυώνην μεταθέσας τούτον εξ εκείνης τής Θεσσαλονίκης. Ο πασσάς ούτος πρίν ετοιμασθή διά τήν μετάβασιν εξαπέστειλε τόν καϊμακάμην του εις Λάρισαν μετά συνοδείας αλβανικών στρατευμάτων, είς εκ τών Αλβανών τούτων αρχηγών ήτον καί ο Νούρκα Σεβράνης, γνωστός καί εις τήν αρχήν τής επαναστάσεως. Ο ανωτέρω καϊμακάμης τού Ομέρ πασσά Βρυώνη μετά τού αλβανικού στρατού έφθασεν εις Λάρισσαν περί τάς αρχάς 9βρίου τού 1827, καθ' ήν εποχήν οι Θετταλομακεδόνες οπλαρχηγοί Καρατάσος, Γάτσος ως καί ο Κριεζώτης εξ Ευβοίας, καί άλλοι πολλοί οπλαρχηγοί μετά 2500 περίπου στρατού τήν 5ην 9βρίου εκ τών Βορείων Σποράδων μετέβησαν εις Τρίκερι όπου αναιμωτί εκυρίευσαν τάς εν τή παραλία αποθήκαν, τούς δέ φρουρούντας αυτούς Τουρκαλβανούς, άλλους μέν εφόνευσαν, άλλους δέ ηχμαλώτισαν, ακολούθως επολιόρκησαν τήν πόλιν τήν οποίαν εφρουρούσεν ο Ταχήρ Κονίτζος μετά αναλόγου φρουράς Αλβανών καί υπό τών επιτοπίων Τρικεριτών, αλλά πληροφορηθέντες ότι εξεστράτευσεν εκ Λαρίσσης πρός βοήθειαν ο Νούρκα Σεβράνης μετά 1500 εκλεκτών Αλβανών παρήτησαν ολίγους πρός πολιόρκησιν τής πόλεως, οι δέ λοιποί έσπευσαν εξελθόντες εις αντίκρουσιν αυτού καί απαντήσαντες αυτόν εν τοίς αρχαίοις οχυρώμασι, συνεκρότησαν μάχην κρατεράν καί πεισματώδη, εις ήν εφονεύθη καί αυτός ο Νούρκας, οι δέ οπαδοί του νικηθήντες κατά κράτος εστράφησαν εις άτακτον φυγήν, ακολούθως οι ΈΈλληνες δοκιμάσαντες νά κυριεύσωσιν τήν πόλην τών Τρικέρων καί μή δυνηθήντες διά τό οχυρόν αυτής επέστρεψαν εις Σκιάθον». Λάμπρος Κουτσονίκας - Γενική Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως.
1235
Στήν Πελοπόννησο οι επιθετικές ενέργειες τού Ιμπραήμ έλαβαν τέλος μετά τή ναυμαχία τού Ναβαρίνου. Ο Αιγύπτιος στρατηγός έφθασε στίς 9 Φεβρουαρίου 1828 μέ 15000 στρατό στήν Τριπολιτσά μέ μοναδικό σκοπό νά καταστρέψει από τά θεμέλια ολόκληρη τήν πόλη. Τό σύνθημα τής καταστροφής τό έδωσε ο ίδιος στήν πύλη τής Καρύταινας γιά νά συνεχίσουν οι στρατιώτες του τήν κατεδάφιση τού τείχους τής Τριπολιτσάς. Η καταστροφή συνεχίστηκε καί τήν επόμενη ημέρα κάτω από τούς ήχους τών ταμπούρλων καί τών δεήσεων πρός τόν Αλλάχ. ΌΌλα τά μεγάλα σπίτια πυρπολήθηκαν καί οι εκκλησίες ανατινάχθηκαν μέ υπονόμευση ή μέ κανονιοβολισμούς. Τόση ήταν η λύσσα τού μουσουλμάνου σερασκέρη ώστε φεύγοντας από τήν πόλη σκόρπισε αλάτι ώστε νά μήν ξαναφυτρώσει τίποτε σέ αυτή. Στή συνέχεια επέστρεψε στή Μεσσηνία όπου συγκέντρωσε όλες του τίς δυνάμεις ενισχύοντας ιδιαίτερα τά κάστρα τής Μεθώνης, τής Κορώνης καί τού Νεοκάστρου καί αναμένοντας περαιτέρω οδηγίες από τόν πατέρα του, ο οποίος θρηνούσε ακόμα γιά τήν καταστροφή τού στόλου του. Ο Ιμπραήμ πασάς γιά νά εξασφαλίσει τά πλούτη του καί τά χαρέμια του τά είχε επιβιβάσει σέ πλοία καί τά είχε στείλει στήν Αλεξάνδρεια μαζί μέ 3000 ΈΈλληνες σκλάβους. Η αποστολή τόσων Χριστιανών σκλάβων στήν Αφρική υπό τά όμματα τού συμμαχικού στόλου προκάλεσε γενική κατακραυγή εκ μέρους τών Ελλήνων, οι οποίοι έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στούς τρείς ναυάρχους. Ο Ιμπραήμ αντιμετώπισε ένα ακόμα πρόβλημα μέ τούς Αλβανούς ατάκτους, όταν οι τελευταίοι απαίτησαν τήν άμεση καταβολή τών μισθών τους. Οι Αλβανοί διαβλέποντας τό τέλος τής αιγυπτιακής εκστρατείας, κατέλαβαν τό φρούριο τής Κορώνης καί στή συνέχεια εγκατέλειψαν τή Μεσσηνία μέ κατεύθυνση τήν Πάτρα, υπό τή συνοδεία Ελλήνων στρατιωτών τού Νικηταρά. Ο διοικητής τών Πατρών Ντελή Αχμέτ τούς ζήτησε επιτακτικά νά παραμείνουν στήν Πάτρα καί νά συνεχίσουν τόν πόλεμο κατά τών Ελλήνων. Τότε ο αρχηγός τών στασιαστών Μουσάμπεης πάνω στή λογομαχία έβγαλε τήν κουμπούρα του, τήν έστρεψε κατά τού Τούρκου διοικητή καί τόν σκότωσε. Στή συνέχεια οι Αλβανοί κινήθηκαν πρός τό Ρίο καί από εκεί μέ πλοιάρια μεταφέρθηκαν στήν Αιτωλοακαρνανία καί συνέχισαν τήν πορεία τους πρός τήν Αλβανία. «Ο Ιμπραΐμ κατέγινε εις τό νά επιδιορθώνη τά διασωθέντα τών πλοίων καί τά οπωσούν διορθώσεως τινος επιδεκτικά λείψανα τού στόλου, ως ήτο δυνατόν εκεί καί τήν 6η Νοεμβρίου 1827 διά τών τοιούτων συναριθμουμένων εις 54 εν οίς έν δίκροτον, δύω φρεγάται καί τέσσαρες κορβέται, έπεμψεν εις Αλεξάνδρεια έως 15000 ψυχάς, τουτέστι τούς σωζομένους ναύτας, τούς πληγωμένους, τούς ασθενείς, τά χαρέμια εαυτού καί τών αγάδων, πάντας τούς μή μάχιμους καί έως 3000 αιχμαλώτους ΈΈλληνας, γυναικόπαιδα καί διαφόρους άλλους, δι' όν
1236
κατεκρίνοντο οι ναύαρχοι ότι παρέβλεψαν τήν εις αιχμαλωσίαν απαγωγήν εκ Πελοποννήσου εις Αίγυπτον τοσούτων Ελλήνων Χριστιανών. Κατά τά τέλη Δεκεμβρίου 1827 έπεμψεν εις Πάτρας διά ξηράς τροφάς μέ τόν Δελή Αχμέτ πασάν, ου διαβαίνοντος δι' Αγουλινίτσης καί Πύργου, πολλοί τών κατοίκων ως εκ τού προσκυνήματος γνωσθέντες καί συνηθίσαντες, ου μόνον δέν έφυγον ως άλλοτε, αλλά καί συνηλλάσοντο μετά τών Τούρκων. Τό οποίον ο Κολοκοτρώνης μαθών καί τήν συνήθειαν οπωσδήποτε καί τήν οικειότητα αποκόπτων ετιμώρησεν. Ο Ιμπραΐμ πασάς υπέκυψεν έπειτα καί εις ένδειαν τροφών. ΌΌθεν μή δυνάμενος πλέον νά διατηρή στρατόπεδον άλλο μεμακρυσμένον από τό ιδικόν του, αναβάς εις Τριπολιτσάν καί κατεδαφίσας τά τείχη καί τάς οικίας απάσας τής Τριπολιτσάς εις μαρτύριον τής διαβάσεώς του, καί συγκεντρώσας άπαντα τόν στρατόν του εις τά μεσσηνιακά φρούρια, έμεινεν εις αυτά μέχρι Μαΐου 1828 ότε ο γαλλικός στρατός ηνάγκασεν αυτόν νά εγκαταλείπη εκών άκων τήν Πελοπόννησον. Εν δέ Ναυπλίω μετά τόν τού τουρκικού στόλου εμπρησμόν, ήτοι κατά τά μέσα Οκτωβρίου, οι Ναύαρχοι διεκοίνωσαν εις τήν Βουλήν, ότι άν η ελληνική κυβέρνησις δέν καταπαύση τήν κατά θάλασσαν πειρατείαν, ήν καί τό θαλάσσιον δικαστήριον ως νόμιμον λείαν κατά τύπον σοφιστικώς δικαιολογεί, θέλουν λάβει εκείνοι μέτρα νά τήν καταπαύσωσι, μή συγχωρούντες τού λοιπού ουδέ ποσώς τήν καταγωγήν ή πλοίων κίνησιν, καί ουδένα αποκλεισμόν άλλον αναγνωρίζοντες, ειμή τόν από Βώλου έως Ναυπάκτου καί τών νήσων Σαλαμίνος, Αιγίνης, ΎΎδρας καί Σπετσών, ουδέ θέλουσιν ανεχθή νά φέρωσι επανάστασιν εις τήν Αλβανίαν ή τήν Χίον». Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου. Στίς αρχές Σεπτεμβρίου 1828, συγκεντρώθηκαν στόν Μύτικα ελληνικά πολεμικά γιά νά ξεκινήσουν τήν επιχείρηση κατάληψης τού Αμβρακικού κόλπου καί τήν αποκοπή τής επικοινωνίας τών Τούρκων τής Πρέβεζας μέ τόν Κραβασαρά (Αμφιλοχία). Ο αρχηγός τού στόλου Πασάνο κανονιοβόλησε από τήν "Καρτερία" τά παράκτια πυροβολεία γιά νά καλύψει τήν είσοδο στόν κόλπο μικρότερων πλοιαρίων, τά οποία κατάφεραν τελικά νά μπούν στόν Αμβρακικό καί νά κυριεύσουν όσα εχθρικά πλοία βρήκαν αγκυροβολημένα. Οι επιτιθέμενοι είχαν αρκετές απώλειες στήν παράτολμη αυτή επιχείρηση καί ανάμεσα στούς νεκρούς ήταν ο πλοίαρχος Ανδρέας Κωφός, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά ο Ανδρέας Τενεκές. Οι ΈΈλληνες μέ τήν νίκη τους αυτή ισχυροποίησαν τήν διαπραγματευτική τους θέση σέ σχέση μέ τά βόρεια σύνορά τους καί έμενε τελικά νά διώξουν τούς Τούρκους από τίς τρείς μεγάλες πόλεις τού Μεσολογγίου, τής Ναυπάκτου καί τών Πατρών γιά νά θεωρηθεί η επανάσταση ότι έβαινε στό τέλος της.
1237
Τήν ίδια περίοδο ο Κίτσος Τζαβέλας μέ τόν αδελφό του Νικόλαο επιβιβάστηκαν στό Λουτράκι σέ πλοιάρια καί κατευθύνθηκαν στή Σεργούλα Φωκίδος απέναντι από τό νησάκι Τριζόνια. Στόχος τής αποστολής ήταν νά απομονώσουν τό φρούριο τής Ναυπάκτου καί νά τού αποκόψουν τήν τροφοδοσία. Ο Σουλιώτης στρατηγός κατέλαβε τό Βελούχοβο (Κάλλιο) καί τή Γρανίτσα (Διακόπιο) καί έστειλε προκηρύξεις στούς προσκυνημένους κατοίκους νά ξεσηκωθούν γιά νά διώξουν τούς Τούρκους. Αμέσως παρουσιάστηκε ο Βασίλειος Μαστραπάς μέ 100 άνδρες καί ο Κομνάς Τράκας μέ άλλους τόσους καί όλοι μαζί κινήθηκαν καί κατέλαβαν τήν Αρτοτίνα. Οι Τούρκοι τής Ναυπάκτου ανησύχησαν καί μέ επικεφαλής τόν Αχμέτ Πρεβίστα οχύρωσαν τό ορεινό χωριό Λομποτινά (ΆΆνω Χώρα Ναυπακτίας), αφού φυλάκισαν όλους τούς δημογέροντες τής περιοχής. Ο Κίτσος Τζαβέλας μέ τούς Χρίστο Φωτομάρα, Πανομάρα καί τόν Κραβαριώτη Γιάννη Φαρμάκη κατέλαβαν τό μοναστήρι τού Αγίου Δημητρίου καί ξεκίνησαν τήν πολιορκία τών Τουρκαλβανών πού είχαν οχυρωθεί στή Λομποτινά. Η πολιορκία συνεχίστηκε καθόλη τή διάρκεια τού Σεπτεμβρίου καί οι ΈΈλληνες σημείωσαν καί άλλες νίκες στά χωριά Μυρμηγκάρι, Καστέλι καί Γραμμένη Οξυά. Οι Τούρκοι όμως συνέχιζαν νά στέλνουν ενισχύσεις από τά Σάλωνα καί τήν Υπάτη γιά νά βοηθήσουν τούς αποκλεισμένους ομοθρήσκους τους στή Λομποτινά. Ο Τζαβέλας ζήτησε καί έλαβε από τόν Καποδίστρια νέες ενισχύσεις γιά νά σταθεροποιήσει τή θέση του στήν ορεινή Ναυπακτία ή Κράβαρα όπως λεγόταν τότε η περιοχή. Η πολιορκία έγινε πιό ασφυκτική καί οι Τούρκοι αποφάσισαν νά αντεπιτεθούν στήν Τέρνοβα (Δενδροχώρι), όπου είχε οχυρωθεί ο Ιωάννης Στράτος μέ τόν Ιωάννη Μπαϊρακτάρη καί τούς άνδρες τους. Η μάχη εξελίχθηκε σέ σύγκρουση σώμα μέ σώμα μέ τή χρήση σπαθιών καί από τίς δύο πλευρές. ΌΌταν οι Τούρκοι άκουσαν τουφεκιές στίς πλαγιές τών βουνών, κατάλαβαν ότι έρχονται τά σώματα τού Γιαννάκη Τζαβέλα καί τού Γιαννούση Πανομάρα καί τράπηκαν σέ άτακτη φυγή χαρίζοντας στούς ΈΈλληνες μία ακόμα μεγάλη νίκη. Οι Τούρκοι είχαν απώλειες 120 νεκρούς καί οι ΈΈλληνες μόνο 8 τραυματίες. Η μάχη τής Τέρνοβας έκρινε καί τήν τύχη τής Λομποτινάς. Οι κλεισμένοι Τούρκοι, απογοητευμένοι από τήν αδυναμία τού Κιουταχή νά τούς στείλει ενισχύσεις, αποφάσισαν έξοδο. Στίς 22 Οκτωβρίου 1828 μέσα σέ πυκνή ομίχλη καί δυνατή βροχή εγκατέλειψαν τό χωριό καί κατευθύνθηκαν στό μοναστήρι τής Βαρνάκοβας. Η κίνησή τους όμως έγινε αντιληπτή από τά ελληνικά στρατόπεδα καί οι ΈΈλληνες χρησιμοποιώντας μόνο τά σπαθιά τους, αφού τά τουφέκια από τήν υγρασία ήταν άχρηστα, τούς κατέσφαξαν αφήνοντας στόν τόπο 800 νεκρούς καί συλλαμβάνοντας 150 αιχμαλώτους. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν μόλις ένας νεκρός. ΈΈπειτα από τή μεγάλη νίκη στή Λομποτινά οι επαρχίες Λιδωρικίου, Μαλανδρίνου, Κραβάρων καί
1238
Σαλώνων ξεκαθάρισαν τελείως από τήν τουρκική παρουσία. Η ελευθερία χαμογελούσε στήν πολυβανισμένη Ρούμελη καί ήταν ο γιός τού Φώτου Τζαβέλα καί εγγονός τού Λάμπρου Τζαβέλα αυτός πού θά τήν καθάριζε από τίς τελευταίες ισλαμικές ορδές πού είχαν εγκατασταθεί στά χώματά της από τόν 15ο αιώνα. «Ο Κίτσος Τζαβέλας, πιάνοντας τά χωριά Βελούχοβο, Γρανίτσα καί Αρτοτίνα, μπόρεσε καί απόκλεισε 800 Αλβανούς στό χωριό Λαμποτίνα. Αρματολοί πού είχαν προσκυνήσει, όπως ο Βασίλης Μαστραπάς, ο Κομνάς Τράκας καί ο Γιάννης Φαρμάκης, πήραν τά όπλα καί μπήκαν ξανά στόν Αγώνα, στό πλευρό τού Κίτσου Τζαβέλα, πού η δύναμή του είχε φθάσει στούς 1800 άνδρες. Κάλεσε τότε τούς Αλβανούς νά παραδοθούν. Η γραφή πού τούς έστειλε ήταν στήν ελληνική καί γι' αυτό ο αρχηγός τών Αλβανών, ο ντερβέναγας τών Κραβάρων Αχμέτ Νεπρεβίστανης τού έστειλε τήν ακόλουθη αποκριτική επιστολή: "Αγαπητέ μου Κίτσο Τζαβέλα. Τό γράμμα σου έλαβα, τά γραφόμενά σου καλώς εκατάλαβα. Τζαβέλα ήξευρε ότι από τόν καιρόν όπου έβαλα τό ντουφέκι εις τόν ώμον στοχάζομαι τόν εαυτό μου τώ όντι διά βασιλέα καί τά ιδικά σου τά ελληνοκορφομπλίσματα νά τά ειπής εκεί οπού περνάνε, ειδέ εις εμένα μένουν άκαιρα, ορφανέ! ΌΌτι άν θέλης νά δείξης τό ελληνικό σου έρχεσαι εδώ καί τότε θέλεις καταλάβει, δυστυχισμένε, εκείνους όπου τρώγουν τά ψημένα κάστανα. Ορέ Κίτσο Τζαβέλα, τό νά μού λέγης ότι η Υψηλή σου Πόρτα τής Ρωσίας πολεμά τά κάστρα τής Πόλεως καί τόν βασιλέα μας τόν έχουν κλεισμένο εις Ουτζκαλεσή, τό γνωρίζεις, καϊμένε, ότι μ' αυτά σάς γελούν οι Φράγκοι, καί σάς στέλνουν εδώ, διά νά σάς σκοτώνωμεν σάν τά σκυλιά, καί έχομεν ελπίδα εις τόν Θεόν, όπου ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας τήν Υψηλήν Πόρταν τής Ρωσίας θέλει τή χαμηλώσει. Λέγεις ότι ο τόπος είναι ελληνικός. ΉΉξευρε ότι εγώ όπου έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις, άλλον τόσον θέλεις χύσει καί εσύ, καί τότε θά φάς Κράβαρα καί Λοιδορίκι. Πλήν μή στέλνεις καί μαζώνεις καρβουναραίους, ότι αυτοί διά κάρβουνα ηξεύρουν καί όχι διά ντουφέκι, πολλά λόγια δέν σού λέω. Σύρε εκεί όπου ήλθες, ορφανέ! ΌΌτι σάς λυπούμαι όπου εμείνατε τρείς Σουλιώτες καί θά χαθήτε όλοι. Καί διά τόπον ελληνικόν όπου τόν λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ καί νησαλά (άν θέλει ο Αλλάχ), θέλεις μέ γνωρίσεις ογλίγωρα. Μωρέ, Κίτζο, εγώ σέ ηξεύρω Αρβανίτην ωσάν εμένα, εσύ πού στό διάβολον τά έμαθες αυτά τά ελληνικά καί εγώ δέν τά ηξεύρω;" Δέν πέρασε όμως ένας μήνας καί ο Κίτσος Τζαβέλας έδειξε τό "ελληνικό" του στόν επηρμένο Αλβανό, πού κατάλαβε ποιός τελικά τρώει τά "ψημένα κάστανα"! Στίς 22 Οκτωβρίου 1827, οι πολιορκημένοι Αλβανοί έκαναν προσπάθεια νά σπάσουν τόν ελληνικό κλοιό. Απέτυχαν παταγωδώς. Από τούς 800, μόνο 150 σώθηκαν στό φρούριο τής Ναυπάκτου. Οι άλλοι σκοτώθηκαν καί μόνο 80 αιχμαλωτίστηκαν.
1239
Ανάμεσά τους καί ο Αχμέτ Νεπρεβίστανης. Ο Κίτσος διέταξε νά τούς σφραγίσουν μέ πυρωμένο σίδερο πού είχε τήν παράσταση τού αναγεννώμενου Φοίνικα». Σαράντος Καργάκος Αλβανοί, Αρβανίτες, ΈΈλληνες. Οι τρείς Μεγάλες Δυνάμεις Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία αποφάσισαν νά στείλουν εκστρατευτικό σώμα 15000 ανδρών γιά νά αναγκάσει τά αιγυπτιακά στρατεύματα νά εγκαταλείψουν τήν Πελοπόννησο. Τό σώμα τό αποτελούσαν αποκλειστικά Γάλλοι στρατιώτες, οι οποίοι υπό τήν αρχηγία τού Μαιζώνος (Nicolas Joseph Maison) αποβιβάστηκαν στά μεσσηνιακά κάστρα στό τέλος Αυγούστου 1828. Η άφιξη τών γαλλικών στρατευμάτων δέν άφησε άλλη επιλογή στόν Ιμπραήμ από τήν οριστική αποχώρηση από τό έδαφος τής Πελοποννήσου. Ο αιμοβόρος μουσουλμάνος εγκατέλειψε τόν Μοριά στίς 4 Οκτωβρίου 1828 αφού είχε εξολοθρεύσει μέ σφαγές, μέ πείνα ή μέ αιχμαλωσία εκατοντάδες χιλιάδες Χριστιανούς, ενώ καί ο ίδιος έχασε πάνω από 50000 στρατιώτες στά τρία χρόνια παρουσίας του στήν Ελλάδα. Οι τουρκικές φρουρές τής Μεθώνης, τού Νεοκάστρου καί τής Κορώνης παρέδωσαν αμαχητί τά κάστρα καί αποχώρησαν, δίνοντας τέλος στήν ξένη κατοχή τής Μεσσηνίας, η οποία κράτησε περίπου 800 χρόνια, από τήν εποχή δηλαδή τής φραγκοκρατίας. Ακολούθησε τό κάστρο τής Πάτρας, τό οποίο παραδόθηκε επίσης αμαχητί στίς 9 Οκτωβρίου 1828 καί μόνο στό κάστρο τού Ρίου οι Τούρκοι προέβαλαν αντίσταση γιά ένδεκα ημέρες, γιά νά παραδοθούν επίσης στή συνέχεια άνευ όρων. Ομοίως τερματίστηκε μία ξένη κατοχή στήν Αχαΐα, η οποία κράτησε επίσης 800 χρόνια. ΌΌταν η μνήμη δέν σβήνει δέν χάνονται οι πατρίδες ακόμα καί άν περάσουν οκτώ αιώνες. Χαμένες πατρίδες ονομάζονται όσες πατρίδες περνούν στή λήθη μέ τό πέρασμα τού χρόνου. Οι ΈΈλληνες πού ξεκίνησαν τήν επανάσταση άν καί ήταν αγράμματοι γνώριζαν ότι όλα αυτά τά εδάφη ανήκαν στούς προγόνους τους καί όφειλαν νά τά επανακτήσουν. Η σύγχρονη νοοτροπία τής τηλεόρασης, τών κομμάτων καί τών σχολικών βιβλίων επιβάλλει απώλεια εθνικής μνήμης καί απώλεια πατρίδων. Στούς προσκυνημένους τού σήμερα, πού χαρίζουν τά κλεμμένα εδάφη μας στόν Τούρκο κατακτητή νά πώς απαντά ο Γέρος τού Μοριά: «Εκεί ήλθε η ομιλία καί ο Ρώσσος πρέσβυς μάς λέει ότι τού σουλτάνου πόσον θά τού παραξενοφαίνεται νά βλέπη τήν σημαίαν τήν ελληνικήν νά περνάη από εμπρός από τά μάτια του! Εγώ τού λέγω: "Εξοχώτατε λέγετε πώς θά υποφέρει ο σουλτάνος νά βλέπη τήν σημαίαν μας νά περνάη από έμπροσθά του, καί ότι τού κακοφαίνεται. Καί δέν μάς κακοφαίνεται καί εμάς οπού τούς υποφέραμεν τόσον καιρόν εις τήν γήν τών προγόνων μας καί κάθονταν εις τά πατρικά μας σπήτια;" Τήν άλλην ημέραν ο κυβερνήτης (Καποδίστριας) μού λέει: Θεοδωράκη καλά
1240
αποκρίθηκες. Από τήν τυραννίαν τών Τούρκων καί από τήν δοξομανίαν αρχήνησαν οι ΈΈλληνες καί εγένεντο Τούρκοι καί ως ετούρκιζαν εκείνοι, ελέγετο καί ο τόπος τους τούρκικος. Καί οι ΈΈλληνες από τά βαρύτατα δοσίματα τών Τούρκων τούς υποχρέωναν καί έπαιρναν τόν τόπον τους καί τούς άφηκαν σκλάβους. Τούς πήραν όλον τόν τόπον μέ δυναστείαν. Ευρίσκετο ένας τρίτος τόπος ελληνικός, τά βουνά. Ο κάμπος έγεινε τούρκικος. Οι ΈΈλληνες όταν ετούρκιζαν είχαν τήν ησυχίαν τους καί όσοι έμεναν Χριστιανοί πάντα τούς αδικούσαν, καί άν ήτον κανένα έθνος άλλο, ήθελε τουρκίσουν όλοι. Οι ΈΈλληνες δέν ορκώθηκαν ποτέ νά γνωρίσουν βασιλέα τόν σουλτάνο, ούτε επροσκύνησαν όλοι, διότι είχαν τήν Σπάρτη απάνω εις τήν Πελοπόννησο, καί δέν τά έδωκε ποτέ τά άρματά της, καί τότενες είχαν καταφύγιον καί οι ΈΈλληνες, λεγόμενοι κλέφταις, καί ετρώγονταν μέ τούς Τούρκους». Διήγησις Συμβάντων τής Ελληνικής Φυλής, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Καποδίστριας αποφάσισε νά επεκτείνει τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις γιά νά επιταχύνει τό τέλος τού πολέμου, μέ όσο τό δυνατόν μεγαλύτερα εδαφικά κέρδη. ΈΈδωσε εντολή στόν Σαχτούρη νά αποκλείσει τόν Ελλήσποντο, νά συλλαμβάνει όσα τουρκικά πλοία μετέφεραν τρόφιμα καί νά τά μεταφέρει στήν Αίγινα γιά νά ανακουφιστούν οι πληθυσμοί πού μαστίζονταν από τήν πείνα καί τίς ασθένειες. Στόν Δημήτριο Υψηλάντη ανέθεσε τήν αποστολή τής εκδίωξης τών Τούρκων από τή Στερεά Ελλάδα, μία αποστολή πού είχε ξεκινήσει μέ μεγάλη επιτυχία ο Κίτσος Τζαβέλας. Στίς 24 Οκτωβρίου 1828, ο πρίγκηπας αναχώρησε από τό στρατόπεδο τών Μεγάρων μέ τούς Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Βάσο Μαυροβουνιώτη, Διονύσιο Ευμορφόπουλο καί Νικόλαο Στράτο καί μετά απο μία γρήγορη πορεία μέσα από τά στενά τής Κάζας καί τής Κανδύλας έφθασε στό Καπαρέλλι όπου διανυκτέρευσε. Τήν επομένη συνέχισε τήν πορεία του μέσα σέ πυκνή βροχή γιά νά φθάσει στά χωριά Δόμβραινα καί Χώσια (Πρόδρομος), τά οποία κατέλαβε χωρίς μάχη, αφού οι τουρκικές φρουρές τράπηκαν σέ φυγή καί έτρεξαν νά κλειστούν στή μονή Δομπού. Ο Υψηλάντης ανέθεσε στόν Ευμορφόπουλο τήν κατάληψη τής μονής καί συνέχισε τήν πορεία του στό Στεβενίκο (Αγία Τριάδα). Η αλβανική φρουρά αντιστάθηκε μέ τή βοήθεια λίγων προσκυνημένων Ελλήνων, αλλά η ορμή τού ιππικού τού Δυοβουνιώτη ήταν τέτοια πού τήν εξολόθρευσε μέχρι ενός, ενώ οι προσκυνημένοι έθεσαν τούς εαυτούς τους υπό τάς διαταγάς τού Υψηλάντη. Στίς 31 Οκτωβρίου 1828 απελευθερώθηκε η Αράχωβα χωρίς μάχη αφού ο Κομνάς Τράκας έπεισε τούς Αλβανούς πού αποτελούσαν τήν φρουρά της νά εγκαταλείψουν τό χωριό καί νά επιστρέψουν στήν
1241
πατρίδα τους. Ακολούθησε τό Δίστομο, τό Ζεμενό, τό μοναστήρι τού Οσίου Λουκά καί τέλος η πολύπαθη Λιβαδειά, η πόλη πού πρώτη είχε ελευθερώσει ο αοίδιμος Διάκος. ΌΌταν μπήκε στή Λιβαδειά ο Υψηλάντης, έγινε δεκτός από τόν μητροπολίτη καί τούς αρχιερείς καί στή συνέχεια μέ τή συνοδεία λαού καί κλήρου κατευθύνθηκε στή μητρόπολη όπου έγινε μεγάλη δοξολογία. Τό έτος πού άφηνε τήν τελευταία πνοή ο αδελφός του Αλέξανδρος ο πρωτεργάτης τής επανάστασης, ο Δημήτριος χάριζε τήν ελευθερία στή Ρούμελη, ολοκληρώνοντάς την. Η συμπεριφορά τού Υψηλάντη απέναντι στούς αιχμαλώτους ήταν άψογη καί έτσι οι αλβανικές φρουρές συνθηκολογούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού ήξεραν ότι θά αποχωρήσουν ασφαλείς από τίς πόλεις πού παρέδιδαν στόν Φαναριώτη πρίγκηπα: "Βάνομεν αμανέτι εις τά χέρια τού πρίγκηπα τήν μπέσαν μας καί τόν όρκον εις τήν θρησκείαν μας, ούτε άρματα νά πιάσωμεν πλέον εναντίον τών Ελλήνων εις όποιον μέρος καί άν τύχουν, ούτε κανένα ραγιάν νά πειράξωμεν". «Ο Κιουταχής είχεν εντολάς εκ τής Κωνσταντινουπόλεως νά εξολοθρεύση τούς ισχυροτέρους εκ τών απειθών Αλβανών πρός παραδειγματισμόν όλων, ώστε νά παύση η Αλβανία νά προκαλεί ανωμαλίας εσωτερικάς καί μάλιστα εις καιρούς κατά τούς οποίους απητείτο η ενότης τής αυτοκρατορίας. Προσεκλήθησαν τότε εις τά Ιωάννινα ο Σιλιχτάρ Πόνας, ο Εσήμ μπεής, ο Αβδουλάχ μπέης καί Ισμαήλ μπέης. Οι κληθέντες υπωπτεύθησαν καί συνεκεντρώθησαν εις τό Βεράτιον, καί εκείθεν απέστειλαν πρός τόν Κιουταχήν τόν Ισμαήλ μπέην διά νά αντιληφθούν τάς προθέσεις του. Αλλά ο Ισμαήλ ανέμενεν εις τά Ιωάννινα δραματική τύχη. Ενώ ανήρχετο τήν κλίμακα τού σεραγιού τού πασσά εφονεύθη. Εκ τούτου επηρεάσθησαν πολλοί Αλβανοί εις τάς φρουράς τής Ρούμελης, οι οποίοι πρό τής γενναιοφροσύνης τού Δημητρίου Υψηλάντη απέναντι εκείνων πού παρεδίδοντο καί τής πιστής τηρήσεως τών συνθηκών, έρρεπον πλέον σχεδόν όλοι πρός τήν παράδοσιν εις τούς ΈΈλληνας, διά νά αποχωρήσουν ασφαλείς εις τήν πατρίδα των. Πρώτοι έφυγαν οι κατέχοντες τό Δίστομον καί τό Ζεμενόν καί τήν μονήν τού Οσίου Λουκά, όπου άφησαν εις τούς ΈΈλληνας δύο κανόνια καί πολεμοφόδια. Ακολούθως απεχώρησαν αι φρουραί καί τά τουρκικά σώματα τής Λειβαδιάς, τών παραλίων τών Σαλώνων, τής Σκριπούς (Ορχομενός Βοιωτίας), τής επαρχίας Ταλαντίου, τής Βουδουνίτσης καί τού Τουρκοχωρίου. Εδέησε δέ νά αποδιωχθούν διά τών όπλων οι κατέχοντες τήν Τοπόλιαν. Μετά τούτο ελληνικόν σώμα επήλθεν εναντίον τών Τουρκαλβανών τών κατεχόντων τάς πρός τήν Κακήν Σκάλαν αποκρήμνους καί διά τούτο ισχυροτάτας θέσεις, όπως καί τήν ΆΆμπλιανην. Οι εις τήν Κακήν Σκάλαν Τούρκοι εκλείσθησαν εις τήν οχυρωτέραν εκ τών θέσεων τήν Κορακόβρυσην, καί κατά τούτων επετέθησαν οι ΈΈλληνες διά παρατόλμου εφόδου, κατά τήν 9ην
1242
Νοεμβρίου 1828, καί κατόρθωσαν νά τούς αποδιώξουν, αφού εφόνευσαν περί τούς 40 καί συνέλαβαν αρκετούς, μεταξύ τών οποίων καί τόν αρχηγόν των Ορχάν Κιαφαξίσην. Οι εις τήν ΆΆμπλιανην Τούρκοι ηναγκάσθησαν νά εγκαταλείψουν τήν θέσιν των διά συνθήκης καί νά καταφύγουν εις τά Σάλωνα. Αλλά καί ο φρούραρχος τών Σαλώνων Μεχμέτ Δεβόλης, πολιορκηθείς καί απελπισμένος εξ όσων έβλεπε καί μή αναμένων βοήθειαν από πουθενά, απήλθε κατά τήν 17ην Νοεμβρίου 1828 πρός τήν Αλβανίαν μετά τής φρουράς του κατόπιν συνθήκης αναλόγου πρός τάς γενομένας ήδη εις άλλα μέρη. Μετά τούτο έφυγαν οι Τούρκοι καί εκ τών υπολοίπων θέσεων μέχρι τού Ζητουνίου καί τέλος κατά τήν 23ην τού ιδίου μηνός καί οι κατέχοντες τό Καρπενήσι. Δέν είχαν απομείνει εις τάς χείρας τών Τούρκων παρά μόνον αι Θήβαι καί η Αττική». Διονύσιος Κόκκινος, Ελληνική Επανάστασις. Ο Δημήτριος Υψηλάντης συνέχισε τήν εκστρατεία του πολιορκώντας μέ επιτυχία τά Σάλωνα (ΆΆμφισσα) καί εξαναγκάζοντας τόν Αλβανό φρούραρχο Μεχμέτ Δεβόλη νά παραδοθεί καί νά αναχωρήσει γιά τήν Αλβανία. Ταυτόχρονα ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης κατέλαβε τό χωριό Τοπόλια (Κάστρο Βοιωτίας) καί στή συνέχεια επιτέθηκε στήν ΆΆμπλιανη πού δέσποζε στόν δρόμο Λαμίας - ΆΆμφισσας. Στό μεταξύ οι Κίτσος Τζαβέλας, Μαστραπάς, Δημήτριος Μακρής, Δεντζέλ (Louis Dentzel) καί Ιωάννης Στράτος κινήθηκαν βορειότερα από τά Κράβαρα καί έφθασαν μέχρι τό Καρπενήσι καί τό Πατρατζίκι (Υπάτη), όπου ξεκίνησαν τήν πολιορκία τους. Οι ενισχύσεις πού έστειλε ο Κιουταχής μέ αρχηγό τόν Καρυοφίλμπεη, μέ σκοπό νά διώξουν τά στρατεύματα τού Τζαβέλα, είχαν σοβαρές απώλειες από τόν Γιαννάκη Ράγκο αλλά κατάφεραν νά μπούν στό Καρπενήσι. Μετά από μία σκληρή μάχη πού έγινε στό Μαυρίλο, στήν οποία οι αρχηγοί Πανομάρας, Γιολδάσης, Στράτος καί Φαρμάκης προσπάθησαν νά σταματήσουν τίς νέες ενισχύσεις πού κατέφθαναν από τό Ζητούνι, οι Τούρκοι τού Καρπενησίου έφυγαν καί τράπηκαν πρός τή Ρεντίνα τών Αγράφων. Στίς 23 Νοεμβρίου 1828 τό Καρπενήσι ήταν πάλι ελεύθερο. "Οι εν Καρπενησίω εχθροί αυθημερόν εις μίαν ώραν πρίν φέξει, έως 500 υπήγαν εις τήν Αγίαν Τριάδα, τήν οποίαν καί έκαυσαν. Αι εμπροσθοφυλακαί τών στρατοπεδευμένων εις τό χωρίον Μεζίλον, εννοήσασαι τούς εχθρούς επυροβόλησαν αυτούς καί αντεπυροβολήθησαν οι δ' εν Μεζίλω ακούοντες τόν πόλεμον έτρεξαν καί συνεπλάκησαν εις μάχην. Ο Α' εκατόνταρχος μέ τούς περί αυτόν έτρεξαν εις βοήθειαν καί μετά τριών ωρών μάχην ετράπησαν οι εχθροί εις φυγήν καί οι ΈΈλληνες τούς εδίωξαν αρκετόν διάστημα καί εφόνευσαν οκτώ, συνέλαβαν δέ καί δύο ζώντας. Οι εν Καρπενησίω εχθροί περί τούς 4500 τήν 23, δύο ώρας πρίν εξημερώσει έφυγαν καί διηυθύνθησαν εις ΆΆγραφα από τό μέρος τών
1243
Καγκελίων. Αι προσθοφυλακαί τών ημετέρων τούς εδίωξαν. Τήν επαύριον τό στρατόπεδον διηυθύνθη εις Νεόπατραν (Υπάτη)". http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis35.html
1244
Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΣΤ' Ιωάννης Καποδίστριας Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στήν Κέρκυρα τό 1776. ΉΉταν τό έκτο παιδί από τά δέκα πού έφεραν στόν κόσμο ο κόμης Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας καί η Αδαμαντία Γονέμη. Η οικογένεια Καποδίστρια είχε εγκατασταθεί στήν Κέρκυρα από τίς αρχές τού 17ου αιώνα καί φέρεται νά έχει ρίζες από τήν Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωάννης έλαβε τά πρώτα του γράμματα στούς Κορυφούς όπου έμαθε νά μιλά ιταλικά καί γαλλικά. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Ιταλία στήν Ιατρική Σχολή τού Πανεπιστημίου τής Πάδοβα καί επέστρεψε στή γενέτειρά του όπου άσκησε τό επάγγελμα τού ιατρού. Στήν Κέρκυρα, η οποία βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή, ασχολήθηκε μέ τήν πολιτική, βρισκόμενος πάντα σέ στενή συνεργασία μέ τόν πατέρα του. Η χριστιανική ανατροφή, η αγάπη γιά τήν πατρίδα, τό ήθος, η ευγένεια, η αφιλοκερδία καί η τεράστια μόρφωση πού απόκτησε διαμόρφωσαν τήν προσωπικότητά του, η οποία έμελλε νά τόν καταστήσει ως τόν σημαντικότερο πολιτικό πού είχε ποτέ η νεώτερη Ελλάδα. Πατέρας καί γιός εναντιώθηκαν στή γαλλική κατοχή, μέ αποτέλεσμα νά συλληφθούν από τούς Γάλλους καί νά οδηγηθούν στίς φυλακές τής Κέρκυρας. ΌΌταν τά Επτάνησα περιήλθαν στούς Ρώσους, ο Αντώνιος καί ο Ιωάννης Καποδίστριας απελευθερώθηκαν καί αγωνίστηκαν γιά τήν αυτονομία τών Ιονίων Νήσων. Τό 1800 ανακηρύχθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, υπό τήν επικυριαρχία τής Υψηλής Πύλης καί τήν εγγύηση τής τσαρικής Ρωσίας. Η Επτάνησος Πολιτεία ήταν τό πρώτο ελληνικό κρατίδιο πού δημιουργήθηκε μετά από τήν κατάλυση τής ελληνικής αυτοκρατορίας τού Βυζαντίου τό 1453. Τή διακυβέρνηση τήν ανέλαβαν οι ευγενείς μέ τήν καθιέρωση συντάγματος πού ονομάσθηκε "Βυζαντινόν". Τό 1809, ο Ιωάννης Καποδίστριας προσκλήθηκε στήν Αγία Πετρούπολη γιά νά ενταχθεί στή ρωσική διπλωματική υπηρεσία. Εκεί γνώρισε τήν οικογένεια τού Σκαρλάτου Στούρτζα καί συνδέθηκε φιλικά μέ τή θυγατέρα του Ρωξάνδρα Στούρτζα. Η ικανότητα καί η εντιμότητα τού νεαρού κόμη είχαν ως αποτέλεσμα τήν άνοδό του στή πολιτική σκηνή τής Ρωσίας. Ο τσάρος, σέ αναγνώριση τής αξίας του, τού ανέθεσε τήν αποστολή τής ενώσεως τών ελβετικών καντονίων, ώστε νά τά αποσπάσει από τήν επιρροή τής Γαλλίας. Ο Καποδίστριας συνέταξε τό πρώτο ελβετικό σύνταγμα καί οργάνωσε εσωτερικά τήν ανεξάρτητη πλέον Ελβετία. Γιά τήν προσφορά του στό ελβετικό κράτος τού απονεμήθηκαν πολλοί τίτλοι από τούς Ελβετούς καί όλα τά δικαιώματα τού Ελβετού πολίτη. Οι Ελβετοί, τόν ανακήρυξαν εθνικό ήρωα καί πρός τιμήν του ανήγειραν προτομές σέ διάφορες πόλεις.
1245
Στή συνέχεια τοποθετήθηκε στή ρωσική πρεσβεία τής Βιέννης. Στή Βιέννη υπήρχε σημαντική ελληνική παροικία καί ο Καποδίστριας βρήκε πρόσφορο έδαφος γιά νά ιδρύσει τή Φιλόμουσο Εταιρεία, η οποία σάν φανερό σκοπό είχε τή συγκέντρωση χρημάτων από τούς ξενιτεμένους ΈΈλληνες γιά πολιτιστικά θέματα αλλά σάν κρυφό σκοπό είχε τήν αφύπνιση τών Ελλήνων γιά τήν αποτίναξη τού τουρκικού ζυγού. Η αποφασιστικότητά του στήν ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή καί ο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης τού Αυστριακού Μέττερνιχ, ανέβασαν τόν Καποδίστρια πιό ψηλά στήν ρωσική ιεραρχία καί τελικά τό 1815 ο τσάρος τού ανέθεσε τό Υπουργείο Εξωτερικών. Η επιτυχία του, ως επικεφαλής τής εξωτερικής πολιτικής τής παντοδύναμης Ρωσίας, ήταν μεγάλη καί ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, δέν υπήρξε πράξη πολιτική διεθνούς σημασίας εκείνης τής εποχής γιά τήν οποία νά μήν έχει λόγο ο Ιωάννης Καποδίστριας. Μετά τή συντριβή τού Ναπολέοντα, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις τής εποχής επιχείρησαν τή διάλυση τής Γαλλίας, ο Καποδίστριας αντιστάθηκε μέ σθένος καί τελικά κατάφερε νά διατηρήσει τήν ακεραιότητα τής Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Υπουργός Εξωτερικών τής Ρωσίας προσπάθησε σέ συνεργασία μέ τόν Ρώσo πρεσβευτή στήν Κωνσταντινούπολη Στρογγάνωφ νά υπερασπιστεί τά δικαιώματα τών Χριστιανών υπηκόων τής οθωμανικής αυτοκρατορίας τόσο τών Ρωμιών όσο καί τών Σέρβων, οι οποίοι μέ τήν καθοδήγηση τού Καραγεώργη είχαν εξεγερθεί καί είχαν απελευθερώσει τό Βελιγράδι. Ο Καποδίστριας βρισκόταν σέ μία διαρκή αντιπαλότητα μέ τήν άλλη μεγάλη διπλωματική προσωπικότητα τής εποχής, τόν Υπουργό Εξωτερικών τής φιλότουρκης Αυστρίας Μέττερνιχ. Ο Μέττερνιχ, αδιαφορώντας γιά τά δεινά τών λαών επεδίωκε νά διατηρήσει τήν ακεραιότητα τών μοναρχικών καθεστώτων τής Ευρώπης καί είχε πρωτοστατήσει στήν ίδρυση τής Ιεράς Συμμαχίας. "Οι περιπλοκές πού μπορεί νά προκύψουν στήν Ανατολή δέν μπορούν κάν νά υπολογιστούν. Εκεί, πέρα από τά ανατολικά σύνορά μας, 300 ή 400 χιλιάδες πρόσωπα κρεμασμένα, ξεκοιλιασμένα, παλουκωμένα, δέν μετρούν διόλου (cela ne compte guere) διότι αυτά γίνονται έξω από τόν πολιτισμό μας (hors de la civilization)". Ο τσάρος Αλεξάνδρος Α' περιέβαλε μέ απόλυτη εμπιστοσύνη τόν Καποδίστρια, αλλά η ατολμία καί η αναποφασιστικότητα απέναντι στό ελληνικό ζήτημα είχαν απογοητεύσει τόν υπουργό του πού διαρκώς σκεφτόταν τούς βασανισμένους αδελφούς του. Τό 1819, ο Καποδίστριας συνάντησε στήν Κέρκυρα τούς σημαντικότερους οπλαρχηγούς τής σκλαβωμένης Ελλάδος. Στόν Εθνικό Μυστικό Δείπνο πού ακολούθησε, οι Ρωμιοί οπλαρχηγοί θέλησαν νά περιγράψουν στόν συμπατριώτη τους τήν τραγική κατάσταση τής πατρίδος τους, προσδοκώντας νά ακούσουν από τό στόμα τού υψηλόβαθμου στελέχους τής ρωσικής διπλωματίας τήν
1246
ανακοίνωση ότι η Ρωσία θά τούς βοηθούσε νά αποτινάξουν τόν τουρκικό ζυγό. Ο Καποδίστριας τούς μίλησε μέ τά σκληρά λόγια τής πραγματικότητας. Ο τσάρος δέν ήταν διατεθειμένος νά βοηθήσει τούς ομόδοξους ΈΈλληνες γιά νά μήν διαταράξει τίς σχέσεις του μέ τήν παντοδύναμη Αγγλία καί τήν πανούργα Αυστρία. Δέν έπρεπε νά περιμένουν ουδεμία βοήθεια από τίς ευρωπαϊκές δυνάμεις πού ενδιαφέρονταν μόνο γιά τά οικονομικά τους συμφέροντα. Η απάντηση τών οπλαρχηγών ήταν συγκινητική. "'Ε λοιπόν, εάν η Ρωσία μάς εγκατέλειψεν, ο Θεός δέν θά μάς εγκαταλείψει. Αφού οι ισχυροί τής γής μάς θέτουν ενώπιον τόσον απελπιστικού διλήμματος, θά υψώσομε τήν σημαίαν τού Σταυρού καί εάν δέν κατορθώσομεν νά ελευθερωθώμεν από τούς Τούρκους, τουλάχιστον όμως θά αποθάνομεν ως αντάξιοι τών πατέρων μας". Τήν Κυριακή τού Πάσχα εκείνης τής χρονιάς, ο Καποδίστριας κάλεσε όλους τούς οπλαρχηγούς γιά τό πασχαλινό γεύμα καί ευχήθηκε γιά τήν μελλοντική ελευθερία τής Ελλάδος. Ο Κολοκοτρώνης έβγαλε τήν πλάτη από τό ψητό αρνί καί τήν έδωσε μέ τά χέρια στόν Καποδίστρια λέγοντάς του: "ΈΈτσι τρώγουν τά παλληκάρια τά ψητά κρέατα." Τότε ο Καποδίστριας ύψωσε τό ποτήρι καί είπε στόν Γέρο τού Μοριά: "Εφέτος κάνομε Πάσχα εδώ εις τούς Κορφούς καί τού χρόνου εις τόν Μοριά." Ο Κολοκοτρώνης απάντησε: "Μέ φιλεύεις αρνί ψητό καί εγώ θά σέ φιλέψω τόν μόσχον τόν σιτευτόν εις τήν πατρίδα μου"! Μεγάλη σημασία είχε η προσπάθεια τού Καποδίστρια γιά τήν τήρηση αυστηρής ουδετερότητας από τίς Δυνάμεις πού απάρτιζαν τήν Ιερά Συμμαχία, κατά τήν έναρξη τής ελληνικής επανάστασης. Η Ιερά Συμμαχία, μέ τήν καθοδήγηση τού Μέττερνιχ, είχε καταστείλει τίς εξεγέρσεις πού είχαν ξεσπάσει στό βασίλειο τής Νεάπολης (Napoli) καί στό Πεδεμόντιο (Piemonte). ΆΆν οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσιζαν καταστολή γιά τήν ελληνική επανάσταση, τότε αυτή θά έσβηνε πρίν καλά καλά ξεκινήσει. Η παντοδυναμία τής Ιεράς Συμμαχίας ήταν καί ο λόγος γιά τόν οποίο ο Καποδίστριας είχε αρνηθεί κατηγορηματικά νά αναλάβει τήν ηγεσία τής Φιλικής Εταιρείας όταν επανειλημμένα τού είχε προταθεί. «Στίς 12 Μαΐου 1821 οι σύνεδροι στό Laibach υπέγραψαν κοινή διακήρυξη, όπου τονιζόταν η σταθερή απόφαση όλων τών αρχηγών τών κρατών νά καταστέλλουν μέ όλα τά μέσα ακόμα καί μέ τή βία, κάθε ανταρσία, νά καταπνίγουν τίς συνομωσίες, τίς κοινωνικές αναταραχές καί τίς επαναστάσεις, πού θά έβαζαν σέ κίνδυνο τήν ησυχία καί τήν ειρήνη τού ευρωπαϊκού χώρου. Η ομόφωνη υπογραφή από όλους τούς συνέδρους τού κειμένου αυτής τής διακηρύξεως αποτελούσε νίκη τής αυστριακής πολιτικής καί κυρίως νίκη τού εμπνευστού καί συντάκτη της. ΉΉταν όμως ασυγκρίτως μεγαλύτερο τό διπλωματικό επίτευγμα καί η λαμπρή νίκη πού επέτυχε ο Καποδίστριας, μέ μία καταπληκτική αγόρευση. Διαφοροποίησε, μέ αναντίρρητα επιχειρήματα, τά κινήματα
1247
τής Ισπανίας καί τής Ιταλίας από τά ελληνικά. Στίς χώρες αυτές ήταν κινήματα αντικαθεστωτικά. Τά ελληνικά κινήματα δέν ήταν αντικαθεστωτικά. ΉΉταν εθνικοαπελευθερωτικά. ΈΈνας λαός πολιτισμένος, πού είχε διδάξει στόν κόσμο τίς υψηλές έννοιες τής Δημοκρατίας καί τής Ελευθερίας, στέναζε επί αιώνες κάτω από τήν απάνθρωπη δουλεία τών Τούρκων. Επομένως, είχαν κάθε δικαίωμα νά επαναστατήσουν γιά νά αποτινάξουν τή σκλαβιά καί νά αποκτήσουν τήν ποθητή ελευθερία τους. Η έκκλησή τους πρός τούς ισχυρούς τής γής ήταν κραυγή ελευθερίας. Επομένως δέν μπορούσαν νά ταυτίσουν τά δύο αυτά γεγονότα. Δέν μπορούσαν νά τά αντιμετωπίσουν μέ τόν ίδιο τρόπο. "Αι τυφλαί βιαιοπραγίαι τής Πύλης έσπρωχναν τούς ΈΈλληνας εις απεγνωσμένην αντίστασιν. Ο αγών τών Ελλήνων αποτελεί άμυνα εναντίον τής τουρκικής θηριωδίας καί τών συνεχιζομένων σφαγών." Επομένως η νομιμότητα βρισκόταν μέ τό μέρος τών Ελλήνων. Εκείνοι πού αποτελούσαν απειλή γιά τήν ειρήνη τής Ευρώπης ήταν οι Τούρκοι. ΌΌχι οι ΈΈλληνες. Ουσιαστικά τό θέμα είχε πάρει διαστάσεις πολέμου τού Ισλάμ εναντίον τού Χριστιανισμού. Τά χριστιανικά κράτη τής Ευρώπης είχαν χρέος νά επέμβουν θετικά καί νά προστατεύσουν τούς χριστιανικούς πληθυσμούς τών επαναστατημένων περιοχών τής Ελλάδος καί τών Ηγεμονιών τής Μολδοβλαχίας από τούς διωγμούς καί τίς βιαιότητες τών αλλοθρήσκων». Ελένη Κούκκου - Ιωάννης Καποδίστριας Ρωξάνδρα Στούρτζα. Ο Καποδίστριας αποχώρησε από τήν πολιτική σκηνή τής Ρωσίας τό 1822. Προηγουμένως είχε μάταια προσπαθήσει νά πείσει τόν τσάρο νά κηρύξει τόν πόλεμο στήν οθωμανική αυτοκρατορία. "Τό νά ελπίζωμεν ότι μέ τάς διαπραγματεύσεις θά αναγκάσωμεν τούς Τούρκους νά συμπεριφερθούν πρός τούς Χριστιανούς κατά τρόπο ανθρώπινο καί λογικό, αυτό σημαίνει ότι περιφρονούμεν τήν πείραν αιώνων καί ότι αγνοούμε τήν δική μας πείρα. Μόνον μέ τήν δύναμιν τών όπλων ημπορούμεν νά ειρηνεύσωμεν τήν Ανατολήν. ΈΈνας πόλεμος τής Ρωσσίας εναντίον τής Τουρκίας θά έσωζε τούς χριστιανικούς πληθυσμούς από τήν αιμοβόρον μανίαν τών Τούρκων". Ο επιτυχημενος διπλωμάτης εγκατέλειψε τή λαμπρή σταδιοδρομία καί τά μέγαρα τής Αγίας Πετρούπολης καί εγκαταστάθηκε στήν Ελβετία ζώντας μία ασκητική ζωή μακρυά από τίς κοσμικές συγκεντρώσεις καί τή χλιδή τών δεξιώσεων. Ο Metternich, όταν έμαθε ότι ο Καποδίστριας αυτοεξορίστηκε στή Γενεύη θά έλεγε θριαμβευτικά στόν στρατηγό Μαίτλαντ, Βρετανό διοικητή τών Επτανήσων, "Στρατηγέ μου, η αρχή τού κακού ξεριζώθηκε, ο κόμης Καποδίστριας ετάφη γιά τό υπόλοιπο τής ζωής του". ΌΌμως ο Καποδίστριας δέν σταμάτησε ούτε στό ελάχιστο τή δράση του γιά τή σωτηρία τής μοναδικής του αγαπημένης. Δουλεύοντας
1248
ακατάπαυστα προσπάθησε νά ξεσηκώσει τή συμπάθεια της Ευρώπης γιά τήν επαναστατημένη Ελλάδα καί νά δυναμώσει τό φιλελληνικό κίνημα Ταξίδευε συχνά στό Παρίσι γιά νά συναντήσει τά μέλη τού γαλλικού φιλελληνικού κομιτάτου, τό οποίο είχε τήν πιό σημαντική δράση στήν Ευρώπη. Βρισκόταν σέ επαφή μέ τόν βασιλιά τής Βαυαρίας Λουδοβίκο, τόν Ρώσο πρεσβευτή στό Λονδίνο Lieven, τόν Γάλλο πολιτικό Μαρτινιάκ (Jean Baptiste de Martignac), τόν πάμπλουτο Ελβετό Τραπεζίτη Εϋνάρδο καί πολλές άλλες εξέχουσες προσωπικότητες τής εποχής. Συμβούλευε τούς αγωνιζόμενους ΈΈλληνες μέ τούς οποίους διατηρούσε καθημερινή αλληλογραφία, όπως γιά παράδειγμα τόν Γεώργιο Σισίνη, πρόεδρο τής Γ' Εθνοσυνέλευσης, στόν οποίο συνέστησε νά αποδεχθεί τούς όρους τής συνθήκης τού Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827). ΌΌσοι φιλέλληνες επρόκειτο νά κατέβουν στήν Ελλάδα, συναντούσαν προηγουμένως τόν Καποδίστρια γιά νά τούς καθοδηγήσει γιά τίς ενέργειές τους. Ο άλλοτε πανίσχυρος υπουργός εξωτερικών τής Ρωσίας, άν καί μπορούσε νά εγκατασταθεί σε ένα μεγαλοπρεπές μέγαρο, προτίμησε νά νοικιάσει ένα φτωχικό διαμέρισμα δύο δωματίων στή Γενεύη καί νά ξοδεύει ελάχιστα χρήματα γιά τίς προσωπικές του ανάγκες. Μπορεί νά φανταστεί κανείς τήν έκπληξη τών πάμπλουτων Ευρωπαίων φίλων του όταν στίς συναντήσεις μαζί του έπρεπε νά στριμωχτούν στό μικρό δωμάτιο μέ τήν φτωχική επίπλωση γιά νά συζητήσουν μαζί του! "Σάς φαίνεται ίσως παράδοξον κυρία, τό ότι κατοικώ ενταύθα. Αλλά θά πρέπει νά αναγνωρίσετε ότι εφ' όσον κρούω τάς θύρας τών Δυνάμεων νά ελεήσουν τούς πεινώντας καί σφαζομένους αδελφούς μου, δέν μού επιτρέπεται νά δαπανώ μαζί μέ τόν υπηρέτην μου περισσότερα τών πέντε φράγκων ημερησίως". Τό καλοκαίρι τού 1827 υπέβαλε τήν παραίτησή του στόν τσάρο πασών τών Ρωσιών Νικόλαο καί ετοιμάστηκε γιά τό μεγάλο ταξείδι τής επιστροφής. Προηγούμενως αρνήθηκε ευγενικά τήν ισόβια σύνταξη τών 60000 φράγκων πού τού χορήγησε ο τσάρος, μέ τό σκεπτικό ότι έπρεπε νά είναι τελείως αποκομμένος από τή Ρωσία γιά νά μήν βρίσκουν τροφή οι εχθροί του καί κυρίως οι ΆΆγγλοι νά διαδίδουν ότι ο Κυβερνήτης τής Ελλάδος είναι έρμαιο ξένων συμφερόντων. Στή Ρωξάνδρα Στούρτζα, πού αποχαιρέτησε διά αλληλογραφίας, συνέστησε νά συνεχίσει νά συγκεντρώνει χρήματα γιά τήν εξαγορά όσων ελληνόπουλων βρίσκονταν στά σκλαβοπάζαρα τής Αιγύπτου. Στούς πλούσιους ΈΈλληνες τής Μόσχας καί τής Οδησσού έγραφε: "Σώστε τό ΈΈθνος! ΆΆν είστε Χριστιανοί, άν είστε ΈΈλληνες, άν αγαπάτε τό ΈΈθνος σας καί τούς εαυτούς σας, απλώστε γενναιόδωρα τό χέρι σας". Πρώτος σταθμός ήταν τό Λονδίνο, όπου εκεί ήλπιζε νά αποκομίσει δάνειο γιά τίς ανάγκες τής διακυβέρνησής του αλλά καί νά άρει τυχόν αμφιβολίες πρός τό πρόσωπό του από τήν βρετανική ηγεσία. Δυστυχώς όμως ο Κάνιγκ δέν υπήρχε στή ζωή καί ο νέος πρωθυπουργός τόν
1249
υποδέχθηκε μέ αφάνταστη ψυχρότητα, ενώ ο βασιλιάς Γεώργιος Δ' τόν υποδέχθηκε μέ εχθρότητα. ΆΆφησε τόν Καποδίστρια νά περιμένει μέ τίς ώρες σέ μία αίθουσα υποδοχής στήν οποία δέν υπήρχε ούτε κάθισμα. ΌΌταν μπήκε ο βασιλιάς τής Αγγλίας μέ πρόχειρη ενδυμασία τόν αγνόησε επιδεικτικά καί αμέσως αποχώρησε από τήν αίθουσα υποδοχής. Η παραμονή τού Καποδίστρια στό Λονδίνο συνοδεύτηκε καί μέ άρθρα μίσους από τίς αγγλικές εφημερίδες πού τόν παρουσίαζαν ως πράκτορα τών Ρώσων. "Η βρετανική κυβέρνηση δέν πρέπει καί δέν θά επιτρέψει σέ έναν άνθρωπο πού είναι Ρώσος στά αισθήματα καί στήν συμπεριφορά νά διοικεί τά συμφέροντα τής Ελλάδος. Η επέμβαση τής Αγγλίας στήν υπογραφή τής Συνθήκης τού Λονδίνου έγινε γιά νά εμποδίσουμε τούς Ρώσους νά εγκαταστήσουν βάσεις στό Αιγαίο. Η Τουρκία δέν πρέπει μέ κανέναν τρόπο νά σακατευθεί". Η υποδοχή τού κυβερνήτη τής Ελλάδος από τήν αγγλική κυβέρνηση άρμοζε σέ υποδοχή υπηρέτη καί συμβόλιζε τόν τρόπο πού θά μεταχειριζόταν η Αγγλία τήν Ελλαδα στά επόμενα χρόνια. Η πολυπόθητη ανεξαρτησία τής Ελλάδος τελικά διήρκησε όσο διήρκησε η παρουσία τού Καποδίστρια στά πολιτικά πράγματα. Μετά τήν δολοφονία τού αγνού πατριώτη, η Ελλάδα θά μετατρεπόταν σέ υπηρέτη τής Μεγάλης Βρετανίας καί ουσιαστικά θά έχανε τήν ανεξαρτησία γιά τήν οποία οι ΈΈλληνες είχαν χύσει ποτάμια αίματος. «Ο Καποδίστριας έδινε μεγάλους διπλωματικούς αγώνες γιά τήν αναγνώριση τής Ελλάδος ως ανεξάρτητο κράτος. Στήν Ευρώπη συναντούσε τεράστιες αντιδράσεις από διπλωμάτες πού ήθελαν τήν Ελλάδα κάτω από τόν οθωμανικό ζυγό. Πολλοί από αυτούς αμφισβητούσαν τήν ελληνικότητα τών Ελλήνων λόγω τών ξενικών επιδράσεων πού είχαν τόσα χρόνια δεχθεί. Νά λοπόν τί απάντησε στίς 17 Σεπτεμβρίου 1827, στόν ΆΆγγλο υφυπουργό Πολέμου Ουίλλμοτ ΌΌρτον στό ερώτημα "Τί θά πρέπει νά εννοήσουμε σήμερα όταν μιλάμε γιά τήν Ελλάδα;" Ο Καποδίστριας απάντησε: "Τό Ελληνικόν ΈΈθνος αποτελείται από ανθρώπους, οι οποίοι από τήν άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως δέν έπαυσαν νά ομολογούν τήν πιστότητά τους στήν ορθόδοξη πίστη τους, δέν σταμάτησαν ποτέ νά ομιλούν τήν γλώσσα τών πατέρων τους, τήν ελληνική, καί παρέμειναν ακλόνητοι υπό τήν πνευματική ή κοσμική δικαιοδοσία τής εκκλησίας τους, σέ οποιοδήοτε μέρος τής τουρκοκρατουμένης πατρίδας τους καί άν ευρίσκονταν". Καί στό ερώτημα γιά τό ποιά θά έπρεπε νά είναι τά γεωγραφικά σύνορα τής Ελλάδος, απήντησε: "Τά σύνορα τής Ελλάδος, εδώ καί τέσσερις αιώνες, από τήν πτώση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουν οροθετηθεί από ακλόνητα δικαιώματα, τά οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι ανυπολόγιστες συμφορές από τούς Τόυρκους, ούτε η πολεμική κατάκτηση κατόρθωσαν ποτέ νά παραγράψουν. Χαράχθηκαν δέ αυτά
1250
τά σύνορα από τό 1821 από τό αίμα τό ελληνικό, πού χύθηκε στίς σφαγές τών Κυδωνιών, τής Κύπρου, τής Χίου, τής Κρήτης, τών Ψαρών, τού Μεσολογγίου καί στίς πολυάριθμες ναυμαχίες καί πεζομαχίες, στίς οποίες δοξάσθηκε τούτο τό έθνος. Τά πραγματικά σύνορα τής Ελλάδος ήταν εκείνα πού περιέγραψε ο ΈΈλλην γεωγράφος Στράβων: από τήν Πελοπόννησο ως τήν Μακεδονία καί τήν ΉΉπειρο ως τούς ΆΆγιους Σαράντα, από τά νησιά τού Ιονίου καί τού Αιγαίου πελάγους ως καί τήν Μικρά Ασία. Αυτά ήταν τά ιστορικά καί φυσικά σύνορα τής Ελλάδος, τά οποία οι Ελληνες είχαν ιερό χρέος νά διεκδικήσουν. Αυτό τό ιερό καί απαραβίαστο χρέος δέν επέτρεπε στήν Ελλάδα νά περιορίσει ή νά σμικρύνει καί στό ελάχιστο τά όρια τής χώρας της. ΆΆν τά ωμά συμφέροντα τών ισχυροτέρων χωρών τήν αναγκάσουν νά σιγήσει αυτό τό χρέος, τότε οι ΈΈλληνες θά έχουν δικαίωμα νά αναρωτηθούν: ΆΆραγε οι μεσίτριες Δυνάμεις φθάνουν στό σημείο νά αναγκάσουν τούς ΈΈλληνες νά εγκαταλείψουν τούς ομογενείς αδελφούς τους στόν βάρβαρο οθωμανικό ζυγό; Οι προστάτριες Δυνάμεις, όσο καί άν θέλουν νά σταματήσουν τόν πόλεμο, σύντομα θά καταλάβουν ότι η ειρήνευση τής Ανατολής δέν θά μπορέσει ποτέ νά γίνει στερεά καί διαρκής, εάν δέν στηρίζεται στή βάση τής γεωγραφικής δικαιοσύνης, καί ας μή νομίζουν ότι είναι δυνατόν νά πραγματοποιηθεί μονάχα μέ τή δύναμη τών διαπραγματεύσεων"»! Ελένη Κούκκου - Ιωάννης Καποδίστριας Ρωξάνδρα Στούρτζα. ΆΆφιξη τού Κυβερνήτη στήν Ελλάδα (6 Ιανουαρίου 1828) Στίς 6 Ιανουαρίου 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάστηκε στό Ναύπλιο, έπειτα από μία βασανιστική παραμονή επτά εβδομάδων στήν Αγκώνα, όπου περίμενε τό αγγλικό πλοίο πού θά πραγματοποιούσε τή μετακίνησή του. Ο Καποδίστριας ήταν ο πρώτος ηγέτης τής ελεύθερης πλέον Ελλάδος μετά τόν αυτοκράτορα Κωνσταντινό ΙΑ' Παλαιολόγο. Οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές. Η υποδοχή πού επιφυλάχθηκε στόν νέο ηγέτη ήταν εντυπωσιακή. Πλήθη λαού έτρεχαν νά τόν συναντήσουν καί νά τόν προϋπαντήσουν ως Μεσσία. Αλλά όπως καί ο Μεσσίας έτσι καί ο Καποδίστριας θά φορούσε στέφανον εξ ακανθών, θά ανέβαινε τό δικό του Γολγοθά, καί θά σταυρωνόταν τρία χρόνια αργότερα στήν ίδια πόλη. "Είμαι έτοιμος νά προσφέρω καί τήν τελευταία ρανίδα τού αίματός μου, αρκεί αυτή νά συντελέσει στήν απελευθέρωση τής Ελλάδος, στήν πλήρη ανεξαρτησία τού ελληνικού κράτους, στή μόρφωση τών Ελληνοπαίδων καί στήν ευτυχία τού ελληνικού λαού". Αφού ζήτησε από τούς δύο φρούραρχους Θεόδωρο Γρίβα καί Γιαννάκη Στράτο νά σταματήσουν τίς μεταξύ τους εχθροπραξίες, παρέλαβε τά κλειδιά τού Παλαμηδίου καί τής Ακροναυπλίας. Στή συνέχεια ο Κυβερνήτης συνοδευόμενος από τούς Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό,
1251
Ανδρέα Μουστοξύδη καί Σταμάτη Βούλγαρη απέπλευσε μέ προορισμό τήν Αίγινα όπου θά εγκαθιστούσε τήν έδρα τής πρώτης ελληνικής κυβέρνησης. Τό αγγλικό πολεμικό πλοίο πού τόν μετέφερε συνοδευόταν από ένα ρωσικό πλοίο καί ένα γαλλικό, τά οποία είχαν υψώσει τήν ελληνική σημαία ως ένδειξη αναγνώρισης τού ελληνικού κράτους. Η υποδοχή ήταν επίσης θριαμβευτική καί παλλαϊκή, όπως θά ήταν καί σέ όλες τίς πόλεις καί τά χωριά τά οποία θά υποδέχονταν τόν Καποδίστρια. "Είδα πολλά εις τήν ζωήν μου, αλλά σάν τό θέαμα όταν έφθασα εδώ εις τήν Αίγιναν, δέν είδα τί παρόμοιο ποτέ, καί άλλος νά μήν τό ιδεί. Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας, εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες μέ λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τές σπηλιές. Δέν ήτον τό συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γή εβρέχετο από δάκρυα. Εβρέχετο η μυρτιά καί η δάφνη τού στολισμένου δρόμου από τόν γιαλό ως τήν εκκλησία. Ανατρίχιαζα. Μού έτρεμαν τά γόνατα, η φωνή τού λαού μού έσχιζε τήν καρδιά μου. Μαυροφορεμένες, γέροντες μού ζητούσαν νά αναστήσω τούς αποθαμένους τους, μανάδες μού έδειχναν εις τό βυζί τά παιδιά τους καί μού έλεγαν νά τά ζήσω, καί ότι δέν τούς απέμεναν παρά εκείνα καί εγώ". Η πομπή τών επισήμων οδηγήθηκε στήν εκκλησία τής Παναγίας τής Αίγινας, όπου έγινε δοξολογία μέ τή βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Ο Θεόφιλος Καΐρης εκφώνησε λόγο πρός τιμή τού Κυβερνήτη: "Ουκ άρξω εγώ, ουκ άρξει ο υιός μου εν υμίν. Κύριος άρξει υμών, Κύριος κυβερνήσει υμάς. ΌΌσοι είδετε τήν γήν τής γεννήσεώς σας πυρποληθείσαν καί καταστραφείσαν, τούς γεννήτορας σφαγέντας έμπροσθέν σας, τά φίλτατά σας από τάς αγκάλας σας αρπαγέντα καί αιχμαλωτισθέντα, όσοι εγίνατε θύματα τής παρανομίας καί τής αναρχίας τών ιδίων αδελφών σας, ακούσατε καί χαίρετε, Χαίρετε διότι παύουσιν εις τό εξής τά δεινά μας. Διότι θέλομεν ιδή τήν δικαιοσύνην ισχύουσαν, τούς νόμους ενεργούμενους, τήν κακίαν τιμωρούμενην, τήν αρετήν βραβευομένην καί ευδαιμονούσαν εις τά έσω, τροπαιούχον καί θριαμβεύουσαν εις τά έξω. Τήν πίστιν όχι πενθούσαν αλλά λαμπροφορούσαν καί χαίρουσαν...". «Συνοδούς δέ κατά τήν παρούσαν περιήγησιν είχε τόν Γενικό Γραμματέα (Σπυρίδωνα Τρικούπη), τόν Κολοκοτρώνην, τόν Νικήταν, τόν χαράξαντα τό σχέδιον τής πόλεως Πατρών μηχανικόν Βούλγαρην, τούς δύο ιδιαιτέρους αυτού γραμματείς καί τούς δύο νεωτέρους συντάκτας. Προηγείτο δέ οδηγός ο κύριος τών ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον καί αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Καί διά τούτον οι συρρέοντες εις προϋπάντησιν τού Κυβερνήτου, συνειθισμένοι εις τάς πολυτελείς καί πομπικάς παρατάξεις τών πασάδων καί τάς χρυσοϋφάντους στολάς τών τετυφωμένων καπιταναίων καί κοτζαμπασίδων, εκλαμβόντες τόν κοκκινοφόρον καί κυδρούμενον ταχυδρόμον αντί τού Κυβερνήτου, προσεκύνουν αυτόν
1252
πίπτοντες εις έδαφος. Δέν εννόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους νά αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον τού πώλου τού Ιησού, καί νά φορή ένδυμα ως οι πολλοί. Αλλ' ουδέ αψίδες ή θριαμβικά τόξα ανηγείροντο ως σήμερον, ουδέ μουσικαί επαιάνιζον, ουδέ πυροτεχνήματα εξηκοντίζοντο εις ουρανούς, καθόσον αι επιδείξεις αύται, γινόμεναι επιμελεία καί αξιώσει τών αρχών, διαθρύπτουσι μέν τήν ματαιότητα, βλάπτουσιν όμως τους ηγέτας τών εθνών, αποκρύπτουσαι τό αληθές φρόνημα. Οι δέ λαοί ακούοντες απροσδοκήτως ότι ήρχετο ο Κυβερνήτης, έτρεχον αυθόρμητοι εις προϋπάντησιν αυτού, ουχί κράζοντες γεγωνυία τή φωνή Ζήτω! αλλά κλαίοντες σφραγιζόμενοι διά τού σημείου τού σταυρού, καί βάλλοντες μετανοίας καί καίοντες λιβανωτόν καί ευλογούντες τόν Θεόν, τόν σώσαντα αυτούς υπό τής δουλείας καί τής ολεθριωτέρας αναρχίας. Ιδών δέ ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τόν ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε: - "Τό πράγμα υπερεξοχώτατε, δέν πάγει καλά. Πρέπει ο κόσμος νά γνωρίση τόν Κυβερνήτη του". - "Καί τί θέλεις νά κάμω;" - "Νά βάλ' η υπερεξοχότης σου τήν στολήν σου" Καί πεζεύσας εις μικράν τινα καί σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε τήν στολήν αυτού, πενιχροτέραν καί τής τών δασονόμων τής αντιβασιλείας». Ιστορικαί Αναμνήσεις υπό Νικολάου Δραγούμη, 1874. Ο Καποδίστριας αμέσως διαπίστωσε ότι η κατάσταση τής χώρας ήταν τραγική καί ουσιαστικά δέν υπήρχε ούτε κυβέρνηση ούτε κράτος. Η ύπαιθρος ήταν εγκαταλελειμμένη καί ερημωμένη, τά νησιά δεινοπαθούσαν από τήν πειρατεία καί στίς πόλεις επικρατούσε αναρχία. Βασίλευε τό δίκαιο τού ισχυροτέρου μέ τούς προεστούς νά σφετερίζονται τά δημόσια έσοδα καί τούς ληστές νά γδύνουν τούς φτωχούς χωρικούς. Τά παιδιά πέθαιναν από τήν πείνα καί τό κρύο, τό εμπόριο είχε υποκατασταθεί από τό λαθρεμπόριο καί τά δημόσια ταμεία ήταν άδεια. Ο στρατός ήταν απείθαρχος καί αναποτελεσματικός. Οι φρουρές πού είχε αφήσει ο Κιουταχής είχαν τόν έλεγχο τών μεγάλων πόλεων τής Στερεάς καί ο Ιμπραήμ, παρά τήν καταστροφή τού στόλου του, δέσποζε ακόμα στήν Πελοπόννησο: "Από Καλαμάτας μέχρι Ναυπλίου, ούτε χωρίον υπάρχει έν, ούτε κώμη, ούτε πόλις μέ στέγασμα τό παραμικρόν. Εκτεταμένοι αμπελώνες αποκεχερσωμένοι, κοιλάδες πολύωροι, άλλοτε μέν σιτοπληθείς, σήμερον δέ άφοροι καί καταλελιμνασμένοι υπό τής πλημμύρας τών ποταμών, χιλιάδες οικογενειών αναζητούσιν τάς εαυτών εστίας ανά μέσον τών ερήμων καί τών συντριμμάτων. Είναι καιροί που πρέπει νά φορούμε όλοι ζώνη δερματένια καί νά τρώμε ακρίδες καί μέλι άγριο. Κατεβαίνω πολεμιστής είς τό στάδιον, θά πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι τόν έρωτα τών προνομίων πού είναι
1253
φυτευμένες είς ψυχές πολλών, τά ονειροπολήματα τών λογιωτάτων, ξένων πρακτικής ζωής, τό φιλύποπτο, κυριαρχικό καί ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θά είναι δική μας εάν βασιλεύση εις τήν καρδίαν μας μόνο τό αίσθημα τό ελληνικό. Ο φιλήκοος τών ξένων είναι προδότης". Ο Καποδίστριας, προκειμένου νά στηρίξει τήν οικονομία της χώρας, πέτυχε τή σύναψη δανείου από τή Γαλλία καί τή Ρωσία αφού στό Δημόσιο Ταμείο βρήκε μόνο μερικά γρόσια. Ο Υπουργός Οικονομικών Παναγιώτης Λιδωρίκης όταν τόν είχε ρωτήσει ποιό είναι τό αποθεματικό τού κράτους, είχε απαντήσει: "ΌΌχι μόνον χρήματα δέν έχομεν εις τό Ταμείον, αλλά ούτε κάν υπήρξε ποτέ Ταμείον." Ο πρώτος Κυβερνήτης έθεσε καί τά τελευταία υπολείμματα τής προσωπικής του περιουσίας στή διάθεση τού ΈΈθνους. ΉΉταν από τούς ελάχιστους ΈΈλληνες πολιτικούς πού έχουν υπάρξει, ο οποίος μπήκε πάμπλουτος στήν πολιτική καί εξήλθε πάμφτωχος. "Ελπίζω ότι όσοι εξ' υμών συμμετάσχουν εις τήν Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μεθ' εμού ότι εις τάς παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δέν είναι δυνατόν νά λαμβάνουν μισθούς αναλόγως μέ τόν βαθμό τού υψηλού υπουργήματός των καί μέ τάς εκδουλεύσεις των, αλλ' ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει νά αναλογούν ακριβώς μέ τά χρηματικά μέσα, τά οποία έχει η Κυβέρνησις εις τήν εξουσίαν της. Εφ'όσον τά ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά νά ζήσω, αρνούμαι νά εγγίσω μέχρι καί τού οβολού τά δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις τό μέσον ερειπίων καί ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν". ΉΉταν από τούς ελάχιστους ΈΈλληνες πολιτικούς πού είχε βαθιά πίστη καί ήταν αμέμπτου ηθικής. "Γλυκοφιλούσα Μαριάμ τόν Υιόν σου αίτησαι υπέρ εμού τού δούλου σου Ιωάννου, βραβεύσαι, μετά σοφίας κυβερνάν τόν ευσεβή λαόν σου καί βασιλείας μέ Αυτού τυχείν δι' έλεός Του." ΉΉταν από τούς ελάχιστους ΈΈλληνες πολιτικούς πού αγαπούσε μέ πάθος τό ΈΈθνος του, διεκδικούσε όλα τά κλεμμένα εδάφη καί μισούσε μέ τό ίδιο πάθος τόν Τούρκο κατακτητή. "Ζητώμεν τήν Θεσσαλίαν τήν Μακεδονίαν, προστιθεμένων δέ καί τών νήσων τού τε Αιγαίου καί τής ελάσσονος Ασίας". Ο Κυβερνήτης ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο καί καθιέρωσε τόν φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας τό τουρκικό γρόσι. Καθιέρωσε φορολογικό σύστημα, τό οποίο ήταν ιδιαίτερα σκληρό γιά τίς πλούσιες τάξεις τών κοτζαμπάσηδων τού Μοριά καί τών εφοπλιστών τής ΎΎδρας. Μέ τή βοήθεια τού φίλου του τραπεζίτη Εϋνάρδου, προχώρησε στή σύσταση τής Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας μέ ψήφισμα, τό οποίο έγινε στίς 2 Φεβρoυαρίου 1828. Επικεφαλής τής τράπεζας τέθηκε ο Γεώργιος Σταύρου από τά Ιωάννινα. Στόν τομέα τής Δικαιοσύνης ο Κυβερνήτης παρέλαβε επίσης χάος. Ο Μιχαήλ Σούτσος Υπουργός τής Δικαιοσύνης ανέφερε: "Δέν υφίστανται
1254
ούτε δικαστήρια, ούτε δικασταί." Οργάνωσε τή Δικαιοσύνη καί μέ ψήφισμα όρισε ότι τά "δικαστήρια ακολουθούν τούς νόμους τών αυτοκρατόρων, περιεχομένους εις τήν Εξάβιβλον τού Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου ή Πρόχειρον." Γιά τά εμπορικά ζητήματα θά ίσχυε ο γαλλικός Εμπορικός Κώδικας. Μέ τό ψήφισμα Περί Διοργανισμού τών Δικαστηρίων έθεσε τίς βάσεις τής Ελληνικής Δικαιοσύνης καί δημιούργησε τό θεσμό τού εισαγγελέα ως δημόσιου συνηγόρου καθορίζοντας τήν κατάστασή του καί τίς αρμοδιότητές του. Συγκρότησε επίσης ειρηνοδικεία στίς μεγάλες πόλεις καί πρωτοδικεία στίς έδρες τών νομών. Στίς 3 Φεβρουαρίου 1828, ο Καποδίστριας ψήφισε κατασταλτικά μέτρα κατά τής πειρατείας, η οποία έπρεπε επιτέλους νά παταχθεί διά παντός. Τήν αποστολή αυτή ανέλαβε ο Ανδρέας Μιαούλης μέ τή φρεγάτα "Ελλάς" καί άλλα μικρότερα πολεμικά πλοία καί τήν έφερε εις πέρας μέσα σέ λίγες εβδομάδες. Τό κύρος τού Καποδίστρια καί η απόλυτη εμπιστοσύνη στό πρόσωπό του επανέφερε τούς πειρατές στήν υπηρεσία τού ΈΈθνους καί τούς ενέταξε στόν ελληνικό στρατό. Στόν τομέα τής Εθνικής Παιδείας ο Καποδίστριας έδωσε ιδιαίτερη σημασία, αφού πρώτο του μέλημα μετά τήν απελευθέρωση τής Ελλάδος ήταν νά λάβουν τά ελληνόπουλα τή μόρφωση πού τούς άρμοζε. ΊΊδρυσε τά αλληλοδιδακτικά σχολεία, στά οποία οι καλύτεροι μαθητές αναλάμβαναν νά διδάξουν τούς υπολοίπους ελλείψει διδακτικού προσωπικού. ΌΌσοι αρίστευαν στή βασική εκπαίδευση είχαν τό δικαίωμα νά εγγραφούν στή Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων καί στό Πρότυπον Σχολείον τριετούς εκπαίδευσης. Στήν Αίγινα ίδρυσε ορφανοτροφείο καί όρισε υπεύθυνη τή Μαντώ Μαυρογένους. Τά πρώτα ορφανά πού εγκαταστάθηκαν στά δωμάτια τού ορφανοτροφείου είχαν εξαγοραστεί από τά σκλαβοπάζαρα τής Αιγύπτου μέ δωρεές πλουσίων Ελλήνων τού εξωτερικού καί φιλελλήνων. Στή συνέχεια ίδρυσε Εθνική Βιβλιοθήκη, Εθνικό Τυπογραφείο, Εκκλησιαστική Σχολή στόν Πόρο, Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία καί Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στήν Αίγινα, τό οποίο φρόντισε ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Κατασκευάσθηκαν ναυπηγεία στό Ναύπλιο καί στόν Πόρο καί μέ τήν Εθνική Στατιστική Υπηρεσία διενήργησε τήν πρώτη απογραφή τού ελληνικού πληθυσμού. Τήν ανοικοδόμηση τής Τριπολιτσάς, τών Πατρών, τού Μεσολογγίου καί άλλων μεγάλων πόλεων τήν ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Βούλγαρης. "Μετά τήν επιτυχίαν τού έργου σας κύριε Βούλγαρη, τής βάσει σχεδίου ανοικοδομήσεως τής Τριπολιτσάς, σάς παρακαλούμεν νά εκδηλώσετε παρόμοιον ενδιαφέρον καί διά τήν πόλιν τών Πατρών. Οι μέν Τούρκοι καί ΆΆραβες τήν έχουν ήδη εγκαταλείψει, αφήσαντες ερείπια επί ερειπίων, οι δέ πολίται αυτής, επανερχόμενοι καί αναζητούντες τάς εστίας των, παρακαλούν τήν Κυβέρνησιν νά τούς στείλη μηχανικούς διά νά χαράξουν τάς γραμμάς βάσει τών οποίων οι πολίται σήμερον μέν θά κτίσουν καλύβας, αύριον, Θεού ευδοκούντος, οικίας καί πλατείας καί
1255
πόλιν ολόκληρον". Η Τριπολιτσά είχε κατεδαφιστεί από τά θεμέλια από τόν Ιμπραήμ καί οι κάτοικοι είχαν στείλει επιστολή στόν Γραμματέα τής Επικρατείας Σπυρίδωνα Τρικούπη μέ τήν έκκληση νά φροντίσει γιά τήν ανοικοδόμηση τής πόλης τους: "ΆΆμα έφθασε ο Ιμβραχήμ έλαβε τόν πέλεκυν εις τάς χείρας καί ως μαινόμενος πρώτος αυτός ώρμησεν εις έν μέρος τού φρουρίου συνεπομένων καί πολλών στρατιωτών καί εκρήμνισεν έν μέρος κατ' εκείνην τήν ημέραν. Εις τόσην μανίαν ήλθεν, ώστε καί τάς βρύσεις καί δύο εκκλησίας έξω τής πόλεως θολωτάς δι' υπονόμων ανέστρεψε καί καθ' όλας τάς ημέρας έκαιε σποράδην καί οικίας. Κρημνίζων δέ μέρος τού φρουρίου, τάς οικίας καί λοιπά, τά κατεδάφισε μετ' ήχου τών τυμπάνων καί μετά τόν χαλασμόν αυτών έκαμε τήν συνήθη προσευχήν πρός τόν Μωάμεθ. Τοιαύτα είναι τά μνημεία, τά οποία ο θηριώδης ούτος βάρβαρος αφήνει εις τήν γήν". Ακούραστος ο Κυβερνήτης συνέχισε τό έργο του. Η λάμπα τού δωματίου του έσβηνε στίς 4 μετά τά μεσάνυκτα καί άναβε στίς 7 τό πρωΐ. Η διατροφή του ήταν άσχημη καί είχε αδυνατίσει τόσο ώστε η υγεία του άρχισε νά κλονίζεται. Ο γιατρός τού είχε συστήσει νά βελτιώσει τή διατροφή του καί εκείνος τού είχε απαντήσει ότι θά τό έκανε μονάχα όταν σιγουρευόταν ότι καί τό τελευταίο ελληνόπουλο θά είχε τροφή νά φάει. Ο Μακρυγιάννης έγραφε ότι ο Κυβερνήτης τρώει σέ τέσσερεις ημέρες μία κότα. Φρόντισε γιά τήν ανάπτυξη τής γεωργίας καί τής κτηνοτροφίας ιδρύοντας Γεωργική σχολή στήν Τίρυνθα. Εισήγαγε τό γεώμηλο (πατάτα) στήν Ελλάδα καί τό πρώτο φορτίο πατάτες διέταξε νά τό μοιράσουν στούς φτωχούς χωρικούς. Εκείνοι όμως αδιαφόρησαν γιά τό παράξενο αυτό "μήλο" καί αρνήθηκαν νά τό παραλάβουν. ΌΌταν ο Κυβερνήτης περιέφραξε τίς αποθήκες πού φυλάσσοταν τό παράξενο φορτίο καί έβαλε φρουρά, τότε οι χωρικοί άρχισαν νά κλέβουν τίς πατάτες, ώσπου στό τέλος δέν έμεινε ούτε μία στίς αποθήκες τού Ναυπλίου. Ο Ιωάννης Καποδίστριας προχώρησε στή διοικητική διαίρεση τής Ελλάδος ορίζοντας τούς ακόλουθους νομούς ή θέματα: Αργολίς, Αχαΐα, ΉΉλις, Μεσσηνία, Λακωνία καί Αρκαδία γιά τήν Πελοπόννησο καί Σποράδες καί Κυκλάδες γιά τά ελεύθερα νησιά τού Αιγαίου Πελάγους. Συγκέντρωσε όλες τίς εξουσίες καί έγινε ο απόλυτος άρχων συνεπικουρούμενος από τό "Πανελλήνιον", ένα σώμα αποτελούμενο από είκοσι επτά μέλη. Είχε καταλάβει από τήν προηγούμενη εμπειρία στήν Ελλάδα ότι τούς παραστάτες (βουλευτές) πού εκλέγονταν, τούς ήλεγχαν απολύτως οι κοτζαμπάσηδες καί οι νοικοκυραίοι τής ΎΎδρας. Επακόλουθο τής καταστάσεως πού είχε προκύψει από τίς τρείς προηγούμενες εθνικές συνελεύσεις ήταν η ακυβερνησία, τό χάος καί ο εμφύλιος σπαραγμός. Μέ δικτατορικές αντιλήψεις καί αυταρχικό τρόπο θεώρησε ότι εξυπηρετούσε καλύτερα τά συμφέροντα τού ελληνικού
1256
λαού. «Εντός ελαχίστου χρόνου ο Καποδίστριας επαρουσίασε πρωτοφανές έργον. ΊΊδρυσε τήν Σχολήν Ευελπίδων καί εδημοσίευσε κανονισμόν στρατολογίας. Συγχρόνως ερρύθμισε δι' ειδικής υπηρεσίας, τήν οποίαν εγκατέστησε στόν Πόρον, τήν μισθοτροφοδοσίαν τού Στρατού καί μετέτρεψε τάς ομάδας τών ατάκτων ενόπλων εις τακτικό στρατό μέ οργάνωσι, τάξι καί πειθαρχίαν. Στήν ανύπαρκτον πολιτεία έδωσε υπόστασι μέ τήν συστηματικήν οργάνωσιν καί έμεσον λειτουργία τού κράτους, εις όλους τούς τομείς τής δημοσίας δραστηριότητος π.χ. έκανε αποκέντρωσι, διήρεσε τήν Πελοπόννησο εις εννέα τμήματα, τάς νήσους τού Αιγαίου εις έξη καί ετοποθέτησε τούς Επιτρόπους τής Κυβερνήσεως. ΈΈκοψεν εθνικόν νόμισμα. ΊΊδρυσε τήν ταχυδρομικήν υπηρεσίαν καί εξεπόνησε τόν κανονισμόν τών ταχυδρομείων, τών οποίων αρχικώς ελειτούργησαν ένδεκα γραφεία καί μία κεντρική διεύθυνσις, στό Ναύπλιο. ΈΈκτισε τό ορφανοτροφείο στήν Αίγινα, πού μέχρι χθές ακόμη εχρησιμοποίουν ως φυλακή. ΊΊδρυσε τήν περίφημη Γεωργική Σχολή Τϊρυνθος. Επραγματοποίησε απογραφή όλων τών κατοίκων, τών εκκλησιών, τών μοναστηριών κ.τ.λ. ΈΈκτισε σχολεία εις όλας τάς επαρχίας, βιβλιοθήκας, εκκλησιαστικό φροντιστήριο καί μουσείον φυσικών επιστημών. Εδημιούργησε ελληνικό καί γαλλικό τυπογραφείο στήν Αίγινα καί λιθογραφείον. Ωργάνωσε τήν απονομήν δικαιοσύνης καί εδημοσίευσε τόν κανονισμόν τών δικαστηρίων. ΊΊδρυσε ναυπηγεία στό Ναύπλιο καί στόν Πόρον, ενώ στή Σύρο έθεσε εις λειτουργίαν ασφαλιστική εταιρεία. Στήν Τράπεζα πού έκανε κατέβαλε εκ τής περιουσίας του 25.000 τάληρα. Εσχεδίασε καί κατεσκεύασε δρόμους π.χ. Μεθώνης - Πύλου κ.τ.λ. Ο πάμπλουτος Καποδίστριας κατέστη πάμπτωχος, διότι εχρηματοδότει ο ίδιος τήν συγκρότησι τού κράτους. Διά νά αγοράσωμεν σίτον από τήν Μάλτα υπεθήκευσε τά κτήματά του στήν Κέρκυρα. Αυτός πρώτος εισήγαγε στήν Ελλάδα τήν καλλιέργεια τής πατάτας». Ιωάννης Καποδίστριας, Ολίγα διά τόν άνδρα από τόν Κωνσταντίνο Πλεύρη. Γρήγορα άρχισε νά εκδηλώνεται δυσαρέσκεια από τόν απλό λαό, τήν οποία υποδαύλιζαν οι παραγκωνισμένοι πολιτικοί Μαυροκορδάτος καί Κωλέττης καί οι μέχρι πρότινος παντοδύναμοι προεστοί καί πρόκριτοι. Οι φόροι πού επέβαλλε στούς πάλαι ποτέ ισχυρούς τής σκλαβωμένης Ελλάδος προκάλεσαν αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις έγιναν πιό έντονες στήν ΎΎδρα τών Κουντουριώτηδων καί στή Μάνη τών Μαυρομιχάληδων, οι οποίοι αντί νά προσφέρουν στό νεοσχηματιζόμενο ελληνικό κράτος, ζητούσαν χρήματα ως πολεμικές αποζημιώσεις! Η δυσαρέσκεια ενός μέρους τών Ελλήνων κατά τού κυβερνήτη μεγάλωσε περαιτέρω όταν είδαν κυβερνητικά αξιώματα νά καταλαμβάνονται από
1257
τούς δύο αδελφούς του Βιάρο καί Αυγουστίνο. Ιδιαίτερα η ΎΎδρα έγινε τό κέντρο τής αντιπολίτευσης κατά τού Κυβερνήτη καί εκεί σημειώθηκαν τά πρώτα στρατιωτικά κινήματα. Μία μελανή σελίδα τής ελληνικής ιστορίας θά γραφόταν τρία χρόνια αργότερα, όταν ο Ανδρέας Μιαούλης θά καταλάμβανε τόν ναύσταθμο τού Πόρου καί θά ανατίναζε τή φρεγάτα "Ελλάς" καί τήν κορβέτα "ΎΎδρα", τά δύο πιό σημαντικά πλοία του ελληνικού στόλου. «Αγαπητέ μου Φίλε! Μού γράφετε νά μή σάς ξεχνώ ποτέ στίς προσευχές μου. Καί νά θερμαίνω μέ αυτές τή θέση πού κατέχετε στή σκέψη μου καί στήν καρδιά μου. Καί μού επαναλαμβάνετε ακόμη μία φορά ότι καί σείς, μέ τίς δικές σας προσευχές, θερμαίνετε τή θέση πού κατέχω καί εγώ μέσα στή δική σας σκέψη καί στή δική σας καρδιά! Θεέ μου, πώς θά ήταν δυνατόν νά μή θερμαίνω, νά μή φλογίζω μέ τίς ικετήριες εκκλήσεις μου στόν Θεό αυτή τή θέση πού κατέχετε μέσα στή σκέψη μου καί μέσα στήν καρδιά μου; Αυτή τή θέση πού δέν μπόρεσε καί δέν θά μπορέσει ποτέ τίποτα στή ζωή μου νά τήν αλλάξει; Αγωνιώ όμως γιά σάς. Από τά λίγα λόγια πού μού γράφατε κατάλαβα τίς αγωνίες, τίς πικρίες καί τούς πόνους πού δοκιμάζετε, τόσο από τούς ξένους όσο καί από τούς δικούς μας. Η σκέψη ότι ημπορεί κάποιος νά σάς κάνει κακό μέ αναστατώνει, μέ γεμίζει μέ μαύρα σύννεφα αγωνίας, μού βουρκώνει τά μάτια, μού συνθλίβει τήν ψυχή. Τίς περισσότερες ώρες στέκω ή μπροστά στίς εικόνες τού Χριστού καί τής Παναγίας καί τούς ικετεύω νά σάς προφυλάξουν από τούς κινδύνους πού σάς κυκλώνουν ή μπροστά στήν προσωπογραφία σας, όπου καί σάς μιλώ μέ τίς ώρες καί τό νοιώθω ότι μού απαντάτε. ΈΈμαθα ότι δέν δέχεσθε μέ κανένα τρόπο νά σάς φρουρούν. ΌΌτι αρνείσθε νά σάς συνοδεύουν σωματοφύλακες. Γνωρίζοντας τήν γενναιότητα καί τήν ακεραιότητα τού χαρακτήρα σας, ήμουν σίγουρη γιά τήν άρνησή σας. Γιατί όμως δέν σκέπτεσθε ότι η δυστυχισμένη πατρίδα μας σάς εξέλεξε ως πρώτο Κυβερνήτη της καί σάς έχει απόλυτη ανάγκη γιά τή σωτηρία της, από τόσους εχθρούς, ξένους καί ιδικούς μας, πού επιβουλεύονται, μέ άλλους καταχθόνιους τρόπους, τήν ελευθερία καί τήν ανεξαρτησία της; Γιατί δέν συλλογίζεσθε τόν δυστυχισμένο λαό της πού είσθε τό μόνο πρόσωπο στό οποίο, μέ τή σοφή διαίσθησή του, έχει στηρίξει όλες τίς ελπίδες του καί τά όνειρά του επάνω σας, δικαιολογημένα; Αυτόν τόν λαό πού σάς λατρεύει κυριολεκτικά, πού σάς φωνάζει "πατέρα", πού σάς βλέπει ως τό μοναδικό σωτήρα του από τή σκληρή εκμετάλλευση τών παλαιών αρχόντων του; Οι χιλιάδες τά ελληνόπουλα, πού τούς προσφέρατε τήν πατρική σας στοργή, προστασία, αγάπη, μόρφωση, σχολεία, μουσική, τέχνες, δέν σάς συγκλονίζουν; Δέν
1258
σκέπτεσθε ότι θά μείνουν ορφανά, χωρίς πατέρα;». Ελένη Κούκκου Ιωάννης Καποδίστριας Ρωξάνδρα Στούρτζα. Τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις (1829) Τό 1828, ο τσάρος Νικόλαος Α' κήρυξε τόν πόλεμο κατά τής Τουρκίας. Η ανόητη απόφαση τού σουλτάνου νά κλείσει τά Στενά τού Ελλησπόντου καί νά αποκλείσει τήν μόνη διέξοδο τής Ρωσίας πρός τό νότο, έδωσε στόν τσάρο τήν αφορμή πού ήθελε γιά νά επιτεθεί στήν κλονιζόμενη οθωμανική αυτοκρατορία. Πανικόβλητος ο Μέττερνιχ προσπάθησε μέ όλους τούς τρόπους νά αποτρέψει τόν ρωσοτουρκικό πόλεμο πού πλέον μέ μαθηματική ακρίβεια οδηγούσε τήν Ελλάδα στήν ανεξαρτησία της. Πράγματι τά ρωσικά στρατεύματα προήλασαν δυτικά πρός τίς επαρχίες τής Μολδοβλαχίας καί ανατολικά πρός τόν Πόντο χωρίς νά συναντήσουν σοβαρή αντίσταση. Γιά τούς ΈΈλληνες ο ρωσοτουρκικός πόλεμος ήταν μάννα εξ ουρανού. Τόν περίμεναν τόσα χρόνια, όταν ζούσαν μέ τούς θρύλους τής καθόδου τού ξανθού γένους καί τής εκδίωξης τών μουσουλμάνων (πρακτόρων όλον Ισμαήλ). "Τό δέ ξανθόν γένος άμα μετά τών πρακτόρων όλον Ισμαήλ τροπώσουν τήν Επτάλοφον επάρουν μετά τών προνομίων." Τά ελληνικά τακτικά στρατεύματα επωφελήθηκαν από αυτήν τήν εξέλιξη καί κατάφεραν σημαντικές νίκες κατά τών τουρκικών καθ' όλη τή διάρκεια τού 1828, όπως ήδη έχουμε περιγράψει. Ο Μαιζών έδιωξε οριστικά τούς ΆΆραβες από τήν Πελοπόννησο καί οι πολεμικές επιχειρήσεις τού 1829 πλέον διαγράφονταν μέ καλούς οιωνούς. Ο Αμβρακικός Κόλπος είχε απαλλαγεί από τήν παρουσία τών τουρκικών πλοίων καί η ορεινή Ναυπακτία μέχρι τό Καρπενήσι ανέπνεε αέρα ελεύθερο καί ελληνικό. Στίς αρχές Ιανουαρίου 1829, ο Μαχμούτ πασάς συνοδευόμενος από τόν Καρυοφίλμπεη καί τόν Μεχμέτ Δεβόλη ξεκίνησε από τό Ζητούνι γιά νά υποτάξει εκ νέου τήν Ανατολική Στερεά. Η εκστρατεία σχεδιάστηκε σέ συννενόηση μέ τόν Ομέρ πασά τής Εύβοιας, ο οποίος τόν διαβεβαίωσε ότι θά πραγματοποιούσε παράλληλη επίθεση πρός τίς θέσεις τών Ελλήνων. Ο Ομέρ πασάς δέν μπόρεσε νά κινηθεί λόγω τής κακοκαιρίας καί ο Μαχμούτ πασάς προήλασε μόνος του στή Βοιωτία χωρίς νά συναντήσει ισχυρή αντίσταση. Οι διασκορπισμένες ελληνικές δυνάμεις έκοψαν τίς γραμμές επικοινωνίας τού τουρκικού στρατού καί όσες εφοδιοπομπές προσπάθησαν νά ακολουθήσουν έπαθαν πανωλεθρία. Η βαρυχειμωνιά έφερε σέ ακόμα πιό δύσκολη θέση τόν Μαχμούτ πασά, ο οποίος αποφάσισε νά επιτεθεί στό χωριό Μαρτίνο, όπου είχε οχυρωθεί η ΣΤ' χιλιαρχία τού Βάσου Μαυροβουνιώτη. Στίς 29 Ιανουαρίου 1829 ξεκίνησε η μάχη τού Μαρτίνου. Οι άνδρες τού Μαυροβουνιώτη άφησαν τούς Τούρκους νά μπούν στό χωριό από
1259
τήν κεντρική οδό, τήν οποία είχαν αφήσει επίτηδες ανοικτή. Οι Τούρκοι ανύποπτοι προχώρησαν στό εσωτερικό, όταν ξαφνικά άνοιξαν τά παράθυρα τών σπιτιών καί άρχισαν νά δέχονται βροχή τίς σφαίρες. Η ταραχή τών Τούρκων μετατράπηκε σέ πανικό όταν κατάλαβαν ότι όλοι οι δρόμοι διαφυγής από τό χωριό ήταν κλεισμένοι μέ πέτρες. Τό κάθε σοκάκι τού χωριού αποτελούσε μία θανάσιμη παγίδα γιά τούς Τούρκους πού υποχωρούσαν πανικόβλητοι. Ο Μαχμούτ πασάς έχασε 300 άνδρες καί εν μέσω βαρυτάτου χειμώνα αναγκάστηκε νά επιστρέψει στό Ζητούνι. Ο Καποδίστριας, γιά νά στερεώσει τήν άμυνα τής Ανατολικής Στερεάς, έστειλε επιπλέον τήν Ε' χιλιαρχία τού Νικόλαου Κριεζώτη καί τήν Ζ' χιλιαρχία τών Θεσσαλομακεδόνων τού Τσάμη Καρατάσου. Τόν Μάρτιο τού ίδιου έτους απελευθερώθηκε η Βόνιτσα καί ο Κραβασαράς (Αμφιλοχία), μέ αποτέλεσμα νά διακοπεί η επικοινωνία τών τουρκικών φρουρών τής Δυτικής Στερεάς μέ τά Ιωάννινα. Η καλή συμπεριφορά τών Ελλήνων πρός τούς Τούρκους αιχμαλώτους καί η ομαλή μεταφορά τους πρός τήν Πρέβεζα, όπως αυτοί ζητούσαν, χαρακτήρισε τίς τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις τής επανάστασης. Οι Τούρκοι δέν αγωνίζονταν μέχρι εσχάτων καί παρέδιδαν τά κάστρα τους έχοντας εμπιστοσύνη ότι θά τηρηθούν οι συνθήκες παράδοσης. Καθώς, ο πασάς τών Ιωαννίνων Κιουταχής αναχωρούσε γιά τόν βορρά γιά νά λάβει μέρος στίς επιχειρήσεις τού τουρκικού στρατού κατά τών Ρώσων, δέν φαινόταν στόν ορίζοντα άλλος ικανός Τούρκος στρατηγός, ο οποίος θά μπορούσε νά ανατρέψει τίς επιτυχίες τών ελληνικών στρατευμάτων. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας διαδέχθηκε τόν Τζώρτζ, ο οποίος ήρθε σέ ανοικτή ρήξη μέ τόν Κυβερνήτη, καί ανέλαβε τό έργο τής εκκαθάρισης τών τουρκικών στρατευμάτων από τή Δυτική Στερεά. Ο Αυγουστίνος έδωσε εντολή στήν Α' χιλιαρχία τού Κίτσου Τζαβέλλα νά αποκλείσει τή Ναύπακτο. Σέ επικουρία του έστειλε τή Β' χιλιαρχία τού Χριστόδουλου Χατζηπέτρου καί τά σώματα τών Σπυρομίλιου, Βάγια, Πιέρη, Χατζηχρήστου, Καλλέργη, Μαστραπά, Ρούκη καί Νικόλαου Τζαβέλα. Στόν κόλπο τής Ναυπάκτου είχε καταπλεύσει η φρεγάτα "Ελλάς" τού Μιαούλη μαζί μέ ψαριανά μπρίκια υπό τήν αρχηγία τού Κωνσταντίνου Νικοδήμου. Ο αποκλεισμός τής Ναυπάκτου έγινε ασφυκτικός. Στό μεταξύ οι Αλβανοί πού αποτελούσαν τή φρουρά τού Αντιρρίου παραδόθηκαν. Η συνθήκη παράδοσης τηρήθηκε μέχρι τό τελευταίο γράμμα καί οι ΈΈλληνες φρόντισαν γιά τή μεταφορά τών αιχμαλώτων μέχρι τήν Αυλώνα, καταβάλοντάς τους αποζημιώσεις γιά όλα τά υπάρχοντα πού εγκατέλειψαν στό φρούριο τού Αντιρρίου. Η παράδοση τού Αντιρρίου καί η τήρηση τής συνθήκης έπεισαν τόν φρούραρχο τής Ναυπάκτου Κιόρ Ιμπραήμ πασά νά συνθηκολογήσει. Μέ μεσολάβηση τού Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, πρώην υπαλλήλου τού ρωσικού προξενείου τών Πατρών, υπογράφηκε στίς 11 Απριλίου 1829 η
1260
συνθήκη παράδοσης, παρουσία καί τού ίδιου τού Κυβερνήτη πού είχε έρθει νά εποπτεύσει από κοντά τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η τουρκική φρουρά εγκατέλειψε τήν πόλη στίς 18 Απριλίου καί μεταφέρθηκε στήν Πρέβεζα μέ ελληνικά πλοία όπως είχε συμφωνηθεί. Στήν πόλη τής Ναυπάκτου υψώθηκε η σημαία τού Σταυρού ύστερα από 400 χρόνια ενετοτουρκικής κατοχής. Μετά τήν απελευθέρωση τής Ναυπάκτου σειρά είχε τό Μεσολόγγι. Πόσα μάτια δέν δάκρυσαν από αυτούς πού είχαν λάβει μέρος στήν θρυλική έξοδο τού 1826! Τρία χρόνια μετά τό ολοκαύτωμα τού Μεσολογγίου, 4000 άνδρες διέτρεξαν τήν αντίστροφη πορεία τής εξόδου. Κινήθηκαν από τή Ναύπακτο πρός τό Μεσολόγγι καί τό Ανατολικό (Αιτωλικό) καί βρέθηκαν έξω από τά τείχη τής Ιερής Πόλης τών Ελλήνων. Η τουρκική φρουρά, μέ τή μεσολάβηση τού Γεωργίου Βαρνακιώτη, υπέγραψε χωρίς δεύτερη σκέψη τήν παράδοση τής πόλης στίς 2 Μαΐου 1829. Μεσολογγίτες κάτοικοι όμως δέν υπήρχαν γιά νά έρθουν νά ξαναβρούν τίς εστίες τους. Στήν Ανατολική Στερεά η κατάσταση ήταν πιό δύσκολη γιά τόν Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ομέρ τής Εύβοιας διατηρούσε ανοικτούς τούς δρόμους επικοινωνίας μέ τή Θήβα καί τήν Αθήνα. Οι ΈΈλληνες παρά τήν κατάληψη ολόκληρης σχεδόν τής Ρούμελης δέν μπορούσαν νά σταματήσουν τίς τουρκικές ενισχύσεις πού συνέχιζαν νά καταφθάνουν από τή Λάρισα καί τή Λαμία διά μέσου τών Θερμοπυλών. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, μέ υπαρχηγούς τούς Ιωάννη Ρούκη, Διονύσιο Ευμορφόπουλο, Γιαννάκη Στράτο καί Ζάχο Μήλιο καί έχοντας στή διάθεσή του 1700 άνδρες, επιχείρησε τήν κατάληψη τής Θήβας. Στίς 21 Μαΐου 1829 επιτέθηκε στούς Τούρκους πού κατείχαν τή θέση Πυρί, αλλά δέν κατάφερε νά τούς απωθήσει. Ο Καποδίστριας έστειλε γιά ενίσχυση τό ιππικό τού Χατζηχρήστου καί ο Υψηλάντης τό μόνο πού κατάφερε ήταν νά καταλάβει τήν ερειπωμένη καί εγκαταλελειμμένη πόλη τών Θηβών. Οι Τούρκοι συνέχισαν νά κρατούν τίς θέσεις πού είχαν οχυρώσει έξω από τήν πόλη, αψηφώντας τίς δυνάμεις τού Υψηλάντη καί προκαλώντας ανησυχία στόν Καποδίστρια πού αγωνιζόταν διπλωματικά νά συμπεριλάβει τή Στερεά Ελλάδα εντός τών συνόρων τού ελληνικού κράτους. Στίς 2 Ιουνίου 1829, ο Ομέρ πασάς τής Εύβοιας ξεκίνησε μέ 2000 στρατιώτες γιά νά ενισχύσει τούς Τούρκους τών περιχώρων τής Θήβας. Στή θέση Ανηφορίτης τόν περίμεναν οι χιλιαρχίες τών Νικολάου Κριεζώτη καί Γεωργίου Δυοβουνιώτη, καθώς καί τμήματα τών Γιαννάκη Ράγκου, Βασίλη Μπούσγου, Ψαροδήμου καί Τόλιου Λάζου. Ο Ομέρ πασάς αιφνιδιάστηκε καί αναγκάστηκε νά υποχωρήσει ατάκτως, αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης περισσότερους από 50 νεκρούς. Οι ΈΈλληνες όμως αμέλησαν νά αποκλείσουν τούς Τούρκους τής Εύβοιας, μέ αποτέλεσμα οι τελευταίοι νά συνεχίσουν νά κυκλοφορούν ελεύθερα
1261
καί νά επικοινωνούν μέ τούς Τούρκους τής Θήβας. Οι μάχες συνεχίστηκαν καί τούς επόμενους μήνες. Στίς 21 Ιουνίου οι Τούρκοι τής Χαλκίδας επιτέθηκαν κατά τών Ελλήνων στή θέση Μακροβούνι καί σκότωσαν τόν πεντακοσίαρχο Μήτρο Λιακόπουλο. Μερικές ημέρες αργότερα οι Τούρκοι τών Αθηνών επιτέθηκαν στή Χασιά αλλά αποκρούστηκαν από τόν χιλίαρχο Βάσο Μαυροβουνιώτη μέ επιτυχία. Οι απώλειες τών Τούρκων ήταν 250 νεκροί καί τραυματίες. Οι Τούρκοι παρά τήν μεγάλη φθορά σέ έμψυχο υλικό (1000 νεκροί σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη) καί τήν έλλειψη ενισχύσεων από τήν Κωνσταντινούπολη συνέχισαν μέ πείσμα νά κρατούν τίς θέσεις τους, καθ' όλη τή διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1829 καί επιχειρούσαν διαρκώς νά στέλνουν πολεμικό υλικό καί τρόφιμα στά κάστρα πού διατηρούσαν υπό τόν έλεγχό τους. «Οι εις Χαλκίδαν Οθωμανοί Ουμέρπασιας, Οσμάνμπεγης ουτζιάκαγας, κατατροπωθέντες τήν 2αν Ιουνίου 1829 από τά όπλα τών Χιλιάρχων Γκριζιώτου καί Δυοβουνιώτου, Δ' καί Ε' χιλιαρχιών, καί από λόχους τού Ράγκου καί Τόλιου Λάζου, αφού έχασαν 400 μαχητάς καί εκινδύνευσεν καί ο Ουμέρπασιας νά συλληφθή, έμενον εις μεγάλην αμηχανίαν καί ακινησίαν. Οι εν τή Θήβα κλαίγοντες τούς 250 άνδρας, ταίς 3 σημαίαις καί τούς ίππους, τά οποία έχασαν εις τάς 22 Ιουνίου από τόν Χατζηχρίστον, δέν τολμούσαν νά εξέλθουν ένα βήμα εκτός τών χαρακωμάτων. Οι εν τή Αττική παρομοίως, κατανικηθέντες εγκαίρως μέ τήν άφιξίν μας, τήν 6η Ιουλίου από τόν αρχηγόν Βάσον καί τούς περί αυτού εις τόν ΆΆγιον Ιωάννην Χασιών, αφού άφησαν 300 νεκρούς έξωθεν τού οχυρώματος, 2 κανόνια καί μίαν γρανάταν, διακοπείσαν η ανταπόκρισίς των μέ τούς εν τή Χαλκίδι, δέν τολμούσαν νά έβγουν εκτός τών Αθηνών καί τού Μενιδίου. Εκλεχθέντες έως 500 πεζοί μέ τούς ιππείς μαζί, έχοντες τόν Χ'' Χρίστον επί κεφαλής καί τόν Ευμορφόπουλον, μετέβησαν εις τό Μεσοβούνι, αλλά μέ τήν διαταγήν ότι θάνατος παρέξει τόν όστις ήθελεν κοιτάξει επί τής συμπλοκής νά ωφεληθή από τά λάφυρα, παρά μόνον νά φονεύη. Φθάσαντες διά νυκτός εκεί, ετοποθετήθησαν εντός ενός ρεύματος, τό οποίον ήτον πλησίον τού δρόμου, ιππείς καί πεζοί. Κατά συγκαιρίαν τό πρωΐ καθ' ήν ώραν έχυνεν ο ήλιος τάς πρώτας ακτίνας του, εφάνησαν καί οι Οθωμανοί, οίτινες προείπομεν ότι έμελλον νά συνοδεύσουν τούς ιππείς. Η ενέδρα εδιευθύνθη εξαίρετα. Τήν στιγμήν καθ' ήν εφάνησαν οι Οθωμανοί ερχόμενοι εκ Χαλκίδος, έως 30 ΈΈλληνες, τό δέλεαρ, έσυρεν τήν προσοχήν τών Οθωμανών. Οι Οθωμανοί πεζοί καί ιππείς, ακράτητοι, ορμήσαντες κατ' αυτών χωρίς τινα υποψίαν, άμα έφθασαν πλησίον τού ρεύματος, δέκα βήματα σχεδόν, καί είδον τό έξαφνον, σφοδρόν καί εκδικητικόν πύρ τών Ελλήνων κατ' αυτών, καί τό ιππικόν αναπτυχθέν καί ως τά ξεφτέρια (γεράκια) ορμήσαντες ξιφήρεις, όλοι ομού μέ φωνάς καί αλαλαγμούς "επάνω των,
1262
επάνω των", εκπλαγέντες οι Οθωμανοί, χωρίς νά κοιτάξουν οπίσω πρός τήν Θήβαν, αφού οι ΈΈλληνες ιππείς καί πεζοί ερρίφθησαν εν τώ μέσω των καί τούς διέσχιζαν, ανακατωμένοι ΈΈλληνες καί Οθωμανοί, πεζοί καί ιππείς όλοι εμού, οι μέν ιππείς σφαζόμενοι από ΈΈλληνες οι δέ πεζοί μόνον τήν σωτηρίαν ζητούντες διευθυνόμενοι δρομαίως καί αυθαιρέτως πρός τήν Χαλκίδαν, μεταξύ τού κονιορτού καί τού καπνού βοηθούμενοι από τάς ακτίνας τού ηλίου, αίτινες εμπόδιζον τήν όρασιν τών Ελλήνων νά διακρίνουν τούς εχθρούς, διωκόμενοι έως 3/4 τής ώρας, αφού άφησαν εις τό πεδίον έως 150 φονευμένους κατέφυγον εις τό χωρίον Σπαχήδες (ΆΆρμα Βοιωτίας)». Ενθυμήματα Στρατιωτικά τής Επαναστάσεως τών Ελλήνων - Κασομούλη. Ο Αλβανός Ασλάν μπέης Μουχουρδάρης ξεκίνησε από τή Λάρισα επικεφαλής 1500 ανδρών γιά νά ενισχύσει τή φρουρά τών Αθηνών. Ο Τσάμης Καρατάσος αμέλησε νά οργανώσει τήν άμυνά του στά στενά τών Θερμοπυλών, μέ αποτέλεσμα οι Τουρκαλβανοί νά εισέλθουν στήν Ακρόπολη χωρίς απώλειες. Ο Καποδίστριας ανησύχησε γιά αυτή τήν εξέλιξη καί αφού φρόντισε γιά τήν αποστολή εφοδίων καί μισθών στούς άνδρες τού στρατάρχη Υψηλάντη έθεσε υπό τάς διαταγάς του όλες τίς διαθέσιμες χιλιαρχίες τής Ανατολικής Στερεάς. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, πού είχε μεταφέρει τό αρχηγείο του στο χωριό Κουτουμουλάς (Κορώνεια Βοιωτίας), πληροφορήθηκε τήν πρόθεση τού Ασλάν μπέη νά επιστρέψει εσπευσμένα στή Θεσσαλία γιά νά συνεχίσει τήν πορεία του πρός τό ρωσικό μέτωπο. Ο Φαναριώτης πρίγκηπας επέλεξε τά χωριά Πέτρα καί Βρασταμίτες (Υψηλάντης Βοιωτίας) στούς πρόποδες τού Ελικώνα, γιά νά εμποδίσει τό πέρασμα τού Ασλάν μπέη. Οι ελληνικές δυνάμεις αποτελούνταν από τή φρουρά τού Υψηλάντη, μέ επικεφαλής τόν Σπυρομήλιο, τή Β' χιλιαρχία τού Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, τή Γ' χιλιαρχία τού Στράτου, τή Δ' χιλιαρχία τού Γεωργίου Δυοβουνιώτη, τήν Ε' χιλιαρχία τού Νικόλαου Κριεζώτη, τή Ζ' χιλιαρχία τού Τόλιου Λάζου, τά σώματα τού Διονυσίου Ευμορφόπουλου, τού Γεωργίου Σκουρτανιώτη, τού Καρατάσου, τού Σουλιώτη Γιάννη Μπαϊρακτάρη καό τό ιππικό τού Χατζηχρήστου. Τό σύνολο τών δυνάμεων τού Υψηλάντη ήταν περίπου 3000 άνδρες. Τήν οργάνωση τών οχυρώσεων στήν Πέτρα τήν ανέλαβε ο πεντακοσίαρχος Κούστιας Μάκος. Σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη κατασκευάσθηκαν έξι ταμπούρια, τά οποία έφραξαν τό στενό πέρασμα απ' όπου ήταν αναγκασμένος νά διαβεί ο τουρκικός στρατός. Στίς 10 Σεπτεμβρίου 1829 εμφανίστηκε από μακρυά ο τουρκικός στρατός πού πλησίαζε μέ αργό ρυθμό πρός τό χωριό Πέτρα, ενισχυμένος μέ πυροβολικό καί ισχυρό ιππικό. Ο Ασλάν μπέης οργάνωσε τούς στρατιώτες του καί τό πρωΐ τής 12ης Σεπτεμβρίου έδωσε εντολή στό σύνολο τού στρατού νά κινηθεί κατά τών ελληνικών οχυρωμάτων. Οι
1263
αλαλαγμοί καί οι ήχοι από τά τουμπερλέκια καί τίς σάλπιγγες έσχισαν τόν αέρα. Οι Τουρκαλβανοί τρέχοντας κατάφεραν νά πλησιάσουν σέ απόσταση αναπνοής από τά ταμπούρια τών Ελλήνων. Τό οχύρωμα τού Σκουρτανιώτη κινδύνεψε περισσότερο από όλα τά άλλα. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Οι άνδρες όμως τού Σκουρτανιώτη πού ήταν όλοι από τά Δερβενοχώρια τής Βοιωτίας απέκρουσαν στήν αρχή μέ πυροβολισμούς καί μετά μέ τά σπαθιά τους όσους Τουρκαλβανούς επιχείρησαν νά καταλάβουν τίς θέσεις τους. Η γενναία αντίστασή τους έδωσε καιρό στίς εφεδρείες τών Δυοβουνιώτη, Μαμούρη, Σπυρομήλιου, Ψαροδήμου καί Κριεζώτη νά τρέξουν νά τόν βοηθήσουν καί νά απωθήσουν τούς εχθρούς πού εγκατέλειψαν τήν προσπάθεια, αφήνοντας δύο σημαίες μαζί μέ 100 πτώματα τών συντρόφων τους. Η μάχη είχε κριθεί υπέρ τών Ελλήνων. Οι Τούρκοι, μέσω τού γραμματικού του Υψηλάντη Φιλήμωνα, παρέδωσαν όλα τά κάστρα τής Στερεάς μέχρι τήν Βουδουνίτσα, εκτός από τά κάστρα τών Αθηνών καί τής Εύβοιας. Ο πλούσιος αριστοκράτης Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε ξεκινήσει τήν επανάσταση καί ο αδελφός του Δημήτριος τήν τερμάτιζε μέ αυτή τήν λαμπρή νίκη πού έδιωχνε οριστικά τούς μωαμεθανούς κατακτητές από τήν πολυβασανισμένη Ρούμελη. Η νικηφόρα μάχη τής Πέτρας έκλεισε μία σειρά από εκατοντάδες άν όχι χιλιάδες μικρές καί μεγάλες μάχες πού έδωσαν οι ΈΈλληνες κατά τή διάρκεια τού εννιαετούς πολέμου. Τά εννέα χρόνια πολέμου αποτίναξαν τήν κατοχή καί τή δουλεία πεντακοσίων χρόνων. ΌΌσοι αιώνες καί άν περάσουν δέν θά ξεχάσουν ούτε καί οι απόγονοι τών Θρακιωτών, τών Μικρασιατών, τών Ποντίων, τών Κωνσταντινουπολιτών καί τών Κυπρίων ότι καί τά δικά τους εδάφη στενάζουν κάτω από τό σπαθί τού ίδιου κατακτητή. ΌΌσοι αιώνες καί άν περάσουν δέν θά ξεχάσουμε τό ολοκαύτωμα τού Πόντου καί τή γενοκτονία τού λαού μας στή Μικρά Ασία. «1500 εχθροί υπό τήν οδηγίαν τού Ασλάμπεη Μουχουρδάρη, ευρόντες τήν δίοδόν τών Θερμοπυλών ελευθέραν, φυγόντων τών φυλασσόντων αυτήν Ελλήνων, εισέβαλαν δι' αυτής, καί διελθόντες τήν Λεβαδείαν, καί αφήσαντες εκεί καί αλλού φρουράς, μετέβησαν εις Αθήνας ατουφέκιστοι καθ' όλην τήν πορείαν. Ο ρωσσικός πόλεμος ηνάγκασε τήν Πύλην βλέπουσαν τόν δεινόν εχθρόν όχι μακράν τής Αδριανουπόλεως ν' ανακαλέση εν τάχει πανταχόθεν τά στρατεύματά της εις ιδίαν υπεράσπισιν· τούτου χάριν, απεστάλησαν οι περί τόν Ασλάμπεην ίνα συνοδεύσωσιν εις Λάρισσαν τούς εν Θήβαις καί Αττική εκτός τών φρουρούντων τήν ακρόπολιν τών Αθηνών. Ο δέ Υψηλάντης, συγκεντρώσας εκ νέου 2300 στρατιώτας κατέλαβε τήν μεταξύ Θηβών καί Λεβαδείας θέσιν της Πέτρας· δι' αυτής ήλθαν νά διαβώσι συσσωματωμένοι επί τής επανόδου των οι εχθροί, καί ιδόντες τούς ΈΈλληνας κατέχοντας αυτήν παρεστρατοπέδευσαν τήν 10ην Σεπτεμβρίου 1829. ΉΉσαν δέ 5000 τακτικοί καί άτακτοι, πεζοί καί ιππείς,
1264
έλκοντες τέσσαρα κανόνια. Πρός τά χαράγματα δέ τής 12ης άφησαν μικράν φρουράν εν τώ στρατοπέδω, τό ωχύρωσαν, καί εκίνησαν κατά τών Ελλήνων επί σκοπώ ν' ανοίξωσι τήν οδόν διασκορπίζοντές τους· καί τό μέν ιππικόν αυτών εσχημάτισε δύο γραμμάς καί ετοποθετήθη κάτωθεν τής Πέτρας, οι δέ τακτικοί, διαιρεθέντες, ώδευσαν επί τούς προμαχώνας οι μέν τού Στράτου, οι δέ τού Σκουρτανιώτη εις περιστολήν τών εν αυτοίς· κατέλαβαν δέ καί 300 εξ αυτών, εν οίς καί τινες ιππείς, τό παρά τούς προμαχώνας χωρίον τών Βρεστεμιτών υπερασπίζοντες τά νώτα τών πολλών. Τούτων ούτω διατεθέντων, ώρμησαν οι υπό τόν Ασλάμπεην Αλβανοί πρός τό διάσελον εις κυρίευσιν τού επί τής θέσεως εκείνης κειμένου προμαχώνος, αλλ' έτρεξαν εγκαίρως εις βοήθειαν αυτού οι χιλίαρχοι Δυοβουνιώτης καί Κριεζώτης μετά τών πλειοτέρων τών υπ' αυτούς· η επικουρία δέ τούτων καί η γενναία αντίστασις τών εντός τού προμαχώνος εματαίωσαν τά τολμηρά κινήματα τών περί τόν Ασλάμπεην καί τούς ηνάγκασαν νά φύγωσι κακήν κακώς. Συγχρόνως έπεσεν επί τήν εν τώ χωρίω τών Βρεστεμιτών, εχθρικήν δύναμιν καί τήν κατεδίωξεν η υπό τόν Σπύρον Μήλιον φρουρά τού στρατάρχου προκαταλαβούσα υψηλήν τινα θέσιν εκ πλαγίου τού χωρίου. Οι εχθροί πολλά παθόντες επανήλθαν εις τό στρατόπεδον υπό τήν προστασίαν τού πολυαρίθμου ιππικού μετά δίωρον μάχην καί διενυκτέρευσαν ησύχως· τήν δε επαύριον έστειλαν πρός τόν Υψηλάντην τόν ίππαρχον αιτούμενοι ελευθέραν δίοδον· κατά πρότασιν δέ αυτού έστειλε καί ο Υψηλάντης τόν γραμματέα του Φιλήμονα εις τό τουρκικόν στρατόπεδον, όπου υπεγράφη τήν 13ην σύμβασις λέγουσα ν' αφεθή η δίοδος τού εχθρού ελευθέρα, ν' απολυθώσιν όλοι οι αιχμάλωτοι ΈΈλληνες καί Τούρκοι, νά συναναχωρήσωσιν αι κατέχουσαι τήν πόλιν τής Λεβαδείας, τό Χάνι τού Κατοίκου, τό Τουρκοχώρι καί τήν Φοντάναν τουρκικαί φρουραί, διατηρουμένων επί τής Ανατολικής Ελλάδος μόνων τών εν τή ακροπόλει τών Αθηνών καί εν τή Βοδωνίτση, καί ν' ανταλλαχθώσι καί όμηροι εις πίστωσιν τών συνομολογηθέντων. Εν ώ δέ διήρχοντο οι Τούρκοι εν σιωπή καί κατηφεία, αποχαιρετώντες διά παντός τήν χθες δούλην Ελλάδα, απεχαιρέτων αυτούς καί οι ελευθερωταί της ΈΈλληνες εν αλαλαγμώ καί αγαλλιάσει, σαλπίζοντες καί τυμπανίζοντες. Η μάχη τής Πέτρας είναι η τελευταία τού υπέρ ανεξαρτησίας τής Ελλάδος εννεαετούς πολέμου». Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως, Σπυρίδων Τρικούπης . Η Ελλάς ανεξάρτητο κράτος Στά διπλωματικά πεπραγμένα τής Ευρώπης, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος τού 1828 έφερε μερική ρήξη στίς σχέσεις τών τριών Προστάτιδων Δυνάμεων. Η δυσμενής γιά τήν οθωμανική αυτοκρατορία νέα πραγματικότητα δέν άρεσε καθόλου στήν Αγγλία καί έτσι η Γηραιά
1265
Αλβιώνα προσπάθησε μέ κάθε μέσο νά εξομαλύνει τίς σχέσεις της μέ τήν Πύλη. Αρχικά επεδίωξε νά πείσει τή Γαλλία νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους κατά τής Ρωσίας, η οποία προήλαυνε ανενόχλητη μέχρι τίς πύλες τής Αδριανούπολης. Στή συνέχεια, σέ μία προσπάθεια κατευνασμού τού σουλτάνου, ο Βρετανός πρωθυπουργός δούκας του Ουέλινγκτον (Arthur Wellesley, Duke of Wellington) πρότεινε στόν Γάλλο πρέσβη νά περιοριστούν τά όρια τού νέου ελληνικού κράτους στήν Πελοπόννησο καί η Ελλάδα νά παραμείνει φόρου υποτελής στήν Τουρκία πού θά είχε καί δικαίωμα συμμετοχής στήν εκτελεστική εξουσία τής Ελλάδος. Η κυβέρνηση Μαρτινιάκ απέρριψε τίς αγγλικές προτάσεις μέ τό επιχείρημα ότι ήταν αντίθετες μέ τήν ιουλιανή συνθήκη τού Λονδίνου καί αντιπρότεινε νά σταλεί αγγλογαλλική δύναμη στήν Πελοπόννησο, γιά νά εκδιωχθούν οι ΆΆραβες. Η Ρωσία καί η Γαλλία είχαν συμφωνήσει γιά τά σύνορα τού νεοσύστατου κράτους, υιοθετώντας τή γράμμη Βόλου - ΆΆρτας καί αποδίδοντας στήν Ελλάδα ολόκληρη τή Στερεά, τήν Εύβοια, τή Σάμο, ενώ συζητούσαν ακόμα καί γιά τήν Κρήτη. Στό ζήτημα τών συνόρων βρήκαν τή σθεναρή αντίσταση τού ΆΆμπερντιν, υπουργού εξωτερικών τής Αγγλίας, ο οποίος ζητούσε από τούς εταίρους του τά ελληνικά σύνορα νά φθάνουν μέχρι τόν Ισθμό ώστε νά μήν συμπεριληφθεί στό ελληνικό κράτος η Αιτωλοακαρνανία, πού βρισκόταν απέναντι από τά υπό αγγλική κατοχή Επτάνησα. Γιά τήν Κρήτη, η Αγγλία δέν δεχόταν κουβέντα. "Η βρετανική κυβέρνηση ουδέποτε θά επιτρέψει νά περιέλθει η σπουδαία αύτη νήσος εις τό κράτος τού Καποδίστρια ή σέ οιανδήποτε άλλη δύναμη". Στίς 10 Μαρτίου 1829 εγίνε νέα διάσκεψη στό Λονδίνο γιά τό ελληνικό ζήτημα. Οι πρεσβευτές τής Γαλλίας καί τής Ρωσίας επανέλαβαν τίς θέσεις τους γιά τή συνοριακή γραμμή Βόλου - ΆΆρτας. ΈΈπειτα από μακρές συζητήσεις καί αμοιβαίες υποχωρήσεις υπογράφηκε τό πρωτόκολλο τού Λονδίνου πού υιοθετούσε τίς θέσεις τών Γάλλων καί τών Ρώσων αλλά έβαλε καί όρους πού δέν επιθυμούσαν οι ΈΈλληνες όπως ήταν η επικυριαρχία τού σουλτάνου στό νέο κράτος, ο ετήσιος φόρος υποτέλειας πού έφθανε τά 1.500.000 γρόσια καί οι αποζημιώσεις πρός τούς μουσουλμάνους γιά τίς περιουσίες πού εγκατέλειπαν. Ο ΆΆγγλος διαπιστευμένος στήν ελληνική κυβέρνηση, κοινοποίησε τό πρωτόκολλο τού Λονδίνου στόν Κυβερνήτη καί απαίτησε τήν άμεση ανάκληση τών ελληνικών στρατευμάτων από τή Στερεά. Ο Καποδίστριας αντέκρουσε τόν εκπρόσωπο τής αγγλικής κυβέρνησης μέ τό επιχείρημα ότι δέν μπορούσε νά υπάρξει αποζημίωση στούς μουσουλμάνους, αφού οι εθνικές γαίες ήταν υποθηκευμένες από τά πρώτα αγγλικά δάνεια καί δέν μπορούσε νά ανακαλέσει στρατεύματα πού δέν εξουσίαζε, διότι οι ντόπιοι πληθυσμοί τής Στερεάς ήταν αυτοί πού είχαν πάρει τά όπλα καί πολεμούσαν τούς Οθωμανούς κατακτητές: "οι εντόπιοι πληθυσμοί
1266
υπερασπίζοντες τά μεταξύ τού κόλπου τού Βώλου καί τού Αμβρακικού." Στή συνέχεια χαρακτήρισε τό πρωτόκολλο αντίθετο μέ τό πνεύμα τής ιουλιανής συνθήκης τού Λονδίνου, προσπαθώντας νά κερδίσει χρόνο μέχρι οι ελληνικές επιτυχίες στή Στερεά Ελλάδα καί οι ρωσικές στό μέτωπο τής Θράκης νά βελτιώσουν περισσότερο τίς συνθήκες υπέρ τής Ελλάδος. Στό μεταξύ έλαβε χώρα η Δ' Εθνοσυνέλευση τών Ελλήνων, η οποία ξεκίνησε στό αρχαίο θέατρο τού ΆΆργους στίς 11 Ιουλίου 1829. Σέ αυτή συμμετείχαν 236 πληρεξούσιοι. Προηγήθηκε δοξολογία στόν ναό τής Παναγίας, στήν οποία παραβρέθηκαν όλοι οι πληρεξούσιοι πού έδωσαν τόν εξής όρκο: "Ορκίζομαι εν ονόματι τής Αγίας Τριάδος καί τής Πατρίδος, μήτε νά προβάλω μήτε νά ψηφίσω τι εναντίον τών συμφερόντων τού ΈΈθνους, κινούμενος από ιδιοτέλειαν ή πάθος, νά μήν αποβλέπω εις πρόσωπον, καί νά μή παραβλέπω τό νόμιμον καί τό δίκαιον". Στή Δ' Εθνική Συνέλευση μεταξύ άλλων εγκρίθηκαν ψηφίσματα πού αφορούσαν τή δημόσια διοίκηση καί τήν εξωτερική πολιτική τού Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε νά συνεχίσει τίς διαπραγματεύσεις του μέ τίς Προστάτιδες Δυνάμεις, σχετικά μέ τήν αναγνώριση τής ανεξαρτησίας τής Ελλάδος καί τόν καθορισμό τών συνόρων της. Τό σώμα πού είχε δημιουργήσει ο Καποδίστριας, τό Πανελλήνιον καταργήθηκε καί στή θέση του συστάθηκε η Γερουσία. Αποφασίστηκε η αγορά πλοίων γιά τήν ενίσχυση τού πολεμικού στόλου, η σύναψη εξωτερικού δανείου ύψους εξήντα εκατομμυρίων φράγκων, η απογραφή τών εθνικών κτημάτων καί η προστασία τών αρχαιοτήτων σέ όλη τήν επικράτεια. Ο σουλτάνος όσο πιεζόταν μόνο διπλωματικά γιά τήν εξεύρεση λύσης στό ελληνικό ζήτημα, παρέμενε αδιάλλακτος. ΌΌσο όμως διαρκούσε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος μέ τίς συνεχείς ήττες τού οθωμανικού στρατού, άρχισε νά εμφανίζει σημεία υποχώρησης. Η αλαζονεία πού επέδειχνε στούς πρέσβεις τών Μεγάλων Δυνάμεων έδωσε τή θέση της στή διαλλακτικότητα καί όταν οι Ρώσοι στρατιώτες πλησίασαν τήν Αδριανούπολη, ο λύκος μετατράπηκε σέ αρνάκι καί δέχτηκε χωρίς προϋποθέσεις τούς όρους τής συνθήκης τής 6ης Ιουλίου 1827. Ο Καποδίστριας πού είχε δηλώσει μερικά χρόνια πρίν ότι η πείρα αιώνων δείχνει ότι μόνο μέ τή δύναμη τών όπλων θά σώζονταν οι χριστιανικοί πληθυσμοί από τήν αιμοβόρο μανία τών Τούρκων, έβγαινε αληθινός. Εάν δέν υπήρχε η Αγγλία, η Ρωσία θά είχε καταλάβει διά περιπάτου τήν Κωνσταντινούπολη καί η οθωμανική αυτοκρατορία πού είχε διαπράξει αμέτρητες γενοκτονίες κατά τών Χριστιανών, θά είχε καταρεύσει. Εάν δέν υπήρχε η Αγγλία, η Αγία Σοφία θά λειτουργούσε πάλι σάν Ορθόδοξη Εκκλησία. Εάν δέν υπήρχε η Αγγλία, ο δικέφαλος αετός θά κυμάτιζε πάλι στά τείχη τής Πόλης. Εάν δέν υπήρχε η Αγγλία,
1267
οι χριστιανικοί πληθυσμοί θά συνέχιζαν νά κατοικούν στή Μικρά Ασία. Στίς 14 Σεπτεμβρίου 1829, ο εκπρόσωπος τής Υψηλής Πύλης υπέγραψε τή συνθήκη τής Αδριανουπόλεως, αποδεχόμενος τήν ανεξαρτησία τής Ελλάδος. Ο Ρώσος πρίγκηπας Alexey Fyodorovich Orlov αξίωσε νά συμπεριληφθεί στή συνθήκη καί η συνοριακή γραμμή Βόλου ΆΆρτας, πού τόσο πολύ επιθυμούσε ο Καποδίστριας. "Ομολογούσα η Υψηλή Πύλη τήν τελείαν αυτής συγκατάθεση εις τά ωρισμένα εν τή τού Λονδίνου συνθήκη μεταξύ τής Ρωσίας, τής Μεγάλης Βρετανίας καί τής Γαλλίας, συναποδέχεται καί τήν πράξιν τής 10ης Μαρτίου 1829, εκ συμφώνου μεταξύ τών αυτών τούτων Δυνάμεων αποφασισθείσαν επί τή βάσει τής ειρημένης συνθήκης." Μέ τή συνθήκη τής Αδριανουπόλεως, εξασφαλιζόταν οριστικά η πολυπόθητη ανεξαρτησία τής Ελλάδος μέ τήν συμπερίληψη τής Στερεάς καί τής Εύβοιας εντός τών συνόρων της. Οι εκπρόσωποι τών Μεγάλων Δυνάμεων συνέχισαν τίς διαβουλεύσεις τους καί στίς 3 Φεβρουαρίου 1830 υπόγραψαν στό Λονδίνο Πρωτόκολλο μέ τό οποίο αναγνωριζόταν η εθνική κυριαρχία τής Ελλάδος. "Η Ελλάς θέλει σχηματίσει έν κράτος ανεξάρτητον, καί θέλει χαίρει όλα τά δίκαια, πολιτικά, διοικητικά καί εμπορικά, τά προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν." Τό άρθρο 3 τού πρωτοκόλλου όριζε ότι η ελληνική κυβέρνηση θά ήταν μοναρχική καί κληρονομική καί ο ηγεμόνας δέν θά έπρεπε νά ανήκει σέ μία από τίς τρείς δυνάμεις πού είχαν υπογράψει τήν συνθήκη τής 6ης Ιουλίου 1827. Τό άρθρο 5 προέβλεπε χορήγηση πλήρους αμνηστείας από τήν Οθωμανική Πύλη καί από τήν Ελληνική Κυβέρνηση. Δυστυχώς δέν αναγνωριζόταν η κυριαρχία τής Ελλάδος δυτικά τού Αχελώου ποταμού, όπως επέμενε η Αγγλία νά γίνει, γεγονός πού προκάλεσε τήν έντονη διαμαρτυρία τού Καποδίστρια. Στίς 3 Φεβρουαρίου 1830 τερματιζόταν οριστικά η Ελληνική Επανάσταση καί ξεκινούσε επίσημα η ύπαρξη τού μικρού ελληνικού κράτους, ύστερα από τήν ανυπαρξία τεσσάρων αιώνων. ΌΌμως η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή η απελευθέρωση καί τών υπολοίπων κατεχομένων εδαφών, άρχισε νά σιγοκαίει στίς καρδιές τών Ελλήνων. Τό Πρωτόκολλο διορθώθηκε στίς 14 Σεπτεμβρίου 1831 καί η συνοριακή γραμμή έφθασε στό σημείο πού αγωνίστηκε μέ τόση επιμονή ο Κυβερνήτης, δηλαδή στή νοητή γραμμή Βόλου - ΆΆρτας. Επίλογος Γιά τή δημιουργία αυτού τού αφιερώματος στήν Ελληνική Επανάσταση, αφορμή στάθηκε μία εκπομπή σέ ιδιωτικό κανάλι, η οποία εξιδανίκευε τήν τουρκοκρατία, τή βαρβαρότητά της καί τόν ρατσισμό της. Τό έργο αυτό αποτελεί απάντηση στήν τηλεκατεύθυνση τών συνειδήσεων καί ένα φόρο τιμής στούς εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμιούς πού σκοτώθηκαν μαχόμενοι γιά τά σπίτια τους ή χάθηκαν στά
1268
σκλαβοπάζαρα, πολεμώντας γιά μία ελεύθερη καί ανεξάρτητη πατρίδα. Αφιερώνεται σέ όλους εκείνους στούς οποίους δέν γίνεται καί ούτε πρόκειται νά γίνει καμμία αναφορά στά τουρκοκάναλα τής αηδίας καί τής προπαγάνδας. Τό έργο αυτό είναι αφιερωμένο στούς εκατοντάδες χιλιάδες ΈΈλληνες πού έδωσαν τή ζωή τους γιά νά πάψουμε νά είμαστε μία πολυπολιτισμική κοινωνία χωρίς σύνορα καί χωρίς σημαία. Τό έργο αυτό είναι αφιερωμένο στούς εκατοντάδες χιλιάδες ΈΈλληνες πού χάθηκαν γιά νά μπορέσει η πατρίδα τους νά γίνει ένα μονοεθνικό κράτος μέ κυρίαρχο τόν Ελληνικό Πολιτισμό καί τήν Ορθοδοξία. Τό έργο αυτό είναι αφιερωμένο στούς εκατοντάδες χιλιάδες ΈΈλληνες πού σταμάτησαν τή βάρβαρη μουσουλμανική κατοχή καί επανέφεραν τίς αρχές τού ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Τό έργο αυτό είναι αφιερωμένο στόν Κρητικό δάσκαλο πού έγδαραν ζωντανό οι Τούρκοι στό Μεγάλο Κάστρο, στόν Κλέφτη από τίς Λιβανάτες πού σάπισε στίς τρομερές φυλακές τής Πόλης, στόν ονειροπόλο Θεσσαλό πού έσπειρε τόν σπόρο τής Ελευθερίας καί στραγγαλίστηκε στίς φυλακές τού Βελιγραδίου, στόν μονόχειρα Φαναριώτη αξιωματικό πού αψήφησε τούς ισχυρούς τής γής καί ξεκίνησε τήν επανάσταση στήν Μολδαβία, στόν τσαγκάρη πού πρωτοκτύπησε τούς μουσουλμάνους τών Πατρών, στόν διάκο από τή Μουσουνίτσα πού προτίμησε τό παλούκι από τήν προδοσία τής πίστης του, στόν Παξινό μπουρλοτιέρη πού έψησαν οι Τούρκοι στή σούβλα έξω από τή Ναύπακτο, στόν νεαρό Μανιάτη πού αποκεφάλισαν οι Τούρκοι τής Εύβοιας, στόν γιατρό από τό Ηράκλειο πού κομμάτιασαν οι Τουρκοκρητικοί, στόν πλούσιο τραπεζίτη από τίς Σέρρες πού ξεκίνησε τήν επανάσταση στή Μακεδονία, στόν μητροπολίτη Μαρώνειας πού σκοτώθηκε γιά τήν ελευθερία τής Θράκης, στόν Χιώτη ηγούμενο τής Μονής τού Αγίου Μηνά πού ανασκολοπίστηκε στό κοντάρι στό οποίο υψωνόταν η εικόνα τής Αναστάσεως, στή νεαρή Χιώτισσα πού τής πέταξαν τό κεφάλι τού άνδρα της στά πόδια της προτού τή σύρουν στά σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής, στόν σκλάβο τού Βρυώνη πού θυσίασε τήν οικογένειά του γιά νά σωθεί τό Μεσολόγγι. Τό έργο αυτό είναι αφιερωμένο στόν ατρόμητο Σουλιώτη πού σκοτώθηκε πολεμώντας νύκτα μέσα στό τουρκικό στρατόπεδο στό Καρπενήσι, στή γυναίκα από τά Ψαρά πού έσφαξε τά τέσσερα παιδιά της καί στή συνέχεια αυτοκτόνησε γιά νά μήν τήν βιάσουν τά τουρκικά κτήνη, στή Σπετσιώτισσα καπετάνισσα πού διέθεσε όλη της τήν περιουσία γιά τόν αγώνα, στόν αρχιμανδρίτη μπουρλοτιέρη τών ψυχών πού θυσιάστηκε στό Μανιάκι, στόν ασπρομάλλη γέροντα πού τινάχτηκε στό Μεσολόγγι κατά τήν είσοδο τών Τουρκοαιγυπτίων, στόν ήρωα τής Αράχοβας πού πέθανε στό Φάληρο χαμογελώντας καί αστειευόμενος μέ τά παλληκάρια του, στόν Σουλιώτη πού έτρεξε μόνος του μέσα στίς γραμμές τού εχθρού στή μάχη τών Αθηνών γιά νά κομματιαστεί από τούς
1269
Τούρκους ιππείς, στόν μοναδικό έντιμο ΈΈλληνα πολιτικό πού εγκατέλειψε τά παλάτια τής Αγίας Πετρούπολης γιά νά οργανώσει τό ελληνικό κράτος καί νά αφήσει τήν τελευταία του πνοή στό λιθόστρωτο τού Ναυπλίου. Τό έργο αυτό είναι αφιερωμένο στόν ΆΆγγλο ποιητή πού ξεψύχησε στό Μεσολόγγι, στόν Ιταλό κόμη πού αρνήθηκε νά υποχωρήσει στή Σφακτηρία λέγοντας ότι ήρθε νά πεθάνει γιά τήν Ελευθερία τής Ελλάδος, στόν Γερμανό αξιωματικό πού σκοτώθηκε στή μάχη τού Πέτα, στόν Ελβετό τυπογράφο πού χάθηκε μαζί μέ τήν οικογένειά του στήν έξοδο τού Μεσολογγίου, στόν Κορσικανό πού αποκεφάλισαν οι Τούρκοι στήν Κρήτη, στόν ΆΆγγλο πλοίαρχο πού σκοτώθηκε στό Αιτωλικό, στόν πάμπλουτο Ελβετό τραπεζίτη πού έσωσε από τήν πείνα χιλιάδες ορφανά καί στούς χιλιάδες ανώνυμους ΈΈλληνες καί Φιλέλληνες πού βασανίστηκαν καί χάθηκαν γράφοντας μέ τό αίμα τους τίς λέξεις ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. "Πατρίς, νά μακαρίζης γενικώς όλους τούς 'Ελληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα νά σ' αναστήσουνε, νά ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη καί σβυσμένη από τόν κατάλογον τών εθνών". Πυξίδα μας ας γίνουν τά λόγια τού Μοραΐτη κλέφτη πού πέρασε τή ζωή του κυνηγημένος σάν τό αγρίμι από τούς αλλόφυλους εκείνης τής εποχής. Πυξίδα μας ας γίνουν οι αρχές τίς οποίες διατήρησαν εκείνες οι σκλαβωμένες γενιές πού βίωσαν τή μωαμεθανική εισβολή καί κατοχή. Μία κατοχή τήν οποία δυστυχώς προβλέπεται πώς θά ζήσουν οι γενιές πού θά ακολουθήσουν μέ τίς ευλογίες τού πολιτικού μας συστήματος καί τήν συμπαράσταση τής ευρωπαϊκής ένωσης καί τού αναρχικού παρακράτους. «Παιδιά μου! Εις τόν τόπο τούτο, όπου εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν καί εδημιουργούσαν τόν παλαιό καιρό άνδρες σοφοί καί άνδρες μέ τούς οποίους δέν είμαι άξιος νά συγκριθώ καί ούτε νά φθάσω τά ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα νά σάς ιδώ παιδιά μου εις τήν μεγάλη δόξα τών προπατόρων μας, καί έρχομαι νά σάς ειπώ, όσα εις τόν καιρό τού αγώνος μας, καί πρό αυτού καί ύστερον από αυτόν, ο ίδιος επαρατήρησα καί από αυτά νά κάμομε συμπερασμούς καί διά τήν μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνον ηξεύρει τά μέλλοντα. Καί διά τούς παλαιούς ΈΈλληνας, οποίας γνώσεις είχαν καί ποία δόξα καί τιμήν έχαιραν κοντά εις τά άλλα έθνη τού καιρού των, οποίους ήρωας στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, διά ταύτα σάς λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας καί οι πεπαιδευμένοι σας. Εγώ δέν είμαι αρκετός. Σάς λέγω μόνον, πώς ήταν σοφοί, καί από εδώ επήραν καί εδανείσθησαν τά άλλα έθνη τήν σοφία των. Θά σάς ειπώ μόνον ολίγα όσον ηξεύρω διά τήν θρησκείαν των. Εις τόν τόπον, τόν οποίον κατοικούμεν, εκατοικούσαν οι παλαιοί
1270
ΈΈλληνες, από τούς οποίους καί ημείς καταγόμεθα καί ελάβαμε τό όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις τήν θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τές πέτρες καί τά ξύλα. Αφού ύστερα ήλθεν εις τόν κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις τό Ευαγγέλιό του, καί έπαυσαν νά λατρεύουν τά είδωλα. Δέν επήρεν μαζί του ούτε σοφούς, ούτε προκομένους, αλλ' απλούς ανθρώπους χωρικούς καί ψαράδες, καί μέ τή βοήθεια τού Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τές γλώσσες τού κόσμου, οι οποίοι μολονότι όπου καί άν εύρισκαν εναντιότητες, καί οι βασιλείς καί οι τύραννοι τούς κατέτρεχαν, δέν ημπόρεσε κανένας νά τούς κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν τήν πίστη. Οι παλαιοί ΈΈλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις τήν διχόνοια καί ετρώγονταν μεταξύ τους καί έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τούς υπόταξαν. ΎΎστερα ήρθαν καί οι μουσουλμάνοι καί έκαμαν ό,τι ημπορούσαν διά ν' αλλάξη ο λαός τήν πίστιν του. ΈΈκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο νά τό κατορθώσουν. Τόν ένα έκοπταν, ο άλλος τό Σταυρό του έκαμε. Σάν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε έναν βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη καί τού έδωσε τήν εξουσία τής εκκλησίας. Αυτός καί ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τούς έλεγε ο σουλτάνος. ΎΎστερον έγιναν οι κοτζαμπασήδες εις όλα τά μέρη. Η τρίτη τάξις, οι έμποροι καί οι προκομμένοι, τό καλλίτερο μέρος τών πολιτών, μή υποφέροντες τόν ζυγόν έφευγαν καί οι γραμματισμένοι επήραν τά βιβλία καί έφυγαν από τήν Ελλάδα, τήν πατρίδα των, καί έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος από τά μέσα τής προκοπής, εκατάντησεν εις αθλίαν κατάσταση καί αυτή αύξαινε καθ' ημέρα χειρότερα· διότι άν ευρίσκετο μεταξύ τού λαού κανείς μέ ολίγην μάθηση τόν ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τόν έμπορον τής Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός τού προεστού. Καί μερικοί μήν υποφέροντες τήν τυραννίαν τού Τούρκου καί βλέποντες τές δόξες καί τές ηδονές οπού απελάμβανον αυτοί, άφηναν τήν πίστη τους καί εγίνοντο μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε. Εις αυτήν τήν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τούς φυγάδες γραμματισμένους εμετέφραζαν καί έστελναν εις τήν Ελλάδα βιβλία. Καί εις αυτούς πρέπει νά χρεωστούμεν ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από τό λαό εμάνθανεν τά κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τά βιβλία καί έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τί έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης καί άλλοι πολλοί παλαιοί μας, καί εβλέπαμε καί εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. ΌΌθεν μάς ήλθεν εις τόν νού νά τούς μιμηθούμε καί νά γίνομε ευτυχέστεροι καί έτσι έγινε καί επροόδευσεν η Εταιρεία. ΌΌταν αποφασίσαμεν νά κάμομε τήν επανάσταση, δέν εσυλλογιστήκαμε ούτε πόσοι είμαστε, ούτε πώς δέν έχομεν άρματα, ούτε
1271
ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τά κάστρα καί τάς πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μάς είπε, πού πάτε εδώ νά πολεμήσετε μέ σιτοκάραβα βατσέλα. Αλλά ως μία βροχή έπεσεν εις όλους η επιθυμία τής ελευθερίας μας καί όλοι, καί οι κληρικοί καί οι προεστοί καί οι καπεταναίοι καί οι πεπαιδευμένοι καί οι έμποροι, μικροί καί μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμεν εις αυτό το σκοπό καί εκάμαμε τήν επανάσταση. Εις τόν πρώτο χρόνον τής Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοιαν καί όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τόν πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, τό παιδί του εκουβαλούσε ψωμί καί μπαρουτόβολα εις τό στρατόπεδον καί εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμεν κυριεύσει καί τήν Θεσσαλίαν καί τήν Μακεδονίαν καί ίσως εφθάναμεν καί έως τήν Κωνσταντινούπολιν. Τόσο τρομάξαμε τούς Τούρκους, οπού άκουγαν ΈΈλληνα καί έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν ΈΈλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός καί ένα καράβι μίαν αρμάδα. Αλλά δέν εβάσταξεν. ΉΉλθαν μερικοί καί ηθέλησαν νά γενούν μπαρμπέρηδες εις τού κασίδη τό κεφάλι. Μάς πονούσε τό μπαρμπέρισμά τους μά τί νά κάνομε; Είχαμε καί αυτουνών ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια καί εχάθη η πρώτη προθυμία καί ομόνοια. Καί όταν έλεγες τόν Κώστα νά δώση χρήματα διά τάς ανάγκας τού έθνους, ή νά πάη εις τόν πόλεμο, τούτος επρόβαλε τόν Γιάννη. Και μ' αυτόν τόν τρόπο κανείς δέν ήθελε νά συνδράμη, μήτε νά πολεμήση. Καί τούτο εγίνετο επειδή δέν είχαμε έναν αρχηγό καί μίαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος καί τόν έριχνε καί εκάθετο αυτός άλλους τόσους, καί έτσι ο ένας ήθελε τούτο κι ο άλλος τό άλλο. ΊΊσως όλοι ηθέλαμε τό καλό, πλήν καθένας κατά τή γνώμη του. ΌΌταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δέν κτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει νά βλέπη εις τό ανατολικό μέρος, ο άλλος εις τό αντικρυνό καί ο άλλος εις τόν βορέα, σάν νά ήταν τό σπίτι εις τόν αραμπά καί νά γυρίζη καθώς λέγει ο καθένας. Μέ τούτον τόν τρόπο δέν κτίζεται ποτέ τό σπίτι, αλλά πρέπει νά είναι αρχιτέκτων, οπού νά προστάζη πώς θά γενή. Παρομοίως καί ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό καί έναν αρχιτέκτονα, όστις νά προστάζη καί οι άλλοι νά υπακούουν καί νά ακολουθούν. Αλλά επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξαιτίας τής διχονοίας, μάς έπεσε η τουρκιά επάνω μας καί κοντέψαμε νά χαθούμε καί εις τούς στερνούς επτά χρόνους δέν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. Πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστη σας καί νά τήν στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τά άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως καί έπειτα υπέρ Πατρίδος. ΌΌλα τά έθνη τού κόσμου έχουν καί φυλάττουν μία θρησκεία. Καί αυτοί οι εβραίοι, οι οποίοι κατατρέχοντο καί μισούντο καί από όλα τά έθνη, μένουν σταθεροί εις τήν πίστιν τους. Νά μήν έχετε πολυτέλεια, νά μήν πηγαίνετε εις τούς καφενέδες καί εις τά μπιλιάρδα. Νά δοθήτε εις
1272
τάς σπουδάς σας καί καλλίτερα νά κοπιάσετε ολίγον, δύο καί τρείς χρόνους καί νά ζήσετε ελεύθεροι εις τό επίλοιπο τής ζωής σας, παρά νά περάσετε τεσσάρους πέντε χρόνους τή νεότητά σας καί νά μείνετε αγράμματοι. Νά ακούετε τάς συμβουλάς των διδασκάλων καί γεροντοτέρων. Η προκοπή σας καί η μάθησή σας νά μή γενή σκεπάρνι μόνο διά τό άτομό σας, μά νά κοιτάζη τό καλό τής κοινότητος, καί μέσα εις τό καλό αυτό ευρίσκεται καί τό δικό σας. Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας τών περιστάσεων, έμεινα αγράμματος καί διά τούτο σάς ζητώ συγχώρεση διότι δέν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σάς είπα όσα ο ίδιος είδα, άκουσα καί εγνώρισα διά νά ωφεληθήτε από τά απερασμένα καί από τά κακά αποτελέσματα τής διχόνοιας, τήν οποίαν νά αποστρέφεσθε καί νά έχετε ομόνοια. Εμάς μή μάς τηράτε πιά. Τό έργο μας καί ο καιρός μας επέρασε. Καί αι ημέραι τής γενεάς, η οποία σάς άνοιξε τό δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Τήν ημέρα τής ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύκτα τού θανάτου μας, καθώς τήν ημέρα τών Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθεί η νύκτα καί η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει νά ισάσετε καί νά στολίσετε τόν τόπο οπού ημείς ελευθερώσαμε καί διά νά γίνη τούτο, πρέπει νά έχετε ως θεμέλια τής πολιτείας, τήν Ομόνοια, τήν Θρησκεία, τήν Πατρίδα καί τήν Φρόνιμον Ελευθερία». Λόγος Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στήν Πνύκα, 1838 . http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis36.html
1273
Βιβλιογραφία Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, 1971 Φιλαδελφεύς Αλέξανδρος - 25 Μαρτίου 1821, 1900 Ελένη Κούκκου - Ιωάννης Καποδίστριας Ρωξάνδρα Στούρτζα Ιστορία τού Αλή Πασά, 1896 Τρύφωνος Ευαγγελίδου Σπύρος Μελάς, Τό Λιοντάρι τής Ηπείρου Σπύρος Μελάς, Ματωμένα Ράσα Σπύρος Μελάς, Ο Γέρος τού Μωριά Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1839 Βίοι Παράλληλοι τών επί τής Αναγεννήσεως τής Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών Αναστ. Γούδα Φωτάκου Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών Γεωργίου Κηπιάδου Τών Κατά Τό 1821 Εν Τή Νήσω Κύπρω Τραγικών Σκηνών 1888 Απόστολου Δασκαλάκη - Η Μάνη καί η Οθωμανική Αυτοκρατορία 1453-1821 Απόστολου Δασκαλάκη - Η ΈΈναρξις τού Αγώνος τής Ελευθερίας Βιογραφία Αθανασίου Διάκου, Υπό Σπυρίδωνος Φόρτη 1874 Αθανάσης Διάκος - Αστραπόγιαννος υπό Αριστοτέλους Βαλαωρίτου 1867 Απομνημονεύματα Κωνσταντίνου Διαμαντοπούλου Διονύσιος Κόκκινος - Η Ελληνική Επανάστασις Ιστορικαί Αναμνήσεις υπό Νικολάου Δραγούμη, 1874 Επιστολαί Ιωάννου Καποδιστρίου Κυβερνήτου τής Ελλάδος Επίτομος ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως υπό Γεωργίου Θεοφίλου 1860 Ευβοϊκά ή Ιστορία τής νήσου Ευβοίας υπό τού αρχιμανδρίτου Ναθαναήλ Ιωάννου, 1858 Απομνημονεύματα Φωτάκου 1858 Βίος τού Παπά Φλέσα, Φωτάκου 1868 Ηλία Φωτεινού, Οι άθλοι τής εν Μολδοβλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως Απομνημονεύματα Γερμανού Παλαιών Πατρών Μητροπολίτου Αφήγησις τού γηραιού αγωνιστού Γκολέμη Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821 Τάσος Γριτσόπουλος - Ιστορικά Μελετήματα Αλεξάνδρου Σούτσου - Η Τουρκομάχος Ελλάς ΈΈλλη Αλεξίου, ΆΆπαντα Κολοκοτρώνη Κολοκοτρώνη Ιωάννου (Γενναίου), Ελληνικά Υπομνήματα Δημήτρης Καλλιέρης, Στό Δρόμο πρός τήν Εθνεγερσία 2006 Κωνσταντίνος Κανάρης - Ν. Μαραθώνιος 1835 Ιωάννης Καποδίστριας Ολίγα διά τόν άνδρα - Κωνσταντίνος Πλεύρης
1274
Η Μάχη τής Αράχωβας υπό τόν Στρατάρχη Καραϊσκάκη Γεωργίου Χαρίτου Αινιάν Δημήτριος (ΈΈκδοσις Βλαχογιάννη 1903) - Γεώργιος Καραϊσκάκης Γεώργιος Γαζής, Βιογραφία τών ηρώων Μάρκου Μπότσαρη καί Γεωργίου Καραϊσκάκη Αλβανοί Αρβανίτες ΈΈλληνες Σαράντου Καργάκου Ανασκευή τών αναφερομένων περί τού στρατηγού Ανδρούτσου Κάρπος Παπαδοπούλος 1837 Φραγγίστα Επαμεινώνδα Βίος Κατσαντώνη Φανέρωσις τού εξοχότατου χιλιάρχου καί ιππέος Λάμπρου Κατσώνη Ο ήρως τού Αιγαίου Γεωργίου Τσοκόπουλου Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων τής Ελληνικής φυλής, 1846 Απομνημονεύματα τού Κολοκοτρώνη, Ρητά τού Κολοκοτρώνη, Εν Αθήναις Εστία 1901 Γιάννη Κορδάτου, Ιστορία τής Νεώτερης Ελλάδας Κουμουνδουράκη - Τά Ιμπραημικά 1859 Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα Διαφέροντα καί περίεργα τινά ιστορήματα Αλέξη Κουτσαλέξη Γεώργιος Κρέμος, Μεγάλη Επανάσταση καί Παλιγγενεσία Ελλήνων Γεώργιος Κρέμος, Ανάλεκτα υπέρ τώ ηρώϊ Αθανασίω Διάκω Απομνημονεύματα Αλεξάνδρου Κριεζή Κριτοβουλίδου Ζαμπελίου Ιστορία τών Επαναστάσεων τής Κρήτης Τάκη Λάππα - Κανάρης Τάκη Λάππα - Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού 21 Τάκη Λάππα - Ο ήρωας τής Αλαμάνας Τάκη Λάππα - Τό ναυτικό στήν επανάσταση Τάκη Λάππα - Νικηταράς ο Τουρκοφάγος Τάκη Λάππα - Μεσολόγγι Τάκη Λάππα - Αράχωβα Αγαπητός Αγαπητός, Εν Πάτραις 1877, Οι ΈΈνδοξοι ΈΈλληνες τού 1821 Δημήτρης Φωτιάδης - Επανάσταση τού 21 Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη Παναγιώτου Αργυροπούλου, Παπαφλέσσας, Εν Καλάμαις 1912 Δημητρίου Αλεξανδράκου - Ιστορία τής Μάνης, Εν Αθήναις 1892 Μαντώ Μαυρογένους - Αθηνάς Ταρσούλη Οι Μαυρομιχάλαι Οι Μεσολογγίται - Κωνσταντίνου Στασινοπούλου, Αθήναι 1926 Ενθυμήματα Στρατιωτικά Κασομούλη Απομνημονεύματα Δεληγιάννη Απομνημονεύματα Γενναίου Κολοκοτρώνη
1275
Απομνημονεύματα Σπυρομίλιου Αρτεμίου Μίχου - Δεύτερη Πολιορκία Μεσολογγίου ΈΈξοδος Μεσολογγίου - Ευάγγελος Παντελίδης Αντώνιος Σαχίνης - Βιογραφία Ανδρέου Μιαούλη, 1882 Παπαμιχαλόπουλου - ΆΆλωσις Μονεμβασιάς, 1874 Θωμάς Μπλιάτκας - Ολοκαύτωμα Νάουσας Καταστροφή τής Ναούσης υπό Φιλιππίδου, 1881 Ναυτικά υπό Αναστασίου Ορλάνδου, 1869 Υπόμνημα Νήσου Ψαρών υπό Κωνσταντίνου Νικοδήμου, 1862 Απομνημονεύματα Σπηλιάδου Ιστορικά Ελληνικής Παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου, Εν Αθήναις 1873 Γεώργιος Κολοβός - Ολοκαύτωμα τής Κάσου Πεθαίνοντας στόν Βόσπορο - Καρκαλέτσης Σταύρος Παπαδιαμαντόπουλος, Κανακάρης, Ρούφος υπό Κωνσταντίνου Ρουνίου Παπαδόπουλος, Κάρπος - Ανασκευή τών αναφερομένων περί τού στρατηγού Οδυσσέως Γεώργιος Καραϊσκάκης υπό Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, 1867 Παπάζογλου - Η Θεσσαλονίκη κατά τό Μάιο τού 1821 Απομνημονεύματα Περραιβού Ιστορία Σουλίου - Χριστόφορος Περραιβός Οι Φιλέλληνες τού 1821 - Μπάμπη ΆΆννινου Δοκίμιον Ιστορικόν Περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμωνος Πολιτική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - Τάκη Πιπινέλη Ημερούσια συμβάντα τής αλώσεως τών Ψαρρών υπό τού ιερέως Μικέ Δούκα Ο στρατηγός Ράγκος - Ιωάννου Ράγκου 1891 Βιογραφία Ρήγα Φεραίου συγγραφείσα υπό Γεωργίου Θεοφίλου 1896 Γεωργίου Σαχτούρη Ιστορικά Ημερολόγια τού Ναυτικού Αγώνος Διονυσίου Σουρμελή Ιστορία τών Αθηνών 1853 Διονυσίου Σουρμελή Κατάστασις τής Πόλης τών Αθηνών κατά τήν Τουρκοκρατία Απομνημονεύματα Στέφανου Στεφανόπουλου Αναγνώστης Στριφτόμπολας - Γεωργίου Στριφτόμπολα Συνοπτική ιστορία τών υπέρ τής Ελευθερίας γενομένων ναυμαχιών Μιαούλης, Αντώνιος Συνοπτική Ιστορία τών τριών ναυτικών νήσων ΎΎδρας Πετσών καί Ψαρών συγγραφείσα υπό Πέτρου Ομηρίδου Τά κατά τήν αναγέννησιν τής Ελλάδος - Ανδρέου Μάμουκα Τά Κατά Βαρνακιώτην υπό Κάρπου Παπαδοπούλου, Εν Μεσολογγίω 1861 Τά Σπετσιωτικά υπό Αναργύρου Χατζηανάργυρου, Αθήνησι 1861
1276
Τά ηρωϊκά θαύματα τών Σουλιωτών καί Σουλιωτιδών υπό Σαλαπάντα Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις Διηγήσεις εκ τής Ελληνικής Ιστορίας υπό Γεωργίου Τσαγρή Βίος Παππανικολή εκ Ψαρών υπό Γεωργίου Παπασδώτου, Εν Ερμουπόλει 1865 Γιάννη Βλαχογιάννη Κλέφτες τού Μοριά, 1935 Χρήστου Βυζαντίου - Ο Τακτικός Στρατός Χιακόν Αρχείον Ιωάννου Βλαχογιάννη, 1924 ΆΆσματα Δημοτικά τής Ελλάδος Εκδοθέντα υπό Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου Λευκαδίου 1852 Οι Τριφύλιοι (Αρκαδινοί) στόν Αγώνα τού 21- Στάθης Παρασκευόπουλος Διδάσκαλος Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Εκδοτική Αθηνών Ιστορία τού Ελληνικού ΈΈθνους - Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος Σαράντος Καργάκος - Η Ιστορία από τήν σκοπιά τών Τούρκων Γεωργίου Κριεζή - Ιστορία τής Νήσου ΎΎδρας Προεπαναστατική Ελλάδα καί οσμανικό κράτος - Νεοκλής Σαρρής Τουρκοκρατούμενη Ελλάς Κωνσταντίνου Σάθα, Αθήνησι 1869 Η κατά τόν ΙΖ' Αιώνα Επανάστασις τής Ελληνικής Φυλής Κωνσταντίνου Σάθα, 1865 Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού - Απόστολος Βακαλόπουλος ΆΆπαντα γιά τόν Καραϊσκάκη - Εκδόσεις Μέρμηγκα Ζαφειρόπουλος Ιωσήφ Αρχιερείς καί προύχοντες στή φυλακή τής Τρίπολης κατά τό 1821 Γ. Λάϊου, Ανέκδοτες επιστολές καί έγγραφα τού 1821 Μαυρόλυκοι (Τουρκοκρατία), Πετσάλης Διομήδης Ελληνικός όρθρος: Τό χρονικό τού μεγάλου σηκωμού, Πετσάλης Διομήδης Περάνθης Μιχαήλ - Ο Δαίμονας (Η ζωή τού Οδυσσέα Ανδρούτσου) Περάνθης Μιχαήλ - Σουλιώτες Ελληνικά Χρονικά, Ιάκωβος Μάγερ Μεσολόγγι Blaquiere Edward Narrative of a second visit to Greece, 1825 Briefe eines Augenzeugen der griechische Revolution, Kantakuzenos Chateaubriand, Itineraire de Paris a Jerusalem 1811 Codrington Edward, Memoir of the Life of the Admiral Comstock John, History of the Greek revolution Der Hellenen Freiheitskampf im Jahre 1822, Kampfgenossen des Generals Grafen von Normann Deutsche Philhellenen in Griechenland 1821-1822, ed. Karl Dieterich, Hamburg, 1929 Finlay George, History of the Greek revolution
1277
Forbin Voyage dans le Levant Gamba Pietro, A narrative of Lord Byron's last journey to Greece, 1825 GevinusAufstand und wiedergeburt von Griechenland Gordon Thomas, History of the Greek revolution Graviere, La station de Levant Green, Sketches of the war in Greece Howe Samuel Gridley, An historical sketch of the Greek revolution Jourdain Memoires historiques et militaires, Paris 1828 La catastrofe di Mesolongi, Napoli 1830 Les femmes Grecques aux dames Francaise, Recit de leurs malheurs, Bruxelles 1827 Miller Jonathan, The Condition of Greece in 1827 and 1828 Millingen Julius, Memoirs of the Affairs in Greece, London 1831 Mittheilungen aus der Geschichte und Dichtung der Neu Griechen, 1825 Narrative of a journey in the Morea, by Sir William Gell, London 1825 Pieri Mario Storia del Risorgimento della Grecia, Milano 1858 Pouqueville, Histoire de la Regeneration de la Grece Pouqueville, Voyage de la Grece Pradt L' intervention armee pour la pacification de la Grece, Paris 1828 Prokesch Osten, Geschichte des Abfalls der Griechen, Wien 1867 Raffenel, Histoire des evenements de la Grece Raybaud Maxime, Memoirs sur la Grece, Paris 1824 Stanhope Leicester, Greece in 1823 and 1824 Swan Charles, Journal of a Voyage up the Mediterranean, London 1826 The Struggle for Freedom from Ottoman Oppression. by David Brewer Voyage du sieur Paul Lucas, fait par ordre du roy dans la Grece, 1712 Περιεχόμενα Πρόλογος Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής Φιλική Εταιρεία Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792 - 1828) Μολδοβλαχία Γιωργάκης Ολύμπιος Σφαγές στήν Κωνσταντινούπολη Γρηγόριος Δικαίος - Παπαφλέσσας Μάρτιος 1821 Μοριάς - ΈΈκρηξη Επανάστασης Καλαμάτα - Καρύταινα Πάτρα - Επανάσταση καί σφαγές Αναδρομή στήν Κλεφτουριά - Κολοκοτρωνέϊκο
1278
Γέρος τού Μοριά - Η ζωή του Λεβίδι - Θάνατος τού Στριφτόμπολα Η μάχη στό Βαλτέτσι (12 Μαΐου 1821) Ρούμελη καί αρματολίκια ΈΈναρξη τής Επανάστασης στή Φωκίδα Λιβαδειά - Ξεσηκωμός Αθανάσιος Διάκος - Η ζωή του Επανάσταση στήν Αττική Η μάχη τής Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821) ΆΆνθιμος Γαζής - Επανάσταση στό Πήλιο Επανάσταση στή Μακεδονία Επανάσταση στήν Εύβοια Δυτική Στερεά - ΈΈναρξη τού Αγώνα Κεράσοβο Ευρυτανίας (10 Μαϊου 1821) Ανδρίτσος, ο πατέρας τού Οδυσσέα Oδυσσεύς Aνδρούτσος Χάνι τής Γραβιάς (18 Μαΐου 1821) Ο Αγώνας στή θάλασσα - Ψαρά Σπέτσες ΎΎδρα Τό Ναυτικό στήν επανάσταση - Ναύαρχος Ιάκωβος Τομπάζης Πυρπόληση δίκροτου στήν Ερεσό από τόν Παπανικολή (27 Μαΐου 1821) ΈΈπαχτος - Αποτυχία τού μπουρλοτιέρη Παξινού Σάμος - Λυκούργος Λογοθέτης Μπουμπουλίνα Πολιορκία τού Ναυπλίου Μάχη τού Ξεριά στό ΆΆργος (25 Aπριλίου 1821) ΆΆλωση Μονεμβασιάς (23 Ιουλίου 1821) ΆΆλωση Νεοκάστρου (7 Αυγούστου 1821) Προεπαναστατική Κρήτη Δασκαλογιάννης Επανάσταση στήν Κρήτη Εισβολή τών Τούρκων στά Σφακιά Μάχη στά Δολιανά (18 Μαΐου 1821) Συνέλευση τών Καλτεζών ΆΆφιξη τού Δημητρίου Υψηλάντου Πολιτική Κατάστασις κατά τό πρώτο έτος τής Επαναστάσεως Μάχη τού Λάλα (13 Ιουνίου 1821) Καταστροφή τού Γαλαξειδίου (23 Σεπτεμβρίου 1821) Πολιορκία τής Τριπολιτσάς Μάχη τής Γράνας Πτώση τής Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) Σούλι
1279
Αλή πασάς καί Σούλι Τό Σούλι έπεσε Σούλι καί Επανάσταση Μάχη τής ΆΆρτας (13 Νοεμβρίου 1821) Ανατολική Στερεά Ελλάδα Μάχη στά Βρυσάκια Μάχη στά Βασιλικά - Φοντάνα (25 Αυγούστου 1821) Καταστροφή τής Κασσάνδρας (30 Οκτωβρίου 1821) Πολιτικοί: Η κατάρα τού τόπου Παράδοση τού Ακροκόρινθου (14 Ιανουαρίου 1822) Θάνατος Ηλία Μαυρομιχάλη (12 Ιανουαρίου 1822) Τό τέλος τού Αλή πασά Οι Σουλιώτες νικούν τόν Χουρσίτ (Ιούνιος 1822) Μάχη τού Πέτα (4 Ιουλίου 1822) Μάχες στήν Πάτρα (1822) Θάνατος τού Βαλέστ στήν Κρήτη (14 Απριλίου 1822) Ολοκαύτωμα τής Νάουσας (13 Απριλίου 1822) Οδυσσέας καί ΆΆρειος Πάγος Παράδοση τής Ακροπόλεως στούς ΈΈλληνες (10 Ιουνίου 1822) Πολιτική τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων Κάθοδος τού Δράμαλη πασά Καταστροφή τού Δράμαλη (Δερβενάκια) Πτώσις τού Ναυπλίου (30 Νοεμβρίου 1822) Μαύρα Λιθάρια Κορινθίας (5 Ιανουαρίου 1823) Πρώτη πολιορκία Μεσολογγίου (1822) Νίκη τών Ελλήνων στό Σοβολάκο (ΆΆγιο Βλάση) Γεώργιος Καραϊσκάκης Φιλέλληνες Καπάκια τού Ανδρούτσου Ναυτικός Αγώνας (1822) Ναυμαχία τών Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822) Ανδρέας Μιαούλης (1769 - 1835) Ολοκαύτωμα τής Σαμοθράκης Σφαγή τής Χίου (30 Μαρτίου 1822) Ανατίναξη τής τουρκικής ναυαρχίδας Κωνσταντίνος Κανάρης ο μπουρλοτιέρης (1795 - 1877) Ναυμαχία τών Σπετσών (8 Σεπτεμβρίου 1822) Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840) Τένεδος, πυρπόληση τουρκικού δίκροτου Δόμνα Βισβίζη (1784 - 1850) Τρίτο ΈΈτος τής Ελευθερίας Δεύτερη Εθνοσυνέλευση στό ΆΆστρος (Απρίλιος 1823) Τουρκικές επιχειρήσεις (1823)
1280
ΉΉττες τών Ελλήνων στή Στερεά, τήν Εύβοια καί τή Θεσσαλία Κρήτη (1823) Η άποψη τής Τουρκίας Εκστρατεία τού Μουσταή πασά τής Σκόδρας Θάνατος τού Μάρκου Μπότσαρη (9 Αυγούστου 1823) Η μάχη τής Καλιακούδας (28 - 29 Αυγούστου 1823) Πολιτικές αντιθέσεις στήν Πελοπόννησο (1823) ΆΆφιξις Βύρωνος εις Μεσολόγγιον (Δεκέμβριος 1823) Η δίκη τού Καραϊσκάκη Θάνατος τού λόρδου Βύρωνα (19 Απριλίου 1824) Εμφύλιος πόλεμος (1824) Φόνος τού Πάνου Κολοκοτρώνη (13 Νοεμβρίου 1824) Υποταγή τής Κρήτης (1824) Ολοκαύτωμα τής Κάσου (7 Ιουνίου 1824) Καταστροφή τών Ψαρών (21 Ιουνίου 1824) Μάχες στή Στερεά Ελλάδα(1824) Ο ελληνικός στόλος υπερασπίζεται τή Σάμο (Ναυμαχία Μυκάλης) Ναυμαχία τού Γέροντα (29 Αυγούστου 1824) Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στήν Πελοπόννησο ( 1825) ΉΉττα στό Κρεμμύδι (7 Απριλίου 1825) ΉΉττα στή Σφακτηρία (26 Απριλίου 1825) Πτώση τού Νεόκαστρου Πύλου (11 Μαΐου 1825) Δολοφονία Οδυσσέως Ανδρούτσου (5 Ιουνίου 1825) Ναυμαχία τού Καφηρέα (20 Μαΐου 1825) Ο Κανάρης στήν Αλεξάνδρεια Θάνατος Μπουμπουλίνας Μανιάκι (20 Μαΐου 1825) Ο Κολοκοτρώνης αναλαμβάνει δράση (Μάχη τής Δραμπάλας) Μάχη τών Μύλων Ναυπλίου (13 Ιουνίου 1825) Μάχη τών Τρικόρφων (23 Ιουνίου 1825) Ο Ιμπραήμ καίει τόν Μοριά Αίτηση γιά αγγλική προστασία Καταστροφή τής Γαστούνης ΈΈναρξη δεύτερης πολιορκίας τού Μεσολογγίου Καταστροφή τής Ανατολικής Στερεάς (1825) Εποποιία τού Μεσολογγίου ΈΈξοδος Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) Γ' Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου Γεγονότα στό εξωτερικό (1826) Ο Καραϊσκάκης αρχιστράτηγος τής Ρούμελης ΆΆλωση τών Αθηνών (3 Αυγούστου 1826) Μάχη τού Χαϊδαρίου (6 - 8 Αυγούστου 1826) Πολιορκία τής Ακρόπολης (1826 - 1827)
1281
Ο Ιμπραήμ δηώνει τήν Πελοπόννησο (Απρίλιος 1826) Μάχη Βέργας καί Διρού (1826) Μάχη τού Πολυάραβου (26 Αυγούστου 1826) Τά Ιβραημικά, ΈΈπος Ιστορικόν υπό Δ. Κουμουνδουράκη, 1859 Κλεφτοπόλεμος κατά τού Ιμπραήμ Εκστρατεία τού Καραϊσκάκη Μάχη Αράχωβας (18 - 24 Νοεμβρίου 1826) Μάχη Αραχώβης υπό Δημητρίου Αινιάνος Μάχη στό Τουρκοχώρι Ελάτειας (7 Δεκεμβρίου 1826) Μάχη στό Δίστομο (17 Ιανουαρίου 1827) Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας (1827) Γενοκτονία στήν Πελοπόννησο Οι προσκυνημένοι Μάχη στό Μέγα Σπήλαιο (24 Ιουνίου 1827) Μάχη Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827) Μάχη Καστέλλας (30 Ιανουαρίου 1827) Καραϊσκάκης εναντίον Κιουταχή (1827) Θάνατος Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) Μάχη Ανάλατου (24 Απριλίου 1827) Συνθήκη Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) Ναυμαχία Ναβαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827) Στρατιωτικές επιχειρήσεις (1828) Ιωάννης Καποδίστριας ΆΆφιξη τού Κυβερνήτη στήν Ελλάδα (6 Ιανουαρίου 1828) Τελευταίες στρατιωτικές επιχειρήσεις (1829) Η Ελλάς ανεξάρτητο κράτος Επίλογος Βιβλιογραφία ||Α'|-|Β'|-|Γ'|-|Δ'|-|Ε'|-|ΣΤ'|-|Ζ'|-|Η'|-|Θ'|-|Ι'|-|ΙΑ'|-|ΙΒ'|-| ΙΓ'|-|ΙΔ'|-|ΙΕ'|-|ΙΣΤ'|-|ΙΖ'||ΙΗ'|-|ΙΘ'|-|Κ'|-|ΚΑ'|-|ΚΒ'|-|ΚΓ'|-|ΚΔ'|-|ΚΕ'|-|ΚΣΤ'|-|ΚΖ'|-|ΚΗ'|-|ΚΘ'|-|Λ'||ΛΑ'|-|ΛΒ'|-|ΛΓ'|-|ΛΔ'|-|ΛΕ'|-|ΛΣΤ'||