ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΛΕΥΡΗ
Η Κοσμοθεωρία του Εθνικισμού Ὑπὲρ Ἑλλήνων
ΑΘΗΝΑΙ 1969
«Το
έθνος, ως αίσθημα, αποτελεί συνεκτικόν δεσμόν μεταξύ των ατόμων»
2
Η ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
ΣΗ Μ Ε Ι Ω Σ Ι Σ Η Ελλάς είναι μία χώρα, εις την οποίαν κυριαρχεί η Ιδέα του Έθνους. Ο λαός της Ελλάδος πιστεύει εις τον Εθνικισμόν. Παραδόξως όμως και δυστυχώς δεν έχει γραφή εδώ ούτε ένα βιβλίον το οποίον να πραγματεύεται την κοσμοθεωρίαν του! Μεγάλοι πατριώται, όπως ήσαν οι οραματισταί Ίων Δραγούμης, Περικλής Γιαννόπουλος, Δημήτριος Βεζανής, εξύμνησαν τον εθνικισμόν και την φιλοπατρίαν, όσον ουδείς άλλος, αλλά δεν τον εξήγησαν ως κοσμοθεωριακόν σύστημα. Τον ετραγούδησαν ως π ί σ τ ι ν. Γεγονός που έχει αξίαν περισσοτέραν από την λογικήν ανάλυσιν των κοινωνιολογικών αντιλήψεων, που συνθέτουν τον εθνικισμόν. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί ακριβώς εις τούτο: Να παρουσιάση επιστημονικώς την κοσμοθεωρίαν του εθνικισμού, ώστε να ίδωμεν με το μυαλό, αυτό που πιστεύομεν με την καρδιά.
Α΄ Η ΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΦΥΛΗΣ Ο εθνικισμός αναγνωρίζει την ύπαρξιν μιας βιολογικής πραγματικότητος, η οποία καλείται φυλή και η οποία αποτελείται από ένα σύνολον ανθρώπων της ιδίας καταγωγής. Τα άτομα, που συγκροτούν την φυλήν, συνδέονται μεταξύ των δια της φυσικής συγγενείας του αίματος, είναι ό μ α ι μ α. Η φυλή (η λέξις ετυμολογικώς προέρχεται εκ του ρήματος φύω) αποτελεί την μοναδικήν οργανικήν κοινωνίαν των ανθρώπων. Σχετικώς ο Αριστοτέλης παρατηρεί εις τα «Ηθικά Ευδήμεια» ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικόν ζώον προς εκείνους με τους οποίους έχει φυσικήν συγγένειαν: «κοινωνικόν ζώον προς ους φύσει συγγένειά εστιν». Έκαστος ανήκει εις την φυλήν του, της οποίας είναι φορεύς των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων. Αληθώς δέ, διακρίνεται εις όλα τα άτομα η κυριαρχική επιβολή της φυλής. Αι σκέψεις και τα αισθήματα των γεννώνται και αναπτύσσονται πάντοτε, υπό το πρίσμα της φυλής των και φέρουν την ανεξίτηλον σφραγίδα αυτής. Χαρακτηριστικώς μάλιστα ο Λε Μπον εις το περίφημον σύγγραμμά του «Η ψυχολογία των όχλων» σημειώνει ότι «η φυλή, ως παράγων καθορισμού των γνωμών και των δοξασιών του όχλου, τοποθετείται εις την πρώτην γραμμήν, διότι και μόνη της είναι σημαντικωτέρα από όλους τους άλλους παράγοντας». Όσον αφορά εις την αναμφισβήτητον επικράτησιν της φυλής, ως παράγοντος ρυθμιστικού των ανθρωπίνων εκδηλώσεων, έχομεν να είπωμεν τα εξής: Αποδεδειγμένως υπάρχει πλειάς φυλών, αι οποίαι διαφέρουν μεταξύ των. Κάθε φυλή παρουσιάζει μίαν ιδιομορφίαν, η οποία ιδιομορφία δεν αναφέρεται μόνον εις απλά εξωτερικά χαρακτηριστικά (χρώμα επιδερμίδος, δομή σκελετού κλπ.), αλλά επεκτείνεται κυρίως εις βαθύτερα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της ψυχής.
3
Επί των φυλετικών χαρακτηριστικών πρέπει να αποφανθώμεν, ότι το περιβάλλον δεν επιδρά τοιουτοτρόπως, ώστε να τα δημιουργή ή να τα εξαφανίζη. Αι εξωτερικαί συνθήκαι του περιβάλλοντος και οι όροι της ζωής το μόνον που κάμνουν είναι να επηρεάζουν δυσμενώς ή ευμενώς την εκδήλωσιν των φυλετικών χαρακτηριστικών. Το περιβάλλον επιδρά επί της εμφανίσεως και όχι επί της υπάρξεως των φυλετικών ιδιοτήτων. Άν, π.χ., δια να παραλληλίσωμεν παραστατικώς, μετεφέρετο από μικρός ο Μπετόβεν εις μίαν νήσον, όπου δεν θα υπήρχον πιάνα (περιβάλλον), φυσικά δεν θα ανεδεικνύετο ως ο μέγιστος των μουσουργών, μέσα του όμως, εις το βάθος της ψυχής του, το ταλέντο του μουσικού θα υπήρχεν, ανεκδήλωτον μεν λόγω εξωτερικών συνθηκών (έλλειψις πιάνου), ανέπαφον δε, διότι αι εξωτερικαί συνθήκαι δεν δύνανται να το εξαφανίσουν, απλώς επηρέασαν την εκδήλωσίν του. Όταν πάντως ελλείψουν (ευρεθή πιάνον), τότε το ενυπάρχον και υπνώττον ταλέντον θα αναφανή. Αι διαφοραί μεταξύ των φυλών υποδηλούν συστατικήν διαφοράν, είναι, με άλλα λόγια, διαφοραί ειδοποιοί. Ως εκ τούτου εκάστη φυλή έχει την ιδικήν της εσωτερικήν και εξωτερικήν φυσιογνωμίαν, η οποία άλλως τε την κάμνει να ξεχωρίζη και από τας λοιπάς. Εφ’ όσον ζουν πλείσται φυλαί, συνάγεται ότι είναι μεταξύ των άνισοι. Διότι, όπως κάλλιστα απέδειξεν η επιστήμη, εις την Δημιουργίαν ουδέν είναι ίσον με κάποιο άλλο. Η α ν ι σ ό τ η ς σ υ ν ι σ τ ά φ υ σ ι κ ό ν ν ό μ ο ν. Εν δε τη ανισότητι και τη αντιθέσει ευρίσκεται η αρμονία και η ζωή. Έχοντες υπ’όψιν την βεβαιότητα της υπάρξεως πολλών ανίσων φυλών, οφείλομεν να εξετάσωμεν ή μάλλον να προσδιορίσωμεν βάσει ποίου κριτηρίου θα αξιολογήσωμεν αυτάς, ώστε να υποστηρίξωμεν δι’ αντικειμενικού μέτρου, ποία είναι ανωτέρα ποίας και διατί. Η Λυδία Λίθος της κρίσεως των φυλών είναι ο εξ αυτών δημιουργούμενος π ο λ ι τ ι σ μ ό ς. Ο πολιτισμός, ως γνωστόν, είναι προϊόν συλλογικόν, προέρχεται δηλαδή από κοινωνίας και είναι ανάλογος του εσωτερικού δυναμισμού των. Η αξιολόγησις, λοιπόν, των φυλών γίνεται με κριτήριον την ικανότητά των να παράγουν πολιτισμόν. Κατ’ αυτόν δε τον τρόπον διακρίνομεν τρία είδη, τρεις βασικάς κατηγορίας φυλών: Τας ανωτέρας, τας μεσαίας και τας κατωτέρας. Εις την κατηγορίαν των ανωτέρων κατατάσσονται όσαι φυλαί μπορούν να δημιουργήσουν ιδικόν τους πολιτισμόν. Εις την κατηγορίαν των μεσαίων συγκαταλέγονται όσαι δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν ιδικόν τους πολιτισμόν, αλλά είναι εις θέσιν να αφομοιώσουν ένα ξένο, και, τέλος, η κατηγορία των κατωτέρων φυλών περιλαμβάνει εκείνας, που είναι ανάξιαι προς αφομοίωσιν και πολύ περισσότερον προς παραγωγήν ενός πολιτισμού. Εάν εχρειάζετο να μετατοπισθώμεν εις πρακτικήν εφαρμογήν των προαναφερθέντων, αμέσως διαπιστούται κατηγορηματικώς, ότι εν σχέσει προς την Λευκήν φυλήν αι υπόλοιποι όλαι είναι κατώτεραι. Οπωσδήποτε, σημειούται ότι μεταξύ της ανωτέρας Λευκής φυλής υπάρχουν φύλα (ιδιαίτεραι ομάδες εντός του αυτού φυλετικού κύκλου) περισσότερον ή ολιγώτερον ανεπτυγμένα. Επί του προκειμένου η ανομοιομορφία εξελίξεως οφείλεται εις ωρισμένας συνθήκας του περιβάλλοντος, αι οποίαι επέδρασαν δυσμενώς ή ευμενώς εις την εξωτερίκευσιν των φυλετικών ιδιοτήτων. Είναι αυτονόητον ότι εκεί όπου οι όροι ζωής, το κλίμα, η γεωγραφική θέσις της χώρας, το πολίτευμα κλπ. ηυνόουν την εκδήλωσιν των φυλετικών ιδιοτήτων, επραγματοποιήθη γρηγορώτερον και πληρέστερον η πολιτιστική πρόοδος, εν συγκρίσει προς άλλα μέρη, όπου ναι μεν κατώκουν ομόφυλοι, αλλά αι εξωτερικαί συνθήκαι ζωής ήσαν τοιαύται, ώστε ημπόδισαν την καθώς έπρεπε εμφάνισι των ιδιοτήτων της φυλής. Από την άποψιν του περιβάλλοντος, πολιτιστική πρόοδος και τεχνική εξέλιξις παρετηρείτο εκεί όπου επεκράτουν δυσμενείς συνθήκαι και ο άνθρωπος ήτο υποχρεωμέ-
4
νος να παλαίση δια να δαμάση το περιβάλλον. Αι δυσμενείς όμως συνθήκαι δεν έπρεπε να ήσαν τόσον δυσμενείς, ώστε η ανθρωπίνη δραστηριότης να εξηντλείτο εις την επιβίωσιν και μόνον, π.χ. Εσκιμώοι. Πάντως δεν παραλείπομεν να διευκρινίσωμεν ότι εκείνοι οι, δια τους λόγους που εξεθέσαμεν, καθυστερημένοι ομόφυλοι αφομοιώνουν πάραυτα τον μεταδιδόμενον πολιτισμόν και είναι ικανοί να τον προχωρήσουν, διότι είναι πλασμένοι από το ίδιο βιοσυστατικό με τους δημιουργούς του. Κλασσικόν παράδειγμα κατωτέρας φυλής αποτελούν οι Ινδιάνοι, οι οποίοι και ιδικόν τους πολιτισμόν δεν διαθέτουν, αλλά ούτε κάποιον ξένο επέτυχον να αφομοιώσουν. Οι Μαύροι γενικώς είναι επιδεκτικοί μεταδόσεως πολιτισμού, αλλά τελείως ανίκανοι να τον αναπτύξουν περαιτέρω, διότι κάτι παρόμοιον προϋποθέτει δύναμιν πολιτιστικής παραγωγής την οποίαν οι Μαύροι στερούνται παντελώς. Οι Κίτρινοι, και αυτοί εν σχέσει προς τους Λευκούς, είναι υποδεέστεροι, αλλά συγκρινόμενοι με τας λοιπάς φυλάς υπερτερούν. Ομιλούντες όμως περί Λευκών, Μαύρων και Κιτρίνων επιβάλλεται χάριν της ακριβολογίας να επεξηγήσωμεν ότι το χρώμα της επιδερμίδος δεν συμβολίζει ένα δευτερεύον εξωτερικόν διακριτικόν μεταξύ των φυλών, ασύνδετον προς συγκεκριμένα εσωτερικά γεγονότα. Το χρώμα της επιδερμίδος δέον όπως εκληφθή ως γενικόν δηλωτικόν της ουσιαστικής διαφοράς των φυλών, αλλά μόνο αυτό καθ’ εαυτό λαμβανόμενον δεν είναι απόλυτον αποδεικτικόν φυλετικής υπεροχής. Δια να είναι έτσι πρέπει να συνδυάζεται και με άλλα ψυχοσωματικά δεδομένα. Η φυλή, κατά συνέπειαν, γίνεται παραδεκτή υπό του εθνικισμού, ως βασικός φορεύς και δημιουργικός όρος του πολιτισμού, ο οποίος ως έκφρασις της φυλετικής ζωτικότητος αξιολογεί την φυλή. Ας ίδωμεν, εν συνεχεία, κάτι απαραίτητον: Πώς αντιλαμβάνεται ο εθνικισμός τον πολιτισμόν από άποψιν περιεχομένου. Εις τας ξένας γλώσσας υπάρχει η «κουλτούρα» που υπονοεί την ψυχικήν καλλιέργειαν, και η «σιβιλιζασιόν», που σημαίνει την τεχνικήν ανάπτυξιν. Εις τα ελληνικά ομιλούμεν αντιστοίχως περί πνευματικού πολιτισμού και υλικού πολιτισμού. Οι όροι όμως αυτοί είναι σαφέστατα αδόκιμοι και λανθασμένοι, καθόσον η έννοια του πολιτισμού είναι μία και αδιαίρετος. Ο πολιτισμός δεν αποτελεί σύνθεσιν πνεύματος και ύλης, ούτε είναι νόμισμα με δύο όψεις, όπου η μία είναι υλισμός και η άλλη πνευματοκρατία. Ο πολιτισμός είναι αδιάσπαστος ενότης πνευματικών αξιών κεντρομόλων περί μίαν ηθικήν ιδέαν. Ο πολιτισμός είναι υ π ε ρ α τ ο μ ι κ ό ς επιζών των θνησκόντων ατόμων, διατηρούμενος και ανερχόμενος ή παρακμάζων και καταστρεφόμενος, αναλόγως προς την εξέλιξιν της φυλής εξ ης απορρέει. Κατ’ ακολουθίαν, η χρήσις του όρου πολιτισμός αντιπροσωπεύει εις την σκέψιν μας το πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο, που υποχρεούται να έχη ο πολιτισμός ως ενότης πνευματικών αξιών. Υπάρχει, βεβαίως, ο λεγόμενος υλικός πολιτισμός, ο οποίος κακώς λέγεται πολιτισμός, καθόσον αφορά αποκλειστικώς εις θέματα υλικής αναπτύξεως, τα οποία υπόκεινται εις τας διανοητικάς δυνάμεις και εξαρτώνται από αυτάς και από την κεντρικήν ηθικήν, η οποία καθορίζει την χρησιμοποίησι και τον προορισμόν τού υλικού δήθεν πολιτισμού. Κατά τας αντιλήψεις του εθνικισμού η υλική εξέλιξις αδυνατεί να συγκροτήση πολιτισμόν, διότι ολόκληρο το οικοδόμημά της θεμελιούται επί σχετικών αξιών, αι οποίαι σήμερον είναι κάτι και αύριο μηδέν, όπως π.χ. συνέβη με τον ατμόν, ο οποίος όταν ανεκαλύφθη εθεωρήθη η μεγίστη των τεχνικών ανακαλύψεων και ο οποίος συνέβαλε σπουδαίως εις την βιομηχανικήν επανάστασιν. Εν τούτοις η αξία του ατμού κυ-
5
ριολεκτικώς εξητμίσθη από τον ηλεκτρισμόν, ο οποίος με την σειράν του αντικαθίσταται από την ατομικήν ενέργειαν, την οποίαν υπερέβαλεν η πυρηνική κ.ο.κ. Αντιθέτως συμβαίνει με τον πραγματικόν πολιτισμόν, αυτόν που εδράζεται εις πνευματικάς αξίας, αι οποίαι λόγω της ουσίας των είναι απόλυτοι και συνυφασμέναι με την πνευματικότητα και συναισθηματικότητα της ανθρωπίνης φύσεως, όπως συμβαίνει με το θάρρος, την αγάπην, την αυτοθυσίαν κλπ. Εν πάση περιπτώσει πολιτισμός με υλικό περιεχόμενο δεν υπάρχει και είναι αδιανόητον να υπάρξη, είναι ωσάν να ομιλούμεν περί ηλιολούστου νυκτός. Ο υλικός δήθεν πολιτισμός δεν είναι αληθώς τίποτε άλλο παρά κοινή υ λ ι κ ή α ν ά π τ υ ξ ι ς, η οποία δεοντολογικώς οφείλει να συντελή εις την προαγωγήν των αξιών του πολιτισμού, ουδέποτε όμως αυτή η ιδία να διεκδική τα πρωτεία, που ανήκουν εις τον πολιτισμόν, διότι τότε θα παρουσιασθή το άτοπον, αλλά και επικίνδυνον φαινόμενον, όπως θα ίδωμεν, του μέσου να μετατρέπεται εις σκοπόν και να συναγωνίζεται μάλιστα τον μόνον αληθή σκοπόν. Αν, δια λόγους που δεν είναι του παρόντος, η φυλετική κοινότης εξυψώση την υλικήν ανάπτυξιν εις την δεσπόζουσαν θέσιν του πολιτισμού και δι’ εκείνης υποκαταστήση αυτόν, τότε θα εμφανισθή κατ’ αρχάς μία υλική άνθησις, αλλά μετά θα επέλθη ολοκληρωτική καταστροφή. Διότι όταν παραγκωνισθή ο πολιτισμός, που είναι η υπερτέρα εκδήλωσις της ζωής της φυλής, τότε η υλική πρόοδος θα συντελήται εις βάρος της υπάρξεως της ιδίας της φυλής, η οποία αν εγκαίρως δεν αποκαταστήση τα πραγματα εις την φυσικήν των τάξιν, θα αφανισθή, μοιραίως και ανηλεώς. Mία φυλή που θα έχη καταδικασθή από το πεπρωμένο εις ένα τοιούτον τέλος θα δη, αφού εγκατέλειψε τον πολιτισμόν εις δευτέρα μοίρα εν σχέσει προς την υλικήν ανάπτυξιν, θα δη μία κατακόρυφον υλικήν άνοδον πραγματοποιουμένην εντός μιάς κατακορύφου πνευματικής καθόδου. Όταν δε, αι πνευματικαί αξίαι μηδενιστούν και αξίαι όπως αρετή, αγαθόν, ανδρεία κλπ. σημαίνουν μόνον λέξεις, τότε τίποτε δεν θα αποτρέψη τον εκφυλισμόν και η κοινωνία, που θα πληγή από αυτόν, θα καταπέση συντρίμμια, καίτοι έφθασεν εις ύψιστα σημεία υλικής ανόδου. Και ιδού διατί: Κατά απαράβατον φυσικήν αναγκαιότητα τας σχέσεις μεταξύ πολιτισμού και υλικής αναπτύξεως ρυθμίζει επ’ ωφελεία της κοινωνικής ακμής είς νόμος καλούμενος νόμος της «α ρ μ ο ν ι κ ή ς σ υ ν α ρ τ ή σ ε ω ς π ν ε ύ μ α τ ο ς κ α ι ύ λ η ς». Κατά τον νόμον αυτόν η υλική ανάπτυξις οφείλεται να έπεται του πολιτισμού και να υπηρετεί αυτόν. Εάν συμβαίνη έτσι, αυτομάτως η κοινωνία έχει την εγγύησιν φυσιολογικής εξελίξεως. Αν, τουναντίον, παραμερισθούν αι πνευματικαί αξίαι που συγκροτούν τον πολιτισμόν και η ανθρωπίνη δραστηριότης, διανοητική και σωματική, στραφή προς τας υλικάς αξίας, προς την υλικήν ανάπτυξιν δηλαδή, τότε με μαθηματικήν ακρίβειαν, αν συνεχισθή αυτή η κατάστασις, θα ανατραπή ο νόμος της «αρμονικής συναρτήσεως πνεύματος και ύλης» και η κοινωνία θα οδηγηθή προς ανώμαλον εξέλιξιν, αποτέλεσμα της οποίας θα είναι ο θάνατος, ο οποίος θα επέλθη και δια της υ π ο γ ε ν ν η τ ι κ ό τη τ ο ς. Η υπογεννητικότης είναι το μέσον της τιμωρίας. Όταν η υλική ανάπτυξις υποσκελίση τον πολιτισμόν, πέραν ενός σημείου, τότε αρχίζει η υπογεννητικότης και η φυλή εξαφανίζεται αργά και σταθερά, εκτός και αν προλάβουν άλλαι φυλαί να την εξαφανίσουν συντομώτερον. Έτσι έπεσαν εις το παρελθόν πολλαί φυλαί, χωρίς να αναστηθούν ποτέ. Ανεφέρθη προ ολίγου, ότι υπάρχουν άνισοι φυλαί, επομένως συμπεραίνεται ευλόγως, ότι η μεταξύ των ανάμειξις αποβαίνει εις βάρος των ανωτέρων. Αυταί αι ανώτεραι έχουν κάθε ηθικόν δικαίωμα να αγωνίζωνται παντί σθένει και τρόπω, δια την διατήρησιν της φ υ λ ε τ ι κ ή ς τ ω ν κ α θ α ρ ό τ η τ ο ς, η οποία εξασφαλίζεται δια της ανεξαρτήτου βιολογικής των αναπτύξεως. Η Λευκή φυλή, π.χ., η οποία χάρις εις
6
τας εξαιρετικάς αρετάς της εδημιούργησε τον πολιτισμόν της ανθρωπότητος, δικαιούται, αλλά και οφείλει χάριν ακριβώς του πολιτισμού να φυλάσση την καθαρότητά της και να μεταβιβάζη εις τους απογόνους τα υπερέχοντα χαρακτηριστικά, που είναι τόσον αναγκαία δια την συνέχισιν του πολιτισμού.Επί πλέον δε,να φροντίζη δια της ε υγ ο ν ί α ς να καλλιεργή και να προάγη τας εξαιρετικάς ιδιότητάς της. Τον ευγονισμόν εγκρίνει και ο Πλάτων, ο οποίος εις την «Πολιτείαν» ομιλεί δια μακρών, ισχυριζόμενος ότι η παρακμή των πολιτειών οφείλεται εις την παραμέλησιν της αρχής του ευγονισμού. Η διαφύλαξις της καθαρότητος της φυλής δεν είναι μικρά υπόθεσις και πρέπει να γίνεται πάση θυσία διότι αποτελεί υποχρέωσιν της ανωτέρας φυλής έναντι του μέλλοντός της και καθήκον της έναντι του πολιτισμού. Ένα γενικό, εξ άλλου ανακάτεμα των φυλών, εκτός του ότι στερείται κάθε λογικής βάσεως διότι οδηγεί εις καθίζησιν του προέχοντος πολιτιστικού επιπέδου, είναι και αφύσικον, διότι η σ ο φ ή φ ύ σ ι ς, αφού έκανε πολλάς φυλάς σημαίνει ότι τας δέχεται και ό,τι δέχεται η φύσις είναι αναγκαίο, καθόσον τα περιττά η ιδία η φύσις τα αρνείται και τα εξαφανίζει. Εκάστη φυλή έχει τα ψυχοσωματικά χαρακτηριστικά της, τα οποία δια του νόμου της κ λ η ρ ο ν ο μ ι κ ό τ η τ ο ς μεταβιβάζονται εις τους απογόνους. Τα χαρακτηριστικά αυτά, αι φυλετικαί, με άλλας λέξεις, ιδιότητες καλλιεργούνται και ακμάζουν ενόσον αι διασταυρώσεις πραγματοποιούνται μεταξύ ατόμων της ιδίας φυλής ή του ιδίου ευρυτέρου φυλετικού κύκλου (νόμος καθαρότητος φυλής). Απεναντίας, αν συντελεσθή επιμειξία μεταξύ αλλοφύλων, τότε αναμειγνύονται διάφοροι φυλετικαί ιδιότητες άσχετοι ή αντίθετοι μεταξύ των, με άμεσον αποτέλεσμα την παραγωγήν ενός συνονθυλεύματος, το οποίον αδυνατεί να δημιουργήση πολιτισμόν, ο δε ήδη υπάρχων καταρρέει καθόσον ο φορεύς του έπαυσε να υφίσταται ως γνησία φυλή – γεννήτωρ πολιτισμού. Ως εκ τούτου καθίσταται πρόδηλος η ανάγκη του σεβασμού της διαφοροποιήσεως των φυλών και της ξεχωριστής βιολογικής αναπτύξεως, η οποία επιτρέπει την αξιολογικήν κλιμάκωσιν των πολιτισμών, αναλόγως των ιδιαιτέρων ικανοτήτων της καθεμιάς φυλής. Η άποψις αυτή είναι ασφαλώς η δικαιοτέρα τοποθέτησις του όλου φυλετικού ζητήματος, διότι, ως αναγνωρίζουσα την αυτοτέλειαν των φυλών, τους παρέχει την δυνατότητα να δημιουργήσουν, ό,τιδήποτε με την αξίαν των μπορούν. Επί πλέον δε, παρέχεται εις τας κατωτέρας φυλάς η ευκαιρία να επωφεληθούν των επιτευγμάτων των ανωτέρων, που δεν θα υπήρχον αν δεν εφυλάσσετο η φυλετική καθαρότης. Η μέθοδος δια της οποίας διατηρείται η καθαρότης της φυλής ονομάζεται και μας είναι γνωστή με το όνομα φ υ λ ε τ ι κ α ί δ ι α κ ρ ί σ ε ι ς. Περί αυτών γενικώς επικρατεί μία κακή γνώμη. Πάντως μακράν πάσης προπαγάνδας αι φυλετικαί διακρίσεις δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με καταπίεσιν και εκμετάλλευσιν. Αι φυλετικαί διακρίσεις δεν αποτελούν μίαν έκφρασιν δουλείας, είναι ένα σύνολον θεσμών, δια των οποίων εξασφαλίζεται η χωριστή βιολογική ανάπτυξις των φυλών, ώστε να κατοχυρούται η καθαρότης της ανωτέρας εξ αυτών. Επί του προκειμένου μάλιστα κανένα επιχείρημα δεν δύναται να υποστηρίξη σοβαρώς, ότι συνιστά καταπίεσιν ή εκμετάλλευσιν των Μαύρων ή δεν γνωρίζομεν ποίων άλλων, το γεγονός να αποφεύγουν οι Λευκοί την επιμειξίαν μαζί τους. Επ’ουδενί λόγω λοιπόν αι φυλετικαί διακρίσεις υποδηλούν και ακόμη περισσότερον ταυτίζονται με βιαίαν επιβολήν των ανωτέρων φυλών προς κατατυράννησιν των κατωτέρων. Αι φυλετικαί διακρίσεις δεν είναι τυραννία, είναι ά μ υ ν α των ανωτέρων φυλών, που δικαιούνται να διατηρήσουν την καθαρότητά των και δι’ αυτής να ανέλθουν πολιτιστικώς υψηλότερον.
7
Εξετάζοντες προσέτι βαθύτερον το ζήτημα βλέπομεν ότι η λειτουργία των φυλετικών διακρίσεων συμφέρει και πολύ εις τας κατωτέρας και μεσαίας φυλάς. Διότι εφ’ όσον αι ανώτεραι παραμένουν καθαραί προάγουν τον πολιτισμόν και την τεχνικήν εξέλιξιν, με αποτέλεσμα αι ανίκανοι προς τούτο φυλαί να επωφελούνται και να απολαμβάνουν τα επιτεύγματα των ικανοτήτων των ανωτέρων φυλών. Τουναντίον, αν ανεμειγνύοντο αι φυλαί, αυτομάτως και ακριβώς λόγω της αναμείξεως θα έπαυεν η ανωτέρα να έχη τα υπερέχοντα δημιουργικά χαρακτηριστικά, με συνέπεια να μη είναι ικανή να παράγη πολιτισμόν. Ούτω και αι κατώτεραι θα εζημιούντο καθόσον δεν θα υπάρχουν πλέον πολιτιστικά αγαθά προς απολαβήν. Το γεγονός που αι ανώτεραι φυλαί δίδουν εις τας κατωτέρας και μεσαίας την ευκαιρίαν και την δυνατότητα να χαίρωνται τα προϊόντα του πολιτισμού και της τεχνικής εξελίξεως που πραγματοποιούν ονομάζεται φ υ λ ε τ ι κ ό ς α ν θ ρ ω π ι σ μ ό ς. Ειναι δε αυτός ο ανθρωπισμός ο μόνος ειλικρινής, διότι τοποθετεί το θέμα εις αληθή και λογικήν βάσιν, κατά την οποίαν όσοι μπορούν να δημιουργήσουν πολιτισμόν αφήνονται ελεύθεροι να τον δημιουργήσουν και εν συνεχεία οι δημιουργοί επιτρέπουν την μεταβίβασίν του, εις όσους δύνανται να τον αφομοιώσουν. Είναι δε, ο φυλετικός ανθρωπισμός και ο μόνος αξιοπρεπής ανθρωπισμός, διότι ό,τι προσφέρεται από τας ανωτέρας φυλάς προς τας άλλας, προσφέρεται όχι από υποκριτικά αισθήματα ελεημοσύνης και ψευδοφιλανθρωπίας, αλλά από την υπεύθυνον ηθικήν συναίσθησιν, ότι πρέπει να ωφεληθούν και εκείνοι, οι οποίοι εξ αιτίας ψυχοφυσικής μειονεκτικότητος αδυνατούν να προοδεύσουν. Αυτό πράγματι είναι ανθρωπισμός. Αντιθέτως, το να καταστρέφωμεν τας ανωτέρας φυλάς, δια της αναμείξεώς των με τας κατωτέρας, δεν είναι ανθρωπισμός, αλλά απανθρωπισμός, διότι εν τελευταία αναλύσει βλάπτεται ο άνθρωπος, είτε ανήκει εις την ανωτέραν, είτε ανήκει εις την κατωτέραν φυλήν.
Β΄ Η ΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΕΘΝΟΥΣ Έθνος καλούμεν την ε ν σ υ ν ε ί δ η τ ο ν φ υ λ ή ν. Από την στιγμήν κατά την οποίαν μία φυλή αποκτήση συνείδησιν της ιδίας της υπάρξεως αυτομάτως μετατρέπεται εις έθνος. Υποδομή λοιπόν του έθνους είναι η φυλή, χωρίς αυτήν είναι αδιανόητος η σύλληψις της εννοίας, αλλά και της ιδέας του έθνους. Το έθνος είναι, επομένως, π ν ε υ μ α τ ι κ ό ν γ ε γ ο ν ό ς αναπτυσσόμενον και εξελισσόμενον εντός και δια της βιολογικής πραγματικότητος της φυλής. Ο εθνικισμός αρνείται τας διαφόρους παραποιήσεις της ιδέας του έθνους, κατά τας οποίας ουσιαστικά γνωρίσματα του έθνους είναι η κοινή ιστορία, τα έθιμα, η γλώσσα, η θρησκεία κλπ. Το έθνος, κατά την κοσμοθεωρίαν του εθνικισμού, έχει ως μοναδικήν βάσιν την φυλήν, επί της βάσεως δε ταύτης κατ’ αναγκαιότητα στηρίζονται τα επικοδομήματα της γλώσσης, θρησκείας, εθίμων, ιστορίας κλπ. Και πράγματι είναι λογικόν επακόλουθον άτομα με κοινήν καταγωγήν, όμαιμα όπως είναι τα άτομα της φυλής, να έχουν την ιδίαν γλώσσαν, ιστορίαν, θρησκείαν και έθιμα. Πάντως τα στοιχεία αυτά, έστω και αν συνυπάρχουν όλα μαζί, αδυνατούν να συγκροτήσουν την ιδέαν του έθνους, εάν απουσιάζη η κοινή καταγωγή. Διότι τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν είναι περισσότερον από συνήθεις απόρροιαι της φυλής. Βεβαίως τα φυλετικώς ομοιογενή άτομα, ενόσον συζούν, δεν μπορεί να γίνη αντιθέτως παρά να έχουν κοινά έθιμα, ιστορίαν, γλώσσαν κλπ., αλλά αυτά τα τελευταία εν-
8
δεχομένως να υπάρχουν όλα ή μερικά και εις συμβιούντα άτομα διαφορετικών φυλών, τα οποία λαμβανόμενα ως σύνολον δεν μπορούν να συστήσουν έθνος, διότι τους λείπει η κοινή καταγωγή. Κατά τεκμήριον, εν πάση περιπτώσει, και κατά γενικόν κανόνα άτομα που έχουν κοινήν ιστορίαν, γλώσσαν, θρησκείαν, έθιμα κλπ. θα πρέπει να έχουν και κοινήν καταγωγήν, δίχως αυτό όμως να είναι απαράβατον. Ας υποθέσωμεν ότι ένας Έλλην μεταβαίνει εις την Αίγυπτον. Εκεί ζη από νηπιακής ηλικίας, ομιλεί Αραβικά, είναι Μουσουλμάνος, ακολουθεί τα Αιγυπτιακά έθιμα και όσο έζησε είχε κοινή ιστορία με τους Αιγυπτίους. Τί είναι αυτός ο άνθρωπος εθνολογικώς, Έλλην ή Αιγύπτιος ; Κατ’ αρχήν ο άνθρωπος αυτός είναι φυλετικώς Έλλην, αλλά εφ’ όσον δεν αισθάνεται ως αναπόσπαστον μέρος της μεγάλης εθνικής ελληνικής οικογενείας, από άποψιν έθνους δεν είναι Έλλην, αλλά ούτε Αιγύπτιος είναι, διότι φυλετικώς είναι Έλλην. Πρακτικώς, αιωρείται εις ένα μεσοδιάστημα μεταξύ Ελληνικού Έθνους και Αιγυπτιακού. Όσο και να μείνη εις την Αίγυπτον, όσο και να συμμερισθή τα έθιμα, την ιστορίαν, την γλώσσα και την θρησκείαν των Αιγυπτίων, ποτέ εθνολογικώς δεν θα γίνη Αιγύπτιος, διότι φυλετικώς είναι Έλλην. Όπως είπαμε όμως, ούτε Έλλην είναι εθνολογικώς, διότι στερείται της συνειδήσεως της υπάρξεώς του, ως μέλους της Ελληνικής Εθνικής Κοινωνίας. Από άποψιν έθνους λοιπόν ο άνθρωπος αυτός δεν ανήκει πουθενά. Και λέγομεν τούτο χωρίς να λογαριάζωμεν ότι μέσα του υπολανθάνει, λόγω φυλετικής καταβολής, το Ελληνικόν Έθνος, το οποίον, δοθείσης εξωτερικής ευκαιρίας, θα εκδηλωθή. Ίσως ισχυρισθή κανείς ότι, τί σημασία έχει η φυλή; Ο άνθρωπός μας αισθάνεται Αιγύπτιος, έχει Αιγυπτιακήν συνείδησιν και επιθυμεί να ανήκη εις το Αιγυπτιακόν Έθνος, διατί του το αρνούμεθα; Εν πρώτοις δεν του το αρνούμεθα ημείς. Του το αρνείται η φύσις, η οποία τον εγέννησε Έλληνα, καθόσον η φύσις δεν γνωρίζει, ούτε ασχολείται με τον α ή τον β, η φύσις δεν γνωρίζει και δεν ασχολείται με άτομα, αλλά με φυλάς. Το ότι ο άνθρωπος του παραδείγματος δεν μπορεί να ανήκη εις το Αιγυπτιακόν Έθνος αποδεικνύεται περιτράνως, όταν δεν έχωμεν μόνον ένα άτομον αυτής της κατηγορίας, αλλά πολλά. Αν, δηλαδή, διεβίουν εις την Αίγυπτον 50.000 άνθρωποι (κοινής καταγωγής, άλλης των Αιγυπτίων) οι οποίοι, όπως εις το παράδειγμα, από νηπιακής ηλικίας ωμίλουν Αραβικά, ήσαν Μουσουλμάνοι, είχαν κοινά έθιμα και ιστορία με τους Αιγυπτίους, αι χιλιάδες αυτοί λόγω της φυλετικής των διαφοράς όχι μόνον δεν θα ανήκον εις το Αιγυπτιακόν Έθνος, αλλά αυτή αύτη η φυλετική διαφορά θα τους συνένωνε και θα τους έκανε να κινηθούν αποσχισματικώς του Αιγυπτιακού Έθνους. Η ανωτέρω διαπίστωσις δεν είναι αυθαίρετος, στηρίζεται επί επιστημονικών δεδομένων και επιβεβαιούται εκ της ιστορίας, η οποία μαρτυρεί ότι ουδέν ευκολώτερον της διαλύσεως κρατών πολυφυλετικών, τα οποία εν τούτοις ενόμιζον ότι θα διετήρουν την ενότητά των χάρις εις την κοινότητα γλώσσης, θρησκείας, ιστορίας και εθίμων. Τα κράτη εκείνα δεν απετέλουν εθνικά κράτη, δεν ήσαν κράτη ενός έθνους, ήσαν κράτη διαφόρων φυλών. Δια να εγίνοντο κράτη - έθνη έπρεπε να προηγείτο η φυλετική ομοιογένεια. Κάτι παρόμοιον συμβαίνει σήμερα με τας ΗΠΑ, όπου οι Λευκοί οι οποίοι – ασφαλώς δεν έχουν βαθείας φυλετικάς διαφοράς, αλλά είναι διαφορετικά φύλα ενός τεραστίου φυλετικού κύκλου: της Λευκής φυλής – δια της αναμείξεώς των δημιουργούν νέον φύλον εντός της Λευκής φυλής, το οποίον μετά καλλιέργειαν αιώνων θα δυνηθή να στηρίξη και να αναπτύξη το πνευματικό γεγονός του Έθνους. Επιστημονικώς σήμερον οι Αμερικανοί γεννώνται ως φυλή και προετοιμάζονται ως Έθνος. Κοινωνιολογικώς, αποτελούν πληθυσμόν πολυφυλετικόν υπάρχοντα και διατηρούμενον χάρις, αφ’ ενός μεν εις την Λευκήν φυλήν, η οποία κυριαρχεί και η ο-
9
ποία ως σύνολον επί μέρους φύλων της αυτής φυλής δεν έχει σημαντικάς διαφοράς ώστε μπορεί να γεννηθή ένα νέον φύλον εκ του οποίου να αναβλύση το Αμερικανικόν Έθνος, αφ’ ετέρου δε χάρις εις την επιδίωξιν κοινών σκοπών, έστω και υλικών. Πρόκειται, τρόπον τινά, περί ευρυτάτης συνεργασίας κοινοπραττούντων ατόμων δια να κερδήσουν χρήματα. Διότι όσοι μετέβησαν εις την Αμερικήν επήγαν εκεί μόνον δια πλουτισμόν, που οπωσδήποτε συμβάλλει εις την συντήρησιν κάποιας συνοχής. Ωστόσο το μέλλον των ΗΠΑ εξαρτάται από το αν θα διατηρήσουν τα φύλα της Λευκής φυλής την καθαρότητά των, μη αναμειγνυόμενα με εγχρώμους λαούς. Δια τον εθνικισμόν επίσης το Έθνος τυγχάνει α π ε ρ ι ό ρ ι σ τ ο ν χ ρ ο ν ι κ ώ ς κ α ι α δ έ σ μ ε υ τ ο ν χ ω ρ ι κ ώ ς. Ήτοι, ως έθνος υπό την οργανικήν του πλέον έννοιαν νοείται όλο το σύνολον των παρελθουσών γενεών συν των μελλουσών να έλθουν. Κατ’ άλλην, λοιπόν έκφρασιν το Έθνος επεκτείνεται χρονικώς, κατά παρελθόν και μέλλον. Επομένως όταν λέγωμεν το Ελληνικόν Έθνος, υποδηλούμεν όλας τας γενεάς, που παρήλθον, τας παρούσας και όλας τας γενεάς που αναμένονται. Η αντίληψις αύτη, πλήν των άλλων, ενέχει κυρίως ηθικήν σημασίαν και σκοπιμότητα. Το άτομον δεν αισθάνεται ασύνδετον προς το παρελθόν ή το μέλλον. Δια του Έθνους παράγονται εντός του ωρισμέναι υποχρεώσεις και καθήκοντα ρυθμιστικά της γενικής συμπεριφοράς του ως μέλους της κοινωνίας. Πολλαί πράξεις τελούνται υπό την επίδρασιν ή την καθοδήγησιν του Έθνους, δίκην μεταφυσικής οφειλής γεγονός που παραστατικώς απέδωσεν ο ποιητής Παλαμάς με τους στίχους «Χρωστάμε σ’ όσους ήλθαν, πέρασαν–θα έλθουν, θα περάσουν–κριταί θα μας δικάσουν–οι αγέννητοι, οι νεκροί». Το υπερχρόνιον στοιχείον του Έθνους μας οδηγεί εις το εύλογον συμπέρασμα, ότι το εθνικόν συμφέρον δεν ταυτίζεται με το συμφέρον των παρουσών γενεών. Ως περιεχόμενον του εθνικού συμφέροντος επ’ ουδενί λόγω πρέπει να τεθή το συμφέρον των ζώντων ομοεθνών. Το σύνολον των σημερινών ατόμων έχει ασφαλώς τα ιδιαίτερα συμφέροντά του, αλλά σβήνουν προ του υπερτάτου εθνικού συμφέροντος, το οποίον δικαιούται να απαιτή την θυσίαν των παρόντων προσωρινών συμφερόντων χάριν των αιωνίων, τα οποία είναι μόνον τα εθνικά. Έτσι εξηγείται, διατί πλήθη ατόμων εδέχοντο να θυσιάζουν τα συμφέροντά των χάριν των εθνικών, τα οποία, όμως, δια εκείνα τα άτομα δεν είχον άμεσον αντίκτυπον. Πολλάκις, δηλαδή, συνέβη να δεινοπαθήσουν ομοεθνείς, είτε επειδή τούτο επεβάλλετο εξ ιστορικών λόγων (ηθικαί υποχρεώσεις έναντι ενδόξου παρελθόντος π.χ. η Μικρασιατική εκστρατεία, όπου εκακοπάθησαν αι τότε γενεαί, φονευθέντων χιλιάδων ιδικών μας χάριν της αναβιώσεως της Αυτοκρατορίας μας), είτε επειδή τούτο απητείτο δια την καλλιτέραν ζωήν των μελλουσών γενεών (π.χ. η επανάστασις του 1821, όπου πάλιν χιλιάδες εκακοπάθησαν και εφονεύθησαν, δια να ελευθερωθή η χώρα και δια να ζήσουν εν εθνική ανεξαρτησία αι μεταγενέστεραι γενεαί). Και εις τας δύο προαναφερθείσας περιπτώσεις τα άτομα, τα οποία εκακόπαθαν φονευθέντα, τραυματισθέντα, απολέσαντα περιουσίας, προσφιλή πρόσωπα κλπ. ουδέν ατομικόν όφελος απεκόμισαν δια τους εαυτούς των. Υπεβλήθησαν εις όσα υπεβλήθησαν χάριν του Έθνους. Αι τοποθετήσεις της πίστεως του εθνικισμού έχουν το μοναδικόν προσόν να μη παράγωνται εντός γραφείων από διαφόρους αργοσχόλους κοσμοδιορθωτάς, αλλά να προέρχωνται κατ’ ευθείαν εκ της φύσεως, με υποχρεωτικήν συνέπειαν να συνάδουν προς την πραγματικότητα της ζωής και την αλήθειαν. Αυτή η ανεκτίμητος ιδιότης του εθνικισμού είναι και το μυστικό της δυνάμεώς του.
10
Ό,τι και να κάνουν οι εχθροί του Έθνους ή ό,τι και να λέγουν εναντίον του, τελικώς υποκύπτουν εις την δύναμιν της εθνικής επιβολής. Αν δεν υποκύψουν και δεν συμμορφωθούν πρός τας επιταγάς και τας απαιτήσεις του έθνους, τότε αι κοινωνίαι, που θα παρασυρθούν από τας αντεθνικάς δοξασίας είναι καταδικασμέναι να εξαφανισθούν. Κλασσικόν παράδειγμα καταπτώσεως των αντεθνικών θεωριών είναι η Ρωσία και η Κίνα. Ενώ εις αυτάς τας δύο χώρας με περισσόν μίσος περιεφρονήθη και κατεπολεμήθη η ιδέα του Έθνους, τελικώς τα δύο αυτά Κράτη μόνο τα κομμουνιστικά ονόματα διατηρούν, καθόσον εν τη πράξει αγωνίζονται δια σκοπούς εθνικούς και αναπτύσσουν ένα έντονον εθνικισμόν. Υπό το πρόσχημα του διεθνισμού υποβάλλουν τα θύματά των εις την απηνεστέραν εκμετάλλευσιν, όχι βεβαίως χάριν του διεθνισμού, αλλά χάριν των συμφερόντων του Ρωσικού και του Κινεζικού Έθνους. Έγινε αυτή η παρένθεσις δια να δείξη την ισχύν του Έθνους, το οποίον αποτελεί την υψίστην αξίαν των ανθρωπίνων κοινωνιών. Α ι ε θ ν ι κ α ί κ ο ι ν ω ν ί α ι είναι αι μόναι ανθρώπιναι κοινωνίαι που υπάρχουν από την έποψιν της ενιαίας συγκροτήσεως και της κατευθύνσεως προς ενιαίον στόχον. Η ανθρωπότης αποτελεί αφηρημένην έννοιαν, δεν συνιστά ωργανωμένην κοινωνίαν. Μολαταύτα η ανθρωπότης ως έννοια υπάρχει καί αναγνωρίζεται. Η εξέλιξις της και η προαγωγή της όχι μόνον αυτής, αλλά και των επί μέρους εθνικών κοινωνιών ή αλλέως η ιστορική εξέλιξις του κόσμου πραγματοποιείται δια του α ν τ α γ ω ν ι σ μ ο ύ τ ω ν ε θ ν ώ ν. Καθημερινώς από της εμφανίσεώς των αι φυλαί αρχικώς και τα Έθνη κατόπιν προχωρούν και αναπτύσσονται δια μιας πάλης επιβιώσεως, την οποίαν διεξάγουν και εκ της εκβάσεως της οποίας εξαρτάται η ακμή ή η παρακμή των. Ο ανταγωνισμός των εθνών αποτελεί φυσικήν εκδήλωσιν της ζωής. Η φύσις εξελίσσεται ως σύνολον προς το τ έ λ ε ι ο ν. Όσοι οργανισμοί είτε είναι φυτά, είτε ζώα, είτε έθνη δεν είναι εις θέσιν να ακολουθήσουν την φύσιν εις τον δρόμον της τελειότητος πίπτουν και χάνονται, χωρίς να μεριμνά κανείς δι’ εκείνους. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η εξαφάνισις των βιολογικώς ασθενεστέρων είναι αξίωμα της φύσεως, το οποίον παρά τα εκτρωματικά αντίθετα κηρύγματα ισχύει και θα ισχύη με σιδηράν εφαρμογήν. Ο ν ό μ ο ς τ η ς ε π ι β ι ώ σ ε ω ς τ ω ν ι κ α ν ο τ έ ρ ω ν, ο οποίος διέπει την φύσιν και καθορίζει την εξέλιξιν της Δημιουργίας, μεταφερόμενος εις τας κοινωνίας καθορίζει, δια του ανταγωνισμού των εθνών (των φυλών αρχικώς), την ιστορικήν εξέλιξιν αυτών και της ανθρωπότητος. Ο εθνικισμός διδάσκει ότι προορισμός των πάντων είναι η βελτίωσις, μέχρι της τελειότητος. Πώς θα πραγματοποιήται αυτή η βελτίωσις, η ποιοτική άνοδος; Θα πραγματοποιήται δια του α γ ώ ν ο ς, εις τον οποίον θα επικρατούν οι ικανώτεροι, με αποτέλεσμα να χάνωνται οι ανίκανοι και να ανέρχωνται αι κοινωνίαι και η ανθρωπότης. Τας απόψεις αυτάς του εθνικισμού τας αρνούνται με εύλογον αγανάκτησιν οι ανίκανοι, αλλά η άρνησίς των δεν αποτρέπει την ισχύν των και δι’ αυτό, διαβάζοντες σήμερον την ιστορίαν, συναντώμεν ονόματα φυλών ή εθνών, που σήμερον δεν υπάρχουν διότι δεν ήσαν ικανά να επιζήσουν. Ουδείς μάλιστα λυπάται δι’ αυτούς, ή νομίζετε ότι σήμερον στενοχωρείται κανείς, επειδή εχάθησαν οι Πατσινάκαι ή οι Χετταίοικαι απειράριθμοι άλλοι; Ουδείς στενοχωρείται, όπως ουδείς πλήν των Αρμενίων, στενοχωρείται που εξαφανίζονται σήμερον ως έθνος, χωρίς να τους φροντίζη ή να τους λυπάται κανείς. Τα έθνη ή αι φυλαί, που δεν ανταπεκρίθησαν, δια του δυναμισμού των, εις τας απαιτήσεις του νόμου της επιβιώσεως του ικανωτέρου, έγιναν αργά ή γρήγορα α ν άμ ν η σ ι ς.
11
Η ζωή είναι σκληρά. Αλλοίμονον εις όσα έθνη περιμένουν από τρίτα να αγωνισθούν δια λογαριασμόν των. Αυτά μόνον εις τα ιπποτικά μυθιστορήματα γίνονται, εις την ζωήν ποτέ. Εις την ζωήν, αν τα έθνη δεν έχουν την δύναμιν να επιβιώσουν μόνα των, θα χαθούν. Τα άλλα έθνη αποκλείεται να τους συμπαρασταθούν. Αυτό που διαβεβαιώνει η ιστορία, το παρετήρησε και ο Κοραής, ο οποίος εις επιστολήν του προς τον Γ. Κουντουριώτην (12-2-1825) γράφει δια τους Έλληνας: «μόνοι αυτοί έχυσαν τα αίματά των δια την απόκτησιν της ελευθερίας ε μ π ο δ ι ζ ό μ ε ν ο ι μάλλον παρά βοηθούμενοι από τους ξένους». Όθεν καθίσταται πρόδηλος η ανάγκη της ισχυροποιήσεως του έθνους από πάσης απόψεως. Σχετικώς μάλιστα ε θ ν ι κ ή π ο λ ι τ ι κ ή καλείται εκείνη, που διδάσκει το ναι, εις ό,τι ωφελεί το έθνος και το όχι εις ό,τι το βλάπτει. Η εθνική ωφέλεια είναι ο γνώμων κρίσεως των πάντων. Δίκαιον είναι ό,τι συμφέρει εις το έθνος και άδικον ό,τι το ζημιώνει. Ομοίως συμβαίνει αντιστοίχως με το ηθικόν και το ανήθικον. Το εθνικόν συμφέρον, του οποίου ο χαρακτήρ είναι και πνευματικός και ηθικός τοποθετείται υπεράνω όλων. Είναι υπέρτατον κατ’ αξίαν και σπουδαιότητα, απαγορευομένου αυστηρώς παντός ενδοιασμού ως προς τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν προκειμένου να εξυπηρετηθή. Το εθνικόν συμφέρον, ως σκοπός, αγιάζει τα μέσα. Η ενδυνάμωσις του έθνους είναι μοναδική εγγύησις περί προαγωγής του εθνικού συμφέροντος. Η ενδυνάμωσις δε αύτη αφορά τόσον εις πνευματικά, όσον και εις υλικά σημεία. Πρώτιστος όρος και ανεκτίμητος παράγων ισχυροποιήσεως του έθνους είναι η ο λ ο π λ ε υ ρ ο ς ε ν ό τ η ς των ατόμων που το αποτελούν. Η σημασία της ενότητος του έθνους, κάθε έθνους, είχε παρατηρηθή από πολύ παλαιά. Ο Ηρόδοτος, π.χ. αποδίδει τοιαύτην αξίαν εις την ενότητα, ώστε διακηρύσσει εις την ιστορίαν του, ότι ολόκληρος ο κόσμος δεν θα κατορθώση να καταβάλη το Ελληνικόν Έθνος, αν αυτό είναι ηνωμένον: «Έλληνας ομοφρονέοντας και άπασιν ανθρώποις χαλεπά εστι περιγίγνεσθαι». Ο Όμηρος εις την Ιλιάδα δια του στόματος του ήρωος Νέστορος λέγει ότι όποιος διασπά την εθνικήν ενότητα είναι ακοινώνητος, άνομος και άπατρις: «Αφρήτωρ, αθέμιτος, ανέστιός εστιν». Εις τους «βίους των Σοφιστών» του Φιλοστράτου διαβάζομεν επίσης ότι ο Αθηναίος φιλόσοφος Σεκούνδος εισηγείτο την θανάτωσιν, όσων αρχίζουν εμφυλίους έριδας και την ευεργεσίαν, όσων τας σταματούν: «Ο άρξας αποθνησκέτω, ο παύσας εχέτω δωρεάν». Ο Πλάτων επίσης δεν παραλείπει εις τους «Νόμους» να χαρακτηρίση τον εμφύλιον πόλεμον, ο οποίος είναι η αποκορύφωσις της διασπάσεως της εθνικής ενότητος, ως «πάντων πολέμων χαλεπώτατος». Ο Ισοκράτης, τέλος, εις τον περίφημον λόγον του προς τον Φίλιππον του λέγει ότι δια την επίτευξιν της ενότητος των Ελλήνων όχι μόνον θα είναι αξιοζήλευτος από τους άλλους, αλλά και συ ο ίδιος θα μακαρίζης τον εαυτό σου: «ου γαρ μόνον υπό των άλλων έση ζηλευτός, αλλά και συ εαυτόν μακαριείς». Η υπό του Φιλίππου επιβληθείσα ενότης επεβλήθη δια της δυνάμεως, δια της βίας, η χρησιμοποίησις της οποίας ήτο απαραίτητος, δια να παραμερισθούν αι αντεθνικαί και εθνοφθόροι διαιρέσεις. Αργότερον ο Μέγας Αλέξανδρος χάριν της εθνοσωτηρίου ενότητος εκρήμνισεν ολόκληρον την Θήβαν, πλην των Ναών και της οικίας του ποιητού Πινδάρου. Η σκληρότης του ήτο απολύτως δικαιολογημένη, διότι την εχρειάζετο το εθνικόν συμφέρον, το οποίον είναι το συμφέρον της ολότητος εν τη ιστορική της συλλήψει. Η δε ολότης, όπως και ο Αριστοτέλης τονίζει εις τα «Πολιτικά» του, προηγείται του μέρους: «το γαρ όλον πρότερον είναι αναγκαίον του μέρους». Η εθνική ενότης αποτελεί το ζωτικώτερον στοιχείον δυνάμεως του έθνους. Άνευ αυτής ουδέν έθνος είναι ικανόν να προχωρήση ή να ανταπεξέλθη προς τας δυσκολίας που θα του παρουσιασθούν. Όσοι, επομένως, διχάζουν τα έθνη, δεν κάνουν τίποτε
12
άλλο παρά να σκάπτουν τον τάφον των, το βάθος του οποίου είναι ανάλογον του βάθους του διχασμού. Διότι εν ουδεμιά περιπτώσει, έστω και να κερδήση κάποια παράταξις, εκ του διχασμού θα προέλθη ωφέλεια, πράγμα που ευστόχως παρατηρεί ο Δημόκριτος, εις τα «Ανάλεκτα» του οποίου διαβάζομεν ότι ο εμφύλιος πόλεμος κάνει κακό και εις τους δύο, είτε είναι νικηταί, είτε ηττημένοι: «Στάσις εμφύλιος εις εκάτερα κακόν και γαρ νικέουσι και ησσωμένοις ομοίη φθορή». Η ισχυροποίησις, δια να συνεχίσωμεν, του έθνους πραγματοποιείται δια της επικρατήσεως της ενότητος η οποία αναλύεται εις ενότητα γλωσσικήν, θρησκευτικήν, πολιτικήν, ιστορικήν, κοινωνικήν, νομικήν κλπ. Η εδραίωσις της ενότητος εις τας επί μέρους εθνικάς εκδηλώσεις, εξασφαλίζει την γενικήν εθνικήν ενότητα, δια της οποίας επιτυγχάνεται η ισχυροποίησις και η πρόοδος του έθνους. Η αρχή της ενότητος συνιστά δια τον εθνικισμόν αρχήν υ π ά ρ ξ ε ω ς. Και δι’αυτό επομένως και ακριβώς ο εθνικισμός αρνείται την ταξικήν πάλην του Μαρξισμού, η οποία διαιρεί την κοινωνία εις δύο αλληλοσπαρασσομένας τάξεις. Αρνείται επίσης ο εθνικισμός τον Μασωνισμό, που υπεράνω του εθνικού φρονήματος θέτει το διεθνομασωνικό, διακρίνων τα άτομα εις Μασώνους και... «βεβήλους»!. Αρνείται την πολυγλωσσία, επιζητών συνάμα την θέσπισιν ενιαίου δικαίου δι’ όλην την χώραν, καθώς και καθιέρωσιν επισήμου θρησκείας και ενιαίας πολιτικής εκφράσεως της εθνικής θελήσεως. Εις δευτέραν μοίραν έρχεται η εμφάνησις εις την κοινωνίαν σπουδαίων προσωπικοτήτων. Χωρίς αυτάς πιθανώς βοηθούμενον εκ της γεωγραφικής θέσεως ή της καλής τύχης να επιβιώση ένα έθνος. Χωρίς ενότητα όμως ουδέν έθνος δύναται να σταθή. Βρίθει μάλιστα η ιστορία παραδειγμάτων εθνών, τα οποία καίτοι διέθετον μεγάλας προσωπικότητας κατρεκύλησαν, διότι τους έλειπεν η ενότης. Ή και αντιστρόφως, πολλά μέτρια από άποψιν δυναμικότητος έθνη επέζησαν ιστορικών θυελλών, χάρις εις το πνεύμα της ενότητος που τα διείπε. Έτσι δια μίαν ακόμη φοράν επηλήθευσεν η ρήσις: «η ισχύς εν τη ενώσει», την σημασίαν της οποίας προκειμένου περί πολιτικών κοινοτήτων αναλύει εμπνευσμένως ο Πλάτων εις τους «Νόμους».
Γ΄ Η ΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΕΚΛΕΚΤΩΝ Την επίλυσιν του προβλήματος περί του ποίοι πρέπει να ηγούνται του έθνους, ο εθνικισμός την αντιμετωπίζει δια της θεωρίας των εκλεκτών. Κατ’ αυτήν, εντός εκάστης εθνικής κοινωνίας υπάρχει μία ωρισμένη μειοψηφία εκλεκτών ανδρών, θεμελιακόν χαρακτηριστικόν των οποίων είναι ο ι δ ε α λ ι σ μ ό ς. Εκ παραλλήλου όμως και ταυτοχρόνως ως άτομα διαθέτουν ηθικήν συγκρότησιν και χαρακτήρα εξεχούσης δυνάμεως. Αλλά η ιδιότης αυτή η τελευταία μόνη της δεν θα ήρκει. Χρειάζεται να διέπωνται επί πλέον και απαραιτήτως υπό του πνεύματος του ιδεαλισμού. Ιδεαλισμός δε σημαίνει να είναι πρόθυμοι και έτοιμοι υλικώς και ψυχικώς ανά πάσαν στιγμήν να προσφέρωνται ασυζητητί υπέρ του συνόλου. Να επιδιώκουν μάλιστα να θέτουν τον εαυτόν των και κάθε των ενέργειαν εις την υπηρεσίαν του συνόλου, εις την υπηρεσίαν δηλαδή της εθνικής κοινωνίας, δια την οποίαν αν παραστή ανάγκη να δέχωνται αμέσως να θυσιασθούν. Οι άνθρωποι εκείνοι της εκλεκτής μειοψηφίας δύνανται να εκφράζουν την γενικήν θέλησιν του έθνους και κατά συνέπειαν να το εκπροσωπούν εις δεδομένην ιστορικήν στιγμήν ως γνήσιοι ηγέται του.
13
Όσον αφορά εις τα κριτήρια δυνάμει των οποίων προσδιορίζονται ποίοι είναι εκλεκτοί και ποίοι δεν είναι, δεν υφίστανται δυσκολίαι. Απεναντίας, το θέμα είναι ευχερέστατον προς διευθέτησιν. Δια να ξεχωρίση κανείς ποίος αξίζει να ανήκη εις την εκλεκτήν μειοψηφίαν, την προωρισμένην να ηγηθή και ποίος όχι, δεν έχει παρά να εξετάση αντικειμενικώς και λογικώς τα στοιχεία που θα του προσκομισθούν δια την κάθε περίπτωσιν. Λαμβάνοντας ως μοναδικόν μέτρον σταθμίσεως των στοιχείων τ ο ε θ ν ι κ ό ν σ υ μ φ έ ρ ο ν, δυνάμεθα με μέτρον εκείνο, που αποτελεί συγκεκριμένο γεγονός και όχι αφηρημένη έννοια να αποφανθώμεν ορθώς, περί του ποίος δικαιούται να χαρακτηρίζεται εκλεκτός. Το να διακρίνωμεν αν κάποιος είναι πολιτικώς ευφυής ή ότι αι ατομικαί του αρεταί τον κάνουν ικανόν δεν συνιστά σκοτεινόν φιλοσοφικόν ζήτημα χωρίς διέξοδον. Ακόμη δε ευκολώτερον κατορθώνομεν να τοποθετήσωμεν από το ένα μέρος αυτούς που ανενδοιάστως αγωνίζονται δια την εθνικήν ωφέλειαν και από το άλλο τους αδρανείς ή τους εθνικώς επιζημίους. Επομένως εις την ερώτησιν: Ποίοι πρέπει να κυβερνούν; απαντώμεν μετά ακλονήτου βεβαιότητος: Πρέπει να διοικούν οι εκλεκτοί. Εκλεκτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι απαραιτήτως συνδυάζουν προσωπικήν ικανότητα και ιδεαλισμόν. Αυτά τα δύο δε μαζί αποτελούν και το περιεχόμενον της π ο λ ι τ ι κ ή ς α ρ ε τ ή ς. Ανέκαθεν, όπως τουλάχιστον ιστορικώς συνάγεται, αι κοινωνίαι εξ ενστίκτου αυτοσυντηρήσεως εδέχοντο την κυριαρχίαν των εκλεκτών. Αυτοί δια των ατομικών των προσόντων είχαν την δ ύ ν α μ ι ν να ωφελήσουν και δια του ιδεαλισμού την θ έ – λ η σ ι ν. Κατά καιρούς όμως ενεφανίζετο το γεγονός της παραγκωνίσεως των εκλεκτών από την εξουσίαν. Τότε τα ηνία της διακυβερνήσεως των κοινωνικών ομάδων περιήρχοντο εις ανθρώπους οι οποίοι α) είτε ηδύναντο να ωφελήσουν, αλλά δεν ήθελαν, διότι τους έλειπεν ο ιδεαλισμός και εξεμεταλλεύοντο δι’ εγωιστικούς σκοπούς την άρχουσαν θέσιν των, β) είτε ήθελαν να ωφελήσουν, αλλά δεν ηδύναντο, διότι εστερούντο ικανοτήτων, και γ) είτε ούτε ηδύναντο και ούτε ήθελαν να ωφελήσουν, διότι εστερούντο και ιδεαλισμού και ικανοτήτων. Συσχετίζοντες προς πολιτειακάς μορφάς, εις την πρώτην παράγραφον συναντώνται κυρίως παραδείγματα δικτατόρων, οι οποίοι καίτοι υπήρξαν ισχυραί φυσιογνωμίαι, από άποψιν προσωπικών ικανοτήτων, δεν ωφέλησαν τους λαούς των, αλλά τους καταπίεσαν δια πλούτον ή ταπεινάς φιλοδοξίας. Εις την δευτέραν, κατά κανόνα, ανήκουν διάφοροι ταλαίπωροι κοινοβουλευτικοί, οι οποίοι επιθυμούν να χρησιμεύσουν, αλλά λόγω πνευματικής μειονεκτικότητος, πέραν των καλών προθέσεων, ουδέν άλλο επιτυγχάνουν να παρουσιάσουν. Και εις την τρίτην, τέλος, παράγραφον περιλαμβάνονται συνήθως οι εξαχρειωθέντες διάδοχοι μοναρχιών, οι οποίοι θεωρούν τας κοινωνίας ως επιχειρήσεις του πατρός των, τας οποίας, εφ’ όσον τους αρέσει δικαιούνται να διαλύσουν. Ωστόσον αι κοινωνίαι εις την αρχήν ενστικτωδώς και κατόπιν ενσυνειδήτως επιζητούν να κατευθύνωνται από εκλεκτούς. Τους γυρεύουν και μόλις φανούν αμέσως και με εμπιστοσύνην τους ακολουθούν. Βεβαίως οι εξουσιάζοντες δεν πρόκειται να παραδώσουν οικειοθελώς την αρχήν εις άλλους. Οι παλαιοί κυβερνήται δεν φεύγουν, ανατρέπονται. Και το έργον της ανατροπής το φέρουν εις πέρας οι παρηγκωνισμένοι εκλεκτοί, με την οπωσδήποτε ηθική και ενδεχομένως υλική συμπαράστασι της κοινωνικής ολότητος. Αλλά, δια να γίνωμεν σαφέστεροι, το πράγμα έχει ως ακολούθως: Η κοινωνία θέλει να την κυβερνούν οι εκλεκτοί. Και το θέλει αυτό, διότι της το υπαγορεύει το έν-
14
στικτο της αυτοσυντηρήσεώς της, η συνείδησις της υπάρξεώς της. Οι εκλεκτοί όμως δεν διοικούν πάντοτε, καθόσον τυχαίνει, δια λόγους που θα είπωμεν αλλού, να αναρριχώνται αντίθετοί των. Τότε προκαλείται μία ανωμαλία εις την φυσικήν διοίκησιν της κοινωνίας. Οι εκλεκτοί παραμερίζονται, συνωθούμενοι εις το περιθώριον της δημοσίας ζωής, όπου δεν είναι η θέσις των, ενώ συνάμα το εθνικόν συμφέρον παραβλάπτεται, αφού αυτοί που άρχουν δεν μπορούν δι’ υποκειμενικάς (θέλησις) ή και επειδή δεν τας ελέγχουν–αντικειμενικάς (ικανότης) αιτίας να ωφελήσουν. Υπό παρομοίας προϋποθέσεις αρχίζει να λειτουργή ο νόμος της «κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς α π ο κ α τ α σ τ ά σ ε ω ς τ ω ν ε κ λ ε κ τ ώ ν. Εάν αφ’ ενός μεν παραμερισθούν οι εκλεκτοί, αφ’ ετέρου δε ζημιώνεται η κοινωνία μέχρι του σημείου (το οποίον αλλάζει από χώρας εις χώραν και εξαρτάται από παράγοντας κοινωνικούς, ιστορικούς, γεωγραφικούς κλπ.) να διακινδυνεύεται η συνέχισις της ως αυτοτελούς οντότητος, γεγονός που συνεπάγεται παθητικήν κοινωνικήν τάσιν εξεγέρσεως, τότε συντρέχουν οι όροι της λειτουργίας του προαναφερθέντος νόμου. Κατ’ αυτόν οι εκλεκτοί αποτινάσσουν τα δεσμά που τους επέβαλαν οι κρατούντες δια να τους έχουν μονίμως παραμερισμένους. Η αποτίναξις πραγματοποιείται δι’ επ α ν α σ τ ά σ ε ω ς, η οποία ως εκφράζουσα το αίτημα επιβιώσεως της κοινωνίας γίνεται με ανακούφισιν αποδεκτή υπό του συνόλου. Ανερχόμενοι έτσι οι εκλεκτοί εις την εξουσίαν καθιερώνουν την ιδικήν των νομιμότητα και εξασφαλίζουν εις την κοινωνίαν την φυσικήν της ηγεσίαν. Με την εξέλιξιν όμως πιθανώς να παρουσιασθούν δυσάρεστοι καταστάσεις. Δηλαδή οι κυριαρχούντες τώρα εκλεκτοί να παύσουν να είναι εκλεκτοί, που ίσως να συμβή εξ αιτίας ποικίλων όσο και ασταθμήτων παραγόντων. Αντικειμενικώς, ίσως παύσουν να θεωρούνται εκλεκτοί, διότι απώλεσαν τας ικανότητάς των, π.χ. λόγω ασθενείας. Υποκειμενικώς, ίσως παύσουν να θεωρούνται εκλεκτοί, διότι λόγω συναισθηματικών ή άλλων μεταγενεστέρων αδυναμιών έχασαν τον ιδεαλισμόν των. Όλα αυτά τα ανθρώπινα, αν και δεν απαντώνται συχνά, ημείς χάριν της αληθείας είμεθα υποχρεωμένοι να τα αναφέρωμεν. Ο Μέγας Αλέξανδρος π.χ. μετά την δολοφονίαν του Κλείτου ήτο είς δύων εκλεκτός. Αναμφισβητήτως όμως θα συνήρχετο και θα διώρθωνε τα σφάλματά του, τα οποία οπωσδήποτε δεν ήσαν ηθελημένα. Πάντως το συνηθέστερον είναι να δημιουργούνται προβλήματα εις την διαδοχήν. Υποθέσατε ότι εις μίαν χώραν οι πρό τινος παραγκωνισθέντες εκλεκτοί καταλαμβάνουν την εξουσίαν και κυβερνούν. Οφείλουν ως πρώτιστον καθήκον να μεριμνήσουν δια την κανονικήν των διαδοχήν από τους νέους εκλεκτούς, τους οποίους αναδεικνύει η κοινωνία. Αν πράξουν έτσι τότε η κοινωνία θα απολαύση μίαν φυσιολογικήν μεταβολήν εις την ηγεσίαν της με όλα τα ευχάριστα επακόλουθα. Αν απεναντίας δεν συμβή έτσι και τας ηγετικάς θέσεις τας καταλαμβάνουν οι συγγενείς του ενός ή οι φίλοι του άλλου, τότε οι πραγματικοί εκλεκτοί παραγκωνίζονται εις την άκρην, αποστερούνται της εις αυτούς αρμοζούσης θέσεως και πιέζονται να μένουν μακράν της εξουσίας, την οποίαν ουσιαστικώς σφετερίζονται οι επιβλαβείς. Ο πρώτος, επομένως, όρος δια την εφαρμογήν του νόμου της κοινωνικής αποκαταστάσεως των εκλεκτών επληρώθη, μόλις δε δημιουργηθή και ο δεύτερος όρος, ήτοι να ζημιώνεται η κοινωνία πέραν του σημείου εκ του οποίου απειλείται η ιδία της η ύπαρξις, τότε θα λειτουργήση ο μηχανισμός του γνωστού μας νόμου και θα ακολουθήση η επανάστασις και η μέσω αυτής κατάληψις της αρχής υπό των εκλεκτών. Οι εκλεκτοί είναι το απάνθισμα της δυναμικότητος της φυλής. Η φυλή τους ανατρέφει εντός των σπλάγχνων της με προορισμόν να ηγηθούν του έθνους. Η φυσική ό-
15
μως επιταγή της κυριαρχίας των εκλεκτών παραβιάζεται ενίοτε από τους ανθρώπους και την θέσιν των εκλεκτών την παίρνουν οι ανάξιοι. Η φύσις όμως δεν αδιαφορεί, όταν παραβαίνουν τους νόμους της. Ουδείς μέχρι σήμερον παρεβίασε τας φυσικάς εντολάς ατιμωρητί. Εις την ιδικήν μας περίπτωσιν η παραβίασις του νόμου της κυριαρχίας των εκλεκτών επισύρει ως τιμωρίαν την καταστροφήν της κοινωνίας της οποίας αφυσίκως ηγούνται οι ανάξιοι. Μολαταύτα η φύσις δίδει και μίαν τελευταίαν ευκαιρίαν εις τας κοινωνίας. Τας ώπλισε με το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως, δυνάμει του οποίου αντιδρούν αναζητούσαι τους φυσικούς των ηγέτας, τους εκλεκτούς. Αν τελικώς η αντίδρασίς των, συνδυαζομένη με την αντίδρασι των παραμερισθέντων εκλεκτών, αποδώση, σώζονται, ειδάλλως καταστρέφονται είτε από εσωτερικήν σήψιν, είτε από εξωτερικήν πίεσιν. Η παραβίασις, λοιπόν, του νόμου της κυριαρχίας των εκλεκτών οδηγεί, όπως είδαμε, εις τα αυτά αποτελέσματα που οδηγεί η παραβίασις του νόμου της αρμονικής συναρτήσεως πνεύματος και ύλης: Εις τον θάνατον της κοινωνίας. Βεβαίως η ολοκλήρωσις του κυκλώματος τόσον του ενός, όσον και του άλλου νόμου δεν γίνεται εντός μιάς γενεάς ή εντός μερικών ετών, ώστε να παρακολουθήσωμεν την διαδικασίαν από την γέννησίν της, άν και δεν αποκλείεται αυτό. Συνήθως χρειάζονται αρκετά χρόνια ή και αιώνες, π.χ. Ρώμη, δια να συντελεσθούν τα επί μέρους γεγονότα και να φθάση το τέλος, το οποίον όταν έλθη το ζή μία γενεά, η οποία και να θέλη να το αποφύγη δεν θα μπορή, διότι θα είναι αργά. Καλόν επίσης είναι, σχολιάζοντες τα περί εκλεκτών, να παραθέσωμεν και μίαν αντίληψιν ορθήν και ιδιαιτέρας σημασίας. Πρόκειται περί των σχέσεων μεταξύ εκλεκτών και πολιτευμάτων. Αφού, κατά τας διαπιστώσεις μας, μόνον οι εκλεκτοί είναι επάξιοι εκπρόσωποι της εθνικής θελήσεως, έπεται ότι καλόν, δηλαδή ωφέλιμον, δια την πατρίδα πολίτευμα είναι εκείνο, το οποίον βοηθεί την ανάδειξιν των εκλεκτών εις την πολιτικήν εξουσίαν ή τουλάχισον δεν την εμποδίζει. Αν, κατά κάποιον υποτυπώδη τρόπον, διαχωρίσωμεν τα πολιτεύματα εις θεμελειώδεις κατηγορίας συγχωνεύοντες εις αυτάς τας επί μέρους παραλλαγάς, έχομεν α) Φασιστικά–Εθνικοσοσιαλιστικά, β) Δημοκρατικά, γ) Σοσιαλιστικά–Κομμουνιστικά, δ) Μοναρχικά–Δικτατορικά. Τα μεν Φασιστικά–Εθνικοσοσιαλιστικά, τα οποία προϋποθέτουν ως απαράβατον όρον λειτουργίας των την ύπαρξιν ενιαίου κόμματος εξ ού αναδεικνύεται η συλλογική ηγεσία της χώρας, ευνοούν την άνοδον των εκλεκτών, καθόσον και η προαγωγή εντός των κόλπων του κόμματος γίνεται κατόπιν ολοκλήρου απαρεγκλίτου διαδικασίας, κατά την οποίαν δοκιμάζονται αι αρεταί των χαρακτήρων και προσμετράται ο ιδεαλισμός, αλλά και η κατάληψις των δημοσίων αξιωμάτων πραγματοποιείται βάσει κριτηρίων ποιότητος και όχι κληρονομικώς (Βασιλείαι) ή ποσοτικώς (Δημοκρατίαι). Τα δημοκρατικά καθεστώτα οπωσδήποτε εμποδίζουν την ανάδειξιν των εκλεκτών, διότι η πολιτική εξουσία παραδίδεται εις την ποσότητα και όχι εις την ποιότητα. Εις τας δημοκρατίας ο αριθμητικώς υπερέχων εις συλλεγείσας ψήφους επιβάλλεται του αριθμητικώς μειοψηφούντος, έστω και αν ο τελευταίος αυτός είναι ουσιαστικώς κατά πολύ ανώτερος από άποψιν προσωπικής αξίας και ιδεαλισμού του εκλεγέντος. Η ποσότης υπερισχύει της ποιότητος, γεγονός το οποίον, εφ’ όσον αποτελεί συστατικήν αρχήν της δημοκρατίας, μας κάνει να διατεινώμεθα δικαίως, ότι εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα οι εκλεκτοί καταδικάζονται εις την αφάνειαν. Προσέτι η δημοκρατία προσφέρει εις τας μάζας την πρωτοπορίαν αρνουμένη παντελώς κάθε ενέργειαν, η οποία δεν επιδοκιμάζεται υπό της πλειοψηφίας του πλήθους, κατά τούτο δε απορρίπτει και κάθε ιδέαν περί εκλεκτών μειοψηφιών.
16
Όσον αφορά εις τα σοσιαλιστικά–κομμουνιστικά καθεστώτα ουδείς λόγος να ασχοληθώμεν με αυτά, διότι εκ θεωρίας ήδη διακηρύσσουν την άρνησιν του έθνους, αρνούμενα δε το έθνος αρνούνται και την ύπαρξιν ή τουλάχιστον εμποδίζουν την ανάδειξιν των εκλεκτών, των οποίων προορισμός είναι η ωφέλεια του έθνους. Αι μοναρχίαι και αι δικτατορίαι, τέλος, κατ’ άκραν επιστημονικήν θεωρίαν, δύνανται να αναδείξουν εκλεκτούς, αν ο μονάρχης ή ο δικτάτωρ είναι έτσι. Η ιστορική παρατήρησις βεβαιοί, ότι κατά το παρελθόν το πρόσφατον ή το απομεμακρυσμένον, παρουσιάσθησαν Βασιλείς ή δικτάτορες, οι οποίοι όντες εκλεκτοί, δι’ επαναστάσεως κατέλαβον την εξουσίαν και ωφέλησαν το έθνος των. Ολόκληρος, άλλως τε, η ιστορία δεν είναι παρά μία ατελείωτος σειρά παραδειγμάτων πιστοποιούντων πανηγυρικώς τα ανωτέρω. Ο Βασιλεύς Φίλιππος, ο Μ . Αλέξανδρος και μετέπειτα οι περισσότεροι Βυζαντινοί Αυτοκράτορές μας ανήκουν εις την αναφερομένην περίπτωσιν. Οι Γάλλοι σχετικώς ομιλούν και μία μερίς κοινωνιολόγων των, αντιγράφουσα τον Αριστοτέλην, θεωρεί ως ιδανικόν πολίτευμα τον despotisme ΄eclaire΄ «πεφωτισμένον δεσποτισμόν», εις τον οποίον μεγάλας δόξας χρεωστεί η Γαλλία. Αι μοναρχίαι και αι δικτατορίαι μπορούν να αναδείξουν εκλεκτούς, αλλά το αν θα γίνη αυτό ή όχι είναι ζήτημα τ ύ χ η ς. Την ύπαρξιν του παράγοντος τύχη τα εθνικοσοσιαλιστικά πολιτεύματα εξαφανίζουν δια της λειτουργίας του τεραστίου των πολιτικού οργανισμού (ολοκληρωτικόν κόμμα) εντός του οποίου, ούτε είναι δυνατόν να σταθή, ούτε είναι νοητόν να προοδεύση κανείς εκ τύχης. Ανεφέρθημεν εις τας σχέσεις πολιτευμάτων–εκλεκτών, διότι τούτο κατέστη απαραίτητον αφ’ ότου παρετηρήθη το τραγικόν γεγονός: Μία κοινωνία να γεννά εκλεκτούς και η ιδία η κοινωνία να φθίνη, διότι οι εκλεκτοί, που αποτελούν την φυσικήν της ηγεσίαν, να μην κυβερνούν εξ αιτίας του πολιτεύματος, το οποίον υποβοηθεί ή εξασφαλίζει την κυριαρχίαν των αναξίων. Βεβαίως οι εκλεκτοί και η κοινωνία θα αντιδράσουν. Αλλά η αντίδρασις δεν είναι πάντοτε σωτηρία, διότι είτε ίσως αργήση, είτε την οσημέραι αυξανομένην αδυναμίαν να την εκμεταλλευθούν υγιείς κοινωνικοί οργανισμοί και δια δυναμικής προσβολής να καταστρέψουν την νοσούσαν κοινωνίαν. Πρέπει λοιπόν να λαμβάνωνται μέτρα, ώστε να αποτρέπωνται τα εθνοβλαβή πολιτεύματα, τα οποία είναι έτσι, διότι ακριβώς παρακωλύουν την ανάδειξιν των εκλεκτών. Παραδείγματα κοινωνιών με ισχυρά εσωτερικά πλεονεκτήματα αποδεικνυόμενα εκ του πολιτισμού των ευρίσκομεν εις την αρχαίαν Ελλάδα και συγκεκριμένως εις τας Αθήνας, αι οποίαι λόγω της επικρατήσεως δημαγωγικών - δημοκρατικών πολιτευμάτων παρήκμαζον, καίτοι τα προσόντα και αι αρεταί της κοινωνίας, ως ενιαίου συνόλου, ήσαν καταπληκτικά. Όταν αι κοινωνίαι έφθινον λόγω κακοδιοικήσεως, ή εξηφανίζοντο οριστικώς ή εις σπανιωτάτας περιπτώσεις η εσωτερική των φλόγα ήτο τοιαύτη, ώστε επέζων, κατώρθωναν να αναδείξουν τους εκλεκτούς των και με θρυλικούς αγώνας ανεστήνοντο ως ανεξάρτητοι και ελεύθεροι οργανισμοί. Αυτή είναι η φοβερά ιστορία της πατρίδος μας η οποία μέχρι σήμερον δεν είναι παρά ανακύκλησις πτώσεων (λόγω ανόδου αναξίων) και ακμών (λόγω κυριαρχίας εκλεκτών). Η εθνική μας κοινωνία από φυλετικής απόψεως είναι αρίστη, αλλά εξ αιτίας επικρατήσεως πολιτευμάτων προβαλλόντων τους αναξίους και παραγκωνιζόντων τους εκλεκτούς, οδηγούμεθα εις παρακμάς, εκ των οποίων και εζημιωνόμεθα εν τω παρόντι και εν τω μέλλοντι, αλλά και δια να συνέλθωμεν απητούντο εκατόμβαι θυσιών και μακροί αγώνες. Αγωνιζόμενοι δε δια την εθνικήν ανεξαρτησίαν δεν αγωνιζόμεθα δια την πολιτιστικήν μας άνοδον η οποία θα είχεν φθάσει εις απρόσιτα ύψη αν μας έμενε καιρός να κυττάξωμεν αυτήν και όχι να παλεύωμεν δια να διορθώσωμεν τα ολέθρια κακά, εις τα οποία μας κατήντησαν οι ανάξιοι και ελεεινή τη μοίρα ευρεθέντες επί κεφαλής του έθνους.
17
Αυτά, όσα ειπώθησαν, περίπου και εις γενικάς γραμμάς αποτελούν την θεωρίαν των εκλεκτών, εις την οποίαν από όλας τας κοσμοθεωρίας πιστεύει ο εθνικισμός και η οποία ως εφαρμοζομένη όχι μόνον εις κοινωνίας, αλλά και εις ολόκληρον την Δημιουργίαν συνιστά πραγματικότητα φυσικήν.
Δ΄ Η ΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΖΩΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ Υπάρχει ένα γεγονός, το οποίον συμβαίνει εντός κάθε οικογενείας και το γνωρίζομεν όλοι, δίχως όμως να έχωμεν εμβαθύνει εις αυτό. Παρατηρήσατε κάπως προσεκτικώτερον την εξέλιξιν του παιδιού μέσα εις την οικογένειαν. Όταν είναι βρέφος, το μόνο που διαθέτει εις την οικίαν είναι η κούνια του, αργότερα θα του αγοράσουν ένα κρεββατάκι και όσο μεγαλώνει θα απαιτή περισσότερα και οπωσδήποτε θα ζητήση να έχη το δωμάτιόν του. Όταν γίνη νέος δεν θα αρκεσθή εις το δωμάτιόν του, θα θέλη κάπου-κάπου να του παραχωρήται ολόκληρος η οικία δια να καλή τους φίλους του εις μίαν εορτήν. Αν εντός της οικίας δεν υπάρχη ένα παιδί, αλλά περισσότερα, τότε από πολύ ενωρίς θα σημειωθούν προστριβαί δια την τακτοποίησίν των εν σχέσει προς τα δωμάτια, ποίον εξ αυτών θα ανήκη εις ποίον κλπ. Με άλλα λόγια εντός εκάστης οικογενείας ανακύπτει πρόβλημα χώρου. Όσο μάλιστα αυξάνει η οικογένεια και γίνεται πολυμελεστέρα, τόσο και περισσότερο ζητεί επί πλέον χώρον. Αυτό, λοιπόν, το οποίον αποδεδειγμένως συμβαίνει εις εκάστην οικογένειαν, συμβαίνει και εις ολόκληρον τον λαόν, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα άθροισμα οικογενειών, μία μεγάλη οικογένεια, η ε θ ν ι κ ή. Εν πάση περιπτώσει το έθνος αντιμετωπίζει το πρόβλημα του χώρου, διότι ενώ πολλαπλασιάζεται αριθμητικώς αυτό, ο χώρος ο οποίος διατρέφει τον πληθυσμόν του δεν αυξάνει, με αποτέλεσμα.να απειλήται να φθάση στιγμή, κατά την οποίαν θα εξαντληθούν αι δυνατότητες διατροφής του πληθυσμού εις τον δεδομένον χώρον του, με άμεσον επακόλουθον τον θάνατον του Έθνους. Όταν ο πληθυσμός υπερβαίνη εις ποσότητα τον αριθμόν, που δύναται να διαθρέψη ο χώρος, τότε έχομεν υ π ε ρ π λ η θ υ σ μ ό ν. Το φαινόμενο τούτο και όλαι του αι φοβεραί συνέπειαι είχον επισταμένως το πρώτον διερευνηθή υπό του Πλάτωνος. Γνωστή επίσης μας είναι η θεωρία του Μάλθους, κατά την οποίαν οι πληθυσμοί αυξάνουν κατά γεωμετρικήν πρόοδον (1, 2, 4, 8, 16 κλπ.) ενώ η παραγωγικότης των εδαφών κατά αριθμητικήν (1, 2, 3, 4 κλπ.), εκτός δε αυτού η παραγωγή των αγαθών εις συγκεκριμένον χώρον, κάποτε θα παύση λόγω φυσικής εξαντλήσεως να αυξάνη, πράγμα που δεν μπορεί να συμβή με τας γεννήσεις, αι οποίαι θα πολλαπλασιάζωνται συνεχώς και εις μεγαλυτέραν αναλογίαν. Κάθε φυλή έχει ανάγκην ενός χώρου απαραιτήτου δια την ζωήν της και, τρόπον τινά, συνυφασμένου με αυτήν. Πρόκειται περί του καλουμένου ζ ω τ ι κ ο ύ χ ώ ρ ο υ, άνευ του οποίου δεν είναι δυνατή η επιβίωσίς της. Όταν η φυλή συνδέη την ιδέα του έθνους πρός ωρισμένον χώρον, ο χώρος αυτός καλείται π α τ ρ ί ς. Εδώ, η φυλή εναποθέτει τα οστά των νεκρών της και εξορμά δια την κατάκτησιν του μέλλοντος. Ο σύνδεσμος μεταξύ Έθνους και εδάφους, που συνιστά την πατρίδα, είναι καθαρώς συ-
18
ναισθηματικός, πλην όμως πρακτικώς ενέχει και υλικήν σημασίαν, διότι αφ’ ενός μεν είναι ο χώρος εις τον οποίον ικανοποιούνται αι βιολογικαί υλικαί ανάγκαι της φυλής, αφ’ ετέρου δε είναι ο χώρος εις τον οποίον η φυλή δημιουργεί τον πολιτισμόν της, υψώνει τα μνημεία της και αντλεί κατά το αρμόζον ποσοστόν την τεχνικήν της ανάπτυξιν. Την ακμήν του έθνους την είχον συναρτήσει οι πρόγονοί μας και με την εδαφικήν επέκτασιν της πατρίδος, ορκιζόμενοι προς τούτοις, ότι «πλείω δε και αρείω όσης αν παραδέξωμαι», δηλαδή να την παραδώσουν εις τας μεταγενεστέρας γενεάς μεγαλυτέραν και ισχυροτέραν απ’ ό,τι την παρέλαβον. Αναμφισβητήτως εις τον αρχαιοελληνικόν όρκον ανεγνωρίζετο η πολιτική του ζωτικού χώρου. Ωστόσον, όπως αλλού ελέχθη, το έθνος είναι αδέσμευτον χωρικώς, δηλαδή μπορεί να υπάρχη Έθνος και χωρίς να έχη ιδικόν του έδαφος. Ο ζωτικός χώρος, πάντως, δεν καθορίζεται αποκλειστικώς και μόνον από τας ανάγκας διατροφής. Υφίστανται και άλλοι λόγοι επιπροσθέτως των γεωοικονομικών, είναι λόγοι γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής. Κατ’ άλλην διατύπωσιν, ο ζωτικός χώρος πρέπει να προσδιορίζεται και συμφώνως προς τας ανάγκας αμύνης της φυλής από ξένας επιδρομάς, ενώ ταυτοχρόνως όχι σπανίως, παρετηρήθη εις την Ιστορίαν το φαινόμενον να θεωρούνται ως αναπόσπαστα τμήματα του ζωτικού χώρου εδαφικαί περιοχαί μη δυνάμεναι να προσφέρουν τι από οικονομικής απόψεως, αλλά να έχουν ηθικήν αξίαν δια τας φυλάς, που τας διεξεδίκουν επικαλούμεναι ιστορικούς τίτλους κυριότητος. Οι όροι, λοιπόν, που συνθέτουν το πρόβλημα του ζωτικού χώρου είναι σαφείς και εν τελευταία αναλύσει συνίστανται εις το ότι, είς αυξανόμενος πληθυσμός διαβιοί επί ενός μη αυξανομένου εδάφους. Δια να επιβιώση ο πληθυσμός αυτός θα πρέπει να ακολουθήση μίαν από τας δύο λύσεις: Ή να μήν αυξάνη ως πληθυσμός, ή να αυξάνη τον χώρον που κατέχει. Εις την πρώτην περίπτωσιν θα πρέπει να ληφθούν μέτρα, που να εμποδίζουν τας γεννήσεις και κατά συνέπειαν τον πολλαπλασιασμόν των ατόμων. Η λύσις αυτή βεβαίως είναι αναξία συζητήσεως από έθνη, που σέβονται εαυτά. Ουσιαστικώς πρόκειται περί αυτοκαταδίκης των εις θάνατον, άρα δεν έχομεν λύσιν, αλλά το ίδιο ολέθριον αποτέλεσμα, που θα έφερεν ο υπερπληθυσμός, από διαφορετικόν δρόμον. Εις την δευτέραν περίπτωσιν τα πράγματα τίθενται επί ρεαλιστικής βάσεως. Η αύξησις του χώρου δυνατόν να γίνη ειρηνικώς με «εκπομπή αποικιών» όπως συνίστα ο Πλάτων, ή αγωνιστικώς, δια της κατακτήσεως εδαφών που ανήκουν εις άλλα έθνη. Επειδή δε μάλλον τα έθνη των οποίων προσαρτώμεν τας περιοχάς θα αντιδράσουν, έπεται ότι οφείλομεν να πολεμήσωμεν προς κυρίευσίν των. Πολύ παραστατικώς τα ανωτέρω περιγράφονται εις το δεύτερον βιβλίον της «Πολιτείας» του Πλάτωνος, όπου ο Σωκράτης λέγει ότι αν θέλωμεν να έχωμεν αρκετήν χώραν δια βοσκήν και καλλιέργειαν θα πρέπει να πάρωμεν από τα εδάφη που ευρίσκονται πλησίον μας. Αλλά, συνεχίζει ο Σωκράτης, και εκείνοι ( από τους οποίους θα πάρωμεν τα εδάφη ) αν επιθυμούν περισσότερα από όσα έχουν ανάγκη, τότε θα επιδιώξουν να λάβουν από τον ιδικόν μας χώρον. Και εις τας δύο απόψεις, κατά τον Σωκράτη, υποχρεούμεθα να πολεμήσωμεν και μαζί του συμφωνεί ο Γλαύκος: «Ουκούν της των πλησίον χώρας ημίν αποτμητέον, ει μέλλομεν ικανήν έξειν νέμειν τε και αρούν, και εκείνοι αφώσιν αυτούς επί χρημάτων κτήσιν άπειρον, υπερβάντες τον των αναγκαίων όρον ; Πολλή ανάγκη, έφη, ώ Σώκρατες. Πολεμήσομεν το μετά τούτο, ώ Γλαύκων ; ή πώς έσται ; Ούτως, έφη». ( «Πολιτεία» β/ 373Δ).
19
Η ανάγκη της ζωής μας οδηγεί προς τον π ό λ ε μ ο ν (η λέξις προέρχεται εκ του πέλομαι=κινούμαι), ο οποίος αποτελεί και τον εναπομείναντα τρόπον αντιμετωπίσεως του ζωτικού χώρου, καθόσον σήμερον είναι ανέφικτος η δημιουργία αποικιών. Η κατάκτησις εδαφών, προς απορρόφησιν των πληθυσμιακών πλεονασμάτων, είναι η λύσις, το μέσον δε της λύσεως είναι ο πόλεμος, ο οποίος αργά ή γρήγορα θα έλθη, διότι είναι αναπόφευκτος. Ασφαλώς οι ειρηνόφιλοι θα έχουν κάθε διάθεσι να διαμαρτυρηθούν. Αλλά το θέμα δεν είναι αν ημείς είμεθα υπέρ της ειρήνης ή όχι, το θέμα είναι, ότι δικαιούμεθα ως έθνος να αγωνισθώμεν δια την επιβίωσίν μας, την οποίαν ενόσον δεν επιτυγχάνομεν ειρηνικώς, θα προσπαθήσωμεν να την επιτύχωμεν δια του πολέμου. Με τον πόλεμον γίνεται η φυσική επιλογή, δια της οποίας επικρατούν οι ικανώτεροι. Ο πόλεμος εδραιώνει την ομαλήν ιεράρχησιν των κοινωνιών, θέτων υπεράνω τας ισχυροτέρας κοινωνίας, γεγονός που είναι σύμφωνον προς την θέλησιν της φύσεως να άρχουν οι ισχυροί και να ακολουθούν οι αδύνατοι: «Π έ φ υ κ ε το ήσσον υπό του κρείττονος άρχεσθαι και άγεσθαι, και το μεν κρείσσον ηγείσθαι το δε ήσσον έπεσθαι», όπως διεκήρυξεν ο Γοργίας ή κατ’ άλλην έκφρασιν, το δίκαιον κατά την φύσιν είναι να επικρατή ο καλλίτερος: «το δίκαιον είναι φ ύ σ ε ι τον βελτίω όντα άρχειν», όπως ισχυρίσθη ο Καλλικλής εις την περίφημον συνομιλίαν του με τον Σωκράτη. Ομοίως, ορθάς γνώμας διατυπώνει και ο Θρασύμαχος, ο οποίος, όπως μας παρέδωσεν ο Πλάτων, ορίζει ως δίκαιον το συμφέρον του ισχυροτέρου: «το του κρείττονος συμφέρον». Καθώς και ο Δημόκριτος ο οποίος απεφάνθη ότι συμφώνως προς την φύσιν η εξουσία ανήκει εις τον ισχυρότερον: «Φ ύ σ ε ι το άρχειν οικείον τω κρείσσονι » (267). Σκόπιμον κατόπιν είναι να εξηγήσωμεν επακριβώς ποίαι είναι αι αντιλήψεις του εθνικισμού περί πολέμου. Κατά την εθνικιστικήν κοσμοθεωρίαν διακρίνομεν δύο είδη πολέμων. Τους δ ι κ α ί ο υ ς και τους α δ ί κ ο υ ς. Δίκαιος είναι κάθε πόλεμος, είτε επιθετικός, είτε αμυντικός, που έχει ως μόνον σκοπόν την Εθνικήν ωφέλειαν. Άδικος είναι κάθε πόλεμος που δεν αποσκοπεί εις την εξυπηρέτησιν του εθνικού συμφέροντος. Ο πόλεμος μπορεί να είναι δίκαιος και δια τα δύο αντιμαχόμενα μέρη αν αγωνίζονται δια την εθνικήν των ωφέλειαν ή άδικος, αν εκήρυξαν μεταξύ των πόλεμον δια λογους εξωεθνικούς. Μπορεί επίσης–και αυτό είναι το συνηθέστερον–να ευρίσκεται το δίκαιον εις την μίαν πλευράν και το άδικον εις την άλλην. Να αγωνίζωνται οι μεν, δηλαδή, δια το συμφέρον της πατρίδος των, ενώ οι δε δια λόγους ασχέτους προς τα εθνικά των συμφέροντα. Κλασσικόν παράδειγμα δικαίου πολέμου συναντώμεν εις τους «Πέρσας» του Αισχύλου, όπου οι Έλληνες ηγωνίσθησαν δια την σωτηρίαν της πατρίδος, υπέρ των βωμών των θεών, των τάφων των προγόνων και των οικογενειών των: «ώ παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατριδ’ ελευθερούτε δε παίδας γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων». Τουναντίον εις τας «Ικέτιδας» του Ευριπίδου, δια του στόματος του βασιλέως των Αθηνών Θησέως, ο Ευριπίδης προσδιορίζει την ουσία του αδίκου πολέμου που είναι εκείνος, ο οποίος γίνεται δια να κάνη άλλος τον στρατηλάτη, άλλος να καμαρώνη δια την δύναμιν που συνεκέντρωσεν εις χείρας του και ο άλλος να κερδίζη χρήματα, δίχως να λογαριάζη αν ζημιώνεται ο λαός: «ο μεν όπως στρατηλατή, ο δ’ ως υβρίζη δύναμιν εις χείρας λαβών, άλλος δε κέρδους ούνεκ’ ουκ αποσκοπών το πλήθος ει τι βλάπτεται». Να αρνούμεθα γενικώς τον πόλεμον αποτελεί, δια τον εθνικισμόν, παραλογισμόν. Τον άδικον όμως πόλεμον ο εθνικισμός τον απορρίπτει και τον θεωρεί ως μίαν από τας μεγαλυτέρας συμφοράς, που μπορούν να πλήξουν ένα έθνος. Ο δίκαιος, αντιθέ-
20
τως, είναι δια τον εθνικισμόν αποδεκτόν και κάτι επί πλέον, συνιστά καθήκον επιβεβλημένον εκ της ζωής. Προσέτι, εφ’ όσον κάποιο έθνος αρχίζει ένα πόλεμον υπαγορευόμενον εκ του δικαιώματός του να ικανοποιήση τας ανάγκας της υπάρξεώς του, από άποψιν ζωτικού χώρου, ο πόλεμος αυτός, ο καθ’ όλα δικαιότατος, λέγεται ε θ ν ι κ ό ς. Εάν ωστόσο κηρύσσον τον πόλεμο δεν αντεπεξέρχεται μόνον εις τας βιοτικάς του απαιτήσεις, αλλά επεκτείνεται πέραν αυτών καταλαμβάνον χώρους υπερβολικούς των φυσιολογικών και απαραιτήτων δια τας ανάγκας του, τότε ο πόλεμος αυτός λέγεται ι μ π ε ρ ι αλ ι σ τ ι κ ό ς και αναμφισβητήτως είναι μία μορφή αδίκου πολέμου. Ο ιμπεριαλισμός συνδέεται αρρήκτως και προϋποθέτει εδαφικήν επέκτασιν και όχι μόνον οικονομικήν, πολιτιστικήν, πολιτικήν κλπ. τοιούτου είδους επεκτάσεις όσον υπερβολικαί και να είναι δεν αποτελούν ιμπεριαλισμόν, αλλά είναι δείγματα εθνικής δραστηριότητος. Εν κατακλείδι, συμφώνως προς την θεωρίαν του εθνικισμού, δίκαιος είναι αποκλειστικώς ο πόλεμος, που ως σκοπόν έχει την προαγωγήν του έθνους. Εις πόλεμος αποβλέπων εις την διάδοσιν μιάς θρησκείας κατά τας εθνικιστικάς αντιλήψεις είναι άδικος. Κατά την ιδίαν κρίσιν άδικοι είναι και οι πόλεμοι τους οποίους διεξάγει έν έθνος ως σύμμαχον τρίτου, μολονότι δεν ωφελείται αμέσως ή εμμέσως τίποτε εθνικώς. Εις τας περιπτώσεις αυτάς το χυνόμενον αίμα χύνεται επί ματαίω και, εφ’ όσον δεν χύνεται δια το έθνος, οι υπεύθυνοι του πολέμου εγκληματούν, κατά των μαχομένων λαών. Το τελευταίον τούτο προσήκει εις τους ανοήτους Ινδούς, οι οποίοι επολέμησαν τους Γερμανούς, χωρίς αυτό να επεβάλλετο εκ των ινδικών εθνικών συμφερόντων, πολλώ δε μάλλον, αφού οι Ινδοί ήσαν υπόδουλοι των Άγγλων το εθνικόν των συμφέρον απήτει να στραφούν κατά των Άγγλων και όχι να φονεύωνται υπέρ αυτών. Αφού διηυκρινίσθη η τοποθέτησις του εθνικισμού έναντι του γεγονότος του πολέμου, επιθυμούμεν τώρα να προσθέσωμεν ολίγα τινά περί της φύσεως και της κοινωνικής αξίας του πολέμου, ο οποίος ευρίσκεται πολύ πέραν από του να ταυτίζεται με ταπεινά ένστικτα, με σφαγάς και καταστροφάς. Ο πόλεμος έχει μίαν φιλοσοφίαν και μίαν ηθικήν, τας βάσεις των οποίων πρώτος εθεμελίωσεν ο μέγας φιλόσοφος Ηράκλειτος, ο οποίος εχαρακτήρισε τον πόλεμον ως κοσμογονικήν δύναμιν ειπών ότι ο πόλεμος είναι πατήρ όλων των πραγμάτων και όλων των πραγμάτων βασιλεύς: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς» (53). Ο Εμπεδοκλής αναγνωρίζει και αυτός εις τον πόλεμον δημιουργικήν δύναμιν, ενώ ο Πλάτων παραδέχεται ότι είναι ανέφικτος η ειρήνη και ότι αυτό το οποίον οι άνθρωποι ονομάζουν ειρήνη δεν είναι τίποτε άλλο παρά πόλεμος ακήρυκτος: «Ήν γαρ καλούσι των ανθρώπων οι πλείστοι ειρήνην, τούτ’ είναι μόνον όνομα τω δ’ έργω αεί πόλεμον ακήρυκτον» («Νόμοι» Α626α) και εισηγείται εν συνεχεία την καταδίκην των πολέμων, που εξαπολύονται από αδηφάγον πλεονεξίαν και πλουτισμόν. Βεβαίως ο ίδιος φιλόσοφος υποστηρίζει τον πόλεμον υπέρ της πατρίδος την οποίαν θεωρεί «μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστιν η πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά Θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσι». Υπέρ των δικαίων πολέμων ετάσσοντο όλοι οι αρχαιοέλληνες φιλόσοφοι. Εκ των νεωτέρων δε ο Ιταλός φιλόσοφος Καμπανέλα υποστηρίζει, αντιγράφων τον Ηράκλειτον, ότι τα όντα ευρίσκονται μεταξύ των εις αδιάκοπον ανταγωνισμόν, ο οποίος αποτελεί και τον γ ε ν ι κ ό ν ν ό μ ο ν τ η ς φ ύ σ ε ω ς. Ο Άγγλος Χομπς αποδεικνύει, ότι εις την φύσιν επικρατεί η πραγματικότης του «πόλεμος όλων εναντίον όλων». Ο Γρότιος διακρίνει τους πολέμους εις κατηγορίας και δίδει εις το κράτος το δικαίωμα να μεταχειρίζεται την βίαν. Ο Σπινόζα τάσσεται υπέρ του πολέμου, ως επωφελούς κοινωνικής λειτουργίας. Ο Φίχτε απομιμούμενος τας ελληνικάς θεωρίας απο-
21
δέχεται τον πόλεμον χάριν του έθνους. Ο Έγελος βλέπει εις τον πόλεμον την συνεχή δημιουργίαν νέων καταστάσεων χρησίμων και αναγκαίων δια τον άνθρωπον και την πρόοδόν του. Ο Λάϊμπνιτς αρνείται διαρρήδην, ότι είναι ποτέ δυνατόν να εδραιωθή η ειρήνη. Ο Νίτσε, ένθερμος κήρυξ του πολέμου, διακηρύσσει ότι «ο παράδεισος ευρίσκεται εις την σκιάν του ξίφους μου». Ο Γιάσπερς θεωρεί τον πόλεμον αναπόφευκτον, ομοίως και ο Καντ. Ενώ ο Σέλλερ και ο Σοπενχάουερ διδάσκουν ότι ο πόλεμος είναι η φυσική κατάστασις της Δημιουργίας και προϋπόθεσις και εκδήλωσις της ζωής. Ο Δαρβίνος και ο Σπένσερ είναι και αυτοί υπέρ του πολέμου, τον οποίον εντάσσουν εντός του περί υπάρξεως αγώνος των όντων. Ο Γκούμπλοβιτς, τέλος, έγραψε πολλά ωραία υπέρ του πολέμου όταν ανεφέρετο εις την «πάλην των φυλών ». Με το αυτό πνεύμα ομιλούν και άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι και στοχασταί, δια τους οποίους η φιλοσοφία της ζωής συνοψίζεται εις το ρήμα: α γ ω ν ί ζ ε σ θ α ι. Οι ίδιοι βλέπουν εις τον πόλεμον την ευκαιρίαν αναπτύξεως των ανθρωπίνων αρετών. Η ευψυχία, η αλληλεγγύη, ο ηρωισμός, η αυτοθυσία, η ανιδιοτέλεια, το θάρρος, η καρτερία και πλήθος άλλων χαρακτηριστικών κάθε αξιολόγου προσωπικότητος εκδηλούνται και μεγεθύνονται εν τω πολέμω και δια του πολέμου. Ακόμη και αυτός ο ιστερικώς ειρηνόφιλος ορθόδοξος φιλόσοφος Μπερντιάεφ, καίτοι θεωρεί εις το βιβλίον του «περί του προορισμού του ανθρώπου» τον πόλεμον «γέννημα της αμαρτίας», δεν διστάζει να του αναγνωρίση ότι «δύναται να είναι η πηγή μιάς τόλμης, μιάς ευγενείας» και ο ίδιος συγγραφεύς εξακολουθεί εντονώτερον: «Η άμυνα της πατρίδος, των υψηλοτέρων πνευματικών και πολιτιστικών αξιών ενός λαού, δύναται να θεωρήση τον πόλεμον μίαν αξίαν, εν ονόματι της οποίας να επιτρέπεται να θυσιασθούν άλλαι αξίαι». Συνάμα, όσον αφορά εις το ηθικόν μέρος του πολέμου δεν έχομεν παρά να καταφύγωμεν εις τας σοφάς γνώμας των προγόνων μας, οι οποίοι επίστευον ενσυνειδήτως αυτό που επιγραμματικώς διετύπωσεν ο Τυρταίος, κατά τον οποίον είναι ωραίον να αποθάνη ο ανδρείος στρατιώτης πίπτων έμπροσθεν των προμάχων μαχόμενος υπέρ της πατρίδος του: «τεθνάμεναι γαρ καλόν επί προμάχοισι πεσόντα άνδρ’ αγαθόν περί η πατρίδι μαρνάμενον». Ο θάνατος δια την πατρίδα είναι ο μόνος θάνατος, που εξυψώνει τον άνθρωπον εις ήρωα. Διότι μόνον αυτός ο θάνατος επέρχεται αφ’ ενός μεν χάριν του υψηλοτάτου ιδεώδους του ανθρώπου, αφ’ ετέρου δε απουσιάζει το αντάλλαγμα. Δηλαδή όταν θυσιάζεται κανείς δια το έθνος του δεν περιμένει να έχη μίαν προσωπικήν, άμεσον ή έμμεσον, αμοιβήν. Ενώ όταν αποθνήσκη κανείς χάριν μιάς θρησκευτικής πίστεως, έχει ή πιστεύει, τέλος πάντων, ότι θα έχη και θα απολαύση το αντάλλαγμα εις την άλλην ζωήν, όπου θα αμειφθή δια την θυσίαν του. Κατά το στοιχείον λοιπόν του ανταλλάγματος διαφέρει ο ήρως από τον μάρτυρα. Περί των ηρώων όμως και της σημασίας του ηρωισμού θα ομιλήσωμεν εκτενέστερον αλλού. Τώρα, εκείνο που ηθέλαμε να σημειώσωμεν ήτο, ότι εις τον πόλεμον αναδεικνύονται οι ήρωες και απαστράπτει ο ηρωισμός, ο οποίος κατά την κοσμοθεωρίαν του εθνικισμού αποτελεί την κορωνίδα της ανθρωπίνης ηθικής.
Ε΄ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ Η πολιτική οργάνωσις του έθνους ονομάζεται κ ρ ά τ ο ς. Το κράτος ή η πολιτεία, που είναι έν και το αυτό, συνιστά ηθικήν προσωπικότητα, ήτοι αποτελεί πρόσωπον με
22
ιδίαν ηθικήν βούλησιν. Επομένως το κράτος μπορεί να χαράσση τα όρια μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ ορθού και λάθους, και να μας προσδιορίζη ποίον είναι το καλόν και ποίον το κακόν, ή ποίον είναι το ορθόν και ποίον το λάθος. Η πολιτεία εμφορείται υπό ενός ηθικού ιδεώδους, προς πραγματοποίησιν του οποίου τείνει. Δια τον εθνικισμόν το ηθικόν ιδεώδες του κράτους είναι η προαγωγή της ιδέας του έθνους, προάγουσα δε η πολιτεία την ιδέαν του έθνους, προάγει ταυτοχρόνως και την ζωήν των ανθρώπων, την οποίαν εξυψώνει από πνευματικής και υλικής σκοπιάς. Ως κράτος δια τον εθνικισμόν δεν νοείται είς άψυχος οργανισμός με αποστολήν την προσφοράν υπηρεσιών προς τον κόσμον, δίκην μιάς μεγάλης εταιρείας παροχής εκδουλεύσεων. Η πολιτική φιλοσοφία του εθνικισμού τοποθετεί την σύλληψιν του κράτους εις απολύτως αντίθετον βάσιν. Η πολιτεία συνιστά ζώντα οργανισμόν καταπληκτικής ισχύος. Είναι μία σκεπτομένη δύναμις, η οποία κατευθύνει τον λαόν, εις την πραγματοποίησιν των σκοπών του έθνους. Ούτως, έχομεν το λεγόμενον εθνικόν κράτος, η θέλησις του οποίου, περιβεβλημένη της πολιτικής εξουσίας επιβάλλεται εφ’ όλων ανεξαιρέτως, δίχως να υπάρχη εν τω λαώ δύναμις ικανή να αναστείλη και πολύ περισσότερον να αποτρέψη την εφαρμογήν των όσων το κράτος θέλει. Κατά ταύτα ο εθνικισμός πιστεύει και αντιλαμβάνεται το κράτος ως δύναμιν. Το κ ρ ά τ ο ς - δ ύ να μ ι ς κείται υπεράνω των ατομικών θελήσεων, καθόσον εκείνο εκπροσωπεί την εθνικήν θέλησιν, η οποία υπερτερεί απάντων των λοιπών ατομικών, ταξικών ή ομαδικών. Δια να επιτυγχάνη όμως το κράτος τον συντονισμόν των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων προς τον κοινόν εθνικόν στόχον, πρέπει να διεισδύη παντού. Συνεπώς η παρουσία της πολιτείας εις όλους τους τομείς και μάλιστα όχι η απλή παρουσία ως θεατού, αλλά η ενεργητική παρουσία ως ουσιαστικού ρυθμιστού και ελεγκτού, αποτελεί δια τον εθνικισμόν προϋπόθεσιν απαραίτητον, δια την λειτουργίαν ενός εθνωφελούς κράτους. Ούτω, γεννάται το κ ρ ά τ ο ς -κ α θ ο δ η γ η τ ή ς, το οποίον επεκτείνει την εξουσίαν του εις κάθε ανθρωπίνην ενέργειαν. Η δραστηριότης των ατόμων δεν περιορίζεται ασφυκτικώς και δια λόγους ασχέτους προς το εθνικόν συμφέρον. Η πολιτεία θέτει ένα πλαίσιον εντός του οποίου αφήνεται πάσα ευχέρεια κινήσεως. Το πλαίσιον αυτό υπαγορεύεται, συμφώνως προς το εθνικόν συμφέρον, άρα όποιος κινείται εντός αυτού ωφελεί το έθνος. Το δε δικαίωμά του να επιλέγη μορφάς και τρόπους ενεργείας εντός του πλαισίου είναι αναφαίρετον και συνιστά την ουσίαν της ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς, η οποία δια τον εθνικισμόν, είναι αξία σεβαστή. Όταν όμως επιδιώκεται δράσις εκτός του πλαισίου, τότε κατά λογικήν ακολουθίαν βλάπτεται το εθνικόν συμφέρον, χάριν άλλων συμφερόντων ατομικών ή ομαδικών, που οπωσδήποτε είναι υποδεέστερα των εθνικών, η τοιαύτη δε υπέρβασις των ορίων του πλαισίου λέγεται α σ υ δ ο σ ί α, που, ως αποτελούσα αντικοινωνικήν εκδήλωσιν, απαγορεύεται αυστηρώς. Δια τον εθνικισμόν επίκεντρον του πολιτειακού ενδιαφέροντος δεν είναι το άτομον, αλλά το σύνολον. Μολαταύτα εκ πεποιθήσεως ο εθνικισμός φροντίζει να ευρίσκη την χρυσήν τομήν, ούτως ώστε να ωφελήται η κοινωνία χωρίς να στερήται το άτομον των ελευθεριών που επιθυμεί να απολαμβάνη ως ανεξάρτητος μονάς. Κατά τούτο λοιπόν ο εθνικισμός ακολουθεί την μεσότητα του Αριστοτελικού συστήματος, της οποίας εν προκειμένω το έν άκρον είναι η ατομοκρατία (όπου δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το κοινωνικόν σύνολον, αλλά υπερτάτη αξία θεωρείται το άτομον) και το άλλο η κοινωνιοκρατία (όπου η προσωπικότης του ατόμου απαλλοτριώνεται υπό της κοινωνικής ομάδος, η οποία και μόνη έχει δικαιώματα).
23
Ο εθνικισμός αρνείται αυτάς τας δύο ακραίας θεωρίας και δέχεται την ελευθερίαν του ατόμου, αναπτυσσομένην όμως εντός του πλαισίου το οποίον εξασφαλίζει την ωφέλειαν της κοινωνίας. Κατόπιν όσων ελέχθησαν κρίνεται αναγκαίον να διευκρινίσωμεν ποίοι είναι εκείνοι που εξουσιάζουν το κράτος και δι’ αυτού την πολιτικήν εξουσίαν και εκφράζουν την εθνικήν θέλησιν. Ο εθνικισμός, ο οποίος δεν θεωρεί βλακωδώς, όπως ο μαρξισμός, το κράτος ως όργανον της κρατούσης τάξεως, χορηγεί την κρατικήν εξουσίαν εις τους εκλεκτούς, περί των οποίων ωμιλήσαμεν ήδη, και διδάσκει ότι το κράτος ανήκει εις το έθνος συνολικώς, το οποίον έθνος αναλαμβάνει την διακυβέρνησιν του κράτους, δια των φυσικών εκπροσώπων του, που είναι οι εκλεκτοί. Το κράτος, λοιπόν, ως πολιτικός μηχανισμός ανήκει εις το έθνος, το οποίον υπηρετεί και δια του οποίου, μέσω των εκλεκτών, διοικείται. Βεβαίως δια να κυβερνήσουν οι εκλεκτοί χρειάζεται να παρουσιασθούν και να ενεργήσουν, υπό την μορφήν ενός πολιτικού σχήματος. Πρέπει δηλαδή να έχουν μίαν οργάνωσιν, η οποία μας είναι γνωστή με το όνομα: ο λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ό ν κ ό μ μ α. Το ολοκληρωτικόν ή μοναδικόν ή ενιαίον κόμμα είναι δημιούργημα των τελευταίων χρόνων και συγκεκριμένως ενεφανίσθη εις την Ευρώπην, κατά το διάστημα του μεσοπολέμου. Το ολοκληρωτικόν κόμμα κατ’ αντίθεσιν προς το δημοκρατικόν δεν στηρίζεται επί της αρχής της πλειοψηφίας, αλλά επί της αρχής του α ρ χ η γ ο ύ. Αυτό σημαίνει ότι η λειτουργία του δεν βασίζεται ούτε προχωρεί βάσει των γνωμών της ανευθύνου πλειοψηφίας, αλλά δυνάμει των αποφάσεων του υπευθύνου αρχηγού. Ευθύς εξ αρχής οφείλομεν να διαστείλωμεν τον ολοκληρωτισμόν, εκ του οποίου εμφορείται το ενιαίον κόμμα, από την δικτατορίαν. Άλλο πράγμα το ένα, άλλο πράγμα το άλλο. Η δικτατορία είναι ένα προσωπικόν σύστημα διοικήσεως, δια του οποίου κάποιο άτομο επιβληθέν ασκεί ανεξελέγκτως την πολιτικήν εξουσίαν αποφασίζον κατά το δοκούν και συμφώνως προς σκοπούς, που αυθαιρέτως θέτει. Τουναντίον, ο ολοκληρωτισμός δεν αποτελεί προσωπικόν σύστημα διοικήσεως, αλλά εφαρμόζει σ υ λλ ο γ ι κ ή ν η γ ε σ ί α ν, το περιεχόμενον της οποίας έχει ως εξής: Ένα συλλογικόν όργανον αποτελούμενον από πλείονα πρόσωπα (από τα πρόσωπα που εξεκίνησαν την πολιτικήν προσπάθειαν του κόμματος και τα οποία κατόπιν μακρών αγώνων έφθασαν εις την ανωτάτην βαθμίδα της κομματικής ιεραρχίας) αναδεικνύει τον αρχηγόν, ο οποίος ασκεί την εξουσίαν ελεγχόμενος υπό των υπολοίπων μελών της συλλογικής ηγεσίας, και πάντοτε, φυσικά, αγωνιζόμενος προς επιδίωξιν των τεθέντων σκοπών, οι οποίοι δεν ετέθησαν αυθαιρέτως, αλλά εκπηγάζουν από την ιδεολογίαν, την εφαρμογήν της οποίας επιδιώκει το ενιαίον κόμμα. Η ύπαρξις της συλλογικής ηγεσίας συνιστά θεσμόν καινοφανή και ικανόν να αποτρέψη την επιβολήν δικτατορίας. Τα μέλη οφείλουν υπακοήν προς τον αρχηγόν, καθόσον ισχύει η προαναφερθείσα αρχή, πλην όμως η υπακοή ορίζεται εκ ποικίλων παραγόντων, π.χ. εκ της ιδεολογίας, των πράξεων και της εν γένει συμπεριφοράς του αρχηγού. Δηλαδή ουδείς υποχρεούται να υπακούη ενόσον παραβιάζεται η ιδεολογία ή αι πράξεις του αρχηγού θίγουν τους επιδιωκομένους σκοπούς ή η διαγωγή του απάδει προς τας απαιτήσεις και τας αξιώσεις της θέσεώς του ως αρχηγού. Εις αυτάς τας περιπτώσεις, όχι μόνον τα μέλη της συλλογικής ηγεσίας δεν υποχρεούνται να υπακούουν, αλλ’ απεναντίας υποχρεούνται να απειθαρχούν και εν ανάγκη να αντικαθιστούν τον αρχηγόν. Ο ολοκληρωτισμός δεν εμπνέει μόνον την ανωτάτην ηγεσίαν του ενιαίου κόμματος, αλλά ολόκληρον το κόμμα. Πουθενά εις αυτό δεν αποφασίζουν δια της πλειοψηφίας, υπάρχουν βεβαίως αι επιτροπαί και τα συμβούλια, πλην όμως εις αυτά η απόφασις δεν λαμβάνεται δια της συγκεντρώσεως των περισσοτέρων ψήφων, αλλά αφού ο επικεφαλής του συμβουλίου ή της επιτροπής ακούση όλας τας γνώμας, αποφασίζει
24
αυτός ο ίδιος μόνος του και υπευθύνως. Άπαντες δε οι λοιποί οφείλουν να πειθαρχήσουν προς τας αποφάσεις του προϊσταμένου, ο οποίος είναι και ο άμεσος αρχηγός των και ο οποίος λογοδοτεί προς τους ανωτέρους του. Αυτά αναφέρονται εις πολύ γενικάς γραμμάς, καθόσον δεν είναι της παρούσης μελέτης η ανάλυσις του τρόπου λειτουργίας του ολοκληρωτικού κόμματος. Αφού εξεθέσαμεν πώς αντιλαμβάνεται ο εθνικισμός το κράτος και ποίοι πρέπει να εξουσιάζουν αυτού, ερχόμεθα τώρα εις το να ερευνήσωμεν πώς εννοεί την ιστορικήν πορείαν των κοινωνιών. Θέλομεν δηλαδή να είπωμεν πώς και ποίοι γράφουν τα ιστορικά γεγονότα. Προηγουμένως όμως επιβάλλεται να αναλύσωμεν την φιλοσοφικήν φύσιν του εθνικισμού, ώστε να έχωμεν πλήρη εικόνα αυτού. Και εν πρώτοις ο εθνικισμός αρνείται την αιτιοκρατίαν, εις την οποίαν πιστεύει ο μαρξισμός και κατά την οποίαν τα πάντα εις την φύσιν και την ζωήν πειθαρχούν εις ωρισμένα αίτια. Κατά την αιτιοκρατίαν ο άνθρωπος αδυνατεί να ρυθμίση αυτοβούλως την ζωήν του, αι δε πράξεις του είναι μηχανικά αποτελέσματα ανεξάρτητα της προσωπικής του θελήσεως. Αντ’ αυτών η κοσμοθεωρία του εθνικισμού διακηρύσσει το α υ τ ε ξ ο ύ σ ι ο ν τ η ς α ν θ ρ ω π ί ν η ς β ο υ λ ή σ ε ω ς . Ήτοι γίνεται δεκτόν, ότι ο άνθρωπος δημιουργεί την ζωήν του, όπως αυτός θέλει, πράγμα που μπορεί να κατορθώση δια του αγώνος, ο οποίος κατά τον εθνικισμόν αποτελεί την πεμπτουσίαν της φιλοσοφίας της ζωής. Ωστόσον υπάρχει εν τω κόσμω ο τελικός σκοπός προς τον οποίον βαδίζει ολόκληρος η Δημιουργία, τελικός δε σκοπός είναι η επίτευξις της τελειότητος. Θέτων λοιπόν ο εθνικισμός ως προορισμόν των πάντων την τελειότητα, διδάσκει, ότι θα φθάσωμεν εις εκείνην δια του αγώνος και δι’ αυτό δυνάμεθα να ισχυρισθώμεν ορθώς ότι ο εθνικισμός απορρίπτει την αισιοδοξίαν (optimismus), κατά την οποίαν ο παρών κόσμος είναι ο καλλίτερος που ήτο δυνατόν να γίνη. Απορρίπτει επίσης και την απαισιοδοξίαν (pessimismus), κατά την οποίαν ο παρών κόσμος είναι ο χειρότερος και δέχεται την β ε λ τ ι ο δ ο ξ ί α ν (Meliorismus), κατά την οποίαν ο παρών κόσμος δεν είναι ούτε ο καλλίτερος, ούτε ο χειρότερος, αλλά εναπόκειται εις τον άνθρωπον, δια του συνεχούς αγώνος να βελτιώση την κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκεται ο κόσμος γενικώς και η ζωή του ειδικώς. Αρνούμενος λοιπόν ο εθνικισμός τας θεωρίας περί υποδουλώσεως του ανθρώπου εις αίτια, προς τα οποία υπακούει αναγκαστικώς, προσδίδει δε εις το άτομον ηθικήν οντότητα και το καθιστά υπεύθυνον των πράξεών του. Συνάμα δε αρνείται και την αγνωσιαρχίαν (agnosticismus) η οποία φρονεί ότι είναι ακατόρθωτος η γνώσις περί της πρωταρχικής ουσίας των όντων, εξ ής επήγασαν και βασίζονται τα πάντα και διακηρύσσει την θεωρίαν του π ν ε υ μ α τ ι κ ο ύ μ ο ν ι σ μ ο ύ, κατά τον οποίον η πρώτη ουσία των όντων είναι μία (μονισμός) και είναι πνεύμα (πνευματοκρατία). Επομένως ο εθνικισμός επι του ως άνω φιλοσοφικού σημείου είναι αντίπους του μαρξισμού, που υιοθετεί τον υλιστικόν μονισμόν, συμφώνως προς τον οποίον ναί μεν η πρωταρχική ουσία των όντων είναι μία, αλλά είναι ύλη. Τοποθετούντες το ζήτημα της πολιτικής φιλοσοφίας του εθνικισμού επί συστηματικής φιλοσοφικής βάσεως συμπεραίνομεν, ότι από άποψιν γ ν ω σ ε ο λ ο γ ι κ ή ν, που σημαίνει αν μπορούμε να μάθωμεν την αλήθειαν δια κάτι και πώς θα την μάθωμεν, ο εθνικισμός απαντά ότι μπορούμε να μάθωμεν, αλλά λόγω του ατελούς του ανθρώπου η γνώσις μας δεν μπορεί να τα περιλάβη όλα. Άρα ο εθνικισμός τείνει προς την π ι θ α ν ο κ ρ α τ ί α ν που μας λέγει, ότι υπάρχουν πράγματα, που πιθανώς μπορούμε να μάθωμεν και πράγματα, που πιθανώς δεν μπορούμε να μάθωμεν. Ο τρόπος δε με τον οποίον θα μάθωμεν εξαρτάται από τους τομείς γνώσεως, προς τους οποίους στρεφόμεθα, ούτω γίνεται δεκτός ο ορθολογισμός (Rationalismus) που θεωρεί πηγήν γνώσεως την λογικήν, και η αισθησιαρχία (Sensualismus) που θεωρεί
25
πηγήν γνώσεως τας αισθήσεις. Πάντως, κατά τον εθνικισμόν ο άνθρωπος οδηγείται προς την α λ ή θ ε ι α ν όχι δια της λογικής (ασχέτως αν κάπου-κάπου και εις ωρισμένα πεδία γνώσεων την χρησιμοποιεί), αλλά δια μιάς εσωτερικής ελλάμψεως όπως έλεγον οι Νεοπλατωνικοί, δια της δ ι α ι σ θ ή σ ε ω ς (intuitionismus) όπως λέγομεν σήμερον. Η διαίσθησις επενεργούσα εις το βάθος της ψυχής, μας φέρει εις άμεσον επικοινωνίαν με την αλήθειαν, η οποία αναδύεται τρόπον τινα αιφνιδίως εντός της συνειδήσεώς μας. Είναι η Αριστοτελική «ενόρασις». Από άποψιν κ ο σ μ ο λ ο γ ι κ ή ν, που σημαίνει την καθ’ εαυτό εξέτασιν της ουσίας των όντων, ο εθνικισμός, όπως προηγουμένως αναφέραμεν, ανήκει εις τον πνευματικόν μονισμόν. Και τέλος από άποψιν η θ ι κ ή ν, από την άποψιν δηλαδή των πορισμάτων, ως προς την εν γένει συμπεριφοράν, και των κανόνων που πρέπει να διέπουν την ζωήν του ανθρώπου, ο εθνικισμός αναγνωρίζει την ύπαρξιν του Θεού δι’ ήν επικαλείται το ιστορικόν εποιχείρημα του Πλουτάρχου, κατά το οποίον «Δύνασαι ταξιδεύων να εύρης και πόλεις χωρίς τείχη, χωρίς γράμματα, χωρίς βασιλείς, χωρίς σπίτια, χωρίς πράγματα, πόλεις που δεν έχουν ανάγκην νομίσματος, που στερούνται θεάτρων και γυμναστηρίων ανίερον δε πόλιν και ά θ ε ο ν, που δεν χρησιμοποιεί ευχάς, μήτε όρκους, μήτε μαντεία, μήτε θυσίας, ουδείς είδε ούτε θα δη. Αλλά μου φαίνεται, ότι ημπορεί μάλλον να υπάρξη πόλις χωρίς έδαφος, παρά να ιδρυθή ή να διατηρηθή πολιτεία καταργούσα την διδασκαλίαν περί Θεών». Ωσαύτως θεωρεί ως υπερτάτην αρετήν των ανθρώπων την η θ ι κ ή ν τ ο υ η ρ ωι σ μ ο ύ, περί της οποίας θα ομιλήσωμεν αμέσως κατωτέρω και εκτενώς διότι αύτη ουσιαστικώς αποτελεί την δ ό ξ α ν της φιλοσοφίας του εθνικισμού. Το να είσαι εθνικιστής δεν είναι ζήτημα λογικής εξετάσεως. Βασικώς όλοι γεννώνται εθνικισταί, ελάχιστοι είναι εκείνοι που γίνονται και μάλλον εις την περίπτωσιν αυτήν δεν γίνονται, αλλά απλώς αποκαλύπτεται ο εντός των ζων εθνικισμός, ο οποίος υπελάνθανεν. Η πίστις λοιπόν του εθνικισμού είναι συνυφασμένη με τον άνθρωπον, η λογική ανάλυσις της πίστεως δεν την δημιουργεί, αλλά την δικαιολογεί και την εδραιώνει. Ο εθνικισμός, πάντως, αποτελεί την φυσικήν ιδεολογίαν του ανθρώπου, κάθε άλλη συνιστά διαστρέβλωσιν των ηθικών αντιλήψεων και πνευματικήν διαστροφήν, ένεκεν της οποίας δεν εμφορείται τις υπό της βιοθεωρίας του εθνικισμού. Ο π ω σ δ ή π ο τ ε ό π ο ι ο ς δ ε ν ε ί ν α ι ε θ ν ι κ ι σ τ ή ς, ε ί ν α ι ψ υ χ ι κ ώ ς ά ρ ρ ω σ τ ο ς. Όσον εβλέπαμε, δια του ορθολογισμού, τον εθνικισμόν ωμιλούσαμε περί κοσμοθεωρίας και τούτο ήτο σωστόν. Τώρα όμως πρέπει να υπογραμμίσωμεν ότι η δια λογικών επιχειρημάτων εκτεθείσα κοσμοθεωρία εκπορεύεται και στηρίζεται επί σ υ ν α ισ θ η μ α τ ι κ ή ς π ί σ τ ε ω ς. Ο εθνικισμός εις την βαθυτέραν και αληθή ουσίαν του δεν είναι σύστημα διοικήσεως, δεν είναι μορφή κοινωνικής οργανώσεως, είναι συναισθηματική πίστις. Ως τοιαύτη υπαγορεύει εις τα άτομα ωρισμένην κοινωνικήν οργάνωσιν (εθνική κοινότης) και ωρισμένον σύστημα διοικήσεως (κυριαρχία εκλεκτών). Βασικώς όλοι είμεθα εθνικισταί. Μέσα μας υπάρχει έμφυτον το αίσθημα του εθνικισμού και εξαρτάται από την καλλιέργειαν, την οποίαν θα του κάνωμεν ή δεν θα του κάνωμεν, δια να έχωμεν ή να μη έχωμεν κοινωνικήν πρόοδον. Το έθνος, ως αίσθημα, αποτελεί συνεκτικόν δεσμόν μεταξύ των ατόμων. Άνθρωποι ομοεθνείς απηχούν έκαστος μέρος της;ενιαίας ε θ ν ι κ ή ς θ ε λ ή σ ε ω ς, μέχρι σημείου, ώστε να δυνάμεθα να είπωμεν ότι οι ομοεθνείς εις τα θεμελιώδη ζητήματα της ζωής έχουν την αυτήν θέλησιν. Όταν επίσης τα άτομα αισθάνωνται εις την ψυχήν των να επισκιάζεται κάθε ιδέα και κάθε αίτημα, μόλις τεθή αντιμέτωπον του εθνικισμού, όταν δηλαδή τα άτομα ενσυνειδήτως θέτουν υπεράνω όλων την ιδέα του Έθνους, τότε λέγομεν ότι τα άτομα αυτά εμφορούνται από εθνικόν φρόνημα. Όσοι δε έχουν ε-
26
θνικόν φρόνημα, όσοι δηλαδή πιστεύουν εις το έθνος, καλούνται ε θ ν ι κ ό φ ρ ο – ν ε ς. Εκ των εθνικοφρόνων διακρίνονται εκείνοι, που όχι μόνον πιστεύουν, αλλά και αγωνίζονται δια την επιβολήν της Ιδέας του Έθνους. Αυτοί οι μαχητικοί φορείς της εθνικής ιδέας ονομάζονται ε θ ν ι κ ι σ τ α ί ´ εξ αυτών τέλος αναδεικνύονται ο ι ή ρ ω ε ς. Η κοινωνία αναγνωρίζει κατά διάχυτον τρόπον τας προσφοράς όσων την εξυπηρετούν και τους επιβραβεύει. Κατ’αρχήν υπάρχει ο τίτλος της π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ ο ς. Όποιος θεωρηθή από το σύνολον, ότι δια των ατομικών του αρετών, είτε εις τον επιστημονικόν, είτε εις τον καλλιτεχνικόν τομέα, είτε οπουδήποτε αλλού, συμβάλλει εις την κοινωνικήν ανάπτυξιν, αναγορεύεται υπό της ολότητος εις προσωπικότητα και δακτυλοδεικτείται μετά ιδιαιτέρας εκτιμήσεως. Η ιδία η εθνική ολότης αναγορεύει εις ήρωας όσους εθυσιάσθησαν δι’ αυτήν ή τουλάχιστον διεκινδύνευσαν κατ’ απέλπιδα τρόπον την ζωήν των. Ο χαρακτήρ του ήρωος αποτελεί συνδυασμόν π ί σ τ ε ω ς και α γ ώ ν ο ς. Κάποτε όλοι μας πιστεύομεν και όλοι μας αγωνιζόμεθα. Οι ήρωες όμως αγωνίζονται και πιστεύουν τουλάχιστον πάντα ή συνηθέστερον περισσότερον από πάντα. Κατά γενικήν θεώρησιν όλοι οι αγώνες αφηρημένως έχουν κάποιαν αξίαν, δεν αναδεικνύουν όμως όλοι οι αγώνες ήρωας. Ήρωες αναδεικνύονται μόνον από τους αγώνας εκ των οποίων απουσιάζει η ατομική ωφέλεια, είτε πραγματική είτε νομιζομένη. Και τοιούτοι αγώνες είναι οι αγώνες υπέρ της πατρίδος. Επομένως η α γ ν ό τ η ς, η οποία ως ψυχική κατάστασις αντιτίθεται προς κάθε ιδιοτέλειαν, ενυπάρχει εις τον χαρακτήρα του ήρωος. Οι ήρωες ανήκουν εις την κατηγορίαν εκείνην των ανθρώπων, που απεχθάνονται την χλιαράν ζωήν, την γεμάτη πλήξι και ανία, που περνά καθηλωμένη π.χ. εις την σιγουριά του γραφείου μιάς δημοσίας υπηρεσίας με απώτερο ιδανικό το εφ’ άπαξ και την καλήν σύνταξιν. Ο ήρως δεν κατευθύνεται εις την δράσιν του από την ευδαιμονία και την εξασφάλισι μιάς ανέτου ζωής, αλλά από το όνειρο που χαλυβδώνει την θέλησίν του δι’ αγώνα οπωσδήποτε και δια νίκην, αν έλθη. Επί του προκειμένου μάλιστα αξίζει να επισημανθή ότι ο ήρως εξακολουθεί να αγωνίζεται και όταν δεν υπάρχη καθόλου η πιθανότης της νίκης, και τούτο διότι ο αγών του διεξάγεται βεβαίως με πρακτικόν σκοπόν την νίκην, αλλά πρωτίστως με ηθικήν βλέψιν την δ ό ξ α ν, την οποίαν χαρίζει ο αγών και όχι η νίκη. Σχετικώς με τα ανωτέρω μνημονεύομεν αμέσως ένα διάλογον μεταξύ του Σπαρτιάτου Βασιλέως Λεωνίδου και του αρχηγού των Θεσπιέων Δημοφίλου. Όταν επροδόθη το μονοπάτι και εφάνη αναπόφευκτος η πτώσις των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας, αφού έφυγαν οι Φωκείς, εκάλεσε τον Δημόφιλο και του συνέστησε να πάρη τους άνδρας του και να απέλθη, διότι η θυσία των θα απέβαινε ματαία. Ο Δημόφιλος όμως του απάνησε, δια της καταπληκτικής φράσεως: «Όχι, Λεωνίδα, δεν φεύγουμε. Δεν θα σε αφήσω να πάρης μόνος σου τήν δόξα των Θερμοπυλών»! Ο ήρως είναι εξιδανικευμένος αγωνιστής. Ο αγών τον τρέφει, τον κάνει να αναπνέη, του δίνει δύναμι. Χωρίς άλλο, η αγωνιστική αντίληψις της ζωής αποτελεί δι’ εκείνον καθήκον και ηδονήν. Αν στερηθούν την χαρά του αγώνος θα σβήσουν, θα μαραθούν ωσάν υπάρξεις που εστερήθησαν του οξυγόνου. Αι δυσκολίαι και τα εμπόδια δεν τους αναχαιτίζουν, απεναντίας τους συναρπάζουν. Όσον δυσκολώτερος ο αγών, τόσον γλυκύτερα αισθήματα προκαλούνται. Το απρόοπτο, το απροσδόκητο, το απροσμενο, όπως θα έλεγε ο ποιητής, τους σαγηνεύει. Το ζην επικινδύνως, είναι το απόφθεγμα της συνειδήσεώς των. Δι’ αυτό παρακαλούν να συναντούν αγώνας σκληρούς αδυσωπήτους, που μέσα εις το χωνευτήρι τους σφυρηλατείται η θέλησις και δοκιμάζονται αι αρεταί. Άλλως τε και ο πολύς Νίτσε γράφει κάπου: «Όσο σκληρότερα με κτυπάει το σφυρί, τόσο πιό καθάρια αντηχεί ο χαλύβδινος όγκος της θελήσεώς μου».
27
Και έχει δίκαιον. Η αξία θα υπολογισθή εις την πάλην, όπου το θέλω πρέπει να ταυτίζεται με το μπορώ. Θ έ λ ω, ά ρ α δ ύ ν α μ α ι. Ιδού το αξίωμα κάθε ηρωικού χαρακτήρος, που αφήνει εποχή. Βεβαίως τέτοιοι άνδρες δεν παρουσιάζονται συχνά. Διασχίζουν το στερέωμα της αιωνιότητος νε κοσμογονική δύναμι, αφήνουν εις την ιστορία τα σημάδια των, όπως αφήνει ο λέων τα ίχνη του πέλματός του και μετά φεύγουν, δεν χάνονται, ξαναγυρίζουν και προχωρούν τον τροχό της ιστορίας προς νέους δρόμους, που εκείνοι χαράσουν. Δια τον εθνικισμόν η ιστορική εξέλιξις δεν ρυθμίζεται από τον οικονομικό παράγοντα, όπως ισχυρίζεται ο Μαρξισμός, αλλά από τον ηρωισμό. Αυτός είναι ο κυριαρχικός παράγων, που κατευθύνει την ιστορίαν, γεγονός αποδεικνυόμενον ευκολώτατα, από την μελέτη της ιδίας της ιστορίας των κοινωνιών. Κάθε κεφάλαιόν της φέρει την ονομασίαν ενός ήρωος. Αυτού ο οποίος το έγραψε. Ολόκληρος μάλιστα η ιστορία δεν είναι παρά η διήγησις της ζωής ηρώων. Αι μάζαι δεν έπαιξαν ποτέ πρωταρχικόν ρόλον, απλώς έθετον την σφραγίδα της γενικότητος ή το πολύ-πολύ προσυπέγραφον. Δια να απλουστεύσωμεν το θέμα συνοψίσατέ το εις την ερώτησιν: «Οι Έλληνες ή ο Μ. Αλέξανδρος επήγαν εις την Περσίαν;» Η ορθή απάντησις είναι οπωσδήποτε, ότι ο Αλέξανδρος ωδήγησε τους Έλληνας προς την Περσίαν και όχι φυσικά οι Έλληνες τον Αλέξανδρον. Βεβαίως η μάζα είναι απαραίτητος, αλλά μόνη της η μάζα δεν κατορθώνει τίποτε, αν δεν ευρεθή επί κεφαλής της ο εμπνευσμένος ηγέτης, που θα οργανώση, θα φανατίση και θα παρακινήση. Οι ήρωες είναι το απόσταγμα των αρετών της φυλής. Ενόσον δε η φυλή διατηρεί την καθαρότητά της θα παράγη νέους ήρωας, δίδουσα την εντύπωσιν ότι οι ήρωες της φυλής δεν πεθαίνουν ποτέ. Είναι αυτό που παραστατικώς εξέφρασεν ο Ιω. Μεταξας ειπών: «Οι ήρωες δεν θνήσκουν, πίπτουν. Η δε γη πίνουσα το αίμα των τους αναγεννά» ! Αλλοίμονον εις την φυλήν, η οποία θα παύση να γεννά ήρωας. Ο εκπεσμός της είναι βέβαιος και η καταστροφή της επικειμένη. Διότι ουσιαστικώς ο ανταγωνισμός των εθνών δεν είναι παρά ανταγωνισμός μεταξύ αλλοεθνών ηρώων. Και τώρα ας δοθή η μεγαλυτέρα προσοχή. Ο ηρωισμός, κατά την κοσμοθεωρία του εθνικισμού, ρυθμίζει, όπως είπαμε, την ιστορικήν εξέλιξιν των κοινωνιών. Επειδή όμως ο ηρωισμός αποτελεί αίσθημα, έπεται ότι είναι αδύνατος η πρόβλεψις των μελλόντων να συμβούν, καθόσον τα αισθήματα δεν υπόκεινται εις λογικήν ανάπτυξιν, ώστε να εκφέρωνται ασφαλή συμπεράσματα, περί της εξελίξεώς των. Ως εκ τούτου ο εθνικισμός αρνείται την μοιρολατρείαν και δέχεται τον αγώνα δια την δημιουργίαν μιάς καλλιτέρας ζωής, η οποία εξαρτάται από την δύναμιν της φυλής, που αγωνίζεται ακολουθούσα τους ήρωας που ανέδειξε και όχι από την τύχην ή από οποιαδήποτε αιτιοκρατία. Ο ηρωισμός εξηγεί ποικίλας εκδηλώσεις της ιστορίας, καθώς και ιστορικά γεγονότα τα οποία η λογική όχι να ερμηνεύση, αλλά ούτε καν να εννοήση μπορεί. Αι Θερμοπύλαι, το Σούλι, η Σαλαμίς, το Ζάλογγον, ο Μαραθών, το Αρκάδι–δια να μνημονεύσωμεν ενδόξους σταθμούς και όχι μεμονωμένα αλλ’ εξ ίσου αξιόλογα περιστατικά, από την άποψιν του ηρωισμού–είναι συμβάντα εξωλογικά και εν πολλοίς αντιλογικά. Όλα αυτά και αμέτρητοι ανδρείαι πράξεις, που συνεκλόνισαν τον κόσμον και κατηύθυναν την ιστορίαν των κοινωνιών, συνετελέσθησαν υπό τήν επήρειαν του αισθήματος του ηρωισμού.
28
ΣΤ΄ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Δεν αποτελεί κάτι το νέον ή το ασύνηθες η γενική πολιτική ενός έθνους να καθορίζεται από την γεωγραφικήν θέσιν, εις την οποίαν κείται. Η γ ε ω π ο λ ι τ ι κ ή είναι παλαιοτάτη και εν μεν τη θεωρία ανελύθη υπό του Αριστοτέλους και του Πλάτωνος, εν δε τη πράξει έτυχεν ευφυούς εφαρμογής υπό του Βασιλέως Φιλίππου, προηγουμένως υπό του Θεμιστοκλέους και ακόμη ενωρίτερον αι γεωπολιτικαί ανάγκαι του Ελληνισμού ωδήγησαν εις την πανελλήνιον εκστρατείαν κατά της Τροίας. Το πόσον ρυθμίζει την πολιτικήν ενός έθνους η γεωγραφική του θέσις φαίνεται και από τους ισχυρισμούς ωρισμένων νεωτέρων κοινωνιολόγων, οι οποίοι απέδωσαν την ανάπτυξιν του κοινοβουλευτικού συστήματος εν Αγγλία εις την ασφάλειαν, την οποίαν της παρείχεν η γεωγραφική της θέσις ως νήσου. Τουναντίον η Γαλλία, λόγω της ηπειρωτικής της τοποθετήσεως και των εξ αυτής προερχομένων κινδύνων απήτει συγκέντρωσιν εξουσίας και δι’ αυτό ηυνοήθησαν τα μοναρχικά πολιτεύματα. Αναμφισβητήτως, εν πάση περιπτώσει, η γεωγραφική θέσις της χώρας καθορίζει την πολιτικήν, την οποίαν οφείλει να ακολουθή ένα έθνος, τόσον απόπ εσωτερικής, όσον και από εξωτερικής πλευράς. Ο Ελλαδικός χώρος, δια να ασχοληθώμεν με την πατρίδα μας, η οποία άλλως τε και μόνον μας ενδιαφέρει, επί του οποίου και δια του οποίου αναπτύσσει την εθνικήν της δραστηριότητα η φυλή μας, παρουσιάζει μίαν ιδιομορφίαν. Ο ζωτικός χώρος της Ελλάδος, ο οποίος, ως γνωστόν, αποτελεί την απαραίτητον υλικήν προϋπόθεσιν επιβιώσεως και ανόδου της φυλής, έχει ως επίκεντρον το Α ι γ α ί ο ν. Γεωοικονομικώς, αλλά και από την άποψιν της γεωστρατηγικής αμύνης, ο Ελλαδικός χώρος, δια να ανταποκρίνεται εις τας παντοειδείς απαιτήσεις της ζωής των Ελλήνων χρειάζεται δύο τινά. Πρώτον να αγκαλιάζη ολοπλεύρως το Αιγαίον, ώστε αυτό να συνιστά ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ν ε λ λ η ν ι κ ή ν θ ά λ α σ σ α ν, και δεύτερον η περιβάλλουσα το Αιγαίον ξηρά να εκτείνεται εις τοιούτον β ά θ ο ς ώστε να μη είμεθα ουσιαστικώς παράλιος πληθυσμός, που θα εξηγήσωμεν μετά διατί αυτό είναι κακόν. Εξετάζοντες ειδικώτερον αυτά τα δύο θεμελιώδη στοιχεία, δια την εξασφάλισιν εις το έθνος μας του πρέποντος εις αυτό ζωτικού χώρου, δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν μελετώντες την ιστορίαν μας ότι ο Ελληνισμός ήκμαζε πάντοτε, οσάκις τα υπ’ αυτού κατεχόμενα εδάφη απετέλουν περιφέρειαν του Αιγαίου. Από την εποχήν της εκστρατείας εις την Τροίαν, η οποία φυσικά δεν έγινε δια την ωραίαν Ελένην, κατέστη πρόδηλον ότι αι ελληνικαί εθνικαί δραστηριότητες δεσμεύονται αν περιορισθούν εις μίαν εκ των πλευρών γης του Αιγαίου. Το ελληνικόν μεγαλείον εζήτει, δια την ολοκλήρωσίν του, την κυριαρχικήν εξάπλωσιν των Ελλήνων καθ’ άπασαν την περιβάλλουσαν το Αιγαίον χώραν. Ούτως εδημιουργήθησαν αι Ιωνικαί πόλεις, χάριν των οποίων έγιναν και οι Μηδικοί πόλεμοι. Όλοι δε οι ανθήσαντες πολιτισμοί μας των πόλεων της Ιωνίας, της Κνωσού, των Μυκηνών, της Πέλλας, των Αθηνών, έφερον κεντρομόλον χαρακτήρα προς το Αιγαίον. Υπ’ αυτήν την έννοιαν, υπό την έννοιαν δηλαδή ότι αι απαστράπτουσαι ακτινοβολίαι των, πριν φωτίσουν όλον τον κόσμον, διεσταυρούντο εις το πέλαγος, μπορούμεν να είπωμεν ότι ήσαν εκδηλώσεις του κοινού Αιγαίου πολιτισμού. Αφού εχαράχθη η εκ ξηράς περίμετρος του Αιγαίου, πρέπει εν συνεχεία αύτη να έχη τοσούτον βάθος, ώστε να μη είμεθα παραλιακός πληθυσμός. Μολαταύτα σήμερον, δυστυχώς, η εδαφική μας κατάστασις δεν ανταποκρίνεται εις τον ζωτικόν χώρον, που μας ανήκει. Προς ανατολάς τα ελληνικά εδάφη, τα περιβρεχόμενα υπό του Αιγαίου, ευρίσκονται εισέτι υπό κατοχήν, ενώ οι εκεί διαβιούντες ομογενείς εξεμηδενίσθησαν
29
ή εκμηδενίζονται, δι’ απανθρώπων μεθόδων αφελληνισμού. Προς βορράν συμβαίνουν τα ίδια και χειρότερα. Ελληνικαί πόλεις μεγαλουργήσασαι επί αιώνας, όπως Φιλιππούπολις, Αγχίαλος, Στενήμαχος, Πύργος, Νικόπολις, Ζαγορά κλπ., έχασαν ή χάνουν τον Ελληνικόν τους χαρακτήρα, ενώ οι ζώντες εκεί Έλληνες, όσοι απέμειναν, εξαφανίζονται υποκείμενοι εις τον πλέον απηνή διωγμόν. Εις την Βόρειον Ήπειρον τα πράγματα εξελίσσονται αθλιώτερα, ο αφελληνισμός εκείνης της ελληνικής επαρχίας υπήρξε και εξακολουθεί αμείλικτος. Σπουδαία κέντρα ελληνισμού, όπως Μοναστήριον, Δέλβινον, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρον, Μοσχόπολις κλπ. κατεστράφησαν ολοσχερώς. Ο ζωτικός χώρος της Ελλάδος, ο οποίος συνεπιέσθη και περιωρίσθη, υπαγορεύει και την φύσιν του ελληνικού προβλήματος, το οποίον δεν έγκειται ούτε εις το πώς θα αυξηθούν οι μισθοί και αι συντάξεις, ούτε ο Τουρισμός ή ποίοι και πώς θα κυβερνούν τον τόπον. Το πρόβλημα της Ελλάδος, δια να το είπωμεν κάπως επιστημονικώτερον, δεν είναι πρόβλημα κοινωνικόν ή πολιτικόν ή οικονομικόν. Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι ι σ τ ο ρ ι κ ό ν. Η ιστορική πραγματικότης μας λέγει, ότι το ελληνικόν πρόβλημα συνίσταται εις το ότι : είμεθα ο ο λ ι γ ά ρ ι θ μ ο ς π α ρ α λ ι α κ ό ς π λ η θ υ σ μ ός, ο ο π ο ί ο ς δ έ χ ε τ α ι τ η ν π ί ε σ ι τ η ς π ο λ υ α ρ ί θ μ ο υ ε ν δ ο χ ώ ρ α ς. Κατά κοινωνιολογικόν δε νόμον και όπως εκ της πείρας του παρελθόντος απεδείχθη, οι ολιγάριθμοι παραλιακοί πληθυσμοί εξαφανίζονται πάντοτε, όταν υφίστανται την πίεσι του πολυπληθούς εσωτερικού. Εκτός της πατρίδος, οπουδήποτε αλλού μετέβησαν οι Έλληνες, μολονότι επεκράτησαν αρχικώς των ιθαγενών, κατόπιν αι ελληνικαί αποικίαι εχάνοντο, διότι όλαι ήσαν παραλιακαί. Επειδή μας ενδιέφεραν οι λιμένες δια το εμπόριον και την ναυσιπλοίαν, εγκαθιστάμεθα μονίμως πέριξ αυτών χωρίς να επεκτεινώμεθα εις βάθος, με αποτέλεσμα τελικώς υποκείμενοι εις την πίεσιν της ενδοχώρας, να χάνωμεν τας λαμπράς και σφυζούσας από ελληνικήν ζωήν αποικίας μας. Ούτω κατά καιρούς απωλέσαμεν τα παράλια της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Β. Αφρικής, του Ευξείνου Πόντου και της Μικράς Ασίας. Ο Φίλιππος, κατέχων απολύτως την γεωπολιτικήν, πριν στραφή προς νότον, δια την εμπέδωσιν της ενότητος των ελληνικών πόλεων και πριν αρχίση τα μεγαλεπίβολα σχέδιά του, τα οποία αργότερον επραγματοποίησεν ο Αλέξανδρος, εφρόντισε να τακτοποιηθή προς Βορράν κυρίως και γενικώς να αποκτήση η Μακεδονία βάθος, ώστε να ανακουφισθή από το βάρος της πιέσεως της ενδοχώρας. Την γεωπολιτικήν όμως ιδιαιτέρως επρόσεξεν ο Αλέξανδρος, ο οποίος επί παραδείγματι όταν εξεκίνησε δια την δημιουργίαν του παγκοσμίου Ελληνικού κράτους, καίτοι κατέκτησε τεραστίας εκτάσεις προεχώρει και όλο προεχώρει επιδιώκων να συναντήση θάλασσαν, ώστε να μην έχη ενδοχώρα δυναμένη κάποτε να τον πιέση. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έβλεπαν την ασφάλειαν της αυτοκρατορίας εις αυτό ακριβώς: εις την απουσίαν ενδοχώρας, και όταν τούτο ήτο ακατόρθωτον ηγωνίζοντο δια την όσο το δυνατόν απομάκρυνσιν των εχθρών του Βυζαντίου, δια της επεκτάσεως των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Χωρίς αντίρρησι κατά ένα όχι ευκαταφρόνητο μέρος το Βυζάντιον άνθεξε χάρις εις την έκτασίν του, η οποία του επέτρεπε, χωρίς να διακινδυνεύη το ίδιο, να χάνη εις στιγμάς αδυναμίας εδάφη, τα οποία ύστερον, όταν ανέκτα την ισχύν του, εκέρδιζε πάλιν. Κατά τους σκοτεινούς αιώνας του τουρκικού ζυγού, το Ελληνικόν έθνος έζη με εθνικό όνειρο «διπλό, τριπλό θα πάρουμε αυτό που μας επάρθη» και με την παρήγορον ελπίδα του: «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι». Το γνήσιον ελληνικόν πνεύμα την εποχήν εκείνην, καίτοι η χώρα ήτο σκλαβωμένη, δεν επρόδιδε τον εθνικόν σκοπόν, ο οποίος ανέκαθεν ήτο η αναβίωσις της Α υ τ ο κ ρ α τ ο ρ ί α ς.
30
Εις την περίφημον διακήρυξιν (24-2-1821) του Υψηλάντου, δια της οποίας εκαλούντο τα πιστά τέκνα της Ελλάδος να αγωνισθούν υπέρ της ενδόξου πατρίδος, διαβάζομεν: «Ιδού η φίλη ημών πατρίς Ελλάς ανυψώνει μετά θριάμβου τας προπατορικάς της σημαίας! Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, ε ν ε ν ί λ ό γ ω η Ε λ λ ά ς ά π α σ α έπιασε τα όπλα». Εκ της διατυπώσεως συνάγεται ότι όλαι αι επαναστατήσασαι περιοχαί απετέλουν ελληνικάς επαρχίας. Βεβαίως άλλαι πολλαί επαρχίαι μας παρελείφθησαν από την διακήρυξιν και τούτο, διότι η διακήρυξις περιελάμβανε μόνον τας επαναστατησάσας περιοχάς. Η Σερβία και η Βουλγαρία ανήκον εις την Ελλάδα. Ήσαν καθαραί ελληνικαί επαρχίαι, εις τας οποίας εγκατεστάθησαν οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι, που κατήλθον εις την Ευρώπην τον 5ον μ. Χ. αιώνα και έμαθαν να γράφουν τον 9ον μ.Χ. αιώνα, χάρις εις την βλακείαν του αυτοκράτορος Μιχαήλ Γ΄, ο οποίος αντί να τους αφήση εις την ζωώδη κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκοντο, απέστειλε δύο Έλληνας καλογήρους, τον Κύριλλον και τον Μεθόδιον, δια να τους ανοίξουν τα μάτια. Το πόσον ουσιαστικώς μας ανήκουν εκείναι αι περιοχαί, πλην των ακαταλύτων ιστορικών τίτλων κυριότητος που δυνάμεθα να προσκομίσωμεν, υπάρχει και το αξιοπρόσεκτον γεγονός, ότι καίτοι ήμεθα υπόδουλοι των Τούρκων, ημείς ήμεθα εκείνοι οι οποίοι διώκουν τας αγέλας των σλαβοσερβικών και βουλγαρικών υπολαών. Οι Έλληνες μάλιστα τους εχρησιμοποίουν ως οικόσιτα ζώα ή δια τελείως κατωτέρας εργασίας, εξ ού και η ονομασία των, Σλάβοι από το λατινικόν Slavus, που σημαίνει σκλάβος και Σέρβοι από το λατινικόν πάλιν Servus, που σημαίνει υπηρέτης. Όσον αφορά εις τους Βουλγάρους ονομασθέντας ούτω διότι πρωτοεγκαταστάθησαν πλησίον του ποταμού Βόλγα, το γεγονός ότι μέχρι τον 9ον μ.Χ. αιώνα δεν εγνώριζον την γραφήν, εν συνδυασμώ με την εξηκριβωμένην πληροφορίαν ότι ετρέφοντο με ρίζας, χόρτα και ωμό κρέας, το οποίον εμαλάκωναν τοποθετούντες αυτό κάτω από την σέλλα του ίππου των, αρκεί δια να μας δείξη την υπάνθρωπον κατάστασίν των. Εν πάση περιπτώσει μετά την απελευθέρωσιν εδημιουργήθη αντί της αυτοκρατορίας ένα κουτσουρεμένο κρατίδιον, το οποίον εστοίχισε περίπου 800.000 νεκρούς, που έπεσαν κατά την διάρκειαν των ετών του επαναστατικού αγώνος. Μολαταύτα η ενυπάρχουσα αυτοκρατορική τάσις της φυλής φλογίζει πνεύματα και καρδίας. Ιδανικόν των Ελλήνων γίνεται η Μεγάλη Ελλάς. Ο Μεγαλοϊδεατισμός ως αίτημα και εθνικόν κίνημα αποκορυφούται. Η Κρήτη και αι Ιόνιοι νήσοι επιστρέφουν εις την μητέρα Ελλάδα. Αι νήσοι του Ιονίου, αξίζει χάριν της ιστορίας να σημειωθή ότι μας εδόθησαν από τους Άγγλους με την υποχρέωσίν μας να μην ανοίξωμεν το Μακεδονικόν ζήτημα. Εν τούτοις–και εύγε των–ανδρείοι πατριώται αρχίζουν τον αγώνα δια την απελευθέρωσιν της Μακεδονίας και της Θράκης και όποιας άλλης ακόμη ελληνικής περιοχής ήτο δυνατόν. Τα έτη του 1912–13 μας φέρουν εις την πραγματοποίησιν θρυλικών ονείρων. Ολόκληρος η Ήπειρος, μέρος της Μακεδονίας με την Θεσσαλονίκην κλπ. ανακτώνται. Η Ελλάς μεγαλώνει και με το ξίφος κερδίζει τα εδάφη της, τον ζωτικόν της χώρον. Και φθάνομεν εις το 1921 όπου συντελείται η ολοκληρωτική προσπάθεια δια την αυτοκρατορίαν. Δυστυχώς όμως ο Διχασμός και μ ό ν ο ν αυτός αποτρέπει την υλοποίησι των οραματισμών. Δια μίαν ακόμη φοράν δικαιώνεται ο Πολύβιος ο οποίος επιμόνως εζήτει να μην πολεμούν μεταξύ των οι Έλληνες, αλλά να ευγνωμονούν τους Θεούς, εάν συμφωνούν όλοι και κρατούν τας χείρας των όπως αυτοί που διαβαίνουν τους ποταμούς, διότι έτσι θα μπορούν να αποκρούουν τους βαρβάρους και να σώζουν τους εαυτούς των και τας ελληνικάς πόλεις : «Μηδέποτε πολεμείν τους Έλληνας αλλήλοις, αλλά μεγάλην χάριν έχειν τοις θεοίς, ει λέγοντες έν και αυτό πάντες
31
και συμπλέκοντες τας χείρας, καθάπερ οι τους ποταμούς διαβαίνοντες‘ δύναιντο τας των βαρβάρων εφόδους αποτριβόμενοι συσσώζειν σφας αυτούς και τας πόλεις». Πολύ κρίμα όμως, από το 1915 ήδη οι Έλληνες έπαυσαν να συμφωνούν μεταξύ των, με αποτέλεσμα να συμβούν τα ακριβώς αντίθετα εκείνων που έλεγε ο Πολύβιος: οι βάρβαροι δεν απεκρούσθησαν, εκατοντάδες χιλιάδες ιδικοί μας εφονεύθησαν και αι ελληνικαί πόλεις κατεστράφησαν. Η φυλή έχασε τον ζωτικόν της χώρον οπισθοχωρήσασα εξ αιτίας της εσωτερικής διχονοίας, ενώ οι ομοεθνείς δεν απηλευθερώθησαν επιβεβαιωθέντος του Σολωμου, που αφώρισε τους Έλληνας με τους στίχους: « Άν μισούνται ανάμεσά τους, δεν τους πρέπει ελευθερία». Ευτυχώς ο πόλεμος του 1940 μας εύρε, χάρις εις τον Ι. Μεταξα, ηνωμένους, οπότε το Έθνος απέδειξε τί δύναται να κατορθώση όταν είναι ενωμένον. Παρά την νίκην, παρά τας θυσίας και παρά τας αφειδείς υποσχέσεις ανεντίμων συμμάχων, ο ζωτικός χώρος της Ελλάδος δεν αποκατεστάθη. Την φοράν αυτήν απεκαλύφθησαν οι άνευ τιμής και ανδρισμού σύμμαχοί μας. Οι Άγγλοι δεν μας έδωσαν την Κύπρον. Οι Άγγλοι δεν μας άφησαν (τον Ζέρβαν) να προχωρήσωμεν προς Β. Ήπειρον όπου εγράφη τόση δόξα και εχύθη κρουνηδόν, επί έξη μήνας, τόσον ελληνικόν αίμα. Ούτε ακόμη μας επέτρεψαν να απελευθερώσωμεν τας ελληνικάς πόλεις που κατείχον και ακόμη κατέχουν οι Βούλγαροι, οι οποίοι κατέσφαξαν τους Θράκας και τους Μακεδόνας, όταν εισέβαλον ως σύμμαχοι των Γερμανών εις τας περιοχάς αυτάς. Και ακόμη οι Άγγλοι ήθελαν, μόλις μας επετέθησαν οι Γερμανοί, να παραχωρήσωμεν την Χίον και την Μυτιλήνην εις τους Τούρκους δια να ... μη τας καταλάβουν οι Γερμανοί ! δήθεν ενώ αληθώς δια να τας πάρουν οι Τούρκοι. Ούτως εχόντων των πραγμάτων και ύστερον μιάς εξουθενωτικής τετραετούς κατοχής και ενός τριετούς εθνικού πολέμου κατά σλαβοκινήτων προδοτών βλέπομεν σήμερον την Ελλάδα μας από άποψιν χώρου ηκρωτηριασμένην. Από Ανατολάς δεν έχομεν τίποτε από όσα δικαιούμεθα. Ακόμη και η ημίσεια Θράκη κατέχεται από τους Τούρκους καθώς και νήσοι του Αιγαίου μας. Προς βορράν παρουσιάζεται εις τον γεωγραφικόν χάρτην το καταπληκτικόν θέαμα: μία αβαθής έκτασις ξηράς αποτελουμένη εκ της Μακεδονίας και της Θράκης κρατεί εις τους ώμους της το αβάστακτον φορτίον των τριακοσίων εκατομμυρίων Σλάβων. Η Βόρειος Ήπειρος, από το άλλο μέρος, στενάζει υπό το πέλμα των ζωοκλεπτών Αλβανών, τους οποίους λόγω δειλίας των εκάστοτε κυβερνήσεων δεν καταβροχθίζομεν εντός δύο ημερών. Η Κύπρος επροδόθη και τα υπό βουλγαρικήν κατοχήν ελληνικά εδάφη εγκατελείφθησαν εις την κακήν των τύχην. Ο Αριστοτέλης εις τα «Πολιτικά» λέγει τα εξής πράγματα, τα οποία θα πρέπει να γνωρίζουν όσοι τυχαίνει να διοικούν αυτόν τον τόπον. Η πολιτεία, κατά τον επιφανή φιλόσοφον, αποτελεί φ υ σ ι κ ό ν δ η μ ι ο ύ ρ γ η μ α. Ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να ζήση και δι’ αυτό συγκροτεί φυσικήι εντολήι και ανάγκηι την οικογένειαν κατ’ αρχήν και την πολιτείαν κατόπιν, η οποία περιλαμβάνει και γίνεται από την ένωσιν πλήθους ομοφύλων οικογενειών. Η πολιτεία αποτελεί την πολιτικήν κοινότητα, εντός της οποίας ζη το άτομον, μη εννοούμενον ποτέ εκτός αυτής, διότι όποιος ζη εκτός αυτής δεν είναι άνθρωπος, αλλά «θηρίον ή Θεός». Ουδείς άνθρωπος υπάρχει μεμονωμένος και ουδείς δύναται να ζήση τοιουτοτρόπως. Η πολιτεία συνιστά προϋπόθεσιν εξασφαλίζουσα την ζωήν των ατόμων. Χωρίς αυτήν είναι ακατόρθωτος η ανθρωπίνη ζωή. Κατά συνέπειαν, ισχυρίζεται ο Αριστοτέλης, ο μεν γενεσιουργός λόγος της δημιουργίας της πολιτείας είναι η ανάγκη της διατηρήσεως της ζωής των ανθρώπων, οι οποίοι την απαρτίζουν, ο δε προορισμός της η εξύψωσις της ζωής: «γενομένη μεν του ζην ένεκεν, ούσα δε του ευ ζην». Δια να πραγματοποιηθή όμως ο προορισμός της πολιτείας, όπως αναφέρεται εις το έβδομον βιβλίον των «Πολιτικών» όπου αναλύεται το άριστον πολίτευμα, επιβάλλεται να υ-
32
πάρξη ο κατάλληλος χώρος, διότι δεν επιτρέπεται να είναι ο πληθυσμός υπερβολικός εν αναλογικήι συγκρίσει προς τον χώρον. Καταφεύγοντες, λοιπόν, εις τον Αριστοτέλην–τα έργα του οποίου ακόμη να μεταφράση το κράτος εις την νεοελληνικήν, ώστε να γίνουν κτήμα ολοκλήρου του λαού – και παρατηρούντες υπό το πρίσμα της απαραμίλλου πολιτικής ευφυ ΐας του φιλοσόφου την παρούσαν κατάστασιν, διαπιστούμεν ότι η πολιτεία μας, ελλείψει χώρου, αδυνατεί να υλοποιήση τον προορισμόν της, ήτοι την εξύψωσιν της ζωής, το «ευ ζην», με αποτέλεσμα να αναζητήται αυτή η ποικίλη βιοτική εξύψωσις, είτε πνευματική, είτε υλική, αλλού, εκτός και μακράν της Ελλάδος, η οποία, απογυμνουμένη των δραστηριωτέρων τέκνων της και στερουμένη πολλών εκ των επαρχιών της,διακινδυνεύει την ύπαρξίν της ως πολιτείας, οπότε και με την πάροδον ωρισμένου χρόνου απειλείται ολόκληρος η φυλή. (Επί Τουρκοκρατίας δεν υπήρχεν ουσιαστικώς απόλυτος κατάλυσις της Ελληνικής πολιτείας, διότι πλείσται περιοχαί ήσαν ανεξάρτητοι, υποβαλλόμεναι μόνον εις φορολογίαν, άλλαι δε έχαιρον ωρισμένων προνομίων και γενικώς ευρύταται δημόσιαι δικαιοδοσίαι είχον παραχωρηθή εις Έλληνας). Ιδού λοιπόν πώς έχει και ποίον είναι το ελληνικόν πρόβλημα το οποίον μέχρι στιγμής ουδείς επεσήμανε δημοσίαι ε ν ώ τ ο β λ έ π ο υ ν ό λ ο ι και το οποίον περιέχεται εις την φράσιν, που επαναλαμβάνομεν : είμεθα ο ολιγάριθμος παραλιακός πληθυσμός, που δέχεται την πίεσιν της πολυαρίθμου ενδοχώρας. Αν δεν αντιδράσωμεν εγκαίρως και όπως πρέπει θα καταστραφώμεν, θα χαθώμεν. Δια να μην υπάρξη εποχή που ερχόμενος ο κόσμος εις την ελληνικήν γην να λέγη: ε δ ώ ή τ ο κ ά π ο τ ε η Ε λ λ ά ς, οφείλομεν να λάβωμεν εσπευσμένως ωρισμένα μέτρα, τα οποία ημείς γνωρίζομεν και τα οποία ευχαρίστως αναφέρομεν εις τους υπευθύνους κυβερνώντας,* εάν αυτοί πιστεύουν ότι το πρόβλημα της Ελλάδος είναι αυτό όπως περιεγράφη και εάν πιστεύουν ότι προορισμός της φυλής μας είναι να δημιουργήση α υ τ ο κ ρ α τ ο ρ ί α ν . Εάν.
_________________________________________ *( Στρατιωτικούς της τότε «21ης Απριίου»)
33
34