Ν.Λ.
ΛΥΣΙΑΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΟΥΣ ΦΟΝΟΥ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
ΑΘΗΝΑΙ 2012
Ἡ παροῦσα ἔκδοσις ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν παρουσίασιν αὐτῶν τῶν θαυμασίων ἔργων σὲ μία μεγαλυτέρα ὁμάδα ἀνθρώπων καὶ ὄχι τὴν «συλλογὴ» εὐσήμων ἢ χρημάτων. Συνεπῶς, δὲν αὐτοπροβάλλεται ὡς προϊὸν κλοπῆς πνευματικῶν ἢ ἄλλων «δικαιωμάτων», ἀλλὰ ὡς προϊὸν ἀγάπης, κόπου καὶ κυρίως μελέτης ἀξιολογοτέρων προσπαθειῶν. Εὐχαριστῶ ὅλους τοὺς φίλους γιὰ τὴν βοήθεια καὶ τὴν συμπαράστασίν τους.
Λυσίας - Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία Ἀθῆναι 2012, ἔκδοσις Β’ Ἐπιμέλεια: Ν.Λ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1 Προλεγόμενα 2 Δύο λόγια γιὰ τὸν Λυσία… 3 Περίληψις τοῦ λόγου 4 Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία 20 Βιβλιογραφία - Βοηθήματα
Προλεγόμενα «...Σύμφωνα μὲ τὰ μέχρι τώρα στοιχεῖα, ὁ Χ εἶχε φθάσει στὴν πολυκατοικία τῆς ὁδοῦ Χ μετὰ τὶς 17.00 τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς, γιὰ ἰδιωτικὴ ἐπίσκεψι. Ἐπῆγε μόνος μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, ἐνῷ προηγουμένως εἶχε ἀποδεσμεύσει τὸν ὁδηγό του. Ἀφοῦ παρέμεινε στὸ διαμέρισμα γιὰ μία περίπου ὥρα, ἔφυγε λίγο πρὶν τὶς 18.00. Στὰ σκαλοπάτια τῆς πολυκατοικίας, μεταξὺ ἰσογείου καὶ πρώτου ὀρόφου, τὸν περίμενε ἕνας ἄνδρας, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπετέθη φραστικῶς καὶ τὸν ἐκτύπησε. Ἡ γυναῖκα, μὲ τὴν ὁποία ὁ Χ εἶχε συναντηθῇ ἐνωρίτερα, εἶδε ἀπὸ τὸ μάτι τῆς πόρτας τὸν διαπληκτισμὸ καὶ φέρεται νὰ ἔχῃ ἀναγνωρίσει τὸν ἄνδρα της στὸ πρόσωπο τοῦ δράστου. Ὅταν ἔφθασαν οἱ πρῶτες βοήθειες ὁ Χ ἦτο ἀκόμα ζωντανός, ἀλλὰ ἐξέπνευσε λίγα λεπτὰ ἀργότερα...». Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀπεφάσισα νὰ παρουσιάσω τὸ συγκεκριμένο, ὄχι τόσο γνωστό, ἔργο τοῦ Λυσίου καὶ μάλιστα ἐκτὸς (δικοῦ μου) προγράμματος, εἶναι πολὺ ἁπλὸς καὶ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὸ σχολικὸ βασανιστήριο τὸ ὁποῖον ἄκουγε στὸ ὄνομα «Λόγος ὑπὲρ ἀδυνάτου». Μὴ μὲ παρεξηγήσῃς, δὲν ἐξακολουθῶ νὰ ἔχω τὴν ἴδια ἄποψιν, ἀλλὰ δὲν ἔχω καταφέρει ἀκόμα νὰ τὸ ξεπεράσω ἐντελῶς (καθὼς συνέβη στὴν γʹ τάξι τοῦ γυμνασίου), ἀφοῦ μᾶς ἐπεβλήθη ἡ «ἐσχάτη τῶν ποινῶν», ἡ μελέτη ἑνὸς δικανικοῦ (!!!) λόγου, βαρετοῦ, ὅπως καὶ ὅλη ἡ «διδασκαλία» τῶν φιλολογικῶν μαθημάτων. Ἀφοῦ ἐπέρασε ἀρκετὸς καιρὸς καὶ εἶχα τὴν τύχη νὰ μαθητεύσω κοντὰ σὲ δασκάλους μὲ ἀπίστευτο πάθος γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τὰ Κείμενα, μελετώντας παράλληλα πολλὰ σχετικὰ ἔργα, ὅπως αὐτὸ τοῦ Παναγιώτου Κυριακοπούλου, χωρὶς τὴν ἐργασία τοῦ ὁποίου θὰ εἶχα πλήρη ἄγνοιαν γιὰ τὴν σπουδαιότητα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ δικαίου, ξεκίνησα ν’ ἀποδίδω διάφορα ἔργα, ἔχοντας ὅμως στὸ πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ μου τὴν παρουσίασιν, κάποτε, κάποιου λόγου τοῦ Λυσίου ἢ τοῦ Δημοσθένους. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἐξακολουθοῦσα νὰ ἔχω τὴν ἑξῆς ἀπορία: Ἆραγε, ὅλοι αὐτοὶ οἱ δικανικοὶ λόγοι εἶναι ΤΟΣΟ βαρετοί;;; Προσφάτως λοιπόν, ἐπαρουσιάσθη ἡ ἀφορμή, ἀποδεικνύοντας γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰ ὅτι εἴτε ἀσχολεῖσαι μὲ τὰ καθημερινὰ πράγματα εἴτε μὲ κβαντικὴ φυσική, αὐτοὶ οἱ «ἀρχαῖοι» εἶναι πάντοτε ἐπίκαιροι καὶ πρόθυμοι νὰ λύσουν ὅποιαν ἀπορία καὶ ἂν ἔχῃς. Βέβαια, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ αὐτὸ τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ διαβάσῃς, θὰ σὲ παρακαλοῦσα, ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα μὲ πρόσωπα ἢ καταστάσεις νὰ τὴν θεωρήσῃς ἐντελῶς συμπτωματική... Ν. Λ.
Σελὶς | 1
Δύο λόγια γιὰ τὸν Λυσία… Ὁ Λυσίας ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικωτέρους ῥήτορας τῆς ἀρχαιότητος. Ἐγεννήθη τὸ 459π.Χ. στὴν Ἀθήνα. Πατέρας του ἦτo ὁ Κέφαλος, ἐπιφανὴς καὶ πλούσιος Συρακόσιος, ἐνῷ παππούς του ὁ Λυσανίας. Εἶχε ἀδελφοὺς τὸν Πολέμαρχο καὶ τὸν Εὐθύδημο. Ὁ πατέρας του, μὲ πρόσκλησιν τοῦ φίλου του πολιτικοῦ Περικλέους, ἄφησε τὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας καὶ ἐγκατεστάθη μόνιμα στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἔζησε ὡς μέτοικος τριάντα περίπου χρόνια, ἕως τὸν θάνατόν του. Ὁ Κέφαλος, λόγῳ τῆς εὐπορίας του καὶ τῆς γνωριμίας του μὲ ἐξέχοντας πνευματικοὺς ἄνδρας τῶν Ἀθηνῶν, ἔδωσε σωστὴ ἀγωγὴ καὶ ἐπιμελημένη μόρφωσι στὰ παιδιά του. Τὸ 430π.Χ. μαζὶ μὲ τὰ ἀδέλφια του ἀνεχώρησε, εἰς ἡλικίαν 15 ἐτῶν, γιὰ τοὺς Θουρίους, τὴν ἀποικία τῶν Ἀθηναίων στὴν Κάτω Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐδιδάχθη ῥητορικὴ ἀπὸ τὸν Συρακόσιο ῥήτορα Τεισία. Τὸ 412π.Χ. ὅμως, ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, ὅταν μετὰ τὴν ἄτυχη ἐκστρατεία τῶν Ἀθηναίων στὴν Σικελία, ὑπερίσχυσε στοὺς Θουρίους ἡ ἐχθρικὴ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους πολιτικὴ παράταξις. Μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Πολέμαρχο ἐγκατεστάθη στὴν Ἀθήνα, ὅπου ζοῦσε ὡς πλούσιος ἰσοτελής, ἔχοντας κτήματα καὶ ἐργοστάσιον ἀσπίδων στὸν Πειραιᾶ. Ὅμως, ἡ ἔντονη πολιτικὴ δρᾶσις καὶ τὰ δημοκρατικὰ φρονήματα τῶν δύο ἀδελφῶν ἐνόχλησαν τοὺς Τριάκοντα τυράννους. Ὁ τύραννος Ἐρατοσθένης ἐθανάτωσε τὸν Πολέμαρχο, ἐνῷ ὁ Λυσίας διέφυγε στὰ Μέγαρα χάνοντας μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας του. Ἀπὸ τὰ Μέγαρα ὑπεστήριζε μὲ σθένος τὶς ἐπιχειρήσεις τῶν ἐξορίστων στὸν Πειραιᾶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Θρασύβουλο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς ἀπέστειλε τὰ ὑπόλοιπα χρήματά του, ἀσπίδες καὶ μισθοφόρους. Γιὰ νὰ τιμήσουν τὶς ἐνέργειές του, ἔγινε πρότασις ἀπὸ τὸν Θρασύβουλο στὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποκατάστασι τῆς Δημοκρατίας τὸ 403π.Χ., νὰ τοῦ παραχωρηθῇ τὸ δικαίωμα τοῦ πολίτου, ἀλλὰ ἡ πρότασις αὐτὴ ἐπολεμήθη ὡς παράνομη ἀπὸ τὸν πολιτικὸ ἀντίπαλο τοῦ Θρασυβούλου, Ἀρχίνο. Ἔτσι ὁ Λυσίας δὲν ἀπέκτησε ποτὲ τὸ δικαίωμα τοῦ Ἀθηναίου πολίτου. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα τὸ 403π.Χ., ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸ δικαστήριον ὡς κατήγορος τοῦ Ἐρατοσθένους, τοῦ φονέως τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὁ λόγος Κατὰ Ἐρατοσθένους εἶναι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος ἐξεφωνήθη ἀπὸ τὸν ἴδιον στὸ δικαστήριον. Στὴν συνέχεια ὁ Λυσίας, ἐπειδὴ εἶχε χάσει τὴν περιουσία του, εἰργάσθη ὡς λογογράφος γιὰ νὰ ἐξοικονομῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Ἔγραφε ἐπ’ ἀμοιβῇ λόγους γιὰ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀπεστήθιζον καὶ τοὺς ἀγόρευαν στὰ δικαστήρια γιὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῶν ὑποθέσεών τους. Ὁ Λυσίας ἐτελεύτησε στὴν Ἀθήνα, πιθανότατα τὸ 377π.Χ. Ἔγραψε πάνω ἀπὸ 230 δικανικοὺς λόγους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀκέραιοι ἔχουν σωθῇ μόλις 34, ἐνῷ ἀπὸ ἄλλους ἔχουν σωθῇ ἀποσπάσματα. Ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς οἱ περισσότεροι εἶναι δικανικοὶ καὶ οἱ ὑπόλοιποι συμβουλευτικοὶ (ἐκφωνήθηκαν στὴν Βουλὴ καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου) καὶ ἐπιδεικτικοὶ (ἐκφωνήθηκαν στὶς ἑορτές). Οἱ κυριώτερoι: Κατὰ Ἐρατοσθένους, Ὑπὲρ Ἀδυνάτου, Ἐπιτάφιος, Κατὰ Διογείτονος. Τὰ ἔργα του χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν λιτότητα τοῦ λόγου καὶ ἀναφέρονται στὴν πολιτικὴ κατάστασιν καὶ τὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς του. Σελὶς | 2
Περίληψις τοῦ λόγου Οἱ Ἀθηναῖοι πολῖται ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπερασπίζωνται μόνοι τους τὸν ἑαυτόν τους στὰ δικαστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἦσαν ὅλοι ἱκανοὶ γι’ αὐτὸ (παρ’ ὅτι οἱ νόμοι ἦσαν ἁπλοῖ, σαφεῖς καὶ γνωστοὶ ἢ εὐκόλως προσιτοὶ σὲ ὅλους, ἀφοῦ ἦσαν ἀναγεγραμμένοι στὴν Βασίλειο καὶ στὴν Ποικίλη Στοά, οἱ ὁποῖες εὑρίσκοντο εἰς τὴν Ἀγοράν, δηλαδὴ εἰς τόπον προσβάσιμον) ἢ διότι ἦσαν ἄπειροι ἢ δὲν διέθετον εὐχέρεια λόγου, προσέτρεχον γιὰ βοήθεια σὲ εἰδικευμένους στὸ δίκαιο καὶ στὸν δικανικὸ λόγο, τοὺς λογογράφους, οἱ ὁποῖοι ἀνελάμβανον ἐπὶ πληρωμῇ νὰ γράψουν λόγους τοὺς ὁποίους ἀπεστήθιζον οἱ κατηγορούμενοι καὶ τοὺς ἐκφωνοῦσαν ἐνώπιον τῶν δικαστῶν. Ὁ Εὐφίλητος λοιπόν, ἀντιμετωπίζει τὴν κατηγορία τοῦ φόνου ἐκ πρὸ-μελέτης (φόνος «ἐκ προνοίας»). Πρὶν ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα ἐφόνευσε ἐντός τῆς οἰκίας του τὸν ἐραστὴ τῆς συζύγου του, Ἐρατοσθένη, ἀφοῦ τὸν ἔπιασε ἐπ’ αὐτοφώρῳ μαζί της. Οἱ συγγενεῖς ὅμως τοῦ Ἐρατοσθένους ὑποστηρίζουν ὅτι τὸν ἐδολοφόνησε στήνοντάς του ἐνέδρα καὶ παρ’ ὅλο ποὺ εἶχε προλάβει νὰ καταφύγῃ στὴν ἑστία τῆς οἰκίας ὡς ἱκέτης. Τὸ Δελφίνιον δικαστήριον ἐνώπιον τοῦ ὁποίου παρουσιάζεται ὁ Εὐφίλητος, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Δημοσθένη ὡς τὸ ἱερώτατον καὶ φοβερώτατον ἀπ’ ὅλα, γιὰ τὴν περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ κατηγορούμενος ὁμολογεῖ μὲν τὸν φόνο, ἀλλὰ ἰσχυρίζεται ὅτι νομίμως τὸν διέπραξε. Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ (σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα ἔκριναν οἱ θεοὶ στὴν δίκη τοῦ Ὀρέστου γιὰ τὸν φόνο τῆς μητέρας του Κλυταιμνήστρας καὶ τοῦ ἐραστοῦ της Αἰγίσθου) ὑπάρχουν καὶ δίκαιοι φόνοι, οἱ ὁποῖοι νομίμως μένουν ἀτιμώρητοι, ἐφ’ ὅσον βεβαίως διαπιστωθῇ ἡ νομιμότητά τους. Ὁ Λυσίας ἀναλαμβάνει νὰ παρουσιάσῃ μὲ ἁπλὸ τρόπο τὰ γεγονότα, μπαίνοντας βαθιὰ στὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀπολογουμένου, ἐπικαλούμενος καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς ἀπολογίας τὴν νομοθεσία ἡ ὁποία ἰσχύει σὲ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, βάσει τῆς ὁποίας δὲν πρέπει νὰ λογοδοτῇ στὸ δικαστήριον ὅποιος φονεύει ἄνδρα ὁ ὁποῖος μοιχεύει τὴν σύζυγό του, ἀφοῦ ὁ νόμος, γιὰ αὐτήν του τὴν πρᾶξι, προβλέπει τὸ νὰ μὴ τιμωρῆται. Ὡς τελικὸ ἐπιχείρημα ὁ Εὐφίλητος θὰ ὑποστηρίξῃ ὅτι ὁ φόνος τοῦ Ἐρατοσθένους δὲν ἔγινε ἁπλῶς γιὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς τιμῆς του ἀλλὰ πρὸς ὄφελος τῶν Ἀθηνῶν. Διότι ὁ φόνος θὰ λειτουργήσῃ ἀποτρεπτικά, ἐὰν ἀθῳωθῇ, γιὰ ὅσους ἔχουν τὴν συνήθεια νὰ πλαγιάζουν τὶς νύκτες μὲ παντρεμένες.
Σελὶς | 3
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΟΥΣ ΦΟΝΟΥ ΑΠΟΛΟΓΙΑ [1] Περὶ πολλοῦ ἂν ποιησαίμην, ὦ ἄνδρες, τὸ τοιούτους ὑμᾶς ἐμοὶ δικαστὰς περὶ τούτου τοῦ πράγματος γενέσθαι, οἷοίπερ ἂν ὑμῖν αὐτοῖς εἴητε τοιαῦτα πεπονθότες· εὖ γὰρ οἶδ' ὅτι, εἰ τὴν αὐτὴν γνώμην περὶ τῶν ἄλλων ἔχοιτε, ἥνπερ περὶ ὑμῶν αὐτῶν, οὐκ ἂν εἴη ὅστις οὐκ ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις ἀγανακτοίη, ἀλλὰ πάντες ἂν περὶ τῶν τὰ τοιαῦτα ἐπιτηδευόντων τὰς ζημίας μικρὰς ἡγοῖσθε. [1] Πολὺ θὰ ἐκτιμοῦσα, ἄνδρες, τὸ νὰ γίνετε ἐσεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ τέτοιοι δικαστές, αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ὅποιου εἴδους θὰ ἤσασταν, ἂν ἐσεῖς οἱ ἴδιοι εἴχατε πάθει τέτοια. Ἐπειδὴ ξέρω καλὰ ὅτι, ἂν εἴχατε τὴν ἴδια γνώμη γιὰ τοὺς ἄλλους, αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ ἔχετε γιὰ ἐσᾶς τοὺς ἰδίους, δὲν θὰ ὑπῆρχε κάποιος ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἀγανακτοῦσε μὲ ὅσα ἔχουν γίνει, ἀλλὰ ὅλοι θὰ θεωρούσατε μικρὲς τὶς ποινὲς γιὰ ὅσους διαπράττουν τέτοιου εἴδους πράξεις. [2] καὶ ταῦτα οὐκ ἂν εἴη μόνον παρ' ὑμῖν οὕτως ἐγνωσμένα, ἀλλ' ἐν ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι· περὶ τούτου γὰρ μόνου τοῦ ἀδικήματος καὶ ἐν δημοκρατίᾳ καὶ ὀλιγαρχίᾳ ἡ αὐτὴ τιμωρία τοῖς ἀσθενεστάτοις πρὸς τοὺς τὰ μέγιστα δυναμένους ἀποδέδοται, ὥστε τὸν χείριστον τῶν αὐτῶν τυγχάνειν τῷ βελτίστῳ· οὕτως, ὦ ἄνδρες, ταύτην τὴν ὕβριν ἅπαντες ἄνθρωποι δεινοτάτην ἡγοῦνται. [2] Καὶ αὐτὰ δὲν εἶναι ἔτσι ἀποφασισμένα μόνον ἀπὸ ἐσᾶς, ἀλλὰ σὲ ὅλην τὴν Ἑλλάδα. Διότι γι’ αὐτὸ μόνον τὸ ἀδίκημα καὶ στὴν δημοκρατία καὶ στὴν ὀλιγαρχία έχει ἐπιβληθῇ ἡ ἴδια ποινὴ στοὺς ἀσθενεστέρους [ὅπως καὶ] σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν μεγάλες δυνατότητες, ὥστε ὁ χειρότερος νὰ τυγχάνῃ τῶν ἰδίων [πραγμάτων] μὲ τὸν καλλίτερο. Ἔτσι, ἄνδρες, αὐτὴν τὴν ὕβριν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν θεωροῦν φοβεροτάτη1. [3] περὶ μὲν οὖν τοῦ μεγέθους τῆς ζημίας ἅπαντας ὑμᾶς νομίζω τὴν αὐτὴν διάνοιαν ἔχειν, καὶ οὐδένα οὕτως ὀλιγώρως διακεῖσθαι, ὅστις οἴεται δεῖν συγγνώμης τυγχάνειν ἢ μικρᾶς ζημίας ἀξίους ἡγεῖται τοὺς τῶν τοιούτων ἔργων αἰτίους· [3] Γιὰ τὸ μέγεθος λοιπὸν τῆς ποινῆς νομίζω ὅτι ὅλοι ἐσεῖς ἔχετε τὴν ἴδια γνώμη καὶ κανεὶς δὲν ἀδιαφορεῖ τόσο ὥστε νὰ νομίζῃ ὅτι πρέπει νὰ τυγχάνουν συγχωρήσεως ἢ νὰ θεωρῇ ὅτι οἱ ὑπαίτιοι τέτοιων πράξεων εἶναι ἄξιοι μικρῶν ποινῶν. [4] ἡγοῦμαι δέ, ὦ ἄνδρες, τοῦτό με δεῖν ἐπιδεῖξαι, ὡς ἐμοίχευεν Ἐρατοσθένης τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν καὶ ἐκείνην τε διέφθειρε καὶ τοὺς παῖδας τοὺς ἐμοὺς ᾔσχυνε καὶ ἐμὲ αὐτὸν ὕβρισεν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐμὴν εἰσιών, καὶ οὔτε ἔχθρα ἐμοὶ καὶ ἐκείνῳ οὐδεμία ἦν πλὴν ταύτης, οὔτε χρημάτων ἕνεκα ἔπραξα ταῦτα, ἵνα πλούσιος ἐκ πένητος γένωμαι, οὔτε ἄλλου κέρδους οὐδενὸς πλὴν τῆς κατὰ τοὺς νόμους τιμωρίας. [4] Θεωρῶ, ἄνδρες, ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ καταστήσω φανερόν, ὅτι ὁ Ἐρατοσθένης μοιχεύοντας τὴν δική μου τὴν γυναῖκα, καὶ ἐκείνην διέφθειρε καὶ ἐντρόπιασε τὰ δικά μου τὰ παιδιὰ2 καὶ
1
Σχετικὸ μὲ αὐτό, ἕνα περιστατικὸ τὸ ὁποῖον ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο στὸ ἔργο του «Βασιλέων ἀποφθέγματα καὶ στρατηγῶν» (179d9): «Ὅταν ἔφεραν οἱ δοῦλοι εἰς αὐτόν, πολὺ ἀργὰ τὸ βράδυ, νεαρὴ γιὰ νὰ κοιμηθῇ μαζί του, ἐρώτησε: "Γιατί τέτοιαν ὥρα; ". Λέγοντας αὐτὴ ὅτι "περίμενα τὸν ἄνδρα μου νὰ πέσῃ γιὰ ὕπνο", τοὺς ἐπέπληξε ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας τους παρ’ ὀλίγον νὰ γίνῃ μοιχός». 2 Ἀπὸ τὴν ἀπολογία τοῦ Εὐφιλήτου προκύπτει ἡ ὕπαρξις ἑνὸς μόνον τέκνου, παρ’ ὅλο ποὺ σὲ δύο σημεῖα ὁμιλεῖ περὶ «δικῶν του παιδιῶν».
Σελὶς | 4
ἐμένα τὸν ἴδιον ἀτίμασε εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκία τὴν δική μου3, καὶ ὅτι οὐδεμία ἔχθρα ὑπῆρχε ἀνάμεσα σ’ ἐμένα καὶ σ’ ἐκεῖνον ἐκτὸς ἀπὸ αὐτήν, οὔτε τὰ ἔπραξα αὐτὰ λόγῳ χρημάτων, γιὰ νὰ γίνω πλούσιος ἀπὸ πτωχός, οὔτε λόγῳ κανενὸς ἄλλου κέρδους, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τιμωρία σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους. [5] ἐγὼ τοίνυν ἐξ ἀρχῆς ὑμῖν ἅπαντα ἐπιδείξω τὰ ἐμαυτοῦ πράγματα, οὐδὲν παραλείπων, ἀλλὰ λέγων τἀληθῆ· ταύτην γὰρ ἐμαυτῷ μόνην ἡγοῦμαι σωτηρίαν, ἐὰν ὑμῖν εἰπεῖν ἅπαντα δυνηθῶ τὰ πεπραγμένα. [5] Ἐγὼ λοιπὸν ἐξ ἀρχῆς θὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν δική μου κατάστασιν, χωρὶς νὰ παραλείψω τίποτε, λέγοντας ὅμως τὴν ἀλήθεια. Διότι αὐτὴν θεωρῶ ὡς μόνη μου σωτηρία, ἐὰν θὰ μπορέσω νὰ σᾶς πῶ ὅλα ὅσα ἔχουν πραχθῇ. [6] Ἐγὼ γάρ, ὦ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἔδοξέ μοι γῆμαι καὶ γυναῖκα ἠγαγόμην εἰς τὴν οἰκίαν, τὸν μὲν ἄλλον χρόνον οὕτω διεκείμην ὥστε μήτε λυπεῖν μήτε λίαν ἐπ' ἐκείνῃ εἶναι ὅ τι ἂν ἐθέλῃ ποιεῖν, ἐφύλαττόν τε ὡς οἷόν τε ἦν, καὶ προσεῖχον τὸν νοῦν ὥσπερ εἰκὸς ἦν. ἐπειδὴ δέ μοι παιδίον γίγνεται, ἐπίστευον ἤδη καὶ πάντα τὰ ἐμαυτοῦ ἐκείνῃ παρέδωκα, ἡγούμενος ταύτην οἰκειότητα μεγίστην εἶναι· [6] Διότι ἐγώ, Ἀθηναῖοι, ἀφοῦ ἀπεφάσισα νὰ ἔλθω εἰς γάμου κοινωνίαν καὶ νύμφη ὡδήγησα εἰς τὴν οἰκία, γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ συμπεριφερόμουν ἔτσι ὥστε οὔτε νὰ τὴν στενοχωρῶ, οὔτε νὰ δίδεται εἰς ἐκείνην ὑπερβολικὴ [ἐλευθερία] νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει, καὶ τὴν προστάτευα ὅσο ἦτο δυνατόν, καὶ εἶχα τὸν νοῦ μου ὅπως ἦτο φυσικόν. Ἀφ’ ὅτου ἀπέκτησα παιδί, τῆς εἶχα πλέον ἐμπιστοσύνη καὶ παρεχώρησα σὲ ἐκείνην ὅλα ὅσα εἶχα, θεωρώντας ὅτι αὐτὴ ἡ οἰκειότης εἶναι ἡ σημαντικώτερη. [7] ἐν μὲν οὖν τῷ πρώτῳ χρόνῳ, ὦ Ἀθηναῖοι, πασῶν ἦν βελτίστη· καὶ γὰρ οἰκονόμος δεινὴ καὶ φειδωλὸς [ἀγαθὴ] καὶ ἀκριβῶς πάντα διοικοῦσα· ἐπειδὴ δέ μοι ἡ μήτηρ ἐτελεύτησε, ἣ πάντων τῶν κακῶν ἀποθανοῦσα αἰτία μοι γεγένηται. [7] Τὸν πρῶτο λοιπὸν καιρό, Ἀθηναῖοι, ἦτο ἡ καλλίτερη ἀπ’ ὅλες. Διότι καὶ φοβερὴ νοικοκυρὰ [ἦτο] καὶ καλὴ οἰκονόμος καὶ ὅλα τὰ διεχειρίζετο σωστά. Ἀφ’ ὅτου ὅμως πέθανε ἡ μητέρα μου, πράγματι πεθαίνοντας μοῦ ἔγινε ἡ αἰτία ὅλων τῶν συμφορῶν. [8] ἐπ' ἐκφορὰν γὰρ αὐτῇ ἀκολουθήσασα ἡ ἐμὴ γυνὴ ὑπὸ τούτου τοῦ ἀνθρώπου ὀφθεῖσα χρόνῳ διαφθείρεται· ἐπιτηρῶν γὰρ τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν καὶ λόγους προσφέρων ἀπώλεσεν αὐτήν. [8] Διότι κατὰ τὴν ἐκφορά, ἐνῷ ἀκολουθοῦσε ἡ δική μου γυναῖκα [τὴν κηδεία], ἀφοῦ τὴν εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὲ τὸν καιρὸ τὴν διέφθειρε. Διότι, παραμονεύοντας τὴν ὑπηρέτρια ἡ ὁποία ἐβάδιζε εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ κάνοντας λόγο, τὴν κατέστρεψε4.
3
Ἡ κατοικία, ἡ ἰδιωτικὴ καὶ οἰκογενειακὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου, ἐθεωρεῖτο ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἀπαραβίαστη. Οἱ παραβάται ὑπεχρεοῦντο, ὅπως καὶ σήμερα, εἰς πλήρη ἀποζημίωσιν τοῦ παθόντος. 4 Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατάλυσι τῆς συζυγικῆς ἀγάπης καὶ τὴν διάλυσι τῆς οἰκογενείας της, ἡ μοιχαλὶς εἶχε καὶ προσωπικὲς κυρώσεις, ὅπως ἀναφέρει ὁ Δημοσθένης στὸν λόγο του «Κατὰ Νεαίρας» (86,11): «Ἡ γυναῖκα ἡ ὁποία θὰ συλληφθῇ μοιχευομένη, ἐκδιώκεται ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ συζύγου της καὶ ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδός της στοὺς ἱεροὺς χώρους τῆς πόλεως». Καὶ συνεχίζει ὁ Αἰσχίνης στὸν λόγο του «Κατὰ Τιμάρχου» (183,5): «Ἐὰν εἰσέλθῃ ἢ εἶναι στολισμένη, ὁρίζει σὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος θὰ τὴν συναντήσῃ νὰ τῆς σκίσῃ τὰ ῥοῦχα καὶ νὰ τῆς
Σελὶς | 5
[9] Πρῶτον μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες, (δεῖ γὰρ καὶ ταῦθ' ὑμῖν διηγήσασθαι) οἰκίδιον ἔστι μοι διπλοῦν, ἴσα ἔχον τὰ ἄνω τοῖς κάτω κατὰ τὴν γυναικωνῖτιν καὶ κατὰ τὴν ἀνδρωνῖτιν. ἐπειδὴ δὲ τὸ παιδίον ἐγένετο ἡμῖν, ἡ μήτηρ αὐτὸ ἐθήλαζεν· ἵνα δὲ μή, ὁπότε λοῦσθαι δέοι, κινδυνεύῃ κατὰ τῆς κλίμακος καταβαίνουσα, ἐγὼ μὲν ἄνω διῃτώμην, αἱ δὲ γυναῖκες κάτω. [9] Ἀρχικὰ λοιπόν, ἄνδρες, (διότι πρέπει νὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ αὐτὰ) ἔχω ἕνα μικρὸ διώροφο σπίτι ποὺ ἔχει ἴσα [δωμάτια] στὸν ἐπάνω [ὄροφο] μὲ τὸν κάτω, κατὰ τὸ διαμέρισμα τῶν γυναικῶν καὶ κατ’ ἐκεῖνο τῶν ἀνδρῶν. Ἀφ’ ὅτου ἀπεκτήσαμεν τὸ παιδί, τὸ ἐθήλαζε ἡ μητέρα. Γιὰ νὰ μὴ κινδυνεύῃ λοιπὸν κατεβαίνοντας τὴν σκάλα, ὅποτε χρειαζόταν νὰ πλύνῃ [τὸ παιδί], ἐγὼ ἔμενα ἐπάνω, ἐνῷ οἱ γυναῖκες κάτω. [10] καὶ οὕτως ἤδη συνειθισμένον ἦν, ὥστε πολλάκις ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ. καὶ ταῦτα πολὺν χρόνον οὕτως ἐγίγνετο, καὶ ἐγὼ οὐδέποτε ὑπώπτευσα, ἀλλ' οὕτως ἠλιθίως διεκείμην, ὥστε ᾤμην τὴν ἐμαυτοῦ γυναῖκα πασῶν σωφρονεστάτην εἶναι τῶν ἐν τῇ πόλει. [10] Καὶ ἔτσι ἦτο πλέον συνηθισμένον, ὥστε πολλὲς φορὲς ἡ γυναῖκα ἐπήγαινε κάτω στὸ παιδὶ γιὰ νὰ κοιμηθῇ, γιὰ νὰ τὸ θηλάζῃ καὶ νὰ μὴ φωνάζῃ. Καὶ αὐτὰ ἐγίνοντο ἔτσι γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ ἐγὼ οὐδέποτε ὑποπτεύθηκα, ἀλλὰ τόσο ἠλίθιος ἤμουν, ὥστε ἐνόμιζα ὅτι ἡ δική μου γυναῖκα εἶναι ἡ σωφρονεστάτη ἀπ’ ὅλες μέσα εἰς τὴν πόλιν. [11] Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου, ὦ ἄνδρες, ἧκον μὲν ἀπροσδοκήτως ἐξ ἀγροῦ, μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον τὸ παιδίον ἐβόα καὶ ἐδυσκόλαινεν ὑπὸ τῆς θεραπαίνης ἐπίτηδες λυπούμενον, ἵνα ταῦτα ποιῇ· ὁ γὰρ ἄνθρωπος ἔνδον ἦν· ὕστερον γὰρ ἅπαντα ἐπυθόμην. [11] Καὶ ἐνῷ περνοῦσε ὁ καιρός, ἄνδρες, [κάποια ἡμέρα] ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ κτῆμα ἀπροσδόκητα, καὶ μετὰ τὸ δεῖπνον τὸ παιδὶ ἐφώναζε καὶ δυσανασχετοῦσε, ἐνοχλούμενο ἐπίτηδες ἀπὸ τὴν ὑπηρέτρια γιὰ νὰ τὰ κάνῃ αὐτά, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἦτο ἐντός. Ἀργότερα τὰ ἐπληροφορήθην ὅλα. [12] καὶ ἐγὼ τὴν γυναῖκα ἀπιέναι ἐκέλευον καὶ δοῦναι τῷ παιδίῳ τὸν τιτθόν, ἵνα παύσηται κλᾶον. ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν, ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου· ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ ὠργιζόμην καὶ ἐκέλευον αὐτίκα ἀπιέναι, «ἵνα σύ γε» ἔφη «πειρᾷς ἐνταῦθα τὴν παιδίσκην· καὶ πρότερον δὲ μεθύων εἷλκες αὐτήν». [12] Καὶ ἐγὼ προέτρεπα τὴν γυναῖκα μου νὰ πάῃ καὶ νὰ θηλάσῃ τὸ παιδὶ γιὰ νὰ πάψῃ νὰ κλαίῃ. Αὐτὴ ὅμως στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε, διότι δῆθεν μὲ εὐχαρίστησι μὲ ἔβλεπε νὰ ἔχω ἐπιστρέψει ἔπειτα ἀπὸ καιρό. Ἐπειδὴ ὅμως ἐγὼ ὀργιζόμουν καὶ ζητοῦσα νὰ ἀπέλθῃ ἀμέσως, «γιὰ νὰ ῥιχτῇς ἐσύ», εἶπε5, «ἐδῶ στὴν νεαρὴ δούλη. Καὶ πρωτύτερα μεθυσμένος τὴν τραβοῦσες πρὸς τὸ μέρος σου».
ἀφαιρέσῃ τὰ στολίδια καὶ νὰ τὴν κτυπήσῃ, ἀπαγορεύοντας μόνον τὴν θανάτωσίν της καὶ τὴν πρόκλησιν ἀναπηρίας εἰς αὐτήν». 5 Παρ’ ὅλο ποὺ τὸ ῥῆμα «ἔφη» εἶναι σὲ χρόνο παρατατικό, στὴν ἀπόδοσι χρησιμοποίησα ἀόριστο ὥστε νὰ εἶμαι πιὸ κοντὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἐκφραζόμαστε σήμερα, ὅταν περιγράφουμε μία συζήτησιν ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὸ παρελθόν. Ἐὰν τὸ ἀπέδιδα ὡς «ἔλεγε» θὰ ἔδειχνε συνέχεια στὴν πρᾶξιν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν ταιριάζει.
Σελὶς | 6
[13] κἀγὼ μὲν ἐγέλων, ἐκείνη δὲ ἀναστᾶσα καὶ ἀπιοῦσα προστίθησι τὴν θύραν, προσποιουμένη παίζειν, καὶ τὴν κλεῖν ἐφέλκεται. κἀγὼ τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος οὐδ' ὑπονοῶν ἐκάθευδον ἄσμενος, ἥκων ἐξ ἀγροῦ. [13] Καὶ ἐγὼ γελοῦσα, ἐνῷ ἐκείνη, ἀφοῦ σηκώθηκε καὶ ἔφυγε κλείνει τὴν πόρτα, προσποιουμένη ὅτι παίζει, καὶ παίρνει μαζί της τὸ κλειδί6. Καὶ ἐγὼ χωρὶς νὰ συλλογίζωμαι τίποτε ἀπὸ αὐτά, οὔτε νὰ ὑποψιάζωμαι, κοιμόμουν εὐχαριστημένος ἔχοντας ἐπιστρέψει ἀπὸ τὸ κτῆμα. [14] ἐπειδὴ δὲ ἦν πρὸς ἡμέραν, ἧκεν ἐκείνη καὶ τὴν θύραν ἀνέῳξεν. ἐρομένου δέ μου τί αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν, ἔφασκε τὸν λύχνον ἀποσβεσθῆναι τὸν παρὰ τῷ παιδίῳ, εἶτα ἐκ τῶν γειτόνων ἐνάψασθαι. ἐσιώπων ἐγὼ καὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἡγούμην. ἔδοξε δέ μοι, ὦ ἄνδρες, τὸ πρόσωπον ἐψιμυθιῶσθαι, τοῦ ἀδελφοῦ τεθνεῶτος οὔπω τριάκονθ' ἡμέρας· ὅμως δ' οὐδ' οὕτως οὐδὲν εἰπὼν περὶ τοῦ πράγματος ἐξελθὼν ᾠχόμην ἔξω σιωπῇ. [14] Πρὸς τὰ ξημερώματα, ἦλθε ἐκείνη καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα. Ὅταν ἐγὼ τὴν ἐρώτησα γιατί τὴν νύκτα οἱ πόρτες ἔκαναν θόρυβο, ἰσχυρίζετο ὅτι ἔσβησε τὸ λυχνάρι ποὺ ἦτο κοντὰ στὸ παιδὶ καὶ ὅτι τὸ ἄναψε ἔπειτα ἀπὸ τοὺς γείτονες. Ἐγὼ σιωποῦσα καὶ ἐνόμιζα ὅτι ἔτσι ἔχουν αὐτά. Μοῦ ἐφάνη ὅμως, ἄνδρες, ὅτι εἶχε βάψει τὸ πρόσωπό της ἐνῷ δὲν εἶχαν περάσει οὔτε τριάντα ἡμέρες ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ [της7]. Καὶ ἔτσι ὅμως, χωρὶς νὰ πῶ τίποτε γιὰ τὸ θέμα, βγαίνοντας ἔξω, ἔφυγα σιωπηλός. [15] Μετὰ δὲ ταῦτα, ὦ ἄνδρες, χρόνου μεταξὺ διαγενομένου καὶ ἐμοῦ πολὺ ἀπολελειμμένου τῶν ἐμαυτοῦ κακῶν, προσέρχεταί μοί τις πρεσβῦτις ἄνθρωπος, ὑπὸ γυναικὸς ὑποπεμφθεῖσα ἣν ἐκεῖνος ἐμοίχευεν, ὡς ἐγὼ ὕστερον ἤκουον· αὕτη δὲ ὀργιζομένη καὶ ἀδικεῖσθαι νομίζουσα, ὅτι οὐκέτι ὁμοίως ἐφοίτα παρ' αὐτήν, ἐφύλαττεν ἕως ἐξηῦρεν ὅ τι εἴη τὸ αἴτιον. [15] Μετὰ ἀπ’ αὐτά, ἄνδρες, ἀφοῦ στὸ μεταξὺ ἐμεσολάβησε ἀρκετὸς καιρὸς καὶ ἐγὼ ἀπεῖχα πολὺ ἀπὸ [τὸ νὰ μάθω τὴν ἀλήθεια] τῶν συμφορῶν μου, μὲ πλησιάζει κάποια μεγάλη γυναῖκα σταλμένη κρυφὰ ἀπὸ γυναῖκα τὴν ὁποίαν ἐκεῖνος ἐμοίχευε, ὅπως ἄκουσα ἀργότερα. Αὐτή, ὀργισμένη καὶ θεωρώντας ὅτι ἀδικεῖται, ἐπειδὴ δὲν ἐσύχναζε πλέον κοντὰ της ὅπως πρῶτα, παραφύλαγε ἕως ὅτου ἀνεκάλυψε ποιά ἦτο ἡ αἰτία.
6
«Πρὶν κλείσῃ τὸν κοιτῶνα καὶ λάβῃ τὴν κλεῖδα, ὤφειλε νὰ κλειδώσῃ καλῶς τὸν νοῦν καὶ τὴν συνείδησιν τοῦ ἀγαθοῦ συζύγου της. Καὶ τοῦτο ἐπιτυγχάνει διὰ τῆς ζηλοτυπίας, ποὺ αἴφνης σοφίζεται καὶ ὑποκρίνεται θαυμασίως ἀντιστρέφουσα τὰ πράγματα, αὐτὴ ἐκφέρουσα ὑπονοίας κατὰ τῆς πίστεως τοῦ συζύγου. Ἐξ ἐνστίκτου γνωρίζει ὅτι ἡ ἀντεπίθεσις μετατρέπει τὴν ἐπίθεσιν εἰς ἄμυναν καὶ πονηρῶς ὑπενδίδουσα εἰς τὰς διαταγὰς τοῦ ἀνδρός, τὴν στιγμὴν τῆς ἀποχωρήσεως ἀντεπιτίθεται κατ’ ἐκείνου διὰ τοῦ ὅπλου τῆς ζηλοτυπίας, ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς ἀμοιβαίας συζυγικῆς ἀγάπης καὶ οὐχὶ τῆς πρὸς τὸ τέκνον στοργῆς. Θέτει οὕτω τὸν σύζυγον εἰς θέσιν ἀμυνομένου καὶ εὐχαριστημένου μάλιστα ἐκ τοῦ Παρθίου τούτου βέλους, ποὺ ῥίπτει ἀναχωροῦσα. Διότι τὸ βέλος τῆς ζηλοτυπίας προξενεῖ πόνον εἰς τὸν ῥίπτοντα καὶ ἡδονὴν εἰς τὸν λαμβάνοντα, ὡς κολακεῦον τὴν φιλαυτίαν τούτου. Καὶ ἡ ἡδονὴ ἐδῶ παρέχεται διπλῆ· διότι εἰς τὴν ζηλοτυπίαν τῆς γυναικὸς ὁ ἀνὴρ βλέπει συνάμα μὲ εὐαρέσκειαν, τὴν βεβαιότητα περὶ τῆς πίστεως αὐτῆς ὡς συζύγου» (Ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ Γεωργίου Ἀποστολίδου «Λυσίου - Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ φόνου μοιχοῦ», σελ. 26). 7 Ἐδῶ ὁ Λυσίας δὲν προσδιορίζει ἐὰν πρόκειται γιὰ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Εὐφιλήτου ἢ γιὰ τὸν ἀδελφὸ τῆς συζύγου τοῦ Εὐφιλήτου. Ἐπέλεξα τὸ δεύτερον ὡς πιὸ δραματικόν.
Σελὶς | 7
[16] προσελθοῦσα οὖν μοι ἐγγὺς ἡ ἄνθρωπος τῆς οἰκίας τῆς ἐμῆς ἐπιτηροῦσα, «Εὐφίλητε» ἔφη «μηδεμιᾷ πολυπραγμοσύνῃ προσεληλυθέναι με νόμιζε πρὸς σέ· ὁ γὰρ ἀνὴρ ὁ ὑβρίζων εἰς σὲ καὶ τὴν σὴν γυναῖκα ἐχθρὸς ὢν ἡμῖν τυγχάνει. ἐὰν οὖν λάβῃς τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς ἀγορὰν βαδίζουσαν καὶ διακονοῦσαν ὑμῖν καὶ βασανίσῃς, ἅπαντα πεύσῃ». «ἔστι δ'» ἔφη «Ἐρατοσθένης Ὀῆθεν ὁ ταῦτα πράττων, ὃς οὐ μόνον τὴν σὴν γυναῖκα διέφθαρκεν ἀλλὰ καὶ ἄλλας πολλάς· ταύτην γὰρ [τὴν] τέχνην ἔχει». [16] Ἀφοῦ λοιπὸν ἦλθε κοντά μου ἡ γυναῖκα ἡ ὁποία παρακολουθοῦσε τὴν δική μου τὴν οἰκία, εἶπε8: «Εὐφίλητε, μὴ νομίσῃς ὅτι ἔχω ἔλθει σὲ ἐσένα ἀπὸ καμμία ἐπιθυμία νὰ ἀναμειγνύωμαι εἰς ξένας ὑποθέσεις. Ἀλλὰ ὁ ἄνδρας ὁ ὁποῖος ἀτιμάζει ἐσένα καὶ τὴν γυναῖκα σου τυγχάνει νὰ εἶναι ἐχθρός μας. Ἐὰν λοιπὸν πιάσῃς τὴν ὑπηρέτρια ποὺ βαδίζει εἰς τὴν ἀγορὰ καὶ σᾶς προσφέρει ὑπηρεσίες καὶ τὴν ἀνακρίνῃς, θὰ τὰ πληροφορηθῇς ὅλα. Εἶναι», εἶπε9, «ὁ Ἐρατοσθένης αὐτὸς ποὺ τὰ κάνει αὐτά, ἀπὸ τὸν δῆμο τῆς Οἴης10, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει διαφθείρει μόνον τὴν δική σου τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες. Διότι αὐτὴν τὴν τέχνη κατέχει». [17] ταῦτα εἰποῦσα, ὦ ἄνδρες, ἐκείνη μὲν ἀπηλλάγη, ἐγὼ δ' εὐθέως ἐταραττόμην, καὶ πάντα μου εἰς τὴν γνώμην εἰσῄει, καὶ μεστὸς ἦν ὑποψίας, ἐνθυμούμενος μὲν ὡς ἀπεκλῄσθην ἐν τῷ δωματίῳ, ἀναμιμνῃσκόμενος δὲ ὅτι ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐψόφει ἡ μέταυλος θύρα καὶ ἡ αὔλειος, ὃ οὐδέποτε ἐγένετο, ἔδοξέ τέ μοι ἡ γυνὴ ἐψιμυθιῶσθαι. ταῦτά μου πάντα εἰς τὴν γνώμην εἰσῄει, καὶ μεστὸς ἦν ὑποψίας. [17] Λέγοντας αὐτά, ἄνδρες, ἐκείνη μὲν ἔφυγε, ἐγὼ ὅμως ἀμέσως ἐταράχθην καὶ ἦλθαν ὅλα στὸ μυαλό μου καὶ ἤμουν γεμᾶτος ὑποψίες, ἐνθυμούμενος πῶς κλείστηκα μέσα στὸ δωμάτιο, φέρνοντας στὴν μνήμη μου ὅτι ἐκείνην τὴν νύκτα ἔκανε θόρυβο ἡ πόρτα ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν αὐλὴ στὰ δωμάτια καθὼς καὶ ἡ αὐλόπορτα, κάτι τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ἔγινε, καὶ μοῦ ἐφάνη ὅτι ἡ γυναῖκα μου εἶχε βαφτεῖ. Ὅλα αὐτά μοῦ ἦλθαν στὸ μυαλὸ καὶ ἤμουν γεμᾶτος ὑποψίες. [18] ἐλθὼν δὲ οἴκαδε ἐκέλευον ἀκολουθεῖν μοι τὴν θεράπαιναν εἰς τὴν ἀγοράν, ἀγαγὼν δ' αὐτὴν ὡς τῶν ἐπιτηδείων τινὰ ἔλεγον ὅτι ἐγὼ πάντα εἴην πεπυσμένος τὰ γιγνόμενα ἐν τῇ οἰκίᾳ· «σοὶ οὖν» ἔφην «ἔξεστι δυοῖν ὁπότερον βούλει ἑλέσθαι, ἢ μαστιγωθεῖσαν εἰς μύλωνα ἐμπεσεῖν καὶ μηδέποτε παύσασθαι κακοῖς τοιούτοις συνεχομένην, ἢ κατειποῦσαν ἅπαντα τἀληθῆ μηδὲν παθεῖν κακόν, ἀλλὰ συγγνώμης παρ' ἐμοῦ τυχεῖν τῶν ἡμαρτημένων. ψεύσῃ δὲ μηδέν, ἀλλὰ πάντα τἀληθῆ λέγε». [18] Ἐρχόμενος στὸ σπίτι, ἔδωσα ἐντολὴ στὴν ὑπηρέτρια νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ εἰς τὴν ἀγοράν, ὅμως ὁδηγώντας την σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς φίλους μου, τῆς ἔλεγα ὅτι ἐγὼ ἔχω πληροφορηθῇ ἅπαντα τὰ συμβαίνοντα ἐντὸς τῆς οἰκίας. «Σοῦ εἶναι δυνατὸν λοιπόν», εἴπα11, «νὰ ἐπιλέξῃς ποιό ἀπὸ τὰ δύο θέλεις, ἢ ἀφοῦ μαστιγωθῇς νὰ πέσῃς μέσα στὸν μύλο12 καὶ ποτὲ νὰ μὴ 8
Βλ. ὑποσημείωσιν 5. Βλ. ὑποσημείωσιν 5. 10 Δῆμος στὴν Ἀττικὴν στὸ Θριάσιον πεδίον. 11 Βλ. ὑποσημείωσιν 5. 12 Ἐννοεῖ ὅτι θὰ περάσῃ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς της κάνοντας μία πολὺ κοπιαστικὴ ἐργασία. Ἀπὸ τὴν ἐργασία τῆς Ἄννας Τζιροπούλου-Εὐσταθίου «Περὶ δούλων καὶ βαρβάρων»: «Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα οἱ δοῦλοι ἐκτελοῦσαν χρέη θυρωροῦ, μαγείρου, παιδαγωγοῦ, ἀγροκαλλιεργητοῦ, βοσκοῦ. Οἱ θεραπαινίδες ἠσχολοῦντο μὲ τὰ οἰκιακά. Ὑπῆρχαν ἐπίσης οἱ δημόσιοι δοῦλοι οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦσαν χρέη ὀδοκαθαριστοῦ, ἀστυνομικοῦ, κλητῆρος τῆς 9
Σελὶς | 8
σταματήσῃς νὰ κατέχεσαι ἀπὸ τέτοιες συμφορές, ἢ λέγοντας ἐπακριβῶς ὅλην τὴν ἀλήθεια νὰ μὴ πάθῃς κανένα κακό, ἀλλὰ νὰ τύχῃς συγγνώμης ἀπὸ ἐμένα γιὰ τὰ σφάλματά σου13. Μὴ πῇς ψέμματα, ἀλλὰ λέγε ὅλην τὴν ἀλήθεια». [19] κἀκείνη τὸ μὲν πρῶτον ἔξαρνος ἦν, καὶ ποιεῖν ἐκέλευεν ὅ τι βούλομαι· οὐδὲν γὰρ εἰδέναι· ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ ἐμνήσθην Ἐρατοσθένους πρὸς αὐτήν, καὶ εἶπον ὅτι οὗτος ὁ φοιτῶν εἴη πρὸς τὴν γυναῖκα, ἐξεπλάγη ἡγησαμένη με πάντα ἀκριβῶς ἐγνωκέναι. [19] Καὶ ἐκείνη στὴν ἀρχὴ ἠρνεῖτο μὲ ἐπιμονὴ καὶ μοῦ ἔλεγε νὰ κάνω ὅ,τι θέλω, διότι δὲν ἐγνώριζε τίποτε. Ὅταν ὅμως ἐγὼ ἀνέφερα εἰς αὐτὴν [τὸ ὄνομα] τοῦ Ἐρατοσθένους καὶ εἶπα ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ συχνάζει μὲ τὴν γυναῖκα μου, ἐξεπλάγη καταλαβαίνοντας ὅτι τὰ ἐγνώριζα ὅλα λεπτομερῶς. [20] καὶ τότε ἤδη πρὸς τὰ γόνατά μου πεσοῦσα, καὶ πίστιν παρ' ἐμοῦ λαβοῦσα μηδὲν πείσεσθαι κακόν, κατηγόρει πρῶτον μὲν ὡς μετὰ τὴν ἐκφορὰν αὐτῇ προσίοι, ἔπειτα ὡς αὐτὴ τελευτῶσα εἰσαγγείλειε καὶ ὡς ἐκείνη τῷ χρόνῳ πεισθείη, καὶ τὰς εἰσόδους οἷς τρόποις προσιεῖτο, καὶ ὡς Θεσμοφορίοις ἐμοῦ ἐν ἀγρῷ ὄντος ᾤχετο εἰς τὸ ἱερὸν μετὰ τῆς μητρὸς τῆς ἐκείνου· καὶ τἄλλα τὰ γενόμενα πάντα ἀκριβῶς διηγήσατο. [20] Καὶ τότε πλέον, ἀφοῦ ἔπεσε στὰ γόνατά μου καὶ ἔλαβε ἐγγύησι ἀπὸ ἐμένα ὅτι δὲν θὰ πάθῃ κανένα κακό, ἐμαρτύρησε ἀρχικὰ πῶς μετὰ τὴν ἐκφορὰ τὴν προσέγγισε [ὁ Ἐρατοσθένης], ἔπειτα πῶς αὐτή, καταλήγοντας, ἀνήγγειλε [τὴν πρότασιν στὴν κυρία] καὶ πῶς ἐκείνη μὲ τὸν καιρὸ ἐπείσθη καὶ ποιούς τρόπους εἰσόδου μετεχειρίζετο καὶ πῶς κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεσμοφορίων14, ἐνῷ ἐγὼ εὑρισκόμουν στὸ κτῆμα, ἐπῆγε εἰς τὸν ναὸ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα ἐκείνου. Καὶ τὰ ὑπόλοιπα γεγονότα τὰ διηγήθη λεπτομερῶς. [21] ἐπειδὴ δὲ πάντα εἴρητο αὐτῇ, εἶπον ἐγώ, «ὅπως τοίνυν ταῦτα μηδεὶς ἀνθρώπων πεύσεται· εἰ δὲ μή, οὐδέν σοι κύριον ἔσται τῶν πρὸς ἔμ' ὡμολογημένων. ἀξιῶ δέ σε ἐπ' αὐτοφώρῳ ταῦτά μοι ἐπιδεῖξαι· ἐγὼ γὰρ οὐδὲν δέομαι λόγων, ἀλλὰ τὸ ἔργον φανερὸν γενέσθαι, εἴπερ οὕτως ἔχει». ὡμολόγει ταῦτα ποιήσειν. [21] Ἀφοῦ τὰ εἶπε ὅλα, εἶπα ἐγὼ «νὰ μὴ τὰ μάθῃ λοιπὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἰ δὲ μή, τίποτε δὲν εἶναι σίγουρο ἀπὸ ὅσα σοῦ ὑπεσχέθην. Ἔχω τὴν ἀξίωσι νὰ μοῦ φέρῃς ἐσὺ Βουλῆς καὶ τοῦ Δικαστηρίου, ἀλλὰ καὶ χρέη δημίου, ἐπειδὴ ἐλεύθερος πολίτης δὲν ἐδέχετο νὰ γίνῃ δήμιος ἤ, ἔστω, νὰ ἀστυνομεύσῃ. Οἱ σκληρότερα ἐργαζόμενοι δημόσιοι δοῦλοι ἦσαν οἱ ἀπασχολούμενοι στοὺς μύλους καὶ στὰ μεταλλεῖα τοῦ Λαυρίου. Συνήθως ἔστελναν ἐκεῖ τοὺς ἀνέντιμους καὶ κακοῦ χαρακτῆρος, ὡς τιμωρία. Πρβλ. τὰ μεταγενέστερα "καταναγκαστικὰ ἔργα"» (Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, ἐκδ. Γεωργιάδης, Ἀθῆναι 2006, σελ. 364). 13 Τὸ ἀθηναϊκὸ Σύνταγμα μὲ αὐστηρὸ πλέγμα ἐγγυήσεων ἐπροστάτευε τὴν ψυχοσωματικὴ καὶ κοινωνικὴ ὑπόστασιν τοῦ ἀτόμου ὡς ἐλευθέρου προσώπου. Ἀπηγόρευε τὴν χρησιμοποίησιν βασανιστηρίων ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς δούλους τόσο ἀπὸ ἰδιῶτες ὅσο καὶ ἀπὸ κρατικὰ ὄργανα. Μόνον σὲ ἰδιωτικὲς δίκες μποροῦσε νὰ ζητηθῇ παρὰ ἑνὸς ἀντιδίκου καὶ μετὰ ἀπὸ ἄδεια τοῦ δικαστηρίου, ἡ διὰ βασανιστηρίων μαρτυρία δούλου, χωρὶς πρόκλησιν ὅμως διαρκῶν βλαβῶν εἰς αὐτόν. Καὶ ὁ νομοθέτης ἔφθασε στὸ σημεῖο, ὥστε καὶ δοῦλον ἐὰν ἀδικῇ κάποιος, νὰ δίνῃ τὸ δικαίωμα στὸν κάθε ἕναν νὰ ὑποβάλῃ μήνυσι ἐναντίον τοῦ δράστου γιὰ διάπραξι δημοσίου ἀδικήματος. Διότι, πολὺ ὀρθῶς, ὁ νομοθέτης ἔκρινε ὅτι δὲν ἔπρεπε ὁ νόμος νὰ ἐξετάζῃ ποιός εἶναι ὁ ἀδικηθείς, ἀλλὰ ποιά ἦτο ἡ ἄδικη πρᾶξις, ὁποιαδήποτε μορφὴ καὶ ἂν εἶχε αὐτή. 14 Ἑορτὴ τῶν παντρεμένων γυναικῶν πρὸς τιμὴν τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Περσεφόνης. Ἐτελοῦντο κατὰ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα (15 Ὀκτωβρίου - 15 Νοεμβρίου) στὴν Ἀθήνα, στὴν Θήβα καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶχε σχέσι μὲ τὴν γονιμότητα τῆς γῆς καὶ τῶν γυναικῶν.
Σελὶς | 9
χειροπιαστὲς ἀποδείξεις γι’ αὐτά, διότι ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ λόγια ἀλλὰ θέλω νὰ φανερωθῇ ἡ πρᾶξις, ἂν πράγματι εἶναι ἔτσι». Συνεφώνησε νὰ κάνῃ αὐτά. [22] καὶ μετὰ ταῦτα διεγένοντο ἡμέραι τέτταρες ἢ πέντε, ... ὡς ἐγὼ μεγάλοις ὑμῖν τεκμηρίοις ἐπιδείξω. πρῶτον δὲ διηγήσασθαι βούλομαι τὰ πραχθέντα τῇ τελευταίᾳ ἡμέρᾳ. Σώστρατος ἦν μοι ἐπιτήδειος καὶ φίλος. τούτῳ ἡλίου δεδυκότος ἰόντι ἐξ ἀγροῦ ἀπήντησα. εἰδὼς δ' ἐγὼ ὅτι τηνικαῦτα ἀφιγμένος οὐδὲν [ἂν] καταλήψοιτο οἴκοι τῶν ἐπιτηδείων, ἐκέλευον συνδειπνεῖν· καὶ ἐλθόντες οἴκαδε ὡς ἐμέ, ἀναβάντες εἰς τὸ ὑπερῷον ἐδειπνοῦμεν. [22] Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ πέρασαν τέσσερις ἢ πέντε ἡμέρες, ...15 ὅπως θὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω μὲ ἰσχυρὰ τεκμήρια. Πρῶτα ὅμως θέλω νὰ σᾶς διηγηθῶ αὐτὰ ποὺ ἔγιναν τὴν τελευταία ἡμέρα. Ὁ Σώστρατος ἦτο συγγενὴς καὶ φίλος μου. Αὐτὸν συνήντησα, ἐνῷ εἶχε δύσει ὁ ἥλιος, ἐρχόμενον ἀπὸ τὸ κτῆμα. Γνωρίζοντας ὅμως ἐγὼ ὅτι ἐρχόμενος τέτοια ὥρα δὲν θὰ εὕρισκε εἰς τὴν οἰκία τίποτε ἀπὸ φαγώσιμα, τὸν προσεκάλεσα νὰ δειπνήσουμε μαζί. Καὶ ἀφοῦ ἐφθάσαμε εἰς τὴν οἰκία μου, ἀνεβαίνοντας στὸ ἐπάνω πάτωμα, ἐδειπνούσαμε. [23] ἐπειδὴ δὲ καλῶς αὐτῷ εἶχεν, ἐκεῖνος μὲν ἀπιὼν ᾤχετο, ἐγὼ δ' ἐκάθευδον. ὁ δ' Ἐρατοσθένης, ὦ ἄνδρες, εἰσέρχεται, καὶ ἡ θεράπαινα ἐπεγείρασά με εὐθὺς φράζει ὅτι ἔνδον ἐστί. κἀγὼ εἰπὼν ἐκείνῃ ἐπιμελεῖσθαι τῆς θύρας, καταβὰς σιωπῇ ἐξέρχομαι, καὶ ἀφικνοῦμαι ὡς τὸν καὶ τόν, καὶ τοὺς μὲν ἔνδον κατέλαβον, τοὺς δὲ οὐδ' ἐπιδημοῦντας ηὗρον. [23] Ἀφοῦ ἔφαγε καλά, ἐκεῖνος μὲν ἀπεχώρησε ἐνῷ ἐγὼ ἔπεσα γιὰ ὕπνο. Εἰσέρχεται ὅμως ὁ Ἐρατοσθένης, ἄνδρες, καὶ ἡ ὑπηρέτρια, ἀφοῦ μὲ σήκωσε ἀμέσως ἀπὸ τὸν ὕπνο, μοῦ λέει ὅτι εἶναι μέσα. Καὶ ἐγὼ ἀφοῦ εἶπα σὲ ἐκείνην νὰ προσέχῃ τὴν πόρτα, κατεβαίνοντας σιωπηλῶς, ἐξέρχομαι καὶ φθάνω [εἰς τὴν οἰκία] τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, καὶ τοὺς μὲν τοὺς βρῆκα ἐντὸς [τῆς οἰκίας τους], τοὺς δὲ οὔτε στὴν πόλιν βρῆκα. [24] παραλαβὼν δ' ὡς οἷόν τε ἦν πλείστους ἐκ τῶν παρόντων ἐβάδιζον. καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου εἰσερχόμεθα, ἀνεῳγμένης τῆς θύρας καὶ ὑπὸ τῆς ἀνθρώπου παρεσκευασμένης. ὤσαντες δὲ τὴν θύραν τοῦ δωματίου οἱ μὲν πρῶτοι εἰσιόντες ἔτι εἴδομεν αὐτὸν κατακείμενον παρὰ τῇ γυναικί, οἱ δ' ὕστερον ἐν τῇ κλίνῃ γυμνὸν ἑστηκότα. [24] Παίρνοντας μαζὶ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσοτέρους ἀπὸ τοὺς παρόντας ἐβάδιζα [πρὸς τὴν οἰκία]. Καὶ παίρνοντας δᾷδες ἀπὸ τὸ κοντινότερο καπηλειό, μπαίνουμε, καθὼς ἡ πόρτα εἶχε κρατηθῇ ἀνοικτὴ ἀπὸ τὴν ὑπηρέτρια. Σπρώχνοντας τὴν πόρτα τοῦ δωματίου, οἱ πρῶτοι ποὺ μπήκαμε εἴδαμε αὐτὸν ἀκόμα ξαπλωμένο δίπλα στὴν γυναῖκα μου, ἐνῷ ὅσοι [μπῆκαν] ἀργότερα, [τὸν εἶδαν] νὰ στέκεται στὸ κρεββάτι γυμνός. [25] ἐγὼ δ', ὦ ἄνδρες, πατάξας καταβάλλω αὐτόν, καὶ τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν καὶ δήσας ἠρώτων διὰ τί ὑβρίζει εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐμὴν εἰσιών. κἀκεῖνος ἀδικεῖν μὲν ὡμολόγει, ἠντεβόλει δὲ καὶ ἱκέτευε μὴ ἀποκτεῖναι ἀλλ' ἀργύριον πράξασθαι.
15
Ἐδῶ τὸ κείμενον εἶναι φθαρμένο.
Σελὶς | 10
[25] Καὶ ἐγώ, ἄνδρες, ἀφοῦ τὸν ἐκτύπησα, τὸν ῥίχνω κάτω καὶ ἀφοῦ ἔφερα τὰ δύο του χέρια πίσω καὶ τὸν ἔδεσα, ὲρωτοῦσα γιατί μὲ ἀτιμάζει, εἰσερχόμενος εἰς τὴν δική μου τὴν οἰκία. Καὶ ἐκεῖνος παρεδέχετο μὲν ὅτι σφάλλει, παρακαλοῦσε δὲ καὶ ἱκέτευε νὰ μὴ τὸν σκοτώσω ἀλλὰ νὰ λάβω χρήματα. [26] ἐγὼ δ' εἶπον ὅτι «οὐκ ἐγώ σε ἀποκτενῶ, ἀλλ' ὁ τῆς πόλεως νόμος, ὃν σὺ παραβαίνων περὶ ἐλάττονος τῶν ἡδονῶν ἐποιήσω, καὶ μᾶλλον εἵλου τοιοῦτον ἁμάρτημα ἐξαμαρτάνειν εἰς τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν καὶ εἰς τοὺς παῖδας τοὺς ἐμοὺς ἢ τοῖς νόμοις πείθεσθαι καὶ κόσμιος εἶναι». [26] Ἐγὼ ὅμως εἶπα ὅτι «δὲν θὰ σὲ σκοτώσω ἐγώ, ἀλλὰ ὁ νόμος τῆς πόλεως16, τὸν ὁποῖον ἐσὺ παραβαίνοντας, τὸν ἐθεώρησες κατώτερο ἀπὸ τὶς ἡδονές, καὶ προτίμησες περισσότερο νὰ διαπράξῃς αὐτὴν τὴν ἀτιμία στὴν δική μου τὴν γυναῖκα καὶ στὰ δικά μου τὰ παιδιά, παρὰ νὰ ὑπακούσῃς στοὺς νόμους καὶ νὰ εἶσαι κόσμιος». [27] οὕτως, ὦ ἄνδρες, ἐκεῖνος τούτων ἔτυχεν ὧνπερ οἱ νόμοι κελεύουσι τοὺς τὰ τοιαῦτα πράττοντας, οὐκ εἰσαρπασθεὶς ἐκ τῆς ὁδοῦ, οὐδ' ἐπὶ τὴν ἑστίαν καταφυγών, ὥσπερ οὗτοι λέγουσι· πῶς γὰρ ἄν, ὅστις ἐν τῷ δωματίῳ πληγεὶς κατέπεσεν εὐθύς, περιέστρεψα δ' αὐτοῦ τὼ χεῖρε, ἔνδον δὲ ἦσαν ἄνθρωποι τοσοῦτοι, οὓς διαφυγεῖν οὐκ ἐδύνατο, οὔτε σίδηρον οὔτε ξύλον οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἔχων, ᾧ τοὺς εἰσελθόντας ἂν ἠμύνατο. [27] Ἔτσι, ἄνδρες, ἐκεῖνος ἔτυχε αὐτῶν ἀκριβῶς ποὺ οἱ νόμοι προτάσσουν γιὰ ὅσους κάνουν τέτοιες πράξεις, χωρὶς ν’ ἁρπαγῇ ἀπὸ τὸν δρόμο17, οὔτε ἔχοντας καταφύγει εἰς τὴν ἐστίαν18, ὅπως λένε αὐτοί19. Διότι, πῶς θὰ ἦτο δυνατόν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κτυπηθεὶς στὸ δωμάτιο ἔπεσε ἀμέσως κάτω, τοῦ ἐγύρισα δὲ πρὸς τὰ πίσω τὰ δύο του χέρια, μέσα δὲ ἦσαν τόσοι ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν μποροῦσε νὰ διαφύγῃ, μὴ ἔχοντας οὔτε «σιδηρικό», οὔτε ξύλο, οὔτε τίποτε ἄλλο μὲ τὸ ὁποῖον θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκρούσῃ τοὺς εἰσερχομένους. [28] ἀλλ', ὦ ἄνδρες, οἶμαι καὶ ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι οἱ μὴ τὰ δίκαια πράττοντες οὐχ ὁμολογοῦσι τοὺς ἐχθροὺς λέγειν ἀληθῆ, ἀλλ' αὐτοὶ ψευδόμενοι καὶ τὰ τοιαῦτα μηχανώμενοι ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατὰ τῶν τὰ δίκαια πραττόντων παρασκευάζουσι. Πρῶτον μὲν οὖν ἀνάγνωθι τὸν νόμον. [28] Ἀλλά, ἄνδρες, νομίζω καὶ ἐσεῖς γνωρίζετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ δὲν πράττουν τὰ δίκαια δὲν ὁμολογοῦν ὅτι οἱ ἐχθροὶ λένε τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ψευδόμενοι οἱ ἴδιοι καὶ μηχανευόμενοι τὰ 16
Ἦτο κοινὴ καὶ συνήθης ἡ φράσις αὐτὴ σὲ κάθε περίπτωσιν παραβιάσεως νόμου. Ὁ Ἀριστοφάνης τὴν μιμεῖται κωμικώτατα στὶς Ἐκκλησιάζουσες (στ. 1055): «ἀλλ’ οὐκ ἐγώ, ἀλλ’ ὁ νόμος ἕλκει σ’» [ὁ νόμος σὲ τραβολογάει καὶ ὄχι ἐγώ]. 17 Ἡ ἁρπαγὴ ἐθεωρεῖτο ἔγκλημα κατὰ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καὶ ὁ «ἄγων βίᾳ τινὰ» (αὐτὸς ποὺ μεταφέρει μὲ βία κάποιον) ἐπετρέπετο νὰ φονευθῇ ἐπὶ τόπου καὶ «ἐν τῷ πράττεσθαι» (τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔπραττε) ἀπὸ τὸν ὑφιστάμενο τὴν ἁρπαγή. 18 Πανελληνίως τὸ ἱερώτερον μέρος τῆς οἰκίας, ὅπως καὶ τῆς πόλεως, ἦτο ὁ ἐγκαθιδρυμένος βωμὸς τῆς θεᾶς Ἑστίας. Ἡ θεὰ ἐθεωρεῖτο μαζὶ μὲ τοὺς λοιποὺς «ἐφέστιους θεοὺς» τοῦ εὐρυτέρου οἴκου ὡς ἡ ἄγρυπνη προστάτις τῆς ἠθικῆς συνοχῆς καὶ τοῦ ἀδιασπάστου συνδέσμου τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας. Ὅλες οἱ σημαντικὲς γιὰ τὴν οἰκογένεια στιγμές, ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς νύμφης στὸν οἶκο τοῦ συζύγου μέχρι καὶ τοῦ θανάτου τῶν γεναρχῶν, «ἀφ’ Ἑστίας» ἄρχιζαν. Ἐκεῖ μποροῦσαν νὰ καταφύγουν ὡς ἱκέται ὅσοι ἐκινδύνευον, προκειμένου νὰ σώσουν τὴν ζωή τους, ἀφοῦ τὸ ἄγγιγμα καὶ μόνον τοῦ βωμοῦ τοὺς παρεῖχε ἀσυλία. 19 Οἱ συγγενεῖς δηλαδὴ τοῦ Ἐρατοσθένους.
Σελὶς | 11
σχετικά, προξενοῦν στοὺς ἀκροατὰς ὀργὴν ἐναντίον ὅσων πράττουν τὰ δίκαια. Ἀρχικῶς λοιπόν, διάβασε τὸν νόμο20. < ΝΟΜΟΣ21 > . . . [29] Οὐκ ἠμφεσβήτει, ὦ ἄνδρες, ἀλλ' ὡμολόγει ἀδικεῖν, καὶ ὅπως μὲν μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει καὶ ἱκέτευεν, ἀποτίνειν δ' ἕτοιμος ἦν χρήματα. ἐγὼ δὲ τῷ μὲν ἐκείνου τιμήματι οὐ συνεχώρουν, τὸν δὲ τῆς πόλεως νόμον ἠξίουν εἶναι κυριώτερον, καὶ ταύτην ἔλαβον τὴν δίκην, ἣν ὑμεῖς δικαιοτάτην εἶναι ἡγησάμενοι τοῖς τὰ τοιαῦτα ἐπιτηδεύουσιν ἐτάξατε. Καί μοι ἀνάβητε τούτων μάρτυρες. [29] Δὲν τὸ ἀμφισβητοῦσε, ἄνδρες, ἀλλὰ παρεδέχετο ὅτι ἔσφαλε καὶ γιὰ νὰ μὴ πεθάνῃ παρακαλοῦσε καὶ ἱκέτευε, ἐνῷ ἦτο ἕτοιμος νὰ μοῦ πληρώσῃ χρήματα. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἑνέδιδα στὴν ἀποζημίωσι ἐκείνου22 καὶ εἶχα τὴν ἀξίωσι νὰ εἶναι ἰσχυρότερος ὁ νόμος τῆς πόλεως, καὶ αὐτὴν τὴν τιμωρία χρησιμοποίησα, τὴν ὁποίαν ἐσεῖς, ἀφοῦ ἐκρίνατε δικαιοτάτη, ὡρίσατε γιὰ ὅσους κάνουν τέτοιες δουλειές. Καὶ ἀνεβῆτε στὸ βῆμα, ὑπὲρ ἐμοῦ, ὡς μάρτυρες τούτων. < ΜΑΡΤΥΡΕΣ > . . . Ἀνάγνωθι δέ μοι καὶ τοῦτον τὸν νόμον <τὸν> ἐκ τῆς στήλης τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου. Διάβασέ μου καὶ αὐτὸν τὸν νόμο ἀπὸ τὴν στήλη ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο. < ΝΟΜΟΣ > . . . [30] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες, ὅτι αὐτῷ τῷ δικαστηρίῳ τῷ ἐξ Ἀρείου πάγου, ᾧ καὶ πάτριόν ἐστι καὶ ἐφ' ἡμῶν ἀποδέδοται τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν, διαρρήδην εἴρηται τοῦτον μὴ καταγιγνώσκειν φόνον, ὃς ἂν ἐπὶ δάμαρτι τῇ ἑαυτοῦ μοιχὸν λαβὼν ταύτην τὴν τιμωρίαν ποιήσηται. [30] Ἀκοῦτε, ἄνδρες, ὅτι τὸ ἴδιο τὸ δικαστήριον τὸ ἐξ Ἀρείου Πάγου, στὸ ὁποῖον καὶ πατροπαράδοτο εἶναι, καὶ σὲ ἐμᾶς ἔχει παραδοθῇ νὰ δικάζωνται οἱ δίκες γιὰ φόνους, ῥητῶς ἔχει λεχθῇ νὰ μὴ καταδικάζεται γιὰ φόνο αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει αὐτὴν τὴν τιμωρία23, ἀφοῦ συνέλαβε μοιχὸ ἐπάνω στὴν γυναῖκα του. 20
Λόγῳ τῆς λαϊκῆς συνθέσεως τῶν δικαστηρίων τῆς Ἀθηναϊκῆς Πολιτείας, ἦτο δυνατὸν οἱ δικασταὶ νὰ μὴ γνωρίζουν ἐπακριβῶς ὅλους τοὺς νόμους καὶ συνεπῶς νὰ παραπλανηθοῦν ὡς πρὸς τὴν ἐφαρμοστέα γιὰ κάθε περίπτωσι διάταξι. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ὡς ἀποδεικτικὸν μέσον, ἐπετρέπετο στοὺς διαδίκους νὰ ἐπικαλεσθοῦν συγκεκριμένον νόμον, ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ὅμως, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τῆς ἀπωλείας τῆς δίκης, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τῆς καταδίκης τους εἰς θάνατον λόγῳ ἐπικλήσεως ἀνυπάρκτου ἢ μὴ ἰσχύοντος νόμου. 21 Δίνει ἐντολὴ στὸν Γραμματέα τοῦ δικαστηρίου νὰ διαβάσῃ τὸν σχετικὸ νόμο. Πιθανολογῶ ὅτι ὁ νόμος ἦτο ὁ ἑξῆς: «Ἐὰν τὶς μοιχὸν λάβῃ ἐν ἔργῳ ἄρθρα ἐν ἄρθροις ἔχοντα, ὅ,τι ἂν βούληται χρήσθαι». (Ἐὰν κάποιος πιάσῃ ἐπ’ αὐτοφώρῳ μοιχὸ σὲ ἐρωτικὴ περίπτυξι [μὲ τὴν γυναῖκα του], μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσῃ ὅποια [τιμωρία] θέλει). 22 Πρόκειται γιὰ μεταφορὰ στοὺς θεσμοὺς τοῦ δικαστηρίου. Ὁ δικαστικὸς ἀγὼν ἐλέγετο «τιμητικὸς» ἢ «ἀτίμητος», ἀναλόγως μὲ τὸ ἐὰν ὁ νόμος προέβλεπε ἢ ὄχι ποινή. Ἐὰν ὁ νόμος δὲν προέβλεπε, οἱ δύο διάδικοι προέτεινον τὴν ποινὴ τὴν ὁποίαν ἤθελαν, χωρὶς νὰ εἶναι ἀπαραιτήτως ἡ ἁρμόζουσα. 23 Ὁ Δημοσθένης στὸν λόγο του «Κατὰ Ἀριστοκράτους» (55,7) δικαιολογεῖ τὸν νόμο: «Γιατί θεωρεῖται ἀθῷος; Ἐπειδὴ ὁ νόμος μᾶς ἐπιτρέπει νὰ φονεύουμε ἀκόμα καὶ φίλους μας, ἐὰν αὐτοὶ συμπεριφέρονται ἀσελγῶς καὶ προσβλητικῶς στὰ οἰκεῖα μας πρόσωπα, γιὰ τὰ ὁποία ἀξιώνει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μαχόμαστε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, μὲ θυσία καὶ τῆς ζωῆς μας ἀκόμα, προκειμένου νὰ μὴν ὑποστοῦν τίποτε τὸ ἀτιμωτικὸ καὶ τὸ ἀσελγές. Ἐπειδὴ ὅμως
Σελὶς | 12
[31] καὶ οὕτω σφόδρα ὁ νομοθέτης ἐπὶ ταῖς γαμεταῖς γυναιξὶ δίκαια ταῦτα ἡγήσατο εἶναι, ὥστε καὶ ἐπὶ ταῖς παλλακαῖς ταῖς ἐλάττονος ἀξίαις τὴν αὐτὴν δίκην ἐπέθηκε. καίτοι δῆλον ὅτι, εἴ τινα εἶχε ταύτης μείζω τιμωρίαν ἐπὶ ταῖς γαμεταῖς, ἐποίησεν ἄν. νῦν δὲ οὐχ οἷός τε ὢν ταύτης ἰσχυροτέραν ἐπ' ἐκείναις ἐξευρεῖν, τὴν αὐτὴν καὶ ἐπὶ ταῖς παλλακαῖς ἠξίωσε γίγνεσθαι. Ἀνάγνωθι δέ μοι καὶ τοῦτον τὸν νόμον. [31] Καὶ τόσο πολὺ ὁ νομοθέτης ἐθεώρησε ὅτι αὐτὰ εἶναι δίκαια γιὰ τὶς νομίμους συζύγους, ὥστε καὶ γιὰ τὶς λιγότερο ἄξιες παλλακίδες24, ἐπέβαλε τὴν ἴδια ποινή. Ἂν καὶ εἶναι φανερὸν ὅτι ἂν εἶχε κάποια μεγαλυτέρα τιμωρία ἀπὸ αὐτὴν γιὰ τὶς νομίμους συζύγους, θὰ τὴν ἐπέβαλλε. Τώρα ὅμως ἐπειδὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρῇ γιὰ ἐκεῖνες μεγαλυτέρα τιμωρία ἀπὸ αὐτήν, ἀξίωσε νὰ ἐπιβάλλεται ἡ ἴδια καὶ γιὰ τὶς παλλακίδες. Διάβασέ μου ὅμως καὶ αὐτὸν τὸν νόμο. < ΝΟΜΟΣ > . . . [32] Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες, ὅτι κελεύει, ἐάν τις ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἢ παῖδα αἰσχύνῃ βίᾳ, διπλῆν τὴν βλάβην ὀφείλειν· ἐὰν δὲ γυναῖκα, ἐφ' αἷσπερ ἀποκτείνειν ἔξεστιν, ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι· οὕτως, ὦ ἄνδρες, τοὺς βιαζομένους ἐλάττονος ζημίας ἀξίους ἡγήσατο εἶναι ἢ τοὺς πείθοντας· [32] Ἀκοῦτε, ἄνδρες, τί ὁρίζει, ἂν κάποιος ἀτιμάσῃ μὲ τὴν βία ἐλεύθερο ἄνθρωπο ἢ δοῦλο, νὰ τιμωρῆται διπλᾶ. Ἐὰν δὲ [ἀτιμάσῃ] γυναῖκα, ποὺ στὴν [περίπτωσί] τους ἐπιτρέπεται [ὁ προσβαλλόμενος] νὰ φονεύῃ, [ὁ ἀτιμάσας] νὰ ὑπόκειται στοὺς ἰδίους [νόμους]. Ἔτσι, ἄνδρες, [ὁ νομοθέτης] ἐθεώρησε ἀξίους γιὰ μικροτέρα τιμωρία αὐτοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦν βία παρὰ αὐτοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦν πειθώ. [33] τῶν μὲν γὰρ θάνατον κατέγνω, τοῖς δὲ διπλῆν ἐποίησε τὴν βλάβην, ἡγούμενος τοὺς μὲν διαπραττομένους βίᾳ ὑπὸ τῶν βιασθέντων μισεῖσθαι, τοὺς δὲ πείσαντας οὕτως αὐτῶν τὰς ψυχὰς διαφθείρειν, ὥστ' οἰκειοτέρας αὑτοῖς ποιεῖν τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας ἢ τοῖς ἀνδράσι, καὶ πᾶσαν ἐπ' ἐκείνοις τὴν οἰκίαν γεγονέναι, καὶ τοὺς παῖδας ἀδήλους εἶναι ὁποτέρων τυγχάνουσιν ὄντες, τῶν ἀνδρῶν ἢ τῶν μοιχῶν. [33] Διότι προέβλεψε θάνατον γι’ αὐτοὺς [ποὺ χρησιμοποιοῦν πειθώ], ἐνῷ γιὰ τοὺς ἄλλους ἐπέβαλε διπλῆ ποινή, θεωρώντας ὅτι αὐτοὶ ποὺ διαπράττουν [τὸ ἀδίκημα] μὲ βία, μισοῦνται ἀπὸ τὰ θύματά τους, ἐνῷ αὐτοὶ [ποὺ χρησιμοποιοῦν πειθὼ] τόσο διαφθείρουν τὶς ψυχὲς τῶν [θυμάτων τους], ὥστε κάνουν τὶς ξένες γυναῖκες νὰ εἶναι πιὸ οἰκεῖες σὲ αὐτοὺς παρὰ στοὺς ἄνδρες τους, καὶ ὅλη ἡ οἰκία νὰ εἶναι εἰς τὴν διάθεσίν τους καὶ δὲν εἶναι φανερὸ ποίων ἀπὸ τοὺς δύο τυγχάνει νὰ εἶναι τὰ παιδιά, τῶν ἀνδρῶν τους ἢ τῶν μοιχῶν25.
καὶ οἱ φίλοι καὶ οἱ ἐχθροὶ δὲν εἶναι ἰδιαίτερα εἴδη ἀνθρώπων, ἀλλὰ μόνον οἱ πράξεις τους τοὺς διαφοροποιοῦν, ὁ νόμος μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ μεταχειριζόμαστε ὡς ἐχθρούς, ὅσους μᾶς μεταχειρίζονται ὡς ἐχθρούς». 24 Παλλακὶς = Γυναῖκα ἡ ὁποία συζεῖ μὲ κάποιον ἄνδρα ὡς ἐρωμένη του. 25 Ὁ βιαστὴς παντρεμένης γυναικὸς ἐτιμωρεῖτο μὲ ἠπιώτερες ποινές, ἐνῷ ὁ μοιχὸς μὲ θάνατον, διότι στὴν πρώτη περίπτωσιν ἡ βιασθεῖσα, ἐξαναγκασθεῖσα διὰ τῆς βίας νὰ ὑποκύψῃ στὶς ὀρέξεις τοῦ βιαστοῦ της, δὲν παύει νὰ διατηρῇ τὴν ἠθική της ἀξιοπρέπεια, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν συζυγικὴ πίστιν καὶ συνήθως δὲν διαλύεται ἡ οἰκογένεια ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, ἐνῷ ὁ μοιχὸς ἐπετρέπετο νὰ τιμωρηθῇ ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ἄμεση θανάτωσί του ἀπὸ τὸν σύζυγο, διότι διέφθειρε καὶ τὴν ψυχή της, καταλύοντας τὴν συζυγικὴ ἀγάπη καὶ διαλύοντας τὴν οἰκογένειά της.
Σελὶς | 13
[34] ἀνθ' ὧν ὁ τὸν νόμον τιθεὶς θάνατον αὐτοῖς ἐποίησε τὴν ζημίαν. Ἐμοῦ τοίνυν, ὦ ἄνδρες, οἱ μὲν νόμοι οὐ μόνον ἀπεγνωκότες εἰσὶ μὴ ἀδικεῖν, ἀλλὰ καὶ κεκελευκότες ταύτην τὴν δίκην λαμβάνειν· ἐν ὑμῖν δ' ἐστὶ πότερον χρὴ τούτους ἰσχυροὺς ἢ μηδενὸς ἀξίους εἶναι. [34] Εἰς ἀνταπόδοσιν αὐτῶν ὁ νομοθέτης τοὺς ἐπέβαλε ὡς τιμωρία τὸν θάνατον. Λοιπόν, ἄνδρες, οἱ νόμοι ὄχι μόνον ἀπέρριψαν τὴν κατηγορία εἰς βάρος μου ὅτι ἀδικοπραγῶ, ἀλλὰ ἔχουν ὁρίσει κι ὅλας νὰ χρησιμοποιήσω αὐτὴν τὴν τιμωρία. Εἶναι στὸ χέρι σας ποιό ἀπὸ τὰ δύο, ἂν πρέπει οἱ νόμοι νὰ εἶναι ἰσχυροὶ ἢ νὰ μὴν ἀξίζουν τίποτε. [35] ἐγὼ μὲν γὰρ οἶμαι πάσας τὰς πόλεις διὰ τοῦτο τοὺς νόμους τίθεσθαι, ἵνα περὶ ὧν ἂν πραγμάτων ἀπορῶμεν, παρὰ τούτους ἐλθόντες σκεψώμεθα ὅ τι ἡμῖν ποιητέον ἐστίν. οὗτοι τοίνυν περὶ τῶν τοιούτων τοῖς ἀδικουμένοις τοιαύτην δίκην λαμβάνειν παρακελεύονται. [35] Διότι ἐγὼ νομίζω ὅτι ὅλες οἱ πόλεις γι’ αὐτὸν τὸν λόγο θεσπίζουν τοὺς νόμους, γιὰ νὰ σκεφθοῦμε τί πρέπει νὰ κάνουμε, καταφεύγοντας σὲ αὐτούς, γιὰ ὅσα πράγματα δὲν ἔχουμε λύσι. Αὐτοὶ λοιπὸν [οἱ νόμοι] ὁρίζουν περὶ αὐτῶν τῶν περιπτώσεων γιὰ τοὺς ἀδικουμένους νὰ χρησιμοποιοῦν αὐτὴν τὴν τιμωρία26. [36] οἷς ὑμᾶς ἀξιῶ τὴν αὐτὴν γνώμην ἔχειν· εἰ δὲ μή, τοιαύτην ἄδειαν τοῖς μοιχοῖς ποιήσετε, ὥστε καὶ τοὺς κλέπτας ἐπαρεῖτε φάσκειν μοιχοὺς εἶναι, εὖ εἰδότας ὅτι, ἐὰν ταύτην τὴν αἰτίαν περὶ ἑαυτῶν λέγωσι καὶ ἐπὶ τούτῳ φάσκωσιν εἰς τὰς ἀλλοτρίας οἰκίας εἰσιέναι, οὐδεὶς αὐτῶν ἅψεται. πάντες γὰρ εἴσονται ὅτι τοὺς μὲν νόμους τῆς μοιχείας χαίρειν ἐᾶν δεῖ, τὴν δὲ ψῆφον τὴν ὑμετέραν δεδιέναι· αὕτη γάρ ἐστι πάντων τῶν ἐν τῇ πόλει κυριωτάτη. [36] Μὲ αὐτοὺς τοὺς νόμους ἔχω τὴν ἀξίωσι νὰ ὁμονοήσετε. Εἰ δὲ μή, θὰ δώσετε στοὺς μοιχοὺς τέτοιο θάρρος, ὥστε θὰ παρακινήσετε καὶ τοὺς κλέπτες νὰ λένε ὅτι εἶναι μοιχοί, γνωρίζοντας καλῶς ὅτι ἐὰν ἰσχυρισθοῦν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους αὐτὴν τὴν δικαιολογία καὶ ὅτι γι’ αὐτὸν τὸν λόγο μπαίνουν στὰ ξένα σπίτια, κανεὶς δὲν θὰ τοὺς ἀγγίξῃ27. Διότι ὅλοι θὰ ξέρουν ὅτι τοὺς νόμους γιὰ τὴν μοιχεία πρέπει νὰ τοὺς περιφρονοῦμε, ὅμως πρέπει νὰ φοβούμαστε τὴν δική σας ψῆφο, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπ’ ὅλους ἐντὸς τῆς πόλεως. [37] Σκέψασθε δέ, ὦ ἄνδρες· κατηγοροῦσι γάρ μου ὡς ἐγὼ τὴν θεράπαιναν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ μετελθεῖν ἐκέλευσα τὸν νεανίσκον. ἐγὼ δέ, ὦ ἄνδρες, δίκαιον μὲν ἂν ποιεῖν ἡγούμην ᾡτινιοῦν τρόπῳ τὸν τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν διαφθείραντα λαμβάνων· [37] Σκεφθῆτε ὅμως, ἄνδρες. Διότι μὲ κατηγοροῦν ὅτι ἐγὼ ἔδωσα ἐντολὴ ἐκείνην τὴν ἡμέρα στὴν ὑπηρέτρια νὰ προσκαλέσῃ τὸν νεαρὸ νὰ ἔλθῃ. Ἐγὼ ὅμως, ἄνδρες, θεωροῦσα μὲν ὅτι ἔπραττα τὸ δίκαιον ἂν ἔπιανα μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο αὐτὸν ποὺ διέφθειρε τὴν δική μου τὴν γυναῖκα. 26
Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ Ξενοφῶν στὸ ἔργο του «Ἱέρων» (3,3,1): «Δὲν ἔχει διαφύγει τῆς προσοχῆς οὔτε τῶν πολιτειῶν, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ ὡραιότερο ἀγαθὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μόνον βεβαίως γιὰ τοὺς μοιχοὺς ἔχουν ὁρίσει οἱ πολιτεῖες ἀπὸ παλαιά, μὲ νόμο, τὸ νὰ τοὺς φονεύουν ἀτιμωρητί, καθὼς εἶναι φανερὸν ὅτι τοὺς θεωροῦν καταλύτες τῆς ἀγάπης τῶν γυναικῶν πρὸς τοὺς συζύγους τους». 27 Σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, τὸν ἐν νυκτὶ εἰσερχόμενον εἰς τὴν οἰκίαν καὶ συλλαμβανόμενον κλέπτην, ὁ οἰκοδεσπότης δικαιοῦται νὰ τὸν φονεύσῃ ἀποινί. «Νύκτωρ φῶρα εἰς οἰκίαν εἰσιόντα ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἐὰν ἑλὼν κτείνῃ, καθαρὸς ἔστω» (Πλάτων, Νόμοι 874b7).
Σελὶς | 14
[38] εἰ μὲν γὰρ λόγων εἰρημένων ἔργου δὲ μηδενὸς γεγενημένου μετελθεῖν ἐκέλευον ἐκεῖνον, ἠδίκουν ἄν· εἰ δὲ ἤδη πάντων διαπεπραγμένων καὶ πολλάκις εἰσεληλυθότος εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐμὴν ᾡτινιοῦν τρόπῳ ἐλάμβανον αὐτόν, σώφρον' ἂν ἐμαυτὸν ἡγούμην· [38] Θὰ ἀδικοπραγοῦσα ὅμως, ἂν παράγγελνα σὲ ἐκεῖνον νὰ ἔλθῃ ἐνῷ δὲν εἶχε συμβεῖ τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ λόγια εἰπωμένα. Ἂν ὅμως τὸν ἔπιανα μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, ἐνῷ εἶχαν πλέον γίνει ὅλα καὶ εἶχε ἔλθει πολλὲς φορὲς εἰς τὴν δική μου τὴν οἰκία, θὰ θεωροῦσα τὸν ἑαυτόν μου σώφρονα. [39] σκέψασθε δὲ ὅτι καὶ ταῦτα ψεύδονται· ῥᾳδίως δὲ ἐκ τῶνδε γνώσεσθε. ἐμοὶ γάρ, ὦ ἄνδρες, ὅπερ καὶ πρότερον εἶπον, φίλος ὢν Σώστρατος καὶ οἰκείως διακείμενος ἀπαντήσας ἐξ ἀγροῦ περὶ ἡλίου δυσμὰς συνεδείπνει, καὶ ἐπειδὴ καλῶς εἶχεν αὐτῷ, ἀπιὼν ᾤχετο. [39] Σκεφθῆτε δὲ ὅτι καὶ γι’ αὐτὰ ψεύδονται. Διότι εὐκόλως ἐξ αὐτῶν θὰ τὸ κατανοήσετε. Ὁ Σώστρατος, ἄνδρες, ὅπως ἀκριβῶς εἶπα καὶ προηγουμένως, ὄντας φίλος καὶ προσφιλὴς σ’ ἐμένα, ἀφοῦ μὲ συνήντησε κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου [ἐρχόμενος] ἀπὸ τὸ κτῆμα, ἐδείπνησε μαζί μου καὶ ἀφοῦ ἔφαγε καλά, ἀνεχώρησε. [40] καίτοι πρῶτον μέν, ὦ ἄνδρες, ἐνθυμήθητε· [ὅτι] εἰ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐγὼ ἐπεβούλευον Ἐρατοσθένει, πότερον ἦν μοι κρεῖττον αὐτῷ ἑτέρωθι δειπνεῖν ἢ τὸν συνδειπνήσοντά μοι εἰσαγαγεῖν; οὕτω γὰρ ἂν ἧττον ἐτόλμησεν ἐκεῖνος εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν. εἶτα δοκῶ ἂν ὑμῖν τὸν συνδειπνοῦντα ἀφεὶς μόνος καταλειφθῆναι καὶ ἔρημος γενέσθαι, ἢ κελεύειν ἐκεῖνον μεῖναι, ἵνα μετ' ἐμοῦ τὸν μοιχὸν ἐτιμωρεῖτο; [40] Καὶ ὅμως πρῶτον, ἄνδρες, ἀναλογισθῆτε ὅτι, ἂν ἐκείνην τὴν νύκτα ἐγὼ ἐπιβουλευόμουν τὸν Ἐρατοσθένη, ποιό ἀπὸ τὰ δύο ἦτο καλλίτερο γιὰ ἐμένα, νὰ δειπνήσω μ’ αὐτὸν ἀλλοῦ ἢ νὰ βάλω ἐντὸς [τῆς οἰκίας μου] αὐτὸν ποὺ θὰ δειπνοῦσε μαζί μου; Διότι ἔτσι ἐκεῖνος θὰ τολμοῦσε λιγότερο νὰ μπῇ στὴν οἰκία. Ἔπειτα, σᾶς φαίνομαι ὅτι θὰ ἔμενα μόνος καὶ ἔρημος ἀφήνοντας τὸν συνδαιτυμόνα, ἢ θὰ παρακαλοῦσα ἐκεῖνον νὰ μείνῃ, γιὰ νὰ τιμωροῦσε μαζί μ’ ἐμένα τὸν μοιχό; [41] ἔπειτα, ὦ ἄνδρες, οὐκ ἂν δοκῶ ὑμῖν τοῖς ἐπιτηδείοις μεθ' ἡμέραν παραγγεῖλαι, καὶ κελεῦσαι αὐτοὺς συλλεγῆναι εἰς οἰκίαν <του> τῶν φίλων ἐγγυτάτω, μᾶλλον ἢ ἐπειδὴ τάχιστα ᾐσθόμην τῆς νυκτὸς περιτρέχειν, οὐκ εἰδὼς ὅντινα οἴκοι καταλήψομαι καὶ ὅντινα ἔξω; καὶ ὡς Ἁρμόδιον μὲν καὶ τὸν δεῖνα ἦλθον οὐκ ἐπιδημοῦντας (οὐ γὰρ ᾔδειν), ἑτέρους δὲ οὐκ ἔνδον ὄντας κατέλαβον, οὓς δ' οἷός τε ἦν λαβὼν ἐβάδιζον. [41] Ἔπειτα, ἄνδρες, δὲν σᾶς φαίνομαι ὅτι θὰ εἶχα παραγγείλει τὴν ἡμέρα στοὺς φίλους καὶ θὰ τοὺς ζητοῦσα νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν πλησιέστερη οἰκία κάποιου ἀπὸ τοὺς φίλους, παρὰ νὰ τρέχω ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μέσα στὴν νύκτα ἀμέσως μόλις τὸ ἀντελήφθην, μὴ γνωρίζοντας ποιόν θὰ βρῶ στὴν οἰκία του καὶ ποιόν ἔξω; Καὶ ἐπῆγα [μέχρι τὴν οἰκία] τοῦ Ἁρμοδίου καὶ κάποιου ἄλλου οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν εἰς τὴν πόλιν (διότι δὲν τὸ ἤξερα) καὶ ἄλλους δὲν τοὺς βρῆκα ἐντὸς [τῆς οἰκίας τους] καὶ ὅσους μπόρεσα [νὰ βρῶ], ἀφοῦ τοὺς ἐπῆρα [μαζί μου], ἐβάδιζον [πρὸς τὴν οἰκία].
Σελὶς | 15
[42] καίτοιγε εἰ προῄδειν, οὐκ ἂν δοκῶ ὑμῖν καὶ θεράποντας παρασκευάσασθαι καὶ τοῖς φίλοις παραγγεῖλαι, ἵν' ὡς ἀσφαλέστατα μὲν αὐτὸς εἰσῄειν (τί γὰρ ᾔδειν εἴ τι κἀκεῖνος εἶχε σιδήριον;), ὡς μετὰ πλείστων δὲ μαρτύρων τὴν τιμωρίαν ἐποιούμην; νῦν δ' οὐδὲν εἰδὼς τῶν ἐσομένων ἐκείνῃ τῇ νυκτί, οὓς οἷός τε ἦν παρέλαβον. Καί μοι ἀνάβητε τούτων μάρτυρες. [42] Καὶ ὅμως ἂν γνώριζα ἀπὸ πρίν, δὲν σᾶς φαίνομαι [ἱκανὸς] καὶ τοὺς ὑπηρέτες νὰ προετοιμάσω καὶ νὰ παραγγείλω στοὺς φίλους [νὰ ἔλθουν] γιὰ νὰ εἰσέλθω ὁ ἴδιος μὲ μεγαλυτέρα ἀσφάλεια (μήπως γνώριζα, ἂν καὶ ἐκεῖνος εἶχε κανένα «σιδηρικό»;), γιὰ νὰ τὸν τιμωρήσω μπροστὰ σὲ πολλοὺς μάρτυρες; Τώρα δέ, καθὼς δὲν γνώριζα τίποτε ἀπ’ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ἐκείνην τὴν νύκτα, ἐπῆρα μαζὶ ὅσους ἦτο δυνατόν. Ἀνεβῆτε στὸ βῆμα, ὑπὲρ ἐμοῦ, ὡς μάρτυρες αὐτῶν. < ΜΑΡΤΥΡΕΣ > . . . [43] Τῶν μὲν μαρτύρων ἀκηκόατε, ὦ ἄνδρες· σκέψασθε δὲ παρ' ὑμῖν αὐτοῖς οὕτως περὶ τούτου τοῦ πράγματος, ζητοῦντες εἴ τις ἐμοὶ καὶ Ἐρατοσθένει ἔχθρα πώποτε γεγένηται πλὴν ταύτης. οὐδεμίαν γὰρ εὑρήσετε. [43] Ἔχετε ἀκούσει τοὺς μάρτυρας, ἄνδρες. Σκεφθῆτε δὲ ἀπὸ μόνοι σας ἔτσι γι’ αὐτὸ τὸ ζήτημα, ἀναζητώντας ἂν ἔχῃ ὑπάρξει ποτὲ κάποια ἔχθρα ἀνάμεσα σ’ ἐμένα καὶ τὸν Ἐρατοσθένη, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτήν. Δὲν θὰ βρῆτε καμμίαν. [44] οὔτε γὰρ συκοφαντῶν γραφάς με ἐγράψατο, οὔτε ἐκβάλλειν ἐκ τῆς πόλεως ἐπεχείρησεν, οὔτε ἰδίας δίκας ἐδικάζετο, οὔτε συνῄδει κακὸν οὐδὲν ὃ ἐγὼ δεδιὼς μή τις πύθηται ἐπεθύμουν αὐτὸν ἀπολέσαι, οὔτε εἰ ταῦτα διαπραξαίμην, ἤλπιζόν ποθεν (μέν) χρήματα λήψεσθαι· ἔνιοι γὰρ τοιούτων πραγμάτων ἕνεκα θάνατον ἀλλήλοις ἐπιβουλεύουσι. [44] Διότι οὔτε μὲ κατήγγειλε χρησιμοποιώντας συκοφαντίες, οὔτε ἐπεχείρησε νὰ μὲ ἐκδιώξῃ ἀπὸ τὴν πόλιν, οὔτε ὡδηγήθη σὲ ἰδιωτικοὺς δικαστικοὺς ἀγῶνες [ἐναντίον μου], οὔτε ἐγνώριζε κανένα παράπτωμά μου ὥστε, φοβούμενος ἐγὼ μήπως τὸ μάθῃ κανείς, θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ τὸν φονεύσω, οὔτε ἤλπιζα ὅτι θὰ πάρω χρήματα ἀπὸ κάπου ἂν ἔκανα τέτοιες πράξεις. Μερικοὶ βέβαια, λόγῳ τέτοιων πραγμάτων ἐπιβουλεύονται θάνατον ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον. [45] τοσούτου τοίνυν δεῖ ἢ λοιδορία ἢ παροινία ἢ ἄλλη τις διαφορὰ ἡμῖν γεγονέναι, ὥστε οὐδὲ ἑωρακὼς ἦν τὸν ἄνθρωπον πώποτε πλὴν ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτί. τί ἂν οὖν βουλόμενος ἐγὼ τοιοῦτον κίνδυνον ἐκινδύνευον, εἰ μὴ τὸ μέγιστον τῶν ἀδικημάτων ἦν ὑπ' αὐτοῦ ἠδικημένος; [45] Τέτοιου [βαθμοῦ] πρέπει νὰ εἶχε ὑπάρξει ἢ λοιδορία ἢ τσακωμὸς λόγῳ μέθης ἢ κάποια ἄλλη διαφορὰ ἀνάμεσά μας, ὥστε οὔτε τὸν εἶχα δεῖ ποτὲ τὸν ἄνθρωπο, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνην τὴν νύκτα. Γιατί λοιπὸν μὲ τὴν θέλησί μου θὰ διέτρεχα τέτοιον κίνδυνο, ἂν δὲν εἶχα ἀδικηθῇ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ μέγιστο τῶν ἀδικημάτων; [46] ἔπειτα παρακαλέσας αὐτὸς μάρτυρας ἠσέβουν, ἐξόν μοι, εἴπερ ἀδίκως ἐπεθύμουν αὐτὸν ἀπολέσαι, μηδένα μοι τούτων συνειδέναι; Σελὶς | 16
[46] Ἔπειτα, θὰ ἔφθανα στὸν φόνο ἔχοντας ὁ ἴδιος προσκαλέσει μάρτυρας, ἐνῷ μοῦ ἦτο δυνατόν, ἂν πράγματι ἐπιθυμοῦσα νὰ τὸν φονεύσω μὲ δόλιο τρόπο, νὰ μὴ μὲ καταλάβῃ κανεὶς ἀπὸ αὐτούς; [47] Ἐγὼ μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες, οὐκ ἰδίαν ὑπὲρ ἐμαυτοῦ νομίζω ταύτην γενέσθαι τὴν τιμωρίαν, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς πόλεως ἁπάσης· οἱ γὰρ τὰ τοιαῦτα πράττοντες, ὁρῶντες οἷα τὰ ἆθλα πρόκειται τῶν τοιούτων ἁμαρτημάτων, ἧττον εἰς τοὺς ἄλλους ἐξαμαρτήσονται, ἐὰν καὶ ὑμᾶς ὁρῶσι τὴν αὐτὴν γνώμην ἔχοντας. [47] Ἐγὼ λοιπόν, ἄνδρες, νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ τιμωρία δὲν ἐπεβλήθη ἀτομικὰ γιὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἀλλὰ ὑπὲρ ὅλης της πόλεως28. Διότι ὅσοι κάνουν τέτοιες πράξεις, ἀφοῦ δοῦν ποιά «βραβεῖα» ἔχουν προταθῇ γι’ αὐτὰ τὰ σφάλματα, θὰ ἀδικοπραγήσουν λιγότερο εἰς βάρος ἄλλων, ἐὰν βλέπουν καὶ ἐσᾶς νὰ ἔχετε τὴν ἴδια γνώμη29. [48] εἰ δὲ μή, πολὺ κάλλιον τοὺς μὲν κειμένους νόμους ἐξαλεῖψαι, ἑτέρους δὲ θεῖναι, οἵτινες τοὺς μὲν φυλάττοντας τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ταῖς ζημίαις ζημιώσουσι, τοῖς δὲ βουλομένοις εἰς αὐτὰς ἁμαρτάνειν πολλὴν ἄδειαν ποιήσουσι. [48] Εἰ δὲ μή, [εἶναι] πολὺ καλλίτερο ν’ ἀκυρώσετε τοὺς ἰσχύοντας νόμους καὶ νὰ θεσπίσετε ἄλλους, οἱ ὁποῖοι θὰ τιμωρήσουν μὲν μὲ θανατικὴ ποινὴ αὐτοὺς ποὺ προστατεύουν τὶς συζύγους τους, ἐνῷ θὰ παραχωρήσουν μεγάλη ἐλευθερία σὲ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὶς ἐξευτελίσουν. [49] πολὺ γὰρ οὕτω δικαιότερον ἢ ὑπὸ τῶν νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι, οἳ κελεύουσι μέν, ἐάν τις μοιχὸν λάβῃ, ὅ τι ἂν οὖν βούληται χρῆσθαι, οἱ δ' ἀγῶνες δεινότεροι τοῖς ἀδικουμένοις καθεστήκασιν ἢ τοῖς παρὰ τοὺς νόμους τὰς ἀλλοτρίας καταισχύνουσι γυναῖκας. [49] Διότι ἔτσι εἶναι πολὺ δικαιότερον, παρὰ νὰ ὑπονομεύωνται οἱ πολῖται ἀπὸ τοὺς νόμους, οἱ ὁποῖοι ὁρίζουν μέν, ἐὰν κάποιος συλλάβῃ μοιχό, νὰ μεταχειρισθῇ [ὅποια τιμωρία] θέλει, ἐνῷ οἱ [δικαστικοὶ] ἀγῶνες ἔχουν καταντήσει φοβερώτεροι γιὰ τοὺς ἀδικουμένους παρὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ καταντροπιάζουν τὶς ξένες γυναῖκες, κατὰ παράβασιν τῶν νόμων. [50] ἐγὼ γὰρ νῦν καὶ περὶ τοῦ σώματος καὶ περὶ τῶν χρημάτων καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων κινδυνεύω, ὅτι τοῖς τῆς πόλεως νόμοις ἐπειθόμην.
28
Ἡ ἀναγωγὴ τοῦ ἀδικήματος πρὸς κάποιον ὡς ἀδίκημα κατὰ τῆς πόλεως καὶ ὡς προσβολὴ κατὰ τῆς ἐννόμου τάξεως ὑπῆρξε ἄλλη μία κορυφαία ἔκφρασις τῆς ἑλληνικῆς κοσμοθεωρίας. Ἐκεῖνο ποὺ σφυρηλατεῖ τοὺς πιὸ συνεκτικοὺς δεσμοὺς τῶν πολιτῶν μιᾶς πόλεως δὲν εἶναι τόσο τὰ κοινὰ ὑλικὰ συμφέροντα, ὅσο ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ ἐμπέδωσις τῆς πίστεως σὲ κοινὰ πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ ἀγαθά, ὅπως ἡ ὑπηρέτησις τοῦ δικαίου. Ὁ Ἀριστοτέλης στὸ ἔργο του «Πολιτικὰ» (1253a,18) ἀναφέρει, παρομοιάζοντας τὴν πολιτεία μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα: «Ὡς πρὸς τὴν φύσι, προηγεῖται ἡ πολιτεία ἀπὸ τὴν οἰκία καὶ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς, διότι τὸ ὅλον προηγεῖται ἀναγκαστικὰ τοῦ μέρους, καθὼς ἐὰν καταστραφῇ τὸ ὅλον δὲν ὑπάρχει πλέον οὔτε πόδι, οὔτε χέρι». 29 Ὁ Πλάτων ἀναφέρει στὸ ἔργον του «Πρωταγόρας» (324b4) ὅτι πρέπει νὰ τιμωρῆται αὐτὸς ποὺ διέπραξε τὸ ἀδίκημα «ὥστε νὰ μὴν ἀδικοπραγήσῃ ξανὰ οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε ἄλλος ποὺ θὰ δῇ αὐτὸν τιμωρημένο». Ἄρα, σκοπὸς τῆς ποινικῆς καταστολῆς εἶναι ἡ εἰδικὴ καὶ ἡ γενικὴ πρόληψις. Καὶ συμπληρώνει ὁ Δημοσθένης στὸν λόγο του «Κατ’ Ἀριστογείτονος Α’» (17,4): «Δύο εἶναι οἱ λόγοι ἕνεκα τῶν ὁποίων τίθονται ὅλοι οἱ νόμοι. Νὰ μὴν κάνῃ κανεὶς τίποτε τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι δίκαιον καὶ νὰ γίνωνται καλλίτεροι οἱ ἄλλοι ποὺ βλέπουν νὰ τιμωροῦνται αὐτοὶ ποὺ παραβαίνουν τὰ δίκαια».
Σελὶς | 17
[50] Διότι τώρα ἐγὼ διατρέχω κίνδυνο καὶ γιὰ τὴν ζωή μου καὶ γιὰ τὴν περιουσία μου καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα30, ἐπειδὴ ὑπήκουσα εἰς τοὺς νόμους τῆς πόλεως.
30
Γιὰ ἑκούσιο φόνο ἴσχυαν οἱ ποινὲς α) τῆς δημεύσεως τῆς περιουσίας καὶ τῆς ἀμέσου ἐξορίας (ἀειφυγία) ἢ β) τῆς ἀμέσου ἐκτελέσεως.
Σελὶς | 18
Ἀθῷος ἢ ἔνοχος;
Σελὶς | 19
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ 1) Παναγιώτης Κυριακόπουλος, Ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ Δίκαιο, ἐκδ. Σύγχρονη Ἐκδοτική, Ἀθῆναι 2002. 2) Γεώργιος Ῥάπτης, Λυσίας - Ὑπερασπιστικοὶ λόγοι, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2002. 3) Γεώργιος Ἀποστολίδης, Λυσίου - Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ φόνου μοιχοῦ: Μελέτη Ἀττικοῦ Δικαίου, ἐκδ. Τυπογραφεῖον Μακρίδου & Ἀλευροπούλου, Ἀθῆναι 1924. 4) Malcolm Campbell, A Greek Prose Reading Course for Post-beginners: Forensic Oratory: Lysias: On the Murder of Eratosthenes, ἐκδ. Bristol Classical Press, London 1997. 5) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις http://web.auth.gr/piramatiko/electronic_Lib/Lysias/lysias.html (ἀρχαῖον κείμενον). 6) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3atext%3a 1999.01.0153%3aspeech%3d1 (ἀρχαῖον κείμενον). 7) Ἠλεκτρονικὴ διεύθυνσις http://el.wikipedia.org/wiki/Λυσίας (πληροφορίες γιὰ τὸν Λυσία). 8) Magenta, Ἠλεκτρονικὸν Λεξικὸν Ἀρχαία-Νέα / Νέα-Ἀρχαία Ἑλληνικά. 9) Πάπυρος - Μέγα Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, 2005. 10) Ἑλληνικὰ Γράμματα - LexiGramm, Ἑλληνογνωσία, 2005. 11) Ἑλληνικὰ Γράμματα - LexiGramm, Ἑλληνομάθεια Plus, 2005.
Σελὶς | 20