ΡΕΜΠΕΣΙΚΟ ΓΛΩΑΡΙ Αβανιά ετςινιά, κακολογία, ςυκοφαντικι διάδοςθ.... Αβάντα 1. Ρλεονζκτθμα, κζρδοσ, όφελοσ που ςυνικωσ προζρχεται από επιλιψιμθ διαδικαςία, μίηα. 2. Υποςτιριξθ ςυνικωσ ζμμεςθ, μζςο, αβάντηα 3.(ςτο κζατρο): ςφνολο γνωριςμάτων ρόλου ι παράςταςθσ που ςκοπεφουν ςτο να προςελκφςουν το κοινό με εξωτερικά, ςυνικωσ φανταχτερά μζςα. Αβανταδόροσ Ο εικονικόσ παίχτθσ, ο υποτικζμενοσ αγοραςτισ που ενεργεί ϊςτε να προςελκφςει υποψιφια κφματα. Ειδικότερα, ο αβανταδόροσ δρα ςτον "παπά": ζνασ ςτινει τον "παπά" και οι ςυνεργάτεσ του, ςαν κοινοί διαβάτεσ, "παίηουν" και "κερδίηουν", ϊςτε να πειςκεί ο αφελισ ότι μπορεί να κερδίςει και εκείνοσ, αν παίξει. Αβζρτα Φανερά, άφοβα, χωρίσ προφφλαξθ, απροκάλυπτα. Αγάλι Σιγά, ιρεμα. *μεςαιων. αγάλθ < αγαλθνά < γαλθνά+ Αγάντα Κρατιςου γερά, μείνε κοντά. 2. κάνε υπομονι, κουράγιο. Άγιοσ Νείλοσ Ρεριοχι του Ρειραιά, κοντά ςτο Χατηθκυριάκειο , όπου και θ ομϊνυμθ εκκλθςία. Ακρόπολθ, ΚεςςαλονίκθΤο βορειότερο και ψθλότερο τμιμα τθσ παλιάσ πόλθσ τθσ Κεςςαλονίκθσ, ςτθν περιοχι τθσ Άνω Ρόλθσ. Π,τι διαςϊκθκε από τθν πυρκαγιά του 1917, περιλαμβάνει τα τείχθ τθσ Ακρόπολθσ και το Επταπφργιο, το Γεντί Κουλζ . Αλάνθσ Ρλιρθσ επεξιγθςθ ςτθν Κλίκα. Αλθκινι Ραραδοςιακό χωριό ανάμεςα ςτθν Ερμοφπολθ και τθν Άνω Σφρο. Αλμπάνθσ αδζξιοσ, άπειροσ ςτθ δουλειά του, ατηαμισ, ( ςυνικωσ λζγεται για τεχνίτεσ και γιατροφσ). *< από το (ν)αλμπάν(τ)θσ < τουρκ., περς. nalbant < nalbent = πεταλωτισ+ Ανάπλι Γνωςτι, παλιά φυλακι ανατολικά τθσ Ακροναυπλίασ, ςτο εςωτερικό του όρμου. Αρκετζσ οι αναφορζσ ς' αυτιν και ςτα τραγοφδια και ςτθ Λογοτεχνία, όπου περιγράφονται οι ιδιαίτερα ςκλθρζσ τιμωρίεσ ςε βάροσ των κρατοφμενων, όπωσ και θ άδικθ κράτθςθ. Ανκίηομαι Αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι που υποκρφπτεται, παίρνω είδθςθ, πιάνω, ψυχανεμίηομαι. Άννυ Πντρα Θ Άννυ Πντρα (Anna Sophie Ondrakova) ιταν θκοποιόσ και τραγουδίςτρια, λαμπρό αςτζρι του Χόλυγουντ. Αντάμ αμάν Άνκρωπζ (μου) ζλεοσ.
Αντάμθσ Ραλικάρι, άντρασ, καρραλζοσ. Το επίκετο "αντάμικοσ" περιςςότερο ςε χριςθ ςτο ουδζτερο και πάντα για άψυχα αντικείμενα ςθμαίνει "αντρίκειο" αλλά και "αυκεντικό". Αντελικιϊτιςςα Θ καταγόμενθ από το Αντελικό ι Αιτωλικό, κωμόπολθ ςτο νομό Αιτωλοακαρνανίασ. Ανφάν γκατζ Κυριολεκτικά, το κακομακθμζνο παιδί, το χαϊδεμζνο, το μαμόκρεφτο. Κατ' επζκταςθ, ο "κακϊσ πρζπει", ο εκλεπτυςμζνοσ άνκρωποσ (ι και κυρία). Απάχθσ Ονομάηονταν ζτςι οι περιπλανϊμενοι άνεργοι των μεγαλουπόλεων του Μεςοπολζμου. Επίςθσ, ο αλιτθσ, αλλά και ο κακοποιόσ. Τίτλοσ και οπερζτασ τθσ εποχισ: "οι Απάχθδεσ των Ακθνϊν". Αποτάηω Αποκτϊ. Αραμπάσ Άμαξα με τζςςερισ τροχοφσ που τθν ζςερναν βόδια ι άλογα, κάρο. Χλευαςτικά, θ λζξθ λζγεται επίςθσ για χερςαίο μεταφορικό μζςο που είναι υπερβολικά αργό. Αρετςοφ Ραραλιακό προάςτιο τθσ Κεςςαλονίκθσ, ςτο Διμο Καλαμαριάσ. Δθμιουργικθκε από Ζλλθνεσ πρόςφυγεσ που ιρκαν ςτθ Κεςςαλονίκθ μετά τθ Μικραςιατικι καταςτροφι, προερχόμενοι από τθν Αρετςοφ (αρχαία Αρζκουςα), παραλιακι πόλθ τθσ Ρροποντίδασ, το όνομα τθσ οποίασ και διατιρθςαν ςτθ νζα τουσ πατρίδα. Αςίκθσ 1. λεβζντθσ, άντρασ που ςυνδυάηει ςωματικά και ψυχικά χαρίςματα. 2. Ο αγαπθτικόσ, ο εραςτισ. 3. Στισ γλϊςςεσ τθσ Ανατολισ ςθμαίνει τραγουδιςτισ, πλανόδιοσ οργανοπαίκτθσ, τροβαδοφροσ. Τα τραγοφδια των Αςίκθδων ιταν μακροςκελι, περιείχαν και διθγιςεισ, κομμάτια από ζπθ με λόγια προςαρμοςμζνα ςτθν επικαιρότθτα. Άςοσ 1. εδϊ, με τθ μεταφορικι ςθμαςία, για κάποιον που είναι άριςτοσ, πρϊτοσ, που διακρίνεται ςε ζναν τομζα. 2. Επίςθσ, ο αρικμόσ ζνα ι θ πλευρά του ηαριοφ που είναι ςθμαδεμζνθ με μία μόνο βοφλα ι το χαρτί τθσ τράπουλασ που ζχει μόνο ζνα χαρακτθριςτικό ςθμάδι. 3. Στθ φράςθ: "μζνω ςτον άςο" = με εγκαταλείπουν όλοι και μζνω μόνοσ, αποτυχαίνω, ι κάνω λάκοσ υπολογιςμοφσ και μζνω αδζκαροσ. 4.Ι, "άςοσ κρυμμζνοσ ςτο μανίκι" = κρυφό πλεονζκτθμα που κα χρθςιμοποιθκεί τθν κατάλλθλθ ςτιγμι. Ατηαμισ Ρροθγείται θ αραβικι λζξθ "Ajami", που ςθμαίνει "Ρζρςθσ" *άρα, και "ξζνοσ", "βάρβαροσ" (ζννοιεσ που απαντϊνται επίςθσ) για τουσ Άραβεσ+. Στθ ςυνζχεια, μεταφζρεται ωσ δάνειο ςτθν τουρκικι, ωσ "Acemi", με τθν ζννοια αρχικά του ζφθβου, του ςτρατολογθμζνου με το παιδομάηωμα, ο οποίοσ εκπαιδεφεται για να καταταγεί ςτο ςϊμα των γενίτςαρων, ςτθ φρουρά των ςουλτανικϊν ανακτόρων. Εξελικτικά θ λζξθ παίρνει τισ εξισ ςθμαςίεσ: αμάκθτοσ, πρωτόπειροσ, πρωτόβγαλτοσ, πρωτάρθσ, κακότεχνοσ, ανίδεοσ, άπειροσ... και με αυτζσ τισ ζννοιεσ ζχει περάςει θ λζξθ και ςτθ δικι μασ γλϊςςα. Άφρα Ο αφρόσ τθσ κάλαςςασ, θ κορυφι. Α.Χ.Ε.Ρ.Α.
Ακρωνφμιο του οποίου τα αρχικά μεταφράςτθκαν ωσ "Αμερικανικι Ελλθνικι Εκπαιδευτικι Ρροοδευτικι Εταιρεία". Λδρφκθκε το 1922. Βαλαντϊνω Στενοχωριζμαι υπερβολικά, μαραηϊνω, εξαντλοφμαι ςωματικά. Βαλεντςιάνεσ Οι γυναίκεσ τθσ Βαλζντςιασ ι Βαλζνκιασ, μια από τισ 17 αυτόνομεσ κοινότθτεσ τθσ Λςπανίασ ςτα ανατολικά τθσ χϊρασ. Βάρνα Ρεριοχι τθσ Κεςςαλονίκθσ, εκτόσ των τειχϊν, μεταξφ των διμων Κεςςαλονίκθσ και Νεάπολθσ. Βεδουΐνοσ, Βεδουΐνα Οι νομαδικζσ φιλζσ των Αράβων βοςκϊν, οι οποίεσ εντοπίηονται ςε όλο το μικοσ των εκτάςεων που καλφπτει θ ζρθμοσ, από τισ ακτζσ τθσ Σαχάρα ςτον Ατλαντικό μζχρι τθ Χερςόνθςο του Σινά και ανατολικά τθν Αραβικι ζρθμο. Βεράνι Ολοκαφτωμα, καταςτροφι, ετοιμόρροπο κτίςμα. Βερεςζ Μάταια (ακοφω), χωρίσ να δίνω ςθμαςία ι να παίρνω υπόψθ μου κάτι. 2. Αρχικά ςθμαίνει "με πίςτωςθ", "χωρίσ άμεςθ πλθρωμι". Βζροσ Αλθκινόσ, γνιςιοσ, πραγματικόσ, αυτόχκων. Βζρτηινοσ Aγνόσ, ακϊοσ, παρκζνοσ. Βιδάνιο 1. τα ποςοςτά από τα κζρδθ χαρτοπαιξίασ που ζχει το δικαίωμα να κρατάει θ χαρτοπαιχτικι λζςχθ ι το καφενείο, αλλιϊσ γκανιότα. 2. το υπόλειμμα πιοτοφ ςτο ποτιρι, το απόπιομα. Βίλι Φριτσ Willy Fritsch (1901 - 1973), διάςθμοσ Γερμανόσ θκοποιόσ. Ρρϊτθ του ςυμμετοχι ςε ταινία το 1921 ςτθ "Miss Venus", αλλά οι μεγαλφτερεσ επιτυχίεσ ιρκαν γι' αυτόν όταν εμφανίςτθκαν ωσ ηευγάρι μαηί με τθν Lilian Harvey, από το 1928 και ζωσ το 1937 Βλάμθσ, Βλάμιςςα 1. αδελφοποιτόσ, ςταυραδελφόσ, φίλοσ, ςφντροφοσ. 2. γενναίοσ, λεβζντθσ, αςίκθσ. Βορονϊφ Σεργκζϊ ϊςοσ φυςιολόγοσ (1866-1951), που πιρε τθ γαλλικι ικαγζνεια το 1897. Στον Α' Ραγκόςμιο Ρόλεμο υπθρζτθςε ωσ διευκυντισ ςτο χειρουργικό τμιμα του ρωςικοφ νοςοκομείου ςτθ Γαλλία. Βουρλά Ρεριοχι τθσ Σμφρνθσ. Γαλατάσ Ρεριοχι τθσ Κωνςταντινοφπολθσ, ςτθ βόρεια πλευρά του Κερατίου κόλπου. Γαλθςςάσ
Χωριό ςτθ δυτικι πλευρά τθσ Σφρου, 7 χιλιόμετρα από τθν Ερμοφπολθ. Γεντί Κουλζ Θ διαβόθτθ, ίςωσ θ δεφτερθ (μετά τ’ Ανάπλι ) χειρότερθ φυλακι του ελλθνικοφ χϊρου, ςτθ Κεςςαλονίκθ, ζνα κάτεργο που χρθςιμοποιικθκε όχι μόνο για ποινικοφσ κρατοφμενουσ, αλλά και για χιλιάδεσ αγωνιςτζσ τθσ Εκνικισ Αντίςταςθσ και των δθμοκρατικϊν αγϊνων του ελλθνικοφ λαοφ κατά τθν περίοδο του Εμφφλιου. Ζνα μνθμείο του οποίου ζνα μζροσ ακουμπά ςε αρχαίο τείχοσ του 4ου π.Χ. αιϊνα και το υπόλοιπο ςτο φροφριο του Επταπυργίου, κτίςμα του 12ου αιϊνα. Γιαβάσ - γιαβάσ Σιγά – ςιγά. Γιαβάςθσ Ιρεμοσ, ψφχραιμοσ, αυτόσ που αποφεφγει τουσ καυγάδεσ. Επίςθσ, ςιγανόσ, ιπιοσ. Γιαβουκλοφ Αγαπθτικόσ, αγαπθτικιά, ερωτευμζνοσ, ερωτευμζνθ. Γιαβροφμ Ραιδί μου, μωρό μου (προςφϊνθςθ). *τουρκ. yavrum+. Γιαγιάδεσ Οι αδελφοί Λωάννθσ, Κίμων και Κων/νοσ Γιαγιάσ, γαιοκτιμονεσ και τοπάρχεσ Σαμιϊτεσ, αφοφ αγωνίςτθκαν για τθν ζνωςθ τθσ Σάμου με τθν Ελλάδα, αργότερα οργάνωςαν κίνθμα για τθν αυτονομία του νθςιοφ τουσ και για απόςχιςθ από το Ελλθνικό Κράτοσ. Φυγόδικοι κατζφυγαν ςτθν Τουρκία, από όπου ζκαναν δυο κινιματα κατά τθσ Σάμου, ςυνελιφκθςαν το 1927 και εξοντϊκθκαν από τθν κεντρικι εξουςία. Γιαγκίνι και Γιανγκίνι 1.Ρυρκαγιά. 2. μεγάλο πάκοσ, ζρωτασ. Γιαρζσ, Τηαρζσ 1. δουλειά. 2. τραφμα, πόνοσ, ψυχικόσ πόνοσ" 3. "Γιαρζσ" είναι και ερωτικό ανατολίτικο τραγοφδι που τραγουδιζται με πάκοσ. 4. Στθ Μάνθ που λζγεται θ λζξθ αυτι, ζχει και τθν ζννοια «δφναμθ». Γιαραμπί "Κφριοσ κι ο κεόσ των Μουςουλμάνων (ο Γιαραμπισ), Κφριοσ κι ο κεόσ των Λουδαίων (ο Λεχωβάσ)". Γιατάκι 1. το ςτρϊμα, το κρεβάτι και γενικά το μζροσ όπου κοιμάται κάποιοσ. 2. κατάλυμα, λθμζρι, κρυψϊνα, ορμθτιριο, άντρο. Γιλντίη Αςτζρι. Γινάτι, Λνάτι Ρείςμα, επιμονι. Γιορντάνι Ρεριδζραιο, κολιζ από χρυςά ι αςθμζνια φλουριά. Γιουροφκοι, Yόrόkler
Μια από τισ φυλζσ των νομάδων *ίςωσ μια ονομαςία θ οποία χρθςιμοποιοφνταν για να καλφψει τουσ νομαδικοφσ τουρκμενικοφσ πλθκυςμοφσ που αςχολοφνταν με τθν κτθνοτροφία (παράγεται από το παλαιοτουρκικό ριμα -yori- = περπατϊ, βαδίηω ςε πορεία) και απαντάται ςε 47 φωνθεντικζσ παραλλαγζσ)+ εγκαταςτάκθκαν ςτθ Μικρά Αςία μόνιμα, αςχολοφμενοι ςε μεγάλο βακμό με τθν κτθνοτροφία. Εξιςλαμίςτθκαν, αλλά μόνο επιφανειακά, διατθρϊντασ τθ κρθςκολθψία, τισ δειςιδαιμονίεσ και τα ανιμιςτικά ςτοιχεία τθσ προθγοφμενθσ κρθςκείασ τουσ. Γιοφργια 1. Ζφοδοσ, επίκεςθ. 2. προτρεπτικό και ενκαρρυντικό για κάποια ομαδικι προςπάκεια. 3. εμπρόσ. Γιοφςερ Είδοσ μαφρου κοραλλιοφ, φυτοφ που αναπτφςςεται ςτο βάκοσ τθσ κάλαςςασ, με το οποίο καταςκευάηονται είδθ διακόςμθςθσ. Γκεηί Ραρζα, ςυμφωνία, λοφκι, ςυνάντθςθ. Γκελ Ζλα. Γκιαοφρ Λςμίρ Σμφρνθ προδότρα, άπιςτθ, ςφμφωνα με τουσ Τοφρκουσ. Οι Ζλλθνεσ καμάρωναν για το χαρακτθριςμό αυτό. Γκιαοφρθσ Άπιςτοσ. Οι Τοφρκοι χαρακτιριηαν ζτςι όςουσ δεν αλλαξοπίςτθςαν. Θ λζξθ, γι' αυτοφσ, ςθμαίνει "προδότθσ". *τουρκ. gavur+. Γκιηερίηω Τριγυρνϊ, περπατϊ και παρακολουκϊ. Γκιουηζλ Ωραίοσ, πανζμορφοσ. Γκιουλζκασ Αυτόσ που παριςτάνει τον νται, το ςκλθρό, τον παλλθκαρά. Γκλάβα Κεφάλι Γκραν Ρολυτελισ, αυτόσ που αρμόηει ςε επίςθμεσ περιςτάςεισ. Γυαλί Καφενζσ Καταγϊγιο γνωςτό τθσ εποχισ. Δαχτυλικρεσ Ραιχνίδι, ςτο οποίο ζπρεπε να ποντάρεισ και να βρεισ ςε ποια από τισ τρεισ (ςυνικωσ) δαχτυλικρεσ *που είχε μπροςτά του ο "παπατηισ" + μπορεί να βριςκόταν το ςτραγάλι, θ φακι ι το ρεβφκι.Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Ραπατηισ" (1934)Στ., μους.: Β. ΡαπάηογλουΕρμθν.: Στ. Ρερπινιάδθσ"... ζπαιηα και δαχτυλικρεσμα ςυ μου ξθγιόςουν τρίχεσ..." Δερβζναγασ ϋΑνκρωποσ με τυραννικι ςυμπεριφορά που αςκεί αυκαίρετθ και απόλυτθ εξουςία, ςατράπθσ. Κατά λζξθ, ο αρχθγόσ των ζνοπλων που φρουροφςαν τισ διαβάςεισ των βουνϊν. *τουρκ. derbent (ςτενό πζραςμα, φαράγγι, χαράδρα) και agasi (αγάσ): "ο αγάσ του δερβενίου"+.
Δερβίςθσ 1. Ο λεβζντθσ, ο περιφανοσ. 2. Ονομαςία μουςουλμάνου μοναχοφ που ηει ςε ειδικά αςκθτικά κζντρα, τουσ τεκζδεσ. Δερβιςόμαγκασ Λεβζντθσ, μάγκασ. *τουρκ. derviş = φτωχόσ, αφοςιωμζνοσ ςτο Κεό+ Δεφτζρι Τετράδιο για λογαριαςμοφσ ι ςθμειϊςεισ, αρχείο δθμόςιασ αρχισ, κιτάπι, κατάςτιχο, βιβλιαράκι, ςθμειωματάριο. Δραγουμάνοσ O διερμθνζασ, ο μεταφραςτισ (άτομο ςυνικωσ μθ τουρκικισ καταγωγισ που υπθρετοφςε ςτθνΑυλι του Σουλτάνου). Εϊ γκιουλζ ολςοφν Σε καλό να βγει. Ειρκτι 1. Θ φυλακι, κάκε τόποσ καταδίκθσ ι ακοφςιασ κράτθςθσ . 2. Κάκε χϊροσ ςτον οποίο καταλιγει κανείσ χωρίσ να μπορεί να ξεφφγει. 3. Επίςθσ, κάκε ποινι ςτζρθςθσ τθσ προςωπικισ ελευκερίασ για χρονικό διάςτθμα 5 ζωσ 20 ετϊν, θ κάκειρξθ. Εν-Αρ-Ε (NRA) Αμερικάνικθ οικονομικι βοικεια ςτουσ μετανάςτεσ για τθν οικοςκευι τουσ.Ακοφγεται ςτο τραγοφδι:"... με το εν-αρ-ε, κα ςου πάρω καναπζ..."*ΝRA (National Recovery Act = Ρράξθ Εκνικισ Αποκατάςταςθσ)+ Εςμζρ ςεκερίμ Μελαχρινι (μου) γλφκα Ηαπιζσ, Ηαπτιζσ Χωροφφλακασ ι αςτυνομικόσ του παλαιοφ τουρκικοφ κράτουσ. Ηαράρι Θ εςκεμμζνθ ηθμιά, το κακό, θ χαςοφρα. Ηαργάνα Λεπτι, λυγερι και ευκίνθτθ γυναίκα (κυριολεκτικά: είδοσ ψαριοφ με ςτενό και μακρφ ρφγχοσ, με μικοσ 40-80 εκατοςτά και νόςτιμο κρζασ). *μεςαιων. ηαργάνθ < πικανόν, αρχ. ςαργάνθ+. Ηοριλίκι Νταθλίκι, μαγκιά, τςαμπουκάσ, εκδιλωςθ αποφαςιςτικότθτασ. Ηορμπάσ Γενναίο παλλικάρι (που ζρχεται ςε ςφγκρουςθ με τα αφεντικά, παίρνει τα όπλα του και ανεβαίνει ςτα βουνά), περιφανοσ, ανυπότακτοσ, ανεξάρτθτοσ, εκδικθτισ, αντάρτθσ. Ομάδεσ Τοφρκων που ςυγκροφονταν με τθν εξουςία, για να αποφφγουν τθν καταδίωξθ, ζπαιρναν τα βουνά και ονομάηονταν Ηορμπάδεσ. Οι Ηορμπάδεσ ιταν ο πονοκζφαλοσ τθσ τουρκικισ εξουςίασ, παράγοντασ αταξίασ και ανθςυχίασ. *τουρκ. Zorba+. Ηορμπαλίκι Oνομαηόταν ζνασ ςυγκεκριμζνοσ τρόποσ ηωισ, κάτι ςαν λαϊκό αντάρτικο. Μάλιςτα ςτθ ςυνείδθςθ των Τοφρκων ταυτίηονταν με τουσ κλζφτεσ. *ςφμφωνα με το τοφρκικο λεξικό: Zorba: 1. τφραννοσ, δεςπότθσ, καταπιεςτισ, δυνάςτθσ, ςατράπθσ 2. τραμποφκοσ, κζρατο βερνικωμζνο, αντράκι
3. βίαιοσ, δεςποτικόσ, καταπιεςτικόσ, ςατραπικόσ+. Ηοφλα 1. Στα κρυφά, ςε μια ςτιγμι εφθςυχαςμοφ, χαλάρωςθσ των άλλων. 2. καταφφγιο, κρυψϊνασ. Λκιτζλι Δίχορδοσ ταμπουράσ. Καβουρμάσ 1. Το τςιγαριςμζνο κρζασ που φτιάχνεται με κρεμμφδι και βοφτυρο. 2. Κρζασ που ζχει καβουρντιςτεί και φυλάςςεται ςε λίποσ, μζχρι να χρθςιμοποιθκεί. 3. Σε μερικζσ περιπτϊςεισ καβουρμάσ λζγεται και το ξεροψθμζνο, τραγανό, κουλοφρι. Καδζλι, Κάδοσ Μεγάλο μεταλλικό ι πλαςτικό δοχείο ςτο οποίο τοποκετοφνται βαριά αντικείμενα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι:"Ο Μάρκοσ ο πολυτεχνίτθσ" (1937)Στ., μους.: ΡεριςτζρθσΕρμθνεία: Βαμβακάρθσ, Καρφβαλθ"...Το βράδυ το καδζλι μου το τςάκωνα ςτα χζρια..." Καηαντίηω, Καηάντι, Καηάντια Ρροκόβω, βγάηω λεφτά, κερδίηω, κάνω περιουςία. *τουρκ. Kazandim, αορ. του ρ. kazanmak+. Καλάμι Το μαρκοφτςι που χρθςιμοποιοφςαν ςε αυτοςχζδιουσ ναργιλζδεσ. Καλαμπαλίκι Κόρυβοσ που προκαλείται από ςυγκεντρωμζνο πλικοσ, οχλαγωγία, χάβρα. Καλάρω ίχνω πετονιά, παραγάδι, δίχτυα κ.λπ. Καλντερίμι 1. Λικόςτρωτοσ δρόμοσ, ςυνικωσ ςτενόσ, με ακανόνιςτεσ ςτο ςχιμα και τθ μορφι πζτρεσ ι πλάκεσ. 2. Μεταφορικά, θ προςπάκεια τθσ πόρνθσ να εξαςφαλίςει πελάτθ ςτο δρόμο. Καλοφμπα O ςπάγγοσ του χαρταετοφ, που είναι τυλιγμζνοσ ςε ζνα κυλινδρικό κομμάτι ξφλου, αλλά και ωσ προτροπι ςε κάποιον (που πετάει αετό), αλλά και για να παρακινιςουμε κάποιον να ςυνεχίςει κάτι που άρχιςε. Κάμα, Καμίτςα Δίκοπο μαχαίρι, αιχμθρό."...Αν είςαι κουτςαβάκι, πουϋναι θ καμίτςα ςου..." *τουρκ. kama+ Καναβοφρι Το χαςίςι. Καντίνι Άψογα, ςτθν τρίχα. Θ ζκφραςθ προιλκε από το καντίνι του μπουηουκιοφ, τθν πιο υψίφωνθ δθλαδι χορδι του, που ςυνικωσ κουρδίηεται πρϊτθ από τισ άλλεσ. Κάνω ντου 1. Ειςβάλλω ςε κλειςτό χϊρο
2. αιφνιδιάηω με τθν παρουςία μου 3. ορμάω. Κάνω τθν κυρία Ρροςποιοφμαι τον ανιξερο. Καπάνταθσ, Καμπάνταθσ O αρχθγόσ των νταιδων. Συνικωσ είχε και δικι του περιοχι επιρροισ, ςε μία γειτονιά, με άςχθμα αποτελζςματα αν κάποιοσ άλλοσ διεκδικοφςε τμιμα τθσ ι και ολόκλθρθ τθν περιοχι. *τουρκ. kabadayi+. Κάπελασ Ταβερνιάρθσ. Καπετανάκθσ Oνομαςτόσ για τθ ςκλθρότθτά του δεςμοφφλακασ των φυλακϊν τθσ Αίγινασ, άγνωςτο όμωσ πότε ακριβϊσ (οι φυλακζσ τθσ Αίγινασ λειτοφργθςαν από το 1880 ζωσ το 1985). Καραβάσ Τοπωνφμιο που απαντά ςε πολλζσ περιοχζσ. Καρακόλι Χωροφφλακασ. Καραμπουρνάκι ι Μικρό Καραμπουρνοφ ι Μικρό Ζμβολο Aκρωτιριο που βρίςκεται ςτθν Καλαμαριά τθσ Κεςςαλονίκθσ, όπου βριςκόταν θ αρχαία Κζρμθ του 7ου π.Χ. αιϊνα και το βυηαντινό λιμάνι Κελλάριον, αργότερα. Καραπιπερίμ Μαφρο πιπζρι. Καράρι Το ταιριαςτό, το πρζπον, το κανονικό. Καρδάρασ Στζλιοσ Ρατριϊτθσ, ςυνελιφκθ ςτον Αϊ-Γιάννθ το ζντθ από τουσ γερμανοτςολιάδεσ και ςκοτϊκθκε ςτον Άγιο Διονφςθ, ςτον Ρειραιά, το '43, ςε θλικία 19 χρονϊν. Τον ζκλαψε όλθ θ Κοκκινιά. Κάρντιφ Ρρωτεφουςα τθσ Ουαλίασ και θ μεγαλφτερθ πόλθ τθσ. Βρίςκεται ςτα νότια τθσ χϊρασ. Καρτοφτςο Δοχείο κραςιοφ που χωράει ποςότθτα ίςθ με το 1/4 του κιλοφ. Καρφωτιδεσ Ρροδότεσ, ρουφιάνοι. Καςαβζτι Λφπθ, ςτενοχϊρια. Καςαδόροσ Διαρρικτθσ χρθματοκιβωτίου. Καςμάσ και Γκαςμάσ
Εργαλείο για ςκάψιμο ςε ςκλθρό ζδαφοσ, με ξφλινο ςτζλεχοσ και ςιδερζνια κεφαλι, θ ο οποία ζχει μια τρφπα ςτθ μζςθ, όπου μπαίνει το ςτζλεχοσ, και τθσ οποίασ το ζνα άκρο είναι αιχμθρό και το άλλο πλατφ. Καςτιγκάρι Εξελλθνιςμζνο και με παραφκορά το διαβόθτο Καςτλ Γκάρντεν (Castle Garden) , το κτθριακό ςυγκρότθμα ςτο Ζλισ Άϊλαντ, νθςάκι ςτθν είςοδο του λιμανιοφ τθσ Νζασ Υόρκθσ. Εκεί ιταν το ςθμείο υποδοχισ και ταυτόχρονα λοιμοκακαρτιριο για τουσ των μετανάςτεσ μασ. Καςόμπρα Θ τιποτζνια, θ άςχθμθ, θ χαμθλισ νοθμοςφνθσ, θ κακοντυμζνθ και με κακοφσ τρόπουσ γυναίκα. Καταπινάρι O φάρυγγασ, μζςω του οποίου θ τροφι κατεβαίνει ςτο ςτομάχι. Κατ' επζκταςθ, το λαρφγγι, οι φωνθτικζσ ικανότθτεσ ενόσ ανκρϊπου. Ωσ προςφϊνθςθ: "...Γεια ςου, Γεωργία, να χαρϊ το καταπινάρι ςου..." *από το ρ. καταπίνω < καταπιόνασ < καταπινάρι+ Κατςαμάκια Καμϊματα, νάηια, υπεκφυγζσ, προφάςεισ. Κατςάρι Θ δερμάτινθ παντόφλα. Κατςιβζλα Γφφτιςςα. *ιταλ. cattivelo=ςκλάβοσ, δυςτυχισ+ Κατςιρμάσ 1.Λακρεμπόριο. 2. Τα καπνά που τα μετζφεραν λακραία, τότε που υπιρχε κρατικό μονοπϊλιο ςτον καπνό. Καψοφρθσ, Καψοφρα Ερωτευμζνοσ με πάκοσ και ςυνικωσ χωρίσ ανταπόκριςθ, πακιαςμζνοσ με κάτι. Κελεπτςζσ Χειροπζδεσ. Κεμετηζσ Θ ποντιακι λφρα. *τουρκ. Kemence < περς. keman "δοξάρι"+. Κζνταυροι Ιταν το όνομα τθσ 131θσ μεραρχίασ αρμάτων του Λταλικοφ ςτρατοφ, που ιταν ενιςχυμζνθ ςε πεηικό με τάγματα Αλβανϊν και Μελανοχιτϊνων και είχε τθν υποςτιριξθ από βαρφ πυροβολικό και αεροπορικζσ δυνάμεισ. Ραρά τθν υπεροχι πυρόσ που είχαν οι Λταλοί Κζνταυροι όμωσ, γνϊριςαν τθν ιττα από τουσ Ζλλθνεσ ςτισ μάχεσ που ζγιναν ςτο Καλπάκι, τισ πρϊτεσ μζρεσ τθσ ιταλικισ ειςβολισ ςτθν Αλβανία. Στο Καλπάκι πρωτακοφςτθκε και θ περίφθμθ πολεμικι ιαχι “αζρα” των Ελλινων φαντάρων. Κεποφρα Ηαν Διάςθμοσ βακφφωνοσ τθσ Σκάλασ Mιλάνου. Κερχανάσ Μπορντζλο. Κεςάτι Θ αναδουλειά, θ πτϊςθ τθσ εμπορικισ κίνθςθσ και δραςτθριότθτασ
*τουρκ. λ. Kesat+ Κιμπάρθσ Άνκρωποσ με φυςικι ευγζνεια, γενναιόδωροσ, ντόμπροσ και αξιοπρεπισ. Επίςθσ, αυτόσ που είναι ντυμζνοσ με ροφχα ακριβά, κομψά και διακριτικά. *τουρκ. kibar+. Κιςμζτ Θ μοίρα, το πεπρωμζνο, ωσ αναφορά ςτθ μουςουλμανικι κοςμοκεωρία και ςτθν ανατολίτικθ μοιρολατρία. Κιτάπια 1. Τα κατάςτιχα, 2. τα εμπορικά ι λογιςτικά βιβλία 3. (ενίοτε ειρωνικά), οι ςθμειϊςεισ, τα χαρτιά. Κλωςτθροφ Θ εργάτρια ςε εργοςτάςιο καταςκευισ νθμάτων, ςε νθματουργείο. Κογιονάρω Κοροϊδεφω, εμπαίηω, ειρωνεφομαι. *βενετ. cogionar]. Κοηάρω 1. Κοιτάηω κάποιον ι κάτι προςεκτικά, βλζπω, διακρίνω, μπανίηω. 2. Το προςεκτικό κοίταγμα (κυρίωσ ςτθ φράςθ "κάνω κόηι ι παίρνω κόηι" = παρακολουκϊ, παίρνω μάτι, μπανίηω). 3. Στθ χαρτοπαιξία, το ιςχυρό φφλλο που νικάει τα υπόλοιπα. Κολαουηζρθσ O επιτθρθτισ, ο κακοδθγθτισ των δυτϊν. Κολντεμίρι Θ αμπάρα. Κολτςίνα ι κοντςίνα ι κολιτςίνα Από τα πιο απλά και «ακϊα» παιγνίδια τθσ τράπουλασ, βαςιλιάσ των ανά τθν επικράτεια καφενείων! Το παιγνίδι είναι μάλλον ϊςικθσ προζλευςθσ. Ραίηεται με όλα τα φφλλα τθσ τράπουλασ, ςυμμετζχουν δυο ι τζςςερισ παίχτεσ και ςτθν πιο απλι μορφι του οι πόντοι που προςπακεί να ςυγκεντρϊςει κάκε παίχτθσ είναι πζντε. Δυο παίρνει όποιοσ ζχει πάνω από είκοςι ζξι φφλλα, ζνα πόντο όποιοσ ζχει τα περιςςότερα ςπακιά, ζνα πόντο όποιοσ ζχει το δφο ςπακί και ζνα πόντο o κάτοχοσ του δζκα καρϊ. Κομιςζρθσ Αξίωμα ςτο οκωμανικό αςτυνομικό ςϊμα ςτισ αρχζσ του 20οφ αιϊνα, ο επικεωρθτισ τθσ αςτυνομίασ, ο εντεταλμζνοσ, ο επίτροποσ. Κόνιαλθσ 1. Κάτοικοσ του Λκονίου (Κόνια, ςτα τουρκικά). 2. Χορόσ των τουρκόφωνων ωμιϊν του Λκονίου. Ρολλοί ταβερνιάρθδεσ του Γαλατά ιταν Κονιαλιδεσ και τον χόρευαν. Κονιόροσ Ο ξφπνιοσ, ο μάγκασ. Κόνξεσ 1. Νάηια, πείςματα. 2. αντιδραςτικι ενζργεια ι ςυμπεριφορά, καπρίτςιο, ιδιοτροπία, παραξενιά. 3. υπαναχϊρθςθ ςε κάτι, το οποίο είχα υποςχεκεί ι το οποίο είχα ςυμφωνιςει.
Κοντηαγάκι Τοποκεςία ςτα περίχωρα τθσ Σμφρνθσ. Κοντραμπατηισ Λακρζμποροσ. Κοντραπάντο ι κοντραμπάντο (λζξθ λατινικισ καταγωγισ) ςθμαίνει λακραίο εμπόριο, λακρεμπόριο (και μεταφορικά: τζχναςμα, απάτθ). Κορτάκιασ Συνϊνυμο - Ετικζτα: Κορτάκθδεσ αυτόσ που ερωτοτροπεί ςυνεχϊσ. *ιταλ. corte = αυλι παλατιοφ < λατιν. cohors. Αρχικι ζννοια: φζρομαι ευγενικά, όπωσ αρμόηει ςε αυλικοφσ+. Κουβζρτα Στθ ναυτικι ορολογία, το κατάςτρωμα του πλοίου. Γενικά, μια ςυνεχισ οριηόντια επιφάνεια που μπορεί να εκτείνεται ςε όλο το μικοσ του πλοίου ι να περιορίηεται ςε μζροσ αυτοφ. Κουκλουτηάσ Χωριό ςτα περίχωρα τθσ Σμφρνθσ με κακαρά ελλθνικό πλθκυςμό από το 19ο αιϊνα. Κουλαντρίηω Χειρίηομαι επιδζξια, χρθςιμοποιϊ, καταφζρνω κάτι, τα βγάηω πζρα, "τα ρίχνω" ςε κάποιον ι κάποια. *τουρκ. kullandi, kullanmak= χρθςιμοποιϊ, οδθγϊ+. Κοφλουρθ Θ Σαλαμίνα Κουμπζσ Τροφλοσ, κόλοσ εκκλθςίασ ι αρχοντικοφ. *τουρκ. kubbe < από τα αραβ.+. Κουμπουριά Θ πιςτολιά Κουμποφρασ Αυτόσ που κρατά κουμποφρα, δθλαδι πιςτόλι παλιοφ τφπου. * τουρκ. kubur, ελλθν. αντιδάνειο < από το κουμπί, μια και ζβαηαν το πιςτόλι ςε κουμπωτό περιςτικιο+ Κουνελάκθ Φψωμα ςτθ Δραπετςϊνα. Κουρνάηοσ Ξφπνιοσ, ανοιχτομάτθσ, πονθρόσ, κατεργάρθσ. Κουρντίηομαι Στολίηομαι, ετοιμάηομαι. Κουςαντιανι Θ καταγόμενθ από το Κουσ Ανταςί, τοπωνφμιο παραλιακισ περιοχισ κοντά ςτθν Ζφεςο. Κουςουμάρω 1. χρθςιμοποιϊ κάτι με επιτυχία, χειρίηομαι. 2. επιδεικνφω, μοςτράρω. 3. φζρομαι, ςυμπεριφζρομαι.
Κουταλιανόσ Ο Ραναγισ Κουταλιανόσ (1847-1916) ιταν πρωτακλθτισ ςτθν άρςθ βαρϊν και παλαιςτισ. Είχε μεγάλθ μυϊκι δφναμθ και ακλθτικό παράςτθμα. Δοφλευε αρχικά ναφτθσ ςε εμπορικά καράβια και, αργότερα, ζγινε επαγγελματίασ ακλθτισ. Το διάςτθμα 1882-1892 που βριςκόταν ςτθν Αμερικι, νίκθςε πολλζσ φορζσ ςε αγϊνεσ πάλθσ και άρςθσ βαρϊν. Το όνομα του Κουταλιανοφ ζγινε κρυλικό. *Το όνομα "Κουταλιανόσ" το πιρε από τθν ιδιαίτερθ του πατρίδα, το νθςί Κοφταλθ τθσ Ρροποντίδασ+. Κουτοφκι 1. Μικρι λαϊκι ταβζρνα. 2. Ξφλα από ςκίνα, οι ρίηεσ των ςκίνων. 3. Aυτόσ που δεν βλζπει από το μεκφςι. * τουρκ. Kutuk= κοφτςουρο+. Κουτςαβάκι, Κουτςαβάκθσ Λαϊκόσ μάγκασ των αρχϊν του 20οφ αιϊνα, κυρίωσ ςτθν Ακινα, με χαρακτθριςτικό μουςτάκι, ντφςιμο και τρόπουσ που μιμοφνται τουσ παλιοφσ νταιδεσ τθσ εποχισ. Με τθν πάροδο των χρόνων, οι παλιοί νταιδεσ κατθγορικθκαν από τθν κατεςτθμζνθ τάξθ για εςκεμμζνθ επίδειξθ δφναμθσ (θ οποία ενδζχεται ςε οριςμζνεσ περιπτϊςεισ να ιταν και πραγματικι), με αποτζλεςμα θ λζξθ να αποκτιςει γενικά τθν ζννοια του ψευτοπαλθκαρά, αυτοφ που κάνει επίδειξθ δφναμθσ χωρίσ λόγο. Θ ονομαςία οφείλεται ςτον Κουτςαβάκθ, υπαρκτό πρόςωπο, γνωςτό μάγκα του 19ου αιϊνα. Στο λαϊκό τραγοφδι θ λζξθ χρθςιμοποιείται με τθν ζννοια του ψευτοπαλθκαρά, του νται. Ο Μάρκοσ, όμωσ, ςτο "Πλοι οι ρεμπζτεσ του ντουνιά" τθ χρθςιμοποιεί κετικά. Άγνωςτθσ ετυμολογίασ θ λζξθ. Κουτςουκάρι ι Κουτςικάρι O ςθμερινόσ Κορυδαλλόσ. Από το όνομα του Γεωργίου Κουτςικάρθ, ο οποίοσ κατά τθν περίοδο τθσ Τουρκοκρατίασ είχε ζνα μεγάλο τςιφλίκι ςτθν περιοχι. Κοχλαράκιασ O πρεηάκιασ που παίρνει τθ δόςθ του με ζνεςθ χρθςιμοποιϊντασ κουτάλι (κοχλάρι = κουτάλι). Κουρμπζτι Θ ςκλθρι, θ δφςκολθ, γεμάτθ βάςανα ηωι, ο αγϊνασ για τθ βιοπάλθ. Ηω ςτο κουρμπζτι = ζχω ψθκεί ςτθ βιοπάλθ, ζχω μεγάλθ πείρα από τισ δυςκολίεσ τθσ ηωισ. *Από το τοφρκικο (και προγενζςτερο αυτοφ αραβικό) gurbet = ξενιτειά. Κοφτςουρα του Δαλαμάγκα Ταβζρνα ςτθ Κεςςαλονίκθ. Είχε το όνομα του ιδιοκτιτθ τθσ, Γιϊργου Δαλαμάγκα, και λειτοφργθςε από το 1936 και για 10 χρόνια. Στθν Κατοχι ο Βαςίλθσ Τςιτςάνθσ, ο Μάρκοσ Βαμβακάρθσ και Γιάννθσ Ραπαϊωάννου δοφλευαν ςε αυτιν τθν ταβζρνα. Κοφφιο 1. Ρερίςτροφο, όπλο. 2. Για ανκρϊπουσ: κάποιοσ χωρίσ αξία, άδειοσ, χωρίσ πνευματικζσ ανθςυχίεσ). Κρατάω τςίλιεσ Ραραφυλάω μιπωσ παρουςιαςτεί αςτυνομικό ι άλλο εποπτικό όργανο, τθν ϊρα που ςυνεργάτθσ ι ςυνεργάτεσ μου κάνουν κάτι παράνομο ι παράτυπο, ϊςτε να τουσ ειδοποιιςω ζγκαιρα. *ιταλ. ουδ. ciglio = βλεφαρίδα, βλζφαρο+. Κρεμμυδαροφ Ρεριοχι τθσ Δραπετςϊνασ, ςτθν Ανατολικι τθσ πλευρά. Σιμερα λζγεται Λιμανάκι. Γνωςτι από τα περίφθμα κζντρα τθσ ( όπου ζπαιξε θ ξακουςτι Τετράσ του Ρειραιά, αλλά και οι: Γ. Τςαοφσ, Ραπαϊωάννου, Χατηθχριςτοσ, Ρεριςτζρθσ, Κθρομφτθσ), αλλά και από τουσ τεκζδεσ τθσ.
Κρεπάρω Σκάω, ζχοντασ ξεπεράςει τα όρια τθσ ψυχικισ μου αντοχισ, αιςκάνομαι υπερβολικι δυςφορία από εςωτερικι πίεςθ, ςυντρίβομαι. *<ιταλ. crepare+. Κρίςισ Ρρόκειται για τθν παγκόςμια οικονομικι κρίςθ του 1929 – 1932. Λάγνοσ Φιλιδονοσ, αυτόσ που εκπζμπει και προκαλεί ερωτιςμό. Λάηο Είδοσ μαχαιριοφ που διπλϊνει ςτθ λαβι, ςτιλζτο. Λακριντί 1. Συηιτθςθ, κουβεντολόι, φλυαρία. 2. παράπονο, βάςανο κ.λπ., με τθν ζννοια του "φλυαρϊ - γκρινιάηω για το πρόβλθμά μου", "λζω τον πόνο μου". 3. ζκφραςθ πόνου, καχμοφ, βαςάνων, κλάμα, μουρμοφρα και μοιρολόϊ. *λατιν. lacrimae = δάκρυ, τουρκ. "lakirdi" = κουβεντολόι, κουτςομπολιό+. Λαχανάδεσ Ρορτοφολάδεσ - πορτοφόλι. Επίςθσ κλζφτεσ, λακρόβιοι (τςιμπϊ λάχανα: κλζβω πορτοφόλια). Λάου- λάου Σιγά-ςιγά, με το μαλακό, φπουλα. Λεβζντθσ Νζοσ, ανδρείοσ, ιππότθσ (τουρκικι λζξθ). Στθν τουρκικι γλϊςςα ςιμαινε και ναυτικόσ και πολιτογραφικθκε και ςτθν ελλθνικι γλϊςςα με παρόμοια ςθμαςία. Οι Τοφρκοι ιςτορικοί ονόμαηαν Λεβζντ τουσ επαγγελματίεσ ι μιςκοφόρουσ ναυτικοφσ, τουσ κουρςάρουσ, γενικά τουσ καλαςςινοφσ. Λεβζντ επίςθσ ονομάηονταν τα πλθρϊματα του οκωμανικοφ ςτόλου και αποτελοφνταν από Ζλλθνεσ, Δαλματοφσ και Αλβανοφσ ναυτολογθμζνουσ από Τοφρκουσ παςάδεσ. Λεγζνι, Λαγινι Λαΐνι 1. Γενικά, θ λεκάνθ 2. θ λεκάνθ του νιπτιρα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τουμπελζκι, τουμπελζκι" (1931) Στ., μους. και ερμθνεία: Κ. Μπζηοσ "...τοφμπα-τοφμπα το λεγζνι..." *τουρκ. legen< περς. lagan=μπροφτηινθ ι χάλκινθ λεκάνθ για το πλφςιμο των χεριϊν.+ Λελζκι 1. Ο πελαργόσ. 2. (μτφ.) πολφ ψθλόσ και λεπτόσ άνκρωποσ(ονομαςία που οφείλεται ςτθν ομοιότθτα με το πτθνό). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τουμπελζκι, τουμπελζκι" (1931) Στ., μους. και ερμθνεία: Κ. Μπζηοσ "...τουμπελζκι-τουμπελζκι, βρε, που μασ κάνεισ το λελζκι..." *τουρκ. leylek +.
Λεμζσ 1. Άνκρωποσ κατϊτερθσ ςτάκμθσ, κάκαρμα, παλιάνκρωποσ. 2. Ονομάηεται ζτςι και ζνασ τφποσ ϊριμθσ ςταφίδασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Μεσ ςτου Συγγροφ τθ φυλακι" (1932) Στ., μους. και ερμθνεία: Αντ. Διαμαντίδθσ (Νταλγκάσ). "... κα τον τςακίςω το λεμζ και ςζνανε ςουρουκλεμζ. κε να ςασ κάνω τςιμπθτοφσ και κα ςασ πάνε ςθκωτοφσ..." *από το τουρκ. elleme (κατά πάςα πικανότθτα) = μεγάλο αντικείμενο που δεν περνάει από το κόςκινο+. Λεμονάδικα Θ ακτι Τηελζπθ, (πλατεία Καραϊςκάκθ) . Οφείλει τθν ονομαςία αυτι ("Λεμονάδικα") ςτο ότι, ςτο ςυγκεκριμζνο ςθμείο, ζφταναν και άραηαν καΐκια και ιςτιοφόρα εμπορικά, γεμάτα φροφτα, κυρίωσ όμωσ λεμόνια, από τα νθςιά, και πιο πολφ από τον Ρόρο. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Οι Λαχανάδεσ" (1934) ςτ., μους.: Ραπάηογλου ερμθνεία: Ραπάηογλου, Εςκενάηυ "...κάτω ςτα Λεμονάδικα ζγινε φαςαρία δυο λαχανάδεσ πιάςανε που κάναν τθν κυρία..." Λιμά 1. Τα χαμθλισ αξίασ χαρτιά ςτθν τράπουλα. 2.Τα λόγια χωρίσ ςθμαςία, λόγια χωρίσ πειςτικά επιχειριματα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το παιχνίδι του Αμερικάνου" (1935) Στ., μους. , ερμ.: Κ. Σκαρβζλθσ "...με τα λιμά τον ζμπλεξα, ςτο πόκερ, ςτθν παςιζντα κι όλο το χτζνι δοφλευε, ςτθ ηοφλα κι θ ςκαλζτα..." Λιμάρω τα ηάρια Ραλιά χρθςιμοποιοφςαν μεταλλικά ηάρια. Πταν τα λιμάρανε από οριςμζνεσ πλευρζσ, μετατόπιηαν το κζντρο βάρουσ τουσ κι ζφερναν τισ ηαριζσ που ικελαν. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Μανϊλθσ χαςικλισ" (1929) Στ., μους. Γ. Δραγάτςθσ Ερμθνεία: Κ. Νοφροσ "...Ζλα, βρε Μανωλάκθ, να τα λιμάρουμε να ςτρϊςουμε κουβζρτα να τουσ τα πάρουμε..." Λιμοκοντόροσ Ο νζοσ που - παρά τθ φτϊχεια ι τθν πείνα του - ντφνεται και ςτολίηεται επιδεικτικά και γενικότερα με τθ ςυμπεριφορά του προςπακεί να εντυπωςιάςει τουσ άλλουσ.
*από το λιμόσ (πείνα) + κόντθσ < κόντεσ+. Λόντοσ Τηιμ Ψευδϊνυμο του Ζλλθνα παλαιςτι και παγκόςμιου πρωτακλθτι πάλθσ Χριςτου Κεοφίλου (Κουτςοπόδι Άργουσ 1896 - Θ.Ρ.Α. 1975). Μετανάςτθσ ςτθν Αμερικι ςτα 13 του, αςχολικθκε με τθν πάλθ και πιρε το προςωνφμιο "Τηιμ Λόντοσ" από ακλθτικογράφο μετά από μια νίκθ του ςτθν αρζνα "London" του Ρόρτλαντ. Το 1930 αναδείχτθκε παγκόςμιοσ πρωτακλθτισ, νικϊντασ το ίτςαρντ Σίκατ και διατιρθςε τον τίτλο για μεγάλο χρονικό διάςτθμα. Το 1929 νίκθςε ςτο Ρανακθναϊκό Στάδιο τον Ρολωνοαμερικανό Καρλ Ημπιςκ, το ωςοπολωνό Κβαριάνι (όπωσ είναι θ ςωςτι εκφορά του ονόματοσ και όχι "Κοριάνι" όπωσ λζγεται ςτο αντίςτοιχο τραγοφδι) το 1933, μπροςτά ςε 80.000 κεατζσ και το άικ, το 1956. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Λόντοσ και Κοριάνι" 1934. Στ., μους. και ερμθν. : Μ. Βαμβακάρθσ. "...παρ’ τθν αιμοβορία ςου και τράβα ςτθν πατρίδα ςου, αγαπθτζ Κοριάνι, που ς’ ζςτειλε ο Λόντοσ μασ ςε μακρινό ςιργιάνι..." Λουλάσ Tο μζροσ του ναργιλζ όπου τοποκετοφνται: 1. ο καπνόσ και τα κάρβουνα των καπνιςτϊν 2. το χαςίςι ι το όπιο και τα κάρβουνα των ναρκομανϊν. ("άρτηι μποφρτηι και λουλάσ" = χωρίσ τάξθ ι λογικι ςυνοχι, ανάκατα, φφρδθν μίγδθν). *τουρκ. lul(e)+. Από το τραγοφδι: "Αργιλζ μου γιατί ςβινεισ" (1935) ςτ. - μους.: Στ. Χρυςίνθσ ερμθνεία: Γ. Μθτάκθ "...αχ, περιφανε λουλά μου, γιάτρεψζ μου τθν καρδιά μου..." Λοφμπα 1. Ρζφτω ςε (ςτθμζνθ) παγίδα. 2. πζφτω κφμα απροςεξίασ, ςυμπαιγνίασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στθν Αμφιάλθ" (1983) Στ.: Ν. Γκάτςοσ Μους.: Ξαρχάκοσ Ερμθνεία: Μπίνθσ, Τςίγγοσ, Ματηόπουλοσ, Μαραγκόπουλοσ "...Ροφλαγε ηεςτι τουλοφμπα κι ζτςι ζπεςε ςτθ λοφμπα..." *αλβ. luba = λάκκοσ+. Λωλόσ Αυτόσ που διανοθτικά δε ςτζκει καλά, τρελόσ, παλαβόσ αλλά και ανόθτοσ, απερίςκεπτοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Φζρτε πρζηα να πρεηάρω" (1934) Στ., μους.: Τοφντασ Ερμθνεία: Στ. Ρερπινιάδθσ
"μ' ζχει λωλό το Ερθνάκι με το μουςμουλί γοβάκι..." *λωλόσ < αρχ. oλωλϊσ ( όλλυμαι)+. Μαγκιόροσ Μερακλισ, εξαιρετικόσ, ξεχωριςτόσ. Θ αρχικι ςθμαςία του «μαγκιόροσ» είναι «μεγάλοσ, δυνατόσ». Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Κάντονε, Σταφρο, κάντονε" (1935) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "τράβα, ρε Γιάννθ, αραμπατηι πουϋςαι μαγκιόροσ τεκετηισ..." *ιταλ. Maggiore < major+. Μανιτάρι, Μανίτα Eίναι ζνα κόλπο που κάναν οι πορτοφολάδεσ για να κλζβουν τα πορτοφόλια ςε χϊρουσ με πολφ κόςμο. Μόλισ μπάνιηαν κανζναν αφελι, ςυνικωσ ζξω από ςιδθροδρομικοφσ ςτακμοφσ και λιμάνια (για να πετυχαίνουν καναν άμακο χωριάτθ), ζριχναν με τρόπο μπροςτά του ζνα άδειο πορτοφόλι. Μόλισ το ζβλεπε το κφμα, το ζπαιρνε με χαρά ςτα χζρια του και το άνοιγε για να δει τι ζχει μζςα. Φυςικά δεν είχε τίποτα. Τότε του τθν ζπεφτε ο μάγκασ με φωνζσ "φζρτο δω ρε το πορτοφόλι μου" κ.λ.π., ενϊ δυο-τρεισ ςιγοντάριηαν ωσ "αυτόπτεσ μάρτυρεσ". Μόλισ ο μάγκασ ζπαιρνε το πορτοφόλι, φϊναηε "ποφ είναι τα δυο κατοςτάρικα που είχα μζςα", "δϊςε πίςω τα λεφτά μου μθ φωνάξω τθν Αςτυνομία" και άλλα τζτοια. Το κφμα, φοβιςμζνο από το γεγονόσ ότι βριςκόταν με ζνα ξζνο πρτοφόλι ςτα χζρια μπροςτά ςε μάρτυρεσ, για να γλιτϊςει από πικανά τραβιγματα ζδινε τα λεφτά και τθν κοπάναγε τρζχοντασ. Ο μόνοσ τρόποσ να γλιτϊςει το κφμα ιταν να επιμείνει πωσ δεν το ζκλεψε και να ηθτιςει κι αυτόσ τθσ Αςτυνομία. Τότε οι μάγκεσ τον παράταγαν κι ζφευγαν, γιατί οι μπάτςοι ιξεραν καλά το κόλπο και τουσ αναγνϊριηαν. Βζβαια υπιρχε και το ρίςκο για το κφμα που επζλεγε να αποδείξει ςτθν Αςτυνομία ότι δεν ιταν κλζφτθσ, να υπάρχει εκεί κοντά μπάτςοσ "μιλθμζνοσ", οπότε τότε τθν ζβαφε ςκοφρα, γιατί κα ζπρεπε να πλθρϊςει δυο φορζσ. Μία για το πορτοφόλι και μία για να λαδϊςει τον μπάτςο! Θ ονομαςία δεν ζχει ςχζςθ με το "μάδθμα" (τότε το κόλπο κα λεγόταν π.χ. "μαργαρίτα"), γιατί το μανιτάρι δε μαδιζται. Μάλλον, επειδι το πορτοφόλι ξεφφτρωνε ξαφνικά μπροςτά ςτο κφμα ςαν μανιτάρι, το κόλπο πιρε αυτι τθν ονομαςία. Στθν πορεία κακιερϊκθκε να ςθμαίνει τθν οργανωμζνθ κομπίνα δφο ι περιςςότερων ςε βάροσ ενόσ. Στα χαρτιά, μανίτα ςθμαίνει ότι ςτο τραπζηι υπάρχει ομάδα παικτϊν ςυνεννοθμζνων ςε βάροσ κάποιου (με παίξανε μανίτα). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Αμερικάνοσ" (1935) Στ., μους.: Λακ. Μοντανάρθσ Ερμθνεία: Στ. Βογιατηι "...ρίχνανε το μανιτάρι μια βραδιά με το φεγγάρι, πιάςαν ' ναν Αμερικάνο ςτθ μανίτα ςαν το χάνο..." Μαργιόλοσ, Μαριόλοσ, Μαριόλα, Μαργιόλα Ρονθρόσ, απατεϊνασ, καταφερτηισ, παιχνιδιάρθσ. Μαρ(γ)ιολιά: πονθριά, τζχναςμα. Aρχικά ςιμαινε «μαγεία» και μαργιόλα «μάγιςςα». Συχνά βλζπουμε αυτι τθ ςθμαςία τθσ λζξθσ ςε ςτίχουσ ρεμπζτικων (και άλλων). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Με τισ μυρωδιζσ / μαργιολιζσ ςου" (1937) Στ., μους.: Βαμβακάρθσ Ερμθνεία: Στ. Ρερπινιάδθσ, Ραγιουμτηισ "...Με τισ μυρωδιζσ ςου, με τισ μαριολιζσ ςου,
μ' ζκανεσ και λιϊνω κι ζχω για ςζνα πόνο..." *βενετ. mariol+. Μαρμάγκα 1. «Με τρϊει - κα με φάει θ μαρμάγκα» ςθμαίνει: «κα πάκω κακό, ςυμφορά»,»κα καταςτραφϊ», χρθςιμοποιείται θ φράςθ ωσ απειλι. 2. Είδοσ δθλθτθριϊδουσ αράχνθσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ Κοφλα" (1929) Στ. - μους. : Κ. Μιςαθλίδθσ Ερμθν.: Νταλγκάσ "...Τι ' κελα και ςε γνϊριςα και μ' εφαγ' θ μαρμάγκα κα με ςκοτϊςεισ άδικα ςαν το ςωφζρ τον Τςάγκα..." *αλβ. Merimangλ (ι, ίςωσ, μαρμαγκάνα < μερμθγκάνα -όπωσ δαγκάνα- < μζρμθγκασ)+ Μάπα 1. Ρρόςωπο. 2. ανόθτοσ, βλάκασ. 3. πράγμα για πζταμα, λόγω κακισ ποιότθτασ. 4. ςφαλιάρα, καρπαηιά. Γενικά, ξφλο. "...οι μάπεσ κάνουν τον νται και τςαντίηομαι..." "...Τθν τρίτθ και τθν τζταρτθ κυρά μου βράςε ρφηι πάλι τισ μάπεσ ςου κα φασ κι ο κόςμοσ ασ με βρίηει ..." *από το μεςαιων. μάππα < λατιν. mappa=μαντιλι, πετςζτα+ Μάπασ Ο αργιλζσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στον τεκζ του Ρερδικάκθ" (1935) Στ. - μους. : Κ. Τηόβενοσ Ερμθνεία: Αμπατηι "...πζντε κάκονται τριγφρω και το μάπα φζρνουν γφρω..." Μαςάτι 1. Το ςτρoγγυλό ατςάλινο ακονιςτιρι των χαςάπθδων. 2. μακρφ ςκλθρό ςίδερο για να ακονίηουν τισ κόρδεσ οι βυρςοδζψεσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο χαςάπθσ" (1934) Στ., μους., ερμθν.: Μ. Βαμβακάρθσ. "...αςτράφτουν τα μαχαίρια ςου λάμπει και το μαςάτι..." *από τθν τοφρκικθ λζξθ masat+.
Μαςτοφρα, Μαςτουρϊνω Oργανικι και ψυχολογικι κατάςταςθ ανκρϊπου που βρίςκεται υπό τθν επιρεια ναρκωτικϊν ουςιϊν. *τουρκ. Mastor+. Μαςτραπάσ Mικρό φορθτό δοχείο για τοποκζτθςθ υγρϊν, ιδίωσ πόςιμου νεροφ ι κραςιοφ. *τουρκ. masrapa+. Ματςαράγκα Απάτθ, κατεργαριά, λοβιτοφρα. Ματςαράγκασ: ο απατεϊνασ. Από το τραγοφδι: "Θ Κοφλα" (1932) Στ., μους.: Καρίπθσ Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...για να εκτιμάσ τουσ μάγκεσ να μθν κάνεισ ματςαράγκεσ..." *ιταλ. Mazzeranga]. Μαυραγορίτθσ Aυτόσ που πουλά, διοχετεφει αγακά ςτθ μαφρθ αγορά. Ειδικά ςτθν Κατοχι, οι μαυραγορίτεσ εκμεταλλεφονταν τθν ανάγκθ του πλθκυςμοφ για τρόφιμα πουλϊντασ ςε υπζρογκεσ τιμζσ και κθςαυρίηοντασ απ' αυτι τουσ τθν απαςχόλθςθ. Μαφρο Tο κατεργαςμζνο χαςίςι, που ονομάηεται με διάφορα ψευδϊνυμα (ψθμζνο, ςοκολάτα, λιβάνι κ.ά.). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ραράπονο του ντερβίςθ" (1935) Στ. - μους - ερμ. Στελ. Ρερπινιάδθσ "...θ πρζηα τρϊει λεβεντιζσ το μαφρο ςε χτικιάηει..." Μαφροσ 1. Χωροφφλακασ (ίςωσ από το ςκοφρο, ςχεδόν μαφρο, χρϊμα τθσ ςτολισ τουσ). 2. «μαφροσ» ςθμαίνει «φουκαράσ», «δυςτυχιςμζνοσ». Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Χτεσ το βράδυ ςτο ςκοτάδι" (1935) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...Χτεσ το βράδυ ςτο ςκοτάδι με ςτριμϊξανε δυο μαφροι..." Μαχαραγιάσ Kυριολεκτικά, τίτλοσ Iνδϊν πριγκίπων ι θγεμόνων. Κατ' επζκταςθ, άνκρωποσ που ηει μζςα ςτθν πολυτζλεια και τισ ανζςεισ. *γαλλ. maharaja < ςανςκρ. maha "μεγάλοσ" raja "βαςιλιάσ"+. Μαχμουρλισ, Μαχμοφρθσ Αυτόσ που είναι νωκρόσ ι γενικά βαρφκυμοσ, ςυνικωσ φςτερα από πολλζσ ϊρεσ φπνου. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Γφρνα μόνοσ μεσ τθ νφχτα"(1946)
Στ., μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθν.: Τςαουςάκθσ "...Κι όταν τθν αυγι μαχμοφρθσ απϋτα πζριξ κα γυρνάσ γιοματάρι μαφρο και μαρκό κα ςου φζρει ηάλθ ςτο μυαλό..." *τουρκ. Mahmur = νυςταγμζνοσ+. Μζγκλα Φράςθ που χρθςιμοποιείται για να χαρακτθρίςει κάτι κομψό, φίνο και πολυτελζσ, ζνα προϊόν άριςτθσ ποιότθτασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ελζνθ, Ελενάκι" (1946) Στ., μους.: Κ. Καρίπθσ Ερμθνεία: Ρερπινιάδθσ "...κα ςε μάκω ηεϊμπεκάκι κα' ςαι μζγκλα και μεράκι..." *ίςωσ από το "Made in England"+ Μεμζτθσ Ο Μουςουλμάνοσ, ο Μωαμεκανόσ, κατά τουσ Ζλλθνεσ (ίςωσ ςφντμθςθ του «Μωάμεκ»). Από το τραγοφδι: "Το παπόρι απ' τθν Ρερςία" (1977) Στ. - μους.: Τςιτςάνθσ Εκτζλεςθ: Τςιτςάνθσ, Λ. Νικολάου "...δυο μεμζτια τα καθμζνα μεσ ςτο κόλπο ιταν μπλεγμζνα..." Μεντρεςζσ Mουςουλμανικό ιεροδιδαςκαλείο. Στθν Ακινα ο Μεντρεςζσ κτίςτθκε το 1721 και λειτοφργθςε ωσ χϊροσ διδαςκαλίασ και ζρευνασ (και κρθςκευτικισ) για τουσ Τοφρκουσ και τον καιρό του Πκωνα μετατράπθκε ςε φυλακι, μιςθτι ιδιαίτερα λόγω τθσ άδικθσ κράτθςθσ και κακομεταχείριςθσ των τροφίμων τθσ. Κατεδαφίςτθκε ςχεδόν ολόκλθρο το κτίςμα το 1898. Αναφζρεται ςτο τραγοφδι: "Ζνασ μάγκασ ςτο Βοτανικό" (1933) Στ., μους.: Ρεριςτζρθσ Ερμθν.: Καςιμάτθσ "...μπαφιάηει πάντα βερεςζ γιατί πιρε ςφνταξθ από το Μεντρεςζ..." *τουρκ. medrese + Μερακλισ 1. Ρρόςωπο που του αρζςουν τα ωραία και καλοφτιαγμζνα με μεράκι πράγματα 2. αυτόσ που ζχει καλαιςκθςία, ο λάτρθσ, ο μανιϊδθσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Φζρτε πρζηα να πρεηάρω" (1933) Στ. - μους.: Τοφντασ
Ερμθνεία: Στ. Ρερπινιάδθσ "...ο μερακλισ ο άνκρωποσ πονεί μα δεν το λζγει κι αν τραγουδά, ψεφτθ ντουνιά, μζςα θ καρδιά του κλαίει..." *τουρκ. Merak = περιζργεια, ανθςυχία+. Μετηαρόλια Φιαλίδιο με άμμο για τον κανονιςμό των ωρϊν των δυτϊν, είδοσ κλεψφδρασ. Από παραδοςιακό τραγοφδι Ερμθνεφει ο Ρερδικόπουλοσ "...μζτρα, κολαουηζρθ μου, καλά τα μανταρόλια γιατί βουτϊ ςτθ κάλαςςα ςαράντα πζντε χρόνια..." *βεν. mezzaruola+. Μετηίτι Ραλιό τουρκικό χρυςό νόμιςμα, που ιςοδυναμεί με τθν τουρκικι λίρα. Αργότερα ζγινε αργυρό, ίςο με το πζμπτο τθσ τουρκικισ λίρασ και πιρε το όνομά του από το ςουλτάνο Αβδοφλ Μετηίτ. *τουρκ. mecidiye ι mecit+. Μετρζςα Γυναίκα που ςυηεί με τον εραςτι τθσ ι ςυντθρείται από αυτόν. *γαλλ. maitress(e)+. Μθχανι, Ξζρω μθχανι Ξζρω τον τρόπο, τθν κατάλλθλθ τακτικι, είμαι ικανόσ και πονθρόσ. Μθχανι: κόλπο, πονθριά, μεκόδευςθ. Από το τραγοφδι: "Ρρζπει να ξζρεισ μθχανι (1934) ςτ. - μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...πρζπει να ξζρεισ μθχανι να κόψεισ μαφρα μάτια..." Μιςιρλοφ, Μουςουρλοφ H Αιγυπτιϊτιςςα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Μιςιρλοφ" (1950) Στ., μους. : ουμπάνθσ Ερμθν.: Δ. Στρατθγοποφλου. "...Μιςιρλοφ μου, θ γλυκιά ςου θ ματιά..." *< αραβ. Misri= Αίγυπτοσ+. Μοβόροσ *< αιμοβόροσ+ Ρολφ ςκλθρόσ, απάνκρωποσ, τφραννοσ. Μόκο Σιωπι, "κάνε μόκο": μθ μιλάσ, μθ φζρνεισ αντίρρθςθ. *ιταλ. moco = τίποτε+. Μοράβασ Βουνό που απζχει 15 χιλιόμετρα από τα Αλβανικά ςφνορα. Θ κατάκτθςι του από τον ελλθνικό ςτρατό το 1940 ςιμανε και τθν κατάκτθςθ τθσ Κορυτςάσ και τθν υποχϊρθςθ των ιταλικϊν
δυνάμεων. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το Μοράβα, το Ρόγραδετσ" (1947) Στ., μους.: Καςιμάτθσ Ερμθν.: Μθττάκθ. Μόρτθσ, Μόρτιςςα Μάγκασ, αλάνι, άνκρωποσ με ςυμπεριφορά πζραν τθσ κοινωνικισ ςυμβατικότθτασ. Κατ' επζκταςθ, θ λζξθ πιρε τθ ςθμαςία αυτοφ που αψθφά το κάνατο, που ηει μια ιδιαίτερθ ηωι, πζρα από τισ κοινωνικζσ ςυμβατικότθτεσ. Θ λζξθ χρθςιμοποιείται με κετικι ςθμαςία ςτο λαϊκό μασ τραγοφδι. Από το τραγοφδι: "Φτϊχεια μαηί με τθν τιμι"(1933) Στ., μους: Ρ. Τοφντασ Ερμθν.: όηα Εςκενάηυ "...βρε εγϊ είμαι θ μόρτιςςα θ Κικι, που ιμουν δυο μινεσ φυλακι..." *ίςωσ προζρχεται από το ιταλ. Morti: "νεκροκάφτθσ". Από το 14ο και 15ο αιϊνα μάςτιηαν τθν Ευρϊπθ μεγάλεσ επιδθμίεσ και ο κάνατοσ κζριηε. Πμωσ από το φόβο εξάπλωςθσ τθσ επιδθμίασ, δεν πλθςίαηε κανείσ τουσ νεκροφσ, ζμεναν άταφοι, δθμιουργϊντασ - ειδικά ςτα μεγάλα αςτικά κζντρα - ζνα τεράςτιο πρόβλθμα, το οποίο θ πολιτεία αντιμετϊπιςε με άνεργουσ περιπλανϊμενουσ, ςτουσ οποίουσ ανάκεςε ζναντι αδράσ αμοιβισ το ζργο τθσ ταφισ. Ζτςι προζκυψε ζνα νζο «επάγγελμα», οι μόρτθδεσ, (νεκροκάφτεσ, κατά λζξθ), οι απόλοιμοι, όπωσ λζγονταν, επειδι είχαν αποκτιςει ανοςία, άρα είχαν επιβιϊςει επιδθμιϊν. Αυτοί αναλάμβαναν το μακάβριο ζργο τθσ ταφισ των νεκρϊν και μετά του κακαριςμοφ τθσ πόλθσ+. Μουρμοφρθσ 1. Ο ςκλθρόσ μάγκασ. 2. Στθν κυριολεξία είναι αυτόσ που μιλά μζςα από τα δόντια του, εξ' ου και τα πρϊτα τραγοφδια των φυλακϊν, ονομάηονται αδζςποτα ι μουρμοφρικα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Συνάχθσ" (1934) Στ., μους., ερμθν. : Βαμβακάρθσ "...Συναχωμζνοσ μουϋρχεςαι, μουρμοφρθ μου, μάγκα μου, από πζρα..." *τουρκ. mirmir+. Μουρντάρθσ Ο μπερμπάντθσ, αυτόσ που κάνει απάτεσ και ακολαςίεσ. *τουρκ. murdar = βρϊμικοσ+. Μοφςμουλα Οι ςφαίρεσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ Υπόγα" (1910) Ερμθνεία: Γ. Κατςαρόσ " ζνασ μπάτςοσ με το κοφφιο ρίχνει μοφςμουλα ςτο ροφφο..." Μουςτερισ
Ο αγοραςτισ ι πελάτθσ, γενικά αυτόσ που ενδιαφζρεται για κάτι με ςκοπό να το αποκτιςει. *τουρκ. musteri+. Μπαγάςασ Κατεργάρθσ, επιτιδειοσ, πονθρόσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τα παιδιά τθσ γειτονιάσ ςου" (1929) Ραραδοςιακό Ερμθνεία: Νταλγκάσ "...Τα παιδιά τθσ γειτονιάσ ςου, τα μπαγάςικα κα τα πιάςω, να τα δείρω, να ’ναι χάςικα..." *ιταλ. Bagascia+. Μπαγαποντιά Ρονθριά, απάτθ, κατεργαριά, πανουργία. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: “Μασ φζρκθκεσ μπαμπζςικα” (1941) Στ.: Δθμ. Σζμςθσ - μους.: Γ. Ραπαςιδζρθσ. Ερμθν.: Γ. Ραπαςιδζρθσ. "...Δυo χρόνια μασ βαςάνιςεσ με τθν μπαγαποντιά ςου..." *<ιταλ. vagabondo = αυτόσ που περιπλανιζται, που δε δουλεφει, ο άχρθςτοσ+ Μπαγιαντζρα (τα μαλλιά ςου) 1. Είδοσ κουρζματοσ των αρχϊν του αιϊνα, ςε ςτυλ αντρικό, κοντοκουρεμζνο, που προιλκε από μίμθςθ τθσ ομϊνυμθσ πρωταγωνίςτριασ τθσ όπερασ «Μπαγιαντζρα». 2."Μπαγιαντζρασ" ιταν και το παρατςοφκλι του Δ. Γκόγκου, λόγω τθσ προτίμθςισ του ςτθν όπερα αυτι. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τα μαλλιά ςου τα κομμζνα" (1927) Ραραδοςιακό Ερμθνεία: Ραπαγκίκα "...πάλι ςταϋκοψε θ μαμά ςου μπαγιαντζρα τα μαλλιά ςου..." *γαλλ. Bayadere < πορτογ. Bailadeira = χορεφτρια+. Μπαγιόκοσ Κομπόδεμα, λεφτά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το βζρτηινο μαγκάκι" Στ.: Γ. Καλαμαριϊτθσ Μους.: Ρλζςςασ Ερμθν.: Γενίτςαρθσ "...Θ ςζρτικθ διπλοπενιά του μόρτθ νταλγκαδάκι, για το μπαγιόκο ρεμπελιά, ςνομπάρει τϊρα τα παλιά με μαφρο παπιονάκι...".
Μπαϊρακτάρθσ Σθμαιοφόροσ. Μπαϊράκι Σθμαία. *τουρκ. bayrak]. Μπαϊρακτάρθσ Δθμιτρθσ Διευκυντισ Αςτυνομίασ. Θ δράςθ του αρχίηει το 1892, όταν θ κυβζρνθςθ Τρικοφπθ αποφαςίηει να δϊςει ζνα γερό πλιγμα ςτουσ κουτςαβάκθδεσ του Ψυρι και γενικά τθσ Ακινασ. Ο Μπαϊρακτάρθσ, επικεφαλισ μιασ κουςτωδίασ επίλεκτων ευηϊνων, ειςζβαλε ςτισ ταβζρνεσ και τα καφενεία, ςυνελάμβανε τουσ κουτςαβάκθδεσ και ςτθ ςυνζχεια τουσ εξευτζλιηε. Τουσ ςυγκζντρωνε ςτο προαφλιο τθσ αςτυνομίασ, δίπλα ςτθν πλατεία Κλαυκμϊνοσ, και με τθν απειλι του βοφρδουλα τουσ ανάγκαηε να ςπάςουν τα όπλα τουσ με ςφυρί κι αμόνι. Πλα τα ςπαςμζνα (μαχαίρια, γιαταγάνια, κάμεσ, πιςτόλια, ρεβόλβερ) πουλιοφνταν ςτο δθμοπρατιριο για παλιοςίδερα. Μετά από τα όπλα, εξευτελίηονταν οι άνκρωποι. Ζνασ αρχάριοσ κουρζασ τουσ ζκοβε το δεξί μανίκι του ςακακιοφ (μια και αυτό "δεν το χρειάηονταν", αφοφ φοροφςαν μόνο το αριςτερό μανίκι, κακϊσ ζριχναν επάνω τουσ ανάριχτο το ςακάκι), το ηωνάρι και τθ μφτθ των παπουτςιϊν τουσ, τα μουςτάκια, και τισ αφζλειεσ. Μετά απ' αυτό, οι πιο ηόρικοι ςτζλνονταν ςτισ φυλακζσ και ςε περίπτωςθ υποτροπισ, τιμωροφνταν με το βαρφ βοφρδουλα του ςκλθροφ Μπαϊρακτάρθ. Το μαςτίγωμα αυτό κεωροφνταν ο ζςχατοσ εξευτελιςμόσ... Ζνα ςχετικό δίςτιχο: Μια ξυλιά με το καμτςίκι, είν'' αιϊνιο ρεηιλίκι Αλλά και μετά το κάνατό του, οι κουτςαβάκθδεσ, ίςωσ λιγότεροι αρικμθτικά και με θπιότερθ ςυμπεριφορά, εξακολοφκθςαν να υπάρχουν. Μπακαράσ Είδοσ τυχεροφ παιχνιδιοφ που παίηεται με τραπουλόχαρτα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Με ηουρνάδεσ και νταοφλια" (1934) Στ,., μους.: Τοφντασ Ερμθνεία: Αμπατηι "πιρα δεκαοχτϊ χιλιάδεσ από τον μπακαρά να γλεντιςω με ηουρνάδεσ κζλω μια φορά..." *γαλλ. baccara+. Μπακίρι 1. Ο χαλκόσ 2. ςκεφθ, ιδίωσ μαγειρικά, καταςκευαςμζνα από χαλκό (ςυνικ. πλθκ.). *τουρκ. bakιr+. Μπαλαμοφτι Ψζμα, απάτθ. *παλιό ςλαβ. Balamut, ρωςςικ. Balamut+. Μπαμπζςθσ, Μπαμπζςα Μπαμπζςικοσ Ρονθρόσ, φπουλοσ. Από το τραγοφδι: "Φτϊχεια μαηί με τθν τιμι" (1932) Στ. - μους. : Τοφντασ
Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...ξζρω και ρίχνω μπιςτολιζσ ςϋόποιον μου κάνει μπαμπεςιζσ..." * από το αλβ. pabese ( εξ ου και το ιταλ. Babbuasso)+. Μπανίηω Κοιτάηω με προςοχι και με ςθμαςία, παρατθρϊ, προςζχω ιδιαίτερα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το παιχνίδι του Αμερικάνου" (1936) Στ., μους.: Σκαρβζλθσ Ερμθνεία: Αμπατηι "...Μα το κορόιδο μπάνιςε, τον τφλιξα ςτα ηάρια, εκεί του τα κακάριςα, αμάν, όλα του τα δολλάρια..." *από το μπάνιο. Θ ςυνικεια μερικϊν αντρϊν ςτο παρελκόν να παρακολουκοφν τισ γυναίκεσ που ζκαναν μπάνιο με μαγιό, οδιγθςε ςτθ ςθμερινι ςθμαςία.+ Μπαξίςι Φιλοδϊρθμα που δίνει κάποιοσ για εξυπθρζτθςθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στθσ Ρόλθσ το Μεβλά - Χανζ" Άγνωςτου δθμιουργοφ Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...μαηί τουσ μπικα ςτον τεκζ και φοφμαρα χαςίςι κι ζνα χρυςό πεντόλιρο τουσ άφθςα μπαξίςι..." *τουρκ. baksis+. Μπαρμπαριά Θ Αλγερία. Βζρβεροι ι Μπζρμπεροι οι κάτοικοί τθσ, εξ' ου και το όνομά τθσ. Μπαρμπουτηισ Ο κουμαντάρων το παιχνίδι του μπαρμπουτιοφ. Μπαρμποφτι: τυχερό παιχνίδι που παίηεται με ηάρια. "...δε κζλω να ςε δω γιατί είςαι μάγκασ, χαςικλισ και τηογαδόροσ μπαρμπουτηισ..." *τουρκ. barbutι+. Μπαςκίνασ Κλαςικόσ υβριςτικόσ χαρακτθριςμόσ για αςτυνομικό. Λζξθ που υπιρχε ςτα ιδιϊματα τθσ Θπείρου και τθσ Κεςςαλίασ αλλά ζγινε γνωςτι πιο πολφ ςτθν αργκό των αςτικϊν κζντρων, τα χρόνια του μεςοπολζμου. Στο τραγοφδι του Μάρκου, ςτο κθλυκό γζνοσ μάλιςτα, << τισ μπαςκίνεσ>> ... Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ρρζπει να χτίςω ζνα τηαμί" (1935) Στ. - μους. - ερμθν. : Βαμβακάρθσ "...κι θ Λίλιαν θ Χάρβεχ κα διϊχνει τισ μπαςκίνεσ..."
* < τουρκ. λζξθ, baskιn = ξαφνικι επιδρομι τθσ αςτυνομίασ+ Μπατίρθσ Αυτόσ που δεν ζχει χριματα, ο αδζκαροσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Για ςζνα ζγινα μπατίρθσ" (1950) Στ., μους.: Κ. Καπλάνθσ Ερμθνεία: Μθτςάκθσ, Μπίνθσ, Κυριακόπουλοσ "...ςτθν αγάπθ ιμουν πάντα νοικοκφρθσ μα τα ζχαςα μια μζρα ο κακομοίρθσ για τα ςζνανε ζμεινα μπατίρθσ..." *τοφρκ: batirmak= βουλιάηω+. Μπατιρίηω Ρτωχεφω, ξεπζφτω. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Δζκα φορζσ μπατίριςα" (1967) Στ., μους., ερμθν.: Γ. Λαφκασ "...δζκα φορζσ μπατίριςα τθ μια πάνω ςτθν άλλθ και το κορόιδο, φίλε μου, μυαλό δεν ζχω βάλει..." *τουρκ. batirmak = βουλιάηω+. Μπαφιάηω 1. Μπουχτίηω. Εξ' ου και, ςτθν μάγκικθ αργκό, θ ζννοια του «απολαμβάνω ικανοποιθτικι ποςότθτα χαςιςιοφ». 2. αιςκάνομαι άςχθμα, δυςαναςχετϊ για οριςμζνθ κατάςταςθ ι ενζργεια που ςυνεχίηεται. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Δροςοφλα" (1946) Στ. - μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθνεία: Ραγιουμτηισ "...μπικα μόνοσ μεςα ςτον τεκζ να φουμάρω ζναν αργιλζ να φουμάρω, να μπαφιάςω και τισ πίκρεσ να ξεχάςω..." *ιταλ. baf(a) = βαριά ατμόςφαιρα, δφςπνοια+. Μπαχτςζ Τςιφλίκι,Μπαχτςζ ι Μπαξζ Τςιφλίκ Ρεριοχι κοντά ςτθ Κεςςαλονίκθ, όπου παρακζριηαν τα καλοκαίρια. Διζκετε πολλζσ παρακαλάςςιεσ ταβζρνεσ. Από το ομϊνυμο τραγοφδι: "Μπαχτςζ τςιφλίκι" (1946) Στ.- μους. : Τςιτςάνθσ. Ερμθν: Τςιτςάνθσ, Ραγιουμτηισ. *τουρκ. bahce < περςικ. bagca = κιποσ+. Μπεγλζρι Κομπολόι. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι:
"Μανϊλθσ χαςικλισ" (1929) Στ., μους. Γ. Δραγάτςθσ Ερμθνεία: Κ. Νοφροσ "...αν είςαι φίνοσ μάγκασ ποφ ν' τα μπεγλζρια ςου..." *τουρκ. Begleri+. Μπεηαντάκοσ Μιχάλθσ Τον Αφγουςτο του 1931 ςε μια ςφγκρουςθ μεταξφ απεργϊν και αςτυνομίασ ςτθ Δραπετςϊνα , ο αςτυφφλακασ Γυφτόδθμοσ τράβθξε το πιςτόλι του ςκοπεφοντασ ζναν εργάτθ απεργό. Ο Μπεηαντάκοσ, μζλοσ του ΚΚΕ, μαηί με άλλουσ διαδθλωτζσ ςυνεπλάκθ με τον αςτυνομικό, ο οποίοσ τελικά ςκοτϊκθκε. Αν και αρκετοί είχαν εμπλακεί ςτο επειςόδιο, τελικά ο Μπεηαντάκοσ ςυνελιφκθ, φυλακίςτθκε και ενϊ κα περνοφςε από δίκθ τον Απρίλθ του 1932, όπου πικανότατα κα του επιβαλλόταν θ κανατικι καταδίκθ, δραπζτευςε από τθ φυλακι ςτισ 5 Μάρτθ, γεγονόσ που ζκανε αίςκθςθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι:"Ο Μπεηαντάκοσ" Στ., μους., ερμθν: Ράνοσ Τηαβζλλασ. "...Ο Μπεηαντάκοσ μασ άφθςε γεια..." Μπεηεςτζνι Ιταν θ ςκεπαςμζνθ αγορά για προϊόντα αξίασ. Αρχικά, μπεηεςτζνι ιταν θ αγορά υφαςμάτων. Ο όροσ προζρχεται από τθν περςικι λζξθ «bez» που ςθμαίνει βαμβακερό ι λινό φφαςμα και «bezzaz» που είναι ο ζμποροσ υφαςμάτων. Θ λζξθ απαντά και ςτα τουρκικά. Επειδι όμωσ ςτο μπεηεςτζνι πωλοφνταν εκτόσ από υφάςματα και άλλα πολφτιμα ειςαγόμενα ι και ντόπια εμπορεφματα, όπωσ κοςμιματα και πολφτιμεσ πζτρεσ, μπεηεςτζνι ιταν και ο χϊροσ φφλαξθσ και αποκικευςθσ πολφτιμων λίκων και ειδϊν από κεχριμπάρι ι άλλων ςθμαντικϊν εμπορευμάτων. Μπζϊ, Μπζθ Ο Βιςκαϊκόσ κόλποσ *Biskaya Bay+ ςτον Ατλαντικό ωκεανό που ςχθματίηεται ανάμεςα ςτισ γαλλικζσ ακτζσ τθσ Βρετάνθσ και ςτισ βόρειεσ ακτζσ τθσ Λςπανίασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Κερμαςτισ", 1934 Στ., μους., ερμθν: Γ. Μπάτθσ. "...Κάργα ραςκζτα ωχ! και λοςτό τον Μπζθ να περάςω και μεσ ςτου Κάρντιφ τα νερά εκεί να πα ν' αράξω..." Μπεκιάρθσ Ο εργζνθσ, ο άγαμοσ άντρασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο μπεκιάρθσ", 1949 Στ.: Κ. Κοφινιϊτθσ Μους.: Τηουανάκοσ Ερμθν:Τηουανάκοσ. *τουρκ. bekar+ Μπελαλισ 1. Αυτόσ που γίνεται αφορμι για φαςαρίεσ, καυγάδεσ, αντεγκλιςεισ. 2. ο ηόρικοσ, ο δφςτροποσ.
"...ζμακα πωσ είςαι μάγκασ είςαι και μπελαλισ ζρχεςαι και ςτουσ τεκζδεσ..." *τοφρκ. Belali+. Μπελεντζρι, Μπιλεντζρι, μπιραντζρι, μπελαδζρι, μπελαντζρι Αδελφόσ. Ρρόκειται για τθν τουρκικι λζξθ "birader". *με αντικατάςταςθ του ςυμφϊνου "ρο" από το "λάμδα", φαινόμενο γνωςτό όχι μόνο από τθν υιοκζτθςθ ξζνων γλωςςικϊν δανείων, αλλά και από ανάλογα φαινόμενα παράλλθλθσ χριςθσ των ςυμφϊνων αυτϊν και ςε ελλθνικζσ λζξεισ, π.χ.: αδελφόσ, αλλά και αδερφόσ+. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Μπελεντζρια" (1934) Στ. , μους.: Ρεριςτζρθσ Ερμθνεία: Η. Καςιμάτθσ "...ίςα, ρε ςεισ, μπελεντζρια, το λουλά πιάςτε ςτα χζρια..." *τουρκ. birader = αδελφόσ+ Μπζμπελθ Θ ιλαρά. Βγάηω τθν μπζμπελθ: ηεςταίνομαι υπερβολικά, ςκάω από τθ ηζςτθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Απόψε το κορίτςι κζλει κάλαςςα" (1951) Στ.: Σακελλάριου Μους.: Γιαννακόπουλου Ερμθν.: Μπζλλου, Μπίνθσ, Ταταςςόπουλοσ "...απόψε που τθν ζβγαλα τθν μπζμπελθ γουςτάρω νφχτα δροςερι..." *ςλαβ. pepel = ςτάχτθ+. Μπζμπθσ Ο αργιλζσ. Από το ανζκδοτο τραγοφδι του Β. Ραπάηογλου "Ο μάγκασ και θ Μαριϊ" (1933) "...πάρε, Μαριϊ, τον μπζμπθ μασ, πάρε και το μονοπάτι κι ζλα μια μζρα να με βρεισ ςτου τάφου μου τα βάκθ..." Μπενίτο Ο Μουςολίνι, πρωκυπουργόσ τθσ Λταλίασ, ιδρυτισ του φαςιςμοφ. Το 1919 ίδρυςε τον Λταλικό Σφνδεςμο Μάχθσ, Fascio Italiano di Combattimento, (όπου το fascio προζρχεται από τισ λατινικζσ fasces, δζςμεσ ράβδων με ζναν πζλεκυ ςτθ μζςθ, τισ οποίεσ ζφεραν ραβδοφχοι προπορευόμενοι των αξιωματοφχων τθσ αρχαίασ ϊμθσ ωσ ςφμβολα εξουςίασ και δφναμθσ). Από αυτι τθ λζξθ προζρχεται ο όροσ φαςιςμόσ. Το 1921 εξελζγθ βουλευτισ και ονόμαςε τισ ομάδεσ των φαςιςτϊν του Εκνικό Φαςιςτικό Κόμμα. Οι οπαδοί του, οι λεγόμενοι «μελανοχίτωνεσ», από τα μαφρα πουκάμιςά τουσ, είχαν εξαπολφςει κφμα τρομοκρατίασ ςε ολόκλθρθ τθ χϊρα κατά των πολιτικϊν αντιπάλων τουσ. Το 1922 ςχθμάτιςε κυβζρνθςθ και αμζςωσ ζκεςε ςε ενζργεια το μθχανιςμό τθσ πλιρουσ
φαςιςτικοποίθςθσ του πολιτικοφ κακεςτϊτοσ τθσ χϊρασ. Στυγνόσ δικτάτορασ πλζον, δεν άργθςε να καταλφςει τουσ δθμοκρατικοφσ κεςμοφσ και να φιμϊςει με βίαια μζςα κάκε αντιπολιτευτικι φωνι. Ζγινε ο Ντοφτςε, ο Θγζτθσ. Το 1936 επιτζκθκε αναίτια εναντίον τθσ Αικιοπίασ, ςυγκρότθςε ςυμμαχία με τθ χιτλερικι Γερμανία, τον Άξονα, και ζςπευςαν από κοινοφ να προςφζρουν άφκονθ ςτρατιωτικι βοικεια ςτον επίςθσ φαςίςτα ςτρατθγό Φρανςίςκο Φράνκο που είχε ςταςιάςει κατά τθσ δθμοκρατικισ κυβζρνθςθσ τθσ Λςπανίασ προκαλϊντασ τον ιςπανικό εμφφλιο πόλεμο (1936-39). Το 1940 κιρυξε τον πόλεμο κατά τθσ Ελλάδασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το όνειρο του Μπενίτο" (1940) Στ., μους.: Σπ. Ρεριςτζρθσ Ερμθν.: Βαμβακάρθσ, Χατηθχριςτοσ Μπεξινάρι, Μπεχ Τςινάρ Ονομαηόταν παλιότερα θ περιοχι τθσ Κεςςαλονίκθσ, όπου ςιμερα βρίςκονται τα Σφαγεία, μζςα ςτο λιμάνι τθσ πόλθσ. Κατά λζξθ, «πλατανόκθποσ». *τοφρκ. Bes = πζντε, cinar = πλατάνι+. Μπερεκζτι Αφκονία αγακϊν, πλοφτοσ. Επίςθσ, γονιμότθτα και μεταφορικά ευλογία. *τουρκ. λ. bereket = αφκονία, ευλογία] Μπερμπάντθσ Γλεντηζσ, άςτατοσ, γυναικάσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Κάντονε, Σταφρο, κάντονε" (1935) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ ¨...τηοφρα δϊςε του Μπάτθ μασ του μόρτθ του μπερμπάντθ μασ..." *ιταλ. birbante = απατεϊνασ+. Μπζςα Λόγοσ τιμισ, εμπιςτοςφνθ. "...Σϋαγάπαγα και ζλεγα πωσ είχεσ λίγθ μπζςα μα ςυ μου τθν κοπάναγεσ γιατϋιςουνα μπαμπζςα..." *αλβαν. Bese+. Μπεςαλισ Αυτόσ που κρατά το λόγο του, ο ντόμπροσ, ο ζμπιςτοσ, ο τίμιοσ. Μπζτθσ Στικοσ, ςτζρνο. Κατ' επζκταςθ: καρδιά, ψυχι. Ακοφγεται ςε αρκετά παραδοςιακά τραγοφδια. Στθν παρακάτω κρθτικι μαντινάδα π.χ. που ερμθνεφει ο Ψαραντϊνθσ. "...Ζγιν' ο μπζτθσ ςου γυαλί και φάνθκε θ καρδιά ςου και δείχνει αγάπθ ψεφτικθ κρίμα τθν ομορφιά ςου..." * ιταλ. petto= ςτικοσ, καρδιά+
Μπιρ Αλλάχ Ζνασ ο Αλλάχ. Μπιτιρίνι Το ςτιςιμο τυχερϊν παιχνιδιϊν, θ μπαρμπουτιζρα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το μπαρμποφτι" (1933) Στ., μους.: Τοφντασ Ερμθνεία: οφκουνασ "...χκεσ το βράδυ ςτο μπαρμποφτι άιντε μου τθ ςκάςαν μπαλαμοφτι... άιντε ςτ' Αργυροφ το μπιτιρίνι..." * τουρκ.: bitirim yatagi: ςτζκι, καταγϊγιο, χαμαιτυπείο bitirimci: μπαρμπουτιζρθσ bitirim: μάγκασ, αλθτάκι, τςακάλι, καταπλθκτικόσ, περίφθμοσ+ Μπλόκο Αποκλειςμόσ ενόσ χϊρου, ζτςι ϊςτε να μθν υπάρχει δυνατότθτα διαφυγισ από αυτόν ι επικοινωνίασ με αυτόν. *ιταλ. blocco+. Μποζμθσ, Μποζμιςςα Αυτόσ που ηει ανζμελα, χωρίσ να νοιάηετια για τισ κοινωνικζσ ςυμβατικότθτεσ. Από το τραγοφδι: *b +"Ακθναίιςςα (1946)*/b+ Στ., μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθνεία: Τςιτςάνθσ, Στ. Ρερπινιάδθσ "ςτθ ματιά ςου κάτι ζχεισ, καλζ μποζμιςςα..." *γαλλ. boheme+. Μπουγιουρντί Επίςθμο ζγγραφο, διαταγι με δυςάρεςτο ςυνικωσ περιεχόμενο. Αρχικι ςθμαςία: ζγγραφθ διαταγι αξιωματοφχου τθσ Οκωμανικισ αυτοκρατορίασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: *b+"Μικρόσ αρραβωνιάςτθκα" (1937)*'/b+ Στ., μους, ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...επιρα τθ γυναίκα μου, παίρνω το μπουγιουρντί μου..." *τουρκ. Buyrultu+ Μπουηουριάηω Συλλαμβάνω και φυλακίηω. Από το τραγοφδι: "Ο Λςοβίτθσ" (1935) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...με τθ ραδιουργία ςου μπουηοφριαςα το χφτθ..."
Μπουκάρω Μπαίνω ξαφνικά ι ορμθτικά κάπου, ςυνικωσ προκαλϊντασ κάποια ανωμαλία. *ιταλ. boccare < bocca = ςτόμα, είςοδοσ λιμανιοφ+ Μπουλαςιλίκι Κυμόσ, οργι. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Συνάχθσ" (1934) Στ - μους. - ερμθν. : Βαμβακάρθσ "...ας' το μπουλαςιλίκι ςου, αμάν αμάν, και πάψε το ςυνάχι..." *bulaskan = καυγατηισ, εριςτικόσ+ Μπουλμποφλ Αθδόνι. Ακοφγεται ςε παραδοςιακά τραγοφδια και αμανζδεσ. Αποτζλεςε επίςθσ προςφϊνθςθ του Αγάπιου Τομποφλθ. *τουρκικι λζξθ: Bόlbόl = αθδόνι+. Μπουρδοφςενα Θ λζξθ παραπζμπει ςε γυναίκεσ των πορνείων και των χαςιςοότείων του 19ου αιϊνα και των πρϊτων δεκαετιϊν του 20ου. Στθν εφθμερίδα "Ακρόπολισ" 4/12/1889, υπάρχει θ λαϊκι ζκφραςθ "Ηω ωσ μπουρδοφςθσ", ηω δθλαδι ςαν άςωτοσ. Σφμφωνα με τον Ρετρόπουλο, θ Μπουρδοφςενα ηοφςε το 1925 ςε μια παράγκα ςτα Βοφρλα. Μάλλον ο άντρασ τθσ είχε τεκζ εκεί. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ππου δεισ δυο κυπαρίςςια", τραγοφδι το οποίο περιζχει 6 δίςτιχα νοθματικά άςχετα μεταξφ τουσ και θχογραφικθκε το 1922 ςτισ ΘΡΑ με τθ Μ. Ραπαγκίκα. "...Μπουρδοφςενα ψιςε καφζ βάλε φωτιά ςτον αργιλζ..." Μπουρνάμπαςι Β.Α. τθσ Σμφρνθσ, ζντεκα χιλιόμετρα. Από τουσ χίλιουσ κατοίκουσ τθσ πριν το μικραςιατικό ξεριηωμό, οι οκτακόςιοι ιταν Ζλλθνεσ. Ρρζπει να υπιρχαν πθγζσ, τρεχοφμενα νερά ςτθν περιοχι, από εκεί και θ ονομαςία τθσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Σμφρνθ με τα περίχωρα" (1930) Στ., μους. : Ραντελίδθσ Ερμθν. : Γ. Μυττάκθ "...Μπουνάρμπαςι με τισ δροςιζσ..." Μπουρνόβασ Θ Ρρινόβαλισ των Βυηαντινϊν, προάςτιο τθσ Σμφρνθσ, ςτα Β.Α. Στο προάςτιο αυτό ζμεναν οι εφπορεσ οικογζνειεσ τθσ Σμφρνθσ αλλά ιταν και θ ςυνοικία των ξζνων ιδίωσ των Άγγλων κατοίκων τθσ πόλθσ. Ακοφγεται ςτα τραγοφδια: "Ραποράκι του Μπουρνόβα", παραδοςιακό, και "Μπουρνοβαλιά", των Γκάτςου - Ξαρχάκου (1983) *Θ ονομαςία του προζρχεται από τισ Τουρκικζσ λζξεισ "burun" και "ova" ποφ ςθμαίνουν το "άκρο, (μφτθ), τθσ πεδιάδασ"+.
Μπουτηάσ Ρλοφςιο προάςτιο και δθμοφιλισ τόποσ διακοπϊν, 9 χλμ Ν.Α. τθσ Σμφρνθσ . Σε ανάμνθςθ αυτισ τθσ περιοχισ δθμιουργικθκε ο Ν. Βουτηάσ, ανάμεςα ςτθ αφινα και τθ Νζα Μάκρθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Σμφρνθ με τα περίχωρα" (1930) Στ., μους. : Ραντελίδθσ Ερμθν. : Γ. Μυττάκθ "...Μπουτηά, Μπουρνόβα, Κορδελιό, με τ' άνκθ ςτολιςμζνα..." Μποχϊρθσ Σε περιςτατικό που ςυνζβθ περίπου το 1880, ςε πλοίο τθσ γραμμισ Σμφρνθσ - Μπουρνόβα είτε, κατ' άλλθ εκδοχι, Κωνςταντινοφπολθσ - Ρειραιά, μια ομάδα μικροαπατεϊνων από αυτζσ που ςυςτθματικά λυμαίνονται τισ ακτοπλοϊκζσ ςυγκοινωνίεσ μζχρι και τα μζςα του 20οφ αιϊνα, «ςτινουν μθχανι» ςτον αφελι Εβραίο ςυνταξιδιϊτθ τουσ Μποχϊρθ και του παίρνουν ςτα ηάρια ι με άλλο τρόπο τα λεφτά του, το ηουνάρι, ακόμα και τθ γυναίκα του. Σφμφωνα με το λεξικό Ελευκερουδάκθ, το γεγονόσ ςυμβαίνει ςτθν Καβάλα, με κφμα ζναν Εβραίο νταβατηι. Ο Μποχϊρθσ παρουςιάηεται ςαν ζνασ αγακόσ άνκρωποσ που ζπεςε κφμα μικροαπατεϊνων λόγω τθσ αφζλειάσ του. *bohor = πρωτότοκοσ, εβραϊκι λζξθ. Το όνομα αυτοφςιο ι παραλλαγμζνο (π.χ. Μπεραχά) ςυναντάται ςτισ εβραϊκζσ κοινότθτεσ ςτθν Ελλάδα+. Μυτιά Ειςπνοι ναρκωτικισ ουςίασ ςε ςκόνθ κακϊσ και θ αντίςτοιχθ ποςότθτα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο πόνοσ του Ρρεηάκια" (1936) ςτ., μους., ερμθν.: Δελιάσ "απϋτθ μυτιά που τράβαγα άρχιςα και βελόνι και το κορμί μου άρχιςε ςιγά ςιγά να λιϊνει..." ΝRA (National Recovery Act) Εν-αρ-ε: αμερικάνικθ οικονομικι βοικεια ςτουσ μετανάςτεσ για τθν οικοςκευι τουσ NRA=Ρράξθ Εκνικισ Αποκατάςταςθσ. "...τϊρα με το εν-αρ-ε, κα ςου πάρω καναπζ..."....
Ναργιλζσ, Αργιλζσ Είδοσ ανατολίτικθσ ςυςκευισ καπνίςματοσ, που αποτελείται από μακρφ κι ευλφγιςτο ςωλινα (το μαρκοφτςι), ο οποίοσ ςυνδζεται με φιάλθ νεροφ από μικρό πιλινο δοχείο (το λουλά), ςτον οποίο καίγεται ζνα είδοσ καπνοφ (τουμπεκί), που διζρχεται πρϊτα από τθ φιάλθ του νεροφ, για να ψυχκεί και να φιλτραριςτεί και κατόπιν διοχετεφεται δια μζςου του ςωλινα ςτο ςτόμα του καπνιςτι. "...ζλα, βρε μάγκα μου, να πιεισ από τον αργιλζ μασ που ζχουμε Ρολίτικο μαυράκι ςτον τεκζ μασ..." *τουρκ. Nargile < περςικ. Nargila+. «Ο αργιλζσ να τρίηει»: ο αργιλζσ που ζχει πολφ και εκλεκτό χαςίςι.
Νεφζςι 1. Κυριολεκτικά, αναπνοι, χνϊτο 2. ειςπνοι, ρουφθξιά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στουσ απάνω μαχαλάδεσ" Ερμθνεία: Γ. Βιδάλθσ
"...Ο λουλάσ και το νεφζςι μ' ζφεραν ς' αυτι τθ κζςθ..." *τουρκ. nefes+
Νίλα Καταςτροφι, ηθμιά, αποτυχία ςε διαγωνιςμό ι ςυναγωνιςμό, ςυμφορά, πανωλεκρία. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: “Μασ φζρκθκεσ μπαμπζςικα” (1941) Στ.: Δθμ. Σζμςθσ,μους.: Γιϊργοσ Ραπαςιδζρθσ. Ερμθν.: Γ. Ραπαςιδζρθσ. "...τι ςτραπάτςο και τι νίλα ςου κατάφερε θ αρβφλα..." *Άγνωςτθσ ετυμολογίασ θ λζξθ. (Ρικανολογείται πωσ προζρχεται από τθ μεςαιωνικι λζξθ: νίλα < λατ. nilum =τίποτε, αςιμαντο, χωρίσ αξία)+. Νιςάφι (Ωσ επιφϊνθμα): αρκετά, φτάνει, αμάν. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τα βάςανα τθσ πλφςτρασ" (1936) Στ., μους.: Δ. Σζμςθσ Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...δεν αντζχω πια, νιςάφι, κα με φάει αυτι θ ςκάφθ..." *τουρκ. insaf, με διαχωριςμό του ςυμφωνικοφ ςυμπλζγματοσ+. Νταβατηισ Εκμεταλλευτισ κοινϊν γυναικϊν, «προςτάτθσ». Από το τραγοφδι: "Θ Κοφλα" (1932) Στ., μους.: Καρίπθσ Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...χτεσ ςε είδα μεκυςμζνθ μϋζναν νταβατηι μπλεγμζνθ..." *τουρκ. davacι = ςυνιγοροσ < dava = δίκθ+. Νταγιαντίηω, Νταγιαντϊ Υπομζνω, αντζχω. "...ζχω μεράκι, ζχω νταλγκά, κανζνασ δεν τον νταγιαντά..." *τουρκ. Dayand, από το ρ. dayan= ςτθρίηομαι, αντιςτζκομαι+.
Νταισ Γενναίοσ, παλλθκάρι, τολμθρόσ, προκλθτικόσ. Νταθλίκι Ραλλθκαριά, ηοριλίκι. Λζγεται και ειρωνικά, με τθν ζννοια του ψευτοπαλλθκαρά, του κουτςαβάκθ. Νταθλίηω Κάνω τον νται. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Κορόιδο" (1935) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "... Ρόςεσ κλωτςιζσ ζχεισ να φασ που πάντα νταθλίηεισ..." *τουρκ. dayi+.
Νταλκάσ, Νταλκαδάκι, Νταλγκάσ, Νταλγκαδάκι Ρόκοσ, επικυμία, ςεβντάσ, πόνοσ. *τουρκ. dalga = κφμα+.
Νταμίρα Ονομαςία για το αυτοφυζσ φυτό Datura stramonium ι τάτουλασ, που είναι πλοφςιο ςε αλκαλοειδείσ ουςίεσ, ατροπίνθ κλπ. και που χρθςιμοποιείται ςαν υποκατάςτατο ναρκωτικό. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Κουβζντα με το Χάρο" (1935) Στ. - Μους. Τοφντασ Ερμθν.: οφκουνασ "...πεσ μασ, βρε Χάρε, να χαρείσ: Τι κάνουνε τ’ αλάνια; Βρίςκουν νταμίρα , ζχουν λουλά, ι κάκουνται χαρμάνια;..." Νταραβζρι Οποιαδιποτε ςυναλλαγι, εμπορικι ςχζςθ, δοςολθψία., κοινωνικι ςχζςθ, ςχζςθ οικειότθτασ, κόρυβοσ, αναςτάτωςθ, διαπλθκτιςμόσ. *ιταλ. dare – avere = δοφναι – λαβείν+.
Νταρντάνα Ψθλι, εφςωμθ κι ωραία γυναίκα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Είςαι φάντθσ" (1936) Στ., μους.: Γρ. Αςίκθσ Ερμθνεία: Αμπατηι "...και πϊσ με εκατιντθςεσ κοπζλα ςαν νταρντάνα..." *ιταλ. tartana = πλατφ φορτθγό καράβι, μεγαλόςωμθ γυναίκα+. Ντεπϊ ι Ντεπό Ρεριοχι ςτθν ανατολικι Κεςςαλονίκθ. Ραλιότερα, είχε τουσ μεγαλφτερουσ μφλουσ των Βαλκανίων και ονομαςτζσ ταβζρνεσ, όπωσ τα «Κοφτςουρα του Δαλαμάγκα», γνωςτι και από το «Μπαξζ τςιφλίκι» του Τςιτςάνθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Αςυρματιςτισ" (1938). Στ., μους. : Τςιτςάνθσ. Ερμθν :Τςιτςάνθσ, Ρερδικόπουλοσ. "... μα πιρα τον αςφρματο και ζγινα προφιτθσ. ςτον ϊμο τον φορτϊνομαι και ςτο Ντεπϊ πθγαίνω..." *από το Γαλλικό Dιpτt = Αποκικθ+. Ντερμπεντζρθσ, Ντερμπεντζριςςα Λεβζντθσ, ανοικτόκαρδοσ, άνκρωποσ που διαςκεδάηει χωρίσ να νοιάηεται για το μζλλον, κουβαρδάσ. "...Ντερμπεντζριςςα μελαχρινι μουϋχεισ κάψει τθν καρδιά μου και δεν βρίςκω τθ γιατρειά μου..." *από τθν τοφρκικθ λζξθ "derbeder" που ςθμαίνει αλιτθσ, τυχοδιϊκτθσ+.
Ντερτιλισ Αυτόσ που ζχει ντζρτι, πόνο, καθμό. *τουρκ. dertili < derti = βαςανιςμζνοσ+.
Ντερτςάκι, Τερτςάκι Θ τρίτθ φωνι.
Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Μια ςυννεφιαςμζνθ νφχτα" Στ., μους.: οβερτάκθσ Ερμθνεία: Ραγιουμτηισ "...ιτανε και ο Στελάκθσ το ντερτςάκι το γλυκό ιτανε και ο Μθτςάκθσ..." *από το ιταλ. τerzo = τρίτοσ+.
Ντιντισ Άνδρασ μαλκακόσ, χωρίσ ζκδθλο ανδριςμό. "...Πλουσ τουσ μάγκεσ αγαπάσ και όλουσ τουσ νταιδεσ και ηοφλα ηοφλα κυνθγάσ τουσ φιόγκουσ και ντιντιδεσ..."
Ντορβάσ, Τορβάσ Σακκίδιο πλεκτό ι υφαντό από χοντρό μάλλινο φφαςμα, ςυνικωσ πολφχρωμο, το οποίο κρζμεται ςτον ϊμο ι από το λαιμό του ηϊου και μζςα ςτο οποίο τοποκετείται θ ηωοτροφι, ταγάρι. Βάηω το κεφάλι μου ςτον τορβά: βάηω ςε κίνδυνο τθ ηωι μου, παίηω τθ ηωι μου κορϊνα - γράμματα, διακινδυνεφω. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο λακρζμπορασ" (1934) Στ., μους.: Ραπάηογλου Ερμθνεία: Στ. Ρερπινιάδθσ "...και το κακό κεφάλι ςου μεσ ςτον ντορβά να βάηεισ..." *τουρκ. torba < περς. tobra+.
Ντουηζνι Τάξθ, αρμονία. Σαν φράςθ, "είμαι ςτα ντουηζνια" ςθμαίνει "ζχω κζφια". Για το μπουηοφκι π.χ. θ φράςθ "είναι ςτο ντουηζνι", ζχει τθν ζννοια "είναι καλά κουρδιςμζνο". (Ντουηζνι ζλεγε ο Μάρκοσ το κοφρδιςμα Ε-ΛΑ-Ε, το ζλεγε και "ευρωπαϊκό" και μϋαυτό το κοφρδιςμα παίηονται όλοι οι δρόμοι, ενϊ "Καραντουηζνι" ζλεγε το ΣΟΛ-ΛΑ-Ε). Με τθν ζννοια ντουηζνι αναφερόμαςτε ςε όλα τα πικανά κουρδίςματα των χορδόφωνων με τρείσ χορδζσ (δθλαδι το κανονάκι π.χ. δεν ζχει κοφρδιςμα ςε ντουηζνι). Ζτςι, το καραντουηζνι είναι ζνασ από πολλοφσ τρόπουσ κουρδίςματοσ ςαηοειδϊν οργάνων. Συνικωσ οι δφο πρίμεσ νότεσ είναι ςε απόςταςθ τζταρτθσ και θ τρίτθ (θ μπουργκάνα) μπορεί να είναι οποιοςδιποτε ςχεδόν φκόγγοσ τθσ οκτάβασ. Ιταν ςυνθκιςμζνο κατά τθ διάρκεια του παιξίματοσ και ανάλογα με το κομμάτι που κα ακολουκοφςε, να αλλάηει ςυχνά το κοφρδιςμα τθσ μπουργκάνασ, άρα και το ντουηζνι. *τουρκικι λζξθ).
Ντουμάνι Ρυκνόσ καπνόσ που δθμιουργεί αποπνικτικι ατμόςφαιρα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Εφουμζρναμε ζνα βράδυ" (1932) Στ. - μους. - ερμ.: Βαμβακάρθσ "...κι ζρχουνται δυο πολιτςμάνοι και μασ βρίςκουνε ντουμάνι..." *τουρκ. Duman = καπνόσ, γεμάτο καπνό+.
Ντουμπλάρω 1. Καλφπτω τθν επιφάνεια ενόσ μετάλλου με άλλο πολυτιμότερο ι ανκεκτικότερο ι εςωτερικά ζνα ςυνικωσ λεπτό ι διαφανζσ φφαςμα με άλλο χοντρότερο (φοδράρω). 2. διπλαςιάηω 3. αντικακιςτϊ.
ντουμπλζ Κάλυψθ, επζνδυςθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Εγϊ κζλω πριγκθπζςα" (1936) Στ., μους.: Γ. Τςαοφσ Ερμθν.: Καλυβόπουλοσ "...κάκε είδουσ αργιλζ με διαμάντια όλο ντουμπλζ..." *γαλ. doubler = διπλαςιάηω < λατιν. duplus = διπλόσ, διπλάςιοσ+.
Ντουμπλζδεσ Διπλοί λουλάδεσ, ίςωσ για άμεςθ αντικατάςταςθ μετά τθ χριςθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Σ' ζνα τεκζ ςκαρϊςανε" (1936) Στ., μους.: Τςιτςάνθσ, Ρερδικόπουλοσ Ερμθνεία: Γ. Μθττάκθ "...τον τεκετηι εδιάταηαν τισ λουλαδιζσ ντουμπλζδεσ..." *γαλ. doubler = διπλαςιάηω < dublus, λατιν. = διπλόσ, διπλάςιοσ.+
Ντοφροσ Σκλθρόσ, αλφγιςτοσ, ςτθτόσ, άκαμπτοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ Λιλι θ ςκανταλιάρα" (1932) Στ., μους.: Τοφντασ Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...Δεν με μζλλει εμζνα αν ειςϋαλάνθσ απϋτον Κοπανά και τον ντοφρο, βρε μάγκα, μθ μου κάνεισ..." *ιταλ. Duro < λατιν. Durus+.
Ντοφςεσ Διπλά, δυάρεσ. Ακοφγεται ςτο παραδοςιακό τραγοφδι: "Ο Κουμαρτηισ" (1939) Ερμθν.: Ριπεράκθσ (Χαριλ. Κρθτικόσ) "...ντόρτια και ντοφςεσ ζρχονται τρομάρα μου και χάνω τα λεφτά μου..." *από το deuce+
Ντόρτια Φζρνουμε "ντόρτια", όταν δείχνουν και τα δυο ηάρια τον αρικμό τζςςερα ςτο τάβλι. Ακοφγεται ςτο παραδοςιακό τραγοφδι: "Ο Κουμαρτηισ" (1939) Ερμθν.: Ριπεράκθσ (Χαριλ. Κρθτικόσ) "...ντόρτια και ντοφςεσ ζρχονται τρομάρα μου και χάνω τα λεφτά μου..." *τουρκ. dφrt = τζςςερα (από τα περς.) +
Ξαβζρι Τα παλιά Καρβουνιάρικα, περιοχι του Ρειραιά, θ οποία ςιμερα ςυγκεντρϊνει τισ κυριότερεσ ναυτιλιακζσ δραςτθριότθτεσ. Από το τραγοφδι : "Ξαβεριϊτιςςα" (1938) Στ., μους. : Δ. Γκόγκοσ (Μπαγιαντζρασ) Ερμθν. : Ραγιουμτηισ, Ρερπινιάδθσ.
Ξζμαγκασ Αυτόσ που αποφαςίηει να αφιςει τθν ανζμελθ ηωι και να ηιςει προγραμματιςμζνα.
Ξεφτζρια (του Αγιωργιοφ) Τα εξαπτζρυγα *εξ + πτζρυξ+ Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Μάρκοσ ο πολυτεχνίτθσ" (1937) Στ., μους.: Βαμβακάρθσ Ερμθνεία: Βαμβακάρθσ, Καρίβαλθ "...μόνο που δεν κουβάλθςα του Αγιωργιοφ ξεφτζρια..."
Οντάσ Δωμάτιο, ιδίωσ το επίςθμο. *τουρκ. oda+.
Οντουλάρω Κατςαρϊνω τα μαλλιά, τουσ δίνω τεχνθτό κυματιςτό ςχιμα, ςγουρϊνω. «…Όταν τα μαλλιά ςου οντουλάρεισ είςαι ψεφτησ, κατεργάρησ..." *Από τη γαλλική λζξη ondulation = κυματιςμόσ+.
Οντουλαςιόν Το κατςάρωμα των μαλλιϊν. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι "Ο επαγγελματίασ" 1932 ςε ςτίχουσ, μουςικι και εκτζλεςθ από το Γρ. Αςίκθ. ..."να δείτε ςτα κουρεία που παν τα κοριτςάκια οντουλαςιόν να κάνουνε τα' μορφα τουσ μαλλάκια..." *Από τη γαλλική λζξη ondulation = κυματιςμόσ+
Ραγανιά Καταδίωξθ, ανίχνευςθ, ςφλλθψθ ανκρϊπου ι ηϊου. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο χάροσ βγικε παγανιά" Στ.: Μ. Ελευκερίου Μους.: Δ. Μοφτςθσ Ερμθνεία: Δ. Μθτροπάνοσ "...Ο χάροσ βγικε, βγικε παγανιά μες' ςτθ δικι μου γειτονιά..." *μςν. παγανζα < παγάνα < λατιν. paganus = χωρικόσ+.
Ραπάηι, Ραπάτηι, Ραπάκι Φζςι με χρυςι φοφντα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Γυφτοποφλα" (1934) Στ., μους., ερμθνεία: Μπάτθσ "...όταν βάηεισ το παπάηι με τθ φοφντα τθ χρυςι..."
Ραπάσ Ραράνομο και παραπλανθτικό παιχνίδι, παιηόταν ςε ανοιχτοφσ χϊρουσ από παίκτεσ που πόνταραν χριματα ςτο ζνα από τα 3 τοποκετθμζνα ανάποδα τραπουλόχαρτα του παιχνιδιοφ, προςπακϊντασ να μαντζψουν ποιο από τα τρία είναι ο ιγασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Οι Ραπατηιδεσ" (1952) Στίχοι - Μους.: Τόλθσ Χάρμασ Ερμθνεία: Μπίνθσ, Ντοφο Χάρμα "...όπου κι αν πασ, όπου κι αν πασ εδϊ παπάσ, εκεί παπάσ..."
Ραπατηισ Ο επιτιδειοσ που παίηει το παιχνίδι «παπάσ», ο απατεϊνασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Οι Ραπατηιδεσ" (1952) Στίχοι - Μους.: Τόλθσ Χάρμασ Ερμθνεία: Μπίνθσ, Ντοφο Χάρμα "...επιγεσ κι ζπεςεσ μεσ ςτουσ ατςίδεσ και ςου τα φάγανε οι παπατηιδεσ..."
Ραραδόπιςτοσ Αυτόσ που πιςτεφει πολφ ςτο χριμα, που το αγαπάει υπερβολικά, ο φιλοχριματοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ παραδόπιςτθ", 1947. Στ., μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθν.: Τςιτςάνθσ, Γεωργακοποφλου. * παράσ + πίςτθ+.
Ραρακοπι Οικιςμόσ ςτα νότια και δυτικά τθσ Ερμοφπολθσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Φραγκοςυριανι" (1935) Στ., μους., ερμθν. : Βαμβακάρθσ. "...κα ςε πάρω να γυρίςω Φοίνικα, Ραρακοπι..."
Ραραπιγματα Ραλιζσ ςτρατιωτικζσ φυλακζσ ςτθ Βας. Σοφίασ. Επίςθσ, παραπιγματα λζγονται οι παράγκεσ, οι εκτόσ ςχεδίου οικιςμοί και οι ςτρατιωτικζσ καταςκθνϊςεισ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι:"Αντιλαλοφν οι φυλακζσ" (1935) Στ., μους., ερμθν. : Βαμβακάρθσ. "...αντιλαλοφν τα ςιμαντρα Συγγροφ και Ραραπιγματα..."
Ραρλαμά Ο Μανϊλθσ Ραρλαμάσ ιταν ταβερνιάρθσ ςτον Ρειραιά. Διακινδυνεφοντασ τθ ηωι του, με μια βαρκοφλα διζςωςε 9 ναυαγοφσ και περιςυνζλεξε 7 πτϊματα κατά το ναυάγιο που ζγινε ςτον Ρειραιά τθν 1θ Αυγοφςτου 1937. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Οι αδικοπνιγμζνοι" (1937) Στ. - μους. - ερμθν.: Κ. οφκουνασ "...Το ζνα θ «Ανάςταςισ» το άλλο το «Υδράκι» απζναντι ςτου Ραρλαμά ςκορπίςαν το φαρμάκι..."
Ραρτίδεσ Οι δοςολθψίεσ, τα πάρε – δϊςε, οι ςχζςεισ με κάποιον. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ραρτίδεσ" (1950) Στ., μους.: Μ. Χιϊτθσ Ερμθν.: Χιϊτθσ, Χαςκιλ, Μπίνθσ "...παρτίδεσ αδερφάκι μου κ’ ανοίξουμε και τθν παλιά φιλία μασ κα ςβιςουμε..." *βενετς. Partida < ιταλ. partita < ριμα partio (λατιν.) = διαιρϊ, μοιράηω, κατανζμω.+
Ραρόλα, παρόλεσ 1. Λόγια ανόθτα, χωρίσ αξία, ακατανόθτα. 2. Ομιλία με υπονοοφμενα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ντερμπεντζριςςα" (1947) Στ., μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθνεία: Τςιτςάνθσ, Βαμβακάρθσ, Χαςκίλ "...δε γουςτάρω τισ παρόλεσ, ςου ξθγικθκα..." *ιταλ. Parola = λζξθ, λόγοσ+.
Ραςτουρμάσ Κομμάτι παςτοφ κρζατοσ από καμιλα ι από άλλο μεγάλο ηϊο, που το αρωματίηουν με τςιμζνι, δθλαδι διάφορα καρυκεφματα, μετά το αποξθραίνουν και το οποίο αναδίδει βαριά, ζντονθ μυρωδιά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στου Λινάρδου τθν ταβζρνα"(1936) Στ., μους.: Ρ. Τοφντασ Ερμθν.: Ρερδικόπουλοσ "...Ράει κι ο χατηθραπάνθσ, παςτουρμάσ και πεχλιβάνθσ..." *τουρκ. pastιrma +
Ράςτρα 1. Είδοσ χαρτοπαιγνίου, ξερι. 2. «κακαριότθτα». Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Δεν ξαναπαίηω ηάρια πια " (1959) Στ., μους: Κ. Φραγκοφλθσ Ερμθνεία: Β. Ρερπινιάδθσ "...Δεν ξαναπαίηω ηάρια πια οφτε ραμί και πάςτρα..."
Ρεραία Ξακουςτό παραλιακό προάςτιο, 13 χλμ. από τθ Σμφρνθ, κατοικικθκε κυρίωσ από Ζλλθνεσ.
Ρεραίασ Άλλθ ονομαςία του Ρειραιά. Ακοφγεται ςε πολλά τραγοφδια, όπωσ: "Αλάνα Ρειραιϊτιςςα", 1934 Στ, μους., ερμθν.: Βαμβακάρθσ. "...ςε αγαπϊ, τςαχπίνα μου, τςαχπίνικο, γιατί εις' απ' τον Ρεραία..."
Ρζραν Ρεριοχι ςτθν πλευρά του Κεράτιου κόλπου, απζναντι από το Γαλατά. Ακοφγεται ςτο παραδοςιακό τραγοφδι: "Ζχε γεια, Ραναγιά" "..."Στο Γαλατά κα πιω κραςί ςτο Ρζραν κα μεκφςω..."
Ρερονιάηω Για κρφο και υγραςία που είναι ιδιαίτερα διαπεραςτικά. *από τθν περόν(θ)+.
Ρετςί Ρορτοφόλι, προφανϊσ από το υλικό καταςκευισ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο καυγάσ για το πετςί" (1934) Στ., μους.: Μ. Χρυςαφάκθσ Ερμθν.: όηα Εςκενάηυ "...Το πετςί που βρικεσ Κόλλια ςκάςτο, δως' μου τα μιςά *μεςαιωικι λζξθ: "πετςίον" < πεςκίον υποκορ. του ςπάν. ελλθνιςτ. πζςκοσ =δζρμα+
Ρεχλιβάνθσ 1. Άνκρωποσ δυνατόσ, παλικαράσ. 2. αυτόσ που ςε δθμόςιεσ ( ςυνικωσ υπαίκριεσ) παραςτάςεισ επιδεικνφει τισ ςωματικζσ ικανότθτζσ του για βιοποριςμό. 3. παλαιςτισ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στου Λινάρδου τθν ταβζρνα"(1936) Στ., μους.: Ρ. Τοφντασ Ερμθν. Ρερδικόπουλοσ "...Ράει κι ο χατηθραπάνθσ, παςτουρμάσ και πεχλιβάνθσ..." *τουρκ. pehlivan ( = παλαιςτισ) < από περς.+
Ρίκα Ρείςμα, κυμόσ που νιϊκει κάποιοσ, ο οποίοσ κεωρεί τον εαυτό του κιγμζνο, προςβεβλθμζνο, μνθςικακία. "ζμακεσ πωσ ζχω προίκα, ςπίτι και πολλά λεφτά, τοϋβαλεσ, Βλάμθ, πίκα να μου πάρεισ όλα αυτά.." *ιταλ. picca < γαλλ. pique+.
Ρίκινοσ Λδιοκτιτθσ ενόσ κζντρου με ορχιςτρα που βριςκόταν ςτο Κθςείο, ςτθν οδό Ακάμαντοσ 26. Ιταν θ περίφθμθ «Μπφρα του Ρίκινου», εξαιρετικά δθμοφιλισ νυκτερινόσ προοριςμόσ τθσ εποχισ με αξιόλογουσ μουςικοφσ. Μζςα ς’ αυτι τθ μπυραρία ςε θλικία 37 χρονϊν δολοφονικθκε το 1931 ο Ρίκινοσ για αςιμαντθ αφορμι. Από το οφκουνα περιγράφεται ωσ λεβεντάνκρωποσ και ακζραιοσ χαρακτιρασ, που δεν ανεχόταν παρεκτροπζσ μζςα ςτο
κατάςτθμά του. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: «Ο Ρίκινοσ» (1934) Στ. - μους. - ερμθν.: οφκουνασ "...Μεσ ςτο Κθςείο βρε παιδιά, ςτου Ρίκινου τθ Μπφρα γλζντθςε όλοσ ο ντουνιάσ, Ρεραίασ και Ακινα…»
Ρινόκλθσ Ελλθνοαμερικανικι λζξθ, παρατςοφκλι για κάποιον που παίηει πολφ "Pinocle" (χαρτιά). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Ρινόκλθσ" (1928) Στ., μους.: Δθμοςκ. Ηάττα Ερμθνεία: Γ. Λωαννίδθσ "...ςτον Ρειραιά γεννικθκα και τ' όνομά μου Οινόκλθσ μα εδϊ ξαναβαφτίςτθκα και γίνθκα Ρινόκλθσ..."
Ριςκοπιό Βρίςκεται ςτισ πλαγιζσ ενόσ πευκόφυτου λόφου δυτικά τθσ Ερμοφπολθσ. Υπιρξε το πρϊτο αγαπθμζνο κζρετρο των προυχόντων Ερμουπολιτϊν, που ζκτιςαν το 19ο αιϊνα εντυπωςιακζσ και επιβλθτικζσ βίλεσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Φραγκοςυριανι" (1935) Στ., μoυς., ερμθν: Βαμβακάρθσ. "...Και ςτο Ριςκοπιό ρομάντηα..."
Ρλεκτό, Ρλεχτό Φυλακι, κρατθτιριο, παράκυρο φυλακισ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Χτεσ το βράδυ ςτο ςκοτάδι" (1935) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...και με κάνανε πιαςτό με τραβοφνε ςτο πλεχτό..."
Ρόγραδετσ Κωμόπολθ τθσ Αλβανίασ, ςτθ νότια όχκθ τθσ λίμνθσ Οχρίδασ. Στον Α' Ραγκόςμιο πόλεμο τθν κατείχαν οι Βοφλγαροι, αλλά τθν κατζλαβαν μετά από επίκεςθ τα ςυμμαχικά ςτρατεφματα του Μακεδονικοφ μετϊπου. Είναι επίςθσ γνωςτό το Ρόγραδετσ και από το Β' Ραγκόςμιο πόλεμο. Κατά τθν επίκεςθ τθσ Λταλίασ, μετά απ' τθν κατάλθψθ τθσ Κορυτςάσ απ' το δικό μασ Γ' Σϊμα ςτρατοφ, οι Λταλοί αναςυντάχτθκαν ςτο Ρόγραδετσ. Μετά από ςκλθρι επίκεςθ, καταλιφτθκε από το Γ' Σϊμα ςτρατοφ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το Μοράβα, το Ρόγραδετσ" (1947) Στ., μους.: Καςιμάτθσ Ερμθν.: Μθττάκθ. *ςλαβικι λζξθ (από αντίςτοιχθ βουλγαρικι: κάτω + πόλθ)+
Ροδαράδεσ Ραλιά ονομαςία τθσ Νζασ Λωνίασ, όπου είχαν εγκαταςτακεί πρόςφυγεσ ταπθτουργοί από τθν Ριςιδία. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στουσ Ροδαράδεσ μια Ρολίτιςςα" (1930) Στ., μους.: Αντ. Διαμαντίδθσ Ερμθν.: Β. Σωφρονίου
"...Είδα μεσ τουσ Ροδαράδεσ μια μικρι Ρολίτιςςα, γιαβουκλοφ μου να τθν κάνω εγϊ τθν ηιτθςα..."
Ρορτ Σάϊντ Αιγυπτιακι πόλθ ςτθ μεςογειακι ακτι, ςτθν είςοδο τθσ διϊρυγασ του Σουζη. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: " Ρορτ Σάιντ και Σκεντερία" (1937) Στ. - μους.: Τοφντασ Ερμθν.: Στ. Ρερπινιάδθσ "...εταξίδευα Συρία,Ρορτ Σάϊντ και Σκεντερία κι ζμπλεξα με μια μικροφλα , καςτανι φελαχοποφλα..." *Από το Μουχάμαντ Σάιντ, αντιβαςιλιά τθσ Αιγφπτου, που κυβζρνθςε κατά το διάςτθμα 1854-1863].
Ροταμόσ Κωμόπολθ και εμπορικό κζντρο ςτα Κφκθρα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στον Ροταμό τα ροφχα μου" (1937) Στ., μους.: Χρυςίνθσ Ερμθν.: . Αμπατηι. "...Στον Ροταμό τα ροφχα μου ςτθ Χϊρα τ' άρματά μου και ςτον ωραίο Καραβά θ αγαπθτικιά μου..."
Ρουλεφω 1. Φεφγω κακιν κακϊσ (κυριολεκτικά). 2. (μεταφορικά) "Τθν ποφλεψα "= τθν πάτθςα, τθν ζβαψα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Καπνουλοφ μου όμορφθ" (1934) Στ., μους., ερμθν.: Μπαγιαντζρασ "...όταν ςχολάςεισ, γίνεςαι μια κοφκλα πρϊτθσ φίνα και τθν πουλεφεισ πονθρά Ρεραία και Ακινα..."
Ρράςο Ρορτοφόλι.
Ρραςατηισ Ρορτοφολάσ, αυτόσ που κλζβει πορτοφόλια. Ακοφγονται ςτο τραγοφδι: "Ράνε για το πράςο" (1934) Στ. - Μους: Μ. Χρυςαφάκθσ Ερμθν.: . Αμπατηι "....ε ςυ Νότθ πραςατηι πάμε τςάρκα ρε μαηί ... ...μθχανι εγϊ κα φτιάςω για να φασ εςφ το πράςο..."
Ρρζηα Μικρι ποςότθτα ναρκωτικισ ουςίασ - που πιάνεται ανάμεςα ςτον αντίχειρα και το δείκτθ - ςε ςκόνθ και ειςπνζεται. Επίςθσ, γενικά θ μικρι ποςότθτα μιασ ουςίασ ςε ςκόνθ (π.χ. αλάτι), αλλά και θ ρουφθξιά.
Ρρεηάκιασ: αυτόσ που παίρνει δόςθ ναρκωτικοφ από τθ μφτθ, ο τοξικομανισ. Ακοφγονται ςτο τραγοφδι: "Ο Ρρεηάκιασ" (1935) Στ., μους.: Γ. Τςαοφσ Ερμθνεία: Αντ. Καλυβόπουλοσ "...είμαι πρεηάκιασ, μάκε το, κι όπου κι αν πάγω οι φίλοι δε με κζλουνε... ...θ πρζηα μου κατζςτρεψε για πάντα τθ ηωι μου..." *ιταλ. presa < λατιν. Prehendo = παίρνω+.
Ρρζφα 1. Ραίρνω είδθςθ, αντιλαμβάνομαι. 2. παιχνίδι τθσ τράπουλασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Βαγγζλθσ τθσ μαμισ" (1936) Στ.: Δ. Τςακίρθσ Ερμθν.: . Αμπατηι. "...Είμ' ο Βαγγζλθσ τθσ μαμισ που πρζφα μ' ζχουν πάρει..." *γαλ. preference = προτίμθςθ < preferer =προτιμϊ+
Ρριγκθπιϊτιςςα Κάτοικοσ τθσ Ρριγκιπου,*τουρκ. Bόyόkada+, ενόσ από τα μεγαλφτερα 9 νθςιά, τα Ρριγκθπονιςια, ςτθν Ρροποντίδα. Ραλιότερεσ ονομαςίεσ του νθςιοφ: «Δθμόνθςοσ» και «Ριτυοφςα», πιρε το όνομα «Ρρίγκθποσ» όταν ζγινε ιδιοκτθςία του αυτοκράτορα Λουςτίνου Βϋ, ο οποίοσ το 569 ζκτιςε παλάτι εκεί. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ρριγκθπιϊτιςςα" (1930) Στ., μους.: Τοφντασ Ερμθν.: Μ. Φραντηεςκοποφλου
αβαΐςι Γλζντι, ξεφάντωμα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στου Λινάρδου τθν ταβζρνα" (1936) Στ., μους.: Τοφντασ Ερμθνεία: Στ. Ρερπινιάδθσ "...ς' ζνα τζτοιο ραβαΐςι ποιοσ μπορεί να μθ μεκφςει..."
αμί Είδοσ χαρτοπαιγνίου με διάφορεσ παραλλαγζσ που παίηεται ςυνικωσ από 3 ζωσ 7 παίχτεσ και με 2 τράπουλεσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Δεν ξαναπαίηω ηάρια πια " (1959) Στ., μους: Κ. Φραγκοφλθσ Ερμθνεία: Β. Ρερπινιάδθσ "...Δεν ξαναπαίηω ηάρια πια οφτε ραμί και πάςτρα..." *γαλ. rami+.
αμολί Ξεμωραμζνοσ, ξεκοφτθσ.
*γαλλ. ramolli+.
αςκζτα Θ ξφςτρα (εργαλείο των ναυτικϊν). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Κερμαςτισ" (1934) Στ., μους., ερμθν.: Γ. Μπάτθσ. "...Κάργα ραςκζτα και λοςτό το Μπζθ να περάςω και μεσ ςτου Κάρντιφ τα νερά εκεί να πάω να αράξω..."
εηίλθσ Άνκρωποσ χωρίσ υπόλθψθ, ξεφτίλασ. *τουρκ. rezil+.
εμιηάρω Ραρκάρω. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Βαλεντίνα" (1950) Στ., μους.: Μθτςάκθσ Ερμθνεία: Μθτςάκθσ, Ταταςςόπουλοσ, Νίνου "...ζχεισ κοφρςα και ςοφάρεισ κι όπου κζλεισ ρεμιηάρεισ..." *γαλ. Remiser <λατιν. Remittere+.
εμπελιά Θ απραξία, θ αποφυγι κάκε κόπου κι εργαςίασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το βζρτηινο μαγκάκι" Στ.: Γ. Καλαμαριϊτθσ Μους.: Ρλζςςασ Ερμθν:Γενίτςαρθσ "...Για το μπαγιόκο ρεβελιά ςνομπάρει τϊρα τα παλιά με μαφρο παπιονάκι..." *βενετ. rebelo = αρχικά αντάρτθσ, άτακτοσ πολεμιςτισ, επαναςτάτθσ. Εξελίχτθκε ςθμαςιολογικά, προκειμζνου να δθλωκεί επίςθσ θ ζννοια του τεμπζλθ, του ανζμελου και του αργόςχολου+.
εμπελιό 1. Θ απραξία, θ αργόςχολθ ηωι, θ αποφυγι κόπου και δουλειάσ. 2. Θ ανταρςία, θ εξζγερςθ εναντίον τθσ εξουςίασ ι τθσ αρχισ, θ επανάςταςθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο κουμποφρασ απ' τθ Βάκθ", 1920 Ραραδοςιακό, ςτο όνομα του Σπ. Στάμου. Ερμθν. : Μ. Ραπαγκίκα. "...κι όλοι κάκονται και πίνουν και ςτο ρεμπελιό το ρίχνουν..." *<βενετ. rebelo (< re = ανά + bellis < bellum =πόλεμοσ) = αντάρτθσ, άτακτοσ πολεμιςτισ, επαναςτάτθσ, αποςτάτθσ. Θ λζξθ εξελίχτθκε απ’ ό,τι φαίνεται ςθμαςιολογικά και ςιμαινε αργότερα τεμπζλθσ, ανζμελοσ, αργόςχολοσ.+
εςτάρω Μζνω χωρίσ λεφτά.
Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ Σατράπιςςα" (1948) Στ., μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθνεία: Ρερπινιάδθσ, Κθρομφτθσ, Μπζλλου "...με ρεςτάρθςε, ςτραπατςάρθςε το τςαρδί μου..."
ζςτοσ Κατεςτραμμζνοσ οικονομικά. Από το τραγοφδι: "Απόψε ςτισ ακρογιαλιζσ" (1968) Στ., μους., ερμθν.: Τςιτςάνθσ "...κι αν είμαι τϊρα ρζςτοσ και ταπί μϋζνα φιλί παρθγόρα με και ςυ..."
ζφα Το μερίδιο του αςτυνομικοφ επί των κλοπιμαίων, με αντάλλαγμα τθ ςιωπι του. εφάρω: ξανακερδίηω τα όςα ζχω χάςει. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Σαλταδόροσ" (1942) Στ. - μους.: Μ. Γενίτςαρθσ "...μα 'γω πάντα βολεφομαι, γιατί τθνε ςαλτάρω ςε καν' αμάξι Γερμανοφ και πάντα τθ ρεφάρω..." *γαλλικά, refaire = επανζρχομαι, αποκακιςτϊ+.
οηικλζρι Ραλιόσ γνωςτόσ κινθματογράφοσ ςτθν Ρατθςίων. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τα νζα τθσ Αλεξάνδρασ" (1960) Στ. - μους. : Κ. Γιαννίδθσ Ερμθν.: Β. Ρερπινιάδθσ " ...και μου παν πωσ τθν είδανε να βγαίνει χζρι-χζρι μαηί με τον Χαράλαμπο από το οηικλζρι..."
οκαμβόλ Ιταν το όνομα ιρωα αςτυνομικϊν μυκιςτορθμάτων περιπζτειασ του Γάλλου ςυγγραφζα Ponson du Terrail, ιρωεσ οι οποίοι ιταν ιδιαίτερα δθμοφιλείσ το δεφτερο μιςό του 19ου και ςτισ αρχζσ του 20ου αιϊνα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ Κοφλα" (1929) Στ. - μους. : Κ. Μιςαθλίδθσ Ερμθν.: Νταλγκάσ "...Aν κζλω ςτθν καρδοφλα τθσ εγϊ να είμαι μόνοσ πρζπει να γίνω οκαμβόλ, νταισ και δολοφόνοσ..."
ολίνα Θ ρουλζτα, τυχερό παιχνίδι, ςυνικωσ ςε καηίνο. Κάκε παίκτθσ ςτοιχθματίηει ςε ζναν ι περιςςότερουσ αρικμοφσ ι και ςε χρϊμα ενόσ δίςκου με 37-38 αρικμθμζνα χωρίςματα ςε μαφρο και κόκκινο χρϊμα εναλλάξ, ο οποίοσ περιςτρζφεται και ςτον οποίο ρίχνεται και κυλά με αντίκετθ φορά μια μπίλια. Ο παίκτθσ κερδίηει αν θ μπίλια ςταματιςει ςε αρικμό ι και χρϊμα ςτα οποία ζχει ςτοιχθματίςει. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Τςιτςάνθσ ςτο Μόντε Κάρλο" (1937) Στ. και μους. Τςιτςάνθσ, Ερμθν.: Ραγιουμτηισ, Ρερπινιάδθσ. "...Μια βραδιά ςτο Μόντε Κάρλο
πιγα να παρευρεΚϊ μεσ ςτουσ άςουσ τθσ ρολίνασ να τουσ ςυναγωνιςτϊ..."
οςςόλι Κόκκινο ποτό. *ιταλ. rosso+.
οφγα Δρόμοσ ι πλατεία, ςυνοικία, μαχαλάσ. *ιταλ. ruga+.
οφφοσ Ταβάνι. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ Υπόγα" (1910) Ερμθνεία Γ. Κατςαρόσ " ζνασ μπάτςοσ με το κοφφιο ρίχνει μοφςμουλα ςτο ροφφο..." *ίςωσ από το αγγλ. roof+. Σακαφλιάσ Ακοφγεται ςτο τραγοφδι:"Ο Σακαφλιάσ" (1938) Στ. - μους. - ερμθν. : Τςιτςάνθσ "...ςτα Τρίκαλα ςτα δυο ςτενά ςκοτϊςανε το Σακαφλιά..."
Σακουλεφομαι 1. Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, τθν απάτθ. 2. Υποπτεφομαι, υποψιάηομαι κάτι το οποίο προςπακοφν να μου κρφψουν. Από το τραγοφδι: "Θ κολπατηοφ" (1933) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...Μθν κάνεισ κόλπα ψεφτικα και λεσ πωσ με λατρεφεισ γιατί ςε ςακουλεφτθκα πωσ κεσ να μου τα παίρνεισ..." *τουρκ. sakal = ςτάκμθ, υπολογιςμόσ+.
Σαλβάρι Είδοσ φαρδιοφ παντελονιοφ περιςςότερο για γυναίκεσ, που ςουρϊνει ςτον αςτράγαλο και ςτθ μζςθ, παραδοςιακό ροφχο,κυρίωσ ςτθν Aνατολι, από τα πολφ παλιά χρόνια. "...Τι ςε μζλλει εςζνανε το ςαλβάρι μου για ςτενό μου, για φαρδφ μου, για καράρι μου..." *τουρκ. salvar (από τα περς.)+ .
Σαλτάρω 1. Ρθδϊ. 2. τρελαίνομαι. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Σαλταδόροσ" (1942)
Στ. - μους. - ερμθν.: Μ. Γενίτςαρθσ "...κα ςαλτάρω, κα ςαλτάρω τθ ρεηζρβα να τουσ πάρω..." *ιταλ. saltare+. Σαλταδόροσ Αυτόσ που είναι επιδζξιοσ ςτο να ςαλτάρει. Ειδικότερα ςτα χρόνια τθσ γερμανικισ κατοχισ, αυτόσ που πθδοφςε επάνω ςτα αυτοκίνθτα των κατακτθτϊν για να κλζψει. Επίςθσ μικροαπατεϊνασ, επιτιδειοσ ςε αιφνιδιαςτικζσ ενζργειεσ.
Σαμπαςτιάσ Ρρόκειται για τθν κακολικι εκκλθςία του Saint Sebastian ςτθν Άνω Σφρα. Θ Σφροσ ζγινε ςθμαντικό κζντρο του κακολικιςμοφ ςτο Αιγαίο, από τα ζτθ 1644-1699, με τθ μεςολάβθςθ τθσ Γαλλίασ και τθ ςτιριξθ τθσ Βενετίασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Σφροσ" (1936) Στ., μους. και ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...με τα πολλά ςκαλάκια ςου, βρε Σφρα μου, και με το Σαμπαςτιά ςου..." *Σαμπαςτιάσ: από τον "Saint Sebastian", τθν κακολικι εκκλθςία τθσ Άνω Σφρασ+
Σαράκι Μακροχρόνιοσ ψυχικόσ πόνοσ, καθμόσ που δεν εκδθλϊνεται και γιϋ αυτό φκείρει. Κυριολεκτικά, το ζντομο που κατατρϊει το ξφλο
Σαρμάκο Σιωπϊ, υποχωρϊ, ςυμμαηεφομαι, κάνω τουμπεκί, κάνω πωσ δεν καταλαβαίνω. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Μάρκοσ κάνει ςαρμάκο" (1936) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "τϊρα ςε βλζπω μ' άλλονε κι εγϊ κάνω ςαρμάκο..." *Κατά το Νικόλαο Πολίτη, ("Λαογραφικά Σφμμεικτα", τ. Β') προζρχεται από τη φράςη "κάνε ςαμάρκο" ("ςαρμάκο", με αντιμετάθεςη). Φράςη που ςήμαινε: «κράτα το ςτόμα ςου ανοικτό, χάςκοντασ όπωσ το λιοντάρι» και, κατ' επζκταςη, "ςϊπαςε", "μη μιλάσ". Η φράςη ετυμολογείται από τα λιοντάρια του San Marco, του εμβλήματοσ δηλαδή τησ Βενετίασ, γνωςτοφ ςε όλη την Ελλάδα από τα βενετςιάνικα κάςτρα+.
Σατράπθσ, Σατράπιςςα Άνκρωποσ αυταρχικόσ, ςκλθρόσ και βίαιοσ, με πράξεισ και ςυμπεριφορζσ υπεροπτικζσ. *αρχικι ςθμαςία: διοικθτισ επαρχίασ αρχ. Ρερςικοφ κράτουσ+.
Σβάρνα, Ραίρνω ςβάρνα Γυρίηω με τθ ςειρά, δεν αφινω χϊρο που να μθν τον επιςκεφτϊ. Κατ' επζκταςθ, παραςφρω, χτυπϊ. Από το τραγοφδι: "Ζνασ διαβάτθσ" (1949) Στ.: Τηουανάκοσ, μους.: Κοφινιϊτθσ Ερμθνεία: Τηουανάκοσ "...με πνίγει απόψε θ ερθμιά και παίρνω ςβάρνα τα καπθλειά..."
*< ςλαβ. barna+.
Σβαρνίηω, Σβαρνϊ Αρχικά ςθμαίνει περιζρχομαι με ςβάρνα (πλατιά και βαριά ςανίδα δεμζνθ κατάλλθλα με ςκοινιά από άλογο ι βόδι) το χωράφι ςυμπλθρϊνοντασ το ζργο τθσ άροςθσ. Μεταφορικά τιμωρϊ, ςκοτϊνω.
Σεβιλλιάνεσ Οι γυναίκεσ τθσ Σεβίλλθσ, (Sevilla), καλλιτεχνικισ, πολιτιςτικισ και οικονομικισ πρωτεφουςασ τθσ νότιασ Λςπανίασ, πρωτεφουςασ τθσ κοινότθτασ τθσ Ανδαλουςίασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Σεβιλλιάνεσ" (1947) Στ.: Χ. Βαςιλειάδθσ Μους.: Γ. Λαφκασ Ερμθν.: Λαφκασ, Χαςκιλ
Σεβντάσ Ο ερωτικόσ καχμόσ, θ λαχτάρα, ο ζρωτασ. "...ντζρτι, ςεβντά μου άναψεσ καμωματοφ και λιϊνω..." *τουρκ. sevda+
Σζκερθ Οδόσ παράλλθλθ τθσ Μζρλιν, όπου ςτθν κατοχι ιταν θ ζδρα τθσ Γκεςτάπο. Στο αρχθγείο τθσ Γκεςτάπο ςτθ Μζρλιν, εκτόσ από τόποσ βαςανιςτθρίων, ιταν και ο τόποσ λιψθσ αποφάςεων για ομαδικζσ εκτελζςεισ των πατριωτϊν κρατουμζνων. Από τθ Μζρλιν ξεκινοφςαν τα καμιόνια, ακολουκοφςαν τθν οδό Σζκερθ και κατευκφνονταν με τουσ μελλοκάνατουσ ςτα ςτρατόπεδα εκτελζςεων, ζνα από τα οποία ιταν και το Χαϊδάρι. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Χαϊδάρι" που γράφτθκε το 1943, ςε ςτίχουσ του Μάρκου Βαμβακάρθ . Δεν κυκλοφόρθςε τότε ςε δίςκο και θ μουςικι θ αρχικι, του Μάρκου, είχε ξεχαςτεί. Αργότερα, με μουςικι του Στζλιου Βαμβακάρθ, το τραγοφδι αυτόκυκλοφόρθςε ςε δίςκο, το 1983. "...απ' τθν οδό του Σζκερθ με πάνε ςτο Χαϊδάρι κι ϊρα τθν ϊρα καρτερϊ ο Χάροσ να με πάρει..."
Σεκλζτι Στενοχϊρια, καθμόσ, ςυνικωσ ερωτικόσ. Από το τραγοφδι: "Απόψε ςτισ ακρογιαλιζσ" (1968) Στ., μους., ερμθν.: Τςιτςάνθσ "...ςεκλζτια διϊχνει ο μπαγλαμάσ..." *τουρκ. Sιklet = βάροσ, κλίψθ, καθμόσ+.
Σελζμθσ Αυτόσ που ηει ςε βάροσ των άλλων, ακαμάτθσ, αχαΐρευτοσ, το παράςιτο που ηει με δαπάνεσ άλλων.
Σελεμϊ / -ίηω: οικειοποιοφμαι κάτι όχι δικό μου. *τουρκ. selem = προπλθρωμι+.
Σερζτθσ Βαρφσ, δφςτροποσ, ςκλθρόσ, ευζξαπτοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο ςερζτθσ" (1935) Στ. - μους. : Μοντανάρθσ Ερμθν.: Γ. Κάβουρασ "...ςερζτθσ είμαι χαςικλισ κοτςάνι τθν περνάω..." *Από το τοφρκικο sert (=ςκλθρόσ, ςκαιόσ, απότομοσ), εξ' ου το ςερετιλίκι (τοφρκικο sertlik = τραχφτθτα, ςκλθρότθτα, ορμθτικότθτα)+.
Σεργιάνι περίπατοσ, βόλτα. *τουρκ. seyran "εκδρομι" (από τα περς.)+.
Σερμπζτι είδοσ πολφ γλυκοφ και αρωματικοφ αναψυκτικοφ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο δραγουμάνοσ του βεηίρθ" (1974) Στ.: Λ. Ραπαδόπουλοσ Μους.: Λ. Κθλαθδόνθσ Ερμθνεία: Μ. Μθτςιάσ "...Κι όταν βαράει παλαμάκια δοφλεσ, ςερμπζτια, μζλια ζρχονται ςωρό..." *τουρκ. serbet (από τα αραβ.)+.
Σζρτικοσ βαρφσ. *τουρκ. sert = ςκλθρόσ+. Σεχραηάτ βαςίλιςςα τθσ Βαγδάτθσ. Σθλυβρία Ρόλθ τθσ Ανατολικισ Κράκθσ ςτθν Ρροποντίδα. Από το τραγοφδι: "Σθλυβριανό" , παραδοςιακό, ερωτικό, που πζραςε ςτθ διςκογραφία το 1927, με τον Νταλγκά.
Σίδερα 1. φυλακι. 2.χειροπζδεσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Οι Λαχανάδεσ" (1934) ςτ., μους.: Ραπάηογλου Ερμθνεία: Ραπάηογλου, Εςκενάηυ "...τα ςίδερα τουσ φόρεςαν και ςτθ ςτενι τουσ πάνε..."
Σιδζρθσ Πνομα δυο ιδιοκτθτϊν τεκζ, ςτον Ρειραιά και ςτθ Κεςςαλονίκθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ Δροςοφλα" (1946) Στ., μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθνεία: Ραγιουμτηισ, Τςιτςάνθσ "άνω κάτω χτεσ τα κάναμε
ςτου Σιδζρθ τον παλιό τεκζ..."
Σκζρτςο 1. προςποιθτόσ τρόποσ ςυμπεριφοράσ, ιδίωσ γυναίκασ, για να φανεί χαριτωμζνθ, νάηι. *ιταλ. Schertzo+. 2. Επίςθσ μουςικόσ όροσ: ηωθρό και εφκυμο μουςικό κομμάτι, τμιμα μιασ ευρφτερθσ ςφνκεςθσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ντυμζνθ ςαν αρχόντιςςα" (1940) Στ., μους.: Κθρομφτθσ Ερμθνεία: Κθρομφτθσ, Γεωργακοποφλου "...να πίνεισ ςαν παλιόσ μπεκρισ, κουκλάκι μου, με ςκζρτςο να καπνίηεισ..."
Σκαλζτα τρόποσ κλεψίματοσ ςτα χαρτιά. Ανακατεφονταν με τζτοιο τρόπο, ϊςτε να υπάρχει ζλεγχοσ τθσ ςειράσ με τθν οποία κα εμφανίηονταν. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το παιχνίδι του Αμερικάνου" (1935) Στ., μους. , ερμ.: Κ. Σκαρβζλθσ "...με τα λιμά τον ζμπλεξα, ςτο πόκερ, ςτθν παςιζντα κι όλο το χτζνι δοφλευε, ςτθ ηοφλα κι θ ςκαλζτα..."
Σκεντερία Θ Αλεξάνδρεια τθσ Αιγφπτου. Θ ονομαςία "Σκεντερία", για τθν Αλεξάνδρεια, είναι παραφκορά του ονόματοσ του ιδρυτι τθσ, Μ. Αλζξανδρου. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: " Ρορτ Σάιντ και Σκεντερία" (1937) Στ. - μους.: Τοφντασ Ερμθν.: Στ. Ρερπινιάδθσ "...εταξίδευα Συρία, Ρορτ Σαϊντ και Σκεντερία κι ζμπλεξα με μια μικροφλα , καςτανι φελαχοποφλα..." *Σκεντερία < Λςκεντζρ = Αλζξανδροσ+
Σκλάβαινασ Στζλιοσ Βουλευτισ Κεςςαλονίκθσ ςτισ εκλογζσ τθσ 26/1/1936, με το Ραλλαϊκό Μζτωπο (περιλάμβανε το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδασ, το Σοςιαλιςτικό, το Εργατικό Σοςιαλδθμοκρατικό, τθ ΓΣΕΕ, και τα Ανεξάρτθτα Συνδικάτα ). Στισ εκλογζσ όμωσ αυτζσ κανζνα από τα κυρίαρχα κόμματα (Φιλελεφκεροι και Λαϊκοί) δεν είχε τθν απόλυτθ πλειοψθφία, άρα δεν μποροφςε να ςχθματίςει αυτοδφναμθ κυβζρνθςθ, και ζτςι το Ραλλαϊκό Μζτωπο - το οποίο είχε πάρει το 25% των ψιφων ζγινε ο ρυκμιςτισ τθσ κατάςταςθσ. Τελικά ςτισ 19/2/1936 προζκυψε θ ςυμμαχία Φιλελευκζρων (Σοφοφλθσ) με το Ραλλαϊκό Μζτωπο (Σκλάβαινασ). Οι όροι για τθ ςυμφωνία αυτι προζβλεπαν τθν παροχι αμνθςτίασ ςε βουλευτζσ του Ραλλαϊκοφ Μετϊπου, αλλά και όλων των εξόριςτων, φυλακιςμζνων, πολιτικϊν κατάδικων, κατάργθςθ επίςθσ του Λδιϊνυμου, διάλυςθ των φαςιςτικϊν οργανϊςεων κ.λπ. Διατάξεισ που δεν εφαρμόςτθκαν ποτζ ςτθν πράξθ, μια και είχε ιδθ δρομολογθκεί από κφκλουσ εντόσ και εκτόσ Ελλάδασ θ δικτατορία του Μεταξά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Μάρκοσ υπουργόσ" (1935) Στ. - μους. - ερμθν: Βαμβακάρθσ "...μθν ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινασ και ςασ μαςιςει οφλοι..."
Σκουηζ Λόφοσ που βρίςκεται ςτθν Ακινα.
Θ παλιά του ονομαςία ιταν λόφοσ τθσ Ευχλόου Διμθτροσ. Ρριν από τθν Επανάςταςθ του '21 όμωσ θ οικογζνεια Σκουηζ απζκτθςε μεγάλεσ εκτάςεισ ςτθν περιοχι με αποτζλεςμα όλοσ ο λόφοσ να πάρει το όνομά τθσ, το οποίο διατθρείται ακόμα και ςιμερα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Στο λόφο του Σκουηζ", (1940) Στ., μους.: Κοςμαδόπουλοσ Ερμθν.: Ραγιουμτηισ.
Σκοφνα Λςτιοφόρο πλοίο με ψθλά κατάρτια. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Θ ςκοφνα" (1962) Στ., μους.: Μ. Χιϊτθσ Ερμθν.: Χιϊτθσ, Μ. Λίντα. *ιταλ. scuna < αγγλ. schooner+.
Σορολόπ (το ρίχνω ςτο) ςορολόπ: ςυμπεριφζρομαι ανζμελα και αδιάφορα, κάνω ό,τι μου ζρχεται ςτο μυαλό αδιαφορϊντασ για τισ ςυνζπειεσ ι δεν αντιμετωπίηω κάποιον ςοβαρά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Είςαι φάντθσ" (1936) Στ., μους.: Γρ. Αςίκθσ Ερμθνεία: Αμπατηι "...ςτο ςορολόπ μου το 'ριξεσ, βρε ψευτοπονθράκια..." *τουρκ. sorolop+.
Σουπιατηισ καταδότθσ, φπουλοσ. "...τον αίτιο το ςουπιατηι και το καρφί κα τονε ςουγαδιάςω..." [< ςουπιά+.
Σουρμελίδικα (μάτια) μαφρα μάτια. *τουρκ. sourmes = μαφρο φυςικό χρϊμα για το βάψιμο βλεφάρων και βλεφαρίδων+.
Σουρουκλεμζσ άνκρωποσ που γυρίηει από εδϊ κι από εκεί, αχαΐρευτοσ. *τουρκ. sόrόklenmek = ςζρνω, ςζρνομαι, κάνω άςχθμθ ηωι+.
Σουρτοφκα αλιτιςςα, γυναίκα που δεν μζνει ςτο ςπίτι αλλά γυρίηει εδϊ κι εκεί, άτομο που του αρζςει να αλθτεφει και να ηει άςτατα και ανζμελα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το Ραλαμιδι" (1937) Στ., μους.: Γ. Δραγάτςθσ Ερμθνεία: οφκουνασ "...Πποιον κι' αν ζχεισ γιαβουκλοφ αμάν αμάν μωρι ςουρτοφκα κουρελοφ..."
*τουρκ. sόrtόk+.
Σοφοφλθσ Κεμιςτοκλισ (1860, Σάμοσ - 1949, Ακινα). Αρχαιολόγοσ, βουλευτισ αρχικά και αργότερα αρχθγόσ του κόμματοσ των Φιλελευκζρων, το 1936 υπζγραψε το περίφθμο ςφμφωνο «Σοφοφλθ – Σκλάβαινα» με το οποίο κα ςυνεργαηόταν με το Ραλλαϊκό Μζτωπο, μια και ςτισ εκλογζσ του ’36 το κόμμα του δεν ςυγκζντρωνε τθν απόλυτθ πλειοψθφία. Αργότερα όμωσ κα εγκαταλείψει τουσ ςυμμάχουσ του του Ραλλαϊκοφ Μετϊπου ςτον αγϊνα για κατοχφρωςθ τθσ δθμοκρατίασ, κα παηαρζψει τθν εκλογι με άλλα κυβερνθτικά ςχιματα ανοίγοντασ ουςιαςτικά το δρόμο προσ τθ δικτατορία του Μεταξά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "O Μάρκοσ υπουργόσ", (1935) Στ., μους, ερμθν.: Μ. Βαμβακάρθσ "...για πρόςεξε καλά, Γιαννάκθ και Σοφοφλθ..."
Σπακί, Ξθγιζμαι ςπακί χωρίσ περιςτροφζσ, τίμια, ίςια, χωρίσ πλάγια μζςα.
Σπαρματςζτο κερί, καταςκευαςμζνο από τθν ουςία spermaceti, θ οποία όταν καιγόταν παριγαγε ιδιαίτερα λευκι και λαμπρι φλόγα, γιϋαυτό ιταν και ακριβό. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τα κεριά τα ςπαρματςζτα" Ραραδοςιακό Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...τα κεριά, τα ςπαρματςζτα ζλα τϊρα άναψζ τα..."
Σπαχάνι καπνόσ περςικόσ, παραφκορά τθσ λζξθσ Λςπαχάν ι Λςφαχάν (παλιάσ πρωτεφουςασ τθσ Ρερςίασ). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Εφουμζρναμε ζνα βράδυ" (1932) Στ. - μους. - ερμ.: Βαμβακάρθσ "...εφουμζρναμϋζνα βράδυ αργιλζ, ςπαχάνι, μαφρθ..." Σπετςζρθσ φαρμακοποιόσ Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το βαςανάκι" (1952) Στ., μους.: Απ. Χατηθχριςτοσ Ερμθνεία: Τςαουςάκθσ, Στάμου, Καλλζργθσ "...το γιατρό και τον ςπετςζρθ δεν ηθτϊ, ματάκια μου..." *ιταλ. spezieri+.
Σπθλιά του Δράκου βριςκόταν πίςω από τον Κερατόπυργο ςτο Κερατςίνι, αριςτερά όπωσ ειςπλζουμε προσ τον όρμο, κάτω από το λεγόμενο "Κρόνο του Ξζρξθ" - ζναν ιςόπεδο βράχο. Στθ κζςθ αυτι υπιρχε κυλινδρικόσ πφργοσ, μάλλον ανεμόμυλοσ, ο λεγόμενοσ μφλοσ του Δράκου, από τα ερείπια του οποίου χτίςτθκε πυριτιδαποκικθ, που όμωσ καταςτράφθκε από ζκρθξθ των πυρομαχικϊν.
Στάμπα Ειδικό ςιμα που ζραβαν οι Άγγλοι ςτθν πλάτθ του πουκάμιςου των Ελλινων αιχμαλϊτων για να τουσ ξεχωρίηουν από τουσ Λταλοφσ και Γερμανοφσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Μασ πιγαν εξορία" ι "Βάρκα γιαλό", ( 1946) Στ., μους., ερμθν.: Γ. Κεολογίτθσ (Κατςαρόσ) "...μασ εφζραν ςτθν Ελ Ντάμπα και ςτθν πλάτθ μασ μια ςτάμπα..."
Σταυρωτισ περιφρονθτικά ο αςτυνομικόσ, επίςθσ ο βαςανιςτισ, ο τφραννοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο ςερζτθσ" (1935) Στ. - μους. : Μοντανάρθσ Ερμθν.: Γ. Κάβουρασ "...Μα ςα μου λάχει ςταυρωτισ, ευκφσ τθν αμολάω..." *ςταυρϊνω+
Στενι Θ φυλακι.
Στράφι πθγαίνει κάτι χαμζνο, δεν αξιοποιείται ι καταςτρζφεται. *τουρκ. israf , ςπατάλθ+.
Στραπατςάρω καταταλαιπωρϊ κάποιον ςωματικά ι ψυχικά. Επίςθσ προκαλϊ μεγάλθ ηθμιά, τςαλακϊνω. *ιταλ. strapazzar(e)+.
Στόκολο το άνοιγμα ςτον ατμολζβθτα του μθχανοςταςίου για τθν τροφοδότθςθ με κάρβουνο. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Κερμαςτισ" (1934) Στ. - Μους. και ερμθνεία: Μπάτθσ. Μθχανικόσ ςτθ μθχανι και ναφτθσ ςτο τιμόνι κι ο κερμαςτισ ςτο ςτόκολο με ζξι φωτιζσ μαλϊνει..." *αγγλ. stokehole =ςτόμα ςτθ ςχάρα φοφρνου, άνοιγμα τροφοδότθςθσ ατμομθχανισ. +
Συγγροφ(φυλακζσ) Γνωςτζσ για τισ απάνκρωπεσ ςυνκικεσ διαβίωςθσ των κρατουμζνων φυλακζσ, κτίςτθκαν Ν.Δ. του λόφου του Φιλοπάππου, γφρω ςτο 1880 από τον Ανδρζα Συγγρό. Ο Συγγρόσ, γνωςτόσ από το ςκάνδαλο των Λαυρεωτικϊν, επίςθσ από το πρϊτο - για τα ελλθνικά χρονικά - ςκάνδαλο του Χρθματιςτθρίου και υπεφκυνοσ κατά πολφ για τθν οικονομικι κατάρρευςθ τθσ Ελλάδασ, διζκεςε μζροσ από τθν τεράςτια περιουςία του για "αγακοεργίεσ", ανάμεςα ςτισ οποίεσ και οι φυλακζσ αυτζσ, που υμνικθκαν ςε αρκετά τραγοφδια. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Αντιλαλοφν οι φυλακζσ" (1935) Στ., μους., ερμθν. : Βαμβακάρθσ. "...αντιλαλοφν τα ςιμαντρα Συγγροφ και Ραραπιγματα..."
Συνάχι θ χριςθ ςκλθρϊν ναρκωτικϊν. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Συνάχθσ" (1934) Στ., μους., ερμθν. : Βαμβακάρθσ "...με ποιόν τα 'χεισ, ςυνάχι μου, αμάν, αμάν και πασ να κακαρίςεισ τθ θκικι ςου κίξανε και πασ να εγκλθματίςεισ..."
Συναχωμζνοσ αυτόσ που ζχει πάρει ςκλθρά ναρκωτικά που παίρνονται από τθ μφτθ (μυτιζσ), πρζηεσ, όπωσ θ κόκα, θ θρωίνθ κ.λ.π. Ο χριςτθσ είχε τθ ςυνικεια να ρουφάει ι να "παίηει" με τθ μφτθ του, λόγω των ερεκιςμϊν που προκαλοφνταν. 2. Επίςθσ ο κυμωμζνοσ νταισ, το κουτςαβάκι. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Συνάχθσ" (1934) Στ., μους., ερμθν. : Βαμβακάρθσ "...Συναχωμζνοσ μουϋρχεςαι, μουρμοφρθ μου, μάγκα μου, από πζρα..."
Συρμόσ 1. μόδα, ςυνικωσ ςτθν ζκφραςθ "είναι του ςυρμοφ"= είναι μοντζρνο, είναι τθσ μόδασ (με αρνθτικι φόρτιςθ). 2. αμαξοςτοιχία, τρζνο. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τουμπελζκι, τουμπελζκι" (1931) Στ., μους. και ερμθνεία: Κ. Μπζηοσ "...βρε ποια καςόμπρα του ςυρμοφ..." * < αρχ. ςυρμόσ, κάτι που ςζρνεται, που αφινει ίχνοσ, ςθμάδι+
Σότοσ φορτωμζνοσ, ματςωμζνοσ.
Σφρμα το πολφ καλισ ποιότθτασ μαφρο (χαςίσ), τόςο καλό που ζπεφτε ςφρμα για τθν φπαρξι του, ζτρεχαν να ειδοποιιςουν, διαδόκθκε θ κυκλοφορία του. Επίςθσ, «ςφρμα» ςθμαίνει "χορδι".
Σωτιρχαινασ Ρλοφςιοσ κτθνοτρόφοσ από τθ Λειβαδιά (1893 – 1932) ο οποίοσ κατθγορικθκε – μάλλον λόγω πολιτικϊν αντιπαρακζςεων – για τθν απαγωγι και μετά τθν εκτζλεςθ ενόσ μικροφ παιδιοφ. Στισ φυλακζσ τθσ Αίγινασ και ενϊ εκκρεμοφςε θ ζφεςθ που είχε αςκθκεί ςτον Άρειο Ράγο κατά τθσ καταδίκθσ του, εκτελζςτθκε. Από το ομϊνυμο τραγοφδι: «Σωτιρχαινασ» (1934) Στ., μους.: Καρίπθσ Ερμθν: Ραπαςιδζρθσ.
Ταξίμι ειςαγωγικό οργανικό κομμάτι τθσ λαϊκισ ι τθσ δθμοτικισ μουςικισ, όπου παρουςιάηεται και αναπτφςςεται ο δρόμοσ ςτον οποίο κα ακολουκιςει το κυρίωσ κομμάτι. *taksim: (ςτα αραβικά)= διακοπι, πζραςμα, ςταυροδρόμι+.
Ταπί χωρίσ λεφτά. Από το τραγοφδι:
"Απόψε ςτισ ακρογιαλιζσ" (1968) Στ., μους., ερμθν.: Τςιτςάνθσ "...κι αν είμαι τϊρα ρζςτοσ και ταπί μϋζνα φιλί παρθγόρα με και ςυ..." *γαλλ. Tapis = τα ρζςτα μου+. Ταράφι ςυμμορία, φατρία, ομάδα, κόμμα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το ταράφι και θ πιάτςα" Στ.: Γ. Καλαμαριϊτθσ Μους.: Γ. Ρλζςςασ Ερμθν.: Γ. Ντουνιάσ "... το ταράφι και θ πιάτςα κζλουν μόρτθ από ράτςα..."
Ταρςανάσ ναφςτακμοσ, ναυπθγείο. *τουρκ. tersane+.
Ταταφλα Συνοικία τθσ Κωνςταντινοφπολθσ, ΒΔ. του Ρζραν. Μζχρι το 1922 κατοικείτο αποκλειςτικά από Ζλλθνεσ, φθμιςμζνουσ για τα γλζντια τουσ. Ακοφγεται ςτο παραδοςιακό τραγοφδι: "Ζχε γεια, Ραναγιά". "...Στο Γαλατά ψιλι βροχι και ςτα Ταταφλα μπόρα..."
Τεκζσ Aρχικά ςθμαίνει μοναςτιρι, ξενϊνασ και φιλανκρωπικό ίδρυμα. Αν ςε κάποιουσ τεκζδεσ οι μοναχοί, οι δερβίςθδεσ, κάπνιηαν χαςίςι, δυόςμο, λεβάντα ι άλλα βοτάνια, αυτό γινόταν μζςα από μια ςυγκεκριμζνθ διαδικαςία πνευματικισ ζρευνασ. Στουσ τεκζδεσ ςυγκεντρϊνονταν ςθμαντικοί άνκρωποι με ανοικτι ςκζψθ και μεράκι για ζρευνα γφρω από τθν κακθμερινι ηωι, τισ τροφζσ, τα πιοτά, τα βοτάνια, τθ φαρμακευτικι, τθν ιατρικι, τθ μουςικι, τουσ κϊδικεσ και τουσ κανόνεσ τθσ ομαδικισ και τθσ ατομικισ ςυμπεριφοράσ, μζχρι και τθν οργάνωςθ τθσ κοινωνίασ. Τουσ μοναχοφσ και ερευνθτζσ αυτοφσ ςτο χϊρο του Λςλάμ τουσ ονόμαηαν Σοφφθδεσ, δθλαδι φιλοςόφουσ, ίςωσ από τθν ελλθνικι λζξθ «ςοφόσ». Αργότερα θ ςθμαςία τθσ λζξθσ «τεκζσ» περιορίςτθκε και ςιμαινε «χαςιςοποτείο». *τουρκ. tekke+.
Τζλι 1. λεπτό ςφρμα. 2. μεταλλικι χορδι: (τα τζλια του μπουηουκιοφ). *τουρκ. telι+.
Τεμπεςίρι κιμωλία Κατ' επζκταςθ, ο πίνακασ όπου γράφονταν με τεμπεςίρι τα βερεςζδια των πελατϊν. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Μονά ηυγά τα χάνουμε"(1973) Στ.: Γ. Καλαμαριϊτθ Μους.: Γ. Μθτςάκθ Ερμθνεία: . Κουμιϊτθ "...ςτο καπθλειό του Βελονιά ςτθ μουχλιαςμζνθ τθ γωνιά και γράφε τεμπεςίρι..."
*< τουρκ. tebesir+
Τερτίπι κόλπο, πονθριά, ιδιόμορφθ ςυμπεριφορά με πείςματα, καμϊματα, νάηια. *τουρκ. tertip = τζχνθ+.
Τζρτςοσ ρζςτοσ, χαμζνοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το παιχνίδι του Αμερικάνου" (1936) Στ., μους.: Σκαρβζλθσ Ερμθνεία: Αμπατηι "...Στον άςςο τρία μου 'λεγε και δζκα ςτο πεντάρι και πάντα τζρτςοσ ζβγαινε, όπλεσ, όπου κι αν με ποντάρει..."
Τηανταρμάσ χωροφφλακασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο μπάρμπασ μου ο Ραναγισ" Ευτυχίασ Ραπαγιαννοποφλου / Γ. Στεφανάκθ "Είχε ςκοτϊςει τηανταρμά όταν περνοφςε κατςιρμά μπροςτά απ' το καρακόλι..." *τουρκ. jandarma < γαλλ. Gendarmerie = χωροφυλακι. Το 1878 Γάλλοι και Άγγλοι αξιωματικοί ανζλαβαν τθ δθμιουργία τθσ τουρκικισ χωροφυλακισ+.
Τηαρζσ 1. βελτίωςθ, καλυτζρευςθ, λφςθ. 2. τραφμα, πόνοσ, ψυχικόσ πόνοσ". 3. "Γιαρζσ" είναι και ερωτικό ανατολίτικο τραγοφδι που τραγουδιζται με πάκοσ. 4. Στθ Μάνθ που λζγεται θ λζξθ αυτι, ζχει και τθν ζννοια «δφναμθ». Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "...μάγκεσ, πιάςτε τα βουνά και κυμθκείτε τα παλιά γιαρζσ δεν γίνεται, παιδιά..." *τουρκ. yara = τραφμα+
Τηελζπθ ι Τςελζπθ Πρμοσ ςτο κζντρο του λιμανιοφ του Ρειραιά. Από το όνομα του Γιάννθ Τηελζπθ(*) πλοφςιου κάτοικου τθσ περιοχισ (*) Ο Τςελζπθσ ιταν ο πρϊτοσ οικιςτισ του Ρειραιά και επί πολφ το επϊνυμό του επιςκίαηε το κλαςικό όνομα του επινείου τθσ Ακινασ. Άλλωςτε, για χάρθ του ο Γεϊργιοσ Ραράςχοσ, φθμιςμζνοσ ποιθτισ τθσ εποχισ, ςυνζκεςε και επίγραμμα που χαράχτθκε ςτον τάφο του και πζραςε ςτθν ιςτορία: «Εδϊ, άνκρωπε, ς' αυτό το μνιμα όπου βλζπεισ, κοιμάται, αναπαφεται ο Γιαννακόσ Τςελζπθσ... αφιςασ τθν πατρίδα του Κετταλομαγνθςίαν, πρϊτοσ αυτόσ ανιγειρεν εισ Ρειραιά οικίαν». Μάλιςτα, αυτό το επιτάφιο επίγραμμα, όταν πζκανε και θ ςφηυγοσ του Τςελζπθ, ςυμπλθρϊκθκε ωσ εξισ μεταξφ του πρϊτου και του δεφτερου δίςτιχου:
«Εν μζςω τόπου χλοεροφ και θ ςφηυγόσ του θ Φλωροφ». Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Εγϊ κζλω πριγκθπζςςα" (1935) Στ., μους. : Τοφντασ Ερμθν.: Στ. Ρερπινιάδθσ "...Με είδε κάτου ςτον Ρειραία, ςτου Τςελζπθ με παρζα..."
Τηεσ 1. κάποιοσ που δεν εκτιμοφμε ι δεν υπολογίηουμε. 2. αςτυνομικόσ ι ρουφιάνοσ. Μεταγενζςτερεσ ζννοιεσ τθσ λζξθσ: μόρτθσ, μάγκασ, παιδί. Επίςθσ, ο ενεργθτικόσ ομοφυλόφιλοσ άντρασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Εφουμζρναμε ζνα βράδυ" (1932) Στ. - μους. - ερμ.: Βαμβακάρθσ "...ηοφλα όλοι οι αργιλζδεσ φυλαχτείτε από τουσ τηζδεσ..."
Τηιβαζρι 1. κόςμθμα (φτιαγμζνο από πολφτιμθ πζτρα). 2. ωσ επιφϊνθμα: «κθςαυρζ μου» *τουρκ. cevahir = κόςμθμα+. Τηιμάνι πολφ ξφπνιοσ, ικανόσ άνκρωποσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Νίκοσ ο τρελλάκιασ" (1936) Στ., μους., ερμθνεία: Αν. Δελιάσ "...Τον ξζρετε, μωρζ παιδιά, το Νίκο τον τρελάκια; παιδί τηιμάνι, μάγκεσ μου, μα κάνει καβγαδάκια..." Κατά μια άποψθ, από το αγγλ.- αμερικ. G-man, ςφντμθςθ του Government Μan, ςυνκθματικό για τουσ πράκτορεσ του FBI.
Τηιτηιφιζσ Στον όρμο του Φαλιρου, μεταξφ του Ραλαιοφ και του Νζου Φαλιρου. Από τθ «Τηιτηιφιϊτιςςα» (1927) Στ., μους. : Τοφντασ Ερμθν. : Νοφροσ.
Τηογαδοφρα πολφ ςτενό παντελόνι που προτιμοφςε ο Κουτςαβάκθσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Του Ρεραία το αλάνι" (1934) Στ., μους.: Δ. Μπαροφςθσ Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...Στου Ρεραία το λιμάνι, μου ςυςτιςαν ζνα αλάνι. Τηογαδοφρα και ςτιβάλι και μεταξωτό ηουνάρι..."
Τηοφρα 1. μικρι δόςθ, ρουφθξιά ναρκωτικοφ ι τςιγάρου, γουλιά.
2. το υπόλειμμα ενόσ υγροφ ςτο δοχείο που το περιζχει. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ρζντε μάγκεσ ςτον Ρεραία" (1936) Στ., μους.: Γ. Τςαοφσ Ερμθνεία: Καλυβόπουλοσ "...φοφμαραν και ιταν τηοφρα φϊναξαν τον τεκετηι δεν κατάλαβαν μαςτοφρα ιταν ςκζτο τουμπεκί..." (τουρκικι λζξθ)
Τηοφρασ ςτερθμζνοσ από ναρκωτικζσ ι μεκυςτικζσ ουςίεσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Οι δυο ςερζτεσ" (1933) Στ., μους. : Μαν. Χρυςαφάκθσ Ερμθνεία: Καςιμάτθσ, Νταλγκάσ "...τηοφρασ είμαι και χαρμάνθσ είμαι ο Γιάννθσ του Ψυρρι..."
Τηόγια, Τηόγια μου H φράςθ απαντά ςε πολλά παραδοςιακά νθςιωτικά τραγοφδια. Είναι και φράςθ δθμοφιλισ ςτθν Κζρκυρα, όπωσ και ςτον Καραγκιόηθ. Στθν Κζρκυρα, ςυγκεκριμζνα, ςθμαίνει "χαρά μου", ςε άλλεσ περιοχζσ "ψυχι μου", "καμάρι μου", "χρυςζ μου". *ιταλ. gioia = χαρά+.
Τομπουρλίκα θ εφςωμθ, θ παχουλι γυναίκα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τομπουρλίκα" (1940) Στ., μους.: Τοφντασ Ερμθνεία: Ραγιουμτηισ, Γεωργακοποφλου, Κθρομφτθσ "Τομπουρλίκα, νφχτα κι θ ϊρα μία ς' αυτι τθν θςυχία ζρχομαι να ςου πω..."
Τουμπεκί γενικά ο καπνόσ, ολόκλθρο το φφλλο του καπνοφ. Στον τεκζ, το τςιράκι του τεκετηι αναλάμβανε, κακιςμζνοσ ςτθ γωνιά του, να τον ψιλοκόψει (αφοφ προθγουμζνωσ τον είχε πλφνει κάπου ζξω) και δεχόταν και παρατθριςεισ όταν τόλμαγε (ωσ μθ όφειλε) να πάρει μζροσ ςτθ ςυηιτθςθ των καμϊνων: «εςφ, τουμπεκί ψιλοκομμζνο...». Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Πταν καπνίηει ο λουλάσ" (1946) Στ., μους.: Μθτςάκθσ Ερμθνεία: Μανθςαλισ, Μθτςάκθσ. "...κοίταξε τριγφρω οι μάγκεσ κάνουν όλοι τουμπεκί..." Τουμπεκί, Κάνω τουμπεκί, Τουμπζκα ςϊπα, κάνε πωσ δεν καταλαβαίνεισ, προςποιιςου.
«Τάγμα Τουμπεκί» ιταν ο πεικαρχικόσ ουλαμόσ που δθμιουργικθκε ςτο Καλπάκι ( «VIII Συνοριακόσ Τομζασ - Καλπάκιον) το 1923 και αποτελοφςε τόπο απομόνωςθσ για όλα τα «επικίνδυνα» ςτοιχεία τθσ κοινωνίασ. Ιταν μια ομάδα από ετερόκλθτουσ
μεταξφ τουσ ανκρϊπουσ που αυτοονομάςτθκε «Τάγμα Τουμπεκί», ονομαςία που οφειλόταν ςτον κϊδικα επικοινωνίασ, τον «κϊδικα τουμπεκί», μια γλϊςςα ςυνκθματικι, μθ αντιλθπτι από τουσ άλλουσ, που είχαν κακιερϊςει μεταξφ τουσ. Πταν αργότερα άρχιςαν κατά κφματα να εκτοπίηονται ςτον ουλαμό αυτό και ανεπικφμθτοι λόγω πολιτικϊν φρονθμάτων, ςταμάτθςε να υπάρχει αυτι θ ονομαςία, μια και δεν ίςχυε πια ςυνωμοτικι ι ςυνκθματικι γλϊςςα. Ο πεικαρχικόσ αυτόσ ουλαμόσ ζκλειςε το '36.
Τουμπελζκι, Τουμπερλζκι κρουςτό όργανο με θχείο αρχικά από πθλό και μεταγενζςτερα από μπροφτηο ι αλουμίνιο. Το πίςω μζροσ του θχείου είναι ανοικτό για να ακοφγεται ο ιχοσ, ενϊ ςτο μεγαλφτερο επιςτόμιό του εφαρμόηεται δζρμα ι πιο ςυχνά πλαςτικό. Το τουμπελζκι παίηεται και με τα δφο χζρια και κρατιζται κάτω από τθν αριςτερι μαςχάλθ ι κρζμεται από τον αριςτερό ϊμο. Το δεξί χζρι χτυπά τουσ ιςχυροφσ χρόνουσ και το αριςτερό τουσ αδφνατουσ. Το δεξί χτυπά ςυνικωσ ςτο κζντρο τθσ επιφάνειασ, όπου ζχουμε πιο βακφ ιχο ενϊ το αριςτερό ςτθν άκρθ κοντά ςτο χείλοσ, όπου ο ιχοσ είναι πιο οξφσ και πιο μικρισ διάρκειασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τουμπελζκι, τουμπελζκι" (1931) Στ., μους. και ερμθνεία: Κ. Μπζηοσ "...τουμπελζκι-τουμπελζκι, βρε, που μασ κάνεισ το λελζκι..." *τουρκ: dumbelek+
Τουρςζκι, Ντουρςζκι Τουρςεκάκι γωνία του δρόμου, ςταυροδρόμι. *τουρκ. dursek+.
Τοφμπα Ρεριοχι ςτα ανατολικά τθσ Κεςςαλονίκθσ, ςε οικιςμό που υπιρχε εκεί από τθν αρχαιότθτα (νεολικικι εποχι). Οφείλει τθν ονομαςία του αυτι ("τοφμπα") ςτθ μορφι λόφων που ζχει αυτόσ ο οικιςμόσ. Οι λόφοι αυτοί ςχθματίςτθκαν από διαδοχικά ςτρϊματα επίχωςθσ, τα οποία δθμιουργικθκαν από τθν αρχαιότθτα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Κεςςαλονίκθ όμορφθ" (1954) Στ.: Χρ. Κολοκοτρϊνθσ Μους.: Ανζςτοσ Ακαναςίου Ερμθν.: Ρρ. Τςαουςάκθσ - Μ. Γρφλθ. "...Κεςςαλονίκθ όμορφθ, μες’ ςτθν καρδιά μου ς’ζχω, Βαρδάρθ, Τοφμπα κι Αρετςοφ, μακριά πια δεν αντζχω..."
Τοφμπα ςωλινεσ υψθλισ πίεςθσ
Τοφνεηι θ Τυνθςία. Από το Tunes ι Tunis, ςτα αραβικά.
Τουφατηισ ο φυλακόβιοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο Νικοκλάκιασ" (1933) Στ: Β. Ραπάηογλου Μους.: Β. Ραπάηογλου Ερμθν.: Αγ. Λακωβίδθσ «….λζνε πωσ ο Νικοκλάκιασ πριν να γίνει κοχλαράκιασ ιτανε κι αυτόσ μαγγιόροσ
τουφατηισ και καςαδόροσ…» *τοφφα = θ φυλακι+
Τραβθχτό Το καλάμι από το οποίο ροφφαγαν τον αργιλζ. Ακοφγεται ςτο παραδοςιακό τραγοφδι: "Τα δίςτιχα του μάγκα" (1931) Ερμθν: Σπαχάνθσ - Μανζτασ. "...κόλλα μάγκα ςτο πλεχτό κι άρπαξε το τραβθχτό..."
Τραγιάςκα είδοσ καςκζτου που το φοροφν ςυνικωσ εργάτεσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τραγιάςκεσ" (1933) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...και οι γκόμενεσ φορζςανε τραγιάςκεσ και ςτουσ δρόμουσ τριγυρνοφν και κάνουν τςάρκεσ..." *ρουμ. traiasca = ηιτω, επιφ. που κεωρικθκε ους., επειδι ηθτωκραυγάηοντασ πετοφςαν τουσ ςκοφφουσ ςτον αζρα+.
Τρακάρω 1. ςυναντϊ τυχαία 2. παίρνω κάτι χωρίσ να ζχω τθ διάκεςθ να το επιςτρζψω. 3.Τρακάρομαι, είμαι τρακαριςμζνοσ: φζρομαι με αμθχανία. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Κα κάνω ντου" (1953) Στ., μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθν.: Τςιτςάνθσ, Νίνου. "...κα κάνω ντου, βρε πονθρι, ςτα ςτζκια που αράηεισ κι αν ςε τρακάρω πουκενά μϋαυτόν τον άνκρωπο ξανά..."
Τροφμπα Ρεριοχι του Ρειραιά, αποτελεί μζροσ τθσ ςυνοικίασ τθσ Τερψικζασ. Το όνομα τθσ το οφείλει ςτθν τρόμπα – αντλία - που ιταν τοποκετθμζνθ από το 1860 ςε πθγάδι, ςτθν περιοχι αυτι, ςτθν αρχι τθσ οδοφ Αιγζωσ, ςθμερινισ 2ασ Μεραρχίασ, από το οποίο ζπαιρναν νερό τα πλοία. Κζντρα διαςκζδαςθσ και τεκζδεσ υπιρχαν ςτθν περιοχι πριν τθν κατοχι, ενϊ μετά απ' αυτιν, οίκοι ανοχισ και καμπαρζ μζχρι το 1968 που ζκλειςαν από το Σκυλίτςθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Χρόνια μεσ ςτθν Τροφμπα" (1936) Στ., μους, ερμθν. : Βαμβακάρθσ "...χρόνια μεσ ςτθν Τροφμπα μαγκίτθσ κι αλανιάρθσ..."
Τςζλιοσ Κανάςθσ (Νάςοσ ) Λθςτισ, γνωςτόσ ωσ Τςεκοφρασ, από τθ Βαςιλικι Καλαμπάκασ. Ζδραςε τισ πρϊτεσ δεκαετίεσ του αιϊνα μεταξφ Τρικάλων και Καλαμπάκασ, προσ τθν περιοχι του Ρθνειοφ και τον Κόηιακα, με ορμθτιριο το χωριό Ρεριςτζρα. Στισ 17 Μάθ 1911 θ ςυμμορία του Νάςου Τςεκοφρα ςυνζλαβε αιχμαλϊτουσ τον ανακριτι Τςιριγϊτθ και τον ειρθνοδίκθ Φαρκαδόνασ Ρλάτυκα, τουσ οποίουσ άφθςε ελεφκερουσ μόλισ ζμακε τθν ιδιότθτα τουσ. Μετά από τζςςερισ θμζρεσ ο Τςεκοφρασ ζπεςε ςτα χζρια τθσ αςτυνομίασ, μετά από προδοςία φίλου του.
Από το παραδοςιακό τραγοφδι: "Τςζλιοσ" (1929) με τθν Α. Βάκα.
Τςίκα μικροκομμζνο κομμάτι μαφρο και επεξεργαςμζνο χαςίσ που τοποκετοφςαν ςτον αργιλζ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Χτεσ το βράδυ ςτου Καρίπθ" (1915) Ερμθνεία: Γ. Κατςαρόσ - κεολογίτθσ "...άντε νϋεφουμζρναμε τθν τςίκα, άντε μϋζνα μάγκα από τθ Σφρα..."
Τςίλια, Τςίλιεσ, Κρατάω τςίλιεσ, Φυλάω τςίλιεσ παραφυλάω μιπωσ παρουςιαςτεί αςτυνομικό ι άλλο εποπτικό όργανο, τθν ϊρα που ςυνεργάτθσ ι ςυνεργάτεσ μου κάνουν κάτι παράνομο ι παράτυπο, ϊςτε να τουσ ειδοποιιςω ζγκαιρα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τθσ μαςτοφρασ ο ςκοπόσ" (1946) Στ. - μους : Τςιτςάνθ Ερμθνεία: Ραγιουμτηισ, Κθρομφτθσ "...με τθ ςειρά μου κα τον πιω τϊρα τισ τςίλιεσ μου κρατϊ.."
Τςιλιαδόροσ 1. αυτόσ που κρατάει τςίλιεσ, που φυλάει ςκοπιά, που φρουρεί ςυνικωσ για να γίνει κάποια φποπτθ, παράνομθ δουλειά 2. αυτόσ που παραφυλάει για κάτι. *ιταλ. ciglio = βλεφαρίδα, βλζφαρο+.
Τςίλικοσ καινοφριοσ, αςτραφτερόσ, φινετςάτοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο αραμπατηισ" (1934) Στ., μους., ερμθν.: Βαμβακάρθσ "...τα τςίλικά ςου τ' άλογα λεβζντθ αραμπατηι μου..." *τουρκ. cil= καινοφριοσ+.
Τςίφτθσ, Τςίφτιςςα άνκρωποσ πανζξυπνοσ, καπάτςοσ, μάγκασ. Επίςθσ άνκρωποσ άψογοσ: 1. ςτθν εξωτερικι του εμφάνιςθ. 2. ςτθ ςυμπεριφορά του - άνκρωποσ εντάξει Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Από τθ μφτθ πιάνεται το ζξυπνο πουλί" Στ.: Σπ. Καλφόπουλοσ, Μους.: Δ. Σαββίδθσ Ερμθνεία: Ηαγοραίοσ, Β.Γκίκα, Μ. Αςτζρθ "...είςαι τςίφτιςςα γυναίκα γι' αυτό ς' αγαπϊ πολφ..." *αλβ. qift = γεράκι θ αρχικι ςθμαςία και κατ' επζκταςθ ο πανζξυπνοσ άνκρωποσ.+.
Τςαγκλί ξερό κλαδί
Τςακίρικοσ , (τςακίρικα μάτια) ελκυςτικά, γοθτευτικά. "... Μια τςακιρομάτα, νόςτιμθ κι αφράτθ μϋζχει παλαβϊςει ςτο Ραγκράτι..."
Τςακιριςμζνοσ ςε κατάςταςθ ζντονθσ ευφορίασ, μεκυςμζνοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο μπάρμπασ μου ο Ραναγισ" Ευτ. Ραπαγιαννοποφλου - Γ. Στεφανάκθ Ερμθνεία: Μιχ. Ηαμπζτασ "...τςακιριςμζνοσ μια βραδιά κι ωσ ιταν άντρασ με καρδιά τον βάρεςε θ τρζλα..." *τουρκ. cakir+.
Τςακιςτι Θ πόρτα. Ακοφγεται ςτο παραδοςιακό τραγοφδι: "Τα δίςτιχα του μάγκα" (1931) Ερμθν: Σπαχάνθσ - Μανζτασ. "...ςάλτα μάγκα μου ςτθν τςακιςτι κάνε ζνα λεπτό τον τςιλιατηι..."
Τςακιτηισ Εφζσ (= αρχιηεϊμπζκθσ του Αϊδινίου). Οργάνωςε από το 1899 ανταρςία κατά τθσ Οκωμανικισ εξουςίασ και ανζπτυξε δράςθ αντιεξουςιαςτικι και τόςο ζντονα φιλολαϊκι που θ ηωι, οι ζρωτεσ και οι περιπζτειζσ του υμνικθκαν εκτόσ από τουσ Τοφρκουσ και από τουσ Ζλλθνεσ ςε τραγοφδια: · «Ο Τςακιτηισ», 1930 με τθ όηα, · Ο νζοσ Τςακιτηισ», Γκοφτθ – Μπακάλθ με το Διονυςίου, · Αμάν αμάν Τςακιτηι», Ρερπινιάδθ, Αργ. Βαμβακάρθ με το Βαγ. Ρερπινιάδθ · Επίςθσ ςτο κζατρο Σκιϊν, ςτθ λογοτεχνία, ακόμα και ςτον κινθματογράφο. Δολοφονικθκε ςε ενζδρα το 1911. *τουρκ. Cakici = μαχαιράσ, καρφωτισ+.
Τςαλαπάτθμα ποδοπάτθμα, εξευτελιςμόσ.
Τςαμπουκάσ 1. ηόρικθ και μάγκικθ ςυμπεριφορά, μαχθτικότθτα, 2. ηοριλίκι, φαςαρία, αφορμι για παρεξιγθςθ. "...κι όπωσ ςασ είπα ςτθ ςειρά και όχι, μάγκεσ, τςαμπουκά..." *πικανόν από το τουρκ. sabikali: ο ςεςθμαςμζνοσ, αυτόσ που ζχει λερωμζνο ποινικό μθτρϊο+.
Τςαμπουκαλεφομαι ςυμπεριφζρομαι επικετικά, εριςτικά, δθμιουργϊ προβλιματα, παρεξθγιζμαι.
Τςανακάκια 1. Τουμπελεκάκια, πιλινα τοφμπανα.
2. γαβάκεσ, πιλινα πιάτα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τα Τςανακάκια", παραδοςιακό, 1929 *τουρκ. θanak +
Τςαρδί ςπίτι, καλφβι ι υπόςτεγο ςκεπαςμζνο με κλαδιά, άχυρο ι καλάμια. *τουρκ. cardak +. Τςαχπίνθσ 1. αυτόσ που με χαριτωμζνα καμϊματα προςελκφει τθν προςοχι και τθ ςυμπάκεια των άλλων. 2. κυρίωσ για γυναίκα που προκαλεί το αντρικό ενδιαφζρον. Από το τραγοφδι: "Αλάνα Ρειραιϊτιςςα" (1934) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...ςε αγαπϊ τςαχπίνα μου, τςαχπίνικο, γιατί εις' απ' τον Ρεραία..." *τουρκ. capkιn = γυναικάσ, με μάτια λάγνα+.
Τςερκζδεσ μελωδίεσ που τραγουδοφςαν οι Τςερκζδεσ, Τοφρκοι που κατοικοφςαν ςτθν περιφζρεια τθσ Σμφρνθσ. Τςερκζηοσ, Τςερκζηα Ο Κιρκάςιοσ, θ Κιρκαςία. Ρεριοχι τθσ ωςίασ που εκτείνεται από τισ πλαγιζσ του μεγάλου Καφκαςου μζχρι τον Εφξεινο Ρόντο και τθν Αηοφικι κάλαςςα και μζχρι τθ Γεωργία. Ακοφγεται ςτα τραγοφδια: "Θ Τςερκζηα", παραδοςιακό, ςε εκτζλεςθ με τθ όηα, το 1934. Και «Τςερκζσ» του Ραντελίδθ, με τθ ίτα Αμπατηι. *ωςικά: Cerkezy < οςετ. Carkas = αετόσ+.
Τςικ Ωραίοσ, κομψόσ, γοθτευτικόσ, άψογοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι : "Νζοι χαςικλιδεσ" (1920) Ραραδοςιακό, ερμθν.: Νταλγκάσ (Α. Διαμαντίδθσ) "...είςαι μάγκασ, τςικ λεβζντθσ, νυχτοπερπατθτισ..." *από το γαλλικό chic = φινζτςα, κομψότθτα+.
Τςιράκι 1. μακθτευόμενοσ τεχνίτθσ. 2. αυτόσ που ζχει προςκολλθκεί ςε κάποιον ανϊτερό του, ςτον οποίο προςφζρει τισ υπθρεςίεσ του με αντάλλαγμα κάποιο προςωπικό όφελοσ. *τουρκ. cιrak+.
Τςιρίγο Τα Κφκθρα, από παραφκορά του Cytherigo Cerigo, ονομαςία που ζδωςαν ςτο νθςί Σταυροφόροι και Μεταβυηαντινοί. Από το τραγοφδι: "Τςιριγϊτιςςα", παραδοςιακό, που πζραςε ςτθ διςκογραφία με τθν Αντωνοποφλου.
Τςοντάρω ςυμπλθρϊνω το ποςό που απαιτείται για κάποιο ςκοπό, ςυνειςφζρω, ενιςχφω, βοθκϊ, βάηω το μερίδιό μου. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Αλανιάρθσ" (1934) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ
"τςοντάρθςε, αδελφοφλα μου, να πιοφμε τςιμπουκάκι..." *βεν. Zonta+.
Τςουβαλιάηεςαι καταλαβαίνεισ, παίρνεισ χαμπάρι. Από το τραγοφδι: "Θ κολπατηοφ" (1933) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...Κι αφοφ δεν τςουβαλιάηεςαι άλλον να βρεισ μικρι μου, κι αφοφ με ςακουλεφεςαι τι κεσ να 'ςαι μαηί μου..."
Τςοφρμο πλικοσ ανκρϊπων, πλιρωμα (κυρίωσ πλοίου), κωπθλάτεσ ςτισ γαλζρεσ, κατάδικοι. *ιταλ. ciurma+.
Φάντθσ 1. τραπουλόχαρτο με τθ φιγοφρα νεαροφ άντρα. 2. απροςδόκθτθ, ξαφνικι και ςυχνά ανεπικφμθτθ εμφάνιςθ κάποιου. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Είςαι φάντθσ" (1936) Στ., μους.: Γρ. Αςίκθσ Ερμθνεία: Αμπατηι "...Ε, ρε κι εγϊ ποφ διάλεξα εςζνα τον μπερμπάντθ και μου ξθγιζςαι πονθρά, ςε κόηαρα, ρε φάντθ..." *< ιταλ. fante, ιςπαν. infante, < λατιν. < infans - ntis : ςτερθτ. in + ριμ. fari (= ομιλϊ) = παιδί που δε μιλάει ακόμθ πλιρωσ+. Φαραϊ Ραιχνίδι τθσ τράπουλασ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ραίηω πόκα, παίηω πινόκλι" (1929) Στ. - μους.: Ηάππασ Ερμθν.: Κατςαρόσ (Κεολογίτθσ) "...Ραίηω πόκα, παίηω πινόκλι παίηω κοντςίνα, τριόμφο, φαραϊ..."
Φελάχοσ, Φελάχα Φελαχοποφλα ικαγενισ αγρότθσ, χωρικόσ τθσ Aιγφπτου. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Αλεξανδριανι" (1961) Στ., μους.: Βαμβακάρθσ Ερμθν.: Βαμβακάρθσ, Μπικικϊτςθσ "...Αλεξανδριανι φελάχα αχ, τθν ομορφιά ςου να 'χα..." *αραβ. (τθσ Aιγφπτου) fellah+.
Φερμάρω 1. βάηω ςτο ςτόχαςτρο, ετοιμάηομαι να επιτεκϊ. 2. παρακολουκϊ με προςοχι, προςθλϊνω το βλζμμα μου ςε κάποιον ι κάτι. Από τθ ςτάςθ (φζρμα) που παίρνει το κυνθγόςκυλο όταν βρει το κιραμά του: κοκαλϊνει κοιτάηοντάσ το, ζτςι ϊςτε να υποδείξει ςτον κυνθγό το ςτόχο του. "...ςτον κακρζφτθ όλο κοιτάηεισ και μπανίηεισ και φερμάρεισ..."
*ιταλ. fermare ( < λατιν. firmus: ςτερεόσ, ιςχυρόσ) =ςταματϊ, ςυγκρατϊ+.
Φκίςθ Θ φυματίωςθ.
Φκιςικόσ O φυματικόσ (βλ. και χτικιό). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Μάνα μου είμαι φκιςικόσ" (1935) Ραραδοςιακό, ερμθνεία: Γ. Κεολογίτθσ. "...μάνα μου είμαι φκιςικόσ..."
Φιντάνι το νζο φυτό, το βλαςτάρι. Μεταφορικά το νεαρό πρωτοεμφανιηόμενο άτομο. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Του Ρεραία το αλάνι" (1935) Στ., μους.: Μπαροφςθσ (Λορζντηοσ) Δ. Ερμθνεία: Εςκενάηυ "...του Ρεραία το φιντάνι βερεςζ άμα τα πίνει τα ξεχνάει και δεν τα δίνει..." *τουρκ. fidan < ίςωσ από το ελλθνικό ους. φυτάνθ+.
Φιρμάνι 1. ςουλτανικό διάταγμα 2. ζγγραφο που κοινοποιεί ςτον παραλιπτθ απόφαςθ ι εντολι που πρζπει να εκτελεςτεί υποχρεωτικά *τουρκ. ferman+.
Φιόγκοσ άνδρασ μαλκακόσ, χωρίσ ζκδθλο ανδριςμό. "...Πλουσ τουσ μάγκεσ αγαπάσ και όλουσ τουσ νταιδεσ και ηοφλα ηοφλα κυνθγάσ τουσ φιόγκουσ και ντιντιδεσ..."
Φοίνικασ Χωριό παρακαλάςςιο ςτο νοτιοδυτικό τμιμα τθσ Σφρου. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Φραγκοςυριανι" (1935) Στ., μους., ερμθν. : Βαμβακάρθσ. "...κα ςε πάρω να γυρίςω Φοίνικα, Ραρακοπι..."
Φόρτςα Eπιρ. (προτρεπτικά) με δφναμθ, υπερβολικά, ορμθτικά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το κουτςαβάκι" (1933) Στ., μους.: Μίνωσ Τςάμα Ερμθνεία: Η. Καςιμάτθσ
"...ζχω ντερβίςθ, μάγκα κι αλανιάρθ ζχω λεβζντθ και φόρτςα μπελαλι..." *ιταλ. forza < λατιν. fortis = ιςχυρόσ, δυνατόσ+. Φουμζρνω, Φουμάρω καπνίηω (τςιγάρο, χαςίσ κλπ.). Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Εφουμζρναμ' ζνα βράδυ" (1933) Στ., μους., ερμθν.: Βαμβακάρθσ "...εφουμζρναμ' ζνα βράδυ αργιλζ, ςπαχάνι, μαφρθ..." *ιταλ. Fumare < fumus, λατιν. = καπνόσ+ Φουντάρω βουλιάηω, βυκίηομαι, πάω ςτον πάτο, ςτο βυκό, (κατϋεπζκταςθ: πζφτω από ζνα φψοσ προσ τα κάτω, ςτο βυκό, ςτο ζδαφοσ κ.λ.π..), βουλιάηω, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολϊ και αράηω. *παλ. ιταλ. fondar(e)+. Φουρκάλι, Φρουκάλι Σκοφπα αυτοςχζδια. "...Ροφ να βρω βαςιλικό να το μπλζξω ζνα φουρκάλι..." Φραμπαλάσ 1. είναι λωρίδα από φφαςμα με πιζτεσ ι ςοφρα που τθ ράβουν ςτο κάτω μζροσ ενόσ ροφχου, φοφςτασ, φορζματοσ ι ςτα μανίκια, για διακοςμθτικό. 2. Άνκρωποι που διαςκεδάηουν και κάνουν κόρυβο μαηεμζνοι όλοι μαηί, που αςτειεφονται κ.λπ. 3. Θ χοντρι γυναίκα 4. Γενικά, θ γυναίκα που άρεςε ςτουσ άντρεσ. Ρροζρχεται από τθ γαλλικι λζξθ: farbella, με τθν ίδια ςθμαςία (λωρίδα υφάςματοσ...)και ςτθν αρχι θ λζξθ ιταν "φαρμπαλάσ" (με αντιμετάκεςθ "φραμπαλάσ".) Φρατζλοι ονομάηονταν οι Λταλοί ςτρατιϊτεσ (δεν ζχει τθ ςθμαςία κάποιου τίτλου ςτρατιωτικοφ θ λζξθ) κατά το Β' Ραγκόςμιο Ρόλεμο, για να φανεί θ ςφμπνοια, θ ςυναδζλφωςι τουσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Τουσ Κενταφρουσ δε φοβάμαι" (1940) Στ.: Δ. Αρμπατηόγλου Μους. και ερμθνεία: Δ. Γκόγκοσ (Μπαγιαντζρασ) "...Οι φρατζλοι ςα με δοφνε ψάχνουν δρόμο για να βροφνε, μα τουσ ςτρϊνω ςτο κυνιγι κι εκείνοι όπου φφγει-φφγει..." *fratello, ιταλ. = αδελφόσ, ςφντροφοσ+ Φροφμελ Λικζρ χρϊματοσ τριανταφυλλί, των αδελφϊν Ραναγιωτάκθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ουίςκι, τηιν και φροφμελ" Στ. - μους. : Καραπατάκθσ Ερμθν.: Καηαντηίδθσ. "...κα πιοφμε τηιν και φροφμελ κα πιοφμε και μπανάνα..." Φρόκαλο Σκουπίδι, και κατ' επζκταςθ, "τιποτζνιοσ άνκρωποσ", "χαμθλισ νοθμοςφνθσ", αλλά και "άςχθμοσ".
Φρφγανο 1. Το μικρό ξερό κλαδί ι κάμνοσ, που χρθςιμοποιείται ςυνικωσ ωσ προςάναμμα ςε φωτιά. 2. Επίςθσ, τφποσ φυςικοφ οικοςυςτιματοσ, ξθροφ και άγονου, ςτο οποίο κυριαρχοφν μικροί κάμνοι και ποϊδθ φυτά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ριραν τα φρφγανα φωτιά" Στ. - μους. - ερμθν.: Μουφλουηζλθσ "...απ' τα κερμά μασ τα φιλιά πιραν τα φρφγανα φωτιά..." * < αρχ. φρφγανον+ Χαβάσ Σκοπόσ, μελωδία τραγουδιοφ. Επίςθσ πειςματϊδθσ επανάλθψθ των ίδιων λόγων, πράξεων, ςυμπεριφοράσ κλπ. («Χαβάσ» ςτα τοφρκικα ςθμαίνει «αζρασ») Χαϊδάρι Διμοσ Β.Δ. τθσ Ακινασ. Κατοικικθκε κυρίωσ από πρόςφυγεσ, μετά το μικραςιατικό ξεριηωμό. Κατά τθ διάρκεια τθσ Γερμανικισ Κατοχισ, ςτο Βϋ Ραγκόςμιο Ρόλεμο, δθμιουργικθκε ςτο Χαϊδάρι από τουσ Γερμανοφσ ζνα από τα ςκλθρότερα ςτρατόπεδα ςυγκζντρωςθσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Χαϊδάρι" που γράφτθκε το 1943, ςε ςτίχουσ του Μάρκου Βαμβακάρθ . Δεν κυκλοφόρθςε τότε ςε δίςκο και θ μουςικι θ αρχικι, του Μάρκου, είχε ξεχαςτεί. Αργότερα, με μουςικι του Στζλιου Βαμβακάρθ, το τραγοφδι αυτόκυκλοφόρθςε ςε δίςκο, το 1983. "...Τρζξε μανοφλα να με δεισ, τρζξε για να με ςϊςεισ, Κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου να μ’ απελευκερϊςεισ..."
Χαλιμά Κεντρικι θρωίδα τθσ ςυλλογισ ανατολίτικων ιςτοριϊν Χίλιεσ και μια νφχτεσ, με το οποίο όνομα ο άγνωςτοσ μεταφραςτισ του 19ου αιϊνα αντικατζςτθςε το αυκεντικό όνομα Σεχραηάτ (περς. προζλευςθσ), ίςωσ γιατί είχε ακοφςει αραβικι διαςκευι του παραμυκιοφ. * "παραμφκια τθσ Χαλιμάσ"= λόγια, υποςχζςεισ που δφςκολα γίνονται πιςτευτά ι που δεν μπορεί κανείσ να αποδείξει+. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Χαλιμά" (1948) Στ., μους.: Ταταςςόπουλοσ Ερμθν.: Καλφόπουλοσ. Χαμάμ δθμόςια κερμά λουτρά ανατολίτικου τφπου. Κατ' επζκταςθ το πλφςιμο του ςϊματοσ που γίνεται ς' αυτά και που ςυνοδεφεται από δυνατό τρίψιμο, αλλά και κάκε κλειςτόσ και υπερβολικά ηεςτόσ χϊροσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι" "Μεσ ςτθσ πόλθσ το χαμάμ" (1935) Στ., μους., ερμθν.:Δελιάσ "μεσ ςτθσ πόλθσ το χαμάμ ζνα χαρζμι κολυμπά..." *τουρκ. hamam (από τα αραβ.)+. Χανοφμιςςα Χανουμάκι θ γυναίκα που ηει ςτο χαρζμι. 2. γενικά, θ Μουςουλμάνα. Από το τραγοφδι: "Ο Μπουφετηισ" (1935) Στ., μους., ερμθν.: Μπάτθσ "...κζλω να γίνω μπουφετηισ ςε τοφρκικουσ τεκζδεσ ναϋρχονται οι χανοφμιςςεσ να πίνουν αργιλζδεσ..." *τουρκ. Hanim+.
Χαράμι ανϊφελα, μάταια, για κάτι που γίνεται ι που ξοδεφεται ανϊφελα, χωρίσ να το αξίηει ι χωρίσ να υπάρχει κάποιο κζρδοσ. *τουρκ. haram: απαγορευμζνο από τθ κρθςκεία, κακό - αραβ. harim: απαγορευμζνοσ, ιερόσ, φράςθ: haram olsun? να μθν το χαρείσ;+. Χαραμίηω: διακζτω ι ξοδεφω κάτι άδικα, χωρίσ να ζχω το αποτζλεςμα που περίμενα. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Για ςζνα μαυρομάτα μου" (1947) Στ., μους., ερμθνεία: Βαμβακάρθσ "...για ςζνα μαυρομάτα μου χαράμιςα τα νιάτα μου..." Χαρακίρι 1. Κάκε πράξθ αυτοκαταςτροφισ. 2. "κα κάνω χαρακίρι"= ζκφραςθ απόγνωςθσ, όταν κάποιοσ δεν μπορεί να αντζξει άλλο μια κατάςταςθ 3. τελετουργικι αυτοκτονία με βακφ ςκίςιμο τθσ κοιλιάσ με ξίφοσ ι μαχαίρι. Ιταν μζροσ τθσ παλιότερθσ παράδοςθσ τθσ ιαπωνικισ ςτρατιωτικισ τάξθσ των ςαμουράι και αποτελοφςε βαςικό ςτοιχείο του κϊδικα τιμισ για πολεμιςτζσ ι αξιωματοφχουσ που είχαν ατιμαςτεί, καταδικαςτεί ςε κάνατο ι ιταν ζκφραςθ βακφτερου πζνκουσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το χαρακίρι", 1952 Στ., μους.: Τςιτςάνθσ Ερμθν.: Μπίνθσ, Χαςκιλ. Χαρζμι ςτουσ μουςουλμανικοφσ λαοφσ, το διαμζριςμα των γυναικϊν, ο γυναικωνίτθσ. Συνεκδοχικά, το ςφνολο των γυναικϊν ενόσ Οκωμανοφ που κατοικοφν ς' αυτό το διαμζριςμα, δεδομζνου ότι ςτθ μουςουλμανικι κρθςκεία και νομοκεςία αναγνωρίηεται θ πολυγαμία. Μεταφορικά, 1. οι γυναίκεσ τισ οποίεσ ζνασ άντρασ ζχει ταυτόχρονα ωσ ερωμζνεσ του, 2. πολλζσ γυναίκεσ που τυχαίνει να ςυνοδεφονται μόνο από ζναν άντρα. *(τουρκ. harem = γυναικωνίτθσ‹ αραβ. haram = το απαγορευμζνο, το ιερό)+. Χαρμάνθσ ο εκιςμζνοσ χριςτθσ ναρκωτικϊν, ο οποίοσ δεν ζχει κάνει χριςθ για πολφ καιρό, με αποτζλεςμα να υφίςταται το ςφνδρομο τθσ ςτζρθςθσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο πρεηάκιασ" (1935) Στ. - μους.: Γιοβάν Τςαοφσ Ερμθνεία: Α. Καλυβόπουλοσ "...χαρμάνθσ όταν κάκομαι πωσ ςκζφτομαι τθν πείνα ςαν μαςτουρϊνω, βρε παιδιά, δικι μου είνϋθ Ακινα..." *τουρκ. harman < περσ. Xarman+. Χαρχαλάσ 1. Αυτόσ που κάνει κόρυβο, αρβάλα. 2. Αυτόσ που ψαχουλεφει κάνοντασ κόρυβο. 3. Ο χωρίσ χάρθ, ο χοντροκομζνοσ ςτισ κινιςεισ του, ο αργόςτροφοσ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο πιτςιρίκοσ" (1933) Στ., μους.: Γ. Δραγάτςθσ Ερμθν.: Μ. Ρολίτιςςα "...γιατί να ςπάςεισ το λουλά βρε πιτςιρίκο χαρχαλά..." *Ρικανόν από το "χάλι" < χαλεφω και χαλϊ. ριμα "χαρχαλεφω" = ανακατεφω, αφρατεφω το χϊμα, ςκαλίηω+. Χάςικοσ ςθμαίνει καλισ ποιότθτασ, εκλεκτόσ, κακαρόσ, άςπροσ.
Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Είς' αφράτθ ςαν φραντηόλα" (1940) Στ., μους., ερμ.: Βαμβακάρθσ "...είςαι αφράτθ ςαν φραντηόλα ςαν το χάςικο ψωμί..." *τουρκ. has+ Χαςίσ διεγερτικι ουςία, προςτικζμενθ ςυνικωσ ςτον καπνό του ναργιλζ ι του τςιγάρου, με ςκοπό τθ μετάβαςθ ςε κατάςταςθ ζντονθσ ψυχικισ διζγερςθσ, τθ λεγόμενθ μαςτοφρα. Ραραςκευάηεται από το φυτό Λνδικι Κάνναβισ και θ χριςθ του, αρκετά διαδεδομζνθ ςε παλαιότερεσ εποχζσ ςε ανατολικζσ χϊρεσ και μυςτικιςτικοφσ πολιτιςμοφσ, είναι ςτο δυτικό κόςμο από πολλζσ δεκαετίεσ απαγορευμζνθ. Ραρεμφερείσ ονομαςίεσ: χαςίςι, μαφρο / μαφρθ (ςε αντιδιαςτολι με τθν άςπρθ (ουςία), τθν κοκαΐνθ). Χατηθκυριάκειο Συνοικία του Ρειραιά, ςτα νοτιοανατολικά τθσ πόλθσ, ςτο δυτικό άκρο τθσ Ρειραϊκισ χερςονιςου. Από το τραγοφδι: "Χατηθκυριάκειο" (1938) Στ., μους. : Δ. Γκόγκοσ (Μπαγιαντζρασ) Ερμθν. : Ραγιουμτηισ, Ρερπινιάδθσ. "Από βραδφσ ξεκίνθςα μ' ζνα καλό μου φίλο για το Χατηθκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο..." *Το όνομα τθσ το οφείλει ςτο Σμυρναίο κτθματία και ζμπορο Λωάννθ Χατηθκυριακό ο οποίοσ το 1889 ίδρυςε το Χατηθκυριάκειο Ορφανοτροφείο+. Χινα το χιλιάρικο. Μεταφορικά, οποιοδιποτε χάρτινο νόμιςμα. Χοφβερ Χζρμπετ Ρρόεδροσ των ΘΡΑ τθν εποχι τθσ μεγάλθσ οικονομικισ κρίςθσ του 1929, εποχι που χαρακτθρίςτθκε ειδικά ςτισ ΘΡΑ ωσ θ "Μεγάλθ Εξακλίωςθ" και προκλικθκε μετά από το χρθματιςτθριακό κραχ ςτισ 29 Οκτωβρίου του 1929. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι : “Με τισ τςζπεσ αδειανζσ” (1934) Στ., μους., ερμθν.: Γ. Κεολογίτθσ (Κατςαρόσ) "... με τα μοφτρα κρεμαςμζνα με τισ τςζπεσ αδειανζσ περπατοφμε μεσ ςτουσ δρόμουσ, Χοφβερ τι μασ ζκανεσ ..." Χρυςι, Βγάηω τθ χρυςι 1. πακαίνω ίκτερο και κιτρινίηω. 2. κυμϊνω υπερβολικά. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το καφεδάκι" (1950) Στ., μους.: Χιϊτθσ Ερμθνεία: Χαςκίλ, Μπίνθσ, Χιϊτθσ "...απϋτθ λαχτάρα μου κα βγάλω τθ χρυςι..." *χρυςι = ίκτεροσ, λαϊκ.+. Χτζνι τρόποσ κλεψίματοσ ςτα χαρτιά. Ανακατεφονταν με τζτοιο τρόπο, ϊςτε να υπάρχει ζλεγχοσ τθσ ςειράσ με τθν οποία κα εμφανίηονταν. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Το παιχνίδι του Αμερικάνου" (1935) Στ., μους. , ερμ.: Κ. Σκαρβζλθσ "...με τα λιμά τον ζμπλεξα, ςτο πόκερ, ςτθν παςιζντα κι όλο το χτζνι δοφλευε, ςτθ ηοφλα κι θ ςκαλζτα..."
Χτικιάηω 1. προςβάλλομαι από χτικιό, από φκίςθ 2. (μεταφ.) για διλωςθ ζντονθσ ςτενοχϊριασ, αγανάκτθςθσ. 3. ταλαιπωροφμαι, κουράηομαι. Επίςθσ κάνω κάποιον να πάκει φκίςθ, «λειϊνω», εξαντλϊ κάποιον. Χτικιό 1. φυματίωςθ 2. (μτφ.) μεγάλθ κοφραςθ, ταλαιπωρία Χότηασ 1. Μουςουλμάνοσ ιεροδιδάςκαλοσ, ο οποίοσ γνωρίηει, ερμθνεφει και διδάςκει το ιερό βιβλίο, το Κοράνι. (πρβ. ιμάμθσ). 2. Ρρόςωπο τθσ λαϊκισ παράδοςθσ, πρωταγωνιςτισ διαςκεδαςτικϊν θκικοπλαςτικϊν ιςτοριϊν τθσ Ανατολισ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Σαν βγαίνει ο Χότηασ ςτο τηαμί "(1947) Στ.: Μπ. Βαςιλειάδθσ Μους.: Λ. Σταμοφλθσ Ερμθνεία:Χαςκιλ "...Σαν βγαίνει ο Χότηασ ςτο τηαμί..." *τουρκ. hoca < περς. khwaja, (αρχικι ςθμ.: δάςκαλοσ)+. Ψιλό γαηί ςυςτθματικά κοροϊδεφω κάποιον χωρίσ αυτόσ να το αντιλαμβάνεται. Ψυρρι Λςτορικι ςυνοικία με πλατεία που ζφερε το ίδιο όνομα (ςιμερα λζγεται "πλατεία Θρϊων" ) ςτο κζντρο τθσ Ακινασ. Ρρϊτοι τθσ κάτοικοι εςωτερικοί μετανάςτεσ από ορεινζσ περιοχζσ, άγονα νθςιά και αλφτρωτεσ πατρίδεσ από τα πρϊτα χρόνια του 19ου αιϊνα. Μάηεσ άνεργεσ και εξακλιωμζνεσ οι περιςςότεροι από αυτοφσ, ωκικθκαν και ςτθν παρανομία για τισ ανάγκεσ τθσ ςκλθρισ επιβίωςθσ ι «αξιοποιικθκαν» από εκπροςϊπουσ των δυο κυρίαρχων κομμάτων τθσ εποχισ για προπαγάνδα και εκφοβιςμό ψθφοφόρων ςτθ μεταξφ των κομμάτων πολιτικι αντιπαράκεςθ. Ανάμεςά ςτουσ παλικαράδεσ του Ψυρρι χαρακτθριςτικόσ τφποσ οι κουτςαβάκθδεσ, με τον ιδιαίτερο κϊδικα επικοινωνίασ και ενδυματολογίασ και τθν προκλθτικι απζναντι ςτουσ εχκροφσ τουσ ςυμπεριφορά, οι μόρτθδεσ *: νεκροκάφτεσ που είχαν μαηζψει τουσ νεκροφσ τθσ επιδθμίασ χολζρασ κατά τα χρόνια του Κριμαϊκοφ πολζμου (1854 - 1857)+ και οι τραμποφκοι. Από το 1892 άρχιςε θ διαδικαςία "εκκακάριςθσ" τθσ περιοχισ του Ψυρρι από τα "παραβατικά" ςτοιχεία από τον τότε αςτυνομικό διευκυντι Δθμιτρθ Μπαϊρακτάρθ. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Ο μάγκασ του Ψυρρι". Ραραδοςιακό, το ερμινευςε ο Τ. Νικολάου, το 1931. "...Μάγκασ είμ' απ' το Ψυρρι, που με τρζμουνε πολλοί..."
Ωρωπόσ Θ πρϊθν Κοινότθτα Ωρωποφ, ςιμερα Διμοσ, ιταν χωριό τθσ ενδοχϊρασ τθσ περιοχισ. Στθν παραλιακι ηϊνθ, όπου και οι φυλακζσ, παλιά δεν υπιρχε τίποτα και απλά ιταν «θ παραλία του Ωρωποφ». Αργότερα δθμιουργικθκε εκεί θ ιχκυο-Σκάλα Ωρωποφ, ςε μία προςπάκεια τθσ τότε κυβζρνθςθσ για διευκολφνςεισ ςτθ διακίνθςθ αλιευμάτων του Νότιου Ευβοϊκοφ. Δίπλα ακριβϊσ δθμιουργικθκε και θ κοινότθτα «Νζα Ραλάτια», με (Ραλατιανοφσ) πρόςφυγεσ από τθν ομϊνυμθ κωμόπολθ τθσ Μικραςίασ. Από το 1933 ςτεγάςτθκαν εκεί οι αγροτικζσ φυλακζσ και θ φυλακι αυτι παρζμεινε μζχρι το 1970, ενϊ κατά τθ διάρκεια τθσ Χοφντασ υπιρξαν και αρκετοί πολιτικοί κρατοφμενοι εκεί. Ακοφγεται ςτο τραγοφδι: "Οι φυλακζσ του Ωρωποφ" (1934) Στ., μους., ερμθν: Μπάτθσ.