ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ
1 Κάθομαι καί γράφω Όπως οί όριστικά τρελοί στά χέρια τού δημοσίου. Παραλήπτης ή άγία 'Ανύπαρχτη κι ενας πολύ δικός μου περασμένος όριστικά σ' ενα καμένο κατάλογο αγνοουμένων. Δίνω τό γραφτό μου -γράμμα ανοιχτό στόν πρώτο τυχόντα τού επισκεπτηρίου καλοπροαίρετο καί συμπονετικό νά τό πάει σπίτι μου -στή γνωστή διεύθυνση Όπου τώρα ενα νεογέννητο Όατραχάκι μέ μόνο μία μαύρη ουρά σέρνεται σέ λιμνασμένα αποπίματα θά μεγαλώσει γιά νά τραγουδάει αισχρά σεξουαλικά κουάξ κουάξ Όταν νυχτώνει μέ τής ήλικίας του τούς 6ατράχους. Δέν εχω κανένα συναίσθημα. Δέν αυτοθαυμάζομαι ούτε αυτολυπούμαι. Μόνο παρατηρώ τά ρετσίνια πού στάζουν από τά πλευρά μου καί μιά μύγα πού επίμονα σκότωσα γιατί πολύ μ' ενοχλούσε. Γράφω επίσης ενώ παρατηρώ ενα ξανθό καραφλό μωρό 2 χρονώ πού μόλις τού φυτρώνει ενα στενό μουστακάκι. Δέν τό 6λέπει κανείς. Μονάχα εγώ κι αυτό ξέρουμε γιατί μέ παρατηρεί προσεχτικά τίς κινήσεις μου τά Όλέφαρά μου πού ανοιγοκλείνουν μοιάζει ησυχο αφοδεύει κοιτώντας τά πόδια μου πού Όγάζουνε ρίζες ξέρει πώς απ' Όλα πιό πολύ τά δέντρα σιχαίνομαι 7
ι
-;
�
ι
γιατι ειναι ακινητα εχει δεί τά μάτια μου πού γίνονται φύλλα ίσως λίγο φοοάται τήν τελευταία μου αντίδραση κανείς δέν ξέρει τί τόν περιμένει δταν ό απέναντι. . . Κοίτα, πατέρα, στή θάλασσα!. . . , uEva κατάμαυρο αφηνιασμένο αλογο μέ σάλια καί αφρούς πάει στ' άπατα νά σωθεί. Δέν παρασύρει κανέναν. Κακό αύτό. Κάθομαι καί γράφω. Τ'αποτυπώματά μου αλλοιώνονται. Καλό αύτό. Ή αστυνομία δέν θά μέ ορεί ποτέ. ΥΙσως καταφέρω μέ τά κλαδιά μου νά πνίξω αύτό τό γερμανικό μωρό πού μεγαλώνει.
8
2 Πάνω μου θά περάσουνε οί μπότες τών καταχτητών μέ τό ρυθμό τους της ντίσκο. Μπέρτες θ' ανεμίζουν ποιητές καί τό κεφάλι θά μού λιώνουνε φώτα χιαστί σοσιαλφασιστικών αύτοκινήτων. Φωνές θά μέ σκυλεύουνε. Τά μάτια μου οασιλεμένα έπάνω θά κοιτάν ηλιοι θ' ανεοοκατεοαίνουνε στίς πέρα συνοικίες στιχάκια πού δέν πρόλαοα νά κάνω γιά ζωή αίμάτινη κλωστή θά τρέχουν απ' τό στόμα μου κι από τήν τρύπια τσέπη μου χιλιάδες αποκόμματα της θύρας 13. 9
3 φήμες λένε πώς μέσα στήν παγωμένη λεκάνη τού νιπτήρα δωμάτιο δύο 7 πού άνεργες τσούλες καί γριές τραΌεστίνες πλένονται μετά γκρούπις Όαμμένα κόκκινα σκοτωμένα πουλιά πελεκάνε μέ ασημένια κουτάλια καί Όελόνια αστραφτερά τίς ύπόγειες γαλάζιες αρτηρίες τους. Οί φήμες λένε μετά χάντρες φούξια μαργαριτάρια καί στράς κυλάνε απ' τίς φλέΌες τους τά Όλέφαρα καί τά μαλλιά ετσι δπως εχουν απάνω ανεοεί σέ κάτασπρα &.λογα ύψηλής ταχύτητας σ πινταριστά γιά νά μπορούν νά φύγουν. Οί φήμες λένε πώς τρέχουν λιπόθυμες μέ νοήματα σκοτεινά σέ μεγεθυντικούς ατέλειωτους διαδρό μους ταξίδια μεγάλα πώς κάνουνε μές σέ παραμορφωτικούς καθρέφτες καί πάντα πάνω σέ δέντρα ύγρασίας τροπικά γιά πάντα εκεί σκαλώνουν. 'Ύστερα πώς ατλ αζένια μΠουκαλάκια ανοίγουν μαγικά καί ογαίνουνε μέσα από κεί σειρήνες μέ παντελόνια λεοπάρδαλης κολλητά τακούνια σάν Ο'υρανοξύστες ψηλά καί πώς μαζί τραγουδάνε. ΠροΌολείς ϋστερα οί ιδιες γίνονται γέλια μέ εκο καμπανιστά κάνουν Όουτιές στόν αιθέρα. Στό στερέωμα κομήτες τζάνκις τραγουδιστές ακολουθούν μέ συγκροτήματα μεταλλικά πού σπάνε τίς ντράμς μέ τίς εκκρίσεις τού ρυθμού τους Οί
10
ΟΙ φήμες λέν πώς πάνω σέ ξυλιασμένες σκάλες πλαγιάζουνε δίπλα σέ σάκους γυαλιστερούς μέ λαμπερά σκουπίδια. Τά μπάρ 24 d:ιρες δλα ανοιχτά πώς τά γεμίζουνε σμήνη πυγολαμπίδες γκρούπις Όαμμένα κόκκινα σκοτωμένα πουλιά πετάνε πάνω σ' ορόφους &.λλων καιρών οί φήμες λένε πώς τραγουδουν γιά πάρτη μου κελαρυστά . «Μέ ποιόν είσαι, μωρό μου» καί φώτα πού καίγονται σέ φίξ καρέ επανάληψη απάνω μου ρίχνουνε Τέλος, μωρό μου. Τέλος.
11
4 Καμιά φορά τύχαινε - τώρα πάνε κι αύτά έ6λεπα καί κάνα όνειρο - πώς ερχόσουνα λέει τήν κοπάναγες άπ' τή μάντρα κι έλεγες αντε ρέ Κατερίνα αντε καί μάς ρημάξανε ό,τι έγινε έγινε σήκωσε τό κεφάλι ϋστερα μπερδευόσουνα μέ τόν πατέρα μου μετά μπερδευόντουσαν κάτι αγρια χόρτα καί μιά μπουλντόζα πού 'ριχνε τά παράνομα κοίτα νά δείς. . . καί τ' όνειρο εΙχε κι αύτό κακό τέλος σκέψου τώρα στή ζωή πάς λάκισες καί σύ κι έκατσα κι εΙδα όλες τίς έλληνικές ταινίες πού παίζουνε τήν Κυριακή καί μένα ρημαγμένη άλλά ζόρικη νά πέφτω μ' άκρί6εια στίς ρόδες τού φορτηγού πάλι καί πάλι καί πάλι καί πάλι.
12
5 Ή αστική αμαξα δέν σταματούσε μέ κανένα καιρό. . . άμαξάς φοροϋσε χωμένα ενα μαύρο καστόρινο καπέλο μέ ασημί κοκορόφτερο πολύ μακρύ καί λοξό κι ενα φρύδι ύπεροπτικό ως τόν συρανό σηκωμένο. Σταμάτησε αποφασιστικά μπροστά στό ξενοδοχείΟ' HOTEL ΜΙ ACLE τό R στή φωτεινή επιγραφή δέν άναοε τό 'χε μπλοκαρισμένο μιά γριά συνταξιΟ'ύχα της επιθεώρησης πΟ'ύ ζούσε μέ τό μήνα. Κατέοηκαν δυό δίδυμΟ'ι μέ μαύρα οελΟ'ύδινα ρΟ'ύχα άσπρα απ' τόν καιρό σκονισμένα τά μαλλιά τους πΟ'λύ μακριά καί ξανθά δεμένα μ' εναν ηλιο στόν αυχένα Κατέοηκαν χωρίς απΟ'σκευές μονάχα δυό θήκες γιά δοξάρια Τά μάτια τΟ'υς αλλάζανε συνέχεια χρώματα ανάλΟ'γα μέ τό τί ολέπανε ή πώς οί άλλΟ'ι τούς Ολέπαν. . . Πληρώσανε τόν άμαξά χωρίς λεφτά μέ τά ταφταδένια χέρια τους οαθιά χωμένα στίς τσέπες. Άνέοηκαν τήν 31 Δεκεμορίου 1999 σκαλιά πΟ'ύ τρίζανε ανάπΟ'δα. Οί πλάτες τους ητανε διάτρητες από πυρΟ'οΟ'λισμΟ'ύς οί σόλες τους αφήνανε ϊχνη από άμμο. . . ΚΟ'ιτάξανε ήρεμα μ' ανοιχτόχρωμα χρώματα παντΟ'ύ γύρω παντού άμαχοι λυπημένΟ'ι. .. ΚΟ'ιτάξανε πυκνά σκούρα παντΟ'ϋ συνέχεια μυστικΟ'ί μέ ζώνες πέτσινες συνέχεια τά ίδια πρόσωπα σ' δλες τίς θέσεις Μπορεί καί νά ταξίδευαν. Κάνανε πΟ'λύ καλά. ΥΕπρεπε νά πρΟ'σέχουν. Σ' δλα τά δωμάτια κΟ'ιμόντουσαν πατικωμένΟ'ι Ο'ί άνθρωπΟ'ι ντυμένΟ'ι γιά δουλιά ή σά γιά πάντα νά φύγΟ'υν Οί τοίχοι απ' τή μεριά τών κρεοατιών ειχανε τρύπες Γυάλινα μάτια κάνανε μάτι απ' αυτές μΟ'νάχα στά μικρά παιδιά εκοψε καί οούλωσαν μέ τσίχλες μερικές μά ήταν λίγα συγκριτικά κι άλλωστε μεγαλώναν. Ό
13
Άνοίξανε τά δωμάτια μέ τή λέξη κλειδί αλλ άζοντας συνεχώς ταχτική ρούχα καί πρό σωπο παίρνοντας συνεχώς ό ενας τή θέση τού αλλου φυγάδευσαν τούς αμαχους ενοικους Μονάχα σέ δυό μικρούς δίδυμους πού μοιάζανε μ' αυτούς ψιθύρισαν κάτι πολύ σιγανά πού ποτέ δέν θά μαθευόταν Κι δταν κεντράραν καί χτυπήσανε τήν αστική επιγραφή τού κατεχόμενου ξενοδοχείου μιά μουσική αναχωρητών απ' τό στομάχι ανέοαινε ή αστική αμαξα μπαταρισμένη μές στόν καιρό οί άνθρωποι κερδίζανε χρόνο πετώντας ψηλά οί δίδυμοι στόν ουρανό κάτω οαθιά ή πόλη καιγόταν. . .
14
ΕΚΘΕΣΙΣ ΑΥΤΟΨΙΑΣ 2.11.75 « . . . τό σώμα κείτονταν μπρούμυτα παράλληλα ένωνόταν μέ τό Βατικανό. Τό ενα χέρι του ματωμένο απλωμένο μούντζα στό ΚΚΙ καί τ' αλλο κραδαίνοντας τά γεννητικά του όργανα στούς ειδικούς τής κουλτούρας. Τά αϊματα στά μαλλιά του οδέλλες στά σκεπασμένα όμοφυλοφιλικά σύνδρομα στούς εις απασαν τήν επικράτειαν ανδρας τής γής. Τό πρόσωπό του παραμορφωμένο άπό τά κάδρα τής τάξης πού άρνήθηκε μελανός εθελοντής τού κουρελοπρολεταριάτου. Τά δάχτυλα τού χεριού τού άριστερού σπασμένα άπ' τό σοσιαλιστικό ρεαλισμό πεταμένα σέ φωταγωγημένα σκουπίδια. Τό σαγόνι σπασμένο μέ απερκατ εργάτη συνδικαλιστή επί μισθώσει τραμπούκου. Τ' αυτιά μισοφαγωμένα άπό τσογλαναρά πού δέν είχε στύση. Ό αυχένας σπασμένος άποκομμένος άπ' τό σώμα πάνω στή οασική άρχή νά λειτουργούνε χώρια. Ή μάνα παντού. Αυτός ήταν ό θάνατος τού κομουνιστή καί όμοφυλόφιλου ΠΑΖΟΛΙΝΙ, πού κάθε Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή κα οάλα σ' ενα πενηνταράκι μηχανάκι ετρεχε νά προλάοει νά παίξουνε τά σινεμά στό Αιγάλεω, στό Λίοερπουλ καί προπα ντός στήν 'Όστια, μέ κρατημένες επάνω του κουτιά άπό ται νίες καί ρημαδογειτονιές. Καί τό ριγέ σημαιάκι τής ποίησης. Άντίο.
15
7 ΣάΟΟατο νά 'ναι i} Κυριακή ... αΌτές οί μέρες μοιάζουν. Ξεφόρτωσε τό τρένο στό σταθμό παιδάκια πού δέν ξέρανε πού τά πηγαίνουν χαμηλά σύννεφα καί λυπημένους επιΟάτες. . . 'Ένα τάληρο πού δέν πέρναγε κατρακύλησε από τήν τρύπια τσέπη τού επικεφαλής μέ λιωμένη πάνω του τήν κεφαλή τού Βασιλέα. Αυτός πού είχε έρθει αντί γιά σένα νά μέ ορεί έσκυψε καί τό σήκωσε. Στήν Ίστορία ποτέ κανένας αντιπρόσωπος δέν εχει πάρει ειδηση πώς δλα παν κι αλλάζουν. Μπορεί δμως καί νά ' τανε Κυνηγός Κεφαλών. Σέ τέτοιους πρόστυχους καιρούς πρέπει νά είσαι ετοιμος δλα νά τά περιμένεις. Κάτω στό κέντρο οαθιά, ήταν δλα οαριά κι ή γλώσσα μπερδεμένη. Στό στενό εδώ φάτσα στό σταθμό κάτω απ' τό μαξιλάρι τού (πρώην Πέραν) ΟΤΕΛ ΤΕΣΣΑΛΙΚΟΝ κρυοόταν ντροπιασμένη ή διαφανής κυλότα μιας πόρνης πού εκπορνεύτηκε. Πήρε ή πουτάνα αντρα αστυνόμο. Κανείς δέν θά τήν τραγούδαγε πιά. Κι έτσι, δπως δλο καί κατέοαιναν τά σύννεφα καί μας ειχανε πάρει τά κεφάλια παραμάσχαλα ξεφτισμένες ιδεολογίες μιά μακριά φωνή ανθρώπου πού δέν πέθαινε ακούστηκε. Κι ούτε πού σήκωσα νά δώ τόν ουρανό. Δέ λέει νά Ορέξει. Πέρα στό οάθος μακριά ανάοουνε ενα ενα τά φώτα τού ορα διού κι ετσι δπως γίνεται μέ δλους τούς ανθρώπους ήρθε καί σφηνώθηκε μές στό μυαλό μου ενα σπουδαίο αμερικάνικο τζούκ μπόξ μέ φωταγωγημένα έκατομμύρια χρωματιστά φω τάκια καί πέφτανε οροχή τά τάληρα καί τρέχανε νεράκι τά τραγούδια χειμώνας κι δλη ή ζωή μας ξενιτιά καί τά τραγού16
δια δέν εΙν' μωρέ γιά μερικούς καί τά Όάσανα γι' αλλους καί τό πέτσι νο σακάκι τού Άντώνη απ' τήν Τουρκιά δυό φορές ξενάκι αυτός καί μιά πού τό πουλούσε κι ολων τά ρούχα μας πλέανε γιατί αδειαζε ή ψυχή μας καί πού κανένας μας δέν γύρεψε γιατρό γιατί σέ τέτοιους καιρο ύς οί ανθρωποι δέν μπι στεύονται παρά τούς λαΌωμένους κι οσοι μάς μίλαγαν γιά έπι λογές ήτανε ολοι μπάσταρδοι πέρα γιά πέρα πουλημένοι κι ήτανε πο ύ λιγοστεύαμε καί καταχωνιάζαμε τό συναίσθημα νά μοιάζουμε μέ πορωμένους γιά νά φαινόμαστε πολλοί κι ετσι Όραδιές σάν τούτη δώ γεμίζουμε τά καφενεία τής ύπομονής γιά νά ακονίσουμε τήν έμμονή μας καί γώ, πώς μού 'ρθε νά γράψω ποιήματα ακόμα πιό πολύ δέν εχω τόπο νά σταθώ καί μέ τό ιδιο παιδικό παράπονο κοτζάμ γυναίκα τώρα ολο νά ντρέπομαι καί πρέπει ακόμα νά σκληρύνω καί τώρα δέν εχω τί αλλο νά πω σπάνε τά κομμάτια μας σάν αστραπές στόν ουρα νό καί πάντα ολοι νά μάς διατάζουνε διαλυθείτε ήσύχως ομως κι ετσι πού μ' όξυγονοκολλήσανε δεμένη χειροπόδαρα σέ τού τη τή ζωή σέ τούτη τήν καρέκλα ετσι καί τής χώσω μιά στόν ουρανό -κοίτα ψηλά- θά πιάσει νά Ορέχει. . .
17
8 ΕΙναι κάτι μιά σταλιά καραμελίτσες απ' όλα τά χρώματα πού τίς λένε θεάτρου. Τίς βάζουνε σέ κάτι γυάλινα αχρηστα βάζα στό πιό ψηλό τό ράφι γιατί δέν αγοράζονται πιά. �Hτανε κάποτε κάτι μιά σταλιά παιδιά πού κατεδαίνανε από μακρινές συνοικίες νά διαγωνιστοϋνε στό ρόκ. �Eκαψε ή εποχή τό μυαλό καί τή ζωή τους καί τά λεφτά τους σέ γυάλινα αχρηστα δάζα καί δέν πουλάγανε πιά. Ε Ιναι κάτι όλες οί νύχτες κι όλες οί στιγμές ετοιμες γυάλινα βάζα κι ανθρωποι πού πάνε πίσω πίσω πίσω μακριά παίρνουνε φόρα από μακριά δουτάν μέ τό κεφάλι τσακίζουν τήν απόσταση τά τζάμια σκληρό ναρκωτικό ή μοναξιά πηδάν απ' τά παράθυρα απ' τόν 50 ανοίγουνε πανιά καί πάν καί καρφώνονται στά καλώδια ψηλά κι ατέλειωτες παιδικές καραμελίτσες θεάτρου δρέχει από ψηλά κι από κάτω περνάνε τά τρόλεϋ κι από κάτω ό κόσμος τά γλυκά τό Γκρήν Πάρκ τά σινεμά ό δρόμος οί στενοί συγγενείς στενό μαρκάρισμα ή ζωή από κάτω τους 18
σικέ τό παιχνίδι κι από πάνω πέφτει πέφτει ή οροχή καί μόν ο τά παιδιά κι οί λλαφροίσκιωτοι τή ολέπουν καί σκύοουν καί γεμίζουν τίς τσέπες τους καραμελένια οροχή καί εΙναι ή πρώτη κίν ηση αδερφική στενή πού θά τούς σηκώσει πού θά τούς ανεΟάσει καρφωτούς στά καλώδια κι από κάτω τά τρόλεϋ ή στάση μιά σταλιά παιδιά ή προδομένη επανάσταση καί μακρι νοί συγγενείς τά ιδια δηλαδή καί τά ίδια. ..
19
9 Λαδερά στό πλαστικό Άκομινάτου έξω απ' τήν πόρτα Αύγουστος άσπρες σάν πανί οί πουτάνες 40 ύπό σκιάν 4 ή ώρα μεσημέρι. , Ανοίγουνε τά μπούτια μοναχά τους σά ψόφια μύδια γέμισ' ό δρόμος χρωματιστά ορακιά Πακιστανούς ντετόλ κουτσές ρου φιάνες κι αδερφές μ' ένέσεις στά ουζιά γεμάτες καρκινώματα. Γέμισ' ό δρόμος ξετιναγμένες σάλπιγγες καί πεταμένες μήτρες τουμπάνιασε ή κοιλιά απ' άχρηστα σπέρματα - δέν πιάνονται παιδιά έδώ δέν πιάνεται τίποτα από πουθενά ή Μαγδαληνή κι ή Βάνου τή γυρίσανε οί δοσάδες κι ό &γιος τής γειτονιάς είναι κολεγιά πρώτα τά παίρνουνε καί μετά σάς καρφώνουνε. 'Έτσι είναι. 'Απλώσατε πουτάνες στό Μεταξουργείο ντάλα μεσημέρι χωρίς δέντρο - πού θά σκαλώσετε χωρίς τοίχο - πού 'ρθατε δώ ν' ακουμπήσετε. , Αγανακτισμένοι πολίτες καί θρησκευτι κοί παράγοντες τά 6ρήκανε. Όργανωθήκανε. Άγόρασαν μπιτόνια. Καί 6ενζίνα. Θά σάς καταΟρέξουν. Θά σάς κάψουνε λέει. Σά τυφλοπόντικες λέει. Κλούοες μέ αστυνομικούς ματάκηδες ανίκανοι οί γιατροί στό Ήθών μουνόψειρες κάνουν σουλάτσο τή μέρα στό μυαλό σας λευκόρροια στόν υπνο οί τσιλιαδόροι - ποιανού τό μέρος παίρνουνε. Έδώ καίμε τίς μάγισσες. Γαμάμε τίς πουτάνες. Ή αφίσα τού Καραμανλή τά μάτια σας καμιά φωτογραφία 20
κλωστές από κεντήματα περούκες καραφλές μελανιασμένες ρόγες έξώσεις σφίγγουν τά μαλλιά καί τό λαιμό δένουνε χέρια καί πόδια στά κρεδάτια έσάς καί μάς μαζί ό τρόπος κι ή ταρίφα αλλάζει ό τόπος καί τ' όνομα αλλάζει. Στή Λάρισα 40 δαθμοί έδώ στό σταυρό ό ηλιος.
21
10 Τί πληκτικό καλοκαίρι κι αυτό, κύριέ μου, τί πληκτικό. . . Τίς νύχτες πιάνουνε ραγδαίες 6ροχές μεγαλόσωμοι κύριοι μέ έκρού παναμάδες 6γαίνουν στούς δρόμους κομψά προχωρούν μέ σηκωμένα πατζάκια σκουπίζουν άπαλά σταμπωτά τόν ίδρώτα τους μέ κάτι μεγάλα σεντόνια. Τό μεσημέρι, άγαπητέ μου, πού πέφτουμε άρρωστες παχουλές άλογόμυγες μάς ερχονται δέν ξέρω καί γώ άπό πού παρατηρούν προσεχτικά μία έμάς μία τά κινέζικα καινούργια κομμάτια μας μία τήν άπό άλά6αστρο προτομή τού Λίστ άπάνω στό πιάνο. Καί ζέστη, άγαπητέ, άφόρητη ζέστη. Τ' άπογεύματα πού εΙναι δλα κλειστά ξεκινάνε νά μάς κάνουν έπίσκεψη άπό κάπου δέν ξέρω μέ σκόνη άπό κάπου πάρα πολύ μακριά γέροι μέ άνοια καί πολύ σκούρου χρώματος μελαχρινά παιδιά μέ άδεια άπό καταίφι κουτιά στέκουνε σάν τίς άλογόμυγες πού σάς άνέφερα πιό πρίν καί παρατηρούν τά άδιάθετα ξανθά παιδιά μας. Μάς ζητούν χαρτομάντηλα γιά νά φτύσουνε κάτι νά φάνε καί καμιά πορτοκαλάδα χωρίς άνθρακικό νά τήν πιούν. Καί χρήματα, κύριε, χάρτινα χαρτονομίσματα τσίγκινα κέρματα χρήματα χρήματα κι άφόρητη ζέστη. Δέν ξέρω. Αυτοί οί σκούρου χρώματος άνθρωποι έν άντιθέσει μέ μάς γεννάνε συνέχεια μικρούς μαύρους 6όλους παιδιά δ ύπερπληθυσμός σ' αυτούς όφείλεται τό 6λέπετε, δέν χωράμε πιά δέν 6γαίνουμε θά μάς πατήσουν. Ε υτυχώς σ' αυτές τίς δικές τους άπομακρυσμένες περιοχές κόψαμε τό νερό οί έργάτες τού Δήμου δώσαμε έντολή 22
νά κάνουν άπεργία εχουν θαφτεί άπό σκουπίδια πολύ κακής διατροφής καί τεράστιους ποντικούς κι ετσι αρχισαν νά κυκλοφορούν μολυσματικές θανατηφόρες άρρώστιες καί ζέστη άλήθεια τώρα πο ύ τό σκέφτηκα μήπως αυτές τίς χοντρουλές τίς άλογόμυγες πού μάς παρατηρούν νά ξέρετε είμαι σίγουρη αυτοί τίς εκπαιδεύουν. Δέν μπορεί κανείς νά τούς εχει εμπιστοσύνη σ' αυτούς δ,τι ελεημοσύνη νά κάνεις. Τίς προάλλες γιά νά σάς δώσω νά καταλά6ετε πήγα νά δώσω ενα ετσι χαστουκάκι μικρό καί μού εδάγκωσε τό χέρι. Θά πρέπει νά λά60υμε όριστικά μέτρα γι' αυτούς πόσο καιρό εχουμε νά κάνουμε ενα πόλεμο μιά επιστράτευση. Τό 6ραδάκι ελάτε θά μαζευτούμε σπίτι εμείς καί μείς θά φάμε κάτι παραδοσιακό καί θά άπαγγελθούν νέοι προοδευτικοί ποιητές άλήθεια, τί γνώμη εχετε γι' αυτή τή Γώγου;
23
11 Ασπρη εΙναι ή άρία φυλή ή σιωπή τά λευκά κελιά τ ό ψύχος τ ό χιόνι οί άσπρες μπλούζες τών γιατρών τά νεκροσέντονα ή ήρωίνη. Αυτά λίγο πρόχειρα γιά τήν άποκατάσταση τού μαύρου.
Υ
24
12 Τώρα Χίτλερ καί ά Στάλιν κάναν κατάληψη στό τρίτο μάτι ζωής τώρα οί άνθρωποι μόνο στό φό60 ένωνόνταν Τά Όνειρά τους χιλιάδες χρόνια πέφτανε χωρίς ήχο στό πάτωμα σέ μιά χαραμάδα κρυ6όντ ουσαν γινόντουσαν άράχνες άπό κεί εογαινε καί μεγάλωνε καί τρεφόταν τό μόνο πράγμα πού τούς ενωνε. Τώρα οί άνθρωποι μόνο στό φόΟο ένωνόνταν Τά Όνειρά τους λυπημένες κόλλες άπ' τά παράθυρα φτερούγιζαν μέ ζωγραφιές άπό χιλιάδες καταστραμμένες εικόνες καμένα δέντρα καμένες εικόνες άλικής καταστροφής ύπερπληθυσμός παραμορφωμένα πρόσωπα άπό εικόνες καμένης άχρηστης γνώσης. Τά Όνειρά τους άσπρες κόλλες ζωγραφισμένα σ6ησμένα πουλιά χωρίς φτερά κυκλικές πολυθρόνες ιατρείων ογαίνανε άπ' τό στόμα τους μονάχα σύμφωνα λαρυγγικά κ γ Χ κ γ Χ οαθιά άπελπισμένα μ' ενα παράπονο παιδικό μέσα στή λύπη σουρνόνταν τούς σκουπιδοτενεκέδες γεμίζανε θά ξαναγινόντουσαν πολτός νά ξαναγράψουν άνθρωποι σ' αυτούς νά τραφούνε μ' αυτούς νά τούς άνακυκλώσουν Τώρα οί άνθρωποι
Ό
25
είχανε άσχημο χρώμα πρασινοκίτ ρινο καί aτό μέρος τής καρδι άς άναΌόσ6ηνε συνεχώς τό κόκκινο φώς κινδύνου ...
26
13 Τώρα δλο καί δλο καί πιό συχνά ερχονται σπίτι μου δλο καί πιό συχνά μού κάνουν επισκέψεις Μέσά μαζί μ' εναν αέρα καί μιά όμίχλη μπαίνουν ε οί αλλοι στό δωμά τιο καπνίζουνε φιλιούνται αύτοί ανάμεσά τους κάθονται μέ ρούχα σκούρα πένθιμα σά σέ δεξίωση 11 γιά κηδεία , '3' τα ρουχα τους ειναι μικρα τούς πάνε κοντά στά μανίκια θά πρέπει νά τά 'χουν δανειστεί απ' άλλους ανθρώπους ψηλούς 11 από 6εστιάριο σο6αρού ρεπερτορίου οί αλλοι στά δωμάτια κάνουνε άχρηστα πράγματα καπνίζουνε φιλιούνται παλιές ατζέντ ες πέτσινες μέ πενταψήφια νούμερα γιά νά προσδιορίσω τό χρόνο μού δείχνουνε καί 6ρεμένες φωτογραφίες ηθοποιών μέ φαγωμένα πηγούνια μού δείχνουνε γιά νά μού δείξουνε πώς μ' αγαπάνε Συνέχεια από 'να μακρινό τοπίο μέ 6ροχή πίσω από 'να τζάμι μέ 6ροχή συνέχεια κοιτάνε Δέν εχουν σώμα γι' αύτό δέν εχουν λόγο εχουν δμως νά πούν μέ ενα κύκλο φωτεινό σάν ηλιος; στό πρόσωπο σιωπηλά μέ παροτρύνουνε εγώ νά μιλήσω. .. Οί άλλοι στά δωμά τια κάνουνε άχρηστα πράγματα τά δόντια κροταλίζουνε τά δείχνουν σά γελάνε Τώρα ι
27
δλο καί πιό συχνά ερχονται σπίτι μου δλο καί πιό συχνά μιλάω μαζί τους δλο καί πιό άσκοϋμαι aτή σιωπή δλο καί πιό. . .
28
14 Κι οταν αρχίζει νά στάζει ξανά απ' τ' αντρικό καπέλο μου aτό ξυρισμένο μου κρανίο συνήθως οταν ολοι σας φεύγετε κι οί αλλοι κοιμούνται δοξαστικές γυναικείες φωνές μέ προστάζουνε νά ξαπλώσω κάτω στ ό πάτωμα νά Όγάλω νά γεννήσω ψαλίδια καί ο, ΤΙ αλλα τόσους αίώνες παραφυλανε μέσα μου σύνεργα μεταλλικά νά πάρω απ' τήν κουζίνα τό τραπεζομάχαιρο νά τού πάρω πέρα πέρα τό κεφάλι απ' τούς ώμους τό τηλέφωνο νά ξεκολλήσω απ' τίς πρίζες τό τηλέφωνο τά μαύρα γυαλιστερά όργανά τ ου τό δάχτυλο χώνω στά στρογγυλά μάτια του aτόν αριθμό μυαλό του οί μπάτσοι μέ πολιτικά μπλοκάρανε τά νούμερα οί μπάτσοι μέ πολιτικά καλούν τό νούμερό μου οί φίλοι μου τώρα θά 'χουν ολοι κρεμαστεί στά μακριά καλώδιά του κανείς δέν απαντάει ό ντίλερ καρφώνει τή σύριγγα στ όν αυτόματο τηλεφωνητή σφίγγω τό λουρί aτό μπρά τσο μου ... «στόν έπόμενο τόνο . » Ό φόΌος γεννάει συνέχεια αυγά γεμίζει τ ό σπίτι τά δόντια οί σκάλες τά μαλλιά αργά αϊματα εχει φύγει τώρα ό ήχος εχει πάψει ή ποίηση γλιστράει απ' τήν ερημιά καί μπαίνει μέσα ή τρέλα. Πού είσαστε; Πού πήγατε; ... κανείς δ έν μέ θυμάται . . . . .
29
15 Μέσα άπ' τήν παρακαμπτήρια δμίχλη συμμορία πεθαμένα παιδιά μέ κουρτίνες μπλεγμένες καί φώτα αυτοκινήτων στά μαλλιά κολυμπώντας κατεσαίνουνε σπίτια τους νά δούνε τή γιαγιά κρατώντας γιά πάντα τήν άνάσα τους νά μή τήν ξυπνήσουν . .. Τό 'χουνε σκάσει δλα άπ' τά σπίτια τους άμίλητα καί νηστικά ενα μικρό σήμα στρατούλα μπροστά άπό τήν καφετέρια στήν άδεια ταράτσα της πόλης τους στης πόλης τά πλακόστρωτα πολύσουα νερά τώρα στίς ερημες διασάσεις πο ύ περνάν μένει διακεκομμένη γραμμή άπ' τό στόμα τους μιά λυπημένη ύγρασία. Κοιτάνε μέ μάτια της μέδουσας τή φωτογραφία τους μέ τήν ποδιά. �Eχει κι αι,τή ύγρασία δέν δείχνει πιά τά κομμένα κουμπιά τίς ακριες τού ασπρου γιακά καί τήν άστεία παιδική γκριμάτσα τους στό στόμα. Ή μητέρα στόν καθρέφτη χτενίζεται. Στέκουνε μέσα του ησυχα χωρίς νά σλέπονται σρεμένα ειν αι ησυχα πάντα ητανε ησυχα ε ίναι χειμώνας κρυώνουνε μές στά νερά τά ασπρα μάρμαρα μέ τό σαμπάκι στό στόμα. Κοιτάζουν τή μητέρα πού σάφεται προσεχτικά. �Eχει πάρει τώρα κι αυτή τή νευρικότητα τών πεθαμένων. Ή άνάσα τους θαμπώνει τό γυαλί κι όπως κάνει εκείνη ετσι τό χέρι νά δεί τούς σηκώνει άπό τά μάτια τά μαλλιά τά σηκώνει άπ' τά νερά τά φιλάει στό στόμα καί κείνα π' αυτε πού κρυώνουνε πιά καί χάνονται νά ζήσουν πέρα πετώντας πέρα πολύ πολύ μακριά φωτεινές παιδικές συμμορίες τή νύχτα μ' όλα τά φώτα άναμμένα στά μαλλιά παίρνοντας μονάχα γιά νά παίξουνε άπό δώ της χοντρούλας γιαγιάς τους τ' άρχινισμένο πλεχτό ενα πεταμένο στό ρέμα σπασμένο καρότσι παιδικό τό πρώτο πρώτο άναγνωστικό κι ενα μικρό ψιχουλάκι καθρέφτη... 30
Σ' ΟΣΟΥΣ ΣΠΑΣΑΝΕ Σ' ΟΣΟΥΣ ΚΡΑΤΑΝΕ Κουρελιασμένοι απ' τ' αγριεμένα κύματα πεταμένα ύπολείμματα γιά πάντα από δώ καί μπρός στό σκοτεινό θάλαμο τής γής μέ ισκιωμένο τό μυαλό απ' τό ξέφρενο κυνηγητό τής ασάλευτης πορείας τών άστρων οί τελευταίοι απόθεσαν τό κουρασμένο κεφάλι τους θυσία στήν τελετουργία τών ανεμοστρό6ιλων καιρών. Κι άνθρωποι δέν ύπήρχανε. Κι ενα άσπρο χιόνι σιωπής σκέπασε όριστικά τίς 6υθισμένες πόλεις... 31
ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ Τότε μέσα από αίώνες σκοτεινούς περίεργα πλάσματα ξεσκεπάζονται απάνω σ' άλογα ανέμων Μέ δυό πουλιά μεταλλικά χτυπούν παντού δεξιά κι αριστερά καί μαύρου κοράκου φτερά στό καλυμμένο μέ μεμΌράνη κεφάλι Κι εχουν Όαμμένα τά στόματα καί γλώσσες αετών άρπαγμένες φωτιά εχουν οί ίδιοι ανατινασσόμενοι τη στιγμή τού ζυγιάσματος πρίν κατακόρυφα χτυπήσουν. Έχουν ξανάρθει πολλές φορές από δώ. Γνωρίζουνε έπακριΌώς τής γης τά κατατόπια. Παλιά τούς λέγανε μάγους μάγισσες αίρετικούς καί πάντα τούς καίγαν. Τώρα τούς όνομάζουνε εκδικητές καί τιμωρούς γιατί είναι νά απονείμουνε κι είναι νά πάρουνε πίσω. Καί δπως γίνεται πάντα σέ δλους τούς καιρούς οί ίδιοι πάντα είναι μέ άλλο πάντα ίδιο τό όνομα είναι πού φέρνουν αέρα Όενζίνα καί φωτιά καταγγέλλοντας στίς έπερχόμενες γενιές τό τέλος. Τή ζωή μέ μιά φλογέρα αναγγέλλουνε καί τόν ήλιο εξ αρχής ξαναστήνουν έδώ τής αδερφοσύνης κοινό εξεγερμένο κάθε πρωί στό δικό τους φλεγόμενο &μο. 32
ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ 'Ανάμεσα σ' αυτές /λέγω/ τίς ξυραφισμένες εγκοπές οπου οί ανθρωποι συνήθιζαν νά ονοματίζουν μάτια εκεί οπου ύπάρχει φυτρωμένος ενας μικρός τάφινος + σταυρός καί μιά μεγάλη γυναίκα καταθλιπτική μέ μαύρα γυαλιά κι ενα καφέ λουρί σκύλου στό χέρι σπάνε εκεί τίς τελευταίες μέρες μου μεγάλα σκοτεινά νερά σταλμένα από δυνάμεις σκοτεινές καλώντας με νά προχωρήσω... Μπρούμυτα πεθαμένοι μέ σακάκια ανεσαίνουν σταυρωτά μέσα από τά νερά τάματα μπούστο πρησμένα κολλάνε σά πεταλίθρες στό πίσω μέρος τού κρανίου μου εκεί οπου αρχίζει τό τριχωτόν μου /πεινάνε είναι πεινασμένοι ολοι τους /καταλασαίνετε/ θέλουν νά ζήσουν κό60υν εδώ πίσω μέ κοφτερές δαγκωνιές τήν τελευταία μου κοινωνική μου αμυνα αυτό πού οί ανθρωποι συνήθισαν νά ονοματίζουν μυαλό μου γι' αυτό τώρα εμένα πού μέ σλέπετε δέν τρώω δέν κλαίω δέν φοσάμαι δέν σλέπω δέν μιλώ δέν εκκενώνω δέν αντιστέκομαι είμαι αυτάρκης καί λεία τών νεκρών φωσφορίζουσα θά προχωρήσω. . 33
19 Πολλές νυχτιές δταν ζούσα άνάμεσα στούς πεθαμένους άνθρώπους μέ τά δαμμένα μάγουλα, τοποθετημένη σέ τεντωμένα σεντόνια, μέ μπηγμένα κρυφά κάτω άπ' τά μαξιλάρια μαλακά νυχάκια αθαφτων νεογέννητων μωρών, άνέδαινε άπό τό λαιμό μου ενα χλιαρό αίμα λίγο κομμένο δμως σάν αμμο, τό όποίο κατάπινα άθόρυδα, γνωρί ζοντας δτι εγώ άνάμεσα στούς άνθρώπους ήμουν εγώ ή εκλεκτή νά διαιωνίσω τό τέλος νά μήν τελειώσει ποτέ. 'Έτσι εζησα πολλούς άνόσιους θάνατους φτάνοντας στόν ύπέρτατο εξαγνισμό τίς νύχτες. Καί ειδικότερα εκείνην άκριδώς τήν ώρα δπου οί σκύλοι γίνονται λύκοι, λαμδάνοντας τά ιδιαίτερα χαρακτη ριστικά τους σάν τάξεις. Γκρίζοι ή ασπροι. Θά μπορούσε κανείς νά πεί άργότερα πώς αυτά εΙναι αποκυήματα τής φαντασίας μου ή δτι πληρώθηκα νά τά γράψω μέ σκοτεινό καί άπώτερο σκοπό νά τρομοκρατήσω τόν άποχαυνωτικό εγωιστικό ύπνο τών άνθρώπων, ιδίως κατά τάς μεσημδρινάς ώρας 'Ιουνίου 'Ιουλίου Αυγούστου. UΟμως παρακαλώ, παρακαλώ πολύ νά μέ πιστέψετε, γιατί δέν ύπάρχει εξευτελιστικότερος θάνατος από τό νά μή σέ πιστεύουνε αυτοί πού εσύ πιστεύεις. �Eτσι ισως ό άέρας φέρνει μπερδεμένα τά λόγια μου κι αυτά τά νερά πού φεύγουν πλαγιαστά άπ' τά μάτια μου δέν γίνεται νά σταματή σω... Πόσο φοδάμαι, άγαπημένοι μου, γιατί σ' αυτό τό άπάνθρωπο κυ νηγητό, σ' αυτή τήν ξέφρενη προσπάθεια νά ζήσω, ξεπέρασα τόν άνταγωνιστή καί τώρα κοιτώ στόν καθρέφτη τό δικό μου λαιμό νά γίνεται μονοκόμματος, νά παίρνει νά δγάζει τό τρίχωμα γκριζόα σπρου λύκου. Θά 'θελα γιατί σάς άγαπώ νά ρώταγα γιά συντροφιά τί ώρα εΙναι. 'Όμως ξέρω πώς πρέπει νά προχωρήσω δλομόναχη, περήφανη στήν ερημιά, γνωρίζοντας επακριδώς τήν πίκρα τών άνθρώπων. Τέλος, ζώντας λεπτομερώς δλες τίς άποχρώσ,εις τού θανάτου μου, θά συ νεχίσω νά ζώ μέ σαλεμένο μυαλό παρόλες τίς άντίξοες συνθήκες. . . 34
20 Σιωπή. Τά δήθεν ανήμπορα γυναικεία τσαλίμια μου μπροστά στά πολυεδρικά κρύσταλλα οί αισχρές αναίσχυντες γκριμάτσες μου έμπρός στούς λείους μονοτονικούς καθρέφτες δέν έχω αντίκρισμα μέσα έκεί δέν έχω είδωλο δέν εΙμαι πουθενά δέν μέ 6λέπω. Βαθιά δυό αρχαίες τρίαινες καρφωμένες μέ δύναμη έξακοντισμένες μέ φόρα απ' τά οάθη μακριά στό αγαλμά μου έφη60ς μ' ενα πολτοποιημένο φακό στό από δώ σπασμένο χέρι στά μάτια μας έκεί πού φέγγει ή ψυχή μου τυφλώνομαι γιά δέν μπορώ νά δώ δσο κι αν ανασηκώνω δσο κι αν ψαύσω τίς γάζες νά δώ ψάρι ενα μόνο μόνο του έτοιμοθάνατο φωσφορούχο χτυπημένο στήν πλάτη ανοιγοκλείνει αιώνες τό στόμα του σέ μιά έρημη χειμωνιάτικη παραλία &ποολήτων χωρίς νά πεθαίνει. Σκύλοι κοντοί μέ κοντά πόδια κόκκινοι λαδωμένοι γυαλιστεροί περνάνε τήν ασφαλτο τραοάνε μέσα απ ό 'να νιοσκαμμένο λάκκο �να μικρό παιδί μισοζωντανό μισοπεθαμένο πού σφίγγει στό χέρι του �να μικρό κουμπί νά κρατηθεί ξεσκίζονται μεταξύ τους δαγκώνονται τό σκυλεύουν ποιός θά φάει τό κεφάλι έκεί πού λάμπει τό μυαλό τό παράχωσε ή μάνα του τάχα αφηρημένη έκεί γιατί έκλαιγε τίς νύχτες πού πηδιότανε πολύ , j5
δέν ήσύχαζε ούτε μ' εγκαύματα ούτε μέ σιρόπι άναισθητικό πολύ ενοχλούσε. Μιά στριγκιά φωνή πού ερχεται άπό κάπου κοντά άόριστα κάτι μού θυμίζει κάτι πού μ' εκνευρίζει κάτι μ' ενοχλεί ή προέκτασή μου εΙναι γλίστρα σέ πάγο στό κενό σιωπή. Στή σιωπή παγώνω. Στόν πάγο σωπαίνω. Ε ίναι μιά μακρόστενη τυφλή ταξιθέτρια πού μέ ταπεινώνει πού μέ σούρει άπ' τά μαλλιά μέ 6άζει μέ τ' άντρικά σκαρπίνια της κάτω νά 6άλω τό κεφάλι στά γόνατα καί τά γόνατα διπλωμένα μπρός σ' ενα κατουρημένο πρόγραμμα νά προσευχηθώ μέ 6άζει πόσες φορές άκόμα θέ μου νά ύποταχτώ νά πάρω πόζες πελώριες κεραυνόπληχτες άγαλμα άκίνητο άκούνητο άρχαίας τραγωδίας μόνη μου μέ τά χέρια μου νά 6γάλω νά σκίσω άπ' τή φωνή τό στόμα άπ' τό στόμα τήν ψυχή νά 6γάλω παρατεταμένη μεγάλου τρόμου γοερή κραυγή εχει κλείσει τό στόμα της μέ πρασινοκίτρινο μαντήλι καταδρομών εχει δύο άραιά 6ραδύνοα κοτίσια μάτια εχει ενα σιδερένιο μηχάνημα ορθοπεδικό στό πόδι καί μιά αυτορυθμιζόμενη φωτογραφική μηχανή. Τώρα. Άκίνητη. Μέ διατάζει. Άκούνητη. Έκεί. Θέλει άναμνηστική φωτογραφία νά μού πάρει θέλει σέ άρνητικό νά μού πάρει τήν ψυχή θά τή μοσχοπουλήσει τοποθετει στά παρατεταγμένα 60υνά μεγάφωνα. Ήλεκτροφόρα καλώδια άντένες θανάτου. Ά6άντι Μαέστρο. Μπαίνεις. ΤΩΡΑ ή μουσική. . . αΕνα μικρό χτυπημένο πισώπλατα ψάρι μέ παραπονεμένο άπελπισμένο μάτι μέ 6λέπει μέ κοιτάει μέ καλει μέ παρακαλεί μέ προκαλει νά τό σκοτώσω άν θέλω νά ζήσει τό παιδί ενα άπ' τά δυό πρέπει νά ζήσει. Μιά άλκοολική κομπάρσα τρελή φορώντας τή σιδερένια μάσκα τής πρωταγωνίστ ριας
36
κατηφορίζει κατεοαίνει σοήνει τήν κάφτρα της στά ο{,λα τού παιδιού τού ανοίγει στά χλωμά του μάγουλα κουμπότρυπες τρυπίτσες τώρα δέν κλαίει αυτό εΙναι πιό πάνω απ' αυτό σωπαίνει πεθαίνοντας πεθαίνω σιωπώντας αυτή ή όμοιότης μέ τό ρόλο μέ τήν κομπάρσα τήν τρελή ή στριγκή φωνή οί κομματιασμένες ασύνδετες κινήσεις αυτό πού κουοαλάει καθένας στόν αέρα στίς κινήσεις στά μαλλιά μέ φέρνει όλοένα καί πιό κοντά δέν ειναι αόριστο δέν ειναι φανταστικό δέν είναι τυχαίο πρέπει νά ένώσω νά τά σμίξω νά ένωθώ γιά νά δώ νά πάψω τά δήθεν ανήμπορα γυναικεία τσαλίμια μου μπρός στ ά διακοσμητικά κρύσταλλα μπρός στό φιλάρεσκο αισχρό γυαλιστερό καθρέφτη νά ογάλω τ' ακόντιο τ ού εφηοου απ' τά μάτια μου καί τ' δ.λλο μου εγώ μικρό κακόμοιρο χτυπημένο ψαράκι νά καρφώσω τ' ακόντιο καλά οαθιά σφήνα μέσα μου νά καρφώσω απ' τά οάθη μακριά δλες τίς αγέλες τίς ϋαινες δλες τίς έχιδνες τή μητριαρχία δλες τίς αναίσχυντες μητέρες πρέπει νά ορώ τρόπο. Μονάχη μου. Νά αποδείξω. Συγνώμη.
37
21 'Ε δώ πού εφτασα 'Εδώ Μέ φριχτούς πόνους παντού Στά διαμελισμένα καί πρόχειρα 6αλμένα μέλη μου Στά τοιχώματα τού ραγισμένου κρανίου μου Στίς εξόδους τού μυαλού μου Στήν πεταμένη στό 6όρ60ΡΟ Μέχρι θανάτου λυπημένη ψυχή μου Ζητώ
Ν ά μού δοθεί ή Χάρις Τά εγκλήματα δλων τών δολοφονημένων νά επωμιστώ Τό θρησκευτικό φανατισμό τών οργισμένων Τήν απόφαση γιά ζωή τών θανατοποινιτών Τήν απόφαση γιά θάνατο τών αυτοκτονημένων Τών αγγέλων τήν πύρινη ρομφαία νά μού δώσεις τά φτερά Τό εκδικητικό σκήπτρο τών δαιμόνων Ν ά είμαι εκεί 'Όπου δέν φτάνει ποτέ τού ήλιου τό φώς Νά εκδικηθώ δλων τών φυλακών τ' ανήλιαγο σκοτάδι Δαιμόνισσα μέ τούς κακούς Ταπεινή στούς ταπεινούς Θάνατος στούς θανάτους Γονυπετής, πρίγκιπα Μέ φριχτούς πόνους παντού Στό σώμα στήν ψυχή καί στό μυαλό Στό όνομα τής ζωής 'Έτοιμη γιά πάντα νά εκτοξευτώ Σού προσφέρω κατάμαυρο ρόδο τή ζωή μου Καί ζητώ ΥΑτομο εγώ Ύπέρτατα εγωιστικό Τό ύπέρτατο δραμα Ζητώ νά μού δοθεί Τής δύναμης τού Άδυνάτου. 38
22 Ήχοι τώρα . .. ... 6αλσαμωμένοι αετοί απολιθωμένα φτερά ξεδιπλώνουνε μού σπάνε τά τύμπανα τ' αφτιά μου πονάνε Ήχοι τώρα περιστρεφόμενα κεφάλια σ' άναστρο ουρανό ψάχνουν αιώνες στή γή τό ουράνιο σώμα τους πίσω από ανεμίζοντα κρέπια ετη φωτός μέσα από αγαλμάτων παγωμένα 6λέφαρα πετρωμένα δάκρυα τρέχουνε μέ 6λέπουν... μέ κοιτάνε... Ήχοι τώρα καρφωμένοι σ' αλόγων ποδο60λητά κάμες δόρατα ξίφη σπαθιά σκαλιστά ξανά ξανά φτάνουν ξανά από τά πέρατα από τά 6άθη τής 'Ιστορίας Ποιός; Ποιός δέν ακούει; Ποιός κάνει τώρα πώς δέν τούς ακούει; . . . Φωνές. Παντού. Φωνές. Ψηλές στεντόριες αγκυλωτές νεκρών παρθένων ιαχές σατανιστές πυρσοί ρέκ6ιεμ προφήτες μεσίες σταυροί κατηφορίζουνε σηκώνουν αίμα 60υνά από σκόνη ανεμίζουνε αναμμένα κλαδιά τά ύψωμένα χέρια τους δοξαστικά αλληλούια θανάτου Ήχοι τώρα μεσίστιοι στά έπταπύργια ξεδιπλώνονται 60υές κουρελιασμένες διάτρητες δίνες μελανιασμένες οί γερασμένες στρατιές λυγάνε πέφτουνε μαζί μέ τίς παντιέρες τους γκράπα γκρούπ γκράπα γκρούπ μέ ξυλοπάπουτσα οί καινούργιες τίς παντιέρες σηκώνουνε πάνω στίς γερασμένες πατάνε περνάνε σ' ενα τούνελ κλειστό κυκλικό πού δλο καί κλείνει πουθενά προχωράνε. . . 39
'Ήχοι τώρα λοστών REX REX REX REX Τοπία ψοφιμιών μολύνουν τά UΔατα όρνεα καταστολής ϋαινες στήν περίπολο δέν αφήνουν τά ίερά κόκαλα τών νεκρών αδερφών μου νά θάψω τά μάτια μού ράψανε δέν ογαίνουν τά όνειρα δέν μπορώ πιά νά κλάψω 'Ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι λ επρό γυρνάει τίς νύχτες στά όνειρα τών επιζώντων φίλων μου γυμνή τούς δίνει τό στόμα της μολύνει τά τελευταία καθαρά ερωτικά όνειρά τους μέσα στή νύχτα γιά νά μήν τελείως χαθώ κρατάω στά χέρια μου ενα μικρό οιολίο μέ ποιήματα ενα ορεμένο κουτάκι μέ σπίρτα σ' Όσους ακόμα αχνοφέγγουνε πετάω μέ Όση δύναμη μού απόμεινε μιά χάρτινη σαίτα σ' αναστρο ουρανό.
40
23 Περπατώ. Περπατώ. Περπατώ. Μέ ραμμένες τίς τσέπες μου στό ξύλινο παλτό μου. Περπατώ επαναληπτικά. Έπαναληπτικά περπατάω. Δέν κουοαλάω τίποτα. Δέν εχω νά κρύψω τίποτα δέν εχω νά χώσω τά χέρια. Περπατώ μέ τά χέρια στή οροχή πάνω σ' ενα μεταξένιο σκοινί -λώρο όμφάλιοπού ένώνει τόν ουρανό μέ τή γή τά πάνω μέ τά κάτω. Προχωρώ μέ οραχυκυκλωμένους προοολείς χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω. Περπατάω παράλογη σ' αντιστραμμένη λογική δίκαιη μόνο κι αποφασιστική νά κάνω πράξη δλα δσα εχω σκεφτεί νά κάνω πράξη δσα εχω γράψει. Τραοάω τό σκοινί ακόμα πιό κεί προχωρώ ενα οήμα πιό πέρα. Τό κεφάλι μου πλησιάζουνε αγνωστοι μυστήριοι πλανήτες. Γλάροι καί καταδιωκτικά αστρικά μ' ακολουθούν σάν ύπέρηχο πλοίο. Βρέχει κάτω στίς γέφυρες τής γής... Στή μαύρικη 'Ορλεάνη. Βρέχει οροχή ραοδωτή Στουρνάρα Ζαίμη' Αραχώοης Μπενάκη. Πέφτει λοξά στή μούρη μου πού φιγουράρει στίς ορώμικες Οιτρίνες. Μέ κοιτώ. Οί ατζέντηδες μού 'χουν τραοήξει δυό χαρακιές μέ δείχνουν πώς γελάω. Περπατώ κυκλωμένη από μπουνιές απ' αγριεμένες φωτιές από γιούχα καί ζήτω. Οι λυπημένες κερκίδες μέ παροτρύνουνε νά καρφώσω στά δίχτυα τό γκόλ νά γράψω 3-1. Μ' εχουν μαρκάρει οι διακεκριμένες στενά ορώμικα τώρα πρέπει νά μπώ μαζί μέ τήν μπάλα στά δίχτυα τους μέσα. Περπατώ χριστιανή στούς αντίχριστους μαύρη κι αΘεη στών Κού-Κλούξ-Κλάν τό γκέτο. . . 42
Είμαι οαθιά λυπημένη. Μιά λύπη πΟ'ύ δέν εχει όνΟ'μα. Μιά λύπη πΟ'ύ δέν εχει ξανά πΟ'τέ γραφτεί. Ό σκΟ'ρπιός δταν κυκλώνεται καρφώνει τήν συρά μέ τή δαγκάνα τΟ'υ άπάνω τΟ'υ. Τήν καρφώνει στό σώμα. Γλιστράω... παρεστιγμένη. . . σ' αιώνες σιωπής σ' αιώνες παγετώνων. ΚΟ'λυμπάω σέ χιΟ'νισμένες πλατείες τής γής. ΚΟ'λυμπάω σέ δέντρα ψηλά δπΟ'υ πλέΟ'υνε κΟ'υνώντας τό κεφάλι τΟ'υς κατατΟ'νικΟ'ί κρεμασμένΟ'ι. ΚΟ'λυμπάω μ' απλωτές. Αν σταθώ μιά στιγμή τό χιόνι αθόρυοα ϋπΟ'υλα ανεΌαίνει στήν καρδιά μΟ'υ. Περπατάω ανάσκελα μ' απλωτές ή σιδερένια μπάλα τής κακόφημης φήμης μΟ'υ μΟ'ύ 'χει πληγιάσει τό πόδι τά χρωματιστά γυαλάκια τών εκδόσεων πλέΟ'υν στό αίμα μΟ'υ σιωπηλά στρατιές στΟ'χεύΟ'υν στό μυαλό μΟ'υ ανασαίνω... αργά... ασθματικά. . . Μυρίζει ό αέρας παντΟ'ύ καμένΟ'υς κρΟ'τάφΟ'υς. ΛόφΟ'ι από παράταιρα παπΟ'ύτσια λιντσαρισμένων πΟ'ύστηδων κλείνΟ'υν γιά πάντα τό τΟ'πίΟ'. Σπάω. Κανένας πιά δέν θά τά ξαναφΟ'ρέσει. Τώρα είμαι ανίκανη. Φ σ Ό ά μ α ι . Είμαι καί γώ σάν κι αυτΟ'ύς. ΕΙμαι καί γώ ρημαγμένη. ... Τά ρΟ'υθΟ'ύνια μΟ'υ πεταρίζΟ'υν ανήσυχα.. . Μυρίζει ό αέρας παντΟ'ύ γενετήσια αστυνΟ'μική οσμή. Ό αέρας φέρνει γαυγίσματα γερμανικής αστυνΟ'μίας. .. Τώρα πρέπει νά κατεοάσω τό γενικό νά σωθώ. Τώρα πρέπει νά κάψω τόν ψεύτικΟ' δισταγμό τής αυτΟ'συντήρησης νά ζήσω. Νά καταστείλω τήν καταστΟ'λή. Νά πρΟ'χωρήσω... ΠρΟ'χωρώ. Τό δάχτυλό μΟ'υ οΟ'υτάω στό ΘΑΝΑΤΟΣ στόν αέρα γράφω μέ κίτρινΟ' Θέλω-ΜπΟ'ρώ-Είμαι. ΠρΟ'χωρώ. 'Εδώ. Κάτω στή γή. ΜπάσταρδΟ' παιδί τών γήινων. Αυτής τής απάνθρωπης αισχρής σκευωρίας δπΟ'υ κανείς δέν πεθαίνει από γηρατειά. V
43
, Απ' τόν επίδεσμο στό κεφάλι μου πάλι τά ιδια π άλι μού τρέχουν αϊματα. Γυρνάω σπάω τά δάχτυλά μου ανάποδα. Τά σπάω. Ξανά. Ξανά αυτοακρωτηριασμός. Ποτέ πιά δέν θά ξαναγράψω. Τά χέρια μου γίνονται γάντζοι. Μαρκαδόροι μεταλλικοί. ΑΠΕΒΙΩΣΕ γράφω. Χτυπάω μέ ήχο τόξου μεταλλικού τά κουδούνια. ΚΑΜΙΑ ΑΛΙΚΗ ΔΕΝ ΜΕΝΕ Ι ΠΙΑ ΕΔΩ χτυπάω. , Ανοίγω. 'Ανοίγω τό οήμα πιό γρήγορα. Πιό γρήγορα. Πιό γρήγορα. 'Ανοίγομαι προχωράω. Τά δάχτυλα σηκώνονται μόνα τους από τά κρεματόρια τής γης. Αρχ ίζω νά Όρέχω νά ορέχω νά Όρέχω αλλάζω Όρέχω , μετουσιώνομαι Όρέχω γίνομαι Όροχή Όροχή οροχή ραοδωτή μεταλλική οροχή σιδερένια ΣΠΑΣΤΗΣ ΛΟΣΤΟΣ ΛΟΣΤΟΣ ΛΟΣΤΟΣ ΣΠΑΣΤΗΣ. Κεντράρω τή μήτρα τής φάτσας μου στίς αλεξίσφαιρες Όιτρίνες. Τίς σπάω. Λόφοι από παράταιρα παπούτσια /άδειες κερκίδες! πλακάκια παγωμένα/ άχρηστα διαΌατήρια /σύριγγες γιά πουθενά/ Θά ζήσω. Ε ί μαι Όροχή είμαι απάντηση είμαι απόδειξη θέλω δλα τά θέλω δλα πίσω δέν πιάνομαι αόρατος κλοιός μέ προστατεύει ε ίμαι χρυσόσκονη είμαι τά χρώματα είμαι γλαράκι τού Μισισιπή είμαι τά νέγρικα τά μπλούζ είμαι ή Νέα 'Ορλεάνη είμαι αγόρι πολεμιστής γυναίκα είμαι γυναίκα καί παιδί ε ίμαι αέρας ανασφαλής στή νέκρα τής γης είμαι εγώ τά ποιήματα Όαθιά κάτω απ' τή γη πού κουνιέται. Μπορώ. Μπορώ. Γράφω ξανά. Δέν θά ακρωτηριαστώ τά δάχτυλά μου πήρανε τής κάθαρσης φωτιά. Περπατώ. Μ' ενα παλιοπαντέλονο. Μέ τίς αισθήσεις μου αναμμένες. Ε ίμαι θέλω μπορώ Γιατί μπορώ μπορώ μπορώ επαναληπτικά ν' αγαπ άω. . . 44
24 Σουρουπώνει ετσι στό πίσω μέρος τού λόφου στό ξέφωτο. . . Φεγγάρι νοσοκόμα μισό καιροφυλαχτεί πίσω άπ' τά δέντρα νάνους της οουλης μέ μιά σύρι γγα σκουριασμένη στραοή στούς νεκροθάλαμους άναμονης της γης μού γνέφει σσσ-σώπα. . . Ή οία μέ οάτες τετράγωνες στύλ Λώρην Μπακώλ καί φονικά οελόνες τακούνια κάνει σουλάτσο στά ορώμικα νερά της γης ογάζει τά μάτια παλιών ηθοποιών άπ' τά ξεθωριασμένα ταμπλώ πού στριμώγνονται νά ογούν φωτογραφία. . . Μπροστά στίς ΕΒΓΕΣ τά παιδιά άλλάζουνε τά παγωμένα χέρια τους μ' ενα λιωμένο παγωτό ξυλάκι νύφες άπ' αλλες γειτονιές σκαλώνουνε στίς σκοτεινές πλαγιές κι άπλώνουν τίς πλερέζες τους... ΕΓΩ ΠΟΣΟ ΧΡ ΠΟΣΟ ΧΡΟ ΠΟΣΟ ΧΡΟΝ ΠΟΣΟ ΧΡΟΝΩ ΠΟΣΟ ΧΡΟΝΩ ΠΟΣΟ ΧΡΟΝΩ ΝΑ Ε ΙΜΑΙ ΓΩ Πώς ορέθηκα εγώ εδώ στραγγαλισμένη μ' ενα ηλίθιο ξεπερασμένο πανώ καί μ' ενα διφορούμενο ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΕΙ ηοιός μέ παράτησε γυμνή νά αίωρούμαι στόν αίθέρα μονάχα μέ τή ρόζ τή ζέρσεϋ κομπινεζόν της μάνας πού σιχαίνομαι γεμάτη άπό πίσω μέ ξεραμένα αϊματα καί τήν επίσημη γόοα τής μάνας τής μάνας μου πού 'ναι κι αύτή πολύ καιρό πεθαμένη "Α, πόσο ψηλά μόνη μ' άνεοάζει τό μεταλλικό μπαλόνι τού γκαζιού πού μού δέσατε τάχα γιά νά μή χαθώ 45
όμόφυλες φιλενάδες μου ψηλά στόν αέρα. . . Ή μνήμη τών πουλιών είναι ή διάταξη τών αστρων ή μνήμη τών ανθρώπων είν' τά ταξίδια τών πουλιών κι οί πάσσ"αλοι -ταξίδια κοπαδιώνπού τούς κρατάνε κάτω... Μιά φωτεινή επιγραφή αναΌοσΌήνει εναλλάξ στά μάτια μου εΙναι καλά κάτω στή γή πού οί γιαγιάδες Όγάζουνε τά μάτια τών παιδιών μέ τίς Όελόνες τού κεντήματος. Δέν θά μπορέσουνε νά τά μεταχειριστούν πολύ Δέν θά μπορέσουνε νά διαΌάσουνε δπως εγώ τήν εννοια χ ρ η σ ι μ ο π ο ι η μ έ ν η . Α, νά κι οί «συντρ
•
46
, Ακέφαλα πτώματα πού τρέμετε πίσω απ' τά ποιήματα μήν τύχει καί γίνει δ άνθρωπος ποιητής στή ζωή του. Κρύο. 'Από παντού. Κάνει πολύ κρύο. Μάτια στενόμακρα έργοδοτών νταοατζήδων δλων τών είδών γεννάνε στή γη παιδιά μέ στίγμα μές στό αίμα μου. Ή μήτρα μου είναι πρησμένη από έπικείμενο θάνατο. Κανείς δέν θά μέ ξανακουμπήσει. Τό καπέλο μου από δώ σέ απόσταση τρέλας καί θάνατου μέ σήματα φωτεινά ψη λά τό σηκώνω χαιρετώ τά παιδιά/τούς φίλους πού δέν γνώρισα τό καπέλο μου μέσα απ' τή νύχτα της απομόνωσης ψηλά ψηλά στή ζωή τό σηκώνω. Βία ζωντανοί. Βία στίς ϋαινες. Βία στή οία στούς έμπόρους τών νεκρών της γης τό τελευταίο ίσως σημα μου σάς στέλνω μέσα απ' τήν παγωνιά μ' εχουν ζωσμένη οί λύκοι τό καπέλο μου τό τελευταίο ίσως σήμα μου δίνω μιά καί τό πετώ σ' δσους θά ογούν καί σ' δσους απόμειναν αγριεμένους ανέμους.
47