ΑΝΤΟΝΥ ΑΝΌΚΕννΈδ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΤΑΟΣ Β' ΕΚΔΟΣΗ
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΤΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Α Θ Η Ν Α 19 8 7
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Πρόεδρος
ΣΤΕΛΙΟΣ Π . ΠΑΝΑΓΟΠΟΤΛΟΣ,
ΡΩΝΟΣ,
Γενικός Γραμματέας
τ ιλ η ς ,
Μέλη
Αντιπρόεδρος
Γ . Π . ΣΑΒΒΙΔΗ Σ,
Ταμίας
Ν ίΚ Ο Σ Σ Β Ο -
ΓΙΩ ΡΓΟΣ Δ Ε Ρ -
Μ α ν ό λ η ς Α ν δ ρ ό ν ι κ ό ς , Δ . Ν. Μ α ρ ω ν ι τ η ς , Ν ι κ ο ς
Π α π α ν τ ω ν ιο τ , Β α ς. Β λ. Σ φ τ ρ ο ε ρ α ς , Μ α ν ό λ η ς
Διευθυντής τον *Ιδρύματος
Χ ατζη δακη ς
Ε. X . Κ Α Σ Δ Α ΓΛ Η Σ
Α Ν Τ Ο Ν Υ ΑΝ ϋ ΚΕ\ ν Ε5
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΤΛΟΣ Β' ΕΚΔΟΣΗ
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Α Θ Η Ν Α 1987
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΤ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Στό βιβλίο αυτό ό συγγραφέας αντιμετωπίζει δλες τις πτυχές τον κοινωνικού σχηματισμού καί μετασχηματισμού τής ύστερης αρχαϊκής καί τής κλασικής περιόδου τής Ελλάδας. Α ντιλαμβά νεται, άλλά χωρίς υπερβολές, τό ρόλο του οικονομικού παράγοντα στη διαδικασία αύτή καί τόν αναλύει πειστικά. Ξεκινά άπό τή φυλετική διαίρεση καί οργάνωση τών πολιτών στίς αρχαϊκές πόλεις-κράτη καί φτάνει ώς τήν πολιτική διαίρεση καί οργάνωση κατά δήμους στήν εξελιγμένη μορφή τής δημοκρατίας, περνών τας μέσα άπό τήν κοινωνιολογία τής έργασίας, τής δουλείας, τών επαγγελμάτων καί τών τριών φάσεων τής οικονομίας. *Αναλύει τόν κοινωνικό διαστρωματισμό μέ βάση τόν οικονομικό καί κοι νωνικό ρόλο τών γαιοκτημόνων, τών χωρικών καί τών άποίκων, τών έμπορων, τών ((δημιουργών» καί τών δούλων. Δίνει εύστοχα τις βασικές γραμμές του κράτους καί αύτοϋ πού σήμερα θά ονο μάζαμε ((κυβέρνηση», καθώς καί του μηχανισμού τής δικαιοσύ νης καί τών δικαστηρίων, καί κλείνει μέ τήν ανάλυση τών κοινω νικών αξιών καί τών κοινωνικών τάξεων. Καί δλα αύτά σέ λόγο τοΰ ((ήσσονος τόνου)). Πουθενά δέν τό λέει ρητά, άλλά καί που θενά δέν φαίνεται νά τό έχει ξεχάσει, δτι ((άπό τήν άποψη τής κοινωνικής προόδου ή άρχαία 'Ελλάδα άποτελεΐ τήν παιδική ή λικία τής άνθρωπότητας)). Είναι μοναδική ή Ικανότητα του όξφορδιανοϋ ελληνιστή νά γράφει πιιιΐία ίη ρατνο καί νά πείθει ήρεμα. Τό πρώτο τόν ο δηγεί σ* ένα ϋφος πυκνό καί έλλειπτικό, κάποτε στρυφνό, φαι νόμενο ασυνήθιστο στήν αγγλική γλώσσα. Τό δεύτερο είναι απο τέλεσμα τής βαθιάς σοφίας καί τής νηφάλιας σκέψης του, καί δέν 7
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια νά τό πετύχει. "Εχει συνεχώς κάτι απροσδόκητο νά σου πει καί ξέρει πώς νά τό κάμει, είναι διαλεκτικός καί χαμηλόφωνος, στοιχεία δηλαδή πού άπό άποψη πληροφοριακή κάνουν ενα κείμενο ελκυστικό, απολαυστικό καί, κυρίως, χρήσιμο. 'Η μετάφραση αγωνίστηκε νά Ισορροπήσει άνάμεσα στό γράμ μα και στό πνεύμα του πρω τοτύπου. 5Αφιερώνεται στόν ϊδιο τό συγγραφέα, ομότιμο Κ αθηγητή Αηίοπΐ} ΑηάτβΗ'βδ, τόσο γιά τήν αγάπη του πρός τόν αρχαίο ελληνικό λαό, πού τήν εδειξε μέ τϊς πολυάριθμες και εμβριθείς μελέτες του, δσο καί γιά τή συμπαρά στασή του πρός τόν τωρινό ελληνικό λαό, πού τήν εκδήλωσε μέ τή γενναία στάση του στή διάρκεια τών δύο τελευταίων κατοχών τής χώρας μας, 1941-44 (πολέμησε τούς Γερμανούς στήν Πε λοπόννησο πλάι στούς ελληνες πατριώτες τ ή ς 5Εθνικής μ α ς 5Αντί στασης) και 1967-74 (αγω νίστηκε γιά τήν αποκατάσταση τής δημοκρατίας στόν τόπο δπου γεννήθηκε). Α. Π.
Οί ύποσημειώσεις σέ άγκύλες έγιναν άπό τό μεταφραστή.
8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τά δρια αντοϋ του βιβλίου πρέπει νά καθοριστούν εκ τών προτέρων. Ό λαός πού έμεΐς ονομάζουμε «Γραικούς)) ονόμαζε τόν εαυ τό του «"Ελληνες», δπως και οί απόγονοί του σήμερα, και ή κύ ρια γεωγραφική του βάση ήταν περίπου ή Ϊδια μέ τής σύγχρονης Ε λλάδας, ή έλληνική χερσόνησος καί τά νησιά τού Α ιγαίου.9Αλ λά κατά τό μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου πού μάς απασχολεί έδώ ή προσωνυμία «"Ελληνες» δέν κάλυπτε απόλυτα πολλές άπό τις ορεινές φυλές στά βόρεια ή στά βορειοδυτικά τής χερσονήσου, ένώ άσφαλώς περιλάμβανε τις ανατολικές ελληνικές άποικίες στά δυτικά παράλια τής σημερινής Τουρκίας, τις δυτικές ελληνικές πόλεις τής Νότιας 'Ιταλίας και τής Σικελίας καί δλες τις άποι κίες πού ήταν διάσπαρτες στις άκτές τής Μεσογείου και τής Μαύ ρης Θάλασσας. *Αν καί ή προϊστορία θά μάς απασχολήσει κάπως κι αύτή, τό κύριο ένδιαφέρον μας θά στραφεί στόν πολιτισμό πού άρχισε νά άναπτύσσεται μέ τήν εισαγωγή τής γραφής πριν άπό τό τέλος τού 8ου αιώνα π.Χ., εκείνον πού άπέκρουσε τήν περσική είσβο λή του 480, διασπάστηκε κατά τόν μακροχρόνιο Πελοποννησιακό Πόλεμο πρός τά τέλη του 5ου αιώνα και νικήθηκε άπό τή Μακεδονία τό δεύτερο μισό του 4ου αιώνα. Στόν πολιτισμό αύτόν διακρίνουμε συμβατικά μ ιά αρχαϊκή περίοδο, πού τελειώνει γύ ρω στό 500 π.Χ., καί μ ιά κλασική περίοδο, πού καλύπτει τόν 5ο αιώνα και τό μεγαλύτερο μέρος του 4ου, ένώ ή περίοδος άπό τό θάνατο τοϋ Μεγάλου 5Αλεξάνδρου, τό 323, ώς τήν τελική κα τάκτηση άπό τούς Ρωμαίους ονομάζεται ελληνιστική. *Οπως ή άγγλική ή ή εύρωπαϊκή ιστορία χωρίζονται συμβατικά σέ αϊώ9
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
νες, έτσι καί έδώ ενας εξίσου συμβατικός χωρισμός διευκολύνει τους ιστορικούς, χωρίς νά ορίζει σημεία αιφνίδιας και ριζικής αλ λαγής. 'Ωστόσο ή κλασική 'Ελλάδα στό σύνολό της είναι αισθητά διαφορετική άπό τήν αρχαϊκή. *Αν πρέπει νά τραβήξουμε κάπου μ ιά διαχωριστική γραμμή, ή μεταρρύθμιση τον Κλεισθένη στήν 5Αθήνα τό 507 άποτελεΐ ενα καλό ορόσημο, δπως καί οι πόλεμοι μέ τήν Περσία, πού κορυφώθηκαν μέ τήν εισβολή τον 480. 01 προϊστορικοί "Ελληνες τής μυκηναϊκής έποχής ( 2ο κεφά λαιο ) μάς ένδιαφέρουν μόνο στό βαθμό πού όί μύθοι γιά τή λαμ πρή έκείνη έποχή ( περίπου 1600-1200) έπέζησαν, λίγο πολύ πα ραμορφωμένοι, καί οι πραγματικοί ή φανταστικοί ήγεμόνες της ύπήρξαν πρωταγωνιστές τής ήρωικής έκείνης έποχής πού ανα πολούσαν δλοι οι *Ελληνες. Οί ((σκοτεινοί αιώνες)) πού άκολούθησαν τήν κατάρρευση τών μυκηναϊκών βασιλείων είναι άκόμη πιό σχετικοί μέ τό θέμα μας, γιατί άποτέλεσαν τή διαμορφωτική περίοδο πού κατά τή διάρκειά της θεμελιώθηκαν οί θεσμοί τής αρχαϊκής 'Ελλάδας. Είναι σκοτεινοί άπό τήν άποψη δτι γιά διά στημα μεγαλύτερο άπό τέσσερις αιώνες ή 'Ελλάδα ήταν έντελώς αναλφάβητη: άπό τήν έποχή έκείνη δέν μάς σώθηκε καμία γρα πτή μαρτυρία. "Ετσι, πολλές άπό τίς αναζητήσεις μας σ5αύτό τό βιβλίο όδηγήθηκαν σέ αδιέξοδο, δταν εφτασαν στις πρώτες κα ταβολές τών ζητουμένων, πού ήταν άδύνατο νά έρευνηθοϋν, έπειδή αγνοούμε τί γινόταν στή διάρκεια τών σκοτεινών αιώνων. Αύτά εΐναι θέματα μεγάλα, καί ειδικότερα ή μυκηναϊκή έποχή, δπου νέες ανακαλύψεις καί καινούριες ερμηνείες ένδέχεται, άκόμη καί τή στιγμή πού τυπώνεται ένα βιβλίο, νά μεταβάλονν ριζικά τήν εικόνα. Δέν έπιχειρήσαμε κάν ένα πλήρες διάγραμμα, άλλά περιο ριστήκαμε κνρίως σέ δύο πηγές, πού μάς άποκαλύπτονν καλύτερα τήν κατάσταση τής κοινωνίας στήν έποχή τονς: γιά τή μνκηναϊκή έποχή, στις πινακίδες πού είναι γραμμένες στή λεγάμενη <(Γραμμική Β )), πού ή άποκρνπτογράφησή της άπό τόν ΜίοΚαεΙ VβηΐΓΐ8 τό 1952 έδειξε δτι είναι έλληνική * γιά τούς σκοτεινούς 10
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
αιώνες βασιστήκαμε στά ποιήματα τον ' Ομήρου, πού αφηγούνται δύο Ιστορίες τής ηρωικής έποχής, άλλά τό κοινωνικό υπόβαθρο πού απεικονίζουν φαίνεται νά ανήκει σέ μεταγενέστερη έποχή, τότε πού ή Ε λλάδα ειχε πιά ηρεμήσει άπό τις ταραχές και τις μεταναστεύσεις. Δέν επιχειρούμε έδώ νά έξ ιστορήσου με διεξοδικά τήν αρχαϊκή και τήν κλασική περίοδο. Τά κυριότερα γεγονότα τά σημειώνου με στόν πίνακα χρονολογιών στό τέλος του βιβλίου, ένώ στό 4ο κεφάλαιο προσπαθήσαμε νά χαρακτηρίσουμε τις κύριες περιό δους και τά σημαντικότερα ορόσημα τής πολιτικής ιστορίας. Πα ρακάτω (5ο-12ο κεφάλαιο) εξετάζουμε, μία πρός μία, τις ποικί λες δψεις τής έλληνικής κοινωνίας σέ δλη τή διάρκεια τής ιστο ρίας της ως τή μακεδονική κατάκτηση. Δέν συζητούμε συστημα τικά τήν τέχνη ή τή λογοτεχνία, και έλπίζουμε δτι κανένας άνα γνώστης αύτών τών σελίδων δέν θά συμπεράνει δτι θεωρούμε αύτά τά θέματα άσήμαντα' έπίσης, δέν είμαστε αρμόδιοι νά συ ζητήσουμε υπεύθυνα τις συγκεκριμένες αρετές τής έλληνικής φι λοσοφίας. Ουτε άσχοληθήκαμε πολύ μέ τις λεπτομέρειες τής κα θημερινής ζωής. Γι αυτά τά θέματα υπάρχουν ειδικά εγχειρίδια. Προσπαθήσαμε κυρίως νά καθορίσουμε τά βασικά και διακριτικά γνω ρίσματα τής έλληνικής κοινωνίας, υπογραμμίζοντας Ιδιαίτε ρα τούς παράγοντες μέ τούς οποίους δέν είναι πολύ έξοικειωμέ νος ό μέσος σημερινός άναγνώστης. 01 ειδικοί θά πουν Ϊσως δτι παραμελήσαμε πράγματα πού αυτοί τά θεωρούν σημαντικά ή δτι έπιμείναμε σέ άλλα πού τά θεωρούν επουσιώδη. 9Αλλά σέ τέτοια ζητήματα ή επιλογή δέν μπορεΐ παρά νά είναι υποκειμενική, και άναγκαστικά κριτήριο άποτελεΐ ή γνώμη τού συγγραφέα γιά τό τ ί είναι χαρακτηριστικό ή σημαντικό. 'Η άπόφαση νά σταματήσουμε στήν κατάκτηση τής 3Ανατο λής άπό τόν 3Αλέξανδρο μάς προβλημάτισε πολύ περισσότερο. 'Η ζωή τών παλαιό τερών ελληνικών πόλεων εξακολούθησε και μετά τήν κατάκτηση, και ή σπουδή τής ελληνιστικής έποχής δίκαια 11
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
συγκεντρώνει δλο καί μεγαλύτερο ενδιαφέρον στή σύγχρονη έ ρευνα. Π ράγματι, ή πληρέστερη πληροφόρηση πού διαθέτουμε γιά τον ελληνιστικό κόσμο στόν κοινωνικό καί στόν οικονομικό τομέα άποτελεΐ στοιχείο πού καθιστά τή μελέτη του ιδιαίτερα ελκυστική καί αποδοτική, δπως έδειξε περίτρανα ό ΚοεΙονΙζε^.1 5Αλλά παρόλο πού ή μελέτη τής κοινωνίας αύτής παρουσιάζει εξοχο ένδιαφέρον, εΐτε αύτή καθαυτή εΐτε ώς φάση μιας ευρύτε ρης διαδικασίας, τό υπόβαθρο καί πολλές άπό τίς άξιες της δια φέρουν ούσιαστικό σέ σχέση μέ τό υπόβαθρο καί τίς άξιες τής κλασικής 'Ελλάδας. Θέμα του βιβλίου μου είναι ή πρωτότυπη έλ ληνική συμβολή. Γιά νά αποδώσουμε σω στά τόν ελληνιστικό κό σμο —άν ύποθέσουμε δτι είμαστε ικανοί γι αύτό—θά χρειαζόταν νά επιχειρήσουμε μ ιά ολοκληρωμένη παρουσίαση του έντελώς δι αφορετικού ιστορικού του πλαισίου, καί αύτό δέν είναι κάτι πού μπορεΐ νά συμπιεστεί σέ έναν περιληπτικό επίλογο,2 Μιά ολοκλη ρωμένη παρουσίαση θά περιόριζε πολύ τό χώρο πού απα ιτεί ή εξέταση του βασικού μας θέματος—πού έτσι κι αλλιώς μπορεΐ νά φανεί δτι τό πραγματευόμαστε σέ πολύ γενικές γραμμές. Τό πρόβλημα είναι άν αύτή ή μεταγενέστερη περίοδος ρίχνει αρκετό φώς στήν προηγούμενη, έτσι ώστε νά δικαιολογείται ή συμπίεση πού θά χρειαζόταν· έμεΐς νομίζουμε δτι δέν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Α. Α.
1. 8οοίαί αηά Εοοηοπιίο ΗιβΙογ^ ίΗβ ΗβΠβηίδΐίο ννοΗά (1941). 2. Ό Υ. Ε1ΐΓβηΐ3θΓ§ άφιερώνει τό μισό σχεδόν βιβλίο του ΤΗβ ΟτββΊί 8ΐα%β (1960) στόν έλληνιστικό κόσμο.
12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ*
Μέ εξαίρεση τούς Εβραίους, καμία άλλη κοινωνία δέν άσκησε στήν Εύρώπη τόσο βαθιά έπιρροή δσο οί "Ελληνες: οί ιδέες, ή τέχνη, ή φιλοσοφία τους διαπότισαν τον ρωμαϊκό κόσμο τόσο κα θοριστικά δσο ό αμερικανικός πολιτισμός τόν σημερινό ατλαντικό κόσμο. Οί Σκοτεινοί Αιώνες έριξαν πολλά στή λήθη, άλλά ή Α ναγέννηση στράφηκε καί πάλι στήν άρχαία Ελλάδα καί τήν τί μησε δσο ποτέ. Κατά τόν 19ο αιώνα, παιδιά έντεκα καί δώδεκα έτών στήν Αγγλία, τή Γαλλία, τή Γερμανία καί τή Νέα Α γγλία ξόδευαν άναρίθμητες ώρες άποστηθίζοντας τήν έλληνική γραμμα τική, ένώ στήν έφηβεία τους έβαζαν τά δυνατά τους νά μεταφρά ζουν "Ομηρο, πάλευαν μέ τήν άριστοτελική φιλοσοφία, πεζοπο ρούσαν μέ τόν Ξενοφώντα, καί άλλοτε σάστιζαν, άλλοτε διδά σκονταν άπό τις φρικαλεότητες τών Ατρειδών. Γενιές ολόκληρες μαθητών ερμήνευαν τις μακάβριες τραγωδίες τοΰ Σοφοκλή, ή α πάγγελλαν τις λογοκριμένες βωμολοχίες τοΰ Αριστοφάνη. 'Η φύση τοΰ πλατωνικού έρωτα τροφοδοτοΰσε βαθυστόχαστες συζη τήσεις στήν τελευταία τάξη, γιά νά άποκαλυφθεΐ ή άνεπάρκειά του στούς κοιτώνες. Ή έλληνική δημοκρατία προβαλλόταν ώς ύπόδειγμα εύγένειας καί σοφίας: μπορεΐ νά γινόταν λόγος γιά τή δουλεία, άλλά σπάνια γινόταν έρευνα. Κατά κάποιον τρόπο, οί βικτοριανοί δλου τοΰ κόσμου προσκολλήθηκαν μέ πάθος σ’ εκείνο πού κατά τή γνώμη τους ήταν ό ελληνικός τρόπος ζωής. Οί "Ελ ληνες έγιναν £βηίΐΘΠΐθΐι, οί £βη11βπιβη "Ελληνες. Οί λόγοι ήταν πολλοί καί διάφοροι, κυρίως στήν Αγγλία, δπου ή κατοχή μιας Αύτοκρατορίας, καί ιδιαίτερα τής 5Ινδίας, έδινε ύπόσταση καί νό ημα σέ πολλά σημεία τής πολιτικής φιλοσοφίας τοΰ Πλάτωνα, καί τά άγγλικά δημόσια σχολεία περηφανεύονταν δτι είναι σπαρ* Τό κείμενο πού άκολουθεί είναι τό δεύτερο μέρος της Εισαγωγής στή β' άγγλική έκδοση, πού κυκλοφόρησε τό 1971 στίς εκδόσεις ΡβΠ^υίη, στη σειρά Ή Ιστορία τής άνθρώπινης κοινωνίας, καί ή δημοσίευσή του άποτελεΐ συμβατική υποχρέωση τοΰ ΜΙΕΤ. Μετάφραση: Αντιγόνη Φιλιπποπούλου.
13
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τιατικά. Άλλοΰ τό κύμα τοΰ έπερχόμενου έκβιομηχανισμοΰ ύπογράμμιζε τούς κινδύνους τής έλεύθερης δημοκρατίας, τή σωφρο σύνη ένός μεικτοΰ καθεστώτος, τήν άνάγκη νά προτιμηθεί ή χρυ σή μέση οδός. Άκόμη καί ό Αριστοτέλης, άλλωστε, έπιχείρησε κάποια ύπεράσπιση, έ'στω καί άναιμική, τής δουλείας, άν καί πολλοί φανατικοί θαυμαστές τής άρχαίας Ελλάδας δέν φάνηκαν πρόθυμοι νά δεχτοΰν κάτι τέτοιο· γιατί ή δουλεία, γεγονός άναμφισβήτητο στήν Ελλάδα δπως καί ή άπροκάλυπτη ομοφυλο φιλία, άποτελοΰσε στίγμα γιά εναν κόσμο πού τούς άρεσε νά τόν θεωροΰν σχεδόν χριστιανικό καί συνάμα άριστοκρατικό. Προτιμοΰσαν νά βλέπουν τήν έλληνική δουλεία σάν ενα είδος οικιακής ύπηρεσίας, άκριβώς δπως άγνοοΰσαν τή σαρκική πλευρά τής ομο φυλοφιλίας έμμένοντας στις πλατωνικές ιδέες περί ομορφιάς καί άρετής. Άλλά άκόμη καί σέ μιά έποχή πού τό καλλιεργημένο κοι νό έ'βλεπε τό έλληνικό παρελθόν μέσα άπό τό πιό έξιδανικευτικό πρίσμα, μιά λεγεώνα άπό άξιους έπιστήμονές άνοιγε άργά τόν δύ σκολο δρόμο πρός τήν άλήθεια. Ή κλασική παιδεία εΐχε τόσο κυ ριαρχήσει στόν δυτικό κόσμο, ώστε προσέλκυσε στήν τροχιά της άνθρώπους μέ ξεχωριστές πνευματικές ικανότητες —τόν Οαίδίο Γ ά , τόν Ββ&ΙίΘΐ*, τόν Ιβί)1) καί πλήθος άλλους— οί όποιοι βοή θησαν νά συνεχιστεί μιά παράδοση συστηματικής επιστημονικής μελέτης τών κειμένων, πού άναγόταν, μέ διάμεσους τόν Ροι*δοη, τόν Ββπί1βγ, τόν Οαδ&ιιβοιι, τόν δο&Ιί^θΓ, στούς μεγάλους κλα σικιστές τής Αναγέννησης Ρθ£§ίο ΒΓ&οοΐοΙίπί καί Ε ογθπζο ν&11α. Κατά τό τέλος τοΰ 19ου αιώνα, σχεδόν κάθε κομμάτι έλ ληνικής λογοτεχνίας, δσο κι άν ήταν άποσπασματικό ή άνάξιο λόγου, εΐχε ύποστεΐ σύντονη κριτική μελέτη καί άποκατάσταση, καί σέ πάμπολλα έγιναν έξοχες μεταφράσεις. Μέ έξαίρεση τή λα τινική, καμία άρχαία λογοτεχνία δέν ύπήρξε ποτέ τόσο άπόλυτα προσιτή στις άλλες κοινωνίες. Τό φαινόμενο μάλιστα συνεχίζε ται, γιατί μέ τήν άνατολή τής έποχής τών φτηνών έκδόσεων πουλήθηκαν έκατομμύρια άντίτυπα τοΰ Όμήρου, χωρίς ωστόσο νά μείνουν καί πολύ πίσω οί άλλοι μεγάλοι συγγράφεις τοΰ έλληνικοΰ πολιτισμοΰ. Άκόμη καί ύστερα άπό δυόμισι χιλιάδες χρόνια ό άρχαΐος έλληνικός κόσμος εΐναι πάντα έπίκαιρος, ή έπίδραση τοΰ έλληνικοΰ πολιτισμοΰ πάντα παρούσα. Μόνον ό ιουδαϊσμός, καί τό βλαστάρι του 6 χριστιανισμός, εδειξαν άνάλογη ζωτικότη τα —άλλά καί πάλι μόνο στή θρησκεία καί στά ήθη* ένώ ό άρ14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
χαΐος έλληνικός κόσμος ζεΐ δχι μόνο στή λογοτεχνία καί στή φι λοσοφία, άλλά καί στήν έπιστήμη καί στήν τέχνη. Αύτή ή πλατιά διάδοση τής γνώσης δέν ήταν ή μόνη πλευρά τών άρχαιοελληνικών σπουδών πού κέρδισε θεαματικά έδαφος κατά τον 19ο καί τόν 20ό αιώνα. 'Η νέα έπιστήμη της άρχαιολογίας συγκίνησε πλούσιους έρασιτέχνες δπως καί φτωχούς έπιστήμονες. Ό δοΜίθΐη&ηη, θύμα τοΰ ρομαντισμοΰ, ξόδεψε τήν πε ριουσία του γιά νά άνακαλύψει τήν Τροία τής Ωραίας Ελένης, καί βρήκε, στό Χισαρλίκ τής Μικρας Άσίας, μιά άπό τις πιό ση μαντικές περιοχές πού συνδέονται μέ τήν προϊστορική Ελλάδα. Ό πως στήν Παλαιστίνη, δπου ή σκαπάνη χρησιμοποιήθηκε συ στηματικά γιά νά έπιβεβαιώσει τήν άξιοπιστία τής Βίβλου, οί θρύλοι τοΰ Όμήρου άποδεικνύονταν κατά τά φαινόμενα άπόλυτα άληθινοί. Καί μετά τήν Τροία άκολούθησαν οί Μυκήνες, μέ τούς θαυμαστούς τάφους καί τις εκφραστικές προσωπίδες άπό χρυσά φι. Πλούτη σωρεύονταν πάνω σέ πλούτη. Πέρα στήν Κρήτη ό δίΓ ΑγΙΙιηι* Εναη8 έφερε στό φώς τά πελώρια μινωικά άνάκτορα. Ού τε ό δοΜίβιη&ηη ουτε ό Εν&Πδ άπέφευγαν τή δημοσιότητα, καί οί ισχυρισμοί τους γιά τις άνακαλύψεις τους ήταν μεγαλεπήβολοι. Προσάρμοζαν τούς έλληνικούς μύθους στά άρχαιολογικά εύρήματά τους καί, διαστρέφοντας τή λογική, άποδείκνυαν τήν άλήθεια τών μύθων. Ό τάφος τοΰ Άγαμέμνονα κατακυρώθηκε μέ άπόλυτη βεβαιότητα στις Μυκήνες, τό παλάτι τοΰ Μινώταυρου στήν Κνωσό. Ώστόσο τέτοιες έκπληκτικές άνακαλύψεις διατηροΰσαν τήν εικόνα τής Ελλάδας ρομαντική καί δραματική συνάμα —μιά έποποιία άλήθειας καί ομορφιάς πού έβγαινε σιγά σιγά στό φώς. Πάνω άπ’ δλα οί άνακαλύψεις αύτές, καί πολλές άλλες, βοήθησαν νά ένισχυθεΐ ή πίστη πού εϊχε επικρατήσει άπό τήν Αναγέννηση δτι ό άρχαΐος έλληνικός κόσμος ήταν ένας. κόσμος άνυπέρβλητης ομορφιάς, ένα καλλιτεχνικό έπίτευγμα πού έφάμιλλό του ΐσως δέν άξιώθηκε ποτέ καμιά άνθρώπινη κοινωνία. Τήν πίστη αύτή τή διακήρυξε πρώτος μέ φαντασία, έπιστημοσύνη καί πάθος ό \νίηοΐίβΐΐϊΐαππ, ό όποιος ήταν ύπεύθυνος περισσότερο άπό όποιονδήποτε άλλο συγγραφέα γιά τή μεγαλειώδη άναβίωση τής έλλη νικής άρχιτεκτονικής καί διακόσμησης πού παρατηρήθηκε στά τέλη τοΰ 18ου κ&ί στήν άρχή τοΰ 19ου αιώνα, άναβίωση πού έξακολουθεΐ νά έπηρεάζει τούς αισθητικούς μας κανόνες. "Οταν ένας άρχαΐος πολιτισμός —τόσο ή τέχνη του δσο καί ή 15
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
φιλοσοφία του— Ιχει δανείσει τόσο πολλά στίς σημερινές άντιλήψεις περί σκέψης καί υφους, άποβαίνει πολύ δύσκολο γιά τόν ιστορικό νά άποκρυπτογραφήσει τό άληθινό παρελθόν, νά πετάξει άπό πάνω του δλες τις κληρονομημένες ή επίκτητες πεποιθή σεις. Είναι γεγονός δτι, γιά νά δοΰμε τήν Ελλάδα δπως πραγ ματικά ήταν, χρειάστηκαν οί ήράκλειες προσπάθειες τών έλληΛ^ιστών τών δύο τελευταίων γενεών. Άκόμη καί σήμερα υπάρ χουν περιοχές πού χρειάζονται ξεκαθάρισμα άπό τούς έπισωρευμένους θρύλους καί τις διαστρεβλώσεις. Άκόμη καί στούς πιό σο βαρούς επιστημονικούς κύκλους έξακολουθεΐ νά επικρατεί λυρική άφέλεια στίς συζητήσεις γιά τούς άρχαίους "Ελληνες. "Ενας με γάλος έπιστήμονας μπορεί άκόμη νά μάς βεβαιώνει μέ άκρα σο βαρότητα δτι ή ειδική ποιότητα τοΰ φωτός στήν Ελλάδα προκάλεσε τά άρχιτεκτονικά της επιτεύγματα! Δέν βρίσκεται εύκολα ή αλήθεια, καί ή μεγάλη άρετή τοΰ Καθηγητή Αη(1ι*β\νθ8 είναι ή άφοσίωση μέ τήν οποία τήν άναζήτησε καί τήν περιέκλεισε στό βιβλίο του. Πρόκειται γιά τήν πιό πιστή άναπαράσταση άπό δσες είχαμε ώς τώρα μιας κλασικής Ελλάδας άπαλλαγμένης άπό θρύ λους.Ό συγγραφέας βλέπει δτι οί "Ελληνες ήταν άρχικά μιά πρω τόγονη κοινωνία, παγιδευμένοι στό περιβάλλον τους πού έσφυζε άπό ήρωες καί θεούς, μιά κοινωνία πράγματι πού έλάχιστα προοι ωνιζόταν τό μελλοντικό της μεγαλείο, μέ μόνη ίσως εξαίρεση τό θαΰμα τής έπικής της ποίησης. Ή έδαφική διαίρεση έξαιτίας τής ορεινής γεωγραφικής διαμόρφωσης, σέ συνδυασμό μέ αύτά τά πρώιμα κοινωνικά σχήματα, δέν έπέτρεψε στήν Ελλάδα νά άποκτήσει κάποια ενιαία διακυβέρνηση σέ μεγάλη κλίμακα. 'Η μύη ση στίς τέχνες καί τις άνθρωπιστικές επιστήμες πραγματοποιήθηκε σέ μιά κατακερματισμένη καί ασταθή κοινωνία, επιρρεπή σέ φονικούς πολέμους, ικανή μόνο γιά πρόσκαιρες συμμαχίες, μιά κοινωνία πού εφτασε στό άπόγειο τοΰ ήρωισμοΰ μία καί μοναδική ίσως φορά, δταν νίκησε τούς Πέρσες. Καί δμως, αύτή άκριβώς ή αστάθεια καί ή έ'λλειψη συνοχής στήν πολιτική οργάνωση οδήγη σαν τήν άρχαία Ελλάδα σέ μιά πολυμορφία πείρας καί πολιτικής εξέλιξης πού δέν τήν άξιώθηκαν οί μεγάλες άρχαΐες αύτοκρατορίες τής Αίγύπτου, τής Βαβυλώνας, τής Ασσυρίας καί της Περ σίας, ουτε οί πιό μακρινές πόλεις-κράτη τών Σουμερίων καί τών Άκκαδαίων, τις όποιες, άφότου δημιουργήθηκαν, τις έξουσίαζαν οί βασιλιάδες-ίερεΐς τους. Έ τσι λοιπόν, γιά πρώτη φορά στήν 16
ΕΙΣΑΓΩΓΗ1
ιστορία τοΰ άνθρώπου, ή διακυβέρνηση μιας πολύπλοκης κοινω νίας επιτεύχθηκε βαθμιαία μέ τό διάλογο καί μέ σχεδόν δημοκρα τικές διαδικασίες. Φυσικά, δσοι δέν ήταν έλεύθεροι —καί αύτοί ήταν άσφαλώς πολυάριθμοι— δέν συμμετείχαν* άλλά έστω καί μέ αύτούς τούς δρους, ό άριθμός τών πολιτών πού λάμβαναν μέρος στήν άδιάκοπη διαδικασία τής διακυβέρνησης ήταν έξαιρετικά μεγάλος. Επιπλέον, αύτή ή πολύμορφη πείρα κατέληγε σέ σύγ κριση καί διάλογο. Ή πολιτική εξελίχτηκε δχι άπλώς σέ επιδίω ξη καί χρήση τής δύναμης, άλλά καί σέ δέμα έπιδεχόμενο άνάλυ ση, άνοιχτό σέ κρίσεις καί έπικρίσεις, καί έτσι προέκυψε ή άληθινά έπαναστατική άντίληψη δτι οί μορφές άνθρώπινης διακυ βέρνησης καί κοινωνίας θά μποροΰσε νά είναι ηθελημένες, δέν ήταν άνάγκη νά είναι ουτε συμπτωματικές ουτε έλέω θεοΰ. Αύτό τό τελευταίο σημείο βέβαια μάς οδηγεί στόν πυρήνα τοΰ έλληνικοΰ θαύματος: τίς μεγάλες μεταβολές πού έπέφεραν οί "Ελ ληνες στις μεθόδους τής σκέψης. Ό ίιβνί-δίταυδδ μάς δίδαξε νά μήν περιφρονοΰμε τόν πρωτόγονο νοΰ. Μάς έκανε νά άντιληφθοΰμε δτι ό πρωτόγονος άνθρωπος εΐχε επιστημονική γνώση τοΰ συγ κεκριμένου, γνώση πού άπαιτοΰσε οχι μόνον αύστηρή πνευματική συγκέντρωση καί συσχετισμό φαινομένων, άλλά καί άφαιρετικές ικανότητες ύψηλοΰ επιπέδου* καί δτι διέθετε ένα σύστημα ικανό νά άγκαλιάζει τό χρόνο καί τήν ιστορία, άλλά καί τή συστηματική γνώση τοΰ περιβάλλοντος. Ωστόσο, μιά τέτοια πνευματική δρα στηριότητα είναι άπό τή φύση της περιορισμένη, διατρέχει πάντα τόν κίνδυνο νά διαβρωθεΐ άπό τά μαγικά της στοιχεία, άπό τήν ύπερβολική έπαφή της μέ τό άμεσο περιβάλλον καί άπό τήν έλ λειψη ποσοτικής, μαθηματικής άνάλυσης. Ό πρωτόγονος νοΰς σαγηνεύεται άπό τούς άριθμούς, τούς άποδίδει μαγικές ιδιότητες, καί οί "Ελληνες δέν άπογύμνωσαν φυσικά τόν άριθμό άπό τή μα γεία. Μέ τούς "Ελληνες δμως οί άριθμοί άποκτοΰν μιά αύταπόδεικτη λογική. Τά πρώιμα στάδια αύτής τής εξέλιξης ήταν προελληνικά, καί τά μαθηματικά τών Βαβυλωνίων είχαν σημειώσει άξιόλογη πρόοδο, άλλά οί "Ελληνες έκαναν ενα τεράστιο άλμα. Τά ΰψιστα έπιτεύγματα τής έπιστήμης τοΰ συγκεκριμένου ά νήκαν ήδη στό παρελθόν πολύ πριν έμφανιστοΰν οί "Ελληνες, καί μολονότι αύτοί οί πρώιμοι τρόποι σκέψης έξακολουθοΰσαν νά ύπερισχύουν στούς "Ελληνες, καί εΐναι άρκετά κοινοί άκόμη καί σήμερα καί στις πιό προηγμένες κοινωνίες, μπορεί κανείς νά δια 17 2
Α Ρ Χ Α ΙΑ Ε ΛΛ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κρίνει νεότερες διεργασίες έν εξελίξει ήδη στή Βαβυλώνα καί τήν Αίγυπτο. Οί "Ελληνες χρωστούσαν πάρα πολλά στις δύο αύτές κοινωνίες, καί ό Ηρόδοτος τό γνώριζε καλά. Τά μαθηματικά καί ή τέχνη τής γραφής είναι ΐσως τά κλειδιά τής διανοητικής έξέλιξης. Ή καταγραφή δεσμεύει τά γεγονότα: άπό τή στιγμή πού θά καταγραφοΰν εΐναι λιγότερο εύκολο νά αλ λάξουν, ή νά άλλάζουν συνεχώς, άνάλογα μέ άτομικές ή κοινω νικές άνάγκες. Ή γραφή χάρισε στή διάνοια ενα πολύμορφο ύλικό γιά νά παίζει. Τά μαθηματικά κέντρισαν τήν όρμέμφυτη άνάγκη τοΰ άνθρώπου νά συσχετίζει καί νά ταξινομεί τό περιβάλλον του, άλλά μέ ποσοτικούς καί άκριβεΐς δρους —οχι μέ αναλογίες, ο μοιότητες καί επιφανειακές προτιμήσεις. Παρ’ δλα αύτά, ή γρα φή καί τά μαθηματικά άναπτύχθηκαν στούς μεγάλους πολιτι σμούς τής παραποτάμιας κοιλάδας χωρίς νά γαλουχήσουν κανένα πνεΰμα κριτικής ανάλυσης. Ή φύση τής ιεραρχίας τους, ή εσωτε ρική δομή τών άνώτερων τάξεων τών κυβερνώντων καί τών δια νοουμένων, κατέπνιγε ΐσως τόν έρευνητικό καί κριτικό νοΰ. Πράγματι, κάτι τέτοιο δέν εύδοκίμησε. Άκόμη καί στούς Αιγυ πτίους, τούς Άσσυρίους, τούς Σουμερίους, δπως καί στό Μοχέντζο ντάρο καί στήν Κρήτη, ή γραφή εμφανίστηκε άφοΰ έγκαθιδρύθηκε μιά κοινωνία μέ ισχυρή πολιτική συγκρότηση, σάν επα κόλουθο τής οργάνωσης σέ άνακτορικά κέντρα ή τής μαρμάρι νης μεγαλοπρέπειας βασιλέων καί θεών. Στήν Ελλάδα τό έκτεταμένο έμπόριο ένθάρρυνε τήν εκμάθηση τής γραφής σέ ενα πρώιμο στάδιο κοινωνικής καί πολιτικής ανάπτυξης. Ή ΐδια ή φύση τής έλληνικής κοινωνίας άπαιτοΰσε διαφορετική χρήση τής γραφής, πού έξελίχτηκε έτσι σέ διαλεκτικό οργανο μάλλον παρά σέ μέσο άπαρίθμησης ή άπλής προπαγάνδας. Εντούτοις, όποια δήποτε εξήγηση γιά τήν εξαιρετική άνθηση τής έλληνικής πνευ ματικής ζωής πρέπει νά παραμείνει υποθετική. Εΐναι πάντως άναμφισβήτητο δτι μέσα σέ διάστημα λίγων αιώνων οί "Ελληνες δημιούργησαν μιά λογοτεχνία πού άκόμα ζεΐ, άκόμα διαβάζεται* μέ τόν Πυθαγόρα, τόν Εύκλείδη, τόν Αρχιμήδη καί άλλους έ'θεσαν τίς βάσεις σχεδόν δύο χιλιάδων χρόνων γεωμετρίας* μέ τόν *Ηρόδοτο καί τόν Θουκυδίδη άρχισαν τήν ιστορία δπως τήν ξέ ρουμε καί τή γράφουμε* διαμόρφωσαν διάφορες φιλοσοφικές σχο λές πού άκόμη άσκοΰν τό άνθρώπινο πνεΰμα* έπινόησαν τήν πο λιτική έπιστήμη* έ'θεσαν τά θεμ,έλια τής βιολογίας* δημιούργη18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
σαν τή γεωγραφία καί διεύρυναν τήν κοσμολογία* άνέπτυξαν τήν ιατρική ξεπερνώντας κατά πολύ καθετί γνωστό ώς τότε στόν άρχαΐο κόσμο. Καί αύτά δέν ήταν παρά λίγα άπό τά έπιτεύγματά τους, πού δέν έχουν τό ταίρι τους σ’ αύτή τή φάση τής ιστορίας τοΰ άνθρώπου. Μολονότι ή έλληνική έπιστήμη άναχαιτίστηκε κάπως μέ τήν παρακμή τής πόλης-κράτους, παρέμεινε ρωμαλέα καί δημιουργι κή σέ δλη τήν έλληνιστική περίοδο, ώς τήν έποχή τοΰ "Ηρωνα τοΰ Άλεξανδρέα καί τοΰ Πτολεμαίου τόν Ιο καί τόν 2ο αιώνα μ.Χ. Ώστόσο τό επίτευγμα αύτό δέν όφειλόταν στήν άντίληψη δτι ή γνώση άπορρέει άπό τό πείραμα. Γίνονταν πειράματα, άλλά σπανίως συστηματικά. Ή διανοητική προσέγγιση ήταν κριτική, έννοιολογική, βασισμένη στήν παρατήρηση, καί συχνά επιτυγχανό ταν μέ τήν άκρίβεια της γλώσσας καί τό λεξιλόγιο τών μαθημα τικών. Εντούτοις, ή προηγμένη έπιστήμη είχε μικρή έπίδραση στήν κοινωνική άνάπτυξη. Ποτέ δέν μεταμορφώθηκε σέ τεχνο λογική καί οικονομική πρόοδο. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε γιά τήν έλληνική τεχνολογία: σέ πολλούς τομείς υπήρξε ίσως πιό πο λύπλοκη άπό δσο τήν ξέρουμε, ιδίως σέ δ,τι άφορά τις επινοήσεις γιά τόν υπολογισμό τής κίνησης τών ούράνιων σωμάτων (τμήμα άπό εναν περίπλοκο άστρονομικό υπολογιστή τοΰ 1ου αιώνα π.Χ. άνασύρθηκε προ ετών άπό τή θάλασσα τών Αντικυθήρων). 'Υπήρχε δμως πάντα μεγάλο χάσμα άνάμεσα στά επιτεύγματα τών έλλήνων επιστημόνων καί στίς τέχνες καί τις ένασχολήσεις άπό τις όποιες άποζοΰσε ή άρχαία έλληνική κοινωνία. Ό κόσμος τής έλληνικής φιλοσοφίας, τέχνης καί λογοτεχνίας άντεξε περισσότερο. 'Ο Αριστοτέλης παρέμεινε έπί αιώνες ό με γάλος δάσκαλος. Ό Πλάτων, άν καί κατά καιρούς περιέπιπτε σέ άφάνεια, ιδιαίτερα τόν Μεσαίωνα, άποδείχτηκε στό τέλος ίσης, άν δχι μεγαλύτερης άξίας. Οί δυό τους δίδαξαν τόν άνθρωπο νά άναλύει τις εννοιες, νά υποβάλλει τόσο τούς θεσμούς δσο καί τις ιδέες σέ διανοητική έξέταση. Καί δμως —δσες φορές καί νά τό ποΰμε είναι λίγο— αύτό τό έλληνικό κατόρθωμα ήταν κυρίως έρ γο άριστοκρατών, άποκλειστική ενασχόληση μικρών ομάδων άπό έπιλέκτους, πού τά άποτελέσματα τών άναζητήσεών τους δέν εί χαν άντίχτυπο στήν έλληνική κοινωνία. Καί δέν είναι ίσως άξιοπερίεργο τό γεγονός δτι τά ελληνικά ιδεώδη, άλλοτε διαστρε βλωμένα, άλλοτε παρερμηνευμένα, χρησιμοποιήθηκαν άπό μικρές 19
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ομάδες άνθρώπων, συνήθως άριστοκρατικής καταγωγής, τρομο κρατημένων άπό τήν άνήσυχη κοινωνική μάζα πού φαινόταν νά άπειλει τή θέση τους και τις καθιερωμένες άξίες τους. Ά ν λίγοι "Ελληνες έφταναν σέ υψηλά επίπεδα πνευματικής έ ξαρσης, ή μάζα τοΰ λαοΰ εμενε γερά παγιδευμένη στό δόκανο τοΰ μύθου καί τοΰ θρύλου, θύμα τών προλήψεων, άθυρμα τών χρη σμών, τών μυστηρίων καί τών παράλογων φόβων. Παντοΰ οί θεοί άφθονοΰσαν, άγαθοποιοί, τρομεροί, άδιάφοροι, θεοί δλοι τους, άλ λά μερικοί θεοί μεγαλύτεροι άπό τούς άλλους, άπό τόν Δία, τόν Απόλλωνα, τήν Άθηνά, τόν Ποσειδώνα, ώς τούς σατύρους καί τις νύμφες. ’ Ηταν δμως δλοι τους κοντινοί καί οικείοι. Κατοικοΰσαν σέ ναούς πού λαμποκοπούσαν άπό τά άστραφτερά τους χρώ ματα, στολισμένους καμιά φορά μέ "κολοσσιαία άγάλματα ντυμέ να μέ τό άρχαΐο έλληνικό άντίστοιχο τοΰ χρώμιου. 'Η έλληνική τέχνη βγήκε άφάνταστα κερδισμένη άπό τή φθορά της: ό σκελε τός είναι συχνά πιό αιθέριος, πιό συγκινητικός άπό τή σάρκα. 'Η έλληνική τέχνη πού εφτασε ώς εμάς είναι ενα σκέλεθρο: τό λευκασμένο πέτρινο σώμα, τό χρώμα φευγάτο, οί κόγχες χωρίς τά ά στραφτερά τους μάτια άπό κύανο ή ελεφαντόδοντο, τά μέλη ξε πλυμένα άπό τούς ζωηρούς τους τόνους. Κι δμως ή τέχνη αύτή διατήρησε τή δύναμη νά συγκινεΐ τόν άνθρωπο της Δύσης δσο κα μία άλλη άρχαία τέχνη. Μέ τούς "Ελληνες ή τέχνη άπέκτησε μιά άνθρωπιά, μιά εκφραστική έλευθερία καί άνεση, πού τροφοδότη σε άδιάλειπτα μέ εμπνευση καί νέα πνοή εκατοντάδες γενιές καλ λιτεχνών. Αύτό είναι ολοφάνερο τόσο στόν Ρίο&δδο δσο καί στόν Οοη&ΐθΠο. Πράγματι, οί "Ελληνες εγκαινίασαν μιά καλλιτεχνι κή παράδοση πού μόλις τώρα άρχίζει νά υποχωρεί. 'Τπηρξαν άπό τούς λίγους λαούς, άν δχι ό μόνος, πού μετέδωσαν τήν αισθητική τους πείρα μέ τέτοιον τρόπο επί σειρά αιώνων, άπό πολιτισμό σέ πολιτισμό, Οί "Ελληνες ώστόσο δέν ήταν μόνο νοΰς καί μάτια. Εϊχαν άπόλυτη επίγνωση τοΰ άνθρώπινου πάθους, καί στά μεγάλα δρά ματα πού παρουσίαζαν στίς θρησκευτικές γιορτές τους έρευνοΰσαν τις σκοτεινές παρορμήσεις τής άνθρώπινης ψυχής μέ μιά ψυχολογική διεισδυτικότητα πού κανένας προγενέστερος λαός δέν είχε κατορθώσει νά τή φτάσει. Δέν τούς διέφυγε δμως καί ό άστείρευτος πλοΰτος τής άνθρώπινης κωμωδίας, ή φάρσα τής άν θρώπινης ύπαρξης. Οί άνθρωποι τοΰ Αριστοφάνη εϊναι τόσο ά20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ληθινοί δσο οί άνθρωποι της Νέας 'Υόρκης ή τοΰ Λονδίνου. Οί "Ελληνες ήταν ή πρώτη άνθρώπινη κοινωνία πού μάς έδωσε μιά σύνθετη λογοτεχνία, ή όποια περιλαμβάνει άπό έπη ώς έπιγράμματα καί έξακολουθεΐ νά ικανοποιεί τίς άνάγκες τής φαντασίας. Αύτή ή διερεύνηση τής άνθρώπινης προσωπικότητας μέσα άπό τή γλώσσα καί τό δράμα άγγιξε, δπως είναι φυσικό, πολύ μεγαλύ τερο άριθμό Έλλήνων άπό δσους ή φιλοσοφία ή ή έπιστήμη —ά σχετα άν οί πιό πολλοί "Ελληνες δέν είδαν άσφαλώς ποτέ τους ουτε τραγωδία ουτε κωμωδία. Ζοΰσαν τήν κλειστή ζωή κάθε α γροτικής κοινωνίας, μοχθοΰσαν στά χωράφια τους, πότε πότε σέρνονταν διά τής βίας στόν πόλεμο, στέναζαν άπό τούς φόρους, ξέδιναν μέ τίς άξεστες διασκεδάσεις τής ζωής τοΰ χωριοΰ, καί καταπράυναν τούς φόβους τους μέ τίς τελετές πού άξιοΰσαν οί το πικοί θεοί τους. Έ τσι γινόταν, σέ Ανατολή καί Δύση, επί γενεές γενεών —φιλοσοφικοί προβληματισμοί, στοχασμοί, φιλολογικές άπολαύσεις καί καλλιτεχνικά μεγαλεία, αύτά ήταν προνόμια γιά τούς βασιλιάδες καί τούς άριστοκράτες, τούς πλούσιους έμπορους, τούς τραπεζίτες καί τίς τάξεις τών έπαγγελματιών. Στά μεγάλα αστικά κέντρα ή πνευματική καί καλλιτεχνική ζωή μπορεί νά έ φτανε σέ κάπως ευρύτερο κοινό, άλλά ή Εύρώπη έμελλε νά μείνει, τουλάχιστον γιά δυο χιλιάδες χρόνια, σάν τή μεγάλη μάζα τής έλ ληνικής κοινωνίας: άγράμματη, φτωχή, καθηλωμένη στή γη μέ τήν πιό έφιαλτική σημασία τής έννοιας. Ωστόσο, άπό τή στιγμή πού ή έλληνική διανόηση άποτελοΰσε τμήμα τής εύρωπαϊκής κλη ρονομιάς, δχι μόνον ενυπήρχε πάντα ή δυνατότητα τής διανοητι κής προόδου, άλλά καί ένισχυόταν ή πιθανότητα δτι άργά ή γρή γορα κάποιο κριτικό πνεΰμα θά κατόρθωνε νά ξεπεράσει τούς τα ξικούς φραγμούς. Η. ΡΙ,υΜΒ
21
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ
Ή διάφανη ατμόσφαιρα τής Ελλάδας, οί καθαρές γραμμές καί τό χρώμα τοΰ τοπίου, συνδυασμένα δλα μαζί, δείχνουν στόν τα ξιδιώτη πού έ'ρχεται άπό τό Βορρά ή τή Δύση δτι μπαίνει σέ έ'ναν κόσμο διαφορετικό. Ό ταξιδιώτης, ειδικά άν φτάσει καλοκαίρι, θά έκπλαγεΐ άπό τή γυμνότητα τής γής. Ό άρχαΐος έλληνικός πολιτισμός άναπτύχθηκε κυρίως στά νότια καί στά άνατολικά, σέ ενα χώρο μέ άσβεστολιθικά βουνά οπού δέν βρέχει σχεδόν καθό λου τό καλοκαίρι, δπου οί χειμωνιάτικες καλλιέργειες ώριμάζουν νωρίς καί τά ποτάμια μέ τρεχούμενο νερό όλοχρονίς είναι λιγο στά. Τά βουνά άποτελοΰν παντοΰ τό κυρίαρχο στοιχείο, καί χάρη στίς δαντελωτές άκτές οί περισσότερες περιοχές έ'χουν άμεση έ παφή μέ τή θάλασσα. Είναι μιά χώρα φτωχή, πού ουτε καί ό πλουσιότερος άπό τούς άρχαίους κατοίκους της δέν ζοΰσε μέ με γάλη πολυτέλεια* άλλά παράλληλα είναι μιά χώρα δπου μπορεΐ κανείς νά ζήσει μιά ολοκληρωμένη ζωή, εστω καί άν δέν είναι πλούσιος. Τό κλίμα δέν κρατά τούς άνθρώπους στό σπίτι, άλλά τούς κάνει νά βγαίνουν εξω, νά βλέπουν καί νά συναναστρέφονται τούς γείτονές τους. 1Η γεωγραφία καί τό κλίμα δέν μποροΰν άπό μόνα τους νά ερμηνεύσουν τά πολλαπλά έπιτεύγματα τών άρχαίων Ελλήνων, καθόρισαν δμως έν μέρει τούς δρόμους πού άκο λούθησε ή άνάπτυξη τοΰ πολιτισμοΰ τους. 'Η εξέταση τής έλλη νικής κοινωνίας επιβάλλεται νά άρχίζει άπό τήν εξέταση τών δε δομένων τοΰ φυσικοΰ περιβάλλοντος. Αρχίζοντας άπό τήν ΐδια τή χερσόνησο, πρέπει νά ποΰμε δτι ή βόρεια Ελλάδα κόβεται στά δύο άπό τήν οροσειρά τής Πίν δου, πού εκτείνεται άπό Βορρά πρός Νότο. Στά δυτικά οί δεύτερεύουσες όροσειρές άκολουθοΰν, οί πιό πολλές, τήν ΐδια κατεύ θυνση. Στό βόρειο τμήμα τής δυτικής άκτής τά βουνά πλησιάζουν στή θάλασσα, άφήνοντας λίγες καλλιεργήσιμες πεδιάδες καί λιγότερα λιμάνια. 'Η άνατολική πλευρά είναι πιό εύρύχωρη, καί κόβεται άπό εγκάρσιες όροσειρές, πού κατευθύνονται άνατολικά 23
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
καί δυτικά* έτσι, χωρίζουν τή θεσσαλική πεδιάδα άπό τή Μακε δονία, τή Βοιωτία άπό τή Θεσσαλία, καί τήν Αττική άπό τή Βοιωτία. Νότια δύο μεγάλοι θαλάσσιοι βραχίονες, ό Κορινθιακός καί ό Σαρωνικός Κόλπος, θέλουν λίγο νά ενωθούν γιά νά γίνει νη σί ή Πελοπόννησος, χωρίζονται δμως άπό τόν στενό ισθμό τής Κορίνθου. Στήν Πελοπόννησο οί κύριες όροσειρές έχουν καί αύτές κατεύθυνση βόρεια καί νότια καί καταλήγουν σέ έπιμήκεις άγο νες χερσονήσους. Άλλά οί όροσειρές τής Εύβοιας καί τής Α ττι κής έχουν κατεύθυνση νοτιοανατολική καί συνεχίζονται στό Αι γαίο Πέλαγος, δπου οί κορυφές τους έμφανίζονται ώς νησιά καί σχηματίζοντας μιά καμπή πρός τά άνατολικά ενώνονται μέ τίς οροσειρές τής δυτικής Μικρας Άσίας. 'Η παραλιακή αύτή ζώνη τής σημερινής δυτικής Τουρκίας καί τά μεγάλα παράκτια νησιά, πού εξακολουθούν νά άνήκουν στήν Ελλάδα, έχουν διαμόρφωση έδάφους πολύ δμοια μέ τήν κυρίως Ελλάδα στήν άπέναντι παραλία τοΰ Αιγαίου, άλλά τό κλίμα τους είναι πολύ ήπιότερο, ιδιαίτερα στό κεντρικό τμήμα, στήν Ιωνία. 'Η περιοχή αύτή, πού έκτεινόταν εσωτερικά ώς τό βάθος τών κοι λάδων τών μεγάλων ποταμών, ήταν πολύ ελκυστική γιά τούς έλ ληνες άποίκους. "Οταν δμως προχωρήσει κανείς ώς τό κεντρικό ύψίπεδο τής Άνατολίας, βρίσκεται σέ έναν κόσμο διαφορετικό καί λιγότερο φιλόξενο, πού άπό νωρίς εΐχε δεχτεί τήν έλληνική έπίδραση άλλά δέν εΐχε προσελκύσει σημαντικό εποικισμό, παρά μόνο ύστερα άπό τίς κατακτήσεις τοΰ Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στά βόρεια τοΰ Αιγαίου ή άκτή τής Θράκης,1 άν καί οπωσδήποτε λιγότερο έλκυστική, ήταν μιά περιοχή έπίσης οικεία. Προσέλκυσε έλληνες άποίκους, πού δμως δέν άσκησαν μεγάλη έπίδραση στις φυλές τής ένδοχώρας, πού ζοΰσαν στά θρακικά βουνά. Στά νότια ή μακρόστενη ορεινή Κρήτη κλείνει τό Αιγαίο άπό τήν άνοιχτή θάλασσα πρός τή μεριά τής Αφρικής, ένώ ή Κάρπαθος καί ή Ρό δος καλύπτουν ένα μέρος άπό τό κενό άνάμεσα στήν Κρήτη καί τή Μικρά Άσία. Καί τά νησιά αύτά άποτέλεσαν φυσιολογικά χώ ρους δπου εγκαταστάθηκαν "Ελληνες. 'Η θάλασσα εισχωρεί βαθιά σέ πολλά σημεία τής ήπειρωτικής Ελλάδας, καί στό Αιγαίο ύπήρχαν ναυτικοί άπό τή νεολιθική κιόλας έποχή. Φυσικά, δλοι οί κάτοικοι τής κυρίως Ελλάδας δέν ή1. [Ό συγγραφέας, άκολουθώντας τούς αρχαίους συγγραφείς, ονομά ζει Θράκη και τή σημερινή άνατολική Μακεδονία.]
24
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ
ταν γνώστες ή έραστές τής θάλασσας. Στίς παραλιακές περιοχές ύπήρχε μεγάλη έ'λλειψη ναυπηγήσιμης ξυλείας άπό τήν κλασική κιόλας έποχή. 'Η ναυσιπλοΐα άποτελοΰσε άμφίβολη καί επικίν δυνη έπιχείρηση, καί μάλιστα σέ εναν κόσμο πού άγνοοΰσε τήν πυξίδα. Περιοριζόταν χρονικά κυρίως στό καλοκαίρι, δταν οί ά νεμοι στό Αιγαίο είναι κανονικοί καί σταθεροί. Άλλά γιά πάρα πολλούς "Ελληνες ή θάλασσα άποτελοΰσε βασικό στοιχείο τής ζωής τους* καθώς τήν εϊχαν διαρκώς μπροστά στά μάτια τους, δέν τήν έβγαζαν σχεδόν ποτέ άπό τό νοΰ τους. Οί ποιητές τους πάντα ένιωθαν χαρά στή θέα ένός ώραίου πλοίου* άκόμη καί ό Η σίοδος (γιά τόν όποιο θά ποΰμε περισσότερα παρακάτω), άν καί δέν τοΰ άρεσε καθόλου νά αφήνει τήν ξηρά, αίσθάνθηκε ύποχρεωμένος νά συμπεριλάβει καί ενα τμήμα γιά τή ναυσιπλοΐα στό δι δακτικό ποίημα πού συνέθεσε γιά τούς άγρότες.1 "Ήταν λοιπόν άναπόφευκτο δτι οί "Ελληνες θά κατευθύνονταν πρός τό Αίγαΐο. Τά βουνά τής νότιας καί τής άνατολικής Ελλάδας δέν άποτε λοΰν άνυπέρβλητα έμπόδια. Συχνά άναφέρεται δτι υπήρξαν ή αί τια τής ιδιόμορφης έξέλιξης τών πολιτικών πραγμάτων τής άρχαίας Ελλάδας, δηλαδή τής άνάπτυξης πόλεων-κρατών πού διατηροΰσαν μέ ζήλο τήν άνεξαρτησία τους, καί τής άπροθυμίας τών Ελλήνων νά συνενωθοΰν. Καί είναι βέβαια άλήθεια δτι, άν δέν εμπόδιζαν τά βουνά, θά ήταν ευκολότερο στούς "Ελληνες νά συ νενωθοΰν καί νά άποτελέσουν ένιαΐο κράτος. Ώστόσο τά βουνά τής Πελοποννήσου, πού δέν εϊναι ευκαταφρόνητα, δέν έμπόδιζαν τή διακίνηση τών σπαρτιατικών στρατιών καί άκόμη λιγότερο τών ειρηνικών ταξιδιωτών. 'Η επικοινωνία άνάμεσα στήν Κόριν θο, τά Μέγαρα, τήν Αττική καί τή Βοιωτία ήταν εδκολη. Άπό τις κύριες περιοχές τοΰ έλληνικοΰ πολιτισμοΰ μόνο ή Θεσσαλία ήταν κάπως άπομονωμένη* σ* αύτό πρέπει έν μέρει νά συνέβαλε καί ή κυκλική οροσειρά πού περιβάλλει τή θεσσαλική πεδιάδα. Άλλά καθώς προχωροΰμε πρός τό Βορρά, τά έμπόδια γίνονται δλο καί μεγαλύτερα. Τό νά διασχίσει κανείς τήν κύρια οροσειρά τής βόρειας Ελλάδας άπό τά άνατολικά πρός τά δυτικά άποτελεΐ έγχείρημα πολύ δυσκολότερο άπό τό νά διασχίσει τήν Πελοπόννη σο πρός τήν ΐδια κατεύθυνση* τά βόρεια δρια τής Ελλάδας πρός τήν κυρίως Βαλκανική Χερσόνησο άποκλείονται άπό όροσειρές ά1. [Εννοεί τό έπος ”Εργα καί ήμέραι, δπως έπικράτησε νά λέγεται.] 25
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κόμη πιό έπιβλητικές. Οί οροσειρές αύτές άπό μόνες τους δέν εμ πόδισαν ποτέ τίς εισβολές ή τίς σταδιακές διεισδύσεις άπό τό Βορρά, δταν οί άλλες συνθήκες ένθάρρυναν τέτοιες μετακινήσεις, δημιουργούσαν όμως άρκετά έμπόδια στά συνηθισμένα ταξίδια. Πραγματικά, τήν έποχή πού ή Ελλάδα ήταν άναπτυγμένη καί ισχυρή, οί ορεσίβιοι τοΰ Βορρά σπάνια μόνο καί σποραδικά ύπέκυπταν στόν πειρασμό νά κατεβοΰν πρός τίς άκτές τοΰ Αιγαίου. Ούτε καί οί "Έλληνες τής έποχής έκείνης έδειχναν ιδιαίτερο έν διαφέρον γιά τούς ορεσιβίους* τούς προσέλκυε μόνο ή Θράκη, άνατολικότερα, δπου ύπήρχαν μεταλλεία άργύρου. Γιά τόν Α θη ναίο τής κλασικής περιόδου οί φυλές πού κατοικούσαν στόν κύ ριο ορεινό ογκο βόρεια τοΰ Κορινθιακού Κόλπου καί δυτικά τής Θεσσαλίας δέν άνήκαν στις καθαρά ελληνικές, ένώ ή Βαλκανική στά βόρεια άποτελοΰσε περιοχή άγνωστη καί ξένη. Άκόμη καί δ ταν οί άπολίτιστες αύτές περιοχές ύποτάχτηκαν στή Ρώμη καί άΛ/οίχτηκαν στόν πολιτισμό, οί μεγάλοι δρόμοι πού τίς διέσχιζαν κατευθύνονταν άνατολικά καί δυτικά, στό βορειότερο τμήμα τής Ελλάδας, άφήνοντας αύτή τή χώρα στή μιά τους πλευρά, σάν ένα είδος άπόφυσης τής ηπειρωτικής μάζας καί οχι άναπόσπαστο τμήμα της. Ό χάρτης μπορεΐ νά φαίνεται δτι συνδέει τήν Ελλά δα μέ τήν Εύρώπη, οί "Ελληνες δμως δέν ένιωσαν ποτέ έντελώς σίγουροι γιά τή σύνδεση αύτή. Ό άνάγλυφος χάρτης παρουσιάζει καθαρά τούς παράγοντες πού κάνουν τή λεκάνη τοΰ Αιγαίου χω ριστή γεωγραφική ένότητα, οί άκτές τής όποίας συνδέονται πιό στενά ή μιά μέ τήν άλλη παρά μέ τόν ύπόλοιπο κόσμο. Ά ν δμως ή Ελλάδα δέν άποτελεΐ άκριβώς μέρος τής Εύρώπης, δέν άνήκει ούτε στήν Άσία. "Ελληνες άποικοι έγκαταστάθηκαν σέ διάφορες άκτές τής Μικράς Άσίας, δπου οί συνθήκες τούς ταίριαζαν* τό κεντρικό δμως ύψίπεδο τούς προσέλκυσε πολύ λιγότερο. 'Η κίνηση πρός τά δυτικά τοΰ ύψιπέδου τής Άνατολίας είναι πιό φυσιολογική* ή παραλία συχνά άποτέλεσε πρόκληση γιά τίς δυνάμεις τής ένδοχώρας, άν καί στήν ιστορική περίοδο οί λαοί τής ηπειρωτικής Μικρας Άσίας δέν έφταναν συνήθως ώς τή θά λασσα. Μόνο κοσμοκατακτητές μέ εύρύτερους στόχους, δπως ή ταν οί Πέρσες καί οί Τοΰρκοι, έπιχείρησαν νά ένσωματώσουν σέ ένα κράτος ολόκληρη τή λεκάνη τοΰ Αιγαίου. Άλλωστε ποτέ ή Μικρά Ά σία δέν ύπήρξε ή μοναδική οδός ειρηνικής έπικοινωνίας μέ τήν Ανατολή. Κάποιες επιδράσεις πέρασαν άπό τόν ενα λαό 26
Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΚΑΙ Κ ΛΙΜ Α
στόν άλλο μέσα άπό τις ηπειρωτικές περιοχές* δταν ήταν άνάγκη, άτομα καί στρατοί διέσχιζαν τό υψίπεδο* σέ ειρηνικούς δμως και ρούς τό ταξίδι άπό τό Αίγαΐο στή Συρία είναι πολύ πιό εύκολο διά θαλάσσης. Ώστόσο, τό θαλάσσιο αύτό ταξίδι σημαίνει δτι τό πλοίο έπρεπε νά άφήσει τήν κλειστή λεκάνη τοΰ Αιγαίου καί νά παραπλεύσει σέ λιγότερο φιλόξενες άκτές ή νά διασχίσει τήν άνοιχτή θάλασσα, πράγμα πού απαιτούσε μεγαλύτερη αύτοπεποίθηση. Γεωγραφικά δέν συνδέονται ή Συρία μέ τήν Ελλάδα, καί οί ελληνικές πόλεις τής Κύπρου δέν άποτέλεσαν ποτέ κανονικά μέλη τής έλληνικής κοινότητας, δπως ήταν, λ.χ., ή Ρόδος. Τά τα ξίδια στή Μαύρη Θάλασσα, μέ τά ισχυρά της ρεύματα, ήταν έπί σης προβληματικά. 'Η Μαύρη Θάλασσα ήταν άρκετά δύσκολη στή ναυσιπλοΐα, δπως καί ή άνοιχτή θάλασσα στά δυτικά τής Ελλάδας πρός τήν κατεύθυνση τής Ιταλίας καί τής Σικελίας. Μέ αύτή τήν έννοια, ή λεκάνη τοΰ Αιγαίου σχηματίζει μιά χω ριστή άπό φυσικοΰ της ενότητα, πράγμα πού μάς βοηθά νά έξηγήσουμε γιατί τό άνατολικό καί τό νότιο τμήμα τής κυρίως Ε λ λάδας ήταν πάντα πιό σημαντικά άπό τό δυτικό καί τό βόρειο καί συνέβαλαν περισσότερο στόν κοινό πολιτισμό τών Ελλήνων. Στή δυτική πλευρά τής χερσονήσου τό κλίμα είναι ύγρότερο, οί χειμώ νες θερμότεροι καί ή βλάστηση πλουσιότερη. Ή Μεσσηνία στή νοτιοδυτική Πελοπόννησο καί ή Η λεία στή βορειοδυτική είναι περιοχές εύφορες, ικανές νά διαθρέψουν μεγάλους πληθυσμούς* βορειότερα στήν άκτή ύπήρχε μιά σειρά άπό καθαρά έλληνικές πόλεις, πού οί πιό πολλές ήταν άρκετά πλούσιες. Τά παράκτια νη σιά είναι άκόμη έλκυστικότερα, καί ειδικά ή Κέρκυρα. Οί πόλεις δμως αύτές έπαιξαν λιγότερο ένεργό ρόλο* δέν πρωτοστάτησαν ουτε κάν στήν άποικιακή κίνηση πρός τήν Ιταλία καί τή Σικε λία, δπως θά ήταν φυσικό έξαιτίας τής γεωγραφικής θέσης τους. Ό έξωτερικός έλληνικός κόσμος τών άποικιών, πού άπλωνόταν άπό τις άκτές τής Μαύρης Θάλασσας στά βορειοανατολικά ώς τή Μασσαλία καί τις ισπανικές άκτές στά δυτικά, περιλαμβάνον τας καί τήν Κυρηναϊκή στή βόρεια άκτή τής Αφρικής, ήταν πιό ποικίλος στή δομή καί στό κλίμα. Ώστόσο ό εποικισμός έ'παιρνε μεγαλύτερη έκταση οπουδήποτε οί συνθήκες δέν διέφεραν πολύ άπό τις συνθήκες τής πατρίδας, ή ή χώρα δέν ήταν ήδη πυκνοκατοικημένη άπό λαούς άρκετά οργανωμένους γιά νά άντισταθοΰν. Στό ύπόλοιπο μέρος αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου θά άσχοληθοΰμε μέ τήν 27
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πατρίδα τών Ελλήνων, δηλαδή τή χερσόνησο καί τή λεκάνη τοΰ Αιγαίου, γιατί σ’ αύτές ακριβώς τις περιοχές διαμορφώθηκε ό έλ ληνικός πολιτισμός. Δέν πρέπει νά ξεχνοΰμε δτι μερικά άπό τά στοιχεία πού θά εκθέσουμε σχετικά μέ τό κλίμα καί τή γεωργία δέν ισχύουν, φυσικά, έξίσου γιά ολόκληρο τόν γεωγραφικό χώρο τών άποικιών. Τό κλίμα τής Ελλάδας άνήκει γενικά στόν τύπο πού ονομάζουμε μεσογειακό, άν καί ώς ενα βαθμό έπηρεάζεται άπό τήν έγγύτητα τών μεγάλων γήινων μαζών τής Βαλκανικής καί τής Μικρας Ά σίας, καί άπό τά ψυχρότερα νερά τής Μαύρης Θάλασσας. 4Η Α θήνα καί τά νοτιοανατολικά έχουν υψηλότερη θερινή θερμοκρα σία, καί τρεις μήνες ή καί περισσότερο, βασικά άπό τά μέσα *Ιου νίου ώς τά μέσα Σεπτεμβρίου, δέν βρέχει καθόλου, έκτός άπό κα μιά σποραδική καταιγίδα. Στή διάρκεια τοΰ καλοκαιριοΰ δλη σχε δόν ή βλάστηση ξεραίνεται. 'Η Ελλάδα εϊναι μιά χώρα πού τή δέρνουν οί άνεμοι δλο τό χρόνο* τόν Ιούλιο καί τόν Αυγουστο κυ ρίαρχο στοιχείο τών καιρικών συνθηκών τοΰ Αιγαίου εϊναι ένας τακτικός άνεμος, βόρειος ή βορειοανατολικός —οί έτηαίαι1 τών άρχαίων—, πού δροσίζει τά νησιά, άλλά δέν άφήνει τά δέντρα νά άναπτυχθοΰν. Τις άλλες έποχές ό καιρός μπορεΐ νά άλλάξει ξαφ νικά, δπως συμβαίνει καί στίς άτλαντικές άκτές. Βροχοπτώσεις άξιες λόγου άρχίζουν συνήθως τόν ’Οκτώβριο καί φτάνουν στό άποκορύφωμά τους τόν Δεκέμβριο. Ό καιρός δμως μπορεΐ νά εί ναι ζεστός καί ολόκληρο τόν Νοέμβριο, έπειδή ή θάλασσα έπιβραδύνει τήν έποχιακή μεταβολή τής θερμοκρασίας. Άκόμη καί τό χειμώνα τό κρύο είναι σχετικά έλαφρό στό έπίπεδο τής θάλασ σας* τό χιόνι σπάνια διατηρείται περισσότερο άπό μιά δυο ώρες στήν πεδιάδα τής Αττικής. 'Η άνοιξη είναι άρκετά ιδιότροπη: ό Μάρτιος έχει μερικές ζεστές μέρες, βασικά δμως ό χειμώνας έξακολουθεΐ. Τόν Απρίλιο καί τόν Μάιο ό καιρός σταθεροποιείται, ή θερμοκρασία άνεβαίνει καί τά λουλούδια ξεπετάγονται ξαφνικά, δπως καί τό χορτάρι. Στά πεδινά τά σπαρτά συνήθως ωριμάζουν πριν άπό τό τέλος τοΰ Μαίου. 'Η δυτική Ελλάδα έχει περισσότερες βροχές τό χειμώνα, καί οί άνεμοί της είναι κάπως διαφορετικοί. Οί δυτικοί άνεμοι είναι 1. [Τά μελτέμια. Τούς άνέμους αύτούς τούς όνόμαζαν ετήσιας, γιατί έ πνεαν ταχτικά κάθε χρόνο τό καλοκαίρι.]
28
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ
ύγροί καί, δταν φτάνουν στή γη καί στά βουνά, προκαλοΰν βρο χές. Τό καλοκαίρι γενικά παρουσιάζει τά ΐδια χαρακτηριστικά δ πως καί στά άνατολικά, άν καί έδώ ή περίοδος τής άνομβρίας εί ναι συντομότερη. Αισθητή διαφορά κλίματος διαπιστώνεται δσο άνεβαίνει κανείς στά βουνά, δπου ή ετήσια βροχόπτωση μπορεί Λ/ά ξεπεράσει τόν μέσο δρο βροχοπτώσεως στήν κεντρική καί τή βόρεια Εύρώπη, καί ή θερμοκρασία τό καλοκαίρι δέν φτάνει σέ μεγάλα ΰψη. Στις κορυφές διατηρούνται νησίδες χιονιού ώς τόν Ιούνιο, ένώ στά χαμηλότερα άναβλύζουν πηγές άκόμη καί τό κα τακαλόκαιρο. 'Υπάρχουν μεγάλα δάση άπό βελανιδιές καί άλλα δέντρα, κάτω άπό τή ζώνη τών πεύκων. Παντού, σέ υψόμετρο πάνω άπό χίλια μέτρα, ύπάρχουν θερινά βοσκοτόπια γιά αιγοπρό βατα, ένώ στις ξερές πεδιάδες τά δέντρα δημιουργοΰν ποΰ καί ποΰ οάσεις, καί τό νερό άντλείται κυρίως άπό τά πηγάδια. Μερικές πόλεις-κράτη συνδύαζαν καί τά δυο αύτά κλίματα, δπως ή Σπάρ τη, πού ή εύφορη κοιλάδα της βρισκόταν άκριβώς κάτω άπό τόν υψηλό Ταύγετο. 5Από τήν άλλη, τό έδαφος τής Αθήνας καί τής Κορίνθου είναι στό μεγαλύτερο μέρος του έντελώς πεδινό, ένώ πολλές άρκαδικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν έξολοκλήρου στήν ο ρεινή ζώνη, καί ό τρόπος τής ζωής τους διέφερε άνάλογα. Ή χαμηλή έτήσια βροχόπτωση στά νοτιοανατολικά σημαίνει δτι καί μιά συγκριτικά μικρή άπόκλιση άπό τό κανονικό μπορεΐ νά έχει σοβαρές συνέπειες. Εξάλλου, ένα ποσοστό άπό αύτή τή βροχή πέφτει κατά τή διάρκεια ξαφνικών καταιγίδων, πού εΐναι περισσότερο καταστρεπτικές παρά εύεργετικές. Τά περισσότερα ποτάμια, δταν έχουν νερό, μεταφέρουν στις πεδιάδες ή στή θά λασσα μεγάλες ποσότητες λάσπης, πού μποροΰμε νά τή δοΰμε, καί στά ψηλότερα μέρη ή διάβρωση τοΰ έδάφους φαίνεται καθα ρά. Ποσοτική έκτίμηση τής καλλιεργήσιμης έκτασης πού έχει μέ αύτό τόν τρόπο χαθεί δέν μπορεΐ νά γίνει, άλλά ένα ποσοστό της οπωσδήποτε έχει χαθεί. Διατηροΰνται άκόμη ΐχνη άπό παλαιότερες πεζοΰλες σέ έδάφη πού δέν εΐναι πιά καλλιεργήσιμα. Ό Πλάτων σέ ένα χωρίο τοΰ Κ ριτία περιγράφει μέ φαντασία μιά άρ χαία Α ττική δπου τό χώμα τών λόφων ήταν παχύ, ένώ στις μέ ρες του είχαν άπομείνει μόνο τά βράχια, σάν άπογυμνωμένα κό καλα τής γής: ισχυρίζεται έπίσης δτι τήν περασμένη έκείνη έπο χή ύπήρχαν πυκνά δάση. Γιά τό τελευταίο αύτό οπωσδήποτε έχει δίκιο. Οί "Ελληνες χρησιμοποιοΰσαν πολλή ξυλεία γιά καύσιμα 29
Α ΡΧ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
καί σέ κατασκευές, καί στό παρελθόν, προτοΰ οί ναοί άρχίσουν νά κτίζονται άπό πέτρα, θά είχαν χρησιμοποιήσει πολύ περισσότε ρη. Ή υλοτόμηση άναπόφευκτα έπιτείνει τήν άπογύμνωση, καί στίς κλιματικές αύτές συνθήκες ή άναδάσωση είναι πολύ δύσκολη, άκόμη καί δταν ύπάρχει ή διάθεση νά έπιχειρηθεΐ. Τά κατσίκια έχουν μιά ολέθρια προτίμηση γιά τά τρυφερά βλαστάρια. Ό Πλά των υπερβάλλει, καί δικαιολογημένα θά άμφέβαλλε κανείς άν σέ περισσότερο άπό τό ένα τέταρτο τής έκτασης τής Ελλάδας μπο ροΰσε ποτέ νά καλλιεργηθεί οτιδήποτε* τό χωρίο δμως αύτό, κα θώς καί άλλα στήν άρχαία λογοτεχνία, δείχνει δτι τούς προχριστιανικούς αιώνες οί κλιματικές συνθήκες ήταν γενικά οί ίδιες μέ τις σημερινές, καί ή άνθρώπινη δραστηριότητα ειχε δμοια άποτελέσματα. Ά λλά τό χώμα στίς πεδιάδες είναι πολύ εύφορο, καί τό θερμό κλίμα καί ό ήλιος ωριμάζουν ταχύτερα τούς καρπούς. 'Η γεωργία σέ^μιά τέτοια χώρα πού έχει τέτοιο κλίμα ήταν άνέκαθεν άσχολία κοπιαστική, άν καί κοπιαστική μέ διαφορετική έννοια άπό δ,τι ή γεωργία σέ ύγρότερα κλίματα. Τό βασικό πρό βλημα τοΰ άγρότη ήταν δτι τό φθινόπωρο καί τό χειμώνα ή υγρα σία ήταν ύπερβολικά μεγάλη, ένώ τό καλοκαίρι ύπερβολικά μι κρή. Ή λύση τοΰ προβλήματος, δπως καί στήν άνυδρη γεωργία τής Αμερικής, ήταν νά δουλεύουν συνεχώς τή γή, γιά νά μή σβο λιάζει τό χώμα καί νά διατηρεί τήν ύγρασία του. Ό άρχαΐος βοιωτός ποιητής Ησίοδος στό έργο του 9Εργα και ήμέραι, ένα ποίη μα μέ ήθικές παραινέσεις καί πρακτικές συμβουλές στόν άδερφό του καί τούς συναδέλφους του γεωργούς, μάς δίνει ένα ήμερολόγιο τής άγροτικής ζωής έξαιρετικά χρήσιμο, γιατί συμβαίνει νά μήν έχει σωθεί καμιά πραγματεία γιά τή γεωργία τούς επόμε νους αιώνες. Μετά τόν Ησίοδο άναγκαζόμαστε νά βασιζόμαστε σέ εύκαιριακές μνείες γεωργικοΰ περιεχομένου πού βρίσκουμε σέ άλλες φιλολογικές πηγές. Κανονικά άπό ένα χωράφι γινόταν συγ κομιδή κάθε δεύτερο χρόνο. Τό χώμα τοΰ χωραφιοΰ πού έμενε χέρσο άναμοχλευόταν τήν άνοιξη μέ τό άροτρο καί άπό τότε έπρε πε νά ξεχορταριάζεται* τό καλοκαίρι μποροΰσε νά ξαναοργωθεΐ. Τό κύριο όργωμα καί ή σπορά γίνονταν τό φθινόπωρο, κατά προ τίμηση τόν Όκτώβριο, άν καί μποροΰσε κανείς νά διακινδυνεύσει νά τά άφήσει γιά άργότερα, ώς τό χειμερινό ήλιοστάσιο. Ό γεωρ γός έπρεπε νά φροντίζει συνεχώς γιά νά μήν πνιγεί ό σπόρος μέσα 30
Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ Ι Α ΚΑΙ Κ Λ Ι Μ Α
στό νερό, ή νά μην παρασυρθεΐ τό χώμα άπό τό νερό καί βγει ό σπόρος στήν έπιφάνεια. Τό σιτάρι ήταν ή κύρια σοδειά, άν καί με ρικά εδάφη, δπως ορισμένα τμήματα τοΰ λεκανοπεδίου τής Α τ τικής, τά θεωροΰσαν πιό κατάλληλα γιά κριθάρι. Στά πεδινά τά πρώιμα σπαρτά έπρεπε νά θεριστοΰν τόν Μάιο. Μήν έχοντας φυ τέψει σανό γιά νά έχει τήν έγνοια νά τόν μαζέψει, ό Ησίοδος μπο ροΰσε νά έπιτρέψει στόν εαυτό του καί τούς άνθρώπους του μιά εύχάριστη ανάπαυλα τόν Ιούνιο, πριν άπό τό λίχνισμα, πού άρχι ζε τόν Ιούλιο. Έ πειτα άκολουθοΰσε μιά άλλη μικρή άνάπαυλα, ώσπου νά γίνει ό τρυγητός τόν Σεπτέμβριο, καί νά ξαναρχίσει ό κύκλος τών εργασιών τόν ’ Οκτώβριο. Οί "Έλληνες, δπως φαίνεται, δέν βελτίωσαν καί πολύ τις πρω τόγονες μεθόδους καλλιέργειας πού χρησιμοποιοΰσαν καί στήν άρχή. Στήν πραγματικότητα δέν έχουμε πολλές τεχνικές πληρο φορίες πού νά χρονολογούνται άπό τις πρώτες φάσεις τοΰ ελλη νικού πολιτισμού, γιατί ό Ησίοδος ένδιαφερόταν πιό πολύ νά στιγματίσει τήν οκνηρία καί τή σπατάλη παρά νά δώσει πληρο φορίες γιά εργαλεία ή μεθόδους καλλιέργειας. Περιγράφει πάν τως κάπως λεπτομερειακά τό άλέτρι του, πού τό έσερναν βόδια. Ή ταν ένας μηχανισμός σχετικά άπλός, πού εϊχε χωριστό ύνί, τι μόνι καί άξονα, άν καί ό Ησίοδος συμβουλεύει τό γεωργό νά έχει διαθέσιμο καί ένα πιό πρωτόγονο άλέτρι, κατασκευασμένο άπό μονοκόμματο ξύλο. Καί στό ένα άλέτρι καί στό άλλο τό ύνί μπο ροΰσε νά έχει μεταλλική αιχμή ή «πέταλο», άλλά αύτό δέν τό άναφέρει ό *Ησίοδος, γιατί αύτό πού τόν άπασχολοΰσε άποκλειστικά ήταν νά περιγράψει τά πλεονεκτήματα τών διαφόρων ειδών ξύλου. 'Η σπορά γινόταν πάντα μέ τό χέρι, έργο πού δέν ήταν καί τόσο άπλό, ένώ ό θερισμός μέ μονόχειρο δρεπάνι. Τό άλώνισμα ήταν άπλούστερο καί γινόταν κυρίως μέ βόδια στό ύπαιθρο, στά κυκλικά πέτρινα άλώνια, πού καί σήμερα άκόμη τά βλέπουμε νά χρησιμοποιούνται στήν έλληνική επαρχία* στό λίχνισμα ό άνεμος παρασύρει τά άχυρα. Κάποια μικρή πρόοδος σημειώθηκε δταν άρχισαν νά καλλιεργοΰν ένα προϊόν τή μιά χρονιά καί άλλο τήν άλλη, καί νά ένδιαφέρονται γιά ποικιλίες σπόρου. Κατά τά άλλα, μετά τήν εισαγωγή τοΰ άροτρου μέ μεταλλική αιχμή στό ύνί, δέν ύπήρξε καμία άξιόλογη καινοτομία ώς τήν ξποχή πού άρχισαν νά γράφονται λογοτεχνικά έργα. Έκτός άπό μερικές ελώδεις περιοχές στή Βοιωτία καί τή Θεσ 31
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σαλία, τό καλοκαίρι δέν ύπήρχαν βοσκές στις πεδιάδες, ούτε είχε τήν οικονομική δυνατότητα ό μέσος άγρότης νά χρησιμοποιεί γιά τέτοιο σκοπό χωράφια πού θά μπορούσαν νά τοΰ άποφέρουν σο δειές. Τά άλογα, πού πολύ τά άγαποΰσαν οί άνώτερες τάξεις τών Έλλήνων, ήταν γιά τούς πλουσίους, γιά ιπποδρομίες καί, ώς ενα βαθμό, γιά τόν πόλεμο. Τό ιππικό άποτελοΰσε μικρό μόνο μέρος τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας κλασικής πόλης-κράτους καί δέν ήταν πάντοτε ιδιαίτερα άποτελεσματικό, άν έξαιρέσουμε τή Θεσσαλία καί, ώς ενα σημείο, τή Βοιωτία. Τά μουλάρια ήταν ζώα σημαντικά (καί μπορούσαν νά ζευτούν καί στό άλέτρι, άν καί γι’ αύτό κανονικά χρησιμοποιοΰσαν βόδια), άλλά ύπήρχαν λίγοι δρόμοι διαμέσου τών οποίων μποροΰσε κανείς νά περάσει μέ αμά ξι τά βουνά καί νά πάει άπό τή μιά πεδιάδα στήν άλλη. Άκόμη καί στήν πεδιάδα οί τροχοί χωρίς μεταλλικό στεφάνι βυθίζονται βαθιά στή λάσπη τό χειμώνα* έτσι ή μετακίνηση μέ ζώα δέν ήταν συνηθισμένη —κι αύτό εξακολούθησε νά ισχύει ώς πριν άπό λίγα χρόνια— μέ άποτέλεσμα τό θαλασσινό ταξίδι νά εΐναι προτιμό τερο, δταν μποροΰσε νά γίνει. Τά βόδια ήταν άπαραίτητα γιά τό δργωμα, άλλά δέν ύπήρχαν πολλές βοσκές γιά κοπάδια βοοειδών. Γιά τό γάλα καί τό τυρί τους οί άρχαΐοι "Ελληνες βασίζονταν κυ ρίως στήν κατσίκα: μετά τόν "Ομηρο δέν μνημονεύεται συχνά τό πρόβειο γάλα, πού καταναλώνεται πολύ στή σύγχρονη Ελλάδα, καί, δπως φαίνεται, τά πρόβατα τά είχαν καταρχήν γιά τό μαλλί τους καί κατά δεύτερο λόγο γιά τό κρέας τους. Αιγοπρόβατα ύπήρχαν σέ πολυάριθμα κοπάδια. "Οπου ήταν δυνατό, τό καλοκαί ρι τά άνέβαζαν στά βουνά, άν καί οί μακρινές εποχιακές μετανα στεύσεις γιά βοσκή ψηλά στά βουνά δέν φαίνεται νά ήταν τόσο συνηθισμένες δσο στή μεσαιωνική ή στή σύγχρονη έποχή. Παν τού δμως στήν Ελλάδα, στις πλαγιές τών άσβεστολιθικών βου νών πού καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος τής χώρας, ύπάρχει άνάμεσα στά μυτερά βράχια μιά άσθενική βλάστηση, πού προ σφέρει τροφή στις αίγες καί προμηθεύει κάποια καυσόξυλα, χω ρίς νά εξυπηρετεί κανέναν άλλο οικονομικό σκοπό. Τό άνέβασμα τών κοπαδιών στά βουνά στερούσε τίς πεδιάδες άπό τήν κοπριά, μιά άπό τίς λίγες πηγές λιπάσματος, άλλά τό κάψιμο καί τό ξερίζωμα τών άγριόχορτων άποτελοΰσαν κάποιο ύποκατάστατο. Τή θέση πού κατέχει τό βούτυρο στό άγγλικό διαιτολόγιο τήν κατείχε τότε κυρίως τό έλαιόλαδο. 'Η ελιά μέ τίς βαθιές της ρί 32
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ
ζες καί τά στενά της φύλλα εϊναι κατάλληλα προικισμένη άπό τη φύση νά άπορροφά τό μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό υγρασίας άπό τό χώμα καί νά μή χάνει παρά ελάχιστο στήν κάψα τοΰ καλοκαιριοΰ. Πολύ συχνά, άνάμεσα στά έλαιόδεντρα, υπάρχουν σπαρτά. Τό λάδι, πού τό χρησιμοποιοΰσαν στή μαγειρική, γιά φωτισμό καί γιά άλλους σκοπούς, ήταν ενα άπό τά λίγα ελληνικά γεωργι κά προϊόντα πού τό περίσσευμά του μποροΰσε νά έξαχθεΐ γιά έμπορεία, καί ή άπόδοση τής γής πού είχε έλαιόδεντρα ήταν άναλογικά μεγαλύτερη σέ σχέση μέ άλλα προϊόντα. Έ τσι, δταν άρχισαν νά είσάγονται ξένα δημητριακά σέ μεγάλες ποσότητες, ήταν φυ σικό νά έπεκταθεΐ ή καλλιέργεια τής έλιάς εις βάρος τής καλλιέρ γειας τών ντόπιων δημητριακών. "Ένα άλλο προϊόν πού διεκδικοΰσε κι αύτό μερίδιο τής καλλιεργήσιμης γής ήταν τό άμπέλι, μέ τά χαμηλά μικρά του κλήματα, πού τά φύλλα τους προστα τεύουν τό χώμα άπό τόν ήλιο τοΰ καλοκαιριοΰ. Τό άμπέλι εύδοκιμεΐ καλύτερα σέ κάποιο ύψόμετρο, ή έλιά δμως καλλιεργείται στίς πεδιάδες καί στίς χαμηλότερες πλαγιές. Χωρίς άλλο, δπως συμβαίνει καί σήμερα, ορεινές περιοχές δπως ή Αρκαδία, πού δέν εϊχαν άρκετή καλλιεργήσιμη γή, έδιναν κρέας καί τυρί γιά νά πά ρουν σέ άντάλλαγμα λάδι καί σιτηρά, πού παράγονταν σέ χαμη λότερες περιοχές. Στήν Ελλάδα τό ψωμί άποτελεΐ τή βασική τροφή σέ βαθμό πού εκπλήσσει τούς σημερινούς βορείους. 'Η άνοιξη ήταν έποχή πού οί άνθρωποι πεινοΰσαν, ώσπου νά μεστώσουν τά σπαρτά, καί μάλιστα προτοΰ είσαχθεΐ ή καλλιέργεια τοΰ άραβοσίτου, πού άποτέλεσε νέα θρεπτική πηγή. Τό κρέας ήταν μονάχα γιά τις γιορ τές καί άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις* οί δημόσιες θυσίες παρεί χαν πλήρη γεύματα στούς άπορους, ένώ γιά τό θεό έμεναν τό λί πος καί τά κόκαλα, πού καίγονταν στό βωμό του. Ψάρια έτρωγαν συχνότερα, δχι μόνο φρέσκα άλλά καί παστά, πού όρισμένες πο σότητες τις έφερναν άπό μακριά* τά αύγά καί τά λαχανικά εϊχαν καί αύτά τή θέση τους, άλλά οί βασικές τροφές ήταν τό ψωμί, οί ελιές, τό γάλα, τά εποχιακά φροΰτα, καί τό μέλι άντί γιά ζάχαρη. Σ’ αύτό τό θερμό κλίμα τό άνθρώπινο σώμα χρειάζεται λιγότερα άποθέματα λίπους άπ’ δ,τι στόν ψυχρότερο Βορρά. 'Η σωματική αντοχή καί εύεξία τοΰ "Ελληνα διατηροΰνται μέ μιά δίαιτα πού ένας Άγγλος ή ένας Αμερικανός θά τήν έβρισκε πολύ λιτή. Οί "Ελληνες άγαποΰσαν καί τό κρασί, άλλά στήν άρχαιότητα θεω33 3
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ροΰνταν παραλυσία νά τό πίνουν άκρατο —μαρτυρεΐται δτι πέντε μέρη νερό καί δύο κρασί ήταν μιά σωστή άναλογία. 'Η διανοητική κατάρρευση κάποιου ίσχυροΰ σπαρτιάτη βασιλιά άποδιδόταν στή συνήθειά του, πού τήν εΐχε πάρει άπό σκύθες πρεσβευτές, νά πί νει άνέρωτο τό κρασί. Τό θεό Διόνυσο τόν τιμούσαν μέ εύγνωμοσύνη, γιατί εΐχε διδάξει στούς άνθρώπους τή σωστή χρήση τοΰ σταφυλιού* τό ΐδιο καί τή θεά Δήμητρα, γιατί τούς εΐχε χαρίσει τά δημητριακά. Αύτά ήταν τά βασικά δώρα τών θεών. Εΐναι δύσκολο νά βρει κανείς στατιστικές πληθυσμού: γιά τίς πρωιμότερες εποχές, καί γιά ενα μεγάλο μέρος τής χώρας, δέν υ πάρχει υλικό πού νά έπιτρέπει έστω καί εικασίες. Προφανώς ήταν εύκολο νά αύξηθεΐ ό πληθυσμός κατά τρόπο πού νά μήν τοΰ επαρ κούν οί περιορισμένοι πόροι τής ντόπιας γεωργίας, καί ό υπερ πληθυσμός πρέπει νά ήταν μία τουλάχιστον άπό τίς αίτιες τής άποικιακής κίνησης τοΰ 8ου καί τοΰ 7ου αιώνα. Κατά τήν κλασική περίοδο ή Ελλάδα είσήγε σιτηρά άπό τρεις κυρίως περιοχές: άπό τή Σικελία καί τή Νότια Ιταλία, δπου τίς εύφορες πεδιάδες τίς είχαν καταλάβει έλληνες άποικοι* άπό τή νότια Ρωσία, δπου ύ πήρχαν μιά σειρά έλληνικές άποικίες καί έμπορικοί σταθμοί κον τά στή θάλασσα —άλλά οί χώρες αύτές δέν έπεκτείνονταν στήν ένδοχώρα, καί δσοι έπιθυμοΰσαν νά πετύχουν σ5αύτό τό είδος έμπορίου έπρεπε νά διατηρούν φιλικές σχέσεις μέ τούς ντόπιους η γεμόνες, γιά νά έχουν τήν εύνοιά τους* καί άπό τήν Αίγυπτο, δπου οί "Ελληνες δέν είχαν πατήσει γιά καλά τό πόδι τους, άν εξαιρέ σουμε τήν έμπορική άποικία τής Ναύκρατης. Ή έλληνική παρου σία στήν Κυρηναϊκή, κατά μήκος τής άφρικανικής άκτής πρός τά δυτικά, ήταν περισσότερο έδραιωμένη. Μετά τήν έλλειψη τροφίμων, ή πιό σοβαρή ήταν πάντα ή έλλειψη μετάλλων. 'Η Ελλάδα διέθετε μερικά άξιόλογα μεταλλεία άργύρου: τοΰ Λαυρίου, στό άκρωτήριο νοτιοανατολικά τής Αθήνας, ο πού ή άνακάλυψη μιας νέας φλέβας στις άρχές τοΰ 5ου αιώνα έ παιξε σπουδαίο ρόλο στήν άνάπτυξη τής άθηναϊκής δύναμης* τής νήσου Σίφνου, άκόμη πιό νότια, πού γνο^ρισε μεγάλη άνθηση στήν άρχαϊκή περίοδο, ώσότου ή θάλασσα πλημμύρισε τά μεταλλεία* άλλά τά πιό σημαντικά ήταν τά μεταλλεία τής Θράκης, στά άνατολικά τοΰ ποταμοΰ Στρυμόνα (άπ’ δπου έβγαινε καί άργυρος καί χρυσός), πού τά διεκδικοΰσαν διάφορα κράτη άπό τούς ντόπιους 34
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ
κατοίκους έπειτα άπό τόν 6ο αιώνα. Κοιτάσματα σιδήρου ή χαλ κού ύπήρχαν μόνο σποραδικά, καί τά πιό πλούσια ήταν πάλι στό Βορρά, δηλαδή στή Μακεδονία καί τή Θράκη. Τά μεταλλεία τής Εύβοιας καί τής Λακωνίας έρχονταν δεύτερα σέ σπουδαιότητα, άλλά παρόλο πού ό λακωνικός σίδηρος άπέκτησε άργότερα φήμη γιά τήν ποιότητά του, ή φήμη αύτή δέν μαρτυρεΐται άπό πολύ νω ρίς. Όπωσδήποτε τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ σιδήρου πού ύπήρχε ήταν σέ μορφή πού οί αρχαίες μέθοδοι τήξης δέν μποροΰσαν εύ κολα νά τό άξιοποιήσουν, καί έτσι ένα μεγάλο ποσοστό τοΰ με τάλλου πήγαινε χαμένο. Ό χαλκός είσαγόταν άπό τήν Κύπρο, άλ λά ό κασσίτερος πού χρειαζόταν γιά τό κράμα, δηλαδή γιά τόν ο ρείχαλκο, δέν ήταν ποτέ άρκετός. Πράγματι, δέν εϊναι έντελώς ξεκαθαρισμένο άπό ποΰ έκαναν εισαγωγή τοΰ άπαραίτητου αύτοΰ μετάλλου οί πολιτισμοί τής έποχής τοΰ χαλκοΰ στή Μεσόγειο. Σίδηρος ύπήρχε καί στά βορειοανατολικά τής Μικρας Άσίας ώς καί τή σημερινή Αρμενία, καί, όπως φαίνεται, άρχικά οί "Ελλη νες τόν προμηθεύονταν πιθανώς άπό τις περιοχές αύτές, δταν έπαψαν νάτίς ελέγχουν οί Χετταίοι.Άργότερα, άλλά άρκετά νωρίς άκόμη, οί "Ελληνες βρήκαν μιά άλλη πηγή προμήθειας σιδήρου, άπό τούς Έτρούσκους τής κεντρικής Ιταλίας. Μιά τρίτη έμφανής άνάγκη ήταν ή προμήθεια ύλικών γιά τή ναυπηγία. Δέν χρειάζεται νά τονίσουμε ιδιαίτερα τή σπουδαιότη τα τής ναυτιλίας, άλλά ξυλεία δέν ύπήρχε διαθέσιμη σέ μικρή άπόσταση άπό τή θάλασσα, καί κατά τό μεγαλύτερο μέρος της έ πρεπε νά είσάγεται άπό τή Μακεδονία ή τή Θράκη ή άπό τά πε ρίφημα πευκοδάση τοΰ δρους "Ιδη, κοντά στήν Τροία. Έπίσης ή Ελλάδα δέν εϊχε δική της παραγωγή πίσσας, καραβόπανων ή καραβόσχοινων. Δέν πρέπει νά ξεχνοΰμε καί τις κοινωνικές έπιπτώσεις τοΰ κλίμα τος. Τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ έτους ό "Ελληνας μποροΰσε νά ερ γάζεται, νά τρώει καί νά συζητά στό ύπαιθρο, φορώντας έλαφρά ροΰχα, καί άποζητώντας περισσότερο τή σκιά παρά τόν ήλιο. Αύτό σήμαινε πολλά γιά τόν τρόπο τής ζωής του. Ή γεωργία ά φηνε λίγο χρόνο ελεύθερο, άκόμη καί γιά τόν μεθοδικό ' Ησίοδο, καί ο άρχαΐος "Ελληνας άφιέρωνε τό μεγαλύτερο μέρος αύτοΰ τοΰ χρόνου σέ συζητήσεις μέ τούς άλλους γεωργούς, δπως κάνουν καί σήμερα οί άπόγονοί του στό καφενείο τοΰ χωριοΰ. Ό άστικός 35
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πληθυσμός ένιωθε τήν ΐδια άνάγκη καί τήν ικανοποιούσε κάτω ά πό τίς κιονοστοιχίες πού βλέπουμε νά κοσμούν τίς ελληνικές πό λεις, προσφέροντας σκιά ή καταφύγιο γιά τούς συζητητές —άπό τήν έλληνική ονομασία τών κιονοστοιχιών αύτών (στοά) πήραν τό ονομά τους οί στωικοί φιλόσοφοι. Ό χειμώνας δέν άνέστελλε τήν πηγαία κοινωνικότητα τών άνθρώπων. Ό Ησίοδος, πού μιλά άρ κετά γιά τό κρύο στήν ορεινή ιδιαίτερη πατρίδα του,1 τονίζει χα ρακτηριστικά δτι ό γεωργός πρέπει νά εργάζεται καί μέσα στό σπίτι του, καί νά μήν τεμπελιάζει κουβεντιάζοντας στό σιδερά δικο. Αύτό μάς δείχνει άρκετά καθαρά πώς περνούσαν τό χειμώ να τους οί περισσότεροι άντρες. Συνεπώς,· ό "Ελληνας ζοΰσε μιά ζωή πολύ κοινωνική. Ή πίε ση τής κοινότητας πάνω στό άτομο ήταν μεγαλύτερη άπό δ,τι εί ναι σέ κλίματα δπου ό άνθρωπος πρέπει νά κλείνεται στό σπίτι του τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ χρόνου τής άνάπαυσής του. Τοΰ ή ταν δυσκολότερο νά άποφύγει τήν άποδοκιμασία καί πιό άναγκαΐο νά έπιδεικνύει δ,τι θά μποροΰσε νά κερδίσει τόν έπαινο. Ό άμεσος προφορικός λόγος ήταν κυρίαρχος: ή εύγλωττία ήταν άποφασιστικής σημασίας στήν πολιτική, ένώ τά γραπτά κείμενα άναπτύχθηκαν δευτερογενώς: ή ποίηση ήταν γιά νά άπαγγέλλεται καί δχι γιά νά διαβάζεται σιωπηλά, άν εξαιρέσουμε τά μέλη μιας καλ λιεργημένης μειονότητας μετά τήν κλασική περίοδο. Σέ έναν πο λιτισμό δπου τόσα πολλά έξαρτώνται άπό τήν άμεση έντύπωση καί δπου τό άτομο δέν έχει πολύ χρόνο νά σκεφτεΐ πώς νά πράξει, οί άνθρωποι πρέπει νά είναι σέ διαρκή επαγρύπνηση καί δραστη ριότητα* καί έτσι εύκολα άναπτύσσεται ή εύθικτη έκείνη περη φάνια,2 πού τή βλέπουμε άκόμη καί σήμερα. Ό βόρειος, μεγαλο ποιώντας ΐσως τίς άντιθέσεις, έχει τήν τάση νά θεωρεί τόν "Ελλη να άστατο καί άνεύθυνο. Έχουμε άμφιβολίες άν ό "Ελληνας σέ τελευταία άνάλυση είναι πράγματι λιγότερο λογικός στις πρά ξεις, άλλά είναι άλήθεια δτι τό κλίμα επιβάλλει μιά διαφορά ρυθμοΰ καί ιδιοσυγκρασίας, κι αύτό πρέπει νά τό έχουμε ύπόψη μας.
1. [ΤΗταν ή ’Άσκρα τής Βοιωτίας.] 2. [Μέ δσα λέει έδώ ό συγγραφέας περιγράφει εύστοχα αύτό πού θά ονομάζαμε σήμερα «ελληνικό φιλότιμο».]
36
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΛΑΑΔΑ
Ή έλληνική προϊστορία περιλαμβάνει μ.ιά παλαιολιθική περίοδο, πού τά λείψανά της ήρθαν σέ φως μόλις πρόσφατα, καί μιά μα κρόχρονη νεολιθική περίοδο, γιά τήν οποία οί μαρτυρίες έχουν έ πίσης αύξηθεΐ σημαντικά τά τελευταία χρόνια/Η έποχή τοΰ χαλκοΰ, πού άκολούθησε, διαιρείται κάπως τεχνητά, σύμφωνα μέ τήν τεχνοτροπία τής άγγειοπλαστικής, σέ τρεις βασικές φάσεις, πού γιά τήν κυρίως Ελλάδα ονομάζονται πρώιμη, μέση καί δστερη έλλαδική, μέ πολύπλοκες ύποδιαιρέσεις πού παραλλάσσουν.1 Ή μεσοελλαδική περίοδος άρχισε γύρω στό 1900 π.Χ. καί παραχώ ρησε τή θέση της, κάπου μετά τό 1600, στήν ύστεροελλαδική πε ρίοδο, πού λέγεται καί μυκηναϊκή άπό τό δνομα τής περίφημης πόλης δπου άνακαλύφθηκαν γιά πρώτη φορά λείψανα αύτής τής περιόδου. Ό πολιτισμός εκείνος δέχτηκε βίαια πλήγματα γύρω στό 1200 καί κατέρρευσε άφήνοντας τή θέση του σέ μιά σκοτεινή περίοδο χωρίς γραφή. Στό διάστημα τής περιόδου αυτής εδραιώ θηκε ή κυρίως έποχή τοΰ σιδήρου. Οί πρώτες φάσεις τής έποχής τοΰ σιδήρου διακρίνονται καί πάλι, άνάλογα μέ τήν άγγειοπλαστική τους, σέ πρωτογεωμετρική καί γεωμετρική. Ή συναγωγή ιστορικών συμπερασμάτων μέ βάση τά αρχαι ολογικά δεδομένα είναι έργο επικίνδυνο καί άμφισβητήσιμο. Σέ δλη τή διάρκεια τής μακρόχρονης αύτής περιόδου άναμφίβολα έγιναν πολλές μετακινήσεις, κατακτήσεις καί μεταναστεύσεις. Μιά μεγάλη άναστάτωση μαρτυρεΐται καί χρονολογείται μέ βεβαιό τητα στό τέλος τής έποχής τοΰ χαλκοΰ, δταν νομαδικοί λαοί επι χείρησαν νά εισβάλουν στήν Αίγυπτο καί άπωθήθηκαν άπό τόν 1. Ή κρητική άρχαιολογία διαιρείται σέ τρεις «μινωικές» περιόδους, καί ό πολιτισμός τών νήσων του Αιγαίου σέ τρεις «κυκλαδικές». Καί στή μιά καί στήν άλλη περίπτωση οί υποδιαιρέσεις είναι δμοιες. Οί διαιρέσεις σέ πε ριόδους δέν συμπίπτουν μέ τις έλλαδικές. Σ* αύτό τό κεφάλαιο χρησιμο ποιούμε πότε πότε τόν δρο «μινωικός», γιά νά χαρακτηρίσουμε τόν πολιτι σμό της έποχής τοΰ χ,αλκοΰ στήν Κρήτη —ή λεπτομερειακή ταξινόμηση δέν μάς είναι έδώ άπαραίτητη.
37
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
4
Ραμσή τόν Γ' γύρω στό 1190 π.Χ. Μποροΰμε νά είμαστε βέβαιοι δτι καί άλλες παρόμοιες κινήσεις είχαν προηγηθεΐ. Άλλά οί σπου δαίες πολιτισμικές άλλαγές, δπως αύτές πού οδήγησαν τούς Αρ χαιολόγους νά διαιρέσουν τήν έποχή τοΰ χαλκοΰ στις περιόδους της, δέν είναι πάντοτε άποτέλεσμα μεταναστεύσεων ή κατακτήσεων άντίθετα, μπορεΐ νά υπάρξουν κατακτήσεις χωρίς νά ση μειωθεί καμιά άξια λόγου διακοπή στόν πολιτισμό. "Οπου τά συμπτώματα είναι γενικότερα (έγκατάλειψη ή καταστροφή τών παλαιών οικισμών, νέοι τρόποι οικοδομής ή ενδυμασίας, μεταβο λή στά ταφικά έθιμα καί άλλα παρόμοια), δικαιολογημένα μπο ροΰμε νά συμπεράνουμε δτι μεσολάβησε ούσιώδης πληθυσμιακή μεταβολή, πού εΐναι πιθανό νά προκλήθηκε βίαια. Καί τότε δμως άκόμη δέν πρέπει νά ξεχνοΰμε τελείως τόν προηγούμενο πληθυ σμό, πού τό πιό πιθανό εΐναι νά έχει άφομοιωθεΐ καί δχι νά έχει έξοντωθεΐ ή νά έχει εκτοπιστεί έντελώς, καί έτσι νά μπορέσει σέ μιά μεταγενέστερη φάση νά ξανακάνει αισθητή τήν παρουσία του, καί ή συμβολή του νά εΐναι άξιόλογη. Έ κεΐ δπου οί μαρτυρίες μας συνίστανται μόνο στά υλικά λεί ψανα πού μποροΰν νά μείνουν άθικτα μέσα στή γή γιά πολλούς αι ώνες (τά άγγεΐα, πού θρυμματίζονται βέβαια εύκολα, άλλά εΐναι σχεδόν άδύνατο νά άφανιστοΰν, συγκεντρώνουν συνήθως δυσανά λογα μεγάλο μέρος τής προσοχής μας άπό τήν άποψη αύτή), πρέ πει νά είμαστε πολύ προσεκτικοί στις ερμηνείες μας. Όρισμένα συμπεράσματα εΐναι δυνατό νά συναχθοΰν άπό τή διάταξη τών οικισμών καί τών όχυρώσεών τους ή άπό τήν άπουσία τειχών, ά πό τά ταφικά έθιμα καί άπό τά καλλιτεχνικά έργα πού διατηρήθηκαν. Μέ τίς εξελιγμένες άρχαιολογικές μεθόδους είμαστε σέ θέ ση νά διαπιστώνουμε μέ αύξανόμενη βεβαιότητα ορισμένες ση μαντικές ομοιομορφίες, διαφορές καί σχέσεις. Άλλά, δσο δέν δια θέτουμε γραπτές μαρτυρίες τών λαών πού έχτισαν τούς οικισμούς ή χρησιμοποίησαν τά άντικείμενα, μάς είναι άδύνατο νά γνωρί σουμε μεγάλες περιοχές τής σκέψης καί τών κοινωνικών τους θε σμών. "Οπου δέν έχουμε.άλλες μαρτυρίες, ύπάρχει πάντοτε ό πει ρασμός νά όδηγούμαστε σέ συμπεράσματα άπό τό ύφος τής διακόσμησης στήν άγγειοπλαστική. Σέ εποχές δμως γιά τίς όποιες διαθέτουμε μαρτυρίες δέν διαπιστώνουμε (κάθε άλλο μάλιστα) στενή σχέση άνάμεσα στή διακόσμηση τών αγγείων καί στήν ά38
ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΛΛΑ Δ Α
νάπτυξη άλλων τεχνών —γιά νά μή μιλήσουμε γιά σχέση μέ τήν κοινωνική ή τήν πολιτική έξέλιξη. Σπουδαία έπίσης είναι καί τά ΐχνη πού άφήνουν οί προηγού μενες γλώσσες. ' Η έλληνική άνήκει στή μεγάλη ίνδοευρωπαϊκή οικογένεια, άλλά σέ έναν κλάδο της πού δέν σχετίζεται στενά μέ κανέναν άλλο πού θά μπορούσαμε νά παρακολουθήσουμε σήμερα. Περιέχει ένα άρκετά μεγάλο ποσοστό λέξεων πού μποροΰμε νά τις αναγνωρίσουμε ώς ξένες, καί άναμφίβολα πολλές άπό αύτές εϊναι δανεισμένες άπό τις γλώσσες τών προηγούμενων κατοίκων. Αύτό συμβαίνει συχνά ιδιαίτερα μέ τά τοπωνύμια, δπως τά κελ τικά πού έπιζοΰν στήν Α γγλία ή τά πολυάριθμα ινδιάνικα τοπω νύμια τής Βόρειας Αμερικής. Οί φιλολογικές δμως επιβιώσεις δέν μποροΰν νά μποΰν στή σειρά καί νά χρονολογηθοΰν δπως τά άρχαιολογικά εύρήματα, ούτε είναι δυνατό νά ύπολογιστεΐ εύκο λα πόσο μεγάλη πρέπει νά εϊναι μιά ομάδα έπηλύδων σέ μιά συγ κεκριμένη περίσταση γιά νά μπορεΐ νά έπιβάλει μιά νέα γλώσσα σέ έναν κατακτημένο πληθυσμό. 'Η ΐδια ή έλληνική γλώσσα ήταν χωρισμένη σέ διάφορες διαλέκτους, πού ώστόσο δέν εμπόδιζαν τή μιά περιοχή νά καταλαβαίνει εύκολα τή γλώσσα τής άλλης. 'Η διαφοροποίηση καί ή κατανομή αύτών τών διαλέκτων άποτελεΐ σπουδαία πηγή πληροφοριών γιά τήν προηγούμενη ιστορία τών ανθρώπων πού τις μιλούσαν —άρκεΐ νά έχουμε πάντοτε ύπόψη δτι οί διαδικασίες τοΰ σχηματισμοΰ καί τής άλληλεπίδράσης τών διαλέκτων-υπήρξαν συνεχείς καί δτι τά σύνορα άνάμεσά τους δέν ήταν σαφώς καθορισμένα· Όσον άφορά ειδικότερα τήν πρώτη ά φιξη τών Ελλήνων στή χερσόνησο, ή άντίληψη δτι κάθε διάλε κτος άντιπροσωπεύει καί μιά χωριστή καί συμπαγή ομάδα άποί κων έχει άποδειχτεΐ πολύ παραπλανητική. 'Η σύγχρονη θεωρία έχει τήν τάση νά άμφισβητεΐ άν ύπήρξε κάν ενιαία έλληνική γλώσ σα σέ κάποια άναγνωρίσιμη μορφή, προτοΰ οί εισβολείς, πού μιλοΰσαν μιά ίνδοευρωπαϊκή γλώσσα, άναμιχθοΰν μέ τούς παλαιότερους κατοίκους. 'Η προφορική παράδοση μάς δημιουργεί ένα πρόβλημα άλλου εΐδους. Οί "Έλληνες είχαν ένα μεγάλο άπόθεμα διηγήσεων γιά τούς ήρωικούς τους προγόνους, καί δέν άπομένει ή παραμικρή άμφιβολία δτι ώς ένα σημείο ή παράδοση ήταν συνεχής άπό τή μυκηναϊκή έποχή, διαμέσου τών αιώνων χωρίς γραφή, ώς τή με ταγενέστερη έποχή πού άρχισε νά χρησιμοποιείται ή γραφή. Έ 39
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
χει ύποστηριχθεΐ δτι αύτή ή παράδοση διακρινόταν γιά τή λεπτο λόγο της Ακρίβεια, ειδικά στό θέμα τών ονομάτων καί τών γενεα λογιών, άλλά τά παραδείγματα πού υπάρχουν (καί υπάρχουν πολ λά) μάς διδάσκουν δτι ή διαπίστωση αύτή έχει βασιμότητα μόνο άν έπιβεβαιώνεται καί Από κάποιο άλλο είδος μαρτυρίας. Οί διη γήσεις έχουν ώς έπίκεντρο δύο κύρια γεγονότα, τήν καταστροφή τών Θηβών καί τήν άλωση τής Τροίας. Ή περίοδος αύτών τών κατορθωμάτων άποτελοΰσε γιά τούς "Ελληνες ((ηρωική έποχή», δπως ή έποχή τοΰ Θεοδώριχου ή τοΰ Καρλομάγνου γιά τά μεσαι ωνικά έπη τής δυτικής Εύρώπης. 'Η ποίηση πού εξυμνεί μιά τέ τοια έποχή δέν έχει ιστορική συνείδηση, γιατί έργο τοΰ ποιητή εΐναι νά τέρψει τούς άκροατές του* άν καί οί ραψωδοί γενικά βε βαιώνουν δτι άφηγοΰνται άληθινές ιστορίες, καί τό Ακροατήριό τους Αποδέχεται τόν ισχυρισμό αύτόν, ουτε ή μιά πλευρά ουτε ή άλλη μποροΰν στήν πραγματικότητα νά διακρίνουν λογικά άνάμε σα στήν ιστορική άλήθεια καί στήν τερπνή φαντασία. Δέν μπο ροΰμε νά ελπίζουμε δτι διαβάζοντας άπλώς τά ποιήματα πού μάς σώθηκαν θά διακρίνουμε ποΰ σταματά ή γνήσια παράδοση καί ποΰ άρχίζει ή φαντασία τοΰ ποιητή, άν καί ύπήρξαν όρθολογιστές κριτικοί, στήν Αρχαιότητα καί στή σύγχρονη έποχή, πού έβαλαν τά δυνατά τους γιά νά τραβήξουν τή διαχωριστική γραμμή. Καί άκόμη λιγότερο δέν έχουμε δικαίωμα νά κάνουμε τέτοιες διακρί σεις, δταν στηριζόμαστε σέ μεταγενέστερα πεζά κείμενα πού άπηχοΰν ποιήματα πού δέν μάς έχουν σωθεί. 'Η πόλη πού οί Αρ χαιολόγοι Αριθμοΰν ώς Τροία VII Α καταστράφηκε βίαια άπό Ανθρώπινα χέρια πρός τό τέλος τής ύστερης έποχής τοΰ χαλκοΰ* αύτό έχει οδηγήσει νεότερους έρευνητές στήν πεποίθηση δτι ή πό λη αύτή εΐναι ή Τροία τοΰ έλληνικοΰ μύθου, καί δτι λεηλατήθηκε πράγματι άπό μιά έλληνική στρατιά, μέ Αρχηγό τό βασιλιά τών Μυκηνών. 'Τπάρχουν δμως σοβαρές Αμφιβολίες σχετικά μέ τή χρονολογία καί τίς λεπτομέρειες* εξάλλου ύπάρχουν άκόμη έρευ νητές, δπως ύπήρχαν Από παλιά, πού άμφισβητοΰν άν καταστρά φηκε κάν ή Τροία άπό τούς "Ελληνες. Τό έπος καθαυτό δέν δίνει ποτέ Αξιόπιστη καταγραφή τών γεγονότων, καί ή μεγάλη Αξία του γιά τήν ιστορία έγκειται στό δτι μπορεΐ νά μάς δώσει περιστασιακά πληροφορίες γιά τή νοοτροπία ή τά έθιμα ή τά ύλικά Αντικείμενα είτε κάποιου κόσμου περασμένου είτε τής έποχής τοΰ ΐδιου τοΰ ποιητή. 40
Μ Υ Κ Η Ν Α ΪΚ Η Ε Λ Λ Α Δ Α
"Όπου οί μαρτυρίες ύπόκεινται σέ αύτούς τούς περιορισμούς, πρέ πει νά άντιστεκόμαστέ στον πειρασμό νά συνάγουμε βολικά συμ περάσματα. Έ τσι, ή διάδοση τής γεωργίας άπο τήν Ανατολή υ πήρξε άσφαλώς ενα άπό τά σημαντικότερα γεγονότα τοΰ άπώτερου παρελθόντος καί βοήθησε τό νεολιθικό πληθυσμό νά έγκατασταθεΐ μόνιμα σέ χωριά, άλλά παραμένει άκόμη συζητήσιμο πώς έφτασε στήν Ελλάδα ή νέα αύτή τεχνική: μέ ειρηνική επικοινω νία μέ τή Μικρά 5Ασία ή μέ τή μετανάστευση νέων λαών; Α σφαλώς ύπήρχε κάποια θαλάσσια έπικοινωνία κατά τή νεολιθική περίοδο, άφοΰ σέ πολλούς άπό αύτούς τούς οικισμούς χρησιμοποιοΰσαν έργαλεΐα φτιαγμένα άπό οψιδιανό τής νήσου Μήλου. Αύτό δμως δέν άποτελεΐ άποφασιστικό στοιχείο γιά το ζητημα τής προέλευσης. Θά επρεπε εξάλλου νά σημειωθεί δτι τα κρανία πού σώζονται άπό τήν πρώιμη αύτή έποχή άνήκουν τά περισσό τερα στόν τύπο πού ονομάζουμε μεσογειακό, άλλά άντιπροσωπεύονται έπίσης άρκετά καί τά κρανία τοΰ άλπικοΰ τύπου* συνε πώς, δέν θά ήταν φρόνιμο νά συμπεράνουμε δτι στή νεολιθική πε ρίοδο ό πληθυσμός ήταν φυλετικά ομοιογενής, πολύ λιγότερο στίς κατοπινές εποχές. Μεταγενέστερες άλλαγές γεννοΰν παρόμοια έρωτηματικά. 'Η μετάβαση στήν έποχή τοΰ χαλκοΰ δέν ήταν ύπόθεση συγκεκριμέ νης τομής, πού συντελέστηκε μονομιάς* θά^ταν εύκολο νά φανταστοΰμε τή βαθμιαία εισαγωγή τοΰ μετάλλου, μαζί μέ άλλους νεοτερισμούς τής έποχής, άνάμεσά τους και τόν τροχό τοΰ άγγειοπλάστη.. Άλλά σέ πολλές περιοχές μεσολαβεί διάστημα άνάμεσα στή νεολιθική καί στήν πρώιμη έλλαδική έγκατάσταση, ή οί οικι σμοί τής πρώιμης έλλαδικής περιόδου είναι νέοι, καί, δπως φαί νεται, 6 νέος τρόπος ζωής διαδόθηκε στήν Ελλάδα άπό τό Νότο πρός τό Βορρά, καί μάλιστα ποτέ δέν επικράτησε άπόλυτα στή Θεσσαλία. Είναι άναπόφευκτη ή εικασία δτι έδώ έχουμε πολιτι σμό έπηλύδων, πού έ'φτασαν άρχικά άπό τή θάλασσα. Ό πληθυ σμός πύκνωσε σημαντικά σέ σχέση μέ τούς νεολιθικούς χρόνους: ύπήρχαν μερικά οικοδομήματα οχυρωμένα μέ τέχνη, δπως είναι τό οικοδόμημα πού άνασκάφτηκε πρόσφατα στή Λέρνα τής Α ρ γολίδας. Στή Θερμή τής Λέσβου βλέπουμε έναν πυκνοχτισμένο οικισμό άπό σπιτάκια πού καλύπτουν έ'κταση άρκετά μεγάλη* πιό πάνω, στήν άπέναντι ήπειρο, εχουμε τήν άκρόπολη τής Τροίας, τής ΐδιας έποχής, ενα στενό άλλά έντυπωσιακό οικοδόμημα, κα 41
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τασκευασμένο άπό κάποιον πλούσιο βασιλιά πού ήθελε νά προ στατεύσει τούς θησαυρούς του. Άλλά στό μεγαλύτερο μέρος τής περιοχής του Αιγαίου βρίσκουμε μόνο μικρούς άτείχιστους οικι σμούς, πράγμα πού μάλλον ύποδηλώνει μιά μακρόχρονη περίοδο σχετικής ειρήνης. Ό πολιτισμός ολόκληρης τής περιοχής τής Ελλάδας καί τών νησιών (άνάμεσα σ’ αύτά καί τής Κρήτης) καθώς καί τής δυτικής Μικράς Άσίας εΐναι άρκετά ομοιόμορφος καί δείχνει σαφεΐςάλληλεπιδράσεις. Πρέπει ΐσως νά προσθέσουμε σ3αύτο καί ενα γλωσσολογικό δεδομένο, δηλαδή τή μεγάλη έξάπλωση μιάς κα τηγορίας τοπωνυμίων πού έπέζησαν ώς τήν έλληνική περίοδο, ά/νΛα τα ΐδια δέν εΐναι ελληνικά. Τά πιό χτυπητά παραδείγματα εΐναι δσα έχουν θέμα πού λήγει σέ -νθ, δπως ή Κόρινθος, ή σέ συριστικό (πού οί "Ελληνες τό έγραφαν ώς -σσ ή -ττ), δπως ό Παρνασσός. Σώθηκαν έπίσης καί μερικές κοινόχρηστες λέξεις μέ τίς ΐδιες θεματικές καταλήξεις, οί πιό πολλές ονόματα πουλιών ή φυτών. Τά τοπωνύμια αύτών τών τύπων τά συναντοΰμε συχνότε ρα στά μέρη τής Ελλάδας δπου ύπήρχαν οί περισσότεροι πρωτο ελλαδικοί οικισμοί. Εΐναι φυσικό νά μάς έλκύει ή ιδέα δτι τά στοι χεία αύτά άνήκουν στή γλώσσα του πρωτοελλαδικού πληθυσμού, πού ό πολιτισμός του ήταν άρκετά ομοιόμορφος σέ ολόκληρη τήν περιοχής καί δτι οί "Ελληνες πήραν άπό αύτή τή γλώσσα πολλά τοπωνύμιά^Εο^-εναν ορισμένο.αριθμό λέ£εωνΤκαί μάλιστα ονό ματα ζώων ή φυτών πού τούς ήταν άγνωστα στήν προηγούμενη πατρίδα τους. Εΐτε ήταν εΐτε δέν ήταν ή πρώιμη αύτή γλώσσα ή γλώσσα τών Έλλήνων τής πρωτοελλαδικής έποχής, είμαστε υποχρεωμένοι νά ύποθέσουμε δτι σέ κάποια φάση είσέδυσαν στήν Ελλάδα πολυάν θρωπες ομάδες πού μιλούσαν μιά ίνδοευρωπαϊκή γλώσσα, άπό τήν όποια προήλθε έξελικτικά ή έλληνική.Ή έπικρατέστερη άπο ψη, άπό πολλά χρόνια τώρα, εΐναι δτι ή διείσδυση αύτή συντελέστηκε γύρω στό 1900 π.Χ. καί άποτέλεσε τήν άρχή τής μεσοελλαδικής φάσης τής έλληνικής έποχής τού χαλκού* γνωρίζουμε τώρα καλά δτι ή Λέρνα καί μερικοί άλλοι οικισμοί καταστράφηκαν κατά τή μετάβαση άπό τή δεύτερη φάση τής πρωτοελλαδικής έποχής στήν τρίτη, καί συνεπώς ή εισβολή τών έπηλύδων πρέπει μάλλον νά χρονολογηθεί γύρω στό 2100 π.Χ. ’Ίσως δμως καί νά ύπήρξαν περισσότερα άπό ένα κύματα εισβολέων. Πριν καί μετά 42
Μ Υ Κ Η Ν Α ΪΚ Η Ε Λ Λ Α Δ Α
τό 2000 π.Χ. ή γενική έντύπωση πού οπωσδήποτε άποκομίζουμε είναι δτι ύπήρξε κάποια βία, δτι ό πληθυσμός έλαττώθηκε, καί δτι σημειώθηκε μεγάλη οπισθοδρόμηση σέ σχέση μέ τό επί πεδο πολιτισμού δπου εϊχε φτάσει ή Ελλάδα τής πρώιμης έλλαδικής περιόδου. Τά συμπτώματα ύποδηλώνουν δτι εγινε εισβολή, •άλλά δέν ύπάρχει ομοφωνία άπό ποιο σημείο ξεκίνησαν οί εισβο λείς. Τά έπιχειρήματα πού βασίζονται στήν τεχνοτροπία τής άγγειοπλαστικής δέν φαίνονται πρός τό παρόν άποφασιστικά* μπο ρεΐ δμως νά μήν εϊναι άσχετο δτι άλλοι εισβολείς, πού έπίσης μι λούσαν ίνδοευρωπαϊκές γλώσσες, ξεχύθηκαν τήν ΐδια αύτή έποχή πρός τις μεσογειακές καί τις μεσοποταμιακές περιοχές, οί Χετ ταίοι στήν Άνατολία, οί Μιτάννι στή βόρεια Μεσοποταμία, οί Κασσίτες στή Βαβυλωνία —καί εϊναι βέβαιο δτι οί εισβολείς αύτοί δέν ξεκίνησαν ουτε άπό τό Νότο ουτε άπό τήν Ανατολή. Μετά τις πρώτες βίαιες άναστατώσεις άκολούθησε μιά περίοδος ειρηνικής άνασυγκρότησης καί κατοχύρωσης τών κεκτημένων, μιά βαθμιαία βελτίωση τών διαφόρων τεχνολογικών μεθόδων κα θώς καί μιά καινοτομία μεγάλης σημασίας, ή εισαγωγή στήν Ε λ λάδα τοΰ έξημερωμένου άλογου. Εντυπωσιακή πρόοδος σημειώ θηκε τήν έποχή τών ήγεμόνων, πού τούς έ'θαβαν στούς θαλαμοει δείς τάφους τών Μυκηνών (βλ. παρακάτω). Οί ήγεμόνες αύτοί εϊναι φανερό δτι εϊχαν ταξιδέψει εξω άπό τήν Ελλάδα, καί στήν τέχνη τής έποχής τους άναγνωρίζονται ποικίλες έπιδράσεις, άνά μεσα σ’ αύτές καί άπό τή μινωική Κρήτη. Ό λαός τής πρωτομινωικής έποχής στήν Κρήτη εϊχε τόν ΐδιο πολιτισμό μέ τόν πρωτοελλαδικό τής κυρίως Ελλάδας καί μέ τόν πολιτισμό τής ΐδιας έποχής στή Μικρά Άσία. Ά ν τό έπιχείρημα τών τοπωνυμίων εϊναι ισχυρό, τότε θά χρησιμοποιούσαν καί τήν ΐδια γλώσσα. Κατά τή διάρκεια τής μεσομινωικής έποχής, λίγο μετά τό 2000, άνέπτυξαν εναν πολυσύνθετο καί έκλεπτυσμένο πο λιτισμό, πού ξεπέρασε κατά πολύ τόν πολιτισμό πού εϊχαν νά έπιδείξουν οί πρόγονοί τους ή οί σύγχρονοί τους στήν κυρίως Ε λ λάδα. Κέντρα τής μεγάλης αύτής πολιτισμικής έκρηξης ήταν οί πόλεις τής κεντρικής Κρήτης, ή Κνωσός στά βόρεια καί ή Φαι στός στά νότια. Τά άνάκτορα αύτής τής περιόδου, άν καί εϊναι δύσκολο νά διακριθοΰν άπό τά μεταγενέστερα κτίρια, φαίνεται, δπως έξάλλου καί τά κατοπινά τους, νά μήν έχουν πολύ συγκεκρι μένο σχέδιο. Εϊναι απλώς πολλά δωμάτια άραδιασμένα σέ διά43
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
φορές ομάδες γύρω άπό μιά κεντρική αύλή. Άλλά ή έκτασή τους καί μόνο μαρτυρεί τή δύναμη καί τόν πλούτο εκείνων πού τά έ χτισαν. Οί τοιχογραφίες πού διακοσμούσαν τούς τοίχους, καί τά άγγεΐα πού χρησιμοποιούσαν στά άνάκτορα μάς άποκαλύπτουν ο λοκάθαρα τόν εύθυμο καί εκλεπτυσμένο χαρακτήρα αύτοΰ τού χα μένου άπό καιρό κόσμου. Είναι συζητήσιμο ώς ποιο βαθμό τό νέο αύτό πνεύμα μπορεΐ νά οφείλει τήν άρχή του στήν έπαφή μέ τόν υψηλό πολιτισμό τής πρώιμης Αίγύπτου. Όπωσδήποτε δμως έ δώ δέν πρόκειται γιά άπλή τροποποίηση ξένων προτύπων, άλλά γιά πολιτιστική άνθηση ένός λαοΰ πολύ ιδιόμορφου. Στή μινωική τέχνη συναντούμε άρκετά άντιπροσωπευτικά εί δη πλοίων, πράγμα πού δείχνει δτι ή θάλασσα ειχε σημασία γιά τούς Κρητικούς. 'Η επίδραση πού άσκησε ή τέχνη αύτή στόν άλ λο κόσμο ήταν πολύ μεγάλη, πρώτα στά νησιά καί έπειτα στήν κυρίως Ελλάδα. Οί "Ελληνες τοΰ 5ου αιώνα θεωρούσαν άπόλυτα βέβαιο δτι ό μυθικός Μίνωας μέ εδρα του τήν Κνωσό ύπήρξε θα λασσοκράτορας, καί σχετικός είναι καί ό περίφημος αθηναϊκός μύθος γιά τόν Θησέα, πού έσφαξε τόν Μινώταυρο καί έσωσε τήν Αθήνα άπό τόν ετήσιο φόρο αΐματος νέων καί νεανίδων. Ά λλά δταν έμφανίζονται γιά πρώτη φορά γραπτές μαρτυρίες πού μπο ρούν νά άποκρυπτογραφηθοΰν, ή κυριαρχία τής Κνωσοΰ στή θά λασσα καί στήν ήπειρωτική Ελλάδα (άν ύπήρξε ποτέ) ,έχει πιά άνατραπεΐ, καί ή Κρήτη βρίσκεται προφανώς ύπό ελληνικό έλεγ χο. Στή μεγάλη πυρκαγιά στήν Κνωσό γύρω στό 1400 ψήθηκαν, καί έτσι διασώθηκαν ώς έμάς, μιά σειρά ένεπίγραφες πήλινες πι νακίδες. Πρόκειται γιά διοικητικά έγγραφα, πού ή άποκρυπτογράφησή τους έδειξε δτι είναι γραμμένα στήν έλληνική γλώσσα. Αύτό δέν εΐναι τό πρώτο σύστημα γραφής πού χρησιμοποιήθηκε στήν Κρήτη* προϋπήρξαν μιά ιερογλυφική γραφή καί μιά εξέλι ξή της πού τήν ονομάζουμε Γραμμική Α καί δέν έχει άκόμη άποκρυπτογραφηθεΐ. Κατά τά φαινόμενα ή Γραμμική Α χρησιμοποιήθηκε γιά νά γραφτεί ή μή έλληνική γλώσσα τής μινωικής Κρήτης. Ή γραφή πού ονομάστηκε Γραμμική Β άποτελεΐ μιά παραπέρα εξέλιξη. Σ’ αύτή χρησιμοποιήθηκαν μερικά άπό τά παλαιότερα σημεία, πού δμως δέν άπέδιδαν μέ άκρίβεια τήν έλληνι κή γλώσσα, ή όποια στις πινακίδες αύτές κάνει τήν πρώτη γνω στή σ’ έμάς έμφάνισή της. Γιά νά εξηγήσουμε πώς βρέθηκε στήν Κνωσό, πρέπει νά ξαναγυρίσουμε στήν κυρίως Ελλάδα. 44
Μ Υ Κ Η Ν Α ΪΚ Η Ε Λ Λ Α Δ Α
Οί γνώσεις μας γιά τή μυκηναϊκή Ελλάδα χρονολογούνται άπό τήν έποχή πού ό δοΜίβπι&ηη έστρεψε τήν προσοχή του στήν ι σχυρή άλλά δχι τόσο έντυπωσιακή άκρόπολη τών Μυκηνών στή βορειανατολική γωνία τής άργολικής πεδιάδας. Στούς άσύλητους λακκοειδεΐς τάφους τοΰ μεγάλου περιβόλου, λίγο πιό μέσα άπό τήν Πύλη τών Λεόντων, βρέθηκε μιά έκπληκτική ποσότητα χρυ σού σέ νεκρικά προσωπεία, στολίδια ένδυμάτων, κοσμήματα, κύ πελλα κτλ., πού δικαιολογεί πέρα γιά πέρα τό έπίθετο πολύχρυ σος πού χρησιμοποιεί μιά φορά ό "Όμηρος γιά τις Μυκήνες. "Ένας άλλος ταφικός περίβολος, παλαιότερος, έχει τώρα βρεθεί έξω άπό τά τείχη τής μεταγενέστερης άκρόπολης, καί είμαστε πιά σίγου ροι δτι ό πλούσιος αύτός πολιτισμός, έντελώς διαφορετικός άπό οτιδήποτε εϊχε εμφανιστεί ώς τότε στήν ήπειρωτική Ελλάδα, άρχισε πριν άπό τό τέλος τής μέσης έποχής τοΰ χαλκοΰ, γύρω στό 1600 π.Χ. 'Η χρησιμοποίηση τοΰ ορού «μυκηναϊκή» γιά τήν τελευταία αύτή φάση τής έποχής τοΰ χαλκοΰ, ή τοΰ δρου «μυκηναΐοι"Έλλη νες» γιά τόν επικρατέστερο λαό, μπορεΐ νά είναι ή νά μήν είναι πα ραπλανητική, είναι πάντως βολική καί τώρα πιά έχει έπικρατήσει. Παραμένει άναπάντητο τό έρώτημα άν ή Ελλάδα τοΰ 14ου αιώνα π.Χ. άποτελοΰσε ώς ένα βαθμό ενιαίο βασίλειο, πού τό κυ βερνούσαν άκριβώς οί Μυκήνες. Ανάκτορα καί πλούσιοι τάφοι βρέθηκαν καί άλλοΰ, καί καμιά άρχαιολογική μαρτυρία δέν δεί χνει άδιαμφισβήτητα δτι τά άλλα αύτά κέντρα ήταν εξαρτημέ να άπό τις Μυκήνες. Τά άγγεΐα καί τά άλλα άντικείμενα τέχνης τοΰ 13ου αιώνα έμφανίζουν πολύ άξιοσημείωτη ομοιομορφία ύ φους σέ ολόκληρη τήν περιοχή, καί πρέπει νά υπάρχει κάποιος λόγος. Ώστόσο, ή πολιτισμική ομοιομορφία δέν συνεπάγεται άναγκαστικά πολιτική ενότητα, ούτε ερμηνεύεται ικανοποιητι κά μέ βάση τήν ενότητα αύτή. Εξάλλου, οί άποκρυπτογραφημένες πινακίδες πού άναφέρονται στή διοίκηση τών περιοχών πού είχαν έπίκεντρό τους τήν Κνωσό καί τήν Πύλο δέν περιέχουν κα νένα στοιχείο πού νά δείχνει δτι ή μία ή ή άλλη πόλη ήταν έξαρτημένη άπό τις Μυκήνες. Ή άλήθεια είναι δτι δέν περιέχουν τόν παραμικρό υπαινιγμό πού νά δείχνει δτι ύπήρχαν σχέσεις τοΰ ένός κέντρου μέ τά άλλα. ' Η πίστη στήν κυριαρχία τών Μυκηνών στηρίζεται σέ δύο άβέβαια στοιχεία. Τό ένα εϊναι ό βασιλιάς τών «ΑΜπγ3Λνα», πού 45
Α Ρ Χ Α ΙΑ Ε ΛΛ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
έμφανίζεται έδώ κι έκεΐ σέ χεττιτικές πινακίδες χρονολογημένες στά τέλη τοΰ 14ου καί στον 13ο αιώνα ώς γειτονικός ηγεμόνας κάπου έξω άπό τή δυτική άκτή τής Μικράς Άσίας. Παρά τίς κάποιες φιλολογικές άντιρρήσεις, τώρα πιά οί περισσότεροι συμφωνοΰν οτι αύτό τό ονομα πρέπει νά συνδεθεί μέ τούς Αχαιούς, τό δνομα πού χρησιμοποιεί πιό συχνά ό "Ομηρος γιά νά χαρακτηρί σει τούς "Ελληνες πού άκολούθησαν τόν Άγαμέμνονα στήν Τροία. Έ χει υποστηριχτεί, μέ βάση τά χεττιτικά κείμενα, δτι αύτός ό βασιλιάς ήταν κάποιος μικρός ήγεμόνας, πού τό βασίλειό του δέν άπεΐχε πολύ άπό τήν ασιατική άκτή, καί ΐσως νά ήταν στή Ρόδο. Άλλοι μελετητές ύποστηρίζουν πώς άπό τά συμφραζόμενα συνά γεται δτι πρόκειται γιά κάποιον σημαντικότερο ήγεμόνα, δπως θά ήταν ό βασιλιάς ένός ένιαίου μυκηναϊκοΰ κράτους. Τό δεύτερο στοιχείο εΐναι δτι ό "Ομηρος πιστεύει πώς ό βασιλιάς τών Μυκη νών ήταν κατά κάποιον τρόπο άνώτερος άπό τούς άλλους βασι λείς, άν καί δυσκολεύεται νά παρουσιάσει αύτή τή σχέση, πού ή ταν τόσο άντίθετη πρός τίς μετέπειτα έλληνικές άντιλήψεις. Αύτό έξηγεΐται εύκολότερα άν ύποθέσουμε δτι τά πρωτεία τών Μυκη νών άποτελοΰσαν παραδοσιακό στοιχείο δχι έντελώς κατανοητό τήν έποχή τοΰ Όμήρου, παρά άν τά θεωρήσουμε μεταγενέστερο έπινόημα. Πάντως τά περισσότερα άπ’ δσα θά ποΰμε παρακάτω βασίζονται άποκλειστικά στή φύση τών μαρτυριών τής Κνωσοΰ καί τής Πύλου, καί μέ τό θέμα αύτό έλάχιστα σχετίζεται τό πρό-' βλήμα άν ύπήρχε ένιαΐο βασίλειο. Τόν δρο «μυκηναϊκός» τόν χρησιμοποιοΰμε άναφορικά μέ ολόκληρο τόν πολιτισμό, χωρίς καμιά προκατάληψη. Τό άνάκτορο τών Μυκηνών εχει εν μέρει καταρρεύσει μέσα στήν κοιλάδα πάνω άπό τήν οποία ύψωνόταν, άλλά τήν εικόνα μποροΰμε νά τή συμπληρώσουμε άπό τήν άκρόπολη τής Τίρυνθας, οχι καί πολύ μακριά άπό τίς Μυκήνες, κοντά στήν άκτή τής Αργολίδας, καί άπό άλλοΰ. "Ενα πολύπλοκο οικοδομικό συγκρό τημα έχει βρεθεί καί στήν Πύλο, τή μυθική πατρίδα τοΰ βασιλιά Νέστορα, στό νοτιοδυτικό άκρο τής Πελοποννήσου. ’Ίχνη ύπάρχουν καί στήν Άκρόπολη τής Αθήνας, ένώ στή Βοιωτία ύπήρχαν άνάκτορα στόν Όρχομενό καί άλλοΰ, γιά νά μήν άναφέρουμε τό πλούσιο άνάκτορο πού εΐναι θαμμένο κάτω άπό τή σημερινή πόλη τών Θηβών, γνωστό σ’ έμάς μόνο άπό λίγες γωνίες του δπου οί συνθήκες έχουν έπιτρέψει άνασκαφές. Άκόμη βορειότερα, βρί 46
Μ Υ Κ Η Ν Α ΪΚ Η Ε Λ Λ Α Δ Α
σκουμε άνάκτορα καί στή νότια Θεσσαλία, δπου είχε έπεκταθεΐ' όψιμα ό μυκηναϊκός πολιτισμός. Τις περισσότερες φορές τά άνά κτορα αύτά άποτελοΰνται άπό πυκνοχτισμένες σειρές δωματίων καί δέν διαφέρουν ουσιαστικά άπό τά κρητικά. Τό κύριο διακρι τικό γνώρισμα αύτών τών άνακτόρων τής ήπειρωτικής Ελλάδας εϊναι τό δωμάτιο πού έχει ονομαστεί «αίθουσα τοΰ θρόνου». Α νήκει σέ έναν τύπο, κοινό στή μεσοελλαδική περίοδο, πού οί άρχαιολόγοι τόν ονομάζουν «μέγαρον»: ένα ορθογώνιο κτίριο μέ τή θύρα του στό μέσο μιας άπό τις δύο μικρότερες πλευρές, πού οδη γεί πρώτα σέ έναν μικρότερο προθάλαμο καί άπό έκεΐ στήν κύρια εσωτερική αίθουσα. Ή παραδοσιακή παραλλαγή πού συναντοΰμε στά άνάκτορα έχει συνήθως ένα προπύλαιο μέ κίονες, έπειτα έναν προθάλαμο, πού ενδέχεται νά εϊναι πολύ στενός, καί, τέλος, μιά μεγάλη κύρια αίθουσα, πού ή οροφή της στηρίζεται σέ τέσσερις κίονες γύρω άπό μιά κεντρική εστία. Στόν έναν τοΐχο εϊναι ή θέ ση τοΰ βασιλικού θρόνου. Έκτός άπό τά άνάκτορα, τό άρχαιολογικό μας ύλικό προέρχε ται άπό τάφους, πού ώς τώρα έχουν βρεθεί στά περισσότερα μέρη τής Ελλάδας* μερικοί άπό τούς τάφους εϊναι άρκετά πλούσιοι, καί υποθέτουμε δτι άνήκαν σέ άνθρώπους πού θά μπορούσαμε νά τούς ονομάσουμε βασιλείς. Οί λακκοειδεΐς τάφοι τών Μυκηνώνγ γιά τούς οποίους εγινε λόγος παραπάνω, άνήκουν σέ προγενέστε ρη φάση. Αργότερα συναντοΰμε έναν πιό μεγαλόπρεπο τύπο μνη μειώδους τάφου: ένας ορθογώνιος διάδρομος, σκαμμένος στήν πλαγιά ένός λόφου, οδηγεί στήν είσοδο μιας κυκλικής αίθουσας μέ ψεύτικο θόλο. Ό πρώτος τέτοιος τάφος, πού άνακαλύφθηκε στίς Μυκήνες καί ονομάστηκε άπό τόν δοΜίθΠίαηη «Θησαυρός τοΰ Άτρέα», εϊναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός* εντυπωσιακά εϊναι καί τά κτερίσματα πού βρέθηκαν μέσα στούς άσύλητους τάφους. Ώ στόσο, οί πολυδάπανες αύτές τιμές άποδίδονταν μόνο οσον καιρό ήταν θαμμένοι οί νεκροί: δταν τό σώμα έλιωνε, τά οστά τοΰ μυκηναίου "Ελληνα συχνά τά μετακινούσαν στήν άκρη, γιά νά δη μιουργήσουν χώρο γιά μιά μεταγενέστερη ταφή. Ή έπίδραση τής κρητικής τέχνης στή μυκηναϊκή ήταν πολύ μεγάλη. Στά νησιά έμφανίζεται πολύ νωρίτερα, καί τόν 16ο π.Χ. αιώνα άπλώνεται στήν ήπειρωτική Ελλάδα, δπου παρατηρεΐται μιά τεχνική δίχως άλλο μινωική σέ πολλά άπ’ δσα κατασκευάζον ται ή ζωγραφίζονται. Μέσα στήν πρώτη συγκίνηση πού προκά47
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λεσε ή άνακάλυψη τής μινωικής Κρήτης άπό τόν δίΓ Α γΙΙιιιγ Εν&ηδ, ήταν φυσικό νά διατυπωθεί ή ύπόθεση δτι ή Κρήτη εΐχε κυριεύσει τήν ήπειρωτική Ελλάδα σ’ αύτή τή φάση* άλλά ή ύπό θεση αύτή δέν είναι σωστή, ουτε καί ή ιδέα ένός κρητικού εποι κισμού στήν κυρίως Ελλάδα. Στό βαθμό πού έχουμε νά κάνουμε μέ καλλιτεχνήματα κρητικής τεχνοτροπίας, εΐναι έργα κρητικών (ή εκπαιδευμένων άπό κρητικούς) καλλιτεχνών, πού δούλευαν γιά ξένα άφεντικά μέ εξωτικά γούστα. Τά άγγεΐα καί τά άλλα σκεύη, τά θαυμάσια εγχειρίδια μέ τίς ένθετες διακοσμήσεις, οί γλυπτές έπιτύμβιες στήλες, δλα αύτά δείχνουν ενα ενδιαφέρον γιά τόν πόλεμο ξένο πρός τή μινωική τέχνη, ή όποια στήν πραγματι κότητα ήταν πολύ λιγότερο δεμένη μέ τήν άνθρώπινη μορφή γε νικά. Στις χρυσές προσωπίδες τών θαλαμοειδών τάφων —πού σέ μερικές διακρίνεται ή προσπάθεια νά αποδοθούν οί λεπτομέρειες τοΰ προσώπου— τό μουστάκι καί ή παράξενα κομμένη γενειάδα τοΰ βασιλιά τών Μυκηνών τόν διαφοροποιούν καθαρά άπό τόν καλοξυρισμένο Κρητικό. Οί μυκηναΐοι "Ελληνες στράφηκαν πρός τή θάλασσα σέ μεγά λο βαθμό, είχαν συνεχή επαφή μέ τή μακρινή Δύση καί τή Νότια Ιταλία καί διατηρούσαν εμπορικούς σταθμούς (άλλά μόνο σταθ μούς) στις άκτές τής Συρίας. Τά άγγεΐα τους είχαν ήδη αρχίσει νά εξάγονται τόν 14ο αιώνα, καί πολύ εύρύτερα τόν 13ο, στήν Τροία, στήν Αίγυπτο καί σέ πολλά άλλα μέρη. Συχνά παίρνουν τή θέση τών άγγείων πού είσάγονταν πρωτύτερα άπό τή μινωική Κρήτη. Σέ μερικές περιοχές βρίσκουμε έναν μυκηναϊκό οικισμό νά έχει άντικαταστήσει έναν μινωικό. Καί δέν εΐναι καθόλου πα ράξενο δτι οί Μυκηναΐοι ύπέταξαν καί τήν ίδια τήν Κνωσό, τό πλουσιότερο κέντρο αύτοΰ τοΰ περίεργα άντιπολεμικοΰ πολιτι σμού, πού οί πόλεις του ήταν άτείχιστες καί τά στρατεύματά του δέν φορούσαν πανοπλίες. Τελευταίες άνασκαφές τοποθετοΰν χρο νολογικά τήν κατάκτηση στις άρχές τοΰ 15ου αιώνα, άλλά τά στοιχεία πού υπάρχουν δέν εΐναι άδιαμφισβήτητα. Οί "Ελληνες οίκειοποιήθηκαν τό άνάκτορο καί έχτισαν σ’ αύτό μιά «αίθουσα τοΰ θρόνου», άν καί τό κτίριο δέν ήταν «μέγαρον», δπως τά ανά κτορα στήν ήπειρωτική Ελλάδα. Τό μετέτρεψαν σέ οπλοστάσιο καί σέ άποθήκη γιά άμάξια, άλογα καί άλλα υλικά, άσυνήθιστα στήν Κρήτη πρωτύτερα, άνάμεσά τους καί πανοπλίες. Άπό τίς πινακίδες τής Γραμμικής Β συνάγεται δτι πολλές άλλες κρητι 48
Μ Υ Κ Η Ν Α ΪΚ Η
ΕΛΛΑΔΑ
κές πόλεις είχαν τώρα περάσει στήν κυριαρχία τής Κνωσού. Αργότερα, γύρω στό 1400, δλα αύτά καταστράφηκαν ξαφνικά άπό μιά μεγάλη πυρκαγιά, ένώ συνεχίζονταν οί εργασίες μετα τροπής τοΰ ανακτόρου, καί σύμφωνα μέ δλες τις ένδείξεις οί μυκηναΐοι Έλληνες έγκατέλειψαν τήν Κρήτη. Δέν πρόκειται γιά γε νική κατάρρευση τής μυκηναϊκής δύναμης —κάθε άλλο, άφοΰ οί έπόμενοι δύο αιώνες εϊναι ή περίοδος τής μεγαλύτερης άκμής της— καί άλλωστε δέν γνωρίζουμε καμιά εξωτερική δύναμη πού θά μποροΰσε νά έχει επιφέρει τόσες ζημιές καί νά έχει προκαλέσει τέτοιο άποτέλεσμα. Εϊναι ένδεχόμενο μιά εξέγερση στήν Κρή τη νά έ'πεισε τούς Μυκηναίους δτι δέν μποροΰν νά διατηρήσουν άλλο τήν κυριαρχία τους στό νησί —ΐσως νά μήν έπαρκοΰσαν οί δυνάμεις τους νά κρατοΰν στήν υποταγή τους τόσο μεγάλες πε ριοχές. Έ τσι ή άλλιώς, τό γεγονός εϊναι δτι έ'φυγαν, καί ή Κρή τη, χωρίς τήν παλαιά έκείνη δόξα της, συνέχισε νά ζεΐ μέ τις παλιές μινωικές της συνήθειες ως τό τέλος τής έποχής τοΰ χαλ κοΰ. Έ να τμήμα τοΰ άνακτόρου τής Κνωσοΰ καθαρίστηκε καί κατοικήθηκε πάλι άπό άστεγους Μινωίτες, άλλά ή Κνωσός εϊχε πάψει πιά νά εϊναι κέντρο μέ ιδιαίτερη σημασία. Εϊναι καιρός τώρα νά δοΰμε άπό κοντά ποιά ήταν ή συμβολή τών πινακίδων πού άποκρυπτογραφήθηκαν πρόσφατα. Ή γραφή πού ονομάζεται Γραμμική Β έπισημάνθηκε πρώτη φορά στήν Κνωσό στίς άρχές τοΰ αιώνα μας, καί τό μόνο άλλο μέρος δπου βρέθηκαν ένεπίγραφες πινακίδες σέ μεγάλο άριθμό εϊναι ή Πύλος, αμέσως μετά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγες έχουν βρεθεί καί στίς Μυκήνες, καί έπίσης πρόσφατα στή Θήβα* ύπάρχουν μερικά ΐχνη τής γραφής καί άλλοΰ, κυρίως σύμβολα ζωγραφισμένα σέ άγ γεΐα πού βρέθηκαν στή Θήβα καί σέ άλλα μέρη. Ά ν εξαιρέσουμε αύτά τά τελευταία, δλα τά δείγματα πινακίδων πού έχουμε τά ο φείλουμε στό δτι κάηκαν τά κτίρια δπου βρίσκονταν. Τά σημεία χαράσσονταν σέ νωπό πηλό πού τόν άφηναν νά ξεραθεί* οί πήλι νες πινακίδες δέν προορίζονταν νά άποτελέσουν μόνιμα άρχεΐα, άλλά χρησίμευαν γιά καθημερινές άνάγκες* σώθηκαν μόνο έπειδή έ'τυχε νά ψηθοΰν. Ό χαρακτήρας τής γραφής δείχνει δτι δέν ήταν προορισμένη νά χαράσσεται σέ πηλό, δπως ήταν τά σφηνοειδή άποτυπώματα πού έδωσαν στή σφηνοειδή γραφή τό ονομά της’ ήταν γιά νά γράφεται μέ πένα ή μέ πινέλο, καί άν χρησιμοποιή^ 49 4
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
θηκε ποτέ μέ σκοπό νά δημιουργηθοΰν μόνιμα άρχεΐα, τότε είναι κάπως ειρωνεία τής τύχης δτι γιά τά αρχεία αύτά χρησιμοποιήθηκε φθαρτό υλικό. Δέν μάς εΐναι εύκολο νά μαντέψουμε άν ή γραφή αύτή χρησιμοποιήθηκε ποτέ γιά τίποτε άλλο εκτός άπό τά ολιγόλογα διοικη τικά έγγραφα, πού μάς σώθηκαν προχειρογραμμένα στις πήλινες πινακίδες. 'Η γραφή είναι άβολη καί άνεπαρκής γιά νά άποδώσει τήν έλληνική γλώσσα, καί δέν φαίνεται κατάλληλη νά χρησιμο ποιηθεί, παρά μόνο σ’ αύτή τήν ειδική περίπτωση, δπου άσκημένοι γραφείς μπορούσαν νά διαβάζουν τί λογής πράγματα είχαν σημειώσει οί συνάδελφοί τους. Παρόμοιες δύσχρηστες γραφές χρησιμοποιήθηκαν καί άλλοΰ, λ.χ. στήν Ε γγύς Ανατολή, γιά μνημειακά άρχεΐα ή διπλωματική άλληλογραφία. Φαίνεται δτι οί μυκηναΐοι βασιλείς δέν πρρσπάθησαν νά καταγράψουν τά κατορθώματά τους σέ πέτρα, πρέπει όμως νά έστελναν γράμματα ό έ νας στόν άλλο, καθώς καί στό έξωτερικό, πού, δπως ύποθέτουμε, θά ήταν γραμμένα σέ φθαρτό ύλικό. 'Η γραφή ήταν μονοπώλιο μιας μικρής επαγγελματικής τάξης, γιατί τό ύφος (καί οί περισ σότεροι δροι) στις πινακίδες τής Κνωσοΰ, πού ψήθηκαν σέ φω τιά γύρω στό 1400, καί στις πινακίδες τής Πύλου, πού κάηκαν γύρω στό 1200, είναι τό ΐδιο. Μιά γραφή πού χρησιμοποιείται μόνο άπό ειδικούς καί γιά περιορισμένους σκοπούς μπορεΐ, δπως μερικές σφηνοειδείς γραφές, νά είναι τόσο συντηρητική δσο ή κρητική, ένώ σέ μιά κοινωνία έγγράμματη, πού θά χρησιμοποι ούσε τή γραφή άπεριόριστα γιά πολλούς σκοπούς, τό ύφος άναγκαστικά θά μεταβαλλόταν πολύ στή διάρκεια δύο αιώνων. (Ό συν τηρητισμός πού προϋποθέτουμε έδώ εξακολουθεί άκόμη καί τώ ρα νά άμφισβητεΐται, καί έχουν γίνει γενναίες άπόπειρες νά ανα θεωρηθούν οί χρονολογίες καί νά γεφυρωθεΐ τό κενό, ιδιαίτερα μέ μετάθεση τής χρονολογίας τής καταστροφής τής Κνωσοΰ γιά πο λύ άργότερα* τά άρχαιολογικά όμως εμπόδια φαίνονται άνυπέρβλητα.) Όπωσδήποτε, άν λάβουμε ύπόψη τίς περιστάσεις πού συνέτειναν στή διάσωση τών πινακίδων μας, εΐναι τελείως άπίθανο νά άνακαλύψουμε ποτέ σ’ αύτή τή γραφή κείμενα μυκηναϊ κής ιστορίας ή λογοτεχνίας. Οί γράφεις έργάζονταν μέ ένα σύστημα πολύ οικείο στούς ί διους, άλλά άγνωστο σ’ έμάς. Κατέγραφαν μόνο τίς λεπτομέρειες πού τούς χρειάζονταν γιά κάθε συναλλαγή, καί έτσι τό πλαίσιο 50
Μ Υ ΚΗ Ν Α ΪΚ Η Ε Λ Λ Α Δ Α
καί οί γενικότερες συνθήκες μας εϊναι σέ μεγάλο βαθμό άγνω στα, δπως άγνωστοι μάς εϊναι καί πολλοί τεχνικοί τους δροι. Ώστόσο, εϊναι σαφές δτι βρισκόμαστε μπροστά σέ μιά προσεχτι κή καί σχολαστική άνακτορική γραφειοκρατία, πού ένδιαφερόταν διοικητικά γιά δλα σχεδόν δσα έκανε ή παρέλειπε οποιοσδήποτε. Βέβαια, ένδέχεται νά ήταν τό ΐδιο άνίκανη δσο καί ό συγκεντρω τικός γραφειοκρατικός μηχανισμός σέ άλλους τόπους καί σέ άλ λες έποχές. Άλλά διαπιστώνουμε μιά πρόθεση καθολικού παρεμ βατισμού, πράγμα πού άπό μόνο του φανερώνει μεγάλο χάσμα άνάμεσα στή μυκηναϊκή Ελλάδα καί στόν τρόπο τής ζωής δπως έξελίχτηκε μετά τήν κατάρρευση τών Μυκηνών. Πιό άμεσα, ση μαίνει δτι οί βασιλείς τής ύστερης έποχής τοΰ χαλκοΰ ζοΰσαν ζωή πολύ διαφορετική άπό δ,τι ό Αγαμέμνων τοΰ Όμήρου. Ό βασιλιάς βρίσκεται στήν κορυφή τής πολιτικής ιεραρχίας καί έχει τόν τίτλο άναξ, μιά λέξη πού ό "Όμηρος έξακολουθεΐ νά τή χρησιμοποιεί γιά τούς βασιλείς του* ώστόσο στήν περίπτωση αύτή πρόκειται γιά συνειδητό άρχαϊσμό, γιατί άργότερα ό δρος άποδιδόταν μόνο στούς θεούς. Ό τίτλος λα/αγέτας, πού μπορεΐ νά μεταφραστεί «ήγέτης τοΰ λαοΰ», ήταν πολύ φυσικό νά θεωρη θεί δτι δήλωνε τόν άρχιστράτηγο, άν καί κανένα κείμενο δέν τό λέει άμεσα. Έχουμε καί μερικούς άλλους τίτλους, πού σχεδόν δλοι εϊναι ώς τώρα άγνωστοι* άνάμεσά τους εμφανίζεται καί ή λέξη βασιλεύς, πού άργότερα στήν Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε γιά νά δηλώσει τό μονάρχη* ώστόσο, σύμφωνα μέ δλατά φαινόμενα, ό βασιλεύς δέν κατείχε τότε πολύ ύψηλή θέση στήν κλίμακα τής ιεραρχίας. Εϊναι σάν νά ψάχνουμε στό σκοτάδι προσπαθώντας νά καταλάβουμε τί σημαίνουν οί τίτλοι αύτών τών άνθρώπων καί ποιά ήταν ή φύση τών λειτουργημάτων τους, άλλά ό άριθμός καί ή ποικιλία τους λένε τή δική τους ιστορία. Πρέπει νά φτάσουμε στήν έποχή τών κλασικών δημοκρατιών γιά νά ξανασυναντήσουμε τόσο μεγάλη διαφοροποίηση λειτουργιών στή δημόσια ζωή κάποιας έλληνικής κοινότητας. Στό άνάκτορο έπρεπε νά γνωρίζουν λεπτομερώς τί υλικά συγ κεντρώνονταν άπό τά χωριά, σέ έπίσημη ή ιδιωτική βάση, καί οί έλλείψεις ή οι απαλλαγές καταγράφονταν. Λόγου χάρη, οί άρχές τής Πύλου μοίραζαν χαλκό σέ σιδηρουργούς, καί σημείωναν τήν ποσότητα γιά τόν καθένα ονομαστικά καθώς καί τά ονόματα αύ τών πού δέν έπαιρναν χαλκό. Σήμερα λοιπόν εΐμαστε σέ θέση νά 51
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γνωρίζουμε πόσοι τέτοιοι άνεργοι χαλκιάδες υπήρχαν σέ καθένα άπό καμιά δωδεκαριά χωριά τήν έποχή τής καταστροφής τής Πύ λου. Έπίσης κατέγραφαν τά έφόδια πού ύπήρχαν στις αποθήκες. Ξίφη, άκόντια καί βέλη, πανοπλίες καί κράνη, άμαξες καί οί τρο χοί τους περιγράφονται μέ λεπτομέρειες, πού συχνά δέν μποροΰ με νά τίς καταλάβουμε* άκόμη καί δταν κατέγραφαν ένα ζευ γάρι τροχούς πού δέν μποροΰσαν πιά νά χρησιμοποιηθοΰν, επρεπε νά σημειώσουν τί είδους τροχοί ήταν. Κατέγραφαν έπίσης άντικείμενα τής καθημερινής ζωής —τραπέζια, καθίσματα καί σκαμνιά— μέ λέξεις πού μόλις καί μετά βίας τίς αναγνωρίζουμε, άλλά τά τεχνικά δεδομένα τής διακόσμησής τους περιγράφονται μέ δρους πού έ'παψαν νά χρησιμοποιοΰνται δταν έξέλιπαν καί οί τεχνίτες πού τά κατασκεύαζαν. "Οταν ή Ελλάδα έ'φτασε καί πάλι σέ ενα έπίπεδο εξελιγμένης τεχνικής, πού μποροΰσε νά συγκριθεΐ μέ τό μυκηναϊκό, χρειάστηκε νά δημιουργηθεΐ νέο λεξιλόγιο. "Οταν μάς προβληματίζουν οί κατάλογοι πού περιγράφουν υλι κά άντικείμενα, ή άρχαιολογία μάς προσφέρει κάποια βοήθεια* ώστόσο οί γλωσσολογικές δυσκολίες αύξάνουν, καθώς περνοΰμε στήν πολύ ένδιαφέρουσα σειρά πινακίδων πού κάνουν λόγο γιά τή γαιοκτησία στήν Πύλο. Συναντοΰμε δύο λέξεις πού σημαίνουν α γροτεμάχια, ή μιά έντελώς απαρχαιωμένη άργότερα, ή άλλη σέ χρήση στή Ρόδο κατά τήν ελληνιστική έποχή μέ έντελώς διαφο ρετική, δπως φαίνεται, σημασία. Ή δεύτερη αύτή λέξη συνοδεύ εται στά κείμενα άπό δύο εναλλασσόμενες μετοχές, πού φαίνεται νά δηλώνουν δύο διαφορετικές μορφές γαιοκτησίας* μαζί μέ τή λιγότερο κατανοητή άπό τίς δύο λέξεις συναντοΰμε πολύ συχνά τή φράση «άπό τό λαό» (βλ. παρακάτω). Έχουμε έδώ άλλη μιά πε ρίπτωση δπου τό λεξιλόγιο έξαφανίστηκε μαζί μέ τό σύστημα, μέ άποτέλεσμα νά βρισκόμαστε σέ βαθύ σκοτάδι. Γιά νά πάρουμε ώς παράδειγμα μιά πολύ δυσκολονόητη περίπτωση: βλέπουμε πολύ συχνά νά γίνεται λόγος γιά ύποχρεώσεις καί ύπηρεσίες πού ορι σμένα άτομα δέν τίς έκπλήρωσαν, καί αύτό μάς έπιτρέπει νά προ χωρήσουμε στήν ένδιαφέρουσα ύπόθεση δτι ύπήρχε ό θεσμός τής γαιοκτησίας ύπό δρους. Άλλά ή πληρέστερη σειρά πινακίδων πι θανότατα εχει περιεχόμενο θρησκευτικό, καί έτσι οί υποχρεώσεις ένδέχεται νά άναφέρονται σέ θυσίες καί νά μήν εΐναι άστικές* εξάλλου τό πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο δτι πολλοί άπό τούς κατόχους γής περιγράφονται ώς ((δοΰλοι τοΰ θεοΰ» ενδέχεται νά 52
Μ Υ Κ Η Ν Α ΪΚ Η
ΚΛΛΑΔΑ
μήν είναι καθόλου άντιπροσωπευτικό τής χώρας στό σύνολό της. Ώστόσο, παραμένει τουλάχιστον άνοιχτή ή πιθανότητα δτι ή γαι οκτησία συνεπαγόταν στρατιωτικές υποχρεώσεις. Μάς σώθηκαν μερικοί κατάλογοι στρατιωτικών σωμάτων (υστέρα άπ’ δσα είπα με παραπάνω, δέν προκαλεΐ έκπληξη τό γεγονός δτι οί διάφορες κατηγορίες στρατιωτών περιγράφονται μέ δρους άγνωστους σ’ έμάς καί έντελώς άκατανόητους) καθώς καί ορισμένα έγγραφα γιά κωπηλάτες. Δέν μπορούμε νά ισχυριστούμε δτι καταλαβαίνουμε ποιά μέτρα είχαν λάβει γιά τήν άμυνα τής Πύλου, άλλά μιά πινα κίδα, πού είναι βέβαιο δτι άναφέρεται σέ άπόντες κωπηλάτες, πε ριέχει μιά σκοτεινή στό νόημα παράγραφο, δπου βλέπουμε τό ΐδιο λεξιλόγιο πού χρησιμοποιείται καί στίς πινακίδες γιά τή γαιοκτη σία. Εϊναι οπωσδήποτε πιθανό δτι ό κάτοχος τής γής είχε υπο χρέωση νά προσφέρει γιά τήν άμυνα τοΰ βασιλείου έναν ή περισ σότερους άντρες. Ή έργατική δύναμη ήταν πολυάριθμη καί διαφοροποιημένη σέ πολλές ειδικότητες. Έχουμε, λόγου χάρη, μιά σειρά σύντομα ση μειώματα μέ άριθμούς γυναικών κατά διάφορες κατηγορίες, κα θώς καί τών παιδιών τους, άλλοτε μέ ένα τοπωνύμιο ώς έπικεφαλίδα, καί άλλοτε μέ μιά αναγραφή ποσοτήτων σιτηρών καί σύ κων, πού έχει ερμηνευτεί δτι άποτελοΰσαν τις μηνιαίες τους με ρίδες. Οί λέξεις πού περιγράφουν τά επαγγέλματα τών γυναικών αύτών εϊναι καμιά φορά άσαφεΐς, άλλά τό εντυπωσιακό εϊναι δτι οί μεμονωμένες αύτές ομάδες χρειάστηκε νά καταγραφοΰν καί δτι οί άφέντες τών άνακτόρων χρειάζονταν τόσο έξειδικευμένες υπη ρεσίες. Πολύ διαφοροποιημένα εϊναι έπίσης καί τά έπαγγέλματα τών άντρών στήν ύπηρεσία τοΰ βασιλιά καί άλλων: μερικά έχουν τά ΐδια μεταγενέστερα έλληνικά τους ονόματα (ό σιδηρουργός καί ό χοιροβοσκός ήταν σταθερά έπαγγέλματα, πού έξακολούθησαν νά εϊναι χρήσιμα καί μετά τήν κατάρρευση), ένώ άλλα δέν εϊναι άπόλυτα εξακριβωμένα. Μερικοί άπό δσους αναγράφονται στούς καταλόγους ήταν σχετικά έλεύθεροι* οί γραφείς θεώρησαν άξιο λόγου νά σημειώσουν γιά τέσσερις γυναίκες σέ ένα χωριό τής Πύ λου δτι ή μητέρα τους ήταν δούλη καί ό πατέρας τους χαλκιάς, ένώ γιά έξι άλλες δτι εϊχαν πατέρα δοΰλο. Ό χαλκιάς διέφερε άπό τό δοΰλο, άλλά δέν γνωρίζουμε τί σήμαινε αύτό γιά τόν ΐδιο ή γιά τις κόρες του. Εϊναι βέβαιο πώς ύπήρχαν δοΰλοι ιδιωτών καί «δοΰλοι τοΰ θεοΰ», πού κατείχαν γή κοντά στήν Πύλο, άλλά σέ 53
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ορισμένες σχέσεις τους οί δοΰλοι φαίνεται νά άντιμετωπίζονται μέ τόν ίδιο τρόπο δπως καί οί ελεύθεροι. 'Η έλευθερία καί ή δουλεία σ’ αύτή τήν πανάρχαια κοινωνία μπορεΐ νά ήταν διαμορφωμένες κατά τρόπο πού σ’ εμάς θά φαινόταν παράξενος. Στήν Πύλο, δπως φαίνεται, μποροΰσε κανείς νά έχει στήν κα τοχή του μερικά κομμάτια γής «άπό το λαό» καί άλλα «άπό ιδιώ τες», καί «ό λαός» πρόσφερε σιτάρι, κρασί καί διάφορα άλλα άγα θά στό θεό Ποσειδώνα. Αύτό γεννά ένδιαφέροντα ερωτήματα, πού δμως δέν έχουν άπάντηση. Ή λέξη δάμος (στήν άττική διά λεκτο δήμος, απ’ δπου κατάγεται καί ή λέξη «δημοκρατία»), δ πως σήμερα ή λέξη «λαός», μποροΰσε νά σημαίνει ολόκληρο τό έθνος ή μόνο τούς κοινούς άνθρώπους, σέ αντίθεση πρός τούς εύ γενεΐς, καί ύπήρχαν καί άλλες νοηματικές άποχρώσεις. Όποια δήποτε κι άν ήταν ή άκριβής σημασία τοΰ δρου, εΐναι φανερό δτι ύπήρχε ένα είδος νομικοΰ προσώπου, διαφορετικοΰ άπό τό βασι λιά, Ϊσως ή κοινότητα ένός χωριοΰ ή ένας σύλλογος οπαδών κά ποιος συγκεκριμένης θρησκευτικής λατρείας. Οί «ελεύθεροι», γιά τούς όποιους μιλήσαμε παραπάνω, είχαν τή δυνατότητα νά όργανωθοΰν σέ ένα τέτοιο σώμα, άλλά, άν λάβουμε ύπόψη τό γενικό χαρακτήρα τών πινακίδων, δέν εΐναι πιθανό δτι ένα τέτοιο σωμα τείο ήταν πραγματικά ανεξάρτητο. Αύτό πού βλέπουμε άπό τό οικονομικό σύστημα εΐναι ή δρα στηριότητα τών άνακτόρων, πού είσέπρατταν προϊόντα καί ά σφαλώς καί πολλά άλλα άπό τούς υπηκόους τοΰ βασιλιά, καί χορηγοΰσαν μερίδια καί υλικά, δταν έπρεπε νά γίνει κάτι, καταγρά φοντας μέ άκρίβεια τί έμπαινε καί τί έβγαινε, καθώς καί τί έπρε πε νά έχει μπει ή νά έχει βγει. Δέν ύπάρχει άναφορά γιά τίποτε έξω άπό τό άνακτορικό σύστημα, τό όποιο Ϊσως νά κάλυπτε ολό κληρη τή χώρα. Δέν υπάρχει ένδειξη γιά χρήματα ή γιά όποιοδήποτε μέτρο, μέ βάση τό όποιο θά μποροΰσαν νά μετρηθοΰν διάφο ρες άξιες* τά πράγματα άπλώς άριθμοΰνται, ζυγίζονται ή μετριοΰνται έτσι δπως είναι. Ουτε ύπάρχει καμιά άμεση άναφορά σέ έμπόριο μέ τό εξωτερικό, πού θά πρέπει νά συνεπαγόταν κάποιο είδος συναλλακτικοΰ μέσου. Μποροΰμε δμως εύλογα νά ύποθέ σουμε δτι τά άνάκτορα, πού έλεγχαν τόσα πολλά, θά έλεγχαν καί τό έμπόριο μέ τό εξωτερικό. Μάς προβληματίζει πολύ τό ερώτημα μέ ποιόν τρόπο πλήρω ναν τό χρυσάφι καί τό ελεφαντόδοντο, πού πρέπει νά τά είσήγαν 54
ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ Ε Λ ΛΑ Δ Α
άπό τό έξωτερικό, καί πώς συντηρούσαν ολόκληρη έκείνη τήν πο λύπλοκη ιεραρχία. Τά ΐδια αύτά έρωτήματα μάς προβληματίζουν πολύ καί άναφορικά μέ τή μινωική Κρήτη, πού τά προϊόντα της ήταν τά ΐδια μέ τής ήπειρωτικής Ελλάδας. 'Η γή μπορούσε νά παράγει πλεόνασμα σέ λάδι καί κρασί, καί σέ μεταγενέστερες ε ποχές ή εξαγωγή τους ισοστάθμιζε μέ τό παραπάνω τις άνάγκες εισαγωγής δημητριακών άπό τό έξωτερικό, άλλά δέν μάς εϊναι εύκολο νά κατανοήσουμε πώς μπόρεσαν οί βασιλείς αύτοί νά γ ί νουν τόσο έκδηλα πλούσιοι μόνο μέ αύτούς τούς πόρους. Οί μετέπειτα "Έλληνες πλούτισαν άπό τή θάλασσα μέ τό διαμετακομιστικό έμπόριο, καί οί Μυκηναΐοι, πού έγκαταστάθηκαν καί στήν Ανατολή καί στή μακρινή Δύση, ΐσως άποκόμιζαν κέρδη ώς με ταπράτες. Δέν εϊναι τόσο εύκολο νά δεχτούμε δτι έγινε τό ΐδιο καί στή μινωική Κρήτη, ή όποια εϊχε βέβαια δοσοληψίες μέ τήν Α ί γυπτο καί άλλες χώρες, καθώς καί μέ τά νησιά τού Αιγαίου, άλλά γιά μεγάλο διάστημα δέν συναλλασσόταν καθόλου μέ τήν κυρίως Ελλάδα καί δέν φαίνεται νά ειχε ιδιαίτερα άναπτυγμένο τό μεταπρατικό έμπόριο. Δέν ύπάρχει καμιά σαφής ένδειξη δτι ή έλληνι κή τεχνολογία τής μυκηναϊκής έποχής ειχε τήν έξαγωγική σημα σία πού άναμφισβήτητα εϊχε άργότερα. 'Η άπάντηση ΐσως νά βρίσκεται στούς μακρότατους καταλό γους ζώων πού βλέπουμε στίς πινακίδες τής Κνωσού, σέ στρογ γυλούς άριθμούς καί σέ μεγάλη άναλογία άρσενικών ζώων. Παράλληλά τους έχουμε σέ περιουσιακά κατάστιχα άπό τή μεσαιω νική Α γγλία καθώς καί σέ μερικά άπό τήν άρχαία Εγγύς Α να τολή. Διατυπώθηκε τελευταία ή θεωρία δτι ύπήρχε οργανωμένη βιομηχανία πού βασιζόταν σέ κοπάδια μέ καθορισμένο άριθμό ζώων. Ό άριθμός αύτός μπορούσε νά διατηρείται σταθερός μέ ζώα πού προέρχονταν άπό τά έκτροφεΐα προβάτων τού παλατιού, μέ αντικειμενικό σκοπό τήν έτήσια παραγωγή προκαθορισμέ νης ποσότητας μαλλιού. Μιά άλλη σειρά πινακίδων άναφέρει τήν αποστολή υφασμάτων καί μαλλιού, άπ’ δπου συμπεραίνουμε δτι ένα μέρος άπό τό μαλλί ύφαινόταν σέ άπόκεντρα χωριά καί ένα άλλο, στό κέντρο. Αύτό θά μποροΰσε νά έξυπηρετεΐ τό έξαγωγικό έμπόριο άλλά καί τήν εγχώρια κατανάλωση. ’Ίσως ή κατάστα ση νά εύνοοΰσε τότε τήν έριοπαραγωγή στήν Κρήτη, δπως τήν εύνοοΰσε στήν Α γγλία τήν ύστερομεσαιωνική περίοδο. Στήν Πύλο βρίσκουμε καταγραμμένα λιγότερα πρόβατα καί σχεδόν καθό 55
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λου έτοιμα ενδύματα, ένώ οί λιγοστές πινακίδες τών Μυκηνών περιλαμβάνουν καί καταγραφές μαλλιού. Τά υφαντά μπορεΐ νά έπαιξαν τόν ίδιο ρόλο στήν οικονομία τής ήπειρωτικής Ελλάδας, μπορεΐ δμως καί δχι. Μέ βάση τίς πινακίδες δέν μποροΰμε νά καταλήξουμε σέ πε ρισσότερα συμπεράσματα πού νά είναι κάπως πιθανά. Ά ν καί ή έρευνα ένδέχεται νά ξεκαθαρίσει στό μέλλον ορισμένες άβεβαιότητες, πολλά πράγματα θά έξακολουθοΰν νά μάς διαφεύγουν. Ά ν ύπήρχε κάποια συνέχεια στά λογοτεχνικά κείμενα πού μάς έχουν διασωθεί, θά μπορούσαμε ίσως νά καταλάβουμε καλύτερα τά λα κωνικά κείμενα τών πινακίδων, καί αύτά μέ τή σειρά τους θά μάς ήταν πολύτιμα γιά νά κατανοήσουμε τή λογοτεχνία. Μεμονωμέ να δπως μάς σώθηκαν, έπιδέχονται πάρα πολλές εναλλακτικές ερ μηνείες. Στις περισσότερες περιπτώσεις εΐναι εύκολότερο νά κα ταλάβουμε δτι γίνεται λόγος γιά κάποια μεγάλη καί πολύπλοκη έπιχείρηση, παρά νά προσδιορίσουμε άκριβώς τή φύση της. Ά λ λά τό μέγεθος καί ή πολυπλοκότητα εΐναι καθαυτά στοιχεία πολύ μεγάλης σπουδαιότητας, καί εχει τεράστια σημασία δτι οί άνακτορικοί αύτοί άξιωματοΰχοι άφιέρωναν τόσο χρόνο ερευνώντας πράγματα πού καμιά πόλη τής κλασικής Ελλάδας δέν θά εΐχε διανοηθεΐ νά τά έρευνήσει. Ή κατάρρευση τής μυκηναϊκής Ελλάδας οδήγησε σέ άπλοποίηση καί τοΰ συστήματος καί τοΰ λεξιλογίου, πού ήταν κιόλας επαρκέστατο γιά τήν επική παράδοση πού έπεξεργάστηκε ό "Ο μηρος. Οί ομηρικοί βασιλείς ήταν οί ίδιοι άρχηγοί τοΰ στρατοΰ τους καί δέν ένιωθαν καμιά άνάγκη νά έχουν δλους αύτούς τούς πολυάριθμους άξιωματούχους. Οί τίτλοι τών άξιωμάτων τους χά θηκαν άπό τή γλώσσα, δταν κατέρρευσε τό γραφειοκρατικό οικο δόμημα, καί αύτό σημαίνει δτι ή Ίλιάδα καί ή 5Οδύσσεια δέν ά ποτελοΰν άξιόπιστες πηγές πληροφοριών γιά τήν πραγματική ζωή τών βασιλέων τής μυκηναϊκής έποχής. Δέν θέλουμε νά ποΰμε δτι μεσολάβησε μιά ολοκληρωτική διακοπή τής παράδοσης. Λό γου χάρη, εΐναι άξιοσημείωτο δτι τά περισσότερα ονόματα τών ήρώων τοΰ Όμήρου έχουν άρχαική μορφή, πολλά μάλιστα τά συναντοΰμε καί στή Γραμμική Β, καί δέν εΐναι τύποι ονομάτων πού θά έπινοοΰσαν οί μεταγενέστερες γενεές. Τά παραδοσιακά αύτά ονόματα άναμφίβολα άνήκαν σέ παλαιές ιστορίες, πού καί οί ίδιες στις γενικές τους γραμμές ήταν παραδοσιακές* 'Η έπική τε 56
ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΛΛΑ Δ Α
χνική πάλι βοήθησε νά διατηρηθεί ζωντανό τό παρελθόν, καί οΐ άκροατές τοΰ Όμήρου ήταν έξοικειωμένοι μέ κάποιους άρχαϊσμούς* άλλά πολλά χάθηκαν, παρά τήν ισχυρή μνήμη τών προφο ρικών ποιητών. Γενικά, σχετικά μέ τή δομή τής κοινωνίας, πρέ πει νά θεωρούμε τόν "Όμηρο πηγή πληροφοριών γιά μιά έποχή άρκετά μεταγενέστερη, άπό τή μυκηναϊκή κατάρρευση, καί βχι γιά τή λαμπρή έποχή τοΰ 13ου αιώνα. Γιά τή μυκηναϊκή Ελλάδα, άν θέλουμε νά συμπληρώσουμε τις συναρπαστικές άλλά άτελεΐς μαρτυρίες τών ύλικών εύρημάτων καί τών διοικητικών έγγράφων, πρέπει μάλλον νά καταφύγουμε στήν πλησιέστερη ειδολογικά άναλογία, δηλαδή στίς συγκεντρω τικές οικονομίες άλλων άνακτόρων στή Μεσοποταμία ή στή Συ ρία, τών οποίων τά άρχεΐα είναι πληρέστερα καί καλύπτουν εύρύτερο φάσμα θεμάτων. Δέν είναι όλες όμοιες ουτε δλες μιάς έπο χής, γεγονός πού θά μάς έπέτρεπε νά τις θεωρήσουμε άμεσα πρό τυπα γιά τήν Κνωσό ή τήν Πύλο. Ώστόσο ή άπόπειρα νά διακυβερνηθεΐ ολόκληρη ή χώρα, δσο μικρή καί άν είναι, μέ τήρηση βι βλίων καί μόνο, άσφαλώς δέν ύπήρξε έξέλιξη πού έκπήγασε άπό τις τοπικές συνθήκες τής μεσοελλαδικής περιόδου στήν Ελλάδα. Πρέπει νά υποθέσουμε δτι οί Μυκηναΐοι άντέγραψαν τό σύστημα άπό τή μινωική Κρήτη, πού καί αύτή άναμφισβήτητα τό είχε δα νειστεί άπό τήν Ε γγύς Ανατολή, μέ τήν όποια εϊχε έπαφές. Οί πιέσεις πού προκλήθηκαν άπό τήν άπόπειρα αύτή πρέπει νά ύπήρξαν σημαντικές. Δέν εϊναι ΐσως δική μας δουλειά νά κάνουμε ύποθέσεις τί μποροΰσε νά έ'χει συμβεΐ στό σύστημα, άν δέν εϊχε με σολαβήσει ή έπέμβαση άπό τά έ'ξω, άλλά θά ήταν σωστό νά λέ γαμε δτι τό έλληνικό έθνος δέν ξεκίνησε καλά υιοθετώντας αύτό τό σύστημα.'Τπάρχει άπό πολλές άπόψεις μεγάλη ομοιότητα άνά μεσα σΐούς Μυκηναίους και τούς μεταγενέστερους "Έλληνες, στό έμπόριο καί τόν άποικισμό, καθώς καί στήν ικανότητά τους νά άφομοιώνουν έξωτερικές έπιδράσεις καί νά δημιουργοΰν ισχυρό καί ιδιόμορφο πολιτισμό. Άλλά τά διαρκέστερα έπιτεύγματα τής μεταγενέστερης Ελλάδας οίκοδομήθηκαν σέ μιά βάση πολύ δια φορετική, στή συνεργασία έλεύθεροον ανθρώπων ή οργάνωση δέν έπιβαλλόταν έκ τών άνω άπό ισχυρούς βασιλείς.
57
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
Τό τέλος τής μυκηναϊκής περιόδου συνέπεσε μέ μιά έποχή κατα στροφής και άναστάτωσης* τά ανάκτορα πυρπολήθηκαν, ή διοί κηση κατέρρευσε καί, δταν οί σκοτεινοί αιώνες πού άκολούθησαν έφτασαν στό τέλος τους, ή κατάσταση στήν Ελλάδα καί στό Αι γαίο ήταν πολύ διαφορετική. "Ενα νέο στοιχείο μεγάλης σημα σίας ήταν ή άφιξη τών δωριέων Έλλήνων, πού τήν κλασική έπο χή κατείχαν μεγάλα τμήματα τής Πελοποννήσου, τής Κρήτης, τής Ρόδου, καί τοΰ νοτιοδυτικοΰ άκρου τής Μικρας ’Ασίας. 'Η μυθολογία παρουσιάζει αύτή τήν κίνηση ώς έπιστροφή τών άπογόνων τοΰ ήρωα Ηρακλή, πού ήρθαν γιά νά διεκδικήσουν δσα τούς εΐχε κληροδοτήσει έκεΐνος. Άπό τή Ναύπακτο πέρασαν μέ πλοία στήν Πελοπόννησο, νικώντας τόν έγγονό τοΰ Άγαμέμνονα* τά τρία άδέλφια, πού ήταν έπικεφαλής τους, ίδρυσαν τά τρία δωρικά βασίλεια τοΰ Άργους, τής Σπάρτης καί τής Μεσσηνίας. Πρόσφυγες άπό τήν Πύλο καί άλλοΰ συνέρρευσαν στήν Αττική, πού άργότερα δέχτηκε έπίθεση άπό τούς Ήρακλεΐδες* ενας χρη σμός τούς εΐχε ύποσχεθεΐ δτι θά νικοΰσαν, άν άπέφευγαν νά σκο τώσουν τό βασιλιά τής Αθήνας Κόδρο, άλλά ό Κόδρος μέ αύτοθυσία κατάφερε νά τούς άναγκάσει νά τόν σκοτώσουν, καί έτσι σώθηκε ή Αθήνα. Οί γιοι τοΰ Κόδρου ήταν οί ηγέτες τής μετα νάστευσης στήν άπέναντι άκτή τοΰ Αιγαίου, δπου ίδρυσαν τίς ιω νικές πόλεις τής Μικρας Άσίας* άποίκους έστειλαν έπίσης καί οί Ήρακλεΐδες, στήν Κρήτη, στή Ρόδο καί σέ άλλα μέρη. "Ολα αύ τά έχουν τόση σχέση μέ τήν άλήθεια, δση έχει καί ό μύθος τοΰ Η β η ^ ί δ ί καί τοΰ Η ο γ 8& γιά τήν άγγλοσαξονική διείσδυση στήν Α γγλία: δέν εΐναι τόσο ψεύτικα, ώστε νά εΐναι πέρα γιά πέρα άσύστατα, άλλά τά γεγονότα, δπως τά άποκαλύπτουν ύπομονετικές αρχαιολογικές έρευνες, εΐναι πολύ πιό περίπλοκα. 'Η κατανομή τών ελληνικών διαλέκτων άρκεΐ σχεδόν άπό μόνη της γιά νά αποδείξει δτι πράγματι έγινε μιά τέτοια μετακίνηση 59
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πληθυσμών. Ή κύρια διάκριση γίνεται άνάμεσα στίς διαλέκτους πού ονομάζονται δυτικοελληνικές, δηλαδή τή δωρική μαζί μέ τήν ομάδα διαλέκτων πού λέγονται βορειοδυτικές καί τις μιλούσαν στήν Η λεία καί άλλου, καί στίς άνατολικοελληνικές διαλέκτους, δηλαδή τήν ιωνική, τήν αιολική καί τήν άρκαδοκυπριακή. Ή ιω νική έμφανίζεται στήν Ιωνία, στά νησιά τοΰ κεντρικοΰ Αιγαίου, στήν Εύβοια καί, σέ έλαφρώς παραλλαγμένη μορφή, στήν Α τ τ ι κή. Τήν αιολική τή μιλοΰσαν στή Λέσβο καί στήν άπέναντι άσιατική άκτή μέ κάποιες ιωνικές έπιδράσεις, καθώς καί στή Βοιω τία καί στή Θεσσαλία σέ μιά ποικίλλουσα πρόσμειξη μέ τή βορει οδυτική έλληνική. Οι δροι δωρική, ιωνική καί αιολική άποτελοΰν τήν ταξινόμηση τών διαλέκτων δπως τήν έκαναν όί ΐδιοι οί "Έλ ληνες: άρκαδοκυπριακή είναι ενας δρος πού έπινοήθηκε άπό σύγ χρονους φιλολόγους, γιά νά δηλωθεί ή στενή συγγένεια πού υπάρ χει άνάμεσα στή γλώσσα τής Αρκαδίας καί τής μακρινής Κύ πρου. Αύτή ή συγγένεια μάς εκπλήσσει, άν λάβουμε ύπόψη μας τό γεγονός δτι κατά τήν ιστορική περίοδο οί Αρκάδες πάνω στά βουνά τους ήταν άποκλεισμένοι άπό τή θάλασσα άπό τούς Δωριείς άνατολικά καί δυτικά, καί άπό τούς Ήλείους βορειοδυτικά. Ά μ ε ση καί τακτική έπαφή άνάμεσα στήν Αρκαδία καί στήν Κύπρο είναι άπίθανο νά ύπήρχε μετά τήν προϊστορική περίοδο, δταν, δ πως μποροΰμε νά υποθέσουμε, ό κοινός πρόγονος καί τών δύο διαλέκτων μιλιούνταν σέ μεγάλη κλίμακα στήν Πελοπόννησο, στά παράλια καί στό έσωτερικό. ' Υποστηρίχτηκε παραπάνω (σ. 39) δτι δέν είναι σωστό νά συν δέουμε τις συγκεκριμένες διαλέκτους τής έλληνικής μέ συγκεκρι μένα σώματα εισβολέων, άλλά ή περίπτωση τών Δωριέων άπο τελεΐ εξαίρεση. "Ένα άπό τά κυριότερα χαρακτηριστικά τών δυτικοελληνικών διαλέκτων είναι δτι, παρόλο πού δέν διαφέρουν τόσο ώστε νά μήν είναι άμοιβαΐα κατανοητές, δέν εμφανίζουν όρισμέ νες άπό τις άλλαγές πού είχαν ύποστεΐ δλες οί άνατολικοελληνικές διάλεκτοι, άλλαγές πού κατά μέγιστο μέρος διαπιστώνονται κιόλας στή γλώσσα τών μυκηναϊκών πινακίδων. Μποροΰμε εύλο γα νά καταλήξουμε στό συμπέρασμα δτι οί Δωριείς καί δσοι μιλοΰσαν διαλέκτους συγγενικές δέν είχαν στενή έπαφή μέ δσους μιλοΰσαν άνατολικοελληνικές διαλέκτους στή διάρκεια τής προ ϊστορικής περιόδου, δταν συντελοΰνταν οί φωνητικές αύτές άλ λαγές, άλλά τήν έποχή έκείνη ζοΰσαν κάπου άλλοΰ, πιθανόν έ'ξω 60
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
άπό τή ζώνη επιρροής τοΰ μυκηναϊκοΰ πολιτισμοΰ. 'Η δλη κατά σταση, μαζί καί ή σχέση άνάμεσα στήν Αρκαδία καί τήν Κύπρο, εξηγείται ικανοποιητικά άν, δπως ύποδείξαμε παραπάνω, κάποια πρώιμη μορφή τής άρκαδικής διαλέκτου είχε διαδοθεί σέ μεγά λες περιοχές τής Πελοποννήσου κατά τή μυκηναϊκή έποχή, καί άν ή μετανάστευση σέ κάποια μεταγενέστερη έποχή εϊχε φέρει τούς Δωριείς καί τούς υπολοίπους στήν Πελοπόννησο, άποκλείοντας τούς Αρκάδες άπό τή θάλασσα. Ό μύθος τής δωρικής με τανάστευσης μάς προσφέρει μιά έξήγηση πού ταιριάζει μέ τά γε γονότα. Οί περισσότεροι άπό *ζούς λαούς πού μιλοΰσαν δυτικοελληνικές διαλέκτους ή διαλέκτους μέ βορειοδυτικά στοιχεία θεωροΰσαν τόν εαυτό τους σχετικά νεοφερμένο. Οί Αθηναίοι καί οί Αρκάδες διακήρυσσαν δτι προέρχονται άπό τήν ΐδια τή γή πού κατείχαν στήν κλασική περίοδο καί δτι εκεί ζοΰσαν άνέκαθεν, ένώ οί Δωριείς, οί Ήλεΐοι, οί Βοιωτοί καί οί Θεσσαλοί πίστευαν δτι ήταν άπόγονοι κατακτητών πού είχαν έρθει άπέξω κάποια έποχή δχι πολύ μεταγενέστερη άπό τό τέλος τοΰ Τρωικοΰ Πολέμου. "Ε νας συνειδητός άρχαϊσμός στόν "Ομηρο, πού τόν διατηρεί μέ άπόλυτη σχεδόν συνέπεια (ή πιό σοβαρή έξαίρεση, πού μπέρδεψε καί τόν Θουκυδίδη, είναι ή παρουσία Βοιωτών στήν’Ζ^αόα), εϊναι δτι περιγράφει μιά Ελλάδα πρωιμότερη, προγενέστερη άπό τήν έπο χή αύτών τών κατακτήσεων, καί δτι οί νεότεροι λαοί δέν παίζουν κανένα ρόλο στά έργα του. 'Η άντίθεση άνάμεσα στίς παλαιές καί στίς νέες φυλές έπέζησε στή συνείδηση τών Ελλήνων βρίσκοντας έκφραση τό ΐδιο παράλογη δσο καί κάθε σύγχρονη φυλετική θεω ρία. Ή σύγκρουση άνάμεσα στή δωρική Σπάρτη καί στήν ιωνική Αθήνα τόν 5ο αιώνα δξυνε τή συναίσθηση αύτής τής διαφοράς γιά τόν Θουκυδίδη καί τούς συγχρόνους του. Ειδικά στή Σπάρτη καί στή Θεσσαλία έπέζησε ώς τήν ιστορική έποχή καί ένα άλλο έπακόλουθο τής εισβολής, ή υπαγωγή τών παλαιότερων κατοί κων σέ κατάσταση δουλείας, δπως ήταν οί είλωτες στή Σπάρτη καί οί πενέαται στή Θεσσαλία. Πώς έγιναν δλα αύτά τό βλέπουμε σιγά σιγά δλο καί σαφέστερα, καθώς νέες άνασκαφές φέρνουν σέ φώς ένα πλήθος στοιχεία. Τά τεκμήρια τών ταραχών στόν μυκηναϊκό κόσμο στά τέλη τοΰ 13ου αιώνα πολλαπλασιάζονται. Κατά μήκος τοΰ ίσθμοΰ τής Κορίνθου 61
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
χτίστηκε ενα τείχος, πού ή θέση του δείχνει δτι προοριζόταν γιά τήν άμυνα τής Πελοποννήσου άπό έπίθεση πού θά προερχόταν ά πό τό Βορρά. Επανειλημμένα ένισχύθηκαν σημαντικά οί οχυρώ σεις τών Μυκηνών καί τής Τίρυνθας, καθώς έπίσης καί τής Α κρόπολης τής Αθήνας. Οί άναμενόμενες επιθέσεις ήρθαν γύρω στό 1200, οπότε πολλοί οικισμοί καταστράφηκαν βίαια, ένώ άλ λοι, στή Φωκίδα καί στή Βοιωτία, στήν Κορινθία, στήν Αργολί δα, στή Λακωνία καί στή Μεσσηνία, έγκαταλείφθηκαν. Ή άκρό πολη τών Μυκηνών επαθε ζημιές, τό φρούριο ^ής Τίρυνθας καταστράφηκε, καί τό άνάκτορο τής Πύλου πυρπολήθηκε. Ή Αθήνα έμεινε ΐσως έξω άπό τήν κύρια διαδρομή τών καταστροφέων, άφοΰ ή Άκρόπολη δέν εμφανίζει σημεία καταστροφής έκείνη τήν έποχή. Βέβαια, σημειώθηκε κάποια άνάκαμψη, άλλά οί διαρκείς συ νέπειες ύπήρξαν βαριές καί εκτεταμένες. Ή νότια Πελοπόννησος ήταν προφανώς πυκνοκατοικημένη τόν 13ο αιώνα, άλλά στήν πε ρίοδο μετά τό 1200 βλέπουμε πολύ λιγότερα ΐχνη οικισμών. Οί ΐδιες οί Μυκήνες άνακαταλήφθηκαν άπό έπιζήσαντες, πού έμει ναν προσκολλημένοι στόν παλαιό τρόπο ζωής, άν καί σέ συνθήκες δυσκολότερες καί φτωχότερες, ένώ άλλες περιοχές δέν έπαψαν ποτέ νά κατοικοΰνται. Στήν Άχαΐα, πού βρίσκεται στή βόρεια Πελοπόννησο, καί στά νησιά άπέναντι άπό τίς δυτικές άκτές τής Ελλάδας ό πληθυσμός στήν περίοδο μετά τό 1200 ήταν πυκνό τερος, καί άντιπροσώπευε πιθανόν έγκαταστάσεις προσφύγων, πού είχαν φύγει άπό τό επίκεντρο τής καταστροφής. Στή δυτική Αττική ένας οικισμός πού χρησιμοποιούσε μυκη ναϊκή άγγειοπλαστική διατηρήθηκε γιά ένα διάστημα στήν Άκρό πολη, άλλά προφανώς ύπήρχε περισσότερος πλούτος καί περισ σότερη άσφάλεια στήν άνατολική Αττική, πίσω άπό τόν 'Υμητ τό, πού άποτελοΰσε κάποιο εμπόδιο, καί έκεΐ συνέχιζε νά ζεΐ μιά άνθηρή μυκηναϊκή κοινότητα. Ή ΐδια εύημερία διαπιστώνεται καί στά νησιά, ιδιαίτερα στή Ρόδο καί τήν Κώ, στά Δωδεκάνησα* στήν ΐδια κατηγορία άνήκει καί ή Μίλητος, στήν άσιατική άκτή. Άκόμη πιό πέρα, ή Κύπρος, πού άπό πολύν καιρό είχε εισαγάγει τή μυκηναϊκή άγγειοπλαστική καί τήν κατεργασία τοΰ χαλκοΰ, φαίνεται τώρα νά έχει δεχτεί καί πραγματικούς μυκηναίους άποίκους σέ περισσότερα άπό ένα κύματα μετανάστευσης. Δέν γνωρί ζουμε άκόμη μέ σαφήνεια τί συνέβαινε στή βόρεια Ελλάδα, άλλά 62
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
ή μυκηναϊκή κατοχή στή Θεσσαλία φαίνεται νά παρατάθηκεΑνακαλώντας στή μνήμη τους τόν ελληνικό μύθο, οί ιστορικοί ήταν φυσικό νά σκεφτοΰν δτι ή καταστροφή τόσων μυκηναϊκών κέντρων έπρεπε νά συσχετιστεί μέ τήν άφιξη τών Δωριέων καί άλλων νεόφερτων λαών. Ό έπανεποικισμός ή ή συνεχιζόμενη ε πιβίωση παλαιών μυκηναϊκών κέντρων έρχονται σέ πλήρη άντίθεση μέ αύτή τήν άποψη. Πράγματι, στήν Αργολίδα, δπως δεί χνουν οί μαρτυρίες πού διαθέτουμε, γιά ένα διάστημα" 150 περίπου χρόνων δέν διαπιστώνεται καμία ένδειξη γιά τήν άφιξη νέων οικι στών. Ή καταστροφή μπορεΐ νά έξηγηθεΐ, καί δέν εΐναι άνάγκη νά άποδοθεΐ ειδικά στούς Δωριείς, άφού στά χρόνια γύρω στό 1200 ή άνατολική Μεσόγειος καί οί γύρω χώρες είχαν γεμίσει με τανάστες πού έφερναν μαζί τους τήν καταστροφή. Οί ταραχές στήν Αίγυπτο χρονολογούνται μέ μεγαλύτερη άκρίβεια: στό πέμ πτο έτος τής βασιλείας τοΰ Μερνεπτά (δέν υπάρχει άπόλυτη συμ φωνία γιά τή χρονολογία, άλλά αύτό θά συνέβη γύρω στό 1225) οί Λίβυες έκαναν έπίθεση στήν Αίγυπτο μέ τή βοήθεια τών «λαών της θάλασσας», καί γύρω στό 1190 ό Ραμσής ό Γ' χρειάστηκε νά άντιμετωπίσει μιά πολύ σοβαρότερη προέλαση τών περιπλανώμενων αύτών έπιδρομέων άπό ξηρά καί άπό θάλασσα στήν Πα λαιστίνη. Ή χεττιτική αύτοκρατορία στήν Άνατολία περιέπιπτε σέ μιά κατάσταση δλο καί μεγαλύτερης σύγχυσης καί γύρω στά τέλη τοΰ 13ου αιώνα εξαφανίστηκε* παρόμοιες ταραχές μαρτυροΰνται καί σέ άλλα μέρη. Οί συμφορές πού δοκίμασε ή μυκηναϊ κή Ελλάδα άνήκουν στήν ΐδια περίπου εποχή, μολονότι δέν γνω ρίζουμε άν ήταν συγκεντρωμένες σέ σύντομο χρονικό διάστημα ή διασκορπισμένες σέ μεγαλύτερο (οί άρχαιολογικές μαρτυρίες, φυ σικά, δέν μποροΰν νά μάς δώσουν άκριβεΐς χρονολογίες, ουτε κάν βέβαιους συγχρονισμούς). Ά ν άνήκουν στό ΐδιο ιστορικό πλαί σιο, πρέπει νά ύποθέσουμε δτι οί εισβολείς πού λεηλάτησαν τήν Ελλάδα προχώρησαν έπειτα σέ άλλες περιοχές, πιθανότατα γιά νά λάβουν μέρος στήν έπίθεση κατά τής Αίγύπτου. Τό άποτέλεσμα ήταν νά μετακινηθούν πολλοί μυκηναΐοι "Ελ ληνες σέ περιοχές τής χώρας πού είχαν πληγεί λιγότερο, ένώ πολ λοί, οί πιό δραστήριοι καί τολμηροί, έφυγαν στό έξωτερικό. Στήν Ελλάδα οί βασιλείς, μέ τούς έντυπωσιακούς θησαυρούς τους, ή πολύπλοκη ιεραρχία άξιωματούχων καί ό λαβύρινθος τής γρα φειοκρατίας άποτελοΰσαν ένα ασταθές καί έτοιμόρροπο έποικο63
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δόμημα, πού δέν ήταν σέ θέση νά άντιμετωπίσει σοβαρά πλήγ ματα. Τό άνάκτορο στήν Πύλο δέν ξαναχτίστηκε, καί δέν φαίνε ται καθόλου πιθανό δτι οί γραφείς συνέχισαν τή δουλειά τους κά που άλλου. Πράγματι, οί περισσότεροι υπήκοοι τοΰ βασιλιά φαί νεται σάν νά έχουν τραπεί σέ φυγή. Οί υπόλοιποι, πού άνακατέλαβαν τις Μυκήνες, προφανώς δέν είχαν μεγάλες οικονομικές δυ νατότητες. Άλλά άν ρωτήσουμε πώς συντηρήθηκαν αύτά τά μυ κηναϊκά υπολείμματα, πώς ήταν οργανωμένος στό Αιγαίο καί στήν άνατολική Αττική ό πάντα οικονομικά άνθηρός μυκηναϊκός θύλακος καί τί συνέβη στίς περιοχές πού έγκατέλειψε ό μυκηναϊ κός πολιτισμός, βρισκόμαστε καί πάλι στό σκοτάδι, χωρίς κανέ λα στοιχείο πού νά μάς διαφωτίζει. Παρ’ δλα αύτά, οί άρχαιολογικές μαρτυρίες μάς βεβαιώνουν δτι υπήρξε κάποια πολιτισμική συνέχεια σέ ολόκληρο τόν 12ο καί μέρος τοΰ 11ου αιώνα. Μερικά κτίσματα διατηρήθηκαν, τό ντύ σιμο καί τά ταφικά έθιμα δέν άλλαξαν, στήν Αργολίδα καί στά Δωδεκάνησα άναπτύχθηκαν νέες τεχνοτροπίες άγγειοπλαστικής στό πλαίσιο τής μυκηναϊκής παράδοσης, καί δέν έ'παψε νά ύπάρχει κάποια άλληλεπίδραση άνάμεσα στίς περιοχές αύτές, καθώς χαί άνάμεσα σ’ αύτές καί στήν τελευταία φάση τής μινωικής Κρή της. Αύτό δείχνει δτι παρέμειναν στήν Αργολίδα, στήν Ά χαΐα καί άλλοΰ άνθρωποι πού διατηροΰσαν όρισμένες τουλάχιστον άπό τις κοινωνικές συνήθειες τής παλαιάς άρχουσας τάξης* αύτό ση μαίνει δμως δτι θά πρέπει νά είχαν τόν έλεγχο τουλάχιστον ένός μέρους τής χώρας. Τήν κοινότητα στήν Ακρόπολη τής Αθήνας πρέπει νά τήν τροφοδοτοΰσε ή πεδιάδα άποκάτω. 'Η θάλασσα έξακολουθοΰσε ώς ένα βαθμό νά είναι άνοιχτή στούς άνθρώπους αύτούς καί άκόμη περισσότερο στούς μυκηναίους "Ελληνες τοΰ Αιγαίου, πού συνέχισαν νά εισάγουν πολυτελή εΐδη άπό τό έξω τερικό. Σ’ αύτή τή φάση χρονολογείται ό πρώτος σίδηρος πού βρέθηκε, σέ μικρή ποσότητα, στήν περιοχή. Άλλά είναι μάταιο νά προσπαθήσουμε νά μαντέψουμε ποιο ήταν τό σύστημα διακυ βέρνησης αύτών τών Ελλήνων τοΰ Αιγαίου τόν 12ο αιώνα. Δέν γνωρίζουμε κάν πώς ήταν οργανωμένοι τήν περίοδο πριν άπό τις συμφορές στήν κυρίως Ελλάδα. "Οσο γιά τις περιοχές δπου δέν διαπιστώνεται μυκηναϊκή συνέχεια, θά μπορούσαμε νά ύποθέσουμε δτι τή γή έξακολουθοΰσαν νά τήν καλλιεργοΰν οί χωρικοί πού τά αφεντικά τους είχαν πεθάνει ή είχαν φύγει καί πού ή ήσυχη 64
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
διαβίωσή τους δέν μάς άφησε άρχαιολογικά ΐχνη* ή μπορεΐ μερι κές περιοχές νά παρέμειναν άπλώς ερημες καί άκατοίκητες, ώ σπου νά τίς καταλάβουν οί νεοφερμένοι. Οί Δωριείς καί οί άλλοι έπήλυδες διακρίνονται άπό τούς ύπόλοιπους "Ελληνες κυρίως γιατί μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους. Οί Δωριείς έπίσης είχαν καί ορισμένες κοινές θρησκευτικές γιορ τές καί κάποιους κοινούς θεσμούς, ιδιαίτερα τό σύστημα τής φυ λής τους, πού τό συζητοΰμε στό 5ο κεφάλαιο. Μιλώντας δμως ά πό τή σκοπιά τής άρχαιολογίας, δέν υπάρχει σχεδόν κανένα χαρα κτηριστικό πού νά μπΓρεΐ πειστικά νά συσχετιστεί μέ αύτούς, έκτος ΐσως άπό μιά άπλούστατη μορφή ένδύματος, πού εμοιαζε μέ μεταποιημένη κουβέρτα στηριγμένη στόν ώμο μέ μεγάλες καρφίτσες. Κατά τά άλλα, θά πρέπει νά ύποθέσουμε πώς, δταν ήρθαν, παρέλαβαν πολλά στοιχεία άπό τόν πολιτισμό πού ύπήρξε πριν άπό αύτούς καί προσάρμοσαν άπό αύτά δσα μπορούσαν νά χρησιμοποιήσουν. Δέν εΐναι πολύ εύκολο νά φανταστούμε ποιά ήταν ή κατάστασή τους στή διάρκεια ολόκληρης σχεδόν τής δεύ τερης χιλιετίας π.Χ. Άπό μερικές άπόψεις, κυρίως άπό τή γλωσ σική, πρέπει νά τούς θεωρήσουμε άναπόσπαστο τμήμα τοΰ έλληνισμοΰ τής μεσοελλαδικής περιόδου. Άλλά δέν πήραν μέρος στή διαμόρφωση τοΰ πλούσιου πολιτισμοΰ πού άναπτύχθηκε στά νό τια γύρω στό 1600, άν καί είχαν κάποια έπαφή μ’ αύτό τόν πολι τισμό, ώστε νά μήν εΐναι έντελώς ξένοι, δταν μετανάστευσαν πρός τά νότια. Πρός τό παρόν φαίνεται πιθανότατο δτι ζοΰσαν στά βο ρειοδυτικά, δηλαδή στήν περιοχή τής Ηπείρου, πού άρχαιολογικά παραμένει σχεδόν έντελώς άνερεύνητη. Ή άφιξη τών Δωριέων στό Νότο δέν άφησε πίσω της κανένα χρονολογήσιμο ΐχνος καταστροφής, καί ή πιό εύλογη —άν καί δχι ή μόνη— λύση εΐναι νά τήν τοποθετήσουμε στό χρονικό σημείο τής τελικής έξαφάνισης τοΰ παλαιοΰ μηχανισμοΰ τής μυκηναϊκής ζωής. Στοιχεία πού βρέθηκαν πρόσφατα στήν Αργολίδα δείχνουν σαφέστατα δτι ύπήρξε μιά διακοπή τοΰ πολιτισμοΰ στά μέσα τοΰ 11ου αιώνα. Σέ μερικές περιοχές μετατοπίστηκαν λίγο τά οικι στικά κέντρα, καί σέ μία τουλάχιστον περίπτωση νέοι τάφοι σκά φτηκαν μέσα στά ερείπια παλαιών σπιτιών. Τούς νεκρούς τούς έ'θαβαν μεμονωμένα σέ λιθόχτιστους τάφους, τοΰ εΐδους πού οί άρχαιολόγοι ονομάζουν «χτιστούς»* δέν τούς ένταφίαζαν διαδο χικά σέ οικογενειακούς θαλαμωτούς τάφους, δπως συνήθιζαν οί 65 5
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Μυκηναΐοι. Παράλληλα, εξαφανίζονται καί άλλα μυκηναϊκά χα ρακτηριστικά, ένώ τά σημάδια τής άλλαγής έμφανίζουν άρκετή ποικιλία, ώστε νά θεωρούμε δικαιολογημένα δτι τήν έποχή αύτή κατέκτησαν οί Δωριείς τις περιοχές πού έ'μελλε νά κατέχουν σέ δλη τή διάρκεια τής κλασικής περιόδου. Τήν ΐδια σχεδόν περίο δο χρονολογείται καί τό τέλος τών μυκηναϊκών κοινοτήτων στό Αιγαίο καί στήν άνατολική Αττική. Οί έγκαταστάσεις στήν Αργολίδα, πού παραπάνω τις άποδώσαμε στούς Δωριείς εισβολείς, χρησιμοποιούσαν αγγειοπλαστική πού συγγενεύει πολύ μέ τήν άγγειοπλαστική τής Αθήνας εκείνης τής έποχής. Ανήκε στήν πρωιμότερη τεχνοτροπία τής έποχής τοΰ σιδήρου στήν Ελλάδα, πού τήν ονομάζουμε πρωτογεωμετρι κή, γιατί προεξαγγέλλει τή μεταγενέστερη γεοομετρική τεχνο τροπία. Στή δυτική ’ Αττική μποροΰμε νά παρακολουθήσουμε τή γένεση αύτής τής τεχνοτροπίας. Έκεΐ, μιά γενιά περίπου πριν ά πό τούς παλαιότερους πρωτογεωμετρικούς τάφους τής Αργολί δας, έγκαινιάστηκε στόν Κεραμεικό (στή μεταγενέστερη εΐσοδο τής Αθήνας) ενα νέο νεκροταφείο, δπου τούς νεκρούς τούς έθαβαν εναν εναν σέ χτιστούς τάφους. Τήν άγγειοπλαστική πού βρέθηκε στούς παλαιότερους άπό τούς τάφους αύτούς τή διακρίνει μιά πα ρακμασμένη τεχνοτροπία πού τήν ονομάζουμε «ύπομυκηναϊκή», άπ’ δπου προέρχεται, χωρίς καμιά άπότομη διακοπή, ή πρωτο γεωμετρική τεχνοτροπία, πού διαδόθηκε καί σέ άλλες περιοχές, μεταξύ τών οποίων καί στήν Αργολίδα. Αύτό δημιουργεί νέα έρωτηματικά γιά τή σχέση άνάμεσα στούς μυκηναϊκούς καί στούς μεταμυκηναϊκούς οικισμούς. Ή ταφή μεμονωμένων νεκρών σέ χτιστούς τάφους δέν ήταν κάτι καινούριο στήν Ελλάδα. Πράγμα τι, αύτός ήταν ό κανονικός τρόπος ταφής τή μεσοελλαδική περίο δο, καί άπό τότε έμφανιζόταν σποραδικά. Ή διαφορά εϊναι δτι στό νεκροταφείο τοΰ Κεραμεικοΰ παρατηροΰμε μόνο χτιστούς καί καθόλου θαλαμωτούς τάφους. Εϊναι έλκυστική ή υπόθεση δτι πρό κειται γιά έπανεμφάνιση παλαιότερων ταφικών έθίμων, πού όφείλεται στόν υποτελή πληθυσμό, ό όποιος άναδύθηκε καί πάλι στήν έπιφάνεια, δταν ή μυκηναϊκή άρχουσα τάξη δέν μποροΰσε πιά νά διατηρηθεί στήν έξουσία. Σύμφωνα μέ μιά άλλη έξήγηση, κατά τή γνώμη μας τήν πιό εύλογη, άν οί χτιστοί τάφοι τής Α ρ γολίδας άνήκουν σέ έπήλυδες, τότε καί οί χτιστοί τάφοι τοΰ Κεραμεικοΰ άνήκουν έπίσης σέ κάποιους άγνωστους έπήλυδες, πού 66
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
διείσδυσαν σέ χώρες άραιοκατοικημένες άπό καιρό καί τελικά συγχωνεύτηκαν με τά μυκηναϊκά ύπολείμματα. 'Η συνεχής έξέλιξη τής άγγειοπλαστικής θά μποροΰσε νά έξηγηθεΐ καί μέ τις δύο θεωρίες, άφοΰ ουτε ή μιά ουτε ή άλλη συνεπάγονται κάποια άναστάτωση πού θά προκαλοΰσε διακοπή στήν άγγειοπλαστική βιομηχανία. Έ τσι ή άλλιώς, τό βέβαιο είναι δτι σημειώθηκαν ουσιαστικές άλλαγές, καί ό ελληνικός πολιτισμός άκολούθησε έκτοτε νέα πο ρεία. Τήν έπο^ή έκείνη, στά τέλη τοΰ 11ου αιώνα, πρέπει νά ή ταν πιό φανερή ή πολυμορφία τοΰ πολιτισμοΰ αύτοΰ, παρά οί πα ράγοντες πού κατέτειναν τελικά σέ μιά ένότητα. Δέν μποροΰμε νά έλπίζουμε δτι θά έξιχνιάσουμε πολύ περισσότερο μέ ποιόν τρόπο έπαψε ή αναταραχή στήν Ελλάδα, άλλά είναι ΐσως χρήσιμο νά διακρίνουμε τρεις μορφές έγκατάστασης, πού ώς ενα βαθμό θά τις συναντήσουμε καί στά παρακάτω κεφάλαια: (α) Σέ μερικές περιοχές οί κατακτητές έπικράτησαν άπόλυτα καί κατάφεραν νά άφομοιώσουν τόν προγενέστερο πληθυσμό. Λόγου χάρη, στήν*Αρ γολίδα υπάρχουν ένδείξεις δτι έπέζησαν Προδωριεΐς διαφόρων κοινωνικών τάξεων (βλ. σ. 149), άλλά στήν κλασική έποχή ή πε ριοχή ήταν πέρα γιά πέρα δωρική στή γλώσσα καί στούς θεσμούς, χωρίς νά διαπιστώνεται κανένα ΐχνος έσωτερικής φυλετικής δια μάχης. Οί Βοιωτοί έπίσης, άν καί ή γλώσσα τους ήταν άνάμεικτη, φαίνεται δτι σέ μεταγενέστερες έποχές ένιωθαν δτι άποτε λοΰσαν ομοιογενή φυλή. (β) Σέ άλλα μέρη οί κατακτητές παρέμειναν ώς αύτοσυνείδητη μειονότητα πού κυβερνοΰσε υπηκόους διαφορετικής φυλής. Χτυπητό, παράδειγμα είναι ή περίπτωση τής Σπάρτης, δπου έξουσιαστές καί έξουσιαζόμενοι μιλοΰσαν τή δω ρική, καθώς καί τής Θεσσαλίας, δπου ή διάλεκτος τών κατακτημένων συνέβαλε περισσότερο άπό τή διάλεκτο τών κατακτητών στή διαμόρφωση τής κρινής θεσσαλικής γλώσσας τής μεταγενέ στερης έποχής. (γ) Άλλες περιοχές παρέμειναν άκατάκτητες, δ πως τό εσωτερικό τής Αρκαδίας* ή ή γλώσσα τοΰ προγενέστερου πληθυσμοΰ μπόρεσε νά έπιβληθεϊ στή γλώσσα τών έπηλύδων, δ πως συνέβη στήν Αθήνα —άν πράγματι έχουμε στήν Αθήνα δι είσδυση έπηλύδων έκείνη τήν έποχή. Διαφορές αύτοΰ τοΰ είδους συνδυάστηκαν μέ τή γεωγραφική δομή τής χώρας καί δημιούργησαν εναν κατακερματισμό μεγα λύτερο ΐσως άπό δ,τι τών προγενέστερων ή μεταγενέστερων έπο67
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
χών: λόγου χάρη, φαίνεται δτι πέρασε πολύς καιρός ώσπου νά ενωθεί ύπό τήν κυριαρχία της Αθήνας ολόκληρη ή περιοχή τής Αττικής. Εΐναι μάταιο νά ελπίζουμε δτι θά άνακαλύψουμε πολλά πράγματα γιά τά αισθήματα τών Έλλήνων τής σκοτεινής αύτής έποχής άπέναντι στούς άλλους "Ελληνες ή άπέναντι στον έξω κό σμο, άν καί θά έπρεπε νά σημειώσουμε δτι κατά τή διάρκεια ά κριβώς αύτής τής σκοτεινής περιόδου υίοθετήθηκε γιά πρώτη φο ρά τό δνομα (("Ελληνες» ώς γενικό έθνικό δνομα. "Οταν οί έπικοινωνίες έγιναν πιό έλεύθερες τόν 8ο αιώνα, ή κοινωνία πού άναδύθηκε εΐχε συνείδηση μιας κάποιας ενότητας σέ σχέση μέ τόν έξω κόσμο: δλοι ήταν "Ελληνες καί λάτρευαν τούς ίδιους θεούς μέ τον ΐδιο περίπου τρόπο. Ή κρίσιμη περίοδος, άν καί άπ5αύτή δέν μάς σώθηκε τίποτε έκτος άπό τήν άγγειοπλαστική,. πρέπει νά ήταν ή έποχή άμέσως μετά τήν κάθοδο τών Δωριέων, δταν αύτά τά διά φορα έλληνόφωνα φύλα άρχισαν νά έγκαθίστανται τό ένα μετά τό άλλο καί νά συναποτελοΰν έναν νέο λαό, διαφορετικό σέ πολλά ά πό τούς προκατόχους τους, τούς μυκηναίους "Ελληνες. Αύτή ή ρι ζική άλλαγή προσανατολισμού έπηρέασε εξίσου τίς άκατάκτητες καί τίς κατακτημένες περιοχές. Άσχετα άν ή Αθήνα άπορρόφησε ή άπώθησε τούς εισβολείς της τόν 11ο αιώνα, εΐναι ΐσως ελκυ στικό νά θεωρήσουμε δτι οί άναμνήσεις τής μυκηναϊκής έποχής ήταν πιό ζωντανές έκεΐ άπ* δ,τι σέ μέρη δπου δ παλαιότερος πλη θυσμός άπορροφήθηκε έντελώς ή ύποτάχθηκε. Έ χει διατυπωθεί ή ύπόθεση (πού εΐναι άλλωστε πολύ εύλογη) δτι ή Αθήνα ύπήρξε ή κύρια πηγή άπ δπου διοχετεύθηκαν οί μυκηναϊκές παραδόσεις σέ μεταγενέστερες έποχές μέ τή μορφή μύθων. Αλήθεια ή δχι (γεγονός εΐναι δτι οί μύθοι παραδίδονταν μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο), ούτε οί μυκηναϊκές άναμνήσεις ούτε ή συνεχής άνάπτυξη τής άθηναϊκής άγγειοπλαστικής μάς έπιτρέπουν νά συμπεράνουμε δτι άπό άλλες άπόψεις ή κοινωνία τής Αθήνας εξακο λούθησε νά πορεύεται σύμφωνα μέ τή μυκηναϊκή παράδοση. Οί άλλαγές στήν ενδυμασία καί στά ταφικά έθιμα ύπήρξαν ούσιαστικές, άλλά τό πιό σημαντικό εΐναι δτι ή Αθήνα αισθανόταν δτι ά ποτελοΰσε άναπόσπαστο τμήμα τής μεταμυκηναϊκής Ελλάδας. Πράγματι, άν κρίνουμε άπό τά δεδομένα τής αγγειοπλαστικής της, ή Αθήνα έπαιξε ηγετικό ρόλο στή δημιουργία τής μεταμυκηναϊκής Ελλάδας. Μιά δευτερεύουσα πληθυσμιακή μετακίνηση εΐχε ώς άποτέ68
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
λεσμα νά έγκατασταθεΐ ή νά έπανεγκατασταθεΐ πληθυσμός στά νησιά καί στήν ασιατική άκτή. Γιά τή μετακίνηση αύτή δέν γνω ρίζουμε πολλά πράγματα. Δέν γνωρίζουμε έπίσης τί άπέγιναν οί μυκηναΐοι "Ελληνες τής άνατολικής Αττικής: έχουμε μόνο τούς τάφους τους, πού καί αύτοί κάποτε σταματούν καί δέν έπανεμφανίζονται. ’Ίσως ή άνακάλυψη τοΰ οίκισμοΰ στόν όποιο άνήκαν θά μποροΰσε νά μάς διασαφήσει τί συνέβη. Σέ ένα δυο άπό τά νησιά, ό οικισμός πού χρησιμοποιοΰσε πρωτογεωμετρική άγγειοπλαστική εϊναι χτισμένος έπάνω σέ μυκηναϊκό οικισμό καί νεκροτα φείο, δπως συμβαίνει καί μέ τούς νέους οικισμούς στήν Αργολί δα, γεγονός πού έπίσης μπορεΐ νά ύποδηλώνει κάποια άλλαγή πληθυσμοΰ. Στή Μίλητο ό μυκηναϊκός οικισμός καταστράφηκε βίαια, καί ή πρώτη άγγειοπλαστική τοΰ οίκισμοΰ πού τόν διαδέ χθηκε μοιάζει πολύ μέ τήν άγγειοπλαστική τής Αθήνας κατά τήν περίοδο τής μετάβασης άπό τήν ύπομυκηναϊκή στήν πρωτογεω μετρική περίοδο. 'Η παράδοση δτι οί περισσότερες ή δλες οί πό λεις τής Ιωνίας ιδρύθηκαν άπό άθηναίους άρχηγούς ένισχύεται σημαντικά άπό τήν ταυτότητα τής γλώσσας, τής διοικητικής ορ γάνωσης καί τών έορτών. Τά ευρήματα στή Μίλητο δείχνουν δτι ή μετανάστευση πού ονομάστηκε ιωνικός άποικισμός έγινε σχε δόν ταυτόχρονα μέ τή δωρική κατάκτηση τής Αργολίδας, τόν 11ο αιώνα. Οί μετανάστες δέν ήταν δλοι Αθηναίοι. Δέν εϊναι εύ κολο νά υποστηρίξουμε δτι ό πλεονάζων πληθυσμός τής Α ττικής έκείνη τήν έποχή ήταν τόσο πολύς ώστε νά μπορεΐ νά έξαπλωθεΐ σέ ολόκληρη αύτή τήν περιοχή, ουτε υπάρχουν άρχαιολογικές ένδείξεις τέτοιου ύπερπληθυσμοΰ. Ό Ηρόδοτος πίστευε δτι ό πληθυσμός τής Ιωνίας ήταν παμμιγής καί περιλάμβανε μετανά στες άπό πολλές έλληνικές περιοχές* μάς σώθηκαν μερικές λεπτο μερειακές πληροφορίες, πού ένισχύουν τήν άποψή του αύτή. Θά έπρεπε ΐσως νά ύποθέσουμε δτι οί Δωριείς καί οί άλλοι μετανά στες άνάγκασαν, πράγματι, ένα τμήμα τοΰ πληθυσμοΰ άπό διά φορες περιοχές νά έγκαταλείψουν τόν τόπο τους καί νά γίνουν πρόσφυγες, μέ ήγέτες προερχόμενους άπό τήν Αθήνα. Στά βορειότερα παράλια τής Μικράς Άσίας, τήν αιολική κα τοχή τής Λέσβου καί τής άπέναντι παραλίας τήν καλύπτει άκόμη άρχαιολογικό σκοτάδι, πού μάς έμποδίζει νά άνιχνεύσουμε τις σχέσεις της καί τήν εξέλιξή της. Ή υποτιθέμενη καταγωγή τών ιδρυτών άπό ένα γιο τοΰ ’ Ορέστη δέν μάς βοηθά καί πολύ* ή σχέ 69
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ση δμως τής αιολικής διαλέκτου μέ τή γλώσσα τής Θεσσαλίας καί τής Βοιωτίας εΐναι καταφανής, και αύτός ό συγγενικός δεσμός έξακολουθοΰσε νά άποτελεΐ συνείδηση κατά τόν 5ο αιώνα, δταν ή Λέσβος έπαιξε κάποιο ρόλο στήν έξέλιξη τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου. Στά νότια τοΰ Αιγαίου οί Δωριείς σκορπίστηκαν στήν Κρήτη, στή Ρόδο και στά Δωδεκάνησα καί πέρασαν καί στό α πέναντι άκρο τής Μικράς Άσίας. ΤΗταν άρκετοί ώστε νά δώσουν στήν περιοχή αύτή τή δωρική γλώσσα καί δωρικά χαρακτηριστι κά. Ή άρχαιολογία δέν μάς δίνει σαφείς ένδείξεις γιά νά χρονο λογήσουμε τήν άφιξη τών Δωριέων έκεΐ: συγκεχυμένοι μύθοι τοποθετοΰν τίς έγκαταστάσεις αύτές λίγες γενιές μετά τήν άφιξη τών Δωριέων στήν Πελοπόννησο. "Οσα γνωρίζουμε γιά τήν κα τάσταση τήν έποχή έκείνη εΐναι τόσο λίγα, ώστε μάς εΐναι αδύ νατο νά μαντέψουμε ποιές πιέσεις προκάλεσαν τή μετακίνηση αύτή. Θά έχει γίνει τώρα πιά φανερό πόσο έχει άπλοποιηθεΐ καί μυθιστορηματοποιηθεΐ ή ιστορία στό θρύλο πού παρουσιάσαμε σέ γενικές γραμμές στήν άρχή αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου. Ό μύθος δτι οί Δωριείς μέ άρχηγούς τούς άπογόνους τοΰ Ηρακλή ξεκίνησαν νά άνακτήσουν τή νόμιμη κληρονομιά τους στήν Πελοπόννησο ήταν πάντα ύποπτος, γιατί προσπαθοΰσε νά νομιμοποιήσει τήν άρπαγή τών γαιών πού κατά τόν "Ομηρο άνήκαν στόν Άγαμέμνονα καί σέ άλλους άχαιούς βασιλείς. Δέν πρέπει νά δώσουμε μεγάλη πί στη στούς γενεαλογικούς μύθους, πού στήν παλαιότερη μορφή τους συνέδεαν τούς μεταγενέστερους βασιλείς τής Σπάρτης μέ τόν Ηρακλή. Ή ρομαντική ιστορία τής αύτοθυσίας τοΰ Κόδρου ένδέχεται νά άποτελεΐ σχηματοποιημένη εκδοχή κάποιας πραγ ματικής άπόκρουσης εισβολέων μακριά άπό τά σύνορα τής Α τ τικής, ή μπορεΐ άπλώς νά καλύπτει τό γεγονός δτι μερικοί άπό αύτούς τούς μετανάστες εισέβαλαν πράγματι στήν Α ττική. Ά λ λά ό μύθος ίσως νά άπηχεΐ, τουλάχιστον σέ γενικές γραμμές, τόν ήγετικό ρόλο τών Αθηναίων στόν ιωνικό άποικισμό, καθώς καί τό συγχρονισμό άνάμεσα στήν κίνηση αύτή καί στήν άφιξη τών Δωριέων στήν Πελοπόννησο. "Ως τώρα δέν έχουμε μιλήσει καθόλου γιά τόν περιφημότερο άπ’ δλους τούς μύθους, δηλαδή τή δεκάχρονη πολιορκία τής Τροί ας άπό ένα συνασπισμό ελληνικών στρατευμάτων ύπό τήν άρχη70
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
για τοΰ Άγαμέμνονα, πού άποτελεΐ τό πλαίσιο τής Ίλιάδας τοΰ Όμήρου. Κι αύτό γιατί υπάρχει εγγενής δυσκολία νά καταλήξου με σέ συγκεκριμένα συμπεράσματα γιά τήν ιστορική του άλήθεια. Έ ν μέρει τό πρόβλημα είναι χρονολογικό, άν ή καταστροφή τοΰ σχετικού στρώματος τής πόλης τής Τροίας1 μπορεΐ νά τοποθετη θεί σέ μιά έποχή κατά τήν όποια μιά τέτοια συνδυασμένη έκστρατεία θά ήταν πιθανή* καί έν μέρει είναι θέμα ορθής έρμηνείας τής σύνθεσης τών ελληνικών δυνάμεων καί τής τρωικής συμμαχίας στό Β τής Ίλιάδ ας. Είναι άμφίβολο άν μποροΰμε νά λύσουμε τό ενα ή τό άλλο πρόβλημα κατά τρόπο πειστικό μέ τά στοιχεία πού έχουμε τώρα στή διάθεσή μας. Ά ν έγινε πράγματι μιά τέτοια έκστρατεία, ό "Ομηρος δέν άποτελεΐ άσφαλή πηγή γιά νά καταλάβουμε ποιος ήταν ό χαρακτήρας της, όπως φαίνεται κα θαρά άπό τό γεγονός καί μόνο δτι τήν παρουσιάζει ώς πολιορκία μιας μεγάλης πόλης, πού στέγαζε ολόκληρους στρατούς Τρώων καί συμμάχων, ένώ σήμερα μποροΰμε νά δοΰμε δτι ή περίμετρος τής άκρόπολής της δέν ήταν μεγαλύτερη άπό 500 μέτρα. Ά ν πά λι ό Τρωικός Πόλεμος είναι μύθος μόνο, αύτό δέν μειώνει καθό λου τήν .άξία τοΰ ποιήματος. Καί γιά τήν έρευνά μας ή άξία τών ποιημάτων τοΰ Όμήρου, ώς μοναδικών πληροφοριακών πηγών γιά τήν κατάσταση μιας κοινωνίας πού έξαφανίστηκε προτοΰ ή Ελλάδα αποκτήσει καί πάλι γραφή, δέν έξαρτάται καθόλου άπό τήν ιστορική άλήθεια σχετικά μέ τήν καταστροφή τής Τροίας. Ώστόσο, υπάρχει σίγουρα κάποια συνέχεια τής παράδοσης άπό τή μυκηναϊκή περίοδο ώς τόν "Ομηρο. "Οσο κι άν έχουμε άμφιβολίες γιά τις λεπτομέρειες, κανείς δέν πιστεύει δτι ή ήρωική έποχή πού περιγράφουν οί ποιητές είναι άπλώς ένα πλάσμα τής φαντασίας τους. Μέ τήν τεχνική τής προφορικής ποίησης σέ μιά κοινωνία χωρίς γραφή είναι δυνατό νά διατηρηθεί κάτι περισσό τερο άπό τά βασικά στοιχεία μιας άφήγησης. Ό βασικός μηχα νισμός είναι οί έπικές ((φόρμουλες»: οχι μονάχα οί στερεότυποι στίχοι πού περιγράφουν θυσίες, τροφές ή μάχες —πού αύτοί κυ ρίως έντυπωσιάζουν τούς άναγνώστες τής Ίλιάδας— άλλά ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα άπό λιγότερο έμφανή σταθερά στοιχεία. Ό προφορικός ποιητής, καθώς άναπτύσσει σέ στίχους μιά ιστο ρία άρκετά εκτεταμένη, πρέπει νά είναι συγκεντρωμένος καί νά 1. [Είναι ή Τροία VII Α.]
71
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κρατά τήν προσοχή τών ακροατών του. Στό ελληνικό έπος οί ι στορίες τραβούν σέ μεγάλο μάκρος, καί ή μετρική τ^υς είναι άπαραβίαστη καί άπαιτητική. Ή γενική πορεία τοΰ ποιήματος καί τών έπεισοδίων του πρέπει νά έχει σχεδιαστεί έκ τών προτέρων, γιατί δέν εΐναι δυνατό νά διακόψει ό ραψωδός γιά νά σκεφτεΐ πώς θά παρουσιάσει ένα επεισόδιο, ή γιά νά ζυγιάσει τά προτερήματα μιας φράσης συγκρίνοντάς τη μέ μιάν άλλη. Οί λεπτομέρειες ήταν θέμα τεχνικής πείρας τοΰ ποιητή* καί έδώ τό σημαντικό στοιχείο ήταν τό άπόθεμά του σέ «φόρμουλες»—ολόκληρων στίχων καί μικρότερων φράσεων— πού ένα μεγάλο μέρος τους ήταν άπλοι συνδυασμοί άπό ένα ούσιαστικό καί ένα έπίθετο. Στά ελληνικά οί άπαιτήσεις ποικίλλουν, άνάλογα μέ τήν πτώση τοΰ ούσιαστικοΰ καί τή θέση τής φράσης στόν έξάμετρο στίχο* συνήθως γιά κάθε συγκεκριμένη θέση τό ούσιαστικό συνοδευόταν άπό ένα έπίθετο, πάντοτε τό Ϊδιο. ΤΗταν μιά τεχνική φοβερά δύσκολη, πρόσφερε δμως τεράστιες δυνατότητες, δταν ό ποιητής ήξερε πώς νά τή χρησιμοποιήσει. Παραδιδόταν άπό γενιά σέ γενιά καί εΐχε τό πλεονέκτημα δτι μποροΰσε νά διατηρεί καί τίς λεπτομέρειες καί τήν ύπόθεση τής ιστορίας. Ή λεπτομέρεια, άκόμη καί απαρχαιωμένη, έξακολου θοΰσε νά γίνεται άποδεκτή άπό τούς άκροατές, πού θεωροΰσαν φυσικό οί ήρωές τους νά εΐναι διαφορετικοί άπό τούς ίδιους καί ήταν ένδεχόμενο νά δυσφοροΰν μέ τούς νεοτερισμούς. Ωστόσο ή τεχνική ήταν άδύνατο νά παραμένει στατική γιά πολύν καιρό: έ νας μεγάλος ραψωδός δέν μποροΰσε παρά νά άφήνει τά Ϊχνη του πάνω α αύτή τήν τέχνη* άλλά καί τό πλαίσιο τής δημιουργίας άλ λαζε άπό ορισμένες άπόψεις, καθώς ή ήρωική έποχή ξεθώριαζε δλο καί περισσότερο μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου. Έπειτα, κανέ νας ραψωδός δέν τραγουδά τήν Ϊδια ιστορία δυο φορές μέ τόν Ϊδιο άκριβώς τρόπο, καί οπωσδήποτε τό κείμενο ένός προφορικοΰ ποι ήματος εΐναι πάρα πολύ ρευστό, δταν έκτελεΐται άπό τόν άρχικό δημιουργό του* αύτή ή τέχνη χάνεται δταν οί ποιητές άρχίζουν νά γράφουν, καί έξακολουθεΐ νά άποτελεΐ σοβαρότατο πρόβλημα πώς στάθηκε δυνατό νά καταγραφοΰν τά έπη. Μερικοί έχουν ύποθέσει δτι ό ποιητής έζησε σέ μιά μεταβατική έποχή, τότε πού ή γραφή άρχιζε καί πάλι νά χρησιμοποιείται στήν Ελλάδα, καί δτι υπαγόρευε ό ίδιος τά έπη του* άλλοι πιστεύουν δτι οί μαθητές άποστήθιζαν δσα μακρά κείμενα τούς είχαν κάνει άσυνήθιστα βα72
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
θιά εντύπωση. Μποροΰμε δμως νά καταφύγουμε καί σέ άλλες εκ δοχές. Ευτυχώς, οί πιό πολλοί κριτικοί δέχονται τώρα δτι ή Ίλιάδα καί ή *Οδύσσεια φέρουν ή καθεμιά τή σφραγίδα ένδς μεγάλου δημιουργικοΰ πνεύματος. Ή ιδέα δτι αύτάτά άριστουργήματα, πού δίκαια άγαπήθηκαν πολύ, άποτελοΰν συλλογή τραγουδιών πού συναρμολογήθηκαν δπως δπως, είναι μιά άπαρχαιωμένη πιά φι λολογική παραδοξολογία. Άλλά έξακολουθεΐ νά συζητεΐται το πρόβλημα άν ό διαφορετικός τόνος τής 3Οδύσσειας σημαίνει δια φορετικό δημιουργό ή άπλώς έσωτερική άλλαγή τοΰ ΐδιου τοΰ ποιητή πού συνέθεσε καί τήν Ίλιάδα. Ά λλα θέματα ζωηρής άντιδικίας είναι: πότε δημιουργήθηκαν τά δύο έπη, πόσο διάστημα πέρασε ώσπου νά καταγραφοΰν σέ οριστική μορφή, καί πόσο άλ λαξαν σ’ αύτό τό διάστημα (ή έστω ώσπου νά γίνει γενικά άποδεκτό ώς αύθεντικό τό κείμενο πού έχουμε τώρα). Περισσότεροι φι λόλογοι τοποθετούν τώρα τήν Ίλιάδα στόν 8ο αιώνα, καί άκόμη περισσότεροι δέχονται δτι ορισμένα περιθωριακά κομμάτια καί τών δύο έπών άποτελοΰν μεταγενέστερες προσθήκες* οί σχετικές πάντως συζητήσεις φαίνεται δτι δέν πρόκειται νά τελειώσουν σύν τομα. Είναι λογικό νά υποθέτουμε δτι στό πλαίσιο τών έπών είκονίζεται ένα στάδιο τής κοινωνίας προγενέστερο άπό τήν έποχή τοΰ ΐδιου τοΰ ποιητή, άλλά δέν είναι άπαραίτητο νά θεωρήσουμε δτι δλα τά χαρακτηριστικά τής κοινωνίας αύτής προέρχονται άπό τό προγενέστερο έκείνο στάδιο. Τά συμβατικά στοιχεία τοΰ έλληνικοΰ έπους, χωρίς άμφιβολία, είναι έν μέρει τεχνητά, δπως τεχνη τή άσφαλώς είναι καί ή γλώσσα τους, καί δέν είναι άπαραίτητο νά πιστέψουμε δτι μιά συγκεκριμένη γενιά Ελλήνων έζησε σέ δ λες του τις λεπτομέρειες τό είδος τής ζωής πού προϋποθέτουν τά ομηρικά ποιήματα. Οί μυκηναϊκές μνήμες άναφέρονται οί περισσότερες σέ συγκε κριμένες λεπτομέρειες. Διατηρήθηκαν μερικές δυσερμήνευτες λέ ξεις, καί έπέζησαν συνδυασμοί άπό «φόρμουλες», πολλοί άπό τούς όποιους χρησίμευαν γιά νά διακριθεΐ ένας συγκεκριμένος ήρωας άπό τούς άλλους. 'Η άσπίδα, μεγάλη «σάν πύργος», πού προστάτευε τόν Αΐαντα, είναι κατάλοιπο μιας έποχής παλαιότερης άπό τόν Τρωικό Πόλεμο, όποιαδήποτε έποχή καί άν ύποθέσουμε δτι έγινε, γιατί τόν 13ο αιώνα οί Μυκηναίοι είχαν έγκατα73
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λείψει τή μεγάλη ολόσωμη άσπίδα καί χρησιμοποιούσαν μιά μι κρότερη, στρογγυλή, μέ κεντρική λαβή. "Ενας άλλος άξιοσημείωτος άρχαϊσμός είναι τό κράνος πού δανείστηκε ό Όδυσσέας, δπως άναφέρει τό I της Ίλιάδας, ενα κάλυμμα τής κεφαλής μέ σειρές άπό χαυλιόδοντες κάπρου ραμμένες στό εξωτερικό του, πού περιγράφεται μέ λεπτομέρειες σέ πέντε περίπου στίχους, παρόλο πού κι αύτό εΐχε πάψει νά χρησιμοποιείται τόν 13ο αιώνα. Οί φράσεις πού περιγράφουν αύτά τά αντικείμενα πρέπει νά είχαν δουλευτεί καί νά είχαν περάσει στό ρεπερτόριο τών ραψωδών άπό πολύ νωρίς. Πιό γενικά εΐναι ορισμένα στοιχεία πού άποσιωποΰνται: τό γεγονός δτι ό σίδηρος πού μνημονεύεται στά έπη εΐναι ιτολύ λίγος, καί δτι μένει απέξω ή πολιτική γεωγραφία τοΰ μεταμυκηναϊκοΰ κόσμου. Άπό τήν άλλη μεριά, γιά τήν οργάνωση τών άνακτόρων δέν γίνεται κανένας λόγος στά έ'πη. Οί ύπομονετικοί γραφείς, πού τούς γνωρίζουμε άπό τήν Κνωσό καί τήν Πύλο, εΐναι σάν νά μήν ύπήρξαν ποτέ. Δέν θά περιμέναμε βέβαια νά παίζουν ούσιαστικό ρόλο στό ένα ή στό άλλο ποίημα οί γραφειοκράτες, πάντως γεγο νός εΐναι δτι δέν ύπάρχει γι’ αύτούς ουτε μιά τυχαία άναφορά. Οί βασιλείς τοΰ Όμήρου οπωσδήποτε συμπεριφέρονται σάν νά μήν έχουν τέτοιο γραφειοκρατικό μηχανισμό στή διάθεσή τους. Οί τί τλοι τών μυκηναίων άξιωματούχων έχουν έξαφανιστεΐ, εκτός μόλ/ο άπό τούς δρους αναξ καί βασιλεύς, πού έχουν καί οί δύο τήν Ϊδια σημασία. Έπίσης έχει εξαφανιστεί καί ή ορολογία τής γαιο κτησίας. Κάτι τέτοιο βέβαια θά τό περιμέναμε άπό τό μηχανισμό τής παράδοσης, πού έχει τήν τάση νά διατηρεί μόνο άδρά δε δομένα τεχνικών θεμάτων: οί συγκεκριμένες λεπτομέρειες πού δέν τίς καταλαβαίνει κανείς άπόλυτα έχουν μιά γοητευτική γρα φικότητα, πού δέν τήν έχουν οί έννοιες τής πολιτικής καί τής διοι κητικής ορολογίας, οί όποιες χάνουν τό ενδιαφέρον τους, δταν παύουν πιά νά παίζουν ρόλο στή ζωή τών άνθρώπων. Ωστόσο τό κοινωνικό σύστημα πού προϋποθέτουν τά έπη εΐναι παλαιότερο άπό τήν έποχή τοΰ ϊδιου τοΰ ποιητή τους. Γενικά μπορεΐ νά το ποθετηθεί στήν έποχή πού ή Ελλάδα ήρέμησε υστέρα άπό τίς με ταναστεύσεις, άν καί πρέπει νά έπαναλάβουμε δτι τό πλαίσιο τών έπών δέν προέρχεται άναγκαστικά άπό μιά καί μόνο έποχή. Ή πολιτική δομή εΐναι άπογοητευτικά άσαφής. Ό βασιλιάς βρίσκεται στό κέντρο άκριβώς τοΰ όμηρικοΰ κόσμου. Εΐναι αύτο74
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
κράτορας, τουλάχιστον μέ τήν έννοια δτι κανένας δέν έχει σαφώς καθορισμένα δικαιώματα απέναντι του. Ωστόσο δέν έχει σχέση μέ τούς μονάρχες τών καλά οργανωμένων κρατών, οί όποιοι άσκοΰν τήν έξουσία τους χρησιμοποιώντας μιά πολύπλοκη ιεραρ χία ύπουργών καί ύπηρετών. Στά κράτη αύτά ή θέληση τοΰ μο νάρχη εΐναι άποτελεσματική μόνο στό βαθμό πού μπορεΐ νά έμπιστεύεται τούς ύπαλλήλους του, σέ κάθε έπίπεδο, καί δλες σχεδόν οί ύποθέσεις τών ύπηκόων διεκπεραιώνονται άπό τέτοιους ύπαλ λήλους πού, δσο πιστοί καί άν εΐναι, έχουν άναπόφευκτα καί άλλα συμφέροντα, πέρα άπό τήν άπλή έκτέλεση τών έπιθυμιών τοΰ βα σιλιά. Οί μυκηναϊκές πινακίδες προϋποθέτουν μιά τέτοια άκριβώς ιεραρχία, καί μόνο εικασίες μποροΰμε νά κάνουμε γιά τήν έκταση τής πραγματικής έξουσίας τοΰ ίδιου τοΰ βασιλια. Στόν "Ομηρο δέν ύπάρχει κανένας τέτοιος μηχανισμός. Ό Αγαμέμνων μποροΰσε νά συγκαλέσει σέ συνέλευση τούς άλλους άρχηγούς. Ένας βασιλιάς μποροΰσε νά έχει ένα συνοδό πολεμιστή τής δικής του τάξης, πού ό άσαφής τίτλος του θερά πων μεταφράζεται καμιά φορά ώς «άκόλουθος», άν καί ό δρος θεράπων χρησιμοποιείται αδιακρίτως γιά τούς δούλους κάθε βαθμοΰ. Έπίσης ύπάρχουν άγγελιοφόροι καί άλλοι ύπηρέτες. Δέν υ πάρχει δμως κανείς πού νά έχει ώς ειδικό έργο του τή διοίκηση. Οί ύπήκοοι μποροΰσε νά τιμοΰν τό βασιλιά μέ δώρα* δταν ό βα σιλιάς τών Φαιάκων Αλκίνοος χάριζε άκριβά δώρα στόν Όδυσσέα, ύπολόγιζε νά άποζημιωθοΰν γι’ αύτά ό ίδιος καί οί άλλοι δωρητές μέ δώρα πού θά μάζευαν άπό τό λαό. Δέν ύπάρχουν δμως ένδείξεις τακτικής φορολογίας ή φοροσυλλεκτών. Αξιοσημείωτο εΐναι οτι οί .βασιλείς κάνουν οί ίδιοι πάρα πολλές δουλειές. Εΐναι βέβαια άρκετά φυσικό ό Όδυσσέας νά μπορεΐ νά κατασκευάζει ό ίδιος τή σχεδία του, άλλά εΐναι κάπως άπροσδόκητο νά μαθαίνου με δτι σέ καιρό ειρήνης στό σπίτι του στήν Ιθάκη κατασκεύασε μέ τά ίδια του τά χέρια τό βασιλικό κρεβάτι, δπου κοιμοΰνταν αύτός καί ή Πηνελόπη. Ό "Ομηρος άφήνει νά έννοηθεΐ δτι οί ήρωές του μαγειρεύουν οί ίδιοι τό φαγητό τους. Πέρα άπό τό γε γονός δτι αύτοί οί βασιλείς περιγράφονται ώς κάτοχοι μεγάλων περιουσιών καί έντυπωσιακών θησαυρών (δπως τό άπαιτοΰσε ή παράδοση), ή ζωή τους εΐναι σχετικά άπλή, χωρίς μεγάλες πολυ τέλειες. Άλλά, άν στά έπη δέν βλέπουμε οργάνωση μυκηναϊκοΰ τύπου, 75
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δέν βλέπουμε έπίσης καμιά ομοιότητα πρός τό μεταγενέστερο έλ ληνικό σύστημα, άν καί στοιχεία τοΰ συστήματος αύτοΰ έμφανίζονται ποΰ καί ποΰ σέ ύποτυπώδη μορφή, ένώ στήν Κνωσό καί στήν Πύλο είναι πιθανό δτι δέν ύπήρχαν καθόλου. Ό Αγαμέμνων π.χ. φαινόταν φυσικό νά συγκαλεΐ συνέλευση δταν χρειαζόταν, καί πράγματι συγκαλοΰσε, άν καί δέν προβλεπόταν σαφώς ποιοι ήταν μέλη της, οδτε ύπήρχε κανένας τρόπος πού νά τόν έξαναγκάζει νά άκολουθεί τις συμβουλές της. Πράγματι, στήν άρχή τοΰ Α τής Ίλιάδας ό Αγαμέμνων παρουσιάζεται νά ενεργεί έντελώς άντίθε τα άπό τήν ομόφωνη γνώμη τής συνέλευσης. Μποροΰσε έπίσης νά καλεΐ δλο τό στρατό σέ γενική συνέλευση, άλλά ουτε δ στρατός είχε κατοχυρωμένα δικαιώματα. Αύτό δέν συνέβαινε άπλά καί μόνο επειδή ένα έκστρατευτικό σώμα άποτελοΰσε ιδιαίτερη περί πτωση. Στό εσωτερικό καί σέ καιρό ειρήνης, ό λαός τής Ιθάκης μένει άκόμη πιό άδρανής άπέναντι στήν περίεργη κατάσταση πού είχε δημιουργηθεΐ στά είκοσι χρόνια τής άπουσίας τοΰ Όδυσσέα άνάμεσα στό γιό του, τόν Τηλέμαχο, καί τούς «μνηστήρες», οί ό ποιοι πολιορκοΰσαν τή σύζυγο τοΰ Όδυσσέα, Πηνελόπη, τρώ γοντας καί πίνοντας άπό τά ύπάρχοντά του. Βλέπουμε έδώ κι έκεΐ ύπαινιγμούς δτι ό λαός θά μποροΰσε νά γίνει έπικίνδυνος καί δτι στήν οργή του θά μποροΰσε νά συντρίψει τούς «μνηστήρες». Ά λ λά στήν πραγματικότητα τίποτε δέν συμβαίνει, ουτε καί δταν ό Τηλέμαχος συγκαλεΐ γενική συνέλευση, τήν πρώτη μέσα σέ είκο σι χρόνια. Δέν έ'χουμε καμιά ένδειξη δτι στήν Ιθάκη ύπήρχε συ νέλευση —εξάλλου δέν ύπήρχε έκεΐ άναγνωρισμένος βασιλιάς γιά νά τή συγκαλέσει. Τό σημαντικό σχετικά μέ αύτούς τούς περίεργα άκαθόριστούς θεσμούς είναι άκριβώς τό δτι ύπήρχαν, καί δτι ό ποιητής έπρεπε νά άσχοληθεΐ μαζί τους. Σέ συνθήκες άρμονικής λειτουργίας τοΰ πολιτεύματος, ή δύναμη τοΰ βασιλιά παρουσιαζόταν ένισχυμένη άν είχε συμβουλευτεί τούς συμβούλους του προτοΰ πάρει άποφάσεις καί τις άναγγείλει στό λαό. Ά ν ύπήρχε άντίθετη γνώμη, ό βασιλιάς μποροΰσε νά τό ξανασκεφτεΐ, άλλιώς (στήν πραγματικό τητα, άν καί δχι στήν Ίλιάδα) αύτό θά μποροΰσε νά είναι τό τέ λος τής βασιλείας του. Οί δυνατότητες εξελίξεων σ’ ένα τέτοιο σύ στημα είναι προφανείς. Ά ν οί σύμβουλοι μποροΰσαν άρχικά νά δίνουν συμβουλές, κάποια μέρα, άν ό βασιλιάς ήταν άδύνατος, θά μποροΰσαν νά άποκτήσουν έξουσίες καί νά επιβάλουν τή θέλη 76
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
σή τους. Ά ν ό λαός στήν άρχή μποροΰσε μόνο νά χειροκροτεί, νά σιωπά ή, ΐσως, σέ άκραΐες περιπτώσεις, νά επαναστατεί, θά μποροΰσε κάποτε νά χρησιμοποιήσει τις συνελεύσεις γιά νά άσκήσει κριτική, νά άπορρίψει ή νά τροποποιήσει τίς προτάσεις πού τοΰ άνακοίνωναν. Στό μεταξύ τό δικαίωμα τοΰ βασιλιά νά κυ βερνά περιοριζόταν μόνο άπό τό ενδεχόμενο δτι μποροΰσε νά χά σει τήν εμπιστοσύνη δσων τόν άκολουθοΰσαν. "Οπως φαίνεται, κυριαρχική άνάγκη αύτής τής κοινωνίας ήταν νά έχει ισχυρή ήγε σία πού νά συμπεριφέρεται κατά τρόπο άποδεκτό. Ή συνοχή τοΰ συστήματος έξαρτιόταν άπόλυτα άπό τήν άμε ση σχέση τοΰ κατώτερου πρός τό βασιλιά του: σέ καιρό πολέμου, έξαρτιόταν άπό τήν άφοσίωση τών εταίρων (((συντρόφων», σύμ φωνα μέ τή συνηθισμένη μετάφραση τοΰ δρου, ή όποια δμως τόν άποδίδει μάλλον ώχρά) στόν άρχηγό τους, πού είναι διάχυτη στήν Ίλιάδ α* σέ καιρό ειρήνης, έξαρτιόταν άπό τήν άποτελεσματική λειτουργία τοΰ πολυπρόσωπου άλλά σχετικά άπλοΰ άνακτορικοΰ περιβάλλοντος, πού παρουσιάζεται πληρέστερα στήν Όδνασεια. Οί βασικές παραδοχές είναι ΐδιες καί στά δύο έπη, άλλά, δπως εΐναι φυσικό, μιά άφήγηση πού ύπόβαθρό της εΐναι ένας μεγάλος στρατός πού μάχεται στό έξωτερικό δίνει έμφαση σέ μιά ειδική πλευρά. Στήν Ίλιάδα οί μεγάλοι ήρωες ήταν εταίροι μεταξύ τους, σύν τροφοι σέ μιά κοινή έπιχείρηση, καί έπρεπε γιά λόγους τιμής νά σπεύδουν σέ βοήθεια, δταν ένας άπό αύτούς βρισκόταν σέ κίνδυ νο. Αύτή ή δψη τοΰ πολέμου εΐναι πολύ έμφανέστερη άπ5δ,τι ό ήγετικός ρόλος τοΰ Άγαμέμνονα ώς άρχιστράτηγου. Οί όπαδοί τοΰ κάθε ήρωα εΐναι κι αύτοί εταίροι του. 'Τπάρχουν ένδείξεις δτι τόν πυρήνα αύτής τής άκολουθίας μπορεΐ νά τόν άποτελοΰ σαν συγγενικά πρόσωπα τοΰ ήρωα, άλλά οί ένδείξεις αύτές εΐναι πενιχρότατες, καί εΐναι σαφές δτι ό στρατός τής Ίλιάδας δέν ήταν συγκροτημένος μέ βάση καθορισμένες συγγενικές ομάδες, δπως αύτές πού συζητοΰμε παρακάτω (5ο κεφάλαιο). Τά στρατιω τικά σώματα, πάντως, τά άποτελοΰσαν δχι μόνο οί προσωπικοί όπαδοί τών άρχηγών, άλλά καί εθνικές ομάδες, μικρές ή μεγάλες, καθεμιά μέ τό διακριτικό της ονομα. Άνάμεσα σέ δσους συγκροτοΰσαν τό στρατιωτικό σώμα, μερικοί βρίσκονταν στό ΐδιο κοι νωνικό έπίπεδο μέ τό βασιλιά, καί ειδικά οί εταίροι του, δπως ό Μηριόνης, ό μόνιμος άκόλουθος τοΰ Κρητικοΰ Ιδομενέα. Άλλά 77
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
οί κοινοί στρατιώτες, πού ήταν πολυάριθμοι, ήταν καί αύτοί εταί ροι, δταν έμφανίζονταν ποΰ καί ποΰ στήν άφήγηση —άν καί ό ρό λος τους ήταν σκιώδης. Λόγου χάρη, τό πλήρωμα τοΰ καραβιού τοΰ Όδυσσέα σέ δλες τις περιγραφές άποτελεΐται άπό εταίρους. Έδώ κι έκεΐ στήν Ίλιάδα μνημονεύονται ή σκιαγραφοΰνται καί άλλες μορφές οργάνωσης, άλλά ό ποιητής τις ξεχνά γρήγορα, ένώ ή σχέση τών εταίρων μέ τόν άρχηγό τους είναι κυρίαρχη σέ δλο τό ποίημα. Σκοπός αύτής τής μεγάλης χαλαρής στρατιωτικής οργάνωσης ήταν ή άλωση τής Τροίας. 'Η άπαίτηση τών άρχηγών γιά άφοσίωση έξαρτιόταν οχι μόνο άπό τήν καταγωγή τους άλλά καί άπό τήν άποτελεσματικότητά τους στήν έπιτυχία αύτοΰ τοΰ σκοποΰ. Αύτό σήμαινε βασικά τήν άνδρεία πού έδειχναν στίς περίεργες έκεΐνες καί συχνά άκαρπες μονομαχίες πού άποτελοΰσαν τήν ομη ρική μάχη (πολλές άπό αύτές άπέβαιναν άκαρπες, γιατί οί ήρωεςπρωταγωνιστές δέν έπρεπε νά σκοτωθοΰν τόσο γρήγορα, προτοΰ παίξουν ώς τό τέλος τό ρόλο τους* ή άλληλοσφαγή δμως είναι άρ κετά άγρια άνάμεσα στούς δευτερεύοντες ήρωες, πού έμφανίζονται μόνο δταν είναι νά σκοτωθοΰν, μέ χαρακτηριστικά διαφορετι κό τρόπο ό καθένας τους). Στόν ποιητή άρέσει νά λέει δτι οί μεγά λοι άντρες του ήταν καλοί στή συνέλευση, δπως καί στή μάχη, άλλά δέν βρίσκουμε τίποτε σχεδόν πού νά μποροΰμε νά τό ονομά σουμε έλλογο στρατιωτικό σχεδιασμό. ’Ίσως ή τυποποιημένη μορφή τοΰ μύθου τής Τροίας δέν άφηνε περιθώρια γιά κάτι τέ τοιο, ένώ οί μικρότερες έπιδρομές, δπως αύτές πού περιγράφει ό Νέστωρ οτι γίνονταν στά νιάτα του άπό τήν Πύλο, έδιναν πε ρισσότερες εύκαιρίες γιά πονηριές καί τεχνάσματα. Στήν Ίλιάδα ή μακρόχρονη πείρα τοΰ Νέστορα σημαίνει κυρίως δτι είχε μεγα λύτερο άπόθεμα άπό ήρωικά περιστατικά πού τά χρησιμοποιοΰσε στίς προτροπές του, περιστατικά πού τά διηγοΰνταν μέ σαφή νεια καί εύγλωττία, προδιαγράφοντας τό ρόλο πού έμελλε νά παί ξει ή ρητορική στή μεταγενέστερη έλληνική ζωή. Ή λαμπρότητα ήταν σχεδόν τό ΐδιο άπαραίτητη δσο καί ή άν δρεία. Μιά πλευρά της ήταν, φυσικά, ή εύγενική καταγωγή. Οί ήρωες άνήγαν τήν καταγωγή τους στούς θεούς, καί μάλιστα χω ρίς νά μεσολαβοΰν πολλές γενιές, ένώ τό χάσμα πού τούς χώριζε άπό τούς κοινούς άνθρώπους ήταν σταθερό καί μεγάλο. Οί άμεσοι πρόγονοι ένός βασιλιά ήταν προτιμότερο νά έχουν χρηματίσει καί 78
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
έκεΐνοι βασιλείς πριν άπό αύτόν, καί ένας βασιλιάς έπρεπε νά έχει θησαυρούς καί γη, πού νά τά διαθέτει κατά βούληση. Πάνω άπό δλα έπρεπε νά δείχνει τόν ηρωισμό του, ξεσπώντας οργισμένος καί ολέθριος δταν έθιγαν τήν τιμή του. Μέ τόσους βασιλείς συγ κεντρωμένους στήν Τροία, ό άνταγωνισμός σέ γόητρο ήταν ιδιαί τερα έκρηκτικός, καί σ’ αύτόν όφείλεται ή μήνις τοΰ ’ Αχιλλέα καί δλη ή ύπόθεση τής Ίλιάδας. Ό Αγαμέμνων ο ΐδιος είχε κάποιο μεγαλύτερο περιθώριο έξουσίας, άφοΰ ήταν «ό πιό βασιλικός».1 Ό χαρακτηρισμός αύτός είναι άσαφής, καί ό ποιητής δέν μάς δια φωτίζει περισσότερο δταν προσθέτει δτι κυβερνοΰσε περισσότε ρους άνθρώπους, άφοΰ είναι σαφές δτι τούς βασιλείς γενικά δέν τούς κατέτασσε άν άλογα μέ τόν άριθμό τών ύπηκόων τους. Αύτή δμως ή πρόσθετη έξουσία δέν τόν βοήθησε, δταν ό Άχιλλέας άποσύρθηκε στή σκηνή του. Πολλά άπό αύτά τά προβλήματα δημιουργοΰνται άμεσα άπό τόν τρόπο μέ τόν οποίο φαντάζονται ό ποιητής καί τό άκροατήριό του έναν ήρωα: πάνω άπό τά άνθρώπινα μέτρα, δχι μόνο στή δύναμη καί στόν πλοΰτο, άλλά καί στήν αίσθηση τής τιμής. Άλλά δπως άκριβώς ή αίσθηση τής τιμής δέν είναι τίποτε περισσότερο άπό υπερβολή τής συνηθισμένης συμπεριφοράς τών Ελλήνων τής άνώτερης τάξης σέ μεταγενέστερη έποχή, έτσι καί τά άλλα χαρα κτηριστικά μπορεΐ νά έχουν κάποιες ρίζες στήν πραγματικότη τα. Πρέπει νά προσπαθήσουμε πολύ γιά νά βροΰμε μιά θέση στήν ιστορία γι5αύτούς τούς βασιλείς, πού ουτε τήν κορυφή τής μυκη ναϊκής ιεραρχίας κατείχαν ουτε ήταν ύποταγμένοι στούς θεσμι κούς περιορισμούς πού έπιβάλλονταν στούς μεταγενέστερους έλ ληνες βασιλείς. Ή χαλαρή δομή, ή άνάγκη νά ύπάρχει άδιαφιλονίκητη ήγεσία, ΐσως άκόμη καί ό άκρατος άτομικισμός τών ήρώων τοΰ Τρωικοΰ Πολέμου —δλα αύτά ταιριάζουν σέ ένα λαό πού βρίσκεται σέ έξέλιξη* μπορεΐ ή έπική παράδοση, σέ κάποιο στάδιό της, νά είχε χρησιμοποιήσει ώς πρότυπο στρατοΰ πριν ά πό τόν Τρωικό Πόλεμο μιά έξιδανικευμένη μορφή κάποιας ομά δας άποίκων πού έγκαταστάθηκε στίς μικρασιατικές άκτές κατά. τούς μεταμυκηναϊκούς χρόνους. Έκτός άπό τό μεγάλο τμήμα τοΰ ποιήματος πού είναι άφιερωμένο στίς γοητευτικές περιπλανήσεις τοΰ ήρωα, ή Όδνσσεια έχει 1. [βασιλεντατος : I 69 καί άλλου.]
79
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
επίκεντρό της τήν Ελλάδα. 'Τπόβαθρό της είναι τό σπιτικό ένός ήρωα σέ καιρό ειρήνης, παρ’ δλη τήν ένταση πού δημιουργούσε ή ανεπιτυχής πολιορκία της Πηνελόπης άπό τούς μνηστήρες. Ή εικόνα εΐναι κάθε άλλο παρά πλήρης, γιατί ό "Ομηρος έχει μάτια μόνο γιά τό παλάτι, καί δσους άνήκουν στις κατώτερες τάξεις τούς βλέπει μόνο στή σχέση τους πρός τούς άρχοντες. Ή γλώσσα του εΐναι τόσο πολύ προσαρμοσμένη σ’ αύτό τό ύψηλό έπίπεδο, ώστε, δταν τό σκηνικό μεταφέρεται στήν καλύβα τοΰ χοιροβοσκοΰ, τοΰ Ευμαιου, κάποια δόση άνακτορικής μεγαλοπρέπειας τόν περιβάλλει καί αύτόν, καί ό Ευμαιος παρουσιάζεται ώς «άρχηγός άντρών». Ό Όδυσσέας έχει μεγάλα κοπάδια ζώων στήν Ιθάκη καί στήν άπέναντι άκτή. Τό σπίτι του στήν πόλη ξεχωρίζει γιά τό μέγεθος καί τήν πολυτέλειά του, γεμάτο άπό ρουχισμό, λάδι, κρασί καί οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν ένα σπιτικό. Διαθέτει έπίσης καί ά φθονους θησαυρούς. Ή πολύπλοκη άρχιτεκτονική του, πού εΐναι άξεχώριστα συνυφασμένη μέ τήν άφήγηση, μάς θυμίζει παρόμοια πολύπλοκα άνάκτορα, δπως τής Τίρυνθας. 'Υπάρχουν έδώ κάποιες μυκηναϊκές μνήμες* άλλά εΐναι έπίσης άλήθεια δτι ένα με γάλο μέρος τής ιστορίας θά μποροΰσε νά διαδραματίζεται καί σέ ένα σπίτι πολύ μικρότερο, δτι μεγάλο μέρος άπό τή μεγαλοπρέ πειά του δέν εΐναι παρά άπλή επανάληψη κοινών πραγμάτων, καί δτι ό ήρωας καί ή γυναίκα του δέν έχουν ειδικευμένους ύπηρέτες μυκηναϊκοΰ τύπου γιά νά τούς φροντίζουν, άλλά κάνουν καί μόνοι τους πολλές δουλειές. Ό ήρωας, δταν δέν κυνηγοΰσε ή δέν διασκέ δαζε, δείχνοντας τήν αθλητική του ρώμη ή άκούγοντας τραγού δια, περνοΰσε δλο τόν καιρό του έπιβλέποντας προσωπικά τήν πε ριουσία του. Έ τσι, λόγου χάρη, ό Τηλέμαχος αίσθάνθηκε τήν ά νάγκη νά άπολογηθεΐ, γιατί δέν έπισκεπτόταν συχνά τόν Ευμαιο, άπασχολημένος καθώς ήταν μέ τά καμώματα τών μνηστήρων στήν πόλη. Οί γυναίκες έπαινοΰνταν γιά τήν έπιδεξιότητά τους στήν ύφαντική καί σέ άλλος παρόμοια έργα —ή Πηνελόπη δχι λιγότερο άπό τίς δοΰλες της— καί φρόντιζαν οί ΐδιες τίς άποθήκες τοΰ σπιτιοΰ, δπως οί μεταγενέστερες έλληνίδες σύζυγοι. Ότιδήποτε σχεδόν χρειαζόταν τό νοικοκυριό, τό είχαν άπό δι κές τους πηγές, ένώ άπέξω είσάγονταν κυρίως δοΰλοι καί μέταλ λα. Οί περισσότεροι δοΰλοι ήταν γυναίκες, καί άμεση πηγή άπό οπου προέρχονταν ήταν ή διαρπαγή πόλεων, μετά άπό τή σφαγή 80
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
τών άντρών τους. Άλλά ό Εΰμαιος, πού τόν άπήγαγαν Φοίνικες, άποκτήθηκε μέ άνταλλαγή άπό τόν πατέρα τοΰ Όδυσσέα, τόν Λαέρτη* ό Λαέρτης έπίσης είχε δώσει τό άντίτιμο είκοσι βοδιών γιά τήν Εύρύκλεια, πού στά γερατειά της φροντίζει τό σπίτι, μέ τήν επίβλεψη τής Πηνελόπης. Οί μόνοι έμποροι είναι οί Φοίνικες, καί ό ποιητής δέν δείχνει ιδιαίτερη διάθεση νά περιγράψει τις επι χειρήσεις τους —ό ρόλος τους στό έπος είναι ή άπαγωγή ένός ή ρωα ή ή μεταφορά του άπό τόν ένα τόπο στόν άλλο.'Ο "Ομηρος συνήθως τούς παρουσιάζει νά προσφέρουν γιά πώληση πολύτιμα αντικείμενα, καί σέ μία τουλάχιστον περίπτωση τούς δείχνει νά δέχονται σέ άντάλλαγμα φυσικά προϊόντα. Άλλοι θαλασσοπόροι εμφανίζουν τήν τάση νά γίνονται πειρατές, ένα επάγγελμα ανοι χτό γιά τούς ήρωες καί καθόλου πιό ύποτιμητικό άπό τόν πό λεμο. Τό μέταλλο πού εμφανίζεται συχνότερα είναι ό χρυσός* ένα μέρος του χρησιμοποιείται πάνω στό τραπέζι, τις περισσότερες δμως φορές τόν έχουν κλειδωμένο, καί τόν βγάζουν έξω μόνο δ ταν πρέπει νά κάνουν δώρο σέ έναν έπισκέπτη ήρωα. Τά δώρα παίζουν τεράστιο ρόλο στή ζωή τών ήρώων, κάποτε γιά νά άπαλύνουν μιά προσβολή, άλλά τις πιό πολλές φορές ώς εκδήλωση φιλοφρόνησης σέ έπισκέπτες* μέ ένα ταξίδι στό έξωτερικό μπο ροΰσε κανείς νά συγκεντρώσει εντυπωσιακή ποσότητα θησαυρών. Οί ήρΐοες χαίρονται δταν τά δώρα είναι άκριβά, καί ό δωρητής είλικρινά περιμένει δτι θά τοΰ άνταποδώσουν τά δώρα, δταν θά είναι καί αύτός επισκέπτης. Ώστόσο, τά δώρα είχαν κυρίως συμ βολικό χαρακτήρα. Κυκλοφοροΰσαν μόνο μ* αύτόν τόν έπίσημο τρόπο, καί ή άξία τους άνέβαζε τό κύρος καί τοΰ δωρητή καί τοΰ παραλήπτη. 'Η άν από φευκτή άνάγκη γιά χρήσιμα μέταλλα ύποδηλώνεται σέ όρισμένες πεζότερες συναλλαγές, δπως δταν ή θεά Άθηνά, μεταμφιεσμένη, λέει στόν Τηλέμαχο δτι κατευθύνεται πρός τήν Τεμέση γιά νά πάρει χαλκό, καί δτι τό δικό της πλοίο είναι φορτωμένο μέ σίδηρο. Είναι ένα άπό τά λιγοστά χωρία δπου ό σίδηρος κάνει τήν εμφάνισή του στόν κόσμο τών ήρώων, πού κυριαρχείται άπό τό χαλκό. Μιά άλλη περίπτωση είναι τό μεγά λο κομμάτι σιδήρου πού δίνεται ώς έπαθλο στή διάρκεια τών άγώνων πού οργάνωσε ό Άχιλλέας στήν ταφή τοΰ Πατρόκλου: «τό κομμάτι αύτό θά έδινε στό σπιτικό τοΰ νικητή σίδηρο γιά πέντε χρόνια, καί δέν θά ύπήρχε λόγος νά στέλνει τό βοσκό ή τό 6
81
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γεωργό γιά προμήθεια, δποτε χρειαζόταν» [Ψ 826-835]. Αύτή τή φορά πρόκειται γιά δώρο πού έχει προορισμό νά αναλωθεί, άλλά έδώ δέν ύπάρχει ύπαινιγμός γιά έμπόριο, γιατί ό σίδηρος ήταν λάφυρο πού τό εΐχε κερδίσει ό Άχιλλέας. Τό έμπόριο δέν ήταν άσχολία γιά ήρωες. "Ενας νεαρός Φαίακας προσέβαλε τόν Όδυσσέα βαρύτατα δταν τοΰ είπε δτι δέν μοιάζει μέ άθλητή, άλλά μέ άνθρωπο πού ταξιδεύει στή θάλασσα καί βγάζει χρήματα μέ τό έμπόριο. Έδώ δέν χρησιμοποιείται (ουτε δταν γίνεται λόγος γιά τούς Φοίνικες) ή λέξη «έμπορος», άλλά κάποια περίφραση. "Ολο τό χωρίο ενδέχεται νά άποτελεΐ παρεμβολή προερχόμενη άπό τήν έποχή τοΰ ΐδιου τοΰ ποιητή, τό τε πού άσφαλώς έλληνες έμποροι διέπλεαν τή Μεσόγειο γιά νά προσποριστοΰν κέρδη. Άλλά εύλογα μποροΰμε νά άμφιβάλλουμε άν ποτέ οί "Ελληνες έγκατέλειψαν έντελώς τό έμπόριο, άκόμη καί κατά τή σκοτεινή μεταμυκηναϊκή έποχή. Ωστόσο ό έμπορος δέν εΐχε θέση στό σπιτικό ένός ήρωα καί, παράταιρος καθώς ήταν, δέν προσέλκυε σχεδόν καθόλου τήν προσοχή. Γενικά, τό νά άνήκει κανείς στό σπιτικό ένός ήρωα σήμαινε άσφάλεια. Τό χειρότερο είδος ζωής πού μποροΰσε νά συλλάβει ό νοΰς τοΰ Άχιλλέα, σέ ένα περίφημο χωρίο τής 3Οδύσσειας [λ 488 κ.έ.], ήταν ή ζωή ένός μισθωτοΰ πού έχει φτωχό άφεντικό.Έδώ έχουμε εναν άλλο ύπαινιγμό γιά δσα συνέβαιναν στό περιθώριο τοΰ κόσμου αύτοΰ τών άρχοντικών οΐκων, πού, σέ γενικές γραμ μές, δέν τραβοΰσαν τό ένδιαφέρον τοΰ ποιητή. Κατά τά άλλα, οί δουλειές στόν άγρό ή στό σπίτι γίνονται άπό δούλους ή ύπηρέτες. Οί μικρότεροι ήρωες, πού έχουν τά δικά τους χωριστά σπί τια στήν πόλη, εΐναι ώς ένα βαθμό στήν ύπηρεσία τοΰ βασιλιά καί σέ κανονικές περιστάσεις —οχι δπως στά έπιζήμια γλέντια τών μνηστήρων τής Πηνελόπης— μποροΰν νά κάθονται στό τραπέζι του. Ό βασιλιάς εΐναι, φυσικά, ό άρχηγός τους στόν πόλεμο, πού άποτελοΰσε συνεχή κίνδυνο. Έ τσι, δταν ό Τηλέμαχος συγκάλεσε τήν ιθακήσια συνέλευση, τό πρώτο πού τόν ρώτησαν ήταν άν έχει νέα γιά κανέναν έχθρικό στρατό ή άν πρόκειται γιά καμιά άλλη έπείγουσα δημόσια άνάγκη. Ό βασιλιάς εΐναι έπίσης ποιμένας τους σέ καιρό ειρήνης: ή κοινότητα θά εύημερεί, άν έχει αγαθό βασιλιά, πού κυβερνά μέ καλοσύνη σάν πατέρας —άν καί ή μόνη συγκεκριμένη μαρτυρία πού έχει νά μάς προσφέρει τό ήρωικό έ πος εΐναι ή καλοσύνη τοΰ Όδυσσέα καί τής Πηνελόπης άπέναντι 82
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
σέ μεμονωμένα άτομα. Πρόκειται, γιά έναν κόσμο κατασταλαγμένο, πού δμως δέν μοιάζει μέ τόν μυκηναϊκό, παρά μόνο έδώ κι έκεΐ, σέ όρισμένες λεπτομέρειες* σ’ αύτό κυρίως βασίζεται ή άπο ψη δτι ή κοινωνία πού εϊκονίζεται έδώ είναι ούσιαστικά ή κοινω νία δπως διαμορφώθηκε μετά τούς άποικισμούς, δταν ή Ελλάδα είχε ηρεμήσει. Είχε δηλαδή ήρεμήσει σέ σύγκριση μέ τήν ολέθρια έποχή τής καταστροφής τών μυκηναϊκών άνακτόρων, άλλά έξα κολουθοΰσε νά είναι άρκετά άνασφαλής καί οχι άπόλυτα άπαλλαγμένη άπό τούς τοπικούς πολέμους καί τήν άτομική βία* έκείνη τήν έποχή ένας βασιλιάς ή ένας εύγενής μποροΰσαν, άν ήταν τυ χεροί, νά έξασφαλίσουν κάποια σταθερότητα, πού κατά τά άλλα έλειπε, καθώς ή έξάρτηση τών άσθενεστέρων μποροΰσε νά τούς προστατεύσει άπό τά πάντα, έκτός άπό τούς ίδιους τούς προστά τες τους. Πέρα άπό δσα μποροΰμε νά μάθουμε διαβάζοντας τά ομηρικά έπη, οί μαρτυρίες πού έχουμε γιά τούς σκοτεινούς αιώνες είναι άποκλειστικά άρχαιολογικές. Άκόμη καί δταν οί σκοτεινοί αιώ νες, μέ τή στενή σημασία τοΰ δρου, τελειώνουν στό δεύτερο μισό τοΰ 8ου αιώνα, δταν έπανεμφανίζεται ή γραφή στήν Ελλάδα,1 οί πληροφορίες μας άπό γραπτές πηγές είναι γιά ενα μεγάλο διά στημα τόσο άποσπασματικές, ώστε χρειάζεται νά συμπιέζουμε συνέχεια τις αρχαιολογικές μαρτυρίες γιά νά συνάγουμε ιστορικά συμπεράσματα. Αύτό σημαίνει μεγάλη έξάρτηση άπό τις μαρτυ ρίες τής άγγειοπλαστικής, μέ δλους τούς κινδύνους πού συνεπά γεται ή ύπερ-ερμηνεία τών δεδομένων, τούς όποιους έχουμε ήδη έπισημάνει* ώστόσο τά ορθά συμπεράσματα πού μπορεΐ νά συναχθοΰν άπό τήν άγγειοπλαστική δέν είναι καθόλου άνάξια λόγου. Μποροΰμε, λόγου χάρη, νά δοΰμε δτι ή Αθήνα ειχε τό προβά δισμα στήν άνάπτυξη τής πρωτογεωμετρικής άγγειοπλαστικής άπό τήν ύπομυκηναϊκή, άν καί δέν μονοπωλοΰσε αύτή τήν άνά πτυξη * εύδιάκριτες τεχνοτροπίες άναπτύχθηκαν καί σέ άλλα μέ ρη. Ή τελειοποιημένη γεωμετρική τεχνοτροπία πού άκολούθησε ποικίλλει άκόμη περισσότερο άπό τόπο σέ τόπο, άλλά τά άττικά προϊόντα έξακολουθοΰν νά είναι τά πιό έντυπωσιακά καί άσκοΰν τή μεγαλύτερη έπίδραση στά άλλα κέντρα. Τάφοι τής έποχής αύ τής δείχνουν δτι ή Αττική ήταν λιγότερο φτωχή καί λιγότερο ά1. [Βλ. παρακάτω, σ. 88, σημ. 2.]
83
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πομονωμένη σέ σύγκριση μέ άλλες περιοχές. Ή γεωμετρική τε χνοτροπία πήρε τό 6νομά της (φυσικά οί ονομασίες τών τεχνοτρο πιών αύτών είναι σύγχρονες* σέ καμία άρχαία γραπτή πηγή δέν ύπάρχει κατάταξη αύτών τών άντικειμένων, πού άπό καιρό είχαν πάψει νά χρησιμοποιούνται) άπό τά χαρακτηριστικά γεωμετρικά στοιχεία στή διακόσμησή της. Αύτά ποικίλλουν άπό άπλά ζίκ ζάκ καί τρίγωνα μέχρι μεγάλους μαιάνδρους καί άλλα περίτεχνα σχέδια, πού καλύπτουν ολόκληρη τήν έπιφάνεια καί τών μεγαλύ τερων άκόμη άγγείων σέ ενα πυκνό καί προσεγμένο σύνολο* τίς πιό χτυπητές λωρίδες σχεδίων τίς χρησιμοποιούσαν γιά νά τονί σουν τίς καμπύλες αύτών τών θαυμάσια κατασκευασμένων άγ γείων. Τόν 8ο αιώνα οί ζωγράφοι τής γεωμετρικής τέχνης άρχι σαν νά σχεδιάζουν καί εικόνες στις όποιες οί μορφές εΐναι σχη ματικές σιλουέτες, σχέδια πού άναπαριστοΰν κίνηση. Στις τεφροδόχους, τά πελώρια ταφικά άγγεΐα πού περιείχαν τήν τέφρα τοΰ νεκροΰ Αθηναίου ή στήνονταν όρθια στόν τάφο του, βλέπουμε σκηνές άπό τήν έκφορά καί τούς σχετικούς άθλητικούς άγώνες, άλλά άκόμη καί μάχες, ή πλοία, πού καμιά φορά πολεμοΰν έναντίον τοΰ έχθροΰ πού βρίσκεται στήν παραλία. Έκτος ά πό τά άγγεΐα, έ'χουμε κυρίως μικρά χάλκινα άντικείμενα, μικρές άπεικονίσεις ζώων ή άνθρώπων, πού εΐναι σχεδόν τό ΐδιο σχημα τικές. Δέν ύπάρχουν γλυπτά σέ πέτρα, άλλά σέ μερικούς μεταγε νέστερους ναούς ύπήρχαν λατρευτικά ξόανα, πού τά θεωροΰσαν πολύ παλαιά* μερικά άπ* αύτά ένδέχεται νά χρονολογοΰνται άπό έκείνη τήν εποχή. Ή άρχιτεκτονική εΐχε περιοριστεί στό χτίσιμο ταπεινότερων οικοδομών, δπως μποροΰμε νά δοΰμε στό πήλινο ομοίωμα ένός ναοΰ σέ άρχαϊκό ιερό κοντά στήν Κόρινθο, μέ καλα μωτό άέτωμα καί δύο κίονες πού παρίσταναν προπύλαια. Κάτι άκόμη σπουδαιότερο εΐναι δτι ή άρχαιολογία μπορεΐ νά μάς δείξει πολύ παραστατικά τήν άλλαγή πού σημάδεψε τό τέλος τών σκοτεινών αιώνων, δηλαδή τήν έπανάληψη, σέ μεγάλη κλί μακα, τής έπικοινωνίας καί τοΰ έμπορίου μέ τήν Ανατολή. Α ντι κείμενα πού είχαν είσαχθεΐ άπό έκεΐ βρέθηκαν σποραδικά σέ ελ ληνικούς τάφους τών σκοτεινών αιώνων, άλλά μόλις τόν 8ο αιώνα άρχίζουν νά πολλαπλασιάζοντας καί στό δεύτερο μισό του βρί σκουμε περισσότερα άπό κάθε άλλη έποχή. Τά άποτελέσματα φά νηκαν πρώτα στήν έλληνική μεταλλουργία καί επειτα, γύρω στά τέλη τοΰ αιώνα, στήν άγγειοπλαστική, μέ τήν εισαγωγή τής τε84
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
χνοτροπίας πού ονομάζουμε άνατολίζουσα. Ή άνθόσχημη διακόσμηση καμπυλώνεται κατά εναν μή γεωμετρικό τρόπο, ένώ τό λουλούδι τοΰ λωτοΰ καί ό φοίνικας παίρνουν τή θέση τους πλάι στά έλληνικά σχέδια. Ή άνθρώπινη μορφή παύει πιά νά εϊναι άπλό διάγραμμα καί άρχίζει νά παίρνει τό σχήμα της, προμηνύοντας πολύ νωρίς τόν άνετο νατουραλισμό τής μεταγενέστερης έλ ληνικής τέχνης. Αρχίζουν έπίσης νά είκονίζονται σφίγγες καί γρύπες, καθώς καί άγρια μεικτά φτερωτά 6ντα. Ή πρώτη πηγή δλων αύτών τών στοιχείων ήταν ή Συρία καί ή Φοινίκη. Έκείνη τήν έποχή έπικρατοΰσε άναταραχή στήν Α νατολή, καθώς πρώτα τά μικρά κράτη τής βόρειας Συρίας, πού συνέχιζαν νά διατηροΰν πολλά χαρακτηριστικά τοΰ χεττιτικοΰ πολιτισμοΰ, καί έπειτα οί Εβραίοι καί οί Φοίνικες άρχιζαν νά αι σθάνονται τήν άναγεννημένη δύναμη τής Ασσυρίας. 'Η άνάπτυξη τής έλληνικής μεταλλουργίας, ειδικά μιά σπουδαία σειρά άπό έρ γα κρητικής χαλκοτεχνίας, έχει οδηγήσει στήν ύπόθεση δτι τήν έποχή έκείνη είχαν μεταναστεύσει στήν Ελλάδα φοίνικες τεχνί τες. Άλλά ό κυριότερος άγωγός έπιδράσεων ήταν άπλούστατα ή άνάπτυξη τοΰ έμπορίου, στήν οποία είχαν συμβάλει άποφασιστικά οί "Ελληνες. 'Η Κύπρος έπαιξε έπίσης σπουδαίο ρόλο, καί έ νας σύνδεσμος μέ τή Μεσοποταμία ήταν ή έλληνική έγκατάσταση στή Μίνα, στίς εκβολές τοΰ ποταμοΰ Όρόντη τής Συρίας. Οί έγκαταστάσεις πού άνακαλύφθηκαν στήν περιοχή αύτή είναι άποκλειστικά έμπορικές, άποθήκες μάλλον παρά κατοικίες: ό πο ταμός έχει παρασύρει τά παλαιότερα στρώματα καί έτσι δέν μπο ροΰμε νά είμαστε βέβαιοι άν ύπήρξε καί έδώ μυκηναϊκή έγκατάσταση δπως σέ όρισμένες άλλες συριακές περιοχές. Πάντως, "Ελ ληνες νησιώτες, ιδιαίτερα άπό τήν Εύβοια, άνέπτυσσαν δραστη ριότητα έδώ άπό τήν άρχή σχεδόν τοΰ 8ου αιώνα. 'Η κοιλάδα τοΰ Όρόντη έξασφαλίζει πρόσβαση στό έσωτερικό, καί άπό έκεΐ, δια μέσου κατοικημένων περιοχών, στή μεγάλη καμπή τοΰ Εύφράτη καί τή Μεσοποταμία. Οί έλληνες έξερευνητές τόν 8ο αιώνα κινήθηκαν έξίσου καί πρός τή Δύση, στά μέρη τής Ιταλίας καί τής Σικελίας. Έ κεΐ συ νάντησαν κατά τό πλεΐστον φυλές πού βρίσκονταν σέ έπίπεδο πολιτισμοΰ κατώτερο άπό τό δικό τους. Αύτή ή έπαφή δέν κατέληξε σέ έμπόριο ειδών πολυτελείας ουτε σέ έκμάθηση μεθόδων πού εί χαν άπό καιρό ξεχαστεΐ στήν Ελλάδα, άλλά σέ κατάληψη καλ 85
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λιεργήσιμης γής, δπου μποροΰσε νά εγκατασταθεί τό πλεόνασμα τοΰ πληθυσμοΰ τής κυρίως Ελλάδας. Άλλά στήν Έτρουρία οί "Ελληνες βρήκαν έναν διαμορφωμένο πολιτισμό, πού έμελλε νά τόν έπηρεάσουν πολύ έντονα, καθώς καί κοιτάσματα τών μετάλ λων πού έλειπαν τόσο πολύ άπό τήν Ελλάδα. Ή παλαιότερη έλ ληνική άποικία στή Δύση, πριν άπό τά μέσα τοΰ 8ου αιώνα, ήταν ή Κύμη, στόν κόλπο τής Νεάπολης, καί ή τοποθεσία της δείχνει δτι οί άποικοι έμποροι ήθελαν νά βρίσκονται σέ έπαφή μέ τούς Έτρούσκους γιά νά προμηθεύονται μέταλλα. Τό μεγάλο ρεΰμα άγροτικοΰ άποικισμοΰ άρχίζει άργότερα, στή δεκαετία 740-730. Άκόμη καί στήν πρώτη φάση τής νέας αύτής έπαφής μέ τήν Ανατολή, τότε πού οί "Ελληνες, καί ειδικά οί καλλιτέχνες τους, ήταν μαθητές μάλλον παρά δάσκαλοι, έπιβάλλεται νά ύπογραμμίσουμε τήν πολύμορφη πρωτοτυπία πού έδειχναν, δχι μόνο σέ πράγματα πού έφεύρίσκαν γιά τόν έαυτό τους, άλλά καί στόν τρόπο πού χρησιμοποιοΰσαν δσα έπαιρναν άπό άλλους. Μπορεΐ νά δανείστηκαν τόν γρύπα άπό τό έξωτερικό, μετέτρεψαν δμως τό χοντροκομμένο πρότυπο σέ πλάσμα μέ κομψές, άπότομες καμπύ λες, πού τό καθιστοΰν γνήσια έλληνικό. Τά άσβεστολιθικά άγαλματίδια πού άρχισαν νά σμιλεύουν τήν έποχή έκείνη δείχνουν στά άδρά χαρακτηριστικά τών προσώπων τους μιά τεχνοτροπία πού άπέχει πολύ άπό τά άνατολικά της πρότυπα, πού εΐναι πιό σαρ κώδη. Γιά νά έχουμε γλυπτική καί άρχιτεκτονική σέ μεγάλη κλί μακα πρέπει νά περιμένουμε ώς τά μέσα τοΰ 7ου αιώνα, δταν οί "Ελληνες έξοικειώθηκαν περισσότερο μέ τήν Αίγυπτο. Έ πειτα διαπιστώνουμε τήν ΐδια μεταμόρφωση: τά γυμνά άντρικά άγάλματα, πού ονομάζονται κούροι, συχνά ύπερφυσικών διαστάσεων, έχουν άρκετά άκαμπτη στάση. Άλλά άκόμη καί στά παλαιό τερα άπό αύτά βλέπουμε κάποια ύπόνοια κίνησης, ένδειξη δτι πρόκειται γιά τήν πρώτη φάση μιας μακρόχρονης διαδικασίας πειραματισμού, καί δχι γιά ένα σταθερό ύπόδειγμα πού άντιγράφεται συμβατικά. Ό ελληνικός ναός, καί άν δφειλε κάτι στις αι γυπτιακές κιονοστοιχίες, στήν τελική διαμόρφωσή του διαπιστώ νουμε δτι συνδυάζει δύναμη καί κομψότητα έντελώς άγνωστη στό πρότυπό του. Ή πρωτοτυπία μέ τήν οποία προσάρμοσαν οί "Ελληνες τό φοι νικικό άλφάβητο εΐναι έξίσου-έντυπωσιακή. Ή γραφή πού εΐχε κάποτε ή Ελλάδα, καί τήν έχασε άργότερα, ήταν συλλαβική, ένα 86
0 1 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ
σύστημα πού τό συναντοΰμε σέ πολλά μέρη τοΰ κόσμου. Τό σύ στημα αύτό άπαιτεΐ μεγάλο άριθμό σημείων, πού δλα τους σχε δόν άντιπροσωπεύουν συνδυασμούς ένός συμφώνου καί τοΰ φω νήεντος πού τό άκολουθεί* στή Γραμμική Β ύπάρχουν σημεία καί γιά τά μεμονωμένα φωνήεντα. *Η γραφή αύτή εϊναι άπλούστερη σέ σύγκριση μέ μερικούς τύπους γραφής πού χρησιμοποιήθηκαν στόν άρχαϊο κόσμο, άλλά είναι άβολη, οχι μόνο γιατί χρειάζεται μεγάλο άριθμό σημείων, άλλά καί γιατί δέν μπορεΐ νά παραστήσει ενα σύμφωνο χωρίς τό έπόμενο φωνήεν. Στήν έλληνική, δπως καί στίς περισσότερες ίνδοευρωπαϊκές γλώσσες, ύπάρχει συχνά σύμφωνο στό τέλος τών λέξεων. Γιά νά άντιμετωπιστεΐ αύτό, μιά συλλαβική γραφή χρησιμοποιεί άναγκαστικά ενα σημείο πού πε ριλαμβάνει, έκτός άπό τό σύμφωνο, καί τό έπόμενο φωνήεν πού δέν προφέρεται, καί ό άναγνώστης πρέπει νά τό παραβλέπει — έκτός άν, δπως στή Γραμμική Β, παραλείπει γενικά δλα τά τελι κά σύμφωνα. 'Η ΐδια δυσκολία προέκυπτε καί δπου ύπήρχαν δύο συνεχόμενα σύμφωνα μέσα στήν ΐδια λέξη. 'Η φοινικική γραφή στηριζόταν σέ μιά διαφορετική άρχή. Εϊχε πολύ λιγότερα σημεία, άλλά δλα σχεδόν ήταν σύμφωνα, καί ό ά ναγνώστης έπρεπε νά συμπληρώσει τά φωνήεντα μόνος του. Αύ τό, ώς ενα βαθμό, ήταν εύκολο γιά μιά σημιτική γλώσσα, άλλά ή έλληνική έ'χει πάρα πολλές λέξεις μέ τήν ΐδια διαδοχή συμφώνων, καί είναι άπαραίτητα τά ενδιάμεσα φωνήεντα γιά νά τις διαφορο ποιήσουν. Οί "Ελληνες συνέλαβαν δτι μιά συλλαβή μπορεΐ νά άναλυθεΐ στά συνθετικά της μέρη καί δτι είναι δυνατό νά χρησιμο ποιείται χωριστό σημείο γιά κάθε σύμφωνο καί κάθε φωνήεν. Πάνω σ’ αύτή τή γνήσια άλφαβητική άρχή, πού σ’ έμάς είναι τό σο οικεία ώστε νά τή θεωροΰμε δεδομένη, κάθε συνδυασμός μπο ροΰσε νά καταγραφεΐ, χωρίς ουτε νά παρεμβάλλονται φωνήεντα πού δέν προφέρονται, ούτε νά παραλείπονται άλλα πού προφέρονται. Τό άλφώβητο αύτό δέν τό μάθαιναν μέ τόν τρόπο πού άκολουθοΰσαν οί έπαγγελματίες γράφεις, δπως πρέπει νά συνέβη μέ τή μυκηναϊκή γραφή, άλλά περιστασιακά, μέ τήν πρακτική χρήση —στήν άρχή, καθώς φαίνεται, γιά λόγους εμπορικούς. Γρήγορα τό χρησιμοποίησαν καί γιά ποιήματα* τό άρχαιότερο γραπτό πού μάς σώζεται γραμμένο στό νέο άλφάβητο εϊναι ένας ιδιαίτερα ε λαφρός εξάμετρος στίχος, χαραγμένος σέ ένα άττικό άγγεΐο πού 87
Λ Ρ Χ Λ ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
χρονολογείται γύρω στό 725.1 Δέν εΐναι γραμμένος στήν κανονι κή άθηναϊκή γραφή. Διατηρεί ενα δυο φοινικικά στοιχεία, πού τελικά δέν υίοθετήθηκαν στήν Ελλάδα, κι αύτό δείχνει δτι πρό κειται γιά πρώιμο πείραμα, χρονολογούμενο στήν έποχή πού γί νονταν προσπάθειες νά είσαχθεΐ ή γραφή. Σημαδεύει τό τέλος τών σκοτεινών χρόνων, τών τεσσάρων, ή καί περισσότερο, αιώ νων πού κατά τή διάρκειά τους δέν γράφτηκε άπολύτως τίποτε στήν Ελλάδα.2 'Η νέα εφεύρεση διαδόθηκε πολύ γρήγορα, καί άπό να>ρίς μεγάλο ποσοστό τοΰ έλληνικοΰ λαοΰ ήταν έγγράμματο.
1. [’Έχει τώρα βρεθεί καί παλαιότερη έλληνική έπιγραφή σέ φοινικι κό άλφάβητο (740-730 π.Χ.): είναι μιά έμμετρη έπιγραφή, χαραγμένη σέ έναν μικρό γεωμετρικό σκύφο, γνωστό ώς τό «ποτήρι τοΰ Νέστορα», πού βρέθηκε, άνάμεσα σέ άλλα κτερίσματα ένός τάφου, στό νησί ’Ίσχια, άπέναντι άπό τή Νεάπολη της Ιταλίας. Βλ. τίς πανεπιστημιακές σημειώσεις του Ν. Χουρμουζιάδη, 9Επίγραμμα (Είσαγωγή-Κείμενα), Θεσσαλονίκη 1972, 2. [*Υπάρχουν τώρα γνώμες ερευνητών, ιδίως σημιτιστών, πού χρονο λογούν τήν εισαγωγή τοΰ φοινικικού άλφαβήτου στήν Ελλάδα πολύ νωρί τερα, άκόμη καί στόν 11ο αιώνα. Βλ. λ.χ. τό άρθρο τοΰ «ίοδβρίι Νβνβΐΐ, Α.Ι.Α. 77 (1973) 1-8.]
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΙΑΓΡΑΜ Μ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ένώ είμαστε άρκετά καλά πληροφορημένοι γιά τά τέλη τοΰ 5οι> καί γιά τόν 4ο αιώνα, τήν παλαιότερη ιστορία τής Ελλάδας μπο ροΰμε μόνο εν μέρει καί μέ δυσκολία νά τήν άνασυγκροτήσουμε. Γιά πολύν καιρό τό ένδιαφέρον τών Έλλήνων γιά τό παρελθόν τους ήταν στραμμένο στούς μύθους τής ήρωικής έποχής, καί διά φοροι συγγραφείς προσπάθησαν νά ύπαγάγουν τούς μύθους αύ τούς σ’ ενα σύστημα. Τό ιστορικό ένδιαφέρον γιά τό άμεσότερο παρελθόν άργησε νά έκδηλωθεΐ, μέ άποτέλεσμα ενα μέρος τοΰ πα ρελθόντος αύτοΰ νά χαθεί οριστικά. ΛΩς τά τέλη τοΰ 6ου αιώνα κανείς δέν εΐχε έπιχειρήσει νά γράψει κάτι πού νά μοιάζει μέ ι στορική καταγραφή γεγονότων, καί ό πρώτος πού τό έργο του μάς σώθηκε ολόκληρο συνέλεξε τίς πληροφορίες του στά μέσα τοί> 5ου αιώνα. Πρόκειται γιά τόν Ηρόδοτο, πού γεννήθηκε στήν Αλικαρ νασσό, στή νοτιοδυτική Μικρά ’Ασία, γύρω στό 490. Ή έξοχα καθολική περιέργειά του τόν παρακίνησε νά ταξιδέψει πολύ καί νά ένδιαφερθεΐ γιά τήν ιστορία καί τήν εθνογραφία τών τότε προ σιτών περιοχών τής ’Ασίας καί της Αίγύπτου, τής Σκυθίας καί τής Λιβύης, πού τίς περιέγραψε στό πρώτο μέρος τοΰ έργου του, οπού έξετάζει τήν άνάπτυξη της περσικής αύτοκρατορίας. Μέ εύκαιριακές παρεκβάσεις μάς έδωσε έπίσης μιά άφήγηση πού άπο τελεΐ ένα είδος συνεχοΰς ιστορίας τής Ελλάδας άπό τά μέσα τοΰ 6ου αιώνα. Στό δεύτερο μέρος της 'Ιστορίας του περιγράφει τούς πολέμους τής Ελλάδας μέ τήν Περσία, άπό τήν ιωνική έπανάσταση τοΰ 499 ώς τήν τελική άποτυχία τής εισβολής τοΰ Ξέρξη στήν Ελλάδα τό 479, γεγονότα ζωντανά άκόμη στή μνήμη πολ λών άπό τούς άνθρώπους πού ρώτησε. Ό Θουκυδίδης, άθηναΐος διανοούμενος άπό άνώτερη κοινωνι κή τάξη, γεννήθηκε λίγο μετά τό 460 καί έξορίστηκε άπό τό 424 ώς τό 404. Ένδιαφέρθηκε άποκλειστικά γιά τή σύγχρονή του ι στορία καί, έχοντας ερευνήσει έξονυχιστικά αναφορές από πολλές 89
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πλευρές, περιέγραψε τά εΐκοσι πρώτα χρόνια (431-411) τοΰ ΓΙελοποννησιακοΰ Πολέμου άνάμεσα στήν Αθήνα καί τή Σπάρτη. Ή 'Ιστορία του έχει τήν αύστηρή λιτότητα στρατιωτικής άναφοράς, άλλά αύτό πού τής δίνει ιδιαίτερη άξία είναι τό πάθος τοΰ συγγραφέα νά διερευνά τις αίτιες καί τις διαδικασίες τών πολιτι κών γεγονότων, πού τά εκθέτει κυρίως στίς περίτεχνα συνθεμένες δημηγορίες τών πρωταγωνιστών. ’Ήδη άπό τήν έποχή αύτή τις ιστορικές μας γνώσεις μποροΰμε νά τις συμπληρώσουμε μέ βάση τις σωζόμενες κωμωδίες τοΰ Αριστοφάνη καί άπό μιά μακρά σειρά δικανικούς λόγους* μποροΰμε έπίσης νά άνατρέξουμε στά ψηφίσματα καί στούς δημόσιους λογαριασμούς πληρωμών, πού τό άθηναϊκό κράτος τούς χάραζε σέ λίθινες επιγραφές, καθώς καί σέ πλήθος επιγραφές άπό άλλες πόλεις. Τόν 4ο αιώνα οί λό γοι καί οί επιγραφές συνεχίζονται καί πολλαπλασιάζοντας τό ΐδιο καί ή συγγραφή έργων σύγχρονης ιστορίας, άν καί μικρό μόνο μέ ρος τους σώζεται, άν έξαιρέσουμε τό έργο ένός άλλου άθηναίου έξορίστου, τοΰ Ξενοφώντα, πού ή κάπως μεροληπτική καί έκλεκτική 'Ιστορία του συνεχίζει τήν έξιστόρηση τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου άπό τό σημείο πού τήν άφησε ό Θουκυδίδης καί φτάνει ώς τό 362. 'Η συγγραφή τής 'Ιστορίας μ*αύτό τόν παρεκβατικό ή άναλυτικό τρόπο ήταν κάτι νέο σέ έναν κόσμο δπου ώς τότε καταγρά φονταν καί έχουν σωθεί τά προσωπικά μονάχα κατορθώματα κά ποιου βασιλιά ή (άλλη έκπληκτική έξαίρεση) τά εβραϊκά χρονικά, μέ τόν έντονα θρησκευτικό προσανατολισμό τους. Ή έλληνική ι στοριογραφία, ξεκινώντας άπό τό μηδέν, έφτασε μέσα σέ έναν αι ώνα στά άξιοσημείωτα υψη τών συγγραφών τοΰ Ηροδότου καί τοΰ Θουκυδίδη, άλλά άπό τότε έχασε τή δημιουργική της περιέρ γεια. Τό βασικό βιβλίο άρχαϊκής ιστορίας ήταν τό πρώτο μέρος τής γενικής 'Ιστορίας τοΰ Εφόρου άπό τήν Κύμη, πού γράφτηκε λίγο μετά τά μέσα τοΰ 4ου αιώνα καί μάς είναι γνωστή άπό αύτούσια παραθέματά της καί άπό τήν επίδραση πού άσκησε σέ με ταγενέστερους συμπιλητές. Φαίνεται δτι καί τό έργο αύτό ύπήρξε ένα εύσυνείδητο συμπίλημα άπό δ,τι ήταν ώς τότε γνωστό, χωρίς μεγάλη φαντασία ή κριτική δύναμη, καί έντονα έπηρεασμένο άπό τό ΰφος καί άπό τις ήθικολογικές άντιλήψεις τοΰ ρητοροδιδασκάλου Ισοκράτη. Άπό τότε καί στό εξής δλοι σχεδόν οί έλληνες ιστορικοί διακηρύσσουν δτι πρόθεσή τους είναι νά προσφέρουν 90
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
στούς νέους παραδείγματα άρετής καί κακίας. Χρήσιμο πάντως έργο έ'χει συντελεστεΐ καί πρός άλλες κατευθύνσεις. Στή διάρκεια τοΰ 4ου αιώνα οί ιστορικοί άρχισαν νά άντιλαμβάνονται τήν άξια τών επίσημων εγγράφων, δσων ύπήρχαν, γιά τή μελέτη τής προ γενέστερης ιστορίας. Ό Αριστοτέλης καί ή σχολή του συγκρό τησαν πλουσιότατες συλλογές νόμων καί συνταγμάτων, άλλά άπ* δλα αύτά λίγα εφτασαν ώς έμάς, άν εξαιρέσουμε τό μεγαλύτερο μέρος τής 5Αθηναίων Πολιτείας τοΰ 5Αριστοτέλη, πού κατά τύχη διασώθηκε σέ εναν αιγυπτιακό πάπυρο, ό όποιος έκδόθηκε μόλις τό 1891. Εξάλλου, ό άνιψιός τοΰ Αριστοτέλη, ό ιστορικός Καλ λισθένης, εκμεταλλεύτηκε συστηματικά τούς πρώιμους ποιητές, πού τά ποιήματά τους σώζονταν τότε στό σύνολό τους, ένώ σή μερα εχουμε μόνο σκόρπια άποσπάσματά τους* κάποιοι απόηχοι άπό τό εργο τοΰ Καλλισθένη έ'χουν σωθεί ώς τίς μέρες μας. Άλλά τό ένδιαφέρον τών Έλλήνων γιά τό παρελθόν, σέ δλες τίς εποχές, δέν εκδηλωνόταν πάντα ώς άμερόληπτη κριτική ερευνά, καί γι’ αύτό πρέπει νά είμαστε προσεχτικοί άπέναντι σέ συγγράφεις πού οί άπόψεις τους γιά τό παρελθόν εΐναι χρωματισμένες άπό τίς προκαταλήψεις τοΰ καιροΰ τους.1 Γ ιά τήν έποχή πριν άπό τή γενιά τοΰ Θουκυδίδη καί τοΰ Α ρι στοφάνη δέν είμαστε εξίσου καλά πληροφορημένοι. Γιά πενήντα ή καί περισσότερα χρόνια πριν άπό τή δική του γέννηση, δηλαδή άπό τά μέσα τοΰ 6ου αιώνα, ό Ηρόδοτος μπόρεσε νά μάς δώσει μιά συνεχή άφήγηση μέ άρκετές αξιόπιστες λεπτομέρειες, ώστε νά γνωρίζουμε οχι μόνο τί έ'γινε άλλά ώς ενα σημείο καί γιατί εγινε. Στή διήγησή του δέν άκολουθεΐται μιά σταθερή γραμμή, καί ή παράθεση λεπτομερειών ποικίλλει άνάλογα μέ τό πόσο άξιομνημόνευτο εΐναι άπό τή φύση του τό πρόσωπο ή τό γεγονός στό όποιο γίνεται άναφορά. Άλλά, σέ γενικές γραμμές, δσο πιό πίσω άπό τό 550 πηγαίνουμε, τόσο πιό πολύ εΐναι λογικό νά περιμέ νουμε δτι ή παρεμβολή τοΰ μύθου καί τών λαϊκών διηγήσεων θά παραποιεί τήν άλήθεια. Ή ποιότητα τών πληροφοριών τοΰ Η ροδότου γιά τόν Περίανδρο, τόν τύραννο τής Κορίνθου στά τέλη τοΰ 7ου καί στις άρχές τοΰ 6ου αιώνα, εΐναι αισθητά διαφορετική άπό τήν ποιότητα δσων μάς λέει γιά τό βασιλιά Κλεομένη τόν Α' τής Σπάρτης, πού πέθανε τό 490, τήν έποχή περίπου τής γέννη1. Εκτενέστερη συζήτηση γιά τούς Ιστορικούς, βλέπε στό 12ο κεφάλαιο.
91
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σης τοΰ ΐδιου τοΰ ίστορικοΰ. Γιά τό πιό μακρινό παρελθόν, καί δ ταν άκόμη μποροΰμε νά είμαστε βέβαιοι δτι συνέβη κάποιο γεγο νός, σπάνια είμαστε σέ θέση νά άντιληφθουμε κάτι περισσότερο άπό τις γενικές του γραμμές, γιατί μάς λείπουν οί λεπτομέρειες πού θά τό έκαναν κατανοητό. Ώ ς συμπλήρωμα τών ιστορικών έργων έχουμε γιά τήν πρώιμη περίοδο τά δυο ποιήματα τοΰ Ησιόδου καί πολυάριθμα άποσπά σματα ποιημάτων τοΰ 7ου αιώνα, πού μάς περιγράφουν τις ελπί δες καί τούς φόβους τών άνθρώπων τής έποχής. Οί πρώτοι νόμοι πού χαράχτηκαν σέ πέτρα άνήκουν στά τέλη τοΰ 7ου αιώνα· πρό κειται γιά άποσπασματικές νομοθετικές πράξεις κρητικών πό λεων, πού γιά κάποιο λόγο θεωρήθηκε δτι άξιζε νά καταγραφοΰν σέ πέτρα. Οί έπιτύμβιες επιγραφές καί οί άφιερώσεις στούς θε ούς γίνονται μέ τόν καιρό δλο καί πιό συχνές. Έξαρτιόμαστε δ μως άκόμη πολύ άπό τις μαρτυρίες τής άγγειοπλαστικής καί τών άλλων έργων τέχνης, πού έχουν τουλάχιστον τό πλεονέκτημα δτι δσα έχουν νά μάς ποΰν δέν είναι παραποιημένα άπό τις προκατα λήψεις τής ύστερης άρχαιότητας. Ή διασπορά τών έργων τής άγγειοπλαστικής, πολλά άπό τά όποια βρέθηκαν μακριά άπό τόν τόπο τής κατασκευής τους, μάς δίνει όρισμένες πληροφορίες γιά τις κινήσεις τών Ελλήνων πού χρησιμοποιοΰσαν αύτά τά άντικείμενα ή τά πουλοΰσαν* καί δταν, πρός τά τέλη τοΰ 6ου αιώνα, ή παραγωγή τους στά άλλα τοπικά κέντρα σχεδόν σταμάτησε, καί μοναδική άγορά τής καλλιτεχνικής άγγειοπλαστικής άπέμεινε ή ’Αθήνα, εμφανίζεται στά άττικά άγγεΐα μιά θαυμάσια σειρά άπεικονίσεων τής καθημερινής ζωής, πού δχι μόνο τέρπουν τά μά τια άλλά ρίχνουν φώς καί στήν ιστορία τής έποχής. 'Η κοινωνία πού άπεικονίζεται στόν "Ομηρο οφειλε τή συνοχή της στούς βασιλείς της. Τήν έποχή πού άρχίζουν οί ιστορικές μαρτυ ρίες, οί βασιλείς αύτοί έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. 'Η Σπάρτη δια τήρησε τούς κληρονομικούς βασιλείς της ώς τό τέλος τοΰ 3ου αι ώνα, καί πολλοί άπό αύτούς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στήν ιστο ρία της* άλλά ούσιαστικά οί έπίσημες έξουσίες τους είχαν έλαττωθεΐ καί περιορίζονταν μόνο στήν άρχηγία τοΰ στρατεύματος έ ξω άπό τά σύνορα τοΰ κράτους. Στό Άργος, πιθανότατα ώς τά τέλη τοΰ 7ου αιώνα, ύπήρχε βασιλιάς, πού ήταν κάτι παραπάνω άπό τυπικός ήγέτης* καί οί άποικοι πού έφτασαν στήν Κυρήνη 92
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
άπό τή δωρική νήσο Θήρα γύρω στό 630 είχαν επικεφαλής τους βασιλιά, πού κληροδότησε τόν τίτλο του σέ εφτά γενιές άπογόνων του, ώς τά μέσα τοΰ 5ου αιώνα. Σέ δλες σχεδόν τίς άλλες πόλεις γιά τίς όποιες κάτι γνωρίζουμε ό βασιλιάς εΐχε άπό πολύ νωρίς απογυμνωθεί άπό κάθε πολιτική έξουσία, πού τή μοιράστηκαν μεταξύ τους οί άριστοκρατικές οικογένειες. 'Υπάρχουν διηγήσεις γιά τήν παρακμή ή τήν άνατροπή βασι λέων, άλλά οί παραδόσεις αύτές εΐναι πολύ ισχνές καί άμφίβολες. Τό μόνο πού μποροΰμε νά ποΰμε μέ βεβαιότητα εΐναι δτι λίγοι βασιλείς άναφέρεται πώς άπομακρύνθηκαν βίαια, ένώ στις πε ρισσότερες περιπτώσεις ή έξέλιξη ύπήρξε βαθμιαία καί ειρηνική. Ή δήλωση τοΰ Αριστοτέλη δτι οί άδύναμοι βασιλείς στήν Α θή να έχασαν πρώτα τήν ήγεσία τοΰ στρατοΰ στόν πόλεμο, μοιά ζει λογική διαπίστωση* ΐσως σέ ορισμένες περιπτώσεις νά συνέ βη πράγματι έτσι. Τά θρησκευτικά καθήκοντα τοΰ βασιλιά φαί νεται δτι έθεταν ένα πιό δυσεπίλυτο πρόβλημα, άλλά προφανώς ή αίσθηση τοΰ κληρονομικοΰ δικαιώματος, άκόμη καί σ’ αύτό τόν τομέα, δέν ήταν τόσο ισχυρή, ώστε νά έμποδίσει τή μεταβίβαση τοΰ ίερατικοΰ άξιώματος σέ άρχοντες οί όποιοι έκλέγονταν, ή, πρός τό τέλος, διορίζονταν μέ κλήρωση γιά ένα χρόνο. Ό τίτλος βασιλεύς, πού δέν προκαλοΰσε καθόλου τή σφοδρή άπέχθεια πού προκαλοΰσε ή λέξη γθχ στή ρωμαϊκή ΓΘ8 ρ'ιιΜίβα, διατηρήθηκε στήν Αθήνα ώς τίτλος ένός άρχοντα μέ ετήσια θητεία, ό όποιος πρωτοστατοΰσε στις προγονικές τελετές πού ήταν συνυφασμένες μέ αύτό τόν τίτλο* κατά τά άλλα δμως δέν ήταν παρά ενας άρχον τας άνάμεσα στούς άλλους. Σέ άλλες πόλεις βρίσκουμε άργότερα Ιναν ή περισσότερους άρχοντες μέ αύτό τόν τίτλο. Άλλά ή πολιτική έξουσία εΐχε περάσει στούς εύγενεΐς, μιά κα θορισμένη καί κλειστή κάστα. Ό Ηρόδοτος άναφέρει δτι οί Βακχιάδες, πού είχαν τόν πολιτικό έλεγχο τής Κορίνθου στις αρχές τοΰ 7ου αιώνα, συνήπταν γάμους μόνο άναμεταξύ τους. 'Τπήρχε ή παράδοση δτι δλοι τους κατάγονταν άπό ενα βασιλιά πού λεγό ταν Βάκχις. 'Ωστόσο στήν εύρύτερη περιοχή τής Αττικής, δπου υπήρχαν καί άλλα κέντρα έκτος άπό τήν πόλη τής Αθήνας, τήν κάστα τών εύγενών τήν άποτελοΰσαν περισσότερες άπό μία οικο γένειες, πού διακήρυσσαν δτι κατάγονται άπό διάφορες άριστο κρατικές γενιές άλλά άποτελοΰσαν δλες μαζί μιά τάξη, τούς ευ πατρίδες, δηλαδή τίς «οικογένειες άπό εύγενεΐς προγόνους». Καί 93
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
αύτοί, δπως φαίνεται άπο μεταγενέστερα ύποτυπώδη ύπολείμματα προνομίων, άποτελοΰσαν έπίσης κλειστή κάστα. Σέ άλλα μέρη συναντοΰμε καί άλλα ονόματα, πού εΐτε δηλώνουν τήν κατα γωγή τών οικογενειών τής άριστοκρατικής τάξης εΐτε περιγρά φουν τά μέλη τής τάξης αύτής μέ κάποιον άλλο τρόπο —λ.χ. οί ' Ιππείς τής Ερέτριας, στήν Εύβοια. Άπό τήν έποχή πού μποροΰμε νά παρακολουθήσουμε τήν έλ ληνική ιστορία μέ κάθε λεπτομέρεια, οί εύγενεΐς είχαν άρχίσει νά χάνουν τό μονοπώλιο τής έξουσίας, καί έτσι δέν γνωρίζουμε πολ λά πράγματα γιά τήν οργάνωση τών πόλεων, δταν αύτοί βρίσκον ταν στό άπόγειο τής δύναμής τους. Πολλές εύγενεΐς οικογένειες έξακολούθησαν νά ύπάρχουν μέχρι καί τήν κλασική έποχή. Τό κληρονομικό τους γόητρο τούς έξασφάλιζε πολιτικά καί κοινω νικά προνόμια καί στά μεταγενέστερα ολιγαρχικά ή δημοκρατι κά πολιτεύματα, καί έκδήλωναν τά αίσθήματά τους άρκετά ζωη ρά, ώστε νά μποροΰμε κάπως νά φανταστοΰμε μέ ποιο πνεΰμα εϊχαν ασκήσει τήν έξουσία τους οί πρόγονοί τους. Άλλά γιά τις πρακτικές λεπτομέρειες μόνο σέ εικασίες μποροΰμε νά καταφύ γουμε, στηριγμένοι σέ μεταγενέστερες έπιβιώσεις —π.χ. σέ δσα γνωρίζουμε γιά τήν οργάνωση μέ βάση τή συγγένεια στήν Α θή να καί σέ άλλα μέρη (5ο κεφάλαιο), ή γιά θέματα λατρείας καί ιε ρών νόμων. Ώστόσο μποροΰμε νά ποΰμε μέ βεβαιότητα δτι άκριβώς τήν έποχή αύτή τών άριστοκρατικών πολιτευμάτων άναβίωσε ή έπαφή τής Ελλάδας μέ τόν έ'ξω κόσμο, δπως τήν περιγράψαμε στό τέλος τοΰ 3ου κεφαλαίου, καί τότε ξεχύθηκε σέ ολόκλη ρη τή Μεσόγειο τό πρώτο μεγάλο άποικιστικό ρεΰμα. Τά έπιτεύγματα αύτά δέν ήταν καθόλου άσήμαντα. Οί "Ελληνες τής ήπειρωτικής Ελλάδας μποροΰσαν νά προχωροΰν σέ κοινωνικές ή οικονομικές μεταβολές χωρίς νά φοβοΰνται έξωτερική έπέμβαση, οί "Ελληνες δμως τών μικρασιατικών πα ραλίων δέν μποροΰσαν σέ καμιά περίπτωση νά άγνοήσουν τις δυ νάμεις τής ένδοχώρας, καί πρώτα πρώτα τό βασίλειο τής Φρυ γίας, πού τό κέντρο του ήταν σχετικά μακριά, άνατολικά, στό Γόρδιον, κοντά στή σημερινή Άγκυρα. Ή Φρυγία καταστράφηκε γύρω στό 700 άπό εισβολείς πού κατέβηκαν άπό τή σημερινή νότια Ρωσία περνώντας άπό τόν Καύκασο, τούς Κιμμερίους, οί καταστρεπτικές έπιδρομές τών οποίων συνεχίστηκαν δλο τό πρώ το μέρος τοΰ 7ου αιώνα καί καμιά φορά έφταναν ώς τις ελληνικές 94
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
άκτές. Μετά τήν ήττα καί τή διάλυση τών Κιμμερίων, κυρίως ά πό τούς Άσσυρίους, ιδρύθηκε τό νέο βασίλειο τής Λυδίας μέ πρω τεύουσα τις Σάρδεις στήν κοιλάδα τοΰ Έρμου, πού απείχαν μό λις τριών ήμερών πορεία άπό τήν άκτή τής Εφέσου ή τής Σμύρ νης. ΤΗταν άναπόφευκτο δτι ή Λυδία δέν θά άφηνε ήσυχη τήν άκτή. Οί "Ελληνες τής Ανατολής χρειάστηκε νά διεξάγουν έναν τίον της συνεχή πόλεμο, μέ μικρές μόνο διακοπές, ώσπου στά μέ σα τοΰ 6ου αιώνα δλες οί μικρασιατικές πόλεις έγιναν φόρου υπο τελείς στόν τελευταίο βασιλιά τής Λυδίας, τόν περίφημο καί πάμπλουτο Κροΐσο. Άλλά οί "Ελληνες είχαν καί φιλικές σχέσεις μέ τούς Λυδούς, οί όποιοι άφομοίωσαν τόν έλληνικό πολιτισμό σέ τέτοιο βαθμό, ώστε οί "Ελληνες νά νιώθουν τόν Κροΐσο, παρ’ δλες τις διαφορές πού ύπήρχαν άπό άποψη πλούτου καί δύναμης, σχε δόν συμπατριώτη τους. Οί πόλεμοι δέν έμπόδισαν τούς "Ελληνες τής Ανατολής νά άναπτυχθοΰν γρήγορα καί νά εύημερήσουν. Τόν 7ο αιώνα κυρίως ή Μίλητος ίδρυσε άποικίες στή Μαύρη Θάλασσα καί στίς γειτονικές περιοχές καί πήρε τήν πρωτοβουλία γιά τήν άνάπτυξη σχέσεων μέ τήν Αίγυπτο. Ό 7ος αιώνας μας μιλά κυρίως μέ τή φωνή τών ποιητών του. Ό ' Ησίοδος στό ’Έργα και ήμέραί μάς ειχε μιλήσει γιά τις προ σωπικές του στενοχώριες, γιά τήν άντιδικία μέ τόν άδερφό του σέ κληρονομικά θέματα, καί γιά τή διαφθορά τών άριστοκρατών δικαστών. Οί ποιητές πού τόν διαδέχτηκαν έξωτερίκευαν τά προ σωπικά αισθήματα καί τις περιπέτειές τους πολύ πιό έλεύθερα, καί ξεκόβοντας άπό τό έπικό ΰφος δοκίμασαν ποικίλα μέτρα. Πολλών γνωρίζουμε μόνο τό δνομα, καί κανένα άπό αύτά τά έργα δέν σώζεται άκέραιο* ώστόσο δ,τι σώζεται είναι άρκετό γιά νά μάς δείξει δτι δέν σημειώθηκε καμιά αιφνίδια άλλαγή στά κοινω νικά ήθη ή αισθήματα, δταν οί βασιλείς παραχώρησαν τήν έξου σία τους στούς άριστοκράτες, ή δταν οί άριστοκράτες έχασαν .τή μονοπώληση τής πολιτικής εξουσίας. Υπήρξε μάλλον μιά ά νάπτυξη συνεχής, πού βάδιζε παράλληλα μέ τήν άνοδο τοΰ βιοτικοΰ έπιπέδου τών Ελλήνων καί τήν αύξηση τών επαφών τους μέ τόν έξω κόσμο. Ή. πτώση τών άριστοκρατικών πολιτευμάτων ή ταν φαινόμενο καθαρά πολιτικό, όσοδήποτε καί άν συνέβαλε ή κοινωνική καί οικονομική δυσαρέσκεια. 4Η άλλαγή στίς περισσότερες περιπτώσεις είχε τή μορφή επα νάστασης ύπό τήν ήγεσία ένός τυράννου. Ή μή έλληνική λέξη τν95
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ραννος,1 πού άρχισε νά χρησιμοποιείται στή διάρκεια τού 7ου αι ώνα, στήν άρχή δέν ήταν παρά άπλο συνώνυμο τού «βασιλέως». Σέ μερικά συμφραζόμενα συνέχισε νά χρησιμοποιείται μέ τή ση μασία αύτή, άλλά άπό νωρίς καθιερώθηκε στον καθημερινό λόγο μέ τή σημασία ένός ειδικού τύπου μονάρχη, ό όποιος χωρίς νά έπικαλεΐται κληρονομικά δικαιώματα κατέλαβε τήν έξουσία μέ δική του πρωτοβουλία. Έπειτα, στή διάρκεια μιας περιόδου πο λιτικών άγώνων, καθώς ή ζυγαριά εγειρε άντίθετα πρός τό είδος αύτό τής διακυβέρνησης, ή λέξη πήρε τήν άποδοκιμαστική σημα σία πού ειχε στήν κλασική Ελλάδα καί έξακολούθησε νά έ'χει άπό τότε. Οί πρώτοι δμως τύραννοι είχαν τή γενική άποδοχή ώς άρχηγοί έξεγέρσεων κατά τών άριστοκρατικών καθεστώτων* μιά τέτοια περίπτωση ήταν σαφώς ό Κύψελος, πού άνέτρεψε τούς Βακχιάδες τής Κορίνθου λίγο πριν άπό τό 650, σκοτώνοντας ή εξορίζοντας τούς εύγενεΐς καί δημεύοντας τις περιουσίες τους. Οί λόγοι τής δυσαρέσκειας ήταν ποικίλοι. Έχουμε σαφείς μαρτυρίες γιά τή φτώχεια καί τά χρέη τών άγροτών τής Α τ τ ι κής γύρω στό 600, καί τό ίδιο μποροΰμε λογικά νά υποθέσουμε δτι συνέβαινε καί σέ άλλα μέρη. Ασφαλώς ύπήρχαν καί άλλα προ βλήματα, καθώς ή οικονομική άνάπτυξη κατένεμε τά εύεργετήματά της πολύ άνισα, διευρύνοντας τό χάσμα άνάμεσα στούς ι σχυρούς καί τούς άδύναμους, τούς πλουσίους καί τούς φτωχούς.Ό Σόλων ότή δεκαετία 600-590 κατέκρινε τήν άπληστία τής άρχουσας τάξης στήν ’Αθήνα. Τήν ίδια περίπου έποχή ό Αλκαίος άπό τή Μυτιλήνη καί λίγο άργότερα ό Οέογνης άπό τά Μέγαρα δια μαρτύρονταν μέ μεγάλη σφοδρότητα γιά τή δύναμη τοΰ σκέτου πλούτου καί γιά τήν περιφρόνηση τής εύγενικής καταγωγής. Προφανώς, μιά πηγή άναταραχής ήταν ή ύπαρξη ένός άριθμοΰ πλουσίων πού δέν ήταν εύγενεΐς καί έ'μεναν άποκλεισμένοι άπό τήν έξουσία στά άριστοκρατικά καθεστώτα. Στή Μυτιλήνη, καί λίγο άργότερα στήν ’Αθήνα, μποροΰμε νά δοΰμε τούς εύγενεΐς νά επιτείνουν τήν άναστάτωση, φιλονικώντας μεταξύ τους γιά τήν εξουσία* καί μποροΰμε νά μαντεύσουμε δτι στίς έπόμενες φάσεις ή διακυβέρνησή τους ήταν συχνά άνεπαρκής καί καταπιεστική. Άλλά, άν στίς πρώιμες καί πιό σαφείς περιπτώσεις ό τύραννος «άνταποκρινόταν σέ μιά πραγματική άνάγκη, ή συνέχιση τής έξου( ϊ ) [Είναι μικρασιατικης(ίσως λυδικής) προέλευσης.^
96
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
σίας τοΰ ένός συναντοΰσε δλο καί μεγαλύτερη άντίδραση άπό ε κείνους πού ήταν άποκλεισμένοι άπό τήν έξουσία. Λίγες μόνο τυ ραννίδες διάρκεσαν περισσότερο άπό δυο γενιές. Ή προσφυγή στήν επανάσταση ήταν κάτι επικίνδυνο άπό μόνο του, καθώς ένθάρρυνε μερικά πολύ άμφίβολης άξίας άτομα νά διεκδικήσουν τήν έξουσία. Γύρω στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα ό χαρακτήρας τής πολεμικής τέχνης στήν Ελλάδα εΐχε άρχίσει νά άλλάζει ριζικά, δταν τό βα ρύ πεζικό, πού λεγόταν όπλϊται, οργανώθηκε σέ πυκνό σχηματι σμό, τή φοβερή φάλαγγα τών οπλιτών. 'Η υιοθέτηση τής νέαξ'1 αύτής πολεμικής τακτικής, πού άποδείχτηκε άποτελεσματική καί I μέσα καί έξω άπό τήν Ελλάδα έπί τρεις περίπου αιώνες, πρέπει | νά συσχετιστεί μέ τήν οικονομική άνάπτυξη, γιατί έξαρτιόταν 1 άπό τή δυνατότητα μεγάλου άριθμοΰ κτηματιών νά προμηθεύον- « ται μόνοι τους εναν άρκετά δαπανηρό οπλισμό. Έ χει ύποστηρι-^} χτεΐ, άνάμεσα σέ άλλους καί άπό μάς,1 δτι ή δημιουργία μιας νέας άμυντικής δύναμης, στηριγμένης σέ εύρύτερη βάση, έδωσε τή δυνατότητα νά γίνουν επαναστάσεις, δπως ή έπανάσταση τοΰ Κύψελου στήν Κόρινθο* ώστόσο οί άρχαιολογικές μαρτυρίες πού έχουμε ώς τώρα δείχνουν δτι ή άποψη αύτή θέτει τό πρόβλημα αντίστροφα, καί φαίνεται μάλλον δτι ό νέος στρατός δημιουργήθηκε έπειδή τόν είχαν άνάγκη οί τύραννοι γιά νά ισχυροποιήσουν τήν έξουσία τους. Στήν πρώτη περίοδο τών τυράννων, περίπου άπό τό 650 ώς τό 610, εμφανίστηκαν έ7ϋί<της^καί οί πρώτοι γραπτοί νόμοι —ενα βή μα ζωτικής σημασίας γιά τήν άπονομή τής δικαιοσύνης—καί άρ χισαν νά χρησιμοποιοΰνται, κατά τό παράδειγμα τής γειτονικής Λυδίας, κανονικά νομίσματα. "Ενας πόλεμος πού έγινε στή δεκα ετία 600-590 γιά τόν έλεγχο τοΰ ίεροΰ τών Δελφών, ό πρώτος άπό μιά σειρά «'Ιερών Πολέμων», έπισημαίνει τήν άνάδειξη τοΰ έκεΐ μαντείου, πού, έχοντας ξεκινήσει ταπεινά τόν 8ο αιώνα, έγινε κέντρο ενδιαφέροντος γιά ολόκληρη τήν Ελλάδα. Ό πόλεμος αύτός σημαδεύει έπίσης μιά άπό τίς λίγες έπιτυχημένες πολεμι κές έπιχειρήσεις τής Θεσσαλίας, τής όποίας οί μεγάλες πηγές πλούτου συνέβαινε συχνά νά έξουδετερώνονται άπό τήν έλλειψη πολιτικής ενότητας. 'Η μεγάλη γιορτή τής 5Ολυμπίας, πού οί ά1. [Α. ΑηάΓθ\νθ8, ΤΗβ ΟΓββΚ Τ^ΓαηΙβ, Λονδίνο 1956* έλληνική μετά φραση Μαίρης Κάσου, Αθήνα 1982.]
97 7
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γώνες της είχαν τοπική μόνο σημασία δταν πρωτοάρχισαν νά άριθμοΰνται κανονικά τό 776, ήδη στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα εί χε άποκτήσει πανελλήνια σημασία. Δεύτερη σέ σημασία μετά τή γιορτή τής Όλυμπίας ήταν ή γιορτή τών Πυθίων, πού καθιε ρώθηκαν στούς Δελφούς μετά τόν 'Ιερό Πόλεμο. Οί δυο άλλες μεγάλες άθλητικές γιορτές, τά ’Ίσθμια καί τά Νέμεα, οργανώ νονταν έπίσης τακτικά άπό τις άρχές τοΰ 6ου αιώνα. Οί εσωτερι κοί δεσμοί τών Ελλήνων συσφίγγονταν δλο καί περισσότερο, τήν ΐδια έποχή πού οί έξωτερικές επαφές τους διευρύνονταν. Σέ ένα κράτος, στή .Σπάρτη, εγινε μιά πολύ διαφορετική ^με ταρρύθμιση, ή επανάσταση, στή διάρκεια τοΰ 7ου αιώνα, καί γι* αύτό ή Σπάρτη δέν γνώρισε ποτέ τυραννία. Σέ μιά έποχή δπου άλλες πόλεις διοχέτευαν τό πλεόνασμα τοΰ πληθυσμοΰ τους σέ ά ποικίες στό έξωτερικό, στό δεύτερο μισό τοΰ 8ου αιώνα, οί Σπαρ τιάτες κατέκτησαν τή Μεσσηνία, άρπαξαν τή γή της καί υποβί βασαν τούς κατοίκους της στήν ΐδια θέση μέ τούς είλωτες τής Λακωνίας* αύτό άποτέλεσε μεγάλο βήμα σέ μιά ιστορική πορεία πού έμελλε νά διαφοροποιήσει τή Σπάρτη άπό τις άλλες ελληνι κές πόλεις-κράτη. Μιά μακρόχρονη καί έπικίνδυνη έπανάσταση τών Μεσσηνίων τόν 7ο αιώνα έθεσε σέ μεγάλη δοκιμασία τό σπαρτιατικό σύστημα, πού είχε ήδη άρχίσει νά παραμορφώνεται μετά τήν άρχική κατάκτηση. Δέν γνωρίζουμε μέ βεβαιότητα μέ ποιόν τρόπο συσχετίζεται αύτή ή ένταση μέ τις μεταρρυθμίσεις πού παραδοσιακά συνδέθηκαν μέ τό δνομα τοΰ Λυκούργου, άλλά ή Σπάρτη βγήκε άπό αύτή τή δοκιμασία μέ ένα κοινωνικό σύστη μα καί μιά εσωτερική πειθαρχία πού άλλοι "Έλληνες τά έβρισκαν εκπληκτικά, καί μέ ένα πολιτικό σύστημα πού έδινε μεγάλες άρμοδιότητες στούς βασιλείς/στή γερουσία καί στούς άρχοντες, τούς λεγόμενους έφορους, άλλά έπιφύλασσε τό δικαίωμα γιά τή λήψη άποφάσεων κυρίως στή μεγάλη λαϊκή συνέλευση, τήν α πέλλα. Οί 8 ώς 9 χιλιάδες γνήσιοι πολίτες, οί όμοιοι, ήταν θεω ρητικά ΐσοι* οί άλλοι έλεύθεροι κάτοικοι, πού τούς έλεγαν «πε ρίοικους», ήταν ώς ένα βαθμό αύτόνομοι στίς πόλεις καί στά χω ριά δπου ζοΰσαν, άλλά δέν είχαν λόγο στό χειρισμό τών κρατικών ύποθέσεων* οί είλωτες καί οί Μεσσήνιοι ήταν δοΰλοι. 'Η σπαρτιατική άριστοκρατία είχε στήν κατοχή της μιά άφύσικα μεγάλη έκταση γής, καί ο άριθμός τών πολιτών μέ πλήρη πολιτικά δικαιώματα ήταν άφύσικα μεγάλος μέ βάση τά κριτήρια 98
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
τής μεταγενέστερης ελληνικής ολιγαρχίας, άν καί άρκετά μικρός σέ σύγκριση μέ τήν ’Αθήνα. Τό σύστημα τών ειλώτων, μολονότι άποτελοΰσε μεγάλο καί μόνιμο εσωτερικό κίνδυνο, άπάλλασσε τούς Σπαρτιάτες άπό τή διαρκή προσωπική φροντίδα τών άγρών τους καί τούς άφηνε έλεύθερους νά γυμνάζονται στρατιωτικά, γιά νά δημιουργήσουν ενα στρατό άπό έπαγγελματίες, πού οί δυνατότητές του ξεπερνοΰσαν κατά πολύ τις δυνατότητες τής πολιτο φυλακής μιας συνηθισμένης πόλης. Αναπόφευκτα, αυτόν τό στρα τό τόν χρησιμοποιοΰσαν. Φαίνεται δτι τό τέλος τοΰ 7ου αιώνα υ πήρξε περίοδος ήσυχίας καί εύημερίας, άλλά μετά άπό λίγο ή Σπάρτη ξεκίνησε γιά νέες κατακτήσεις στήν Αρκαδία. Ό πρώ τος στόχος προφανώς ήταν νά υπαγάγουν τούς Αρκάδες στήν ί δια κατάσταση δουλείας πού εϊχαν υπαγάγει καί τούς Μεσσηνίους, άλλά έπειτα άπό μιά βαριά ήττα ή σπαρτιατική έξωτερική πολιτική άλλαξε ριζικά. Μιά σειρά συμμαχίες, πρώτα μέ τούς κύριους άντιπάλους τους στήν Αρκαδία, τούς Τεγεάτες, έ πειτα καί μέ άλλες πόλεις, ένισχυμένη άπό στρατιωτικές επιτυ χίες πού εξάλειψαν τις έπιπτώσεις τής προηγούμενης ήττας, έφε ρε ολόκληρη τήν Πελοπόννησο, έκτός άπό τό Άργος, κάτω άπό τή σπαρτιατική ήγεσία καί δημιούργησε τόν ισχυρό οργανισμό πού ονομάζουμε Πελοποννησιακή Συμμαχία. 'Η άνάπτυξη τής σπαρτιατικής δύναμης ήταν τό σημαντικότερο πολιτικό γεγονός τοΰ 7ου αιώνα στό έσωτερικό τής Ελλάδας. Γύρω στά τέλη τοΰ αιώνα ή Συμμαχία ήταν θεσμός διαμορφωμένος, πού διέθετε ένα είδος δικοΰ του κανονισμοΰ. Στό εξωτερικό τά άλλα γεγονότα τά έπισκίασε ή άνοδος τής περσικής αύτοκρατορίας. Ό Κύρος ο Μέγας στήριξε τό νέο του βασίλειο στά θεμέλια πού εϊχαν θέσει οί Μήδοι, πού ήταν κάποτε κυρίαρχοί του, άλλά έπεξέτεινε τή δραστηριότητά του περισσότε ρο άπό αύτούς. Μέ μιά σύντομη έκστρατεία γύρω στό 545 άνέτρεψε τόν Κροΐσο τής Λυδίας καί συνέχισε τις κατακτήσεις του υποτάσσοντας τις ελληνικές πόλεις στά παράλια τής Μικρας Ά σίας. Ά ν καί ό ΐδιος ό Κύρος δέν προχώρησε πολύ πρός τά δυτι κά, ή περσική αύτοκρατορία τήν έποχή τών διαδόχων του έξακο λουθοΰσε νά έχει έπεκτατικές βλέψεις σέ κλίμακα πού ξεπερνοΰσε τις βλέψεις προηγούμενων αύτοκρατοριών. "Όταν πιά ό Δαρεΐος ό Α' (521-486) κατέκτησε τή Θράκη, καί οί Μακεδόνες φο βισμένοι δήλωσαν ύποταγή, ό κίνδυνος γιά τήν κυρίως Ελλάδα 99
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
είχε φτάσει πολύ κοντά. Συχνές έπικλήσεις στή Σπάρτη γιά βοή θεια κατά τών Περσών υπογράμμιζαν αύτό τον κίνδυνο. Ή Σπάρ τη άρνήθηκε τή βοήθειά της* καί οί Έλληνες, στις περισσότερες πόλεις, συνέχιζαν τίς διαμάχες τους, χωρίς νά καταβάλουν κα μιά φανερή προσπάθεια νά οργανώσουν άντίσταση. Ωστόσο ένας πυρήνας άντίστασης ύπήρχε ήδη μέσα στήν Πελοποννησιακή Συμμαχία. Ή ζωή τών κατακτημένων δέν ήταν άπελπιστική, γιατί οί Πέρσες έδειχναν γενικά άνοχή γιά τά τοπικά έθιμα καί τή θρη σκεία* άλλά οί "Ελληνες τής Ανατολής εϊχαν άντί γιά τόν οικείο γείτονά τους, τόν Κροΐσο, έναν μακρινό καί πολύ ισχυρότερο άφέντη, πού άπαιτοΰσε φόρους, γενική ύπακοή, κάποτε καί στρα τιωτική υπηρεσία. Ή κυριότερη αιτία δυσαρέσκειας ήταν πολιτι κής φύσης: οί Πέρσες τό έβρισκαν βολικό νά κυβερνοΰν τίς ελλη νικές πόλεις χρησιμοποιώντας τυράννους, πού τούς διόριζαν οί ίδιοι. Οί "Ελληνες ένιωθαν δτι είχαν ξεπεράσει τό στάδιο τής τυ ραννίας, καί ή Ιωνική Επανάσταση κατά τής Περσίας (499494) άρχισε μέ γενική άποπομπή τών τυράννων. 'Η Σπάρτη ουτε τότε βοήθησε, ένώ ή Αθήνα καί ή Ερέτρια έστειλαν βοήθεια τόν πρώτο χρόνο τής έξέγερσης. Ή δύναμη πού έστειλε ό Δαρεΐος τό 490 διέπλευσε τό Αιγαίο καί κατευθύνθηκε ειδικά έναντίον τών δύο αύτών πόλεων. 'Η μεγάλη δόξα τής Αθήνας ήταν δτι τά στρατεύματά της άντιμετώπισαν αύτή τή δύναμη στόν Μαραθώ να καί νίκησαν, προτού φτάσουν οί Σπαρτιάτες. Ό πολύ μεγαλύ τερος στρατός πού έστειλε τό 480 διά ξηράς, κατά μήκος τών βόρειων άκτών τοΰ Αιγαίου, δ γιος τοΰ Δαρείου, ό Ξέρξης (486465), είχε στόχο νά κατακτήσει ολόκληρη τήν Ελλάδα. Οί Έ λ ληνες, άναγκασμένοι νά οργανωθούν βιαστικά, συνασπίστηκαν γύρω άπό τούς Σπαρτιάτες, πού ή Συμμαχία τους διέθετε τίς με γαλύτερες δυνατότητες γιά πόλεμο στήν ξηρά. Στή θάλασσα, ό στόλος τής Αθήνας, πού τόν είχε πρόσφατα ναυπηγήσει ό Θε μιστοκλής, ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος άπό κάθε άλλη ναυτική μοίρα, άλλά οί σύμμαχοι δέν ήθελαν ουτε νά άκούσουν γιά άθηναϊκή ήγεσία, άκόμη καί στή θάλασσα. Άπό τίς μεγάλες μάχες τοΰ 480, άκόμη καί ή άποφασιστική ναυμαχία τής Σαλαμίνας έγινε τυπικά ύπό σπαρτιατική ήγεσία* καί ή τελειωτική νίκη στήν ξηρά, τό 479 στις Πλαταιές, ήταν ώς έναν μεγάλο βαθμό νίκη τής Σπάρτης καί τοΰ στρατηγοΰ της, τοΰ βασιλιά Παυσανία. 'Η έμ100
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
φαση πού έδινε ή Σπάρτη στή στρατιωτική τεχνική αξίζει δίκαια τήν ευγνωμοσύνη μας, γιατί έτσι άναχαιτίστηκε ή πλημμυρίδα τών περσικών κατακτήσεων, καί ό ελληνικός πολιτισμός, έλεύθερος άπό ξένη κυριαρχία, μπόρεσε νά φτάσει στά μεγάλα δψη του. Στό μεταξύ ή Αθήνα εϊχε αρχίσει μιά νέα πολιτική πορεία, άν καί οί παράγοντες πού οδηγούσαν στή δημοκρατία δέν μπορεΐ νά ήταν ιδιαίτερα έμφανεΐς στούς Αθηναίους τοΰ 6ου αιώνα. Ή Α ττική ήταν κι αύτή, μέ τά τότε έλληνικά δεδομένα, μεγάλη σέ έκταση, καί οί εσωτερικοί της οικονομικοί πόροι πολύ μεγαλύτε ροι άπό τόν μέσο δρο τών πόλεων τής έποχής. "Όπως δείχνουν οί τάφοι καί ή άγγειοπλαστική, ή ’Αθήνα στό διάστημα τών σκοτει νών αιώνων ήταν πιό πλούσια άπό τις περισσότερες πόλεις-κράτη, καί ΐσως πιό δυνατή. Τό δεύτερο δμως μισό τοΰ 7ου αιώνα ήταν έποχή έντασης, καί στό πλαίσιό της εντάσσεται καί ή άποτυχημένη άπόπειρα κάποιου Κύλωνα νά γίνει τύραννος. Τά πρώ τα χρόνια τοΰ 6ου αιώνα ή ’Αθήνα ήταν έτοιμη νά έπαναστατήσει, έξαιτίας κυρίως ένός άγροτικοΰ συστήματος πού ύποβίβαζε τούς φτωχούς σέ μιά κατάσταση πού θά μποροΰσε νά χαρακτηριστεί δουλεία. Ή κρίση άνέδειξε έναν άναμορφωτή μέ μοναδική άνθρωπιά, τόν Σόλωνα, #ού ή προσωπικότητά του μάς εϊναι γνωστή ά πό τά α^οσπάσματα ποιημάτων του πού μάς διασώθηκαν. Διορί στηκε άνώτατος άρχοντας τό 594 μέ άποστολή νά συμφιλιώσει τις άντιμαχόμενες τάξεις. Οί λεπτομέρειες σηκώνουν πολλή συζήτηση, άλλά ό Σόλων εϊναι βέβαιο δτι άπάλλαξε τούς φτωχούς άπό τά χειρότερα βάσα νά τους, καί κατάργησε έκτοτε τή δουλεία γιά χρέη [«σεισά χθεια»]. ’Από πολιτική πλευρά ή μεγαλύτερη αλλαγή του ήταν δτι καθιέρωσε ένα σύστημα τεσσάρων κοινωνικών τάξεων, δια βαθμισμένων άν άλογα μέ τά είσοδήματά τους.1 Τά διάφορα δη μόσια λειτουργήματα τά άσκοΰσαν μόνο οί υψηλότερες τάξεις· ή χαμηλότερη ταξη ςιχε μόνο τό δικαίωμα ψήφου στήν εκκλησία τοΰ δήμου, που λειτουργούσε και ώς έφετεΐο γιά τις άποφάσεις τών άρχοντων 'Η άνοιχτή καθιέρωση τοΰ πλούτου μάλλον και όχι τής καταγωγής ώς πηγής πολιτικών προνομίων ήταν μεταβολή σύμφωνη μέ τό πνεΰμα τής έποχής, άλλά οί μεταρρυθμίσεις τοΰ 1. [Έ κ τιμημάτων πολιτεία , τιμοκρατία.]
101
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σόλωνα δέν άπέτρεψαν τήν εγκαθίδρυση τυραννίας στήν Αθήνα, άν καί ενδέχεται νά τήν καθυστέρησαν. Καί πάντως ή εγκαθίδρυ σή της δέν ήταν εύκολη* μόνο στήν τρίτη του άπόπειρα, λίγο μετά τό 550, σταθεροποίησε ό Πεισίστρατος τήν έξουσία του, μιά έξου σία πού τήν άσκησε ήπια καί τήν παρέδωσε τό 527 στό γιό του 'Ιππία. Βάση τής τυραννίας υπήρξε ή άνάγκη νά περιοριστούν οί συγκρούσεις στό εσωτερικό τής άρχουσας τάξης. "Οταν δ ' Ιππίας έκδιώχθηκε μέ σπαρτιατική βοήθεια τό 510, ξέσπασαν πάλι οί ΐδιες συγκρούσεις, ώσπου τό 507 έ'νας άπό τούς άντιμαχομένους, ό Κλεισθένης, ό δεύτερος μεγάλος πολιτικός μεταρρυθμιστής τής Αθήνας, «προσεταιρίστηκε τό λαό», γιά νά χρησιμοποιήσουμε τή φράση τοΰ Ηροδότου. Ά πό τά άποτελέσματα βλέπουμε δτι ή άλλαγή αύτή ήταν πραγματική καί βαρυσήμαντη, αλλά οί μηχανισμοί της δέν είναι έντελώς έμφανεΐς. Στά μάτια τών Ελλήνων ή βασική μεταρρύθ μιση ήταν ή μετάβαση άπό τό σύστημα τών τεσσάρων φυλών, πού βασιζόταν στή συγγένεια, στό σύστημα τών δέκα νέων φυλών, πού άρχικά βασιζόταν σέ γεωγραφική διαίρεση (βλέπε 5ο κεφά λαιο). Άλλά, ένώ μποροΰμε νά κατανοήσουμε τήν έπίδραση πού άσκησε ή άλλαγή αύτή στή στρατιωτική οργάνωση καί στήν πο λιτική διοίκηση, δέν είναι τόσο εύκολο νά άντιληφθοΰμε μέ ποιόν τρόπο βοήθησε νά δοθεΐ πραγματική πολιτική δύναμη στό λαό. Τήν άπάντηση πιθανότατα πρέπει νά τήν άναζητήσουμε στό ρόλο πού είχε δοθεί στή μικρότερη άπό τίς ύποδιαιρέσεις τοΰ Κλεισθέ νη, δηλαδή τούς δήμους τής Αττικής. Οί περισσότεροι δήμοι βα σίστηκαν σέ ύπάρχοντα χωριά (δήμους), άν καί οί δήμοι μέσα στήν πόλη τής Αθήνας πρέπει νά ήταν πλασματικοί. Είχαν τή δι κή τους τοπική αύτοδιοίκηση, καί έπίσης πρότειναν ύποψηφίους ώς μέλη τής βουλής καθώς καί γιά άλλα άξιώματα. 'Η πολιτική δράστηριοποίηση τοΰ κοινοΰ άνθρώπου μέσα στή δική του μικρή τοπική κοινωνία τόν ένθάρρυνε νά διαδραματίσει πιό άποφασιστικό ρόλο στήν πολιτική τοΰ κράτους. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μεταβολή τοΰ πνεύματος μέ τό όποιο λειτουργούσαν οί άθηναϊκοί θεσμοί. Άργότερα, επι κράτησε ή πεποίθηση δτι ό Σόλων ήταν ό συνειδητός δημιουργός τής άθηναϊκής δημοκρατίας* αύτό βέβαια άποτελεΐ παραμόρφωση τής άλήθειας, άπό τήν άποψη δτι θά ήταν άδύνατο νά είχε περάσει άπό τό νοΰ ένός μεταρρυθμιστή τών αρχών τοΰ 6ου αιώνα κάτι 102
ΔΙΑΓΡΑΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
πού νά μοιάζει μέ άναπτυγμένη δημοκρατία. Είναι δμως άλήθεια δτι δ Σόλων δημιούργησε τό θεσμικό πλαίσιο μέσα στό όποιο μπόρεσε νά άναπτυχθεΐ ή δημοκρατία, ενα πλαίσιο πού οί τύραν νοι τό άφησαν άθικτο. Είναι έπίσης άλήθεια δτι τά περιορισμένα δικαιώματα πού έ'δωσε ό Σόλων στίς χαμηλότερες τάξεις ύπήρχε ή δυνατότητα νά έπεκταθοΰν, ιδιαίτερα (δπως τονίζει ό Αριστο τέλης) τό δικαίωμά τους νά μετέχουν ώς δικαστές σέ έφετεΐο.1 Ή τυραννία, καταργώντας τις διενέξεις τών εύγενών και τών πλου σίων, ύπολόγιζε στή λαϊκή υποστήριξη, ή τουλάχιστον στήν αρνητική υπόθεση δτι ό λαός δέν θά υποστηρίξει κανένα είδος αντεπανάστασης —υπόθεση πού βγήκε άληθινή ώς τό τέλος τής τυραννίδας τοΰ "Ιππία. "Όταν ξανάρχισαν οί φιλονικίες τής άρχουσας τάξης τό 510, ειχε πιά άνδρωθεΐ μιά νέα γενιά πού δέν επιθυμούσε νά βλέπει τέτοιαν άναταραχή ούτε νά κινητοποιείται πότε μέ τή μιά μερίδα καί πότε μέ τήν άλλη. 'Η δημοτικότητα τών μεταρρυθμίσεων τοΰ Κλεισθένη εγκειται στό γεγονός δτι τό σύστημά του έξασφάλιζε ούσιαστική συμμετοχή τοΰ μέσου δημό τη στά κοινά, μιά συμμετοχή πού δέν ήταν συναρτημένη μέ τήν ένταξή του σέ κάποια άριστοκρατική φατρία ή στηριγμένη στήν προστασία κάποιου τυράννου. Ό Κλεισθένης υπονόμευσε καί μέ άλλους τρόπους τήν τοπική έπιρροή τών εύγενών, καί οί περιστά σεις τόν βοήθησαν, δταν ό άντίπαλός του ’Ισαγόρας ταυτίστηκε μέ μιά έπέμβαση τών Σπαρτιατών στά εσωτερικά τής Αθήνας. ’Απέμενε βέβαια νά γίνουν πολλά, ώσπου ή άθηναϊκή δημοκρατία νά πάρει τήν έξελιγμένη μορφή πού γελοιογράφησε ό Αριστο φάνης καί τήν όποια δέν είχε σέ καμιά ύπόληψη ό Πλάτων, άλλά ^ ή μεταρρύθμιση τοΰ Κλεισθένη τό 507 άποτελεΐ βήμα άποφασιστικό. Ό ' Ηρόδοτος εχει δίκιο δταν τόν άποκαλεΐ ιδρυτή τής άθηναϊκής δημοκρατίας. "Ένα νέο στοιχείο έ'χει τώρα μπει στήν έλληνική πολιτική γε νικά. Τό κυριότερο πρόβλημα τοΰ 6ου αιώνα έξακολουθοΰσε νά είναι ή τυραννία* πρός τά τέλη τοΰ αιώνα ή Σπάρτη είχε άποκτήσει τή φήμη δτι ήταν ό μεγάλος άντίπαλός αύτοΰ τοΰ συστήματος σέ τέτοιο βαθμό, ώστε ό "Ηρόδοτος καί ο Θουκυδίδης νά θεωροΰν τήν άντιπαράταξή της έναντίον τής τυραννίας γεγονός διαπιστω μένο —άν καί, έκτός άπό τή γνωστότατη έκδίωξη τοΰ "Ιππία άπό *
1. [Τήν «Ηλιαία».]
103
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τήν Αθήνα, δέν μπορούμε νά βρούμε πολλούς τυράννους πού πράγματι νά τούς άνέτρεψε. Στό σπαρτιατικό σύστημα υπήρχαν στοιχεία πού σαφώς δέν ήταν γιά εξαγωγή, άλλά ή Σπάρτη, έχον τας έναν τόσο μεγάλο άριθμό πολιτών πού ήταν θεωρητικά ίσοι, μποροΰσε νά εμφανίζεται ώς υπερασπιστής τής συνταγματικής διακυβέρνησης, άντίθετη πρός τούς μονάρχες πού δέν άφηναν περιθώριο γιά ισότητα τών πολιτών μέσα στήν ίδια τους τήν πό λη. Ελάχιστες άμφιβολίες χωροΰν δτι αύτή ή γραμμή προπαγάν δας βοηθοΰσε τή Σπάρτη νά έπεκτείνει τίς συμμαχίες καί τήν ε πιρροή της. Άλλά τόν 5ο αιώνα ή τυραννία έπαψε γιά ενα διάστη μα νά άποτελεΐ συνεχή κίνδυνο στις πόλεις τής νότιας Ελλάδας. Μέ τήν εμφάνιση τής συνειδητής δημοκρατίας, τό επίκεντρο τής διαμάχης μετατοπίστηκε σέ μιά περιοχή δπου ή Σπάρτη μόνο ώς συντηρητική ή άντιδραστική μποροΰσε νά θεωρηθεί: στήν άντίθεση άνάμεσα στήν ολιγαρχία καί τή δημοκρατία. Είναι άπίθανο κάποια κοινωνική τάξη στήν Αθήνα νά απο κλείστηκε ποτέ επίσημα άπό τή λαϊκή συνέλευση τής πόλης* ώστόσο ό Σόλων έξακολουθοΰσε νά πιστεύει δτι μέ τόν καιρό θά εμφανίζονταν οί «ήγέτες τοΰ λαοΰ» [δημαγωγοί], πού θά τόν κατεύθυναν στις έπιλογές του. Σέ πολλά μέρη, άπό παράδοση άπλώς καί άπό συνήθεια, μιά περιορισμένη τάξη μποροΰσε νά έχει κρατήσει τή διακυβέρνηση στά χέρια της περισσότερο καιρό καί πιό άποτελεσματικά. Έκτος άπό τή Σπάρτη, γνωρίζουμε καί ο ρισμένες άλλες περιπτώσεις δπου τά πλήρη πολιτικά δικαιώματα τών πολιτών ήταν κληρονομικά κατά τήν κλασική περίοδο. Είναι γνωστό δτι γενικά σέ πολλές μεταγενέστερες ολιγαρχίες ύπήρχε ό θεσμός ή άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων νά έξαρταται άπό τήν κατοχή μιας ορισμένης περιουσίας, άν καί τό παλαιότερο σχετικό παράδειγμα πού έχουμε είναι τό καθεστώς πού επέβαλε στά μέλη της τό 446 ή Βοιωτική Συμμαχία. Σέ πολλές ολιγαρχίες τής κλα σικής περιόδου ό περιορισμός τής πλήρους άσκήσεως τών πολιτι κών δικαιωμάτων είναι πιθανό νά πήρε σαφή καί έπίσημη μορφή μόνο δταν έκδηλώθηκε άντίδραση στή δημοκρατική άπαίτηση νά έχουν δλοι οί ελεύθεροι ένήλικες πολίτες τό δικαίωμα νά ψηφί ζουν. Ό χι βέβαια δτι στήν Αθήνα παρακολουθοΰσαν ταχτικά τίς συνεδρίες τής έκκλησίας τοΰ δήμου περισσότεροι άπό ένα μικρό ποσοστό (σέ έποχή πού μπορεΐ νά ύπήρχαν άκόμη καί 45 χιλιά δες πολίτες μέ δικαίωμα ψήφου, σπάνια άσκοΰσαν αύτό τό δι 104
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
καίωμα περισσότεροι άπό 5 ώς 6 χιλιάδες), άλλά εϊναι βέβαιο οτι τις παρακολουθούσαν άνθρωποι άπό δλες τις τάξεις. 'Η άρχή δτι κανένας δέν έπρεπε νά στερείται αύτό τό δικαίωμα άποτελοΰσε τα θεμέλιο τής δημοκρατικής έλευθερίας καί ισότητας. Ή άρχή αύτή λειτούργησε μέ τήν πιό δυναμική της μορφή* έξαιτίας τής αιφνίδιας καί θεαματικής άνόδου τής Αθήνας σέ με γάλη δύναμη. Έκτός άπό δλες τις άλλες πηγές πλούτου πού διέ θετε, ύπήρχαν καί τάμεταλλεΐα άργύρου στή νοτιανατολική γω νιά τής ’Αττικής,^στό Λαύριο, καί στίς άρχές τοΰ 5ου αιώνα εγινε ή άνακάλυψη καί άρχισε ή έκμετάλλευση μιας νέας φλέβας τοΰ πολύτιμου αύτοΰ μετάλλου. Ό Θεμιστοκλής μερίμνησε ώστε ή άναπάντεχη αύτή πηγή πλούτου νά διατεθεί γιά τή ναυπήγηση στόλου άπό διακόσια πλοία —άριθμός δίχως προηγούμενο. Ό Θεμιστοκλής καί πάλι ήταν ό κυριότερος συντελεστής τής ναυτι κής νίκης στή Σαλαμίνα τό 480, καί —παρόλο πού οί έπεκτατικές προσπάθειες ήταν έξαιρετικά έπίπονες— ή ’Αθήνα βγήκε άπό τόν πόλεμο κατά πολύ ισχυρότερη καί μέ αύτοπεποίθηση περισσότε ρη άπό πριν,. Τόν ΐδιο καιρό ή Σπάρτη, πού ή οργάνωση καί οί παραδόσεις της δυσκόλευαν πολύ τόν ήγετικό της ρόλο σέ έναν πόλεμο πού είχε τώρα μεταφερθεΐ κυρίως στή Μικρά 5Ασία καί στήν Ανατολική Μεσόγειο, άρνήθηκε νά συμμετάσχει παραπέρα στόν άγώνα έναντίον τής Περσίας. 'Η ατίμωση τοΰ προσώπου τοΰ Παυσανία, τοΰ νικητή τών Πλαταιών, μείωσε τό γόητρο τής Σπάρτης άκόμη περισσότερο: έτσι, άπροσδόκητο έπακόλουθο τής έπιτυχημένης ήγεσίας της τό 480 ήταν δτι άποσύρθηκε έντελώς μέσα στά δρια τής Πελοποννήσου, δπου εϊχε νά αντιμετωπίσει κλίμα έντονης δυσαρέσκειας. Ή ’Αθήνα στό μεταξύ έμφανίστηκε στό προσκήνιο ώς όργανώτρια καί ήγέτιδα μιας νέας ναυτι κής συμμαχίας, τής Συμμαχίας τής Δήλου, πού εϊχε ώς πρό γραμμα τήν άπελευθέρωση τών Ελλήνων τής Ανατολής καί τή συνέχιση τοΰ πολέμου μέ τήν Περσία. 'Η Συμμαχία αύτή κάλυπτε μιά περιοχή εύρύτερη άπό κά θε άλλη φορά* έπιπλέον, οί συνθήκες τοΰ ναυτικοΰ πολέμου έπέβαλλαν ένα διαφορετικό εϊδος έλέγχου τών συμμάχων. Οί σύμ μαχοι τής Σπάρτης ήταν μαθημένοι σέ πόλεμο στήν ξηρά μέ τόν καθιερωμένο τρόπο, δηλαδή μέ σύντομες έκστρατεΐες πού τις έπιχειροΰσαν τά σώματα οπλιτών τών πόλεων, παίρνοντας μα ζί τους τά τρόφιμά τους καί χωρίς νά χρειάζονται τίποτε άλ105
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λο παρά μόνο αύτό. Ό ναυτικός πόλεμος σήμαινε κατασκευή πλοίων, μισθοδοσία καί τροφοδοσία κωπηλατών* ή Συμμαχία τής Δήλου άπό τήν άρχή άπαιτοΰσε γενναίες οικονομικές εισφορές τών μελών της. Άλλά δσο περνούσε ό καιρός, οί πιό πολλοί άπό τούς συμμάχους τό έβρισκαν βαρύ νά στέλνουν τά πλοία καί τούς άνδρες τους στις εκστρατείες τής Συμμαχίας, καθώς μάλιστα ή τυπικά συμμαχική δύναμη μεταβαλλόταν ολοένα καί περισσότε ρο σέ άθηναϊκό ναυτικό, πού τό χρηματοδοτούσαν οί συμμαχικές εισφορές. Μέ αύτό τόν τρόπο ή δυσαναλογία σέ δύναμη αύξανόταν, καί οί σύμμαχοι τής Αθήνας ήταν στήν πραγματικότητα άφοπλισμένοι* άντίθετα, στήν Πελοποννησιακή Συμμαχία ή Σπάρ τη εξακολουθούσε νά χρειάζεται συμμάχους μέ ικανό στρατό, καί έ'τσι οί εύκαιρίες νά έπεμβαίνει στις έσο^τερικές υποθέσεις τών συμμαχικών πόλεων ελαττώθηκαν άπό τήν άποψη αύτή. 'Η Αθήνα χρησιμοποιούσε τή δυσανάλογα μεγάλη δύναμή της, καί γύρω στά μέσα τοΰ 5ου αιώνα ή Συμμαχία είχε μεταβληθ^ΐ σέ αύτοκρατορία, πού ήταν ύποχρεωμένη νά τηρεί δλα τά ψηφί σματα πού άποφάσιζε νά έγκρίνει ή άθηναϊκή έκκλησία τοΰ δή μου. Στις περισσότερες συμμαχικές πόλεις έγκαταστάθηκαν άθηναΐοι άρχοντες, οί νομικές ύποθέσεις πού συνεπάγονταν τίς βαρύ τερες ποινές παραπέμπονταν σέ άθηναϊκά δικαστήρια, ή γή δη μευόταν (συνήθως μετά άπό κάποια άποστασία) καί δινόταν μέ κλήρο σέ άθηναίους άποίκους [ κληρούχοι], καί άλλα πολλά. Αύτές οί έξελίξεις, καθώς καί ή χρησιμοποίηση συμμαχικών χρημάτων γιά τήν άνέγερση ναών στήν Αθήνα, δημιούργησαν ήθικά προ βλήματα σέ μερικούς άπό τούς συγχρόνους: άπασχόλησαν τό δυ νατό καί άνήσυχο μυαλό τοΰ Θουκυδίδη, καί συζητήθηκαν πολύ στή δεκαετία 360-350, τότε πού ή δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία (βλέπε παρακάτω) είχε άρχίσει νά διαλύεται. ’Ίσως επειδή τό θέμα αύτό άπασχολούσε τούς ίδιους τούς Έλληνες, ό άθηναϊκός ιμπεριαλισμός συνεχίζει άκόμη νά έπισύρει τήν ήθική καταδίκη, πολύ περισσότερο άπό δσο τήν επισύρουν συνήθως οί μεγάλες δυ νάμεις πού έχουν εκμεταλλευτεί τίς εύκαιρίες πού τούς παρουσιά στηκαν. Άσφαλώς οί Αθηναίοι δέν ήταν πάντοτε άπόλυτα δί καιοι ή συνετοί, οσο εΰλογες καί άν εΐναι οί δικαιολογίες πού μποροΰν νά βρεθοΰν γιά ορισμένες πράξεις τους. ’^Ηταν, λόγου χάρη, λογικό στήν άρχή άρχή νά θέλουν νά προλάβουν τήν άποστασία τής νήσου Νάξου, γιατί άν κάθε μέλος ήταν ελεύθερο νά παραβαί 106
ΔΙΑΓΡΑΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
νει τίς ένορκες υποχρεώσεις του, ή Συμμαχία σύντομα θά ειχε πάψει νά προσφέρει όποιαδήποτε προστασία άπέναντι στήν Περσία. Άλλά διατυπώθηκαν επικρίσεις δτι οί δροι πού έπέβαλαν στή Νάξο, δταν κατέστειλαν τήν άπόπειρα άποστασίας της, ήταν άδικαιολόγητα σκληροί καί σήμαιναν σχεδόν πλήρη ύποδούλωση τοΰ •νησιού. Τά ίδια ισχύουν καί γιά πολλές άλλες καταπιεστικές ενέρ γειες, γιά τίς όποιες ή άθηναϊκή έκκλησία τοΰ δήμου μποροΰσε νά βρίσκει δικαιολογίες ικανοποιητικές γιά έκείνη, δχι δμως γιά δλο τόν ύπόλοιπο κόσμο. Αύτά χρειάζεται νά τά δει κανείς μέ τήν κατάλληλη προοπτι κή, καί ιδιαίτερα σέ σχέση μέ τήν κατάσταση στήν Ελλάδα καί μέ τήν ιδεολογική σύγκρουση άνάμεσα στή δημοκρατία καί στήν ολιγαρχία. Άποτελεΐ κοινό τόπο δτι ή Αθήνα ένθάρρυνε παντοΰ τά δημοκρατικά πολιτεύματα, καί ή Σπάρτη τά ολιγαρχικά* καί παρόλο πού ύπήρχαν έξαιρέσεις, αύτός ήταν ό κανόνας. 'Η επιβο λή δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν πράξη τυραννίας γιά δσους φοβούνταν καί δέν εμπιστεύονταν τό λαό, γενικά γιά τίς εύπορες τάξεις, τούς άνθρώπους δηλαδή πού πλήρωναν ούσιαστικά τίς συ νεισφορές πού είσέπραττε ή Αθήνα* άλλά στις άνήμπορες νά άκουστοΰν χαμηλότερες τάξεις ή άθηναϊκή κυριαρχία μποροΰσε τουλάχιστον νά προσφέρει προστασία άπό τούς ντόπιους ολιγαρ χικούς. Δέν υπάρχει βέβαια άμφιβολία δτι οί κάτοικοι τών μικρό τερων πόλεων, δημοκρατικοί καί ολιγαρχικοί, θά προτιμούσαν, άν τούς ήταν έφικτό, νά ρυθμίζουν μόνοι τους τίς ύποθέσεις τους, έχοντας τήν πλήρη άνεξαρτησία στήν όποια ήταν μέ τόσο πάθος προσηλωμένοι δλοι οί "Ελληνες* άλλά τό ιδανικό δέν ήταν δυνατό νά πραγματοποιηθεί σέ εναν κόσμο δπου δέσποζε ό άνταγωνισμός άνάμεσα στήν Αθήνα καί τή Σπάρτη, καί δπου καθεμιά τους ήταν πάντοτε πρόθυμη νά απαλλάξει τίς μικρές πόλεις άπό ενα καθεστώς πού θά ήταν άρεστό στήν άλλη. Αρκετό διάστημα μετά τούς περσικούς πολέμους οί δυο μεγά λες πόλεις εζησαν μέ σχετική ομόνοια. Ή Αθήνα ειχε στρέψει τήν προσοχή της στή συνέχιση τοΰ πολέμου κατά τής Περσίας στήν Ά σία, δπου είχαν σημειωθεί μερικές άξιόλογες έπιτυχίες* ή Σπάρτη ήταν άπασχολημένη μέ τά δικά της προβλήματα μέσα στήν Πελοπόννησο. Άλλά, δσο αύξανόταν ή δύναμη τής Αθήνας, τόσο τό βάρος της γινόταν ολοένα καί πιό αισθητό στόν έλληνικό κόσμο —ό πόλεμος κατά τής Περσίας τελικά ξεθύμανε καί εκλει107
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σε μέ μιά επίσημη συνθήκη τό 4491— ένώ, καθώς ή δύναμη τής Σπάρτης άνέβαινε καί πάλι, ήταν άναπόφευκτο νά προστρέχουν σ’ αύτή γιά βοήθεια δλα τά θύματα τής άθηναϊκής έπιθετικότητας. Στόν πόλεμο πού ξέσπασε λίγο μετά τό 460 άνάμεσα στήν ’Αθήνα καί τούς πιό κοντινούς γείτονές της άναμίχθηκε τελικά καί ή Σπάρτη. 'Η ειρήνη πού έθεσε τέρμα σ’ αύτό τόν πόλεμο το 4462 διάρκεσε μόνο τά μισά άπό τά τριάντα χρόνια γιά τά όποια, συνομολογήθηκε. Αύτό τό διάλειμμα τής σχετικής ήρεμίας (446-432), πριν άπο τήν έκρηξη τοΰ μεγάλου Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, ήταν περίο δος μεγάλων έλπίδων γιά τήν ’Αθήνα, ή έποχή πού ό Περικλής κυριάρχησε στήν άθηναϊκή πολιτική σκηνή. Πάνω στήν Ακρό πολη χτίστηκαν ό Παρθενώνας καί τά Προπύλαια, καί σέ άλλαμέρη πολλά άλλα οικοδομήματα, ύπό τήν επίβλεψη τοΰ Περικλή, ό όποιος είχε βασικό συνεργάτη του τό γλύπτη Φειδία. Ό Σοφο κλής ειχε φτάσει ΐσως στό κορύφωμα τής μακροχρόνιας στα διοδρομίας του, ένώ ό Εύριπίδης μόλις άρχιζε νά γράφει τή μεγά λη σειρά τών πολυσυζητημένων έργων του. Ό Πρωταγόρας άπο τά Άβδηρα καί τά άλλα μέλη τής ομάδας πού λέγονταν «σοφι στές» συνέρρεαν στήν ’Αθήνα, πού ήταν ό «φυσικός τους χώρος», καί ή πόλη ειχε γίνει «τό σχολείο τής Ελλάδας» [τής Ελλάδος παίδενσις], σύμφωνα μέ μιά έκφραση πού ό Θουκυδίδης αποδίδει στόν Περικλή. Ό Περικλής έπαιξε έπίσης πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετατροπή τής Αθηναϊκής Συμμαχίας σέ αύτοκρατορία μέ μεγάλη συνοχή, καί προφανώς αύτός ήταν ό κύριος υπεύθυνος τής οίκειοποίησης άπό τήν ’Αθήνα τών συσσωρευμένων άποθεμάτων άπό τις χρηματικές εισφορές τών συμμάχων. Παρά τις δαπάνες για τήν άνέγερση τών μεγάλων οικοδομημάτων, τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ συμμαχικοΰ ταμείου ήταν άθικτο τό 431, καί ή ’Αθήνα μπήκε στόν πόλεμο πού έπακολούθησε έχοντας στή διάθεσή της μεγάλα οικονομικά άποθέματα —περίπτωση μοναδική στήν ελ ληνική ιστορία. Οί δυο τόσο διαφορετικές καί ισχυρές πόλεις δέν ήταν εύκολο νά συνυπάρξουν στήν Ελλάδα, καί ό πόλεμος πού ξέσπασε τό 431 άνάμεσα στήν Αθήνα καί στήν Πελοποννησιακή Συμμαχία —τό θέμα τής 'Ιστορίας τοΰ Θουκυδίδη— ήταν πάνω άπό δλα άναμέ1. [«Καλλίειος» ή «κιμώνειος» ειρήνη.] 2. [Τριακοντούτεις σπονδαί.]
108
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
τρηση δυνάμεων γιά τήν κυριαρχία τής Ελλάδας. "Οπως τό είδε ό Θουκυδίδης, «ή άνοδος τής αθηναϊκά δύναμτ)^ άνησύντησε τούς Σπαρτιάτες καί τούς”εξανάγκασε σέ πόλεμο». Δέν πρέπει πάντως νά άγνοούμε καί τόΊυιδεολογικό.) παράγοντα, τή σύγκρουση άνά μεσα στά δυο ιδεώδη/τ!^ ήμοκρατία καί τήν ολιγαρχία. 'Η σύγ κρουση αύτή εΐχε συγκεκριμένες πρακτικές επιπτώσεις στήν εξέ λιξη τοΰ πολέμου, εξασφαλίζοντας ύποστηριχτές τής Σπάρτης ά νάμεσα στούς πλουσίους τών πόλεων πού ήταν υποτελείς στήν 5Α θήνα, καθώς καί μιά μερίδα πού συμπαθοΰσε τήν ’Αθήνα άνάμε σα στις χαμηλότερες τάξεις τών άντιπάλων ολιγαρχικών πόλεων άλλά ή σημασία αύτών τών τελευταίων ήταν γενικά λιγότερο άποφασιστική, γιατί δέν συμπεριλαμβάνονταν στούς στρατεύσι μους. 'Η μεγάλη διάρκεια τοΰ πολέμου, 27 ολόκληρα χρόνια μέ μιά μικρή μόνο διακοπή ύστερα άπό τή συμβιβαστική Ειρήνη τοΰ Νικία τό 421, όφειλόταν έν μέρει στά ισχυρά αισθήματα δυσαρέ σκειας πού προκαλοΰσε ή προσπάθεια τής Αθήνας νά διατηρήσει τήν έξουσία της, κυρίως δμως όφειλόταν στή δυσκολία πού είχαν οί δυο εμπόλεμοι νά προχωρήσουν σέ άποφασιστική αναμέτρηση. Γιατί ουτε ή δύναμη τής Πελοποννησιακής Συμμαχίας στήν ξηρά μποροΰσε νά διακόψει τόν θαλάσσιο άνεφοδιασμό τής Αθήνας, ούτε τό ναυτικό^τής Αθήνας μποροΰσε νά πλήξει τΙς πηγές άνεφοδιασμοΰ τοΰ έχθροΰ στήν ξηρά. 'Η Αθήνα προσπάθησε νά ξεφύγει άπό τό άδιέξοδο αύτό, επιχειρώντας τή μεγάλη φιλόδοξη εκστρατεία τοΰ 415 στή Σικελία, τής όποίας τά σιτηρά έξάγονταν κυρίως στήν Πελοπόννησο. 'Η πανωλεθρία τοΰ άθηναϊκοΰ έκστρατευτικοΰ σώματος τό 413 οροθετεί μιά άποφασιστική καμπή γιά τήν έκβαση τοΰ πολέμου, τό τέλος τής άθηναϊκής κυριαρχίας στή θάλασσα. Παρ’ δλα ταΰτα ή Αθήνα ναυπήγησε νέο στόλο καί συνέχισε τόν άγώνα μέ εκπληκτική επιμονή* ό πόλεμος τελείωσε τό 404, μόνο δταν στάλθηκε περσική βοήθεια στόν πελοποννησιακό στόλο, πού εξασφάλισε έ'τσι τόν έλεγχο τοΰ Ελλησπόντου καί άπέκοψε τόν άνεφοδιασμό τής Αθήνας άπό τή σημερινή νότια Ρωσία. Οί ύλικές ζημιές ήταν τεράστιες. Οί πελοποννησιακές στρα τιές είχαν έρημώσει τήν ύπαιθρο τής Αττικής μέ επιδρομές πού άρχικά ήταν σύντομες καί μετά τό 413 είχαν άφετηρία ενα οχυ ρωμένο φρούριο στά βόρεια τής Αθήνας.1 Στήν πρώτη φάση τοΰ 1. [Στή Δεκέλεια.]
109
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πολέμου ύπέφεραν πολύ καί τά Μέγαρα άπό άθηναϊκές έπιδρομές, ένώ ή Κόρινθος, ναυτική δύναμη πού δεινοπάθησε άπό τις άθηναϊκές έπιθέσεις, δέν κατάφερε νά άνακτήσει ποτέ τήν προη γούμενη δύναμή της. Δέν ήταν λιγότερο σημαντική καί ή ψυχο λογική φθορά, ιδιαίτερα στήν Αθήνα, δπου ή μακροχρόνια έντα ση τοΰ πολέμου έκδηλώθηκε σέ μιά έκρηξη υστερίας γιά μερικές πράξεις ιεροσυλίας τό 415, στή σύντομη ολιγαρχική έπανάσταση τών Τετρακοσίων τό 411 καί στήν άνορθόδοξη δίκη καί έκτέλεση έξι νικητών στρατηγών τό 406. Μετά τή συνθηκολόγηση τοΰ 404, ή Σπάρτη έπέβαλε μιά δεύτερη ολιγαρχία, τήν ολιγαρχία τών Τριάκοντα. Ακολούθησε έμφύλιος πόλεμος, καί τό φθινόπωρο τοΰ 403 άποκαταστάθηκε ή δημοκρατία χωρίς σπαρτιατική άντίδραση. Τήν πίεση αύτών τών άναστατώσεων πρέπει νά τή λαμβά νουμε ύπόψη, προτοΰ κατακρίνουμε τήν ’Αθήνα γιά τή δίκη καί τή θανάτωση τοΰ Σωκράτη τό 399. 'Η νικήτρια Σπάρτη ειχε τά δικά της έσωτερικά προβλήματα. Ό Λύσανδρος, πού είχε άποκαταστήσει μιά άποδοτική επαφή μέ τούς Πέρσες καί είχε πρωτοστατήσει στή σπαρτιατική νίκη, ή ταν πολιτικός άσυνήθιστα άδίσταχτος. Σέ δσες πόλεις βρίσκον ταν ύπό τόν έ'λεγχό του έγκατέστησε σκληρές όλιγαρ^ί§ς, καί τό σχέδιό του ήταν νά αντικαταστήσει τήν αθηναϊκής αυτοκρατορία μέ μιά πιό έκτεταμένη καί πιό αύστηρά ελεγχόμενη σπαρτιατική αύτοκρατορία, στήν ξηρά καί στή θάλασσα. Άλλά καί στή Σπάρ τη, δπως καί στήν Αθήνα, ύπήρχαν άνθρωποι πού εϊχαν ενδοια σμούς γιά μιά τέτοια άδίσταχτη ιμπεριαλιστική πολιτική. Μιά άπότομη και συνεχιζόμενη μείωση τοΰ άνθρώπινου δυναμικοΰ τής Σπάρτης κατέστησε τήν άνάληψη εκτεταμένων ύποχρεώσεων πιό δύσκολη καί πιό έπικίνδυνη. 'Η λύση πού έπέβαλε ό Λύσανδρος στήν Αθήνα, ή ολιγαρχία τών Τριάκοντα, άποκηρύχθηκε σύντο μα, καί ό ΐδιος έ'χασε γιά ενα διάστημα τήν έπιρροή του. Παρ’ δλα ταΰτα γενική ήταν ή έντύπωση δτι ή σπαρτιατική έπικυριαρχία ήταν ύπερβολικά σκληρή —ή παραδοσιακή πειθαρχία στήν όποια εϊχαν συνηθίσει οί Σπαρτιάτες τούς έκανε νά συμπεριφέρονται μέ άφάνταστη αύταρχικότητα στίς συναλλαγές τους μέ άλλες πό λεις, πού δέν ήταν συνηθισμένες σέ τέτοια πειθαρχία— καί μέσα σέ λιγότερο άπό δέκα χρόνια ή Σπάρτη βρέθηκε πάλι σέ εμπόλε μη κατάσταση (395-387) μέ αντίπαλο μιά συμμαχία πού περι λάμβανε καί τήν άνασυγκροτούμενη δύναμη τής Αθήνας. Έ πι110
ΔΙΑΓΡΑΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
πλέον ή Σπάρτη είχε υποστηρίξει, τό 401 τόν Κύρο τόν Νεότερο στήν προσπάθειά του νά άποσπάσει τόν περσικό θρόνο άπό τόν άδερφό του Άρταξέρξη τόν Β', και άπό τότε είχε έμπλακεΐ σέ έ ναν άκατάστατο πόλεμο μέ τούς πέρσες σατράπες τής Μικρας Άσίας: άλλά τά πράγματα άκολούθησαν τήν ΐδια πορεία δπως καί προηγουμένως, καθώς ή Σπάρτη καί ή Περσία εϊχαν λιγότερους λόγους νά φοβούνται ή μιά τήν άλλη άπ’ δσο τήν Αθήνα, καί τό 387 ή Σπάρτη, άκόμη μιά φορά μέ περσική βοήθεια, έθεσε ύπό τόν έλεγχό της τόν Ελλήσποντο, τή ζωτική πηγή άνεφοδιασμοΰ τής Αθήνας. 'Η ειρήνη πού άκολούθησε βασίστηκε επίσημα σέ δρους πού ύπαγόρευσε άπό τά Σοΰσα ό βασιλιάς τής Περσίας. 'Η «Ειρήνη τοΰ Βασιλέως»1 τοΰ 387 άποτέλεσε τό πλαίσιο τών διακρατικών σχέσεων άνάμεσα στίς ελληνικές πόλεις γιά μιά ολόκληρη γενιά. 'Η νότια Ελλάδα είχε κουραστεί άπό τούς πο λέμους. Ό Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε άπαιτήσει άνευ προ ηγουμένου θυσίες καί είχε προκαλέσει καταστροφές γιά ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα, ένώ ή ήττα τής Αθήνας άποδείχτηκε δτι δέν άποτελεΐ λύση. ’Ήδη στίς άγονες διαπραγματεύσεις πού έγιναν τό χειμα>να τοΰ 392-91 είχε συζητηθεί ή ιδέα μιας ακοινής ειρήνης», μιας ειρήνης πού θά έ'πρεπε νά άγκαλιάζει οχι μόνο τούς τότε άντιπάλους, άλλά καί δλες τις πόλεις-κράτη τής Ελλάδας. Ή Ειρήνη τοΰ Βασιλέως έμελλε νά βασιστεί σ’ αύ τό τό πρότυπο, εξασφαλίζοντας τήν αύτονομία γιά δλες τις πόλεις έξίσου, έκτός άπό τις μικρασιατικές, πού παραχωροΰνταν στή δι καιοδοσία τοΰ πέρση βασιλιά. Αύτή ή εγκατάλειψη τών Ελλήνων τής Ανατολής στή δικαιοδοσία τής Περσίας ήταν χαρακτηριστι κό στοιχείο δλων τών συνθηκών τής Σπάρτης μέ τήν Περσία άπό τό 411 καί έξής —ένα σημείο πού τόνιζαν μέ πάθος οί Αθηναίοι, οί όποιοι είχαν συγκρατήσει τούς Πέρσες μακριά άπό αύτές τις πόλεις γιά εβδομήντα περίπου χρόνια τόν 5ο αιώνα. Γιά τις πό λεις πού κηρύσσονταν ελεύθερες πρόκυπτε άναπόφευκτα τό πρό βλημα τών κυρώσεων πού θά επιβάλλονταν σέ δποιον επιτιθέμενο άπειλοΰσε τήν αύτονομία τους* άλλά οί "Ελληνες δέν άντιμετώπιζαν μέ μεγαλύτερη επιτυχία άπ’ δση τά σημερινά έθνη τή δη μιουργία μηχανισμού γιά τήν έπιβολή τής ειρήνης. Ή νότια Ε λ λάδα άλλωστε ήταν άπό πολύν καιρό εξοικειωμένη μέ τήν ιδέα τής 1. [Ή «άνταλκίδειος» ειρήνη.]
111
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ήγεμονίας μιας δυσανάλογα ισχυρής πόλης πάνω στά άλλα μέλη τής συμμαχίας δπου άνήκε. Τόν 4ο αιώνα ή έκάστοτε κυρίαρχη πόλη θεωρούσε δικαίωμά της νά ερμηνεύει τήν ((αύτονομία» δπως τή συνέφερε. Οί Σπαρτιάτες τό 387 έπέμειναν νά διαλυθεί ή Βοιωτική Συμμαχία έπικαλούμενοι τήν ελευθερία τών πόλεων πού τήν άποτελοΰσαν* οί Θηβαίοι άργότερα διατηρούσαν τή Συμ μαχία τους, άλλά έπέμεναν στήν άνεξαρτησία τής Μεσσηνίας άπό τή Σπάρτη. Δέν συνήλθε ποτέ γενική συνέλευση τών έλληνικών πόλεων ουτε κανένα Συμβούλιο Άσφαλείας δπου θά άντιδικοΰσαν οί ύπερδυνάμεις: στήν κυρίως Ελλάδα δσες φορές επιτεύ χθηκε γενική ειρήνη τήν έπέβαλαν κατακτητές προερχόμενοι άπ’ εξω, Μακεδόνες ή Ρωμαίοι. .Ό επεκτατισμός τής περσικής αύτοκρατορίας πρός τά δυτικά εΐχε σταματήσει μετά τήν άποτυχία τοΰ Ξέρξη νά κατακτήσει τήν Ελλάδα τό 480. Δέν ύπήρχε καμιά άμφιβολία γιά τήν υπεροχή τών έλλήνων οπλιτών άπέναντι σέ όποιαδήποτε άσιατική στρα τιωτική δύναμη θά μποροΰσε νά παραταχθεί έναντίον τους, κα ί' γ ι’ αύτό γινόταν δλο καί πιό συχνή χρήση έλλήνων μισθοφόρων στούς πολέμους μεταξύ τών άνατολικών λαών. 'Η πιό έντυπωσιακή περίπτωση ήταν τό περίφημο σώμα τών Μυρίων, οί όποιοι ακολούθησαν τόν Κύρο στήν έκστρατεία του έναντίον τοΰ άδερφοΰ του τό 401, καί, μετά τό θάνατο τοΰ Κύρου, ξεκίνησαν άπό τή Μεσοποταμία καί περνώντας μέσα άπό άφιλόξενα βουνά κατάφεραν, μέ προσωρινούς ήγέτες, νά φτάσουν ώς τίς ελληνικές πόλεις στήν άκτή τής Μαύρης Θάλασσας —μιά περιπετειώδης πορεία πού τήν περιγράφει τόσο γραφικά ό Ξενοφών στό έ'ργο του *Ανάβασις. Ή επιβίωση καί μόνο τών Μυρίων έ'δειχνε πόσο τρωτή ή ταν ή περσική αυτοκρατορία. 'Υπήρχαν καί άλλα σημάδια άδυναμίας, δπως λ.χ. ή αύξανόμενη τάση τών περσών διοικητών στις έπαρχίες νά άκολουθοΰν δική τους πολιτική* καί ιδιαίτερα ή εξέ γερση τοΰ 404 στήν Αίγυπτο, ή οποία διατήρησε επί εξήντα χρό νια τήν άνεξαρτησία της, έ'χοντας ντόπιους βασιλείς, παρά τίς πο λυάριθμες άντεπιθέσεις, ώς τή σύντομη άνακατάκτησή της άπό τόν Άρτα ξέρξη τόν Γ' τό 343. Τήν κατάκτηση τής Περσίας, ύπό τήν ήγεσία τής μιας ή τής άλλης έλληνικής δύναμης, τήν κήρυσσε άπό καιρό ενας άθηναΐος ρητοροδιδάσκαλος, ό Ισοκράτης, ώς λύ ση τών προβλημάτων στήν Ελλάδα* ώστόσο, ή σκληρή πραγμα τικότητα ήταν δτι ή Περσία έ'λεγχε καί πάλι τίς ελληνικές πόλεις 112
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
τής Ά ν^χολης-,καί έξακολουθοΰσε νά ασκεί επιρροή^τ& ελληνικά πράγματα κάθε άλλο παρά άμελητέα. Αύ^ρ έν μέρει όφειλόταν σέ φό^γΐοΓτδ’τεράστιο άπόθεμα τοΰ άνθρώπινου δυναμικού της, όσοδήποτε καιρό καί άν απαιτούσε ή έπιστράτευσή τοΰ“καΐ'“δσόδή-· ποτε δύσκολη καί άν ήταν ή πειθάρχησή του* πολύ περισσότερο δμως όφειλόταν στόν πλοΰτο-τής αύτοκρατορίας, καί στό γεγονός δτι οί ελληνικές πόλεις είχαν άνάγκη τις περσικές χορηγίες, εΐτε γιά νά διατηρούν στόλο όποιουδήποτε μεγέθους, εΐτε γιά νά πλη ρώνουν τούς μισθοφόρους, πού άρχιζαν νά παίζουν δλο καί μεγα λύτερο ρόλο στούς έσωτερικούς πολέμους τής Ελλάδας. Ή περ σική αύτοκρατορία ειχε έμφανεΐς άδυναμίες καί φαινόταν ΐσως δτι βρίσκεται σέ παρακμή, διατηρούσε δμως άκόμη ύπό τόν έ'λεγχό της μιά άπέραντη έπικράτεια, μεγαλύτερη άπό δση μπόρεσαν νά διατηρήσουν σέ ενότητα οί διάδοχοι τοΰ Αλεξάνδρου. Στίς άρχές τοΰ 4ου αιώνα ή δύναμη πού ειχε ό Διονύσιος τών Συρακουσών άποτελοΰσε κι αύτή έναν παράγοντα στήν έλληνική πολιτική ζωή. Άπό τήν έποχή πού ιδρύθηκαν οί πρώτες δυτικές άποικίες, στό δεύτερο μισό τοΰ 8ου αιώνα, οί "Ελληνες είχαν έξαπλωθεΐ στίς άκτές τής Ιταλίας καί τής Σικελίας, καί στίς άρχές τοΰ 6ου αιώνα εϊχαν φτάσει ώς έκεΐ δπου, δπως άποδείχτηκε, θά ήταν τά μόνιμα δριά τους: στά βόρεια σταμάτησαν λίγο πριν άπό τά δρια τής έτρουσκικής επικράτειας* στή Σικελία δέν είσέδυσαν ποτέ στό δυτικό τρίτο τοΰ νησιού. Στό έσωτερικό τής Σικελίας οί αύτόχθονες Σικελοί καί Σικανοί εϊχαν έν μέρει ύποταχθεΐ καί εϊχαν έπηρεαστεΐ άρκετά άπό τόν έλληνικό πολιτισμό: ή μεγαλύ τερη σέ έκταση ένδοχώρα τών κρατών τής Νότιας Ιταλίας δέν ήταν δυνατό νά άφομοιωθεΐ μέ τόν ΐδιο τρόπο, καί οί ντόπιες φυ λές, δπως συνέβαινε καί μέ τις φυλές τοΰ έσωτερικοΰ τής Θρά κης, μερικές φορές προκαλοΰσαν καταστροφές στίς πόλεις τής άκτής. Οί πόλεις οί ΐδιες άπό ορισμένες άπόψεις άναπτύχθηκαν μέ ρυθμό βραδύτερο άπό τις παλαιότερες πόλεις τής κυρίως Ελλά δας, άλλά ούσιαστικά πάνω στίς ΐδιες γραμμές. Καθώς μάλιστα τό έ'δαφος καί τό κλίμα τους ήταν πιό εύνοϊκό, άπέκτησαν έξαιρετική εύημερία. Τις Συρακοΰσες άρχικά τις κυβερνούσαν γαιοκτήμονες, οί άπόγονοι τών πρώτων οικιστών* ή κατάσταση ήταν πιθανόν παρό μοια καί σέ άλλες πόλεις, καί όδηγοΰσε καμιά φορά σέ τυραννικά καθεστώτα όπως αύτά πού βλέπουμε καί στήν κυρίως Ελλάδα. 8
113
I
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στις άρχέςτοΰ 5ου αιώνα δημιουργήθηκε μιά διαφορετικού είδους στρατιωτική μοναρχία, πρώτα άπό τόν 'Ιπποκράτη τής Γέλας (498-491) καί επειτα άπό τό διάδοχό του, τόν Γέλωνα (490-478). Τό 485 δ Γέλων κυρίευσε τίς Συρακοΰσες, δπου καί έγκατέστησε τήν πρωτεύουσά του, μεταφέροντας σ’ αύτήν τόν μισό πληθυσμό τής Γέλας καί τά μέλη τής άνώτερης τάξης άπό δρισμένες άλλες πόλεις, τίς όποιες κατέστρεψε έντελώς. Ά ν καί ή δύναμή του δέν στηρίχτηκε άρχικά σέ καμιά άπό τίς χαμηλότερες τάξεις, δ Γέ λων κατόρθωσε νά άποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα, νικώντας τήν Καρχηδόνα τό 480 (βλέπε παρακάτω), καί παρέδωσε τή μο ναρχία του στόν άδερφό του Ίέρωνα (478-467)* άλλά μιά εξέγερ ση μετά τό θάνατο τοΰ Ίέρωνα δδήγησε στήν έγκαθίδρυση δημο κρατίας, πού διάρκεσε κάπου εξήντα χρόνια, ώς τό 405 πού άνέβηκε στήν έξουσία δ Διονύσιος. Δέν μάς είναι έντελώς σαφές μέ ποιόν τρόπο τά στρατιωτικά αύτά καθεστώτα, μέ τούς μισθοφορι κούς στρατούς, τίς κατακτήσεις τών γειτονικών πόλεων καί τή μεταφορά πολιτών άπό τή μιά πόλη στήν άλλη, μπόρεσαν νά ση μειώσουν τίς έπιτυχίες πού είχαν στή Δύση. Άσφαλώς ή άντί σταση δέν έ'λειπε, άλλά ή έντονα άντιμοναρχική προκατάληψη τών έλληνικών ιστορικών κειμένων πού σώζονται μάς δυσκολεύει νά σχηματίσουμε σαφή εικόνα. Οί ώδές πού σύνθεσε δ Πίνδαρος γιά τόν Ίέρωνα καί άλλους δέν μάς βοηθοΰν καί πολύ νά κρίνουμε άντικειμενικά. Δείχνουν μάλιστα καθαρά δτι δ πλοΰτος καί ή με γαλοπρέπεια τών τυράννων ξεπερνοΰσαν τόσο πολύ τά ελληνικά δεδομένα, ώστε νά φαίνονται άπό μόνα τους έπικίνδυνα. Ό άγώνας άνάμεσα στούς "Ελληνες καί τούς Καρχηδονίους τόν 4ο αιώνα έκανε τούς μεταγενέστερους ιστορικούς νά θεωρήσουν τήν Καρχηδόνα προαιώνιο εχθρό. Άλλά, στήν πραγματικότητα, φαίνεται δτι πριν άπό τό 500 ή Καρχηδόνα δέν έ'δινε ιδιαίτερη ση μασία στή Σικελία, άν καί οί Καρχηδόνιοι φρόντιζαν νά κρατοΰν τούς άλλους μακριά άπό τίς περιοχές δπου αύτοί κυρίως έμπορεύονταν* έ'θεσαν τέρμα στήν πολλά ύποσχόμενη έπαφή πού είχαν έγκαινιάσει οί Φωκαεΐς τής Ιωνίας μέ τή νοτιοδυτική Ισπανία, καί συμμάχησαν μέ τούς Έτρούσκους έναντίον μιας άποικίας τής Φώκαιας στήν Κορσική στά τέλη τοΰ 6ου αιώνα. 'Η διαμάχη στή Σικελία, πού έ'φτασε τό 480 σέ κρίσιμο σημείο, ήταν διαμάχη κα θαρά έλληνική, κατά τήν όποια οί άντίπαλοι τοΰ Γέλωνα στρά φηκαν στήν Καρχηδόνα ζητώντας βοήθεια. Τό μόνο στοιχείο πού 114
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
θά μπορούσε νά δείχνει δτι οί Καρχηδόνιοι είχαν άπώτερα σχέδια ήταν τό μέγεθος τής στρατιάς πού έστειλαν στή Σικελία μέ ήγέτη τόν Άμίλκα. 'Η στρατιά αύτή νικήθηκε ολοκληρωτικά στήν Ίμέρα άπό τόν Γέλωνα, ό όποιος άπέσπασε τότε άπό τήν Καρχηδόνα μεγάλη πολεμική άποζημίωση* άλλά ό Γέλων δέν προχώρησε ώς τήν έπίθεση έναντίον τών τριών μικρών φοινικικών άποικιών στό δυτικό άκρο τής Σικελίας, πού τίς ειχε τότε ύπό τήν προστασία της ή Καρχηδόνα. Τό 474 ό Ίέρων κέρδισε καί αύτός δόξα νικών τας σέ μιά ναυμαχία στήν Κύμη (κοντά στή Νεάπολη) τούς Έ τρούσκους, πού τήν έποχή έκείνη εϊχαν φτάσει στό μέγιστο τής εδαφικής τους έπέκτασης στήν Ιταλία καί ποτέ πιά δέν έμελλε νά άπειλήσουν τούς "Ελληνες τής Δύσης. Μέσα σέ έβδομήντα χρόνια μετά τό 480 ή Καρχηδόνα έδραίωσε τήν ήγεμονία της στήν Αφρική* καί δταν τό 409 άναμίχθηκε σέ μιά σικελική διαμάχη στέλνοντας πάλι μιά μεγάλη στρατιά, έγινε άμέσως φανερό δτι τά κατακτητικά της σχέδια ήταν εύρύτερα. Ό ήγέτης της, ό Αννίβας (τά ΐδια ονόματα, γνωστά καί άπό τή ρωμαϊκή ιστορία, έπαναλαμβάνονται άπό γενιά σέ γενιά), ήταν έγγονός τοΰ Άμίλκα πού σκοτώθηκε στήν Ίμέρα, καί ή προσω πική του έπιθυμία νά έκδικηθεΐ ΐσως νά έπαιξε σοβαρό ρόλο στή διαμόρφωση τής καρχηδονιακής πολιτικής. Μέσα σέ διάστημα λίγων χρόνων οί ελληνικές πόλεις τής νότιας άκτής ύποτάχθηκαν ή μία μετά τήν άλλη, ύστερα άπό συστηματικές πολιορκίες. Αύτό τελικά έπέσπευσε τή δημιουργία πολιτικής κρίσης στις Συρακοΰ σες, πού κατέληξε στήν έπικράτηση τοΰ Διονυσίου, πρώτα ώς άρχιστρατήγου καί έπειτα ώς τυράννου. Ή έπιβλητική φυσιογνω μία τοΰ Διονυσίου παραμένει γιά μάς αίνιγμα, γιατί τόν γνωρί ζουμε άπό ιστορικές διηγήσεις πού προέρχονται δλες άπό πηγές έχθρικές γι’ αύτόν* καί ή Ιστορία πού γράφτηκε άπό τόν οπαδό του Φίλιστο χάθηκε, έκτος άπό λίγα άποσπάσματα, πού δέν μάς βοηθοΰν καί πολύ. Ό Διονύσιος, ικανός δημαγωγός πού κατηγό ρησε τήν άνώτερη τάξη γιά κακή διαχείριση τοΰ πολέμου, είχε καί ό ΐδιος πλούσιους ύποστηριχτές, άλλά δέν μποροΰμε νά έξακριβώσουμε μέ ποιόν τρόπο άνέβηκε στήν έξουσία. Σχεδόν άμέ σως, τό 405, άναγκάστηκε νά δεχτεί μιά ειρήνη πού παραχωροΰσε τό μεγαλύτερο μέρος τής Σικελίας στήν Καρχηδόνα* άρχισε έ ναν άλλο πόλεμο, καί τό 396 χρειάστηκε νά ύπομείνει μιά πολιορ κία τών Συρακουσών πού παρά λίγο νά άποβεΐ ολέθρια* άλλά στό 115
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
μεγαλύτερο διάστημα τής βασιλείας του οί Καρχηδόνιοι ήταν πε ριορισμένοι στό δυτικό άκρο τοΰ νησιοΰ. 'Η ελληνική περιοχή καί ή ένδοχώρα της βρίσκονταν ύπό τόν άπόλυτο έλεγχο τοΰ Διονυ σίου* άθηναϊκά τιμητικά ψηφίσματα τόν περιγράφουν ώς ((άρχον τα τής Σικελίας». Έπίσης, υπό τόν έλεγχό του ήταν καί.τό κάτω μέρος τής Ιταλίας, μέ συμμαχικές καί εξαρτημένες πόλεις πού έκτείνονταν ψηλά, ώς τό μυχό τής ’Αδριατικής.ΎΗταν μιά στρατιωτική μοναρχία μεγαλύτερη σέ κλίμακα άπό δλες δσες είχαν ως τότε εμφανίστε! στόν έλληνικό κόσμο* καί προφανώς αυτό δέν ήταν άνεξάρτητο άπό τό εξαιρετικό ταλέντο τοΰ Διονυσίου, πού τό έργο του στή διάρκεια τής μακροχρόνιας, σχεδόν σαραντάχρονης, εξουσίας του δείχνει δτι δέν είναι δυνατό νά ύπήρξε άπλώς καί μόνο ένα τέρας, δπως τόν παρουσιάζουν οί έλληνες συγγρα φείς. Ή 5Αθήνα έπανειλημμένα έπιδίωξε τή φιλία τοΰ Διονυσίου, άλλά ή δημοκρατία δύσκολα μποροΰσε νά εϊναι ό φυσικός του σύμμαχος* τήν υποστήριξή του τήν έδινε τακτικά στή Σπάρτη, πού ήταν φιλικά διατεθειμένη άπέναντί του δταν προσπαθοΰσε νά εδραιώσει τήν έξουσία του. Μιά ναυτική μοίρα άπό τις Συρακοΰ σες βοήθησε τή Σπάρτη νά εξασφαλίσει τόν έλεγχο τοΰ Ελλη σπόντου τό 387 και νά έξαναγκάσει έτσι τήν Αθήνα νά δεχτεί τήν Είρήνη^:ταΰ^.ασιλέως* άργότερα, δταν ή ’Αθήνα καί ή Σπάρτη συνασπίστηκαν έναντίον τής Θήβας, ό Διονύσιος έστειλε άρκετές φορές σώματα μισθοφόρων γιά νά τις βοηθήσει. Μετά τό θάνατό του (τό 367) ή αΐγλη τών Συρακουσών μειώθηκε κάπως στή διάρ κεια τής τυραννίδας τοΰ γιοΰ του, Διονυσίου τοΰ Νεότερου. Αύτόν τόν άνέτρεψε τό 357 μιά μικρή δύναμη, τήν οποία μετέφερε άπό τήν Ελλάδα ένας συγγενής του, ό Δίων, φίλος τοΰ Πλάτωνα καί εξόριστος έκείνη τήν έποχή. Παρ’ δλες τις τυμπανοκρουσίες τοΰ Δίωνα δτι ελευθέρωσε τις Συρακοΰσες, τό επεισόδιο αύτό δέν ή ταν παρά μιά ένδοδυναστική διαμάχη γιά τήν έξουσία* ή διαμά χη αύτή συνεχίστηκε μέ μιά σειρά έξουθενωτικές ταραχές, κατά τή διάρκεια τών όποιων ό Δίων καί άλλοι δολοφονήθηκαν, ώσπου τελικά ό Διονύσιος ό Β' κατέλαβε καί πάλι τήν έξουσία. Στό τέ λος άποσύρθηκε, δταν τό 344 άποβιβάστηκε στή Σικελία ένα άλλο μικρό έκστρατευτικό σώμα άπό τήν Ελλάδα μέ έπικεφαλής κά ποιον Τιμολέοντα άπό τήν Κόρινθο, έπειτα άπό πρόσκληση μιας πολιτικής παράταξης τών Συρακουσών. Ό Τιμολέων άπέκτησε 116
ΔΙΑΓΡΑΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
μεγάλη φήμη ώς ενάρετος άπελευθερωτής, άλλά ή άνάπαυλα πού προκάλεσε ή έλευσή του κράτησε πολύ λίγο, καί τή διαδέχτηκαν μιά σειρά τυραννίδες καί πόλεμοι μέ τούς Καρχηδονίους. 'Η πα ράδοση τής αύτονομίας, πού ποτέ δέν εΐχε ριζώσει στή Δύση δσο στήν κυρίως Ελλάδα, έξέλειψε ούσιαστικά. Δέν άξίζει τόν κόπο νά δώσουμε έδώ τό χρονικό τών πολέμων χωρίς άποφασιστική έκβαση πού έγιναν στήν κυρίως Ελλάδα στό διάστημα άπό τήν Ειρήνη τοΰ Βασιλέως τό 387 ώς τή νίκη τοΰ Φιλίππου τής Μακεδονίας στή Χαιρώνεια τό 338. 'Η Σπάρτη εκ μεταλλεύτηκε άδίστακτα τήν πλεονεκτική θέση πού τής είχε έξασφαλίσει ή Ειρήνη τοΰ Βασιλέως, καί ή άντίδραση πού προκάλε σε ήταν τέτοια ώστε ξεπερνοΰσε τίς δυνάμεις της νά τήν καταπνί ξει. 'Η Αθήνα τό 378 συγκρότησε μιά δεύτερη ναυτική συμμα χία, στό καταστατικό τής όποίας έγινε προσπάθεια νά έξαλειφθοΰν τά σφάλματα τής άθηναϊκής ήγεμονίας τοΰ 5ου αιώνα, πού δέν είχαν άκόμη ξεχαστεΐ’ άλλά ή νέα συμμαχία εύδοκίμησε μόνο δσο τά μέλη της ένιωθαν έναν κοινό φόβο γιά τή σπαρτιατική επι θετικότητα. Τό 371 ή Θήβα νίκησε τό σπαρτιατικό στρατό στά Λεΰκτρα. Ό έλληνικός κόσμος συγκλονίστηκε άπό τήν άνατροπή τής δεδομένης άπό καιρό στρατιωτικής ύπεροχής τής Σπάρτης, άλλά ή Σπάρτη εξακολούθησε νά άποτελεΐ κίνδυνο γιά τούς πελοποννήσιους συμμάχους της. Ή άπόπειρα τών Θηβαίων νά επιβά λουν τήν ήγεμονία τους προκάλεσε νέα προβλήματα, χωρίς νά λύ σει τά παλιά, πού τόσον καιρό είχαν ταλαιπωρήσει τήν Ελλάδα. Τό 356 ό Φιλόμηλος, άρχοντας τής Φωκίδας, κατέλαβε τό μαν τείο τών Δελφών, καί μέ τούς θησαυρούς τοΰ ναοΰ χρηματοδότη σε ένα στρατό μισθοφόρων σέ δλη τή διάρκεια τοΰ δεκάχρονου Ίεροΰ Πολέμου πού άκολούθησε, έξασθενίζοντας τή Θήβα καί επιδεινώνοντας τή σύγχυση. Όλα αύτά τά χρόνια, ή μιά συνέλευ ση μετά τήν άλλη προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, νά άποκαταστήσουν γενική ειρήνη. Τήν ΐδια έποχή ό Πλάτων έγραφε στήν Α θή να τά άριστουργήματά του. Μιά άμυδρή ένδειξη τής έπερχόμενης άλλαγής διακρίνουμε στή σταδιοδρομία ένός θεσσαλοΰ τυράννου, τοΰ Ίάσωνα τών Φερών, πού χρησιμοποιώντας κατάλληλα τούς μεγάλους πόρους τοΰ κράτους του κατάφερε, ώς τήν έποχή τής δολοφονίας του στά τέ λη τοΰ 320, νά έμποδίσει τούς Θηβαίους νά έκμεταλλευτοΰν τή νίκη τους στά Λεΰκτρα. Οί διάδοχοί του δμως δέν μπόρεσαν νά 117
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κρατήσουν ενωμένη τή Θεσσαλία. Κανένας παρατηρητής τής έπο χής δέν θά ήταν δυνατό νά μαντέψει δτι έ'νας βασιλιάς τής Μακε δονίας θά πετύχαινε εκεί δπου εϊχε άποτύχει ό Ίάσων, γιατί τό κρυμμένο δυναμικό αύτοΰ τοΰ σκληροΰ ορεσίβιου λαοΰ ήταν ώς τότε άδρανοποιημένο, έξαιτίας τής δικής του καθυστέρησης, τής πίεσης τών Ελλήνων άπό τά νότια καί άγριότερων άκόμη ορεσί βιων φύλων άπό τά βόρεια καί τά δυτικά, καί έξαιτίας τών άτέλειωτων εμφύλιων πολέμων τής βασιλικής του οικογένειας. Ό ικανότατος Φίλιππος, ό όποιος διαδέχτηκε τόν άδερφό του πού σκοτώθηκε σέ μάχη μέ τούς Ίλλυριούς τό 359, άντιμετώπισε μέ δεξιοτεχνία τούς έξωτερικούς καί έσωτερικούς κινδύνους καί δέν άργησε νά δείξει δτι έ'μελλε νά γίνει Ινας άπό τούς ισχυρούς βασι λείς τής Μακεδονίας. Άλλά εϊχαν ύπάρξει καί άλλοι πριν άπό αύτόν* καί ό ελληνικός κόσμος δέν συνειδητοποίησε άμέσως δτι ό Φίλιππος μποροΰσε νά χρησιμοποιήσει διαφορετικά τό οργανω μένο βασίλειό του, πού είχε ένισχυθεΐ άκόμη περισσότερο μετά τήν κατάληψη τών ορυχείων χρυσοΰ καί άργύρου στή Θράκη. Ό Φίλιππος έξασφάλισε πρόσβαση στή νότια Ελλάδα, δταν έ'γινε κύριος τοΰ στενοΰ τών Θερμοπυλών πρός τό τέλος τοΰ 'Ιεροΰ Πο λέμου, πού τόν τερμάτισε μέ τή βία τό 346. Οί άνησυχίες τοΰ Δημοσθένη στήν Αθήνα ήταν δικαιολογημένες: ό Φίλιππος έδει ξε δτι χρειαζόταν πιό πολύ τή συνεργασία καί τό ναυτικό τής Α θήνας παρά τήν υποταγή της, άλλά όποιαδήποτε συμφωνία μέ τήν ισχυρή Μακεδονία θά σήμαινε σέ τελευταία άνάλυση τό τέλος τής πολιτικής δύναμης τής Αθήνας. Αντίσταση δέν ήταν εύκολο νά οργανωθεί. "Οσο ζοΰσε ό Φίλιππος καί άσκοΰσε τήν έξουσία του, κανείς δέν μποροΰσε εύκολα νά τόν πολεμήσει. Πολλές ελληνικές πόλεις πιό πολύ έ'λπιζαν δτι θά έχουν τή βοήθειά του στούς πολέ μους έναντίον τών γειτόνων τους, παρά φοβοΰνταν τήν κυριαρχία του* ή ΐδια ή Αθήνα ήταν άπό καιρό διχασμένη. Στό τέλος, μιά συμμαχία πού τήν άποτελοΰσαν μόνο ή Θήβα καί ή Αθήνα νικήθηκε στή Χαιρώνεια τό 338. Ό Φίλιππος ενοποίησε τότε, ύπό τήν ήγεσία του, τούς έπιφυλακτικούς άκόμη Έλληνες στή Συμ μαχία τής Κορίνθου. Ή ιδέα ένός γενικοΰ πολέμου έναντίον τής Περσίας1 ήταν άπό καιρό οικεία στήν Ελλάδα, χοά πίστευαν δτι ό Ίάσων σχεδίαζε 1. [«Πανελλήνιος ιδέα» ή «πανελλήνιον κήρυγμα».]
118
ΔΙΑΓΡΑΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
εναν τέτοιο πόλεμο τήν έποχή τοΰ θανάτου του. Δέν είναι ξεκαθα ρισμένο πότε άκριβώς ό Φίλιππος άρχισε νά βλέπει τόν πόλεμο αύτόν πρακτικά εφικτό, άλλά οί προετοιμασίες του είχαν προχω ρήσει πολύ καί ειχε ήδη έγκαταστήσει ενα στρατιωτικό προγεφύ ρωμα στή Μικρά Ά σία τό 336, όταν δολοφονήθηκε. Σύμφωνα μέ δλα τά προηγούμενα παραδείγματα, ό θάνατός του θά επρεπε νά έχει δώσει τό σύνθημα γιά τήν έναρξη νέων εμφύλιων πολέμων στή Μακεδονία. Άλλά ό Αλέξανδρος, ό μεγαλύτερος γιος τοΰ Φιλίππου καί ΐσως υποκινητής τής δολοφονίας του, είχε καί τήν ήλικία καί δλες τίς άπαιτούμενες ικανότητες γιά νά γίνει κύριος τής κατάστασης. Μέ σύντομες εκστρατείες πρός τά βόρεια καί τά δυτικά εξασφάλισε τά εξωτερικά του σύνορα καί άφησε τήν Ε λ λάδα κατάπληκτη μέ τήν καταστροφή τών Θηβών. Τό 334 ήταν πιά έλεύθερος νά συνεχίσει τό σχέδιο τοΰ πατέρα του* διέσχισε τόν Ελλήσποντο καί ξεκίνησε μιά κατακτητική εκστρατεία πού διέλυσε τήν περσική αύτοκρατορία καί τόν έ'φερε ώς τά βάθη τής Ινδίας, ώς έκεΐ πού τά στρατεύματά του έδειξαν διάθεση νά τόν άκολουθήσουν. Ή κατάκτηση αύτών τών άπέραντων νέων έδαφών δημιούργη σε νέες προοπτικές γιά τίς έλληνικές πόλεις. Ό ΐδιος ό Αλέξαν δρος δέν χρειαζόταν πιά τά στρατεύματά τους, ουτε τόν ένδιέφερε καί πολύ ή επιδοκιμασία τους. Στή διαμάχη τών διαδόχων του, τών μεγάλων μοναρχιών τής έλληνιστικής έποχής, τό πολιτικό βάρος τών πόλεων τής κυρίως Ελλάδας δέν ήταν μεγάλο, άν καί τό παλιό τους γόητρο έξακολουθοΰσε άκόμη νά έ'χει κάποιο άντίκρισμα* καί ή Ελλάδα έξακολουθοΰσε άκόμη νά άποτελεΐ τήν πη γή τοΰ πολιτισμοΰ. Οί ΐδιες οί πόλεις δέν είχαν άποδεχτεΐ παθη τικά (κάθε άλλο μάλιστα) τή θέση τους σ’ αύτό τόν καινούριο κό σμο. 'Η Αθήνα πολέμησε καί πάλι σκληρά στόν Χρεμωνίδειο Πόλεμο τοΰ 267 έναντίον τοΰ Αντιγόνου Γόνατά τής Μακεδο νίας. Οί έπαναστάτες βασιλείς τής Σπάρτης, ό Ά γ ις ό Δ' καί ό Κλεομένης δ Γ', έπιδίωξαν νά άναβιώσουν τόν παλιό αύστηρό τρόπο ζωής· άλλά οί ικανότητες τοΰ άδίστακτου Κλεομένη, μετά άπό πρόσκαιρους θριάμβους, προκάλεσαν τή συνένωση πάρα πολ λών καί πάρα πολύ ισχυρών εχθρών έναντίον του. Ή άνάπτυξη τής Αίτούλικής καί τής Αχαϊκής Συμπολιτείας τόν 3ο αιώνα απέ δειξε δτι ή Ελλάδα ήταν άκόμη σέ θέση νά δημιουργεί νέες πολι τικές μορφές. Μόνο ή τελική υποταγή της στούς Ρωμαίους τή 119
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
συνέτριψε οριστικά καί τή μετέβαλε σέ μιά ήσυχη έπαρχία τής Ρώμης. "Ενας ενθερμος καί άγωνιστικός τοπικισμός ξεχωρίζει ώς τό κύ ριο χαρακτηριστικό τής πολιτικής ζωής τών έλληνικών πόλεων. Οί πολιτικοί θεσμοί πού άνέπτυξαν στίς μικρές σέ έκταση περιο χές τους ήταν πιό άνοιχτοί καί έπέτρεπαν τήν καθολική συμμετο χή τοΰ κάθε πολίτη σέ βαθμό μεγαλύτερο άπόΤΓσο ειχε γνωρίσει ως τότε δ κόσμος* καί αύτή ή συμμετοχή ήταν δυνατή μόνο σέ μι κρές πολιτικές ένότητες. 'Η άντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, μέ τή συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων σέ εναν κεντρικό θεσμό, δέν ήταν έντελώς άγνωστη στίς μεγαλύτερες πολιτικές μονάδες* άλλά ποτέ δέν άντικατέστησε τήν άμεση διακυβέρνηση πού άσκοΰσε ή κυρίαρχη λαϊκή συνέλευση, δπου συμμετείχαν δλοι οί πολίτες πού συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις. ' Η συνέλευση αύτή είχε μεγάλη σημασία άκόμη καί στά ολιγαρχικά κράτη, δπου οί πολίτες πού εϊχαν δικαίωμα συμμετοχής στή συνέλευση ήταν ολιγάριθμοι. /Α κόμη καί σέ μεγαλύτερες πόλεις-κράτη ύπήρχε μιά άμεσότητα στήν πολιτική καί τήν κοινωνική ζωή, πού θά εϊχε χαθεί άν οί ση μαντικές άποφάσεις λαμβάνονταν σέ μιά μακρινή πρωτεύουσα: άκόμη καί στή μικρότερη πόλη-κράτος, δπου ή απόλυτη άνεξαρτησία άποτελοΰσε άπραγματοποίητο ιδανικό στήν κλασική πε ρίοδο, πολλές άποφάσεις άπέμενε νά ληφθοΰν έπιτόπου, δικαίωμα πού ή μικρή πόλη δέν τό έκχωροΰσε εύκολα ή πρόθυμα στίς μεγά λες δυνάμεις. "Οσο καί άν εϊχαν δλοι συνείδηση τής έθνικότητάς τους ώς Ελλήνων, συναισθηματικά καθένας ήταν δεμένος μέ τή δική του πόλη-κράτος, καί ή έθνική ιδέα δέν μπόρεσε ποτέ νά πά ρει τό προβάδισμα μέσα τους. Γι’ αύτό άπέτυχαν δλες οί προσπά θειες γιά μιά εύρύτερη ενότητα. 'Η πιό έλπιδοφόρα άπό αύτές τις προσπάθειες ήταν ή ήγεμονία τής 5Αθήνας τόν 5ο αιώνα, παρ5δλο τόν πολυσυζητημένο καταπιεστικό της χαρακτήρα* άλλά άκόμη κι αύτή δέν έ'φτασε ποτέ στό στάδιο δπου έ'φτασε μέ έπιτυχία ή Ρώμη: ή ύπερηφάνεια τής τοπικής άνεξαρτησίας νά υποχωρεί μπροστά στήν αΐγλη τής κεντρικής εξουσίας. Μερικοί μόνο άπό τούς "Ελληνες, Ϊσα ΐσα άρκετοί, ένώθηκαν γιά νά άντισταθοΰν στήν περσική εισβολή τοΰ 480, άλλά τό έπίτευγμα αύτό δέν έπαναλήφθηκε. Αύτό όφείλεται οχι μόνο στόν τοπικισμό τών πόλεων-κρατών άλλά περισσότερο, θά λέγαμε, στή 120
ΔΙΑΓΡΑ ΜΜ Α ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
διαλυτική δευτερεύουσα έπίδραση τοΰ τοπικισμού αύτοΰ στή στα θερότητα καθεμιάς άπό τις ΐδιες τις πόλεις-κράτη. Εΐτε ήταν ολι γαρχικός εΐτε δημοκρατικός, ό Έλληνας ένδιαφερόταν μέ. πάθος γιά τή μορφή τών θεσμών τής γενέτειρας πόλης του. Ά ν οί θε σμοί αύτοί δέν τοΰ άρεσαν, μποροΰσε νά είναι βέβαιος δτι θά βρε! υποστήριξη ή καταφύγιο σέ κάποιο γειτονικό κράτος, πού ή ιδεο λογία του θά ήταν δμοια μέ τή δική του. Τά μεγάλα θεσμικά θέ ματα δέν μποροΰσαν νά ρυθμιστούν σέ έθνικό, πανελλήνιο έπίπε δο*ή διαμάχη γύρω άπό αύτά διεξαγόταν σέ έπίπεδο πού μποροΰ με νά τό θεωρήσουμε τοπικό. 'Η συνηθισμένη πολιτική άρρώστια τής άρχαίας έλληνικής πόλης άπέκτησε τήν ιδιαίτερη ονομα σία της, στάσις , πού στήν άρχή πρέπει νά σήμαινε τή θέση ή τή στάση πού έπαιρνε κανείς άπέναντι στά δημόσια πράγματα* άλλά ή σημασία τής λέξης διευρύνθηκε καί δήλωνε εΐτε μιά ομάδα άνθρώπων μέ κοινούς πολιτικούς στόχους ή άπλώς τήν κατάσταση τής εμφύλιας διαμάχης άνάμεσα σέ τέτοιες ομάδες. Τό ΐδιο φα τριαστικό πνεΰμα διαπότιζε άναπόφευκτα καί δλες τις άλλες συ ζητήσεις γύρω άπό σοβαρά πολιτικά θέματα, δπως ήταν ό πόλε μος, ή ειρήνη, ή συμμαχία, ή χρησιμοποίηση τοΰ δημόσιου χρή ματος καί δλα τά παρόμοια. Οί βασικοί παράγοντες ήταν οί έξής: τό πάθος γιά αύτονομία τής πόλης-κράτους* ή άσκηση άμεσης, οχι άντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης* καί ή άτέλειωτη ένταση άνάμεσα στίς πολιτικές παρατάξεις. Άσφαλώς οί παράγοντες αύτοί συνέβαλαν στήν έπιδείνωση τής σύγχυσης τοΰ 4ου αιώνα καί στήν άπώλεία τελικά τής έλληνικής άνεξαρτησίας, άλλά ή μελαγχολία δέν έχει θέση δ ταν έξετάζουμε τήν πολιτική ιστορία στό σύνολό της. "Οσο γιά τό κεντρικό πρόβλημα τής έσωτερικής διχόνοιας, δέν πρέπει νά ξεχνοΰμε δτι ή διχόνοια αύτή ήταν δυνατό νά εκδηλώνεται μόνο καί μόνο γιατί ή έλληνική πολιτική ήταν συγκριτικά άνοιχτή, ένώ οί υπήκοοι τοΰ πέρση βασιλιά, γιά νά μιλήσουμε σχηματικά, είχαν νά διαλέξουν άνάμεσα στήν ύπακοή στήν κεντρική έξουσία καί στήν έξέγερση έναντίον της. 'Η άρχή δτι ή κοινότητα έπρεπε νά ψηφίζει καί νά άποδέχεται ώς σύνολο τήν άπόφαση τής πλειοψη φίας διαπιστώνεται γιά πρώτη φορά στήν έλληνική ιστορία. Πραγματικά, δέν αποκλείεται νά έφαρμόστηκε γιά πρώτη φορά στήν Ελλάδα* μαζί της έφερε καί ολόκληρη σειρά νέων πολιτι κών δραστηριοτήτων, πού θά ήταν άδιανόητες σέ καθεστώς αύ121
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ταρχικής μοναρχίας. Άκόμη καί στήν έποχή μας δέν είναι πάντα έφικτή ή λειτουργία τής άρχής αύτής, καί γι’ αύτό δέν πρέπει να δυσανασχετούμε καί πολύ άν οί αρχαίοι έκεΐνοι πρωτοπόροι κα μιά φορά δέν είχαν τήν ύπομονή νά τήν εφαρμόζουν.
122
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΦΤΛΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΗ
Σέ προηγούμενα κεφάλαια άναφερθήκαμε στή φυλετική οργάνω ση πού ύπήρχε σέ διάφορες περιοχές τοΰ έλληνικοΰ κόσμου. Μιά άνάλυση τής έλληνικής κοινωνίας θά έπρεπε ΐσως νά άρχίζει άπό τό πλαίσιο μέσα στό όποιο τά μέλη της χωρίζονταν σέ διάφορες ομάδες. Τό θέμα αύτό, σχεδόν στό σύνολό του, άφορά τήν εσωτε ρική οργάνωση τής κάθε πόλης-κράτους, τόν τρόπο μέ τόν όποιο ήταν συγκροτημένες οί στρατιωτικές της μονάδες καί τόν τρόπο μέ τόν όποιο ήταν χωρισμένος ό πληθυσμός γιά λόγους διοικητι κούς. Έδώ τά πράγματα είναι κάπως συγκεχυμένα, έπειδή ΐσχυσαν δυο τελείως ξεχωριστές οργανωτικές αρχές, ή γεωγραφι κή θέση καί ή συγγένεια. Τήν οργάνωση μέ βάση τή γεωγραφική θέση δέν είναι δύσκο λο νά τήν καταλάβουμε: είναι κάτι πού τό έχουμε όλοι μας συνη θίσει, στις περιπτώσεις τών ένοριών μας, τών έπαρχιών, τών πο λιτειών, τών έκλογικών περιφερειών καί τά παρόμοια. Δυσκολό τερο ΐσως είναι νά άντιληφθοΰμε τό έντελώς διαφορετικό σύστη μα πού ομαδοποιεί τά μέλη του άνάλογα μέ τή συγγένεια. Οί ενό τητες ένός τέτοιου συστήματος βασίζονται, θεωρητικά τουλάχι στον, στήν κοινή καταγωγή, καί έτσι κάποιος μπορεί νά βρεθεί γραμμένος σέ καταλόγους γιά προσφορά πολιτικών ή στρατιωτι κών υπηρεσιών μαζί μέ τά μακρινά του ξαδέρφια, πού ζοΰν σέ διαφορετικό μέρος τής χώρας, καί δχι μαζί μέ τούς γνωστούς του γείτονες, πού ζοΰν στόν ΐδιο δρόμο ή στό ΐδιο χωριό δπου ζεί καί αύτός. Ωστόσο, ή οργάνωση μέ βάση τή συγγένεια είναι πάρα πολύ διαδεδομένη, καί ΐχνη της μπορεί νά διαπιστο^θοΰν στά πρώιμα στάδια τής ιστορίας τών περισσότερων έθνών. Οί κελτι κοί λαοί λ.χ. στά βρετανικά νησιά είχαν ενα έξαιρετικά πολύπλο κο σύστημα, μέ χτυπητό παράδειγμα, πού έπιζεΐ ώς σήμερα, τίς γενιές τής Σκοτίας. Οί Ινδιάνοι τής Βόρειας Αμερικής άποτε λοΰν κλασικό παράδειγμα, καί στή μελέτη τους στηρίχτηκε ό το μέας αύτός τής σύγχρονης ανθρωπολογίας* άκόμη καί σήμερα έπι123
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ζοΰν πολλά συστήματα βασισμένα στή συγγένεια σέ διάφορες μορφές, καί μποροΰμε νά δοΰμε πώς λειτουργοΰν στήν πράξη. Άνάμεσα στίς πόλεις-κράτη τής Ελλάδας, σέ ένα άρχικό στά διο τής ιστορίας τους, γύρω στά τέλη τών σκοτεινών αίώνο^ν καί στίς άρχές τής κυρίως ιστορικής περιόδου, ή οργανωτική άρχή τής συγγένειας φαίνεται δτι ήταν έξαιρετικά διαδομένη. 'Η άρχική διαίρεση τοΰ σώματος τών πολιτών γινόταν κατά φυλές*κά τω άπ’ αύτές έ'ρχονταν οί φρατρίες (δηλαδή άδελφότητες), πού είναι ό εύρύτερα διαδομένος δρος, άν καί ύπάρχουν καί άλλοι, λ.χ. ό δρος εταιρείες (ομάδες συντρόφων) στή Γόρτυνα τής Κρήτης* οί μικρότερες ενότητες έ'χουν διάφορα ονόματα: γένη στήν Α θή να καί άλλοΰ, πάτραι σέ άλλα μέρη. Έ μεΐς θά χρησιμοποιοΰμε τή λέξη «γενιά» γιά τις μονάδες στό έπίπεδο αύτό. Σχεδόν δλοι αύτοί οί δροι δηλώνουν πραγματική συγγένεια. Σέ χρονολογίες πού άπέχουν πολύ ή μιά άπό τήν άλλη τά πιό πολλά κράτη υιοθέτησαν τή διαίρεση τών πολιτών μέ βάση τόν τόπο τής διαμονής τους* άλλά καί τότε άκόμη ύπήρχε ή τάση νά διατηροΰν δρους, ειδικά τή λέξη «φυλή», πού άνάγονται στό σύστημα πού βασίζεται στή συγγένεια. Στήν Α θήνα οπωσδήποτε, καί πολύ πιθανό καί άλλοΰ, οί φρατρίες καί οί άλλες συγγενικές ομάδες έπέζησαν ώς κοινωνι κές καί θρησκευτικές μονάδες καί μετά τήν άντικατάσταση τοΰ φυλετικοΰ συστήματος μέ τό τοπικό. Έ τσ ι ό άθηναΐος πολίτης τής κλασικής περιόδου άνήκε ταυτόχρονα σέ δύο διαφορετικούς τύπους ομάδων, πού ή μιά επικάλυπτε τήν άλλη μέ τόν άκατά στατο τρόπο πού πολύ συχνά έπιβάλλουν οί ιστορικές εξελίξεις στήν κοινωνική οργάνωση. 'Η βασική μονάδα τής άρχαϊκής καί κλασικής Ελλάδας είναι ή μεμονωμένη πόλη-κράτος, άλλά συναφείς είναι, ώς ενα βαθμό, καί οί μεγαλύτερες ομαδοποιήσεις. Τά ονόματα 'Έλλην καί 'Ελ λάς, πού ό Ό μηρός τά έντοπίζει σχεδόν άποκλειστικά σέ μιά ορι σμένη γωνιά τής νότιας Θεσσαλίας,1 έξαπλώθηκαν μέ κάποια διαδικασία πού μάς είναι τώρα πιά άδύνατο νά τήν παρακολουθή σουμε καί, τήν έποχή πού ή Ελλάδα άπέκτησε καί πάλι γραφή, είχαν καθιερωθεί ώς ονόματα πού δήλωναν δλο τό έ'θνος καί δλη τήν περιοχή δπου ζοΰσαν ελληνικά φύλα. Ό ' Ηρόδοτος καί ό Θουκυδίδης πίστευαν δτι τό δνομα νΕλλην κάλυπτε μιά ποικιλία 1. [Β 683-684, Π 595* πρβ. Θουκυδίδης 1, 3, 3.] 124
ΦΤΛΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΗ
φύλων διαφορετικής καταγωγής, άλλά ή ένότητα τήν οποία εξέ φραζε είχε ώς στέρεη βάση της τήν κοινότητα τής γλώσσας, τής θρησκείας, τών κοινωνικών εθίμων καί, πάνω άπ’ δλα, τή συναί σθηση τής συγγένειας άνάμεσα σ’ έκείνους πού χρησιμοποιούσαν αύτό το ονομα. Οί "Ελληνες έξέφρασαν αύτό τό αίσθημα τής κοι νότητας μέ έναν τρόπο πού άποκαλύπτει χαρακτηριστικά τή σκέ ψη τους, λέγοντας δτι ό ήρωας Έλλην ήταν γιος ή άδερφός τοΰ Δευκαλίωνα (τοΰ "Ελληνα Νώε, πού έπέζησε άπό εναν παγκόσμιο κατακλυσμό και έγινε ό πρόγονος τοΰ μετέπειτα άνθρώπινου γέ νους) καί πατέρας τοΰ Δώρου καί άλλων, άπό δπου προήλθαν οί Δωριείς καί άλλες υποδιαιρέσεις τής έλληνικής φυλής. 'Η έλληνι κή λογοτεχνία είναι γεμάτη άπό τέτοιους «έπώνυμους» ήρωες, πού έπινοήθηκαν γιά νά αιτιολογηθεί ή προέλευση ένός συνηθι σμένου ονόματος καί σπάνια ήταν κάτι περισσότερο άπό σκιώδη πρόσωπα —γι’ αύτό καί οί υποτυπώδεις ιστορίες πού λέγονται γ ι’ αύτούς δέν έχουν καμιά ζωντάνια. Διαμέσου αύτών μποροΰμε νά δοΰμε δτι ή θρυλούμενη συγγένεια μερικές φορές είναι άπλώς ενα γενεαλογικό κατασκεύασμα πού σκοπό εχει νά έκφράσει τήν ένότητα ένός σώματρς .πού έχει σχηματιστεί μέ βάση μιά άρχή έντελώς διαφορετική —δηλαδή ενα θέμα πού έχει κάποια σημασία γιά τήν καταγωγή τών φρατριών καί τών φυλών. Μέσα στό σύνολο τών Έλλήνων ξεχωρίζουν ορισμένες μείζονες ομάδες, καί ιδιαίτερα οί Δωριείς καί οί ’Ίωνες, πού γιά τά αν ταγωνιστικά φυλετικά τους αισθήματα έχουμε κάνει λόγο προη γουμένως. Οί δεσμοί άνάμεσα στις δωρικές πόλεις-κράτη είναι ιδιαίτερα σαφείς. Έκτος άπό τον γενικό χαρακτήρα τής διαλέ κτου τους, είχαν τήν τάση νά δίνουν έμφαση σέ συγκεκριμένες θρησκευτικές λατρείες καί νά τελοΰν γιορτές πού ήταν κοινές γιά δλους, δπως τά Κάρνεια. Σέ δλες τίς δωρικές κοινότητες γιά τίς έσωτερικές ύποθέσεις τών οποίων έχουμε κάποια ιδέα συναντοΰμε τρία ονόματα φυλών, παντοΰ τά ΐδια, τούς 'Υλλεΐς, τούς Παμφύλους καί τούς Δυμάνες' αύτό άποτελεΐ σοβαρή ένδειξη δτι ή τριπλή αύτή διαίρεση ύπήρχε ήδη άνάμεσα στούς Δωριείς γενικά, πριν εισβάλουν στή νότια Ελλάδα τόν 11ο αιώνα καί ιδρύσουν τά κράτη τους πού βλέπουμε τήν κλασική έποχή. Σέ πολλά δωρικά κράτη βρίσκουμε μιά άκόμη ή καί περισσότερες φυλές, γεγονός πού συνήθως έρμηνεύουν δτι όφείλεται σέ προσπάθεια ένσωμάτωσης ένός μέρους τοΰ προδωρικοΰ πληθυσμοΰ στό σύστημα. 12 5
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σ’ αύτές τις περιπτώσεις εφευρισκόταν καί κάποιο εϊδος γενεαλο γικού δεσμού, δπως στό Ά ργος, δπου ή τέταρτη φυλή, τών 'Τρναθίων, άναγόταν σέ μιά κόρη τοΰ Δωρέα, ιδρυτή τής πόλης. Καί στίς ιωνικές πόλεις μποροΰμε έπίσης νά παρατηρήσουμε κοινότη τα διαλέκτου, λατρείας καί έορτών, άλλά τά φυλετικά ονόματα παρουσιάζουν λιγότερη ομοιομορφία. *Η Αθήνα εϊχε τις τέσσερις άρχαΐες άττικές φυλές της, πού άποτελοΰσαν τή βάση τοΰ άρχαϊκοΰ κράτους ώς τις μεταρρυθμίσεις τοΰ Κλεισθένη τό 507 (βλέπε παρακάτω), καί οί φυλές αύτές έπέζησαν σέ ύποτυπώδη μορφή, γιά σκοπούς θρησκευτικούς, τουλάχιστον ώς τις άρχές τοΰ 4ου αιώνα. Τά τέσσερα όνόματά τους, μαζί μέ δύο άλλα πού δέν τά βρίσκουμε στήν Αθήνα, εμφανίζονται άρκετά συχνά στίς πόλεις τής ανατολικής Ελλάδας, γεγονός πού έπισημαίνει κάποια κοινή ιωνική παράδοση. Ώστόσο τά ονόματα αύτά δέν άπαντοΰν τόσο σταθερά δσο τά ονόματα τών φυλών στίς δωρικές πόλεις, κι αύτό ΐσως άπηχεΐ τις μεικτές καταβολές τοΰ πληθυσμοΰ τών πόλεωνκρατών τής άνατολικής Ελλάδας. Γιά άλλα τμήματα τοΰ έλληνικοΰ έ'θνους δέν υπάρχουν άνάλογες μαρτυρίες. Ώστόσο, αύτές οί φυλές ήταν σημαντικές μονάδες καθεμιάς πόλης-κράτους. Ενδέχεται νά άποτελοΰν ενδείξεις κοινής κατα γωγής, άλλά σέ μεταγενέστερες εποχές δέν ύπήρχε καμιά οργά νωση πού νά περιλαμβάνει, λ.χ., δλες τις πόλεις πού χρησιμοποιοΰσαν τή δωρική διάλεκτο καί είχαν δωρικούς θεσμούς* ούτε υπάρχει καμιά ένδειξη δτι οί Τίλλεις μιας δωρικής πόλης αισθά νονταν άλληλέγγυοι πρός τούς Ύ λλεΐς κάποιας άλλης δωρικής πόλης. "Οπου ή περίσταση τό έπέτρεπε ή τό ένθάρρυνε, γινόταν έπίκληση στό αίσθημα τής φυλετικής ταυτότητας, δπως στήν πε ρίπτωση πού άναφέρει στήν ' Ιστορία του ο Θουκυδίδης, δπου ό Βρασίδας εμψυχώνει τούς άντρες του ύπενθυμίζοντάς τους δτι είναι Δωριείς καί γ ι5αύτό συνηθισμένοι νά νικοΰν τούς ’Ίωνες. Ά λλά πάλι οί Δωριείς δέν είχαν καμιά επιφύλαξη δταν ήταν νά πολεμήσουν άναμεταξύ τους* μάλιστα, ή παραδοσιακή έχθρότητα άνάμεσα στό Ά ργος καί στή Σπάρτη άποτελοΰσε πάντα εναν πα ράγοντα σημαντικό στήν ιστορία τής Πελοποννήσου. Καί δμως, μερικές πιό συμπαγείς φυλετικές ομάδες κατάφεραν νά φτάσουν σέ κάποιο σημείο οργανικής ενοποίησης. Οί πό λεις τής Βοιωτίας, μέ τά βουνά πού τις χώριζαν άπό τούς γείτονές τους τής Αθήνας καί τής Φωκίδας, ήταν πάντα χωριστές πό12 6
ΦΤΛΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΗ
λεις-κράτη, άλλά είχαν έπίσης συναίσθηση της φυλετικής τους ε νότητας. Τήν ένότητα αύτή τήν έξέφραζαν λόγου χάρη μέ τή χρη σιμοποίηση μιας συντετμημένης μορφής τοΰ ονόματος τής Βοιω τίας στά νομίσματά τους* γιά ενα μεγάλο διάστημα τής ιστορίας τους είχαν σχηματίσει τό Βοιωτικόν Κοινόν, μέ ομοσπονδιακούς άξιωματούχους καί συμβούλιο, πού οί άποφάσεις του, άν εξαιρέ σουμε κάποιες σποραδικές διαφωνίες, ήταν δεσμευτικές γιά δλα τά μέλη τής ομοσπονδίας. Οί Αρκάδες είχαν έπίσης έπίγνωση τοΰ ιδιαίτερου φυλετικοΰ χαρακτήρα τους, άλλά έξαιτίας τής με γάλης ιδιομορφίας τής ορεινής περιοχής τους ή άνάπτυξή τους ή ταν άνιση. Υπήρχαν μερικές πόλεις-κράτη πού είχαν ιδρυθεί πα λιά καί περιφρουροΰσαν τήν άνεξαρτησία τους μέ ζήλο, καί μερι κές χαλαρότερα οργανωμένες περιοχές, πού έπιθυμοΰσαν νά ένωθοΰν καί ίδρυσαν τόν 4ο αιώνα μιά νέα πόλη, τή Μεγαλόπολη* οί προσπάθειές τους νά σχηματίσουν μιά ένιαία ομοσπονδία γνώρι σαν μικρότερη επιτυχία. Πιό μακριά, έκεΐ δπου έ'σβηνε ό έλληνικός πολιτισμός πρός τά βόρεια ή τά δυτικά τής χερσονήσου, οί Αίτωλοί καί άλλοι δέν είχαν σχεδόν καθόλου οργανωμένες πόλειςκράτη στήν κλασική περίοδο. 'Η ισχυρή Αίτωλική Συμπολιτεία άναπτύχθηκε σέ κάπως διαφορετική βάση πρός τά τέλη τοΰ 4ου αιώνα καί έξελίχθηκε σέ οργανισμό πού έ'παιξε άξιόλογο ρόλο στόν ελληνιστικό κόσμο. Ή έλληνικη λέξη φράτηρ1 είναι ή κοινή ίνδοευρωπαϊκή πού δη λώνει τον άδερφο, όπως φαίνεται στή λατινική ΪΓ&ίθΓ καί στις πε ρισσότερες εύρωπαικές γλώσσες. Άφοΰ'σέ δλες τίς έλληνικές δια λέκτους χρησιμοποιείται μιά λέξη έντελώς διαφορετική γιά νά δηλωθεί δ πραγματικός άδερφός, καί άφοΰ τό φράτηρ ειχε περιο ρισμένη σημασία καί δήλωνε τό μέλος μιας φρατρίας, μπορεΐ νά ύποστηριχτεΐ δτι ή απώλεια, τής άρχικής σημασίας τοΰ δρου ανά γεται σέ μιά εποχή πριν άπό τή διάσπαση τής έλληνικής γλώσσας σέ διαλέκτους, καί δτι φρατρίες, μέ τήν πλήρη μεταγενέστερη ση μασία, ύπήρχαν ήδη στούς λαούς τής μεσοελλαδικής περιόδου, προτοΰ έρθουν γιά πρώτη φορά στήν Ελλάδα. Δέν ύπάρχει δμως τρόπος νά έπαληθεύσουμε αύτή τήν ύπόθεση. Οί πινακίδες τών Μυκηνών, άν καί κάπου κάπου άναφέρουν γονείς καί παιδιά, σέ καμιά περίπτωση δέν συμβαίνει νά κάνουν λόγο γιά άδερφούς, καί 1. [Αττικό φράτωρ, δωρικό φρατήρ.] 12 7
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δέν γνωρίζουμε ποιά ήταν ή λέξη πού χρησιμοποιούσαν οί μυκηναΐοι Έλληνες. Τό μόνο πού μποροΰμε νά ποΰμε εϊναι δτι οί κα τάλογοι πού άναφέρουν στρατιώτες καί κωπηλάτες, δπως τουλά χιστον δείχνουν τά πράγματα, δέν φαίνεται νά βασίζονται σέ συγ γενικές ομάδες. Ό "Όμηρος μάς δίνει τις περισσότερες ΐσως πληροφορίες. Πρός τήν άρχή τής Ίλιάδας (Β 362) ο Νέστωρ συμβουλεύει τόν Άγαμέμνονα νά οργανώσει τό στρατό του μέ βάση τις φυλές καί τις φρατρίες, γιά νά μπορεΐ ή κάθε φυλή καί φρατρία νά βοηθά τήν άλλη* έτσι, έπιπλέον, θά ήταν σέ θέση νά γνωρίζει μέ άκρίβεια ποιος πολεμοΰσε γενναία καί ποιος έμενε πίσω στή μάχη, άφοΰ θά μάχονταν α αύτές τις χωριστές μονάδες. Ή οργανωτική αύτή άρχή δέν εμφανίζεται πουθενά στό υπόλοιπο επος, δπου ό ούσιαστικά άμορφος ομηρικός στρατός προελαύνει, μάχεται καί ύποχωρεΐ μόνο γιά νά πλαισιώσει, γενικά καί άόριστα, τά άνδραγαθήματα τών μεγάλων ήρώων καί ό στρατός τοΰ ΐδιου τοΰ Νέ στο ρα δέν υπάρχει καμιά ένδειξη δτι ήταν οργανωμένος μέ βάση τις φρατρίες, δταν άργότερα τόν επισκέπτεται ό Αγαμέμνων. Έ πίσης, ή μοναδική άναφορά σέ φρατρίες πού άπαντά στήν Ίλιάδα προϋποθέτει ενα καθολικό κοινωνικό σύστημα φρατριών, πού άπλούστατα δέν τό βρίσκουμε πουθενά στό ύπόλοιπο ποίημα* ουτε καί στήν *Οδύσσεια άναφέρονται καθόλου φρατρίες. Τό φυσικό συμπέρασμα πού συνάγεται άπό δλα αύτά είναι δτι οί συμβάσεις τοΰ έ'πους, πού άποτελοΰσαν τήν άφετηρία τοΰ ποιητή, δέν έπέτρεπαν τήν άναφορά φρατριών. Ώστόσο ό ΐδιος ό ποιητής τις γνώριζε καλά, πίστευε πώς ήταν φυσικό νά χρησιμοποιούνται ώς βασικές μονάδες στήν οργάνωση ένός στρατοΰ, κι αύτό τό άνέφερε κιόλας μιά φορά, έντελώς περιστασιακά. Ά λλά νά άλλάξει δλη τή φρασεολογία τοΰ μακροΰ του έπους γιά νά τήν προσαρμόσει σ’ αυ τή τήν άρχή, θά άπαιτοΰσε μεγάλο κόπο, χωρίς τό κέρδος νά είναι καί πολύ σπουδαίο. Έ τσ ι άφησε τις φρατρίες κατά μέρος* άλλω στε ή άσυνέπεια τής τυχαίας αύτής μνείας τών φρατριών δέν ήταν κάτι πού θά ένοχλοΰσε τούς άκροατές ένός προφορικοΰ ποιήματος. Αύτό ύποδηλώνει δτι οί φρατρίες δέν ήταν καί πολύ σημαντικό στοιχείο τής κοινωνίας στήν οποία είχαν δημιουργηθεΐ οί έπικές αύτές συμβάσεις, άλλά άποτελοΰσαν κανονικό μέρος τοΰ πλαισίου τής έλληνικής ζωής τήν έποχή τοΰ ΐδιου τοΰ ποιητή, γύρω στόν <8ο αιώνα. Ά πό πολιτική άποψη αύτό σημαίνει δτι οί φρατρίες 12 8
ΦΤΛΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΗ
απέκτησαν σπουδαιότητα σέ μια έποχή πού ή έξουσία τών βασι λέων χανόταν, καί ό έλεγχος τών πόλεων-κρατών περνούσε δλο καί περισσότερο στά χέρια κλειστών άριστοκρατιών. Μπορούμε λοιπόν νά διακινδυνεύσουμε τήν εικασία δτι οί φρατρίες, δπως αύ τές πού ξέρουμε άπό τίς έπιβιώσεις τους στήν κλασική έποχή, σχηματίστηκαν γύρω στά τέλη τών σκοτεινών αιώνων ώς ένας τρόπος οργάνωσης τών οπαδών συγκεκριμένων ομάδων άπό εύγενεΐς.1 Ά πό τή στιγμή πού θά σχηματίζονταν οί ενότητες αύτές, δέν χρειαζόταν πολύς χρόνος γιά νά άποκτήσουν, κατά τόν ελλη νικό τρόπο, εναν κοινό πρόγονο καί νά προσλάβουν δλα τά χαρα κτηριστικά γνήσιας ομάδας: στήν άρχή, πράγματι, θά περιλάμ βαναν μεγάλες οικογενειακές ομάδες, άλλά άπό έκεΐ καί πέρα ή ιδιότητα τοΰ μέλους θά ήταν κληρονομική, άποκλειστικά κατά τήν άνδρική γραμμή καταγωγής. Μερικά χαρακτηριστικά άθηναϊκών φρατριών καί γενών ται ριάζουν πολύ καλά μέ τή θεωρία αύτή. 'Υπάρχει διάσταση άπόψεων άν άρχικά εΐχε οργανωθεί σέ τέτοια γένη τό σύνολο τών άθηναίων πολιτών, ή μόνο οί εύγενεΐς* άλλά, άπό τήν κλασική έπο χή καί έπειτα, είναι βέβαιο δτι τά γένη τά άποτελοΰσαν άποκλειστικά άριστοκρατικές ομάδες, καί εΐναι πιθανό δτι τό ΐδιο συνέβαινέ άνέκαθεν. 'Η κύρια λειτουργία τους σέ μεταγενέστερες επο χές ήταν νά δίνουν ιερείς γιά ορισμένες λατρείες, μερικές άπό τίς όποιες ήταν κρατικές καί είχαν μεγάλη σπουδαιότητα. ' Υπάρχει κάποια άμφιβολία άν άπό καταβολής δλα τά γένη ήταν γνήσια συγγενικές ομάδες. Τά πιό πολλά τους έχουν ονόματα «πατρωνυμικοΰ» τύπου, δηλαδή τό 6νομα τοΰ ύποθετικοΰ προγόνου τους μέ τήν προσθήκη τής κατάληξης -ίδ'αι, άλλά έχουμε λόγους νά π ι στεύουμε δτι σέ παλαιότερες εποχές ή κατάληξη αύτή μποροΰσε νά χρησιμοποιηθεί γιά νά δηλώσει ομάδες συγκροτημένες σέ άλλη βάση, διαφορετική άπό τήν κοινή καταγωγή* καί μερικά άπό τά ονόματα μοιάζει νά προέρχονται μάλλον άπό τή θρησκευτική δραστηριότητα τοΰ γένους. Ά σχετα άν αύτό άληθεύει ή οχι, τήν 1. Πρέπει νά προειδοποιήσουμε τόν αναγνώστη δτι οί πιό πολλοί ιστο ρικοί θεωρούν τή φρατρία συγκροτημένο θεσμό πού κληροδοτήθηκε άπό ένα πολύ πιό μακρινό παρελθόν. Τά άποσπάσματα τοΰ Όμήρου μοΰ φαίνεται δτι άποτελοΰν σοβαρό εμπόδιο σέ μιά τέτοια θεωρία. Γιά τήν άποψη πού διατυπώθηκε παραπάνω, βλ. τά αρθρα μου πού σημειώνονται στή βιβλιο γραφία, στό τέλος τοΰ βιβλίου. 12 9
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κλασική έποχή θεωρούσαν δτι οί ομάδες μέ ονόματα αύτου τοΰ Ν τύπου άσφαλώς κατάγονται άπό κάποιον κοινό πρόγονο. Στήν Αθήνα, στά τέλη τοΰ 5ου καί στόν 4ο αιώνα, βλέπουμε σέ άρκετές περιπτώσεις ένα ορισμένο γένος νά διατηρεί υπολείμ ματα εξουσίας στό πλαίσιο μιας ορισμένης φρατρίας, κατά τρόπο πού δείχνει δτι ή έξουσία αύτή ήταν κάποτε πολύ μεγαλύτερη. Φαίνεται, πράγματι, δτι τό γένος εϊχε κάποτε ύπό τόν έλεγχό του τήν εισδοχή μελών στή φρατρία καί εϊχε διαμορφώσει τούς κανο νισμούς της* άντίθετα, σέ μεταγενέστερες έποχές αύτά τά θέματα άποφασίζονταν άπό τή συνέλευση τής φρατρίας, δπου ψήφιζαν δ λα τά μέλη —κάτι πού μοιάζει μέ μικρογραφία τής λαϊκής συνέ λευσης δλων τών πολιτών στά δημοκρατικά πολιτεύματα. Έ π ί σης, ορισμένες φρατρίες καί κάπως περισσότερα γένη εϊχαν γε ρές ρίζες σέ συγκεκριμένα μέρη τής Α ττικής, καί τό ΐδιο εϊναι πολύ πιθανό νά ΐσχυε καί γιά τις ύπόλοιπες φρατρίες καί γένη. Αύτό ένδέχεται νά σημαίνει δτι τις φρατρίες τις άποτελοΰσαν κά ποτε οί ντόπιοι οπαδοί τών ντόπιων μεγάλων οικογενειών. Ά ν αύτό εϊναι σωστό, τά γένη καί οί παρεπόμενες φρατρίες έπαιζαν σημαντικότατο ρόλο στούς πολιτικούς άγώνες μέσα στήν πόλη στά τέλη τών σκοτεινών αιώνων. Ά λλά δέν γνωρίζουμε τήν ιστο ρία αύτής τής περιόδου στίς λεπτόμέρειές της. Οί πληροφορίες μας γιά τήν Αθήνα τοΰ 6ου αιώνα, πού τή γνωρίζουμε κάπως καλύτερα, άναφέρονται κυρίους σέ πράξεις ά τόμων* οί πολιτικές μονάδες πού έξακολουθοΰν νά ύπάρχουν δέν εϊναι γένη, άλλά μεμονωμένες μεγάλες οικογένειες, πού ή έλλη νική γλώσσα, δπως καί ή άγγλική, συνηθίζει νά ονομάζει «οί κους)). Έ νας τέτοιος οϊκος ήταν τών Άλκμεωνιδών, πού τόν συ ναντούμε πρώτη φορά στήν περίπτωση τοΰ Μεγακλή, ό όποιος ήταν ό πιό σπουδαίος άρχοντας τής Αθήνας δταν ό Κύλων άποπειράθηκε νά έγκαθιδρύσει τήν τυραννίδα του στά τέλη τοΰ 7ου αιώνα, καί ό Μεγακλής θεωρήθηκε ύπεύθυνος γιά τήν έκτέλεση τών οπαδών τοΰ Κύλωνα μετά τήν παράδοσή τους. Ίσ ω ς υπήρ ξε καί κάποιο γένος μέ τό ονομα Άλκμεωνίδες, δπου άνήκε ό οϊκος αύτός: έδώ δέν ύπάρχει ομοφωνία, δλοι δμως συμφωνοΰν δτι τά πρόσωπα πού κατά τις πηγές μας άνήκουν στούς Ά λκμεω νίδες ήταν κατευθείαν άπόγονοι τοΰ Άλκμέωνα, γιοΰ τοΰ Μεγα κλή πού άναφέραμε παραπάνω. 'Η οικογένεια μάλλον ήταν έκείνη πού έδρασε πολιτικά, καί οχι τό γένος καθαυτό (άν υπήρξε ποτέ). 13 0
I
ΦΤΛΕΣ ΚΛΙ ΓΕΝΗ
Ά λλω στε, υπάρχουν ένδείξεις δτι ή άθηναϊκή πολιτική ζωή τοΰ 6ου αιώνα επηρεαζόταν σημαντικά άπό τίς τοπικές παρατάξεις τών έπιμέρους περιοχών τής Α ττικής, καί μάλιστα κατά τήν πε ρίοδο τής εμφύλιας διαμάχης πού είχε ξεσπάσει πριν άπό τήν τυ ραννίδα τοΰ Πεισίστρατου. Είναι πιθανό δτι σ’ αύτή τή γενικότε ρη διαμάχη έπαιξαν τό ρόλο τους καί οί κατά τόπους φρατρίες, δέν έχουμε δμως άμεσες μαρτυρίες. Πάντως γενική είναι ή εντύ πωση δτι τά γένη καί οί φρατρίες είχαν πάψει νά παίζουν σπου δαίο ρόλο στήν άθηναϊκή πολιτική ζωή πολύ πριν άπό τίς μεταρ ρυθμίσεις τοΰ Κλεισθένη τό 507. Έ νας βασικός λόγος γιά τόν όποιο άλλαξε τό σύστημα καί οί συγγενικές οργανώσεις παραχώρησαν τή θέση τους στις τοπικές πρέπει σέ κάθε περίπτωση νά υπαγορεύτηκε άπό τήν άνάγκη νά βρεθεί ένας τροπος άποτελεσματικότερης οργάνωσης τοΰ στρατοΰ. Οί ελληνικοί στρατοί σχεδόν πάντοτε άποτελοΰνταν άπό ένο πλα σώματα βασισμένα στις φυλές —εΐτε οί φυλές ήταν ομάδες συγγενικές είτε εδαφικές μονάδες πού είχαν τό Ϊδιο δνομα. 'Η συμβουλή τοΰ Νέστορα στήν Ίλίάδα (βλέπε παραπάνω), άν καί είναι μοναδική στό είδος της, εΐναι άρκετή γιά νά μάς δείξει δτι τίς φρατρίες τίς χρησιμοποιοΰσαν ώς ύποδιαιρέσεις τής στρατιω τικής οργάνωσης τής φυλής. Καθώς ή πολεμική τέχνη γινόταν δλο καί πιό πολύπλοκη καί χρειαζόταν σκληρότερη εκγύμναση, ή χαλαρή οργάνωση τής συγγένειας έξυπηρετοΰσε δλο καί λιγότερο τίς άνάγκες τοΰ στρατοΰ. Οί δυσκολίες μεγάλωσαν δταν (δπως συ νέβη, φαίνεται, στήν Α ττική —βλέπε παρακάτω) οί γαιοκτήμο νες άπέκτησαν μεγαλύτερη κινητικότητα καί ολοένα καί λιγότερα μέλη συγγενικών ομάδων έξακολουθοΰσαν νά ζοΰν κοντά στις άρχικές τοπικές τους εστίες. Συνεπώς, δέν πρέπει νά μάς ξαφνιάζει δταν βλέπουμε πολλές πόλεις-κράτη, σέ διαφορετικές έποχές τήν καθεμιά, νά εγκαταλείπουν τό σύστημα τών συγγενικών φυλών καί νά υίοθετοΰν τό σύστημα τών ((φυλών» πού είχαν τοπική βά ση. "Οσο γιά τή Σπάρτη, ένας στίχος τοΰ Τυρταίου μάς βεβαιώ νει δτι ό στρατός, δπως άλλωστε θά τό περιμέναμε, ήταν συγκροτγ^μ£ν.ας μέ βάση τίς τρεις παραδοσιακές δωρικές φυλές: τά συμφραζόμενά του μάς άφήνουν σέ κάποια άβεβαιότητα άν αύτός ό στρατός τών συγγενών έξακολουθοΰσε νά ύπάρχει τήν έποχή τοΰ ποιητή, δηλαδή τόν 7ο αιώνα, τό πιθανότερο δμ<λ>ς είναι οτι τό 13 1
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σύστημα είχε μεταρρυθμιστεί λίγο πριν άπο τήν έποχή πού αύτός έγραφε. Εϊναι πιθανό δτι στήν έποχή του ή Σπάρτη, σέ άντικατάσταση τοΰ παλαιοΰ συστήματος, συγκρότησε πέντε στρατιωτικές μονάδες βασισμένες στόν τόπο κατοικίας τών μελών τους, δηλαδή στούς τέσσερις «συνοικισμούς» τής ΐδιας τής Σπάρτης, μέ πέμ πτο τήν πολίχνη τών Άμυκλών, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα. Τό Ά ργος, άπό τήν άλλη, έξακολουθοΰσε τόν 5ο αιώνα νά εχει στρα τό οργανωμένο μέ βάση τέσσερις παραδοσιακές φυλές, τις τρεις δωρικές καί μιά άλλη πρόσθετη (βλ. σ. 126). Οί ΐδιες αύτές τέσ σερις φυλές έξακολουθοΰσαν νά άποτελοΰν τή βάση τής πολιτικής οργάνωσης τοΰ Ά ργους καί τήν ελληνιστική έποχή. Άνάμεσα στά δύο αύτά άκρα ύπάρχει ή περίπτωση πού μάς είναι περισσότερο γνωστή άπό δλες, δηλαδή ή μεταρρύθμιση τοΰ Κλεισθένη στήν Αθήνα τό 507. Στή θέση τών τεσσάρων παλαιών άττικών φυλών ό Κλεισθένης δημιούργησε δέκα νέες, πού διατή ρησαν τό παλαιό ονομα φυλαί' τις φυλές αύτές τις διαίρεσε σέ τρία μέρη τήν καθεμιά, πού τά ονόμασε τριττνες, δπως άκριβώς ήταν υποδιαιρεμένες οί παλαιές φυλές. Τό νέο σύστημα εϊχε τις τοπι κές του ρίζες σέ πιό μικρές μονάδες, ’πού τις ονομάζουμε δήμους. Μιά άπό τις πολλές χρήσεις τοΰ δρου «δήμος» δήλωνε τούς συ νοικισμούς πού ύπήρχαν άνέκαθεν στήν άττική ύπαιθρο, καί οί περισσότεροι άπό τούς δήμους τοΰ Κλεισθένη βασίζονταν σέ τέτοιους συνοικισμούς* άλλά οί δήμοι πού δημιούργησε μέσα στήν πόλη ήταν ολωσδιόλου τεχνητοί, καί σέ μερικές άγροτικές περιοχές οί δήμοι του δέν ήταν άπλά καί μόνο γεωγραφικές ενότητες.Άπό αύτούς τούς δήμους δημιουργήθηκαν τριάντα τριττύες, κατά εν αν τρόπο μάλλον πολύπλοκο* οί πιό πολλές —οχι πάντως δλες— διαμορφώθηκαν μέ βάση τή γειτνίαση τών έδαφών, δέκα στό άστυ καί στήν περιφέρειά του, δέκα στά ύπόλοιπα τμήματα τής άκτής καί δέκα στήν ένδοχώρα. Σέ κάθε νέα φυλή δινόταν μέ κλήρο μιά τριττύς άπό καθεμιά άπό τις τρεις αύτές κατηγορίες. Τις νέες φυλές τις έθεταν ύπό τήν προστασία δέκα ήρώων, πού τούς ειχε διαλέξει τό μαντείο τών Δελφών άπό εναν κατάλογο μέ περισσότερα ονόματα, καί ή λατρεία αύτών τών ή ρώων καθόριζε τά κέντρα λατρείας τών φυλών. Οί περισσότεροι δήμοι εϊχαν ήδη τις δικές τους λατρείες, καί άκόμη καί άπό τις πιό τεχνητές τριττύες έ'χουμε κάποιες μαρτυρίες γιά τις κοινο τικές τους θυσίες. 13 2
ΦΤΛΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΗ
'Η άνάγκη της άναδιοργάνωσης του στρατοΰ ΐσως νά έδωσε καί στήν Αθήνα, δπως καί σέ άλλα μέρη, τό ερέθισμα νά προχω ρήσει σέ μεταρρυθμίσεις, ή άλλαγή δμως τοΰ συστήματος σήμαινε άλλαγή καί σέ δλες τις πτυχές τής ζωής τών πολιτών. Ε π ι πλέον, ό Κλεισθένης χρησιμοποίησε τή μεταρρύθμισή του γιά νά έμποδίσει ορισμένες παλαιές οργανωμένες ομάδες τής Α ττικής νά άσκοΰν τοπικά πολιτική έπιρροή ώς χωριστές ένότητες. Αύτό ήταν μέρος τής γενικότερης τάσης του νά άποδυναμώνει, χωρίς νά καταργεί, παραδοσιακούς θεσμούς πού είχαν θρησκευτικές άποχρώσεις. Έ τσ ι, οί νεοϊδρυμένοι δήμοι, άντικαθιστώντας τις φρατρίες, έγιναν οί μικρότερες μονάδες πού συγκροτοΰσαν τή φυ λή, οί φρατρίες δμως έξακολούθησαν νά ύπάρχουν παράλληλα μέ τούς δήμους, καί τά εύγενή γένη έξακολούθησαν νά δίνουν τούς ιερουργούς γιά τις παραδοσιακές λατρείες. Οί δέκα νέες φυλές άποτέλεσαν τά στρατιωτικά σώματα, καί στή συγκεκριμένη αύτή περίπτωση ή ύποδιαίρεση σέ τριττύες έξυπηρετοΰσε πρακτικούς σκοπούς. Οί -δέκαστρατηγοί1 έκλέγονταν ένας άπό κάθε φυλή. Στή βουλή τών Πεντακοσίων, πού τήν ίδρυσε ο Κλεισθένης σέ άντικατάσταση τής παλαιας βουλής τών Τετρακοσίων τοΰ Σό λωνα, συμμετείχαν πενήντα μέλη άπό κάθε φυλή, πού επιλέγον ταν μέ κλήρο άνάμεσα άπό ύποψηφίους πού τούς πρότειναν οί δή μοι, καθένας άπό τούς οποίους άντιπροσωπευόταν άνάλογα μέ τό μέγεθος του. Γιά τις δημόσιες ύποθέσεις κάθε είδους ορίζονταν συμβούλια ή έπιτροπές άπό δέκα μέλη, πάλι ένα μέλος άπό κάθε φυλή* καί γιά πολλά άξιώματα έπί μεγάλο διάστημα οί ύποψήφιοι προτείνονταν σέ πρώτη φάση άπό τούς δήμους. Στά διαφορετικά τους έπίπεδα, φυλή καί δήμος άποτελοΰσαν ούσιώδη στοιχεία στόν πολιτικό καί διοικητικό μηχανισμό τοΰ Iκράτους, καί προκαλοΰσαν ισχυρά αισθήματα άφοσίωσης. 'Η φυ λή εϊχε δική της συνέλευση καί δική της λατρεία τοΰ φυλετικοΰ της ήρωα, καί συναγωνιζόταν μέ τις άλλες ουλέ^ στού^ διάφορους άγώνες. Ό δήμος μέ έπικεφαλής το δήμαρχο του χειριζόταν τις δικές του τοπικές ύποθέσεις καί τηροΰσε μητρώο δημοτών. Αύτό τό μητρώο ήταν ό κυριότερος τρόπος για να έξακριβωθεΐ ποιος ή ταν καί ποιος δέν ήταν άθηναΐος πολίτης, γιατί δέν ύπήρχαν γε νικά μητρώα πολιτών. Στούς δικανικούς λόγους τονίζεται συχνά 1. Γιά τούς στρατηγούς, βλ. σ. 238-240. 13 3
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δτι ό δήμος γνωρίζει καλύτερα τί είδους άνθρωπος είναι ενας δη μότης του, καί δτι ή εκτίμηση πού τρέφουν γ ι’ αύτόν οί συνδημότες του άποτελεΐ τήν καλύτερη μαρτυρία πού μπορεΐ νά προσκο μίσει κάποιος γιά τό χαρακτήρα του. Ά λλά μολονότι τό σύστημα, δταν θεσπίστηκε τό 507, ειχε βά ση τοπική, καί μολονότι οί τοπικές καταβολές του εξακολούθησαν νά έχουν μεγάλη σημασία, ή ιδιότητα τοΰ δημότη έγινε εκτοτε κληρονομική. "Ενας πολίτης δεν άλλαζε δήμο άν πήγαινε να κα τοικήσει κάπου άλλοΰ. Αύτό δείχνει δτι κατά έναν περίεργο τροπο έξακολουθοΰσε νά ισχύει ή άρχή σύμφωνα μέ τήν όποια ή κα ταγωγή κάποιου καθορίζει καί τή θέση του στό πλαίσιο τής πόλης-κράτους. Εΐχε έπίσης καί ενα άλλο περιστασιακό άποτέλε σμα, πού βοηθά κάπως τόν ερευνητή τής άρχαίας άθηναϊκής κοι νωνίας. Έπειδή, άντίθετα άπό τούς Ρωμαίους ή τούς Ά γγλους, οί "Ελληνες είχαν βασικά ενα μονάχα δνομα, καί έπειδή τό άπόθεμα ονομάτων δέν ήταν άνεξάντλητο, γιά νά ταυτιστεί ένα πρόσωπο χρειαζόταν ένα πρόσθετο καθοριστικό στοιχείο. Στήν Αθήνα, άπό τά τέλη τοΰ 5ου αιώνα καί πέρα, ήταν συνηθισμένο νά άναφέρεται κάποιος μέ τό ονομα τοΰ πατέρα τοΙ> πλάι στό δι κό του, καθώς καί μέ τό δνομα τοΰ δήμου στόν όποιο άνήκε, π.χ. Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς· καί πάλι δμως υπήρχαν συχνά καί άλλοι μέ τά ίδια άκριβώς ονόματα, ιδιαίτερα μέσα στήν ίδια οικογένεια. 'Η προσθήκη τοΰ ονόματος τοΰ δήμου στό δνομα κά ποιου δέν μάς δείχνει ποΰ ζοΰσε ό άνθρωπος αύτός, άλλά ποΰ ζοΰσε τό 507 ό άμεσος άρσενικός πρόγονός του· καί έτσι, σέ περι πτώσεις δπου έχουμε τά πλήρη έπίσημα ονόματα διάφορων με λών μιας οικογένειας ή μιας συγγενικής ομάδας, μποροΰμε νά δοΰμε σέ πόσο μεγάλη έκταση είχαν διασκορπιστεί τήν έποχή τών μεταρρυθμίσεων τοΰ Κλεισθένη. Ή διασπορά φαίνεται δτι ήταν έκτεταμ,ένη ήδη τό 507, γεγονός πού δέν θά τό γνωρίζαμε άλλιώς. Αύτό άσφαλώς θά προκαλοΰσε δυσκολίες στήν έκπαίδευση καί στήν κινητοποίηση ένός στρατοΰ πού έξακολουθοΰσε νά βασίζεται σέ συγγενικές ομάδες. ’Ίσως γ ι’ αύτόν τό λόγο χρειά στηκε νά γίνει άλλαγή καί στήν πολιτική οργάνωση τών Α θ η ναίων στά τέλη τοΰ 6ου αιώνα. Ό ταν ό Κλεισθένης άλλαξε τή βάση τής οργάνωσης τών πολιτών άπό συγγενική σέ τοπική, δέν κατάργησε τά γένη καί τίς φρα13 4
ΦΤΛΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΗ
τρίες, άλλά άπλώς τά κράτησε έξω άπό τό πολιτικό σύστημα. Οί συγγενικές ομάδες παρέμειναν ώς κοινωνικές ένότητες, στις ό ποιες κάθε οικογένεια χωριστά μποροΰσε νά αισθάνεται δτι έχει μιά θέση καί μιά συνάφεια. Μπορεΐ νά ήταν τεχνικά δυνατό στόν Αθηναίο τοΰ 4ου αιώνα νά είναι πολίτης χωρίς νά άνήκει σέ κα μιά φρατρία, άλλά είναι σαφές δτι ή θέση τοΰ άνθρώπου αύτοΰ θά ήταν δυσάρεστη καί θά τοΰ γεννοΰσε προβλήματα. Σέ μερι κές σπάνιες περιπτώσεις ή φρατρία έξακολουθοΰσε νά έχει καί κάποια δημόσια λειτουργία. Ό άρχαϊκός νόμος τοΰ Δράκοντα, πού άφοροΰσε τήν ακούσια ανθρωποκτονία, είχε θεσπιστεί έναν αιώνα καί παραπάνω πριν άπό τόν Κλεισθένη, άλλά επικυρώθηκε καί πάλι ώς νόμος τοΰ κράτους τό 409* ό νόμος αύτός πρόβλεπε δτι, άν ό νεκρός δέν εΐχε στενούς συγγενείς, τίς διαφορές μέ τό φονιά θά τίς διευθετούσαν δέκα μέλη τής φρατρίας του. Κανονικά οί φρατρίες μπορούσαν έπίσης νά έχουν ιδιοκτησία, νά κάνουν άγωγές σέ δικαστήρια καί, χωρίς άμφιβολία, πολλά άλλα πράγμα τα, γιά τά όποια δέν έχουμε πληροφορίες. Σέ λίθινες έπιγραφές σώζονται μερικά ψηφίσματα άπό συνε λεύσεις φρατριών ή κατάλογοι τών μελών τους, άλλά τίς φρατρίες τής κλασικής περιόδου τίς συναντούμε κυρίως στά δικαστήρια, ο πού ή μαρτυρία τους μποροΰσε νά βοηθήσει γιά νά πιστοποιηθεί ή κοινωνική θέση κάποιου άτόμου. Ό πατέρας του ήταν ενδεχό μενο νά είχε γιορτάσει τό γάμο του καλώντας στό γλέντι τούς φράτεράς του, άν καί αύτό δέν ήταν, δπως φαίνεται, υποχρεωτι κό, ουτε καί τό επέβαλλε καμιά κοινωνική πίεση. Θά είχε προ σφέρει άσφαλώς κάποια θυσία γιά λογαριασμό τοΰ γιοΰ του, δταν τό νήπιο ήταν τριών ή τεσσάρων χρόνων, καί άλλη μιά λίγο πριν άπό τήν επίσημη είσοδο καί υποδοχή τοΰ νέου στή φρατρία, στά δεκαοχτώ του. Αύτό συνέβαινε στήν έτήσια γιορτή τών φρατριών, τ ά 5Απατούρια, πού τελοΰνταν στά τέλη τοΰ φθινοπώρου καί ήταν κατεξοχήν οικογενειακή γιορτή. Μέ αύτή τήν εύκαιρία ό πατέρας ορκιζόταν δτι ό γιός του ήταν νόμιμος γόνος άπό έγκυρο γάμο. 'Η φρατρία, δπως καί ό δήμος, τηροΰσε μητρώο τών μελών της, άλ λά αύτό πού άπαιτοΰσαν τά άθηναϊκά δικαστήρια δέν ήταν τό ΐδιο τό πιστοποιητικό εισδοχής ή ένα επικυρωμένο αντίγραφό του, άλ λά ή προφορική μαρτυρία μελών πού είχαν παρευρεθεΐ στήν εισ δοχή τοΰ διαδίκου στή φρατρία. Μποροΰσαν νά καταθέσουν δτι είχε γίνει δεκτός στή φρατρία ώς νόμιμος γιός τής οίκογένειάς 13 5
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
του, καί δτι ό πατέρας του είχε κάνει δλες τις άπαραίτητες τελε τές. Τέτοιου είδους μαρτυρίες ήταν πολύ σπουδαιότερες στήν πε ρίπτωση υιοθετημένου, παρά στήν περίπτωση γνήσιου γιου, γιατί τό γεγονός τής υιοθεσίας μποροΰσε εύκολότερα νά αμφισβητηθεί στό δικαστήριο.1 Ά ν καί γι* αύτές τις οικογενειακές ύποθέσεις έ'δειχνε ειδική φροντίδα ή φρατρία, ό ΐδιος ό γάμος δέν περιλάμβανε τελετή πού νά γίνεται μπροστά στή φρατρία. "Όπως φαίνεται, ή βασική πρά ξη σέ έναν άθηναϊκό γάμο ήταν μάλλον ή παράδοση τής νύφης στό γαμπρό άπό τόν πατέρα ή τόν κηδεμόνα της, πού άποδειχνόταν, κατά τόν έλληνικό τρόπο, μέ μάρτυρες μάλλον παρά μέ γρα πτό συμβόλαιο. Τό μόνο πού μποροΰσε νά κάνει ή φρατρία ήταν νά καταθέσει δτι είχε δεχτεί τόν δρκο τοΰ πατέρα γιά τήν έγκυρότητα τοΰ γάμου του καί τή νομιμότητα τοΰ γιοΰ του. Τό 451 ένας νόμος, πού τόν είσηγήθηκε ό Περικλής, περιόριζε τό δικαίωμα τοΰ πολίτη μόνο σέ δσους γεννήθηκαν άπό γονείς πού ήταν καί οί δυο Αθηναίοι, ένώ πριν άπό τό 451 ό γιός ένός άθηναίου πατέρα καί μιας μή άθηναίας μητέρας είχε τό δικαίωμα νά είναι άθηναΐος πολίτης. Μετά τό νόμο τοΰ Περικλή, ό δρκος πού έδινε ό πα τέρας μπροστά στά μέλη τής φρατρίας του περιλάμβανε καί τή δήλωση δτι ή σύζυγός του ήταν γεννημένη στήν Αθήνα. Σέ δλα αύτά τά θέματα ή μαρτυρία τών φρατέρων μποροΰσε νά είναι ση μαντική, γιατί ήταν θέματα πού ένδιέφεραν τήν ΐδια τή φρατρία, ή οποία έ'πρεπε νά τά έχει ξεκαθαρίσει ικανοποιητικά προτοΰ δε χτεί ένα νέο μέλος. Κατά τόν ΐδιο τρόπο, ένας υιοθετημένος γιός έπρεπε νά είσαχθεί στή φρατρία τοΰ θετοΰ πατέρα του, καί οί φράτερες θά μποροΰσαν νά μαρτυρήσουν γιά τό γεγονός τής υιο θεσίας καί γιά τή νομική θέση τοΰ υιοθετημένου γιοΰ. / 'Η μαρτυρία τής φρατρίας, πού έπιζοΰσε ώς κοινωνική μονάδα ’ παράλληλα μέ τούς τοπικούς δήμους, ήταν χρήσιμη, άκριβώς για τί ή φρατρία άποτελοΰσε συγγενική ομάδα καί, συνεπώς, ένδιαφερόταν γιά τις οικογενειακές αύτές ύποθέσεις. Ό δήμος, φυσι κά, ένδιαφερόταν έπίσης γιά τά ΐδια αύτά θέματα, καί άπαιτοΰσε νά έχουν ξεκαθαριστεί κατά τρόπο ικανοποιητικό, προτοΰ εγ γράφει στά μητρώα του τόν γνήσιο ή τόν υιοθετημένο γιο ένός μέλους* έτσι, σέ κληρονομικές ύποθέσεις καί άλλα παρόμοια, ό 1. Πρόκειται γιά υιοθεσίες ένηλίκων καί βχι βρεφών βλ. σ. 174. 13 6
ΦΤΛΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΗ
διάδικος μποροΰσε νά επικαλεστεί δχι μόνο τή μαρτυρία τών με λών τής φρατρίας του άλλά καί τή μαρτυρία τών συνδημοτών του. Πράγματι, ή έγγραφή στό μητρώο ήταν ή πιό βασική προϋ πόθεση γιά νά διαπιστωθεί άν κάποιος ήταν γνήσιος άθηναιος πο λίτης. "Οταν τό 346 τό άθηναϊκό κράτος άποφάσισε γενικό έλεγ χο δλου τοΰ σώματος τών πολιτών του, γιατί δέν εΐχε συγκεντρω τικούς καταλόγους ψηφοφόρων, δέν μποροΰσε νά τόν πραγματο ποιήσει παρά μόνο διατάσσοντας τούς δήμους νά άνατρέξουν στά δημοτολόγιά τους καί νά έλέγξουν προσεχτικά τή νομιμότητα τής εγγραφής κάθε ονόματος πού περιλαμβανόταν σ’ αύτά. Οί δήμοι, καί δταν άκόμη ή Αθήνα έχασε τήν άνεξαρτησία της, έξακολου θοΰσαν νά παίζουν κάποιο ρόλο, καί γι’ αύτό έπέζησαν. 5Από τό άλλο μέρος οι φρατρίες έσβησαν, γιά τόν ένα ή τόν άλλο λόγο, στή διάρκεια της έλληνιστϊκη^ΐϊερίόδου καί έγιναν άντικείμενο άρχαιοδιφικής 'ερευνας^το^ ων λογίων πού έγραφαν σχόλια στούς άττικούς ρήτορες. Μετά τό θάνατο τοΰ Αλεξάνδρου καί τή μακεδονική κυριαρχία, ή ιδιότητα τοΰ άθηναίου πολίτη δέν ένδιέφερε καί τόσο πολύ, τουλάχιστον δσον άφορά τίς χαμηλότε ρες κοινωνικές τάξεις. Ό λόγος ΐσως νά ήταν άπλώς καί μόνο δτι τήν έποχή έκείνη οί Αθηναίοι έβρισκαν πιό βολικές καί ικανο ποιητικές άλλες μορφές κοινωνικής καί θρησκευτικής οργάνωσης καί έπαψαν νά άσχολοΰνται μέ τίς φρατρίες. Τά γένιη^ΑτζΌτό άλλο μέρος, έξακολούθησαν νά ύπάρχουν_ώ<^ τή ρωμαϊκή έποχή, γιατι προστάτεύονταν άπο^ κοίνώνικό τους γόητροί^^ν^Ιίεριορισμένο άριθμό τών μελών τους. Είχαν δμως χάσει προ πολλοΰ τήν πολιτική έπιρροή πού είχαν παλαιότερα ώς σώματα. Τό νά φέρει κανείς δνομα εύγενικής γενιάς ήταν πάντοτε πλεονέκτημα στήν άθηναϊκή πολιτική ζωή. Οί "Ελληνες πίστευαν χωρίς έπιφύλαξη στις έλίτ καί, δπως καί άλλοι λαοί, είχαν τήν τάση νά υποθέτουν δτι τά κάθε λογής χαρακτηριστικά ήταν κληρονομικά καί μεταβιβάζονταν, άπό τήν άνδρική κυρίως γραμμή, μαζί μέ τό δνομα καί τήν περιουσία. Ά λλά, δπως εΐπα-· με καί παραπάνω, αύτό πού μετροΰσε στήν κλασική περίοδο ήταν ό συγκεκριμένος μεγάλος «οικος» καί δχι τό γένος. Σπάνια γνω ρίζουμε σέ ποιο γένος άνήκε ένας διαπρεπής Αθηναίος, ή άν άνήκε κάν σέ κάποιο γένος: καί δταν τό γνωρίζουμε, πρόκειται συνή θως γιά ένα είδος παρανόμι, πού ξεχωρίζει αύτόν πού τό φέρει άπό άλλα πρόσωπα μέ τό ΐδιο δνομα. Γιά παράδειγμα, κάποιος 137
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Δημόστρατος, πού τό ονομά του μνημονεύεται σέ σχέση μέ τις προετοιμασίες γιά τήν άθηναϊκή έκστρατεία στή Σικελία τό 415, άναφέρεται ώς «Δημόστρατος τών Βουζυγών)). Έπίσης, ένώ ή φρατρία τόν 4ο αιώνα έξακολουθοΰσε νά έχει σημασία γιά τόν μέ σο άνθρωπο, τό γένος έχασε τό κύρος του μέσα στή φρατρία, καί ή συνέλευση τής φρατρίας υιοθέτησε δικούς της κανόνες. Ά λλά, τήν ΐδια έποχή, τό γένος έξακολουθοΰσε νά έχει κάποια κοινωνι κή άξία γιά τις άνώτερες τάξεις, πού εϊχαν τήν άνεση νά άσχολοΰνται μέ καθαρά διακοσμητικές δραστηριότητες, καί τά σπου δαία ιερατικά άξιώματα πού άνήκαν σέ μερικά γένη βοηθούσαν τά γένη νά διατηρούνται ώς θεσμός. Άνάμεσα στά πιό σημαντικά ^ήταν τά άξιώματα πού σχετίζονταν μέ τά Έλευσίνια Μυστήρια* καί μολονότι τά δυο μεγάλα γένη άπό τά όποια προέρχονταν οί κυριότεροι ιερουργοί, οί Εύμολπίδες καί οί Κήρυκες, εϊχαν ορι σμένες περίεργες περιπέτειες στή μετακλασική περίοδο, τά ιερα τικά άξιώματα έξακολούθησαν νά υπάρχουν. "Οταν άρχισε νά χά νει τήν άξία της ή ιδιότητα τοΰ άθηναίου πολίτη, ή κοινωνική άξία τής ιδιότητας τοΰ μέλους σέ ένα γένος άπέκτησε μεγαλύτερο κύ ρος, άντί νά μειωθεί. Στήν άνάλυση αύτή περιοριστήκαμε κυρίως στήν Αθήνα, γιατί δλες σχεδόν οί πληρο,φο ρίες μιχς.προέρχονται από έκεΐ. Στήν Α θήνα, καί ένώ ή Ελλάδα παρέμενε έλεύθερη, μπορούμε, ώς ένα βαθμό, νά δοΰμε μέ ποιά διαδικασία ή ίδιότηχα^τοδ^τολίττ^άρχισε -προοδευτικά νά χάνει τήν αρχική της^εξάρτηση άπό τό πλέγμα τών συγγ ενικών ^θεσμών κάΓνά άποκτα"”εν&Ίΐώ καθαρά πολιτικό περιεχομενο’^^δεν έχεΓκαμιά σημασία γιά τό θέμα πού συζητού με άν ή συγγένεια ήταν άρχικά γνήσια ή οχι. Καί σέ άλλα μέρη ή γενική τάση ήταν άσφαλώς ή ΐδια, άν καί ό ρυθμός ήταν διαφορε τικός, συνεπώς καί οί χρονολογίες δπου έμφανίστηκαν τά φαινό μενα* άλλά άπό αύτές τις άλλες πόλεις-κράτη δέν έχουμε τόσο συ στηματικές μαρτυρίες, δπως έχουμε άπό τήν Αθήνα. Τό κανονικό κριτήριο γιά νά άποκτήσει κανείς τήν ιδιότητα τοΰ πολίτη ήταν, φυσικά, νά έχει γεννηθεί άπό γνήσιους πολίτες* ώστόσο δλες οί πόλεις-κράτη δέν άπαιτοΰσαν, δπως ή Αθήνα με τά τό 451, νά έχει καί ή μητέρα τήν ιδιότητα τοΰ πολίτη. Γένη τοΰ ένός ή τοΰ άλλου είδους μνημονεύονται σποραδικά, κυρίως σέ άριστοκρατικούς κύκλους. Α ξίζει ΐσως νά προσέξουμε τήν περί13 8
ΦΤΛΕΣ ΚΛΙ ΓΕΝΗ
πτώση τής_Σάμου, δπου μιά δημοκρατική έπανάσταση κατέληξε στή δημιουργία”μιας ολόκληρης νέας σειράς γενών, στά όποια εγιναν μέλη οχι μόνο οί εύγενεΐς άλλά καί δλοι οί υπόλοιποι πολί τες* καί αύτές οί τεχνητές ενότητες ονομάζονταν ^ένη, δπως καί στήν Αθήνα —δηλαδή μέ μιά λέξη πού γλωσσικά, περισσότερο άπό άλλους δρους, έ'πρεπε νά δηλώνει πραγματική συγγένεια. Φρατρίες μαρτυροΰνται πιό συχνά. Οί Λαβυάδες τών Δελφών, γιά παράδειγμα, χάραξαν"τόν κανονισμό τής φρατρίας τους σέ πέτρα, μιά καταγραφή τό ΐδιο λεπτομερειακή δσο καί αύτές πού έχουμε άπό τήν Αθήνα. Α ξίζει άκόμη νά σημειώσουμε δτι στή Γόρτυνα τής Κρήτης ύπήρχε μιά ξεχωριστή τάξη άνθρώπων πού δέν άνή καν σέ καμιά εταιρεία (ήταν ενας θεσμός πού έκεΐ άντιστοιχοΰσε μέ τή φρατρία) ή θέση αύτών τών άνθρώπων άπέναντι στό νόμο ήταν αισθητά μειονεκτική σέ σχέση μέ τούς άλλους. Μιά σειρά φρατρίες θεωρήθηκε δτι έ'πρεπε νά δημιουργηθοΰν καί στήν πιό σπουδαία πόλη πού ίδρυσε ό Αλέξανδρος, τήν Αλεξάνδρεια τής Αίγύπτου.Επειδή δμως δέν ύπήρχαν παραδοσιακά ονόματα δια θέσιμα, οί Αλεξανδρινοί ονόμασαν τίο φρατρίες τους μέ αριθμούς Θά μπορούσαμε νά άναφέρουμε καί πολλές άλλες περιπτώσεις θεσμών παράλληλων πρός τούς άθηναϊκούς, καθώς καί παραλ λαγές τους σέ άλλες πόλεις-κράτη.
13 9
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
Στήν έλληνική κοινωνία, δπως καί σέ άλλες προβιομηχανικές κοινωνίες, ή πιό σημαντική μορφή περιουσίας ήταν πάνω άπ’ δλα ή γή. Σέ εναν κδσμδΐυοδ''8Ιν'"εΓχΓμ^άλο1ίς'ρδυστούς πόρους, ούτε "τη^Ιεγάλη πιστωτική δομή πού στηρίζει τόν δικό μας τεχνικό πολιτισμό, άλλες μορφές επένδυσης, οικείες σ’ έμάς, εΐτε δέν ύ πήρχαν καθόλου εΐτε, σέ σύγκριση μέ τή γή, ήταν εξαιρετικά έπισφαλεΐς. 'Η γή ή τό σπίτι δέν ήταν δυνατό νά ύπεξαιρεθοΰν, καί αύτά άποτελούσαν τις σταθερές καί έμφανεΐς μορφές οικονομικής ασφάλειας. Παντού μόνο οί γνήσιοι πολίτες μιας πόλης-κράτους είχαν τό δικαίωμα νά κατέχουν γή μέσα στήν έπικράτειά της. Στήν ’Αθήνα οί άλλοδαποί κάτοικοι, οί λεγόμενοι μέτοικοι (βλ. σ. 199-201), στά χέ^α τώ ν "οπο ίων βρΓσκόταν το μεγαλυτέρ ο μέ ρος τού έμπορίου καί τής βιομηχανίας καί τό περισσότερο ρευστό κεφάλαιο πού κυκλοφορούσε, δέν είχαν τό δικαίωμα νά άγοράζουν γ ή· Άφθονη γή δέν ύπήρχε διαθέσιμη. "Οπούς τονίσαμε στό Ιο κε φάλαιο, ή Ελλάδα άποτελεΐται κυρίως άπό γυμνά βουνά καί, μο λονότι τό έ'δαφος τών προσχωσιγενών πεδιάδων είναι γενικά εύ φορο, δέν μπορεΐ μόνο αύτό νά διαθρέψει μεγάλο πληθυσμό. 'Η 1 πίεση άπό τήν ελλείψω γής ήταν άσφαλώς εν ας άπό τούς κύριους παράγοντες πού συνέτειναν στήν ΐδρυση τόσων άποικιών στό εξω τερικό κατά τά τέλη τού 8ου καί τόν 7ο αιώνα, καί, άν δέν τήν προκάλεσε, οπωσδήποτε συνε βαλε στήν άγρτοτική"κρίση πού άναστάτωσε τήν Α ττική γύρω στό 600 καί στίς εξεγέρσεις πού οδή γησαν στήν έγκαθίδρυση τυράννων σέ άλλα μέρη από τό^650 πε ρίπου καί εξής". "Οποια κι άν ήταν ή κατάσταση τον 7ο αιώνα, τήν κΧασικηεπδχή ή άθηναϊκή ύπαιθρος κατέληξε νά άποτελεΐται κυ ρίως άπό ανεξάρτητες μικρές ιδιοκτησίες, πού ήταν στήν άπόλυτη κυριότητα ^ ν κατο^ έξέλιξη αύτή δέν ήταν άναπόφευκτη. Στίς μεγαλύτερες πεδιάδες τής Α ττικής θά ήταν πρα κτικά εφικτό νά υπάρχουν συγκεντρωμένα κτήματα άρκετά με14 1
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γάλου μεγέθους, δπως αύτά πού ύπήρχαν σέ πιό πρόσφατες επο χές. Στην άρχαία Θεσσαλία οί εύγενεΐς είχαν στήν κατοχή τους πολύ πιό μεγάλα κτήματα στις πλατιές πεδιάδες πού ύπάρχουν ε κεί* άλλά καί στή Θεσσαλία άκόμη δέν παρατηρεΐται άνάπτυξη πού νά μπορεΐ νά συγκριθεΐ μέ τά τεράστια ρωμαϊκά Ιαϋϊαηίϋδΐ, πού τά καλλιεργούσαν πολυάνθρωπες ομάδες δούλο^ν. Το άττικό πρότυπο φαίνεται δτι ΐσχυε γενικά στήν Ελλάδα, έκτος άπό λίγες ειδικές περιπτώσεις, καί άποτελεΐ σημαντικό,πρόβλημα, πού δέν εΐναι καθόλου εύκολη ή λύση του, πώς συνέβη νά διαμορφωθεί έ'τσι ή κατάσταση. 'Η έλληνική παράδοση στά θέματα αύτά θά μπορούσε κάλλιστα νά εΐναι διαφοροποιημένη. Εΐναι άσκοπο νά κάνουμε υπο θέσεις γιά τά συστήματα πού μπορεΐ νά έφεραν μαζί τους προϊ στορικοί εισβολείς δπως εκείνοι τών μεσοελλαδικών χρόνων, πού τήν άφιξή τους στήν έλληνική χερσόνησο τή χωρίζουν άπό τήν Αθήνα τοΰ Θουκυδίδη καί τοΰ Αριστοφάνη δεκαπέντε καί πα ραπάνω αιώνες. Εΐναι τό ίδιο περίπου διάστημα πού χωρίζει τήν κατάρρευση τής Ρωμαιοκρατίας στή Βρετανία άπό τά σύγχρονα βρετανικά συστήματα γαιοκτησίας, δηλαδή χρόνος άρκετός γιά νά συντελεστοΰν έκτεταμένες μεταβολές, ειρηνικές ή βίαιες. 'Η έγκαθίδρυση τών μυκηναϊκών βασιλείων καί μόνο θά ήταν άρκετή γιά νά έξαλείψει τά πρωτόγονα συστήματα τών πρωιμότερων Έλλήνων. Τό ίδιο άσκοπο εΐναι νά κάνουμε ύποθέσεις γιά τίς έπιβιώσεις τοΰ συστήματος πού μάς άποκάλυψαν άτελώς τά μυκη ναϊκά έγγραφα, γιατί ή έξαφάνιση αύτοΰ τοΰ τμήματος τοΰ μυκη ναϊκού λεξιλογίου καί ή ριζικά διαφορετική κατάσταση πού βλέ πουμε στόν "Ομηρο δείχνουν δτι τό παλαιό σύστημα κατέρρευσε ολοκληρωτικά, δταν καταστράφηκαν τά άνάκτορα καί έξαφανίστηκε ή γραφειοκρατία. Δέν έχουμε άμεσες μαρτυρίες γιά νά δια πιστώσουμε τί συνέβη μέ τή γή σέ περιοχές δπου κυριάρχησαν οί εισβολείς, δπως οί Δωριείς στή Σπάρτη καί στό Ά ργος καί οί. Θεσσαλοί στή Θεσσαλία, ή τί είδους μεταβολές σημειώθηκαν σέ περιοχές δπου δέν έ'γιναν τέτοιες εισβολές. Στό θέμα αύτό, ή έμμονή τοΰ Όμήρου νά άσχολεΐται μέ τούς ήγεμόνες μάς εμποδίζει νά δοΰμε τά πράγματα καθαρά. Εΐναι σα φές δτι ό μεγάλος βασιλιάς, μέ τό άνάκτορό του, τά πολυάριθμα κοπάδια του καί τά ύπόλοιπα υπάρχοντά του, διέθετε τή γή δπως τοΰ άρεσε, έγκαθιστώντας σ’ αύτήν τούς θεράποντές του δπως ή 14 2
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
θελε, άκόμη καί χαρίζοντας μεγάλες έκτάσεις, δπως πρότεινε ό ’Αγαμέμνων στόν Ά χιλλέα γιά νά τόν κατευνάσει. Πολλά άπό αύτά δέν άντικατοπτρίζουν τόσο τήν ιστορική πραγματικότητα, δσο τήν ιδέα πού είχαν οί έπικοί ποιητές —βλέποντας τά πράγμα τα άπό τή σκοπιά τοΰ δικοΰ τους κόσμου— γιά τό τί έ'πρεπε νά κάνουν οί μεγάλοι μυθικοί βασιλιάδες. 'Η πρόταση τοΰ ’Αγαμέμνονα νά δώσει στόν Ά χιλλέα εφτά πόλεις μέ τούς κατοίκους τους είναι, άπ’ δ,τι φαίνεται, μιά πράξη πολιτική, άταίριαστη σέ ένα γαιοκτήμονα, δσο μεγάλος καί άν ήταν, πού θά διέθετε ενα μέρος τής γής του. Πιό κοντά στήν οικιακή ζωή βρίσκεται ή *Οδύσσεια, δπου ή κατάσταση στή διάρκεια τής άπουσίας τοΰ βα σιλιά είναι πράγματι πολύ συγκεχυμένη, άλλά, δπως φαίνεται, ή μεγάλη περιουσία θά παραμείνει στήν ιδιοκτησία τοΰ γιοΰ τοΰ Όδυσσέα, τοΰ Τηλεμάχου, άκόμη καί άν τελικά δέν γίνει δεκτός ώς βασιλιάς. Στήν 5Οδύσσεια υπάρχουν σαφώς καί άλλοι γαιο κτήμονες έκτος άπό τό βασιλιά, άν καί ή παρουσία τους δηλώνε ται μόνο έμμεσα ή περιστασιακά, δπως λόγου χάρη δταν ενας άπό τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης προσφέρεται νά προσλάβει ώς έργάτη στά κτήματά του ενα ζητιάνο (πού είναι ο Όδυσσέας με ταμφιεσμένος). Τό σύστημα περιλάμβανε καί μικρότερους άκόμη γαιοκτήμονες, πού ό "Ομηρος τούς δίνει ελάχιστη σημασία, δπως εΐναι λόγου χάρη ό φτωχός καί στερημένος άνθρωπος πού τόν οικτίρει τό φάντασμα τοΰ Άχιλλέα (βλ. σ. 82). Βλέπουμε δύο κυρίως πρότυπα εγκατάστασης. Τό ένα τό άντιπροσωπεύει ή κατάσταση στή Θεσσαλία τής ιστορικής εποχής, δπου ύπήρχαν πολύ μεγάλα κτήματα στήν κλασική περίοδο, έντε λώς διαφορετικά σέ μέγεθος άπό τά κτήματα στή νότια Ελλάδα. Τό σύστημα αύτό, πού μοιάζει νά εΐναι έπιβίωση άπό τήν άρχαϊκή εποχή, άρχισε τόν 4ο αιώνα νά εμφανίζει σοβαρά συμπτώματα διάβρωσης. Τά μεγάλα κτήματα αυτής τής κατηγορίας άποτε λοΰν σαφώς ένα άπό τά πιθανά άποτελέσματα τής μετανάστευσης καί τής κατάκτησης. Τό άλλο πρότυπο εγκατάστασης εΐναι τό άποικιακό,πού συνεπαγόταν τήν προσκύρωση ένός κλήρου γής σέ κάθε άποικο —ΐσως ή γή νά δινόταν πράγματι μέ κλήρο, άλλά ή λέξη αύτή ήδη άπό παλιά κατέληξε νά σημαίνει κάθε άγροτεμάχιο. Έχουμε πληροφορίες γιά διανομή κλήρων γής μ5αύτό τόν τρόπο ήδη άπό τίς πρώτες άρχές τής άποικιακής κίνησης τοΰ 8ου αιώνα, δπως τήν ιστορία ένός άπερίσκεπτου Κορινθίου, ό όποιος, 14 3
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στή διάρκεια τοΰ ταξιδιοΰ του πρός τήν άποικία, άντάλλαξε γιά ενα γλύκισμα τόν κλήρο πού ήταν νά πάρει στις Συρακοΰσες. Μιά τέτοια προσκύρωση γής ΐσως νά ΐσχυσε έπίσης κατά τήν άρχική εγκατάσταση τών Δωριέων στήν Πελοπόννησο, καθώς καί άλλων κατακτητών σέ άλλα μέρη. Αύτά τά συστήματα, μολονότι καί στά δυο γίνεται χρήση τής λέξης «κλήρος», υποδηλώνουν διαφο ρετική κοινωνική οργάνωση. 'Η διανομή τής γής στή Θεσσαλία θά ταίριαζε σέ κατακτητές πού είχαν έπικεφαλής τους ισχυρούς εύγενεΐς, ικανούς νά έξασφαλίσουν γιά τόν έαυτό τους μεγάλα κομμάτια γής, δπως οί νορμανδοί κατακτητές στήν Αγγλία* τό άποικιακό σύστημα δείχνει μάλλον μιά κοινότητα πού ειχε συνεί δηση τής άνάγκης νά διατηρεί τά άτομα σέ στρατιωτική έτοιμότητα, μοιράζοντάς τους τή γή σέ έπαρκεΐς καί πιθανόν (μέ ορι σμένες βέβαια έξαιρέσεις) ΐσους κλήρους. Οί μαρτυρίες πού έχου με άπό μεταγενέστερες περιόδους δείχνουν δτι στις άρχικές έγκαταστάσεις τό σύστημα ήταν στήν πραγματικότητα μάλλον άνομοιόμορφο* ή άνομοιομορφία αύτή ΐσως νά έξαρτιόταν ώς ενα βαθμό άπό τήν άναλογία κατακτητών καί κατακτημένων στις διάφορες περιοχές. Ό Αριστοτέλης άποδίδει σέ μιά άρχαία προσωπικότητα δχι πολύ γνωστή, ((τόν Ερυθρό», τήν καθιερωμένη διαί ρεση ολόκληρης τής Θεσσαλίας σε τεσσερις περιοχές, καθώς καί τή διαίρεση τής γής σέ κλήρους, άπό τούς οποίους ό καθένας έ πρεπε νά δίνει σαράντα ιππείς καί ογδόντα βαριά οπλισμένους πε ζούς στόν ομοσπονδιακό στρατό. Αύτή ή εικόνα τής πλήρους ισό τητας εΐναι δίχως άμφιβολία ψεύτικη —ό Αριστοτέλης δένει μιά έξίσου άκριβή καί άπίθανη εικόνα γιά τήν κοινωνική οργάνωση τής πρώιμης Αθήνας— άλλά εΐναι ολοφάνερο δτι ό άγροτικός κλήρος στή Θεσσαλία ήταν πολύ μεγαλύτερος σέ έκταση άπό δ,τι στή νότια Ελλάδα, δπου ΐά κτήματα ήταν μικρά. 'Η συγκρότηση τών στρατιωτικών μονάδων στή Θεσσαλία γινόταν σέ βάση το πική, καί δχι άπό τίς φυλές τής πόλης καί τίς υποδιαιρέσεις τους, δπως γινόταν κατά τούς ιστορικούς χρόνους στό Νότο. Γνωρίζου με πολύ λίγα γιά τήν έξέλιξη τοΰ συστήματος αύτοΰ, καί έτσι δέν μποροΰμε νά είμαστε βέβαιοι άν αύτό πού άποδίδεται στόν’Αλεύα ήταν στήν πραγματικότητα άναδιοργάνωση πού έγινε πολύν και ρό μετά τίς μεταναστεύσεις, ή άντικατοπτρίζει τήν κατάσταση δ πως δημιουργήθηκε μετά τήν άρχική κατάκτηση. 14 4
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
Γενικά, ή πολιτική άνάπτυξη τής Θεσσαλίας στήν κλασική έποχή άπεΐχε πολύ άπό τήν άπλή κυριαρχία τών γαιοκτημόνων εύγενών, καί πλησίαζε πρός τό σύστημα τής πόλης-κράτους στό Νότο. Οί πρώτοι Θεσσαλοί πού είναι γιά μάς κάτι περισσότερο άπό άπλά ονόματα είναι οί εύγενεΐς εκείνοι πού, στίς άρχές τοΰ 5ου αιώνα, προσέλκυσαν στούς μεγάλους οΐκους τους ποιητές σάν τόν Σιμωνίδη καί τόν Πίνδαρο, καί τών οποίων ή καταγωγή καί ό πλοΰτος ύμνήθηκαν μέ ομηρικό σχεδόν τρόπο. "Οπως δείχνει ή διήγηση γιά τόν Μένωνα άπό τά Φάρσαλα (πρόγονο τοΰ Μένωνα πού έδωσε τό ονομά του σέ έναν άπό τούς διαλόγους τοΰ Πλάτω να), τέτοιοι εύγενεΐς τήν έποχή έκείνη μποροΰσαν νά ένεργοΰν ώς ανεξάρτητοι ήγεμόνες. Ό Μένων αύτός στρατολόγησε τριακόσιους ίππεΐς άπό τούς πενέστας του (βλ. παρακάτω) καί ήρθε σέ βοήθεια τών Αθηναίων σέ μιά άπό τις πρώτες έκστρατεΐες τής Συμμαχίας τους, έναντίον τής’ Ηιόνας, στίς έκβολές τοΰ Στρυμόνα στή Θράκη, τό 476. Κανένας άθηναΐος ή κορίνθιος άριστοκράτης δέν θά μποροΰσε νά ένεργήσει μ* αύτό τόν έντυπωσιακό τρό πο, ουτε βέβαια κανένας σπαρτιάτης ιδιώτης. Ή πολιτική χειρα φέτηση τών πόλεων είχε ήδη άρχίσει τήν έποχή τοΰ Μένωνα* γύ-^ ρω στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα ένας τύραννος κυβερνά τήν πόλη τών Φερών, πού τό λιμάνι της, οί Παγασές (ο σημερινός Βόλος), είναι ^ύσΓαστΐκά ή μόνη πρόσβαση'στη^ίεσσαλία άπό τή θάλασσα. Ό ί διάδοχός του ’Ιάσων^ πού δέν έμεινε γιά πολύν καιρό στήν έξου σία, πέτυχε στή διάρκεια τής δεκαετίας 380-370 νά ένώσει, τη Θεσσαλία ύπό τήν ήγεσία του. Είναι άξιοσημείωτο δτι ό όμοΗί σπονδιακός στρατός πού οργάνωσε ό Ίάσων στρατολογοΰσε τίς|; μονάδες του άπό τις πόλεις-κράτη, καί δχι άπό τά ήμιοίνεξάρτη-ν τα τιμάρια: τήν έποχή έκείνη ή γή τής Θεσσαλίας θά πρέπει ήδη I νά είχε διαιρεθεί οριστικά σέ περιφέρειες πού άνήκαν σέ πό^ειςμ· Δέν γνωρίζουμε πόσο μεγάλος ήταν ό άριθμός τών έλεύθερων μικροκτηματιών άνάμεσα στά μεγάλα κτήματα, άλλά είναι άρ κετά πιθανό δτι ύπήρχαν, χωρίς νά έπισύρουν τήν προσοχή πε ρισσότερο άπό δσο οί μικροκτηματιές στόν κόσμο τοΰ Όμήρου. Πιό κάτω άπό αύτούς ύπήρχαν σέ κατάσταση δουλείας οί πενέσται. Οί άρχαΐοι συγγραφείς τούς τοποθετοΰν στην ίδιακατηγο ρία μέ τούς είλωτες τής Σπάρτης, καί συνήθως θεωρούνται υπο λείμματα τοΰ κατακτημένου πληθυσμού πού ζοΰσε στήν περιοχή πριν άπό τήν κατάκτηση. Γι’ αύτούς είναι γνωστές λιγότερες λε ίο
14 5
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πτομέρειες άπό δσες είναι για τούς είλωτες. Γνωρίζουμε δτι ήταν πολυάριθμοι καί δτι οί εξεγέρσεις τους άποτελοΰσαν μόνιμη άπειλή γιά τήν άρχουσα τάξη* άλλά, δπως δείχνει ή διήγηση γιά τόν Μένωνα άπό τά Φάρσαλα, δέν άποκλείεται νά ήταν άρκετά νομιμόφρονες ώστε νά μπορούν νά χρησιμοποιηθούν ώς ένοπλη δύνα μη. Τό γλωσσικό κράμα στή Θεσσαλία, δπου ή αιολική διάλε κτος τών κατακτημένων άποτελοΰσε στοιχείο οπωσδήποτε ισχυ ρότερο άπό τή βορειοδυτική έλληνική διάλεκτο τών κατακτητών, δείχνει καί πάλι δτι οί κατακτητές άποτελοΰσαν άρχικά μειονό τητα, άλλά δέν μπορούμε νά υπολογίσουμε τί ποσοστό άντιπροσώπευαν. Στά νότια τής Θεσσαλίας, ή βοιωτική πεδιάδα εί^ςε κι αύτή πλούσια γή, άν καί δχι τήν ίδια έκταστ^έπτή Θεσσαλία· οί Α θ η ναίοι περιφρονοΰσαν τούς γείτονές τους, τούς Βοιωτούς, γιά τή χωριατιά καί τή χοντροκοπιά τους, καί τούς άποκαλοΰσαν «βοιο^τικούς χοίρους». Στήν περίπτωση αύτή, επιτέλους, έχουμε μιά πολύ πρώιμη μαρτυρία, τό ποίημα πού έγραψε ό ' Ησίοδος γιά νά δώσει συμβουλές στούς άγρότες συναδέλφους του, ΐσως στά τέλη τοΰ 8ου αιώνα ή στις άρχές τοΰ 7ου. Ό *Ησίοδος άσχολεΐται άποκλειστικά μέ τά προβλήματα ένός κ ^ ματο ς^^μετρίου μεγέ θους, πού τό καλλιεργεί ένας μόνο ιδιοκτήτης, μαζί μέ τούς δού λους του. Είναι γεμάτος παράπονα γιά τά δικά του προβλήματα, κυρίως γιά τή μοιρασιά τής οικογενειακής περιουσίας μέ τόν άδερφό του τόν Πέρση, πού τόν κατηγορεί δτι έπιζητοΰσε τήν εύ νοια τών «δωροφάγων» [νΕργα 39] άρχόντων, γιά νά εξασφαλί σει περισσότερα άπό δ
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
γενικά* άσφαλώς δμως μαρτυρεί τήν ύπαρξη μιας ολόκληρης τά ξης έλεύθερων καί άνεξάρτητων γεωργών, πού καλλιεργούσαν τά ^ ιχ ρ ά τους Αγροκτήματα στή Βοιωτία: γύρω στό 700 π.Χ. ΊΤΐ5ωρική Πελοπόννησος παρουσιάζει έπίσης κάποια ανομοιο μορφία. 'Η κατάσταση στή Σπάρτη ήταν άπό πολλές άπόψεις άσυνήθιστη. 'Η άρχουσα άριστοκρατία, οί πολίτες πού ονομάζον ταν Σπαρτιάτες καί είχαν πλήρη δικαιώματα, ήταν κάτοχοι έκτεταμένων γαιών, πού τίς καλλιεργούσαν γ ι’ αύτούς οί είλωτες, δοΰλοι πού ζοΰσαν μόνιμα στούς άγρούς καί ήταν υποχρεωμένοι νά προσφέρουν μέρος τής παραγωγής στούς κυρίους τους. Γενι κή είναι ή γνώμη δτι ή ύποχρέωσή αύτή ήταν έπαχθής, καί οί συνθήκες τής ζωής τών ειλώτων ήταν σκληρές καί άπό άλλες άπόψεις. Άνήκαν δμως στό κράτος, καί δέν ήταν δουλοπάροικοι πού οί κύριοί τους μποροΰσαν νά τούς κάνουν δ,τι θέλουν. Κρατοΰσαν δσα προϊόντα άπέμεναν καί, τουλάχιστον στή μετακλασι κή έποχή, πολλοί άπ’ αύτούς ήταν σέ θέση νά συσσωρεύουν σεβα στές ποσότητες. Κατά τούς ύπολογισμούς τοΰ ' Ηροδότου, οί Σπαρτιάτες έφταναν τό 480 τούς οκτώ χιλιάδες άνδρες, άλλά γύ ρω στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα είχαν μειωθεί σέ λιγότερους άπό τέσ σερις χιλιάδες, καί κατά τό 371 μόλις ξεπερνοΰσαν τούς χίλιους. Άκόμη καί δταν ήταν πολυαριθμότεροι, ή μέση έκταση τών κτη μάτων τους πρέπει νά ήταν μεγάλη, μέ τά άθηναϊκά μέτρα. Κοντά στούς Σπαρτιάτες ζοΰσαν έλεύθεροι σέ μικρότερες πόλεις καί χω ριά οί περίοικοι, πού διαχειρίζονταν μόνοι τους τίς τοπικές τους ύποθέσεις καΓρδίτως^φαίνεται, διαβιοΰσαν ήσυχα, δπως δλοι οί άνθρωποι στήν Ελλάδα, μέ τή διαφορά δτι βρίσκονταν ύπό σπαρ τιατική έποπτεία καί ήταν ύποχρεωμένοι νά ύπηρετοΰν στόν σπαρτιατικό στρατό. Δέν έχουμε άριθμούς πού νά δείχνουν τίς άναλογίες τής διαθέσιμης γής πού είχαν στήν κατοχή τους αύτές οί δυο τόσο διαφορετικές κοινότητες, άλλά δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι πολυαριθμότεροι ήταν οί περίοικοι, καί δτι οί Σπαρτιάτες κρατοΰσαν γιά τόν έαυτό τους μεγάλα κομμάτια τής καλύτερης γής. Οί περίοικοι φαίνεται δτι ήταν εύχαριστημένοι μέ τήν κατάστασή τους, καί λίγοι μόνο έπαναστατοΰσαν καμιά φορά: δέν χωρεΐ άμφιβολία πώς ένιωθαν δτι άποτελεΐ προνόμιο νά προστα τεύεται ή ήσυχία καί ή εύημερία τους άπό έναν τρομερό στρα τό, στόν όποιο συμμετείχαν καί οί ΐδιοι. Οί περίοικοι μιλοΰσαν δωρικά (δπως άλλωστε καί οί είλωτες) 14 7
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
καί δέν διακρίνονταν φυλετικά άπό τούς Σπαρτιάτες, μέ δποιο κριτήριο καί άν τούς κρίνουμε. Ό δρος «οί Λακεδαιμόνιοι», δη λαδή ή επίσημη ονομασία αύτοΰ πού εμείς ονομάζουμε σπαρτια τική πόλη-κράτος,1 περιλάμβανε τόσο τούς περίοικους δσο καί τούς γνήσιους σπαρτιάτες πολίτες. Καθώς οί γνώσεις μας γιά τις συνθήκες στή Λακωνία δταν έφτασαν οί Δωριείς ή γιά τόν ά ριθμό τών Δωριέων πού μπήκαν στή Λακωνία εϊναι πολύ πενι χρές, μόνο νά μαντέψουμε μποροΰμε μέ ποιόν τρόπο διαμορφώ θηκε αύτή ή ίδιάζουσα κατάσταση. Οί άρχαΐοι συγγραφείς, μήν έχοντας συναίσθηση τοΰ χάσματος πού εμείς ονομάζουμε σκοτει νούς αιώνες καί εικάζοντας δτι οί Δωριείς κατέλαβαν άκμαΐα τά βασίλεια τών έγγονών τοΰ Άγαμέμνονα καί τοΰ Μενελάου, περι γράφουν συνήθως τήν κατάκτηση ώς κατόρθωμα πού συντελέστηκε άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη, ύστερα άπό τό όποΐο ή δωρική κυριαρχία έγκαθιδρύθηκε σέ ολόκληρη τή χώρα. Ώστόσο, μερικοί υποστηρίζουν δτι ή κατάκτηση διάρκεσε πολλές γενεές, καί δτι ή άνάδειξη τής Σπάρτης σέ κυρίαρχο κέντρο έγινε βαθμιαία. Καμία άπό τις δυο αύτές παραδόσεις δέν είναι δυνατό νά βασίζεται σέ έπαρκή γνώση τών γεγονότων, οί άνωμαλίες δμως μποροΰν ΐσως νά έξηγηθοΰν ευκολότερα, άν υποθέσουμε δτι στήν άρχή σχετικά μικρός άριθμός Δωριείς έγκαταστάθηκαν στή Σπάρτη, καί έπει τα έπεξέτειναν άπό έκεΐ τήν κυριαρχία τους, άφομοιώνοντας τούς γύρω, πού άργότερα άποτέλεσαν τις κοινότητες τών περίοικων, καί δημεύοντας άσφαλώς ένα μέρος τής γής τους πρός δφελος τών Σπαρτιατών. Σ’ αύτήν δμως τήν περίπτωση δέν μπορεΐ νά υπάρ ξει θέμα άρχικής διαίρεσης δλης τής περιοχής σέ χωριστούς κλή ρους κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Τήν κατάσταση τήν περιπλέκει άκόμη περισσότερο ή παράδο ση δτι ό άρχαΐος σπαρτιάτης νομοθέτης Λυκοΰργος είχε διαιρέ σει τή διαθέσιμη γή άέ ΐσους κλήρους καί τή διένειμε στούς γνή σιους πολίτες. ιδέα μιας άκ£ΐβοδίκαιης διανομής τής χής ήταν πάντοτε άρκετα^’ελκυστική στούς "Έλληνες, καί τή βλέπουμε στον^Νόμονς τοΰ Π λάτωνακαί σέ άλλα ούτοπικά συγγράμματα* μέ το ιδιο πνεΰμα θά μποροΰσε νά άναχθεΐ σέ ένα ιδανικό παρελ θόν. Στή συγκεκριμένη αύτή περίπτωση ΐσως νά υπάρχει κάποια 1. Οί "Ελληνες δέν χρησιμοποιούσαν, δπως έμεΐς σήμερα, γεωγραφικούς δρους ώς όνόματα κρατών. "Οπου έμεΐς λέμε δτι «ή Αθήνα» έκανε κάτι, οί άρχαΐοι συγγραφείς θά έλεγαν δτι τό έκαναν «οί Αθηναίοι». 14 8
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
περιορισμένη δικαιολογία. Σύμφωνα μέ μιά παράδοση, πού φαί νεται νά βασίζεται στόν Αριστοτέλη, ύπήρχαν δυο κατηγορίες γαιοκτησίας στή Σπάρτη: τό «παλαιό μερίδιο», πού ό κάτοχός του εμποδιζόταν άπό τό νόμο νά τό πουλήσει ή νά τό άπαλλοτριώσει μέ άλλον τρόπο* καί ή ύπόλοιπη γή, πού ή πώλησή της συ ναντούσε κάποια κοινωνική άποδοκιμασία, άλλά νομικά επιτρε πόταν. 'Η φρασεολογία ύποδηλώνει δτι έγινε έσκεμμένη παρα χώρηση γής κάποια περίοδο της άρχαϊκής εποχής. Γνωρίζουμε δτι τό δικαίωμα ένός άντρα νά εΐναι σπαρτιάτης πολίτης έξαρτιόταν άπό τήν ικανότητά του νά πληρώνει σέ είδος τούς φόρους του σ’ ενα άπό τά άνδρικά συσσίτια, πού άποτελοΰσαν ιδιαίτερο γνώ ρισμα τής σπαρτιατικής ζωής. ’Ίσως λοιπόν τό μή άπαλλοτριώσιμο «παλαιό μερίδιο» νά θεσπίστηκε κάποια συγκεκριμένη στιγ μή, σέ μιά προσπάθεια νά εξασφαλιστεί ή οικονομική ύπόσταση ένός έπαρκοΰς άριθμοΰ πολιτών καί συνακόλουθα καί πολεμι στών στόν σπουδαιότατο γιά τήν πολιτεία στρατό, άφήνοντας ταυτόχρονα έξω μιά άλλη κατηγορία γής, πού οί κάτοχοί της μπορούσαν νά τή διαθέτουν χωρίς τόν ΐδιο περιορισμό. Ά ν έγινε αύτό, εΐναι πιθανό νά σχετίζεται μέ τήν εξέγερση τής Μεσσηνίας τόν 7ο αιώνα. Δέν μποροΰμε νά ελπίζουμε δτι θά προχωρήσουμε άκόμη πιό πίσω, γιά νά καθορίσουμε πώς ήταν ή άρχαιότερη δια νομή τής γής στήν άρχή τής ιστορίας τής δωρικής Σπάρτης. Ό ποια καί άν ήταν ή φυλετική σύνθεση τών περίοικων, εΐναι λογικό νά ύποθέσουμε δτι οί είλωτες τής Λακωνίας κατάγονταν ώς έπί τό πλεΐστον άπό τούς κατοίκους τής προδωρικής εποχής. 'Η ύποδούλωσή τους άπό ενα σχετικά μικρό σώμα Σπαρτιατών δημιούργησε ένα πρόβλημα πού έπανέρχεται σταθερά σέ όλόκλη; ρη τή σπαρτιατική ιστορία, τό πρόβλημα τής άσφάλειας σέ περί[πτώση έξέγερσης τών ειλώτων. Στή βορειοανατολική Πελοπόν*νησο δέν ύπήρχε παρόμοια εσωτερική ένταση. Στό Ά ργος καί στή Σικυώνα έχουμε άόριστες πληροφορίες δτι ύπήρχε μιά τάξη πού οί άρχαΐοι λεξικογράφοι τή θεωρούσαν άντίστοιχη πρός τούς είλωτες. Καί στήν περίπτωση αύτή εΐναι φυσικό νά σκεφτοΰμε δτι πρόκειται γιά ύποδούλωσή ένός μέρους τοΰ προδωρικοΰ πλη θυσμού* αύτό δμως δέν δημιούργησε πρόβλημα πού νά κυριαρχεί σέ ολόκληρη τήν ιστορία αύτών τών πόλεων-κρατών, καί πρέπει νά ύποθέσουμε δτι έδώ οί άριθμοί δέν ήταν έπικίνδυνα δυσανάλο γοι. Έκτος άπό αύτό, ή τέταρτη φυλή πού ύπήρχε στή Σικυώ14 9
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
να, παράλληλα μέ τις τρεις παραδοσιακές δωρικές φυλές, ήταν άσφαλώς ή φυλή τών μή Δωριέων, καί τό ίδιο μποροΰμε νά υπο θέσουμε γιά τήν παρόμοια τέταρτη φυλή στό Ά ργος. Φαίνεται δτι έ§ώ ή άνώτερη τάξη τών προδωρικών κατοίκων ένσωματώθηκε στόν πολιτικό μηχανισμό, στήν άρχή ή άργότερα, ένώ παρό μοιο μέτρο δέν πάρθηκε ποτέ στή Σπάρτη. Γιά μιά άκόμη φορά δέν μάς είναι εύκολο νά διακρίνουμε ποιο ί ήταν τό άρχικό σύστημα τής έγκατάστασης καί τί όφείλεται σέ | μεταγενέστερες έξελίξεις, άλλά άπό τις μαρτυρίες πού έ'χουμε 1 φαίνεται πιθανότερο δτι στίς περιπτώσεις αύτές οί νεόφερτοι ξε| περνοΰσαν σέ άριθμό τά υπολείμματα τοΰ παλαιοΰ πληθυσμοΰ, I καί δτι οί δύο ομάδες άναμίχτηκαν ειρηνικά. Στή Σικυώνα, καί I ώς ένα βαθμό καί στήν Κόρινθο, οί φυλετικές διαφορές άποτέλε,! σαν έναν άπό τούς παράγοντες πού οδήγησαν στήν έγκαθίδρυση I τυραννίας στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα, άλλά στό Ά ργος δέν ύπάρ! χουν μαρτυρίες γιά τέτοια έσωτερικά προβλήματα* κατά τήν κλα| σική περίοδο μάλιστα οί τρεις αύτές πόλεις-κράτη φαίνεται δτι \ θεωροΰνταν άμιγώς δωρικές. Έδώ δέν έ'χουμε παράδοση πού νά κάνει λόγο γιά ίση κατανομή τής γής. Ό Αριστοτέλης βέβαια μιλά μέ λίγα λόγια γιά έναν παλαιότατο νομοθέτη στήν Κόρινθο, ό όποιος πίστευε δτι ή ύπάρχουσα κατανομή περιουσιών, άν καί άνιση, έ'πρεπε νά παγιοποιηθεΐ δπως ήταν* αύτό δείχνει δτι κατά τήν πρώιμη άρχαϊκή περίοδο ειχε προταθεΐ χωρίς έπιτυχία κά ποιο σχέδιο γιά άναδασμό τής γής σέ ίσους κλήρους. Ά π 5δσο μποροΰμε νά ξέρουμε, τό σύστημα καί έδώ, δπως καί στήν Α τ τική, τό χαρακτήριζε ή ύπαρξη μεγάλου άριθμοΰ άπό σχετικά μι κρές γαιοκτησίες, πού οί κάτοχοί τους ήταν έλεύθεροι νά τις δια θέτουν δπως θέλουν. Δέν χρειάζεται νά παρουσιάσουμε άλλα παραδείγματα, πού άλλωστε δέν θά άλλοίωναν καί πολύ τήν εικόνα. Ά π ’ δσα είπαμε ώς τώρα φαίνεται δτι τό άποικιακό πρότυπο τής έλεγχόμενης καί σκόπιμης κατανομής τής γής δέν ισχύει σχεδόν καθόλου στή μεταναστευτική περίοδο, καί δτι οί προσπάθειες νά έφαρμοστεΐ μιά ίση κατανομή τής γής ήταν τό έπακόλουθο άναταραχών πού έγιναν άργότερα. Ή κατάσταση στή Θεσσαλία όφείλεται ίσως στό γεγονός δτι έπικεφαλής τών εισβολέων ήταν μιά άριστοκρατία άρκετά ισχυρή, ώστε νά αρπάξει γιά τόν έαυτό της τό μεγαλύτερο μέρος τής γής* άλλά νοτιότερα ή κοινωνική δομή τών εισβολέων 15 0
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
ήταν τέτοια, ώστε νά προκαλέσει μιά κατανομή τής γής λιγότερο άνιση. Τήν ίδιάζουσα κατάσταση στή Σπάρτη τήν επέβαλε ή ά καμπτη επιθετικότητα τής σπαρτιατικής άριστοκρατίας,πολύ π ι θανόν μετά τή μετανάστευση, καί δχι κατά τή διάρκειά της. Σ’ αυτήν ΐσως νά συνέτεινε ή άπομόνωση τής Λακωνίας πίσω άπό βουνά πού έμποδίζουν τήν προσπέλαση, ένώ τό Ά ργος, ή Κόριν θος καί ή Σικυώνα ήταν κράτη πιό άνοιχτά στόν έξω κόσμο καί δέν άποτελοΰσαν μόνα τους τόσο σαφείς γεωγραφικές ενότητες. Τό προβάδισμα τοΰ Άργους άναγνωριζόταν γενικά, ιδιαίτερα στόν θρησκευτικό τομέα, άλλά τό Ά ργος δέν μπόρεσε ποτέ νά ένοποιήσει πολιτικά τή βορειοανατολική Πελοπόννησο. 'Η κατάσταση στήν πρώιμη Α ττική είναι εξίσου δύσκολο νά καθοριστεί. Έ νώ στις πόλεις-κράτη πού έξετάσαμε παραπάνω είναι θεμιτό νά εικάσουμε ποιά ήταν τά διάφορα πιθανά αποτελέ σματα τής μετανάστευσης καί τής εισβολής, γιά άλλα μέρη τό μόνο πού γνωρίζουμε είναι δτι ή κοινωνία τους, τήν έποχή περί που πού έφτασαν οί Δωριείς στήν Αργολίδα, περνοΰσε μιά πε ρίοδο σημαντικών μετασχηματισμών, άποβάλλοντας καί τά τε λευταία υπολείμματα τοΰ μυκηναϊκοΰ τρόπου ζωής καί προσδο κώντας τίς εξελίξεις πού έμελλε νά συντελεστοΰν στήν άρχαϊκή Ελλάδα. 'Η φύση καί ό μηχανισμός αύτών τών μετασχηματι σμών παραμένουν σκοτεινά, καί δέν μποροΰμε καθόλου νά άποτιμήσουμε τίς έπιδράσεις πού άσκησαν στό θέμα τής γαιοκτησίας —δέν γνωρίζουμε κάν ποιά ήταν ή προηγούμενη κατάσταση. Μο νάχα γιά τήν Αθήνα έχουμε κάποιες πρώιμες πληροφορίες* άλλά καί στήν περίπτωση αύτή οί γνώσεις μας δέν χρονολογοΰνται πριν άπό τήν άγροτική κρίση πού άντιμετώπισε ό Σόλων τό 594, καί βασίζονται σέ δ,τι άπέμεινε άπό τά δικά του ποιήματα καί σέ οτιδήποτε μποροΰμε νά θεωρήσουμε διαφωτιστικό σέ μεταγενέ στερες περιγραφές τών μεταρρυθμίσεών του. Γιά τή φύση τής κρίσης έκείνης θά χρειαστεί νά μιλήσουμε παρακάτω στό ΐδιο κε φάλαιο, μέ διαφορετικά συμφραζόμενα. Έδώ απλώς χρειάζεται νά έπισημάνουμε τήν πληροφορία τοΰ Αριστοτέλη δτι πρ.ίν άπό τήν έποΥΥΐ τοΰ Σόλωνα ή γή βρισκόταν στά χέρια τών ολίγων —πληροφορία πού δέν συμφωνεί καθόλου μέ τή μεταγενέστερη κατάσταση στην Α ττική, καί γ ι’ αύτό έχει γίνει γενικά δεκτή μέ δυσπιστία— καθώς καί τό γεγονός, πού δέν άμφισβητεΐται άπό κανέναν, δτι τήν έποχή έκείνη ένα μεγάλο μέρος τής γής τό καλ15 1
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λιεργοΰσε μιά τάξη φτωχών άνθρώπων, πού ονομάζονταν έκτημοροι. Οί έκτήμοροι ήταν υποχρεωμένοι νά προσφέρουν πάνω άπό τό ένα έκτο τής παραγωγής τής γής τους σέ μέλη τής πλούσιας άνώτερης τάξης, καί περιέρχονταν βαθμιαία σέ κατάσταση καθα ρής δουλείας. Πριν προχωρήσουμε περισσότερο, πρέπει νά εξετάσουμε ένα άλ λο πρόβλημα πού έχει προκαλέσει σύγχυση στή συζήτηση γιά τήν έλληνική γαιοκτησία, δηλαδή άν στίς πρώτες φάσεις ή γή ήταν κοινό κτήμα μιας οικογενειακής μονάδας, ή μιας συγγενικής ο μάδας τοΰ είδους πού συζητήσαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, πού ό έκάστοτε κάτοχός της δέν ειχε δικαίωμα νά τή διαθέσει δ πως θέλει, ή άν, άντίθετα, ή γή άποτελοΰσε άτομική περιουσία ένός ιδιοκτήτη, πού μποροΰσε νά τήν πουλήσει, νά τή χαρίσει ή νά τήν υποθηκεύσει. 'Υπάρχουν πολύ γνωστά συστήματα στά όποια ή γη είναι μή άπαλλοτριώσιμη περιουσία μιας συγγενικής ομά δας* καί μολονότι δέν ήταν άσφαλώς αύτή ή περίπτωση στήν κλα σική Ελλάδα, δέν βλέπουμε γιατί νά μήν είχαν περάσει άπό μιά τέτοια φάση καί οί πρώιμοι "Έλληνες. 'Η πιθανότητα αύτή έχει συζητηθεί πολύ, ειδικά σέ σχέση μέ τό άγροτικό πρόβλημα στήν έποχή τοΰ Σόλωνα. Πράγματι, μιά πρόσφατη θεωρία υποστηρί ζει δτι το μεγαλύτερο μέρος τής γής στήν Α ττική παρέμενε μή άπαλλοτριώσιμο ώς τή μεγάλη άναστάτωση τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα* καί ή θεωρία αύτή έχει βρει άρκετούς θιασώτες. Δέν χωρεΐ καμιά άμφιβολία δτι στούς "Έλληνες ύπήρχε έν τονη ή πεποίθηση πώς ή περιουσία δφειλε νά παραμένει στήν^οίκογένεια. Αυτό έμφανίζεται μέ πολλές μορφές στούς λόγους πού μαςίτώζονται γιά περιουσιακές ύποθέσεις στά άθηναικα δικαστή ρια τοΰ 4ου αιώνα. 'Η φυσική έπιθυμία νά άφήνει κανείς γή στούς άπογόνους του ένισχυόταν καί άπό τή θρησκευτική άνάγκη νά διατηρεί ένα οικογενειακό ιερό καί νά περιποιείται τούς τάφους τών προγόνων του. Ά ς δοΰμε ένα παράδειγμα τών πεποιθήσεων τών Άθηναίων στό θέμα αύτό: τούς υποψηφίους γιά τό άξίωμα τοΰ άνώτατου άρχοντα, στήν προκαταρκτική τους έξέταση, τούς ρωτοΰσαν γιά τά οικογενειακά τους ιερά καί τούς τάφους, καί άν φρόντιζαν γιά τούς γονείς τους* καί είναι ενδεχόμενο νά έπρεπε νά παρουσιάσουν μάρτυρες πού θά βεβαίωναν αύτά καί άλλα παρό 15 2
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
μοια θέματα. Τό κληρονομικό δίκαιο στήν Αθήνα παρουσιάζει έπίσης μιά έντονη τάση νά εύνοεΐ τή διατήρηση τής γής μέσα στήν οικογένεια. Ωστόσο, ένα ισχυρό αίσθημα δέν είναι τό ίδιο πράγμα μέ μιά νομική άπαγόρευση. Σέ πολλούς πολιτισμούς ύπάρχει μεγάλη άπόσταση άνάμεσα στό τί μπορεΐ νά κάνει ένας. ιδιοκτήτης στή διάρκεια τής ζωής του καί στό τί συμβαίνει στήν περιουσία του μετά τό θάνατό του* καί στήν Αθήνα τού 4ου αιώ να, παρ’ δλους τούς περιορισμούς πού ύπήρχαν στά κληρονομικά θέματα, δέν ύπήρχε νόμος πού νά απαγορεύει τήν πώληση _γής στή διάρκειοΓτ^^ της. "Οπου άκούμε νά γίνεται λόγος γιά ρητή άπαγόρευση, αύτή συ νήθως άφορά μόνο τήν πώληση γής ορισμένων κατηγοριών. 'Η σχετική διάκριση πού γινόταν στή Σπάρτη, τήν οποία συζητήσα με παραπάνω, πιθανόν νά άντικατοπτρίζει τήν άνάγκη νά διασφα λιστεί ή τεχνητή κατανομή ένός μέρους τής γής. 'Η ίδια άνάγκη ήταν ένδεχόμενο νά προκύψει καί σέ μιά άποικία, δπως βλέπουμε καθαρά σέ μιά μεταγενέστερη περίπτωση δπου οί διατάξεις έχουν χαραχτεί πάνω σέ πέτρα καί διασώθηκαν, στήν άποικία Μέλαινχ Κόρκυρα (Κογοιι1&, έξω άπό τίς άκτές τής σημερινής Γίοΰγκο^ σοφίας) γύρω στό 385, δπου, άνάμεσα σέ άλλα, έχει σημειωθεί" καί δτι ένα ποσοστο αποτόν «άρχικό κλήρο» τού άποίκου δέν ε πιτρέπεται νά πουληθεί. "Οταν ό Αριστοτέλης λέει δτι σέ παλαιότερους καιρούς ύπήρχαν σέ πολλές πόλεις-κράτη νόμοι πού άπαγόρευαν τήν πώληση «τών πρώτων κλήρων», εΐναι πιθανό νά εΐχε στό νοΰ του άποικίες δπως ή γενέτειρά του, τά Στάγειρα, στό Βορρά. Τά Στάγειρα ιδρύθηκαν νωρίς, στά μέσα τού 7ου αιώνα,, άλλά δχι τόσο νωρίς ώστε νά μήν υπάρχουν γραπτοί νόμοι πού νά. έπιζοΰν ώς τήν έποχή τού ίδιου τού Αριστοτέλη. "Οπου έχουμε νόμο πού άπαγορεύει τήν πώληση μιας ορισμέ νης κατηγορίας γής, εΐναι φυσικό νά συμπεράνουμε δτι οί άλλες κατηγορίες γής μπορούσαν νά πουληθούν. "Οπου έχουμε γενική άπαγόρευση, τό συμπέρασμα εΐναι δτι ή γή θά μπορούσε νά που ληθεί, άν δέν ύπήρχε ή άπαγόρευση αύτή, δπως συνέβαινε μέ ένα νόμο τής Λοκρίδας, πού τόν έπαινεΐ ό Αριστοτέλης, σύμφωνα μέ τόν όποιο, γιά νά έπιτραπεΐ σέ κάποιον νά πουλήσει γή, έπρεπε πρώτα νά άποδείξει δτι έχει άνάγκη. Χρειαζόμαστε έντελώς άλ λου είδους στοιχεία γιά νά ταυτίσουμε ένα σύστημα στό όποιο ή ιδιωτική πώληση ήταν άδύνατη έπειδή ή γή δέν άνήκε σέ κανέναν 15 3
I
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ιδιώτη, στό όποιο επομένως ή πώληση ήταν κάτι πού δέν θά μπο ροΰσε κανείς ούτε νά τό διανοηθεΐ* καί μποροΰμε νά ποΰμε μέ άρκετή βεβαιότητα δτι τέτοια στοιχεία δέν μας σώζονται άπό τήν περίοδο τής έλληνικής ιστορίας πού γνωρίζουμε άπό τά γραπτά κείμενα. Α ντίθετα, ό ' Ησίοδος γύρω στό 700 έξορκίζει τούς γε ωργούς νά σέβονται τούς θεούς «γιά νά μπορέσουν κάποτε νά άγοράσουν τόν κλήρο κάποιου άλλου, καί οχι νά άγοράσει άλλος τόν δικό τους» [’Έργα 341]. Αύτό δείχνει καθαρά δτι ή πώληση γής στή Βοιωτία τήν έποχή τοΰ Ησιόδου, δσο άνεπιθύμητη άναγ^ καιότ^2Γκα^αν ήταν, άποτελοΰσε δυνατότητα ύπολογίσιμη. ',Η ιδέα δτι ή γή άποτελοΰσε κοινό κτήμαρρή~ά?κ*λΧοτριώσιμο άπό τόν έκάστοτε κάτοχό του, δέν εϊναι πιθανό νά ύπήρχε τήν έποχή τοΰ Σόλωνα, γύρω στό 600, ούτε, άκόμη περισσότερο, στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα. 'Η Ελλάδα, στό σύνολό της, εϊχε άραιό πληθυσμό τήν έποχή πού οί Δωριείς έ'φτασαν στή χερσόνησο καί ό ιωνικός άποικισμός κάλυπτε τις άκτές τής Μικρας Ά σίας, άλλά στούς σκοτεινούς αιώνες πού άκολούθησαν υπήρξαν μεγάλα περιθώρια χρόνου γιά πληθυσμιακή άνάπτυξη. Οί δυνατότητες γιά εσωτερικό εποικι σμό (μιά διαδικασία πού ενδέχεται νά τήν καταλάβουμε καλύτε ρα δσο προχωρεί ή άρχαιολογική διερεύνηση αύτής τής περιό δου) ήταν περιορισμένες, γιατί μόνο ενα μικρό ποσοστό γής ήταν καλλιεργήσιμο. Μποροΰμε νά δεχτοΰμε χωρίς δισταγμό δτι ή έ'λλειψη γής ύπήρξε ή κύρια αίτια τής αποικιακής κίνησης πού άρ χισε τό δεύτερο μισό τοΰ 8ου αιώνα, ύπό συνθήκες έντελώς διαφο ρετικές άπό τις συνθήκες τών παλαιότερων μεταναστεύσεων. Τό πρώτο κύμα τοΰ δυτικοΰ άποικισμοΰ κατευθύνθηκε σαφώς πρός τις σιτοπαραγωγικές περιοχές τής Σικελίας καί τής Νότιας Ι τ α λίας. Οί άποικίες πού ιδρύθηκαν άπό τήν εύβοϊκή Χαλκίδα στούς Λεοντίνους καί στήν Κατάνη κατέλαβαν τήν εύφορότατη πεδιάδα κάτω άπό τήν Αίτνα* καί οί Αχαιοί, πού κατείχαν μιά στενή λω ρίδα καλλιεργήσιμης γής κατά μήκος τής πελοποννησιακής άκτής τοΰ Κορινθιακοΰ Κόλπου, εϊχαν τόν πρώτο λόγο στόν άποικισμό τών πλούσιων γαιών τής Νότιας Ιταλίας. Ά ς πάρουμε ενα παράδειγμα: ό Ηρόδοτος μάς άφηγεΐται σέ δύο εκδοχές τήν ιστορία γιά τήν ίδρυση τής Κυρήνης στή βόρεια άκτή τής Αφρικής γύρω στό 630. Οί άποικοι ήρθαν άπό τό δω ρικό νησί τής Θήρας, τό νοτιότερο τών Κυκλάδων, έ'να παράξενο 15 4
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
καί εντυπωσιακό κατάλοιπο τοΰ κρατήρα ένός ήφαιστείου πού καταποντίστηκε, μέ χώμα καλό γιά άμπέλια, άλλά έκταση πολύ μικρή. 'Η ιστορία αρχίζει μέ ένα χρησμό τοΰ μαντείου τών Δελ φών νά άποικιστεΐ ή Λιβύη (ό δρος καλύπτει δλη τήν άφρικανική άκτή, στά δυτικά τών αιγυπτιακών συνόρων). Οί Θηβαίοι παρα μέλησαν αύτή τήν εντολή καί πλήρωσαν γιά τήν άμέλειά τους· κατά τή μία εκδοχή ή τιμωρία τους ήταν εφτά χρόνια άνομβρίας. Κατόπιν έστειλαν άποίκους «μέ κλήρο πού τράβηξαν άνάμεσα στούς άδελφούς» (ό Ηρόδοτος δέν φαίνεται νά διανοείται τήν ύ παρξη οικογενειών μέ έναν μόνο γιό), συνολικά ένα σώμα διακοσίων περίπου άνθρώπων. Κοινό στοιχείο καί στις δυο εκδοχές εΐναι δτι δλους τούς μετέφεραν δυο πλοία μέ πενήντα κουπιά. "Ο ταν οί άποικοι άρχισαν νά χάνουν τό κουράγιο τους καί προσπά θησαν νά γυρίσουν πίσω στήν πατρίδα τους, οί συμπατριώτες τους τούς έδιωξαν άπό τή Θήρα μέ τή βία. Μιά μεταγενέστερη επιγραφή άπό τήν Κυρήνη, πού συμφωνεί εν μέρει μέ τόν ' Ηρό δοτο, δίνει περισσότερες λεπτομέρειες: άν κάποιος άπό δσους εί χαν κληρωθεί άρνιόταν νά ταξιδέψει πρός τήν άποικία, ή τιμωρία του ήταν ό θάνατος* οί άποικοι είχαν τό δικαίωμα νά γυρίσουν π ί σω στή Θήρα μόνο άν υστέρα άπό πεντάχρονη φιλότιμη προσπά θεια ή έπιχείρηση άποδεικνυόταν άποτυχημένη. Μερικές άπό αύτές τίς λεπτομέρειες μπορεΐ κάλλιστα νά έχουν άντληθεΐ άπό κάποιο γνήσιο ψήφισμα τής Θήρας τοΰ 7ου αιώνα, άν καί ΐσως οχι άπό άκριβές άντίγραφό του. Ά λλες λεπτομέρειες —περισσότερες άπό δσες δώσαμε έδώ— θά πέρασαν μέσα άπό διακόσια περίπου χρόνια προφορικής παράδοσης, δσα μεσολάβη σαν ώσπου νά τίς καταγράψει ό ' Ηρόδοτος. Τό άποτέλεσμα, φυ σικά, εΐναι άνισο, διακρίνουμε δμως κάποιες γενικές πληροφορίες, περισσότερες άπό δσες έχουμε γιά όποιαδήποτε άλλη άπό τίς πρώιμες άποικίες. 'Η μνεία τοΰ μαντείου τών Δελφών δέν εΐναι ή μοναδική (δλες οί πόλεις τών έλληνικών φύλων δέν ήταν εξί σου συνδεδεμένες μέ τό μαντείο, ιδιαίτερα τά παλαιότερα χρό νια, άλλά τό συμβουλεύονταν συχνά, καί μερικοί άπό τούς παραδιδόμενους χρησμούς φαίνεται νά εΐναι γνήσιοι, άκόμη καί με ρικοί άπό τούς παλαιότερους), άλλά στήν προκειμένη περίπτω ση ό ρόλος τών Δελφών έχει κάπως δραματοποιηθεΐ. Τά έφτά χρόνια άνομβρίας μποροΰμε ΐσως νά θεωρήσουμε δτι συμβολίζουν τή δυσκολία πού ύπήρχε γιά νά διατραφεΐ ολόκληρος ό πληθυ 15 5
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σμός άποκλειστικά άπό τή γή τής Θήρας. 'Η κλήρωση ένός άδελφοΰ άπό κάθε οικογένεια επισύρει τήν προσοχή μας σέ ένα άλλο σημείο, τή γενική σέ δλη τήν Ελλάδα παράδοση δτι ή οικογε νειακή περιουσία έπρεπε νά μοιράζεται εξίσου άνάμεσα στούς άδελφούς. Αύτό τό σύστημα δέν δημιουργεί τις άδικίες πού συνε πάγεται ό θεσμός τής πρωτοτοκίας, σήμαινε δμως δτι, άντί νά εξασφαλίζονται τά πρός τό ζήν στόν πρωτότοκο γιο καί νά άφήνονται οί άλλοι νά τά βγάλουν πέρα μόνοι τους, ή έλληνική οικο γένεια διέτρεχε τόν κίνδυνο νά καταπέσει οικονομικά στό σύνολό της, καθώς ή γή πού τής άνήκε μοιραζόταν σέ δλο καί πιό μικρά κομμάτια. Έ τσ ι βλέπουμε ήδη τόν ' Ησίοδο νά παρατηρεί δτι ό δρόμος τής εύημέριας γιά μιά οικογένεια είναι νά έχει έναν μόνο γιό. 'Η κλήρωση ένός άποίκου άπό κάθε οικογένεια βοηθούσε βραχυπρόθεσμα τήν άνάσχεση τού κατακερματισμού τής γής. Συνήθως δέν έχουμε τή δυνατότητα νά ύπολογίσουμε τόν άριθμα τών πρώτων άποίκων, εϊναι δμως πολύ πιθανό δτι ή άρχική εξόρ μηση τών πρώτων άποίκων ήταν συχνά τόσο όλιγοπρόσωπη δσο μαρτυρεΐται στήν περίπτωση τής Κυρήνης, δπου υπάρχει άπόφα ση τής πόλης-κράτους νά σταλούν οί άποικοι, κάτι πού δέν τό άναφέρουν άλλες μαρτυρίες. Ούτε έχουμε σέ άλλες περιπτώσεις πληροφορίες γιά ύποχρεωτική στρατολόγηση άποίκων, άν καί υ πάρχει άλλη μιά ιστορία γιά άποίκους πού τούς άπαγορεύτηκε ή έπιστροφή στήν πατρίδα τους· ήταν Έρετριεΐς, πού τούς έδιωξαν άπό τήν Κέρκυρα οί Κορίνθιοι, έπειτα τούς άπώθησαν μέ σφεντό νες άπό τήν Ερέτρια οί συμπολίτες τους, καί τελικά κατευθύνθηκαν πρός τό Βορρά καί ίδρυσαν τή Μεθώνη στή Χαλκιδική. 'Η Κυρήνη, δπως καί μερικές άλλες άποικίες, ξεπέρασε σέ εύημερία καί άνάπτυξη τή μητρόπολή της, τή Θήρα. Ά ν λάβουμε ύπόψη δτι ό χαρακτήρας τού πρώιμου έλληνικοΰ άποικισμού ήταν άγροτικός, τά προβλήματα μέ τή μεγαλύτερη σημασία είναι άν πράγματι οί άποικοι στέλνονταν συστηματικά μέ κρατική πρωτοβουλία, καί ώς ποιο σημείο εϊναι ενδεχόμενο νά έπηρεάζονταν οί ιδρυτές τής άποικίας άπό σκέψεις γιά μελλοντι κή εμπορική δραστηριότητα. Σχετικά μέ τό πρώτο πρόβλημα έ χει βασική σημασία νά κατανοήσουμε δτι δέν έπρόκειτο γιά άποικιακές κτήσεις μέ τή σημερινή έννοια τού δρου, οί όποιες ύφίστανται εκμετάλλευση γιά μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διά στημα ύπό τόν άμεσο έλεγχο τής μητροπολιτικής κυβέρνησης. 15 6
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
'Η ελληνική άποικία ήταν εύθύς εξαρχής μιά νέα πόλη-κράτος, θεωρητικά τόσο άνεξάρτητη δσο όποιαδήποτε άλλη* ειχε δική της κυβέρνηση, δική της εξωτερική πολιτική, καί οί κάτοικοί της ή ταν πολίτες τής άποικίας, καί οχι πιά τής μητρόπολης. Φυσικά, σέ δλες σχεδόν τίς περιπτώσεις έξακολουθοΰσαν νά υπάρχουν θρη~7 σκευτικοί καί συναισθηματικοί δεσμοί* έπίσης ή μητρόπολη καί ή άποικία μποροΰσαν νά περιμένουν πολιτική υποστήριξη ή μιά άπό τήν άλλη, δπου αύτό ήταν εύλογο καί πρακτικά δυνατό* άλλά καί τό άντίθετο δέν ήταν καθόλου άπίθανο, δπως στις διαβόητα κακές σχέσεις άνάμεσα στήν Κόρινθο καί στήν Κέρκυρα. 'Τπήρχαν πάντως καί ορισμένες έξαιρέσεις. Οί κορίνθιοι τύραννοι είχαν ; ιδρύσει μιά σειρά άποικίες κατά μήκος τών βόρειων άκτών τοΰ | Πατραϊκοΰ Κόλπου καί τών άκτών τής βορειοδυτικής Πελοπον- | •νήσου, καί πολλές άπό τίς άποικίες αύτές τίς κυβερνούσαν οί γιοι τοΰ Κύψελου ή τοΰ Περίανδρου. Μολονότι οί προσωπικοί δεσμοί έσπασαν δταν έπεσε ή τυραννία στήν Κόρινθο, οί πολιτικές σχέ σεις άνάμεσα στις άποικίες αύτές καί στήν Κόρινθο έξακολούθη-σαν νά παραμένουν ιδιαίτερα στενές. Μικρότερης διάρκειας ήταν ενας παρόμοιος δεσμός πού δημιουργήθηκε τήν έποχή τοΰ Πεισίστρατου άνάμεσα στήν Αθήνα καί στό Σίγειο, κοντά στήν Τροία. } Ά λλά άκόμη καί αύτές οί άποικίες ήταν χωριστά κράτη, καί δχι | άπλές κτήσεις, καί καμιά έλληνική πόλη-κράτος δέν άσκησε «ά- \ ποικιακή πολιτική», δμοια μέ αύτήν πού άσκησε ή Βρετανία τόν ) 19ο αιώνα. Αύτή ή χαλαρότητα τών δεσμών δέν σημαίνει, κατανάγκην, δτι οί άποικίες δέν ιδρύονταν μέ κρατική πρωτοβουλία, γιατί τό κράτος ήταν ενδεχόμενο νά θεωρεί έπείγουσα δημόσια άνάγκη νά ξεφορτωθεί στόματα πού δέν μποροΰσε πιά νά τά θρέψει. Κρατι κή πρωτοβουλία υποδηλώνει καί ή διατύπωση τών άρχαίων άφηγήσεων γιά άποικίες, γιατί, άν καί άποδίδουν συχνά τήν ίδρυση μιας άποικίας σέ ένα πρόσωπο, πού άναφέρουν τό δνομά του, ο πωσδήποτε συχνότερα άναφέρουν ώς ιδρυτές γενικά «τούς Κορινθίους» ή «τούς Μιλησίους». 'Υπάρχει έπίσης ή συγκεκριμένη πε ρίπτωση τής Θήρας καί τής Κυρήνης, πού τή συναντήσαμε ήδη, καθώς καί ένας περιορισμένος άριθμός μεταγενέστερων περιπτώ σεων, δπου μάς σώζεται τό δημόσιο ψήφισμα μέ τό όποιο άποφασίστηκε ή ίδρυση άποικίας. Ά λλά στήν κλασική πιά έποχή μπο ροΰμε νά ύποψιαστοΰμε δτι ένας άκόμη παράγοντας καθιστοΰσε 15 7
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
άναγκαία τήν κρατική συναίνεση: άν τό κράτος ειχε περιθώριο νά χάσει σημαντικό άριθμό πολεμιστών. 'Η γεωγραφική κατανομή τών άποικιών έγείρει άλλο ενα πρό βλημα. Όρισμένες άποικιακές περιοχές ήταν σχεδόν άποκλειστικό μονοπώλιο*ορισμένων ιδρυτικών πόλεων-κρατών, δπως ή βο ρειοανατολική Σικελία γιά τούς Χαλκιδεΐς τής Εύβοιας, ή Μαύρη Θάλασσα καί οί γύρω περιοχές γιά τή Μίλητο, καί ούτω καθε ξής. Δέν είναι δυνατόν αύτές οί πόλεις-κράτη νά ύπέφεραν άπό ύπερπληθυσμό σημαντικά περισσότερο άπό άλλες, πού δέν έ'στελναν άποικίες* είναι μάλιστα σχεδόν άδύνατο νά είχαν στείλει τόσο πολλούς άποίκους μέσα σέ τόσο λίγο χρόνο άπό τούς δικούς τους καί μόνο πολίτες. Αύτό φαίνεται καθαρότερα στήν περίπτωση τής ’Αχαΐας, καί βγαίνει τό συμπέρασμα (άν καί δέν έ'χουμε λεπτομε ρειακές περιγραφές αύτής τής διαδικασίας) δτι όρισμένες άποικιστικές πόλεις-κράτη πρακτόρευαν κατά κάποιον τρόπο τήν οργά νωση τής μετανάστευσης γιά μιά εύρύτερη περιοχή. Γιά παρά δειγμα, οί άχαϊκές πόλεις είναι ένδεχόμενο νά διοργάνωσαν τή μετανάστευση τών άποκλεισμένων στά βουνά 5Αρκάδων, πού ζοΰσαν στά νότια τής ’Αχαίας καί ήταν πάντοτε πολυάριθμοι καί στερημένοι άπό γή. 'Η πείρα τής Χαλκίδας ή τής Μιλήτου, πού ήταν καί οί δυό τους μεγάλα εμπορικά κέντρα, τις καθιστούσε ιδιαίτερα κατάλληλες γ ι’ αύτόν τό ρόλο. Παραμένει πάντως τό πρόβλημα ποιά πλεονεκτήματα άποκόμιζαν, πέρα άπό τήν έθνική περηφάνια δτι είχαν μεγάλο άριθμό άποικιών πού ονομάζονταν χαλκιδικές ή μιλήσιες, καί άν ή οργάνωση άποικιών τούς άπέφερε πολιτικό ή έμπορικό δφελος, άμεσο ή άπώτερο. Ά ς μιλήσουμε άπό τώρα γιά κάτι πού θά τό έξετάσουμε έκτενέστερα στό έπόμενο κεφάλαιο: είναι ολοφάνερο δτι κατά τήν κλασική έποχή καμιά έλληνική πόλη δέν ελαβε μέτρα γιά νά άποκτήσει ή νά διασφαλίσει άγορές γιά τήν έξαγωγή άγαθών πού παρήγε ή ΐδια. Αύτό άποτελεΐ μιά σύγχρονη άντίληψη, ξένη πρός τις άντιλήψεις τών άρχαίων Ελλήνων. Οί πόλεις τους συχνά έ'δειχναν ιδιαίτερη μέριμνα γιά τήν εισαγωγή βασικών άγαθών, ειδικά τρο φίμων. Στήν κλασική περίοδο οί άποικίες είχαν άποκτήσει πολύ μεγάλη σημασία ώς προμηθεύτριες άγαθών στήν Ελλάδα, καί ά ποτελοΰσαν πράγματι άγορές γιά τις έλληνικές έξαγωγές. ’Αλλά δέν μάς παραδίδεται τίποτε πού νά δείχνει δτι ή ίδρυση άποικιών γινόταν συνειδητά γ ι’ αύτόν τό σκοπό, ούτε γνωρίζουμε πολλά 158
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
πράγματα σχετικά μέ τίς πρώτες δραστηριότητες τών άποικιών, ουτε πόσο χρόνο χρειαζόταν μιά άποικία γιά νά εδραιωθεί, ουτε πόσο γρήγορα άρχιζε τήν έξαγο^γή δημητριακών. Κρίνοντας μόνο μέ βάση τίς λογικές πιθανότητες, θά μπορούσαμε ΐσο^ς νά θεωρή σουμε δτι τό πρώτο πράγμα πού λάμβαναν ύπόψη τους ήταν ή ύπαρξη καλής καλλιεργήσιμης γής, πού θά προσέλκυε ώς μετα νάστες δσους δέν μπορούσαν πιά νά εξασφαλίσουν ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης στόν τόπο τους, ή δσους διώχνονταν οριστικά άπό τή γενέτειρά τους, δπως οί άποικοι τής Κυρήνης* καί άν ή επιχείρηση πετύχαινε, ή άποικία μποροΰσε νά δέχεται καί άλ λους μετανάστες άπό τήν ύπερσυνωστισμένη μητρόπολη. 'Η εξα γωγή τοΰ πλεονάσματος τής παραγωγής άπό τήν άποικία στή μητρόπολη πρέπει νά ήταν εξέλιξη δευτερογενής. Αύτό δέν σημαίνει δτι τό έμπόριο ήταν κάτι έντελώς άσήμαντο. Δεν χωρεΐ άμφιβολία δτι τό ελληνικό έμπόριο μέ τό έξωτερικό είχε άρχίσει προτοΰ έμφανιστεΐ ή άποικιακή κίνηση. 'Η έλλη νική έγκατάσταση πού εΐχε ιδρυθεί στις έκβολές τοΰ ποταμοΰ Ό ρόντη στή Συρία λειτουργούσε ώς έμπορικός σταθμός [εμπόρων] άπό τίς αρχές τουλάχιστον τοΰ 8ου αιώνα. Λίγο άργότερα, γύρω στά μέσα τοΰ 8ου αιώνα ή καί πιό πρίν, οί δυο μεγάλες πόλεις τής Εύβοιας, ή Χαλκίδα καί ή Ερέτρια, ίδρυσαν άπό κοινοΰ μιά άποι κία, πού εΐναι κατά είκοσι περίπου χρόνια ή καί περισσότερα παλαιότερη άπό όποιαδήποτε άλλη άποικία στή Δύση, άρχικά στή νήσο ’Ίσχια στόν κόλπο τής Νεάπολης, καί έπειτα στήν Κύμη, στήν άπέναντι ξηρά. Μάς κάνει έντύπωση δτι αύτή ή πρώτη άποι κία ιδρύθηκε σέ τόσο μεγάλη άπόσταση, καί^ δτι οί ιδρυτές της προσπέρασαν τόσο πολλές καί εύφορες περιοχές, δπου άργότερα θά ιδρύονταν άποικίες τοΰ συνηθισμένου άγροτικοΰ τύπου. Ά ν άναλογιστοΰμε τή μόνιμη έλλειψη μετάλλων πού ύπήρχε στήν άρ χαία Ελλάδα, μποροΰμε ΐσως νά ύποθέσουμε δτι οί πρώτοι Εύβοεΐς πού πήγαν έκεΐ ένδιαφέρονταν μάλλον γιά τό σίδηρο τής Έτρουρίας παρά γιά καλλιεργήσιμη γή. Αύτό δείχνει δτι, δταν ιδρύθηκε στή Σικελία ή επόμενη σειρά άποικιών, οί περιοχές ήταν ήδη γνωστές στούς έμπορους, καί οί άγρότες δέν χρειάστηκε νά ψάξουν οί ΐδιοι γιά νά βροΰν τό δρόμο τους πρός τά δυτικά. Μερι κές φορές πάλι ή θέση μιας μεταγενέστερης άποικίας υποδηλώνει ένδιαφέροντα οχι καθαρώς γεωργικά. Έ τσ ι, δταν ή Χαλκίδα ί δρυσε τίς δύο άποικίες της, τό Ρήγιο (Κθ§§ίθ Ο&Ιδ&Γία) καί, στή 15 9
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σικελική πλευρά τών στενών, τή Ζάγκλη (άργότερα Μεσσήνη, σήμερα Μθ8δίη&), σέ έ'δαφος σχετικά άγονο, μποροΰμε εύλογα νά ύποθέσουμε δτι ένδιαφερόταν νά προστατεύσει τό βορινό πέρασμα 7τρός τήν Κύμη* άναμφίβολα αύτό έ'γινε έπειδή ή Έτρουρία ήταν πηγή προμήθειας άπαραίτητου μετάλλου, καί δχι γιατί ή Χαλκί δα ήθελε ετσι νά βοηθήσει τό έξαγωγικό έμπόριο τών πολιτών της. Ά πό τά μέσα τοΰ 6ου αιώνα ή Δύση δέν πρόσφερε πιά άλλα περιθώρια γιά τήν ίδρυση έλληνικών άποικιών. Τά δύο τρίτα πε ρίπου τών άκτών τής Σικελίας ήταν κατειλημμένα, καί έπίσης κατειλημμένη ήταν ολόκληρη ή γραμμή τών νότιο^ν άκτών τής Ιταλίας. 'Η Σύβαρις άναγκάστηκε νά στραφεί άπέναντι καί νά ιδρύσει έκεΐ λιμάνια, στή βόρεια άκτή τοΰ κάτω άκρου τής Ι τ α λίας· ύπήρχαν έπίσης καί μερικές άκόμη άποικίες βορειότερα, ώς τήν Κύμη. Πιό μακριά, ή Μασσαλία τών Φωκαέων ήταν άρκετά σταθερά εδραιωμένη, καί γ ι’ αύτό έπέζησε, μαζί μέ μιά ομάδα ά πό μικρότερες πόλεις κατά μήκος τής άκτής τής Ριβιέρας, καί μιά άλλη ομάδα πιό κάτω άκόμη, στίς άκτές τής Ισπανίας, πού μνημονεύονται λιγότερο συχνά στά κείμενα. 'Η άντίσταση δμως τών Έτρούσκων καί τών Καρχηδονίων παρεμπόδισε μεγαλύτερη έξάπλωση πρός τις κατευθύνσεις αύτές. Στήν άνατολική άκτή τής Ιταλίας ή άρχαιολογική σκαπάνη άποκάλυψε τήν άμαρτύρητη ά πό άλλες πηγές εύημερία τής Σπίνας, πού ήταν έλληνική άποικία στίς εκβολές τοΰ Πάδου* ώστόσο στήν περιοχή αύτή δέν ρίζωσαν ποτέ άλλες άποικίες, ούτε στήν άλλη πλευρά τής Άδριατικής, στά βόρεια τής Έπιδάμνου. 'Η έπέκταση τών Ελλήνων δέν άνασχέθηκε πρός τά βόρεια καί τά βορειοανατολικά, δπου δέν συνάντησε καμιά παρόμοια άντί σταση. Έδώ βλέπουμε στίς άκτές μιά συνεχή σειρά έλληνικές άποικίες, μέ έ'να μικρό μόνο κενό, άνάμεσα στή Θεσσαλία καί στή Θράκη, πού τό κατείχαν οί Μακεδόνες* ώστόσο οί άγριες φυλές τοΰ έσωτερικοΰ εμπόδιζαν τή διείσδυση στήν ένδοχώρα, παρά τήν ελξη πού άσκοΰσε ή πλούσια σέ μέταλλα περιοχή γύρω στόν κά τω ροΰ τοΰ Στρυμόνα, άπέναντι στή νήσο Θάσο. Στή χερσόνησο τής Καλλίπολης1 καί στίς παραλίες τών στενών [τοΰ Ελλησπόν του] οί άποικίες ήταν πιό πυκνές, άν καί ή βόρεια πλευρά ήταν έ1. [Λεγόταν καί Θρακική.] 16 0
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
κτεθειμένη σέ διαρκή κίνδυνο άπό τούς Θράκες. Στά παράλια τής Μαύρης Θάλασσας ύπήρχαν άκμαιες πόλεις, κυρίως στίς βόρειες άκτές τής Μικρας Ά σίας, πού είχαν υποτάξει τούς ντόπιους καί τούς κρατούσαν σέ κατάσταση δουλείας τοΰ τύπου τών ειλώτων. Ά λλες έκτείνονταν πιο πάνω, πρός τις άκτές τής σημερινής Βουλ γαρίας καί τής Ρουμανίας, οδηγώντας πρός τις άποικίες τής νό τιας Ρωσίας, πού είχαν έπιτύχει μιά ικανοποιητική συμβίωση μέ τις σκυθικές ήγεμονίες τής περιοχής, ιδιαίτερα μέ τις ήγεμονίες τής Κριμαίας, πού ήταν πολύ σημαντικές γιά τόν εφοδιασμό τής Αθήνας μέ σιτηρά στήν κλασική εποχή. Κατά μήκος τής νότιας άκτής τής Μικρας Ά σίας οί καθαρά ελληνικές πόλεις άραιώνουν: ή Κύπρος, περισσότερο άπό μισοελληνική ήδη άπό τή μυκηναϊκή έποχή, άποτελοΰσε εναν κόσμο χω ριστό, πού τόν περισσότερο καιρό ήταν ύποτελής σέ ήπειρωτικές δυνάμεις. Στή συριακή άκτή οί "Έλληνες είχαν μιά δυο βάσεις, άλλά γενικά δέν ύπήρχε θέση νά έγκατασταθοΰν στή συνωστισμέ νη αύτή περιοχή τοΰ άρχαίου πολιτισμοΰ. 'Η Αίγυπτος, άκόμη πιο ξενόφοβη, άνεχόταν μόνο τόν μεμονωμένο έμπορικό σταθμό τής Ναύκρατης, πού διευθυνόταν άπό μιά ολόκληρη κοινοπραξία έλληνικών πόλεων. Στά δυτικά ύπήρχε περισσότερος χώρος στή Λιβύη, δπου οί βροχοπτώσεις δημιουργοΰσαν μιά πλατύτερη ζώ νη καλλιεργήσιμης γής στήν άρχαία έποχή. 'Η Κυρήνη ίδρυσε κάμποσες άκόμη άποικίες στή γειτονική της εύφορη περιοχή, άλ λά, δταν ό Σπαρτιάτης Δωριέας προσπάθησε στά τέλη τοΰ 6ου αιώνα νά εγκατασταθεί λίγο δυτικότερα, έκδιώχθηκε άπό τούς Καρχηδονίους. Πριν άπό τά μέσα τοΰ 6ου αιώνα οί "Ελληνες είχαν πιά εξαν τλήσει τό διαθέσιμο γιά άποικίες έ'δαφος σέ εύνοικό περιβάλλον. Αύτό δέν σημαίνει δτι ή μετανάστευση σταμάτησε ολοκληρωτι κά, άφοΰ λογικό είναι νά ύποθέσουμε δτι οί περισσότερες άποι κίες στήν άρχή ήταν μικρές, καί δτι ή φυσική τους άνάπτυξη ένισχυόταν μέ νέες μεταναστεύσεις. Ά λλά πληροφορίες γ ι’ αύτό έ χουμε μόνο σέ περιπτώσεις δπου οί μετακινήσεις παρουσίαζαν εν διαφέρον γιά κάποιον άλλο, άσχετο λόγο, δπως δταν ένα σώμα Σαμίων κατέφυγε στή Δύση τό 493 μετά τήν άποτυχία τής Ι ω νικής Επανάστασης, ή σέ περιπτώσεις δπου οί νέοι μετανάστες έρχονταν σέ σύγκρουση μέ τούς παλαιούς άποίκους. Έξακολουθοΰσε άκόμη νά υπάρχει λίγος χώρος στή Θράκη, δπου οί Ά θη11
16 1
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ναΐοι ίδρυσαν τόν 5ο αιώνα μιά δυο νέες πόλεις,, καί έπίσης έγινα\ μερικές νέες άπόπειρες γιά νά άποικιστεΐ ή Άδριατική, χωρίς άξιόλογα άποτελέσματα ώς έπί τό πλεΐστον. Κατά τόν 5ο αίώνο τά περίσσια στόματα τρέφονταν άναγκαστικά μέ άλλους τρόπους, δηλαδή μέ εισαγωγές άπό τό έξωτερικό, 7Τού έπρεπε νά πληρώ νονται. Άκόμη καί στό άποκορύφωμά της, ή άποικιακή κίνηση εΐναι άπίθανο νά διοχέτευσε μακριά άπό τόν έλλαδικό χώρο δλο τό πλεό νασμα τοΰ πληθυσμοΰ. Δέν λείπουν ποτέ οί άνθρωποι έκεΐνοι πού προτιμοΰν νά ύπομένουν τίς δυσκολίες τής παρούσας κατάστασής τους άντί νά άντιμετωπίσουν τούς κινδύνους ένός νέου ξεκινή ματος κάπου άλλοΰ. Ή πίεση άπό τήν άνεπάρκεια γής ήταν άναπόφευκτο νά συνεχιστεί, καί δέν μάς έκπλήσσει δταν διαπιστώ νουμε σημάδια δυσφορίας τών άγροτών τόν 7ο αιώνα. 'Η κρίση στήν Αθήνα, πού κορυφώθηκε τό 594 καί προκάλεσε τό διορισμό τοΰ Σόλωνα ώς μεσολαβητή άνάμεσα στούς πλουσίους καί τούς φτωχούς, παρουσιάζεται σ’ έμάς πολύ πιό ζωντανά, γιατί ο με ταρρυθμιστής ήταν ταυτόχρονα καί ποιητής πού τούς στίχους του δέν έπαψαν ποτέ νά τούς μελετοΰν στήν άρχαιότητα. Πρόκειται βέβαια γιά προπαγάνδα πριν άπό τίς μεταρρυθμίσεις του καί γιά αύτοδικαίωση έ'πειτα άπό αύτές, καθώς καί γιά στίχους μέ γενι κότερες σκέψεις, ή άλλους γραμμένους σέ άνάλαφρο καί ευθυμο τόνο. Μερικά άπό τά σωζόμενα άποσπάσματά του εΐναι άρκετά εκτενή, καί μάς δίνουν μιά ιδέα τών προβλημάτων καί τής στάσης τοΰ Σόλωνα άπέναντι σ’ αύτά, άλλά δέν μας δίνουν λεπτομερέστε ρες πληροφορίες. Ό ποιητής καθώς καί οί άκροατές του γνώρι ζαν πολύ καλά τίς περιστάσεις, καί δέν χρειάζονταν τίς εξηγήσεις έκεΐνες πού ζητοΰμε έμεΐς. Ή νομοθεσία του, πού έπίσης έπέζησε καί τή μελετοΰσαν, θά ήταν ή πηγή δπου θά άνατρέχαμε φυσιολο γικά γιά νά άντλήσουμε πληροφορίες, άλλά οί άρχαΐοι συγγρά φεις δέν παραθέτουν πολλά άποσπάσματά της. Οί άναφορές στό κείμενο τών νόμων τοΰ Σόλωνα προϋποθέτουν έπίσης πολλά πράγματα ώς γνωστά, ένώ έμεΐς σήμερα δέν μποροΰμε νά άνασυγκροτήσουμε τό άκριβές νόημά τους. Εξάλλου, ή άρχαϊκή τους γλώσσα άποτελοΰσε ήδη στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα έμπόδιο γιά τήν κατανόησή τους, καί αύτό πρέπει νά δυσκόλευε τή διερεύνησή τους άπό τούς άρχαίους. 16 2
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
1 'Η παράδοση είναι σχεδόν ομόφωνη δτι τό κεντρικό πρόβλημα :ταν κάποιο «χρέος», δτι ό^όλω^κατάργησε δλα τά δημόσια καί Ιιωτικά χρέη [χρεών άποκοπή], καί δτι τό κύριο καί άμεσο μέ;ρο θεραπείας του κακοΰ ήταν δτι θέσπισε ττι&εισάγθεια, δηλαδή ;ήν «άποτίναξη τών βαρών». Είναι βέβαιο δτι καταργησε μιά γιά πάντα τό δανεισμό χρημάτων «μέ ύποθήκη τό σώμα» [δάνειζεσθαι έπι σώμα σι] στήν Αθήνα, ένα μέτρο άνθρωπιστικό, πού δέν τό άκολούθησαν δλα τά άλλα κράτη. Ωστόσο, ή λέξη χρέος εί ναι δρος πλατύς, πού περιλαμβάνει καί άλλα εΐδη ύποχρεώσεων πέρα άπό τήν ύποχρέωση πού συνεπάγεται ό δανεισμός χρημά τ ω ν θά μποροΰσε νά περικλείει ένοίκια ή φόρους ή άλλα είδη ο φειλών. Τό χρέος αύτό πρέπει νά βάρυνε κυρίως τήν κοινωνική τάξη πού ονομαζόταν έκτήμοροι, στήν όποια ό 5Αριστοτέλης εν τάσσει, σχεδόν χωρίς καμιά διάκριση, δλες τις μάζες τών φτω χ ώ ν ήταν οί άνθρωποι πού πλήρωναν σέ κάποιον άλλο τό ένα έκτο (έκτημόρων) τής παραγωγής άπό τή γή πού καλλιεργοΰ-ι σαν.1 Ά ν δέν ήταν σέ θέση νά πληρώσουν, οί ΐδιοι μαζί μέ τις γυ ναίκες τους καί τά παιδιά τους μποροΰσαν νά μεταπέσουν σέ κα τάσταση δουλείας. 'Η λέξη έκτήμοροι ήταν άπαρχαιωμένη κατά τήν έποχή τοΰ Αριστοτέλη, άλλά ύπήρχε δίχως άλλο στά ποιή ματα ή στούς νόμους τοΰ Σόλωνα, μέ συμφραζόμενα πού καθιστοΰσαν τή σημασία της λίγο πολύ σαφή. Μιά άλλη αρχαϊκή καί άργότερα άπαρχαιωμένη λέξη ύπήρχε στούς νόμους μέ τή σημα σία τοΰ «μεριδίου» πού έδινε ό άγρότης σέ κάποιον άλλο. Προφα νώς πρόκειται γιά κάποιο σύστημα μοιρασιάς τών προϊόντων ή «κολιγιάς»,2 πού ήταν θεσμός γνωστός καί άπό άλλους πολιτι σμούς, άλλά σέ μορφές τόσο ποικίλες, ώστε νά μήν μποροΰμε νά χρησιμοποιήσουμε κανένα έπιχείρημα «εξ άναλογίας» γιά νά κα θορίσουμε μέ άκρίβεια ποιά μορφή εϊχε στήν Α ττική τόν 7ο αιώνα. Ό Αριστοτέλης παραθέτει αρκετούς στίχους άπό ένα ποίημα δπου ό Σόλων ισχυρίζεται δτι έχει πραγματοποιήσει δλους τούς στόχους γιά τούς όποιους ειχε άρχικά καλέσει τό λαό νά συνασπι 1. Ή έναλλακτική έρμηνεία, δτι κρατούσαν τό ένα έκτο καί παρέδιδαν τά πέντε έκτα, δέν στηρίζεται άπό τις πηγές τό ίδιο καλά καί είναι άπίθανη καθαυτή. 2. [Τό είδος της ύπεκμίσθωσης πού ϊσχυε δταν έδινε κάποιος τό χωρά φι του «(συ)μισακό».] 16 3
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στεί. Ό καλύτερός του μάρτυρας, πού τόν έπικαλείται χρησιμο ποιώντας επίσημη γλώσσα, είναι ή ίδια ή γη, πού προηγουμένως ήταν σκλαβωμένη, άλλά τώρα είναι έλεύθερη, γιατί αύτός άφαίρεσε τούς πολλούς δρονς (παρακάτω) πού ήταν στερεωμένοι μέ σα της. Έπίσης ξανάφερε πίσω στήν Αθήνα πολλούς πού είχαν πουληθεί έξω, άλλοι παράνομα, άλλοι νόμίμα, καθώς καί πολλούς πού τούς ειχε διώξει άπό τήν πόλη ή σκληρή άνάγκη, καί είχαν μεταβληθεί σέ περιπλανώμενους πού είχαν ξεχάσει τήν άττική τους γλώσσα. Άκόμη ελευθέρωσε δσους ήταν δούλοι στήν ί δια τήν πατρίδα τους καί έ'τρεμαν μπροστά στούς άφέντες τους. Αύτά τά λέει σέ καμιά δεκαπενταριά στίχους, καί έπειτα χρησι μοποιεί δύο μόνο γιά νά άναφερθεί στή νομοθεσία του, πού τή χαρακτηρίζει δίκαιη γιά δλες τίς τάξεις. Τέλος, καυχιέται γενικό τερα λέγοντας δτι κανένας άλλος στή θέση του δέν θά τά κατάφερνε νά συγκρατήσει τό λαό καί δτι, άν ειχε πάρει τό μέρος τής μιας ή τής άλλης παράταξης, ή πόλη θά είχε χάσει πολλούς άνδρες.^ Οί πολίτες γνώριζαν τί εννοούσε ό Σόλων, καί δέν χρειαζό ταν νά τούς έξηγήσει τί σήμαινε δτι ή γή ήταν σκλαβωμένη ή τί είδους ορούς είχε άφαιρέσει. 'Η συνηθέστερη σημασία τής λέ ξης όρος είναι πέτρινο σύνορο, που έδώ δέν δίνει ικανοποιητικό νόημα* άλλά έπίσης σημαίνει συχνά καί πέτρα ή άλλο σημάδι πού τό έβαζαν γιά νά δηλώσουν δτι ύπήρχε κάποιο είδος υποθήκης σέ σπίτι ή γή. Τό κύριο σημείο πού τονίζεται στό ποίημα, δηλαδή ή άπελευθέρωση τής γής, πρέπει κάπως νά σχετίζεται μέ τήν τά ξη έκείνη πού κυρίως βρισκόταν σέ δύσκολη θέση, τούς έκτημό ρους, καί ή άπλούστερη ερμηνεία είναι δτι οί δροι τοΰ ποιήματος ήταν τά σημάδια πού έδειχναν τήν ύποχρέωσή τους νά πληρώνουν τό ένα έκτο, καί δτι ή άφαίρεση τών όρων σήμαινε τήν κατάργηση αύτής τής υποχρέωσης. Ά λλά, καί άν αύτό είναι σωστό, πάλι δέν μπορεί νά μάς πληροφορήσει μέ ποιόν τρόπο είχε δημιουργηθεί ή ύποχρέωσή, ουτε ποιο νέο σύστημα επινόησε ό Σόλων στή θέση τοΰ παλαιοΰ. Ό Αριστοτέλης τόν 4ο αιώνα π.Χ. καί ό Πλούταρχος τόν 2ο μ.Χ. ήταν φυσικό νά σκεφτοΰν δτι έπρόκειτο γιά ύποθήκη ή κάτι τέτοιο, καί γιά δανεισμό χρημάτων, δπως συνηθιζόταν στή δική τους έποχή. Τήν έποχή δμως τοΰ Σόλωνα ή κοπή νομισμάτων είχε μόλις άρχίσει νά υιοθετείται στήν Ελλάδα (άλλά δχι άκόμη 16 4
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
στήν ’Αθήνα), καί μάλιστα δχι σέ μικρές υποδιαιρέσεις, πού θά χρειάζονταν γιά τις συναλλαγές τών φτωχών. Ό δανεισμός, άν ύπήρχε, θά γινόταν μέ γεωργικά άνταλλάγματα, λ.χ. σπόρους, ή μέ τή χρήση βοδιών ή εργαλείων, δπως βλέπουμε στόν ' Ησίοδο νωρίτερα (ό όποιος, ωστόσο, δέν μνημονεύει τιμωρίες, ουτε κάτι πού νά μοιάζει μέ τήν έκμετάλλευση τών φτωχών πού προκαλοΰσε άναταραχή στήν ’Αθήνα τοΰ Σόλωνα)· καί τήν ύποχρέωση τής πληρωμής τοΰ ένός έκτου ή τή μετάπτωση σέ κατάσταση δου λείας σέ περίπτωση μή πληρωμής πρέπει νά τά έννοοΰμε ώς κα θιερωμένους δρους δανεισμοΰ πού ίσχυαν σέ μιά έποχή πολύ σκληρή. Στά ποιήματα δμως τοΰ Σόλωνα πού παρατίθενται γιά νά έπεξηγήσουν τις μεταρρυθμίσεις του δέν γίνεται καθόλου λό γος γιά χρέη, καί οί δροι πού χρησιμοποιεί ό Αριστοτέλης γιά νά καθορίσει τούς έκτημόρονς δέν άνήκουν στό λεξιλόγιο τοΰ δανεισμοΰ. Παραμένει πιθανή ή έναλλακτική λύση δτι πρόκειται άπλούστατα γιά τούς δρους μέ τούς όποιους οί πλούσιοι συνήπταν συμφωνίες γιά τήν καλλιέργεια τής γής τους, δηλαδή ένα είδος καταβολής ενοικίου άπό ένα είδος ένοικιαστή. Κάτι τέτοιο θά ταίριαζε μάλλον καλύτερα μέ δσα λέει ό Αριστοτέλης, δτι ή γή βρισκόταν στά χέρια τών ολίγων καί δτι οί έκτήμοροι καλλιεργοΰσαν τά χωράφια τών πλουσίων. Αύτό έχει θεωρηθεί λάθος, κυρίως γιατί στή μεταγενέστερη, έποχή οί μεγάλες ιδιοκτησίες δέν άποτελοΰσαν τόν κανόνα, καί δέν ύπάρχει λόγος νά αποδώ σουμε στόν Σόλωνα ή σέ κάποιον μεταγενέστερο μεταρρυθμιστή εκτεταμένο άναδασμό τής γής. Ά λλά στήν περίπτωση αύτή είναι σαφές δτι ό Αριστοτέλης δέν προεκτείνει στό μακρινό παρελθόν τήν κατάσταση πού ίσχυε στή δική του έποχή, καί ίσως δσα λέει στό σημείο αύτό άξίζει νά έξεταστοΰν μέ μεγαλύτερη προσοχή. "Οποια κι άν ήταν ή ακριβής φύση του, τό σύστημα διαπιστώ θηκε δτι ειχε πάψει πιά νά είναι εφαρμόσιμο στίς άρχές τοΰ 6ου αιώνα. Ή πληρωμή τοΰ ένός έκτου δέν φαίνεται νά είναι φοβε ρά καταπιεστική, καί δέν είναι δύσκολο νά πιστέψουμε δτι τέτοιας κλίμακας ύποχρεώσεις πρέπει νά πληρώνονταν έπί γενεές χωρίς καμιά δυσκολία. Ά λλά άκόμη καί ή άπαίτηση μικρότερου γεώμορου, δπως τής δεκάτης, προκάλεσε μερικές φορές μεγάλη δυσαρέσκεια, καί κάθε σταθερή φορολογία μπορεΐ, ύπό δυσμε νείς συνθήκες, νά είναι καταπιεστική —ή νά έπιβάλλεται κατα πιεστικά άπό τούς ισχυρούς πού είναι έπιφορτισμένοι μέ τήν έπι16 5
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
χείρηση αύτή. Ό Σόλων λέει καθαρά δτι οί ταραχές στήν Αθήνα τής έποχής του όφείλονταν στήν άρπακτικότητα τών πλουσίων, πού οί άπαιτήσεις τους, δπως δείχνει τό ποίημα πού παραφράσα με παραπάνω, μερικές φορές ξεπερνοΰσαν τά νόμιμα δικαιώματά τους. Αίτια τής άρπακτικότητας είναι ίσως τό γεγονός δτι έκεί νη τήν έποχή υπήρχαν πολύ περισσότερα πράγματα πού μποροΰ σε νά κάνει ενας πλούσιος μέ τήν περιουσία του. Ό ' Ησίοδος στή δική του έποχή θεωροΰσε δτι πλοΰτος εΐναι νά έχει κανείς μεγάλη άγροτική περιουσία, νά εχει στήν αποθήκη του περισσότερο σι τάρι άπό κάποιον άλλο. 'Ο Σόλων μιλά γιά συσσώρευση άργύρου καί χρυσοΰ (δέν έχει σημασία άν δέν είχαν άκόμη κοπεί σέ νομί σματα), καί διαμαρτύρεται λέγοντας δτι δέν σταματά ποτέ ή συγ κέντρωση πλούτου αύτοΰ τοΰ είδους. Ό άργυρος μποροΰσε νά πουληθεί στό έξωτερικό, καί ενα σημαντικό μέρος άπό τό αύξανόμενο έμπόριο τής Ελλάδας μέ τόν έ'ξω κόσμο είχε νά κάνει μέ είδη πολυτελείας πού άρεσαν στούς πλουσίους. 'Τπήρχαν λοιπόν πολύ περισσότερα κίνητρα νά άποσποΰν μέ τή βία άπό τούς φτω χούς οτιδήποτε μποροΰσε νά μετατραπεΐ σέ άργυρο, ή νά πουλουν τούς ίδιους τούς φτωχούς ώς δούλους. Έ χει συμβεΐ καί σέ άλλες .περιόδους ή πρώτη συνέπεια τής οικονομικής άκμής νά είναι δτι ώφελοΰνται οπωσδήποτε οί οικονομικά ισχυροί, ένώ οί φτω χοί υποφέρουν. Αβεβαιότητα γύρω άπό τή φύση τοΰ προβλήματος πού άντιμετώπισε ό Σόλων σημαίνει καί άνάλογη άβεβαιότητα γύρω άπό τή φύση τής λύσης πού έ'δωσε. Ά ν ήταν ύπόθεση ελεύθερων μικροιδιοκτητών πού είχαν δανειστεί καί δέν μποροΰσαν νά ξεπλη ρώσουν, ή κατάργηση τοΰ χρέους τούς ξανάδωσε τήν έλεύθερη ^κατοχή τής γής τους* καί ό μεγάλος άριθμός τών μικροϊδιοκτησιών πού βλέπουμε νά υπάρχουν άργότερα στήν Α ττική σημαίνει δτι έ'κτοτε οί μικροκτηματιές έ'λυσαν κατά κάποιον τρόπο τά προβλήματά τους. Ά ν δμως έπρόκειτο γιά ενα καθιερωμένο άπό πα: λιά σύστημα έ'μμεσης καλλιέργειας γής (πού θά μπορούσαμε νά τήν ονομάσουμε γη τών πλουσίων), τότε τό πρόβλημα είναι κάπως . παλυπλοκότερο* καί πάλι, τό μεταγενέστερο σύστημα γαιοκτησίας στήν Α ττική θά μάς ύποχρέωνε νά ύποθέσουμε δτι ό Σόλων έ'δω σε στούς παλαιούς εκτημόρονς τήν πλήρη ιδιοκτησία τής γής πού από καιρό καλλιεργοΰσαν. Σ’ αύτή τήν περίπτωση, ή μεταβολή πού έπέφερε στό σύστημα τής γαιοκτησίας ήταν σοβαρή, καθώς 16 6
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
δημιούργησε μιά σημαντική τάξη μικροϊδιοκτητών. Δέν έχουμε σοβαρούς λόγους νά πιστεύουμε δτι δέν εγινε κάτι τέτοιο. "Οποια λύση καί άν έπιλέξουμε γ ι’ αύτά τά κάθε άλλο παρά εύ κολα προβλήματα, δέν είναι σωστό νά ύποθέσουμε δτι οί πολύ πλούσιοι καί οί έκτήμοροι ήταν οί μόνες τάξεις πού άσχολοΰνταν μέ τήν καλλιέργεια τής γής στήν Α ττική. 'Η διάκριση σέ δύο τά ξεις καί μόνο πού άναφέρει ό Αριστοτέλης είναι πολύ άπλουστευτική* ή ύπαρξη μιας τάξης ελεύθερων γεωργών, σέ κατάστα ση δμοια μέ αύτήν πού περιγράφει ό ' Ησίοδος, πιστοποιείται άπό τούς δρους τής πολιτικής μεταρρύθμισης τοΰ Σόλωνα, πού δια βάθμισε τούς πολίτες τής Αθήνας σέ τέσσερις τάξεις, σύμφοονα μέ τήν ετήσια παραγωγή τής γής τους. Οί πραγματικά φτωχοί,, δπως ήταν οί πρώην εκτήμοροι, θά άνήκαν στήν κατώτερη άπό αύτές τις τάξεις, τούς θήτες, πού είχαν λιγότερους άπό διακόσιους μεδίμνους τό χρόνο* ή άμέσως άνώτερη'άπ’ αύτούς τάξη, οί ζευγίτες, μέ διακόσιους ώς τριακόσιους μεδίμνους, ήταν ή τάξη άπ’ δπου κυρίως προερχόταν ο στρατός τών οπλιτών καί πρέπει νά ύπήρχε ώς ενεργό στοιχείο πριν άπό τή νομοθεσία τοΰ Σόλω να. Τό πρώτο του δμως μέλημα ήταν τά βάσανα τών πολύ φτω χών. Αναφέρει σαφέστατα δτι ή θέση τους —πού ήδη δπως ήταν δέν άπεΐχε πολύ άπό δουλεία, καί ήταν δυνατό νά οδηγήσει καί σέ πραγματική δουλεία— ήταν τό πρόβλημα πού είχε δημιουργήσει τήν επαναστατική κατάσταση τήν όποια τόν κάλεσαν νά άντιμετωπίσει. Οί φτωχοί τής Αθήνας σιγά σιγά υποβιβάζονταν σέ κα τάσταση παρόμοια μέ τών ειλώτων, άντιστέκονταν ωστόσο, καί τελικά βρήκαν έναν φιλεύσπλαχνο καί ικανό ύπερασπιστή, πού μπόρεσε νά επιβάλει τή λύση του στό πρόβλημά τους. Σέ άλλα μέρη οί μεταρρυθμιστές δέν κατέγραψαν έμμετρα τά μέτρα πού έλαβαν, καί, δπο^ς φαίνεται, γιά τήν κατάσταση τών φτωχών χωρικών τόν 7ο αιώνα δέν ύπήρχαν πληροφορίες άντλημένες άπό τούς νόμους άλλων μεγάλων πόλεων. Δίχοος άμφιβολία σημειώθηκαν παράλληλα φαινόμενα, καί ή πίεση άπό τήν έλλειψη^ γής ήταν επικίνδυνη καί άλλου. Ό Κύψελος τής Κορίνθου, δταν ’ άνέτρεψε τήν άριστοκρατία τών Βακχιαδών στά μέσα τοΰ 7ου αιώ να, σκότωσε καί εξόρισε πάρα πολλούς καί δήμευσε τήν περιου- , σία τους. Τόν Ηρόδοτο δμως δέν τόν άπασχολοΰσαν προβλήματα δπως τί έκανε ό Κύψελος τή δημευμένη γή, ποιά επίδραση είχε ή ] έπανάστασή του στούς πραγματικά φτωχούς, ή ποιά ήταν ή προ16 7
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ηγούμενη κατάστασή το υς.' Υπάρχουν άλλες ενδείξεις δτι ή δυσα ρέσκεια έναντίον τών πλούσιων γαιοκτημόνων έπαιξε ρόλο στήν έπικράτηση τυραννικών πολιτευμάτων άλλά μάς λείπουν οί λε πτομέρειες, λόγου χάρη στή βιαστική άναφορά τοΰ Αριστοτέλη στόν τύραννο τών Μεγάρων Θεαγένη, πού «άρπαξε τά κοπάδια τών πλουσίων, καθώς έβοσκαν πλάι στό ποτάμι, καί τά έσφαξε». Θά ήταν ένδιαφέρον, καί ίσως διαφωτιστικό, νά γνωρίζαμε πε ρισσότερα πράγματα γιά τό έπεισόδιο αύτό. Δέν χωρεΐ άμφιβολία δτι ή τυραννία ωφέλησε κυρίους τούς άμεσους ύποστηρικτές τών τυράννων* καί οί ύποστηρικτές αύτοί είναι πιθανό δτι προέρχονταν άπό τήν κοινωνική τάξη πού βρισκόταν άμέσως πιο κάτω άπό τούς άριστοκράτες πού είχαν χάσει τήν έξουσία τους. Σέ δσα μέρη ή άνώτερη κοινοτική τάξη είχε εκτεταμένες ιδιοκτησίες, συγκρίσιμες μέ τις ιδιοκτησίες τών άθηναίων πλουσίων, είναι εν δεχόμενο δτι ή τυραννίδα ήταν ή περίοδος κατά τήν οποία έσπασε ή μονοπώληση αύτή τής γής. Ό πω ς φαίνεται, τό τελικό άποτέλεσμα ήταν, γενικά, τό ίδιο σχεδόν δπως καί στήν ’Αθήνα, δηλα δή ή κυριαρχία τών μικροϊδιοκτητών, άν καί ύπήρξαν άναμφίβολα πολλές διαφορές στίς λεπτομέρειες, ένώ κάποιο μεγαλύτερο ή μι κρότερο ποσοστό τής γής παρέμεινε στά χέρια τών άριστοκρατικών οικογενειών. Γιά τις ίδιάζουσες συνθήκες στή Σπάρτη καί στή Θεσσαλία μιλήσαμε παραπάνω άρκετά. Γιά τήν ’Αθήνα καί γιά πόλεις-κράτη μέ παρόμοια εξέλιξη, προκύπτει τό ερώτημα πώς καλλιεργοΰσαν οί πλούσιοι τά κτήμα τά τους δταν πέρασαν οί ταραχές τής περιόδου τών τυράννων. Μέ τήν παλιά τάξη πραγμάτων στήν Α ττική , τήν άπάντηση στό ε ρώτημα αύτό τήν έδιναν, κατά τόν ένα ή τόν άλλον τρόπο, κυρίως οί έκτήμοροι. Είτε τά βάσανά τους προέρχονταν άπό τό δανεισμό είτε δχι, δέν χωρεΐ άμφιβολία δτι τά πραγματικά χρέη ήταν ενας άπό τούς παράγοντες πού προκαλοΰσαν τήν άναταραχή στήν ’Α θήνα τοΰ Σόλωνα* καί, δπως τό έβλεπε ό Αριστοτέλης, ό οφειλέ της μποροΰσε νά περιπέσει σέ κατάσταση δουλείας, άν δέν εξο φλούσε τό χρέος του. Αύτό πρέπει νά τό δοΰμε τόσο άπό τήν άπο ψη τοΰ πιστωτή δσο καί άπό τήν άποψη τοΰ φτωχοΰ οφειλέτη —τί έλπιζε νά κερδίσει ό πιστωτής δανείζοντας σπόρους ή οτιδή ποτε άλλο σέ μικρές ποσότητες, καί πώς άντιμετώπιζαν οί δυο πλευρές τις μελλοντικές προοπτικές τήν έποχή πού γινόταν τό δά νειο. Ανάλογο ύλικό άπό τή Μεσοποταμία καί άπό άλλοΰ δείχνει 16 8
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
δτι. ό σκοπός τοΰ πιστωτή μπορεΐ νά ήταν δχι τόσο ή έπιστροφή τοΰ δανείου μέ τόκο, δσο ή έργασία τοΰ οφειλέτη. Σ’ αύτούς τούς άλλους πολιτισμούς συχνά ό οφειλέτης πουλοΰσε μάλλον στήν ούσία τήν έργασία τή δική του ή τής οίκογένειάς του γιά ενα άκαθόριστο χρονικό διάστημα, παρά δανειζόταν γιά νά τακτοποιήσει μιά προσωρινή δυσκολία. ’Ίσως έτσι λειτούργησε καί τό «χρέος» στήν Α ττική τοΰ 7ου αιώνα. Ά ν αύτό άληθεύει, τότε ό οφειλέτης γινόταν ούσιαστικά δοΰλος άπό τή στιγμή πού έπαιρνε τό «δά νειο». Ά λλά στήν Αθήνα συναντοΰμε τό δανεισμό επί σώμασι μόνο τή στιγμή τής κατάργησής του, ένώ σέ άλλα μέρη έχουμε μόνο λίγες σποραδικές πληροφορίες γιά νά καταλάβουμε τί σήμαινε* συνεπώς, μόνο ύποθέσεις μποροΰμε νά κάνουμε γιά τό ρό λο πού έπαιξε στήν πρώιμη έλληνική γεωργία, καί νά σημειώσου με τήν πιθανότητα νά άποτέλεσε πηγή έργατικοΰ δυναμικοΰ γιά τούς πλουσίους. 'Η κατάργηση μιας τέτοιας «δουλείας» στήν Α θήνα καί ή σωτηρία τών έκτημόρων ίσως νά δημιούργησαν κά ποιο πρόβλημα έργατικοΰ δυναμικοΰ γιά τούς άνθρώπους πού εί χαν στήν κατοχή τους γή περισσότερη άπό δση χρειάζονταν γιά τή συντήρησή τους. Είναι πέρα άπό κάθε λογική άμφιβολία δτι ή κύρια λύση τοΰ προβλήματος ήταν ή μεγάλη αύξηση τοΰ άριθμοΰ τών ιδιόκτητων δούλων, πού τούς προμηθεύονταν κατά κύριο λόγο άπό άγορές του έξωτερικοΰ. ’Ήδη ό ' Ησίοδος καλλιεργοΰσε τό κτήμα του (πού άνήκε σέ μιά οικογένεια) μέ τή βοήθεια δούλων, ένώ στήν Α θήνα τής κλασικής έποχής εΐναι σαφές δτι όλοι, έκτος άπό τούς πολύ φτωχούς, ήταν φυσικό νά έχουν στήν κατοχή τους δούλους, πού τούς χρησιμοποιοΰσαν δχι μόνο γιά έργα οικιακά,1 άλλά καί γιά τήν καλλιέργεια, τής γής. Οί πλούσιοι είχαν περισσότερους δού λους, ασφαλώς πιό ειδικευμένους σέ συγκεκριμένα έργα, καθώς καί έπιστάτες τών δούλων, πού άναλάμβαναν τή διαχείριση τής γής πού δέν τήν είχαν νοικιάσει σέ άλλους. Ελεύθερο έργατικό δυναμικό ύπήρχε, άλλά δέν ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμο. Ό πιό συ νηθισμένος τρόπος ήταν νά προσλαμβάνονται έκτακτοι έργάτες γιά τή συγκομιδή τών καρπών, ή σέ άλλες έποχές πού ύπήρχε πολλή δουλειά* δούλευαν άσφαλώς μαζί μέ τούς δούλους τοΰ ιδιο κτήτη, άκριβώς δπο^ς οί έλεύθεροι έργάτες δούλευαν μαζί μέ δού 1. [’Ονομάζονταν οικέται.] 16 9
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λους δταν κατασκευάζονταν τά μεγάλα δημόσια οικοδομήματα τής Αθήνας. Μιά μονιμότερη σχέση έργασίας περιγράφεται στήν άρχή τοΰ Εύθνφρονος' είναι ή περίπτωση ένός άνθρώπου πού ό Εύθύφρων τόν χαρακτήριζε ((υποτακτικό του»*1 άσφαλώς δέν ή ταν δοΰλος, άλλά ειχε κάποια άκαθόριστη προσωπική σχέση μέ τόν Εύθύφρονα καί δούλευε στό οικογενειακό του κτήμα. Ά πό τόν τρόπο τής περιγραφής συνάγεται καθαρά δτι ή μόνιμη σχέση έργασίας αύτοΰ τοΰ είδους δέν ήταν κάτι άσυνήθιστο, άλλά δπως φαίνεται δέν ήταν καί κάτι πολύ διαδεδομένο. Όπωσδήποτε πάν τως δέν άναπτύχθηκε σέ μεγάλη ,κλίμακα, ώστε νά γίνει μόνιμο σύστημα δπως ήταν ή «πελατεία»2 στή Ρώμη. Πολλή γή δινό ταν γιά εκμετάλλευση σέ ενοικιαστές. Έ ξαιτίας τής φύσης τών μαρτυριών πού έχουμε, οί σχετικές πληροφορίες μας άναφέρονται συχνότερα σέ έκμισθώσεις γής πού άνήκε σέ θεό ή ήρωα, καί δέν μποροΰσε νά πουληθεί, άλλά δινόταν γιά ένοικίαση άπό τό κράτος ή άπό τούς λατρευτικούς συλλόγους* καί καμιά φορά τούς δρους τής ένοικίασης τούς χάραζαν σέ πέτρα. Πλούσιοι ιδιώτες έδιναν έπίσης γιά ένοικίαση μέρος τής γής πού κατείχαν, άλλά, δπως είναι φυσικό, τις ιδιωτικές ενοικιάσεις δέν τις χάραζαν σέ πέτρα, δπως τις ένοικιάσεις πού γίνονταν άπό νομικά πρόσωπα. Σχετικά μ5αύτό πρέπει νά σημειώσουμε δτι οί πλούσιοι Αθηναίοι είχαν ώς επί τό πλεΐστον στήν κατοχή τους πολυάριθμα μικρά κτήμα τα, σκορπισμένα στήν ύπαιθρο, καί δχι μεγάλες ιδιοκτησίες συγ κεντρωμένες σέ έναν τόπο* αύτό ήταν ένας παράγοντας πού συντελοΰσε ώστε ή έκμίσθωση νά είναι ό εύκολότερος τρόπος γιά νά έχει κανείς ένα καλό εισόδημα άπό τή γή. Στούς αιώνες πού άκολούθησαν μετά τή μεταρρύθμιση τοΰ Σό λωνα δέν σημειώθηκε καμιά μεγάλη μεταβολή στό σύστημα τής γαιοκτησίας στήν Α ττική, άν καί ύπήρξαν, φυσικά, κάποιες δια κυμάνσεις. 'Η Αθήνα δέν προσαρμόστηκε μονομιάς στή νέα κα τάσταση* ήδη προτοΰ πεθάνει ό Σόλων, ό Πεισίστρατος έκαμε τήν πρώτη του άπόπειρα νά έγκαθιδρύσει τυραννίδα. ’Ίσως δή μευσε ένα μέρος άπό τή γή τών άντιπάλων του καί τήν άνακατένείμε σέ μικρές ιδιοκτησίες, άλλά δέν υπάρχει γ ι’ αύτό καμιά άρ χαία μαρτυρία. Γενικά, ή πολιτική του ήταν μάλλον πολιτική συν.1. [Πελάτης έμός: Πλάτων, Εύθύφρων 4ο.] 2. [«Υπήκοοι», μόνιμοι έργάτες στή δούλεψη κάποιου.] 17 0
Γ ΑΙ ΟΚΤΗΜΟΝΕΣ , ΧΩΡΙ ΚΟΙ ΚΑΙ ΛΙ Ι ΟΙ ΚΟΙ
διαλλαγής τών μεγάλων οικογενειών. Μόλις ήρθε στήν έξουσία, ένίσχυσε τούς μικρογαιοκτήμονές μέ δάνεια, καί οί ένέργειές του πρέπει νά βοήθησαν στήν έδραίωση τοΰ συστήματος τών μικροϊδιοκτησιών. 'Η πίεση άπό τήν έλλειψη γής έξακολούθησε δλο τόν 6ο αιώ να, άλλά στά τελευταία του χρόνια έμφανίστηκε ένας νέος τύπος έγκατάστασης στό έξωτερικό, ή άθηναϊκή κληρουχία. "Οταν ή Α θήνα νίκησε τή Χαλκίδα τής Εύβοιας τό 506, ή γή τής άριστοκρατίας τής Χαλκίδας δημεύτηκε καί μοιράστηκε μέ κλήρο σέ τέσσερις χιλιάδες κληρούχους, δηλαδή «κατόχους κλήρου» στήν κυριολεξία. Στήν άθηναϊκή ήγεμονία τοΰ 5ου αιώνα1 ό θεσμός τών κληρουχιών έπεκτάθηκε καί άναπτύχθηκε, άρχίζοντας άπό τή δήμευση τής γής στή Νάξο μετά τήν αποστασία της τό 470. Τό χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τής κληρουχίας ήταν δτι οί κληροΰχοι, άντίθετα πρός τούς κανονικούς άποίκους, δέν έπαυαν νά είναι πολίτες τής μητρόπολης, άλλά παρέμεναν οργανωμένοι μέ βάση τίς άθηναϊκές φυλές τους, καί μποροΰσαν νά άσκοΰν τά πολιτικά τους δικαιώματα στήν Αθήνα, κάθε φορά πού έπέστρεφαν έκεΐ. 'ΐπά ρ χει μάλιστα καί μιά μεταγενέστερη περίπτωση, ή ίδρυση τής κληρουχίας στή Λέσβο τό 4.27, μετά τήν άποστασία τής Μυτιλήνης, δπου οί κληροΰχοι δέν εγκαταστάθηκαν κάν στά νέα τους κτήματα, άλλά τά νοίκιασαν σέ ντόπιους κατοίκους, καί οί ΐδιοι παρέμειναν στήν Αθήνα είσπράττοντας τίς προσόδους άπό μακριά. Αύτή ή δήμευση γής ύπήρξε τό καταπιεστικότερο μέτρο τών Αθηναίων, αύτό πού προκάλεσε τίς σφοδρότερες άντιδράσεις καί άποδοκιμάστηκε ρητά, δταν τό 378 ιδρύθηκε ή δεύτερη 5Αθη ναϊκή Συμμαχία. Ό Πελοποννησιακός Πόλεμος, στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα, προ κάλεσε επικίνδυνες πληθυσμιακές μετατοπίσεις. Τά πέντε άπό τά πρώτα εφτά χρόνια τοΰ πολέμου (431-425) ή ύπαιθρος, πού σύμ φωνα μέ τήν πολιτική τοΰ Περικλή είχε εκκενωθεί, έρημώθηκε άπό τίς πελοποννησιακές στρατιές, πού ξεπερνοΰσαν κατά πολύ σέ άριθμό τίς άθηναϊκές δυνάμεις. Ά πό τό 413 ώς τό 404, ό εχθρός κατείχε ένα μόνιμο οχυρό στή Δεκέλεια, στά βορειοανα τολικά τής Αθήνας. 'Υπό κανονικές συνθήκες πολέμου στήν Ε λ λάδα, ή έρήμωση τής γής θά είχε προκαλέσει τερματισμό τοΰ πο1. [Εννοεί τήν πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία, πού ιδρύθηκε άμέσως με τά τά Περσικά, τό 478, μέ εδρα τή Δήλο.] 17 1
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λέμου σέ πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα, άλλά ό πληθυσμός της Α ττικής κατέφυγε μέσα στά τείχη τής Αθήνας καί του Πει ραιά, καί στά οκτώ χιλιόμετρα τοΰ διαδρόμου άνάμεσά τους, καί βασίστηκε στά τρόφιμα πού είσάγονταν άπό τή θάλασσα. Ωστό σο, οί ζημιές στήν ύπαιθρο υπήρξαν σημαντικές. Τά άμπέλια καί οί έλιές δέν άντικαθίστανται γρήγορα. Επιπλέον, ή Α ττική ήταν ιδιαίτερα πρόσφορη γιά λεηλασίες, γιατί, καθώς τονίζει ό Θου κυδίδης, μεγάλο μέρος τοΰ πληθυσμού προτιμούσε νά ζεΐ στήν ύ παιθρο παρά στό άστυ. Σέ πόλεις-κράτη μέ μικρότερη έκταση ό άγρότης ζοΰσε στήν πόλη, καί κάθε βράδυ γύριζε πίσω στό σπί τι του. ' Η Α ττική ήταν πολύ μεγάλη γιά νά μπορεΐ νά γίνει κάτι τέτοιο, καί διέθετε πολλά μικρά ή μεγάλα κατοικημένα κέντρα (Ελευσίνα, Μαραθώνας, Βραυρώνα καί άλλα), πού δέν μποροΰ σαν δλα νά προσφέρουν επαρκή προστασία απέναντι σέ μιά εχθρι κή στρατιά. Ό ταν οί κάτοικοι τής ύπαίθρου μεταφέρθηκαν μέσα στήν Αθήνα, άφησαν πίσω τους περιουσιακά στοιχεία πού ό εχθρός μποροΰσε νά τά καταστρέψει ή νά τά πάρει μαζί του. Οί λαφυραγωγοί στήν Ελλάδα έκείνη τήν έποχή ήταν πολύ συστη ματικοί: μποροΰσαν νά κλέψουν άκόμη καί τά κεραμίδια άπό τις στέγες, ή νά άφαιρέσουν τά κουφώματα. "Όταν επιτέλους πέρασαν τά είκοσι εφτά χρόνια τοΰ πολέμου, πολλά κτήματα θά είχαν τελείως έγκαταλειφθεΐ. 'Τπάρχει μάλι στα ή άποψη, άν καί δέν στηρίζεται σέ καμιά ρητή μαρτυρία, δτι πολλοί άπό αύτούς πού είχαν συρρεύσει μέσα στό άστυ στή διάρ κεια τοΰ πολέμου έμειναν έκτοτε έκεΐ καί δέν έκαμαν καμιά προ σπάθεια νά έπιστρέψουν καί νά άρχίσουν νά καλλιεργούν τά κτή ματά τους στήν ύπαιθρο* ύποτίθεται έπίσης δτι κατά τή μεταπο λεμική περίοδο σημειώθηκε μιά σημαντική συγκέντρωση άγροτικής περιουσίας στά χέρια δποιων μποροΰσαν νά αγοράσουν τά εγ καταλειμμένα άγροκτήματα. (Τό κύριο πρόσωπο τοΰ ΟΙκονομικοϋ τοΰ Ξενοφώντα, μιας πραγματείας γιά τή γεωργική ζωή μέ χαρακτήρα μάλλον ήθικό παρά πραγματολογικό, διηγείται στόν Σωκράτη μέ ποιόν τρόπο ό πατέρας του είχε άποκομίσει πολλά κέρδη, άγοράζοντας παραμελημένα άγροκτήματα καί μεταπου λώντας τα μέ κέρδος, άφοΰ πρώτα τά έβαζε σέ κάποια τάξη. Ό συγγραφέας άναφέρεται μάλλον σέ περιπτώσεις παραμέλησης καί άνικανότητας, καί δχι σέ ζημιές πού προκλήθηκαν άπό τόν πόλε μο, καί είναι πολύ πιθανό δτι ή πραγματεία είναι γραμμένη σέ 17 2
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
περίοδο μεταγενέστερη* άλλά οπωσδήποτε θά υπήρξαν μεγάλες εύκαιρίες γιά τέτοιου είδους οικονομική άνασυγκρότηση στά χρό νια άμέσως μετά τό 404.) Στή διαδικασία τής οικονομικής άνόρθωσης τής Αθήνας, πού γενικά ήταν άξιοσημείωτα γοργή, οι πλούσιοι καί οί επιτήδειοι ενδέχεται νά πραγματοποίησαν με ρικά γρήγορα κέρδη · άλλά δέν υπάρχουν στοιχεία πού νά δείχνουν δτι υπήρξε σημαντική αλλαγή στό σύστημα τής γαιοκτησίας. Οί δικαστικοί άγώνες τοΰ 4ου αιώνα παρουσιάζουν τήν εικόνα μιας χώρας μοιρασμένης σέ μικρά άγροτεμάχια, πού άλλαζαν χέρια μέ ρυθμό άρκετά γρήγορο. Άνάμεσα στίς ταλαιπωρίες άπό τήν εκκένωση τής υπαίθρου κατά τήν έναρξη τοΰ πολέμου, ό Θουκυδίδης συγκαταριθμεί καί τήν έγκατάλειψη τών προγονικών ιερών. 'Η Ανάγκη τής φρον τίδας γιά τούς οικογενειακούς τάφους καί τά ιερά άποτελοΰσε στοιχείο σταθερότητας σέ δλη αύτή τή μετακίνηση τοΰ πληθυ σμού. Μερικές φορές γίνεται διάκριση άνάμεσα σέ πατρογονική περιουσία καί σέ περιουσία άποκτημένη μέ άγορές, καί άσφαλώς ύπήρχαν ισχυροί συναισθηματικοί λόγοι πού εύνοοΰσαν τή διατή ρηση τής ένότητας τής οικογενειακής περιουσίας. Ά λλά είναι αμ φίβολο άν ό νόμος έκανε καμιά διάκριση άνάμεσα στίς δυο αύτές κατηγορίες γής άναφορικά μέ τό δικαίωμα τοΰ ιδιοκτήτη νά εκ ποιεί τήν περιουσία του. Στό δικαστήριο άποτελοΰσε μάλλον συγκινητική χειρονομία τό νά προσπαθεί ό ρήτορας νά προκαλέσει τή συμπόνια τών δικαστών μέ τό επιχείρημα δτι, σέ περίπτω ση θανατικής καταδίκης, δέν θά έμενε κανένας ζωντανός άπό τήν οικογένεια, γιά νά φροντίζει νά γίνονται οί πρέπουσες ιεροτελε στίες πρός τιμήν τοΰ πεθαμένου ιδιοκτήτη καί τών προγόνων του. Οί πληροφορίες μας γιά τή γή στήν Αθήνα τοΰ 4ου αιώνα προέρ χονται σχεδόν άποκλειστικά άπό λόγους πού γράφτηκαν άπό έπαγγελματίες λογογράφους γιά διαδίκους σέ δίκες περιουσιακών ύποθέσεων καί αργότερα κυκλοφόρησαν ώς ύποδείγματα ρητορι κής τέχνης* προέρχονται έπίσης καί άπό διάφορες λίθινες επιγρα φές, άλλες ιδιωτικές καί άλλες δημόσιες. Τά θέματα γιά τά όποια βλέπουμε νά γίνεται περισσότερο λόγος είναι κυρίως τό άθηναϊκό κληρονομικό δίκαιο καί ή ύποθήκευση τής γής καί τών σπιτιών ώς έγγύηση γιά δανεισμό. Οί Αθηναίοι δέν ήταν σχεδόν καθόλου ελεύθεροι νά διαθέσουν 17 3
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τήν περιουσία τους δπως ήθελαν μέ διαθήκη. Ά ν κάποιος εΐχε νό μιμους γιούς, τό μεγαλύτερο μέρος τής περιουσίας του πήγαινε σ* αύτούς χωρίς συζήτηση. Ά ν δέν εΐχε, ή συνηθισμένη λύση ήταν ή υιοθεσία, πράγμα πού σήμαινε οχι υιοθεσία νηπίου, δπως συνη θίζεται σήμερα, άλλά υιοθεσία ένηλίκου,1 ό όποιος μποροΰσε νά άναλάβει αμέσως τή διαχείριση τής περιουσίας καί νά συνεχίσει τήν κληρονομική γραμμή τοΰ θετοΰ πατέρα του. Ό υιοθετούμενος ήταν σχεδόν πάντοτε στενός συγγενής, πού μετά τήν υιοθεσία έγκατέλειπε τή δική του οικογενειακή ομάδα καί έγγραφόταν στό δήμο καί στή φρατρία τοΰ θετοΰ πατέρα του* συνήθως έπαιρνε σύζυγο τήν κόρη τοΰ θετοΰ πατέρα, άν βέβαια ύπήρχε. Ά ν ή υιο θεσία εΐχε συντελεστεΐ δσο ο θετός πατέρας ήταν άκόμη ζωντα νός, καί εΐχε γίνει δεκτή άπό τό δήμο καί τή φρατρία, ό υιοθετη μένος γιος γινόταν κύριος τής περιουσίας αύτόματα μόλις πέθαινε ό θετός πατέρας, σάν νά ήταν άπό κάθε άποψη γνήσιος γιος του. Μποροΰσε έπίσης κανείς νά υιοθετήσει γιο μέ διαθήκη —καί μόνο άπό τήν άποψη αύτή είχαν οί Αθηναίοι μεγάλα περιθώρια νά διαθέσουν τήν περιουσία τους κατά βούληση— άλλά σ’ αύτή τήν περίπτωση ή υιοθεσία έπρεπε νά επικυρωθεί άπό μιά ανώτα τη έξουσία, τόν άρχοντα, στοΰ οποίου τή δικαιοδοσία ύπάγονταν δλες αύτές οί οικογενειακές ύποθέσεις. Ό άθηναϊκός νόμος, ώστόσο, έπέτρεπε στόν υιοθετημένο γιο νά έπιστρέψει στήν άρχική του οικογένεια, μέ τήν προϋπόθεση δτι θά εΐχε άφήσει πίσω στή θετή του οικογένεια έναν γνήσιο γιό, πού θά συνέχιζε τήν κληρονομική γραμμή τής οικογένειας. Ά ν δέν εΐχε μεσολαβήσει υιοθεσία, κληρονόμος ήταν ό κοντινότερος άρσενικός συγγενής, ό όποιος έπιλεγόταν άπό μιά νομικά καθορισμένη ομάδα άνθρώπων, πού έφτανε ώς τά παιδιά τών πρώτων έξαδέλφων, πρώ τα άπό τήν πλευρά τοΰ πατέρα καί έπειτα άπό τήν πλευρά τής μη τέρας. Εΐναι φανερό δτι δλο αύτό τό σύστημα κατέτεινε νά έξασφαλίσει, δσο ήταν έφικτό, τή συνέχιση τής οικογένειας σέ εύθεία άνδρική γραμμή, καί τή διατήρηση τής περιουσίας στήν ΐδια οι κογένεια. Τό κράτος έπόπτευε τή διαδικασία αύτή διαμέσου τοΰ πρώτου άρχοντα, πού ήταν άπαραίτητο νά επικυρώνει δλα αύτά τά κληρονομικά θέματα έκτος άπό τήν άμεση μεταβίβαση τής κληρονομιάς σέ γνήσιο γιό* ό άρχων ήταν έπίσης ειδικά έπιφορ1. [Λεγόταν είσποίησις, καί ό υιοθετούμενος εισποιητός.] 17 4
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
τισμένος νά φροντίζει γιά τις χήρες καί τά ορφανά καί γιά τις άπροστάτευτες οικογένειες, δηλαδή τις οικογένειες χωρίς άντρα κληρονόμο» Τό κράτος εϊχε έπίσης τήν τάση νά παρεμποδίζει τή συσσώρευση περιουσίας άπό κληρονομιά στά χέρια ένός καί μόνο άνθρώπου, καί ή συζήτηση στά δικαστήρια δείχνει δτι ύπήρχε ισχυρή προκατάληψη σέ τέτοιες περιπτώσεις. Μονάχα ο άντρας ειχε κληρονομικά δικαιώματα. 'Η γυναίκα δέν μποροΰσε νά κληρονομήσει, ούτε νά είναι κάτοχος περιουσίας, οΰτε νά πραγματοποιήσει συναλλαγή πού συνεπαγόταν ποσό με γαλύτερο άπό τήν άξία ένός μοδιού1 σιτηρών* άν κάποια δοσολη ψία πού τήν άφοροΰσε ύπερέβαινε τό ποσό αύτό, έ'πρεπε νά τή διεκπεραιώσει ό πατέρας ή ό κηδεμόνας ή ό σύζυγός της. Ή κό ρη πού δέν ειχε άδελφούς «πήγαινε μαζί μέ τήν περιουσία» —αύ τή είναι ή κυριολεκτική σημασία τοΰ άθηναϊκοΰ δρου ή επίκλη ρος, πού συνήθως τόν μεταφράζουμε «ή κληρονόμος»— καί παν τρευόταν τόν κληρονόμο, έκτός άν έκεΐνος άποποιοΰνταν τήν κλη ρονομιά. Ά ν ύπήρχαν περισσότερες άπό μία κόρες, τις έ'διναν στούς έπόμενους κατά σειρά διαδοχής συγγενείς. Γιά νά συμ μορφωθεί μέ τούς κανόνες αύτούς, μιά κληρονόμος ήταν ένδεχόμενο νά πρέπει νά άφήσει τόν προηγούμενο σύζυγό της, γιά νά παντρευτεί, ας ποΰμε, τό θειο της* ό ρήτορας Ίσαΐος μάς βε βαιώνει δτι τέτοια πράγματα συνέβαιναν, άν καί δέν γνωρίζουμε μέ λεπτομέρειες καμιά συγκεκριμένη περίπτωση. Ά λλα συστήματα έπέβαλλαν λιγότερο αύστηρούς περιορισμούς στίς γυναίκες. Στή Γόρτυνα τής Κρήτης, στά μέσα τοΰ 5ου αιώ να, δπως βλέπουμε στίς ποικίλες διατάξεις πού κάπως παραπλα νητικά ονομάζονται «κοοδικας τής Γόρτυνας»,2 ή γυναίκα ειχε τό δικαίωμα νά κατέχει περιουσία γιά λογαριασμό της* καί, παρά τό δτι τό σπίτι στήν πόλη μαζί μέ τή σκευή του τό κληρονομού σαν οί γιοι, τήν ύπόλοιπη περιουσία τή μοίραζαν.έ'τσι ώστε νά παίρνει καί ή κόρη τό μερίδιό της, πού ήταν ίσο μέ τό μισό τοΰ μεριδίου πού έπαιρνε ό γιός. Οί διατάξεις γιά τούς πιο μακρινούς κληρονόμους, άν καί ήταν διαφορετικές άπό τις άθηναϊκές, άκολουθοΰσαν στίς βασικές τούς γραμμές τις ίδιες άρχές, καί σέ με ρικές περιπτώσεις ή κληρονόμος εϊχε μάλλον μεγαλύτερη έλευθερία έκλογής. Έ χει ύποστηριχτεΐ δτι οί Κρήτες εϊχαν αρχίσει νά 1. [Τό ένα έκτο ΐοΰ μεδίμνου ή περίπου έννέα λίτρες ή τέσσερα κιλά.] 2. Γιά τό χαρακτήρα τοΰ κο'ϊδικα τής Γόρτυνας, βλ. σ. 265-66. 17 5
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
καθιερώνουν μιά διαδικασία πού ετεινε στήν άνάπτυξη ένός πιό φιλελεύθερου συστήματος γιά τή μεταχείριση τής γυναίκας γενι κά, άλλά οί νέες διατάξεις στή.νομοθεσία τής Γόρτυνας φαίνεται μάλλον ότι περιορίζουν μιά ύπάρχουσα ελευθερία. Ά ν είχαμε στή διάθεσή μας περισσότερα παραδείγματα, εΐναι σχεδόν βέβαιο πώς θά διαπιστώναμε ότι οί διατάξεις τής Γόρτυνας εντάσσονται σέ Ινα θεσμικό σύστημα εύρύτερα διαδομένο. Οί σπαρτιατικοί νόμοι, λόγου χάρη, φαίνεται δτι ήταν άκόμη πιό γενναιόδωροι. Ό ' Ηρόδοτος μάς λέει δτι οί βασιλείς ήταν έκεΐνοι πού άποφάσιζαν ποιος επρεπε νά παντρευτεί μιά κληρονό μο πού ό πατέρας της εΐχε πεθάνει χωρίς νά τήν άποκαταστήσει, καί ΐσως τήν έποχή τοΰ Ηροδότου ό βασιλιάς άκολουθοΰσε εναν καθιερωμένο κανόνα* τήν έποχή δμως πού έγραφε ό Αριστοτέ λης, ό πατέρας της, ή ό πλησιέστερος άρσενικός κληρονόμος του, μποροΰσε νά τήν παντρέψει μέ δποιον αύτός ήθελε. Ασφαλώς, οί γυναίκες είχαν τό δικαίωμα τής ιδιοκτησίας, ό Αριστοτέλης μάλιστα παραπονιέται δτι τά δύο πέμπτα τής γής άνήκαν σέ γυ ναίκες. Μέμφεται γι* αύτό τή χαλαρότητα τών νόμων καί τή συ νήθεια νά δίνονται μεγάλες προίκες, μέ άποτέλεσμα νά συγκεν τρώνεται ή κτηματική περιουσία σέ λίγα χέρια καί νά διευρύνεται έτσι τό χάσμα άνάμεσα στούς πλουσίους καί τούς φτωχούς. 'Η <τυγκέντρωση κτηματικής περιουσίας στά χέρια λίγων άποτελοΰ σε ήδη πρόβλημα στά μέσα τοΰ 4ου αιώνα, καί ή κατάσταση αύτή μέ τό χρόνο χειροτέρευε, ώσπου προκάλεσε τίς έξεγέρσεις στό τέ λος τοΰ 3ου αιώνα. Τέτοιο πρόβλημα δέν παρουσιάζεται στήν Α θήνα, πού σ’ αύτό τόν τομέα, δπως καί σέ μερικούς άλλους, ήταν πιό συντηρητική άπό τήν παραδοσιακή άνταγωνίστριά της, τή Σπάρτη. *Η ύποθήκευση γής ώς έγγύηση γιά χρέος έμφανίζεται σέ διάφο ρους τόπους καί χρόνους. Ή κυριότερη διαφορά έδώ άνάμεσα στήν άρχαία καί τή σημερινή πρακτική εγκειται στό δτι τό χρέος στήν άρχαία Ελλάδα ήταν σχεδόν πάντα άποτέλεσμα έπείγουσας προσωπικής άνάγκης καί μόνο. Τό πιστωτικό πλέγμα πού κρατά σέ συνοχή τή δική μας κοινωνία δέν ύπήρχε άκόμη. Γή καί σπίτια αγοράζονταν τοΐς μετρητοΐς, καί έλάχιστες μόνο ένδείξεις έ'χουμε δτι ύπήρχαν τάσεις εξέλιξης πρός τό σύγχρονο σύστημα ενυπό θηκων άγοροπωλησιών. Ό δανειζόμενος δέν εΐχε τήν πρόθεση νά 17 6
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΛΙΙΟΙΚΟΙ
χρησιμοποιήσει τά χρήματα γιά βελτιώσεις, ή γιά νά ξεκινήσει μιά έπιχείρηση, καί ή δανειοδότηση —μολονότι, φυσικά, ό πιστω τής δάνειζε τά χρήματά του μέ τήν ελπίδα νά κερδίσει τούς τό κους ή τήν έγγύηση— δέν άποτελοΰσε επένδυση μέ τή σημερινή σημασία τοΰ δρου. ('Η μόνη σοβαρή εξαίρεση ήταν ό δανεισμός χρημάτων —ποτέ σέ μεγάλα ποσά— σέ εμπόρους ή σέ πλοιοκτή τες γιά ένα συγκεκριμένο ταξίδι. Ό κίνδυνος ήταν μεγάλος, άλλά τά πιθανά κέρδη ήταν πάρα πολλά, καί γ ι’ αύτό υψηλός ήταν καί ό τόκος.) Γιά τούς πολίτες φυσιολογικότερη επένδυση ήταν ή γή ή ένα σπίτι ή, ώς ένα βαθμό, οί δοΰλοι. Οί περισσότερες άπό τις άλλες μορφές οικονομικής δραστηριότητας άφήνονταν στούς μετοίκους, πού δέν είχαν τό δικαίωμα νά άγοράζουν γή. Ό έλληνας δανειζόμενος μποροΰσε νά παραδώσει στό δανει στή του κάποιο άντικείμενο ώς ένέχυρο καί νά τό πάρει πίσω δ ταν έξοφλοΰσε τό χρέος του. Μάλιστα γιά τόν φτωχό δανειζόμενο αύτός μπορεΐ νά ήταν ό μόνος τρόπος δανεισμού* γιά έναν πιό εύ πορο ΐσως ήταν πιό εύκολο νά παραδώσει ώς ένέχυρο ένα χρυσό κύπελλο ή κοσμήματα/Η έγγύηση γιά ένα σημαντικότερο δάνειο μπορεΐ νά ήταν γή ή σπίτια, δηλαδή τά πολυτιμότερα πράγματα πού ήταν δυνατό νά δοθοΰν, καί ήταν άδύνατο νά κρυφτόΰν ή νά άφαιρεθοΰν. Σ’ αύτές τις συναλλαγές ό οφειλέτης κανονικά παρέ μενε κάτοχος τής γής ή τοΰ σπιτιοΰ του καί έχανε τή χρήση τους μόνο άν δέν τά κατάφερνε νά πληρώσει τό χρέος του, οπότε ή πε ριουσία περιερχόταν στόν πιστωτή —δπως περίπου γίνεται μέ τή σημερινή ύποθήκη, δσο κι άν ή προϊστορία έκείνου τοΰ θεσμοΰ ή ταν διαφορετική. Οί δοΰλοι άποτελούσαν μιά ένδιάμεση κατηγο ρία, δηλαδή άλλοτε παραδίδονταν στόν πιστώτή καί άλλοτε δχι. Οί είκοσι έπιπλοποιοί πού περιέλαβε ό Δημοσθένης στήν άπαρίθμηση τών περιουσιακών στοιχείων τοΰ πατέρα του είχαν δοθεί ώς έγγύηση γιά ένα χρέος πολύ μικρότερο άπό τήν άγοραστική άξία τών δούλων, καί ό πατέρας τοΰ Δημοσθένη είσέπραττε τά εισοδήματα άπό τή δουλειά τους. Βρίσκουμε δμως καί δούλους ύποθηκευμένους δπως ή κτηματική περιουσία, δούλους πού συνέ χιζαν νά δουλεύουν γιά τόν οφειλέτη, δσο διάστημα διαρκοΰσε τό δάνειο. Καμιά έλληνική πόλη-κράτος δέν τηροΰσε κάτι πού νά μοιάζει μέ κτηματολόγιο, ούτε επέβαλλε κάτι πού νά μοιάζει μέ τή σύγ χρονη καταχο)ριση ύποθηκών, άν καί ό Θεόφραστος, σύντροφος 12
17 7
Α ΡΧ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τοΰ Αριστοτέλη καί διάδοχός του,1 πού κατάρτισε μιά μεγάλη συλλογή άπό έλληνικούς καί ξένους νόμους, τουλάχιστον συζητά κάτι τέτοιο ώς θεωρητική δυνατότητα. Μερικές πόλεις-κράτη τηροΰσαν, έστω καί χωρίς σύστημα, άρχεΐο πωλήσεο^ν γής, καί πολλές προνοοΰσαν ώστε νά γίνονται δημόσια γνωστές αύτές οί πωλήσεις. Σέ δλα αύτά ή Ελλάδα δέν εϊχε προχωρήσει πολύ πέρα άπό τήν κατάσταση πού διαπιστώνουμε σέ μικρές αγροτικές κοι νωνίες, δπου οί γείτονες γνο^ρίζουν δ,τι συμβαίνει, καί ή τήρηση γραπτών άρχείων δέν εϊναι άναγκαία. Στήν ’Αθήνα μαθαίνουμε δτι έ'πρεπε νά δημοσιευτεί μιά γνωστοποίηση έξήντα μέρες πριν άπό τήν πραγματοποίηση μιας πο')λησης* στήν ’Αθήνα έπίσης, πού άποτελοΰσε άναπτυγμένη κοινο^νία, πολύ μεγάλη γιά νά γνα>ρίζουν δλοι τις ύποθέσεις τοΰ καθενός, βλέπουμε καί έ'ναν άλλο τύπο δημοσίευσης, τις πέτρινες στήλες πού τις έ'λεγαν δρους, δ που άναγραφόταν άν ή γή ή τά σπίτια εϊναι ενυπόθηκα. "Οσοι ά πό τούς δρους αύτούς έ'χουν σο^θεϊ άποτελοΰν χρήσιμες μαρτυρίες άπό τήν άποψη δτι, ώς ενα σημείο, μποροΰμε νά τούς θεωροΰμε τυχαίο δείγμα, στατιστικά βάσιμο, ένώ οί υποθέσεις πού έφταναν στά δικαστήρια καί τις παρουσίαζαν οί ρήτορες άποτελοΰσαν μάλ λον έξαιρετικές καί πολύπλοκες περιπτώσεις. Οί περισσότεροι άπό τούς δρους, γραμμένοι σέ γλώσσα, πυκνή καί άπλουστευμένη, άναφέρονται στή διαδικασία πώλησης επί λύ σει., δηλαδή προβλέπουν τή δυνατότητα νά άκυρο^θεΐ ή πώληση μέ τήν έπιστροφή τοΰ άντιτίμου της. Αύτή ή συναλλαγή ήταν στήν πραγματικότητα ένα εϊδος σύναψης δανείου, άφοΰ ή μεταβίβαση γινόταν έγκυρη μόνο σέ περίπτο^ση μή πληρωμής, καί στή συν τριπτική πλειονότητα τών γνωστών πφιπτώσεο^ν ό κατ’ δνομα μόνο πωλητής παρέμενε κάτοχος τής περιουσίας. Ό σκοπός ή ταν, χωρίς άμφιβολία, νά γίνει γνωστή ή άπαίτηση τοΰ πιστωτή σέ μιά περιουσία πού δέν τήν κατείχε ό ίδιος* στίς πέτρινες στή λες άναγράφεται συνήθως τό δνομα τοΰ πιστωτή καί δχι τοΰ ο φειλέτη. Εϊναι πολύ χονδροειδείς, καί ή έπιγραφή εϊναι καμιά φο ρά σβησμένη, γιά νά γραφτεί μιά άλλη, ή έχει διορθωθεί τό όφειλόμενο ποσό γιά νά συμβαδίζει μέ τήν έξόφληση, καί δέν πρέπει νά ήταν δύσκολο γιά έναν άπατεώνα οφειλέτη νά μεταβάλει ό ίδιος τά στοιχεία πού ήταν χαραγμένα στόν όρο, ή νά τόν βγάλει άπό 1. [Στό Λύκειο.] 17 8
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
τή γή. Ά λλά γιά κάποιο λόγο στήν Αθήνα τοΰ 4ου αιώνα ύπήρ χε ή συνήθεια νά καταχωρίζονται κατ’ αύτό τόν τρόπο τά δάνεια, καί, ευτυχώς γιά μάς, σέ πέτρα καί δχι σέ ξύλο, πού καταστρέφεται εύκολα. Χωρίς τούς δρονς δέν θά ήμασταν σέ θέση νά γνωρί ζουμε δτι οί Αθηναίοι προτιμούσαν νά δίνουν στά δάνειά τους αύτή τή συγκεκριμένη μορφή. Δέν μάς σώθηκαν τέτοιες επιγρα φές άπό άλλα μέρη, καί δέν μπορούμε νά ξέρουμε άν γινόταν τό ΐδιο καί σέ άλλες έλληνικές κοινωνίες. Οί δροι πού άφορούσαν ορφανά καί προίκες, άπαρτίζουν ειδική κατηγορία καί μάς πληροφορούν γιά κάτι διαφορετικό: δτι ή έν νοια τής έπιβοηθητικής εγγύησης δέν ρίζωσε ποτέ βαθιά στόν ελ ληνικό κόσμο, άν καί στήν Αθήνα έγιναν μερικές δοκιμαστικές προσπάθειες πρός αύτή τήν κατεύθυνση. Ό κηδεμόνας ένός ορφα νού μπορεΐ νά ειχε εντολή άπό τή διαθήκη τού πατέρα, ή νά έ παιρνε ό ΐδιος τήν πρωτοβουλία, νά εκμισθώσει τήν περιουσία τού κηδεμονευομένου του σέ κάποιον άλλον, ό όποιος τότε ήταν νομι κά υποχρεωμένος νά δώσει εγγύηση δτι θά άπέδιδε στόν ορφανό τήν περιουσία δταν ενηλικιωνόταν, καί δτι στό μεταξύ θά τού κα τέβαλλε τά άνάλογα εισοδήματα. Στό θέμα αύτό πάλι ειχε δικαιο δοσία ό άρχων, πού έστελνε έκτιμητές νά βεβαιώσουν δτι ή έγ γύηση καλύπτει τήν άναλαμβανόμενη ύποχρέωσή.Ή προίκα μιας συζύγου έπρεπε έπίσης νά έκτιμηθεΐ έπίσημα, καί —στήν τάξη τών γαιοκτημόνων, δπου δίνονταν σημαντικές προίκες— ό σύζυ γος- έδινε έγγύηση δτι θά επιστρέφει τήν προίκα σέ περίπτωση πού ό γάμος διαλυθεί ή ή σύζυγος πεθάνει χωρίς νά έχει γεννή σει κληρονόμο. Τό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στις περιπτώσεις αύτές είναι ή εκτίμηση τής περιουσίας και τό γεγονός δτι τήν έγγύηση τή χρη σιμοποιούσαν γιά νά καλυφθεί μόνο τό άκριβές ποσό τής άρχικής ύποχρέωσης. Βλέπουμε άπό τίς δοσοληψίες τού Δημοσθένη μέ τούς κηδεμόνες του —ή περίπλοκη αύτή ύπόθεση έκτίθεται στούς πρώτους του λόγους, δταν ειχε μόλις ένηλικιωθεΐ— δτι, άν ή έγ γύηση άξιζε περισσότερο άπό τήν προίκα, ή υπεραξία έπιστρεφόταν στόν «οφειλέτη». Σέ δύο δρονς ή υπεραξία φαίνεται νά εΐναι έλεύθερη, καί κάτι παρόμοιο συνέβαινε δταν γινόταν δήμευση περιουσίας άπό τό κράτος: δηλαδή τό δικαστήριο μποροΰσε νά δεχτεί τήν άπαίτηση ένός πιστωτή νά λάβει τό άκριβές ποσό πού δάνεισε, ένώ τό κράτος έπαιρνε τό υπόλοιπο τοΰ ποσού πού μπο17 9
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ροΰσε νά άποφέρει ή περιουσία. Ά λλιώ ς, ό πιστωτής προσδοκού σε νά πάρει ολόκληρη τήν έγγύηση, σέ περίπτωση πού δέν τοΰ έξοφλοΰσαν τό δάνειο, έκτός βέβαια άν ύπήρχε ρητή συμφωνία γιά τό άντίθετο. Αύτή ή έγγύηση έ'χει ονομαστεί «ύποκαταστατική», γιατί δλη ή περιουσία δίνεται ώς άπλή ύποκατάσταση γιά τό άρχικό ποσό τοΰ δανείου, σέ άντίθεση πρός τήν έπιβοηθητική έγγύηση, πού χρησιμεύει μόνο ώς έγγύηση δτι ό πιστωτής θά λά βει τό άκριβές ποσό τής οφειλής. ' Η «ύποκαταστατική» έγγύηση ήταν συνηθισμένη στήν άρχαία Ελλάδα, άν καί εϊναι σαφές δτι ό οφειλέτης πάσχιζε νά πείσει τόν πιστωτή νά δεχτεί έγγύηση πού δέν ξεπερνοΰσε πολύ τό ποσό τοΰ χρέους, ένώ ό πιστωτής έπιδίωκε νά κερδίσει δσα περισσότερα μποροΰσε σέ περίπτωση πού ό οφειλέτης δέν έξοφλοΰσε τό χρέος του. Στήν προγενέστερη φάση τοΰ πιστωτικοΰ συστήματος, ή θέ ση τοΰ οφειλέτη πού δέν έξοφλοΰσε τό χρέος του ήταν άκόμη πιό δύσκολη* ή άρπακτική τάση τοΰ πιστωτή δέν περιοριζόταν άπό τίποτε. Σχολιαστές πού εζησαν σέ έναν κόσμο λιγότερο σκληρό έκλιναν στήν υπόθεση δτι, πριν άπό τήν έποχή τοΰ Σόλωνα, οί οφειλέτες πού είχαν δώσει ώς έγγύηση τήν προσωπική τους έλευθερία καί τήν εϊχαν χάσει, σέ κάποια προγενέστερη συναλλα γή εϊχαν ήδη χάσει δλη τους τή γή, καί τότε μόνο διακινδύνευ σαν τήν ελευθερία τους, δταν πιά δέν τούς είχε άπομείνει τίποτε άλλο γιά νά δώσουν ώς έγγύηση. 'Τπάρχουν δμως άρκετές άνάλογες περιπτώσεις δπου ό πιστωτής παίρνει ώς έγγύηση καί γή καί προσωπική έλευθερία σέ μία καί μόνη συναλλαγή —πέρα άπό τό γεγονός δτι ό οφειλέτης ήταν δυνατό νά βρεθεί σέ άκόμη χειρότε ρη κατάσταση, άν άπομακρυνόταν άπό τή γή δπου εϊχε συνηθίσει νά δουλεύει. Έ τσ ι ή άλλιώς, δπως σκιαγραφήσαμε τήν κατάστα ση παραπάνω, τά δάνεια αύτά δέν ήταν ίσως δάνεια μέ τήν έννοια πού άντιλαμβανόμαστέ έμεΐς σήμερα τόν δρο, άλλά ήταν συμφω νίες μέ τις όποιες ό «οφειλέτης» στήν πραγματικότητα πουλοΰσε τήν εργασία του γιά άόριστο χρονικό διάστημα. Αύτά εϊναι τά κύρια είδη κτηματικών συναλλαγών πού οί μαρτυ ρίες μάς έπιτρέπουν νά έπισημάνουμε. Περιττεύει νά τονίσουμε δτι, άκόμη καί γιά τήν κατάσταση στήν Αθήνα, θά θέλαμε νά γνωρίζουμε πολύ περισσότερα άπ’ δσα γνωρίζουμε* καί σ’ αύτό τό σημείο, κατεξοχήν, δέν πρέπει νά έχουμε τήν τάση νά ύποθέτουμε 180
ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ
πώς δ,τι ΐσχυε γιά τήν Α θήνα Ϊσχυε γενικά καί γιά τόν υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Ά λλά δποιες κι άν ήταν οί διαφορές στις λεπτο μέρειες, άσφαλώς συναντοΰμε παντού μιά κοινωνία κατά κύριο λόγο άγροτική, δπου ή γή ήταν ή σημαντικότερη μορφή περιου σίας —πολύ περισσότερο άπό οτιδήποτε άλλο. 'Η Αθήνα, μέ τό εκτεταμένο εμπόριό της, ήταν ή πόλη-κράτος πού πιό πολύ άπ’ δλες είχε απομακρυνθεί άπό τή σχεδόν άποκλειστικά άγροτική οι κονομία. Καί άκριβώς τό θέμα τοΰ εμπορίου θά συζητήσουμε στό επόμενο κεφάλαιο.
18 1
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ
Τό εμπόριο καί ή βιομηχανία στήν άρχαία Ελλάδα είχαν πολύ μεγάλη σημασία, άλλά οί ιδιωτικές επιχειρήσεις ήταν πολύ μι κρής κλίμακας. Αύτό εΐναι δύσκολο νά τό έχουμε διαρκώς ύπόψη μας, καί άπό τή δυσκολία αύτή προκύπτουν οί περισσότερες πα ρανοήσεις, δταν προσπαθούμε νά μελετήσουμε τά οικονομικά τής άρχίχίας έλληνικής κοινωνίας. Δέν υπάρχουν καθόλου στατιστι κές, καί άδαεΐς καθώς είμαστε σχετικά μέ τόν δγκο τών εισαγω γών καί τών έξαγωγών, τόσο τών βασικών άγαθών δσο καί τών ειδών πολυτελείας, είμαστε ύποχρεωμένοι νά οικοδομούμε τίς θε ωρίες μας μέ βάση κυρίως εναν σχετικά μικρό άριθμό περιπτώ σεων, χωρίς νά είμαστε βέβαιοι άν αύτές άποτελοΰν τόν κανόνα ή τήν εξαίρεση. Αύτό σημαίνει δτι πρέπει νά έξετάζουμε μέ ιδιαί τερη προσοχή τίς προϋποθέσεις πού δεχόμαστε γιά τίς περιπτώ σεις αύτές. Ά ργά καί μέ δυσκολία άπαλλάχτηκαν οί έλληνικές σπουδές άπό τό φιλολογικό καί τό λογοτεχνικό τους υπόβαθρο, καί ή άρχαία έλληνική ιστορία άπό τήν άποκλειστική θεώρηση τοΰ πολέμου, τής πολιτικής καί τών ήθικών τους προεκτάσεων. Οί πρόδρομοι τής μελέτης τών οικονομικών τής άρχαίας Ε λλά δας ήταν άναπόφευκτο νά σκέφτονται μέ δρους τοΰ 19ου αιώνα, θεωρώντας άναλλοίωτους οικονομικούς νόμους τίς τάσεις πού άναπτύχθηκαν μετά τή βιομηχανική επανάσταση. Έ τσ ι, είσήγαγαν στόν άρχαΐο ελληνικό κόσμο έννοιες πού θά ταίριαζαν μόνο σέ εναν κόσμο μέ μεγάλες καί καλά οργανωμένες εμπορικές επι χειρήσεις. Πουθενά δέν υπήρξε 'αύτό τόσο παραπλανητικό δσο στις προσπάθειες νά άποτιμηθοΰν οί έπιπτώσεις τής οικονομικής δραστηριότητας στήν πολιτική ιστορία. Τό ελληνικό έξωτερικό εμπόριο δέν ήταν ύπόθεση τακτικών ναυτιλιακών γραμμών μέ καθιερωμένες διεθνείς διακλαδώσεις. Πρέπει μάλλον νά φανταστοΰμε δτι διεξαγόταν μέ μεμονωμένα ταξίδια, μέ πλοία πολύ μικρής χωρητικότητας, ·άπό. έμπορους πού αισθάνονταν σχετική άνασφάλεια* οί έ'μποροι αύτοί εΐναι πο 18 3
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λύ άπίθανο νά εϊχαν οί ϊδιοι τά μέσα νά χρηματοδοτήσουν τέτοιο έγχείρημα, γ ι’ αύτό καί στηρίζονταν σέ δάνεια άπό άνθρώπους πού ήταν διατεθειμένοι νά διακινδυνεύσουν τά χρήματά τους σέ μιά τέτοια έπιχείρηση. Τό ταξίδι μποροΰσε εύκολα νά καταλήξει σέ ολοκληρωτική άπώλεια τοΰ κεφαλαίου, άλλά μποροΰσε έπίσης νά άποφέρει μεγάλα κέρδη, άν πετύχαινε, καί γ ι’ αύτό οί τόκοι τών δανείων ήταν υψηλοί. Ό ΐδιος ό χρηματοδότης δέν ήταν κατανάγκην πλούσιος: διάδικος σέ μιά ύπόθεση τοΰ 4ου αιώνα ήταν ένας πρώην έμπορος, πού εϊχε άποσυρθεΐ άπό τή θάλασσα μέ μιά μέτρια, δπως ισχυριζόταν, χρηματική περιουσία, πού τή χρησιμοποιοΰσε γιά νά χρηματοδοτεί τά θαλάσσια έμπορικά ταξίδια άλλων. Ύπήρχαν, φυσικά, καί μεγαλύτεροι έπιχειρηματίες, στήν ’Αθήνα μέτοικοι κυρίως, πού άπαγορευόταν νά έπενδύουν τά χρή ματά τους σέ γή, άνθρωποι πού’ εϊχαν πράκτορες στό έξωτερικό γιά νά εισπράττουν πληρωμές ή νά ένεργοΰν γενικά γιά λο γαριασμό τους. Ύπήρχαν έπίσης καί μερικές πιό τακτικές έμπορικές γραμμές, δπως τό έμπόριο σίτου μέ τή νότια Ρωσία, δπου συνέφερε νά διατηρεί κανείς καλές σχέσεις μέ τόν σκύθη ήγεμόνα τοΰ τόπου καί νά έχει μόνιμους άντιπροσώπους σέ κάποιο λιμάνι τής Κριμαίας· σέ τέτοιες περιοχές μποροΰμε νά βροΰμε τις πρώ τες καταβολές κάποιας έπιχειρησιακής οργάνωσης. Ά λλά ή βα σική μονάδα παρέμενε μικρή: ό ιδιώτης έμπορος, πού εϊχε δικό του τό φορτίο άλλά ΐσως οχι καί τό πλοίο μέ τό όποιο ταξίδευε, καί δέν ήταν καθόλου σίγουρος δτι θά μποροΰσε νά διαθέσει τό έμπόρευμα δταν θά έφτανε στόν προορισμό του, ούτε δτι θά μπο ροΰσε νά πετύχει καλή τιμή γιά τό φορτίο τής έπιστροφής. Οί διακυμάνσεις στήν τιμή τών σιτηρών μποροΰσε εύκολα νά άποδειχτοΰν ολέθριες. Ά λλά καί τά χρηματικά ποσά πού έπεδύονταν άρχικά στά ταξίδια αύτά δέν ήταν καί τόσο μεγάλοι. Φυσικά, οί συμβαλλόμενοι προσπαθοΰσαν μέ κάθε τρόπο νά διασφαλίσουν τά χρήματά τους, καί ήταν συνηθισμένα στήν Α θή να τοΰ 4ου αιώνα τά γραπτά συμφωνητικά, μέ ρήτρες γιά τά διά φορα άπρόβλεπτα πού ήταν ένδεχόμενο νά συμβοΰν. Ά λλά εξετά ζοντας μεμονωμένες περιπτώσεις πρέπει νά λαμβάνουμε ύπόψη τή φύση τών μαρτυριών, πού άποτελοΰνται στό σύνολό τους σχε δόν άπό τούς λόγους πού γράφτηκαν γιά δσες υποθέσεις έφτασαν στά δικαστήρια. Πρέπει νά ύποθέσουμε δτι σέ χαθεμιά άπό τις ύποθέσεις αύτές άντιστοιχοΰν πολλές άλλες έμπορικές συναλλαγές 18 4
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
πού τίς διεκπεραίωναν χωρίς νά καταφεύγουν στά δικαστήρια. Εξάλλου, σέ δλες τίς δικαστικές υποθέσεις άκοΰμε μόνο τή μία πλευρά, καί γνωρίζουμε πολύ λίγα γιά τήν άπάντηση πού θά μπο ροΰσε νά δοθεί στις κατηγορίες γιά άπίστευτες άπάτες, πού άπευθύνει ό ομιλητής έναντίον τοΰ άντιδίκου του. Ά ν δλοι οί έμποροι συμπεριφέρονταν μέ τόν τρόπο πού τούς κατηγοροΰν στούς λό γους αύτούς, κανένας δέν θά ήταν άρκετά φερέγγυος, ώστε νά μπορεΐ νά βάλει μπροστά όποιαδήποτε εμπορική έπιχείρηση. Οί μαρτυρίες μπορεΐ νά χρησιμοποιηθόΰν, μέ τόν δρο νά έχουμε πάν τοτε ύπόψη μας αύτούς τούς περιορισμούς. Ή βιομηχανία, άπό τήν άλλη πλευρά, διεξαγόταν σέ κλίμακα περιορισμένη, γεγονός πού άποκλείει τή σύγκριση μέ τά μεγάλα έργοστάσια στά όποια είμαστε σήμερα συνηθισμένοι. Έκτος άπό τά ορυχεία, ειδική περίπτωση πού θά συζητηθεί παρακάτω (σ. 207-208), ή μεγαλύτερη βιομηχανική*μονάδα πού μας είναι γνω στή άπασχολοΰσε έκατόν είκοσι δούλους πού κατασκεύαζαν άσπίδες στήν Αθήνα. ΤΗταν ιδιοκτησία ένός μετοίκου άπό τίς Συρα κοΰσες, του Κεφάλου, πού κάνει μιά σύντομη εμφάνιση στά πρώ τα κεφάλαια τής Πολιτείας τοΰ Πλάτωνα, καί τοΰ όποιου ό γιός> ό Λυσίας, έγραφε γιά άθηναίους διαδίκους λόγους, μερικοί άπό τούς όποιους μάς έχουν σωθεί. Μέ παρόμοιο τρόπο άσχολοΰνταν μέ τή βιομηχανία καί οί άθηναΐοι πολίτες: έχουμε κιόλας άναφέρει τόν πατέρα τοΰ Δημοσθένη, πού ή περιουσία του, δπως ισχυ ριζόταν ό γιός του, περιλάμβανε δυο ομάδες ειδικευμένων δούλων εργατών, δηλαδή τριάντα μαχαιροποιούς καί είκοσι ξυλουργούς πού κατασκεύαζαν κρεβάτια. Αύτοί ήταν οί πλούσιοι επιχειρημα τίες, ιδιοκτήτες βιομηχανιών πού άποτελοΰσαν τήν εξαίρεση. Τή συνηθισμένη μονάδα τήν άποτελοΰσε ένας μεμονωμένος τεχνίτης, μέ έναν δυο δούλους, ό όποιος κατασκεύαζε στό σπίτι του άγαθά πού τά πουλοΰσε έπειτα στό κατάστημά του. Άκόμη καί οί μεγα λύτερες ομάδες δέν δούλευαν σέ εργοστάσια* ή λέξη πού καμιά φορά μεταφράζουμε ώς ((εργοστάσιο» ή «έργαστήρι» σημαίνει πολύ συχνά τήν ομάδα δούλων εργατών καί δχι τόν τόπο τής δου λειάς τους. Στήν περίπτωση τοΰ Δημοσθένη καί σέ άλλες δέν φαίνεται νά ύπήρχε χωριστό κτίριο δπου δούλευαν. Οί δικανικοί λόγοι, γραμμένοι γιά τούς σχετικά πλουσίους, δί νουν ΐσως σφαλερές εντυπώσεις γιά τό μέγεθος τών έπιχειρήσεων, δταν άναφέρονται εύκαιριακά στά θέματα αύτά. Ή άττική 185
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
χωμωδία άσχολεΐται περισσότερο μέ τόν κοινό άνθρωπο, άλλά ή σκοπιά τής κωμωδίας είναι άπό τή φύση της παραμορφωτική, καί τις μαρτυρίες της πρέπει νά τις άντιμετώπίζουμε προσεκτικά. Εύτυχώς υπάρχουν πιό άξιόπιστες πληροφορίες στίς λεπτομε ρειακές περιγραφές πού ή ’Αθήνα επέβαλλε νά συντάσσουν οί άρ χοντες πού επιστατούσαν στήν κατασκευή οικοδομημάτων καί δημόσιων έργων, περιγραφές πού τις χάραζαν έπειτα σέ πέτρα μέ κάθε λεπτομέρεια. Έδώ, περισσότερο παρά οπουδήποτε άλλου, θά περίμενε κανείς νά συναντήσει μεγάλους εργολάβους οικοδο μών, πού νά άπασχολοΰν σταθερή έργατική δύναμη άπό έλευθέρους ή, τό πιθανότερο, άπό δούλους. Α ντίθετα, δλο τό έργο ύποδιαιροΰνταν σέ μικρότερα τμήματα, πού τά άνέθεταν σέ μεμονω μένους χτίστες ή ξυλουργούς, μετοίκους ή άθηνάίους πολίτες, μέ τούς λίγους δούλους τους, καί δλοι τους δούλευαν πλάι πλάι. Ά ν αύτή ήταν ή διαδικασία στά μεγάλα δημόσια έργα, τό ίδιο πρέ πει νά ίσχυε κατά μείζονα λόγο στόν ιδιωτικό τομέα. Ό χτίστης πού άναλάμβανε ένα μικρό τμήμα ναοΰ στήν Ακρόπολη, άλλοτε θά είχε κάνει τήν ίδια δουλειά σέ παρόμοια κλίμακα καί γιά ι διώτες πελάτες του* τό ίδιο πρέπει νά ίσχυε καί μέ τούς τεχνίτες άλλων ειδικοτήτων. Έ τσ ι λοιπόν, άκόμη καί στήν κορυφή τής κλίμακας, καμία άπό τις δραστηριότητες αύτές δέν ξεπερνά τά δρια αύτοΰ πού ονομά ζουμε «μικρή βιοτεχνία». Αύτή ήταν πράγματι ή τυπική μορφή σύμφωνα μέ τήν όποια ήταν οργανωμένο τό μεγαλύτερο μέρος τής βιομηχανίας ώς τόν 18ο αιώνα τής δικής μας έποχής. Μέσα σ’ αύτά τά δρια, ή έλληνική βιομηχανία ήταν πολύ μικρής κλίμαχας, καί τά περιθώριά της πολύ περιορισμένα. Τό νά μιλούμε γιά «βιομηχανία» σ’ αύτή τήν περίπτωση είναι άρκετά θεμιτό, ύπό τόν δρο νά θυμόμαστε τά μεγέθη τής κλίμακας* τό νά μιλούμε δ μως γιά «μαζική παραγωγή» είναι άπλώς παραπλανητικό, άν καί ό δρος έχει χρησιμοποιηθεί σέ περιπτώσεις παραγωγής άντικειμένων σέ μεγάλο άριθμό, δπως ήταν τά μικρά κορινθιακά άγγεΐα γιά λάδι ή άρωμα, πολύ διαδομένα στήν άρχαϊκή περίοδο, πού ή ατημέλητα χρωματισμένη διακόσμησή τους δέν είναι παρά κάτι σάν «σήμα κατατεθέν». Ό λα αύτά παράγονταν ένα ένα χωριστά μέ τό χέρι, καί οί οικονομικοί δροι τής μηχανικής παραγωγής δέν έχουν θέση στήν περίπτωση αύτή. Τό πρώτο ερώτημα πού προβάλλει έδώ, τό ίδιο επίμονα δσο 186
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
καί γιά τή μινωική Κρήτη ή τή μυκηναϊκή Ελλάδα, είναι τό εξής: τί είχαν νά προσφέρουν στόν έξω κόσμο οί έλληνες έμποροι; 'Η φτώχεια τής Ελλάδας, τόσο σέ άκατέργαστες πρώτες ΰλες δσο καί σέ καλλιεργήσιμη γή, έθετε εμπόδια άνυπέρβλητα. Τό λάδι άποτελοΰσε σταθερό πόρο., καί ήταν τό ιδιαίτερο καύχημα τής Αθήνας, δπου τά βραβεία στά μεγάλα Παναθήναια κάθε τέσσε ρα χρόνια ήταν λάδι μέσα σέ δοχεία μέ παραδοσιακό σχήμα καί διακόσμηση.Τό λάδι άποτελοΰσε τό κύριο προϊόν καί πολλών άλ λων περιοχών άπό τή στιγμή πού καθιερώθηκε ή εξαγωγή λαδιοΰ, ήταν συμφέρον σέ πολλές περιοχές νά στραφοΰν στήν καλ λιέργεια τής ελιάς. Ύπήρχε ζήτηση στήν άγορά, ιδιαίτερα στήν Κριμαία, δπου δέν καλλιεργοΰσαν ελιές στήν άρχαιότητα, καθώς καί στήν Αίγυπτο. Εύπρόσδεκτο ήταν καί τό έλληνικό κρασί σέ διάφορα μέρη, δπως στήν Αίγυπτο, άπό τις άρχές κιόλας τοΰ 6ου αιώνα, οπότε μαθαίνουμε δτι ό άδερφός τής ποιήτριας Σαπφώς μετέφερε έκεΐ κρασί μέ τό πλοίο του. (Αύτό σημαίνει δτι τά γοΰστα τοΰ άρχαίου μεσογειακοΰ κόσμου ήταν διαφορετικά άπό τά δικά μας, έκτός άν ή ποιότητα τοΰ άρετσίνωτου έλληνικοΰ κρασιοΰ έχει άλλάξει ριζικά άπό τήν εποχή τής άρχαιότητας.) Οί έξαγωγές αύτές μποροΰν, ώς ένα βαθμό, νά έλεγχθοΰν μέ βάση τά πήλινα άγγεΐα δπου έβαζαν τά κρασιά, ιδιαίτερα κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους, δταν τά δοχεία είχαν σφραγίδα πού δή λωνε τήν προέλευσή τους. Οί σφραγίδες αύτές έχουν συγκεντρω θεί καί μελετηθεί. Συχνά μποροΰμε νά άναγνωρίσουμε τά δοχεία παλαιότερων. έποχών καί τά ιδιαίτερα κέντρα παραγωγής τους, άλλά, δπως είναι φυσικό, τά δοχεία αύτά δέν προσελκύουν ιδιαί τερα τό ένδιαφέρον τών άνασκαφέων, καί δέν έχουν άποτελέσει άντικείμενο εντατικής μελέτης δπως ή καλλιτεχνική άγγειοπλαστική. Τά μικρ’ά κορινθιακά δοχεία γιά λάδι ή άρωμα πού άναφέραμε παραπάνο^, έκτός άπό δσα ήταν κατασκευασμένα μέ περισ σότερη έπιμέλεια, πρέπει νά έξάγονταν στό έξωτερικό δχι γιά τά ίδια τά δοχεία άλλά γιά τό περιεχόμενό τους. Γιά τά υπόλοιπα στηριζόμαστε κυρίως σέ εικασίες. Εϊναι πο λύ πιθανό δτι ή ύφαντουργία είχε οικονομική σπουδαιότητα, δ πως καί στά μυκηναϊκά χρόνια, άλλά οί μαρτυρίες εϊναι λιγότερες άπό δσες θά επιθυμούσαμε. Εϊναι φανερό δτι ό έξω κόσμος έδει χνε ένδιαφέρον καί γιά άλλα προϊόντα τής άρχαίας ελληνικής χει ροτεχνίας, άλλά γιά άντικείμενα άπό φθαρτό ύλικό δέν έχουμε 187
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τά στοιχεία πού μπορεΐ νά μας προσφέρει ή άρχαιολογία στήν περίπτωση τής άγγειοπλαστικής καί, σέ μικρότερο βαθμό, τής μεταλλουργίας. Στήν άρχαία έλληνική λογοτεχνία γίνονται κυ ρίως άναφορές σέ ειδικά άγαθά πού είσήγε ή μιά έλληνική πόλη άπό τήν άλλη, όπως έπιπλα και μάλλινα άπό τή Μίλητο καί ενα είδος μεταξωτών ένδυμάτων άπό τήν Κώ καί τήν Αμοργό. *Ηταν είδη πολυτελείας γιά τούς πλουσίους, καί μαθαίνουμε γ ι’ αύ τά είτε άπό τίς ύπερβολές τής άττικής κωμωδίας είτε άπό τήν έπικριτική καί βαρετή μεταγενέστερη λογοτεχνία, πού καταδίκα ζε ώς επικίνδυνη μαλθακότητα 8λες τίς άποκλίσεις άπό τήν άπόλυτη λιτότητα. Δέν μαθαίνουμε πολλά πράγματα γιά είδη τής κα θημερινής ζωής, άν καί σίγουρα ήταν προϊόντα πουθά ένδιέφεραν τόν έξω κόσμο. Έκτος άπό τήν άγγειοπλαστική καί τή μεταλ λουργία, δέν έχουμε μαρτυρίες γιά τά ύπόλοιπα προϊόντα πού εξάγονταν άπό τή χώρα. Τό μέταλλο, γενικά, έπρεπε νά είσαχθεΐ άπό τό εξωτερικό, πριν νά μετατραπεΐ σέ διάφορα άντικείμενα ελκυστικά γιά εξαγωγή. Τό μόνο πολύτιμο μέταλλο πού ύπήρχε στήν Ελλάδα, ό άργυρος, τοΰ οποίου ή εξαγωγή ήταν ιδιαίτερα σημαντική γιά τήν Αθήνα, άποτελεΐ ειδική περίπτωση, πού θά τή συζητήσουμε παρακάτω. 'Η άγγειοπλαστική, πού έχει τή μοναδική ιδιότητα νά έπιζεΐ τόσους αιώνες, άποτελεΐ εξαίρεση* γ ι’ αύτήν δέν ισχύουν δσα εί παμε στήν προηγούμενη παράγραφο. Προκύπτει δμως ένα συνα φές ερώτημα, δηλαδή πόσο θεμιτά μπορεΐ νά είναι τά συμπεράσματά μας άπό τήν παρουσία τοΰ άφθαρτου αύτοΰ προϊόντος σέ τοποθεσίες πού άνασκάφτηκαν έξω άπό τήν Ελλάδα, Έδώ πρέ πει νά κάνουμε διάκριση άνάμεσα στήν καλλιτεχνική άγγειοπλαστική, πού έξαγόταν ώς ξεχωριστό προϊόν, καί στή χονδροειδέ στερη κεραμική, πού τά προϊόντα της χρησίμευαν ώς δοχεία γιά τά άξιόλογα σέ ποσότητα εξαγόμενα άγαθά, δηλαδή κάτι άντίστοιχο μέ τά σημερινά μεταλλικά κουτιά καί τά μπουκάλια. Τήν καλλιτεχνική άγγειοπλαστική, πού φυσικά έ'χει γίνει άντικείμενο εντατικότερης μελέτης, τήν έκτιμοΰσαν άσφαλώς καθαυτήν, ώς προϊόν άνώτερης τέχνης. Οί ένυπόγραφοι άττικοί κύλικες πού βρέθηκαν σέ έτρουσκικούς τάφους δέν έξάγονταν ώς δοχεία πού περιείχαν κάποιο προϊόν. 'Η παρουσία τέτοιων κυλικών δέν άπο τελεΐ άπό μόνη της άπόδειξη εύρύτερου έμπορίου άλλων άγαθών, άν καί δείχνει οπωσδήποτε δτι οί έ'λληνες έ'μποροι είχαν πρόσβα188
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
ση στήν έτρουσκική άγορά* καί ή φροντίδα πού κατέβαλλαν οί αγ γειοπλάστες τής Α ττικής για νά παράγουν κύπελλα σέ σχήμα κατάλληλο γιά τήν έτρουσκική άγορά δείχνει 6τι ένδιαφέρονταν άμεσα γιά τήν έμπορία τους. Ά λλά ή εξαγωγή τών ωραίων αύ τών άγγείων δέν θά έφτανε νά θρέψει πολλά στόματα. ’Έχει ύπολογιστεΐ δτι, στό άπόγειο τής άθηναϊκής παραγωγής, δέν πρέπει νά έργάζονταν ώς άγγειοπλάστες καί ζωγράφοι τών θαυμάσιων αύτών άγγείων περισσότεροι άπό έκατόν πενήντα άνθρωποι, ΐσως καί λιγότεροι. Τό περισσότερο πού μποροΰμε νά ποΰμε γ ι’ αύτές τις μαρτυρίες είναι νά ύποθέσουμε δτι, σέ δσα μέρη τοΰ έξωτερικοΰ πήγαιναν οί καλλιτεχνικοί κύλικες, θά πήγαιναν καί άλλα πιό φθαρτά προϊόντα τής έλληνικής χειροτεχνίας. Άνάμεσα στά άπλά δοχεία καί στά καλλιτεχνικά άντικείμενα πού ένδέχεται νά βρεθοΰν μέσα σ’ έναν έτρουσκικό τάφο, ύπάρχει καί μεγάλη ποικιλία άπό πιό συνηθισμένα άγγεΐα, πού ΐσως έχουν κάποια σχέση μέ τό έμπόριο, χωρίς δμως αύτό νά είναι αύταπόδεικτο. "Οταν βρίσκουμε τέτοια κεραμικά σέ διάφορα μέ ρη τοΰ έξωτερικοΰ, μποροΰμε οπωσδήποτε νά συμπεράνουμε δτι ύπήρχαν έκεΐ "Ελληνες σέ μιά ορισμένη χρονολογία. *Έτσι, τά άγγεΐα πού βρέθηκαν στή Μίνα, στίς έκβολές τοΰ ποταμοΰ Ό -. ρόντη τής Συρίας, άποτελοΰν επαρκή άπόδειξη δτι ό έμπορικός αύτός σταθμός χρησιμοποιήθηκε εύρύτατα άπό έλληνες έμπορους άπό τις άρχές τοΰ 8ου αιώνα —καί ή πληροφορία αύτή εϊναι πολύ τιμη, άκόμη καί άν δέν μποροΰμε, μέ βάση μόνο αύτή τή μαρτυ ρία, νά μαντέψουμε τί έφερναν μαζί τους οί έμποροι έκτός άπό τά κεραμικά, πού μπορεΐ κάλλιστα νά προορίζονταν μόνο γιά προ σωπική τους χρήση. ’Έχει συζητηθεί πολύ τό πρόβλημα άν, άπό τά ελληνικά άγγεΐα πού βρέθηκαν σέ τοποθεσίες τής Δύσης, ή τις άπομιμήσεις πού έκαναν οί ντόπιες γειτονικές κοινότητες, ύπάρχουν κάποια πού χρονολογοΰνται πριν άπό τήν ίδρυση τών πρώτων έλληνικών άποικιών στή Σικελία καί στή Νότια Ι τ α λία. Αύτό άποτελοΰσε μέρος τής πολυσυζητημένης καί ξεπερα σμένης τώρα πιά διαμάχης κατά πόσο μπορεΐ νά συνέβαλαν στήν ίδρυση αύτών τών άποικιών έμπορικά συμφέροντα. Λίγοι έρευνητές θά άρνοΰνταν σήμερα δτι οί ίδιες οί άποικίες ιδρύθηκαν γιά νά θρέψουν μέ άγροτικά προϊόντα τούς άποίκους ή δτι οί τοποθεσίες ήταν γνωστές άπό πριν στούς έλληνες εμπόρους. "Οπως φαίνε ται, μερικά άπό τά κεραμικά πού βρέθηκαν άνάγονται σέ έποχή 189
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λίγο παλαιότερη άπό τήν ίδρυση μιας γειτονικής άποικίας· άλλά, παρόλο πού αύτό μπορεΐ νά ύποδηλώνει παρουσία έμπορων πριν άπό τήν ίδρυση τής άποικίας, πάλι δέν είμαστε έντελώς βέβαιοι γιά τό χαρακτήρα τοΰ έμπορίου. Σέ άλλα μέρη ή άγγειοπλαστική εΐναι συχνά τό πιό άξιόπιστο τεκμήριο γιά τή χρονολογία πού ι δρύθηκε μιά άποικία. Γ ιά παράδειγμα, μέ τή βοήθεια τής άγγειοπλαστικής μπορούμε νά χρονολογήσουμε τήν ίδρυση τής έμπορικής κοινότητας στή Ναύκρατη τής Αίγύπτου στό τελευταίο τέ ταρτο τοΰ 7ου αιώνα. Οί άποικίες άποτελοΰσαν, φυσικά, μόνιμ,η άγορά γιά τά έλληνικά προϊόντα, ιδιαίτερα τόν πρώτο καιρό, προτού άναπτύξουν τίς δικές τους τέχνες. Δίχως άλλο, τά έ'πιπλα καί τά πολυτελή ενδύ ματα άπό τήν πατρίδα θά είχαν δλο τό γόητρο πού είχαν τά άνάλογα άγγλικά προϊόντα τόν πρώτο καιρό τοΰ άποικισμοΰ στή Βό ρεια Αμερική. *Η άγγειοπλαστική, γιά μιά άκόμη φορά, μάς δί νει κάποιες σχετικές πληροφορίες. Οί πρώτες άποικίες στή Δύ ση ιδρύθηκαν σέ μιά έποχή πού παράγονταν ελληνικά άγγεΐα σέ κάμποσα κέντρα, τών οποίων τά προϊόντα, μπορούμε εύκολα νά διακρίνουμε* στά πρώτα στάδια βρίσκουμε στις περιοχές τών άποικιών προϊόντα άπό κάμποσα κέντρα, δπως άλλωστε εΐναι φυ σικό, άν λάβουμε ύπόψη δτι οί άποικοι προέρχονταν άπό πολλά καί διάφορα μέρη. Εΐναι άξιοσημείωτο δτι στις περισσότερες ά ποικίες τής Δύσης κυριαρχεί ή κορινθιακή άγγειοπλαστική, μο λονότι ή Κόρινθος ίδρυσε μόνο μία άποικία στή Δύση, τή σημαν τική πόλη τών Συρακουσών. Αύτό θά μποροΰσε ΐσως νά εξηγηθεί άπλά καί μόνο άπό τό γεγονός δτι τά κορινθιακά άγγεΐα ήταν γε νικώς δημοφιλή στόν έλληνικό κόσμο* άλλά, άν εξετάσουμε δλα μαζί τά δεδομένα, εΐναι οπωσδήποτε δικαιολογημένη ή ύπόθεση δτι τόν 7ο αιώνα μεγάλο μέρος άπό τό διαμετακομιστικό εμπό ριο άνάμεσα στήν Ελλάδα καί στή Δύση βρισκόταν στά χέρια κορίνθιων έμπορων. Ά πό τήν άλλη, τό ένδιαφέρον τών εύβοϊκών πόλεων γιά τή Δύση φαίνεται νά συρρικνώνεται μετά τό πρώτο κύμα τοΰ άποικισμοΰ. Πρόκειται γιά κάτι έντελώς διαφορετικό δταν στό δεύτερο μι σό τοΰ 6ού αιώνα ή άττική άγγειοπλαστική άρχίζει νά ύποκαθιστά δλα τά άλλα συναφή καλλιτεχνικά προϊόντα. Αύτό ήταν φαι νόμενο γενικό, πού δέν περιοριζόταν σέ μιά περιοχή, καί μποροΰ σε νά τό διαπιστώσει κανείς τόσο στήν ίδια τήν Κόρινθο δσο καί 190
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
άλλου. Τό ούσιαστικό μονοπώλιο στό είδος αύτό ή Αθήνα τό πέ τυχε, δπως φαίνεται, χάρη στήν ποιοτική υπεροχή τών άττικών προϊόντων. Συνεπώς, ή παρουσία άττικής άγγειοπλαστικής στή Δύση ή άλλου δέν άποτελεΐ άπόδειξη παρουσίας άθηναίων έμπο ρων: δποιοι καί άν ήταν οί έμποροι, άν έπρόκειτο νά έμπορευτοΰν έργα άγγειοπλαστικής, τά έργα αύτά έπρεπε νά εϊναι άττικά. Ά ν προηγουμένως τό διαμετακομιστικό έμπόριο βρισκόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του στά χέρια Κορινθίων, εϊναι ενδεχόμενο, άπ5 δσο μποροΰμε νά γνωρίζουμε, νά παρέμεινε στά χέρια τους καί μετά τήν έποχή πού ή άττική άγγειοπλαστική κατάφερε νά κυ ριαρχήσει. Πότε πότε διαπιστώνουμε έλληνική παρουσία σέ περιοχές δ που δέν έγκαταστάθηκαν "Ελληνες, ιδιαίτερα δυο έντυπωσιακά ευρήματα έλληνικών χάλκινων έργων τοΰ 6ου αιώνα, πού μάς όδηγοΰν σέ εικασίες γιά τά εργα τέχνης πού δέν σώθηκαν. Τό πιό πρόσφατο καί θεαματικό βρέθηκε στόν τάφο μιας πριγκίπισσας τών Κελτών στό ν ίχ , κοντά στό Οι&ΙίΙΙοη,1 ένα τεράστιο άγγεΐο μέ ύψος πάνω άπό ένάμισι μέτρο, διακοσμημένο λιτά άλλά πολύ καλαίσθητα, στό σχήμα πού λέγεται κρατήρ (άπό τό βαθύ δοχείο —δχι φυσικά μέ αύτές τις διαστάσεις— δπου άνακάτευαν τό κρα σί μέ τό νερό). ’Έχει πάνω του χαραγμένες δύο άλφαβήτους, μέ γράμματα πού μποροΰμε μέ μεγάλη βεβαιότητα νά τά θεωρήσου με λακωνικά. Εΐτε κατασκευάστηκε στή Αακωνία εΐτε δχι (αύτό έξακολουθεΐ νά είναι ύπό άμφισβήτηση) θά είναι δείγμα ένός είδικοΰ τύπου, πού οί άρχαΐοι τόν ονόμαζαν «λακωνικό κρατήρα». Μας δίνει μιά ιδέα τοΰ μεγάλου χάλκινου κρατήρα —μέ διακόσμηση ζώοον ολόγυρα στό εξωτερικό τοΰ χείλους του— πού μνημο νεύει δυο φορές ό Ηρόδοτος, τόν όποιο είχαν στείλει δώρο οί Σπαρτιάτες στό βασιλιά Κροΐσο τής Λυδίας. Ά ν τό έργο εϊναι λακωνικό, αύτό δέν σημαίνει άπαραίτητα δτι ήταν Σπαρτιάτης, αύτός πού τό έστειλε δώρο στήν οικογένεια πού κυβερνοΰσε στό ν ίχ : δποιος καί άν ήταν αύτός πού ένδιαφερόταν νά προωθήσει τά συμφέροντά του στή μακρινή αύτή περιοχή, ένδέχεται νά εϊχε παραγγείλει τό έργο ειδικά σέ ένα λακωνικό έργαστήριο, θεω ρώντας το κατάλληλο γιά διπλωματικό δώρο. Θά θέλαμε πολύ νά γνωρίζουμε ποιος τό έστειλε καί γιατί, καί ποιο ήταν τό όδοιπο1. [ΟΜΙίΙΙοη-δΐΐΓ-δθίηο, στά ΒΑ της Γαλλίας, πρός τά ελβετικά καί τά γερμανικά σύνορα.]
191
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ρικό του* ΐσως έ'φτασε στόν προορισμό του άναπλέοντας τόν Ρο δανό (πιθανόν νά υπήρχαν ήδη ελληνες άποικοι κοντά στις έκβολές του, καί ή Μασσαλία ιδρύθηκε άπό Φωκαεΐς οχι άργότερα άπό τό 600), ΐσως άπό κάποιον άλλο, ανατολικότερο δρόμο. Εΐτε ετσι €Ϊτε άλλιώς, ό κρατήρας τοΰ ν ίχ άποτελεΐ έντυπωσίακή μαρτυ ρία γιά τήν πρωτοβουλία τών Ελλήνων νά διεισδύσουν σέ λιγότερο οικείες χώρες· καί μποροΰμε εύλογα νά υποθέσουμε δτι αύτό δέν ήταν τό μόνο ελληνικό προϊόν πού πήρε τό δρόμο γιά τό έσωτερικό τής Γαλλίας. Τό άλλο εύρημα ήταν ενας μεγάλος άριθμός άπό ελληνικά χάλ κινα, πού άνακαλύφθηκαν στή διάρκεια έπιχειρήσεων τοΰ πολέ μου 1914-1918 στό ΤΓβΒβηίδίιΙθ, κοντά στή λίμνη Αχρίδα (στή σημερινή Γιουγκοσλαβία), σέ ΐση σχεδόν άπό στάση άπό ελληνι κές άποικίες σάν τήν Έπίδαμνο στήν άκτή τής Άδριατικής καί άπό τά λιμάνια τοΰ Θερμαικοΰ Κόλπου, στά άνατολικά. Μιά οι κογένεια ντόπιων ήγεμόνων στήν περιοχή τής Αχρίδας ισχυριζό ταν δτι κατάγεται άπό τούς εύγενεΐς τής Κορίνθου. Είναι θεμιτό να. ύποθέσουμε δτι τά καλλιτεχνήματα αύτά ταξίδεψαν πρός τά βόρεια άπό τίς κορινθιακές ή κερκυραϊκές άποικίες στή δυτική παραλία. Ή Αχρίδα δέν είναι τόσο άπομακρυσμένη άπό τίς γνω στές κατοικημένες ελληνικές περιοχές, άλλά έ'χουμε κι έδώ έν δειξη έμπορίου σέ εύρεία κλίμακα: τήν ΐδια πορεία μπορεΐ νά άκολουθοΰσαν καί πράγματα πού δέν άξιζε νά έναποτεθοΰν σέ πριγκιπικούς τάφους. *Η έξαγωγή άργύρου άπό τήν Αθήνα άποτελεΐ ειδική περίπτω■ση, πού άπαιτεΐ περισσότερη συζήτηση καί θέτει τό δλο πρόβλη μα τών ελληνικών νομισμάτων καί τοΰ ρόλου πού έπαιξαν στήν έλληνική οικονομία. Γιά νά άρχίσουμε άπό αύτό τό τελευταίο, είπαμε ήδη δτι οί μυκηναϊκές πινακίδες δέν μνημονεύουν κανένα κοινόχρηστο μέτρο άξίας ή μέσο άνταλλαγής, άν καί υπάρχει άρκετό άσήμι καί χρυσάφι, πού καί τά δυο μνημονεύονται στά κεί μενα καί βρέθηκαν σέ άρχαιολογικές άνασκαφές. Στόν "Ομηρο βλέπουμε νά χρησιμοποιοΰνται τά βόδια ώς μέτρο άξίας. "Οταν ο σύμμαχος τοΰ Πριάμου, ό Γλαΰκος άπό τή Λυκία, άντάλλαξε τήν πανοπλία του μέ τόν Έλληνα Διομήδη, ό ποιητής σχολιάζει τήν ανοησία τοΰ Γλαύκου νά άνταλλάξει τά όπλα του, άξίας έκατό βοδιών, μέ δπλα άξίας έννέα μόνο βοδιών. Έπίσης, ο πατέρας τοΰ 192
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
Όδυσσέα, ό Λαέρτης, είχε άγοράσει τήν τροφό Εύρύκλεια γιά εί κοσι βόδια. Ό πω ς φαίνεται, ΐχνη τής συνήθειας αύτής έξακολούθησαν νά υπάρχουν στούς νόμους του Αθηναίου Δράκοντα, στά τέλη ταυ 7ου αιώνα: οί συναλλαγές έκφράζονται σέ άριθμούς βοδιών, μολονότι έδώ, δπως καί στόν "Ομηρο, πρόκειται γιά άγα θά ίσης άξίας πού άλλάζουν κάτοχο, καί δχι γιά πραγματικά βό δια. Στόν άνατολικό κόσμο, πού τήν έποχή έκείνη άρχισε νά γίνε ται καί πάλι γνωστός, τά πολύτιμα μέταλλα, καί πάνω άπ’ δλα τό άσήμι, ήταν άπό πολύ παλιά σέ χρήση ώς μέτρο άξίας καί μέσο άνταλλαγής, άλλά τό ζύγιζαν κατά περίπτωση, καί δέν τό με τρούσαν σέ ένσφράγιστες νομισματικές μονάδες. Ά πό τήν άλλη μεριά, οί "Ελληνες τής ήπειρωτικής Ελλάδας, άλλά, δπως φαίνε ται, δχι καί οί "Ελληνες τής Μικρας Ά σίας, κατά τόν 7ο αιώνα είχαν άποκτήσει τή συνήθεια νά χρησιμοποιούν σιδερένια άντικείμενα, μέ σταθερό λίγο πολύ μέγεθος, γιά νά διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές. Σέ μερικά μέρη χρησιμοποιούσαν τρί ποδες ή κύπελλα, άλλά τό πιό διαδομένο σύστημα ήταν ή χρήση σιδερένιων οβελών ή σχετική ορολογία μεταφέρθηκε άργότερα καί στό νομισματικό σύστημα τής ήπειρωτικής Ελλάδας: τό μι κρό άργυρό νόμισμα πού λεγόταν οβολός πήρε τό δνομά του άπό τόν οβελό, ένώ ή δραχμή1 ήταν μιά «χούφτα» άπό έξι τέτοιους οβελούς. Οί ομηρικοί ήρωες είχαν σέ μεγάλη έκτίμηση τό χρυσάφι καί τό άσήμι, άλλά, έκτός άπό τήν κάπως τυποποιημένη συνήθεια τής άνταλλαγής δώρων, δέν έκαναν χρήση τών θησαυρών τους. Ό *Η σίοδος δέν γράφει τίποτε πού νά δείχνει δτι ό κόσμος του γνώριζε κάποιο κοινό μέτρο άξίας, καί υπολογίζει τόν πλούτο άνάλογα μέ τήν ποσότητα τών σιτηρών πού μπορούσε κανείς νά άποθηκεύσει στίς άποθήκες του. Ά λλά ό Σόλων, στίς άρχές τοΰ 6ου αιώνα, καί ό Θέογνης άπό τά Μέγαρα, στά μέσα τοΰ ΐδιου αιώνα, κατηγορούν τούς άπληστους άνθρώπους πού συσσωρεύουν πλοΰτο δίχως τε λειωμό* ό Σόλων μάλιστα συγκαταλέγει ρητά σ’ αύτό τόν πλοΰτο τό άσήμι καί τό χρυσάφι. Δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι έννοοΰν τή συσσώρευση πολύτιμων μετάλλων άπό τούς πλουσίους* καί ή βαθμιαία μετάβαση άπό έναν κόσμο άνταλλαγών σέ μιά νομισμα τική οικονομία σημαίνει κυρίως δτι ό πλοΰτος, κάτι πού είχε 1. [Άπό τή λέξη δράξ, τοΰ ρ. δράττομαι: πιάνω, «χουφτιάζω».]
ι:ι
193
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σταθερή καί άναγνωρισμένη άνταλλακτική άξια, μποροΰσε τώρα νά άποταμιεύεται άπεριόριστα ή νά μετακινείται άπό τόπο σέ τό πο μέ τρόπο βολικό καί χωρίς φθορέςνΤό επόμενο βήμα, ή κοπή πραγματικών νομισμάτων άπό άσήμι, φαίνεται δτι πραγματοποιήθηκε κατά τό τρίτο τέταρτο τοΰ 7ου αιώνα στή Λ\δία, δπου μποροΰμε νά διακρίνουμε μιά μεταβατική φάση, δηλαδή πεπλα τυσμένα κομμάτια άπό μέταλλο μέ ορισμένο βάρος, άλλά χωρίς σφραγίδα. Ακολούθησε γρήγορα ή τελική φάση, ή σφραγίδα, πού δίνει στό νόμισμα ταυτότητα καί πληροφορεί αυτόν πού τό χρη σιμοποιεί ποιος υποτίθεται δτι έχει έγγυηθεΐ τό βάρος καί τήν ποιότητά του. Τά πρώτα νομίσματα μπορεΐ νά κόπηκαν άπό τούς βασιλείς τής Λυδίας* οί "Ελληνες δμως οίκειοποιήθηκαν γρήγορα τή νέα έφεύρεση (καί δέν πρέπει νά ξεχνοΰμε δτι στήν ΐδια τή Λυδία τήν έποχή έκείνη είχε είσδύσει βαθιά ή έλλη,νική επίδραση). Ή Α ίγι να, στήν παλιά Ελλάδα, άρχισε νά κόβει νομίσματα γύρω στά τέ λη τοΰ 7ου αιώνα, ή Κόρινθος τό πρώτο τέταρτο τοΰ 6ου. καί ή ’Αθήνα τό 570 περίπου. "Ολες αύτές οί πόλεις έκοψαν άσημένια νομίσματα, μερικά δμως άπό τά άρχαιότερα νομίσματα τής άνατολικής Ελλάδας είναι άπό ήλεκτρο, ένα κράμα άπό χρυσάφι καί άσήμι, πού μερικές πόλεις έξακολούθησαν νά τό χρησιμοποιοΰν καί τήν κλασική έποχή. Τό νόμισμα, καταρχήν, είναι άπλώς ένα εγγυημένο βάρος μετάλλου, καί τά ονόματα τών νομισμάτων, έ κτός άπό τή δραχμή καί τόν όβολό πού άναφέραμε παραπάνω, εί ναι ονόματα βαρών. Ό στατήρ (κυριολεκτικά σημαίνει «ζυγα ριά») είναι ή βασική μονάδα. Στήν άνατολική Ελλάδα έξήντα στατήρες άποτελοΰσαν μιά μνά, έξήντα μνές ένα τάλαντο*τό έξηκονταδικό σύστημα τό πήραν κατευθείαν άπό τή βαβυλωνιακή πρακτική (ή ΐδια ή λέξη μνά είναι άνατολική). Τά συστήματα τής κυρίως Ελλάδας ύπολόγιζαν πενήντα στατήρες στή μνά, καί διαιροΰσαν τό στατήρα τους σέ δυο ή τρεις δραχμές, καί τή δραχμή τους σέ έξι οβολούς. 'Η πραγματικά σημαντική άλλαγή ήρθε δταν έγκαταλείφθηκε ή άνταλλακτική οικονομία καί υίοθετήθηκε τό άσήμι ώς κανονικό μέσο συναλλαγής. Έ χ ει ήδη γίνει λόγος γιά τις έπιπτώσεις πού ένδέχεται νά είχε ή εξέλιξη αύτή στήν ’Αθήνα καί σέ άλλες αρ χαϊκές πόλεις-κράτη στά τέλη τοΰ 7ου αιώνα. Τό σφράγισμα τοΰ μετάλλου καί.ή μετατροπή του σέ νόμισμα δέν δημιουργεί νέα κα194
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΛΙ ΔΟΤΛΟΙ
τάσταση, δσο ή άξια του νομίσματος είναι άκριβώς ή ΐδια μέ τήν πραγματική του άξια ώς μετάλλου. Έ τσ ι έβλεπαν συνήθως τό ελληνικό νόμισμα, ιδιαίτερα στήν Ανατολή, δπου τό νόμισμα ή ταν μέταλλο πού τό ζύγιζαν μάλλον παρά τό μετρούσαν. Τά νο μισματικά προβλήματα άρχίζουν δταν τό νόμισμα άποκτά συμβο λική άξια, καί τό έγγυοΰνται οί άρχές πού τό έξέδωσαν ώς έγκυρη πληρωμή γιά άξια μεγαλύτερη άπό τήν πραγματική του άξια ώς μετάλλου. Εΐναι πιθανό μερικές έλληνικές πόλεις-κράτη νά άφαιρούσαν ένα μέρος άπό τό ονομαστικό βάρος τών νομισμάτων τους γιά έξοδα τού νομισματοκοπείου, ή άπλώς γιά κέρδος, έπιτρέποντας μέσα στή δική τους έπικράτεια τήν κυκλοφορία νομισμά των μέ άξια έλαφρώς πληθωριστική. Ά λλά καμία πόλη-κράτος δέν προχώρησε πάρα πολύ πρός αύτή τήν κατεύθυνση*, άν-λάβου με ύπόψη μας τή σημαντική διαφοροποίηση στό βάρος τών νομι σμάτων καί τή γενική μας άγνοια γιά τά σταθμά τής άγοράς, δέν εΐναι εύκολο νά είμαστε βέβαιοι άν άποπειράθηκαν νά καθιερώ σουν ένα συμβατικό νομισματικό σύστημα. "Τστερα άπό τή δια πίστωση αύτή, εΐναι κάπως προβληματικό γιατί έν τέλει οί έλ ληνικές πόλεις άρχισαν νά κόβουν νομίσματα. Έ μεΐς σήμερα χρησιμοποιούμε νομίσματα στις καθημερινές μας άγορές, ένώ οί μεγαλύτερες δοσοληψίες μας γίνονται μέ χρε όγραφα* αύτό δέν μοιάζει καθόλου μέ τήν κατάσταση στήν άρ χαία Ελλάδα, δταν τόν 6ο αιώνα γενικεύτηκε ή χρήση τών νο μισμάτων. Α σφαλώς στά τέλη τού 5ου αιώνα,οί Άθηναΐοι χρη σιμοποιούσαν ήδη νομίσματα γιά τίς καθημερινές τους συναλλα γές, άλλά τότε ύπήρχαν πιά άφθονοι οβολοί καί μικρότερες άκό μη ύποδιαιρέσεις. Τό μικρότερο νόμισμα πού έκοψαν στήν άρχή οί περισσότερες πόλεις-κράτη ήταν οί δραχμές, πού μπορούσαν νά χρησιμοποιούνται μέ κάποια συχνότητα μόνο στό είδος τών συναλλαγών δπου έμεΐς σήμερα θά χρησιμοποιούσαμε έπιταγή. Εΐναι λοιπόν σαφές δτι ή κοπή νομισμάτων δέν καθιερώθηκε γιά χάρη τοΰ έσωτερικοΰ λιανικού εμπορίου* άλλά ουτε καί γιά τό έξωτερικό έμπόριο, άφοΰ τά πιό πολλά νομίσματα κυκλοφορού σαν σέ μιά λίγο πολύ καθορισμένη περιοχή. Δέν περιορίζονταν βέβαια μόνο στήν πόλη-κράτος πού τά έκοβε. Τά νομίσματα τής Λΐγινας, λόγου χάρη, βρίσκονται σέ ολόκληρο τό Αιγαίο, ώς τήν Κρήτη καί τή Ρόδο, άλλά δχι σέ σημαντικές ποσότητες έξω άπό τήν περιοχή αύτή. Εΐναι σαφές δτι τά νομίσματα τής πρώτης 195
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
περιόδου δέν τά χρησιμοποιούσαν συστηματικά γιά τήν άγορά άγαθών άπό μακρινές άγορές. Τό γεγονός δτι τά πρώτα νομίσματα κόπηκαν άπό λυδούς βασιλείς έχει δώσει άφορμή νά γεννηθεί ή θεωρία δτι κόπηκαν γιά νά πληρωθούν οί έλληνες μισθοφόροι, σκοπός τόν όποιο δέν θά έξυπηρετοΰσαν τά μικρά κέρματα* αύτό δμως δέν εξηγεί γιατί οί έλληνικές πόλεις υιοθέτησαν ή μιά μετά τήν άλλη τή νομισματοκοπή, οδτε γιατί τή συνέχισαν. Μιά πρό σφατη θεο^ρία δέχεται, πιό γενικά, δτι άρχικά κόπηκαν νομίσμα τα γιά πληρωμές άπό καί πρός τό δημόσιο θησαυροφυλάκιο* ή ιδέα αύτή εϊναι πολύ έλκυστική, γιατί έ'τσι έξηγεΐται γιά ποιο λό γο τά νομίσματα τά έκοβε μόνο τό κράτος καί δχι καί ιδιώτες έμ ποροι, δπως σε μερικούς άλλους πολιτισμούς. Ά ν τό δημόσιο πληρωνόταν σέ νομίσματα πού έκοβε τό ΐδιο, γνώριζε άκριβώς τί εισπράττει, έκτός άπό περιπτώσεις ίδιοφυοΰς άπάτης. Τά πρό στιμα κανονικά ορίζονταν σέ στρογγυλό άριθμό δραχμών, καί οί πιό πολλές άπό τις άλλες συναλλαγές στίς όποιες μετείχε καί τό κράτος κινούνταν στήν κλίμακα τών στατήρων καί τών δραχ μών, χωρίς μικρότερες ύποδιαιρέσεις. Υπάρχουν ώστόσο δύο εξαιρέσεις τοΰ κανόνα δτι τά νομίσμα τα δέν κυκλοφοροΰσαν σέ μεγάλη έκταση έ'ξω άπό τήν περιοχή δ που κόβονταν: ή Θράκη καί ή Αθήνα, πού καί οί δυό τους έβγα ζαν δικό τους άσήμι. Τά θρακικά καί μακεδονικά νομισματοκοπεΐα έκοβαν κυρίως μεγάλα νομίσματα, κέρματα πού ζύγιζαν τέσσερις ή άκόμη καί οκτώ δραχμές. Τά νομίσματα αύτά εμφα νίζονται περίπου άπό τό 525 σέ άρκετά μεγάλη ποιότητα σέ θη σαυρούς πού βρέθηκαν θαμμένοι στήν Αίγυπτο καί στήν Ε γγύς Ανατολή. Έπίσης διαδόθηκαν κάπως καί πρός τά βόρεια* φαίνε ται δμως δτι τά νομίσματα αύτά τά χρησιμοποιοΰσαν κατά πρώ το λόγο έμποροι πού εϊχαν συναλλαγές μέ τήν άνατολική Μεσό γειο (σέ χώρες δπου χρησιμοποιοΰσαν τά νομίσματα μονάχα ώς μέταλλο), καί ή κυκλοφορία τους θά εϊχε άρχίσει κάπως νωρίτερα άπό τή χρονολογία τής συσσώρευσης τών πρώτων θησαυρών. Δέν γνωρίζουμε τίποτε γιά τόν τρόπο ιδιοκτησίας καί λειτουργίας τών πιό πολλών άπό αύτά τά ορυχεία στόν Βορρά: γνωρίζουμε δμως δτι ό άθηναΐος τύραννος Πεισίστρατος άπέκτησε δικαιώματα στήν περιοχή τών ορυχείων στή διάρκεια τής δεύτερης έξορίας του άπό τήν Αθήνα, καί μιά άπό τις πηγές τής μετέπειτα δύνα μής του ήταν τό άσήμι άπό τήν περιοχή τοΰ Στρυμόνα. 'Η ιδέα 196
ι
,
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
της κοπής νομισμάτων γιά εξαγωγή ήταν σχεδόν σίγουρα γνω στή στήν Αθήνα τήν έποχή τών Πεισιστρατιδών, οπότε ή Α θή να άρχίζει νά άκολουθεΐ τό θρακικό παράδειγμα. Οί περισσότερες ελληνικές πόλεις προμηθεύονταν άσήμι μέ έμπορικές εισαγωγές, καί τό συμπλήρωναν μέ εύκαιριακή λαφυ ραγωγία στόν πόλεμο. 'Η 9Αθήνα ειχε τήν τύχη νά διαθέτει δικά της ορυχεία στήν περιοχή τοΰ Λαυρίου στή νοτιοανατολική Α τ τική. Δέν είναι σίγουρο πόσο νωρίς άρχισε ή έξόρυξη, άλλά ή πραγματικά πλούσια φλέβα άνακαλύφθηκε γύρω στις αρχές τοΰ 5ου αιώνα. Αύτό άκριβώς τό ούρανοκατέβατο δώρο έ'δωσε τή δυ νατότητα στόν Θεμιστοκλή νά ένισχύσει τό άθηναϊκό ναυτικό λί γο πριν άπό τήν περσική εισβολή τοΰ 480. Κατά τόν 4ο αιώνα τό κράτος μίσθωσε τά μεταλλευτικά δικαιώματα σέ ιδιώτες έπιχειρηματίες γιά σχετικά σύντομες χρονικές περιόδους* δέν υπάρχουν δμως παρόμοιες πληροφορίες γιά τήν έποχή τοΰ Θεμιστοκλή ή νωρίτερα, καί εΐναι πιθανό μερικά ορυχεία ή δλα νά τά εκμεταλ λεύονταν οί Πεισιστρατίδες γιά δικό τους λογαριασμό. Ό π ω ς καί άν είχαν τά πράγματα, μιά σημαντική άλλαγή στό χαρακτήρα τοΰ άθηναϊκοΰ νομισματικοΰ συστήματος έγινε πρός τά τέλη τοΰ 6ου αιώνα. Τά προηγούμενα νομίσματα τής Αθήνας ήταν δίδραχμα κέρματα μέ ποικίλα έμβλήματα* άργότερα, πιθανόν κατά τή διάρ κεια τής τυραννίδας τοΰ Πεισιστρατίδη 'Ιππία, εγκαινιάζεται ή γνωστή σειρά τών τετράδραχμων κερμάτων μέ τήν κεφαλή τής ’Αθήνας καί, στήν άλλη πλευρά, μιά κουκουβάγια καί συντομογραφημένο τό ονομα τής Αθήνας. Αύτός ό τύπος έγινε γρήγορα γνωστός παντοΰ καί έξακολούθησε νά υπάρχει γιά αιώνες, μέ μι κρές μόνο τροποποιήσεις. Οί δυο πρώτες σειρές τών νομισμάτων αύτών δέν είχαν μικρότερες υποδιαιρέσεις, καί άρχίζουν νά εμ φανίζονται στήν Ε γγύς Ανατολή, σέ θησαυρούς θαμμένους γύρω στά τέλη τοΰ 6ου αιώνα. Φαίνεται δτι πρόκειται γιά άλλη μιά σειρά νομισμάτων γιά έξαγωγή, πού πρέπει νά συνέβαλε πάρα πολύ στήν άνοδο τής άθηναϊκής εύημερίας καί δύναμης στις άρχές τοΰ 5ου αιώνα. 'Η άπουσία ή ή σπανιότητα μικρότερων υποδιαιρέσεων τών πρώιμων αύτών νομισμάτων δείχνει δτι οί περισσότερες καθημε ρινές συναλλαγές τής έσωτερικής άγοράς γίνονταν μέ άνταλλαγές. Σέ μέρη δπου δέν ύπήρχε τόση άφθονία άργύρου, τό σύστημα τών άνταλλαγών θά συνεχίστηκε πολύ μετά τήν έποχή παί*ή άθη197
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ναϊκή άγορά άρχισε νά στηρίζεται σέ χρηματικό σύστημα μέ βά ση τά νομίσματα. 'Η πιό έλεύθερη κυκλοφορία άργύρου δέν μπο ρεΐ παρά νά προώθησε τό εμπόριο γενικά, άφοΰ μάλιστα ό άργυ ρος αύτός κυκλοφορούσε σέ μονάδες μέ εύχρηστο μέγεθος. Τό συγκεκριμένο δφελος της Αθήνας άπό τά ορυχεία της δέν μπορεΐ νά μετρηθεί ποσοτικά, άλλά ό Ξενοφών στήν πραγματεία του Πόροι [ή Περί προσόδων] δέν άμφιβάλλει δτι ή ’Αθήνα, κόβοντας δικά της νομίσματα, βρήκε πρόσφορο τρόπο νά έκμεταλλευτεΐ τά ορυχεία της. Στά προτερήματα τοΰ λιμανιού της ό Ξενοφών συγ καταλέγει καί τό γεγονός δτι ένας έμπορος πού μετέφερε έκεΐ κάποιο φορτίο μποροΰσε νά βρει μεγάλη ποικιλία πιθανών φορ τίων γιά τήν επιστροφή του, ή, άν προτιμούσε νά γυρίσει μέ ά δειο πλοΐο, μποροΰσε νά πάρει άργυρο σέ μορφή πού θά διατηρού σε παντοΰ τήν άξία του* ένώ, δπως λέει, τά νομίσματα τών πιό πολλών πόλεων-κρατών δέν μποροΰσαν νά χρησιμοποιηθοΰν έξω άπό τά δικά τους σύνορα (έδώ, φυσικά, ό Ξενοφών υπερβάλλει). Τή μικρή πραγματεία του Πόροι ό Ξενοφών τήν έγραψε στά τέλη τής ζωής του, γύρω στό 355, στή διάρκεια τής οικονομικής κρί σης πού προκλήθηκε άπό τόν πρόσφατο πόλεμο τής Αθήνας μέ τούς συμμάχους της.1 ΤΗταν μιά έποχή άποθάρρυνσης καί αύτοκριτικής, καί πολλοί έδιναν στήν πόλη ήθικές συμβουλές. Οί με λέτες τοΰ Ξενοφώντα είναι άπό μερικές άπόψεις πολύ διαφωτιστικές, άν καί οί γνώσεις οικονομικής θεωρίας πού ειχε δέν πή γαιναν πολύ βαθιά. Πίστευε πώς ή άξία τοΰ άργύρου εϊναι σταθε ρή, άν καί είχε προσέξει δτι ή άξία τοΰ χρυσοΰ, δταν ήταν άφθο νος, έπεφτε έναντι τοΰ άργύρου. 'ΐποστηρίζει πώς τά μεταλλεία άργύρου, άφοΰ δέν έδειχναν σημεία δτι θά έξαντληθοΰν τήν έπο χή εκείνη, δέν θά εξαντλούνταν ποτέ* καί έτσι άφιέρωσε τό μεγα λύτερο μέρος τής πραγματείας του σέ μιά πρόταση νά άγοράσει ή πόλη μεγάλο άριθμό δούλων, γιά νά τούς μισθώσει σέ δσους άσχολοΰνταν μέ τά ορυχεία, επιχείρηση άπό τήν οποία προσδο κούσε μεγάλα κέρδη. Είδε δμως σωστά τά πλεονεκτήματα τής γεωγραφικής θέσης τής Αθήνας σέ σχέση μέ τό έμπόριο, τις άρετές τοΰ κλίματός της, τήν άξία τοΰ μαρμάρου της καθώς καί 1. [Όνομάζεται Συμμαχικός Πόλεμος καί διάρκεσε άπό τό 357 ώς τό 355. Σ’ αύτόν άναφέρεται καί ό Περί Ειρήνης ή Συμμαχικός λόγος τοΰ Ι σοκράτη.]
198
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
του άργύρου της* καί συνειδητοποίησε δτι τό ουσιαστικό μέσο γιά τη διέξοδο άπό την τρέχουσα κρίση ήταν νά ξανατεθεΐ σέ κίνηση τό εμπόριο. Προσθέτει δτι ή Α θήνα άποξένωνε τούς άλλους "Ελ ληνες μέ τό νά επιδιώκει δόξα καί διεύρυνση τής έπιρροής της, παρατήρηση πού ΐσως ειχε άπώτερη σκοπιμότητα* παρουσιάζει δμως τήν άποψή του, πού δέν ήταν καθόλου άνόητη, μέ μετριο πάθεια. Οί λεπτομερειακές προτάσεις του άναφέρονται στήν α νάγκη νά ληφθοΰν άμέσως άποφάσςις γιά διαφορές πού είχαν άνακύψει άπό έμπορικές συναλλαγές, καί στήν άνέγερση πανδο χείων καί χώρων γιά τό εμπόριο. ’Ήθελε δχι μόνο νά έξασφαλίζει ή πόλη τή διευκόλυνση τών εμπόρων μέ τρόπους σάν κι αύ τούς, άλλά καί νά άναγνωρίζει τό δφελος πού είχε άπό τούς έμπο ρους, άπονέμοντάς τους δημόσιες τιμές καί προσφέροντάς τους πότε πότε κανένα γεΰμα μέ δημόσια δαπάνη. Πάνω άπ’ δλα ήθε λε νά αύξηθεΐ ό άριθμός τών άλλοδαπών πού κατοικούσαν τότε στήν Αθήνα. Αύτό μάς φέρνει πάλι στό σπουδαίο ζήτημα τών μετοίκων, πού τούς έχουμε μνημονεύσει κάμποσες φορές. Οί μέτοικοι ήταν μή πολίτες πού ((άλλαξαν κατοικία» (αύτή είναι ή κυριολεκτική σημασία τοΰ δρου μέτοικοι), παίρνοντας επίσημη άδεια παραμο νής στό άστυ. Φυσικά, οποιοσδήποτε ξένος έμπορος ήταν έλεύθερος νά μεταφέρει φορτίο έμπορευμάτων στό λιμάνι τοΰ Πειραιά, πληρώνοντας τά κανονικά λιμενικά τέλη, καί νά έξάγει άπό τήν Α θήνα οτιδήποτε έπαιρνε σέ άντάλλαγμα.' Η διαφοροποίηση τών μετοίκων έγκειται στό δτι ήταν έπίσημα καταχωρισμένοι ώς μό νιμοι κάτοικοι τής Αθήνας ή τοΰ Πειραιά. Μέ τήν καταχώρισή τους δμως αύτή δέν άποκτοΰσαν κανένα πολιτικό δικαίωμα. Δέν είχαν ψήφο στήν έκκλησία τοΰ δήμου ουτε δικαίωμα γαιοκτη σίας, δπως είχαν οί πολίτες, έκτος άν τούς δινόταν ειδική άδεια* στά δικαστήρια δέν μπορούσαν νά έμφανιστοΰν οί ΐδιοι, άλλά έ πρεπε νά άντιπροσωπεύονται άπό κάποιον πολίτη. Πλήρωναν ε ναν έτήσιο φόρο, δχι ιδιαίτερα έπαχθή* είχαν υποχρέωση στρα τιωτικής θητείας, άν καί ΐσως τίς περισσότερες φορές υπηρετού σαν ώς έφεδρικοί στήν άμυνα τής πόλης. (Ό Ξενοφών πίστευε 6τι θά έπρεπε νά τούς έπιτρέπεται νά χτίζουν σέ έρημες περιοχές, χωρίς δμως νά έχουν καί τήν ιδιοκτησία τοΰ οικοπέδου, καί νά εΐναι απαλλαγμένοι άπό στρατιωτικές υποχρεώσεις.) Ό άριθμός τών μετοίκων αύτών, πού ή περιουσία τους ήταν 199
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
άρκετά μεγάλη, ώστε νά είναι σέ θέση νά ύπηρετοΰν ώς οπλίτες πληρώνοντας οί ϊδιοι γιά τόν οπλισμό τους, ήταν στήν άρχή του Πελοποννησιακοΰ Πολέμου 3.000 τουλάχιστον σέ σύνολο 30.000 έπιστρατευμένων ή έφεδρων άνδρών. Σέ άλλο έπίπεδο, στούς λο γαριασμούς τών τμηματικών έργασιών (δλα, δπως έχουμε πει, εϊχαν μοιραστεί σέ πολύ μικρά κομμάτια) γιά τήν άνέγερση τοΰ Έρεχθείου στήν Ακρόπολη, στά τέλη του 5ου αιώνα, οί μέτοικοι ξεπερνοΰσαν κατά πολύ τούς πολίτες, όντας περίπου τρεις πρός έναν. Οί πιό πολλοί εϊχαν άναγνωρίσιμα έλληνικά ονόματα, άλλά μερικοί σαφώς δχι* πενήντα χρόνια άργότερα ό Ξενοφών έκφράζει τήν άνησυχία του, έπειδή άνάμεσα στά στρατεύματα πού μάχονταν γιά τήν ’Αθήνα μποροΰσε κανείς νά βρει καί μή "Ελλη νες, Λυδούς, Φρύγες καί Σύρους. Πολλοί έμποροι ήταν άσφαλώς μέτοικοι, δπως καί μερικοί έπιφανεΐς τραπεζίτες, άλλά βέβαια γίνεται λόγος μόνο γιά δσους έγιναν μέ τόν ένα ή τόν άλλον τρόπσ διάσημοι. Δέν έχουμε στατιστικές γιά τούς φτωχότερους μετοίκους, καί έτσι δέν μάς είναι εύκολο νά μαντέψουμε τόν συνολικό άριθμό τους. Ό Πειραιάς ήταν, δπως καί σήμερα, τό μεγαλύτερο καί έμπορικότερο λιμάνι ολόκληρης τής Ελλάδας, καί οί συνθήκες ζωής στήν κλασική ’Αθήνα καθιστοΰσαν έξαιρετικά έλκυστική τήν ι διότητα τοΰ άλλοδαποΰ κατοίκου πού εϊχε έξασφαλίσει δικαίωμα μόνιμης κατοικίας. Τό γεγονός δτι ό μέτοικος δέν μποροΰσε νά άγοράσει γή μεγάλωνε τό χάσμα άνάμεσα στό εϊδος τών έπαγγελμάτων πού έξασκοΰσαν οί πολίτες καί οί μέτοικοι. Οί Αθηναίοι πού διέπρεπαν στόν δημόσιο βίο ήταν γαιοκτήμονες, δχι έπιχειρηματίες. Άκόμη καί δσοι, στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα, κατέλαβαν υψηλές θέσεις προερχόμενοι άπό οικογενειακό περιβάλλον έπιχειρηματιών, δπως ό δημαγωγός Κλέων καί άλλοι, ήταν άνθρωποι πού εϊχαν κληρονομήσει πλούτη καί άνεση καί οί ΐδιοι δέν εϊχαν καμιά άνάμειξη στό έμπόριο ή στή βιομηχανία. "Οταν άκοΰμε γιά κάποιον Αθηναίο άριστοκρατικής καταγωγής νά άσχολεΐται μέ τό έμπόριο, αύτό όφείλεται σέ κάποια προσωπική άτυχία, δ πως στήν περίπτωση τοΰ Ανδοκίδη, πού καταγόταν άπό μεγάλη οικογένεια, άλλά τόν βρίσκουμε νά άσχολεΐται μέ τό έμπόριο στή διάρκεια τής έξορίας του άπό τήν Αθήνα. Ά πό τήν άλλη, βλέ πουμε ένα μέτοικο, τόν Κέφαλο άπό τις Συρακοΰσες, νά κατέχει τή μεγαλύτερη βιομηχανική μονάδα άπό δσες μαρτυροΰνται (καί 200
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΓΛΟΙ
είναι αξιοσημείωτο δτι ό Πλάτων μεταχειρίζεται τόν Κέφαλο μέ σεβασμό, ώς κοινωνικά ΐσο του). Ά λλά έ'χει σημασία νά μην υπερβάλλουμε στό σημείο αύτό. Υποβιβάζοντας τή συμμετοχή τών πολιτών στό έμπόριο καί στή βιομηχανία καί έπεκτείνοντας τήν κατάσταση αύτή σέ δλες τις άλλες έλληνικές πόλεις, ύπάρχει ό κίνδυνος νά δώσουμε τήν έντύπωση δτι κάθε "Ελληνας πού ήθελε νά άσχοληθεΐ μέ τό έμπόριο έ'πρεπε νά έγκαταλείψει τήν πόλη του καί νά έγκατασταθεΐ κάπου άλλου ώς μέτοικος, καί δτι ή διεξαγο^γή τών δημόσιων υποθέ σεων τής πολιτείας ήταν προνόμιο μόνο τών μή έμπορευόμενων πολιτών. Αύτό θά ήταν παραπλανητικό. Θά έ'πρεπε έπίσης νά ση μειώσουμε δτι τά παραθέματα άπό άρχαίους συγγραφείς πού συ χνά προσκομίζονται γιά νά δείξουν τήν περιφρόνηση τών Ε λλή νων, ή μάλλον τών Αθηναίων, γιά τό έμπόριο δέν έ'χουν τή βα ρύτητα πού τούς άποδίδεται. Δείχνουν, δπως θά τό περιμέναμε, άλλωστε, κάποια προκατάληψη τής άνώτερης κοινωνικής τάξης άπέναντι στήν έμπορική ζωή, άλλά δχι καί δτι ό έμπορος ήταν πάντοτε άλλοδαπός χώρίς ψήφο —μάλλον τό άντίθετο συνέβαινε, δηλαδή ό μικρέμπορος συμμετείχε τακτικά στή δημοκρατική έκείνη έκκλησία, στήν οποία τόσο πολύ δυσπιστοΰσαν οί πλούσιοι, καί οί φιλόσοφοι. 'Η διάκριση άνάμεσα στόν γαιοκτήμονα πολίτη καί στόν έμπορο ή τό βιοτέχνη μέτοικο είναι πιθανό δτι είχε μι κρότερη σημασία στίς χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Ά ν ή άναλογία άνάμεσα σέ πολίτες καί μέτοικους τεχνίτες πού βλέπουμε στούς λογαριασμούς τοΰ Έρεχθείου (βλ. παραπάνω) εϊναι άντιπροσωπευτική —οί λογαριασμοί δμως χρονολογοΰνται στά τε λευταία χρόνια τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, πού ίσως εϊχε άνατρέψει τις ύπάρχουσες άναλογίες— τότε οι πολίτες άποτελοΰσαν τό ενα τέταρτο περίπου τής έργατικής δύναμης σ’ αύτές τις κοινωνικές τάξεις. Καί έτσι δμως ό άριθμός τών πολιτών τεχνι τών εϊναι άρκετά μεγάλος, καί ή άντιπροσώπευσή τους στήν έκ κλησία τοΰ δήμου θά ειχε σημαντική βαρύτητα. Ύπήρχαν καί άλλα έμπορικά κέντρα, δπως ή Μίλητος και ή Κόρινθος, δπου θά περιμέναμε ίσως παρόμοια άνάπτυξη τοΰ πληθυσμοΰ τών μετοίκων* δέν διαθέτουμε δμως μαρτυρίες πού νά δείχνουν δτι πράγματι συνέβη κάτι τέτοιο, καί γιά πολλές πόλειςκράτη πρέπει νά ήταν άπίθανο. Οΰτε εϊναι σίγουρο δτι ή κατά σταση αύτή έπικρατοΰσε πάντοτε στήν Αθήνα, άν καί τό σύστη 201
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
μα τών μετοίκων λειτουργούσε έκεΐ οπωσδήποτε άπό τά πρώτα κιόλας χρόνια τοΰ 5ου αιώνα. Γενικότερα, άποτελεΐ θέμα έπίμαχο άν οί άνώτερες κοινωνικές τάξεις τής πρώιμης έλληνικής ιστο ρίας έ'δειχναν γιά τό έμπόριο καί τή χειρωνακτική έργασία τήν ΐδια περιφρόνηση πού δείχνουν οί άπόγονοί τους τής κλασικής έποχής, καί άν οί ΐδιοι άσχολήθηκαν καθόλου μέ τό έμπόριο. Ά ν προχωρήσουμε πολύ πίσω, βλέπουμε πόσο άγριος ήταν ό θυμός τοΰ Όδυσσέα στόν υπαινιγμό δτι μπορεΐ νά ήταν έ'μπορος. Στόν κόσμο δμως έκεΐνον τό χάσμα άνάμεσα σ’ έναν ήρωα ήγεμόνα καί στούς άλλους άνθρώπους ήταν πολύ μεγάλο. Τά πράγματα ήταν ΐσως διαφορετικά στά τέλη τοΰ 8ου ή στόν 7ο αιώνα, δηλαδή στήν κυρίως άποικιστική περίοδο. Μερικές άπό τίς προβαλλόμενες μαρτυρίες εΐναι πολύ άδύναμες. Ό ταν διαβάζουμε δτι οί Βακχιάδες τής Κορίνθου, οί άριστο κράτες πού άνατράπηκαν στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα, άποκόμιζαν μεγάλα έ'σοδα άπό τήν κορινθιακή άγορά, αύτό δέν άποτελεΐ μαρ τυρία δτι οί ΐδιοι είχαν προσωπική άνάμειξη στό έμπόριο, άλλά άπλώς δτι είχαν τήν ικανότητα νά άποσποΰν χρήματα άπό τήν ο λοένα άναπτυσσόμενη τάξη δσων άσχολοΰνταν μέ τό έμπόριο. Εΐναι κάπως διαφορετική ή πληροφορία δτι ό άδελφός τής Σαπφώς, ό Χάραξος, γιά τήν υψηλή καταγωγή τοΰ οποίου δέν μπορεΐ νά υπάρξει άμφιβολία, μετέφερε 6 ΐδιος μέ τό πλοίο του ένα φορ τίο κρασί, γιά νά τό πουλήσει στήν Αίγυπτο, κάπου γύρω στό 600 π.Χ. Φυσικά, σέ δλες τίς περιόδους οί γαιοκτήμονες πρέπει νά άσχολοΰνταν μέ τό έμπόριο δσο χρειαζόταν γιά νά διαθέσουν στήν άγορά τό περίσσευμα τής άγροτικής παραγωγής τών κτη μάτων τους* άλλά τό ταξίδι τοΰ Χαράξου θά ήταν κάτι άσυνήθι στό γιά τήν κλασική Αθήνα. Κάτι παρόμοιο ισχύει καί γιά έναν άλλο επισκέπτη τής Αίγύπτου, στις άρχές τοΰ 6ου αιώνα, τόν άθηναΐο μεταρρυθμιστή Σόλωνα, γιά τόν όποιο ό Αριστοτέλης λέει δτι ταξίδεψε «καί γιά νά έμπορευτεΐ καί γιά νά μάθει». Πρό κειται γιά ένδείξεις άνεπαρκεΐς, άλλά δέν εΐναι παράλογο νά ύποθέσουμε δτι τήν πρώιμη έκείνη έποχή τό σύστημα τών μετοίκων δέν εΐχε άκόμη άναπτυχθεΐ πλήρως, καί δτι οί πλούσιοι αύτόχθονες πολίτες ένδιαφέρονταν πιό άμεσα γιά τό έμπόριο. Ή άντίληψη δτι τέτοιες άσχολίες δέν ταιριάζουν σ’ εναν εύπατρίδη πρέπει νά δημιουργήθηκε μετά τήν εποχή τοΰ Χαράξου καί τοΰ Σόλωνα, δταν αύξήθηκε ή δουλοκτησία. 202
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΓΛΟΙ
"Ως έδώ άφήσαμε νά περάσει άσχολίαστο τό γεγονός δτι ενα με γάλο μέρος της βιομηχανικής έργασίας γινόταν άπό δούλους. Πρέπει λοιπόν τώρα νά στραφούμε στό θέμα τής δουλείας, πού προκαλοΰσε άνέκαθεν κάποια άμηχανία στούς θαυμαστές τοΰ αρ χαίου έλληνικοΰ πολιτισμοΰ. Άξιοσέβαστοι επιστήμονες έ'πεισαν Απεγνωσμένα τόν εαυτό τους δτι ή δουλεία στήν άρχαία Ελλάδα πρέπει νά υπήρξε θεσμός κάπως πιό άνθρώπινος άπό δ,τι φαίνε ται* καί μολονότι αύτή ή παραποίηση τών γεγονότων είναι τώρα λιγότερο διαδομένη, έξακολουθεΐ νά προκαλεΐται σύγχυση άπό τή συζήτηση γιά τό έπίμαχο θέμα τοΰ χαρακτήρα τής δουλείας τών νέγρων τής Αμερικής και άπό τή μαρξιστική έ'μφαση στή δου λεία ώς βάση τοΰ άρχαίου πολιτισμού. Σέ πολύ γενικές γραμμές, ή δουλεία ήταν κάτι βασικό γιά τόν έλληνικό πολιτισμό, μέ τήν έννοια δτι ίρςατάργησή της καί ή άντικατάστασή της άπό τήν έ λεύθερη έργασία, άν είχε περάσει άπό τό νοΰ κα-νενός νά προχω ρήσει σε τέτοιες καινοτομίες, θά σήμαιναν τήν άποδόμηση ολό κληρης τής κοινωνίας καί τήν έκμηδένιση τοΰ έλεύθερου χρόνου τών άνωτερων τάξεων τής Αθήνας καί τής Σπάρτης. Ό μέσος Αθηναίος ειχε βαθιά ριζωμένη τήν πεποίθηση δτι ενας ελεύθερος άνθρωπος ήταν άδύνατο νά έργάζεται έχοντας κάποιον άλλο* άμε σο άφεντικό του. Εϊναι άλήθεια δτι καί έλεύθεροι καί δούλοι άπασχολοΰνταν στίς περισσότερες μορφές τοΰ έμπορίου καί τής βιο μηχανίας* ή άπομάκρυνση δμως τών δούλων άπό τά έργα αύτά θά συνεπαγόταν μιά έξαιρετικά άβολη άναδιοργάνωση τής έργασίας καί τής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, τό πρόβλημα άν μποροΰσενά εϊναι άλλιώτικο τό σύστημα δέν πρέπει νά μάς άπασχολήσει πάρα πο λύ. Τό πρώτο έρώτημα εϊναι πώς λειτουργούσε στήν πραγματι κότητα ό θεσμός τής δουλείας. Στή μυκηναϊκή έποχή ή διάκριση άνάμεσα σέ δούλους καί έλευθέρους πρέπει νά εϊχε κάποια σημασία, άφοΰ οί πινακίδες τής Γραμμικής Β δέν παραλείπουν νά αναφέρουν τή διάκριση* δέν είμαστε δμως 6ε θέση νά ποΰμε τί σημασία ειχε νά εϊναι κανείς δοΰλος στή μυκηναϊκή Πύλο, άφοΰ δέν γνωρίζουμε ώς ποιο βαθ μό ήταν έλεύθερος ό μή δοΰλος. Παρόμοιες άμφιβολίες δυσκο λεύουν τις άπόπειρες νά ξεκαθαριστεί ποιά.ήταν ή κατάσταση τών δούλων στήν ομηρική έποχή. Βασικά ό "Όμηρος μάς παρουσιάζει τήν παραδοσιακή εικόνα πόλεων πού λεηλατούνται καί γυναικών πού σκλαβώνονται, κι αύτό δέν φαίνεται νά ένοχλεΐ τήν εύαισθη203
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σία του. Γ ιά μιά άκόμη φορά, ό κόσμος τών άρχόντων έλκύει πε ρισσότερο τήν προσοχή του: τά αισθήματα τοΰ Ά χιλλέα γιά τήν αιχμάλωτη πριγκίπισσα Βρισηίδα, καί τά δικά της γ ι’ αύτόν, άφοΰ ό Άχιλλέας είχε σκοτώσει τόν πατέρα της καί είχε λεηλα τήσει τήν πόλη της· ή ή ζωή πού περιμένει τήν Ανδρομάχη, δταν σκοτωθεί ό άντρας της, ό Έκτορας, καί κυριευτεί ή Τροία. Οί άπιστες οικιακές δοΰλες τοΰ Όδυσσέα, πού είχαν κοιμηθεί μέ τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης, άνήκαν σέ μιά τάξη διαφορετι κή, καί ήταν εύκολο νά τίς κρεμάσουν χωρίς πολλή φασαρία καί σχόλια. Ό Εύμαιος, ό πιστός χοιροβοσκός, πού τόν είχαν άπαγάγει στήν παιδική του ήλικία φοίνικες έμποροι, μάς δείχνει έναν άλλο τρόπο άπόκτησης δούλων καί ένα άλλο στερεότυπο, τόν,πρόθυμο άφοσιωμένο δοΰλο πού έξελίσσεται σέ οικογενειακό φίλο' καί ή Εύρύκλεια, πού είχε άγοραστεΐ μέ άντάλλαγμα, ήταν ή τρο φός τοΰ Όδυσσέα καί άργότερα έγινε ή οικονόμος τοΰ παλατιοΰ, ή πρώτη σέ μιά μακρά σειρά άπό θετές μητέρες, τροφούς καί κη δεμόνες, πού τίς άγαποΰσαν οί οικογένειες στις οποίες άνήκαν, καί οί περισσότερες μάς είναι γνωστές μόνο άπό τή γνήσια άγάπη πρός τό πρόσωπό τους πού μαρτυροΰν οί έπιτύμβιες επιγραφές. Καί έδώ πάλι θά ήταν εύκολότερο νά άναλύσουμε τήν κατά σταση τών δούλων, άν γνωρίζαμε πιό καλά ποιά ήταν ή θέση τών ελευθέρων πού ήταν έξαρτημένοι άπό τό παλάτι τοΰ Όδυσσέα. Τό παλάτι έκεΐνο άποτελοΰσε μιά στενά δεμένη καί σχεδόν αύτάρκη μονάδα, στήν οποία ήταν .βαθιά άφοσιωμένοι δλοι οί άν θρωποι κάθε τάξης, καί γιά τήν οποία εργάζονταν δλοι μέ τόν τρόπο τους —άκόμη καί ή Πηνελόπη ύφαίνει μέ τά ΐδια της τά χέρια. ' Υπήρχαν, φυσικά, μεγάλες διακρίσεις περιωπής καί δια φοροποιήσεις άνάμεσα στά καθήκοντα πού έκτελοΰσε ό καθένας —μόνο οί οικοδεσπότες καί οί φιλοξενούμενοι τους είχαν τό προ νόμιο νά λούζονται καί νά ντύνονται άπό άλλους— άλλά ή διαχωριστική γραμμή άνάμεσα στά έργα ένός δούλου καί ένός έλευθέρου δέν είναι πολύ σαφής. 'Η άπόσταση άνάμεσα στούς άρχοντες καί στούς υπολοίπους είναι πολύ μεγαλύτερη άπό όποιαδήποτε άπόσταση άνάμεσα στις διάφορες τάξεις πού τούς ύπηρετοΰσαν. Ά ν ή διάκριση άνάμεσα σέ δούλους καί σέ έλευθέρους έγινε βαθύ τερη καί σαφέστερη κατά τήν κλασική χτερίοδο, αύτό όφείλεται στό δτι τό νόημα τής έλευθερίας είχε πιά ξεκαθαριστεί καί ή άξία της είχε αύξηθεΐ άφάνταστα. 204
»
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
Ό Έλληνας τής κλασικής περιόδου διέτρεχε τόν κίνδυνο νά γίνει δούλος, άν πιανόταν αιχμάλωτος στόν πόλεμο* υπάρχουν αρ κετές περιπτώσεις πόλεων πού είδαν τούς άνδρες τους νά έκτελοΰνται καί τά γυναικόπαιδά τους νά γίνονται δούλοι, άν καί, γιά νά είμαστε δίκαιοι, πρέπει νά σημειώσουμε δτι δέν ελειψαν καί κάποιες διαμαρτυρίες γιά τίς άγριότητες αύτές. ’Αλλά οί αιχμά λωτοι τοΰ πολέμου δέν ήταν δυνατό νά πλησιάσουν ούτε κατά προσέγγιση τόν άπαιτούμενο άριθμό δούλων. Οί περισσότεροι δούλοι έ'ρχονταν άπέξω, διαμέσου δουλεμπόρων, άπό τά σκλαβο πάζαρα τής Ανατολής, ή ήταν αιχμάλωτοι άπό πολέμους μεταξύ βαρβάρων, πού τούς πουλούσαν οί νικητές, ή, δπως μάς λέει ό *Ηρόδοτος, ήταν άπό τή'Θράκη, δπου οί Ϊδιοι οί γονείς πουλούσαν απευθείας τά παιδιά τους ώς δούλους. Πολλοί άνειδίκευτοι εργά τες έρχονταν άπό τόν Βορρά, άπό τή Θράκη ή τή Φρυγία (ύπήρχαν δμως άπό τά μέρη αύτά καί μερικοί πεπειραμένοι μεταλλω ρύχοι)* οί πιό άποδοτικοί έργάτες προέρχονταν κυρίως άπό τή Συρία καί τήν Ανατολή. Πρωταρχικό γεγονός γιά τήν ’Αθήνα τής κλασικής εποχής είναι δτι ή προσφορά εργασίας ήταν άφθο νη καί σχετικά φτηνή. Συνήθως ένας δοΰλος δέν κόστιζε πολύ πε ρισσότερο άπό τή συντήρησή του γιά ενα χρόνο. Οί εκτιμήσεις τοΰ συνολικού άριθμοΰ τών δούλων τής Α τ τ ι κής διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, άλλά ΐσως ό πιθανότερος άριθμός νά ήταν περίπου 80-100 χιλιάδες τήν έποχή πού ή Α θ ή να ειχε τή μεγαλύτερη εύημερία καί τό μεγαλύτερο πληθυσμό πολιτών —κατά μέσον δρο δηλαδή άναλογοΰσαν περίπου ενας δοΰλος καί μισός γιά κάθε ενήλικο άθηναΐο πολίτη, ή ενας δοΰλος γιά κάθε τέσσερα άτομα τοΰ συνολικού πληθυσμού. Μεγάλο μέ ρος τών άπασχολούμενων δούλων ήταν οικιακοί ύπηρέτες.1 Αύτό δέν ΐσχυε μόνο για τούς εύγενεΐς πού ήθελαν νά έπιδειχθοΰν, άλλά έπεκτεινόταν καί σέ πολύ κατώτερες τάξεις, δπως στήν περί-< πτώση τοΰ συγκριτικά φτωχοΰ άνθρωπάκου πού εμφανίζεται ώς ήρωας σέ τόσο πολλές κωμωδίες τοΰ Αριστοφάνη καί συνέχεια φωνάζει τό δοΰλο ή τούς δούλους του. *Ακόμη καί μεμονωμένες οικογένειες, πού καλλιεργούσαν εναν μικρό άγρό, είχαν συνήθως στήν κατοχή τους δούλους* σ’ αύτή τήν τυπική μικρή μονάδα πα ραγωγής οί δούλοι βοηθούσαν σέ δλες τίς εργασίες, -οικιακές ή ά1. [Οί οικιακοί δοΰλοι λέγονταν οϊκέται.]
205
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γροτικές, δουλεύοντας μαζί μέ τούς κυρίους τους* στίς οικια κές εργασίες περιλαμβάνονταν τό ψήσιμο τοΰ ψωμιοΰ καί ή υ φαντική. (Στό σημείο αύτό υπάρχει μεγάλη διαφορά άπό τό σύ στημα στίς φυτείες τών νότιων πολιτειών τής Αμερικής, δπου οί περισσότεροι δοΰλοι άποτελοΰσαν ιδιοκτησία μιας μικρής μειονό τητας τοΰ λευκού πληθυσμού, ένώ οί υπόλοιποι λευκοί, μέ λιγότερη άνεση, έκαναν τις δουλειές τους μόνοι τους.) Μέσα στήν πό λη, ένας ελεύθερος εϊχε έλπίδες νά βρει κάποιο δούλο, γιά νά τόν βοηθά στό έμπόριό του ή άκόμη καί νά τό άναλάβει έξολοκλήρου. "Ένα παράδειγμα, πού τό άναφέρουν συχνά καί άσφαλώς έχει ση μασία, εϊναι ό άνάπηρος γιά τόν όποιο έγραψε ενα λόγο ό Λυσίας,1 υποστηρίζοντας μπροστά στή βουλή τό δικαίωμά του νά παίρνει ενα μικρό έπίδομα άπό τό κράτος: ό άνάπηρος σημειώνει παρεκβατικά δτι δυσκολεύεται στήν άσκηση τοΰ επαγγέλματος του καί δτι δέν εϊχε καταφέρει ώς τότε νά άγοράσει ένα δοΰλο γιά νά τό άναλάβει. Στά δημόσια έργα, πάλι, ελεύθεροι καί μέ^οικοι δούλευαν μαζί μέ τούς δούλους τους σέ μικρές ομάδες. (I Σέ εργασίες δπως αύτή, μολονότι δλοι έκαναν τήν ΐδια δου λειά καί εϊχαν τήν ΐδια άμοιβή, τις άποδοχές τοΰ δούλου τις είσέπραττε ό κύριός του, τοΰ όποιου τό κέρδος ήταν ή διαφορά άνάμε σα στίς άποδοχές τοΰ δούλου καί στά έξοδα τής συντήρησής του. Μέ δμοιο τρόπο, οί μεγαλύτερες μονάδες άντιπροσώπευαν μιά επένδυση σέ μιά ομάδα δούλων. Τό εισόδημα γιά τό όποιο μιλά ό Δημοσθένης (βλ. σ. 177) εϊναι ή τιμή πού είσέπραττε γιά τά προϊόντα πού παρήγαν οί δοΰλοι, άπ’ δπου έπρεπε νά άφαιρεθοΰν τά έξοδα συντήρησής τους καί κάποιο ποσό ώσπου νά άποσβεστεΐ ή τιμή πού ειχε άρχικά πληρωθεί γιά τήν άπόκτησή τους —άλλά ή ομάδα τών δούλων μέ τά υλικά καί τά έργαλεΐα τους ήταν στήν ^περίπτωση αύτή τό μόνο πράγμα πού ένδιέφερε τόν Δημοσθένη. 0 ΓΕνας άλλος συνηθισμένος τρόπος γιά νά εισπράττει κανείς εισό δημα ήταν νά άφήσει τό δοΰλο νά δουλεύει μόνος του στή μικροεπιχείρηση, νά μεριμνά ό ΐδιος γιά τή συντήρησή του, άλλά νά πληρώνει ένα τακτικό ποσό στόν κύριό του. Αύτό τό βλέπουμε πολύ συχνά στήν Αθήνα, δπου ό τεχνικός δρος «χωρίς οϊκονντες» περιέγραφε τούς δούλους πού έργάζονταν μέ αύτό τόν τρό πο —μερικοί μάλιστα άπό αύτούς έγιναν έντυπωσιακά πλούσιοι. 1 . [Υπέρ αδυνάτου.]
206
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
Έ νας άλλος τρόπος εκμετάλλευσης τών δούλων ήταν ή έκμίσθωσή τους σέ κάποιον ελεύθερο εργοδότη, ό όποιος πάλι φρόντιζε γιά τή συντήρησή τους καί πλήρωνε ενα σύμφωνημένο ποσό στόν ι διοκτήτη γιά τήν έργασία τοΰ δούλου. Αύτό μποροΰσε νά γίνει καί σέ πολύ μικρή κλίμακα: συναντοΰμε μάλιστα τήν περίπτωση ένός άνθρώπου πού ξεκίνησε γιά ενα μακρινό ταξίδι μέ σκοπό νά εισπράξει τό ποσό άπό τήν έκμίσθωση ένός καί μόνο δούλου. Ά λλά ενας πλούσιος μποροΰσε νά επενδύσει πολλά χρήματα σέ αύτοΰ τοΰ είδους <τήν έπιχείρηση, δπως ό άθηναΐος στρατηγός Νι κίας στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα, πού λέγεται δτι ειχε στήν ιδιοκτη σία του χίλιους τέτοιους δούλους. Αριθμοί δπως αύτοί θά μποροΰσαν νά μάς υποβάλουν νά εξε τάσουμε πάλι τό ενδεχόμενο νά υπήρχαν μεγάλοι εργολάβοι πού άπασχολοΰσαν πολλά έργατικά χέρια. 'Τπήρχε μιά περιοχή, τά άργυρωρυχεΐα^τό Ααύριο, δπου χρησιμοποιούσαν εύρύτατα δού λους έργάτες, άν καί πιθανόν δχι παραπάνω άπό μιά όλιγοπρόσωπη ομάδα σέ κάθε ορυχείο. Τά ορυχεία αύτά τά έκμεταλλεύτηκαν έντατικά άπό τίς άρχές τοΰ 5ου αιώνα ώς τίς τελευταίες φά σεις τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, καί άργότερα, μετά άπό μιά περίοδο μικρότερης δραστηριότητας, τόν 4ο αιώνα. "Όπως καί άλλα ορυχεία στόν έλληνικό κόσμο, άποτελοΰσαν καί αύτά μιά μορφή κρατικής ιδιοκτησίας, μολονότι δέν εΐναι ξεκαθαρισμένο άν ή έπιφάνεια τής γής άποτελοΰσε ιδιωτική περιουσία ή άνήκε στό δημόσιο. Χαρακτηριστικά, ή δημοκρατία τά έκμίσθωνε γιά σχετικά μικρές περιόδους σέ ιδιώτες έπιχειρηματίες, συνήθως μικρής κλίμακας, πού χρησιμοποιούσαν εγκαταστάσεις έπιφανείας, δικές τους ή τοΰ γείτονα, καί άποκόμιζαν δσα κέρδη τούς έφερνε ή τύχη, άφοΰ πρώτα πλήρωναν στό κράτος τά δικαιώ ματα έκμετάλλευσης. Τά άρχεΐα τών άρχόντων πού πουλούσαν τά μεταλλευτικά δικαιώματα σώζονται κατά ένα μέρος χαραγ μένα σέ λίθο, μεταξύ 367 καί 307, καί περιλαμβάνουν μεγάλο ά ριθμό σημαντικών άθηναικών ονομάτων. Τό ΰψος τών κερδών τους δέν είναι εύκολο νά ύπολογιστεΐ, άλλά ό Ξενοφών, στό σχέ διό του για τήν έκμίσθωση δούλων τοΰ δημοσίου στά ορυχεία, ύπολογίζει, μέ βάση τά συμφωνητικά τοΰ Νικία καί άλλων ιδιω τών δουλοκτητών, δτι κάθε δοΰλος θά μποροΰσε νά άποδίδει κα θαρά έναν όβολό τήν ήμέρα. Έ τσ ι, μιά δύναμή έξι χιλιάδων δού λων έργατών θά άπέφερε εισόδημα έξήντα τάλαντα τό χρόνο (πο 207
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σό πού θά μποροΰσε, λόγου χάρη, νά καλύψει το μισθό τών κω πηλατών ένός στόλου έξήντα πλοίων γιά δυο μήνες). Αύτό μας δίνει μιά ιδέα γιά τό μέγεθος τών κερδών πού έ'λπιζαν νά έ'χουν οί έκμισθωτές δούλων. "Όσο γιά τόν συνολικό άριθμό τών δούλων στήν έκμετάλλευση τών ορυχείων, έ'χει υπολογιστεί πώς, δϊαν οί •έργασίες ήταν σέ πλήρη άνάπτυξη, άπασχολοΰνταν έκεΐ κάπου τριάντα χιλιάδες δοΰλοι, Πολλοί άπό αύτούς ήταν Θράκες ή Παφλαγόνες, άνθρωποι πού ύποθέτουμε δτι θά εϊχαν κάποια πείρα άπό ορυχεία στίς ιδιαίτερες πατρίδες τους* άλλοι άπό διάφορα μέ ρη δούλευαν ώς άνειδίκευτοι έργάτες. Τέλος, στά ορυχεία τοΰ Λαυρίου δούλευαν καί μερικοί έλεύθεροι Αθηναίοι. Συχνά τίθεται τό ερώτημα γιατί ό άρχαΐος κόσμος δέν άνέπτυξε ποτέ τεχνολογία πιό άποτελεσματική —γιατί π.χ. ή άτμομηχανή πού έφεΰρε ό "Ηρων άπό τήν Αλεξάνδρεια δέν έξελίχτηκε ποτέ σέ κάτι περισσότερο άπό ένδιαφέρον παιχνίδι— καί άν ή δουλεία εϊχε καθόλου συντελέσει σ’ αύτή τήν ολοφάνερη τεχνο λογική καθυστέρηση. Τό ΐδιο ερώτημα μπορεΐ νά τεθεί, μέ δια φορετική έμφαση, καί άναφορικά μέ όποιονδήποτε πολιτισμό πριν άπό τή βιομηχανική έπανάσταση, καί αύτό άρκεΐ γιά νά δείξει δτι ή δουλεία δέν ήταν ή μόνη αίτια πού έπενέργησε. Α ναμφίβολα, πάντως, ή δουλεία άποτέλεσε μιά άπό τις αίτίες, άπό τήν άποψη δτι ή παρουσία φτηνών ξένων δούλων ήταν τό κύριο μέσο μέ τό όποιο οί άνώτερες τάξεις τής Αθήνας ξεπέρασαν τήν άνάγκη νά άφιερώνουν τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ χρόνου τους στήν καλλιέργεια τής γής γιά τό βιοπορισμό τους, καί μπόρεσαν έ'τσι νά άποκτήσουν τήν άνεση χρόνου πού τούς καρπούς της έξακολουθοΰμε νά θαυμάζουμε ώς σήμερα. Μιά πού οί πνευματικές καί οί καλλιτεχνικές άνησυ'χίες τους έβρισκαν ικανοποιητικές διεξόδους, εϊχαν λιγότερη διάθεση νά έπανεξετάσουν τά θεμέ λια τής άνεσης αύτής καί νά ερευνήσουν άν μποροΰσαν νά τή βελτιώσουν. Μιά άλλη πλευρά τής ΐδιας περίπτωσης εϊναι δτι οί μορφωμένοι Αθηναίοι (καί οί λιγότερο μορφωμένοι, πού άναπόφευκτα άκολουθοΰσαν τό παράδειγμά τους) έ'βλεπαν μέ ολοένα μεγαλύτερη περιφρόνηση τά μηχανικά έπαγγέλματα, πού δέν ά φηναν τόν άνθρωπο νά χαρεΐ τόν έλεύθερο χρόνο του. Ά λλά δέν εϊναι έξίσου ισχυρό τό έπιχείρημα, δσο άληθινό καί άν εϊναι, δτι τά καλύτερα μυαλά τής Ελλάδας ένδιαφέρονταν μόνο γιά τή θεω ρία καί πραγματοποίησαν μεγάλες προόδους στά μαθηματικά καί 208
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
στήν άστρονομία άλλά παραμέλησαν τίς πρακτικές εφαρμογές. Ά λλω στε, καί οί δικές μας τεχνικές πρόοδοι άπό τόν 17ο αιώνα καί πέρα έγιναν σέ μεγάλο βαθμό άπό άνθρώπους πού είχαν στραμμένα τά νώτα στούς θεωρητικούς καί στά πανεπιστήμια. Έ νώ ό Πλάτων ήταν βυθισμένος στούς στοχασμούς του, κάποιος άπό τούς δούλους τούς «χωρίς οίκονντας)> θά μποροΰσε εύκολα νά έχει έπινοήσει μιά έπαναστατική μηχανική έφεύρεση* καί δέν πρέπει νά ήταν ιδιαίτερα δύσκολο νά χρηματοδοτηθεί ή άνάπτυξή της. Δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι στήν πραγματικότητα δλοι ένδιαφέρονταν άπλώς καί μόνο γιά τίς δουλειές πού είχαν μπρο στά τους, καί τό ερώτημα δέν έχει τεθεί σωστά: δέν πρέπει νά ρωτοΰμε τί έμπόδισε τόν άρχαΐο κόσμο νά άναπτύξει τήν άτμομηχανή, άλλά γιά ποιο λόγο ή άτμομηχανή άποτέλεσε βιώσιμη ύπόθεση τήν έποχή τοΰ καί τοΰ Νβ\νοοιηβη. Τό χαμηλό έπίπεδο οικονομικής οργάνωσης βοήθησε νά άποφευχθεΐ μιά άλλη πιθανή έπιπλοκή τής δουλείας, δηλαδή ή υπο τίμηση τής άξίας τής εργασίας τών ελευθέρων έξαιτίας τής εργα σίας τών δούλων. Κανένας έλληνας βιοτέχνης ή γαιοκτήμονας δέν είχε τόσο εύρύ κύκλο έργασιών, ώστε μιά τέτοια υποτίμηση νά μπορεΐ νά έχει συνέπειες. Ό πω ς έχει παρατηρηθεί, δέν ύπήρχε έκμετάλλευση τής γής άπό ομάδες δούλων μέ τόν τρόπο πού λειτουργοΰσαν τά ρωμαϊκά λατιφούντια. Άκόμη καί σέ μικρής κλί μακας βιοτεχνίες, τό περιθώριο κέρδους ήταν πάρα πολύ μικρό γιά νά προσφέρει κανείς άγαθά ή ύπηρεσίες σέ τιμή αισθητά κα τώτερη άπό τήν τρέχουσα τιμή τής άγοράς. Μέ δσο μεγαλύτερη προσέγγιση μάς έπιτρέπει ή επικίνδυνα άνεπαρκής πληροφόρησή μας, μποροΰμε νά ύπολογίσουμε δτι ό δοΰλος ώς έπένδυση άπέδιδε άρκετά χαμηλό εισόδη μα, πού-δέν ήταν τόσο άσφαλές καί ικα νοποιητικό δσο τής γής, άλλά ήταν άσφαλέστερο, άν καί σημαν τικά μικρότερο, άπό δσα άπέφερε ή δανειοδότηση γιά θαλάσσια εμπορικά ταξίδια. 'Η έπένδυση χρημάτων σέ δούλους, δσο ή προμήθειά τους ήταν άφθονη καί φτηνή, άξιζε τόν κόπο, άλλά δέν προσφερόταν γιά άνταγωνιστική έκμετάλλευση τοΰ είδους πού έρχεται άμέσως στό νοΰ μας. Έ τσι, βρίσκουμε δούλους καί ελευ θέρους νά δουλεύουν μαζί σέ οικοδομές. Δέν ύπάρχει ένδειξη δτι τά προϊόντα τών έργαστηρίων πού γνωρίζουμε δτι χρησιμοποιοΰσαν δούλους τά πουλοΰσαν σέ διαφορετική τιμή, ουτε έχουμε πληροφορίες γιά παράπονα άνταγωνισμοΰ σχετικά μέ δούλους. 209
I Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Δέν μποροΰμε νά προχωρήσουμε σέ εύκολες γενικεύσεις γιά τις σχέσεις άνάμεσα στο δοΰλο καί στόν κύριό του στόν αρχαίο έλλη νικό κόσμο, άφοΰ οί άπόψεις τών δούλων, δπως συνήθως συμβαί νει, δέν μάς εϊναι γνωστές. Στό κλειστό περιβάλλον τής έλληνικής οικιακής ζωής, δέν ήταν δυνατό νά κρατηθεί καμιά άπόσταση σάν αύτή πού συνήθιζαν νά κρατοΰν οί άγγλικές μεσοαστικές οικογέ νειες άπό τούς ύπηρέτες τους —καί ό άρχαΐος "Ελληνας ήταν άδύνατο νά κρατήσει τό στόμα του κλειστό σέ όποιεσδήποτε περι στάσεις. 'Η στενή σχέση άνάμεσα στήν τροφό καί τό παιδί, στό γραμματοδιδάσκαλο καί τό μαθητή, μεταβαλλόταν εύκολα σέ άγάπη, καί δέν ύπάρχει λόγος νά δυσπιστοΰμε στίς ιστορίες γιά τόν πιστό δοΰλο πού έσωσε τή ζωή τοΰ κυρίου του στό πεδίο τής μάχης, καί τά παρόμοια. Ά λλά καί στήν καλύτερη μορφή της ή σχέση αύτή ήταν άναπόφευκτο νά έ'χει καί θλιβερά παρεπόμενα, δπως δταν επιβαλλόταν τιμωρία στό δοΰλο μέ δυνατά χτυπήματα τοΰ εΐδους πού δέν θά άνεχόταν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Μπο ροΰμε νά πάρουμε ένα παράδειγμα άπό τόν Αριστοφάνη, πού ύπερηφανευόταν γιά τήν άπέχθειά του πρός τά στερεότυπα άστεΐα. Α ρχίζει τούς Βατράχους παρουσιάζοντας τόν Διόνυσο νά άπαγορεύει στό δοΰλο του, τόν Ξανθία, νά κάνει τά συνηθισμένα ά στεΐα του γιά τις σο^ματικές ταλαιπωρίες τής ζωής τοΰ δούλου. Στή διάρκεια τοΰ πρώτου μισοΰ τής κωμοοδίας κύριος καί δοΰλος συζητοΰν μέ άπόλυτη σχεδόν έλευθερία: ώστόσο, ή τελευταία φο ρά πού εμφανίζεται ό Ξανθίας άποτελεΐ γελοιογραφία, είναι δη λαδή μιά σκηνή δπου αύτός καί ένας άλλος δοΰλος άλληλοσυγχαίρονται γιά τήν κατεργαριά τους. Έδώ βέβαια δέν έχουμε τήν αύθεντική φωνή τοΰ δούλου, άλλά τήν εκδοχή τοΰ ελευθέρου γιά τόν τύπο τοΰ δούλου —καί πάλι θά μπορούσαμε νά συγκρίνουμε τά άστεΐα πού κυκλοφορούσαν γιά τούς άγγλους ύπηρέτες πριν άπό μιά δυο γενιές, άστεΐα πού τώρα εύτυχώς μάς είναι σχεδόν άκα τανόητα. Ώστόσο οί ξυλιές τοΰ Ξανθία άποτελοΰν άναμφισβήτητη πραγματικότητα, μόνιμο χαρακτηριστικό τής κατάστασης τών δούλων δσο καί ή έλευθερία τοΰ λόγου. Ό οικιακός δοΰλος πού διατηρούσε καλές σχέσεις μέ τόν κύριό του είχε κάποια πιθανότητα νά άπελευθερωθεΐ, καί ό δοΰλος πού ζοΰσε χωριστά καί άσκοΰσε τή μικροεπιχείρησή του εϊχε ελπίδες νά κερδίσει άρκετά, ώστε νά έξαγοράσει τήν έλευθερία του. 'Η χειραφέτηση δέν ήταν καθόλου άσυνήθιστη, μολονότι ή πρακτική 210
*
<
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
καί οί τυπικές διαδικασίες της παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές άπό τόπο σέ τόπο. Συχνά ό κύριος διατηρούσε τό δικαίωμα νά τού προσφέρει 6 πρώην δοΰλος του, άκόμη καί μετά τή χειραφέτησή του, 'διάφορες ύπηρεσίες γιά ορισμένο χρονικό διάστημα, ή καί ισόβια. Μερικοί άπό τούς « χωρίς οίκονντας» δούλους εύημεροΰσαν έντυπωσιακά, προκαλώντας σχόλια άποδοκιμασίας τών ολιγαρχικών δτι στούς δρόμους τής Αθήνας κυκλοφορούν δοΰλοι ντυμένοι καλύτερα άπό τούς έλευθέρους. Έντελώς έξαιρετική ή ταν ή περίπτωση τοΰ τραπεζίτη Πασίωνα τόν 4ο αιώνα, ό όποιος κατάφερε οχι μόνο νά έξαγοράσει τήν ελευθερία του άλλά καί νά γίνει άθηναΐος πολίτης. Ά λλά ό οικιακός δοΰλος πού ειχε δύστρο πο άφεντικό βρισκόταν σέ άσχημη θέση, καί ειχε πολύ λίγες ελπί δες νά τή βελτιώσει, ένώ οί προοπτικές ήταν οπωσδήποτε ζοφε ρότερες γιά δσους είχαν έκμισθωθεΐ στά ορυχεία καί σέ άλλα έρ γα —καί δέν έχει σωθεί τίποτε πού νά μας δίνει έστω καί μιά πα ραμορφωμένη εικόνα τοΰ πώς ένιωθαν. "Οταν δμως οί Σπαρτιά τες όχύροοσαν τίς θέσεις τους έξω άπό τήν Αθήνα τό 413,1 πάνω άπό είκοσι χιλιάδες δοΰλοι, μάς λέει ό Θουκυδίδης, δραπέτευ σαν καί πέρασαν στις γραμμές τοΰ έχθροΰ, οί περισσότεροι δη μιουργοί (ό δρος καλύπτει κάθε είδος ειδικευμένων έργατών, καί δέν χρειάζεται νά τόν περιορίζουμε μόνο στούς μεταλλωρύχους τοΰ Λαυρίου, άν καί δέν υπάρχει άμφιβολία δτι πολλοί άπό τούς δραπέτες προέρχονταν άπό έκεΐ). Δέν γνωρίζουμε τί υποσχέσεις τούς είχαν δώσει οί εισβολείς, ούτε τί άπέγιναν τελικά, άλλά άπό τό περιστατικό αύτό -φαίνεται καθαρά δτι ό, δοΰλος, άκόμη καί άν ήταν ειδικευμένος έργάτης, ζοΰσε τέτοια ζωή, πού ήταν έτοι μος νά τήν έγκαταλείψει, άκόμη κι άν οί προοπτικές ήταν πολύ άβέβαιες. Γιά νά διαφωτίσουμε περισσότερο τήν εικόνα αύτή πρέπει νά εξετάσουμε τή δουλεία έξα> άπό τήν Αθήνα, άκόμη καί τήν περί πτωση τών σπαρτιατών ειλώτων, πού άποτελεΐ κάτι ιδιαίτερο. Οί είλωτες ήταν δοΰλοι στήν κυριολεξία, καί συχνά ονομάζονται μέ αύτή τή λέξη. Κάθε άλλη ονομασία, παρμένη άπό διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα, θά ήταν παραπλανητική. Ό ταν άρχαΐοι κριτικοί τούς κατατάσσουν ώς κάτι «άνάμεσα σέ δοΰλο καί ελεύ θερο», οπωσδήποτε δέν άναφέρονται στις συνθήκες τής ζωής 1. [Στή Δεκέλεια, απ’ δπου καί ή ονομασία Δεκελεικός Πόλεμος γιά τήν τελευταία μεγάλη περίοδο (413-404) τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου.]
2 11
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τους, άλλά στό γεγονός δτι οί ιδιώτες κύριοι είχαν πάνω τους λιγότερες έξουσίες άπ’ δσες είχαν άλλου πάνω στά άνδράποδα, πού τά άγόραζαν καί τά πουλούσαν ελεύθερα. Ό Αθηναίος Κριτίας, θαυμαστής τού σπαρτιατικού συστήματος, πλησίαζε περισσότε ρο στήν άλήθεια δταν έλεγε δτι στή Σπάρτη, περισσότερο άπό ο πουδήποτε άλλού, οί ελεύθεροι ήταν πιό έλεύθεροι καινοί δούλοι πιό πολύ δούλοι./Ο μεγάλος άριθμός τών μεσσήνιων ειλώτων καί ή άδιάσπαστη έθνική τους συνείδηση άποτελούσαν μόνιμο κίνδυ νο γιά τή σπαρτιατική άριστοκρατία. 'Η βιαιότητα τής καταπίε σής τους ήταν περιβόητη. Ό Θουκυδίδης [5, 80, 3-4] άναφέρει μιά περίπτωση, λίγο πριν άπό τό 424, δταν οί άρχές διακήρυξαν δτι θά άφηναν ελεύθερους δσους μπορούσαν νά άποδείξουν δτι εί χαν προσφέρει ιδιαίτερα πολύτιμες υπηρεσίες στόν πόλεμο: άπό αύτούς πού έκαναν αίτηση έπιλέχτηκαν περίπου δυο χιλιάδες, άλ λά άμέσως έπειτα εξαφανίστηκαν, άγνωστο πώς. Λεγόταν δτι μιά φορά τό χρόνο οί σπαρτιάτες άρχοντες κήρυσσαν πόλεμο στούς είλωτες, ώστε νά μή βαραίνουν τή συνείδησή τους οί φόνοι ειλώτων πού γίνονταν στή διάρκεια τού έτους. Ό θεσμός πού λε γόταν κρνπτεία σήμαινε, κατά τόν Αριστοτέλη, δτι ενα σώμα άπό νέους Σπαρτιάτες περνούσαν μιά περίοδο τής ζωής τους μέ τό νά κρύβονται τήν ήμέρα καί νά περιφέρονται τή νύχτα στήν ύπαιθρο σκοτώνοντας είλωτες. "Οποια καί άν είναι ή άλήθεια,1 μκχ σαφής ένδειξη τού τρόπου μέ τόν όποιο ό κίνδυνος άπό τούς είλωτες έπηρέαζε τήν ομαλή ζωή περιέχεται στόν Ξενοφώντα, ό όποιος λέει, χωρίς έμφαση καί παρεμπιπτόντως, δτι οί Σπαρ τιάτες στίς εκστρατείες κρατούσαν τούς δούλους μακριά άπό τά όπλα τους καί δέν άφηναν τό άκόντιο άπό τό χέρι τους, δπου κι άν πήγαιναν. Άκόμη καί οί πιό εύνοϊκοί πρός τή Σπάρτη συγγρα φείς δέν προσπαθούν νά υπερασπιστούν τό σύστημα. Καί δμως, άκόμη καί ύπό αύτές τις άπαίσιες συνθήκες, παρατηρούμε μιά δυσεξήγητη άνωμαλία, τό γεγονός δηλαδή δτι οί Σπαρτιάτες δέν δίσταζαν καθόλου νά χρησιμοποιούν ένοπλους είλωτες ή είλω τες ειδικά άπελευθερωμένους γιά έκτέλεση στρατιωτικής υπηρε σίας (βλ. σ. 241) στίς έκστρατεΐες τους έξω άπό τή Σπάρτη. Οί άνθρωποι αύτοί ήταν εκπαιδευμένοι, ό άριθμός τους δχι πολύ μι1. Ό Πλάτων παρουσιάζει τήν κρυπτεία ώς μέσο άσκησης τών νέων Σπαρτιατών γιά νά άντέχουν στίς κακουχίες (βλ. σ. 307-308) καί δέν άναφέρει τίποτε γιά φόνους ειλώτων.*
212
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΛΙ ΔΟΤΛΟΙ
κρότερος άπό τό ΐδιο τό στρατιωτικό σώμα τών πολιτών, και δ μως δέν υπάρχει ό παραμικρός υπαινιγμός σχετικά μέ τήν άφοσίωσή τους. *Η άγρυπνη έχθρότητα πού άφήνει νά έννοήθεΐ ό Ξενοφών δέν άντιπροσώπευε δλη τήν άλήθεια γιά τίς σχέσεις ά νάμεσα στούς Σπαρτιάτες καί τούς είλωτες, ούτε ΐσχυε πάντοτε. Μολονότι άκουμε δτι στήν άρχαιότητα ύπήρχε μεγάλη ομοιό τητα άνάμεσα στούς θεσμούς τής Σπάρτης καί τής Κρήτης, ή Κρήτη άκολούθησε στό θέμα τών δούλων διαφορετικό σύστημα. Μετά τήν κατάκτησή της άπό τούς Δωριείς, στό άνατολικό άκρο τοΰ νησιοΰ έπέζησε ένα προελληνικό ύπόλειμμα πληθυσμοΰ, μέ τή δική του άκατανόητη γιά τούς άλλους γλώσσα: κατά τά άλλα, οί άπόγονοι τών Μινωιτών πού έπέζησαν έγιναν δοΰλοι. Οί φιλο λογικές πηγές μάς παραδίδουν έναν άριθμό ειδικών δρων γιά τή δουλεία, γιά τούς οποίους συνήθως τό μόνο πού μπορούμε νά πού με είναι δτι πρόκειται γιά λέξεις τής κρητικής διαλέκτου πού δή λωναν κάποια κατηγορία δούλων* έχουμε έπίσης τή γενική πλη ροφορία δτι ή γεωργία στήν Κρήτη βρισκόταν στά χέρια μιας τά ξης πού έμοιαζε μέ τούς είλωτες. Ά λλά οί νόμοι της Γόρτυνας, άν καί γενικά είναι γραμμένοι σέ διάλεκτο άρκετά ιδιωματική, ώστε νά τήν καταλαβαίνουν μόνο οί ειδικοί, άποφεύγουν τήν πο λύπλοκη ορολογία καί χρησιμοποιοΰν, έντελώς ισοδύναμα, δυο κοινόχρηστες έλληνικές λέξεις γιά τούς δούλους. Οί διατάξεις τους άναφέρονται άποκλειστικά σέ δούλους πού άνήκαν σέ ιδιώ τες, τούς όποιους άγόραζαν καί πουλούσαν στήν άγορά* ώστόσο, ό κώδικας τής Γόρτυνας άποτελεΐ μιά πολύ ποικίλη συναγωγή διατάξεων, καί ή σιωπή του γιά δούλους πού άνήκαν στό δημόσιο δέν άποτελεΐ άπόδειξη δτι δέν υπήρχαν καθόλου. Ά πό άρκετές άπόψεις τό δουλοκτητικό σύστημα τής Κρήτης ήταν πιό φιλελεύθερο άπό τής Αθήνας, λόγου χάρη, τήν ΐδια έπο χή. Ό δοΰλος μποροΰσε νά έχει ιδιοκτησία, πού περιλάμβανε ΐ σως πρόβατα καί βόδια, καί τά δικαιώματά του ήταν προσεκτικά διασφαλισμένα δταν ό ιδιοκτήτης πέθαινε καί οί κληρονόμοι του μοίραζαν τήν περιουσία. Οί γάμοι δούλων αναγνωρίζονταν άπό τό νόμο καί, μετά τίς διατάξεις πού πρόβλεπαν τήν τύχη τής πε ριουσίας δταν ό γάμος έλεύθερων πολιτών λυόταν έξαιτίας δια ζυγίου ή θανάτου, ύπήρχε καί μιά μικρή παράγραφος πού προ στάτευε τήν περιουσία τής δούλης συζύγου. Τά παιδιά άπό γάμο δούλων άναπόφευκτα άνήκαν στόν ιδιοκτήτη τοΰ ένός ή τοΰ άλλου 213
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
άπό τούς δυο γονείς, άλλά υπάρχει μιά άπροσδόκητη διάταξη πού προβλέπει γιά τά τέκνα άπό δοΰλο πατέρα καί έλεύθερη μητέρα. * Η νομική θέση τοΰ παιδιοΰ άποφασιζόταν άνάλογα μέ τό άν ή έλεύθερη γυναίκα είχε πάει νά ζήσει μέ τό δοΰλο ή άντίστροφα. Οί πιθανές επιπλοκές Ϊσως έπηρεάσουν κάποιον νά σκεφτεΐ δτι αύτό άποτελοΰσε σπάνια περίπτωση, ο νόμος δμως παρακάτω ρυθμίζει τήν περίπτωση δπου μιά γυναίκα εϊχε καί δοΰλα καί ε λεύθερα παιδιά, γεγονός πού ύποδηλώνει δτι στήν πράξη πρόκυπταν πράγματι έπιπλοκές. Αύτό έ'χει κάποια σημασία γιά τό γε νικότερο πρόβλημα τών δούλων παιδιών καί τοΰ ζευγαρώματος ώς πηγής προμήθειας δούλων —πού παραπάνω παραλείψαμε νά τό άναφέρουμε, γιατί ή πηγή αύτή δέν φαίνεται νά εϊχε σοβαρή σημασία σέ πόλεις-κράτη δπως ή Αθήνα, πού εϊχαν άναπτύξει στήν εντέλεια τό σύστημα τής πώλησης τών δούλων ώς κινητής περιουσίας. Αύτό συνέβαινε ΐσως έπειδή στήν Αθήνα τό κόστος διατροφής καί έκπαίδευσης ένός δούλου παιδιοΰ ήταν σημαντι κά μεγαλύτερο άπό τό κόστος αγοράς ένός ένήλικου καί έξασκημένου δούλου* άλλωστε, ό άποκλειστικά άντρικός πληθυσμός δού λων τών άθηναϊκών μεταλλωρυχείων δέν μποροΰσε νά συμβάλει στήν άναπαραγωγή. Α ντίθετα, δέν πρέπει νά ξεχνοΰμε δτι ό πληθυσμός τών ειλώτων τής Λακωνίας καί τής Μεσσηνίας, πα ρά τις δχι ιδεώδεις συνθήκες τής ζωής του, έξακολουθοΰσε νά πολλαπλασιάζεται, καί δέν ύπάρχουν ένδείξεις δτι ελαττωνόταν μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου. Ό κώδικας τών νόμων τής Γόρτυνας ύποδηλώνει δτι ό άριθμός δούλων παιδιών πού γεννιούνταν στίς άποκλεισμένες άγροτικές κοινότητες τής Κρήτης ήταν σημαντι κός. 5Αλλά καί στή Γόρτυνα ό δοΰλος έξακολουθοΰσε νά εϊναι άντικείμενο άγοροπωλησίας, δέν εϊχε ό ΐδιος δικαίωμα νά προσφύγει στά δικαστήρια, καί στίς περισσότερες περιπτώσεις ήταν άβοήθητος στή διάθεση τοΰ ιδιοκτήτη του. Τό γεγονός δτι οί νόμοι πού διάλεξαν νά χαράξουν σέ δημόσιες έπιγραφές περιέχουν άναφορές σχετικές μέ τά δικαιώματα τών δούλων σημαίνει, δπως σημαίνουν πάντοτε αύτοΰ τοΰ είδους οί δημοσιεύσεις, δτι τά δι καιώματα αύτά ήταν ένδεχόμενο νά'καταπατοΰνται. Σ’ αύτές τις περιπτώσεις δέν πρέπει νά ήταν εύκολο γιά τό δοΰλο νά βρει τό δίκιο του* ώστόσο παραμένει έντυπωσιακό δτι ή κοινότητα δέ χτηκε έ'στω νά παραχωρήσει τά δικαιώματα αύτά. 'Η λογική τής 214
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΓΛΟΙ
δουλείας δέν είναι εύκολο νά εφαρμόζεται σέ δλες τις εποχές και σέ δλα τά σημεία της. Στή Γόρτυνα βρίσκουμε έπίσης άνθρώπους πού βάζουν υπο θήκη τόν έαυτό τους σέ άλλους άνθρώπους —θεσμός πού στήν Α θήνα καταργήθηκε άπό τόν Σόλωνα. Στόν κώδικα δέν περιγράφεται ή φύση αύτής τής διαδικασίας, γιατί ό νόμος περιστασιακά μόνο άσχολειται μέ τούς άνθρώπους αύτούς καί τή νομική τους θέση, πού διατηρεί μερικά άπό τά χαρακτηριστικά τής δουλείας. Γιά τόν άλλο συμβαλλόμενο, στόν όποιο κάποιος βάζει υποθήκη τόν έαυτό του, τό κείμενο τοΰ κώδικα δέν χρησιμοποιεί τόν κοι νόχρηστο ορο «κύριος», άλλά μιά μετοχή πού σημαίνει στήν πραγματικότητα «πιστωτής». Ό νόμος προβλέπει δτι ό δοΰλος ήταν ενδεχόμενο νά απελευθερωθεί εξοφλώντας τό χρέος του, άν καί δέν μποροΰμε νά ποΰμε κατά πόσο αύτό ήταν έφικτό. Έ π ί σης, δποιος έχανε μιά ύπόθεση στό δικαστήριο μποροΰσε νά βρε θεί σέ παρόμοια θέση, ώσπου νά έξοφλήσει τό χρέος του* καί ό ποιος πλήρωνε τά λύτρα γιά νά έξαγοράσει τήν έλευθερία ένός αιχμαλώτου πολέμου ειχε εύρύτατα δικαιώματα πάνω του, ώ σπου νά έξοφληθοΰν τά λύτρα. Τό άθηναϊκό δίκαιο μόνο σ’ αύτή τήν τελευταία περίπτωση αναγνώριζε τέτοια δικαιώματα σέ ιδιώ τη «πιστωτή», ένώ δποιος δέν έξοφλοΰσε τίς οφειλές του στό δη μόσιο διέτρεχε τόν κίνδυνο νά φυλακιστεί. Ά πό άλλες πόλεις-κράτη πού ιδρύθηκαν μέ κατάκτηση δέν γνωρίζουμε θεσμούς δουλείας πού νά άξίζει νά τούς συζητήσουμε διεξοδικά. 'Η Κόρινθος καί ή Αίγινα, τών οποίων ή εύνοϊκή γιά τό έμπόριο γεωγραφική θέση συνδυαζόταν μέ περιορισμένη έκτα ση γιά καλλιέργεια, άναπτύχθηκαν, φυσικά, μέ διαφορετικό τρό πο. Οί πόλεις αύτές ήταν πασίγνωστες γιά τόν μεγάλο άριθμό τών δούλων τους, άν καί τά στοιχεία πού μάς σώζονται άπό τήν άρχαιότητα εΐναι ύπερβολικά. Οί δοΰλοι αύτοί πρέπει νά είχαν είσαχθεΐ ώς άνδράποδα. Γενικά, ή κατάσταση στις πόλεις αύτές άναφορικά μέ τό θέμα τής δουλείας πρέπει, κατά τά φαινόμενα, νά έμοιαζε περισσότερο μέ τής Αθήνας παρά μέ τών δωρικών πόλεων, πού ήταν άμιγέστερα γεωργικές. Στή γενιά τοΰ Σωκράτη, πού δέν άφηνε τίποτε άνεξέταστο, συζητήθηκε καί ή ορθότητα τοΰ θεσμοΰ τής δουλείας. Άκούστηκαν μεμονωμένες φωνές δτι δλοι οί άνθρωποι εΐναι εξίσου άνθρω ποι, καί οτι ή δουλεία εΐναι άντίθετη πρός τή φύση. 'Η άντίκρου215
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ση τοΰ Αριστοτέλη, δτι μερικοί είναι «εκ φύσεως» δοΰλοι, άνίκανοι γιά πλήρη άνθρώπινη λογική, καί χρειάζονται τή θέληση ένός κυρίου γιά νά συμπληρώνει τή δική τους, μας φαίνεται άσύστατη, κι άν άκόμη δέν λαμβάναμε ύπόψη τό γεγονός δτι «φύσει ελεύθε ροι» "Έλληνες ήταν ένδεχόμενο νά γίνουν δοΰλοι σέ κάποιον άτυ χο πόλεμο. Έχουμε μπροστά μας έναν κόσμο δπου ή δουλεία^έ τή μιά ή τήν άλλη μορφή, ήταν φαινόμενο καθολικό, καί δέν υπήρ χε στή μνήμη κανενός έθνους μιά έποχή δπου ή κατάστααττρτά ήταν διαφορετική. Δέν πρέπει νά μάς έκπλήσσει τό γεγονός'οΐι ποτέ δέν ζητήθηκε έντονα ή χειραφέτηση τών δούλων. Έχει^ύποστηριχτεί πειστικά δτι στήν άρχαία Ελλάδα τό οίκονομικ.ο^περιθώριο πέρα άπό τήν απλή έπιβίωση ήταν τόσο στενό, ώστε τό πλεόνασμα πού χρειαζόταν γιά νά χαρίσει στή μειονότητα άνεση χρόνου μποροΰσε νά έξασφαλιστεΐ μόνο μέ τεχνητά φτηνή έργασία. Ά ν αύτό είναι σωστό, δέν ύπήρχαν πολλές έναλλακτικές λύ σεις στήν άρχαία Ελλάδα. 'Η Αθήνα στίς άρχές τοΰ 6ου αιώνα είχε νά διαλέξει άνάμεσα στόν ύποβιβασμό τών πολιτών της σέ δούλους καί στή μαζική εισαγωγή δούλων μέ άγορά άπό τό έξωτερικό. Μόνο μιά πολύ πιό προοδευμένη τεχνολογία, κάτι σάν βιομηχανική έπανάσταση, θά μποροΰσε νά έχει έπηρεάσει άποφασιστικά αύτές τις διαπιστώσεις. Τέλος, υπάρχει τό πρόβλημα κατά πόσο μπορεΐ νά είχε έπηρεάσει τήν πολιτική τοΰ κράτους δλη αύτή ή οικονομική δραστηριότητα, κατανεμημένη δπως ήταν άνάμεσα στούς έλευθέρους, τούς μετοίκους καί τούς δούλους, καί σέ ποιούς τομείς τής οικονομίας τό ΐδιο τό κράτος αισθανόταν ύποχρεωμένο νά παρεμβαίνει. 'Η πίε ση πού μποροΰσε νά άσκήσει κάποια άπό αύτές τις μικρές ιδιωτι κές έπιχειρήσεις ήταν, φυσικά, άμελητέα σέ σύγκριση μέ δ,τι μπορεΐ νά συμβεΐ σήμερα υστέρα άπό παρασκηνιακές πιέσεις με γάλων συμφερόντων, άν καί συλλογικά οί βιοτέχνες καί οί έμπο ροι μποροΰσαν γενικότερα νά έπηρεάζουν τήν πολιτική τοΰ κρά τους. Έ τσ ι, στήν Αθήνα, ό χωρικός πού ζοΰσε σέ κάποιο άπόμακρο χωριό έπρεπε ΐσως νά άφήσει δυο μέρες τή δουλειά του γιά νά έρθει νά ψηφίσει στήν έκκλησία τοΰ δήμου, καί άπό τήν άποψη αύτή μειονεκτοΰσε σαφώς σέ σύγκριση μέ τό βιοτέχνη πού ζοΰσε μέσα στό άστυ* υπήρχαν μερικοί πού έξέφραζαν δυσαρέσκεια γιά τό πόσο πολύ οί μάζες πού ζοΰσαν μέσα στό άστυ μποροΰσαν νά 216
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
ρυθμίζουν τή μοίρα τής Αθήνας. Ά λλά, έκτος άπό τίς περιπτώ σεις πού άφοροΰσαν τά ύλικά τους συμφέροντα, θέματα δηλαδή σχετικά μέ τήν προμήθεια τροφίμων, τίς δικαστικές άμοιβές ή τή διανομή γής σέ κληρουχίες, οί μάζες αύτές άποζητοΰσαν πάνω άπ’ ολα δόξα καί μεγαλεία. 'Η έπέκταση τής ήγεμονίας τής Α θήνας τόν 5ο αιώνα δέν συντελέστηκε μέ τήν πίεση τών έπιχειρη ματιών. "Όπως έχουμε πει, τό κράτος ένδιαφερόταν νά έξασφαλίσει τήν εισαγωγή βασικών άγαθών, καί σημαντικότερη άπ’ δλες ήταν ή εισαγωγή δημητριακών. Βλέπουμε τήν Αθήνα νά απονέμει έπίσημα τιμές σέ άρχοντες τής Κριμαίας, σέ άναγνώριση τών λιμε νικών προνομίων πού παρείχαν στούς Αθηναίους. Μέ τήν πά ροδο τοΰ χρόνου πολλές πόλεις-κράτη, καί 8χι μόνο οί δημοκρα τίες, διόριζαν ειδικούς άρχοντες νά φροντίζουν γιά τήν προμήθεια σιτηρών: κακές σοδειές καί λιμός άνάμεσα στούς φτωχούς ήταν γεγονότα μέ πολιτική σημασία καί έπρεπε νά προλαμβάνονται. Στόν πόλεμο οί προμήθειες τοΰ έχθροΰ άποτελοΰσαν, φυσικά, τόν άντικειμενικό στόχο τών άντιπάλων. Έ τσ ι, τό 427, λίγα δηλαδή χρόνια μετά τήν έναρξη τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, ή Α θ ή να έστειλε μέ πλοία στή Σικελία ένα έκστρατευτικό σώμα, πού άνάμεσα σέ άλλα είχε σκοπό νά διερευνήσει καί τή δυνατότητα τής κατάκτησης τοΰ νησιοΰ, πράγμα πού θά είχε ώς συνέπεια νά άποκοπεΐ στήν πηγή της ή προμήθεια τροφίμων πού προορίζονταν κυρίως γιά τήν Πελοπόννησο. 'Η προμήθεια ύλικών ναυπήγησης άποτελοΰσε άλλο μεγάλο πρόβλημα* εισαγωγέας έδώ ήταν τό ΐδιο τό κράτος, δπως βλέπουμε άπό μιά συμφωνία πού συνομολογήθηκε τό 409 μέ τό βασιλιά Αρχέλαο τής Μακεδονίας γιά τήν εισαγωγή ξυλείας στήν Αθήνα, καί άπό μερικές άλλες συμφωνίες. **Ήταν έπίσης άναγνωρισμένο (καί δχι μόνο άπό τόν Ξενοφώντα στήν πραγματεία πού άναφέραμε παραπάνω) δτι τό κράτος έπρε πε νά ένδιαφέρεται γιά τή γενική ροή τοΰ εμπορίου, πού τοΰ άπέφερε λιμενικά τέλη καί δασμούς. ΙΥ αύτό ή Αθήνα καί άλλα εμπορικά κέντρα έδιναν ιδιαίτερη σημασία στήν κατασκευή λιμε νικών εγκαταστάσεων καί άλλων συναφών κτιρίων καί στή γρή γορη διεκπεραίωση τών δικαστικών ύποθέσεων πού σχετίζονταν μέ τό έμπόριο. Κατά τόν 5ο αιώνα ήταν ήδη συνηθισμένο νά συνά πτουν οί πόλεις-κράτη ειδικές συνθήκες, πού έδιναν στούς πολί τες καθεμιάς κάποια δυνατότητα πρόσβασης στά δικαστήρια τής 217
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
άλλης, γεγονός πού άποτελοΰσε σημαντικό βήμα γιά τήν άνάπτυξη τοΰ έμπορίου άνάμεσά τους. Στούς δικανικούς λόγους πού μάς σώζονται καί άναφέρονται σέ εμπορικές υποθέσεις στήν ’Αθήνα, ό άριθμός τών μή άθηναίων διαδίκων εϊναι, φυσικά, μεγάλος —οί πιό πολλοί εϊναι ξένοι πέρα γιά πέρα, περισσότεροι άκόμη καί ά πό τούς έγκαταστημένους στήν πόλη μετοίκους. Ύπήρχε έπίσης ό θεσμός τών προξένων, πού τά καθήκοντά τους έ'μοιαζαν κάπως μέ τών προξένων πού διατηροΰν σήμερα τά κράτη σέ χώρες τοΰ έξωτερικοΰ* ό πρόξενος δμως τής Μιλήτου ή τής Σπάρτης στήν Α θήνα ήταν άθηναΐος πολίτης, πού άναλάμβανε έθελοντικά νά φροντίζει γιά τά συμφέροντα, δημόσια &αί ιδιωτικά, τών Σπαρ τιατών ή τών Μιλησίων στήν Αθήνα. Ά λλά πέρα άπό τή γενική αύτή φροντίδα γιά τήν ομαλή διεξα γωγή ταΰ έμπορίου, τό κράτος δέν έκανε σχεδόν τίποτε γιά νά προωθήσει τά συμφέροντα τών πολιτών του στό έξωτερικό εμπό ριο. 'Η άναζήτηση άγορών γιά έξαγωγές δέν άποτελοΰσε ποτέ μέρος τής κρατικής πολιτικής. Οί "Έλληνες, φυσικά, γνώριζαν κατά εναν γενικό τρόπο δτι οί άναγκαΐες εισαγωγές τους επρεπε νά έξισορροποΰνται άπό έξαγωγές άποδεκτές άπό τις άλλες πό λεις, άλλά αύτό ήταν ύπόθεση τοΰ ιδιώτη έμπορου* καί, άν πιστέ ψουμε τόν Ξενοφώντα, ή Αθήνα δέν εϊχε προχωρήσει πολύ στή θεωρητική έξέταση τών θεμάτων αύτών. Έκτός άπό αύτό, τήν κλασική έτίοχη μεγάλο μέρος τής βιομηχανίας καί τοΰ έμπορίου 7ΐού εϊχε εδρα τήν Αθήνα βρισκόταν στά χέρια μή άθηναίων πο λιτών, ιδιαίτερα τών μετοίκων* καί, μολονότι άναγνωριζόταν ί σως ή χρησιμότητά τους γιά τήν Αθήνα, ή πόλη δέν θά ήταν διατεθειμένη νά ύποβληθεΐ σέ μεγάλες θυσίες, καί πολύ λιγότερο νά κηρύξει πόλεμο, γιά χάρη τών συμφερόντων τους. Ώστόσο, τίθεται τό έρώτημα άν τό κράτος ήταν έντελώς άδιάφορο σέ παλαιότερες έποχές, προτοΰ άναπτυχθεΐ τό σύστημα τών μετοίκων καί έπικρατήσει τόσο πολύ στίς άνώτερες κοινωνι κές τάξεις τό ιδανικό τοΰ έλεύθερου χρόνου γιά πνευματική καλ λιέργεια. Δέν υπάρχει άμφιβολία δτι τά κίνητρα τών ήγετών τής άποικιακής κίνησης ήταν, άποκλειστικά σχεδόν, άγροτικά* δπως δμως άναφέραμε παραπάνω, μάς εϊναι δύσκολο νά υποθέσουμε δτι τό κράτος τής Μιλήτου δέν εϊχε έπίγνωση δτι θά άποκόμιζε κάποια έμπορικά οφέλη, άν ίδρυε πολλές άποικίες Μιλησίων στίς -παραλίες καί στίς προσβάσεις τής Μαύρης Θάλασσας, ή δτι ή 218
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ
Χαλκίδα δέν εΐχε στό νοΰ της τά ταξίδια τών έμπορικών της πλοίων, δταν Χαλκιδεΐς άποίκιζαν καί τίς δυο πλευρές τών Στε νών τής Μεσσήνης. Πολλές τέτοιες εικασίες έ'χουν γίνει καί σχε τικά μέ τόν πρωιμότατο πόλεμο άνάμεσα στις δυο μεγάλες πό λεις τής Εύβοιας, τή Χαλκίδα καί τήν Ερέτρια, δηλαδή γιά τή σύγκρουση πού ονομάστηκε, άπό τό ονομα τής εύβοϊκής πεδιά δας1 γιά τήν όποια πολέμησαν, Αιλάντιος Πόλεμος. Γνωρίζουμε δτι ό πόλεμος αύτός υπήρξε σημαντικό γεγονός πού έ'ζησε στή μνήμη τών άνθρώπων, γιατί ό Θουκυδίδης [1, 15, 3] τόν άναφέρει ώς εξαίρεση τοΰ κανόνα δτι δέν ύπήρξαν σπουδαίες συμπρά ξεις άνάμεσα σέ ελληνικές πόλεις-κράτη τήν πρώιμη έκείνη έπο χή·, καί λέει δτι γενικά ό έλληνικός κόσμος τάχθηκε τότε μέ τό μέρος τοΰ ένός ή τοΰ άλλου άπό τούς εμπολέμους. Οί πενιχρές μαρτυρίες μας συγκλίνουν στά τέλη τοΰ 8ου αιώνα καί μάς παρα δίδουν δύο περιπτώσεις δπου άποικοι ένός κράτους πού εΐχε τα χθεί μέ τό μέρος τοΰ ένός έξορίστηκαν άπό μιά άποικία άπό έκείνους πού είχαν ταχθεί μέ τό μέρος τοΰ άλλου. 'Η συμπαγής πα ρουσία τών χαλκιδικών αποικιών στή βορειοανατολική Σικελία άνήκει χρονικά στήν έποχή περίπου τοΰ Λιλάντιου Πολέμου, ένώ μετά τήν ίδρυση τής Κύμης (μιά γενιά πιό πριν) ή Ερέτρια δέν παίζει πιά ρόλο στόν άποικισμό τής Δύσης* άπό τήν άλλη, στήν Ανατολή, δύο άπό τούς συμμάχους τής Ερέτριας, ή Μίλητος καί τά Μέγαρα, πέτυχαν τόν 7ο αιώνα τή μονοπώληση σχεδόν τοΰ άποικισμοΰ πρός τήν κατεύθυνση τής Μαύρης Θάλασσας. Όποιο κι άν ήταν τό άποτέλεσμα τοΰ πολέμου στήν πατρίδα τους, τήν Εύβοια, μιά άπό τίς συνέπειές του στό έξωτερικό ήταν, δπως φαί νεται, κάποια διαίρεση τής περιοχής άποικισμοΰ σέ σφαίρες έπιρροής. Δέν πρέπει, ώστόσο, νά συμπεράνουμε δτι ό πόλεμος έ'γινε γιά νά διευθετηθούν τέτοια θέματα. Ό Λιλάντιος Πόλεμος άνήκει στά γεγονότα πού απέχουν πολύ άπό τήν πρώτη τους καταγραφή, καί δέν έχουμε πολλές έλπίδες νά έπιβεβαιώσουμε τό συμπέρα σμα αύτό* μάς λείπει έπίσης ή γνώση τών ιστορικών συμφραζομένων πού θά μπορούσαν νά τό εξηγήσουν* οί συνέπειες τοΰ πο λέμου έκείνου ένδέχεται νά εΐναι συμπτωματικές. Πρόκειται γιά κάτι διαφορετικό, δταν προβάλλονται οικονομι κά αίτια γιά τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο πρός τό τέλος τοΰ 5ου 1. [’Ονομαζόταν Λιλάντιον (ή Λήλαντον) πεδίον, άπό τόν ποταμό Λίλαντον (ή Λήλαντον).]
219
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
αιώνα, μέσα στό άπλετο φως τής ιστορίας τής κλασικής εποχής. Ή ύπόθεση αύτή είναι έδώ περισσότερο βάσιμη, γιατί ή τελευ ταία ενέργεια τής Αθήνας πριν άπό τήν έναρξη τοΰ πολέμου μοιά ζει σάν μέτρο οίκονομικοΰ πολέμου: τό περιβόητο μεγαρικό ψή φισμα, μέ τό όποιο άποκλείονταν οί μεγαρεΐς έμποροι άπό δλες τίς άγορές καί τά λιμάνια τής Αθηναϊκής Συμμαχίας* καί γιατί οί σύγχρονοι είχαν διάφορες θεωρίες γιά τούς ύποπτους, ίσως, καί μυστικούς λόγους γιά τούς οποίους ό Περικλής δέν άφησε νά ρυθμιστεί ή διαμάχη, μιά καί οί δημόσιες έξήγήσεις του δέν είναι έντελώς πειστικές. Θά έκανε δμως κανείς πολύ κακή χρήση τών μαρτυριών, άν έβλεπε πίσω άπό τόν Περικλή τήν ολέθρια επιρροή μιας ομάδας έμπορων, πού έπιδίωκαν τήν επέκταση τοΰ εμπορίου τοΰ Πειραιά, ή άκόμη καί τήν έπιρροή μεμονωμένων πλουσίων. Ό π ω ς έχουμε πεΐ,τό έλληνικό έμπόριο δέν ήταν οργανωμένο έτσι ώστε νά μ*πορεΐ νά άσκεΐ τέτοιες πιέσεις, καί εΐναι άπίθανο δτι ένα γεγονός τέτοιου είδους θά ξέφευγε έντελώς άπό τήν προσοχή τών άνθρώπων τής έποχής. "Οταν ή σπαρτιατική λαϊκή συνέλευ ση, ή άπέλλα, άποφάσισε μέ ψηφοφορία τόν πόλεμο, καί ή άθηναϊκή λαϊκή συνέλευση, ή έκκλησία τοΰ δήμου, άπέρριψε τό σπαρ τιατικό τελεσίγραφο, οί ψηφοφόροι άσφαλώς έπηρεάστηκαν άπό τό είδος τών έπιχειρημάτων πού πρόβαλαν οί σύγχρονοί τους: δη λαδή άπό τή μιά πλευρά δτι ή Σπάρτη εΐχε άγαν ακτή σε ι μέ τήν τυραννία τής Αθήνας, καί άπό τήν άλλη δτι ή 'Αθήνα είχε χάσει τήν ύπομονή της, έπειδή ή Σπάρτη τής ύπαγόρευε ποιά πολιτι κή θά άκολουθήσει. Οί συζητήσεις γύρω άπό τήν οικονομία τής άρχαίας Ελλάδας φαίνεται δτι βρίσκονται άκόμη στό στάδιο τοΰ καθορισμού τών άρχών στις όποιες πρέπει νά βασιστεί άπό δώ καί πέρα ή έπιχειρηματολογία. Ό πρώτος ένθουσιασμός πού προκάλεσε ή δοκιμή τής χρήσης οικονομικών θεωριών οδήγησε σέ άβάσιμες νεοτεριστικές ερμηνείες, πού πρέπει άσφαλώς νά πεταχτοΰν στό καλάθι τών άχρήστων* εΐναι ορθό, καί πρέπει νά έπιμείνουμε σ’ αύτό, δτι στήν οικονομία τής άρχαίας Ελλάδας δέν εΐναι έφαρμόσιμες οί παραδεδεγμένες άρχές τής οικονομίας τοΰ 19ου αιώνα* ώστόσο ή άντίδρασή μας δέν ύπάρχει λόγος νά ύπερβεΐ τά δρια, σέ σημείο νά άγνοήσουμε τήν έπίδράση τοΰ έμπορίου σέ ολόκληρη τήν ιστο ρία τής άρχαίας Ελλάδας. "Ενα άλλο παράδοξο εΐναι δτι ή μαρξι στική έρμηνεία τής άρχαίας έλληνικής ιστορίας, στήν Α γγλία 220
ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΤΛΟΙ
τουλάχιστον, προσπαθούσε πάντοτε νά βρίσκει τά εμφανή οικο νομικά κίνητρα, καί νά άρκεΐται, λόγου χάρη, στή θεωρία δτι ό άθηναΐος τύραννος Πεισίστρατος ήταν μεγιστάνας τών μεταλλω ρυχείων. Υποθέτω δτι οί μαρξιστές θά κατέληγαν σέ χρησιμότε ρα συμπεράσματα άν προσπαθούσαν νά άποκαλύψουν τήν κρυφή οικονομική βάση τών τάσεων γιά πολιτική δύναμη καί δόξα, πού φαινομενικά παρακινούσαν τις ελληνικές πόλεις-κράτη στίς ένέργειές τους. Οί μαρτυρίες πού έχουμε γιά τήν άρχαία ελληνική οι κονομία θά παραμείνουν πάντα πάρα πολύ άποσπασματικές γιά νά μπορέσουμε νά προχωρήσουμε σέ όποιοδήποτε είδος ποσοτι κής άνάλυσης: πάντως, έτσι ή άλλιώς, υπάρχουν άκόμη περιθώ ρια γιά νά διερευνηθεΐ περισσότερο ή θέση πού εϊχαν πράγματι στή ζωή τής άρχαίας έλληνικής κοινωνίας τό έμπόριο καί ή βιο μηχανία.
221
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
Οί άρχαΐοι "Έλληνες δαπανούσαν πολύ χρόνο πολεμώντας μεταξύ τους* γενικά, δμως, δέν άγαποΰσαν πολύ τόν πόλεμο. Ό πόλεμος δέν τούς έλειπε ποτέ, διαμόρφωνε τή σκέψη και τήν πολιτική τους, καί ή πολεμική άρετή κατείχε άν από φευκτά ύψηλή θέση στήν κλίμακα τών άξιών τους* λίγοι δμως λαοί έχουν έκφράσει δυνατότερα, μέ τούς ποιητές καί τούς ιστορικούς τους, τήν αίσθη ση τής εύλογίας πού φέρνει ή ειρήνη —ή ειρήνη πού ποτέ δέν μπό ρεσαν νά τή χαροΰν. ?Ηταν φιλοπόλεμοι έξαιτίας τών περιστά σεων μάλλον, παρά μιλιταριστές άπό κλίση, καί οί τεχνολογικές συμβολές τους στήν πολεμική τέχνη δέν ήταν καί τόσο πολλές. *Η σπουδαιότερη καινοτομία χρονολογείται νωρίς, στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα: ήταν ο_μαζικό^ σγηματισμο£ τοΰ βαριά οπλισμένου πεζικοΰΤ^ήλαδη^τών οπλιτών, πού τούς άναφέραμε ήδη σέ προηγού μενα κεφάλαια αύτοΰ τοΰ βιβλίου. Ό σχηματισμός αύτος τούς έξυπηρετοΰσε πολύ στούς έσωτερικούς πολέμους, και τους έξασφάλιζε σεβασμό στούς έξωτερικούς γιά κάμποσους αιώνες. Στή διάρκεια δμως τής κλασικής περιόδου έπαψε βαθμιαία νά εϊναι άποτελεσματικός στό έσωτερικό τής Ελλάδας. Οί καινούριες εξε λίξεις στήν τεχνική τοΰ πολέμου, δταν χρειάστηκαν, προήλθαν άπό τούς Μακεδόνες, άπό τόν Φίλιππο καί τόν Αλέξανδρο, καί δχι άπό στρατηγούς τής Ελλάδας. Έ κ πρώτης οψεως εϊναι νά άπορεΐ κανείς πού μιά χώρα ορει νή, σάν τήν Ελλάδα, έπρεπε νά βασίζεται σέ μαχητές φορτωμέ νους μέ τόσο μέταλλο. 'Τπήρχαν πολλά εύκολοϋπεράσπιστα πε ράσματα, καί θά περίμενε κανείς δτι θά ήταν πιό κατάλληλα τά έλαφρά οπλισμένα καί εύκίνητα στρατεύματα. "Όπως πάντοτε συμβαίνει, ό έξοπλισμός καί ή τακτική καθορίζονταν άνάλογα μέ τόν άντικειμενικό σκοπό, σ’ αύτή τήν περίπτωση άπό τήν καλ λιεργήσιμη πεδινή έκταση τοΰ έχθροΰ, σέ έδαφος ομαλό καί έπί πεδο. "Όποιος άπό τούς δυο άντιπάλους μποροΰσε νά γίνει κύριος τής πεδιάδας τοΰ άλλου, μποροΰσε νά καταστρέψει καί τή γεωρ223
Α ΡΧ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γική παραγωγή του* ή εξασφάλιση τής διατροφής στις ελληνικές πόλεις εΐχε στενά περιθώρια, καί αύτό σήμαινε δτι λίγες πόλειςκράτη μπορούσαν νά άντέξουν σέ μιά τέτοια καταστροφή δυο συ νεχόμενα χρόνια, άκόμη κι άν κατάφερναν τόν πρώτο χρόνο νά άποφύγουν τή συνθηκολόγηση. Ό μαζικός σχηματισμός οπλιτών άποδείχτηκε φοβερό δπλο σ’ αύτό τό είδος τοΰ πολέμου, καί εΐχε σημαντικές κοινωνικές καί πολιτικές συνέπειες. Οί προϋποθέσεις τοΰ όπλιτικοΰ πολέμου, δηλαδή ή σταθερή πειθαρχία καί ή έμμο νη άρνηση γιά υποχώρηση, διαμόρφωσαν τήν κλασική άντίληψη γιά τό πώς έπρεπε νά εΐναι ό σωστός άνδρας. ΛΩς ένα βαθμό οί μονομαχίες τών ήρώων τοΰ Όμήρου υπάρχουν γιά νά έξυπηρετοΰν τό μύθο, πού ένδιαφέρεται γιά τά κατορθώ ματα τών ήρώων, ένώ τό μεγάλο πλήθος τοΰ στρατοΰ ό ποιητής τό άγνοεΐ, άφιερώνοντάς του τό πολύ πολύ μιά σύντομη παρο μοίωση* άλλά οί μονομαχίες αύτές εΐναι, κατά κάποιον τρόπο, καί ρεαλιστικές, άφοΰ ό προοπλιτικός πόλεμος στηριζόταν πολύ λιγότερο στούς μεγάλους σχηματισμούς καί πολύ περισσότερο στήν άτομική άνδρεία. 'Η διαδικασία τής μονομαχίας τών ήρώων ήτοςν ή εξής: πρώτα έριχνε ό ένας έναντίον τοΰ άλλου τό άκόντιό του άπό κάποια άπόσταση, καί, άν τά άκόντια άστοχοΰσαν, οί ήρωες πλησίαζαν καί μονομαχοΰσαν μέ τά ξίφη. Ό άμυντικός τους ο πλισμός ήταν ποικίλος καί άποτελοΰσε πλούσια πηγή ποιητικών περιγραφών: τά συνηθέστερα στοιχεία του ήταν μιά στρογγυλή δερμάτινη άσπίδα, κρεμασμένη μέ λουρί άπό τό λαιμό καί τούς ώμους, δερμάτινα χιτώνια καί περικεφαλαίες διαφόρων τύπων. Οί περικνημίδες πού προστάτευαν τά σκέλη φαίνεται, άπ’ δσα λέει ό ποιητής, δτι ήταν μάλλον χαρακτηριστικό τής έλληνικής πλευ ράς. Τά άρματά τους τά χρησιμοποιούσαν γιά νά πηγαινοέρχον ται στό πεδίο τής μάχης, άν καί ό γερο-Νέστορας θυμάται κάποια στιγμή τή συνήθεια τών προγόνων τους νά μάχονται μέ σχηματι σμούς άρμάτων. Πρόκειται γιά μέθοδο πρρερχόμενη άπό τό έξωτερικό, καί προφανώς άκατάλληλη γιά τό ελληνικό έδαφος. 'Ωστόσο, ή προσεκτική καταγραφή άρμάτων στις μυκηναϊκές πινα κίδες ύποδηλώνει δτι ή ανάμνηση τοΰ Νέστορα στηριζόταν σέ γνήσιες, έστω καί άμυδρές, μνήμες. Ό Αριστοτέλης ισχυρίζεται δτι υπήρξε μιά περίοδος τής πρώ ιμης έλληνικής ιστορίας δπου τό ιππικό κυριαρχούσε στό πεδίο 224
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΤΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΤΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
τής μάχης, καί συσχετίζει τό γεγονός αύτό μέ τήν πολιτική δύνα μη τών ιππέων* υποστηρίζει έπίσης δτι άλλαγή στή βάση τής πο λιτικής δύναμης σημειώθηκε δταν τό κύριο βάρος τής άμυνας τής πόλης-κράτους έπεσε στό εύρύτερο σώμα τών οργανωμένων οπλι τών. Είναι σαφές δτι τά άλογα, γιά πόλεμο ή γιά ιπποδρομίες, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στή ζωή τών παλαιών άριστοκρατών, άλλά δέν είναι εύκολο νά τεκμηριωθεί πότε τό ιππικό υπήρξε πα ράγοντας πραγματικά άποφασιστικός στό πεδίο τής μάχης. Σέ μεταγενέστερες έποχές, οί ιππείς έκτελοΰσαν χρέη άνιχνευτών ή χρησιμοποιούνταν γιά νά παρενοχλοΰν μιά δύναμη πεζικού καί νά τής περιορίζουν τήν έλευθερία κινήσεων. Στήν άρχαιότητα δμως δέν χρησιμοποιούσαν άναβολεΐς, καί ήταν εύκολο νά ρίξει κανείς κάτω τόν ιππέα. ’Έτσι, δέν ήταν δυνατό νά έπιτεθοΰν ιππείς σέ έναν συμπαγή σχηματισμό πεζικού. Οί παλαιοί άριστοκράτες, δ πως καί οί ομηρικοί πρόγονοί τους, χρησιμοποιούσαν ΐσως τά ά λογα γιά νά πηγαινοέρχονται στό πεδίο τής μάχης, άλλά μάχον ταν πεζοί. Οί σημαντικές άλλαγές έγιναν άσφαλώς στόν τρόπο πού μαχόταν τό πεζικό, καί οί άλλαγές αύτές είχαν τό άποτέλεσμα πού μάς λέει ό Αριστοτέλης. Ή βασική εξάρτυση τοΰ οπλίτη ήταν ενας θώρακας πού κάλυ πτε τό μεγαλύτερο μέρος τοΰ σώματός του, κατασκευασμένος ά πό μέταλλο ή μεταλλικά ελάσματα, προσαρμοσμένα σέ μιά πιό εύκαμπτη βάση* έπίσης, μιά άσπίδα, πού δέν κρεμόταν άπό ιμάν τα, άλλά ειχε στήν εσωτερική της πλευρά μιά λωρίδα σταθερά προσαρμοσμένη στό κέντρο, δπου περνοΰσε ό αριστερός βραχίο νας ώς τόν αγκώνα, ένώ τό χέρι έπιανε μιά λαβή κοντά στήν περι φέρεια τής άσπίδας* άκόμη, μιά μεταλλική περικεφαλαία, σχεδόν πάντοτε μέ λοφίο, καί μεταλλικές περικνημίδες. Τό άκόντιο δέν τό έριχναν, άλλά τό κρατούσαν σταθερά, γιά νά πλήξουν τόν άντίπαλο, εΐτε χτυπώντας άπό ψηλά, στό λαιμό του, εΐτε άπό χαμη λά, κάτω άπό τό σημείο δπου τελείωνε ό θώρακάς του. Ό οπλί της ειχε εφεδρικά καί ενα κοντό ξίφος ή εγχειρίδιο. Ά πό τά υ πάρχοντα στοιχεία φαίνεται δτι τά έπιμέρους τμήματα τής πανο πλίας αύτής, πού είσάγονταν άπό διάφορα μέρη, υίοθετήθηκαν σέ δ ια φ ο ρ ική έποχή τό καθένα, άρχίζοντας άπό τά τέλη τοΰ 8ου αιώνα.(Άσφαλώς ο άμυντικός οπλισμός θά ήταν πολύτιμος γιά τό παλαιοτερο είδος μάχης σώμα μέ σώμα, καί ή εισαγωγή τών τμημάτων αύτών τής πανοπλίας δέν άποδεικνύει άπό μόνη της τ ί 225
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποτε άλλο, παρά άνοδο τοΰ βιοτικοΰ επιπέδου καί αύξηση τών ει καιριών νά υίοθετοΰν οί Έλληνες νεοτερισμούς άπό τό έξωτερικό Λιγότερο εύκολο είναι νά καθοριστεί πότε άκριβώς χρησιμοποιήθηκαν σέ σχηματισμό μάχης αύτά τά δπλα. Ό άρχαΐος άγγειογράφος, φυσικά, ζωγράφιζε μεμονωμένες μορφές, καί τοΰ ή ταν δύσκολο νά άπεικονίσει συντεταγμένη φάλαγγα μάχης στόν περιορισμένο χώρο πού διέθετε. Ωστόσο, διάφορες ένδείξεις συγ κλίνουν καί μας οδηγοΰν νά τοποθετήσουμε τή μεταβατική φάση κάπου στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα. .Μόλις δοκιμάστηκε μέ έπιτυχία ό νέος σχηματισμός, διαδόθηκε μέ ταχύτητα σέ δλη τή νότια Ε λ λάδα. Άπαιτοΰσε μιά παράταξη σέ άρκετό βάθος, συνήθως οκτώ άνδρών, πού".ή επιθετική τους ορμή είχε έ'τσι πίσω της άξιόλογο βάρος. Ά ν μέ τήν πρώτη σύγκρουση δέν διαλυόταν ή μιά ή ή άλ λη παράταξη, άκολουθοΰσε ένα συγκεχυμένο άλληλοσπρώξιμο ώσπου κάποια άπό τίς δυο πλευρές ύποχωροΰσε. Ά πό τή στιγμή πού διαλυόταν ή παράταξη, δέν ήταν πια εδκολο νά άνασυνταχθεΐ, καί ή πλευρά πού διατηροΰσε τό σχηματισμό της συνήθως ετρεπε τήν άλλη σέ φυγή. "Ενας λόγος γ ι’ αύτό ήταν δτι ή όπλιτική ασπί δα, πού κρατιόταν πιό σταθερά άπό τόν παλιό τύπο άσπίδας μέ τή μία χειρολαβή στό κέντρο, δέν εΐχε μεγάλο περιθώριο εύελιξίας, καί δέν ήταν δυνατό νά τή γυρίσει κανείς δεξιά γιά νά καλύ ψει τή δεξιά του πλευρά. Αύτή ή πλευρά του καλυπτόταν, ώς ενα βαθμό, δσο ή παράταξη έ'μενε άδιάσπαστη, άπό τό άρπστερό μισό τής άσπίδας τοΰ διπλανοΰ του συμπολεμιστή. "Οταν δμως έμενε μόνος του, ή δεξιά του πλευρά ήταν άπροστάτευτη. Δύο πράγματα ήταν άπαραίτητα γιά τούς οπλίτες: ή οικονο μική εύχέρεια νά άγοράζουν τόν οπλισμό τους, πού δέν τόν χορηγοΰσε τό κράτος, καί ή ικανότητα νά συνεργάζονται σέ σχηματι σμό μάχης. Ώ ς πρός τό πρώτο, κάθε άγρότης δέν εΐχε πάντοτε τήν οικονομική εύχέρεια νά άγοράζει τήν πανοπλία* άλλά καί μό νο οί άριθμοί οπλιτών πού παρατάσσονταν στό πεδίο τής μάχης τήν κλασική έποχή άρκοΰν γιά νά μάς δείξουν δτι στό στρατό πε ριλαμβάνονταν τά πιό εύκατάστατα μέλη τής κοινωνικής τάξης πού θά μπορούσαμε νά ονομάσουμε μέση τάξη, καί δχι πιά μόνο οί ήρωες υψηλής καταγωγής ή οί άργόσχολοι εύγενεΐς. Δέν χρειά ζεται νά τονιστεί ή κοινωνική καί πολιτική σημασία αύτής τής διαπίστωσης. Πιό δύσκολο εΐναι νά έχουμε σαφή εικόνα γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο οί διάφορες πόλεις-κράτη έκπαίδευαν στρα226
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΤΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
ίωτικά τούς πολίτες τους —πέρα άπό τό ένα ή τά δυο χρόνια βα σικής εκπαίδευσης, πού έπρεπε παντού σχεδόν νά περάσουν οί νέοι κάπου άνάμεσα στά δεκαοχτώ καί τά είκοσι χρόνια τους. Πάντως, είναι δύσκολο νά καταλάβουμε πώς μπορούσαν κάν νά έπιζοΰν οί ελληνικοί στρατοί χωρίς κάποιες στρατιωτικές άσκήσεις σέ καιρό ειρήνης, καί θά μπορούσαμε νά υποθέσουμε δτι οί ομαδικές άσκήσεις αύτοΰ τοΰ είδους άποτελοΰσαν σημαντικό πα ράγοντα γιά τή γενική κοινωνική συνοχή τής όπλιτικής τάξης. Γιά τά στρατιωτικά γυμνάσια σέ καιρό ειρήνης δέν έχουμε πολλές πληροφορίες ουτε κάν γιά τούς Σπαρτιάτες, τούς ειδικούς σ’ αύτό τό είδος πολέμου, πρύ ό Ξενοφών τούς περιγράφει ώς «τε χνίτες τοΰ πολέμου», σέ άντίθεση πρός τίς αυτοσχέδιες πολιτο φυλακές άλλων πόλεων. Τοΰ άρεσαν ιδιαίτερα οί τεχνικές λεπτο μέρειες τών άσκήσεών τους —λόγου χάρη, ό τρόπος τους νά άποσπώνται σέ σχηματισμό άπό μιά φάλαγγα πορείας, γιά νά άντιμετωπίσουν μιά επίθεση άπό εμπρός ή άπό τά πλάγια. Ό Ξενο φών έπισημαίνει δτι ή άσκηση αύτή δέν ήταν, δπως νόμιζαν άλλοι έσφαλμένα, υπόθεση πολύπλοκη, άλλά βασικά άπλή, άν καί άπαιτοΰσε έξάσκηση γιά νά γίνεται μέ ακρίβεια. Τονίζει έπίσης ό Ξε νοφών δτι οί "Έλληνες τών άλλων πόλεων δέν μποροΰσαν νά σχη ματίσουν τήν παράταξή τους παρά μόνο άν είχαν δεξιά καί αρι στερά τους γνωστά πρόσωπα, τούς συνηθισμένους συντρόφους τους, ένώ οί Σπαρτιάτες, άκόμη καί άν διαλυόταν ή παράταξή τους, ήταν σέ θέση νά άνασυνταχτοΰν δποιος καί άν ήταν δεξιά ή άριστερά, μπροστά ή πίσω τους. 'Η έπίκριση αύτή υποδηλώνει μάλλον δτι οί άλλοι "Έλληνες πραγματοποιοΰσαν ομαδικές στρα τιωτικές άσκήσεις —τουλάχιστον οί μικρότερες μονάδες— σέ πε ριορισμένη τοπική βάση. Στήν Αθήνα αύτό μποροΰσε νά γίνει στό έπίπεδο τής τριττνος (βλ. σ. 132), πού άποτελοΰσε σέ δλες σχεδόν τίς περιπτώσεις μιά συγκεκριμένη περιοχή καί παρείχε στήν ταξιαρχία τής φυλής μιά ύπομονάδα πού τά μέλη της ήταν μεταξύ τους γείτονες. Ά λλά τά λίγα πού γνωρίζουμε γιά τό σύ στημα μέ τό οποίο καλοΰσαν τούς οπλίτες μιας άθηναϊκής στρα τιάς δέν δείχνουν δτι αύτή ή ύπομονάδα ήταν πιθανό νά καλείται ώς σύνολο. Ό Θουκυδίδης έπαινεί ιδιαίτερα τό σπαρτιατικό σύ στημα μεταβίβασης διαταγών άπό τό στρατηγό ώς τό διμοιρίτη, σύστημα πού δέν φαίνεται νά ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο, δπως μάς τό περιγράφει. Μάς άφήνει νά συμπεράνουμε δτι οί στρατοί άλ227
{
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
λων ελληνικών πόλεων, δπως και τής Αθήνας, ήταν λιγότερο κα λά διαρθρωμένοι καί συνήθιζαν νά κατευθύνουν τις κινήσεις τους μόνο μέ συγκεχυμένες κραυγές. Είναι πολύ πιθανό οτι τό γενικό έπίπεδο τών στρατιωτικών τους άσκήσεων ήταν χαμηλότερο άπό ο,τι έχουμε τήν τάση νά φανταζόμαστε. Ή τεχνική υπεροχή τών Σπαρτιατών ήταν ασφαλώς άπόρροια άσκήσεων σέ καιρό ειρήνης* άλλά δύσκολα θά μπορούσαμε νά φανταστούμε δτι οί άλλες πόλεις-κράτη άρκοΰνταν στήν περίοδο τής βασικής εκπαίδευσης τής νεολαίας τους, καί επαναπαύονταν έκτοτε στήν πείρα πού πολύ συχνά άποκτοΰσαν τά στρατεύματά τους σέ πραγματικούς πολέ μους. Ή Σπάρτη μάς θέτει άλλα προβλήματα. Οί περισσότερες πόλεις-κράτη οργάνωναν τούς στρατούς τους κατά φυλές, δπως περιγράψαμε στό 5ο κεφάλαιο, μέ βάση τή συγγένεια ή τόν τόπο κατοικίας, καί οί υποδιαιρέσεις, δπως καί άν τις ονόμαζαν, άκολουθοΰσαν τήν ίδια οργανωτική άρχή δπως ή φυλή. Ή Σπάρτη είναι βέβαιο δτι ειχε κάποτε, στό μακρινό παρελθόν, ενα στρατό οργανωμένο μέ βάση τό σύστημα τής φυλετικής συγγένειας καί, άργότερα, μέ βάση τό σύστημα τής έντοπιότητας. Ά λλά τόν σπαρτιατικό στρατό πού γνώριζε ό Ξενοφών τόν άποτελοΰσαν εξι μεγάλες μονάδες, πού μάς είναι έντελώς άγνωστη ή οργανωτική τους βάση. Πατέρας καί γιός ήταν ένδεχόμενο νά άνήκουν σέ διαφορετική μονάδα, ένώ ύπήρχαν οπλίτες άπό τήν πόλη τών Ά μ υκλών σέ δλες τις μονάδες. Τό σύστημα λοιπόν δέν ήταν μόνο το πικό ή μόνο φυλετικό, άλλά βασιζόταν σέ κάποια άλλη άρχή έπιλογής, γιά τήν οποία τό μόνο πού μπορούμε νά ποΰμε είναι δτι πρόβλεπε ίση κατανομή τών διαφόρων ομάδων ηλικίας· στίς διά φορες μονάδες. Εξάλλου, καθώς ή σπαρτιατική άριστοκρατία έλαττωνόταν αριθμητικά, αύξανόταν αντίστοιχα τό ποσοστό τών περίοικων στό στρατό* καί, ένώ μπορούμε εύκολα νά ποΰμε δτι οί Σπαρτιάτες, πού δέν έργάζονταν, μιά καί δούλευαν γ ι’ αύτούς οί είλωτες, διέθεταν περισσότερο χρόνο άπό τούς άλλους "Ελληνες γιά πολεμικές άσκήσεις, προφανώς δέν ίσχυε τό ίδιο καί γιά τούς περίοικους. Δέν έχουμε ιδέα πώς γινόταν ή επιλογή τών περίοι κων γιά τις μον.άδες δπου ύπηρετοΰσαν. Μποροΰμε μόνο νά υπο θέσουμε δτι γιά ένα διάστημα άπομακρύνονταν άπό τις συνηθι σμένες έργασίες τους καί γυμνάζονταν ύπό τις διαταγές τών Σπαρτιατών. Καί ό θαυμασμός πού έκφράζουν άνεπιφύλακτα ό 228
<
,
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΤΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
Ξενοφών καί άλλοι γιά τή σπαρτιατική πολεμική άρετή έχει ση μασία νά μήν ξεχνούμε δτι ώς ένα βαθμό άνήκει πράγματι στούς περίοικους. 'Η Σπάρτη άποτελοΰσε έπίσης υπόδειγμα γιά τήν οργάνωση τής στρατιωτικής επιμελητείας της. Ό Ξενοφών εντυπωσιάστη κε πολύ άπό ένα σύστημα πού καθόριζε άπό πριν τό άκριβές φορ τίο πού έπρεπε νά μεταφέρει κάθε άμαξα, γεγονός πού μάς έπιτρέπει νά συμπεράνουμε δτι ό έφοδιασμός τοΰ στρατοΰ άλλων πό λεων ήταν πολύ λιγότερο οργανωμένος. Τά άλλα όπλα έκτος άπό τό πεζικό δέν είχαν μεγάλη σπουδαιότητα. "Όπως είπαμε ήδη, ό ρόλος τοΰ ίππικοΰ δέν ήταν μεγάλος. Φαίνεται δτι, γιά ένα διά στημα, οί κυριότερες πόλεις-κράτη τής νότιας Ελλάδας έπαψαν άκόμη καί νά διατηροΰν κανονικά ιππικές δυνάμεις* καί, μολονότι έχουμε κάποια άναβίωση γύρω στά μέσα τοΰ 5ου αιώνα, τό σπαρ τιατικό ιππικό δέν άπέκτησε ποτέ μεγάλη σπουδαιότητα —ενα φαινόμενο παραμέλησης, πού δείχνει τήν περιορισμένη σημασία τοΰ ίππικοΰ στις οπλιτικές εκστρατείες. Χρησιμοποιούσαν έπί σης τοξότες* συχνά μάλιστα στρατολογούσαν γ ι’ αύτόν τό σκοπό ώς μισθοφόρους Κρήτες, άλλά ή χρησιμότητά τους ήταν περιορι σμένη, γιατί τό τόξο δέν ήταν δπλο άκριβείας σέ άπόσταση με γαλύτερη άπό τά 180 μέτρα, καί οί τοξότες δέν τολμούσαν νά πλησιάσουν πολύ κοντά. 'Τπήρχαν έπίσης σφενδονιστές καί άλλοι έλαφρά οπλισμένοι, μέ όποιαδήποτε όπλα είχαν στή διάθεσή τους, άλλά μέ περιορισμένο άμυντικό οπλισμό. Συγκεντρώνονταν συνή θως γύρω άπό τό πεδίο τής μάχης σέ μεγάλους άριθμούς, καί ήταν χρήσιμοι στις προκαταρκτικές άψιμαχίες ή γιά τήν παρενό χληση τών ύποχωρούντων. Οί Σπαρτιάτες, έχοντας στρατό αύτοΰ τοΰ είδους, κέρδισαν άρχικά τήν ύπεροχή τους σέ κανονικές μάχες έναντίον γειτονικών εχθρών πού πολεμούσαν μέ τούς παραδοσιακούς κανόνες. Τά ίδια δπλα καί ή ίδια τακτική κυριάρχησαν καί κατά τήν άπόκρουση της εισβολής τών έλαφρά οπλισμένων Περσών, οί όποιοι στηρί ζονταν πολύ περισσότερο στούς τοξότες καί στούς ιππείς τους, άδύναμους μπροστά στήν έλληνική γραμμή παράταξης, άν έμενε σταθερή. Στόν Πελοποννησιακό Πόλεμο δμως ή συνηθισμένη στρατηγική τής έρήμωσης δέν εύνοοΰσε τή Σπάρτη, γιατί ή Α θήνα συνδεόταν τώρα μέ τό λιμάνι τοΰ Πειραιά μέ ένα μακρό δι πλό τείχος, καί βάσιζε τή συντήρησή της σέ είσαγόμενες προμή229
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
θείες. Παρά τίς έντονες διαμαρτυρίες γιά τήν πολιτική αύτή τοΰ Περικλή, πού ήταν τόσο ξένη πρός ολους τούς συμβατικούς κανό νες τοΰ έλληνικοΰ πολέμου, ό άθηναϊκός στρατός δέν βγήκε ουτε μιά φορά άπό τά τείχη γιά νά άντιμετωπίσει τίς ασύγκριτα άνώτερες πελοποννησιακές δυνάμεις, πού άφέθηκαν ελεύθερες νά κα ταστρέφουν οτιδήποτε μπορούσαν νά βροΰν στήν έγκαταλειμμένη ύπαιθρο. Ή καθιερωμένη όπλιτομαχία άρχιζε νά χάνει τήν άποφασιστική της σημασία. Δυο μόνο τέτοιες μάχες εγιναν σέ δλο τό διάστη μα τοΰ μακροχρόνιου Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, στό Δήλιο τό 424 καί στή Μαντίνεια τό 418. Καί ή μιά καί ή άλλη είχαν απο φασιστική σημασία, άπό τήν άποψη δτι ματαίωσαν τήν προσπά θεια τών Αθηναίων νά άναλάβουν τήν πρωτοβουλία τών έπιχειρήσεων, άλλά ουτε ή μιά ούτε ή άλλη ένίσχυσαν περισσότερο τίς θέσεις τών νικητών, ούτε τούς έ'φεραν πλησιέστερα πρός τή νίκη τοΰ πολέμου. Ό Κορινθιακός Πόλεμος τοΰ 394 άρχισε μέ δυο κα θαρές νίκες τών Σπαρτιατών στήν ξηρά, πού τίς άκολούθησε μιά άλλη τό 392, άλλά ό πόλεμος εξακολούθησε δπως καί πριν, γιά νά κριθεΐ τελικά στή θάλασσα, δπως είχε συμβεΐ καί μέ τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ή μόνη τεχνική βελτίωση μέ κάποια ση μασία ήταν ή θηβαϊκή τακτική, πού πρωτοεμφανίστηκε στοιχει ωδώς στόν Πελόποννησιακό Πόλεμο άλλά άναπτύχθηκε κυρίως άπό τόν Επαμεινώνδα (έ'δρασε άπό τό 378 ώς τό 362). Ή τακτι κή αύτή ήταν νά ένισχύεται πολύ ή μιά πτέρυγα μάχης μέ τίς πιό άξιόμαχες μονάδες σέ πολύ πυκνό σχηματισμό. Στή μάχη κρατοΰσαν άκίνητή τήν άδύνατη πτέρυγα καί κατέφεραν άποφασιστικό πλήγμα μέ τήν ένισχυμένη πτέρυγα^ προτοΰ κάν έμπλακεΐ στή μάχη ή ύπόλοιπη παράταξη. Ή τεχνική αύτή άποδείχτηκε έπιτυχής στό έ'πακρο: ώστόσο, άν καί ή θηβαϊκή νίκη στά Λεΰκτρα τό 371 έ'θεσε τέρμα στις σπαρτιατικές βλέψεις κυριαρχίας τής Ε λ λάδας, ούτε αύτή ή μάχη ούτε οί άλλες πού άκολούθησαν έ'δωσαν στούς Θηβαίους τή δυνατότητα νά έπιβάλουν στή Σπάρτη τούς δρους τους ή νά κυριαρχήσουν πουθενά. Σέ εύνοϊκές περιστάσεις, οί έλαφρά οπλισμένοι μποροΰσαν νά άκινητοποιήσουν μιά φάλαγγα οπλιτών καί νά τής προξενήσουν σοβαρή φθορά, δπως διαπίστωσε ό άθηναΐος στρατηγός Δημο σθένης, κατά τήν προέλασή του μέσα άπό τά βουνά τής Αιτωλίας τό 426 —μιά εμπειρία πού τή χρησιμοποίησε πρός δφελός του τόν 230
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΤΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
επόμενο χρόνο, αντιμετωπίζοντας τή σπαρτιατική δύναμη πού είχε άποκοπεΐ στή νήσο Σφακτηρία, κοντά στήν Πύλο. "Ενας άλ λος άθηναΐος στρατηγός, ό Ίφικράτης, σημείωσε μιά έπιτυχία ά κόμη πιό εντυπωσιακή το 390, μέ σχετικώς έλαφρά οπλισμένα στρατεύματα,1 έναντίον μιας σπαρτιατικής στρατιάς σέ πορεία: πρώτα προκάλεσε τούς Σπαρτιάτες νά τοΰ έπιτεθοΰν άφήνοντας τήν παράταξή τους, ύποχώρησε στήν έπίθεσή τους καί έπειτα άντεπιτέθηκε, ώσπου νά χάσουν οί Σπαρτιάτες έντελώς τή συνοχή τους καί νά άποδεκατιστεΐ ή φάλαγγά τους. Ό Ίφικράτης έκανε δ,τι μποροΰσε γιά νά άναπτύξει τόν τύπο τών στρατευμάτα>ν μέ τά όποια ειχε κερδίσει τή νίκη αύτή. Τό δνομά του συνδέθηκε μέ κάποιες μεταβολές καί νεοτερισμούς στόν έξοπλισμό, άλλά δέν ύπήρχε τρόπος νά άναπτύξει τήν τακτική του σέ σύστημα άποτελεσματικό στό πεδίο τής μάχης, καί έτσι οί συνέπειες δέν υ πήρξαν σημαντικές. Τά έλαφρά οπλισμένα στρατεύματα δέν άποτελοΰσαν μόνα τους λύση. γ Ή λύση, στό βαθμό πού ύπήρχε, βρισκόταν στήν άνάπτυξη της πολιορκητικής τέχνης. Τό δτι οί Αθηναίοι δέν έπαθαν τίποτε στίς πρώτες φάσεις τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου τό δφειλαν στό γεγονός δτι κανένας έλληνικός στρατός δέν ήταν δυνατό νά περιμένει δτι θά κυρίευε μέ έφοδο ένα τείχος σέ καλή κατάσταση καί μέ δυνατούς ύπερασπιστές. Οί "Ελληνες γνώριζαν άπό παλαιότερες εποχές τή χρήση τών πολιορκητικών κριών καί τών κλιμάκων: οί Πέρσες, στή διάρκεια της κυριαρχίας τους στήν α νατολική Ελλάδα τόν 6ο αιώνα, τούς είχαν διδάξει καί μιά άλλη μέθοδο, τήν ύψωση ένός τεχνητοΰ λοφίσκου προσέγγισης, πού έ φτανε στό υψος τών τειχών* τήν κλασική περίοδο ήταν σέ θέση νά κατασκευάζουν ξύλινους πύργους καί άλλες πολιορκητικές μηχα νές. "Ολα αύτά καί άλλες έπινοήσεις δοκιμάστηκαν, δπως περι γράφει ό Θουκυδίδης μέ κάθε λεπτομέρεια, στήν έπίθεση τών Πελοποννησίων κατά τής μικρής βοιωτικής πόλης τών Πλαταιών τό 429, άλλά χωρίς άποτέλεσμα. Έ τσ ι, τό μόνο πού έμενε στούς πο λιορκητές ήταν νά καταφύγουν στήν παραδοσιακή λύση νά χτί σουν δικό τους διπλό τείχος γύρω άπό τις Πλαταιές καί νά άφήσουν έκεΐ ένα σώμα στρατοΰ, ώσπου νά παραδοθεΐ ή πόλη, δυο χρόνια άργότερα, έξαιτίας τής έλλειψης τροφίμων. Κάθε πόλη 1. [Είχαν μικρή έλαφριά άσπίδα, πού λεγόταν πέλτη, άπό τήν οποία καί οί ίδιοι ονομάζονταν πελτασταί.]
231
Λ ΡΧΛ ΙΛ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πού είχε νά άντιμετωπίσει υπέρτερες δυνάμεις μπορούσε έτσι νά άποκοπεί, έκτος άν, δπως έγινε μέ τήν Αθήνα, τά τείχη της έ φταναν ώς τή θάλασσα οπού είχε τήν κυριαρχία.Όταν ολοκληρω νόταν τό χτίσιμο τού πολιορκητικού τείχους, οί πιό πολλές άπό τίς δυνάμεις πού είχαν χρησιμοποιηθεί γιά τήν κατασκευή του μπορούσαν νά επιστρέφουν στήν πατρίδα τους* άλλά καί πάλι ή διαδικασία αύτή ήταν μακροχρόνια, κουραστική καί δαπανηρή, καί δέν μπορούσε νά τήν άναλάβει κανείς χωρίς νά τό σκεφτεί σο βαρά. Κύριος ύλικός παράγοντας γιά τήν άλλαγή στήν πολιορκητική τέχνη ήταν ή έξέλιξη τοΰ καταπέλτη, οχι τόσο γιά νά ρίχνει λί θους ή άλλα μεγάλα βλήματα μέσα στήν πολιορκημένη πόλη, οσο γιά νά έκτοξεύει βαρύτερα βέλη μέ μεγαλύτερη δύναμη καί άκρίβεια. Αύτό άνάγκαζε τούς ύπερασπιστές τής πόλης νά κρατοΰν τά κεφάλια τους χαμηλά, τούς εμπόδιζε νά καταστρέφουν τίς πο λιορκητικές μηχανές πού είχαν προσπελάσει στά τείχη, καί διευ κόλυνε τίς έφόδους μέ κλίμακες. Λέγεται δτι ό καταπέλτης έπινοήθηκε άπό τόν Διονύσιο τόν πρεσβύτερο, τύραννο τών Συρα κουσών, στις αρχές τοΰ 4ου αιώνα, άλλά ή χρήση του δέν διαδό θηκε άνατολικά πριν άπό τήν έποχή τοΰ Φιλίππου καί τοΰ Α λ ε ξάνδρου τής Μακεδονίας. Έ τσ ι, δταν ό Φίλιππος νίκησε τίς πα ραδοσιακά μαχόμενες δυνάμεις της Αθήνας καί τής Θήβας στή Χαιρώνέια τό 338, παρόλο πού ό άθηναϊκός στόλος ήταν άκόμη άθικτος, ή ’ Αθήνα παραδόθηκε άμέσως, ένώ δέν είχε συμβεί τό ίδιο έπειτα άπό τίς ήττες τών οπλιτών σέ προηγούμενους πολέ μους. "Υστερα άπό λίγο, οί υπερασπιστές μιας πολιορκούμενης πόλης άρχισαν νά στήνουν πάνο^ στά τείχη τούς δικούς τους προστατευμένους καταπέλτες, ένώ ή τεχνική της οχύρωσης εξελισ σόταν άκόμη περισσότερο. Παρά τό δτι ή άμυνα άπέκτησε καί πάλι κάτι άπό τήν παλιά της άνωτερότητα, ποτέ δέν μπόρεσε νά φτάσει τή θέση πού είχε τόν 5ο αιώνα. Ή παλαιότερη γνωστή στόν Θουκυδίδη ναυμαχία ήταν αύτή πού έγινε μεταξύ Κορινθίων καί Κερκυραίων, καί ή χρονολογία, δπως τή δίνει ό ίδιος, τοποθετείται στό 66ϊγερίπο υ. Πράγματι δμως, ναυτικές πολεμικές έπιχειρήσεις πρέπει νά είχαν άρχίσει πολύ νωρίτερα, άφοΰ πολεμικά πλοία καί ναυμαχίες είκονίζονται σέ άττικά άγγεΐα τής γεωμετρικής εποχής, τοΰ τέλους τοΰ 8ου αάώ232
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΥΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
να* καί, μολονότι οί περισσότερες άπό τις μάχες αύτές φαίνεται νά είναι άποβάσεις άπό τή θάλασσα πού συναντούν άντίσταση* πρέπει καμιά φορά νά συγκρούονταν καί τά πλοία μεταξύ τους. Ή δυσκολία πού συναντούσε ό καλλιτέχνης τής γεωμετρικής έποχής γιά νά άποδώσει κάτι τόσο πολύπλοκο δσο ενα πλοίο μάς εμποδίζει νά φτάσουμε σέ πολύ θετικά συμπεράσματα σχετικά μέ τήν κατασκευή τών σκαφών αύτών. Τό κανονικό πολεμικό πλοίο τής άρχαϊκής περιόδου ήταν ή πεντηκόντορος, πού οφείλει τό 8νομά της στό δτι είχε πενήντα κωπηλάτες, είκοσι πέντε σέκάθε πλευρά, άριθμό πού άποτελούσε περίπου τό δριο γιά σκάφος μέ μιά σειρά κωπηλατών. Σιγά σιγά, στή διάρκεια τού 6ου αιώ να, έπικράτησε ό κλασικός τύπος, πού λεγόταν τριήρης. Είναι προ φανές άπό τό δνομα δτι πρόκειται γιά πολεμικό σκάφος μέ κάτι τριπλό. Έ χ ει ύποστηριχτεί μέ έπιμονή δτι ύπήρχαν τρεις κωπη λάτες σέ κάθε κουπί, άλλά τώρα πιά είναι σαφές δτι ή τριήρης είχε στήν πραγματικότητα τρεις σειρές κουπιά καί δτι οί κωπη λάτες τής έπάνω σειράς χρησιμοποιούσαν εξωτερικές ύποδοχές πού κρατούσαν τά κουπιά τους σέ άπόσταση άπό τά κουπιά τής μεσαίας καί τής κάτω σειράς.1 Αύτό σημαίνει δτι σ’ ενα πλοίο τού ίδιου περίπου μήκους μπορούσε νά άναπτυχθεί πολύ μεγα λύτερη δύναμη. Τόν 4ο αιώνα εμφανίζονται τετρήρεις καί πεντήρεις, πού πάλι λέγεται δτι ήταν έφευρέσεις τού Διονυσίου τών Συ ρακουσών, άλλά δέν διαδόθηκαν άνατολικότερα πριν άπό τή δε καετία 340-330. Είναι λιγότερο εύκολο νά είμαστε βέβαιοι γιά τήν κατασκευή τών πλοίων αύτών* καί δταν μνημονεύονται άριθμοί πολύ μεγαλύτεροι άπό τό πέντε, δέν μπορεί πιά νά γίνεται λόγος γιά άλλεπάλληλες σειρές κωπηλάτες. Οί "Ελληνες κέρδισαν τή μεγάλη νίκη τους στή Σαλαμίνα τα 480 π.Χ. παρασύρόντας τόν περσικό στόλο σέ στενή θάλασσαΑύτό ήταν άπαραίτητο, γιατί τά ελληνικά καράβια τής εποχής έκείνης είχαν μικρότερη ταχύτητα καί εύελιξία άπό τά πλοία τοΰ εχθρού* έπίσης ενα μέρος τής έπιφάνειάς τους είχε κατάστρωμα, πού πρόσφερε πεδίο γιά πολεμιστές. Γιά τή νίκη τού Κίμωνα στόν ποταμό Εύρυμέδοντα δέκα χρόνια άργότερα, λέγεται δτι τά πλοία του είχαν κατάστρωμα σ’ δλο τους τό μήκος. Έ κτοτε οί Αθηναίοι άνέπτυξαν τήν τεχνική τής ναυπήγησης πρός άλλη κα ί. [Οί κωπηλάτες τής έπάνω σειράς ονομάζονταν Θρανΐται, τής μεσαίας σειράς ζνγϊται, καί τής κάτω θαλάμιοι ή θαλαμϊται.]
233
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τεύθυνση. Κατασκεύαζαν τά πλοία τους ελαφρότερα, γιά νά έχουν μεγαλύτερη ταχύτητα καί ευελιξία, καί άπέβλεπαν τώρα δχι στό νά βυθίζουν τά εχθρικά πλοία χτυπώντας τα μέ έμβολα, άλλά σέ περίτεχνους ελιγμούς, μέ τούς οποίους άχρήστευαν τά άλλα πλοΐα σπάζοντας τά κουπιά τους. Αύτή άκριβώς ή τακτική έδωσε στήν Α θήνα τήν κυριαρχία στις θάλασσες. Ό Θουκυδίδης, περιγράφοντας τή ναυμαχία άνάμεσα στήν Κόρινθο καί τήν Κέρκυρα, λί γο πριν άρχίσει ό Πελοποννησιακός Πόλεμος, έπιτρέπει στόν έαυτό του νά παρατηρήσει μέ έμφανές αίσθημα άνωτερότητας δτι ή ναυμαχία εκείνη διεξάχθηκε μέ τόν παλαιό τρόπο, δηλαδή πιό πολύ σάν πεζομαχία στά καταστρώματα τών πλοίων. Ή ταν κοινός τόπος, πού άναγνωριζόταν έξίσου άπό φίλους καί έχθρούς τής δημοκρατίας, δτι ή άνάπτυξη τοΰ στόλου ένίσχυε τήν πολιτική κυριαρχία τών κατώτερων κοινωνικών τάξεων τής Α θήνας, ρίχνοντας τή μειονότητα τών εύπατριδών στά χέρια τών δημαγωγών, πρός τούς όποιους έτρεφαν τόση άντιπάθεια καί δυ σπιστία. Στό βαθμό πού αύτό ήταν αλήθεια (καί πρέπει νά έχουμε ύπόψη μας δτι οί εύπατρίδες κάθε άλλο παρά είχαν τεθεί τελείως έκτος μάχης), συντελέστηκε βαθμιαία. Ή πρώτη αύξηση τοΰ άθηναϊκοΰ στόλου άπό τόν Θεμιστοκλή, λίγο πριν άπό τό 480, στόν πρωτοφανή άριθμό τών διακοσίων πλοίων, πρέπει νά προκάλεσε μεγάλη κρίση στά οικονομικά τής πόλης, οχι τόσο άπό άποψη χρήματος καί υλικών, δσο άπό άποψη σχετικά ειδικευμένων έργατικών χεριών. Ό πλοίαρχος τών ήμερών εκείνων, ό τριήραρ χος, ήταν ό πραγματικός κυβερνήτης καί τοΰ σκάφους καί τών μαχητών —καί οχι, δπως άργότερα, ό άνθρωπος πού πλήρωνε γιά τήν έπάνδρωση καί τή συντήρηση τοΰ πλοίου1— καί ισως νά μήν ήταν τότε τόσο εύκολο νά βρεθοΰν διακόσιοι ικανοί τριήραρχοι. Πέρα άπό αύτούς, ύπήρχε μεγάλη ζήτηση γιά ειδικευμένο προ σωπικό, δηλαδή γιά άνώτερα μέλη τοΰ^πληρώματος, άπό τά ό ποια τό πιό σημαντικό ήταν ό πλοηγός./Οί κωπηλάτες δέν ήταν τό ΐδιο ειδικευμένοι, άλλά ήταν φρόνιμ^νά ύπάρχει ένας πυρήνας άπό πραγματικά έμπειρους άνδρες. Παρατηρήθηκε δτι ήταν δύ σκολο νά κρατηθεί ένα πλήρωμα πλοίου στόν μέγιστο βαθμό άπόδοσης γιά μεγάλο χρονικό διάστημα. Καθώς ή Συμμαχία άναπτυσσόταν, ή ’Αθήνα χρησιμοποιοΰσε δλο καί περισσότερο μή ά1. [Ό συγγραφέας άναφέρεται στή λειτουργία της τριηραρχίας.] 234
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΥΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
θηναίους κωπηλάτες, οί όποιοι μάλιστα δέν προέρχονταν άποκλειστικά άπό κατοίκους τών ύπήκοων πόλεών της. Στήν άρχή ωστόσο τό ναυτικό ήταν υπόθεση σχεδόν καθαρά άθηναϊκή, ά πό τήν κορυφή ώς τή βάση. Ό άριστοκράτης Κίμων ήταν ό πιο άποτελεσματικός καί δημοφιλής ηγέτης στή διάρκεια τοΰ πολέ μου μέ τήν Περσία καί, στήν πραγματικότητα, ό κύριος ιδρυτής τής άθηναϊκής ηγεμονίας. Μόνο άργότερα καί ύπό διαφορετικές συνθήκες άρχισαν οί άνώτερες κοινωνικές τάξεις, ή μερικά μέλη τους, νά άπογοητεύονται άπό τήν ηγεμονία, συνδέοντας στόλο καί ηγεμονία μέ τή ριζοσπαστική δημοκρατία πού τή φοβοΰνταν, κα τά τρόπο πού θά προκαλοΰσε κάποια σύγχυση σέ ίσους μεγάλω σαν μαθημένοι νά συσχετίζουν τόν βρετανικό συντηρητισμό μέ τόν ιμπεριαλισμό. Ά λλά ή άνάπτυξη τής ηγεμονίας πραγματοποιήθηκε, καί ήταν γεγονός μεγάλης σημασίας. Ό άθηναϊκός στόλος έφτασε στό άπόγειο τής δύναμής του τροφοδοτούμενος άπό τούς πόρους τής Συμμαχίας —μιά συγκεντρωμένη δύναμη πού κανένας μεταγενέ στερος οργανισμός δέν μπόρεσε νά τήν αποκτήσει* πουθενά στήν Ελλάδα τοΰ 4ου αιώνα δέν θά ήταν δυνατό νά συντηρηθεί ενας παρόμοιος σέ μέγεθος στόλος. Ό περιοριστικός παράγοντας δέν ήταν ή ναυπήγηση τών σκαφών, άλλά ή μισθοδοσία κάπου διακοσίων κωπηλατών γιά κάθε πλοίο. Ωστόσο οί πρόσοδοι άπό τή Συμμαχία τοΰ 5ου αιώνα δέν στήριξαν μόνο τό στόλο, άλλά συνέ βαλαν σημαντικά καί στήν άνέγερση τοΰ Παρθενώνα καί τών άλ λων άρχιτεκτονημάτων πού δόξασαν τήν Αθήνα. Δέν είναι άλήθεια, δπως ύποστήριζαν εχθρικά διακείμενοι κριτικοί, δτι οί λαϊ κές τάξεις τής Αθήνας συντηρούνταν χωρίς νά δουλεύουν άπό τούς φόρους τών ύπήκοων πόλεων μέ τό σύστημα τών κρατικών χορηγιών στούς δικαστές1 καί σέ άλλες υπηρεσίες* τό σύστημα τών χορηγιών συνεχίστηκε καί μετά τή διάλυση τής Συμμαχίας, καί ύπό κανονικές συνθήκες ή δαπάνη ήταν πάντοτε τέτοια πού εύκολα νά μπορεΐ νά τήν ύποστεΐ ή Αθήνα. Πιθανόν δμως νά άληθεύει δτι τό σύστημα αύτό δέν θά είχε άρχίσει χωρίς τό χρημα τικό πλεόνασμα πού πρόσφερε ή Συμμαχία στήν άθηναϊκή οικο νομία* καί είναι βέβαιο δτι ό λαός εβλεπε τά σχέδια γιά τήν επέ κταση τής ήγεμονίας, δπως ήταν ή σικελική έκστρατεία τοΰ 415, 1. [Εννοεί τούς λαϊκούς δικαστές τής 'Ηλιαίας. ] 235
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ώς σχέδια πού θά τοί> εξασφάλιζαν καί θά τοΰ αύξαναν τά ύλικά οφέλη πού έκαναν άνετη τή ζωή του.Ή δημοκρατία έγκαθιδρύθηκε πριν άπό τούς Περσικούς Πολέμους καί πριν άπό κάθε σκέψη γιά ήγεμονία, άλλά δύσκολα θά μποροΰσε νά φτάσει στήν πλή ρη άνάπτυξή της, άν δέν ύπήρχε ή οικονομική συμβολή τών άπλών άνθρώπων στή δημιουργία τοΰ στόλου, πού εξασφάλιζε τή συνοχή τής Συμμαχίας. 'Ωστόσο, ό ΐδιος ό τρόπος ναυτικού πολέμου στόν οποίο διέπρεψαν οί Αθηναίοι δέν είχε μεγάλο μέλλον. Τά πλοία πού άπαιτοΰσε ή άθηναϊκή τακτική δέν ήταν πολύ κατάλληλα γιά όποια δήποτε άλλη χρήση. ’Έ τσι πού τά ναυπηγοΰσαν, δσο πιό έλαφρά γίνονταν, δέν διέθεταν χώρο γιά νά κοιμάται τό πλήρωμα ή γιά μαγείρεμα, καί έτσι ή τριήρης έπρεπε κάθε βράδυ νά πιάνει σέ στεριά, άλλιώς δέν μποροΰσε νά διανύσει μεγάλη άπόσταση σέ άνοιχτή θάλασσα χωρίς κινδύνους καί ταλαιπωρίες* έξάλλου οί τριήρεις, μέ τίς χαμηλές τους κουπαστές, ήταν πολύ τρωτές στή θαλασσοταραχή. Έ πίσης, δέν ήταν δυνατό νά παραμένουν στή θάλασσα, γιά νά άποκλείσουν έχθρικό λιμάνι ή, πολύ λιγότερο, μιά ολόκληρη άκτή, άλλά έπρεπε νά έχουν μιά βάση κάπου κον τά στήν ξηρά. Τό 425 οί Αθηναίοι άπέκοψαν μιά σπαρτιατική δύναμη στή νήσο Σφακτηρία, άλλά ούτε καί τό καλοκαίρι δέν μποροΰσαν τά περιπολικά τους νά εμποδίσουν εντελώς τήν άποστολή προμηθειών, πού μέ ιδιοφυείς μεθόδους1 έφταναν άπό τήν ξηρά στούς άποκλεισμένους. Ά ν οί Σπαρτιάτες τά είχαν κατα φέρει νά κρατηθούν ώς τό χειμώνα, κανένα είδος άποκλεισμοΰ τοΰ νησιρΰ δέν θά μποροΰσε νά έπιτύχει. Ό βασικός προορισμός τοΰ άθηναϊκοΰ στόλου στις μέρες τής δόξας του ήταν άπλώς νά κρατά τόν εχθρό μακριά άπό τή θάλασσα, καί νά πολεμά τήν πειρατεία, έξασφαλίζοντας έτσι* τή μεταφορά βασικών προμηθειών. Ά λλά άκόμη καί οί δοκιμασμένες μέθοδοι τοΰ ναυτικού αύτοΰ δέν ήταν άσφαλεΐς στις άντεπιθέσεις τοΰ έχθροΰ, ιδιαίτερα δταν τά άθηναϊκά πλοία δέν είχαν άρκετό χώρο γιά έλιγμούς. Τό 413, πρώτα ένας πελοποννησιακός στόλος στόν κόλπο τής Κορίνθου καί έπει τα οί πολιορκούμενοι Συρακούσιοι στό λιμάνι τους ένίσχυσαν τίς πρώρες τους γιά νά κάνουν τόν εμβολισμό άσφαλέστερο καί πιό άποτελεσματικό. Αύτό, άν καί μείωσε τήν ταχύτητα τών πλοίων 1. [Μιά μέθοδος ήταν ή χρησιμοποίηση βατραχανθρώπων, πού περνού σαν βαθιά κάτω άπό τά άθηναϊκά περιπολικά σκάφη.]
236
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΤΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
τους, εϊχε άποφασιστική σημασία στίς περιστάσεις εκείνες./ Ό στόλος δέν μποροΰσε μόνος του νά καταφέρει πλήγματα πού νά κερδίσουν έναν πόλεμο, άλλά μποροΰσε, ώς ενα σημείο, νά με ταφέρει πεζικές δυνάμεις σέ έναν τόπο οπού δέν μποροΰσαν νά φτάσουν διά ξηράς. Χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια δέν ήταν δυνατό νά μεταφερθοΰν πολυάριθμα στρατεύματα. Στόν Πελοποννησιακό Πόλεμο, αύτό περιόριζε έμφανέστατα τήν άποτελεσματικότητα τοΰ είδους τών επιδρομών πού μποροΰσαν νά κά νουν οί Αθηναίοι. Ποτέ δέν μπόρεσαν νά καταστρέψουν τις καλ λιέργειες τής Λακωνίας'ή τής Μεσσηνίας, δπου οί εύφορες πεδιά δες βρίσκονται σέ άρκετή άπό στάση άπό τήν άκτή. Ή μόνιμη διατήρηση ένός όχυροΰ στήν περιοχή τοΰ έχθροΰ ήταν πολύ εύκολότερη γιά τή Σπάρτη παρά γιά τήν ’Αθήνα. Ή ’Αθήνα χρειαζό ταν ώς μόνιμη βάση μιά τοποθεσία προσιτή άπό τή θάλασσα, πού νά μπορεΐ εύκολα νά τήν ύπερασπίσει μιά μικρή δύναμη, καί νά έχει άφθονο πόσιμο νερό, προϋποθέσεις πού δλες μαζί περιόριζαν τήν επιλογή. Τό 415, μέ μεγάλη προσπάθεια, μετατρέποντας έ ναν άριθμό άπό τριήρεις σέ μεταγωγικά σκάφη, ή Αθήνα μετέ φερε ώς τή Σικελία μιά στρατιά, ή οποία στήν άρχή, μέ τή δεδο μένη τότε πολιτική κατάσταση στή Σικελία, ήταν ικανή νά Αντι μετωπίσει όποιαδήποτε δύναμη θά έστελναν νά τήν άποκρούσει. Μπορεΐ νά ύποστηριχτεΐ δτι τό έκστρατευτικό σώμα ήταν δυνατό νά πετύχει τούς σκοπούς του, άν άμέσως μετά τήν άφιξή του δέν είχε σπαταλήσει τόσο χρόνο σέ προκαταρκτικές διαπραγματεύ σεις καί ελιγμούς. Ά λλά σέ ένα τόσο μεγάλο καί μακρινό εγχεί ρημα οί εγγενείς κίνδυνοι ήταν πολύ μεγάλοι καί τούς είχαν έπισημάνει άρκετοί* καί ή επιδείνωση τής κατάστασης πλοίων καί πληρωμάτων έπαιξε μεγάλο ρόλο στήν τελική καταστροφή, πού έθεσε τέρμα στήν ώς τότε άδιαφιλονίκητη κυριαρχία τής Α θήνας στή θάλασσα. Καμία άλλη εκστρατεία τόσο μεγάλη καί τό σο μακρινή δέν έπιχειρήθηκε έκτοτε. Σέ μεταγενέστερες έποχές καμία ναυτική δύναμη δέν βασίστηκε ποτέ στίς τριήρεις μέ τόν τρόπο πού τις χρησιμοποιούσαν οί Αθηναίοι. Ά ν στή διάρκεια τής άρχαίας ελληνικής ιστορίας σημειώθηκαν μικρής μόνο σημασίας καινοτομίες στίς μεθόδους τοΰ πολέμου, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος προκάλεσε οργανωτικές άλλαγές πού είχαν κάποιες συνέπειες/7Ισως, στήν άρχή τοΰ πολέμου, τό σπαρ237
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τιατικό σύστημα νά ήταν άκριβέστερο καί, για τούς σκοπούς πού επιδίωκε, άποτελεσματικότερο* το άθηναϊκό δμως σύστημα ήταν πιό εύέλικτο καί πιό κατάλληλο γιά τόν πόλεμο, δπως τώρα έξελισσόταν. Δέν είναι άπόλυτα ξεκαθαρισμένο πώς ή Αθήνα συνέβη νά κα τέχει ένα σύστημα τόσο κατάλληλα προσαρμοσμένο στις άνάγκες τής Συμμαχίας της. Στήν αρχή, άναμφίβολα, τό στρατό της τόν διοικούσε ό βασιλιάς* άλλά στήν άρχαϊκή περίοδο ή άνώτατη ήγεσία πέρασε στά χέρια ένός άπό τούς κυριότερους άρχοντες, πού λεγόταν πολέμαρχος, «άρχηγός τοΰ πολέμου», έκλεγόταν άβ ί&οΐο, 6χι δμως διά νόμου, άπό τήν άριστοκρατία, καί ή θητεία του διαρκοΰσε μόνον ένα χρόνο. Τό γεγονός δτι κανένας δέν μποροΰσε νά γίνει δυο φορές πολέμαρχος σημαίνει δτι τό άξίωμα αύτό τό άσκοΰσαν μέ τή σειρά οί εύγενεΐς, γεγονός πού δέν έπέτρεπε σέ ένα άτομο νά επιδιώκει άπόκτηση πολιτικής δύναμης μέσο τοΰ άξιώματος αύτοΰ. Ό πόλεμος ένός στρατοΰ πολιτών μέ τούς γείτονές τους ήταν μιά ύπόθεση σχετικά άπλή, καί δίχως άλλο π ί στευαν δτι είχε τήν ικανότητα νά τόν διεξαγάγει κάθε άριστοκράτης, ή τουλάχιστον κάθε άριστοκράτης πού διέθετε άρκετή αύτο πεποίθηση ώστε νά έπιδιώξει νά έκλεγει. Καταρχήν, δέν ύπήρχε λόγος νά μήν άποδώσει τό σύστημα. Ωστόσο τήν εποχή τοΰ Κλεισθένη αύτό τό σύστημα άλλαξε, δ πως καί τόσα άλλα. Ή μεταρρύθμιση πού είσήγαγε στις φυλές, τό 507, οδήγησε στή συγκρότηση δέκα στρατιωτικών μονάδων, πού σέ μεταγενέστερη εποχή, καί πιθανόν άπό τήν άρχή, τίς διοικοΰσαν άξιωματικοί πού ονομάζονταν ταξί&ρχοι. Ό Κλεισθένης ό ίδιος, ή κάποιος άμεσος διάδοχός του λίγα χρόνια μετά τό 507, θέσπισε ένα νέο σώμα άπό δέκα στρατηγούς. Έκλεγόταν ένας ά πό κάθε φυλή, άλλά δέν ήταν άπαραίτητο νά διοικεί ό καθένας τή στρατιωτική μονάδα τής φυλής του. Στήν πραγματικότητα άποτελοΰσαν ένα είδος σώματος στρατιωτικών διοικητών «άπό κοινοΰ», πού στέλνονταν σέ επιχειρήσεις, μέ εντολή τής έκκλησίας τοΰ δήμου, ένας ή περισσότεροι, ή καί οί δέκα μαζί, άνάλογα μέ τίς άπαιτήσεις τής συγκεκριμένης επιχείρησης πού άναλάμβαναν. (Οί στρατηγοί δέν περιορίζονταν σέ έπιχειρήσεις στήν ξηρά, δ πως σήμερα, άλλά άναλάμβαναν καί τή διοίκηση ναυτικών μονά δων.) 'Ο άρχικός σκοπός τής καινοτομίας αύτής δέν είναι άπόλυ τα σαφής, άλλά ό μεταρρυθμιστής δύσκολα μποροΰσε νά έχει θε 238
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΥΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
σπίσει κάτι πιο ταιριαστό στίς άνάγκες τής Αθήνας στά πενήντα χρόνια άνάμεσα στά Περσικά καί στόν Πελοποννησιακό Πόλεμο, δταν δέν θά ήταν καθόλου χρήσιμος ό παλιός θεσμός τής πολιτο φυλακής, πού μποροΰσε νά μετέχει σέ έπιχειρήσεις μόνο σέ δσο διάστημα τοΰ άγροτικοΰ έτους ύπήρχαν οί λιγότερες δουλειές. Α ντίθετα, τώρα έπρεπε νά γίνονται πρός διάφορες κατευθύνσεις εκστρατείες ποικίλης έκτασης καί σύνθεσης. Τηροΰνταν κατάλο γοι οπλιτών κατά φυλές, άπό δπου μποροΰσαν νά έπιλέγουν κάθε φορά τόν άπαιτούμενο άριθμό μαχητών, καί ή εκκλησία τοΰ δή μου άποφάσιζε τόν άριθμό τών πλοίων καί τών στρατηγών πού θά στέλνονταν σέ έκστρατεία. Οί στρατηγοί έκλέγονταν γιά ενα χρόνο: άκόμη καί ή δημο κρατική ’Αθήνα, δση προτίμηση καί άν έδειχνε στήν κλήρωση ώς τήν κατεξοχήν δίκαιη μέθοδο έπιλογής τών άρχόντων, δέν θεώ ρησε ποτέ δτι αύτός ήταν ο κατάλληλος τρό*ος γιά τήν επιλογή ικανών διοικητών γιά τις ένοπλες δυνάμεις της. Μολονότι οί ύποψήφιοι προτείνονταν ένας άπό κάθε φυλή, ολόκληρο τό σώμα τών εκλεκτόρων ψήφιζε γιά τόν κάθε ύποψήφιο, καί έτσι οί στρατηγοί διορίζονταν άπό τήν πόλη-κράτος καί δέν ήταν άξιωματοΰχοι τής φυλής τους. Τό άξίωμα τοΰ στρατηγόΰ μποροΰσε νά άνανεώνεται δσον καιρό ό ύποψήφιος εϊχε τήν έμπιστοσύνη τών συμπολιτών του* μαρτυρεΐται μάλιστα δτι ό Περικλής εϊχε έκλεγεΐ δεκαπέντε φορές συνέχεια. "Οπως ήταν επόμενο, ή στρατηγία έγινε πολύ γρήγορα τό κυριότερο πολιτικό άξίωμα πού μποροΰσε νά έπιδιώξέι ένας φιλόδοξος Αθηναίος, καί περιέλαβε καί εκτελεστικά κα θήκοντα, πέρα άπό τά άμιγώς στρατιωτικά. Τό άξίωμα τοΰ αρχοντος, ή κύρια έκτελεστική άρχή στήν άρχαϊκή ’Αθήνα, ύποχώρησε σέ σημασία* καί μετά τόν Μαραθώνα τό 490 δέν συναντοΰμε πιά τόν πολέμαρχο σέ πεδίο μάχης. Ή στρατηγία παρέμεινε το άποκλειστικό σχεδόν προνόμιο τών παλαιότερων καί πλουσιότερων οικογενειών, άν έξαιρέσουμε τό μικρό διάστημα τής θητείας τοΰ σχετικά ταπεινής καταγωγής Κλέωνα, πού έληξε μέ τήν ήττα καί τό θάνατό του στήν ’Αμφίπολη τό 422. Ό άριστοκρατικός της χαρακτήρας αύξανε τούς κιν δύνους πού συνεπαγόταν ή άσκησή της: έπειτα άπό κάθε στρα τιωτική άποτυχία ύπήρχε πάντα ό πειρασμός νά άποδίδεται ή εύθύνη σέ άνικανότητα ή προδοσία τών στρατηγών. Οί Αθηναίοι ήταν ιδιαίτερα έπιρρεπεΐς σ’ αύτό τόν πειρασμό, καθώς οί στρα239
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τηγοί τους άνήκαν σέ διαφορετική κοινωνική τάξη άπό τή μεγάλη μάζα τών εκλογέων καί άπό τούς περισσότερους πολιτικούς τους ηγέτες. Έ τσ ι, ή ιστορία τής Αθήνας στά τέλη τοΰ 5ου καί τόν 4ο αιώνα είναι γεμάτη άπό δίκες καί καταδίκες στρατηγών πού ατύχησαν σέ μάχες, καί δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι οί καταδίκες αύτές ήταν συχνά άδικες. "Ομως, παρ’ δλους αύτούς τούς κινδύ νους, ή σταδιοδρομία τοΰ στρατηγοΰ εϊχε τήν αίγλη πού ποθοΰσε ό "Ελληνας, καί ή άνάληψη δημόσιων άξιωμάτων άποτελοΰσε ισχυρή παράδοση στίς άθηναϊκές άνώτερες κοινωνικές τάξεις. 'Υ πάρχουν άρκετές οικογένειες πού μέλη τους εκλέγονταν στρατη γοί σέ διαδοχικές γενιές καί έπί μακρό χρονικό διάστημα. Μπο ρεΐ νά βοηθοΰσε κάποιον πού θά βρισκόταν στά δικαστήρια ώς κατηγορούμενος, ή ύπό άλλη ιδιότητα, άν μποροΰσε νά ισχυριστεί δτι ό πατέρας του ή οί πρόγονοί του είχαν θητεύσει στό άξίωμα τοΰ στρατηγοΰ. Οί οικογένειες αύτές δέν έφτασαν στό σημείο νά άποτελέσουν θεσμό, δπως έγινε μέ τις ύπατικές οικογένειες τής Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, άλλά καί ή ύπαρξη τών οικογενειακών αύτών παραδόσεων είναι ήδη σημαντικό γεγονός. Ή Σπάρτη στήν άρχή τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου δέν είχε νά παρουσιάσει τίποτε άνάλογο. "Ολοι σχεδόν οί Σπαρτιάτες π ί στευαν στήν παραδοσιακή στρατηγική τής εισβολής καί τής έρήμωσης, στό έργο δηλαδή τοΰ τακτικοΰ στρατοΰ. Γιά τό στρατό αύτόν ύπήρχε μιά ορισμένη ιεραρχία άξιωματικών, άπό τις χαμη λότερες βαθμίδες ώς τούς διοικητές τών έξι ταξιαρχιών, πού ο νομάζονταν μόραι. Στήν κορυφή βρισκόταν ό βασιλεύς, πού ήταν ό άρχιστράτηγος. νΗταν έργο τής άπέλλας νά άποφασίσει ποιος Από τούς δυο βασιλείς θά τεθεί έπικεφαλής μιας ορισμένης έκστρατείας’ δέν γνωρίζουμε πώς διορίζονταν οί άλλοι άξιωματικοί, καί γιά πόσον καιρό. Ά λλά κατά τή διάρκεια τοΰ πολέμου μέ τήν ’ Αθήνα δέν άργησε νά διαπιστωθεί δτι ή παραδοσιακή στρατηγι κή τοΰ τακτικοΰ στρατοΰ δέν ήταν άποτελεσματική, καί, τό χει ρότερο, δτι ό πόλεμος μποροΰσε νά άπαιτεΐ μακρινές έκστρατεΐες, πού διαρκοΰσαν περισσότερο χρόνο άπό δσον μποροΰσαν νά έξοικονομήσουν άπό τις έτήσιες γεωργικές εργασίες. Μολονότι αύτό δέν άπασχολοΰσε καί τόσο τούς ίδιους τούς Σπαρτιάτες, πού εΐχαν τή δυνατότητα νά άφήνουν τή γεωργία στούς είλωτες, γιά τούς πελοποννήσιους συμμάχους τους εϊχε μεγάλη σημασία. Ή πρώτη τέτοια έκστρατεία ήταν τοΰ Βρασίδα στόν Βορρά, τό 424, 240
<
,
1
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΤΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
καί ώσπου νά τελειώσει, ό πόλεμος χρειάστηκε νά γίνουν πολύ πε ρισσότερες. Ή λύση ήταν προφανής. Έπρεπε νά συγκροτηθεί ένα άλλο ε ί δος δύναμης, ικανής νά εξασφαλίζει στρατιωτικά άποσπάσματα γιά μακρινή καί μακροχρόνια υπηρεσία* έπίσης έπρεπε νά βρε θούν εύκολομετακίνητοι άξιωματικοί πού νά τά διοικούν. Ή Σπάρτη έλυσε τό πρόβλημα αύτό μέ τήν άποτελεσματικότητα πού συνήθως έδειχνε σέ στρατιωτικά θέματα. Χρησιμοποιήθηκαν δυο είδη στρατευμάτων. Τό ένα τό άποτελοΰσαν άμειβόμενοι εθε λοντές, κυρίως άπό τήν Πελοπόννησο, ένα είδος σώματος ντόπιων μισθοφόρων. Α ντίθετα πρός τούς σπαρτιάτες άριστοκράτες, ό πληθυσμός γενικά εξακολουθούσε νά αύξάνει, καί ένας άπό τούς παλαιούς καθιερωμένους τρόπους νά άποφύγει κανείς τήν πείνα στήν πατρίδα του ήταν νά έκμισθώσει τόν έαυτό του ώς μισθοφό ρο στό έξωτερικό, οπού οί έλληνες στρατιώτες ήταν άνέκαθεν εύπρόσδεκτοι. Αύτό ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο άνάμεσα στούς Αρκάδες, πού ήταν φτωχότεροι άπό τούς περισσότερους έλληνες άγρότες. Μεγάλοι έργοδότες μισθοφόρων ήταν οί σικελιώτες τύ ραννοι στις άρχές τοΰ 5ου καί τόν 4ο αιώνα, ένώ μισθοφορικά σώ ματα έλλήνων στρατιωτών άρχισαν έπίσης νά χρησιμοποιοΰνται ολοένα καί περισσότερο άπό τήν περσική κυβέρνηση καί άπό έκείνους πού έπαναστατοΰσαν έναντίον της. Ή πρακτική αύτή τής Σπάρτης βοήθησε στήν καθιέρωση τής συνήθειας νά χρησιμοποιοΰνται μισθοφόροι σέ έσωτερικές ελληνικές δίαμάχες. Ή δεύτερη κύρια πηγή στρατολόγησης ήταν οί είλωτες. Οί έπτακόσιοι πού πήρε μαζί του ό Βρασίδας στόν Βορρά ήταν άκό μη τυπικά δοΰλοι* άπελευθερώθηκαν μόνο μετά τήν έπιστροφή τους στή Σπάρτη, οπότε τούς έγκατέστησαν σέ μιά πόλη πού τήν είχε καταλάβει πρόσφατα ή Σπάρτη άπό τούς Ήλείους. Ά ς ση μειωθεί δτι οί επτακόσιοι είλωτες τοΰ Βρασίδα πρέπει νά ήταν πλήρως έκπαιδευμένοι δταν ξεκίνησαν άπό τή Σπάρτη. Τήν ίδια περίπου έποχή, μέ έπίσημη, δπως φαίνεται, άπόφαση τοΰ κρά τους, ή Σπάρτη δημιούργησε μιά έντελώς νέα κοινωνική τάξη, τούς νεοδαμώδεις. Στήν κυριολεξία ό δρος σημαίνει «νέοι πολί τες», άν καί είναι έντελώς βέβαιο δτι δέν τούς δόθηκε τίποτε πού νά μοιάζει έστω μέ πολιτικά δικαιώματα. Πρόκειται γιά είλω τες πού είχαν ήδη άπελευθερωθεί δταν τούς ένέγραψαν στούς στρατιωτικούς καταλόγους. Τά επόμενα πενήντα χρόνια οί νεο241 1(>
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δαμώδεις άποτελοΰσαν σημαντικό παράγοντα στίς στρατιωτικές επιχειρήσεις τής Σπάρτης. Κάπου τρεις χιλιάδες άπό αύτούς στάλθηκαν στή Μικρά Ά σία στή διάρκεια τής δεκαετίας 400390, καί άσφαλώς ό άριθμός αύτός δέν άντιπροσώπευε τό σύνολό τους. Μετά τήν ήττα τής Σπάρτης στά Λεΰκτρα τό 371, δταν ή φοβερή άκόμη δύναμή της επαψε πιά νά χρησιμοποιείται σέ μα κρινές εκστρατείες, οί νεοδαμώδεις εξαφανίζονται άπό τό προ σκήνιο. Ή στρατιωτική έκπαίδευση τόσο μεγάλου πλήθους άνδρών, πού άνήκαν σέ μιά διαβόητα καταπιεζόμενη καί δεινοπαθούσα κοινωνική τάξη, φαίνεται δτι άποτελουσε τρομερό κίνδυνο, άν καί δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι σέ περίπτωση ταραχών οί Σπαρτιάτες μποροΰσαν νά υπολογίζουν στήν ύποστήριξη τών πε ρίοικων. Σπουδαίος παράγοντας ήταν έπίσης τό μεγάλο γόητρο τών Σπαρτιατών* οί προνομιούχοι αύτοί είλωτες ίσως νά έβλεπαν μέ κάποια ύπεροψία τούς συγγενείς τους πού βρίσκονταν σέ χειρότερη κατάσταση. Επικεφαλής τών στρατευμάτων αύτών έμπαιναν ορισμένοι άξιωματικοί, πού τούς έλεγαν άρμοστές καί διορίζονταν διά Ιιοο ώς άρχηγοί άποσπασμάτων πεζικού ή ώς διοικητές φρουρών. Οί άρμοστές ήταν προφανώς διαφορετικοί άπό τούς άξιωματικούς τού τακτικού στρατοΰ, άλλά δέν μάς είναι γνωστό πώς διορίζον ταν. 'Ωστόσο ό Θουκυδίδης, ήδη τό 424, αναφέρει δτι οί Σπαρ τιάτες ένδιαφέρθηκαν νά βροΰν τρόπο νά τοποθετήσουν άξιωματικούς μέ κατάλληλα προσόντα ώς διοικητές τών πόλεων πού είχε άποσπάσει άπό τήν Αθήνα ο Βρασίδας. Πιθανόν καί ό ίδιος ό Βρασίδας νά εϊχε τόν τίτλο τοΰ άρμοστή, δπως άσφαλώς τόν εϊχαν οί ύφιστάμενοί του άξιωματικοί. Στίς μετέπειτα φάσεις τού Πελοποννησιακού Πολέμου, καί έκτοτε ώς τό 371, οί άρμοστές πολλαπλασιάστηκαν κατά πολύ, καί οί άρμοδιότητές τους διευρύνθηκαν σημαντικά. Έκτός άπό δλους αύτούς ή Σπάρτη διέθετε καί έναν ειδικευμέ νο ναύαρχο, πού διοριζόταν γιά ένα χρόνο. Ή ύπαρξή του μαρτυρεΐται πολύ πριν άπό τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο καί δείχνει δτι ό σπαρτιατικός στόλος, άν καί δέν μποροΰσε νά συγκριθεΐ μέ τόν άθηναϊκό, ήταν άρκετά μεγάλος, ώστε νά χρειάζεται νά θεσμοθε τηθεί πρόβλεψη γιά τή διοίκησή του. Στά πρώτα χρόνια τοΰ Πελοποννησιακού Πολέμου ό ναύαρχος αύτός διοριζόταν καμιά φο ρά γιά νά διοικεί οχι ναυτική μοίρα άλλά άποσπάσματα πεζικών 242
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΥΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
δυνάμεων* σύντομα δμως ή πρόχειρη αύτή λύση άποδείχτηκε μή ικανοποιητική, καί άντικαταστάθηκε άπό διορισμό άρμοστών. Πρός τό τέλος τοΰ πολέμου, δταν ή άνατολική Ελλάδα έγινε τό κύριο θέατρο τών έπιχειρήσεων, ό διοριζόμενος κάθε χρόνο ναύ αρχος κατέληξε νά άποτελεΐ μόνος του μιά σχεδόν άνεξάρτητη δύναμη, καθώς βρισκόταν πολύ μακριά και οί άρχές τής πατρίδας του δέν μποροΰσαν νά τόν έλέγχουν λεπτομερειακά. Βρίσκουμε μερικούς άπό τούς ναυάρχους αύτούς νά παίζουν πολιτικά παιχνί δια γιά δικό τους λογαριασμό, δπως ό τρομερός Λύσανδρος, πού γιά άρκετά χρόνια επίσκιασε δλους τούς άλλους Σπαρτιάτες, άκό μη καί τούς βασιλείς. Οί κύριοι άντίπαλοι στόν ΓΙελοποννησιακό Πόλεμο ήταν ή Α θ ή να καί ή Σπάρτη, άλλά έπίσημα ή σύγκρουση ήταν άνάμεσα σέ δύο συνασπισμούς* καί έδώ τίθενται ορισμένα ερωτήματα σχετι κά μέ τή φύση τών ελληνικών συνασπισμών καί συμμαχιών. Πρώτα πρώτα οί σύμμαχοι τής Σπάρτης έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στήν έκρηξη τοΰ πολέμου* οί σχέσεις άνάμεσα στήν Αθήνα καί στούς συμμάχους της ήταν ώς τό τέλος άποφασιστικής σημασίας, καί τό βασικό πρόβλημα ήταν άν ή Σπάρτη μποροΰσε νά προκαλέσει καί νά υποστηρίξει μιά έξέγερση μεγάλης κλίμακας μέσα στήν Αθηναϊκή Συμμαχία. Είναι γνωστό δτι ή Σπάρτη είχε συνάψει συμμαχίες μέ άλλες πόλεις καί σέ προγενέστερες έποχές* ωστόσο ή άνάπτυξη τοΰ δικοΰ της στρατιωτικοΰ συνασπισμου μπορεΐ νά χρονολογηθεί άπό τά μέσα τοΰ 6ου αιώνα, άφότου παραιτήθηκε άπό τήν προσπάθειά της νά προσαρτήσει καί νά υποδουλώσει τήν άρκαδική Τεγέα καί, άντί γι’ αύτό, συμμάχησε μαζί της. Ό δρος «Πελοποννησιακή Συμμαχία» είναι σύγχρονος* ή επίσημη ονομασία τοΰ όργανισμοΰ αύτοΰ ήταν άπλά καί άόριστα «ή Σπάρτη καί οί σύμμαχοί της», άν καί στά κείμενα ή Συμμαχία ονομάζεται συχνά «οί Πελοποννήσιοι». Στήν άρχή, βασιζόταν Ϊσως σέ μιά σειρά χωριστές συν θήκες μέ μεμονωμένες πόλεις-κράτη, δπου άναμφίβολα ή Σπάρ τη άποτελοΰσε ήδη τόν επικρατέστερο σύμμαχο. Ά λλά, γύρω στά τέλη τοΰ 6ου αιώνα, ίσως ώς Αποτέλεσμα τής δυσκολίας πού συνάντησε ή Σπάρτη νά πείσει δλους τούς συμμάχους της νά τήν άκολουθήσουν στήν έκστρατεία έναντίον τής Αθήνας τό 506, ή Συμμαχία είχε ήδη άρχίσει νά τηρεί στοιχειωδώς κάποιον κατα 243
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στατικό χάρτη. Αργότερα ό Θουκυδίδης, άναφερόμενος στούς «παλαιούς ορκους» τών συμμάχων, λέει δτι ή πολιτική τής Συμ μαχίας έπρεπε νά άποφασίζεται άπό τήν πλειοψηφία τών πόλεων* ένας δρος σάν κι αύτόν προϋποθέτει ένα είδος γενικής συμφωνίας. Πράγματι, δπως άναφέρει ό Ηρόδοτος, άκριβώς στά τέλη τοΰ 6ου αιώνα έγινε ενα συνέδριο τών συμμάχων, τό όποιο άπέρριψε ένα σχέδιο πού είχαν ύποβάλει οί Σπαρτιάτες. Ή διαδικασία πού άκολούθησε ή Πελοποννησιακή Συμμαχία δταν κήρυξε τόν πόλεμο μέ τήν ’Αθήνα τό 432 περιγράφεται άπό τόν Θουκυδίδη μέ λεπτομέρειες περισσότερες άπό δσες έχουμε γιά όποιαδήποτε άλλη παρόμοια περίπτωση. Πρώτοι οί Κορίνθιοι, πού τά συγκεκριμένα παράπονά τους μέ τήν ’Αθήνα ήταν ή άμεση αιτία γιά τήν κήρυξη τοΰ πολέμου, έφεραν μαζί τους στή Σπάρτη έναν μεγάλο άριθμό συμμαχικών άντιπροσωπειών* άφοΰ μίλησαν στήν άπέλλα, άποσύρθηκαν, γιά νά άποφασίσουν μόνοι τους οί Σπαρτιάτες. "Οταν οί ίδιοι οί Σπαρτιάτες ψήφισαν υπέρ τοΰ πολέμου, συγκάλεσαν επίσημη σύνοδο τών συμμάχων τους καί τούς έθεσαν τό έρώτημα γιά τόν πόλεμο. Τό αποτέλεσμα ήταν δτι καμιά πλευρά δέν μποροΰσε νά ύποχρεώσει τήν άλλη νά τα χθεί ύπέρ τοΰ πολέμου άντίθετα πρός τή θέλησή της. Οί σύμμα χοι δέν μποροΰσαν νά πάρουν πολιτικές πρωτοβουλίες παρά μόνο μέ ανεπίσημες παραστάσεις, δπως έπραξε ή Κόρινθος σ’ αύτή τήν περίπτο^ση, άλλά μποροΰσαν νά άπορρίψουν μιά πρόταση πού θά τούς ύπέβαλλε ή Σπάρτη. ’Από τή στιγμή πού άποφασιζόταν κήρυξη πολέμου, τή διοίκηση τών δυνάμεων τής Συμμαχίας καί τήν δλη στρατηγική τοΰ πολέμου τήν άνέθεταν στή Σπάρτη. Οί δικαιοδοσίες αύτές περιορίζονταν μόνο στό βαθμό πού μπο ροΰσαν οί σύμμαχοι νά παρουσιάσουν πειστικά επιχειρήματα σέ πολεμικό συμβούλιο κατά τή διάρκεια τής έκστρατείας, ή νά άσκήσουν πίεση άπειλώντας δτι θά άποσύρουν τις δυνάμεις τους. Ή Σπάρτη ισχυριζόταν δτι οί σύμμαχοί της, άντίθετα μέ τούς συμμάχους τής Αθήνας, διατηρούσαν τήν αύτονομία τους. Καί πράγματι τή διατηρούσαν, άν δεχτούμε μία μόνο άπό τις σημα σίες αύτής τής πολυχρησιμοποιημένης καί διφορούμενης λέξης. Ή δύναμη τής Συμμαχίας έξαρτιόταν άπό τή στρατιωτική ισχύ τών μελών της* επιπλέον ή Σπάρτη άντιμετώπιζε πάντοτε μέ άνησυχία τό ένδεχόμενο εξέγερσης τών ειλώτων, οπότε ίσως χρει αζόταν ένοπλη βοήθεια. Συνεπώς δέν θά μποροΰσε ποτέ νά άφο244
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΤΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
πλίσει τούς συμμάχους της στό βαθμό πού άφόπλιζε ή Αθήνα τούς δικούς της, καί έτσι οί Πελοποννήσιοι διατηρούσαν αύτό τό πολύ ούσιαστικό στοιχείο άνεξαρτησίας. Μόνο μέ μιά γενικότερη έξέγερση σέ εύνοϊκές συνθήκες θά ήταν οί σύμμαχοι σέ θέση νά άντιμετωπίσουν στό πεδίο τής μάχης τόν τεχνικά άνώτερο σπαρ τιατικό στρατό. Αύτό συνέβαινε μόνο δταν τό γόητρο τής Σπάρ της ήταν γιά κάποια αίτια πεσμένο, δπως λόγου χάρη κατά τήν περίοδο τής σχετικής άδυναμίας της μετά τούς Περσικούς Πολέ μους (βλ. σ. 105). Ή παθητική άρνηση συνεργασίας άπό πλευράς τών συμμάχων ήταν εύκολότερη, τουλάχιστον ώσπου νά βρει ή Σπάρτη ελεύθερο χρόνο νά τήν άντιμετωπίσει. Έ τσ ι, ή ’Ήλιδα ήρθε σέ διένεξη μέ τή Σπάρτη τό 420, έμεινε άμέτοχη στόν ύπόλοιπο Πελοποννησιακό Πόλεμο καί μόνο έπειτα άπό δυο χρόνια πολέμου μέ τή Σπάρτη, άπό τό 402 ώς τό 400, έξαναγκάστηκε πάλι σέ ύπακοή. Γενικά δμως οί σύμμαχοι υποτάσσονταν, δπως άναφέρει ειρωνικά ό Θουκυδίδης, στήν άπαίτηση νά διατηρούν ο λιγαρχικά πολιτεύματα τοΰ τύπου πού ή Σπάρτη θεωροΰσε κα τάλληλα. Σπαρτιάτες άξιωματικοί διορίζονταν νά επιβλέπουν τήν έπιστράτευση τών συμμαχικών στρατευμάτων, άκόμη καί τήν ά γων ιστικότητά τους στό πεδίο τής μάχης, άν καί επίσημα τά διοικοΰσαν δικοί τους στρατηγοί. Ό αθηναϊκός συνασπισμός, πού τόν ονομάζουμε Συμμαχία της Δήλου, ξεκίνησε κατά τρόπο έντελώς διαφορετικό, ξεφυτρώνον τας ξαφνικά στά τέλη τοΰ 478. Στήν πραγματικότητα έπρόκειτο γιά κίνημα άνεξαρτησίας έναντίον τής σπαρτιατικής ήγεμονίας καί τής άλαζονείας τοΰ σπαρτιάτη άντιβασιλέα Παυσανία, άν καί ή Σπάρτη δέχτηκε τή νέα κατάσταση καί προτίμησε νά θεωρεί δτι έξακολουθεΐ νά ισχύει ή πολεμική συμμαχία της μέ τήν Α θήνα. Στήν περίπτωση αύτή γνωρίζουμε δτι τά μέλη τής Α θ η ναϊκής Συμμαχίας ορκίστηκαν ((νά έχουν τούς ίδιους έχθρούς καί φίλους» (καθιερωμένος δρος σέ συνθήκες έπιθετικής καί άμυντικής συμμαχίας)* οί δρκοι αύτοί συμφωνήθηκε νά ισχύουν γιά πάν τα, ώσπου νά άναδυθοΰν στήν έπιφάνεια τά σιδερένια βαρίδια πού έριξαν τότε στή θάλασσα. Μολονότι οί δροι ήταν διατυπωμένοι μέ αύτόν τό γενικό τρόπο, είχαν τό νόημα δτι κύριος σκοπός τής Συμμαχίας ήταν νά συνεχιστεί ό πόλεμος έναντίον τής Περσίας. ' Η Αθηναϊκή Συμμαχία διέθετε άπό τήν αρχή έναν καταστατικό χάρτη τουλάχιστον έξίσου ύποτυπώδη μέ αύτόν πού διέθετε καί
245
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ή Πελοποννησιακή Συμμαχία, καί οί διαδικασίες άκολουθοΰσαν τις ίδιες γραμμές: σύνοδοι τών συμμάχων δπου κάθε πόλη-κράτος, είτε μεγάλη είτε μικρή, εϊχε ισότιμη ψήφο, πού συνέρχονταν (δέν γνωρίζουμε πόσο συχνά) στή νήσο Δήλο, δπου οί ’Ίωνες λά τρευαν τόν Απόλλωνα. Ά λλά οί διαφορές άνάμεσα στίς δυο συμμαχίες ήταν μεγάλες, καί οφείλονταν κυρίως στό γεγονός δτι ή Αθηναϊκή Συμμαχία άποτελουσε ναυτικό οργανισμό πού χρεια ζόταν χρήματα γιά νά πληρώνει τούς κωπηλάτες του, καθώς καί στό δτι ή Αθήνα δέν χρειαζόταν δσο ή Σπάρτη τά στρατεύματα τών συμμάχων της, άλλά μάλλον κέρδιζε σέ δύναμη άφοπλίζοντάς τους. Ή δύναμη τής Αθήνας ήταν άσύγκριτα μεγαλύτερη άπό τή δύναμη όποιουδήποτε άλλου μέλους τής Συμμαχίας. Ά ν καί δέν έχουμε μαρτυρίες γιά τά πρώτα χρόνια, μπορεΐ νά θεωρηθεί βέ βαιο δτι ή άθηναϊκή εκκλησία τοΰ δήμου ψήφιζε πάντοτε χωριστά γιά τά θέματα πού ήταν νά συζητηθούν άπό τή Συμμαχία, καί έϊχε πρός τή σύνοδο τών συμμάχων της τήν ίδια σχέση πού είχε καί ή Σπάρτη πρός τή σύνοδο τών δικών της συμμάχων. Οί οικο νομικές συνεισφορές τών συμμάχων καθορίζονταν στήν πρώτη φάση άπό τόν Άθηναΐο Αριστείδη, πού οί άποφάσεις του ήταν γενικής άποδοχής, καί τό ταμείο τής Συμμαχίας ήταν άπό τήν άρχή στά χέρια άθηναίων άξιωματούχων. Μερικές πόλεις, πόύ είχαν συμμετάσχει μέ δικούς τους άνδρες καί πλοία σέ έκστρατεΐες τής Συμμαχίας, βαρέθηκαν αύτή τήν κατάσταση καί άντί τής συμμετοχής προτίμησαν νά καταβάλλουν χρηματικές εισφο ρές, υποτάσσοντας έτσι τόν έαυτό τους περισσότερο στή δύναμη τής Αθήνας. Ά λλες άποστάτησαν καί εξαναγκάστηκαν μέ τή βία νά επιστρέφουν στή Συμμαχία μέ λιγότερο εύνοϊκούς δρους. Γύ ρω στά μέσα τοΰ 5ου αιώνα οί διεργασίες αύτές είχαν προχωρή σει πάρα πολύ καί ή Συμμαχία ειχε μεταβληθεΐ σέ μιά μάλλον αύστηρά πολιτική ένότητα, τήν άθηναϊκή ήγεμονία. Καθεμιά άπό τις δύο συμμαχίες, σπαρτιατική καί άθηναϊκή, εϊχε ώς κεντρικό πυρήνα μιά ήγετική δύναμη (ηγεμόνα) μέ ισχύ δυσανάλογη πρός τήν ισχύ τών άλλων μελών της, καί ή ίδιάζουσα θέση τοΰ ηγεμόνα δέσποζε στήν δλη δομή τοΰ όργανισμοΰ. Αύτό καταρχήν δέν προκαλοΰσε δυσφορία, δπως άποδείχτηκε κατά τήν ίδρυση τής δεύτερης Αθηναϊκής Συμμαχίας τό 378. Ή Συμμα χία αύτή έγκαινιάστηκε μέ άφθονα προπαγανδιστικά συνθήματα,
246
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΥΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
καί μέ δηλώσεις δτι ή Αθήνα καταδίκαζε τίς καταπιεστικές με θόδους τής ήγεμονίας της τοΰ 5ου αιώνα. Ή δεύτερη Συμμαχία περιλάμβανε μιά ένδιαφέρουσα καταστατική καινοτομία, τό μό νιμο συμβούλιο συμμαχικών άντιπροσώπων, πού είχε τήν έδρα του στήν Αθήνα καί ύπέβαλλε τίς αποφάσεις του στήν άθηναϊκή εκκλησία τοΰ δήμου παράλληλα μέ τίς άποφάσεις τής βουλής τών Πεντακοσίων τής ίδιας τής Αθήνας. Ή Αθήνα δμως δέν παραιτήθηκε άπό κανένα κυριαρχικό της δικαίωμα, ουτε άλλωστε τής ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Τά μέλη τής Συμμαχίας προφανώς δέν διαφωνοΰσαν νά έχει πρός τό παρόν τήν τελευταία λέξη ή άθηναϊκή έκκλησία τοΰ δήμου. Ή Συμμαχία τής Κορίνθου, πού τήν ίδρυσε ό Φίλιππος μετά τή νίκη του στή Χαιρώνεια τό 338, ήταν έπίσης ήγεμονική συμμαχία, μέ τόν Φίλιππο ώς ήγέτη της, θέση κατο χυρωμένη καί γιά τούς διαδόχους του, πού τήν άνέλαβε ό Α λ έ ξανδρος. Ά λλά στήν πραγματικότητα ή Συμμαχία αύτή ήταν άπλά καί μόνο ενας πολιτικός οργανισμός γιά νά ελέγχουν οί Μακεδόνες τήν Ελλάδα, μέ ορισμένα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, καί ποτέ δέν έγινε πρόθυμα άποδεκτή άπό τίς πόλεις-μέλη της. Ό θεσμός τής ήγεμονίας μπορει νά φαίνεται ώς κατάλληλο μέ σο πού θά διευκόλυνε τήν ένοποίηση τής Ελλάδας ύπό εναν καί μόνο ήγέτη, στήν πραγματικότητα δμως αύτό δέν έπιτεύχθηκε. Ή Σπαρτιατική Συμμαχία λειτούργησε άρκετά άρμονικά, δσο περιοριζόταν κυρίως στά άρχικά πελοποννησιακά της μέλη, καί δσο ό φόβος τοΰ Άργους μέσα στήν Πελοπόννησο, ή τής Αθήνας έξω άπό αύτήν, ένωνε τούς συμμάχους ύπό τή σκέπη τής Σπάρ της. "Όταν ή ήττα τής Αθήνας έφερε τό μεγαλύτερο μέρος τής παλαιάς άθηναϊκής ήγεμονίας στά χέρια τής Σπάρτης, ή Πελοποννησιακή Συμμαχία δέν ήταν πιά δυνατόν νά λειτουργεί στήν παλαιά της μορφή. Σύνοδοι δπου θά έπαιρναν μέρος ώς μέλη μέ ψήφο δλες οί πολυάριθμες καί μακρινές πόλεις ήταν πολύ δύσκο λο νά συνέλθουν. "Ετσι, ή Σπάρτη προτίμησε νά κυβερνά παρά νά συμβουλεύεται τή Συμμαχία καί, μέ τόν τρόπο αύτό, δυσαρέστησε τούς παλαιούς καί τούς νεοαποκτημένους συμμάχους της. Ή δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία πήγαινε έπίσης περίφημα δσο τά μέλη της τά ενωνε ό κοινός φόβος τής Σπάρτης καί ή άντιπάθειά τους γιά τίς μεθόδους διακυβέρνησής της, άλλά άρχισε νά παρα παίει δταν ή Σπάρτη, άντί νά είναι ό εχθρός πού κρατούσε σέ συ νοχή τόν οργανισμό, έγινε σύμμαχος. Οί έλληνικές πόλεις ένώ-
247
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
νονταν έναντίον τοΰ Ισχυρότερου ηγέτη τους, άλλά οχι, ύπό τις δια ταγές τής έπικρατέστερης πόλης. Στό μεταξύ άρχισαν νά έπενεργοΰν μερικές πολιτισμικές δυ νάμεις. Είναι φανερό άπό τά κείμενα τής κλασικής περιόδου δτι γύρω στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα καμία πόλη-κράτος στή νότια Ε λ λάδα δέν κατέφευγε φανερά στόν πόλεμο ομολογώντας δτι έ'χει επιθετικούς σκοπούς, άλλά, γιά νά καθησυχάσει τή δική της συ νείδηση, χρησιμοποιούσε κάποιο άληθοφανές πρόσχημα αύτοάμυνας. Α μυντικές συμμαχίες γιά άμοιβαία προστασία εγιναν ό κα νόνας. Ή έπιθυμία τών Ελλήνων τοΰ 4ου αιώνα γιά «κοινή ειρή νη», πού θά άγκάλιαζε δλες τις έλληνικές πόλεις καί θά έγγυόταν τήν αύτονομία τους, συναντούσε πάντοτε σοβαρά προβλήματα έ ξαιτίας τών ύπερβολικών άπαιτήσεων τής πόλης πού ήταν κά θε φορά ή επικρατέστερη στρατιωτικά. Ά λλά ή έπιθυμία ύπήρ χε καί, παρόλο πού δέν έφαρμόστηκε ποτέ κανένα σύστημα κυ ρώσεων, μιά τέτοια άνάγκη Αναγνωριζόταν, ώς έναν μικρό βαθ μό. Πρόκειται ώστόσο γιά κίνημα μέ σκοπό τή διασφάλιση τής αύτονομίας τών πολυάριθμων άνεξάρτητων πόλεων, τις όποιες οί Έλληνες θεωρούσαν ώς τή μόνη μορφή πολιτικής οργάνωσης πού τούς ταίριαζε, και 6χι γιά κίνημα μέ σκοπό τήν έθνική ένοποίηση. Έ τσ ι, οί στρατοί τών πολιτών τού 4ου αιώνα έφθειραν ό ένας τόν άλλο χωρίς νά πετύχουν τίποτε σημαντικό μέ τούς άβέβαιης έκ βασης πολέμους τους. Οί Θηβαίοι, παρ’ δλες τις νίκες τους στή δεκαετία 371-362, δέν έγιναν ποτέ γενικότερα Αποδεκτοί ώς ήγεμόνες τής Ελλάδας. Στρατιωτικά άναγκάστηκαν νά άκινητοπόιηθοΰν, δταν οί γείτονες καί έχθροί τους Φωκεΐς κατέλαβαν τούς Δελφούς καί χρησιμοποίησαν τούς θησαυρούς τοΰ Μαντείου γιά νά προσλάβουν μισθοφόρους μέ μισθό 50% πάνω άπό τόν κα νονικό. Ή αύξηση τών μισθοφορικών στρατιωτικών σωμάτων θεωρήθηκε ώς ένα άπό τά μεγάλα κακά τής έποχής* Ό δημοσιολόγος Ισοκράτης εϊδε τούς μισθοφόρους κυρίως ώς ήθικό κακό, γιατί άπειλοΰσαν δση ειρήνη ύπήρχε στήν Ελλάδα, καί πίστευε δτι τό πρόβλημα θά Αντιμετωπιζόταν αν τούς έστρεφαν πρός τήν Ανατολή, έναντίον τοΰ περσικοΰ κράτους. Ή θεαματική πορεία τών Μυρίων τού Ξενοφώντα πρός τή θάλασσα ξεσήκωσε μεγάλες ελπίδες Αποδείχνοντας δτι ή Περσία ήταν τρωτή. Εξίσου σχεδόν
248
ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΤΤΙΚΟ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ
εντυπωσιακό ήταν δτι στούς πολέμους πού έξαπέλυσε ή Περσία έναντίον τής άνεξάρτητης Αίγύπτου άπό τό 404 ώς τό 343 καί οί δύο πλευρές στηρίχτηκαν πάρα πολύ σέ έλληνικά στρατεύματα καί σέ έλληνες διοικητές. Οί δαπάνες τών μισθοφορικών στρατευ μάτων δέν ήταν κάτι πού μποροΰσε εύκολα νά τό έπωμιστεΐ ο κα θένας. Ό άναπάντεχος πλουτισμός τών Φωκέων άποτελοΰσε εξαί ρεση καί δέν διάρκεσε πολύ· άλλωστε, ή ιεροσυλία τής άρπαγής θησαυρών άπό ιερά δέν ήταν έλαφριά ύπόθεση —λίγο νωρίτερα οί Αρκάδες είχαν έγκαταλείψει ένα σχέδιο νά χρησιμοποιήσουν γιά παρόμοιο σκοπό τούς θησαυρούς τής ’ Ολυμπίας. 'Η Αθήνα στά μέσα τοΰ 4ου αιώνα άντιμετώπιζε άρκετές δυσκολίες νά χρημα τοδοτήσει άκόμη καί στρατούς πολιτών, καί οί στρατηγοί της πο λύ συχνά ήταν άναγκασμένοι νά διακόπτουν τίς έκστρατεΐες τους γιά νά συλλέγουν χρήματα μέ τόν έ'ναν ή τόν άλλον τρόπο. Ε π ι πλέον, ήταν πασίγνωστο δτι οί μισθοφόροι ένδιαφέρονταν πολύ περισσότερο γιά τήν πληρωμή τους παρά γιά τήν ύπόθεση γιά τήν οποία είχαν προσληφθεΐ νά πολεμήσουν πάντως δέν έχουμε πλη ροφορίες γιά τό άλλο κακό, γνωστό άπό τήν ιταλική ιστορία, δη λαδή τήν άπροθυμία τών μισθοφορικών στρατευμάτων νά πολεμοΰν μέ ιδιαίτερη σφοδρότητα μεταξύ τους. Ά ρκετά νωρίς τόν 4ο αιώνα βλέπουμε άξιοσέβαστους άθηναίους στρατηγούς νά έκμισθώνουν τίς ύπηρεσίες τους σέ έργοδότες τής Ανατολής, δταν ήταν σέ πολιτική δυσμένεια ή δέν έβρι σκαν ικανοποιητική άπασχόληση στήν πατρίδα τους. 'Ο βασιλιάς τής Σπάρτης Αγησίλαος έπικρίθηκε, δταν στά τέλη τοΰ βίου του προσπάθησε νά προσποριστεί χρήματα γιά τήν πατρίδα του προσφέροντας τίς στρατιωτικές του ύπηρεσίες σέ ενα βασιλιά τής Αίγύπτου, τόν όποιο επειτα πρόδωσε σ’ έναν άντίπαλό του. Ξερι ζωμένοι άπό τίς πατρίδες τους, άρχηγοί μισθοφόρων ίδρυσαν γιά τούς έαυτούς τους μικρές αύτοκρατορίες, δουλεύοντας στήν ύπηρεσία βασιλέων τής Θράκης, καί ό Δημοσθένης κατέκρινε σφοτατα τίς τιμές πού άπένειμε ή Α θήνα σέ εναν άπό αύτούς, άναγορεύοντάς τον άθηναΐο πολίτη, ώς πρώτο βήμα πριν νά τόν προσλάβει ή πόλη ώς στρατηγό. "Όλα αύτά ήταν συμπτώματα τοΰ γεγονότος δτι στήν Ελλάδα δέν ύπήρχε πιά καμία ύπόθεση πού νά άξιζε νά πολεμήσει κανείς γ ι’ αύτήν. Σέ πολλούς άπό τούς λόγους του ό Δημοσθένης μέμφεται τήν πόλη γενικότερα, έπειδή βασιζόταν σέ μισθοφόρους καί έπειδή οί
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πολίτες τής ήταν άπρόθυμοι νά ύπηρετήσουν οί Ιδιοι στούς πολέ μους τής πόλης. Τις μομφές αύτές τις έχουν έκλάβει υπέρ τό δέον κυριολεκτικά πολλοί ιστορικοί πού άσχολήθηκαν μέ τήν παρακ μή τής Αθήνας, χωρίς νά καταλαβαίνουν δτι ό Δημοσθένης χρη σιμοποιούσε δλη τή ρητορική του δεινότητα γιά νά πείσει τήν πό λη νά ακολουθήσει πολιτική γενικής άντίστασης έναντίον τής Μα κεδονίας, έγχείρημα γιά τό όποιο ή πόλη δέν ήταν άκόμη έτοιμη. *Όταν ύπήρχε μιά ύπόθεση άξια νά πολεμήσει κανείς γ ι’ αύτήν, τήν πολεμική προσπάθεια τήν αναλάμβαναν οί ίδιοι οί πολίτες (έδώ συμπεριλαμβάνονται καί οί Αθηναίοι), ειτε έναντίον τού Φιλίππου τής Μακεδονίας, είτε σέ μεταγενέστερους άγώνες γιά έλευθερία. Ή άπώλεια τής όρμητικότητας πού χαρακτηρίζει τήν ιστορία της Ελλάδας τόν 4ο αιώνα ήταν προπάντων ύπόθεση πο λιτική, καί δέν εϊχε σχέση μέ τό μαχητικό πνεύμα τών κατοίκων της. Οί μάχες δέν είχαν ώς άποτέλεσμα τίποτε τό άξιόλογο. Στήν τελευταία φράση τών 'Ελληνικών ο Ξενοφών λέει, μέ ΰφος άπελπισμένο, δτι, ένώ δλοι εϊχαν έλπίσει νά ξεκαθαρίσει έντελώς ή κα τάσταση μέ τή μάχη στή Μαντίνεια τό 362, μετά τή μάχη αύτή επιτάθηκε ή σύγχυση καί ή άβεβαιότητα.
250
*
ΕΝΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Τό δόγμα τοΰ χωρισμού τών έξουσιών δέν είχε θέση στήν άρχαία έλληνική πολιτειολογική θεωρία ή πρακτική. Οί βουλές καί οί λαϊκές συνελεύσεις πού ένέκριναν τούς νόμους καί έπαιρναν άποφάσεις γιά τήν πολιτική λειτουργούσαν έπίσης ώς δικαστήρια γιά ορισμένες ύποθέσεις. "Οταν δημιουργήθηκαν στήν ’Αθήνα χωρι στά δικαστήρια, τά πολυάριθμα μέλη τους συνήθως τά προσφω νούσαν σάν νά άποτελούσαν συνελεύσεις τού λαού* καί πράγματι άποτελούσαν άντιπροσωπευτικά τμήματά του. Οί εκτελεστικοί άρχοντες έπίσης ήταν συνήθως καί δικαστές, καί διαδραμάτιζαν ένεργό ρόλο στίς έργασίες τού νομοθετικού σώματος. Ή κάπως στοιχειώδης διαχείριση τών δημόσιων ύποθέσεων ήταν κυρίως στά χέρια άρχόντων, άλλά στήν ’Αθήνα ενα μεγάλο μέρος άπό τις υποθέσεις αύτές συζητιόταν ενώπιον τής βουλής ή άπό τήν ίδια τή βουλή. "Οπως συμβαίνει πάντοτε, οί μαρτυρίες μας γιά τό χα ρακτήρα τών θεσμών αύτών, γιά τήν εκτίμηση πού έτρεφαν σ’ αύ τούς καί γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο οί θεσμοί επηρέαζαν τά γε γονότα είναι πληρέστερες αναφορικά μέ τήν Αθήνα* άλλά στούς τομείς αύτούς ύπάρχουν άρκετές πληροφορίες καί γιά τήν ιδιό μορφη κατάσταση στή Σπάρτη. Ό χαρακτήρας τού καθεστώτος μιας πόλης-κράτους καθοριζό ταν ή άντικατοπτριζόταν άπό τή σύνθεση τής λαϊκής της συνέλευ σης. Στή δημοκρατία δλοι οί ελεύθεροι ένήλικοι άντρες είχαν τό δικαίωμα νά ψηφίζουν στή λαϊκή συνέλευση* στήν ’Αθήνα τής κλασικής εποχής, μολονότι στήν πράξη είναι άπίθανο νά συμμε τείχαν σέ όποιαδήποτε συνέλευση περισσότεροι άπό τό ένα ογδοο τών δικαιουμένων, ειχε θεμελιώδη σημασία δτι δλοι είχαν τό δι καίωμα καί μπορούσαν πότε πότε νά συμμετέχουν. Οί ολιγαρχι κές πόλεις-κράτη περιόριζαν τόν άριθμό. τών ένεργών πολιτών τους, θέτοντας ώς προϋπόθεση ένα είδος περιουσιακών κριτη ρίων. Ή Σπάρτη δριζε κι αύτή περιουσιακά κριτήρια, μέ τήν έν νοια δτι ένας πολίτης έπρεπε νά είναι σέ θέση νά πληρώνει σέ ει-
251
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δος τίς οφειλές του στά συσσίτια* άλλά στή Σπάρτη ύπήρχε ενας επιπλέον περιορισμός: κανένας δέν μποροΰσε νά γίνει πολίτης, άν δέν περνοΰσε πρώτα τή σκληρότατη αγωγή στήν οποία έπρεπε νά ύποβληθεΐ ή σπαρτιατική νεολαία. Ανάλογα διέφεραν καί οί βουλές στις πόλεις κράτη. Ή άθηναϊκή βουλή τών Πεντακοσίων, πού έκλέγονταν κάθε χρόνο μέ κλή ρο άνάμεσα σέ υποψηφίους πού κατά κάποιον τρόπο είχαν προεπιλεγεΐ, ήταν τό κατάλληλο πρότυπο γιά μιά δημοκρατική πόλη. Οί ολιγαρχικές πόλεις ετειναν νά έχουν μικρότερο καί ισχυρότε ρο βουλευτικό σώμα, δπως καί άν διοριζόταν* ή ενα συμβούλιο, πολύ μικρό γιά νά μπορεΐ νά ονομαστεί βουλή, πού τό άποτελοΰσαν άρχοντες μέ έναν τίτλο ό όποιος ύποδήλωνε δτι άσκοΰσαν μιά άρχή πού άλλοΰ τήν άσκοΰσε ή βουλή. Ό πιό άρχαϊκός τύπος βουλής ήταν τό σώμα τών γερόντων, τό άξίωμα τών όποιων ή ταν ισόβιο, δπως ήταν ή γερουσία τής Σπάρτης, ή τό σεβάσμιο κατάλοιπο πού επιβίωσε πλάι στή δημοκρατική· βουλή τής Α θήνας, ό Ά ρειος Πάγος, δπου συμμετείχαν,οί άνώτεροι άρχον τες δταν συμπλήρωναν τό έτος τής θητείας τους. Γύρω στά μέσα τοΰ 5ου αιώνα ό Άρειος Πάγος είχε χάσει δλες του τίς παλιές δικαιοδοσίες, έκτος ίτρο τήν εκδίκαση ύποθέσεων φόνου. Τό πώς δημιουργήθηκαν αύτοί οί θεσμοί χάνεται στήν άχλύ τών σκοτεινών αιώνων. Ή σπαρτιατική γερουσία άριθμοΰσε τριάντα μέλη, δηλαδή τούς δυο βασιλείς καί είκοσι οκτώ άλλους, πού έκλέγονταν διά βοής άνάμεσα σέ Σπαρτιάτες ήλικίας πάνω άπό τά έξήντα καί παρέμεναν στήν έξουσία ώς τό θάνατό τους. Ό άριθμός τών γερουσιαστών καί ό ρόλος πού έπαιζαν αύτοί καί ό λαός στή λήψη άποφάσεων γιά κρατικές ύποθέσεις άποτελοΰν τό κύριο θέμα τοΰ άρχαϊκοΰ κειμένου πού ονομάζουμε Μεγά λη. Ρήτρα^καΙ μας διασώθηκε άπό τόν Πλούταρχο, μαζί μέ με ρικά σχόλια πού προέρχονται άπό τόν Αριστοτέλη: ή γερου σία είχε τό δικαίωμα νά ύποβάλλει προτάσεις, άλλά ή άπόφαση γιά κάθε πρόταση έξαρτιόταν άπό τήν ψήφο τοΰ λαοΰ. Ό λα αύτά τά άνήγαν στις άρχαΐες μεταρρυθμίσεις τοΰ Λυκούργου, καί μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν σήμερα δτι αύτός καθόρισε τίς αρμοδιότητες τής βουλής καί τής λαϊκής συνέλευσης στις άρχές τοΰ 9ου αιώνα. Είναι μιά εποχή γιά τήν όποια δέν μπορεΐ νά μι λήσει κανείς μέ μεγάλη βεβαιότητα, άλλά θά ήταν έκπληκτικό άν τότε πράγματι θεσπίστηκε ή εισαγωγή ένός τόσο πολύπλοκου
252
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
πολίτικου μηχανισμού. Ή εναλλακτική θεωρία, πού μ’ αύτήν συντάσσονται σήμερα οί περισσότεροι ιστορικοί, είναι δτι οί μεταρρυθμίσεις χρονολογούνται κάπου στόν 7ο αιώνα* Στά σωζόμενα ποιήματα τοΰ Τυρταίου, πού τά έγραψε γιά νά παροτρύνει τόν σπαρτιατικό στρατό νά καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες στή διάρκεια μιας μακρόχρονης επανάστασης τών Μεσσηνίων τόν 7ο αιώνα, περιλαμβάνεται καί μιά εξήγηση δελφικοΰ χρησμοΰ, πού παραφράζει στήν πραγματικότητα τις βασικές διατάξεις τοΰ πεζοΰ κειμένου τής Ρήτρας. Ά ν καί τά συμφραζόμενα τών στί χων αύτών δέν είναι μέ βεβαιότητα γνωστά καί συζητιούνται τε- ( λευταΐα πολύ, οί στίχοι δικαιώνουν τήν άποψη δτι ή μεταρρύθμι ση πού περιλαμβάνεται στή Ρήτρα σχετίζεται κατά κάποιον τρό^ πο μέ τή μεσσηνιακή έξέγερση. Προφανώς ό Τυρταίος δέν μνη μόνευε τό δνομα τοΰ Λυκούργου, καί ή μυθική αύτή προσωπικό τητα μπορεΐ νά άγνοηθεΐ. Ό Πλούταρχος ερμηνεύοντας τή Ρήτρα τήν εξετάζει ώς κεί μενο πού άφορά πριν άπ’ δλα τήν ίδρυση τής γερουσίας* ώστόσο, πρέπει νά ύποθέσουμε πώς γιά τούς συγχρόνους ειχε ίση τουλά χιστον σημασία ή καθιέρωση τής άρχής δτι ή τελική άπόφαση γιά τις -προτάσεις πού υποβάλλονταν πρός έγκριση ήταν στά χέρια τοΰ λαοΰ. Δέν πρέπει νά ξεχνούμε δτι ό σπαρτιατικός «λαός» (άν καί ό δρος άπέκλειε δλους τούς πολυάριθμους έλεύθερους περίοι κους) άποτελοΰσε ένα μεγάλο σώμα, ίσως οχι μικρότερο άπό τις οκτώ χιλιάδες πού υπολογίζει ό *Ηρόδοτος δτι ύπήρχαν τό έτος 480, καί πολύ πιθανόν μεγαλύτερο. Τό νά δοθεί πολιτική δύναμη σέ ένα τόσο πολυάριθμο πλήθος άνθρώπων άποτελοΰσε πολύ με γάλη παραχώρηση γιά τόν 7ο αιώνα. 'Τπάρχουν ένδείξεις δτι ή 'Ν Σπάρτη ύπέφερε άπό ταραχές τήν έποχή τής μεσσηνιακής έξέ- | γερσης. Οί στίχοι τοΰ Τυρταίου άποτελοΰν έπαρκή άπόδειξη δτι | τό ήθικό τοΰ στρατοΰ ήταν πεσμένο, καί ό Αριστοτέλης βρήκε { στά ποιήματα τοΰ Τυρταίου μαρτυρίες δτι ύπήρχαν έντονες άντι- | δράσεις μέ αίτημα τόν άναδασμό τής γής τήν έποχή εκείνη. Πα- | ρόμοιες ταραχές άλλοΰ τήν ίδια εποχή έγιναν αίτια έγκαθίδρυσης \ τυραννίας, ή Σπάρτη δμως δέν γνώρισε ποτέ τυραννία. ’Ίσως ή / άντίδρασή της ήταν νά δώσει μερίδιο έξουσίας στήν τάξη πού ή ταν πιθανότερο νά ύποστηρίξει έναν τύραννο, δηλαδή, πάνω κ ά τω ^ στούς οπλίτες πού άπάρτιζαν τό στρατό. Είναι άπίθανο νά έγινε μιά τόσο μεγάλη παραχώρηση χωρίς
253
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
εγγυήσεις. Ή εγγύηση, πού περιλαμβάνεται στις κύριες διατά ξεις τής Ρήτρας, είναι δτι ή πρωτοβουλία παρέμενε στά χέρια τής γερουσίας: αύτή καί μόνο είχε τδ δικαίωμα νά υποβάλλει προτά σεις γιά έγκριση. Αύτό είναι ενα σχήμα πού γενικεύτηκε σέ δλη τήν Ελλάδα: ή προκαταρκτική συζήτηση άπό τή βουλή λέγεται προβούλενσις, καί δλο αύτό τό σύστημα, δπου ή πρωτοβουλία άνήκε στή βουλή καί ή τελική άπόφαση στή λαϊκή συνέλευση, εχει ονομαστεί.προβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Ή σπαρτια τική Ρήτρα άποτελεΐ τήν πρώτη μαρτυρία λειτουργίας ένός τέ τοιου συστήματος* καί είναι ενδεχόμενο τό σύστημα νά έπινοήθηκε πράγματι στή Σπάρτη τόν 7ο αιώνα, καί άπό έκεΐ νά άντιγράφτηκε άπό άλλες πόλεις. Στήν ίδια τή Σπάρτη ύπήρχε καί πρό σθετη εγγύηση, σέ μιά προσθήκη πού λέγεται δτι προσαρτήθηκε άργότερα στή Ρήτρα, ή όποια έ'δινε στή γερουσία τήν έξουσία νά μή λαμβάνει ύπόψη της μιά «στραβή» άπόφαση τοΰ λαοΰ. Ό ποιαδήποτε καί άν ήταν ή άκριβής σημασία της, ή προσθήκη αύτή δέν άντιγράφτηκε άπό άλλες πόλεις έ'ξω άπό τή Σπάρτη* δέν υπάρχουν μάλιστα άσφαλεΐς μαρτυρίες δτι έφαρμόστηκε κάν έκεΐ. Στήν *Αθήνα δέν ύπάρχουν ένδείξεις δτι άποκλείστηκέ ποτέ έπίσημα άπό τήν έκκλησία τοΰ δήμου κάποια μερίδα πολιτών, άν καί, βέβαια, τόν πρώτο καιρό τά κατώτερα μέλη της, γνωρίζον τας τή θέση τους, θά άφηναν τούς καλυτέρους τους νά διευθύνουν τΐ£_έργασίες. "Οταν ό Κύλων προσπάθησε νά γίνει τύραννος γύρω ^τό 6321 καί κατέλαβε τήν Ακρόπολη, ό λαός προσκλήθηκε καί ίπαροτρύνθηκε νά τόν πολιορκήσει έκεΐ. Ά λλά καθώς ή πολιορκία ίπαρ'ατεινόταν, τό κύριο σώμα τοΰ λαοΰ άποχώρησε, άφήνοντας /τούς άρχοντες νά τελειώσουν τήν ύπόθεση. Αύτό κατά κάποιον / τρόπο άποτελοΰσε πράξη τής έκκλησίας, άν καί ό δήμος εδειχνε ^.Χάκόμη κάπως παθητική στάση άφήνοντας πρωτοβουλίες στά χέ ρια τών άρχόντων του. Τό 594 ό Σόλων συγκάλεσε τήν έκκλησία τοΰ δήμου σέ συνεδρία, δπου έξέθεσε σέ γενικές γραμμές τό μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Ή τα ν μιά έπαναστατική μάλλον καί δχι κανονική συνεδρία, άλλά ή έπέμβασή της υπήρξε άποφασιστική* έ'κτοτε ή έκκλησία τοΰ· δήμου άποτέλεσε έ'ναν παράγοντα πού δέν μποροΰσε νά παραγνωριστεί. Ό Σόλων συγκρότησε ένα 1. Ή απόπειρα εγινε μιά χρονιά διεξαγωγής ’Ολυμπιακών Αγώνων, άλλά δέν γνωρίζουμε ακριβώς ποιων: πιθανές χρονολογίες είναι έπίσης το 636 ή τό 628.
254
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
νέο προβουλευτικό σώμα, τή βουλή τών Τετρακοσίων, πού είχε. έργο νά προετοιμάζει τά θέματα πού θά είσάγονταν στήν έκκλησία τοΰ δήμου. Ό Πλούταρχος λέει δτι ό Σόλων προόριζε τή βουλή τών Τετρακοσίων ώς πολιτειακό φραγμό, καί αναφέρει μιά μεταφορά πού χρησιμοποιούσε ό Σόλων, δτι οί δυο βουλέςΤ ή παλαιά τοΰ ’Αρείου Πάγου καί ή νέα δική του τών Τετρακο σίων, άποτελοΰν τις δυο άγκυρες τοΰ σκάφους τής πολιτείας. Αύτό φαίνεται λογικό στό πλαίσιο εκείνης τής εποχής. Ή επανα στατική παρέμβαση τοΰ δήμου μποροΰσε νά συγχωρηθεΐ, δταν είχε ώς άποτέλεσμα τό διορισμό ένός μεταρρυθμιστή τόσο ενσυ νείδητα άνθρωπιστή καί μετριοπαθούς δσο ό Σόλο^ν, ενείχε δμως καί προφανείς κινδύνους. Σέ άλλη περίπτωση ό δήμος, μέσα στήν έξαψή του, ήταν ενδεχόμενο νά έπιβάλει βίαια μιά άπόφαση λιγότερο σωστή. Ό Σόλων, πριν νά πεθάνει, πρόλαβε νά δει δτι ό «φραγμός» του δέν κατόρθωσε νά άποτρέψει τήν έκκλησία τού δήμου νά ψηφίσει νά δοθεί σωματοφυλακή στόν Πεισίστρατο, γε γονός πού ύπήρξε τό πρώτο βήμα γιά τήν έγκαθίδρυση τής τυ ραννίδας του. Μέ έπιμέρους παραλλαγές, τό προβουλευτικό σύστημα διαδό θηκε εύρύτερα στήν Ελλάδα. Τόν πρώτο καιρό, δταν ήταν νέα ή ιδέα νά εμπιστεύονται τις τελικές άποφάσεις σέ μιά μεγάλη λα ϊκή συνέλευση, ή σημασία τής βουλής ώς άσφαλιστικής δικλείδας ένάντια σέ βιαστικές άποφάσεις ΐσως νά μετρούσε περισσότερο στή σκέψη τών έλλήνων πολιτικών, δπως ήταν οί σπαρτιάτες με ταρρυθμιστές ή ό Σόλων. "Οταν έδραιώθηκε τό προβουλευτικό σύστημα, αύτή ή πλευρά του ύποχώρησε σχεδόν έντελώς, ένώ άλλα του χαρακτηριστικά έγιναν περισσότερο έκτυπα. Ή άντιμετώπιση δημόσιων υποθέσεων σέ δύο στάδια, καί ή μή εξάρτησή τους άπό μία καί μόνο άμεση άπόφαση, ενείχε προφανή τεχνικά πλεονεκτήματα* τά πλεονεκτήματα αύτά αύξάνονταν, δσο πιο πο λύπλοκες γίνονταν οί δημόσιες ύποθέσεις. Στή βουλή έπίσης ήταν δυνατό νά άνατεθοΰν καί άλλες λειτουργίες, πέρα άπό τό ρόλο της στή διαδικασία λήψης άποφάσεων καί ψήφισης νόμων: ειδικά στήν Αθήνα έγινε τό κυριότερο διοικητικό οργανο τής πολιτείας. Φυσικά, ή βουλή εξελίχτηκε διαφορετικά άπό τόπο σέ τόπο. Στήν ’Αθήνα άποτελοΰσε πολυάριθμο σώμα. Μετά τή μεταρρύθ μιση τοΰ Κλεισθένη τό 507, τήν άποτελούσαν πεντακόσιοι κανο νικοί πολίτες ήλικίας πάνω άπό τριάντα χρόνων, εκλεγόμενοι μέ
255
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κλήρο γιά ένα μόνο χρόνο θητείας μποροΰσε κανείς νά υπηρετή σει καί μιά δεύτερη θητεία, άλλά δχι περισσότερο. 'Η ιδιότητα τοΰ μέλους τής βουλής άπαιτοΰσε πολυ χρόνο καί, μολονότι ή δη μοκρατία στήν εξελιγμένη της μορφή άμειβε τούς βουλευτές, ή α μοιβή δέν ήταν πολύ μεγάλη. Κανένας πραγματικά φτωχός δέν θά ήθελε νά υπηρετήσει ώς βουλευτής, καί είναι πολύ πιθανό δτι ή κατώτερη άπό τίς τέσσερις εισοδηματικές τάξεις τοΰ Σόλωνα, ή μεγάλη λαϊκή μάζα τών θητών, δέν ήταν έκλόγιμη. Μέ τήν αύ ξηση τοΰ πληθυσμοΰ τής Αθήνας πρός τά τέλη τοΰ 5ου αιώνα, δέν πρέπει νά ήταν δύσκολο^ά βρεθοΰν αρκετοί βουλευτές άπό τίς άλλες τρεις τάξεις, περίπου άπό τούς οπλίτες καί πάνω* θά ήταν δμως δυσκολότερο δταν ό Κλεισθένης καθιέρωσε γιά πρώτη φορά τούς Πεντακοσίους του, καί άδύνατο χωρίς τή δυνατότητα έκλογής καί γιά δεύτερη θητεία. Τό άποτέλεσμα θά ήταν νά άποκτήσει ενα μεγάλο ποσοστό τών τάξεων αύτών πείρα βουλευτικής ύπηρεσίας, πράγμα πού άποτελοΰσε πολιτική έκπαίδευση πολύ τιμη. 'Η βουλή, σκοπίμως, δέν ήταν κανένα σεβάσμιο σώμα άποτελούμενο άπό προνομιοΰχα πρόσωπα μεγάλου κύρους, αλλά μιά κάθετη τομή τής ίδιας τής έκκλησίας τοΰ δήμου' ήταν πολύ μεγά λη γιά νά μπορεΐ νά άσχολεΐται μέ υποθέσεις κάπως πολύπλοκες, εκτός άν χωριζόταν σέ έπιτροπές. Πολύ φυσικά, έδώ κυριαρχοΰσε ή έκκλησία τοΰ δήμου, πού, δταν ερχόταν ή ώρα, τροποποιού σε μέ μεγάλη ελευθεριότητα τίς προτάσεις πού τής ύπέβαλλε ή ...βουλή, ή προσαρτοΰσε προσθήκες άσχετες πρός τήν πρόταση, ή, τέλος, έ'φτανε νά δίνει οδηγίες στή βουλή νά είσηγηθεΐ μιά συγ κεκριμένη πρόταση καί νά τήν ύποβάλει στήν επόμενη συνεδρία τής έκκλησίας τοΰ δήμου. Έ τσ ι, σέ πολιτικά θέματα, ή βουλή τής κλασικής περιόδου δέν διατήρησε τήν πρωτοβουλία πού φαί νεται νά τής έ'δινε ή έπίσημη θέση της. ^Τά^διοικητικά της δμως καθήκοντα, πολλαπλασιάστηκαν καί περιέλαβαν έ'λεγχο κάθε εί δους άπολογισμών τών ειδικών επιτροπών —τών έπιστατών στά ναυπηγεία, τών άξιωματούχων πού ήταν υπεύθυνοι γιά τίς γιορ τές καί πάμπολλων άλλων— πέρα άπό τίς διοικητικές ύποθέσεις πού χειριζόταν άμεσα ή ίδια ή βουλή. 'Η πίεση τής δουλειάς, ι διαίτερα στήν άκμή τής δύναμης τής άθηναϊκής ήγεμονίας στά τέλη τοΰ 5ου αιώνα, ήταν πολύ μεγάλη, καί ή συμφόρηση τρομα κτική. Ά λλά δ,τι έ'πρεπε νά γίνει, γινόταν άπό τή βουλή, καί αύ-
256
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΛΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
τό ήταν τό σπουδαιότερο έργο της στήν Αθήνα. Στίς ολιγαρχικές πόλεις γενικά, στό βαθμό πού μπορούμε νά γνωρίζουμε (γιατί δέν κατέγραφαν, όπως οί Αθηναίοι, τά ψηφί σματα καί τούς άπολογισμούς τους πάνω στήν πέτρα), ή βουλή ή τό άντίστοιχο οργανο είχαν πολύ περισσότερες πολιτικές άρμοδιότητες, ένώ ή προσφυγή στή λαϊκή συνέλευση ήταν λιγότερο συχνή. Φαίνεται μάλιστα πιθανό δτι οί περισσότερες ύποθέσεις ρυθμίζονταν ιδιωτικά στά παρασκήνια. Ή Σπάρτη άποτελεΐ έδώ κάποια έξαίρεση, άπό τήν άποψη δτι παραδόξως ή γερουσία εμ φανίζεται λίγο στίς άφηγήσεις τών πολιτικών γεγονότων στήν *Ιστορία μάλιστα τοΰ Θουκυδίδη (432-411) δέν έμφανίζεται κα θόλου, καί στά'Ελληνικά τοΰ Ξενοφώντα,.(411.-362) μόνο περιθω ριακά, ένώ οί συζητήσεις στήν άπέλλα άναφέρονται άρκετά συχνά καί ήταν προφανώς σημαντικές. Ή γερουσία άσφαλώς εξακολού θησε νά άσκεΐ τό προβουλευτικό της έργο. Σέ μιά κρίσιμη μάλι στα στιγμή στή διάρκεια τής επαναστατικής περιόδου τοΰ 3ου αιώνα, άρνήθηκε νά είσηγηθεΐ στήν άπέλλα τις μεταρρυθμίσεις πού πρότεινε ό βασιλιάς Ά γ η ς Δ'. Φαίνεται δμως δτι, γενικά, τό σεβάσμιο αύτό σώμα τών ήλικιωμένων δημόσιων άνδρών δέν ή ταν άποτελεσματικό στήν άσκηση τών έπίσημων πολιτικών λει τουργιών του. Ή γερουσία ώστόσο ήταν τό σπουδαιότερο δικα στήριο στή Σπάρτη, καί δλες οί περιπτώσεις πού συνεπάγονταν τις αύστηρότερες ποινές, θάνατο, έξορία ή στέρηση πολιτικών δι καιωμάτων, ήταν στήν άρμοδιότητά της. Τό μεγάλο κύρος πού είναι φανερό δτι εξακολούθησε νά άπολαμβάνει ή γερουσία μπο ρεΐ νά άποδοθεΐ κυρίως στόν δικαστικό της ρόλο. Οί διάφοροι άρχοντες στίς ελληνικές πόλεις εμφανίστηκαν δταν ή άρχική-δύναμη τοΰ βασιλιά κατακερματίστηκε ή καταργήθηκε έντελώς. Ή θέση τους στό δλο σύστημα είναι βασικά ή ίδια παντοΰ, παρόλο πού οί τίτλοι τους ήταν διαφορετικοί. Οί τίτλοι αύ τοί έχουν βασανίσει τήν εύστροφία άρχαίων καί νέων έτυμολόγων. Μπορεΐ νά ήταν άπλοι τίτλοι, δπως άρχων στήν Αθήνα καί άλλοΰ, πού σημαίνει «κυβερνήτης», μέ τήν πιο γενική έννοια τοΰ δρου* ή μπορεΐ νά ήταν πιο ιδιόμορφοι, δπως έφορος στή Σπάρτη, πού πιθανόν σημαίνει «έπιβλέπων*»· ύπάρχουν άκόμη καί τίτλοι δπως «διαιτητής» ή «σύντροφοι τών μουσικών» στή Μίλητο, άν αύτές είναι σωστές μεταφράσεις τών δρων. "Οπως καί άν τούς
257 17
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ονόμαζαν, φαίνεται δτι δλοι τους ήταν άξιωματοΰχοι τών άριστοκρατών, πού άπέκτησαν πολιτική δύναμη άφαιρώντας την άπό τούς βασιλείς στή διάρκεια τών σκοτεινών αιώνων, μοιράζοντας μεταξύ τους τις έξουσίες πού είχαν συγκεντρωθεί στό πρόσωπο τοΰ βασιλιά. Όπουδήποτε έχουμε πραγματικές πληροφορίες, εμ φανίζονται καί ώς δικαστικοί άξιωματοΰχοι. Στήν ’Αθήνα δ άρχηγός τοΰ κράτους ήταν άπλώς ό άρχων ή επώνυμος άρχων (γιατί έδινε τό 8νομά του στό έτος).1 Ό βασι λεύς τελοΰσε ορισμένες παραδοσιακές δημόσιες θυσίες καί άλλες τελετές, άλλά έκλεγόταν κι αύτός κάθε χρόνο, καί είχε κοσμικά καθήκοντα. Ό πολέμαρχος ήταν ό άρχηγός στόν πόλεμο καί, δ ταν στίς άρχές τοΰ 5ου αιώνα έχασε τήν άρμοδιότητά του αύτή, ξεχώρισε άπό τούς άλλους άρχοντες, γιατί ήταν αύτός μέ τόν ό ποιο έπρεπε νά διαπραγματεύονται οί άλλοδαποί. 'Υπήρχαν έπί σης έξι θεσμοΟέται, πού τό δνομά τους πρέπει ίσως νά σημαίνει δτι κάποτε νομοθετούσαν, άν καί κατά τήν παράδοση έργο τους ήταν μόνο νά καταγράφουν τούς νόμους. Τό σώμα τών έννέα άρχόντων μποροΰσε νά άσχολεΐται μέ τή διεκπεραίωση τών περισ σότερων άπό τις πολιτικές καί διοικητικές ύποθέσεις τής άρχαϊκής Αθήνας* τις δικαστικές ύποθέσεις τις κατένεμαν στά δικα στήριά τους κατά κατηγορία, ένώ αύτοί έδιναν τή δική τους τε λική ετυμηγορία, ώσπου ό Σόλων έπέτρεψε τήν έφεση στό δήμο. Μετά τις μεταρρυθμίσεις τοΰ Κλεισθένη ή έπιρροή τών άρχόντων μειώθηκε. Μέ μιά άλλη μεταρρύθμιση τό 487, οί άρχοντες διορίζονταν μέ κλήρο άνάμεσα σέ ύποψηφίους πού πρότειναν οί φυλές, Έ κτοτε τά άξιώματα, μολονότι διατήρησαν κάποιο κύρος και εξακολούθησαν νά τά καταλαμβάνουν πολίτες τών δύο πλου σιότερων τάξεων, έπαψαν νά άποτελοΰν τό πιο έπίζηλο έπαθλο στήν πολιτική ζωή. Α ντίθετα ή στρατηγία, πού τήν περιγράψαμε παραπάνω (σ. 238), έγινε τό κύριο μέσο γιά τήν άσκηση πολιτι κής έξουσίας. Τό 462 οί άρχοντες έχασαν καί τό ούσιαστικότερο μέρος άπό τή δικαστική τους έξουσία. Έκτός άπό τά ύψηλότερα αύτά άξιώματα, μέ τήν εξέλιξη τής δημοκρατίας στήν ’Αθήνα δημιουργήθηκαν καί πολλά ύποδεέστερα άξιώματα μέ ειδικά καθή1. "Ώσπου νά καθιερωθεί ή άρχή της άρίθμησης τών έτών άπό ένα καθο ρισμένο χρονικό σημείο, δπως κάνουμε έμεΐς,'ό μόνος τρόπος προσδιορισμού ένός έτους στό παρελθόν ήταν ή άναφορά σέ έναν «έπώνυμο» άρχοντα: «τό Ιτος πού ήταν άρχοντας ό τάδε» (ή «έφορος» κτλ.).
258
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
κοντά, τόν έλεγχο τών άπολογισμών άπερχόμενών αρχόντων, τήν έπί βλέψη τής άγορας καί οΰτω καθεξής. Λιγότερο εύκολο, δπως συμβαίνει συνήθως, είναι νά ξεκαθα ριστούν οί διαδικασίες στις ολιγαρχικές πόλεις. Στόν πολιτικό το μέα είναι ΐσως άξιομνημόνευτο τό ένδιαφέρον ομοσπονδιακό Σύν ταγμα πού υιοθέτησε ή Βοιωτική Συμμαχία τό 446. Στις πόλεις τής Βοιωτίας θεσπίστηκαν ομοιόμορφα ολιγαρχικά Συντάγματα μέ βάση περιουσιακά κριτήρια —αύτή μάλιστα τυχαίνει νά είναι ή άρχαιότερη ρητή μαρτυρία γιά τή χρησιμοποίηση περιουσια κών κριτηρίων σέ μιά ολιγαρχία. Κάθε πόλη είχε τέσσερις βου λές, άπό τίς όποιες καθεμιά μέ τή σειρά της ενεργούσε ώς προβουλευτικό σώμα. Οί άλλες τρεις σέ κοινή συνεδρίαση ένεργοΰσαν ώς λαϊκή συνέλευση. Γιά ομοσπονδιακούς σκοπούς, ή χώρα είχε διαιρεθεί σέ έντεκα περιοχές μέ ΐσο περίπου πληθυσμό, άν καί μιά περιοχή μποροΰσε νά περιλαμβάνει τρεις ή τέσσερις πόλεις, ένώ ή Θήβα άποτελοΰσε μόνη της δύο περιοχές. Κάθε περιοχή έξέλεγε έναν ομοσπονδιακό άρχοντα, πού λεγόταν βοιωτάρχης, καί εξήντα μέλη τής ομοσπονδιακής βουλής, έστελνε ορισμένο ποσοστό στρατευμάτων γιά τόν ομοσπονδιακό στρατό, καί ουτω καθεξής. ’ Ηταν μιά έξαιρετικά άσυνήθιστη άπόπειρα πρός τήν κατεύθυνση τής άντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, μέ σκοπό, φαίνεται, νά δοθεί βάρος στό καθένα άπό τά συνθετικά μέρη τής χώρας καί νά άποφευχθεΐ ή άπόλυτη κυριαρχία τής μεγαλύτερης πόλης, τής Θήβας. Αύτός ό σκοπός διαψεύστηκε σέ μεγάλο βαθ μό. Μιά τυχαία παρατήρηση τοΰ Θουκυδίδη (5, 37-38) δείχνει πόσο βάρος έδωσαν άθ ί&σίο οί ρυθμίσεις αύτές στούς βοιωτάρχες. Κανονικά, λέει, οί βοιωτάρχες θεωροΰσαν φυσικό νά κάνουν δ,τι θέλουν, χωρίς νά δίνουν πολλές έξηγήσεις στήν ομοσπονδιακή βουλή (πού, δπως οί βουλές τών πόλεων, ήταν καί αύτή χωρι σμένη σέ τέσσερα τμήματα). Σ’ αύτή τήν περίπτωση, τό 420, οί βουλευτές άποφάσισαν γιά μιά φορά νά άντισταθοΰν, άλλά είναι σαφές δτι, κανονικά, οί βοιωτάρχες έλεγχαν άποτελεσματικά τίς ενέργειες τής Συμμαχίας. Δέν γνωρίζουμε τίποτε γιά τή δικαστι κή τους οργάνωση, έκτος άπό τό δτι ύπήρχε ένα ομοσπονδιακό δι καστήριο, στό όποιο κάθε περιοχή έστελνε δικαστές. 'Η Σπάρτη, γιά μιά άκόμη φορά, άποτελεΐ έξαίρεση. 'Η κατά σταση έκεΐ περιπλεκόταν έξαιτίας τής διατήρησης τής κληρονο μικής βασιλείας. 'Η Σπάρτη δέν είχε έναν μόνο βασιλιά, άλλά δύο
259
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ταυτόχρονα, καθώς τόν τίτλο τόν κληρονομούσαν άνεξάρτητα δύο χωριστές οικογένειες: οί καταβολές τοΰ μοναδικοΰ αύτοΰ θεσμοΰ είναι έντελώς άγνωστες. "Όπως καί σέ άλλα μέρη, οί βασιλείς εί χαν χάσει πολλή άπό τήν άρχικά απεριόριστη δύναμή τους. Ό Ξενοφών μάς επιτρέπει Ϊσως νά δοΰμε κάτι άπό τή διαδικασία, δταν περιγράφει τόν δρκο πού έδιναν, άκόμη καί στήν εποχή του, κάθε μήνα μεταξύ τους οί βασιλείς καί οί ισχυροί άρχοντες, οί έ'φοροι. Οί βασιλείς ορκίζονταν δτι θά τηρήσουν τούς νόμους* οί Ιφοροι, έκ μέρους τής πόλης, δτι θά εξασφαλίσουν τά προνόμια τών βασιλέων, δσον καιρό αύτοί θά τηροΰν τούς δρκους τους. Έ δώ οί έ'φοροι, μιά άρχή πού ιδρύθηκε παράλληλα μέ τή μοναρχία καί οχι σέ άντικατάστασή της, εμφανίζονται ώς άντιπρόσωποι τής πόλης άπέναντι στούς βασιλείς. Αύτό φαίνεται νά άποτελεΐ κατάλοιπο κάποιας παλαιάς συμφωνίας, μέ τήν όποια επιβλήθη κε ένας καταστατικός χάρτης. Τό έντελώς άφύσικο γεγονός στήν περίπτωση τής Σπάρτης είναι δτι οί βασιλείς διατήρησαν δχι μό νο ορισμένες θρησκευτικές άρμοδιότητες καί κάποια έλάσσονα νο μική δικαιοδοσία, άλλά καί τήν πραγματική ήγεσία τοΰ στρατοΰ, ένός τομέα πού θά μποροΰσε νά άποβεΐ εξαιρετικά επικίνδυνο νά τόν έμπιστευτεΐ κανείς σέ πρόσωπα πού τά προσόντα τους ήταν ή καταγωγή τους. 'Η άπέλλα άποφάσιζε ποιος άπό τούς δύο βα σιλείς θά έμπαινε επικεφαλής σέ κάθε συγκεκριμένη έκστρατεία* άλλά, άπό τή στιγμή πού ό βασιλιάς έ'βγαινε άπό τά σύνορα τής χώρας επικεφαλής τοΰ έκστρατευτικοΰ σώματος, είχε άπόλυτη ελευθερία σέ θέματα πολέμου, ή άκόμη καί διαπραγματεύσεων, καί τό μόνο πού τόν περιόριζε ήταν ή επίγνωση δτι, άν διέπραττε κανένα σοβαρό σφάλμα, ήταν ένδεχόμενο στό γυρισμό νά περάσει άπό δίκη.βτή Σπάρτη, ή επίσημη έξουσία του περιοριζόταν σχε δόν μόνο στό θχ οίίίοίο δικαίωμά του νά είναι μέλος τής γερου σίας* παρ’ δλους δμως τούς περιορισμούς αύτούς, ή βασιλεία έξακολουθοΰσε νά διατηρεί μεγάλη αϊγλη, πράγμα άσυνήθιστο στήν άρχαία έλληνική κοινωνία. Αύτά ήταν προνόμια πού ένας ικανός βασιλιάς μποροΰσε νά τά χρησιμοποιεί πρός δφελός του. 01 έφοροι ήταν πέντε, καί έκλέγονταν κάθε χρόνο άνάμεσα σέ ολόκληρο τό. σώμα τών πολιτών, πού άποτελοΰσαν καί τούς έκλογεΐς. Οί εκτελεστικές τους εξουσίες ήταν άσυνήθιστα μεγά λες άκόμη καί γιά άρχοντες μιας ολιγαρχίας* έπίσης μοιράζονταν μεταξύ τους κατά κατηγορίες τίς δικαστικές υποθέσεις, δπως καί
260
ΙΙΟΛΙΤΕΤΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
οί άρχοντες στήν ’Αθήνα. Άρχαΐοι καί σύγχρονοι συγγραφείς άποδίδουν στούς εφόρους πολύ μεγαλύτερη επιρροή στήν πορεία τής σπαρτιατικής ιστορίας άπό αύτήν πού πραγματικά είχαν. 'Υπάρχουν γ ι’ αύτό διάφορες αίτιες: ή έκταση τών πραγματικών εξουσιών τους, καθώς καί τό γεγονός δτι άποτελούσαν τούς άρ χοντες μέ τούς όποιους έπρεπε αρχικά νά διαπραγματευτούν δλοι οί ξένοι άπεσταλμένοι πού έφταναν στή Σπάρτη. Έκτός άπ’ αύτό, ή γενική μυστικότητα τής Σπάρτης γύρω άπό τις ύποθέσεις της δημιουργούσε τήν έντύπωση δτι ύπήρχε έκεΐ διαρκώς μιά συ νωμοτική δύναμη, πού έπενεργούσε πάντοτε καί παντού. Στήν πραγματικότητα δέν είναι σωστό νά άποδίδουμε συνέπεια πολι τικής γραμμής στούς ΐδιους τούς έφορους. Οί έφοροι, πού άλλα ζαν κάθε χρόνο, πρέπει φυσιολογικά νά άκολουθοΰσαν τήν πολιτι κή γραμμή πού έπικρατούσε τήν έποχή τής έκλογής τους, τροπο ποιούμενη ώς πρός τούς εφόρους, δπως καί ώς πρός τό εκλογικό σώμα, άπό οτιδήποτε είχε συμβεΐ στό διάστημα πριν άπό τήν α νάληψη τών καθηκόντων τους ή στή διάρκεια τής θητείας τους. "Ενα σώμα έφορων ήταν ενδεχόμενο νά διαφέρει αισθητά στήν πολιτική άπό τό προηγούμενό του, καί δέν ήταν άπαραίτητο νά είναι ομόψυχο δλο τό σώμα τών έφορων ένός έτους. Ωστόσο, τό έτήσιο σώμα τών εφόρων μπορούσε πράγματι, ώς ένα βαθμό μέ δική του πρωτοβουλία, νά προχωρεί σέ ενέργειες πού επηρέαζαν σοβαρά τήν πολιτική γραμμή τού κράτους. Οί έφοροι είχαν εύρύτατες άστυνομικές έξουσίες. Οί έξούσίες αύτές φαίνονταν εξαιρετικά φοβερές στούς ξένους, πού τούς εντυ πώσιαζε τό δικαίωμα τών έφορων νά συλλαμβάνουν άκόμη καί τό βασιλιά σέ περίπτωση έκτακτης άνάγκης, άν καί δέν επιτρεπό ταν νά τόν κρατούν γιά πολύ χωρίς δίκη. ΤΗταν ύπεύθυνοι κατά ποικίλους τρόπους γιά τή διασφάλιση τής υποταγής τών ειλώτων. Δέχονταν σέ άκρόαση τούς ξένους άπεσταλμένους, δταν πρωτοέφταναν, καί άποφάσιζαν άν πρέπει νά προωθηθούν τά αίτήματά τους στή βουλή καί τή λαϊκή συνέλευση. "Οταν ήταν νά έκστρατεύσει ενα στρατιωτικό σώμα, οι έφοροι άποφάσιζαν πόσες στρα τεύσιμες κλάσεις πρέπει νά κληθούν καί πότε πρέπει νά άρχίσει ή έκστρατεία. Πρόκειται γιά εύρύτατες έκτελεστικές έξουσίες, πού μποροΰσαν νά χρησιμοποιηθούν καί ώς πολιτικό δπλο. Έ τσ ι, τό 403, ένώ είχε ήδη σταλεί ό Λύσανδρος γιά νά ύποστηρίξει τήν όλιγαρχία τών Τριάκοντα στήν Αθήνα καί έκτελοΰσε μέ πλήρη
261
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
επιτυχία τήν άποστολή του, ή πλειοψηφία τών εφόρων δέχτηκε νά σταλεί στήν ’Αθήνα, υστέρα άπό αίτησή του, ό βασιλιάς Παυσα νίας μέ πρόσθετο στρατό* αύτός, μόλις έφτασε έκεΐ, άκολούθη σε πολιτική διαμετρικά άντίθετη πρός τήν πολιτική τοΰ Λυσάν δρου. Τό πρόβλημα τοΰ οριστικού διακανονισμοΰ μέ τήν 5Αθήνα παραπέμφθηκε τελικά στή σπαρτιατική λαϊκή συνέλευση (πού υ ποστήριξε τόν Παυσανία). Μέ αύτό τόν τρόπο τηρήθηκαν οί θε σμικοί τύποι* άσφαλώς όμως ή πρωτοβουλία τών εφόρων επηρέα σε κατά τρόπο σημαντικό τήν εξέλιξη τών γεγονότων. Οί έφοροι είχαν καί άλλες έξουσίες, ύπό τήν ιδιότητά τους τοΰ κύριου έκτελεστικοΰ οργάνου τοΰ κράτους, άλλά δέν μποροΰμε πάντοτε νά διακρίνουμε εύκολα ποιες ένέργειές τους ήταν εκτελεστικές άποφάσεων πού ειχε λάβει ή άπέλλα, καί ποιες τις άναλάμβαναν μέ δική τους ευθύνη. Οί έφοροι παρακολουθούσαν τις συνελεύσεις τής γερουσίας, είτε δικαιωματικά είτε γιατί αύτό εξυπηρετούσε. ?Ηταν ολοφά νερα τά πλεονεκτήματα τής παρουσίας τών εκτελεστικών οργά νων στή συζήτηση γιά πολιτικές άποφάσεις πού έπρεπε οί ίδιοι νά εφαρμόσουν: οί στρατηγοί στήν 5Αθήνα, λόγου χάρη, ήταν συ νήθως παρόντες στίς συνεδριάσεις τής βουλής. Οί έφοροι προέ δρευαν έπίσης σέ συνεδριάσεις τής άπέλλας, διεύθυναν τις εργα σίες της καί έθεταν προτάσεις σέ ψηφοφορία. Αύτό πιθανότατα τούς έδινε σημαντικά πλεονεκτήματα. Ό Ξενοφών άρκετές φορές περιγράφει μιά πράξη τοΰ σπαρτιατικού κράτους ώς πράξη «τών έφορων καί τής άπέλλας». Μολονότι αύτό μπορεΐ τυπικά νά μήν ήταν έντελώς σωστό, βρίσκεται πιθανόν πλησιέστερα στήν άλήθεια, παρά άν έλεγε (πράγμα πού δέν τό κάνει ποτέ) «τής γερου σίας καί τής άπέλλας». Α ντίθετα, ή ’Αθήνα ήταν ύπερβολικά προσεκτική καί άπέφευγε νά άναθέτει τέτοια καθήκοντα στά χέρια ένός προέδρου μέ μακρόχρονη θητεία. Αρχικά, άν καί κανένα κείμενο δέν τό βε βαιώνει, μποροΰμε ίσως νά συμπερανουμε δτι ό άρχων προέδρευε στήν έκκλησία τοΰ δήμου* ώστοσο. οταν ό Κλεισθένης είσηγήθηκε τις μεταρρυθμίσεις του τό 507, ό αρχών Ίσαγόρας, πού ήταν έχθρός του, προφανώς δέν ήταν σέ θέση νά τόν έμποδίσει. 'Η δια δικασία κατά τήν κλασική περίοδο ήταν πιο πολύπλοκη. 'Η βου λή τών Πεντακοσίων χωριζόταν κατά φυλές σέ δέκα τμήματα, μέ | πενήντα μέλη τό καθένα, καί κάθε τμήμα επιφορτιζόταν γιά τό
262
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
ί ένα δέκατο τοΰ έτους μέ τήν ιδιαίτερη φροντίδα τών ύποθέσεων / τοΰ κράτους. Τόν 5ο αιώνα μιά μικρότερη επιτροπή, πού προερ χόταν άπό τό τμήμα τής βουλής πού είχε έκείνη τήν περίοδο τήν αυξημένη εύθύνη,1 διάλεγε κάθε μέρα και άλλον πρόεδρο2 γιά μία μόνο μέρα, πού προέδρευε στή βουλή ή στήν έκκλησία τοΰ δήμου, άν συνεδρίαζαν τή μέρα έκείνη. Τόν 4ο αιώνα ύπήρξαν καί άλλες πολυπλοκότερες εξελίξεις, πού μείωσαν άντί νά αύξήσουν τό κύρος τής προεδρίας. "Όπως τόσες άλλες φορές, ή δημοκρατία ήταν άποφασισμένη νά εξαλείψει κάθε πιθανότητα νά άσκεΐ όποιοδήποτε άτομο ύπέρμετρη έπιρροή, έστω καί μέ κίνδυνο νά πέσει μιά σημαντική συνεδρίαση στά χέρια ένός άπειρου, ΐσως καί άνίκανου, προέδρου. Τό γεγονός δτι τά πράγματα δέν ξέφευγαν τόσο συχνά άπό τόν έλεγχο δείχνει πόσο νομοταγής γενικά ήταν ή συμπεριφορά τοΰ σώματος τών πολιτών. ?Υπήρξε πάντως μιά καταστροφική περίπτωση, τό 406, δταν τά αισθήματα τοΰ λαοΰ ξέσπασαν έναντίον τών στρατηγών πού είχαν πρόσφατα νι κήσει τούς Σπαρτιάτες στις Άργινοΰσες.Ό λαός άποδοκίμασε μέ φωνές κάθε άναφορά σέ θεσμικές έγγυήσεις καί έπέμεινε νά καταδικαστοΰν σέ θάνατο αμέσως, μέ μία μόνο ψηφοφορία, έξι άπό τούς στρατηγούς αύτούς. Τέτοια γεγονότα πάντως ήταν σπάνια, καί αύτό ήταν άσφαλώς τό θλιβερότερο πού έγινε ποτέ. 'Υπάρχουν καί άλλες πλευρές τής λειτουργίας τών άθηναϊκών άρχών, πού μαρτυροΰν γιά τήν ΐδια χαρακτηριστική δυσπιστία άπέναντι στήν άσκηση ιδιαίτερης έπιρροής καί δείχνουν ώς ποιο βαθμό παρέμενε ό έλεγχος στά χέρια τής βουλής καί τής έκκλη σίας τοΰ δήμου. "Οποιοσδήποτε άρχοντας ήταν δυνατό νά χάσει τό άξίωμά του στή διάρκεια τής θητείας του, άν ή συμπεριφορά του άποδεικνυόταν δτι δέν είναι ικανοποιητική στήν τακτική μη νιαία επιθεώρηση. Στήν 5Αθήνα δέν ύπήρχε ιεραρχία τών αρχόν των, ό κατώτερος δηλαδή νά δέχεται έντολές άπό τόν άνώτερο καί έπειτα νά τοΰ υποβάλλει άναφορά τών ένεργειών του: άντί γ ι’ αύ τό, δλοι οί άρχοντες άναφέρονταν άμεσα στή βουλή καί στήν έκ κλησία τοΰ δήμου καί έδιναν λογαριασμό τών πράξεών τους. Αύτό βρίσκεται σέ χτυπητή άντίθεση μέ τήν πρακτική τής Σπάρτης, δπου οί έφοροι άσκοΰσαν γενική έξουσία σέ δλους τούς άλλους άξιωματούχους τοΰ κράτους. 1. [*Ονομαζόταν «πρυτανεύουσα φυλή».] 2. [Όνομαζόταν «πρύτανης».]
263
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
'Η έξέλιξη τής άπονομής τής δικαιοσύνης άκολούθησε παρομοια πορεία, κατανέμοντας λειτουργίες πού άρχικά ήταν συγκεντρω μένες στό πρόσωπο τοΰ βασιλιά. Στήν άρχή, ό νόμος ήταν δπως τόν ερμήνευε ό· βασιλιάς* οί κρίσεις του άποτελοΰσαν τήν ορατή εξωτερίκευση τής σοφίας πού τοΰ είχε έμφυτεύσει ό Δίας, ό βα σιλιάς τών θεών. Οί διάδοχοί του, οί άριστοκράτες, διεκδικοΰσαν παρόμοια θεία έμπνευση, ή άσυδοσία. Τό εθιμικό δίκαιο, φυσικά, μετροΰσε πολύ, άλλά γνωρίζουμε καί άπό άλλου πόσο άσταθές μπορεΐ νά είναι, δταν λείπει τό γραπτό κείμενο. Οί διαμαρτυρίες τοΰ ' Ησιόδου δείχνουν πόσο λίγο μποροΰσαν οί άνθροοποι στίς μέ ρες του νά εμπιστεύονται τούς βοιωτούς ήγεμόνες. Στίς συνθήκες αύτές κάθε είδους βεβαιότητα άποτελεΐ πρόοδο, καί τό πρώτο ση μαντικό βήμα γιά τήν Ελλάδα ήταν νά γίνει άπλή καταγραφή τών νόμων, άσχετα άν κάποιοι πρώιμοι έλληνικοί νόμοι ήταν άρ κετά σκληροί. Οί πόλεις τής Κρήτης ήταν σέ μεγάλη υπόληψη γιά τήν εύνομία τους. Οί παλαιότερες διατάξεις νόμων πού χαράχτηχαν πάνω σέ πέτρα προέρχονται άπό τή Δρήρο τής Κρήτης καί χρονολογοΰνται στά τέλη τοΰ 7ου αιώνα —ή πιο εύανάγνοοστη είναι μιά σύντομη θεσμική τροποποίηση, πού καθαυτή δέν παρουσιάζει με γάλο ένδιαφέρον, άν καί στήν έποχή της πρέπει νά είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Είναι γενικά πιθανό δτι οί νόμοι θά κατα γράφονταν πάνω σέ πιο μαλακό υλικό, προτοΰ τούς χαράξουν σέ πέτρα. Οί άνάγκες τών νέων κοινοτήτων, δπως ήταν οί άποικίες τοΰ έξωτερικοΰ, πρέπει νά ένθάρρυνα-ν τήν κωδικοποίηση. Μιά νέα κοινότητα, πού άρχιζε τή ζωή της χωρίς άλλες παραδόσεις πίσω της έκτός άπό δσες έφερναν μαζί τους οί άποικοι άπό τή μη τρόπολη, θά ειχε σαφώς μεγαλύτερη άνάγκη κωδικοποιημένης νομοθεσίας, ιδιαίτερα σέ δσες περιπτώσεις δέν είχαν δλοι οί άποικοι τήν ίδια καταγωγή. Ό Ζάλευκος ό Λοκρός, στή νότια άκτή τής Ιταλίας, είχε τή φήμη δτι ήταν ένας άπό τούς πρώτους πού συνέταξαν γραπτό νομοθετικό κώδικα, καί είναι πράγματι πιθανό δτι νομοθέτησε στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα. Ή νομοθεσία του ειχε τή φήμη δτι ήταν -άκριβής καί πολύ αυστηρή, δπως καί τοΰ πιο γνωστοΰ άπό τούς συνεχιστές του, τοΰ Χαρχυνδα άπό τήν Κατάνη. Σύμφωνα μέ μιά άθηναϊκή παράδοση ό νομοθέτης Δράκων ειχε κωδικοποιήσει τή νομοθεσία του στά τέλη τοΰ 7ου αιώνα, οί νόμοι του δμως ήταν τόσο άδιάλλακτα σκληροί, ώστε λίγο άργό-
264
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
τερα ό Σόλων τούς κατάργησε δλους εκτός άπό αύτόν πού αφο ρούσε τούς φόνους. Σώζεται ένα μέρος άπό αύτόν τό νόμο, άπό· τούς άλλους δμως δέν μάς σώθηκαν παρά λίγες σκόρπιες λέξεις στήν έμμεση παράδοση, πού μόλις άρκοΰν γιά'νά μάς δείξουν άν ό Δράκων είχε πράγματι συντάξει μιά συγκροτημένη νομοθεσία. Γιά τόν Σόλωνα πάντως δέν ύπάρχει καμία άμφιβολία* ή νομο θεσία του εϊχε διασωθεί ολόκληρη, γραμμένη σέ μεγάλες ξύλινες πινακίδες, πού μποροΰσε νά τίς δει κανείς εκτεθειμένες δημόσια στήν Αθήνα ώς τήν έλληνιστική εποχή. Γιά τούς νόμους αύτούς γράφτηκαν σχόλια άπό λογίους τής ελληνιστικής περιόδου, καί άπό δσα άποσπάσματα παρατίθενται φαίνεται δτι ή νομοθεσία του Σόλωνα ήταν ένας κώδικας πραγματικά εύρύς στό περιεχόμενό του. Ά πό τό άλλο μέρος, στή Σπάρτη δέν ύπήρχε καμιά γραπτή νομοθεσία —ύποτίθεται δτι ό σεβάσμιος Λυκοΰργος είχε άπαγορεύσει τούς γραπτούς νόμους— καί ό Αριστοτέλης τόν 4ο αιώνα έπισημαίνει μέ δυσφορία πόσο επικίνδυνο είναι νά επιτρέπεται στούς έφορους, πού ένδέχεται νά είναι άνάξια πρόσωπα, νά έρμηνεύουν στις άποφάσεις τους τό παραδοσιακό προφορικό δίκαιο, χωρίς δυνατότητα έλέγχου άπό καμιά άλλη έξουσία. Γιά νά μπορέσουμε νά βροΰμε λεπτομερείς πληροφορίες πρέ πει νά φτάσουμε στό άναπτυγμένο θεσμικό σύστημα τής κλασι κής Αθήνας, δπως άποκαλύπτεται στούς δικανικούς λόγους καί σέ άλλες πηγές. Γ ιά τό τί προηγήθηκε μπορούμε νά πάρουμε μιά ιδέα άπό τόν λεγόμενο κώδικα τής Γόρτυνας στήν Κρήτη. Ά ν καί πρόκειται γιά εκτεταμένο κείμενο, χαραγμένο πάνω στόν κυρ τό τοίχο ένός κτιρίου πού ένα μέρος του στέκει άκόμη δρθιο, δέν καλύπτει πλήρως κανένα θέμα. Φαίνεται δτι είναι άποτέλεσμα μιας έκτεταμένης άναθεώρησης τής νομοθεσίας τής πόλης; περι λαμβάνει, άρκετά συστηματικά, τροποποιήσεις νόμων σέ διάφο ρους τομείς, άλλά οί τροποποιήσεις αύτές προϋποθέτουν σέ δλο τό κείμενο τοΰ νόμου γνώση τής ύπάρχουσας νομοθεσίας, πού μέ τήν άναθεώρηση αύτή άπλώς συμπληρώνεται ή τροποποιείται. 'Η έπιγραφή άνάγεται στά μέσα τοΰ 5ου αιώνα, άλλά ή κοινωνία γιά τήν οποία προοριζόταν ήταν λιγότερο άναπτυγμένη άπό τήν κοι νωνία της Αθήνας τήν ίδια έποχή, καί έτσι ό «κώδικας» μάς δί νει τήν εικόνα ένός πιό άρχαϊκοΰ σταδίου άνάπτυξης τής πόλης. 'Η δικαιοσύνη στόν κώδικα τής Γόρτυνας άπονέμεται άπό ένα πρόσωπο πού ονομάζεται άπλά «ό δικαστής», χωρίς καμιά άλλη
265
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ένδειξη γιά τό τί εΐδους άνθρωπος ήταν ή πώς διοριζόταν —άν καί επιγραφές τής ίδιας εποχής άπό τή Γόρτυνα καί άλλα μέρη τής Κρήτης δείχνουν δτι οί συνηθισμένοι άρχοντες άσκοΰσαν καί δι καστικά καθήκοντα. Τό εντυπωσιακότερο ίσως γιά μας είναι δτι οί νόμοι αύτοί άποτελοΰνται σέ πολύ μεγάλο βαθμό άπό οδηγίες, πού ό δικαστής έ'πρεπε νά τις άκολουθεΐ μηχανικά. *Υπάρχουν δύο διαφορετικές διατυπώσεις: ή μιά λέει στό δικαστή ποιά ετυμηγο ρία καί ποινή άντιστοιχούν σέ συγκεκριμένες περιστάσεις, πού μπορεΐ νά περιλαμβάνουν καί τό γεγονός δτι υπάρχουν μάρτυρες νά καταθέσουν, ή δτι οί άντίδικοι ή οί υπερασπιστές τους είναι πρόθυμοι νά ορκιστούν ή άλλη διατύπωση τοΰ λέει νά έκδώσει αύτός τήν άπόφασή του, άφοΰ πρώτα ορκιστεί ό ίδιος. Οί καθο ρισμένες ποινές άποτελοΰν άναμφίβολα παλαιό κατάλοιπο άπό τήν ίδια έποχή γιά τήν όποια διαμαρτύρεται ό *Ησίοδος, δταν ό νόμος στά χέρια τής άριστοκρατίας ήταν πέρα γιά πέρα αύθαίρετος καί ή πρωταρχική άνάγκη ήταν νά εξασφαλιστεί κάποιο είδος όμοιομορφίας.Έπιβίωση άπό πρωτόγονες εποχές μπορεΐ έπίσης νά θε ωρηθεί καί ή μεγάλη άξια πού άπέδιδαν στόν ιερό δρκο (συνή θως μέ έπίκληση στό δνομα τοΰ προστάτη θεοΰ κάθε πόλης) δτι αύτός πού ορκιζόταν ήταν πρόθυμος νά καταστραφεΐ, ό ίδιος καί τά παιδιά του, άν έ'λεγε ψέματα.-Ό δρκος αύτός έξακολούθησε νά είναι σεβαστός παρά τις ψευδορκίες καί παρά τό γεγονός, πού Ι κανέ τόν Πλάτωνα νά δυσφορεΐ, δτι μιά δικαστική υπόθεση ήταν ένδεχόμενο νά άρχίζει μέ δύο δρκους, πού τούς έ'διναν οί δύο άντίδικοι, ενας άπό τούς όποιους πρέπει νά ήταν ψεύτικος. Τό νά προκαλέσει κάποιος τόν άντίδικό του νά ορκιστεί μποροΰσε νά άποβεΐ χρήσιμο στόν ίδιο σέ δλες τις περιόδους, για'ίΓέπιβάρυνε τόν άντίδικο, άν άρνιόταν, ένώ δέν ήταν μοιραίο γιά τόν ίδιο, άν δεχόταν^ Στήν αρχαϊκή *Αθήνα τόν δικαστικό μηχανισμό τόν άποτελοΰ σε ή βουλή τοΰ ’Αρείου Πάγου, πού καταγόταν άπό τή βουλή τοΰ βασιλιά, καί τά δικαστήρια τών άρχόντων. Τό πρώτο ρήγμα στό σύστημα αύτό σημειώθηκε τό 594, δταν ό Σόλων έπέτρεψε ■τήν προσφυγή στήν έκκλησία τοΰ δήμου, πού λειτουργοΰσε καί ώς δικαστήριο, ένάντια στήν άπόφαση ένός άρχοντα. Μεταγενέ στεροι θεωρητικοί, πολύ δικαιολογημένα, διέβλεψαν σ’ αύτή τή μεταρρύθμιση τις άπαρχές ένός δημοκρατικοΰ πολιτεύματος, πού προχωρούσε πολύ πιο πέρα άπό τις προθέσεις πού ήταν δυνατό νά
266
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
έχει ό Σόλων. Ωστόσο, ή ολομέλεια της έκκλησίας τοΰ δήμου ή ταν ενα όργανο δυσκίνητο* έτσι, κατά στάδια, πού δέν έχουμε τή δυνατότητα νά τά παρακολουθήσουμε λεπτομερειακά, συγκροτήθηκε ένα δικαστήριο χωριστό άπό τήν έκκλησία τοΰ δήμου, μέ τήν έννοια δτι τά μέλη του κατά κάποιον τρόπο έκλέγονταν άπό δλο τό σώμα τών πολιτών. Ά πό τό σύστημα αύτό οί μεταρρυθ μίσεις τοΰ Εφιάλτη τό 462 δημιούργησαν κάτι ούσιαστικά νέο. 'Η έφεση σέ πολυμελέστερο δικαστήριο, ένώ προηγουμένως ήταν στή διάκριση τοΰ άντιδίκου πού ένιωθε άδικημένος, τώρα γινόταν αύτόματα, καί τό έφετεΐο μεταβλήθηκε σέ πρωτοδικείο. Ό αο χοντας δέν έξέδιδε πιά τήν έτυμηγορία, άλλά διεξήγε μόνο μια προκαταρκτική άνάκριση, στήν όποια παίρνονταν οί καταθέσεις τών μαρτύρων καί άναφέρονταν οί σχετικοί νόμοι/ Έ πειτα, ή δλη ύπόθεση σφραγιζόταν καί παραδινόταν στό δικαστήριο, δπου ό άρχοντας ήταν βέβαια πρόεδρος, άλλά δέν έπαιζε κανέναν ούσιαστικό ρόλο στή διαδικασία. Παρόμοια διαδικασία άκολουθοΰσαν καί δταν μιά ύπόθεση έ φτανε στό δικαστήριο άπό λόγους δυσαρέσκειας γιά μιά διαιτητι κή άπόφαση. Οί άρχαΐοι "Ελληνες έκαναν έκτεταμένη χρήση τής διαιτησίας, ιδιωτικής καί δημόσιας. Στήν Αθήνα, άπό τό τέλος τοΰ 5ου αιώνα, ύπήρχε ένα τακτικό σώμα δημόσιων διαιτητών, οί όποιοι κληρώνονταν κάθε χρόνο άνάμεσα σέ πολίτες εξήντα περίπου χρόνων, δταν δηλαδή έληγε ή υποχρέωσή τους γιά στρατιωτική ύπηρεσία. Σέ πρώτο στάδιο τις άγωγές τίς κατέ θεταν σέ έναν άπό τήν ομάδα αύτή τών διαιτητών, προφανώς γιά νά μήν παραφορτώνονται τά δικαστήρια. Ά ν ό διαιτητής κατάφερνε νά πείσει τούς άντιδίκους νά συμφωνήσουν, ή ύπόθεση έ κλεινε* άν δέν τό κατάφερνε, τούς άκουγε καί τούς δυο καί έβγαζε τήν άπόφασή του. Ά ν έπειτα ένας άπό τούς δυο προτιμοΰσε νά προσφύγει στό δικαστήριο, τά έγγραφα τής υπόθεσης σφραγίζον ταν, χωριστά τοΰ κάθε άντιδίκου, καί παραδίνονταν μαζί μέ τή διαιτητική άπόφαση στό δικαστήριο. Έ κεΐ οί άντίδικοι δέν έπιτρεπόταν νά παρεκκλίνουν άπό τήν παρουσίαση τής ύπόθεσής τους στή μορφή πού τήν είχαν υποβάλει γιά κρίση στό διαιτητή. Ή έτυμηγορία τώρα έξαρτιόταν άπό τήν πλειοψηφία ένός με γάλου σώματος δικαστών (ό άριθμός τους πρέπει πάντοτε νά υ πολογίζεται σέ εκατοντάδες, ένώ μποροΰσε νά φτάσει καί σέ χι λιάδες), οί όποιοι καθόριζαν έπίσης καί τήν ποινή, δταν δέν όρι-
267
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
; ζόταν άπό τό νόμο. Γιά κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οί δι καστές έκλέγονταν άπό ενα σύνολο έξι χιλιάδων, πού άναθεωροΰνταν κάθε χρόνο. *Η εκλογή τους γινόταν μέ κλήρο, καί τό γε γονός αύτό, σέ συνδυασμό μέ τόν μεγάλο τους άριθμό, άποτελοΰ σε άνάμεσα σέ άλλα καί μέτρο προστασίας έναντίον τής δωροδο κίας. Ό κύριος δμως στόχος ήταν νά άναθέσουν τή διαχείριση τής δικαιοσύνης στούς άπλούς πολίτες* καί ή μικρή άμοιβή τών δύο οβολών, πού τήν καθιέρωσε ό Περικλής τήν έποχή περίπου τής μεταρρύθμισης τοΰ Ε φιάλτη καί έν συνεχεία αυξήθηκε σέ τρεις ^οβολούς, άποσκοποΰσε, δπο^ς φαίνεται, νά διευκολύνει τόν μέσο πολίτη νά προσφέρει τις υπηρεσίες του ώς δικαστής. Ή δημο κρατία, δπως έξελίχτηκε, άπομακρυνόταν σταθερά άπό τήν άντίληψη δτι οί δημόσιες υποθέσεις, δποιες καί άν ήταν, άπαιτοΰσαν ειδική έμπειρία, καί προτιμούσε νά άναζητά τήν άσφάλεια καί τόν κοινό νοΰ στούς μεγάλους άριθμούς καί στή χρήση τοΰ κλήρου. Ή άθηναϊκή νομοθεσία έκανε κάποια διάκριση άνάμεσα σέ δη μόσιες καί σέ ιδιωτικές υποθέσεις, άλλά ή διάκριση αύτή δέν ήταν πολύ σαφής* έπίσης δέν είναι ίδια μέ τή διάκριση πού γίνεται στά σύγχρονά μας συστήματα δικαιοσύνης άνάμεσα στίς άστικές καί τις ποινικές υποθέσεις. Δέν ύπήρχε δημόσιος κατήγορος, καί γιά τή δίωξη άδικημάτων εις βάρος τοΰ δημοσίου ή ’Αθήνα βασιζό ταν στήν πρωτοβουλία ιδιωτών. Κίνητρο έν μέρει τών μηνυτών αύτών ένδέχεται, στήν καλύτερη περίπτωση, νά ήταν ό πατριωτι σμός* άλλά τό πιθανότερο ήταν νά έχει,ό μηνυτής κάποιο ιδιωτι κό συμφέρον ή νά κινείται άπλώς καί μόνο άπό λόγους προσωπι κού ή πολιτικοΰ άνταγωνισμοΰ. Τό χειρότερο χαρακτηριστικό τοΰ συστήματος, πού τό βλέπουμε συχνά καί σέ άλλα συστήματα τοΰ ίδιου τύπου, ήταν ή δημιουργία μιας τάξης έπαγγελματιών κα ταδοτών, πού τούς έ'λεγαν στήν ’Αθήνα «συκοφάντες» (ή λέξη έχει άλλάξει άπό τότε σημασία)1 καί ήταν περιβόητοι γιά τούς εκβιασμούς τών πλουσίων καί τις άπειλές δτι θά τούς μηνύσουν γιά δημόσιο άδίκημα. Σέ άλλες περιπτώσεις, πού σήμερα θά άπασχολοΰσαν τήν άστυνομία, ή υπόθεση άφηνόταν στή διάκριση τοΰ παθόντα, ή κάποιου τρίτου πού ένεργοΰσε γιά λογαριασμό του. Στίς ιδιωτικές άγωγές, τό υλικό πού έ'φτανε στά δικαστήρια 1. [Στά άγγλικά δγοορ1ΐ8.ηί σημαίνει «κόλακας».]
268
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
άποτελοΰνταν βασικά άπό τίς καταθέσεις πού είχαν δώσει οί μάρτυρες στήν προανάκριση τοΰ άρχοντα ή στό διαιτητή, καθώς καί άπό τούς σχετικούς νόμους, πού διαβάζονταν στό δικαστήριο άπό τόν άρμόδιο ύπάλληλο [τόν γραμματέα], ό όποιος σταματοΰσε τήν κλεψύδρα δση ώρα τούς διάβαζε. 'Η κλεψύδρα ήταν ένα δοχείο μέ ένα στενό στόμιο στή βάση του, πού μετροΰσε τό χρόνο πού είχε στή διάθεσή του ό κάθε άντίδικος γιά νά μιλήσει πρός τούς δικαστές. Οί άντίδικοι ήταν ύποχρεωμένοι νά παρου σιάζουν τήν υπόθεσή τους οί ΐδιοι, άλλά στήν πράξη καθιερώθηκε ή συνήθεια δσα έλεγαν νά τούς τά γράφει κάποιος έπαγγελματίας. Αύτοί οί δικανικοί λόγοι, πού μάς διασώθηκαν ώς υποδείγματα υφους καί δεξιοτεχνίας, άποτελοΰν τήν πηγή τών πληροφοριών μας. Ανάλογα μέ τή σπουδαιότητα τών διαδίκων καί τή σημασία τής δίκης, ήταν έπίσης ενδεχόμενο νά πάρει τό λόγο κάποιος ισχυ ρός φίλος καί νά μιλήσει ύπέρ τοΰ ένός ή τοΰ άλλου. Αύτό σέ γενικές γραμμές είναι τό σύστημα πού προέκυψε άπό τή μεταρρύθμιση τοΰ Εφιάλτη. Ά λλά γιά έκείνη τήν εποχή τό πιό εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του ήταν δτι περιόρισε τίς δι καιοδοσίες τής βουλής τοΰ Άρείου Πάγου, άφήνοντάς της μόνο τή δικαιοδοσία τών ύποθέσεων φόνου, έμπρησμοΰ καί καταστρο φής τών ιερών έλαιοδένδρων. Είναι βέβαιο δτι οί δικαστικές καί πολιτικές άρμοδιότητες τοΰ Άρείου Πάγου ήταν κάποτε πολύ εύρύτερες, άλλά δέν γνωρίζουμε μέ ποιόν τρόπο ήταν κατανεμη μένες οί δικαστικές άρμοδιότητες άνάμεσα σ’ αύτόν καί τούς άρ χοντες. Ωστόσο ή δικαιοδοσία τών δικών γιά φόνο είναι σημαν τική, γιατί ή ιδιωτική βία ύπήρξε παντοΰ τό δυσκολότερο νομικό πρόβλημα τών κοινωνιών πού εισέρχονται σέ ένα στάδιο πολιτισμοΰ πιο σταθερό καί εκλεπτυσμένο. Στήν Ελλάδα τής κλασικής εποχής τό θέμα τοΰ φόνου περιπλεκόταν άπό μιά έντονη εύαισθησία γιά τό μίασμα πού δημιουργούσε ό φόνος* τό μίασμα αύτό έ θετε σέ κίνδυνο όποιονδήποτε δεχόταν τό δολοφόνο στό σπίτι του, άκόμη καί τήν πόλη δπου κατέφευγε, άσχετα άν γνώριζε ποιος ήταν ή οχι. Τό φαινόμενο τής βεντέτας ήταν συνηθέστατο στήν άρχαϊκή Ελλάδα. Ό "Ομηρος μάς περιγράφει άρκετές πε ριπτώσεις ηρώων πού έφευγαν καταδιωκόμενοι (άκόμη καί ύστε ρα άπό φόνο «εξ άμελείας»),γιά νά σωθοΰν άπό τήν έκδίκηση τής οικογένειας τοΰ σκοτωμένου, καί ζητοΰσαν καταφύγιο σ’ ένα βα σιλιά πού θά τούς εξάγνιζε καί θά τούς προστάτευε —άν καί γιά
269
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τόν "Ομηρο ό έξαγνισμός δέν έχει τόση συναισθηματική χροιά δση θά πάρει άργότερα. Ή άνθρωποκτονία άπό άμέλεια άποτε λουσε υπόθεση πού ρυθμιζόταν άνάμεσα στήν οικογένεια τοΰ θύ ματος καί τό δράστη, άλλά ποτέ δέν υπήρξε καθορισμένο χρημα τικό τίμημα, κάτι σάν τό \ΥθΓ^β1(1 τοΰ άρχαίου γερμανικοΰ νό μου, δπου ή άποζημίωση ποίκιλλε άνάλογα μέ τή σπουδαιότητα τοΰ θύματος. Σέ περιπτώσεις φόνου, τό άνεπανόρθωτο τής πράξης καί τό θρησκευτικό αίσθημα γιά τό μίασμα καθιστοΰσαν άναγκαιότερη, καί έπομένως εύκολότερη, τήν παρέμβαση τοΰ κράτους στή διέ νεξη μεταξύ τών μερών. Ά πό τήν Αθήνα τοΰ 7ου αιώνα έχουμε τό κείμενο ένός τμήματος τής νομοθεσίας τοΰ Δράκοντα γιά τό φόνο, καί μάλιστα τοΰ τμήματος εκείνου πού άναφέρεται στήν άν θρωποκτονία άπό άμέλεια, πράγμα πού δείχνει δτι εκείνη τήν έ ποχή είχε ήδη άρχίσει νά γίνεται διαφοροποίηση ώς πρός τις προ θέσεις τοΰ φονέα. Ό Άρειος Πάγος τής κλασικής εποχής συνε δρίαζε στό ύπαιθρο, γιά νά άποφευχθεΐ ή παρουσία σέ κλειστό χώρο κάποιου πού μποροΰσε νά άποδειχτεΐ δολοφόνος* προέδρευε ό άρχοντας* πού ονομαζόταν βασιλεύς, χωρίς τό συνηθισμένο του στεφάνι* μετά τούς επίσημους δρκους, ό κατήγορος άγόρευε άπό τήν «Πέτρα1 τής *Οργής» καί ό κατηγορούμενος άπό τήν «Πέτρα τής Βίας», καί ουτω καθεξής. ' Υπήρχαν καί δευτερεύοντα δικαστήρια μέ ορισμένα γραφικά χαρακτηριστικά, δπως τό δι καστήριο πλάι στή θάλασσα, δπου ένας εξόριστος μποροΰσε νά άπολογηθεΐ μέσα άπό πλοιάριο λέγοντας δτι ή άνθρωποκτονία πού διέπραξε δέν ήταν έκούσια* ή τό δικαστήριο πού δίκαζε άψυχα άντικείμενα, τά όποια είχαν προκαλέσει θάνατο άπό άτύχημα. Αύτό πού συντηροΰσε τά έθιμα αύτά ήταν κυρίως τό θρησκευτικό συναίσθημα, τό όποιο έσωσε καί τόν ίδιο τόν Ά ρειο Πάγο σέ έποχή πού οί πολιτικές του έξουσίες δέν θά ήταν πιά άνεκτές. Στήν άρχαϊκή περίοδο είχε ήδη καθιερωθεί στήν Αθήνα ή άρ χή δτι ή βία, άκόμη καί σέ λιγότερο μοιραίες μορφές, άποτελεΐ άδίκημα εις βάρος τής πολιτείας* καί, γενικότερα, δτι ό πολίτης πού πίστευε πώς έχει ύποστεΐ άδικία εις βάρος τοΰ προσώπου ή τής περιουσίας του έπρεπε νά άκολουθήσει τή νόμιμη διαδικασία καί οχι, δπως γινόταν σέ πιο πρωτόγονες έποχές, νά καταφύγει 1. [Λίθινο βήμα.]
270
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
σέ αύτοδικία. Οί δημοκράτες της κλασικής έποχής, όπως καί οί υπερασπιστές άλλων πολιτευμάτων, συνήθιζαν νά καυχιοΰνται δτι τό σύστημά τους βασίζεται στήν κυριαρχία τοΰ νόμου. 'Η ει ρηνική κατοχή καί μεταβίβαση περιουσίας άποτέλεσε άπό νωρίς μέλημα τοΰ κράτους. Γ ιά τή χρονολογία πού θεσπίστηκε ό δρκος τών άρχόντων ύπάρχουν διάφορες άπόψεις, άλλά κατά τήν κλασι κή εποχή ή πρώτη επίσημη πράξη τοΰ άρχοντα ήταν νά διακηρύ ξει δτι κατά τή θητεία του δποιος κατείχε-περιουσία θά τήν κα τείχε μέ άσφάλεια. Γιά τήν άπονομή τής δικαιοσύνης σέ άλλες πόλεις γνωρίζουμεπολύ λιγότερα πράγματα. Τό δικαστικό σύστημα τής Αθήνας δέν ήταν εύκολο νά έπεκταθεΐ καί σέ άλλες πόλεις, άν δέν είχαν τά ίδια δημοκρατικά φρονήματα. Κατά τά άλλα, οί έξελίξεις σ’ δλη τήν άρχαϊκή περίοδο ήταν, άναμφίβολα, περίπου οί ίδιες παντοΰ. Αρχικά δλα ήταν συγκεντρωμένα στά χέρια τοΰ βασιλιά* ή πα ραχώρηση τής δικαιοδοσίας έκδικάσεως μερικών ύποθέσεων στό συμβούλιό του άποτελοΰσε μιά φυσική εξέλιξη, πού ήταν εύκολο νά μονιμοποιηθεί ώς κανόνας* οί διάδοχοί του, οί άριστοκράτες άρχοντες, ήταν τό ίδιο φυσικό νά κληρονομήσουν τήν άμεση δικα στική δικαιοδοσία του. Έχουμε ήδη μνημονεύσει τήν κατανομή δικαστικών άρμοδιοτήτων άνάμεσα σέ βασιλιά, γερουσία καί εφό ρους στή Σπάρτη. Μέ ορισμένες μικροδιαφορές, παρόμοιες μποροΰμε νά ύποθέσουμε δτι ήταν οί εξελίξεις καί σέ άλλα μέρη. Θά ήταν δμως λάθος νά άναζητοΰμε συνοχή καί ένότητα στό σύστημα τοΰ άρχαίου έλληνικοΰ δικαίου. Οί πολυάριθμες μικρές κοινωνίες τής Ελλάδας είχαν μεταξύ τους πολλά κοινά στοιχεία ώς πρός τή γενική κατάσταση καί τίς παραδόσεις τους, καί ώς ένα βαθμό εΐναι θεμιτή ή γενίκευση σχετικά μέ τίς διαδικαστι κές τους συνήθειες ή τή στάση τους άπέναντι στις υποθέσεις πού υπάγονταν στήν άρμοδιότητα τοΰ νόμου. Ωστόσο έξακολούθησαν νά άναπτύσσονται σέ άρκετή άπομόνωση, καί ήταν φυσικό νά δη μιουργήσουν ολόκληρη σειρά άπό διαφορετικά συστήματα. Έ να χτυπητό παράδειγμα, πού τό έχουμε ήδη άναφέρει, εΐναι οί διατά ξεις γιά τήν περιουσία τών γυναικών καί τών δούλων καί γιά τήν κληρονομική διαδοχή τής γυναίκας, πού ήταν σαφώς διαφορετι κές στήν Αθήνα, στή Γόρτυνα καί στή Σπάρτη* καί δέν έχει κα νένας τό δικαίωμα νά άποκαλέσει κάποια άπό τίς ρυθμίσεις αύ τές πιό «ελληνική» άπό τίς άλλες.
271
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Όπουδήποτε υπάρχει άφθονία πληροφοριών, μπαίνουμε στόν πειρασμό καί προσπαθούμε νά συναγάγουμε γενικά συμπεράσμα τα. Ά λλά ή Αθήνα κατά κανέναν τρόπο δέν άποτελεΐ τυπική πε ρίπτωση, άφου τό μέγεθος και ή άνάπτυξή της ώς έμπορικοΰ κέν τρου, καθώς καί ή άκατάστατη νομοθεσία της, τήν έποχή τών μεγάλων ρητόρων είχαν οδηγήσει σέ περιπλοκές πού δέν ήταν καθόλου χαρακτηριστικές γιά τό σύνολο τών έλληνικών πόλεων. Τό μεγάλο εκείνο μνημείο τής γεροντικής ήλικίας τοΰ Πλάτωνα, οί Νόμοι, πού καλύπτουν εύρύ φάσμα τών άνθρώπινων δραστη ριοτήτων καί ισχυρίζονται δτι άσχολοΰνται μέ τόν πραγματικό κόσμο καί δχι μέ τόν ιδανικό, άντλοΰν πολλές λεπτομέρειες άπό υπαρκτά συστήματα. Τά συμπεράσματα δμως τοΰ Πλάτωνα εί ναι τά συμπεράσματα ένός άγέρωχου κοινωνικοΰ μεταρρυθμιστή, καί δχι άποτέλεσμα έρευνας τών άρχών πού άποτελοΰσαν τή βάση τής νομοθεσίας, δπως ήταν τότε. Τό γεγονός καί μόνο δτι*ό Α ρ ι στοτέλης καί ό Θεόφραστος κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες γιά νά συγκροτήσουν συλλογές ελληνικών νόμων καί έθίμων, πού τώ ρα έχουν δλες σχεδόν χαθεί, δείχνει δτι περίμεναν νά βροΰν μιά διδακτική ανομοιογένεια. Ουτε πρέπει νά καταφεύγουμε γιά βοή θεια στή δελεαστική έκείνη πλούσια πηγή πληροφοριών, τούς πα πύρους τής ελληνιστικής καί τής ρωμαϊκής Αίγύπτου, γιατί, δσο κ ι άν ή γλώσσα τους είναι ελληνική καί μερικοί άπό τούς δρους γνωστοί, τό σύστημα πού ύπόκειται στά έγγραφα αύτά ήταν κλη ρονομημένο άπό τήν Αίγυπτο τών Φαραώ, καί κάθε άλλο παρά έλληνικό. Άκόμη καί ή έρμηνεία τοΰ άθηναϊκοΰ νόμου παρεμποδίζεται άπό τό γεγονός δτι γιά κάποιο λόγο τό δίκαιο δέν κατάφερε νά έλκύσει τήν προσοχή τών διανοουμένων, δπως εγινε στή Ρώμη, καί ή δικαστική πρακτική δέν χρειάστηκε νά δημιουργήσει ενα σώμα άπό ειδικούς νομικούς. 'Τπήρχε δμως έ'να κίνητρο γιά με λέτη τοΰ δικαίου, τό δτι δηλαδή ό σεβασμός πρός τήν παράδοση είχε διατηρήσει τόν νομοθετικό κώδικα τοΰ Σόλωνα τοΰ 594 ώς βάση τοΰ δικαίου τόν 4ο αιώνα, παρά τήν άρχαϊκή του γλώσσα πού καθιστοΰσε άκατανόητο στόν μέσο άνθρωπο ένα μεγάλο μέ ρος του. 'Τπάρχουν υπαινιγμοί στίς κωμωδίες τοΰ Αριστοφάνη •δτι ένας έξυπνος νέος, πού έπιθυμοΰσε νά πάει μπροστά στόν δη μόσιο βίο, θά έκανε καλά νά μελετήσει τις δύσκολες αύτές λέξεις τής νομοθεσίας τοΰ Σόλωνα. Τό γλωσσικό δμως έμπόδιο δέν συν-
272
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
τέλεσε έδώ στή δημιουργία μιας τάξης ειδικών έρμηνευτών τοΰ νόμου, καί ή Αθήνα δέν ένοχλοΰνταν άπό τήν έλλειψη άκρίβειας τής νομικής γλώσσας καί τών εννοιών, πού συχνά, στις πιό πολύ πλοκες άπό τίς περιουσιακές δίκες, μάς δυσκολεύει νά καταλά βουμε τι εϊχε συμβεΐ καί ένίοτε τί διακυβευόταν.Ή βασική αιτία ήταν ή δυσπιστία πρός τούς ειδικούς, πού δέν περιοριζόταν μόνο στις λιγότερο μορφωμένες τάξεις τής άθηναϊκής δημοκρατίας. Προτιμοΰσαν νά έμπιστεύονται τέτοια θέματα στόν κοινό νοΰ καί στόν άνθρωπισμό τών δικαστών τους. 'Η νομική έπιστήμη είναι ΐσως μιά άπό τίς θυσίες πού έκανε ή Αθήνα γιά χάρη τοΰ πνεύμα τος τής δημοκρατίας. 'Η δυσπιστία πρός τούς ειδικούς καί ή έμπιστοσύνη στή συλλογι κή κρίση τών κοινών άνθρώπων ήταν ή ούσία τής δημοκρατίας. Τίς πολιτικές άποφάσεις τίς έπαιρναν μετά άπό θορυβώδεις συ ζητήσεις στήν έκκλησία τοΰ δήμου, δπου μποροΰσαν νά συμμετέ χουν δλοι οί πολίτες, άν ήθελαν. Αύτό σημαίνει δτι στήν Αθήνα δέν μποροΰσε νά υπάρχει «κυβέρνηση» δπως τήν έννοοΰμε έμεΐς, δηλαδή μιά οργανωμένη ομάδα στήν οποία νά άνατίθεται ή έξου σία γιά μακρόχρονες περιόδους, δπως γίνεται στά σημερινά συ στήματα, δπου τό έκλογικό σώμα τό συμβουλεύονται μόνο τή στιγμή τών εκλογών, καί δέν έχει δυνατότητα ελέγχου τής κυ βέρνησης στά διαστήματα μεταξύ τών εκλογών. Στήν Αθήνα κα νένας δέν άσκοΰσε έξουσία γιά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα άπό δσο μποροΰσε νά πείθει τήν έκκλησία τοΰ δήμου δτι οί άπόψεις του είναι σωστές, καί ήταν άναγκασμένος νά συνεχίζει τήν προσπάθειά του νά πείθει τό ΐδιο ή έλαφρώς διαφορετικό άκροατήριο μέ τήν πάροδο τοΰ χρόνου, χωρίς διακοπή. 'Η δυσπιστία πρός τούς ειδικούς δέν σήμαινε προτίμηση τής άγνοιας. Ό Ξενοφών, πού δέν ήταν φανατικός δημοκράτης άλλά θαυμαστής τής Σπάρ της, άποδίδει στόν Σωκράτη τή δήλωση δτι δποιος θέλει νά άσκήσει πολιτική έπιρροή στήν Αθήνα πρέπει νά μάθει καλά τή δουλειά του, γιατί ό λαός δέν είναι διατεθειμένος νά άκούει ο ποίον δέν παίζει στά δάχτυλά του τά άπαραίτητα στοιχεία. Αύτό πρέπει νά ήταν, ώς ένα βαθμό, άλήθεια, άλλιώς ή 5Αθήνα δέν θά μποροΰσε νά τά βγάλει πέρα μέ τίς πολύπλοκες δημόσιες υποθέ σεις της. Δέν σημαίνει δμως δτι οί Αθηναίοι στή διακυβέρνηση τής πόλης τους είχαν ώς οδηγό τό φώς τής καθαρής λογικής. Ό
18
273
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πολιτικός έπρεπε νά πείθει τούς κοινούς ανθρώπους δτι έχει δί κιο* καί τό μέσο πειθοΰς ήταν ό προφορικός λόγος, ή ρητορική μέ τήν πλήρη σημασία τοΰ δρου, πού περιλαμβάνει καί τή γνώση τών διαθέσεων τοΰ πλήθους καθώς καί τοΰ τρόπου νά τις έπηρεάζει. Μέ τις συνθήκες πού περιγράψαμε δέν μάς είναι καί πολύ εύκολο νά έντοπίσουμε τά πραγματικά κέντρα έξουσίας στήν Α θήνα, πέρα άπό τήν πρωταρχική διαπίστωση δτι ή άπόφαση τής κυρίαρχης εκκλησίας τοΰ δήμου ήταν καθοριστική, οποτεδήποτε τήν έπικαλοΰνταν. Όπωσδήποτε, τό κυβερνητικό έργο δέν τό α σκούσε ή βουλή τών Πεντακοσίων, πού ή σύνθεσή της γενικά ή ταν πάρα πολύ τυχαία, ό άριθμός τών μελών της πάρα πολύ με γάλος, καί ό μηχανισμός της πάρα πολύ κομμένος καί ραμμένος στά μέτρα τής δημοκρατικής θεωρίας. ΛΩς έναν περιορισμένο βαθμό ένας πόλεμος μποροΰσε νά διευθύνεται άπό τούς στρατη γούς, οί όποιοι συγκέντρωναν κάποιες προϋποθέσεις συνέχειας στήν εξουσία, άπό τήν άποψη δτι τό έπιτελείο τών στρατηγών τής χρονιάς περιλάμβανε πάντοτε μερικούς πού είχαν υπηρετήσει καί προηγούμενες χρονιές. Οί στρατηγοί είχαν μερικές φορές τή δυ νατότητα νά χρησιμοποιοΰν τις ένοπλες δυνάμεις σύμφωνα μέ σχέδια γιά τά όποια δέν γνώριζε τίποτε ή έκκλησία τοΰ δήμου* Ά λλά οί εύκαιρίες πού είχαν γιά άνεξάρτητη δράση δέν ήταν άπεριόριστες, ουτε κάν στόν στρατιωτικό τομέα, καί έπιπλέον διέτρεχαν τόν κίνδυνο νά διωχθοΰν δικαστικά, άν τά σχέδιά τους δέν είχαν έπιτυχία. Ή θέση τους τούς έδινε καταρχήν κάποια προ νόμια στήν έπικοινωνία τους μέ τό λαό, καί δέν ύπήρχε άξίωμα μέ μεγαλύτερη επιρροή. Καί δμως, έπρεπε καί οί στρατηγοί νά πείθουν συνεχώς τό λαό δτι οί συμβουλές τους είναι σωστές. Αύ τός ήταν ό μόνος δρόμος γιά νά φτάσει κανείς τήν έπισφαλή έπι τυχία, καί αύτόν κυρίως άκολουθοΰσαν δσοι δέν άσκοΰσαν άρχή, οί έντελώς άνεπίσημες ομάδες άνθρώπων πού τούς άποκαλοΰσαν άλλοτε «δημαγωγούς» (ποτέ μέ καλή σημασία) καί άλλοτε «ρή τορες», ή, άργότερα, τούς χαρακτήριζαν μέ μιά έπιθετική μετο χή1 πού φανερώνει δτι οί άνθρωποι αύτοί, περισσότερο άπό τούς άπλούς πολίτες, ήταν οί κατεξοχήν «πολιτικοί» τής Αθήνας. Οί κίνδυνοι πού διέτρεχαν οί έθελοντές αύτοί δέν ήταν μικρο ί. [«Οί συμβουλεύοντες», δηλαδή οί συμβουλευτικοί ρήτορες.]
274
I
ι
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
τεροι άπό τούς κινδύνους τών στρατηγών, γιατί ή παραπλάνηση τοΰ λαοΰ άποτελοΰσε κατηγορία πού μποροΰσε νά καταγγελθεί, καί καταγγελλόταν, έπίσημα στά δικαστήρια. Ό Θουκυδίδης καί άλλοι διαμαρτύρονται καμιά φορά γιά τόν παραλογισμό νά τιμω ρείται ό εισηγητής μιας πρότασης, ένώ δέν ύπήρχε τιμωρία γ ι’ αύτούς πού τήν ψήφισαν. Ά λλά δέν θά μποροΰσε ποτέ νά είναι άλλιώς —ούτε θά έπρεπε άλλωστε, άφοΰ οί έπαγγελματίες αύτοί ισχυρίζονταν ότι εΐναι σοφότεροι καί ξέρουν περισσότερα άπό τόν μέσο ψηφοφόρο, καί οί άπολαβές τής σταδιοδρομίας τους μπορεΐ νά ήταν σημαντικές. Αύτή πράγματι ήταν ή μόνιμη κατηγορία πού τούς άπεύθυνε ή άντιπολίτευση, καί ειδικότερα ότι οί δημα γωγοί κερδίζουν χρήματα άπό τόν πόλεμο."Ενα μέρος δμως άπό τά χρήματα τά κέρδιζαν νόμιμα, καί ή κοινή γνώμη δέν κατέκρινε τήν είσπραξη χρημάτων, μέσα σέ δρια, γιά προσφορά πολιτικών υπηρεσιών. Γ ιά νά δοΰμε τό πράγμα στις σωστές του διαστάσεις, πρέπει νά έχουμε στό νοΰ μας δτι ό τεράστιος όγκος τών ύποθέσεων πού έξέταζε ή έκκλησία τοΰ δήμου δέν ήταν πολύ συναρπαστικός ούτε είχε σχέση μέ ύψηλές θεσμικές άρχές. Μερικές άπό τίς ύποθέσεις αύτές, καθώς πολλαπλασιάζονταν τά συμφέροντα τής άθηναϊκής ήγεμονίας, ήταν πολύπλοκες καί χωρίς μεγάλο ένδιαφέρον, καί ό μέσος άνθρωπος, άν καί δέν ήταν πρόθυμος νά έγκαταλείψει τήν ιδέα δτι έχει τόν έλεγχο, ήταν ύποχρεωμένος νά στηρίζεται σέ άλλους^πού ήξεραν, περισσότερα άπό αύτόν. Έξακολουθοΰσε νά έμπιστεύεται εύκολα, σέ μερικούς τομείς, τούς πλουσίους καί τά παλαιά ονόματα: ό πλοΰτος καί ή καταγωγή άποτελοΰσαν σοβα ρά προσόντα γιά τή διεκδίκηση τής στρατηγίας. Σέ θέματα δημό σιας πολιτικής ήταν πολύ φυσικό νά έμπιστεύεται έκείνους κυ ρίως πού ήταν σέ θέση νά ίσχυριστοΰν μέ τόν πιό πειστικό τρόπο δτι πασχίζουν γιά τά συμφέροντα τοΰ λαοΰ. Οί δημαγωγοί, πιθα νόν άρκετά εύποροι άλλά χωρίς τό πλεονέκτημα τής εύγενικής καταγωγής, είχαν κερδίσει, δπως ήταν έπόμενο, τήν εύνοια τοΰ δήμου προτείνοντας νομοθεσία πού πρέπει νά τήν ονομάσουμε τα ξική —μολονότι κατά τό μεγαλύτερο μέρος της θά μποροΰσε νά δικαιολογηθεί άπό κοινωνικούς λόγους, καί πάντως δέν μπορεΐ καθόλου νά συγκριθεΐ μέ τή μαζική άνακατανομή εισοδήματος πού γίνεται σήμερα σέ όλα τά κράτη. 'Η κατηγορία γιά έξαγορά τών έκλογέων συσχετιζόταν κυρίως
275
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
μέ τήν κρατική άμοιβή γιά προσφορά δημόσιας υπηρεσίας, καί ό συνηθισμένος στόχος ήταν ή έξαγορά τών δικαστών. 'Η δικαστι κή μεταρρύθμιση τοΰ Ε φιάλτη τό 462 πρόβλεπε συχνότερη λει τουργία τών δικαστηρίων καί πολυανθρωπότερη σύνθεσή τους, γεγονός πού θά ήταν ενδεχομένως άνέφικτο χωρίς τήν κατα βολή τών δύο οβολών, πού τούς καθιέρωσε ό Περικλής καί τούς αύξησε ό Κλέων σέ τρεις στή δεκαετία 430-420. 'Η άποζημίωση αύτή ίσως ειχε ώς άποτέλεσμα νά μετέχουν στά δικαστήρια καί φτωχότεροι πολίτες, δπως οί ήλικιωμένοι «έπαγγελματίες» δικα στές πού άποτελοΰν τό χορό τών Σφηκών τοΰ Αριστοφάνη, οί ό ποιοι είχαν άγριες διαθέσεις άπέναντι σέ δλους τούς κατηγορου μένους καί ήταν άφοσιωμένοι στόν Κλέωνα, γιατί τούς αύξησε τήν άποζημίωση. Θά ήταν υπερβολικό νά ύποθέσουμε δτι δλα τά δικαστήρια τά άποτελοΰσαν γερόντια σάν τοΰ Αριστοφάνη, τά όποια δμως ένδέχεται νά εϊναι ή γελοιογραφία ένός πραγματικοΰ τύπου, τοΰ τύπου τοΰ γέροντα πού δέν δούλευε πιά καί έξαρτιόταν άπό τούς γιούς του, μέ τή δικαστική άμοιβή γιά χαρτζιλί κι. Δέν ύπάρχουν δμως πολλές άλλες μαρτυρίες πού νά δείχνουν δτι οί άνθρωποι άπό τις φτωχότερες τάξεις συνωστίζονταν σέ με γάλους άριθμούς γιά νά ύπηρετήσουν στά δικαστήρια, έκτός βέ βαια άπό άνάλογες γενικές δηλώσεις τών άντιπάλων τής δημο κρατίας. Έ τσι, ό Αριστοτέλης διηγείται δτι ό Περικλής δέν ήταν σέ θέση νά συναγωνιστεί σέ γενναιοδωρία τόν πλούσιο άντίπαλό του, τόν Κίμωνα, καί άκολούθησε τή συμβουλή ένός φίλου «νά μοιρά σει τά χρήματα τοΰ λαοΰ στό λαό». Πιο προκλητικά, ό Σωκράτης στόν Γοργία τοΰ Πλάτωνα λέει πώς άκουσε δτι ό Περικλής μετέ βαλε τούς Αθηναίους σέ οκνηρούς, δειλούς, φλύαρους καί άπλη στους μέ τήν καθιέρωση τοΰ δικαστικοΰ μισθοΰ. Ό συνομιλητής του, πού δέν ήταν διόλου δημοκρατικός, τοΰ άποκρίνεται δτι αύτό πρέπει νά τό άκουσε άπό τούς άνθρώπους μέ τά σπασμένα αύτιά (δηλαδή τούς πυγμάχους καί σπαρτιατόφιλους), πράγμα πού υπο δηλώνει δτι ό Πλάτων δέν διατυπώνει τήν κατηγορία αύτή πολύ σοβαρά. Θά ήταν κάπως δύσκολο νά γίνει κανείς οκνηρός καί ά πληστος μέ δυο ή τρεις οβολούς, άφοΰ ό οποιοσδήποτε χειρώνακτας μποροΰσε νά κερδίζει περισσότερα, καί ένας μέτρια ειδικευ μένος εργάτης δυο καί τρεις φορές περισσότερα* ένώ κανένας πο λίτης πού λάβαινε μέρος στίς συνεδρίες τοΰ δικαστηρίου δέν μπο-
276
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
ροΰσε νά είναι βέβαιος δτι θά είσπράξει τήν άμοιβή του γιά δλες τίς μέρες πού συνεδρίαζαν τά δικαστήρια, "Οπως τά σύγχρονα κράτη, πού άποζημιώνουν τούς άνθρώπους γιά τό χάσιμο μιας εργάσιμης μέρας, ή Αθήνα κατέβαλλε τό έλάχιστο ήμερομίσθιο ή καί λιγότερα. Ά λλες μορφές πληρωμής προκαλοΰσαν λιγότερα σχόλια. Βουλευτές καί άρχοντες είσέπρατταν μισθό πολύ πριν άπό τό τέλος τοΰ 5ου αιώνα, καί μόνο μετά τόν Πελοποννησιακό Πό λεμο καθιερώθηκε άποζημίωση γιά τή συμμετοχή στήν έκκλησία τοΰ δήμου, ένας οβολός στήν αρχή, πού σύντομα αύξήθηκε σέ δύο καί έπειτα σέ τρεις. Γιά τό τελευταίο αύτό ό Αριστοτέλης μάς δίνει τήν έξήγηση δτι άλλιώς ήταν άδύνατο νά έπιτύχουν άπαρτία (ή πληρωμή άρχισε σέ περίοδο οξείας οικονομικής κρίσης). Θά έπρεπε νά είναι κανείς άκλόνητα προκατειλημμένος γιά νά θεωρήσει τίς έλάχιστες αύτές άμοιβές σοβαρή διαφθορά στά άθηναϊκά δημόσια ήθη. 'Η πληρωμή πάντως ήταν εύπρόσδεκτη άπό έκείνους πού τήν είσέπρατταν, καί ό Περικλής, ό Κλέων καί οί διάδοχοί τους εΐναι βέβαιο δτι, μέ αύτόν καί μέ άλλους τρόπους, θέσπισαν νόμους εύνοϊκούς γιά τίς φτωχότερες τάξεις, αποκο μίζοντας γιά τόν έαυτό τους οφέλη πού χωρίς τή νομοθεσία αύ τή δέν θά μποροΰσαν ποτέ νά τά εξασφαλίσουν. Ά λλά οί δημαγω γοί ήταν κάτι πολύ περισσότερο άπ’ αύτό, γιατί έπαιρναν πρωτο βουλίες σέ θέματα διοίκησης καί νομοθεσίας, ιδιαίτερα στις ύποθέσεις τής Συμμαχίας. 'ΐπήρχαν ύποθέσεις πού ήταν άδύνατο νά άντιμετωπιστοΰν πραγματικά άπό μιά λαϊκή συνέλευση μέ χιλιά δες μέλη, ή άκόμη καί άπό τή βουλή τών Πεντακοσίων σέ άπαρ τία. Ή Αθήνα άγωνιζόταν νά άποφύγει τίς συνέπειες τοΰ περιορισμοΰ αύτοΰ, κυρίως μέ τή μέθοδο τής κατανομής τών εύθυνών γιά διάφορες δημόσιες ύποθέσεις σέ μεγάλο άριθμό άρχόντων, πού ορίζονταν κάθε φορά μέ κλήρο. Αύτό άρκοΰσε γιά τίς περισ σότερες ύποθέσεις ρουτίνας* ό μεγάλος αριθμός καί ό φόβος έ νός αύστηροΰ έλέγχου τών άπολογισμών έξουδετέρωναν ώς ένα βαθμό τόν κίνδυνο τής διαφθοράς. Δέν ήταν δμως άσφαλής τρό πος γιά τό διορισμό στρατιωτικών διοικητών, δπως ή ίδια ή δη μοκρατία τό άναγνώριζε, χρησιμοποιώντας τό σύστημα τής άμε σης έκλογής σέ αύτό τόν τομέα, καί δέν έξασφάλιζε τή λήψη πρω τοβουλιών στό κέντρο, χωρίς τίς όποιες δέν θά ύπήρχαν ουτε οί ύποθέσεις ρουτίνας γιά διεκπεραίωση. 'Η δημοκρατία, δπως άναπτύχθηκε στήν Αθήνα, δημιούργησε ένα είδος κενοΰ στά ύψηλό-
277
I Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τερα κυβερνητικά επίπεδα, πού οί έθελοντές «δημαγωγοί» ήρθαν νά τό καλύψουν. Κάθε άπόπειρα νά έντοπιστοΰν τά κέντρα έξουσίας στή Σπάρτη άποτελεΐ άλλου είδους εργο. Ό «λαός», έδώ ενα κλάσμα μόνο τοΰ συνολικοΰ πληθυσμοΰ, ισχυριζόταν δτι άνάμεσα στούς πολίτες ύ πήρχε πολιτική ισότητα δση καί στόν αθηναϊκό λαό* δταν συζη τιόταν ενα θέμα ένώπιον τής σπαρτιατικής λαϊκής συνέλευσης, κάθε πολίτης ειχε, θεωρητικά τουλάχιστον, τό δικαίωμα νά ύποστηρίξει διά βοής τήν άποψη πού εύνοοΰσε. Επιπλέον ισχυρίζον ταν δτι έχουν πλήρη κοινωνική ισότητα, τέτοια πού ήταν αδύνατο νά υπήρξε ποτέ πραγματικά, καί οπωσδήποτε κατέρρεύσε θεαμα τικά μετά τή νίκη τής Σπάρτης στόν Πελοποννησιακό Πόλεμο. Όνόμαζαν τούς εαυτούς τους «οί ίσοι»,1 άπέφευγαν νά ντύνον ται διαφορετικά καί έτρωγαν τό ίδιο λιτό γεΰμα στά κοινά τους συσσίτια. 'Τπήρχαν διατάξεις γιά τήν πολυτέλεια, δπως έκείνη πού καθόριζε περιοριστικά τί εϊδος σπιτιοΰ μποροΰσε νά χτίσει ενας Σπαρτιάτης. Τό γεγονός δτι μιά κατηγορία γής ήταν άπό τό νόμο άναπαλλοτρίωτη άποτελεΐ ίσως άπόπειρα νά διασφαλιστεί γιά κάθε πολίτη ή κατοχή ένός έλάχιστου κλήρου γής, πού θά τοΰ έδινε τή δυνατότητα νά διατηρεί τή θέση του μέσα στό σύστημα. Μερικά άπό αύτά τά στοιχεία βασίζονταν σέ νομοθεσία, καί μπο ροΰμε έτσι νά συμπεράνουμε δτι, κάποια συγκεκριμένη έποχή, ίσως ώς λύση στήν κρίση πού άναστάτωσε τή Σπάρτη τόν 7ο αι ώνα, είχε καταβληθεί προσπάθεια νά γίνει συνειδητή καί ήθελημένη μεταρρύθμιση, ώστε ολόκληρο τό σώμα τών πολιτών νά έχει τουλάχιστον μιά περιουσία μέ κάποια ύπόσταση, βάσει τής όποίας θά μποροΰσαν δλοι νά θεωροΰνται ίσοι. Αύτό σήμαινε δτι σέ μερικούς Σπαρτιάτες δόθηκαν πολιτικά καί κοινωνικά προνόμια πού δέν τά είχαν πρωτύτερα, ή δέν τά είχαν κατοχυρώσει* άλλά μόνιμη, πραγματική ισότητα ήταν κάτι τόσο δύσκολο, πού δέν έλπιζαν κάν δτι θά τό άποκτήσουν/Τπάρχει κάποια ύποψία δτι μερικές οικογένειες μποροΰσαν εύκολότερα άπό άλλες νά προωθοΰν τά γηραιότερα μέλη τους στή γερουσία. Ό Θουκυδίδης, πρός τά τέλη τοΰ 5ου αιώνα, άναφέρεται έπανειλημμένα σέ ορισμένους Σπαρτιάτες, λέγοντας δτι είναι «άνάμε1. [*0 αρχαίος σπαρτιατικός δρος ήταν οι όμοιοι.]
278
(
ΠΟΛΙΤΕΤΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
σα στούς πρώτους» τής πόλης. Ά ν μιά κατηγορία γής είχε κατο χυρωθεί άπό τό νόμο νά μένει στήν κατοχή τοΰ μεμονωμένου πο λίτη, ύπήρχε και άλλη πού ήταν ελεύθερη περιουσία τοΰ κατόχου της, μολονότι συνήθως δέν έπιδοκιμαζόταν ή πώλησή της* καί άναμφίβολα υπήρχαν πάντοτε άνισότητες στήν ιδιοκτησία τής γής. 'Η ρητή άπαγόρευση νά κληροδοτείται ή γη ελεύθερα μέ διαθήκη ή δωρεά καταργήθηκε στις άρχές τοΰ 4ου αιώνα* καί τήν έποχή τοΰ Αριστοτέλη, τό δεύτερο μισό τοΰ αιώνα, άκούγονται διαμαρ τυρίες δτι ή σπαρτιατική γή είχε συγκεντρωθεί σέ επικίνδυνα μικρό άριθμό ιδιοκτητών. 'Τπήρχε καί μιά άλλη διάταξη, πού ίσχυε ώς τά τέλη σχεδόν τοΰ 5ου αιώνα, ή οποία άπαγόρευε σέ ιδιώτες νά κατέχουν άργυρο ή χρυσό, καί αύτή φαίνεται δτι τηρήθηκε, τουλάχιστον έν μέρει. Τό δημόσιο χρειαζόταν πάντοτε συμ βατικό χρήμα γιά τίς συναλλαγές του στό εξωτερικό* ή άνάγκη αύτή αύξήθηκε ραγδαία στή διάρκεια τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πο λέμου, εσωτερικά δμως ή Σπάρτη διατήρησε τά βαριά σιδερένια της νομίσματα (κατάλοιπο άπό τήν έποχή πού δέν ειχε άρχίσει στήν Ελλάδα ή κοπή νομισμάτων άπό άργυρο), τά όποια δέν εί χαν άξία έξω άπό τά σύνορά της. 'Η άπαγόρευση ώστόσο τής ιδιωτικής κατοχής άργύρου άτόνησε, πρός γενικό σκανδαλισμό, τότε περίπου πού ή Σπάρτη νίκησε τήν Αθήνα, μιά έποχή δπου πολλοί Σπαρτιάτες, στή διάρκεια τής θητείας τους στό έξωτερικό, είχαν συνηθίσει σέ πολυτέλειες πού τούς ήταν άπαγορευμένες στήν πατρίδα τους. Μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου ή Σπάρτη μετα μορφώθηκε προοδευτικά σέ ολιγαρχία συμβατικοΰ τύπου, δπου ό πλοΰτος ήταν τό μόνο κριτήριο γιά κάθε λογής προνόμια. Επιπλέον, στήν άπέλλα τής Σπάρτης, πολύ περισσότερο άπ’ δ,τι στις λαϊκές συνελεύσεις άλλων πόλεων, έπικρ.ατοΰσε τό ί'διο πνεΰμα δπως καί στό στρατό, καί οί στρατιωτικές άρετές τής ύπακοής καί τοΰ σεβασμοΰ γιά τήν καθιερωμένη ιεραρχία-εντυπώ νονταν, βαθιά στήν ψυχή κάθε νεαροΰ Σπαρτιάτη, μέ τή βοήθεια ένός πολύπλοκου συστήματος έκπαίδευσης. 'Τπήρχε βέβαια κάποια διάκριση άνάμεσα στις άπαιτήσεις πειθαρχίας στό πεδίο τής μάχης καί σέ δ,τι έπιτρεπόταν στό σπαρτιατικό πολιτικό σύστη μα. Σέ μιά περίπτωση τό καλοκαίρι τοΰ 418, δταν ό βασιλιάς Ά γης συμφώνησε μέτόν έχθρό μιά άνακωχή πού δέν ήταν καθόλου δημοφιλής, ό στρατός τόν άκολούθησε πίσω στή Σπάρτη μέ τή δέουσα ύπακοή* έκεΐ δμως ή άπέλλα στράφηκε έναντίον του καί 279
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τόν άπείλησε μέ βαριές ποινές. 'Ωστόσο ή συνήθεια τής ύπακοής σέ κάποιον άνώτερο πρέπει, θά έλεγε κανείς, νά έπηρέαζε τήν ψή φο αύτών τών στρατιωτών-πολιτών, καί ή άτμόσφαιρα τής σπαρ τιατικής άπέλλας ήταν οπωσδήποτε πολύ διαφορετική άπό τήν άτμόσφαιρα τής άθηναϊκής έκκλησίας τοΰ δήμου. Θά βοηθοΰσε άν είχαμε κάποια ιδέα μέ ποιόν τρόπο διορίζονταν οί άξιωματικοί τοΰ σπαρτιατικοΰ στρατοΰ σέ δλα τά έπίπεδα, άπό τούς διοικητές τών έξι στρατιών, πού λέγονταν μόραι, ώς τούς επικεφαλής τών δι μοιριών, ή έπίσης πόσον καιρό διαρκοΰσε ή θητεία τους, άλλά δέν υπάρχει καμιά άρχαία πηγή πού νά μάς πληροφορεί πώς σταδιοδρομοΰσε κανείς στόν σπαρτιατικό στρατό. 'Η μόνη λεπτομέρεια πού γνωρίζουμε εϊναι δτι ό ναύαρχος τοΰ στόλου οριζόταν γιά ένα χρόνο, καί δτι δέν επιτρεπόταν νά άσκήσει κανείς τό άξίωμα αύτό δυο φορές* άλλά αύτό δέν ίσχυε κατανάγκην καί γιά τις άλλες θέ σεις. "Οπως μποροΰμε νά μαντέψουμε, σ’ αύτό τόν βασικό τομέα τής σπαρτιατικής ζωής ό συναγωνισμός θά ήταν άρκετά έντονος, άλλά δέν γνωρίζουμε τίποτε σχετικά, δπως έπίσης δέν γνωρίζου με μέ ποιόν τρόπο ό στρατιωτικός συναγωνισμός συνδεόταν μέ τόν πολιτικό. Ωστόσο είναι ολοφάνερο δτι τό σύστημα πρόσφερε ειδικά πλε ονεκτήματα στούς δυο βασιλείς, πού βρίσκονταν στήν κορυφή τής ιεραρχίας, χτυπητές έξαιρέσεις στόν γενικό κανόνα τής ισότητας πού ίσχυε στή Σπάρτη. Τά κοινωνικά τους προνόμια ήταν πολλά, δπως καί οί δυνατότητές τους νά υποστηρίζουν δποιον ήθελαν, ειδικά μέ τό είδος έκεΐνο τής άπονομής δημόσιας τιμητικής διά κρισης, πού έπαιζε τόσο μεγάλο ρόλο στή σπαρτιατική κοινωνία. 'Η αίγλη τοΰ άξιώματος καί τοΰ τίτλου ήταν κάτι πού δέν ύπήρχε άλλοΰ στόν έλληνικό κόσμο. Οί έφοροι άλλαζαν κάθε χρόνο, καί κανένας δέν μποροΰσε νά συμμετάσχει στή γερουσία πριν νά γίνει εξήντα χρόνων* ένας βασιλιάς δμως μποροΰσε νά διαδεχτεί τόν προκάτοχό του στήν άκμή τής νεότητάς του καί νά βασιλεύσει επί δεκαετίες. Μερικοί βέβαια υπήρξαν άσημαντότητες, δπως ό Κλεομένης Β', πού βασίλευσε τόν 4ο αιώνα επί εξήντα χρόνια χω ρίς ουτε μιά φορά νά άναφερθεΐ τό δνομά του σέ ιστοριογραφικά κείμενα. Ωστόσο, ώς τό τέλος, οί δυο βασιλικές οικογένειες εξα κολούθησαν νά παράγουν έναν εκπληκτικό άριθμό άπό ικανούς καί δραστήριους ήγέτες, καί γιά έναν πολιτικό σάν τόν Αγησίλαο (400-349) ή βασιλεία άποτελοΰσε δντως μεγάλο πλεονέκτημα.
280
ΠΟΛΙΤΕΤΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
Δέν είναι καθόλου έκπληκτικό δτι οί βασιλείς κατέληγαν νά άποτελοΰν τό επίκεντρο τών εσωτερικών διενέξεων στή Σπάρτη, καί τέτοια περιστατικά άναφέρονται κατά καιρούς, ιδιαίτερα άπό τόν Ξενοφώντα, ό όποιος διατηρούσε στενές σχέσεις μέ τή Σπάρ τη. Ά λλά οί προβολείς τής ιστορίας δέν ρίχνουν τό φως τους σέ άλλα πρόσωπα τής σπαρτιατικής ιεραρχίας, έκτός άπό τούς ναυ άρχους, σέ περιορισμένο δμως βαθμό. Ό Βρασίδας, δραστήριος καί επινοητικός στήν πρώτη φάση τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέ μου, θήτευσε σέ μιά σειρά διά Ιιοο άξιώματα. Ό Λύσανδρος, πού τελικά κέρδισε τόν πόλεμο, ήταν ναύαρχος τοΰ στόλου στήν Α νατολή τό 407, καί, επειδή δέν μποροΰσε νά ξαναδιοριστεΐ ναύ αρχος, ή Σπάρτη χρειάστηκε νά ένεργήσει μέ έμμεσο τρόπο, διορίζοντάς τον πρώτα γραμματέα ένός είκονικοΰ ναυάρχου (405-4), καί έπειτα διορίζοντας ναύαρχο τόν άδερφό του (404-3). Λέγεται δτι ό φιλόδοξος αύτός άνθρωπος είχε σχέδια νά μετατρέψει τή βα σιλεία άπό κληρονομική σέ αιρετή, καί ή μεταρρύθμιση τοΰ συ στήματος ήταν ΐσως ό μόνος τρόπος μέ τόν όποιο θά μποροΰσε νά άποκτήσει πραγματική δύναμη ένα τέτοιο άτομο. Έ κτοτε οί διά Ιιοο θέσεις πολλαπλασιάστηκαν, άλλά καί πάλι δέν γνωρίζουμε σχεδόν καθόλου μέ ποιόν τρόπο καταλαμβάνονταν αύτές οί θέσεις ή οί κανονικές. Μερικά περιστατικά ποΰ καί ποΰ φανερώνουν δτι κάτω άπό τήν έπιφάνεια ό άγώνας γιά έξουσία καί έπιρροή ήταν άγριος, καί ξεσποΰσε κατά καιρούς μέ τή δίκη κάποιου βασιλιά ή κάποιου κατωτέρου. Χτυπητή περίπτωση ήταν ή δίκη τοΰ Σφοδρία, διοι κητή τής σπαρτιατικής φρουράς στίς Θεσπιές τής Βοιωτίας τό 378, ό όποιος είχε επιχειρήσει μιά άποτυχημένη νυχτερινή επι δρομή στό λιμάνι τής Αθήνας, πού τότε οί σχέσεις της μέ τή Σπάρτη βρίσκονταν σέ φάση άβέβαιης ειρήνης. Ό Ξενοφών περι γράφει μέ ποιούς έλιγμούς πείστηκε ό βασιλιάς Αγησίλαος νά υ ποστηρίξει τήν περίπτωση τοΰ Σφοδρία (ό άλλος βασιλιάς, ό Κλεόμβροτος, ήταν ήδη προστάτης του), ή σκανδαλώδης άθώωση τοΰ οποίου έστρεψε τήν Αθήνα σέ συμμαχία μέ τή Θήβα έναντίον τής Σπάρτης. Έδώ μπορεΐ νά ύπήρχε θέμα άρχής —τό σχέδιο τοΰ Λυσάνδρου νά εδραιώσει μιά σπαρτιατική ναυτική ήγεμονία ήταν έπίσης θέμα αρχής* καί ό Αγησίλαος, μέ τρόπο λιγότερο σκληρό καί περισσότερο διπλωματικό, εργάστηκε γιά νά πετύχει τήν πλήρη εκμετάλλευση τής ήγεμονικής θέσης τής 281
Α ΡΧ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σπάρτης καί τήν υποταγή τής Θήβας. Ά λλά, ώς έπί τό πλεΐστον, ό άγώνας φαίνεται δτι γινόταν μάλλον γιά αύξηση τής προσωπι κής δύναμης* τόν συγκάλυπτε δμως έν μέρει ή μυστικότητα τής Σπάρτης γύρω άπό τά εσωτερικά της θέματα, καί ή εικόνα πού παρουσίαζε στόν κόσμο ώς κράτος πειθαρχημένο και εύτακτο. Οί δημόσιες δίκες μας επιτρέπουν κάποτε νά δοΰμε καλύτερα τίς πιό πολύκροτες ύποθέσεις τής σπαρτιατικής πολιτικής* καί δέν ύπάρχει αμφιβολία δτι ύπήρχαν πολιτικές ύποθέσεις λιγότερο εντυπωσιακές, σέ πολλές δευτερεύουσες δίκες, γιά τίς όποιες δέν έχουμε πληροφορίες. Αύτός ήταν ό κυριότερος τρόπος μέ τόν ό ποιο έπηρέαζε τίς δημόσιες ύποθέσεις ή γερουσία (πού έκδίκαζε τίς σοβαρότερες περιπτώσεις), καθώς καί οί έφοροι, πού τή θέση τους ώς δικαστών δέν πρέπει νά τήν ξεχνούμε. Τά δικαστήρια τής δημοκρατικής Αθήνας έπαιζαν έναν πιό ορατό ρόλο. Έδώ δέν πρόκειται άπλώς γιά θεαματικές δίκες μέ σαφώς πολιτικό περιε χόμενο. Τέτοιες άσφαλώς διεξάγονταν, δπως λόγου χάρη ή δίκη γιά κατάχρηση δημόσιου χρήματος πού κίνησαν κατά τοΰ Περι κλή τό 430, ή ή καταγγελία γιά προδοσία κατά τοΰ Καλλιστράτου τό 366, ή όποια έθεσε τέρμα στή σταδιοδρομία του, παρά τήν <χθωώσή του. Οί πιό συγκροτημένοι λόγοι πού μάς σώζονται είναι οί λόγοι πού έκφωνήθηκαν άπό τόν Αισχίνη καί τόν Δημοσθένη σέ δίκες καθαρά πολιτικές τό 343 καί τό 330. Άκόμη, ήταν συνη θισμένο στήν Αθήνα, δπως καί στή Ρώμη, νά προσπαθεί ένας νέος νά άποκτήσει ονομα στήν αρχή τής σταδιοδρομίας του κα ταγγέλλοντας κάποια διαπρεπή προσωπικότητα. Ά λλά ή άληθινή σημασία τών δικαστηρίων βρίσκεται μάλλον στις άναρίθμητες δευτερεύουσες ύποθέσεις πού έκδίκαζαν. Οί δίκες αύτές ενδέχεται νά είχαν σαφώς πολιτικό χαρακτήρα, δπως ή συχνή καταγγελία δτι μιά πρόταση πού είχε ύποβληθεΐ στήν έκκλησία τοΰ δήμου ήταν τυπικά παράνομη,1 ή νά μήν εϊχαν έμφανή σχέση μέ τήν πο λιτική* άλλά καί στις δυο περιπτώσεις ήταν πιθανό νά ύπεισέρχονται δημόσια θέματα καί νά ύπενθυμίζεται στούς δικαστές τό καθήκον τους νά παραμένουν άγρυπνοι φύλακες τοΰ δημοκρατι κού καθεστώτος τής πόλης. Είναι σαφές δτι οί δικαστές έπαιρναν στά σοβαρά αύτόν τό ρόλο. Στήν πραγματικότητα, οί δικαστές δέν έκαναν μεγάλη διάκρι 1. [Ή καταγγελία αύτή λεγόταν γραφή παρανόμων.]
282
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
ση άνάμεσα σέ πολιτικά καί σέ μή πολιτικά θέματα, καί δέν πρέ πει εμείς νά τή μεγαλοποιούμε. Μέ σημερινά κριτήρια, ή άνεκτικότητα πού έδειχνε τό δικαστήριο στούς ομιλητές προκαλεΐ κάποια δυσφορία. Τό νόμο δέν τόν παρουσίαζε ό πρόεδρος, δπως κά-νει ό δικαστής ένός σημερινού άγγλικού δικαστηρίου: ό διάδικος ελεγε στό δικαστήριο ποιος είναι ό νόμος καί τί σημαίνει* αύτό δ μως μποροΰσε νά άνατραπεΐ άπό μιά εναλλακτική ερμηνεία τοΰ νόμου, τήν όποια θά υποστήριζε ο άντίδικός του, καί άπό τήν πεί ρα τών δικαστών. Οί ύπηρεσίες πού ειχε προσφέρει ό διάδικος στό κράτος κατά τό παρελθόν, τά ποσά πού ειχε πληρώσει ώς φό ρους ή άλλες μορφές εισφορών στό δημόσιο —δλα αύτά γίνονταν δεκτά καί είχαν τή βαρύτητά τους, δπως καί τά δάκρυα τών παι διών τοΰ κατηγορουμένου καί πολλά άλλα. Οί ρήτορες υπενθύμι ζαν συνεχώς στούς δικαστές δτι είχαν ορκιστεί νά έκδώσουν τήν άπόφασή τους σύμφωνα μέ τό άκριβές γράμμα τοΰ νόμου* άλλά τούς δικαστές τούς έκλιπαροΰσαν τόσο συχνά νά.φανοΰν επιεικείς ή αύστηροί γιά έντελώς διαφορετικούς λόγους, ώστε μπορούμε νά είμαστε βέβαιοι δτι ή ύπενθύμιση τοΰ δρκου τους δέν άποτελοΰσε άπλό τύπο. Αύτό πού ενας έπιεικής κριτής θά ονόμαζε ισονομία είχε στό άθηναϊκό δικαστήριο περισσότερη ισχύ άπό τό αύστηρό γράμμα τοΰ νόμου, καί ή ισονομία ειχε έντονη πολιτική χροιά. Τή χαλαρή αύτή στάση τών δικαστών τήν ύποβοηθοΰσε κάποια άβεβαιότητα πού ύπήρχε γιά τόν ίδιο τό νόμο. 'Η κωδικο ποίηση τοΰ Σόλωνα μπορεΐ νά ήταν επαρκής γιά τίς αρχές τοΰ 6ου αιώνα, άλλά τόν 5ο αιώνα είχαν πολλαπλασιαστεΐ οί διεξοδι κές άποφάσεις τών δικαστηρίων, χωρίς νά ύπάρχει κεντρικό άρχεΐο, παρά μόνο, στήν καλύτερη περίπτωση, τά πρακτικά τών έργασιών τής βουλής, τά άρχεΐα τών άρχόντων κτλ. 'Η ομάδα πού ορίστηκε τήν τελευταία δεκαετία τοΰ 5ου αιώνα νά έργαστεΐ γιά τήν κωδικοποίηση τής άθηναϊκής νομοθεσίας ειχε νά άντιμετωπίσει ενα δύσκολο έργο καί χρειάστηκε κάπου δέκα χρόνια γιά νά τό φέρει εις πέρας. Έ κτοτε ή Αθήνα τηρούσε έ'να κεντρικό άρχεΐο στό Μητρώον, τό ναό τής φρυγικής μητέρας θεάς στήν *Αγορά* καί καθιερώθηκε μιά σκόπιμα οχληρή διαδικασία γιά τήν τροποποίηση καί τή συμπλήρωση τοΰ βασικού νομικού κώδικα, μέ τήν έλάχιστα ρεαλιστική έλπίδα δτι ετσι ό κώδικας αύτός θά παρέμενε σταθερός. Μεταγενέστεροι ρητορικοί λόγοι δείχνουν δτι ή σύγχυση έξακολούθησε.
283
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Παρ’ δλα αύτά, είναι πιθανό δτι τρ άθηναϊκό δικαστικό σύστη μα λειτουργοΰσε άρκετά καλά γιά τήν έποχή του. 'Η Σπάρτη, πού δέν διέθετε σώμα ένορκων ή γραπτή νομοθεσία, εμφανίζει περισσότερα φαινόμενα κακής κρίσης στίς δημόσιες δίκες, τις μό νες γιά τις όποιες γνωρίζουμε κάτι. "Ενα άπό τά χαρακτηριστικά τών μεταρρυθμίσεων τοΰ Σόλωνα, πού εύνόησε πιο πολύ άπό δλα τό λαό, θεωρείται τό γεγονός δτι έπιτρεπόταν σέ μεγάλο βαθμό ή παρέμβαση ένός τρίτου γιά νά κινηθεί μιά δίκη, έτσι ώστε ό άδικημένος δέν άφηνόταν κατανάγκην στίς δικές του προσπάθειες γιά νά άντισταθεΐ σέ έναν ισχυρό άντίπαλο. Αύτός είναι ένας άλ λος τρόπος μέ τόν όποιο ή καθιέρωση τών δικαστηρίων στήν ’Α θήνα βοήθησε τήν πόλη στήν πορεία της πρός τή δημοκρατία. Εντούτοις τό πρόβλημα πώς λειτουργοΰσαν στήν πραγματικότη τα δλοι αύτοί οί μηχανισμοί ήταν γιά τούς άρχαίους συγγραφείς λιγότερο σημαντικό άπό τό αύστηρά ήθικό πρόβλημα: ποιο είναι τό πιο δίκαιο καθεστώς, ποιο καθεστώς όδηγεΐ κατεξοχήν στήν άτομική αρετή. Αρετή σημαίνει πρώτιστα τό είδος τής άρετής πού μποροΰσε νά άσκήσει ένας μή έργαζόμενος και κάτοχος πε ριουσίας* οί σπουδαιότεροι φιλόσοφοι δέν ένδιαφέρονταν πολύ γιά τήν άνάπτυξη τής άρετής τών άνεκπαίδευτων κατώτερων τάξεων, πού ήταν άποκομμένες άπό τήν παιδεία καί τό στοχασμό έξαιτίας των ταπεινών άσχολιών τους. / Μόνο ό *Ηρόδοτος, πού έγραφε σέ καιρούς μεγαλύτερης ζων τάνιας καί εύημερίας, πριν άπό τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο, έίπαινεΐ τήν άρχή τής ανεπιφύλακτης ισότητας, πού τήν ονομάζει ^συνήθως «έλευθερία τοΰ λόγου», σέ άντιδιαστολή πρός τήν τυραν νία, ύπό τό κράτος τής όποίας οί Αθηναίοι δέν μποροΰσαν νά |ποΰν ή νά προτείνουν δημόσια δ,τι ήθελαν. Αποδίδει —πράγμα (απίθανο— μιά διεξοδική συζήτηση περί καθεστώτος στούς Πέρ σες συνωμότες πού τό 522 δολοφόνησαν τόν τότε σφετεριστή τής έξουσίας καί έγκατέστησαν στόν βασιλικό θρόνο τής Περσίας τόν Δαρεΐο [3, 80-82]. Στό χωρίο αύτό ό ύπέρμαχος τής δημοκρα τίας ύπογραμμίζει τό «δίκαιο 6νομα» τής ισότητας, τήν έκλογή μέ κλήρο, τήν υπευθυνότητα τών άρχόντων άπέναντι στό λαό, τήν έλεύθερη συζήτηση άνάμεσα σέ ίσους* ό ολιγαρχικός τονίζει τήν άνευθυνότητα τών άμόρφωτων* ό μοναρχικός, τις έσωτερικές διε νέξεις πού συνταράζουν τήν ολιγαρχία. Στά φανταστικά συμφρα-
284
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
ζόμενα^τής παλιάς αύτής πραγματείας ό μοναρχικός έπρεπε νά νικήσει, ό δημοκρατικός δμως έπιχειρηματολογεΐ πειστικότερα άπό δλους. "Ενα πολύ πιο άσυνήθιστο παλαιό κείμενο είναι ή σύντομη πραγματεία 9Αθηναίων Πολιτεία, γραμμένη άπό κάποιον άθηναΐο ολιγαρχικό δχι πολύ μετά τήν έναρξη τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, πού μάς σώθηκε γιατί, άγνωστο πώς, βρέθηκε άνάμεσα στά έργα τοΰ Ξενοφώντα. Οί στόχοι του έχουν γίνει άντικείμενο πολλών συζητήσεων (έγώ νομίζω δτι άπευθύνεται, μέ μεγάλη δόση ειρωνείας, σέ κάποιον ξένο ομοϊδεάτη, πού δέν καταλαβαί νει γιατί είναι δύσκολο νά άνατραπεΐ ή δημοκρατία στήν ’Αθή να), άλλά, παρ’ δλη τήν προκατάληψή του καί τή χονδροειδή παραποίηση τής άλήθειας, έχει τή μοναδική άρετή δτι έκθέτει χωρίς περιστροφές γιά ποιούς λόγους τό δημοκρατικό καθεστώς είχε έδραιωθεΐ τόσο άποτελεσματικά στήν ’Αθήνα: Ό λαός γνώριζε δτι ή συμμετοχή του είναι ούσιώδης γιά τό ναυτικό, στό όποιο στηριζόταν ή Αθήνα, ένώ οί οπλίτες είχαν μικρότερη σημασία άπ’ δ,τι σέ άλλα μέρη. 'Η έκκλησία τοΰ δήμου άκουγε περισσότε ρο τις συμβουλές άνθρώπων ταπεινής καταγωγής («μανιώδεις» είναι ένας άπό τούς έπιεικέστερους χαρακτηρισμούς τους) καί λιγότερο τών «άγαθών», καί σ’ αύτό τό σημείο ό λαός ορθά άκολουθοΰσε τό δικό του συμφέρον, γιατί οί «άγαθοί» δέν είχαν καλές διαθέσεις άπέναντι στό λαό. Ό συγγραφέας άκολουθεί τήν ίδια γραμμή έξετάζοντας κάθε πλευρά τοΰ θέματος: δτι ή δημοκρατία μπορεΐ νά είναι άπεχθής, άλλά ή πορεία πού άκολουθεί είναι ή σωστή γιά τή σωτηρία της. Γίνεται έπίσης πολλή συζήτηση γιά τήν ικανότητα μιας ναυτικής δύναμης νά φροντίζει γιά τις προμήθειές της, γιά τις γιορτές, πού τις χαίρεται ό λαός καί τις χρηματοδοτοΰν οί πλούσιοι, γιά τή συμφόρηση τών δημόσιων ύποθέσεων, καί γιά άλλα θέματα. Μέ τό παράδοξο μείγμα παρρησίας καί προκατάληψης πού τή διακρίνει, ή συζήτηση αύτή είναι μο ναδική, άπό τήν άποψη δτι βλέπει τά πρακτικά αποτελέσματα τοΰ δημοκρατικοΰ μηχανισμοΰ καί έπιτρέπει νά άκουστοΰν καί οί 1. Είναι σαφές δτι ό ΐδιος ό Ηρόδοτος πίστευε δτι μεταφέρει μιά συ ζήτηση πού είχε πραγματικά γίνει. Αύτό δέν μπορεΐ νά είναι σωστό* πρέ πει νά υποθέσουμε δτι κάποιος παλαιότερος συγγραφέας είχε χρησιμοποιή σει τό περίεργο αύτό έξωτικό σκηνικό γιά νά έκθέσει σκέψεις πού είναι κα θαρά έλληνικές.
285
Α ΡΧ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
άπόψεις τής πλευράς πού δέν συμπαθεί ό συγγραφέας. Μετά τά ολιγαρχικά κινήματα τοΰ 411 καί τοΰ 404, έγινε σα φές δτι δέν υπήρχαν προοπτικές γιά τό ξερίζωμα τής δημοκρα τίας παρά μόνο μέ τή βοήθεια κάποιας εξωτερικής δύναμης* έτσι, μολονότι ή τάξη τών διανοουμένων ήταν τώρα σχεδόν στό σύνολό της άπογοητευμένη άπό τή δημοκρατία, ή άντιδικία είχε χάσει κάτι άπό τήν οξύτητά της. Γιά τόν μέσο μορφωμένο άνθρωπο αύ τό σήμαινε κυρίως δτι τά παλιά συνθήματα έπρεπε κάπο^ς νά τροποποιηθοΰν. 'Η ολιγαρχία πάντοτε, δπως καί στή συζήτηση τήν όποια παραθέτει ό ' Ηρόδοτος, χτυποΰσε τήν άσυναρτησία, ώς τό πιό τρωτό χαρακτηριστικό τής δημοκρατικής ελευθερίας, καί υ πογράμμιζε τό δικό της ιδανικό τής «εύταξίας»: οί ολιγαρχικοί ήταν «οί άριστοι» ή κάποιος ισοδύναμος άλαζονικός δρος, πού σήμαινε στήν πραγματικότητα τούς εύπορους. Τώρα, στό πλαίσιο τής δημοκρατίας, γινόταν ή ίδια διάκριση, άλλά μέ πιό συγκαλυμμένο τρόπο, ένώ αύτό πού έξακολουθοΰσε νά ενδιαφέρει ήταν ή προστασία τής περιουσίας άπό μιά πιθανή δήμευση. 'Η εύνοούμενη τάξη ήταν «οί πλούσιοι» ή «οί εύγενεΐς» ή, πιό παραπειστι κά, «οί άνθρωποι καλοΰ γούστου» ή «οί φρόνιμοι». Οί άντίπαλοί τους ήταν διεφθαρμένοι δημαγωγοί, πού προκαλοΰσαν πολέμους γιά νά πολλαπλασιάσουν τίς εύκαιρίες τους γιά πλουτισμό. Έ τσ ι οί πλούσιοι, άντί νά υπερασπίζονται τήν ολιγαρχία, ζητοΰσαν ε πιστροφή στόν παλιό καλό καιρό πριν άπό τή διαφθορά τής δη μοκρατίας, καί έξωράιζαν τήν ιστορία τής Αθήνας, ώστε νά ται ριάζει μέ τίς άπόψεις τους. 'Η υψηλή θεωρία μποροΰσε νά είναι δριμύτερη. Ό Πλάτων, περιγράφοντας τόν ιδανικό του κόσμο, δέν ένδιαφέρθηκε γιά τίς κατώτερες τάξεις τής δημοκρατίας, ή γιά τό τι μποροΰσε· κανείς νά τίς πείσει νά δεχτοΰν. "Οταν μιλά γιά τίς δημοκρατίες καί τίς ολιγαρχίες τοΰ πραγματικοΰ κόσμου, καταφεύγει στήν έξυπνη καί χαριτωμένη διακωμώδηση, πού τήν ήξερε τόσο καλά. ’Απέ φευγε τή συζήτηση γιά τό πρόβλημα τής έξουσίας, καί δέν εξήγη σε ποτέ πώς θά άρχιζε νά λειτουργεί ή ιδανική .του πολιτεία —άπλώς ειχε τήν ιδέα δτι αύτό θά μποροΰσε νά γίνει μέ τόν προση λυτισμό ένός ήδη ίσχυροΰ τυράννου, κι έδώ βασίζονται οί άνεπιτυχεΐς δοσοληψίες του μέ τόν Διονύσιο τόν Νεότερο τών Συρα κουσών. Ό Αριστοτέλης ένδιαφέρθηκε περισσότερο νά περιγράψει καί νά ταξινομήσει τά πολιτεύματα υπαρκτών πόλεων, άλλά
286
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
ή θεωρία του βασίστηκε σέ μιά οχι πολύ πρόσφορη διάκριση άνά μεσα στά πολιτεύματα πού λειτουργούσαν μέ νόμους καί σ’ έκεΐνα πού λειτουργούσαν χωρίς νόμους. Έ τσι, κάθε επίσημη μορφή διακυβέρνησης, τού ένός κυβερνήτη, τών ολίγων, ή τών πολλών, μπορούσε νά διακριθεΐ σέ ενάρετο ή διεφθαρμένο τύπο. Ή τυραν νία, ό τύπος τής μοναρχίας χωρίς νόμο, ήταν άρκετά διαδομένη στήν πραγματική ζωή, καί ό Αριστοτέλης κάνει γ ι’ αύτήν μερι κές ένδιαφέρουσες παρατηρήσεις* ώστόσο ή ενάρετη μορφή της, δηλαδή τού τυράννου πού είναι τόσο άνυπέρβλητα καλός καί σο φός, ώστε δέν χρειάζεται νά ελέγχεται άπό νόμους, άλλά άποτελεΐ ό ϊδιος ένσάρκωση τού νόμου, άντιμετωπίζεται άπό τόν Αριστο τέλη, άρκετά εύλογα, μόνο ώς οριακή δυνατότητα σέ ενα θεωρη τικό σχήμα. Ά πό τήν άλλη, ήταν άρκετά εύκολο νά βρει κανείς διεφθαρμένους ολιγαρχικούς, πού ό πόθος τους νά πλουτίσουν τούς έκανε νά άψηφοΰν τό νόμο* δέν ήταν δμως τόσο εύκολο νά άναφερθούν παραδείγματα άριστοκρατικών πολιτευμάτων δπου ό νόμος ήταν πραγματικά ύπεράνω δλων. 'Η άδιαφορία γιά τό νόμο ήταν εύκολο νά προσαφθεΐ ώς κατηγορία κατά τής δημοκρατίας, δπως έφαρμρζόταν τήν έποχή τού Αριστοτέλη* άρετή δμως μπο ρούσε νά βρεθεί σέ πιό πρωτόγονες άγροτικές κοινότητες, δπου οί άγρότες δέν είχαν ελεύθερο χρόνο νά παρακολουθούν συχνά συνε δριάσεις τής λαϊκής συνέλευσης καί άφηναν τή διακυβέρνηση στούς καλυτέρους τους. Μέ άλλα λόγια, ή δημοκρατία μπορούσε νά. εΐναι άνεκτή, άν δέν ήταν πραγματικά δημοκρατική/Η ταξινόμη ση τών πολιτευμάτων άπό τόν Αριστοτέλη δέν είναι γόνιμη, για τί μόνο οί χωρίς νόμο μορφές τους έχουν κάποια ύπόσταση* τελι κά, άπομένουν ή ολιγαρχία καί ή δημοκρατία, ένώ ή τυραννία βρί σκεται κάπου στό βάθος ώς άπειλή. Δέν θά μπορούσε νά βγάλει κανείς πολλά συμπεράσματα άπ’ αύτά, παρεκτός νά έπισημάνει δτι ή δημοκρατία λειτουργεί μέ βάση μιά κακή άρχή, δηλαδή τήν άριθμητική ισότητα, πού προτιμά νά μετρά ψήφους παρά νά σταθ μίζει τήν άξια τών ψηφοφόρων. Αύτό δμως δέν άποτελοΰσε κάτι πολύ θετικό γιά τήν ολιγαρχία. Τόν πλούτο μπορούσε κανείς νά τόν υπερασπιστεί, γιατί συνέβαλλε στήν άμυνα ένός όπλιτικού κράτους* ή έπιδίωξη δμως τού πλούτου δέν ήταν δουλειά έλκυστική, ούτε ώφελούσε τήν ψυχή. Περισσότερα συμπεράσματα θά μποροΰσε νά βγάλει κανείς ά πό τήν έξιδανίκευση τής Σπάρτης, ώς τής άληθινής άριστοκρα-
287
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τίας πού ήτάν άφοσιωμένη στήν επιδίωξη τής άρετής. Βέβαια, ό Πλάτων κατέκρινε τή σπαρτιατική έκπαίδευση δτι δίνει έμφα ση στίς στρατιωτικές άρετές, παραμελώντας τις άλλες, καί ό Α ριστοτέλης, πού έγραφε μετά τήν ήττα τής Σπάρτης άπό τή Θή βα, ήταν άκόμη πιο πρόθυμος νά βρίσκει λάθη στό δλο. σύστημα. Ά λλά κανένας δέν άμφέβαλλε δτι ό σπαρτιάτης νομοθέτης είχε συγκροτήσει τό σύστημά του άποβλέποντας στή διαμόρφωση έ νός ιδιαίτερου καί συγκεκριμένου ήθους. 'Η Σπάρτη,-άκόμη καί τόν 4ο αιώνα, είχε πολλούς ύποστηριχτές* άπό αύτούς ό πιο πει στικός ήταν ό Ξενοφών, έξόριστος άπό τήν Αθήνα, πού γνώριζε χαλά τή Σπάρτη καί έζησε πολλά χρόνια σέ έν.α άγρόκτημα πού τοΰ τό είχε χαρίσει τό σπαρτιατικό κράτος.1 'Η βάση του έγκωμίου ήταν δτι ή Σπάρτη άποτελοΰσε ιδανικό παράδειγμα πειθαρχημένου καί εύρυθμου κράτους, δπου τηροΰνταν τά παραδοσιακά έθιμα, καί οί νέοι έδειχναν τόν άπαιτούμενο σεβασμό στούς μεγαλυτέρους τους, οί όποιοι δέν έχαναν εύκαιρία νά τούς προτρέπουν στήν άρετή. Ό θρύλος, δπως συμβαίνει μέ τέτοιους θρύλους, διαδόθηκε, χωρίς νά τόν επηρεάσουν καθόλου άντίθετα παραδείγματα άπό τήν πραγματική ζωή* καί διαδόθηκε ιδιαίτερα ώς παράδοξο, δηλαδή δτι στή Σπάρτη δλα γίνονταν άνάποδα, άντίθετα πρός δ,τι γινόταν σέ άλλες πόλεις, 'Τπήρχαν καί μερικά πραγματικά φαινόμενα πού τροφοδοτοΰσαν τό θρύλο, ι διαίτερα τό μακροχρόνιο καί- πολύπλοκο σύστημα άγωγής άπ’ δ που περνοΰσε κάθε νέος Σπαρτιάτης* έπίσης ό ρόλος πού έπαιζε στή ζωή τών ενηλίκων ένα πολύπλοκο πλέγμα κοινωνικών κυρώ σεων πού έπιβάλλονταν σέ δσους δέν τηροΰσαν τούς καθορισμέ νους συμβατικούς κανόνες συμπεριφοράς. Ά λλά στό μεγαλύτερο μέρος του ό θρύλος δέν ήταν παρά άντιδημοκρατική φαντασίωση: τό δραμα ένός κόσμου πού τόν άποτελοΰσαν άποκλειστικά «εύγενεΐς», οί όποιοι δέν νοιάζονταν καθόλου γιά τούς είλωτες καί τούς περίοικους, πού ό μόχθος τους στήριζε τόν κόσμο έκεΐνο. Σέ δλα αύτά κυριαρχεί τό ήθικό στοιχείο, δηλαδή τό πρόβλημα ποιο είναι δίκαιο μερίδιο έξουσίας γιά τά διάφορα τμήματα τής 1. Ωστόσο ή μικρή πραγματεία τοΰ Ξενοφώντα γιά τή Σπάρτη είναι στήν πραγματικότητα εγκώμιο του άρχαίου νομοθέτη, τοΰ Λυκούργου* στό προτελευταίο κεφάλαιο παραδέχεται δτι οί Σπαρτιάτες της εποχής του δέν ζοΰσαν πιά σύμφωνα μέ τις άρχές τοΰ Λυκούργου.
288
ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ
κοινωνίας, πώς θά άποφευχθοΰν φατρίες καί επαναστάσεις, ποιο είναι τό καλύτερο πολιτικό σύστημα γιά τήν άνάπτυξη τής ψυχής κάθε άτόμου. Δέν γνωρίζουμε πολλά γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο διεκπεραιώνονταν πραγματικά οί υποθέσεις, τί εΐδους άνθρωποι ένδιαφέρονταν γιά τή διεκπεραίωσή τους, πώς έκλέγονταν αύτοί καί πώς έλέγχονταν. Τό πιό εύαίσθητο σημείο κάθε φορά είναι τό θέμα τής έκτελεστικής ή διοικητικής ικανότητας. Ό Ηρόδοτος τό θεωρούσε θέμα δόξας, πατριωτισμού καί άπλής τιμιότητας. Ό Θουκυδίδης, στις προσωπογραφίες τών δνο πολιτικών πού θαύ μαζε περισσότερο, τοΰ Περικλή καί τοΰ Θεμιστοκλή, δίνει μεγά λη έμφαση στήν οξυδέρκειά τους. Οί ιστορικοί πού γεννήθηκαν τόν 4ο αιώνα άπέβλεπαν κυρίως στο νά αποκαλύπτουν τήν κακία καί νά ένθαρρύνουν τούς άναγνώστες τους στήν άρετή, καί αύτός ήταν ό δηλωμένος σκοπός καί άλλων συγγραφέων εκτός άπό τούς ιστορικούς. Ό Ξενοφών, πού ειχε κι αύτός συμβάλει στό νά όργανωθοΰν δπως δπως οί Μύριοι κατά τήν περίφημη ύποχώρησή τους πρός τή θάλασσα, ξεφεύγει ώς ένα βαθμό άπό αύτό τόν κανόνα. "Οταν παρουσιάζει τόν Σωκράτη νά έξηγεΐ σέ έναν άπογοητευμένο ύποψήφιο γιά τή στρατηγία γιά ποιο λόγο ήταν λογικό νά έκλέξουν οί Αθηναίοι έναν έπιχειρηματία σέ μιά θέση πού είχε νά κάνει τόσο πολύ μέ τή διοίκηση, χρησιμοποιεί ενσυνείδητα μερικά παράδο ξα καί ύπερβολές* ώστόσο, μάς δίνεται ή σπάνια δυνατότητα νά άντιληφθοΰμε κάπως ποιά ήταν στήν πραγματικότητα τά καθή κοντα τών στρατηγών. Μέ πλάγιο τρόπο ό Αριστοφάνης, πού ένδιαφερόταν μόνο νά διακωμωδεί, μάς δίνει περισσότερες πληρο φορίες άπό κάθε άλλον γιά τούς διοικητικούς ύπευθύνους τής άθηναϊκής ήγεμονίας, καί γιά τή γνώμη πού είχαν οί άλλοι γ ι’ αύτούς. Ή πολιτική δουλειά γινόταν άπό τούς δημαγωγούς, πού έξακο λουθοΰσαν νά τούς ψηφίζουν οί άμόρφωτοι, καί αύτό δέν είχε νά κάνει μόνο μέ τήν έξαγορά τών ψηφοφόρων. Τήν άρχειοθέτηση καί ενα μεγάλο μέρος άπό τίς δουλειές ρουτίνας τά έκαναν έξυ πνοι δοΰλοι, πού άνήκαν στό κράτος. Γενικά, δλες αύτές ήταν δου λειές ταπεινές, ένώ οι μορφωμένοι πολίτες προτιμοΰσαν πιό εποι κοδομητικούς τομείς.
289 19
ΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Ό κοινωνικός κόσμος τών άρχαίων Ελλήνων ήταν άπό τήν άρχή έντονα άνταγωνιστικός, καί αύτό άποτελεΐ θεμελιακή διαπίστω ση πού πρέπει νά τήν. έχουμε συνεχώς ύπόψη μας. Μέ τις άδρές γραμμές πού χαρακτηρίζουν τήν τέχνη καί τή σκέψη τους, μέ αύ τή τή σχετική άπουσία άδεξιότητας καί άσάφειας, συνδυάζονται ή εύχαρίστηση πού ένιωθαν νά ώθοΰν τή σκέψη καί τή δράση στά άκρα, κάποια έλλειψη εύαισθησίας καί σκληρότητα, άνάμεικτη μέ εξυπνάδα καί εύθυμία, μιά άνάγκη νά εκμεταλλεύονται στό έπακρο τήν προσωπική δύναμη, τόν πλούτο καί τήν ομορφιά τους, καί μιά άπροθυμία γιά συμβιβασμούς. ΤΗταν ένας κόσμος υπερ βολικά άνοιχτός, μέ περισσότερο δημόσια παρά ιδιωτική ζωή, δπου κάθε άνθρωπος αισθανόταν πολύ έντονα τήν παρουσία καί τήν πίεση τών γειτόνων του καί δπου ό ίδιος άσκοΰσε δση πίεση μποροΰσε, έπιστρατεύοντας δλες τις ικανότητες πού -πίστευε- δτι διαθέτει. Έ χει σωστά θεωρηθεί πολύ ένδεικτικός ό τρόπος πού χρησιμοποιοΰσαν τή λέξη «άγαθόν». Τό ούδέτερο τοΰ έπιθέτου ταί ριαζε κυρίως σέ ύλικά άγαθά, δπως περίπου στά άγγλικά ό πλη θυντικός §00(18. Πράγματα ή πρόσωπα ήταν πολύ συχνά ((ά γαθά γιά» κάτι ή ((άγαθά σέ» κάτι. "Οταν ό "Ελληνας άποκαλοΰσε κάποιον ((άγαθό», χωρίς άλλον προσδιορισμό, έννοοΰσε κυ ρίως δτι ήταν γενναίος καί ικανός μαχητής. Δέν είναι πιθανό νά έννοοΰσε δτι ήταν εύγενικός, έξυπηρετικός ή άφιλοκερδής. Τό άφηρημένο ούσιαστικό αρετή, πού τό μεταφράζουμε στά άγγλικά νίΓίυβ, γιατί δέν έχουμε άλλη πλησιέστερη λέξη, σημαίνει ικα νότητα γιά κάτι πού ξεπερνά τό συνηθισμένο, ίσως γιά κάτι πού θά έπρεπε νά τό άναγνωρίζουμε ώς ενάρετο, συχνά δμως γιά κάτι πού θά έπρεπε νά τό θεωροΰμε, στήν καλύτερη περίπτωση, ήθικά ούδέτερο. Αύτό πού ένδιαφέρει είναι νά κάνει κανείς κάτι καλά, οτιδήποτε κι άν είναι αύτό, καί τό κριτήριο είναι περισσότερο ή έπιτυχία παρά ή καλή πρόθεση.
291
Α ΡΧ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Οί "Ελληνες είχαν τήν τάση νά βλέπουν κάθε δραστηριότητα ώς άνταγωνισμό ή δοκιμασία, ώς αγώνα στή δική τους γλώσσα. Πολλά έχουν γραφτεί γιά τήν «άγωνιστική» άντίληψη τής άρχαίας ελληνικής ζωής, άλλα χρήσιμα καί άλλα υπερβολικά. Έ χει έπίσης διατυπωθεί μιά άποψη, ή όποια διακρίνει τόν «πολιτισμό τής ντροπής», δπου οί άνθρο^ποι προσπαθούν νά άποφύγουν οτι δήποτε θά τούς μείο^νε στά μάτια τών συνανθρώπων τους, άπό τόν «πολιτισμό τής ένοχης», δπου προσπαθούν νά άποφύγουν οτι δήποτε θά τούς προκαλοΰσε αισθήματα ενοχής.1 Τήν άπομάκρυνση τών Ελλήνων άπό τόν κόσμο του Όμήρου μπορεΐ νά τήν υπολογίσει κανείς διαπιστώνοντας σέ ποιά έκταση τό πρώτο εί δος πολιτισμού εδωσε τή θέση του στό δεύτερο. Έ πίσης, μιά άλ λη διάκριση εχει προταθεί άνάμεσα στίς' «άνταγωνιστικές» ά ξιες, πού συνοψίζονται στόν δρο αρετή, καί στίς «συναγωνιστικές» άξίες, πρός τις όποιες μάς είναι πιο εύκολο νά πιστεύουμε δτι πρέπει νά άποβλέπει κανείς. Παρόλο πού αύτές οί «συναγωνιστικές» άξίες, στήν πορεία του έλληνικοΰ πολιτισμού, παρου σίασαν κάποια πρόοδο, είναι πολύ άμφίβολο άν επικράτησαν ποτέ. Ό Όμηρος μάς παρουσιάζει άσφαλώς τήν άκραία περίπτωση ενός ελεύθερου παιχνιδιού τών «άνταγωνιστικών» άρετών, καθώς οί ήρωές του άγωνίζονται μπροστά στήν Τροία νά άποδείξουν τήν υπεροχή τους μέ τόν πιο άπόλυτο τρόπο, σκοτώνοντας τούς άντιπάλους τους. Ή επίκληση λόγων τιμής κυριαρχεί ύπεράνω δλων. Ή ύποχώρηση μπροστά σέ συντριπτικά άνώτερη δύναμη είναι επιτρεπτή, άλλά πρέπει νά γίνεται μέ άξιοπρέπεια, δπως κάνει τό λιοντάρι, οχι δπως τό ελάφι. Στήν έ'σχατη περίπτωση ό ήρωας πρέπει νά ξαναγυρίσει στή μάχη, έστω κι άν ξέρει, δπως ό "Έ κτωρ, δτι ΰά πεθάνει' γιατί άν υποχωρήσει, ή θέση του θά είναι άνυπόφορη. Έδώ λειτουργοΰν μεγάλα καί γενναιόψυχα συναι σθήματα, καί ύπάρχει συναγωνιστική δράση —ό "Έκτωρ πρέπει νά προασπίσει τήν πόλη του, ενας σύντροφος πρέπει νά συντρέξει τόν άλλο στή δύσκολη στιγμή— άλλά ποινή είναι ή καταισχύνη τής δειλίας καί τής άποτυχίας. Βέβαια δέν πρόκειται μόνο γιά αύτό, καί ό ποιητής πού σύνθεσε τήν τρυφερή σκηνή του άποχαι1. [Αύτό τό θέμα έχει καί ολόκληρο τό 2ο κεφάλαιο του έργου του Ε. Κ. Όοάάδ, Οί "Ελληνες και τό παράλογο, μετάφραση Γ. Γιατρομανωλάκη, Αθήνα 1978, σ. 41-68.]
292
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
ρετισμού του Έκτορα καί τής γυναίκας του τής Ανδρομάχης γνώριζε πόσα άλλα έμελλε νά χαθούν δταν ό ήρωας άνταποκριθεΐ στήν πρόσκληση τής τιμής* ώστόσο παρουσιάζει αύτή τήν πρό σκληση σάν νά είναι υπέρτερη άπό κάθε άλλη σκέψη. Θάρρος καί έπιδεξιότητα μπορούσαν νά έπιδεικνύονται στό κυνήγι καί στούς άθλητικούς άγώνες, καθώς καί στόν πόλεμο —έξίσόυ δμως υπολογίζονταν και οί πιο ειρηνικές αρετές. Ό Ό δυσσέας καί ή Πηνελόπη ήταν εύγενικοί άπέναντι στό δοΰλο Εύμαιο, περισσότερο άπό δσο τό άπαιτοΰσε ή θέση τους. Ό Ά χιλλέας καί άλλοι θρήνησαν τόν Πάτροκλο γιά τήν εύγένέια του χα ρακτήρα του δσο καί γιά τήν παλικαριά του. Δέν έλειπαν δμως ποτέ ό ανταγωνισμός καί ή επίδειξη: άκόμη καί ή φιλοξενία τους ήταν, ώς ενα βαθμό, άμιλλα σπατάλης, καί ήταν τιμητικό γιά έναν ήρωα νά έ'χει συγκεντρώσει στό άνάκτορό του περισσότε ρους θησαυρούς άπό κάποιον άλλο. Οί άριστοκρατικοί κύκλοι μέ εύχαρίστηση περιλάμβαναν τό τραγούδι στίς διασκεδάσεις τους: οί βάρδοι ήταν συχνά έπαγγελματίες, ό Άχιλλέας δμως περνούσε τήν ώρα του στή σκηνή του συνοδεύοντας ό ίδιος τά άσματα τών ήρωικών του κατορθωμάτων. "Όλες οί πράξεις του ήρωα επρεπε νά γίνονται μέ τόν σωστό τρόπο. Ό άριστοκρατικός κώδικας συμπεριφοράς ήταν αύστηρός καί πολύπλοκος, διαμορφωμένος καθώς ήταν άπό εύγενεΐς πού είχαν χρόνο στή διάθεσή τους, σέ σημείο ώστε ένας ξένος νά πρέπει πρώτα νά λουστεί καί νά γευ ματίσει, προτού διανοηθεΐ κανείς νά τόν ρωτήσει τό δνομα καί τή δουλειά του. Οί ήρωες ήταν άρχοντες πού κατάγονταν άπό θεούς, καί τό χάσμα άνάμεσα σ’ αύτούς καί τούς κοινούς -άνθρώπους ήταν με γάλο. Μόνο μία φορά στόν "Όμηρο παρουσιάζεται ένας κατώτε ρος πού ξεχνά τή θέση του καί άντιδικεΐ μέ τούς βασιλιάδες: Είναι ό Θερσίτης, πού παραπονέθηκε γιά τό δυσανάλογα με γάλο μερίδιο άπό τά λάφυρα πού πήρε ό Αγαμέμνων καί πρότεινε νά μπουν στά καράβια καί νά φύγουν οί κοινοί πολεμιστές, δείχνοντας έτσι στό βασιλιά δτι δέν μπορούσε νά κάνει τίποτε χωρίς αύτούς. Ό Όμηρος γέρνει τή ζυγαριά εις βάρος του Θερ σίτη, παρουσιάζοντάς τον άσχημο καί παραμορφωμένο, καί ό στρατός χειροκροτεί μέ ένθουσιασμό τόν Όδυσσέα, δταν τόν χτυ πά μέ τό χρυσό του σκήπτρο. Δέν προβάλλεται εναντίον του κα νένα επιχείρημα* μπροστά στήν Τροία μπορούσε νά θεωρηθεί αύ-
293
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τονόητο δτι έ'πρεπε νά υπάρχουν βασιλιάδες-άρχηγοί καί δ'τι ό στρατός έ'πρεπε νά τούς δείχνει τόν άπαιτούμενο σεβασμό. ΤΗ κατάσταση είναι κάπως έξωπραγματική, γιατί στό έ'πος ό ρόλος του στρατού δέν μοιάζει καί πολύ μέ τό ρόλο πού του άποδίδει ό Θερσίτης. Ό ποιητής έγραψε τό ποίημά του σ’ έναν κόσμο πολύ διαφορετικό, δπου ίσως οί εύγενεΐς είχαν ήδη διαπιστώσει δτι δέν ήταν τόσο εύκολο νά παραμερίζουν τούς Αντίστοιχους Θερσί τες, πού τά Ανατρεπτικά τους λόγια είχαν, περισσότερη συνοχή άπό τή σκαιή Αντίδραση του Όδυσσέα. Άκόμη καί μέσα στόν κόσμο του 5Οδυσσέα καί τών συμβάσεων του έπους είναι θεμιτό νά Αναρωτιέται κανείς γιά τις επιφυλάξεις πού θά είχε ό κοινός άνθρωπος ή γιά τις σκέψεις ενός δούλου λιγότερο εύνοημένου άπό τόν Εύμαιο. Ό ' Ησίοδος, μέ τή σειρά του, κοιτάζει τόν κόσμο τής Αρι στοκρατίας χωρίς πολλή συμπάθεια, όντας έξω άπό τόν μαγικό της κύκλο. Αύτό συμβαίνει οχι μόνο έξαιτίας τών «δωροφάγών Αρχόντων», τών όποιων ή άδικη κρίση θά μπορούσε νά εύνοήσει τόν άδερφό του, πού διεκδικούσε τό κτήμα του. Ό μύθος του γιά τό Αηδόνι πού τό άρπαξε ένα γεράκι λέει πολύ περισσότερα: δταν τό άηδόνι έ'βαλε τις φωνές, τό γεράκι τό άποπήρε, λέγοντάς του πώς πρέπει νά ύποταχτεΐ στή μοίρα του τώρα πού είναι στά χέρια τού ίσχυροτέρου. "Όπως έχει σωστά παρατηρηθεί,1 ή ιστο ρία δέν τελείωσε εκεί: Ό ' Ησίοδος, άοιδός δπως καί τό άηδόνι, είναι πολύ πιθανό νά κέρδισε τήν υπόθεση εις βάρος τού Αδερ φού του* πάντως, τό σημαντικό παραμένει πώς ή φωνή του άκούστηκε, καί τά παράπονά του άπέναντι στήν άδικία σώζονται ώς σήμερα, παράπονα πού τή συχνά μεμψίμοιρη υφή τους .τήν Αντι σταθμίζει μιά αύστηρή Αξιοπρέπεια.Ό Ησίοδος, αδιαφορώντας γιά τόν πόλεμο ώς τρέχουσα φυσιολογική δραστηριότητα, Απο μακρύνεται άκόμη περισσότερο άπό τό ήρωικό ιδεώδες, παρόλο πού δέν μπορεΐ νά άποφύγει έντελώς νά μιλήσει γιά ήρωες πού πολεμούν. Είχε κι αύτός τό ίδιο ιδανικό —άν καί τό Αντιμετω πίζει μέ μεγαλύτερη σοβαρότητα— μέ τό μικροκτηματία σέ με ρικές κωμωδίες τού Αριστοφάνη, ό όποιος άνυπομονεΐ νά γυρί σει στήν ύπαιθρο καί ν’ άφήσει τόν πόλεμο στούς πολιτικούς πού τόν άρχισαν. ίη ΟΓββά ΗίδΙοη /, Όξφόρδη 1958,
1. [Βλ. Η. Τ.\ν8ΐ<Ϊ6-ΟβΓγ,
σ. 10-12.]
294
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Στήν προχωρημένη έποχή τής άριστοκρατίας δέν ήταν μικρότερο τό χάσμα πού υπήρχε άνάμεσα στίς κοινωνικές τάξεις. Πραγμα τικά, ή άλλαγή άπό τή μοναρχία ήταν Ανακατανομή δύναμης στήν άνώτερη τάξη, πού μάλλον μεγάλωσε τήν άπόσταση άνάμεσα σέ αύτήν καί στίς υπόλοιπες. Ή ζωή πού επιζητούσαν οί εύγενεΐς δέν διέφερε ούσιαστικά άπό τή ζωή τών ήρώων του Όμήρου, άν καί ή άπομόνωση καί ή αύτάρκεια του έπους άνήκαν πια στό παρελθόν. Οί ορίζοντες είχαν διευρυνθεΐ, καί είχαν άλλάξει οί τρόποι έπίδειξης'ίτλούτου. Οί άγαπημένες τους άσχολίες ήταν τώρα οί γιορτές καί τά τραγούδια, τό κυνήγι καί ό άθλητισμός, ενώ οί υλικές συνθήκες τής καθημερινής ζωής τους είχαν άποκτήσει καινούρια πολυτέλεια. Οί μεγάλες άθλητικές καί μουσικές γιορτές ήταν ίσως τό πιο εντυπωσιακό δημιούργημα τής έλληνικής άριστοκρατίας. Οί ’Ολυμπιακοί άγώνες πρός τιμήν του Δία, πού γίνονταν κάθε τέσ σερα χρόνια στά νότια τής ’Ήλιδας υπό τήν έποπτεία τών Ή λείων, πιστεύεται δτι άρχισαν επίσημα τή σειρά τών άριθμούμενων εορτασμών τό 776, πράγμα πού ίσως είναι άλήθεια. Ό έπίσημος κατάλογος τών νικητών, πού τόν συνέταξε ό ' Ιππίας στίς άρχές τού 4ου αιώνα, μπορεΐ νά μή βασίστηκε σέ πολύ άξιόπιστες πηγές, ώς πρός τις παλαιότερες εποχές. Ωστόσο ή ει κόνα πού δίνει (έχουμε πλήρη κατάλογο νικητών ένός μόνο άθλήματος, του δρόμου ταχύτητας) είναι άρκετά λογική γιά άγώνες πού άρχικά προσέλκυαν άθλητές άπό γειτονικές μόνο περιοχές καί άργότερα, τόν 7ο αιώνα, έπεκτάθηκαν καί κάλυψαν ολόκληρο τόν έλληνικό κόσμο. Τά ’Ολύμπια δέν ήταν άπλώς άθλητικοί ά γώνες, άλλά καί θρησκευτική γιορτή πρός τιμήν τού μεγαλύτε ρου άπό τούς θεούς, καί, καθώς οί πόλεμοι στήν Ελλάδα ήταν συνεχείς, μιά ιερή εκεχειρία έξασφάλιζε τήν άδιάλειπτη τέλεσή τους. Μιά ολυμπιακή νίκη άποτελούσε πάντα τό μεγαλύτερο έπα θλο πού μπορούσε νά κερδίσει κανείς, άν καί ύπήρχαν έπίσης τρεΐς άκόμη άθλητικοί άγώνες πού είχαν γενικότερο γόητρο: ή άριθμούμενη σειρά τών άγώνων τού Πύθιου Απόλλωνα στούς Δελφούς άρχίζει γύρω στίς άρχές τού 6ου αιώνα, δπως καί οί άγώνες πρός τιμήν τού Π^.σΐώ:ώ^α--στόν Ισθμό τής Κορίνθου, καί. οί άγώνες στή Νεμέα, μέ κέντρο ένα άλλο ιερό τού Δία. Γιά δλους αύτούς τούς άγώνες θά ήταν λογικό νά ύποθέσει κανείς δτι,.
295
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
προτού καθιερωθούν σέ πανελλήνιο επίπεδο, γιά ένα διάστημα οργανώνονταν ώς τοπικές γιορτές. Πολλές άλλες τοπικές γιορτές απέκτησαν πλατιά φήμη —δπως λ.χ. τά Μεγάλα Παναθήναια, πού γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στήν Αθήνα, μέ μιά μι κρότερη γιορτή κάθε χρόνο στό ένδιάμεσο διάστημα. Έκτος άπό τούς άθλητικούς άγώνες περιλάμβαναν καί -μουσικούς, άν και γιά αύτούς δέν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες. Λέγεται δτι ό τύ ραννος Πεισίστρατος είσήγαγε στά Παναθήναια τήν άπαγγελία του/Ομήρου. Μέ δλες αύτές τίς γιορτές θεσμόθετήθηκε καί διατηρήθηκε καί τήν κλασική εποχή μιά προσφιλής διασκέδαση τής πρώιμης άριστοκρατίας. 'Η δόξα πού συνεπαγόταν ή νίκη σ’ αύτούς τούς άγώνες δέν έχει παράλληλο στόν δικό μας κόσμο, παρ’ δλη τή σημασία πού άποδίδουμε σήμερα στόν άθλητισμό.1 "Οσα ποιή ματα του Πινδάρου σώζονται ολόκληρα είναι ωδές γραμμένες γιά νικητές στούς τέσσερις μεγάλους άγώνες καί μάς δίνουν κάποια ιδέα γιά τόν ένθουσιασμό πού προκαλοΰσε ή νίκη, οχι μόνο στούς ίδιους τούς άθλητές, άλλά καί στήν πόλη άπό τήν οποία κατά γονταν.Όταν ό Πίνδαρος, σέ μιά εποχή πού ή Αθήνα άπειλοΰσε τήν άνεξαρτησία τής Αίγινας, άναλογίζεται, σέ υφος ύψηλό, τό έφήμερο της άνθρώπινης ζωής καί τό φέγγος καί τή γαλήνη δταν άέγλα διόσδοτος ελθγ) (Πνθιόνικος 8, 96-97), ή νίκη ενός αίγινίτη ·παλαιστή στούς Δελφούς φαίνεται δτι μέ δυσκολία συναρ μόζεται μέ τή μεγάλορρημοσύνη της γλώσσας πού χρησιμοποι είται. Οί άθηναΐοι νικητές στούς μεγάλους πανελλήνιους άγώνες σιτίζονταν δωρεάν γιά δλη τους τή ζωή στό πρντανεϊον, τό δη μαρχείο της Αθήνας. Οί νικητές συνήθως άφιέρωναν άγάλματα στό ιερό δπου είχαν κερδίσει τή νίκη τους, καί μερικά άπ’ αύτά σώζονται άκόμη: χαρακτηριστικό παράδειγμα άποτελεΐή σοβαρή άλλά οχι τόσο πνευματική ομορφιά τοΰ χάλκινου Ηνιόχου τών Δελφών, πού τόν άφιέρωσε στις άρχές τοΰ 5ου αιώνα ένα μέλος της οικογένειας τών τυράννων τών Συρακουσών. 'Υπήρξαν καί κάποιες διαμαρτυρίες, ειδικά άπό τόν σπαρτιάτη ποιητή τοΰ 7ου 1. Ή φράση αύτή είχε γραφτεί πριν άπό τό παγκόσμιο ενδιαφέρον πού προκάλεσαν οι άγώνες γιά τό Παγκόσμιο Κύπελλο τό 1966. ’Ίσως δμως έξακολουθεΐ νά ισχύει καί σήμερα: δέν ύπάρχει Πίνδαρος νά υμνήσει τούς νικητές, καί λείπει τό θρησκευτικό στοιχείο πού υπήρχε στούς άρχαίους έλληνικούς άγώνες.
296
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
αιώνα, τόν Τυρταίο, πού πίστευε δτι ή υπεράσπιση της πόλης έχει μεγαλύτερη άξια άπό τήν άθλητική νίκη* και άπό τό φιλό σοφο ποιητή Ξενοφάνη τόν Κολοφώνιο, έναν πουριτανό πού θεω ρούσε τή δική του σοφία περισσότερο χρήσιμη. Ά λλα ή ήρωοποίηση τών άθλητών εξακολούθησε. Τά άλογα ήταν τό μεγάλο σύμβολο άριστοκρατικής περηφά νιας, άλλά στή νότια Ελλάδα ήταν άδύνατο νά τά συντηρεί κα νείς, άν δέν διέθετε άρκετή έκταση γής ή χρήματα γιά τήν τροφή τους. Στήν ποίηση, άπό τήν Ίλιάδα καί έπειτα, καί στήν τέχνη, άπό τις πρώτες σχηματικές άναπαραστάσεις τής γεωμετρικής περιόδου, τό άλογο ήταν ένα προσφιλές θέμα, καί τό σχέδιαζαν μέ άγάπη. Τό ιππικό μπορεΐ νά μήν έπαιζε μεγάλο ρόλο στόν πόλεμο, άλλά τό νά άνήκει κανείς σ’ αύτό συνεπαγόταν κοινωνικό γόητρο. Λάμβανε μέρος σέ δημόσιες τελετές, δπως στήν πομπή τών Παναθηναίων πού είκονίζεται στή ζωφόρο τού Παρθενώνα* καί στά έργα τού Ξενοφώντα γιά τήν ιππική τέχνη γίνεται λόγος καί γιά τις τελετές καί γιά τήν πολεμική τακτική. Στούς πανελ λήνιους άγώνες οί άρματοδρομίες ήταν τά πιο σπουδαία άγωνίσματα —κάτι πού μάς άπομακρύνει περισσότερο άπό τή στρα τιωτική πρακτική, γιατί άκόμη καί ό ομηρικός ήρωας χρησιμο-' ποιούσε τό άρμα του γιά μεταφορά, καί δχι στή μάχη. Οί άρματοδρομίες έδιναν μεγάλη εύκαιρία γιά επίδειξη. 'Η νίκη μπορεΐ" νά έξαρτιόταν πολύ περισσότερο άπό τόν πλούτο τού διαγωνιζομένου παρά άπό τήν έπιδεξιότητά του* θά μπορούσε δμως νά υπο στηρίξει κανείς δτι ή έπίδειξη πλούτου καθαυτή άνύψωνε τό γόη τρο τής πόλης άνάμεσα στίς άλλες έλληνικές πόλεις, δπως ό Θου κυδίδης [6, 16, 2] παρουσιάζει τόν Αλκιβιάδη νά λέει, σχετικά, μέ τή νίκη του στίς άρματοδρομίες τών Όλυμπιακών άγώνων τού 416. Ή διήγηση τού *Ηροδότου δείχνει πώς μερικές άθηναϊκές οικογένειες τού 6ου αιώνα πίστευαν δτι μιά νίκη σέ άρ ματοδρομίες στήν ’Ολυμπία ήταν κάτι πού τούς προσπόριζε πο λιτικά οφέλη μέσα στήν πόλη τους. Οί μεγάλοι τύραννοι άνταγωνίζονταν μέ πάθος σ’ αύτό τό άθλημα —ειδικά οί τύραννοι τής Σικελίας τών άρχών τού 5ου αιώνα, γιά τούς όποιους έγραψε ό Πίνδαρος. Οί διαγωνιζόμενοι στούς άγώνες, στό σύνολό τους, προέρχον ταν άπό τήν άνώτερη κοινωνική τάξη· οί θεατές, πού έκαναν μα κρινό ταξίδι γιά νά παρακολουθήσουν τούς μεγάλους άγώνες, δέν 297
Λ Ρ Χ Α ΙΛ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
θά ήταν κοινοί άνθρωποι: ή συμμετοχή τών τελευταίων περιο ριζόταν μάλλον στις γιορτές πού γίνονταν στή δική τους πόλη. Είναι λοιπόν άπόλυτα δικαιολογημένο νά θεωρούμε τόν κόσμο τών άθλητών τής κλασικής έποχής διεθνή άριστοκρατικό κόσμο. Αθλητές άπό διαφορετικές πόλεις είχαν κοινές προτιμήσεις, ένώ δέν είχαν κοινές προτιμήσεις μέ τούς συμπολίτες τους άπό κα τώτερη τάξη. Έ νας αίγινίτης παλαιστής μπορούσε νά εχει άκόμη καί άθηναιο προπονητή, άπό τήν άνώτερη κοινωνική τάξη, σέ μιά εποχή πού οί σχέσεις μεταξύ τών δύο κρατών χειροτέρευαν καί κατέληξαν σ’ εναν πόλεμο ολέθριο γιά τήν Αίγινα. Ωστόσο οί διεθνείς αύτές επαφές δέν επηρέαζαν αισθητά τήν κρατική πολι τική. 'Η κοινωνική επαφή μπορεΐ νά ένίσχυε στούς "Ελληνες τό αίσθημα δτι άποτελοΰν ένιαΐο λαό, δέν μπόρεσε δμως νά σταμα τήσει τούς πολέμους μεταξύ τών έλληνικών πόλεων. Οί άθλητικοί άγώνες έξακολούθησαν νά άποτελοΰν σημαντικό στοιχείο στή ζωή τών Ελλήνων σ’ δλη τήν άρχαιότητα* μάλιστα, στόν ελλη νιστικό κόσμο οί άγώνες καί τά γυμνάσια διαδόθηκαν παντοΰ ώς ενα άπό τά διακριτικά χαρακτηριστικά τοΰ έλληνικοΰ πολιτισμοΰ. Μέ τό πέρασμα δμως τοΰ χρόνου οί ελληνες άθλητές κατέτειναν δλο καί περισσότερο πρός τόν επαγγελματισμό —τάση πού ήταν ορατή ήδη τόν 5ο αιώνα. Ή ώθηση πού δόθηκε στήν ποίηση καί στήν τέχνη στόν πρώι μο άριστοκρατικό κόσμο άφησε κληρονομιά μεγαλύτερης διάρ κειας. Τά σπαράγματα στίχων πού διαθέτουμε άποτελοΰν μικρό μόνο υπόλειμμα άπό τά ποιήματα πού είχε στή διάθεσή του ό αρχαίος κόσμος* δλα δμως μαζί συγκροτούν ενα άρκετά μεγάλο €0ΐ*ριΐ8, πού μάς επιτρέπει νά δοΰμε δτι ή προσωπική λυρική ποίηση, πού διαδέχτηκε τό άνώνυμο έπος, γράφτηκε άπό (καί, σέ ορισμένες περιπτώσεις, γιά) τούς εύγενεΐς καί εκφράζει τά αισθήματα τών εύγενών. Στήν κορυφή τής σειράς τών ποιητών, στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα, βρίσκεται ό πικρός καί δυνατός Α ρχί λοχος ό Πάριος, πού πήγε ώς άποικος στή Θάσο καί πολέμησε έναντίον τών Θρακών στήν άπέναντι ξηρά. Οί κριτικοί τόν θεώ ρησαν επαναστάτη μάλλον παρά μέλος τής άριστοκρατικής τά ξης, άλλά δλο καί περισσότερο γίνεται φανερό δτι πρόκειται γιά παρεξήγηση, πού εν μέρει οφείλεται στό γεγονός δτι σέ πολλούς άπό τούς στίχους του μιλά οχι ό ίδιος*ό ποιητής, άλλά κάποιο φανταστικό πρόσωπο. 'Η ποίηση προσωπικής εύαισθησίας, πού
298
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΛΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
τήν Αντιπροσωπεύουν τά άποσπάσματα τής Σαπφώς άπό τή Μυ τιλήνη (ή οποία έγραφε γύρω στό 600 π.Χ.), άνήκει έξολοκλήρου στόν άριστοκρατικό κόσμο, δπως καί τά ποιήματα του συγχρό νου της Αλκαίου, πού έχουν πολιτικό στόχο. 'Η χορική λυρική ποίηση, πού τήν τραγουδούσαν χορωδίες σέ θρησκευτικές καί τελετουργικές περιστάσεις, άνήκε στόν ίδιο κό σμο, γιατί οί τραγουδιστές δέν ήταν κοινοί άνθρωποι. Κατά τύ χη μάς έχει σωθεί μεγάλο μέρος ενός «παρθενίου» τού Ά λκμάνα (ό όποιος καταγόταν πιθανόν άπό τις Σάρδεις τής Λυδίας καί έζησε στά τέλη τού 7ου αιώνα) γιά χορωδίες κοριτσιών εύγενικής καταγωγής άπό τή Σπάρτη, μαζί μέ άλλα άποσπάσματα, πού δείχνουν δτι ή Σπάρτη τής εποχής του δέν ήταν τόπος άχαρης αύστηρότητας. Οί ωδές τού Πινδάρου γιά τούς νικητές τών άθλητικών άγώνων άποτελουν, κατά κάποιον τρόπο, δημόσια ποί ηση, πού γράφτηκε γιά ιδιώτες πελάτες. Παράλληλα έχουμε καί μιά άλλη κατηγορία δημόσιας ποίησης, τις προτρεπτικές ή πα ραινετικές έλεγεΐες. Τό είδος αύτό φαίνεται δτι ειχε ξεκινήσει άπό τήν άνατολική Ελλάδα μέ τόν Καλλίνο τόν Έφέσιο, ό όποιος παρακινούσε τούς συμπατριώτες του νά άντισταθούν στίς επιδρο μές τών Κιμμερίων τόν 7ο αιώνα* συνεχίζεται μέ τούς στίχους τού Τυρταίου, ό όποιος ένθαρρύνει τούς Σπαρτιάτες νά πολεμή σουν μέ μεγαλύτερη ορμή τούς Μεσσηνίους* έπίσης περιλαμβάνει τούς πολιτικούς στίχους τού Σόλωνα τού Αθηναίου, ό όποιος εκθέτει τά πολιτικά του ιδεώδη στούς συμπολίτες του καί δικαι ολογεί τις κατοπινές μεταρρυθμίσεις του. Τόσο τά μεγάλα ταφικά άγγεΐα τής Αθήνας στή γεωμετρι κή εποχή δσο καί μιά μεγάλη σειρά κύπελλα, ποτήρια καί άλλα δοχεία δείχνουν δτι ή καλλιτεχνική άγγειοπλαστική τής Ε λλά δας προοριζόταν γιά τις άνώτερες κοινωνικές τάξεις. 'Η άγγειοπλαστική μάς λέει πολλά γιά τά έπιπλα καί τά ύπόλοιπα σκεύη τής καθημερινής ζωής καθώς καί γιά τις κοινωνικές συνήθειες αύτών τών άνθρώπων. Τά γλυπτά έργα πού άφιερώνονταν σέ να ούς τά παράγγελναν ιδιώτες πελάτες, τουλάχιστον εξίσου δσο καί πόλεις, άλλά οχι φτωχοί άνθρωποι. Ασφαλώς υπήρχε άγγειοπλαστική μικρότερης καλλιτεχνικής άξίας γιά κοινούς άνθρώπους, καθώς καί πρόχειρα καθίσματα καί άλλα έπιπλα, δπως άκριβώς ύπήρχε καί λαϊκή ποίηση, πού τήν τραγουδούσαν στή δουλειά ή σέ άλλες περιστάσεις (άν καί 299
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δέν είναι πάντοτε εύκολο νά μαντέψει κανείς τή χρονολογία τών σωζόμενων δειγμάτων). 'Η τέχνη δμως πού μας είναι πιό καλά γνωστή είναι ή τέχνη τών εύγενών, στήν όποια μπορούμε νά δού με τήν πολυποίκιλη πολυτέλεια πού άπολάμβαναν στά τέλη τοΰ 8ου καί ολόκληρο τόν 7ο αιώνα. Οί νέες δυνατότητες πού άπέκτησαν οί αριστοκράτες ήταν τό υπόβαθρο γιά τήν άρπακτικότητα καί τίς καταχρήσεις τους, πού άπό τά μέσα τοΰ 7ου αιώνα προκάλεσαν τόσο πολλές βίαιες έπαναστάσεις. Οί επαναστάσεις δημιουργοΰσαν πρόσκαιρη τοπική άνατροπή τών πραγμάτων, γενικά δμως ή ζοοή τών άνώτερων τάξεων συνε χίστηκε πάνω στις γνωστές γραμμές. Οί άθλητικοί άγώνες καί τά κυνήγια έξακολούθησαν, καί καμιά άπότομη άλλαγή δέν ση μειώθηκε οΰτε στήν τέχνη ουτε στήν ποίηση. Οί τύραννοι, οί συν τελεστές τής έπανάστασης, ήταν δλοι σχεδόν εύγενικής καταγω γής, μέ τίς προτιμήσεις καί τίς συνήθειες της τάξης τους. Μέ τήν οικονομική κάλυψη πού τούς πρόσφεραν οί πόροι μιας ολόκληρης πόλης έφτασαν σέ μιά μεγαλοπρέπεια πού δέν μποροΰσε νά τή συναγωνιστεί κανένας έπιμέρους άριστοκρατικός οίκος. Έ χτιζαν ναούς καί κρήνες, διοργάνωναν γιορτές, είχαν ύπό τήν προστασία τους στις αύλές τους ποιητές καί καλλιτέχνες. Ά λλά σημαντική άλλαγή άποτέλεσε τό γεγονός δτι δημιουργήθηκε έτσι ενα υπέρ μετρα πλουσιοπάροχο κέντρο προστασίας τών τεχνών, πού επί σκιαζε δλα τά άλλα, καί ή άπόσταση άνάμεσα στήν προστασία τοΰ ένός άρχοντα καί στήν προστασία πού παρείχε ή πόλη ώς οργανισμός ήταν πολύ μικρή. Σέ πολλές περιπτώσεις φαίνεται δτι οί τύραννοι σκόπιμα ένίσχυαν περισσότερο εθνικές γιορτές καί οχι λατρευτικές γιορτές πού συνδέονταν μέ μιά ορισμένη άριστοκρατική οικογένεια, καί μέ τόν καιρό ό τύραννος μετέβαλλε τήν δλη κατάσταση σφετεριζόμένος ό ίδιος τήν αίγλη καί περιο ρίζοντας τόν άνταγωνισμό μέσα στήν πόλη του. Ή άλλη σημαν τική άλλαγή, πού πραγματοποιήθηκε σταδιακά στή διάρκεια της μεταβατικής αύτής περιόδου, σημειώθηκε στή σύνθεση τής ίδιας της άνώτερης τάξης —σέ πολύ γενικές γραμμές, άλλαγή άπό μιά κοινωνία δπου πρωταρχικό κριτήριο ήταν ή καταγωγή, σέ μιά κοινωνία πού ύπολόγιζε περισσότερο τά πλούτη. Δέν είναι εύκολο νά έχουμε πλήρη καί λεπτομερειακή εικόνα αύτοΰ τοΰ φαινομένου. Γιά παράδειγμα, πολύ λίγα άτομα τοΰ 8ου καί τοΰ 7ου αιώνα μάς είναι γνωστά, καί δέν είμαστε σέ θέση
300
ΚΟΙΝΩΝΙΚΈΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
νά γνωρίζουμε πότε έμφανίστηκαν στό προσκήνιο νέα ονόματα. Οί άρχαΐες πηγές δέν άπαριθμούν τούς ύποστηρικτές ένός τυράν νου ή δέν μάς λένε πώς Ασκούσε καθημερινά τή διακυβέρνησή του. Μάς πληροφορούν γιά τήν ήθική του, τις εύκαιρίες πού ειχε γιά αισθησιακές άπολαύσεις, τήν καχυποψία καί τή σκληρότητά του, τήν εμπιστοσύνη του στό χρήμα ή στούς μισθοφόρους καί λιγότερο στήν καλή θέληση τών ύπηκόων του —καί, φυσικά, με ρικοί τύραννοι πρόσφεραν μεγάλο περιθώριο γιά στηλιτευτικά κηρύγματα τέτοιου είδους. "Οταν οί άρχαΐοι συγγραφείς μιλούν γιά τούς φίλους καί τούς ύπηρέτες ένός τυράννου, τό κάνουν γιά νά τούς κατηγορήσουν ώς ύποκριτές καί ώς κόλακες. "Οσο γιά αντίσταση, δταν δέν πρόκειται γιά τά παράπονα κάποιου μεμο νωμένου θύματος, φαίνεται νά προέρχεται κυρίως άπό τό μίσος έπιζώντων Αριστοκρατών, επειδή εϊχαν Αποκλειστεί άπό τήν πο λιτική ζωή. Δέν μπορούμε νά προσδιορίσουμε τί είδους άνθρωποι ύποστή ριζαν έναν τύραννο, γιατί τό πιο γνωστό παράδειγμα δέν είναι χαρακτηριστικό, δηλαδή ή περίπτωση τού Πεισιστράτου στήν ’Αθήνα. Στήν 5Αθήνα εϊχε ήδη γίνει πολλή δουλειά άπό τόν Σόλωνα —μέ τήν Απελευθέρωση τών έκτημόρων έγκαθιδρύθηκε ένα καθεστώς μή Αριστοκρατικού τύπου. Τό κυριότερο πρόβλημα πού παρέμενε ήταν οί Αριστοκρατικές διενέξεις κατά τόπους, καί ή λύση τού προβλήματος ήταν ή νίκη τού κόμματος τού Πεισιστράτου —μιά νίκη πού δέν χρειάστηκε νά τήν εκμεταλλευτεί στό έπακρο, σκοτώνοντας ή έξορίζοντας Αντιπάλους. Τούς προσεται ρίστηκε μέ συνοικέσια καί μέ παραχώρηση υψηλών Αξιωμάτων, καί έπέτρεψε νά συνεχιστεί τό σύστημα διακυβέρνησης τού Σόλωνα, προστατευόμενος άπό τις παραταξιακές ταραχές μέ τόν ίδιουτικό του στρατό. Στήν Αθήνα, περισσότερο άπό οπουδήπο τε άλλου, μπορούμε νά φανταστούμε δτι ή κοινωνική ζωή τής πόλης συνεχίστηκε Αναλλοίωτη. Σέ άλλα δμο^ς μέρη ή Αριστοκρατία άνατράπηκε βίαια, δπως στήν Κόρινθο, δπου ό Κύψελος σκότωσε ή εξόρισε δλους τούς Βακχιάδες καί δήμευσε τήν περιουσία τους* ώστόσο λένε δτι ό ίδιος υπήρξε πολύ δημοφιλής στούς υπόλοιπους Κορινθίους. 'Η έκκαθάριση τών Βακχιαδών ήταν προφανώς λιγότερο ριζική άπό δσο μάς τήν παρουσιάζει ό ' Ηρόδοτος, καί χωρίς Αμφιβολία πολ λοί από αύτούς 7ίού τούς είχαν υπηρετήσει πέρασαν Αρκετά εύ
301
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κολα στήν υπηρεσία τοΰ Κυψέλου. Αύτό δέν άλλάζει τό γεγονός δτι πρέπει νά σημειώθηκε ουσιαστική άλλαγή. Τά κυβερνητικά καθήκοντα, πού ώς τότε τά άσκοΰσαν"Όΐ Βακχιάδες, μέ δποιον υποτυπώδη διοικητικό μηχανισμό χρειαζόταν ή πόλη τήν εποχή εκείνη, πρέπει νά περιήλθαν κατά μεγάλο μέρος σέ νέα χέρια* άλλά δέν έχουμε άμεσες μαρτυρίες γιά τά νέα αύτά πρόσωπα. Δέν διαφωτιζόμαστε καί πολύ άν κοιτάξουμε τό καθεστώς πού διαδέχτηκε τήν τυραννία εκεί. Γνωρίζουμε δτι ή διάδοχη κατά σταση ήταν μιά πλούσια καί πετυχημένη ολιγαρχία, πού άπέκτησε φήμη γιά τή σταθερότητά της καί διάρκεσε, χωρίς άλλαγές, κάπου διακόσια χρόνια, ώσπου άνατράπηκε προσωρινά, στή διάρκεια τοΰ πολέμου τής Κορίνθου μέ τή Σπάρτη, στή δεκαετία 400-390. Στήν πραγματικότητα δμως δέν μάς έχουν διασωθεί σχεδόν καθόλου μαρτυρίες άπό τήν κλασική περίοδο, καί δέν γνω ρίζουμε τίποττε γι’ αυτήν μέ λεπτομέρειες. Γενικά είναι σαφές δτι οί έπαναστάσεις πού οδήγησαν σέ τυ ραννία, δποτε κι άν έγινάν, ήταν κατά κάποιον τρόπο συνδεμένες μέ τή γενική αύξηση τοΰ πλούτου στήν Ελλάδα: τό πρόβλημα είναι ποιά ήταν άκριβώς αύτή ή σύνδεση. Είναι μεγάλος ό πει ρασμός (καί πολλοί ιστορικοί έχουν ύποκύψει σ’ αύτόν) νά μιλά κανείς γιά τήν άνοδο μιας έμπορικής τάξης, πού ξεσηκώθηκε εναντίον μιας κατεστημένης άριστοκρατίας γαιοκτημόνων. Αύτό δμως είναι πολύ άπλοϊκό, γιατί μεγάλες εμπορικές οικογένειες δέν εμφανίστηκαν ποτέ στό κοινωνικό προσκήνιο της Ελλάδας ώς χαρακτηριστικό γνώρισμά του, άφοΰ ή κλίμακα τών εμπορι κών επιχειρήσεων ήταν πάρα πολύ μικρή καί ή γαιοκτησία άπόλυτα κυρίαρχη. Μερικοί άνθρωποι πού είχαν άσχοληθεΐ άποκλειστικά μέ τό έμπόριο καί είχαν πλουτίσει είναι πιθανό νά άπέκτησαν τή δυνατότητα νά άγοράσουν άρκετή γη, ώστε νά άνταγωνιστοΰν τούς εύγενεΐς, ή νά άναζήτησαν στήν έπανάσταση τήν εύκαιρία νά άποκτήσουν γη μέ τή βία. Γενικά, πρέπει νά ύποθέσουμέ δτι τά έμπορικά καί άγροτικά στοιχεία είχαν στενότε ρο δεσμό μεταξύ τους.’Ασφαλώς οί μεγαλογαιοκτήμονές έπρεπε νά γίνουν ώς ενα βαθμό καί έμποροι, γιά νά διαθέτουν τό πλεό νασμα της παραγωγής τους. Ό 5Ησίοδος, άν καί μισοΰσε τή θά λασσα, στό ποίημά τον ’Έργα, δπου δίνει συμβουλές στούς άγρότες, συμπεριέλαβε καί ενα άπόσπασμα γιά τή σχετικά άσφαλή ναυσιπλοΐα τό καλοκαίρι, πράγμα πού δέν θά τό είχε κάνει, άν
302
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
δέν ήταν άρκετά διαδομένο οί άγρότες τής δικής του οικονομικής επιφάνειας νά διαπλέουν τή θάλασσα γιά νά διαθέτουν κάποια είδη άπό τήν παραγωγή τους. 'Η έπιτυχής μερική άπασχόληση ένός άγρότη μέ τό έμπόριο του έδινε ίσως τή δυνατότητα νά άγοράσει περισσότερη γή ή νά άπασχολήσει στή γή πού κατείχε με γαλύτερο εργατικό δυναμικό δούλων. Έ τσ ι μπορεΐ νά φανταστεί κανείς πώς άνθρωποι πού βρίσκονταν έξω άπό τόν άρχικό κύκλο τών εύγενών καί τών μεγαλογαιοκτημόνων βελτίωσαν τή θέση τους σέ τέτοιο βαθμό, ώστε νά έχουν ελεύθερο χρόνο νά παραπο νιούνται γιά τόν άποκλεισμό τους άπό τήν πολιτική έξουσία. Σέ περιπτώσεις δπου σημειώθηκε βία καί δήμευση περιουσιών, οί ύποστηριχτές ένός τυράννου, ή τουλάχιστον αύτοί πού συνέβαλαν μακροπρόθεσμα στή λειτουργία ένός τυραννικοΰ καθεστώτος, εί ναι πιθανότερο νά ύπήρξαν κοινωνικά άνερχόμενοι πλούσιοι, παρά μέλη τής φτωχότερης καί πιο καταπιεζόμενης τάξης. Ιδιαίτερα γιά τήν Κόρινθο, είναι εύκολο νά ύποθέσει κανείς δτι τό εμπορικό στοιχείο ήταν, μέ τόν ένα ή τόν άλλον τρόπο, ισχυρότερο άπό δσο σέ άλλες πόλεις. Τήν καλλιεργήσιμη γή της τήν άποτελούσε μόνο μιά γωνιά τής πλούσιας άλλά στενής πε διάδας πού έκτείνεται δυτικά πρός τή Σικυώνα καί μερικές σχε τικά εύφορες κοιλάδες τής ένδοχώρας, ένώ άντίθετα ή θέση τής πόλης μέ τόν ισθμό της εύνοοΰσε εξαιρετικά τό έμπόριο. Ό Η ρόδοτος παρατηρεί παρεμπιπτόντως δτι οί Κορίνθιοι περιφρονοΰσαν τούς τεχνίτες λιγότερο άπ’ δ,τι οί άλλοι "Έλληνες (δχι δηλαδή πώς δέν τούς περιφρονοΰσαν κι αύτοί), καί μεταγενέ στεροι συγγραφείς άναφέρουν δτι στήν Κόρινθο ύπήρχε ένας άσυνήθιστα μεγάλος άριθμός δούλων. Σέ μιά ωδή πού έγραψε ό Πίν δαρος γιά έναν κορίνθιο νικητή, καί ή όποια άποτελεΐ δ,τι πλησιέστερο διαθέτουμε γιά μιά σύγχρονη άποτίμηση τών συνθηκών στην άρχαία Κόρινθο, ό ποιητής έγκωμιάζει τή δικαιοσύνη καί τήν τάξη τής πόλης, παρατηρώντας δτι αύτές οί άρετές εύνοοΰν τήν άπόκτηση πλούτου* ξεχωρίζει έπίσης καί άναφέρει μερικές άπό τις παλαιότερες τεχνικές έφευρέσεις τών Κορινθίων. Ά λλά ό κορίνθιος νικητής του Πινδάρου δέν φαίνεται νά διαφέρει άπο τούς εύγενικής καταγωγής άθλητές άλλων πόλεων* καί γιά τόν Ξενοφώντα οί ολιγαρχικοί, πού ύπέφεραν στή δημοκρατική έπανάσταση τού 392, ήταν οί άριστοι —ένας στερεότυπος δρος γιά τήν άνώτερη τάξη οπουδήποτε. Θά ήταν βιαστικό νά συμπερά-
303
Α ΡΧ Α Ι Α ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
νουμε δτι οί ολιγαρχικοί της Κορίνθου ήταν σημαντικά διαφορε τικοί άπό τούς ολιγαρχικούς άλλων πόλεων. Δέν υπάρχει δμως καμιά άμφιβολία γιά τό γενικό άποτέλεσμα μακροπρόθεσμα, τήν άναγο^γή δηλαδή τού πλούτου σέ κριτήριο απόκτησης προνομίων. Ή καθεστωτική μεταρρύθμιση τού Σόλωνα στήν Αθήνα είναι συμπτωματική. Δέν γνωρίζουμε μέ βε βαιότητα άν, πριν άπό τήν έποχή του, τά άξιώματα τά κατείχαν Ιπίσημα μόνο άριστοκράτες* πρέπει δμως νά ήταν σημαντικό δτι τό νέο σύστημα τού Σόλωνα δέν λάμβανε καθόλου ύπόψη του τήν καταγωγή. Αναγνώριζε προνόμια μόνο άνάλογα μέ τήν έκταση καί τήν παραγο^γικότητα της γης ενός άνθρώπου, διακρίνοντας τό σώμα τών πολιτών σέ τέσσερις τάξεις καί περιορίζοντας τά ύψηλά πολιτικά άξιώματα στούς πλουσιότερους, ένώ στούς φτω χότερους δέν παραχο^ροΰσε δικαιώματα, έκτος άπό τήν ψήφο στήν έκκλησία τού δήμου καί τό δικαίωμα νά έκλέγονται δικα στές στά δικαστήρια. Ό χαρακτήρας της άλλαγής μαρτυρεΐται εύγλωττα καί άπό τήν ύφή τών διαμαρτυριών πού διατύπωναν οί στερημένοι άπό τά προνόμιά τους άριστοκράτες. Γιά παράδειγμα, ή πλούσια πόλη της Μυτιλήνης, στή Λέσβο, συνταράχτηκε στά τέλη τού 7ου αιώνα άπό βίαιες συγκρούσεις στό έσωτερικό της άριστοκρατικής άρχουσας τάξης. Οί συγκρού σεις αύτές κατέληξαν στήν εγκαθίδρυση της άπόλυτης εξουσίας τοΰ Πιττακοΰ, άνθρώπου πού φημιζόταν γιά ήπιότητα καί συγ καταλεγόταν στούς ((επτά σοφούς» της άρχαϊκής Ελλάδας. Ε κείνος ό φανατικός κομματάρχης, ό ποιητής Αλκαίος, σύμμαχος κάποτε τοΰ Πιττακοΰ καί έπειτα εχθρός του, τόν περιέλουσε μέ δλες τίς βρισιές πού έδιναν ζο^ντάνια στήν έλληνική πολιτική ζωή —ήταν χοντρός, άπληστος, μέθυσος, είχε πλατυποδία, είχε προδώσει τούς συντρόφους του καί, τό σπουδαιότερο, ήταν ταπεινής καταγωγής. Ό Πιττακός, πού προηγουμένως συγκαταλεγόταν στούς συντρόφους τοΰ άριστοκράτη Αλκαίου, άσφαλώς δέν ήταν άνθρωπος τοΰ λαοΰ, καί ή κατηγορία δτι έχει ταπεινή καταγω γή άποτελοΰσε άκριβώς δ,τι πιό έπιβαρυντικό μπορούσε νά διανοηθεΐ ό Αλκαίος. ' Υπήρχε ή φήμη δτι ό πατέρας τοΰ Πιττακοΰ ήταν Θράκας, άλλά αύτό σημαίνει μόνο δτι κάπου στήν οικογέ νεια υπήρχε ένα στοιχείο ξένου αίματος, κάτι πού δέν άποτελοΰσε καί έγκλημα σ’ έκεΐνο τόν κόσμο. Στήν πραγματικότητα ό Α λ καίος στενοχωριόταν γιατί οί Μυτιληναΐοι είχαν άπορρίψει τόν
304
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Α Ξ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ Ξ Ε ΙΣ
ϊδιο καί τούς φίλους του («τόν Πιττακό, άπό μιά τόσο ταπεινή γενιά, μέ θερμούς κι ομόφωνους έπαίνους έκαναν τύραννο τής πό λης τής άνευρης καί τής βαρυσυφοριασμένης»),1 καί άπό τήν ε ξορία δπου βρισκόταν θρηνούσε, άνάμεσα σέ άλλες άπώλειες, καί τόν άποκλεισμό του άπό τή βουλή, στήν οποία άνήκε κάποτε αύ τός καί ό πατέρας του. Πιο θλιμμένα καί πιο συστηματικά, ό Θέογνης άπό τά Μέ γαρα, στά μέσα του 6ου αιώνα, θρήνησε γιά τήν κυρίαρχη θέση τών άνθρώπων τού λαού στήν πόλη του («εκείνοι πού πριν άγνοούσαν δικαιοσύνη καί νόμους, πού σκέπαζαν τά πλευρά τους μέ γιδοτόμαρα κι έβοσκαν σάν τά ελάφια έξω άπό τήν πόλη, αύ τοί είναι τώρα οί τρανοί άντρες») —καί ούτε οί άντρες ούτε οί γυναίκες είχαν καμία άναστολή νά παντρεύονται άπό πλούσια οι κογένεια ταπεινής καταγωγής. 'Η προσγειωμένη εύγονική αρχή τού ποιήματος αύτού ύπογραμμίζει πόσες προσπάθειες καταβάλ λουμε γιά νά έχουμε πρόβατα, γαϊδούρια καί άλογα άπό καλή ράτσα* τό ποίημα τελειώνει μέ τό παράπονο δτι «ό πλούτος έχει άναμίξει τις ράτσες» τών πολιτών. Σέ δλα αύτά τά ποιήματα δί νεται μεγάλη έμφαση στή φθαρτική δύναμη τού πλούτου. Ό Θέ ογνης παραπονιόταν πικρά γιά τή φτώχεια του· αύτός καί ό Σό λων παραπονιόνταν γιά τήν άρπακτικότητα τών πλουσίων, πού συσσωρεύουν πλούτη άτελείωτα* γιά τό ΐδιο πράγμα παραπονιό ταν καί ό Αλκαίος, πού παραθέτει τή ρήση τού Άριστοδάμου στή Σπάρτη: «τά πλούτη κάνουν τόν άνθρωπο, καί ό φτωχός δέν μπορεΐ νά έχει ούτε εύγένεια ούτε τιμή». Αύτά είναι θέματα ϊίοινά \ σέ κάθε εποχή, άλλά μπορούμε νά πούμε δτι οί ποιητές τών δύο \ αύτών γενεών δείχνουν νά τούς άπασχολεΐ άσυνήθιστα ή επίδραση \τοΰ πλούτου στήν άνατροπή τής κοινωνικής καί πολιτικής ισορ ροπίας. Ή φράση τού Θέογνη γιά τούς άνθρώπους μέ τά γιδοτόμαρα δέν σημαίνει δτι οί πολύ φτωχοί άπέκτησαν τόν έλεγχο τής πολι τικής έξουσίας ώς κοινωνική τάξη: αύτό, στό βαθμό πού συνέβη, ήταν τό παράπονο τών άριστοκρατών άπέναντι στήν πλήρως άναπτυγμένη δημοκρατία τής κλασικής περιόδου. Ά λλά ή έξαθλίωση τών πραγματικά φτωχών ήταν, άσφαλώς στήν Αθήνα καί πιθανόν καί σέ άλλα μέρη, ή πραγματική άφετηρία γιά έπανα1. [Άπόσπασμα 348 ίι.-Ρ.]
305
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στάσεις. Έ κεΐ πού οί άριστοκράτες βρίσκονταν πολύ ψηλά, δη λαδή στή Σπάρτη καί στή Θεσσαλία, οί έργάτες της γης ύπέφεραν τά πάνδεινα, καί ή κατάσταση αύτή διατηρήθηκε μέ τή βία —παρ’ δλο τον κίνδυνο τής επανάστασης. Τά ποιήματα τοΰ Σόλωνα δείχνουν δτι οί φτωχότεροι άγρότες της Α ττικής όδηγοΰνταν αδυσώπητα σέ μιά κατάσταση δουλείας, καί άκριβώς ό δικός τους άναβρασμός έφερε τόν Σόλωνα στήν εξουσία. Δύσκολα θά μπορούσαμε νά άμφιβάλουμε δτι ή ίδια εξέλιξη σημειώθηκε καί σέ άλλα μέρη, σέ πόλεις πού δέν είχαν τήν τύχη νά άναδείξουν έναν Σόλωνα. Ά λλά τό άποτέλεσμα μακροπρόθεσμα δέν ή ταν νά έ'ρθουν στήν έξουσία οί χωρικοί. Ό Σόλων προχώρησε διαμορφώνοντας ενα καθεστώς στό όποιο ή φτωχότερη τάξη είχε μικρό ενεργητικό ρόλο, καί πρέπει νά υποθέσουμε δτι ή έξέγερση αύτή τών χωρικών, δπως καί άλλες, έχασε τήν ορμή της δταν ίκανοποιήθηκαν τά άμεσα αιτήματα. Αύτή πού τελικά βγήκε κερδισμένη ήταν ή τάξη λίγο χαμη λότερα άπό τήν ύψηλή άριστοκρατία. Γιά εναν άριστοκράτη, πού πίστευε στήν άξια τής καταγωγής, αύτό ήταν έπαρκής λόγος γιά νά παραπονιέται στό υφος τοΰ Θέογνη. Στήν Αθήνα, δπως φαί νεται, αύτό σήμαινε δτι μερικοί πλούσιοι, δχι κατανάγκην πο λυάριθμοι, προστέθηκαν ώς μέλη στις ύψηλότερες τάξεις* καί δτι οί εύποροι κτηματίες, πού άποτελοΰσαν τό στρατό τών οπλιτών, κέρδισαν κάποια, άν καί μικρότερη άπό τούς πρώτους, άναγνώριση. "Οπου άνατράπηκε βίαια ή άριστοκρατία, οί συνέπειες πρέ πει νά ήταν σοβαρότερες, καί θά χρειάστηκε περισσότερος χρόνος νά εξομαλυνθεί ή κατάσταση* άκόμη καί στήν Αθήνα, ή μεταρ ρύθμιση τοΰ Σόλωνα δέν είχε γίνει εντελώς άποδεκτή μιά γενιά περίπου αργότερα. Τό άποτέλεσμα τελικά ήταν ή συνεχής διεύ ρυνση τής άνώτερης τάξης. Στά χρόνια πού θά άκολουθήσουν, αύτή ή διευρυμένη τάξη μποροΰσε ενωμένη νά περιφρονεΐ δσους δέν κατάγονταν άπό τόσο παλιές οικογένειες ή δσους δέν είχαν καθόλου περιουσία. Τό βαρύ πεζικό, πού ό σχηματισμός του είσάγεται στά μέσα τοΰ 7ου αιώνα, άποτέλεσε πολύ σημαντικό παράγοντα σταθερότητας. Οί παραταγμένοι οπλίτες είχαν ιδανικά πολύ διαφορετικά άπό τά ιδανικά τών ομηρικών ήρώων, πού προτιμούσαν τίς θεαμα τικές ατομικές μονομαχίες. Σύντομα έγινε πρωταρχική στρατιω-
306
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Τ Α ΞΕΙΣ
τική άρετή ή σταθερότητα στήν έπίθεση καί στή διατήρηση τής θέσης, πράγμα πού ικανοποιούσε τούς ήθικολόγους, πού επιθυ μούσαν σθεναρότερη τήν ψυχή άπέναντι στόν πειρασμό. Δέν προ χώρησαν δμως δλοι δσο ό Πλάτων, πού καταδίκαζε τό έξουθενωτικό γιά τό ήθικό τών άνθρώπων αποτέλεσμα τών ναυτικών έπιδρομών: τήν άπόβαση σέ Ανυπεράσπιστα σημεία καί τήν Απο χώρηση δταν άρχιζαν νά συγκεντρώνονται δυνάμεις γιά νά άποκρούσουν τούς έπιδρομεΐς. Έχοντας επίγνωση τής παραδοξο λογίας του, ισχυριζόταν δτι λυπάται γιά τά Αποτελέσματα τής μεγάλης ναυτικής νίκης εις βάρος τών Περσών στή Σαλαμίνα* καί πράγματι, κάποια λύπη γιά τή νίκη αύτή δέν θά ήταν Αδικαι ολόγητη γιά έναν Αντίπαλο τής δημοκρατίας. Λιγότερο ριζοσπά στες μεταρρυθμιστές, όπως αύτοί πού διατύπωναν Ανοιχτά τις Απόψεις τους στήν Αθήνα καί σέ άλλα μέρη στά τέλη του 5ου αιώνα, είδαν τή μάζα τών οπλιτών σάν θεμέλιο πού πάνω του θά οίκοδομούνταν σταθερό καθεστώς. Οί οπλίτες ήταν οί «μέ σοι» άνθρωποι πού, όπως λέει ο Εύριπίδης καί άλλοι, έσωζαν τήν πόλη άπό τούς εξτρεμιστές. Οί μεγάλοι δμως δεξιοτέχνες τού συστήματος τών οπλιτών ήταν οί αριστοκράτες ο^ο|α^-τής Σπάρτης. Άρχαΐοι θεωρητικοί δέν Αμφέβαλλαν δτι ή ειδική έκπαίδευση καί ή σωματική εκγύ μναση πού έκαναν τούς Σπαρτιάτες νά ξεχωρίζουν άπό τόν υπό λοιπο έλληνικό κόσμο άποσκοπουσαν Ακριβώς νά εμποτίσουν τή σπαρτιατική νεολαία μέ τις όπλιτικές Αρετές. "Όταν γεννιόταν ένα παιδί στή Σπάρτη, τήν Απόφαση άν θά τό Αναθρέψουν ή άν θά τό άφήσουν έκθετο δέν τήν έπαιρναν οί γονείς του, άλλά οί δη μόσιες άρχές. Τό Αγόρι τό άπομάκρυναν άπό τή μητέρα του καί άρχιζαν τήν έκγύμνασή του σέ ήλικία έπτά χρόνων. Ά πό τά δε κατέσσερα ώς τά είκοσι οί νέοι οργανώνονταν σέ «άγέλες» υπό τήν Αρχηγία ένός μεγαλύτερου νέου, καί σέ ομάδες κατά ήλικία πού είχαν έκκεντρικά Αρχαϊκά ονόματα. 'Η σκληρή σωματική άσκηση, ή Αντοχή στήν πείνα, τό έλαφρό ντύσιμο, ή άμιλλα σέ Αγώνες καί χορούς, ή προγονική σοφία σέ στίχους ή σέ πεζό λόγο, δλα αύτά Αποτελοΰσαν τή ζωή τους. 'Τπήρχαν περίοδοι πού ό μυούμενος νέος έπρεπε νά Απομονωθεί έντελώς, νά κρύβεται στήν έξοχή καί νά ζεΐ μέ δ,τι μπορούσε νά κλέψει* έπρεπε έπίσης νά ύποστεΐ δοκιμασίες μεγάλης σκληρότητας, δπως ήταν ή περίφη μη τελετή του μαστιγώματος στό βωμό τής Άρτεμης Όρθιας,
307
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πού άργότερα διατηρήθηκε ώς θέαμα πού προσέλκυε τούς ρω μαίους περιηγητές.Έκπληξη έπίσης προκαλοΰσε στήν υπόλοιπη Ελλάδα καί ή έντονη άθλητική άσκηση στήν οποία υποβάλλονταν τά κορίτσια. Ό ταν τελείωνε ή βασική εκπαίδευση, οί νέοι Σπαρτιάτες, πού είχαν περάσει όλες τίς δοκιμασίες καί γίνονταν δεκτοί στό στρατό σέ ήλικία είκοσι χρόνων, έξακολουθοΰσαν νά βρίσκονται στήν άρπάγη του συστήματος. Έ τρωγαν δλοι μαζί σέ αντρικά συσσίτια, πού τά έ'λεγαν (νώίτια. στά όποια καθένας έ'πρεπε νά συνεισφέρει τό μερίδιό του* κοιμοΰνταν σέ κοινούς θαλάμους* επιπλέον αύτή ή πολύ δημόσια ζωή τους άφηνε περιθώριο γιά συμβουλές καί κριτική άπό τούς μεγαλυτέρους τους σέ βαθμό πού παραξένευε τούς άλλους Έλληνες. Διακοπή σ’ αύτό τόν τρόπο ζωής δέν προ καλοΰσε ουτε ό γάμος τους, πού γινόταν μέ μιά τελετή μεταμφίε σης δπου ή νύφη έ'κοβε τά μαλλιά της κοντά καί φοροΰσε άντρικά ροΰχα. Μετά τόν πρώτο εικονικό βιασμό, ό σύζυγος μόνο μυστικά μποροΰσε νά έπισκέπτεται τή σύζυγό του, καί έ'πειτα νά επι στρέφει στό θάλαμό του* μόνο άργότερα, σέ μεγαλύτερη ήλικία, επιτρεπόταν στό ζεΰγος νά δημιουργήσει σπιτικό καί νά άπολαύσει κάπως τήν οικογενειακή ζωή, πού ουτε ή Σπάρτη δέν μποροΰσε νά τήν καταργήσει έντελώς. Ά ν προσθέσουμε σ’ αύτά τό έ'θιμο γιά τό όποιο έχουμε άρκετές μαρτυρίες, δτι σέ ορισμέ νες περιστάσεις μποροΰσε κανείς νά δανείσει τή σύζυγό του σέ κάποιον άλλο* ή πιό αμφίβολες ιστορίες, δτι άδερφοί μποροΰσαν νά έχουν άπό κοινοΰ μιά γυναίκα ώς σύζυγο* ή τήν άμφισβητήσιμη πληροφορία δτι στή Σπάρτη δέν ύπήρχε μοιχεία, τότε θά δοΰμε δτι ό εξω κόσμος είχε άρκετά πράγματα γιά νά σχολιά ζει. Καθένα άπό αύτά μποροΰσε νά παρερμηνευτεί, πράγμα πού δείχνει τούς ύψηλούς ήθικούς στόχους τοΰ νομοθέτη πού έπινόησε τό σύστημα* δλα δμως μαζί όδηγοΰσαν σέ έξασθένιση τής οικο γενειακής ζωής, πού εφτανε σέ έπικίνδυνο σημείο. Στοιχεία αντρικής κοινοβιακής ζωής τοΰ ίδιου τύπου υπήρχαν καί στήν Κρήτη, καί είναι άρκετά γιά νά γεννηθεί τό έρώτημα μήπως ό σπαρτιάτης νομοθέτης είχε άντλήσει υλικό άπό κρητικά έθιμα. Ά πό τό γεγονός δτι τό κρητικό πολίτευμα ήταν οργανω μένο χαλαρότερα, ό Αριστοτέλης συνάγει τό συμπέρασμα δτι τό πολίτευμα αύτό ήταν τό άρχικό, καί ή σπαρτιατική παραλλαγή άποτελοΰσε βελτίωση τοΰ προτύπου της. Στήν ύπόλοιπη Έ λλά-
30.8
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
δα ή στρατιωτική έκπαίδευση τών νέων περιοριζόταν στό έλάχιστο Απαραίτητο, δηλαδή στήν προκαταρκτική στρατιωτική υπη ρεσία μεταξύ δεκαοκτώ καί είκοσι χρόνων, καί ίχνη μόνο είχαν διατηρηθεί Από τελετές μέ τις όποιες γινόταν δεκτός ό νέος στήν κοινότητα. Τώρα γνωρίζουμε Αρκετά γιά τις ομάδες συνομηλί κων καί γιά τις τελετές ένηλικίωσης τών νέων στόν ύπόλοιπο κόσμο, τά όποια μάς δείχνουν δτι τά συστήματα τής Σπάρτης καί τής Κρήτης, καθώς καί τά Αμυδρά ίχνη πού υπήρχαν σέ άλλα μέρη, είναι έπιβιώσεις κληρονομημένες Από ένα μακρινό παρελ θόν καί δχι αύθόρμητη έπινόηση κάποιου νομοθέτη τής Αρχαϊκής εποχής. 'Η αύστηρότητα δμως τού σπαρτιατικού συστήματος, ή μελετημένη συγκρότηση τών ομάδων κατά ήλικία καί τά άλλα παρόμοια, οί εξηγήσεις πού έδιναν οί Σπαρτιάτες σέ δσους τούς ρωτούσαν νά μάθουν, δλα αύτά υποδηλώνουν δτι οί θεσμοί αύτοί στή Σπάρτη ήταν έξεπίτηδες κλειστοί καί είχαν οργανωθεί ορθο λογικά γιά νά ένισχύσουν τή στρατιωτική Αποτελεσματικότατα καί, βέβαια, τήν πολιτική σταθερότητα. "Όπως τόσα άλλα στή Σπάρτη, καί αύτό μπορεΐ κάλλιστα νά όφείλεται σέ κάποιά με ταρρύθμιση τού 7ου αιώνα, πού τήν έπέβαλαν τό χαμηλό ήθικό καί ή Ανεπαρκής Απόδοση τού στρατού στή διάρκεια τής εξέγερ σης τών Μεσσηνίων. Τό σκληρό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, οί στρατιωτικές Ασκή σεις, οί ποικίλοι μηχανισμοί κοινωνικής Αποδοκιμασίας γιά τήν Αποτυχία τών ένηλίκων στίς δοκιμασίες, δλα αύτά συνέβαλαν νά γίνει ό σπαρτιατικός στρατός ό σταθερότερος καί ό πιο έπαγγελματικός σέ ολόκληρη τήν Ελλάδα. Ή μεγάλη Αρετή του ήταν ή πειθαρχία, πού τή σχολίασε δεόντως ό Ξενοφών. Πολλά έπίσης λέγονται γιά τήν αύτοπειθαρχία, τή σωφροσύνη, τή χαρακτηρι στική εκείνη ολιγαρχική Αρετή νά γνωρίζει κανείς τά δριά του, πού συνέβαλλε έπίσης στήν πολιτική σταθερότητα. 'Η αύστηρό τητα πού συνδέουμε μέ τό ονομα τής Σπάρτης φαίνεται δτι ύπήρξε μάλλον σταδιακό συνακόλουθο καί οχι αρχικό χαρακτηριστικό του συστήματος. 'Η σπαρτιατική κοινωνία ήταν άρκετά ευθυμη στά τέλη τού 7ου αιώνα, δπως καθρεφτίζεται στούς στίχους τού Άλκμάνα καί στή λακωνική τέχνη, πού ήταν δημιούργημα τών περίοικων γιά τούς σπαρτιάτες κυρίους τους. 'Η ποιότητα τής λακωνικής τέχνης Αρχίζει νά πέφτει μόνο μετά τά μέσα τού 6ου αιώνα, οπότε ή Αγγειοπλαστική έκφυλίζεται, δπως έξάλλου συμ
309
Α Ρ Χ Α Ι Α ΕΛ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
βαίνει παντού έκτος άπό τήν Α ττική, ένώ ή χαλκοτεχνία παρακ μάζει κάπως άργότερα. Δέν είναι δυνατό νά ύπάρξουν στατιστι κές, άλλά παραμένει ή έντύπωση δτι υπήρχε άρκετή έλαστικότητα στό σπαρτιατικό σύστημα ώς τούς Περσικούς Πολέμους καί δτι ή περιβόητη σκληρότητα τής σπαρτιατικής ζωής άρχισε νά έπικρατεΐ ακριβώς στή διάρκεια τών δυσχερειών πού άντιμετώπισε ή Σπάρτη μετά τά Περσικά. Στούς ίδιους τούς Σπαρτιάτες δημιούργησε έκεΐνο τό έξυπνο πνεύμα του κοινού άνθρώπου, πο λύ σύντομο στήν έκφραση, άπ’ δπου προέρχεται καί τό έπίθετο «λακωνικός». Ά λλά ή παραγωγή έγχώριας τέχνης ή ποίησης σταμάτησε, καί οί Σπαρτιάτες δέν διακρίθηκαν έκτοτε σέ καμιά άπό τίς δραστηριότητες πού κάνουν γενικά τήν Ελλάδα άξια νά τή μελετούμε. Τό σπαρτιατικό σύστημα έ'δειξε σέ άρκετές περιπτώσεις τίς αδυναμίες του: λόγου χάρη, στις συχνές κατηγορίες έναντίον βα σιλιάδων καί άλλων ύψηλών άξιωματούχων γιά δωροδοκία* καί, πιό περίτρανα, μετά τή νίκη τής Σπάρτης έναντίον τής Αθήνας τό 404, δταν ή σπαρτιατική ήγεμονία στήν Ελλάδα άποδείχτηκε άνυπόφορη σέ λιγότερο άπό δέκα χρόνια. Ό φιλόδοξος Σπαρτιά της μποροΰσε νά είναι πειθήνιος στό περιοριστικό πλαίσιο τής δικής του άκαμπτης κοινωνίας, δταν δμως βρισκόταν έξω άπό τή Σπάρτη είχε τήν τάση νά φτάνει σέ ένοχλητικές υπερβολές* έπίσης ή άγωγή του τόν δυσκόλευε νά άντιμετωπίζει διπλωμα τικά άνθρώπους πού δέν είχαν συνηθίσει άπό τή νηπιακή τους ήλικία στήν ίδια πειθαρχία μέ αύτόν. Αύτά συνέτειναν στήν άποτυχία τής Σπάρτης στό έξωτερικό. Στό έσωτερικό, τό πιό άνησυχητικό σύμπτωμα ήταν ή συνεχής πτώση τοΰ ρυθμοΰ γεννή σεων, πού δέν έχει άλλο παράλληλο στήν Ελλάδα τής κλασικής έποχής. Άναζητήθηκε ή αιτία τοΰ φαινομένου στή φθορά τοΰ πληθυσμοΰ άπό τόν μεγάλο σεισμό τοΰ 464* άν δμως τό σύστημα ήταν υγιές στό σύνολό του, ό σεισμός θά έπρεπε νά έχει μόνο πα ροδικές έπιπτώσεις. Έπίσης τό γεγονός δτι ή γη περνοΰσε σέ δλο καί λιγότερα χέρια θά υπήρξε άνασχετικός παράγοντας, άλλά ούτε αύτό άρκεΐ γιά νά έξηγήσει τόν καταστροφικό ρυθμό μέ τόν όποιο έλαττωνόταν ό πληθυσμός. Πρέπει νά υποθέσουμε δτι υ πήρχε στό σύστημα ένας βαθύτερα ριζωμένος ψυχολογικός παρά γοντας, ένας παράγοντας πού είχε σχέση μέ τήν έξασθένιση της οικογενειακής ζωής καί τήν προσήλωση τοΰ άτόμου στήν ύπη-
310
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
ρεσία του κράτους —αύτό πού έκανε τή Σπάρτη νά ξεχωρίζει άπό τίς άλλες πόλεις-κράτη. "Όποια καί άν είναι ή άλήθεια, είναι φανερό δτι σ^ο σύστημα ενυπήρχε κάποιο θεμελιώδες μειονέ κτημα. / Στή Σπάρτη υπήρχαν άσφαλώς κοινωνικές διαφορές καί μέ σα στό ίδιο τό προνομιούχο σώμα τών πολιτών, άλλά τό χάσμα πού χώριζε τούς πολίτες αύτούς άπό τούς άλλους κατοίκους τής Λακωνίας ήταν άσύγκριτα πιο μεγάλο. Στήν άρχική φάση ή ταν ένα χάσμα μεταξύ τών οπλιτών καί τών υπολοίπων, δσο καί άν άργότερα ή διαχωριστική γραμμή έπαψε νά είναι τόσο εμφα νής, υστέρα άπό τήν εισδοχή τών περίοικων^στόν σπαρτιατικό στρατό. 'Υπήρχαν άλλες ολιγαρχικές πολιτείες δπου ή στρατιω τική υπηρεσία, κατά τό παρελθόν ή τό παρόν* άποτελοΰσε άναγκαία προϋπόθεση γιά νά άποκτήσει κανείς τά δικαιώματα του πολίτη. Στήν ’Αθήνα ή κοινωνική αύτή διάκριση, άν καί υπήρχε, φαίνεται δτι εϊχε μικρότερη σημασία* καί μπορεΐ πιθανότατα νά άναζωπυρώθηκε δταν ή άνάπτυξη του στόλου έδωσε πολιτικό βά ρος στήν τάξη πού δέν είχε τά μέσα νά αγοράσει όπλιτική πανο πλία. Στά τέλη του 5ου αιώνα, στίς ολιγαρχικές επαναστάσεις του 411 καί του 404, έγινε μιά προσπάθεια προσεταιρισμοΰ τής τάξης τών οπλιτών γιά τήν προώθηση άντιδημοκρατικών μεταρ ρυθμίσεων. Τό 411 χρησιμοποιήθηκε πολύ τό σύνθημα τά πολι τικά δικαιώματα νά άποτελοΰν προνόμιο μόνο «εκείνων πού μπο ρούν νά υπηρετήσουν τό κράτος προσωπικά ή μέ τά χρήματά τους». 'Ωστόσο, ό μέσος οπλίτης εξακολούθησε νά βλέπει μέ ύποψία τούς σκοπούς τών εξτρεμιστών καί, στό τέλος, άντί νά τούς ύποστηρίξει, πήγε μέ τό μέρος τού δήμου., 'Η πιο εύδιάκριτη κοι νωνική διαφορά έδώ ήταν μάλλον άνάμεσα στή μεσαία τάξη καί στούς άληθινά πλουσίους, πού συνέπιπτε περίπου μέ τή διάκριση άνάμεσα σέ οπλίτες καί ιππείς. 'Η επίδειξη πού έκαναν οί άριστοκράτες καί οί τύραννοι τού 7ου αιώνα, καθώς καί οί διάδοχοί τους τής κλασικής εποχής, έξαρτιόταν σέ μεγάλο βαθμό άπό τήν καλύτερη χρησιμοποίηση τών πόρων πού διέθετε ή. Ελλάδα καί άπό τήν εισαγωγή πρώτων υ λών καί έτοιμων προϊόντων άπό τήν Ανατολή, πού γινόταν δλο καί περισσότερο άθρόα άπό τά μέσα περίπου τού 8ου αιώ να π.Χ. 'Η άντίθεση άνάμεσα στήν πολυτέλεια τής Ανατολής καί
311
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στή φτώχεια τής Ελλάδας προκαλοΰσε κάποια σύγχυση στά μυαλά τών Ελλήνων, πού δέν μπορεΐ νά άγνοηθεΐ, άν καί οί πρα κτικές της συνέπειες δέν είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Τούς "Ελ ληνες τούς έλκυαν καί ταυτόχρονα τούς άπωθοΰσαν οί ανέσεις πού άπολάμβαναν οί πλουσιότεροι άνατολικοί γείτονές τους* καί άν τό επιχείρημα δτι τά ζεστά λουτρά ή τά άνετα υποδήματα ενέχουν ήθικούς κινδύνους είναι καμιά φορά κουραστικό καί γε λοίο, ύπήρχε οπωσδήποτε άναμφισβήτητη διαφορά άνάμεσα στόν ελληνικό καί στόν περσικό ή βαβυλωνιακό τρόπο ζωής, πού έδινε στό θέμα μιά διάσταση γιά σοβαρή έρευνα άπό τή σκοπιά τής ήθικής. Δέν μπορεΐ νά ύπάρξει άμφιβολία γιά τόν πλούτο καί τήν πο λυτέλεια τών μυκηναίων άρχόντων, πού τά δωμάτια τών λουτρών τους, αίφνης, ήταν άνώτερα άπό οτιδήποτε μποροΰσε νά έπιδείξει ή Ελλάδα τής κλασικής εποχής. "Οταν εξαφανίστηκαν τά άνάκτορα καί άποκλείστηκαν οί μυκηναϊκοί εμπορικοί δρόμοι, οί "Ελληνες άναγκάστηκαν νά έπιστρέψουν, οχι εντελώς, άλλά σέ πο λύ μεγάλο βαθμό, στή σκληρή ζωή τής γεωργίας, γιά νά εξασφα λίσουν τήν επιβίωσή τους. Αύτό εμπόδισε τήν ανάπτυξη ακόμη καί τών ντόπιων πόρων, καί οί άνέσεις τήν εποχή τοΰ Ησιόδου ήταν λιγοστές. Ά ν τό έπος έπέτρεπε στούς ήρωές του νά επι δεικνύουν μέ μεγαλοπρέπεια θησαυρούς καί κοσμήματα, αύτό ή ταν στοιχείο πού άνήκε στήν παράδοση καί προκαλοΰσβ κάποιον άνεπαίσθητο φθόνο* άλλά τό άκροατήριο τοΰ Όμήρου δέν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο νά διαφθαρεΐ άπό πολυτέλειες πού τοΰ ή^ ταν έλάχιστα προσιτές. Τό παραδοσιακό πρότυπο λιτότητας πού δημιουργήθηκε άργότερα είχε τίς ρίζες του σ’ ένα πραγματικά σκληρό οικονομικό παρελθόν. Καμιά άνησυχία δέν ήταν δυνατό νά προκληθεΐ πριν νά αρχί σουν νά είσάγονται είδη πολυτελείας, καί πριν νά μπορέσουν νά τά μιμηθοΰν έλληνες τεχνίτες. Τά ύλικά ύπολείμματα δείχνουν δτι ύπήρχε περισσότερη διάθεση νά τά δέχονται παρά νά τά άπορρίπτουν, καί οί αμφισβητήσεις ίσως δέν άκούστηκαν στήν αρχή. Ζωγράφοι καί ποιητές έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στις διάκο·" σμητικές λεπτομέρειες. Ό Αλκμάν στή Σπάρτη καί ή Σαπφώ στή Μυτιλήνη, στά τέλη τοΰ 7ου αιώνα, δέχονταν μέ εύχαρίστηση τά λυδικά καλύμματα της κεφαλής ή τά σανδάλια. Άργότερα, τόν 6ο αιώνα, ό Ξενοφάνης, πού ή γενιά του έζησέ τήν κατά-
312
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
κτηση της Λυδίας καί τής Ιω νίας άπό τούς Πέρσες, πίστευε δτι οί συμπατριώτες του άπό τήν Κολοφώνα,1 έπηρεασμένοι άπό τούς Λυδούς, συμπεριφέρονταν μέ άχρηστη μαλθακότητα. Πήγαιναν στή λαϊκή τους συνέλευση ντυμένοι πορφυρούς μανδύες, χτένιζαν μέ έπιτήδευση τά μαλλιά τους καί φορούσαν εξωτικά άρώματα —καί δλα αύτά τά άποδοκίμαζε ό ποιητής.' Η νίκη τών Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας έναντίον τών Περσών τό 480-479 έστρεψε τήν προσοχή τους στις άνέσεις τής ζωής τών Περσών, άκόμη καί δταν εκστράτευαν, καί ένίσχυσε τήν πεποίθησή τους δτι ήταν άνώτεροι. Λέγεται δτι ό σπαρτιάτης άντιβασιλέας Παυσανίας άντιστάθηκε στούς πειρασμούς τής πολυτέλειας δταν βρέθηκε στό περσικό στρατόπεδο στις Πλαταιές, άλλά ή μετέπειτα κατάπτω σή του άποδόθηκε στήν παράδοσή του στούς ίδιους αύτούς πει ρασμούς. Γιά δσους σκέφτονται άπλοϊκά, αύτό έρμηνεύει ικανο ποιητικά τήν αποτυχία τής Σπάρτης νά κρατήσει τήν ηγετική της θέση μετά τό 478. Έ κτοτε ή άντίθεση άνάμεσα στή σπαρ τιατική λιτότητα καί στήν περσική μαλθακότητα έγινε πολύ τοΰ συρμοΰ. Ό Ξενοφών [*Ελληνικά 4, 1, 30] παρουσιάζει μιά ωραία σκηνή, τή σκηνή τής συνάντησης τοΰ βασιλιά Αγησιλάου τής Σπάρτης, καθισμένου κατάχαμα στό χορτάρι, άνάμεσα στούς συμβούλους του, καί τοΰ Πέρση Φαρνάβαζου, ντυμένου μέ πανά κριβη στολή, ό όποιος ντράπηκε μπροστά στή σπαρτιατική λιτό τητα καί άρνήθηκε τούς τάπητες πού ήταν έτοιμοι νά τοΰ στρώσουν οί άκόλουθοί του. Τό θέμα αύτό τό έκμεταλλεύτηκαν πάρα πολύ. Γιά τήν Αθήνα έχουμε μιά άπλοποιημένη άλλά χρήσιμη ει κόνα άπό τόν Θουκυδίδη [1, 3-5]. Οί συμπατριώτες του, λέει, ήταν άπό τούς πρώτους πού έγκατέλειψαν τή συνήθεια νά πη γαίνουν καθημερινά στή δουλειά τους οπλισμένοι καί υιοθέτησαν έναν πιό πολιτισμένο τρόπο ζωής. Στις μέρες του, δέν ήταν μα κριά ή εποχή δπου οί γηραιότεροι τής πιό πλούσιας τάξης είχαν καταργήσει τούς λινούς χιτώνες καί είχαν έγκαταλείψει τή συ νήθεια νά φτιάχνουν τά μαλλιά τους βοστρύχους, συγκρατώντας τους (άν αύτή είναι ή σημασία τής λέξης)2 μέ χρυσά ομοιώματα άκρίδων* ωστόσο ή Σπάρτη ήταν αύτή πού ξεκίνησε μιά άλλα γή, τήν όποια άκολούθησαν καί οί ύπόλοιποι Έλληνες, υίοθε1. [Μιά άπό τίς δώδεκα ιωνικές πόλεις της Μικρας ’Ασίας.] 2. [.ένέρσει... άναδούμενοι...]
313
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τώντας μιά πιο άπλή ενδυμασία, πού δέν τόνιζε τόσο πολύ τή διαφορά μεταξύ πλουσίων καί φτωχών. Ό Θουκυδίδης εχει συμ7ττύξει κάπως τά πράγματα χρονικά, γιατί οί άρχαιολογικές μαρ τυρίες, πού είναι πιο προσιτές σ’ εμάς άπό δ,τι ήταν σ’ αύτόν, δείχνουν, δπως θά μπορούσε κανείς νά περιμένει, δτι υπήρξαν διάφορες άλλαγές μόδας στή μακρόχρονη περίοδο γιά τήν όποια κάνει λόγο. Έ χει, φυσικά, δίκιο σχετικά μέ τήν τάση γιά άπλού<ιτερη ένδυμασία μετά τούς Περσικούς Πολέμους, καί δέν είναι ό μόνος πού άναφέρει τις «άκρίδες», πού εγιναν στά τέλη του 5ου αιώνα σύμβολο τής παλιάς καλής έπόχής. Αύτό υπογραμμίζει τόν παραλογισμό τής προκατάληψης/υπέρ τής άπλότητας, γιατί θά μπορούσε νά τούς άντιτείνει κανείς,, δπως εγινε μερικές φορές, δτι αύτοί άκριβώς οί κομψοντυμένοι πρόγονοί τους ήταν έκεΐνοι πού άντιμετώπισαν καί συνέτριψαν τούς Πέρσες στή μάχη τού Μαραθώνα. Τήν περσική μαλθακότητα τήν έκλογίκευαν μέ τόν ισχυρισμό δτι οί συμπατριώτες τού μεγάλου Κύρου ήταν άρκετά τραχείς δσο ζοΰσαν στά δικά τους βουνά τού Ιράν, άλλά έ'γιναν μαλθακοί δταν άπλώθηκαν στίς πεδιάδες. Ό τραχύς ορεσίβιος καί ό άν θρωπος τού κάμπου, πού εγινε πλαδαρός άπό τήν εύκολη ζωή, δημιουργούν έ'ντονη άντίθεση, πού τήν ξαναβρίσκουμε στήν πρό σφατη ιστορία τής Ελλάδας —καί, πραγματικά, είναι δυνατό νά χαλαρώνουν οί μύες δταν ζεΐ κανείς άνετα.Ό βίος δμως τών Ε λ λήνων ήταν άρκετά τραχύς τήν περίοδο τής άκμής τού πολιτισμού τους* καί δέν έπιτρέπεται, στήν εποχή μας, νά υποστηρίζουμε δτι στρατιώτες πού μεγάλωσαν μέ ζεστά λουτρά καί έπαρκή τρο φή καί ρουχισμό εϊναι άπαραίτητα καί κατώτεροι μαχητές. Ά ν ό ορεσίβιος αντλεί ενα πλεονέκτημα άπό τή φτώχεια του, αύτό μάλλον είναι δτι έχει πολύ λιγότερα νά χάσει καί είναι λιγότερο δεμένος μέ τήν δποια περιουσία του. 'Η ελληνική αύτή προκατά ληψη ύπονομεύεται οχι μόνο άπό τόν ϊδιο της τόν παραλογισμό άλλά καί άπό τήν άσημαντότητα τόσο πολλών παραδειγμάτων της. Στήν κεντρική σκηνή τού *Αγαμέμνονα τού Αισχύλου, πού διδάχτηκε τό 458, ό βασιλιάς πείθεται άπό τήν Κλυταιμήστρα νά μπει στό ανάκτορό του περπατώντας πάνω σ ενα πορφυρό χαλί* καί αύτό, ώς ενα βαθμό, μάς προκαταλαμβάνει έναντίον του. Θά άδικούσαμε δμως τόν Αισχύλο άν άντιλαβανόμασταν τό
314
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Α Ξ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
-πορφυρό χαλί πολύ στενά, σαν κάτι απλώς υλικό. Τό πρόβλημα ξεκίνα μάλλον άπό ένα θρησκευτικό συναίσθημα, δτι δηλαδή ή υπερβολή σέ οτιδήποτε ένδέχεται νά οδηγήσει στήν καταπάτηση μιας περιοχής πού οί θεοί επιφυλάσσουν γιά τόν εαυτό τους, μιας περιοχής πού μπορεΐ νά περιλαμβάνει καί χαλιά. Ό Ηρόδο τος [1, 32 κ.έ.], σέ μιά περίφημη συζήτηση γιά τήν άνθρώπινη εύτυχία, παρουσιάζει τόν Σόλωνα νά εξηγεί στόν Λυδό Κροΐσο γιατί δέν ονομάζει κανέναν άνθρωπο εύτυχισμένο, προτού δει ποιο θά είναι τό τέλος του* ξέρει δτι κάθε θεϊκή δύναμη είναι φθονερή καί ταραχώδης. Ή έννοια τοΰ φθονεροΰ θεοΰ μάς είναι, άπό μιά άποψη, οικεία άπό τήν Παλαιά Διαθήκη, άλλά τό δεύτερο έπί6ετο πού χρησιμοποιεί ό Σόλων δέν μπορεΐ νά συναρμοστεί κα θόλου μέ τήν έννοια τής γεμάτης άγάπη καλοσύνης τοΰ θεοΰ. Τό «ταραχώδης» άποτελεΐ πολύ συνοπτική άπόδοση τοΰ δρου: σημαίνει πώς οί θεοί άρέσκονται νά άναμιγνύονται στις άνθρώπινες ύποθέσεις καί νά τίς κάνουν άνω κάτω σχεδόν άπρόκλητα καί γιά νά κάνουν κακό —άκραία έκφραση τοΰ καθολικοΰ αισθή ματος γιά τήν άστάθεια τής άνθρώπινης τύχης, κάτι πού συνδέε ται μέ τόν παρορμητισμό τών άνθρώπων καί τούς ώθεΐ νά παίρ νουν προφυλακτικά μέτρα γιά τήν κακοτυχία, άκόμη καί τών άν θρώπων πού ζοΰν σέ μιά εποχή πού ύποτίθεται δτι είναι λογική. Τίποτε δέν μπορεΐ νά προφυλάξει τελείως τόν άνθρωπο άπό τήν κακότητα τών θεών, άλλά τό φθόνο τους μπορεΐ κανείς νά τόν άποτρέψει άν δέν προκαλεΐ πολύ τήν προσοχή τους, δηλαδή άν άποφεύγει αύτό πού οί "Ελληνες ονόμαζαν νβριν —μιά λέξη πού ή σημασία της καλύπτει τό νοηματικό πεδίο άπό τήν «άλαζονεία» ώς τή «β ία »:1 σ’ αύτό τό γενικό πλαίσιο ή λέξη δηλώ νει όποιαδήποτε συμπεριφορά δείχνει δτι κάποιος επιχειρεί νά ξεπεράσει τή θέση πού τοΰ άρμόζει. Οί "Ελληνες είχαν μιά ισχυρή φυσική τάση ύπερβολής—τό περίφημο δελφικό ρητό μη δέν άγαν δέν χαράχτηκε γιά ένα λαό άπό τή φύση του μετριο παθή— καί ή λογοτεχνία τους, δπως είναι φυσικό, βρίθει άπό παραδείγματα ύπερβολών καί άπό ιστορίες πού προειδοποιοΰν γιά τήν αποφυγή τους. Δέν διακατέχονταν, είναι άλήθεια, σέ βαθ μό καταστρεπτικό άπό τέτοιους φόβους, άλλά ούσιαστικά ή άνησυχία ύπήρχε καί εκδηλωνόταν κάποτε μέ παράξενες μορφές. 1. Στό άθηναϊκό δίκαιο ό δρος νβρις καλύπτει δλες τΙς μορφές βίας εις βάρος ενός προσώπου.
315
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σέ ένα πιο χαρούμενο επίπεδο, ή υπερβολική ζωντάνια τών Ελλήνων μεταβαλλόταν σέ εκζήτηση ή σέ επιδεικτική κομψό τητα —έκεΐνες οί παράλογες άλλαγές τής μόδας, έκείνη ή τάση γιά έκτόνωση τής περίσσιας ενεργητικότητας, πού τούς ώθοΰσε νά κάνουν άδιάφορα στήν ούσία πράγματα μέ αύτό τόν τρόπο μάλ λον καί οχι μέ άλλον, πράγματα πού, άν εξυπηρετούσαν κάτι, είναι δτι ύπογράμμιζαν τήν κοινωνική ιδιομορφία τους, σέ άντίθεση μέ άλλους πιο πεζούς καί λιγότερο εύφάνταστους λαούς. Τέτοια στοιχεία ύπάρχουν^σέ^δσες περιπτώσεις ή ένδυμασία δέν είναι άπλώς τής σειράς και ή συμπεριφορά δέν καταπιέζεται άπό άπαράβατη συμβατικότητα, καί θά μπορούσε κανείς νά βρει επι τήδευση στά πιο έξοχα δείγματα άρκετών περιόδων τής άττικής άγγειογραφίας καί γλυπτικής. 'Η ζωή δμως τής άνώτερης τάξης στά τέλη τού 5ου αιώνα, τήν εποχή τής γενιάς τού Αλκιβιάδη, φαίνεται νά κυριαρχείται άπό ιδιαίτερα ύπέρμετρη φαντασία. Καί νομίζω πώς αύτό δέν όφείλεται μόνο στό γεγονός δτι γιά τήν πε ρίοδο αύτή έχουμε τόν Αριστοφάνη, πού γελά μέ δλα αύτά, ένώ άνάλογα πλούσιες μαρτυρίες δέν ύπάρχουν γιά προηγούμενες πε ριόδους. Εποχές παρακμής είναι δυνατό νά διακρίνονται άπό στιλιζαρισμένη λαμπρότητα, άλλά ή γεμάτη ζωντάνια καί ποικιλία εκ ζήτηση είναι μάλλον σημάδι δυναμισμού. Δέν μπορεΐ νά ύπάρξει καμιά άμφιβολία γιά τό δυναμισμό τής εποχής αύτής, τόσο στή διανόηση δσο καί στήν τέχνη καί στήν πολιτική. Είναι ή έποχή δπου οί δάσκαλοι, πού τούς έλεγαν σοφιστές, ταξίδευαν άπό πόλη σέ πόλη —οχι άληθινοί φιλόσοφοι, τής περιωπής τού Πλάτωνα, άλλά άνθρωποι πού ισχυρίζονταν δτι διδάσκουν τήν πρακτική τέ χνη τής διακυβέρνησης, δηλαδή κυρίως τή ρητορική, καί άλλα πολλά. Μπορούσαν νά ζητούν άκριβά δίδακτρα, γιατί ή διδασκα λία τους ήταν τής μόδας, καί ήταν εύπρόσδεκτοι στά καλύτερα σπίτια. Ό Πλάτων στήν άρχή τού Πρωταγόρα μάς δίνει τήν ει κόνα ένός άναστατωμένου φίλου, πού ξυπνά τόν Σωκράτη πριν άπό τήν αύγή, γιά νά τού άναγγείλει τήν άφιξη τού Πρωταγόρα στήν ’Αθήνα, καθώς καί τής συζήτησης πού επακολούθησε στό σπίτι τού Καλλία, τού πλουσιότερου άριστοκράτη τής Αθήνας. Οί παρωδίες τών σοφιστών Προδίκου καί ' Ιππία, πού έχει εισα γάγει έδώ ό Πλάτων, διακωμωδούν ορισμένα διανοητικά τεχνά σματα* άλλά ή υπονοούμενη έπικριτική διάθεση δέν καταφέρνει
316
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Α Ξ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
καθόλου νά άμβλύνει τήν έντύπωση μιας κοινωνίας σέ εγρήγορση, παθιασμένης γιά διανοητικούς νεοτερισμούς. 'Υπήρχε καί μιά άντίθετη τάση, μέ πρότυπο τή Σπάρτη, άπό άνθρώπους πού έδει χναν προτίμηση στις γενειάδες, είχαν συντηρητικά φρονήματα καί άποτελοΰσαν στόχο κατηγοριών δτι δέν πλένονται συχνά* καί υπήρχαν οί άθλητές καί οί υπόλοιποι, μιά άλλη πιθανόν μι κρότερη μειονότητα. Ενδιάμεσα βρισκόταν ή πιό σοβαρή καί συμβατική κατηγορία άνθρώπων, πού σύχναζαν σέ γεύματα, δ που δέν περίμενε κανείς νά βρει πολλή φιλοσοφία, άλλά μετρη μένο πιοτό καί τραγούδια πού τά έλεγαν ό ένας μετά τόν άλλο στή σειρά —εΐτε τά παραδοσιακά άττικά συμποτικά τραγούδια,1 άπό τά όποια σώζονται μερικά δείγματα, θρησκευτικά ή πα τριωτικά ή έλαφρώς ήθικολογικά, είτε τά έργα παλαιότερων ποιητών. Ό Αριστοφάνης στό τέλος τών Βατράχων έπισημαίνει πόσο ωραίο είναι νά μήν κάθεται κανείς δίπλα στόν Σωκράτη, ό όποιος διέκοπτε μέ τίς φλυαρίες του τή συνέχεια τής μουσι κής·2 Μπορεΐ νά όρμούσαν μέσα καί άλλοι κωμαατές, οί εύθυμοι νέοι πού, στολισμένοι μέ γιρλάντες, γύριζαν ομαδικά άπό τό ένα γλέντι στό άλλο —μιά δραστηριότητα γιά τήν όποια ύπήρχε ει δικό ρήμα.3 Ά λλά σ’ αύτά τά γλέντια δέν παρευρίσκονταν σοβα ρές γυναίκες, παρά μόνο αύλητρίδες καί άλλες πού δέν είχαν ύπόληψη γιά νά τή χάσουν. Ό άποκλεισμός αύτός τών γυναικών υ πάρχει κίνδυνος νά μεγαλοποιηθεί, άν ξεχάσει κανείς τίς άκατάβλητες γυναίκες τοΰ Αριστοφάνη καί πιστέψει μόνο τόν Περι κλή, ό όποιος, στόν Επιτάφιο πού τοΰ άποδίδει ό Θουκυδίδης [2, 45, 2], παρατηρεί στεγνά δτι ή καλύτερη υπόληψη πού μπο ρεΐ νά άποκτήσει μιά γυναίκα είναι νά μήν άναφέρεται τό δνομά της στις συντροφιές τών άντρών ούτε γιά έπαινο ούτε γιά ψόγο. Είναι δμως γεγονός πώς θεωρούσαν δτι ή θέση τής γυναίκας ε ί ναι στό σπίτι, δτι οί γυναίκες τής άνώτερης τάξης δέν πρέπει νά βγαίνουν έξω άσυνόδευτες (τίς φτωχότερες, πού δέν μπορούσαν νά κάνουν άλλιώς, δέν τίς κοίταζαν τόσο πολύ) καί δτι ήταν άπο1. [Τά έλεγαν παροίνια άσματα, σχόλια κτλ.] 2. [Στ. 1491-95. Ά λλη δμως είναι, ή έρμηνεία του Κ. «Γ. Όουθγ, Ή κωμωδία τον *Αριστοφάνη, μετάφραση Φάνη I. Κακριδή, Αθήνα 1978, σ. 259.] 3. [Παροινώ.]
317
I Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κλεισμένες άπό τις δημόσιες δραστηριότητες, πού άπασχολούσαν μεγάλο μέρος τής ζωής τών άντρων. * Ά ν παρέκαμπτε κανείς τό πρόβλημα τής άντρικής ομοφυλο φιλίας θά παραμόρφωνε τήν εικόνα τής άρχαίας ελληνικής κοι νωνίας, γιατί τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μπορούν άρκετά εύκολα νά ύπαχθοΰν στό γενικότερο κεφάλαιο τής κοινωνικής μό δας. Επειδή τό δικό μας κοινωνικό πλαίσιο δέν μάς επιτρέπει νά δούμε τό ζήτημα ήρεμα,1 πρέπει νά δηλο^θεΐ άπό τήν άρχή δτι υπάρχουν, καί έχουν υπάρξει, πολλοί πολιτισμοί πού δέχονται φανερά τήν ομοφυλοφιλία, χωρίς τήν αίσθηση δτι κάνουν κάτι ιδιαίτερο, καί δτι αύτό δέν συνεπάγεται αύτόματα τήν άμεση κα ταστροφή τους. Έχουν μάλιστα καί κάποιο κοινωνικό πλεονέ κτημα, δτι ό άποκλειστικά ομοφυλόφιλος δέν εΐναι άναγκασμένος νά κρύβεται ούτε νά ύπόκειται σέ εκβιασμούς, ένώ ό άποκλειστικά έτεροφυλόφιλος δέν βρίσκεται σέ κατώτερη μοίρα, καί τό ίδιο συμβαίνει μέ δσους είναι κάπου άνάμεσα στούς δύο. ( Α ξιόπιστες έρευνες έντάσσουν τούς πιο πολλούς άπό εμάς σ’ αύτή τήν τελευταία κατηγορία, καί δέν έχουμε κανένα λόγο νά πιστεύ ουμε δτι οί άναλογίες στήν άρχαία ελληνική κοινωνία ήταν δια φορετικές.) Γιά τήν άρχαία Ελλάδα αύτό σήμαινε κυρίως δτι ή διφορούμενη κατάσταση άπό τήν οποία περνούν οί περισσότεροι νέοι παρατεινόταν.'Η παιδεραστία ήταν ενασχόληση νεαρών άντρών* άν έκαναν τό ίδιο οί πιο ήλικιωμένοι, διέτρεχαν τόν κίν δυνο νά θεωρηθούν γελοίοι ή ένοχλητικοί. Ό μέσος άντρας κατα λάγιαζε άρκετά εύκολα στήν οικογενειακή ζωή* καί κανείς εξοι κειωμένος μέ τήν ελληνική τέχνη ή ποίηση δέν θά έτεινε νά ύποτιμήσει τή δύναμη τής συζυγικής ή τής πατρικής στοργής πού ένιωθε ό μέσος "Έλληνας. 'Τπήρχαν άσφαλώς καί δυσάρεστες έντάσεις στήν υπόθεση αύ τή."Όποιο άγόρι ένέδιδε εύκολα τό θεωρούσαν θηλυπρεπές —μομ φή σοβαρή σέ μιά κοινωνία πού μαστιζόταν άπό τόν πόλεμο. Ή άποδοκιμασία γιά δποιον έμπορευόταν τά κάλλη του ήταν πολύ πιο έντονη άπό τήν άποδοκιμασία τής γυναίκας πόρνης, σέ τέτοιο βαθμό, ώστε στήν Αθήνα, άν μιά τέτοια κατηγορία εναντίον κά 1. Αύτό δέν θά επρεπε νά είναι, τόσο δύσκολο στήν έποχή μας, άλλά οί εκρήξεις π.χ. τού Γ. Οΐΐδΐιηουχ, ΤΗβ ανίΐίδαΐίοη ο/*ΟΓββββ (άγγλική μετά φραση 1965), σ. 308-309, δείχνουν δτι κάποια προειδοποιητική δήλωση μπορεΐ νά χρειάζεται άκόμη καί τώρα.
318
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
ποιου άποδεικνυόταν αληθινή, τό πρόσωπο αύτό άποκλειόταν άπό* τά δημόσια άξιώματα καί δέν ειχε δικαίωμα λόγου στήν εκκλη σία τοΰ δήμου. Σέ δικαν.ικούς λόγους ή κατηγορία αύτή προσά πτεται συχνά έναντίον τοΰ άντιδίκου, άν καί, συνήθως, χωρίς σο βαρά επιχειρήματα. Ό ενεργητικός ομοφυλόφιλος δέν έπέσυρε τήν άποδοκιμασία, άντίθετα μάλιστα μποροΰσε νά θεωρηθεί πιό άνδροπρεπής άπό κάποιον πού έτρεχε πίσω άπό τίς γυναίκες" άλλά άπό τόν πατέρα περίμεναν νά προστατεύσει τό γιρ του άπό τήν άποπλάνηση. 'Η ζωή τοΰ άγοριοΰ ήταν γεμάτη πιέσεις πού, στις άνώτερες τάξεις, μποροΰσε νά είναι σοβαρές. Γιατί, άν καί οί μαρτυρίες δέν δείχνουν δτι ύπήρχε άνιση κατανομή τοΰ ποσο στού ομοφυλοφιλίας άνάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, τά άνώτερα στρώματα τήν καλλιεργούσαν άναμφισβήτητα. Στόν Αριστοφάνη, ό όποιος, δπως σέ άλλα θέματα, έτσι καί σ’ αύτόκάθε άλλο παρά κρατούσε τή γλώσσα του, ό προσγειωμένος ήρωας δέν δείχνει μεγάλο ένδιαφέρον παρά μόνο γιά τυχαίες επα φές, ένώ οσοι είχαν έλεύθερο χρόνο καί χρήματα οχι σπάνια άναστέναζαν ρομαντικά ή φλέρταραν ξοδεύοντας πλουσιοπάροχα. Τά έμπόδια πρόσθεταν ιδιαίτερη αίγλη, δπως άκριβώς συμβαίνει σή μερα μέ τή μοιχεία μεταξύ τών πλουσίων σέ μιά κατηγορία σύγ χρονων μυθιστορημάτων, ένώ ή μοιχεία άνάμεσα στούς φτω χούς, πού είναι έξίσου συχνή, δέν έχει αύτά τά περιστασιακά θέλγητρα. Τή φιλοσοφική δικαίωση τής ομοφυλοφιλίας θά τή συναντή σουμε νά κινείται σ’ ένα ύψηλό, ρομαντικό επίπεδο: ό ώριμος άν τρας πού οδηγεί τό άγόρι στά μονοπάτια τής άρετής —μιά πνευ ματική σχέση πού ή σωματική έπαφή μόνο νά τή χαλάσει θά μποροΰσε—ή ό έραστής πού διαπρέπει στό πεδίο τής μάχης, για τί τά μάτια τοΰ άγαπημένου του είναι στραμμένα πάνω του. Ή άποδοκιμασία τής σωματικής ομοφυλοφιλίας άπό τόν Πλάτωνα, είναι χωρίς άλλο γνήσια, παρ’ δλη τή ρομαντική όμοφυλοφιλική άτμόσφαιρα πού περιβάλλει τό σκηνικό τών διαλόγων του. Ό υψηλός τόνος τοΰ Ξενοφώντα στήν περιγραφή τής σπαρτιατικής ζωής διαψεύδεται άπό τήν ιστορική του άφήγηση. Σέ μιά κοι νωνία δπου ή ομοφυλοφιλία ήταν κάτι συνηθισμένο καί καθόλου άξιόμεμπτο, θά χρειαζόταν υψηλή άρετή γιά νά ζεί κανείς σύμ φωνα μέ τό «πλατο^νικό» ιδεώδες. Στήν Αθήνα είναι φανερό δτι άσκοΰνταν στά άγόρια τής άνώ-
319
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τερης τάξης κάποια πίεση, πού άπό άποψη κοινωνικής πρακτι κής θεωρούνταν κάτι φυσιολογικό, άνάλογη μέ ΐήν πίεση πού άσκείται στά κορίτσια στίς πιο άνεκτικές κοινωνίες τής εποχής μας. Τά άγόρια ήταν, βέβαια, άπαλλαγμένα άπό τό φόβο μιας άνεπιθύμητης εγκυμοσύνης, τό άντιστάθμισμα δμως άπό τό δό σιμό τους σ’ έναν άντρα δέν ήταν ή σωματική εύχαρίστηση —στήν καλύτερη περίπτωση, άποκόμιζαν τό κοινωνικό οφελος πώς ε ί χαν ένδώσει σ’ έναν εραστή υψηλής περιωπής. 'Ωστόσο δέν είναι εύκολο νά βρει κανείς παραδείγματα βλαβερών επιπτώσεων πού δημιούργησε στά άγόρια ή πίεση αύτή. Θά μπορούσε νά άναφέρει κανείς τόν ίδιο τόν Αλκιβιάδη σάν προφανές παράδειγμα άνθρώπου πού τόν χάλασε στή νεότητά του ό γενικός έρωτικός θαυμα σμός, καί ήταν γεμάτος παραξενιές καί καμώματα τής μόδας, είναι δύσκολο δμως νά πιστέψει κανείς δτι θά ήταν στοιχείο λιγότερο ταραχοποιό, σέ μιά κοινωνία διαφορετικά οργανωμένη. Οί έκκεντρικότητές του εξισορροπούνταν άπό άναμφισβήτητες ικα νότητες, πράγμα πού οδήγησε τόν αύστηρό Θουκυδίδη νά τόν περιγράψει ώς «τόν άνδρα πού διαχειρίστηκε άριστα τά πολεμικά πράγματα»1 τής Αθήνας κατά τά δύσκολα χρόνια πρός τό τέλος του Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, Ή σταδιοδρομία του στήν ’Α θήνα έδυσε δχι άπό τά καμώματά του, τά περισσότερα άπό τά οποία ήταν άλλωστε άρκετά άκίνδυνα, άλλά άπό τή βαθιά ριζω μένη άπέχθειά του γιά τούς περιορισμούς πού επέβαλλε τό ίσχύον σύστημα. Τό προσωπικό του «μητρώο», οπου τά πιο σοβαρά παραπτώματά του ήταν οί έτεροφυλοφιλικές του περιπέτειες, δέν ή ταν καθαυτό τόσο έπιβαρυντικό, παρά μόνο στό βαθμό πού εμφα νιζόταν ώς μέρος ένός γενικότερου τρόπου συμπεριφοράς, πού έδειχνε στόν μέσο παρατηρητή δτι ήθελε κατά κάποιον τρόπο νά θέτει τόν εαυτό του πάνω άπό τό νόμο. Τήν εμπιστοσύνη τής πόλης μπόρεσε νά τήν κερδίσει γιά σύντομες μόνο περιόδους. 'Η έκζήτηση τής Αθήνας του 5ου αιώνα έχει τό πλησιέστερο παράλληλό της στά άνάλογα φαινόμενα τής ελισαβετιανής Α γ γλίας ή στήν Αναγέννηση τής δυτικής Εύρώπης γενικά, καί ό Αλκιβιάδης μοιάζει μέ ορισμένες άπό τις πιο εκκεντρικές προ σωπικότητες τής Αναγέννησης. ’Αποτελοΰσε άκραία περίπτωση τής άπερισκεψίας πού κυριάρχησε στήν ’Αθήνα πρός τά τέλη του 1 . [6 , 1 5 , 4 : κράτιστα διαθέντι τά τον πολέμου...]
320
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
5ου αιώνα, απερισκεψία πού οί άνθρωποι εκείνης τής εποχής ε ί χαν τήν τάση νά τήν άποδίδουν στις άνατρεπτικές διδασκαλίες μερικών σοφιστών, καί ή όποια άσφαλώς έντεινόταν άπό τίς ψυ χολογικές συνέπειες τοΰ μακροχρόνιου Πελοποννησιακοΰ Πολέ μου. 'Υπήρχαν κι άλλοι, δπως ό Κριτίας, ό όποιος πήγε μέ τό μέρος τής Σπάρτης, ήταν ηγέτης τής ολιγαρχίας τών Τριάκοντα τό 404 καί σκοτώθηκε σέ μάχη έναντίον τών δημοκρατικών —παρ’ δλες τίς ίκανότητές του, άποτελεΐ κι αυτός άλλη πληθω ρική καί άσυμβίβαστη προσωπικότητα. Τά πράγματα ήταν πολύ πιό ομαλά τά πρώτα χρόνια τοΰ 5ου αιώνα, στις μεγάλες, γεμά τες έλπίδα μέρες τής Αθήνας, δτάν ωρίμαζε ή δημοκρατία. Θά ήταν παραπλανητικό άν τοποθετούσαμε τή γέννηση τής άθηναϊκής δημοκρατίας μιά συγκεκριμένη στιγμή —άν άναλαμβάναμε στά σοβαρά μιά τέτοια προσπάθεια. Οί μεταρρυθμίσεις τοΰ Κλεισθένη τό 507 σημαδεύουν, δπως παρατηρεί ό 'Ηρόδοτος, τήν έπίσημη εμφάνιση τών βασικώ ν στοιχείων τοΰ καθε στώτος. Πρέπει δμως νά θεωρήσουμε δτι συντέλεσε έξίσου ή") έπίδραση πού είχε ή τυραννία στά θέματα τής χαλιναγώγησης ! τών εύγενών, τής ένοποίησης τής χώρας καί τής καλλιέργειας | τοΰ αισθήματος νά ένδιαφέρονται δλοι γιά τήν πολιτεία καί ! νά μή θεωροΰν δτι τό ενδιαφέρον αύτό άποτελεΐ προνόμιο μόνο ; τών μεγάλων οικογενειών. 'Η άνάπτυξη τής δημοκρατίας μετά τό 507 ήταν μιά συνεχής έξέλιξη, κάτι πού είχε νά κάνει μέ τήν αύξανόμενη αύτοπεποίθηση, μέ τή νοοτροπία τών πολιτών, άλλά καί μέ τίς νομοθετικές ρυθμίσεις. Αργότερα υποστηρίχτηκε δτι ή ναυτική νίκη στή Σαλαμίνα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο, γιατί οί κωπηλάτες συνειδητοποίησαν δτι αύτοί μάλλον καί οχι οί οπλί τες έσωσαν τήν πόλη καί δλη τήν Ελλάδα. Δέν μπορεΐ νά υπάρ ξει άμφιβολία δτι ό νέος καί συνεχώς μεγαλύτερος ρόλος τοΰ στό λου τόνωσε τήν αύτοπεποίθηση μιας τάξης οικονομικά άσθενέστερης άπό τήν τάξη τών οπλιτών. Οί μεταρρυθμίσεις στή δι καιοσύνη άπό τόν Εφιάλτη τό 462 έπισημάνθηκαν ώς ενα άλλο ορόσημο, καί οί αντίπαλοι τής δημοκρατίας άργότερα μεγαλο ποίησαν τά δυσάρεστα άποτελέσματα πού είχε γιά τήν Αθήνα ή άμοιβή γιά τή δικαστική ύπηρεσία. Έ τσ ι, βαθμιαία, τό σύστημα έφτασε στήν πλήρη άνάπτυξή του. Δέν ύπάρχουν πολλές ενδείξεις άντιπολίτευσης στά πρώτα στάδια, δταν ό Κλεισθένης είχε νικήσει τούς άμεσους άντιπάλους 21
321
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
του τό 507. Στήν αρχή δλοι μπόρεσαν νά ενωθούν καί νά άντισταθοΰν στίς απόπειρες τής Σπάρτης νά κυριαρχήσει στήν πόλη. Οί εσωτερικές πολιτικές άντιθέσεις βρίσκονταν σέ ύφεση κατά τή διάρκεια τών Περσικών Πολέμων, όταν ή Σπάρτη καί ή ’Α θήνα ήταν σύμμαχοι* τήν^ έποχή έκείνη ή Αθήνα είχε στρέψει δλη τήν προσοχή της στη διεξαγωγή πολέμου έναντίον τών Περ σών στήν ’ Ασία, πού άπαιτοΰσε έξίσου ναύτες καί στρατιώτες. Ό κυριότερος άρχηγός στόν πόλεμο αύτόν ήταν ενας πλούσιος αρι στοκράτης, ό Κίμων, ό γιός του Μιλτιάδη, του νικητή στή μάχη του Μαραθώνα τό 490* ό Κίμων συμβόλιζε άκριβώς τήν άπουσία άκόμη άνταγωνισμοΰ άνάμεσα στίς άνώτερες τάξεις καί στό στό λο. Οί έσωτερικές πολιτικές άντίθέσεις άναβίωσαν, δταν ό πό λεμος μέ τούς Πέρσες έ'φτασε στό τέλος του, καί άρχισε νά δημιουργεΐται ένταση στίς σχέσεις Αθήνας καί Σπάρτης. Ό Ε φιάλτης δολοφονήθηκε λίγο μετά τή θέσπιση τών μεταρρυθμίσεών του, καί μιά ολιγαρχική μικροσυνωμοσία άποκαλύφθηκε στήν ’Αθήνα κατά τή διάρκεια τής σπαρτιατικής έκστρατείας στό Βορρά τό 457* άλλά τίποτε άλλο δέν τάραξε τό πολίτευμα πριν άπό τό τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα, δταν άρχισαν νά ένεργοποιοΰνται κάπως σοβαρότερες άντιδημοκρατικές οργανώσεις. Ό δημοκρατικός μηχανισμός, στήν πραγματικότητα, έγινε εύ κολα αποδεκτός άπό τήν άνώτερη τάξη, δσο ή ίδια άποτελοΰσε άκόμη ολοφάνερα τήν άρχουσα τάξη, άσκώντας τήν κρατική έξουσία μέ άρχοντες καί στρατηγούς πού προέρχονταν άπό τούς κόλπους της. 'Η δυσαρέσκεια δημιουργήθηκε μετά τό θάνατο του Περικλή καί τήν άνοδο στήν έξουσία πολιτικών ήγετών πού δέν άνήκαν στίς οικογένειες του κατεστημένου. Ό πρώτος, καί άπό τούς πιο δεινούς, ήταν ό δημαγωγός Κλέων, πού τόν κατηγορού σαν μόνιμα ώς βυρσοδέψη —ενα ταπεινό καί δύσοσμο επάγγελμα. Τούς περισσότερους δημαγωγούς τούς στιγματίζουν τώρα άποκαλώντας τους έπαγγελματίες του ένός είδους ή του άλλου, άν καί ήταν άνθρωποι πλούσιοι λόγω κληρονομιάς, συνεπώς είχαν στή διάθεσή τους έλεύθερο χρόνο, καί κατά κανέναν τρόπο δέν προέρχονταν άπευθείας άπό τις τάξεις τών άπλών άνθρώπων. Γνωρίζουμε καλά δτι ό πατέρας του Κλέωνα ήταν πλούσιος, ένώ άκόμη καί ή άκραία περίπτωση, ό Κλεοφών, πού κατά τήν άρ χαία γραμματεία κατασκεύαζε λύρες καί δέν είχε πατέρα, άποδεικνύεται τώρα δτι ήταν γιός ένός άξιοσέβαστου στρατηγού, πού
322
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Α Ξ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
έδρασε τήν πρώτη περίοδο τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου. Ω στόσο, πρόκειται γιά πρώην εμπορικές οικογένειες πού πρόσφατα είχαν άνέλθει κοινωνικά καί ίσως έξακολουθοΰσαν άκόμη νά έ χουν εισοδήματα άπό κληρονομημένα εργαστήρια, μέ κάποια εμ πορική παράδοση πίσω τους. Ή έμφάνισή τους εκείνη τήν επο χή άντικατοπτρίζει τήν αυξημένη πολυπλοκότητα τών δημόσιων ύποθέσεων, διοικητικών άλλά καί καθαρά πολιτικών, καθώς ή Αθήνα άναμιγνυόταν δλο καί περισσότερο στή διαχείριση τών ύποθέσεων τής περιοχής τοΰ Αιγαίου γενικά. Ή άρχουσα τάξη τοΰ πρώτου μισοΰ τοΰ αιώνα έπαρκοΰσε γιά τίς παραδοσιακές άνάγκες, άλλά τά μέλη της δέν είχαν τήν πείρα γιά τίς νέες αυτές άπαιτήσεις. Ό Περικλής, πού κι αύτός ήταν εύγενικής καταγω γής, ήταν πασίγνωστος γιά τήν έμμονη προσήλωσή του στις δη μόσιες ύποθέσεις, ένώ παραμελούσε κάπως τίς συνηθισμένες κοι νωνικές του ύποχρεώσεις. Τά χνάρια του άκολούθησαν οί έπαγγελματίες πολιτικοί, πού δέν είχαν οικογενειακή παράδοση πίσω τους* οί πολιτικοί αύτοί στηρίχτηκαν στήν ύποστήριξη τών λαϊ κών μαζών καί κατηγορήθηκαν δτι έκμεταλλεύτηκαν τίς προκα ταλήψεις καί τή δυσπιστία τοΰ λαοΰ στήν άνώτερη τάξη. Ά λλά χωρίς αύτούς δύσκολα θά μποροΰσε νά διεκπεραιωθοΰν οί δη μόσιες υποθέσεις πού έπρεπε νά διεκπεραιωθοΰν. Οί παλιές οικογένειες δέν είχαν χάσει καθόλου τά έρείσματά τους. Τά πλούτη καί τό δν-ομα έξακολουθοΰσαν νά άποτελοΰν πο λύτιμα προσόντα, γιά τά οποία ύπερηφανεύονταν στούς δικανικούς λόγους καί τά όποια βοηθούσαν ειδικά κατά τήν εκλογή σέ θέσεις πού ήταν άκόμη αιρετές. Ό τελευταίος τομέας στόν οποίο θά εισβάλουν οί έπαγγελματίες ήταν ό στρατός, δπου οί γόνοι τών άριστοκρατικών οικογενειών, δπως μεταγενέστερα οί εύγενείς σέ άλλα έθνη, ένιωθαν μεγάλη άνεση καί διεκδικοΰσαν τό δι καίωμα νά διοικούν. Τό τόλμημα τοΰ Κλέωνα νά γίνει στρατη γός, πού κατέληξε στήν ήττα καί στό θάνατό του στήν Ά μ φίπολη τό 422, δέν ένθάρρυνε τή μίμηση* καί ό κυριαρχικός ρόλος τής παραδοσιακής άρχουσας τάξης στά στρατιωτικά άξιώματα ύποχώρησε οχι έξαιτίας τών δημαγωγών, άλλά έξαιτίας τής άνόδου τών έπαγγελματιών ήγετών μισθοφορικών σωμάτων. Ά π ό δποια τάξη καί άν προέρχονταν οί ήγέτες* τά έργα έπρεπε τώρα νά γίνονται, καί νά φαίνεται δτι γίνονται, άπό τόν άθηναϊκό λαό. Αύτό ίσχυε 6χι μόνο γιά τίς πολιτικές άποφάσεις, άλλά καί
323
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
(” γιά τήν άνέγερση ναών καί άλλων κτιρίων καί γιά τήν τέλεση | έορτών. Καί έδώ πάλι, τό δρόμο τόν είχε άνοίξει ή τυραννία, πού 1 συγκέντρωνε τήν προστασία καί τόν έλεγχο σ’ ενα μόνο πρόσωπο. Ό ,τ ι έχτισε στήν ’Αθήνα ό Πεισίστρατος καί οί γιοι του θεω ρούνταν άπό τό λαό προσωπικό τους έπίτευγμα. "Όταν ό Κίμων στή δεκαετία 470-460 έπισκεύασε τό νότιο τείχος τής Άκρό\ πόλης μέ τά λάφυρα πού κέρδισε άπό τούς Πέρσες, μπορεΐ νά έI λεγαν δτι ήταν δικό του έργο, άλλά είναι κιόλας κάτι διαφορε] τικό, γιατί χρησιμοποίησε δημόσια χρήματα άπό μιά νίκη πού | κερδήθηκε υπό τήν ήγεσία του. Γιά τον Παρθενώνα, πού άρχι σε νά άνεγείρεται τό 447, υπεύθυνος ήταν ό Περικλής, ώς άρ χοντας πού τόν διόρισε ό δήμος. Κατά τόν ίδιο τρόπο είχαν ορι στεί υπεύθυνοι καί στά άλλα μεγάλα δημόσια έργα έκείνης τής εποχής. Τά χρήματα πού ξοδεύονταν γ ι’αύτά ήταν δημόσια, καί δέν θά μπορούσε νά άνεγερθοΰν τόσο πολλά καί ώραΐα κτίρια χω ρίς τούς φόρους πού πλήρωναν στήν ’Αθήνα οί σύμμαχοι. Οί πλούσιοι κατέβαλλαν εισφορές μέ άλλους τρόπους. Ή ά μεση φορολογία, πού άποφασιζόταν μέ ψηφοφορία κατά άκανόνιστα διαστήματα, ώστε νά άντιμετωπίζονται έπείγουσες άνάγκες, δέν ήταν στό σύνολό της βαριά, σέ σύγκριση μέ τά σημερινά δεδομένα* έπιβαλλόταν δμως μέ βάση τό κεφάλαιο καί δχι τό ει σόδημα, καί μόνο σέ άνθρώπους μέ σημαντική περιουσία. Οί άν θρωποι αύτοί ήταν έπίσης ύπόχρεοι ένας ένας μέ τή σειρά γιά ένα πλήθος δημόσιες υπηρεσίες πού τις πλήρωναν άπό τήν τσέπη τους, ύποχρεώσεις πού λέγονταν ((λειτουργίες». Μερικές άπο αύ τές ήταν τακτικές, καί μπορούσε κανείς νά τις προβλέψει, δπως ή προετοιμασία χορωδιών γιά κάποια ετήσια γιορτή, γιά τήν ό ποια έπρεπε νά βρεθεί «χορηγός», άλλιώς ή γιορτή δέν θά ήταν δυνατό νά τελεστεΐ. Ά λλες λειτουργίες ήταν έκτακτες, δπως, ή κατ’ ονομα διακυβέρνηση ένός πλοίου [τριηραρχία] σέ καιρό πο λέμου. Αύτό στήν πράξη σήμαινε δαπάνες γιά τή συντήρηση καί τις επισκευές του, ενώ τό δημόσιο πρόσφερε τό σκάφος μέ τήν έξάρτυσή του καί τόν βασικό μισθό του πληρώματος* ό τριήραρ χος δμως μπορεΐ νά διαπίστωνε δτι στό σκάφος ύπήρχαν ελλεί ψεις πού έπρεπε νά διορθωθούν, άλλιώς τό δημόσιο θά έπαιρνε πίσω τό πλοίο σέ χειρότερη κατάσταση άπ’ δ,τι τό παρέδωσε. Τά έξοδα διέφεραν πολύ άπό λειτουργία σέ λειτουργία. Είναι δύσκολο νά πει κανείς μέ βεβαιότητα πόσο δυσβάσταχτο ήταν
324
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Α Ξ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
τό βάρος πού έπωμίζονταν τά άτομα, πολύ περισσότερο άφοΰ υ πάρχει κάποια άβεβαιότητα ώς πρός τήν άνταπόκριση τών λει τουργών. Ά πό τή μιά μεριά ή λειτουργία ήταν εύκαιρία νά έπιδείξει κάποιος τά πλούτη καί τόν πατριωτισμό του, σέ σημείο μερικές λειτουργίες νά τίς άναλαμβάνουν κάποτε εθελοντικά* έπί σης οί λειτουργίες ήταν μιά μορφή έξασφάλισης άπό άλλες ένοχλήσεις, γιατί ένας πλούσιος κατηγορούμενος μποροΰσε νά υπεν θυμίσει στό δικαστήριο τά ποσά πού είχε δαπανήσει σέ λειτουρ γίες καί νά υποστηρίξει δτι τό δικαστήριο δφειλε νά ξεπληρώσει τό χρέος τής πόλης πρός αύτόν άθωώνοντάς τον. Ά πό τήν άλλη μεριά, οί λειτουργίες ήταν άσφαλώς επιβάρυνση, πού καμιά φορά ήταν δυσβάσταχτη γιά δσους είχαν λιγότερα μέσα, δπως φαί νεται άπό διάφορες απόπειρες άνακατανομής τους. Ά ν χρειαζό ταν, μποροΰσε κανείς νά υποδείξει κάποιον πού κατά τή γνώμη του βρισκόταν σέ καλύτερη οικονομική θέση γιά νά άναλάβει τή δαπάνη, καί νά τόν Ήροκαλέσει σέ έκτίμηση τής περιουσίας τοΰ καθενός τους μέ τή διαδικασία πού ονομαζόταν άντίδοσις, καί άποτελοΰσε, στήν κυριολεξία, άνταλλαγή τών περιουσιών τους. Οί θρήνοι τοΰ γέροντα ρητοροδιδασκάλου Ισοκράτη, πού τοΰ έγινε μιά άπό αύτές τίς προκλήσεις γιά «άντίδοση», % δέν άποτελοΰν τυπική άντίδραση* γιατί, παρ’ δλες τίς ποικίλες άντιδράσεις πού προκαλοΰσε ή περίπτωση, ή φορολογία έξακολουθοΰσε νά μήν είναι άνησυχητικά δυσβάσταχτη —καί, άντίθετα άπό τό σημε ρινό άτομο πού φορολογείται μέ βάση τό εισόδημα, ό πλούσιος *Αθηναίος μποροΰσε νά δεί, καί νά δείξει καί σέ άλλους, γιά ποιο σκοπό πλήρωνε φόρο. 'Η έξάσκηση στή μουσική καί στό χορό χρησίμευε γιά διά φορους τοπικούς διαγωνισμούς καί άλλες γιορτές, άλλά τό κύριο ένδιαφέρον μας πρέπέι νά στρέφεται πάντοτε στις διονυσιακές γιορτές, στις οποίες διαγωνίζονταν οί τραγικοί καί οί κωμικοί ποιητές* οί διαγωνιζόμενοι έκλέγονταν άπό τόν επώνυμο άρχον τα, καί τήν παράσταση τή χρηματοδοτοΰσαν λειτουργοί. Οί άπαρχές τής τραγωδίας, δποια κι άν ήταν ή καταγωγή αύτοΰ του μοναδικοΰ άθηναϊκοΰ είδους, βρίσκονται στά χορικά άσματα καί τούς μίμους, πού έκτελοΰνταν πρός τιμήν τοΰ Διονύσου. 'Η κύ- ; ρια γιορτή, τά έν άστυ Διονύσια,1 άναπτύχθηκαν ή διευρύνθηκαν^ 1. [Λέγονταν καί μεγάλα Διονύσια, σέ διάκριση πρός τά κατ’ άγρούς ή μικρά Διονύσια.]
325
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΐτόν 6ο αιώνα καί ένισχύθηκαν, άν καί προφανώς δέν καθιερώ θ η κ α ν , άπό τούς τυράννους. Στίς άρχές του 5ου αιώνα τά έργο είχαν ήδη πάρει τή γνωστή τους μορφή, μέ τρεις υποκριτές καί χορό. Σώζονται επτά ολόκληρα δράματα του Αισχύλου, πού είχε πολεμήσει στόν Μαραθώνα τό 490 καί έγραφε άκόμη στή δεκαε τία 460-450, καί επτά του Σοφοκλή, πού ή σταδιοδρομία του άρχισε τή δεκαετία 470-460 καί συνεχίστηκε ώς τό τέλος σχεδόν του αιώνα. Του Ευριπίδη, νεοτεριστή ποιητή πού σκανδάλιζε τούς θρήσκους καί άποτελουσε συνεχή στόχο τών κωμικών ποιη τών ώς τό θάνατό του τό 406 καί άργότερα, σώζονται κατά τύχη περισσότερα έργα, δεκαεννέα. 5Αλλά αύτά είναι δλα κι δλα πού έμειναν άπό έναν συνολικό άριθμό κάπου 300 τραγωδιών, πού σώζονταν ώς τούς ελληνιστικούς χρόνους. Ή μουσική καί ό χο ρός ήταν αναπόφευκτο νά χαθούν έντελώς, στερώντας μας έτσι ένα μεγάλο μέρος τής εντύπωσης πού θά π*ροκαλούσαν οί πρώτες αύτές παραστάσεις. Οί γιορτές στούς κλασικούς χρόνους ήταν άμιγέστερα καί πιο συνειδητά γιορτές τής πόλης. Στά τέλη του 6ου αιώνα καί στίς άρχές του 5ου ό Σιμωνίδης καί ό Πίνδαρος έγραφαν χορικά λυ ρικά ποιήματα, τό ίδιο συχνά γιά πόλεις ώς συγκροτημένες πο λιτικές ενότητες, δσο καί γιά τυράννους καί άλλους ιδιώτες πά τρωνες. Ή άττική τραγωδία σέ μεγάλο βαθμό άποτελουσε προ βολή τής πόλης τής Αθήνας πρός τά έξω καί συχνά άναφερόταν καθαρά στή δόξα τής πόλης. Ά λλά μολονότι ή δημοκρατία εύνόησε άρκετά τήν τραγωδία, τό καλλιτεχνικό αύτό είδος δέν μπορεΐ νά χαρακτηριστεί άπλώς δημοκρατικό. Οί ίδιοι οί ποιη τές άνήκαν στήν άνώτερη τάξη —ό Σοφοκλής μάλιστα ειχε ε κλεγεί στρατηγός τό 440. Τις υποθέσεις, έκτός άπό ελάχιστες έξαιρέσεις, τις άντλοΰσαν άπό τό κοινό άπόθεμα μύθων, καί άναφέρονταν σέ βασιλιάδες καί σέ βασιλικές αύλές: αύτό σήμαινε δτι ή έκβαση σέ γενικές γραμμές ήταν γνωστή, πριν νά άρχίσει τό έργο, άν καί ό ποιητής ήταν έλεύθερος νά αύτοσχεδιάζει ή νά τροποποιεί τις λεπτομέρειες. 'Η μορφή είναι περίεργα ά καμπτη: ένας εισαγωγικός πρόλογος, χορικά λυρικά μέ έπιτηδευμένη, άστραφτερή ομορφιά (καί πολύ περίπλοκο συντακτικό), πού δίνουν τή θέση τους σέ Ισχυρή έπιχειρηματολογία στούς δια λόγους άνάμεσα στούς ύποκριτές, σέ πολύ ύψηλό επίπεδο ^γενί κευσης* καί ή καταστροφή, συχνά μέ τή μορφή άφήγησης άπό
326
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ ΚΑ Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Τ Α ΞΕΙΣ
κάποιον αγγελιοφόρο. ι Η γλώσσα κινείται σέ υψηλό έπίπεδο έν τεχνης ποιητικής διατύπωσης, άκόμη καί στά χέρια τοΰ Ευρι πίδη, πού ισχυριζόταν, ή τόν κατηγοροΰσαν δτι ισχυριζόταν, πώς έ'χει υποβιβάσει τή γλώσσα τής τραγωδίας στό έπίπεδο τοΰ κοινοΰ λόγου. 'Η τραγωδία στό σύνολό της είναι σύνθετο φαινόμενο καί δέν μπορεΐ νά περιγράφει συνοπτικά, άκόμη καί άν θελήσουμε νά άποφύγουμε κάθε άπόπειρα νά συζητήσουμε τήν ποιητική της άξια καί μόνο. Δέν άποκλείεται έντελώς άπό τήν τραγωδία ό κό σμος τής έποχής της, καί βρίσκουμε σ’αύτήν προϊστορικούς βα σιλιάδες νά δείχνουν άξιοσημείωτο σεβασμό στις άπόψεις, ή ά κόμη καί στήν ψήφο, μιας λαϊκής συνέλευσης. Ιδιαίτερα ό Αι σχύλος ξεφεύγει μερικές φορές άπό τό ηρωικό πλαίσιο καί σχο λιάζει τήν έπικαιρότητα: οί Ευμενίδες του, μέ τήν περιγραφή τής ίδρυσης τοΰ ’Αρείου Πάγου ώς δικαστηρίου πού θά δικάσει τόν κατηγορούμενο γιά φόνο Όρέστη, διδάχτηκαν τήν άνοιξη τοΰ 458, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά τήν πολυσυζητημένη άναμόρφωση τοΰ Άρείου Πάγου άπό τόν Εφιάλτη* ή τραγωδία αύτή άποτελεΐ, άνάμεσα σέ άλλα, καί τοποθέτηση στό θέμα τών άντιρρήσεων πού προκάλεσε ή μεταρρύθμιση. Ωστόσο, αύτές οί πε ριπτώσεις άποτελοΰν εξαίρεση. Τό μόνιμο ένδιαφέρον τής τρα γωδίας στρέφεται σέ προσωπικές συγκρούσεις, σέ θέματα εξου σίας καί κατάχρησής της, ύπακοής ή άνυπακοής στή θέληση τών θεών, άνθρώπινου πάθους καί συμφοράς. Τά πρόσωπα τών έρ γων είναι ήρωες σέ μέγεθος μεγαλύτερο άπό τό φυσικό, πού έμπλέκονται σέ δύσκολες καί καμιά φορά φρικιαστικές καταστά σεις, στις όποιες άντιδροΰν ήρωικά, σύμφωνα μέ τόν κώδικα συμ περιφοράς καί τήν αίσθηση τής τιμής πού κληρονόμησαν άπό τόν κόσμο τοΰ έπους. Ό μέσος άνθρωπος δέν μποροΰσε νά ζεΐ σ’αύτό τό έπίπεδο* άκόμη καί άριστοκράτες σέ περιορισμένο μόνο βαθμό.μποροΰσαν νά τρέφουν τέτοια αίσθηση τιμής, σ’ εναν κόσμο πού τόν όροθετοΰσαν λιγότερο άνταγωνιστικές καί περισσότερο συναγωνιστικές αρετές. Τό ήθος τής πόλης ποΰ καί ποΰ εμφανίζεται μέσα άπό τό ήρωικό οικοδόμημα* καί οί μακροσκελείς άξιομνημόνευτες γενικεύσεις, άπό τίς όποιες βρίθει ή τραγωδία, είχαν συχνά εφαρ μογή τόσο στή σύγχρονη ζωή δσο καί στήν ηρωική. Τό χάσμα δμως παραμένει, καί ή τραγωδία, σέ σημαντικό βαθμό, ήταν ά-
327
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
πεικόνιση ένός διαφορετικού κόσμου. Αύτές ήταν οί ιστορίες πού είχαν γαλουχήσει τό θεατρικό κοινό, στό όποιο άρεσαν τόσο τό θέαμα πού του προσφερόταν, δσο καί τά άδιάλλακτα αισθήματα καί τά στερεότυπα επιχειρήματα. ΛΩς έ'να βαθμό είναι κατανο ητό γιατί ή δημοκρατία έπρεπε νά ύποστηρίζει ένα διαγωνισμό θεατρικών έργων μέ πρωταγωνιστές ήρωες, άκριβώς δπως είναι έντελώς φυσικό δτι έπρεπε νά άνεγείρει πάνω στήν Ακρόπολη έναν οίκο γιά τήν πολιούχο θεά* άλλά ή ύψηλή ποιότητα τής άττικής τραγωδίας καί του Παρθενώνα είναι κάτι πού δέν θά μπο ρούσαμε νά τό προβλέψουμε —ένα δώρο πού δέν δικαιούμαστε νά τό περιμένουμε. *Η άρχιτεκτονική καί ή γλυπτική έπιδιώκουν τήν ϊδια ύψηλή ήρωική έκφραση. Καί οί δύο αύτές τέχνες ύπηρετούσαν τούς θε ούς καί τό κράτος* ή οικιακή άρχιτεκτονική δέν είχε πετύχει σπουδαία πράγματα πριν άπό τά μέσα του 4ου αιώνα, δταν ό Δημοσθένης παραπονεΐται δτι οί μεγάλοι άνδρες τής Αθήνας δέν είναι πιά ικανοποιημένοι άπό τήν άπλότητα τών προηγούμενων έποχών* ουτε τά άγάλματα κατασκευάζονταν γιά συλλογές ιδιω τών φιλοτέχνων, δπως θά κατασκευάζονταν ή θά άντιγράφονταν γιά πλούσιους Ρωμαίους. Οί τέχνες αύτές δέν γίνονταν άντικείμενο δημόσιων διαγωνισμών, δπως ή ποίηση καί ή μουσική. Κα τά τήν κλασική εποχή, τό κράτος ήταν εκείνο πού έδινε τις πα ραγγελίες σέ άρχιτέκτονες καί σέ γλύπτες, καθορίζοντας τούς δρους του γιά τά έργα. Μερικές πηγές άπό τήν ’Αθήνα άναφέρονται σέ τέτοιου είδους συμφωνίες καί στό διορισμό δημόσιων άξιωματούχων γιά τήν έπίβλεψη τής έκτέλεσης τών έργων, καί άκόμη περισσότερες άναφέρονται σέ άπολογισμούς τών άξιωματούχων αύτών, πού έχουν χαραχτεί σέ πέτρα μέ δλες τις λε πτομέρειες γραμμένες προσεχτικά, δπως άπαιτοΰσε ή άθηναϊκή δημοκρατία. Οί μεγάλοι γλύπτες ήταν άνθρωποι πού τό 8νομά τους έμενε στή μνήμη τών άνθρώπων —πριν άπό αύτούς κανένας καλλιτέχνης δέν είχε ποτέ ύπογράψει έργο μέ τό 8νομά του— καί ήταν άτομα κάποιας περιωπής, πού ζοΰσαν στίς παρυφές τουλά χιστον τής κοινωνίας τών εύγενών (ό Δαίδαλος, πού δούλεψε γιά τό βασιλιά Μίνωα τής Κρήτης, ήταν πρόσωπο έδραιωμέν^, στή μυθολογία). Τό ίδιο ίσχυε καί γιά τούς μεγάλους άρχιτέκτονες, ένώ ό πολεοδόμος του 5ου αιώνα 'Ιππόδαμος ό Μιλήσιος ήταν συνάμα καί θεωρητικός τής πολιτικής, πού ό Αριστοτέλης θεώ-
328
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕΙΣ
ρησε δτι άξιζε τόν κόπο νά κρίνει τις άπόψεις του. Α ντίθετα, οί άγγειοπλάστες καί άγγειογράφοι, καθώς καί άλλοι ,μικροί τεχνί τες πού δούλευαν γιά ιδιώτες πελάτες, δέν μνημονεύονται μέ τό 6νομά τους στήν άρχαία γραμματεία. Πρόκειται γιά έπαγγελματίες χαμηλότερου επιπέδου, μερικοί άπό τούς οποίους είναι άρκετά σίγουρο δτι ήταν δούλοι* άνάμεσά τους δμως ύπήρχαν καί άξιοθαύμαστοι καλλιτέχνες, καί γνωρίζουμε τό ονομα άρκετών, για τί καί αύτοί έπίσης υπέγραφαν τά έργα τους. Είναι δύσκολο νά φανταστούμε δτι ντόπιοι ή ξένοι άγοραστές δέν θά ήταν υπερή φανοι νά επιδεικνύουν ενα άγγεΐο διακοσμημένο άπό έναν άγγειογράφο σάν τόν Έξηκία. 'Η γλυπτική, πού διακοσμούσε ναούς καί δημόσια οικοδομή ματα, άντλούσε τά θέματά της σχεδόν άποκλειστικά άπό τό ΐδιο μυθολογικό ύλικό άπ’ δπου άντλούσε τις ύποθέσεις της ή άττική τραγωδία, μέ εύλογη τήν προτίμηση σέ θέματα κατάλληλα κατά τόπους. Εξαίρεση άποτελεΐ ή ζωφόρος πού περιέβαλλε τόν Παρ θενώνα στήν ’Αθήνα, πού είκονίζει τις προετοιμασίες γιά τή με γάλη πομπή τών Παναθηναίων καί τήν ΐδια τήν πομπή. Φαί νεται δτι είναι συλλογικό έργο μιας ομάδας άπό τεχνίτες, στούς όποιους πρέπει νά υποθέσουμε δτι ένας μόνο γλύπτης, ό Φειδίας ή κάποιος άλλος, ειχε δώσει τό βασικό σχέδιο. Είναι έξαιρετικά πολύτιμο γιά μάς, δχι μόνο ώς έργο έξοχης τέχνης άλλά καί ώς κοινωνικό ντοκουμέντο μοναδικό στό είδος του* θά ήταν δμως ίσως άνησυχητικό γιά τό έλληνικό αίσθημα τό γεγονός δτι σέ αύτό τό έργο δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στούς ίεροτελεστές καί λιγότερη στούς θεούς πού ήθελαν νά τιμήσουν. Ωστόσο, τό μεγαλειώδες αύτό έργο πρέπει νά ήταν πολύ δύ σκολο νά τό δει κανείς στήν άρχική θέση δπου εΤχ£ τοποθετηθεί, κάτω άπό· τό γείσο τού μεγάλου ναού. Πρέπει έπίσης νά μήν ξε χνούμε δτι τά κτίρια τών οποίων σώζονται τμήματα πάνω στήν Ακρόπολη —ό Παρθενώνας, τό Έρεχθεΐο καί τά Προπύλαια— δέν δέσποζαν τόσο πολύ στό χώρο τότε, δπως συμβαίνει μέ τά έρείπιά τους σήμερα. Απομονωμένοι ναοί στήν ύπαιθρο μπορεΐ" πράγματι νά εντυπώσιαζαν μέ τό άρχιτεκτονικό ΰφος πού ά πό ένστικτο θεωρούμε δτι ταιριάζει σέ ένα μνημειακό κτίριο: ό ναός τού Απόλλωνα στίς Βάσσες πάνω στά βουνά τής δυτικής Αρκαδίας, τής Α φαίας Άρτεμης στή δασώδη άνατολική άκρη τής Αίγινας, καί ίσως τού Ποσειδώνα στό άκρωτήριο Σούνιο*
329
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στά νότια της Α ττικής. Στούς σπουδαιότερους δμως χώρους, ή μακρόχρονη ιστορία καί οί άπαιτήσεις λατρείας καί άφιερωμάτων προκαλούσαν άκατάστατη συσσώρευση συνωστισμένων κτι ρίων, πού άμβλυναν σοβαρά τή μνημειακή εντύπωση. Ά πό τά θεμέλια πού σώζονται στόν κύριο περίβολο τών Δελφών μπο ρούμε νά φανταστούμε πώς θά ήταν ό χώρος μέ τά υψωμένα κτί ρια καί τά αγάλματα στά βάθρα τους, άν καί έδώ ή άπότομη πλα γιά θά πρέπει νά έδινε πάντα στόν μεγάλο ναό τού Απόλλωνα τήν ύπεροχή πού τού αρμόζει. Ά πό τό άλλο μέρος, ό βράχος τής Ακρόπολης στήν Αθήνα έχει άπογυμνωθεΐ σέ τέτοιο σημείο, πού μάς είναι δύσκολο σήμερα νά φανταστούμε τι οψη είχε τό συγκρότημα τών κτιρίω ν τότε δέν είχε κανείς τή δυνατότητα νά ατενίσει πρός τά πάνω καί νά δει τόν Παρθενώνα —ύπήρχαν έκεΐ δχι μόνο οί πολυάριθμοι δευτερεύοντες ναοί καί τά περίοπτα α γάλματα, άλλά καί πλήθος μικρότερα άφιερώματα, κρατικά ψη φίσματα χαραγμένα σέ πέτρινες στήλες, καί δλα τά άλλα συμπαρομαρτούντα πού καθιστούσαν τή στενή αύτή περιοχή μία άπό τίς κεντρικές εστίες τής άθηναϊκής ζωής. Οί δευτερεύουσες τέχνες μπορούν νά μάς φέρουν πιό κοντά στόν μέσο άνθρίοπο, καί ειδικά ή άγγειογραφία. Έδώ οί ποιητι κές σκηνές τού μύθου καί τής τραγωδίας εναλλάσσονται μέ ει κόνες άπό τήν καθημερινή ζωή, τό σχολείο ή τό συμπόσιο ή κα μιά φορά τό έργαστήρι δπου κατασκεύαζαν άγγεΐα ή αγάλματα. Απόηχους τής κοινωνικής ζωής τής έποχής μπορούμε νά βρούμε στήν άττική κωμωδία, υπό τόν δρο δτι θά πάρουμε ύπόψη μας τίς συμβάσεις καί τούς στόχους της, πού δέν ήταν νά άντικατοπτρίζει άπαράλλαχτα τή φύση. Σώζονται έντεκα ολοκληρωμένα έργα τού Αριστοφάνη. Τά άποσπάσματα άπό άλλους ποιητές είναι άρκετά γιά νά αποδειχτεί ή γενική ομοιότητα τών έργων τους, άλλά τά άποσπάσματα είναι δύσκολο νά ερμηνευτούν χωρίς τά συμφραζόμενά τους, καί είναι επισφαλές νά προσπαθεί κανείς νά προσδιορίσει τίς διαφορές τού Αριστοφάνη άπό τούς άνταγωνιστές του. "Οποια καί άν είναι ή άπώτατη καταγωγή της, ή κω μωδία στήν άκμή της, στό τελευταίο τρίτο τού 5ου αιώνα, ήταν μιά κεφάτη διασκέδαση, γεμάτη χοντροκομμένα άστεΐα καί αι σχρολογίες, πού έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον γιά τή σύγχρονή της πολιτική ζωή, διέθετε πνευματική ζωντάνια καί ύπέθετε δτι ση μαντικό μέρος τών θεατών θυμόταν στίχους άπό πρόσφατα δρά
330
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Α Ξ ΙΕ Σ ΚΑ Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤχΥΞΕΙΣ
ματα τοΰ Εύριπίδη —άν καί οί φιλοσοφικές ιδέες καί τά γνωμικά άπό τίς τραγωδίες τοΰ Εύριπίδη έχουν σχέση μέ τήν κω μωδία μόνο στό βαθμό πού μπορούσαν νά γελοιοποιηθοΰν* έξάλλου ό κωμικός ποιητής ένδιαφερόταν περισσότερο νά βρει στό χους γιά πολιτική σάτιρα παράνά υποδείξει κάποια συγκεκριμέ νη πολιτική γραμμή. Στό πολιτικό έπίπεδο ό Αριστοφάνης δίνει πολύ εύκολότερα λαβή γιά παρεξηγήσεις. Ά πό τήν άπόλαυση μέ τήν όποια κακο μεταχειρίζεται τόν Κλέωνα, είναι πάρα πολύ εύκολο νά συμπεράνουμε δτι ήταν συντηρητικός τής παλιάς σχολής* άλλά δσοι δέ χονται αύτή τήν άποψη όδηγοΰνται σέ άπίθανες καί στραβές ερ μηνείες τοΰ γεγονότος δτι ό Αριστοφάνης ήταν πολύ δημοφιλής σέ θεατές πού κατά κανόνα ψήφιζαν τίς εισηγήσεις τοΰ Κλέωνα. Δέν υπάρχει αμφιβολία δτι είχε προσωπική άντιδικία μέ τόν Κλέο^να, ό όποιος τόν έ'συρε σέ δίκη ένώπιον τής βουλής μέ τήν κατηγορία δτι τό δεύτερο έ'ργο του, πού διδάχτηκε τό 426,1 πρό σβαλε τούς άρχοντες τής πόλης σέ γιορτή δπου παρευρίσκονταν καί ξένοι. Δέν φαίνεται νά επιβλήθηκε στόν ποιητή καμία ποινή, καί τό μόνο άποτέλεσμα αύτής τής άντιδικίας ήταν νά έπανέλθει ό Αριστοφάνης μέ μεγαλύτερη σφοδρότητα στήν έπίθεσή του έ ναντίον τοΰ Κλέωνα, μέ τούς 'Ιππείς, τό 424. Έδώ ό Δήμος, ό λαός, παριστάνεται σάν κουφός καί δύστροπος γέρος, πού τόν ε ξουσιάζει έντελώς ό φωνακλάς καί κτηνώδης άρχιδοΰλος, ό ό ποιος παριστάνει τόν Κλέωνα. Τό γιατρικό είναι νά βρει κάποιον άλλο, πού νά μπορεΐ νά τόν ξεπερνά σέ χυδαιότητα: εναν άλλαντοπώλη, ό όποιος συνάπτοντας μιάν άπίθανη συμμαχία μέ τό χορό τών ιππέων νικά τόν κοινό τους εχθρό, τόν Κλέωνα. Σέ μιά τε λική σκηνή μεταμόρφωσης ό Δήμος ξανανιώνει καί ξαναβρίσκει τούς προγονικούς του τρόπους μέ τή βοήθεια τοΰ άλλαντοπώλη, πού κατά κάποιον άνεξήγητο τρόπο έ'χει προσχωρήσει κι αύτός στήν παλιά καλή κατάσταση τών πραγμάτων. Είναι άξιοσημείωτο δτι ό Κλέων γίνεται στόχος έπίθεσης γιά λόγους κυρίως κοινωνικούς, δηλαδή γιά τήν ταπεινή του κατα γωγή καί τή συμπεριφορά του. Οί πολιτικές του δραστηριότη τες, ή συνεχής άπομύζηση τών πλουσίων καί ή οικονομική πίεση πάνω στούς συμμάχους, δλα άναφέρονται άπλώς άποδοκιμαστι1. [Πρόκειται γιά τή χαμένη κωμωδία Βαβυλώνιοι.]
331
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κά. Φαίνεται δτι ό λαός διασκέδαζε μέ δλα αύτά, άκόμη καί μέ τήν άπεικόνιση του έαυτοΰ του ώς οξύθυμου γέρου. Γιατί, πρώ τα άπ’ δλα, στήν κωμωδία ή διακωμώδηση έπιτρεπόταν έπίσημα, καί τό χειροκρότημα δέν δέσμευε κανέναν νά καταψηφίσει τόν Κλέωνα. Ή κοινωνική κριτική καθαυτή δέν προκαλοΰσε ζη μιά, γιατί κανείς δέν πίστευε δτι ό Κλέων ήταν κύριος* ό λαός, δπως συμβαίνει συχνά, δεχόταν χωρίς δυσκολία δτι σέ τέτοια συμφραζόμενα ισχύει ή κλίμακα άξιων τής άρχουσας τάξης. Τό πιο σπουδαίο ήταν δτι, άκόμη καί υπό τήν άμεση έξουσία μιας κυρίαρχης εκκλησίας του δήμου, υπήρχε πάντα μιά αίσθηση άπόστάσης άνάμεσα στόν κοινό ψηφοφόρο καί στήν αύτοκαθιερωμένη ομάδα ρητόρων, πού άποτελοΰσαν τό μόνο είδος «κυβέρνησης» πού υπήρχε. Αύτοί ήταν οί ειδικοί, πού καταλάβαιναν τά θέματα, υπέβαλλαν τις προτάσεις καί άσκοΰσαν τά άξιώματα. Ό λαός έδινε διέξοδο στά τόσο άπλά καί κατανοητά αίσθήματά του δταν έβλεπε τούς ρήτορες νά έμπαίζονται καί νά δεινοπαθοΰν στό θέα τρο, δπου δέν ειχε σημασία. Ό ίδιος ό Αριστοφάνης ήταν ένας άξιοπρεπής κύριος, πού θά μπορούσε νά συμμετέχει στή συγκέντρωση πού πλαισιώνει τό Συμπόσιον τού Πλάτωνα* καί πιθανόν νά είχε τις δικές του πολι τικές άπόψεις. Θά μπορούσαμε νά συμπεράνουμε άπό τις κωμω δίες του δτι ή άπέχθειά του γιά τόν πόλεμο ήταν μεγαλύτερη άπό δ,τι τών περισσότερων συμπολιτών του. Στούς Βατράχους, τήν άνοιξη του 405, λίγο πριν άπό τήν τελική ήττα τής Αθήνας, σ’ ένα χωρίο άσυνήθιστα σοβαρό, άποδοκιμάζει τήν άδιαλλαξία τής δημοκρατίας, πού δέν ήθελε νά χρησιμοποιήσει μερικούς έντι μους άνθρώπους τών άνώτερων τάξεων. Ά λλά συνήθως οί προ σωπικές του άπόψεις δέν δεσμεύουν τή φαντασία του οΰτε εμπο δίζουν τόν μέσο άνθρωπο νά ταυτιστεί εύκολα μέ τόν ήρωα τού έργου, ό όποιος θριαμβεύει εις βάρος τών πολεμοκάπηλων, τών πολιτικών καί κάθε άλλου πού μπαίνει έμπόδιο. Τό επίπεδο τών άνθρώπων στούς οποίους άπευθυνόταν κατά κύριο λόγο φαίνεται δτι ήταν τό έπίπεδο τού μικροκτηματία ή τής πλειονότητας τών κωπηλατών τού στόλου, καί ό θεατρικός τους θρίαμβος καταλή γει σέ ένα χοντροκομμένο φαγοπότι. Ά πό τή σάτιρα αύτή δέν γλιτώνουν ούτε οί μικροί άνθρωποι. Ή μανιακή κουταμάρα καί ή άπερίσκεπτη εύφυΐα τών χωρικών πού παρουσιάζει ό Αριστο φάνης, άκόμη καί άν στό τέλος νικούν, θά έκαναν τόν έμπορο νά
332
ΚΟΙΝΩΝ ΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ Ξ Ε ΙΣ
γελά μέ κάποια άνωτερότητα, δπως συνέβαινε καί στό χωρικό, πού άκουγε τά στραβά τής ζωής στήν πόλη* καί ό ενας καί ό άλλος θά ένιωθαν κάποια παρηγοριά δταν γελοιοποιούνταν ή επι τήδευση τής άνώτερης τάξης. Ά ς προσθέσουμε σ’ αύτά τήν άλ λοτε λεπτεπίλεπτη καί άλλοτε άγαρμπη διακωμώδηση τής τρα γικής ποίησης, διακωμώδηση πού γιά νά κατανοηθεΐ άπό τόν μέσο Αθηναίο δέν άπαιτοΰσε τίποτε περισσότερο άπό μιά γε νική έξοικείωση μέ τό ΰφος τών τραγικών, άλλά πού ό γνώστης 6ά άπολάμβανε καί τούς πιό λεπτούς υπαινιγμούς της* καί άπό δλα αύτά μπορεΐ νά διαπιστώσει κανείς δτι στήν κωμωδία, πέρα άπό τήν άθυροστομία, πού τή χαίρονταν δλο*, ύπήρχε κάτι γιά τόν καθένα. Στά χρόνια άνάμεσα στά Περσικά καί τόν ΓΙελοποννησιακό Πό λεμο ύπήρξαν πολλές σφοδρές άντιθέσεις, άλλά στήν Αθήνα ή περίοδος αύτή, σέ σύγκριση μέ άλλες έποχές, υπήρξε περίοδος κοινωνικής άρμονίας. 'Η εύφορία αύτή διαρκεΐ ώς τήν έποχή τών πρώιμων έ'ργων τοΰ Αριστοφάνη. Ό Θουκυδίδης άπέδιδε τήν τελική ήττα τής Αθήνας σέ εσωτερικές διαμάχες* καί μολονότι ή άποψή του γίνεται κάπως δύσκολα άποδεκτή, δέν υπάρχει άμφιβολία δτι ύπήρξαν πράγματι συγκρούσεις. Ή κούραση άπό τόν πολύχρονο πόλεμο φάνηκε σέ μερικά δυσάρεστα ξεσπάσματα μα ζικής ύστερίας. "Ενα άπό τά πιό ολέθρια έ'γινε τό 415, λίγο πριν ξεκινήσει ό στόλος γιά τή μεγάλη εκστρατεία στή Σικελία, δταν Ινα πρωί βρέθηκαν κομμένες δλες οί κεφαλές τοΰ Έρμη άπό τίς τετράγωνες στήλες πού διακοσμούσαν τούς δρόμους τής Α θή νας. Παράλληλα οί φήμες δτι είχαν διακωμωδηθεί τά Έλευσίνια μυστήρια ιδιωτικά σέ σπίτια γέμισαν τό λαό μέ τόν άκατάσχετο φόβο δτι οί ιεροσυλίες αύτές άποτελοΰν τό προοίμιο ολιγαρχι κής επανάστασης ή τυραννίας. Οί έ'ρευνες, πού κράτησαν πολύ, γέμισαν τήν πόλη πανικό, ώσπου στό τέλος έ'γινε δεκτή κάποια ομολογία, γιά νά φανεί πώς δλη ή ύπόθεση είχε διαλευκανθεΐ. Πριν άπό αύτό τό έπεισόδιο ή άνώτερη τάξη είχε αρχίσει νά ορ γανώνει άντίποινα* οί μυστικές ολιγαρχικές ομάδες γνώρισαν με γάλη άνθηση, σέ σημεΐο ώστε νά εμφανίζονται καμιά φορά καί φανερά. Ό Θουκυδίδης μιλά γ ι’ αύτές μέ κάποια περιφρόνηση, καί άσφαλώς ύπήρχε κάποιο στοιχείο θεατρινισμού στις ενέρ γειες αύτών τών νεαρών, πού νόμιζαν πώς έ'χουν μεγαλύτερη
333
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σπουδαιότητα άπ’ δση είχαν πραγματικά. Οί ομάδες αύτές συντέλεσαν στή δημιουργία ένός ολιγαρχικού κλίματος τρόμου πριν άπό τήν επανάσταση του 411* καί δταν ξέσπασε ή επανάσταση, ό λαός, φοβισμένος, δέν εΐδε πόσοι άπό τούς έμφανιζόμενους ώς ήγέτες του έτρεφαν συμπάθειες πρός τούς έπαναστάτες καί τό έκρυβαν. Μετά τήν άποκατάσταση τής δημοκρατίας τό 410, ή άποστροφή του κόσμου ήταν σύμμετρα σφοδρή, καί πολλοί άπό τούς ένοχους έξορίστηκαν, ένώ πολλοί καταδικάστηκαν σέ με ρική ή ολική άπώλεια τών πολιτικών τους δικαιωμάτων. Σ’ αύ τούς τούς πολίτες πού στερήθηκαν τά πολιτικά τους δικαιώματα άναφέρεται ό Αριστοφάνης στούς Βατράχους, δταν παροτρύνει τήν πολιτεία νά δεχτεί γιά στρατιωτική ύπηρεσία δλους δσοι θά μπορούσαν νά τή βοηθήσουν στόν πόλεμο. 'Η δεύτερη ολιγαρχία του 404 άπέδειξε, άν χρειαζόταν άπόδειξη, δτι στήν ’Αθήνα δέν ύπήρχαν άρκετοί έκ πεποιθήσεως ολι γαρχικοί, πού θά μπορούσαν νά συγκροτήσουν άποτελεσματική κυβέρνηση. 'Η δεύτερη άποκατάσταση τής δημοκρατίας τό 403, ήγέτες τής όποίας ήταν άνθρωποι πολύ μετριοπαθείς, άρχισε μέ μιά άμνηστία, πού θεωρείται ή πρώτη του είδους* άκόμη καί δε ξιοί θεωρητικοί παραδέχονται δτι ό δήμος συμπεριφέρθηκε καλύ τερα άπό τούς άντιπάλους του. 'Η άμεση άναστάτωση πού προκάλεσε ό πόλεμος πέρασε άρκετά γρήγορα. 'Η οικονομία τής Α θήνας ξαναπήρε πάνω της, καί στό λιμάνι του Πειραιά ή κίνηση ήταν μεγαλύτερη άπό κάθε άλλη έποχή. Πολιτικά, ή ’Αθήνα έξακολούθησε νά παίζει σημαντικό ρόλο, ώς τή μακεδονική κατάκτηση. Ά λλά ή άνεπανόρθωτη ζημιά εϊχε γίνει* ή Α θήνα εϊχε χάσει γιά πάντα ένα μέρος άπό τή ζωντάνια της. 'Η ένταση άνά μεσα στούς πλουσίους καί στούς φτωχούς έξακολούθησε* ό Α ριστοτέλης, στό δεύτερο μισό του 4ου αιώνα, θεωρούσε ώς δεδο μένο στά πολιτικά του κείμενα δτι σέ κάθε κράτος ύπήρχαν δύο πολιτικές παρατάξεις, πού διαφοροποιούνταν οικονομικά, καί δτι στή δημοκρατία οί φτωχοί έπαιρναν άπό τούς πλουσίους δσα μπο ρούσαν. Μολονότι καί σέ άλλα μέρη σημειώθηκαν άλλαγές στό πολί τευμα, ό φόβος πολιτικής λαφυραγώγησης τών άντιπάλων δέν δικαιώθηκε στήν Αθήνα, ή όποια, παρά τις κάποιες άντιδημοκρατικές άμφιβολίες πού διατυπώνονταν, έπέδειξε άξιοσημείωτη σταθερότητα. Ωστόσο υπήρχε ό μάλλον δικαιολογημένος φό-
334
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑ ΞΕ ΙΣ
βος δτι ή θέση ενός πλουσίου ήταν εύάλωτη στά δικαστήρια. 'Υ πήρχε ή άντίληψη δτι, σέ δύσκολους καιρούς, ό δημόσιος κατή γορος μποροΰσε νά ζητήσει μέ έμμονή τήν καταδίκη τους, μέ τήν αιτιολογία δτι τό δημόσιο ταμείο χρειάζεται τά χρήματα άπό τό πρόστιμο* άλλά δέν ήταν τόσο συχνές οί έποχές της πραγμα τικά άμεσης οικονομικής άνάγκης. Ό πραγματικός κίνδυνος προ ερχόταν άπό τούς έπαγγελματίες πληροφοριοδότες πού τούς .-έ λεγαν «συκοφάντες» (βλ. σ. 268), οί όποιοι εμφανίζονται ώς δια βόητο κακό ήδη στό παλαιότερο άπό τά σωζόμενα έργα τοΰ Α ριστοφάνη τό 425.1 Δέν υπάρχει τρόπος νά υπολογίσουμε τήν πραγματική έκταση τής ζημίας πού προκαλοΰσαν οί συκοφάντες.. Ό Θεόφραστός στούς Χαρακτήρες του, μιά γεμάτη δύναμη συλ λογή μέ περιγραφές άνιαρών άνθρώπινων τύπων, χαρακτηρίζει σαφώς γελοία τά ύπερβολικά παράπονα γιά τούς συκοφάντες* κατά ένα μέρος τους δμως ήταν δικαιολογημένα. Οί μόνιμες κατηγορίες εις βάρος τής δημοκρατίας κάνουν λό γο γιά διεφθαρμένους δημαγωγούς, πού υποδαύλιζαν τόν πόλεμο,, καί γιά κακεντρεχείς συκοφάντες, πού έκβίαζαν τούς πλουσίους. Ό άντίλογος είναι σχεδόν άνύπαρκτος, γιατί ή θεωρία τής δη μοκρατίας ύπήρχε περισσότερο στό μυαλό αύτών πού τήν άσκοΰσαν παρά σέ έπίσημα θεωρητικά κείμενα. Ά πό τούς μεγάλους συγγραφείς πού σώζονται τά έργα τους, μόνον ο Ηρόδοτος τήν έπιδοκίμαζε ολόψυχα, ό όποιος πέθανε στις άρχές τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου. Ό Θουκυδίδης, πού δέν έζησε πολλά χρόνια μετά τόν πόλεμο πού έξιστόρησε, μιλά μέ περιφρόνηση γιά τούς καθεστωτικούς θεσμούς καί συγκεντρώνει τήν προσοχή του κρι τικά στή συμπεριφορά τών πολιτικών μέσα στά διάφορα συστή ματα. Δηλώνει κάποια άρκετά άμφίβολη πίστη στή δημοκρατία, άλλά, στήν εκδοχή του τοΰ Επιταφίου πού εκφώνησε ό Περικλής γιά τούς νεκρούς του πρώτου χρόνου τοΰ πολέμου, μάς δίνει ένα. λαμπρό έγκώμιο τής έλευθερίας καί τής γαλήνης τής άθηναϊκής ζωής πριν άπό τόν πόλεμο, πού βαραίνει περισσότερο άπό δσο θά μποροΰσε νά βαρύνει μιά άνάλυση τοΰ καθεστώτος. Έ κτοτε οί μορφωμένοι εκδήλωναν ένωμένοι τή δυσπιστία τους γιά τό σύστημα, πού ωστόσο ήταν πολύ γερά οχυρωμένο, ώστε μετά τό 404 κανείς δέν μποροΰσε νά ύποστηρίζει άνοιχτά τήν ολιγαρχία. 1. [Στούς 9Αχαρνεΐς.]
335
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Οί έπίδοξοι μεταρρυθμιστές έ'πρεπε νά συγκαλύπτουν τά σχέδιά τους, προσποιούμενοι δτι θέλουν νά έπαναφέρουν τή δημοκρατία στήν παλαιότερη καί γνησιότερη μορφή της. Τό κυριότερο παρά δειγμα τής τακτικής αύτής είναι του Ισοκράτη, συγγραφέα πο λιτικών κειμένων μέ επιρροή, χωρίς δμως άνάμειξη στήν πολι τική, ό όποιος λαχταρούσε τά ιδεώδη ένός παρελθόντος πού κατά ενα μεγάλο μέρος του ήταν φανταστικό. Παρ’ δλο πού έδειχνε νά έχει κάποια συνείδηση τών προβλημάτων τής εποχής του, τά σχέδιά του δέν ήταν ρεαλιστικά, έκτός καί άν άλλαζαν οί δια θέσεις τών άνθρώπων, πράγμα δμως πού θά έ'κανε τά σχέδια αύτά περιττά —κάτι παραπλήσιο μέ τά κύρια άρθρα γιά έθνική αναγέννηση μέ τά όποια τέρπουν κατά καιρούς τούς άναγνώστες τους οί Τίτηβε του Λονδίνου. Ούτε οί φόβοι οΰτε οί έλπίδες του Ισοκράτη είχαν στέρεη βάση. Οί συνθήκες πού ύπήρχαν άφηναν άρκετό περιθώριο γιά πολιτική άποθάρρυνση, άν κοίταζε κανείς τις σχέσεις άνάμεσα στίς πόλεις, δπου κανένας συνδυασμός δέν άποδεικνυόταν στα θερός είτε υπό τήν άτεγκτη σπαρτιατική ήγεμονία είτε ύπό τή θηβαϊκή κυριαρχία, πού δμως δέν εδραιώθηκε ποτέ. Ά λλά ή έσωτερική ζωή τής πόλης, άκόμη καί πολιτικά, κάθε άλλο παρά είχε νεκρωθεί, καί στό χώρο του πνεύματος οί ζυμώσεις έξακολουθοΰσαν, άν καί μέ μορφές διαφορετικές. 'Η κωμωδία έσβησε, γιά νά ξαναγεννηθεΐ σέ ήπιότερη καί πιο συναισθηματική μορ φή· ή μεγάλη εποχή τής ποίησης τέλειωσε μέ τόν Εύριπίδη* κατά ενα μεγάλο μέρος ή πεζογραφία του 4ου αιώνα προσγειώθηκε στίς εύκολες φράσεις του Ισοκράτη, άποβάλλοντας κάθε πρω τοτυπία σκέψης. 'Η γλυπτική δμως δέν είχε χάσει άκόμη τόν προσανατολισμό της, δπως δείχνει ή τεχνική ύπεροχή της* καί ή ζωγραφική ανθούσε, άλλά οί ζωγράφοι είναι γιά μάς ονόματα καί μόνο, καί ή άντανάκλασή τους στήν αγγειογραφία δέν δείχνει τό άνάστημά τους. Ή φιλοσοφία ήταν πολύ ζωντανή, ενώ τά μαθηματικά καί ή άστρονομία σημείωσαν σπουδαίες προόδους, προοίμια τών επιτευγμάτων τής ελληνιστικής εποχής στίς έπιστήμες αύτές. 'Η περιγραφική ζωολογία καί βοτανική τής σχο λής του Αριστοτέλη δείχνουν τήν έλληνική επιστήμη νά προ χωρεί πρός νέα κατεύθυνση. 'Η συγκριτική συλλογή νόμων, εθί μων καί θεσμών έδωσε νέα ώθηση στήν 'Ιστορία, πού κατά τά άλ λα βούλιαζε σ’ ένα τέλμα ήθικολογικοΰ ένθουσιασμοΰ. 336
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Α Ξ ΙΕ Σ Κ Α Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Τ Α ΞΕΙΣ
Ό λαμπρός, ποιητικός σχεδόν, πεζός λόγος τοΰ Πλάτωνα, μέ τήν άριστοτεχνική χρήση τής καθομιλουμένης καί τίς άτέλειώτες περιγραφές τής καθημερινής ζωής είναι άρκετό άντιστάθμισμα γιά τήν άπώλεια τής κοινωνικής κριτικής τοΰ Αριστοφάνη, πού σταμάτησε στις αρχές τοΰ 4ου αιώνα. Μπορεΐ νά μας βοηθήσει καί ό Αριστοτέλης, ειδικά στά 5Ηθικά του, μέ τίς άποκαλυπτικές εικόνες τών άρετών πού έπικροτοΰσε ή κοινωνία της εποχής του. Οί δικανικοί λόγοι δίνουν έπίσης πολλές περιστασιακές πλη ροφορίες, μέ τήν προϋπόθεση νά μήν ξεχνοΰμε δτι δέν πρέπει νά δεχόμαστε κυριολεκτικά τό στερεότυπο τοΰ παμπόνηρου παλιάν θρωπου, δπως έμφανίζει ό ρήτορας τόν άντίπαλό του, καί δτι οί περιπτώσεις πού έκδικάζονται άποτελοΰν τίς εξαιρέσεις στήν καθημερινή πραγματικότητα. Οί επικρίσεις τοΰ Δημοσθένη στούς δημόσιους λόγους του ενδέχεται έπίσης νά είναι παραπλανητικές, άν δέν άναλογιστοΰμε τό περιθώριο υπερβολής πού οί πολιτικοί κάθε εποχής επιτρέπουν στόν έαυτό τους δταν ύπερασπίζονται τήν πολιτική πού άκολουθοΰν. Καί πάλι δμως βρίσκουμε σπου δαίες πληροφορίες γιά τούς τρόπους πού ό ρήτορας ήθελε νά πα ρουσιάζει τόν έαυτό του ή τήν πόλη του, καί γιά τά είδη τών έπιχειρημάτουν πού πίστευε δτι θά έχουν άνταπόκριση στούς συμ πολίτες του. Ή άθηναΐκή κοινωνία στά μέσα τοΰ 4ου αιώνα ήταν πιό νη φάλια άπό δ,τι στά τέλη τοΰ 5ου. Εΐχε μειωθεί ό ύπέρμετρος άτομικισμός, καί ή ριζοσπαστική άμφισβήτηση δλων τών καθι ερωμένων άξιών, πού χαρακτήριζε τή γενιά τοΰ Εύριπίδη καί τοΰ Θουκυδίδη, κατέληξε στήν υπονόμευση τής άπεριόριστης έκείνης έμπιστοσύνης πρός τήν άξία τής άτομικής κρίσης πού προ ϋπέθετε ή άμφισβήτηση. *0 θεωρητικός στοχασμός δέν σταμά τησε, άλλά ό Αριστοτέλης μποροΰσε νά θεωρεί βάσιμη τήν υπό θεση δτι ύπήρχε εύρύτερη συναίνεση μεταξύ τών εύφυών καί κα λής θελήσε<υς άνθρώπων γιά τούς σκοπούς πού έπρεπε νά επι διώκει ή πόλη ή τό άτομο. Ή άνάλυσή του γιά τήν ήθική καί τήν πολιτική, σέ δλη τήν έκτασή της, θεωρεί δεδομένο δτι ή πόλη-κράτος θά συνεχίσει νά είναι ή κυρίαρχη μορφή πολιτεύματος. *Ισως ή πόλη-κράτος θά μποροΰσε νά λύσει τά εσωτερικά της του λάχιστον προβλήματα καί νά συνεισφέρει καί άλλο στό άπόθεμα της πολύτιμης άνθρώπινης έμπειρίας. Ό Φίλιππος δμως καί ό Αλέξανδρος φρόντισαν νά μή συνεχιστεί άλλο τό πείραμα. IX
337
ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΙΑ
Ή κατανόηση τών θρησκευτικών συναισθημάτων που δρέπουν έναν ξένο πολιτισμό δέν είναι ποτέ κάτι εύκολο, καί, δσον άφορά έμάς καί τούς άρχαίους "Ελληνες, ή πιθανότητα γιά παρανοήσεις είναι έδώ πολύ μεγαλύτερη άπ’ δ,τι στούς περισσότερους άλλους τομείς. Ανεξάρτητα άπό τις προσωπικές θρησκευτικές άπόψεις του καθενός μας, έχουμε άνατραφεΐ α έναν κόσμο μέ μονοθεϊ στική θρησκεία, μέ ξεχωριστό καί επαγγελματικό ιερατείο, μέ σταθερά κατοχυρωμένη σχέση άνάμεσα στή θρησκεία καί στήν ήθική, καί μέ τήν άντίληψη δτι ό Θεός άγαπά τό άνθρώπινο είδος. "Οταν δμως στρεφόμαστε πρός τήν άρχαία Ελλάδα, συναντούμε βλη τήν άσυνάρμοστη ρευστότητα τού πολυθεϊσμοΰ, πού δέν πε ριορίζεται άπό καμιά οργανωμένη Εκκλησία ή κάποιο δογματι κό σύστημα, μέ ιστορίες γιά τή συμπεριφορά τών θεών τόσο σκανδαλώδεις, ώστε μερικοί "Ελληνες νά φτάνουν στό σημείο νά τις άπορρίπτουν άγανακτισμένοι —θεοί πού ή εΰνοιά τους πρός μεμονωμένα άτομα ή πόλεις μπορούσε γενικά νά άναμένεται ή ειδικά νά έξασφαλίζεται μέ τις πρέπουσες θυσίες, άλλά τών ο ποίων ή στάση πρός τό άνθρώπινο είδος καθαυτό δέν ήταν καθό λου εξασφαλισμένα φιλική. Ό χ ι δτι αύτούς τούς θεούς τούς έ νιωθαν μακρινούς ή χωρίς σπουδαιότητα. Ή ποίηση καί ή τέχνη τής άρχαίας Ελλάδας ξεχειλίζουν άπό τήν πιο μεγάλη εύλάβεια πρός τά θεία* οί δεσμοί τής κοινής λατρείας διατηρούσαν τό ελ ληνικό έθνος ενωμένο, περισσότερο άπό κάθε άλλον μεμονωμένο παράγοντα* καί κάθε δραστηριότητα τών Ελλήνων συνδεόταν μέ τή λατρεία κάποιου θεοΰ σέ τέτοιο βαθμό, ώστε, συγκριτικά, ό δικός μας πολιτισμός νά φαίνεται άπογυμνωμένος άπό θρησκευ τικό συναίσθημα. 'Η άρχαία έλληνική θρησκεία είναι τόσο πλούσια, ώστε δέν είναι εδκολο νά ξέρει κανείς άπό πού πρέπει ν’ άρχίσει* σίγουρα δμως Ινας Έλληνας θά άρχιζε άπό τόν "Ομηρο. 'Η άρχαία Ελλάδα
339
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
μπορεΐ νά μή διέθετε κάποιο άποκρυσταλλωμένο δογματικό, σύ στημα, οπωσδήποτε δμως είχε ενα βιβλίο* καί άν τά ομηρικά έπη ώς θρησκευτικό υλικό φαίνεται νά υπόσχονται λιγότερα άπό δ,τι ή Βίβλος, οί άνθρωποι είχαν άρκετή εύφυία ώστε νά άντλοΰν κανόνες τελετουργίας ή συμπεριφοράς άπό τό κείμενο τοΰ «ποιη τή» —τίτλος πού άρκοΰσε πάντα γιά νά υποδηλώσει τόν "Ομηρο. Ό ' Ηρόδοτος δέν είχε καμιά άμφιβολία πώς ό *Ησίοδος καί ό "Όμηρος —κατά τήν άποψή του τετρακόσια περίπου χρόνια πριν άπό τή δική του εποχή— ήταν εκείνοι πού έδωσαν στούς θεούς τά ελληνικά τους ονόματα καί έδωσαν μορφή στις τελετουργίες τους* καί δταν ό φιλόσοφος ποιητής Ξενοφάνης, τόν 6ο αιώνα, διαμαρτυρόταν γιατί άποδίδονταν στούς θεούς κλοπές, μοιχείες καί άπάτες, έριχνε τίς εύθύνες στόν "Όμηρο καί στόν ' Ησίοδο. Στόν "Όμηρο οφείλουμε τήν περιγραφή τών δραστηριοτήτων τών θεών —-δταν τούς παρουσιάζει νά παρεμβαίνουν υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς στόν πόλεμο της Τροίας, νά βοηθοΰν ή νά παρεμποδίζουν τήν έπιστροφή τοΰ Όδυσσέα στήν πατρίδα του— καθώς καί οτιδήποτε άλλο θά μποροΰσε νά συναχθεΐ άπό τό κεί μενο τοΰ ποιητή δστερα άπό έπισταμένη έρευνα. 'Η Θεογονία τοΰ *Ησιόδου ύπηρξε σκόπιμη προσπάθεια συστηματοποίησες κυρίως της γενεαλογίας καί της άλληλοσυσχέτισης τών θεών. Σέ βασικές γραμμές, άποδίδει τήν ομηρική θέση καί τό ύπόβαθρό της* τό κύρος της έγινε εύρύτερα άποδεκτό, άλλά δέν εξάλειψε τίς αμέτρητες τοπικές παραλλαγές. Ό *Ησίοδος ισχυριζόταν δτι έχει ειδικές οδηγίες άπό τίς μοΰσες’ ό "Όμηρος μόνο τήν έμπνευ ση, πού ήταν κοινή σέ δλους τούς ποιητές. Κανένας άπό τούς δύο δέν μοιάζει πολύ μέ προφήτη θρησκείας, δπως έννοοΰμε σήμερα τόν δρο. Είναι έκπληκτικό τό δτι έμελλε νά άσκήσουν τέτοια έπιρροή,,ή, θά έπρεπε ίσως νά ποΰμε, τό δτι τούς άποδόθηκε τόσο κύρος, άν καί τό γεγονός δτι ό "Όμηρος ήταν προφανώς τό παλαιότερο κείμενο πού ύπήρχε γιά όποιοδήποτε θέμα μπορεΐ έν μέρει νά εξηγεί τό φαινόμενο. 'Η δυναστεία τών θεών πού κυριαρχούσε τότε δέν είχε άνέκαθεν τήν ύπέρτατη έξουσία, καί τήν άνάμνηση δτι ό Δίας ήταν νεοφερμένος θεός τή βλέπουμε σέ έργα δπως ό προβληματικός Προμηθενς Δεσμώτης τοΰ Αισχύλου. Στήν πραγματικότητα δ μως πάντα, σέ δλες τίς σημαντικές περιπτώσεις πού γνωρίζουμε, ό Δίας είχε καθιερωθεί άδιαφιλονίκητα ώς ό πανίσχυρος βασι-
340
ΘΕΟΙ Κ Α Ι Μ ΑΝ ΤΕΙΑ
λιάς τών θεών, πατέρας δλων, ό θεός του ούρανοΰ καί τών και ρικών μεταβολών, πού ό κεραυνός του ήταν τό έσχατο δπλο, στό όποιο δέν υπήρχε τρόπος άντίστασης. Ό άδελφός του, ό Ποσειδών, άντιπροσώπευε μιάν άλλη φυσική δύναμη, ήταν βασιλιάς τής θάλασσας, τών άλογων καί τών σεισμών. Ό "Ομηρος, σέ κά ποιο σημείο, άναφέρεται σέ μιά τριπλή διαίρεση του κόσμου, στήν οποία ό τρίτος άδελφός, ό Ά δης, πήρε στή μοιρασιά τόν κάτω κόσμο* άλλά, μονολότι αύτός καί τό βασίλειό του χρησιμοποιούν ται κατά κόρον ώς συνώνυμα του θανάτου, σπάνια εμφανίζεται ώς πρόσωπο. 'Η άδελφή καί σύζυγος του Δία, ή "Ηρα, θεά του γάμου καί τής μητρότητας, πανίσχυρη στό Ά ργος καί έντονα έχθρική πρός τήν Τροία, έχει περισσότερο έξέχουσα θέση στήν ΙλιάΑα άπ’ δ,τι είχε ώς θεά στίς περισσότερες μεταγενέστερες πόλεις-κράτη. Α ντίθετα ή παρθένα Άθηνα, θεά τής πολεμικής τέχνης, προστάτιδα τών γυναικείων έργοχείρων καί σύμμαχος τής 'Ήρας έναντίον τής Τροίας, στούς μεταγενέστερους χρόνους έγινε άντικείμενο πολύ μεγαλύτερης λατρείας, πού δέν περιορι ζόταν καθόλου στήν έπώνυμη πόλη της, τήν Αθήνα. Ό Α πόλ λων, μέ τό τόξο του καί τή μουσική του καί τούς άλάθητους χρη σμούς του, θεωρήθηκε ή ένσάρκωση τής πιο αύστηρής καί πνευ ματικής πλευράς τής άρχαίας έλληνικής θρησκείας* ή δίδυμη ά δελφή του, ή παρθένα Ά ρτεμη, θεά του κυνηγιοΰ, πού κι αύτή προστάτευε τις γεννήσεις τών παιδιών, είχε μιά θέση καλά εδραι ωμένη. Εύγενικότερος καί λιγότερο φοβερός ήταν ό Έρμης μέ τά τεχνάσματά του, ό θεός τών άρκάδων ποιμένων καί τών ταξι διωτών δλου του κόσμου, ό άγγελιοφόρος τών θεών καί οδηγός τών ψυχών στόν Άδη* υπήρχε κι ένας άλλος τεχνίτης, ό κουτσός σιδηρουργός "Ήφαιστος. 'Ο Ά ρης, ό θεός του πολέμου, ήταν μάλλον μιά άνόητη καί ενοχλητική περίπτωση παρά μιά σκοτεινή δύναμη πού θά ’πρεπε νά τήν παίρνει κανείς στά σοβαρά* ό Ό μηρος παρουσιάζει τή συντρόφισσα του Ά ρη, τήν Αφροδίτη, ώς πρόσωπο κωμικό στό πεδίο τής μάχης* στή δική της δμως σφαί ρα έπιρροής, ώς θεά του έρωτα, ήταν έπικίνδυνη. Τέλος —άν καί 9 κατάλογος θά μπορούσε νά μεγαλώσει πολύ— ή Δήμητρα, θεά τής εύφορίας καί ειδικά τών δημητριακών, καί ό Διόνυσος, θεός του κρασιού, δέν παίζουν μεγάλο ρόλο στά ομηρικά έπη —κάτι πού έρχεται σέ μεγάλη άντίθεση μέ τό ρόλο πού έπαιζαν στή ζωή τών Ελλήνων τής κλασικής έποχής.
341
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Δικαίως θά μπορούσε νά ισχυριστεί κάποιος δτι ή επική παρά δοση, πού τήν κορύφωσή της τή συναντούμε στόν Όμηρο, προσέδωσε στήν ελληνική θρησκεία άλλη διάσταση. Χωρίς νά εξαι ρείται έντελώς οΰτε καί ο παντοδύναμος Δίας, οί θεοί είναι, σέ έκπληκτικό βαθμό, δημιουργήματα φτιαγμένα κατ’ εικόνα καί ομοίωση του ανθρώπου καί έπιρρεπή σέ άποκλειστικά άνθρώπινα πάθη. Ά ν καί ύπήρχε τεράστιο καί άγεφύρωτο χάσμα μεταξύ άνθρώπου καί θεοΰ, τό χάσμα αύτό τό δημιουργούσαν μόνο ή άνώτερη δύναμη του θεοΰ καί ή άθανασία του. ΣΤ αύτές τις άριστοκρατικές ιστορίες τοΰ Όμήρου, οί θεοί τείνουν νά έμφανίζονται ώς ύπεραριστοκράτες, πού έπαιζαν τό ρόλο τών ήρώων σέ ένα πιο υψηλό επίπεδο χάνοντας σέ αύτήν τή διαδικασία κάτι άπό τή θεία τους φύση. Ό τρόπος πού ό "Όμηρος μεταχειρίζεται τούς θεούς, δσο κι άν έπηρέασε, δέν καλύπτει δλο τό φάσμα τής θεϊκής τους ύπόστασης: ό Απόλλων τών Δελφών καί ό Δίας τών άττικών τραγωδιών ήταν κάτι περισσότερο άπό πανίσχυροι πολεμιστές καί γλεντοκόποι' ή τάση δμως πού διαφαίνεται στά έπη άποτελοΰσε σταθερό στοιχείο τής έλληνικής σκέψης, ένα εί δος άπομυθοποίησης τών θεών. Αύτό φαίνεται καθαρά στόν "Όμηρο, πού άποκλείει τό παρά λογο, άν αύτός είναι ορθός δρος γιά νά χαρακτηρίσουμε τό στοι χείο πού ύπάρχει στίς τελετές γονιμότητας, στίς εκστατικές λα τρείες καί στή λατρεία τών υποχθόνιων θεών. "Όλα αύτά ύπήρ χαν σέ άφθονία στόν έλληνικό κόσμο, καί δύσκολα μποροΰσε νά παραμεριστούν δταν άρχισε νά διαμορφώνεται ή επική παράδοση. Ή άναλογία άνάμεσα στή γή καί στή μητέρα υπήρξε βασικό δόγ μα πολλών θρησκειών, ιδιαίτερα στήν πρώιμη έποχή τής γεωρ γίας, καί είχε έδραιωθεΐ καλά στήν έλληνική χερσόνησο, προτοΰ άκόμη διαμορφωθεί τό έλληνικό έθνος. Ά λλά οί τελετές πού γ ί νονταν γιά νά προκληθεΐ ή εύφορία τής μητέρας-γής τόν επό μενο χρόνο θεωρήθηκαν ΐσως άκατάλληλες άπό τήν επική παρά δοση, γιατί υποβάθμιζαν τήν άριστοκρατική εκείνη άξιοπρέπεια πού θεωροΰσε δτι έπρεπε νά χαρακτηρίζει τούς θεούς της. Ό αρ σενικός σύντροφος μιας τέτοιας^θεάς είναι φυσικό νά παίζει έντε λώς δευτερεύοντα ρόλο, άν υπάρχει κάν* μπορεΐ νά γεννιέται ώς βρέφος κάθε χρόνο μέ τή νέα βλάστηση, καί νά συνδυάζει τό ρόλο αύτόν μέ τοράλο του ώς έρωτικοΰ συντρόφου τής γής. Ή άγρια μουσική καί οί χοροί άποτελοΰσαν ένα άλλο μή ομηρικό
342
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑΝ Τ ΕΙΑ
στοιχείο στήν τελετουργία. 'Υπήρχαν πολλοί όρχούμενοι ιερείς σέ διάφορα μέρη: οί Κορύβαντες τής φρυγικής θεάς Κυβέλης, ή οί Κουρήτες τής Κρήτης, πού ή φωνή τους ερμηνευόταν ώς τέ χνασμα γιά νά μήν άκούει τά κλάματα τοΰ βρέφους Δία ό πατέ ρας του ό Κρόνος. Έπίσης, ή Κρήτη παρεξέκλινε άπό ορισμέ νες κοινές ελληνικές άντιλήψεις: οί Κρητικοί έδειχναν τόν τάφο τοΰ Δία καθώς καί τόν τόπο δπου γεννήθηκε. Ή Ϊδια ή Δή μητρα, μέ τήν κόρη της Περσεφόνη, πού ζοΰσε τούς τρεις μήνες τοΰ χειμώνα στόν κάτω κόσμο, είχε δικό της κέντρο λατρείας στήν Ελευσίνα τής Αττικής* οί Αθηναίοι ύπερηφανεύονταν δτι τά μυστικά τής γεωργίας άποκαλύφθηκαν πρώτα άπ’ δλους σέ αύτούς, καί αύτοί έπειτα τά διέδωσαν γενναιόδωρα στούς άλλους ανθρώπους. 'Η Ελευσίνα είναι ό τόπος τοΰ όμηρικοΰ "Υμνον στή Δήμητρα τοΰ 7ου αιώνα, δπου ή θεά έμφανίζεται μέ μιά νηφάλια καί σοβαρή μεγαλοπρέπεια. Σέ άλλες γωνιές τής Ελλάδας ή λατρεία τής θεάς Δήμητρας πήρε άλλες, άκόμη πιό παράξενες μορφές. "Οτι οί τελετές πού θά γίνονταν γιά τό θεό τοΰ κρασιοΰ θά ήταν άκόμη άγριότερες είναι κάτι πού θά τό περίμενε κανείς, καί ή διονυσιακή πρέπει νά ήταν ή πρώτη στόν κατάλογο τών εκστα τικών λατρειών, στις όποιες ό λάτρης θά ένιωθε κυριευμένος άπό τό θεό. Όμάδες άπό μαινάδες («τρελές γυναίκες») περιφέρονταν στά βουνά, κρατώντας ραβδιά στεφανωμένα μέ κισσό, φίδια καί έλαφάκια, καί έτρωγαν ώμο κρέας, πού τό ξέσκιζαν άπό τό ζων τανό σώμα. Είναι δύσκολο νά ποΰμε σέ ποιά έκταση συνέβαιναν πράγματι δλα αύτά στις πόλεις τής κλασικής έποχής. Οί πιό εν τυπωσιακές ιστορίες μιλοΰν γιά τήν πρώτη άφιξη τοΰ θεοΰ στήν Ελλάδα καί γιά τήν άντίσταση τών άνθρώπων τής έπίσημης ε ξουσίας: ό Διόνυσος, γιά νά τούς τιμωρήσει, τρέλανε τίς γυναί κες, καί έπακολούθησαν φρικιαστικές σκηνές. Ά λλά ή θεία κα ταλήψια, ή περιπλάνηση στά βουνά καί ή ώμοφαγία δέν ήταν μόνο μύθος, άν καί ή κλασική Ελλάδα τά είχε διοχετεύσει έτσι ώστε νά τελοΰνται σέ τελετουργικές περιστάσεις, σέ τακτά χρο νικά διαστήματα. Οί ιστορίες γιά τόν έρχομό τοΰ Διονύσου δέν θά έπρεπε νά έρμηνεύονται ώς ιστορική μνήμη μιας λατρείας πού έφτασε σχετικά άργά στόν ελληνικό κόσμο καί στήν οποία πρόβαλαν άντίσταση οί καθιερωμένοι εκπρόσωποι παλαιότερων λα τρειών. Γιά πολλούς θεούς ύπήρχε ή άντίληψη δτι είχαν φτάσει
343
^ Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στόν τόπο τής λατρείας τους μιά συγκεκριμένη χρονική στιγμή, καί δέν είχαν προϋπάρξει έκεΐ ή οπουδήποτε άλλου άνέκαθεν τό πρώτο ταξίδι τοΰ Απόλλωνα στούς Δελφούς άποτελεΐ τό άντικείμενο ενός άλλου όμηρικοΰ δμνου. Ή άντίσταση συμβολίζει μάλλον τό στοιχείο εκείνο τής ψυχοσύνθεσης τόσων Ελλήνων, πού τούς άπωθοΰσαν τά μάτια πού στριφογύριζαν μέσα στις κόγ χες καί τά ξέπλεκα μαλλιά καί προτιμοΰσαν τή θρησκεία τους πιό κόσμια. 'Η καλύτερη εισαγωγή σ’ δλη αύτή τήν ιστορία εί ναι οί Βάκχες τοΰ Εύριπίδη, έργο πού τό έγραψε στό τέλος τής ζωής του καί παρουσιάζει μιά παραλλαγή τοΰ μύθου, σύμφωνα μέ τήν όποια ό βασιλιάς τής Θήβας Πενθέας κατακομματιάζεται γιατί άντιστάθηκε. Ή άπερισκεψία τοΰ Πενθέα ύπογραμμίζεται στή σκηνή δπου δύο γέροντες, ό πατέρας τοΰ Πενθέα Κάδμος καί ό τυφλός μάντης Τειρεσίας, πηγαίνουν τρεκλίζοντας νά συ ναντήσουν τίς μαινάδες. Τό έργο, οτιδήποτε άλλο καί άν περιέ χει, πρέπει νά διαβαστεί κυρίως ώς κήρυγμα γιά τόν κίνδυνο πού διατρέχει δποιος προσπαθεί νά καταπνίξει εντελώς τό παρά λογο —καί. τέτοιον κίνδυνο διέτρεχαν πράγματι οί "Έλληνες. Ό υποχθόνιος κόσμος είναι μιά διαφορετική ιστορία. Τούς θε ούς του δέν τούς παραμελούσαν, άν καί ή λατρεία τους δέν είναι ιδιαίτερα έμφανής* πολλοί θεοί τοΰ πάνω κόσμου είχαν τή χθόνια πλευρά τους καί κάποια σχέση μέ τόν κάτω κόσμο. Ά λλά μεγαλύτερη ήταν ή φροντίδα γιά τούς ίδιους τούς νεκρούς, ειδικά γιά δσους είχαν πεθάνει πρόσφατα καί γιά εκείνους πού δσο ζοΰσαν, γιά τόν ένα ή τόν άλλο λόγο, είχαν αφήσει τόσο ισχυρή εντύ πωση, ώστε νά δικαιολογείται μιά συνεχιζόμενη λατρεία καί μετά τό θάνατό τους. 'Η άντίληψη τών Ελλήνων γιά τή μεταθανάτια ζωή παριστάνεται σωστά, σέ γενικές γραμμές, στή θολή ομηρική εικόνα τών άψυχων σκιών, πού περιφέρουν τήν άχνη ύπαρξή τους στό βασίλειο τοΰ Ά δη. Ά ν ό Όδυσσέας μπόρεσε κάποια στιγμή νά τούς ξαναδώσει «ζωή», άφήνοντάς τες νά πιοΰν άπό τό αίμα τής θυσίας πού πρόσφερε, αύτό δέν ήταν καί σπουδαίο τεκμήριο άθανασίας. Οί Θράκες Γέτες, οί όποιοι πίστευαν στό ένδεχόμενο τής άθανασίας, άναφέρονταν σάν κάτι άξιοπερίεργο* ή δι δασκαλία τοΰ Πλάτωνα γιά τήν αθανασία τής ψυχής δέν βρήκε καμιά απήχηση στούς κοινούς άνθρώπους, ουτε καί οί πυθαγό ρειες διδασκαλίες γιά τή μετεμψύχωση. Μεγαλύτερη ελπίδα δη μιουργούσε ή μύηση στά Έλευσίνια μυστήρια καί σέ μερικές
344
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑΝ Τ ΕΙΑ
άλλες λατρείες, άλλά οί σχετικές πληροφορίες πού έχουν φτάσει ως εμάς δέν είναι επαρκείς. Γενικά, οί "Έλληνες προσδοκούσαν νά έπιζήσουν μόνο στή μνήμη τών μεταγενεστέρων τους, δηλαδή τών άπογόνων τους* αύτό τό στοιχείο συνέτεινε πολύ στή δια μόρφωση τού ίσχυροΰ αισθήματος δτι ή οικογένεια καί ή λατρεία της χρειάζονται γιούς γιά νά τή συνεχίσουν. * Ωστόσο, ή άνθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε ή έλ λειψη πίστης γιά τή μεταθανάτια ζωή νά μήν εξασφαλίζει κα μιά προστασία άπέναντι στό φόβο γιά δσα μπορεΐ νά κάνουν οί νεκροί στούς ζωντανούς. Ή πρώτη έγνοια ήταν νά γίνονται σω στά οί ταφικές τελετές. Ή Ελλάδα είχε κι αύτή τήν άναλογία της σέ φαντάσματα, πού κυνηγούσαν τούς έπιζώντες ώσπου νά γίνει σωστά ή ταφή, μέ πρώτο απ’ δλα τήν εμφάνιση τού νεκρού Πατρόκλου σ’ ένα δνειρο τού Άχιλλέα. Μεγαλύτερη δύναμη άποδόθηκε στόν Άγαμέμνονα πεθαμένο παρά ζωντανό, σ’ έκείνη τήν εντυπωσιακή σκηνή τών Χοηφόρων τού Αισχύλου, δπου τά παι διά του, ό Όρέστης καί ή Ήλέκτρα, τόν ικετεύουν νά τούς βοη θήσει, πριν σκοτώσουν τήν Κλυταιμήστρα, Αύτό δμως δέν είναι τυπικό παράδειγμα, άπό τήν άποψη δτι ό Αγαμέμνων ήταν, γιά τόν Αισχύλο, ήρωας καθιερωμένος άπό παλιά, πού λατρευόταν σέ άρκετά κέντρα. Οί ψυχές κοινότερων άνθρώπων είχαν τή δική τους συγκεκριμένη μέρα στά αθηναϊκά Άνθεστήρια, τήν άνοιξιάτικη γιορτή τού Διονύσου, δταν άνοιγαν τά νέα κρασιά. Παρέ μεναν στή γή, μέχρι νά τις διώξουν μέ τήν άναγγελία τού τέλους τής γιορτής, καί δλοι οί ναοί έμεναν κλειστοί, ώσπου νά φύγουν. Ή συστηματική θεολογία θά πρέπει νά άντιμετώπιζε πρόβλημα προκειμένου νά έρμηνεύσει δλα δσα συνέβαιναν τις τρεις μέρες εκείνης τής γιορτής. Τή λέξη αήρωας» δέν τή χρησιμοποιούσαν μόνο γιά τούς άρχηγούς στήν άφήγηση τής Τροίας, άλλά καί μέ θρησκευτική ση μασία, ή όποια μπορούσε νά οριστεί στό βαθμό πού τό τυπικό τής λατρείας ένός ήρωα διέφερε άπό τό τυπικό τής λατρείας έ νός θεοΰ. "Ένας τρόπος πού οδηγούσε στόν έξηρωισμό ήταν τά μεγάλα κατορθώματα. Τό κυριότερο παράδειγμα, ό Ηρακλής, τού όποιου οί άθλοι κάποια στιγμή έρμηνεύτηκαν ώς ξεκαθάρισμα τής γής άπό τά τέρατα γιά τό καλό τής άνθρωπότητας, ξεπέρασε κατά πολύ τό έπίπεδο τού ήρωα, καί έγινε θεός στόν Όλυμπο. Σέ πιο γήινο έπίπεδο, οί ιδρυτές άποικιών μπορούσαν νά δέχον
345
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ται τιμές ήρώων, δπως ό Αθηναίος Ά γνω ν, πού ίδρυσε τήν Ά μ φίπολη στή Θράκη τό 437, καί ζοΰσε άκόμη, δταν είδε τις τιμές πού άπολάμβανε μέχρι τότε νά μεταβιβάζονται στόν Σπαρτιάτη Βρασίδα, ό όποιος κυρίευσε τήν πόλη τό 424. "Υπήρχαν έπίσης καί μικρότεροι ήρωες μιας άλλης κατηγορίας. Μερικοί ήταν επώ νυμοι, άν καί ή ιστορία τους μπορεΐ νά μήν ήταν πολύ γνωστή, παρά στόν μικρό κύκλο άνθρώπων πού ήταν άφοσιωμένοι στή λατρεία τους* όταν δμως πρόκειται γιά άνώνυμους ήρωες, δπως έκεΐνος ό «ήρωας τών άλυκών», τόν όποιο τιμούσε μέ θυσίες μιά αθηναϊκή φυλή, οί Σαλαμίνιοι* μιά φορά τό χρόνο, γίνεται σομφές πώς δέν έχουμε πιά νά κάνουμε μέ έπώνυμους θνητούς πού τά κατορθώματά τους ήταν γνωστά καί τούς είχαν άνυψώσει σέ τέ τοιο βαθμό άθανασίας. Τό φαινόμενο έπιδέχεται ποικίλες έρμηνεΐες. Οί τοπικοί θεοί μπορούσε μέ διάφορους τρόπους νά χάσουν τή σημασία τους, έ χοντας νά άνταγωνιστούν τό γένος τών ολύμπιων θεών, πού ήταν άναγνωρισμένοι άπό ολόκληρο τό έλληνικό έθνος. Μερικοί ταυτί ζονταν έν μέρει ή άπόλυτα μέ κάποιον μεγαλύτερο θεό, επιβι ώνοντας ώς δορυφόροι του ή μέ ένα άπό τά τοπικά του έπίθετα* αύτή φαίνεται πώς ύπήρξε ή μοίρα τού *Υακίνθου στίς Ά μύκλες, κοντά στή Σπάρτη, ό όποιος κατέληξε νά είναι γνωστός είτε σάν νέος πού τόν άγαπούσε ό Απόλλων είτε μέ τόν τίτλο Απόλλων Ύακίνθιος. Μερικοί, άν καί λόγω τής φύσης τών πραγ μάτων δέν μπορούμε νά φέρουμε κανένα άξιόπιστο παράδειγμα, μπορεΐ νά έξακολούθησαν νά ζούν ώς ήρωες σέ κάποιο χαμηλό τερο έπίπεδο ή νά έχασαν έντελώς τό ονομά τους. Εναλλακτικά, μπορεΐ νά ύπόκειται έδώ ένα άλλο στρώμα λαϊκών δοξασιών, που έβλεπαν θεότητες σέ τοπικές πηγές ή δέντρα καί δέν τούς ήταν Απαραίτητο κάποιο ονομα γιά νά τά κάνουν άντικείμενο λατρείας. Ό λα τά ποτάμια ήταν θεοί, οί νύμφες λατρεύονταν ομαδικά ή άτομικά σέ μικρά τοπικά ιερά, καί οί θάλασσες καί τά βουνά εί χαν τά δικά τους πνεύματα. Μόνο άπό τά σπάνια προγράμματα θυσιών πού τελούσαν τοπικοί σύλλογοι έχουμε αρκετές ενδείξεις γιά τό είδος τής λατρείας πού κυριαρχούσε στόν συγκεκριμένο τόπο* πριν άπό τήν εποχή πού άρχίζουν νά χαράζονται σέ πέτρα έπιγραφές, δέν γνωρίζουμε άπολύτως τίποτε. Βέβαια, είναι γνω στές περιπτώσεις δπου "Έλληνες τής άρχαϊκής εποχής έκαναν •προσφορές σέ έναν μυκηναϊκό τάφο* ό ένοικος ένός τέτοιου τά-
346
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑΝΤΕΙΑ
φου, τοΰ οποίου τό ονομα είχε ξεχαστεΐ, είναι φυσικό νά άνήκε στήν κατηγορία τών ήρώων. Ό άπόλυτος πολυθεϊσμός, άπό τή φύση του, εύκολα δέχεται καί ένσωματώνει νέες λατρείες, όπως τίς συναντά. Στήν κλασική πε ρίοδο άφομοιώθηκαν λατρείες πού είχαν είσαχθεΐ άπό τή Θράκη, τήν Αίγυπτο καί άλλα μέρη, καί ή σχετική κληρονομιά τών σκο τεινών αιώνων ήταν ήδη συγκεχυμένη, ώστε κάθε δική μας άπόπειρα νά βροΰμε άκρη είναι καταδικασμένη.'Υπάρχει ό πειρασμός νά προσπαθήσει κανείς νά διακρίνει τούς θεούς τοΰ παλαιότερου μεσογειακού ύποστρώματος άπό τούς θεούς πού έφεραν μαζί τους μεταγενέστεροι εισβολείς, οί όποιοι μιλούσαν ίνδοευρωπαϊκή γλώσσα. Δέν χρειάζεται μεγάλη φαντασία νά ύποθέσει κανείς δτι ή ιδέα της μητέρας-θεάς καί οί τελετές τής γονιμότητας υπήρχαν στόν Νότο άπό τότε πού ύπήρχε καί ή γεωργία* άπό τήν άλλη πλευρά ό Δίας, ό θεός τοΰ ούρανοΰ, ενας άπό τούς λίγους πού τό ονομά του δέν άποτελεΐ έτυμολογικό αίνιγμα,1 έχει παράλληλα καί στό ονομα καί στις ιδιότητες σέ λαούς πού μιλοΰν ίνδοευρωπαϊκές γλώσσες. 'Η ταξινόμηση δμως αύτή δέν οδηγεί μακριά. Ό Απόλλων, πού έχει θεωρηθεί χαρακτηριστικά έλληνική θεό τητα, έχει δνομα πού δέν ετυμολογείται πειστικά μέ βάση τά ελ ληνικά* πιθανόν νά είναι άσιατικό, οτιδήποτε καί άν σήμαινε ώς θεός γιά τούς "Έλληνες. Μεγαλύτερη σύγχυση είναι βέβαιο δτι περιμένει δσους υιοθετήσουν τή διάκριση πού πρότεινε ό Νΐθί,ζδοίιβ άνάμεσα στόν «λογικό» Απόλλωνα καί στόν «παράλογο» Διόνυσο, ή όποια δέν είναι παρά ενα πρόχειρο, άν καί χρήσιμο, εργαλείο γιά τήν άνάλυση ολόκληρης τής έλληνικής θρησκείας. Έκτος άπό τίς σπάνιες περιπτώσεις δπου ή καταγωγή τών θεών είναι γνωστή ή συμπεραίνεται εύκολα, είναι καλύτερα νά άφήνουμε τούς θεούς ήσυχους. Ή σωστή ερώτηση είναι μάλλον μέ ποιόν τρόπο χρησιμοποίησαν οί Έλληνες τήν ποικίλη κληρο νομιά τους. Έδώ τό πρώτο ζήτημα είναι πώς νά ερμηνεύσουμε τήν τάση πού άντιπροσωπεύει ό "Όμηρος. 'Η επική παράδοση προχώρησε σέ εκλογίκευση, μέ τήν περιορισμένη έννοια δτι άπέκλεισε μερικά στοιχεία πού ήταν ολοφάνερα άπό τά πιό παρά λογα, καί αύτό ίσως βοήθησε ^ίάπως τούς μετέπειτα όρθολογι1. [Ετυμολογείται άπό ίνδοευρωπαϊκή ρίζα, πού σημαίνει ήμέρα καί ουρανός. Φαίνεται καθαρά στή λατινική λέξη γιά τήν ήμέρα: <1ΐθ8.] 347
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στές. Ά λλά αύτό πού διακρίνει τούς αινιγματικούς θεούς του βΟ μήρου δέν είναι καμιά προσπάθεια έκλογίκευσης, άλλά τό ΰφος ή ή κοινωνική συμπεριφορά. Έδώ έχει έπιχειρηθεί μιά διάκριση άνάμεσα στήν άφήγηση του ποιητή καί στά λόγια πού λένε οί χαρακτήρες του έπους. Ή άφήγηση συγκεντρώνεται σ’ αύτές τις πολύ άνθρωπόμορφες θεότητες, πού έχουν σαφώς καθορισμένη προσωπικότητα καί κίνητρα* οί ομιλητές συνήθως άποδίδουν μέ μεγάλη άσάφεια τά αισθήματα, τις σκέψεις καί τις πράξεις τους στήν παρέμβαση ένός θεοΰ, πού τούς παρωθεί ή τούς έμποδίζει —μιά συγκεχυμένη ιδέα τής άνθρώπινης προσωπικότητας, δπου ή βούληση καί τό συναίσθημα μοιάζουν συχνά ξεκομμένα άπό τόν κεντρικό πυρήνα τοΰ άνθρώπου καί άντιμετωπίζονται σάν νά έξαρτιοΰνται άπό τις έξωτερικές αύτές επιδράσεις.Ή διαφορά εί ναι εύδιάκριτη καί ενδέχεται νά άντανακλά δύο διαφορετικές φά σεις τής ελληνικής σκέψης γιά τούς θεούς. Ά ν είναι έτσι, τά άνθρωπομορφικά στοιχεία είναι εκείνα πού, πάνω άπό δλα, χρειά ζονται έρμηνεία: Είναι αύτά πού έχουν οδηγήσει μερικούς κρι τικούς νά θεωροΰν τήν Ίλιάδα ολωσδιόλου άθρησκο ποίημα —καί άκριβώς αύτό τό άθρησκο στοιχείο είναι εκείνο πού άποτελεΐ άπόκλιση άπό τήν έξέλιξη πού θά μπορούσαμε νά περιμέ νουμε. Μιά έρμηνεία πού έχει δοθεί είναι δτι τό γένος τών 5Ολυμπί ων άντιπροσωπεύει τά ενδιαφέροντα τών ΐδιων τών μυκηναίων ήγεμόνων, μιας άριστοκρατικής μειονότητας πού τήν ένδιέφεραν οί πόλεμοι καί τά γλέντια καί δέν ήθελε νά άκούει άπό τούς ποιη τές της γιά τή θρησκεία δπως τήν άσκοΰσαν οί άγρότες ύπήκοοί της. Ά λλά μεταξύ τοΰ *Ομήρου καί τών μυκηναίων ήγεμόνων μεσολαβεί μεγάλο διάστημα. Καθώς τόσο πολλά άπό τή μυ κηναϊκή κληρονομιά είχαν άποβληθεΐ, θά ήταν παράξενο ή επική παράδοση νά έχει διατηρήσει μέ τόση άκρίβεια τις θρησκευτικές προκαταλήψεις τών Μυκηναίων* καί, μολονότι*οί μαρτυρίες δεί χνουν δτι πολλοί άπό τούς θεούς τοΰ Όλύμπου λατρεύονταν στή μυκηναϊκή έποχή, δέν είναι καθόλου σαφές άν ή λατρεία αύτή γινόταν σύμφωνα μέ τό ομηρικό πνεΰμα. 'Η έξήγηση πρέπει νά άναζητηθεί πιο κοντά στήν έποχή τοΰ ΐδιου τοΰ Όμήρου, στά αισθήματα καί στίς προκαταλήψεις τών άριστοκρατών πού κυ ριαρχούσαν στά τέλη τών σκοτεινών αιώνων. Θά μποροΰσε νά περιμένει κανείς δτι τό φαινόμενο αύτό καθαυτό θά συνεχιστεί
348
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑΝ Τ ΕΙΑ
σέ κάποιο βαθμό καί κατά τήν κλασική εποχή, γιατί έξακολουθοΰσε καί τότε νά είναι αισθητή ή επίδραση άλλων άριστοκρατικών ιδεωδών έχει παρατηρηθεί σωστά δτι ό Απόλλων εμφα νιζόταν πάντα νά κυκλοφορεί στούς κύκλους της άνώτερης κοι νωνίας, ένώ ό Διόνυσος ήταν πολύ περισσότερο ό θεός τοΰ κοινοΰ άνθρώπου. Ό τρόπος πού παρουσιάζει τούς θεούς ό "Όμηρος άντιπροσωπεύει μιά συνεχή τάση τοΰ πνεύματος τών άνθρώπων της μορφωμένης καί καλλιεργημένης άνώτερης κοινωνικής τά ξης. Ό κοινός άνθρωπος έδώ, δπως καί άλλοΰ, άποδεχόταν τίς ιδέες της άνώτερης τάξης ώς σωστές καί πρέπουσες* έξακολουθοΰσε δμως νά λατρεύει, ώς ένα βαθμό, τούς δικούς τοΙ> θεούς καί, χωρίς άμφιβολία, έπινοοΰσε τούς μύθους πού χρειαζόταν γιά τή δική του ζωή. Οί θεοί, δπως καί οί ήρωες της Ίλιάδας, ένδιαφέρονταν πολύ γιά τήν τιμή τους, καί μόνο κατ’ εξαίρεση, σέ μερικά χωρία, γιά τήν άνθρώπινη ήθική. Αύτό τό κατά κάποιον τρόπο τεχνητό κενό έπρεπε νά καλυφθεί: άπό μιά άποψη, οί άπλοποιημένοι θεοί τοΰ Όμήρου ήταν εύκολότερο νά έκπροσωποΰν τίς ήθικές δυνάμεις, παρά οί θεοί της λατρείας της γονιμότητας, πού ήταν, στήν καλύ τερη περίπτωση, ήθικά ούδέτεροι. Ή 3Οδύσσεια δείχνει γενικά μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιά τήν ήθική. "Όταν γίνεται επίκληση στόν Δία ώς φυσικό προστάτη τών ζητιάνων καί τών ικετών, αύτό δέν είναι άπλώς καί μόνο σχήμα λόγου. Τόν Ησίοδο καί τόν Σόλωνα τούς άπασχόλησε ή κλασική μορφή τοΰ προβλήμα τος τοΰ κακοΰ, δηλαδή τό ερώτημα πώς ενας δίκαιος καί παντο δύναμος θεός είναι δυνατό νά έπιτρέπει νά κυριαρχεί τό άδικο σ’ αύτό τόν κόσμο. Τόν 5ο αιώνα ή άποψη δτι οί θεοί, καί ειδικά ό Δίας, είναι οί ύπέρμαχοι της δικαιοσύνης ήταν γνωστή, μέ δλα τά προβλήματα πού θέτει. Μερικοί έρευνητές έχουν υπερ τονίσει τή σημασία τοΰ Αισχύλου ώς θεολόγου, έπειδή στά έργα του μποροΰμε νά βροΰμε κάποιες έννοιες πιό άρχαϊκές καί πρω τόγονες* ή λέξη δίκη, τήν όποια μεταφράζουμε ((δικαιοσύνη», συ χνά στόν Αισχύλο διατηρεί άκόμη τήν παλαιότερη σημασία της, δηλαδή μάλλον αύτό πού έχει γίνει παρά αύτό πού έπρεπε νά γίνει. Ωστόσο άπορίες σχετικά μέ τή δικαιοσύνη τών θεών είχαν άσφαλώς έξέχουσα θέση στις μεγάλες τραγωδίες της Αθήνας. Καμιά φορά διατυπώνεται ή άποψη δτι οί θεοί δέν είχαν τέτοια ήθικά ένδιαφέροντα, άλλά γιά τούς φιλοσόφους ήταν αύτονόητο
349
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δτι, ή φύση τοΰ θεοΰ πρέπει οπωσδήποτε νά είναι, άγαθή. Ή σχο λή τοΰ Επικούρου ήταν ούσιαστικά ή μόνη πού υποστήριζε δτι, οί θεοί δέν ενδιαφέροντα* καθόλου γιά τό άνθρώπινο είδος. Ά ν οί ίδιοι οί άρχαΐοι δέν είχαν βρει καμιά λογική καί ικανοποιητι κή λύση στά προβλήματα αύτά, εμάς δέν μάς πέφτει λόγος νά διαμαρτυρόμαστε. Στά παλιά χρόνια, αύτό πού θά ονομάζαμε δημόσιες λατρείες, βρισκόταν φυσικά ύπό τόν έ'λεγχο τών άριστοκρατών, γιατί άποτελοΰσε μέρος τών.γενικών αρμοδιοτήτων τους νά ξέρουν κάθε. φορά τή σωστή τελετή καί νά μποροΰν νά τή διευθύνουν. Στό συντηρητικό ρεΰμα τής θρησκείας, παρέμειναν πολλά ίχνη αύτής τής κατάστασης στήν κλασική έποχή. Τό κράτος μποροΰσε νά άναλαμβάνει λατρείες καί νά τις συντηρεί μέ δημόσια χρήματα, άλλά κάποια συγκεκριμένη τελετή μποροΰσε νά βρίσκεται άκόμη στά χέρια ένός συγκεκριμένου γένους. Έ τσι, παραδείγματος χά ρη, γιά τις τελετές της Ελευσίνας φρόντιζε τό άθηναϊκό κράτος, πού θεωροΰσε τόν εαυτό του άπόλυτα άρμόδιο νά νομοθετεί γιά αύτές* άλλά οί επικεφαλής τών τελετουργιών εξακολουθούσαν νά προέρχονται άπό τά μεγάλα γένη, τούς Εύμολπίδες καί τούς Κήρυκες, καί ή κληρονομημένη αύτή παράδοση εξακολούθησε νά άποτελεΐ άγραφο νόμο, πού έ'πρεπε, ύπό ορισμένους περιορισμούς, νά τηρείται. Έπίσης, άπό τήν άριστοκρατία προέρχονταν οί επί σημοι ερμηνευτές τών,μυστηρίων, οί.έξηγηζαί, πού υποδείκνυαν σ’δποιον τούς ρωτοΰσε ποιά ήταν ή ορθή διαδικασία σέ άμφίβολες περιπτώσεις. Ωστόσο, σέ δημόσιες θρησκευτικές υποθέσεις, ή άθηναϊκή δημοκρατία προτιμοΰσε νά στηρίζεται σέ έπαγγελματίες μάντεις, πού δέν είχαν τήν άριστοκρατική αύτή προέλευση. 'Η ιδέα δτι τό κράτος βρισκόταν ύπό τήν προστασία μιας ιδιαί τερης θεότητας —τής Άθηνάς ή Αθήνα, τοΰ Ποσειδώνα ή Κό ρινθος, τής 'Ήρας τό Ά ργος— είναι παμπάλαιη, καί οί λατρείες αύτές δέν άνήκαν ποτέ στήν άποκλειστική άρμοδιότητα συγκε κριμένων μεγάλων οικογενειών. Είναι πιθανό δτι μερικές άπό τις "λατρείες αύτές διευρύνθηκαν σκόπιμα κατά τή διάρκεια τής έποχής τών τυράννων: λ.χ. ή μεγάλη γιορτή τών Παναθηναίων στήν ’Αθήνα προσέλαβε μεγάλη λαμπρότητα στή διάρκεια τοΰ 6ου αι ώνα* άν ό Πεισίστρατος δέν εγκαινίασε ό ίδιος τήν άλλαγή, πάν τως συντέλεσε πρός αύτή τήν κατεύθυνση. Μέ τό ίδιο πνεΰμα
350
ΘΕΟΙ Κ Α Ι Μ ΑΝ Τ ΕΙΑ
οί τύραννοι, έπιδιώκοντας τήν υπονόμευση τής προνομιακής θέ σης τών εύγενών, ένθάρρυναν τη λατρεία τοΰ Διονύσου. 'Η άνέγερση μεγάλων κεντρικών ναών ήταν ενα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα τής πολιτικής τών τυράννων. Οί ναοί αύτοί ήταν οί οικοι τών θεών τους, οχι τόποι λατρείας δπου συγκεντρώνονταν οί πιστοί. Στήν αρχή δέν ήταν εντυπω σιακοί: μικρά κτίσματα μέ πλινθόχτιστους τοίχους, καλαμωτές στέγες καί άπλό πρόναο —ό τύπος τους μας είναι γνωστός άπό τό πήλινο πρόπλασμα ένός τέτοιου ναοΰ, άφιερωμένου στήν "Ή ρα, στήν Περαχώρα, κοντά στήν Κόρινθο* ή ήταν ξύλινα οικο δομήματα μέ μερικά άρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά πού έπέζησαν καί στήν εποχή τών λίθινων οικοδομημάτων. Λιθόχτιστοι ναοί άρχισαν νά χτίζονται γύρω στό 700, καί εξελίχτηκαν στις αύστηρές έκεΐνες καί γεμάτες δύναμη μορφές πού στέκουν άκόμη σέ διάφορα μέρη ώς έκφραση τοΰ έλληνικοΰ πνεύματος. Ή λα τρεία γινόταν στό ύπαιθρο, οί θυσίες σ5 ενα βωμό μπροστά στό ναό καί πριν άπό τίς επίσημες λιτανείες. Τά ιερατικά άξιώματα, ή ορισμένα τελετουργικά καθήκοντα, μποροΰσε νά είναι κληρονο μικά σέ μερικά γένη ή οικογένειες, άλλά άπασχολοΰσαν ορισμένο μόνο χρόνο καί δέν άπομόνωναν αύτόν πού τά άναλάμβανε άπό τή ζωή τών άλλων άνθρώπων. Σέ πολλές περιπτώσεις, ένας άν θρωπος τελοΰσε ό ίδιος τίς θυσίες του, χωρίς τή βοήθεια ιερέα. "Ένα γεΰμα μέ κρέας σήμαινε συνήθως θυσία* οί μεγάλες θυσίες στις μεγάλες γιορτές ήταν δημόσια γεύματα, άξιομνημόνευτες εύκαιρίες γιά ένα λαό πού δέν έτρωγε κρέας τόσο συχνά. Στις ιδιωτικές θυσίες καί στις προσευχές ό άνθρωπος έπιζητοΰσε προσωπική έπικοινωνία μέ τή θεότητα καί έλπιζε δτι ή προσφορά του θά είναι εύπρόσδεκτη. Οί περισσότεροι άνθρωποι ένιωθαν ιδιαίτερα στενή σχέση μέ έναν ορισμένο θεό: λόγου χά ρη ό παππούς ένός πελάτη τοΰ Ίσαίου, ό όποιος έπέτρεπε νά παρευρίσκονται μόνο οί στενότεροι συγγενείς του δταν έκανε θυ σία στή θεότητα τής λατρείας πού προτιμοΰσε, δηλαδή στόν Κτήσιο Δία, πού προστάτευε τό νοικοκυριό καί τήν περιουσία. Α μ έ τρητοι ειδικοί τίτλοι τοΰ είδους αύτοΰ έφερναν τό θεό πλησιέστερα στό άτομο καί στις δράστηριότητές του. Οί λατρείες κλει στών ομάδων, δπως τής φρατρίας καί τοΰ δήμου, προϋπέθεταν ένεργή συμμετοχή τών οικογενειών πού έπαιρναν μέρος* εύκαιριακές νύξεις έδώ κι εκεί μάς επιτρέπουν νά δοΰμε πόσο έντονα
351
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
συναισθήματα μπορεΐ νά γεννούσαν στό άτομο οί δραστηριό τητες καί οί λατρείες μιας τόσο μεγάλης ομάδας δπως ήταν ή άθηναϊκή φυλή. Ή λατρεία τής Άθηνάς στήν Αθήνα άποτελοΰ σε σχεδόν αύτοπανηγυρική λατρεία τοΰ ΐδιου τοΰ κράτους, στήν οποία κάθε πολίτης ένιωθε υπερήφανος νά συμμετέχει. Ή ελλη νική θρησκεία εμφανίζει μεγάλες διαφορές δόγματος καί τύπων σέ σύγκριση πρός οτιδήποτε γνωρίζει ό δικός μας πολιτισμός, ειδική στό Θέμα της άδιαφορίας γιά τή μεταθανάτια ζωή τοΰ άτόμοϋ, άλλά θά ήταν λάθος νά συμπεράνουμε γ ι’ αύτόν τό λόγο δτι ό άρχαΐος "Έλληνας δέν $ΐχε προσωπική θρησκεία. Ουτε υπάρχουν πραγματικές ένδείξεις δτι ή θρησκεία αύτή είχε χάσει τήν επιρροή της κατά τούς χρόνους τής πνευματικής ακμής, στά τέλη τοΰ 5ου καί τόν 4ο αιώνα, παρόλο πού εύκολα θά μας περνοΰσε άπό τό νοΰ ή ιδέα δτι ώς θρησκεία δέν ήταν καθόλου ικανοποιητική. 'Υπήρχαν, κατά κάποιον τρόπο, εναλ λακτικές μορφές πού άπέκλιναν άπό τήν ορθόδοξη λατρεία τών θεών τοΰ Όλύμπου, άλλά καμιά τους δέν άπέκλειε τήν όρθοδοξία. Τά Έλευσίνια μυστήρια, ούσιαστικά ή λατρεία τής Δήμη τρας καί της κόρης της, μέ τόν ’Ίακχο1 (δ,τι καί άν σήμαινε άρχικά τό όνομα αύτό) ώς ισότιμο, κατά κάποιον τρόπο, τοΰ Διο νύσου, έπέτρεπαν μύηση σέ δλους, ελευθέρους ή δούλους. Τό άσυνήθιστο κτίσμα πού λεγόταν «αίθουσα μύησης» ήταν, αύτή τή φορά, τόπος συγκέντρωσης τών πιστών. Έδώ, έπειτα άπό τήν κάθαρση καί ποικίλες ιεροτελεστίες, έδειχναν στούς μυουμένους κάτι —είναι άσκοπο νά προσπαθοΰμε νά μαντέψουμε τι ήταν αύ τό— πού τούς δημιουργοΰσε, δπως λένε οί άρχαΐοι έλληνες συγ γραφείς, «καλύτερες έλπίδες γιά μετά τό θάνατο». Αύτό θά πρέ πει νά προσέλκυε πολλούς, άν ή θρησκεία τοΰ Όλύμπου τούς άφηνε άνικανοποίητους. Ά λλά, μολονότι οί μυημένοι ήταν πολ λοί, άπό τό χρόνο τής μύησης καί μετά δέν διαχώριζαν τή θέση τους άπό τή λατρεία άλλων θεών, καί ή πίστη τών Αθηναίων γιά τό θάνατο καί τή μεταθανάτια ζωή δέν φαίνεται νά έπηρεαζόταν πολύ. Τό σύνολο τών δοξασιών πού λέγονταν ορφικές είναι πιό σκοτεινό καί δέν υίοθετήθηκε επίσημα πουθενά στό βαθμό πού υιοθέτησε ή Αθήνα τά Έλευσίνια μυστήρια. 'Υπήρχαν κείμενα, πού τά άπέδιδαν στόν Όρφέα ή στούς οπαδούς του, τά όποια κή-
1. [’Άλλη ονομασία τοΰ Βάκχου.] 352
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑΝ Τ ΕΙΑ
ρυσσαν έναν άσκητικό τρόπο ζωής, μιά διδασκαλία γιά μετενσάρκωση πού τελειωνόταν μέ κάθαρση τής ψυχής καί άνάπαυσή της σέ κάποιο είδος παραδείσου, καί πολλά άλλα. Οί λεπτομέ ρειες είναι άσαφεΐς, καί είναι δύσκολο νά τις ξεχωρίσει κανείς άπό τή διδασκαλία τοΰ Πυθαγόρα, πού έπίσης πίστευε στή μετενσάρκωση. Καί ό 'όρφισμός καί ό πυθαγορισμός φαίνεται δτι ύπηρξαν έκκεντρικότητες της άνώτερης τάξης καί οχι μέσο πα ρηγοριάς τών φτωχών γιά τά βάσανά τους στήν επίγεια ζωή. Ό Πλάτων, διαμέσου ένός άπό τούς χαρακτήρες στήν Πολιτεία του, μιλά γιά τούς ιερείς πού τριγύριζαν έξω άπό τά σπίτια τών πλουσίων, προσφέροντάς τους έλπίδα γιά άφεση άμαρτιών καί εύτυχισμένη ζωή στό μέλλον μέ ειδικές θυσίες καί μυήσεις. 'Υπήρχε χωρίς άμφιβολία ζήτηση γιά τέτοιου είδους παρη γοριά, πού τή συδαύλιζε στά νεανικά χρόνια τοΰ Πλάτωνα ή μα κρόχρονη ένταση τοΰ Πελοποννησιακοΰ Πολέμου, άλλά τό στοι χείο αύτό συμπλήρωνε μάλλον παρά ύποκαθιστοΰσε τή συμβατι κή θρησκεία. Οί κατηγορίες γιά άσέβεια στρέφονταν 6χι έναντίον τών οπαδών αύτών τών τελετουργιών καί τών διδασκαλιών, άλλά έναντίον διανοουμένων δπως ό Σωκράτης, πού τόν κατηγόρησαν δτι είσήγαγε θεούς διαφορετικούς άπό αύτούς πού άναγνώριζε ή πολιτεία. Διαπιστώνουμε κάποια έξαρση σκεπτικισμού στά τέ λη τοΰ 5ου αιώνα, παράλληλη μέ τόν ήθικό σχετικισμό πού δια κήρυσσαν μερικοί σοφιστές* άλλά πραγματική άνησυχία φαίνεται νά προκαλοΰσε άφενός τό γεγονός δτι τις φυσικές έρμηνεΐες γιά τήν κίνηση τών ούράνιων σωμάτων τις φοβούνταν ώς άθεϊστικές, καί άφετέρου δτι τις φιλοσοφικές διδασκαλίες γιά τή φύση τοΰ θείου τις θεωρούσαν άπόπειρες νά υποκατασταθεί ή παλιά θεό τητα μ’ ένα νέο είδος. Ό Ξενοφών καί ό Πλάτων ήταν οπαδοί τής ορθόδοξης θρησκείας* καί, σύμφωνα μέ τις περιγραφές τους, φαίνεται δτι δμοια καί ό Σωκράτης άκολουθοΰσε τις παραδοσια κές θρησκευτικές του υποχρεώσεις. Ά λλά, άπό τις Νεφέλες τοΰ Αριστοφάνη καί άπό άλλους υπαινιγμούς, γίνεται φανερό δτι ό πολύς κόσμος θεωρούσε τόν Σωκράτη, άν καί άδικα, ανατρε πτικό άστρονόμο. Αύτό άκριβώς, μαζί μέ τήν οχι παράλογη ύποψία δτι ένέσπειρε στούς νέους ιδέες πού δέν συμβιβάζονταν άπόλυτα μέ τή δημοκρατία, οδήγησε στήν καταδίκη του, τό 399 —σέ μιά περίοδο έντονης μεταπολεμικής ψυχολογικής κατάπτω σης, δταν ή Αθήνα δέν είχε συνέλθει άκόμη έντελώς άπό τήν
353 23
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ολιγαρχία τών Τριάκοντα— καί στήν εκτέλεση τής θανατικής ποινής, πού κανονικά κάθε κρατούμενος θά τήν είχε άποφύγει προτιμώντας νά αύτοεξοριστεΐ. Έξακολουθοΰσαν νά υπάρχουν πολλοί ιδιωτικοί θρησκευτικοί σύλλογοι, άλλοι άφοσιωμένοι στούς ορθόδοξους έλληνικούς θεούς, καί άλλοι σέ θρακικές ή αιγυπτιακές ή άνατολικές θεότητες. Πάν τα ύπήρχαν ιδιωτικές οργανώσεις πολιτών, δμιλοι μέ κοινωνικούς σκοπούς, πού, σύμφωνα μέ τήν έλληνική συνήθεια, είχαν υιο θετήσει κάποια ιδιαίτερη λατρεία ώς κεντρικό σημείο άναφοράς, δπως ό δμιλος εκείνος τοΰ Ηρακλή, τοΰ οποίου εΐχε γίνει μέλος στά νιάτα του ό ομιλητής σέ εναν άπό τούς δικανικούς λόγους τοΰ Ίσαίου, γιά νά «συμμετέχει στήν παρέα τους». Αύτό έντασσόταν άπόλυτα στό άποδεκτό πλαίσιο. Ά πό καιρό σέ καιρό είσάγονταν επίσημα λατρείες ξένων θεών, δπως ή λατρεία τής θρακιώτισσας θεάς Βενδίδας, πού μνημονεύεται στήν αρχή τής Πο λιτείας τοΰ Πλάτωνα* έπίσης, ομάδες ξένων πού έμεναν στήν Α θήνα μποροΰσαν νά πάρουν άδεια νά έγκαθιδρύσουν δική τους λα τρεία. Ή άδεια ήταν άπαραίτητη, γιατί οί ξένοι δέν είχαν τό δικαίωμα νά κατέχουν ιδιόκτητη γή, δπου νά χτίσουν ιερό. Πρός τά τέλη τοΰ 4ου αιώνα, αύξήθηκε πολύ ό άριθμός τών λίθινων επιγραφών στήν Αθήνα, πού τίς είχαν στήσει θρησκευ τικές οργανώσεις γιά νά τιμήσουν θεούς, πολλοί άπό τούς όποίπους ήταν ξενόφερτοι. Αύτό μπορεΐ νά ύποδηλώνει δτι εκείνο τόν καιρό, δταν πιά ή πόλη άρχισε νά χάνει τήν παλιά της λάμψη, οί θεοί της έδιναν τή θέση τους σέ άλλες θεότητες, πιό κατάλληλες γιά τήν κοσμοπολιτική έκείνη έποχή. Ά λλά καί πολ λοί άπό αύτούς πού άφιέρωναν τά άναθήματα ήταν έπίσης ξένοι* ή αύξηση τοΰ άριθμοΰ τέτοιων επιγραφών στήν Αθήνα πιθανόν είναι άπλώς σύμπτωμα τής συνεχοΰς εισροής ξένων στήν πόλη καί τής ολοένα μεγαλύτερης τάσης τών οργανώσεων τών ξέ νων νά χαράζουν άναθηματικές καί άλλες επιγραφές σέ πέτρινες στήλες. Σέ άλλα μέρη τοΰ έλληνιστικοΰ κόσμου, ιδιωτικές οργα νώσεις, δχι κατανάγκην άνορθόδοξες στό θρήσκευμα, δείχνουν τήν Ϊδια προθυμία νά διαφημίζουν μέ λίθινες επιγραφές τήν ύπαρ ξή τους. Είναι άμφίβολο άν θά μάς δικαίωναν οί μαρτυρίες πού έχουμε άπό τήν Αθήνα, άν μιλούσαμε γιά συγκεκριμένη άλλαγή τοΰ θρησκευτικοΰ συναισθήματος.
354
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑ ΝΤΕΙΑ
Τά μαντεία άνήκαν στή δικαιοδοσία του Απόλλωνα καί έξέφραζαν, άποκλείοντας κάθε πιθανότητα λάθους ή άπάτης, τή βού ληση τοΰ πατέρα του, τοΰ Δία. Τό πιο φημισμένο ήταν τό μαν τείο τών Δελφών, μέ τήν εξαιρετικά εντυπωσιακή θέση του κάτω άπό τούς χαμηλότερους κρημνούς τοΰ Παρνασσοΰ, ό κυριότερος θρησκευτικός πόλος έλξης τής ήπειρωτικής Ελλάδας. Ή φήμη του άρχίζει νά άπλώνεται πανελλήνια τόν 8ο αιώνα* καί μερικοί άπό τούς χρησμούς πού μαρτυρεΐται ότι δόθηκαν σέ άτομα πού σκόπευαν νά ιδρύσουν άποικίες τή μακρινή έκείνη έποχή πρέπει νά ήταν συμβουλές πού πράγματι τούς δόθηκαν, πριν νά ξεκι νήσουν γιά τήν ίδρυση της άποικίας. Έ χ ει ύποστηριχτεΐ δτι έ κείνη τήν έποχή τό μαντείο τών Δελφών, δπως φαίνεται, τό συμ βουλευόταν ένας ορισμένος άριθμός πόλεων τής ήπειρωτικής Ε λ λάδας* καί ό Ιερός Πόλεμος στίς άρχές τοΰ 6ου αιώνα, πού κατ’ 8νομα άπελευθέρωσε τόν ιερό τόπο άπό τήν καταδυνάστευση τής Κρίσας (πού βρισκόταν παρακάτω στήν πεδιάδα), στήν ώμή πραγ ματικότητα φαίνεται δτι ύπήρ.ξε άγώνας γιά νά περιέλθει στά κατάλληλα χέρια ή κυριαρχία τοΰ μαντείου, τό όποιο ειχε ήδη μεγάλη έπιρροή. Ά λλά άν τά πρώτα χρόνια τό μαντείο τό διεκδικοΰσαν μέ πόλεμο διάφορες ομάδες, ή προβολή καί ή περιβολή του μέ καθολικό σεβασμό έδραιώθηκαν τόν 5ο αιώνα. Τό γεγονός δτι τό μαντείο φοβήθηκε κατά τήν περσική εισβολή τοΰ 480 καί συμβούλευσε ύποταγή συγκαλύφθηκε χωρίς μεγάλη δυ σκολία* καί, μολονότι εύνοοΰσε τήν πελοποννησιακή παράταξη δταν ξέσπασε ό πόλεμος τό 431, αύτό δέν οδήγησε στή διακοπή τών δεσμών του μέ τήν Αθήνα. Παρόλο πού ή διαδικασία τής χρησμοδοσίας δέν ήταν μυστι κή, δέν μάς έ'χει διασωθεί καμία καλή περιγραφή της, γιατί οί άρχαΐοι ελληνες συγγραφείς Θεωρούσαν δτι δλα αύτά είναι γνω στά στούς άναγνώστες τους. Οί χρησμοί δίνονταν άπό μιά γυ ναίκα, τήν Πυθία, πού βρισκόταν σέ κατάσταση έκστασης* άλλά τήν έπίσημη άπάντηση τήν έδιναν γραπτώς στά χέρια έκείνου πού ζητοΰσε τό χρησμό τοΰ μαντείου άντρες ιερείς, οί οποίοι μποροΰμε νά ύποθέσουμε δτι έπεξεργάζονταν κατάλληλα τή σχε τικά άσαφή άπάντηση τής Πυθίας, ώστε νά πάρει κατανοητή μορφή —στίς σπουδαιότερες περιπτώσεις τήν έγραφαν σέ εξά μετρους στίχους. Είναι δμως άξιοσημείωτο δτι, δταν ό σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεομένης ό Α' δωροδόκησε τό μαντείο τό 490,
355
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ό Ηρόδοτος κατονομάζει, τήν ίδια τήν Πυθία ώς τό πρόσωπο πού δωροδοκήθηκε. Μεταγενέστερες πηγές υποστηρίζουν δτι ό τρί ποδας πάνω στόν όποιο καθόταν ή Πυθία ήταν τοποθετημένος πάνω άπό μιά σχισμή τοΰ εδάφους, άπ’ δπου έβγαιναν μεθυστι κοί άτμοί* ή φυσική αύτή εξήγηση εξακολούθησε νά γίνεται άποδεκτή γιά άπροσδόκητα μεγάλο διάστημα, άν και δέν ύπήρχε σχι σμή στό έδαφος καί άποκλείεται νά έβγαιναν άτμοί, έξαιτίας τής γεωλογικής σύστασης της περιοχής. Ουτε μπορεΐ νά ταχθεί κα νείς μέ τήν άποψη δτι ή ίδια ή Πυθία μεθοΰσε καίγοντας ή μα σώντας φύλλα δάφνης. Ή έκσταση πρέπει νά θεωρηθεί γνήσια, κάτι σάν αύτό πού συμβαίνει μέ τά σημερινά μέντιουμ* τήν έκ σταση αύτή τήν ύποβοηθοΰσε ή ιεροτελεστία καί ή αύθυποβολή της Πυθίας καθώς περίμενε τή θεοληψία. Ή ύποψία γιά συνειδητή άπάτη πρέπει νά βαρύνει τό άντρικό προσωπικό τοΰ μαντείου, πού είχε τή δυνατότητα νά τροποποιεί τούς χρησμούς. Αύτό μπορεΐ άπό μιά άποψη νά δικαιολογείται, στό βαθμό πού τό μαντείο άκολούθησε, άν άκολούθησε ποτέ, συ νεπή γραμμή. Χωρίς άμφιβολία, μερικοί άπό τούς σωζόμενους χρησμούς κατασκευάστηκαν, έξολοκλήρου ή έν μέρει, δστερα άπό τή συγκεκριμένη έκβαση, γιά νά λαμπρύνουν περισσότερο τήν αίγλη τοΰ Απόλλωνα, καί αύτό οπωσδήποτε δέν μπορεΐ νά έγινε χωρίς συνειδητή παρέμβαση. Ά λλά, μολονότι ή πίστη μπορεΐ νά είναι πολύ συγκαταβατική, θά ήταν δύσκολο νά έπιζεΐ τόσους αι ώνες συνειδητή άπάτη σέ τόσο μεγάλη κλίμακα, κι άν άκόμη δέν λάβουμε ύπόψη τά αισθήματα τών ίδιων τών ιερέων. Είναι προ τιμότερο νά υποθέσουμε δτι οί περισσότερες άπαντήσεις δίνονταν μέ καλή πίστη, άλλά νά άφήσουμε καί κάποιο περιθώριο δσον άφορά τήν έπίδραση πού είχαν οί έπιθυμίες καί οί γνώσεις τών ίδιων τών ιερέων στή διαμόρφωση τών άπαντήσεων. Βοηθοΰσε βέβαια καί ή παράδοση τών διφορούμενων χρησμών. Είναι στοι χείο πού έπαναλαμβάνεται σέ ιστορίες γιά προφητείες, δηλαδή νά παρανοεΐ ό παραλήπτης τό μήνυμα καί νά καταλήγει σέ δυσά ρεστες καταστάσεις, άλλά, δταν δλα τά γεγονότα συντελεστοΰν, νά δικαιώνεται στήν πρόβλεψή του ό μάντης. Έδώ άκριβώς άνάγονται ορισμένες περιβόητες περιπτώσεις δελφικής άσάφειας, δ πως ή περίπτωση τοΰ Κροίσου, βασιλιά τής Λυδίας, γενναιόδω ρου εύεργέτη τοΰ μαντείου, πού οί ιερείς είναι λογικό νά μήν ή θελαν νά τόν δυσαρεστήσουν: είχε σκοπό νά έπιτεθεΐ στούς Πέρ356
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑΝΤΕΙΑ
σες, καί ό χρησμός πού του δόθηκε προφήτευε ότι «αν ·ο Κροΐσος διαβεΐ τον ποταμό "Αλυ, θά καταστρέψει μεγάλο κράτος»* ό χρησμός έπαληθεύτηκε όταν καταστράφηκε τό βασίλειο του ίδιου του Κροίσου, όσο κι αν λυπήθηκε γ ι’ αύτό τό γεγονός τό δελφικό ιερατείο. Σέ μικρότερη κλίμακα, μπορούσαν νά παρουσιάζουν την προφητεία έξαρτημένη άπό άσαφεΐς προϋποθέσεις, για παράδειγ μα άπό έναν οιωνό πού ήταν δυνατό νά παρερμηνευτεί* μετά τό συμβάν, οί εύπιστοι μπορούσαν πάντοτε νά άνακαλύπτουν ότι ό ορος πού είχε τεθεΐ ώς προϋπόθεση είχε έκπληρωθει κατά έναν άπροσδόκητο τρόπο. Ή περισσότερη δουλειά του μαντείου διεξαγόταν σέ έπίπεδο καθόλου θεαματικό. "Οποιο και αν ήταν τό άποτέλεσμά του, ό χρησμός σέ έρο^τήσεις ιδιωτών γιά άσήμαντα θέματα δέν έκανε μεγάλη έντύπο3ση. Πολλές άπό τις έρωτήσεις άφοροϋσαν τελε τουργικές οδηγίες, πού δέν έπιδέχονταν έπαλήθευση ή διάψευση. Σέ πάρα πολλές περιπτώσεις, όποιος ζητούσε χρησμό —πόλη ή ά τομο— είχε επεξεργαστεί τό ζητούμενο άπό πριν καί τό έφερνε άπλώς στο μαντείο γιά νά τό εγκρίνει ή νά τό άπορρίψει. *Αν ή έγκρισή του δέν είχε εύτυχή έκβαση, μπορούσε εύκολα νά υπο στηριχτεί δτι τό ίδιο τό πρόσωπο πού ζητούσε χρησμό ήταν κατά κάποιον τρόπο υπαίτιο τής άποτυχίας. Μιά προφητεία πού την πίστευαν άκράδαντα μπορούσε νά προκαλέσει ή ίδια τή δικαίωσή της. Ωστόσο, πρέπει νά ύπήρξε καί μεγάλος άριθμός άπαντήσεων 8που τό μαντείο δέν είχε άλλη δυνατότητα εκλογής παρά νά άποφανθεΐ γιά τό μέλλον καί νά διακινδυνεύσει νά διαψευσθεΐ. Σύγ χρονοι ερευνητές έχουν την τάση νά άντιμετωπίζουν τις μαρτυρημένες έπιτυχεΐς προφητείες σάν νά έπινοήθηκαν δλες μετά τά γεγονότα* άλλά είναι άμφίβολο αν θά μπορούσε νά παραμείνει σέ λειτουργία τό μαντείο, άν δέν είχε στο ενεργητικό του άξιόλογο άριθμό προβλέψεων πού μπορούσαν, χωρίς νά χρειάζονται καί πολλή υπεράσπιση, νά θεωρηθούν επιτυχημένες. Ή προδιά θεση πού έχουν οί άνθρωποι νά πιστεύουν ήταν, φυσικά, σημαν τικός παράγοντας σέ όλη αύτή τήν υπόθεση.· Μέ αύτούς τούς περιορισμούς —καί όσο πιο πολλοί είναι, τόσο περισσότερο άποκλίνουμε νά πιστέψουμε στήν ειλικρίνεια του δελφικού ιερατείου— δέν θά ήταν λογικό νά περιμένουμε ότι οί Δελφοί θά άσκοϋσαν μεγάλη επιρροή πρός κάποια συγκεκριμέ νη κατεύθυνση. Ή έπιρροή του μαντείου στήν πορεία της πολι
357
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τικής ιστορίας ένδέχεται πολύ εύκολα νά ύπερεκτιμηθεί. Ούτε ή ήθική καί ή πολιτισμική του επιρροή υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη, δπως υποστήριξαν μερικοί άρχαίοι ελληνες ιστορικοί, πού ήθε λαν νά ένισχύσουν τό θρησκευτικέ συναίσθημα των άναγνωστών τους. Ή υπόδειξη ορθής τελετουργίας θεωρούνταν φυσικά άπό αύτούς σπουδαία συμβολή στόν πολιτισμό* κατά τά άλλα, μάς σώθηκαν ώς έπί τό πλείστον ιστορίες ήθικοΰ περιεχομένου γιά πλουσίους καί ισχυρούς, στούς όποιους δόθηκε χρησμός δτι κά ποιος ένάρετος κι έργατικός χωρικός είναι πιο εύτυχισμένος άπό αύτούς. Οι Δελφοί άνήκαν, άπό δική τους έπιλογή, στις δυνάμεις τής άρχαίας έλληνικής ζωής πού συμβούλευαν μετριοπάθεια, ό πως φαίνεται τόσο άπό τις ιστορίες αύτές όσο καί άπό τά δύο περίφημα ρητά, πού είχαν χαραχτεί στούς τοίχους τού ναού: γνώθί σαντόν καί μηδέν άγαν. Δέν είναι καθόλου βέβαιο άν τά ρητά αύτά άπέτρεψαν πράγματι πολλές περιπτώσεις υπερβολής. Πολύ σημαντικότερο ήταν τό γεγονός καί μόνο τής πίστης καί τής άφοσίωσης των Ελλήνων στο μαντείο, τό γεγονός ότι στόν άκατάστατο κόσμο τους μπορούσαν νά θεωρούν τό μαντείο-του Απόλλωνα άσφαλές καί σταθερό σημείο άναφοράς. Αύτό δέν είναι δυνατό νά άποτιμηθεί έπιστημονικά —όπως άλλωστε καί ή συμβολή τού Απόλλωνα στή μουσική καί στή γλυπτική. Οι Δελφοί λειτουργούσαν υπό τή διαχείριση ενός σώματος πού λεγόταν άμφικτιονία, στήν κυριολεξία «οι γύρω κάτοικοι» (ή «περίοικοι») —υπήρχαν καί άλλες άμφικτιονίες στήν Ελλάδα, λιγότερο φημισμένες άπό τή δελφική. Στήν άρχή εδρα της ήταν οί Θερμοπύλες καί περιλάμβανε όλες τις γειτονικές μικρές φυλές μεταξύ Θεσσαλίας καί Βοιωτίας* τά δύο αύτά ισχυρότερα έ'θνη ήταν έπίσης μέλη τής άμφικτιονίας, καί είχαν βρεθεί τρόποι νά άντιπροσωπεύονται καί άλλες μεγάλες δυνάμεις. 'Η ρύθμιση αύτή ήταν κάπως πρόχειρη γιά τή διαχείριση ένός θεσμού μέ πανελλήνια σημασία, άλλά λειτούργησε άρκετά καλά στο μεγα λύτερο διάστημα τής κλασικής εποχής* μέ κάπως άλλαγμένη μορφή ή δελφική άμφικτιονία έπέζησε άκόμη καί μετά τήν κατά ληψη τού ιερού άπό τούς Φωκείς τό 356. Επιγραφές πού άναφέρονται στή διακυβέρνηση των Φωκέων σώζονται άπό τον 4ο αιώνα, καί ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οί κατάλογοι συ νεισφορών τις οποίες πρόσφεραν οί έλληνικές πόλεις γιά νά ξανα χτιστεί ό ναός, μετά τήν καταστροφή του τό χειμώνα τού 373-
358
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑΝ ΤΕΙΑ
372 άπό πυρκαγιά ή άπό κατολίσθηση του έδάφους. Ό ,τ ι έχουμε πει γιά τούς Δελφούς ισχύει, ώς ένα βαθμό, καί γιά άλλα μαντεία, αν καί τά περισσότερά τους δέν προσέλκυαν τόσο μεγάλη προσοχή καί δέν γνώρισαν άνάλογες περιπέτειες. Στη Μικρά Ά σία , τό μαντείο του Απόλλωνα στά Δίδυμα, λίγο πιο νότια άπό τη Μίλητο, έδινε χρησμούς στούς "Ελληνες της Ανατολής, μέχρι πού τό κατέστρεψαν οί Πέρσες τό 494. Πιο βόρεια, στον Κλάρο, κοντά στήν Κολοφώνα, υπήρχε ενα άλλο ιερό πού εγινε μαντείο, δπου ένας ιερέας άποσυρόταν σέ μιά σπηλιά γιά νά φέρει πίσω τό χρησμό. Τον.ίδιο τον Δία τον συμ βουλεύονταν συχνά άνάμεσα στις βελανιδιές τής μακρινής Δω δώνης, στη βορειοδυτική Ελλάδα, ένώ τό ιερό του στήν 5Ο λυμπία ήταν καί αύτό μαντείο* καί ό "Αμμων, 6 θεός του μαν τείου στήν όαση Σίβα τής λιβυκής ερήμου, ταυτιζόταν μέ τον Δία καί άπέκτησε μεγάλη υπόληψη στήν κλασική εποχή. Τό υπό γειο μαντείο του Τροφωνίου κοντά στή Λιβαδειά τής Βοιωτίας μπορεΐ νά χρησιμεύσει ώς παράδειγμα μαντείου πού δέν ταυτι ζόταν συγκεκριμένα μέ κανέναν άπό τούς μεγάλους θεούς. Ή τε λετουργία τής έκδοσης του χρησμού ήταν περιβόητη γιά τον τρό μο πού ένέπνεε* μάς τήν περιγράφει κάπως λεπτομερειακά ό πε ριηγητής Παυσανίας, πού συμβουλεύτηκε τό μαντείο τον 2ο αι ώνα μ.Χ. καί φροντίζει νά μάς διαβεβαιώσει δτι ό ίδιος, παρά τις πληροφορίες πού δίνει, δταν συμβουλεύτηκε τον Τροφώνιο συνήλθε τελικά καί μπόρεσε νά γελάσει. 'Τπήρχαν καί άλλα πολ λά μαντεία. Έδώ είναι τό κατάλληλο σημείο νά άναφέρουμε επί σης καί τά ιαματικά ιερά, άπό τά όποια τό πιο σημαντικό ήταν τό περίφημο Ασκληπιείο τής Έπιδαύρου. "Αφηναν τον άσθενή νά κοιμηθεί στο ναό, καί ή θεραπευόταν ή έπαιρνε οδηγίες στά όνειρά του γιά τή θεραπεία τής άρρώστιας του. Μαντική ασκούσαν δχι μόνο στά μεγάλα μαντεία, άλλά καί μέ διάφορες άλλες μεθόδους* γιά δημόσιους σκοπούς, ή κοινότερη μαντική μέθοδος ήταν νά εξετάζουν τά σπλάχνα ενός θυσιασμέ νου ζώου. Ή πιο σημαντική περίπτωση έδώ ήταν ή θυσία ζώου πού γινόταν πριν άπό μάχη* καί τή θυσία κώτά τή διάβαση των συνόρων1 σέ εκστρατεία τή συναντοΰμε συχνά σέ μαρτυρίες γιά τή Σπάρτη. Κι έδώ πάλι σύγχρονοι ερευνητές έχουν τήν τάση νά 1. [Ή τελετή αύτή καί ή θυσία ονομάζονταν «τά διαβατήρια».]
359
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
θεωρουν τις άναφορές σέ κακούς οιωνούς τέχνασμα του έπικεφαλής του έκστρατευτικοΰ σώματος, πού ίσως είχε εντελώς άλλους λόγους νά. μή θέλει, νά γίνει ή εκστρατεία. Μπορεΐ καμιά φορά νά ύπήρχαν τεχνάσματα, ή διήγηση δμως του θρήσκου Ξενοφώντα δίνει τή σαφή έντύπωση δτι, γ ι’ αύτόν τουλάχιστον, ή εξέ ταση των σφαγίων ήταν υπόθεση σοβαρή καί άντικειμενική —ό Ξενοφών είχε διοικήσει στρατεύματα ό ίδιος καί πρέπει νά γνώ ριζε αν ή άπάτη ήταν κάτι τό συνηθισμένο. Ακόμη λιγότερο μπο ρεΐ κανείς νά άμφισβητήσει τήν ειλικρίνεια στήν ιδιωτική μαν τεία, δπου δέν υπήρχε καμιά πολιτική σκοπιμότητα. Σέ χαμη λότερο έπίπεδο ύπεισέρχεται ή καθαρή μαγεία, έν.α θέμα στο ό ποιο μπορεΐ νά δοθεί κάποια λογοτεχνική αίγλη, αλλά πού εϊναι άπό τή φύση του άνιαρό στις συγκεκριμένες έκφάνσεις του στή ζωή τών άνθρώπίον’ ή μαγεία, δσο λιγότερο είναι τεχνητή, τόσο περισσότερο είναι κακόβουλη, δπως συμβαίνει μέ τις κατάρες πού έχουν χαραχτεί σέ ύφος επίσημο, συχνά πάνω σέ μολυβένιες πλάκες, έναντίον προσωπικών έχθρών. Ή αρχαία έλληνική τέχνη καί ποίηση δείχνουν μέ τον πιο θεα ματικό τρόπο πόσο συνυφασμένη ήταν ή ζωή μέ τή θρησκεία. Ή πυγμαχία, ό χορός καί τό τραγούδι, κυρίως τό τελευταίο, ήταν στήν ήμερήσια διάταξη, δταν συγκεντρώνονταν στή Δήλο οί ’Ίωνες γιά νά τιμήσουν τον Απόλλωνα, σύμφωνα μέ τή ζων τανή περιγραφή του τυφλοΰ ποιητή άπό τή Χίο, πού έγραψε τον 9Υμνο στόν Απόλλωνα, τήν παλαιότερη μαρτυρία τέτοιας γιορ τής. Οί μεγάλοι άθλητικοί άγώνες ήταν γιορτές πρός τιμήν τών θεών τους, καί υπήρχαν-καί διαγωνισμοί μουσικής καί τραγουδιοΰ, καθώς καί ιπποδρομίες. Οί διαγωνισμοί τών άθηναϊκών τραγωδιών καί κωμωδιών άποτελοΰσαν μέρος τών εορτών πρός τιμήν του Διονύσου. Ή γλυπτική, στήν αρχή, ήταν άπεικόνιση θεών σέ άγάλματα* καί ή ισχυρή άνθρωπο μορφική έμφαση πού έδωσε τό έπος στήν έλληνική θρησκεία σήμαινε δτι ό γλύπτης έπρεπε νά έξιδανικεύει τήν άνθρώπινη μορφή. Λατρευτικοί λί θοι άλλου είδους έχουν σωθεί άπό τό σκοτεινό παρελθόν, δταν ή θεότητα μπορούσε νά άντιπροσωπευτεΐ άπό άμορφα άντικείμενα του τύπου πού άποκαλοΰμε «άνεικονικό», δηλαδή απεικο νίσεις πού δέν είναι άπεικονίσεις* άλλά ή άπαίτηση νά παριστάνεται ό θεός με άνθρώπινο σχήμα ανάγκασε τήν έλληνική γλυ
360
ΘΕΟΙ Κ Α Ι ΜΑΝ ΤΕΙΑ
πτική νά κινηθεί σ’ ένα μονοπάτι πού, καλώς ή κακώς, έμελλε νά γίνει ή κατεύθυνση πού τή χαρακτηρίζει. 'Η δλη έξέλιξη τής έλληνικής ποίησης θά ήταν διαφορετική αν ή λατρεία τών θεών δέν άπαιτοΰσε τραγούδια ορισμένου τύπου σέ πανηγυρικές περιστάσεις —τέχνη μεγαλειώδης, πού τήν είχαν άσκήσει δλοι οί μεγάλοι ποιητές, μέ πολλές έπιμέρους τεχνοτροπικές διακλαδώσεις, υμνους, παιάνες καί τά λοιπά. Ε μείς, δυ στυχώς, μόνο τά λόγια μπορούμε νά μελετήσουμε. Ερευνητές έ σκυψαν μέ υπομονή καί μόχθο-στις λιγοστές καί σκόρπιες μαρτυ ρίες καί έχουν καταλήξει σέ άρκετά συμπεράσματα γιά τήν άρχαία έλληνική μουσική, γιά τις μορφές καί τις δυνατότητες τών μουσικών οργάνων της, τήν τονικότητα τών μελωδιών της (δέν υπήρχε άρμονία) καί πολλά άλλα* άλλά έχουμε λίγα μόνο δείγ ματα μουσικών σημαδιών, πού μόλις είναι άρκετά για νά μάς δείξουν τι είδους μουσική ήταν. Γνωρίζουμε πάρα πολλά ονό ματα έλληνικών χορών, ειδικούς χορούς πού προσιδίαζαν σέ ο ρισμένους τόπους καί τελετές* καί ύπάρχουν επίσης παραστάσεις, κυρίως στήν άγγειογραφία, πού είκονίζουν διάφορους τύπους χο ρευτών. Οί γενικευτικές περιγραφές πού έχουμε δέν μάς επιτρέ πουν νά έκτιμήσουμε τή συνολική εντύπωση πού έδινε μιά όποιαδήποτε χορευτική έκτέλεση* γιά κάπως πληρέστερη κατανόη ση, θά χρειαζόμασταν κινηματογραφική λήψη ολόκληρης σειράς παραδειγμάτων. Στή Σπάρτη ιδιαίτερα άφθονοΰν οί τεχνικοί δραι πού δηλώνουν ορισμένα είδη χοροΰ —κάτι πού δίνει ελαφρότερη διάσταση στήν κάπως αύστηρή ζωή της, τήν όποια δέν θά μπο ρέσουμε ποτέ νά άναπαραστήσουμε μέ τή φαντασία μας. Ά πό τό μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου έλληνικοΰ κόσμου μάς έχουν σωθεί μόνο περιστασιακές άναφορές. Τά λόγια δμως μάς λένε πολλά. Ακόμη καί γιά τή Σπάρτη, τό «παρθένιον» του Άλκμάνα μάς δίνει μιά ιδέα γιά τό χαρακτή ρα τών ιεροτελεστιών πού ήταν άφιερωμένες στήν "Αρτεμη στά τέλη του 7ου αιώνα. Ό ρόλος πού έπαιξαν τέτοιες γιορτές στήν άνάπτυξη του έλληνικοΰ πολιτισμού ήταν χωρίς άλλο πολύ ση μαντικός.
361
ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Οί "Έλληνες χαρακτήριζαν τον πέρα άπό τά σύνορά τους κόσμο «βάρβαρο», λέξη πού καταρχήν δήλωνε μόνο τό άκατανόητο τής ομιλίας του* κατά τον 5.ο δμως αιώνα ή λέξη προσέλαβε τήν άρνητική σημασία πού έχει καί σήμερα, δηλαδή, έκτος άπό «άλλοδαπός», σήμαινε επίσης «καθυστερημένος» καί «κτηνώδης». "Άν ρωτούσαν έναν "Ελληνα τι ξεχωρίζει ’τό δικό του έθνος άπό τά υπόλοιπα, πιθανή άπάντηση θά ήταν δτι οί "Έλληνες είναι ελεύ θεροι, ένώ οί βάρβαροι είναι δούλοι.' Η άπάντηση δέν είναι κακή, άν καί αύτή ή αίσθηση υπεροχής ήταν πιθανό νά έξογκωθεΐ σέ σοβινισμό καί νά χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία γιά τήν υπο δούλωση φυλών πού τις θεωρούσαν κατώτερες. Οί "Έλληνες του 4ου αιώνα είχαν σαφέστερα τή συνείδηση δτι άνήκουν σ’ έναν πο λιτισμό μέ ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σέ τέτοιο βαθμό ώστε ο Ισοκράτης, έπαινώντας σέ λόγο του τά διανοητικά επι τεύγματα τής Αθήνας, νά διακηρύσσει δτι ό δρος «"Έλληνες» δέν άναφέρεται πιά στή φυλή, άλλά στήν όποιαδήποτε εξοικείωση μέ τήν άθηναϊκή παιδεία. Ε μ είς σήμερα, βλέποντας άπό τή δική μας άπόσταση αύτό τον πολιτισμό, μπορούμε νά ποΰμε δτι άπό τά πιο άξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του ήταν ή ικανότητα τών Ελλήνων νά στοχάζονται ελεύθερα καί εποπτικά, παραμερίζον-· τας μύθους ή αύθεντίες. Γιά νά στραφούμε γιά λίγο στήν πολιτική, οί Έλληνες είχαν κάθε δίκιο νά επισημαίνουν καί νά υπογραμμίζουν τή διαφορά ανάμεσα στά δικά τους ποικίλα πολιτεύματα καί στά βασίλεια τής Ανατολής, ειδικότερα τήν περσική αύτοκρατορία, τον συν τριπτικά ισχυρότερο γείτονά τους. "Όπως φαίνεται, κανένας υψη λός βαθμός οργάνωσης δέν μπορούσε νά άναπτυχθεί στούς βαρ βάρους αύτούς, εκτός άν συνδεόταν άμεσα μέ τή βασιλική εξου σία, περιβλημένη μέ άφθονη λαμπρότητα καί εθιμοτυπία—στοι χεία πού οί Έλληνες τά θεωρούσαν δουλικά καί γελοία. Μέ τον ίδιο τρόπο στή δυτική Εύρώπη, ως πολύ πρόσφατα, ήταν πλατιά
363
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
διαδομένη ή άντίληψη δτι μια κοινωνία δέν μπορεί νά σταθεί παρά μόνο άν τήν κυβέρνα μιά ιεραρχία, κληρονομικών βασιλιάδων καί εύγενών, κάτι πού οί Αμερικανοί τό άπέρριψαν ώς άπαράδεκτο γιά έλεύθερους άνθρώπους. Ή άνατροπή τής μοναρχίας στήν Ε λ λάδα, άν καί χρονολογείται στά βάθη τής πρώιμης ιστορίας της, άποτέλεσε επανάσταση έξίσου σπουδαία μέ τήν άμερικανική. 'Η ελληνική εναλλακτική λύση τής έλεύθερης συζήτησης καί τής πλειοψηφίας ένεΐχε τούς δικούς της κινδύνους, καί μερικοί ιστο ρικοί δέν δίστασαν καθόλου νά υποδείξουν τά λάθη της, μαζί μέ τις περιπτώσεις δπου ή συζήτηση δέν ήταν ελεύθερη καί οί άποφάσεις τής πλειοψηφίας δέν γίνονταν άποδεκτές* άλλά ό ελ ληνικός τρόπος έπέτρεπε τήν εξέλιξη, δπως καί τά λάθη. Στο διανοητικό έπίπεδο, ή συνήθεια του μύθου άποτελοΰσε τροχοπέδη γιά τήν έλευθερία, δπως περίπου ή βασιλική έξουσία στή σφαίρα τής πολιτικής. 'Ο μύθος, σέ κάποια μορφή, είναι άπαραίτητος στήν άνθρωπότητα, ή οποία έχει νά άντιμετωπίσει ένα σύμπαν τόσο μεγάλο καί ποικίλο, πού κανένας άνθρωπος, μό νος του, δέν μπορεΐ νά τό κατανοήσει. 'Ο καθένας μας στή ζωή του τρέφει πολλές παράλογες πεποιθήσεις καί προκαταλήψεις γιά τούς τομείς έκείνους του κόσμου μας γιά τούς όποιους δέν έχουμε τον καιρό ή τή θέληση ή τήν ικανότητα νά πληροφορηθοΰμε σω στά. Σέ παλαιότερες εποχές τής άνθρωπότητας, δταν τό ύλικό τής αντικειμενικής πληροφόρησης ήταν πολύ ύποδεέστερο, υπήρ χε μεγαλύτερη άνάγκη γιά ένα άποδεκτό καί ολοκληρωμένο μυ θολογικό πλαίσιο, πού νά οπλίζει τό άτομο μέ κάποιο είδος ικα νοποιητικού σημείου άναφορας γιά νά δράσει καί γιά νά δαμάσει, ως ένα σημείο, ένα σύμπαν πού πιθανόν νά ήταν εχθρικό. 'Η Ελλάδα ήταν πολύ πλούσια σέ μύθους: μερικοί ήταν άσήμαντες έπινοήσεις, πού έξηγοΰσαν θέματα χωρίς μεγάλη σημασία* με γάλο μέρος τους ήταν συλλήψεις υψηλής φαντασίας καί άποτέλεσαν τις βάσεις μιας μεγάλης ποίησης, που μέ τον τρόπο της μετέφερε κι αύτή πολλές άλήθειες. 'Η ποίηση ήταν επίσης ή πρώ τη έστία τής άπρόσωπης, μή μυθικής έξήγησης. Τό πρώτο δνομα στή δυτική επιστήμη καί φιλοσοφία είναι του Θαλή του Μιλήσιου, στις αρχές του 6ου αιώνα. 'Η Ιω νία ήΐαν ίσο:>ς παράμερη περιοχή τήν εποχή πού Εύβοεΐς καί άλλοι νη σιώτες, ή Κόρινθος, ή Κρήτη καί οί ύπόλοιποι άνανέωσαν πρώτοι 364
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
τήν επαφή μέ τον άνατολικό κόσμο* άλλά ή νέα αύτή ώθηση γρή γορα τάραξε τά νερά στις μεγαλύτερες ελληνικές-πόλεις της Α νατολής, ειδικά στή Μίλητο. Στις αρχές του 7ου αιώνα ή Μίλητος πρωτοστάτησε στήν καθιέρωση άποτελεσματικής καί συνεχοΰς επαφής μέ τήν Αίγυπτο. Στήν Ανατολή, πού δέν είχε χάσει ποτέ τή γραφή της —παρά τήν κάμψη του πολιτισμού της στά τέλη της εποχής του χαλκού— φιλοπερίεργοι "Έλληνες είχαν τήν εύκαιρία νά γνωρίσουν σέ σωρεία γραπτών εμπειρίες καί μεθόδους δοκιμασμένες άπό τό χρόνο, πού μπορούσαν νά έξάψουν μιά ζω ηρή φαντασία. Ή προσαρμογή καί υιοθέτηση του φοινικικού αλ φαβήτου (σ. 86-87) καί ή άνάλυση τών συλλαβών στά συνθετι κά τους φωνήεντα καί σύμφωνα αποτελεί καλό παράδειγμα τής ικανότητας τών Ελλήνων νά άνάγονται στις πρώτες αρχές καί νά βελτιώνουν τά πρότυπα πού έβρισκαν. Στήν Αίγυπτο καί στή Βαβυλώνα θά βρήκαν εκτενείς καταγραφές άστρονομικών παρα τηρήσεων. Λέγεται δτι ό Θαλής εϊχε προβλέψει τήν έκλειψη ή λιου στις 28 Μαίου του 585, ή όποια διέκοψε μιά μάχη μεταξύ Λυδών καί Μήδων. Μέ τά μέσα πού είχε στή διάθεσή του δέν είναι δυνατό νά είχε υπολογίσει μέ άκρίβεια τό χρόνο καί τον τόπο τής ολικής έκλειψης, καί ό Ηρόδοτος του άναγνωρίζει μόνο τήν πρόβλεψη δτι θά γινόταν έκλειψη μέσα στο έτος εκείνο. Α κόμη κι άν είχε χρησιμοποιήσει κάποιον κύκλο άπό καταγραφές έκλείψεων πού είχαν γίνει στο παρελθόν, ήταν άσυνήθιστα τυχε ρός πού μπόρεσε νά προβλέψει μιά έκλειψη πού ήταν ολική στή δική του περιοχή. Ωστόσο, αύτό ήταν τό πρώτο βήμα γιά τήν ανάπτυξη μιας άλλης οπτικής, μέ βάση τήν όποια ό Δίων,· τό 357, μπορούσε νά υποστηρίζει στούς στρατιώτες του δτι ή έ κλειψη ήταν φυσικό φαινόμενο,' τό οποίο μπορούσε νά ερμηνευτεί λογικά, καί οχι κακός οιωνός. Πιθανόν σ’ αύτό τον τομέα ό Θαλής νά ήταν απλώς τυχερός καί νά στηρίχτηκε στις γραπτές μαρτυρίες άλλων λαών* ωστόσο είναι κάτι έντελώς διαφορετικό ή άποψή του δτι τό νερό είναι ή πρωταρχική ούσία στή σύσταση ολόκληρου τού κόσμου. Μυθο λογικές ερμηνείες γιά τήν καταγωγή καί τήν παρούσα κατάσταση του κόσμου ήταν άρκετά κοινές, άλλά γίνονταν κατανοητές στο συγκεκριμένο πλαίσιο κάποιου μύθου* καί ό δημιουργός τού κό σμου ήταν θεϊκό ον, πού ή θέλησή του ήταν άποδεκτή άπό αύ τούς γιά τούς οποίους πλαθόταν ό μύθος, ώς εξήγηση έπαρκής 365
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
καθαυτή. Οί μιλήσιοι «φυσικοί φιλόσοφοι», άπό τούς όποιους πρώτος ήταν ό Θαλής, πρότειναν στή θέση τής μυθολογικής μιάν άπρόσωπη ερμηνεία. ΤΗταν κάτι πού μπορούμε νά ονομάσουμε έπιστημονική ένόραση, άπό τήν άποψη δτι έγινε προσπάθεια νά έρμη\ευτοΰν πολλαπλά φαινόμενα μέ μία καί μόνο άπλή άρχή' καί τή θεωρία τους δτι ή ύποκείμενη πρωταρχική ούσία παρα μένει άναλλοίοοτη, παρ’ δλη τήν επιφανειακή της μεταβολή, εξα κολουθούμε ώς ένα σημείο νά τή δεχόμαστε ώς άρχή τής άφθαρσίας τής ΰλης ή τής ενέργειας. ~Ηταν εντυπωσιακό άλμα του πνεύματος, πού ή αξία του έγκειται στο γεγονός καί μόνο δτι τέ θηκε τό πρόβλημα, καί οχι στήν ποιότητα τής συγκεκριμένης άπάντησης. Ό Αναξίμανδρος, κι αύτός άπό τή Μίλητο, θεωρούσε δτι ή πρωταρχική ούσία ήταν καθαυτή άκαθόριστη, χωρίς συγ κεκριμένες ιδιότητες —δεύτερο άξιόλογο άλμα του πνεύματος. Α λλά ή θεωρία πού ήταν επικρατέστερη, μέ τή μιά ή τήν άλ λη μορφή, ήταν ή θεωρία τών τεσσάρων στοιχείων, πού τή διατύ πωσε πρώτος ό Εμπεδοκλής άπό τον Άκράγαντα τής Σικελίας, τον 5ο αιώνα: πρόκειται γιά τή φωτιά, τον άέρα, τό νερό καί τό χώμα, τά όποια άποτελοΰν τά συνθετικά στοιχεία τών πάντων' δλες οί διαφορές όφείλονται στις ποικίλες αναλογίες κατά τήν άνάμειξη τών στοιχείων αύτών. Ή θέση του πλανήτη μας στο σύμπαν είναι άλλο θέμα πού άνέκαθεν ένέπνεε τή μυθολογία. Οί πρώιμοι ’Ίωνες άσχολήθηκαν καί μ5 αύτό. Ό Θαλής διατύπωσε τήν υπόθεση δτι ή γή έπιπλέει σέ νερό, θεωρία πού ίσως νά βοηθούσε στήν έξήγηση τών σεισμών. Ό Αναξίμανδρος άποσπάστηκε οριστικότερα άπό τή συμβατική σκέψη μέ τή θεωρία του δτι ή γή, πού τή φανταζόταν σάν δίσκο μέ διάμετρο τρεις φορές μεγαλύτερη άπό τό πάχος του, δέν χρειάζεται ύποστήριγμα, καθώς δέν έχει κανένα λόγο νά κι νείται πρός μιά ορισμένη κατεύθυνση. Είσήγαγε επίσης τήν ιδέα τής περιστροφικής κίνησης, δπως είναι ή .κίνηση τού ύδραυλικοΰ στροβίλου, γιά νά ερμηνεύσει τή διαφοροποίηση τών στοιχείων μέσα στήν άκαθόριστη πρωταρχική ούσία, καί συνεπώς τήν προ έλευση τού κόσμου δπως τον ξέρουμε. Τά τέσσερα στοιχεία τού Εμπεδοκλή τά κινούσε ή άγάπη καί ή διαμάχη,1 ενώ τό πόλυπλοκότερο σύστημα τού Αναξαγόρα (παρακάτω) τό κινούσε κά1. [Φιλότης καί νεΐκος .]
366
Ε Λ Ε Τ Θ Ε ΡΟ Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
τι πού ό ίδιος τό ονόμαζε νονν. Φαίνεται πώς καί οί δύο αύτά τά θεωρούσαν φυσικές ούσίες —άλλά άν είχαν, κατά κάποιον τρόπο, στο νού τους τήν ιδέα τής φυσικής δύναμης, δέν τήν προχώρη σαν παραπέρα. Ε πίσης, πολλαπλασιάστηκαν οί θεωρίες γιά τήν υφή τών ούράνιων σωμάτων με κάπως μηχανιστικό τρόπο, πού άποτελούσε εμφανή άπειλή γιά τήν παραδοσιακή θρησκεία. Ή θεωρία τού Αναξαγόρα ότι ό ήλιος είναι φλεγόμενος λίθος, κά πως μεγαλύτερος σέ μέγεθος άπό τήν Πελοπόννησο, άποτελεΐ τυπικό παράδειγμα τού στοχασμού πού άναστάτωνε τον μέσο άν θρωπο. Στις Νεφέλες τού Αριστοφάνη άποδίδονται στόν Σω κράτη, πάρα πολύ άδικα, αύτού τού είδους ή άστρονομική θεω ρία καί ή παρουσίαση τού Στροβίλου1 ώς άρχηγού τών θεών στή θέση τού Δία. "Όλα αύτά παρουσιάζονται σάν πολύπλοκο μείγμα. Σκέψεις πού μπορούμε νά τις ονομάσουμε επιστημονικές συνδέονται εδώ μέ μεθόδους εντελώς διαφορετικές άπό τις μεθόδους τής σημερι νής έπιστήμης. Οί πρώτοι διανοητές έ'πρεπε νά επινοήσουν μόνοι τους τήν ορολογία, αύτό δμως δέν τούς δημιουργούσε σοβαρά εμ πόδια. "Οταν ό Αναξίμανδρος έ'λεγε δτι τά στοιχεία στο σύστημά του «άποδίδουν δικαιοσύνη καί τιμωρούν τό ενα τό άλλο γιά τήν άδικία τους, σύμφωνα μέ τή σειρά τού χρόνου»,2 ή ό γνωστός σέ δλους σκοτεινός ' Ηράκλειτος ό Έφέσιος δτι «γίνεται άνταλλαγή τής φωτιάς γιά δλα τά πράγματα καί δλων τών πραγμάτων γιά τή φωτιά, δπως άκριβώς τού χρυσαφιού γιά τά άγαθά καί τών άγαθών γιά τό χρυσάφι», ή κοινωνική ή οικονομική μεταφορά δέν εμποδίζει τήν κατανόηση τών λεγομένων τους· ούτε ή φιλότης καί τό νεϊκος τού Εμπεδοκλή είναι καταρχήν δροι λιγότερο επιστημονικοί άπ’ δ,τι ή «ελξη» καί ή «άπώθηση». Καί δέν είναι άπαραίτητο νά δημιουργούσαν προβλήματα οί θρησκευτικές α πόψεις ορισμένων στοχαστών. Ό Εμπεδοκλής ήταν ποιητής καί έκκεντρικός προφήτης, ό Πυθαγόρας μυστικιστής, πού οί μαθη τές του είχαν ενεργή άνάμειξη στά πολιτικά τής Νότιας Ι τ α λίας* αύτό δμως δέν σήμαινε δτι οί διάδοχοί τους δέν μπορούσαν νά οικοδομήσουν μέ βάση τά συμπεράσματα τών προκατόχων 1. [Στ. 1471: Δινος βασιλεύει τον Δι έξεληλακώς: λογοπαίγνιο μέ τή λέξη όίνος=δίνη, στρόβιλος, καί τόν Δία.] 2. [Σώζεται στον Σιμπλίκιο (Β 1): διδόναι γάρ αύτά δίκην και τίσιν άλλήλοις τής αδικίας κατά την τον χρόνον τάξιν.]
367
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τους. Τό πρόβλημα ήταν μάλλον τό σχήμα πού έλαβε αύτή ή άλληλουχία. Τά προβλήματα τής λογικής άρχισαν νά έχουν προτεραιότητα πολύ νωρίς. Γιά νά μήν πάμε πιο πίσω, ό Παρμενίδης άπό τήν Έλέα τής Ιταλίας, στις άρχές του 5ου αιώνα, άρνιόταν τή δυνα τότητα τής μεταβολής καί τής κίνησης, παρ’ ολα τά φαινόμενα* καί τά περίφημα παράδοξα του συμπατριώτη καί μαθητή του Ζήνωνα, πού άφοροΰσαν κυρίως τήν άπειρη διαιρετότητα μιας γραμμής, προκάλεσαν ζωηρή συζήτηση αλλά καί έξέτρεψαν τή σκέψη πρός μιά ορισμένη κατεύθυνση. Έ τσ ι, ό Αναξαγόρας άπό τις Κλαζομενές τής Ιω νίας, πού πέρασε μεγάλο μέρος τής ζωής του στήν Αθήνα καί ήταν φίλος του Περικλή, συνέλαβε ένα πο λύπλοκο πλουραλιστικό σύστημα, γιά νά εξηγήσει τή δυνατότητα νά μεταβληθεΐ μιά ούσία σέ κάποια άλλη. Στο σύστημα αύτό, στοιχεία (ή «σπόροι») κάθε λογής μπορεΐ νά βρίσκονται σέ κάθε ούσία* τό έπικρατέστερο είναι αύτό πού δίνει τον ειδικό χαρα κτήρα τής ούσίας, αλλά ή άνάμειξη μπορεΐ νά ποικίλλει κατά τρόπο πού νά έπιφέρει μεταβολή. Άπλούστερη άπάντηση στο πρόβλημα έδωσαν οί άτομικοί φιλόσοφοι, οί όποιοι πρωτοεμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα μέ τον Λεύκιππο καί τον Δημόκριτο άπό τά Άβδηρα, στή θρακική άκτή. Ή ιδέα δτι ύπάρχει δριο στή διαίρεση τής υλης έδωσε τή λύση σέ μερικά άπό τά λογικά παράδοξα: ό ειδικός χαρακτήρας μιας ούσίας όφείλεται στο σχήμα καί στή διάταξη τών άτόμων, πού είναι πολύ μικρά γιά νά τά διακρίνει τό μάτι μας* ή μεταβολή τής υλης είναι δυ νατή μέ τήν άναδιάταξη τών άτόμων πού τή συνθέτουν. Οί άναζητήσεις αύτές παρέμειναν εντελώς θεωρητικές. Άποτελοΰσαν προσπάθειες νά βρεθεί ένα λογικό σύστημα πού νά έξηγεΐ τον κόσμο έτσι δπως τον βλέπουμε, καί ή άξια τους έγκειται άπλά καί μόνο στήν εύλογοφάνειά τους καί δχι στήν έπινόηση πειραμά των πού θά μπορούσαν νά τις έπαληθεύσουν στήν πράξη. Γιά νά πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, τό πρόβλημα άν τό κενό είναι θεωρητικά νοητό κατείχε κυρίαρχη θέση σέ μεταγενέστερες συ ζητήσεις γιά τή φύση του σύμπαντος. Προβλήματα σχετικά μέ τήν ΰλη καί τή δομή της συζητιούνται σέ άκόμη πιο άφηρημένες μορφές καί σήμερα, άλλά οί συζητήσεις αύτές δέν εμποδίζουν νά γίνονται πειράματα. Δέν σημαίνει δτι οί άρχαΐοι "Ελληνες άπλώς άρνήθηκαν νά
368
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
προσεγγίσουν τά προβλήματα έμπειρικά. Πολύ χαρακτηριστικά, / ή ιατρική σχολή πού ίδρυσε 6 ' Ιπποκράτης άπό τήν Κώ τον 5ο αιώνα τόνιζε τή σημασία τής παρατήρησης μέ τόση έ'μφαση, 6ση όποιαδήποτε άλλη σχολή* σώζονται μερικά γραπτά μνημεία μέ τό ιστορικό άσθενών, δηλαδή προσεχτική καταγραφή τών συμ πτωμάτων μεγάλου άριθμοΰ άρρώστων. Αύτός, περισσότερο άπό όποιαδήποτε πρώιμη θεωρία, ήταν ό σωστός τρόπος γιά τήν πρό οδο της ιατρικής επιστήμης, κατά τή γνώμη τών μαθητών του 'Ιπποκράτη. Καί άλλοι, έκτος άπό τούς γιατρούς, επιδίωξαν που καί που τήν πρόοδο σέ εμπειρική βάση. Τουλάχιστον στήν άρχή, υπήρξε κάποια προθυμία γιά έμπρακτη άπόδειξη* γιά παράδειγ μα, καί ό Εμπεδοκλής καί ό Αναξαγόρας ήταν σέ θέση νά άποδείξουν δτι ό άέρας είναι συγκεκριμένη ούσία. Ά λλά είναι άσφαλώς άλήθεια δτι οί άρχαίοι "Έλληνες δέν άσχολήθηκαν μέ πειρά ματα σέ τεχνητές συνθήκες εργαστηρίου —πού θά άποτελοΰσε τον μόνο τρόπο γιά νά μπορέσουν νά επαληθευτούν οί φυσικές τους θεωρίες ή νά άρχίσει σοβαρή έρευνα στήν έπιστήμη τής χημείας. Κατά κανόνα, άρκοΰνταν νά παρατηρούν οτιδήποτε είναι εύκολα ορατό στή φύση* δσο γιά τις προόδους τους στήν άστρονομία, έπισημάνθηκε δτι ό ούρανός άποτελεί ενα είδος εργαστηρίου της φύσης, δπου ή παρατήρηση περιοδικών φαινομένων μπορεί νά επαναλαμβάνεται επ’ άόριστον. Ή ιδέα νά χρησιμοποιήσουν τε χνητά μέσα γιά νά άπομονώσουν ενα συγκεκριμένο φαινόμενο ή νά έπαναλάβουν πειράματα, άν περνούσε κάν άπό τό νοΰ τους, ή ταν εντελώς υποτυπώδης* καί οί θεωρίες τους άφοροΰσαν τήν ποι ότητα καί οχι τήν άκριβή ποσότητα. Τά περισσότερα άπό τά πραγματικά τους επιτεύγματα είχαν συντελεστεί πριν άπό τό τέλος του 3ου αιώνα. 'Η έλληνική έπι στήμη μαράζωσε άπό έ'λλειψη πρακτικής τροφοδότησης* καί, μο λονότι τά μαθηματικά μπορούσαν πιο εύκολα νά καλλιεργηθούν μεμονωμένα, ουτε ή έπιστήμη αύτή προχώρησε πολύ. Κάποιο ρόλο έπαιξαν έδώ καί οί δυσκολίες πού πρόκυπταν άπό τήν άπουσία επαρκούς άριθμήτικού συστήματος, άλλά ή γενικότερη καί δεσπόζουσα αιτία ήταν ό σχολαστικισμός τής ύστερης ελλη νιστικής περιόδου, ή τάση νά έπιδίδονται σέ εξαντλητική κριτική τών παλαιότερων διδασκάλων. Ά ν υπάρχει έδώ κάποιο πρόβλη μα, είναι μάλλον τό πρόβλημα γιατί οί "Ελληνες της κλασικής περιόδου δέν έ'θεσαν στερεότερα θεμέλια. 'Η συνηθισμένη έξή369 24
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γηση πού δίνεται είναι στήν πραγματικότητα κοινωνική, δτι δη λαδή οί μορφωμένοι άνθρωποι πού χρησιμοποιούσαν τον ελεύθέρο χρόνο τους γιά τέτοιου είδους θεωρητικές άναζητήσεις δέν ήταν διατεθειμένοι νά λερώνουν τά χέρια τους μέ πειράματα. 'Η εξή γηση αύτή δέν ικανοποιεί έντελώς: ή τεχνική ικανότητα τών Ε λ λήνων μπορούσε νά προσφέρει δλα δσα χρειάζονταν γιά ένα ξεκί νημα, καί υπήρχαν πεπειραμένοι δούλοι γιά νά χρησιμοποιηθούν ώς τεχνικοί. Ό Αριστοτέλης, ασφαλώς, δέν λέρωσε τά δικά του χέρια σέ διαμελισμούς ζώων πού γίνονταν στή σχολή του. Τό πρόβλημα, κατά κάποιον τρόπο, έχει τις ρίζες του πολύ παλιά, γιατί ή άδιάκοπη αύτή άναζήτηση γενικεύσεων στήν πιο πλατιά μορφή φανερώθηκε άπό τήν εποχή πού οί άρχαΐοι "Ελληνες άρ χισαν νά σκέφτονται αύτά-τά θέματα. Διαποτίζει τήν ποίηση καί τήν ιστορία, τό ίδιο δπως καί τό χώρο τής έπιστήμης. Τό περισ σότερο ίσο^ς πού μπορούμε νά πούμε είναι δτι οί άρχαΐοι παρασύρονταν εύκολα άπό τή συγκίνηση πού προκαλούσαν τά πρώτα αύτά'έγχειρήματα του πνεύματος, δτι δηλαδή αύτή ή κάπως άξιωματική διατύπωση γενικών έξηγήσεων τούς έγινε, κατά κά ποιον τρόπο, συνήθεια. Φυσικά συνέβαλε σ’ αύτό καί ή αίσθηση δτι οί πρακτικές λε7Γτομέρειες δέν ταιριάζουν στήν άξιοπρέπεια έλεύθερων άνθρώπων. 'Η άναζήτηση τών λόγων γιά τούς όποιους ή άρχαία ελληνική έπιστήμη δέν προχώρησε περισσότερο δέν πρέπει νά μας έμπο-* δίζει νά βλέπουμε δτι εγινε τό ξεκίνημα καί δτι σημειώθηκε κάποια πρόοδος. 'Η προσπάθεια νά διατυπωθεί ένας γενικός κανόνας πού νά καλύπτει μεγάλη σειρά φαινομένων άποτελοΰσε νέο είδος δραστηριότητας, άσκηση τού νοΰ πιο δύσκολη άπό τή δημιουργία μιας &(Ι ίιοο μυθολογικής έξήγησης, πού μπορούσε νά έχει ή νά μήν έχει σύμφυτη ποιητική άξία. Ακόμη περισσό τερο, ήταν άπό τή φύση της δραστηριότητα πού ζωογονούνταν μέ τήν έλεύθερη συζήτηση. Οί άπαντήσεις πού έπιδιώχθηκε νά δοθούν μέσα άπό αύτές τις πρώιμες άναζητήσεις δέν μπορούσαν νά έπινοηθούν σέ κλειστά μυθικά θερμοκήπια, άλλά απαιτούσαν φώς καί αέρα. ΤΗταν εύνοι'κό τό δτι ή μή δογματική φύση τής ελ ληνικής θρησκείας άφηνε τή σκέψη σχεδόν έντελώς έλεύθερη, έ κτος άπό σύντομες περιόδους μισαλλοδοξίας, κυρίως στήν Αθήνα, χωρίς πολλά θύματα. Ά λλά αύτό άπό μόνο του δέν άρκεΐ γιά νά έρμηνεύσειτό γεγονός δτι άρχισαν νά διατυπώνονται οί έρωτήσεις.
370
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
'Γπηρχε μία μόνο μερική έξαίρεση του κανόνα δτι θ έλληνικός διαλογισμός δέν ήταν μυστικοπαθής. Τή συναντούμε στούς οπα δούς τού Πυθαγόρα άπό τή Σάμο, πού μετανάστευσε στή Νότια Ιτα λία και ίδρυσε έκεί μιά μυστικιστική αίρεση, πού οί διδα σκαλίες της δέν επρεπε νά άποκαλύπτονται στούς άμύητους. Ό Πυθαγόρας άνήγε τά πάντα στόν άριθμό. Έδώ έ'παιξε κάποιο ρόλο καί ή μουσική, μέ τήν άνακάλυψη δτι άνάμεσα στις άπλούστερες άρμονικές υπάρχει μαθηματική σχέση. Τό ίδιο συνέβη καί μέ τή γεωμετρία, ή όποια στήν κυριολεξία σημαίνει «μέ τρηση της γης». Είναι ένδεικτικό γιά τήν -δλη κατάσταση δτι οί Αιγύπτιοι είχαν κάνει άπό πολύν καιρό χρήση της άνακάλυψης δτι τό τρίγωνο πού οί πλευρές του έχουν μήκος τρία, τέσσερα καί πέντε είναι ορθογώνιο* έ'μεινε δμως στούς "Έλληνες, είτε ό ίδιος ό Πυθαγόρας διατύπωσε τό φερώνυμο θεώρημα είτε οχι, νά δια τυπώσουν τον γενικό κανόνα γιά τά τετράγωνα τών πλευρών ένός ορθογώνιου τριγώνου καί νά έμπλακούν έτσι στούς άρνητικούς άριθμούς καί στις άσύμμετρες ποσότητες. Αριθμοί μέ ποικίλους μυστικούς συσχετισμούς σήμαιναν κάτι πολύ περισσότερο άπό τούς άπλούς άριθμούς γιά τούς πυθαγορείους. Μέ τήν πίστη τους στή μετεμψύχωση, τήν άπαγόρευση στούς οπαδούς τους νά τρώνε κουκιά, καί άλλα πολλά, άποτέλεσαν θρησκευτική αίρεση πού οί δοξασίες της δέν ήταν τόσο λογικές, μέ τή σημασία τής τελευ ταίας παραγράφου.Ώς είδος μυστικής έταιρείας μέ συντηρητικές απόψεις, έπαιξαν ένα ρόλο, πού τώρα δέν μπορούμε εύκολα νά τον προσδιορίσουμε, στά πολιτικά πράγματα τών πόλεων της Νότιας Ιταλίας. Οί αύστηρά δμως μαθηματικές διδασκαλίες τους δέν ήταν τό ίδιο άπόκρυφες. Ά ν δχι γιά τίποτε άλλο, θά έξακολουθούσαν νά είναι σημαντικές καί μόνο γιά τήν έπίδρα'σή τους στόν Πλάτωνα, ό όποιος-στήριξε σ’ αυτές τήν πεποίθησή του δτι'οί Συρακούσες μπορούσαν νά άναμορφωθούν, άν ό Διονύσιος ό Νεό τερος μάθαινε γεωμετρία. Στόν Πλάτωνα δέν άρεσε ή έ'ρευνα της φύσης, ακριβώς δπως στήν πολιτική δέν τού άρεσαν οί προτεραιότητες πού εδινε ή άθηναϊκή δημοκρατία «στά λιμάνια καί στά ναυπηγεία καί στά τείχη καί στις εισφορές», πού τά άντιμετωπίζει άρνητικά στόν Γοργία, θεωρώντας τα άνάξια λόγου σέ σύγκριση μέ τό πραγμα τικό καθήκον τού πολιτικού νά προσπαθεί νά κάνει τούς πολίτες καλύτερους άνθρώπους. Ό Σωκράτης στόν Φαίδωνα περιγράφει
371
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝ Ω Ν ΙΑ
δτι ζήτησε άπό τούς φυσικούς νά του δώσουν ικανοποιητική έξήγηση τής αιτιότητας,' δτι ένιωσε ελπίδες δταν άκουσε δτι ό «νους» είναι ή κινητήρια δύναμη στο σύστημα του Αναξαγόρα, και άπογοήτευση δταν διαπίστωσε δτι ό «νους» αύτός ήταν άπλή μηχανική αιτία κίνησης. Δέν τήν ήθελε τή μηχανική. Θά μπο ρούσε κανείς νά ισχυριστεί δτι ό Σωκράτης έμεινε στή φυλακή άναγκαστικά, άφοΰ τό σώμα του περιορίστηκε, άλλά δέν ήταν αύτός ό λόγος γιά τον όποιο παρέμεινε έκεΐ περιμένοντας νά έκτελεστεΐ, άντί νά δραπετεύσει έξω άπό τήν Αθήνα. Ό Σωκράτης ώς ιστορικό πρόσωπο παραμένει δυσκολοπροσδιόριστη μορφή, πού συζητοΰσε μέ δλο τον κόσμο άλλά δέν έ γραψε ουτε μία γραμμή, καί μας είναι γνωστός, πέρα άπό τή διακωμώδησή του άπό τόν Αριστοφάνη, μόνο άπό τά έργα δύο μαθητών μέ πολύ διαφορετική ιδιοσυγκρασία, του Ξενοφώντα καί του Πλάτωνα. Ό Σωκράτης του Ξενοφώντα πατά γερά στή γή. Τά παράδοξά του είναι κυρίως δτι ζητά νά διοχετεύσει μιά ρω μαλέα κοινή λογική σέ άπροσδόκητες κατευθύνσεις —δπως στήν περίπτωση κάποιου Άριστάρχου, πού μετά τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο βρέθηκε μέ μειωμένο εισόδημα καί πλήθος γυναικών συγγενών του νά τις συντηρεί. Ό Σωκράτης, λοιπόν, άντίθετα μέ τήν κοινή προκατάληψη, τόν συμβούλεψε νά τις βάλει νά γνέ θουν, νά υφαίνουν καί νά πουλοΰν τά προϊόντα τους στήν αγορά, καί έτσι έγιναν δλοι εύτυχισμένοι. Καί πάλι ό Ξενοφών περιγρά φει ένα περιστατικό μέ τούς Τριάκοντα τυράννους: στήν προσπάθειά τους νά τόν κάνουν νά σιωπήσει, ό Σωκράτης άντιδρά ρω τώντας τους ειρωνικά τί του έπιτρέπεται νά λέει καί τί 6χι\καί ό Κριτίας προσθέτει δτι έπρεπε νά άποφεύγει «τούς τσαγκάρη δες, τούς μαραγκούς καί τούς σιδεράδες», γιά τούς οποίους δέν έπαυε νά μιλά. "Οτι ό Πλάτων παρομοιάζει συχνά τήν ικανότητα του τεχνίτη μέ τήν ικανότητα πού πρέπει νά έχουν οί πολιτικοί καί άλλοι, φαίνεται γνήσια κληρονομιά άπό τό δάσκαλό του, πού τόσο πολύ τόν θαύμαζε. 'Η περιγραφή του Σωκράτη προκύπτει άπό μιά προσπάθεια του Ξενοφώντα νά άποδώσει δσα θυμόταν άπό τις συνομιλίες μαζί του. Οί πλατωνικοί διάλογοι άποτελοΰν πολύ ιδιότυπη μορφή τέ χνης, έκτεταμένα καί προσεκτικά οργανωμένα διαλεκτικά κεί μενα, πού τά περισσότερα έχουν ώς κεντρική μορφή τόν Σω κράτη. Τό σκηνικό τους είναι ή ύψηλή κοινωνία τής Αθήνας στά
372
ΕΛΕ Ύ Θ Ε ΡΟ Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
τέλη του 5ου αιώνα, πού παρουσιάζεται μέ θαυμαστή παρατηρη τικότητα καί ωραία διατύπωση, πιο πολύ υπαινικτικά παρά μέ άμεση περιγραφή* καί τό ταλέντο του Πλάτωνα στούς χαρακτη ρισμούς κορυφώνεται σέ πολύ πετυχημένες παρωδίες. Δέν ήταν ποτέ αιχμάλωτος της δραματικής εποχής του, κι έτσι ή Αθήνα τής ωριμότητάς του, στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα, γλιστρά κι αύτή μέσα στο σκηνικό τών διαλόγων. Ή ζωντάνια τής μορ φής τους αντανακλά τή γνωστή άντιπάθεια του Πλάτωνα γιά τήν άκαμψία τής κατευθείαν έκθεσης τών πραγμάτων* σ’ αύτό όφείλεται καί ή έμμεση προσέγγιση διαμέσου άλληγοριών ή «μύ θων», πού μερικές φορές λέγονται στο τέλος του διαλόγου. 'Υ πάρχουν καί μεγάλα κομμάτια, πού πλησιάζουν τή μορφή πραγ ματείας, δταν οί συνομιλητές του Σωκράτη μεταβάλλονται σέ άπλές μαριονέτες, καί τό μόνο πού κάνουν είναι νά συγκατανεύουν στις άπόψεις του* άλλά κάποτε οί μαριονέτες ξαναζωντανεύουν, γιά νά μάς θυμίσουν δτι ό πραγματικός διάλογος συνεχίζεται καί θά συνεχίζεται, άν καί ή συγκεκριμένη συνομιλία πρέπει κάποτε νά τελειώσει. Ό Σο^κράτης του Πλάτωνα διαφέρει πολύ άπό τον πρακτικό ήθικολόγο πού σκιαγράφησε ό Ξενοφών —ό πλατωνι κός Σωκράτης είναι ιδιόμορφη προσωπικότητα, σχεδιασμένη μέ μεγαλύτερη λεπτότητα καί άσφαλώς δχι μέ λιγότερη άγάπη, πού ελέγχει τις κατεστημένες αντιλήψεις σέ βαθύτερο επίπεδο καί πιο επίμονα. Ά ν μερικές φορές ή έπιχειρηματολογία τον παρα σύρει σέ περιοχές δπου ό πραγματικός Σωκράτης δέν είχε εισχω ρήσει πολύ, δέν χάνει τίποτε άπό τήν ιδιαίτερη ελξη του. Δέν ύπάρχει άμφιβολία γιά τήν άγάπη καί τήν πίστη πού ένέπνευσε στούς μαθητές του ό Σωκράτης ή γιά τή μεγάλη έπιρροή πού άσκοΰσε πάνω τους. Καί δσο άβέβαιοι κι άν είμαστε γιά τις θεωρίες του, δέν υπάρχει έπίσης άμφιβολία δτι περνούσε τον και ρό τοι> προσπαθώντας νά διασαφήσει έννοιες δπως ή δικαιοσύνη, μέ τήν έπίμονη καί αύστηρή μέθοδο τών έρωταποκρίσεων, πού δίκαια είναι γνωστή ώς σωκρατική μέθοδος. Ή ένασχόληση τών άρχαίων Ελλήνων μέ τούς τομείς τής ήθικής καί τής πολιτικής καί μέ τή θεωρία τής γνώσης δέν άρχισε μέ τον Σωκράτη* ή έπιρ ροή του δμως σίγουρα προσέδωσε άλλη, βαθύτερη^ διάσταση σέ αύτή τήν ένασχόληση, καί προκάλεσε κάποια άπο'μάκρυνση άπό τον προβληματισμό γιά τή δομή τού φυσικού κόσμου πού είχαν έγκαινιάσει οί Μιλήσιοι. Ή μαρτυρία τού Πλάτωνα γιά τήν έπί-
373
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δράση του Σωκράτη στην προσωπική του εξέλιξη δέν μπορεΐ παρά νά ληφθεΐ σοβαρά ύπόψη. Δέν μπορώ νά αποτιμήσω επα κριβώς τά έπιτεύγματά του στή λογική, άλλά ή μέριμνά του γιά τή βελτίωση τής άνθρώπινης ψυχής ξεπερνά καθετί άλλο: θεω ρητικά, μέ τήν προσεχτική άνάλυση τής γλώσσας πού χρησιμο ποιούμε γιά τήν ψυχή καί τις ίδιότητές της* πρακτικά, μέ τήν παθιασμένη επιθυμία του γιά ενα πολιτικό σύστημα πού θά έπέτρεπε τήν πλήρη άνάπτυξη τής άνθρώπινης ψυχής, χωρίς τις πα ραμορφώσεις πού δημιουργούσε ή πίεση τής έλληνικής ζωής,, δ πως τή γνώρισε αύτός. Δέν ήταν ψυχρός θεωρητικός ή ξεκομμέ νος άπό τή ζωή. Γνώριζε δτι τό ιδανικό κράτος τής Πολιτείας του ήταν ενα ονειρο, καί πιθανόν θά παραδεχόταν δτι υπήρχε μεγάλο ποσοστό φαντασίας, άκόμη καί στο δεύτερο σέ προτίμηση κρά τος του, τούς θεσμούς του οποίου άναλύει τόσο προσεχτικά στούς Νόμους. "Ολο δμως τό έργο του φλέγεται άπό τόν πόθο γιά πραγ ματική άλλαγή. 'Υπάρχουν βέβαια καί μερικά άπωθητικά στοιχεία στο ονειρο του Πλάτωνα γιά έναν κόσμο δπου ό καθένας ήξερε τή θέση του καί περιοριζόταν στή δική του δουλειά. "Ενα άπό τά λιγότερο ελ κυστικά είναι ό τρόπος πού εστιάζει τό ένδιαφέρον του στήν άγωγή καί τήν τελειοποίηση μιας ελίτ, άφήνοντας άπέξω τόν υπό λοιπο πληθυσμό. Παρ’ δλο τό στοχαστικό ένδιαφέρον του γιά ο λόκληρη τήν άνθρωπότητα, είναι άδίσταχτος στήν επιδίωξη ένός άπόλυτου καί άμετάβλητου ιδανικού. Γι’ αύτόν, τά άντικείμενα τής εμπειρίας ήταν άτελεΐς προσεγγίσεις τής «ιδέας» ή «μορ φής», δπως τή συλλαμβάνει ή άντίληψη του φιλοσόφου. Οί ιδέες αύτές είναι τά μόνα άντικείμενα άληθινής γνώσης, ενώ στον με ταβλητό κόσμο τής έμπειρίας δέν είναι δυνατή παρά μόνο ή «γνώ μη». 'Η θέαση τών υψιστων ιδεών είναι τό υπέρτατο έργο του ολοκληρωμένου φιλοσόφου* δταν τόν άποσπάς άπό αύτό τό έργο γιά νά άσχοληθεΐ μέ τά πράγματα του κόσμου τούτου, είναι σάν νά του στερείς τήν εύδαιμονία πού τού άξίζει νά έχει. Ωστόσο, έπιβάλλεται νά άπομακρυνθεΐ άπό τόν κόσμο τών ιδεών, γιατί μόνο αύτός γνωρίζει τήν άληθινή φύση τών στόχων πρός τούς οποίους πρέπει νά κατευθύνεται ή πολιτική δραστηριότητα. Οί στόχοι αύτοί έχουν ύπέρτατη άξια, είναι τόσο άπόλυτοι καί τόσο ανέφικτοι δσο καί οί ιδέες —άλλά ό κόσμος θά πάρει λάθος δρό μο, άν επιδιώξει οτιδήποτε άλλο^
374
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
'Η Πολιτεία άρχίζει μέ μιά προσπάθεια του Σωκράτη καί τών συντρόφων του νά καθορίσουν τή φύση τής δικαιοσύνης. *Η δό μηση τής ιδανικής πολιτείας άποτελεί, τυπικά, ενα έπεισόδιο σέ αύτό τον προβληματισμό, δπως είναι καί δλα τά άλλα σημαντικά θέματα, ή τριμερής διάκριση τής ψυχής καί ή άθανασία της, ή κοινοκτημοσύνη τής άνώτερης τάξης, ή ισότητα τών φύλων, ή λογοκρισία στήν ποίηση καί τά υπόλοιπα. 'Η βασική «δικαιο σύνη» του συστήματος είναι δτι κάθε συστατικό του πρέπει νά προσηλώνεται στό δικό του έργο καί σέ τίποτε άλλο. Στήν ψυχή του άτόμου, τό λογικό μέρος πρέπει νά έλέγχει καί νά οργανώνει τά πάθη καί τό άλογο «θυμοειδές» μέρος (τό πλατωνικό θυμο ειδές δέν άποδίδεται εύκολα μέ κανέναν άπό τούς καθιερωμένους σύγχρονους δρους).. Στό ιδανικό κράτος, οί τσαγκάρηδες καί- οί άλλοι πρέπει νά είναι άφοσιωμένοι στή δουλειά τους καί νά μήν εισχωρούν σέ περιοχές πού ξεπερνούν τις ίκανότητές τους, καί προπαντός στήν κυβέρνηση. Α ναλυτικά δίνονται οί οδηγίες μόνο γιά τήν άρχουσα τάξη, σκληρή έκπαίδέυση στά μαθηματικά καί στή φιλοσοφία* έν συνεχεία, ιδιαίτερα στούς Νόμους, άδιάκοπη έπόπτευση δλων τών δραστηριοτήτων τής ζωής τους. Είναι σα φής έδώ ή έπιρροή τόσο τού Πυθαγόρα δσο καί τής Σπάρτης. *Ώς αύτό τό σημείο, έκείνο πού σκεφτόταν ιδιαίτερα ό Πλάτων ήταν ή διαιώνιση τού συστήματος του, άπό τή στιγμή πού θά ξεκινούσε* άλλά δέν άσχολήθηκε πολύ στά σοβαρά μέ τό πρό βλημα κατά πόσο ένα σύστημα, ή όποιοδήποτε μέρος του, μπο ρούσε νά έγκαθιδρυθεί καταρχήν. Ό Πλάτο^ν, ένας άνθρωπος πού κατανοούσε πολύ καλά τον κόσμο μέσα στόν οποίο ζούσε, έμφανιζόταν στούς στοχασμούς του άπογοητευτικά άποκομμένος άπό τον πραγματικό κόσμο. Γιά τον Αριστοτέλη, άπό τό άλλο μέρος, ή σωστή άφετηρία ήταν ή περιγραφή τού κόσμου δπως είναι. Ή δραστική, συστη ματική μεταρρύθμιση δέν ήταν γ ι’ αύτόν, δπως γιά τον Πλάτω να, απόλυτα ζωτική. Ξεκίνησε άπό τή σχολή πού λεγόταν Α κ α δημία, ένα γυμναστήριο έξω άπό τήν Αθήνα δπου δίδαξε ό Πλά τ ω ν δπως οί άλλοι μαθητές, άρχισε κι αύτός μιμούμενος τά κεί μενα τού δασκάλου καί έγραψε πολυάριθμους διαλόγους, πού σή μερα έχουν δλοι χαθεί. Τά πολύτομα σωζόμενα έργα του, κάτι περισσότερο άπό άπλές σημειώσεις διαλέξεων άλλά δχι δλα τους τελειωμένες πραγματείες, δέν προορίζονταν νά κυκλοφορήσουν
375
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στον κόσμο τών λογίων γενικά. *Η διάσωσή τους καί ή δημο σίευσή τους, τελικά, στούς ρωμαϊκούς χρόνους πρέπει νά είναι 2να άπό τά περιστατικά πού άσκησαν τή μεγαλύτερη έπιρροή στήν ιστορία τής δυτικής σκέψης. "Ενα σημαντικό μέρος τών προσπαθειών του στράφηκε πρός τή διατύπωση ένός βιώσιμου συστήματος λογικής καί, άκόμη περισσότερο, πρός τις περιγρα φικές επιστήμες. Στήν περιοχή αύτή ό ίδιος άσχολήθηκε κυρίως μέ τόν κόσμο τών ζώων, ενώ ό μαθητής καί διάδοχός του Θεό$>ρα6τος άσχολήθηκε μέ τά φυτά. Ή ίδια δραστήρια ώθηση γιά συστηματοποίηση καί κατάταξη έμπνέει καί τά ήθικά καί πολι τικά του έ'ργα, δπου τό έκπληκτικά εύρύ πνεύμα του στάθηκε άρχικά στήν έξέταση τής άνθρώπινης συμπεριφοράς δπως ήταν δυ νατό νά παρατηρηθεί στήν πραγματικότητα τής έποχής του. Αύτός καί οί μαθητές του συνέλεξαν πολιτεύματα, νόμους καί έ'θιμα άπό τόν ελληνικό καί τόν βαρβαρικό κόσμο, ώς βάση γιά μιά εύρύτερη έ'ρευνα. Ά ν τά κείμενα αύτά είχαν έπιβιώσει ώς τις μέρες μας, μαζί μέ τά Πολιτικά του πού σώθηκαν, θά γνωρίζαμε πολύ καλύτερα δλες τις πλευρές τής έλληνικής κοινωνίας. Ά ν καί μπορεί κανείς νά βρει άτέλειες στις λεπτομέρειες, καί καμιά φορά καί σέ βασικότερα θέματα, γενικά ή πρακτική άντίληψη του Αριστοτέλη, είναι θαυμαστή τόσο γιά τόν 6γκο του υλικού πού συγκέντρωσε δσο καί γιά τό εύρος τών ένδιαφερόντων του* Ά πό αύτήν κυρίως τή σκοπιά έπικρίνει τις άντιλήψεις τού Πλάτωνα, 6χι μόνο ώς πρακτικά μή έφαρμόσιμες, άλλά άκόμη καίΓως άνεπιθύμητες* ή κριτική αύτή έμφανίζει τόν Πλάτωνα άκόμη πιο άμετακίνητο σέ θέματα αρχής άπό δ,τι δείχνουν οί διάλογοί του. Ά πό τήν άπόσταση πού τούς βλέπουμε τώρα, είναι σαφές δτι τό χάσμα ανάμεσα στούς δύο άνδρες δέν ήταν τόσο μεγάλο, καί ή περιοχή δπου συνέπιπταν οί άπόψεις τους ήταν εύρύτερη άπό δσο νόμιζε ό Αριστοτέλης. Καί γιά τούς δύο τό δεδομένο πλαίσιο είναι ή έλληνική πόλη-κράτος, μιά πόλη άρκετά μικρή, ώστε νά έπιτρέπει έκείνη τήν πολιτική καί κοινωνική συνάφεια στήν όποια θά μπορούσαν νά άκμάσουν οί ελληνικοί Θε σμοί, σέ μορφή αύστηρότερη καί πιο πειθαρχημένη άπό δσο στήν Αθήνα —άν καί, δταν δίδασκε ό Αριστοτέλης, ό Αλέξανδρος κατακτούσε τήν Ά σ ία καί πάλευε μέ προβλήματα άλλου μεγέ θους. Καί γιά τούς δύο τό δψιστο άγαθό ήταν ό θεωρητικός βίος, κάτι πού μόνο ό οικονομικά ανεξάρτητος άνθρωπος είναι δυνατό
376
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
νά τό πετύχει* άν ή ταπεινή δουλειά τών τεχνιτών στεκόταν έμπόδιο στήν άνάπτυξη του πνεύματός τους, αύτό άποτελοΰσε πραγ ματικότητα τής ζωής, πού ήταν άποδεκτή, παρόλο πού ό Α ρ ι στοτέλης είχε σαφέστερα τήν έπίγνωση δτι οί χαμηλότερες τά ξεις έ'πρεπε κατά κάποιον τρόπο νά είναι ικανοποιημένες άπό τή ζωή τους. 'Η θεωρία του γιά δλα αύτά είναι ύπερβολικά τελεο λογική, πίστευε δηλαδή δτι κάθε οργανισμός, σέ κάθε έπίπεδο, έ'χει τόν δικό του φυσικό σκοπό ή τέλος, γιά τήν πραγμάτωση του οποίου εργάζεται ή θά έ'πρεπε νά έργάζεται, καί δτι εύτυχισμένος δέν μπορεΐ νά είναι παρά μόνο στήν προσπάθειά του νά επιτύχει τό σκοπό αύτόν. Ά πό τήν άποψη τής κοινωνικής ή τής πολιτικής οργάνωσης, τό άποτέλεσμα δέν εϊναι πολύ διαφορετικό άπό τήν άντίληψη του Πλάτωνα γιά τή δικαιοσύνη. Ό ταν τό 322 πέθανε ό Αριστοτέλης, ή έλληνική πόλη-κράτος είχε κιόλας ύποστεΐ άκρωτηριασμό τής πολιτικής της ελευθε ρίας, πράγμα πού θά κάνει τό μεγαλύτερο μέρος τών Πολιτικών του νά μήν έ'χει καμία σχέση μέ τήν πραγματικότητα, άν καί γιά μιά δυο γενιές άκόμη οί παλιές πόλεις-κράτη άγωνίστηκαν κατά διαστήματα, μή θέλοντας νά άποδεχτοΰν τή νέα αύτή κατάσταση πραγμάτων. 'Η σχολή του Αριστοτέλη —μέ έδρα ενα άλλο γυ μναστήριο πού ή ονομασία του έπιβιώνει μέχρι σήμερα, τό Λύ κειο— εξακολούθησε νά λειτουργεί παράλληλα μέ τήν Ακαδημία του Πλάτωνα* καί οί δύο σχολές άκμαζαν δίπλα σέ άλλες λιγότερο ριζωμένες στις παραδόσεις τής πόλης καί καλύτερα προσαρ μοσμένες στις άνάγκες τής έλληνιστικής κοινωνίας. Τό έπίθετο «έπικούρειος» έ'χει καταντήσει νά σημαίνει κάποιον πού ζεΐ μόνο γιά τις άπολαύσεις, άλλά ή σημασία αύτή διακωμωδεί τις θεω ρίες του Αθηναίου Επικούρου. Ό Επίκουρος δεχόταν τήν ει κόνα πού είχαν οί άτομικοί φιλόσοφοι γιά τό σύμπαν, δίδασκε δτι οί θεοί ύπάρχουν άλλά δέν ένδιαφέρονται γιά τή μοίρα του άνθρώπου καί έ'λπιζε νά έμπνεύσει στούς οπαδούς του μιά άταραξία του νοΰ, πού θά μπορούσε νά έξουδετερώσει τό φόβο του θα νάτου. Αύτές ήταν θεωρίες πού προσέλκυαν μερικά τραχιά πνεύ ματα, δπως του ρωμαίου ποιητή Λουκρητίου, άλλά δύσκολα μπο ρούσαν νά έμπνεύσουν πλατιές μάζες. Ό Επίκουρος ά,νοιξε τή σχολή του γύρω στο 310, ενώ ό Ζήνων —άπό τό Κίτιο τής Κύ πρου, ΐσως φοινικικής καταγωγής— άρχισε τή δική του διδα σκαλία λίγο άργότερα, στον δημόσιο χώρο τής Αθήνας πού όνο-
377
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
μαζόταν Στοά Ποικίλη. Ή σχολή του είχε μεγαλύτερη έπιρροή, καί τό μέλλον της έπιφύλαξε πολλές διαφοροποιήσεις. Οί στωικοί, πού οί θεωρίες τους ήταν πιό κοντά στή σημασία του δικού μας επιθέτου «στωικός», δίδασκαν δτι ή ψυχική άρετή ήταν τό σπουδαιότερο πράγμα, άσχετα άπό τις ύλικές συνθήκες τής ζωής ενός ανθρώπου καί τήν κοινωνική του θέση. Είχαν καί αύτοί τή θεωρία τους γιά τή φύση, πού μάς ενδιαφέρει άπό τήν άποψη δτι εκμεταλλεύτηκαν τήν ιδέα μιας συνέχειας, τού πνεύματος («άνάσα» ή «πνοή» άρχικά), πού σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τους διαπερνούσε δλη τήν υλη* καί χρησιμοποίησαν ευρύτερα τήν πα ρατήρηση τής συμπεριφοράς κυματισμού τών υγρών σέ κλειστό χώρο —δέν υπάρχει δμως άμεση σχέση ανάμεσα στή μή έπαληθευμένη θεωρία τους καί στή σύγχρονη κυματική μηχανική. Ή ήθική τους διδασκαλία είχε κατά καιρούς διάφορους προσανα τολισμούς, μέ τήν άποσιώπηση τής έμμονής τού ιδρυτή στή ση μασία τής γνώσης πού οδηγεί στήν άληθινή άρετή, τή μετατροπή τής «στωικής» περιφρόνησης τών εξωτερικών συνθηκών σέ άπλή αποδοχή τής ύπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης, καί πολλά άλ λα. Στό τέλος, έσβησε κι αύτή ή σχολή, δπως οί άλλες. Τό σε βασμό της γιά τήν άνθρώπινη ψυχή τόν παρέλαβε ή χριστιανική διδασκαλία, ενώ τό ογκώδες σώμα τού άριστοτελικού έργου έπέζησε υπό τήν προστασία τής Εκκλησίας, παρά τήν αντίθεση κά ποιων ζηλωτών. Ή σχέση τής άρχαίας ελληνικής σκέψης μέ τόν σημερινό κό σμο είναι συχνότερα έμμεση παρά άμεση. Οί συγγένειες πού πα ρατηρούνται άνάμεσα στήν άρχαία καί στή σύγχρονη επιστημο νική σκέψη δέν τεκμηριώνουν άμεση σύνδεση* δταν οί άνθρωποι άρχίζουν κάποια στιγμή νά σκέφτονται επιστημονικά, είναι άναπόφευκτο νά υπάρχει ένα ποσοστό σύμπτωσης στόν τύπο τών απαντήσεων πού δίνουν. 'Ωστόσο, ό Πλάτων έρέθισε τήν εποχή τού Γαλιλαίου, καί οί περιγραφικές επιστήμες χρωστούν άρκετά στόν Αριστοτέλη. Ή ήθική καί πολιτική τους σκέψη, φυσικά, μάς φαίνεται σήμερα, ώς ένα βαθμό, ξένη. Αύτό δέν όφείλεται τόσο στό γεγονός δτι οί θεωρίες τής κλασικής περιόδου οίκοδομήθηκαν στό πλαίσιο μιας πόλης-κράτους πού όδηγούνταν τότε σέ διάλυση, οΰτε στό δτι δέν μπορούν νά είναι ελαστικές ώστε νά ταιριάζουν στις δικές μας μεγαλύτερες κρατικές μονάδες, πού •είναι άδύνατο νά κυβερνηθούν άμεσα κατά τό άρχαίο σύστημα.
378
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
Τό πιο σπουδαίο είναι βτι οί θεωρίες αύτές στηρίζονται στήν προϋπόθεση δτι οί άνθρωποι είναι ανεπανόρθωτα άνισοι, σέ βαθ μό πού τις καθιστά άβολες άκόμη καί γιά τούς σύγχρονους θεω ρητικούς πού δέν είναι ιδιαίτερα θερμοί ύπέρμαχοι τής ισότητας. Μάλιστα, οί θεωρίες αύτές ήταν έντελώς άπαράδεκτες καί στή -δημοκρατική Αθήνα, δπου διατυπώθηκαν.Ό Πλάτων δέν προσ δοκούσε δτι θά έ'χει άνταπόκριση στις μάζες* ή έξουσία του Δημητρίου του Φαληρέα (317-307), μαθητή του Αριστοτέλη καί πράκτορα τών Μακεδόνων, δέν εγινε συμπαθέστερη στούς 5Αθη ναίους, δταν προσπάθησε δισταχτικά νά έφαρμόσει μερικές άπό τις αρχές του δασκάλου του. Τό ζήτημα δμως δέν τελειώνει έδώ. Οί άξιες πού θά έπιδίωκε μιά πλατωνική ή άριστοτελική ελίτ δέν είναι καθόλου άμελητέες, τότε ή τώρα. Ά ν έπέμεινα στά καταπιεστικά σημεία του πλα τωνικού οράματος, ήταν άπαραίτητο γιά νά έπισημάνω μερικές σημαντικές διαφορές. Ά λλά αύτό δέν πρέπει νά μάς κάνει νά ξε χνούμε τό γεγονός δτι οί αρχαίοι έλληνες θεωρητικοί κυριαρ χούν1κάθε τόσο στο νοΰ μας μέ τούς πρωτότυπους στοχασμούς τους, πού ισχύουν τώρα δσο καί τότε. Τά θεμέλια πού έθεσε ό Πλάτων συχνά δέν προσφέρονται γιά νά χτίσει κανείς πάνω τους οικοδομήματα* άλλά έχουμε νά μάθουμε πολλά, άπλώς καί μόνο παρακολουθώντας τήν εύθύγραμμη πορεία τής έπιχειρηματολογίας του ΐδιου ή του Αριστοτέλη., καί, άκόμη περισσότερα, παρα κολουθώντας που οδηγούν ορισμένα σημεία τής επιχειρηματολο γίας τους, πού τούς ίδιους δέν τούς ένδιέφεραν άμεσα. Επαναλαμβάνουμε οτι τό θέμα δέν είναι τόσο οί συγκεκριμέ νες άπαντήσεις πού έδωσαν, όσοδήποτε πολύτιμες καί δραστικές καί άν είναι, δπως συμβαίνει συχνά, δσο τό γεγονός δτι διατυπώ θηκαν οί έρωτήσεις αύτές, καί δτι διατυπώθηκαν μέ αύτό τόν τρό πο. Δέν έλειψαν ποτέ οί θεωρίες γιά τή φύση καί τήν άξια τής άνθρώπινης ψυχής, άλλά οί θεωρίες αύτές ήταν άπόρροια ένστικτώδους πίστης, θρησκευτικές πεποιθήσεις ή μυθικές ερμηνείες, πού άπαιτοΰσαν παραδοχή καί ίσως καί ιεροτελεστίες —δχι λο γική έπιχειρη ματολογ ία. ^Ηταν ή πρώτη φορά, τουλάχιστον στήν περιοχή δυτικά τής Ινδίας, πού ό άνθρωπος έστρεφε τήν παρα τήρησή του στή δική του διανοητική καί ψυχική κατάσταση καί στις ιδέες πού ρυθμίζουν τή συμπεριφορά του, χωρίς άναγωγή σέ έξωτερικές δυνάμεις. Πιο επαναστατικό ά^όμη ήταν ίσως δτι
379
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ό άνθρωπος έγκαινίαζε τήν έλεύθερη λογική συζήτηση γιά τή δι κή του θέση στήν κοινωνία καί ζητούσε νά μάθει τι είδους κοι νωνία μπορούσε νά αιτιολογηθεί μέ τή λογική. Ή πρώτη έκρηξη έρωτημάτων προκάλεσε μερικές βεβιασμένες άπαντήσεις, καί οί δραστηριότητες τών σοφιστών στό δεύτερο μισό τού 5ου αιώνα υπήρξαν πράγματι δυσάρεστες, δπως υποστήριζαν καί οί έπικρι^ τές τους. Μέ τόν Σωκράτη καί τόν Πλάτωνα τά ερωτήματα εί ναι ολοφάνερο δτι εφτασαν σέ ενα έπίπεδο πολύ πιο βαθύ καί σοβαρό* καί τά άποτελέσματα δέν έ'παψαν άπό τότε νά είναι αι σθητά στή δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία. Έδώ ύπάρχει πραγμα τική συνέχεια, διαμέσου κυρίως τού Αριστοτέλη. 'Η άγιοποίησή του καί ή άναγωγή του σέ ύπέρτατη αύθεντία σέ τόσο πολλούς τομείς ήταν φυσικό νά προκαλέσει μέ τόν καιρό δυσφορία καί άναπόφευκτη επανάσταση· άλλά χωρίς τόν σεβάσμιο ΐϊΐ&θδίΐΌ άι οο Ι ογ ο ΐΐθ 8αηηο θά είχαμε άρχίσει τις άναζητήσεις μας άπό επί πεδο οπωσδήποτε χαμηλότερο καί θά είχαμε χάσει περισσότερο χρόνο ψάχνοντας ψηλαφητά. Αύτά τά ζωτικά, άφηρημένα ερωτήματα δέν διατυπώθηκαν μόνο άπό έπαγγελματίες φιλοσόφους, άλλά τά βρίσκουμε καί στήν ποίηση, καί ειδικότερα στήν άττική τραγωδία. Οί περισσό τεροι άρχαίοι έλληνες ποιητές χρησιμοποιούν κατά κόρον γενι κές γνώμες —δπως π.χ. συμβαίνει μέ τούς στίχους τού ΣιμωΓ νίδη γιά τήν άστάθεια τής άνθρώπινης άρετής, πού συζητείται διεξοδικά στόν Πρωταγόρα τού Πλάτωνα, ή μέ τις γενικεύσεις πού παρεμβάλλει αιφνιδιαστικά ό Πίνδαρος στούς έπαίνους του γιά τούς νικητές άθλητικών αγώνων. Οί άθηναίοι ποιητές τού 5ου αιώνα φτάνουν στό άποκορύφωμα τής άφαίρεσης, σέ βαθμό πού είναι δύσκολο νά βρεθεί τό παράλληλό του. ΤΗταν μιά τέχνη πού προσφερόταν ιδιαίτερα γιά επιχειρηματολογία, καί σέ κάθε στροφή ξεσπούσε σέ κανονικούς λεκτικούς άνταγωνισμούς,1 σέ μονολόγους ή σέ στιχομυθίες. Ό ομιλητής δέν άρκείται ποτέ στήν κατάσταση πού βρίσκεται, δπως είναι, άλλά μεταχειρίζεται πάν τοτε τόν άπέναντί του ώς παράδειγμα κάποιου γενικού κανόνα κακίας ή παραλογισμού* τά σχόλια τού χορού είναι κατά τό πλείστον πολύπλοκες άποφάνσεις γιά τήν κατάσταση τού άνθρώπου γενικά, δπως εμφανίζεται τή συγκεκριμένη εκείνη στιγμή τών
1. [9Αντιλέξεις τούς λέει ό Φιλόστρατος.] 380
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
ταλαιπωριών του πρωταγωνιστή. Έ να γενικό θέμα συχνά άναδύεται πολύ κοντά στήν επιφάνεια: ή τριλογία Όρέστεια του Αι σχύλου δέν άποτελεΐ μόνο πλούσια ποιητική έκμετάλλευση μιας παραδοσιακής ιστορίας, άλλά καί ανάλυση τής βεντέτας* ή 9Αντι γόνη του Σοφοκλή άναλύει διεξοδικά τή σύγκρουση συνείδησης καί έξουσίας, του άγραφου νόμου καί τής ρητής διαταγής του βα σιλιά. Τό κράτος, πού χρηματοδοτούσε καί οργάνωνε παραστά σεις τής εξαιρετικά διανοητικής αύτής τέχνης, ένδιαφερόταν ιδι αίτερα νά άναπτύσσεται έλεύθερα ή επιχειρηματολογία γιά τις πρώτες άρχές, 6χι γιά μιά μικρή ομάδα άφοσιωμένων διανοου μένων, άλλά μπροστά σέ ενα εύρύ κοινό άπό άπλούς πολίτες, πού δέν ήταν υποχρεωμένοι νά παρακολουθήσουν τις παραστάσεις. 'Η άρχαία ελληνική ιστοριογραφία, πού τουλάχιστον στά χέ ρια του Θουκυδίδη άπέκτησε άρκετά περιθώρια γιά γενικεύσεις, ξεκίνησε έν μέρει άπό, εγχειρίδια γιά ναυτικούς, δπου καταγρά φονταν τά λιμάνια τών άκτών τής Μεσογείου καί οι λαοί τους, μέ παρατηρήσεις γιά τά τοπικά έθιμα καί τήν τοπική ιστορία* καί έν μέρει άπό τό έπος καί άπό τήν προσπάθεια —πού είχε άρχίσει νωρίτερα— νά μπουν σέ κάποια κατανοητή σειρά τά διά φορα πρόσωπα τών έλληνικών θρύλων. Ό Έκαταΐος άπό τή Μί λητο, πού έπαιξε ρόλο στήν έπανάσταση τών Ίώ νω ν κατά τών Περσών (499-494), σύνθεσε έναν γεωγραφικό Γύρο τον Κόσμον1 καί πολύτομες Γενεαλογίες (σώζονται έλάχιστα μόνο άποσπάσματα), πού τις προλόγισε λέγοντας δτι έγραψε «τήν άλήθεια, δπως φαίνεται σ’ εμένα* γιατί οί ιστορίες τών Ελλήνων είναι πολ λές καί, δπως νομίζω, παράλογες». Αύτό υπήρξε μεγάλο βήμα. πρός μιά λογική σύλληψη τής ιστορίας, πού πραγματοποιήθηκε μέ τόν ' Ηρόδοτο τήν επόμενη γενιά. Τό έργο του ' Ηροδότου πε ριλαμβάνει εκτενείς περιγραφές τών έθίμων καί τής ιστορίας τών Περσών καί τών πολυάριθμων λαών μέ τούς οποίους οί Πέρσες ήρθαν σέ έπαφή, καί καταλήγει σέ περιγραφή τών πολέμων με ταξύ Ελλήνων καί Περσών, πού κορυφώθηκαν, δταν ό *Ηρόδοτος ήταν παιδί, μέ τήν εισβολή του Ξέρξη στήν Ελλάδα τό 480. Αύτό τό τελευταίο υπήρξε θέμα ιστορικό μέ τήν αύστηρή καί στενή σημασία του δρου. ’Αποτελοΰσε καινούριο φαινόμενο νά περιγράφει καί νά άναλυθεΐ ένα τέτοιο γεγονός άπό ιδιώτη, άντί 1.
[Γης περιήγησις.]
381
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
νά καταγραφεΐ σέ κάποιο λιτό χρονικό ή νά άπαθανατιστει μέ έπαρση σέ βασιλικά μνημεία. Είναι σημαντικό δτι ή έλληνική ιστοριογραφία δέν αρχίζει μέ χρονικά περιορισμένης κ>ίμακας, άλλά μέ τις ολοκληρωμένες «'Ιστορίες» του ' Ηροδότου. Ιστορίαν στήν κυριολεξία σημαίνει άναζητήσεις, καί ή άρχική σημασία του δρου ταιριάζει σ αύτόν τόν πολυταξιδεμένο καί γεμάτον περιέργεια άνθρωπο, άν καί σύν τομα ή λέξη πήρε τήν πιο περιορισμένη σημασία πού έχει σή μερα ή λέξη «ιστορία». Ό Ηρόδοτος είναι, άπό μιά άποψη, άπατηλός συγγραφέας, γιατί τό εύκολο, ρέον υφος του καί ή προ φανώς χαλαρή διάταξη τού υλικού του μάς κρύβουν τή δεξιοτεχνία του, ένώ ή άπεριόριστη είλικρίνειά του εύκολα μπορεΐ νά έκληφθεϊ ώς άπλοϊκότητα. Ό σκοπός του, δπως τό δηλώνει ό ϊδιος, είναι νά διασώσει άπό τή λήθη μεγάλα έργα καί κατορθώ ματα Ελλήνων καί βαρβάρων, χωρίς διάκριση* καί, άνάμεσά σέ δσα είχε τήν πρόθεση νά καταγράψει, άπομονώνει ένα: «τό λόγο γιά τόν όποιο πολέμησαν μεταξύ τους». Ωστόσο, ό σεβασμός του γιά τή δόξα, μέ τούς έπικούς της άπόηχους, ίσως φαίνεται νά έρ χεται σέ σύγκρουση μέ τήν πεποίθησή του δτι ό πόλεμος είναι κάτι κακό* ή προθυμία του νά υπερασπίζεται χρησμούς ή νά δια κρίνει θεϊκά σχέδια δέν συνδυάζεται εύκολα μέ τις έκλάμψεις σύγ χρονου ορθολογισμού πού διακρίνουμε στό,έργο του. Ουτε ή προ γραμματική του δήλωση καλύπτει, βέβαια, δλα δσα προσφέρει. Δέν είναι εύκολο νά διατυποάσει κανείς τή βάση απ’ δπου ξεκινά,, ή άκόμη καί νά είναι πολύ σίγουρος γ ι’ αύτήν —ό σύγχρονός του καί φίλος του Σοφοκλής μάς προβληματίζει μέ τρόπο δχι πολύ διαφορετικό— άλλά ΐσως προσπαθούμε νά τόν τοποθετήσουμε σέ πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, ένώ θά έπρεπε άπλά καί μόνο νά τού είμαστε εύγνώμονες γιά τήν έντιμότητά του, γιά τό εύρος τών συμπαθειών του (πού άργότερα οδήγησε μερικούς άνόητους νά τόν κατηγορήσουν δτι εύνοούσε τούς βαρβάρους) καί γιά τήν τολ μηρότητα τής μεγάλης του σύλληψης. Κανένας άπό δσους έχουν διαβάσει τόν Θουκυδίδη δέν θά ή θελε νά τόν χαρακτηρίσει εύκολο συγγραφέα* άλλά, ώς ένα βαθμό, ό γενικός του στόχος δηλώνεται περισσότερο κατηγορηματικά καί είναι περισσότερο εύδιάκριτος στό άποτέλεσμα. Ό ' Ηρόδο τος είχε θέσει ώς στόχο νά άναπαραστήσει τήν πορεία ενός πο λέμου πού είχε γίνει στήν προηγούμενη άπ’ αύτόν γενιά —καί τό
382
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
γεγονός δτι τις μάχες τών Περσικών Πολέμων μάς είναι κατά μεγάλο μέρος δύσκολο νά τις καταλάβουμε όφείλεται έν μέρει στή χρονολογία δπου άρχισε τήν ερευνά του καί έν μέρει σέ κάποια έλλειψη στρατιωτικού ρεαλισμού πού διέκρινε τή σκέψη του. Ό Θουκυδίδης είχε θέσει ώς στόχο του νά περιγράψει τόν σύγ χρονό του Πελοποννησιακό Πόλεμο, στον όποιο είχε παίξει καί ό ίδιος κάποιο ρόλο. Επέβαλε στον εαυτό του ενα θαυμαστά υ ψηλό επίπεδο άκριβείας στήν έκθεση τών γεγονότων, ρωτών τας προσωπικά δσο πιό πολλούς πληροφοριοδότες μπορούσε νά πλησιάσει* ή εξορία του άπό τήν Αθήνα τό 424, μέ τήν κατηγο ρία δτι, ώς ένας άπό τούς στρατηγούς τής Αθήνας στον Βορρά, δέν είχε καταφέρει νά σώσει τήν Άμφίπολη άπό τόν Βρασίδα, του έδωσε τήν εύκαιρία νά χρησιμοποιήσει, έκτος άπό τις άθηναϊκές, καί πηγές πληροφοριών άπό τήν Πελοπόννησο. 'Η άφήγησή του είναι ολοκληρωμένο έργο έπίπονης δεξιοτεχνίας, πού δέν μάς αποκαλύπτει συχνά τή φύση τών πηγών του ουτε μάς δίνει τήν εύκαιρία νά ελέγξουμε τήν άξιοπιστία του μέ βάση εξω τερικές μαρτυρίες. Πάντα δμως μάς πείθει, καί αύτό πού μάς αποκαλύπτει γιά τό χαρακτήρα τού συγγραφέα δείχνει δτι είναι, πράγματι τόσο προσεχτικός, δσο ισχυρίζεται ό ίδιος. Πρόκειται γιά υπερβολικά λιτή διήγηση, ειδικά στά πρώτα βιβλία. Φαίνε ται περίεργα δισταχτικός νά μάς μιλήσει άκόμη καί γιά τις αύστηρά στρατιωτικές σκέψεις τών πρωταγωνιστών του. 'Η άνάλυση τών κινήτρων καί τών χαρακτήρων περιορίζεται κατά με γάλο μέρος στις έξαιρετικά φορτισμένες δημηγορίες, πού καλύ πτουν σημαντικό μέρος τού έργου του: σύντομες παρακελεύσεις στρατηγών στά στρατεύματά τους* μακρότερες πολιτικές συζη τήσεις, πού συνοψίζονται συχνά σέ ζεύγη άντιθετικών λόγων. Τα δύσκολο ΰφος αύτών τών δημηγοριών καταφέρνει νά άποδώσει τό μέγιστο δυνατό νόημα καί·τή μέγιστη έμφαση σέ μιά σφι χτή φράση, πού ή πυκνότητά της δέν μπορεΐ νά άποδοθεΐ μέ με τάφραση σέ γλώσσα μέ άπλούστερο κλιτικό σύστημα. Οί δημη γορίες γενικεύουν επίσης, σέ ΰφος κάπως γοργότερο άπό τήν τραγωδία, στρέφοντας τήν προσοχή μας στο χαρακτήρα γενικά τών Αθηναίων ή τών Σπαρτιατών, στούς κανόνες συμπεριφο ράς τών ολιγαρχικών ή τών δημοκρατικών, στά δρια τής προλη πτικής τιμωρίας, στις εγγενείς πιέσεις ^^"ιμπεριαλισμού, καί σέ οτιδήποτε άλλο άπασχολούσε τό δυνατό μυαλό τού Θουκυδίδη.
383
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝ Ω Ν ΙΑ
Γνώριζε, καί συχνά τόνιζε, σέ πόσο περιορισμένο βαθμό μπο ρεΐ νά προβλεφθόΰν ή νά έλεγχθοΰν τά γεγονότα* άλλά αύτό πού έκτιμούσε πάνω άπό δλα τά προσόντα τού πολιτικού ήταν ή ορθή άνάλυση καί ή προνοητικότητα —γ ι’ αύτόν, μιά πολύ δια νοητική σύλληψη. 5Ισχυριζόταν δτι τό έργο του δέν είναι άπλά καί μόνο διασκέδαση, άλλά δτι θά ήταν χρήσιμο σέ δσους τυχόν θά χρειαστεί νά άναλύσουν παρόμοιες καταστάσεις στό μέλλον. Τό δλο περιεχόμενο τού έργου του δείχνει δτι αύτό πού εννοούσε ήταν, κατά κύριο λόγο, τά πολιτικά διδάγματα. Κατά παράδοξο τρόπο, δταν άφηγεΐται στρατιωτικές πορείες καί μάχες είναι υ περβολικά διεξοδικός (καί δχι βαθιά διδακτικός)* ή πολιτική άφήγηση δέν είναι καθόλου συνεχής, άλλά μάλλον άποτελεΐται άπό επιλογή επεισοδίων, πού φωτίζονται ζωηρά καί, πολλές φορές, έμμεσα άπό τις δημηγορίες, σάν νά θέλει νά τονίσει ιδιαίτερα τά στοιχεία πού θεωρεί σημαντικά καί νά άποφύγει τήν έπανάληψη θεμάτων. Έ τσ ι, παρ5δλη τήν εμφανή έξοικείωσή του μέ τή γλώσσα καί τις μεθόδους τής ιατρικής τού 5ου αιώ να—πράγμα πού οδήγησε μερικούς κριτικούς νά ύποστηρίξουν δτι ό Θουκυ δίδης προσπαθούσε νά εφαρμόσει τήν ιπποκρατική άνάλυση στήν πολιτική συμπεριφορά—τό τελικό αποτέλεσμα δέν είναι καθόλου ένα βιβλίο περιγραφής περιπτώσεων κατά τόν ίπποκρατικό'τρόπο* ή συγγένειά του μέ τούς σοφιστές καί τούς τραγικούς είναι πιό σημαντική. Τό ένστικτό του γιά γενίκευση δέν συγκρούεται μέ τήν άπαίτησή του γιά άκρίβεια, άλλά τόν οδηγεί πρός μιά κατεύθυνση πού κανένας άλλος ιστορικός δέν τήν έχει άκολουθήσει. Τό άριστούργημά του έμεινε ημιτελές, μέ τήν έννοια δτι στα ματά στήν έξιστόρηση τών γεγονότων τού θέρους τού 411, σχε δόν επτά χρόνια πριν άπό τή συνθηκολόγηση τής Αθήνας, καί δτι σαφώς πέρασε μερικά άπό τά τελευταία χρόνια τής ζωής του αναθεωρώντας δ,τι είχε γράψει καί προσθέτοντας υλικό. "Ισως είχε θέσει ώς στόχο του ένα έργο πού ήταν άδύνατο νά ολοκλη ρωθεί. Ό Θουκυδίδης μπορεΐ.νά κατηγορηθεΐ δτι στένεψε τά δρια τής ^Ιστορίας, περιορίζοντάς τη μόνο στούς τομείς τού πολέμου καί τής πολιτικής, άν καί ή εύρύτερη περιέργεια, πού χαρακτήριζε τόν *Ηρόδοτο, έξακολούθησε νά καλλιεργείται μέ περιγραφικά έργα καί μέ τις συλλογές τού Αριστοτέλη. Ό 4ος αιώνας, μέ τήν προ τεραιότητα πού έδινε στήν ήθική έκπαίδευση, στένεψε τά δρια
384
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
της 'Ιστορίας άκόμη περισσότερο. Ό Πλάτων, άποφασισμένος νά προστατέψει τά παιδιά της φανταστικής του έλίτ άπό τήν έπαφή τους μέ ψευδείς διδασκαλίες, καί ό Ισοκράτης, πού ισχυ ριζόταν διακριτικά δτι αύτός είναι ό άληθινός φιλόσοφος καί ήθικολόγος, άποτελοΰν καί οί δυό, καθένας μέ τόν τρόπο του, συμ πτώματα μιας γενικής τάσης. 'Η τάση αύτή γίνεται φανερή στήν ιστοριογραφία, όπου διακηρύσσεται ή πρόθεση νά δοθούν στούς νέους παραδείγματα γιά τήν ένθάρρυνση τής αρετής καί τήν άποτροπή τής κακίας. Τις διακηρύξεις αύτές δέν πρέπει νά τις παίρ νουμε πολύ στά σοβαρά, καί οί άληθινοί ιστορικοί δέν έμποδίζονταν στο έργο τους άπ’ αύτές. Άκόμη καί ό Πλούταρχος, τόν 2ο μ.Χ. αιώνα, άνθρωπος πού ή ενασχόλησή του μέ τά ήθικά προβλήματα δέν ήταν υπόθεση μόδας, άλλά κάτι βαθιά ριζωμένο στή φύση του, ξεφεύγει πού καί πού άπό τήν ήθικολογία, παρα συρμένος άπό τή γνήσια ιστορική περιέργεια πού δείχνει στους Βίους του. Στις περιπτώσεις δμως πού ή διακήρυξη λαμβάνεται σοβαρά ύπόψη άπό τό συγγραφέα, τείνει νά παρεμποδίζει τή σκέψη. Αύτό φαίνεται δτι εγινε μέ τόν Έφορο, πού ή χαμένη Παγκόσμια 'Ιστορία του άσκησε μεγάλη επίδραση: άν κρίνου με άπό τά άποσπάσματα πού σώζονται, πίστευε δτι στάθηκε δί καιος άπέναντι στά γεγονότα πού οδήγησαν στήν ίδρυση τής Συμμαχίας τής Δήλου τό 478, καταδικάζοντας τή συμπεριφορά τού σπαρτιάτη άντιβασιλέα Παυσανία καί επαινώντας τόν Α θηναίο Αριστείδη. Τήν εύκολη ήθικολογία, έν μέρει τουλάχιστον, τήν άφησε κλη ρονομιά ό δημοσιολόγος Ισοκράτης, πού τό ρητορικό του δφος προξένησε άκόμη περισσότερη ζημιά. 'Η ρητορική έπαιζε σπου δαίο ρόλο στή ζωή τών άρχαίων Ελλήνων καί συνάμα άποτελούσε σοβαρό εμπόδιο στήν πρόοδο. Στή δημόσια ζωή, ένας άντρας έπρεπε νά προχωρεί στή σταδιοδρομία του χρησιμοποιώντας άμε σα τήν πειθώ τού προφορικού λόγου κάθε στιγμή. Είτε άπευθυνόταν σέ λαϊκή συνέλευση είτε σέ δικαστήριο είτε σέ πιο περιο ρισμένο σώμα, μιλούσε μάλλον σέ δημόσια συγκέντρωση παρά σέ μιά ήσυχη έπιτροπή, χωρίς μάλιστα τή βοήθεια κειμένων πού νά τά έχει κυκλοφορήσει πρωτύτερα, ουτε τής καθημερινής δη μοσιογραφίας, ώστε νά μπορεΐ νά γνωστοποιεί στούς άκροατές του τις άπόψεις του ή τις άπόψεις άλλων. Αύτό πού ειχε ση-
385
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝ Ω Ν ΙΑ
μασία ήταν μόνο τό άμεσο άποτέλεσμα* θά ήταν άφέλεια νά περι μένουμε δτι ή άπλή λογική ή τό δίκιο μιας υπόθεσης θά ήταν άρκετά. Ά πό νωρίς εγινε κατανοητό δτι ή πειθώ ήταν τέχνη πού, ώς έν.α βαθμό, μπορούσε νά διδαχτεί, καί ή επαγγελματική της διδασκαλία είχε ήδη έδραιωθεί στό δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. "Οταν οί σοφιστές ισχυρίζονταν δτι δίδασκαν στούς μαθητές τους πώς νά πετύχουν στή δημόσια ζωή, αύτό πού εννοούσαν ήταν κατά μεγάλο μέρος ή ρητορική, άν καί, γιά νά είμαστε δίκαιοι άπέναντί τους, δέν ήταν τό παν. Οί διαγωνισμοί άττικής τρα γωδίας δείχνουν δλα τά τεχνάσματα του επαγγέλματος αύτοΰ —πέρα άπό τήν τέχνη τών ποιητών καί ή ιδιωτική ζωή τών ά'ρχαίων Ελλήνων έκτυλισσόταν τόσο πολύ δημόσια, ώστε πέρασε καί σ’ αύτήν ό ρητορικός τρόπος τής πειθοΰς. Ή δεξιοτεχνία, φυσικά, δημιουργούσε δυσπιστία. Ά ν ενας άν θρωπος καλών προθέσεων χρειαζόταν νά μάθει πώς νά παρουσιά ζει. αποτελεσματικά αύτό πού ήθελε νά υποστηρίξει, καί οί εγωι στές ή οί κακοί μπορούσαν νά διδαχτούν πώς νά ντύνουν τήν υπό θεσή τους ετσι ώστε νά φαίνεται ώραία. Μόνιμη κατηγορία εναν τίον τών σοφιστών ήταν δτι «έκαναν τό χειρότερο νά φαίνεται καλύτερο»,1 καί αύτό άκριβώς τό άνήθικο μάθημα πήγε νά μάθει ό ήρωας στις Νεφέλες τού Αριστοφάνη άπό τόν Σωκράτη —μά λιστα, τόν Σωκράτη. Στό δικαστήριο, πάλι, διατυπωνόταν συχνά ή κατηγορία δτι ό άντίδικος είναι επιδέξιος ομιλητής καί δτι οί δικαστές πρέπει νά έχουν τό νού τους μήπως τούς έξαπατήσει. Ά πό τή συχνότητα πού έμφανίζεται αύτή ή κατηγορία, είναι σαφές δτι μπορούσε νά βλάψει κάποιον ή μομφή δτι είναι έ'ξυπνος. Οί δικαστές, φυσικά, ήταν εξοικειωμένοι μέ τό ρητορικό δφος καί άναγνώριζαν τά πιο έμφανή τεχνάσματα, άλλά ενας διάδικος άξιζε τόν κόπο νά άναθέσει τό γράψιμο τής άγόρευσής του σέ έναν ειδικό. Πάντως ή ρητορική τής, πειθοΰς ήταν σίγουρα παρά γοντας πού βάραινε σέ ένα άθηναϊκό δικαστήριο. Ό πιο ύπουλος κίνδυνος ήταν ή αναπόφευκτη έπιθυμία νά επι δεικνύεται ή ικανότητα αύτή ώς τέχνη. Δέν είναι εύκολο νά κα θοριστεί τό σημείο πέρα άπό τό οποίο μιά δικαιολογημένη φρον τίδα γιά τό ύφος καταντά έ'μφαση στόν τύπο εις βάρος τήζ ούσίας’ είναι δμως εύκολο νά γίνει άντιληπτό δτι πολλοί άρχαίοι 1.
[Τόν ήσσω λόγον κρείττω ποιεϊν.]
386
ΕΛΕΎ Θ ΕΡΟ Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
έλληνες συγγραφείς του 4ου αιώνα καί άργότερα ξεπέρασαν τό έπικίνδυνο αύτό σημείο. Αύτός πού άσκησε τή μεγαλύτερη επιρ ροή ήταν πάλι ό Ισοκράτης, πού δούλευε πολλά χρόνια τό ΰφος τών λόγων του, γραμμένων υπό μορφή δημηγοριών, καί δίδασκε σέ πολλούς μαθητές τις άπλές καί εύκολες φράσεις πού εϊχε τε λειοποιήσει. Τό ΰφος αύτό είχε περιορισμένη μόνο χρήση στις άπότομες μεταβολές τής πολιτικής ζωής. Ό Ισοκράτης έδωσε προσοχή στον γραπτό λόγο, θέλοντας νά άντισταθμίσει τήν άνεπάρκειά του στον προφορικό* ό σκληρός καί εκνευρισμένος τόνος ενός Δημοσθένη άπεΐχε πολύ άπό τό ΰφος του 5Ισοκράτη, μολο νότι καί οί λόγοι του Δημοσθένη βασίζονταν στή μελέτη καί στήν έξάσκηση. Ή μεγάλη σημασία πού δινόταν στή ρητορική δεξιοτεχνία προκάλεσε ολοφάνερη ζημιά, δπως στήν περίπτωση του ιστορικού Έφορου, πού άναφέραμε παραπάνω. Αύτό δέν όφειλόταν τόσο στήν επίδραση του Ισοκράτη: ή δημόσια επίδειξη ήταν κάτι συνηθισμένο καί άναπόφευκτο σέ έναν κόσμο πού μι λούσε καί άκουγε πολύ περισσότερο άπό δσο διάβαζε. ’Ήδη τόν 5ο αιώνα ό *Ηρόδοτος εϊχε άπαγγείλει άποσπάσματα άπό τις Ι στορίες του στήν 5Αθήνα, καί λέγεται δτι έλαβε σημαντική άμοιβή άπό τό δημόσιο ταμείο. Ό Ηρόδοτος δμως ειχε πολλά νά πει, καί κανείς άπ’ δσους τόν διαβάζουν δέν μπορεΐ νά άμφιβάλλει δτι τό κυριότερο κίνητρο γ ι’ αύτόν ήταν ή άνάγκη πού ένιωθε νά κάνει γνωστά τά άποτελέσματα τών άναζητήσεών του. ’ Ηταν πάντοτε ευαίσθητη ή ισορροπία άνάμεσα στο ΰφος ώς μέσο καί στο ΰφος ώς αύτοσκοπό. Είναι άσκοπο νά προσπαθούμε νά έντοπίσουμε μιά συγκεκριμένη στιγμή δπου ή ισορροπία αύτή άνατράπηκε μιά γιά πάντα* άσφαλώς, δμως, δσο περνούσε ό καιρός ή ρητορική δεξιοτεχνία μετρούσε περισσότερο άπό τήν ούσία. Ή ρητορική άποτελούσε μεΐζον στοιχείο στήν εκπαίδευση πού θά μπορούσαμε νά ονομάσουμε δευτεροβάθμια. Οί άνώτερες τά ξεις εμπιστεύονταν τή στοιχειώδη τους έκπαίδευση σέ πεπειρα μένους δούλους, τών όποιων δέν υπήρχε έλλειψη, τούς παιδαγω γούς, άπό δπου προέρχεται ή λέξη «παιδαγωγική»* έπίσης, σέ δασκάλους, πού δίδασκαν τραγούδι καθώς καί γράμματα. ' Η σω ματική αγωγή προσφερόταν πλουσιοπάροχα στά γυμναστήρια, δπου οί παιδαγωγοί συνόδευαν τά παιδιά πού τούς είχαν άνατεθεΐ. Ή παραπέρα έκπαίδευση ήταν υπόθεση λιγότερο συστημα τοποιημένη, μέ αρκετούς ειδικούς πού ήταν πρόθυμοι νά διδά
387
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ξουν είσπράττοντας δίδακτρα —καί ή ρητορική ήταν εμπόρευμά μέ μεγάλη ζήτηση. "Οσο ή Ελλάδα ήταν ελεύθερη καί οί άποφάσεις πού έπαιρνε κάθε έλληνική πόλη-κράτος είχαν σημασία, ή ρητορική εκπαίδευση άποτελοΰσε άπαραίτητη προετοιμασία γιά τόν δημόσιο βίο, δσο κακές κι άν ήταν ορισμένες παρενέργειές της. "Οταν ή διδασκαλία της έγινε άκαδημαϊκή, μέ τήν πιο άπαισιόδοξη σημασία του ορού, τό μόνο πού άπέμεινε ήταν οί παρενέργειες, και τό κέρδος βέβαια δέν ήταν τόσο, ώστε νά ένθαρρύνεται ό βαθύτερος στοχασμός. Γιά τόν έλληνικό πολιτισμό ύπήρξε πηγή δύναμης δτι τά κάθε λογής προβλήματά του εξε τάζονταν εξονυχιστικά σέ δημόσιες συζητήσεις. 'Η ρηχότητα πού μπορούσε (δχι κατανάγκην) νά ένθαρρύνει ή διδασκαλία τής ρη τορικής ήταν ή άντίρροπη αδυναμία. Ά ν πολλοί "Ελληνες' πίστευαν δτι ή χαρακτηριστική άρετή του πολιτισμού τους ήταν ή ελευθερία, εμείς δέν χρειάζεται νά δια φωνήσουμε οΰτε καί νά περιορίσουμε τήν έλευθερία στόν πολι τικό τομέα, δπως ήθελαν οί ίδιοι οί Έλληνες. Τό άνοιχτό μυαλό τους καί ή προθυμία τους γιά διάλογο, πού υπήρξαν κύριο θέμα του κεφαλαίου αύτοΰ, διεκδικοΰν έπάξια τήν πρώτη θέση ανά μεσα στούς λόγους γιά τούς οποίους οί "Ελληνες δικαιούνται τήν προσοχή μας, μαζί μέ τό καθαρό βλέμμα τών καλλιτεχνών τους καί τή ρωμαλέα ομορφιά τής ποίησής τους* καί τών καλύτερων δειγμάτων τής πεζογραφίας τους. Οί σύγχρονοί τους, οί βάρ βαροι, άπό τούς οποίους στήν αρχή οί "Ελληνες είχαν διδαχτεί πάρα πολλά πράγματα, πέτυχαν πολλά, άλλά οχι αύτή τήν έλευ θερία. 'Η μνημειώδης αύστηρότητα τής Αίγύπτου έκανε δύσκαμ-' πτη καί τή σκέψη καί τήν τέχνη, ή ιερατική έξουσία ήταν κατα πιεστική, ένώ ή διαβρωτική έπίδραση τής μαγείας οδήγησε σέ ναυάγιο πολλά, άκόμη καί τις έμπειρικές προόδους τής ιατρικής της. 'Η Βαβυλώνα έπιβιώνει άκόμη στήν εποχή μας στις 360 μοίρες τών κύκλων μας* άλλά τά μαθηματικά καί ή άστρονομία της, δπως καί ή νομοθεσία της, έξυπηρετοΰσαν πρακτικούς σκο πούς, πού επαψαν κάποτε νά ύπάρχουν. Μέ τή φαντασία τους οί Σκύθες, καί άργότερα οί Κέλτες, δημιούργησαν σαγηνευτικά άφηρημένα σχήματα ζωντανών μορφών, άλλά δέν καλλιέργησαν Ινα οργανωμένο σώμα γνώσης. Ά πό δλους τούς ποικίλους πολι τισμούς πού συνάντησαν οί Ρωμαίοι στήν κατακτητική τους δρα
388
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ο Σ Δ ΙΑ Λ Ο Γ ΙΣ Μ Ο Σ
στηριότητα, ή Ελλάδα μόνο τούς αιχμαλώτισε, καί αύτό δέν εί ναι τυχαίο. Ά πό έδώ προέρχεται τό μεγάλο μερίδιο πού έχει ό έλληνισμός καί στή δική μας πολιτιστική κληρονομιά, μέ τό ό ποιο δέν μπορεΐ νά συγκριθεΐ κανένα άλλο, έκτος άπό τήν έβραϊκή συμβολή στή χριστιανική παράδοση. 'Η άντίληψη πού έχουμε γιά τόν πολιτισμό αύτόν είναι κάπως έπισφαλής. Ά πό δλα δσα δημιούργησαν οί Έλληνες, μόνο ή αγ γειοπλαστική τους, οί εγχάρακτοι πολύτιμοι λίθοι τους καί με ρικά άπό τά χάλκινά τους παρουσιάζουν στο δικό μας μάτι τήν ΐδια εικόνα πού έβλεπαν καί έκεΐνοι* κι έμεΐς ξεχωρίζουμε αύτά τά άντικείμενα, τοποθετώντας τα στά μουσεία γιά μελέτη καί εύχαρίστηση, ένώ οί ΐδιοι τά χρησιμοποιούσαν καθημερινά ή τά άφιέρωναν στούς θεούς. Ά ν βλέπαμε τή γλυπτική καί τήν αρχι τεκτονική μέ τά χτυπητά χρώματα πού έΐχαν τά πρωτότυπα, οί πιο πολλοί θά έπρεπε νά αναθεωρήσουμε ριζικά τήν κρίση μας γ ι5 αύτές τις τέχνες. Ά πό τή μεγάλης κλίμακας ζωγραφική δέν σώζεται σχεδόν τίποτε, δπως άλλωστε καί άπό τή μουσική καί τό χορό. Δέν γνοορίζουμε μέ βεβαιότητα πώς ήχοΰσε ή γλώσσα τους, ουτε υπάρχει ελπίδα νά κατανοήσουμε δλες τις έννοιες πού μπορεΐ νά ειχε μιά φράση δπως τήν άκουγαν εκείνοι. 'Ωστόσο, ή γραμματεία τους σώζεται, καί μάλιστα σέ άρκετά ικανοποιητικό βαθμό, ώστε άφοσιωμένοι φιλόλογοι νά συνάγουν πολύ περισσότερα άπό δσα φαίνεται νά λένε τά, γυμνά νοήμα τα. Ή ελληνική γλώσσα είναι άσυνήθιστα εκφραστική καί εύλύγιστη’ καί ή έλληνική ποίηση, άκόμη καί υστέρα άπό τόσα χρόνια, διατηρεί σπάνια δύναμη καί χάρη, καί ή τρέχουσα εμπει ρία δείχνει δτι, άκόμη καί δταν χάνει ένα μέρος τής δύναμής της στή μετάφραση, εξακολουθεί νά άσκεΐ τήν έπίδρασή της. Στις εικαστικές τέχνες σώζονται άρκετά, πού οχι μόνο μάς συγκινουν, άλλά καί προκαλοΰν άδιάκοπες διαφωνίες τών ειδικών* καί ή έπι στήμη είναι σέ θέση νά συμπληρώνει μερικά άπό τά κενά πού ύπάρχουν μέ βάση μεταγενέστερα αντίγραφα. Είναι ένας κόσμος πού μπορούμε νά άνασαίνουμε τόν άέρα του. Είναι άρκετά δια φορετικός άπό τόν δικό μας, ώστε νά μάς άναγκάζει νά τόν εξε τάζουμε μέ προσοχή, 6χι μόνο στά μεγάλα του άριστουργήματα, άλλά καί σέ πράγματα συνηθισμένα* καί άρκετά δμοιος μέ τόν δικό μας, ώστε νά νιώθουμε δτι τά θέματα πού συγκινοΰσαν τούς άρχαίους Έλληνες είναι ουσιαστικά τά ΐδια μέ αύτά πού συγκι-
389
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝ Ω Ν ΙΑ
νουν κι έμάς. 'Η μελέτη αύτοΰ του κόσμου δέν άποτελεΐ άπλώς καί μόνο άρχαιοδιφική μελέτη τών δικών μας καταβολών. Ό Ό μηρος καί ό Ηρόδοτος, ό Εύριπίδης καί ό Πλάτων έχουν άκόμη καί τώρα τή δύναμη νά μάς ξαφνιάζουν καί νά οξύνουν τή θεώ ρησή μας γιά τόν κόσμο στον όποιο ζουμε.
390
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
πρώιμος 8ος αί. Ελληνική έμπορική εγκατάσταση στή Μίνα τής Συρίας 776 Παραδοσιακή χρονολογία της πρώτης ’ Ολυμπιάδας 760-750 ;
Οί Εύβοεΐς ιδρύουν τήν Κύμη στήν Ιτα λία
περ. 735 κ.έ.
Οί "Ελληνες άποικίζουν τή Σικελία καί τή Νότια Ιτα λία
735-715;
Ή Σπάρτη κατακτα τή Μεσσηνία
ύστερος 8ος αί. Πόλεμος Χαλκίδας καί Ερέτριας γιά τό Λιλάντιο Πεδίο περ. 700-650
Επιδρομές Κιμμερίων στή Μικρά ’Ασία
7ος αιώνας
Ή Μίλητος άποικίζει τόν Εύξεινο Πόντο καί τις γύρω πε ριοχές* έγκαινιάζει συνεχή επικοινωνία μέ τήν Αίγυπτο
περ. 665
Ή Αίγυπτος Ανεξάρτητη, ύπό τόν Ψαμμήτιχο τόν Α' (26η δυναστεία) περ. 664 Ναυμαχία άνάμεσα στήν Κόρινθο καί στήν Κέρκυρα, ή πρώτη ναυμαχία πού είναι γνωστή στόν Θουκυδίδη Αβέβαιες χρόνο- Εξέγερση τών Μεσσηνίων κατά τής Σπάρτης. Τυρταίος, λογίες Μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου στή Σπάρτη περ. 650 περ. 632 περ. 630 περ. 625;
Ό Κύψελος άνατρέπει τούς Βακχιάδες Αριστοκράτες στήν Κόρινθο. Τυραννία στή Σικυώνα. Αρχίλοχος Αποτυχημένη Απόπειρα του Κύλωνα γιά έγκαθίδρυση τυ ραννίας στήν Α θήνα Ή Θήρα ιδρύει τήν Κυρήνη Νομοθεσία του Δράκοντα στήν *Αθήνα
ύστερος 7ος αί. Α λκμάν 595;-586 'Ιερός Πόλεμος γιά τόν έλεγχο τών Δελφών 594 590-580 585
Ό Σόλων άρχοντας στήν Α θήνα Διακυβέρνηση της Μυτιλήνης άπό τόν Πιττακό. Σαπφώ καί Α λκαίος Μάχη Μήδων καί Λυδών διακόπτεται άπό έκλειψη ήλιου, πού λέγεται δτι τήν είχε προβλέψει ό Θαλής
391
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
583; 582 581 573 561 περ. 560; περ. 550; 546; περ. 545 528/7 510 507 506
Ανατροπή της τυραννίας στήν Κόρινθο Πρώτος τακτικός έορτασμός τών Πυθίων στούς Δελφούς "Ισθμια Νέμεα Ή πρώτη άπόπειρα του Πεισιστρώτου γιά έγκαθίδρυση τυραννίας στήν Α θήνα Ή ττα τών Σπαρτιατών στήν Αρκαδία Ή Σπάρτη κυριαρχεί στήν Πελοπόννησο. Συνθήκη μέ τήν Τεγέα Τελική έγκαθίδρυση τυραννίας άπό τόν Πεισίστρατο στήν Α θήνα Ό Κύρος Ανατρέπει τόν Κροΐσο τής Λυδίας καί υποτάσσει τήν Ιω νία Ό 'Ιππίας διαδέχεται τόν Πεισίστρατο στήν Α θήνα Ή Σπάρτη διώχνει τόν 'Ιππία άπό τήν Αθήνα. Σύγκρουση Ίσαγόρα καί Κλεισθένη Μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη στήν Α θήνα Σπαρτιατική έκστρατεία κατά της Α θήνας ματαιώνεται άπό άνταρσία τών Κορινθίων καί άλλων
499-494
Ή πρώτη γνωστή σύνοδος της Πελοπόννησιακής Συμμαχίας. Ηράκλειτος. Εμπεδοκλής Ιω νική Επανάσταση κατά της Περσίας
498
Ή παλαιότερη χρονολογημένη ώδή του Πινδάρου
498-491
Ό ^Ιπποκράτης τύραννος τής Γέλας
περ. 490
Γέννηση του Ηροδότου Ή Α θήνα νικά τούς Πέρσες στόν Μαραθώνα. Ό Γέλων τύραννος τής Γέλας Ό Γέλων τύραννος τών Συρακουσών Ό Θεμιστοκλής πείθει τήν Α θήνα νά ναυπηγηθεί μεγάλος στόλος Εισβολή του Ξέρξη στήν Ελλάδα. Μάχες στις Θερμοπύ λες, στό Αρτεμίσιο καί στή Σαλαμίνα. Ό Γέλων νικά τούς Καρχηδονίους στήν 'Ιμέρα Οί Έλληνες νικούν τούς Πέρσες στις Πλαταιές καί στή Μυκάλη Ό Παυσανίας Αγωνίζεται στήν Κύπρο καί στό Βυζάντιο
500;
490 485-478 483 480
479 478
392
Χ Ρ Ο Ν Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο Σ Π ΙΝ Λ Κ Α Σ
478-477
'Ο Παυσανίας άνακαλεΐται στή Σπάρτη. Ή Α θήνα Ιδρύει τή Συμμαχία τής Δήλου. *0 'Ιέρων διαδέχεται τόν Γέλωνα στις Συρακοΰσες
περ. 475-465
’Αντισπαρτιατική κίνηση στήν Πελοπόννησο
474
'Ο 'Ιέρων νικά τούς Έτρούσκους στήν Κύμη
472
Το πρώτο σωζόμενο έργο του Αισχύλου, οί Πέρσες
470;
Α ποστασία της Νάξου άπό τήν Α θήνα
469;
'Ο Κίμων νικα τούς Πέρσες στόν ποταμό Εύρυμέδοντα
468
Βραβεύεται γιά πρώτη φορά τραγωδία τού Σοφοκλή. Θά νατος τού Σιμωνίδη
467
Θάνατος τού 'Ιέρωνα
466 465
Δημοκρατία στις Συρακοΰσες Α ποστασία της Θάσου άπό τήν Α θήνα
464
Σεισμός στή Σπάρτη. Μεσσηνιακή έξέγερση
462/1
Μεταρρυθμίσεις τού Ε φιάλτη στήν Αθήνα. Δολοφονία τού Εφιάλτη. Εξορία τού Κίμωνα
460-454
Αθηναϊκές εκστρατείες στήν Αίγυπτο
459-454
Μάχες στήν Ελλάδα (πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος)
455
449
Τό πρώτο έργο τού Εύριπίδη. Πιθανή χρονολογία τής γέν νησης τού Θουκυδίδη Τό ταμείο τής Συμμαχίας μεταφέρεται άπό τή Δήλο στήν 5Αθήνα 'Ο Περικλής περιορίζει μέ νόμο τό δικαίοομα νά γίνεται κανείς άθηναΐος πολίτης Ειρήνη άνάμεσα στήν Α θήνα καί στήν Περσία
447
Α ρχίζει νά χτίζεται ό Παρθενώνας
446
Ή Βοιωτία καί τά Μέγαρα έξεγείρονται κατά της άθηναϊκής κυριαρχίας. Συγκροτείται τό Βοιωτικόν Κοινόν. Ή Σπάρτη εισβάλλει στήν Α ττικ ή . Τριακονταετής συνθήκη Ειρήνης άνάμεσα στήν ’Αθήνα καί στή Σπάρτη
454 451
440
'Η Σάμος άποστατεϊ άπό τήν *Αθήνα
437 436
Ή *Αθήνα ιδρύει τήν ’Αμφίπολη στή Θράκη Γέννηση τού Ισοκράτη
431
’Έκρηξη τού Πελοποννησιακού Πολέμου
393
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Πολιορκία τών Πλαταιών άπό τούς Πελοποννησίους Θάνατος του Περικλή. Γέννηση του Πλάτωνα Τό πρώτο έργο του Αριστοφάνη Ή πρώτη άθηναϊκή έκστρατεία στή Σικελία Σπαρτιατικό άπόσπασμα άποκόβεται στή Σφακτηρία, κον τά στήν Πύλο, καί Αναγκάζεται νά παραδοθει Εκστρατεία του Βρασίδα στή Θράκη. Ή ττα τών Α θ η ναίων στό Δήλιο της Βοιωτίας. Ό Βρασίδας κυριεύει τήν Άμφίπολη. Ό Θουκυδίδης έξορίζεται άπό. τήν *Αθήνα Μάχη έξω άπό τήν Άμφίπολη. Σκοτώνονται ό Κλέων καί ό Βρασίδας Ειρήνη του Νικία Σποραδικές μάχες στήν Πελοπόννησο Ή Σπάρτη νικά τήν Α θήνα καί τό "Αργος στή Μαντίνεια Α θηναϊκή εκστρατεία στίς Συρακοΰσες Ή Σπάρτη άνανεώνει έπίσημα τόν πόλεμο κατά της Α θήνας καί οχυρώνει τή Δεκέλεια στήν Α ττικ ή . Καταστρο φή τών άθηναϊκών δυνάμεων στή Σικελία *Ολιγαρχική έπανάσταση τών Τετρακοσίων στήν Α θήνα Εισβολή τών Καρχηδονίων στή Σικελία Οί Α θηναίοι νικούν τούς Σπαρτιάτες στίς Άργινοΰσες. Έ ξι άπό τούς νικητές στρατηγούς καταδικάζονται σέ θά-· νατο έπειδή δέν περισυνέλεξαν δσους έπέζησαν *0 Διονύσιος ό Α' τύραννος στίς Συρακοΰσες. "Ήττα του άθηναϊκοΰ στόλου στούς Αίγός Ποταμούς Συνθηκολόγηση της Αθήνας. Α ποστασία της Αίγύπτου άπό τήν Περσία. Εγκαθιδρύεται στήν ’Αθήνα ή ολιγαρ χία τών Τριάκοντα Αποκατάσταση της δημοκρατίας στήν ’Αθήνα Ό Κύρος 6 Νεότερος έκστρατεύει κατά του άδελφου του ’Αρταξέρξη του Β'. *0 Κύρος σκοτώνεται στά Κούναξα. 'Υποχώρηση τών Μυρίων πρός τή θάλασσα Σπαρτιατικοί άγώνες κατά τών Περσών στή Μικρά Ά σ ία Καταδίκη καί έκτέλεση του Σωκράτη Πολιορκία τών Συρακουσών άπό τούς Καρχηδονίους, πού τήν έλυσαν δταν έπεσε πανούκλα στό στρατόπεδό τους
Χ Ρ Ο Ν Ο Λ Ο Γ ΙΚ Ο Σ Π ΙΝ Α Κ Α Σ
395
Συμμαχία Θήβας, Α θήνας καί Ά ργους κατά της Σπάρ της. Μάχη στήν 'Αλίαρτο καί θάνατος του Λυσάνδρου
394
Κορινθιακός Πόλεμος. Νίκες τών Σπαρτιατών στή Νεμέα καί στήν Κορώνεια Νίκη τών Σπαρτιατών στό Αέχαιο, έξω άπό τήν Κόρινθο
392 392/1
Διαπραγματεύσεις γιά ειρήνη, πρώτη μνεία της «κοινής ειρήνης». Δημοκρατική επανάσταση στήν Κόρινθο
390
Ό Ίφικράτης καταστρέφει σπαρτιατικό στρατιωτικό άπόσπασμα Ειρήνη του Βασιλέως
387/6 384 383 379/8 378
Γέννηση του Αριστοτέλη Οί Σπαρτιάτες κυριεύουν τήν άκρόπολη τών Θηβών
378-371 373/2
Απελευθέρωση τών Θηβών ιΟ Σφοδρίας β ρ ίζ ε ι κατά του Πειραιά. Δικάζεται καί άθωώνεται στή Σπάρτη. "Ιδρυση της δεύτερης Αθηναϊκής Συμμαχίας Ή *Αθήνα καί ή Θήβα σέ πόλεμο μέ τή Σπάρτη Καταστροφή του ναοΰ του Απόλλωνα στούς Δελφούς
371
Ή Θήβα νικά τή Σπάρτη στά Λεΰκτρα
370 367
Δολοφονία του Ίάσωνα τών Φερών Θάνατος του Διονυσίου του Πρεσβυτέρου, διαδοχή του άπό τόν Διονύσιο τόν Νεότερο. 'Ο Πλάτων στις Συρακοΰσες
362
Μάχη τής Μαντίνειας, θάνατος τοΰ Επαμεινώνδα
359
Ανοδος τοΰ Φιλίππου τοΰ Β' στό θρόνο της Μακεδονίας
357 357-355 356
'Ο Δίων «άπελευθερώνει» τις Συρακοΰσες Πόλεμος τής Α θήνας μέ τούς συμμάχους της 'Ο Φιλόμηλος άπό τή Φωκίδα καταλαμβάνει τούς Δελφούς. Ξεσπά ό 'Ιερός Πόλεμος 'Ο πρώτος δημόσιος λόγος τοΰ Δημοσθένη
354 περ. 354 347 346 344
Θάνατος τοΰ Ξενοφώντα Θάνατος τοΰ Πλάτωνα. Ό Αριστοτέλης φεύγει άπό τήν ’ Αθήνα Ή Ειρήνη τοΰ Φιλοκράτη άνάμεσα στήν *Αθήνα καί στόν Φίλιππο. Ό Φίλιππος τερματίζει τόν 'Ιερό Πόλεμο Εκστρατεία τοΰ Τιμολέοντα στή Σικελία
395
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
343
Ό Δημοσθένης διώκει άνεπιτυχώς τόν Αισχίνη μέ δίκες, Ό Αριστοτέλης πηγαίνει στή Μακεδονία ώς διδάσκαλος του Αλεξάνδρου
340
Επαναλαμβάνεται ό πόλεμος άνάμεσα στήν Α θήνα καί στόν Φίλιππο
338
Ό Φίλιππος νικά τήν ’Αθήνα καί τή Θήβα στή Χαιρώνεια, Θάνατος του Ισοκράτη. "Ίδρυση της Συμμαχίας της Κορίνθου Δολοφονείται ό Φίλιππος καί ανεβαίνει στό θρόνο 6 Α λ έ ξανδρος
336 335 334
Ό Αριστοτέλης επιστρέφει στήν Α θήνα καί ιδρύει τό Λ ύ κειο. 'Ο Αλέξανδρος καταστρέφει τή Θήβα Ό Αλέξανδρος πέρνα στήν ’Ασία
396
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
"Η άνισομέρεια τής βιβλιογραφίας αύτής είναι άναπόφευκτη. Γιά μερικές πλευρές τοΰ έλληνικοΰ πολιτισμοΰ είναι δυνατό νά παραπέμψουμε τόν άναγνώστη σέ ένα σύγχρονο συνοπτικό έργο μέ καλή βιβλιογραφία* ωστόσο, γιά πολλές άλλες πλευρές οί πληροφορίες είναι σκόρπιες σέ περιοδικά ή περι λαμβάνονται σέ βιβλία πού άναφέρονται κυρίως σέ άλλα θέματα. Κατά κα νόνα παραπέμπουμε σέ έργα γενικής έπισκόπησης, άκόμη καί άν έχουν παλαιωθεΐ, κι επίσης προσπαθοΰμε νά ύποδείξουμε άπό ποΰ θά μποροΰσε κα θείς νά ξεκινήσει γιά νά βρει νεότερη βιβλιογραφία* δέν ήταν δμως εύκολο νά. άκολουθήσουμε αύτή τήν άρχή μέ συνέπεια. Γιά τά σημεία δπου άναφερθήκαμε σέ τρέχουσες διχογνωμίες, παραθέτουμε συχνά περισσότερες βιβλιογραφικές λεπτομέρειες, άναφέροντας άκόμη καί άρθρα δημοσιευμένα στά πιο προσιτά ειδικά περιοδικά. Οί μεταφράσεις αρχαίων κειμένων στά άγγλικά έχουν εύτυχώς πολλαπλασιαστεΐ, καί ένας λεπτομερής κατάλογος θά άπαιτοΰσε πάρα πολύ χώρο. Ή πιό περιεκτική σειρά είναι ή ΙιΟθί) 019.88108.1 Τιί&ΓθΧΥ (Η&ΓναΓά: Γιοηάοη, Η θ ίη β ΐϊΐ8 .η η )· πολλά σπουδαία άρχαΐα έργα μπορεΐ τώρα νά τά βρει κανείς σέ πρόσφατες μεταφράσεις τής σειράς Ρθη^ΐιιη. Καμιά φορά, άν καί βέβαια οχι πάντοτε, παλαιότερες καί πιό άκαμπτες μεταφράσεις ε ί ναι πιστότερες στό άρχαΐο ελληνικό κείμενο άπό δ,τι άλλες σέ παραδεκτή σύγχρονη γλωσσική μορφή. Ιδιαίτερα άξίζει νά μνημονεύσουμε τις έμμε τρες μεταφράσεις τοΰ Κίοΐιπιοικί Ι^ίϋιηοΓβ. "Οπου δέν άναφέρεται εκδοτικός οίκος, τό βιβλίο προέρχεται άπό τό Πα νεπιστημιακό Τυπογραφείο της πόλης πού άναγράφεται. Ή συν.τομογραφία «βο. ίι\» χρησιμοποιείται γιά τήν Βί1)1ίο11ΐθ(}ΐιβ άθδ Εοοίθδ ΡΓαηςαίδθδ (ΓΑΐΙιβηθδ θ ί άθ Κοιηβ.
1. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑ 'Ο Μπγγ&υ, ΟΙαδδίοαΙ ΑΐΙαβ (Ο. Β. Ο πιηάγ, β' έκδ. 1917), δείχνει καλύ τερα τά φυσικά χαρακτηριστικά άπό τούς κατά τά άλλα πληρέστερους καί συχνά άκριβέστερους άτλαντες τοΰ Η. ΚΐθρθΓί* τό ΑιΙαδ ΐΗβ ΟΙαεδίοαΙ ΨοΗά (Λονδίνο, Νθίδοη, 1959) τών Α. Α. Μ. ν&η άβΓ Ηθ7(1βη καί Η. Η. 8ου11αι*(Ι, πού δέν είναι ακριβώς άτλας μέ τήν κανονική σημασία τοΰ δρου, περιέχει καί μερικές χρήσιμες φωτογραφίες τής ύπαίθρου* βλ. έπίσης Μ. Ο&ιχ ΤΗβ ΟβοξΓαρΗίο ΒαοΗξΓοιιτιά ο/* ΟγθβΗ αηά Κοπιατι ΗίβΐοΓψ (’Οξ φόρδη 1949). Πλήρη άνάλυση τοΰ κλίματος κάνει ό Α. Ρΐιίΐίρρδοη, Ώαε ξήβοΗίδοΗβΒ ΚΗτηα (Βόννη, ΌϋπΐΐϊΐΙθΓ, 1948). Γιά τά ειδικά προβλήματα της μεσογειακής γεωργίας, βλ. 0. Ε. 81βνβΠδ, στόν Ιο τόμο τοΰ ΟατηΒηάξβ
397
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Εβοηοτηίβ Η ιβΙογρ ογΕιίΓορβ (β' έκδ. 1966), κεφ. Β'* λεπτομέρειες γιά τά δημητριακά, Α. ^Γ(1θ, ΣβδββΓβαΙβδ άατίδ Vαηύφχίΐέ ^τββφιβ (έκδόθηκε μόνο ό 1ος τόμος: Παρίσι, Εο. ίι\, 1925)· Ε. Α. Μ οπίζ, Οταίη-ηιίΙΙδ αηά ΡΙοητ ίη ΟΙαδβίβαΙ Αηΐί^ηίΐ^ (Όξφόρδη 1958). Γιά τις κοινωνικές επιδρά σεις του κλίματος, άξίζει νά διαβάσει κανείς τόσο τό «Οη ηοί 1ίηο\νίη£ Ογθθ1ο> τής ΥΐΓ^ίηίδΐ \νοο1ί, στό ΤΗβ Οοτηπιοη ΚβαάβΓ (Λονδίνο, Ηθ£αι*ί1ι, 1925), δσο όποιαδήποτε άκαδημαϊκή πραγματεία.
2. ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΛΛΑΔΑ 3. 01 ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΟΜΗΡΟΣ Οί τόμοι I καί II του ΟαηώΗάζβ ΑηβίβηΙ ΗίβίΟΓΊ/ βρίσκονται ύπό Ανα θεώρηση άπό τούς I. Ε. 8. ΕάνναΓάδ, 0. 3. Οειάά, Ν. Ο. Ε. Η&ιϊιπιοικΙ [ήδη κυκλοφορούν], καί ό ένιαΐος 1ος τόμος Αναμένεται νά βγει σύντομα [ήδη κυκλοφορεί]. Στό μεταξύ τά διάφορα κεφάλαια έκδίδονται σέ χωριστά τεύχη καί άποτελοΰν χρήσιμους οδηγούς γιά τις σύγχρονες Απόψεις καί τή βιβλιογραφία: τό κεφάλαιο π.χ. του Ο. Βίβη^βη γιά τήν Τροία (1961) προσφέρει μιά εΰπεπτη εισαγωγή, ενώ οί τέσσερις θαυμάσιοι τόμοι τής τελικής του έκθεσης γιά τις άνασκαφές δέν θά άποτελοΰσαν λογική Αφε τηρία γιά νά Αρχίσει ένας Αμύητος. "Αλλα, ιδιαίτερα ένδιαφέροντα κεφάλαια του Ο.Α.Η. είναι: «ϊ. Ε. Οαδ]£βγ, Οτββοβ, ΟτβΧβ, αηά ΐΗβ Αβ$βαη ΙδΙαηάε ίη ΐΗβ Εα,Γΐν Βτοηζβ Α§β (1965)* Ε. Μαίζ, Μίηοαη ΟίνίΙίδαΐίοη: ΜαΙιιΗΐ^ αηά ΖβηίΐΗ (1964)· <Γ. 01ΐ8.ά\νίο1ί:, ΤΗβ ΡτβΗίδΧοΓ^ ΐΗβ Οτββΐΐ Σαη§ηα§β (1963)* Ο. 8. ΚίιΊε, ΤΗβ ΗοπιβΗβ Ροβπιβ αβ ΗίδΐοΓΐ/ (1964)· Υ. Κ. (ΤΑ. ΌβδβοΓοιι^Ιι καίΝ. Ο. Ε. Ηαιηιηοηά, Τ1ΐ6 Εηά οΐΜφοβηαβαη ΟίνίΙίβαΐίοη αηά ΐΗβ ΌαΓ& Α§β (1963)· I. Μ. ύοοίί, ΟΓββΚ 8βηΙβπιβηΙ ίη ΐΗβ ΕαδΙβτη Αβββαη αηά Αδία Μίηοτ (1961).Μερικά χρήσιμα άρθρα έχουν συγ κεντρωθεί στό βιβλίο του Ο. 8. ΚΐΗί (έπιμ.), ΤΗβ Σαη§ιια§β αηά ΒαβίιξΓοηηά ο/* Ηοπιβτ (Καίμπριτζ, Ηθίίβι*, 1964), μεταξύ άλλων: 8. Όο\ν, «ΤΙ ίθ ΟΓθθΙίδ ίη ίΐΐθ Β γοπζθ Α ^ θ» (1960)· ί . ΟΙιαάλνίοΙί, «Τ Ι ιθ ΟΓβθΙί ϋίαίθοίδ αηά: ΟγθθΙ^ ΡΓθ-ΜδΙθΓγ» (1956)· Μ. I. Είη1θγ, «ΗοιηβΓ αηά Μγοβηαβ: Ρι*ορβι*1γ αηά Τ θπιιγθ». Ή Ε. Τ. νβΓΠίβυΙθ, ΟΓββββ ίη ΐΗβ Βτοηζβ Αξβ (Σικάγο 1964), δίνει μέ οξυδέρκεια μιά εκτεταμένη επισκόπηση του θέματος* 6 Ο. Ο. 8ί&Π% ΤΗβ ΟΓίξίηβ ο/1ΟτββΚ ΟίνίΙίδαΐίοη, 1100-650 Β.Ο. (Νέα 'Υόρκη, Κηορί,
1961), καλύπτει μεγαλύτερη περίοδο, μέ πλήρη χρήση του άρχαιολογικοΰ ύλικοΰ καί εύστοχες προειδοποιήσεις γιά τις παγίδες* γιά τήν πτώση τών Μυκηνών έχουμε άντλήσει πολλά άπό τά ιστορικά συμπεράσματα του V. Κ. (ΤΑ. ΌθδβοΓου^Ιι, ΤΗβ ΕαβΙ Μφββηαβαηβ αηά ΐΗβίτ 8 ιΐ€€β880 Τ8 (Όξφόρδη 1964). Τό βασικό στά Αγγλικά έργο τού Ο. Ο. ΒιιοΙί, ΤΗβ ΟΓββΚΌίαΙββΙδ (Σικάγο 1955), έξακολουθεΐ νά προϋποθέτει χωριστή μετανάστευση λαού γιά καθεμιά άπό τις μεγάλες διαλέκτους· στήν άλλη πλευρά τοποθετείται τό έργο του 5. Οιαάννίοΐί (βλ. παραπάνω). Τό βιβλίο τών Μ. Υθηΐπδ καί δ,· Ο ΐιαάλνίοΐ Όοβίίτηβηίδ ίη Μι/ββηαβαη ΟΓββΚ (Καίμπριτζ 1956), παρα μένει τό βασικό έργο γιά τή Γραμμική Β, άν καί πολλά έχουν προστεθεί καί διορθωθεί σέ μεταγενέστερες ειδικές συζητήσεις. Γιά τήν τεχνική του Όμήρου καί τήν προφορική παράδοση: 0. Μ. Βο\ντα, Ηβτοίο Ροβίη/ (Λον
398
Β ΙΒ Λ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ
δίνο, ΜαΟΓϊΐίΙΙαη, 1952), μέ καλοζυγισμένη παρουσίαση της ήρωικής ποίη σης καί τής Ιστορίας στό κεφάλαιο ΙΔ'* Ο. 8. ΚΐΓΐί, ΤΗβ 8οηξδ Ηοπιβτ (Καίμπριτζ 1962)· τό έργο τοΰ Α. ΓιθδΚγ, Α Ηίδίοη/ ο/* ΟτββΚ ΣίΐβταΧυ,τβ (άγγλ. μτφρ. της β' έκδ. τοΰ 1963, Λονδίνο, Μ βίΐιυβη, 1966 ['Ιστορία τής αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη 1964]), πρέπει νά τό συμ βουλευτεί κανείς γι* αύτό τό θέμα, δπως καί γιά δλα τά γραμματολογικά προβλήματα* έπίσης, τά έργα τής άμέσως προηγούμενης παραγράφου. Γιά τήν ομηρική κοινωνία: Μ. I. Ρΐη1βγ, ΤΗβ \νοΜ Οάι/δδβιΐδ (Νέα 'Τόρκη, νί1όη£, 1954: Ρβη^ιιΐη, 1962). Γιά τή γεωμετρική άγγειοπλαστική, βλ. τό ύπό έκδοση βιβλίο τοΰ 5. Ν. ΟοΙάδίΓθ&ιη (Λονδίνο, Μθίϊιιιβη). Γιά τήν άνανέωση τής έπαφής μέ τήν Ανατολή: Τ. ί . Όυιιβδώίη, ΤΗβ ΟΓββΚδ αηά ίΤιβΪΓ ΕαδΧβτη Νβί^ΗΒοτίΓδ (Λονδίνο, ΗβΠθηΐο 8οοίβίγ, 1957)* τό έργο τοΰ «I. ΒοαΓάιη&η, ΤΗβ Οτββΐϊδ ΟνβΓδβαδ (Ρβη^υίη, 1964), δίνει μιά θαυμάσια γενική έπισκόπηση, ιδιαί τερα καλή γιά τή Μίνα. Γιά τό αλφάβητο, βλ. τής I». Η. ^ ί ί θ ΐ χ ΤΗβ ΣοβαΙ δοΗρΙδ ο/* ΑτβΗαίο Οτββββ (Όξφόρδη 1961), μέρος Α'. σ. 41: Οί ΚβηίΓθ\ν, X. Κ. Οαηη, «I. Ε. Βίχοη, αΟΙ>δί(1ίαη ίη ίΐιβ Αβ^θ&η», ΑηηιιαΙ ο/ίΗβ ΒΓΐίίδΗ 8βΗοοΙ αί ΑίΗβηβ 60,1965, 223-247, βρί σκουν δτι τόν οψιδιανό άπό τή Μήλο τόν χρησιμοποιοΰσαν στήν πολύ πρώι μη νεολιθική περίοδο, άλλά δέν ύπήρχε νεολιθικός οικισμός στό νησί. σ. 49-51: Γιά τό συγκεκριμένο αύτό πρόβλημα, βλ. Γ. Κ. ΡαίπιβΓ καί «Γ. Βο&πΐιηαη, Οη ίΗβ Κ η 08808 ΤαύΙβίδ (Όξφόρδη 1963). σ. 55: *Γ. Τ. ΚίΠθπ, «Τ1ΐθ\νοο1 ΙηάιΐδίΐΎ σί ΟΓβίβ ίη Ιΐιβ Ι^αίβ Βγοπζθ Α^θ», στό ΑηηηαΙ ο{ ίΗβ ΒήίίδΗ δοΗοοΙ αί ΑίΗβηδ 59, 1964, 1-15. σ. 71: Ιιβδ&Υ (βλ. παραπάνω), σ< 19 κ.έ.: πρόσφατη συζήτηση τοΰ θέ ματος, Μ. I. Γίπ1θγ καί άλλοι, στό ^ο\ι^ηαι ο ϊ ΗβΙΙβηίβ 8ίιιάίβδ 84, 1964,
1 - 20 .
4. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Τό Οαπώτίά^β Αηβίβηί ΗίδίΟΓρ, τόμ. Ι Ι Ι -ϊν (1925-27), είναι έργο παρω χημένο στή γενική του σύλληψη καί σέ πολλές λεπτομέρειες, άλλά παρα μένει χρήσιμο* τό ίδιο καί τό ΗίδίοίΓβ ξΓββςιιβ τών Ο. ό ΐο ίζ καί Κ. Οοϊιβη, τόμ. Ι-ΙΙΙ (Παρίσι 1938-1941). Επίτομες Ιστορίες: 3. Β. Βιιγυ, Ηίδίοη/ ο/* Οτββββ Ιο ίΗβ ΌβαίΗ ΑΙβχαηάβΓ ίΗβ Οτβαί (γ' έκδ. άναθ. άπό τόν Κ. Μθΐ££δ, Λονδίνο 1959 [Ιστορία τής αρχαίας 'Ελλάδος, Α θήνα 1978]), πού τό ύφος της (δέν άναθεωρήθηκε) άποτρέπει μερικούς άναγνώστες* Ν, Ο. Γι. Ηαιηιηοικί, ΗίβίοΓρ ογ ΟΓββββ ίο 322 Β.Ο. (Όξφόρδη 1959), πολύ καλή στήν τοπογραφία καί τή στρατιωτική ιστορία* τοΰ Α. Κ. ΒιίΓη, ΡβΙίβαη ΗίδΙΟΓ^ ο/* ΟΓββββ (Ρβη^ιιίη, 1965), διαβάζεται πολύ εύχάριστα. Τό ίδιο καί τά έργα του ΤΗβ Σ^Γΐβ Α§β ο/*ΟΓββββ (Λονδίνο, Α πίοΐά, 1960)., γιά τόν 7ο καί τόν 6ο αιώνα, καί ΡβΓδία αηά ΟΓββββ (ΑγποΜ, 1962), γιά τήν πε ρίοδο 546-478 π.Χ. Γιά τήν αρχαϊκή Ελλάδα, βλ. άκόμη Α. ΑηάΓβτνβδ, ΤΗβ ΟΓββΚ Τ^ταπΐδ (Λονδίνο, ΗυΙοΙιίηδοη, 1956 [*Η τυραννία στήν αρχαία ΓΕλλάδα, Α θήνα 1982]). Δέν ύπάρχουν παρόμοιες γενικές μελέτες γιά τήν κλασική εποχή, άλλά μερικά άπό τά έργα πού άναγράφονται στή βιβλιο γραφία γιά τό 9ο κεφάλαιο είναι σχετικά* γιά τόν Αλέξανδρο, βλ. τή ση μείωση στό τέλος τής βιβλιογραφίας,
399
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ό Τ. «I. ϋιιη1)α1)ίη, ΤΗβ ΉβδΙβτη Οτββ^δ (Όξφόρδη 1948), άσχολεΐται λεπτομερώς μέ τήν περίοδο ώς τό 480 π.Χ. καί χρησιμοποιεί Αρχαιολογικό υλικό πού δέν είχε στή διάθεσή του ό Ε. Α. ΡΓθθΐηαη, του οποίου τό τετρά τομο ΗίδΙοΓϊ] ο( 8ίβίΙ^ (Όξφόρδη 1891-1894) έξακολουθεϊ νά είναι, κατά τά άλλα, ό καλύτερος λεπτομερής οδηγός γιά τή μεταγενέστερη περίοδο* γιά συντομότερη επισκόπηση, βλ. Α. Ο. \νοοά1ΐ6αά, ΤΗβ ΟτββΚδ ίη ΐΗβ ΨΡββΐ (Αονδίνο, Τΐιαπίθδ αηά Ηυάδοη, 1962). Γιά τήν Ανατολή, βλ. 3. Μ. Οοοίί, ΤΗβ ΟτββΗδ ίη Ιοηία αηά ΐΗβ ΕαδΙ (στήν ίδια σειρά, 1962). 5. ΦΤΑΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΗ Δέν ύπάρχει καμία καλή μελέτη τών έλληνικών συγγενικών θεσμών, άλλά Οΐοϊζ, Σα δοΙίάαΓίΙβ άβ Ια /άπιίΙΙβ άαηβ Ιβ άτοίΐ βΗηιίηβΙ βη ύτβββ (Πα ρίσι, Εο. ϊι\, 1904), καλύπτει μεγάλο μέρος του θέματος καί σέ άρκετή έ κταση. Οί μαρτυρίες γιά τις φρατρίες συγκεντρώθηκαν άπό τήν Μ. ΟιιαΓάυοοί, «Ε’ίδίίίυζίοηβ άθΐΐα ΙταΐΓία», Μβπιονίβ άβί Σίηοβί, VI, 6, 1937. Γιά τις άπόψεις πού έκτίθενται στό κείμενο (σ. 128-129), βλ. Α. ΑηάΓθ\νθδ, «ΡΙίΓαίηθδ ίη ΗοπιβΓ», Ηβτηιβδ 89, 1961, 129-140* «ΡΜΙοοΙιΟΓΟδ οη ΡΙίΓαΙπθδ», ΣοΐίτηαΙ ο/ ΗβΙΙβηίβ Βΐιιάίβδ 81, 1961, 1-15. Γιά τό οργανωτικό πλαίσιο γενικά, οί δύο τόμοι τών Ο. Βιΐδοΐί καί Η. 8\νο1)θάα, ΟτίββΗίδβΗβ 8ΐααΙδΚτιηάβ. (Μόναχο, Ββοΐί, 1920, 1926), Αποτελοΰν πλούσια πηγή πληροφοριών, δπως άλλωστε καί γιά πολλά άλλα θέ ματα, έκτός άπό τά αύστηρώς πολιτειολογικά. Γιά τήν Α θήνα: (ϋ. Ηί^ηβίί (βλ. παρακάτω, 9ο κεφ.)* Η. Τ. λΥαάβ-Ο θΐχ Εδδα^β ίη ΟτββΙί ΗίδΙοτ^ (Όξφόρδη, ΒΙαοΙίΛνθΙΙ, 1958), ιδιαίτερα σ. 150-154. ό Ο.
6. ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΕΣ, ΧΩΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΟΙ Δέν δημοσιεύτηκε καμία λεπτομερής έρευνα μετά τό Σα ρτορΗβΙβ /οηοίβτβ βη Οτβββ (Παρίσι, ΗαοΙιβΙΙβ, 1893) του Ρ. ΟτυίΓαιιά* οΰτε υπάρχει πρό σφατη μελέτη γιά τις έπιμέρους περιοχές πού συζητιούνται έδώ, έκτός άπό τήν *Αθήνα (βλ. παρακάτω). ’Αποικισμός: ΌηηβαΜη, 1Ψβδίβτη Οτββ^,δ (παραπάνω, 4ο κεφ.)* Βοαίάιηαη, ΟΓββΙϊδ ΟνβΓδβαδ (παραπάνω, 2ο-3ο κεφ.)* «ϊ. ΒθΓθτά, Σα βοΐοηίδαΐίοη %τββψιβ άβ νΐΐα ΐίβ τηβτίάίοηαϊβ βΐ άβ Ια 8ίβίΙβ άαηβ V α η ύφ ιίΐβ: ΙΉίδΙοίτβ βί ϊα Ιβξβηάβ (β' έκδ., Παρίσι 1957). Γιά τήν Κυρήνη, βλ. Γ. Ο ιαπιουχ, Ο^Γβηβ δοιιβ Ια πιοηατβΗίβ άβδ ΒαΙίίαάβδ (Παρίσι, Εο. ίι*., 1953)* ή επι γραφή πού άναφέρεται στή σ. 153 συζητεΐται Αναλυτικά άπό τόν Α. «Γ. ΟΓαΙιαιη, ΣοκΓηαΙ σ( ΗβΙΙβηίβ 8ίιιάίβ8 80, 1960, ,94-111. Ό λ¥. *ί. \Υοοά1ιουδβ, 8οΙοη ΐΗβ Σί\)βταΙοτ (Όξφόρδη 1938), στηρίζει τήν Ανάλυσή του στήν άποψη δτι ή γή ήταν Αναπαλλοτρίωτη στήν Αρχαϊ κή Ελλάδα (κεφ. Θ')* ό Ν. ό . Ε. Ηαιηιηοηά, «Εαηά Τ θ η υΓ θ ίη ΑΙ&βηδ αηά 8ο1οη’δ 8βίδαοΜ1ΐθία)>, ΰοιιτηαΐ ο/*ΗβΙΙβηίβ 8ΐιιάίβδ 8 1,1 9 6 1, 76-98, λεπτολογώντας πάνω στό έργο του «ϊ. Υ. Α. Γ ίη θ , Η ο γ ο ι (Ηβδρβτία, 8υρρ1. 9, 1951), ύποστηρίζει δτι ή γή στό λεκανοπέδιο τής Α ττικ ή ς ήταν Αναπαλ λοτρίωτη ώς τά τέλη τού 5ου αιώνα: δέν έχει δημοσιευτεί καμία Αναλυτική ανασκευή αύτής τής άποψης, Αλλά στό κείμενο μας προβάλλονται μερικά
400
Β ΙΒ Λ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ
άντίθετα επιχειρήματα. Ή βιβλιογραφία γιά τόν Σόλωνα τείνει νά γίνει κά πως υπερβολική: ή πιό πρόσφατη τάση είναι (βλ. π.χ. Α. Μ&δ&Γ&θθ1ΐί£ΐ> 8οΙοηβ, Φλωρεντία, ^31 ηυονα Ιίαΐία, 1958) νά τονίζεται ή μετριοπάθειά του τόσο πολύ, ώστε σχεδόν νά εξαφανίζονται οί μεταρρυθμίσεις του. Γιά. τό δανεισμό «έπί σώμασι», βλ. Μ. I. Γίηΐβγ, αίιδί ΒβΓνίίΐιάβ ρουΓ άβίΐβδ», Κβνηβ Ηίδί. άβ άτοίΐ {ταηςαίβ βί έίΓαηξβΓ 4, 43, 1965, 159-184. Γιά τήν κληρονομιά: Α. Κ. \ν. Η&ιτίδοη, ΤΗβ Σανν ο/*ΑίΗβηδ, τόμ. Ι> ΤΗβ ΡαπιίΙ^ αηά ΡΓορβΗ^,’ Οξφόρδη [1968]. Γιά τήν άσφάλεια της ιδιοκτη σίας: Μ. I. Γίηΐβγ, Σαηά αηά ΟΓβάίί ίη Αηβίβηί ΑίΗβηδ (Κυί^θΓδ, 1952). 7. ΕΜΠΟΡΟΙ, ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ
I I
Τό βασικό έργο τοΰ Α. Βοθοίίΐι, Όίβ .8ίααΙδΗαηδΗαΙίηη§ άβτ ΑίΗβηβΓ (γ' Ικδ. άπό τόν Μ. ΡΓ&ηΙίβΙ, Βερολίνο 1886* άγγλ. μτφρ., Λονδίνο 1942), έξακολουθοΰμε ακόμη καί τώρα νά τό συμβουλευόμαστε σέ πολλά θέμα τα. Στό έργο τοΰ Ρ. \ν. Ηβίοίιβίΐιβίιη, Α η Εβοηοπιίβ Ηίδίοη/ ο/* ίΗβ Α η βίβηί ννοΜ , τόμ. I (άγγλ. μτφρ., Ι^θίάβη, δ η ίΐιο ίί, 1958), σ. 193 κ.έ., καί τόμ. II (1964), δίνεται επισκόπηση τοΰ θέματος μέ εκτενή βιβλιογραφία* ό Η. Μίοΐΐθΐΐ, ΤΗβ Εβοηοτηίβδ ο/* Αηβίβηί ΟΓββββ (Καίμπριτζ, ΗθίίθΓ, β' έκδ. 1957), έχει συλλέξει τεχνικές κυρίως λεπτομέρειες. Γιά τό έμπόριο καί τή βιομηχανία: ό ί . Η&δθέΐΌβέ, ΤΓαάβ αηά ΡοΙίίίβδ ίη Αηβίβηί ΟΓββββ (άγγλ. μτφρ., Λονδίνο, ΒβΙΙ, 1933), άσκεΐ πολύτιμη κριτική, άλλά μερι κές φορές μεταχειρίζεται μέ προχειρότητα τίς άρχαιολογικές μαρτυρίες* βλ. άκόμη Ε. \νί11, «Τι*οίδ ςιΐδίΓΐδ άβ δίβοΐθ άβ ΓβοΙίθΓοΙίθδ δΐΐΓ Γβοοηοιηΐβ §Γθθφΐβ δαιϋςιΐθ», ΑηηαΙβδ 9, 1954, 7-22. Νομισματική: Τό βασικό εγχειρίδιο τοΰ Β. Υ. Ηθδκΐ, ΗίδίοΓία Νιιίποτιιηι (β' έκδ., Όξφόρδη 1911), βρίσκεται υπό άναθεώρηση, πού τώρα πιά άπαιτει μακρόχρονη καί δύσκολη δουλειά* ή πιό άξιόπιστη προσέγγιση πού διαθέτουμε σήμερα είναι ή εισαγωγή καί οί σημειώσεις τοΰ ΚΓ8.&Υ στό έργο τών 0. Μ. ΚΓαειγ καί Μαχ Ηίπηβι*, ΟΓββΚ Οοίηβ (Λονδίνο, Τΐιαιηβδ αηά Ηυάδοη, 1966), μιά θαυμάσια συλλογή φωτογραφιών. Μέτοικοι: παραμέ νει βασικό τό έργο τοΰ Μ. ΟΙθγο, Σβδ τηέίβφχβδ αίΗέηίβηδ (Παρίσι, Ε α ίι\, 1893). Δουλεία: τό έργο τοΰ ]1ι. λνβδΙβΓΠίαηη, ΤΗβ 81ανβ 8^δίβπΐδ ο/* ΟΓββΚ αηά Κοπιαη Αηίίςηίίι/ (Φιλαδέλφεια, ΑπιβΓ. ΡΜΙοδορΙι. 8οο., 1955), έχει σοβαρές ελλείψεις: βλ. τήν κριτική τοΰ Ο. Ε. Μ. άβ 8ίβ. Ο οίχ, στό όΐαβδίβαί Κβνΐβνν, η.δ. 7, 1957, 54-59, πού άποτελεΐ καί σοβαρή συμτ βολή στό θέμα* ή καλύτερη σύγχρονη εισαγωγή καί βιβλιογραφία περιέχεται στόν τόμο δοκιμίων τοΰ Μ. I. Ρίη1βγ (έπιμ.), 81ανβη/ ίη ΟΙαδδίβαΙ Αηίίψιίί\) (Καίμπριτζ, ΗβίίβΓ, 1960). Α θηναϊκά ορυχεία άργύρου: Ε. Αγάαίΐΐοη, Σβδ τηίηβδ άιι Σαυτίοη άαηδ Vαηίίψιίΐέ (Παρίσι, Εο. ίι*., 1897)* Κ. ^. ΗορρβΓ, «ΤΙιθ Μίηβδ αηά ΜίηβΓδ οί Αηοΐβηί ΑίΗβηδ», ΟΓββββ αηά Κοτηβ 2, 8, 1961, 138-151. σ. 188-189: άριθμοί στή βιομηχανία άγγειοπλαστικής: Κ. Μ. Οοοίί, «ΑΓοίΐδίβοΙο^ίοαΙ ΑΓ^ηπιβηΙ: 8οπιβ Ρπηοίρίβδ», Α η ίίφ ιίί^ 34, 1960, 177-179* πολύ λεπτομερειακό τό άρθρο του «Ρ ίθ ΒβάβυΙιιη§ άβΓ 1)6-γ ιηαΐίβη ΚβΓ&πήΙί Μγ άβη ^πβοΐιίδοΐιβη Η&ηάβΐ», 3αΗΓύιιβΗ άβδ άβηίδβΗβη αΓβΗάοΙοξίδβΗβη Ιηδίίίηίδ 74, 1959, 114-123.
401 26
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
σ. 19 1-19 2 : Κ. ί οίίΐΌγ, Σβ Ιτέδορ άβ ν ίχ , Οόΐβ ά’Οτ (Μοη. βί Μέτη. Ροηά. Ε. ΡίοΙ 48 ί, Παρίσι, ΡΓβδδβδ ΧΙπίν., 1954)· λακωνικό Αλφάβητο: ^βίίβΓγ, ΣοοαΙ 8ΰΓΐρΙδ (παραπάνω, 2ο-3ο κεφ.), σ. 191-192* ό Μ. Ο]θβάβδβη, ΑπιβΗοαη ^οη^ηαι ο/* ΑροΗαβοΙο^ 6 7,1963, 335-346, υποστηρίζει πρωιμότερη χρονολόγηση (περ. 575 π.Χ.) καί, λιγότερο πειστικά, δτι ήταν κορινθιακής κατασκευής. σ. 194: ό Ρ. «Ιαοοέδίΐιαΐ, στό ΣοιιτηαΙ ο/*ΗβΙΙβηίβ 8ΐιιάίβδ 71, 1951, 85-95, καί ό Ε. 8. Ο. ΚοΜηδοη, ο.π., 156-167, καταρρίπτουν παλαιότερες θεωρίες πού τοποθετούσαν τις αρχές τής νομισματοκοπής σέ πολύ πρωι μότερη εποχή, οι όποιες ωστόσο έξακολουθοΰν νά εμφανίζονται άκόμη* γιά τήν Α θήνα, βλ. 0. Μ. Κτααγ? Νιιπιίδΐηαΐίβ ΟίΓοηίοΙβ 6, 16, 1956, 43-68. σ. 196: γιά νομίσματα μέ σκοπό τήν άμοιβή μισθοφόρων, βλ. Κ. Μ. Οοοίί, ΗίδΙΟΓΪα 7, 1958, 259-261* γιά δοσοληψίες μέ τό δημόσιο, βλ. 0. Μ. Κτ8.3.γ, ΣοιιτηαΙ ο{ ΗβΙΙβηίβ 8ίιιάίβ8 84, 1964, 76-91. σ. 219-220: εμπορικά αίτια γιά τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο υποστή ριξε ζωηρά ό Ρ. Μ. όοΓπίοΓά, ΤΊιηβ^άίάβδ Μ^ΐΚίδΙοΓίβιΐδ (Λονδίνο, Α γποΐά, 1907), κεφ. Α'. σ. 221: οί μαρξιστές γιά τήν ελληνική ιστορία: π.χ. Ο. ΤΗοπίδοη, ΑβββΚ^Ιιΐδ αηά ΑΐΗβηβ (Λονδίνο, Ιιαλντβηοβ αηά \νίδϊιαΓί, 1941). 8. ΣΤΡΑΤΟΣ, ΝΑΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΙ Γενική επισκόπηση: Ρ. Ε. Αάοοοίί, ΤΗβ (χΓββά αηά Μαββάοηίαη Ατ% ο/ \νατ (υηίνθΓδίίΥ οί ΟαΙίίοΓηία, 1957). Όπλισμός: Α. 8ηοά£Γα8δ, ΕατΙϊ} ΟτββΗ Ατπιοίλτ αηά \¥βαροη8 (Εδιμβούργο 1964). Εισαγωγή στούς οπλί τες: τόν Η. Σι. Ι^ΟΓΐιηβΓ, «ΤΙιβ Ηορίίίβ Ρΐιαίαηχ)), ΑηηιιαΙ ο^ΐΗβ ΒΗΐίδΗ 8βΗοοΙ αί ΑΐΗβηδ 42, 1947, 76-138, τόν άκολουθήσαμε στό (*ΓββΙί Τι/ΓαηΙβ (παραπάνω, 4ο κεφ.), κεφ. Γ'*άλλά ό Α. 8ηοά£Γαδδ, «ΤΙιβ Ηορίίίβ ΚβίοΓΠΐ αηά ΗίδΙοι*γ», ^οιι^ηαι ο/“ ΗβΙΙβηίβ 8ΐηάίβδ 85, 1965, 110-122, υποστηρίζει διαφορετική σειρά. Πλοία: Α. Μοίϊΐί^ΐίαηο, «8βα-ρο\νβΓ ίη ΟΓθβΙί Τ Ιιου^Ι», ΟΙαβδίβαΙ Κενίβιν 58, 1944, 1-7 (άνατύπωση στό 8ββοηάο οοηΐΓΐύιιίο αΙΙα δίοτία άβξΐί δΐιιάί βίαδδίβί, Ρώμη, θάίζ. άί δίοπα β ΙβΙί., 1960, 57-67)* Α. \ν. Οοπιπιθ, «Α ΡθΓ£θίΙβη ΡαοΙΟΓ ίη ΟΓβθΙί Ναναΐ δ ίΓ α ίβ ^ » , Εδβα^δ ίη ΟΓ66& ΗίδΙοΓρ αηά ΣίΐβταΧιιτβ (Όξφόρδη, ΒΙαοΙτννβΙΙ, 1937), 190-203. Γιά τή ναυπήγηση τριήρους (σ. 233): δ. 8. Μοιτίδοη, ΜατίηβΓδ Μιγγογ 27, 1941, 14-44* ΟΙάβδίβαΙ ()\ιαΠβτΙ^ 41, 1947, 122-135. Ή Πελοποννησιακή Συμμαχία: ^. Α. Ο. ΓιαΓδβη, «8ραι*ία αηά ίΐιβ Ιοηίαη Β βνοΐί», ΟΙαβδίβαΙ ΡΗιΙοΙο^ 27, 1932, 136-150* «'ΤΙιβ ΟοηδίίΙιιίίο η οί ίΐιβ Ρθίοροηηβδίαη Γιβα^υβ», ο.π. 28, 1933, 257-276* καί ο.π. 29, 1934, 1-19. Ή Συμμαχία της Δήλου: διεξοδική άλλά όίνιση μεταχεί ριση στό έργο τών Β. ϋ . ΜβπΙΙ, Η. Τ. ^αάθ-ΟβΓΥ, Μ. Ρ. ΜοΟγθ^ογ, ΤΗβ ΑΐΗβηίαη ΤΗΒηΐβ Σίδΐβ) τόμ. III (ΑπιβΓ. 8ο1ι. οί ΟΙαδδ. 8ίιιά .,'Ρ π η οβίοη 1950)* μιά νέα μελέτη άναμένεται άπό τόν Η. Μθΐ££8 [έκδόθηκε τό 1972 στήν Όξφόρδη μέ τίτλο ΑΐΗβηίαη ΕτηρίΓβ]. Γιά τις σχέσεις της Α θήνας μέ τούς συμμάχους της, βλ. Ο. Ε. Μ. άθ 8ίθ. Ο οίχ, «Τίιβ (ϋΙιαΓαοίθΓ οί Ιΐιβ Α ίΐιβηίαη ΕτηρίΓβ», ΗίδίοΗα 3, 1954, 1-41.
402
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μισθοφόροι: Η, \ν. ΡαιΊίβ, ΟτββΚ ΜβτββηαΓ^ δοΙάίβΓδ {τόπι ίΗβ ΕατΙίβδΙ Τίτηβδ Ιο ίΗβ ΒαΙΐΙβ ο/* Ιρδηδ (Όξφόρδη 1933). 9. ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Γενικά: Ο. ΟΙοΙζ, ΤΗβ ΟτββΚ Όίίί/ (ο^γγλ. μτφρ., Λονδίνο, Κουίΐβά^β αηά Κβ^αη Ραυΐ, 1929 [Ή ελληνική «πόλις)), Α θήνα 21981])· Υ. ΕΙΐΓβηΙ)βΓ£, ΤΗβ ΟτββΚ δίαίβ (Όξφόρδη, Βίαοΐιντβΐΐ, 1960)· ΒιΐδσΙΙ καί 8\νο1)θάα, ΟΗββΗίδβΗβ δίααίδΚιιηάβ (παραπάνω, 5ο κεφ.). Νομοθεσία: «ϊ. \ν. ^οηβδ, ΤΗβ £α<ν αηά Σ,βξαΙ ΤΗβοπ/ ο{ ίΗβ ΟΓββΚδ (Όξφόρδη 1956)* Κ. δ. Βοππθγ καί Ο. δ π ιϋΐι, ΤΗβ ΑάπιίηίδίΓαΐίοη ο{ 3ιΐδίίββ /τόπι Ηοπιβτ Ιο ΑνίδίοίΙβ (2 τόμ., Σικάγο 1930, 1938). Α θήνα: Η. Τ. λΥαάβ-ΟβΓΥ, Εδδαί/δ ίη ΟτββΚ Ηίδίοτι/ (Όξφόρδη, Β1αοΐ£\νβ11, 1958)* 0. Ηί&ηβίί, ΗίδίοΓ^ ο^ ίΗβ ΑίΗβηίαη Όοηδίίίηίίοη (Όξφόρδη 1952): πλήρης έξέταση τοΰ θέματος, άκρος σκεπτικισμός σχε τικά μέ τις μαρτυρίες γιά τά πρώιμα στάδια —δυστυχώς σταματα στό τέλος τοΰ 5ου αιώνα* 6 Α. Η. Μ. ^ηβδ, ΑίΗβηίαη Ώβαηοοταβν (Όξφόρδη, Β1αο1ί\νβ11, 1957), ένδιαφέρεται περισσότερο γιά τόν τρόπο πού λειτουργοΰσε τό καθεστώς στήν πράξη· βλ. άκόμη τό έργο τής 0. Μοδδβ, Εα /*ίη άβ Ια άέπιοβΓαΐίβ αίΗβηίβηηβ (Παρίσι, ΡΓθδδβδ ϋ η ίν ., 1962)* έπίσης, Ο. Μ. βαίΐιοιιη, ΑίΗβηίαη ΟΙιώδ ίη ΡοΙίχίβδ αηά ΕβξίδΙαύοη (Τβχαδ 1913)? καί Μ. I. Είη1βγ, «ΑΙϊιβηίαη Όβιηα£θ£υθδ», Ραδί αηά Ρτβδβηί 21, 1962, 3-24. Ή βιβλιογραφία γιά τή Σπάρτη είναι πιό συγκινησιακή. Ό Ρ. Κουδδθΐ, 8ραΠβ (β' έκδ., Παρίσι, άβ ΒοοοαΜ, 1962), προσφέρει μιά σύντομη καίεύαίσθητη εισαγωγή* ό Η. ΜίοΙίβΙΙ, δραΜα (Καίμπριτζ 1952),καλύπτει περισσότερα πράγματα, άλλά δέν τά εξετάζει εις βάθος· ό Ο. Γι. Ηυχ1βγ, Εαήϊ} δραΗα (Λονδίνο, ΕδώβΓ αηά ΕαββΓ, 1962), είναι τολμηρότερος στις ιδέες του. Γιά τή Μεγάλη Ρήτρα (σ. 252 κ.έ.): Η. Τ.\Υαάβ-όβι*γ, Εδδα^δ (παραπάνω), σ. 37-85* ό Ν. Ο. Ε. Ηαιηιηοηά, 3οητηαΙ ο( ΗβΙΙβηίβ δίηάίβδ 70, 1950, 42-64, υποστηρίζει πολύ πρώιμη χρονολόγηση. Ό Τ. Α. 8ίηο1αΐΓ, ΗίδίοΓΊ/ ο{ ΟτββΚ ΡοΙίίίοαΙ ΤΗοηξΗί (Λονδίνο, Κ ο ιιί1βά£β αηά Κβ^αη Ραιιΐ, 1952 [Ιστορία τής έλληνικής πολιτικής σκέψης, Α θήνα 1969]), έπισκοπεΐ ολόκληρο τόν τομέα αύτόν. Γιά τό χαρακτήρα τής πραγματείας τοΰ Ψευδο-Ξενοφώντα (σ. 285), βλ. Α. \Υ. Οοπιπίβ, Μοτβ Εδδα^δ ίη ΟΓββΚ Ηίδίοτφ αηά Είίβταίιιτβ (Όξφόρδη, Β1αο1ί\νβ11, 1962), σ. 38-69 (άλλά ή δψιμη χρονολόγησή της δέν έχει γίνει γενικά αποδεκτή). Γιά τήν έξιδανίκευση τής Σπάρτης, βλ. Ε. ΟίϊΐβΓ, Έβ τηίτα^β δραΗίαίβ (τόμ. I, Παρίσι, άβ ΒοοοαΓά, 1933). 10. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ Γιά τόν ανταγωνιστικό χαρακτήρα της άρχαίας έλληνικής κοινωνίας: Ε. Η. Όοάάδ, ΤΗβ ΟτββΚδ αηά ίΗβ ΙτταύοηοΙ (υηίν. οί βαϋίοΓηΐα, 1951 [Οι "Ελληνες καί τό παράλογο, *Αθήνα 1978]), ειδικά τό κεφ. Β'* 0. Μ. ΒολνΓα, ΤΗβ ΟτββΚ ΕχρβΓίβηββ (Λονδίνο, λΥβιάβηίβΙά αηά Νίοοίδοη, 1957), είδικά τό κεφ. Β'* Α. \Υ. Η. Αάΐάηδ, Μβτίί αηά ΒβδροηδώίΙίί^: α δίηάτ/ ίη
403
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ορββϊΐ ναΐιιβδ (Όξφόρδη 1960). Γιά τόν άθλητισμό καί τά αισθήματα πού έτρεφαν οί άρχαΐοι Έλληνες γ ι’ αύτόν: Ε. Ν. ΟαΓάίηθΓ, Οτββΐζ ΑΐΗΙβίίο 8ροΗ8 αηά ΕβδήναΙδ (Λονδίνο, Μαοπιίΐΐαη, 1910)· (1 Μ. Βονντα, Ρίηάατ (Όξφόρδη 1964), κεφ. Δ'. σ. 294: σχετικά μέ τό μύθο του Ησιόδου γιά τό άηδόνι, βλ. Η. Τ. \ναάθ-Οθΐ·γ, Εδδαί/δ (παραπάνω, 9ο κεφ.), σ. 10-12. Γιά ολη τή λογοτεχνία στήν όποια παραπέμπουμε, ή γραμματολογία του ίι6δΐ£γ (παραπάνω, 2ο-3ο κεφ.) άποτελεΐ τήν άσύγκριτα καλύτερη α φετηρία. Γιά τούς έπιμέρους συγγράφεις κτλ.: Ροηάαύοη Ηατάΐ, ΕηΐΓβΙΪ6Π8, τόμος X: ΑτβΗΪΙοφίβ (Γενεύη 1964)* 0. Μ. Βο\νΓα, ΕαΠφ Οτββΐί Ε1β£ΐ8ΐ8 (Παι*ναΓά 1938), καί ΟτεβΗ Σρηο Ροβΐη/ (β' έκδ., Όξφόρδη 1961 [Α ρχαία ελληνική λυρική ποίηση, 2 τόμ., Α θήνα 1980, 1982])· Ό. Ια. Ρα^θ, ΑΙοπιαη: ΐΗβ ΡαΗΚβπβίοπ (Όξφόρδη 1951)· 8 αρρΗο αηά ΑΙβαβιΐδ (Όξφόρδη 1955). Γιά τήν άττική τραγωδία: Α. λ¥. ΡΐοΙίαΓά0αιη1)πά£θ, ΏΟΗ^ταπώ, Ττα%βάϊ] αηά Οοτηβάφ (β' έκδ., άναθεωρημένη άπό τόν Τ. Β. ί». \Υβ1)8ΐθΓ, Όξφόρδη 1962), καί ΤΗβ Αίΐίο ΤΗβαΙτβ (γ' έκδ., Όξφόρδη 1907* κυκλοφορεί άναθεωρημένη έκδοση άπό τούς ί . Ρ. Α. ΟτΟΐιΜ καί Ό. Μ. ίιβ\νίδ)· «Γ. *ίοηβδ, Οη ΑΗδΙούβ αηά ΟτββΙγ Ττα%βά^ (Λονδίνο, ΟΙιαΙΙο αηά \νΐηάιΐδ, 1962)· Τ. Β. I). λΥβ^δίβι*, ΟτββΙι ΤΗβαΐτβ Ρτοάηβΐίοη (Λονδίνο, ΜθΙΗιΐθη, 1956). Γιά τήν κωμωδία: Κ. I. ΌονβΓ, στοΰ Μ. ΡΙαίηαυβΓ (έπιμ.), Ρί^Ιϊ} ΥβαΓβ ο/* ΟΙαδδίβαΙ 8οΗοΙαΓδΗίρ (Ό ξ φόρδη, Β1αο1ί\νθ11, 1954), κεφ. Δ'· ό Α. ν ^ . Ο ο π ι π ι θ , «ΑπδΙορίιαηβδ αηά Ροΐίίίοδ)), Μοτβ Εδδαφδ (παραπάνω, 9ο κεφ.), σ. 70-91, επιτίθεται μέ σφοδρότητα σέ παλαιότερες θεωρίες πού ήθελαν τόν Αριστοφάνη έντελώς Α πομακρυσμένο άπό τήν τρέχουσα πολιτική. Ό «Γ. ΒοαΓάηιαη, μέ τό Οτββΐι Α η (Λονδίνο, Τίιαηιβδ αηά Ηιιάδοη, 1964), προσφέρει τήν καλύτερη πρόσφατη έπισκόπηση. Πιο άναλυτικά γιά τις διάφορες τέχνες: 0. Μ. Κοί)βΓΐδθη, ΟΓββΙί Ρ αίη ΐίη ξ (81άΓα, 1959)* Κ. Μ. Οοοίί, Οτεβίί Ραίηίβά Ροΐΐβτ?/ (Λονδίνο, ΜθΟιυβη, 1960)· «I. Ό. Ββαζ1θγ, ΡοΙΙβΓ αηά ΡαίηΙβΓ ίη ΑηβίβηΙ ΑΐΗβηδ (Λονδίνο, Ρ γοο. Β π Ι. Αοαά., 1946)* Κΐι^δ ΟαΓρβηΙβΓ, ΟτββΗ 8β\ύρίητβ (Σικάγο 1960), καί ΤΗβ ΕβίΗβΐίβ Βαδίδ ο/* ΟΓββΚ Α η (ΒΙοοηιίη^Ιοη 1959)· Ο. Μ. Α. ΚιοΜθγ, ΚοιίΓοί (Νέα 'Τόρκη, ΟχίοΓά υ . Ρ., 1942)· ^. ΟιαΓβοηηβαιιχ, ΟτββΚ Βτοηζβδ (άγγλ. μτφρ., Λονδίνο, Εΐβΐί, 1961)· Κ. Α. Η ί^ ίηδ, Οτββ^ αηά Β,οπιαη ΙβννβΙΙβτϊ) (Λονδίνο, ΜθΙΙιυβη, 1961)· Α. ί.αλνΓβηοβ, ΟτββΚ ΑτοΗίΐβοΙιιτβ (Ρθη^υίη, 1957)· Ε. Ε. \νγο1ΐθΓΐΘγ, Ηονν ΐΗβ ΟΓββ&δ ΒιιίΗ Οίιίβδ (β' έκδ., Λονδίνο, Μαοιηίΐΐαη, 1962). Γιά τό κοινωνικό σύστημα τής Σπάρτης: Η. ^αηΓηαί,Γθ, Οοητοί βί οοιίΓβΙβδ: βδδαί δΐΐΓ Γέάαοαήοη δραηίαΐβ... (Λίλλη 1939)· \¥. άβη Βοθγ, Σαοοηίαη 8ίηάίβδ (ΑηΐδΙβΓάαηι 1954), μέρος Γ'. Ό 5. Η αίζίβΐά, ΑΙβίδίαάβ (Παρίσι, ΡΓθδδβδ ΙΙηίν., 1951), έξετάζει μέ τήν πιό ήρεμη ματιά τήν άντιφατική αύτή προσωπικότητα. Γιά τήν άντρική ομοφυλοφιλία άκολουθήσαμε κατά μέγιστο μέρος τις νηφάλιες άπόψεις του Κ. «Γ. ϋονβΓ, «ΕΐΌδ αηά Νοιηοδ», ΒηΙΙ Σοηά. ΙηδΙ. ΟΙαδδ. 8ΐηά. 11, 1964, 31-42.
404
1
^
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
11. ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΙΑ Η. *ί. Κοδβ, Ηαηάύοοά ο/* ΟτββΚ Μ^ίΗοΙο^ (ς' έκδ., Λονδίνο, Μβίΐιιΐθη, 1960)· \ν. Κ. 0. Ο υίΐιπβ, ΤΗβ ΟτββΚδ αηά ίΗβίτ Οοάδ (Λονδίνο, ΜβΙΙιυθη, 1950)· ^ η β Ε. Ηαιτίδοη, Ρΐ'οΙβ^οπιβηα ίο ίΗβ δίνάφ ο/ ΟΓββΙτ ΒβΙίξίοη (Καίμπριτζ 1903)* Ε. ΚοΙιάθ, ΡδφβΗβ (άγγλ. μτφρ., Λονδίνο 1925)* Μ. Νίΐδδοη, ΟτββΚ ΡορνΧατ ΒβΙίξίοη (Νέα 'Υόρκη, ΟοΙυιηΜα, 1940). Γιά τις πιό πρωτόγονες έκδηλώσεις, βλ. τήν έκδοση τών Βακχών τοΰ Εύριπίδη άπό τόν Ε. Κ. ϋοάάδ (β' έκδ., Όξφόρδη 1960), καί τό έργο του ΤΗβ ΟτββΚδ αηά ίΗβ ΙτταίίοηαΙ (παραπάνω, 10ο κεφ.). Γιά τούς ήρωες, Α. Ό. Νοοίί, «Τΐΐθ ΟιιΙΙ οί ΗβΓΟθδ», Ηατνατά ΤΗβοΙοξίβαΙ Ββνίβνν 37, 1944, 141-174. Η. \ν. ΡαιΊίβ καί ϋ . Ε. \ν. λνοπηθίΐ, ΤΗβ ΌβΙρΗίβ ΟΓαβΙβ (Όξφόρδη, Β1αο1ί\νβ11} 1956)* Ρ. ΑιηαηάΓγ, Σα τηαηίίφιβ αροΙΙίηίβηηβ ά ΏβΙρΗβδ (Παρίσι, βο. ίΓ., 1950)* 0. Η. λνΐιίίΙαΙίβΓ, «Τϊΐθ ΌβΙρΜο ΟΓαοΙβ: Ββΐίβί αηά ΒθΙιανίοιίΓ ίη Αηοίβηί Ογθθοθ αηά Αίποα», ΗαΓνατά ΤΗβοΙοξίβαΙ Ββνίβνν 58, 1965, 21-47* Η. λ¥. ΡαιΊίθ, ΤΗβ ΟταβΙβδ ο/*Ζβιΐδ (Όξφόρδη,
Βίαοίτννβΐΐ, 1967). 12. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ Γιά τή στάση τών Ελλήνων άπέναντι στά άλλα έθνη, Η. 0. Βα1άΐ*γ, ΤΗβ ϋ η ί ΐν οΐΜ αηΜ ηά ίη ΟΓββΚ ΤΗοιίξΗί (Καίμπριτζ 1965). Ο. 8. ΚΐΓΐί καί «ί. Ε. Β,ανβη, ΤΗβ Ρτβ-8οβταίίβ ΡΗίΙοδορΗβτδ: α Οηίίβαί ΗίδίΟΓφ ννίίΗ α ΟοϊΙβούοη ο/*Τβχίδ (Καίμπριτζ 1957)* Β. Ραιτίη^ίοη, ΟτββΚ δβίβηββ (Ρβη^υίη. 1953)* 8. 8αηιΙ)υΓδ1ζ:γ, ΤΗβ ΡΗψίβαΙ \¥οΜ ο{ ίΗβ θΓββΚ.8 (Λονδίνο, ΚοιιΙΙβά^θ αηά Κβ^αη Ραυΐ, 1956). \ν. Κ. 0. ΟιιΙΙιπβ, Α Ηίδίοτ^ ο/*ΟτββΗ ΡΗίΙοδορΗ^ (τόμ. I, Καίμπριτζ 1962* συνεχίζεται). Ή πλατωνική βιβλιογραφία εΐναι άπέραντη: δίνουμε ένα παλαιότερο καί ένα πρόσφατο δείγμα: Α. Ε. Ταγ1θΓ, ΡΙαίο: ΤΗβ Μαη αηά Ηίδ \¥ογΚ (γ' έκδ., Λονδίνο, Μβίίιυβη, 1929)* «Γ. Ε. Κανβη, ΡΙαίο’ δ ΤΗοηξΗί ίη ίΗβ Μα&ίη§ (Καίμπριτζ 1965). Γιά τόν Αριστοτέλη: Ό. 3. ΑΙΙαη, ΤΗβ ΡΗίΙοδορΗι/ ο/* Ατίδίούβ (Ηοιηθ ΙΙηίν. Ιάβι·., 1952)* «Γ. Η. Καηάαΐΐ, ΑηβΐοίΙβ (Νέα 'Υόρκη, ΟοΙυπιΜα, 1960). Ε. Κ. Ββναη, δίοίβδ αηά δββρίίβδ (Όξφόρδη 1913* άνατύπωση, Καίμπριτζ, ββΐίβΓ, 1959). Ο. Τ. ΟπίίίΙϊι, «Τΐιβ ΟΓθβΙί Ηίδίοπαηδ», στοΰ Μ. ΡίαίηαιιβΓ (έπιμ.), Ρί{ίν ΥβαΓδ... (παραπάνω, 10ο κεφ.). Τό έργο τοΰ Λ. Σι. Μ^Γθδ, ΗβΓΟάοίΗδ: ΡαίΗβτ ο/* Η ίδ ίο η (Όξφόρδη 1953), είναι ιδιότυπο καί ένδιαφέρον, άλλά γιά τόν Ηρόδοτο χρειάζεται περισσότερη κριτική, προσοχή* πολλά έργα έχουν άφιερωθεΐ στόν Θουκυδίδη, π.χ. *ί. Η. Ρϊη1βγ, ΤΗηβί/άίάβδ (ΗαΓναΓά 1942)* βλ. τήν καλή σύντομη εισαγωγή τοΰ Ρ. Α. Βπιηί, σέ συντομευμένη μετάφραση στή σειρά «Τϊιβ ΟΓβαί Ηί&ΐοπβδ» (Νέα 'Υόρκη, \¥αδ!ιίη^ίοη 8ςυαΓθ ΡΓθδδ, 1963). Ρητορική: Ο. Κβηηθά^, ΤΗβ Α η ο{ ΡβΓδτιαδίοη ίη Οτββββ (Λονδίνο, Κοιιίΐβά^β αηά Κβ^αη Ραιιΐ, 1963). Εκπαίδευση: Η. I. Μαιτοιι, Ηίβίοτ^ ο/* ^άηβαίίοη ίη Α ηύφ ιίί^ (άγγλ. μτφρ., Λονδίνο, 81ιββά αηά \ΥαΓά, 1956 [έλλην. μτφρ. Θ. Φωτεινοπούλου, Α θήνα 1961]). ’Από τήν ογκώδη βιβλιογραφία γιά τόν Αλέξανδρο καί τήν ελληνιστί-
405
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κή περίοδο μπορούμε νά δώσουμε μόνο μιά σύντομη επιλογή. Τό έργο του \νί1ο1ίβη, ΑΙβχατιάβΓ ΐΗβ ΟτβαΙ (άγγλ. μτφρ., Λονδίνο, ΟΙιαΙΙο αηά \Υίηάΐΐ8, 1932), έξακολουθεΐ νά είναι ή καλύτερη έπίτομη ιστορία* ό \Υ. \Υ. ΤαΓη, ΑΙβχαηάβΓ ΐΗβ &ΓβαΙ (2 τόμ., Καίμπριτζ 1948), συζητά διεξοδικά τά προβλήματα στόν 2ο τόμο του, 8 οΗΓϋβδ αηά 8ΐιιάίβδ' βλ. άκόμη Ογ. Τ. Ο π ίίίίΐι (έπιμ.), ΑΙβχαηάβΓ ΐΗβ ΟτβαΙ: ΐΗβ Μαίη ΡΓούΙβηΐδ (Καίμπριτζ, ΗβίίβΓ, 1966), συλλογή δοκιμίων δπου εκφράζονται διάφορες άπόψεις. Ή έλληνιστική διήγηση στό ΟαηώΓίάξβ Αηοίβηί ΪΖϊδίοπ/, ΥΙ-ΥΙΙ (1927-28), κατά τό μεγαλύτερο μέρος άπό τόν Ταπί, μέ κεφάλαια γιά τήν Αίγυπτο καί τή Συρία άπό τόν Μ. ΚοδΙονίζθίί. \Υ. \Υ. Ταπί καί Ο. Τ. Ο πίίίίΙι, ΗβΙΙβηίδύο α ν ίΐίδ α ύ ο η (γ' έκδ., Λονδίνο, Α πιοΐά, 1952), επίτομη έπισκόπηση μέ σύντομο ιστορικό διάγραμμα* τέλος, τό βιβλίο του Μ. ΚοδΐονΙζβίί, 8 οοΐαΙ αηά Εοοηοπιίο ΗίδΙοΓ?/ ο( ΐΗβ ΗβΙΙβηίδΐίβ λ¥οΗά (3 τόμ., Όξφόρδη 1953), ξεχωρίζει ώς ένα άπό τά μεγαλύτερα σύγχρονα έργα πού γράφτηκαν γιά τόν αρχαίο κόσμο.
406
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
*Αγαμέμνων 46, 51, 70, 71, 75, 77, 79, 128, 143, 293, 314, 345 άγγεΐα, άγγειοπλαστική 37, 38, 41, 92,186-192, 299-300, 329, 330, 389* μεσοελλαδική 43* μινωική 44* μυκηναϊκή 45, 48, 62, 64* ύπομυκηναική καί πρωτο γεωμετρική 66-67, 68-69, 83* γεωμετρική 84, 87-88,101, 232233, 297* κορινθιακή 186-187, 190.* λακωνική 309’ αττική 92, 188-191 αγγειογραφία, άγγειογράφοι 83-84, 92, 188, 226, 329, 330, 336 "Αγης Β' 279 "Αγης Δ' 119, 257 Αγησίλαος 249, 280, 313 "Αγνών 346 "Αδης 341, 344 ’Αδριατική Θάλασσα 116, 160, 162, 192 ’Αθηνα 81, 341, 350, 352 *Αθήνα, ’Αττική ραδδίιη* γεωγρα φία καί φυσικός πλούτος 24, 25, 28-29, 31, 34, 105, 187, 192, 196-197* μυκηναϊκή εποχή 46, 62, 64, 66, 67, 68-69* σκοτεινοί αιώνες 59-62, 66-70, 83-84, 93* άρχαϊκή περίοδος καί Περ σικοί Πόλεμοι 93-94, 96, 99104, 129-134, 150-153, 157, 162-171, 180-181, 189-192, 196-197, 238-239, 254-256, 258, 262-263, 264-265, 266267, 270-271, 301, 304-307* 5ος αιώνας 104-110, 134-137, 170-173, 188-189, 199-202, 205-206, 210-211, 216-217,
407
219-220, 231-232, 233-240, 245-248, 255-258, 263, 26727.0, 273-277, 282-283, 311, 313-314, 316-336, 345, 353, 368, 380-385· ήγεμονία 105108, 120, 171, 198, 217, 220, 234, 246-247, 256, 275, 277, 289, 324* 4ος αιώνας 110-112, 116-120, 137, 172-174, 177181, 198-199, 207, 230-231, 246-249, 282, 286-287, 333337, 354, 377-378, 386-387* δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία 105-106, 117, 171, 247 άθλητές, άθλητικοί αγώνες 81, 9798, 293, 295-298, 303, 307, 317, 360 Αίας 73 Αιγαίο 24, 25, 26, 27, 28* πρώιμη “ έγκατάσταση στά νησιά 55, 62, 64, 69, 70 Α ίγινα 195, 215, 296, 298, 329 αιγοπρόβατα 29, 32, 55, 213 Αίγυπτος, πρώιμη επαφή 37-38, 44, 48, 55, 63* άνανέωση τής επαφής 86, 89, 95, 161, 190, 272, 347, 365, 371, 388* έμπόριο 34, 187, 196, 202* 4ος αιώ νας, άνεξαρτησία 112, 249 αιολική διάλεκτος 60, 146* άποικισμός 69 Αισχίνης 282 Αισχύλος 326, 327, 349* *Αγαμέ μνων 314* Ευμενίδες 327* 9Ορέστεια 381* Πρρμηθεύς Δεσμώ της 340* Χοηφόροι 345 Αιτωλία 230* Αίτωλική Συμπολι τεία 119, 127
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ακαδημία 375, 377 Ακρόπολη της Αθήνας, μυκηναϊκή εγκατάσταση 46, 62, 64* Κύλων 254* κλασικά οικοδομήματα 108, 186, 324, 328, 329-330 Αλεξάνδρεια 139 Αλέξανδρος 119, 139, 223, 232, 247, 337, 376 Ά λεύας 144 Α λκαίος 96, 299, 304-305 Α λκιβιάδης 297, 316, 320 Αλκίνοός 75 Α λκμάν 299, 309, 312, 361 Άλκμεωνίδες 130 άλογα 32, 43, 225, 297, 360 Ά λ υ ς 357 άλφάβητο 87-88, 365 Ά μ ίλκας 115 Ά μ μ ω ν 359 9Αμοργός 188 αμπέλια 33, 155, 172 Ά μύκλες 132, 228, 346 άμφικτιονία δελφική 358 Άμφίπολη 323, 346, 383 άνάκτορα, μινωικά 43-44, 48-49* μυκηναϊκά 45-49, 51, 54-57, 62-64, 74* ομηρικά 80, 204 Αναξαγόρας 366, 368, 372 Αναξίμανδρος 366-367 ’Ανατολία 24, 26, 43, 63 Ανδοκίδης 200 Ανδρομάχη 204, 292-293 Άνθεστήρια 345 Α ννίβας 115 άνταλλαγή 192-194, 204 Αντίγονος Γονατάς 119 άντίδοσις 325 Αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση 120, 259 *Απατούρια 135 Αποικίες 27, 34, 85-86, 94, 9 8,113 115, 141, 143-144, 153-162, 189-192, 218-219, 264, 355 Απόλλων 341, 346, 349* στή Δήλο 246, 360* στούς Δελφούς 295, 330, 342, 344, 355, 358* άλλου 329, 346, 359
’Αργινοΰσες 263, βλ. καί 110 Αργολίδα, Ά ργος, προϊστορία 45, 46, 62, 63, 64* δωρική έγκατάσταση 59, 62-68, 92, 142, 150, 151· φυλές 125-126, 132, 150* σχέσεις μέ τή Σπάρτη 99, 126, 247* Ή ρα 341, 350 άργυρος, νομίσματα 166, 192-199, 279* μεταλλεία 26, 34, 105, 118, 196, 198 Ά ρειος Πάγος 252, 255, 266, 269, 270, 327 Αρετή 291-292 "Αρης 341 Αριστείδης 246, 385 Αριστοκρατία 287, 291-301, 327* πολιτικός έλεγχος 93-99, 129131, 257-258, 304-305, 321322* εσωτερικές διενέξεις 96, 102-103* έλεγχος τής γης 144147, 149-151, 167-168* Απονο μή δικαιοσύνης 146, 264-267, 270-271* θρησκεία 342, 348349 Αριστοτέλης 91, 272, 337, 375377, 378-380* περιγραφικές έπιστήμες 336, 370, 375, 378* γιά τήν πολιτική 224-225, 286287,* 328-329, 334, 376-377* γιά τήν Α θήνα 93, 103, 144, 151, 163-168, 202, 276* γιά ιή Σπάρτη 149, 176, 212, 252253, 265, 279, 288, 308* γαιο κτησία 144, 149-153, 163-164, 168* δουλεία 215-216 Αριστοφάνης 90, 330-333* γιά δη μόσιες υποθέσεις 103, 272, 289, 294, §30-331, 335* κοινωνικός σχολιασμός 205, 317, 319* Βά τραχοι 210, 317, 332, 334*'Ιπ πείς 331* Σωκράτης στίς Νεφέ λες 353, 367, 386* Σφήκες 276 Αρκαδία 29, 33, 61-62, 67, 99, 127, 158, 241, 243, 249, 329 άρματα 52, 224, 297 άρμοστές 242-243 Άρταξέρξης Β' 111
408
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Βενδίδα 354 Άρταξέρξης Γ' 112 βεντέτα 269, 381 ’Άρτεμη 307-308, 329, 341, 361 βιομηχανία 18 3 ,18 5 -186 , 205-209 Αρχέλαος 217 βόδια 32, 81, 165, 192-193 Αρχίλοχος 298 Βοιωτία 24, 25, 31, 32, 46, 61-62, αρχιτεκτονική, μινωική καί μυκη 6 7 ,7 0 ,1 2 6 -1 2 7 ,1 4 6 ,1 5 4 ,2 6 4 , ναϊκή 43-44, 46-47, 80’ άρχαϊ359* Βοιωτική Συμμαχία 104, κή καί κλασική 84, 86, 108, 112 127 259 328-330, 351, 389 βουλή 252, 254-257, 271* στόν Ό άρχοντες 92-93, 217, 251, 257μηρο 75-77* στήν Α θήνα 102, 263, 271, 284* στήν Α θήνα 133, 206, 247, 251-252, 254101, 106, 152, 186, 207, 238257, 262-263, 274, 277, 283, 240, 252, 254, 257-258, 263, 331 *βλ. καί Άρειος Πάγος* στή 266, 267, 270, 271, 277, 283, Σπάρτη, βλ. γερουσία* δεύτερη 322* άρχων 174, 179, 239, 257Αθηναϊκή Συμμαχία 246-247* 258, 262* βασιλεύς 258, 270* Βοιωτικόν Κοινόν 259 πολέμαρχος 238, 239, 258* βλ. Βρασίδας 126, 240, 241, 242, 281, καί στρατηγοί* στή Σπάρτη, βλ. 346, 383 έφοροι* Βοιωτοί 259* Κρήτες Βρισηίδα 204 266* Μιλήσιοι 257 Ασκληπιός 359 Α σσυρία 85, 95 γαιοκτησία 52-54, 141-153, 156, άστρονομία 336, 353, 365, 367, 199, 200-201, 278* γη άναπαλ369, 388 λοτρίωτη 149, 152-154, 278* άτομικοί φιλόσοφοι 368, 377 έλλειψη γης 29-30, 141, 154Άτρέας, Θησαυρός τοΰ — 47 159, 162, 171· άναδασμός 148αύτονομία 11 1-112 , 120-121, 244151, 165-167, 170-171, 278 245, 248 γάμος 135-136, 213, 308 Αφροδίτη 341 Γέλα 114 Α χαιοί, στόν "Ομηρο 46, 70* στή Γέλων 114 βόρεια Πελοπόννησο 62, 64, γένη 124, 129-131, 134-135, 137158* Α χαϊκή Συμπολιτεία 119 139, 350 Ά χιλλέας 79, 81, 82, 143, 204, γερουσία 252, 254, 257, 260-261, 293, 345 271, 278, 280, 282 Γέτες 344 γεωργία 30-34, 41, 141-142, 223Βαβυλώνα, Βαβυλωνία 43, 194, 224* έργάτες γής 82, 143, 146312, 365, 388 147, 163, 165-171, 205-206* Βακχιάδες 93, 96, 167, 202, 301 δυσαρέσκεια άγροτών 96, 101* βασιλείς, Μυκηναΐοι 45-48, 50-51, 141, 151-152, 162-169* θρη 64* ομηρικοί 56, 74-77, 78-79, σκεία 342, 348 82-83, 142-143, 269, 293-294* Γλαΰκος 192 άρχαϊκοί 92-93, 238, 257, 264, 364* Σπαρτιάτες 92, 98, 176, γλυπτική 48, 84, 86, 299, 328329, 336, 360, 389 240, 252, 259-261, 279-281* της Ανατολής 121, 363* θεωρία Γόρδιον 94 Γόρτυνα, κώδικας 124, 139, 175της μοναρχίας 284-285, 287 176, 213-215, 265-266, 271 Βάσσες 329
409
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γραφή 44, 49-50, 72-73, 86-88, δικαστήρια, στήν ’Αθήνα 103, 267153, 264* Γραμμική Α 44* 269, 276, 283-284, 304, 325, Γραμμική Β 44, 49-57, 86-87 386* δικαστικός μισθός 217, γυναίκες, δικαίωμα ιδιοκτησίας 235, 268, 276-277, 321 175-176, 271* περιορισμοί 317 διοίκηση, μυκηναϊκή 50-57* "Ομη ρος 73-77* τύραννοι 301-303* κλασική ’Αθήνα 251-252, 254Δαίδαλος 328 256, 277, 289, 322-323* τοπική δάνεια 168-169, 176-180, 184 αύτοδιοίκηση, δήμοι 102, 133 Δαρεΐος Α' 99, 284 Διομήδης 192 Δεκέλεια 109, 171, 211 Διονύσια 325-326 Δελφοί 97-98, 139, 315, 330, 355Διονύσιος Α' 113-116, 232, 233 359* άγώνες 295-297* κατάλη Διονύσιος Β' 116, 286, 371 ψη άπό τούς Φωκεΐς 117-118, Διόνυσος 34, 210, 325, 341, 343248* συμβουλές πρός μεμονωμέ 345, 347, 349, 360 νες πόλεις 132, 155-156, 253 Δίων 116, 365 Δευκαλίων 125 δοΰλοι 204-216* Μυκήνες 53-54* Δήλιο 230 "Ομηρος 82* γεωργία 101, 146Δήλος, γιορτές του Απόλλωνα 147, 161, 163, 164-170* βιομη 360* Συμμαχία 106-107, 245χανία κτλ. 177, 185-186, 198, 246, 385 329, 370* δημόσιες ύπηρεσίες δημαγωγοί 200, 234, 274-277, "289 285, 322-323, 331-332, 335 Δράκων 135, 193, 264-265, 270 Δήμητρα 34, 341, 343, 352 Δρήρος 264 Δημήτριος Φαληρέας 379 Δωδεκάνησα 62, 64, 70 Δωδώνη 359 δήμοι, στήν Α ττικ ή 102, 132-134, 136-137, 174, 351 Δωριέας 161 δημοκρατία 107-109, 121-122, Δωριείς 65-66, 125-126, 131-132* διάλεκτος 59-61, 65, 67, 70, 251-252, 284-287* στήν Α θήνα 101-105, 110, 234-236, 251, 125, 147-148* εισβολή στήν 262-263, 266-267, 273-278, Ελλάδα 59-70, 142-143, 147151* Αντιμετώπιση του προδω284-286, 320-325, 326, 331ρικοΰ πληθυσμοΰ 67, 125-126, 336, 353, 371* στή Σάμο 138139* στίς Συρακοΰσες 114 149-150, 213 Δημόκριτος 368 Εβραίοι 85, 90, 389 Δημοσθένης, ρήτορας 118, 249250, 282, 328, 337, 387* πατρι είλωτες 61, 98-99, 147-149, 211214, 241-242, 244, 261, 288 κή περιουσία 177, 179, 185 Ειρήνη ΐοΰ Βασιλέως 111, 116, Δημοσθένης, στρατηγός 230-231 διαθήκες 174, 179 288 διάλεκτοι 39, 59-61, 67 εισαγωγές, τρόφιμα 33, 55, 109, 158, 161, 162, 172, 217* μέ Δίας 264, 295, 340-343, 347, 349, 355, 359, 367* Κτήσιος Δίας ταλλα 159, 188* είδη πολυτε 351 λείας 64, 84, 166, 312 -δικαστές, δικαστικοί άξιωματοΰχοι εισόδημα ώς βάση κοινωνικής διά 95, 251, 257-261, 265-269, κρισης 101, 167-169, 256, 258, 282-283 304
410
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Έκαταΐος 381 εκπαίδευση 387-388 έκτήμοροι 152, 163-169, 301 ΤΈκτωρ 204, 292-293 Ελευσίνα 138, 172, 333, 343, 344, 350 352 ελιές, ελαιόλαδο 32-33, 55, 80, 172, 187, 269 έλλαδική εποχή, πρώιμη 37, 4144· μέση 37, 42, 57, 65, 127, 142* ύστερη, βλ. μυκηναϊκή "Ελληνες τής Ανατολής 95, 105, 11 1-113 , 194, 231, 243, 299, 364-365 έλληνιστική εποχή 119, 127, 137, 187, 265, 298, 336, 354, 369, 377-379 Ελλήσποντος 109, 111, 116, 119 Εμπεδοκλής 366-367 εμπόριο 183-185, 187-202, 216221* μυκηναϊκό 48, 54-55, 312· "Όμηρος 82* άποικιακό κτλ. 85, 114, 156, 158-160, 166* άρχαία έλληνική άποψη γιά τό — 302303, 322-323 ένδυμασία 64, 68, 188, 190, 313316 ένοικιαστές 165, 170 έξαγωγές, μυκηναϊκής περιόδου 48, 55* μεταγενέστερες 158-160, 187-192, 196-198, 218-219 έξηγηταί 350 Έξηκίας 329 Επαμεινώνδας 230 Έπίδαμνος 160, 192 Επίδαυρος 359 Επίκουρος 350, 377-378 έπιπλα 52, 188, 190, 299 έπος, τεχνική καί παράδοση 39-40, 56-57, 70-75, 79-80, 128, 142143, 293-294, 312, 326-327, 341-342, 347-349 έποχή τοΰ χαλκοΰ 35, 37-38, 4157, 60-68, 365 Ερέτρια 94, 100, 156, 159, 219 Έρεχθεΐο 200, 201, 329 Έρμης 333, 341
εταιρείες, στή Γόρτυνα 124, 139 έταΐροι, στόν "Ομηρο 77-78 έτησίαι 28 Έτροΰσκοι 35, 86, 114, 159-160, 189 Εύβοια 24, 35, 60, 85, 159, 219 Εύμαιος 80-81, 204, 293, 294 Εύμολπίδες 138, 350 εύπατρίδες 93 Εύριπίδης 108, 307, 326; 330331, 337* Βάκχες 344 Εύρύκλεια 81, 192*193, 204 Εύρυμέδων 233 Εφιάλτης 267-269, 276, 321, 322, 327 έφοροι 98, 257, 260-262, 263, 265, 271, 280, 282 "Εφορος 90, 385, 387 Ζάγκλη 160 Ζάλευκος 264 Ζήνων, Έλεάτης 369 Ζήνων, στωικός 377-378 ζωγραφική, ζωγράφοι 336, 389* βλ. καί άγγειογραφία, άγγειογράφοι Ήιόνα 145 Η λεία, Ή λιδα 27, 60-61, 241, 245, 295 Ήλέκτρα 345 ήλεκτρο 194 "Ηπειρος 65 Ή ρα 341, 350 Ήρακλεΐδες 59, 70 Ηράκλειτος 367 Ηρακλής 59, 70, 345, 354 Ηρόδοτος 89-92, 284-285, 289, 315, 335, 381-383, 384, 387* γιά τήν *Αθήνα 102, 103, 297, 321* γιά τή Σπάρτη 147, 176, 191, 244, 253* γιά τήν Κόρινθο 93, 167-168, 301, 303* άλλα θέματα 69, 124-125, 154-155, 205, 340, 355-356, 365
411
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ήρωες, ομηρικοί 75-83, 192-193, 244-245, 257, 278-279* ναυτι 224, 269-270, 292-294, 306, κός πόλεμος 232, 234* Βοιωτική 312, 342, 348-349* ήρωική έΣυμμαχία 259 ποχή 39-40, 71, 89, 326-327* Θράκη, "Ελληνες καί γηγενείς 24, έπώνυμοι ήρωες 125, 132* λα 26, 113, 160-161, 298, 346* τρεία 346 μεταλλεία άργύρου 34, 118, Ή ρων 208 196-197* δούλοι 205, 208* θρη Ησίοδος 92, 95, 294* γιά τή γεωρ σκεία 344, 346, 347, 354* βασι γία κτλ. 25, 31, 35-36, 146, λείς 4ου αιώνα 249 154, 156, 165-167, 169, 193, 264, 266, 302-303, 312* γιά τούς θεούς 340, 349 "Ιακχος 352 Ή φαιστος 341 Ίάσων 117-119, 145 ιατρική 369, 384, 388 ’Ίδη 35 Θαλής 364-366 Ιδομενέας 77 Θάσος 160, 298 ιερείς 93, 12 9 ,13 8 , 339, 343, 351Θεαγένης 168 353, 355-359 Θεμιστοκλής 100, 105, 197, 234, 'Ιερός Πόλεμος (6ος αίώνας) 97, 289 355* (4ος αιώνας) 248 Θέογνης 96, 193, 305-306 'Ιέρων 115 Θεόφραστος 177-178, 272, 335, Ιθάκη 75-76, 80, 82 376 Ίλιάδα 61, 70-79, 128, 341, 348Θερμοπύλες 118, 358 349 Θερσίτης 293-294 Ίλλυριοί 118 Θεσπιές 281 'Ιμέρα 115 Θεσσαλία 24, 25, 32* προϊστορική 'Ιππίας, Αθηναίος 102-103, 197 καί μυκηναϊκή 41, 46-47, 62'Ιππίας, Ήλεϊος 295, 316 63, 124* εισβολείς καί διανομή ιππικό 32, 224-225, 229, 297, 311, τής γής 60-61, 143-146, 150, 331 306* διάλεκτοι 60-61, 67, 70* 'Ιππόδαμος 328-329 * Ιερός Πόλεμος καί Δελφοί 97, *Ιπποκράτης, άπό τή Γέλα 114 358* τυραννία 117-118 *Ιπποκράτης, Κεΐος 369, 384 Θήβα, μυκηναϊκή καί μυθολογική Ίσαγόρας 103, 262 40, 46, 49, 344* Βοιωτική Συμ Ίσαΐος 175, 351/354 μαχία 259* 4ος αιώνας 112, "Ισθμια 98, 295 116-119, 230, 232, 248, 281Ισοκράτης 90-91, 112, 248, 325, 282, 288, 336 336, 363, 385, 387 Θήρα 93, 154-157 Ισπανία, έλληνικές άποικίες 27, Θησέας 44 114, 160 Θουκυδίδης 61, 89-90, 91, 106, ιστορικοί 89-92, 336, 370, 381289, 335, 381-384* γιά τήν άρ385 χαία Ιστορία 61, 124, 219* γιά Ιταλία, άποικίες καί σιτάρι 27, 34, τήν ’Αθήνα 108, 109, 172, 211, 48, 85-86, 113, 154, 159-160, 275, 297, 313-314, 317, 320, 189-190* Διονύσιος 115-116· 333-334* γιά τή Σπάρτη 103Πυθαγόρας 367-368, 371 104, 126, 227-228, 231, 242, Ίφικράτης 231
412
ΕΤΡΕΤΗΡΙΟ
’Ίωνες 24, 125, 246, 312-313, 360, 364-367* διάλεκτος 60, 125* έλληνική εγκατάσταση 59, 6869* Ιω νική Επανάσταση 89, 100, 161, 381 Κάδμος 344 Καλλίας 316 Καλλίνος 299 Καλλίπολη 160 Καλλισθένης 91 Καλλίστρατος 282 Κάρνεια 125 Καρχηδόνα 114-117, 160 Κατάνη 154, 264 καταπέλτης 232 Κάτω Κόσμος 341-344 Κεραμεικός 66 Κέρκυρα 27, 156, 192, 232 Κέφαλος 185, 200-201 Κήρυκες 138, 350 Κιμμέριοι 94, 299 Κίμων 233, 235, 276, 322, 324 Κλάρος 359 Κλεισθένης 10 2 -103 ,126 ,131-135 , 238, 255-256, 262, 321-322 Κλεόμβροτος 281 Κλεομένης Α' 91, 355 Κλεομένης Β' 280 Κλεομένης Γ' 119 Κλεοφών 322 Κλέων 200, 239, 276-277, 322, 331-332 κληρονομιά 152-153, 156, 173176, 271 κλήρος (ώς μέθοδος έπιλογής άρχόντων) 239, 258, 268, 277, 284 κληρουχίες 171, 217 Κλυταιμήστρα 314, 345 Κνωσός 43-46, 48-50, 55, 57, 74, 76 Κόδρος 59, 70 «κοινή ειρήνη» 111, 248 Κολοφώνα 313, 359 Κόρινθος 25, 29, 42, 61-62, 110,
413
150-151, 233, 244, 295, 301304, 350-351* άποικίες 156157, 190-191* εμπόριο κτλ. 187, 190-191, 194, 201-202, 215, 303-304, 364-365* Κοριν θιακός Πόλεμος 110, 230* Συμ μαχία τής Κορίνθου 118, 247 Κορσική 114 Κορύβαντες 343 Κουρήτες 343 κρασί 33, 55, 80, 187, 202, 343, 345 κρατήρ 191 Κρήτη, μινωική 37, 43-45, 47-50, 55-57, 64, 213* δωρική 59, 70, 85, 195, 213-214, 229, 308309, 343, 364* νόμοι 92, 265266* βλ. καί Γόρτυνα Κριμαία, βλ. Ρωσία Κρίσα 355 Κριτίας 212, 321, 372 Κροΐσος 95, 100, 191, 315, 356357 Κρόνος 343 κρυπτεία 212 Κυβέλη 343 Κύλων 101, 130, 254 Κύμη 86, 115, 159, 219 Κύπρος 27, 35,60-61, 62, 85, 161, 37-7 Κυρήνη, Κυρηναϊκή 27, 34, 92-93, 154-157, 161 Κύρος ό Μέγας 99, 314 Κύρος ό Νεότερος 11 1-112 Κύψελος 96, 157, 167, 301-302 κωμωδία αττική 185-186, 188, 330-333, 335, 336, 360 Κως 62, 188, 369 Λαβυάδες 139 Λαέρτης 81, 192-193 Λακεδαιμόνιοι 148 Λακωνία 35, 62, 9 8 ,14 8-14 9 , 151, 191, 214, 237, 309-310 λατρείες οικογενειακές 152, 173, 345
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Λαύριο 34, 105, 197, 207, 211 λειτουργίες, στήν ’Αθήνα 324-325 Λεοντίνοι 154 Λέρνα 41-42 Λέσβος 41, 60, 69, 171, 304 Λεύκιππος 368 Λεΰκτρα, μάχη 117, 230, 242 Λιβαδειά 359 Λιβύη 63, 89, 155, 161, 359 Λιλάντιος Πόλεμος 219 λιμενικά τέλη 199, 217 λογαριασμοί, χάραξή τους σέ πέτρα 90, 186, 207, 328 Λοκρίδα 153 Λοκροί 264 Λουκρήτιος 377 Λυδία 95, 97, 99, 191, 194, 196, 200, 299, 312-313, 356-357, 365 Λύκειο 377 Λυκοΰργος 98, 148, 252-253, 265, 288 Λύσανδρος 110, 243, 261-262, 281 Λυσίας 185, 206 μαγεία 360, 388 μαθηματικά 336, 369, 371, 388 μαινάδες 343, 344 Μακεδονία, γεωγραφία καί φυσικός πλούτος 24, 35, 160, 196* κατάκτηση τής Ελλάδας 117-119, 247, 250, 379 μαλλί 55, 18$ μαντεία 97, 132, 155, 253, 341, ^355-360, 382 μάντεις 350 μαντική 359 Μαντίνεια, μάχη (418 π.Χ.) 230* (362 π.Χ.) 250 Μαραθώνας, μάχη 100, 239, 314, 322, 326 Μασσαλία 27, 160, 192 Μαύρη Θάλασσα 27-28, 112* έλληνικές άποικίες 95, 1 5 8 ,16 1, 218 Μεγακλής 130 Μεγαλόπολη 127
414
Μέγαρα 25, 109-110, 168, 219220, 305 μέγαρον 47, 48 Μεθώνη 156 Μέλαινα Κόρκυρα 153 Μένων 146 Μερνεπτά 63 Μεσοποταμία 43, 57, 85, 112, 168-169 Μεσσήνη 159-160, 219 Μεσσηνία 27, 59, 62, 237* σπαρ τιατική υποδούλωση 98, 99, 212, 214· εξέγερση του 7ου αι ώνα 98, 149, 253, 299, 309* άπελευθέρωση 112 μέταλλα, έ'λλειψη 34-35, 41, 81, 8485, 159, 188 μεταλλεία 26, 3 4-3 5 ,10 5 ,118 ,15 9 160, 196-198, 207-208, 221 μεταναστεύσεις 37-38, 41-43, 5970, 79, 142-151 μετάξι 188 μέτοικοι 141, 177, 185-186, 199202, 206, 218 Μήδοι 99, 365 Μήλος 41 Μηριόνης 77 Μητρώον 283 Μικρά ’Ασία 24, 26, 28, 35* πρώι μες επαφές 41-42, 45-46, 62* έλληνική εγκατάσταση 59, 6870, 79, 160-161* κλασική πε ρίοδος 105-106, 107, 11 1-113 , 118 -119 , 242, 322, 359 Μίλητος 62, 69, 188, 201, 257, 359, 365, 366* άποικίες 95, 158, 218 Μιλτιάδης 322 Μίνα 85, 159, 189 Μίνωας 44, 328 μισθοί κρατικοί 235, 256, 268, 276-277, 321, 324 μισθοφόροι 112-114, 116, 117, 196, 241, 248-250, 301, 323 Μούσες 340 μουσική 295-296, 325-326, 341, 361, 371, 389
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Ξέρξης 89, 100, 112, 381
μυκηναϊκή Ελλάδα 37, 45-68, 7374, 79, 85, 127-128, 192, 203, 224, 312, 346, 348 Μύριοι 112, 248, 289 Μυτιλήνη 96, 171, 298-299, 304305, 312 Νάξος 106-107, 171 ναοί 30, 84, 86, 300, 329-330, 351* στήν ’Αθήνα 108, 186, 324, 329-330, 345 Ναύκρατη 34, 161, 190 Ναύπακτος 59 ναυτικό 113, 232-234* ’Αθήνα 105-106, 109, 234-237, 246, 285, 321* Κόρινθος 110, 232, 234* Σπάρτη 242-243, 281* Συρακοΰσες 116 Νεμέα 98, 295 νεοδαμώδεις 241-242 νεολιθική εποχή 24, 37, 41 Νέστωρ 46, 7;8, 128, 131, 224 Νικίας 109, 207 νομισματοκοπή 97, 127, 164-165, 192-198, 279 νόμοι, κώδικες 97, 135, 153, 162163, 173-176, 213-215, 264265, 271-273, 283* δικαστήρια 103, 106, 135-137, 199, 217218, 251, 257-258, 266-271, 282-284, 325, 334-335, 385386 Ξενοφάνης 297, 312, 340 Ξενοφών 90, 288, 289, 297, 353, 360, 372-373* Ελληνικά 250, 257* Κύρου ’Ανάβασις 112* Λ α κεδαιμονίων Πολιτεία 288* Οι κονομικός 172-173· Πόροι 198199, 207-208, 217-218* γιά τή Σπάρτη 212-213, 227-229, 260, 262, 281, 309, 313, 319* γιά τήν Α θήνα 273, 289* γιά τήν Κόρινθο 303· Α θηναίων Πολι τεία 285-286
Όδυσσέας 74-77, 78-83, 143, 202, 204, 293-294, 340, 344 9Οδύσσεια 73, 77, 79-83, 128, 143, 349 ολιγαρχία 104, 107, 109, 120, 245, 251-252, 257, 259-260, 311 * στήν ’Αθήνα 110, 286, 311, 322, 333-334* στήν Κόρινθο 303-304* στή θεωρία 284-287 Όλυμπία 97-98, 249, 254, 295, 297 359 ολύμπιοι θεοί 346, 348, 352 "Ομηρος 32, 45, 51, 56-57, 61, 7083, 92, 124, 12 8 ,14 2 -1 4 3 ,1 9 2 193, 203-204, 224, 269-270, 292-294, 297, 306, 312* έπίδραση στή θρησκεία 339-342, 344-345, 347-348· ομηρικοί ύ μνοι: στόν Απόλλωνα 344, 360* στή Δήμητρα 343* βλ. καί Ί λιά δα, 3Οδύσσεια ομοφυλοφιλία 318-320 οπλίτες 97, 105, 112, 167, 223228, 239, 253, 285, 287, 306307, 311, 321 Όρέστης 69, 327, 345 οροί 164, 178-180 Όρόντης 85, 159, 189 ορφανά 175, 179 ορφικά, ορφισμός 352-353 Όρχομενός 46 ’ Οχρίδα 192 οχύρωση 38, 41-42, 48, 61-62, 171-172, 229-232 οψιδιανός 41
415
Παγασές 145 παλαιολιθική Ελλάδα 37 Παναθήναια 187, 296, 329, 350 πανοπλία 48, 52, 192, 225 Παρθενώνας 108, 235, 297, 324,, 323, 330 Παρμενίδης 368
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Πασίων 211 Πατραϊκός Κόλπος 157 Πάτροκλος 81, 293, 345 Παυσανίας, περιηγητής 359 Παυσανίας, σπαρτιάτης άντιβασιλέας 100, 105, 245, 313, 385 Παυσανίας, σπαρτιάτης βασιλιάς 262 Παφλαγόνες 208 Πειραιάς 171-172, 199-200, 220, 229, 334 πειρατεία 81, 236 Πεισίστρατος 102, 131, 157, 170171, 196, 197, 221, 255, 296, 301, 324, 350 Πελοποννησιακή Συμμαχία 99100, 106, 117, 240, 243-247 Πελοποννησιακός Πόλεμος 70, 10 8 -111, 217, 219-220, 229231, 234, 237-238, 240, 242, 281, 320, 355, 383* συνέπειες γιά τήν *Αθήνα 110, 152, 17 1173, 201, 353-354, 372* γιά τή Σπάρτη 110, 278-279 Πελοπόννησος 24, 25-26, 27, 5962, 144, 147-150, 217, 241 πενέσται 61, 145-146 Πενθέας 344 πεντηκόντορος 233 Περίανδρος 91, 157 Περικλής 108, 239, 282, 368* μέ τρα στήν περίοδο της ειρήνης 136-137, 268, 276, 323, 324* πολιτική κατά τόν πόλεμο 17 1— 172, 220, 229-230* Θουκυδίδης καί 9Επιτάφιος 289, 317, 335 περίοικοι, στή Σπάρτη 98,147-149, 228-229, 242, 309, 311 Περσεφόνη 343 Πέρσης 146 Περσία, περσική αύτοκρατορία 89, 121, 284, 313, 356-357, 363, 381* Περσικοί Πόλεμοι 26, 89, 99-101, 105, 107-108, 120, 231, 233, 245, 313, 322, 355, 359, 381-382* κατά τόν Πελοποννησιακό Πόλεμο καί τόν 4ο
416
αιώνα 109, 11 1, 112-113, 119, 241, 248-249 Πηνελόπη 75-76, 80-82, 143, 204, 293 Πίνδαρος 114, 145, 296, 297, 299, 303, 326, 380 Πίνδος 23 Πιττακός 304-305 Πλαταιές, μάχη 100, 105, 313* πο λιορκία 231 Πλάτων 116, 212 σημ., 266, 286, 288, 307, 319, 337, 344, 353, 371-380, 385* Γοργίας 276, 371* Εύθνφρων 170* Κριτίας 29* Μένων 145* Νόμοι 148, 272, 375* Πολιτεία 185, 353, 354, 375* Πρωταγόρας 316, 380* Σνμπόσιον 332* Φαίδων 371 πληθυσμός, πυκνότητα 34, 41, 42, 62-63, 86, 154, 162* στήν Α θήνα 205, 256* στή Σπάρτη 98, 147, 241, 310 πλοϊα (καί ναυσιπλοΐα) προϊστορι κά καί ομηρικά 41, 44, 48, 64, 82* έπί Ησιόδου καί άργότερα 25, 27, 84, 155, 177, 183-185, 232-237, 302-303* ναυπηγία 2 5 ,3 5 ,1 0 0 ,1 0 5 -1 0 6 ,2 1 7 ,2 5 6 , 324 Πλούταρχος 164, 253, 255, 385 ποίηση προφορική, έπική παράδοση, τεχνική 40, 56-57, 71^72, 128* προφορική παράδοση 39, 89, 91, 155 πολέμαρχος, βλ. άρχοντες πολιορκητική τέχνη 231-232 πολίτης (ιδιότητα), προϋποθέσεις, πολιτικά δικαιώματα 104, 120, 136, 138-139, 149, 251-252 Ποσειδών 54, 295, 329, 341, 350 προβουλευτικό σύστημα διακυβέρ νησης 254-257, 259 Πρόδικος 316 προίκα 176, 179 πρόξενοι 218 Προπύλαια 108, 329
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Πρωταγόρας 108, 316 Πυθαγόρας 344, 353, 367-368,
071 37^
Πυθία 355-356 Πύθια 98, 295-296 Πύλος, μυκηναϊκή 45-46, 49-67, 59, 62, 64, 74, 78; 203* στόν Πελοποννησιακό Πόλεμο 230231 Ραμσής Γ' 37-38, 63 Ρήγιο 159 ρητορική 36, 78, 90, 173, 269, 273-274, 337, 385-388 Ρήτρα 252-254 Ρόδος 27, 46, 52, 59, 62, 70, 195 Ρωσία νότια (Κριμαία, Σκυθία) 34, 89, 94, 109, 161, 184, 187, 217 Σαλαμίνα, ναυμαχία 100, 105, 233, 307, 321 Σαλαμίνιοι 346 Σάμος, Σάμιοι 139, 161, 371 Σαπφώ 187, 202, 299, 312 Σάρδεις 95, 299 σεισάχθεια 163 Σίβα, όαση 359 Σίγειο 157 σίδηρος 35, 64, 74, 81-82, 159, 193, 279* έποχή τοΰ σιδήρου 37, 6 6 , Σικελία, έλληνικές άποικίες 27, 858 6 ,113 ,1 5 4 ,15 8 -16 0 ,1 8 9 , 219* προμήθεια σιτηρών 34,109,154* τύραννοι καί Καρχηδόνα 113117, 241, 296, 297* άθηναϊκή εκστρατεία 109, 217, 235-237, 333 Σικυών 149-151, 303 Σιμωνίδης 145, 326, 380 Σίφνος 34 σκοτεινοί αιώνες 37, 59, 61-70, 8385, 88, 101, 124, 129, 148, 258, 346 Σκύθες 34, 161, 184, 388
Σκυθία, βλ. Ρωσία Σόλων, διαμαρτυρίες γιά τούς πλουσίους 96, 166, 193* άγροτική μεταρρύθμιση κτλ. 101103, 151-152, 162-169, 180, 301, 306* θεσμική μεταρρύθμι ση 10 1-10 3 ,16 7 , 254-256, 301, 304, 306· νόμοι καί δικαστική μεταρρύθμιση 162-163, 264267, 272, 283* ποιήματα, ταξί δια κτλ. 202, 299, 315, 349 Σούνιο 329-330 σοφιστές 108, 316, 321, 353, 380, 384, 386 Σοφοκλής 108, 326, 382* 9Αντιγό νη 381 Σπάρτη, δωρική κατοχή καί δια νομή τής γης 59, 67, 70, 147151* ταραχές τόν 7ο αί. 98-99, 149, 253-254, 278, 309* 6ος αί. καί Περσικοί Πόλεμοι 99-101, 103-105, 243-244* 5ος αί. 105110, 310, 321* ήγεμονία καί κατάρρευση 110-112, 116-117, 229-231, 246-248, 309-310, 336* επαναστάσεις τοΰ 3ου αιώ να 119, 176, 257* στρατιωτική οργάνωση 99, 131-132, 212213, 227-230, 240-243, 261, 280, 309* πολίτευμα 92, 98-99, 251-254, 257, 259-262, 278282* νόμοι καί δικαστήρια 257265, 282, 284* κοινωνικό σύ στημα καί έκπαίδευση 98-99, 110 -111, 176, 211-213, 278279, 287-288-, .306, 307-313, 319* μείωση τοΰ πληθυσμοΰ 110, 147, 310-311* τέχνη καί ποίηση 191-192, 299, 312, 361* θρησκεία 346, 359-360, 361* φήμη καί έπιρροή 117, 287288, 317, 375 Σπίνα 160 Στάγιρα 153 στρατηγοί, στήν Α θήνα 110, 133, 238-239, 249, 258, 262, 263, 274-275, 289, 322-323, 326
417 27
Α Ρ Χ Α ΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
στρατιωτική οργάνωση 51, 53, Τροφώνιος 359 128, 131-133, 144, 226-230, τυραννία 95-98, 287, 297, 300237-243, 259, 307-308 305, 350-351* στήν ’Αθήνα Στρυμών 34, 145, 160, 196 102-104, 169, 196, 284, 301, στωικοί 36, 378 321, 324, 326, 350-351* στήν Σύβαρις 160 Κόρινθο 9 6 ,1 5 0 ,1 5 7 ,1 6 7 , 301συκοφάντες 268, 335 302* στή Σικελία 113-116, 241, συνελεύσεις λαϊκές 76, 82, 120, 286, 297* άλλοΰ 100, 117, 145, 251, 253-254, 327,^ 385* στήν 150, 168, 304* Σπάρτη καί τύ ’Αθήνα, σύνθεση καί χαρακτή ραννοι 98, 103, 253-254 ρας 101, 104-105, 216, 254, Τυρταίος 131, 253, 297, 299 285, 304, 319, 332· δυνάμεις κτλ. 104-105, 220, 238, 247, 254, 256, 262, 266-267, 273- 'Υάκινθος 346 υιοθεσία 136, 174 274* στή Σπάρτη 98, 220, 240, υποθήκη 164, 176-178 244, 252-253, 257, 260-262, υφαντά, υφαντική, υφάσματα 55278-280* στήν Κολοφώνα 313 56, 80, 187, 204 Συρακοΰσες 113-117, 190, 236237, 286, 296, 371 Συρία 27, 48, 57, 85, 159, 161, Φαιακία 75, 82 189, 200, 205 Φαιστός 43 Σφακτηρία 230-231, 236 Φαρνάβαζος 313 Σφοδρίας 281 Φειδίας 108, 329 Σωκράτης 110, 316-317, 371-374, Φερές 117, 145 380* γιά τήν Α θήνα 273, 276, Φίλιππος 118-119, 223, 232, 247, 289* στίς Νεφέλες τοΰ Α ριστο 250, 337 φάνη 353-354, 367, 386 Φίλιστος 115 Φιλόμηλος 117 φιλοσοφία, φιλόσοφοι 336, 349ταφικά έθιμα 38, 45, 47, 64-67, 350, 364-380 83-84, 345-347 Φοίνικες, Φοινίκη 81, 82, 85-88, Τεγέα 99 115, 204, 365, 377 Τειρεσίας 344 φόνος 135, 264-265, 269-270 τελετές γονιμότητας 342, 347, 349 φορολογία 75, 199, 283, 324-325 Τετρακόσιοι 110, 311, 334 φρατρίες 123-124, 127-139, 174, τετρήρης, πεντήρης 233 351 Τηλέμαχος 76, 81, 82, 143 Φρυγία 94, 200, 205, 283, 343 Τιμολέων 116-117 φυλές 123-127, 131* στήν *Αθήνα Τίρυνθα 46, 62, 80 102, 227, 239, 262, 352 τοξότες 229 φυλετική συνείδηση 61, 67-68, τραγωδία άττική 325-328, 349, 125-127, 149-150 360, 380-381, 386 φυσικοί φιλόσοφοι 364-372 Τριάκοντα 110, 261, 321, 354, 372 Φώκαια 114, 160, 192 τριήρης 233-234, 236-237 Φωκίδα 62, 117, 248-249, 358 τριττύες 132-133, 227 Τροία 41-42, 48* Τρωικός Πόλε μος 40, 70-71, 78-79, 292-293 Χαιρώνεια, μάχη 117-118, 232
418
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Χαλκίδα 154, 158-160, 171, 218219 χαλκός 35, 51-52, 62, 81, 84-85, 191-192, 310, 389 Χάραξος 202 Χαρώνδας 264 χειραφέτηση 210-211 Χετταίοι 35, 43, 46, 63, 85
Χίος 360 χορός 307,326,342-343, 360-361, 389 χρέη, δουλεία γ ιά — 101, 161-169, 176-180, 215 Χρεμωνίδειος Πόλεμος 119 χρυσός 34, 45, 48, 54-55, 81, 118, 166, 193, 198, 279
419
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΤ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ *■
Α'
Γεωγραφία καί κλίμα
Β'
Μυκηναϊκή Ελλάδα
Γ'
Οί σκοτεινοί αιώνες καί ό "Όμηρος
Δ'
Διάγραμμα πολιτικής ιστορίας
Ε'
Φυλές και γένη
ζ'
Γαιοκτήμονες, χωρικοί καί άποικοι
Ζ' "Εμποροι, βιοτέχνες καί δούλοι Η'
Στρατός, ναυτικό καί στρατιωτικοί συνασπισμοί/^ 223-250
Θ'
Πολίτευμα καί δικαστήρια
Ι'
Κοινωνικές άξιες καί κοινωνικές τάξεις
251-289_ /
ΙΑ' Θεοί καί μαντεία
01 -3 3» 2 ^ 339-361
ΙΒ' Ελεύθερος διαλογισμός
363-390
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
391-396
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
397-406
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
407-419
«
Ή ΑΡΧΑΙΑ ΕΑΑΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ τοΰ Αηίοηγ ΑηάΓθ^ββ περιλαμ βάνεται στή σειρά Ή Ιστορία τής ανθρώπινης κοινωνίας, πού διευθύνεται άπό τόν «Γ. Η. ΡΙ.ΙΙΜΒ. Στό βιβλίο αύτό ή προϊστορία άπασχολεΐ βέβαια τό συγγραφέα, άλλά τό κύριο ενδιαφέρον του στρέφεται στόν πολιτισμό πού άρχισε νά αναπτύσσεται μέ τήν εισαγωγή της γραφής, άπέκρουσε τήν περ σική εισβολή τοΰ 480, διασπάστηκε κατά τόν μακροχρόνιο Πελοποννησιακό Πόλεμο, πρός τά τέλη τοΰ 5ου αιώνα, καί νικήθηκε άπό τή Μακεδονία, τό δεύτερο μισό τοΰ 4ου αιώνα. Ό Α. ΑηάΓθ'ννΌδ προσπαθεί νά καθορίσει τά βασικά διακριτικά γνωρίσματα τής έλληνικής κοινωνίας εκείνης της έποχής: υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα τούς παράγοντες μέ τούς οποίους δέν είναι πολί εξοικειωμένος 6 σημερινός μέσος άναγνώστης. Αναγνωρίζει, άλλά χωρ? υπερβολές, τό ρόλο τοΰ οίκονομικοΰ παράγοντα στή διαδικασία τοΰ κοινο νικοΰ σχηματισμού καί μετασχηματισμοΰ, καί τόν άναλύει πειστικά, Ξεκιν άπό τή φυλετική διαίρεση καί οργάνωση τών πολιτών στίς άρχαϊκές πόλει. κράτη καί φτάνει ώς τήν πολιτική διαίρεση καί οργάνωση κατά δήμους στή εξελιγμένη μορφή της δημοκρατίας, περνώντας μέσα άπό τήν κόινωνιολογί^ της εργασίας, της δουλείας, τών έπαγγελμάτων καί τών τριών φάσεων τ οικονομίας. Αναλύει τήν κοινωνική διαστρωμάτωση μέ βάση τόν οίκο μικό καί κοινωνικό ρόλο τών γαιοκτημόνων, τών χωρικών καί τών άποίκων, τών εμπόρων, τών «δημιουργών» καί τών δούλων. Δίνει εβστοχα τίς βα σικές γραμμές τοΰ κράτους καί αύτοΰ πού σήμερα θά ονομάζαμε κυβέρνηση, καθώς καί τοΰ μηχανισμοΰ της δικαιοσύνης καί τών δικαστηρίων, καί εξε τάζει τίς κοινωνικές αξίες καί τίς κοινωνικές τάξεις. Έ τσι τό βιβλίο του, συνδυάζοντας εύστοχα τή διαλεκτική σκέψη μέ τόν χαμηλό τόνο, είναι ελ κυστικό καί, κυρίως, χρήσιμο. Ό ΑΝΤΟΝΥ ΑΝϋΚΕ\νΕ8 (γέν. 1910), διαπρεπής έλληνιστής άρχαιογνώστης, δίδαξε έπί δεκαετίες Αρχαία Ιστορία στήν Όξφόρδη. Εκτός άπό τήν Α ρχαία 'Ελληνική Κοινωνία, δημοσίευσε τό δοντοβε /ογ ΟνββΚ ΗίβίΟΓφ (άναθεωρημένη έκδοση τοΰ έργου τοΰ 81γ 0γΘΟΓ£6 ΗίΠ, 1951), τό ΤΗβ ΟτββΚ Τ^ΓαηΙδ (1955) καί πολλά άρθρα στό ΟΙαδβίβαΙ (^ηανίβνΐϋ καί σέ άλλα ειδικά περιοδικά. Συνεργάστηκε μέ τόν Α. Ο ο ε ω π ι θ καί τόν Κ. «ί. ΌονβΡ στό Α ΗίδΙοΗοαΙ Οοτητηβιιίατη/ οη ΤΗιιο^άίάβδ, τοΰ οποίου ό*5ος καί τελευταίος τόμος (βιβλίο VIII) έκδόθηκε μέ δική του επιμέλεια τό 1981. Είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας καί έχει τιμηθεί άπό τή χώρα μας γιά τό φιλελληνισμό του μέ τό Σταυρό τοΰ Τάγματος τοΰ Φοίνικος.