Εκείνη καθαρίστρια κι εκείνος... κροίσος! Προκειμένου ν’ απαλλαγεί από τις ορδές των γυναικών που τον πολιορκούσαν στενά, ο Σαλβατόρε Καρντίνι, πάνω σε μια παρόρμηση της στιγμής, πρότεινε στη νεαρή καθαρίστρια του γραφείου του να παραστήσει την ερωμένη του! Η Τζέσικά έπαθε σοκ ακούγοντας την εξωφρενική πρόταση του Σικελού μεγιστάνα, αλλά τελικά δέχτηκε άλλωστε, ποια γυναίκα θα έλεγε όχι σ’ έναν τόσο γοητευτικό και δυναμικό άντρα; Όμως ο Σαλβατόρε ανήκε στους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, ενώ εκείνη έκανε δυο δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Πώς θα κατάφερναν να πείσουν τον κόσμο ότι ήταν ζευγάρι; Και το κυριότερο, ποιος θα ήταν ο ρόλος της όταν θα έμεναν μόνοι οι δυο τους;
Ριψοκίνδυνος ρόλος SHARON KENDRICK Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μιστράκης
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Φειδίου 18,106 78 Αθήνα Τηλ.: 210. 3609 438 - 210. 3629 723 www.arlekin.gr Τίτλος πρωτοτύπου: Bought for the Sicilian Billionaire's Bed © Sharon Kendrick 2008. All rights reserved. © 2010 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.a.r.l. ISSN 1106-613X Μ ετάφραση: Κωνσταντίνος Μ ιστράκης Επιμέλεια: Μ αρίνα Τσαμουρά Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ΧΡΥΣΑ ΑΡΛΕΚΙΝ Special - ΤΕΥΧΟΣ 217 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. M ade and printed in Greece.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Μavτόva μία! Η φράση ήχησε ξινή σαν λεμόνι στ’ αυτιά της Τζέσικα, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να συνεχίσει τη δουλειά της. Είχε να τρίψει όλο το πάτωμα, καθώς και να καθαρίσει το προσωπικό βεστιάριο του προέδρου, πριν σχολάσει. Η παρουσία του Σαλβατόρε όμως την εμπόδιζε να εργαστεί με την ησυχία της, με αποτέλεσμα να στριφογυρίζει τη σφουγγαρίστρα μέσα στα χέρια της, φανερά εκνευρισμένη. «Αμάν πια μ’ αυτές τις γυναίκες», συνέχισε θυμωμένα εκείνος, αλλά η σιωπή που εισέπραξε σε απάντηση από τη στριμωγμένη στη γωνία νεαρή τον έκανε να σμίξει ενοχλημένος τα φρύδια του. «Τζέσικα;» Μ η μπορώντας να κάνει διαφορετικά, η Τζέσικα γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του, επιστρατεύοντας ταυτόχρονα όλη της τη δύναμη, προκειμένου να προστατευτεί από την επικίνδυνη γοητεία του συγκεκριμένου άντρα... πράγμα που, δυστυχώς, ήταν μάλλον δύσκολο. Διότι ακόμα και η ίδια, με την εντελώς υποτυπώδη εμπειρία της στα ερωτικά, ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι άντρες σαν τον Σαλβατόρε Καρντίνι, τον αλαζονικό και οξύθυμο κληρονόμο και σημερινό επικεφαλής της πανίσχυρης οικογένειας Καρντίνι, έναν απίστευτα ακαταμάχητο και επιβλητικό γόη, που θεωρούνταν από όλες τις γυναίκες του Λονδίνου ως ιδανικός
εραστής και τροφοδοτούσε με σχόλια και κουτσομπολιά ολόκληρη την πόλη, δεν ήταν για τα δόντια της. «Παρακαλώ, κύριε, θα θέλατε κάτι;» ρώτησε ήρεμα. Πράγμα που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Τουλάχιστον όσο εκείνος την κάρφωνε με το βλέμμα του. «Δεν το κατάλαβες ότι μιλούσα σ’ εσένα;» Πριν του απαντήσει, η Τζέσικα έβαλε τη σφουγγαρίστρα της στον κουβά με τις σαπουνάδες και ξεροκατάπιε. «Ε... για να είμαι ειλικρινής, όχι. Είχα την εντύπωση ότι μονολογούσατε». Ο Σαλβατόρε τη στραβοκοίταξε συγχυσμένος. «Δεν το συνηθίζω να παραμιλάω! Απλώς εξέφραζα την οργή μου. Αν διέθετες λίγο μυαλό θα το είχες καταλάβει», κατέληξε παγερά οε άψογα αγγλικά, στα οποία η ιταλική προφορά του προ-σέδιδε μια ιδιαίτερη γοητεία. Μ άλλον εννοεί ότι, αν διέθετα λίγο μυαλό, δε θα καθάριζα τώρα το πάτωμα του γραφείου του, συλλογίστηκε αυθόρμητα η Τζέσικα. Κρατώντας ωστόσο τις σκέψεις της για τον εαυτό της, αποφάσισε ότι, αν ο χαρισματικός ηγέτης του Ομίλου Επιχειρήσεων Καρντίνι ήθελε να της μιλήσει, θα τον άφηνε ελεύθερο να το κάνει για όση ώρα τού άρεσε. Γιατί ήταν σίγουρη πως, ακόμα και η παραμικρή υποψία ότι τον περιφρονούσε, θα ισοδυναμούσε με επαγγελματική αυτοκτονία. Έτσι, έσπευσε να πάρει το πιο αθώο και κόσμιο ύφος της.
«Σας ζητώ συγνώμη, κύριε. Φυσικά, αν νομίζετε ότι θα μπορούσα να σας φανώ κάπου χρήσιμη...» «Πολύ αμφιβάλλω!» Ο Σαλβατόρε στύλωσε κακόκεφος τα μάτια στην οθόνη του υπολογιστή του. «Αύριο το βράδυ είμαι καλεσμένος σ’ ένα δείπνο». «Φαντάζομαι πως αυτό είναι θαυμάσιο». «Όχι, δεν είναι!» Έστρεψε κατηφής το βλέμμα πάνω της. «Και καθόλου, μάλιστα! Αλήθεια, μπορείς να μου εξηγήσεις με ποια λογική εσείς οι Αγγλοι βρίσκετε τα πάντα καταπληκτικά και υπέροχα; Τέλος πάντων, πρόκειται για καθαρή υποχρέωση. Επειδή απλούστατα η κοινωνική συναναστροφή με κάποιους συνεργάτες μου από τον κόσμο των επιχειρήσεων εξυπηρετεί τα επαγγελματικά μου σχέδια». Αφού περιεργάστηκε με αδιόρατη καταφρόνια το ελαφρά χαμένο ύφος της, γύρισε ξανά στην οθόνη. «Το πρόβλημα είναι», συνέχισε καθώς διάβαζε τα νέα μηνύματα που είχε λάβει μέσα στο τελευταίο μισάωρο, «ότι ο συγκεκριμένος συνεργάτης έχει μια ιδιαίτερα πιεστική σύζυγο, η οποία διαθέτει κάμποσες στενές φίλες που...» Ο έντονος εκνευρισμός του είχε ως αποτέλεσμα οι λέξεις να χορεύουν μπροστά στα μάτια του. «Ορίστε, κατάσταση! Ή καλή μου Έιμι ανυπομονεί να σε γνωρίσει’», διάβασε δυνατά. «Το ίδιο και οι φίλες της, μερικές από τις οποίες είναι κάτι παραπάνω από καλλονές! Μ ην ανησυχείς,
Σαλβατόρε, και μέχρι το τέλος του χρόνου θα σε έχω αρραβωνιάσει οπωσδήποτε με ΑγγλίδαΊ» «Συγνώμη, αλλά... πού... Πού είναι το πρόβλημα;» ρώτησε δειλά η Τζέσικα, νιώθοντας μια εντελώς ανόητη ζήλια μέσα της. Ο Σαλβατόρε κούνησε το κεφάλι του. «Για ποιο λόγο οι άνθρωποι λατρεύουν να χώνουν τη μύτη τους στη ζωή των άλλων, μου λες; Και από την άλλη, ποιος της έδωσε το δικαίωμα να υποθέσει ότι έχω ανάγκη από μια σύζυγο;» Η Τζέσικα ανασήκωσε αμήχανα τους ώμους της, ελπίζοντας ότι εκείνος δεν περίμενε από την ίδια μια απάντηση στην ερώτησή του. Γιατί τι να του έλεγε; Ότι ήταν βέβαιη πως οι συνεργάτες του θα ήθελαν πολύ να τον παντρέψουν με γνωστές και φίλες τους επειδή ήταν πλούσιος, με σημαντικές γνωριμίες και ταυτόχρονα απίστευτα όμορφος; Αν και η ίδια διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις γι’ αυτό το τελευταίο. Διότι είχε την αίσθηση ότι η έκφραση στο πρόσωπό του φάνταζε ψυχρή και αμείλικτη όταν τον παρατηρούσες από κοντά, ενώ το απερίγραπτα ηδονικό του στόμα δε χαμογελούσε σχεδόν ποτέ. Όσο για το βλέμμα του, είχε κάτι το απειλητικό που σε πάγωνε. Ωστόσο κανείς δεν έδειχνε να τα προσέχει όλα αυτά. Αντίθετα, η εξωτερική ομορφιά του έκανε τον Σαλβατόρε Καρντί-νι να φαντάζει στα μάτια όλων συναρπαστικός και ακαταμάχητος, παρά
τη σκληρή και επικριτική συμπεριφορά του, της οποίας μάρτυρας είχε σταθεί πολλές φορές και η ίδια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε δει με τα μάτια της τις γραμματείς να τρέμουν από ταραχή μπροστά του και τους άντρες υπαλλήλους του να χάνουν το χρώμα τους. Ακόμα και οι πανίσχυροι και διακεκριμένοι συνεργάτες του τον αντιμετώπιζαν με δέος και του επέτρεπαν δίχως μεγάλες αντιρρήσεις να αναλαμβάνει τον έλεγχο της κάθε διαπραγμάτευσης που έκαναν μαζί του. Όσο για την ίδια, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να τον περιεργάζεται διακριτικά. Μ όνο και μόνο επειδή αυτό ήταν σκέτη απόλαυση. Ο Σαλβατόρε ήταν ψηλός και νευρώδης, με ένα τέλειο κορμί με γραμμωμένους μυς. Όπως αυτή τη στιγμή που το λευκό μεταξωτό του πουκάμισο τεντωνόταν πάνω στο θώρακά του, θυμίζοντάς της τα αγαλμάτινα κορμιά αρχαίων πολεμισταΊν που είχε δει στο μουσείο. Τα κατά-μαυρα μαλλιά του και το μελαψό δέρμα του, από την άλλη, — κληρονομιά της μεσογειακής καταγωγής του — συμπλήρωναν άψογα την εντυπωσιακή, αρρενωπή και σπάνιας ομορφιάς εικόνα του, την οποία ολοκλήρωναν δυο υπέροχα μπλε μάτια, που φυσικά κανείς δεν περίμενε να δεσπόζουν στο μελαχρινό του πρόσωπο. Ήταν τόσο μπλε όσο ο καθαρός ουρανός και η ήρεμη, γαλήνια θάλασσα. Η Τζέσικα δε γνώριζε κανέναν Ιταλό που να έχει μάτια άλλου χρώματος εκτός από μαύρο. Τα μάτια του Σαλβατόρε Καρντίνι όμως ήταν μοναδικά. Και γεμάτα ένταση. Τόσο μαγευτικά που, κάθε φορά που έπεφταν πάνω της, αισθανόταν αυτόματα να
απορροφούν όλη τη ζωντάνια της, με αποτέλεσμα να την πιάνει ζάλη. Όπως αυτή ακριβώς τη στιγμή. Βλέποντας ξαφνικά τα μαύρα τοξωτά του φρύδια ν’ ανασηκώνονται, συνειδητοποίησε ότι περίμενε να του δώσει κάποια απάντηση και τότε προσπάθησε να θυμηθεί τι την είχε ρωτήσει, προσπαθώντας να ξεφύγει από το μαγικό δίχτυ που ένιωθε να την τυλίγει όποτε βρισκόταν δίπλα του. «Ίσως θεωρούν ότι χρειάζεστε μια σύζυγο επειδή... επειδή μάλλον βρίσκεστε στην κατάλληλη ηλικία για γάμο», υποστήριξε με ύφος ουδέτερο. «Το πιστεύεις στ’ αλήθεια αυτό;» Η ερώτηση του Σαλβατόρε την έφερε σε δύσκολη θέση. Αφού δεν επρόκειτο να παντρευτεί'την ίδια, λίγο την ενοιαζε! Μ πορούσε άνετα να μείνει εργένης μια ολόκληρη ζωή! Έτσι, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Ομολογώ ότι δε σας έχω φανταστεί ποτέ' παντρεμένο, ωστόσο... ξέρετε τώρα πώς σκέφτονται συνήθως οι άνθρωποι. Όταν ένας άντρας ξεπεράσει τα τριάντα... πράγμα που φαντάζομαι ότι ισχύει στην περίπτωσή σας... όλοι περιμέ-νουν να τον δουν ντυμένο γαμπρό». «Σωστά». Ο Σαλβατόρε κούνησε σκεφτικός το κεφάλι, ξύνοντας αφηρημένα το πιγούνι του, όπου είχαν αρχίσει ήδη να φυτρώνουν γένια, παρ' όλο που είχε ξυριστεί νωρίς το πρωί. «Ώστε τα πράγματα κι εδώ είναι ίδια. Ακριβώς όπως και στην πατρίδα μου!»
Εκνευρισμένος, τίναξε ανυπόμονα το κεφάλι του, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να καταλάβει τι τον είχε κάνει να υποθέσει ότι οι άνθρωποι στην Αγγλία θα ήταν διαφορετικοί. Διότι αυτό ακριβώς συνέβαινε. Γι’ αυτό άλλωστε και είχε επιλέξει το Λονδίνο ως έδρα της δουλειάς του. Είχε την αφέλεια να πιστέψει ότι θα μπορούσε να απολαμβάνει το σεξ και τον έρωτα δίχως εμπόδια και συνέπειες, μέχρι τη στιγμή που θα διάλεγε την κατάλληλη γυναίκα για σύζυγο πίσω στη Σικελία. Είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο με την ελπίδα ότι θα γλίτωνε από τις προσδοκίες και τα όνειρα που δημιουργούσε στις ανύπαντρες Ιταλίδες — ιδιαίτερα στις Σικελές — το όνομα των προγόνων του. Η Σικελία είναι ένα μικρό νησί όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το ποια θα παντρευόταν ο νεότερος Καρντίνι —δηλαδή η αφεντιά του— να έχει γίνει το σημαντικότερο θέμα συζήτησης σε κάθε συντροφιά. Η υπόθεση είχε πάρει τέτοια έκταση, που, όποτε τον έβλεπαν να μιλάει με μια κοπέλα πάνω από ένα λεπτό, οι γονείς της άρχιζαν να ξεσκονίζουν τα προικιά της, ρίχνοντας ταυτόχρονα άπληστες ματιές προς την περιουσία που συνόδευε το όνομά του. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε πάρει την απόφαση να εγκατασταθεί' για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα στο εξωτερικό. Παρ’ όλο όμως που είχε εναποθέσει μεγάλες ελπίδες σ’ αυτό, του πήρε μόνο λίγες εβδομάδες για να καταλάβει ότι ακόμα και στην Αγγλία ένας εργένης με προσόντα δύσκολα έβρισκε την ησυχία
του. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο διαφορετικά όσο τα περίμενα, αναγνώρισε βουβά με μια πικρόχολη διάθεση. Κι αυτό επειδή οι γυναίκες αρχίζουν τις συνωμοσίες και πέφτουν σαν γεράκια πάνω στον πρώτο πλούσιο και αρρενωπό άντρα που θα βρεθεί στο δρόμο τους. Το πόσο αληθινή ήταν αυτή η διαπίστωση το επιβεβαίωνε το γεγονός ότι είχε ξεχάσει από πότε είχε να ζητήσει από μια κοπέλα το τηλέφωνό της. Συνήθως δεν προλάβαινε καν να συνειδητοποιήσει για πότε οι ενδιαφερόμενες καταχώριζαν το προσωπικό του νούμερο στα κινητά τους. Δεν προλάβαινε καν να αποστηθίσει τα ονόματά τους και... Αυτό τον ενοχλούσε γιατί είχε πολύ ξεκάθαρες ιδέες. Κυρίως σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων. Ήταν σίγουρος ότι ο άντρας είναι γεννημένος κυνηγός. Ο Σαλβατόρε έσμιξε αμήχανος τα φρύδια του. «Η ερώτηση παραμένει, γιατί δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω», αναγνώρισε με ήπιο τόνο. Η Τζέσικα ακούγοντάς τον αναρωτήθηκε τι θα έπρεπε να κάνει η ίδια. Το να εξακολουθήσει τη δουλειά της μάλλον δεν ήταν η ενδεδειγμένη απόφαση. Τουλάχιστον όχι, όσο ο Σαλβατόρε Καρντίνι είχε στυλωμένα πάνω της εκείνα τα μοναδικά, συναρπαστικά του μάτια, προσδοκώντας φανερά μια απάντηση,
την οποία εκείνη δεν ένιωθε ικανή να του δώσει. Βέβαια, αν μια φίλη της της έκανε ακριβώς την δια ερώτηση, γνώριζε ακριβώς τι θα της απαντούσε. Αλλά τώρα... Πόσο ειλικρινής μπορούσε να είναι με το αφεντικό της; Έτσι... «Εξαρτάται από τις επιλογές που έχετε, κύριε», απάντησε όσο πιο διπλωματικά μπορούσε. Τα λόγια της έκαναν τον Σαλβατόρε —που όλη αυτή την ώρα χτυπούσε τα μακριά του δάχτυλα πάνω στο γραφείο στον ίδιο ρυθμό με τη βροχή που έπεφτε πάνω στα τζάμια του τεράστιου δωματίου του— να ζαρώσει σκεφτικός το μέτωπό του. «Θα μπορούσα και να απορρίψω την πρόσκληση», δήλωσε τέλος. «Ναι, θα μπορούσατε», συμφώνησε η Τζέσικα. «Αλλά είναι απαραίτητο να βρείτε μια δικαιολογία». «Θα ισχυριστώ ότι κρύωσα. Ότι κόλλησα γρίπη». Στα χείλη της Τζέσικα ζωγραφίστηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Της ήταν φοβερά δύσκολο να φανταστεί άρρωστο έναν άντρα τόσο ρωμαλέο και δυνατό όσο ο Σαλβατόρε Καρντίνι. Κούνησε το κεφάλι της. «Δε θα κερδίσετε τίποτα. Απλώς θα επαναλάβουν την πρόσκληση κάποια άλλη φορά». Ο Σαλβατόρε μούτρωσε. «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε.
«Αλλά ίσως θα μπορούσα να τους προτείνω να έρθουν στο δικό μου σπίτι για δείπνο. Στο οποίο θα έχω φροντίσει να καλέσω δικούς μου γνωστούς». «Μ ήπως όμως κάτι τέτοιο θα ήταν προσβλητικό; Μ ήπως θα έδειχνε καθαρά ότι προσπαθείτε να έχετε απόλυτα τον έλεγχο;» Παρά το δισταγμό και την επιφύλαξη που κρυβόταν στη φωνή της, ο Σαλβατόρε δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι υπήρχαν φορές σαν αυτή τη συγκεκριμένη, που η Τζέσικα ξεχνούσε τη θέση της και του έλεγε αυτά που σκεφτόταν και όχι όσα ήθελε ο ίδιος ν’ ακούσει. Μ ήπως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά της εκμυστηρεύομαι προσωπικά μου θέματα; αναρωτήθηκε προβληματισμένος. Μ πορεί η εμπιστοσύνη που της δείχνω να έχει ακυρώσει την ιεραρχία που υπάρχει μεταξύ μας; Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος ότι μιλούσε στην Τζέσικα με έναν τρόπο που δεν είχε διανοηθεί ποτέ να χρησιμοποιήσει με τους βοηθούς ή τις γραμματείς του. Κι αυτό επειδή γνώριζε καλά τι είδους αποτελέσματα μπορούσε να έχει αυτός ο τρόπος επικοινωνίας. Οι βοηθοί ή οι γραμματείς του συχνά μπέρδευαν την προσωρινή του φιλική διάθεση με την αυταπάτη ότι επρόκειτο για μια αλλαγή στη μεταξύ τους σχέση, η οποία θα κρατούσε για πάντα. Πράγμα που αποκλειόταν να συμβεί ποτέ με την
Τζέσικα. Κι αυτό γιατί το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στη θέση του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου και στην καθαρίστρια ήταν τόσο μεγάλο, που δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιου είδους γελοίες ονειροφαντασίες. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδιζε τις παρατηρήσεις της να είναι συχνά ευφυείς και καίριες. Όπως τώρα. Αφού βολεύτηκε αναπαυτικά στην καρέκλα του, άρχισε να αναλύει στο μυαλό του την τελευταία της φράση, ώσπου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε καμία απολύτως πρόθεση να προσβάλει τον Γκαρθ Σόμερβιλ, ούτε και να φανεί ψηλομύτης στη γυναίκα του και τις φίλες της. Και τι μπορώ να πάθω αν φάω στο ίδιο τραπέζι μαζί τους; αναρωτήθηκε σιωπηλός. Στο κάτω κάτω δε θα είναι ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία φορά που θα το κάνω. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα το απολάμβανε κιόλας. Αυτές οι τόσο επιθετικές στον έρωτα γυναίκες τον έκαναν να αισθάνεται σαν λαίμαργο παιδί μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο που, από την υπερβολική αφθονία των γλυκισμάτων, μπούχτιζε νωρίς και δεν άντεχε ούτε να τα βλέπει. Μ ε λίγα λόγια, όταν το σεξ τού προσφερόταν τόσο χύμα και ελεύθερα, δεν τον γοήτευε διόλου. «Ναι», αναγνώρισε με ειλικρίνεια. «Θα ήταν προσβλητικό». «Αρα είστε υποχρεωμένος να πάτε», σχολίασε κοφτά η Τζέσικα και, πριν ο Σαλβατόρε προλάβει να συνειδητοποιήσει τι έκανε, εκείνη εμφάνισε ένα ύφασμα ποτισμένο .με λάδι για τα έπιπλα και
άρχισε να στιλβώνει το γραφείο του. «Φοβάμαι ότι δεν μπορείτε να κάνετε διαφορετικά». Ο Σαλβατόρε δεν της απάντησε. Αντίθετα έσμιξε σκεφτικός τα φρύδια του και αναρωτήθηκε άλλη μια φορά για την ηλικία της. Θα πρέπει να είναι γύρω στα είκοσι δύο με είκοσι τρία, συμπέρανε στο τέλος. Αλλά για ποιο λόγο καθαρίζει γραφεία; Είναι δυνατόν να νιώθει ευτυχισμένη με το να έρχεται εδώ κάθε βράδυ και να ταλαιπωρεί το ξεσκονόπανο και τη σφουγγαρίστρα όση ώρα εγώ διαβάζω τα e-mail μου και υπογράφω επιστολές; Συχνά έπιανε τον εαυτό του να την παρακολουθεί καθώς εκείνη εργαζόταν με τρόπο ευσυνείδητο και αποτελεσματικό. Όχι ότι είχε και πολλά να δει, δηλαδή. Διότι η Τζέσικα ήταν ένα απλό και ανεπιτήδευτο κορίτσι, που έκανε ό,τι μπορούσε για να περνάει απαρατήρητη. Μ έχρι και τα μαλλιά της τα είχε πάντα καλυμμένα με ένα σφιχτό μαντίλι, το οποίο ήταν ασορτί με την απαίσια ροζ ρόμπα που φορούσε. Ένα αντιπαθητικό φαρδύ ρούχο, το οποίο κάλυπτε το κορμί που κρυβόταν μέσα του. Το αποτέλεσμα ήταν ο ίδιος να μην την κοιτάξει ποτέ ως άντρας. Δεν του είχε περάσει, δηλαδή, ποτέ από το μυαλό ότι υπήρχε ένα γυναικείο σώμα κάτω απ’ αυτό το φρικτό ροζ ύφασμα. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα που, καθώς η Τζέσικα έτριβε την επιφάνεια του γραφείου του, η ρόμπα κόλλησε πάνω της κι εκείνος πρόσεξε για πρώτη φορά το στητό, άγουρο στήθος που διαγράφηκε από κάτω. Αρα είχε σώμα και μάλιστα καλοσχηματισμένο. Αυτή η
διαπίστωση του προκάλεσε έκπληξη. Σχεδόν τον σόκαρε. «Θα μου φτιάξεις έναν καφέ;» τη ρώτησε έξαφνα με κάπως συγκρατημένη φωνή. Η Τζέσικα άφησε κάτω το εμποτισμένο με γυαλιστικό επίπλων ύφασμα που κρατούσε και τον κοίταξε, προσπαθώντας να καταλάβει αν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του πανίσχυρου και αλαζονικού αφεντικού της του Ομίλου Επιχειρήσεων Καρντίνι το γεγονός ότι το τεράστιο γραφείο του δεν καθαριζόταν από μόνο του και ότι οι λεκέδες που άφηναν οι πολλοί εσπρέσο που έπινε χρειάζονταν τρίψιμο για να καθαρίσουν. Χώρια που τα στυλό και τα μολύβια τα οποία σκόρπιζε ο ίδιος όλη την ημέρα πέρα δώθε απαιτούσαν χρόνο για να επανατοποθετηθούν στη θέση τους. Ο Σαλβατόρε της ανταπέδωσε το βλέμμα. Η ψυχρότητα που διέκρινε η Τζέσικα στα βάθη των ματιών του την άφησε ασυγκίνητη. Κι αυτό επειδή ήξερε ότι άντρες σαν αυτόν ήταν συνηθισμένοι σε μια ανέφελη ζωή, χωρίς διακυμάνσεις και επιπλοκές, με μια στρατιά από ανθρώπους στη διάθεσή τους, για να προλαβαίνουν κάθε τους επιθυμία σαν τα αόρατα γρανάζια μιας τεράστιας μηχανής. Αραγε πώς θα αντιδρούσε αν του απαντούσα ότι δε βρι-σκομαι εδώ για να του φτιάχνω καφέ; αναρωτήθηκε ξαφνικά. Επειδή απλούστατα κάτι τέτοιο δεν αποτελεί μέρος των υποχρεώσεών μου. Και ότι, αν θέλει να πιει καφέ, αντί να περιμένει εντελώς
σοβινιστικά να του τον προσφέρω εγώ, καλά θα κάνει να σηκωθεί και να τον φτιάξει μόνος του. Μ όνο που δύσκολα μπορείς να δώσεις μια τέτοια απάντηση στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της επιχείρησης που εργάζεσαι, σωστά; Ωστόσο, ακόμα κι αν αποφάσιζε να αγνοήσει τη θέση του στην εταιρεία, υπήρχε κάτι πάνω του που την έκανε και πάλι να μην το αποτολμά, επιβεβαιώνο-ντάς του με τον τρόπο της αυτό στο οποίο ήταν συνηθισμένος. Δηλαδή στις γυναίκες που έσπευδαν καθημερινά να ικανοποιήσουν κάθε του επιθυμία, με ένα απλό του νεύμα. Όντας και ενθουσιασμένες από πάνω! Έτσι, προχώρησε προς την τεράστια καφετιέρα στην άκρη του γραφείου, που θύμιζε προσγειωμένο διαστημόπλοιο. Αφού σέρβιρε καφέ σε ένα καθαρό φλιτζάνι, κατευθύνθηκε προς το μέρος του Σαλβατόρε. «Ο καφές σας, κύριε». Ο Σαλβατόρε άπλωσε το χέρι να τον πάρει. Αλλά καθώς έσκυβε προς το μέρος της Τζέσικα, η μυρωδιά του καθοριστικού που είχε άρωμα λεμόνι ανακατεύτηκε με τη φτηνή δική της κολόνια, δημιουργώντας ένα συγκλονιστικό μείγμα. Για μια στιγμή αισθάνθηκε να τα χάνει. Πράγμα που του συνέβαινε σπάνια. Ξαφνικά σφηνώθηκε στο μυαλό του μια παράτολμη ιδέα, που άρχισε να την επεξεργάζεται χωρίς την παραμικρή αργοπορία. Τι θα πείραζε αν έφερνε στο δείπνο μια συνοδό; Κάποια που θα
εμπόδιζε τις άλλες γυναίκες να τον κοιτάζουν σαν λουκούμι; Που θα τις κρατούσε υποχρεωτικά σε απόσταση; Μ ια νεαρή γυναίκα στο πλευρό κάποιου που αποτελούσε κοινό μυστικό ότι απέφευγε τις δεσμεύσεις δε θα έδινε το μήνυμα ότι είχε πια δεσμευτεί; Ιδιαίτερα αν αυτή η γυναίκα ήταν έξω από το συνηθισμένο κοινωνικό του κύκλο. Δε θα έκανε με την παρουσία της όλους όσοι τον συναναστρέφονταν να παραμιλούν για καιρό; Έχοντας στ’ αυτιά του το σταθερό ήχο της βροχής, επικέντρωσε όλη την προσοχή του στην Τζέσικα, καθώς εκείνη έτριβε με μανία ένα λεκέ πάνω στην επιφάνεια του μαονένιου γραφείου του. Αρχισε να την περιεργάζεται επιμελώς για πρώτη φορά, μ’ εκείνο το διερευνητικό αρσενικό του βλέμμα, που μέχρι πριν από λίγο ξεσήκωνε όλες τις γυναίκες, εκτός από κείνη που ξεσκόνιζε τη λάμπα του. Μ έσα σε ελάχιστο χρόνο είχε ήδη βγάλει τα πρώτα ικανοποιητικά συμπεράσματα. Το κορμί της είχε εντυπωσιακές καμπύλες, με πολύ λεπτή μέση και... Αφήνοντας κατά μέρος την παρατήρηση, επέστρεψε στη νοερή ανάλυση των δεδομένων που είχε συγκεντρώσει. Γιατί έτσι ήταν εκείνος. Δεν άφηνε ποτέ το ένστικτο να του υπαγορεύει αποφάσεις και ενέργειες. Αλλωστε η κοπέλα θα μπορούσε να είναι εντελώς ακατάλληλη για την αποστολή που σκόπευε να της αναθέσει. «Πόσω χρονών είσαι;» τη ρώτησε έξαφνα, βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιό του να συγκεντρώσει για κείνη όσο το δυνατόν
περισσότερες πληροφορίες. Η Τζέσικα στράφηκε και τον κοίταξε. Καθώς τα μάτια της έσμιγαν με τα δικά του, ο Σαλβατόρε τα πρόσεξε για πρώτη φορά. Ήταν γκρίζα και απίστευτα ήρεμα και ατάραχα. Σαν τα χαλίκια που μπορείς να βρεις καμιά φορά στην άκρη ενός καταρράκτη. Η Τζέσικα έβαλε τα δυνατά της να κρύψει την έκπληξη που αισθάνθηκε. Βέβαια η ερώτηση ήταν προσωπική και εντελώς απρόσμενη από κάποιον που τη θεωρούσε κομμάτι της διακόσμησης του γραφείου του. Αφήνοντας το χέρι της να πέσει άτονα από τη λάμπα που ξεσκόνιζε εκείνη τη στιγμή, επιστράτευσε όλη της την ψυχραιμία. «Εγώ; Είμαι... είκοσι τριών χρονών», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα. Ο Σαλβατόρε δεν έκανε κανένα σχόλιο. Στύλωσε μόνο τα μάτια του στα δάχτυλά της και στη συνέχεια πήρε μια βαθιά ανάσα ανακουφισμένος. Ευτυχώς δεν υπήρχε δαχτυλίδι. Όμως στις μέρες μας κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. «Και δεν είσαι παντρεμένη. Σωστά;» τη ρώτησε κάπως απότομα. «Παντρεμένη; Εγώ; Μ α για όνομα του Θεού... φυσικά και όχι!» «Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας ζηλιάρης σύντροφος να σε περιμένει στο σπίτι», επέμεινε μαλακά ο Σαλβατόρε.
«Όχι, κύριε». Τι στο καλό σημαίνουν όλες αυτές οι ερωτήσεις; Αναρωτήθηκε γεμάτη ανησυχία την ίδια στιγμή η Τζέσικα. Αλλά ο Σαλβατόρε περιορίστηκε να της γνέψει καθησυχα-στικά. «Πώς σου φαίνεται η δουλειά σου; Ικανοποιητική;» Η Τζέσικα μισόκλεισε μπερδεμένη τα μάτια της. «Ικανοποιητική;» επανέλαβε άτονα. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω το νόημα της ερώτησής σας». Ο Σαλβατόρε, αντί να της εξηγήσει, ανασήκωσε τους ώμους και στη συνέχεια της έδειξε με ένα νεύμα τη σφουγγαρίστρα και τον κουβά. «Μ ου κάνει εντύπωση που δεν καταλαβαίνεις. Σε είχα για έξυπνη», παρατήρησε με μια αδιόρατη ειρωνεία. «Στην πραγματικότητα θα περίμενα από μια νεαρή γυναίκα σαν εσένα να έχει υψηλότερους στόχους από το να καθαρίζει γραφεία». Τα λόγια του την πλήγωσαν. Όπως άλλωστε και το σαρκαστικό του ύφος. Ούτε λίγο ούτε πολύ την είχε περιγράφει σαν να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ρομπότ με ρόμπα και φακιόλι! Εκτός από εγωιστής είναι και άτομο χωρίς καθόλου φαντασία, την καθησύχασε αυτόματα η λογική της. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μετρήσεις μέχρι το δέκα πριν του δώσεις την απάντηση που του αξίζει. Η Τζέσικα άρχισε αργά το μέτρημα ελέγχοντας απόλυτα την ανάσα της, ενώ την ίδια στιγμή αναλογιζόταν τις επιλογές που είχε. Μ ια σκέψη ήταν να σηκώσει τον κουβά και να τον φέρει καπέλο
στο όμορφο αλλά εντελώς άδειο κεφάλι του. Μ ε τη φαντασία της είδε κιόλας τα βρόμικα νερά να κυλούν από το κατάπληκτο πρόσωπό του στο πανάκριβο κασμιρένιο κοστούμι του. Σίγουρα αυτή η αντίδραση θα την ικανοποιούσε απόλυτα. Το μόνο δυσάρεστο ήταν ότι θα ισοδυναμούσε με επαγγελματική αυτοκτονία. Έτσι, προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο. Όπως το να του δώσει, για παράδειγμα, μια απάντηση με ήρεμο και απλό τρόπο. Κότη που θα τον υποχρέωνε να καταπιεί αμάσητη την υποτιμητική και άδικη γνώμη που είχε για κείνη. «Δεν κάνω μόνο αυτή τη δουλειά», είπε με φωνή απόλυτα σταθερή. Ο Σαλβατόρε ξαφνιάστηκε. «Σοβαρά; Και τι άλλο κάνεις;» «Μ ια στιγμή. Προηγουμένως θα ήθελα να σας ξεκαθαρίσω ότι δεν πιστεύω πως υπάρχει κάτι άσχημο στο να είναι καθαρίστρια μια γυναίκα», δήλωσε η Τζέσικα, νιώθοντας υποχρεωμένη να υπερασπιστεί τις συναδέλφους της από το γραφείο καθαρισμού επαγγελματικών χώρων Τοπ Κλιν, μερικές από τις οποίες που έκαναν υπερωρίες αγωνίζονταν σκληρά ταυτόχρονα να είναι και καλές μητέρες και να ανατρέφουν τα παιδιά τους με στοργή, αφοσίωση κι αγάπη. «Έχω και μια πρωινή δουλειά. Εργάζομαι για μια μεγάλη εταιρεία πωλήσεων και εκπαιδεύομαι ως στέλεχος, αλλά...» Δεν τέλειωσε τη φράση της.
«Αλλά;» Η απαλή φωνή του Σαλβατόρε ακούστηκε τόσο ενθαρρυντική στ’ αυτιά της, που την ανάγκασε να συνεχίσει. «Η περίοδος της εκπαίδευσης είναι μακροχρόνια και δεν αμείβεται ικανοποιητικά. Και η ζωή στο Λονδίνο είναι ακριβή. Έτσι, συμπληρώνω το εισόδημά μου κάνοντας την καθαρίστρια τα βράδια». Νιώθοντας κάπως αμήχανα, η Τζέσικα ανασήκωσε τους ώμους της. «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κάνουν το ίδιο». Ο Σαλβατόρε δε γνώριζε ούτε έναν από τον κοινωνικό του κύκλο που να έκανε κάτι ανάλογο. Αλλά δεν ήταν αυτό που τον απασχολούσε τη συγκεκριμένη στιγμή. Αντίθετα... Μ ήπως η δύσκολη οικονομική της κατάσταση αποδειχτεί ο καλύτερος σύμμαχος για την ιδέα μου; αναρωτήθηκε γεμάτος έξαψη. Γιατί τι μας εμποδίζει να φανούμε χρήσιμοι ο ένας στον άλλον εξυπηρετώντας αλλήλους; Ωστόσο δε βιάστηκε να της ανακοινώσει αυτό που είχε στο μυαλό του. Αντίθετα, έστρεψε το βλέμμα του στην τεράστια τζαμαρία που έβλεπε στο πιο όμορφο και λαμπερό κομμάτι του Λονδίνου. Χαζεύοντας τις βροχοσταλιδες που κυλούσαν πάνω στα τζάμια, αναρωτήθηκε πώς τάχα να ήταν τα μαλλιά της κάτω από το απαίσιο μαντίλι. Μ ήπως κοντοκουρε-μένα και βαμμένα με ένα σωρό διαφορετικά χρώματα; Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα ξεχνούσε πάραυτα την πρόταση που σχεδίαζε να της κάνει.
Διότι θα ήταν εντελώς παρανοϊκό να εμφανιστεί δημόσια ο Σαλβατόρε Καρντίνι στο πλευρό μιας γυναίκας με εμφάνιση... «Μ ε τι μέσον επιστρέφεις στο σπίτι σου;» τη ρώτησε εντελώς ξαφνικά. Μ α τι στο καλό φαντάζεται; Ότι διαθέτω ιδιωτικό ελικόπτερο; σκέφτηκε συγχυσμένη η Τζέσικα. Αλλά η έκφρασή της δεν έδειχνε την παραμικρή δυσαρέσκεια όταν του απάντησε. «Μ ε το λεωφορείο». «Θα βραχείς». Ακολουθώντας το βλέμμα του, η Τζέσικα κοίταξε τη βροχή που έπεφτε στα τζάμια. Ήταν τόσο πυκνή και δυνατή, που της ήταν αδύνατον να διακρίνει τα απέναντι κτίρια. Σίγουρη ότι θα ζούσε μια από τις χειρότερες νύχτες της, κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Έχετε δίκιο, αλλά δεν πειράζει. Θέλω να πω... έχω συνηθίσει. Αλλωστε λένε ότι το νερό της βροχής κάνει καλό στην επιδερμίδα. Εξουδετερώνει όλες τις παρενέργειες που προκαλεί η κεντρική θέρμανση». Ο Σαλβατόρε δεν έδειξε να άκουσε την τελευταία φράση της. «Θα πω στον οδηγό μου να σε πάει στο σπίτι σου. Μ ε περιμένει κάτω να τελειώσω για να φύγουμε». Ακούγοντάς τον η Τζέσικα αισθάνθηκε τα μάγουλά της να πυρώνουν από μια αναπάντεχη ταραχή. «Όχι, ευχαριστώ. Δεν
υπάρχει λόγος, μην ανησυχείτε για μένα. Έχω ομπρέλα, αδιάβροχο...» «Μ ην το κάνεις θέμα», τη διέκοψε αποφασιστικά ο Σαλβατόρε. «Δεν έχεις παρά να δεχτείς. Τι ώρα τελειώνεις τη δουλειά σου;» «Συνήθους γύρω στις οκτώ... Εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία εργάζομαι». «Φρόντισε σήμερα να τελειώσεις στις επτά και μισή», της είπε εκείνος σχεδόν προστακτικά. «Μ α...» «Σταμάτα να φέρνεις αντιρρήσεις». Χαμηλώνοντας το βλέμμα στο πανάκριβο ρολόι που έλαμπε πάνω στον καρπό του, ο Σαλβατόρε χαμογέλασε κάπως παράξενα. «Απλώς κάνε το», της υπέδειξε με υπόκωφη, σύρτη φωνή. Στη συνέχεια έπιασε το τηλέφωνό του και άρχισε να μιλάει γρήγορα στα ιταλικά, γυρίζοντάς της την πλάτη και αγνοώντας την εντελώς. Σαν να μην είχε προηγηθεί καμιά απολύτως συζήτηση μεταξύ τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η Τζέσικα έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά προκειμένου να
προλάβει να τελειώσει έγκαιρα. Ωστόσο τίποτα δεν ήταν πια όπως πριν. Κάτι είχε αλλάξει μέσα της, κι αυτό δεν είχε σχέση με τα καθήκοντά της, ούτε και με το γεγονός ότι ήταν στο γραφείο του προέδρου ολομόναχη μαζί με τον Σαλβατό-ρε. Αισθανόταν περίεργα. Επιφυλακτική και αμήχανη. Σχεδόν ντροπαλή. Η καρδιά της χτυπούσε άτακτα κάθε φορά που αναλογιζόταν την πρότασή του. Ήταν σαν να είχε γίνει πραγματικότητα το πιο παράλογο όνειρό της. Το συναρπαστικό και εκθαμβωτικό αφεντικό της είχε προσφερθεί να τη συνοδεύσει στο σπίτι της με τη λιμουζίνα του. Και τι πιστεύεις ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, Τζέσικα; ακούστηκε έξαφνα μέσα της μια συνετή φωνή. Νομίζεις ότι αυτός ο τόσο ισχυρός και γοητευτικός Σικελός διάλεξε αυτό τον τρόπο για να γνωριστεί μαζί σου εκτός γραφείου; Φαντάζεσαι ότι υπάρχει περίπτωση ακόμα και να επιχειρήσει να σε αποπλανήσει; Ναι, καλά! Τότε μπορείς και να ονειρεύεσαι ότι δε θα σε πάει μ’ αυτοκίνητο, αλλά με γυάλινη άμαξα! Απλώς δέξου με ευγένεια και χάρη τη γενναιόδωρη χειρονομία του, υπέδειξε κοφτά στον εαυτό της καθώς εξαφάνιζε ένα λεκέ από την καφετιέρα, τρίβοντάς τον άγρια. Θα απολάμβανε την πολυτέλεια της λιμουζίνας και θα θεωρούσε το γεγονός ότι θα επέστρεφε στο σπίτι της στεγνή και άνετη ως την καλύτερη αποζημίωση για τα επικριτικά σχόλια που είχε δεχτεί νωρίτερα.
Στις επτά και μισή ακριβώς σήκωσε τον κουβά της και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. «Πάω ν’ αλλάξω, κύριε πρόεδρε», ενημέρωσε τον Σαλβατόρε, νιώθοντας ταυτόχρονα κάπως ανόητη. «Ε... μήπως θα προτιμούσατε να σας συναντήσω στο πάρκινγκ;» «Τι πράγμα;» Ρίχνοντας πίσω το κεφάλι ο Σαλβατόρε, έμεινε για μια στιγμή να την κοιτάζει αφηρημένα, σαν να είχε ξεχάσει εντελώς την παρουσία της. Αλλά στο τέλος έδειξε να συνέρχεται. «Ναι, βέβαια. Πού είπες;» «Στο πάρκινγκ που βρίσκεται στην πίσω είσοδο του κτιρίου». «Εντάξει», αποκρίθηκε εκείνος στεγνά. «Το αυτοκίνητο θα σε περιμένει και πρέπει να σου πω ότι με ενοχλεί η αναμονή. Μ ην αργήσεις». «Όχι, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα», τον διαβεβαίωσε η Τζέσικα καθώς έβγαινε βιαστική από το δωμάτιο. Ωστόσο η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα όταν έβγαζε τη ρόμπα και το φακιόλι της. Μ ακάρι να είχα διαλέξει να φορέσω κάτι καλύτερο για σήμερα, συλλογίστηκε καθώς φορούσε την απλή φούστα και το χοντρό μάλλινο πουλόβερ της κάτω από το φαρδύ της αδιάβροχο. Αλλά πάλι για ποιο λόγο να το έκανε; Έτσι κι αλλιώς το είδος της δουλειάς της δεν απαιτούσε ακριβό και επιμελημένο ντύσιμο. Αφού έβαλε τα ίσια μαύρα παπούτσια της, τακτοποίησε τη ρόμπα και το φακιόλι στο ντουλάπι της και στη συνέχεια άρχισε να βουρτσίζει τα πλούσια, πυκνά μαλλιά της, που αποτελούσαν και το
ομορφότερο στολίδι της. Ήταν μακριά ως τους ώμους και, παρ’ όλο που είχαν μια συνηθισμένη καστανή απόχρωση, ήταν τόσο λαμπερά, ώστε δύσκολα κατάφερνε κανείς να τραβήξει τα μάτια του από πάνω τους. Στο τέλος κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Διαπίστωσε ότι το πρόσωπό της φάνταζε κάπως ωχρό και στεγνό χωρίς μεϊ-κάπ. Αφού έψαξε λίγο, ανακάλυψε στην τσάντα της ένα ξεχασμένο κραγιόν. Το κράτησε για λίγο διστακτικά ανάμεσα στα δάχτυλά της. Αν βάψω τα χείλη μου, δε θα φανεί σαν να περιμένω κάτι; αναρωτήθηκε κάπως αμήχανα. Μ ετά από λίγη σκέψη όμως αποφάσισε άτι λίγο την ενδιέφερε η εντύπωση που θα προκαλούσε. Διότι όλες οι γυναίκες δικαιούνται να έχουν την περηφάνια τους έστω κι αν τα ρούχα που φορούν είναι φτηνά και απλοϊκά, είναι δικαίωμά τους να κάνουν κάθε προσπάθεια για να νιώθουν περιποιημένες και κομψές. Ευτυχούς το γεγονός ότι τελείωσε νωρίτερα τη δουλειά της είχε ως αποτέλεσμα να μη βρίσκεται τριγύρω καμιά από τις συναδέλφους της καθαρίστριες για να της προτείνει να περπατήσουν μαζί ως τη στάση του λεωφορείου ή —ακόμα χειρότερο— να τη δει να μπαίνει στη λιμουζίνα του προέδρου. Διότι κάτι τέτοιο θα φαινόταν στα μάτια της... Και μόνο η σκέψη έκανε τα μάγουλα της Τζέσικα να πυρώσουν. Το ενδεχόμενο να δώσει στις συναδέλφους της την εντύπωση της εύκολης και
ανήθικης θα ήταν τόσο άδικο, που δεν άντεχε ούτε να το συλλογίζεται. Αλλά τώρα πια δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για πισωγυρίσματα. Ο Σαλβατόρε της είχε ζητήσει να μην αργήσει. Έτσι, άρπαξε την τσάντα της και κινήθηκε βιαστικά προς την έξοδο. Βρήκε την εντυπωσιακή λιμουζίνα να την περιμένει μπρο- -στά στην πίσω είσοδο με αναμμένη τη μηχανή. Βλέποντάς την η Τζέσικα, ξεροκατάπιε. Βέβαια είχε υπόψη της ότι για κάποιους οι μετακινήσεις με ένα τέτοιο αυτοκίνητο ήταν καθημερινή και συνηθισμένη υπόθεση. Στο δικό της κόσμο, όμως, αυτά τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούνταν μονάχα σε γόμους. Γόμους; Σφίγγοντας σπασμωδικά τα δάχτυλά της στην τσάντα της, αναρωτήθηκε τι την είχε κάνει να σκεφτεί το γάμο. Μ ήπως η εντελώς απροσδόκητη ερώτηση του Σαλβατόρε σχετικά με το αν ήταν παντρεμένη; Αλλά τι στο καλό τον ενδιέφερε να μάθει μια τέτοια πληροφορία για τη ζωή της; Η ξαφνική εμφάνιση του οδηγού της λιμουζίνας την ανάγκασε να σταματήσει αυτές τις σκέψεις. Εκείνος της άνοιξε ευγενικά την πόρτα και της έκανε νόημα να μπει στο αυτοκίνητο. Είχε ανοίξει την πόρτα για κείνη! Την Τζέσικα! «Ευχαριστώ πολύ», πρόφερε βιαστικά η Τζέσικα καθώς προσπαθούσε να μπει στη λιμουζίνα με όσο μεγαλύτερη χάρη μπορούσε. Πράγμα δύσκολο, μια και ο Σαλβατόρε, ο
οποίος καθόταν στην άλλη άκρη του δερμάτινου καθίσματος, είχε απλώσει τα μακριά του πόδια μπροστά! Η Τζέσικα του έριξε μια κλεφτή ματιά. Πρόσεξε ότι είχε τα χέρια του δεμένα στο στέρνο του. Παρ' όλο που προσπάθησε, δεν κατάφερε να διακρίνει την έκφραση του προσώπου του εξαιτίας του χαμηλού φωτισμού που υπήρχε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Ωστόσο κατάφερε να αντιληφθεί μια έντονη λάμψη στα μάτια του, τη στιγμή που εκείνος έριξε το βλέμμα του πάνω της. «Ήρθες επιτέλους». Ήταν τα πρώτα λόγια που ανέβηκαν στα χείλη του μετά την απογοήτευση που του προκάλεσε η πρώτη εντύπωση. Τελικά το περίφημο σχέδιό του είχε αποδειχτεί εντελώς παλαβό. Μ ’ αυτή τη φτηνή άχαρη καπαρντί-να που έκρυβε εντελώς τη λεπτή μέση και τις κομψές της καμπύλες, η Τζέσικα έδειχνε ακριβώς αυτό που ήταν. Μ ια συνηθισμένη και ασήμαντη νεαρή. Κάποια που δε θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να τον συνοδεύσει οπουδήποτε. Και που η μόνη σχέση που θα μπορούσε να έχει μαζί του θα ήταν να του μεταφέρει τα ψώνια στο διαμέρισμα. Ποιος θα με έπαιρνε στα σοβαρά αν ισχυριζόμουν ότι βγαίνω μαζί της; αναρωτήθηκε κακόκεφος. Σίγουρα κανένας λογικός και ισορροπημένος άνθρωπος. «Πού μένεις;» Η ερώτηση απευθυνόταν στην Τζέσικα. Εκείνη σφίχτηκε πάνω στο κάθισμα. «Στο Σέπερντ Μ πους», είπε και ενημέρωσε για την ακριβή της διεύθυνση τον οδηγό, ο οποίος αμέσως μετά έκλεισε το
ενδιάμεσο χώρισμα αφήνοντάς τη μόνη με τον Σαλβατόρε. Η έντονη νευρικότητά της του προκάλεσε ένα βεβιασμένο μειδίαμα. Μ ήπως είναι τόσο συγκρατημένη επειδή φοβάται ότι θα της κάνω κάποια ανήθικη πρόταση; αναρωτήθηκε με σαρκασμό. Γιατί, αν συμβαίνει πράγματι κάτι τέτοιο, ε, τότε τι να πω; Έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της! «Χαλάρωσε», τη συμβούλευσε μαλακά, γυρνώντας ελάχιστα προς το μέρος της. Η Τζέσικα αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή του. Έτσι, άφησε το κορμί της να γλιστρήσει μαλακά πάνω στο κάθισμα, το οποίο όμως ήταν τόσο αναπαυτικό, που σχεδόν τη ρούφηξε μέσα του. «Σας ευχαριστώ. Είναι πολύ ευγενική η εξυπηρέτηση που μου κάνετε», είπε διστακτικά στον Σαλ-βατόρε μόλις κατάφερε να ισορροπήσει το βάρος της. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, δε χρειάζεται να το συζητάμε», παρατήρησε αδιάφορα εκείνος. «Εσείς πού... πού μένετε;» Φυσικά η ερώτηση ήταν πολύ προσωπική και το γνώριζε. Εκείνο που δε γνώριζε ήταν οι κώδικες επικοινωνίας που μπορούσε να ακολουθήσει μαζί του για να κάνουν μια υποτυπώδη συζήτηση. Γιατί βέβαια δεν ήταν διατεθειμένη να τον ρωτάει σε όλη τη διαδρομή αν ήταν ικανοποιημένος με το επίπεδο καθαριότητας του
γραφείου του! «Στο Τσέλσι». Φυσικά. Πού αλλού θα έμενε εκτός από το αριστοκρατικό και λαμπερό Τσέλσι με τις κατάλευκες, επιβλητικές βίλες και τα περιποιημένα πανύψηλα δέντρα. «Δε θα ήθελα με τίποτα να σας βγάλω από το δρόμο σας, κύριε». Η συγκεκριμένη προσφώνηση ακούστηκε εντελώς παράταιρη στ' αυτιά του Σαλβατόρε, δεδομένης της οικειότητας που δημιουργούσε έτσι κι αλλιώς η συνύπαρξη μέσα στο περιορισμένο αλλά εξαιρετικά χαλαρωτικό και ευχάριστο εσωτερικό της λιμουζίνας. Ωστόσο δεν είπε τίποτα. Περιορίστηκε να βολευτεί ακόμα πιο άνετα στο κάθισμα και να στρέψει τα μάτια του στο παράθυρο, έχοντας στα χείλη ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Θα μπορούσα να πω στον οδηγό να με αφήσει πρώτο», της απάντησε ύστερα από κάμποση ώρα, όταν η σιωπή είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα βαριά για την Τζέσικα. «Αλλά δεν το έκανα, επειδή υπάρχουν ακόμα άγνωστα κομμάτια της πόλης που δεν τα γνωρίζω. Ένα απ’ αυτά είναι και το Σέπερντ Μ πους». Μ ην έχεις και μεγάλες προσδοκίες, ήταν το πρώτο που σκέφτηκε η Τζέσικα. Ωστόσο συγκρατήθηκε και περιορίστηκε να του ανταποδώσει το
χαμόγελο. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν ήταν ευγενικό να τον ρωτήσει αν του άρεσε η ζωή στην Αγγλία, αλλά άλλαξε γνώμη όταν θυμήθηκε πως ο πρόεδρος του Ομίλου Επιχειρήσεων Καρντίνι έδειχνε να αντιπαθεί τις γενι-κόλογες συζητήσεις. Αλλωστε ήταν φανερό ότι ανήκε σ’ εκείνο το είδος των αντρών που αρέσκονται να έχουν την πρωτοβουλία σε όλα τα θέματα. Ο Σαλβατόρε εισέπνευσε βαθιά, νιώθοντας μια απέραντη ανακούφιση με τη σιωπή που επικρατούσε στο αυτοκίνητο. Το γεγονός ότι η Τζέσικα δεν έκανε καμιά προσπάθεια να την καταστρέφει με περιττές κουβέντες τού είχε προκαλέσει μια ευχάριστη έκπληξη. Για ποιο λόγο οι περισσότερες γυναίκες δε δείχνουν να εκτιμούν στο ελάχιστο την αξία της σιωπής; αναρωτήθηκε μισοκλείνοντας χαλαρωμένος τα μάτια του. Καθώς διέσχιζαν τη βρεγμένη πόλη, διαπίστωσε ότι πρώτη του φορά ένιωθε τόσο ασφαλής και ήρεμος μέσα στο ζεστό αυτοκίνητο. Ίσως επειδή πρώτη φορά έχω δίπλα μου κάποιον που δε θεωρεί δεδομένη όλη αυτή την άνεση και την πολυτέλεια, συλλογίστηκε καθώς έβλεπε το αυτοκίνητο να στρίβει σε ένα δρόμο με σπίτια κολλημένα το ένα στο άλλο. «Είναι το τελευταίο στη σειρά», ενημέρωσε η Τζέσικα τον οδηγό, νιώθοντας απίστευτα ανακουφισμένη που η διαδρομή είχε πάρει τέλος χωρίς κανένα απολύτως απρόοπτο. Τουλάχιστον αυτό ένιωθε εν μέρει εκείνη τη στιγμή. Γιατί υπήρχε και κάτι άλλο. Ένιωθε μια παράξενη απροθυμία να αφήσει πίσω της όλη αυτή τη
ζέστη και την πολυτέλεια για να βγει στην πραγματικότητα που την περίμενε απέξω. «Εδώ». «Είναι δικό σου; Εννοώ ιδιόκτητο;» τη ρώτησε ο Σαλβατόρε καθώς το αυτοκίνητο φρέναρε μπροστά στο μικρό, κάπως παλιό και παραμελημένο σπίτι. Η Τζέσικα γύρισε και τον κοίταξε, προσπαθώντας να καταλάβει αν ήταν τρελός ή απλώς την κοροΐδευε. Ησύχασε, είναι απλώς πλούσιος και οι πλούσιοι είναι διαφορετικοί, την καθησύχασε η λογική της. Δε φταίει εκείνος που δεν καταλαβαίνει ότι οι άνθρωποι σαν εσένα αγωνίζονται με μοναδικό σκοπό την καθημερινή επιβίωση. Νιώθοντας αρκετά πιο ήρεμη τώρα, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Η γη στο Λονδίνο είναι πολύ ακριβή», τον πληροφόρησε με ύφος σοβαρό. «Εδώ μένω με ενοίκιο. Στην πραγματικότητα, το μοιράζομαι με άλλες δύο κοπέλες. Η Γουίλοου εργάζεται στο χώρο της μόδας και η ΦρεΊα είναι αεροσυνοδός. Γι’ αυτό και τον περισσότερο καιρό λείπει, θέλω να πω ταξιδεύει λόγω της δουλειάς της και...» Αλλά ο Σαλβατόρε είχε πάψει ν’ ακούει τι του έλεγε. Κι αυτό, για τον περίεργο λόγο ότι η βροχή είχε επιτελούς σταματήσει, με αποτέλεσμα να έχει προβάλει ένα πανέμορφο ολοστρόγγυλο
φεγγάρι ανάμεσα στο κενό που άφηναν τα μαύρα σύννεφα. Ε, λοιπόν, είναι απίστευτο τι μπορεί να κάνει το φως του φεγγαριού. Σχεδόν σαστισμένος και ο ίδιος με τις αντιδράσεις του, έπιασε τον εαυτό του να περιεργάζεται για πρώτη φορά το πρόσωπο της Τζέσικα. Έτσι, παρατήρησε την αλαβάστρινη, φίνα επιδερμίδα της, τα λαμπερά γκρίζα μάτια της, που έκρυβαν μια αλλόκοτη σοφία, το τρυφερό χαμόγελό της στα όμορφα χείλη της. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη. Τόσο, που μέσα σε μια στιγμή τον έκανε να ξεχάσει τη φτώχεια και τη μιζέρια που υπήρχε έξω από τη λιμουζίνα. «Έχεις να κάνεις κάτι αύριο το βράδυ;» τη ρώτησε εντελώς αυθόρμητα. Η Τζέσικα τα έχασε και ανοιγόκλεισε αμήχανη τα μάτια της. «Όχι. Γιατί;» είπε παραξενεμένη. «Τι θα έλεγες αν σου ζητούσα να έρθεις μαζί μου στο δείπνο που σου ανέφερα;» «Εννοείτε ως συνοδός σας;» τον ρώτησε η Τζέσικα με τρε-μάμενη φωνή. Ο Σαλβατόρε ενοχλημένος κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. Ως τι θα μπορούσε να με συνοδεύσει; Ως η προσωπική μου καθαρίστρια; αναρωτήθηκε βλοσυρός. Ωστόσο την επόμενη στιγμή ανέκτησε την ψυχραιμία του και συνειδητοποίησε ότι η Τζέσικα ήταν η μοναδική γυναίκα με την οποία μπορούσε να είναι
ειλικρινής. Γιατί μια κοπέλα σαν αυτή ήταν αδύνατον να παρεξηγήσει την κατάσταση. Την οποία πόντους και ο ίδιος φρόντισε να ξεκαθαρίσει με απόλυτη σαφήνεια. «Ναι, φυσικά. Εκείνο που θέλω στην πραγματικότητα είναι να παριστάνεις ότι είσαι το κορίτσι μου. Εννοώ...» «Το κορίτσι σας;» τον διέκοψε αυθόρμητα η Τζέσικα. Βέβαια, το αφεντικό σου δεν το διακόπτεις ποτέ και η Τζέσικα το ήξερε καλά αυτό. Όπως είχαν όμως τα πράγματα, οι κανόνες είχαν χάσει κάπως τη σημασία τους. Ήταν προφανές ότι την ίδια άποψη είχε και ο Σαλβατόρε, διότι έσπευσε να της εξηγήσει τι εννοούσε, χωρίς την παραμικρή δυσαρέσκεια. «Αυτό που θέλω είναι να παίξουμε θέατρο. Τίποτα το ιδιαίτερο, δηλαδή. Απλώς να με κοιτάζεις έντονα στα μάτια πότε πότε και να παριστάνεις την ερωτευμένη. Νομίζεις ότι μπορείς να το κάνεις;» Καθώς πρόφερε την τελευταία φράση, τα μάτια του λαμπύριζαν κάπως περιπαικτικά. Κι αυτό, επειδή γνώριζε ότι δεν υπήρχε γυναίκα που να μην μπορούσε να υποκριθεί οτιδήποτε με απόλυτη επιτυχία και χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Έτσι, συνέχισε απτόητος. «Εκείνο που σου ζητάω είναι να διώξεις από πάνω μου τα αρπακτικά που ανυπομονούν να με κατασπαράξουν και να με βοηθήσεις να κάνω παντού γνωστό μια για πάντα ότι όποτε θέλω
σύντροφο τη βρίσκω από μόνος μου». «Ναι, καταλαβαίνω...» Η Τζέσικα δάγκωσε τα χείλη της αμήχανη σε μια προσπάθεια να ελέγξει την αναστάτωσή της. «Ωστόσο πιστεύω ότι θα μπορούσατε να απευθυνθείτε σε ένα σωρό άλλες γυναίκες για μια τέτοια εξυπηρέτηση». «Α, μην το λες». Ο Σαλβατόρε χαμογέλασε σαρκαστικά. «Δυστυχώς όλες οι γνωστές μου είναι εντελώς ακατάλληλες για τη δουλειά που τις χρειάζομαι. Για πολλούς λόγους». Ο βασικότερος ήταν ότι τον έβλεπαν ως πιθανό σύζυγό τους. Μ ια χάρη που δεν είχε κανένα σκοπό να τους κάνει. «Αλλά δεν...» Η Τζέσικα δάγκωσε και πάλι τα χείλη της, γνωρίζοντας ότι η επόμενη ερώτηση που θα του έκανε ήταν υποτιμητική για την ίδια. Ωστόσο ήταν αδύνατον να την αποφύγει. «Δε νομίζετε ότι... ότι θα φανεί εντελώς απίστευτο κάποιος σαν εσάς να βγαίνει με κάποια σαν εμένα;» «Πιθανόν». Κοιτάζοντας αποδοκιμαστικά τη φαρδιά κα-παρντίνα που εκείνη φορούσε αντί για αδιάβροχο, ο Σαλβα-τόρε ένευσε καταφατικά. «Ιδιαίτερα αν εμφανιστείς ντυμένη όπως τώρα. Θα είναι πολύ δύσκολο να πείσουμε οποιον-δήποτε». «Δε φαντάστηκα ποτέ ότι θα έπρεπε να έρχομαι στη δουλειά ντυμένη με τα καλά μου», απάντησε η Τζέσικα φανερά πληγωμένη.
Ο Σαλβατόρε ένιωσε τις ελπίδες του να αναπτερώνονται. «Εννοείς ότι μπορεί να βρεις στην ντουλάπα σου κάτι κατάλληλο για την περίσταση;» Η πρώτη της σκέψη ήταν να του απαντήσει αρνητικά. Αλλαξε όμως γνώμη όταν συνειδητοποίησε ότι κάτι τέτοιο δε θα την απάλλασσε καθόλου από την υποχρέωση να τον εξυπηρετήσει. Όντας σίγουρη ότι ο Σαλβατόρε θα επέμενε πιεστικά μέχρι να γίνει το δικό του, αποφάσισε να συμβιβαστεί. Αλλωστε, αν του δήλωνε πως δεν είχε κανένα ρούχο της προκοπής, δε θα ήταν σαν να του ζητούσε να της αγοράσει ο ίδιος; Πράγμα που η περηφάνια της δεν το σήκωνε με τίποτα! Γιατί μπορεί να καθάριζε το γραφείο του, αλλά αυτό δε οήμαινε απαραίτητα πως δεν ήταν άτομο κοινωνικό και σύγχρονο! Αυτή όμως ήταν μόνο η μισή αλήθεια. Γιατί η άλλη μισή ήταν πως κατά βάθος ένιωθε μεγάλο ενθουσιασμό στην ιδέα ότι θα συνόδευε τον Σαλβατόρε Καρντίνι σε μια κοινωνική περίσταση. Αλλωστε μια τέτοια ευκαιρία ήταν αδύνατον να της παρουσιαστεί δεύτερη φορά, γι’ αυτό και θα ήταν έγκλημα να την αγνοήσει. «Φυσικά και έχω», του απάντησε με ύφος περήφανο, νιώθοντας να την κατακλύζει αυτόματα μια αίσθηση σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. «Αλλά δεν είμαι ακόμα σίγουρη, κύριε, ότι είναι φρόνιμο να δεχτώ». Η δήλωσή της έκανε τον Σαλβατόρε να χαμογελάσει, αλλά
μαζί και να εκνευριστεί. Θα είναι μεγάλη ανοησία από μέρους της αν φαντάζεται ότι μπορεί να παίξει μαζί μου, συλλογίστηκε με συγκρατημένη αγανάκτηση. Καλά θα κάνει να αντι-ληφθεί ότι έχει να κάνει με έναν ώριμο άντρα και όχι με κανένα κακομαθημένο αγοράκι. Γιατί, αν ήθελα, θα μπορούσα να την είχα αναγκάσει να κάνει αυτό που της ζητώ κροταλίζοντας απλώς τα δάχτυλά μου. Ωστόσο στο πρόσωπό του δεν καθρεφτιζόταν καμιά από αυτές τις σκέψεις που έκανε, όταν έσκυψε ελαφρά προς το μέρος της. «Θα το κάνεις όμως, σωστά;» παρατήρησε με απαλή, ήρεμη φωνή. «Έτσι δεν είναι, Τζέσικα; Και μια που το έφερε η κουβέντα, νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να πάψεις να με αποκαλείς κύριο και να μου μιλάς στον πληθυντικό. Διαφορετικά, το όλο σχέδιο είναι καταδικασμένο σε αποτυχία». Καθώς μιλούσε είχε έρθει τόσο κοντά της, που το φεγγάρι καθρεφτιζόταν στα υπέροχα μάτια του. Μ όλις ένιωσε στα ρουθούνια της την αρρενωπή μυρωδιά του, η Τζέσικα αισθάνθηκε την καρδιά της να σταματά. Ήταν τόσο γοητευτικός και ακαταμάχητος... Αλλά μήπως έπαιζε με τη φωτιά; Επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη του χαρακτήρα της, τραβήχτηκε απότομα μακριά του. «Ναι, θα έρθω», είπε βιαστικά και, απλώνοντας το χέρι της στο πόμολο της πόρτας, πήδηξε έξω από το αυτοκίνητο, πριν προλάβει κάποιος από τους δυο τους ν’
αλλάξει γνώμη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Πού είπες ότι θα πας αύριο βράδυ;» Η Γουίλοου είχε μείνει να την κοιτάζει με τα μάτια γουρλω-μενα και μια έκφραση έντονης δυσπιστίας στο πρόσωπο. Αλλά η Τζέσικα δεν έχασε στο ελάχιστο την αταραξία της. «Έξω για δείπνο», της δήλωσε, βγάζοντας τη στεγνή καπαρ-ντίνα της. «Μ ε τον Σαλβατόρε Καρντίνι», έσπευσε να διευκρινίσει, θέλοντας να το ακούσει και η ώια για να μπορέσει να το πιστέψει. Η Γουίλοου γούρλωσε ακόμα περισσότερο τα μάτια της. «Μ ε τον Σαλβατόρε Καρντίνι;» επανέλαβε κατάπληκτη. «Εννοείς τον Ιταλό μεγιστάνα στα γραφεία του οποίου κάθε απόγευμα παριστάνεις την πιο γρήγορη σφουγγαρίστρα;» «Αυτόν ακριβώς». «Για μια στιγμή, Τζέσικα. Πριν συνεχίσουμε, ας σιγουρευτούμε ότι μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο. Εγώ αναφέρομαι σε έναν κούκλο με μπλε μάτια, με κορμί που σκοτώνει και με το πιο θανατηφόρα γοητευτικό βλέμμα του κόσμου». «Ωραία. Για τον ίδιο λέμε».
Σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει το σοκ, η Γουίλοου φύση-ξε δυνατά για να διώξει ένα ξανθό τσουλούφι από το πρόσωπό της. «Θα ξέρεις φαντάζομαι ότι πρόκειται για διεθνή πλεϊμπόι... Ότι έχει τη φήμη ενός από τους πιο επικίνδυνους καρδιοκατακτητές...» «Ναι, ομολογώ ότι κάτι έχω ακούσει». Και πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά; Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περιοδικό που να άξιζε τα λεφτά του και να μην περιλάμβανε τακτικά στην ύλη του κάποιο άρθρο για τον περιβόητο Ιταλό επιχειρηματία. «Και τι δουλειά έχεις εσύ, Τζέσικα, με έναν τέτοιον άντρα;» «Για μια στιγμή!» Επιστρατεύοντας όλο της το κουράγιο, η Τζέσικα κοίταξε τη Γουίλοου με βλέμμα σταθερό. «Και σταμάτα να με κοιτάζεις έτσι! Ξέρω καλά ότι εργάζεσαι σε ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό και ότι πολύ θα ήθελες να σου δώσω μια αποκλειστική συνέντευξη που να τον αφορά, αλλά ξέχνα το! Ο Σαλβατόρε είναι το αφεντικό μου, γι’ αυτό και σκοπεύω να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Αποκλείεται να μου πάρεις λέξη! Αν θέλεις μάλιστα να ξέρεις, ένας από τους λόγους που έχω αυτή τη δουλειά είναι η διακριτικότητά μου!» «Μ α μια απλή καθαρίστρια είσαι, για τ' όνομα του Θεού!» «Αυτό όμως δε με εμποδίζει να πληρώνω τους λογαριασμούς μου εδώ!» διαμαρτυρήθηκε η Τζέσικα φέρνοντας στο μυαλό της τα
τεράστια ποσά που αναγκαζόταν να πληρώνει κάθε μήνα για τη μικροσκοπική κάμαρα που κρατούσε στο σπίτι με τα τρία υπνοδωμάτια. Βέβαια, και οι άλλες συγκά-τοικοι πλήρωναν τα ίδια, αλλά εκείνη δεν είχε την άνεση να τηλεφωνεί στους γονείς της και να ζητάει ενισχύσεις όποτε αντιμετώπιζε κάποιο οικονομικό πρόβλημα, σε αντίθεση με τη Γουίλοου και τη Φρέια. «Τέλος πάντων. Αν είναι τόσο φιλική η σχέση σας, γιατί δεν του λες ότι η φίλη σου θα του ήταν υπόχρεη αν δεχόταν να της δώσει μια συνέντευξη; Υπόσχομαι ότι θα τον αφήσω να πει ό,τι θέλει». Η Γουίλοου κούνησε επιδοκιμαστικά το όμορφο κεφάλι της. «Και θα σε βγάλει έξω; Μ ου φαίνεται απίστευτο». Ακόμα και να ήθελε να την αδικήσει η Τζέσικα, ήξερε πως θα ήταν κρίμα να το κάνει. Κι αυτό επειδή η ψηλή, ξανθιά και απίστευτα κομψή Γουίλοου, με τις ορδές των θαυμαστών να την ακολουθούν κατά πόδας —αλλά χωρίς καμιά επιτυχία — δεν είχε καταφέρει μέχρι σήμερα να κατακτήσει έναν άντρα του διαμετρήματος του Σαλβατόρε. Και τώρα να που εκείνη, η ασήμαντη και παραμελημένη Τζέσικα, τα είχε καταφέρει. Τουλάχιστον, θεωρητικά! «Είναι πράγματι λίγο απίστευτο», συμφώνησε ήρεμα. «Μ πορείς να μου πεις τι τον ώθησε να σου ζητήσει να βγείτε;»
Αποφεύγοντας το βλέμμα της φίλης της, η Τζέσικα έπιασε το φλιτζάνι με το καυτό τσάι που είχε ετοιμάσει. Δε θα ήταν ταπεινωτικό να της ομολογήσει όλη την αλήθεια; Ότι, δηλαδή, ο Σαλβατόρε την ήθελε για να διώχνει τις άλλες γυναίκες που τον περιτριγύριζαν; Τόσο κακό θα ήταν να επιτρέψει και η ίδια μια φορά στον εαυτό της να ζήσει το παραμύθι; Μ ια φαντασίωση που ήταν βέβαιο ότι δεν επρόκειτο να επαναληφθεί ποτέ; «Νομίζω ότι απλώς του αρέσει η συντροφιά μου», αποκρίθηκε με φυσικότητα. «Ναι, αλλά...» Στρέφοντας απότομα το κεφάλι, άφησε όλη την πικρία που της προκάλεσε η ένσταση της φίλης της να διαφανεί στο πρόσωπό της. «Τι ‘αλλά’, Γουιλοου; Εννοείς ότι το βρίσκεις τόσο απίθανο ένας γοητευτικός και πλούσιος άντρας να ενδιαφερθεί για ένα ασήμαντο και απλοϊκό κορίτσι όπως εγώ;» «Όχι, δεν είπα κάτι τέτοιο...» «Ναι, το είπες. Και είχες δίκιο. Αλλωστε το ίδιο ακριβώς αναρωτήθηκα κι εγώ μόλις μου έκανε την πρόταση». Πηγαίνοντας αργά μέχρι τον καναπέ, η Τζέσικα κάθισε στα αναπαυτικά μαξιλάρια με τη ζεστή κούπα ανάμεσα στα χέρια της, συνειδητοποιώντας πόσο δύσκολο ήταν να γίνει πιστευτή η ιστορία που είχε επινοήσει ο Σαλβατόρε. Ποιος θα μπορέσει να πάρει στα σοβαρά ένα τέτοιο σενάριο
επιστημονικής φαντασίας; συλλογίστηκε με μια αδιόρατη θλίψη. «Το θέμα είναι», εξήγησε στη Γουιλοου, «ότι οι άνθρωποι που τον έχουν καλέσει για δείπνο προσπαθούν να τον στρι-μώξουν να παντρευτεί μια γυναίκα από τον κύκλο τους. Έτσι, εκείνος σκέφτηκε να εμφανίσει εμένα για αντιπερισπασμό. Ελπίζει ότι, μόλις τον δουν με μια νέα γυναίκα στο πλευρό του, θα τον θεωρήσουν δεσμευμένο και θα πάψουν να τον πολιορκούν». Βλέποντας την απορία στο πρόσωπο της Γουίλοου, κατάλαβε ότι όφειλε να γίνει ακόμα περισσότερο σαφής. «Είναι προφανές ότι αποφάσισε να αναθέσει σ’ εμένα αυτή την αποστολή, επειδή οποιαδήποτε άλλη με περισσότερα προσόντα θα άρχιζε να τρέφει αυταπάτες και να γεμίζει το κεφάλι της με φρούδες ελπίδες. Εγώ όμως, επειδή ξέρω καλά ποια είναι η θέση μου, δεν κινδυνεύω να παρασυρθώ σε ανόητες ονειροφαντασίες». «Σε πληρώνει για να το κάνεις;» Ο κοφτός τόνος της Γουίλοου έκανε την Τζέσικα να αφήσει το φλιτζάνι της στο τραπέζι με μάγουλα που έκαιγαν. «Όπως το λες, με κάνεις να νιώθω σαν... σαν αδίστακτη εκβιάστρια!» «Δεν εννοούσα αυτό». Η Γουιλοου κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε με απόγνωση. «Απλώς προσπαθούσα να σου δώσω να καταλάβεις ότι του κάνεις μια μεγάλη χάρη. Εσύ τι έχεις να κερδίσεις απ’
αυτή;» Η ερώτηση έφερε για πρώτη φορά την Τζέσικα αντιμέτωπη μ' αυτό που θα συνέβαινε. Και τότε συνειδητοποίησε ότι δε φοβόταν να βρεθεί ανάμεσα σε μοντέρνους και πλούσιους ανθρώπους. Στο κάτω κάτω, διέθετε κι εκείνη τις άμυνές της. «Μ ια γεύση ενός διαφορετικού τρόπου ζωής», υποστήριξε ατάραχη. «Την επαφή με έναν κόσμο που μέχρι σήμερα δεν μπορούσα με τίποτα να τον πλησιάσω. Το πρόβλημα είναι αν θα καταφέρω να πείσω ότι μπορώ να ταιριάξω μαζί τους και... το πιο σημαντικό... τι θα φορέσω». Κοίταξε τη φίλη της με ύφος παρακλητικό. «Σ’ αυτό το σημείο θα χρειαστώ απαραίτητα τη βοήθειά σου». Η Γουίλοου που ήταν μόνο λίγα εκατοστά πιο ψηλή και ελάχιστα γραμμάρια πιο λεπτή από την Τζέσικα, της χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Μ ην ανησυχείς και είμαι βέβαιη ότι μπορώ να σου φανώ χρήσιμη. Μ πορείς να είσαι σίγουρη, Τζέσικα Μ άρτιν, ότι μόλις βγεις από τα χέρια μου θα είσαι σε θέση να κάνεις το Σικελό συνοδό σου να πέσει ξερός!» *** Την άλλη ήμερα η Τζέσικα παρέλειψε το μεσημεριανό γεύμα προκειμένου να μπορέσει να φύγει νωρίτερα από το γραφείο. Μ όλις έφτασε στο σπίτι, μπήκε κατευθείαν στην μπανιέρα. Ένιωθε τόσο ταραγμένη, που κόπηκε καθώς ξύριζε τα πόδια της. Στην προσπάθεια να καταφέρει κάπως να
χαλαρώσει, έμεινε μέσα στο νερό μέχρι που ένιωσε ότι άρχιζε να παγώνει. Όταν βγήκε από το μπάνιο κόντευε ήδη να σουρουπώσει. Αμέσως μετά ξεκίνησε το μαρτύριο του ντυσίματος και ξε-ντυσίματος. Κάτω από το αυστηρά κριτικό βλέμμα της Γουί-λοου, άλλαξε τουλάχιστον είκοσι σύνολα, αφού απέρριπτε με την πρώτη κάθε ρούχο που της φαινόταν υπερβολικά κοντό ή εφαρμοστό ή αποκαλυπτικό ή... Οτιδήποτε τέλος πάντων την έκανε να νιώθει φτηνή και εύκολη. Μ έχρι τις οκτώ το βράδυ τα νεύρα της κόντευαν να σπάσουν και ένιωθε να τρέμει από την αγωνία. Ήταν ακριβώς σ' αυτή την κατάσταση, όταν ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. «Θα πάω ν’ ανοίξω εγώ», την καθησύχασε αμέσως η Γουί-λοου, κάνοντάς της νόημα να ηρεμήσει. Μ όλις έμεινε μόνη, η Τζέσικα έβαλε λίγο άρωμα και, αφού έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, πήγε στο σαλόνι για να συναντήσει το αφεντικό της, που είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με τη Γουιλοου στο βελουδένιο καναπέ. Ένα βλέμμα στάθηκε αρκετό για να δικαιώσει όλες τις ώρες αγωνίας που είχε περάσει. Ο Σαλβατόρε —ντυμένος με ένα ακριβό βραδινό κοστούμι που τόνιζε τα μακριά του πόδια και τους στενούς γοφούς του— έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά με τον τρόπο που κάρφωσε πάνω της τα υπέροχα μάτια του.
Τι στο καλό πρέπει να του πω; αναρωτήθηκε πανικόβλητη. Πώς να του μιλήσω; Ευτυχώς από τη δύσκολη θέση την έβγαλε ο ίδιος. «Γεια σου, Τζέσικα», τη χαιρέτησε φιλικά. «Γεια... γεια σου». «Δείχνεις... πολύ διαφορετική». «Αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση!» ομολόγησε η Τζέσικα ξεφυσώντας, αλλά δαγκώθηκε όταν είδε την προειδοποιητική ματιά της Γουίλοου. Η οποία, βέβαια, είχε δίκιο. Γιατί, αν περνούσε όλο το βράδυ τονίζοντας τις διαφορές μεταξύ τους, η έξοδος θα αποδεικνυόταν σκέτη αποτυχία. Έτσι, προσπάθησε να φερθεί σαν γυναίκα του κόσμου. «Ευχαριστώ». Ο Σαλβατόρε έμεινε να την περιεργάζεται διακριτικά όση ώρα εκείνη έψαχνε το παλτό της. Βέβαια το μεταξωτό μαύρο φόρεμα που φορούσε ήταν λίγο συντηρητικό, αλλά του άρεσε όπως ήταν. Και το κορμί της... ήταν πολύ καλό. Εξαιρετικά καλό, αναγνώρισε κοιτάζοντάς την εξεταστικά. Όσο για τα μαλλιά της ήταν πυκνά και λαμπερά και πλαισίωναν σαν φωτοστέφανο το πρόσωπό της. Στην πραγματικότητα, ήταν ελκυστική. Πολύ πιο ελκυστική από όσο φανταζόταν ότι θα μπορούσε να γίνει. Αλλά, φυσικά, εξακολουθούσε να απέχει πολύ από τον τύπο της γυναίκας που τον
ενέπνεε. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσε να μην εντυπωσιαστεί με το πόσο εύκολο είναι να αλλάξεις γνώμη για κάποιον μέσα σε μία και μόνο στιγμή. Γιατί αυτό ακριβώς του είχε συμβεί με την Τζέσικα, μόλις είδε κάτι περισσότερο από τα καθάρια γκρίζα μάτια της και το απαλό, διάφανο πρόσωπό της. Ε, δεν είχε νόημα να το αρνείται. Ο τρόπος που αγκάλιαζε το μεταξωτό μαύρο ύφασμα τα σφιχτά οπίσθιό της τον έκανε να τη βρίσκει ακαταμάχητη. Η ανάσα του ήταν λιγάκι ακανόνιστη όταν της πήρε το παλτό από το χέρι. «Αφησέ με να σε βοηθήσω», της είπε καθώς έγερνε ελαφρά προς το μέρος της. Η Τζέσικα είχε μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου άντρες και γυναίκες ένιωθαν ίσοι και αυτάρκεις. Ποτέ κανένας γνωστός της δε θα διανοούνταν να βοηθήσει μια γυναίκα να φορέσει το παλτό της ή να της ανοίξει την πόρτα για να περάσει πρώτη. Γι' αυτό, καθώς γλιστρούσε τα χέρια της μέσα στα φοδραρισμένα μανίκια του πανωφοριού της, ένιωσε να την πλημμυρίζει μια αίσθηση μαγική. Μ ήπως όμως και ο Σαλβατόρε ένιωθε κάτι αντίστοιχο; Εκτός κι αν ήταν της φαντασίας της ότι τον είχε νιώσει να την αγγίζει ελαφρά... Έξαψνα άκουσε τη φωνή του σαν μέσα σε όνειρο. «Έλα. Μ ας περιμένει έξω το αυτοκίνητο». Η Γουίλοου έσπευσε να τους ανοίξει την εξώπορτα. «Γεια σου,
Σαλβατόρε. Ελπίζω να σε ξαναδώ», του είπε με ένα πλατύ χαμόγελο. Μ προστά στη λιμουζίνα ο οδηγός έσπευσε να της ανοίξει την πόρτα, αλλά πριν να μπει μέσα η Τζέσικα γύρισε και κοίταξε το Σικελό μεγιστάνα. «Τους... ενημέρωσες ότι θα φέρεις κάποια μαζί σου;» τον ρώτησε συγκρατημένα. «Ναι». «Και τι είπαν;» Αντί να της απαντήσει, ο Σαλβατόρε έβαλε το χέρι του στη μέση της και την έσπρωξε μαλακά προς το άνετο, πολυτελές εσωτερικό του αυτοκινήτου. Ίσως να το έκανε επειδή κατά βάθος δεν ήταν και τόσο σίγουρος ότι είχε διαλέξει τη σωστή λύση. Τι θα συνέβαινε αν η Τζέσικα αποδεικνυόταν πολύ πιο αφελής και απλοϊκή από τις προσδοκίες του; Πώς θα κατά-φερνε εκείνη να αντιμετωπίσει τα επιτηδευμένα και κακεντρεχή άτομα ανάμεσα στα οποία ήταν έτοιμος να τη ρίξει; «Δεν έχει σημασία η γνώμη τους», την καθησύχασε με απαλή φωνή καθώς το αυτοκίνητο απομακρυνόταν αθόρυβα από το σπίτι του Σέπερντ Μ πους. Πριν περάσει πολλή ώρα ήταν ήδη μέσα στην πυκνή κίνηση του κέντρου του Λονδίνου, που υποχρέωνε το αυτοκίνητο να κινείται σαν χελώνα. Ο Σαλβατόρε όμως δεν είχε μυαλό για τέτοιες
λεπτομέρειες. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί καθώς έβλεπε τα σταυρωμένα πόδια της Τζέσικα ήταν αν οι διάφανες μεταξωτές κάλτσες ήταν στερεωμένες με καλτσοδέτα ή ζαρτιέρες. Ή αν φορούσε καλσόν. Πιθανόν να λύσεις την απορία σου αργότερα, τον πείραξε έξαφνα μια γαργαλιστική φωνή μέσα στο κεφάλι του καθώς χάζευε αφηρημένος τους σκοτεινούς δρόμους που άφηναν πίσω τους. Ωστόσο η κατάσταση δεν ήταν αστεία. Του ήταν τόσο ενοχλητική αυτή η έξαψη που αισθανόταν, τόσο ανεπιθύμητη αυτή η απροσδόκητη ερωτική λαχτάρα, που άφησε να του ξεφύγει ψιθυριστά μια βρισιά. Ευτυχώς τον έσωσε το κινητό του. Μ όλις το ακούσε να χτυπάει, το άνοιξε αμέσως και άρχισε να μιλάει γρήγορα και ζωηρά στα ιταλικά, χωρίς να κάνει καν τον κόπο να κρύψει την ανακούφιση που ένιωθε. Στο μεταξύ η Τζέσικα κοιτούσε αδιάφορα έξω από το αυτοκίνητο. Η έντονη και ολοφάνερα ευχάριστη συζήτηση του Σαλβατόρε στο τηλέφωνο μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα της την αίσθηση ότι ήταν ανύπαρκτη. Κι αυτή η αίσθηση συνεχίστηκε μέχρι που η λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά σε ένα τεράστιο σπίτι στο Νάιτσμπριτζ —ένα εντυπωσιακό μέγαρο από κείνα που ήξερε μόνο από τον κινηματογράφο. «Χριστέ μου... είναι πολύ μεγάλο», ψέλλισε ξέπνοη, κοιτά-ζοντάς
το γεμάτη δέος. «Πελώριο». Ο Σαλβατόρε στράφηκε και την κοίταξε. «Μ ην εντυπωσιάζεσαι. Ένα σπίτι είναι μονάχα», παρατήρησε αδιάφορα. Για κείνον ήταν ακριβώς αυτό. Ένα απλό σπίτι. Στα μάτια της Τζέσικα όμως φάνταζε σαν εκείνα τα αρχοντικά που για να τα επισκεφτεί έπρεπε να πληρώνει εισιτήριο στην είσοδο. Μ όλις πάτησαν το πόδι τους στο κατώφλι, εμφανίστηκε αυτόματα ένα τσούρμο από υπηρέτες με στολή, οι οποίοι παρέλαβαν τα παλτά τους και τους οδήγησαν στη σάλα όπου ακούγονι αν χαμηλόφωνες συζητήσεις και ανάλαφρα γέλια. Αμέσως μόλις μπήκαν εκείνοι μέσα, όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω στον Σαλβατόρε. Η Τζέσικα ζαλίστηκε μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά από τα πολλά ονόματα που αγωνιζόταν να αποστηθίσει καθώς την παρουσίαζαν στους υπόλοιπους καλεσμένους. Εκείνες ωστόσο που δε χόρταινε να θαυμάζει ήταν οι γυναίκες που, ντυμένες με τα πιο φινετσάτα ρούχα και φορτωμένες με πανάκριβα, αστραφτερά κοσμήματα, φάνταζαν στα μάτια της σαν παραδείσια πουλιά. Είμαι εντελώς ηλίθια που ήρθα ντυμένη στα μαύρα, συλλογίστηκε γεμάτη φούρκα μόλις ξεπέρασε το πρώτο σοκ. Δε θα έπρεπε να το φανταστώ ότι ακριβώς έτσι θα ήταν ντυμένες και οι σερβιτόρες; Οι οικοδεσπότες ήταν ο Γκαρθ και η Έιμι. Τους υποδέχτηκαν μαζί
με δυο άλλες νεαρές κυρίες, τη Σούζι και την Κλερ. Καμιά από τις δυο δεν έδειξε να έχει οποιαδήποτε σχέση με ένα χλομό τύπο που τους συστήθηκε ως Στιβ. Ούτε επίσης και με κάποιον Τζέρεμι, ένα λεπτό, μυώδη άντρα με μαλλιά όρθια σαν καρφάκια, που τους πλησίασε και τους είπε μόνος του ποιος ήταν. Η Τζέσικα μάταια προσπαθούσε να καταλάβει για ποιο λόγο βρισκόταν η ίδια ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ώσπου είδε την όμορφη κοκκινομάλλα Σούζι να στέκεται μπροστά στον Σαλβατόρε και να τον κοιτάζει στα μάτια, χαρίζοντάς του το πιο αισθησιακό της χαμόγελο. «Γεια σου, Σαλβατόρε. Μ ε θυμάσαι; Συναντηθήκαμε πέρυσι στο Μ όντε Κάρλο και σου είπα ότι η Σικελία είναι το μέρος ττου αγαπώ περισσότερο σ’ ολόκληρο τον κόσμο». Παρ’ όλο που έβαλε τα δυνατά της να αδιαφορήσει, η Τζέσικα προσπάθησε να ακούσει την απάντηση του Σαλβατόρε. Αλλά δεν τα κατάφερε. Ίσως επειδή η ανεξήγητη ζήλια που την είχε πλημμυρίσει εντελώς αδικαιολόγητα έκανε τ' αυτιά της να βουίζουν. «Λίγη σαμπάνια;» Ο Γκαρθ, που την είχε πλησιάσει αθόρυβα, έτεινε προς το μέρος της ένα ποτήρι με το αφρώδες ποτό. «Έχει πολύ ευχάριστη γεύση». «Ναι, παρακαλώ». Η Τζέσικα πήρε το ποτήρι με ένα ευγενικό χαμόγελο και στη συνέχεια αφέθηκε στην ευχάριστη φλυαρία του
Τζέρεμι, που σύντομα αποδείχτηκε ότι κατείχε μια σημαντική θέση στον κόσμο του χρηματιστηρίου. «Κι εσύ τι κάνεις; Εργάζεσαι;» τη ρώτησε στο τέλος. Η Τζέσικα αντιλήφθηκε από το ύφος του ότι στο δικό του κόσμο οι γυναίκες απέφευγαν την ταλαιπωρία της εργασίας. «Ναι, θέλω να πω...» Γιατί δεν προετοίμασα μια απάντηση η ανόητη όσο είχα το χρόνο; συλλογίστηκε γεμάτη απόγνωση την ίδια στιγμή. Και τότε ξαφνικά ακούστηκε μια επιβλητική, βαθιά φωνή σε άψογα ιταλικά. «Η Τζέσικα εκπαιδεύεται για στέλεχος επιχειρήσεων». Ξαφνιασμένη που το είχε θυμηθεί ο Σαλβατόρε, ετοιμάστηκε να στραφεί προς το μέρος του, όταν την πρόλαβε η Κλερ. «Α, ώστε έτσι γνωριστήκατε; Στο χώρο της δουλειάς;» Η Τζέσικα αναζήτησε το βλέμμα του Σαλβατόρε. Πες ό,τι θέλεις εσύ, διάβασε μέσα στα εκθαμβωτικά μπλε μάτια του. «Κάτι τέτοιο», υποστήριξε τότε, νιώθοντας τα μάγουλά της να φουντώνουν. Ο Σαλβατόρε χαμογέλασε ικανοποιημένος. Τελικά η νεαρή καθαρίστρια του γραφείου του είχε αποδειχτεί ιδανική στο ρόλο που της ανέθεσε. Περφέτο! Ο τρόπος που κοκκίνιζε ήταν τόσο γλυκός και ερεθιστικός. Ήταν σίγουρος ότι όποιος την έβλεπε θα πίστευε πως ένιωθε αμηχανία επειδή είχε επιτρέψει στον εαυτό της να παρασυρθεί σε μια ρομαντική περιπέτεια στο χώρο της δουλειάς
της. Σίγουρος ότι τώρα πια ούτε καν η Κλερ με το βαρύ μακιγιάζ και το βαθύ ντεκολτέ δε θα τολμούσε να συνεχίσει την ανάκριση, στράφηκε προς το μέρος της Έιμι, που τους προσκαλούσε να περάσουν για το δείπνο. Το τραπέζι έπιανε από τη μια άκρη της μεγάλης τραπεζαρίας ως την άλλη, με λαμπερά κρύσταλλα και βάζα με πανέμορφα λευκά τριαντάφυλλα στην επιφάνειά του. Καθώς τακτοποιούσε τη μεγάλη πετσέτα από φίνο λινό ύφασμα στα γόνατά της, η Τζέσικα αναρωτήθηκε μήπως βρισκόταν σε λίγο αντιμέτωπη με εδέσματα που δεν ήξερε πώς να τα φάει, παρά τα εντατικά μαθήματα στα οποία την είχε υποβάλει η Γουίλοου το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Το δυσκολότερο απ’ όλα ήταν τα οστρακοειδή και οι αγκινάρες. Και μόνο η ιδέα να τα δει ξαφνικά σερβιρισμένα στο πιάτο της την έκανε να ιδρώνει. Ευτυχώς όμως οι φόβοι της αποδείχτηκαν υπερβολικοί. Το δείπνο ήταν απλό. Φιλέτο με πολλή σαλάτα και άφθονο κρασί. Αυτό το τελευταίο ήταν εκείνο που τιμούσαν περισσότερο οι ομοτράπεζοί της, καθώς περισσότερο έπιναν και συζητούσαν παρά έτρωγαν, με αποτέλεσμα τα πιάτα τους να παραμένουν γεμάτα. Ο Σαλβατόρε καθόταν στο κέντρο του τραπεζιού. Μ ε κάποια έκπληξη η Τζέσικα —που δε χόρταινε να απολαμβάνει την επιβλητική και κάπως δεσποτική παρουσία του — διαπίστακτε ότι οι γυναίκες που κάθονταν γύρω του δεν έδειχναν να έχουν πτοηθεί στο ελάχιστο από το γεγονός ότι είχε εμφανιστεί με συνοδό, και τον φλέρταραν ασύστολα.
Είναι δυνατόν να τον ενοχλεί όλη αυτή η αδυναμία που του δείχνουν; αναρωτήθηκε παραξενεμένη, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε ότι ήταν κάπως άκομψο να έχει μάτια μονάχα για κείνον και τότε στράφηκε στον Τζέρεμι, που καθόταν δίπλα της, και τον ρώτησε τι έκανε τον ελεύθερο χρόνο του. Κι εκείνος της απάντησε πρόθυμα ότι ήταν μανιακός με το ψάρεμα. «Μ ε σκουλήκια ή με μύγες;» τον ρώτησε η Τζέσικα και στο τραπέζι έπεσε απόλυτη σιωπή. Το πόση έκπληξη προκάλεσαν τα λόγια της το διαπίστωσε όταν είδε τον Σαλβατόρε να την κοιτάζει με ένα βλέμμα ελαφρά περιπαικτικό. «Δεν το πιστεύω, μιλάνε για σκουλήκια και μύγες!» αναφώνησε η Κλερ δήθεν αηδιασμένη. «Σου αρέσει κι εσένα το ψάρεμα, Τζέσικα, έτσι δεν είναι;» Η απαλή, βαθιά φωνή του Σαλβατόρε, που έκανε όλα τα βλέμματα να στραφούν πάνω της, προκάλεσε ένα έντονο κοκκίνισμα στα μάγουλά της. Γεμάτη αμηχανία η Τζέσικα ανασήκωσε τους ώμους της. «Ναι, ψάρευα συχνά όταν ήμουν παιδί», είπε, φέρνοντας στο μυαλό της εκείνη την παραμυθένια εποχή όπου ζούσαν ακόμα οι γονείς της και η μητέρα της της έδινε ένα καλάμι για να ψαρεύει στην άκρη του ποταμού, δίπλα στον πατέρα της.
«Θα πρέπει να ήσουν αγοροκόριτσο», παρατήρησε η Σούζι. Λκούγοντας τα λόγια της, η Τζέσικα συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ζούσε έναν από τους χειρότερους εφιάλτες της, καθώς όλοι σε περιμένουν να μιλήσεις και δεν μπορείς να αρθρώσεις λέξη. Αλλά εκείνη ήταν ξύπνια και είχε φωνή. Έτσι, αποφάσισε να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στη Σούζι, η οποία προσπαθούσε να την εκφοβίσει και να την ταπεινώσει μόνο και μόνο επειδή ήταν ξετρελαμένη με τον Σαλβατόρε. «Μ ου άρεσε πάντα να σκαρφαλώνω στα δέντρα, να ψαρεύω και να κολυμπώ στο ποτάμι», παραδέχτηκε ήρεμα. «Και δε θεώρησα ποτέ αυτά τα παιχνίδια αποκλειστικά για τα αγόρια. Γιατί δηλαδή πρέπει να έχουν μόνο εκείνα το δικαίωμα να διασκεδάζουν με την ψυχή τους;» «Μ πράβο!» επικρότησε ο Τζέρεμι την άποψή της γελώντας δυνατά. Μ ετά από αυτό άρχισε να αισθάνεται πολύ πιο άνετη και σίγουρη για τον εαυτό της. Και μάλιστα από τη στιγμή που ο Τζέρεμι της πρότεινε να πάει μαζί του για ψάρεμα στο Χαμσάιρ, όπου όπως της αποκάλυψε διέθετε μια ιδιόκτητη έκταση μπροστά στο ποτάμι. Σφίγγοντας στο χέρι της την κάρτα που της έδωσε, μπήκε ανάλαφρη λίγο αργότερα στη λιμουζίνα για να επιστρέφει στο σπίτι της. Αλλά η ευφορία και η καλή διάθεση που αισθανόταν εξατμίστηκαν
στη στιγμή μόλις βρέθηκε στο πλευρό του Σαλβατόρε στον αποκλεισμένο τους μικρόκοσμο. Εκείνος στράφηκε αργά προς το μέρος της. «Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η μικρή σου επίδειξη», της δήλωσε με απαλή και βαθιά φωνή. Η Τζέσικα αισθάνθηκε πανικό να την πλημμυρίζει στη στιγμή. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», υποστήριξε με κάποια επιφύλαξη στη φωνή και τότε είδε τα μάτια του να γυαλίζουν παράξενα μέσα στο σκοτάδι. «Περίεργο. Αναφέρομαι στην ευκολία με την οποία έγινες μια μικρή ξελογιάστρα». «Εγώ; Δε νομίζω...» «Και όμως. Σε είδα με τα μάτια μου να τυλίγεις στα δίχτυα σου τον Τζέρεμι. Και όχι μόνο. Γιατί τώρα ήρθε η δική μου σειρά». Η Τζέσικα δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι σήμαιναντα λόγια του, με αποτέλεσμα να είναι ήδη αργά όταν οσμίστηκε τον κίνδυνο στον αέρα. Πολύ αργά για οτιδήποτε. Διότι ο Σαλβατόρε Καρντίνι την έσφιγγε ήδη πάνω του και τη φιλούσε με ένα πάθος που της έκοβε την ανάσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Για μια στιγμή η Τζέσικα ένιωσε σαν να πνιγόταν. Έπαθε αυτό που λένε ότι σου συμβαίνει λίγο πριν πεθάνεις. Καθώς τα χείλη του Σαλβατόρε κούρσευαν αισθησιακά τα δικά της, είδε ολόκληρη τη ζωή της να περνάει αστραπιαία μπροστά από τα μάτια της. Τα καλά και τα κακά, τη χαρά και τον πόνο. Ωστόσο δεν πρόλαβε να παραμείνει για πολύ σ’ αυτή την κατάσταση. Επειδή το φιλί του Σαλβατόρε αφύπνισε τις αισθήσεις της σε τέτοιο βαθμό, που σύντομα το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η γεύση του κρασιού που είχε το στόμα του, η επιθυμία και η υπόσχεση που κρυβόταν στο άγγιγμά του. Καθώς τα χέρια του την κρατούσαν δυνατά, κρεμάστηκε σπασμωδικά από τους ώμους του φοβούμενη ότι ίσως λιποθυμούσε. «Σαλβατόρε», πρόφερε πνιχτά το όνομά του συνειδητοποιώντας κατάπληκτη την ίδια στιγμή ότι το χρησιμοποιούσε για πρώτη φορά. «Σι;» μουρμούρισε εκείνος και αφήνοντας ένα πνιχτό βογκητό κάλυψε τα στήθη της πάνω από το μεταξωτό ρούχο της. Αφού τα κράτησε για λίγο στις χούφτες του σαν να ζύγιζε το βάρος τους, άρχισε να τρίβει με τους αντίχειρες τις ερεθισμένες θηλές της. Το αγκομαχητό που ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της Τζέσικα ακούστηκε στ’ αυτιά του Σαλβατόρε ηδονικό. Δεν μπορεί, είναι τρελό αυτό που συμβαίνει, συλλογίστηκε
κάπως μπερδεμένος ενώ διέτρεχε τα πλευρά της με χέρια νευρικά και ανυπόμονα. Δεν είναι λογικό να νιώθω πραγματικά αυτή την τεράστια ερωτική πείνα, προσπάθησε να λογικέψει τον εαυτό του τη στιγμή που έκλεινε στα χέρια του τα σφιχτά τορνευτά οπίσθια της Τζέσικα. Φαντάζει παράλογο για κάποιον σαν εμένα, που έχω συνηθίσει να ελέγχω τις καταστάσεις, να νιώθω ξαφνικά τόσο συνεπαρμένος, τόσο αβάσταχτα ανίκανος να ελέγξω τις ορμές μου. «Πες μου τι σου αρέσει, κάρα, και θα το κάνω», υποσχέθηκε στην Τζέσικα με βραχνή φωνή. «Ή καλύτερα δείξε μου». Εκείνη δε μίλησε. Πίεσε μόνο τα χείλη της στο λαιμό του νιώθοντας εντελώς αδύναμη να συγκρατήσει το κύμα του αισθησιασμού που την παράσερνε προς την πραγματοποίηση της πιο σκοτεινής της φαντασίωσης. «Σαλβατόρε...» ψέλλισε πνιχτά για δεύτερη φορά καθώς το χέρι της διέτρεχε ανάλαφρα το μυώδη, γεροδεμένο μηρό του. Το άγγιγμά της τον έκανε να τινάξει το κεφάλι του πίσω, φανερά αναστατωμένος από τον πόθο. «Το σπίτι μου είναι εδώ κοντά», της είπε λαχανιασμένος. «Έλα μαζί μου, δε θα αργήσουμε», τη διαβεβαίωσε, σηκώνοντας το εσωτερικό τηλέφωνο για να ενημερώσει τον οδηγό. Η ερωτική λαχτάρα που φόρτιζε τα λόγια του έδωσε στην Τζέσικα την εντύπωση ότι ζούσε κάτι το εντελώς εξωπραγματικό. Περίπου σαν να επέβαινε σε ένα αυτοκίνητο που δεν είχε φρένα. Και μόλο
που όλη αυτή η άγρια αίσθηση ότι βρισκόταν στο χείλος ενός γκρεμού ξυπνούσε μέσα της ανάγκες και επιθυμίες που τη συγκλόνιζαν, στάθηκε αδύνατον να συγκροτήσει τη διαμαρτυρία που ανέβηκε στα χείλη της. «Σαλβατόρε...» μουρμούρισε άτονα αφήνοντας το χέρι της να γλιστρήσει μέσα στα πλούσια, μεταξένια, μαύρα σαν τη νύχτα μαλλιά του. «Τι είναι;» Μ ιλώντας με το στόμα του κολλημένο στη βάση του λαιμού της, εκείνος σχημάτισε με τα χείλη του ένα ερεθιστικό μονοπάτι μέχρι την κοιλάδα ανάμεσα στα στήθη της. Μ ε την καρδιά έτοιμη να σπάσει και την ανάσα της κομμένη, η Τζέσικα έβαλε τα δυνατά της να διώξει τις αμφιβολίες που επέμεναν να την αποσπούν από το παραμύθι που ζούσε. Αλλά εκείνες επέμεναν πιεστικά και αφόρητα. Έτσι, στο τέλος... «Δεν μπορώ... δεν πρέπει...» ψέλλισε με φωνή που μόλις ακούστηκε. «Σι, κάρα. Μ πορείς και πρέπει», την καθησύχασε με ένα χαμόγελο ο Σαλβατόρε, χαϊδεύοντας το πιγούνι της με την άκρη της γλώσσας του. «Το θέλεις κι εσύ. Το ξέρεις ότι με θέλεις». Η Τζέσικα δεν του απάντησε. Αντίθετα τον άφησε να την τραβήξει από κάτω του, έχοντας την αίσθηση ότι έπλεε σε ένα ποτάμι με σκοτεινά, επικίνδυνα νερά. Ώσπου κάποια στιγμή ανασήκωσε τα
βαριά από τον πόθο μάτια της και αντίκρισε την οροφή της λιμουζίνας. Και τότε ένιωσε σαν να της είχαν ρίξει έναν κουβά με παγωμένο νερό και συνήλθε απότομα. Βρίσκονταν στο αυτοκίνητό του! Και ο Σαλβατόρε ήταν έτοιμος να την κάνει δική του στο πίσω κάθισμα! «Φτάνει... σταμάτα...» διαμαρ-τυρήθηκε πνιχτά με αδύναμη φωνή. Το καλό για την Τζέσικα ήταν πως εκείνος διάλεξε εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να σύρει τολμηρά το χέρι του πάνω στο μηρό της. Εξαγριωμένη με το θράσος του, τραβήχτηκε απότομα από την αγκαλιά του, στριμώχτηκε στην άλλη άκρη του καθίσματος και τον κοίταξε βλοσυρά σαν να ήταν κάποιος που ήθελε να τη βλάψει. «Τι... τι στο καλό νομίζεις ότι κάνεις;» τον ρώτησε μόλις ξαναβρήκε τη φωνή της. Ο Σαλβατόρε προσπάθησε να τραβήξει τα μάτια από το στήθος της, που ανεβοκατέβαινε βίαια σε κάθε της ανάσα. «Ξέρεις ακριβώς τι κάνω. Ετοιμάζομαι να σου κάνω έρωτα». Η φυσικότητα με την οποία της μιλούσε την έκανε να ξεροκαταπιεί. «Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση!» «Μ α το θέλεις κι εσύ. Δεν έχει νόημα να το αρνείσαι». Η υπεροψία και ο υπέρμετρος εγωισμός που ήταν αποτυπωμένα
στο γοητευτικό πρόσωπό του την ανάγκασαν να παραδεχτεί την αλήθεια. Ναι, τον ήθελε. Σαν τρελή. Αλλά με ποιο τίμημα θα τον αποκτούσε; Μ ε το να στερηθεί τη δουλειά της; Την αξιοπρέπεια της; Τον αυτοσεβασμό της; Τραβώντας μηχανικά προς τα κάτω το μεταξωτό φόρεμα που είχε ανασηκωθεί ψηλά στους μηρούς της, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Προς στιγμήν, ναι. Παραδέχομαι πως έχασα κάπως τον έλεγχο. Αλλά είμαι σίγουρη ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε μέρος του αποψινού σχεδίου!» «Αλήθεια;» Ενοχλημένος από το σκοτωμένο πόθο, αλλά ταυτόχρονα και ανίκανος να πιστέψει ότι κάποια σαν την Τζέσικα είχε βρει τη δύναμη να του αντισταθεί, ο Σαλβατόρε άφησε να βγει από μέσα του το κακομαθημένο παιδί. «Δεν είχα ιδέα πως υπήρχε συγκεκριμένη ατζέντα για την αποψινή νύχτα!» «Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο και το ξέρεις!» υποστήριξε αγανακτισμένη η Τζέσικα. «Είσαι σίγουρη;» «Και βέβαια!» Ξαφνικά η Τζέσικα αισθάνθηκε το θυμό να την πνίγει. «Τι φαντάστηκες, μου λες; Ότι θα σου δινόμουν τόσο εύκολα;» Ενοχλημένος με την απότομη αλλαγή της, ο Σαλβατόρε μπήκε
στον πειρασμό να την πληγώσει. «Ήσουν σχεδόν έτοιμη να το κάνεις, κάρα. Δεν ήσουν;» «Ώστε... ώστε πίστεψες πως, επειδή με πήρες μαζί σου σε ένα κοσμικό δείπνο με λιμουζίνα και σοφέρ, θα αισθανόμουν τόσο ευγνώμων που θα έσπευδα να σε αποζημιώσω σε είδος!» του επιτέθηκε η Τζέσικα με μεγαλύτερη οργή από όση ένιωθε πραγματικά. Αλλά ο Σαλβατόρε είχε αρχίσει ήδη να βαριέται όλη αυτή τη σκηνή. «Η αλήθεια είναι ότι δεν κατανάλωσα ιδιαίτερη φαιά ουσία για να το σκεφτώ», της αποκρίθηκε αδιάφορα. «Επειδή δε με απασχόλησε ποτέ πραγματικά». Ούτε λίγο ούτε πολύ της δήλωνε ότι δεν περίμενε πως θα την έβρισκε ποτέ τόσο ελκυστική ώστε να ενδιαφερθεί ερωτικά γι’ αυτήν! Μ ήπως γι' αυτό ακριβώς την είχε επιλέξει και για συνοδό του; Επειδή ήταν σίγουρος ότι δε θα έμπαινε σε κανέναν πειρασμό μαζί της; Να όμως που τελικά ήταν η ίδια που είχε βρει πρώτη τη δύναμη να αποτρέψει το κακό που παραλίγο να συμβεΠ Ποια θα ήταν η εξέλιξη αν τον άφηνα να προχωρήσει; αναραττήθηκε νιώθοντας κυριολεκτικά έξαλλη μαζί του. Θα με έστελνε στο σπίτι μου μόνη με τον οδηγό του, σαν ένα ασήμαντο παιχνιδάκι που το είχε παίξει και το είχε ήδη βαρεθεί; Εκτός κι αν το έβρισκε πιο βολικό να της δώσει χρήματα για το ταξί και να την κατεβάσει από τη λιμουζίνα, έτσι ώστε να γυρίσει εγκαίρως στο
κρεβάτι του και να απολαύσει τον ύπνο του δικαίου! Μ έσα από την καυτή οργή που κόχλαζε μέσα της, άκουσε και πάλι στ’ αυτιά της τη φωνή του. «Είμαστε απλώς ένας άντρας και μια γυναίκα. Μ ερικές φορές το πάθος ξεφυτρώνει εκεί που δεν το περιμένεις. Η ζωή παίζει συχνά αλλόκοτα παιχνίδια». Καθώς της μιλούσε, άπλωσε με φυσικότητα το χέρι του και απομάκρυνε από το πρόσωπό της ένα καστανό τσουλούφι που της είχε κλείσει το ένα μάτι. Αυτή η αθώα, σχεδόν τρυφερή χειρονομία έκανε κομμάτια την Τζέσικα. Επειδή ήταν αυτό ακριβώς που θα προσδοκούσε από έναν άντρα ο οποίος θα τη νοιαζόταν αληθινά. Και θα σεβόταν την αξιοπρέπεια και την περηφάνια της. Όσο περιορισμένη πείρα κι αν έχω στα ερωτικά, ξέρω από ένστικτο μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια γυναίκα που διαθέτει αυτοσεβασμό και ήθος, συλλογίστηκε γεμάτη πίκρα. Όπως ήξερε επίσης ότι, αν άφηνε σήμερα τον Σαλβατόρε να την κάνει δική του, θα ήταν σαν να του επέτρεπε να τη χρησιμοποιήσει σαν πατσαβούρι που θα το κρατούσε όσο τον εξυπηρετούσε και στη συνέχεια θα το πετούσε στα σκουπίδια! Δεν αποκλείεται μάλιστα αύριο, που η επιθυμία του θα έχει πεθάνει, να την ευχαριστούσε και ο βιος που δεν άφησε τα πράγματα να προχωρήσουν μεταξύ τους. Για να μην υπάρξει στις
σχέσεις τους μια εντελώς παράλογη επιπλοκή! Βέβαια η αυριανή της συνάντηση μαζί του στο χώρο της δουλειάς δε θα ήταν τόσο απλή και τυπική όσο Θα ήθελε. Η ίδια ωστόσο ήταν αποφασισμένη να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της προκειμένου να ξαναμπούν τα πράγματα στη θέση τους. Γι’ αυτό και προσπάθησε να ξεκαθαρίσει από τώρα την κατάσταση. «Ίσως αυτά να συμβαίνουν στον κόσμο σου, αλλά όχι και στον δικό μου», σχολίασε άτονα. Ο Σαλβατόρε περιορίστηκε να διατρέξει με το βλέμμα το πρόσωπό της σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει κάτι που θα του φανέρωνε ότι η Τζέσικα έπαιζε απλώς μαζί του, ότι εφάρμοζε πάνω του κάποιο γυναικείο τέχνασμα για να μεγαλώσει τον πόθο του. Όταν διαπίστωσε όμως ότι δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο, ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει από αγανάκτηση. Τελικά είναι χειρότερη και από τις γυναίκες στη Σικελία, συλλογίστηκε συγχυσμένος. Τι φαντάστηκε, δηλαδή; Ότι θα ξεκινήσω να βγαίνω μαζί της μόνο και μόνο για να αρχίσει να μου παραχωρεί προνόμια; Τη μια ένα φιλί, την άλλη ένα χάδι στο στήθος, την τρίτη ένα άγγιγμα στο γόνατο... Νομίζει πως έχω διάθεση ή χρόνο για φλερτ και ανοησίες; Έπρεπε να ευχαριστεί την καλή της τύχη που της δόθηκε η ευκαιρία να την προσέξω. Όντας βέβαιος ότι η έξοδός της μαζί του θα ήταν η καλύτερη
εμπειρία της ζωής της, χαμογέλασε εκνευρισμένος λοξά. «Αν υποθέτεις ότι φαντάζεις ακαταμάχητη στα μάτια μου, φοβάμαι ότι κάνεις λάθος, κάρα», της δήλωσε με σκληρή φωνή. «Είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι δεν ξέρω τι είδους κόλπα μεταχειρίζεστε εσείς οι γυναίκες για να τυφλώσετε τα καημένα τα θύματά σας; Μ ην ανησυχείς, και τα γνωρίζω ένα προς ένα!» Τα λόγια του ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Νιώθοντας την οργή της να ξεχειλίζει, η Τζέσικα τον κάρφωσε με το βλέμμα της, αδιαφορώντας για το αν έχανε την επομένη τη δουλειά της. «Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω...» είπε με ύφος παγερό. «Τι είδους κόλπα θα μπορούσα να είχα σκεφτεί να μεταχειριστώ; Υποτίθεται ότι ήρθα μαζί σου για να σε βοηθήσω να εξαπατήσεις κάποιους γνωστούς σου. Και όχι για να βρεθώ οριζοντιωμένη στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας σου! Και τώρα, αν δε σε πειράζει, θα ήθελα να πάω στο σπίτι μου». Για κάμποση ώρα ο Σαλβατόρε έμεινε σιωπηλός, σαν να προσπαθούσε να χωνέψει τα όσα του είπε. Ώσπου στο τέλος στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα σκληρό, σαρκαστικό χαμόγελο. «Νομίζω ότι έχεις ξεχάσει ποια είσαι, κάρα. Όσο για το σπίτι σου, φυσικά και θα επιστρέφεις. Αλλά μόνο αφού πάω πρώτος εγώ στο δικό μου σπίτι». Στη συνέχεια, αφού ενημέρωσε τον οδηγό για τη διαδρομή που θα
ακολουθούσε, έβγαλε κάποια έγγραφα από μια θήκη του καθίσματος και βυθίστηκε στη μελέτη τους, στο φως της λάμπας που υπήρχε από πάνω του. Μ ε τόση αφοσίωση, που έδωσε σύντομα στην Τζέσικα την εντύπωση ότι είχε ξεχάσει εντελώς την παρουσία της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Το πρόβλημα όμως ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ότι δεν μπορούσε να την ξεχάσει. Απορημένος ο Σαλβατόρε αναρωτιόταν συνεχώς ποιος στο καλό ήταν ο λόγος που δεν μπορούσε να ξεριζώσει από το μυαλό του την Τζέσικα. Μ ε ποια λογική, τέλος πάντων, η σκέψη του παρέμενε κολλημένη σ’ αυτή την αναθεματισμένη καθαρίστρια, στα γκρίζα μάτια της, στη διάφανη επιδερμίδα της και στα ζουμερά, τροφαντά στήθη της; Μ άλλον επειδή σε απέρριψε, τον πληροφόρησε το είδωλο που αντίκριζε στον καθρέφτη καθώς ξυριζόταν το επόμενο πρωί. Μ έχρι σήμερα όλες οι γυναίκες που γνώριζε χρησιμοποιούσαν κάθε έντιμο και άτιμο μέσο προκειμένου να τον κερδίσουν. Έφταναν μέχρι και να τον παρακαλούν να τους κάνει έρωτα. Άρα η Τζέσικα κατάφερε να κερδίσει την προσοχή του γιατί σε έναν κόσμο ολότελα προβλέψιμο του συμπεριφέρθηκε με έναν τρόπο εντελώς απροσδόκητο και απρόβλεπτο, με αποτέλεσμα να τον σπρώξει στην παγίδα για να την προσέξει.
Ώστε του είχε παίξει παιχνίδι! Πατώντας του το σωστό κουμπί, είχε κάνει τη φαντασία του να θεριέψει. Άφησέ τον να σε αγγίξει, αλλά όχι πολύ, αυτή θα ήταν σίγουρα η συνταγή που ακολουθούσε. Δώσε του μια γεύση, αλλά περιορισμένη, ίσα ίσα για να του ανοίξεις την όρεξη. Μ άλιστα! Σίγουρος ότι είχε ανακαλύψει τη σατανική της μέθοδο, πήγε στο γυμναστήριο του κλαμπ που ήταν μέλος και, αφού κολύμπησε επί μία ώρα στη μεγάλη πισίνα, στη συνεχεία πήρε πρωινό στη μεγάλη αίθουσα με τους τεράστιους κρυστάλλινους πολυελαίους και με θέα σε ολόκληρο το Χάιντ Παρκ. Μ όλις τελείωσε, μίλησε τηλεφωνικά με το χρηματιστή του στην Αυστραλία προτού ακόμα ξημερώσει. Ωστόσο ακόμα αισθανόταν την υπερένταση να τον κατακλύζει. Ανίκανος να καταλάβει τι στο διάβολο είχε η μυρωδιά αυτής της ασήμαντης νεαρής καθαρίστριας που επέμενε να παραμένει στα ρουθούνια του για να του θυμίζει αδιάκοπα πόσο απαλό ήταν το δέρμα της, έκανε ένα ντους και κανόνισε να δειπνήσει με έναν παιδικό φίλο του από τη Σικελία, τον Τζιοβάνι Αμάτο, που πετούσε απόψε από τη Νέα Υόρκη. Ωστόσο το πρόγραμμα άλλαξε όταν η γραμματέας του Τζιοβάνι τηλεφώνησε για να του ανακοινώσει ότι η πτήση του φίλου του θα έφτανε με αρκετές ώρες καθυστέρηση. «Δεν πειράζει, θα δειπνήσουμε μαζί μια άλλη φορά», την
καθησύχασε ο Σαλβατόρε ανίκανος να κατανοήσει την απρόσμενη ανακούφιση που του έδωσε αυτή η πληροφορία. Όπως επίσης και την έξαψη που τον πλημμύρισε, όσο περίμενε εκείνη τη μικρή ασήμαντη να εμφανιστεί αργά το βράδυ για να καθαρίσει το γραφείο του. Αραγε θα τολμήσει να παρουσιαστεί μπροστά μου; ανα-ρωτιόταν ξανά και ξανά ξεφυσώντας θυμωμένα. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει μέχρι τόσο αργά, που υπέγραψε με τη χρυσή του πένα όλες τις επιστολές οι οποίες εκκρεμούσαν για αποστολή πάνω στο γραφείο του εδώ και μέρες. Υπέγραφε την τελευταία, όταν η πόρτα άνοιξε αθόρυβα. Στο άκουσμά της αισθάνθηκε ολόκληρο το κορμί του να σφίγγεται, αλλά δεν αντέδρασε. Παρέμεινε ασάλευτος στη θέση του, προσπαθώντας να διαχειριστεί αυτό το καυτό κύμα του πόθου που ένιωσε να κυλάει ξαφνικά μέσα του σαν λάβα, κάτι που είχε να νιώσει πάρα πολύ καιρό. Ησύχασε, δεν υπάρχει λόγος να αφήνεις τη φαντασία σου να σε τρομάζει, τον καθησύχασε την ίδια στιγμή ο εαυτός του. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει περίπτωση να αντικρίσεις ξανά εκείνο το ελκυστικό κορίτσι που συνάντησες χτες, αλλά την Τζέσικα, την απλοϊκή, ασήμαντη καθαρίστρια που γνωρίζεις εδώ και καιρό. Παίρνοντας κουράγιο απ’ αυτές τις σκέψεις, ο Σαλβατόρε στράφηκε αργά πάνω στην καρέκλα του πρρς τη μεριά
της νεοφερμένης. «Γεια σου, Τζέσικα», τη χαιρέτησε με ήπια φωνή. Η Τζέσικα πάγωσε στη θέση της. Ήλπιζε πως εκείνος θα είχε φύγει. Για το λόγο αυτό είχε καθυστερήσει να μπει στο γραφείο του Σαλβατόρε Καρντίνι, αφήνοντάς το τελευταίο στη σειρά. Αλλά να που εκείνος βρισκόταν ακόμα εκεί για να της θυμίσει με το παγερό βλέμμα του την ταπείνωση που είχε υποστεί το προηγούμενο βράδυ. Γιατί, διάβολε, δεν τηλεφώνησα στη γραμματέα της Τοπ Κλιν για να πω ότι ήμουν άρρωστη, όπως είχα σκεφτεί να το κάνω; αναρωτήθηκε με απόγνωση, τρόμο και πανικό, σφίγγοντας τη σφουγγαρίστρα σπασμωδικά. Μ άλιστα είχε σκεφτεί να παραιτηθεί από την Τοπ Κλιν και να βρει δουλειά σε κάποια άλλη εταιρεία καθαριότητας, κάποια που δε θα διέθετε πελάτες με τόσο σημαντικές και επιτυχημένες επιχειρήσεις όπως αυτή του Σαλβατόρε Καρντίνι, κάποια που θα της εξασφάλιζε ένα ειρηνικό και αδιάφορο εργασιακό περιβάλλον, ένα μέρος που δε θα ξυπνούσε μέσα της γελοίες φαντασιώσεις και επιθυμίες ανομολόγητες. Ηρέμησε, δεν έκανες τίποτα για το οποίο να υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι! της υπέδειξε έξαφνα μια αυστηρή, σταθερή φωνή μέσα της. Έχεις κάθε δικαίωμα να νιώθεις περήφανη και να αδιαφορήσεις για την ειρωνική λάμψη που βλέπεις στα μάτια του Σαλβατόρε.
Παίρνοντας κουράγιο απ’ αυτές τις σκέψεις, ξεροκατάπιε καθώς ένιωσε ξαφνικά το λαιμό της ξερό και έριξε μια κλεφτή αλλά λαίμαργη ματιά στα μαύρα μαλλιά, τους φαρδιούς ώμους και στο απίστευτα στιβαρό και ρωμαλέο κορμί του Σικελού επιχειρηματία, που μάταια αγωνιζόταν όλη την ημέρα να πάψει να το ονειρεύεται γερμένο πάνω της. Θεωρώντας ότι ο μόνος τρόπος για να τον αντιμετωπίσει μετά to ναυάγιο της χτεσινής τους εξόδου ήταν να συμπερι-φερθεί όσο το δυνατόν πιο φυσικά, κούνησε ευγενικά το κεφάλι. «Καλησπέρα..., κύριε», είπε με διστακτική φωνή. Ώστε είχαν επιστρέφει στο «κύριε». Χαμογελώντας σαρκαστικά, ο Σαλβατόρε περιεργάστηκε νωχελικά τη μικροσκο-πική φιγούρα με την απαίσια ροζ ρόμπα και το φακιόλι. Όλα πάνω της φάνταζαν ακριβώς όπως και πριν. Στην πραγματικότητα όμως κάτι έδειχνε εντελώς διαφορετικό. Είχε αλλάξει κάτι σ’ εκείνον! Δεν αποκλείεται να αισθάνεσαι έτσι επειδή γεύτηκες αυτά τα απαλά, τρυφερά χείλη και άφησες το χέρι σου να γλιστρήσει ανάμεσα στα λαμπερά, καστανά μαλλιά της, του ψιθύρισε στ’ αυτί η λογική του. Το γεγονός ότι χάιδεψες τις άγουρες, ερεθιστικές καμπύλες που κρύβονται πίσω από το αντιπαθητικό ροζ ύφασμα σε κάνει τώρα να...
«Κοιμήθηκες καλά;» τη ρώτησε έξαφνα με απαλή, χαμηλή φωνή. Ακούγοντάς τον, η Τζέσικα ένιωσε τα μάγουλά της να πυρώνουν. Φυσικά και δεν είχε κοιμηθεί καλά! Αντίθετα, όλη τη νύχτα στριφογύριζε στο στρώμα και μόλις ξημέρωσε αναγκάστηκε να πιει ένα χαμομήλι προκειμένου να ηρεμήσει τα τεντωμένα νεύρα της. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το κατευναστικό ρόφημα την είχε βοηθήσει και στο να διώξει τον Σαλβατόρε από τη σκέψη της. Εκείνο που έφταιγε για την κατάστασή της ήταν το φιλί του Σαλβατόρε, δεν αμφέβαλλε στο ελάχιστο γι’ αυτό. Και φυσικά ήξερε ότι ήταν ντροπή στα είκοσι τρία της χρόνια να έχει βιώσει μονάχα μια φορά ένα τόσο συγκλονιστικό φιλί, που μάλιστα της το είχε δώσει κάποιος εντελώς κατά τύχη. Αραγε θα με πιστέψει αν του πω ότι κοιμήθηκα ήρεμα σαν μωρό ή θα καταλάβει ότι του λέω ψέματα, βλέποντας τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου; αναρωτήθηκε νιώθοντας εντελώς μπερδεμένη. Στο τέλος αποφάσισε να του πει την αλήθεια. «Όχι, καθόλου», ομολόγησε γενναία. «Ούτε κι εγώ. Όλη τη νύχτα στριφογύριζα σαν σβούρα πάνω στο κρεβάτι». Τα μάτια του χάιδεψαν τρυφερά το πρόσωπό της. «Αλλά αυτό δε σε εκπλήσσει καθόλου, κάρα, έτσι δεν είναι;»
Ο τρόπος που μιλούσε την τάραξε. Εκείνος δεν είχε κανένα δικαίωμα να της απευθύνεται μ’ αυτή τη βαθιά, αισθησιακή φωνή, σαν να είχε μόλις δει το μπολ με τις φράουλες και τη λιωμένη σοκολάτα. Ούτε και να την κοιτάζει μ' αυτό το βλέμμα είχε το δικαίωμα. Σαν να την έγδυνε νοερά, βγάζοντάς της ένα προς ένα τα ρούχα που φορούσε. Φέρσου σαν να μη συμβαίνει τίποτα και θα βαρεθεί να επιμένει, τη συμβούλευσε μια φωνή μέσα της μόλις ο πανικός άρχισε να την κυριεύει για τα καλά. Και η Τζέσικα την άκουσε. Έτσι, αρπάζοντας το πλαστικό μπουκάλι με το καθοριστικό με άρωμα λεμονιού, που σκότωνε όλα τα μικρόβια, του δήλωσε ότι πράγματι δεν ένιωθε καμιά απολύτως έκπληξη. «Φταίει το δείπνο», του εξήγησε με φυσικότητα. «Τα περισσότερα πιάτα που μας σέρβιραν ήταν πολύ πλούσια σε λιπαρά, οπότε...» «Μ α εσύ μόλις που έβαλες μερικές μπουκιές στο στόμα σου», παρατήρησε ο Σαλβατόρε, ξαφνιάζοντάς τη για τα καλά. «Δεν ήξερα ότι το πρόσεξες», μουρμούρισε αμήχανη. «Φυσικά και το πρόσεξα. Όπως επίσης πρόσεξα ότι ο Τζέρεμι Κίνγκστον έδειχνε εντελώς γοητευμένος». «Μ όνο επειδή του μιλούσα για το ψάρεμα. Μ ου εξήγησε ότι οι
περισσότεροι που τον πλησιάζουν προσπαθούν να του αποσπάσουν μυστικά για τις μετοχές», του εξήγησε η Τζέσικα. «Ώστε το έμαθες κιόλας ότι είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους χρηματιστές στην Ευρώπη», παρατήρησε ψυχρά ο Σαλβατόρε. Η Τζέσικα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Λίγο με νοιάζει. Οι μετοχές δε με αφορούν καθόλου. Αλλά... αρκετά είπαμε. Θα μπορούσα τώρα να αρχίσω τη δουλειά μου;» Ο Σαλβατόρε στύλωσε τα μάτια του στα δικά της με βλέμμα ανεξιχνίαστο. «Συνήθως δε ρωτάς», σχολίασε αργά. «Όχι, δε ρωτάω», αναγνώρισε η Τζέσικα, προστταθεόντας να ξεχάσει πώς ένιωθε με τα υπέροχα σαρκώδη χείλη του στο λαιμό της και τα μεγάλα χέρια του να σφίγγουν τους μηρούς της. «Αλλά οι συνθήκες άλλαξαν, γι’ αυτό σκέφτηκα να κάνω μια εξαίρεση». Δεν περίμενε την απάντηση. Πριν προλάβει ο Σαλβατόρε να πει οτιδήποτε, σήκωσε τον κουβά της και κατευθύνθηκε προς το ιδιαίτερο μπάνιο του. Ο Σαλβατόρε παρέμεινε καρφωμένος στην ίδια θέση, μέχρι που άκουσε το νερό να τρέχει στον κουβά. Τι στο καλό περίμενα; αναρωτήθηκε ελαφρά ενοχλημένος με τον εαυτό του. Ότι θα φρόντιζε να εμφανιστεί πιο περιποιημένη για χάρη μου; Ότι θα επιχειρούσε να με φλερτάρει; Ότι θα ξεκούμπωνε μερικά κουμπιά ψηλά στο στήθος για να φανεί το ντεκολτέ της; Ή ότι θα
συμπεριφερόταν επίτηδες με αδιαφορία και αξιοπρέπεια, γνωρίζοντας ότι ελάχιστοι άντρες μπορούν ν’ αντισταθούν σ’ αυτό το παιχνίδι, ακόμα κι όταν είναι σίγουροι ότι γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης; Ναι, αυτό το τελευταίο συνέβαινε! Τώρα πια ήταν σίγουρος. Η Τζέσικα συμπεριφερόταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα μόνο και μόνο... Όμως κάτι είχε συμβεί. Κι αυτό το κάτι τού το θύμιζε το ψούντωμα του κορμιού του, που δεν εννοούσε να καταλαγιάσει. Σχεδόν συγχυσμένος μ’ αυτή τη δυσάρεστη έντονη σεξουαλική του επιθυμία έσφιξε τις γροθιές του και κατευθύνθηκε ορμητικός προς το μπάνιο. «Συνήθως δεν αισθάνεσαι την ανάγκη να το βάζεις στα πόδια μπροστά μου, έτσι δεν είναι, Τζέσικα;» Η αναπάντεχη ερώτησή του την έκανε να στραφεί κατάπληκτη προς το μέρος του. Βλέποντάς τον να κυριαρχεί σχεδόν εκφοβιστικά μέσα στον περιορισμένο χώρο του λουτρού, αισθάνθηκε τα μάγουλά της να πυρώνουν και το κουράγιο της να την εγκαταλείπει. • «Όχι, δεν αισθάνομαι την ανάγκη», επανέλαβε υπάκουα σαν μαθήτρια.
«Όπως ακριβώς δε συνηθίζεις να με κοιτάζεις μ’ αυτά τα τεράστια, τρομαγμένα μάτια σου σαν να είμαι ο μεγάλος κακός λύκος...» Η Τζέσικα ξεροκατάπιε. «Έτσι κάνω;» μουρμούρισε μετά, συνειδητοποιώντας την ίδια στιγμή ότι, όσο σκληρά κι αν αγωνιζόταν για να του αντισταθεί, εκείνος ήταν τόσο ακαταμάχητος και συναρπαστικός, που άθελά της παρασυρόταν. Ο Σαλβατόρε χαμογέλασε. Αλλά το χαμόγελό του ήταν σκληρό. Δίχως ίχνος τρυφερότητας. «Το ξέρεις καλά ότι έτσι κάνεις». Ήταν φανερό ότι της έκανε επίτηδες δύσκολη τη ζωή και το απολάμβανε. Εκείνο που δυσκολευόταν να καταλάβει η Τζέσικα ήταν το γιατί. Τόσο δύσκολο του ήταν, δηλαδή, να αντιληφθεί ότι έτρεφε αισθήματα γι’ αυτόν και ότι, επειδή είχε υπόψη της πόσο ανάρμοστα ήταν, προσπαθούσε να τα κρύψει διακριτικά; Βέβαια μέχρι και την προηγούμενη ημέρα η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν εύκολη και αβίαστη. Όπως ακριβώς συνηθίζεται ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται συμπτωματικά στον ίδιο χώρο, παρά τις κοινωνικές διαφορές τους. Γιατί ποιος δεν έχει ακούσει πόσα εκμυστηρεύονται οι πλούσιοι στους οδηγούς τους; Ή οι επώνυμες κυρίες στις μανικιουρίστρες τους; Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει το παραμικρό. Απολύτως τίποτα. Ακριβώς επειδή και τα δύο μέρη έχουν πλήρη επίγνωση της θέσης τους. Μ ε αποτέλεσμα κανένα από τα δύο να μην επιχειρεί στο ελάχιστο να παραβιάσει τα όρια.
Το ίδιο ακριβώς ίσχυε ανάμεσα στην ίδια και τον Σαλβατόρε. Μ έχρι χτες το βράδυ. Και την αλλαγή δεν την είχε προκα-λέσει το δείπνο. Αλλά εκείνο που συνέβη μετά. Και εξακολουθούσε να παραμένει γραμμένο στο μυαλό της ανεξίτηλα. Βέβαια ένα μέρος της ευθύνης βάραινε και την ίδια. Αυτό δε θα μπορούσε με τίποτα να το αρνηθεί. Γιατί, παρ’ όλο που είχε βρει έστω και την τελευταία στιγμή τη δύναμη να αναχαιτίσει TO πάθος που παραλίγο να τους παρασύρει, θα ήταν υποκρισία να μην παραδεχτεί πόσο τρελά και απεγνωσμένα τον λαχταρούσε το κορμί της. Και τον λαχταράει ακόμα, παραδέχτηκε βουβά καθώς ύψωνε τα μάτια της στο πρόσωπό του. Έτσι όμως όπως έβλεπε το πανέμορφο κεφάλι του και αισθανόταν καρφωμένα πάνω του τα λαμπερά μπλε μάτια του, τον ένιωθε τόσο επιβλητικό και μεγαλόπρεπο, που της ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι εκείνος κι αυτή είχαν έρθει κάποια στιγμή τόσο πολύ κοντά. Βαθιά μέσα της ήξερε ότι θα ήταν τρέλα να πάρει στα σοβαρά το μήνυμα που προσπαθούσε να της μεταδώσει η φλογερή λάμψη που τρεμόπαιζε στο βλέμμα του. Απλώς παίζει μαζί σου, την προειδοποίησε η λογική της. Δεν είσαι σε θέση ούτε συναισθηματικά ούτε οικονομικά να αντέξεις το βάρος μιας περιπέτειας μαζί του. Αν θέλεις να κρατήσεις τη δουλειά σου, ξέχνα οτιδήποτε άλλο και συγκεντρώσου σ’ αυτήν.
Στο καθάρισμα του γραφείου του. «Είναι ώρα να σφουγγαρίσω», του ανακοίνωσε με ουδέτερη φωνή, ανοίγοντας αφηρημένα τη βρύση. «Ωχ!» Μ έσα στην ταραχή της είχε ανοίξει το ζεστό νερό. Ο πόνος που αισθάνθηκε μόλις το καυτό νερό έπεσε στην παλάμη της ήταν τόσο έντονος, που την έκανε να ριγήσει. Ο Σαλβατόρε ενήργησε άμεσα. Έκλεισε αστραπιαία τη βρύση με το ζεστό νερό, άνοιξε εκείνη με το κρύο και παίρνοντας το χέρι της στο δικό του, την ανάγκασε να κρατήσει από κάτω τα πονεμένα της δάχτυλα. Για κάμποσα λεπτά η Τζέσικα δεν αντέδρασε. Μ έχρι που συνειδητοποίησε ότι ο πόνος από το άγγιγμά του ήταν πολύ πιο οξύς από κείνον του καψίματος, και τότε προσπάθησε να τραβηχτεί. Αλλά ο Σαλβατόρε την εμπόδισε. «Πρέπει να αφήσεις το κρύο νερό να τρέχει για ώρα πάνω στο κάψιμο», της εξήγησε. «Πρέπει να κάνεις ό,τι σου λέω, Τζέσικα». Ακόμα κι αν ήθελε να του φέρει αντίρρηση, η Τζέσικα δε βρήκε το κουράγιο να το κάνει. Ίσως επειδή βαθιά μέσα της ήξερε ότι αυτό που τους συνέβαινε ήταν εντελώς σουρεαλιστικό.
Βρίσκονταν πλάι πλάι και στριμωχτά στο πιο ακατάλληλο μέρος του γραφείου του και ο Σαλβατόρε της έδινε τις πρώτες βοήθειες. Επρόκειτο για μια εντελώς παράλογη ιστορία που από τη μια τη σόκαρε και από την άλλη τής προκα-λούσε μια συγκλονιστική ευχαρίστηση. Φυσικά ήξερε ότι όλα ήταν λάθος και πως η ίδια βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Παρ’ όλα αυτά, το μόνο που αισθανόταν ότι είχε πραγματική σημασία ήταν το χέρι του Σαλβατόρε που κρατούσε το δικό της απαλά και με μια τρυφερότητα που την αφόπλιζε. Ύστερα από λίγο, εκείνος σήκωσε το χέρι της ψηλά και κοίταξε προσεκτικά την ερεθισμένη σάρκα. «Εντάξει, θα - ζήσεις», αποφάνθηκε σοβαρός. «Μ ου πέρασε, είμαι μια χαρά», υποστήριξε και η Τζέσικα, προσπαθώντας να τραβήξει το χέρι της από το δικό του. «Μ πορεί και να είσαι», αναγνώρισε στο τέλος χαμηλόφωνα ο Σαλβατόρε. «Αλλά εγώ δεν είμαι καθόλου». Η Τζέσικα συνειδητοποίησε τι ήθελε να της πει, όταν την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Τι... τι κάνεις εκεί;» διαμαρ-τυρήθηκε με μάτια ολοστρόγγυλα από το σοκ. «Αυτό». Ο Σαλβατόρε πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. «Μ ου είναι αδύνατον ν’ αντισταθώ». Σκόπευε να τη φιλήσει. Η Τζέσικα το είδε γραμμένο στα μάτια του
και το διάβασε στην ακαμψία του κορμιού του. Λες και η ένταση του πόθου να είχε σκληρύνει τους μυς του σε σημείο που ήταν αδύνατον να τους λυγίσει. Και η ίδια όμως δε βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση. Έχοντας σβήσει με ένα σφουγγάρι όλες τις γενναίες αποφάσεις που έπαιρνε στο κρεβάτι της ολόκληρη τη νύχτα, δεν επιχείρησε καν να τον εμποδίσει, μόλο που ήξερε ότι ήταν λάθος. «Σαλβατόρε...» ψέλλισε μονάχα με αδύναμη φωνή. Ευτυχώς ξέχασε και πάλι το «κύριε», συλλογίστηκε γεμάτος ικανοποίηση εκείνος. «Ναι, κάρα», της είπε πνιχτά πάνω στα χείλη της. «Σαλβατόρε. Αυτό είναι το όνομά μου». Την επόμενη στιγμή η Τζέσικα ένιωσε το στόμα του να σφραγίζει το δικό της με μια απερίγραπτη φλόγα, που την έκαψε ολόκληρη. Το μικρό ηδονικό βογκητό που βγήκε από το στήθος της επιβεβαίωσε στον Σαλβατόρε το πόσο τον ήθελε. Μ έσα στην παραψορά του αντιλήφθηκε ότι το στόμα της είχε μια γλυκιά γεύση μέντας. Σαν να είχε πλύνει τα δόντια της πριν να έρθει στο γραφείο του. Είναι δυνατόν να ήλπιζε πως ίσως τη φιλούσα; αναρωτήθηκε και η υποψία ότι τον ήθελε κι εκείνη φούντωσε ακόμα περισσότερο τον πόθο του.
Νιώθοντας το κορμί του να καίγεται, πήρε στα χέρια του τους γλουτούς της και την έσφιξε πάνω του. Αυτή του η κίνηση τον έκανε να συνειδητοποιήσει για πρώτη φορά πόσο λεπτή και μικροκαμωμένη ήταν. Σαν Αφροδίτη της τσέπης. Στο μεταξύ η Τζέσικα είχε αφεθεί παθητικά στα τολμηρά του χέρια, που την πίεζαν πάνω στον έντονο ερεθισμό του. Μ έσα στον ίλιγγο του πάθους που την είχε παρασύρει, πιάστηκε σφιχτά από τα πέτα του, επειδή ένιωθε πως τα γόνατά της ήταν έτοιμα να λυγίσουν. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Θα πρέπει και ο Σαλβατόρε να το συνειδητοποίησε κάποια στιγμή, γιατί τράβηξε το στόμα του από το δικό της, μόλο που συνέχισε να την κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του. Η Τζέσικα τον κοίταξε ερωτηματικά γεμάτη αβεβαιότητα. Πρόσεξε ότι τα μάτια του είχαν σκουρύνει, ενώ η ανάσα του ακουγόταν λαχανιασμένη και βαριά. Εκείνο που την μπέρδεψε ωστόσο ήταν η έκφραση του προσώπου του. 'Εδειχνε λες κι εκείνος απολάμβανε από τη μια αυτό που έκανε και την ίδια στιγμή περιφρονούσε τον εαυτό του γι’ αυτό. «Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ μέσα», της είπε έξαφνα με βαριά φωνή. «Έλα να πάμε στο σπίτι μου». Η Τζέσικα ξεροκατάπιε. Όσο τρελά όμως κι αν το ήθελε να ιον
ακολουθήσει, η λογική της της υπέδειξε πως θα ήταν λάθος να του κάνει το χατίρι. Διότι δικαιούνταν να έχει περηφάνια και αξιοπρέπεια. «Όχι», του αποκρίθηκε ήρεμα. «Δεν μπορώ να έρθω». «Ξέχνα το καθάρισμα για σήμερα», επέμεινε πιεστικά εκείνος, κουνώντας ανυπόμονα το κεφάλι του. Ακούγοντάς τον της ήρθε να βάλει τα γέλια. Ώστε φανταζόταν ότι η άρνησή της είχε να κάνει με την επαγγελματική της ευσυνειδησία; Ως εκεί μόνο τη θεωρούσε ικανή να κάνει σκέψεις και να παίρνει αποφάσεις; «Δεν εννοούσα το καθάρισμα», του εξήγησε κοφτά η Τζέσικα. «Τότε τι εννοούσες;» τη ρώτησε ο Σαλβατόρε και την κάρφωσε με το βλέμμα του. Η Τζέσικα ωστόσο δεν ήταν καθόλου διατεθειμένη να υπο-στεί μια επίδειξη δύναμης και εξουσίας από μέρους του. 'Ετσι, ύψωσε αποφασιστικά το κεφάλι και τον κοίταξε θαρρετά στα μάτια. «Περίμενες ότι θα δεχόμουν τόσο εύκολα να έρθω στο σπίτι σου και να κάνω έρωτα μαζί σου;» Εκείνος έσμιξε μπερδεμένος τα φρύδια του. «Για ποιο λόγο το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα, κάρα μία, εφόσον ξέρουμε καλά ότι το θέλουμε και οι δύο;»
Πριν του απαντήσει η Τζέσικα απομακρύνθηκε ένα βήμα, νιώθοντας την ανάγκη να βάλει κάποια απόσταση στη μαγεία της αγκαλιάς του. «Στη ζωή δεν κάνουμε πάντα αυτό που θέλουμε, Σαλβατόρε, αλλά εκείνο που είναι σωστό». Ξαφνιασμένος με τα λόγια της, ο Σαλβατόρε ανασήκωσε εντυπωσιασμένος τα φρύδια του. «Μ η μου πεις ότι θα αρχίσεις τώρα να αναφέρεσαι σε αρχές και ηθικές αξίες!» Η Τζέσικα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, προσπαθώντας να κρύψει το πόσο την είχε πληγώσει. «Επειδή καθαρίζω το γραφείο σου, πιστεύεις ότι μπορείς να μου συμπεριφέρε-σαι σαν να είμαι ένα απλό αντικείμενο; Αλήθεια, έτσι αντιμετωπίζεις συνήθως τις γυναίκες; Όχι βέβαια! Γιατί, αν ήμουν κάποια άλλη, θα έμπαινες στον κόπο να με φλερτάρεις, να με συνοδεύσεις στο θέατρο, να με βγάλεις έξω για φαγητό. Ίσως να έμπαινες ακόμα και στον κόπο να υποκριθείς ότι ενδιαφερόσουν πραγματικά για μένα, αντί να παραδεχτείς ότι το μόνο που ήθελες ήταν να με ρίξεις στο κρεβάτι!» Όταν τελείωσε όσα είχε να πει, η ανάσα της ήταν τόσο βαριά, που ακουγόταν σε ολόκληρο το γραφείο. Ο Σαλβατόρε αντιμετώπισε με ηρεμία το έντονο, διαπεραστικό της βλέμμα, αναγνωρίζοντας βουβά ότι ήταν η πρώτη φορά που δεχόταν μια τέτοια επίθεση, και μάλιστα από γυναίκα. «Τελείωσες;» τη ρώτησε ήρεμα.
«Ναι». «Νομίζω ότι πήρα το μήνυμα», της ανακοίνωσε με ένα αχνό χαμόγελο. «Αν κατάλαβα καλά, δε σε ενοχλεί το γεγονός ότι θέλω να κοιμηθώ μαζί σου, αλλά η αδιαφορία που επέδειξα απέναντι στην τυπική διαδικασία». «Μ ε κοροϊδεύεις;» «Καθόλου. Διότι ποιος είμαι εγώ για να αντισταθώ σε ενα πλάσμα με τόσο πάθος;» Ανυπομονώ να δω το ίδιο πάθος στο κρεβάτι μου, της έλεγαν την δια στιγμή τα μάτια του, που περιεργάζονταν με εύθυμο βλέμμα τα ξαναμμένα μάγουλά της. «Πως το λένε εκείνο το θεατρικό έργο; Το ποντίκι που βρυχάται. Λοιπόν σε άκουσα, μικρό μου ποντικάκι, και σου υπόσχομαι ότι θα παίξουμε το παιχνίδι με τους δικούς σου όρους». Στο σημείο αυτό της χάρισε ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. «Λοιπόν, Τζέσικα, θέλεις να βγεις μαζί μου για δείπνο;» Πριν του απαντήσει, η Τζέσικα ξεροκατάπιε αμήχανα. «Εννοείς σε ένα δεύτερο ψεύτικο ραντεβού;» Ο Σαλβατόρε κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι. Αυτή τη φορά θα είναι πραγματικό». Η δήλωσή του την ξάφνιασε τόσο, που μίλησε αυθόρμητα. «Πότε;» Ο Σαλβατόρε γέλασε. «Τι θα έλεγες για την Τρίτη;»
«Γιατί την Τρίτη;» ρώτησε η Τζέσικα αμέσως, νιώθοντας ανίκανη να καταλάβει για ποιο λόγο εκείνος το τοποθετούσε τόσο μακριά, αν ενδιαφερόταν στ' αλήθεια να βγει έξω μαζί της. «Επειδή είναι η πρώτη ημέρα που θα έχω ελεύθερη. Το Σαββατοκύριακο θα ταξιδέψω στη Ρώμη». «Στη Ρώμη;» «Ναι. Έχεις πάει ποτέ εκεί;» «Όχι. Ποτέ». Για μια στιγμή η Τζέσικα θέλησε να τον ρωτήσει με ποιον θα πήγαινε στη Ρώμη, μα συγκρατήθηκε αποφασίζοντας ότι δεν ήταν δική της δουλειά. Τότε ο Σαλβατόρε έκανε ένά βήμα προς το μέρος της και την κοίταξε έντονα με βλέμμα σκοτεινό. Ο πόθος που φώλιαζε στο βάθος των ματιών του έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Τώρα θα με φιλήσει, συλλογίστηκε η Τζέσικα νιώθοντας ένα ρίγος να τη διαπερνάει. Δε θα είναι έγκλημα αν αφεθώ στην αγκαλιά του. Μ όνο που ο Σαλβατόρε δεν ήταν συνηθισμένος οι γυναίκες να του αντιστέκονται. Ούτε και να του θέτουν προϋποθέσεις προκειμένου να του παραδοθούν.
Γιατί να μην την αφήσω να απολαύσει το μικρό της θρίαμβο; συλλογίστηκε πονηρά. Έτσι κι αλλιώς σύντομα θα την έχω εκεί που θέλω. «Συμφωνείς για την Τρίτη;» τη ρώτησε τότε σοβαρός. . Η Τζέσικα γύρεψε αμήχανη το βλέμμα του. «Ναι, συμφωνώ», είπε σιγανά. Ο Σαλβατόρε συνέχισε να την κοιτάζει σιωπηλός. Ώσπου κάποια στιγμή άπλωσε το χέρι του και διέτρεξε με το δείκτη του αργά το περίγραμμα των χειλιών της, που άρχισαν να τρέμουν κάτω από το χάδι του. Μ όλο όμως που διάβασε στα μάτια της την παράκληση για ένα δεύτερο φιλί — προφανώς για να σφραγίσουν με τρόπο παραδοσιακό τη συμφωνία τους— απομακρύνθηκε αργά από κοντά της. Ασ’ τη να βράζει στο ζουμί της, του υπέδειξε ο εαυτός του. Ας περιμένει κι εκείνη όπως θα περιμένεις κι εσύ. «Θα τα πούμε τότε, κάρα», την αποχαιρέτησε με ένα χαμόγελο και βγήκε από το μπάνιο χωρίς να προσθέσει άλλη λέξη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Το εστιατόριο ήταν τόσο εντυπωσιακό, που έκανε την Τζέσικα να τα χάσει. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα της δινόταν η ευκαιρία
να φάει στο πιο εξεζητημένο εστιατόριο του Λονδίνου, εκεί όπου σύχναζαν όλοι οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες. Για να μπεις μέσα, περνούσες από μια μυστική είσοδο που βρισκόταν πάνω στο πεζοδρόμιο, καταμεσής στην κίνηση. Αλλά μόλις δρασκελούσες το κατώφλι, βρισκόσουν σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό. Μ όλο που ήταν Τρίτη βράδυ, το μαγαζί ήταν κατάμεστο από κόσμο. Οι περισσότεροι πελάτες που βρίσκονταν εκεί είχαν κρατήσει τραπέζι από καιρό. Αλλά βέβαια ο Σαλβατόρε δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα όταν έκανε κράτηση την τελευταία στιγμή. Η Τζέσικα πρόσεξε ότι όλοι εκεί έδειχναν να τον γνωρίζουν καλά. Από τα γκαρσόνια, που του χαμογελούσαν με σεβασμό, τον σεφ, που πλησίασε για να τον υποδεχτεί προσωπικά, μέχρι και την κοπέλα στο βεστιάριο, που έσπευσε να του χαρίσει το πιο ζεστό της χαμόγελο. Αλλά δεν ήταν μόνο οι εργαζόμενοι στο μαγαζί, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να του εκδηλώσουν το θαυμασμό και την εκτίμησή τους. Και πολλοί από τους πελάτες επίσης έκαναν το ίδιο. Ιδιαίτερα οι γυναίκες —όλες ανεξαιρέτως απίστευτα λεπτές και πολύ όμορφες— που περιεργάζονταν την ίδια με απορία, σαν να αναρωτιόνταν τι στο καλό μπορούσε να δένει ένα γοητευτικό μεγιστάνα σαν τον Σαλβατάρε με μια τόσο ασήμαντη και συνηθισμένη νεαρή όπως εκείνη.
Τι θα έλεγαν, άραγε, αν γνώριζαν την αλήθεια, αναρωτήθηκε βουβά η Τζέσικα και προσπάθησε να πνίξει την ανασφά-λειά της με ένα χαμόγελο. «Διασκεδάζεις;» τη ρώτησε με φανερό ενδιαίρέρον ο Σαλ-βατόρε καθώς καθόταν στην καρέκλα απέναντι από τη δική της. Η Τζέσικα δεν του απάντησε μέχρι που απομακρύνθηκε ο σερβιτόρος που πήρε την παραγγελία τους. «Απλώς ελπίζω να μην μπερδέψω τα πιρούνια», του εκμυστηρεύτηκε, στυλώνοντας το βλέμμα της στα διάφορα ασημένια μαχαιροπίρουνα που υπήρχαν μπροστά της, ανάμεσα στα κρυστάλλινα ποτήρια και τα πορσελάνινα πιάτα. Εκείνος γέλασε. «Μ ου θυμίζεις την πρώτη φορά που ταξίδεψα μακριά από τη Σικελία. Πήγα να συναντήσω ένα θείο μου στο Παρίσι κι εκείνος με έβγαλε για φαγητό σε ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια, όπου μαζευόταν καθημερινά όλη η αφρόκρεμα της πόλης». «Και ένιωσες να τα χάνεις;» Ο Σαλβατόρε δεν το θεώρησε σωστό να της ομολογήσει ότι ποτέ στη ζωή του δε δοκίμασε αυτή την αίσθηση. «Όχι. Απλώς μιμήθηκα ακριβώς τις κινήσεις του θείου μου». «Το φαγητό ήταν τόσο καλό όσο το περίμενες;»
«Καθόλου. Τα πιάτα που μας σέρβιραν ήταν τόσο περίπλοκα, που δεν καταλάβαινα τι έτρωγα. Τελικά το καλύτερο φαγητό είναι εκείνο που διαθέτει φρέσκα υλικά και έχει μαγειρευτεί με τον απλούστερο τρόπο. Ένα φρέσκο ψάρι, ας πούμε, που το έψησες πάνω στα κάρβουνα. Ένα κουνέλι που το έριξες στην κατσαρόλα με το αίμα του ακόμα ζεστό. Ένα πορτοκάλι που έκοψες από το δέντρο». Καθώς μιλούσε, χάιδευε με το βλέμμα το πρόσωπό της καθώς εκείνη φαινόταν κυριολεκτικά να κρέμεται από τα χείλη του. Φάνταζε τόσο αθώα και ειλικρινής, ώστε άθελά του αισθάνθηκε τον κορμί του να φουντώνει από τον πόθο. Τη θέλω σαν τρελός, παραδέχτηκε συνειδητοποιώντας ότι ήταν η πρώτη φορά μετά τα εφηβικά του χρόνια που αισθανόταν να τον καίει τόσο έντονα η λαχτάρα για μια γυναίκα. Ολόκληρο το Σαββατοκύριακο την είχε συνεχώς στο μυαλό του. Η απαλή, γλυκιά μυρωδιά της φτηνής κολόνιας της γαργαλούσε αδιάκοπα τα ρουθούνια του, κάνοντας το αίμα να κυλάει άγρια στις φλέβες του. Ίσως να νιώθω τόσο ελεύθερος στην έκφραση του πάθους μου μαζί της, επειδή είμαι σίγουρος ότι δε θα προβάλει ποτέ την παραμικρή απαίτηση, συλλογίστηκε παίρνοντας το ποτήρι με τη σαμπάνια που τους είχε μόλις φέρει ο σερβιτόρος, ο οποίος φρόντισε επίσης να τους πληροφορήσει ότι η παραγγελία τους θα
ήταν έτοιμη μέσα σε λίγα λεπτά. Η Τζέσικα τον άκουσε αδιάφορη, μια και όλο της το ενδιαφέρον ήταν επικεντρωμένο στο πρόσωπο του Σαλβατόρε όπου διάβαζε με σαφήνεια τι στ’ αλήθεια ανυπομονούσε να φάει εκείνος και πόσο άγρια πεινούσε γι’ αυτό. Στο μεταξύ η ατμόσφαιρα στο τραπέζι είχε αλλάξει απότομα. Μ ια παράξενη ένταση πλανιόταν στον αέρα, μια αμηχανία. Η έκφραση στο πρόσωπο του Σαλβατόρε αντικατόπτριζε με καθαρότητα τι αισθανόταν εκείνος πραγματικά, υποχρεώνοντάς τη να παραδεχτεί μέσα της ότι αυτό που ζούσαν εκείνη τη στιγμή ήταν ένα ψέμα. Μ ια επιθυμία που είχε διατυπώσει η ίδια χωρίς να πιστεύει ότι είχε πραγματικά κάποια σημασία. Σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς της, η Τζέσικα έσφιξε νευρικά τα χέρια της που έτρεμαν και του χάρισε ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Εκείνος της το ανταπέδωσε με τρυφερότητα. «Απόψε είσαι χάρμα οφθαλμών», της ομολόγησε με απαλή, βαθιά φωνή. «Φαίνεσαι σχεδόν αγνώριστη. Υπερβολικά κομψή. Και το χρώμα του φορέματος σου ταιριάζει ιδανικά με τα χρώματα του προσώπου σου». «Ευχαριστώ». Ξεροκαταπίνοντας, η Τζέσικα αναρωτήθηκε αν θα ήταν σωστό να του εκμυστηρευτεί ότι επρόκειτο για άλλο ένα ρούχο που είχε δανειστεί από την ντουλάπα της Γουίλοου, η οποία
μάλιστα δεν είχε φροντίσει καθόλου να κρύψει την έκπληξή της όταν της ανακοίνωσε ότι θα έβγαινε για δεύτερη φορά με τον Σαλβατόρε και ότι αυτή τη φορά θα πήγαιναν για δείπνο οι δυο τους. Φυσικά είχε αποφύγει να της αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες. Όπως, για παράδειγμα, ότι το δείπνο το είχε ζητήσει η ίδια. Θεωρώντας ότι ήταν η πρέπουσα εισαγωγή προτού ζήσει το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας. Δηλαδή να καταλήξει στο κρεβάτι του κακού λύκου, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν το αφεντικό της. Όταν τον συνοδέυσα στο σπίτι των φίλων του ήταν διαφορετικά, αναγνώρισε βουβά συγκροτώντας τη θλίψη της. Τότε υποκρινόμουν κάποια που δεν ήμουν και δεν είχα να χάσω απολύτως τίποτα. Σήμερα όμως είμαι ο εαυτός μου. Κι αυτό έχει μεγάλη διαφορά. Γιατί με ποια λογική μπόρεσε να φανταστεί ότι το να καθίσουν αντικριστά και να φάνε στο ίδιο τραπέζι θα μπορούσε να δικαιώσει ή να δικαιολογήσει το σεξ που θα ακολουθήσει στη συνέχεια; Η μόνη αλήθεια ήταν πως θα το έκανε επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί του και τον επιθυμούσε σαν τρελή. Παρ’ όλο που βαθιά μέσα της γνώριζε ότι ήταν λάθος. Και όχι μόνο γιατί ανήκαν σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Νιώθοντας πολύ πιο ήρεμη τώρα που ξεκαθάρισε τα πράγματα μέσα της, η Τζέσικα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε κατάματα
τον Σαλβατόρε. «Νομίζω ότι είναι λάθος που ήρθαμε εδώ απόψε», του αποκάλυψε κάπως λυπημένα. Εκείνος περιεργάστηκε με ύφος ανεξιχνίαστο τους πεσμένους, χαλαρούς ώμους της, που φανέρωναν παραίτηση και στεναχώρια. «Γιατί το λες αυτό;» «Επειδή... Ω, Σαλβατόρε, ξέρεις καλά το γιατί», ψιθύρισε σχεδόν με απόγνωση η Τζέσικα. «Νόμιζα ότι ήθελες πολύ να βγούμε έξω για δείπνο», της υπέδειξε ήρεμα εκείνος. «Το ξέρω. Και έχεις δίκιο. Λλλά ίσως να ήταν λάθος που το ήθελα. Ίσως όλα να είναι λάθος». «Ωστόσο τις προάλλες ήσουν κατηγορηματική πάνω στο θέμα». «Κι αυτό το ξέρω. Γι' αυτό και τώρα νιώθω τόσο μετανιωμένη». «Αλήθεια;» τη ρώτησε αλλά η Τζέσικα παρέμεινε σιωπηλή. «Σήκωσε το κεφάλι, Τζέσικα», την προέτρεψε μαλακά. «Κοί-ταξέ με». Η Τζέσικα συμμορφώθηκε απρόθυμα. Σήκωσε αργά το κεφάλι της και τον κοίταξε δειλά. Το σκοτεινό του βλέμμα την έκανε να ριγήσει σαν φύλλο στο φύσημα του αέρα. Αυτό που θα συμβεί είναι μοιραίο, συνειδητοποίησε τότε
αποδεχόμενη την έκσταση και τον ερωτικό πυρετό που την έπιανε κάθε φορά που αντίκριζε το όμορφο πρόσωπό του. Και ο Σαλβατόρε το ξέρει καλά. Ναι, σίγουρα έχει καταλάβει ότι είμαι αιχμάλωτη της καυτής επιθυμίας μου γι' αυτόν... Εκείνος δε μίλησε. Γέρνοντας πάνω από το τραπέζι, πήρε το χέρι της στο δικό του και άρχισε να το παρατηρεί σιωπηλός. Πρόσεξε ότι το δέρμα ήταν ξερό και άγριο. Εντελώς διαφορετικό από τα μαλακά, μεταξένια χέρια των γυναικών που γνίύριζε μέχρι τότε, εκείνων που ξόδευαν ατέλειωτες ώρες στα σαλόνια ομορφιάς. Αυτά τα χέρια είναι χέρια μιας εργάτριας, αναγνώρισε με κάποιο σοκ. Ενός ανθρώπου που εργάζεται σκληρά για να βγάλει το ψωμί του. Αυτή η διαπίστωση ξύπνησε απότομα μέσα του τη διάθεση να τη φροντίσει και να την ταχταρίσει. Να την παρηγορήσει για τις ταλαιπωρίες που περνούσε. Κάτι τέτοιο ήλπιζε άλλωστε πως θα συνέβαινε και όταν της πρότεινε να έρθουν σ’ αυτό το εξεζητημένο εστιατόριο. Αλλά ήταν προφανές ότι δεν ήταν αυτό που είχε ανάγκη η Τζέσικα. «Μ πορούμε να φύγουμε αν θέλεις», της πρότεινε χαμηλόφωνα. Εκείνη τον κοίταξε σαστισμένη. «Μ α έχουμε παραγγειλει!» «Δεν έχει σημασία. Μ πορούμε να ακυρώσουμε την παραγγελία. Ή να φάμε κάπου αλλού, αν πεινάς».
«Δεν πεινάω». «Ούτε κι εγώ». Ο Σαλβατόρε γύρεψε το βλέμμα της με μάτια που λαμπύριζαν. «Τουλάχιστον για φαγητό». Η Τζέσικα κοκκίνισε αμήχανη. Από τη μια το αισθησιακό χάδι του αντίχειρά του στην παλάμη της και από την άλλη το αισθησιακό χαμόγελο στα χείλη του έκαναν την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα και τα πόδια της να λυγίζουν. «Δε... δε θα φανεί παράξενο αν σηκωθούμε και φύγουμε;» τον ρώτησε δειλά, νιώθοντας να πεθαίνει από τη λαχτάρα να γευτεί τα χείλη του. Ο Σαλβατόρε ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Ποιος νοιάζεται; Συνήθως λίγη σημασία δίνω στη γνώμη των άλλων». Καθώς μιλούσε, τα μάτια του είχαν σκουρύνει επικίνδυνα, αποκαλύπτοντάς της καθαρά τι είχε στο μυαλό του. «Έλα, πάμε», της πρότεινε βραχνά. Η Τζέσι κα δεν περίμενε να το επαναλάβει εκείνος για δεύτερη φορά. Σαν σε όνειρο, είδε τον Σαλβατόρε να δίνει μερικά χαρτονομίσματα στο σερβιτόρο που κατέφτασε εκείνη τη στιγμή με το κρασί και τις σαλάτες τους, πριν την οδηγήσει προς την έξοδο του μαγαζιού. Αυτό που αισθάνθηκε μόλις βγήκε στο πεζοδρόμιο ήταν μια τεράστια ανακούφιση. Ίσως επειδή η αλήθεια ήταν πολύ πιο απλή
από το να παριστάνει ότι είχε βγει ένα κανονικό ραντεβού. Όχι, η έξοδός της με τον Σαλβατόρε μόνο αυτό δεν ήταν. Και δε θα το βοηθούσε να γίνει το μάσημα μιας μπριζόλας. Χώρια που το φαγητό ήταν το τελευταίο που μπορούσε να σκεφτεί αυτή τη στιγμή. Όλη αυτή η ιστορία δε θα σου βγει σε καλό, την προειδοποίησε αυστηρά η λογική της μερικές στιγμές αργότερα, όταν βρέθηκε να βαδίζει στο πλευρό του Σαλβατόρε μέσα στην κρύα νύχτα του Γενάρη. Από την αρχή που του πρότεινες να βγείτε έξω μαζί ήταν λάθος. Αλλά τουλάχιστον σταμάτησέ το έγκαιρα. Πριν πληγωθείς θανάσιμα. «Νομίζω ότι το καλύτερο είναι να πούμε καληνύχτα εδώ», του πρότεινε τότε, αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Θα γυρίσω στο σπίτι μου με το μετρό». Γυρνώντας απότομα προς το μέρος της, εκείνος την κοίταξε φανερά ξαφνιασμένος. «Μ η λες ανοησίες», της συνέστησε με απίστευτα βελούδινη φωνή. «Φαντάζεσαι ότι υπάρχει περίπτωση απόψε να σε αφήσω να απομακρυνθείς από δίπλα μου;» Βλέποντας την πόρτα της λιμουζίνας που τους ακολουθούσε καταπόδας να ανοίγει ακριβώς τη στιγμή που ένας παπαράτσι προσπαθούσε να τους τραβήξει φωτογραφία, η Τζέσικα κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσει βιαστικά στο εσωτερικό του αυτοκινήτου.
Εκεί όμως προσπάθησε να κρατηθεί μακριά του. «Ιαλβατόρε», είπε έτοιμη να βάλει τα κλάματα σαν πληγωμένο παιδί. «Δεν μπορείς να με πας οπουδήποτε χωρίς τη θέλησή μου». Εκείνος έσμιξε απορημένος τα φρύδια του. «Δεν καταλαβαίνω. Μ ήπως το να διαμαρτύρεσαι και να υποκρίνεσαι την αθώα καθησυχάζει τη συνείδηση σου; Εκτός κι αν σε ανάβει περισσότερο...» «Σταμάτα! Φυσικά και δε συμβαίνει τίποτα τέτοιο», ισχυρίστηκε θυμωμένη η Τζέσικα. «Τότε;» «Τότε σου δηλώνω απλώς ότι δε θέλω». Εκείνος δε μίλησε. Απλώνοντας το δάχτυλο στο πιγούνι της, έσπρωξε ελαφρά το πρόσωπό της προς τα πίσω για να μπορέσει να τη δει καλύτερα. Πρόσεξε ότι τα γκρίζα μάτια της είχαν σκουρύνει, ενώ τα τρυφερά, δροσερά χείλη της τρεμούλιαζαν. Όταν έγειρε προς το μέρος της και τη φίλησε, η Τζέσικα ανατρίχιασε και άφησε να της ξεφύγει ένας σιγανός στεναγμός. Αυτή ήταν η τελευταία της ευκαιρία να βάλει ένα τέλος σ’ αυτό που συνέβαινε, και το ήξερε. Αλλά δε βρήκε τη δύναμη να το
κάνει. Ο Σαλβατόρε διάβασε την επιθυμία στο πρόσωπό της και την ανυπομονησία στα χέρια της, που τα ανοιγόκλεινε νευρικά ενώ προσπαθούσε να παραμείνει μακριά του. Τότε την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε ξανά, με έναν τρόπο που έκανε την καρδιά της να φτερου-γίσει σαν πεταλούδα. Αποδεχόμενη την ήττα της, η Τζέσικα πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Αχ, Σαλβατόρε», ψέλλισε με σπασμένη φωνή. «Σαλβατόρε...» «Ναι, κάρα;» της αποκρίθηκε χαμηλόφωνα εκείνος με την πλούσια, βαθιά φωνή του. «Το ξέρεις καλά ότι με θέλεις όσο σε θέλω κι εγώ. Είναι απλό, δε συμφωνείς; Αρα θα έρθεις στο σπίτι μου». Παρ’ ότι η φωνή του ακουγόταν θριαμβευτική, η Τζέσικα δεν μπόρεσε να διαφωνήσει. 'Ετσι, περιορίστηκε ν' ανοίξει τα χείλη για να δεχτεί το φιλί του καθώς το αυτοκίνητο έκανε μια απότομη στροφή με κατεύθυνση το Τσέλσι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Οταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του, η Τζέσικα έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει διστακτική, μη ξέροντας τι έπρεττε να κάνει στη συνέχεια. Νιώθοντας τα γόνατά της να τρέμουν και μια έντονη ζάλη,
παρατήρησε αόριστα ότι το σπίτι του Σαλβατόρε ήταν τεράστιο και πως όλα τα έπιπλα και τα αντικείμενα είχαν την υπογραφή της καλαισθησίας και της πολυτέλειας. Μ όνο που η πολυτέλεια ήταν το τελευταίο που μπορούσε να σκεφτεί καθώς στεκόταν μπροστά στον άντρα που είχε κλέψει την καρδιά και τη λογική της και αναρωτιόταν αν αυτό που ζούσε συνέβαινε στ’ αλήθεια ή ήταν δημιούργημα της φαντασίας της. Έμεινε να κοιτάζει σχεδόν με δέος τη σεξουαλική πείνα που καθρεφτιζόταν στο βλέμμα του όμορφου αφεντικού της, μέχρι που ο Σαλβατόρε πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και χάιδεψε απαλά τη φλέβα που παλλόταν άγρια στον κρόταφό της. «Φοβάσαι», παρατήρησε χαμηλόφωνα. «Λίγο», του ομολόγησε συγκρατημένα η Τζέσικα, απο-φεύγοντας να πει περισσότερα. «Να υποθέσω ότι δεν είναι κάτι που το κάνεις συχνά;» Η Τζέσικα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Πες ποτέ, καλύτερα», ψιθύρισε κάπως πληγωμένη με την ερώτησή του. Αλλά γιατί τον κατηγορείς; διαμαρτυρήθηκε την ίδια στιγμή η λογική της. Έτσι κι αλλκύς δεν τον είχε δυσκολέψει καθόλου να πετύχει το σκοπό του, οπότε ήταν φυσικό να βγάζει από μόνος του συμπεράσματα που δεν την τιμούσαν καθόλου.
Αποφασισμένη να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε θαρρετά. «Ακου, Σαλβατόρε, καταλαβαίνω ότι θα σου έχει φανεί εντελώς τρελή η συμπεριφορά μου, ωστόσο...» Δεν πρόλαβε να πει περισσότερα. Κι αυτό επειδή εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι του και χάιδεψε αργά τα χειΆη της με τα δικά του, με έναν τρόπο που έκανε τα σωθικά της να τρεμουλιάσουν και ένα σωρό πεταλούδες να αρχίσουν να φτερουγίζουν στο στομάχι της. «Όχι, κάρα», της αποκρίθηκε τέλος με βαριά, πνιχτή φωνή. «Δε μου έχει φανεί καθόλου τρελή. Αντίθετα, τη βρίσκω τέλεια. Περφέτο. Πίστεψε με; Τζέσικα. Και πήρα θα σου πρότεινα να φύγουμε απ’ αυτό το αφιλόξενο χολ και να πάμε σε ένα δωμάτιο που θα μας βοηθήσει να έρθουμε πολύ πιο κοντά». Η Τζέσικα δεν είπε τίποτα. Τον άφησε μόνο να την πιάσει από το χέρι και να την οδηγήσει μέχρι την άλλη άκρη ενός μακριού διαδρόμου, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει άτακτα και τα πόδια της να τρέμουν ασυγκράτητα. Περφέτο. Έτσι είχε χαρακτηρίσει ο Σαλβατόρε τις αντιδράσεις της, γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση για τη δική του ερωτική γοητεία, μπροστά στην οποία η ίδια είχε αναγκαστεί τελικά να παραδώσει τα όπλα. Μ α καλά, είναι δυνατόν να μην έχει αντιληφθεί ότι είναι με κάποια που διαθέτει ελάχιστη πείρα στο θέμα του σεξ, συλλογίστηκε, προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα έπρεπε να τον ενημερώσει.
Αλλά τι ακριβώς να του έλεγε; Ότι ανησυχούσε μήπως και τον απογοητεύσει; Ήταν λογικό να ξεστομίσει μια τόσο μεγάλη ανοησία; Νιώθοντας το στόμα της ξερό από όλους αυτούς τους φόβους και τις ανασφάλειες που την εμπόδιζαν να απολαύσει αυτό που ζούσε, ακολούθησε τον Σαλβατόρε στη μεγαλύτερη κρεβατοκάμαρα που είχε αντικρίσει ποτέ, ένα πανέμορφο δωμάτιο με παρκέ σε χρώμα τριανταφυλλί, πανέμορφα χαλιά, λάμπες, καθώς και μια σειρά από γλάστρες με λουλούδια σπάνιας ομορφιάς μπροστά στην τεράστια μπαλκονόπορτα. Στο κέντρο αυτής της κάμαρας που της θύμιζε αόριστα δωμάτιο από κάποιο ξεχασμένο παραμύθι, δέσποζε ένα πελώριο κρεβάτι με ένα μεταξωτό κάλυμμα. «Αχ, Τζέσικα... Τζέσικα...» μουρμούρισε ο Σαλβατόρε καθώς την τραβούσε απαλά στην αγκαλιά του. «Έχεις το ύφος του ανθρώπου που ετοιμάζονται να τον ρίξουν στα λιοντάρια». «Αλήθεια;» ψέλλισε αμήχανα εκείνη, καθώς απολάμβανε με όλη της την ψυχή το χάδι του στα μαλλιά της. «Ακριβώς. Λοιπόν, σε ρωτάω. Μ οιάζω με λιοντάρι; Και μάλιστα άγριο;» Ο Σαλβατόρε έσκυψε και τη φίλησε στο λαιμό. «Φοβάσαι μήπως και σε καταβροχθίσω, κάρα μία; Θα σου άρεσε αυτό;» «Χριστέ μου, Σαλβατόρε...» είπε τρέμοντας η Τζέσικα.
Η απόκρισή της τον έκανε να χαμογελάσει με ικανοποίηση, θεωρώντας την αθωότητα και τους δισταγμούς της ως το καλύτερο αφροδισιακό μετά την προθυμία και τη βιασύνη που είχε συνηθίσει να δείχνουν οι γυναίκες προκειμένου να πέσουν στο κρεβάτι. Εκτός κι αν όλο αυτό είναι απλώς θέατρο, έσπευσε να τον προειδοποιήσει η λογική του. Αν έχει καταλάβει ότι εκτιμάς την αθωότητα και υποκρίνεται προκειμένου... Να κερδίσει τι; αναρωτήθηκε ο Σαλβατόρε απλώνοντας τα χέρια του για να ξεκουμπώσει τα αμέτρητα μικρά κουμπιά στο μπροστινό μέρος του όμορφου μεταξωτού φορέματος της. Εφόσον γνωρίζει καλά ότι το μόνο που θέλω από κείνη είναι μια προσωρινή διασκέδαση. Κάτι που θα απολαύσουμε και οι δύο, χωρίς να πληγωθεί στο τέλος κανείς. Παρασυρμένος από τις σκέψεις του, αιχμαλώτισε το βλέμμα της με το δικό του. «Επίτηδες διάλεξες να φορέσεις σήμερα ένα φόρεμα με τόσο πολλά κουμπιά;» της μουρμούρισε στ’ αυτί δήθεν παραπονεμένος. «Για να με τυραννήσεις;» Η Τζέσικα δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Της είχε κοπεί η λαλιά. Το μόνο που αισθανόταν ήταν μια φωτιά να τη σαρώνει, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την κρύα ατμόσφαιρα στο δωμάτιο. Αφού κατέβασε το φόρεμά της μέχρι χαμηλά στους γοφούς, ο Σαλβατόρε άπλωσε τα χέρια του στο σουτιέν της. Βλέποντας το
πόσο φτηνιάρικο και κακής ποιότητας ήταν, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μορφασμό αποδοκιμασίας, που ευτυχώς όμως δεν έγινε καθόλου αντιληπτός από την Τζέσικα, που είχε μάτια και αισθήσεις μόνο για κείνον. «Χριστέ μου, Σαλβατόρε...» ψέλλισε αδύναμα κάποια στιγμή, νιώθοντας τα χείλη του να χαράζουν ένα καυτό μονοπάτι από το λαιμό μέχρι την κοιλιά της. Το χάδι της γλώσσας του στον αφαλό της τη συγκλόνισε σε τέτοιο βαθμό, που εκείνος δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα μικρό αυτάρεσκο γέλιο. «Τι είναι, κάρα μία;» μουρμούρισε ξεφυσώντας πάνω στα πλευρά της. «Χαλάρωσε και απόλαυσέ το». Μ η έχοντας άλλη λύση, η Τζέσικα ακολούθησε τη συμβουλή του. Αλλωστε ήταν τόσο μεγάλη η ηδονή που της πρόσφερε ο αργός περίπατος της γλώσσας του από τα στήθη μέχρι χαμηλά στην κοιλιά της, που της ήταν δύσκολο να τη διαχειριστεί. Τον ήθελε απεγνωσμένα. Ο Σαλβατόρε όμως δεν έδειχνε να βιάζεται. Αφού της έβγαλε το φόρεμα με κινήσεις αργές και μεθοδικές, επικεντρώθηκε στο εσώρουχό της, γνωρίζοντας πως είναι πολύ πιο σοφό να κάνεις τις γυναίκες να περιμένουν και να ανυ-πομονούν. Μ ισό κλείνοντας τα μάτια του κοίταξε το άγουρο γυμνό σώμα της και δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει πόσο παράταιρα με το ακριβό φόρεμα ήταν τα
εσώρουχα που φορούσε. «βγάλε μου το πουκάμισο», την πρόσταζε με απαλή φωνή, παίρνοντας την απόφαση να μην της επιτρέψει να τα φορέσει ποτέ ξανά. Η Τζέσικα υπάκουσε. Παρά την επιδεξιότητα όμως και την ευκινησία που είχαν πάντα τα δάχτυλά της, αυτή τη φορά οι κινήσεις της ήταν άγαρμπες και δυσκίνητες. Γιατί δεν το βγάζει μόνος του, Θεέ μου; συλλογίστηκε απελπισμένα καθώς ξεκούμπωνε ένα ένα τα μικρά κουμπιά. Ο Σαλβατόρε όμως δεν έδειξε διατεθειμένος να της κάνει το χατίρι. Μ όλο που διάβασε στα μάτια της την ικεσία, παρέμεινε ασάλευτος στη θέση του σαν να τον ευχαριστούσε να τη βλέπει να υποφέρει για χάρη του. Ώσπου επιτέλους το μεταξωτό ρούχο γλίστρησε αργά από τους ώμους του. Μ προστά στη θέα της λείας, μελαχρινής επιδερμίδας του, η Τζέσικα ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Ήταν τόσο όμορφος, τόσο εκθαμβωτικός. Ας μη μου ζητήσει να του βγάλω και το παντελόνι, προσευχήθηκε αυθόρμητα σχεδόν με πανικό. Αλλά εκείνος δεν το έκανε. Αντίθετα την τράβηξε πάνω του και την έσφιξε δυνατά, αφήνοντας τα χέρια του να γλιστρήσουν μέσα
στα πλούσια μαλλιά της, χαϊδεύοντάς τη με έναν τρόπο που της έκοψε τα γόνατα. Στη συνέχεια, πιέζο-ντάς τη δυνατά πάνω στον ερεθισμένο ανδρισμό του, τη φίλησε με πάθος κι εκείνη ένιωσε να λιώνει πάνω του. Ακόμα όμως και τότε ο Σαλβατόρε δε σταμάτησε. Εξακολούθησε να τη φιλάει άγρια και διψασμένα, μέχρι που την άκουσε να τον ικετεύει να την κάνει δική του. Μ όνο τότε άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν μέσα στο εσώρουχό της και άγγιξε τη βελουδένια σάρκα ανάμεσα στους μηρούς της. «Τώρα, κάρα μία, είσαι έτοιμη για έρωτα», ψιθύρισε στο αυτί της, ενώ εκείνη ένιωσε να φουντώνει μέσα της μια τεράστια φωτιά, η οποία όμως δεν μπόρεσε να καταπνίξει τη λογική της. Εκείνη τη στιγμή της απόλυτης ηδονής, μια μικρή φωνή τής ψιθύρισε στο αυτί ότι αυτό που συνέβαινε δεν είχε καμιά σχέση με τον έρωτα και πως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από απλό και ξεκάθαρο σεξ. Η Τζέσικα σκέφτηκε ότι πολύ θα ήθελε να εξωραίσει αυτό που ζούσε καθώς αφηνόταν στα χέρια του Σαλβατόρε που την ξάπλωνε απαλά πάνω στο κρεβάτι. Στη συνέχεια εκείνος άρχισε να βγάζει το παντελόνι του. Εμφανώς απολαμβάνοντας το στριπτίζ που έκανε για χάρη της, ξεκούμπωσε με κινήσεις νωχελικές το κουμπί στη μέση, κατέβασε το φερμουάρ και, αφού έβγαλε τα παπούτσια και
τις κάλτσες του, άφησε και το παντελόνι να κυλήσει αργά πάνω στα δυνατά, μυώδη πόδια του. Αμέσως μετά πήγε κοντά της με τον ερεθισμένο ανδρισμό του να φαντάζει τεράστιος και θηριώδης μέσα από το μαύρο του εσώρουχο. Για μια ολόκληρη στιγμή έμειναν ακίνητοι να κοιτάζονται βαθιά στα μάτια, ώσπου η Τζέσικα κατάλαβε ότι δεν άντεχε άλλο αυτό το γλυκό μαρτύριο. «Έλα στο κρεβάτι», ψέλλισε με φωνή που έτρεμε κι εκείνος την πλησίασε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα όμορφα χείλη του. «Τόσο πολύ πεινάς για μένα;» της μουρμούρισε μόλις αι-σθάνθηκε τα χέρια της να δένονται γύρω του ανυπόμονα. «Λιμοκτονώ κυριολεκτικά!» του ομολόγησε η Τζέσικα σιγανά, νιώθοντας ανίκανη πια να κρύψει την αλήθεια. «Τότε, έλα εδώ. Τώρα». Μ ε μια και μόνο κίνηση πέταξε από πάνω της το κιλοτάκι, παίρνοντας ταυτόχρονα τις θηλές της στο στόμα του λαίμαργα. «Έχεις υπέροχη γεύση», μουρμούρισε όταν σήκωσε το κεφάλι του. «Είσαι γλυκιά σαν μέλι. Μ οσχοβολάς ολόκληρη επιθυμία. Μ ου αρέσεις πολύ». Τα λόγια του την έκαναν να νιώσει όμορφα. Τόσο όμορφα, που σύντομα ξέχασε ποια ήταν και άρχισε να συμπεριφέρε-ται σαν
κάποια άλλη. Έτσι, αφήνοντας κατά μέρος τις αναστολές της, άφησε το χέρι της να κατηφορίσει πάνω στο σώμα του και άγγιξε δειλά τον ανδρισμό του. Ο Σαλβατόρε ένιωσε να συγκλονίζεται μονομιάς από ένα απίστευτο ρίγος. Η αντίδρασή του όμως στο ντροπαλό χάδι της έκανε ένα προειδοποιητικό καμπανάκι μέσα στο κεφάλι του να χτυπήσει δυνατά. Διότι κάπως έτσι δεν την είχε πάθει και ένας ξάδερφός του; «Μ ήπως είσαι παρθένα;» τη ρώτησε τότε απότομα με βαριά, λαχανιασμένη φωνή. Ακούγοντάς τον, η Τζέσικα πάγωσε. Μ η ξέροντας αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει, αναρωτήθηκε μήπως κι αυτό σήμαινε ότι η απειρία της ήταν τόσο εμφανής, που τον είχε ενοχλήσει. «Όχι βέβαια!» διαμαρτυρήθηκε πειραγμένη. «Αλλά τι θα πείραζε κι αν ήμουν;» «Φυσικά και Θα πείραζε», αντέτεινε ο Σαλβατόρε και, έχοντας ηρεμήσει αρκετά, άπλωσε το χέρι του να χαϊδέψει τα μαλλιά της. «Αλλά τώρα πια δεν έχει σημασία. Το μόνο που μας ενδιαφέρει για την ώρα είναι... αυτό». Πριν προλάβει η Τζέσικα να καταλάβει τι εννοούσε, εκείνος άρχισε να σκορπίζει σε όλο της το κορμί φιλιά. Ήταν τέτοιο το πάθος και η παραφορά του, που εκείνη δεν προσπάθησε καν να
του αντισταθεί. Διαγράφοντας από τη σκέψη της όσα λόγια του την είχαν πληγώσει, παραδόθηκε στο πάθος του με την απόλυτη βεβαιότητα ότι θα ήταν αδύνατον να βρει ξανά τόσο υπέροχο εραστή σαν αυτόν. «Σου αρέσει;» τη ρώτησε εκείνος κάμποση ώρα αργότερα, όταν κάθε εκατοστό του κορμιού της τρεμούλιαζε από τον πόθο της. «Εγώ... εγώ...» ψέλλισε αδύναμα η Τζέσικα, νιώθοντας τα βλέφαρά της να βαραίνουν από την ηδονή. «Πες μου». «Πρώτη φορά νιώθω έτσι», του ομολόγησε κι εκείνος μπήκε μέσα της ορμητικά. «Ό, Σαλβατόρε...» Ο Σαλβατόρε την έκανε δική του, με φλόγα, ένταση αλλά και τρυφερότητα. Η διαπίστωση ότι η Τζέσικα ήταν η καλύτερη ερωτική παρτενέρ που είχε ποτέ τον αιφνιδίασε κυριολεκτικά. Για την ακρίβεια, ήταν τέλεια. Ούτε παρθένα, αλλά ούτε και έμπειρη. Ήταν ένα άπειρο κορίτσι, αλλά όχι εντελώς αθώο. Μ ε λίγα λόγια, περφέτο. Εκείνο που τον αφόπλισε ολότελα ωστόσο ήταν η γλυκύτη-τά της. Οι φυσικές, ανεπιτήδευτες κινήσεις της καθώς τον τραβούσε πάνω της για να του δώσει στα μάγουλα και στο πιγούνι του πεταχτά φιλιά απέραντης ευγνωμοσύνης. Μ α δεν έχει ιδέα ότι υποτίθεται πως οι γυναίκες δεν είναι σωστό να δείχνουν τόσο έντονα την
ευχαρίστησή τους; αναρωτήθη-κε ξαφνιασμένος, νιώθοντας την αδρεναλίνη του να φτάνει στα ύψη. «Τζέσικα», μουρμούρισε και η φωνή του ακούστηκε ξένη err' αυτιά του ενώ άπλωνε το χέρι του στο κομοδίνο για να πιάσει το προφυλακτικό. «Αχ, ναι, τώρα, τώρα», ψιθύρισε εκείνη σπαρταρώντας από κάτω του. «Τότε μείνε ακίνητη, που να πάρει!» «Δεν μπορώ, Σαλβατόρε. Δεν μπορώ...» «Ούτε εγώ μπορώ, μίο τεζόρο», της ομολόγησε βραχνά εκείνος καθώς έμπαινε μέσα της ορμητικός. «Ούτε εγώ μπορώ...» Η συνέχεια ήταν εκπληκτική. Για την ακρίβεια, η Τζέσικα ήταν εκείνη που έκανε τα πάντα συναρπαστικά και παραμυθένια. Σε βαθμό που ο ίδιος έπιασε τον εαυτό του να προσπαθεί να καταλάβει ποιος ήταν ο λόγος που τον έκανε να νιώθει κυριολεκτικά μαγεμένος. Η έκδηλη λαχτάρα της να του δώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ευχαρίστηση; Η απροσποίητη ανταπόκρισή της σε κάθε χάδι του; Η φυσικότητα με την οποία αντι-δρούσε στους οργασμούς της; Ο τρόπος που σφιγγόταν πάνω του, ψελλίζοντας λαχανιασμένη το όνομά του;
Νιώθοντας περισσότερο εξαντλημένος από κάθε άλλη φορά, ο Σαλβατόρε έγειρε πάνω στα μαξιλάρια, βαριανασαίνοντας. Η Τζέσικα στριμώχτηκε αυτόματα δίπλα του, με το κεφάλι της στην καμπύλη της μασχάλης του. «Ήταν... ήταν κάτι σαν θαύμα», ψέλλισε μόλις ξαναβρήκε τη φωνή της. Ο Σαλβατόρε δεν της απάντησε. Νιώθοντας μια απίστευτα γλυκιά κούραση, αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να της επισημάνει πως η σχέση της μαζί του είχε συγκεκριμένα όρια. Δεν είναι όμως αρκετά έξυπνη ώστε να έχει ανπληφθεί ότι δεν υπάρχει μέλλον μεταξύ σας; του υπέδειξε ήρεμα η λογική του. «Μ μμ...» Τραβήχτηκε μακριά της πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Πείνασα λίγο. Εσύ;» Όχι για φαγητό, ήταν η αυθόρμητη απάντηση που ανέβηκε στα χείλη της Τζέσικα, αλλά τη συγκρότησε επειδή κατάλαβε ότι η ατμόσφαιρα μεταξύ τους δεν ήταν ίδια με νωρίτερα, τότε που ένιωθε ελεύθερη να του αποκαλύψει ακόμα και τις πιο μυστικές φαντασιώσεις της. Κάτι είχε αλλάξει. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ο Σαλβατόρε δεν έδειχνε πια την ίδια ανάγκη να την κρατάει σφιχτά πάνω του. Η στάση του απέναντι' της ήταν διαφορετική και η εντύπωση αυτή δεν ήταν απλώς δημιούργημα της φαντασίας της.
Μ ήπως θα πρέπει να ντυθώ και να φύγω; αναρωτήθηκε ανήσυχη. Εκείνος έσκυψε με ύφος νωχελικό προς το μέρος της. «Να πάω να φέρω κάτι να φάμε;» Ήταν τόσο μεγάλη η ανακούφιση που της προκάλεσε η πρότασή του, που δεν ήξερε πώς να την κρύψει. Ίσως επειδή η ιδέα να σηκωθεί και να φύγει σαν διωγμένο δουλικό τής ήταν αφόρητη. Και νιώθεις καλύτερα τώρα που αφήνεις σ’ εκείνον το δικαίωμα να υπαγορεύει όλους τους όρους; της υπέδειξε όλο σαρκασμό η λογική της. Εντάξει, μπορεί και να ήταν λάθος της. Ωστόσο πώς θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά, όταν μόνο στην αγκαλιά του είχε νιώσει για πρώτη φορά ότι ζούσε πραγματικά; Όταν αισθανόταν πως μέχρι τότε απλώς περιφερόταν στον κόσμο ολομόναχη και χωρίς σκοπό, ενώ τώρα ήταν σίγουρη ότι είχε γεννηθεί με προορισμό να αγγίξει την υπέρβαση μέσα από το σώμα του Σαλβατόρε; «Ναι, παρακαλώ», είπε διστακτικά, ενώ την ίδια στιγμή βίαζε τον εαυτό της να κατέβει από τα σύννεφα. Ολόκληρο το Σαββατοκύριακο τη βασάνιζαν η νευρικότητα και η ανασφάλεια. Ακόμα και η γιαγιά της, την οποία είχε πάει να επισκεςΓτεί, φοβήθηκε ότι ήταν άρρωστη όταν αρ-νήθηκε να φάει την αγαπημένη της λεμονόπιτα που είχε ετοιμάσει η ίδια για χάρη της. Αλλά πώς θα μπορούσε η Τζέσικα να ομολογήσει στη γυναίκα
που την είχε φροντίσει με στοργή και τρυφερότητα μετά το θάνατο των γονιών της ότι είχε χάσει την όρεξή της επειδή την Τρίτη σχεδίαζε να καταλήξει στο κρεβάτι του αφεντικού της, καταπατώντας όλες τις αρχές και τις ηθικές αξίες που της είχε διδάξει εκείνη; Έχοντας απορροφηθεί από τις σκέψεις της, συνήλθε μόνο όταν είδε τον Σαλβατόρε να επιστρέφει στο δωμάτιο — απι-στευτα μεγαλόπρεπος και ελκυστικός μέσα στην υπέροχη γύμνια του— κουβαλώντας ένα δίσκο με ένα σωρό καλούδια. Σαμπάνια. Σταφύλια. Φρέσκο τραγανό ψωμί, καθώς και μια εντυπωσιακή ξύλινη θήκη με τυρί. Από το δίσκο δεν έλειπε ούτε μια μεγάλη πλάκα μαύρης σοκολάτας. «Φαντάζουν όλα υπέροχα», αναφώνησε ζωηρά. Εκείνος χαμογέλασε, προσποιούμενος ότι δεν αντιλήφθηκε την υπερένταση στον τόνο της φωνής της. «Χαίρομαι που σε ακούω να το λες. Δεν αντέχω με τίποτα, ξέρεις, τις ανορεξικές και δύσκολες στο φαγητό γυναίκες, και νομίζω ότι το ίδιο ισχύει για τους περισσότερους άντρες. Βλέπω ότι φόρεσες τη μεταξωτή ρόμπα μου και χτένισες τα μαλλιά σου», σχολίασε στη συνέχεια. Η Τζέσικα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Δανείστηκα τη βούρτσα σου. Ελπίζω να μη σε πειράζει, ε;»
Πίσω από τη διστακτική της ερώτηση, ο Σαλβατόρε αναγνώρισε ένα πλήθος άλλων ερωτήσεων. Γνωρίζοντας από άλλες περιπτώσεις πόσο ευαίσθητος είναι ο χρόνος μετά το σεξ και πόσο κατάλληλος για να μπουν κανόνες και προϋποθέσεις, αποφάσισε να τον αξιοποιήσει προς όφελος του. «Μ πορείς να δανείζεσαι ό,τι σου αρέσει όποτε τυχαίνει να βρίσκεσαι εδώ», της είπε με ύφος φυσικό και ανέμελο. Κανονικά τα λόγια του θα έπρεπε να καθησυχάσουν την Τζέσικα. Στην πραγματικότητα όμως κατάφεραν ακριβώς το αντίθετο. Είναι απαραίτητο να καταλάβεις πού στέκεσαι, της υπέδειξε αυστηρά η λογική της. Στο γραφείο μάλλον θα παραμείνεις μια απλή καθαρίστρια, αλλά μόλις πριν από λίγο μοιράστηκες το κρεβάτι του αφεντικού σου. Αυτό δε σου δίνει το δικαίωμα να τον ρωτήσεις τι ακριβώς θέλει από σένα; Αναζητώντας μια ευκαιρία για να το πετύχει αυτό, αναφέρθηκε στην ερώτηση που της είχε κάνει νωρίτερα ο Σαλβατόρε. «Για ποιο λόγο με ρώτησες πριν από λίγο αν ήμουν παρθένα;» Ο Σαλβατόρε ήταν έτοιμος να χαϊδέψει με το δείκτη του την κοιλιά και την ήβη της, αλλά σταμάτησε και αποτραβήχτηκε απρόθυμα από κοντά της. Εφόσον θέλει την αλήθεια, θα την έχει, αποφάσισε πιάνο-ντας στα
χέρια του τη σαμπάνια για να την ανοίξει. «Επειδή, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα υπήρχε πρόβλημα», της δήλωσε σοβαρός καθώς σέρβιρε τη σαμπάνια στα δυο ποτήρια τους. «Η αγνότητα μιας γυναίκας είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει στον άντρα της. Εκτός φυσικά από τα παιδιά που θα του γεννήσει». «Ευχαριστώ». Η Τζέσικα έφερε απρόθυμα στα χείλη της το ποτήρι που της πρόσφερε. «Και... και ποιο θα ήταν το πρόβλημα αν ήμουν παρθένα;» επέμεινε, αποφεύγοντας να του πει καθαρά πόσο παλιομοδίτικες έβρισκε τις απόψεις του. Ο Σαλβατόρε θα προτιμούσε να μην του έκανε τη συγκεκριμένη ερώτηση. Να έβρισκε την απάντηση η ίδια, όταν θα την ανέλυε στο μυαλό της αργότερα. Λπό τη στιγμή όμως που του την υπέβαλε, ήξερε ότι ήταν αναγκασμένος να της απαντήσει. Διαφορετικά θα ήταν σαν να επιχειρούσε να την εξαπατήσει. «Η παρθενιά σου θα πήγαινε χαμένη μαζί μου», της εξήγησε μαλακά. «Αν ήσουν παρθένα, θα ήμουν αναγκασμένος να σου ζητήσω να φύγεις και θα σε συμβούλευα να κρατήσεις άθικτο το δώρο σου, για να το προσφέρεις στον άντρα που θα γίνει κάποτε σύζυγός σου». «Μ α...» «Βλέπεις...» Ο Σαλβατόρε μισόκλεισε ελαφρά τα μάτια του καθώς
προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια. «... είμαι Σικελός, Τζέσικα, και οι αξίες μου για τη ζωή και το γάμο είναι απολύτως παραδοσιακές. Κάποια μέρα θα επιστρέφω στη Σικελία και θα παντρευτώ μια παρθένα. Ένα κορίτσι αγνό σαν το χιόνι. Είναι δεδομένο αυτό και δεν αλλάζει». Η Τζέσικα έμεινε βουβή να τον κοιτάζει, προσπαθώντας να καταλάβει αν κατανοούσε εκείνος το πόσο φτηνή και πρόστυχη την έκανε να νιώθει με όσα έλεγε. Όχι, δεν το καταλαβαίνει, σκέφτηκε απελπισμένη. Και γιατί να καταλάβει όμως; Παρ’ όλα αυτά έβαλε τα δυνατά της να κρατηθεί στο ύψος της. «Θεωρώ αυτές τις ιδέες εντελώς αναχρονιστικές», σχολίασε ήρεμα. Ο Σαλβατόρε ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Κι εγώ το ίδιο, αλλά δεν έχει σημασία. Αλλωστε κατά βάθος είμαι κι εγώ αναχρονιστικός. Θέλω η μάνα των παιδιών μου να μην έχει... πώς να το πω...» Η Τζέσικα δεν του άφησε το περιθώριο να συνεχίσει. Πε-τάχτηκε κάπως απότομα από το κρεβάτι και λίγη σαμπάνια κύλησε από το ποτήρι της στα βαμβακερά σεντόνια, αλλά δεν έδωσε σημασία. Αντίθετα, κατέβασε τα πόδια της στο πάτωμα και ακούμπησε το ποτήρι στο διπλανό κομοδίνο με χέρι που έτρεμε.
«Πώς τολμάς να με προσβάλλεις έτσι;» τον κατηγόρησε γεμάτη αγανάκτηση. «Θεωρείς ότι έχεις δικαίωμα να είσαι δηκτικός μαζί μου επειδή τάχα έχω κοιμηθεί και με άλλους άντρες, ενώ εσύ έχεις κάνει σεξ με περισσότερες γυναίκες από όσες είναι οι ημέρες που ζω σ’ αυτή τη γη και... Ω!» Ο Σαλβατόρε, προκειμένου να την αναγκάσει να σταματήσει, της σφράγισε τα χείλη με ένα άγριο φιλί. Στη συνέχεια την έσπρωξε στο κρεβάτι και ήρθε από πάνω της. Βλέποντας τη μεταξωτή ρόμπα να ανοίγει κάτω από το βάρος του, κόλλησε τολμηρά στο μηρό της τον ερεθισμένο ανδρισμό του. «Αφησέ με!» φώναξε η Τζέσικα, χτυπώντας το στήθος του με τις γροθιές της. «Κατέβα αμέσως από πάνω μου!» «Αυτό σημαίνει πως δε με θέλεις;» «Ναι. Όχι. Ναι!» επανέλαβε με πάθος η Τζέσικα. Αλλά το κορμί της τη διέψευσε την ίδια στιγμή. Βλέποντας τα μάτια της να κλείνουν, ο Σαλβατόρε μάντεψε την επιθυμία που φούσκωνε ήδη μέσα της. «Τζέσικα;» Εκείνη άνοιξε αργά τα μάτια της. «Τι είναι;» μουρμούρισε σιγανά, κοιτάζοντάς τον σαν πληγωμένο ζώο. «Δε σου έδωσα ποτέ υποσχέσεις. Ούτε και σου είπα κάποιο ψέμα. Μ ου αρέσεις τρελά. Γι’ αυτό και βρίσκεσαι απόψε εδώ.
Απολαμβάνω απίστευτα το σεξ μαζί σου. Θα ήθελα να συνεχίσουμε να κάνουμε έρωτα. Όπως θα ήθελα και να μου επιτρέψεις να σε κακομάθω λιγάκι. Να σε πάω, για παράδειγμα, ένα ταξίδι στο Παρίσι και να σε ταΐσω στρείδια. Να σου δείξω έναν κόσμο ολόκληρο που δεν έχεις γνωρίσει... Νομίζω πως θα σου αρέσει αυτό». Καθώς της μιλούσε, τα λόγια του έφερναν μπροστά στα μάτια της μια απίστευτα γοητευτική εικόνα, που την έβαζε σε πειρασμό. Από την άλλη, ο τρόπος που οι θηλές της πιέζονταν στο στέρνο του Σαλβατόρε έκαναν το μυαλό της να θολώνει και την ανάσα της να κόβεται. «Δεν καταλαβαίνω», πρόφερε ξέπνοη. «Τι είναι, επιτέλους, αυτό που θέλεις από μένα;» Ο Σαλβατόρε την κοίταξε και χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Θέλω να γίνεις η ερωμένη μου», της δήλωσε ξεκάθαρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Παραμένοντας ακινητοποιημένη κάτω από το κορμί του, η Τζέσικα τον κοίταξε σαστισμένη, ανίκανη να πιστέψει ότι είχε ακούσει σωστά. «Ερωμένη σου;» επανέλαβε σοκαρισμένη. «Μ α... μα εσύ δεν είσαι
ούτε καν παντρεμένος! Εκτός κι αν είσαι», μουρμούρισε ανήσυχη, κοιτάζοντάς τον καχύποπτα. Ο Σαλβατόρε κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν είμαι, κάρα. Αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι παντρεμένος ένας άντρας για να έχει ανάγκη από ερωμένη». Βλέποντας την μπερδεμένη έκφρασή της, της χάιδεψε το πρόσωπο απαλά. «Ερωμενη είναι η γυναίκα που παίζει ένα ρόλο ξεχωριστό στη ζωή ενός άντρα. Φτάνει να έχουν υπόψη τους και οι δυο πού ακριβώς στέκονται. Όταν δεν υπάρχουν μπερδεμένες καταστάσεις, ζουν μαζί μια υπέροχη περιπέτεια που γνωρίζουν καλά ότι δε θα έχει μέλλον. Αυτό είναι όλο». «Αυτό είναι όλο;» Βλέποντάς τη να ανοιγοκλείνει τα μάτια της, ο Σαλβατόρε ανασήκωσε τους ώμους του. «Εντάξει, ίσως να έχω υπεραπλουστεύσει κάπως τα πράγματα», παραδέχτηκε. «Αλλά σε διαβε-βαιώνω ότι δεν πιστεύω πως η αλήθεια απέχει πολύ από όσα είπα. Εκείνο πάντως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι πιστεύω πως είσαι ιδανική γι’ αυτόν το ρόλο, κάρα». Η λέξη «ιδανική» ακούστηκε σαν χάδι στα αυτιά της Τζέσικα με τον τρόπο που την πρόφεραν τα χείλη του κολλημένα πάνω στο μάγουλό της. Αθελά της ρίγησε από την επιθυμία. Είμαι εντελώς αδύναμη μέσα στα χέρια του, παραδέχτηκε βουβά.
Αλλά και ποια γυναίκα δε θα ήταν; Ωστόσο η πρόταση που της έκανε... δεν ήταν υπερβολικά προσβλητική; «Δε μου απάντησες», σχολίασε έξαφνα ο Σαλβατόρε καθώς διέτρεχε με το δείκτη του το περίγραμμα των χειλιών της. Η έκδηλη έκπληξη που υπήρχε στη φωνή του την εκνεύρισε αληθινά. Τι περίμενε, δηλαδή; Πως θα έσπευδα να δεχτώ την πρότασή του και μάλιστα με ευγνωμοσύνη; αναρωτήθηκε συγχυσμένη. «Θα... θα πρέπει να τη σκεφτώ», του δήλωσε ήρεμα, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε να καταλάβει για ποιο λόγο τής είχε ζητήσει κάτι τέτοιο, αντί να της προτείνει απλώς να έχουν μια δεύτερη έξοδο που θα κατέληγε με τους δυο τους στο σπίτι του να κάνουν έρωτα. Δε θα ήταν πολύ πιο φυσικό κάτι τέτοιο; συλλογίστηκε μπερδεμένη. Όχι βέβαια, ανόητη! έσπευσε να την προσγειώσει η λογική της. Διότι σ’ αυτή την περίπτωση υπήρχε ο κίνδυνος ν’ αρχίσουν να της μπαίνουν ιδέες. Ότι τάχα θα μπορούσε να έχει ένα μέλλον μαζί του. Ενώ τώρα που της είχε ξεκαθαρίσει τα πράγματα, δεν υπήρχε τέτοιο περιθώριο. Όντας απορροφημένη στις σκέψεις της, ξαφνιάστηκε όταν είδε τον Σαλβατόρε να σκύβει το κεφάλι και να σφραγίζει τα χείλη της με ένα λαίμαργο φιλί. Η πρώτη της σκέψη ήταν να τον αποφύγει, αλλά την επόμενη κιόλας στιγμή αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι
το κορμί της κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένο να κάνει κάτι τέτοιο. «Τι βόλιο», ψιθύρισε ο Σαλβατόρε στο αυτί της με βαριά, υπόκωφη φωνή. Η Τζέσικα γύρεψε τα μάτια του και τότε αισθάνθηκε τον πόθο να την πνίγει. «Κι... εγώ», αναγνώρισε ριγώντας δυνατά. «Μ ε θέλεις, κάρα;» «Το ξέρεις πως σε θέλω», του αποκρίθηκε νιώθοντας περισσότερο ευάλωτη στα χέρια του από κάθε άλλη φορά. Εκείνος δεν περίμενε ν’ ακούσει περισσότερα. Μ πήκε μέσα της, απολαμβάνοντας το ηδονικό βογκητό που ξέφυγε από τα χείλη της. Όση ώρα λικνιζόταν μέσα της ρυθμικά, κατέγραψε με το βλέμμα τις εκψράσεις στο πρόσωπό της, που διαδέχονταν η μια την άλλη. Το πάθος, η λαγνεία, η ανυπομονησία, η λαχτάρα. Όταν το δωμάτιο πλημμύρισε από τις πνιχτές κραυγές της, μόνο τότε άφησε κι εκείνος ελεύθερο τον εαυτό του νιώθοντας μια απίστευτη γλύκα, που γινόταν ακόμα μεγαλύτερη όταν σκεφτόταν ότι αυτό που απολάμβανε με την Τζέσικα ήταν διαυγές σαν κρύσταλλο και δεν επρόκειτο ποτέ να του δημιουργήσει προβλήματα. Μ ετά τον έρωτα, έμειναν κάμποση ώρα σιωπηλοί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Σαλβατόρε της χάιδευε νωχελικά το ιδρωμένο της κορμί εισπνέοντας λαίμαργα τη μυρωδιά της κολόνιας της, ενώ την ίδια στιγμή ανέλυε στο μυαλό του
την αντίδρασή της απέναντι στην πρότασή του. Μ ε κάποια έκπληξη συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι η Τζέσικα την είχε αντιμετωπίσει με αξιοσημείωτη ψυχραιμία. Είχε δείξει μάλιστα να τη ζυγίζει στο μυαλό της και να τη σκέφτεται με την ίδια σοβαρότητα που θα σκεφτόταν μια επαγγελματική πρόταση. Σε αντίθεση με ένα σωρό γοητευτικές κληρονόμους που γνώριζε ο ίδιος, οι οποίες ήταν σίγουρος ότι θα του φιλούσαν και το χέρι, αν τους έδινε το προνόμιο να φιλοξενούνται στο κρεβάτι του! Ενώ η Τζέσικα δεν είχε ούτε καν μπει ακόμα στον κόπο να του δώσει την απάντησή της. «Κοιμάσαι;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας τα κλειστά μάτια της. Εκείνη τα άνοιξε αργά. Η αλήθεια ήταν πως αισθανόταν κουρασμένη, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε το μυαλό της να δουλεύει πυρετικά. «Λιγάκι», παραδέχτηκε άτονα. «Δε φάγαμε ακόμα για βράδυ», της θύμισε ο Σαλβατόρε. «Όχι, δε φάγαμε», συμφώνησε η Τζέσικα και ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι. Ο Σαλβατόρε κάρφωσε αμέσως τα μάτια του στο γυμνό της στήθος κι αυτό τη βοήθησε κατά κάποιο τρόπο να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. Ήταν φανερό ότι εκείνος την αντίμετώπιζε σαν ποθητό κορμί. Η ίδια ήταν κάτι σαν ψωμοτύρι για τη σεξουαλική του πείνα. Όσο είχε αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια μέσα στο μυαλό
της, δε θα ήταν άτρωτη μπροστά σε κάθε ενδεχόμενο να πληγωθεί; Και δε θα προστάτευε αποτελεσματικά την καρδιά της από τον κίνδυνο να ραγίσει; «Ναι, νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να φάμε κάτι», συμφώνησε με φυσικότητα. «Και στη συνέχεια θα φύγω». «Θα φύγεις;» Ο Σαλβατόρε την κοίταξε με ολοφάνερη δυσπιστία. «Για να πας πού;» «Μ α... στο σπίτι μου, φυσικά», του αποκρίθηκε ήρεμα η Τζέσικα. Τώρα ήταν η δική του σειρά να τα χάσει, πράγμα που του συνέβαινε σπάνια. Συνήθως είχε την ικανότητα να διαβάζει τις γυναίκες σαν ανοιχτό βιβλίο, αλλά με την Τζέσικα τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Μ ήπως με εγκαταλείπει; αναρωτήθηκε νιώθοντας μια φλέβα να χτυπάει δυνατά στον κρόταφό του. Εκτός κι αν προσπαθούσε να του κάνει κάποια κόλπα. Ε, τότε της αξίζει να καταλάβει ότι εκείνος δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον μεταχειρίζεται κατά βούληση! «Γιατί στο σπίτι σου;» Αγνοώντας τη μελιστάλαχτη φωνή του, η Τζέσικα διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι είχε τουλάχιστον τραβήξει το βλέμμα του από τα στήθη της και τώρα την κοιτούσε στα μάτια! «Επειδή είναι Τρίτη βράδυ και αύριο πιάνω δουλειά νωρίς το πρωί», του εξήγησε ατάραχη.
Ο Σαλβατόρε έγειρε πίσω στα μαξιλάρια φανερά ανακουφισμένος. «Αυτό είναι το πρόβλημα; Μ είνε εδώ τη νύχτα και αύριο το πρωί θα σε πάει στο γραφείο σου ο σοφέρ μου». Η Τζέσικα δεν μπόρεσε να μη γελάσει ακούγοντας την πρότασή του. Και μόνο η σκέψη του πόσα κουτσομπολιά θα προκαλούσε η εμφάνισή της έξω από την εταιρεία με λιμου-ζίνα και σοφέρ τής έφερνε γέλια. «Είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σου», του ομολόγησε ευγενικά, «αλλά δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα». «Γιατί όχι;» διαφώνησε έντονα εκείνος. «Καταρχάς διότι δεν έχω φέρει μαζί μου καθαρά εσώρουχα». «Γιατί όχι; Εφόσον το ήξερες πως θα καταλήγαμε στο κρεβάτι. Ήταν κάτι που γνωρίζαμε και οι δυο», της είπε με νόημα ο Σαλβατόρε. Η Τζέσικα αντιμετώπισε το επιθετικό του ύφος χωρίς να τρεμοπαίζει στο ελάχιστο τα βλέφαρα. Και μόλο που τα λόγια του δεν την κολάκευαν διόλου, αποφάσισε να δείξει ψυχραιμία και λογική. «Ναι, πράγματι το ξέραμε», παραδέ-χτηκε με φυσικότητα. «Τότε γιατί δεν έφερες μια αλλαξιά εσώρουχα; Μ ια οδοντόβουρτσα;»
Μ α τόσο λίγο τις γνωρίζει τις γυναίκες; αναρωτήθηκε παραξενεμένη η Τζέσικα καθώς προσπαθούσε να του εξηγήσει. «Επειδή τότε το πράγμα θα γινόταν πολύ... φανερό. Μ ε φαντάζεσαι να εμφανιζόμουν στο εστιατόριο με ένα βαλι-τσάκι στο χέρι; Άκου...» Σκύβοντας προς το μέρος του, άγγιξε ανάλαφρα τα χείλη του με τα δικά της. «Θα μείνω να φάμε μαζί και μετά θα γυρίσω στο σπίτι μου. Έτσι, θα κοιμηθείς εσύ καλά κι εγώ καλύτερα!» Ο Σαλβατόρε την κοίταξε μουτρωμένος. «Δεν είσαι η νταντά μου για να μου λες παραμύθια!» «Όχι, δεν είμαι η νταντά σου. Άλλωστε, αν ήμουν, δε θα μπορούσα να κοιμάμαι μαζί σου χωρίς να παραβιάσω τον κώδικα δεοντολογίας». Το γεμάτο αυτοπεποίθηση ύφος της τον έκανε να σμίξει ενοχλημένος τα φρύδια του. Γιατί, παρ’ όλο που κατά βάθος έβρισκε λογικές τις αντιρρήσεις της, του ήταν δύσκολο να παραδεχτεί ότι είχε δική της ατζέντα και δε φαινόταν καθόλου διατεθειμένη να υποταχτεί στις επιθυμίες του. Ποια; Η καθαρίστρια που του καθάριζε το γραφίο! Αν είναι δυνατόν! «Μ ου παρασταίνεις την κοκέτα. Έτσι δεν είναι;» γρύλισε. Η Τζέσικα γέλασε, νιώθοντας ξαφνικά τη διάθεσή της να φτιάχνει. Δεν είχε ιδέα αν αυτό οφειλόταν στον πιο συγκλονιστικό έρωτα
που είχε κάνει ποτέ ή στο γεγονός ότι είχε πιει σαμπάνια με άδειο στομάχι. «Είναι λίγο αργά για να αποπειραθώ κάτι τέτοιο, δε νομίζεις;» παρατήρησε ήρεμα και, απλώνοντας το χέρι της στο πιάτο με τα σταφύλια, έβαλε στο στόμα της μια ρώγα και στη συνεχεία πρόσφερε στον Σαλβατόρε μια δεύτερη. «Ορίστε». «Δεν έχω όρεξη για σταφύλι», γρύλισε κακόκεφος εκείνος, νκόθοντας την ανάγκη για λίγο αλκοόλ. «Ώστε φεύγεις στ' αλήθεια;» μουρμούρισε φανερά σοκαρισμένος, βλέποντας τη να σηκώνεται από το κρεβάτι. Η Τζέσικα προσπάθησε να κρύψει το πόσο αμήχανα ένιωθε. Γιατί άλλο είναι το να είσαι γυμνή στο κρεβάτι δίπλα σ’ έναν άντρα και άλλο το να πηγαίνεις γυμνή μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου για να πάρεις τα ρούχα σου. «Ναι», αποκρίθηκε όσο μπορούσε πιο φυσικά. Το γεγονός ότι ήταν αποφασισμένη πραγματικά να φύγει αναγκασε τον Σαλβατόρε να παραδεχτεί πως δεν ήταν απλώς μια απειλή που του την είχε εκτοξεύσει για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Βέβαια ήξερε ότι αν ήθελε θα μπορούσε να τη ρίξει στο κρεβάτι ή να τη στριμώξει στον τοίχο και να την κάνει να φωνάζει το όνομά του αγκομαχώντας. Το γεγονός όμως ότι ούτε αυτό θα την εμπόδιζε να φύγει τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Παρ' όλο που ξέρει ότι με δυσαρεστεί η απόφασή της, δε δείχνει
καθόλου διατεθειμένη να την αλλάξει, συνειδητοποίησε καρφώνοντας τα μάτια στα πεισματικά σφιγμένα χει?φ της. Στο μεταξύ η Τζέσικα είχε φορέσει το κιλοτάκι της και, αφού κούμπωσε τις κόπιτσες του σουτιέν της, ασχολήθηκε με το καλσόν. Καθώς προσπαθούσε να το τραβήξει πάνω στα πόδια της με όσο το δυνατόν πιο κομψές και συγκρατημένες κινήσεις, άκουσε τον Σαλβατόρε να προφέρει το όνομά της. «Τζέσικα;» Στράφηκε να τον κοιτάξει, αφού προηγουμένως εφάρμοσε το λάστιχο στη μέση της. «Τι είναι, Σαλβατόρε;» «Δε θέλω να τα φορέσεις ποτέ ξανά αυτά τα πράγματα. Οι γυναίκες πρέπει να φορούν πάντα αραχνοΰφαντα δαντελένια εσώρουχα και μακριές μεταξωτές κάλτσες στερεωμένες με ζαρτιέρες». «Θα το έχω υπόψη μου», σχολίασε σοβαρή η Τζέσικα, αποφεύγοντας να του ομολογήσει ότι δεν είχε ποτέ' στη ζωή της τέτοιου είδους πολυτέλειες. «Φρόντισε να το θυμηθείς την επόμενη φορά», επέμεινε ξερά ο Σαλβατόρε, παρακολουθώντας τη με ύφος κριτικό όσο εκείνη κούμπωνε τα αμέτρητα μπροστινά κουμπιά του κομψού της φορέματος. «Και για ποιο λόγο το φόρεμά σου είναι τόσο μακρύ;»
τη ρώτησε στο τέλος με φανερή απορία. Η Τζέσικα αισθάνθηκε τα μάγουλά της να πυρώνουν. «Δε σου αρέσει;» Εκείνος κοίταξε τα πόδια της με νόημα. «Σου κρύβει έναν από τους καλύτερους άσους σου. Γιατί θα πρέπει να κρύβεις αυτά τα θεσπέσια πόδια;» Η Τζέσικα έμεινε για μια στιγμή διστακτική, μη ξέροντας αν θα έπρεπε να του ομολογήσει την αλήθεια. Ώσπου στο τέλος το αποφάσισε. «Το φόρεμα είναι της Γουίλοου», του εξήγησε. «Μ ιας από τις συγκατοίκους μου. Και μου είναι μακρύ επειδή εκείνη είναι ψηλότερη από μένα». Ακούγοντάς την, ο Σαλβατόρε αισθάνθηκε αμέσως καλύτερα. Διότι τέτοιου είδους πράγματα γνώριζε καλά να τα χειρίζεται. Έτσι, η αίσθηση της υπεροχής και της δύναμης, που τον είχε εγκαταλείψει για λίγο, επέστρεψε μέσα του ορμητική. Μ ήπως μου το είπε επίτηδες για να τη συμπονέσω και να αρχίσω να της κάνω δώρα; αναρωτιόταν την ίδια στιγμή γεμάτος καχυποψία. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά, ακόμα κι έτσι να ήταν, δεν τον πείραζε. Τουλάχιστον αυτό το παιχνίδι ήξερε να το παίζει καλά. Ικανοποιημένος με την εξέλιξη που είχαν πάρει τα πράγματα, ακούμπησε στο κομοδίνο το άδειο ποτήρι του, σηκώθηκε από το
κρεβάτι και κατευθύνθηκε αργά προς το μέρος της Τζέσικα. Βλέποντας τα μάτια της να σκουραίνουν από επιθυμία ανάμεικτη με επιφύλαξη, πήγε κοντά της και, παίρνοντας τα δυο της χέρια στα δικά του, τα έφερε στα χείλη του και άρχισε να φιλάει ένα προς ένα τα δάχτυλά της. «Δε θέλω να φορέσεις ποτέ ξανά ρούχα από δεύτερο χέρι», μουρμούρισε με απαλή, βελούδινη φωνή. Η Τζέσικα άνοιξε το στόμα με σκοπό να του πει ότι δεν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο και ότι τα περισσότερα ρούχα που υπήρχαν στην ντουλάπα της ήταν αγορασμένα από μέρη που ο ίδιος δε γνώριζε καν πως υπήρχαν. Πριν προλάβει όμως να μιλήσει, εκείνος άφησε τα χέρια της και έπιασε τους γλουτούς της. «Ξέρω τι θα πεις. Ότι δεν έχεις τα χρήματα που χρειάζονται για να αγοράζεις ρούχα ποιότητας», σχολίασε σφίγγοντάς την πάνω του. «Έτσι είναι», συμφώνησε ήρεμα η Τζέσικα. «Αυτό είναι ένα από τα πλεονεκτήματα που θα έχεις ως ερωμένη μου», της δήλωσε περήφανος. Η Τζέσικα κούνησε με έμφαση το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι!» «Και όμως. Δεν υπάρχει λόγος να διαμαρτύρεσαι, κάρα μία. Θα...» Η φωνή του βάθυνε. «Θα μου κάνει μεγάλη χαρά να σου αγοράζω
πράγματα». Αλλά η Τζέσικα δε φάνηκε να πείθεται. «Αν θεωρείς την εμφάνισή μου τόσο απογοητευτική, τότε γιατί δε βρίσκεις κάποια που να σου αρέσει περισσότερο;» διαμαρτυρήθηκε ζωηρά. «Η εμφάνισή σου είναι μια χαρά», τη διαβεβαίωσε γλυκά ο Σαλβατόρε. «Μ όνο που είσαι σαν τις ορχιδέες της πατρίδας μου. Χρειάζεσαι φροντίδα, ξέρεις, για να ανθίσεις. Και τώρα έλα εδώ». «Σαλβατόρε...» ψέλλισε αδύναμα η Τζέσικα καθώς ένιωσε το γυμνό κορμί του να την πιέζει. «Επιμένεις ακόμα ότι θέλεις να φύγεις;» της ψιθύρισε εκείνος. Η Τζέσικα έκλεισε τα μάτια της. Το πιο απλό θα ήταν να υποχωρήσει. Να τον αφήσει να της βγάλει τα ρούχα και να της κάνει έρωτα. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν ένδειξη αδυναμίας από μέρους της. Θα του αποδείκνυε ότι θα ήταν στο χέρι του να τη χειρίζεται όπως του άρεσε. Ενώ από την άλλη θα ήταν εντελώς ανάρμοστο να παρουσιαστεί το πρωί στη δουλειά της φορώντας ένα κομψό, βραδινό φόρεμα. «Πρέπει», είπε μονάχα. Εκείνος δεν έκανε άλλη προσπάθεια να τη μεταπείθει. Το πρόσωπό του όμως είχε σκληρύνει καθώς σήκωνε το κινητό του
για να ειδοποιήσει το σοφέρ. «Θα σου τηλεφωνήσω», της ανακοίνωσε κοφτά μετά. Πότε; θέλησε να τον ρωτήσει η Τζέσικα, μα η απόλυτη άγνοια που είχε για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να συμπεριφέρεται μια ερωμένη τη σταμάτησε. «Καληνύχτα, Σαλβατόρε», του είπε μονάχα και παίρνοντας την τσάντα της κατευθύνθηκε βιαστικά προς την εξώπορτα ί ου σπιτιού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Τι ακριβώς εννοείς μ’ αυτό το... ερωμένη;» Σκύβοντας πάνω από το πιάτο της με τα δημητριακά και το γάλα, η Τζέσικα αναρωτήθηκε για ποιο λόγο είχε ανοίξει το μεγάλο της στόμα και είχε αποκαλύψει στη Γουίλοου την εξωφρενική πρόταση που της είχε κάνει ο Σαλβατόρε. Επειδή ήθελες οπωσδήποτε να το πεις σε κάποιον για να μην τρελαθείς! της είπε αυτόματα η λογική της, αναγκάζο-ντάς τη να προσγειωθεί στην πραγματικότητα. «Πρόκειται για ένα είδος συμφωνίας που κάνουν καμιά φορά οι άντρες με γυναίκες που τους αρέσουν», εξήγησε, ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Εννοείς ότι μια τέτοια συμφωνία τούς επιτρέπει να κάνουν αυτό
που θέλουν, χωρίς να αναλαμβάνουν καμιά υποχρέωση απέναντι στη γυναίκα!» υποστήριξε ξαναμμένη η Γουίλοου. «Γιατί, διάβολε, συμφώνησες; Αλήθεια, το έκανες;» «Μ άλλον...» «Μ α γιατί; Τρελάθηκες εντελώς;» «Επειδή...» Η Τζέσικα δάγκωσε αμήχανα τα χείλη της. Επειδή τον λατρεύω, θα ήταν η μόνη αληθινή απάντηση. Επειδή αυτό το διάστημα που δουλεύω κοντά του αισθάνομαι ότι έχει αναπτυχθεί ανάμεσά μας κάτι το ξεχωριστό. «Εμπρός, μίλα!» την προέτρεψε ξερά η Γουίλοου. Ενοχλημένη με το ύφος της η Τζέσικα, έσπρωξε ελαφρά από μπροστά της το ανέγγιχτο πιάτο της και στύλωσε το βλέμμα της στη συγκάτοικό της με το πορσελάνινο, αψεγάδιαστο πρόσωπο και τα πλούσια ξανθά μαλλιά, που έφταναν μέχρι τους λεπτούς ώμους της. «Μ ήπως θέλεις να μου πεις ότι εσύ θα έβρισκες τη δύναμη να του αρνηθείς;» τη ρώτησε με ύφος ήπιο, προσπαθώντας να καταλάβει αν η Γουίλοου ήταν όντως ανόητη ή προσποιούνταν. «Τουλάχιστον θα τον άφηνα να περιμένει!» ισχυρίστηκε με ύψος έντονο εκείνη.
«Όσο γι’ αυτό, σε πιστεύω». Μ όνο που δεν ξέρεις ότι είναι απλώς αδύνατον να αντισταθείς σε μερικούς άντρες, ολοκλήρωσε βουβά τη φράση της, ομολογώντας μέσα της μια αλήθεια που δε θα αποκάλυπτε ποτέ στη Γουίλοου. «Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι για ποιο λόγο διάλεξε εσένα», σχολίασε σκεφτική η συγκάτοικός της, αλλά, μόλις είδε την πληγωμένη έκφραση της Τζέσικα, προσπάθησε να τα μπαλώσει. «Εννοώ... δε σκέφτηκε ότι είναι λίγο ριψοκίνδυνο; Εργάζεσαι στην επιχείρησή του, για τ’ όνομα του Θεού!» «Εννοείς ότι απλώς καθαρίζω τα γραφεία», τη διόρθωσε η Τζέσικα και αποφάσισε να της πει την αλήθεια. «Αφού θέλεις να μάθεις το γιατί, Γουίλοου, νομίζω ότι είμαι σε θέση να ικανοποιήσω την περιέργειά σου. Ε, λοιπόν, πιστεύω ότι με διάλεξε ακριβώς γι' αυτό. Επειδή είμαι η καθαρίστρια. "Ετσι, είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μου μπουν ποτέ στο μυαλό τίποτα πονηρές ιδέες για κάτι παραπάνω». Απέφυγε να αναφέρει τη Σικελή παρθένα που θα παντρευόταν ο Σαλβατόρε όταν ερχόταν η ώρα του. «Οπότε για την ώρα το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να περνάμε καλά». «Και...» Η Γουίλοου τίναξε προς τα πίσω τα μαλλιά της με μια κίνηση όλο κοκεταρία. «Εμένα με ανέφερε καθόλου;» Κάποια άλλη που θα ήταν λίγο πιο σκληρή από την Τζέσικα θα της απαντούσε ότι εκείνος δεν είχε προσέξει καν την ύπαρξή της. Αλλά εκείνη περιορίστηκε απλώς να την κοιτάξει. «Όχι. Γιατί; Θα
έπρεπε;» Αντί να της απαντήσει, η Γουίλοου έσπευσε να την κεραυνοβολήσει με μια νέα ερώτηση. «Και τι θα γίνεται από δω κι εμπρός; Θα σου τηλεφωνεί όποτε του αρέσει κι εσύ θα εμφανίζεσαι στο κατώφλι του μέσα σε λίγη ώρα, όπως το αγόρι που παραδίδει τις πίτσες;» Η Τζέσικα δεν αντέδρασε αυτή τη φορά. Ίσως επειδή αυτός ακριβώς ήταν ένας από τους χειρότερους φόβους της. Έτσι, περιορίστηκε να κουνήσει αόριστα το χέρι της. «Προς το παρόν θα λείπει συνεχώς σε ταξίδια. Όλη αυτή την εβδομάδα θα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη». «Πολύ ευγενικό από μέρους του! Τον είδες καθόλου πριν φύγει;» «Για πολύ λίγο», αποκρίθηκε λακωνικά η Τζέσικα. Στην πραγματικότητα, είχε μπει στο γραφείο του με τα νεύρα της τεντωμένα σαν χορδές. Θα ήταν η πρώτη φορά που θα τον αντίκριζε μετά τη νύχτα που είχε περάσει στο σπίτι του και δεν ήξερε πώς θα την αντιμετώπιζε ο Σαλβατόρε. Αλλά εκείνος δε βρισκόταν καν εκεί. Πράγμα που την έκανε να μην ξέρει αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα. Ευτυχώς η δουλειά τη βοήθησε να ελέγξει την ταραχή της. Διοχετεύοντας στο ξεσκόνισμα και το σφουγγάρισμα όλη την ενεργητικότητά της, ούτε που κατάλαβε για πότε είχε περάσει η ώρα. Ξεσκόνιζε τη
βιβλιοθήκη, ότανάκουσε έξαφνα την πόρτα ν’ ανοίγει πίσω της. Ήταν εκείνος. Φάνταζε τόσο επιβλητικός και αρχοντικός μέσα στο σκούρο κασμιρένιο κοστούμι του, που έπιασε τον εαυτό της να μη χορταίνει να τον κοιτάζει. Το βλέμμα της ταξίδεψε από τα πλούσια μαύρα μαλλιά του στα ονειρεμένα μπλε μάτια του, τα οποία ήταν καρφωμένα πάνω της καθώς εκείνος άφηνε στο γραφείο το χαρτοφύλακα που κρατούσε και έβγαζε το πανωφόρι του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το μέρος της. «Έλα εδώ», της είπε βραχνά κι εκείνη αισθάνθηκε το ξεσκονόπανο να της γλιστράει από τα χέρια. Όταν τον πλησίασε, το πρώτο που έκανε εκείνος ήταν να της βγάλει τα λαστιχένια γάντια που φορούσε, με αργές, νωχελικές κινήσεις, που έκαναν την καρδιά της ν’ αρχίσει να χτυπάει ξέφρενα. «Ανέκαθεν με άναβε σεξουαλικά η μυρωδιά του λάστιχου», της εκμυστηρεύτηκε δίχως να τραβήξει στιγμή τα μάτια του από τα δικά της. «Εσένα;» «Δεν... δεν το σκέφτηκα ποτέ», τραύλισε η Τζέσικα. Εκείνος έψαξε το πρόσωπό της με βλέμμα εξεταστικό. «Είσαι ταραγμένη», διέγνωσε καθώς της ανασήκωνε ελαφρά το πιγούνι με το δείκτη του, για να την κοιτάξει καλύτερα. «Για ποιο λόγο;»
«Λι... λίγο», παραδέχτηκε με φωνή που έτρεμε ελαφρά η Τζέσικα. «Και ακόμα ούτε καν σε φίλησα. Μ ήπως έχεις θυμώσει επειδή δε σου τηλεφώνησα;» «Μ α δεν είχες το τηλέφωνό μου», είπε με μεγαλύτερη έμφαση από όση θα ήθελε η Τζέσικα. Η λάμψη που πέρασε φευγαλέα από τα μάτια του την έκανε να αντιληφθεί πόσο ανόητη ήταν η δικαιολογία που είχε επινοήσει. «Και πιστεύεις ότι αυτό θα με εμπόδιζε, κάρα; Ότι δε θα μπορούσα να σε βρω αν το ήθελα;» Όχι, δεν το πίστευε. Αλλά... «Φίλησέ με», την πρόσταξε χαμηλόφωνα εκείνος. Μ ήπως σκοπεύει να με στριμώξει στον τοίχο ή να με απομονώσει στο μπάνιο για να μου κάνει στα γρήγορα σεξ πριν από την πτήση του; αναρωτήθηκε με ένα τσίμπημα στην καρδιά η Τζέσικα. Αλλά ο Σαλβατόρε δεν έκανε τίποτα απολύτως. Ίσως επειδή δεν του περίσσευε χρόνος για ένα ντους στη συνέχεια. Ή γιατί δεν ήθελε να ζαρώσει το υπέροχο κοστούμι του. Ή — που ήταν και η πιθανότερη εκδοχή — για τον απλούστερο λόγο ότι δεν επέτρεπε σε μια ερωμένη να κυριαρχεί στο μυαλό του. Σε αντίθεση με την ίδια, που δε σκεφτόταν παρά μόνο εκείνον.
Ωστόσο το φιλί του ήταν γλυκό σαν μέλι. Απίστευτα τρυφερό και αισθησιακό. Τόσο, που της ήταν αδύνατον να το βγάλει από τη σκέψη της. Τελικά τα φιλιά είναι τόσο εΟιστικά, που έχουν τη δύναμη να σε τρελαίνουν, συλλογίστηκε καρφώνοντας τώρα τα μάτια της στη Γουίλοου, χωρίς να τη βλέπει πραγματικά. Εξαιτίας τους ήταν που ονειρευόταν πόσο πιο υπέροχα θα ήταν αν ο Σαλβατόρε δεν ήταν ένας Καρντίνι, πρόεδρος ενός από τους μεγαλύτερους ομίλους επιχειρήσεων στον κόσμο, αλλά ένας συνηθισμένος άντρας που θα τον γνώριζε τυχαία σε ένα μπαρ... Θα ζούσαν τον έρωτά τους πηγαίνοντας πότε στο σπίτι του και πότε στο δικό της, και θα ήταν ευτυχισμένοι πίνοντας φτηνό κρασί και τρώγοντας πίτσες. Σε μια τέτοια περίπτωση εκείνος δε θα ανησυχούσε διαρκώς μήπως και της έμπαιναν στο μυαλό τίποτα παράλογες ιδέες κι εκείνη δε θα έτρεμε το ενδεχόμενο να κάνει κάτι λάθος όσο θα ήταν μαζί του. Χώρια που κανείς τους δε θα ανησυχούσε για το πόσο θα διαρκούσε η σχέση τους. Πριν να φύγει, ο Σαλβατόρε της δήλωσε ότι το Σαββατοκύριακο θα ήταν πίσω. «Θα σε δω;» Ο τόνος της φωνής του της είχε φανεί κάπως συγκρατημένος. «Το ελπίζω», του αποκρίθηκε δειλά η Τζέσικα. «Εντάξει, θα είμαστε σε επαφή».
Ήταν τα τελευταία λόγια που της είπε. Την επόμενη στιγμή η Τζέσικα τον είδε να βγαίνει από το γραφείο μετά από ένα τελευταίο και απίστευτα φλογερό φιλί, που έκανε όλο το κορμί της να τρεμουλιάσει. «Πότε θα τον ξαναδείς;» Η φωνή της Γουίλοου την προσγείωσε στην πραγματικότητα κάπως απότομα. «Τον περιμένω να έρθει από στιγμή σε στιγμή». «Δε θα έπρεπε να ετοιμαστείς;» «Είμαι ήδη έτοιμη». Παρά την εμφανή αποδοκιμασία που καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο της Γουίλοου καθώς εξέταζε το λίγο ξεθωριασμένο αλλά εξαιρετικά καλόγουστο τζιν —που αναδείκνυε μοναδικά το καλλίγραμμο κορμί της— και το γκρι πουλόβερ από κασμίρι που το είχε αγοράσει στις περσινές εκπτώσεις και είχε το ίδιο χρώμα με τα μάτια της, η Τζέσικα δεν πεοήθηκε διόλου. Αντίθετα, έσφιξε λίγο περισσότερο τη μαύρη βελούδινη κορδέλα πάνω στα μαλλιά της, που ήταν μαζεμένα σε μια χαλαρή αλογοουρά, και κοίταξε αφηρημένα στον καθρέφτη το αμακιγιάριστο πρόΟωπό της. Ίσως επειδή η δυσαρέσκεια που είχε εκδηλώσει ο Σαλβατόρε, βλέποντάς την ντυμένη με ρούχα
δανεικά στο πρώτο ραντεβού τους, την είχε κάνει για άλλη μια φορά να συνειδητοποιήσει ότι χωρίς την ειλικρίνεια και την αλήθεια τίποτα δεν μπορεί να είναι σωστό. Από τις σκέψεις της την έβγαλε το κουδούνι της εξώπορτας που χτύπησε δυνατά. Στο κατώφλι την περίμενε ο οδηγός του Σαλβατόρε. «Ο σινιόρ Καρντίνι έχει στο κινητό του ένα σημαντικό τηλεφώνημα με το Μ ιλάνο», της εξήγησε καθώς τη συνόδευε μέχρι τη λιμουζίνα, κάτω από το εντυπωσιασμένο βλέμμα της Γουίλοου. Μ όλις την είδε να γλιστράει στο κάθισμα δίπλα του, ο Σαλβατόρε είπε κάτι βιαστικά στο κινητό στη μητρική του γλώσσα και το έκλεισε. «Τσάο, μπελά», την υποδέχτηκε τρυφερά. «Έλα εδώ να με χαιρετήσεις όπως πρέπει». Ο πόθος που γυάλιζε στα μάτια του καθώς πρόφερε αυτά τα λόγια έκανε αρχικά την Τζέσικα να νιώσει λίγο σαν τρόπαιο. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι στην πραγματικότητα αυτό δεν την πείραζε διόλου. Αλλωστε κι εκείνη αυτήν ακριβώς τη στιγμή δεν ονειρευόταν όσο εκείνος έλειπε μακριά της; Έτσι κούρνιασε στην αγκαλιά του σαν γατούλα, μόλις η λιμουζίνα ξεκινούσε μαλακά. «Μ μμ...» Ο Σαλβατόρε ένιωσε τον πόθο να φουντώνει μέσα του
καθώς γευόταν αχόρταγος τα χείλη της Τζέσικα. Η ανάσα της μύριζε οδοντόπαστα, ενώ ολόκληρη μοσχοβολούσε σαν να είχε μόλις βγει από την μπανιέρα. Όλα πάνω της απέπνεαν κάτι το αγνό, καθαρό και διάφανο. Τραβώντας με δυσκολία το χέρι του από το γλουτό της, προσπάθησε να συνέλθει από το κύμα του πόθου που σάρωνε το κορμί του. «Πάμε κατευθείαν στο σπίτι μου. Επί πέντε μέρες δεν ονειρευόμουν τίποτα άλλο από το να σου κάνω έρωτα», της δήλωσε με φωνή όχι ιδιαίτερα σταθερή. «Κι εγώ το ίδιο», του ομολόγησε με τη σειρά της η Τζέσικα καθώς σφιγγόταν πάνω του. «Δεν αμφιβάλλω καθόλου», την πείραξε, αλλά εκείνη δεν ενοχλήθηκε. Ανασήκωσε μόνο το κεφάλι της για να τη φιλήσει ξανά, πράγμα που έκανε τον Σαλβατόρε να γελάσει σιγανά πολύ ευχαριστημένος. Τελικά ανακάλυψα την τέλεια ερωμένη, συλλογίστηκε γεμάτος ικανοποίηση. Μ οιάζει με άγριο ζαρκάδι που έχει για φωλιά της την αγκαλιά μου. Συγκρατώντας με δυσκολία τη λαχτάρα του να της βγάλει το τζιν και να της κάνει έρωτα στο κάθισμα της λιμουζίνας, ακούμπησε το χέρι του με τρόπο κτητικό ανάμεσα στα πόδια της. Το ηδονικό βογκητό που ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη της Τζέσικα έφερε στα χείλη του ένα παιχνιδιάρικο, περιπαικτικό χαμόγελο.
«Αυτά τα τζιν δεν είναι καθόλου βολικά», της ψιθύρισε στ’ αυτί. «Ειδικά για εραστές που έχουν μέρες να ιδωθούν». Τα λόγια του φάνηκαν στην Τζέσικα σαν μουσική κι ένιωσε σαν να είχε ξαναγίνει δεκαοχτώ χρονών. «Δε σου έμαθαν ποτέ πως πρέπει να φοράς μόνο φορέματα αν θέλεις να κάνεις ευτυχισμένο τον εραστή σου;» τη ρώτησε εκείνος. «Δυστυχώς ο ενδυματολογικός κώδικας δεν αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης στα αγγλικά σχολεία», απάντησε έξυπνα η Τζέσικα. «Τότε θα χρειαστεί να σου τον διδάξω εγώ. Θα σε πάω για ψώνια». «Γιατί; Για να ταιριάξω απόλυτα στο ρόλο της ερωμένης ενός πλούσιου άντρα;» «Ακριβώς γι’ αυτό, μία κάρα». «Κι αν εγώ έχω αντιρρήσεις; Αν δε θέλω να μου αγοράσεις το παραμικρό;» είπε η Τζέσικα ανασηκώνοντας περήφανα το κεφάλι της. «Απλώς θα αγνοήσω τις διαμαρτυρίες σου και θα σε πάρω αγκαλιά». Και σκύβοντας, χαΐδεψε το πιγούνι της με τη γλώσσα του. «Πιστεύεις ότι θα σου άρεσε αυτό, τεζόρο μίο;»
«Χριστέ μου, Σαλβατόρε, είσαι... είσαι...» μουρμούρισε ζαλισμένη η Τζέσικα, αναριγώντας τόσο έντονα από το χάδι του, που εκείνος δεν μπόρεσε να αντισταθεί και γύρεψε ξανά τα χείλη της. «Τι είμαι, κάρα;» της ψιθύρισε βραχνά, ενώ τα χέρια του γλιστρούσαν κάτω από το πουλόβερ της για να χαϊδέψουν τα στήθη της. Ήταν έτοιμη να του πει πως ήταν ανόητος αν πίστευε ότι βρισκόταν εκεί για να της κάνει δώρα. Ότι την ίδια το μόνο που την ενδιέφερε ήταν ο πλούτος της αγκαλιάς του. Αλλά, πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, η λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά στον αριστοκρατικό δρόμο του Τσέλσι, όπου βρισκόταν το σπίτι του. Στο ψως της ημέρας τής φάνηκαν όλα εντελώς διαφορετικά. Τα δέντρα, τα λουλούδια, οι άνθρωποι. Πολύ πιο ανθρώ-τπνα και καθημερινά. Ακόμα και το διαμέρισμα του Σαλβατόρε φάνταζε αλλιώτικο στα μάτια της. Σχεδόν διπλάσιο σε τετραγωνικά από την προηγούμενη φορά που το είχε δει και επιπλωμένο με τα ωραιότερα έπιπλα που είχε αντικρίσει ποτέ της. Της έκανε εντύπωση το πόσο εκτυφλωτικά γυάλιζαν όλες οι επιφάνειες στα δωμάτια. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να ανακαλύψει ούτε ίχνος σκόνης. Ποια να του το καθαρίζει, άραγε; αναρωτήθηκε αυθόρμητα, ξαφνιάζοντας ακόμα και τον εαυτό της. «Μ όνος σου το διακόσμησες;» τον ρώτησε διατρέχοντας με τα δάχτυλα τη ράχη του μικρού, αριστουργηματικού καναπέ όπου
είχαν καθίσει. Η ερώτησή της έκανε τον Σαλβατόρε να την κοιτάξει με καχυποψία. Μ ήπως εκείνη είχε αρχίσει ήδη να υπολογίζει την αξία της περιουσίας του; «Έχω αναθέσει σε μια γνωστή αντικέρ να αγοράζει για λογαριασμό μου τα καλύτερα κομμάτια που πέφτουν στην αντίληψή της», της απάντησε ωστόσο με φυσικότητα. «Αυτό το εντόπισε στο Μ ιλάνο». «Και σου αρέσει;» «Ναι, πολύ. Εσένα όχι;» Ο έντονος τρόπος που την κοιτούσε δεν την εμπόδισε να του πει την αλήθεια. «Πάρα πολύ», του ομολόγησε, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σιγουριά. Ίσως επειδή δεν ήξερε αν είχε ενδιαφέρον μια ζωή όπου όλα τα έκαναν κάποιοι άλλοι για λογαριασμό σου. Ωστόσο κράτησε τις σκέψεις της για τον εαυτό της και σηκώθηκε όρθια. Αντί να σταθεί όμως μπροστά στους εκπληκτικούς, πανάκριβους πίνακες που ήταν αδιαμφισβήτητο ότι άξιζαν το θαυμασμό της, πήγε στο παράθυρο και έστρεψε τα μάτια της στο συννεφιασμένο, χειμωνιάτικο ουρανό. Η θέα στο ποτάμι ήταν μαγευτική και η ομορφιά της φύσης γέμισε την καρδιά της με μια απέραντη ευχαρίστηση, μόλο που δεν είχε κολλημένη πάνω της την υπογραφή ενός διάσημου καλλιτέχνη. Ο Σαλβατόρε ήρθε αργά προς το μέρος της. Στάθηκε πίσω της και,
αφού άπλωσε τα χέρια του στους ώμους της, την τράβηξε μαλακά πάνω του. «Γιατί είσαι τόσο τεντωμένη;» της ψιθύρισε με τα χείλη του πάνω στο λαιμό της. «Μ ου δίνεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι μίλια μακριά». Για την ακρίβεια, σε άλλον κόσμο, σκέφτηκε η Τζέσικα, αλλά απέφυγε να το πει φωναχτά. Άλλωστε για ποιο λόγο θα έπρεπε να καταστρέψει αυτή την υπέροχη στιγμή; Έτσι, γύρισε μέσα στα χέρια του και έψαξε τα μάτια του. «Τώρα είμαι εδώ», του αποκρίθηκε σχεδόν ψιθυριστά. Παρά τον έντονο πόθο που σάρωνε το κορμί του, ο Σαλβατόρε αισθάνθηκε μια αλλόκοτη στεναχώρια καθώς έπαιρνε στις χούφτες του τα ολοστρόγγυλα, στητά στήθη της. Μ ήπως διαβάζω πράγματι στα μάτια της μια αόριστη αποδοκιμασία; αναρωτήθηκε. Ή είναι η συνείδησή μου που με τύπτει για κάτι; Αλλά γιατί; Δεν έχεις κανένα λόγο να νιώθεις ένοχος, έσπευσε να τον καθησυχάσει η λογική του την ίδια στιγμή. Αλλωστε ήταν και οι δύο ενήλικες, πράγμα που σήμαινε ότι είχαν την απόλυτη ευθύνη των πράξεών τους. Αν τώρα η Τζέσικα είχε διαφορετική αντίληψη από τις μυγιάγγιχτες καλλονές που εκείνος γνώριζε συνήθως, αυτό δε θα τον εμπόδιζε να την ξαπλώσει στο κρεβάτι ώστε να χαρουν και οι δύο αυτό που τους έκανε ευτυχισμένους...
Νιώθοντας πολύ καλύτερα μετά απ’ αυτές τις σκέψεις, χαμογέλασε με ανακούφιση. Καθώς, όμως, καθοδηγούσε το χέρι της Τζέσικα προς την αγκράφα της ζώνης του, έπιασε τον εαυτό του να εύχεται να ήταν εκείνη κάποια από τις γυναίκες με το βαρύ μακιγιάζ και τα έμπειρα χέρια. Κάποια που δε θα τον κοιτούσε με τόσο ενθουσιασμό και τρυφερότητα. Μ ε μια τόσο διάφανη ειλικρίνεια. Μ α είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται ότι μαζί μου πάνε χαμένα όλα αυτά τα συναισθήματα; συλλογίστηκε. Μ άλλον Θα χρειαστεί να της διδάξω με ποιο τρόπο συμπεριφέρονται οι γυναίκες όταν αναλαμβάνουν το ρόλο που της ανέθεσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 Μ άλλον Θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι είναι ώρα να σηκωθούμε». Ανοίγοντας το ένα του μάτι ο Σαλβατόρε, χασμουρήθηκε νωχελικά. «Και γιατί, παρακαλώ;» «Επειδή...» Η Τζέσικα έβαλε τα δυνατά της να μείνει ασυγκίνητη μπροστά στο αγαλματένιο γυμνό κορμί του Λατίνου εραστή της, που γέμιζε με τον πληθωρικό ανδρισμό του ολόκληρο το κρεβάτι και έκανε την ίδια να πεθαίνει από ηδονή. «... τελειώσαμε ό,τι είχαμε να κάνουμε», ολοκλήρωσε κάπως απότομα τη φράση της και ένιωσε τα μάγουλά της να γίνονται κατακόκκινα.
Ο Σαλβατόρε δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα χαμόγελο. Έκλεισε απαλά στο χέρι του το ένα της στήθος και την ένιωσε να ανατριχιάζει από ευχαρίστηση. «Και τι πειράζει να παραμείνουμε ξαπλωμένοι, μία κάρα;» διαμαρτυρήθηκε με βαθιά, αισθησιακή φωνή. «Στο κρεβάτι μπορούμε επίσης να μιλήσουμε, να κοιμηθούμε, να φάμε και... και φυσικά να ξανακάνουμε έρωτα. Μ πορείς να φανταστείς κάποιο άλλο μέρος σ’ ολόκληρο τον κόσμο που θα σου άρεσε περισσότερο να είσαι;» «Έτσι που το θέτεις... μάλλον όχι», παραδέχτηκε με φωνή τρεμάμενη η Τζέσικα, νιώθοντας να τρελαίνεται από τα χάδια των έμπειρων χεριών του στο γυμνό κορμί της. «Όχι, δεν μπορώ». «Τότε ποιο είναι το πρόβλημα;» Ότι η Τζέσικα είχε αρχίσει να αισθάνεται εθισμό για τον υπέροχο Σικελό εραστή της. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Όπως επίσης και η άγνοια που είχε σχετικά με το πώς να χειριστεί τα αισθήματά της. Ήταν σαν να λάτρευε τη σοκολάτα και να της είχαν δώσει ξαφνικά ένα τεράστιο κουτί με σοκολάτες, με το ελεύθερο να φάει όσες ήθελε. Το γεγονός ότι της ήταν αδύνατον να σταματήσει την τρόμαζε απίστευτα. Γιατί ο Σαλβατόρε είχε γίνει ακριβώς αυτό για κείνη, μέσα σ' αυτούς τους δύο μήνες που έπαιζε το ρόλο της ερωμένης του. Μ ια λατρευτή σοκολάτα που δε χόρταινε να τη γεύεται. «Δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά όταν με αγγίζεις έτσι»,
διαμαρτυρήθηκε αδύναμα. «Μ πορεί, αλλά σου αρέσει τρελά. "Ετσι δεν είναι, μίά κάρα;» «Ξέρεις ήδη την απάντηση». Ο Σαλβατόρε περιορίστηκε να χαμογελάσει όλος αυταρέσκεια. Στη συνέχεια τής έκανε και πάλι έρωτα. Αργά, νωχε-λικά, δίχως βιασύνη, απολαμβάνοντας με όλο του το είναι τις αυθόρμητες, απροσποίητες αντιδράσεις της. Γιατί η Τζέσικα ήταν αληθινή και διάφανη σαν το γάργαρο νερό της πηγής. Κάθε φορά που της πρόσφερε ευχαρίστηση, αντιδρούσε σαν να της έκανε το πιο πολύτιμο δώρο. Η λαχτάρα της να του ανταποδώσει την προσφορά τον μάγευε, από τη μια, ενώ από την άλλη τού προκαλούσε μια αόριστη ανησυχία. «Δεν έχεις κοιμηθεί με πολλούς άντρες, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε κάπως επιφυλακτικά κάποια στιγμή. Μ ήπως θέλει να πει μ’ αυτό ότι τον έχω απογοητεύσει με την απειρία μου; αναρωτήθηκε αυθόρμητα η Τζέσικα. Αλλά, όταν του το είπε, ο Σαλβατόρε το αρνήθηκε κατηγορηματικά. «Κάθε άλλο, μία κάρα. Δεν εννοούσα καθόλου αυτό». «Τότε, τι;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του καθίός χάιδευε την επίπεδη κοιλιά της. «Μ ου είναι δύσκολο να σου το εξηγήσω με λόγια», της ομολόγησε συγκρατημένα. «Αλλά μαθαίνεις τόσο εύκολα και είσαι τόσο ανυπόμονη να με ευχαριστήσεις, που... Από την άλλη πάλι δεν έχεις τίποτα κοινό με τις έμπειρες γυναίκες που γνωρίζουν απ’ αυτά τα πράγματα και ξέρουν με τη σειρά τι πρέπει να κάνουν. Θέλω να πω... Μ ε καταλαβαίνεις;» «Νομίζω πως ναι», είπε η Τζέσικα. «Και ξαφνιάζομαι με τη σκέψη πόσο πολλές και διαφορετικές γυναίκες έχεις γνωρίσει στη ζωή σου». «Δεν ήταν και τόσο πολλές όσο φαντάζεσαι», τη δια βεβαίωσε ο Σαλβατόρε, συνεχίζοντας με το χέρι του το βασανιστικό του χάδι στους μηρούς της. «Δε νομίζεις όμως, μία κάρα, ότι ένας άντρας τριάντα έξι χρόνων σαν εμένα είναι λογικό να έχει περάσει από κάμποσες αγκαλιές;» «Μ μμ... μάλλον». «Εσύ πόσους εραστές είχες;» τη ρώτησε ο Σαλβατόρε αιφνιδιάζοντάς τη. Νιώθοντας το χέρι του να ακινητοποιείται απότομα πάνω της, η Τζέσικα κατάπιε την απάντηση πως δεν τον αφορούσε και αποφάσισε να του πει την αλήθεια, όσο ταπεινωτική κι αν ήταν. «Μ όνο έναν».
Ο Σαλβατόρε την κοίταξε παραξενεμένος ακούγοντάς την. «Ήσουν ερωτευμένη μαζί του;» Πώς μπορούσε να του ομολογήσει ότι αυτό που ένιωθε για τον Γουίλιαμ δεν είχε καμιά σχέση με τη λατρεία που αισθανόταν για κείνον; Γι' αυτό, προτίμησε να του δώσει μια κάπως αόριστη απάντηση. «Έτσι νόμιζα τότε». Ο Σαλβατόρε κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Κρίμα που πέταξες την παρθενιά σου σε κάποιον περαστικό από τη ζωή σου». Η Τζέσικα τρεμόπαιξε ξαφνιασμένη τα βλέφαρα. «Πέταξα;» επανέλαβε αργά η Τζέσικα σαν να δυσκολευόταν να πιστέψει ότι είχε ακούσει καλά. «Σι, μία κάρα. Φυσικά. Έτσι, στέρησες από τον άντρα που θα σε παντρευτεί το πιο πολύτιμο δώρο που θα μπορούσες να του κάνεις την πρώτη νύχτα του γάμου σας». Της χαμογέλασε. «Αλλά φυσικά είναι άδικο να τα λέω εγώ αυτά, γιατί αν πίστευες κάτι τέτοιο δε θα βρισκόσουν τώρα εδώ μαζί μου». Η Τζέσικα δεν απάντησε. Απέφυγε ακόμα και να αναλύσει τα λόγια του στο μυαλό της. Μ όνο αφού μέτρησε μέχρι το δέκα, βρήκε τη δύναμη να θυμίσει στον εαυτό της ότι βαθιά μέσα του ο Σαλβατόρε παρέμενε ένας παραδοσιακός Σικελός και πως τίποτα δεν μπορούσε να του αλλάξει τη νοοτροπία.
Οπότε τι νόημα έχει να επανερχόμαστε διαρκώς σ’ αυτή τη συζήτηση που είναι τόσο προσβλητική για μένα; αναρωτήθηκε όσο πιο λογικά και ήρεμα μπορούσε. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να αδιαφορήσει για τα σκληρά του λόγια. Και κυρίως να αποφεύγει κάθε ουσιαστική συναισθηματική εμπλοκή μαζί του, γιατί τότε ο κίνδυνος να πονέσει αβάσταχτα ήταν μεγάλος. Το κακό όμως ήταν ότι κατά βάθος δεν ένιωθε και τόσο σίγουρη ότι αυτό το τελευταίο δεν της είχε ήδη συμβεί. Πού μπορεί να με οδηγήσει, Χριστέ μου; συλλογίστηκε με πανικό. Ο πιο πιθανός προορισμός που μπορώ να προβλέψω είναι το πουθενά. Γιατί, ακόμα κι αν εγώ κάνω τα πιο τρελά όνειρα για τους δυο μας, ξέρω καλά ότι για τον Σαλβατόρε όχι μόνο δεν ισχύει το ίδιο, αλλά και ότι θα έπεφτε ξερός από τον τρόμο αν μπορούσε να διαβάσει μέσα στο μυαλό μου. Άρα η μόνη λύση ήταν να προσαρμοστεί στο ρόλο που της είχε αναθέσει, αυτόν της ερωμένης, αποφάσισε καθώς τεντωνόταν αισθησιακά πάνω στο κρεβάτι, γνωρίζοντας ότι η στάση που έπαιρνε το κορμί της καθώς τιναζόταν σαν τόξο ξετρέλαινε κυριολεκτικά τον Σαλβατόρε. «Δεν ανέφερες κάτι για ψώνια;» του θύμισε με βραχνή, αισθησιακή φωνή, βλέποντας τα μάτια του να σκουραίνουν επικίνδυνα. Ο Σαλβατόρε αισθάνθηκε αυτόματα κάτι μέσα του να σφίγγεται
προειδοποιητικά. Ναι, φυσικά και της είχε υποσχε-θεί κάτι τέτοιο, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι είχε ξεχάσει πως παλιότερα η Τζέσικα δεν ήθελε ούτε να ακούσει για δώρα και προσφορές. Μ ήπως αποτελούσε κι αυτό μέρος της τακτικής της; αναρωτήθηκε καχύποπτα σμίγοντας τα φρύδια του. Το να με κάνει να πιστέψω ότι αδιαφορείγια τα λεφτά μου, μέχρι που να βεβαιωθεί ότι με έχει πλανέψει με το κορμί της; Αλλά είναι δυνατόν να είμαι τόσο ηλίθιος που να έπεσα στην παγίδα; «Σι, κάρα, σου υποσχέθηκα πράγματι να γεμίσω την ντουλάπα σου με ολοκαίνουρια μοντέρνα σύνολα», παραδέχτηκε με απαλή, βελούδινη φωνή. Όμως η φωνή του δεν ξεγέλασε στο ελάχιστο την Τζέσικα, που αντιλήφθηκε την περιφρόνηση και την καχυποψία του. Μ α γιατί του κακοφάνηκε; αναρωτήθηκε. Εκείνος δεν είναι που ενδιαφέρεται να με περιφέρει δεξιά κι αριστερά σαν ψεύτικη κούκλα; «Δεν είπες ότι την άλλη εβδομάδα είσαι καλεσμένος σε ένα σπουδαίο δείπνο και θέλεις να με πάρεις μαζί σου;» του θύμισε με απόλυτη φυσικότητα. Ο Σαλβατόρε κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι, πράγματι... Λοιπόν, ντύσου να φύγουμε».
Η Τζέσικα κατέβηκε αργά από το κρεβάτι, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη χροιά της φωνής του. Σίγουρα έκρυβε μέσα της κάποια σκληρότητα. Συμπεριφέρεται σαν να του έχω αποσπάσει με το ζόρι μια υπόσχεση και τώρα να δείχνω ανυπομονησία στο να τον δω να την πραγματοποιεί, συλλογίστηκε και πέρασε νευρικά τη γλώσσα στα ξεραμένα χείλη της όσο φορούσε τα εσώρουχά της. Ίσως η αλλαγή του να οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε διαπιστώσει και ο βιος πως δεν ήταν σε θέση να συγκριθεί με τις πλούσιες γυναίκες του κύκλου του, εκείνες που ήταν συνηθισμένες στα μετάξια, τα σατέν και τα ακριβά εσώρουχα για τα οποία της μιλούσε τις προάλλες με τόσο θαυμασμό. Ο Σαλβατόρε, που την παρακολουθούσε από απόσταση, δεν μπόρεσε να μην εντυπωσιαστεί με την αθωότητα που σφιράγιζε κάθε της κίνηση. Είναι πολύ καλή τελικά, συλλογίστηκε με κάποιον εκνευρισμό, νιώθοντας το κορμί του να φουντώνει καθώς η Τζέσικα περνούσε τη γλώσσα από τα χείλη της. Έδειχνε τόσο αγνή και απονήρευτη, που του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μικρή υποκρίτρια. «'Ελα εδώ», της φώναξε έξαφνα. Η Τζέσικα έστρεψε το κεφάλι και τον κοίταξε με απορία. «Μ α... εσύ είπες...»
«Είπα να έρθεις εδώ». Παρά τον τραχύ, σχεδόν προστακτικό τόνο του, η Τζέσικα δε βρήκε τη δύναμη να του αρνηθεί, αν και το βλέμμα στα μπλε μάτια του της έλεγε τι ακριβώς είχε εκείνος κατά νου. Μ ε βλέπει μόνο ως αντικείμενο ηδονής, συλλογίστηκε, αλλά ούτε κι αυτό ακόμα κατάφερε να τη σταματήσει από το να ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Ο Σαλβατόρε άπλωσε τα χέρια του και την τράβηξε προς το μέρος του με έκδηλη ανυπομονησία. Όπως πίεζε τον ερεθισμένο ανδρισμό του πάνω της, η Τζέσικα αισθάνθηκε τα δάχτυλά του να γλιστρούν ανυπόμονα μέσα στο κιλοτάκι της. «Σαλβατόρε, μόλις το φόρεσα», διαμαρτυρήθηκε αδύναμα. «Δεν έχω φέρει άλλο μαζί μου». «Τότε απλώς πέταξέ το. Δε μου είπες ότι θέλεις να σου αγοράσω καινούρια;» της θύμισε βραχνά εκείνος καθώς τραβούσε βίαια το ύφασμα μέχρι που το έσκισε. Όλο αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ερωτικό παιχνίδι. Αλλά δεν ήταν. Η Τζέσικα το κατάλαβε διαβάζοντας την επιφύλαξη και την καχυποψία στα μάτια του Σαλβατόρε. Ωστόσο, πριν προλάβει να σκεφτεί περισσότερα, εκείνος είχε μπει ήδη μέσα της, παρασέρνοντάς τη στον ίλιγγο της απόλυτης ηδονής. Λίγο αργότερα, ωστόσο, όταν βρέθηκε ξαπλωμένη δίπλα του με
την καρδιά της να σφυροκοπάει δυνατά και το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει ακανόνιστα, συνειδητοποίησε ότι εκείνος δεν έδειχνε καμιά διάθεση να την κρατήσει στην αγκαλιά του όπως έκανε μέχρι τότε, ούτε και να της χαϊδέψει τα μαλλιά, κάτι που του άρεσε ιδιαίτερα. Ο έρωτας είναι περίεργο πράγμα, συμπέρανε μελαγχολικά. Αλλοτε σε φέρνει πιο κοντά στον άλλον και άλλοτε σε απο-μακρύνει εντελώς από κοντά του. Όπως τώρα. Μ όλις ένιωσε τον Σαλβατόρε να κινείται πάνώ στο κρεβάτι, στράφηκε προς το μέρος του. Εκείνος σηκώθηκε, με τις υπέροχες κινήσεις ενός πανέμορφου αιλουροειδούς. Δεν της είπε λέξη και κατευθύνθηκε κατευθείαν στο μπάνιο. Τι μπορεί να του χάλασε τόσο τη διάθεση; αναρωτήθηκε απορημένη η Τζέσικα καθώς έβγαινε από την κρεβατοκάμαρα με σκοπό να χρησιμοποιήσει ένα από τα υπόλοιπα μπάνια του σπιτιού. Δε σε αφορά και δεν υπάρχει λόγος να ενδιαφέρεσαι, την επέπληξε αυστηρά η λογική της. Έτσι κι αλλιώς η υπερβολική ευαισθησία δεν πρόκειται να σε βγάλει πουθενά. Έτσι, έκανε το μπάνιο της και ντύθηκε, αποφεύγοντας να σκέφτεται πράγματα που την έκαναν να πονάει. Όταν επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, βρήκε τον Σαλβατόρε να την περιμένει.
Παρ’ όλο που το ύφος του εξακολουθούσε να είναι ψυχρό και απόμακρο, πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Έκανα ένα υπέροχο μπάνιο», του είπε σιγανά. Εκείνος δεν είχε λόγο να μην την πιστέψει. Μ οσχοβολούσε ολόκληρη το πανάκριβο σαμπουάν βιολέτας και γιασεμιού που αγόραζε συνήθως η οικονόμος του για το σπίτι. Και ήταν τόσο γλυκιά και τρυφερή καθώς σφιγγόταν στην αγκαλιά του, που του ήταν αδύνατον να συνεχίσει να είναι ενοχλημένος μαζί της. Τότε γιατί δεν της αφήνεις ένα περιθώριο αμφιβολίας; του πρότεινε ξαφνικά μια φωνή μέσα του. Άλλωστε εκείνος είχε αναφέρει πρώτος ότι θα της αγόραζε καινούρια ρούχα. Κι εκείνος ήταν που επέμενε να την παίρνει μαζί του σε διάφορες εξόδους. Στην πραγματικότητα, εκείνη ήταν μάλλον αρνητική. Δεν του είχε πει ότι μάλλον θα ήταν λάθος να πάει μαζί του την προηγούμενη εβδομάδα στο γεύμα με τον Ιταλό πολιτικό; Και είχε δίκιο. Διότι η συνάθροιση αποδείχτηκε εντελώς ακατάλληλη για γυναίκες. Τελικά όμως το θέμα ήταν ότι εκείνη δεν έδειχνε καμιά διάθεση να εμφανίζεται μαζί του δεξιά κι αριστερά, με σκοπό να επιδεικνύει παντού σαν τρόπαιο τον άντρα με τον οποίο έκανε έρωτα. Βέβαια η Τζέσικα δεν είχε αρνηθεί να τον συνοδεύσει στο γεύμα επειδή γνώριζε πώς ακριβώς θα εξελισσόταν, αλλά επειδή δεν είχε να φορέσει τίποτα κατάλληλο.
Αυτό το θέμα θα πάρει τέλος σήμερα, αποφάσισε ο Σαλβατόρε, σφίγγοντας με πείσμα τα χείλη του. Αρκετές ώρες αργότερα η Τζέσικα καθόταν εξουθενωμένη στη λιμουζίνα πλάι στον Σαλβατόρε, ντυμένη με ένα μοντέρνο σύνολο, φορτωμένη με ένα σωρό τσάντες και νιώθοντας όπως ακριβώς νιώθει μια ερωμένη. Τα παλιά της ρούχα είχαν εξαφανιστεί σε κάποια τσάντα, όπως ακριβώς είχε εξαφανιστεί και η παλιά της προσωπικότητα. Είναι λίγο τρομακτικό αυτό που μου συμβαίνει, αναλογίστηκε αγχωμένη, καθώς προσπαθούσε να χωρέσει ξανά στο σώμα της χρυσαλλίδας που είχε μεταμορφωθεί σε πεταλούδα μέσα σε ελάχιστες ώρες. «Θα πω στον οδηγό να σε αφήσει στο σπίτι σου», της δήλωσε έξαφνα ο Σαλβατόρε πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Θα τα ξαναπούμε την Τετάρτη». Τα λόγια του την ξάφνιασαν τόσο, που στράφηκε προς το μέρος του απότομα. Είναι δυνατόν να ξόδεψε μια ολόκληρη περιουσία και τώρα να μου δηλώνει ότι λίγο τον νοιάζει αν δε με δει για τέσσερις ολόκληρες ημέρες; αναρωτήθηκε σοκαρι-σμένη. «Εννοείς πως... πως απόψε δε θα ιδωθούμε ξανά;» Το σοκ αλλά και η απογοήτευση που καθρεφτίζονταν στο βλέμμα της υποχρέωσαν τον Σαλβατόρε να ξανασκεφτεί την απάντηση που είχε κατά νου να της δώσει. Ωστόσο την απόφασή του την
είχε ήδη πάρει. Χρειαζόταν χώρο και απόσταση από την Τζέσικα, προκειμένου να την αναγκάσει να πάρει τη θέση που της άρμοζε στη ζωή του και να αντιληφθεί ποιος ήταν το αφεντικό. Σίγουρος ότι έπραττε το σωστό, της χαμογέλασε με φυσικότητα. «Δυστυχώς όχι, κάρα. Θα πρέπει να κάνω ένα ταξίδι μέχρι τη Σάντα Μ πάρμπαρα. Δεν έτυχε να σου το αναφέρω;» Όχι, δεν της είχε πει λέξη. Αλλά με ποια λογική θα ένιωθε ποτέ υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για τις κινήσεις του στην ερωμένη του; «Ίσως να το ξέχασα», μουρμούρισε η Τζέσικα με όση περηφάνια τής είχε απομείνει. Λίγο αργότερα, πριν βγει από το αυτοκίνητο, τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο για τα καινούρια ρούχα που της είχε αγοράσει, αποφεύγοντας να του ομολογήσει ότι το μόνο που ήθελε ήταν να τα παρατήσει στη λιμουζίνα και να μην τα χρησιμοποιήσει ποτέ! Όντας σίγουρη όμως ότι ο Σαλβατόρε ήταν πολύ περήφανος για να της συγχωρήσει μια τέτοια ενέργεια, προτίμησε να μην το διακινδυνεύσει. Τουλάχιστον προς το παρόν. Έτσι, αφού του ευχήθηκε καλό ταξίδι, έγειρε προς το μέρος του για να τον αποχαιρετήσει με ένα φιλί. Τα χείλη της όμως ήταν το ίδιο ψυχρά με τη συμπεριφορά της. Τόσο, που ο Σαλβατόρε δεν άντεξε περισσότερο. Ενοχλημένος με
το απόμακρο ύφος της, την τράβηξε πάνω του και την έσφιξε δυνατά, συνειδητοποιώντας σχεδόν με τρόμο ότι κάθε στιγμή που περνούσε την ήθελε ακόμα περισσότερο. «Ίσως θα μπορούσα να αλλάξω το πρόγραμμά μου και να σε πάρω μαζί μου στο σπίτι», της ψιθύρισε με τα χείλη του πάνω στα δικά της. Η υπόσχεση που υπήρχε στη φωνή του έκανε για μια στιγμή την καρδιά της Τζέσικα να φτερουγίσει γεμάτη λαχτάρα. Αλλά όχι για πολύ. Διότι άλλο ήταν το να είναι ερωμένη του και άλλο το να του επιτρέπει να τη χρησιμοποιεί κατά τα κέφια του σαν μαριονέτα. Τη μια την έδιωχνε μακριά του και την άλλη τη γύρευε πίσω. Αλλά πώς θα ένιωθε η ίδια αν ξυπνούσε το πρωί ολομόναχη στο Τσέλσι, με την αίσθηση ότι είχε υποκύψει στα καπρίτσια του; Ότι, δηλαδή, του είχε επιτρέψει να τη χρησιμοποιήσει κατά βούληση; Αποφασισμένη να μην του αφήσει το περιθώριο να κάνει κάτι τέτοιο, του χαμογέλασε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Καλύτερα όχι, θα πρέπει να ετοιμαστείς για το ταξίδι», ισχυρίστηκε και τότε είδε τα μάτια του να σκοτεινιάζουν. Αλλά δεν υποχώρησε. Ο Σαλβατόρε την είδε να κατεβαίνει από τη λιμουζίνα με τις ολοκαίνουριες σέξι μπότες της. Το χρήμα μεταμορφώνει τον άνθρωπο, συλλογίστηκε, σμίγοντας τα φρύδια του σκεφτικός. Του δίνει δύναμη. Σε σημείο που να τον μετατρέπει από μια απλή, γλυκιά καθαρίστρια σε αυθεντική ντίβα. Μ ήπως θα έπρεπε να την αναγκάσει να υποκύψει στις απαιτήσεις
του; Έστω και ζαλίζοντάς τη με τα φιλιά του, μέχρι που να μην μπορεί πια να του αρνηθεί; Θα ήταν ίσως μια λύση. Μ ε την προϋπόθεση ότι θα του ήταν εύκολο να αντέξει την περηφάνια και την επιφυλακτι-κότητά της. Ο Σαλβατόρε βαριαναστέναξε. Θα την αφήσω να απολαύσει τη μικρή νίκη που πέτυχε σήμερα, σκέφτηκε αποφασιστικά στο τέλος. Αλλωστε κάποια μέρα θα φύγω οριστικά και τότε θα μετανιώσει για το όχι που μου είπε σήμερα. «Θα τα πούμε την άλλη εβδομάδα», της ανακοίνωσε ξερά καθώς ο οδηγός έκλεινε πίσω της την πόρτα της λιμουζινας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε μια ώρα νωρίτερα και η Τζέσικα κοιτάχτηκε έντρομη στον καθρέφτη. Ήταν μισοντομένη με ένα από τα υπέροχα καινούρια φορέματα που της είχε αγοράσει ο Σαλβατόρε. Αν εκείνος όμως είχε έρθει νωρίτερα... Αλλά ο Σαλβατόρε ήταν πάντα ακριβής στην ώρα του. Η σκέψη αυτή την ανακούφισε λιγάκι. Κι αυτό, επειδή ήθελε να τον υποδεχτεί όσο το δυνατόν πιο όμορφη. Η άρνησή της να τον
ακολουθήσει στο σπίτι του την τελευταία φορά που συναντήθηκαν είχε ως αποτέλεσμα να περάσει μια φρικτή εβδομάδα με προβληματισμούς και αμφιβολίες που μαύριζαν την ψυχή της. Όντας σίγουρη ότι όλα αυτά δε βοηθούσαν καθόλου στην εξέλιξη μιας σχέσης, πήγε ν’ ανοίξει. Και τότε βρήκε τη Φρέια να στέκεται στο κατώφλι. «Θα πρέπει να παραλάβεις το πακέτο που έχει έρθει στο όνομά σου», την ενημέρωσε η συγκάτοικός της, δείχνοντάς της τον νεαρό που στεκόταν δίπλα της. «Ποιο πακέτο;» Η Τζέσικα την κοίταξε σαστισμένη. «Δεν περιμένω να παραλάβω κάτι». Ωστόσο υπέγραψε για να μπορέσει να φύγει ο υπάλληλος της εταιρείας παραδόσεων και στη συνέχεια μπήκε στο σπίτι μαζί με τη Φρέια. Ένιωθε τόσο ταραγμένη, που τα χέρια της έτρεμαν καθώς έλυνε την πράσινη μεταξωτή κορδέλα από το πακέτο. Όταν όμως το άνοιξε, τόσο η ίδια όσο και η Φρέια, αλλά ακόμα και η Γουίλοου που είχε εμφανιστεί στο μεταξύ, δεν μπόρεσαν να κρύψουν το θαυμασμό τους βλέποντας το υπέροχο βραχιόλι. «Χριστέ μου, Τζέσικα!» αναφώνησε εντυπωσιασμένη η Φρέια.
«Θα πρέπει να έχει γίνει λάθος», ισχυρίστηκε σοκαρισμένη η Τζέσικα. «Διάβασε την κάρτα», την προέτρεψε ζωηρά η Γουίλοου. Η Τζέσικα ακολούθησε τη συμβουλή της, ξεροκαταπίνοντας. «‘Δεν μπόρεσα να βρω πέτρες που να ταιριάζουν με τα μάτια σου, αλλά πιστεύω ότι αυτές που σου στέλνω ταιριάζουν με όλα'». Εντελώς σοκαρισμένη η Τζέσικα κοίταξε με δυσπιστία το διαμαντένιο βραχιόλι, που φάνταζε εκθαμβωτικό μέσα στο βελούδινο κουτί. «Αποκλείεται να είναι αληθινό», υποστήριξε με σιγουριά. Αλλά η Γουίλοου που γνώριζε από πολύτιμες πέτρες τη διαβεβαίωσε για το ακριβώς αντίθετο. «Χριστέ μου, Τζέσικα, τι στο καλό έκανες και τον έπεισες να σου κάνει ένα τέτοιο δώρο;» Το ίδιο ακριβώς αναρωτιόταν και η ίδια. Μ όνο που απέφυγε να το ομολογήσει στη φίλη της. «Είναι πολύ ακριβό. Θα πρέπει να το ασφαλίσεις αμέσως», της υπέδειξε η Φρέια. Η Τζέσικα την κοίταξε σαστισμένη. «Μ α... δεν έχω ασφάλεια».
«Ε, ήρθε η ώρα να αποκτήσεις. Γιατί αν συνεχίσεις να δέχεσαι δώρα τέτοιας αξίας...» Εκείνη δεν της απάντησε. 'Εμεινε μόνο να περιεργάζεται σκεφτική το εντυπωσιακό βραχιόλι που της είχε στείλει ο Σαλβατόρε. Μ άλλον το έκανε επειδή ήθελε απόψε να φαντάζω λαμπερή στο πλευρό του, σκέφτηκε στο τέλος. Ίσως για να αναδειχτεί το πανάκριβο μεταξωτό φόρεμα που μου αγόρασε. Και αν είναι απλώς ένα δώρο αποχαιρετισμού; της ψυθύρισε έξαφνα μια μικρή φωνή, βγάζοντας στην επιφάνεια το χειρότερο φόβο της. Ωστόσο έβαλε τα δυνατά της να την αγνοήσει και προσπάθησε να είναι ήρεμη καθώς περίμενε το κουδούνι να χτυπήσει και να εμφανιστεί ο οδηγός του Σαλβατόρε, που συνήθως τη συνόδευε μέχρι τη λιμουζίνα. Μ όνο που απόψε ο Σαλβατόρε είχε προτιμήσει να έρθει και να την παραλάβει ο ίδιος. Μ όλις τον αντίκρισε μπροστά στην πόρτα της με το επίσημο μαύρο κοστούμι που τόνιζε μοναδικά το ρωμαλέο, στιβαρό κορμί του, η Τζέσικα αισθάν-θηκε τα γόνατά της να λύνονται. Παρ’ όλα αυτά, έβαλε τα δυνατά της να παραμείνει ψύχραιμη όσο έκανε τις συστάσεις στη ΦρεΊα, η οποία, βλέποντας τον Σαλβατόρε για πρώτη φορά, δεν προσπάθησε καν να κρύψει την έκπληξή της που κάποια τόσο ασήμαντη σαν τη συγκάτοικό της είχε κατακτήσει
έναν τόσο υπέροχο άντρα. Μ ια αντίδραση που η Τζέσικα δεν παρεξήγησε διόλου, μια που και η ίδια αναρωτιόταν συχνά μήπως και ζούσε ένα όνειρο που σύντομα θα έπαιρνε τέλος. Ο Σαλβατόρε κοίταξε την Τζέσικα με βλέμμα εξεταστικό. Το απαλό, πανάκριβο, σε χρώμα ιβουάρ, μεταξωτό φόρεμα αγκάλιαζε το κορμί της σαν ανάλαφρο σύννεφο, αναδεικνύο-ντας μοναδικά τις απαλές καμπύλες της. Είναι απίστευτο πόσο διαφορετική φαντάζει από τότε που επένδυσα πάνω της λίγα χρήματα, συλλογίστηκε, νιώθοντας τον πόθο του να ξυπνάει. «Είσαι πολύ όμορφη, κάρα», της ψιθύρισε καθώς τη συνόδευε στη λιμουζίνα. «Αλλά γιατί δε φοράς το βραχιόλι που σου έστειλα;» Μ όλο που ήξερε ότι ήταν υπερβολικός, η Τζέσικα δέχτηκε τη φιλοφρόνησή του με έκδηλη ευγνωμοσύνη. «Είναι εκπληκτικό», του ομολόγησε καθώς το έβγαζε από τη μικρή τσάντα όπου το είχε στριμώξει μαζί με μια αλλαξιά εσώρουχα και την οδοντόβουρτσά της. «Το πήρες δανεικό;» Ο Σαλβατόρε δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή του. «Όχι βέβαια! Είναι ένα δώρο για σένα! Φόρεσέ το!» «Μ α...» Η Τζέσικα συνέχισε να τον κοιτάζει με αμφιβολία. «Δεν έχω γενέθλια, Σαλβατόρε, οπότε δεν μπορώ να δεχτώ κάτι τόσο πολύτιμο. Ευχαριστώ, αλλά όχι». Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει σκεφτικός, προσπαθώντας να
καταλάβει αν η άρνησή της ήταν ένα ακόμη τέχνασμα προκειμένου να τον πείσει ότι αδιαφορούσε ολότελα για τα πλούτη του. Ωστόσο φαίνεται ειλικρινής, συλλογίστηκε καθώς την περιεργαζόταν. Έτσι, αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλία. «Δε δέχομαι την άρνησή σου», είπε μαλακά ενώ έβγαζε από το κουτάκι του το πολύτιμο κόσμημα. «Θέλω να το βλέπω όλη τη νύχτα να λάμπει εκτυφλωτικά πάνω στον καρπό σου. Ακου, Τζέσικα», συνέχισε αποφασιστικά για να εμποδίσει τις διαμαρτυρίες που έβλεπε να έχουν ανέβει ήδη στα χειΆη της. «Είμαι ένας πλούσιος άντρας που του αρέσει να σου δωρίζει διαμάντια. Σου πάει η καρδιά να αρνηθείς στον Σαλβατόρε σου αυτό το προνόμιο;» Δεν ήταν ο Σαλβατόρε της, όπως άλλωστε κι εκείνη δεν ήταν η Τζέσικά του. Παρ' όλο όμως που στο βάθος το γνώριζε καλά αυτό, δε βρήκε τη δύναμη να κλείσει εντελώς τα αυτιά της σ’ εκείνη τη χαδιάρικη φωνή μέσα της που τη συμβούλευε να πάρει το βραχιόλι. Τι φοβάμαι, δηλαδή; Μ ήπως και αποκτήσω εθισμό στις πολύτιμες πέτρες; αναρωτήθηκε σαρκαστικά. «Αν το θέτεις έτσι, υποθέτω πως...» Έκανε μια μικρή παύση. «Εφόσον το θέλεις, θα το κρατήσω». Εκείνος χαμογέλασε και, σχεδόν ικανοποιημένος που δεν είχε πέσει και τόσο έξω στην κρίση του, κούμπωσε το βραχιόλι γύρω από τον καρπό της.
Δε λένε πως κάθε γυναίκα έχει την τιμή της; σκέφτηκε περιπαικτικά καθώς αποτραβιόταν από κοντά της. «Έλα τώρα, φίλησέ με και πες μου πόσο πολύ σου έλειψα». Η Τζέσικα ανταποκρίθηκε στην επιθυμία του με αξιοσημείωτη προθυμία. «Μ ου έλειψες τρομερά», του ψιθύρισε με ειλικρίνεια, χαϊδεύοντας ανάλαφρα τα χειΛη του με τα δικά της. Στη συνέχεια, όμως, όταν τα χείλη του Σαλβατόρε σφράγισαν τα δικά της με μια ασυγκράτητη φλόγα, άρχισε να αισθάνεται παράξενα. Είναι σαν από τη μια να μην μπορώ με τίποτα να αρνηθώ το δώρο του και από την άλλη να ξέρω καλά ότι, παίρνοντάς το, ξεπουλιέμαι στα λεφτά του, σκέφτηκε γεμάτη απόγνωση. Τι είχε κάνει στον εαυτό της, Χριστέ μου; Ήταν στη ζωή του για να ζεσταίνει το κρεβάτι του και όποτε είχε εκείνος κέφι να κυκλοφορεί στο πλευρό του με πανάκριβα ρούχα και κοσμήματα αγορασμένα με τα λεφτά του, που υποτίθεται ότι την έκαναν να δείχνει ότι ανήκε στον κόσμο του, πράγμα που δεν ίσχυε σε καμιά περίπτωση. Επειδή στην πραγματικότητα παρέμενε η ασήμαντη καθαρίστρια που είχε ερωτευτεί το αφεντικό της. Λυτή η ομολογία που έκανε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά έστω και μέσα της τη σόκαρε σε τέτοιο σημείο, που ρίγησε σύγκορμη. «Μ ήπως κρυώνεις;» τη ρώτησε παραξενεμένος ο Σαλβα-τόρε. «Λιγάκι», του απάντησε χαμηλόφωνα η Τζέσικα, σφίγγοντας γύρω της σπασμωδικά τη μικρή, κοντή εσάρπα που συμπλήρωνε το
ντύσιμό της. «Λυτά τα φορέματα είναι τόσο αποκαλυπτικά...» «Γι’ αυτό και θεωρούνται τόσο σέξι και εντυπωσιακά», σχολίασε εκείνος καθώς το αυτοκίνητο σταματούσε αργά μπροστά στο επιβλητικό Μ ουσείο Φυσικής Ιστορίας. Μ όλις αντιλήφθηκε πού ακριβώς βρίσκονταν, η Τζέσικα δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της. Θυμήθηκε ότι σ’ αυτό το τεράστιο μέγαρο είχε έρθει άλλη μια φορά, μαζί με τη γιαγιά της τότε που ήταν ακόμα μαθήτρια. «Εννοείς ότι το δείπνο που μου έλεγες θα γίνει εδώ;» ρώτησε κατάπληκτη τον Σαλβατόρε. «Ακριβώς. Οι αίθουσες του μουσείου φιλοξενούν συχνά διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, φυσικά, με ένα ιδιαίτερα ακριβό τίμημα». Τα μεγάλα ανθοδοχεία με τα πανέμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα, τα ζωηρά φώτα, τα κρύσταλλα και οι πορσελάνες που υπήρχαν πάνω στα στρωμένα τραπέζια που ήταν αραδιασμένα στη σειρά μπροστά στην ουρά ενός γιγαντιαίου δεινόσαυρου, οι φανταχτεροί καλεσμένοι με τα εντυπωσιακά, πανάκριβα ρούχα τους και όλα ανεξαιρέτως όσα έβλεπε γύρω της η Τζέσικα από τη στιγμή που πάτησε το πόδι της μέσα στο μουσείο το μόνο που κατάφεραν ήταν να ενι-σχύσουν ακόμα περισσότερο την πεποίθησή της ότι δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τον κόσμο του συνοδού της. Όπως διαπίστωσε σύντομα, το τραπέζι τους βρισκόταν στο πιο
περίοπτο σημείο της αίθουσας. Τους οδήγησε σ’ αυτό ένας ζωηρός νέος άντρας, που έσφιξε θερμά το χέρι του Σαλβατόρε πριν στραφεί προς το μέρος της. «Μ ε λένε Τζέρεμι», της συστήθηκε με ένα χαμόγελο. Μ α φυσικά! Αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τον ερασιτέχνη ψαρά που είχε συναντήσει στο σπίτι των Σόμερβιλ, η Τζέσικα αισθάνθηκε για πρώτη φορά μετά από καιρό ότι ίσως οι φόβοι της να ήταν τελικά υπερβολικοί και ανυπόστατοι. Ορίστε που υπάρχει και ένας δικός μου γνώριμος εδώ μέσα, συλλογίστηκε γεμάτη ελπίδα. Ίσως τελικά να μην είμαι και τόσο παράταιρη μ’ αυτό τον κόσμο όσο πιστεύω. «Έχουμε ξανασυναντηθεί», αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο στον Τζέρεμι καθώς του έσφιγγε εγκάρδια το χέρι. Δε με θυμάσαι; Στο σπίτι του Γκαρθ Σόμερβιλ, στο Κένσινγκτον», έσπευσε να του υπενθυμίσει καθώς εκείνος την κοίταζε σαστισμένος. Και τότε το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Μ α... φυσικά. Όλο το βράδυ μιλούσαμε για ψάρεμα. Αλλά τι στο καλό σού συνέβη και άλλαξες έτσι;» Η Τζέσικα δεν μπόρεσε να κρύψει το σοκ που της προκά-λεσαν τα λόγια του. «Τι θέλεις να πεις;» Αλλά ο Τζέρεμι κούνησε έντονα το κεφάλι του, έχοντας ξαναπάρει το αμέριμνο ύφος του ανθρώπου της υψηλής κοινωνίας.
«Τίποτα, μη μου δίνεις σημασία. Μ ια ανοησία είπα μόνο, αυτό είναι όλο». «Όχι, σε παρακαλώ». Η Τζέσικα τον κοίταξε σχεδόν ικετευτικά. «Πες μου τι ακριβώς εννοούσες», τον παρακάλεσε χαμηλόφωνα. Εκείνος χαμογέλασε βεβιασμένα. «Τι να σου πω... δείχνεις εντελώς διαφορετική». Ξερόβηξε θέλοντας φανερά να κλείσει το θέμα. «Ίσως να φταίει αυτό το πανάκριβο βραχιόλι που φοράς», κατέληξε ζωηρά, βάζοντας έτσι ένα τέλος στη συζήτηση με τρόπο διπλωματικό. Ωστόσο τα λόγια του συνέχισαν να απασχολούν την Τζέ-σικα σε όλη τη διάρκεια του δείπνου. Επιφανειακά προσποιούνταν ότι απολάμβανε τα νόστιμα πιάτα που άφηναν μπροστά της οι σερβιτόροι, όπως και την όλο χλιδή και λάμψη ατμόσφαιρα, μέσα της όμως υπέφερε για την αλήθεια που είχε δει γραμμένη στο σαστισμένο ύφος του Τζέρεμι. Έχω γίνει μια άλλη, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της γεμάτη θλίψη. Τα μετάξια και τα διαμάντια σκότωσαν κάθε ίχνος του παλιού εαυτού μου και με έβαλαν στο πετσί του ρόλου της ερωμένης που μου ανέθεσε ο Σαλβατόρε. Λίγο αργότερα, καθώς στην τεράστια οθόνη παρουσιάστηκε μια τεράστια έπαυλη στη Σικελία την οποία θα διέθετε εκείνος ως ιδιοκτήτης για ένα Σαββατοκύριακο στο ζευγάρι που θα έκανε τη μεγαλύτερη δωρεά για τις ανάγκες του μουσείου, στύλωσε τα μάτια
της στο προφίλ του. Το αυτάρεσκο χαμόγελο που είδε ζωγραφισμένο στο σκληρό του στόμα έκανε την καρδιά της να βουλιάξει. Μ άλλον ονειρεύεται τη στιγμή που θα γυρίσει για να ζήσει μόνιμα σ' αυτό το παλάτι, μαζί με την αγνή παρθένα που θα έχει παντρευτεί, συλλογίστηκε μελαγχολικά. Αμφιβάλλω αν τότε θα θυμάται ακόμα την Τζέσικα Μ άρτιν ή θα την έχει απλώς στριμώξει κι αυτή στο μακρύ κατάλογο με τις ανώνυμες ερωμένες στις οποίες θα έχει χαρίσει κατά καιρούς ρούχα και κοσμήματα. Λίγες ώρες μετά, ενώ η λιμουζίνα έτρεχε στους δρόμους του Λονδίνου με προορισμό το Τσέλσι, ο Σαλβατόρε στράφηκε προς το μέρος της. «Δεν ήσουν ιδιαίτερα ομιλητική απόψε, κάρα. Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος;» τη ρώτησε. Η Τζέσικα έστρεψε την προσοχή της στο παράθυρο προ-κειμένου να αποφύγει το βλέμμα του. «Όχι, κανείς», απάντησε άτονα. Αλλά εκείνος επέμεινε. «Μ ήπως σε απογοήτευσε ο Τζέρεμι; Μ ήπως δεν έδειξε το ίδιο γοητευμένος με τη συντροφιά σου όπως την προηγούμενη φορά;» Έχοντας υπόψη της πόσο έξυπνος ήταν εκείνος, η Τζέσικα δεν αποπειράθηκε καν να τον παραπλανήσει. «Ούτε που με αναγνώρισε», του ομολόγησε. Ο Σαλβατόρε χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της. «Δεν το βρίσκεις
θετικό αυτό; Δεν είναι η καλύτερη απόδειξη για το πόσο αλλιώτικη φαντάζεις μέσα στα καινούρια σου ρούχα;» «Έτσι λες;» Κατά βάθος η ίδια δε συμφωνούσε στο ελάχιστο μαζί του. Αντίθετα, αισθανόταν σαν ένα αγριολούλουδο που το είχαν κόψει βίαια και το είχαν βάλει σε ένα επιτηδευμένο βάζο. «Φυσικά». Ο Σαλβατόρε την κοίταξε κατάματα. «Θα ήταν παράλογο να πιστέψεις ότι η συναναστροφή σου μαζί μου θα σε άφηνε ανεπηρέαστη», της είπε με αυτοπεποίθηση. *** Αυτό που πίστευε η ίδια ήταν ότι είχε ξεπουληθεί στα λεφτά του Σαλβατόρε και ότι οΤζέρεμι είχε αντιληφθεί τον ξεπεσμό της. Αλλά πώς μπορούσε να το ομολογήσει αυτό στον άντρα που της είχε κλέψει την καρδιά; Αλλωστε ήταν βέβαιη ότι εκείνος δεν είχε καμιά διάθεση ν’ ακούσει τις ανασφάλειες που τη βασάνιζαν. Ο κανόνας νούμερο ένα σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι να μην εμπλέκεσαι συναισθηματικά, της δήλωσε έξαφνα η λογική της. Κι εσύ τον παραβίασες. Οπότε δεν έχει νόημα τώρα να διαμαρτύρεσαι και να παραπονιέσαι. Έτσι, αλλάζοντας κουβέντα, ρώτησε τον Σαλβατόρε πώς πέρασε στη Σάντα Μ πάρμπαρα. «Έκανε πολύ κρύο», της απάντησε αδιάφορα εκείνος. «Όλα τα
υπόλοιπα ήταν απολύτως γνωστά και προβλέψιμα». Προφανώς ανάμεσα σ’ αυτά τα «προβλέψιμα» θα είναι και οι ωραίες γυναίκες που θα επιδίωκαν τη συντροφιά του, συλλογίστηκε μελαγχολικά η Τζέσικα. Σίγουρα εκείνος είχε περάσει ευχάριστα στο ταξίδι. Ακόμα κι αν δεν της το ομολόγησε καθαρά, στο περιθώριο της δουλειάς πάντα υπάρχει και ένα ποσοστό διασκέδασης. Όμως εκείνη του είχε λείψει. Αυτή, η Τζέσικα. Παρά την ξεροκεφα-λιά και το πείσμα της, δεν ήταν λίγες οι φορές που αισθάν-θηκε να την αποζητά. Και όχι μόνο για το σεξ, διότι το σεξ μπορεί να το βρει παντού ένας άντρας που το θεωρεί τόσο σημαντικό όσο την τροφή και το νερό. Αυτό που του έλειψε ήταν η άνεση που απολάμβανε με την Τζέσικα. Το ταλέντο της να τον ακούει προσεκτικά, η επιμονή της να μη λέει μόνο εκείνα που θα ήθελε ο ίδιος ν’ ακούσει, η κρίση της. Αυτή η διαπίστωση ωστόσο δεν τον χαροποίησε ιδιαίτερα. Επειδή το να σου λείπει κάποιος σημαίνει ότι έχεις κάποια εξάρτηση απ’ αυτόν, ότι... «Σου έλειψα;» Η χαμηλόφωνη ερώτησή του έκανε την Τζέσικα να σφιχτεί. «Ναι». «Πόσο;»
Η πρώτη της σκέψη ήταν να γεμίσει με φιλιά το αριστοκρατικό πρόσωπό του και να τον κρατήσει δυνατά πάνω στο στήθος της. Αλλά η σκέψη ότι οι ερωμένες δεν προβλέπεται να αντιδρούν έτσι έκανε εκείνο που ήξερε πως περίμενε εκείνος. Πίεσε με νόημα τα περιποιημένα νύχια της πάνω στο μηρό του. «Πάρα πολύ». Το πνιχτό βογκητό του της επιβεβαίωσε απόλυτα το πόσο δίκιο είχε. «Μ η σταματάς». Μ έχρι να μπουν στο διαμέρισμα ήταν τόσο ξαναμμένοι, που δεν πρόλαβαν καν να φτάσουν ως την κρεβατοκάμαρα. Ο Σαλβατόρε την έγδυσε αμέσως μόλις έκλεισε την εξώπορτα και την έκανε δική του πάνω στον τοίχο του διαδρόμου. Αγρια και κτητικά. Νιώθοντας τον πόθο του να φουντώνει ανεξέλεγκτα σε κάθε καινούρια ηδονική κραυγή της. Κάπως έτσι κύλησε και η υπόλοιπη νύχτα. Μ έσα στον ίλιγγο και την ερωτική παραζάλη που βίωνε στην αγκαλιά του η Τζέσικα, αισθάνθηκε ξαφνικά σαν να είχαν μεταφερθεί μαζί σε μια άλλη διάσταση. Κι αυτό επειδή ο έρωτάς τους έδειχνε να έχει αποκτήσει μια άλλη ποιότητα... Απλώς προσπαθείς να ωραιοποιήσεις τις καταστάσεις επειδή τον
έχεις ερωτευτεί, την προσγείωσε απότομα η λογική της. Σταμάτα λοιπόν να φουσκώνεις με ψέματα το μυαλό σου, διότι είσαι η μόνη υπεύθυνη για το τι νιώθεις. Το επόμενο πρωί σηκώθηκε πρώτη και πήγε στο ντους χωρίς να τον ξυπνήσει. Όταν επέστρεψε, έτοιμη να ντυθεί για τη δουλειά της, βρήκε τον Σαλβατόρε να την περιμένει ξύπνιος. «Φοβερή νύχτα», σχολίασε χαμηλόφωνα. Η Τζέσικα ξεροκατάπιε αμήχανη. «Ναι, πράγματι», συμφώνησε συγκρατημένα. Εκείνος της χαμογέλασε. «Μ πορούμε να την επαναλάβουμε και απόψε. Έχω νωρίς το απόγευμα ένα συμβούλιο. Μ όλις τελειώσω, θα πάμε για φαγητό. Στη συνέχεια μπορούμε να γυρίσουμε εδώ ή να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Ακόμα και σε κάποια από τις εξοχές που υπάρχουν τριγύρω, αν προτιμάς να ξυπνήσουμε μέσα στη φύση». «Σαλβατόρε, δυστυχώς δεν...» Βλέποντάς την έτοιμη να του αρνηθεί, ο Σαλβατόρε δεν μπόρεσε να συγκροτήσει τον εκνευρισμό του. «Τι σημαίνει αυτό;» «Ότι δεν μπορώ να ρυθμίσω το πρόγραμμά μου όταν με ενημερώνεις την τελευταία στιγμή», του εξήγησε ήρεμα η Τζέσικα.
«Τζέσικα...» Ο Σαλβατόρε την αγριοκοίταξε, προσπαθώντας μάταια να καταλάβει αν ήταν εκνευρισμένος περισσότερο με εκείνη ή με τον εαυτό του και για ποιο λόγο. Νιώθοντας ανίκανος τελικά να δώσει μια ερμηνεία σ’ αυτό που ένιωθε, ανέτρεξε σε παλιές τακτικές προκειμένου να διατηρήσει το πάνω χέρι. «Έχω την εντύπωση ότι έχεις αντιλη-φθεί κι εσύ, κάρα, πως κάτι έχει αλλάξει στη σχέση μας», είπε με σιγουριά και υπεροψία. «Ας ξεπεράσουμε το στάδιο να μου αρνιέσαι πράγματα σαν έφηβη παρθένα, μόνο και μόνο για να με ανάβεις περισσότερο». Τα λόγια του έκαναν την Τζέσικα κυριολεκτικά να παγώσει. Διότι ο Σαλβατόρε όχι μόνο έδειχνε να αδιαφορεί για την αληθινή ζωή —για το πώς θα πλήρωνε τους λογαριασμούς της, για παράδειγμα, ή το ενοίκιό της— αλλά την κατηγορούσε κι από πάνω για συναισθηματικό εκβιασμό! Νιώθοντας περισσότερο πληγωμένη από όσο ήθελε να παραδεχτεί, συνειδητοποίησε για άλλη μια φορά ότι εκείνη δεν τον ενδιέφερε καθόλου ως άνθρωπος και ότι το πάθος με το οποίο τη φιλούσε όλη τη νύχτα δεν ήταν παρά κάτι το περαστικό και ασήμαντο. Ουσιαστικά παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος όπως πριν, συλλογίστηκε με θλίψη. Επομένως, ο μόνος τρόπος να συνεννοηθώ μαζί του είναι να τον προσγειώσω στην πραγματικότητα. «Πρέπει να πάω στη δουλειά μου», του εξήγησε με απαλή και
ήρεμη φωνή. «Τώρα στην πρωινή και το βράδυ στο γραφείο σου για καθάρισμα». Καθώς μιλούσε, τον κοίταζε στα μάτια. «Ελπίζω να μην έχεις ξεχάσει πώς γνωριστήκαμε». Εκείνος κούνησε αόριστα το χέρι του. «Έλα τώρα. Δεν είναι τίποτα αν λείψεις ένα βράδυ». «Και όμως, είναι». «Όχι, Τζέσικα. Στο κάτω κάτω, εγώ είμαι το αφεντικό της εταιρείας κι εγώ αποφασίζω!» επέμεινε σαν κακομαθημένο παιδί. «Μ α δε δουλεύω για σένα, Σαλβατόρε, αλλά για την Τοπ Κλιν», του υπενθύμισε η Τζέσικα σε μια προσπάθεια να τον συνετίσει. «Και δε νομίζω ότι η προϊσταμένη μου θα δείξει και μεγάλη κατανόηση όταν αρχίσω να απουσιάζω συστηματικά από τη δουλειά. Από την άλλη...» έκανε μια σύντομη παύση «... είναι και τα χρήματα που κερδίζω. Μ ου είναι απαραίτητα, Σαλβατόρε. Γι’ αυτό εργάζομαι». Εκείνος χαμογέλασε ικανοποιημένος. Τα χρήματα. Ήταν η γλώσσα που ήξερε να χειρίζεται καλύτερα απ’ όλες. «Πόσα χρειάζεσαι;» ρώτησε χωρίς περιστροφές. Αλλά η Τζέσικα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν είναι αυτό το θέμα, Σαλβατόρε. Δε χρειάζομαι τα λεφτά σου». «Επιτέλους πια, δε χρειάζεται να το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα»,
είπε δήθεν αγανακτισμένος εκείνος. «Η υπόθεση είναι απλή. Θέλω την παρέα σου και δε θέλω να μου καθαρίζεις το γραφείο μου. Οπότε τι πιο φυσικό από το να διευκολύνω τα πράγματα σε σημείο που να με εξυπηρετούν. Δέξου λοιπόν αυτά τα αναθεματισμένα τα λεφτά, Τζέσικα!» Η Τζέσικα κούνησε και πάλι πεισματικά το κεφάλι της αρνητικά. «Σε παρακαλώ». Το «παρακαλώ» ήταν η αιτία που την έκανε να αλλάξει γνώμη. Πώς θα μπορούσε να αντισταθεί στον Σαλβατόρε, όταν της το ζητούσε με τέτοιο τρόπο; Απρόθυμα η Τζέσικα έγνεψε καταφατικά. «Θα τα πάρεις;» Μ όλο που ένα κομμάτι της έβρισκε λογική την πρότασή του, αυτό δε βοηθούσε να μειωθεί η ντροπή της ή να αρχίσει να νιώθει λιγότερο παγιδευμένη. Εκείνο που της έκανε πάντως τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η ολοφάνερη άγνοια που είχε εκείνος για το πόσο την προσέβαλε η χειρονομία του. «Εντάξει, θα τα πάρω». Πήγε προς το μέρος του με βήμα όχι ιδιαίτερα σταθερό και πήρε δύο από το σωρό των χαρτονομισμάτων που της έτεινε εκείνος.
«Τζέσικα...» «Θα τα ξαναπούμε αργότερα», τον διέκοψε αποφασιστικά και, αφού του έδωσε ένα γρήγορο φιλί στα χείλη, βγήκε από το δωμάτιο. Έξω έβρεχε αλλά ούτε που έδωσε σημασία στο λεωφορείο που πέρασε και τη μούσκεψε. Πήρε έναν καφέ από το μηχάνημα της γωνίας, που η γεύση του ήταν απαίσια αλλά τουλάχιστον ήταν ζεστός. Όλο το πρωινό κύλησε αργά, μέσα σε μια βασανιστική προσπάθεια να συγκεντρωθεί στη δουλειά της. Ώσπου έξαφνα χτύπησε το κινητό της. Η κλήση ήταν από το νοσοκομείο, φέρνοντας στην επιφάνεια όλα της τα προβλήματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 H γιαγιά σας θα γίνει καλά, δεσποινίς Μ άρτιν. Βέβαια το σοκ που πήρε ήταν μεγάλο, αλλά ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα το σοβαρό». Η Τζέσικα ευχαρίστησε το γιατρό για την ενημέρωση και έσπευσε γεμάτη αγωνία στο θάλαμο όπου νοσηλευόταν η γιαγιά της, ο μοναδικός άνθρωπος που είχε πια στη ζωή, η γυναίκα που την είχε μεγαλώσει με στοργή και αγάπη, στερώντας από τον εαυτό της κάθε πολυτέλεια.
«Αχ, γιαγιά! Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι επικίνδυνο στην ηλικία σου να χορεύεις σάλσα!» αναφώνησε σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει την ταραχή της, μόλις βεβαιώθηκε ότι το μόνο που είχε σπάσει η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν ο καρπός της. Εκείνη της χαμογέλασε σαν άτακτο παιδί. «Ανοησίες, μικρή μου! Μ ετά τα εβδομήντα, όλοι σου λένε ότι απαγορεύεται πότε το ένα και πότε το άλλο. Σε πληροφορώ ότι θα συνεχί-σω να χορεύω όσο μπορώ να σέρνω τα πόδια μου. Ξέρεις δα πόσο λατρεύω το χορό. Και όσον αφορά τον καρπό μου, δε φταίνε οι φιγούρες που έκανα, αλλά ο παρτενέρ που δεν μπόρεσε να με κρατήσει». Κούνησε στενοχωρημένη πέρα δώθε το κεφάλι της. «Δυστυχώς όμως με σπασμένο τον καρπό δε θα μπορώ πια να αυτοεξυπηρετηθώ. Θα χρειαστώ βοήθεια για τα ψώνια, το μαγείρεμα...» «Και για τις δουλειές του σπιτιού, επίσης», της υπέδειξε η Τζέσικα καθώς προσπαθούσε απεγνωσμένα να σκεφτεί τις δυνατότητες που είχε για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Μ έσα στον πανικό της, είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα στον Σαλβατόρε, αναγκάζοντας τον να διακόψει μια σύσκεψη για να της μιλήσει, πράγμα που αποτολμούσε για πρώτη φορά. «Η γιαγιά μου έσπασε τον καρπό της και είναι στο νοσοκομείο», τον ενημέρωσε όταν εκείνος τη ρώτησε τι ήθελε. «Έπαθε κάτι σοβαρό;»
«Όχι, τίποτ’ άλλο εκτός από το σπάσιμο στο χέρι». «Πραία», είπε εκείνος αφηρημένος και έκλεισε το τηλέφωνο, δίνοντάς της να καταλάβει ότι τα οικογενειακά της προβλήματα δεν ήταν δική του δουλειά. Η ίδια όμως όφειλε να συμπαρασταθεί στη γιαγιά της με κάθε τρόπο. Μ ια λύση θα ήταν να ζητήσει ένα μήνα άδεια από τη δουλειά της, αλλά θυμήθηκε με πόση δυσκολία είχαν αφήσει μια συνάδελφο να πάει για δύο ημέρες στην Ιρλανδία όταν πέθανε ο πατέρας της. «Χρειάζεται απαραιτήτως να προσλάβουμε μια κοπέλα για να σε βοηθάει όσο το χέρι σου θα παραμένει στο γύψο», είπε αποφασιστικά στη γιαγιά της όταν επέστρεψε στο δωμάτιο. «Θα επικοινωνήσω με το πρακτορείο που υπάρχει στην περιοχή σου και θα ρωτήσω αν γνωρίζουν κάποια κατάλληλη». «Μ α, Τζέσικα...» Το πρόσωπο της ηλικιωμένης ζάρωσε από την ανησυχία. «Είναι ακριβή αυτή η λύση, αγάπη μου. Θα ζητήσω από τις φίλες μου να έρχονται και να με βοηθάνε με βάρδιες». «Δεν υπάρχει λόγος, γιαγιά», είπε αποφασιστικά η Τζέσικα. «Θα τακτοποιήσω εγώ το θέμα. Εσύ δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για τίποτα». Τον τρόπο τον είχε ήδη αποφασίσει. Το βραχιόλι που ήταν ακόμα στην τσάντα της, το πιο πολύτιμο αντικείμενο που είχε ποτέ στην
κατοχή της, δεν ήταν ένα δώρο αγάπης αλλά μια απόδειξη ισχύος. Ε, λοιπόν, κι εκείνη θα το χρήσιμοποιούσε με το σωστό τρόπο. Θα το πουλούσε για να εξασφαλίσει στη γιαγιά της την καλύτερη δυνατή νοσηλεία. Ο κοσμηματοπώλης στον οποίο απευθύνθηκε δεν μπό1 ρεσε να κρύψει την έκπληξή του όταν την είδε να εντυπωσιάζεται από το ποσόν που της είπε ότι θα της έδινε. «Μ α το κόσμημα είναι πολύ μεγάλης αξίας, κυρία», την πληροφόρησε καθώς εξέταζε προσεκτικά το βραχιόλι με το ειδικό ματογυάλι του. Φυσικά εκείνη τη νύχτα η Τζέσικα δεν πήγε στον Σαλβατό-ρε, αλλά συνοδέυσε τη γιαγιά της στο σπίτι και κοιμήθηκε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν παλιά και το οποίο έβλεπε στον πίσω κήπο με τις μηλιές. Νωρίς το άλλο πρωί ξύπνησε από τα τιτιβίσματα των πουλιών. Άφησε τη γιαγιά της να παίζει ντάμα με μια γειτόνισσα και πήρε το τρένο για το Λονδίνο. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να αποκαλύψει στον Σαλβατόρε την αλήθεια για το βραχιόλι ή να αποσιωπήσει την όλη υπόθεση. Αν του το πω, δε θα είναι σαν να υπαινίσσομαι ότι έχω ανάγκη από τη βοήθειά του για να τα βγάζω πέρα; σκεφτόταν. Και δε θα μοιάζει σαν να του ζητάω με τρόπο έμμεσο να γίνει πιο γενναιόδωρος; Στο τέλος αποφάσισε να μην του πει τίποτα. Άλλωστε τον Σαλβατόρε δεν τον ενδιέφερε αν η ίδια φορούσε καθημερινά τα
διαμάντια ή τα είχε κρυμμένα στη θήκη τους. Αυτό που μετρούσε ήταν η δική του χειρονομία. Η γενναιοδωρία που έδειχνε απέναντι στην ερωμένη του. Όσο όμως κι αν ήταν ελάχιστα κολακευτικές γι’ αυτόν οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό της, όταν τον είδε αργά το απόγευμα δεν μπόρεσε να μην πέσει στην αγκαλιά του με απερίγραπτη λαχτάρα, σαν να είχε να τον δει πάνω από χρόνο. Εκείνος γέλασε και τη φίλησε τρυφερά. «Σου έλειψα;» «Τρομερά». «Τι κάνει η γιαγιά σου;» «Τώρα είναι καλά». Πάνω σε μια τρέλα της στιγμής, ο Σαλβατόρε της πρότεινε να περάσουν το Σαββατοκύριακο στο Παρίσι. Έμειναν σε ένα εκπληκτικό ξενοδοχείο στην Πλας ντε λα Κονκόρντ. Ο Σαλβατόρε της αγόρασε μερικά εκπληκτικά εσώρουχα σε ένα μικρό κομψό κατάστημα της λεωφόρου Μ οντένι και στη συνέχεια πήγαν για βαρκάδα στον Σηκουάνα υστέρα από δική της επιμονή. «Μ ε κάνεις να αισθάνομαι σαν ηλίθιος τουρίστας!» την κατηγόρησε ο Σαλβατόρε γελώντας με την ψυχή του.
«Μ α είμαστε τουρίστες!» απάντησε η Τζέσικα. «Δε θυμάμαι να σε έχω δει άλλη φορά τόσο χαλαρό και ήρεμο». Έχει απόλυτο δίκιο, συνειδητοποίησε βουβά εκείνος καθώς αγόραζε τα εισιτήριά τους για το Μ ουσείο Ορσέ. Έχω χρόνια να σταθώ σε ουρά. Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό νιώθω πραγματικά ελεύθερος και χαρούμενος. Καθώς βολτάριζαν ξένοιαστα στην περίφημη Φλι Μ άρκετ, έπιασε τον εαυτό του να παρατηρεί την Τζέσικα σαν μαγεμένος. Ακολουθώντας τις οδηγίες του, εκείνη εξέταζε με ενδιαφέρον όλους τους πάγκους, αλλά το μόνο που βρήκε να αγοράσει τελικά ήταν μια πανέμορφη φεγγαρόπετρα περασμένη σε μια απλή ασημένια αλυσίδα. «Κοίτα, έχει ακριβώς το ίδιο χρώμα με τον Σηκουάνα!» του είπε ζωηρά και ο Σαλβατόρε έσμιξε ελαφρά τα φρύδια του, προσπαθώντας να καταλάβει αν τα λόγια της ήταν ένας έμμεσος υπαινιγμός για να της αγοράσει και κάτι άλλο. Τι να της αγοράσω, όμως, όταν τη βλέπω να διαλέγει πάντα τα πιο φτηνά και ανάξια λόγου πράγματα; αναρωτήθηκε μπερδεμένος. «Πού είναι το βραχιόλι σου;» τη ρώτησε λίγο αργότερα, όταν κάθισαν για να φάνε ψάρια και οστρακοειδή σε ένα από τα γραφικά ταβερνάκια. Η Τζέσικα προς στιγμήν πάγωσε. Μ ήπως έφτασε η στιγμή να του
πω την αλήθεια; αναρωτήθηκε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη. «Το άφησα στο σπίτι», του είπε ψέματα καθώς εκείνος έβαζε στο στόμα της ένα νόστιμο στρείδι. Τη Δευτέρα ο Σαλβατόρε την κατάφερε με τα χάδια και τα φιλιά του να ζητήσει άδεια αττό την Τοπ Κλιν για να ακούσουν μαζί ένα διάσημο βιολιστή που έκανε περιοδεία στη χώρα. Την Τρίτη αμέσως μετά τη δουλειά η Τζέσικα μπήκε στο τρένο για να επισκεφτεί τη γιαγιά της, η οποία την πληροφόρησε ότι απολάμβανε με την ψυχή της την τεμπέλικη και ευχάριστη ζωή που περνούσε τελευταία. Την Τετάρτη άφησε τελευταίο το γραφείο του Σαλβατόρε, επειδή εκείνος της είχε πει ότι θα είχε μια σύσκεψη μέχρι αργά και δεν ήθελε να αρχίσει να καθαρίζει το γραφείο μπροστά στον ίδιο και τους συνεργάτες του. Η έκπληξή της όμως ήταν μεγάλη όταν διαπίστωσε ότι, αντί για τον Σαλβατόρε, στο γραφείο την περίμενε η προϊ-σταμένη της στην Τοπ Κλιν. «Δε νομίζεις ότι έφτασε η στιγμή να εξηγηθείς;» της είπε με ύφος αυστηρό και η Τζέσικα ευχήθηκε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί όταν άκουσε την προϊσταμένη της να της δηλώνει θυμωμένα ότι ήταν αδιανόητο μια εργαζόμενη της Τοπ Κλιν να έχει συνάψει δεσμό με τον πρόεδρο της εταιρείας και να είναι το
θέμα συζήτησης στα γραφεία όλων των ορόφων του κτιρίου». Η Τζέσικα σκέφτηκε για μια στιγμή να τη ρωτήσει αν γνώριζε πολλές υπαλλήλους της Τοπ Κλιν, με τις οποίες ο πρόεδρος θα ενδιαφερόταν να συνάψει δεσμό. Στο τέλος όμως προτίμησε να μην πει τίποτα και μισή ώρα αργότερα έφυγε με το κεφάλι ψηλά από το κτίριο, με τη λιμουζίνα που της έστειλε ο Σαλβατόρε για να την παραλάβει. Ωστόσο σ’ ολόκληρη τη διαδρομή μέχρι το διαμέρισμα στο Τσέλσι, της ήταν αδύνατον να μη συλλογίζεται ξανά και ξανά πως η ζωή της διαλυόταν καθημερινά κομμάτι κομμάτι, σαν να ήταν ένα συναρμολογούμενο παιχνίδι. Μ παίνοντας στο σπίτι, βρήκε τον Σαλβατόρε να μιλάει στο τηλέφωνο. Εκείνος της έγνεψε να βάλει ένα ποτό και η Τζέσικα υπάκουσε μηχανικά, παρ' όλο που το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει στην αγκαλιά του και να ζητήσει παρηγοριά. Ο Σαλβατόρε όμως δεν ήταν από κείνους που ασχολούνταν με τέτοιες συναισθηματικές ανοησίες. «Τσάο, μπελά», της είπε μόνο με ένα χαμόγελο και η Τζέσικα τον ρώτησε αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, επειδή της φάνηκε σκεφτικός. «Ο Τζιάκομο, ένας ξάδερφός μου, σκέφτεται να αγοράσει ένα ξενοδοχείο στο Πουκέ, αλλά θεωρώ την τιμή εξαιρετικά υψηλή»,
της εξήγησε ενώ την έπαιρνε στην αγκαλιά του. «Είσαι καλά, κάρα; Ανησύχησα μήπως και αρρώστησες όταν μου τηλεφώνησες να σου στείλω τη λιμουζίνα δύο ώρες νωρίτερα». Το νέο της απόλυσής της τον έκανε να σμίξει ξαφνιασμένος τα φρύδια του. «Γιατί σε απέλυσαν;» «Λόγω αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς», απάντησε η Τζέσικα, θέλοντας να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια. «Ξέρουν για μας, Σαλβατόρε», συνέχισε και μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι αυτό το εμείς υπήρχε μόνο στη φαντασία της. «Θεωρούν ότι η σχέση μου μαζί σου με αποσπά από τη δουλειά μου και σ’ αυτό δεν έχουν εντελώς άδικο. Λυπάμαι ειλικρινά αν έγινα αιτία να αμαυρωθεί το όνομά σου». Για κάμποση ώρα εκείνος έμεινε σιωπηλός να την κοιτάζει. «Πιστεύεις ειλικρινά ότι θα μπορούσε οτιδήποτε να αμαυρώσει το όνομά μου;» τη ρώτησε στο τέλος με απαλή φωνή. «Ή ότι με ενδιαφέρει η γνώμη οποιουδήποτε για το τι κάνω και πώς ζω τη ζωή μου; Ε, λοιπόν, ξέρεις κάτι, Τζέσικα; Χαίρομαι που γλίτωσες απ’ αυτή τη γελοία δουλειά! Σου έτρωγε ένα σωρό ώρες, που θα μπορούσες να τις περνάς μαζί μου». «Μ α... μα ήταν η δουλειά μου, Σαλβατόρε!» του υπενθύμισε σοκαρισμένη η Τζέσικα, μη μπορώντας να πιστέψει ότι εκείνος αντιμετώπιζε την απόλυσή της με τέτοια ελαφρότητα. «Δε
δούλευα για πλάκα!» «Το ξέρω. Δούλευες για τα χρήματα. Αλλά τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα, δε συμφωνείς, κάρα;» Η φωνή του ήταν απαλή σαν βελούδο καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του. «Εφόσον εγώ είμαι σε θέση να σου λύσω το πρόβλημα όπως έκανα τις προάλλες, μπορείς, σε παρακαλώ, να πάψεις να αρνείσαι τη βοήθεια μου και απλώς να τη δεχτείς;» Ο πειρασμός με τον οποίο την έφερνε αντιμέτωπη ήταν μεγάλος. Ιδιαίτερα όταν η ανάσα του της ζέσταινε το μάγουλο και τα χάδια του έκαναν το κορμί της να σπαρταράει. Μ όνο η σκέψη του πόσο φτηνή είχε νιώσει όταν έβαλε στο πορτοφόλι της εκείνα τα δυο χαρτονομίσματα και η αλήθεια που του είχε κρύψει για το βραχιόλι που της χάρισε την έκαναν να παραμείνει προσκολλημένη στην άρνησή της. «Όχι, Σαλβατόρε, έχω ήδη πάρει αρκετά από σένα». «Μ α επιμένω». «Ειλικρινά, δεν μπορώ να δεχτώ περισσότερα». Για λίγη ώρα εκείνος δεν της απάντησε, προσπαθώντας να αποφασίσει αν του άρεσε η εμμονή και η ξεροκεφαλιά της. Στο τέλος όμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αξιοθαύμαστη η μαχητικότητα καθώς και η αφοσίωση με την οποία υπεράσπιζε την
ανεξαρτησία της, και χαμογέλασε. «Εντάξει», συμφώνησε και της ανασήκωσε ελαφρά το πιγούνι με το δείκτη του. «Τα χρήματά μου είσαι ελεύθερη να αρνείσαι να τα πάρεις. Όσο είμαστε όμως μαζί, δε θέλω να βρεις* άλλη δουλειά μερικής απασχόλησης. Μ ου το υπόσχεσαι;» Δε θα μου υπαγορεύσεις εσύ τι θα κάνω, ήθελε να του πει η Τζέσικα, αλλά συγκρατήθηκε έγκαιρα καθώς το αποφασιστικό βλέμμα στα μάτια του την ανάγκασε να παραδεχτεί ότι το χρέος μιας ερωμένης είναι να βρίσκεται συνεχώς στη διάθεση του εραστή της και όχι να τον εγκαταλείπει για να γυαλίζει πατώματα ή να καθαρίζει μπάνια. Γέρνοντας πάνω του, σκέφτηκε ότι δεν την ενδιέφερε τίποτα όσο είχε την αγκαλιά του. Ούτε καν αν της υπαγόρευσε ή όχι τις αποφάσεις της. Οι στιγμές μαζί του ήταν τόσο πολύτιμες, που δε θα τις θυσίαζε για τίποτα. «Λοιπόν, Τζέσικα; Θα μου κάνεις τη χάρη που σου ζήτησα;» Η φωνή του ήταν τόσο γλυκιά και τρυφερή, που της ήταν αδύνατον να του φέρει αντίρρηση. Έτσι, ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους, αφήνοντας να της ξεφύγει ένας μικρός στεναγμός. «Εντάξει, για μια φορά θα υποχωρήσω». Ο Σαλβατόρε συγκατένευσε ικανοποιημένος. Και καθώς το βλέμμα του έσμιγε με το δικό της, συνειδητοποίησε ότι αυτά τα ήρεμα
γκρίζα μάτια, το αλαβάστρινο οβάλ πρόσωπο και τα δροσερά χείλη που έμοιαζαν τριανταφυλλένια τού προκαλούσαν παράξενα συναισθήματα, ξυπνώντας του αισθήσεις που τον μπέρδευαν και τον έφερναν σε αμηχανία. Σε μια προσπάθεια να προσγειωθεί, κούνησε νευρικά πέ-ρα δώθε το κεφάλι του. Διότι το τελευταίο που επιθυμούσε ήταν να αφήσει την πόρτα ανοιχτή σ’ αυτούς τους ανεπιθύμητους εισβολείς. Δεν έχω καμιά διάθεση για συναισθηματικό δέσιμο και μάλιστα μαζί της, σκέφτηκε ενοχλημένος. Λυτό θα το επιτρέψω μόνο όταν θα έχω στο πλευρό μου τη σωστή γυναίκα. Κι αυτή σίγουρα δεν είναι η Τζέσικα. «Χαίρομαι γι’ αυτό. Υποθέτω ότι εννοείς πως θα είσαι διαθέσιμη κάθε φορά που θα σε χρειάζομαι. Εντάξει;» Η Τζέσικα ξεροκατάπιε. Αυτό το «διαθέσιμη» δε βοηθούσε στο ελάχιστο τον τραυματισμένο αυτοσεβασμό της. Παρ' όλα αυτά, κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ελπίζω μόνο να είμαι αυτό που θέλεις», του εκμυστηρεύτηκε σιγανά προκαλώντας του ένα σφίξιμο στο στομάχι. «Μ α είσαι, κάρα», της είπε και γλιστρώντας τα χέρια του κάτω από τη φούστα της και μέσα στο εσώρουχό της άγγιξε τη βελουδένια σάρκα. «Είσαι πολύ πιο συναρπαστική απ’ όσο θα μπορούσα να φανταστώ».
«Σαλβατόρε!» μουρμούρισε η Τζέσικα αναστενάζοντας, χωρίς ωστόσο η καυτή επιθυμία να καταφέρει να καλύψει την πικρή αλήθεια των λόγων του. Γιατί το μόνο που ήθελε ο Σαλβατόρε από κείνη ήταν σεξ. Το μόνο που χρειαζόταν. Γι’ αυτό καλά θα κάνεις να αφήαεις κατά μέρος τις ονειροφαντασίες και να δεις καθαρά την πραγματικότητα, τη συμ-βούλευσε η λογική της καθώς του πρόσφερε τα χείλη της, ΊΓου έκαιγαν από τη λαχτάρα να γευτούν το φιλί του. Ο Σαλβατόρε την πήγε στο κρεβάτι αγκαλιά. Όταν κοιμήθηκε όμως εκείνο το βράδυ, είδε στον ύπνο του τη Σικελία. Μ ήπως αυτό σημαίνει ότι οι μέρες μου στην Αγγλία έχουν φτάσει στο τέλος τους; αναρωτήθηκε μόλις ξύπνησε. Να έφτασε άραγε η στιγμή που πρέπει να βρω τη γυναίκα που θα με κάνει πατέρα; «Δεν κοιμάσαι;» Γυρνώντας νυσταγμένα η Τζέσικα προς το μέρος του, άπλωσε τρυφερά τα χέρια στους σφιγμένους ώμους του, που χαλάρωσαν στη στιγμή. «Όχι». «Μ πορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;» «Μ πορείς να προσπαθήσεις». Αυτή τη φορά η ευχαρίστηση που του πρόσφερε το κορμί της ήταν
κάτι παραπάνω από εκρηκτική, αλλά ταυτόχρονα του προκάλεσε και κάποιες απορίες. Πώς μπορούσε κάποια εντελώς άπειρη στον ερωτικό τομέα σαν εκείνη να είναι τόσο καλή; Είναι το πάθος που κρύβει μέσα της, είπε στον εαυτό του. Το γενετήσιο ένστικτο που κλείνει μέσα του σοφία αιώνων και ξέρει να την καθοδηγεί σωστά. Αυτές οι σκέψεις τού έκαναν παρέα μέχρι που βάρυναν τα βλέφαρά του. Το τελευταίο που σκέφτηκε πριν κοιμηθεί ήταν να τηλεφωνήσει την άλλη μέρα στον ξάδερφό του τον Βιτσέ-ντζο και να αγοράσει ένα καινούριο κόσμημα για την Τζέσικα. Κάτι ακριβό, που θα τη βοηθούσε να τον θυμάται. Την άλλη μέρα, αμέσως μόλις σχόλασε η γραμματέας του και τα περισσότερα γραφεία είχαν αδειάσει, ο Σαλβατόρε μπήκε στην ιστοσελίδα με τα διαμάντια. Αγαπούσε ττολύ τα διαμάντια. Όχι μόνο εξαιτίας της ομορφιάς τους, αλλά και επειδή τα θεωρούσε μια καλή οικονομική επένδυση. Για κάμποση ώρα περνούσαν μπροστά από την οθόνη του, το ένα μετά το άλλο, διαμαντένια κοσμήματα που ζητούσαν αγοραστή. Τα περιεργαζόταν με ενδιαφέρον και προσοχή, μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησε έκπληκτος μπροστά σε ένα συγκεκριμένο κόσμημα. Αποκλείεται να είναι το ίδιο, συλλογίστηκε στην αρχή.
Όταν το κοίταξε καλύτερα, όμως, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να κάνει λάθος. Και τότε αισθάνθηκε την καρδιά του να βροντοχτυπά στο στήθος του. Από την απογοήτευση; Την οργή; Δεν ήταν σίγουρος. Ωστόσο, παρά την αγανάκτησή του, αισθάνθηκε και κάποια δικαίωση. Επειδή η Τζέσικα είχε αποδειχτεί τελικά τόσο φτηνή και αδίστακτη όσο την υποψιαζόταν. Πιάνοντας το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό της. «Τζέσικα; Μ πορείς να έρθεις αμέσως τώρα στο διαμέρισμά μου;» της είπε μελιστάλαχτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 H Τζέσικα κατέφτασε σχεδόν ττετώντας. Έβρεχε έξω και στα μαλλιά της είχαν σκαλώσει ένα σωρό σταγόνες που άστραφταν εκτυφλωτικά. Σαν διαμάντια, συλλογίστηκε ο Σαλβατόρε με ένα σκληρό χαμόγελο. Το βλέμμα του έπεσε στο κομψό δερμάτινο πανωψόρι της, που αναδείκνυε τέλεια το ντελικάτο, καλλίγραμμο κορμί της και την έκανε να δείχνει γοητευτική και αέρινη. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα προσαρμόστηκε στην πολυτέλεια που της εξασφαλίζει ο πλούσιος εραστής της, δηλαδή εγώ, σκεΤρτηκε και ένιωσε την οργή να τον πνίγει καθώς εκείνη έβγαζε το πανωφόρι της, αποκαλύπτοντας το μεταξωτό ζέρσεϊ φόρεμα που φορούσε από κάτω.
Το φόρεμα κολλούσε σαν δεύτερο δέρμα πάνω της, έτσι που οι καμπύλες της διαγράφονταν με έναν τρόπο συγκλονιστικό που έκανε τη φαντασία του να οργιάζει. Το ίδιο ίσχυε και για τις μεταξωτές, διάφανες κάλτσες της, ενώ οι ψηλοτά-κουνες γόβες της έκαναν την καρδιά του να βροντοχτυπήσει. Δεν είναι παρά ένα ερωτικό παιχνίδι, του επισήμανε έγκαιρα ο εαυτός του. Μ ην παρασύρεσαι από τα κάλλη της, συγκέντρωσε μόνο όλη την προσοχή σου στο πώς θα αντιδράσει μόλις πληροφορηθεί ότι τα δώρα τελειώνουν εδώ, όπως επίσης και ο τρόπος ζωής που απολαμβάνει τελευταία. Πριν της μιλήσει ωστόσο καθαρά, αποφάσισε να της δώσει μια τελευταία ευκαιρία να του ομολογήσει την αλήθεια η ίδια. «Είσαι πολύ όμορφη», της είπε με υπόκωφη, βελούδινη φωνή καθώς την παρέσυρε μαζί του στο σαλόνι. «Ω, αλήθεια;» Τον τελευταίο καιρό η.Τζέσικα δεχόταν τις φιλοφρονήσεις με μεγαλύτερη άνεση από ό,τι παλαιότερα. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικοί, αφού ο Σαλβατόρε την έκανε αδιάκοπα να νιώθει απίστευτα όμορφη. Συχνά, όταν ήταν ξαπλωμένοι, χάιδευε το κορμί της και άφηνε να του ξεφεύγουν επιφωνήματα θαυμασμού, για τα οποία εκείνη του ήταν ευγνώμων. «Ευχαριστώ», του είπε τρυφερά, στυλώνοντας τα μάτια της πάνω
του με έκδηλη ανυπομονησία. «Συμβαίνει κάτι; Στο τηλέφωνο μου φάνηκες κάπως παράξενος. Σαν να επρόκειτο για κάτι επείγον». «Σοβαρά; Θα ήθελες να πιεις κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ». Το λαίμαργο βλέμμα του διέτρεξε αργά τη σιλουέτα της. «Αυτό το ρούχο σε κολακεύει τρομερά, κάρα. Αλλά η συνολική σου εμφάνιση είναι κάπως ανολοκλήρωτη. Σαν κάτι να της λείπει». «Έτσι λες;» «Είμαι σίγουρος. Έχει ανάγκη από μια σημαντική λεπτομέρεια. Όπως είναι το διαμαντένιο βραχιόλι που σου αγόρασα. Αλήθεια, γιατί δεν το φοράς ποτέ; Δε σου αρέσει;» Τα λόγια του αυτόματα έκαναν την Τζέσικα να θέλει να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια. Είχε προσπαθήσει σκληρά να Θάψει μέσα της τα πάντα γι' αυτό το αναθεματισμένο βραχιόλι που είχε γίνει ο εφιάλτης της. Πώς να του πω ότι το πούλησα; αναρωτήθηκε γεμάτη απελπισία. Δε θα είναι σαν να του αποδεικνύω έμπρακτα ότι όλα όσα έχουν σχέση μ’ εκείνον μεταφράζονται μέσα μου σε χρήμα; «Ασφαλώς και μου αρέσει». Δάγκωσε τα χείλη της με απόγνωση.
«Για την ακρίβεια, με ενθουσίασε τόσο, που δε θα πιστέψεις τι συνέβη!» Κοίταξε το παγερό του βλέμμα και χαμογέλασε βεβιασμένα. «Το έκρυψα τόσο καλά, που τώρα δεν μπορώ να το βρω!» Η σιωπή που ακολούθησε τα λόγια της ήταν πιο ηχηρή και από πιστολιά. Ο Σαλβατόρε για κάμποσα λεπτά έμεινε ανέκφραστος να την κοιτάζει. Ώσπου στο τέλος ξέσπασε σε ένα δηλητηριώδες κατηγορητήριο. «Αυτό που πιστεύω είναι πως είσαι μια αδίστακτη και φτηνή μυθομανής!» Παρ’ ότι την είδε να χλομιάζει και να δείχνει ένοχη, δεν υποχώρησε. «Όχι μόνο τολμάς να σερβίρεις ασύστολα ψέματα, αλλά έχεις και το θράσος να υποτιμάς τη νοημοσύνη μου!» «Πώς... πώς το ανακάλυψες;» τραύλισε ξέπνοα η Τζέσικα. «Το γεγονός ότι ξεπούλησες το δώρο μου με την πρώτη ευκαιρία; Πολύ εύκολα, σε βεβαιώνω. Δε σκέφτηκες ποτέ ότι ένα κομμάτι τόσο μεγάλης αξίας δε θα έμενε ούτε στιγμή στα αζήτητα; Πόσα πήρες, μου λες;» «Σαλβατόρε, σε παρακαλώ...» «Εγώ σε παρακαλώ να πάψεις να υποκρίνεσαι ότι τάχα είσαι υπεράνω χρημάτων! Αυτό που έκανες ονομάζεται οικονομική
συναλλαγή κι εγώ σου ζητάω να μου πεις απλώς το ποσόν που εισέπραξες. Λοιπόν, πόσα ήταν; Εννιά χιλιάδες; Δέκα;» Η Τζέσικα περιορίστηκε να γνέψει αρνητικά με μια έκφραση απόλυτης δυστυχίας. «Ακόμα περισσότερα;» «Για να είμαι ειλικρινής, ούτε τα μισά». Τα μάτια του γυάλισαν από την οργή. «Δεν το πιστεύω! Όχι μόνο το ξεπούλησες, αλλά το έδωσες και τζάμπα!» Ο Σαλβατόρε γέλασε ειρωνικά, φορτίζοντας ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα. «Είναι προφανές ότι δεν έχεις ασχοληθεί άλλη φορά με τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις...» «Όχι βέβαια!» Η σχεδόν βίαιη αντίδρασή της δεν τον έπεισε διόλου. Κι αυτό, επειδή τώρα πια ήταν σίγουρος ότι με τίποτα δεν μπορούσε να την πιστέψει ξανά. Το γνώριζες ανέκαθεν ότι οι πλούσιοι προσελκύουν γύρω τους άτομα που κυνηγουν τη μεγάλη ευκαιρία, του ψιθύρισε μια ψωνή μέσα στο κεφάλι του. Το λάθος του ήταν ότι φαντάστηκε πως η Τζέσικα θα ήταν διαφορετική. Αλλά εκείνη είχε καταστρώσει το τέλειο σχέδιο. Θυμήθηκε με πόση μαεστρία
αρνιόταν τα δώρα του στην αρχή, με πόση απροθυμία δεχόταν οτιδήποτε... Τότε τη θεωρούσε υπερβολικά περήφανη και ξεροκέφαλη. Αλλά όπως αποδείχτηκε τελικά... «Τι τα έκανες τα λεφτά;» Αλλάζοντας απότομα ύφος, την κοίταξε ζωηρά, σαν να συνέχιζε μαζί της μια συζήτηση που του είχε ξυπνήσει το ενδιαφέρον. «Έλα, πες μου. Έχω μεγάλη περιέργεια να μάθω». Συνειδητοποιώντας ότι προτιμούσε το θυμό και τις κατηγορίες του απ' αυτή την έκδηλη περιφρόνηση, η Τζέσικα μόλις που κατάφερε να συγκροτήσει τα δάκρυα που έτσουζαν τα μάτια της. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τον στείλει στο διάβολο, αφήνοντάς τον να πιστεύει τα χειρότερα γι’ αυτήν, κι έτσι να δικαιώσει απόλυτα τις καχυποψίες που έτρεφε για το πρόσωπό της από την αρχή. Τουλάχιστον μ’ αυτό τον τρόπο εκείνος θα σιγουρευόταν ότι είχε δίκιο που θεωρούσε όλες τις γυναίκες που τον πλησιάζουν αδίστακτες και συμφεροντολόγες, με εξαίρεση μόνο τις αγνές παρθένες σαν εκείνη που θα παντρευόταν. Πάντως εκείνη, όσο κι αν του άρεσε να τη θεωρεί αλήτισσα, δε θα του έκανε το χατίρι να αποσιωπήσει την αλήθεια. «Πούλησα το βραχιόλι για να πληρώσω τη νοσηλεία της γιαγιάς μου!»
Το μόνο όμως που κατάφεραν τα λόγια της ήταν να κάνουν τον Σαλβατόρε να γελάσει δύσπιστα. «Μ η μου πεις! Πολύ γλυκό εκ μέρους σου!» της είπε ειρωνικά. «Μ ου θυμίζεις την Κοκκινοσκουφίτσα που δε δίστασε να περάσει μέσα από το δάσος, παρά τον κακό λύκο, για να επισκεφτεί την άρρωστη γιαγιά της. Μ α καλά», συνέχισε με ύφος παγερό, «τόσο ανόητο με θεωρείς ώστε να δίνω πίστη σε παραμύθια;» Το εννοεί πραγματικά! συλλογίστηκε ξαφνιασμένη η Τζέσι-κα. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε θελήσει να δει το αληθινό του πρόσωπο. Στην πραγματικότητα ο Σαλβατόρε ήταν ένας άνθρωπος που δεν έδειχνε καμιά εμπιστοσύνη στους άλλους. Θεέ μου! Πώς μπόρεσε να αγαπήσει έναν άντρα που δεν μπορούσε να πιστέψει στην καλοσύνη και την ειλικρίνεια των ανθρώπων; Σοκαρισμένη από την ανακάλυψη που είχε μόλις κάνει, στύλωσε τα μάτια της πάνω του, κυριολεκτικά σαστισμένη. «Χριστέ μου, δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό πόσο δύσκολο είναι για τον Σαλβατόρε Καρντίνι να παραβλέψει τα πλούτη και την κοινωνική ισχύ του προκειμένου να προσεγγίσει τους συνανθρώπους του», είπε ξέπνοα, ανίκανη να υπολογίσει το μέγεθος μιας τέτοιας αναπηρίας. Ο Σαλβατόρε όμως δεν έδειξε να συμμερίζεται στο ελάχιστο τις απόψεις της. «Και γιατί να το κάνω, μου λες;» της επιτέθηκε παγερά. «Για να τους διευκολύνω στο να μου
σερβίρουν ευκολότερα τα ψέματά τους; Όπως εσύ, για παράδειγμα. Αν ήθελες στ’ αλήθεια να βοηθήσεις τη γιαγιά σου, γιατί δε μου είπες τίποτα, διάβολε; Γιατί δεν ήρθες να μου εξηγήσεις πως είχες πρόβλημα; Τόσο παλιάνθρωπο με θεωρείς, που πίστεψες ότι θα αρνιόμουν να σου συμπαρασταθώ;» «Προσπάθησα να σου μιλήσω, το ξέχασες;» του επιτέθηκε και η Τζέσικα με τη σειρά της. «Αλλά, όταν είδα πως είχες άλλα θέματα που σε απασχολούσαν, σκέφτηκα ότι σίγουρα θα έχεις βαρεθεί να σου ζητάνε συνεχώς διευκολύνσεις. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που με ώθησε να σωπάσω!» Νιώθοντας να τρέμει ολόκληρη από την οργή, άφησε την απόγνωση που συγκροτούσε μέσα της εδώ και καιρό, εξαιτίας της συμπεριφοράς του, να ξεσπάσει. «Εσύ όμως δεν έπαψες ποτέ να έχεις τις αμφιβολίες σου για μένα, έτσι δεν είναι, Σαλβατόρε; Να με θεωρείς παραδόπιστη και ψεύτρα, σίυστά; Αυτό ωστόσο δε σε εμπόδισε να μου φορτώσεις ένα κόσμημα που δεν το θέλησα ποτέ! Επειδή η γενναιοδωρία σου θα σηματοδοτούσε ακόμα πιο ξεκάθαρα τη θέση της ερωμένης που μου έχεις ορίσει! Το μόνο πρόβλημα είναι ότι εγώ δεν κατάλαβα από την αρχή πως το κόσμημα το βάραιναν κάποιες συγκεκριμένες προδιαγραφές! Ο καδδι-κας, ας πούμε, τον οποίο οφείλει να ακολουθεί κάθε ερωμένη που σέβεται τον εαυτό της! Μ ε λίγα λόγια, δεν είχα ιδέα τι μου
επιτρεπόταν να κάνω και τι όχι! Τώρα όμως έχω καταλάβει. Έτσι, γνωρίζω όχι, αν σε κάποια χρονική στιγμή αποφάσιζες, ας πούμε, να μου δωρίσεις ένα άρωμα, θα έπρεπε να σου ζητήσω οδηγίες για την ποσότητα με την οποία θα έπρεπε να ψεκάζομαι κάθε φορά!» «Έχουμε μια σχέση που σου επιτρέπει έτσι κι αλλιώς να μου ζητάς βοήθεια για τους δικούς σου!» διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Σαλβατόρε. «Σοβαρά;» είπε σαρκαστικά η Τζέσικα. «Σκέφτεσαι στ' αλήθεια αυτά που λες, Σαλβατόρε, ή με κοροϊδεύεις; Γιατί τι φαντάζεσαι ότι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις; Τίποτα παραπάνω από κοινή συμμετοχή στα προβλήματα, συμπαράσταση και σεβασμός. Το να θεωρείς τον άλλο ισότιμο είναι κάτι που του το χρωστάς. Ανεξάρτητα από το αν έχει πλούτη, δύναμη ή είναι ένας απλός, συνηθισμένος άνθρωπος. Αλλά όλα αυτά είναι κινέζικα για σένα, σωστά, Σαλβατόρε; Επειδή απλούστατα δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει αληθινή ζωή. Θα έλεγα μάλιστα ότι μοιάζεις περισσότερο με ρομπότ παρά με κανονικό άνθρωπο!» «Έτσι λες;» Η τελευταία προσβολή της ήταν τόσο βαριά, που ο Σαλβατόρε δεν μπόρεσε να την καταπιεί. Έτσι, άπλωσε το χέρι του και, τραβώντας την απότομα πάνω του, την πίεσε με δύναμη πάνω στο ερεθισμένο κορμί του. «Εξακολουθείς να έχεις την ίδια άποψη; Εκτός κι αν προτιμάς να σου αποδείξω το πόσο κανονικός άντρας είμαι».
Κανονικά η υπεροψία και η έπαρσή του θα έπρεπε να της προκαλέσουν αποστροφή. Αλλά δε συνέβη κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η αίσθηση του ερεθισμένου ανδρισμού του ξύπνησε μέσα της συναισθήματα που της ήταν αδύνατον να καταπνίξει. Ο Σαλβατόρε έκαιγε από ένα πάθος αυθεντικό σαν τη φωτιά και ο πυρετός του αφύπνιζε μέσα της ανάγκες και επιθυμίες που μάταια αγωνιζόταν να καταλαγιάσει. «Όχι, δε θέλω», ισχυρίστηκε άγρια με βραχνή φωνή, αλλά το ψέμα της ήταν τόσο εμψανές, που του προκάλεσε ένα χαμηλόφωνο γέλιο. «Αντιστέκεσαι μόνο και μόνο για να με αναγκάσεις να σε πάρω με το ζόρι, έτσι δεν είναι, μία κάρα; Για να δικαιώσεις το παραμύθι με την Κοκκινοσκουφίτσα, που υποκύπτει υποχρεωτικά στις βρόμικες ορέξεις του κακού λύκου. Στην περίπτωσή μας όμως δεν ισχύει αυτό, δε συμφωνείς; Γιατί κι εσύ με θέλεις τρελά. Ή κάνω λάθος;» Βλέποντάς τη να ανοιγοκλείνει σαστισμένη τα μάτια της, ένιωσε ακόμα πιο σίγουρος για τους ισχυρισμούς του. «Μ ε επιθυμείς απεγνωσμένα, τε-ζο'ρο μίο», της ψιθύρισε λαχανιασμένα. «Και ανυπομονείς για τη στιγμή που θα μπω μέσα σου». Η Τζέσικα έκλεισε εξουθενωμένη τα μάτια της, μη αντέχο-ντας να τον ακούει περισσότερο. Όχι γιατί υπήρχε κάποιο ψέμα στους ισχυρισμούς του, αλλά ακριβώς επειδή όλα όσα έλεγε ο Σαλβατόρε ήταν αλήθεια. Η ανακάλυψη των όσων του είχε αποκρύψει η ίδια τον διευκόλυνε στο να πραγματοποιήσει δίχως δράματα και
διαμαρτυρίες από μέρους της αυτό που σχεδίαζε καιρό. Να την παρατήσει. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει ακόμα. Όχι, πριν σβήσει για μια τελευταία φορά μέσα στο κορμί της την πυρκαγιά που άναβε στο αίμα του το άγγιγμά της. «Τζέσικα», μουρμούρισε σιγανά, αγγίζοντας τα χείλη της με τα δικά του. Η απότομη αλλαγή της διάθεσής του τη βρήκε απροετοίμαστη, όπως άλλωστε και το ανάλαφρο φιλί του, που το λαχταρούσε εδώ και ώρα. Και ο Σαλβατόρε το ήξερε. Όπως ήξερε και τις αδυναμίες της. Επειδή ήταν έξυπνος και είχε πείρα από γυναίκες που έπεφταν πρόθυμες στην αγκαλιά του από την ημέρα που πρωτοφόρεσε μακριά παντελόνια. Παίζει μαζί σου, την προειδοποίησε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της. Σαν τη γάτα με το ποντίκι. Σε καλοπιάνει, πριν σε καταβροχθίσει. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να τον σταματήσει. Αλλά, μόλις επιχείρησε να του αντισταθεί, εκείνος περιορίστηκε να χαμογελάσει με αδιόρατη ειρωνεία. «Μ ην αντιστέκεσαι για χάρη της αντίστασης», της συνέστησε ήρεμα. «Εφόσον ξέρεις καλά ότι με ποθείς όσο κι εγώ».
Όσο κι αν την ταπείνωναν τα λόγια του, η Τζέσικα δε βρήκε τη δύναμη να του πει ότι έκανε λάθος, γιατί θα ήταν ψέμα. Μ ε θεωρεί ήδη φτηνή κι αναξιόπιστη, συλλογίστηκε απελπισμένη. Δεν υπήρχε τίποτα που να του αλλάξει γνώμη, συνεπώς το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παίξει το παιχνίδι με τους δικούς μου όρους. «Ποιος αντιστέκεται;» του ψιθύρισε με βραχνή φωνή, αρχίζοντας να ξεκουμπώνει τα κουμπιά του πουκάμισού του. Ο Σαλβατόρε έμεινε σχεδόν άφωνος όταν ένιωσε τα χέρια της να σπρώχνουν το πουκάμισο πάνω στους ώμους του. Στη συνέχεια η Τζέσικα έλυσε τη ζώνη του και άπλωσε το χέρι της στο φερμουάρ του παντελονιού του. Νιώθοντας το χέρι της να γλιστράει μέσα στο εσώρουχό του, ο Σαλβατόρε βόγκησε πνιχτά. Το άγριο κύμα της ηδονής που τον συνεπήρε όταν εκείνη έκλεισε τα δάχτυλα γύρω από τον ανδρισμό του ήταν τόσο συγκλονιστικό, που του έκοψε την ανάσα. «Τζέσικα...» τραύλισε μόλις μπόρεσε να μιλήσει, καθώς την έβλεπε να πετάει βιαστικά από πάνω της το ένα ρούχο μετά το άλλο. Ώσπου έμεινε μπροστά του μισόγυμνη, φορώντας μόνο το μαύρο δαντελένιο σουτιέν της, ένα ασορτί κιλοτάκι και τις διάφανες κάλτσες με τις ζαρτιέρες. Ήταν τόσο αισθησιακή, τόσο απερίγραπτα ερωτική, που έκανε το αίμα να κοχλάζει στις φλέβες του. Όμως εκείνη δεν έμεινε για
πολύ με τα μαύρα εσώρουχα. Τα πέταξε σύντομα κι αυτά από πάνω της και τον πλησίασε με βήμα νωχελικό και με μια αόριστη απειλή στο βλέμμα της. Στην αρχή ο Σαλβατόρε δεν κατάλαβε τι είχε στο μυαλό της. Ώσπου τα χέρια της τον έσπρωξαν αποφασιστικά προς τα πίσω, μέχρι που βρέθηκε ξαπλωμένος πάνω στο χαλί του σαλονιού. «Ντίο, Τζέσικα... Τι κάνεις...» ψέλλισε παραδομένος σε μια συναρπαστική ερωτική παραζάλη, που δεν ήθελε με τίποτα να πάρει τέλος. «Δεν ξέρεις;» μουρμούρισε παιχνιδιάρικα εκείνη ενώ έπαιρνε θέση από πάνω του, αποφασισμένη αυτή τη φορά να έχει η ίδια τον έλεγχο στα χέρια της. Αρχισε να κουνάει τους γοφούς της, χωρίς όμως να αισθάνεται τόσο σίγουρη όσο έδειχνε γι’ αυτό που έκανε. Το μόνο που είχε κατά νου ήταν ότι ο Σαλβατόρε, ακόμα και τη στιγμή που την έδιωχνε από τη ζωή του, είχε τη δύναμη να ασκεί απόλυτη εξουσία πάνω της, με το να την κάνει να σπαρταράει μέσα στα χέρια του. Ε, λοιπόν, το ίδιο θα κάνω κι εγώ! Αποφάσισε, κλείνοντας τα μάτια της μπροστά στην απελπισία που απειλούσε να την καταπιεί. Γιατί να μην του δώσει την απόλαυση που θα περίμενε από μια σωστή ερωμένη, αφήνοντάς τον να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του μ’ αυτή την ανάμνηση;
«Μ άγισσα!» μούγκρισε πνιχτά εκείνος ανάμεσα στα ηδονικά βογκητά του. «Είμαι στ' αλήθεια;» είπε λαχανιασμένη η Τζέσικα. «Σι, σι! Ντιος!» Τουλάχιστον η προσπάθειά της δεν πήγαινε χαμένη! Γιατί, ακόμα κι αν δεν ήταν ο κανονικός εαυτός της, η γυναίκα που λικνιζόταν ρυθμικά πάνω του σαν ασυγκράτητη μαινάδα ήταν σίγουρα εκείνη που είχε συνηθίσει να λιώνει στην αγκαλιά του, που του είχε χαρίσει ολοκληρωτικά την καρδιά της και που τώρα επιστράτευε όλη τη σεξουαλικότητά της προ-κειμένου να κάνει ευτυχισμένο τον άνθρωπό της. Τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι. Το μόνο που βίωνε ήταν μια αυταπάτη. Γιατί ο Σαλβατόρε δεν ήταν δικός της άνθρωπος και δε θα γινόταν ποτέ. Αρα το μόνο που μπορούσε να έχει απ’ αυτόν ήταν αυτός ο άγριος, τελευταίος χορός που χόρευε τώρα πάνω στο σώμα του. Η Τζέσικα έκλεισε τα μάτια της ερμητικά, φοβούμενη για το τι θα έβλεπε να καθρεφτίζεται μέσα στα δικά του, αν συναντούσε το βλέμμα του. Κυρίως, όμως, ανησυχώντας για το τι θα αντίκριζε εκείνος γραμμένο στα δικά της.
Γιατί ο Σαλβατόρε δεν είχε ανάγκη την αγάπη της. Το μόνο που ήθελε από κείνη ήταν αυτά τα άγρια αγκομαχητά, τα ανεξέλεγκτα σπαρταρίσματα, το πάθος και την παραφορά... «Τζέσικα!» Τον άκουσε να προφέρει το όνομά της καθώς έφτανε στην κορύφωση. Μ όνο τότε άφησε κι εκείνη ελεύθερο τον εαυτό της να τρεμουλιάσει σαν φύλλο πάνω στο σώμα του. Τη στιγμή που τα κορμιά τους συγκλονίζονταν από τους απανωτούς οργασμούς, κοιτάχτηκαν στα μάτια και το μόνο που μπόρεσε να δει ο "καθένας στο βλέμμα του άλλου ήταν μια βαθιά και απροσποίητη ευτυχία. «Τζέσικα», είπε ξανά ο Σαλβατόρε ενώ ριγούσε για μια τελευταία φορά βαθιά μέσα της. Όταν όλα τελείωσαν, εκείνη έγειρε στο στήθος του και αφέθηκε στα χέρια του, που δέθηκαν αυτόματα γύρω της. Μ ετά τον έρωτα, είναι εύκολο να ξεχνάει κανείς τα σκληρά λόγια, τις κατηγορίες, την οργή. Η λήθη όμως δεν κρατάει για πολύ. Η πραγματικότητα επιστρέφει κάποια στιγμή δυναμικά στην επιφάνεια και τότε... Αυτό το «τότε» ήταν που προσπαθούσε να σβήσει από το μυαλό της η Τζέσικα, κι έτσι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της για να εμποδίσει τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά της. Γιατί εκείνο που λαχταρούσε ήταν να μπορούσε να μείνει για πάντα κουρνιασμένη στην αγκαλιά του Σαλβατόρε. Του άντρα που αγαπούσε.
«Τζέσικα;» Αυτή τη φορά η φωνή του ακούστηκε σχεδόν νυσταγμένη, αλλά η Τζέσικα δεν επρόκειτο να πέσει στην παγίδα και να αρχίσει να τρέφει ελπίδες. Επειδή ήξερε από πείρα ότι εκείνος κατάφερνε τα χτυπήματά του σε χρόνο ανύποπτο, όταν η ίδια ένιωθε ζεστή και ασφαλής στην αγκαλιά του και πίστευε πως όλα κυλούσαν γλυκά και ήρεμα. Τι σχεδιάζει να μου πει αυτή τη φορά; αναρωτήθηκε γεμάτη θλίψη. Ό,τι και να είναι πάντως θα το δεχτώ με ηρεμία και αξιοπρέπεια. Αλλωστε ήξερα καλά πού έμπλεκα όταν αποφάσισα να δεχτώ αυτό που μου πρότεινε. Θα ήταν εντελώς υποκριτικό να αρχίσω τώρα να παριστάνω την αθώα. Μ όνο που όλη αυτή η επίγνωση δε βοηθούσε καθόλου στο να απαλύνει ο πόνος που έκαιγε το στήθος της. «Ναι, Σαλβατόρε. Σε ακούω», του είπε με απόλυτα σταθερή φωνή. Εκείνος την τράβηξε με μια κίνηση κάτω από το σώμα του και τα υπέροχα μπλε μάτια του που έλαμπαν εκθαμβωτικά αιχμαλώτισαν τα δικά της. «Μ η μου ξαναπείς ποτέ ψέματα», της συνέστησε μαλακά. Προκαλώντας της αληθινό σοκ.
«Μ α... εγώ νόμιζα...» τραύλισε η Τζέσικα, νιώθοντας τον κόσμο να χάνεται γύρω της. «Θέλω να πω... είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου...» «Για ποιο πράγμα, κάρα; Πίστευες ότι δε θα μπορούσα να σε συγχωρήσω;» Η γεύση του φόβου ήταν ακόμα τόσο πικρή μέσα στο στόμα της, που δεν μπόρεσε να του κρύψει την αλήθεια. «Ναι... αυτό». Εκείνος φάνηκε για μια στιγμή να απολαμβάνει την ταραχή της. Στη συνέχεια όμως χάιδεψε ανάλαφρα το πρόσωπό της. «Σε συγχωρώ, ομορφιά μου. Αλλωστε ο καθένας μας αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία, δε συμφωνείς;» συνέχισε καθώς άφηνε το χέρι του να κυλήσει στην καμπύλη του στήθους της. «Χώρια που η επίδειξη που μου έκανες ήταν τόσο καλή, που δε βλέπω την ώρα να την επαναλάβεις». Επίδειξη; Ώστε αυτό πίστευε πως ήταν ο έρωτας που του έκανε και μέσα του είχε χωρέσει όλα τα συναισθήματα που έκλεινε γι’ αυτόν στην καρδιά της; «Θα πρέπει αυτό να το πάρω για φιλοφρόνηση;» τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε.
«Να το πάρεις ως αναγνώριση της αλήθειας που υπήρχε σ’ αυτό που μοιραστήκαμε», της αποκρίθηκε ο Σαλβατόρε με παράξενα τραχιά φωνή. «Και τοόρα πάμε στο κρεβάτι μας γιατί ανυπομονώ να το ξαναμοιραστούμε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Σύντομα ωστόσο η Τζέσικα κατάλαβε ότι η αντίληψη που είχε ο Σαλβατόρε για τη συγνώμη απείχε κάπως από τη δική της. Για την ακρίβεια, δεν είχε καμιά σχέση. Διότι μπορεί να είχε αποφασίσει ότι δεν άξιζε τον κόπο να τη χωρίσει επειδή είχε πουλήσει το βραχιόλι χωρίς να του το πει, αλλά δεν έκανε τίποτα για να βελτιώσει τα πράγματα ανάμεσά τους. Κάτι ήταν πια διαφορετικό. Συγκεκριμένα, κάτι είχε αλλάξει. Κι αυτό ήταν η συμπεριφορά του απέναντι' της. Στο παρελθόν, της είχε επιτρέψει αρκετές φορές να ρίξει κλεφτές ματιές μέσα του και να δει τον άντρα που κρυβόταν πίσω από το σκληρό εξωτερικό περίβλημα. Αλλά τώρα δεν ίσχυε το ίδιο. Μ ήπως επειδή έχει πάψει να με εμπιστεύεται; αναρωτιόταν ξανά και ξανά, προσπαθώντας να βρει μια απάντηση. Ίσως εκείνος σκόπευε στο μέλλον να κρατήσει τις αποστάσεις του. Έτσι εξηγείται που όταν ήταν μαζί έδειχνε παγερός και συγκρατημένος και όχι χαλαρός και αμέριμνος, όπως πριν. Μ όνο
τις στιγμές που ήταν στο κρεβάτι φαινόταν να τις απολαμβάνει αληθινά, αλλά κι αυτές ακόμα ήταν σαν να τις ζούσε προγραμματισμένα, αποφασισμένος να διώξει κάθε σταγόνα χαράς. Μ ήπως αυτό που προσπαθεί είναι να με αναγκάσει να δω καθαρά πόσο μεγάλο κενό θα αφήσει στη ζωή μου όταν με εγκαταλείψει; αναρωτήθηκε μελαγχολικά. Γιατί όσο περνάει ο καιρός, όλο και πιο πολύ σιγουρεύομαι πως θα το κάνει. Τώρα πια το ανέμελο Σαββατοκύριακο που είχαν περάσει στο Παρίσι της φαινόταν απόμακρο και ξεχασμένο, σαν να το είχαν ζήσει κάποιοι άλλοι. Τώρα το μόνο που μοιράζονταν με τον Σαλβατόρε ήταν να φοράει τα ακριβά ρούχα που της αγόραζε και να τον βλέπει να της τα βγάζει με φανερή ευχαρίστηση. Ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου την απέσπασε βίαια από τις σκέψεις της. Μ ετά από μέρες που είχε περάσει δίπλα στη συσκευή περιμένοντας να ακούσει τη φωνή του, επιτέλους ήταν εκείνος. Ο Σαλβατόρε! Της ανακοίνωσε ότι το βράδυ ήταν ελεύθερος και της πρότεινε να βγουν για δείπνο με ένα φίλο του και τη μνηστή του. Η έξοδος δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Ο Τζιοβάνι Αμάτο ήταν
ευγενικός και ευχάριστος, το ίδιο και η μνηστή του, αλλά εκείνοι και ο Σαλβατόρε παρασύρονταν συνεχώς και μιλούσαν στα ιταλικά, αφήνοντάς την έξω από την κουβέντα τους. Το αποτέλεσμα ήταν η Τζέσικα με κάθε λεπτό που περνούσε να νιώθει όλο και μεγαλύτερη νευρικότητα. Αισθανόταν λίγο σαν εξωγήινη, σαν ένα πλάσμα σχεδόν ανεπιθύμητο, που δεν είχε καμιά ιδιαίτερη αξία για τον Σαλβατόρε. «Είσαι χλομή», παρατήρησε εκείνος το ίδιο βράδυ καθώς την περιεργαζόταν με ύφος εξεταστικό, αφού αποχαιρέτησαν τους φίλους του. «Υπερβολικά σιωπηλή», συμπλήρωσε, ενώ την ίδια στιγμή αναρωτιόταν μήπως και η Τζέσικα προσπαθούσε με το μυστηριώδες της ύφος να του δώσει να καταλάβει ότι είχε καιρό να της αγοράσει κάτι πολύτιμο. «Μ άλλον θα είσαι κουρασμένη», κατέληξε και φέρνοντας το χέρι της στα χείλη του άρχισε να φιλάει ένα ένα τα δάχτυλά της. «Όχι, καθόλου», είπε η Τζέσικα, όντας σίγουρη ότι οι ερωμένες δεν είναι ποτέ κουρασμένες, αλλά πάντα έτοιμες και σε επιφυλακή για να ανανεώνουν σεξουαλικά τους εραστές τους. Τη στιγμή όμως που κατέβαινε από τη λιμουζίνα μπροστά στο κτίριο όπου στεγαζόταν το διαμέρισμα του Σαλβατόρε, παραδέχτηκε βουβά ότι αυτή η ιστορία ήταν καιρός να πάρει τέλος. Επειδή της ήταν αδύνατον να συνεχίσει. Ο αυτοσεβασμός της είχε κάνει φτερά, ενώ η περηφάνια της δεν είχε
πια μεγαλύτερη αξία από ένα κουρέλι. Ήταν λάθος μου από την αρχή που δέχτηκα την πρόταση του Σαλβατόρε, σκέφτηκε, νιώθοντας μια θλίψη να βαραίνει την καρδιά της. Απλώς η ιστορία με το βραχιόλι επιτάχυνε την απόφασή της. Αν δεν έβαζε τώρα τέλος στη σχέση τους, θα καταστρεφόταν εντελώς. Κι εκείνο που όφειλε να κάνει ήταν να ενημερώσει τον Σαλβατόρε για την απόφασή της. Θα το κάνω το πρωί, αποφάσισε, νιώθοντας την ανάγκη να περάσει μια τελευταία νύχτα στην αγκαλιά του. Δεν είναι και τόσο σπουδαίο αυτό που ζητώ... Μ όλις μπήκαν όμως στο διαμέρισμά του, συνειδητοποίησε πόσο αβάσταχτο θα της ήταν να τον αποχωριστεί. Και τότε φώλιασε γεμάτη λαχτάρα στην αγκαλιά του. «Σαλβατόρε», ψέλλισε, φιλώντας τρυφερά το πιγούνι του. «Τι συμβαίνει, κάρα;» ρώτησε ξαφνιασμένος εκείνος. «Θέλω να... θέλω να ξαπλώσουμε», είπε χαμηλόφωνα η Τζέσικα. «Αλήθεια;» Ο Σαλβατόρε ένιωσε το ελαφρύ τρέμουλο του κορμιού της και ανταποκρίθηκε αμέσως. «Κι εγώ το ίδιο», της ομολόγησε με κάπως ασταθή φωνή.
Αυτό που ακολούθησε ήταν ο καλύτερος, αλλά και ο χειρότερος επίλογος μιας σχέσης. Ο Σαλβατόρε ήταν ακριβώς όπως ήθελε να τον διατηρήσει στο μυαλό της η Τζέσικα. Γλυκός, τρυφερός και γεμάτος πάθος. Αλλά αυτό που κάναμε ήταν απλώς σεξ, υπενθύμισε στον εαυτό της. Και για τους άντρες το σεξ δε σημαίνει τίποτα το ιδιαίτερο. Όλη τη νύχτα την πέρασε χωμένη στην αγκαλιά του. Το πρωί σηκώθηκε πρώτη. Πριν μπει για ντους, πήρε τα εσώρουχα που είχε σε ένα συρτάρι του Σαλβατόρε —τα μοναδικά δικά της πράγματα που υπήρχαν στο σπίτι του— και τα έκρυψε στη μικρή της τσάντα. Όταν βγήκε από το μπάνιο, εκείνος είχε ήδη σηκωθεί και βρισκόταν στην κουζίνα. Μ όλις την είδε να μπαίνει, της σέρβιρε μηχανικά μια κούπα καφέ και την έσπρωξε προς το μέρος της χωρίς να σταματήσει την ανάγνωση των εγγράφων που είχε μπροστά του. Η Τζέσικα τον ευχαρίστησε και έζησε για λίγο την ψευδαίσθηση μιας ζεστής οικειότητας που δεν είχε ανάγκη από λόγια για να εκφραστεί. «Σαλβατόρε... θέλω να σου μιλήσω», του είπε σιγανά ύστερα από κάμποσα λεπτά σιωπής. Εκείνος την κοίταξε αφηρημένα.
«Τώρα; Θα έχω όλη μέρα συσκέψεις και πρέπει να ξέρω τι γράφουν αυτά εδώ». «Δυστυχώς δεν παίρνει αναβολή». Η Τζέσικα ύγρανε τα ξεραμένα χείλη της με τη γλαχτσα της. «Θέλω να ξέρεις ότι... δεν πρόκειται να σε ξαναδώ». Εκείνος δεν είπε τίποτα. Δεν αντέδρασε καν. Παρέμεινε απλώς ασάλευτος να την κοιτάζει. «Συνέχισε», της είπε στο τέλος ήρεμα. Κι εκείνη υπάκουσε. «Ήθελα να ξέρεις ότι ήταν... ότι θα μου μείνει αξέχαστο το διάστημα που έζησα ως ερωμένη σου. Τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του». Ο Σαλβατόρε περιορίστηκε σε ένα ευγενικό νεύμα. «Θέλεις να μου πεις για ποιο λόγο με αφήνεις;» 'Εχοντας υπόψη της πόσο αντίθετος ήταν με τις δεσμεύσεις και τα συναισθήματα, η Τζέσικα θεώρησε ότι θα τον κούραζε αν την άκουγε να του απαριθμεί τις αγωνίες και τους φόβους της. Έτσι, προτίμησε να του πει το προφανές. «Θεωρώ ότι η σχέση μας ολοκλήρωσε τον κύκλο της και ήρθε η ώρα να πάρει τέλος».
Για κάμποση ώρα εκείνος την κοίταζε χωρίς να αντιδρά καθόλου. «Δε θα πετύχει το κόλπο σου, ξέρεις», την προειδοποίησε τελικά και η απαλή, βελούδινη φωνή του είχε μια απειλητική χροιά. Διότι με τι θράσος τολμούσε η Τζέσικα να του ανακοινώνει πως τον χώριζε; Δεν ήξερε ότι εκείνος ήταν πάντα που έφευγε πρώτος; Μ περδεμένη με τα λόγια του, η Τζέσικα τον κοίταξε σαστισμένη. «Τι... τι δε θα πετύχει;» επανέλαβε σιγανά. «Η προσπάθειά σου να με αναγκάσεις να δεσμευτώ μαζί σου», της δήλωσε με τόνο αρκετά σκληρό αυτή τη φορά ο Σαλβατόρε. «Αν έχεις αρχίσει να ονειρεύεσαι ήδη δαχτυλίδι στο δάχτυλο, καλά θα κάνεις να το ξεχάσεις. Διότι μισώ την πίεση και δεν υποκύπτω ποτέ σ’ αυτήν». Μ α... τι στο καλό ήταν αυτά που της έλεγε; «Δεν πρόκειται για τέχνασμα, Σαλβατόρε», τον πληροφόρησε η Τζέσικα γεμάτη πικρία μόλις ξεπέρασε το πρώτο σοκ που της προκάλεσε η επίθεσή του. «Είναι κάτι που σκεφτόμουν καιρό και που τα όσα είπες μόλις τώρα το δικαιώνουν απόλυτα». «Δε θα επιχειρήσω να σου αλλάξω γνώμη, ξέρεις», την προειδοποίησε εκείνος. «Δεν περίμενα πως θα το έκανες. Και... ούτε το επιθυμώ».
«Είσαι εντελώς βέβαιη γι’ αυτό που λες;» Κανονικά όφειλε να είχε μαντέψει αυτό που θα ακολουθούσε, όταν τον είδε να την πλησιάζει. Δεν το έκανε όμως, μέχρι που ο Σαλβατόρε έγειρε προς το μέρος της. Θα με φιλήσει, συλλογίστηκε τότε και αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διαπερνάει. Όχι από λαχτάρα για το φιλί του, αλλά από την επίγνωση ότι δε θα είχε κανένα ίχνος αγάπης μέσα του. Γιατί ο άντρας που εκείνη λάτρευε την έβλεπε μονάχα ως ερωτικό αντικείμενο. Τα χείλη του ήταν σκληρά και πεινασμένα όταν σφράγισαν τα δικά της. Για κάμποσα λεπτά την έκανε να ανατριχιάζει και να τρέμει από ηδονή. Τελικά την άφησε από την αγκαλιά του και απομακρύνθηκε από κοντά της με βήμα σταθερό. «Φρόντισε να μην ξεχάσεις τίποτα πίσω σου», της συνέστησε παγερά. «Και μην παραλείψεις να αφήσεις το κλειδί». Στη συνέχεια κατευθυνθηκε ατάραχος προς την εξοπτορ-τα. Η Τζέσικα κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της μέχρι που τον είδε να βγαίνει από το σπίτι. Και μόνο τότε άψησε τα δάκρυα που συγκρατούσε όλη αυτή την ώρα να κυλήσουν ελεύθερα στα μάγουλά της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Κανονικά θα έπρεπε να χαίρεται. Ο Σαλβατόρε έκανε ένα μορφασμό. Είχε απαλλαγεί από μια μικρή εκμεταλλεύτρια που είχε υπερτιμήσει την εξουσία της πάνω του. Αλλά τότε ο ίδιος γιατί ονειρευόταν αδιάκοπα δυο γκρίζα μάτια, ενα αλαβάστρινο πρόσωπο και δύο χείλη απαλά σαν ροδοπέταλα; Ο διάβολος να την πάρει, σκέφτηκε γεμάτος αγανάκτηση καθώς υπέγραφε μια σειρά από επιστολές που είχε αφήσει μπροστά του η γραμματέας του. Μ ε έχει μπερδέψει και δεν ξέρω τι κάνω. Για άνθρωπος συνηθισμένος να παίρνει αποφάσεις, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχω κάνει το σωστό. Αλλά γιατί αισθανόταν τόσο μπερδεμένος; Μ ήπως επειδή η Τζέσικα είχε πάρει η ίδια την πρωτοβουλία να βάλει τέλος στη σχέση τους; Μ ήπως η απόφασή της αυτή είχε πληγώσει την περηφάνια του; Βέβαια, ήταν και το σεξ. Γιατίτο σεξ μαζί της ήταν υπέροχο. Κυριολεκτικά μαγικό. Αποφασισμένος να τη χαρεί έστω και για ένα μόνο βράδυ ακόμα, της τηλεφώνησε στο σπίτι της, στο Σέπερντ Μ πους, για να της θυμίσει τη νέα παράσταση της Όπερας που είχαν συμφωνήσει να παρακολουθήσουν μαζί. Αλλά εκείνη δε φάνηκε πρόθυμη να δεχτεί την πρόσκλησή του. Αντίθετα του δήλωσε ότι δεν το θεωρούσε σωστό. Και του
πρότεινε να βρει μια άλλη συνοδό. «Δε θα σε πειράξει αν βγω με άλλη γυναίκα;» τη ρώτησε ο Σαλβατόρε ανίκανος να κρύψει την έκπληξή του. Αλλά η απόκριση της Τζέσικα τον άφησε κυριολεκτικά άφωνο. «Τα αισθήματά μου δεν έχουν καμιά σημασία». «Όπως και να ’χει, ενημέρωσέ με αν αλλάξεις γνώμη», της συνέστησε με βαθιά, βελούδινη φωνή πριν κλείσει το τηλέφωνο. Γεμάτος έκπληξη όμως διαπίστωσε ότι οι ημέρες περνούσαν χωρίς εκείνη να δίνει σημεία ζωής. Μ έχρι που έφτασε η ημέρα της παράστασης και τότε αποφάσισε να δράσει πιο αποτελεσματικά. Έτσι, έστειλε από νωρίς στο σπίτι της ένα υπέροχο φόρεμα, μαζί με ένα διαμαντένιο κολιέ. Στη συνέχεια κάθισε ήρεμος και περίμενε το τηλεφώνημά της. Όταν όμως εκείνη τον κάλεσε, διαπίστωσε με έκπληξη ότι ήταν θυμωμένη. Αληθινά. «Για ποιο λόγο μού έστειλες το φόρεμα και το κολιέ, Σαλβατόρε;» τον ρώτησε σοβαρή. «Αφού σου είπα ότι δεν πρόκειται να έρθω στην Όπερα μαζί σου». Το ύφος της τον ενόχλησε. Τόσο, που έχασε κι εκείνος την ψυχραιμία του.
«Μ α τι θέλεις επιτέλους για ν’ αλλάξεις γνώμη;» διαμαρ-τυρήθηκε ζωηρά. «Σμαράγδια; Ζαφείρια; Ή τον ουρανό με τ’ άστρα;» Η απάντησή της τον ταρακούνησε για τα καλά. «Τίποτα, Σαλβατόρε. Δε θέλω τίποτα. Δεν μπορείς να με εξαγοράσεις, το κατάλαβες; Δεν πουλιέμαι!» Είναι δυνατόν να το εννοεί πραγματικά; αναρωτήθηκε λίγες ώρες αργότερα ο Σαλβατόρε, μετά το γεύμα που είχε με ένα σεΐχη στη λέσχη που ήταν μέλος. Αλλά τότε για ποιο λόγο φρόντισε να πουλήσει το βραχιόλι που της χάρισα; Για να φροντίσει τη γιαγιά της, του υπέδειξε αυτόματα μια συνετή φωνή μέσα στο κεφάλι του. Μ ήπως αυτό δεν την κάνει το κακό άτομο που θέλεις να πιστεύεις, αλλά έναν άνθρωπο τρυφερό και συμπονετικό; Την άλλη μέρα πήγε να τη δει έχοντας μαζί του ένα δώρο που είχε βρει στην Κάμντεν Μ άρκετ. Η Τζέσικα δεν προσπάθησε καν να κρύψει τη στεναχώρια της όταν τον είδε να στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού της. «Κατάλαβα ότι σε προσέβαλα με τα δώρα που σου έστειλα», της εξήγησε μαλακά ο Σαλβατόρε, μόλις εκείνη τον οδήγησε στο σαλόνι με ύφος συγκρατημένο. «Αν και ομολογώ ότι δε γνωρίζω
άλλη γυναίκα που θα τα έστελνε πίσω». Σ’ αυτό το σημείο έκανε μια μικρή παύση μέχρι να βγάλει από την τσέπη του ένα μικρό κουτί. «Γι’ αυτό σου έφερα κάτι άλλο». Βλέποντας την ολοφάνερη απροθυμία της να το δεχτεί, το έτεινε αργά προς το μέρος της. «Πάρ’ το, Τζέσικα. Σε παρακαλώ». Κάτι στο ύφος του την εμπόδισε να του αρνηθεί. Έτσι, πήρε το κουτί και το άνοιξε, σίγουρη ότι θα αντίκριζε άλλο ένα εκτυφλωτικό κόσμημα. Αντί γι’ αυτό όμως είδε μια φεγγαρόπετρα περασμένη σε μια απλή ασημένια αλυσίδα. «Θυμήθηκα πως είχες πει ότι σου άρεσαν», της είπε ο Σαλβατόρε με ένα αδιόρατο τρέμουλο στη φωνή, που δεν το είχε προσέξει άλλη φορά. «Ότι σου θύμιζαν τον Σηκουάνα. Το χρώμα της είναι ολόιδιο με των ματιών σου». Για κάμποσα λεπτά στάθηκε αδύνατον να του πει οτιδήποτε. Έμεινε σιωπηλή να τον κοιτάζει με βλέμμα θολό. Μ έχρι που επιτέλους το χτυποκάρδι της ηρέμησε κάπως. «Γιατί μου αγόρασες τη φεγγαρόπετρα, Σαλβατόρε;» τον ρώτησε με φωνή που μόλις ακούστηκε. «Επειδή σε θέλω πίσω στη ζωή μου», της αποκρίθηκε εκείνος σχεδόν μουτρωμένος. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα». «Μ α δεν μπορώ να συνεχίσω να είμαι η ερωμένη σου, Σαλβατόρε», του εξήγησε μελαγχολικά η Τζέσικα. «Θα πρέπει να
βρεις αντικαταστάτρια». «Καμιά δε σου μοιάζει, Τζέσικα», της εκμυστηρεύτηκε εκείνος με μάτια που γυάλιζαν παράξενα. «Δεν υπάρχει άλλη που να με έκανε ποτέ να νιώσω όπως εσύ. Ξέρω ότι υπήρξα ηλίθιος. Όλη αυτή η επιμονή ότι τάχα νοιαζόσουν μόνο για τα λεφτά μου... ήταν η άμυνά μου απέναντι σ’ αυτό που ένιωθα. Βλέπεις, δεν είχα ερωτευτεί άλλη φορά. Αλλά τώρα η καρδιά μου είναι γεμάτη αγάπη, κάρα μία. Για σένα». Τα μπλε μάτια του χαΐδεψαν το πρόσωπό της με ανείπωτη λατρεία. «Θέλω να παντρευτούμε. Αν με αγαπάς κι εσύ, φυσικά». «Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ». Βλέποντας τα δάκρυα να γυαλίζουν στα μάτια της, της άνοιξε όλος τρυφερότητα την αγκαλιά του. «Έλα εδώ, τεζόρο μίο. Θέλω να πιστέψεις ότι σ’ αγαπώ αληθινά», της είπε καθώς εκείνη κούρνιασε πάνω του γεμάτη λαχτάρα, γελώντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα. «Αλλά το πόσο πολύ θα σου το δείξω αμέσως τώρα».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η γιαγιά σου φαίνεται πολύ ευτυχισμένη, δε συμφωνείς;»
Όλη η οικογένεια Καρντίνι είχε συγκεντρωθεί στην πατρογονική έπαυλη και γιόρταζε, κάτω από το χάδι του ήλιου της Σικελίας, τα τρίτα γενέθλια του Τζίνο, του μικρού ανιψιού του Σαλβατόρε. Η Τζέσικα, νιώθοντας απόλυτα ευτυχισμένη μέσα στη θερμή αγκαλιά του άντρα της, έστρεψε τα μάτια προς το μέρος της γιαγιάς της. «Όταν μου ζήτησες να εγκατασταθούμε στη Σικελία μετά το γάμο μας, ούτε που τόλμησα να πιστέψω ότι η γιαγιά μου θα δεχόταν ποτέ να με ακολουθήσει. Βλέπεις, ήμουν σίγουρη ότι θα της ήταν αδύνατον να ζήσει μακριά από την Αγγλία, αλλά να που με διέψευσε». «Και ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί για πολύ στον υπέροχο ήλιο της Σικελίας, κάρα μία;» της ψιθύρισε στο αυτί ο άντρας μ’ εκείνη τη βαθιά, υπόκωφη φωνή, που έκανε ανέκαθεν τα σωθικά της να τρεμουλιάζουν. Ο γάμος τους είχε γίνει σε ένα γραφικό παρεκκλήσι στο Τράπανι, πριν από μερικές εβδομάδες. Ήταν η πιο απλή, γλυκιά και κατανυκτική τελετή που θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί η Τζέσικα. Εκείνη και ο Σαλβατόρε απολάμβαναν το πάθος, την τρυφερότητα και την αγάπη με μια λαιμαργία που δεν είχε όρια. Κάθε πρωί εκείνος την ξυπνούσε με ένα διψασμένο φιλί και της υποσχόταν ότι δε θα έφευγε ποτέ από κοντά της. Πράγμα που είχε φροντίσει ήδη να δρομολογήσει,
με το να πείσει τον εξάδελφό του τον Τζιάκομο να αναλάβει εκείνος τη Θέση του προέδρου και διευθύνοντα συμβούλου στην Αγγλία, εγκαταλείποντας οριστικά τα σχέδια για την αγορά του ξενοδοχείου στο Πουκέ. Η αλήθεια είναι ότι βρίσκομαι στον παράδεισο και ζω ένα παραμύθι, ομολόγησε βουβά η Τζέσικα ευτυχισμένη μέσα στην αγκαλιά του άντρα της. Ο Σαλβατόρε ήταν ο καλύτερος δάσκαλος που θα μπορούσε να έχει ποτέ. Τη δίδασκε τα πάντα. Από τη μητρική του γλώσσα μέχρι τον έρωτα. Αλλά εκείνο που τη μάθαινε καλύτερα απ’ όλα ήταν η αγάπη. ΤΕΛΟΣ