3β)9·ββ01β9ΐ·^β “ πεναντι στο ακραίο
Τόντ οροφ
ΟΤσβετάν Τόντοροφ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βουλγαρία. Τα σαράντα τελευταία χρόνια ζει στη Γαλλία. Είναι τώρα διευθυντής ερευνών στο γαλλικό Εθνικό'Ιδρυμα Ερευνών (Ο.Ν.Κ.5.). Γράφει κριτικά κείμενα και δοκίμια, αλλά έχει εκδώσει και λογοτεχνικά έργα. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί αρκετά έργα του, όπως:
0 εκπατρισμένος Ποιητική Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία Κριτική της κριτικής Οι καταχρήσεις της μνήμης [στον τόμο Εβραϊκή ιστορία και μνήμη]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
9 Ταξίδι στη Βαρσοβία 9 Κυριακάτικες επισκέψεις 9 Η Βαρσοβία το 1944, 10.- Το γκέτο το 1943, 18.- Ερωτήματα, 27.Μία θέση για την ηθική, 31.- Ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, 31 .Αμφιβολίες, 33.- Ενας ίδιος κόσμος, 38 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΟΥΤΕ ΗΡΩΕΣ ΟΥΤΕ ΑΓΙΟΙ Ηρωισμός και αγιότητα Το πρότυπο και οι μετασχηματισμοί του, 42.- Σε ακραία κατάσταση Αξιοπρέπεια Ορισμός, 53.- Η άσκηση της θέλησης, 55.- Ο αυτοσεβασμός, Ηθικά διλήμματα, 60. Φροντίδα/Έγνοια Πρακτικές, 63.- Πράττοντες, 67.- Όρια, 72.- Αποτελέσματα, Δραστηριότητα του πνεύματος Αισθητικές και διανοητικές εμπειρίες, 81.- Πνεύμα και ηθική, Ιεραρχία των αρετών, 91.- Αρετές καθημερινές και ηρωικές, Καλό και καλοσύνη, 98.
42 42 48 53 58.63 76. 81 86.95.-
ΟΥΤΕ ΤΕΡΑΤΑ ΟΥΤΕ ΖΩΑ 105 Συνηθισμένοι άνθρωποι 105 Εξηγήσεις του κακού, 105.-Εγκλήματα του ολοκληρωτισμού, 107.Οι αυτουργοί του κακού, 114.- Οι μάρτυρες, 120.- Καθημερινά ελαττώματα, 133. Κατακερματισμός 138 Μορφές ασυνέχειας, 138.- Ιδιωτικό και δημόσιο, 141.- Αιτίες και αποτελέσματα, 148. Αποπροσωποποίηση 153 Απανθρωποποίηση των θυμάτων, 153.- Υποταγή των φυλάκων, 158.- Πορτραίτα, 162. Απόλαυση της εξουσίας 171 Η εξουσία πάνω στους άλλους, 171.- Καθημερινά ελαττώματα και αρετές, 176.- Ηρωισμός του ολοκληρωτισμού; 178. ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΚΑΚΟ Μη βία και παραίτηση
185 185
Μίμηση ή άρνηση, 185.- Η αποδοχή του κόσμου, 189.- Πολιτική ή ηθική, 195. Οι μορφές μάχης 199 Αποδοχή ή αντίσταση, 199.- Ο πειρασμός της εκδίκησης, 202.- Η αρετή των σωτήρων, 206 Λέγειν, κρίνειν, κατανοείν 214 Σοφία των επιζησάντων, 214.- Να μιλούμε γι’ αυτά σήμερα, 216.Πρίμο Λέβι, 222.- Ολοκαύτωμα, 232.- «Στο βάθος του σκότους», 238 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 243 Η έννοια του ακραίου, 243.- Ενότητα ή ενικότητα, 247.- Σημειώσεις για την ηθική, 253.- Μαθήματα του παρελθόντος, 257. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
263
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
269
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ταξίδι στη Βαρσοβία Κυριακάτικες επισκέψεις Η ιστορία άρχισε πολύ απλά τον Νοέμβριο του 1987. Ένας φίλος εί χε προτείνει να μας δείξει ορισμένα ανεπίσημα μνημεία της Βαρσο βίας· κι εμείς είχαμε σπεύσει να δεχθούμε, ικανοποιημένοι που θα ξεφεύγαμε έτσι από το πρόγραμμα στο οποίο μας δέσμευε το επίσημο συνέδριο, λόγος ή πρόσχημα της παρουσίας μας στην πόλη. Έτσι βρέ θηκα μια Κυριακή, κατά το μεσημέρι, στην εκκλησία στην οποία λει τουργούσε ο πατήρ Ποπιελούτσκο —ο παπάς συνεργάτης της Αλλη λεγγύης, που δολοφονήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες— και στην ο ποία βρισκόταν τώρα ο τάφος του. Ήταν πράγματι κάτι εντυπωσιακό. Ήδη η αυλή της εκκλησίας ήταν σαν θύλακας μιας χώρας μέσα σε μιαν άλλη χώρα, ξεχείλιζε από λάβαρα και αφίσες που δεν τα έβλεπες που θενά αλλού. Στο εσωτερικό της εκκλησίας, μέσα στο ημικύκλιο της χο ρωδίας, μια έκθεση παρουσίαζε τη ζωή του μάρτυρα: κάθε βιτρίνα, κά θε στάδιο της σταδιοδρομίας του, ήταν σαν μία στάση στον Γολγοθά του. Έβλεπες εικόνες πλήθους ή συναντήσεις ατόμων, έπειτα μία καρ τέλα τόυ επιτελείου που έδειχνε την στερνή του διαδρομή: τέλος, μία φωτογραφία της γέφυρας από την οποία τον πέταξαν στο ποτάμι. Λί γο πιο πέρα, μια Σταύρωση με τον Ποπιελούτσκο στη θέση του Χρι στού. Έξω, η ταφόπλακα και, γύρω της, ένα διάγραμμα της επικράτει ας της Μεγάλης Πολωνίας (που περιλάμβανε εδάφη της Λιθουανίας και της Ουκρανίας), σχεδιασμένο με βαριές αλυσίδες πάνω σε πέτρες. Συνολικά, μια συγκινησιακή πυκνότητα που σε έπνιγε. Κι ολόγυρα, το πλήθος, ατελείωτο: η λειτουργία τελείωσε, περιμέναμε ώρα πολλή ώσπου να χυθεί έξω το ανθρώπινο ποτάμι, για να μπορέσουμε να μπού με, αλλά, μόλις μπαίνουμε, διαπιστώνουμε, θαύμα, ότι η εκκλησία είναι μονίμως γεμάτη. Αμέσως, δεν μπόρεσα να συγκροτηθώ και να μην κάνω τον παραλ ληλισμό με την προηγούμενη επίσκεψή μας, το ίδιο πρωί, στο εβραϊκό νεκροταφείο της Βαρσοβίας. Ήμασταν μόνοι. Μόλις εγκαταλείψαμε την κεντρική αλέα, είχαμε χωθεί σ’ έναν απερίγραπτο κυκεώνα: δέν δρα είχαν φυτρώσει ανάμεσα στους τάφους, ξετρελαμένα χορτάρια τους είχαν κυριεύσει, σβήνοντας τα όρια και τις διαχωριστικές γραμ μές· και οι ταφόπλακες ήταν μπηγμένες στη γη, θαμμένες, όπως τα φέρετρα. Καταλάβαινες ξαφνικά, από αντίθεση, ότι τα άλλα κοιμητήρια ήταν τόποι ζωής, αφού το παρελθόν έμενε εκεί παρόν, ενώ εδώ οι τά φοι, απολίθωση της μνήμης, πέθαιναν με τη σειρά τους κι αυτοί. Η εξολόθρευση των Εβραίων κατά τον πόλεμο, που την υπενθύμιζαν ορισμέ
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
να μνημεία στην είσοδο του κοιμητηρίου, είχε το ακόλουθο επιπρόσθε το αποτέλεσμα: να σκοτώσει για δεύτερη φορά τους προηγούμενους νεκρούς, του 19ου αι.· απ’ αυτή τη στιγμή και μετά, δεν υπήρχε πια μνή μη στην οποία να μπορούσαν να κατοικήσουν. Επικρατούσε μεγάλη σιωπή, κι ωστόσο οι φωνές δεν ακούγονταν: μόλις μπήκαμε στο κοιμη τήριο, χάσαμε οι μεν τους δε- τα δένδρα, που είχαν φυτρώσει ανάμεσα στους τάφους, μας εμπόδιζαν να διακρίνουμε ο ένας τον άλλο, και φω νάζαμε κι απάντηση δεν παίρναμε. Ξαναβρεθήκαμε μετά, εξ ίσου αιφνί δια, και βαλθήκαμε να τριγυρίζουμε αμίλητοι, σταματώντας μπροστά στα ταφικά μνημεία που ορθώνονταν μέσα σ’ αυτό το δάσος. Υπήρχε ανάμεσα στα δύο αυτά μισά του πρωινού μια συνέχεια, της συγκίνησης, και μια αντίθεση, που την ένιωθα διάχυτα, μα αδυνατούσα να την διασαφηνίσω. Επιστρέφοντας στο Παρίσι έπειτα από μερικές μέρες, εξακολουθούσα να σκοντάφτω σε μιαν απροσδιόριστη δυσφο ρία, που την προκαλούσε αυτό το ακατανόητο. Για να την ξεπεράσω, θέλησα να διαβάσω ορισμένα βιβλία με ιστορίες από την Πολωνία. Κα τά την εκεί διαμονή μου, μου είχαν μιλήσει, σε δύο διαφορετικές περι πτώσεις, για δύο βιβλία που θα με ενδιέφεραν μήπως το κλειδί του αι νίγματος, της ελαφρός δυσφορίας που μου προκάλεσαν οι δύο επισκέ ψεις, βρισκόταν σ’ αυτά τα βιβλία, που κάποιοι ανέφεραν σε τελείως διαφορετικές περιστάσεις αλλά κατά το ίδιο ταξίδι; Τα προμηθεύτηκα, λοιπόν, και βυθίστηκα στην ανάγνωση. Αποκαλύφθηκε ότι μιλούσαν για δύο συμβάντα της πρόσφατης ιστορίας, για την εξέγερση του ε βραϊκού γκέτο της Βαρσοβίας, το 1943, και για την εξέγερση της Βαρ σοβίας, το 1944. Ξάφνου, μου φάνηκε ότι το παρελθόν μπορούσε να φωτίσει το παρόν θέλησα να μάθω περισσότερα και έψαξα να βρω κι άλλα κείμενα, που περιέγραφαν τα ίδια γεγονότα. Ιδού τι βρήκα. Η Βαρσοβία το 1944 Το πρώτο από τα δύο βιβλία τιτλοφορείται Βαρσοβία 1944. Η εξέ γερση. Αποτελείται από συνεντεύξεις που πήρε ο Ζαν-Φρανσουά Στάι νερ από συμμετέχοντες στην εξέγερση του καλοκαιριού του 1944 ή α πό αυτόπτες μάρτυρες ή από γνώστες της πολωνικής ιστορίας· όλ’ αυ τά ανακατωμένα με διάφορα ντοκουμέντα εποχής και αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων. Το όλο, αποτελεί ένα εκτενές μοντάζ κειμένων, που περιστρέφεται γύρω από το ακόλουθο ζήτημα: πώς έφτασαν οι άνθρωποι να πάρουν την απόφαση να εξεγερθούν; Δια μέσου της λε πτομερούς αφήγησης της έξαψης των παθών και της αλύσωσης των συμβάντων, έφτασα να διαβάσω σ’ αυτό έναν αναστοχασμό για τον η ρωισμό. Οι εξεγερμένοι ήταν ασφαλώς ήρωες· αλλά, επιπλέον, μια ο ρισμένη επιρροή των αξιών του ηρωισμού στο πνεύμα τους, φαίνεται πως είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στο ξέσπασμα και στο ξετύλιγμα της εξέγερσης· αυτό το ηρωικό πνεύμα φαινόταν ότι είχε ενεργήσει
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
σαν ναρκωτικό, που διατηρούσε τους μαχητές σε κατάσταση έξαρσης και τους βοηθούσε έτσι να υπομείνουν τις πιο επώδυνες δοκιμασίες. Αλλά τι είναι ο ηρωισμός; αναρωτήθηκα διαβάζοντας. Σε σχέση με την μεγάλη αντινομία που υποβαστάζει τις ανθρώπινες συμπεριφορές, την αντινομία της αναγκαιότητας και της ελευθερίας, ή του απρόσω που νόμου και της ατομικής θέλησης, ο ηρωισμός είναι καθαρά με το μέρος της ελευθερίας και της ατομικής θέλησης. Εκεί που, για τους συνηθισμένους ανθρώπους, πρόκειται για μία κατάσταση που δεν αφή νει κανένα περιθώριο επιλογής, στην οποία απλώς οφείλουμε να υπο ταχθούμε στις περιστάσεις, ο ήρωας εξεγείρεται εναντίον των φαινο μένων και, μ’ αυτή την ενέργεια που ξεφεύγει από το συνηθισμένο, κα τορθώνει να βιάσει το πεπρωμένο. Ο ήρωας είναι το αντίθετο του μοι ρολάτρη, είναι με το μέρος των επαναστατών και εναντιώνεται στους συντηρητικούς, αφού δεν τρέφει κανέναν ιδιαίτερο σεβασμό προς τους ήδη υπάρχοντες κανόνες και φρονεί ότι μπορεί να επιτευχθεί κά θε στόχος, φτάνει να έχουμε επαρκώς ισχυρή θέληση. Οι ηγέτες της εξέγερσης της Βαρσοβίας, οι υπεύθυνοι για το ξέ σπασμά της, ενεργούν σε σαφή συμφωνία με το ηρωικό αυτό πνεύμα. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις των επιζησάντων, ο αρχηγός των επιχει ρήσεων Οκουλίτσκι (η μοίρα του θα είναι ιδιαίτερα τραγική: θα πεθάνει όχι από τις χιτλερικές σφαίρες, όπως θα ήθελε, αλλά στα σταλινικά κά τεργα, που τα φοβόταν περισσότερο απ’ όλα) τοποθετούνταν εξ αρχής στην οπτική του ήρωα. «Ήθελε τα πράγματα να είναι όπως θα έπρεπε να είναι και δεν δεχόταν να είναι διαφορετικά» (101)*. Το ενδιαφέρον του για το δέον-είναι επικρατεί κατά πολύ σε σχέση με την προσοχή του προς το είναι. Το ίδιο ισχύει για τον Πελτζύνσκι, τον επιτελάρχη του Στρατού του Εσωτερικού (αυτού που κάνει την εξέγερση· συνδέε ται με το Λονδίνο και όχι με τη Μόσχα, όπως ο μικρός Λαϊκός Στρα τός): ανήκει στους μάρτυρες που μίλησαν, τριάντα χρόνια μετά, με τον Στάινερ. «Γνωρίζαμε ότι η Πολωνία ήταν καταδικασμένη, αλλά δεν μπορούσαμε να δεχθούμε μία τέτοια ετυμηγορία», αναθυμάται (241). Ο διοικητής του Στρατού του Εσωτερικού στρατηγός Μπορ-Κομορόφσκι θυμάται με τη σειρά του ότι την προηγουμένη των γεγονότων είχε διώξει τελείως απ’ το μυαλό του το ότι θα ήταν δυνατόν να μην πετύχει η εξέγερση: τα πράγματα θα είναι όπως θα πρέπει να είναι (Τσιεχανόφσκι, 247). Όταν, αφού άρχισαν οι μάχες, αναγγέλλει κάποιος στον συνταγματάρχη Μοντέρ (στρατιωτικό διοικητή της περιοχής της Βαρ σοβίας) ότι μία συνοικία έχει πέσει στα χέρια των Γερμανών, απαντάει: «Δεν δέχομαι αυτή τη δήλωση» (Τζαβόντνυ, 22). Ιδού τι είναι χαρακτη ριστικό του ήρωα: μπορεί να γνωρίζει ότι το ιδεώδες του είναι απραγ ματοποίητο (η Πολωνία, εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσης και εξ αιτίας των υπαρχουσών στρατιωτικών δυνάμεων, δεν μπορεί να * Πλήρεις παραπομπές στο τέλος του βιβλίου [σελ. 263 κ.ε.].
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ξεφύγει από την σοβιετική κατοχή)· αλλά, καθώς το ποθεί περισσότερο απ' όλα, θα κάνει ό,τι μπορεί για να το πετύχει. Αυτή την ηρωική βασική αρχή, ο Πελτζύνσκι την υψώνει σε κάτι σαν κώδικα στρατιωτικής τιμής: «Για έναν στρατιώτη, κάθε διαταγή είναι ε κτελεστή, αν το θέλει» (Στάινερ, 112). Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε διαταγές λογικές και διαταγές παράλογες, σε διαταγές που συνυπο λογίζουν ή όχι την κατάσταση, αλλά μόνον ανάμεσα στην παρουσία ή την απουσία μίας επαρκούς δόσης θέλησης. Φαίνεται πως τέτοια ήταν η πολωνική στρατιωτική παράδοση. Ένας προπολεμικός στρατηγός είχε εξηγήσει στους υφισταμένους του ότι η έλλειψη υλικών μέσων μπορού σε πάντα να αντισταθμιστεί από μια προσπάθεια της θέλησης, από την ι κανότητα των μαχητών να θυσιαστούν. «Βάλτε στη μια μεριά της ζυγα ριάς τα πολεμοφόδια και στην άλλη το πολωνικό αίμα, και κάθε φορά που θα σας λείπουν τα μεν, αντικαταστείστε τα με το δε» (122). Και μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο θα αντιδράσει ο Οκουλίτσκι: ένα ραβδί, ένα μπουκάλι θα είναι αρκετά εναντίον των γερμανικών τανκς, λέει, φτάνει να βρίσκονται στα χέρια αποφασισμένων Πολωνών. Και ο Πελτζύνσκι θα πει αργότερα: «Είδαμε ότι ήταν υπέρτεροι μας στο υλικό επίπεδο. Ωστόσο [...] οι Πολωνοί είχαν το πλεονέκτημα του καλύτερου ηθικού». Αλλωστε, οι Πολωνοί δεν θα ήταν οι μόνοι που διάλεξαν αυτό τον δρό μο: «Όταν ο λαός του Παρισιού βάδισε εναντίον της Βαστίλης, δεν στα μάτησε για να μετρήσει τα ρόπαλά του» (Τσιεχανόφσκι, 261). Ωστε οι ήρωες προτιμούν, κι αυτό είναι το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε, το ιδεώδες από το πραγματικό. Κατά την εξέγερση της Βαρ σοβίας, αυτό το ιδεώδες έχει πολλά ονόματα. Θα μπορούσαμε να βε βαιώσουμε ότι μάχονται για να ζήσει η (ελεύθερη) Βαρσοβία. Αλλά πιο συχνά ανεβαίνουν κατά μία βαθμίδα και ονομάζουν το ιδεώδες αυτό «πατρίδα». Πρέπει να πολεμήσουμε, λέει ο Οκουλίτσκι, «χωρίς να λο γαριάζουμε τίποτε και κανέναν, με μια μόνη σκέψη στα μύχια της καρ διάς μας: την Πολωνία» (Στάινερ, 108). Δεν αρκεί να πούμε ότι το ιδε ώδες είναι το έθνος, γιατί το έθνος μπορεί να ταυτιστεί και μ’ ένα σύ νολο ανθρώπινων όντων, με τους πλησίον μου, με τους συμπατριώτες μου, όπως και με ορισμένες τοποθεσίες, δρομάκια, σπίτια· αλλά ο Οκουλίτσκι απορρίπτει ρητά την ερμηνεία αυτή: δεν πρέπει, λέει, να δι στάσουμε να εξαπολύσουμε την εξέγερση «με πρόσχημα να σώσουμε μερικές ανθρώπινες ζωές ή μερικά σπίτια» (108). Το ζήτημα είναι να σώσουμε όχι τους Βαρσοβιανούς, αλλά την ιδέα της Βαρσοβίας- όχι τους Πολωνούς ως άτομα, ούτε τα πολωνικά εδάφη, αλλά την αφαίρε ση που ονομάζεται Πολωνία. «Η Πολωνία για μας, λέει ένας άλλος στρατιωτικός αρχηγός της εξέγερσης, ήταν αντικείμενο μιας γνήσιας λατρείας. Την αγαπούσαμε περισσότερο από μια απλή χώρα σαν μά να, σαν βασίλισσα, σαν παρθένο» (31). Η χώρα θεοποιείται (και θηλυκοποιείται)· χρειάστηκε γι’ αυτό να απορριφθούν πολλά πραγματικά της χαρακτηριστικά.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Ώστε αυτό που πρέπει να σωθεί δεν είναι ο λαός, αλλά ορισμένες ιδιότητές του: η θέλησή του για ελευθερία, ο πόθος του για ανεξαρτη σία, η εθνική περηφάνια. «Αν δεν πολεμήσουμε, βεβαιώνει ο Πελτζύνσκι, το πολωνικό έθνος διακινδυνεύει μια τρομερή ηθική κατάρρευση» (121). Αφού αδυνατούμε να υπερασπίσουμε τις υλικές αξίες, διακη ρύσσει σε μία άλλη περίπτωση, οφείλουμε να εμμείνουμε στις ηθικές αξίες (Τσιεχανόφσκι, 277). Ο αρχιηγέτης του Λονδίνου Σοσνοκόφσκι βεβαιώνει επίσης (σε γράμμα του στον πρωθυπουργό Μικολάιτζυκ): «Στη ζωή των εθνών, οι χειρονομίες απελπισίας είναι μερικές φορές α ναπόφευκτες, με δεδομένα τα αισθήματα του πληθυσμού, τον πολιτικό συμβολισμό των χειρονομιών αυτών και την ηθική σημασία με την ο ποία τις επενδύουν οι μεταγενέστεροι» (158). Τα άτομα οφείλουν να πεθάνουν, για να επιζήσουν οι ηθικές και πολιτικές αξίες. Αυτό σημαί νει και ότι κάποιος οφείλει να ορίζει τι είναι και τι δεν είναι ηθικό, και να κρίνει, ενώπιον της Ιστορίας και του μέλλοντος, την πορεία που πρέπει ν’ ακολουθούμε στο παρόν. Αλλά η αφαίρεση την οποία αντιπροσωπεύει «η Πολωνίά» δεν αρ κεί πάντα: η ίδια η Πολωνία οφείλει να θυσιαστεί στα πόδια ενός ιδεώ δους ακόμα πιο απόμακρου: της Δύσης· η οποία, με τη σειρά της, εν σαρκώνει τον πολιτισμό, και δη «τον Ανθρωπο». Οι Ρώσοι είναι η βαρ βαρότητα, και η Πολωνία είναι το τελευταίο οχυρό που μπορεί να τους σταματήσει. Γίνεται έτσι δυνατόν να θυσιάσουμε απροσδιόριστον αριθ μό ανθρώπινων ζωών στο όνομα της άμυνας του Ανθρώπου. Ο Σοσνκόφσκι εκφράζει (σε γράμμα του στον Μπορ-Κομορόφσκι) την επιθυ μία να μετατρέψει το πολωνικό πρόβλημα σε «πρόβλημα για την πα γκόσμια συνείδηση, δοκιμαστήριο για το μέλλον των ευρωπαϊκών ε θνών» (185). Ο ίδιος ο Μπορ θυμάται: «Σκεφτόμασταν ότι ο αγώνας για να σώσουμε τη Βαρσοβία έπρεπε να προκαλέσει μία απάντηση ό λου του κόσμου» (269). Ο Οκουλίτσκι δικαιολογεί παρόμοια την εξέ γερση: «Χρειαζόταν μια προσπάθεια που θα αφύπνιζε την παγκόσμια συνείδηση» (211). Η εξέγερση είναι μια θυσία, που ο παραλήπτης της μπορεί να θεωρηθεί ότι γινόταν ολοένα πιο απόμακρος —η Βαρσοβία, η Πολωνία, η Δύση, ο κόσμος— αλλά παρέμενε πάντα εξ ίσου απρό σωπος: θυσιαζόμαστε για ιδέες, όχι για όντα. Εν τέλει, μόνο το απόλυ το μπορεί να ικανοποιήσει τα ηρωικά αυτά πνεύματα. Στη ζωή του ήρωα, ορισμένες ανθρώπινες ιδιότητες είναι πιο ευυ πόληπτες από άλλες. Η πρώτη, πιθανόν, είναι η πίστη σ’ ένα ιδεώδεςλ —πίστη την οποία υποληπτόμαστε αυτήν καθαυτήν, ανεξάρτητα από/ τη φύση αυτού του ιδεώδους (γι’ αυτό και μπορούμε να θαυμάσουμε έ ναν ήρωα εχθρό). Από την άποψη αυτή, ο ήρωας είναι το αντίθετο του προδότη: δεν προδίδει ποτέ, όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις (πρόκει ται, αναμφίβολα, για υπόλειμμα του ιπποτικού κώδικα τιμής). Ετσι ο Οκουλίτσκι, που συνελήφθη και ανακρίθηκε από την σοβιετική μυστική αστυνομία, μένει απλούστατα αμίλητος- αυτό προφανώς συνεπάγεται
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
και μεγάλες ικανότητες σωματικής αντοχής. Ο ήρωας είναι μοναχικός, κι αυτό από δύο πλευρές: αφ’ ενός, μάχεται περισσότερο για αφαιρέ σεις και λιγότερο για άτομα- αφ’ ετέρου, η ύπαρξη οικείων του ανθρώ πων θα τον έκανε τρωτό. Η εκπαίδευση του ήρωα είναι η μαθητεία στη μοναξιά- και, βέβαια, στην ενίσχυση του θάρρους. Η θαρραλέα πράξη είναι η πιο άμεση εκδήλωση του ηρωισμού. Μπορεί κι εδώ να χρησι μεύσει σαν παράδειγμα ο Οκουλίτσκι: σε μια μάχη, προσφέρεται εθε λοντικά για να επιτεθεί στη φωλιά ενός εχθρικού μυδραλιοβόλου- σκε πασμένος με χειροβομβίδες, ρίχνεται στον ακάλυπτο χώρο. Ώστε το θάρρος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ικανότητα να διακινδυνεύεις τη ζωή σου, για να πετύχεις έναν αντικειμενικό στόχο. Η ζωή δεν είναι η υπέρτατη αξία- μπορεί μάλιστα να θυσιαστεί ανά πάσα στιγμή. Όταν ο αντικειμενικός στόχος είναι ανύπαρκτος ή ασήμαντος, η ανδρεία μετατρέπεται σε θράσος: ο άνθρωπος διακινδυνεύει να πεθάνει, χωρίς να προεξοφλεί με αυτή του την ενέργεια κανένα αποτέλεσμα. Ετσι, ο Οκουλίτσκι περιφρονεί το να κρύβεται. «Οι βόμβες και οι οβίδες έπε φταν από παντού, οι λιγοστοί άνθρωποι με τους οποίους διασταυρωνό μασταν προχωρούσαν με άλματα, από καταφύγιο σε καταφύγιο- εκεί νος βάδιζε στο μέσο του πεζοδρομίου, σαν να μη λογάριαζε τον κίνδυ νο» (Στάινερ, 98). Αντίστοιχα, αυτό που οι ήρωες περιφρονούν περισ σότερο στους άλλους είναι η δειλία. Ώστε ο ήρωας είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του, όπως και τη ζωή των άλλων, φτάνει να εξυπηρετήσει η θυσία του τον επιλεγμένο αντικειμενικό στόχο. Ακόμα κι αυτός ο περιορισμός αίρεται, από τη στιγμή που ο άνθρωπος αποφασίζει ν’ απευθυνθεί σ’ έναν παραλήπτη απόμακρον, όπως η Ιστορία ή η ανθρωπότητα: αυτές ποτέ δεν κινδυ νεύουν να διαψεύσουν τις ελπίδες των ηρώων. Γι’ αυτό και οι στρατιω τικοί αρχηγοί αποφασίζουν να ξεκινήσουν την εξέγερση «όποιο κι αν είναι το τίμημα» (215). Αφού δεν υπάρχει συγκεκριμένος παραλήπτης, η μάχη γίνεται αυτοσκοπός, γιατί είναι η ακαταμάχητη απόδειξη του η ρωικού πνεύματος εκείνων που την δίνουν. Πρέπει να πολεμήσουν, «κι αν ακόμα η μάχη που μας περιμένει είναι μάταιη»: αυτό ήταν ήδη το παράγγελμα του ανώτερου αρχηγού του Στρατού του Εσωτερικού Γκροτ-Ροβέτσκι» (Τσιεχανόφσκι, 137). «Θα σφαχτούμε όλοι—προβλέ πει ένας από τους συμμετέχοντες κατά τη στιγμή των γεγονότων— αλλά τουλάχιστον θα έχουμε πολεμήσει» (Στάινερ, 190)- και ο Πελτζύνσκι αναδρομικά σχολιάζει: «Ήταν καθήκον μας να πολεμήσουμε. Μόνον αυτό μετρούσε για μένα» (241). Ο Οκουλίτσκι κάνει πιο εκλεπτυσμένους υπολογισμούς: αν η εξέ γερση ξεσπάσει και οι Ρώσοι βοηθήσουν τους εξεγερμένους, έχουμε κερδίσει το στοίχημα- αν πάλι δεν παρέμβουν και αφήσουν τους Γερ μανούς να τους σφάξουν, δεν χάθηκε και τίποτε: η Βαρσοβία θα ισοπεδωθεί, πολλοί Πολωνοί θα πεθάνουν, αλλά ευθύς θα ξεσκεπαστεί ολοκάθαρα η ατιμία των Σοβιετικών- οι δυτικές δυνάμεις θα εξαπολύ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
σουν τον Τρίτο Παγκόσμιο πόλεμο, κι από τις στάχτες θα γεννηθεί μια καινούρια Πολωνία... Οι προβλέψεις του αποδείχθηκαν μόνο κατά το ήμισυ σωστές: ο σοβιετικός στρατός δεν θα υποστηρίξει την εξέγερση, που κατευθύνεται πιο πολύ εναντίον του παρά εναντίον των Γερμανών οι Γερμανοί θα πνίξουν τον ξεσηκωμό σκοτώνοντας 200.000 ανθρώ πους, εκτοπίζοντας 700.000 και ισοπεδώνοντας τη Βαρσοβία- αλλά ο Τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος δεν θα γίνει, και η Πολωνία θα υποταχθεί στην Σοβιετική Ένωση, όπως θα είχε γίνει και χωρίς την εξέγερση. Ώστε ο αντικειμενικός στόχος δεν επιτεύχθηκε- αλλά, αν είχε επιτευχθεί, θα ήταν δικαιολογημένο το τίμημα που καταβλήθηκε: Ποιες πράξεις πρέπει να κάνουμε «όποιο κι αν είναι το τίμημά τους»; Οι αρχηγοί της εξέγερσης ενεργούν σαν να υπακούουν στο παράγ γελμα: κάλλιο νεκρός παρά κόκκινος. Έχουν την εντύπωση πως βρί σκονται μπροστά στο ακόλουθο δίλημμα: να εξεγερθούν και να πεθάνουν ή να μείνουν ζωντανοί και να υποταχθούν- και προτιμούν το πρώ το. Ο Οκουλίτσκι διακηρύσσει: «Ένας Πολώνός προτιμά να πεθάνει πα ρά να είναι δειλός» (107)· και για τον Πελτζύνσκι κάποιος λέει: «Αφού αίφνης έκρινε ότι δεν είχε άλλη δυνατότητα από το να παραδοθεί ή να πεθάνει, διάλεξε να πεθάνει» (238). Ο Μπορ-Κομορόφσκι προτιμά κι αυτός τη δράση, κι ας είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, από την παθη τική αναμονή. Ο Μοντέρ μεθερμηνεύει αυτή την κατάσταση πνεύματος σε μία διαταγή που απευθύνει στους υπερασπιστές του Μοκοτόφ (μιας συνοικίας της Βαρσοβίας) κατά την 56η μέρα της μάχης: «σας απαγο ρεύεται να υποχωρήσετε» (Τζαβόντνυ, 22). Μια τέτοια ηρωική στάση απαιτεί τον σεβασμό. Αλλά συγχρόνως μπορούμε ν’ αναρωτηθούμε αν το δίλημμα, που διατυπώθηκε έτσι, ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες. Αντίθετο του «κόκκινος» είναι όχι το «νεκρός», αλλά μό νο το «λευκός», «φαιός» ή «μαύρος»- χρώμα δε, έχουν μόνον οι ζω ντανοί. Ένας μαχητής που δεν συμφωνούσε με την εξαπόλυση της ε ξέγερσης σχολιάζει: «Αν δεν σταματήσουμε να θέλουμε όλοι να πεθάνουμε μια μέρα για την Πολωνία, σε λίγο δεν θα υπάρχει Πολωνός για να κατοικήσει την Πολωνία» (Στάινερ, 108). Αποτέλεσμα: και οι ήρωες της Βαρσοβίας νεκροί, και η Βαρσοβία «κόκκινη». Πράγματι, στον ηρωισμό, ο θάνατος έχει αξία ανώτερη από τη ζωή. Μόνον ο θάνατος —ο δικός του και των άλλων— επιτρέπει να φτάσει στο απόλυτο: θυσιάζοντας τη ζωή το·.·, αποδεικνύει ότι αγαπά το ιδανι κό του περισσότερο απ’ αυτή. «Στο επίπεδο απόλυτης ύπαρξης, στο ο ποίο τους είχε οδηγήσει η απελπισία, δεν υπήρχε γι’ αυτούς άλλη λύ ση παρά να πεθάνουν» (230). Η ζωή —απέναντι στις απαιτήσεις του α πόλυτου— παρουσιαζόταν σαφώς σαν ελάχιστα ικανοποιητικό μείγμα. «Οι ήρωες δεν είναι φτιαγμένοι για να ζουν», διαπιστώνει ένας μάρτυ ρας (11). Θα μπορούσαμε ωστόσο ν’ αναρωτηθούμε, αν ζωή και θάνα τος δεν είναι αντίθετα και μ’ έναν άλλο τρόπο. Σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, και μία απ’ αυτές είναι η εξέγερση της Βαρσοβίας, ο θάνα
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
τος μπορεί να είναι εύκολος, ιδίως αν πιστεύεις στην ανάσταση των ψυ χών, αλλά ώς και χωρίς αυτό: ο θάνατος παραμένει ένας άγνωστος, και μ’ αυτό συναρπάζει- να χάνεις τη ζωή, σημαίνει να βάζεις όλο σου το θάρρος σε μία μόνο χειρονομία. Η ζωή μπορεί ν’ απαιτεί ένα θάρρος κα θημερινό, όλων των στιγμών- μπορεί να είναι κι αυτή μια θυσία, μα χω ρίς τίποτε το σπινθηροβόλο: αν οφείλω να θυσιάσω τον χρόνο και τις δυνάμεις μου, είμαι σαφώς υποχρεωμένος να παραμείνω ζωντανός. Από την άποψη αυτή, η ζωή γίνεται δυσκολότερη από τον θάνατο. Αυτοί που, την εποχή της εξέγερσης, εναντιώνονται στο σχέδιό της, δεν το κάνουν στο όνομα ενός συνθήματος απλώς αντίθετου προς την βασική αρχή του ηρωισμού- δεν λένε: κάλλιο κόκκινος παρά νεκρός, κάλλιο να υποχωρήσουμε παρά να θυσιαστούμε. Κι όμως, αυ τό θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι αντίπαλοί τους. Αφού άκουσε τις αντιρρήσεις, «ο Οκουλίτσκι άρχισε να μας αντιμετωπίζει σαν δειλούς, λέγοντας ότι κωλυσιεργούσαμε για να μη ληφθεί η από φαση, επειδή δεν είχαμε το θάρρος να πολεμήσουμε» (248). Οπότε, δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί κανένας. «Δεν τολμήσαμε πια, πρακτικά, να επικρίνουμε την παραμικρότερη πρόταση, από φόβο μη θεωρηθού με δειλοί ή προδότες» (171). Αυτή η τελευταία διατύπωση είναι αποκα λυπτική: μπορεί ένας άνθρωπος να ενεργήσει σαν ήρωας, από φόβο μη θεωρηθεί δειλός. Ο ήρωας δεν είναι αναγκαστικά απαλλαγμένος α πό φόβο- αλλά ο φόβος του είναι ιδιαίτερου είδους: φοβάται να φοβά ται- και το συναίσθημα αυτό δεσπόζει και σβήνει όλα τ’ άλλα. Αυτοί που δεν είναι σύμφωνοι με τον Οκουλίτσκι δεν τάσσονται υ πέρ του δεύτερου σκέλους του παραπάνω διλήμματος, αλλά υπέρ ενός άλλου διλήμματος. Ένας απ’ αυτούς λέει στον Στάινερ ότι η πραγματική επιλογή ήταν ανάμεσα «σε μια σοβαρή πολιτική και στρατιωτική πράξη» και «σε μία αυτοκτονία που θα διέπρατταν οι ανεύθυνοι αρχηγοί οι ο ποίοι καταφεύγουν στον ένδοξο θάνατο, επειδή δεν έχουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής» (221). Γι’ αυτόν, πιο δύσκολο —και πιο πολύτιμο— είνπι το θάρρος να ζεις από το θάρρος να πεθαί νεις. Ένας άλλος εισάγει τον όρο «ευθύνη» (249). Η πολιτική και ο πό λεμος δεν πρέπει να γίνονται στο όνομα αυτού που ονομάζεται ηθική της πεποίθησης, τα πράγματα αυτά δεν είναι ζήτημα βασικής αρχής: δεν αρκεί να πιστεύουμε σε κάτι, για να είναι, όταν εφαρμοστεί, ευερ γετικό για ολόκληρη την κοινότητα. Απεναντίας, πρέπει να προβλέπου με τις συνέπειές του: να παίρνουμε υπ’ όψη το πραγματικό, όχι μόνο το επιθυμητό ξετύλιγμα των γεγονότων. Η λέξη «ευθύνη» ξαναβρίσκει ε δώ το πρώτο της νόημα: ένας ηγέτης δίνει λόγο για τη ζωή, για την ευ ημερία εκείνων τους οποίους διοικεί- και συγχρόνως ανταποκρίνεται στα καλέσματα που του απευθύνουν από διάφορες κατευθύνσεις. Ο κόσμος των ηρώων, και σ’ αυτό έγκειται η αδυναμία του, είναι έ νας κόσμος μονοδιάστατος, που έχει μόνο δύο αντίθετους όρους: ε μείς και αυτοί, φίλος και εχθρός, θάρρος και δειλία, ήρωας και προδό
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
της, μαύρο και άσπρο. Αυτό το σύστημα αναφορών ταιριάζει καλά σε μία κατάσταση που προσανατολίζεται προς τον θάνατο, αλλά όχι στις καταστάσεις της ζωής. Στη Βαρσοβία, το 1944, δεν υπάρχουν μόνον οι δυνάμεις του καλού και του κακού που στέκουν αντιμέτωπες. Υπάρ χουν σι Ρώσοι και οι Γερμανοί, ο Στρατός του Εσωτερικού και ο Λαϊκός Στρατός, η εξόριστη κυβέρνηση και ο άμαχος πληθυσμός. Σε μία τόσο περίπλοκη κατάσταση, η καλύτερη λύση —που όμως, αλίμονο!, στην προκειμένη περίπτωση είναι μόνον η λιγότερο κακή— περνάει από την προσωπική ακρόαση όλων, και όχι από την ακλόνητη πίστη στο ιδανικό σου. Από την άποψη αυτή, οι αξίες της ζωής δεν είναι απόλυτες: η ζωή έχει ποικιλία, όλες οι καταστάσεις είναι ετερογενείς· έτσι, οι επιλογές που κάνουμε είναι το αποτέλεσμα όχι παραχωρήσεων ή δειλών συμβι βασμών, αλλά ενός συνυπολογισμού αυτής της ποικιλότητας. Ωστόσο, αυτή η μη ηρωική στάση έχει ένα ελάττωμα: προσφέρεται δύσκολα στις αφηγήσεις ή, εν πάση περιπτώσει, στις αφηγήσεις κλασι κού τύπου· ε λοιπόν, η αφηγηματική λειτουργία είναι απαραίτητη σ’ ό λες τις κοινωνίες. Πράγματι, οι ήρωες εμπνέονται αναλλοίωτα από το παράδειγμα των βιβλίων ή των θρύλων που έμαθαν στα νιάτα τους. Και, μες στη φωτιά της δράσης τους, προβλέπουν ήδη το αποτέλεσμα που θα έχει η δράση τους από τη στιγμή που θα μεταγραφεί σε λέξεις: η μελλοντική αφήγηση διαμορφώνει το παρόν. Ο Οκουλίτσκι καταλογί ζει στα άλλα σχέδια εξέγερσης ότι «δεν είναι αρκετά θεαματικά» (106), ενώ το δικό του θα κάνει «όλο τον κόσμο να μιλάει γι’ αυτό» (107). Το δελτίο των εξεγερμένων, με ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 1944, διακηρύσσει: «Κανένας στην Πολωνία ούτε στη Βαρσοβία ούτε σε ο λόκληρο τον κόσμο δεν μπορεί [...] να πει ότι υποχωρήσαμε πιο νωρίς από όσο έπρεπε» (Τζαβόντνυ, 194): Γ; ανησυχία για τις μελλοντικές α φηγήσεις είναι παρούσα ήδη τη στιγμή της δράσης. Οι μαχητές έχουν τη συνείδηση ότι, σύμφωνα με την καθαγιασμένη διατύπωση, γράφουν μία από τις ενδοξότερες σελίδες της πολωνικής ιστορίας. Όταν ο Πελτζύνσκι αντιλαμβάνεται ότι ο συνομιλητής του, ο Στάινερ, δεν επιδιώ κει αναγκαστικά να δοξάσει τους ήρωες, ξεσπάει αγανακτισμένος: «Αν λογαριάζετε να γράψετε το βιβλίο μ’ αυτό το πνεύμα, καλύτερα να σταματήσουμε να συζητούμε» (Στάινερ, 260). Οι ωραίες αφηγήσεις ο φείλουν να έχουν καθαρούς ήρωες. Απεναντίας, τα πραγματιστικά πνεύματα, αυτοί που επιδιώκουν να συμβιβαστούν με τους καταναγκα σμούς του πραγματικού, δεν προσφέρονται καλά στην αφηγηματική τέχνη. Ο Μικολάιτζυκ φαίνεται πως ήταν μία τέτοια προσωπικότητα. «Δεν έπαιρνε τον εαυτό του ούτε για τον Χριστό ούτε για τον άγιο Γε ώργιο ούτε για την Παναγία» (58): πώς νά κάνεις έναν τέτοιον άνθρω πο ήρωα μιας ιστορίας;
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Το γκέτο το 1943 Η σχέση αφήγησης και ηρωισμού αποτελεί και ένα από τα κύρια θέ ματα του δεύτερου βιβλίου που μου είχαν συστήσει στην Πολωνία. Πρόκειται πάλι για μια συνέντευξη, αλλά τούτη τη φορά την παίρνει μια γυναίκα- και, αντί να παράγει ένα μοντάζ από το οποίο θα ήταν α πούσα, η συγγραφέας προτίμησε να αντιπροσωπεύεται μέσα στο κεί μενο. Η Χάνα Κραλ, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ρωτάει τον Μάρεκ Έντελμαν για την άλλη εξέγερση που έγινε στη Βαρσοβία: την ε ξέγερση του γκέτο, την άνοιξη του 1943. Το βιβλίο που προέκυψε τιτ λοφορείται ΡίβηόΓθ Ιθ όοη Ωίβυ όθ νίίβεεβ' στη γαλλική του μετάφρα ση, προηγείται ένα άλλο κείμενο, μία αφήγηση της εξέγερσης, που την έγραψε ο Εντελμαν (ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης) και που χρονολογείται το 1945. Βέβαια, η εξέγερση του γκέτο έχει αποτελέσει κι αυτή μία από τις ωραιότερες σελίδες της ιστορίας του ηρωισμού, του εβραϊκού τούτη τη φορά- αυτό έχει ειπωθεί χίλιες φορές. Αλλά διαπιστώνουμε ότι, την εποχή των γεγονότων, ο Έντελμαν δεν κατόρθωσε να συνθέσει μιαν αληθινά ηρωική αφήγηση. Η Χάνα Κραλ διηγείται την πρώτη του από πειρα: τρεις μέρες μετά την έξοδό του από το γκέτο, εκθέτει τα όσα συνέβησαν στους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων. Είναι μία α φήγηση επίπεδη, ουδέτερη, χωρίς λάμψη. Μας έλειπαν όπλα και πείρα, λέει. Οι Γερμανοί πολεμούσαν καλά. Οι ακροατές απογοητεύονται πο λύ και αποδίδουν την μέτρια ποιότητα της αφήγησης στην κατάσταση στην οποία θα πρέπει να βρισκόταν ο αφηγητής. «Δεν είχε μιλήσει ό πως θα έπρεπε. “Πώς πρέπει να μιλώ;” αναρωτήθηκα. Πρέπει να μιλάς με μίσος, με πάθος, ουρλιάζοντας, γιατί αυτό δεν μπορεί να το πει τί ποτε άλλο παρεκτός μία κραυγή. Έτσι, από την πρώτη κιόλας στιγμή, δεν ήξερε να μιλάει, γιατί δεν ήξερε να κραυγάζει. Δεν στάθηκε στο ύ ψος του ήρωα, γιατί δεν είχε τίποτε το παθιασμένο» (77). Το μίσος για τον εχθρό, η εξύψωση του εαυτού (το πάθος), ο υπερθε τικός τόνος φωνής (η κραυγή): ιδού τα συστατικά που λείπουν από την αφήγηση του Έντελμαν. Η αλήθεια είναι ότι δεν απουσιάζουν τελείως α πό το κείμενό του του 1945: αφήγηση νηφάλια, που όμως αποσκοπεί ν’ αναδείξει τον ηρωισμό των εξεγερμένων. Οταν, έπειτα από τριάντα χρό νια, ο Έντελμαν ξανασκέφτεται τα ίδια γεγονότα, βλέπει τον εαυτό του σαν αγοράκι που ήθελε να μοιάσει τους συμβατικούς του ήρωες. Τ όνει ρό του τότε, λέει, ήταν να τρέχει «με δυο εξάσφαιρα στη ζώνη. Αυτό μας φαινόταν το αποκορύφωμα του κόσμου, δυο εξάσφαιρα» (67). Φρο νεί τώρα ότι η μεγάλη του επιθυμία να δει τον εαυτό του ήρωα οδήγησε στην κλίση για τα πυροβόλα όπλα, στο γεγονός του πυροβολείν. «Οι άν θρωποι πιστεύουν πάντα ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο ηρωικό από το να πυροβολείς. Οπότε πυροβολήσαμε» (68).
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Αλλά η τωρινή του οπτική είναι πολύ διαφορετική. Αυτό που συνέβη δεν του φαίνεται να απεικονίζει την επίσημη εκδοχή του ηρωισμού. «Μπορούμε να μιλήσουμε για εξέγερση; [...] Κατά βάθος, το ζήτημα ή ταν μόνο να διαλέξεις με ποιον τρόπο θα πεθάνεις» (74). Ο διοικητής της εξέγερσης Μορντεχάι Ανιέλεβιτς, που είχε καυχηθεί πριν τριάντα χρόνια για την «ηρωική στάση» του (48), παρουσιάζεται τώρα κάτω α πό διαφορετικό φως: όχι βέβαια λιγότερο συμπαθητικός, αλλά πιο πολύ αντικείμενο ειδωλολατρείας. Αν είχε εκλεγεί διοικητής, ο λόγος είναι «ότι το ήθελε πολύ»· και, προσθέτει ο Εντελμαν, «είχε κάτι το παιδιά στικο αυτή του η φιλοδοξία» (69). Αφηγείται και ότι, όταν ήταν πιο νέ ος, ο Ανιέλεβιτς έβαφε κόκκινα τα βράγχια των ψαριών που πουλούσε η μητέρα του, για να φαίνονται πιο φρέσκα. Αλλά η αφήγηση αυτή, που εκδόθηκε σε πολλές γλώσσες, «έχει σκανδαλίσει πολλούς. [...] Είχε αφαιρέσει από το συμβάν το μεγαλείο του» (74). Όπως ο Πελτζύνσκι ε νώπιον του Στάινερ, το κοινό θέλει να μείνουν οι ήρωες ήρωες. Ο Έντελμαν θέλει πολύ να αφηγείται τα πράγματα όπως ακριβώς τα θυμάται και όχι σύμφωνα με τους κανόνες της ηρωϊκής αφήγησης. Αυτό τον ωθεί να κάνει παρατηρήσεις του τύπου: «Στο γκέτο, θα έπρε πε να υπάρχουν μάρτυρες και Ιωάννα ντ’ Αρκ, έτσι δεν είναι; Αλλά, α φού θέλεις να μάθεις, είχε και πόρνες στο αμπρί του Ανιέλεβιτς, στην οδό Μίλα, και ώς κι έναν μαστροπό, έναν ψηλό με τατουάζ και γερά μπράτσα» (95). Ή πάλι: αν ο ίδιος ο Έντελμαν έχει επιβιώσει, αυτό δεν οφείλεται σε μία ηρωική πράξη, αλλά στο ότι ο 83 που του έδωσε τη χαριστική βολή θα πρέπει να είχε αστιγματισμό: όλες οι σφαίρες χτύ πησαν λίγο πιο δεξιά... Αυτό δεν σημαίνει ότι η εξέγερση του γκέτο δεν έδωσε τα περιθώ ρια για ηρωικές πράξεις όπως του Οκουλίτσκι. Ο Μίκαελ Κλέπφιτς, λό γου χάρη, ρίχνεται σ’ ένα γερμανικό μυδράλιο, για .να δώσει στους συ ντρόφους του τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν το αμπρί. Αλλά δεν εί ναι οι πράξεις αυτού του τύπου που αποσπούν περισσότερο την προ σοχή του Έντελμαν, και αν ακόμα, προφανώς, τις σέβεται. Μένει προσκολλημένος σε πράξεις άλλου είδους, που μπορούμε να τις θεωρή σουμε κι αυτές ενάρετες, αλλά που υΐαφοροποιούνται τόσο πολύ από τις προηγούμενες ώστε θα έπρεπε να τις χαρακτηρίσουμε κάπως δια φορετικά: ώστε θα μιλούμε για ηρωικές αρετές όταν αναφερόμαστε στον Οκουλίτσκι και για καθημερινές αρετές στις περιπτώσεις που α ναφέρει ο Έντελμαν. Όπως οι ηρωικές αρετές, οι καθημερινές συγγενείς τους είναι προ πάντων πράξεις της θέλησης, ατομικές προσπάθειες με τις οποίες ο άνθρωπος αρνείται αυτό που του φαίνεται αδήριτη αναγκαιότητα. Αλλά αυτή η απαίτηση για θέληση δεν οδηγεί πια στο συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο «όλες οι διαταγές μπορούν να εκτελεστούν». Η αλήθεια είναι ότι δεν οδηγεί σε κανένα, γιατί βρίσκει τη δικαιολογία της στον εαυτό της. Ο Έντελμαν διηγείται πώς μια μέρα αποφάσισε να
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ενταχθεί στην αντίσταση. Σ’ έναν δρόμο του γκέτο, βλέπει έναν γέρο που δύο γερμανοί αξιωματικοί τον έχουν βάλει πάνω σ’ ένα βαρέλι: του κόβουν τη γενειάδα με μεγάλα ψαλίδια και ξεκαρδίζονται στα γέ λια. «Τότε κατάλαβα ότι το πιο σημαντικό ήταν να μην αφήσεις να σε βάλουν πάνω στο βαρέλι, ποτέ και κανένας» (94). Αυτό που κατάλαβε ο Έντελμαν είναι, πρώτον, ότι δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε μικρές και μεγάλες ταπεινώσεις· και, δεύτερον, ότι μπορείς πάντα να εκφράσεις τη θέλησή σου, να διαλέξεις τη συμπεριφορά σου —και ν’ αρνηθείς να εκτελέσεις μια διαταγή. Η εξέγερση ήταν μόνον ένας τρόπος να διαλέξουμε τον θάνατό μας, λέει —αλλά η διαφορά ανάμε σα στο να διαλέγεις τον θάνατο και να τον υφίστασαι είναι τεράστια: είναι η διαφορά που χωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα. Διαλέγοντας τον θάνατό του, εκτελεί ,αία πράξη θέλησης και επιβεβαιώνει μ’ αυτό ό τι ανήκει στο ανθρώπινο είδος —με το ισχυρό νόημα του όρου. Οι Εβραίοι άλλων πολωνικών πόλεων αφέθηκαν να τους καταβάλουν χω ρίς αντίσταση· οι Εβραίοι του γκέτο της Βαρσοβίας ντρέπονται γι’ αυτό και αποφασίζουν να αντιδράσουν. Και μ’ αυτό, έχουν πετύχει ήδη τον στόχο: έχουν βεβαιώσει πάλι ότι ανήκουν στο ανθρώπινο είδος. «Να διαλέξεις ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο ήταν η τελευταία ευκαιρία να διατηρήσεις την αξιοπρέπειά σου», επισημαίνει η Χάνα Κραλ (117). Η αξιοπρέπεια: ιδού η πρώτη καθημερινή αρετή. Δεν ση μαίνει τίποτε άλλο παρά την ικανότητα του ατόμου να παραμείνει υπο κείμενο εφοδιασμένο με θέληση· το απλό αυτό γεγονός το κάνει να νιώθει μέλος του ανθρώπινου είδους. Βλέπουμε ότι το να διαλέγεις τον θάνατο έχει εδώ μία σημασία τελείως διαφορετική από ότι στις η ρωικές αρετές. Εκεί, ο θάνατος καταλήγει να γίνει μία αξία και ένας σκοπός, γιατί ενσαρκώνει το απόλυτο καλύτερα από ότι η ζωή. Εδώ, είναι μέσον και όχι σκοι .ος· είναι η ύστατη καταφυγή του ατόμου που επιθυμεί να επιβεβαιώσει την αξιοπρέπειά του. Ώστε αυτό που αποκτά θετική αξία δεν είναι η αυτοκτονία- αλλά η αυτοκτονία ως έκφραση της θέλησης. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί για να την καταστήσει πράξη αληθινά θαυμαστή, στην οπτική της καθημερι νής αρετής. Η αξιοπρέπεια είναι μία αναγκαία προϋπόθεση των πράξε ων αυτών, αλλά δεν είναι ακόμα ικανή. Το βλέπουμε αυτό καλά στα σχόλια που κάνει ο Έντελμαν για δύο διάσημες αυτοκτονίες. Η πρώτη είναι του μηχανικού Αδάμ Τσερνιάκοφ, προέδρου του Εβραϊκού συμ βουλίου που διόρισαν οι Γερμανοί, που σκοτώνεται μες στο γραφείο του όταν μαθαίνει την απόφαση να εκτοπιστούν οι κάτοικοι του γκέτο στην Τρεμπλίνκα. «Θέλησε έτσι να κάνει τον θάνατό του προσωπική του υπόθεση. Εμείς νομίζαμε ότι έπρεπε να πεθάνει δημόσια, μπροστά στα μάτια του κόσμου» (73). Ο μεγάλος ιστορικός του γκέτο Εμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ το επιβεβαιώνει στις σημειώσεις του: «Η αυτοκτονία του Τσερνιάκοφ ήρθε υπερβολικά αργά, σημάδι αδυναμίας —θα έπρε πε να προτρέψει τους ανθρώπους στην αντίσταση— αδύναμος άνθρω
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
πος» (327). Επιλέγοντας να αυτοκτονήσει χωρίς να φανερώσει στην κοινότητά του το τι την περίμενε, χωρίς να προσπαθήσει να την προ σανατολίσει στην αντίσταση, ο Τσερνιάκοφ συμπεριφέρθηκε αξιοπρεπώς, αλλά χωρίς ακόμα να ενδιαφέρεται για τους άλλους. Η αλήθεια είναι ότι δεν αγνοεί την κοινότητά του, το αποδεικνύει το γεγονός ότι κρατούσε ημερολόγιο στο οποίο κατέγραφε τις εντυπώσεις του- και στο γράμμα που αφήνει αυτοκτονώντας, λέει: «Η καρδιά μου τρέμει α πό πόνο και οίκτο. Δεν μπορώ πια να το αντέξω όλο αυτό. Η πράξη μου θα δείξει σε όλους τι πρέπει να'κάνουν» (Τούσνετ, 183). Ώστε η πρόθεσή του είναι να απευθυνθεί και στους συγκαιρινούς του- αλλά το μέσο που διαλέγει είναι τέτοιο, που δεν το καταλαβαίνουν. Άλλωστε, ήταν η αυτοκτονία ο μοναδικός δρόμος που ανοιγόταν μπροστά του; Η δεύτερη αυτοκτονία (που, βέβαια, δεν είναι καθόλου σίγουρη) είναι του διοικητή Μορντιχάι Ανιέλεβιτς. «Δεν έπρεπε να το κάνει, λέει ο Εντελμαν. Κι ας είναι πολύ ωραίο σύμβολο. Δεν θυσιάζεις τη ζωή σου για τα σύμβολα» (70). Ώστε εδώ βρισκόμαστε στο αντίθετο των συστά σεων του Σοσνκόφσκι, που αξίωνε να πεθαίνουν οι άνθρωποι για τα σύμ βολα. Διαφορετικές από πολλές απόψεις —η μία, πράξη υπερβολικά ι διωτική, η άλλη υπερβολικά συμβολική—, οι δύο αυτές αυτοκτονίες έ χουν και κάτι κοινό: παίρνουν υπ’ όψη το υποκείμενο της πράξης και έναν απόμακρο παραλήπτη, την Ιστορία· αλλά, ανάμεσα στα δύο, αμελούν τον κοντινό παραλήπτη: τους άλλους κατοίκους του γκέτο. Οι δύο αυτές αυ τοκτονίες έχουν γίνει πράξεις που δεν οδηγούν πέρα από τον εαυτό τους, αντί να χρησιμεύσουν ως μέσα για να βοηθήσουν τους άλλους. Αυτή την καινούρια ιδιότητα την οποία απαιτείται να έχουν οι ενά ρετες πράξεις, που οφείλουν όχι μόνο να αποδεικνύουν την αξιοπρέ πεια των αυτουργών τους, αλλά και να ωφελούν τους άλλους, μπο ρούμε να την ονομάσουμε έγνοια, φροντίδα, μέριμνα. Αυτή είναι η δεύτερη καθημερινή αρετή: πρόκειται πάντα για μία πράξη που απευ θύνεται σε ένα άτομο πολύ κοντινό, όχι στην πατρίδα ούτε στην αν θρωπότητα. Αυτή η φροντίδα για τους άλλους φέρνει μέσα της την α νταμοιβή της: βρίσκεται ότι ένας άνθρωπος είναι ικανός να τελέσει για τους άλλους πράξεις που δεν θα επιχειρούσε μόνο για τον εαυτό τουκι αυτές τον αποδίδουν στη ζωή. «Έπρεπε να έχει κάποιον που να τον κάνει επίκεντρο της ζωής του, κάποιον για τον οποίο να αναλω θεί», διηγείται ο Έντελμαν (97). «Η μόνη δυνατότητα να ζήσεις μέσα στο γκέτο, ήταν να είσαι μαζί μ’ έναν άλλο. Αν από θαύμα μπορού σες να σωθείς και να επιβιώσεις, έπρεπε να γαντζωθείς σ’ έναν άλλο ζωντανό» (101). Για τον θάνατο από φροντίδα για κάποιον άλλον, ο Έντελμαν δεν νιώθει κανένα δισταγμό· απεναντίας, οι πράξεις που τον έχουν εντυ πωσιάσει περισσότερο είναι οι πράξεις καθημερινής αρετής. Είναι, λό γου χάρη, η ιστορία μιας κοπελίτσας, της Πόλα Λίφστζυκ, που εκτυλίσ σεται όταν οι φάλαγγες αναχωρούν για την Τρεμπλίνκα. «Περνώντας
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
από το σπίτι της, είδε ότι η μάνα της δεν ήταν πια εκεί. Ήταν ήδη στο κοπάδι που έσερναν στην υπίδοΐιΐβςρίδΐζ, και η Πόλα έτρεξε από την ο δό Λέστζνο στην οδό Στάφσκι· συνάντησε τον αρραβωνιαστικό της, που την πήρε στο μοτοποδήλατό του για να πάνε πιο γρήγορα, κι έφτασε εκεί. Την τελευταία στιγμή, χώθηκε μέσα στο πλήθος για να μπορέσει ν’ ανεβεί στο βαγόνι μαζί με τη μάνα της» (99). Ήταν ένα από τα βαγόνια που οι επιβάτες τους δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ στην αφετη ρία τους. Γιατί η Πόλα βιάστηκε τόσο; Ήξερε ο αρραβωνιαστικός της σε τι χρησίμευσε το μοτοποδήλατό του; Είναι και η ιστορία μιας νοσοκόμας, της κυρίας Τένενμπαουμ: απέ κτησε ένα «εισιτήριο» που της έδινε —για ένα διάστημα— τη δυνατό τητα να αποφύγει την εκτόπιση· η κόρη της δεν είχε «εισιτήριο», της ζητά να το κρατήσει για λίγο, έπειτα ανεβαίνει επάνω και παίρνει μία γερή δόση λουμινάλ- έτσι, αποφεύγει όλες τις συζητήσεις. Τους τρεις μήνες που ζει μετά απ’ αυτή την αναβολή, η κόρη της κυρίας Τένεν μπαουμ ερωτεύεται κάποιον και γνωρίζει την ευτυχία. Ή πάλι, η ιστο ρία μιας ανιψιάς της Τόζια Γκολιμπόρσκα (συναδέλφου του Έντελμαν), που, βγαίνοντας από τον γάμο της, βρίσκει την κάννη ενός όπλου να την σημαδεύει στο στομάχι. Ο νεόνυμφος βάζει το χέρι μπροστά στην κάννη —κι αμέσως κομματιάζεται το ένα χέρι του. «Αυτό ακριβώς με τρούσε: να έχεις κάποιον έτοιμο να προστατέψει το στομάχι σου, αν ή ταν ανάγκη» (101). Βλέπουμε ότι το πιο συχνά ο επωφελούμενος από την φροντίδα είναι άνθρωπος κοντινός, συγγενής: μάνα ή κόρη, αδελφός ή αδελ φή, ο σύζυγος ή η σύζυγος. Αλλά καθώς οι πιο κοντινοί έχουν πολ λές φορές χαθεί, ο άνθρωπος βρίσκει άλλους «συγγενείς», υποκα τάστατους κατά κάποιον τρόπο. Κι όταν ακόμα αυτός ο επωφελού μενος είναι πολλαπλός, όπως για τον δόκτορα Γιάνους Κόρτσακ, που αναχωρεί για την Τρεμπλίνκα μαζί με τα παιδιά του ορφανοτρο φείου του, ή για τον πλούσιο βιομήχανο Αβραάμ Γκέπνερ, που διά λεξε να μείνει με τους ομόθρησκούς του, δεν πρόκειται ποτέ για μια αφαίρεση, αλλά για άτομα ζωντανά, που τα γνωρίζεις προσωπικά. Το να μην έχεις αυτή την φροντίδα δεν είναι έλλειψη που θα σου την καταλογίσουν αλλά είναι μια σιωπηρή ρήξη συμβολαίου. Αυτό ακριβώς απεικονίζει μία σκηνή που διηγήθηκε ένας από τους μάρτυ ρες τους οποίους ρώτησε ο Στάινερ. Ο μάρτυρας αυτός συναντά, μες στα ερείπια του γκέτο —μετά την πρώτη εξέγερση και πριν από τη δεύτερη— τον χριστιανό σύζυγο μιας Εβραίας. Η γυναίκα απο φάσισε μια μέρα, όπως η Πόλα, να πάρει το τραίνο μαζί με τοϋς οι κείους της· εκείνος έμεινε. Η γυναίκα δεν τον κατηγόρησε, αλλά κάτι μεταξύ τους έσπασε. « Αυτό που θα είχε προτιμήσει η γυναίκα, το έχω έκτοτε καταλάβει: ήταν να πάει να πεθάνω μαζί της. Μα την άφησα να φύγει και την άφησα να πεθάνει. Έκτοτε, εξιλεώνομαι» (Στάινερ, 202).
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Μερικές φορές, από φροντίδα δεν δίνεις τη δική σου ζωή, αλλά, παραδόξως, τη ζωή των άλλων. Έτσι, μία γιατρίνα δηλητηριάζει τα παι διά του νοσοκομείου στο οποίο εργάζεται, πριν προλάβουν να τα πά ρουν οι 85. «Τα έσωσε από τους θαλάμους αερίων». Μα για να το κά νει αυτό, χρειάστηκε να θυσιάσει το δηλητήριό της. «Είχε δωρίσει το κυάνιό της στα παιδιά των άλλων!» (Εντελμαν, 73). Ιδού από ποιαν ά ποψη μπορεί το να ζεις να είναι δυσκολότερο από το να πεθάνεις. Έχουμε και τη γιατρίνα που, την ώρα που οι Γερμανοί εκκενώνουν το ι σόγειο του νοσοκομείου, παραστέκεται σε μια γέννα στο πρώτο πάτω μα- μόλις το μωρό γεννήθηκε, «το έβαλε πάνω σ’ ένα μαξιλάρι και το σκέπασε με άλλο ένα. Το μωρό έκλαψε λίγο και μετά σώπασε» (100). Η γιατρίνα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, και όλοι το ενέκριναν. Δεν αληθεύει λιγότερο ότι, σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, η «για τρίνα» αυτή (ονομάζεται Αντίνα Μπλάντυ Τσβάιγκερ) δεν λέει να λη σμονήσει ότι ξεκίνησε την ιατρική της πρακτική θανατώνοντας. Ώστε οι καθημερινές αρετές έχουν χαρακτηριστικά πολύ διαφορε τικά. Το βλέπουμε και μετά τον πόλεμο. Οι περιστάσεις είναι λιγότερο δραματικές, και ο Έντελμαν δεν είναι πια υποχρεωμένος να διακινδυ νεύει τη ζωή του- αλλά οι πρώτες του επιλογές τον οδήγησαν στο τω ρινό του επάγγελμα: γίνεται γιατρός καρδιολόγος. «Ως γιατρός, μπο ρώ να είμαι υπεύθυνος για ανθρώπινες ζωές. —Μα γιατί θέλεις να εί σαι υπεύθυνος για ζωές; —Μάλλον επειδή όλα τα άλλα μού φαίνονται λιγότερο σημαντικά» (126). Η υπευθυνότητα είναι μία επιμέρους μορ φή φροντίδας, που εμπλέκει ανθρώπους οι οποίοι κατέχουν προνομι ούχες θέσεις: τους γιατρούς ή και τους αρχηγούς. Επειδή δεν ήταν παλαιότερα μέχρι τέρμα υπεύθυνοι, οι Ανιέλεβιτς και Τσερνιάκοφ — πολύ διαφορετικά— δεν πληρούν τις απαιτήσεις της φροντίδας. Τα δυο είδη αρετής αντιτίθενται ως προς τους παραλήπτες των πράξεων που εμπνέουν: ένα άτομο ή μία αφαίρεση, τη δεσποινίδα Τένεμπαουμ ή μια ορισμένη ιδέα της Πολωνίας. Και για τα δύο χρειάζεται θάρρος, και για τα δύο δίνεις τις δυνάμεις σου ή τη ζωή σου. Πρέπει κάθε φορά ν’ αποφασίσεις πολύ γρήγορα: ο Οκουλίτσκι που επιτίθεται στο εχθρικό μυδράλιο, η Πόλα που σπεύδει στο μοτοποδήλατο του φί λου της. Οι ηρωικές αρετές κερδίζουν περισσότερο την εκτίμηση των ανθρώπων, ενώ οι καθημερινές αρετές εμφανίζονται εξ ίσου, αν όχι και περισσότερο, στις γυναίκες (αλλά είναι αλήθεια ότι οι απαιτούμενες σωματικές ιδιότητες είναι στις δύο περιπτώσεις διαφορετικές). Ωστόσο, το πραγματικό ζήτημα είναι αν κάποιος πεθαίνει (και αν ζει) για τους ανθρώπους ή για τις ιδέες. Η αντίθεση αυτή δεν συγχέεται με την αντίθεση του επιμέρους και του γενικού —στην προκειμένη περίπτωση, με την πίστη στην ομάδα της οποίας είσαι μέλος και με την αγάπη για την ανθρωπότητα. Οι ξέ νοι και οι άγνωστοι είναι άτομα όπως τα άλλα, και η ηθική απαίτηση εί ναι οικουμενική, μα όχι αφηρημένη: η ανθρωπότητα είναι ένα σύνολο
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ατόμων. Η προτίμηση για τους δικούς, η τυφλή πίστη σ’ αυτούς, δεν δί νουν αξία στα όντα σε βάρος των ιδεών, αλλά διχάζουν τα ίδια τα άτο μα. Ενώ, αν η ανθρωπότητα θεωρείται αφαίρεση, μπορούμε να διαπράξουμε και εγκλήματα στο όνομά της —και μάλιστα ακόμα πιο εύκολα, γιατί οι ιδέες καλύπτουν, ανάλογα με τις στιγμές και τα άτομα, πολύ διαφορετικές πραγματικότητες, και επειδή ώς και αυτές που φαίνονται οι πιο καθαρές, οι πιο γενναιόψυχες, μπορούν να τεθούν στην υπηρε σία καταστροφικών προταγμάτων. Στο κάτω κάτω, και ο Χίτλερ έλεγε ότι έκανε τον πόλεμο εναντίον των Ρώσων για να αναχαιτίσει τη βαρ βαρότητα και να σώσει τον πολιτισμό! Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος με τους ανθρώπους: αντιπροσωπεύουν μόνο τον εαυτό τους. Ας χρονοτριβήσουμε λίγο στην προσωπικότητα του Ανιέλεβιτς. Μοιάζει από πολλές απόψεις με τους παραδοσιακούς ήρωες —με τον Οκουλίτσκι, λόγου χάρη. Είναι προικισμένος με σωματική δύναμη και προσωπικό θάρρος, που τον ωθούν στη δράση· είναι έτοιμος, αν χρεια στεί, να ριχτεί στη φωτιά για να σώσει έναν σύντροφο: η πίστη του στον σκοπό είναι δοκιμασμένη. Τον εμπνέει ένα πνεύμα ανιδιοτελούς ιδεαλισμού. Η ζωή του έχει μόνον έναν σκοπό: να πολεμήσει τον ε χθρό, δηλαδή τους ναζί- γι’ αυτό και, όταν αρχίζει η εξέγερση, μπορεί και γράφει σ’ ένα γράμμα: «Το όνειρο της ζωής μου πραγματοποιήθηκε» (Σουλ, 109). Το 1940, ενώ είναι στο γκέτο, και η φίλη του Μίρα Φούχρερ εκμυστηρεύεται σ’ ένα γράμμα: «Ποτέ δεν ήμουν τόσο ευτυ χισμένη» (Κούρτσμαν, 34). Διώχνεται κάθε άλλη έγνοια. Στην οργάνω ση του Ανιέλεβιτς απαγορεύεται στους άνδρες να καπνίζουν, να πί νουν ή να έχουν σεξουαλικές σχέσεις· αναγνωρίζουμε εδώ τη χαρα κτηριστική εγκράτεια των πολιτικών ή θρησκευτικών αγωνιστών. Ο φί λος του Ρίνγκελμπλουμ γράφει μετά τον θάνατό του: «Από τη στιγμή που ο Μορντοχάι είχε αποφασίσει να αγωνιστεί, δεν υπήρχε γι’ αυτόν κανένα άλλο ζήτημα. Οι επιστημονικοί κύκλοι και τα σεμινάρια τελείω σαν, οι διάφορες πολιτιστικές και μορφωτικές εργασίες διακόπηκαν. Εκτοτε, αυτός και οι σύντροφοί του έστιασαν όλες τους τις ενέργειες στο πεδίο της μάχης» (Σουλ, 89). Οπως οι ηγέτες της εξέγερσης του 1944, ο Ανιέλεβιτς θέλει ο θάνατός του να φορτιστεί με ένα συμβολικό νόημα και να γίνει μήνυμα για απόντες παραλήπτες: «Θα δώσουμε στον θάνατό μας ένα ιστορικό νόημα και μια πλήρη σημασία για τις μέλλουσες γενεές», γράφει σ’ ένα άλλο γράμμα (Κούρτσμαν, 98). Σαν αληθινός ήρωας, ο Ανιέλεβιτς έχει πράγματι δεχθεί την ιδέα του θανάτου του. Κατά τον Ρίνγκελμπλουμ, η παρούσα κατάσταση έ θετε γι’ αυτόν μόνον ένα ερώτημα: «Τι είδους θάνατο θα διαλέξουν οι πολωνοί Εβραίοι; Θα εΚ^ι ο θάνατος των προβάτων που αφήνονται να τα σύρουν στο σφαγείο χωρίς αντίσταση, ή ο θάνατος ανθρώπων με τιμή που θα ήθελαν να δουν τον εχθρό να πληρώνει με το αίμα του τον θάνατό τους;» (Σουλ, 89). Η επιλογή δεν είναι ανάμεσα σε ζωή και θά νατο, αλλά ανάμεσα σε δύο μορφές θανάτου: των ανθρώπων με τιμή ή
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
των προβάτων. Όπως ο Οκουλίτσκι, ο Ανιέλεβιτς περιστέλλει το μέλλον σε ένα τέτοιο εναλλακτικό σχήμα, που να δέχεται αναμφισβήτητη απά ντηση. Αλλά η διατύπωση αυτή εξαντλεί αληθινά όλες τις δυνατότητες; Εν πάση περιπτώσει, σ’ αυτό το εναλλακτικό σχήμα, ο τιμημένος θάνα τος είναι η επιθυμητή λύση: καθώς δε'· αποδέχεται κανένα συμβιβασμό, ο Ανιέλεβιτς θέλει να νικήσει ή να πεθάνει· άρα, στην προκειμένη περί πτωση, να πεθάνει. Αυτό ακριβώς εξηγεί την αυτοκτονία του (αν αυτοκτόνησε): το μπούνκερ στο οποίο έχει κλειστεί έχει μία έξοδο που δεν την φυλάγουν οι 35· αλλά αφού ο υπέρτατος στόχος του Ανιέλεβιτς δεν είναι η επιβίωση, δεν θα την χρησιμοποιήσει. Ενας από τους συ ντρόφους τόυ, ο Αριέ Βίλνερ, βεβαιώνει κι αυτός: «Δεν θέλαμε να σώ σουμε τη ζωή μας. [...] Θέλαμε να σώσουμε την ανδρική μας αξιοπρέπει α» (Μπόρβιτς, 69). Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αν ορισμένοι σύντρο φοί του συμμερίζονται την άποψή του, άλλοι, τον ίδιο καιρό, διαφορο ποιούνται —όπως ο Έντελμαν, που δεν είναι ο μόνος. Ο Ανιέλεβιτς θεωρεί αξία δεύτερης τάξεως όχι μόνο τη δική του ζωή, αλλά και τη ζωή των γύρω του (καίτοι είναι έτοιμος να θυσιαστεί γι’ αυτούς). Τους μήνες που προηγούνται της εξέγερσης, η Εβραϊκή Οργάνωση Μάχης της οποίας ηγείται, αρνείται να σκάψει κρύπτες ή σήραγγες προς τη μεριά των «Αριών», πράγμα που απεναντίας κάνουν τα μέλη της ΖΖ\Λ/, της άλλης αντιστασιακής οργάνωσης (δεξιάς): ο Ανιέλεβιτς φοβάται μήπως μία τέτοια προετοιμασία εξασθενήσει το μαχητικό πνεύμα των μαχητών. Σε μια στιγμή, γίνεται εφικτό, με πλη ρωμή, να κρύψουν ανθρώπους από την άλλη μεριά του τοίχου που πε ριβάλλει το γκέτο- ο Ανιέλεβιτς εναντιώνεται και σ’ αυτό, για τον ίδιο λόγο: τα χρήματα οφείλουν να εξυπηρετήσουν τον αγώνα, όχι να γλι τώσουν ζωές ατόμων. «Γι’ αυτόν, υπήρχε πια στο εξής μόνον ένας σκοπός, και ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα σ’ αυτόν: η πάλη ενα ντίον του εχθρού», σχολιάζει ο Ρίνγκελμπλουμ (Σουλ, 90). Εξ ίσου ε χθρικά αντιμετωπίζει και μία άλλη πρωτοβουλία: της Εθνικής επιτρο πής, της οποίας είναι μέλος, που θέλει, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1943, να μεταφέρει «από την άλλη πλευρά» ορισμένες πολιτιστικές ή κοινοτικές δραστηριότητες για να εξασφαλίσει ότι δεν θα σβήσουν και πάλι, αυτό θα σήμαινε να ευνοείς την επιβίωση σε βάρος της μάχης. Ο Ρίνγκελμπλουμ βεβαιώνει ότι αι ,ή η διένεξη στην εβραϊκή κοινό τητα ως προς τον καλύτερο τρόπο για να αντιμετωπίσουν τις διώξεις των ναζί μετατρεπόταν σε διένεξη μεταξύ των γενεών. Οι πιο ηλικιω μένοι προσδοκούσαν να επιβιώσουν, οι ίδιοι και οι κοντινοί τους —για τί ήταν «δεμένοι χειροπόδαρα με οικογενειακούς δεσμούς». Οι νέοι, που είναι απαλλαγμένοι από τέτοιες προσκολλήσεις, προτιμούν την τι μή από τη ζωή. «Οι νέοι —οι καλύτεροι, οι ωραιότεροι, οι λεπτότεροι ανθοί του εβραϊκού λαού— μιλούσαν πια για έναν τιμητικό θάνατο, και αυτόν σκέφτονταν. Δεν αναρωτιόντουσαν πια πώς να επιζήσουν από τον πόλεμο. Δεν επιδίωκαν να προμηθευτούν χαρτιά Αριών. Δεν είχαν
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
κατάλυμα έξω από το γκέτο. Μοναδική τους έγνοια ήταν να ανακαλύψουν τον πιο αξιοπρεπή θάνατο, τον πιο τιμητικό, αυτόν που ταίριαζε καλύτερα σε έναν λαό αρχαίο με ιστορία πολλών χιλιετιών» (90). Οι νέοι, με επικεφαλής τον Ανιέλεβιτς (μα και τον Ρίνγκελμπλουμ), αγα πούν τις ηρωικές αξίες· οι παντρεμένοι, άνδρες και γυναίκες, εμποδι ζόμενοι από την μεταξύ τους αγάπη, από την αγάπη για τα παιδιά τους και για τους γηράσκοντες γονείς τους, τάσσονται υπέρ των καθημερι νών αρετών. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην ιστορία μας και στο πρόταγμα της ερ γασίας που ανέλαβαν ο Έντλεμαν και η Χάνα Κραλ. Δεν αποσκοπούν να ξανακάνουν την Ιστορία, που έχει ήδη εδραιωθεί· αλλά —όπως οι ή ρωες— δεν νοιάζεται για τα άτομα. Ε λοιπόν, αυτοί έχουν διαλέξει να ενδιαφερθούν ίσα ίσα για τις λεπτομέρειες και για τα άτομα. «Δεν γράφουμε την Ιστορία. Μιλούμε για τη μνήμη» (Εντελμαν, 116). Πρέ πει να δυσπιστούμε ακόιια και για τα άτομα, από τη στιγμή που είναι πάρα πολλά: πέρα από ένα ορισμένο κατώφλι, η μάζα γίνεται αφαίρε ση. Ο Έντελμαν διηγείται πώς κάποιος κάηκε ζωντανός, και ρωτά την συνομιλήτριά του: «Πιστεύεις ότι αυτό θα μπορούσε ακόμα να εντυπω σιάσει, ένας καμένος έπειτα από τετρακόσιες χιλιάδες καμένους;» Αυ τός είναι πράγματι ο αριθμός των θυμάτων του γκέτο. Η Χάνα Κραλ α ποκρίνεται, με το ίδιο πνεύμα: «Πιστεύω ότι ένας που καίγεται ζωντα νός είναι πιο εντυπωσιακός από τετρακόσιες χιλιάδες, και οι τετρακό σιες χιλιάδες πιο εντυπωσιακοί από έξι εκατομμύρια» (69). Ένας θάνατος μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ωραίος. Ο Έντελμαν αναθυμάται τον θάνατο μιας κοπέλας που τρέχει σ’ έναν κά μπο με ηλιοτρόπια και δεν μπορεί να μη σχολιάσει: «Ένας θάνατος πραγματικά αισθητικά ωραίος» (78). Η δεύτερη εξέγερση, της Βαρσο βίας, στην οποία συμμετέχει πάλι ο Έντελμαν, έχει ανώτερες αισθητι κές ιδιότητες από την πρώτη: οι εξεγερμένοι έχουν όπλα, αντιμετωπί ζουν τον εχθρό με ξέσκεπο πρόσωπο, σε αληθινές οδομαχίες: «Ήταν μια μάχη υπέροχη, άνετη!» (118). Αυτό το επιχείρημα της ομορφιάς δεν ήταν ξένο και προς την απόφαση να ξεσπάσει η εξέγερση στο γκέ το. Έπειτα από τριάντα χρόνια, ο Έντελμαν παραιτημένος λέει: «Αφού η ανθρωπότητα είχε δεχθεί πως ήταν πολύ πιο ωραίο να πεθαίνεις με τα όπλα στο χέρι παρά με γυμνά χέρια, δεν μπορούσαμε παρά να δε χθούμε τη σύμβαση αυτή» (74). Μπορούμε να συζητήσουμε, για να κα ταλήξουμε αν είναι πιο ωραίο να τρέχεις πάνω στις στέγες παρά να μένεις θαμμένος σε ένα υπόγειο, αν πρέπει ή όχι να δεχθείς αυτή τη σύμβαση. Αλλά ένα τουλάχιστον είναι βέβαιο: δεν είναι λιγότερο αξιο πρεπές να παθαίνεις ασφυξία σε μια τρύπα από το να πεθαίνεις προ σπαθώντας να σκαρφαλώσεις σ’ έναν τοίχο. Ε λοιπόν σήμερα, παρασυρμένοι από την απόλαυση του θεατή, προτιμούμε εν τέλει την ομορ φιά από την αξιοπρέπεια. «Είναι πιο εύκολο να βλέπεις κάποιον να πε θαίνει στη μάχη από το να κοιτάζεις τη μητέρα της Πόλα Λίφτσυκ να α
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
νεβαίνει στο βαγόνι» (93). Αυτό ακριβώς δεν θα ήθελε να παραδεχθεί ο Έντελμαν. «Αρχίζει τότε να φωνάζει, διηγείται η Χάνα Κραλ. Με κατηγορεί ότι βάζω αυ τούς που πολεμούν με το όπλο στο χέρι πιο πάνω από κείνους που στριμώχνονται στα βαγόνια. [...] Ε λοιπόν είναι ηλίθιο, λέει, ο θάνατος στον θάλαμο αερίων δεν αξίζει λιγότερο από τον θάνατο στη μάχη· α πεναντίας, αναφωνεί, είναι πιο τρομερός· είναι πολύ πιο εύκολο να πε θαίνεις με το δάχτυλο στη σκανδάλη» (93). Αλλά οι φωνές δεν βοη θούν σε τίποτε. Η Ιστορία επιβάλλεται στη μνήμη, ή η Ιστορία έχει ανά γκη από ήρωες. Πάνω στον τάφο του Μίκαελ Κλέπφιτς και ορισμένων άλλων, υπάρχει σήμερα ένα γλυπτό. « Ένας άνδρας με φουσκωμένο το στήθος, με όπλο στο ένα χέρι, μια χειροβομβίδα στο άλλο, τεντωμέ νος, με σφαίρες στο ζωνάρι, με χιαστί τον τελαμώνα του όπλου». Κα νένας από τους εξεγερμένους του γκέτο δεν ήταν ποτέ έτσι: τους έ λειπαν όπλα, πολεμοφόδια, ήταν απαίσιοι, μαυριδεροί και βρόμικοι. «Αλλά το μνημείο είναι μάλλον όπως πρέπει να είναι ένα μνημείο, ω ραίο και από λευκό μάρμαρο» (122). Τα μνημεία υπακούουν στους κα νόνες του είδους τους: δεν επιδιώκουν να πουν την αλήθεια. Τα αγριό χορτα κατακλύζουν τους τάφους στο εβραϊκό κοιμητήριο της Βαρσο βίας, και τα λευκά μνημεία, οι ηρωικές αφηγήσεις σκεπάζουν με τον θόρυβό τους τα λόγια και τα έργα των κατοίκων του γκέτο. Ερωτήματα Τελειώνοντας τις αναγνώσεις αυτές, μου φάνηκε ότι η διαφορά της εξέγερσης του 1944 από την εξέγερση του 1943 δεν ήταν στο πνεύμα που εμψύχωνε τους ηγέτες τους. Οι αφίσες στο γκέτο καλούσαν τους κατοίκους να πεθάνουν τιμημένα- η ίδια σκέψη κυριαρχούσε στους μα χητές του Στρατού του Εσωτερικού. Η «εθνική αξιοπρέπεια», γράφει ο Ρίνγκελμπλουμ, οδηγούσε τους Εβραίους στη μάχη (Σουλ, 94)· και έ πειτα από ενάμισυ χρόνο, έμελλε να οδηγήσει στη μάχη τους Πολω νούς. Ο Οκουλίτσκι έβλεπε στην εξέγερση του 1944 ένα μήνυμα που απευθυνόταν στον κόσμο- αλλά με την ίδια ορολογία εκφράζονταν και οι ηγέτες του 1943: μάχονταν για να «ξυπνήσουν τον κόσμο» (γράμμα στον Σβάρτσμπαρτ, Σουλ, 117), για να «δει ο κόσμος μέχρι ποίου ση μείου η μάχη μας είναι απεγνωσμένη —και αυτό να του χρησιμεύσει ως απόδειξη και ως μομφή» (γράμμα στον Κάρσκι, Κούρτσμαν, 52). Για πολλούς Πολωνούς, η εξέγερση της Βαρσοβίας έχει γίνει το καλύτερο σύμβολο του ανιδιοτελούς τους ηρωισμού- παρόμοια, η 19η Απριλίου, εικοστή έβδομη μέρα του Νισάν κατά το εβραϊκό ημερολόγιο, επιλέχθηκε στο Ισραήλ ως εθνική εορτή σε ανάμνηση του ηρωικού πνεύμα τος του εβραϊκού λαού. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο εξεγέρσεις δεν έγκειται ούτε στα σε νάρια που εφαρμόστηκαν στις δύο περιπτώσεις. Όταν εξεγείρονται οι
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Εβραίοι, τα μέλη του Στρατού του Εσωτερικού που είναι εκεί δίπλα δεν παρεμβαίνουν- ο άμεσος λόγος γι’ αυτό δεν είναι μόνον ο πολωνικός αντισημιτισμός ούτε η πατροπαράδοτη απομόνωση των δύο κοινοτή των, αλλά και ο φιλοσοβιετισμός των Εβραίων («Ο προσανατολισμός της Χασχόμερ [της οργάνωσης από την οποία προήλθε ο Ανιέλεβιτς] ήταν φιλοσοβιετικός: η πίστη στη νίκη της Σοβιετικής Ένωσης και του ηρωικού στρατού της», γράφει ο Ρίνγκελμπλουμ [Σουλ, 87]), κι αν ακό μα υποθέσουμε ότι οι Εβραίοι στράφηκαν στον φιλοσοβιετισμό εξ αι τίας του περιρέοντος αντισημιτισμού. Στην πραγματικότητα, ο Στρατός του Εσωτερικού δεν ήταν λιγότερο εχθρικός στον Στάλιν από όσο στον Χίτλερ (δεν θα μπορούσαμε να του το καταλογίσουμε αυτό- αλλά άντλησε απ’ αυτό καταχρηστικά συμπεράσματα). Γιατί να πήγαινε να βοηθήσει αυτούς που του φαίνονταν οπαδοί του χειρότερου εχθρού του; Όταν, την επόμενη χρονιά, εξεγέρθηκαν οι Πολωνοί, οι Σοβιετικοί που ήταν δίπλα δεν επεμβαίνουν: γνωρίζουν ότι η εξέγερση κατευθύνεται τόσο εναντίον αυτών όσο και εναντίον των Γερμανών- γιατί να βοηθήσουν εκείνους που τους μισούν και τους μάχονται; Η Ιστορία ε παναλαμβάνεται τραγικά, η λογική της μνησικακίας επικρατεί κάθε φο ρά. Ωστόσο οι αντισοβιετικοί Πολωνοί δεν είχαν αληθινά απειληθεί, το 1943, από τους εξεγερμένους Εβραίους- ούτε οι Σοβιετικοί, το 1944, α πό τους εξεγερμένους Πολωνούς. Ωστόσο, η ιδεολογική πεποίθηση ε πιβάλλεται στην φροντίδα να προστατεύσουν ανθρώπινες ζωές. Αλλά το πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσονται οι δύο εξεγέρσεις είναι τελείως διαφορετικό, και για τον λόγο αυτόν διαφέρει και το ιστορικό τους νόημα. Ο ξεσηκωμός του γκέτο είναι μία υγιής αντίδραση σε μία συστηματική πολιτική εξόντωσης: οι ναζί κατακτητές στέλνουν καθη μερινά ένα τραίνο με θύματα στην Τρεμπλίνκα όπου τους περιμένει ά μεσος θάνατος- αν δεν υπήρχε αντίδραση, το γκέτο θα είχε σύντομα εξαφανιστεί, έτσι κι αλλιώς. Η αντίδραση αυτή κινητοποιείται σε ορι σμένους από τον κάπως μάταιο ηρωισμό που έχουμε παρατηρήσει- αλ λά η εξέγερση εκτυλίσσεται σε συνθήκες στις οποίες δεν υπάρχει κα μία πιθανή διέξοδος, και η ύπαρξή της θα είχε μπορέσει να βοηθήσει άλλους να ζήσουν, δείχνοντάς τους τη δυνατότητα μιας ενεργητικής αντίστασης. Ο ξεσηκωμός της Βαρσοβίας, το 1944, έχει κι αυτός πολ λαπλά ελατήρια, από τα οποία το μικρότερο δεν είναι η απελπισία μπροστά στο πολιτικό αδιέξοδο- αλλά δεν είναι αληθινά αναπόφευ κτος: είναι το αποτέλεσμα ενός υπολογισμού που αποδείχθηκε λαθε μένος, σε μία κατάσταση στην οποία υπήρχαν και άλλες διέξοδοι. Θυ σιάζει τα συμφέροντα των ατόμων στην αγάπη των αφαιρέσεων, και η εξαπόλυσή του δεν βοηθά κανέναν: ούτε τότε ούτε αργότερα- ούτε ε πί τόπου ούτε αλλού. Η εξέγερση του γκέτο αξίζει τον σεβασμό, αλλά όχι αναγκαστικά για τους λόγους που αναφέρονται συνήθως. Βρίσκουμε ότι δεν έχει εμπνεύσει άλλες παρόμοιες ενέργειες κατά τη διάρκεια του πολέμου-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
πολύ αργότερα, στο Ισραήλ, έχει χρησιμεύσει ως ηθική εγγύηση για ε νέργειες πιθανόν ηρωικές αλλά όχι αναγκαστικά δίκαιες. Απεικονίζει, βέβαια, την αξιοπρέπεια των κατοίκων, αλλά δεν είναι η μόνη που τό κάνει. Ο μεγάλος σοβιετικός συγγραφέας Βασίλη Γκρόσμαν, αφού πρώτα οικτίρει την παθητικότητα των εβραίων θυμάτων εν γένει, βεβαι ώνει: «Οι ένδοξες εξεγέρσεις του γκέτο της Βαρσοβίας, της Τρεμλίνκα, του Σομπιμπόρ [...], όλα αυτά έχουν αποδείξει ότι το ένστικτο της ελευ θερίας στον άνθρωπο είναι ανίκητο» (Ζωή, 199-200). Και ο Ζαν Αμερύ, που επέζησε από το Αουσβιτς, καταδικάζει την εβραϊκή στάση φόβου και φυγής: «Η αξιοπρέπεια αποκαταστάθηκε εξ ολοκλήρου [...] από την ηρωική εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας» (Νους, 91). «Χάρη στους Εβραίους που εξεγέρθηκαν σε ορισμένα στρατόπεδα, και προπάντων στο γκέτο της Βαρσοβίας, ο Εβραίος μπορεί σήμερα να θεωρεί το πρό σωπό του ανθρώπινο, τον εαυτό του άνθρωπο» (Ανθρωπισμός, 34). Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι ανάγκη να εξεγερθεί με το όπλο στο χέρι για να παραμείνει ανθρώπινος, για να επιβεβαιώσει την αξιοπρέπειά του ή τον πόθο του για ελευθερία- και δεν ήταν ανάγκη να περιμένουμε την εξέγερση του γκέτο για να βεβαιωθούμε ότι οι ιδιότητες αυτές δεν ή ταν νεκρές. Η εξέγερση αυτή ήταν η θαρραλέα αντίδραση σε μιαν α πελπιστική κατάσταση- αλλά η χειρονομία της Πόλα ήταν, κι αυτή, ε λεύθερη, αξιοπρεπής και ανθρώπινη. Γιατί η αξιοπρέπεια είναι πάντα και μόνον η αξιοπρέπεια ενός ατόμου, όχι μιας ομάδας ούτε ενός έθνους. Και η τιμή δεν λούζεται μόνο με το αίμα του εχθρού. Εχω κλείσει τα βιβλία μου. Η δυσφορία που με είχε οδηγήσει σ’ αυ τά είχε βέβαια φύγει- αλλά είχε αντικατασταθεί από μία πιο επίμονη α νησυχία. Πίστεψα πως ένιωθα ότι οι ιστορίες αυτές, που μου τις έφεραν στο μυαλό οι δύο επισκέψεις σε τάφους, μία Κυριακή πρωί στη Βαρσο βία, είχαν ξυπνήσει μέσα μου μια ανησυχία που δεν αναγόταν σε ένα καθαρό νοητικό πρόβλημα, το πρόβλημα του ηρωισμού. Είχα την εντύ πωση ότι οι εξεγέρσεις αυτές, αξιοθαύμαστες ή τραγικές, μου φανέρω ναν τον εαυτό μου —που η ζωή μου δεν είχε κανένα δραματικό συμ βάν. Έχω καταλάβει ότι, για να προχωρήσω πιο γρήγορα, δεν μπορού σα να αποφύγω να εξετάσω τη μοίρα μου —ότι αυτό έμελλε να κάνω ε πιδιώκοντας να γνωρίσω την Ιστορία και αναρίθμητες μικρές ιστορίες. Ζούμε σήμερα στην Ευρώπη την κατάρρευση του δεύτερου μεγά λου ολοκληρωτικού συστήματος, του κομμουνιστικού, και άρα και την πραγματική λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Θα μπορούσαμε να ζήσουμε τούτη τη στιγμή σαν παρακίνηση να γυρίσουμε σελίδα, να σκεφτούμε επιτέλους κάτι άλλο. Αλλωστε, ο πόλεμος, στιγμή του ολοκλη ρωτικού παροξυσμού, απομακρύνεται ολοένα περισσότερο- ο αριθμός των ανθρώπων που δεν τον έχουν γνωρίσει, ακόμα και στην Ευρώπη, είναι τώρα μεγαλύτερος από των μαρτύρων- αυτοί οι «νέοι» θα Πρέπει να συνεχίσουν να ενδιαφέρονται για ένα συμβάν προϊστορικό, ενώ το 1968 φαίνεται ήδη σε πολλούς σαν όριο πέρα από το οποίο δεν θα
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
μπορούσαν να ανατρέξουν, κάτι όπως η γέννηση του Χριστού; Ε λοιπόν, αντί να συμμετάσχω στην γενική ευφορία μπροστά σ’ αυτή την αληθινή λήξη του πολέμου, αισθάνομαι την ανάγκη να ξαναγυρίσω πίσω, στα χρόνια του άγχους, στην ζοφερή εποχή κατά την οποία το ναζιστικό και το κομμουνιστικό καθεστώς έφταναν στην μέγιστη ισχύ τους, και στον παραδειγματικό τους θεσμό, τα στρατόπεδα. Το σκέφτο μαι μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη φορά- μήπως πρόκειται να γί νω εξ ίσου αναχρονιστικός με έναν παλαιό πολεμιστή; Επειδή πιθανόν τα στρατόπεδα —καθώς και ό,τι στο βασίλειο των ναζί χρησίμευε ως προθάλαμος τους, τα γκέτο— φρονώ πως είναι το έμβλημα του ολοκληρωτισμού, αισθάνομαι την υποχρέωση να τα μελε τήσω εξονυχιστικά. Δεν βρέθηκα ποτέ σε στρατόπεδο, ούτε από κοντά ούτε από μακριά, με εξαίρεση τα ναζιστικά στρατόπεδα που έχουν μετατραπεί σε μουσεία- αλλά έχω ζήσει, μέχρι τα εικοσιτέσσερά μου χρόνια, σε μία χώρα τότε ολοκληρωτική. Εκεί εδράζεται η ταύτισή μου, όσο μερική και αν είναι, με τους κρατούμενους. Από κει, ωστόσο, μου έρχονται και οι πρώτες μύχιες εμπειρίες του πολιτικού κακού που μου επιβλήθηκε και δεν το υφίσταμαι πια. Ω, τίποτε συνταρακτικό, μάλλον η κοινή μοίρα: η πειθήνια συμμετοχή σε διάφορες δημόσιες εκδηλώ σεις, η αδιαμαρτύρητη χρησιμοποίηση του κώδικα κοινωνικής συμπερι φοράς, η σιωπηλή συγκατάνευση στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Τα χρόνια που φεύγουν δεν με κάνουν να λησμονήσω την εμπειρία αυτή. Αν αισθάνομαι υποχρεωμένος να επανέλθω εδώ σ’ αυτή, ο λό γος δεν είναι μόνον ότι ο ολοκληρωτισμός δεν έχει ακόμα πεθάνει πα ντού- ο αληθινός λόγος είναι πως πιστεύω ότι, όταν αγνοούμε το πα ρελθόν, κινδυνεύουμε να το επαναλάβουμε. Κι αυτό που με απασχο λεί, δεν είναι το παρελθόν ως τέτοιο- είναι μάλλον ότι πιστεύω πως διαβάζω σ' αυτό ένα δίδαγμα που απευθύνει σ’ εμάς, σήμερα. Ποιο, ό μως; Τα συμβάντα δεν αποκαλύπτουν ποτέ από μόνα τους το νόημά τους, τα γεγονότα δεν είναι διαφανή- για να μάθουμε κάτι, είναι ανά γκη να τα ερμηνεύσουμε. Και για την ερμηνεία αυτή θα επωμιστώ μό νος μου την ευθύνη- θα προσπαθήσω να πω εδώ το μάθημα που πήρα από τα στρατόπεδα και τον ολοκληρωτισμό.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Μια θέση για την ηθική; Ο πόλεμος όλων εναντίον όλων Οι αφηγήσεις για τα ολοκληρωτικά στρατόπεδα μπορούν να ξανα διαβαστούν από διάφορες οπτικές γωνίες. Μπορούμε ν’ αναρωτηθούμε για την ακριβή ιστορική αλύσωση που έχει οδηγήσει στη δημιουργία των στρατοπέδων, κατόπιν στον αφανισμό τους· μπορούμε να συζητή σουμε έντονα για την πολιτική τους σημασία- μπορούμε ν’ αντλήσουμε απ’ αυτά μαθήματα κοινωνιολογίας ή ψυχολογίας. Οσο για μένα, θα ή θελα να εγείρω εδώ ένα διαφορετικό ζήτημα, κι ας μη μπορώ να α γνοήσω τελείως αυτές τις άλλες οπτικές: θα ήθελα να καταλάβω καλύ τερα την αντίθεση που έχω συναντήσει, ανάμεσα σε ηρωικές αρετές και σε καθημερινές αρετές- ώστε το πεδίο που διάλεξα είναι το πεδίο της ηθικής και, όπως ο Εντελμαν και η Κραλ, θα ενδιαφερθώ περισσό τερο για τα ατομικά πεπρωμένα παρά για τους αριθμούς και τις ημερο μηνίες. Αλλά ακούω κιόλας μια ένσταση: δεν έχει ρυθμιστεί από καιρό το ζήτημα; Δεν μας είναι γνωστό, σ’ αυτό το επίπεδο, ότι τα στρατόπε δα μάς έχουν φανερώσει μία απλή και θλιβερή αλήθεια, δηλαδή ότι, σ’ αυτές τις ακραίες συνθήκες, όλα τα ίχνη ηθικής ζωής εξατμίζονται και οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε ζώα μπλεγμένα σ’ έναν ανελέητο πόλεμο επιβίωσης, τον πόλεμο όλων εναντίον όλων; Η άποψη αυτή δεν είναι μόνο κοινός τόπος τού πώς παρουσιάζει ο λαός τα συμβάντα αυτά- την συναντούμε πλουσιοπάροχα και στις αφη γήσεις των ίδιων των επιζησάντων. Είχαμε γίνει αδιάφοροι για τη δυ στυχία των άλλων- για να επιβιώσεις, έπρεπε να σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου: αυτό το μάθημα πήρε από το Αουσβιτς ο Ταντέους Μπορόφσκι, που έμελλε ν’ αυτοκτονήσει το 1951. «Σ’ αυτό τον πόλεμο, η ηθικότητα, η εθνική αλληλεγγύη, ο πατριωτισμός και τα ιδεώδη της ε λευθερίας, της δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έχουν γλιστρήσει και φύγει απ’ τον άνθρωπο σαν σάπια κουρέλια [...]. Ποιο έ γκλημα δεν θα διέπραττε ο άνθρωπος για να σωθεί;» (Από δω, 168). Η ηθική δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο: αυτό είναι το συμπέρασμα και ενός άλλου τροφίμου του Αουσβιτς, του Ζαν Αμερύ, που έμελλε να αυτοκτονήσει το 1978. «Το φυσικό δίκαιο δεν υπάρχει, και οι ηθικές κατηγορίες είναι ευμετάβολες όπως η μόδα» (Διανοούμενοι, 22). Οι στερήσεις ήταν τέτοιες, επιβεβαιώνει ένας τρίτος επιζήσας του Άουσβιτς, ο Πρίμο Λέβι, που έμελλε ν’ αυτοκτονήσει το 1987, ώστε οι ηθι κές στάσεις είχαν καταστεί ανέφικτες. «Εδώ, ο αγώνας για τη ζωή εί ναι αμείλικτος, γιατί ο καθένας είναι απελπιστικά και άγρια μόνος». Ε λοιπόν, για να επιβιώσεις έπρεπε «να εγκαταλείψεις κάθε αξιοπρέπεια, να σβήσεις κάθε σπίθα συνείδησης, να ριχτείς στη συμπλοκή σαν ζώο
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
εναντίον άλλων ζώων, να εγκαταλειφθείς στις ανυποψίαστες υπόγειες δυνάμεις που στηρίζουν τις γενεές και τα άτομα στις αντιξοότητες» (Εάν, 115-20). «Ήταν μία ύπαρξη σύμφωνα με τον Χομπς, ένας συνε χής πόλεμος όλων εναντίον όλων» (Αυτοί που βούλιαξαν, 132). Δεν διαφέρει πολύ η πείρα από τα κομμουνιστικά στρατόπεδα. Ο Βαρλάμ Τσαλάμοφ, που έμεινε σ’ αυτά είκοσι πέντε χρόνια, από τα ο ποία δεκαεπτά στην Κολύμα, είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξος. «Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα — αγάπη, φιλία, ζήλεια, αγάπη για τον πλη σίον, ευσπλαχνία, δίψα για δόξα, τιμιότητα— όλα τα συναισθήματα αυ τά μας είχαν εγκαταλείψει, μαζί με τη σάρκα που την είχαμε χάσει κα τά την παρατεταμένη πείνα μας. [...] Το στρατόπεδο ήταν μία μεγάλη δοκιμασία των ηθικών δυνάμεων του ανθρώπου, της συνηθισμένης ηθι κής, και το 99% των ανθρώπων δεν τα έβγαζαν πέρα σ’ αυτή τη δοκι μασία. [...] Οι συνθήκες του στρατοπέδου δεν επέτρεπαν στους ανθρώ πους να παραμείνουν άνθρωποι, τα στρατόπεδα δεν είχαν δημιουργηθεί για ανθρώπους» (31 και 11). Η ηθική ζωή δεν ήταν πια εφικτή, δια πιστώνει και η Ευγενία Γκίνσμπουργκ, που έζησε είκοσι χρόνια στην Κολύμα. «Ενα ανθρώπινο πλάσμα σπρωγμένο στον πάτο από μορφές απάνθρωπης ζωής [...] χάνει σταδιακά όλες τις ιδέες που είχε για το καλό και το κακό. [...] Ήμασταν, αναμφίβολα, ηθικά νεκροί» (II, 21 και 179). Αν το μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς θα επιβιώσεις, αναγνωρίζεις μόνο τον νόμο της ζούγκλας, δηλαδή την απουσία κάθε νόμου και την αντικατάστασή του από την ωμή δύναμη. Το κύριο αποτέλεσμα αυτής της απόλυτης επικράτησης του ενστί κτου της αυτοσυντήρησης πάνω στην ηθική ζωή είναι η απουσία συ μπόνιας για τα βάσανα των άλλων και, επιπλέον, η έλλειψη βοήθειας που θα έπρεπε να του δοθεί- απεναντίας, ο άνθρωπος συντελεί στον μαρασμό τού πλησίον, για να μπορέσει να ελαφρύνει λιγάκι τη δική του ζωή. Κι αν ακόμα δεν διαπράττουν επιθετικές πράξεις, οι κρατού μενοι παραλείπουν τα υποτυπώδη καθήκοντα της αλληλεγγύης. Σ’ ένα κεφάλαιο της μαρτυρίας του, με τίτλο «Είναι δύσκολο να μείνεις άν θρωπος», ο Ανατόλη Μαρτσένκο, που είχε εκτοπιστεί στη Μορδοβία, αφηγείται πώς, ενώ ένας κρατούμενος κόβει τις φλέβες του και σωριά ζεται μέσα στο αίμα του, οι σύντροφοί του στο κελί τελειώνουν ήρεμα το πρωινό τους. «Ένας άνθρωπος αιμορραγεί μπροστά στα μάτια μου κι εγώ γλείφω καλά καλά το κουτάλι μου και σκέφτομαι μόνο τη στιγ μή που θα μου ξαναδώσουν να φάω. Εξακολουθεί να υπάρχει μέσα σ’ εμένα, μέσα σε όλους που είμαστε εδώ, κάτι ανθρώπινο;» (132). Τα μέ λη των ομάδων που καθάριζαν τα βαγόνια τα οποία κατέφταναν στο Αουσβιτς δεν αισθάνονται την παραμικρή τύψη όταν τσεπώνουν τα τρόφιμα και τα αντικείμενα των καινούριων εκτοπισμένων. «Αφού δεν μπορούμε να σταματήσουμε αυτό τον κατακλυσμό των πτωμάτων, για τί να μην επωφεληθούμε από τις ημέρες που μας χαρίζονται;» (Ι_3ΐ<3-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ΟουοΙν, 129). Ο Ρίχαρντ Γκλάζαρ, που κάνει την ίδια δουλειά στην Τρε μπλίνκα και επωφελείται με τον ίδιο τρόπο, αναθυμάται την περίοδο κατά την οποία οι αποστολές κρατουμένων σπάνιζαν και την αντίδρα σή του όταν ξαναπύκνωσαν: «Είχαμε φωνάξει: “Ζήτω! Ζήτω!” [...] Δεν αμφισβητούσαμε το γεγονός ότι ίσα ίσα ο θάνατος των άλλων, όποιοι κι αν ήταν, σήμαινε για μας ζωή» (Σερένυ, 227). Ως και οι πιο στενοί οι κογενειακοί δεσμοί δεν αντιστέκονταν σ’ αυτή τη μάχη για την επιβίω ση: ο Μπορόφσκι αφηγείται πώς μια μητέρα, για να σώσει τη ζωή της, προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε το παιδί της· ο Ελί Βήζελ, που επέζησε από το Άουσβιτς, έχει περιγράφει στο βιβλίο του Νύχτα πώς ο γιος αρ πάζει το ψωμί από τα χέρια του πατέρα του ή πώς αυτός ο ίδιος αισθά νεται ανακούφιση για τον θάνατο του πατέρα του, καθώς βλέπει έτσι να αυξάνονται οι δικές του πιθανότητες επιβίωσης. Αν κάθε χειρονομία του ατόμου καθορίζεται από τις διαταγές των ανωτέρων του και από την ανάγκη να επιβιώσει, η ελευθερία του περιορί ζεται στο μηδέν και δεν μπορεί αληθινά να ασκήσει τη θέλησή του για να διαλέξει την άλφα και όχι την βήτα συμπεριφορά. Ε λοιπόν, εκεί που δεν υπάρχει επιλογή, δεν υπάρχει και χώρος για οποιαδήποτε ηθική ζωή. Αμφιβολίες Αν ωστόσο ξαναδιαβάσω τις αφηγήσεις των επιζησάντων, έχω την εντύπωση ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο μαύρη όσο μπορεί να φαινό ταν. Δίπλα σε παραδείγματα που παρουσιάζουν την εξαφάνιση κάθε η θικού συναισθήματος, βρίσκουμε κι άλλα, που μας δείχνουν κάτι δια φορετικό. Ο ίδιος Λέβι, που έβλεπε στο στρατόπεδο μόνο την εξουθενωτική πάλη όλων εναντίον όλων, που γράφει: «Ο καθένας είναι για τον καθέ να εχθρός ή αντίπαλος», σταματά και παραδέχεται ότι η γενίκευση αυ τή είναι παρατραβηγμένη: «Μα όχι», ο τάδε δεν ήταν ούτε εχθρός ού τε αντίπαλος (Εάν, 52). Αλλωστε, πολλές ιστορίες στο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος εναντιώνονται στον ζοφερό γενικό νόμο που διατύπωσε ο Λέβι. Ο καλός του φίλος Αλμπέρτο, που θα πεθάνει κατά τις αναγκα στικές πορείες εκκένωσης των στρατοπέδων, παλεύει για την επιβίω σή του, χωρίς ωστόσο να γίνει διόλου κυνικός· ξέρει να είναι συγχρό νως δυνατός και γλυκύς. Ενας άλλος φίλος, ο Ζαν ο Πίκολο (που θα επιζήσει) επιδιώκει κι αυτός να μείνει στη ζωή, κι ωστόσο «δεν παρέλειπε να διατηρεί ανθρώπινες σχέσεις με τους λιγότερο προνομιούχους συντρόφους του» (143). Αλλά αν υπάρχουν τόσες εξαιρέσεις, εξακο λουθεί να ισχύει ο κανόνας; Ο ίδιος Μπορόφσκι, που οι αφηγήσεις του για το Άουσβιτς είναι οι πιο αμείλικτες, γράφει: «Νομίζω ότι ο ο άνθρωπος ξαναβρίσκει πάντα εκ νέου τον άνθρωπο —δια μέσου της αγάπης. Κι αυτό είναι το πιο ση μαντικό και το πιο ανθεκτικό πράγμα» (Ο κόσμος, 135). Είναι άλλωστε
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
γνωστό ότι ο Μπορόφσκι συμπεριφέρθηκε στο Αουσβιτς τελείως δια φορετικά από τα πρόσωπα του έργου του: η αφοσίωσή του στους άλ λους έφτανε να γίνει ηρωισμός. Αλλά έχει καταλάβει από τα έσω μέχρι πού μπορούσε να φτάσει η ανθρώπινη εξαχρείωση και δεν έχει θελήσει ν’ αποτελεί εξαίρεση από την περιρρέουσα διαφθορά: το πρόσωπο του έργου του ονομάζεται κι αυτό Ταντέους, όπως αυτός ο ίδιος, και μιλάει σε πρώτο πρόσωπο- είναι κάπο κυνικός —και αμείλικτος. Ιδού ο κανό νας που έχει ορίσει για καθετί που γράφεται για το Αουσβιτς: να μη γράφεις, παρά μόνον αν είσαι ικανός να επωμιστείς τις χειρότερες τα πεινώσεις που έχει επιβάλει το στρατόπεδο στους κρατούμενους. Μ’ αυτό, έκανε μία καινούρια επιλογή, και μία καινούρια ηθική πράξη. Ο ίδιος Χαλάμοφ, που αφηγείται την απελπισία της Κολύμα και την εσωτερική εξαχρείωση όλων, βεβαιώνει: «Δεν θα φτάσω ασφαλώς να καταγγείλω έναν άνθρωπο που είναι κρατούμενος όπως εγώ, ό,τι κι αν κάνει. Ούτε και θα επιδιώξω να πάρω τη θέση του ομαδάρχη, που εξα σφαλίζει τη δυνατότητα να παραμείνεις στη ζωή» (33). Οπως έχει επισημάνει ο Σολζενίτσυν, μία τέτοια απόφαση αποδεικνύει ότι δεν απα γορεύονται όλες οι επιλογές και ότι, ο ίδιος ο Χαλάμοφ τουλάχιστον, αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα που διατυπώνει. Οι ίδιοι Ι_3ΐ<5 και Οουάν, που επέζησαν από το Αουσβιτς και διαπιστώνουν την απώλεια της ανθρώπινης ταυτότητάς τους, επισημαίνουν ότι χωρίς βοήθεια η ε πιβίωση ήταν αδύνατη- ώστε υπήρχε βοήθεια; Επειτα από τριάντα χρό νια, ο Ι_3Κ3 το επιβεβαιώνει: οφείλω την επιβίωσή μου «στη συνάντησή μου με ορισμένους συμπατριώτες μου με ανθρώπινο πρόσωπο και με ανθρώπινη καρδιά» (19). Η Γκίνσμπουργκ αναφέρει αναρίθμητες χειρο νομίες αλληλεγγύης, τις οποίες δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει η βασική αρχή που η ίδια διατύπωσε. Και αν υπήρξαν γιοι που άρπαξαν το ψωμί από τα χέρια των πατεράδων τους, ο Ρομπέρ Αντέλμ, κρατού μενος στο Μπούχενβαλντ, έχει συναντήσει κι άλλους γιους. «Ο πεινασμένος γέροντας που θα έκλεβε μπροστά στον γιο του, για να φάει ο γιος του. [...] Οι δύο μαζί πεινασμένοι, που πρόσφεραν ο καθένας το ψωμί του στον άλλο με μάτια όλο λατρεία» (274). Η αυστριακή κρατούμενη Έλα Λίνγκερς-Ράινερ αναφέρει στις ανα μνήσεις της από το Αουσβιτς ότι είχε συναντήσει εκεί μία άλλη γιατρί να, Εβραία, την Ένα Βάις, που εξέφραζε τη φιλοσοφία της για τη ζωή ως εξής: «Πώς επιβιώνω στο Αουσβιτς; Η βασική αρχή μου: πρώτον ε γώ, δεύτερον εγώ, τρίτον εγώ. Έπειτα τίποτε. Έπειτα πάλι εγώ, και με τά όλοι οι άλλοι» (118). Η διατύπωση αυτή, που την παραθέτουν συ χνά, θεωρείται η πιο σωστή έκφραση του ηθικού νόμου —ή μάλλον της απουσίας του— στο Αουσβιτς. Ωστόσο, η Λίνγκενς-Ράινερ σπεύδει να προσθέσει ότι η γιατρίνα παραβίαζε καθημερινά την παραπάνω βασική της αρχή και βοηθούσε δεκάδες, εκατοντάδες άλλες κρατούμενες. Αφού είχε διηγηθεί την ιστορία της, την συμπλήρωσε με μία παρόμοια χειρονομία. Ιδού πώς περιγράφει τις μεταμορφώσεις που υπέστη η ηθι
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
κή: «Εμείς οι άλλοι κρατούμενοι του στρατοπέδου είχαμε έναν μόνο κανόνα: ό,τι συντελούσε στην επιβίωσή μας ήταν καλό, ό,τι την απει λούσε ήταν κακό και αποφευκταίο» (142). Κι ωστόσο μάς περιγράφει εκτενώς μία συνειδησιακή σύγκρουση που την είχε αναστατώσει: έ πρεπε να παρέμβει προς όφελος μιας εβραίας ασθενούς και να θέσει έτσι σε κίνδυνο τις δικές της πιθανότητες επιβίωσης ή έπρεπε να μη παρέμβει και να σκεφτεί μόνο τον εαυτό της; Διάλεξε τελικά το πρώτοαλλά, κι αν ακόμα είχε προτιμήσει το δεύτερο, ο δισταγμός που ένιωθε θα αποδείκνυε ότι δεν είχε σβήσει μέσα της το ηθικό συναίσθημα. Άλλωστε, οι συνειδησιακές συγκρούσεις δεν είναι σπάνιες στις α κραίες καταστάσεις και επιβεβαιώνουν με την ύπαρξή τους τη δυνατό τητα επιλογής, και άρα ηθικής ζωής. Θα θέλαμε να απαλλαγούμε απ’ αυτή, γιατί οδηγούμαστε να διαλέξουμε ελεύθερα ένα κακό, που το θεωρούμε ωστόσο μικρότερο απ’ αυτό που θα συνέβαινε αλλιώς· αλλά δεν το κατορθώνουμε πάντα. Η Λίνγκενς-Ράινερ είναι γιατρίνα: οφεί λει ή όχι να σκοτώσει τα νεογέννητα, για να έχουν οι μητέρες μεγαλύ τερες πιθανότητες επιβίωσης; Οφείλει να χρησιμοποιήσει το μοναδικό της φάρμακο για να ανακουφίσει μία βαριά άρρωστη ή δύο πιο ελα φριά; Οι αντιστεκόμενοι της Βίλνο αντιμετωπίζουν ένα τρομερό δίλημ μα: πρέπει να παραδώσουν οι ίδιοι στην Γκεστάπο τον αρχηγό τους Ισαάκ Βίτενμπεργκ ή να δεχθούν να εκμηδενιστεί το γκέτο από τα τανκς; Όλες οι διαπραγματεύσεις με τον καταχτητή εμπλέκουν οδυνηρές συνειδησιακές συγκρούσεις. Δεν είναι αλήθεια ότι η ζωή στο στρατόπεδο υπακούει μόνο στον νόμο της ζούγκλας: οι κανόνες της κοινωνικής ζωής δεν είναι οι ίδιοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Η κλοπή σε βάρος της διοί κησης είναι όχι μόνο νόμιμη, μα και αξιοθαύμαστη· απεναντίας, η κλο πή, ιδίως ψωμιού, από συγκροτούμενους αντιμετωπίζεται με περιφρό νηση και, τις περισσότερες φορές, τιμωρείται αυστηρά. Ο νόμος αυτός ισχύει αυστηρά τόσο στα ναζιστικά όσο και στα κομμουνιστικά στρατό πεδα. Παρόμοια, οι χαφιέδες περιφρονούνται και τιμωρούνται και στα δυο είδη στρατοπέδων. Οι δέκα εντολές, γράφει η Άννα Παβελτσύνσκα, που επέζησε του Άουσβιτς, δεν είχαν εξαφανιστεί, αλλά είχαν επανερμηνευτεί. Το να σκοτώσεις μπορούσε να είναι μία ηθική πράξη, αν μ’ αυτό εμπόδιζες έναν βίαιο δολοφόνο να εξακολουθεί να ρημάζει. Η ψευδομαρτυρία μπορούσε να γίνει πράξη ενάρετη, αν έδινε τη δυνα τότητα να σώσεις ανθρώπινες ζωές. Το να αγαπάς τον πλησίον σου ό πως τον εαυτό σου ήταν απαίτηση υπερβολική, αλλά το να αποφεύγεις να τον ενοχλείς δεν ήταν. Η Ζερμαίν Τιγιόν, που επέζησε του Ράβενσμπρυκ, καταλήγει, κατά τη γνώμη μου λογικά, στην ακόλουθη μη κα τηγορηματική κρίση για την ηθική ζωή του στρατοπέδου: «Τα τεταμένα νήματα της φιλίας θαρρείς και είχαν βουλιάξει κάτω από την γυμνή κτηνωδία του αναβρύζοντος εγωισμού, αλλά όλο το στρατόπεδο ήταν αόρατα μπλεγμένο στα νήματα αυτά» (II, 26).
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Υπάρχουν τόσα αντιπαραδείγματα προς τις βασικές αρχές ανηθικότητας που αναφέρουν οι επιζήσαντες, ώστε η παρουσία των βασικών αυτών αρχών στα γραπτά τους απαιτεί με τη σειρά της εξήγηση. Γιατί οι μερικές περιπτώσεις, που αυτοί οι ίδιοι αναφέρουν, δεν απεικονί ζουν τα γενικά συμπεράσματα στα οποία φρονούν ότι μπορούν να κα ταλήξουν; Ο Τεράνς Ντε Πρε, που έγραψε μια μελέτη για τους επιζή σαντες των στρατοπέδων, έχει προτείνει μια απάντηση: οι πρώην κρα τούμενοι επιμένουν στην αρνητική πλευρά της εμπειρίας τους, γιατί αυτό ακριβώς είναι σε τούτη μοναδικό, και κυρίως δεν θέλουν να το κρύψουν από την άλλη μεριά, τα παραδείγματά τους αντανακλούν την πολυπλοκότητα της κατάστασης. «Ως μάρτυρας, ο επιζήσας αποσκοπεί κυρίως στο να μεταδώσει την απόλυτη ξενότητα των στρατοπέ δων, την ιδιαίτερη απανθρωπιά τους·» (99). Μπορούμε σ’ αυτό να προ σθέσουμε ότι οι επιζήσαντες υποφέρουν από τύψεις πως δεν βοήθη σαν τους πλησίον τους, καίτοι η συμπεριφορά τους είναι απόλυτα ερμηνεύσιμη και δικαιολογήσιμη, απλώς επειδή οι συνέπειες αυτής της μη-επέμβασης είναι θηριώδεις: ο θάνατος. Η Ζερμαίν Τιγιόν είναι στο νοσηλευτήριο, άρρωστη, και μία «επιλογή» παίρνει τη μάνα της, κρα τούμενη κι αυτή στο Ράβενσμπρυκ. Η ίδια δεν μας λέει τίποτε άλλο, αλλά ξέρουμε, από την αφήγηση της φίλης της Μπούμπερ-Νόυμαν, ότι κατηγορεί πικρά τον εαυτό της που άφησε τη μάνα της να φύγει. «Η Ζερμαίν αναπήδησε στο κρεβάτι, κλαψουρίζοντας σαν λαβωμένο ζώο, κι άρχισε να κλαίει με αναφιλητά: “Πώς έγινε και σκέφτηκα μόνο τον ε αυτό μου και ξέχασα τη μάνα μου;”» (Ράβενσμπρυκ, 201). Το εσωτερι κό της δικαστήριο την κρίνει πιθανόν ένοχη· αλλά κανένα άλλο ανθρώ πινο δικαστήριο δεν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο. Υπάρχει και άλλος ένας λόγος, για τον οποίο η παραπάνω ιδέα είναι παρούσα στα γραπτά των επιζησάντων. Λένε ότι τα στρατόπεδα έχουν αποδείξει ότι η συμπεριφορά του ατόμου εξαρτάται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος και όχι από τη θέλησή του, ότι η ζωή είναι πόλεμος όλων εναντίον όλων, ότι η ηθική είναι μόνο μία επιφανειακή σύμβαση. Αλλά οι διαβεβαιώσεις αυτές υπάρχουν σε αφθονία και έξω από τα γραπτά των επιζησάντων, στην ευρωπαϊκή σκέψη των δύο προηγούμε νων αιώνων και, ιδιαίτερα, στην κυρίαρχη ιδεολογία των ολοκληρωτι κών χωρών μπορούμε να τις βρούμε και στον Μαρξ και στον Νίτσε. Τα στρατόπεδα πράγματι δημιουργήθηκαν κατά το πνεύμα αυτής της ιδεο λογίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το απεικονίζουν τέλεια. Όταν ο Μπορόφσκι διακηρύσσει: «Στην πραγματικότητα, όλος ο κό σμος μοιάζει με στρατόπεδο συγκεντρώσεως [...]. Ο κόσμος δεν κυβερνάται ούτε από τη δικαιοσύνη ούτε από την ηθικότητα [...]. Ο κό σμος κυβερνάται από τη δύναμη» (Από δω, 168), δεν βγάζει μόνον ένα συμπέρασμα με αφετηρία την πείρα του- αναδιατυπώνει κιόλας με τον τρόπο του έναν κοινό τόπο της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, που τον προ σάρμοσε στα μέτρα του το ναζιστικό καθεστώς. Ο Τσέσλαβ Μίλος, που
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τον είχε γνωρίσει πριν από το Αουσβιτς και που του έδωσε τα χαρα κτηριστικά του χαρακτήρα «Βήτα» στο βιβλίο του Η αιχμάλωτη σκέψη, μαρτυρεί: ήδη το 1942 ο Μπορόφσκι θεωρούσε τον κόσμο έδαφος αντιπαράταξης γυμνών δυνάμεων, και τίποτε άλλο. Ο ήρωας των αφηγήσεών του ενσαρκώνει αυτή την πίστη στην επιτυχία ως απόδειξη της ποιότητας: επιβιώνουν οι καταλληλότεροι. Αυτόν ακριβώς τον κοινωνι κό δαρβινισμό θέλει να απεικονίσει ο Μπορόφσκι με τις ιστορίες που διηγείται· και γι’ αυτό δεν έχουν θέση σ’ αυτές, ή έχουν μικρή θέση, οι πράξεις καλοσύνης. Αποκαλυπτική είναι η εμπλοκή του, μετά τον Πό λεμο, στην υπηρεσία της κομμουνιστικής εξουσίας στην Πολωνία: έχει βρει την ιδεολογία που του ταίριαζε —αλλά, από την άποψη αυτή, η ι δεολογία αυτή δεν διαφέρει πολύ από την ναζιστική- πρέπει, άλλωστε, ο κόσμος να είναι τόσο άσχημος όσο τον έχει απεικονίσει, για να είναι δικαιολογημένη η στάση του, στάση μίσους και αποκλεισμού. Ε λοι πόν, ίσα ίσα οι ναζί δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν ανθρώπινα όντα ελά χιστα πιο αξιοσέβαστα από τα ζώα, απ’ τη στιγμή που αφαιρούμε τα στολίδια των καλών τρόπων; Ο Μπορόφσκι δηλώνει και έναν ντετερμινισμό, που συμμερίζονται κομμουνιστές και ναζί: τις πράξεις των ανθρώπων τις κυβερνούν οι κοι νωνικές συνθήκες ή η φυλετική κληρονομιά, μα όχι η ατομική θέληση· τα στρατόπεδα, τόπος μετασχηματισμού του ανθρώπινου υλικού, αποτελούν το ακραίο αποκορύφωμα του δόγματος αυτού. Διαμορφώνο ντας τις κατάλληλες συνθήκες, δηλαδή μία μέγιστη πίεση, δεν μπορεί παρά να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η πείνα, το κρύο, οι ξυ λοδαρμοί, η καταναγκασπκή εργασία, θα μετατρέψουν τους ανθρώ πους σε ό,τι επιθυμούν οι κάτοχοι της εξουσίας. Αυτή είναι η φιλοσο φία που κρύβεται κάτω από την ίδρυση των στρατοπέδων —αλλά όχι η φιλοσοφία την οποία μπορούμε να συναγάγουμε από την παρατήρηση της συμπεριφοράς των κρατουμένων. Πρέπει, ωστόσο, να εισαγάγουμε εδώ μια διάκριση, ή μάλλον την έννοια ενός κατωφλιού βασάνων, πέρα από το οποίο οι πράξεις του α τόμου δεν μας μαθαίνουν πια τίποτε για το συγκεκριμένο άτομο, αλλά μόνο για τις μηχανικές αντιδράσεις στα βάσανα αυτά. Το κατώφλι αυ τό το φτάνουμε έπειτα από μία παρατεταμένη πείνα ή μία επικρεμάμενη απειλή θανάτου, ή ακόμα, στα ναζ.οτικά στρατόπεδα, την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών μετά την άφιξη στο στρατόπεδο. «Η πείνα είναι μία ανυπέρβλητη δοκιμασία. Ο άνθρωπος που φτάνει σ’ αυ τό το έσχατο σκαλί εξαχρείωσης είναι γενικά έτοιμος για όλα», διαπι στώνει ο Ανατόλη Μαρτσένκο (108-9). Είκοσι χρόνια νωρίτερα, ένας άλλος κάτοικος του Γκουλάγκ, ο Γκούσταβ Χέρλινγκ, συμπέραινε: «Όλα μπορεί [να κάνει] ένας άνθρωπος που του έχεις επιβάλει μεγάλη πείνα και μεγάλα βάσανα» (164). Χρησιμοποιώντας ακραία μέσα, είναι πράγματι δυνατόν να καταστρέψεις εκ θεμελίων το κοινωνικό συμβό λαιο, και να κάνεις τους ανθρώπους να αντιδρούν καθαρά ζωικά.
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Ποια είναι, όμως, η σημασία της παρατήρησης αυτής; Μήπως σημαί νει ότι σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η αλήθεια της ανθρώπινης φύσης, και ότι η ηθική είναι μόνο και μόνο μία επιφανειακή σύμβαση, που εγκαταλείπεται στην πρώτη ευκαιρία; Καθόλου- αυτό που, απεναντίας, αποδεικνύει είναι ότι οι ηθικές αντιδράσεις είναι αυθόρμητες και πανταχού πα ρούσες, και ότι είναι ανάγκη να μετέλθουμε τα πιο βίαια μέσα για να τις ξεριζώσουμε. Μπορούμε να αναγκάσουμε τα φυτά να μεγαλώσουν ορι ζόντια, έλεγε ο Ρουσώ- αυτό δεν σημαίνει ότι, χωρίς καταναγκασμό, δεν μεγαλώνουν κατακόρυφα. Ο άνθρωπος δεν φανερώνει την γνήσια ταυτότητά του με τα βασανιστήρια. Για να καταργήσουμε τα συνηθι σμένα συστατικά της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής, δημιουργούμε μία τελείως τεχνητή κατάσταση, που μας μαθαίνει ορισμένα πράγματα μό νο για τον εαυτό της. Ο Χέρλινγκ έχει δίκιο: «Έφτασα να πιστεύω ότι έ νας άνθρωπος μπορεί να είναι ανθρώπινος μόνον όταν ζει σε συνθήκες ανθρώπινες, και όπ δεν υπάρχει μεγαλύτερος παραλογισμός από το να τον κρίνουμε με βάση τις πράξεις που διαπράττει σε συνθήκες απάνθρω πες» (164). Γι’ αυτό και δεν θα χρονοτριβήσω περισσότερο στις καταστά σεις που βρίσκονται πέρα από το κατώφλι που όρισα. Μπορούμε ήδη να συμπεράνουμε στο σημείο αυτό, πριν καν εισέλθουμε στις λεπτομέρειες της ηθικής ζωής στα στρατόπεδα, ότι η υπόθε ση, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι, κατά βάθος, λύκος για τον άνθρωπο, δεν επιβεβαιώνεται από τα όσα μπορούμε να παρατηρήσου με. Το ίδιο είχε διαπιστώσει και ο Ντε Πρε, διαβάζοντας τις αφηγήσεις αυτές: «Βρίσκεται ότι η “φυσική κατάσταση” δεν είναι φυσική. Ο πό λεμος όλων εναντίον όλων πρέπει να επιβληθεί με τη βία» (142). Η λαϊκή εκδοχή του δόγματος του Χομπς είναι εσφαλμένη: αν δεν υ πάρχει ακραίος καταναγκασμός, οι άνθρωποι τείνουν, μεταξύ άλλων, να επικοινωνούν μεταξύ τους, να αλληλοβοηθούνται, να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό. Ενας ίδιος κόσμος Το συμπέρασμα αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως έκφραση μιας μα κάριας αισιοδοξίας. Βεβαιώνοντας τη συνέχεια της καθημερινής εμπει ρίας και της εμπειρίας των στρατοπέδων, με εξαίρεση το πέρα από το κατώφλι του υποφερτού, και άρα την εγκυρότητα των ηθικών ζητημά των και στους δύο χώρους, διόλου δεν βεβαιώνω ότι το καλό βασιλεύ ει αμετρίαστο παντού. Κάθε άλλο: θα έλεγα μάλλον ότι, από τη συνέ χεια του κοινού και του ακραίου, θα μπαίναμε στον πειρασμό να αντλή σουμε πολύ λίγο ενθαρρυντικά συμπεράσματα. Στην τρέχουσα ζωή, όπως και στα στρατόπεδα, μπορούμε να παρα τηρήσουμε την άντίθεση δύο τύπων συμπεριφοράς και δύο τύπων α ξιών, δηλαδή: των ζωτικών αξιών και των ηθικών αξιών. Στην πρώτη περίπτωση, αυτό που μετράει περισσότερο είναι, πρώτα πρώτα, η δια
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τήρηση της ζωής μου, και μετά η βελτίωση της καλοπέρασής μου. Στην δεύτερη, θεωρώ ότι υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο από τη ζωή: να παραμείνεις άνθρωπος είναι πιο σημαντικό από το να παραμείνεις ζωντανός. Αυτή η επιλογή των ηθικών αξιών δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την υ ποτίμηση της ζωής, αφού η επιβίωση εξακολουθεί να είναι ένας τελεί ως αξιοσέβαστος στόχος (έχουμε δει ότι υπάρχει έδαφος για να αντιδιαστείλουμε, από αυτή την άποψη, ηρωικές αρετές και καθημερινές α ρετές, που είναι ωστόσο όλες από την πλευρά των ηθικών αξιών) — αλλά όχι με οποιοδήποτε τίμημα. Οι όροι που χρησιμοποιήσαμε για να περιγράψουμε την επιλογή αυ τή δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε λάθος: δεν εννοώ ότι η ηθική εί ναι, κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο, εξωτερική προς τη ζωή, μια ξένη υπόσταση με την οποία καταστέλλουμε τη ζωή- φρονώ ότι είναι μάλι στα μία συστατική της διάσταση. Παραμένει μία διαφορά: στην πρώτη περίπτωση, ιερή είναι η δική μου ζωή, στην δεύτερη, η ζωή ενός άλ λου- αλλά οι δύο βασικές αρχές είναι εξ ίσου κοινές. Αυτό είναι το μά θημα από τις ακραίες καταστάσεις. Ο Χόρχε Σεμπρούν, που επέζησε α πό το Μπούχενβαλντ, γράφει: «Στα στρατόπεδα, ο άνθρωπος γίνεται το ζώο που είναι ικανό να κλέψει το ψωμί ενός συντρόφου, να τον σπρώξει στον θάνατο. Αλλά στα στρατόπεδα ο άνθρωπος γίνεται και το ανίκητο πλάσμα που είναι ικανό να μοιραστεί ώς και το στερνό του αποτσίγαρο, ώς και την στερνή του μπουκιά ψωμί, ώς και την στερνή του ανάσα, για να υποστηρίξει τους συντρόφους του» (72). Και ο Ανα τολή Μαρτσένκο: «Πίσω από τα συρματοπλέγματα, οι άνθρωποι είναι εξ ίσου διαφορετικοί μεταξύ τους όπως όταν είναι ελεύθεροι: πολύ κα λοί και παλιάνθρωποι, δειλοί και θαρραλέοι, πρότυπα εντιμότητας και αυστηρότητας, ξεσκολισμένα καθίκια, έτοιμοι για οποιαδήποτε προδο σία» (242). Ναι, αλήθεια: στην κοινή ζωή που διάγουμε, η κατάσταση δεν είναι διαφορετική απ’ αυτή που περιγράφουν ο Μαρτσένκο και ο Σεμπρούν. Αυτή η ποικιλία παρατηρείται στα στρατόπεδα όχι μόνον ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και στο εσωτερικό της κάθε ατομικής διαδρο μής. Ακόμα και οι πιο αξιοπρεπείς άνθρωποι περνούν συνήθως από πολλές φάσεις. Κατά τη διάρκεια της πρώτης, πριν το στρατόπεδο, υ πήρξε αφύπνιση της ηθικής συνείδησης. Κατά την δεύτερη, που αντι στοιχεί συχνά στους πρώτους μήνες στο στρατόπεδο, επέρχεται η κα τάρρευση των προγενέστερων ηθικών αξιών μπροστά στην ωμότητα των καινούριων περιστάσεων. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει έναν κόσμο α νελέητο και αντιλαμβάνεται πως είναι ικανός να τον κατοικήσει. Ωστό σο, αν επιζήσει από αυτή τη δεύτερη περίοδο, μπορεί να φτάσει σε μία τρίτη, που κατά τη διάρκειά της ξαναβρίσκει ένα σύνολο ηθικών αξιών, κι ας μην είναι ακριβώς το ίδιο με το παλαιότερό του- τα κάρβουνα δεν έχουν σβήσει και αρκεί μία ελάχιστη ανακούφιση για να ξανανάψει η φωτιά. «Ακόμα και στη ζούγκλα του Μπίρκεναου ο άνθρωπος δεν ήταν
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
αναγκαστικά λύκος για τον άνθρωπο», διαπιστώνει η Όλγα Λενγκύελ, που ήταν γιατρίνα στο Άουσβιτς (290). Δεν θα ήθελα ούτε να ερμηνεύσει κάποιος αυτή τη διαπίστωση της ύπαρξης ηθικών ιδιοτήτων στο στρατόπεδο σαν εγκώμιο στα βάσανα, που είναι γεννήτορες αρετών. Βρίσκουμε αυτή την τελευταία ιδέα σε ορισμένους παλαιούς κρατούμενους, πιθανόν υπό την επιρροή της χρι στιανικής παράδοσης. Ο Σολζενίτσυν έχει επιμείνει στα ευεργετικά α ποτελέσματα της φυλακής, που οδηγεί σε μιαν εμβάθυνση του όντος, και έχει υποστηρίξει, σε αντίθεση προς άλλους επιζήσαντες, ότι το ίδιο ισχύει και για τα στρατόπεδα. Η Ιρίνα Ρατουτσίνσκαγια, που εκτοπί στηκε στα στρατόπεδα της Μορδοβίας, ακούει πίσω από τα συρματο πλέγματα το ακόλουθο τραγούδι: «Ευχαριστώ, σκουριασμένα κάγκελα, ευχαριστώ, ξιφολόγχη! Χωρίς εσάς, μόνον ένα πολύ μακρό παρελθόν θα μου είχε δώσει τούτη τη σοφία» (159). Και αναφωνεί: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, που μ’ έκανες να υπομείνω τις μετακινήσεις, που με υποχρέωσες [...] να συρθώ μες στα μπουντρούμια και να γνωρίσω την πείνα» (175). Είναι βέβαιο ότι το ηθικό θάρρος ανθρώπων όπως ο Σολζενίτσυν ή η Ρατουτσίνσκαγια αξιώνει τον σεβασμό μας· αλλά η θέση τους μου φαί νεται πως είναι μια καταχρηστική γενίκευση με αφετηρία την δική τους περίπτωση. Από τα όσα έχω δει κι έχω διαβάσει, μου φαίνεται ότι, από την άποψη αυτή, τα βάσανα είναι αμφισήμαντα: βελτιώνουν ορισμέ νους και εξαχρειώνουν άλλους· και όλα τα βάσανα δεν μοιάζουν μετα ξύ τους. Αυτό που πιθανόν αληθεύει, είναι ότι μία εμπειρία όπως των στρατοπέδων ωριμάζει τα άτομα πιο γρήγορα και τους διδάσκει μαθή ματα που δεν θα είχαν πάρει έξω- οι επιζήσαντες έχουν συχνό την ε ντύπωση ότι, κατά την περίοδο αυτή, ήταν πιο κοντά στην αλήθεια από όσο σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Αλλά αυτός ο εμπλουτισμός ή ωρίμανση του πνεύματος, αν υποθέσουμε ότι συμβαίνει, δεν είναι ηθική α ρετή. Τέλος, κι αν ακόμα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε μία σχέση α νάμεσα σε βάσανα και ηθική, δεν καταλαβαίνω τι είδους συμπέρασμα θα έπρεπε να βγάλουμε: κανένας δεν μπορεί να σφετεριστεί το δικαίω μα να συστήσει στους άλλους να επιθυμούν τη δυστυχία για να γίνουν πιο ενάρετοι. Αφού πέρασε είκοσι χρόνια στα στρατόπεδα, η Ευγενία Γκίνσμπουργκ έγινε ασφαλώς άνθρωπος πιο σοφός και πιο πλούσιος, από το αν είχε παραμείνει η δογματική και κατηγορηματική κομμουνίστρια της δεκαετίας του 1930' αλλά ποιος ανελέητος θεός θα τολμού σε να ισχυριστεί ότι πρέπει εθελοντικά να προτιμήσει τα βάσανα; Η διαφορά ανάμεσα στη ζωή στο στρατόπεδο και την κοινή ζωή δεν έγκειται στην παρουσία ή την απουσία ηθικής; έγκειται αλλού. Εί ναι ότι, στην συνηθισμένη ύπαρξη, οι αντιθέσεις για τις οποίες μιλώ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
δεν εμφανίζονται καθαρά. Σ’ αυτήν, οι εγωιστικές χειρονομίες είναι με ταμφιεσμένες σε πράξεις ρουτίνας, και, ακόμα, το διακύβευμα της κα θεμιάς τους είναι σαφώς περιορισμένο: δεν εξαρτώνται απ’ αυτό αν θρώπινες ζωές. Στο στρατόπεδο, στο οποίο πρέπει μερικές φορές να διαλέξεις ανάμεσα στο να σώσεις το ψωμί σου και να σώσεις την αξιοπρέπειά σου, ανάμεσα στην σωματική ασιτία και την ηθική ασιτία, όλα προβάλλονται καθαρά. «Τα στρατόπεδα, γράφει ο Σεμπρούν, είναι κα ταστάσεις οριακές, στις οποίες γίνεται πιο ωμά ο διαχωρισμός ανάμε σα στους ανθρώπους και τους άλλους» (72). Η διαφθορά των μεν επι ταχύνεται και εκτίθεται ενώπιον όλων αλλά ενισχύεται και η εξύψωση των δε. «Το στρατόπεδο εξαγνίζει τη συνείδηση, ή την καταστρέφει ο λοκληρωτικά. Εδώ, γίνεσαι καλύτερος ή χειρότερος, ανάλογα με το τι επικρατούσε στην αρχή», λέει η Ρατουτσίνσκαγια (231). Ε λοιπόν, δια φθορά και εξύψωση υπάρχουν και έξω από τα στρατόπεδα, μα εκεί τις αναγνωρίζουμε πιο δύσκολα. Η ζωή των στρατοπέδων μεγεθύ νει και κάνει εύγλωττο αυτό που, στην κανονική καθημερινότητα, θα μπορούσε εύκολα να διαλάθει της προσοχής μας. Κάτι που έχουν, επίσης, κοινό το ακραίο και το συνηθισμένο εί ναι ότι, και στις δύο περιπτώσεις, τα άτομα στην πλειονότητά τους τάσσονται υπέρ των ζωτικών αξιών, και μόνον ορισμένοι διαλέ γουν τον άλλο δρόμο. Ή ίσως: τον περισσότερο καιρό, όλα τα άτο μα τάσσονται υπέρ των ζωτικών αξιών αλλά δεν αγνοούν καθό λου τις ηθικές αντιδράσεις. Για μιαν ακόμα φορά, αυτό είναι πολύ πιο εμφανές στα στρατόπεδα, και γι’ αυτό ακριβώς πιστεύουμε ότι μπορούμε να βγάλουμε απ’ αυτά ένα γενικό μάθημα ανηθικότητας· αλλά αληθινά ο εγωισμός επικρατεί και στις καταστάσεις της κοι νής ζωής. Απλώς, το κακό δεν είναι αναπόφευκτο: αυτό είναι το πιο αισιόδοξο συμπέρασμα που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε α πό την εμπειρία των στρατοπέδων (όπως και από της έξω ζωής). Ο αριθμός ωστόσο είναι, από μία ορισμένη σκοπιά, χωρίς σημασία: αυτό που μετράει, είναι να υπάρχει πάντα η δυνατότητα να τα χθούμε υπέρ των ηθικών αξιών. «Κι αν ακόμα υπήρχαν πάρα πολύ λίγοι, κι αν ακόμα υπήρχε ένας μόνο, θα αρκούσε για να μαρτυρή σει ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι εσωτερικά πιο δυνατός από το πεπρωμένο του», συμπεραίνει ο Βίκτορ Φράνκλ, που επέζησε από το Αουσβιτς (117). Ώστε είναι δυνατόν, και σ’ αυτό στοιχηματίζει το βιβλίο μου, να στοχαστούμε την ηθική με αφετηρία την ακραία εμπειρία των στρατοπέδων, όχι επειδή εκεί είναι ανώτερη, αλλά επειδή εκεί εί ναι πιο ορατή και πιο εύγλωττη. Θα εξετάσω με τη σειρά τις δύο πτυ χές της: την πτυχή των καθημερινών ή ηρωικών αρετών και την πτυχή των καθημερινών ή τερατωδών ελαττωμάτων. Τέλος, θα επιχειρήσω να αναλύσω τις αντιδράσεις μας μπροστά στο κακό.
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ΟΥΤΕ ΗΡΩΕΣ ΟΥΤΕ ΑΓΙΟΙ Ηρωισμός και αγιότητα Το πρότυπο και οι μετασχηματισμοί του Οι αφηγήσεις των εξεγέρσεων της Βαρσοβίας μας έχουν κάνει ν’ ανακαλύψουμε δύο ειδών αρετές, τις ηρωικές και τις καθημερινές. Θα ή θελα τώρα, κλητεύοντας το πολύ ευρύ υλικό που προέρχεται από τα ο λοκληρωτικά στρατόπεδα, να επιδιώξω να καταλάβω καλύτερα τα δύο είδη αρετών. Προηγουμένως, ωστόσο, προτίθεμαι να ερωτήσω την πα ράδοση του ηρωισμού και της αγιότητας, όπως αυτή διαιωνίζεται στην Ευρώπη επί περίπου τρεις χιλιετίες. Δεν τίθεται, προφανώς, ζήτημα να ανασυγκροτήσουμε στο σύνολό της την παράδοση αυτή· αλλά μόνο να εξάρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά που θα μας δώσουν τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε τα όσα μόλις πριν λίγο παρατηρήσαμε: οι εξεγερμένοι της Βαρσοβίας ήταν ήρωες τυπικοί ή ασυνήθιστοι; Η αφετηρία του ήρωα, όπως μας τον έχει παραδώσει η επική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, είναι η απόφαση να φτάσει, όποιο κι αν είναι το τίμημα, στο έξοχο, ένα ιδεώδες του οποίου, αυτό είναι ουσιώδες, το μέ τρο το φέρει μέσα του. Ο πρωταρχικός ήρωας, ο Αχιλλέας, δεν υπηρε τεί πραγματικά καμία υπόθεση (ή την υπηρετεί κακά) και δεν μάχεται για ένα ιδεώδες έξω από τον εαυτό του· είναι ήρωας επειδή επιδιώκει το δικό του πρότυπο ηρωικής τελειότητας. Αυτό σημαίνει, στην προκει μένη περίπτωση, ότι γίνεται μία ενσάρκωση της ισχύος: σωματική δύνα μη, βέβαια, μα και ηθική δύναμη, ενεργητικότητα, θάρρος. Αυτό το εσω τερικό κριτήριο υπεροχής εκφράζεται στον εξωτερικό κόσμο με μορφή δόξας, άρα με αφηγήσεις που εδραιώνουν αυτή τη δόξα. Χωρίς αφήγη ση που τον δοξάζει, ο ήρωας δεν είναι πια ήρωας. Όποιο κι αν είναι το τίμημα: μ’ άλλα λόγια, ο ήρωας αγαπά πάντα κάτι πάνω από τη ζωή του (τον έξοχο χαρακτήρα του: δεν είναι με το μέρος των ζωτικών αξιών)· κατά συνέπεια, είναι εξ αρχής συνδεδεμένος και με τον θάνατο. Η επιλογή είναι ανάμεσα στη ζωή χωρίς δόξα και στον ένδοξο θάνατο. Ο ήρωας διαλέγει τον θάνατο όχι επειδή τον εκτιμά αυτόν καθαυτόν (δεν είναι νοσηρός), αλλά επειδή είναι ένα α πόλυτο —κάτι που η ζωή δεν είναι (η συμμετρία των όρων είναι απατη λή). Ο θάνατος είναι εγγεγραμμένος στο πεπρωμένο του ήρωα. Σ’ αυ τό ο ήρωας διαφέρει από τους άλλους ανθρώπους. Καθώς είναι εφο διασμένος με εξαιρετική ισχύ, βρίσκεται ήδη μακριά από τους συνηθι σμένους ανθρώπους· καθώς έχει προτιμήσει τον θάνατο από τη ζωή, αποχωρίζεται πιο εύκολα τη ζωή. Ο Αχιλλέας είναι ο αμιγής ήρωας, η ενσάρκωση αυτού που θα μπο ρούσαμε να ονομάσουμε αρχαίο ηρωισμό- άλλοι ήρωες, οι συγκαιρινοί
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
του ωστόσο, διατηρούν μόνον ορισμένες πτυχές αυτού του προτύπου ή το κάμπτουν με τον τρόπο τους. Ο Έκτορας, λόγου χάρη, συμμορ φώνεται γενικά στο πρότυπο αυτό- συγχρόνως, φιλοδοξεί όχι μόνο να φτάσει στην ηρωική υπεροχή, αλλά και να προστατεύσει την πατρίδα του (την πόλη του). Εγκαινιάζει έτσι την μακρά παράδοση των ηρώων που δεν υπηρετούν πια μόνο το ηρωικό ιδεώδες, αλλά και μία εξωτερι κή αρχή: τον βασιλέα, την πατρίδα, τον λαό ή μία ευγενή υπόθεση· η παράδοση αυτή θα συνεχιστεί μέχρι τους «νεκρούς για την πατρίδα» του 20ού αιώνα, αλλά δεν προορίζεται μόνο για τους στρατιώτες: ας θυμηθούμε τον μικρό Χανς Μπρίνκερ, το παιδί από το Χάρλεμ που κλείνει με το δάχτυλό του την τρύπα στο φράγμα και σώζει έτσι το χω ριό του άπό την πλημμύρα. Μία άλλη παραλλαγή του ήρωα διατηρεί την εξύψωση της ψυχής, χωρίς να κλητεύει τη σωματική δύναμη: είναι ο ηρωικός σοφός, με κα λύτερο παράδειγμα τον Σωκράτη και τον θάνατό του. Προτιμά τον θά νατο για τη δικαιοσύνη από την επιβίωση χάρη στην αδικία- ώστε δικαι ολογημένα επικαλείται το παράδειγμα του Αχιλλέα, για να εξηγήσει τη συμπεριφορά του. Μ’ αυτό, συγγενεύει και με τους άγιους, ή θρησκευ τικούς ήρωες, καίτοι αυτοί ανήκουν περισσότερο στη βιβλική παράδοση και λιγότερο στην παράδοση του Όμηρου (αλλά οι ηθικολόγοι σχολια στές του Όμηρου προετοιμάζουν ήδη την εξομοίωση των δύο). Ανάμε σα σε άγιους και ήρωες υπάρχουν προφανώς διαφορές, αλλά ένας η ρωικός σοφός όπως ο Σωκράτης παραπέμπει και στις δύο κατηγορίες. Ιδού, λόγου χάρη, ο γέροντας Ελεάζαρ, μάρτυρας και άγιος της Παλαιός Διαθήκης. Υποβάλλεται σε μία δοκιμασία που εναντιώνεται στη θρησκεία του: τον υποχρεώνουν να φάει χοιρινό! Αλλά, πιστός στο ιδεώδες του Αχιλλέα, προτιμά «έναν ένδοξο θάνατο παρά μία ατιμα σμένη ζωή» και, όπως ο Σωκράτης, αρνείται να αποφύγει την θανατική ποινή με μέσα που θεωρεί ανέντιμα. Επιλέγει να υπηρετήσει τη δόξα του Θεού: «Θα αφήσω στους νέους ένα ηρωικό παράδειγμα πεθαίνοντας με έναν ωραίο θάνατο, αυθόρμητα και ηρωικά, για την υπεράσπι ση των άγιων και ιερών νόμων». Το ’πε και το ’κανε- και ο χρονικογρά φος προσθέτει: «Ώστε ο άνθρωπος εγκατέλειψε έτσι τη ζωή αφήνο ντας με τον θάνατό του, όχι μόνο για τους νέους, αλλά και για ολόκλη ρο το έθνος, ένα παράδειγμα ηρωισμού και ένα μνημείο αρετής» (Μακκαβαίων, Β, στ, 18-31). Βρισκόμαστε σαφώς μέσα στην σωκρατική πα ράδοση, έστω και αν η ιδέα της δικαιοσύνης δεν συγχέεται με την υπα κοή στους διατροφικούς κανόνες. Όπως ο ήρωας, είναι και ο άγιος εξαιρετικό ον, που δεν υποτάσσε ται στους νόμους της κοινωνίας στην οποία ζει* δεν αντιδρά όπως οι άλλοι, και οι εξαιρετικές του ιδιότητες (το σθένος της ψυχής του) τον κάνουν μοναχικό, που λίγο νοιάζεται για το αποτέλεσμα που έχουν οι πράξεις του στους κοντινούς του. Οριακά, ο άγιος δεν γνωρίζει την ε σωτερική πάλη, ούτε εν τέλει τα βάσανα. Όπως ο ήρωας, δεν δέχεται
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
τον συμβιβασμό- κατά συνέπεια, είναι πάντα έτοιμος να πεθάνει για την πίστη του, πράγμα που δεν κάνουν οι άλλοι κάτοικοι της πολιτείας, όσο ευσεβείς κι αν είναι. Η αγάπη του Θεού γεμίζει την καρδιά του άγιου και δεν αφήνει σ’ αυτήν χώρο για μία εφάμιλλη αγάπη που κατευθύνεται προς τους αν θρώπους: να αγαπάς τους ανθρώπους με μια τέτοια αγάπη θα φανέρω νε ειδωλολατρεία, γιατί οι άνθρωποι ανήκουν στον ενθαδικό κόσμο, ό χι στο βασίλειο του Θεού. Για να υποχρεώσουν μια γυναίκα να απαρνηθεί τη χριστιανική θρησκεία, οι δικαστές φέρνουν μπροστά στην κα τηγορούμενη, την μέλλουσα αγία Περπέτουα, τους γέροντες γονείς της, τον άνδρα της και το μικρό παιδάκι της: αν επιμείνει πεισματικά στην πίστη της, της λένε, καταδικάζει το παιδάκι να ορφανέψει, τον άνδρα να χηρέψει, τους γονείς της να γεράσουν μέσα στη μοναξιά και την ανέχεια. Παρεμβαίνει ο πατέρας: «Σπλαχνίσου μας, κόρη μου, και ζήσε μαζί μας». Μα η Περπέτουα, απομακρύνοντας το παιδί της και α πωθώντας τους, λέει: «Φύγετε μακριά μου, εχθροί του Θεού, γιατί δεν σας γνωρίζω» (\/0Γ39ΐηβ II, 400). Η αγία Περπέτουα αγαπά τον Θεό πε ρισσότερο από τους κοντινούς της και διαλέγει τον θάνατο: ως προς αυτό είναι άγια. Εδώ, μονον ο Θεός είναι σκοπός, και επιλέγεται σε βάρος των συγκεκριμένων ανθρώπων. Αυτό το πρότυπο ηρωισμού και αγιότητας, καίτοι ήδη πολλαπλό, δεν έχει διατηρηθεί ανέπαφο, κι αν ακόμα εμμένουμε σ’ αυτό στο επί πεδο των εξιδανικευμένων εικόνων (δηλαδή χωρίς να μιλούμε για πραγματικές συμπεριφορές). Ο ήρωας της Οδύσσειας ενσαρκώνει ήδη ένα άλλο ιδεώδες: όχι πια την ισχύ, αλλά την πανουργία και το λογικό. Η Οδύσσεια καθαγιάζει τον θρίαμβο του Οδυσσέα: αντί να χρειαστεί να διαλέξει, όπως ο Αχιλλέας, ανάμεσα σε μακρά ζωή δίχως δόξα και ένδοξο θάνατο, απεικονίζει τη δυνατότητα να διαφυλάξει τα πλεονε κτήματα και των δύο όρων: αποκτά τη δόξα (όπως αποδεικνύει η ύπαρ ξη του έπους), αλλά κρατά και τη ζωή και γερνά ειρηνικά ανάμεσα στους δικούς του. Στις παραδοσιακές κατηγορίες των αγίων, στον μάρτυρα και τον α σκητή, προστίθεται ο ελεήμων άγιος, αυτός που αφιερώνει τη ζωή του στους φτωχούς και τους βασανισμένους. Κι αν ακόμα αφοσιώνεται με αυταπάρνηση, ο άγιος αυτός δεν ζει στον ίσκιο του θανάτου: ο άγιος Βι κέντιος ντε Πωλ, τον 17ο αιώνα, μοιάζει περισσότερο με επιθεωρητή της Κοινωνικής πρόνοιας και λιγότερο με πλάσμα που προορίζεται για ένδοξο θάνατο- το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε για την αδελφή Τερέ ζα σήμερα, που φροντίζει τους φτωχούς στην Καλκούτα ή αλλού. Οι ελεήμονες άγιοι αφιερώνονται στους ανθρώπους, αλλά δεν παύουν, δια μέσου αυτών, να προσβλέπουν στον Θεό- τα ανθρώπινα όντα παραμέ νουν μέσον, για να βασιλέψει στη γη ο νόμος του Θεού. Δια μέσου των μετασχηματισμών αυτών (και πολλών άλλων), που εξασφαλίζουν τη θέση καινούριων αξιών στο φαντασιακό των ευρω-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
πάίκών πληθυσμών, μια μεταμόρφωση του ηρωικού ιδεώδους διατηρεί ται σε όλο τον Μεσαίωνα, οπότε και γεννά τον ιπποτικό κώδικα (ήδη πολύ διαφορετικό από τον κώδικα του Αχιλλέα)· κι ακόμα πιο πέρα, μέ χρι τουλάχιστον τον 17ο αιώνα, οπότε και τον ξανασυναντούμε στις α ριστοκρατικές αρετές και στην ιδέα της τιμής. Αλλά, με την θριαμβευ τική έλευση του ατομικισμού ως ιδεολογίας, περί τα τέλη του 18ου αι ώνα, το ηρωικό πρότυπο χάνεται στις ευρωπαϊκές χώρες: ο άνθρωπος δεν ονειρεύεται πια άθλους και δόξα, αποσκοπεί στην προσωπική ευ τυχία, αν όχι και σε μια ζωή μες στην απόλαυση. Οι οξυδερκείς παρα τηρητές των μέσων του 19ου αιώνα, ο Τοκβίλ, ο Χάινε, ο Ρενάν, κι ό ταν ακόμα δεν αμφισβητούν την γενική κατεύθυνση της εξέλιξης της κοινωνίας, δεν μπορούν να μην εκφράσουν τη λύπη τους για την εξα φάνιση κάθε ηρωικού πνεύματος και την αντικατάστασή του από την προτίμηση της προσωπικής και «αστικής» άνεσης. Οι μυθιστοριογράφοι παίρνουν για ήρωες των μυθιστορημάτων τους πρόσωπα εξόχως αντιηρωικά: ο Ζυλιέν Σορέλ και η Έμα Μποβαρύ δεν μοιάζουν αληθινά τον Αχιλλέα και την Αντιγόνη. Η αλήθεια είναι ότι ο Αχιλλέας ήταν με τον τρόπο του ατομικιστής, αφού δεν πολεμούσε για το καλό της κοι νότητας ή για την υπεράσπιση ενός κοινωνικού ιδεώδους, αλλά για να συμμορφωθεί στην δική του απαίτηση υπεροχής· εν τούτοις, η ομοιό τητα είναι μόνον επιφανειακή, και η κοινωνία των αρχαίων ελλήνων η ρώων ήταν το αντίθετο των νεοτερικών δημοκρατιών. Η υποβάθμιση θα συνεχιστεί κατά τον 20ό αιώνα, και θα καταλήξει στους αλήτες του Τσάπλιν ή στους κλοσάρ του Μπέκετ οι ηττημένοι προκαλούν σήμερα μεγαλύτερη συμπάθεια από όσο οι νικητές. Η σελίδα του ηρωισμού φαίνεται, τούτη τη φορά, ότι έχει οριστικά γυρίσει. Ο πόλεμος, αγαπημένος χώρος των αρχαίων ηρώων, καταδικάζεται σήμερα, στο δικό μας μέρος του κόσμου, από σχεδόν όλους, και επι πλέον γίνεται δεκτός ως αναγκαίο κακό, ως μοιραία καταστροφή. Οι στρατιωτικές αρετές δεν εκτιμώνται καθόλου. Το να πεθαίνεις για την πατρίδα (η πιο κοινή εκδοχή του κλασικού ηρωικού προτύπου) δεν φαί νεται πια να βάζει πολλούς σε πειρασμό. Θα πρέπει να πούμε ότι ο ση μερινός πόλεμος δεν έχει καμία σχέση με τις ατομικές μονομαχίες στις οποίες μπορούσε να εμπλακεί ο Αχιλλέας. Η τελειότητα των ό πλων, και όχι το θάρρος ή η ισχύς των μαχητών, αποφασίζει την έκβα ση της μάχης· η νίκη οφείλεται σε έναν μηχανικό που κάθεται ήρεμα στο γραφείο του, και όχι στον στρατιώτη της πρώτης γραμμής. Αλλω στε, δεν υπάρχουν πια γραμμές ούτε επαφή μεταξύ των αντιπάλων, α φού ο πιλότος, που αφήνει τις βόμβες του να πέσουν, δεν βλέπει ποτέ τα θύματά του. Αμφισβητείται ώς και η ιδέα του επαγγελματία πολεμι στή, στην περίπτωση που αποφασίζουν κάποιοι να διεξάγουν «ολοκλη ρωτικό» πόλεμο, αφού η καταστροφή του βιομηχανικού δυναμικού ή η εξόντωση του άμαχου πληθυσμού είναι μία πολεμική πράξη εξ ίσου α ποτελεσματική με όλες τις άλλες, αν όχι πιο αποτελεσματική (συνθη
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
κολόγηση της Ιαπωνίας μετά τη Χιροσίμα). Όχι, οι ήρωες σαφώς δεν φαίνεται να έχουν θέση στον κόσμο μας. Έχω φτάσει, όμως, να αμφιβάλλω για την τόσο ολοκληρωτική εξα φάνιση του προτύπου του ήρωα. Νομίζω μάλλον ότι το πρότυπο αυτό έχει μετασχηματιστεί κι άλλο, δίχως εμείς να το αντιληφθούμε καλά καλά, και δεσπόζει σε ορισμένα μέρη της ζωής μας, αλλά όχι σε όλα: οι κοινωνίες μας αποδέχονται την ιδεολογική ετερογένεια, και άρα την συγκατοίκηση πολλών προτύπων που ο ανταγωνισμός τους παρουσιά ζεται μόνο σποραδικά. Λέγοντας αυτό, δεν αναφέρομαι σε προσωπι κότητες που είναι αντικείμενα θαυμασμού αλλά σχετικώς περιθωρια κές, όπως οι πρωταθλητές στον αθλητισμό, αυτοί οι σύγχρονοι Ηρακλείς, ή όπως οι εμψυχωτές των φιλανθρωπικών ομίλων, οι άγιοί μας, που διακινδυνεύουν τη ζωή τους ανάμεσα στους λεπρούς ή τους πιο στερημένους- νομίζω ότι, πρόκειται για πολύ πιο εκτεταμένα φαινόμε να. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ εδώ την εικόνα που βρίσκεται στην αρχή της Βασίλισσας του χιονιού του Άντερσεν: ο διάβολος έχει σκαρώσει έναν τεράστιο καθρέφτη, τον καθρέφτη του κακού, και τον στέλνει στον Θεό. Εκείνος τον κάνει να γλιστρήσει από τα χέρια αυτών που τον κουβαλούν, και ο καθρέφτης σπάζει- αλλά δεν εξαφανίζεται. «Έσπασε στη γη, όπου κατακερματίστηκε σε εκατοντάδες εκατομμύ ρια ή δισεκατομμύρια κομματάκια κι ακόμα πιο πολλά, και έτσι έκανε πολύ περισσότερο κακό από προηγουμένως- γιατί πολλά κομματάκια του δεν ήταν καθόλου πιο μεγάλα από σπυριά στάρι και πετούσαν πα ντού στον κόσμο» (392). Ο ηρωισμός δεν είναι, βέβαια, το κακό- αλλά, όπως αυτός ο περίφημος καθρέφτης, που εξαφανίστηκε ως σύνολο, ξανασυναντάται, σε ολοένα μικρότερες ποσότητες, σε αναρίθμητες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο κόσμος των ανθρώπινων σχέσεων επηρεάζεται σήμερα από του λάχιστον δύο ιδεολογικά πρότυπα, από τα οποία το ένα είναι η νεοτερική μεταμόρφωση του κλασικού ηρωισμού. Αυτό το πρώτο πρότυπο διέπει τις σχέσεις που παίζονται στη δημόσια σφαίρα: τον πολιτικό κό σμο, τον κόσμο των οικονομικών υποθέσεων, εν μέρει και τον κόσμο της επιστημονικής ή καλλιτεχνικής έρευνας. Το άλλο, ή τα άλλα πρό τυπα διέπουν τη σφαίρα του ιδιωτικού αισθηματικές σχέσεις, καθημε ρινή ζωή, ηθικές βλέψεις. Σε τι, λοιπόν, συνίσταται ο μετασχηματισμός του προτύπου του η ρωισμού; Πρώτα πρώτα, η απειλή του θανάτου δεν πλανάται πια πάνω από τις ενέργειες του νεοτερικού ήρωα: δεν είναι έτοιμος να διακινδυ νεύσει τη ζωή του για να τον παραδεχθούν ως ήρωα. Συνάμα, ο ήρωας αυτός δεν είναι πια ένα εξαιρετικό πλάσμα, σημαδεμένο από μία θαυ ματουργή γέννηση, από μία συναναστροφή με τους θεούς ή τα ζώαείναι ένας άνθρωπος όπως οι άλλοι, και όχι αποκομμένος από τον κοι νωνικό ιστό. Αλλά διατηρείται και η συνέχεια. Ας πάρουμε αρχικά τη λατρεία της ισχύος —που δεν είναι πια σωματική, αλλά μάλλον πολιτι
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
κή, οικονομική ή διανοητική. Σε όλα αυτά τα πεδία, οι άνθρωποι εκτι μούν τις ίδιες ιδιότητες, που θυμίζουν πολύ τις στρατιωτικές αρετές: τη σκληρότητα και το μαχητικό πνεύμα (στις διαπραγματεύσεις με τους συνεργάτες ή στις διενέξεις με τους αντιπάλους), την τακτική και στρατηγική ευελιξία (απόκρυψη των αντικειμενικών στόχων, αλλαγές συμμαχιών, ικανότητα να προβλέπει τις κινήσεις των άλλων), την αποδοτικότητα (ταχύτητα στη λήψη των αποφάσεων, κατάλληλη επιλογή των μέσων)- και, πάνω απ’ όλα: την ικανότητα να κερδίζει, να είναι ο καλύτερος, να πετυχαίνει σε ό,τι επιχειρεί. Η Γερμανία, γράφει ο Ζαν Αμερύ, «αναφέρεται όχι πια στον ηρωισμό της στο πεδίο της μάχης, αλλά στην παραγωγικότητά της, που είναι απαράμιλλη σε ολόκληρο τον κόσμο» (Νους, 81). Ο καλός πολιτικός είναι ο πολιτικός που κερδί ζει- το ίδιο ανταγωνιστικό πνεύμα λειτουργεί και στις επιστήμες και στις τέχνες. Σε αντίθεση προς τους ήρωες που θυσιάζονται για την πα τρίδα ή για ένα ιδεώδες, ο νεοτερικός κληρονόμος τους δεν υποτάσ σει τη δραστηριότητά του σ’ έναν στόχο που θα του ήταν εξωτερικός (αλλά σ’ αυτό παραμένει όπως ο αρχικός ήρωας, ο υπεροπτικός Αχιλλέας). Η όρεξη για την εξουσία δεν είναι μία μεταβατική ιδιότητα, δεν οδηγεί σε τίποτε πέρα από τον εαυτό της, οι άνθρωποι δεν αποσκοπούν σ’ αυτή για ν’ αποκτήσουν το οποιοδήποτε ευεργέτημα ή για να υπηρετήσουμε ένα οποιοδήποτε ιδεώδες: επιδιώκουν την εξουσία για την εξουσία- είναι σκοπός, όχι μέσον. Η παράσταση των ανθρώπινων σχέσεων στις συμβολικές πρακτικές που προσιδιάζουν στις κοινωνίες μας ακολουθεί μία παρόμοια διαίρε ση. Πρώτα πρώτα, οι νεοτερικοί ήρωες της πολιτικής, οικονομικής ή διανοητικής ζωής έχουν ανάγκη από ορισμένες από τις πρακτικές αυ τές, που τις ενσαρκώνουν τα μεγάλα Μ.Μ.Ε.: όπως οι αρχαίοι ήρωες δεν μπορούσαν να παραιτηθούν από τη δόξα και από τις αφηγήσεις που κατέγραφαν τους άθλους τους, οι σύγχρονοι ήρωες δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και προπάντων την τηλε όραση. Από την άλλη μεριά, τα μυθοπ.1.αστικά αφηγήματα που γεννιού νται στις κοινωνίες μας, αναφέρονται κάποτε στο ένα, άλλοτε στο άλλο πρότυπο- η διάκριση συμπίπτει συχνά με τη διάκριση που κάνουμε εύκο λα ανάμεσα στο «δημοφιλές» και το «καλλιτεχνικό». Στην πρώτη ομά δα συναντούμε τις αναρίθμητες τηλεοπτικές περιπέτειες που ξαναπαίζουν ακούραστα το κυνηγητό του κλέφτη και του αστυνόμου, τις περι πετειώδεις ταινίες, τα κατασκοπικά μυθιστορήματα- στην δεύτερη, τα μυθιστορήματα και τις κινηματογραφικές ταινίες που γυρίζουν την πλά τη σ’ αυτή τη θεματική. Όταν μία πολεμική ταινία δοξάζει τους νικητές («τους δικούς μας»), αναφέρεται στο ένα από τα τρέχοντα πρότυπα- ό ταν ενδιαφέρεται για την εμπειρία ενός λιποτάκτη ή για τα βάσανα του άμαχου πληθυσμού, επικαλείται το άλλο. Αυτός ο δεύτερος ηρωισμός δεν είναι ιδιαίτερα αξιοθαύμαστος. Αν ωστόσο σκεφτώ μία κατάσταση πραγματικού πολέμου, η έγκρισή μου
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
προς αυτό το πρότυπο τροποποιείται. Εδώ διαχωρίζομαι από τον ριζο σπαστικό ειρηνόφιλο: αν κάθε πόλεμος ήταν αναγκαστικά κακός, οι πολεμικές αρετές δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι καλές. Ε λοιπόν, νομίζω ότι μερικές φορές είναι καλές, γιατί ορισμένοι πόλεμοι είναι δί καιοι. Φαντάζομαι μία κατάσταση όπως του Δεύτερου Παγκοσμίου πο λέμου (κανείς ακόμα δεν ξέρει πώς θα είναι ο Τρίτος): να κάνεις πόλε μο στον Χίτλερ ήταν η σωστή, δίκαιη στάση, από τη στιγμή που δεν μπορούσε κανένας να τον αναχαιτίσει με άλλα μέσα. Σε τέτοιες περι στάσεις, οι πολεμικές αρετές και ο κλασικός ηρωισμός μού φαίνονται σωστά: απαιτώ από τον στρατιωτικό μου αρχηγό να είναι μάλλον απο φασιστικός και όχι αναποφάσιστος ή ηττοπαθής (προτιμώ τον Τσώρτσιλ από τον Τσάμπερλαιν, ή τον Ντε Γκωλ από τον Νταλαντιέ)· απαι τώ από τον διπλανό μου στρατιώτη στα χαρακώματα να με «καλύπτει» μέχρι τέλους, και όχι να εγκαταλείψει τη θέση του από φόβο ή αδιαφο ρία. Πίστη, θάρρος, επιμονή, αντοχή είναι οι ιδιότητες που εγκρίνουμε εδώ: ιδιότητες απαραίτητες. Αλλά ο πόλεμος δεν είναι μία συνέχιση της ειρήνης με άλλα μέσα (το ότι αυτό πιστεύουμε σήμερα, εξ αιτίας της τρομοκρατίας, είναι μία από τις μεγάλες αποδείξεις τού ότι η παγκόσμια ιστορία δεν υπακούει στην πρόοδο, σαν να ήταν πρόοδος η μετάβαση από τον επαγγελματι κό πόλεμο στον ολοκληρωτικό πόλεμο ή από το δίκαιο του πολέμου στην «νίκη με κάθε τίμημα»). Και, σε καινούρια κατάσταση, καινούριες ιδιότητες: πιθανόν δεν επιδεικνύουμε αχαριστία αλλά διαύγεια όταν στέλνουμε, αφού τελειώσει ο πόλεμος, τους ήρωες στη σύνταξη: ο Τσώρτσιλ και ο Ντε Γκωλ δεν είναι τότε πια απαραίτητοι, μπορούν μά λιστα να γίνουν επικίνδυνοι. Στην κανονική της λειτουργία (που ανα στέλλεται σε καιρό πολέμου), ή δημοκρατία μπορεί να ζήσει πολύ κα λά χωρίς κάτι τέτοιους «μεγάλους άνδρες». Αλίμονο στη χώρα που έ χει ανάγκη από ήρωες, λέει έτσι, με πνεύμα σαφώς δημοκρατικό, ο Γαλιλέος στο θεατρικό έργο του Μπρεχτ. Σε ακραία κατάσταση Μπορούμε τώρα, μετά από αυτή την σύντομη παρέκβαση στον «η ρωισμό» εν γένει, να επανέλθουμε στις ακραίες καταστάσεις που μας απασχολούν. Στα στρατόπεδα, είχαμε πράξεις ηρωισμού ή αγιότητας· αλλά, και σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι επιζήσαντες, ήταν εξαιρετικά σπάνιες. Απαιτούνται εξαιρετικές ιδιότητες για να συμπεριφερθεί κά ποιος έτσι στις καταστάσεις αυτές, και, εξ ορισμού, πολύ λίγοι άνθρω ποι είναι προικισμένοι μ’ αυτές· οι φύλακες, από την άλλη μεριά, κά νουν ό,τι μπορούν για να καταστήσουν ανέφικτες (ή, κάτι που ανάγε ται στο ίδιο, να αποκρύψουν) τις πράξεις ηρωισμού ή μαρτυρίου. Αλλά τέτοιες πράξεις υπάρχουν, και μπορούμε να αναφέρουμε ορισμένους παραδειγματικούς ανθρώπους.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Ένας από τους πιο αναμφισβήτητους ήρωες του έπους αυτού είναι ασφαλώς ο αρχηγός της εξέγερσης στο στρατόπεδο εξοντώσεως Σομπιμπόρ, Σάτσα Πετσέρσκι. Τίποτε, ωστόσο, δεν φαίνεται να τον προο ρίζει να παίξει αυτό τον ρόλο: πριν τον πόλεμο, σπουδάζει μουσική και είναι η ψυχή αρκετών ομάδων ερασιτεχνών μουσικών. Στρατολογήθηκε την πρώτη κιόλας μέρα των εχθροπραξιών και αιχμαλωτίστηκε τον Οκτώβριο του 1941. Στην αιχμαλωσία αρχίζει να δίνει δείγματα των η ρωικών του ικανοτήτων: επιβιώνει σε περιστάσεις δύσκολες, προσπα θεί να δραπετεύσει, ξανασυλλαμβάνεται και επιζεί. Τον στέλνουν στο Σομπιμπόρ τον Σεπτέμβριο του 1943. Δέκα μέρες μετά, έχει πάρει την απόφασή του: οι κρατούμενοι πρέπει να εξεγερθούν και να φύγουν. Βρίσκει κι άλλους που σκέφτονται όπως αυτός και που μπορεί να τους έχει εμπιστοσύνη: η επιλογή των συνεργατών είναι προφανώς αποφα σιστική. Περιτριγυρίζεται από κρατούμενους που έχουν ήδη πολεμήσει και που η φυσική και ηθική τους κατάσταση δεν είναι πάρα πολύ κακή· μπροστά στους άλλους, υποκρίνεται ότι δεν ξέρει τίποτε για όσα εξυφαίνονται. Η ηρεμία, η καλή του διάθεση, η αξιοπρέπειά του, η προσο χή με την οποία αντιμετωπίζει τους άλλους τον κάνουν αγαπητό σε ό λους. Θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του- στις 14 Οκτωβρίου, ώρα 4 το απόγεμα, αρχίζει η εξέγερση. Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου σκοτώ νουν, τον ένα μετά τον άλλο, πολλούς μεμονωμένους φρουρούς και παίρνουν τα όπλα τους. Ο Πετσέρσκι κάνει επίθεση στο οπλοστάσιο του στρατοπέδου, που αποτυγχάνει. Στο μεταξύ, άλλοι κρατούμενοι α νοίγουν πέρασμα στα συρματοπλέγματα, για να δώσουν τη δυνατότη τα να δραπετεύσουν μαζικά οι κρατούμενοι. Μια δωδεκάδα 58 σκοτώ νονται- περίπου τετρακόσιοι κρατούμενοι δραπετεύουν, από τους οποί ους επιζούν περί τους εκατό. Ανάμεσά τους ο Πετσέρσκι, που εντάσ σεται σε μία ομάδα παρτιζάνων και ζει τη λήξη του πολέμου. Έπειτα α πό την εξέγερση, το στρατόπεδο Σομπιμπόρ θα κλείσει. Ο Σάτσα Πετσέρσκι είναι ένας ήρωας όπως θα θέλαμε να είναι όλοι σ’ αυτές τις ακραίες συνθήκες: αποφασισμένος και αποτελεσματικός, και συνάμα ευαίσθητος και μετριοπαθής τη συμπεριφορά- δεν ενεργεί στο όνομα μιας ιδεολογίας. Χωρίς αυτόν (ή κάποιον σαν κι αυτόν), η ε ξέγερση δεν θα είχε γίνει. Διακινδυνεύει, για να εξασφαλίσει την επι βίωση ενός μέρους της κοινότητάς το.)· αλλά ξέρει να περιορίζει τους κινδύνους αυτούς στο ελάχιστο. Έχει θάρρος, κρίση και δύναμη. Πε ρισσότερο από όσο σε άλλους αρχαίους ήρωες, μοιάζει στον Οδυσσέα, που οδηγεί τους συντρόφους του έξω από το σπήλαιο του ανθρωποφάγου Κύκλωπα. Και, όπως ο Οδυσσέας, θα γυρίσει στο σπίτι του και θα ζήσει ώς τα γηρατιά (δεν ξέρω αν σήμερα έχει πεθάνει) —μονα δικό εμπόδιο στο να γίνει ήρωας ευρείας κυκλοφορίας. Ο Μαξιμιλιανός Κόλμπε έγινε πολύ πιο διάσημος και η Καθολική εκ κλησία τον αγιοποίησε. Η χειρονομία του είναι πασίγνωστη: ο ιερέας αυτός κρατείται στο Αουσβιτς- μια μέρα, έπειτα από μία απόδραση, ο
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ρίζονται δεκαπέντε κρατούμενοι για να πεθάνουν από ασιτία μέσα στο μπούνκερ. Ο Κόλμπε ξέρει ότι ο ένας απ’ αυτούς έχει γυναίκα και παι διά- βγαίνει από τη γραμμή και προτείνει να πεθάνει στη θέση του. Η πρότασή του ξαφνιάζει, μα γίνεται δεκτή. Ο Κόλμπε πεθαίνει, ο κρα τούμενος τον οποίο έσωσε επιζεί του πολέμου. Η θυσία αυτή, που πο τέ δεν θα μάθουμε τα έσχατα κίνητρά της, μου φαίνεται ωστόσο αξε χώριστη από την πίστη του Κόλμπε στον Θεό- θαρρώ πως πεθαίνει λιγότερο για τον Φράνσλιτζεκ Γκαγιοβνίτσε και περισσότερο για να εκτελέσει μέχρι τέλους το χριστιανικό του καθήκον. Ο Κόλμπε έχει κάτι από τη σκληρότητα των αγίων της αρχαιότητας. Πριν τον πόλεμο, είναι εξ ίσου ένθερμος αντισημίτης: δημοσιεύει κείμενα που μάχονται την κυριαρχία των Εβραίων στην παγκόσμια οικονομία. Ο Ρούντι Μάσαρεκ συμμετέχει στην εξέγερση της Τρεμπλίνκα, αλ λά δεν έχει την τύχη (ή τη θέληση για ζωή) του Πετσέρσκι. Αυτός ο μισο-εβραίος από την Πράγα θα είχε καταφέρει να ξεφύγει από την εκτόπιση, ακόμα περισσότερο αφού είναι ψηλός και ξανθός, αληθινός Βίκινγκ- αλλά παντρεύεται μία Εβραία και την ακολουθεί, πρώτα στο γκέτο της Τερεζίν, κατόπιν στην Τρεμπλίνκα. Εκεί η γυναίκα του σκο τώνεται αμέσως. Έπειτα από μία περίοδο αποσβόλωσης, ο Ρούντι συμ μετέχει στην ομάδα που ετοιμάζει την εξέγερση- όταν ξεσπάει η εξέ γερση, επιλέγει να μείνει πίσω, για να καλύψει τη φυγή των άλλων. «Πέθανε, εθελημένα, για μας», λέει ένας από τους επιζήσαντες (Σερέ νυ, 263) κι ακόμα: «Κανένας δεν θα είχε βγει από την Τρεμπλίνκα, αν δεν υπήρχαν εκεί αληθινοί ήρωες: άνθρωποι που, έχοντας χάσει γυναί κα και παιδιά, είχαν επιλέξει να πολεμήσουν μέχρι το τέλος για να δώ σουν την ευκαιρία στους άλλους να σωθούν» (262-3). Η συμπεριφορά του θυμίζει τη συμπεριφορά του Μίκαελ Κλέπφιτς στο γκέτο της Βαρ σοβίας. Νομίζω ότι τα κίνητρα του Ρούντι είναι διαφορετικά από του πατρός Κόλμπε: ο μεν γίνεται ήρωας εξ αιτίας της γυναίκας που αγα πούσε, όχι του Θεού- κσ·. η χειρονομία του έχει νόημα διαφορετικό από του Πετσέρσκι: ο ένας διαλέγει να πεθάνει, ο άλλος να ζήσει. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που πέθαναν ηρωικά στα στρατόπεδα είναι πιστοί: χριστιανοί ή κομμουνιστές- καταλαβαίνουμε ότι η πίστη τους τους βοηθάει όταν πρέπει να πεθάνουν. Αυτοί που διακινδυνεύ ουν πιο εύκολα τη ζωή τους δεν μοιάζουν του Πετσέρσκι: ενεργούν, κάπως όπως οι τρομοκράτες σήμερα, στο όνομα μιας ιδεολογίας, όχι από αγάπη για τη ζωή. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να συναντούν τον θάνατο υποφέροντας λιγότερο βαριά. Όπως οι αρχαίοι ήρωες, που αποβλέπουν στη μάχη για να ολοκληρωθούν, χαίρονται μερικές φορές να ρίχνονται σε καταστάσεις εξ ίσου δύσκολες, γιατί εκεί ακριβώς μπορούν να αποδείξουν τον ηρωισμό τους. Ο Σολζενίτσυν διηγείται την ιστορία ενός θανατοποινίτη: η βδομάδα που του απομένει να ζήσει, του φαίνεται η πιο λαμπρή της ζωής του. «Αυτή ακριβώς η έκσταση κα τακυριεύει, σε αντιστάθμισμα, την ψυχή όταν ο άνθρωπος έχει παραι
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τηθεί από κάθε ελπίδα σε μία ανέφικτη σωτηρία και εγκαταλείπεται ο λοκληρωτικά στον ηρωισμό» (II, 488). Η Σαρλότ Ντελμπό, που επέζησε από το Αουσβιτς, μεταφέρει την ανάμνηση μίας συντρόφου της, που γράφει σε ένα εισιτήριο την ημέρα της αναχώρησής της για το Άουσβιτς: «Εκτοπίστηκα. Είναι η ωραιότερη μέρα της ζωής μου”. Ήμουν τρελή, τρελή. Η ηρωίδα με το φωτοστέφανό της, η μάρτυρας που οδεύ ει τραγουδώντας στον θάνατο. Πιθανόν μας χρειαζόταν αυτή η έξαρση για να αντέξουμε στην παρανομία υποκρινόμενες πως είμαστε όπως ό λος ο κόσμος και γλιτώνοντας από τον θάνατο» (Αουσβιτς, III, 52). Μία δραματική μαρτυρία της σύγκρουσης ανάμεσα σε ηρωική έξαρ ση και αγάπη για τη ζωή συναντούμε στα αποχαιρετιστήρια γράμματα του Μαρσέλ Ράίμάν, που τουφεκίστηκε στο όρος Βαλεριέν τον Φε βρουάριο του 1944. Ο Ράίμάν, εβραίος μαχητής των Κομμουνιστικών νεολαιών, είναι, στην γερμανική Κατοχή, θαρραλέος τρομοκράτης: σκοτώνει γερμανούς αξιωματικούς ή στρατιώτες στους δρόμους του Παρισιού, πυροβολώντας από πολύ κοντά ή ρίχνοντας χειροβομβίδες. Συλλαμβάνεται τον Νοέμβριο του 1943 και επί μήνες υποβάλλεται σε βασανιστήρια. Την προηγουμένη της εκτέλεσής του, γράφει στην οικογένειά του. Στη θεία του: «Είμαι εντελώς ήρεμος και γαλήνιος. [...] Εί μαι βέβαιος ότι αυτό θα πονέσει περισσότερο εσάς παρά εμάς» (Ντιαμάντ, 163-4). Έπειτα γράφει άλλα γράμματα, στη μητέρα του και στον αδελφό του, που ήταν τότε εκτοπισμένοι (δεν θα επιστρέφουν). Στη μητέρα του: «Συγχώρεσέ με που έκανα τόσον καιρό να σου γράψω, αλλά είμαστε όλοι τόσο χαρούμενοι που μου είναι αδύνατον, όταν σκέφτομαι πόσο θα πονέσεις». Στον αδελφό του Σιμόν: «Σε φιλώ, σε λατρεύω, είμαι ικανοποιημένος. [...] Μη δίνεις σημασία στο γράμμα μου που είναι τρελό, αλλά δεν μπορώ να μείνω σοβαρός». Κι ωστόσο ο Μαρσέλ Ράίμάν δεν καταφέρνει να μη γράψει αυτό το γράμμα, σαν να του εξασφάλιζε ότι έμενε ακόμα στη ζωή και σε επαφή με τους κοντι νούς του. Όταν τελειώνει τα τρία γράμματα, γράφει πολλά υστερό γραφα. «Αγαπώ όλο τον κόσμο και ζήτω η ζωή. Να ζήσει ευτυχισμένος όλος ο κόσμος. Μαρσέλ». Κι έπειτα ξαφνικά, σαν παιδί: «Μαμά και Σι μόν, σας αγαπώ και θα ήθελα να σας ξαναδώ. Μαρσέλ» (164). Ο Μαρσέλ Ράίμάν είναι ήρωας που αγαπά τους ανθρώπους. Αλλά στους αληθινούς πιστούς, όπως είδαμε, η αγάπη του Θεού (ή του κομ μουνιστικού ιδεώδους: «Στάλιν, σ’ αγαπώ!» αναφωνεί μία αγωνίστρια όταν αρχίζει να παραληρεί) μπορεί να φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τους κάνει να ξεχάσουν να αγαπούν τους συγκεκριμένους ανθρώ πους. Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, πσυ εκτοπίστηκε αρχικά στο Καζακστάν, και κατόπιν στο Ράβενσμπρυκ, έχει περιγράψει εκτενώς τη συμπεριφορά, σ’ αυτό το τελευταίο στρατόπεδο, των μαρτύρων του Ιε χωβά, που επί δύο χρόνια διατέλεσε ΒΙοοΚ&ΚθδΙβ [ομαδάρχισσά] τους. Οι γυναίκες της θρησκευτικής αυτής αίρεσης κρατούνται στο στρατό πεδο επειδή φρονούν ότι ο Χίτλερ είναι η ενσάρκωση του διαβόλου και
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
επειδή αρνούνται να εκτελέσουν μια δουλειά που θα μπορούσε να εξυ πηρετήσει την πολεμική προσπάθεια- για να φύγουν από το στρατόπε δο, θα τις ήταν αρκετό να απαρνηθούν την πίστη τους, αλλά δεν το κά νουν ποτέ. Αποτελούν την πιο συνεκτική ομάδα του στρατοπέδου (και αυτή που υπολογίζουν περισσότερο οι 83)- δεν δέχονται κανένα συμ βιβασμό, τόσο μεγάλη είναι η αγάπη τους για τον Ιεχωβά. Αλλά η αγάπη αυτή δεν ωφελεί ποτέ τους ανθρώπους που είναι γύ ρω τους. Η Μπούμπερ-Νόυμαν συναντά μια γυναίκα, την Έλα Χέμπελ, που φαίνεται εξ ίσου αποφασισμένη με την αγία Περπέτουα: έχει εγκαταλείψει τον άνδρα της με τα τέσσερα μικρά τους παιδιά, για να μην αρνηθεί την πίστη της. Τα γράμματα που λαμβάνει από το σπίτι δεν μπορούν να την κάμψουν: προτιμά να ζει την πίστη της στο Ράβενσμπρυκ. Όπως τα μέλη των οικογενειών τους, έτσι και οι άλλοι κρατούμενοι δεν προκαλούν τον οίκτο των μαρτύρων του Ιεχωβά. «Αν διακινδύνευαν, το έκαναν μόνο προς το συμφέρον του Ιεχωβά —όχι προς το συμφέρον οποιουδήποτε συγκρατουμένου τους» (Ράβενσ μπρυκ, 147). Η Μπούμπερ-Νόυμαν το βίωσε αυτό, όταν ήταν κλεισμένη στο μπουντρούμι. Επιπλέον, τα μέλη της αίρεσης αυτής, όπως και άλ λοι ζηλωτές πιστοί, δεν ^χουν καμία αγάπη για τον εαυτό τους και εί ναι έτοιμοι να υποφέρουν, αν όχι και να πεθάνουν, παρά να παραβιά σουν μία διατροφική απαγόρευση (ας θυμηθούμε τον Ελεάζαρ) —χω ρίς να νοιάζονται για το γεγονός ότι, έτσι, συμμετέχουν στην εκμηδένισή τους και άρα βοηθούν τα εγκληματικά σχέδια των ναζί. «Να αρνείσαι ένα κομμάτι λουκάνικο με το πρόσχημα ότι δεν είναι κασέρ, ενώ πεθαίνεις της πείνας, είναι ηρωικό. [...] Στα κομάντο, να τηρείς την ε βραϊκή θρησκεία γίνεται γοργά μία μορφή αυτοκτονίας» (Φενελόν, 255). Αλλά οι ήρωες δεν αγαπούν αναγκαστικά τους ανθρώπους, κι ό ταν ακόμα οι εν λόγω άνθρωποι είναι ο εαυτός τους. Ώστε είναι δυνατόν να εισαγάγουμε μία διάκριση στο εσωτερικό των ηρώων και των αγίων: ανάμεσα σ’ αυτούς που επιθυμούν να επω φελούνται οι άνθρωποι από την ενέργειά τους — και σ’ εκείνους που τους λησμονούν, και αποσκοπούν στο να έχουν μία συμπεριφορά σύμ φωνη με το ιδεώδες του ηρωισμού ή της αγιότητας. Ο Κόλμπε θυσιά ζεται εξ αιτίας της θρησκείας του, αλλά για έναν άνθρωπο- η Έλα Χέ μπελ ενεργεί από τα ίδια κίνητρα, αλλά κανένας άνθρωπος δεν ωφε λείται απ’ αυτό. Ο ηρωισμός έχει εδώ διαστρεβλωθεί σε ενέργεια στε ρημένη από ανθρώπινη σκοπιμότητα. Είδαμε ακόμα, κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων της Βαρσοβίας, ότι οι δύο αυτές μορφές ηρωισμού συναντιούνται δίπλα δίπλα, και μερικές φορές στον ίδιον άνθρωπο- ε λοιπόν, δεν μπορούμε να τις κρίνουμε με τον ίδιο τρόπο. Ακόμα και στις εξαιρετικές περιστάσεις του πολέμου και της εξέγερσης, όλοι οι ήρωες δεν είναι αξιέπαινοι.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Αξιοπρέπεια Ορισμός Ας γυρίσουμε τώρα στις πράξεις καθημερινής αρετής, που νομίζω πως είναι απείρως περισσότερες από τις ηρωικές πράξεις. Η αξιοπρέ πεια θεωρήσαμε πως ήταν η πρώτη από τις αρετές αυτές. Αλλά τι ακρι βώς είναι η αξιοπρέπεια; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι αυ τονόητη. Ο Ζαν Αμερύ, που το αληθινό του όνομα είναι Χανς Μάγιερ, είναι αυστριακός εβραίος διανοούμενος, που μετά την απελευθέρωσή του από το στρατόπεδο θα ζήσει στο Βέλγιο· είναι από τους επιζήσαντες που έχει σκεφτεί πολύ την εμπειρία του και μας έχει αφήσει τα ίχνη της στα βιβλία του. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται την αξιο πρέπεια έχει αλλάξει πολλές φορές. Έναν πρώτο καιρό, αναθυμούμενος τα όσα είδε και άκουσε, καταλήγει σε μία σκεπτικιστική διατύπω ση: ο καθένας έχει διαφορετική ιδέα για την αξιοπρέπεια, πράγμα που, οριακά, καθιστά τη λέξη άχρηστη. Για τον ένα, είναι το καθημερινό μπάνιο, για τον άλλο, η δυνατότητα να επικοινωνεί στη μητρική του γλώσσα, για τον τρίτο, το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, για τον τέταρτο, το να έχει τους ερωτικούς συντρόφους που επιθυμεί! Θα μπο ρούσαμε να προσθέσουμε ότι η διαφωνία μεγαλώνει, αν αποφασίσου με να συμβουλευτούμε τους φιλοσόφους: ο Πασκάλ δεν έλεγε ότι «ό λη η αξιοπρέπεια του ανθρώπου συνίσταται στη σκέψη» (Γρ. 365) και ο Καντ ότι προέρχεται από το να μην αντιμετωπίζεις τον άνθρωπο ως μέσον, αλλά πάντα ως σκοπό; Ο Καμύ δεν βεβαίωνε ότι η μοναδική α ξιοπρέπεια του ανθρώπου έγκειται «πην επίμονη εξέγερση εναντίον της κατάστασής του» (156); Τι να βγάλουμε από αυτό το χάος αντικρουόμενων απόψεων; Αναλύοντας τη δική του στάση, και όχι πια των άλλων, ο Αμερύ προτείνει, σε δεύτερο στάδιο, μία προσωπική ερμηνεία. Η αξιοπρέπεια του φαίνεται τώρα πως είναι μια μορφή κοινωνικής αναγνώρισης: η κοινωνία διακηρύσσει ότι ένα άτομο είναι αξιοπρεπές ή όχι. Το άτομο απατάται αν φαντάζεται ότι μπορεί να προχωρήσει στις εκτιμήσεις αυ τές με μόνη την κρίση του. Είναι μάταιο να θέλεις να απονείμεις στον εαυτό σου τίτλο αξιοπρέπειας, αν η κοινωνία σού το αρνείται. Τι πρέ πει να κάνουμε στην περίπτωση —των Εβραίων στη ναζιστική Γερμα νία— που η κοινωνία όχι μόνο δεν σου αναγνωρίζει καμία αξιοπρέπεια, αλλά σε κηρύσσει κιόλας ανάξιο να ζεις; Μόνον ένας δρόμος φαίνεται τότε ανοιχτός στο άτομο που δεν συναινεί, ο δρόμος της βίαιης εξέ γερσης: πρέπει να ανταποδώσει το χτύπημα. Αν η κοινωνία σε καταδι κάζει, η αξιοπρέπεια συνίσταται στο νη πολεμήσεις αυτή την κοινωνία. Αν σε χτυπήσει, πρέπει να της ανταποδώσεις το χτύπημα. Ο Αμερύ
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
διηγείται το ακόλουθο επεισόδιο: στο Άουσβιτς τον χτύπησε ένας πολωνός ποινικός κρατούμενος, ο κολοσσός Γιούστζεκ. Για να διατηρή σει την αξιοπρέπειά του, ο Αμερύ του δίνει μια γροθιά στο πρόσωπο — με αποτέλεσμα να τον δείρει ακόμα πιο άγρια ο Γιούστζεκ- αλλά δεν το μετανιώνει. «Το σώμα μου, όταν συσπειρωνόταν για να χτυπήσει, α ντιπροσώπευε την φυσική και μεταφυσική μου αξιοπρέπεια [...]. Έδινα στην αξιοπρέπειά μου συγκεκριμένη κοινωνική μορφή χτυπώντας στο πρόσωπο έναν άνθρωπο (Νους, 91). Βλέπουμε ότι ο Αμερύ, την επο χή των σκέψεων αυτών, βρίσκεται κοντά στη σκέψη του Φραντς Φανόν για την αναγκαία αντι-βία. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή δεν τον ικανοποιεί για πολύ. Καθώς αναλογίζεται τη μοίρα των Εβραίων στα γκέτο ή στα στρατόπεδα, την βρί σκει ακόμα πιο απελπιστική από των αλγερινών χωρικών- οι δυνατότη τες αντίδρασης ήταν κι αυτές πιο περιορισμένες, και οι θεραπείες που σύστηνε ο Φανόν ανεφάρμοστες. Πρέπει γι’ αυτό να πούμε ότι οι άν θρωποι αυτοί ήταν πάντα αναξιοπρεπείς; Η διαισθητική αντίδραση του Αμερύ εναντιώνεται σε ένα τέτοιο συμπέρασμα- γι’ αυτό και μιλάει τώ ρα για την εσφαλμένη πίστη —που ο ίδιος την έχει εγκαταλείψει— σύμφωνα με την οποία ανταποδίδοντας τα χτυπήματα ξαναβρίσκεις την αξιοπρέπειά σου. Θα έπρεπε να προσθέσουμε ότι θα υπήρχε εκεί, επιπλέον, μία λογική της εκδίκησης, που δυσκολευόμαστε να δούμε γιατί μια μέρα θα σταματούσε —ή τι το ιδιαίτερα ενάρετο έχει (θα επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό). Δεν είναι βέβαιο, τέλος, ότι θέλοντας να δώσει μία κοινωνική έγκριση στην αξιοπρέπεια, ο Αμερύ δεν την έχει μπερδέψει μ’ αυτό που θα ονομάζαμε σωστότερα τιμή: η δε, συνίσταται σαφώς σε μια μορφή αναγνώρισης που απονέμει η κοινωνία με τους κώδικές της- απεναντίας, την μεν μπορεί να την νιώσει το μεμο νωμένο άτομο. Ο Μπρούνο Μπέτελχάιμ είναι άλλος ένας που γλίτωσε από τα στρατόπεδα (ήταν κρατούμενος στο Μπούχενβαλντ και στο Νταχάου) και για καιρό μελετούσε τα ηθικά προβλήματα που τέθηκαν εκεί. Το θέ μα της αξιοπρέπειας το επικαλείται αυτός στο πλαίσιο της αυτονομίας. Μ’ αυτό εννοεί όχι την απομόνωση του ατόμου στους κόλπους της κοι νωνίας, αλλά «την εσωτερική ικανότητα του ανθρώπου να αυτοκυβερνάται» (Καρδιά, 111), ενώ η θέληση παίζει τον συνδετικό ρόλο ανάμε σα στη συνείδηση και την πράξη. Τα στρατόπεδα αποσκοπούν ακριβώς στην καταστροφή αυτής της αυτονομίας: «Ο κρατούμενος δεν έπρεπε να έχει δική του θέληση' (209)- να εμποδίζεις αυτή την καταστροφή ισοδυναμεί με το να διατηρείς την αξιοπρέπειά σου, όσο περιορισμένη κι αν είναι η ανακτηθείσα αυτονομία. Το σημαντικό είναι να τελείς πρά ξεις με τη δύναμη της θέλησής σου, με δική σου πρωτοβουλία, να α σκείς μία ελάχιστη έστω επιρροή στο περιβάλλον σου. «Οι κρατούμε νοι [...] ήξεραν [...] ότι διατηρούσαν την τελευταία, αν όχι και την μεγα λύτερη ελευθερία: να επιλέξουν τη στάση τους σε οποιαδήποτε περί-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
στάση. Οι κρατούμενοι που το είχαν καταλάβει πλήρως αυτό, αντι λαμβάνονταν ότι αυτό, και μόνον αυτό, αποτελούσε την κρίσιμη δια φορά ανάμεσα στο να διατηρείς την ανθρωπιά σου (και συχνά τη ζωή σου) και στο να δέχεσαι να πεθάνεις ηθικά (κάτι που συχνά επέφερε και τον σωματικό θάνατο): να διατηρείς την ελευθερία να διαλέγεις τη στάση σου σε μία ακραία κατάσταση, και αν ακόμα, φαινομενικά, δεν είχες καμία δυνατότητα να επιδράσεις σ’ αυτήν» (214-5). Συνε πώς, οι όροι ελευθερία, θέληση, αυτονομία, αξιοπρέπεια θα ήταν εδώ περίπου συνώνυμοι. Καμία δύναμη δεν μπορεί να καταστείλει αυτή την έσχατη επιλογή, δεν μπορεί να στερήσει τον άνθρωπο απ’ αυτή την μορφή της ελευθε ρίας, που πραγματικά του δίνει την ιδιότητα «άνθρωπος», που του δίνει τη δυνατότητα να παραμείνει άνθρωπος σε όλες τις περιστάσεις. Ο κα ταναγκασμός (και συνεπώς ο καθορισμός από το περιβάλλον) δεν μπο ρεί ποτέ να είναι πλήρης: «Όλα μπορείς να τα πάρεις από τον άνθρω πο στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, εκτός από ένα: την έσχατη ελευ θερία να διαλέγει την τάδε ή την δείνα στάση μέσα στις συνθήκες που του επιβάλλονται» (Φρανκλ, 114). Αλλά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Αμερύ, που εν τέλει συντάσσεται με την ίδια άποψη, είχε δίκιο όταν αρνήθηκε τον καθαρά υποκειμενικό, εσωτερικό ορισμό της αξιοπρέπει ας: δεν αρκεί να πάρεις μέσα σου μια απόφαση για να αποκτήσεις αξιο πρέπεια- πρέπει την απόφαση αυτή να την ακολουθήσει μια πράξη που απορρέει απ’ αυτή, και που γίνεται αντιληπτή απ’ τους άλλους (κι αν α κόμα δεν είναι παρόντες για να την αντιληφθούν). Αυτός, λοιπόν, θα εί ναι ο πρώτος μας ορισμός της αξιοπρέπειας. Η άσκηση της θέλησης Για να διατηρήσει ο άνθρωπος την αξιοπρέπειά του, οφείλει να με τατρέψει μια κατάσταση καταναγκασμού σε κατάσταση ελευθερίαςστην περίπτωση που ο καταναγκασμός είναι ακραίος, αυτό ανάγεται στο να εκτελέσει σαν πράξη της θέλησής του τη χειρονομία που τον υ ποχρεώνουν να κάνει. Ο Αμερύ είχε φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα: η ε λάχιστη αξιοπρέπεια, η αξιοπρέπεια των καταστάσεων στις οποίες ο άνθρωπος δεν έχει πια καμία επιλογή, συνίσταται στο να πηγαίνει οικειοθελώς στον θάνατο —για τον οποίο τον έχουν προορίσει- είναι η αυτοκτονία του καταδικασμένου σε θάνατο: διαφορά απειροελάχιστη, μα ωστόσο επαρκής. Ο Μπορόφσκι, στο βιβλίο του Από δω για τα αέ ρια, κυρίες και κύριοι, αφηγείται την ακόλουθη σκηνή: μια νέα, που κα τάλαβε ποια τύχη την περίμενε, πηδάει από μόνη της στο καμιόνι που οδηγεί τους νεοφερμένους στους θαλάμους αερίων. Αυτό προκαλεί τον θαυμασμό του Τσάλμον Γκραντόφσκι, μέλους του δοηοίΘΓΐίοιτίΓηβηάο του Αουσβιτς που δεν επέζησε αλλά έθαψε το χειρόγραφό του δίπλα στα κρεματόρια του Μπίρκεναου, όπου και βρέθηκε μετά τον πόλεμο.
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
«Τα θύματα βάδιζαν περήφανα, τολμηρά, αποφασιστικά, σαν να βάδι ζαν προς τη ζωή» (Ρόσκις, 557). Αυτή είναι και η αντίδραση των κατα δικασμένων του «στρατοπέδου των οικογενειών», που τους αναγγέλ λουν ανοιχτά τον επικείμενο θάνατό τους, όπως διηγείται ο Φίλιπ Μύ λερ, ένα άλλο μέλος του ίδιου δοηοίθΐΐωιηιτοηάο: αντί να διαμαρτυρηθούν, πιάνουν το τραγούδι, τον τσέχικο εθνικό ύμνο και το εβραϊκό ΗβίίΙ<ν3ΐΊ. Και άλλοι καταδικασμένοι τραγουδούν μες στο καμιόνι που τους οδηγεί στους θαλάμους αερίων. Ιδού μία άλλη περίπτωση προσαρμογής της θέλησης στην πραγμα τικότητα, που ωστόσο παράγει ένα αίσθημα αξιοπρέπειας: είναι η περί πτωση του «δολοφόνου του Στάλιν» (την ιστορία διηγείται ο Γκούσταβ Χέρλινγκ). Ο άνθρωπος αυτός, υψηλόβαθμος σοβιετικός αξιωματούχος, αρέσκεται να καυχιέται πως είναι καλός σκοπευτής: θα μπορούσε να πετύχει το αυτί του Στάλιν, σε μια φωτογραφία κρεμασμένη στον τοίχο, είπε μια φορά προκλητικά, μόνο με μια βολή με το πιστόλι. Κερ δίζει το στοίχημα, αλλά έπειτα από λίγους μήνες βρίσκεται στη φυλα κή, και μετά στο στρατόπεδο. Είναι παράλογο: δεν ήθελε το κακό του Στάλιν. Ωστόσο, από τη στιγμή που καταδικάστηκε, αρχίζει να επανερμηνεύει τη χειρονομία του, φτάνοντας να την επωμιστεί ως πράξη εσκεμμένη (επιθετική απέναντι στον Στάλιν), πράγμα που αρχικά δεν ή ταν. Διακηρύσσει τώρα σε όποιον θέλει να τον ακούσει: «“Σκότωσα τον Στάλιν! [...] Τον σκότωσα σαν σκυλί [...]” Πριν πεθάνει, ως τελευ ταία χάρη, ήθελε να επωμιστεί το έγκλημα που δεν είχε διαπράξει» (73-4). Επωμιζόμενος το «έγκλημα», αποδέχεται και την τιμωρία: μο ναδικός τρόπος για να επανακτήσει την αξιοπρέπειά του. Η αυτοκτονία, ακόμα και σε ένα περιβάλλον συχνών ανθρωποκτο νιών, υπονοεί ήδη μία μεγαλύτερη ελευθερία: ο άνθρωπος τροποποιεί την πορεία των συμβάντων, έστω και για τελευταία φορά στη ζωή του, αντί να αρκεστεί να αντιδράσει στα ίδια συμβάντα με τον τρόπο που έ χει διαλέξει. Οι αυτοκτονίες αυτές διαπράττονται από πρόκληση, όχι α πό απελπισία, και αποτελούν μία έσχατη ελευθερία, όπως το καταλα βαίνει η Όλγα Λενγκύελ, που περιγράφει την ανακούφισή της ξέρο ντας ότι είχε πάντα πάνω της δηλητήριο: «Η βεβαιότητα ότι σε τελευ ταία ανάλυση ο άνθρωπος είναι κύριος της ζωής του αντιπροσωπεύει την έσχατη ελευθερία» (40). Η Ευγενία Γκίνσμπουργκ, ατενίζοντας στην Κολύμα τη σορό μιας φίλης που αυτοκτόνησε, βρίσκει κι αυτή μια ανακούφιση στη σκέψη ότι η ελευθερία αυτή είναι πάντα προσιτή: «Αν θέλω, θα δώσω μόνη μου τέλος στη ζωή μου» (II, 123). Οι φύλακες των στρατοπέδων το ξέρουν καλά: να διαλέγεις τη στιγμή και τον τρόπο του θανάτου σου, σημαίνει να επιβεβαιώνεις την ελευθερία σου- ε λοιπόν, ο σκοπός του στρατοπέδου είναι ακριβώς η άρνηση της ελευθερίας αυτής, και άρα της αξιοπρέπειας αυτής. Γι’ αυ τό, ενώ σκοτώνουν με τόση ευκολία, οι φύλακες εμποδίζουν με όλα τα μέσα τις αυτοκτονίες. Ο Φίλιπ Μύλερ μπαίνει εκούσια στον θάλαμο αε
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ρίων, για να πεθάνει- μα οι φρουροί τον ανακαλύπτουν και τον βγά ζουν βίαια έξω: «Κωλάνθρωπε, σατανικέ μπαμπέση, μάθε ότι εμείς, και όχι εσύ, αποφασίζουμε αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις!» (155). Πιο σημα ντική από τον θάνατο είναι η αλλοτρίωση της θέλησης: αυτή ακριβώς δίνει τη δυνατότητα να απολαμβάνεις πλήρως την εξουσία σου πάνω στους άλλους. Έτσι εξηγεί ο Μπέτελχάίμ την ενόχληση των φυλάκων μπροστά στις αυτοκτονίες, οι οποίες, ωστόσο, τους απαλλάσσουν από μια «βρομοδουλειά»: κάθε πράξη αυτοκαθορισμού οφείλει να τιμωρεί ται αυστηρά. Η επιτυχία μιας αυτοκτονίας ως πρόκλησης εξαγριώνει τους φύλα κες. Τέτοια θα είναι η ιστορία της Μάλα Τσίμετμπαουμ. Δραπετεύει α πό το Αουσβιτς, την συλλαμβάνουν- την βασανίζουν για να πει τα ονό ματα των συνεργών της, δεν μιλάει- την πηγαίνουν τότε μπροστά στην αγχόνη, στην πλατεία του στρατοπέδου, εν μέσω των κρατουμένων. Εκείνη τη στιγμή (και αφού απευθύνεται στους συντρόφους της) κα τορθώνει να κόψει τις φλέβες της, με ένα ξυραφάκι που έχει κρυμμένο πάνω της. Ο 85 της υπηρεσίας, που ωστόσο θα την εκτελούσε έπειτα από λίγα λεπτά, εξαγριώνεται: «Θέλεις να γίνεις ηρωίδα! Θέλεις να σκοτωθείς μονάχη σου! Εμείς είμαστε εδώ για να σας σκοτώνουμε. Αυτό είναι δική μας δουλειά!» (Σουλ, 188). Σε βαθμό λιγότερο ισχυρό, την ίδια οργισμένη αντίδραση προκαλούν οι απεργίες πείνας των κρατουμένων —κι ας τους φέρνουν πιο κοντά σ’ έναν θάνατο που, αλλιώς, θα άφηνε αδιάφορους τους φύλα κες- αλλά, όπως εκείνοι που αυτοκτονούν, οι κρατούμενοι αυτοί έχουν διαλέξει την ασιτία αντί να την υποστούν. Η Ρατουσίνσκαγια διηγείται πώς οι γυναίκες απεργοί πείνας, στα σοβιετικά στρατόπεδα της δεκαε τίας του 1980, ταΐζονταν με τη βία (έχουν ωστόσο μερίδες πείνας τις άλλες μέρες, και η πείνα είναι το μόνιμο πρόβλημά τους)- μια διαδικα σία που της θυμίζει έντονα βιασμό: έχει τα χέρια δεμένα στην πλάτη και, μ’ ένα κουταλάκι, της βάζουν στο σώμα ένα υγρό. Μια σχετικά κοινή μορφή της άσκησης της θέλησης είναι η άρνηση να υπακούσεις σε μία διαταγή: αντίσταση, από μιαν άποψη, καθαρά πα θητική (δεν κάνεις κάτι), μα που μπορεί εύκολα να σου στοιχίσει τη ζωή. Ορισμένοι γιατροί, στο Αουσβιτς, αρνούνται να κάνουν διάκριση Εβραίων και «Αριών»- άλλοι, να συμμετέχουν στα «ιατρικά» πειράμα τα- η αλήθεια είναι ότι τους τιμωρούν με καψώνια, όχι με θάνατο. Όταν, απεναντίας, τα μέλη του δοπάβιΙωΓηΐ'ηδηάο αρνούνται να ενερ γήσουν, σκοτώνονται στη θέση των θυμάτων τους. Ο Λάνγκμπαϊν διη γείται και την περίπτωση του Χίασλ Νόυμεγιερ στο Νταχάου: αυτός ο γερμανός κομμουνιστής «είχε γίνει εκεί διάσημος για την άρνησή του να επιβάλλει ποινές ραβδισμού στους συντρόφους του. Προτιμούσε να τις υφίσταται ο ίδιος» (157). Σύγχρονη εκδοχή της σωκρατικής αρχής: καλύτερα να υπομένεις την αδικία παρά να την επιβάλλεις. Πιο τραγική είναι η μοίρα της Έλζε Κρουγκ στο Ράβενσμπρυκ: πρώην πόρνη ειδι
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
κευμένη στην μαζοχιστική πελατεία, συνεπώς μεγάλη ειδήμων στις σαδιστικές πρακτικές, αρνείται να ραβδίσει μια άλλη κρατούμενη. Η άρνηση αυτή προκαλεί την καταδίκη της σε θάνατο (Μπούμπερ-Νόυμαν, Ράβενσμπρυκ, 34). Η ανυπακοή στις διαταγές: αυτή είναι η βασική αρχή της αξιοπρε πούς συμπεριφοράς μιας άλλης εξαιρετικής τροφίμου των στρατοπέ δων, της τσέχας δημοσιογράφου και παλιάς φίλης του Κάφκα, Μίλενα Γιέσενσκα. Μετά την κατάληψη της χώρας της από τους Γερμανούς, βρίσκεται στο Ράβενσμπρυκ, όπου συναντά, στο πρόσωπο της Μαργαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν μία απαράμιλλη φίλη (και, αργότερα, βιογρά φο). Η Μίλενα επιβεβαιώνει την αξιοπρέπειά της με τις πιο ανώδυνες χειρονομίες, που ο κοινός τους παρονομαστής είναι η περιφρόνηση για την αυθαιρεσία που επικρατεί στο στρατόπεδο. «Ποτέ δεν έμπαινε σωστά στις πεντάδες, ποτέ στις αναφορές δεν έστεκε όπως όριζαν οι κανονισμοί, δεν βιαζόταν όταν έπρεπε να εκτελέσει μια διαταγή, δεν κολάκευε τους ανωτέρους της. Ούτε μια λέξη που έβγαινε απ’ το στό μα της δεν ήταν «σύμφωνη με την τάξη πραγμάτων του στρατοπέ δου» (Μίλενα, 21). Να κουνάς ένα μαντήλι, να σφυρίζεις ένα τραγουδάκι γίνονται πρά ξεις αυτονομίας και πρόκλησης (που προκαλούν, άλλωστε, την οργή όχι μόνο των φυλάκων αλλά και των άλλων κρατουμένων που έχουν εσωτερικεύσει την κρατούσα τάξη). Μια φορά, κάνει να ηχήσει η σειρήνα του στρατοπέδου, χωρίς αποχρώντα λόγο. «Εστω και για μια φορά, ή θελε [...] να είναι [...] ο άνθρωπος που κατέχει όλες τις εξουσίες» (218). Η φαινομενικά τυχαία πράξη τής δίνει τη δυνατότητα να επιβεβαιώσει την αξιοπρέπειά της —πράγμα που δεν θα μπορούσε να παραγάγει κα μία πράξη χρησιμοθηρική, κι αν ακόμα ήταν το αποτέλεσμα μιας θέλη σης. Το να ψάξεις για νερό για να σβήσεις τη δίψα σου απαιτεί σαφώς την παρέμβαση της θέλησης, αλλά η αποτελεσματικότητα της χειρονο μίας εμποδίζει να δρέψουμε μ’ αυτήν ηθικούς καρπούς· το να βάζεις μπρος τη σειρήνα είναι πράξη ανιδιοτελής και, γι’ αυτό, αποτελεί μία ε πιβεβαίωση της αξιοπρέπειας του υποκειμένου. Ας επισημάνουμε ωστό σο ότι δεν πρόκειται και για μια πράξη που θίγει τους άλλους: η Μίλενα δεν έχει τίποτε κοινό με τον Ρασκόλνικοφ ή τον Λαφκάντιο. Ο αυτοσεβασμός Η άσκηση της θέλησης είναι ένας τρόπος να επιβεβαιώσεις την αξιοπρέπειά σου- αλλά δεν είναι ο μοναδικός. Για να μπορείς να πάρεις υπ’ όψη και άλλες μορφές αξιοπρέπειας, θα πρέπει να διασαφήσεις α κόμα περισσότερο τα περιγράμματα της έννοιας. Ενεργώντας οικειοθελώς (αυτοκτονώντας, λόγου χάρη), αποδεικνύεις όχι μόνο την ύπαρ ξη της ελεύθερης βούλησης, αλλά και τη δυνατότητα να εγκαθιδρύ σεις μία ισοδυναμία εσωτερικού και εξωτερικού: μια απόφαση καθαρά
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
εσωτερική δεν οδηγεί, όπως είδαμε, στην αξιοπρέπεια. Εχω πάρει μία απόφαση και έχω ενεργήσει σε συμφωνία μ’ αυτήν: ιδού σε τι συνίσταται η αξιοπρέπειά μου. Η άσκηση της θέλησης ήταν μία από τις συνι στώσες της αρετής αυτής· η άλλη είναι η συμφωνία εσωτερικού και ε ξωτερικού. Αλλά αν έτσι έχουν τα πράγματα, μπορούμε να ορίσουμε την αξιοπρέπεια ως την ικανότητα να ικανοποιήσουμε με τις πράξεις μας τα κριτήρια που έχουμε εσωτερικεύσει. Η αξιοπρέπεια γίνεται τότε συνώνυμο του αυτοσεβασμού: θέλω η ενέργειά μου να εγκριθεί από την κρίση μου. Ένα πρώτο παράδειγμα αξιοπρέπειας που νοείται έτσι θα μπορούσε να είναι το απλό γεγονός να μένεις καθαρός, κι ας σε ωθούν όλα προς την αντίθετη στάση: το νερό είναι λιγοστό ή κρύο ή βρόμικο, οι νιπτή ρες είναι μακριά, το κλίμα δριμύ. Αλλά πολλές είναι οι μαρτυρίες που το βεβαιώνουν: ένας άνθρωπος που κατορθώνει να διατηρηθεί καθα ρός, να φροντίσει έστω και ελάχιστα τα ρούχα του, εμπνέει τον σεβα σμό στους άλλους κρατούμενους (και αυξάνει τις πιθανότητές του να επιζήσει: η ηθική, εδώ, αποδίδει). Ο Πρίμο Λέβι βεβαιώνει ότι χρωστά τη σωτηρία του σε ένα μάθημα που του έδωσε ο λοχίας Στάινλαουφ στις αρχές της εκτόπισής του: να μένεις καθαρός για να μην εξευτελι στείς στα μάτια σου. «Είναι και χρέος απέναντι στον εαυτό μας να πλένουμε το πρόσωπο χωρίς σαπούνι, με βρόμικο νερό και να σκουπι ζόμαστε με τη ζακέτα μας. Χρέος να γυαλίζουμε τα παπούτσια μας, ό χι βέβαια επειδή έτσι ορίζει ο κανονισμός, αλλά από αξιοπρέπεια και καθαριότητα» (Εάν, 50). Ένα άλλο παράδειγμα αυτής της ίδιας αξιοπρέπειας της επάρκειας είναι η άρνηση να υποτάξεις τη συμπεριφορά σου στην καθαρή λογική του προσωπικού συμφέροντος και του άμεσου κέρδους — αν υποθέ σουμε, βέβαια, ότι δεν έχεις εσωτερικεύσει ως κριτήρια ίσα ίσα το κέρ δος και το συμφέρον. Να ενδιαφέρεσαι για τους άλλους και όχι μόνο για τον εαυτό σου, για τους απόντες και όχι πάντα για τους παρόντες, σημαίνει ήδη να κάνεις ένα βήμα προς την αξιοπρέπεια. Να μη ταπει νώνεσαι μπροστά στους ανωτέρους σου είναι αξιοπρεπής συμπεριφο ρά. Να αρνείσαι ένα προνόμιο που κρίνεις πως δεν το αξίζεις, ένα φα γητό που σου δίνουν για να υπογραμμίσουν την κατωτερότητά σου, το ξεπλήρωμα μιας πράξης που έχεις τελέσει από εσωτερικό χρέος και ό χι από συμφέρον, σημαίνει να δείχνεις αξιοπρέπεια. Ο Χέρλινγκ διηγεί ται και την ιστορία της νοσοκόμας Ευγενίας Φεοντόροβνα στο στρατό πεδο της Βολογκντά: είναι ερωμένη του αρχίατρου και έχει πολλά προ νόμια: αλλά ερωτεύεται μια μέρα έναν απλό κρατούμενο. Να φερθεί σύμφωνα με τα αισθήματά της και όχι με το υλικό συμφέρον της, είναι τούτη τη στιγμή μια πράξη αξιοπρέπειας. Που θα της στοιχίσει ακριβά: για τιμωρία, ο αγαπημένος της μετατίθεται σε άλλο στρατόπεδο- τότε η γυναίκα ζητά να μετατεθεί κι αυτή, για να μην είναι δίπλα στον αρχία τρο και αμέσως απαρνείται τα προνόμιά της. «Τον Ιανουάριο του 1942
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
η Ευγενία Φεοντόροβνα πέθανε γεννώντας το παιδί του αγαπημένου της, πληρώνοντας έτσι με τη ζωή της την σύντομη εξέγερσή της» (140). Η αξιοπρέπεια δεν εξασφαλίζει πάντα την επιβίωση. Μια άλλη μορφή αξιοπρέπειας είναι η ικανοποίηση που πορίζεσαι ό ταν κάνεις καλά τη δουλειά σου. Κατέχεις μία τεχνική, μία τεχνογνω σία: να τις κινητοποιείς όσο καλύτερα μπορείς, σου επιτρέπει να διατη ρήσεις τον αυτοσεβασμό σου. Ο Σολζενίτσυν έχει περιγράφει την ευ χαρίστηση και την περηφάνια που μπορείς να ποριστείς από το γεγο νός ότι έχτισες έναν τοίχο όπως έπρεπε: «Έχεις μόνο να κάνεις αυτό τον τοίχο, δεν πιστεύεις ότι αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στην μελ λοντική ευτυχία της ανθρωπότητας, αλλά, ελεεινός κουρελιάρης δού λος, κοιτάζοντας αυτό που έκαναν τα χέρια σου, χαμογελάς μέσα σου» (II, 455-6). Ο Πρίμο Λέβι έχει με την πείρα του κάνει παρόμοιες παρατηρήσεις: ο χτίστης Λορέντσο που του σώζει τη ζωή στο Άουσβιτς έχει διατηρήσει την αξιοπρέπειά του κάνοντας καλά τη δουλειά που τον υποχρέωναν να κάνει. «Όταν τον έβαζαν να χτίσει τοίχους που προστατεύουν από τις βόμβες, τους έκανε ίσιους, στέρεους, με τα τούβλα καλά τοποθετημένα και με όλο το κονίαμα που χρειαζόταν, όχι από υπακοή στις διαταγές, αλλά από επαγγελματικό εγωισμό» (Αυτοί που βούλιαξαν, 121). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ιδιαίτερα εξευ τελιστική μια παράλογη δουλειά: να μεταφέρεις άμμο πρώτα δεξιά, έ πειτα αριστερά, να σκάβεις έναν λάκκο, κι έπειτα να τον βουλώνεις· εί ναι αδύνατον να κάνεις καλά μια τέτοια δουλειά και άρα να διατηρή σεις τον αυτοσεβασμό σου. Στο στρατόπεδό τους, η Ρατουτσίνσκαγια και οι φίλες της προσπαθούν να δουλεύουν όσο γίνεται καλύτερα, ό ταν παράγουν χρήσιμα αντικείμενα: «Φτιάχνουμε καλής ποιότητας πή λινα σκεύη, θεωρούμε πως είναι αναξιοπρεπές να σαμποτάρουμε τη δουλειά, δεν χαλούμε επίτηδες τις μηχανές μας και δεν βλέπουμε τί ποτε κακό σ’ αυτή τη δουλειά» (85). Ηθικά διλήμματα Ωστόσο, η αρετή την οποία απεικονίζει η καλοφτιαγμένη δουλειά παραμένει συζητήσιμη. Ο Όργουελ το είχε επισημάνει κατά τον πόλε μο: «Το πρώτο πράγμα που απαιτούμε από έναν τοίχο, είναι να μένει όρθιος. Αν μένει όρθιος, είναι καλός τοίχος και το ζήτημα της λειτουρ γίας που εκπληρώνει δεν μετράει απολύτως καθόλου. Κι ωστόσο, ακό μα και ο καλύτερος τοίχος του κόσμου θα πρέπει να καταστραφεί, άμα περιβάλλει ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως» (134). Οι τοίχοι τους ο ποίους έκτισαν ο Λορέντσο ή ο ήρωας του Σολζενίτσυν ήταν τέτοιοι; Οφείλουμε να κρίνουμε μία πράξη ή ένα έργο όχι μόνον από αυτό που είναι, αλλά και από αυτό που κάνουν οφείλουμε να πάρουμε υπ’ όψη τη λειτουργία, εκτός από την ποιότητα. Ακριβώς επειδή η αξιοπρέπεια δεν απαιτεί κοινωνική επικύρωση αλλά μόνο τη συνοχή συνείδησης και
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
πράξεων, η αρετή της επιδέχεται αμφισβήτηση. Ή ακόμα: κάθε αξιο πρέπεια δεν είναι ηθική· αυτή η τελευταία ιδιότητα μπορεί εν τέλει να έρθει μόνον από τα έξω: άξια σεβασμού είναι μόνον η αξιοπρέπεια που υπηρετεί το καλό. Ο Μπέτελχάιμ αναθυμάται αυτές τις συγκρούσεις μεταξύ κρατουμένων: «Όταν το ζήτημα ήταν να χτίσουν κτίσματα για την Γκεστάπο, συζητούσαν για ν’ αποφασίσουν αν έπρεπε να τα χτί σουν καλά. Οι νεοφερμένοι υποστήριζαν το σαμπστάζ, οι παλιοί στην πλειονότητά τους τη σωστή δουλειά» (Καρδιά, 270). Αν ο τοίχος περι βάλλει ένα στρατόπεδο, δεν είναι καλός. Ένας τοίχος κακοφτιαγμέ νος, με το πνεύμα της αντίστασης, θα ήταν προτιμότερος. Οι αφηγήσεις και οι μαρτυρίες των φυλάκων είναι κι αυτές γεμάτες από παραδείγματα αγάπης για τη σωστή δουλειά. Ο διοικητής του Αουσβιτς Ρούντολφ Ες περιγράφει τον εαυτό του ως άνθρωπο «κατακυριευμένο από τη δουλειά του» (139) — λησμονώντας να διασαφήσει ότι η δουλειά του ήταν να σκοτώνει σε βιομηχανική κλίμακα. «Είχα αφοσιωθεί ολόψυχα στην εκτέλεση του καθήκοντος μου», συνεχίζει (140). «Σκεφτόμουν πια μόνο τη δουλειά μου, και παρέπεμπα στο δεύ τερο επίπεδο κάθε ανθρώπινο συναίσθημα» (142): καταλαβαίνουμε ότι στο τέλος τα δύο μπορούν να γίνουν αντίθετα. Μέχρι σημείου που η γυναίκα του τον επιπλήττει: «Μα μη σκέφτεσαι συνέχεια την υπηρεσία, σκέψου κι εμάς!» (216). Λίγο λιγότερη τέτοια αξιοπρέπεια θα ήταν μάλλον προτιμότερη, από την άποψη της «μελλοντικής ευτυχίας της ανθρωπότητας»! Το ίδιο ισχύει για τον διοικητή του Σομπιμπόρ και της Τρεμπλίνκα Στανγκλ: τριάντα χρόνια αργότερα, οι πρώην κρατούμενοι εξακολουθούν να θυμούνται την «έκδηλη απόλαυση που του έδινε η δουλειά του» (Σερένυ, 139). Ο ίδιος, απαντώντας σε μία ερώτηση, παίρνει την ακόλουθη αξιοπρεπή στάση: «Όλα όσα έκανα με την ελεύ θερη θέλησή μου, μου αποκρίθηκε πικρά, έπρεπε να τα κάνω όσο καλύ τερα μπορούσα. Έτσι είμαι» (244). Ο γιος ενός άλλου φύλακα στρατο πέδου δηλώνει: «Ο πατέρας μου [...] έπρεπε να προσεγγίζει την Τρε μπλίνκα εξ ίσου ευσυνείδητα με το όπως έκανε τα ξυλουργικά στο σπί τι: ήταν η βασική του ιδιότητα ως τεχνίτη» (240). Αλλά η ιδιότητα του τεχνίτη δεν είναι αναγκαστικά και του ανθρώπου. Το ίδιο αληθεύει ακόμα περισσότερο για ασχολίες που εμπλέκο νταν λιγότερο άμεσα στην καταστροφή ανθρώπων. Πριν τον πόλεμο ή κατά τη διάρκειά του, ο καθηγητής Πόρσε κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορεί, δηλαδή σχεδιάζει τανκς ολοένα πιο ισχυρά και φονι κά. Ο Αλμπερτ Σπέερ θέτει την οργανωτική του ιδιοφυία στην υπηρε σία της βιομηχανίας όπλων: από αγάπη για τη δουλειά του, παράγει ό πλα ολοένα πιο πολλά και αποτελεσματικά. Στο άλλο άκρο της ιεραρ χικής κλίμακας, η διάσημη βιολινίστα και διευθύντρια της γυναικείας ορχήστρας του Αουσβιτς Άλμα Ρόζε είναι έτοιμη να θυσιάσει την κα λοπέραση των μελών της ορχήστρας, για να κατορθώσει να παίξει μια τελειότερη μουσική: «Πρέπει να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας», λέει
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
(Φενελόν, 178). «Εδώ ή αλλού, ό,τι κάνουμε οφείλουμε να το κάνουμε καλά, έστω και μόνον από αυτοσεβασμό» (184). Δεν ορρωδεί, λοιπόν, προ ουδεμιάς ωμότητας: όπως ο Ες, απωθεί τα ανθρώπινα αισθήματα στο όνομα της τελειότητας στη δουλειά. Μια τέτοια συμπεριφορά μάς είναι πολύ οικεία στην καθημερινή ζωή, μακριά από τα ολοκληρωτικά στρατόπεδα. Ο Μπέτελχαϊμ συμπεραίνει: «Ενώ τα στρατόπεδα του θα νάτου και τα κρεματόρια έχουν εξαφανιστεί, αυτού του τύπου η επαγ γελματική έπαρση, που έκανε τους ανθρώπους τόσο επικίνδυνους, ε ξακολουθεί να υπάρχει- είναι χαρακτηριστική μιας νεοτερικής κοινω νίας στην οποία η σαγήνη της τεχνικής επάρκειας έχει πνίξει το αν θρώπινο νόημα» (Επιβίωση, 320). Όλες οι μορφές αξιοπρέπειας έχουν αυτή την ίδια αμφισημαντότητα — γιατί όλες εξαρτώνται από ένα κριτήριο που, αντί να υπερβαίνει τη σκοπιά του ατόμου, της μένει εμμενής. Το να μένει καθαρός και να γυαλίζει τα παπούτσια του βοήθησε τον Λέβι να διαφυλάξει τον αυτο σεβασμό του- αλλά το ίδιο ισχύει και για τους φύλακές του: «Δεν ξέρω αν αυτή η μέριμνα για την εμφάνιση αποτελεί μέρος της ναζιστικής ι δεολογίας, αλλά καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ζωής τους. Άλλω στε, έχουν πάντα παπούτσια και μπότες λαμπερά και δυσώδη...» (Φε νελόν, 153). Για να κάνουμε τη διάκριση των δύο καταστάσεων, οφεί λουμε να εισαγάγουμε στοιχεία του ευρύτερου περιγύρου: η ζωή του Λέβι και των συντρόφων του δεχόταν απειλές, πράγμα που δεν συνέβαινε με τη ζωή των φυλάκων. Η καθαρή συνοχή ανάμεσα σε εσωτερικά κριτήρια και εξωτερικές συμπεριφορές, που οδηγεί στον αυτοσεβασμό, δεν είναι λιγότερο παρούσα στους φύλακες από όσο στους κρατούμενους, και δίνει και στους μεν και στους δε το ίδιο αίσθημα αξιοπρέπειας. Ο Ες είναι πεπει σμένος ναζί και συμπεριφέρεται σε συμφωνία με τις πεποιθήσεις του. Το ίδιο ισχύει για τον Μένγκελε, που δεν φαίνεται να υπέφερε από τον διχασμό προσωπικότητας που χαρακτήριζε τόσους άλλους φύλακες. Ο Χίμλερ έχει τη φήμη, ώς και στους ναζί, ότι συμπεριφέρεται με παγερή αυστηρότητα. Ο Γκαίρινγκ, από όλους τους κατηγορούμενους της Νυ ρεμβέργης, ήταν αυτός που μένει πιο συνεπής με τον εαυτό του. Πρέ πει να τον θαυμάσουμε γι’ αυτό; Αν δεν το κάνουμε, ο λόγος είναι ότι έχουμε κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε μία ηθική αξιοπρέπεια και σε μιαν άλλη που δεν είναι ηθική, ανάμεσα σ’ έναν άξιο θαυμασμού αυτοσεβα σμό και σε έναν άλλον που δεν μας αγγίζει. Ο ναζί που ενεργεί πάντα σε συμφωνία με τις πεποιθήσεις του αξίζει πιθανόν κάπ σαν σεβασμό, αλλά αυτό δεν κάνει ηθική τη συμπεριφορά του. Για να γίνει, δεν αρκεί να υπάρχει αρμονία ανάμεσα στις πράξεις και τα ιδεώδη· χρειάζεται αυτά να μην εναντιώνονται στο καλό της ανθρωπότητας.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Φροντίδα/έγνοια Πρακτικές Έχω ονομάσει «φροντίδα» την δεύτερη καθημερινή αρετή. Περί τίνος πρόκειται; Θα ήθελα πρώτα να δώσω μία διαισθητική της εικόνα, αναφέροντας ορισμένα παραδείγματα που μου φαίνονται αναμφισβήτητα. Κι εδώ, πρέπει να ξεκινήσουμε κάνοντας τη διάκριση δύο τύπων κα ταστάσεων, δώθε και κείθε από το κατώφλι του ακραίου. Κείθε από το κατώφλι σημαίνει ουσιαστικά: μπροστά στον επικείμενο θάνατο. Τι μπορούμε να κάνουμε τότε, σε τι μπορεί να εκφραστεί η φροντίδα για τους άλλους; Μπορούμε να χαθούμε μαζί του ή μαζί της, όπως έκανε στη Βαρσοβία η Πόλα Λίφτσυκ. Ο Μπορόφσκι διηγείται την ιστορία μιας άλλης νέας γυναίκας, που πήγε να πεθάνει στο Άουσβιτς μαζί με τη μητέρα της· η Τζ. Κοστσιούστζκοβα, που επέζησε από το ίδιο στρα τόπεδο, διηγείται για μια μητέρα που γέννησε και κατάφερε να κρύψει το νεογέννητο επί πέντε μήνες· όταν την ανακάλυψαν και απαίτησαν να τους το δώσει, επέλεξε να το ακολουθήσει. «Σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά της, μπήκε μαζί του στα αέρια» (Λάνγκμπάίν, 231). Όταν ένας νεαρός παραείναι αδύναμος για να ξαναρχίσει να δουλεύει, ο πα τέρας του ξαπλώνει δίπλα του, για να περιμένουν μαζί τον θάνατο (107). Μία Ολλανδέζα πηγαίνει μαζί με τον άνδρα της που τον «διάλε ξαν», για να πεθάνουν μαζί στο Σομπιμπόρ (Σουλ, 31.)· μία άλλη Ολλαν δέζα διαλέγει να πεθάνει μαζί με τον πολωνό εραστή της, έναν από τους δέκα όμηρους που θα τουφεκιστούν σε αντίποινα για μία απόδρα ση (Τρουνκ, 280). Οι άνθρωποι που τελούν αυτές τις πράξεις ξέρουν πως είναι από ό λες τις απόψεις καταδικασμένοι, αλλά προτιμούν να καθοδηγήσουν το πεπρωμένο τους παρά να το υποστούν παθητικά. Από την άποψη αυτή, μοιάζουν μ’ εκείνους που αυτοκτονούν για να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους, με τη μόνη διαφορά ότι η δική τους χειρονομία κατευθύνεται όχι προς τη συνείδησή τους, αλλά προς έναν άλλον άνθρωπο, προς τον οποίο εκφράζουν έτσι την αφοσίωσή τους. Κανένας δεν θα μας πει αν οι παραλήπτες των χειρονομιών αυτών, η μητέρα της Πόλα, ο πολωνός εραστής, ήταν ευτυχισμένοι που δέχθηκαν αυτή την από δειξη αγάπης ή αν αισθάνθηκαν ένοχοι που παρέσυραν στον θάνατο έ να πλάσμα που κι αυτοί αγαπούσαν. Στο γκέτο της Βαρσοβίας, έπρεπε μερικές φορές, από φροντίδα για τον άλλο, να τον θανατώσεις. Στο Άουσβιτς, ένας άνδρας σκοτώνει τον αδελφό του, «για να τον απαλλάξει από τη διαδρομή με το φορτη γό μέχρι τον θάλαμο αερίων» (Λάνγκμπάίν, 108). Τα παιδιά που γεννι ούνται εκεί τα σκοτώνουν κατά κανόνα οι νοσοκόμες (τα ρίχνουν σ’ έ
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ναν κουβά νερό ή τα δηλητηριάζουν ή τα στραγγαλίζουν ή τα πνίγουν με ένα μαξιλάρι- 231-2). Η Όλγα Λενγκύελ αφηγείται: «Όσο για την τύχη του μωρού, ήταν πάντοτε η ίδια. Αφού παίρναμε όλες τις δυνατές προφυλάξεις, σφίγγαμε τη μύτη του μωρού και όταν άνοιγε το στόμα για να αναπνεύσει του δίναμε μία επαρκή δόση ενός παρασκευάσμα τος που δεν μπορούσε να μη φέρει αποτέλεσμα» (171-2). Αυτό δίνει τη δυνατότητα να σωθεί η ζωή της μητέρας, ενώ το παιδί είναι από ό λες τις απόψεις καταδικασμένο· όπως είδαμε, αυτό δεν είναι λιγότερο ωμή συνειδησιακή σύγκρουση για όποιον κάνει τη χειρονομία. Αλλά τέτοιες καταστάσεις είναι, μολαταύτα, εξαιρέσεις, και, αν μέ ναμε αποκλειστικά σ’ αυτές, θα διακινδυνεύαμε να μη δούμε στο τι μία τέτοια φροντίδα είναι «καθημερινή». Ας επανέλθουμε λοιπόν δώθε α πό το κατώφλι, για να παρατηρήσουμε άλλα παραδείγματα φροντίδας. Το πιο απλό, και πιθανόν και το πιο σημαντικό στα στρατόπεδα, είναι: να μοιράζεσαι την τροφή σου με έναν όιλλο. Κι εδώ, υπάρχει ένα κατώ φλι, που πέρα απ’ αυτό η μοιρασιά είναι αδύνατη, γιατί η πείνα ή η δί ψα παραείναι μεγάλες. Αλλά, αν περαστεί το κατώφλι αυτό, ορισμένοι μοιράζονται και άλλοι όχι. Η Ευγενία Γκίνσμπουργκ θυμάται τη μέρα που ανακάλυψε στην τάιγκα τους μυρτίλλους. «Ετρωγα τους καρπούς δύο κλαδιών, ολομόναχη. Και μόνο μόλις ανακάλυψα ένα τρίτο κλαδί, ξανάγινα άνθρωπος, ικανή για αλληλεγγύη» (1,389). Αλλά θυμάται κιόλας πως ήταν και ο παραλήπτης τέτοιων πράξεων: ένας γέρος βαρυ ποινίτης της φέρνει ζελέ βρώμης, που το έχει παρασκευάσει με αγάπη, και αρνείται να το γευτεί ο ίδιος· του αρκεί να μπορεί να κοιτάζει την Γκίνσμπουργκ να το τρώει: «Είχε καρφωμένα πάνω μου κάτι μάτια που έλαμπαν από καλοσύνη και ευτυχία» (II, 62). Η Ιρίνα Ρατουτσίνσκαγια και οι συντρόφισσές της δέχονται ως δώ ρο όχι τρόφιμα, αλλά ρούχα ραμμένα με τη βοήθεια διάφορων κουρελιών από τις προηγούμενες ενοίκους του στρατοπέδου, γριές γιαγιά δες. «Πόση ανθρώπινη ζεστασιά διατηρούνταν σ’ αυτά τα ράκη, από δειξη της επινοητικότητας των γιαγιάδων!» (68). Αυτά τα παλιά ρούχα, που μεταβιβάζονταν ατελεύτητα, έχουν γίνει κάτι σαν απόθεμα προγε νέστερης φροντίδας. Κάθε κρατούμενος, άνδρας ή γυναίκα, θυμάται ό τι τουλάχιστον μια φορά τον φρόντισε, τον συμβούλευσε, τον προστάτευσε κάποιος άλλος — γείτονας στο κρεβάτι, σύντροφος στην αγγα ρεία. Μερικές φορές αρκεί μια ματιά. Ο Δαυίδ οδηγείται σε ένα στρα τόπεδο εργασίας, στην Πολωνία- η φάλαγγα διασχίζει ένα χωριό. Ένας νεαρός βγαίνει από το σπίτι του- το βλέμμα του κυριαρχείται από θλίψη και οίκτο. Έπειτα από σαράντα χρόνια, ο Δαυίδ θυμάται: «Θα μπορούσα να αναγνωρίσω το σπίτι δίπλα στο οποίο έστεκε. Βλέπω α κόμα στο πρόσωπο του νεαρού το πόσο υπέφερε, το χρώμα του που καμίσου του [...]. Με εντυπώσιασε που κάποιος νοιάστηκε για μένα, α νησύχησε για τα βάσανά μου» (Τεκ, 72).
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
(Ο Σαχάροφ μόλις πέθανε. Του αφιερώνουν μία εκπομπή στην τη λεόραση. Η σκηνή που με συγκινεί προέρχεται από ένα βίντεο που εί χε στείλει στην οικογένεια του στις Η.Π.Α., την εποχή που ήταν εξόρι στος στο Γκόρκι. Κοιτάζει τον θεατή, χαμογελά και λέει: «Για σας χα μογελώ, παιδιά μου». Όταν δεν τον έπαιρνε η κάμερα, δεν θα πρέπει να γελούσε συχνά, εκείνη την εποχή. Εκείνο τον απελπιστικό καιρό, το μόνο που μπορούσε να στείλει ήταν ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο. Αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν κάτι). Άλλοι τελούν πράξεις πιο ριψοκίνδυνες. Ο τάδε προτείνει να στεί λει ένα γράμμα σου χωρίς να περάσει από λογοκρισία- ο δείνα σε κρύ βει: η Ζερμαίν Τιγιόν, πάρα πολύ λεπτοκαμωμένη, γλιστράει κάτω από την Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν που είναι ξαπλωμένη στο νοση λευτήριο, για να ξεφύγει από μία «επιλογή»· αν είχε ανακαλυφθεί η α πάτη, θα τις έπαιρναν και τις δυο. Τον Σάτσα Πετσέρσκι και τον Ρούντολφ Βέρμπα, δραπέτες από το Σομπιμπόρ και το Άουσβιτς, θα τους κρύψουν πολωνοί χωρικοί. Ένας τρίτος αρνείται να σε καταδώσει και υπομένει αλληλέγγυα την ποινή που επιβάλλεται για την κλοπή που έ χεις διαπράξει εσύ. Ένας τέταρτος σε γλιτώνει από κλοπή, έστω και αν, αμέσως, ο άνθρωπος αυτός χάνει «τη δουλειά του, που την έκανε προφυλαγμένος κάτω από μία στέγη» (Γκίνσμπουργκ, I, 372)· πράγμα που, στο στρατόπεδο, σημαίνει συχνά: τη ζωή. Οι επιζήσαντες έχουν πάρει μαζί τους τα πορτραίτα ορισμένων ατό μων, που τους έχουν φανεί ενσαρκώσεις αυτής της φροντίδας για τον άλλον. Για τον Πρίμο Λέβι, λόγου χάρη, είναι ο κτίστης Λορέντσο, έ νας Ιταλός μη Εβραίος, που τον επιστράτευσαν ως χειρώνακτα εργά τη, που του φέρνει καθημερινά, καθώς και σ’ έναν άλλον Ιταλό, μια καραβάνα σούπα για συμπλήρωμα. Δεν δέχεται τίποτε σε αντάλλαγ μα και δεν μιλά σχεδόν ποτέ, ούτε καν στους προστατευόμενούς του (που ήταν πιο πολλοί από όσους υποψιάζονταν ο Λέβι κι ο άλ λος). Για τον Ρομπέρ Αντέλμ, είναι ο Τζο, ένας άλλος μεγάλος αμί λητος. Στο βαγόνι που τους μεταφέρει στο άγνωστο, κατά την τελι κή εκκένωση του στρατοπέδου, ο Ρομπέρ δεν βρίσκει θέση. «Ξαπλώ νω πάνω στον Τζο, που αντιδρά αλλά δεν φωνάζει» (279). Αργότε ρα, πάλι αμίλητος, ο Τζο του απλώνει το χέρι, που έχει λίγους σπό ρους σόγια: μπορεί να τους μασήσει, είναι θρεπτικοί. Ακόμα αργότε ρα, πρέπει να προχωρήσει: «Ο Τζο με βοηθάει να βαδίσω. Αδελφο σύνη του Τζο, αμίλητη» (287). Για την Γκίνσμπουργκ, το φωτεινό πλάσμα είναι ένας γιατρός γερ μανικής καταγωγής, ο Αντόν Βάλτερ, που θα γίνει ο δεύτερος σύζυγός της· τον αποκαλεί «χαρούμενο άγιο» (σπάνια συνύπαρξη ιδιοτήτων). «Θυμάμαι τον Αντόν να τριγυρνάει σε όλο το συγκρότημα του Τασκάν για να βρει μια γουλιά κρασί, για έναν αλήτη που ήθελε να πιεί ένα τε λευταίο ποτήρι πριν πεθάνει» (II, 170). Για την Ρατουτσίνσκαγια, είναι
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
η πολύ παλιά κρατούμενη Τατιάνα Μιχαήλοβνα Βελικάνοβα, αγωνί στρια των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που υπομένει καρτερικά τα ανυ πόφορα, την επιθετικότητα των συντρόφων της και που δίνει θέση στο στρατόπεδο «στις γενναιόδωρες παραδόσεις της αξιοπρέπειας και της φροντίδας για τους άλλους» (91). Για πολλούς επιζήσαντες του Άουσβιτς, είναι η Μάλα Τσίμετμπαουμ, αυτή που κατόρθωσε να αυτοκτονήσει πριν την εκτελέσουν. Προηγουμένως, η Μάλα είναι διερμηνέας και του εφοδιασμού, και είναι πολύ δημοφιλής στο στρατόπεδο. «Χρη σιμοποίησε το προνόμιο αυτό για να βοηθήσει να εδραιωθεί η επικοι νωνία ανάμεσα στα μέλη χωρισμένων οικογενειών, και πολλές φορές διακινδύνευσε τη ζωή της μεταφέροντας μηνύματα και φάρμακα [...]. Μία από τις ευθύνες της Μάλα ήταν να ορίζει στις διάφορες δουλειές τους αρρώστους όταν έβγαιναν από το νοσοκομείο. Προσπαθούσε πά ντα να στέλνει τις γυναίκες, που ήταν ακόμα αδύναμες από την αρρώ στια, στις πιο ελαφριές δουλειές. Και προειδοποιούσε πάντα τους αρ ρώστους όταν ήταν να γίνει επιλογή και τους εξόρκιζε να φύγουν το ταχύτερο από το νοσοκομείο» (Σουλ, 184). «Όταν έχουν δυσκολίες, ό ταν ανακύπτει ένα πρόβλημα, οι κρατούμενες πηγαίνουν να την βρουν» (Φενελόν, 237). Για την Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν και για πολλές άλλες κρα τούμενες στο Ράβενσμπρυκ, ο άνθρωπος που ενσαρκώνει καλύτερα τη στάση της φροντίδας είναι η Μίλενα Γιέσενσκα. Η Μίλενα, όπως είδα με, δεν υποτάσσεται στις διαταγές· αλλά συνδέεται με πλάσματα που της είναι αγαπητά, ξέρει να προσφέρει την φωτεινή προσωπικότητά της. Στο νοσηλευτήριο, κρατά τους φακέλους που αφορούν στις άρρω στες με αφροδίσια· αλλοιώνει τα αποτελέσματα των συφιλιδικών, για να τις σώσει από θανάσιμες «επιλογές»· μ’ αυτό, διακινδυνεύει, κάθε φορά, τη ζωή της. Οι άρρωστες αυτές την ενδιαφέρουν προσωπικά, κι ας ανήκουν σε περιβάλλον πολύ διαφορετικό από το δικό της (είναι «ακοινωνικές», πόρνες): ξέρει ν’ ανακαλύπτει μέσα τους την «σπίθα ανθρωπιάς». Με την Μπούμπερ-Νόυμαν ζει τη μεγάλη φιλία, που της αρέσει περισσότερο να δίνει παρά να παίρνει. Μικρή σημασία έχει το τι δίνει: μια φορά η Μίλενα φέρνει στη φίλη της έναν καφέ με ζάχαρη και γάλα — αλλά πρόκειται για αγαθό εξαιρετικό, που το απέκτησε έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις· επιπλέον, απαγορεύεται η μετακίνηση μέσα στο στρατόπεδο και, κάνοντας αυτό, η Μίλενα διακινδυνεύει μια σκληρή τιμωρία. Μια άλλη φορά, το ζήτημα είναι πολύ πιο σοβαρό: η Μπούμπερ-Νόυμαν είναι στο μπουντρούμι, και η Μίλενα παρουσιάζεται στον αρχηγό της Γκεστάπο του στρατοπέδου· κατορθώνει να του επι βάλει να την ακούσει και μάλιστα να της επιτρέψει να συναντήσει τη φίλη της στη φυλακή — πρωτοφανής παραχώρηση. Όταν ζυγώνει ο θά νατος, η Μίλενα είναι περιτριγυρισμένη από πολλούς κοντινούς της ανθρώπους. Κατόπιν, η φίλη της συμπεραίνει: «Η ζωή έχασε κάθε νόη μα για μένα» (Μίλενα, 267). Η Μπούμπερ-Νόυμαν έχει και την ακόλου
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
θη απίστευτη φράση: «Ευχαριστώ τη μοίρα που με έστειλε στο Ράβεν σμπρυκ και μου έδωσε έτσι τη δυνατότητα να συναντήσω εκεί την Μί λενα» (Ράβενσμπρυκ, 73). (Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν πεθαίνει με τη σειρά της κι αυτή — τη μέρα που έπεσε το τείχος του Βερολίνου. Είχε γεννηθεί την ίδια χρονιά με τη μητέρα μου, στις αρχές του αιώνα· και, όπως εκείνη, είχε ξεμωραθεί λίγο πριν από τον θάνατό της. Ο πατέρας μου, που αγωνι ζόταν στις τάξεις των κομμουνιστών στο Βερολίνο κατά τη δεκαετία του 1920, θα μπορούσε να την συναντήσει, να φύγει μαζί της, να πεθάνει στην εξορία... Τι εμβληματική ζωή του αιώνα μας είναι η δική της: παραδόθηκε από τους αξιωματούχους της σοβιετικής ΝΚνΰ στους αξιωματούχους της γερμανικής Γκεστάπο, το 1940, αφού είχε περάσει δύο χρόνια στα ρωσικά στρατόπεδα, για να περάσει πέντε στο Ράβεν σμπρυκ! Μετά το πρώτο στρατόπεδο, έδινε όλες τις δυνάμεις της στην πάλη υπέρ του κομμουνισμού· μετά το δεύτερο, στην πάλη εναντίον του κομμουνισμού. Και έχει γράψει, μεταξύ άλλων, και το εξαίρετο βι βλίο Μίλενα; μοναδικό στη λογοτεχνία των αναμνήσεων για τα στρα τόπεδα, γιατί αφηγείται τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου). Πράττοντες Ποιοι είναι αυτοί τους κάνουν αυτές τις πράξεις φροντίδας; Η αλή θεια είναι: οποιοιδήποτε. Δεν υπάρχει κοινωνική ή επαγγελματική κα τηγορία στην οποία να μη τους συναντούμε, κι ας είναι μερικές φορές λιγοστοί. Υπάρχουν και κάπο ή ΒΙοοΚέϋΙθδΙβπ που νοιάζονται για τους υφισταμένους τους. Ή επόπτες και φύλακες, που επιτρέπουν στην κα λοσύνη να επιβληθεί στο «καθήκον» τους. Ενας στρατιώτης που ορί στηκε να επιβλέπει μία ομάδα γυναικών που δούλευαν έξω δέχεται να πάει στην πόλη και να τις αφήσει μόνες, για να τις αγοράσει τρόφιμα. «Έκανε πάνω από μισή ώρα να επιστρέφει. Αυτή την μισή ώρα, οι κρα τούμενες έτρεμαν για λογαριασμό ενός φύλακα» (Μπούμπερ-Νόυμαν, Σιβηρία, 131). Ώς και οι εγκληματίες κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου, η πληγή των στρατοπέδων, είναι ικανοί για τέτοιες πράξεις, έ στω και σποραδικά- αυτό είναι ωστόσο πολύ πιο συχνό στους «πολιτι κούς». Είναι φανερό ότι ορισμένες ανθρώπινες σχέσεις παρακινούν στη φροντίδα περισσότερο από άλλες. Είναι πρώτα πρώτα οι σχέσεις στε νής συγγένειας: η φροντίδα είναι η κατ’ εξοχήν μητρική στάση. Στα βα γόνια για ζώα που τους μετέφεραν στα στρατόπεδα, από τη Θεσσαλο νίκη στο Αουσβιτς, από τη Μόσχα στη Μαγκαντάν, οι μητέρες συνεχί ζουν να θηλάζουν τα μωρά και προσπαθούν να στεγνώσουν τις πάνες τους. Στους θαλάμους αερίων, διηγούνται ο Μύλερ ή ο Γκραντόφσκι, συνεχίζουν να χαϊδεύουν τα μαλλιά των παιδιών για να τα καθησυχά σουν. Και άλλοι δεσμοί συγγένειας ευνοούν τη φροντίδα. Ένα δωδε
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
κάχρονο κοριτσάκι στέλνει ένα δέμα στη γιαγιά του στο στρατόπεδο. «Αγαπημένη μου γιαγιούλα, έσπασα τη ζάχαρη σε πολύ μικρά κομμα τάκια, όπως σου αρέσει» (169). Μια άλλη, συνομήλικη, ανακαλύπτει ότι ο εξάδελφός της Ρούντι έχει συλληφθεί και καταφθάνει καταλαχανιασμένη στη φυλακή μ’ ένα δεματάκι: «Είχε τρέξει σ’ ένα μαγαζί και, με το χαρτζιλίκι της, κατόρθωσε να του αγοράσει μόνο κεράσια» (Βέρ μπα, 54). Στο Άουσβιτς, η Ισαβέλα αισθάνεται φρίκη να αγγίξει τα πτώ ματα, και την υποχρεώνουν να σηκώσει ένα πτώμα- η αδελφή της Τσίτσα βάζει τα χέρια της ανάμεσα στης αδελφής της και στο νεκρό σώ μα (Λάιτνερ, 68). Οι άνδρες προσπαθούν να στείλουν τρόφιμα στις γυ ναίκες που αγαπούν, που άλλωστε κρατούνται στο ίδιο στρατόπεδοπαραιτούνται από τα προνόμιά τους, για να μπορούν να μείνουν μαζί. Το ίδιο και οι φίλοι: οι κρατούμενοι του στρατοπέδου της Μορδοβίας θυμούνται με συγκίνηση ότι ο Γιούλι Ντάνιελ ανησυχούσε λιγότερο για τον εαυτό του και περισσότερο για τη μοίρα του συντρόφου του στην ατυχία Αντρέι Σινιάφσκι (Μαρτσένκο, 291). Γιατροί και νοσοκόμοι, άν δρες ή γυναίκες, νοιάζονταν για τους άλλους, πιθανόν από επαγγελ ματική συνήθεια, μα πιθανόν και από κλίση. Τίθεται, λοιπόν, ένα γενικότερο ζήτημα: λέγοντας ότι η φροντίδα είναι η κατ’ εξοχήν μητρική στάση, βεβαιώνω, άραγε, ότι η φροντίδα εί ναι μάλλον «γυναικεία» ιδιότητα παρά «ανδρική», και αν έτσι έχουν τα πράγματα, πρόκειται για βιολογικό προκαθορισμό; για κοινωνική παρά δοση; και πρέπει να χαιρόμαστε γι’ αυτή την κατανομή των αρετών α νάλογα με τα φύλα, ή να λυπόμαστε,Μπορούμε να εκκινήσουμε από την ακόλουθη διαπίστωση: αναλογι κά, οι γυναίκες έχουν επιζήσει στα στρατόπεδα καλύτερα από τους άνδρες- με ποσοτικούς όρους, αλλά και στο ψυχολογικό επίπεδο. Το πλεονέκτημα αυτό πρέπει να έχει μία εξήγηση- και μπαίνουμε στον πει ρασμό να την αναζητήσουμε σε άλλα αντίθετα χαρακτηριστικά. Οι άν δρες πιθανόν γνώρισαν χειρότερη κακομεταχείριση από τους φύλακες, που γενικά είναι κι αυτοί άνδρες: υπάρχουν εκεί οι συνθήκες μιας αντιπαράταξης, άρα η επιθυμία να επιδείξεις την ανωτερότητά σου, να δώ σεις απόδειξη της εξουσίας σου- στοιχεία όλ’ αυτά που γεννούν περισ σότερη ωμότητα από όση θα υπάρξει στις αρχικά ασύμμετρες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αλλά, από την άλλη μεριά, φαίνεται και ό τι υπήρχαν διαφορές στη συμπεριφορά των ίδιων των κρατουμένων: οι γυναίκες δείχνονται πιο πρακτικές και πιο επιρρεπείς στην αλληλοβοή θεια. Η Ζερμαίν Τιγιόν επισημαίνει ότι οι άνδρες είχαν μάλλον την τάση να σκληραίνουν, να αποκτηνώνονται, να αντιπαρατάσσονται οι μεν στους δε: «Μου φαίνεται ότι στα στρατόπεδα των γυναικών η φιλική στήριξη ήταν πιο σταθερή, πιο στέρεη, πιο μοιρασμένη» (III, 196- πρβλ. 434)- ιδού τι θα μας έδινε τη δυνατότητα να εξηγήσουμε και μία καλύτε ρη αναπροσαρμογή στον εξωτερικό κόσμο μετά την απελευθέρωση. Η Γκίνσμπουργκ κάνει την ίδια διαπίστωση: «Δύστυχοι σύντροφοί
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
μας! Το πραγματικά ασθενές φύλο... Εκεί που εμείς, οι γυναίκες, λυγί σαμε αλλά μείναμε στη ζωή, εκείνοι πέθαιναν. Μας ξεπερνούσαν στην τέχνη να χειρίζονται το τσεκούρι, το σκεπάρνι ή το καροτσάκι, αλλά έ μεναν πολύ πίσω μας στην τέχνη τού να υπομένουν τα βάσανα» (II, 202). Πώς εξηγείται αυτή η διαφορά; «Οι άνδρες έπρεπε να είναι πιο δυνατοί από μας· κι ωστόσο εμείς νιώθουμε γι’ αυτούς κάτι σαν μητρι κή συμπόνια. Μας φαίνονται πιο ανυπεράσπιστοι από μας, λιγότερο καμωμένοι για να υπομείνουν τη λύπη, ανίκανοι να πλύνουν ή να μα ντάρουν τα κουρέλια τους στα κρυφά» (I, 327). Η σωματική δύναμη φαίνεται ότι συμβαδίζει με μία ψυχολογική αδυναμία, και αντιστρόφως. Πολύ διαφορετικές είναι οι εντυπώσεις μας, αν διαβάσουμε μαρ τυρίες ανδρών και μαρτυρίες γυναικών. Το στρατόπεδο στο οποίο εί ναι κλεισμένος ο Μαρτσένκο εντυπωσιάζει με την απανθρωπιά τουτης Ρατουτσίνσκαγια, που ωστόσο δεν είναι πολύ μακριά απ’ αυτό, με τη ζεστασιά της ατμόσφαιράς του. Πρόκειται για διαφορά όχι των συν θηκών, αλλά των συμπεριφορών: εκεί που οι άνδρες αντιδρούν, λόγου χάρη, με αυτοτραυματισμό, οι γυναίκες φροντίζουν οι μεν τις δε. Η με γαλύτερη έκπληξη, στη διήγηση της Ρατουτσίνσκαγια, μας προκαλείται από την ευτυχία που ζουν οι γυναίκες επειδή είναι μαζί: έχουν κα τορθώσει να δημιουργήσουν έναν χώρο ελευθερίας, αξιοπρέπειας και αλληλοβοήθειας, που κινδυνεύουν πολύ να μη τον ξαναβρούν όταν «απελευθερωθούν». «Τι ευτυχία να ξαναγυρίζεις στη Ζώνη!» αναφωνεί σε μια στιγμή η Ρατουτσίνσκαγια (229). Βγαίνοντας από το στρατόπεδο, ο Μαρτσένκο λυπάται κι αυτός που αφήνει τους φίλους του- αλλά η γε νική ατμόσφαιρα των δύο ομάδων είναι ασυγκρίτως διαφορετική. Η εξήγηση αυτών των διαφορετικών συμπεριφορών, με τη σειρά της, μπορεί να βρίσκεται μόνο στους ρόλους που παραδοσιακά απονέμονται στους άνδρες και τις γυναίκες στις κοινωνίες μας. Υπενθυμίζω επιτροχάδην τις ακόλουθες προδηλότητες: αφού μόνον οι γυναίκες γεννούν και θηλάζουν παιδιά, εγκαθιδρύεται ένας καταμερισμός των ρόλων με αφετηρία αυτή τη βιολογική βάση, που επεκτείνει σε μία ολό κληρη ζωή τις επιπτώσεις ενάμισυ χρόνου ή εννέα μηνών (ή του τίπο τε, στην περίπτωση άτεκνων γυναικών). Ο καταμερισμός αυτός περι λαμβάνει τις φροντίδες της πρακτικής ζωής ως αντίθετες προς τις αφηρημένες και απρόσωπες ενασχολήσεις (πολιτική, επιστήμη, τέχνες)· την παρουσία του σώματος έναντι της λατρείας του πνεύματος· και την εμπλοκή στο πλέγμα των διϋποκειμενικών σχέσεων σε αντίθεση προς την μοναχική επιδίωξη ενός αντικειμενικού στόχου. Αφού ξεπαιδιάσουν (ή και όχι), οι γυναίκες βλέπουν να τους εμπιστεύονται τη φύλαξη των παιδιών τους, των γονέων τους, του συζύγου τους. Κι αν ακόμα, ε δώ και πολλές δεκαετίες, η νομική κατάσταση των γυναικών εξελίσσε ται προς μεγαλύτερη ισότητα και ορισμένα από τα παραδοσιακά τους καθήκοντα τα αναλαμβάνει η κοινωνία (βρεφοκομεία, καντίνες, γηρο κομεία), η δύναμη της παράδοσης δεν παύει να γίνεται αισθητή. Αυτό
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ακριβώς αντιλαμβάνεται μια κοπέλα, η Φάνια Φενελόν, κοιτάζοντας τις γυναίκες που κοιμούνται γύρω της σ' ένα παράπηγμα του Αουσβιτς. «Τις κοιτάζω, και γεννιέται μέσα μου, γι’ αυτές, μια προστατευτική τρυ φερότητα που προέρχεται από τα βάθη των αιώνων από πού μπορεί να μου έρχεται, εμένα, που είμαι από τις πιο νέες εδώ μέσα;» (87). Θα ήθελα να επικαλεστώ δύο ιστορίες που απεικονίζουν αυτή την φροντίδα, την οποία δεν μπορούμε να μη συνδέσουμε με τις γυναίκες. Η πρώτη προέρχεται από την ίδια αφήγηση της Φενελόν. Η Φάνια έχει μεταφερθεί στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, και συνδέεται φιλικά με τη γιατρί να Μαρία. Μια Πολωνέζα έρχεται να δει τη Μαρία στο στρατόπεδο- δεν είναι άρρωστη: είναι ετοιμόγεννη. Οι δύο φίλες πανικοβάλλονται λιγάκι, έπειτα την βάζουν πάνω σ’ ένα τραπέζι. Η σιωπή είναι επιβλητική: η Πο λωνέζα, «με χείλια και δόντια σφιγμένα, δεν βγάζει ούτε μια κραυγή, ούτε ένα βογκητό. Δεν αγνοεί την τύχη που επιφυλάσσουν στα παιδιά οι 55». Ευτυχώς, το παιδί βγαίνει γρήγορα. Δεν υπάρχει ψαλίδι: η Μα ρία κόβει τον ομφάλιο λώρο με τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό: η Φάνια σκίζει τη φόδρα του παλτού της και την κάνει φανελάκι, που μ’ αυτό τυ λίγουν το ακόμα βρόμικο μωρό. «Η γυναίκα, μονίμως αμίλητη, ξαναφοράει την κιλότα της χωρίς να πλυθεί, ξαναβάζει τη φούστα της, παίρνει το μωρό αγκαλιά, με μία αξιοθαύμαστη χειρονομία κατοχής και προστα σίας» (381). Παιδί και μητέρα θα επιζήσουν. Η δεύτερη ιστορία διαδραματίζεται στη Ρωσία, είκοσι χρόνια αργότε ρα, και την αφηγείται ένας άνδρας, ο Ανατόλη Μαρτσένκο. Οι κρατούμε νοι μεταφέρονται με το τραίνο σε άλλο στρατόπεδο- ένα βαγόνι προορί ζεται για τις γυναίκες. Η μία απ’ αυτές έχει ένα βυζασταρούδι στην αγκα λιά- οι πάνες είναι κιόλας πολύ βρόμικες. Η γυναίκα ζητάει να την αφήσουν να πάει να τις πλύνει, μα οι φύλακες αρνούνται: δεν το επιτρέπουν οι κανονισμοί! Θα πρέπει να πούμε ότι οι κρατούμενοι έχουν δικαίωμα να πάνε στην τουαλέτα μόνο μία συγκεκριμένη ώρα, και όχι για πολύ. «Έρχεται, επιτέλους, η ώρα να πάνε στην τουαλέτα, έρχεται και η σειρά των γυναικών- η μητέρα του μωρού πηγαίνει πρώτη. Αρχίζει να πλένει στον νιπτήρα μια πάνα, και την αφήνει εκεί. Η επόμενη συνεχίζει. Και πά ει λέγοντας. Αφού τελειώσουν όλες οι γυναίκες, οι πάνες έχουν πλυθεί και η τελευταία τις φέρνει στο βαγόνι για να τις στεγνώσουν» (38). Η στάση της φροντίδας έχει καλλιεργηθεί πολύ στην γυναικεία, και ιδίως στην μητρική παράδοση, κι αν ακόμα δεν απορρέει απλώς απ’ αυ τή. Και η μητρική μορφή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στους κρατούμε νους — κυρίως στις γυναίκες, που μπορούν να ταυτιστούν μ’ αυτή. Όταν πεθαίνει η μητέρα της, η Γκίνσμπουργκ αναθυμάται «τα θαύματα σιωπηλού ηρωισμού της, που ποτέ δεν τα συνειδητοποίησε» (II, 366), μια μητέρα όπως τόσες άλλες (μα αν είναι σιωπηλός, εξακολουθεί, ά ραγε, να είναι ηρωισμός;) Φεύγοντας από το στρατόπεδο, η Μπού μπερ-Νόυμαν κατευθύνεται προς το σπίτι της μητέρας της και την βρί σκει στο κατώφλι, να λέει και να ξαναλέει: «Είναι αλήθεια, ξαναγύρισε;
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Είναι αλήθεια, ξαναγύρισε...;» (Ράβενσμπρυκ, 324). (Το ίδιο περίπου έλεγε η μητέρα μου κατά τις τελευταίες μου επι σκέψεις, όταν, σε περιστάσεις απείρως λιγότερο δραματικές, πήγαινα να την δω, μια φορά τον χρόνο, στο σπίτι της. Ζωήρευε όταν με ανα γνώριζε και με φώναζε με τ’ όνομά μου· μου χάιδευε το πρόσωπο με τα ρυτιδωμένα χέρια της και με φιλούσε αχόρταγα. Η ζωή της είχε α ναλωθεί σε πράξεις φροντίδας, κυρίως από τότε που, γύρω στα σαρά ντα της, μια αρρώστια την είχε αναγκάσει ν’ αφήσει τη δουλειά της: ε νώ ο πατέρας μου δινόταν ψυχή τε και σώματι σε σχέδια (να οργανώ σει θεσμούς, να φτιάξει κτίρια, να μορφώσει τους φοιτητές), εκείνη φρόντιζε — για τους κοντινούς της: τα παιδιά· τον πατέρα μου· την α δελφή της, που ήταν ανύπανδρη και λίγο μποέμ. Κατά τα τελευταία της χρόνια, έπαθε άνοια, ξέχασε λόγου χάρη τον θάνατο της αδελφής της· μετά το φαγητό ανησυχούσε πάντα: Έχει μείνει φαγητό, θα έρθει η Ντόρα και θα πεινάει... Δεν ήταν σκόπιμη αφοσίωση: φαινόταν σαν να μη μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν παραπονιόταν γι’ αυτή την κατάσταση, δεν έδινε ποτέ την εντύπωση ότι θυσιαζόταν νομίζω πως ήταν ευτυχισμένη μ’ αυτά: την ευτυχία της μπορούσε να την ζήσει μό νο δια μέσου των άλλων. Δεν της άρεσε να ασχολείται με τον εαυτό της, μόνο με τους άλλους, αν έμενε μόνη, βαριόταν ανεχόταν ακόμα λιγότερο να ασχολούνται οι άλλοι μαζί της, δεν ήθελε ούτε να την προσέχουν. Πέθανε πολύ ήρεμα, με τους δικούς της έξω από το δωμά τιό της: δεν της άρεσε να αναστατώνει. Ο πατέρας μου έχει μία άλλη ερμηνεία: παρακάλεσε τον Θεό να την θυμηθεί, νομίζει ο πατέρας μου, για να μην είναι πια υπεύθυνη για τον σύζυγό της). Ορισμένες γυναίκες, που έχουν γίνει συγγραφείς, και έχουν συνε πώς απαρνηθεί τουλάχιστον εν μέρει την παραδοσιακή στάση της φρο ντίδας, έχουν αναρωτηθεί αν οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να απελευθε ρωθούν από αυτό τον ρόλο και να προσπαθήσουν να μιμηθούν καλύτε ρα το αρσενικό ήμισυ της ανθρωπότητας: να ασχολούνται, λόγου χά ρη, με τον Ανθρωπο, και όχι με τα συγκεκριμένα ανθρώπινα όντα. Έχω στο μυαλό μου λιγότερο την Σιμόν ντε Μπωβουάρ και περισσότερο την Ολλανδοεβραία Έτυ Χίλεζουμ, που χάθηκε στο Αουσβιτς, αλλά η μαρ τυρία της έχει διασωθεί· ήταν αξιόλογη συγγραφέας, και αναρωτιέται: «Είναι αυτό μία προαιώνια παράδοση από την οποία θα έπρεπε η γυ ναίκα να απελευθερωθεί, ή μήπως, απεναντίας, είναι ένα στοιχείο τόσο ουσιώδες στη γυναικεία φύση, ώστε η γυναίκα θα έπρεπε να βιάσει τον εαυτό της για να δώσει την αγάπη της σε όλη την ανθρωπότητα, και όχι πια μόνο σ’ έναν άνθρωπο;» Την θέλγει η πρώτη απάντηση (αλ λά θα εφαρμόσει στη ζωή της τη δεύτερη): «Ίσως η αληθινή, η γνήσια γυναικεία χειραφέτηση να μην έχει ακόμα αρχίσει. Δεν είμαστε ακόμα εντελώς ανθρώπινα όντα, είμαστε θηλυκά. [...] Που πρέπει να γεννη θούμε ως γνήσιοι άνθρωποι- υπάρχει εδώ ένα συναρπαστικό καθήκον
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
για τη γυναίκα» (I, 47-8). Να απαρνηθούμε τη φροντίδα, παραδοσιακό πεπρωμένο των γυναικών, είναι συναρπαστικό καθήκον; Έτσι, η γυναίκα θα μοιάσει πιθανόν περισσότερο στον άνδρσ αλλά και οι δυο τους θα είναι εξ ίσου λιγότερο ανθρώπινοι. Αν υπάρχει ένα συναρπαστικό καθή κον, δεν θα ήταν μάλλον να δώσουμε στους άνδρες να καταλάβουν — σε όλους, και όχι πια μόνο σε μερικούς— ότι, χωρίς την φροντίδα, δια κινδυνεύουν να είναι μόνον αρσενικοί, που πρέπει να γεννηθούν ως γνήσιοι άνθρωποι; Να παραμείνεις άνθρωπος, σημαίνει να θυσιάζεσαι για αφαιρέσεις ή να φροντίζεις για συγκεκριμένους ανθρώπους; Όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι θα πρέπει να πλέξουμε χωρίς ό ρους το εγκώμιο του γυναικείου ή του μητρικού στοιχείου. Αυτό που είναι αξιοθαύμαστο ως πράξη — η φροντίδα— μπορεί να πάψει να είναι από τη στιγμή που θα παγιωθεί σε αυτόματη στάση: θα είναι καλύτερα να υπάρχει μητρική μέριμνα σχεδόν παντού στον κόσμο, παρά να δια τηρηθεί μία κατηγορία «επαγγελματιών» μητέρων. Οι μητέρες έχουν κι αυτές ανάγκη να τις φροντίζουν, τα παιδιά δεν θέλουν να τα νταντεύ ουν αιωνίως οι μανάδες τους. Και η φροντίδα μπορεί να πάρει μορφές αντίθετες προς της συνηθισμένης μητρικής προστασίας: κατά τον πόλε μο, ο καλύτερος τρόπος για να ασχοληθείς με ένα παιδί ήταν συχνά — στις εβραϊκές οικογένειες, λόγου χάρη— να το αποχωριστείς, να το εγκα ταλείψεις· μία ολόκληρη οικογένεια μπορούσε να εντοπιστεί πιο εύκολα, ένα παιδί μονάχο μπορούσαν να το σώσουν χριστιανικές οικογένειες. Όρια Θα ήθελα τώρα να κάνω τη διάκριση της «φροντίδας για κάποιον» από ορισμένες άλλες στάσεις ή δραστηριότητες που της μοιάζουν — ε πιφανειακά τουλάχιστον. Πρώτα πρώτα, η φροντίδα δεν είναι η αλληλεγγύη που αισθάνονται μεταξύ τους τα μέλη μίας και της αυτής ομάδας. Η αλληλεγγύη είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να εκδηλωθεί σε κάθε λογής καταστάσεις. Όταν ο επαρχιώτης ανεβαίνει στο Παρίσι, από αλληλεγγύη προς τους άλλους επαρχιώτες θέλω να τον ευεργετήσω διαφοροτρόπως. Όντας γάλλος πολίτης, από αλληλεγγύη προς τους συμπολίτες μου αρνούμαι να επεκτείνω τα πλεονεκτήματα της Κοινωνικής πρόνοιας ή των παιδι κών σταθμών στους αλλοδαπούς. Κι αν ακόμα κάνουμε εξ αρχής μια διάκριση ανάμεσα στην αλληλεγγύη ως μέσον για να αποκτήσουμε πλεονεκτήματα και στην αλληλεγγύη ως στήριγμα στις αντιξοότητες, και διατηρήσουμε μόνο την δεύτερη, μια τέτοια στάση δεν πρέπει να την συγχέουμε με την φροντίδα. Η αλληλεγγύη στο εσωτερικό μιας ο μάδας σημαίνει ότι βοηθώ αυτόματα όλα τα μέλη της και ότι δεν αισθά νομαι να με αφορούν οι ανάγκες εκείνων που δεν ανήκουν στην ομά δα. Η αλληλεγγύη που γίνεται κατανοητή ως αλληλοβοήθεια, απλώς ε πεκτείνει ποσοτικά την βασική αρχή του ατομικού συμφέροντος: αντι
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
καθιστά τον εγωισμό με αυτό που ο Πρίμο Λέβι ονομάζει «εμεισμό», με τον εγωισμό του «εμείς». Η αλληλεγγύη για τους δικούς μου υπονοεί τον αποκλεισμό των άλ λων. Ώστε τα θύματά της είναι οι ξένοι — με όλες τις σημασίες της λέ ξης. Ο νεοφερμένος, ακόμα και σ’ ένα στρατόπεδο, προσκρούει αρχικά στην εχθρότητα της ήδη συγκροτημένης ομάδας: οι παλιοί διστάζουν να τον εντάξουν στην αλληλεγγύη, τον κρατούν απ’ έξω, γιατί πιθανόν φοβούνται μήπως απειλήσει τα κεκτημένα οφέλη. Όλες οι ομάδες ανα πτύσσουν αυτό το σωματειακό πνεύμα, για να αμυνθούν στις έξωθεν εισβολές. Ο δήμαρχος του Σαμπόν-συρ-Λινιόν, αυτού του χωριού στις Σεβέν που χρησίμευσε ως καταφύγιο στους καταδιωγμένους κατά τον πόλεμο, διακήρυσσε πως ήταν έτοιμος να κρύψει και να προστατεύσει τους Εβραίους, αλλά μόνον εκείνους που ήταν από τη χώρα μας· οι ξέ νοι Εβραίοι, γι’ αυτόν όπως άλλωστε και για ορισμένους Γαλλοεβραίους, ήταν μόνο μια πηγή ενοχλήσεων: εξ αιτίας αυτών διέτρεχαν τον κίνδυνο του διωγμού και οι «καλοί» Γαλλοεβραίοι. Η αίρεση των ντραμπυστών (φονταμενταλιστών προτεσταντών), που ήταν κι αυτή παρού σα στην περιοχή, εφαρμόζει μία διαφορετική αλληλεγγύη: προτιμούν να σώζουν Εβραίους, και όχι άλλους Γάλλους λόγου χάρη, γιατί στο πρόσωπό τους θαυμάζουν «τον λαό της Βίβλου». Ο Πεταίν, όπως και ο Χίτλερ, παίζουν σταθερά πάνω στο ακόλουθο αντανακλαστικό: εκτοπί ζουν «μόνο» τους Εβραίους τους ξένους, ή τους πρόσφατα πολιτογραφημένους ή τους πρόσφατα ενσωματωθέντες· «μόνο» τους Εβραίους, αλλά όχι τους άλλους Γάλλους· και πάει λέγοντας. Για ευνόητους λόγους, η αλληλεγγύη στα στρατόπεδα είναι πρώτα πρώτα εθνική — ή ακριβέστερα γλωσσική. Σε μία Βαβέλ όπως το Άουσβιτς, πώς να αισθανθείς αλληλεγγύη για ανθρώπους που δεν καταλα βαίνεις τη γλώσσα τους, με τους οποίους δεν μπορείς να συνεννοηθείς; Ο Αντέλμ αναφέρει πραγματικές συνειδησιακές συγκρούσεις που αναφαίνονται κατά τις φονικές μετακινήσεις κρατουμένων από ένα στρατόπεδο στο άλλο, στο τέλος του πολέμου, όταν οι μερίδες φαγη τού περιορίζονται σταδιακά στο μηδέν. Οι Πολωνοί μοιράζονται το φα γητό μεταξύ τους, δεν δίνουν τίποτε στους Γάλλους. Όταν επιτέλους οι Γάλλοι παραλαμβάνουν δέματα του Ερυθρού Σταυρού, τα μοιράζουν δίκαια — στους Γάλλους· όταν πλησιάζουν οι Ρώσοι, παρότι αδέλφια στο πεπρωμένο, τους απομακρύνουν με τα ρόπαλα. «Οι Ρώσοι μένουν ακίνητοι κάτω από τα ραβδιά των συντρόφων. Οι Γάλλοι τρώνε. [...] Το βασανιστήριο των Ρώσων ολόγυρά μας, ούτε που μας αγγίζει. Είμαστε απορροφημένοι στο φαί». Η ομάδα μπορεί να είναι ακόμα πιο στενή: «Βρισκόμαστε στο σημείο στο οποίο είναι αδιανόητο να μοιραστείς το φαγητό σου με άλλον εκτός από τον σύντροφό σου στο βαγόνι» (289). Ωστόσο, όπως η Γκίνσμπουργκ μπροστά στα κλαδιά με τους μυρτίλλους, αφού περάσει η πρώτη πείνα, ο άνθρωπος γίνεται ικανός να αλ λάξει στάση: βοηθάει αυτούς που έχουν περισσότερο ανάγκη, κι αν α
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
κόμα δεν ανήκουν στην ίδια εθνότητα. Οι κομμουνιστές, λόγου χάρη, σχηματίζουν συλλογικότητες με με γάλη αλληλεγγύη — από τις οποίες φυσικά αποκλείονται όλοι όσοι δεν είναι ομοϊδεάτες τους. Οι κομμουνιστές, προπάντων οι Γερμανοί, κατέ χουν συχνά υπεύθυνες θέσεις στην εσωτερική ιεραρχία των στρατοπέ δων. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα, λόγου χάρη, να σβήσουν το όνο μα ενός συντρόφου τους από έναν κατάλογο «επιλεγμένων», που προορίζονται για τους θαλάμους αερίων. Αλλά ο αριθμός των προσώ πων του καταλόγου είναι καθορισμένος εκ των προτέρων. Οπότε, αν σβήσεις ένα όνομα, πρέπει στη θέση του να βάλεις ένα άλλο. Η αλλη λεγγύη των μεν μπορεί να σημαίνει τον θάνατο των δε. Να ενεργείς σε αλληλεγγύη με την ομάδα σου είναι πράξη πολιτι κή, όχι ηθική: δεν υπάρχει ελεύθερη επιλογή, και εξειδικεύεις την κρί ση σου αντί να την γενικεύεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε ή οφεί λουμε να απαλλαγούμε από την αλληλεγγύη: δεν θα ήταν δυνατόν να φανταστούμε ένα σύστημα Κοινωνικής πρόνοιας (που δεν έχει καμία σχέση με την ηθική) που να επεκτείνεται γενναιόψυχα σε όλους. Στην καλύτερη περίπτωση, ωστόσο, η αλληλεγγύη στο εσωτερικό της ομά δας ενεργεί ως προετοιμασία, σχολείο, στάδιο για τη γενναιοδωρία που απλώνεται και πιο πέρα. Η Γκίνσμπουργκ περιγράφει τη συνάντη ση δύο ομάδων κρατουμένων- η πρώτη αντίδραση είναι απόρριψη, η δεύτερη συναδέλφωση. Βλέπει «την έκφραση τρόμου που ζωγραφίζε ται στα πρόσωπά τους όταν έρχονται να μας συναντήσουν. Επειτα, εί ναι ένας αδελφικός οίκτος και η επιθυμία να μοιραστούν τα πάντα μ’ ε μάς» (I, 316). Πού θα μάθαινε ο άνθρωπος τη φροντίδα για άλλους ε κτός από τον εαυτό του, αν όχι μαζί με τους ανθρώπους που βρίσκο νται συνεχώς γύρω μας; Η φροντίδα διαφέρει από την αλληλεγγύη κατά το ότι οι επωφε λούμενοι απ’ αυτή δεν μπορούν να βασιστούν αυτόματα σ’ αυτή και εί ναι πάντα άτομα, όχι μέλη μιας ομάδας. Η φροντίδα δεν μπορεί να α φορά όλους τους άλλους· ούτε στο σύμπαν, ούτε και στο εσωτερικό ε νός στρατοπέδου. Αλλά η επιλογή γίνεται με βάση κριτήρια διαφορετι κά από το πού ανήκεις εθνικά, πολιτικά ή επαγγελματικά- κάθε άνθρω πος που επωφελείται από τη μέριμνα, επωφελείται ατομικά. Η κοινή γλώσσα, ωστόσο, θα παίξει κι εδώ ρόλο: πώς να αντιληφθείς ένα άτο μο, αν δεν το καταλαβαίνεις; Θα πρέπει να διασαφήσουμε κι ένα δεύτερο σύνορο, το σύνορο α νάμεσα σε φροντίδα και φιλανθρωπία (ένα από τα συνώνυμό της). Σε αντίθεση προς την αλληλεγγύη, η φιλανθρωπία ασκείται απέναντι σε όλους (δεν αποκλείει κανέναν) και απευθύνεται μόνο σε πλάσματα που υποφέρουν ή απειλούνται- εδώ, δεν υπάρχει κίνδυνος να την δού με να μετατρέπεται σε μέσον που θα εξασφαλίσει μεγαλύτερα πλεο νεκτήματα σε μία ομάδα. Αναμφισβήτητα, είναι και πράξη ηθική. Δια φέρει από τη μέριμνα κατά το ότι ίσα ίσα απευθύνεται σε όλους, και ό
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
χι σε ορισμένους συγκεκριμένους ανθρώπους: ο τυπικός επωφελούμε νος από τη φιλανθρωπία είναι ο ανώνυμος ζητιάνος που είναι ξαπλω μένος στον δρόμο, όχι ο.άνθρωπος που κοιμάται πάνω μου σ’ ένα βα γόνι ή κάτω μου στο αναρρωτήριο. Ο Πασκάλ σύστηνε μάλιστα ρητά να αποφεύγουμε να γνωρίζουμε αυτούς που βοηθούμε με τη φιλαν θρωπία, γιατί διατρέχουμε τον κίνδυνο να δεθούμε μαζί τους και να ε νεργούμε από αγάπη για τους συγκεκριμένους ανθρώπους και όχι για τον Θεό: η χειρονομία τότε θα ήταν λιγότερο ενάρετη. Ο Τζ. Γκλεν Γκρέυ, που έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο αλ λά όχι τα στρατόπεδα, περιγράφει ένα παρόμοιο συναίσθημα που το ο νομάζει «προστατευτική αγάπη», και του οποίου αναφέρει ως παρά δειγμα τη χειρονομία του Καρατάγιεφ, στο Πόλεμος και ειρήνη, που σώζει τη ζωή του Πιέρ Μπεζούχοφ: ο άνθρωπος αυτός θα είχε βοηθή σει παρόμοια κι ένα ζώο. Ο Γκρέυ χαρακτηρίζει την αγάπη αυτή μητρι κή — μα η μητέρα δεν θ’ αγαπούσε το οποιοδήποτε παιδί στη θέση του δικού της! Σ’ αυτή τη μορφή αγάπης, «το αντικείμενο της φροντίδας εί ναι λιγότερο ουσιώδες από το ίδιο το γεγονός ότι ανησυχείς για τους άλλους και έχεις ανάγκη να τους προφυλάξεις» (85)· αυτό, κατά τη γνώμη μου, το διαφοροποιεί από τη φροντίδα: το κάνει μία παραλλαγή της φιλανθρωπίας. Η μέριμνα δεν θα μπορούσε να είναι οικουμενική: υπονοεί ότι αισθάνεσαι προσωπική συμπάθεια για το πλάσμα που επω φελείται απ’ αυτή. Η Γκίνσμπουργκ δεν κατορθώνει ποτέ να την αι σθανθεί για τους ποινικούς κρατούμενους ολόγυρά της· άρα δεν τους φροντίζει. Το ότι τους βοηθάει στις περιστάσεις αυτές προέρχεται από μια στάση φιλανθρωπίας. Η σχέση φιλανθρωπίας είναι ασύμμετρη: δεν βλέπω ποια βοήθεια θα μπορούσε να μου δώσει ο ζητιάνος, γι’ αυτό και δεν επιδιώκω να τον γνωρίσω. Γι’ αυτό και η πράξη φιλανθρωπίας ή οίκτου μπορεί να είναι ταπεινωτική γι' αυτόν που την υφίσταται- δεν έχει καμία δυνατότητα να την ανταποδώσει. Η φροντίδα για ένα άτομο προκαλεί κανονικά μία α ντίστροφη μέριμνα, κι αν ακόμα μπορεί να περάσουν χρόνια ανάμεσα στις δύο χειρονομίες: αυτό συμβαίνει με τους γονείς και τα παιδιά. Τέλος, η φροντίδα δεν συγχέεται ούτε με τη θυσία. Οχι μόνον επει δή η θυσία, όπως άλλωστε και η φιλανθρωπία, δίνει αναγκαστικά έναν θρησκευτικό χρωματισμό στις πράξεις που την συγκροτούν, ενώ η φροντίδα μένει περιορισμένη αποκλειστικά στην ανθρώπινη σφαίρα. Αλλά και επειδή η θυσία υπονοεί ότι αποχωριζόμαστε κάτι που μας εί ναι πολύτιμο, αποδεχόμαστε μία επώδυνη στέρηση — αλλά απαλλαγ μένη από την αίσθηση του καθήκοντος. Να φροντίζεις για κάποιον, δεν σημαίνει να θυσιάζεις γι’ αυτόν τον χρόνο και τις προσπάθειές σου, αλ λά να του τα αφιερώνεις και να το χαίρεσαι: ξανασυναντιόμαστε στο τέλος μιας διεργασίας πιο πλούσιας, όχι πιο φτωχής. Η θυσία, όπως η φιλανθρωπία, είναι μία πράξη χωρίς αμοιβαιότητα (σκέφτομαι εδώ όχι τις τελετουργικές θυσίες, αλλά τις μητέρες που θυσιάζουν την επαγ
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
γελματική τους ζωή για ν’ ασχοληθούν με τα παιδιά τους, τις συζύγους που θυσιάζουν την προσωπική τους ζωή για να επιτύχει ο σύζυγος στην καριέρα του και πάει λέγοντας — κι ας φαίνεται ότι αυτό γίνεται πια ολο ένα λιγότερο). Γι’ αυτό η θυσία γεννά τη ματαίωση, τη μνησικακία, τη διεκδίκηση. Αν κάνεις μια θυσία, θέλεις να κάνεις να την νιώσουν οι άλ λοι, τους θυμίζεις πόσο σου στοίχισε· απεναντίας, η φροντίδα εμπεριέ χει την ανταμοιβή της, γιατί κάνει ευτυχισμένον εκείνον που την ασκεί. Η υπέρτατη θυσία, η θυσία της ζωής, κι αν ακόμα γίνεται φαινομενι κά για ένα άτομο και όχι για μιαν αφαίρεση, απορρέει εν μέρει από τις ηρωικές αρετές, όχι από τη λογική της φροντίδας: ο Κόλμπε θυσιάζε ται για να σώσει έναν άνθρωπο, αλλά, έχω την εντύπωση, ότι το κάνει περισσότερο για να διακηρύξει την πίστη του στον Θεό- λίγο τον νοιά ζει αν πρόκειται για τον άλφα ή τον βήτα άνθρωπο. Οι μητέρες και οι θυγατέρες, οι πατέρες και οι γιοί που έχουμε δει να πηγαίνουν στον θάνατο μαζί με τους κοντινούς τους ενεργούν με τελείως διαφορετικό πνεύμα: η προσήλωσή τους στο τάδε συγκεκριμένο άτομο είναι πιο δυ νατή από τον πόθο τους να ζήσουν. Από μιαν άποψη, είναι πιο εγωι στές: δεν θέλουν να πεθάνουν για να ζήσει ο άλλος, θα είχαν θελήσει να ζήσουν και οι δύο, για να μπορούν να χαίρονται ο ένας τον άλλο- α φού αυτό είναι ανέφικτο, δέχονται να πεθάνουν — μαζί του, όχι στη θέση του. Αυτό είναι, λέει ο Γκλεν Γκρέυ, το πνεύμα της φιλίας, τελεί ως διαφορετικό από το πνεύμα της θυσίας: «Για τους φίλους, είναι φο βερά δύσκολο να πεθάνουν, ακόμα και ο ένας για τον άλλο1έχουν κι οι δυο να χάσουν πολλά» (91). Η θυσία κάνει ένδοξο τον θάνατο· η φρο ντίδα έχει νόημα μόνο στη ζωή. Αποτελέσματα Οι πράξεις φροντίδας παράγουν την άμεση ικανοποίηση του επω φελούμενου απ’ αυτές· ε λοιπόν, το πλεονέκτημα αυτό ο δότης μπορεί να ελπίζει να το λάβει σε αντάλλαγμα, αν τύχει να αντιστραφούν οι ρόλοι. Εξυπακούεται ότι έχουμε εδώ ένα κεκτημένο που δεν θα μπο ρούσαμε να το αγνοήσουμε. Μ' αυτό ο Ρίχαρντ Γκλάζαρ εξηγεί την τύ χη των επιζησάντων: «Εχουν επιζήσει επειδή υποστηρίχθηκαν από κά ποιον, κάποιον που τους φρόντιζε όπως ή σχεδόν όπως τον εαυτό του» (Σερένυ, 199). Η Ζερμαίν Τιγιόν βεβαιώνει ότι κανένας δεν μπο ρούσε να επιβιώσει ·<αν δεν υπήρχαν απλωμένα χέρια» (II, 196). Αυτή είναι η γνώμη και της Σαρλότ Ντελμπό: «Ολοι όσοι επέστρεψαν, ξέ ρουν ότι, χωρίς τους άλλους, δεν θα είχαν επιστρέφει» (ίθ οοηνοϊ, 17). «Οι άλλοι είναι οι γυναίκες της ομάδας σας, αυτές που σας στηρίζουν ή σας κουβαλούν όταν δεν μπόρείτε πια να βαδίσετε, αυτές που σας βοηθούν να σταθείτε όρθια όταν έχουν εξαντληθεί οι δυνάμεις ή το θάρρος σας» (Άουσβιτς, II, 132). Και η Παβελτσύνσκα: «Δεν υπάρχει ού τε ένας επιζήσας που να μη βοηθήθηκε και στηρίχθηκε από τους άλλους κρατούμενους. Κανένας δεν θα είχε επιζήσει μόνο με τη σωματική και
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
την ψυχική του δύναμη» (121). Πρέπει να προσθέσουμε ότι ο αποδέκτης της πράξης λαμβάνει και ένα συμπληρωματικό ευεργέτημα: αναγνωρί ζεται ως ανθρώπινο πλάσμα που μπορεί να γίνει όχι μόνο το όργανο μιας ενέργειας, αλλά και ο σκοπός της. Ο άνθρωπος αμφιβάλλει για την αξία του, ώς και για τον λόγο ύπαρξής του, όσο δεν τον επιβεβαιώνουν οι άλλοι. «Από τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι μόνος, σκέφτεται: Προς τι; Για να κάνω τι; Γιατί να μην παραιτηθώ...» (Ντελμπό, Αουσβιτς, I, 165). Η προσοχή των άλλων σάς δίνει έναν λόγο για να αντισταθείτε. Ιδού δύο παραδείγματα, από πολλά άλλα, για το σταθερό αποτέλε σμα που παράγει η φροντίδα από την οποία επωφελήθηκες. Ο Κάρλο Στάγινερ, που έζησε, όπως λέει ο τίτλος του βιβλίου του, επτά χιλιάδες μέρες στη Σιβηρία, παίρνει ένα πρωί ένα γράμμα από τη γυναίκα του — έπειτα από πέντε χρόνια μοναξιάς, που είχε περάσει στα στρατόπεδα του Απω Βορρά. «Ήταν η πρώτη μου μέρα ευτυχίας στο στρατόπεδο. Τώρα, είχα επιτέλους μία απάντηση στο τρομερό ερώτημα: τι ωφελεί να ζω;» (252). Η γυναίκα αυτού του γιουγκοσλάβου κομμουνιστή (και «μέλους της Διεθνούς») ήταν Ρωσίδα, έγκυος στον ένατο μήνα όταν τον συνέλαβαν το κοριτσάκι πεθαίνει λίγο μετά τη γέννα. Το πρώτο γράμμα το ακολουθούν και άλλα- ο Στάγινερ ξέρει ότι επιζεί επειδή μπορεί να σκέφτεται τη γυναίκα του. Όταν, έπειτα από δεκαοχτώ χρό νια χωρισμού, έρχεται να τον συναντήσει, της λέει, αφού αγκαλια στούν: «Δεν έχεις αλλάξει!» Και προοθέτει: «Οι επόμενες μέρες ήταν οι ωραιότερες της ζωής μου» (404). (Αλλά ο Ντανίλο Κις, που τους είχε συναντήσει και τους δύο, είχε επισημάνει την αλλαγή: το πρόσωπο της γυναίκας ήταν ανησυχητικό, γιατί μέσα του έλαμπαν δυο νεκρά μάτια). Ο Αλμπερτ Σπέερ κάνει ένα ταξίδι στην περιοχή του Ντνιεπροπετρόφσκ τον Φεβρουάριο του 1942, παραμονή του διορισμού του στη θέση του υπουργού Εξοπλισμών του Τρίτου Ράιχ. Μένει ώρα πολλή στο ύπαιθρο και βλέπει ξαφνικά μερικούς ρώσους χωρικούς, που δου λεύουν εκεί δίπλα, να δείχνουν ταραγμένοι το πρόσωπό του: είναι πα γωμένο. Ο ένας απ’ αυτούς παίρνει χιόνι και αρχίζει να το τρίβει. Ένας άλλος βγάζει από την τσέπη του ένα καθαρό μαντήλι και τον σκουπίζει με επιμέλεια. Όταν, έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια, ο Σπέερ γράφει τα Απομνημονεύματά του, του έρχεται στο μυαλό αυτή η σκηνή, και με αφετηρία αυτήν επιχειρεί να ξανασκεφτεί το παρελθόν του (δεν το κα τορθώνει πάντα)· η σκηνή αυτή γίνεται το αγκωνάρι της αντίληψής του για το καλό και το κακό. Από μιαν άλλη πλευρά, ο δότης είναι και επωφελούμενος. Λαμβά νει, ανεξάρτητα από κάθε μελλοντική ανταμοιβή, ένα κέρδος επειδή τελεί την πράξη του: όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν σ’ αυτό. Η Ρατουτσίνσκαγια επισημαίνει: «Να νοιάζεσαι περισσότερο για τα βάσανα των άλλων παρά για τα δικά σου, είναι πιθανόν ο μόνος τρόπος να παραμείνεις άνθρωπος μέσα στο στρατόπεδο. Για κανέναν από μας κάτι τέτοια δεν ήταν ηρωισμός, ήταν μάλλον πράξεις αυτοσυντήρησης»
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
(277). Αλλά γιατί αυτό; Μπορούμε να αναζητήσουμε πολλές ερμηνείες του γεγονότος. Η μία είναι να πούμε ότι δια μέσου της φροντίδας για τους άλλους, ο άνθρωπος έχει την εντύπωση ότι ξαναβρίσκει την αξιο πρέπεια, τον αυτοσεβασμό, αφού τελεί πράξεις που η ηθική θεωρούσε πάντα αξιέπαινες· ε λοιπόν, το αίσθημα αξιοπρέπειας ενδυναμώνει την ικανότητά μας να μείνουμε ζωντανοί. Η Όλγα Λενγκύελ βρίσκει έναν λόγο να ζει, όταν κάποια της προτείνει να οργανώσουν ένα αναρρωτή ριο: σύμφωνα με ένα πασίγνωστο παράδοξο, όσο περισσότερο πρέπει να ξοδεύει τους πόρους της, τόσο περισσότερους έχει. «Η αίσθηση ότι κάνεις κάτι χρήσιμο αρκούσε για να μου ξαναδώσει δυνάμεις» (235). Ο Βίκτορ Φρανκλ, που έγινε ψυχίατρος μετά την έξοδό του από το στρα τόπεδο, εξηγεί αυτό το έμμεσο όφελος με την ανθρώπινη ανάγκη να βρούμε νόημα στη ζωή μας, σκοπό έξω από τη συντήρησή μας: απένα ντι στον καθημερινό παραλογισμό των στρατοπέδων, το να βοηθάς κά ποιον, ή απλώς να τον προσέχεις, είναι πράξη πολύ λογική. Μπορούμε να επισημάνουμε και ότι το άτομο βρίσκει πολύ μεγαλύ τερες δυνάμεις μέσα του όταν ασχολείται με έναν άλλον από όταν έ χει να νοιαστεί μόνο για τον εαυτό του. Αυτό ακριβώς φαίνεται να σκέ φτεται ένας κρατούμενος, που λέει στους συντρόφους του τα ακόλου θα: «Για να αντέξουμε, θα πρέπει ο καθένας μας να βγει από τον εαυ τό του, πρέπει να αισθάνεται υπεύθυνος για όλους» (Αντέλμ, 203). Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν δεν γνωρίζει άλλη ερμηνεία για την ε πιβίωσή της. «Εβρισκα πάντα ανθρώπους που τους ήμουν απαραίτητη· είχα πάντα την ευκαιρία να μοιράζομαι την ευτυχία της φιλίας, των αν θρώπινων σχέσεων» (Ράβενσμπρυκ; 40). Πώς να επιβιώσεις από την α πελπισία στην απομόνωση; Ασχολούμενος με τους άλλους. Δυο φίλες της οδηγούνται εκεί: η προσπάθεια να τις βοηθήσει στα βάσανά τους, την κάνουν να λησμονήσει τα δικά της. Αυτό που έπρεπε να είναι ποι νή, γίνεται ευτυχία. «Στη μνήμη μου, αυτές οι μέρες που πέρασα στο κελί με συντροφιά την Μαρία Γκραφ και την Μαρία Πρεσέροβα ήταν ό λο χαρά και γαλήνη» (158). Όταν απελπίζεται, γαντζώνεται από την ι δέα ότι την έχει ανάγκη η Μίλενα. «Δεν μπορώ να την αφήσω μονάχη στο στρατόπεδο! Ποιος θα ασχολούνταν μ’ αυτήν, αν της ξανάρχιζε ο πυρετός;» (Μίλενα, 244). Η ανταμοιβή εμπεριέχεται στην πράξη, και ό ταν νοιάζεσαι για τον άλλον δεν παύεις να ασχολείσαι με τον εαυτό σου: εδώ, ο πιο σπάταλος είναι ο πιο πλούσιος. Αλλά ο άνθρωπος που νοιάζεται για τους άλλους δεν πορίζεται από την πράξη του μόνον οφέλη. Οι κίνδυνοι έρχονται από δύο πλευρές: α πό μία ανεπάρκεια του δότη ή του επωφελούμενου. Αν η φροντίδα α ποτελεί μέρος του τρόπου ζωής σου, τότε το να μη την δώσεις — κάτι που συχνά συμβαίνει— σε κάνει να νιώσεις μία οδυνηρή ενοχή. Η Έλα Λίνγκενς-Ράινερ δεν μπορεί να συγχωρήσει στον εαυτό της τον θάνα το ενός ανθρώπου από τα εκατομμύρια του Αουσβιτς: μιας φίλης, που της είχε υποσχεθεί να πάει να την φροντίσει, αν αρρώσταινε. «Ξέρω
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
πως με περίμενε και βασιζόταν σ’ εμένα. Και δεν πήγα» (84). Αυ τοί που ελευθερώνονται από τα στρατόπεδα υποφέρουν επειδή έ χουν αφήσει κλεισμένους μέσα ανθρώπους για τους οποίους νοιά ζονται. Αυτό που βασανίζει περισσότερο την Γκίνσμπουργκ δεν εί ναι μία από τις τρομερές τιμωρίες που της επιβάλλουν είναι η α νάμνηση της ξυλιάς που είχε δώσει στο αγοράκι της τον Βάσια (τον μελλοντικό συγγραφέα Αξιόνοφ) για μία ασήμαντη ανοησία. «Η ανάμνηση αυτή με έκανε να υποφέρω αφόρητα»: δεν του έδω σε την φροντίδα που του έπρεπε. «Η λύπη που ένιωθα κείνη τη νύ χτα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έμεινε μέσα μου όλα τα χρόνια που ακολούθησαν. Σήμερα, έπειτα από πάνω από είκοσι χρόνια, τη στιγμή που γράφω τούτες τις σελίδες, δεν παύω να την νιώθω» (I, 116). Ο άλλος κίνδυνος, είναι ο άνθρωπος για τον οποίο νοιαζόμαστε να υποφέρει, κι ακόμα περισσότερο να χάνεται — ενώ αντιπροσω πεύει τόσα για μας. Αυτό το ξέρουν καλά όλοι οι ερωτευμένοι: ό σο περισσότερο αφήνεσαι στον έρωτα για κάποιον, τόσο περισσό τερο τρωτός γίνεσαι- και αν ξαφνικά το αγαπημένο πλάσμα σου έ παυε να ανταποκρίνεται; Αυτό είναι και το αιώνιο πεπρωμένο των γονέων και των παιδιών. Ο Λουί Μίχεελς μαθαίνει ότι φέρνουν καινούριους Ολλανδοεβραίους στο Άουσβιτς, όπου βρίσκεται: λο γαριάζει την πιθανότητα να συναντήσει εκεί τον πατέρα του και «να βλέπει τα βάσανα και τον αργό του θάνατο. Δεν μπορούσα να φανταστώ πιο φρικτό πράγμα» (87). «Μπορούσα να αστειεύομαι ό πως οι περισσότεροι για το γεγονός να βγω από την καμινάδα αλ λά, όταν αυτό αφορούσε κάποιον κοντινό μου, γινόταν ανείπωτο, αδιανόητο» (122). Εμπειρία που έζησαν, μεταξύ αναρίθμητων άλ λων, ο Ελί Βήζελ ή η Ζερμαίν Τιγιόν, που θυμάμαι τις τύψεις της και που έγραψε κιόλας: «Υπάρχουν δεινά ανυπόφορα και δυσανά λογα προς τις ανθρώπινες δυνάμεις: είναι τα βάσανα και ο θάνα τος των ανθρώπων που αγαπάς» (II, 39). Να ζεις σύμφωνα με την ηθική της φροντίδας, στα στρατόπεδα, σημαίνει να γίνεσαι ιδιαίτερα τρωτός: ο άνθρωπος προσθέτει στα βάσανά του και τα βάσανα των ανθρώπων για τους οποίους νοιά ζεται. Η Μίλενα ξέρει κι αυτή για τι μιλά: «Είναι φρικτό θέαμα να βλέπεις να κλαίνε οι άνθρωποι που αγαπάς» (Μίλενα, 234). Ο άν θρωπος είναι πολύ πιο προστατευμένος, αν αγωνίζεται για ένα ι δεώδες: η εξαφάνιση ενός ατόμου μπορεί τότε να σχετικοποιηθεί, δεν θίγει την ελπίδα να δεις την υπόθεσή σου να θριαμβεύει. Μπο ρεί, όμως, ο άνθρωπος, για να προφυλαχθεί από τους κινδύνους αυτούς, να πάψει ν’ αγαπά τους κοντινούς του ή να πάψει να νοιά ζεται γι’ αυτούς; Υποφέροντας για, και μαζί με, κάποιον, όπως κά νει η Πόλα Λίφτσυκ, προσθέτεις στη δυστυχία του κόσμου- αλλά η καλοσύνη της χειρονομίας κάνει ώστε, στο σύνολό του, να γίνεται
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ο κόσμος περισσότερο, και όχι λιγότερο, αποδεκτός. Η φροντίδα, αξερίζωτο ανθρώπινο συναίσθημα, θα ανακουφίσει αυτούς που έχουν γονείς ή παιδιά, ερωμένη ή σύζυγο, σύντροφο ή φίλο. Μα ποιος θα βοηθήσει αυτούς που δεν γνωρίζουν κανέναν, τους ξένους — δηλαδή τον εαυτό μας, αλλά σε άλλες περιστάσεις, γιατί όλοι είμαστε, δυνητικά, ξένοι, εγκαταλειμμένοι άγνωστοι; Γι’ αυτούς, δεν αρκεί η φροντίδα των ανθρώπων που τους αγαπούν.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Δραστηριότητα του πνεύματος Αισθητικές και διανοητικές εμπειρίες Στην αφήγησή του για τη ζωή στα στρατόπεδα, ο Βίκτορ Φρανκλ α ναφέρει ότι, καθώς μεταφέρονται από το Άουσβιτς στο Νταχάου, οι κρατούμενοι ανακαλύπτουν ξαφνικά μια καινούρια εμπειρία. «Έτυχε, κείνο το βράδυ που ήμασταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα του παραπήγμα τος από πατημένο χώμα, πεθαμένοι από την κούραση μετά τη δουλειά της ημέρας, με τις καραβάνες με τη σούπα στα χέρια, ξαφνικά, να μπει τρέχοντας μέσα ένας σύντροφος, για να μας παρακαλέσει να βγούμε στον Χώρο Αναφοράς, μόνο και μόνο για να μη χάσουμε, παρά την ε ξάντλησή μας και παρά την παγωνιά έξω, μία θαυμάσια δύση του ήλι ου!» (76). Η φύση είναι ωραιότερη στο Νταχάου από όσο στο Αου σβιτς, και οι συνθήκες ζωής, παρ’ όλα αυτά, κάπως λιγότερο ανυπόφο ρες· αυτό αρκεί για να ξαναζωντανέψει μιαν εμπειρία λησμονημένη μέ χρι τότε: την παρατήρηση και τον θαυμασμό της φύσης. Η Ευγενία Γκίνσμπουργκ θυμάται και τη μέρα που την οδήγησαν στο δικαστήριο, έπειτα από την μακρά προληπτική φυλάκιση. Εκεί έμελλε ν’ ακούσει την καταδίκη της — πιθανόν σε θάνατο- αλλά αντί να το σκέφτεται με άγχος, είναι περιχαρής που ξαναβλέπει, φευγαλέα, τον εξωτερικό κό σμο. «Πέρα από τα παράθυρα ορθώνονται μεγάλα σκοτεινά δέντρα- α κούω συγκινημένη το κρυφό και δροσερό μουρμουρητό των φύλλων. Νομίζω πως το ακούω πρώτη φορά. Πόσο με συγκινεί αυτό το θρόισμα των φύλλων!» (1,164). Όταν διαβάζουμε τέτοια κείμενα νιώθουμε ότι η εμπειρία αυτή — που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε αισθητική— αντιπροσωπεύει για κείνον που την νιώθει όχι μόνο μία απόλαυση, αλλά και μία ηθική ε ξύψωση: το πνεύμα εγκαταλείπει τις άμεσες, χρησιμοθηρικές ενασχο λήσεις του, για να ατενίσει την ομορφιά- και με τούτο εξωραΐζεται κι αυτό. Ώστε θα ήταν εφικτό να προσθέσουμε στην αξιοπρέπεια και τη φροντίδα μία τρίτη καθημερινή αρετή, που ελάχιστα είχε προβάλει στην αφήγηση του 'Εντελμαν για την εξέγερση του γκέτο- θα την ονό μαζα δραστηριότητα του πνεύματος, όχι για να την αντιπαρατάξω στη δραστηριότητα του σώματος, αλλά για να έχω έναν μόνον όρο που να ορίζει δύο πράξεις οι οποίες, αφ’ εαυτές, είναι ξένες προς την ηθική: την αναζήτηση του αληθινού και την αναζήτηση του ωραίου. Η δρα στηριότητα αυτή δεν φυλάσσεται αποκλειστικά για τους επαγγελματίες του πνεύματος, σοφούς ή καλλιτέχνες- είναι προσιτή σε όλους. Σε ορισμένες συνθήκες, ιδιαίτερα στη φυλακή, μπορούμε να διαβά σουμε βιβλία. Είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε ακριβά για να τα απο κτήσουμε: η Σαρλότ Ντελμπό αγοράζει τον Μισάνθρωπο, στη συλλογή
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
των Μικρών Κλασικών Λαρούς, με τη μερίδα ψωμιού μιας μέρας. Το α ποτέλεσμα της ανάγνωσης είναι τότε πολύ ισχυρά και, μάλιστα, ανε ξάρτητα από το συγκεκριμένο περιεχόμενο του βιβλίου, φτάνει να εί ναι κατάλληλη η ποιότητα της γραφής. Το σημαντικό δεν είναι το άλ φα ή το βήτα μήνυμα, αλλά η ύπαρξη της ομορφιάς που ενσαρκώνουν τα βιβλία αυτά και η εμπειρία της ελευθερίας του πνεύματος που αι σθάνεσαι όταν επικοινωνείς με τους δημιουργούς και, ως εκ τούτου, με το οικουμενικό. Ο νεαρός κομμουνιστής Κοστύλεφ ανακαλύπτει τυ χαία στη βιβλιοθήκη ορισμένα γαλλικά μυθιστορήματα, την Αισθηματι κή αγωγή, τον Αδόλψσ η ανάγνωσή τους τον επηρεάζει σε βαθμό τέ τοιον, ώστε αρχίζει να παραμελεί τις κομματικές του υποχρεώσεις· λί γο αργότερα συλλαμβάνεται. Δεν το μετανιώνει: «Αν ποτέ έμαθα, έ στω και για μια φευγαλέα στιγμή, τι ήταν η ελευθερία, το οφείλω στην ανάγνωση αυτών των παλιών γαλλικών βιβλίων». Ο Χέρλινγκ, που διη γείται αυτή την ιστορία (95), περιγράφει με τη σειρά του το κεραυνο βόλο αποτέλεσμα που ασκεί πάνω του η ανάγνωση των Αναμνήσεων από το σπίτι των πεθαμένων του Ντοστογιέφσκι, που ανακάλυψε στα στρατόπεδα της Βολόγκντα. Όταν απουσιάζουν τα βιβλία, μπορείς να επιχειρήσεις να τα ανασυστήσεις με μια προσπάθεια της μνήμης (όπως στο Φαρενάιτ 451 του Μπράντμπερυ). Η Γκίνσμπουργκ ξέρει απ’ έξω αναρίθμητους ποιητές, από τον Πούσκιν μέχρι τον Πάστερνακ, και δεν χάνει ευκαιρία να τους απαγγέλλει, συγκινώντας τους ακροατές της. Μια σκηνή είναι ιδιαίτε ρα αξιομνημόνευτη. Στο τραίνο που την οδηγεί στη Σιβηρία, η Γκίνσμπουργκ απαγγέλλει ποιήματα στις συγκρατούμενές της για να τις διασκεδάσει. Μπαίνει ένας φύλακας: έχει ακούσει κάποιον να διαβάζει, και η ανάγνωση είναι απαγορευμένη. Η Γκίνσμπουργκ τον βεβαιώνει ό τι απαγγέλλει από μνήμης, αλλά εκείνος δυσκολεύεται να την πιστέ ψει και την προκαλεί: «Αν διαβάζεις μισή ώρα χωρίς βιβλίο, χωρίς να σταματήσεις, θα σε πιστέψω. Αν δεν τα καταφέρεις, όλο το βαγόνι στην απομόνωση μέχρι το Βλαδιβοστόκ» (I, 283). Το βαγόνι κρατάει την ανάσα του: θα χρειαστεί να πληρώσει ακριβά την αισθητική του ε μπειρία: Νέα Σεχραζάτ, η Γκίνσμπουργκ χαμογελάει και αρχίζει να απαγγέλει τον Ευγένιο Ονιέγκιν... Έπειτα από μισή ώρα, της φέρνουν νερό γιατί είχε στεγνώσει ο λαιμός της· και συνεχίζει. Το στοίχημα κερδήθηκε και όλοι, απαγγέλλουσα και ακροάτριες, αισθάνονται ότι έ χουν κερδίσει μία μικρή νίκη επί του περιβάλλοντος κακού. Η Γκίνσμπουργκ θα πιστεύει σ’ αυτή τη μορφή αντίστασης μέχρι το τέλος του εγκλεισμού της: «Το ένστικτό μου μου έλεγε ότι, κι αν ακόμα τα πόδια μου έτρεμαν, κι αν ακόμα η πλάτη μου έσπαζε κάτω από το βά ρος των καροτσιών των παραγεμισμένων με καυτές πέτρες, θα παρέ μενα ζωντανή όσο θα εξακολουθούσαν να με συγκινούν το αεράκι, τ’ αστέρια και η ποίηση» (1,325).
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Ο Πρίμο Λέβι, σ’ ένα κεφάλαιο του βιβλίου του Εάν αυτό είναι ο άν θρωπος, έχει ξαναζωντανέψει μιαν άλλη απαράμιλλη σκηνή απαγγε λίας ποίησης. Κρατούμενος στο Αουσβιτς, διδάσκει ιταλικά στον φίλο του Ζαν τον Πίκολο, σε αντάλλαγμα για μαθήματα γαλλικών: αυτή η διανοητική δραστηριότητα δημιουργεί ήδη μία νησίδα ελευθερίας στο μέσον της περιβάλλουσας αθλιότητας. Αλλά ο Λέβι κυριεύεται από μιαν ακόμα πιο φιλόδοξη ιδέα: αποφασίζει να κάνει τον φίλο του ν’ ακούσει τη μουσική του Δάντη κι αρχίζει να του απαγγέλλει τη σκηνή του ταξιδιού του Οδυσσέα, στο άσμα XXVI της Κόλασης. Κι αν ακόμα δεν έχει καμία γνώση της ποίησης, ο Πίκολο καταλαβαίνει τη σπουδαιότητα της σκηνής: «Ένιωσε ότι τα λόγια αυτά τον αφορούν, ότι αφο ρούν όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν, και ιδιαίτερα εμάς» (149). Όσο για τον Λέβι, αισθάνεται έντονη την ανάγκη να συνεχίσει την α παγγελία, και είναι πρόθυμος να δώσει τα πάντα — δηλαδή, λόγου χάρη, το ψωμί και τη σούπα— για να μπορέσει να ξαναβρεί λίγους στίχους που του έλειπαν. «Είναι απολύτως απαραίτητο και επιτακτικό ν’ ακούσει, να καταλάβει [...] πριν είναι πάρα πολύ αργά- αύριο, εκείνος ή εγώ μπο ρεί να είμαστε νεκροί ή να μη ξανανταμώσουμε πια» (151). Κι αν έτσι συνέβαινε, οι στίχοι του Δάντη θα είχαν ενοικήσει μία ανθρώπινη συνεί δηση λιγότερο, μια στιγμή πνευματικής εξύψωσης δεν θα είχε βιωθεί και ο κόσμος θα έχανε ένα κομμάτι από την ομορφιά του. Δεν έχουν όλοι συμμεριστεί τα συναισθήματα του Λέβι. Στις σκέ ψεις του για το Άουσβιτς, ο Ζαν Αμερύ, που ήταν ωστόσο κλεισμένος στο ίδιο τμήμα του Μόνοβιτς και που, όπως πιστεύει, έχει κοιμηθεί στο ίδιο παράπηγμα με τον Λέβι, έχει διατηρήσει την εντύπωση ότι το να είσαι διανοούμενος ή συγγραφέας (όπως ο ίδιος), δηλαδή επαγγελματίας του πνεύματος, ήταν μειονέκτημα και όχι πλεονέκτημα: δεν γνώ ριζες καμία πρακτική τέχνη και η γνώση σου ήταν ανώφελη. Μια μέρα, γυρίζει στο μυαλό του μία στροφή του Χαίλντερλιν μα δεν γίνεται τί ποτε. «Το ποίημα δεν υπερέβαινε πια την πραγματικότητα. Έμεναν πια απ' αυτό μόνο λέξεις, φράσεις: ιδού, ο συγγραφέας λέει το τάδε ή το δείνα πράγμα, ο κάπο αρχίζει να φωνάζει “αριστερά, αριστερά”, η σού πα είναι νερουλή και οι σημαίες ανεμίζουν στον αέρα. Αν είχα δίπλα μου έναν σύντροφο που τον ενέπνεε το ίδιο πνεύμα όπως εμένα, και στον οποίο θα μπορούσα να απαγγείλω την στροφή αυτή, ίσως η ποιη τική συγκίνηση που υπέφωσκε στον ψυχισμό μου να είχε αναβρύσει. Αλλά τον σύντροφο αυτό δεν τον είχα, ούτε δίπλα μου ούτε κάπου αλ λού στο στρατόπεδο» (Διανοούμενοι, 18). Γι’ αυτό και βγάζει ένα απογοητευτικό συμπέρασμα: «Εμείς [δηλαδή οι διανοούμενοι κρατούμενοι στο Άουσβιτς] έχουμε αποκομίσει την αμετάκλητη πεποίθηση ότι το πνεύμα, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αποκαλύπτεται πως είναι παιχνίδι [...]. Έτσι, έχουμε χάσει ένα μεγάλο μέρος της υπεροχής μας και των αλαζονικών μεταφυσικών μας ψευδαισθήσεων, αλλά και τις απλοϊκές χα ρές μπροστά στις δυνάμεις του πνεύματος» (32).
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Αλλά ίσως ο ίδιος ο Αμερύ να ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την εντύπωση αυτή: όντας επαγγελματίας διανοοούμενος, επιδίω κε να εγκαθιδρύσει μια σχέση υψηλού επιπέδου μ’ έναν όμοιό του, για να μπορεί να χαρεί τις ομορφιές του πνεύματος. Ε λοιπόν, ο Πίκολο δεν ήταν κατάλληλος, ούτε και ο Λέβι: ο Λέβι την εποχή εκείνη είναι α πλώς ένας φοιτητής χημείας που αγαπά τη λογοτεχνία. Ίσως επειδή ο Λέβι βιώνει το πνεύμα ως καθημερινή αρετή, που δεν περιορίζεται στους εκλεκτούς, κατορθώνει να διαφυλάξει την πίστη στο πνεύμα και να διατηρήσει την αποτελεσματικότητα του πνεύματος. Όταν η μνήμη δεν δίνει τη δυνατότητα να ανασυγκροτήσουμε τα βιβλία, οι συζητήσεις που τα/επικαλούνται μπορούν να παίξουν τον ρό λο του υποκατάστατου. Ο/Χέρλινγκ στο στρατόπεδο κάνει «μαθήμα τα» γαλλικής λογοτεχνίας με τον παλαιό καθηγητή Μπόρις Ν.: ευκαι ρία για τους δυό τους να συζητούν με πάθος θέματα απόμακρα και αφηρημένα, ξένα προς τη ζωή την οποία είναι υποχρεωμένοι να ζουν. Η Μίλενα Γιέσενσκα και η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν δίνουν κρυφά ραντεβού, στα οποία μιλούν όχι για δραπέτευση, αλλά για τον Κάφκα, τη λογοτεχνία, την τέχνη. «Για τον φυλακισμένο, το πνεύμα συγκροτεί ένα νησί, μικρό αλλά σίγουρο, στο ωραίο μέσον μιας θάλασσας αθλιό τητας και απόγνωσης» (Ράβενσμπρυκ, 84). Πολύ πιο σπάνια από τη στάση κοινωνίας με την ομορφιά, που μπο ρούμε να την υιοθετήσουμε τόσο απέναντι στην τέχνη όσο και απένα ντι στη φύση, ή από την ενδιάμεση στάση του ερμηνευτή-απαγγέλλοντα, είναι η στάση του συγγραφέα. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι προφανείς: τα στρατόπεδα δεν είναι τόπος που ευνοεί τη δημιουργία. Ωστόσο, ίσα ίσα στους κόλπους της ζωής αυτής προετοιμάζουν οι μελλοντικοί συγ γραφείς το έργο τους, συχνά εντελώς συνειδητά. Η Γκίνσμπουργκ, ο Λέβι γνωρίζουν ότι, αν επιζήσουν, θα επιχειρήσουν να γράψουν. Όπως λέει η 'Ετυ Χίλεζουμ που δεν θα επιζήσει: «Πρέπει να υπάρχει στο στρατόπεδο ένας ποιητής, για να ζήσει σαν ποιητής τη ζωή αυτή (ναι, τη ζωή αυτή!) και να μπορέσει να την υμνήσει» (I, 221). Ο πολωνοεβραίος ποιητής Λέον Σταφ, που έζησε στο γκέτο της Βαρσοβίας, γρά φει κι αυτός: «Ακόμα περισσότερο ανάγκη από το ψωμί, έχουμε τώρα ανάγκη από ποίηση, ακριβώς σε μιαν εποχή που η ποίηση φαίνεται πε ριττή» (Σουλ, 122). Αλλιώς θα είχαμε ένα ανεπανόρθωτο φτώχεμα του κόσμου. Ό,τι ισχύει για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, ισχύει, έστω και σε μι κρότερο βαθμό, για τις άλλες τέχνες. Η Μίλενα και η Μαργκαρέτε βρί σκουν έναν πίνακα του Μπρέχελ σε μιαν εφημερίδα και αμέσως τον κόβουν για να τον καρφιτσώσουν στον τοίχο- βλέπουν, δικαιολογημέ να, σ’ αυτό «μια διαμαρτυρία εναντίον της κατάστασής μας ως κρατου μένων» (Ράβενσμπρυκ, 84). Οι καλλιτέχνες αξίζουν ενθάρρυνση: η Μί λενα κλέβει και ψεύδεται, για να δώσει τη δυνατότητα στην νεαρή πολωνή ζωγράφο Μίστζκα να συνεχίσει να σχεδιάζει (Μίλενα, 217). Το ί
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
διο ιοχύει για τη μουσική: ο Μίχεελς δεν μπορεί να λησμονήσει τα κομ μάτια του Μπαχ που έπαιζε στο Άουσβιτς ένας βιολιστής. «Η αντίθεση ανάμεσα στην καθαρότητα της μουσικής του και στην δική μας αθλιό τητα φαινόταν να διαποτίζει την κάθε μουσική φράση με ένα ιδιαίτερο βάρος. Η φρίκη της κατάστασής μας καθιστούσε ακόμα οξύτερη και πολυτιμότερη την ομορφιά της ζωής» (56). Οι μουσικοί Λακς και Κουντύ αναθυμούνται: «Ξαναγινόμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι κατά τα σύντομα διαστήματα που διαρκεί η μουσική, την οποία ακούμε με θρη σκευτική κατάνυξη» (185). Το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς που παίζουν μουσική: «Μέσα μου όλα τα κομμάτια ξετυλίγονται απαλά, τα μέτρα μπλέκονται με τα άλλα μέτρα [...]. Εχω λησμονήσει τα πάντα, είμαι ευ τυχισμένη» (Φενελόν, 164). «Η συμφωνία υψώνεται μεγαλόπρεπη, μας συνεπαίρνει, κι αυτό είναι θαυμάσιο» (165). Δεν πρόκειται μόνο για τη δύναμη φυγής της μουσικής (φυγή στιγμιαία και απατηλή), αλλά για την αίσθηση ότι κάνεις να ζει λίγη περισσότερη ομορφιά μέσα στον κό σμο και ότι, δια μέσου αυτής, μετέχεις κι εσύ στο οικουμενικό. Η αισθητική εμπειρία είναι μία από τις μορφές της δραστηριότητας του πνεύματος· μια άλλη, που ο άνθρωπος νιώθει ότι είναι στενή συγ γενής της, είναι η κατανόηση και η γνώση του κόσμου. Αυτές οι δύο εί ναι ασφαλώς σημαντικές για την επιβίωση του ατόμου- επιπλέον, είναι ένας προκαταρκτικός όρος για κάθε πολιτική μάχη εναντίον των στρα τοπέδων. Αλλά η κατανόηση αυτή μπορεί εκ των προτέρων να συνδέε ται με ένα δημιουργικό σχέδιο, το σχέδιο μιας εξήγησης του κόσμου δια μέσου ενός έργου- άρα μιας δραστηριότητας του πνεύματος. Λέμε τότε μέσα μας ότι πρέπει να εγκαθιδρύσουμε την αλήθεια όχι μόνον ε πειδή αυτό θα μας βοηθήσει να επιζήσουμε ή θα βοηθήσει άλλους να καταπολεμήσουν ένα μισητό σύστημα, αλλά και επειδή η εγκαθίδρυση της αλήθειας είναι αυτοσκοπός. Η Γκίνσμπουργκ, που έχει καταλάβει καλά τις δύο πρώτες λειτουργίες της προσπάθειας της μνήμης της, κα τόρθωσε να διατυπώσει και την τρίτη. «Η αλήθεια δεν έχει ανάγκη να δι καιολογηθεί λέγοντας ότι αποτελεί έναν ανώτερο αντικειμενικό στόχο. Απλούστατα, είναι η αλήθεια. Οφείλουμε να την υπηρετούμε, όχι να μας υπηρετεί αυτή» (II, 497). Οι κρατούμενοι των στρατοπέδων έχουν ζήσει μία ακραία εμπειρία- χρέος τους προς την ανθρωπότητα είναι να αφηγη θούν, με πάσα εντιμότητα, τι έχουν δει και ζήσει, γιατί η ανθρωπότητα πλουτίζει ώς και από την φρικτότερη εμπειρία- μόνον η οριστική λήθη προκαλεί την απελπισία. Από τη σκοπιά όχι πια του εαυτού αλλά της αν θρωπότητας (που ο καθένας με τη σειρά του μπορεί να την δανειστεί), μια ζωή δεν έχει βιωθεί μάταια αν μένει ένα ίχνος της, μια αφήγηση που προστίθεται στις αναρίθμητες ιστορίες που δημιουργούν την ταυτότητά μας, και συντελούν έτσι, έστω και ελάχιστα, στο να κάνουν τούτο τον κόσμο πιο αρμονικό και πιο τέλειο. Ιδού το παράδοξο της κατάστασης: οι διηγήσεις του κακού μπορούν να παράγουν το καλό. Γι’ αυτό οι θανόντες ζητούν από τους επιζήσαντες: θυμηθείτε τα ό
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
λα και διηγηθείτε τα- όχι μόνο για να πολεμήσουμε τα στρατόπεδα, αλ λά και για να διατηρήσει ένα νόημα η ζωή μας, αφού έχει αφήσει ένα ί χνος. Ο Γκαντόφσκι γράφει πάνω πάνω στο χειρόγραφό του: «Σε όποι ον ανακαλύψει τα γραπτά αυτά! Εχω να σας ζητήσω κάτι. Ιδού ο αλη θινός λόγος για τον οποίο γράφω: για να ξαναεπενδυθεί με νόημα η καταραμένη ζωή μου, για να μπορέσουν να βρουν τη χρησιμότητά τους στο μέλλον οι κολασμένες μέρες μου και οι απελπισμένες επαύριοί μου» (Ρόσκις, 548). Μιλώντας για τον εαυτό σου, συντελείς στην εδραίωση της αλήθειας του κόσμου. Από μία οικογένεια οφείλει να ε πιβιώσει τουλάχιστον ένα μέλος: όχι για να διαιωνίσει την βιολογική της ταυτότητα, αλλά για να μη χαθεί ολόκληρη η οικογένεια δίχως ν’ αφήσει ίχνος. Πρέπει να κρατηθούμε στη ζωή όχι για την ίδια τη ζωή, αλλά ως στήριγμα της μνήμης, ως εφικτή αφήγηση. Ο Μάρεκ Έντελ μαν θυμάται κι αυτός: «Φοβόμασταν πάρα πολύ μην περάσουμε απα ρατήρητοι, φοβόμασταν μην εξαφανιστούμε εκεί πίσω χωρίς κανένας να παρατηρήσει την ύπαρξή μας, τη μάχη μας, τον θάνατό μας... Φοβό μασταν μην είναι ο τοίχος τόσο χονδρός ώστε τίποτε, κανένας θόρυ βος να μη τον περνά» (71). Παρατηρώντας, φυλάγοντας στη μνήμη, μεταβιβάζοντας στους άλ λους τα όσα έχει μάθει, ο άνθρωπος καταπολεμά ήδη την απανθρωπιά. «Η κατανόηση, γράφει η Ζερμαίν Τιγιόν, είναι μια βαθιά τάση του αν θρώπινου είδους, μία βλέψη της ανάδυσής του στην κλίμακα της ζω ής» (II, 186). Να γνωρίζεις και να μεταδίδεις γνώσεις είναι ένας τρόπος να παραμείνεις ανθρώπινος. Ώστε η ενέργεια αυτή έχει και μία ηθική διάσταση. Που σε τι συνίσταται; Όχι στο ότι το άτομο βελτιώνεται κα θώς αφοσιώνεται σε μία πνευματική δραστηριότητα, αλλά στο ότι ένας κόσμος πιο κατανοητός οίναι ένας κόσμος πιο τέλειος· να συντελείς σ’ αυτό, είναι να αποβλέπεις στο καλό της ανθρωπότητας. Πνεύμα και ηθική Το ότι η αισθητική απόλαυση, πρόσληψης ή παραγωγής, το ότι η διανοητική προσπάθεια κατανόησης, κοντολογίς, το ότι η δραστηριότη τα του πνεύματος κατέχει αφ’ εαυτής μία ηθική αρετή δεν είναι αυτο νόητο. Θα κλίναμε μάλλον να δούμε εδώ δύο στάσεις ανεξάρτητες, αν όχι αντίθετες. Έτσι, ο Μπορόφσκι περιγράφει κάτι που του φαίνεται υ παρξιακό δίλημμα: «Ένας άνθρωπος κλεισμένος στο γκέτο θα ήταν, ά ραγε, καλύτερο να θυσιάσει τη ζωή του κατασκευάζοντας πλαστά δο λάρια για να αγοράσει όπλα και να φτιάξει χειροβομβίδες με κονσερ βοκούτια, ή θα ήταν καλύτερο να δραπετεύσει από το γκέτο, να περάσει στην άλλη μεριά [των άριων], να σώσει τη ζωή του και να γίνει έτσι ικανός να διαβάσει τους Πυθιόνικους του Πινδάρου;» (Από δω, 172). Η γυναίκα που διατυπώνει το παραπάνω δίλημμα έχει διαλέξει τον δεύ τερο δρόμο — φαίνεται, δηλαδή, πως διάλεξε την τέχνη και το πνεύμα,
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
και όχι την ηθική και την πολιτική. Ωστόσο, οι μαρτυρίες των επιζησάντων λένε άλλα πράγματα: ότι τα δύο δεν αλληλοαποκλείονται. Καίτοι ήταν πράξεις αισθητικές, οι συγκεντρώσεις απαγγελίας, τα κονσέρτα Μπαχ στο Αουσβιτς ήταν και πράξεις ηθικές, επειδή, κάνοντας τον κό σμο καλύτερο από όσο προηγουμένως ήταν, θα βελτίωναν έτσι και ό σους συμμετείχαν σ’ αυτές. Όταν η Έτυ Χίλεζουμ αποφασίζει να πιστέψει στην συγγραφική της κλίση, δεν διαλέγει την ανιδιοτελή αισθητική από τη φροντίδα για τους ανθρώπους. Λέει δικαιολογημένα μέσα της: «Έπρεπε ν’ αποτραβηχτώ από μία μικρή κοινότητα, για να μπορέσω ν’ απευθυνθώ σε μιαν άλλη, ευρύτερη» (1,198). Είδαμε ότι και ο Λέβι συνειδητοποίησε ότι τα λόγια του Δάντη «αφορούν όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν». Αυτοί οι αναγνώστες ή ακροατές δεν «βοηθώνται» άμεσα από τη λογοτε χνία, και δεν πρέπει κιόλας: τα βιβλία δεν είναι επίδεσμοι· αλλά, αγγιγ μένοι από την ομορφιά της τέχνης, θα εξυψωθούν σ’ αυτήν. Και οι α φηγήσεις που προέρχονται από τις εμπειρίες αυτές στα στρατόπεδα, της Χίλεζουμ και του Λέβι, της Γκίνσμπουργκ ή της Σαρλότ Ντελμπό και του Μπορόφσκι, ισχύουν ως ηθικές πράξεις, όχι μόνον επειδή κομί ζουν μία μαρτυρία ή υπηρετούν την πολιτική μάχη, αλλά και επειδή συ ντελούν να αποκαλύψουν σ’ εμάς, τους αναγνώστες τους, την αλήθεια του κόσμου, και άρα να τον βελτιώσουν. Η αναζήτηση της αλήθειας θρέφει την ηθική. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να αντιτείνουμε στη διαβεβαίωση αυτή εξ ίσου πολλά παραδείγματα, που αποδεικνύουν ότι μπορούμε να καλ λιεργούμε το πνεύμα χωρίς διόλου να κάνουμε αρετή τη δραστηριότη τα αυτή. Ο Άλμπερτ Σπέερ δεν μπορεί να μη νιώσει αισθητική απόλαυ ση βλέποντας τους βομβαρδισμούς της πόλης του: «Από ψηλά από τον πύργο της Φλακ οι αεροπορικές επιδρομές εναντίον του Βερολί νου προσέφεραν ένα θέαμα που η ανάμνησή του δεν μπορεί να σβή σει, και χρειαζόταν διαρκώς να θυμάσαι το απαίσιο πρόσωπο της πραγ ματικότητας για να μην αφήνεις να σε θέλγει αυτή η εικόνα. [...] Ήταν μία μεγαλειώδης εικόνα της Αποκάλυψης» (409). Τι το ηθικό υπάρχει σ’ αυτή τη σκέψη; Ή στην πράξη που δίνει στον Σπέερ τη δυνατότητα να πραγματώσει τα αρχιτεκτονικά του όνειρα; Αυτό που επιθυμεί, είναι να παραγάγει ομορφιά, δηλαδή, πρακτικά, να κατασκευάσει οικοδομή ματα της αρεσκείας του. Αλλά η αγορά είναι περιορισμένη, ο ανταγω νισμός άγριος και η μοναδική δουλειά που βρίσκει, κατά τον πρώτο χρόνο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είναι η ανακαίνιση ε νός ορόφου μίας από τις οικοδομές που ανήκουν στον πατέρα του. Τό τε, ο πρωθυπουργός του ζητά να γίνει ο επίσημος αρχιτέκτονάς του. «Δεν ήμουν καν τριάντα χρονών, κι ανοίγονταν μπροστά μου οι πιο συ ναρπαστικές προοπτικές που θα μπορούσε να ονειρευτεί ένας αρχιτέ κτονας» (47). Η επιθυμία αυτή είναι κατανοητή, για να μην πούμε θεμι τή. «Πίστευα τότε ότι το έργο που επιτελούσα θα με τοποθετούσε στις
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
τάξεις των πιο διάσημων αρχιτεκτόνων της Ιστορίας» (182). Ταυτίζεται πλήρως με το καθήκον αυτό επί πέντε χρόνια. Ο εντολοδόχος του ονομαζόταν Χίτλερ, κι ενώ ο Σπέερ ονειρευό ταν μία αναγέννηση της Αρχαιότητας, η χώρα του καταβρόχθιζε το έ να μετά το άλλο τα γειτονικά ευρωπαϊκά κράτη. Μα έτσι ακριβώς, λέει αναστενάζοντας ο Σπέερ, δεν πούλησε ο Φάουστ την ψυχή του στον Μεψιστοφελή; Στην Τρεμπλίνκα, ο Στανγκλ αρεσκόταν να τριγυρίζει α νάμεσα στα μελλοντικά του θύματα καβάλα σ’ ένα λευκό άλογο, φο ρώντας ένα άψογο σακάκι ραμμένο στα μέτρα του: πρέπει να χαιρόμα στε γι’ αυτή την αίσθηση της ομορφιάς; (Τους πρώτους μήνες μετά την κατάληψη της εξουσίας στη Βουλ γαρία το 1944, οι κομμουνιστές έσφαξαν δεκάδες, ίσως και εκατοντά δες χιλιάδες ανθρώπους (δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία): παλιούς φασίστες, αστυνομικούς που είχαν εκτεθεί στη δίωξη των αντιστασια κών, αλλά και εκείνους από τους οποίους ήθελαν να απαλλαγούν για τον άλφα ή βήτα λόγο. Αυτοί ήταν, ιδίως στην επαρχία, οι ντόπιοι προύχοντες ή οι εκπρόσωποι της διανόησης: οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι, οι δημοσιογράφοι, όλοι όσοι θα μπορούσαν να κατέχουν μιαν αυθεντία ανεξάρτητη απ’ αυτή που απονέμει η καινούρια εξουσία. Το θύματα συνελήφθησαν χωρίς να περάσουναπό δίκη, οδηγήθηκαν στα γύρω δάση και εκτελέστηκαν με το τσεκούρι ή με τον υποκόπανο, και κατόπιν ε νταφιάστηκαν συνοπτικά. Τους ίδιους μήνες, ο πατέρας μου θα πρέπει να αισθανόταν ευτυχής: επιτέλους έβρισκε συνομιλητές που έδειχναν να καταλαβαίνουν το πάθος του, τις ανάγκες των βιβλιοθηκών στη Βουλγαρία. Ρίχτηκε, λοιπόν, με ενθουσιασμό στην οικοδόμηση της και νούριας Εθνικής βιβλιοθήκης. Θυμάται σήμερα ότι ορισμένοι φίλοι ,που είχε συναντήσει τότε, του έλεγαν: «Έχετε το κεφάλι στα σύννεφα και σαν να μη βλέπετε τι συμβαίνει γύρω σας στη γη! Σκέφτεστε τις βι βλιοθήκες σας! Αλλά ίσως αυτό να είναι καλύτερο για σας...»). Ο κρατούμενος Μίχεελς νιώθει να τον συνεπαίρνει η ακρόαση της μουσικής. Αλλά δεν είναι ο μόνος. Η ΙβςβιΙϋΙΐΓθπη του στρατοπέδου του Μαρία Μάντελ έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον σκοπό της όπερας Μαντάμ Μπάτερφλαϋ του Πουτσίνι· έρχεται στο παράπηγμα των μου σικών ό,τι ώρα θελήσει, μέρα και νύχτα, και απαιτεί να της τον τραγου δήσουν και κάθε φορά μαγεύεται. Ο διοικητής του Μπίρκεναου Γιόζεφ Κράμερ συμμερίζεται τις μουσικές κλίσεις της Μάντελ και ενθαρρύνει τις δραστηριότητες της γυναικείας ορχήστρας του στρατοπέδου του. Το αγαπημένο του κομμάτι είναι η Πένβπβ του Σούμαν την ακούει με την μεγαλύτερη προσοχή. Εγκαταλείπεται στο τρυφερό του αίσθημα και αφήνει ευχαρίστως να κυλούν στα επιμελώς ξυρισμένα του μάγου λα δάκρυα πολύτιμα σαν μαργαριτάρια» (Φενελόν, 147). Αν παραμερί σουμε την Μάντελ και τον Κράμερ, ο πιο φλογερός μελομανής είναι ο δρ. Μένγκελε. «Ανθρωποι που αγαπούν τόσο πολύ τη μουσική, άνθρω
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ποι που κλαίνε ακούγοντας μουσική, είναι ικανοί να κάνουν τόσο κακό, να κάνουν κακό;» αναρωτιέται ένα μέλος της ανδρικής ορχήστρας του Άουσβιτς (Λακς και Κουντύ, 158). Αλίμονο, ναι. Και η Φάνια Φενελόν, που την συνεπαίρνει η μουσική που παίζει, δεν είναι η μόνη: στα γρα φεία της Κρατικής Ασφάλειας στο Βερολίνο έχουν διαρρυθμίσει ένα δωμάτιο για μουσική και το έχουν στολίσει με όργανα- ένας κάποιος Άντολφ Αιχμαν πηγαίνει εκεί τακτικά και παίζει βιολί, συνοδευόμενος στο πιάνο από τον σύντροφό του των 33 Μπόστραμερ: παίζουν ρομα ντική μουσική δωματίου. Κατά τα άλλα, οι γυναίκες μουσικοί του Άουσβιτς δεν απατώνται α πό την κατάσταση αυτή, και δυσκολεύονται να αφεθούν πάντα να τις συνεπάρει η γοητεία που χαρίζει η εκτέλεση της μουσικής. Η μουσική χρησιμεύει για να επιταχύνει το βήμα των καταδίκων, να απαλλάσσει τους φύλακες από τις έγνοιες τους ή να τους ειρηνεύει τη συνείδηση. Να κάνεις μουσική, είναι να αισθάνεσαι ελεύθερος, να παρακινείς στη χαρά: εξακολουθεί να ισχύει αυτό στη σκιά από τις καμινάδες των κρε ματορίων; « Η μουσική είναι αληθινά στο Μπίρκεναου το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα. Το καλύτερο: κατασπαράζει τον χρόνο, παρέχει τη λήθη, όπως ένα ναρκωτικό, βγαίνουμε απ’ αυτήν αποκτηνωμένες, καθαρμένες... Το χειρότερο, επειδή το κοινό μας είναι αυτοί: οι φονιά δες, είναι αυτές: τα θύματα... και μέσα στα χέρια των φονιάδων δεν γι νόμαστε κι εμείς με τη σειρά μας δήμιοι;» (Φενελόν, 189). Αυτή η αμφισημαντότητα (στην οποία ωστόσο το «καλύτερο πράγμα» δεν είναι α ληθινά πολύ καλό) είναι γνώριμη σε όλους τους κατοίκους των ολοκληρωτικών χωρών: η εξουσία εκεί κολακεύει τους καλλιτέχνες και τους συντηρεί (τηρουμένων των αναλογιών) γενναιόδωρα, επειδή τα προϊόντα τους, όσο ωραία κι αν είναι, δεν την απειλούν — όσο οι καλλι τέχνες δεν γίνονται αντιφρονούντες. Και γιατί, τελικά, να μείνουμε μό νο στις ολοκληρωτικές χώρες; Το θέμα της ωραιότητας του εγκλήμα τος, της δολοφονίας ως μίας των καλών τεχνών, του δανδή που θέλει να διέπεται η ζωή του από τους κανόνες της αισθητικής και όχι από της ηθικής, έχει στέρεα εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη από τις αρχές του 19ου αιώνα. «Ο δεσμός ανάμεσα σε αισθητισμό και έγκλημα είναι πασίγνω στος: το γεγονός ότι είσαι υπερευαίσθητος στις καλλιτεχνικές αξίες, μπορεί να σε κάνει ιδιαίτερα αναίσθητο στις ηθικές αξίες» (Κάλερ, 77). Το ίδιο ισχύει για τους επιστήμονες. Όπως ακριβώς οι δημιουργοί χαίρονται όταν κατέχουν τα αναγκαία μέσα για να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους, έτσι και οι επιστήμονες χαίρονται να τους ζητούν ορισμέ νοι να ξεπεράσουν τα όριά τους: οι μεγάλοι γερμανοί επιστήμονες ευ γνωμονούν τη βασιλεία του Χίτλερ, που στάθηκε ιδιαιτέρως γενναιό δωρος απέναντι τους. Ο Χάιζενμπεργ* ενθαρρύνθηκε να συνεχίσει τις έρευνές του για τη διάσπαση του ατόμου, ο Βέρνερ φον Μπράουν τις έρευνες για τα βλήματα μεγάλου βεληνεκούς: ποια άλλη κυβέρνηση θα είχε θέσει στη διάθεσή τους τόσα εκατομμύρια μάρκα; Το πνεύμα
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
είναι σε πλήρη αναβρασμό- μα η ηθική δεν έχει εδώ καμία θέση. Μή πως η επιστήμη δεν είναι, αυτή καθαυτή, τελείως ξένη προς την ηθική, αφού υπακούει μόνο στην ενόρμηση της γνώσης; Και δεν είναι ο καθέ νας μας ικανός να αναφέρει παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η διανόηση δεν παράγει αυτομάτως την καλοσύνη; Αυτό είναι κοινοτο πία, τουλάχιστον από τον καιρό του Ρουσώ: η άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών δεν συντελεί αναγκαστικά στη βελτίωση των ηθών, η μεγάλη ευφυία δεν επιφέρει κατ’ ανάγκην υψηλή ηθικότητα. Όλες οι πρόσφατες συνηγορίες υπέρ της κουλτούρας, λίγο πολύ συνειδητές μεταμορφώσεις του προτάγματος του Διαφωτισμού, φαίνεται να εδρά ζονται στη λήθη της ακόλουθης προειδοποίησης: η ποσοτική αύξηση της κουλτούρας δεν έχει αυτομάτως επιπτώσεις στην ηθική. Η δραστη ριότητα του πνεύματος μπορεί να οδηγήσει στην υλική αφθονία- αυτή, πάλι, δεν εμποδίζει την ηθική μας ευθραυστότητα. Τα επιχειρήματα αυτά είναι ισχυρά, και ωστόσο δεν μπορούμε να διαβεβαιώσουμε το αντίθετο, τις θετικές επιπτώσεις της εξύψωσης της πνευματικής δραστηριότητας. Επιβάλλεται, λοιπόν, όχι να διαλέξουμε μία από τις δύο θέσεις, αλλά να διασαφήσουμε τα πεδία εφαρμογής τους και την ιεραρχία που εγκαθιδρύεται μεταξύ τους. Αυτό που χαρακτηρίζει τις πράξεις οι οποίες απορρέουν από τις κα θημερινές αρετές είναι ότι πάντα απευθύνονται σε συγκεκριμένους αν θρώπους. Αλλά η φύση των ανθρώπων αυτών ποικίλλει. Στην περίπτω ση της αξιοπρέπειας, ο αποδέκτης των πράξεων είναι το ίδιο το υπο κείμενο ή, αν θέλετε, η συνείδησή του: πρέπει η πράξη μου να αξίζει τον σεβασμό μου, να θεωρώ τον εαυτό μου άξιο του εαυτού μου- είμαι συνάμα πράττων και κριτής, κι αν ακόμα, προφανώς, τα κριτήρια που μου δίνουν τη δυνατότητα να κρίνω τον εαυτό μου είναι μόνο μία εσωτερικευμένη αντανάκλαση της γνώμης των άλλων, έξω από μένα. Στην περίπτωση της φροντίδας, ο αποδέκτης (ή επωφελούμενος) μου είναι εξωτερικός: είναι ένας ή πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω προσωπικά. Τέλος, η δραστηριότητα του πνεύματος απευθύνεται και σε άλλους ανθρώπους, αλλά η ταυτότητά τους δεν έχει πια σημασία, και μπορεί να είναι πολύ πιο πολλοί, όπως επισήμανε η 'Ετυ Χίλεζουμ: ο συγγρα φέας δεν γράφει για την κόρη του ή για τον πατέρα του, αλλά για ορι σμένους συμπατριώτες του ή συγκαιρινούς του (ή για όποιους έρθουν έπειτα από τριάντα χρόνια κτλ.). Ωστόσο, είτε έχουμε συνείδηση αυ τού είτε όχι, πρέπει ο αποδέκτης αυτός να παραμένει παρών και δη πολλαπλός, να ταυτίζεται με επιμέρους ανθρώπους, με πρόσωπα, και να μη διαλύεται στην αφαίρεση «ανθρωπότητα» ή «Άνθρωπος». Οι κα θημερινές αρετές είναι, από την άποψη αυτή, «προσωπικές», ενώ οι η ρωικές ενέργειες δεν ήταν αναγκαστικά προσωπικές. Η δραστηριότητα του πνεύματος, με τη σειρά της, είναι ηθική αν αποβλέπει στο καλό των ατόμων στα οποία απευθύνεται, και παύει να είναι αν έχει σαν α ποτέλεσμα την καταστροφή και τον θάνατο: η ρύθμιση των όπλων για
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
εκτελέσεις, κι αν ακόμα απαιτεί μεγάλες διανοητικές ικανότητες, δεν είναι ηθική πράξη. Η παθητική πτυχή της δραστηριότητας του πνεύματος, η ενατένιση της ομορφιάς ή η κατανόηση του κόσμου που δεν οδηγούν σε κανένα δημιουργικό πρόταγμα, φαίνεται να μπορούν κάπως πιο δύσκολα να ε νταχθούν σ’ αυτό το πλαίσιο. Έχουμε δει ωστόσο πόσο συχνά οι χει ρονομίες που προηγούνταν απ’ αυτά κατευθύνονταν προς τους άλ λους. Ο κρατούμενος του Νταχάου δεν αρκείται να θαυμάσει μονάχος το ηλιοβασίλεμα- θέλει να μοιραστούν τη χαρά του και οι σύντροφοί του. Η Μίλενα δεν είναι ευτυχής όταν αναθυμάται μονάχη τις λογοτε χνικές της αναμνήσεις: τις ζει από κοινού με τη φίλη της. Δεν αρκεί στον κρατούμενο Φρανκλ να καταλαβαίνει καλύτερα το σύμπαν των στρατοπέδων θέλει και οι άλλοι να συμμεριστούν την κατανόηση αυ τή. Μήπως αυτή η τάση να συμμεριζόμαστε την πνευματική εμπειρία δεν υποδηλώνει ότι, κι όταν ακόμα αυτή είναι μοναχική, οφείλει να το ποθετείται σε ένα πλαίσιο επικοινωνίας, γιατί μας φέρνει σε επαφή με όλους όσοι θα μπορούσαν να βρίσκονται στη θέση μας; Αυτή η ερμηνεία των καθημερινών αρετών μάς δίνει, παρεμπιπτό ντως, τη δυνατότητα να καταλάβουμε γιατί διαμοιράζονται σε τρία σύ νολα, και όχι σε δύο ή σε πέντε. Δεν έχω ξεκινήσει από κανένα προμελετημένο σχήμα: έχω κρατήσει και αναδιατάξει σε ομάδες τις πράξεις που, διαβάζοντας τις αφηγήσεις αυτές, μου φαίνονταν ότι απεικονί ζουν την άλφα ή την βήτα καθημερινή αρετή. Αλλά αν εξετάσω εκ των υστέρων τον αριθμό τους και τις σχέσεις τους, αντιλαμβάνομαι ότι εξαρτώνται από τη φύση του αποδέκτη τους ή, αν προτιμάτε, από τη δο μή της διυποκειμενικότητας. Στην αξιοπρέπεια, το εγώ απευθύνεται στο εγώ · στη φροντίδα, σε ένα ή πολλά εσύ, δηλαδή σε ανθρώπους με τους οποίους εγκαθιδρύεται μία σχέση αμοιβαιότητας και ενδεχό μενης αντιστροφής των ρόλων (είναι η βασική μορφή της ανθρώπινης ανταλλαγής)- τέλος, η δραστηριότητα του πνεύματος απευθύνεται σε λίγα ή πολλά εκείνοι, που όμως παραμένουν ανώνυμοι και δεν είναι πια μέλη ενός διαλόγου που εκτυλίσσεται στο παρόν. Από την άποψη αυτή, μπορούν να υπάρχουν μόνο τρεις αρετές, όσα και τα πρόσωπα της κλίσης του ρήματος. Αυτό υπονοεί μία διπλή σχέση ανάμεσα σε η θική και επικοινωνία: η επικοινωνία παρέχει στην ηθική συνάμα το πε ριεχόμενο του ιδεώδους της (η οικουμενικότητα είναι ο έσχατος ορίζο ντας της επικοινωνίας) και το πλαίσιο των εκδηλώσεών της. Ιεραρχία των αρετών Ποια ιεραρχία σχηματίζουν οι καθημερινές αρετές; Το ερώτημα αυ τό δεν επιδέχεται απλή απάντηση, γιατί η απάντηση εξαρτάται από τη σκοπιά στην οποία τοποθετούμαστε. Αν διαλέξω τη θέση του υποκει μένου, αυτή που με αφορά πιο άμεσπ είναι η αξιοπρέπεια. Αν τοποθε τηθώ στη σκοπιά της ανθρώπινης κοινότητας στην οποία ζω, προφα
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
νώς από όλες τις άλλες στάσεις επικρατέστερη είναι η φροντίδα. Αν, τέλος, τοποθετηθώ στη σκοπιά της παγκόσμιας ιστορίας, η δραστηριό τητα του πνεύματος έχει το πιο ανθεκτικό αποτέλεσμα: αιώνες μετά τον θάνατό τους, ευγνωμονούμε τον Πλάτωνα και τον Σαίξπηρ, επειδή κατέστησαν τον κόσμο πιο ωραίο και πιο κατανοητό από όσο ήταν. Και η δραστηριότητα αυτή απευθύνεται σε όλους, ενώ η φροντίδα αφορά μόνο μερικούς, η δε αξιοπρέπεια, μόνο το υποκείμενο. Αυτή η διαφορά των ιεραρχιών δεν είναι τυχαία: το υποκείμενο δεν θα μπορούσε να έ χει τα ίδια συμφέροντα με την κοινότητα, η οποία με τη σειρά της δεν συγχέεται με ολόκληρο το σύμπαν. Αλλά μπορούμε να πούμε και ότι η φροντίδα συμπίπτει, ήδη εξ ορισμού, με την ηθική στάση (οι άνθρωποι σ’ αυτήν είναι ο σκοπός των ενεργειών μας), ενώ στη δραστηριότητα του πνεύματος αυτή η παρεμβολή του ανθρώπου είναι προαιρετική και η αξιοπρέπεια μπορεί να είναι ξένη προς το καλό του υποκειμένου- γι’ αυτό, όπως είδαμε, στις δύο αυτές περιπτώσεις περνούμε εύκολα το σύνορο της ηθικότητας. Ωστόσο, η πρακτική αναμειγνύει ό,τι η ανάλυση διαχωρίζει. Η συ νείδησή μου είναι μία εσωτερίκευση του λόγου των άλλων: το εγώ σχηματίζεται από το εκείνοι. Η φροντίδα που δείχνω προς τους κοντι νούς μου μου επιβεβαιώνει, στα μάτια μου, την αξιοπρέπειά μου. Και η δραστηριότητα του πνεύματος απευθύνεται συχνά σ’ ένα εσύ, στον σύντροφο της ζωής μας, πριν αναζητήσει τους αβέβαιους εκείνοι. Δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε μία μόνον αρετή προς ζημία των άλλων, και καμία προκαταρκτική συνταγή δεν θα μας μάθει πώς να επιλέξουμε σε περίπτωση σύγκρουσης. Οι συγκρούσεις, ωστόσο, υπάρχουν (και όχι μόνον οι συμφωνίες ή οι μεταμορφώσεις μίας αρετής σε άλλη), και μας ενδιαφέρει να τις γνωρίσουμε. Ας τοποθετηθούμε, για τούτο, στο έδαφος της φροντίδας. Αν φροντίζουμε τους άλλους, ο λόγος είναι, εν μέρει τουλάχιστον, για να ικανοποιήσουμε τα κριτήριά μας για το καλό ή, όπως επίσης λέγε ται, από καθήκον- και αν φροντίζουμε τους άλλους, μπορούμε να απο κομίσουμε μία εσωτερική ικανοποίηση: άρα, είναι εφικτότατη η συμφω νία φροντίδας και αξιοπρέπειας. Αλλά, όπως ήξερε ήδη ο Καντ, αυτές οι δύο αρετές μπορούν να είναι και αντίθετες, γιατί η αξιοπρέπεια είναι πρωτίστως ελευθερία, ενώ η φροντίδα είναι ένας περιορισμός αυτής της ελευθερίας: από τη στιγμή που αναγνωρίζω ότι άλλοι εκτός από μένα οφείλουν να είναι ο σκοπός των ενεργειών μου, δεν είμαι πια τε λείως ελεύθερος. Ο Μπέτελχαϊμ αναφέρεται στην ίδια αναπόφευκτη σύγκρουση με τους όρους «αυτονομία» και «ενσωμάτωση»: κινήσεις α ντίθετες, και ωστόσο εξ ίσου απαραίτητες στο άτομο και οι δύο. Ας πάρουμε ένα πολύ προσγειωμένο παράδειγμα. Μια Ολλανδή α γρότισσα που κρύβει Εβραίους κατά τον πόλεμο περιγράφει τις συ γκρούσεις που γίνονται μπροστά στις τουαλέτες του σπιτιού της. Οι φυγάδες που τις χρησιμοποιούν είναι έξι τον αριθμό- αυτό απαιτεί την
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
εγκαθίδρυση μίας χρήσης του χρόνου — τόσα λεπτά το άτομο— και μιαν ορισμένη ακρίβεια. Άλλοτε όλα πηγαίνουν ρολόι- άλλοτε, όμως, συσσωρεύονται μικροκαθυστερήσεις, έτσι ώστε ο έκτος ενδέχεται να πάει και είκοσι λεπτά αργότερα. Οι καθυστερήσεις αυτές δεν είναι «φυσικές»- απορρέουν μάλλον από το ότι εκεί είναι οι μοναδικές στιγ μές της ημέρας κατά τις οποίες μπορούν οι φυγάδες να παραβιάσουν τους κανόνες, να ασκήσουν την ελευθερία τους και άρα να ανακτή σουν την αξιοπρέπειά τους. Μα όποιοι αναγκάζονται να περιμένουν, ερμηνεύουν προφανώς τις ίδιες πράξεις ως έλλειψη επιμέλειας και φροντίδας γι’ αυτούς (Στάιν, 236). Αυτή η συγκεκριμένη σύγκρουση θα μπορούσε να λυθεί, αν ήταν δυνατόν να ασκήσουν οι άνθρωποι ένα ελάχιστο ελευθερίας έξω απ’ αυτές τις καταστάσεις αλληλεπίδρασης· απλώς, στις ακραίες περιστά σεις, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Αλλά το ίδιο αναπαράγεται και σε περιστάσεις πολύ λιγότερο δραματικές: ποιος δεν έχει γνωρίσει αν θρώπους που περνούν τη ζωή τους φροντίζοντας τους άλλους — μητέ ρες που ποτέ δεν σταματούν να είναι σύζυγοι και κόρες— και που νιώ θουν γι’ αυτό μεγάλη πικρία, γιατί έχουν την εντύπωση ότι παραμε λούν τον εαυτό τους και άρα στερούνται αξιοπρέπειας; Από την άποψη αυτή, είναι μάλλον δυνατόν να διατυπώσουμε έναν κανόνα προβαδί σματος: η φροντίδα είναι μία πράξη ηθικά ανώτερη, αλλά μόνο στο μέ τρο που δεν θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που την εφαρμόζει. Η φροντίδα και η δραστηριότητα του πνεύματος μπορούν κι αυτές να συγκρουστούν. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε εδώ από τη μοίρα της επικεφαλής της γυναικείας ορχήστρας του Αουσβιτς Αλμα Ρόζε. Η Άλμα προτιμά την τελειότητα της μουσικής από την ευτυχία των μου σικών της· η τελειότητα αυτή έχει γίνει για την Άλμα αυτοσκοπός, και λίγο την ενδιαφέρει σε ποιον απευθύνεται η δραστηριότητά της· για τούτο και δεν μπορούμε εδώ να μιλούμε πια για καθημερινή ή άλλη α ρετή. Πριν τον πόλεμο, θυμάται η Αλμα, «οι ιστορίες συλλήψεων, εκτοπίσεων συνέβαιναν μακριά, πολύ μακριά από μένα. Δεν με άγγιζαν, δεν με ενδιέφεραν. Για μένα, μετρούσε μόνον η μουσική» (Φενελόν, 172). Στο τέλος της ζωής της, δηλώνει ακόμα: «Ο θάνατος δεν έχει σημασία, σημασία, αληθινή σημασία, έχει το να κάνεις μουσική» (298). Από τη στιγμή που βρίσκεται στο στρατόπεδο, αφοσιώνεται πάλι στην μουσική πρακτική, και οι ατέλειες των μουσικών της είναι τότε εμπόδια που πρέπει να υπερβεί’ σκοπός της είναι η μουσική, όχι οι άνθρωποι. Η Άλμα ουρλιάζει, χαστουκίζει, τιμωρεί και δικαιολογείται: «Εδώ ή αλ λού, ό,τι κάνουμε πρέπει να το κάνουμε καλά, έστω και μόνον από αυ τοσεβασμό» (184). Βλέπουμε πώς η δραστηριότητα του πνεύματος μπορεί να γεννήσει ένα αίσθημα αξιοπρέπειας (αυτό που απορρέει από τη συνείδηση μιας καλοκαμωμένης εργασίας), αμελώντας τα συμφέ ροντα των ατόμων. Μετά τον θάνατό της, οι 85 αποτίουν συγκινητικό φόρο τιμής στην Άλμα: υποκλίνονται, κλαίγοντας, πάνω από τη σορό
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
αυτής της Εβραίας, που είναι σκεπασμένη με λευκά άνθη. Το θέμα του εγωιστή καλλιτέχνη είναι κι αυτό πολύ προγενέστερο από τις εμπειρίες των στρατοπέδων. Οι ωραίοι στίχοι δικαιολογούν, ά ραγε, τα βάσανα των κοντινών του ποιητή; Όλα εξαρτώνται, πρώτα πρώτα, από το αν επιλέγουμε τη σκοπιά της παγκόσμιας ιστορίας ή της ανθρώπινης κοινότητας. Ο Μπέτελχάιμ αναφέρει την περίπτωση του ανιψιού του Μπετόβεν, που τη ζωή του την εκμηδένισε ο ιδιοφυής θεί ος, και σχολιάζει: «Κι αν ακόμα αυτό έχει σαν αποτέλεσμα έργα μεγά λης αξίας, οι κοντινοί του καλλιτέχνη κινδυνεύουν στην πορεία να καταστραφούν» (Καρδιά, 56). Από ηθική σκοπιά, τα δύο αυτά δεν πρέπει να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο. Για τούτο δεν μπορώ να ακολουθή σω σ’ αυτό τον Φρανκλ που, εκφράζοντας την απαίτηση να βρει νόημα στη ζωή του, δεν βλέπει διαφορά στη φύση του επιδιωκόμενου σκο πού. «Να είσαι άνθρωπος σημαίνει πάντα να σκοπεύεις προς, να κατευθύνεσαι προς κάτι πέρα από τον εαυτό σου, ή προς μία υπόθεση για να υπηρετήσεις, ή προς έναν άνθρωπο για να αγαπήσεις» (170). Ε λοι πόν, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις που επι καλεστήκαμε, και δεν παραμένουμε εξ ίσου ανθρώπινοι και στις δύο περιπτώσεις. Όπως για τις σχέσεις αξιοπρέπειας και φροντίδας, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε εδώ έναν κανόνα: η δραστηριότητα του πνεύματος είναι αξιοθαύμαστη, αλλά δεν δικαιολογεί τον μετασχημα τισμό αυτών που περιβάλλουν τον δημιουργό σε όργανα, και άρα την απώλεια της αξιοπρέπειάς τους. Για να παραθέσουμε άλλη μία φορά τον Όργουελ: «Αν ο Σαίξπηρ ξαναρχόταν αύριο σ’ αυτή τη γη, και αν βρίσκαμε ότι η αγαπημένη του απασχόληση ήταν να βιάζει πιτσιρίκες στα κουπέ των τραίνων, δεν θα του λέγαμε να κάνει το κέφι του με την ελπίδα ότι πιθανόν θα μας έδινε έναν δεύτερο Βασιλέα Ληρ» (133). Στα στρατόπεδα, η ζωή των καλλιτεχνών και των σοφών αξίζει όσο και η ζωή των πιο ασήμαντων ανθρώπων: η κάθε ζωή αξίζει όσο και η κάθε άλλη. Κατά την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας, πολλοί επι δίωξαν να προστατεύσουν ιδιαίτερα τον ποιητή Κατσενέλσον. «Επιθυ μούσαμε διακαώς να επιζήσει, για να μπορέσει, ως αυτόπτης μάρτυ ρας, να αφηγηθεί την αλήθεια», αναθυμάται η Τσύβια Λουμπέτκιν (Μπόρβιτς, 59). Καταλαβαίνουμε το νόημα αυτής της πράξης του πα ράλληλου πολέμου, του πολέμου της μνήμης- αλλά ο Κατσενέλσον (που άλλωστε δεν πέθανε τότε) «αρνήθηκε κατηγορηματικά να κρυ φτεί»: δεν δέχεται να επιζήσει αντί για έναν άλλο, με πρόσχημα ότι θα ήταν δήθεν πιο πολύτιμος ως ποιητής. Και ο Πρίμο Λέβι σκανδαλίζεται όταν, λίγο μετά τον πόλεμο, κάποιος τού λέει ότι επέζησε από το Αου σβιτς επειδή ο Θεός θέλησε να διηγηθεί την ιστορία του. «Η άποψη αυτή μου φάνηκε τερατώδης [...]: θα μπορούσα να είμαι ζωντανός αντί για έναν άλλο, σε βάρος ενός άλλου- θα μπορούσα να έχω αντικατα στήσει, δηλαδή σκοτώσει, έναν άλλο» (Αυτοί που βούλιαξαν, 81). Κα τόπιν, μόνον ένα βήμα θα τον χώριζε από τις τόσο αμφιλεγόμενες
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
πρακτικές του ηγέτη της ουγγρικής εβραϊκής κοινότητας του Λοτζ Ρούντολφ Κάστνερ, που δέχεται τη θυσία των «κοινών» Εβραίων για να μπορέσει να σώσει ορισμένους «σημαντικούς» Εβραίους (πλούσι ους ή μέλη της οικογενείας του). Η δραστηριότητα του πνεύματος, όχι περισσότερο από το χρήμα, δεν κάνει έναν άνθρωπο πιο άξιο να ζεί α πό έναν άλλο, κι αν ακόμα η Ιστορία διατηρεί το όνομα των ποιητών και των σοφών και όχι το όνομα εκείνων που τους πηγαίνουν το τσάι στο δωμάτιο ή τους ράβουν τα κουμπιά. Αρετές καθημερινές και ηρωικές Μπορούμε τώρα να επανέλθουμε στην συνολική αντιπαράταξη των καθημερινών αρετών με τις ηρωικές αρετές. Συνοψίζω τα προηγούμε να: οι κλασικές ηρωικές αρετές (ρώμη, θάρρος, πίστη κτλ.) μπορούν να γίνουν απαραίτητες σε περίπτωση σοβαρής κρίσης, μάχης ζωής και θα νάτου, εξέγερσης ή πολέμου- υπάρχουν πόλεμοι δίκαιοι, και μπορεί να έχουμε ανάγκη από ήρωες για να τους κερδίσουμε. Αλλά, ακόμα και σ’ αυτές τις ακραίες καταστάσεις, ο ηρωισμός διαστρεβλώνεται εύκολα, όταν λησμονούμε ότι οι ηρωικές πράξεις οφείλουν να έχουν για απο δέκτες τους ανθρώπους και όχι να τελούνται με στόχο τον ηρωισμό. Ο ήρωας που θυσιάζεται για να σώσει την πόλη του έχει διαφορετική α ξία από τον ήρωα που κάνει το ίδιο απλώς για την ομορφιά της χειρο νομίας. Εξω από τις ακραίες αυτές καταστάσεις, ο κλασικός ηρωισμός δεν έχει μεγαλύτερη δικαιολόγηση, εν πάση περιπτώσει στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη. Και όντως οι αρετές που απορρέουν απ’ αυτόν χά νονται. Αλλά μετατρέπονται σ’ αυτό που ονόμασα σύγχρονο ηρωισμό: τη λύσσα να κερδίσεις, τον αγώνα δρόμου της επιτυχίας, την ανάγκη να «τα καταφέρεις» με κάθε τίμημα. Ε λοιπόν, όποια κι αν είναι η αξία αυτών των ιδιοτήτων για την επιτυχία της πολιτικής, της οικονομίας ή της έρευνας, η ηθική τους αξία είναι μηδενική. Οι καθημερινές αρετές (αξιοπρέπεια, φροντίδα, δραστηριότητα του πνεύματος) είναι κατάλληλες για καιρό ειρήνης. Αλλά επιπλέον, δεν είναι εκτός θέσεως σε καιρό πολέμου και μεγάλης ένδειας, όπως μαρ τυρούν όλα τα παραδείγματα τα σχετικά με τη ζωή στα στρατόπεδα — αν θέλουμε όχι μόνο να κατακτήσουμε τη νίκη, μα και να μείνουμε άν θρωποι. Και, από τη στιγμή που θα τελειώσει ο πόλεμος, οι ήρωες γυρί ζουν στο σπίτι- για να μη βυθιστούν στην τρέλα, την παραβατικότητα ή τα ναρκωτικά, έχουν ανάγκη να νιώοουν ότι δεν έχουν γελοιοποιήσει όλα όσα σέβονταν πριν να φύγουν. «Δεν κάνεις πόλεμο (ή πολιτική) με καλά συναισθήματα», αρέσκονται να λένε οι «πραγματιστές» αρχη γοί κρατών. Αλλά, αν λησμονήσουμε όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, είναι βέβαιο ότι θα χάσουμε — αν όχι την πολεμική αναμέτρηση, τότε οπωσδήποτε τη μάχη για τη νίκη της χώρας της οποίας ηγούμαστε. Για τούτο και διστάζω ν’ ακολουθήσω εδώ τον Αμερύ, που, αν και αναγνω
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ρίζει μία ορισμένη αξία σ’ αυτόν που απλώς βοήθησε έναν πιο αδύναμο σύντροφο, εξακολουθεί να τοποθετεί, πολύ πιο ψηλά, εκείνον που εξεγέρθηκε: «Ήταν ο απόλυτος ήρωας» (Ανθρωπισμός, 26). Πιθανόν αλλά είναι, άραγε, οι ηρωικές αξίες αναγκαστικά ανώτερες από τις άλλες; Οι διάφορες καθημερινές αρετές δεν είναι άλλωστε ισοδύναμες α πό την άποψη αυτή. Η φροντίδα συνεπάγεται, εξ ορισμού, το να νοια στείς για άλλα άτομα. Η αξιοπρέπεια και η δραστηριότητα του πνεύμα τος απευθύνονται σε άτομα (στο εγώ ή στο εκείνοι)· αλλά τα άτομα αυτά μπορούν να είναι μόνον ένα πρόσχημα, μία σύμβαση. Η αξιοπρέ πεια αντικαθίσταται τότε από την έπαρση που αντλούμε από την καλο καμωμένη δουλειά, κι ας είναι αυτή η δουλειά η εξολόθρευση εκατομ μυρίων ανθρώπων, όπως στην περίπτωση του Ες. Και η δραστηριότητα του πνεύματος απευθύνεται πια μόνο στην «ανθρωπότητα» ή σε μία άλλη εφάμιλλη αφαίρεση και υποτάσσεται ακόμα πιο εύκολα στην αμι γή λογική της επιτυχίας, όπως έχουμε δει για την διανοητική και καλλι τεχνική έρευνα, που μπορεί κι αυτή να αποτελεί τη σύγχρονη μεταμόρ φωση του ηρωισμού. Αυτή η διαίρεση σε ηρωικές αρετές και καθημερινές αρετές δεν εί ναι διόλου πρωτότυπη. Βρίσκουμε μια σύγχρονη (και δημοφιλή) διατύ πωσή της στη διάλεξη του Σαρτρ που τιτλοφορείται Ο υπαρξισμός εί ναι ανθρωπισμός. Ο Σαρτρ διηγείται εκεί την περίπτωση ενός νέου που πήγε να τον συμβουλευτεί κατά τα χρόνια της κατοχής της Γαλλίας α πό τους Γερμανούς. Ο νεαρός διστάζει: πρέπει να μείνει δίπλα στη μη τέρα του, που έχει ήδη χάσει τον μεγαλύτερο γιο της στον πόλεμο και που ο άντρας της έχει γίνει συνεργάτης των Γερμανών; Ή πρέπει να προσπαθήσει να καταταγεί στις δυνάμεις της ελεύθερης Γαλλίας και να πολεμήσει τον γερμανό κατακτητή; Ο Σαρτρ επιδιώκει να κάνει μία διπλή απόδειξη: αφ’ ενός ότι η ουσία δεν προηγείται της ύπαρξης, ότι οι ανθρώπινες ιδιότητες δεν είναι προγενέστερες των πράξεων που τις εκδηλώνουν και, αφ’ ετέρου, ότι είναι αδύνατον να διαλέξεις μία από τις δύο αυτές δυνατότητες στο όνομα μιας οιασδήποτε ηθικής αρχής: αυτό που όλο κι όλο μπορούμε να κάνουμε, είναι να προσπαθήσουμε ν’ αποφύγουμε να είμαστε μέσα στο λάθος (έλλειψη πληροφόρησης, λά θος συλλογιστικής) ή στην κακή πίστη (ανειλικρίνεια). Όλες οι λύσεις είναι καλές από τη στιγμή που τις διαλέγουμε εμείς οι ίδιοι (αυτονο μία), και δεν υποτασσόμαστε στις επιταγές μιας παράδοσης ή ενός φυ σικού ντετερμινισμού (ετερονομία). «Είστε ελεύθερος, διαλέξτε, δηλα δή επινοήσετε. Καμία γενική ηθική δεν μπορεί να σας υποδείξει τι να κάνετε» (47). «Κάθε φορά που ο άνθρωπος διαλέγει τη δέσμευσή του και το πρόταγμά του με κάθε ειλικρίνεια και με κάθε διαύγεια, ανεξάρ τητα από το ίδιο το πρόταγμα, είναι αδύνατον να προτιμήσει ένα άλ λο» (79). «Το μόνο που μετράει είναι να ξέρουμε αν η επινόηση που γί νεται γίνεται στο όνομα της ελευθερίας» (86) κτλ. Το καινούριο που κομίζει ο Σαρτρ δεν είναι το δίλημμα, αλλά η δια
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
βεβαίωση σύμφωνα με την οποία αυτό που πρέπει να μας κάνει να προτιμήσουμε την μία ή την άλλη δεν είναι το περιεχόμενο των επιλο γών, αλλά η στάση του υποκειμένου που διαλέγει. Πράγματι, το δίλημ μα ήταν ήδη διατυπωμένο στην Ιλιάδα, στο τέλος της ζ' ραψωδίας. Το αντιμετωπίζει όχι ένας νεαρός φοιτητής, αλλά ο τρωαδίτης ήρωας Έκτορας. Τη στιγμή που κινάει για τη μάχη, τον σταματά η γυναίκα του Ανδρομάχη και τον εκλιπαρεί να μείνει κοντά σ’ εκείνη και στο παιδάκι τους Αστυάνακτα. Ο Έκτορας αγαπάει τη γυναίκα και το παιδί του, θα πει μάλιστα σε μία άλλη περίπτωση ότι το να πεθάνει για να τους υπε ρασπιστεί σημαίνει να διαλέξει έναν ένδοξο θάνατο (ξ '496-7)· αλλά δεν συγχέει τον σκοπό με το μέσον: ο κλασικός ήρωας υπερασπίζεται τους αδύναμους όχι μένοντας πλάι τους, αλλά πηγαίνοντας να πολε μήσει- οπότε ο Έκτορας δεν διστάζει στιγμή: «Έχω μάθει να είμαι γεν ναίος πάντα και να πολεμώ στην πρώτη γραμμή των Τρώων, για να α ποκτήσω τεράστια δόξα για τον πατέρα μου και για μένα» (ζ' 445-6). Οι διάφορες αρετές, κατά τον Έκτορα, μοιράζονται ανάλογα με τα φύ λα: «Εμπρός! γύρισε στο σπίτι, λέει στη γυναίκα του, φρόντισε τις δου λειές σου, στον αργαλειό, στη ρόκα και δίνε διαταγή στις δούλες σου να αφοσιώνονται στο έργο τους. Στη μάχη θα αγρυπνήσουν οι άν δρες» (ζ' 490-2). Αρα η επιλογή γίνεται με βάση έναν εξωτερικό κώδι κα (πράγμα που αρνιόταν ο σαρτρικός ήρωας)- ο Έκτορας δεν είναι ε λεύθερος, αλλά συμμορφώνεται στο ιδεώδες του. Ωστόσο, το ιδεώδες αυτό δεν βασιλεύει αδιαφιλονίκητα στην αρ χαία κοινωνία, και ο ίδιος ο Όμηρος μας το υποδεικνύει πιθανόν με την πιο αλλόκοτη λεπτομέρεια αυτής της ήδη ασυνήθιστης σκηνής: όταν ο Έκτορας σκύβει για ν’ αγκαλιάσει τον Αστυάνακτα, το παιδάκι, τρομαγ μένο από τα όπλα του πατέρα του, αι ιοτραβιέται ουρλιάζοντας- για να ξαναβρεί την αγάπη του γιου του, ο Έκτορας αναγκάζεται να βγάλει την περικεφαλαία του. Η Αινειάδα θα αναπαραγάγει την ίδια σκηνή, αλλά αντιστρέφοντας το ζήτημα. Όταν, κατά τη λεηλασία της Τροίας, ο Αινείας θέλει να ριχτεί στη μάχη, η γυναίκα του Κρέουσα προσπαθεί να τον σταματήσει, δείχνοντάς του, για να τον πείσει, τον γιο τους Ασκάγνη. Στην αρχή, ο Αινείας κλίνει προς την ηρωική στάση παλαιού τύπου- αλλά αφού ο Ζευς του στέλνει μερικούς οιωνούς για να τον με ταπείθει, κάνει εν τέλει την αντίθετη επιλογή από του Έκτορα: φορτώ νεται τον γέροντα πατέρα του στους ώμους, παίρνει από το χέρι τον γιο του και, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του, φεύγει μέσα στη νύ χτα (II, 673-729). Γιατί αν ο Αινείας είναι ο κουνιάδος του Έκτορα, ο Βιργίλιος ανήκει σε μιαν εποχή διαφορετική από του Ομήρου, και υμνεί τη δόξα ενός ιδρυτή πολιτείας, όχι ενός καθαρού πολεμιστή. Για μιαν ακόμη φορά, για το άτομο επιλέγει η κοινωνία (ή το πεπρωμένο) — η θέληση του ατόμου, κατά κάποιον τρόπο, δεν παρεμβαίνει. Είναι αλήθεια ότι, στον σύγχρονο κόσμο, τα δύο συστήματα αξιών, ηρωικές αρετές και καθημερινές αρετές, υπάρχουν δίπλα δίπλα, και
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
μπορούμε να βρούμε πειστικά επιχειρήματα υπέρ της καθεμίας από τις δύο λύσεις. Σημαίνει, άραγε, αυτό, όπως λέει ο Σαρτρ, ότι «δεν υπάρ χει μέσον για να κρίνουμε» (86), και ότι πρέπει μόνο να απαιτήσουμε να είναι η επιλογή ελεύθερη και όχι έξωθεν επιβεβλημένη; Οι δύο δυνα τότητες που προσφέρονται στον σαρτρικό νεαρό είναι και οι δύο εκτιμητέες· αλλά θα ήταν αρκετό να επικαλεστούμε την ελευθερία επιλογής, αν παίρναμε το παράδειγμα του διοικητή της Τρεμπλίνκα Στανγκλ, που κλονιζόταν ανάμεσα στην αφοσίωση στη γυναίκα του και στο χρέος του προς την πατρίδα (την εύρυθμη λειτουργία του στρατοπέδου); Εί ναι προφανές, κι ας μη το παραδεχόταν ο Σαρτρ, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε πλήρη αφαίρεση της φύσης της επιλογής και να εμμείνουμε μόνο στη στάση του ενεργούντος υποκειμένου- η αυθεντικότητα, με την έννοια της πίστης στον εαυτό μας, δεν είναι αρετή, κι αν ακόμα, ο Σαρτρ δικαιολογημένα το υπενθυμίζει, στην σύγχρονη οπτική μία πρά ξη είναι ηθική μόνον αν είναι ελεύθερη και όχι επιβεβλημένη. Αλλά, α κόμα και στην περίπτωση του διατακτικού νεαρού, είναι κάπως ανε παρκές να δηλώσουμε πως και οι δύο επιλογές είναι ισάξιες. Μπορού με να το κάνουμε μόνον αν αποφασίσουμε να αγνοήσουμε εκούσια ό λα τα στοιχεία του περιγύρου που μπορούν να κάνουν την απόφαση να κλίνει προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. Γι’ αυτό και επιμέ νω να πιστεύω πως είναι σωστό, και όχι αυθαίρετο, να απορρίψουμε την απόφαση του Οκουλίτσκι και να προκρίνουμε την απόφαση του Ανιέλεβιτς, έστω και αν και οι δύο τάσσονται υπέρ της εξέγερσης και αναφέρονται στο ίδιο πρότυπο του κλασικού ηρωισμού. Καλό και καλοσύνη Ο Σαρτρ υποδεικνύει και μία άλλη ερμηνεία του ίδιου διλήμματος — όχι πια ανάμεσα σε καθημερινές και ηρωικές αρετές, αλλά ανάμεσα σε «δύο τύπους ηθικής» (41): η μία απευθύνεται σε άτομα, η άλλη σε ευρύ τερα ανθρώπινα σύνολα- η μία είναι συγκεκριμένη, η άλλη αφηρημένη. Κι αν ακόμα το παράδειγμα που διαλέξαμε δεν ταιριάζει πολύ καλά (η πατρίδα είναι ακόμα κάτι επιμέρους, η επιλογή της δεν απορρέει από την οικουμενική ηθική), μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχει εκεί μία διαφωτιστική διάκριση ανάμεσα, ας πούμε, στην ηθική της συμπάθειας και στην ηθική των αρχο'ν (ορισμένοι προτιμούν να μιλούν για μια «ορι ζόντια» και για μια «κατακόρυφη» ηθική). Η βασική αρχή είναι μια αφαί ρεση που φωτίζει την κάθε επιμέρους περίπτωση- η συμπάθεια, το συ ναίσθημα που νιώθουμε άμεσα με αφετηρία την εμπειρία των άλλων, εί τε είναι, όπως στην συχνότερη περίπτωση, με τη μορφή συμπόνιας, με την οποία αποβλέπουμε στη μείωση του πόνου, είτε με τη μορφή συλ λογικής χαράς, που προκαλείται από το θέαμα της ευτυχίας του. Τα παραδείγματα αντίθεσης ανάμεσα στα δύο, που βρίσκω στις α φηγήσεις των επιζησάντων, δεν τα τοποθετούν ωστόσο στο ίδιο επίπε
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
δο. Η Έλα Λίνγκενς-Ράινερ διηγείται ότι, σε ένα παράπηγμα του νοσο κομείου, μια αναρρωνύουσα κοπέλα αρπάζει το φαγητό μιας ετοιμοθά νατης- η «κλοπή» ανακαλύπτεται και η κλέφτρα τιμωρείται με μία ιδιαί τερα εξαντλητική αγγαρεία από την ΑΚβδίβ του παραπήγματος, μία συ νειδητή κομμουνίστρια" η κοπέλα πεθαίνει μετά την αγγαρεία. « Η ΐ39θΓ3ΐίθδΙθ είχε ενεργήσει με βάση μία συνειδητή ηθική αρχή [...]. Εί χε θελήσει να διαφυλάξει τον νόμο της ευπρέπειας. Αλλά η άκαμπτη, μικροπρεπής και εκνευρισμένη αποφασιστικότητά της την κατέστησε ανίκανη να βρει τον δρόμο της απλής ανθρώπινης καλοσύνης και της ανθρώπινης ανεκτικότητας» (92). Η ίδια κατά κάποιον τρόπο κατάστα ση είχε ήδη παρουσιαστεί σε ένα σοβιετικό στρατόπεδο: η υπεύθυνη του σοβχόζ Έλγκυεν στην Κολύμα Τσίμερμαν είναι γυναίκα «έντιμη»· οπότε είναι έτοιμη να τιμωρήσει την κλοπή μιας πατάτας με ποινές που ισοδυναμούν με θάνατο. Έχει, λοιπόν, «διαλύσει και σκοτώσει τόσους ανθρώπους με απόλυτη ανιδιοτέλεια, στο όνομα αυτού που πίστευε πως ήταν το πιο αγνό ιδανικό» (Γκίνσμπουργκ, II, 93). Η ΜπούμπερΝόυμαν γίνεται το αντικείμενο μιας παρόμοιας μισαλλοδοξίας στο Ρά βενσμπρυκ: η αλήθεια είναι ότι δεν έχει κλέψει, αλλά έχει παραβιάσει τον ηθικό κώδικα του κομμουνιστικού πυρήνα, αφού υποστηρίζει ότι και στην Ε.Σ.Σ.Δ. υπάρχουν στρατόπεδα συγκεντρώσεως· οπότε «εξοστρακίζεται», πράγμα που κινδυνεύει να της κοστίσει τη ζωή, όταν πα θαίνει μία σηψαιμία (Ράβενσμπρυκ, 190-1). Η λογοτεχνία που περιγράφει τα ήθη και τα διλήμματα των πουρι τανών, μας έχει εξοικειώσει με αυτές τις αντιφάσεις ανάμεσα στις ευγενείς αρχές και τις αισχρές συμπεριφορές — οι οποίες ωστόσο ισχυ ρίζονται ότι εμπνέονται από τις ευγενείς αρχές: η ηθική μπορεί να εί ναι ένα ψυχρό τέρας. Στο όνομα του κοινού καλού, σκοτώνουμε επιμέρους ανθρώπους- η υπεράσπιση αφηρημένων αρχών κάνει να λησμο νούμε τα όντα που υποτίθεται ότι προστατεύουμε και βοηθούμε. Αλλά ακριβώς με αφετηρία τις ακραίες εμπειρίες του πρόσφατου παρελθό ντος, ο Βασίλη Γκρόσμαν επεξεργάστηκε κάτι σαν θεωρία. Την βρί σκουμε στο μυθιστόρημά του Ζωή και πεπρωμένο και αποδίδεται σε έ ναν δευτερεύοντα χαρακτήρα, τον γέροντα Ικονίκοφ. Αυτός ονομάζει τα δύο ηθικά ιδεώδη καλοσύνη και καλό. Οι άνθρωποι πάντα θέλησαν να ενεργούν στο όνομα ενός καλού. Αλλά κάθε θρησκεία, κάθε φιλο σοφικό δόγμα έχει ορίσει αυτό το καλό με τον τρόπο του· το ίδιο, κάθε φυλή και κάθε κοινωνική τάξη. Ε λοιπόν, όσο πιο πολύ στένευε η έκτα ση αυτού του ορισμού, τόσο πιο πολύ γινόταν αναγκαίο να παρεμβαί νουν για να επιχειρούν να το επιβάλλουν παντού. Οπότε «η ίδια η έν νοια ενός τέτοιου καλού γινόταν πληγή, γινόταν κακό πιο μεγάλο από το κακό» (380). Το ίδιο έγινε ακόμα και με τον χριστανισμό, «το πιο αν θρώπινο δόγμα της ανθρωπότητας» (381), το ίδιο και με τον κομμουνι σμό. Όποιος θέλει το καλό, κάνει το κακό: «Εκεί που ανατέλλει το κα λό, τα παιδιά και οι γέροντες χάνονται» (382). Κατά τον Γκαίτε, ο Με-
100
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
φίστοφελής έλεγε: «Είμαι ένα μέρος της ισχύος που θέλει πάντα το κακό και κάνει πάντα το καλό» (66). Ο Γκρόσμαν δείχνει να φοβάται προπάντων τους πρωταγωνιστές της αντίθετης στάσης: αυτοί που θέ λουν πάντα το καλό, καταλήγουν να κάνουν το κακό. Ευτυχώς, υπάρχει, έξω από το καλό και το κακό, «η ανθρώπινη κα λοσύνη στην καθημερινή ζωή. Είναι η καλοσύνη μιας γριάς που, στην άκρη του δρόμου, δίνει ένα κομμάτι ψωμί σε έναν κρατούμενο που περνάει, είναι η καλοσύνη ενός στρατιώτη που απλώνει το παγούρι του σε έναν λαβωμένο εχθρό, η καλοσύνη της νιότης που λυπάται τα γηρατιά, η καλοσύνη ενός χωρικού που κρύβει στον αχυρώνα του έναν γέρο Εβραίο» (383). Η καλοσύνη ενός ατόμου για ένα άλλο άτομο, η καλοσύνη χωρίς ιδεολογία, χωρίς σκέψη, χωρίς λόγια, χωρίς δικαιολο γίες, που δεν απαιτεί από τον αποδέκτη της να την αξίζει. Η καλοσύνη αυτή είναι «ό,τι ανθρώπινο υπάρχει στον άνθρωπο» (384), και θα υπάρ χει όσο υπάρχουν άνθρωποι. Αλλά δεν πρέπει να την μετατρέψουμε σε σύνθημα: «Μόλις ο άνθρωπος θελήσει να την κάνει δύναμη, χάνε ται, σβήνει, εξαφανίζεται» (385). Η ηθική των βασικών αρχών δύσκολα διαφοροποιείται εδώ από το κακό' η ηθική της συμπάθειας είναι η μοναδική που μπορούμε να συστή σουμε. Η δεύτερη εναντιώνεται στην πρώτη κατ’ αρχήν αρνητικά: δεν αναφέρεται σε καμία έννοια, σε κανένα δόγμα- κατόπιν θετικά: είναι μία πράξη που πηγαίνει από ένα άτομο σε ένα άλλο. Έχω ήδη επιμείνει στο ότι οι πράξεις καθημερινής αρετής απευθύνονται αναγκαστικά σε συ γκεκριμένους ανθρώπους (είναι, από αυτή την άποψη, «προσωπικές»). Πρέπει τώρα να θυμίσουμε ότι στην πηγή του το εγχείρημα οφείλει να το επωμιστεί το ίδιο το υποκείμενο για να μπορούμε να μιλούμε για κα λοσύνη ή, με τη δική μου φρασεολογία, για αρετές: άρα οι δεύτερες εί ναι όχι μόνο «προσωπικές» αλλά, επιπλέον, «υποκειμενικές». Η δικαιο σύνη δεν συγχέεται με την αρετή: σύνολο βασικών αρχών και νόμων που ενσαρκώνεται σε έναν θεσμό, μπορεί να παράγει ευεργετήματα για επιμέρους άτομα, όπως ακριβώς οι πράξεις αξιοπρέπειας, φροντίδας ή πνευματικής δραστηριότητας- αλλά διόλου δεν συνεπάγεται την αρετή εκείνου που την ασκεί, οπότε εκείνος δεν μπορεί και να καυχιέται γι’ αυ τή. Επιπλέον, δεν απαιτούμε από τον δικαστή να είναι ιδιαίτερα ενάρε τος ή ηθικός, αλλά μόνο να συμμορφώνεται με τη δικαιοσύνη. Ο χώρος της ηθικής αρχίζει μόνον από τη στιγμή κατά την οποία ένα επιμέρους άτομο επωμίζεται τον αφηρημένο κανόνα, το ίδιο που τον εκφέρει. Η δι καιοσύνη είναι αντικειμενική, ανεξάρτητη από αυτόν που την ενσαρκώ νει ή την διατυπώνει- η ηθική είναι υποκειμενική (η σοφία, αναγκαστικά βιωμένη από το υποκείμενο, αντιτίθεται παρόμοια στην ευφυΐα). Η παρουσία ή η απουσία επιμέρους προσώπων ως αποδεκτών των πράξεων (η προσωποποίηση) μας έχει δώσει τη δυνατότητα να διαχω ρίσουμε τις καθημερινές αρετές από τις ηρωικές αρετές, που απευθύ νονται σε αφαιρέσεις: στην ανθρωπότητα, στην πατρίδα ή στο ηρωικό
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ιδεώδες. Η υποχρέωση να ταυτίσουμε το ίδιο το υποκείμενο ως αυ τουργό ή πηγή αυτών των ίδιων ηθικών πράξεων (υποκειμενικότητά τους) μας δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε και μία άλλη διάκριση, τούτη τη φορά μ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ηθικοκρατία. Αυτή συνίσταται στο να πράττουμε τη δικαιοσύνη χωρίς την αρετή ή απλώς να επικαλούμαστε τις ηθικές αρχές χωρίς να νιώθουμε ότι μας αφο ρούν να τοποθετούμαστε στο καλό με το απλό γεγονός ότι δηλώνου με την υποστήριξή μας στις αρχές του καλού. Ε λοιπόν, η ηθικοκρατική διακήρυξη πίστης δεν είναι σε τίποτε ηθική πράξη· σημαίνει, τις περισ σότερες φορές, κομφορμισμό ή επιθυμία να ζήσουμε σε ειρήνη με τη συνείδησή μας. Δεν αρκεί η προσχώρηση σε μία ευγενή αρχή, για να με κάνει κι εμένα τον ίδιο ευγενή. Η διάκριση αυτή ήταν οικεία στους παλιούς ηθικοκράτες· σ’ αυτήν δεν αναφέρεται η περίφημη διατύπωση του Μάρκου Αυρήλιου «Να μη συζητούμε καθόλου το ζήτημα “Τι πρέ πει να είναι ένας άνθρωπος του καλού;”, αλλά να το είμαστε» (X, 16); Η αναγκαιότητα για το άτομο να είναι αυτό το ίδιο ο πράττων τις η θικές πράξεις (και να μην αρκείται να προσχωρεί σε μία διακήρυξη της ορθότητάς τους) αφορά όχι μόνο τις καθημερινές αρετές, αλλά κάθε ηθική. Στο όνομα της ηθικής, μπορούμε να απαιτήσουμε κάτι μόνον α πό τον εαυτό μας· αν απαιτούμε κάτ> από τους άλλους δίχως ν’ ανα γνωρίζουμε τον εαυτό μας σ’ αυτούς, ο λόγος είναι ότι ισχυριζόμαστε πως υψωνόμαστε σε μία απρόσωπη σκοπιά, στη σκοπιά του Θεού. Καίτοι το ηθικό ιδεώδες ορίζεται από την οικουμενικότητα, η ηθική δράση είναι, από μιαν άποψη, αδύνατον να γενικευθεί: δεν συμπεριφέρομαι στον εαυτό μου όπως στους άλλους (η δικαιοσύνη δεν είναι η ηθική, και δεν υπάρχει τίποτε ηθικό στο γεγονός ότι δίνω στον εαυτό μου ίσο κομμάτι γλυκίσματος με των άλλων). Ο Καντ εκφράζει αυτή την ασυμμετρία ταυτίζοντας τους ανθρώπινους σκοπούς που είναι συγχρόνως καθήκοντα ως «η καθαυτό τελειοποίησή μου και η ευτυχία των άλλων» (Αρετή, 56), και υπενθυμίζοντας ότι δεν μπορούμε να αντιστρέφουμε αυτούς τους όρους: δεν υπάρχει τίποτε το ηθικό στο γεγονός ότι απο βλέπω στην ευτυχία μου ή στην τελειοποίηση των άλλων (αυτό ακρι βώς είναι η ηθικοκρατία). Δεν πρόκειται εδώ για δύο διαχωρισμένες δράσεις, αλλά για τις α ντίθετες όψεις που προσφέρει η ίδια δράση στο υποκείμενο και στους άλλους: αποσκοπώντας στην ευτυχία μου, συντελώ στην τελειοποίησή μου. Άρα, αν θέλω παραδείγματα του καλού, οφείλω πάντα να τα παίρ νω απ’ έξω από τον εαυτό μου- του κακού, ν’ αρχίζω ψάχνοντάς τα σ’ εμένα: το κόρφος στο μάτι μου θα πρέπει να με ενοχλεί περισσότερο από το άχυρο στο μάτι του πλησίον μου. Αντίστροφα, αυτός που δίνει τον εαυτό του σαν παράδειγμα, όσο αξιέπαινη κι αν είναι κατά τα άλλα η συμπεριφορά του, τελεί μ’ αυτό μια πράξη ανήθικη. Ο Φιλίπ Χαλί, που έ χει σκεφτεί κι αυτός τη διαφορά ανάμεσα σε «οριζόντια» και «κατακόρυφη» ηθική στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει: «Εκτός από τη διάκριση ανάμε
102
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
σα στο κακό και το καλό, ανάμεσα στο να πληγώνεις και στο να βοηθάς, η ουσιαστική διάκριση της ηθικής αυτής είναι ανάμεσα στο να δίνεις κάτι και στο να δίνεις τον εαυτό σου» (106): η πρώτη πράξη είναι ηθική μόνο στο μέτρο που τα πράγματα αποτελούν μέρος του εαυτού μου. (Ο Μωρίς Μπλανσό, συγγραφέας τον οποίο άλλοτε θαύμαζα, έχει τιτλοφορήσει ένα από τα τελευταία του δημοσιεύματα (του 1984) «Οι διανοούμενοι υπό αμφισβήτηση». Κάνει εκεί συνετά σχόλια, κι ωστόσο ενοχλήθηκα. Ο λόγος είναι ότι αφιερώνει, λόγου χάρη, πολλές σελί δες — γεμάτες με λεπτεπίλεπτες παρατηρήσεις— στην προσχώρηση του Πωλ Βαλερύ στην αντισημιτική εκστρατεία και στο αντιντρεϋφουσικό κόμμα, κατά τις αρχές του 20ού αιώνα· και ότι διατυπώνει την α κόλουθη αυστηρή κρίση: «Δεν αντλώ [από την εξέταση αυτή] τίποτε που θα μπορούσε να τον δικαιολογήσει για το ότι συνέδεσε το όνομά του με τα ονόματα εκείνων που απαιτούσαν, με τους χειρότερους ό ρους, τον θάνατο των Εβραίων και την εκμηδένιση των υπερασπιστών τους» (13). Αυτό που μ’ ενοχλεί στις παραπάνω φράσεις είναι η γνώση ότι και ο ίδιος ο Μπλανσό προσχώρησε, μεταξύ 1936 και 1938, στις θέ σεις της εθνικιστικής και αντισημιτικής ΑοΙϊοπ (Γβικ&ίεβ και δημοσίευε στην εφημερίδα Οοπιΰβί άρθρα τα οποία μαστίγωναν τους Εβραίους και τους συνέδεαν κανονικά με τους μπολσεβίκους. Κατόπιν, γνώρισε μία πλήρη μεταστροφή — έγινε μάλλον φιλοκομμουνιστής και φιλοσημίτης· αλλά δεν βρήκε μέσα του, από όσα γνωρίζω, την ηθική δύναμη για να γράψει έστω και μία αράδα για την τοτινή του τύφλωση. Ε λοι πόν, η αράδα αυτή θα ήταν μία γνήσια ηθική πράξη, και για μας, τους αναγνώστες του, θα είχε ασκήσει μία δράση πιο ισχυρή από όσο οι σε λίδες επί σελίδων που αφιερώνει στα παραστρατήματα των άλλων. Η αμηχανία του μπροστά στην περίπτωση του Βαλερύ θα μπορούσε να ή ταν μικρότερη, αν είχε συλλογιστεί την δική του περίπτωση. Αλλά η α ράδα αυτή δεν έρχεται, ούτε εδώ ούτε αλλού (λόγου χάρη στα εξ ίσου πρόσφατα σχόλιά του για τη ναζιστική στράτευση του Χάιντεγκερ), ε νώ, στο ίδιο κείμενο, ο Μπλανσό θυμίζει το χρέος του να μαρτυρεί: «Καθώς όσο περνούν τα χρόνια γίνονται πιο λιγοστοί οι μάρτυρες της εποχής, δεν μπορώ να σιωπήσω» (20). Η μοναδική «προσωπική ομολο γία» του εδώ (28) αφορά το μίσος του προς τους ναζί: ομολογία που, ωστόσο, τον εκθέτει πολύ λίγο. Τι αξία έχουν, λοιπόν, αυτά τα λόγια, άμα δεν συνοδεύονται από έργα; Ενώ από τις σελίδες του δεν λείπουν ούτε ιστορική ακρίβεια ούτε ορθότητα στις κρίσεις, η ηθική τους αξία είναι μηδενική· καθώς δεν αμφισβητούν τον συγγραφέα τους, δεν θα δώσουν ούτε στον αναγνώστη τη δυνατότητα να τον αμφισβητήσει: οι κακοί είναι πάντα οι άλλοι. Οπως λέει ο Μπλανσό, μα για τον Βαλερύ: «Οδυνηρή ανάμνηση, οδυνηρό αίνιγμα» (12)). Το ίδιο ισχύει με τις κρίσεις για το παρελθόν. Να καταδικάζω τη δουλεία είναι ηθική πράξη μόνο σε μιαν εποχή που η καταδίκη αυτή
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
δεν είναι αυτονόητη και άρα συνεπάγεται προσωπικό κίνδυνο- να το κάνω σήμερα, δεν έχει τίποτε το ηθικό, αποδεικνύει μόνον ότι συμμερί ζομαι την ιδεολογία της κοινωνίας μου ή ότι τοποθετούμαι στη σωστή μεριά του οδοφράγματος. Σχεδόν τα ίδια θα πω για τις καταδίκες του ρατσισμού σήμερα- μα δεν συνέβαινε το ίδιο στη Γερμανία, το 1936. Να διαπιστώνουμε σήμερα ότι ο Στάλιν ή ο Χίτλερ είναι ένοχοι, απορ ρέει από την ιστορική δικαιοσύνη, αλλά δεν παράγει κανένα ηθικό όφε λος για μένα- απεναντίας, αν ανακαλύψω ότι εγώ ο ίδιος ή τα πρόσω πα στα οποία αναγνωρίζω τον εαυτό μου έχουμε συμμετάσχει σε πρά ξεις παρόμοιες μ’ αυτές που καταδικάζω, είμαι σε θέση να επωμιστώ μία ηθική στάση. Πιθανόν αληθεύει ότι η γερμανική κουλτούρα ή η ρω σική κουλτούρα είναι υπεύθυνες για τις συμφορές που έγιναν στη Γερμανία και στη Ρωσία- αλλά η δήλωση αυτή προσθέτει στην προσωπική μου αρετή μόνον αν είμαι Γερμανός ή Ρώσος αντίστοιχα. Αν κατηγορώ τους άλλους γιατί δεν ήταν ήρωες ή μάρτυρες, τοπο θετούμαι στη σκοπιά όχι της αρετής, αλλά της δικαιοσύνης (στην προ κειμένη περίπτωση, μίας αμφίβολης δικαιοσύνης)- αλλά δεν είναι το ί διο όταν κατηγορώ γι’ αυτό τον εαυτό μου. Ή ας πάρουμε τη διαμάχη για τη μοναδικότητα της σφαγής των Εβραίων κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο: όποια κι αν είναι η ιστορική αλήθεια, η ηθική στάση θα είναι, γι’ αυτούς που συγγενεύουν με τα θύματα, να μην επωφεληθούν απ’ αυτό το εξαιρετικό χαρακτηριστικό- και γι’ αυτούς που βρίσκονται από τη με ριά των δήμιων, να μην επιδιώξουν νο επωφεληθούν από ό,τι κοινότο πο θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο συμβάν. Όπως λέει ο Τσάρλς Μάγιερ, οι Εβραίοι θα έπρεπε να επιμείνουν στο κοινότοπο του ολοκαυ τώματος- οι Γερμανοί, στη μοναδικότητά του. Αυτό θα πρέπει να σκε φτόταν ο γέροντας Αρμένιος που συνάντησε ο Γκρόσμαν και που τον συγκίνησε το ότι ένας Εβραίος μπόρεσε να γράψει για τους Αρμένι ους: «Ήθελε να βρεθεί ένα τέκνο του μαρτυρικού αρμενικού λαού που να γράψει για τους Εβραίους» (Οοΰω νβιν!, 270). Αντιστρόφως, ορισμένες συμπεριφορές θα είναι ακόμα πιο δίκαιες, αν ασκούνται χωρίς αναφορά στην ηθική. Αν ο δικαστής απονέμει δι καιοσύνη έχοντας στο μυαλό κυρίως την προσωπική του προαγωγή και όχι την εφαρμογή του νόμου, κινδυνεύει να είναι κακός δικαστής. Αν ο πολιτικός επιδιώκει, για κάθε πρόβλημα, όχι τη λύση την πιο σύμφωνη με το κοινό καλό, αλλά τη λύση που θα του έδινε τη δυνατότητα να κά νει άλλο ένα βήμα προς την αγιότητα, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να είναι κακός πολιτικός. Παρόμοια, σ' εκλογείς δεν θα έπρεπε να αγα πούν τον αρχηγό του κράτους τους όπως αγαπούν και φροντίζουν τους γονείς ή τα παιδιά τους. Σε όλες αυτές τις καταστάσεις, οι σκέ ψεις για το ηθικό όφελος του ενεργούντος υποκειμένου θα έπρεπε να παραμερίζονται. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι ηθική και πολιτική, ή η θική και δικαιοσύνη, δεν μπορούν να εμπνέονται από τις ίδιες αρχές ή ότι δεν ξανασυναντιούνται στους ίδιους έσχατους σκοπούς, αλλά ότι
103
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
οι πρακτικές τους οφείλουν να διαχωρίζονται σαφώς. Αυτή η δεύτερη θεμελιώδης απαίτηση της ηθικής (να είμαι εγώ ο ί διος το υποκείμενο των πράξεων που συστήνω στους άλλους) συνεπά γεται, λοιπόν, μία συνεχή επαναμφισβήτηση του εαυτού μου- η αμφι σβήτηση αυτή δεν έχει ανάγκη να περισταλεί στις πιο διάσημες, αλλά πιθανόν και τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές της: στην χριστιανική παρά δοση, στη μετάνοια (που συνοδεύεται από την άφεση των αμαρτιών) ή στην αυτοτιμωρία που επιβάλλουν στον εαυτό τους οι ασκητές άγιοι· στην κομμουνιστική παράδοση, στην επιβεβλημένη και ταπεινωτική αυ τοκριτική (που τον παροξυσμό της εκπροσωπούν οι δίκες της Μόσχας)· στην ατομική νεύρωση, στο ανεξιλέωτο αίσθημα ενοχής. Το να μην α ποκλείεις τον εαυτό σου από την ηθική αρχή στην οποία προσχωρείς, δεν συνεπάγεται ούτε την τελετουργικοποίηση των πράξεων συμμετο χής ούτε τον υπερτονισμό των ατελειών σου. Έτσι αντιλαμβάνομαι τον αρνητικό τρόπο με τον οποίο χαρακτηρί ζει την καλοσύνη ο Γκρόσμαν («χωρίς σκέψη»): μια πράξη είναι ηθική όχι αφ’ εαυτής, αλλά μόνον αφού τέθηκε σε μία σχέση με τον πράττοντα, σε μία χρονική στιγμή και σε έναν τόπο. Δεν είναι διόλου αδύνα τον, άλλωστε, να γενικεύσουμε ή να εννοιοποιήσουμε τις πράξεις κα λοσύνης (θα λέγαμε, λόγου χάρη, ότι πρέπει να ασχολούμαστε με τα άτομα, όχι με αφαιρέσεις, και να απαιτούμε από τον εαυτό μας, όχι α πό άλλους). Η έννοια μπορεί να πιάσει τη φύση αυτού του πράγματος· απλώς, δεν εξασφαλίζει ακόμα ότι το άτομο τις έχει επωμιστεί αυτο προσώπως. Αν δεν περιορίσουμε το νόημα του «καλού» στο νόημα ε νός πολιτικού καλού (στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μία κριτική ε κείνου του ουτοπισμού που θέλει να εξασφαλίσει την ευτυχία των ατό μων με μία κοινωνική μεταρρύθμιση, και όχι με μία κριτική του καλού ως τέτοιου), η αφηρημένη ταύτιση του καλού με την πρακτική εφαρμο γή της καλοσύνης δεν είναι αντίθετα, όπως δεν είναι αντίθετα ένας γραμματικός κανόνας και η πρακτική της γλώσσας· η δυνατότητα να τις συναντούμε χώρια δεν σημαίνει ότι αλληλοαποκλείονται. Για τούτο και δεν είναι αντίθετες ούτε η ηθική της συμπάθειας και η ηθική των αρχών, κι αν ακόμα θα μπορούσαμε να βρούμε ανθρώπους που πράτ τουν την μεν αλλά όχι την δε- μάλλον αλληλοσυμπληρώνονται, όπως μία πρακτική και η θεωρία της. Η φροντίδα για τους άλλους είναι μία ε φαρμογή της κατηγορικής επιταγής.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ΟΥΤΕ ΤΕΡΑΤΑ ΟΥΤΕ ΖΩΑ
Συνηθισμένοι άνθρωποι Εξηγήσεις του κακού Η ακραία κατάσταση των στρατοπέδων του ολοκληρωτισμού συν δέεται συνήθως στο μυαλό μας όχι με τις πρακτικές της αρετής, αλλά με την εισβολή του κακού σε πρωτοφανή βαθμό. Δεν θέλησα να μείνω σ’ αυτή την συμβατική εικόνα- αλλά αισθάνομαι σαφώς υποχρεωμένος να παραδεχθώ ότι το κακό είναι ο πρωταγωνιστής στη λογοτεχνία των στρατοπέδων. Η ερμηνεία του με ελκύει λιγότερο από όσο η ερμηνεία του καλού- αλλά αισθάνομαι πως δεν έχω το δικαίωμα να το αποφύγω — ακόμα περισσότερο αφού το κακό αυτό δεν είναι μόνον ακραίο, αλ λά, από ό,τι φαίνεται, και ιδιαίτερα ατίθασο ως προς την εξήγησή του. Πιο συγκεκριμένα, οι παραδοσιακές εξηγήσεις που έρχονται εύκολα στο μυαλό όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις εκδηλώσεις του κα κού, δεν μας βοηθούν πολύ εδώ. Πρώτα πρώτα, δεν φτάνουμε καθόλου να καταλάβουμε το κακό αυ τό όταν το ερμηνεύουμε με ορολογία ανωμαλίας, εκτός αν ορίσουμε, ταυτολογικά, την ανωμαλία με αυτή τη συμπεριφορά: τίποτε άλλο, στην προσωπικότητα ή στις ενέργειες των αυτουργών του κακού, δεν επιτρέπει να τους χαρακτηρίσουμε παθολογικά όντα, δηλαδή τέρατακι αυτό, ανεξάρτητα από τον χρησιμοποιούμενο ορισμό του φυσιολογι κού και του παθολογικού. Αυτός είναι μάλλον και ο λόγος για τον ο ποίο παραμένουν κάπως απογοητευτικές οι ψυχαναλυτικές ή ψυχολο γικές μελέτες που έγιναν στα στρατόπεδα, κι όταν ακόμα οι συγγρα φείς τους τα έχουν γνωρίσει από πρώτο χέρι: εμφανίζουν αναπόφευ κτα την τάση να παρουσιάσουν τους κρατούμενους ή τους φύλακες (ή και τους δύο) με ορολογία παθολογίας- ε λοιπόν, είναι σαφές ότι μια τέτοια περιγραφή δεν είναι επαρκής. Εδώ δεν πρόκειται για δική μου 3 ρποπ κρίση: το βεβαιώνουν οι ίδιοι οι επιζήσαντες σχεδόν ομόφωνα (η εξήγηση του κακού των στρατοπέδων με την κτηνωδία των φυλάκων συναντάται μόνο σ’ εκείνους που αγνοούν όχι μόνο τα στρατόπεδα, μα και τις αφηγήσεις για τα στρατόπεδα). Η κοινή παρατήρηση σχεδόν όλων των επιζησάντων μπορεί να συ νοψιστεί ως εξής: μια πολύ μικρή μειονότητα των φυλάκων, της τάξης του 5 με 10%, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαδιστές (και, για τούτο, ανώμαλοι)- άλλωστε, αυτοί δεν επιδοκιμάζονται ιδιαίτερα από τη διοίκηση. Γράφει ο Μπένεντικτ Κάουτσκυ, που επέζησε από το Άου σβιτς: «Δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο λάθος από το να θεωρήσουμε τους 85 μία ορδή σαδιστών που βασανίζουν και κακομεταχειρίζονται δεκά-
105
106
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
δες χιλιάδες ανθρώπους από ένστικτο, πάθος και δίψα για ηδονή. Όσοι ενεργούσαν έτσι ήταν μια μικρή μειονότητα» (Λάνγκμπαίν, 274). Ο Χίμλερ είχε μάλιστα δώσει εντολές να απομακρύνουν όλους εκείνους που φαίνονταν να απολαμβάνουν την κακοποίηση των άλλων (Φενελόν, 268). Παρόμοια στο Μπούχενβαλντ: «Μόνο μία μικρή μειονότητα ήταν διεστραμμένοι, που ένιωθαν την ανάγκη να βασανίζουν και να σκοτώνουν» (Μπέτελχάίμ, Καρδιά, 291). Ή πάλι, στην υπηρεσία ιατρι κών πειραμάτων στο Ράβενσμπρυκ: σύμφωνα με την Τιγιόν, το προσω πικό εκεί παρουσίαζε «έναν μέσον όρο λίγο ενθουσιώδη μα όχι τερα τώδη, όπως σε ένα νοσοκομείο αυτού ή του άλλου κόσμου» (II, 101). Ίδια η εντύπωση και στα ρωσικά στρατόπεδα: «Οι δεσμοφύλακές μου περιλαμβάνουν πολύ λίγους πεπεισμένους σαδιστές: η πλειονότητά τους είναι υπάλληλοι, λίγο στενοκέφαλοι, λίγο πονηροί» (Ρατουτσίνσκαγια, 175). Το ίδιο γι’ αυτούς που στέλνουν την Γκίνσμπουργκ στην Κολύμα: δεν είναι σατανικές προσωπικότητες, αλλά μέτριοι υπάλληλοι που «αρκούνται να κάνουν το καθήκον τους και να κερδίζουν τα προς το ζην» (1,164). Ας δούμε λίγο αυτές τις εξαιρέσεις, το 5 με 10%: ποιοι είναι; Γενι κά, άνθρωποι σημαδεμένοι από ένα σωματικό ελάττωμα ή από βαριά ψυχική μειονεξία ή από μια ελάχιστα ζηλευτή μοίρα. Η Τιγιόν παρατη ρεί για τους 38 του Ράβενσμπρυκ: «Υπήρχε ανάμεσά τους ένα σημα ντικό ποσοστό κακοφτιαγμένων, που, για τούτο, θα ήθελαν πιθανόν να εκδικηθούν προσωπικά το γυναικείο φύλο εν γένει» (II, 87). Οι χειρότε ροι φύλακες στο Αουσβιτς είναι οι νοΙΚδοΙθυίδοΙίθΓ (και όχι οι ΗθίοΙίδάβυίδοΐΊθΓ), οι Γερμανοί που γεννήθηκαν έξω από τη Γερμανία και έ πρεπε να αποδείξουν τη γερμανικότητά τους. Πολλοί ερεύνησαν εξο νυχιστικά το προσωπικό πεπρωμένο των ναζιστών ηγετών, μάλλον με την ελπίδα να ανακαλύψουν εκεί αίτια, καθησυχαστικά εν τέλει, του κακού που προκάλεσαν: ο Χάυντριχ ήταν πιθανόν λίγο Εβραίος, το ίδιο και ο Χίτλερ, είχαν να αντισταθμίσουν πολλά- ο Γκαίμπελς κούτσαινε, ο Χίμλερ και ο Χίτλερ είχαν αλλόκοτη σεξουαλική ζωή. Αλλά, πέρα α πό το ότι κάτι τέτοια χαρακτηριστικά δεν έχουν τίποτε το καθαυτό πα θολογικό ή εξαιρετικό, αφορούν μόνο σε λίγα άτομα, ενώ το κακό που θέλουμε να εξηγήσουμε το έχουν διαπράξει εκατομμύρια άνθρωποι. Όπως λέει ο Λέβι: «Τα τέρατα υπάρχουν, αλλά είναι πάρα πολύ ολιγά ριθμα ώστε να είναι πραγματικά επικίνδυνα- αυτοί που είναι πιο επικίν δυνοι, είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι» (Εάν, 262). Όπως δεν είναι δυνατόν να προσφύγουμε στα τέρατα, έτσι δεν θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε το κακό επικαλούμενοι μια κάποια επι στροφή στην κτηνωδία ή στα πρωτόγονα ένστικτα. Είναι γνωστές ορι σμένες λαϊκές εκφράσεις: υπάρχει ένα κτήνος μέσα σε κάθε σπίτι (μια τίγρη), που συνήθως κοιμάται αλλά είναι έτοιμη να ορμήξει όταν προσφέρονται οι περιστάσεις, ή πάλι ένα πρωτόγονο ον που διατηρεί κατά κανόνα ένα λεπτό βερνίκι πολιτισμού — αλλά που ξεπροβάλλει στην
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
πρώτη ευκαιρία, ο άγριος μέσα μας που αφήνεται στην ικανοποίηση των ενστίκτων του. Λένε ακόμα, όπως είδαμε, ότι στις περιστάσεις αυ τές ο άνθρωπος επανέρχεται στην χομπσιανή «φυσική κατάσταση», στον πόλεμο όλων εναντίον όλων, αφού έχει καταρρεύσει η κοινωνική ευταξία. Αλλά αρκεί να παρατηρήσουμε την πραγματική κατάσταση, για να αντιληφθούμε ότι κάτι τέτοιες εξηγήσεις είναι ξεκρέμαστες. Ού τε τα βασανιστήρια ούτε η εξολόθρευση έχουν δα το παραμικρό ισοδύ ναμο στα ζώα. Επιπλέον, δεν υπάρχει στην κατάσταση αυτή καμία ρή ξη του κοινωνικού συμβολαίου: σκοτώνοντας και βασανίζοντας, οι φύ λακες υπακούουν στους νόμους της χώρας τους και στις διαταγές των ανωτέρων τους- όπως έχει επισημάνει ο Ντιούιτ ΜακΝτόναλντ την επαύριο του πολέμου, το μάθημα των ναζιστικών εγκλημάτων ήταν ότι αυτοί που εφαρμόζουν τον νόμο είναι πιο επικίνδυνοι από κείνους που τον παραβιάζουν. Μακάρι οι φύλακες να είχαν αφεθεί στα ένστικτά τους! Μα δυστυχώς, τηρούσαν τους κανονισμούς. Τέλος, η εξήγηση με τον ιδεολογικό φανατισμό είναι κι αυτή ανε παρκής. Υπάρχουν στους φύλακες φανατικοί κομμουνιστές ή ναζί- αλ λά το ποσοστό τους δεν είναι μεγαλύτερο από των σαδιστών. Απενα ντίας, επικρατεί ένας τελείως άλλος τύπος: ο κομφορμιστής, ο έτοιμος να υπηρετήσει την οποιαδήποτε εξουσία· ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση και λιγότερο για τη νίκη του δόγματος. Οσο και αν ανέβουμε στην κλίμακα της εξου σίας: δεν συναντούμε, κατά κάποιον τρόπο, ποτέ ανθρώπους αλλιώτι κους από «πραγματιστές» και κυνικούς. Η ιδεολογία, όταν παρέλθει η περίοδος της κατάληψης της εξουσίας, είναι άλλοθι, όχι κίνητρο (πράγμα που δεν σημαίνει πως είναι άχρηστη). Όσοι είχαν συναντήσει τον Μένγκελε έλεγαν: είναι κυνικός, όχι ιδεολόγος. Αλλά ο Σπέερ λέει και για τον Χίτλερ: ήταν πραγματιστής, όχι φανατικός. Το ίδιο μάλλον ίσχυε για τον Μπέρια. «Το καινούριο κράτος, παρατηρεί ο Γκρόσμαν, δεν είχε τι να τους κάνει τους άγιους απόστολους, τους φρενιασμέ νους και ιδεοληπτικούς οικοδόμους, τους πιστούς μαθητές. [...] Είχε α νάγκη μόνον από υπαλλήλους» (Όλα περνούν, 198). Έχουν επισημάνει συχνά ότι, κατά την οξύτερη στιγμή του αντισημιτικού φανατισμού στη Γερμανία, την Νύχτα των Κρυστάλλων (ΚιγδΙβΙΙπβοΙιΙ) του 1938, είχαμε περίπου εκατό νεκρούς. Αν η δολοφονία των Εβραίων συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό, οι ναζί θα είχαν χρειαστεί εκατόν σαράντα χρόνια για να φτάσουν στον αριθμό των θυμάτων που σκότωσαν πραγματικά μέ σα σε πέντε χρόνια. Εγκλήματα του ολοκληρωτισμού Τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν υπό το καθεστώς του ολοκληρω τισμού, οι ακρότητες των στρατοπέδων δεν μπορούν να διασαφηθούν με καμία από τις παραδοσιακές εξηγήσεις- απαιτούν την εισαγωγή και
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
νούριων εννοιών, γιατί είναι καινούρια ως προς την βασική τους αρχή. Αυτό έχει προσπαθήσει να κάνει η Χάννα Άρεντ χρησιμοποιώντας, απ’ αφορμή τον Άιχμαν, την έκφραση «κοινοτοπία του κακού». Αν κρίνου με από το πλήθος των παρεξηγήσεων που προκάλεσε, η έκφραση δεν ήταν πολύ επιτυχημένη· αλλά η ιδέα της Άρεντ είναι σημαντική. Απέναντι στο άτομο Άντολφ Άιχμαν, κατά τη διάρκεια της δίκης του στην Ιερουσαλήμ, η Άρεντ συντάσσεται με την προδηλότητα: παρά τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι κατήγοροι για να σατανοποιήσουν τον άνθρωπο αυτό, ο Άιχμαν φαίνεται άτομο βαθύτατα μέτριο, κοινό, συνηθισμένο, ενώ το κακό για το οποίο είναι υπεύθυνος είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην ιστορία της ανθρωπότητας. «Το ενοχλητικό με τον Άιχμαν είναι ακριβώς το ότι υπήρχαν πολλοί που του έμοιαζαν και δεν ήταν ούτε διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, που ήταν, και εξακολουθούν να είναι, τρομερά κανονικοί» (303). Ώστε από την άποψη αυτή — αλλά μό νον από την άποψη αυτή— το κακό που αντιπροσωπεύει ο Άιχμαν είναι «κοινότοπο», και όχι «ριζικό», δηλαδή απάνθρωπο (η Άρεντ κάνει τη διάκριση «ριζικού» και «ακραίου»). Η κοινοτοπία αυτή δεν πρέπει καθό λου να οδηγήσει σε κοινοτοποποίηση: ακριβώς επειδή είναι τόσο εύκο λο και δεν απαιτεί εξαιρετικές ανθρώπινες ιδιότητες, είναι το κακό αυτό ιδιαίτερα επικίνδυνο: και λίγο να φυσήξει από την «καλή» πλευ ρά, διαδίδεται με την ταχύτητα της φωτιάς. Αυτή ακριβώς η παράδο ξη πτυχή της έννοιας — κακό ακραίο, μα όχι ριζικό— είναι μάλλον υ πεύθυνη για τις παρεξηγήσεις που την περιβάλλουν αλλά θα πρέπει να πούμε ότι το γεγονός είναι αφ’ εαυτού παράδοξο, συνάμα κοινό και εξαιρετικό. Η «κοινοτοπία» δεν είναι ακόμα αληθινή εξήγηση· είναι μάλλον ένα μέσον για να παραμερίσουμε τις συνηθισμένες διατυπώσεις και να επισημάνουμε την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να ψάξουμε. Ένας καταδικασμένος στη Νυρεμβέργη, ο πρώην διοικητής της Αυστρίας και κατόπιν της Ολλανδίας Σάυς-’Ινκουαρτ έλεγε ήδη, απ’ αφορμή τη μαρ τυρία του Ες για τις θανατώσεις στο Αουσβιτς: «Υπάρχει ένα όριο στον αριθμό ανθρώπων που μπορείς να σκοτώσεις από μίσος ή από α γάπη για τη σφαγή [από φανατισμό και σαδισμό], αλλά δεν υπάρχει ό ριο στον αριθμό ανθρώπων που μπορείς να σκοτώσεις, ψυχρά και συ στηματικά, στο όνομα της στρατιωτικής “κατηγορικής επιταγής”» (Τζίλμπερτ, Ψυχολογία, 256). Δεν πρέπει να αναζητήσουμε την εξήγηση στον χαρακτήρα του ατόμου, αλλά στον χαρακτήρα της κοινωνίας, που επιβάλλει τέτοιες «κατηγορικές επιταγές». Η εξήγηση θα είναι πολιτι κή και κοινωνική, όχι ψυχολογική ή ατομική. Αλλά ποιες ιδιότητες της κοινωνίας επιτρέπουν την τέλεση τέτοιων εγκλημάτων; Πράγματι, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι για μένα αφετηρία, όχι τέρμα: είναι ο ολοκληρωτικός της χαρακτήρας· και αυτό είναι όντως το μοναδικό χαρακτηριστικό που έχουν κοινό η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση, η Βουλγαρία και η Κίνα. Οι Γερμανοί, οι Ρώσοι
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
και όλοι αυτοί που διαπράττουν πρωτάκουστα εγκλήματα δεν είναι άν θρωποι διαφορετικοί απ’ τους άλλους· διαφορετικό είναι το πολιτικό καθεστώς στο οποίο ζουν. Η απάντηση αυτή δεν παραμερίζει εντελώς τις εθνικές παραδόσεις των χωρών αυτών, αφού, και αν ακόμα απορρίψουμε την ναζιστίκή έννοια των κατώτερων (και ένοχων) φυλών και λαών, μπορούμε να αναρωτηθούμε, σε δεύτερο επίπεδο, γιατί ο ολο κληρωτισμός εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία και όχι στη Γαλλία, στην Κί να και όχι στην Ινδία κτλ., και να επικαλεστούμε τη δύναμη της μιλιταρισπκής παράδοσης στη μεν, την διαρκή ωμότητα της καταστολής στη δε, αν όχι την «δουλική ψυχή» αλλού. Αλλά δεν είναι πρόθεσή μου αυ τή η ανάλυση των πολιτισμικών και εθνικών παραδόσεων, και προσυ πογράφω το συμπέρασμα της Ζερμαίν Τιγιόν, όταν βεβαιώνει: «Είμαι πεπεισμένη [...] ότι κανένας λαός δεν είναι προφυλαγμένος από την συλλογική ηθική συμφορά» (II, 213). Συμφωνεί σ’ αυτό με τον Νταβίντ Ρουσέ, που επέζησε από το Μπούχενβαλντ και είχε διατυπώσει την παρακάτω επισήμανση λίγα χρόνια νωρίτερα, την επομένη του πολέ μου: «Θα ήταν απάτη, και έγκλημα, να ισχυριστούμε ότι είναι αδύνατον στους άλλους λαούς να ζήσουν μία ανάλογη εμπειρία, επειδή εναντιώ νεται σ’ αυτήν η φύση τους» (186-7). Αυτό το συμπέρασμα της Τιγιόν είναι ακόμα πιο πολύτιμο επειδή, βγαίνοντας από το στρατόπεδο του Ράβενσμπρυκ, της ήταν αδύνατον να κάνει μια τέτοια επιεική κρίση, και στην πρώτη έκδοση του βιβλίου της είχε αναζητήσει την εξήγηση της συμφοράς στην ιστορία και τον εθνικό χαρακτήρα των Γερμανών, ή των Πολωνών κτλ.- αλλά άλλαξε γνώμη. «Σήμερα, ντρέπομαι γι’ αυτή την κρίση — γράφει το 1972— για τί είμαι πεπεισμένη ότι στην ίδια κατάσταση, η οποιαδήποτε άλλη εθνι κή συλλογικότητα θα είχε συμπεριφερθεί άσχημα κι αυτή» (II, 54). Και δεν θέλουμε να κατηγορήσουμε τον γερμανικό εθνικό χαρακτήρα αντιπαρατάσσοντάς του τον εθνικό χαρακτήρα των Γάλλων, γιατί οι Γάλ λοι ήταν από τους πιο ένθερμους συνεργάτες των Γερμανών στην υ λοποίηση της «τελικής λύσης». Η ολοκληρωτική μηχανή έχει αφομοιώ σει τα «μαθήματα» του ρωσικού τσαρισμού, του πρωσικού μιλιταρι σμού ή του κινεζικού δεσποτισμού, αλλά έχει φτιάξει μ’ αυτά ένα και νούριο σύνολο, και αυτό ακριβώς το καινούριο σύνολο έχει επιδράσει στη συνείδηση των ατόμων. Παρόμο ο είναι και το συμπέρασμα του Λέβι: «Πρέπει να θέσουμε καθαρά ως βασική αρχή το ότι το μεγαλύτε ρο σφάλμα βαρύνει το σύστημα, την καθαυτό δομή του ολοκληρωτικού κράτους» (Αυτοί που βούλιαξαν, 43). Ωστόσο, αυτό που με ενδιαφέρει εδώ δεν είναι ο ολοκληρωτισμός ως τέτοιος, αλλά η επίδρασή του στην ηθική διαγωγή των ατόμων. Από την άποψη αυτή, ορισμένα χαρακτηριστικά του είναι σημαντικότερα α πό άλλα. Το πρώτο είναι η θέση που δίνει στον εχθρό. Όλες οι εξτρεμιστικές θεωρίες χρησιμοποιούν την αρχή «όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι ενα
110
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ντίον μου» (που, δυστυχώς, προέρχεται από το Ευαγγέλιο), αλλά όλες δεν συνεχίζουν: «Και όποιος είναι εναντίον μου πρέπει να αφανιστεί»· ούτε κατέχουν όλες τα μέσα του ολοκληρωτικού κράτους, για να θέ σουν σε εφαρμογή την απειλή που περιέχεται στην παραπάνω αρχή. Αυτό που ειδικότερα χαρακτηρίζει τον ολοκληρωτισμό είναι ότι ο ε χθρός αυτός βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας. Είναι αλήθεια ότι η ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση ασκούν και μία επιθετική ε ξωτερική πολιτική- αλλά σ’ αυτό συμπεριφέρονται όπως τα άλλα ιμπε ριαλιστικά κράτη. Απεναντίας, η ιδέα του εσωτερικού εχθρού — ή, αν προτιμάτε, η επέκταση της βασικής αρχής του πολέμου στις σχέσεις μεταξύ ομάδων στο εσωτερικό της χώρας— τις χαρακτηρίζει ιδιαίτερα. Την διατυπώνει ο Λένιν, την επομένη της Οκτωβριανής επανάστασης· και ο μέγας εμπνευστής και πρωτεργάτης των στρατοπέδων της Γερμανίας Αικε διακηρύσσει σε μία ομιλία που απευθυνόταν στους ΡϋίΐΓθΓ των στρατοπέδων στις απαρχές του πολέμου: «Το καθήκον να κατα στρέφετε έναν εχθρό του κράτους στο εσωτερικό δεν διαφέρει σε τί ποτε από το καθήκον που σας υποχρεώνει να σκοτώνετε τον αντίπαλό σας στο πεδίο της μάχης» (Ες, 101). Η γενίκευση της ιδέας του πολέμου οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι οι εχθροί είναι για να τους σκοτώνουμε. Οι ολοκληρωτικές θεωρίες χωρίζουν πάντα την ανθρωπότητα σε δύο μέρη με άνιση αξία (που δεν συμπίπτουν με «τη χώρα μας» και τις «άλλες χώρες» — δεν πρόκειται για απλόν εθνικισμό)· τα κατώτερα όντα οφείλουν να τιμωρηθούν, αν ό χι να αφανιστούν. Συνεπώς, δεν είναι ποτέ οικουμενικιστικές: όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν σ’ αυτές τα ίδια δικαιώματα. Αυτό είναι προφανές για τη ναζιστική θεωρία, που εξομοιώνει τις «κατώτερες φυλές», Εβραί ους, τσιγγάνους και άλλους, με υπανθρώπους, αν όχι με παράσιτα- αλ λά ισχύει και για τον σοβιετικό κομμουνισμό, στον οποίο η ίδια γλώσσα χρησιμοποιείται πλουσιοπάροχα κατά τις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930 («στα σκυλιά, σκυλίσιος θάνατος», «να συντρίψουμε τους πα λιάνθρωπους» κτλ.), για να μη μιλήσουμε για πρακτικές που είχαν ήδη είκοσι χρόνια ζωής κατά την εποχή των εκκαθαρίσεων άλλωστε, σύμ φωνα με τη σταλινική θεωρία, αυτός ο εσωτερικός πόλεμος θα εντείνεται όσο πλησιάζουμε στον κομμουνισμό. Ο — φυλετικός ή ταξικός, δεν έχει σημασία— εχθρός είναι αναγκαστικά ένας ακραίος εχθρός, που δι καιολογεί να διεξάγεις εναντίον του πόλεμο εξολόθρευσης. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών συστημάτων συνδέεται, κι αυτό, με την άρνηση της οικουμενικότητας. Το κράτος γί νεται ο κάτοχος των έσχατων σκοπών της κοινωνίας. Το άτομο παύει να έχει άμεση πρόσβαση στις υπέρτατες αξίες που οφείλουν να διέπουν τη διαγωγή του, δεν μπορεί πια να θεωρεί τον εαυτό του αντι πρόσωπο της ανθρωπότητας όπως όλοι οι άλλοι, και να συμβουλεύεται τη συνείδησή του για να γνωρίζει προς ποιον στόχο οφείλει να κατευθύνεται και με βάση ποια κριτήρια μπορεί να κρίνει τις πράξεις των άλ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
λων. Το κράτος έχει γίνει υποχρεωτικός ενδιάμεσος ανάμεσα στο άτο μο και τις αξίες· το κράτος, και όχι πια η ανθρωπότητα, κατέχει το μέ τρο του καλού και του κακού- και συνεπώς το κράτος αποφασίζει για την κατεύθυνση προς την οποία θα εξελιχθεί η κοινωνία. Μ’ αυτή την υπεξαίρεση των τελικών σκοπών της κοινωνίας και του ατόμου, το ο λοκληρωτικό κράτος συγχέεται σταδιακά με τους σκοπούς αυτούς, για τον εαυτό του και για τους υπηκόους του. Τέλος, ένα τρίτο χαρακτηριστικό που μας αφορά εδώ είναι αυτό που ορίζει ακριβώς το επίθετο «ολοκληρωτικό»: το κράτος φιλοδοξεί να ελέγχει στην ολότητά της την κοινωνική ζωή του ατόμου. Το (κομ μουνιστικό ή εθνικοσοσιαλιστικό) κόμμα δεν αρκείται να σφετεριστεί την πολιτική εξουσία με την στενή έννοια, όπως στις κλασικές δικτατο ρίες, αφανίζοντας την αντιπολίτευση και αναλαμβάνοντας μόνο του τη διακυβέρνηση. Επεκτείνει τον έλεγχό του σε ολόκληρη τη δημόσια σφαίρα της ζωής του κάθε ατόμου και καταπατά σε μεγάλο βαθμό την ιδιωτική σφαίρα: ελέγχει την εργασία του, την κατοικία του, την ιδιο κτησία του, την εκπαίδευση ή τις διασκεδάσεις των παιδιών του και μέ χρι την οικογενειακή και ερωτική του ζωή. Αυτό του δίνει τη δυνατότη τα να πετύχει την υποταγή των υπηκόων του: δεν υπάρχει πια τόπος στον οποίο θα μπορούσαν να καταφύγουν και να του ξεφύγουν. Κατά τις «σκληρές» περιόδους του ολοκληρωτισμού (στη Σοβιετική Ένωση και την ανατολική Ευρώπη υπό τον Στάλιν, στην εμπόλεμη Γερμανία υ πό τον Χίτλερ), η υπακοή αυτή πετυχαίνεται με την άμεση απειλή σω ματικής βίας και θανάτου- κατά τις «μαλακές» περιόδους, η εξουσία αρκείται να εκτοπίζει τον αντιφρονούντα, να του στερεί την εργασία, να τον εμποδίζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό ή να αποκτήσει περιου σία, να αποκλείει τα παιδιά του από το πανεπιστήμιο κτλ. Καθένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του συστήματος γίνεται αίτιο ο ρισμένων ηθικών συμπεριφορών, που προσιδιάζουν στους υπηκόους του ολοκληρωτισμού. Η παρουσία ενός απόλυτου εχθρού στο κυρίαρχο σύστημα αξιών, μιας ενσάρκωσης του κακού, καθιστά όλες τις εχθικές ενέργειες απέναντι στον εχθρό αυτόν εφικτές, αν όχι και αξιέπαινες. Εδώ, πρόκειται ακόμα για μία επέκταση της βασικής αρχής του πολέ μου: επαινούμε τον στρατιώτη για την αποφασιστικότητά του απέναντι στον εχθρό, μ’ άλλα λόγια για την ικανότητά του να σκοτώνει- ό,τι ήταν απαγορευμένο σε καιρό ειρήνης, γίνεται επιδιωκόμενο κατά τον πόλε μο. Ο άνθρωπος υποχρεώνεται να είναι δυνατός, και προπάντων πιο δυ νατός από τον εχθρό- αναπόφευκτο επακόλουθο της κατάστασης αυ τής είναι η απόλαυση της εξουσίας, που αιοθάνεται όποιος την ασκεί. Το γεγονός ότι το κράτος σφετερίζεται όλους τους έσχατους σκο πούς της κοινωνίας, ότι μόνον αυτό αποφασίζει για τους επιδιωκόμενους στόχους, έχει διπλό αποτέλεσμα. Από τη μια μεριά, οι υπήκοοι του ολοκληρωτισμού αισθάνονται απ’ αυτό μιαν ορισμένη ανακούφιση, γιατί η προσωπική ευθύνη για τις αποφάσεις είναι μερικές φορές δυ-
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
αβάσταχτο φορτίο. Από την άλλη, η εξουσία τούς υποχρεώνει να πα ραμείνουν μόνο στην εργαλειακή σκέψη και την εργαλειακή συμπερι φορά, που εστιάζονται, στην κάθε πράξη, στα μέσα και όχι στους σκο πούς (κάτι που οι αρχαίοι ονόμαζαν «επιδεξιότητα»). Στο επίπεδο της υλικής παραγωγής, η υποχρέωση αυτή δεν αρκεί για να δώσει λαμπρά αποτελέσματα (η απουσία ατομικής πρωτοβουλίας, η αυξανόμενη γρα φειοκρατία γίνονται εδώ εμπόδια)- αλλά στο επίπεδο της ηθικής διαγω γής, είναι αποφασιστική. Συχνά αναρωτιόμαστε πώς «συνηθισμένοι άν θρωποι», «καλοί σύζυγοι και οικογενειάρχες» έφτασαν να διαπράξουν τέτοιες ωμότητες: τι είχε γίνει η ηθική τους συνείδηση; Η απάντηση εί ναι ότι, χάρη σ’ αυτή την υπεξαίρεση των έσχατων σκοπών, χάρη σ’ αυ τή την περιστολή των ανθρώπων μόνο στην εργαλειακή σκέψη, η ολο κληρωτική εξουσία κατόρθωσε να τους επιβάλλει να εκτελούν τα καθή κοντα που τους ανέθετε χωρίς να έχει ανάγκη να αγγίξει την ηθική δο μή των ατόμων. Οι φύλακες οι υπεύθυνοι για ωμότητες δεν παύουν να διαχωρίζουν το καλό από το κακό, δεν έχουν υποστεί καμία φθορά των ηθικών τους οργάνων- αλλά φρονούν ότι αυτή η «ωμότητα» είναι στην πραγματικότητα καλό, αφού τους το λέει το κράτος — κάτοχος των κρι τηρίων του καλού και το1 κακού. Οι φύλακες δεν είναι στερημένοι από ηθική, αλλά έχουν αποκτήσει μία καινούρια ηθική. Τέλος, το πιάσιμο του ατόμου σ’ ένα «ολικό» δίχτυ έχει το αναμε νόμενο αποτέλεσμα, την ευπείθεια της συμπεριφοράς, την παθητική υ ποταγή στις διαταγές. Οι υπήκοοι του ολοκληρωτισμού πιστεύουν αλη θινά ότι έχουν βρει μιαν άμυνα: αποφασίζουν να υποτάξουν «μόνο» την εξωτερική τους διαγωγή, χειρονομίες και λόγια σε δημόσιους χώ ρους, και παρηγοριούνται ότι μπορούν να μείνουν κύριοι της συνείδη σής τους και πιστοί στον εαυτό τους στην ενδότατη ζωή τους. Στην πραγματικότητα, αυτή η κοινωνική σχιζοφρένεια, που χρησιμοποιείται ως άμυνα, στρέφεται εναντίον τους: κι αν ακόμα το ολοκληρωτικό κα θεστώς καταβάλλει προσπάθειες για να προσηλυτίσει τους υπηκόους του, αρκείται στην πράξη «μόνο» στην δημόσια ευπείθειά τους, γιατί αυτή ακριβώς του αρκεί για να διατηρείται, ακλόνητο- και συγχρόνως καθησυχάζει τους υπηκόους του δίνοντάς τους την ψευδαίσθηση ότι «μέσα τους» παραμένο1ν αγνοί και αξιοπρεπείς. Η κοινωνική σχιζο φρένεια γίνεται έτσι όπλο στα χέρια της εξουσίας, που χρησιμοποιεί ται για να αποκοιμίσει τη συνείδηση των υπηκόων, για να τους καθησυ χάσει, για να τους κάνει να υποτιμήσουν το βάρος των όσων κάνουν δημόσια. Αν ο υπήκοος παραμένει κύριος του εσωτερικού του κόσμου, δεν είναι πια τόσο συγκροτημένος στα όσα τελεί έξω. Η υποταγή των υπηκόων έχει και μία άλλη συνέπεια, ακόμα πιο τραγική, αν οι υπήκοοι έχουν την ατυχία να ανήκουν στον εσωτερικό εχθρό. Συνδυάζοντας έναν ολικό έλεγχο στα μέσα πληροφόρησης και στα μέσα καταναγκασμού (αστυνομία) με την απειλή των σωματικών βιαιοπραγιών και του θανάτου, η ολοκληρωτική εξουσία πετυχαίνει την
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
καθυπόταξη των θυμάτων της. Τα θύματα μπορεί να είναι πολυάριθμακαθώς δεν έχουν καμία οργάνωση, ο καθένας βρίσκεται μόνος απένα ντι σε μία δύναμη απείρως μεγαλύτερη, και άρα ανήμπορος. Γνωρίζου με ότι, κατά τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, ορισμένοι εβραίοι συγγραφείς κατηγόρησαν τους εβραϊκούς πληθυσμούς στο σύνολό τους ότι άφησαν να τους οδηγήσουν «σαν πρόβατα επί σφαγήν», ότι δεν αντιστάθηκαν με το όπλο στο χέρι (συναντούμε την ιδέα αυτή σε ανθρώπους πολύ διαφορετικούς, στον Μπρούνο Μπέτελχάιμ ή στον Ραούλ Χίλμπεργκ, στον Ζαν Αμερύ ή στον Βασίλη Γκρόσμαν-αλλά αυ τές οι πρώτες διατυπώσεις συναντώνται, και χρησιμοποιούνται σαν βουκέντρα, στους εμψυχωτές της παράνομης αντίστασης). Άλλοι συγ γραφείς προσπαθούν στη συνέχεια να αμφισβητήσουν την παραπάνω διαβεβαίωση, τονίζοντας τις αντιστασιακές πράξεις που τελέστηκαν στον άλφα ή βήτα τόπο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ψευδή διένεξη-και στο ερώτημα: γιατί οι Εβραίοι δεν εξεγέρθηκαν περισσό τερο; μπορούμε ν’ απαντήσουμε απλώς: επειδή μια τέτοια εξέγερση ή ταν αδύνατη σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Γιατί οι σοβιετικοί αιχμά λωτοι πολέμου στη Γ ερμανία δεν εξεγέρθηκαν; Γ ιατί πέντε εκατομμύ ρια χωρικοί της Ουκρανίας αφέθηκαν να πεθάνουν παθητικά, κατά τη διάρκεια της μεγάλης πείνας που τους επέβαλε ο Στάλιν κατά τις αρ χές της δεκαετίας του 1930; Γ ιατί ένα δισεκατομμύριο Κινέζοι δεν εξεγείρονται σήμερα; Είναι τελείως άστοχο να επικαλούμαστε εδώ τις ι ουδαϊκές παραδόσεις ή μία νοοτροπία γκέτο. Τα εγκλήματα του ολοκληρωτισμού είναι εγκλήματα νέου είδους, και πρέπει να αναγνωρίσουμε την ιδιαιτερότητά τους, κι αν ακόμα αυτό δεν μας υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε τις ιδέες μας για την «ανθρώ πινη φύση». Δεν έχουν τίποτε το εξω- ή το υπερ-άνθρωπο, κι ωστόσο αποτελούν ιστορική καινοτομία. Το είτιο των εγκλημάτων αυτών δεν βρίσκεται μέσα στα άτομα ούτε μέσα στα έθνη, αλλά μέσα στο κρα τούν κοινωνικό καθεστώς. Από τη στιγμή που στήνεται το ολοκληρωτι κό σύστημα, η πολύ μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού —εσύ, εγώ— κινδυνεύουν να γίνουν συνεργοί στα εγκλήματά του-μόνον αυτός ο ό ρος αρκεί. Αυτό είναι το ένα μάθημα από τούτα τα τραγικά συμβάντα: το γλίστρημα σ’ αυτό που θεωρούμε κακό είναι εύκολο. «Ελπίζω βαθιά, γράφει η Ζερμαίν Τιγιόν, να επιστήσω την προσοχή των υπευθύνων στην τραγική ευκολία με την οποία “καλοί άνθρωποι" μπορούν να γί νουν δήμιοι χωρίς καν να το αντιληφθούν» (II, 214).
(Μέχρι το 1944, η Βουλγαρία ανήκε στο φιλογερμανικό στρατόπε δο και είχε μία κυβέρνηση που χαρακτηριζόταν φασιστική. Αυτός ο φιλογερμανισμός και αυτός ο φασισμός δεν ήταν άνευ όρων, αφού η Βουλγαρία είναι μία από τις λιγοστές χώρες της Ευρώπης που δεν πα ρέδωσε τους Εβραίους «της» —μπορούσαν να διαδηλώνουν στους δρόμους εναντίον τού να φορούν το κίτρινο αστέρι, οι βουλευτές μπο
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
114
ρούσαν να διαμαρτυρηθούν στο κοινοβούλιο εναντίον των μέτρων δια χωρισμού των πολιτών, οι ορθόδοξοι ιεράρχες μπορούσαν να διακηρύ ξουν ότι θα ξάπλωναν πάνω στις ράγιες από τις οποίες θα περνούσαν τα τραίνα που θα κουβαλούσαν τους Εβραίους. Γζγονός είναι ότι ο φα σισμός αυτός πολεμήθηκε, και ότι επικεφαλείς στην εναντίον του μάχη ήταν οι κομμουνιστές. Συνοδεύονταν από πολλούς συμπαθούντες, με ταξύ των οποίων ο πατέρας μου, τότε σεμνός βιβλιοθηκάριος και άν θρωπος των γραμμάτων, μα με ήδη φιλοκομμουνιστικές απόψεις. Μπο ρούσε να φανταστεί τόνε, τη στιγμή που είχε την πιο απλή, και διό λου ακραία αντίδραση, δηλαδή υποστήριζε την αντιφασιστική μάχη, ότι συνέβαλλε στο στήσιμο ενός άλλου ολοκληρωτικού καθεστώτος, με ένα σύστημα στρατοπέδων δεκαπλάσιο σε σύγκριση με το προη γούμενο, που θα απαγχόνιζε, θα τουφέκιζε ή θα στραγγάλιζε στη φυ λακή όλους τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης και δεν θα ανεχό ταν ποτέ να διαδηλώσει στον δρόμο καμία αντιπολίτευση, ούτε να εκ φραστεί καμία προσωπική άποψη; Πώς μπορούσε να συναγάγει από το καθημερινό το ακραίο;) Οι αυτουργοί του κακού Να λέμε ότι το αίτιο των εγκλημάτων του ολοκληρωτισμού δεν βρί σκεται στο άτομο αλλά στο πολιτικό καθεστώς, δεν σημαίνει ότι το άτο μο απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη. Εδώ πρέπει να ξεκινήσουμε από μία διάκριση, ανάμεσα στην νομική ευθύνη και την ηθική ευθύνη. Αν το ποθετηθούμε στο έδαφος της δικαιοσύνης, οφείλουμε να διαχωρίσου με τους διαπράττοντες τα εγκλήματα, που μόνοι τα διαπράττουν, και τους παθητικούς μάρτυρες, οριακά υπεύθυνους γιατί δεν βοήθησαν κανέναν που κινδύνευε, αλλά που δεν οφείλουν να απολογηθούν ενώπιον της ιστορίας ή ενώπιον της συνείδησής τους, και όχι πια ενώπιον του δι καστηρίου. Η διάκριση είχε γίνει ήδη από τον Γιάσπερς, την επομένη του πολέμου, στις σκέψεις του για την Γερμανική ευθύνη. Αν είναι ανά γκη να επιμείνουμε σ’ αυτήν, ο λόγος είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ο λοκληρωτικά καθεστώτα, στα οποία αυτό το αλλού σαφές σύνορο εμ φανίζει την τάση να θολώσει: εδώ, όλοι εμπλέκονται στη διατήρηση του κρατούντος συστήματος και άρα είναι υπεύθυνοι, αλλά συγχρόνως όλοι είναι υποταγμένοι και ενεργούν υπό τον καταναγκασμό. Αληθινά, η κα τάσταση του ολοκληρωτισμού είναι ιδιαίτερη, και ωστόσο δεν επιτρέπει να σβήσουμε οριστικά την έννοια της προσωπικής ευθύνης. Ακόμα και στην καρδιά των στρατοπέδων, σ’ αυτό το ακραίο του ακραίου, παραμέ νει, όπως είδαμε, εφικτή η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό. Ακόμα περισσότερο, διατηρείται στη ζωή έξω από τα στρατό πεδα, κι αν ακόμα δεν είναι τόσο εύκολη όσο σε μία δημοκρατία. Σε ένα λαμπρό κεφάλαιο του βιβλίου του Ολα περνούν, κεφάλαιο αφιερωμένο στους καταδότες, ο Γκρόσμαν θέλησε να παραθέσει τις
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
διαφορετικές απόψεις για το ζήτημα αυτό, δίνοντας αρχικά το πορτραίτο από τέσσερις «Ιούδες», φανταζόμενος κατόπιν τη δημόσια δίκη τους, στην οποία έρχονται αντιμέτωποι ο κατήγορος και ο συνήγορος. Καίτοι αρνείται να αποφανθεί, ο Γκρόσμαν τάσσεται εν τέλει υπέρ της γενικής άφεσης των αμαρτιών. Ο Α Ιούδας δέχθηκε ακαταμάχητες πιέ σεις (φυλακή, στρατόπεδα, βασανιστήρια), άρα υπέκυψε. Ο Β Ιούδας ηττήθηκε από τον φόβο του μπροστά στο κράτος-κολοσσό, που ποτέ δεν θα κατόρθωνε να το κλονίσει. Ο Γ Ιούδας υποτάχθηκε χωρίς ό ρους. Ο Δ Ιούδας είναι θύμα των άθλιων συνθηκών υπό τις οποίες με γάλωσε. Γ ια όλα αυτά, μόνο το κράτος είναι υπεύθυνο» (91). Και κατα λήγει ο Γκρόσμαν: «Όχι, όχι, δεν είναι ένοχοι. Τους έσπρωξαν σκοτει νές δυνάμεις, κρόνειες δυνάμεις» (95). Αλλά το κράτος δεν ζει έξω α πό τα άτομα που το ενσαρκώνουν οι σκοτεινές δυνάμεις έχουν ανά γκη από ανθρώπινα χέρια για να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Να θεω ρούμε τους ανθρώπους υποταγμένους ώς αυτό το σημείο, σημαίνει να έχουμε γι' αυτούς ελεεινή γνώμη: αντί να τους αθωώσει, ο Γ κρό σμαν τους υποτιμά. Όχι, οι άνθρωποι ποτέ δεν χάνουν εξ ολοκλήρου τη δυνατότητα να επιλέγουν. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του, ανεξάρτητα από τις πιέσεις που υφίσταται, αλλιώς παύει να είναι άνθρωπος- εν τούτοις, όταν οι πιέσεις είναι πραγματικά με γάλες, πρέπει να τις συνυπολογίσουμε όταν τον κρίνουμε. Και στο μέτρο που δεν υπάρχει ένα ουσιώδες ον, ανεξάρτητο από τις εξωτε ρικές του εκδηλώσεις, αλλά το ον συγκροτείται από το σύνολο των πράξεών του, θα θεωρείται και αυτό το ίδιο μολυσμένο από το κακό, και όχι μόνον οι πράξεις του. Ο Γ κρόσμαν προσθέτει: «Ίσως να είμαστε εμείς ένοχοι, αλλά δεν υ πάρχει δικαστής που θα είχε ηθικά το δικαίωμα να θέσει το ζήτημα της ευθύνης μας» (92). «Από τους ζωντανούς, δεν υπάρχουν αθώοι. Όλοι είμαστε ένοχοι, κι εσύ, κατηγορούμενε, κι εσύ, δημόσιε κατήγορε, κι ε γώ, που σκέφτομαι τον κατηγορούμενο, τον δημόσιο κατήγορο και τον δικαστή» (95). Σήμερα, την επαύριο της κατάρρευσης του κομμουνιστι κού ολοκληρωτισμού σε πολλές χώρες, το ζήτημα αποκτά επικαιρότητα: πρέπει να δικάσουμε τους ενόχους; Κι αν ναι, πού να βρούμε δικα στές αθώους για να τους δικάσουν; Αλλά το επιχείρημα του Γ κρόσμαν δεν έχει θέση εδώ: τα δικαστήρια απονέμουν δικαιοσύνη στο όνομα βασικών αρχών αποδεκτών από όλους, όχι επειδή οι δίκαιοι, και μόνον αυτοί, έχουν το δικαίωμα να καταδικάζουν τους ενόχους-ο Γ κρόσμαν συγχέει, με σοβαρές συνέπειες, δίκαιο και ηθική. Ο δικαστής έχει ση μασία για τη δικαιοσύνη μόνο στο μέτρο που ενσαρκώνει με αυστηρό τητα τις βασικές αρχές της-δεν την αφορά η προσωπική του αρετή. Η πίεση που ασκεί το κράτος μπορεί να θεωρηθεί επιβαρυντική περίστα ση, η εξαιρετικά εκτεταμένη πρακτική ορισμένων εγκλημάτων μπορεί να προκαλέσει την αμνήστευσή τους σε μια στιγμή-αυτό εξακολουθεί να σημαίνει ότι, σε έναν πρώτο καιρό, οφείλει να εδραιωθεί η αλήθεια
115
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
και να αποδοθεί η δικαιοσύνη. Η επιείκεια θα είναι ευπρόσδεκτη, αλλά μπορεί να παρέμβει μόνο μετά: υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε επιείκεια και συσκότιση της αλήθειας. Την επαύριο της Απελευθέρω σης, τα γαλλικά γράμματα σείστηκαν από μια παθιασμένη διαμάχη, που έβλεπε να αντιπαρατάσσονται οι υποστηρικτές της δικαιοσύνης (που σήμαινε συχνά ξεκαθάρισμα λογαριασμών) και της φιλανθρωπίας (και άρα της συγχώρεσης των συνεργατών)· από τη μια μεριά ο Βερκόρ και ο Καμύ, από την άλλη ο Μωριάκ και ο Πωλάν. Αλλά οι δύο στά σεις δεν αλληλοαποκλείονταν πραγματικά: κι αν ακόμα αποφασίζεις να συγχωρήσεις, αξίζει περισσότερο να το κάνεις εν επιγνώσει, αφού εδραιώσεις σε μία πρώτη φάση τα γεγονότα: η δικαιοσύνη δεν περι στέλλεται στην τιμωρία. Από την άλλη μεριά, η ευθύνη αυτή εκτείνεται, στον κατατμημένο και εξειδικευμένο κόσμο μας, από την αρχική σύλληψη μέχρι την τελι κή εκτέλεση: το μεγάλο τους πλήθος δεν καθιστά λιγότερο υπεύθυ νους τους αυτουργούς. Η αλήθεια είναι ότι τα δικαστήρια αποδίδουν μόνο την νομική ενοχή, ωστόσο, στην πραγματική κατάσταση των πραγμάτων, ο νόμος δεν θεωρεί ένοχους όλους αυτούς τους συνεργούς· έτσι, τιμωρεί τους αποφασίζοντες, αλλά όχι τους εμπνευστές. Πρέπει, λοιπόν, να φτιάξουμε μια θέση, δίπλα στην ετυμηγορία των δι καστηρίων, για την ετυμηγορία που εκφράζει την κοινωνική συναίνεση· οι ηθικές ευθύνες δεν είναι αποκύημα της φαντασίας. Μπορεί να μη συμμεριζόμαστε την αγανάκτηση του Χέρμαν Κέστεν, που πιστεύει ότι στη Γερμανία «οι δολοφόνοι “της γραφίδας” ήταν απείρως πιο επικίν δυνοι και αχρείοι από τους ίδιους τους βασανιστές και τους δήμιους» (Βήζενταλ, 153) και ότι συνεπώς πρέπει να καταδικάσουμε αυστηρότε ρα τους συγγραφείς και διανοούμενους, Γιούνγκερ και Γκότφρηντ Μπεν, Χάιντεγκερ και Κ :·.ρλ Σμιτ, από όσο τους διοικητές των στρατο πέδων, όπως ο Ες και ο Στανγκλ. Αλλά θα πρέπει και να δεχθούμε την ευθύνη μιας σκέψης αντι-οικουμενιστικής (που ευνοεί την κοινωνική τάξη ή το έθνος), υπερ-ντετερμινιστικής (που αρνείται εν τέλει την ηθι κή) και διενεκτικής (που θεωρεί τον πόλεμο υπέρτατο νόμο της ζωής) στην έλευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων και συνεπώς στα εγκλή ματα που αυτά έχουν διαπράξει. Στη δίκη της Νυρεμβέργης υπάρχουν και οι δύο στάσεις: ορισμένοι κατηγορούμενοι αρνούνται κάθε ευθύνη, και φορτώνουν τα αδικήματά τους στο κράτος ή στον Φύρερ, άλλοι θεωρούν εαυτούς ένοχους. Την δεύτερη στάση απεικονίζει κυρίως ο Σπέερ. Ενώπιον του δικαστηρίου, κάνει τη διάκριση δύο κατηγοριών εγκλημάτων: αυτά για τα οποία είναι προσωπικά υπεύθυνος (χρησιμοποίηση των κρατουμένων στα στρατό πεδα ως εργατών στα εργοστάσια πολεμικών υλικών, και άρα και εκτόπισή τους) και αυτά για τα οποία είναι υπεύθυνος ως συνεργός, όντας μέλος της ηγεσίας της χώρας. Στη δική του δίκη, ο Αιχμαν παραδέχε ται ευθύνη μόνο του δεύτερου είδους — μόνο που δεν ανήκε στην ηγε
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τική ομάδα. Ο Σπέερ δέχεται ακόμα περισσότερο την ευθύνη του για τα εγκλήματα του Χίτλερ που κανένας δεν του τα καταλογίζει, ενώ α ποσιωπά την άμεση ευθύνη του: κοντολογίς, κατηγορεί τον εαυτό του ότι συμμετείχε στο ναζιστικό κράτος, όχι στην τάδε ή στην δείνα πρά ξη (αυτή είναι η στρατηγική του και στο βιβλίο του). Εν τούτοις, κατά τη διάρκεια της δίκης, επωμίζεται και τα δύο, και πιθανόν αυτό ακριβώς του έδωσε τη δυνατότητα να επιβιώσω, πνευματικά. Αλλά η απείρως πιο συχνή περίπτωση είναι των πρώην αυτουργών του κακού, που αρνούνται να παραδεχθούν την παραμικρή ευθύνη τους. Ενώπιον των δικαστηρίων, όπως και σε δημόσιες συζητήσεις, οι περισσότεροί τους υποστήριξαν πως δεν είναι ένοχοι. «Από όλους αυ τούς που υπηρέτησαν στη “μηχανή” του Χίτλερ, ούτε ένας δεν χρησι μοποίησε στην υπεράσπισή του την απλή λέξη “Λυπάμαι”», διαπιστώνει ο Μίτσερλιχ αφού έχει παρευρεθεί στη δίκη των ναζί γιατρών (18). Στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, οι κατηγορίες δεν έχουν ακόμα διατυ πωθεί. Ε λοιπόν, η παραδοχή του εγκλήματος από τους αυτουργούς του δεν είναι λιγότερο σημαντική, για την υγεία της κοινωνικής ομά δας, από όσο η τιμωρία του. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, επιτροχάδην, τα επιχειρήματα που προβάλλουν προς υπεράσπισή τους, χωρίς να πά ρουμε υπ’ όψη ότι, αντιφάσκοντας μεταξύ τους, προβάλλονται συχνά συγχρόνως, αντικρουόμενα επιχειρήματα. Εξυπακούεται ότι η πρώτη υπεράσπιση συνίσταται στην άρνηση των γεγονότων, στη διαβεβαίωση ότι δεν έγιναν ποτέ όλα αυτά. Αλλά ακόμα και οι πιο συστηματικές προσπάθειες για να σβήσουν όλα τα ί χνη, αποτυγχάνουν: μάρτυρες ανοίγουν το στόμα έπειτα από πολλές δεκαετίες (ο πρώτος αυτόπτης μάρτυρας της σφαγής του Κατύν δημο σίευσε τη διήγησή του πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα), βρίσκουμε θαμμένα χειρόγραφα, ώς και τα πτώματα συνεισφέρουν στην εδραίωση της αλήθειας (το 1990, ξεθάβουν στη Βουλγαρία τους σκελετούς των παλιών θυμάτων και βρίσκουν πάνω τους συντριπτικά στοιχεία για τους δήμιους, που εξακολουθούν να ζουν και να απολαμβάνουν τα προνόμιά τους). Γι’ αυτό και, μετά την αποτυχία του πρώτου επιχειρή ματος, έχουν ανάγκη από ένα δεύτερο, το ακόλουθο: δεν ήξερα. Όταν η άγνοια είναι αληθινή, πρέπει να την διερευνήσουμε, λιγότερο ή πε ρισσότερο ευσυνείδητα. Ο Στανγκλ, που ήταν ωστόσο διοικητής του στρατοπέδου, προτιμά να μη βλέπει κατά πρόσωπο τα πράγματα. «Στο Σομπιμπόρ, μπορούσες να διαρρυθμί ;εις την κατάσταση ώστε να μη βλέπεις σχεδόν τίποτε, αυτά συνέβαιναν μακριά από τα κτίσματα του στρατοπέδου» (Σερένυ, 121). Ένας φρουρός 85 της Τρεμπλίνκα θα πει γι’ αυτά: «Δεν ήθελα να βλέπω τίποτα. Ναι, νομίζω ότι πολλοί έκα ναν ό,τι κι εγώ. Ήταν το καλύτερο που μπορούσες να κάνεις, ξέρετε, το να κάνεις τον πεθαμένο» (179). Έτσι, όμως, «έκανες» και πραγματι κούς πεθαμένους... Ο Σπέερ έχει διηγηθεί με λεπτομέρειες τις διαδοχικές του αρνήσεις
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
να εξετάσει τις πληροφορίες που τον ενοχλούσαν. Περί τα τέλη του πολέμου, το καλοκαίρι του 1944, ο φίλος του και Γκαουλάιτερ της Σιλεσίας Χάνκε του εμπιστεύτηκε: «Μου ζήτησε να μην αποδεχθώ ποτέ την πρόσκληση να επισκεφθώ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Γκόου [περιφέρεια] της Άνω Σιλεσίας. Ποτέ, και για κανένα λόγο. Είχε δει εκεί ένα θέαμα που δεν είχε το δικαίωμα να περιγράφει και που δεν ήταν και ικανός να περιγράφει» (529). Ο Σπέερ υποτάσσεται πειθήνια: διαλέγει να αγνοεί την αλήθεια του Άουσβιτς. Μη γνωρίζοντας, θα μπορεί να συνεχίζει να βοηθά την πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας με απόλυτη ηρεμία. Οπότε δικαιολογημένα καταλήγει: «Το μέτρο της απομόνωσής μου, την ένταση των υπεκφυγών μου και τον βαθμό της άγνοιάς μου, στο τέλος τέλος εγώ τα καθόριζα» (162). «Να είσαι σε θέση να ξέρεις και να αποφεύγεις να ξέρεις, σε καθιστά άμεσα υπεύ θυνο για τις συνέπειες» (αμερ. μτφ.19). Αυτοί που δεν μπορούν να υποκριθούν ούτε ότι τα πράγματα δεν συνέβησαν ούτε ότι αγνοούσαν την ύπαρξή τους, καταφεύγουν σε ένα τρίτο επιχείρημα: υπάκουα στις διαταγές. Εχουμε ήδη δει ότι η υπερά σπιση αυτή υπονοεί μιαν αυτο-υποτίμηση που είναι χειρότερη από το έγκλημα, γιατί διακηρύσσεις πως είσαι υπάνθρωπος. Επιπλέον, στο νο μικό επίπεδο, η υπακοή σε εγκληματικές διαταγές εξακολουθεί να εί ναι έγκλημα. Τέλος, το τέταρτο επιχείρημα που προβάλλουν συχνά είναι το ίδιο με των μικρών παιδιών όταν τα πιάνεις στα πράσα: τα ίδια κάνουν κι οι άλλοι. Τα πρώην θύματα δηλώνουν συχνά: οι δήμιοι ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι, ήταν όπως όλοι-και καταλήγουν γεμάτοι ανησυχία: άρα εί μαστε ένοχοι κι εμείς. Οι δήμιοι κάνουν με ευφορία την ανακάλυψη αυ τή: είμαστε όπως οι άλλοι, συνεπώς είμαστε αθώοι. Αυτή είναι, πιο συ γκεκριμένα, η στρατηγική του Γκαίρινγκ στη Νυρεμβέργη: δεν αρνείται τα όσα έγιναν, και δεν αποσείει την ευθύνη του, με πρόσχημα ότι υπά κουε σε διαταγές· αλλά αρέσκεται στους συσχετισμούς της γερμανι κής ιστορίας και της ιστορίας των άλλων λαών. «Η βρετανική αυτοκρα τορία δεν οικοδομήθηκε πάνω στον σεβασμό των αρχών του ανθρωπι σμού [...]. Η Αμερική σφετερίστηκε έναν πολύ πλούσιο Ι_θββπ5Γ3υιτι [ζωτικό χώρο] χάρη στην επανάσταση, τις σφαγές και τους πολέμους» (Τζίλμπερτ, Ημερολόγιο, 187)· όσο για την Σοβιετική Ένωση, εφάρμο σε έναν ολοκληρωτισμό όχι λιγότερο θηριώδη από του Χίτλερ, ο οποί ος άλλωστε εμπνεύστηκε πολλές φορές απ’ αυτή. Δεν μπορείς να κά νεις πόλεμο προβάλλοντας τις αρχές του ανθρωπισμού, κι ωστόσο κα μία χώρα δεν αρνήθηκε τον πόλεμο, και κυρίως όχι οι νικηφόροι Σύμ μαχοι. «Όπου τίθεται ζήτημα εθνικών συμφερόντων [■··], σταματά η η θική. Έτσι συμπεριφέρεται από αιώνες η Αγγλία» (339). Οι άλλοι κατηγορούμενοι δεν αρνούνται να χρησιμοποιήσουν το ε πιχείρημα αυτό. Ο Χανς Φρανκ παρατηρεί: «Επιδιώκουν να φορτώσουν στον Κάλτενμπρουνερ την ευθύνη για τη δολοφονία 2.000 Εβραίων η-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
μερησίως στο Αουσβιτς —αλλά τι να πούμε για τα 30.000 άτομα που σκοτώθηκαν μέσα σε λίγες ώρες κατά τους βομβαρδισμούς του Αμβούργου; —Ήταν κι αυτά κυρίως γυναικόπαιδα [προσθέτει ο Ρόζενμπεργκ]. — Και τι να πούμε για τα 80.000 άτομα που σκότωσε η ατομι κή βόμβα στην Ιαπωνία;» (243). Ο Γιόντλ συμφωνεί: ο βομβαρδισμός του Ρότερνταμ, που του καταλογίζουν, ισούται με τον βομβαρδισμό της Λειψίας από τους Συμμάχους, ενώ ο πόλεμος είχε ήδη κερδηθεί. Στις συνθήκες αυτές, αν κρίνουμε τους μεν αλλά όχι τους δε, ο λόγος είναι ότι έχουμε με το μέρος μας τη δύναμη, όχι το δίκαιο-ή όπως λέει ο Γκαίρινγκ: «Ο νικητής θα είναι πάντα ο δικαστής και ο ηττημένος ο κατηγορούμενος» (10). Δεν μπορούμε να απορρίψουμε έτσι επιπόλαια αυτό το τελευταίο επιχείρημα. Μπορεί, βέβαια, να αντιτείνει κάποιος ότι η ύπαρξη άλλων παρόμοιων εγκλημάτων δεν καθιστά συγχωρητέο το πρώτο έγκλημααυτό είναι αλήθεια, αλλά αφού τιμωρείται το μεν και όχι τα δε, πρέπει να παραδεχθούμε ότι και η δύναμη παίζει όντως ρόλο, και όχι μόνο το δίκαιο. Το ότι οι εκπρόσωποι του Στάλιν στη Νυρεμβέργη καταδικά ζουν σε θάνατο τους εκπροσώπους του Χίτλερ είναι σχεδόν προστυ χιά —ενώ οι μεν και οι δε έχουν ζήσει μέχρι τότε αμιλλώμενοι, αν όχι και στενά συνεργαζόμενοι. Τα σοβιετικά στρατόπεδα είναι πιθανόν λιγότερο «τελειοποιημένα» — αλλά είναι πιο παλιά, πιο μεγάλα, εξ ίσου φονικά και μονίμως γεμάτα και μετά τη λήξη του πολέμου. Μπορούμε να αντιλέξουμε στον Γ καίρινγκ, τον Φρανκ και τον Ρόζενμπεργκ ότι οι Εβραίοι δεν έκαναν ποτέ πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, και ότι, άρα, δεν μπορούμε να εξομοιώσουμε την περίπτωσή τους με των θυμάτων πολέμου (αυτό θα αλήθευε και για τους «εσωτερικούς» εχθρούς στην Ε.Σ.Σ.Δ., στην Κίνα ή στην Καμπότζη)-μα δικαιολογεί ο πόλεμος τη δο λοφονία παιδιών; Μπορούμε ακόμα να πούμε ότι υπάρχουν βαθμίδες στο έγκλημα και ότι η εξολόθρευση μιας ολόκληρης ανθρώπινης ομά δας από τον κρατικό μηχανισμό στη βάση ψευτοφυλετικών κριτηρίων εί ναι έγκλημα ιδιαίτερα βαρύ, σχεδόν απαράμιλλο. Αλλά είναι αλήθεια ότι οι Γερμανοί κατηγορήθηκαν και για τους βομβαρδισμούς τους, πράγμα όντως πιο κοινό, και ως προς την τρομοκρατική τους λειτουργία. Υπάρχει ένα μέρος αναμφισβήτητης αλήθειας στο επιχείρημα του Γ καίρινγκ. Τα εγκλήματα των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων, με πρώτες την Αγγλία και τη Γαλλία, είναι αναρίθμητα-δεν είναι λιγότερο βαριά τα εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων-σε όλους τους πολέμους ο άνθρωπος παραβιάζει τους κανόνες του ανθρωπισμού, και οι βομβαρδισμοί της Λειψίας και του Αμβούργου, για να μη μιλήσουμε για της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι ξεπερνούν κατά πολύ αυτά που θα έπρεπε να ανεχθεί ένα οποιοδήποτε «δίκαιο του πολέμου». Αλλά το συμπέρασμα που θα έβγαζα εγώ είναι το αντίθετο του δικού του: η σύγκριση δεν δικαιολογεί τα ναζιστικά εγκλήματα, αλλά μας παρακινεί να σκεφτούμε και αυτά τα άλλα εγκλήματα, που είναι «δικά μας» με
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
την έννοια ότι τα μεν ήταν «γερμανικά», και να τα καταδικάσουμε. Δεν είναι δυνατόν να ανατρέξουμε σε ολόκληρη την ιστορία και να κάνου με σήμερα ό,τι έπρεπε να έχει γίνει στο παρελθόν αλλά μπορούμε τουλάχιστον να αποκαταστήσουμε την αλήθεια για τα όσα έγιναν και να την διατηρήσουμε στη συλλογική μνήμη. Οι Γάλλοι, οι Αμερικανοί και οι άλλοι δεν είναι ηθικό να αναθυμούνται τα εγκλήματα των Γερμανών απωθώντας τα δικά τους, κι αν ακόμα τα των Γερμανών είναι, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, πιο βαριά από τα δικά τους. Όπως λέει ο Γκλεν Γκρέυ: «Αυτό αντανακλά μιαν ορισμένη νεοτερική νοοτροπία: να απορείς για την απουσία ένοχης συνείδησης στους άλλους, ενώ συγχρόνως αποδέχεσαι την δική σου αθωότητα ως πρόδηλη» (173). Δεν μπορούμε να ξανακάνουμε το παρελθόν, αλλά πρέπει να θυμόμα στε στο παρόν ποιο θα είναι το τίμημα ενός πολέμου και μπορούμε να θεσπίσουμε για το μέλλον ότι θα τιμωρούνται ακόμα και τα νόμιμα ε γκλήματα. Η υπερεθνική δικαιοσύνη είναι προς στιγμήν ευσεβής πό θος, αλλά μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε τουλάχιστον ως κανο νιστική αρχή. Αντί να κρίνουμε όπως ο Γκαίρινγκ τη βασιμότητα της Νυρεμβέργης, θα ευχόμουν να λειτουργεί μονίμως μία Νυρεμβέργη, για να δικάζει όλα τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας, για τα ο ποία, βέβαια, οι μοναδικο· ένοχοι δεν είναι οι ναζί.
Οι μάρτυρες Ας περάσουμε τώρα στην άλλη μεριά του συνόρου που χωρίζει τους «ενεργητικούς» από τους «παθητικούς», και συνεπώς τους «ένο χους» από τους «υπεύθυνους». Η τοποθέτηση του συνόρου αυτού εί ναι ουσιώδης, και οι επιζήσαντες των στρατοπέδων αναφέρονται συ χνά σ’ αυτό, αρνούμενοι την ιδέα της συλλογικής ευθύνης που θα έ πρεπε να βαρύνει τον λαό των δήμιων. Η Έτυ Χίλεζουμ έχει την τιμή ό τι βεβαίωσε αυτό το πράγμα την ώρα που είχε περισταλεί στον ρόλο του θύματος. Το 1941 γράφει: «Αν θα υπήρχε πια έστω κι ένας αξιοσέβαστος Γερμανός, που θα άξιζε να τον υπερασπιστούμε εναντίον όλης της ορδής των βαρβάρων, τότε η ύπαρξή του θα σας έδινε το δικαίωμα να μην περιλούσετε με το μίσος σας έναν ολόκληρο λαό» (I, 25). Την επαύριο του πολέμου, ο Γιάσπερς δείχνει καθαρά πόσο ανόητο είναι να καταδικάζουμε νομικά ή ηθικά έναν ολόκληρο λαό, ενώ μόνο τα ά τομα έχουν θέληση και συνεπώς μπορούν να θεωρηθούν ένοχα-να λέ με ότι «οι Γερμανοί είναι ένοχοι για το Ολοκαύτωμα» είναι εξ ίσου πα ράλογο με το να υποστηρίζουμε ότι «οι Εβραίοι είναι ένοχοι για την σταύρωση του Χριστού». Το ίδιο φρονούν και οι επιζήσαντες των στρατοπέδων. Γράφει ο Μπέτελχάιμ: «Οποιος δέχεται τη θέση της ευ θύνης ενός ολόκληρου λαού, καταστρέφει την ανάπτυξη της αυθεντι κής δημοκρατίας που βασίζεται στην αυτονομία και την ατομική ευθύ νη» (Καρδιά, 366), ενώ ο Λέβι αναφωνεί: «Δεν καταλαβαίνω, δεν ανέ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
χομαι να κρίνουμε έναν άνθρωπο όχι για το τι είναι, αλλά με βάση την ομάδα στην οποία έτυχε να ανήκει» (Αυτοί που βούλιαξαν, 171). Επι πλέον, στερούμε τους ανθρώπους από την ανθρωπινότητά τους, αν τους αρνούμαστε την ικανότητα να ξεφύγουν από την επιρροή της κα ταγωγής ή του περιβάλλοντος τους. Η ιδέα της συλλογικής ευθύνης έχει, όπως ξέρουμε, εμφυτευθεί γε ρά στους φύλακες. Η Μπούμπερ-Νόυμαν θυμάται ότι στα σοβιετικά στρατόπεδα όλοι οι Γερμανοί θεωρούνταν αυτομάτως φασίστες, κι αν ακόμα ήταν κομμουνιστές που είχαν ξεφύγει από το καθεστώς του Χίτ λερ. Το ίδιο συμβαίνει και στα γερμανικά στρατόπεδα: όλα τα άτομα ε κεί περιστέλλονται στην ομάδα στην οποία ανήκουν. Ο Άικε τρομοκρα τεί τους Εβραίους των στρατοπέδων κάθε φορά που μια διαμαρτυρία η οποία τους αφορά γίνεται σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου: είναι συλλογικά ένοχοι. Ο ίδιος ο Χίτλερ θεωρεί ένοχους, πρώτα πρώτα ό λους τους Εβραίους και κατόπιν, περί τα τέλη του πολέμου, όλους τους Γερμανούς (επειδή είναι ανίκανοι να νικούν στις μάχες). Αυτή η αλλη λεγγύη στο εσωτερικό της ομάδας επεκτείνεται και σε πολύ πιο τυχαία σύνολα ανθρώπων: ένα βαγόνι κρατουμένων, ένα παράπηγμα κρατου μένων γι’ αυτό και τουφεκίζουν δέκα άτομα για κάθε απόδραση, εκατό για κάθε πράξη αντίστασης· όλα τα μέλη της ομάδας είναι υπεύθυνα για τις πράξεις του καθενός. Λογικά, λοιπόν, συμπεραίνει ο Μπέτελχάϊμ: «Όταν διαλέγουμε μία ομάδα γερμανών πολιτών για να τους δείξουμε τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τους βεβαιώνουμε: “Είστε ένοχοι”, επιβεβαιώνουμε μία φασιστική βασική αρχή» ( Καρδιά, 366). Βέβαια, ο Ζαν Αμερύ, άλλος επιζήσας που υπέφερε πολύ, θέλησε να δεχθεί την θεωρητική πρόκληση και υπερασπίστηκε στο βιβλίο του, εναντίον του Γιάσπερς, την ιδέα της συλλογικής ευθύνης των Γερμα νών. Γνωρίζει ότι υπάρχουν εξαιρέσεις, έχει μάλιστα συναντήσει κα λούς Γερμανούς, αλλά εξακολουθεί να υποστηρίζει τη θέση του ως έ γκυρη στατιστική προσέγγιση. Όταν το τραίνο των κρατουμένων διέ σχιζε την Τσεχοσλοβακία, απλώνονταν χέρια βοήθειας· όταν σταμα τούσε στη Γερμανία, τα πρόσωπα έμεναν πέτρινα. Συνεπώς, «όσο το γερμανικό έθνος [...] δεν έχει αποφασίσει να ζει τελείως στερημένο α πό ιστορία [...], οφείλει να εξακολουθεί να φέρει την ευθύνη για τα δώ δεκα αυτά χρόνια» (Νους, 76). Παρόμοια, πάνω κάτω, είναι και η θέση του Γιανκέλεβιτς. Αλλά θα πρέπει να πούμε ότι, αν βρισκόμαστε στο πεδίο του δικαίου, μπορούμε να καταδικάσουμε μόνον άτομα, όχι «τους Γερμανούς». Και αν βρισκόμαστε στο πεδίο της ιστορίας, οφεί λουμε να δεχθούμε τη σύγκριση της γερμανικής ιστορίας με την ιστο ρία των άλλων χωρών, και να διαπιστώσουμε ότι, δυστυχώς, η Γερμανία δεν είναι η μόνη που έχουμε να της καταλογίσουμε πολλά. Αλλά ο Αμερύ απέρριπτε σταθερά αυτή τη σύγκριση, θεωρώντας λόγου χάρη ότι ο όρος «ολοκληρωτισμός» χρησίμευε μόνο για να συγκαλύψει τα γερμανικά εγκλήματα. Βέβαια, το άτομο δεν μπορεί παρά να νιώσει
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
πληγωμένο, όταν βλέπει την απαράμιλλη εμπειρία του να περιλαμβά νεται σε ένα σύνολο και να μετατρέπεται σε παράδειγμα ενός πράγμα τος πιο κοινού. Είναι δικαίωμά του, και οφείλουμε να το σεβαστούμε. Αλλά είναι και καθήκον μας να κάνουμε τη διάκριση δικαιοσύνης και μνησικακίας. Οι μάρτυρες, λοιπόν, ξεφεύγουν, από άποψη αρχής, από τις νομικές καταδιώξεις-αλλά μπορούμε να τους θεωρήσουμε ηθικά υπεύθυνους. Δεν αποτελούν μία ομοιογενή ομάδα-μάλλον, θα μπορούσαμε να τους θεωρήσουμε τοποθετημένους σε μία σειρά ομόκεντρων κύκλων, άνάλογα με την απόστασή τους από τους αυτουργούς του κακού. Στον πρώτο κύκλο βρίσκονται οι πολύ κοντινοί των νομικά υπεύθυ νων: η οικογένειά τους, οι οικείοι τους. Αυτοί αληθινά δεν μπορούν να καταφύγουν στο επιχείρημα της άγνοιας: ήταν, κατά κάποιον τρόπο, στα μπροστινά θεωρεία-οπότε χρησιμοποιούν άλλα επιχειρήματα. Ένα από τα πιο κοινά επιχειρήματα είναι ότι λυπόντουσαν να βλέπουν τι συνέβαινε, αλλά τους ήταν αδύνατον να βοηθήσουν. «Είναι φρικτό, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα», λέει ένας μάρτυρας κοντι νός στη γυναίκα του Στανγκλ (Σερένυ, 146), ενώ η γυναίκα ενός 35 που εργαζόταν στο «ίδρυμα» ευθανασίας λέει: «Προφανώς ήταν φρικτό, αλλά τι μπορούσαμε να κάνουμε εμείς;» (112). Στη θεμελιώδη αυ τή μοιρολατρεία προστίθεται ο φόβος της τιμωρίας. Οπότε, προς τι να διαμαρτύρεσαι, όταν, πρώτον, αυτό δεν θα ανακουφίσει τα θύματα και, δεύτερον, θα επιφέρει την απώλεια του μάρτυρα; Το διπλό αυτό επι χείρημα είναι χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων, επειδή βασίζονται στον φόβο του ατόμου για τη ζωή του ή για την σωματική του ακεραιότητα και, συγχρόνως, επειδή παρουσιάζουν το ξετύλιγμα των συμβαινόντων της κοινωνικής ζωής (την «Ιστορία») ως εξ ίσου α καταμάχητο με μία φυσική διαδικασία: είναι ο υπερντετερμινισμός που προσιδιάζει στη φιλοσοφία των καθεστώτων αυτών. Στην πραγματικό τητα, κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν αντέχει στην εξέταση: αν οι διαμαρτυρίες είναι πολλές, το καθεστώς τροποποιεί την πολιτική του-και η διαφωνία δεν επιφέρει τον θάνατο εκείνου που την εκφρά ζει. Αλλά αυτό που το καθεστώς δεν κατορθώνει να εγκαθιδρύσει στην πράξη, το πραγματοποιεί μες στο μυαλό των υπηκόων του: εδώ έγκει ται η δύναμή του. Γεγονός παραμένει ότι μία πράξη διαμαρτυρίας ε μπεριέχει έναν κάποιον κίνδυνο και ότι, από ηθική άποψη, είναι θεμιτό να προτρέπουμε τους άλλους να τον διατρέξουν, αλλά όχι να τους κα τηγορούμε αν δεν το κάνουν (τη μομφή αυτή μπορούμε να την απευ θύνουμε μόνο στον εαυτό μας). Η Σερένυ είχε την καλή ιδέα να υποβάλλει επί μακρόν ερωτήματα όχι μόνο στον τέως διοικητή της Τρεμπλίνκα, αλλά και στη γυναίκα του, Τερέζα Στανγκλ. Πώς αυτή δέχθηκε να έχει ο άνδρας της ως ε πάγγελμα τον θάνατο; Πασχίζοντας να το αγνοήσει. Αποφεύγοντας να του υποβάλλει ενοχλητικά ερωτήματα. Αποδεχόμενη τις αμήχανες
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
εξηγήσεις του, σύμφωνα με τις οποίες έργο του ήταν μόνον η διοίκη ση, όχι η θανάτωση («Βέβαια, ήθελα να πειστώ, έτσι δεν είναι;» παρα δέχεται έπειτα από τριάντα χρόνια, 145). Εξομοιώνοντας τα θύματα με τους στρατιώτες που πέφτουν στο μέτωπο. Αρνούμενη να πιστέψει ότι σκότωναν και γυναικόπαιδα. Αυτή η διευθέτηση του κόσμου τής είναι απαραίτητη για να μπορεί να εξακολουθήσει να ζει ήρεμα. Το λέει αρ κετά καθαρά και η ίδια: «Έτσι ήθελα, έτσι είχα ανάγκη να σκέφτομαι για νά διατηρήσω την οικογενειακή μας ύπαρξη και, αν θέλετε, [...] για να διατηρήσω και τα λογικά μου» (373). Η κυρία Στανγκλ προτιμά τη βολή της από την αλήθεια-και δεν είναι η μόνη. Ποια είναι η ευθύνη αυτού του πρώτου κύκλου κοντινών ανθρώπων; Όπως είδαμε, οι αυτουργοί του κακού υποφέρουν συχνά από έναν κερ ματισμό της ύπαρξής τους σε δημόσια σφαίρα και σε ιδιωτική σφαίρα, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους-μπορούν να είναι καλοί σύζυγοι και εξαιρετικοί πατέρες. Ο Στανγκλ, ειδικότερα, ήθελε να συμπεριφέρεται ως πάτερ φαμίλιας ακόμα πιο υποδειγματικά, αφού επιδίωκε μ’ αυτό να αντισταθμίσει τις ανικανοποιήσεις της δουλειάς του. Τι θα είχε κάνει, αν τον είχε υποχρεώσει η γυναίκα του να διαλέξει το επάγγελμά του ή εκείνη; Η Σερένυ υποβάλλει το ερώτημα στη γυναίκα, που καταλαβαί νει τι διακυβεύεται: αν νομίζει ότι ο ό/δρας της θα είχε αλλάξει επάγ γελμα, θα πρέπει κι αυτή να αισθανθεί ένοχη για τα όσα έγιναν, αφού θα είχε μπορέσει να τα σταματήσει. Η αντίδρασή της είναι αποκαλυπτι κή. Έπειτα από μακρά σκέψη, αποκρίνεται: αν τον είχα βάλει μπροστά στο δίλημμα: την Τρεμπλίνκα ή εμένα, «ναι, τελικά, θα είχε διαλέξει ε μένα». Αλλά έπειτα από λίγες ώρες αλλάζει γνώμη και στέλνει στην Σερένυ ένα γράμμα, στο οποίο υποστηρίζει το αντίθετο. Η συνομιλήτριά της βγάζει το συμπέρασμα που επιβάλλεται: «Η αλήθεια είναι ένα πράγμα τρομερό, υπερβολικά τρομερό μερικές φορές για να μπορούμε να ζούμε μαζί της» (387-8). Σε πολλές περιπτώσεις, οι κοντινοί θα εί χαν μπορέσει να σταματήσουν τη σφαγή, και δεν το έκαναν. Στον δεύτερο κύκλο γύρω από τους αυτουργούς του κακού βρίσκο νται οι συμπατριώτες τους: αυτοί που δεν τους γνωρίζουν προσωπικά, αλλά ανήκουν στην ίδια κοινότητα. Οι πρώην κρατούμενοι έχουν κρα τήσει γενικά την εντύπωση ότι οι πολίτες ολόγυρά τους έμεναν αδιά φοροι απέναντι στη μοίρα τους· και δ·.ν υπάρχει κανένας λόγος να αμ φισβητήσουμε τη μαρτυρία τους. Στην περίπτωση των γερμανικών στρατοπέδων, οι κρατούμενοι αυτοί προέρχονταν συχνά από ξένες χώρες- αλλά στην Σοβιετική Ένωση και στη Βουλγαρία ήταν συμπα τριώτες τους- ωστόσο, ο πληθυσμός δεν τους βοήθησε περισσότερο. Η ερμηνεία που δίδεται γενικά από τους εμπλεκόμενους είναι η ά γνοια: δεν ξέραμε τι συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η κατάσταση αυτή έχει επισταμένα εξεταστεί από όλες τις απόψεις. Μπορούμε σήμερα να συμπεράνουμε ότι η εξήγηση που προβάλλουν έχει μια δόση αλήθειας: όπως ξέρουμε, το μυστικό είναι συνυποστα-
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
σιακό με το ολοκληρωτικό κράτος, και μπορεί να φυλαχθεί αρκετά κα λά-συχνά, οι ίδιοι οι αυτουργοί του κακού δεν έχουν μία συνολική ει κόνα της ενέργειας στην οποία είναι μπλεγμένοι. Αλλά, από μιαν άλλη μεριά, τα στρατόπεδα δεν είναι πράγματι ερμητικά απομονωμένα από την υπόλοιπη χώρα: είναι και χώροι εργασίας, συνεπώς εντάσσονται σε ένα γενικό οικονομικό σχήμα, και η επαφή με τον έξω πληθυσμό εί ναι αναπόφευκτη. Αλλωστε, οι κρατούμενοι είναι πάρα πολλοί, το ίδιο συνεπώς και οι φύλακες, άρα, σιγά σιγά, τα νέα διαδίδονται παντού. Μπορούμε να πούμε ότι, αν πραγματικά ο πληθυσμός δεν ήξερε τι συνέβαινε, ο λόγος είναι ότι δεν ήθελε να ξέρει-αλλά δεν μπορούμε να ενοχοποιήσουμε το κάθε άτομο χωριστά γι’ αυτή την άγνοια.
(Μιλούν πολύ τώρα στη Βουλγαρία [από τον Νοέμβριο του 1989 που οι εφημερίδες είναι ελεύθερες] για σφαγές που έγιναν το 1944, την επαύριο της κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Ρω τώ τον πατέρα μου: «Πώς μπορούσες και τα ενέκρινες αυτά και τασσό σουν αλληλέγγυος με τους κομμουνιστές, που ήταν υπεύθυνοι για τις σφαγές αυτές;» — «Δεν ξέραμε τίποτε γι’ αυτό, μου αποκρίνεται, αυτό συνέβαινε στα χωριά και δεν γινόταν λόγος γι’ αυτό στην πρωτεύου σα». Ωστόσο μου διηγείται και ότι η μητέρα του, που ζούσε στην ύπαι θρο, τον κοίταζε τρομοκρατημένη από τότε που είχε μπει στο κόμμα. Νομίζω πως θυμάμαι και ότι μία από τις καλύτερες φίλες της μητέρας μου ήταν γυναίκα ενός πρώην πρωθυπουργού, που τον είχαν τουφεκίσει τότε. Ο πατέρας μου είχε επιδιώξει στ’ αλήθεια να μάθει τι συνέβαινε γύρω του; Θα είχα ενεργήσει εγώ διαφορετικά στη θέση του;) Αφθονα είναι τα παραδείγματα στις αφηγήσεις των επιζησάντων. Ο Λέβι αλληλογραφεί με έναν κάποιον Μύλερ, που τον είχε γνωρίσει στο Αουσβιτς ως χημικό (και όχι ως φύλακα) και τον ρωτάει πώς αντιδρούσε τότε στα όσα έβλεπε-η απάντηση είναι ότι δεν έβλεπε τίποτε. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά ψέμα. «Εκείνο τον καιρό, για την γερμανι κή σιωπηλή πλειοψηφία, ήταν μια διαδεδομένη τεχνική να προσπαθεί να ξέρει γι’ αυτά όσο το δυνατόν λιγότερα, και για τούτο να μη ρωτά ει» (Περιοδικό σύστημα, 262). Τα στοιχεία πληροφόρησης «τα έπνιγαν ο φόβος, η επιθυμία του κέρδους, η εκούσια τύφλωση και η εκούσια η λιθιότητα» (Αυτοί που βούλιαξαν, 16). «Για να μη βλέπουν, έκαναν τα ψώνια τους στα γρήγορα», λέει ένας άλλος μάρτυρας (Λαντσμάν, 63). Γράφει η Ευγενία Γκίνσμπουργκ: «Όταν σήμερα ρίχνουμε μια ματιά στο παρελθόν, σ’ εκείνη την τρομερή εποχή, σαστίζουμε μ’ αυτή την ε κούσια τύφλωση: πώς μπορούσαν οι άνθρωποι να μην υποβάλλουν στον εαυτό τους ερωτήματα μπροστά σε πράγματα που έβγαζαν μά τι;» (II, 336-7). Αισθάνεται υποχρεωμένη ν’ απαντήσει στο ερώτημα αυ τό: λέει ότι κι αυτή η ίδια θα άφηνε να την ξεγελάσουν όπως οι άλλοι. Ο λόγος είναι, κι αυτό είναι ένα μάθημα από τούτη την εμπειρία, ότι η πίστη είναι πιο δυνατή τ;πό την όραση. Οι κρατούμενοι είχαν ανάγκη
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
να πιστεύουν για να ελπίζουν οπότε λησμονούσαν τη μαρτυρία των αισθήσεών τους. Οι μάρτυρες είχαν ανάγκη να πιστεύουν για να ζουν ήσυχα: αυτά που έβλεπαν στην Κολύμα δεν έμπαιναν στο πεδίο της συνείδησής τους.
(Οι καινούριες αντιπολιτευόμενες εφημερίδες της Βουλγαρίας επέ στησαν την προσοχή και σε μία άλλη περίοδο: 1959-1962. Τότε, δεν υ πήρχαν πια «φασίστες», αλλά το καθεστώς είχε σταθερά ανάγκη από εσωτερικούς εχθρούς· οπότε κυνηγούσαν τα ανυπότακτα αγόρια και κορίτσια. Ειδικότερα, εκείνους που χόρευαν και ντύνονταν «όπως στη Δύση», δηλαδή τους άνδρες με στενά παντελόνια. Η αστυνομία έκανε εφόδους στις χοροεσπερίδες και ανάγκαζε τους άνδρες να βγάλουν τα παντελόνια τους χωρίς ν’ ακουμπήσουν τα παπούτσια. Οσοι δεν το κατάφερναν, συλλαμβάνονταν και έτρωγαν άγριο ξύλο στα αστυνομι κά τμήματα. Σε περίπτωση «υποτροπής», τους έστελναν στο στρατό πεδο με διοικητική απόφαση, χωρίς δικαστική παρέμβαση. Το στρατό πεδο ήταν στο Λόβετς, σ’ ένα λατομείο πέτρας■οι μισοί κρατούμενοι εκεί πέθαναν, εξ αιτίας της φροντίδας των φυλάκων. Τότε δεν ήμουν πια παιδί, ήταν τα τελευταία μου χρόνια στο πανεπιστήμιο*και πήγαινα συχνά να χορέψω. Δεν έζησα ποτέ σκηνές γδυσίματος·μήπως, όμως, η αστυνομία επέλεγε πού να χτυπήσει; Αγνοούσα τα πάντα για το Λό βετς. Επιδίωξα να μάθω; Παραήμουν ικανοποιημένος με τα μικροπρονόμιά μου, για να διακινδυνεύσω να τα χάσω δείχνοντας συμπάθεια στα θύματα του καθεστώτος. Οπως όλοι, ήξερα ότι υπήρχε στρατόπε δο στο νησί Μπελένε' αυτό ποτέ δεν μου δημιούργησε πρόβλημα: θε ωρούσα την ύπαρξή του εξ ίσου φυσική με των φυλακών). Η συσχέτιση που εγκαθίδρυσε η Γ κίνσμπουργκ ανάμεσα στην τύ φλωση των μαρτύρων και στην τύφλωση των ίδιων των θυμάτων πράγ ματι επιβάλλεται, αν διαβάσουμε τις αφηγήσεις των επιζησάντων. Όπως είδαμε, ο Λέβι μιλούσε για «εκούσια τύφλωση» του γερμανικού πληθυσμού-αλλά δεν βρίσκει άλλον όρο για να περιγράφει και τη δική του στάση, την επαύριο της σύλληψής του στην Ιταλία. «Αν ήθελες να αποκομίσεις ένα οποιοδήποτε όφελος από την νιότη που κυλούσε στις φλέβες μας, δεν έμενε αληθινά λύση άλλη από την εκούσια τύφλωση» (,Περιοδικό σύστημα, 65). «Η άγνοιά μας μας έδινε τη δυνατότητα να ζούμε» (155). Αφθονα είναι τα παραδείγματα των συμβουλών που πα ραμερίστηκαν, των προειδοποιήσεων που εκούσια αγνοήθηκαν. Κάποι ος πηγαίνει παράνομα στην Τρεμπλίνκα, για να μάθει ποια είναι η τύχη των Εβραίων που πηγαίνουν εκεί* επιστρέφει στη Βαρσοβία και διηγεί ται τι είδε. «Ο νεαρός εκλιπαρούσε τους γέροντες του γκέτο να τον πι στέψουν αυτοί στο τέλος αποφάνθηκαν ότι ο νεαρός έπασχε από υ περκόπωση και τον έβαλαν στην κλινική του γκέτο για να αναπαυθεί» (Σερένυ, 275). Ο Μοσέ-λε-Μπεντώ επιστρέφει στο χωριό με το τρομε ρό νέο. «Οι άνθρωποι αρνούνταν όχι μόνο να πιστέψουν τις ιστορίες
125
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
του, αλλά ώς και να τις ακούσουν. — Προσπαθεί να μας κάνει να τον λυπηθούμε για την τύχη του. Τι φαντασία... Ή: —Τον κακομοίρη, τρε λάθηκε» (Βήζελ, 20-1). Τις ίδιες στάσεις συναντούμε στο εσωτερικό των στρατοπέδων, μπροστά στον θάνατο. Ο Φίλιπ Μύλερ διατυπώνει τον κανόνα αυτής της συμπεριφοράς: «Όποιος θέλει να ζήσει, είναι καταδικασμένος να ελπίζει» (Λαντσμάν, 83). Αυτή είναι, προσθέτει ο Μίχεελς, «μία από πολλές μορφές άρνησης, που χωρίς αυτές η ζωή θα ήταν ανυπόφορη» (34). Όλοι οι επιζήσαντες λένε την ίδια φράση: δεν πίστευα, δεν μπο ρούσα να το πιστέψω. Η Μπούμπερ-Νόυμαν συναντά τις κρατούμενες του Αουσβιτς που μεταφέρονταν στο Ράβενσμπρυκ: «Δεν πιστεύω λέξη απ’ αυτά που άκουσα, νόμισα πως είχαν τελείως παραφρονή σει» ( Ράβενσμπρυκ, 120). Ο Ρίχαρντ Γκλάζαρ πρέπει να ξεχωρίσει, στην Τρεμπλίνκα, τα ρούχα εκείνων που ήρθαν μαζί του: «Πιστεύω πως συνέχιζα να μη σκέφτομαι τίποτε-αυτό φαίνεται αδύνατον τώ ρα, αλλά έτσι ήταν» (Σερένυ, 189). Η ίδια άρνηση του πραγματικού επαναλαμβάνεται στον ίσκιο των καμινάδων των κρεματορίων ή μπροστά στην πόρτα των θαλάμων αερίων. Οι λόγοι της κίνησης αυ τής δεν είναι ακατανόητοι. «Θα διαπράτταμε ένα τεράστιο ιστορικό λάθος, αν θεωρούσαμε τους βασικούς μηχανισμούς άμυνας που χρη σιμοποίησαν τα θύματα [...] καθαρά συμπτώματα τυφλότητας ή βλα κείας- απεναντίας, αυτοί οι μηχανισμοί άμυνας απορρέουν από ορι σμένες βαθιές ιδιότητες, εγγενείς σε όλους τους ανθρώπους: αγάπη για τη ζωή, φόβο για τον θάνατο...» (Γιόνγκ, 54). Ο άνθρωπος πι στεύει αυτό που θέλει, όχι αυτό που βλέπει. Δεν είναι σκανδαλώδες να παρατηρούμε την ίδια ψυχολογική διαδι κασία στα θύματα και στους μάρτυρες, ενώ τα αποτελέσματά της είναι τόσο διαφορετικά: Δεν νομίζω. Και οι δύο προστατεύουν την ευζωία τους (ή έτσι πιστεύουν) αρνούμενοι το πραγματικό. Αλλά αυτός ο ίδιος ψυχολογικός μηχανισμός χρησιμοποιείται σε δύο καταστάσεις τελείως διαφορετικές, αφού ο κίνδυνος που ο άνθρωπος αποφασίζει να αγνοή σει απειλεί τον ίδιο στη μία περίπτωση, τον διπλανό του στην άλλη. Οπότε η ηθική σημασία ωυς είναι τελείως διαφορετική: μπορούμε να λυπηθούμε για την εκούσια τύφλωση των θυμάτων, αλλά δεν μπορού με να τους κατηγορήσουμε γι’ αυτή-δεν ισχύει το ίδιο για τους μάρτυ ρες, που μπορούμε να τους κατηγορήσουμε, έστω και όχι ενώπιον της Ιστορίας, ότι δεν βοήθησαν ανθρώπους που κινδύνευαν. Οι απόψεις γι’ αυτό διχάζονται. Ορισμένοι επιζήσαντες κατηγορούν πικρά τους μάρτυρες για αδιαφορία- χωρίς αυτούς, οι αυτουργοί του κακού, που είναι πάντα λίγοι, δεν θα είχαν μπορέσει να διαπράξουν τα κακουργήματά τους. Ο Λέβι, που ωστόσο δεν θέλει να πιστέψει στην συλλογική ευθύνη, φρονεί ότι «ο γερμανικός λαός, στο σύνολό του» είναι «τελείως ένοχος γι’ αυτή την εκούσια παραίτηση» (Εάν, 241). Αλλοι φρονούν ότι η παραπάνω μομφή είναι αδικαιολόγητη, γιατί ανά
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
γεται στο να απαιτούμε εξαιρετικές ιδιότητες από συνηθισμένους ανθρώπους. «Μπορούμε να επικρίνουμε τον μέσο Γερμανό που δεν ήταν ήρωας, αλλά πολύ λίγων λαών ο μέσος πολίτης είναι ηρωικός», δηλώνει λόγου χάρη ο Μπέτελχάιμ. «Να αποδίδουμε τα εγκλήματα της Γκεστάπο στους άοπλους θεατές, θα αναγόταν στο να κατηγο ρήσουμε για συνεργία τους θεατές μιας ένοπλης ληστείας με πρό σχημα ότι δεν παρενέβησαν μεταξύ του επιτιθέμενου και του θύμα τος» ( Καρδιά, 364). Αν τεθεί με αυτή τη μορφή, το ζήτημα μού φαίνεται υπερβολικά αφηρημένο. Ο Λέβι λησμονεί εδώ τις διακρίσεις, που ο ίδιος έκανε, ανά μεσα σε νομική και ηθική, σε συλλογική και ατομική ευθύνη· αλλά ο Μπέτελχάιμ δεν μας δίνει τη δυνατότητα να συλλάβουμε τη φύση της κατάστασης στην οποία όλοι βλέπουν να παρασύρονται σε μιαν εγκλη ματική συνεργία. Βρίσκω, ωστόσο, μια καλή αναφορά στην Γκίνσμπουργκ: «Για να ξαναβρείς την ειρήνη, δεν αρκεί να πεις ότι δεν έλα βες άμεσα μέρος στις δολοφονίες και στις προδοσίες. Γ ιατί, ποιος σκό τωσε; Όχι μόνον αυτός που χτύπησε, αλλά και όλοι όσοι έδωσαν την υ ποστήριξή τους στο Μίσος. Μικρή σημασία έχει το πώς. Επαναλαμβά νοντας απερίσκεπτα επικίνδυνες θεωρητικές διατυπώσεις. Σηκώνοντας αμίλητος το δεξί χέρι. Γράφοντας άτολμα μισές αλήθειες» (II, 188). Γι’ αυτά είναι υπεύθυνοι οι κάτοικοι των ολοκληρωτικών χωρών.
(Ξέρω για τι μιλάει η Γκίνσμπουργκ. Ήμουν βέβαια νέος-αλλά θυ μάμαι ότι, λίγο μετά τον θάνατο του Στάλιν, είχαμε αποκλείσει από την Κομσομόλ έναν συμμαθητή μου, επειδή, φαίνεται, δεν είχε δείξει αρκε τή λύπη για το θλιβερό αυτό γεγονός. Λίγο αργότερα, δεν θυμάμαι κα λά, η οικογένειά του — «λευκοί» Ρώσοι που είχαν μεταναστεύσει στη Βουλγαρία μετά την Επανάσταση— είχε ανακληθεί στην Ε.Σ.Σ.Δ. και δεν ξανακούσομε πια γι’ αυτήν. Έμαθα πρόσφατα ότι αυτή η αναγκα στική ανάκληση σήμαινε εκτόπιση. Μερικά χρόνια αργότερα, ήδη στο πανεπιστήμιο, παρευρέθηκα —τούτη τη φορά σιωπώντας αποδοκιμαστικά— στον αποκλεισμό ενός άλλου συμμαθητή, έπειτα από δεν ξέρω ποιο αμάρτημα. Και τις δυο φορές είχα ψηφίσει όπως έπρεπε. Αν είχα μείνει στη Βουλγαρία, θα είχα περάσει τα τριάντα επόμενα χρόνια γράφοντας μισές αλήθειες, παίζοντας τα πιο λεπτά παιχνίδια μ’ «αυ τούς». Αυτό είναι ένα από τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά των ολοκλη ρωτικών καθεστώτων: όλοι γίνονται συνεργοί, όλοι είναι συνάμα κρα τούμενοι και φύλακες, θύματα και δήμιοι). Στον τρίτο κύκλο γύρω από τους αυτουργούς του κακού βρίσκονται οι υποταγμένες χώρες: πληθυσμοί όπως της Πολωνίας και της Γαλλίας, σε σχέση με τη Γερμανία. Δεν μπορούμε να μεταβιβάσουμε σ’ αυτούς την ευθύνη των αυτουργών, αφού οι αυτουργοί ήταν εχθροί. Αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούμε ν’ αναρωτηθούμε αν οι πλη θυσμοί αυτοί δεν δείχθηκαν ιδιαίτερα εξυπηρετικοί απέναντι στις βίαιο-
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
πραγίες που γίνονταν στα εδάφη τους· το ζήτημα έχει εγερθεί κυρίως για τους κατοίκους της Πολωνίας, που είδαν από κοντά την εξόντωση των Εβραίων στα στρατόπεδα του θανάτου: η αδιαφορία τους, που α ποδίδεται στον πατροπαράδοτο αντισημιτισμό, δεν τους καθιστά ένο χους; Γ ιατί, όπως λέει ο Μάρεκ Έντελμαν, σε ορισμένες περιπτώσεις «εχθρός δεν είναι μόνον αυτός που σε σκοτώνει, αλλά κι εκείνος που μένει αδιάφορος. [...] Να μη βοηθάς και να σκοτώνεις, είναι ένα και το αυτό» (Γία το ζήτημα, 271). Από τις παθιασμένες συζητήσεις για το ζήτημα αυτό, κρατώ ότι, ως συνήθως, η αλήθεια δεν είναι μονοκόμματη. Ο αντισημιτισμός έχει λει τουργήσει, το ίδιο και η πλεονεξία ή ο φόβος-οι μη Εβραίοι πολωνοί μάρτυρες κατέληξαν να συνηθίσουν το απαράδεκτο, και λυπόντουσαν περισσότερο τον εαυτό τους παρά τους Εβραίους. Συγχρόνως, ήταν πολλές οι κινήσεις αλληλοβοήθειας, καίτοι οι Πολωνοί απειλούνταν και διώκονταν ιδιαίτερα άγρια από τον κατακτητή. Ένα παράδειγμα και μια γενική διατύπωση νομίζω ότι συνοψίζουν με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση. Ένα «άριο» ζευγάρι Πολωνών κρύβει κατά την κατοχή μία Εβραία. Ο σύζυγος, που ποτέ δεν έπαψε να είναι αντισημίτης, αποφα σίζει μια μέρα να την καταγγείλει, για να απαλλαγεί απ’ αυτήν. Απει λούμενος από έναν φίλο της γυναίκας του, παραιτείται από το σχέδιό του και φεύγει από το σπίτι. Μετά την εξέγερση του 1944, ο πληθυ σμός της Βαρσοβίας αναγκαστικά απομακρύνεται-η Εβραία δεν μπορεί πια να μείνει στην κρυψώνα της. Γ ια να την προστατεύσει, η Πολωνέζα της δίνει το μωρό της: αν την εκλάβουν για μητέρα, κινδυνεύει λιγότερο. Και αν η Πολωνέζα έχανε έτσι το μωρό της; «Η Ιρίνα δεν θα του έ κανε κακό. Θα το φρόντιζε καλά» (Τεκ, 55). Η προδοσία και η φροντίδα συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι. Ο Βάλτερ Λάκουερ συμπεραίνει, έπειτα α πό σαράντα χρόνια, ότι η στάση των Πολωνών κάθε άλλο παρά ήταν η χειρότερη από όλων κατά τη ζοφερή αυτή περίοδο: «Μια σύγκριση με τη Γαλλία δεν θα ήταν διόλου δυσμενής για την Πολωνία» (107). Η σύγκριση με τη Γαλλία δεν είναι εξ ολοκλήρου ξεκάρφωτη, εξ αι τίας της κατοχής που είχαν και οι δύο και της παρουσίας Εβραίων και στις δύο χώρες, κι ας είχαν και πολλές διαφορές. Οι κατήγοροι της Πο λωνίας επαινούν, ως αντίθεση, τη Γαλλία. «Η ύπαρξη στρατοπέδων ε ξοντώσεως ήταν αδύνατη στη Γαλλία», δηλώνει κατηγορηματικά ο Κλωντ Λαντσμάν (Γ ια το ζήτημα, 249), «οι γάλλοι χωρικοί δεν θα τα εί χαν ανεχθεί» (232). Αυτ>. ύ του τύπου οι διαβεβαιώσεις σε τετελεσμένο μέλλοντα εξυπακούεται ότι δεν μπορούν ποτέ να επαληθευτούν μπο ρούμε, απεναντίας, να θυμίσουμε ορισμένα γεγονότα για τη Γαλλία. Ότι, λόγου χάρη, οι φυλετικοί νόμοι του Βισύ ήταν αυστηρότεροι από της Νυρεμβέργης· ή ότι η εκτόπιση των παιδιών ήταν πρωτοβουλία γαλλική, όχι γερμανική. Οσο για την αυθόρμητη συμπάθεια του πληθυ σμού, διαβάζω τα ακόλουθα, σε μια πρόσφατη έρευνα για τα μεταβατι κά στρατόπεδα που είχαν οργανωθεί για τους Εβραίους στην Ορλεά-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
νη. Μια γυναίκα που ήταν τότε κοριτσάκι διηγείται (είχε συλληφθεί στις μαζικές συλλήψεις του Χειμερινού Ποδηλατοδρομίου): «Ήρθαν λεωφορεία να μας φορτώσουν για το Ποδηλατοδρόμιο. Αυτό σήμαινε ότι διασχίσαμε μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας, εν μέση ημέρα, κάτω από το εμφανώς αδιάφορο, μερικές φορές έκπληκτο, βλέμμα των Παριζιάνων» (Κόναν, 62). Μια αναφορά της Νομαρχίας, της εποχής του περιστατικού, διαπιστώνει με ανακούφιση: «Με αδιαφορία, τον περισ σότερο καιρό, έβλεπαν οι κάτοικοι να περνούν οι φάλαγγες των κρα τουμένων» (63). Μια γυναίκα που κατοικούσε κοντά στο στρατόπεδο θυμάται τη στιγμή που, μέσα στο στρατόπεδο, χώριζαν τις μάνες από τα παιδιά: «Κραυγές, κραυγές —αναρωτιόμασταν τι συμβαίνει» (65)· η περιέρ γεια σταματά εδώ. Μια άλλη γειτόνισσα διηγείται: «Θυμάμαι ότι περάσαμε δίπλα απ’ αυτούς τους έγκλειστους ανθρώπους δίχως ο καθηγη τής μας να μας πει το παραμικρό γι’ αυτούς» (67). Ο τοτινός υπονομάρχης, που εξακολουθεί να είναι δημόσιος λειτουργός, δεν θυμάται τίποτε. Οι μετακινήσεις από το ένα γαλλικό στρατόπεδο στο άλλο, που τις οργάνωνε και τις στελέχωνε η γαλλική χωροφυλακή, γίνονταν με τα ίδια βαγόνια για ζώα που έμελλε να οδηγήσουν λίγο αργότερα τα παιδιά αυτά στο Αουσβιτς. Νομίζω ότι οι Γάλλοι θα πρέπει να ευγνω μονούν τον Άιχμαν και τους συνεργάτες του που διάλεξαν την Πολω νία για τόπο εξολόθρευσης (για «πρακτικούς» λόγους και διόλου επει δή οι Γάλλοι θα είχαν αρνηθεί τη συνεργασία ή θα ήταν ενοχλητικοί μάρτυρες)-αλλιώς, θα είχαμε μάθει για μία ακόμα φορά ότι «για τους Γάλλους, τίποτε δεν είναι ανέφικτο». Μπορούμε όντως να κατηγορή σουμε τους μάρτυρες για την αδιαφορία τους, αλλά όχι έναν λαό πε ρισσότερο από τους άλλους. Είναι αλήθεια, πάντως, ότι δύο ευρωπαϊκές χώρες ,αποτελούν εξαί ρεση, η Δανία και η Βουλγαρία, αφού οι Εβραίοι τους δεν εκτοπίστη καν. Στη Δανία, οι ναζί προσκρούουν σε μιαν άρνηση συνεργασίας ο λόκληρου του πληθυσμού, ο οποίος απεναντίας οργανώνεται για να ε ξασφαλίσει τη διαφυγή των Εβραίων στην ουδέτερη Σουηδία. Στη Βουλγαρία, ο κόσμος αφήνει να εκτοπιστούν οι Εβραίοι των εδαφών που είχαν πρόσφατα αποσπαστεί από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία' αλλά, όσον αφορά στους Εβραίους με βουλγαρική υπηκοότητα, θα καταγραφούν, θα χάσουν την περιουσία τους, θα υποχρεωθούν να με τακομίσουν έξω από την πρωτεύουσα —κι ωστόσο ποτέ δεν θα εκτοπι στούν έξω από τα σύνορα της χώρας. Οι λόγοι αυτής της αίσιας κατά ληξης είναι κάθε φορά παρόμοιοι. Υπάρχει από τη μια μεριά η απουσία αντισημιτικής παράδοσης βαθιά εμφυτευμένης στον πληθυσμό-και, α πό την άλλη, η ικανότητα ορισμένων πολιτικών να λάβουν θαρραλέες αποφάσεις και να τις τηρήσουν. Στη Δανία, ο βασιλιάς, ο πρωθυπουρ γός, ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο επίσκοπος γνωστοποιούν δημό σια ότι εναντιώνονται σε όλες τις διακρίσεις εναντίον των Εβραίων-
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
πολλοί λιγότερο επιφανείς συμμετέχουν στις επιχειρήσεις σωτηρίας. Στη Βουλγαρία, ο βασιλιάς, ο αντιπρόεδρος του κοινοβουλίου, ο μη τροπολίτης Σόφιας και ο υπουργός εσωτερικών δηλώνουν δημόσια την εναντίωσή τους στις εκτοπίσεις· κι εδώ, ο πληθυσμός βοηθά ατομικά τους Εβραίους να κρυφτούν και να επιζήσουν. Μπορούμε, άραγε, να συμπεράνουμε απ’ αυτό ότι οι παραπάνω λα οί είναι εγγενώς καλύτεροι από τους άλλους, καμωμένοι από ανώτερη στόφα; Προκειμένου για τους Βούλγαρους, στους οποίους ανήκω, φρονώ ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο-άλλωστε, οι πρόσφατοι διωγμοί της τουρκικής μειονότητας δείχνουν ότι τα αισθήματα αποκλεισμού και δυσμενών διακρίσεων δεν είναι τελείως άγνωστα στην πλειονότητα των Βουλγάρων. Νομίζω ότι πρέπει μάλλον να ρίξουμε την ευθύνη για την εξέλιξη της Ιστορίας σε έναν ευτυχή συνδυασμό περιστάσεων, α πό τον οποίο δεν απουσιάζει και η παρέμβαση της ανθρώπινης θέλη σης. Η γεωγραφική και πολιτική θέση μετράει, καθώς και η παράδοση και τα κοινωνιολογικά δεδομένα-αλλά τίποτε αποφασιστικό δεν θα εί χε συμβεί, αν ορισμένα άτομα με πολιτική επιρροή δεν είχαν βρει το θάρρος να υπερασπιστούν τις πεποιθήσεις τους, με κίνδυνο να χάσουν τη θέση τους ή και τη ζωή τους. Τέλος, στον τέταρτο (και τελευταίο) κύκλο βρίσκεται ο πληθυσμός των ελεύθερων χωρών, εχθρών των δικτατοριών στις οποίες διαπράττονται τα εγκλήματα. Οι πληθυσμοί αυτοί είναι ελεύθεροι (δεν ζουν υ πό την απειλή του ολοκληρωτισμού) και διαθέτουν πολλές πηγές πλη ροφόρησης, πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα να μάθουν την αλή θεια, αν θέλουν. Γνωρίζουμε σήμερα ότι η πληροφορία για τα ναζιστικά στρατόπεδα εξοντώσεως είχε φτάσει στις χώρες αυτές πολύ νωρίς (αυτό είναι το θέμα του βιβλίου του Λάκουερ)- όσο για τα σοβιετικά στρατόπεδα, ποτέ πραγματικά δεν έλειπαν πληροφορίες, ήδη από τη δεκαετία του 1920. Γνωρίζουμε, ακόμα, ότι οι παρεμβάσεις χωρών του εξωτερικού εναντίον των στρατοπέδων, όταν γίνονταν, αποδεικνύονταν μάλλον αποτελεσματικές. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις αυτές ήταν πρακτικά ανύπαρκτες για τα ναζιστικά στρατόπεδα και πολύ όψιμες για τα σοβιετικά στρατόπεδα. Γ ιατί; Προκειμένου για την εξολόθρευση των Εβραίων, η απάντηση είναι ιδιαίτερα λυπηρή: οι Σύμμαχοι φοβούνταν ότι ο Χίτλερ θα έπαιρνε κατά λέξη την παρέμβασή τους και θα τους φόρτωνε μερικά εκατομμύρια Εβραίους αντί να τους εξοντώσει. Ενα έγγραφο του αγγλικού Φόρεϊν Όφις, που απευθυνόταν στην αμερικανική κυβέρνηση και είχε αποστα λεί το 1943, βεβαιώνει: «Υπάρχει η πιθανότητα να περάσουν οι Γερμα νοί ή οι δορυφόροι τους από την πολιτική της εξολόθρευσης στην πο λιτική της εκδίωξης, και να επιδιώξουν, όπως έκαναν πριν τον πόλεμο, να φέρουν σε αμηχανία τις άλλες χώρες κατακλύζοντάς τες με ξένους μετανάστες» (\Λ/γπΐ3η, 145). Τον Οκτώβριο του 1943, ένα έγγραφο του αμερικανικού Σταίητ Ντηπάρτμεντ διευκρινίζει με τη σειρά του: «Υπάρ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
χουν σοβαρές επιφυλάξεις για το ζήτημα των άμεσων παρεμβάσεων στην γερμανική κυβέρνηση για να της ζητήσουμε να μας εμπιστευτεί τους ανθρώπους αυτούς. [...] Το καθαρό αποτέλεσμα θα είναι να ριχτεί η ντροπή στις συμμαχικές κυβερνήσεις και όχι στην γερμανική κυβέρ νηση» (254). Ίδιοι τύπου επιχειρήματα χρησιμοποίησαν και οι Καναδοί. Οι αξιωματούχοι των συμμαχικών κυβερνήσεων προτίμησαν να πεθάνουν οι Εβραίοι στα χέρια των άλλων παρά να τους έχουν να συνωστί ζονται στις χώρες τους. Στην περίπτωση των σοβιετικών στρατοπέδων, οι λόγοι είναι δια φορετικοί: δεν φοβούνται τόσο ότι θα κατακλυστούν από ανεπιθύμη τους μετανάστες όσο ότι θα δυσαρεστήσουν την σοβιετική κυβέρνηση και, ίσως ακόμα περισσότερο, τους φίλους της κομμουνιστικής ιδεολο γίας στη χώρα τους. Πρόκειται, βέβαια, για μειονότητα, μα για μειονό τητα που ξέρει να γίνεται ακουστή, αφού έχει ιδιαίτερα ισχυρή εκπρο σώπηση στους διανοούμενους. Στη Γαλλία, παρά τις προσπάθειες, ήδη από το 1949, ορισμένων που γλίτωσαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα, όπως ο Νταβίντ Ρουσέ, η Ζερμαίν Τιγιόν και άλλοι, να ρίξουν φως στα άλλα στρατόπεδα που εξακολουθούσαν να λειτουργούν, η κοινή γνώ μη παρέμενε σκεπτικιστική. Τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, καίτοι πολίτες μιας δημοκρατικής χώρας, βεβαιώνουν στη δίκη για συκο φαντική δυσφήμηση που τους έκανε ο Ρουσέ: αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί δεν είναι δυνατόν. Η Μαρί-Κλωντ Βαγιάν-Κουτυριέ, πρώην κρα τούμενη του Αουσβιτς μα και κομμουνίστρια βουλευτίνα, δηλώνει στο ακροατήριο, αφού πρώτα έχουν παρουσιαστεί κάπου δέκα ακλόνητοι μάρτυρες: «Το ερώτημα δεν μπορεί να τεθεί, επειδή ξέρω ότι δεν υ πάρχουν στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Σοβιετική Ενωση» (Ρουσέ κ.α., 194). Αλλοι (Σαρτρ) παραδέχονται την αλήθεια των γεγονότων, αλλά αρνούνται να την διαδώσουν: «Δεν πρέπει να απογοητεύσουμε τους εργάτες [την Μπιγιανκούρ]». Μ’ αυτό, οι μεν και οι δε μάχονται πραγματικά υπέρ της διατήρησης των στρατοπέδων άρα φέρουν και την ευθύνη γι' αυτό. Μόλις περί τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έπει τα από τη δημοσίευση των έργων του Σολζενίτσυν, εμφανίζεται μία στροφή στους κόλπους της γαλλικής αριστερής διανόησης. Αλλο παράδειγμα αυτής της αντίστασης στην αλήθεια αφορά στην αφήγηση ενός επιζήσαντος: Ένας κόσμος κατά μέρος, του Γκούσταβ Χέρλινγκ, που εκδόθηκε στα πολωνικά το 1951 και αμέσως μεταφρά στηκε στα εγγλέζικα με πρόλογο του Μπέρτραντ Ράσελ’ θα το αρνηθούν όλοι οι γάλλοι εκδότες, ιδίως οι εκδόσεις Γκαλιμάρ, παρά τις επί μονες παρεμβάσεις του Αλμπέρ Καμύ, ενός από τις λιγοστές προσωπι κότητες του λογοτεχνικού κόσμου που κατάγγειλε τα κομμουνιστικά στρατόπεδα —πράγμα που του στοίχισε πολλές έχθρες· όλα όσα αφο ρούν στην Σοβιετική Ένωση θα πρέπει να τονίσουμε ότι λογοκρίνονταν. Η αιχμάλωτη σκέψη, το βιβλίου ενός άλλου Πολωνού, του Τσέσλαβ Μίλος, θα εκδοθεί το 1953, αλλά θα αγνοηθεί από τη γαλλική
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
διανόηση-την εποχή εκείνη, αναθυμάται ο Μίλος το 1981, «η πλειονό τητα των γάλλων διανοούμενων, ενοχλημένοι από την εξάρτηση της χώρας τους από την αμερικανική βοήθεια, είχαν αποθέσει τις ελπίδες τους στον καινούριο κόσμο της Ανατολής, που τον κυβερνούσε ένας ηγέτης με απαράμιλλη σοφία και αρετή: ο Στάλιν. Όσοι συμπατριώτες τους, όπως ο Αλμπέρ Καμύ, τολμούσαν να αναφέρουν το δίκτυο των στρατοπέδων συγκεντρώσεως που αποτελούσε τη βάση αυτού του θε ωρητικά σοσιαλιστικού συστήματος, δυσφημούνταν και εξοστρακίζονταν από τους συναδέλφους τους» (Νους, V). Οι διανοούμενοι της ελεύθερης χώρας μας έγιναν ενεργητικοί συνεργοί των κομμουνιστικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, εμποδίζο ντας τη διάδοση των πληροφοριών γι’ αυτά, πληροφοριών που ήταν συγχρόνως ένα μέσον για την καταπολέμησή τους. Αλλά, θα μου πεις, η Κολύμα είναι μακριά από το Παρίσι· δεν μπορείς να παρομοιάζεις την κατάσταση αυτή με την κατάσταση του γερμανικού πληθυσμού που υ ποκρινόταν ότι αγνοεί το Μπούχενβαλντ και το Νταχάου. Βεβαίως· αλ λά οι παριζιάνοι διανοούμενοι των δεκαετιών του 1940 και του 1950 δεν ζούσαν σε ολοκληρωτική χώρα και ούτε είχαν τις δικαιολογίες των κατοίκων της Βάίμάρης ή του Μονάχου: καμία καταπίεση δεν θα τους έπληττε, αν διακήρυσσαν την αλήθεια. Τελειώνοντας αυτή την περιδιάβαση στους κύκλους της συνεργίας με το κακό, φαίνεται πως επιβάλλεται ένα κάπως ζοφερό συμπέρασμα: οι μάρτυρες, κοντινοί ή μακρινοί, στο σύνολό τους άφηναν τα πράγμα τα να κυλούν (καίτοι υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις). Ήξεραν, μπο ρούσαν να βοηθήσουν και δεν το έκαναν. Παντού και πάντοτε βρίσκο νται άτομα που νοιάστηκαν για τα θύματα-αλλά το μεγάλο μέρος του πληθυσμού επέδειξε, αναμφισβήτητα, αδιαφορία. Οι μικροδιαφορές που μπορούμε να παρατηρήσουμε μεταξύ των διάφορων χωρών δεν είναι αποφασιστικές, κι ας φαίνονται αποφασιστικές σ’ εκείνους που γνώρισαν την απόρριψη από έναν συγκεκριμένο πληθυσμό. Γερμανοί και Ρώσοι, Πολωνοί και Γάλλοι, Αμερικανοί και Αγγλοι, είναι το ίδιο α πό την άποψη αυτή: όλοι άφηναν τα πράγματα να κυλούν. Η δυστυχία των άλλων μας αφήνει αδιάφορους, αν, για να την καταπολεμήσουμε, πρέπει ν' απαρνηθούμε την ησυχία μας. Αυτό δεν ήταν ανάγκη να πάμε στα στρατόπεδα για να το μάθουμε. Καθημερινά, ολόγυρά μας, διαπράπονται αδικίες, και δεν παρεμβαί νουμε για να τις εμποδίσουμε. Μέχρι το 1989, εξακολουθούσαν να ε κτοπίζουν ολόκληρους πληθυσμούς στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία. Οι απόγονοι των Εβραίων που καταδιώχθηκαν κατά τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο δέχονται ότι υπήρξαν στη χώρα τους δύο κατηγορίες πολιτών και ότι οι μεν υπέμεναν ατιμώρητα τη βία των δε. Δεχόμαστε άβουλα τους σημερινές και μελλοντικούς πολέμους. Συνηθίζουμε να βλέπουμε ολόγυρά μας την πλήρη ανέχεια, και πια να μη την σκεφτόμαστε. Οι λόγοι που επικαλούμαστε είναι πάντα οι ίδιοι: δεν ήξερα, και, αν το ή
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ξερα, δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα. Γνωρίζουμε κι εμείς την εκού σια τύφλωση και τη μοιρολατρεία. Από την άποψη αυτή (αλλά μόνον αυτή), ο ολοκληρωτισμός μάς αποκαλύπτει ό,τι η δημοκρατία αφήνει στη σκιά: στο τέρμα του δρόμου της αδιαφορίας και του κομφορμισμού εμφανίζονται τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ώστε θα πρέπει να απαιτήσουμε να επωμιστεί ο καθένας όλη τη δυ στυχία του κόσμου και να μην κοιμάται ήσυχος όσο υπάρχει κάπου έ στω και το παραμικρό ίχνος αδικίας; Να τα σκεφτόμαστε όλα και να μη λησμονούμε τίποτε; Ασφαλώς όχι. Κάτι τέτοιο είναι υπεράνθρωπο και θα σκότωνε όποιον το επωμιζόταν ποιν καν κάνει το πρώτο βήμα. Η λήθη είναι βαριά-αλλά και απαραίτητη. Κανένας, εκτός από τον άγιο, δεν θα μπορούσε να ζήσει μέσα στην αυστηρή αλήθεια, απαρνούμενος κάθε άνεση και κάθε παρηγοριά. Γ ια τούτο, θα μπορούσαμε να ορίσου με έναν πιο μετριοπαθή και πιο προσιτό αντικειμενικό στόχο: σε καιρό ειρήνης, να νοιαζόμαστε για τους διπλανούς μας-κι ωστόσο, σε καιρό δυστυχίας, να βρίσκουμε μέσα μας τις δυνάμεις για να διευρύνουμε τον κύκλο των διπλανών μας πέρα από τα συνήθη πλαίσια και να περι λαμβάνουμε σ’ αυτόν και ανθρώπους που δεν τους γνωρίζουμε προ σωπικά.
Καθημερινά ελαττώματα Ας επανέλθουμε στις εκδηλώσεις του κακού. Απέναντι στους διωγ μούς και τις ταπεινώσεις που υφίστανται τα θύματα, ήταν σημαντικό για τα θύματα να βεβαιώσουν: είμαστε κι εμείς άνθρωποι όπως εσείς. Τα βιβλία του Πρίμο Λέβι Εάν αυτό <-.ναι ο άνθρωπος και του Ρομπέρ Αντέλμ Το ανθρώπινο είδος είναι τέτοιες συνηγορίες υπέρ της ανθρωπινότητας των θυμάτων-σ’ αυτήν ακριβώς την κοινή ανθρωπινότητα ε δράζεται η ελπίδα των θυμάτων. «Επειδή ακριβώς είμαστε άνθρωποι σαν κι αυτούς, οι 35 θα είναι σαφώς ανήμποροι απέναντι μας. [...] Ο δήμιος [...] μπορεί να σκοτώσει έναν άνθρωπο, αλλά δεν μπορεί να τον μετατρέψει σε κάτι άλλο» (Αντέλμ, 229-230). Αλλά όποιος λέει: είμα στε άνθρωποι όπως αυτοί, οφείλει να μπορεί να συμπεράνει σήμερα ό τι, ενώ η ανθρωπινότητα των θυμάτων αναγνωρίζεται από όλους, η ανθρωπινότητα των δήμιων φαίνεται προβληματική: είναι άνθρωποι όπως εμείς. Οι αυτουργοί του κακού ήταν άνθρωποι συνηθισμένοι, το ίδιο εί μαστε κι εμείς: μας μοιάζουν, είμαστε όπως αυτοί. Δεν έχει πιθανόν καμία αξία να κάνουμε τη διαπίστωση αυτή, όταν δεν μας αγγίζουν άμεσα τα εν λόγω γεγονότα- αλλά αυτό δεν είναι εύκολο για όποιον τα έχει υποστεί στο πετσί του. Ένας κρατούμενος του Αουσβιτς διηγείται ότι οι σύντροφοί του κι αυτός αναρωτιόντου σαν διαρκώς «αν ο Γερμανός ήταν άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Κάθε φορά η απάντηση ήταν κατηγορηματική: "Οχι, ο Γερμανός δεν είναι άνθρωπος, ο Γ ερμανός είναι γερμαναράς, τέρας και μάλιστα: τέρας με
133
134
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
συνείδηση της τερατωδίας του”» (Λακς, 157). Με ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό διαβάζω τις ακόλουθες αράδες στο ημερολόγιο της Έτυ Χί λεζουμ. Ένας φίλος λέει ενώπιον της: «Μα τι έχει ο άνθρωπος και θέ λει να καταστρέψει έτσι τους ομοίους του;» Απαντά εκείνη: «Οι άνθρω ποι, οι άνθρωποι, μη ξεχνάς πως είσαι κι εσύ άνθρωπος. [...] Όλες οι φρικωδίες και οι ωμότητες δεν αποτελούν μία μυστηριώδη και μακρινή απειλή, εξωτερική προς εμάς, αλλά είναι όλες κοντά μας και απορρέ ουν από μας, τους ανθρώπους» (I, 102-4). Αυτό συμβαίνει την Πέμπτη 19 Φεβρουάριου 1942, το πρωί, στη στάση του τραμ, στο Αμστερνταμ. Αλλοι χρειάζονται πολλά χρόνια, πριν κάνουν την ανακάλυψη αυτή. Ο Λέβι υπερασπίζεται την ανθρωπινότητα του κρατούμενου το 1946, στο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος αλλά μόλις σαράντα χρόνια αργότε ρα, το 1986, μπορεί και γράφει στο Αυτοί που βούλιαξαν. «Ήταν φτιαγ μένοι από την ίδια στόφα μ’ εμάς, ήταν μέσοι άνθρωποι, μέσης ευφυΐ ας, μέσης κακότητας: με λιγοστές εξαιρέσεις, δεν ήταν τέρατα, είχαν πρόσωπο σαν το δικό μας» (199). Ο Σολζενίτσυν αναθυμάται τα χρόνια που ήταν αξιωματικός του Κόκκινου στρατού και διέσχιζε με την πυρο βολαρχία του την ρημαγμένη Πρωσία-αναθυμάται τα εγκλήματα για τα οποία ήταν ικανός αυτός ο ίδιος. Γνωρίζουμε τώρα ότι αυτό είναι υπο χρεωτικά η αφετηρία της ηθικής ενέργειας, και το λέει: «Τίποτα δεν ευνοεί το πνεύμα της κατανόησης όσο οι αιχμηρές σκέψεις για τα εγκλήματά μας». Τριάντα χρόνια μετά, αφού στο μεταξύ φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε, συμπεραίνει: «Σιγά σιγά ανακάλυψα ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο καλό και το κακό δεν διαχωρίζει ούτε τα κρά τη ούτε τις κοινωνικές τάξεις ούτε τα κόμματα, αλλά διασχίζει την καρ διά του κάθε ανθρώπου και όλων των ανθρώπων» (II, 459). Αν οι άν θρωποι αυτοί ήταν στη θέση μας, θα είχαν συμπεριφερθεί όπως εμείςαν εμείς ήμασταν στη δική τους, θα είχαμε πιθανόν καταλήξει σαν κι αυτούς. Γενικά, δυσκολευόμαστε πολύ να παραδεχθούμε την παραπάνω α λήθεια. Είναι απείρως πιο βολικό, για τον καθένα μας, να σκέφτεται ότι το κακό μάς είναι εξωτερικό, ότι δεν έχουμε τίποτε κοινό με τα τέρατα που το έχουν διαπράξει (την ίδιαν αντίδραση συναντούμε απέναντι στα «τερατώδη» εγκλήματα που γίνονται σποραδικά γύρω μας). Αν προτιμούμε να λησμονήσουμε την Κολύμα και το Αουσβιτς, ο λόγος εί ναι ο φόβος μήπως δούμε ότι το κακό των στρατοπέδων δεν είναι ξένο προς το ανθρώπινο είδος-ο ίδιος ακριβώς φόβος μάς κάνει να προτι μούμε τις (λιγοστές) ιστορίες στις οποίες θριαμβεύει το καλό. Οι ψυχα ναλυτές που μελέτησαν τα βιώματα των στρατοπέδων, όπως ο Αλεξάντερ Μίτσερλιχ ή ο Μπρούνο Μπέτελχάίμ, δικαιολογημένα επέμειναν στο εξής: αυτές οι πρακτικές του κακού δεν μας είναι τόσο ξένες όσο θα θέλαμε, και γι’ αυτό ακριβώς αρνούμαστε να τις παραδεχτούμε και τασσόμαστε αναφανδόν υπέρ της άποψης της τερατωδίας. Δεν πρέπει να παρανοήσουμε το νόημα της διαβεβαίωσης αυτής.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Σε καμία περίπτωση δεν οφείλουμε (και δεν μπορούμε) να συμπεράνουμε απ’ αυτό ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αθώους και ένο χους, ή ανάμεσα σε θύματα και δήμιους. Η Άρεντ, που έχει μιλήσει για την κοινοτοπία του κακού, προειδοποιούσε πάντα να μην ερμηνευτεί η έκφρασή της σαν να σήμαινε: υπάρχει ένας μικρός Άιχμαν μέσα στον καθένα μας, άρα είμαστε όλοι το ίδιο. Αν το κάναμε αυτό, θα σήμαινε ότι δεν δεχόμαστε τη διάκριση —που βρίσκεται ωστόσο στη βάση της δικαιοσύνης— ανάμεσα στην ικανότητα να ενεργούμε και στην συγκε κριμένη ενέργειά μας· ούτε ανάμεσα σε ασύμμετρους βαθμούς ενός και του αυτού χαρακπριστικού. Ο Πρίμο Λέβι έχει επιμείνει στο ίδιο σημείο: το ότι οι δήμιοι είναι άνθρωποι σαν κι εμάς, δεν επιτρέπει κα θόλου να συμπεράνουμε (όπως ορισμένοι μπερδεμένοι ή διεστραμμέ νοι αστέρες του κινηματογράφου, λόγου χάρη η Λιλιάνα Καβάνι) ότι «είμαστε όλοι θύματα ή φονιάδες» (Αυτοί που βούλιαξαν, 48): αυτό σημαίνει να σβήνουμε με μια μολυβιά την ενοχή των μεν, τα βάσανα των δε, σημαίνει να αρνούμαστε κάθε δικαιοσύνη στο όνομα μιας γελοιογραφικής ιδέας του ασυνείδητου. Η αλήθεια είναι ότι οι μεν και οι δε δεν έχουν διαφορετική φύση· αλλά η δικαιοσύνη τιμωρεί τις τελε σθείσες πράξεις, και τίποτε άλλο. Διαφέρει σ’ αυτό από τη συμπόνια, που ασκείται απέναντι στα όντα, και ακόμα περισσότερο από την αν θρωπολογία, που μελετά μάλλον τις ανθρώπινες προδιαθέσεις και όχι τις συγκεκριμένες ενέργειες. Η ανθρωπολογία φιλοδοξεί να καταλά βει-το δίκαιο επιτρέπει,να κρίνουμε. Πρόκειται, όπως βλέπουμε, για έ να στενό μονοπάτι ανάμεσα σε δύο αβύσσους, και η παρανόηση εδώ είναι εύκολη. Αλλά σημαντικό είναι και το διακύβευμα: πρόκειται για το να αρνηθούμε την μανιχαϊκή όραση του κακού, να απορρίψουμε την ά καμπτη εφαρμογή του νόμου του αποκλεισμένου τρίτου. Πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε μαζί, να αρθρώσουμε τις δύο ακό λουθες προτάσεις που μόνο φαινομενικά αντιφάσκουν: τα εγκλήματα είναι απάνθρωπα, αλλά οι εγκληματίες είναι άνθρωποι-αυτά τα συνηθι σμένα όντα διέπραξαν ασυνήθιστες πράξεις. Ο Φιλίπ Χαλί, που έχει μελετήσει διεξοδικά μία από τις σπάνιες πε ριπτώσεις καλοσύνης κατά τα ζοφερά αυτά χρόνια, την περίπτωση του Αντρέ Τροκμέ και των βοηθών του (θα επανέλθω σ’ αυτό), βεβαιώνει: «Υπάρχει μία αξεπέραστη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι ικανοί να βασανίζουν και να σκοτώνουν παιδιά και σ’ εκείνους που μπορούν μόνο να τα σώζουν» (373). Αυθόρμητα, θέλουμε να του δώσουμε δίκιο: υπάρχει μία άβυσσος ανάμεσα σ’ «εκείνους» και σ’ «εμάς»· ψάχνω ε ξονυχιστικά τον εαυτό μου όσο πιο τίμια είναι δυνατόν και πιστεύω ότι μπορώ καλόπιστα να δηλώσω: ποτέ δεν θα έριχνα ζωντανά παιδιά στο κρεματόριο. Φρονώ, ωστόσο, ότι η διατύπωση αυτή συσκοτίζει το πρό βλημα, επειδή διατηρεί μόνο τα δύο άκρα ενός συνεχούς (οι γονείς που δεν έχουν ποτέ βασανίσει —ασφαλώς πολύ λιγότερο άγρια— τα παιδιά τους είναι λιγοστοί), και εξαλείφει κάθε σκέψη για τις συγκεκρι
136
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
μένες περιστάσεις της ενέργειας (τις διαδικασίες εξοικείωσης και σκλήρυνσης). Ε λοιπόν, ομόφωνα οι μαρτυρίες περιγράφουν τη δύνα μη των διαδικασιών αυτών. Ο Ρούντολφ Βέρμπα, ο δραπέτης του Άουσβιτς, ο αντιστασιακός, ένας άνθρωπος αξιοθαύμαστος, περιγράφει τις εντυπώσεις του από έναν ραβδισμό: «Συνήθιζα να βλέπω τις τιμωρίες αυτές από την πρώτη κιόλας μέρα. Τις δεχόμουν μάλιστα με ανακούφι ση, γιατί όσο ο Καίνιχ και ο Γκραφ [οι βασανιστές] ήταν απασχολημέ νοι, μπορούσα να κλέβω και να εξασφαλίσω την επιβίωσή μου» (165). Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν παραδέχεται: «Το 1944, όταν έπρε πε τυχαία να πάω στο αναρρωτήριο και διέσχιζα εκεί τους τελείως γε μάτους διαδρόμους στους οποίους ακούγονταν οι ρόγχοι των θνησκόντων, άνοιγα τον δρόμο μου κατακυριευμένη από μία μοναδική σκέψη: να μη βλέπω πια αυτό το θέαμα, να μην ακούω πια αυτούς τους ρόγ χους» ( Ράβενσμπρυκ, 42). Και, κατά τη γνώμη μου, δικαιολογημένα συμπεραίνει ο Μπέτελχαίμ: «Ορισμένες κραυγές μας αγχώνουν, μας ωθούν να βοηθήσουμε ένα πλάσμα που υποφέρει. Κραυγές που διαρ κούν ώρες ολόκληρες, μας κάνουν απλώς να θέλουμε να κάνουμε να σωπάσει εκείνον που τις εκβάλλει» (Επιβίωση, 323). Ας επανέλθουμε, όμως, στο ουσιώδες. Η 'Ετυ Χίλεζουμ, ένα από τα θύματα του Άιχμαν, δεν θα είχε ποτέ ενεργήσει όπως εκείνος, σε κα μία περίπτωση-ωστόσο, παρατηρώντας τον εαυτό της, μπορεί να κα ταλάβει τον Άιχμαν και τους ομοίους του. Ο πρωταγωνιστής του Τώρα ή ποτέ, ο Εβραίος Μέντελ, που είναι εν τούτοις θύμα διωγμών, λέει μέ σα του εξετάζοντας εξονυχιστικά τον εαυτό του: «Ίσως ο καθένας μας να είναι ο Κάιν ενός Άβελ και τον σκοτώνει στη μέση του χωραφιού του χωρίς να το ξέρει» (81). Και μιλώντας για τον εαυτό του και τους συγκρατουμένους του ο Λέβι συμπεραίνει: «Ήμασταν δυνητικά ικανοί να προκαλέσουμε άπειρο πόνο [...]. Αρκεί να μη βλέπουμε, να μην ακούμε, να μην κάνουμε» (Αυτοί που βούλιαξαν, 85). Γ ια να πραγματο ποιηθεί το κακό, δεν αρκεί να υπάρχει η ενέργεια ορισμένων, χρειάζε ται και η μεγάλη πλειονότητα να μένει παράμερα, αδιάφορη· ε λοιπόν, όπως καλά ξέρουμε, είμαστε όλοι ικανοί γι’ αυτό. Τι παραπάνω ξέρουμε για την ανθρώπινη φύση μετά την Κολύμα και το Αουσβιτς; Είναι ο άνθρωπος θεμελιωδώς κακός, λύκος νια τον άνθρωπο, όπως ήθελε ο Χομπς, ή είναι φύσει καλός, όπως βεβαίωνε ο Ρουσώ; Δεν νομίζω ότι μπορούμε, από τις ακραίες αυτές εμπειρίες, να αντλήσουμε καινούριες διδαχές για τη φύση του ανθρώπου. Ούτε οι αισιόδοξες θεωρίες της προόδου ούτε οι Αποκαλυψιακές της παρακ μής μπορούν να σφετεριστούν την εμπειρία των στρατοπέδων. Ο ολο κληρωτισμός είναι ένα σύστημα αναμφισβήτητα χειρότερο από τη δη μοκρατία, ιδού τι είναι (σήμερα) ξεκάθαρο· όσο για τους ανθρώπους, δεν είναι φύσει καλοί ούτε κακοί, αλλά και τα δύο: εξ ίσου εγγενείς εί ναι ο εγωισμός και η φιλαλληλία. «Υφίσταται, άραγε, η φύση του αν θρώπου μια μετάλλαξη στο χωνευτήρι του ολοκληρωτικού κράτους;»
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
αναρωτιόταν ο Γ κρόσμαν (σκεφτόμενος την εναλλακτική δυνατότητα της ελευθερίας και της υποταγής μάλλον, παρά του καλού και του κα κού)· και απαντούσε αρνητικά: «Ο άνθρωπος, καταδικασμένος στη δουλεία, είναι δούλος εξ αιτίας του πεπρωμένου και όχι εξ αιτίας της φύσης του» {Ζωή, 199-200). Το κακό δεν είναι τυχαίο, είναι πάντα πα ρόν, διαθέσιμο, έτοιμο να εκδηλωθεί-αρκεί να μην κάνουμε τίποτε, και ανεβαίνει στην επιφάνεια. Το καλό δεν είναι ψευδαίσθηση, διατηρείται ώς και στις πιο απελπιστικές περιστάσεις. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος λόγος να παραιτηθούμε και να γίνουμε κυνικοί από όσο να ικανοποιη θούμε με απλοϊκές ονειροπολήσεις. Είμαστε εξοικειωμένοι μ’ αυτές που έχω ονομάσει καθημερινές α ρετές, τις ηθικές πράξεις που ξέρει να τελεί ο καθένας μας, δίχως να είναι ήρωας ή άγιος. Πρέπει τώρα να δούμε το αντίθετο σύνολο των καθημερινών ελαττωμάτων, των χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς που δεν κάνουν τους φορείς τους τέρατα ή κτήνη, όντα εξαιρετικά, και που τα κατέχουμε κι αυτά-τα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία αναδεικνύουν οι ακραίες καταστάσεις των στρατοπέδων του ολοκληρωτι σμού, αλλά που εκδηλώνονται και στις μέρες μας, σε περιστάσεις πο λύ πιο ειρηνικές. Θα ξεκινήσω από ορισμένα χαρακτηριστικά που με ε ντυπωσιάζουν περισσότερο από τα άλλα: ο κατακερματισμός της δια γωγής ή η ρήξη ανάμεσα σε διαγωγή και συνείδηση· η αποπροσωποποίηση των όντων που περιλαμβάνεται στην αλύσωση της εργαλειακής σκέψης-η ηδονή της εξουσίας. Τις έννοιες αυτές, που είναι πιθα νόν μόνο θέματα αναστοχασμού, τις έχω εσκεμμένα επιλέξει από ένα επίπεδο μέσης αφαίρεσης: είναι πιο γενικές από τις παρατηρήσιμες πράξεις, αλλά διόλου δεν προέρχονται από μιαν ενιαία ψυχολογική, πο λιτική ή ανθρωπολογική θεωρία, που τάχα θα ερμήνευε με ένα μόνον αί τιο όλες τις πράξεις. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει, για μιαν ακόμα φορά, είναι το κοινότοπο ρίζωμα των εξαιρετικών πράξεων, οι καθημερινές στάσεις που θα μπορούσαν να μας κάνουν όλους μας «τέρατα», αν υποχρεωνό μασταν να εργαστούμε σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Κατακερματισμός Μορφές ασυνέχειας Τόσο οι επιζήσαντες του Αουσβιτς όσο και οι μεταγενέστεροι πα ρατηρητές εντυπωσιάστηκαν από ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των φυλάκων, ακόμα και των πιο βίαιων: την ασυνεκτικότητα των πράξεων τους. Στον ίδιο τόπο, και μερικές φορές την ίδια μέρα, αν όχι και την ί δια ώρα, ένας φύλακας θα στείλει ασυγκίνητος στον θάνατο έναν κρα τούμενο και θα νοιαστεί για έναν άλλον. Όχι ότι καλό και κακό αντι σταθμίζονται —το κακό επικρατεί, κατά πολύ μάλιστα-αλλά δεν υπάρ χει φύλακας που να είναι πέρα για πέρα «κακός». Όλοι φαίνεται να έ χουν διαρκώς μεταβαλλόμενη ψυχική διάθεση, επηρεαζόμενοι από τις περιστάσεις, θα λέγαμε —σε σημείο ώστε να επιβάλλεται, για να τους περιγράφουμε, η λέξη «σχιζοφρένεια», ενώ κανένας τους δεν πάσχει από διανοητική ασθένεια-πρόκειται για την κοινωνική σχιζοφρένεια που προσιδιάζει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. «Κόντρα σε κάθε λογι κή, παρατηρεί ο Πρίμο Λέβι, οίκτος και κτηνωδία μπορούν να συνυπάρ χουν στο ίδιο άτομο και την ίδια στιγμή» (Αυτοί που βούλιαξαν, 56). Γ ια πρώτο παράδειγμα ασυνέχειας, ας πάρουμε ένα απόσπασμα α πό το προσωπικό ημερολόγιο του γιατρού του Αουσβιτς, κατά το 1942, Γιόχαν Πάουλ Κρέμερ. Γράφει στις 5 Σεπτεμβρίου: «Παρευρέθηκα το μεσημέρι σε μία ιδιαίτερη ενέργεια στο στρατόπεδο των (μουσουλμανίδων) γυναικών —στην φρικτότερη φρίκη απ’ όλες. Ο επιλοχίας στρα τιωτικός χειρουργός Τίλο είχε δίκιο όταν μου είπε σήμερα ότι βρισκό μαστε στον βηυδ ηηυηάί [πρωκτό του κόσμου]. Περί τις 8 το βράδυ έγινε άλλη μία ιδιαίτερη ενέργεια με ένα απόσπασμα από την Ολλανδία». Την επομένη, 6 Σεπτεμβρίου, γράφει: «Σήμερα ένα εξαιρετικό κυριακά τικο γεύμα: τοματόσουπα, μισό κοτόπουλο με πατάτες και κόκκινο λά χανο (20 γρ. λίπος), επιδόρπιο και υπέροχη κρέμα βανίλια» (215-17). Είναι, άραγε, ο ίδιος άνθρωπος αυτός που, τη μία μέρα, διαπιστώνει την πιο φρικτή φρίκη και καταγράφει την έκφραση βηυδ ιπυηοΐί που έ μελλε να γίνει διάσημη και, την επομένη, σκέφτεται μόνο να καταγρά ψει το τι έφαγε; Δεν έχουν καλά καλά περάσει είκοσι τέσσερις ώρες. Στην πραγματικότητα, η μετάβαση είναι ακόμη πιο κτηνώδης: γράφο ντας στη σελίδα τα συμβάντα της 6ης Σεπτεμβρίου, ο Κρέμερ δεν μπο ρούσε να μην ξαναδιάβασε την διπλανή καταγραφή της προηγούμενης μέρας. Ξαναδιαβάζει την μεν, κατόπιν προσθέτει την δε: μια θανάτωση που προκαλεί φρίκη, ένα ωραίο δείπνο. Το ίδιο ισχύει και για άλλα διαβόητα άτομα. Ο βασανιστής Μπόγκερ βοηθάει μερικές φορές τους Εβραίους που εργάζονται υπό τις διατα γές του. Ο ΙβςβΓίϋΐΊΓθΓ του Μπίρκεναου Σβάρτσχουμπερ, είναι άμεσα
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
υπεύθυνος για τον θάνατο μυριάδων ανθρώπων αλλά μια μέρα παρεμ βαίνει για να σώσει τη ζωή εξήντα οχτώ αγοριών από την Τερεζίν, που προορίζονται για τους θαλάμους αερίων. Ο δρ. Φρανκ βοηθάει τους Εβραίους του περιγύρου του, πράγμα που δεν τον εμποδίζει να κάνει περίπατο στην αποβάθρα που καταφθάνουν τα τραίνα, όπου συμμετέ χει στις «επιλογές», δηλαδή στις άμεσες καταδίκες σε θάνατο. Ώς και ο Μένγκελε είναι ικανός, ανάμεσα σε δύο «επιλογές», να φροντίσει με επιμέλεια έναν ασθενή. Οι ψυχικές διαθέσεις δεν αλλάζουν στ’ αλή θεια τυχαία- αυτές οι φαινομενικά χαοτικές κινήσεις υπακούουν σε ορι σμένους κανόνες. Ένας κρατούμενος, που τον γνωρίζει προσωπικά ο φύλακας, έχει περισσότερες ευκαιρίες να προκαλέσει τη συμπάθειά του. Ορισμένοι δίνουν ιδεολογική στήριξη στην ασυνεκτικότητα της συμπεριφοράς τους: η τάδε επόπτρια θα είναι καλόβολη με τις Ρωσίδες και τις Πολωνέζες, αλλά ανελέητη με τις Εβραίες. Το ίδιο συμβαί νει και στα άλλα στρατόπεδα, και έξω από τα στρατόπεδα: κατά τον Σπέερ, ο Χίτλερ γλιστρούσε, μέσα σε μια στιγμή, από τη μισαλλοδοξία στην καλοσύνη. Αυτή η συνύπαρξη του καλού και του κακού στον ίδιον άνθρωπο μπορεί, ανάλογα με τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, να μας ο δηγήσει στην ελπίδα ή στην απαισιοδοξία. Ώς και το πιο μαύρο πλάσμα έχει καλές πλευρές- αλλά, αντιστρόφως, η παρουσία της καλοσύνης δεν εγγυάται καθόλου ότι δεν θα εμφανιστεί το κακό. Το πιο τρομερό στους χαφιέδες και στους καταδότες, γράφει ο Γ κρόσμαν, «είναι το καλό που έχουν μέσα τους, το πιο λυπηρό, είναι πως είναι γεμάτοι κα λές ιδιότητες, αρετές. [...] Αυτό ακριβώς είναι φοβερό: υπάρχει πολύ καλό σ’ αυτούς τους ανθρώπους» (Όλα περνούν, 94).
(Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της μητέρας μου, μιλούσα με τον πατέρα μου κυρίως τηλεφωνικά. Ήταν και ο ίδιος κατασαστισμένος με τις ασυνεκτικότητές του. Άλλοτε καθόταν δίπλα στη μητέρα μου, που δεν αναγνώριζε πια κανέναν εκτός απ’ αυτόν, και, για να την ησυ χάσει ή να την ευχαριστήσει, της διηγούνταν τις καλύτερες, κατά τη γνώμη του, στιγμές της κοινής τους ζωής: όταν, την εποχή που ήταν αρραβωνιασμένοι, πήγαινε, άτολμος, στο σπίτι των γονέων της' όταν είχαν γεννηθεί τα παιδιά' όταν είχαν κάνει οι δυο τους μια κρουαζιέρα στον Δούναβη. Η μητέρα μου θα πρέπει να έπιανε το αίσθημα στη φω νή του, κι αν ακόμα καταλάβαινε ελάχιστα τις λέξεις, και άρχιζε να κλαίει: βλέποντάς την, έβαζε κι αυτός τα κλάματα. Την αμέσως επόμε νη στιγμή, αντιλαμβανόταν ότι η μητέρα μου, που έπασχε από ακρά τεια, είχε μουσκέψει τα ρούχα της' και άρχιζε να την βρίζει, πεπεισμέ νος ότι το έκανε επίτηδες για να τον ενοχλήσει. Τώρα που η μητέρα μου πέθανε, ο πατέρας έχει ξαναβρεί τη συνοχή του: δεν θυμάται πια ότι θύμωνε).
140
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Σ’ αυτή την πρώτη μορφή κατακερματισμού, ή στιγμές εναλλαγής καλοσύνης και κακότητας, προστίθεται μία δεύτερη, πιο συστηματική, που προέρχεται από το ότι, όπως είδαμε, δύο από τις «καθημερινές α ρετές» δεν συμβαδίζουν αναγκαστικά, η φροντίδα για τους άλλους και η δραστηριότητα του πνεύματος. Έχουν πολλοί επισημάνει πόσο συ χνά, στα ναζιστικά στρατόπεδα, οι φύλακες παθιάζονταν με τη μουσι κή. Αλλά ο ίδιος Κράμερ, που έκλαιγε ακούγοντας τον Σούμαν και ή ταν βιβλιοθηκάριος πριν αναλάβει διοικητής του Μπίρκεναου, ήταν ικα νός να σπάσει το κεφάλι μιας κρατούμενης με τη ράβδο του, επειδή η γυναίκα δεν βάδιζε όσο έπρεπε γρήγορα· στο Στρούτχοφ, όπου είχε εργαστεί προηγουμένως, έσπρωχνε ο ίδιος τις γυμνές γυναίκες στον θάλαμο αερίων και παρακολουθούσε το ψυχορράγημά τους από ένα ειδικά κατασκευασμένο παράθυρο· στη δίκη του δήλωσε: «Δεν ένιωθα τίποτε κάνοντας αυτές τις πράξεις» (Τιγιόν, 2η εκδ., 209). Γιατί τον έ κανε να κλαίει η μουσική, και όχι ο θάνατος των ανθρώπων, των ομοίων του; Η ίδια Μαρία Μάντελ που τρέχει ν’ ακούσει την άρια της Μα ντάμ Μπάτερφλαϋ, διατάσσει ραβδισμούς και χτυπάει κι αυτή, όταν δεν πιέζει τους γιατρούς να κάνουν πιο συχνά «επιλογές». Είναι γνω στές οι πράξεις του μελομανούς Μένγκελε, που σφύριζε διαρκώς σκο πούς του Βάγκνερ. Ο άλλος φύλακας Πέρι Μπρόαντ παίζει Μπαχ και βασανίζει τους φυλακισμένους του μπούνκερ· ο Άιχμαν παίζει Σούμπερτ και οργανώνει την εκτόπιση των Εβραίων. Όχι ότι η μουσική παύει να είναι καλό· αλλά, εξ αιτίας του κατακερματισμού, αυτή η δρα στηριότητα του πνεύματος δεν επηρεάζει το σύνολο της συμπεριφο ράς, κι αυτό το μικρό καλό το αντισταθμίζει με το παραπάνω το κακό που επικρατεί αλλού. Στα σταλινικά στρατόπεδα, συναντούμε περισσότερο λάτρεις της λογοτεχνίας· αλλά η αγάπη για τον Πούσκιν, όπως και η αγάπη για τον Μπαχ, δεν σε κάνει ηθικό. Τα μεγάλα τιράζ των εκδόσεων των ρώσων και ξένων κλασικών στην Ε.Σ.Σ.Δ., που προκαλούσαν τον θαυμασμό των δυτικών διανοούμενων και τους διευκόλυναν να εγκρίνουν τον κομμουνισμό, δεν περιόριζαν καθόλου τον πληθυσμό των στρατοπέ δων: παράλληλα, ο πληθυσμός αυτός ανερχόταν σε εκατομμύρια αν θρώπους. Αλλά και η Γερμανία δεν ήταν χώρα χωρίς κουλτούρα-όπως επισημαίνει ο Μπορόφσκι, «στις γερμανικές πόλεις, οι βιτρίνες των κα ταστημάτων είναι γεμάτες με βιβλία και θρησκευτικά αντικείμενα, αλ λά ο καπνός των κρεματορίων εξακολουθεί να αιωρείται πάνω από τα δάση» (Από δω, 168). Και όσοι έχουν κάνει ανώτατες σπουδές, δεν υ στερούν σε σκληρότητα από τους αγράμματους, όσο και αν ασκούν και οι δύο τελείως στεγανά τις πνευματικές τους δραστηριότητες. Δεν μπορούμε να μη χαμογελάσουμε μπροστά στην αφέλεια των κατηγό ρων στη δίκη της Νυρεμβέργης που, μιλώντας για τα μέλη των Είη83ίζΙ<οπΓΐιτΐ3ηάο, των κινητών μονάδων θανάτωσης πίσω από το μέ τωπο στη Ρωσία, διαπίστωναν ως επιβαρυντικό στοιχείο το γεγονός ό
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τι τα μέλη τους δεν ήταν «ιθαγενείς αμόρφωτοι, ανίκανοι να εκτιμή σουν τις καλύτερες αξίες της ζωής», αλλά άνθρωποι με ανώτατη μόρ φωση: οχτώ δικηγόροι, ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ένας οδοντία τρος... Λες και μαθαίνουμε την ηθική στο πανεπιστήμιο!
Ιδιωτικό και δημόσιο Αλλη μία μορφή ασυνέχειας φαίνεται να παίζει πρωταγωνιστικό ρό λο στα εγκλήματα του ολοκληρωτισμού, η ασυνέχεια ανάμεσα σε ιδιω τική και δημόσια σφαίρα. Επεκτείνοντας την έννοια του εχθρού ώστε να περιλάβει όχι μόνο τους στρατιώτες που μας πολεμούν αλλά και τους αντίπαλους στο εσωτερικό της χώρας, ο ολοκληρωτισμός γενι κεύει την κατάσταση πολέμου και, συνάμα, τον ακόλουθο χαρακτηρι στικό διαχωρισμό του πολεμιστή: «Άνθρωποι που στην ιδιωτική ζωή εί ναι πολύ ευσυνείδητοι απέναντι στη συμβατική δικαιοσύνη και το συμ βατικό δίκαιο, γίνονται στον πόλεμο ικανοί να καταστρέψουν τη ζωή και την ευτυχία των άλλων χωρίς ιδιαίτερα συνειδησιακά προβλήματα» (Γκλεν Γκρέυ, 172). Πράγματι, ο διαχωρισμός αυτός είναι γνώριμος σε όλους σχεδόν τους φύλακες: εξακολουθούν να διάγουν μιαν ιδιωτική και οικογενειακή ζωή γεμάτη αγάπη και φροντίδα, ενώ στους κρατού μενους συμπεριφέρονται με άκρα σκληρότητα. Ο Μπορόφσκι, λόγου χάρη, διηγείται την ιστορία του κάπο Άρνο Μπαιμ, που «έδινε είκοσι πέντε μαστιγιές για κάθε λεπτό καθυστέρη σης ή για κάθε λέξη που έλεγες μετά το σιωπητήριο-ο ίδιος άνθρωπος έγραφε καθημερινά στους γέροντες γονείς του στη Φραγκφούρτη γράμματα σύντομα αλλά συγκινητικά, γεμάτα αγάπη και νοσταλγία» (Ο κόσμος, 149). Στη δίκη του Κράμερ, η γυναίκα του δήλωσε: «Τα παι διά ήταν το παν για τον άνδρα μου» (Λάνγκμπάίν, 307). Ο Σβάρτσχουμπερ ανησυχεί για τον εξάχρονο γιο του και του κρεμάει στον λαιμό μια ταμπέλα, για να μη τον ρίξει κανένας κατά λάθος στον θάλαμο αε ρίων καθώς τριγυρίζει στο Μπίρκεναου... Ο απαίσιος Ες ξαναβρίσκει ανθρώπινους τόνους, όταν μιλάει στα τελευταία του γράμματα για τα παιδιά του. Η επικεφαλής επόπτρια του Μπίρκεναου Μάντελ, δεν αρκείται να προστατεύει, όπως έκανε ήδη ο Κράμερ, την γυναικεία ορχήστρα της Άλμα Ρόζε-είχε αδυναμία και στα παιδιά: όχι στα δικά της, αφού δεν είχε, αλλά στων άλλων. Ανακαλύπτει μια μέρα δύο εβραιόπουλα, που η μάνα τους πήγε να τα κρύψει, και τα καλεί στο γραφείο της-η μάνα περιμένει τρέμοντας στην πόρτα. «Επανεμφανίστηκαν έπειτα από πέ ντε λεπτά, σφιχτοκρατώντας το καθένα από ένα δέμα με γλυκά και σο κολάτα [...]. Η Μάντελ μπορούσε να αντιδράσει φυσιολογικά, μητρικά σαν γυναίκα, και να μεταμορφωθεί σε άγριο θηρίο» (Λίνγκενς-Ράινερ, 146). Η Φένια Φενελόν διηγείται ένα επεισόδιο με λιγότερο αίσιο τέ λος: η Μάντελ σώζει ένα Πολωνόπουλο από τον θάλαμο αερίων και το γεμίζει χάδια και δώρα-για πρώτη φορά οι κρατούμενες την βλέπουν
141
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
να γελάει. Ωστόσο, έπειτα από λίγες μέρες, μπαίνει στο παράπηγμα ι διαίτερα σκυθρωπή και απαιτεί το ντουέτο της Μαντάμ Μπάτερφλαϋ. Οι κρατούμενες μαθαίνουν ότι αναγκάστηκε να χωρίσει με το παιδί και να το παραδώσει η ίδια στον θάνατο. Γ ενικά, φρονεί η Φενελόν, «ο ε γκέφαλός της, όπως και όλων των Γερμανών, είναι χωρισμένος σε στεγανά όπως τα υποβρύχια, ώστε να μπορεί να μπει σε ένα το νερό δίχως να επηρεάσει τα άλλα» (346). Ε λοιπόν, τούτη τη φορά, το στε γανό «ιδιωτική ζωή» κινδύνευε να μπάσει νερά στο στεγανό «επαγ γελματική ζωή»-χρειάστηκε, λοιπόν, να αποκατασταθεί η στεγανότητα. Πιθανόν αλλά μόνον οι Γερμανοί έχουν έτσι οργανωμένον εγκέ φαλο; Και έχουν, άραγε, βγει όλοι οι Γερμανοί από το ίδιο καλούπι; Διαθέτουμε προσωπικά τεκμήρια —γράμματα, συζητήσεις ή ανα μνήσεις— για ορισμένα άτομα που εφάρμοσαν αυτό τον διαχωρισμό του ιδιωτικού και του δημόσιου, που μας δίνουν τη δυνατότητα να πα ρατηρήσουμε πιο επισταμένα τη λειτουργία του. Ο Ρ. Τζ. Λίφτον έχει αναλύσει διεξοδικά την περίπτωση του αρχιγιατρού του Άουσβιτς δρ. Εδουάρδου Βιρθς. Αυτός ασπάζεται το ναζιστικό δόγμα και άρα κηρύσ σει τον αντισημιτισμό, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει, την εποχή που εί ναι ακόμα αγροτικός γιατρός, να περιθάλπει Εβραίους, σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους του. Στο Άουσβιτς, κάνει «ιατρικά» πειράματα στους κρατούμενους-αλλά είναι γνωστός και για την προσωπική του ε ντιμότητα: αρνείται να χρησιμοποιήσει για την τροφοδοσία του άλλα πράγματα εκτός από τα κοινά κουπόνια (καινούρια εξαίρεση σ’ έναν κό σμο στον οποίο βασιλεύει η διαφθορά). Η αγάπη για την οικογένειά του φαίνεται να αντισταθμίζει μες στο μυαλό του τα δυσάρεστα της επαγ γελματικής του κατάστασης: «Τίποτε δεν είναι αδύνατον, όσο έχω εσέ να, πολυαγαπημένη μου», γράφει στη γυναίκα του. Όσο πιο συχνές γί νονται οι «επιλογές», τόσο περισσότερο τα γράμματά του είναι γεμάτα με ερωτήσεις για τα πρώτα δόντια των παιδιών του ή με σχόλια για τις φωτογραφίες τους- φαίνεται μάλιστα να εγκαθιδρύει μια πιο ισχυρή σχέσή ανάμεσα στα δύο, λες και δούλευε στο Άουσβιτς μόνον ωθού μενος από την αγάπη για τα παιδιά του: «Πρέπει να το κάνω για τα παι διά μας, άγγελέ μου, για τα παιδιά μας» (Λίφτον, 435). Η κόρη του έχει διατηρήσει την ανάμνηση ενός αξιαγάπητου πατέρα και η επιθυμία της να καταλάβει το παρελθόν παίρνει τη μορφή του ακόλουθου ερωτήμα τος: «Μπορεί ένας άνθρωπος καλός να κάνει πράγματα κακά;» (450). Η Σερένυ είχε πολλές συνομιλίες με τον φυλακισμένο πρώην διοι κητή του Σομπιμπόρ και της Τρεμπλίνκα Φραντς Στανγκλ. Είναι αστυνο μικός με ζήλο, πολύ περισσότερο καριερίστας παρά φανατικός, που ερ γάζεται αρχικά στα «ιδρύματα» ευθανασίας και κατόπιν στα στρατόπε δα εξοντώσεως. Κι αυτός λατρεύει τη γυναίκα του- κατά τον πρώτο καιρό του χωρισμού τους, της γράφει καθημερινά- έπειτα, μεταθέτει αυτή την προσκόλληση στα παιδιά του. Στις συνομιλίες, εξηγεί τη ζωή του την εποχή εκείνη με έναν κατακερματισμό που θυμίζει την εικόνα
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
των στεγανών του υποβρυχίου της Φενελόν. «Δεν μπορούσα να ζήσω, αν δεν χώριζα τη σκέψη μου σε στεγονά» (175). Να καις πτώματα δεν είναι ευχάριστος τρόπος για να περνάς την ώρα σου-τότε αρπάζεται α πό την ιδέα ότι δεν ανάβει ο ίδιος τη φωτιά, αλλά επιβλέπει τις οικοδο μές ή οργανώνει την αποστολή, στο Βερολίνο, του χρυσού που είχαν πάνω τους τα θύματα. «Υπήρχαν εκατοντάδες τρόποι για να σκέφτεσαι κάτι άλλο. Τους χρησιμοποίησα όλους. [...] Πίεζα τον εαυτό μου να συ γκεντρωθεί στη δουλειά, στη δουλειά και πάλι στη δουλειά» (214). Ο Στανγκλ θέλει να πείσει τους κοντινούς του και τον εαυτό τόυ ότι η δουλειά αυτή είναι περισσότερο χωρισμένη σε διαμερίσματα από όσο πραγματικά είναι, ότι μπορεί να ασχολείται με την άφιξη των τραίνων αλλά όχι με τη μοίρα των επιβατών, με την οικοδόμηση των κτιρίων αλ λά όχι με το τι γίνεται μέσα σ’ αυτά: «Είμαι παρών, αλλά δεν κάνω τί ποτε σε κανέναν», δηλώνει στη γυναίκα του (145). Η γυναίκα μαθαίνει μια μέρα την αλήθεια-σοκάρεται (αρνείται να έχει σεξουαλικές σχέσεις μαζί του επί αρκετές ημέρες!), αλλά στο τέλος παραιτείται: είναι πολύ καλός σύζυγος. Η κόρη του, πολύ αργότερα, όταν ο πατέρας της είναι στη φυλακή, δηλώνει στην Σερένυ: «Ήταν πατέρας μου. Με καταλάβαι νε. Ήταν δίπλα μου τις πιο δύσκολες στιγμές και με έσωσε όταν πίστε ψα ότι η ζωή μου είχε καταστραφεί. Μια φορά μου είπε: “Να θυμάσαι, πάντα να θυμάσαι ότι, αν έχεις ποτέ ανάγκη από βοήθεια, θα πάω για σένα ώς τα πέρατα του κόσμου”. Κι εγώ θα πήγαινα γι’ αυτόν στα πέρατα του κόσμου [...]. Τον αγαπώ —θα τον αγαπώ παντοτινά» (375). Είναι παράξενο: οι λέξεις του Στανγκλ που αναφέρει η κόρη του θυμίζουν ε κείνες που, χωρίς να τις πει, έζησε η Πόλα Λίφστσυκ: η Πόλα πήγε για τη μητέρα της στα πέρατα του κόσμου. Τα πέρατα του κόσμου ονομά ζονταν Τρεμπλίνκα και είχαν διοικητή τον Στανγκλ. Ακριβώς ο Στανγκλ προέστη στη δολοφονία της Πόλα και της μητέρας της. Θα είχε πάει, άραγε, μαζί με την κόρη του στην Τρεμπλίνκα για να υποστεί το ίδιο, αν αυτό είχαν θελήσει οι περιστάσεις; Πιθανόν.
(Η κόρη του Κλάους Μπάρμπι, που την κινηματογράφησαν κατά την πρόσφατη δίκη του, εκφραζόταν περίπου παρόμοια. Δεν μπορώ να μη θαυμάσω αυτή την αγάπη, που διακηρύσσει πως είναι ανώτερη από τη δικαιοσύνη. Θα μου άρεσε να σκέφτεται το ίδιο και η κόρη μου, θα ήθε λα να της πω τα ίδια λόγια που είπε ο μαζικός φονιάς Στανγκλ. Θα ή θελα να ήμασταν έτοιμοι να πάμε ο ένας για τον άλλο στα πέρατα του κόσμου, άμα παραστεί ανάγκη. Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να μου συγχωρέσει παρόμοια εγκλήματα-αλλά θα υπήρχαν πάντα αρκετά πράγ ματα που θα έπρεπε να παραβλέψει. Αυτή η ομοιότητα με ενοχλεί. Ο Στανγκλ δεν είναι μόνον ανθρώπινος-αναγνωρίζω σ’ αυτόν τον εαυτό μου. Θα πρέπει, άραγε, για να μην κοκκινίζω, να πιστεύω κι εγώ ότι η ζωή μπορεί να χωρίζεται σε στεγανά, όπως ένα υποβρύχιο; Πώς ένας καλός άνθρωπος μπορεί να κάνει κακό, ή μάλλον: πώς ο ίδιος άνθρω
144
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
πος μπορεί να κάνει, συγχρόνως, καλό και κακό; Ιδού το ερώτημα που δεν κατάφερε καν να θέσει ένα πρόσφατο μελόδραμα, η κινηματογρα φική ταινία Μυεΐο Βοχ του Κώστα Γαβρά). Απέναντι σε τέτοιες μαρτυρίες, ορισμένοι εμφανίζουν την τάση να τις αμφισβητήσουν άλλοι, να τις παραμερίσουν, να θεωρήσουν ότι δεν έ χουν καμία σχέση με τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται ο Βιρθς, ο Στανγκλ ή ο Μπάρμπι: φρονούν ότι το να είσαι καλός οικογενειάρ χης, δεν δικαιολογεί τίποτα και δεν εξηγεί τίποτα. Όσο για μένα, είμαι πεπεισμένος ότι οι μαρτυρίες αυτές λένε αλήθεια και ότι είναι απαραί τητες για να καταλάβουμε την προσωπικότητα των φυλάκων: έχω την εντύπωση ότι έχουν ανάγκη να κατακερματίσουν έτσι τη ζωή τους για να μη τους εμποδίζει στη «δουλειά» τους ο αυθόρμητος οίκτος και, συ νάμα, η αξιέπαινη ιδιωτική τους ζωή να αντισταθμίζει, στα μάτια τους, ό,τι ανησυχητικό μπορεί να έχει η επαγγελματική τους ζωή. Το ότι ένας άνθρωπος είναι ενάρετος στην ιδιωτική του ζωή δεν σημαίνει ότι η δημόσια ζωή του —και, συνεπώς, οι θεωρίες που πρε σβεύει— μπορεί να επωφεληθεί απ’ αυτό: αυτό ακριβώς το επιχείρημα ανέπτυξε ο Βασίλη Γ κρόσμαν με αφορμή τον ιδρυτή του σοβιετικού συστήματος των στρατοπέδων, τον Λένιν. Ο Στάλιν είναι, από μιαν ά ποψη, ένας κοινότατος αντίπαλος: η προσωπική του κτηνωδία είναι ε ναρμονισμένη με την πολιτική εξολόθρευσης που ασκεί. Αλλά ο Λένιν γοητεύει με την προσωπικότητά του. «Στις ιδιωτικές σχέσεις, [...] ο Λέ νιν έδειχνε πάντα λεπτότητα, ηπιότητα, ευγένεια. [...] Αυτός ο φιλόδο ξος πολιτικός, ο ικανός για όλα προκειμένου να ικανοποιήσει τη δίψα του για εξουσία, ήταν άνθρωπος εξαιρετικά μετριόφρων. Δεν επιδίωξε να κατακτήσει την εξουσία για τον εαυτό του προσωπικά» (Όλα περ νούν, 208-9). Οπότε, μπαίνουμε στον πειρασμό να δικαιολογήσουμε το σύστημα εξ αιτίας του ανθρώπου: ένας άνθρωπος τόσο έντιμος, που δεν σκέφτεται να πλουτίσει (όπως ο Βιρθς που ζούσε με τα κουπόνια), ένας άνθρωπος με τόση φροντίδα στις προσωπικές σχέσεις (όπως ο Στανγκλ με την οικογένειά του), ένας ειλικρινής ιδεαλιστής μπορεί πραγματικά να προκαλέσει κακό; Η απάντηση είναι, προφανώς: ναι· ο ίδιος ακριβώς Λένιν αναπτύσ σει την ιδέα του εσωτερικού εχθρού, οργανώνει την καταστολή, μαστι γώνει τη συμπόνια. Ναι, γιατί είναι δυνατόν «ο πολιτικός και ο άνθρω πος της ιδιωτικής ζωής να παρουσιάζονται ως αντίθετες μορφές: συν και πλην, πλην και συν» (210). Ο κατακερματισμός στον Λένιν δεν εί ναι λιγότερο αποτελεσματικός από όσο στον Στανγκλ. Και, αφού πρό κειται για πολιτικό που πέτυχε στα εγχειρήματά του, που η δημόσια προσωπικότητά του έχει αγγίξει απείρως περισσότερους ανθρώπους από όσο το ιδιωτικό του πρόσωπο, το δε θα βαρύνει πολύ λιγότερο α πό την μεν στην συνολική μας εκτίμηση του ατόμου. Τα χαρακτηριστι κά του ως διανοούμενου, οι όχι ακραίες προτιμήσεις του, ο ασκητικός
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τρόπος ζωής του δεν επηρεάζουν ούτε δικαιολογούν τις πολιτικές του πράξεις, αλλά συντελούν πιθανόν στο να πείσουν τον ίδιο, όπως αργό τερα τους θαυμαστές του, για την ορθότητα των ιδεών του. Εχω ήδη αναφέρει μία άλλη μορφή ρήξης ανάμεσα στις πεποιθήσεις ενός ανθρώπου και στον τρόπο ζωής του, του φαρισαίου που κηρύσσει τις καλές αρχές χωρίς να υποτάσσει σ’ αυτές τη δική του συμπεριφορά. Η ρήξη αυτή, που εμποδίζει την καθαυτό ηθική δράση και παράγει στη θέση της την ηθικοκρατία, μας είναι οικεία και από τη στάση πολλών διανοούμενων (ο Ρουσώ θα είχε πει: φιλοσόφων) που κηρύττουν τη γενναιοδωρία ή την ανεκτικότητα, για τους οποίους μαθαίνουμε, εμπιστευτικά, ότι συμπεριφέρονται κατ’ ιδίαν ως άνθρωποι μισαλλόδοξοι και ιδιοτελείς. Κοντολογίς, είναι η αντίστροφη κατανομή αυτής που παρα τηρήσαμε στα στρατόπεδα, και είναι σ’ αυτά κανόνας: το διακηρυσσό μενο δόγμα είναι ενάρετο, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε όπως λέει, όχι όπως πράττει-ακριβώς η θελκτική επιφάνεια προορίζεται τώρα να αντισταθμίσει, τουλάχιστον στα μάτια του ίδιου του υποκειμένου, τις ατέλειες του εσωτερικού πυρήνα: πράγματι, δέρ νω τη γυναίκα μου στο σπίτι, αλλά μάχομαι έξω εναντίον του αμερικάνι κου ιμπεριαλισμού. Αυτή η μορφή κατακερματισμού δεν είναι, άλλωστε, άγνωστη στα στρατόπεδα: ο Χένρυ Μπουλάβκο θυμάται τον ομαδάρχη του Μόσε, που, όμοια με τον κάπο Άρνο Μπαιμ, έχει πάντα πρόχειρο το ματσούκι. «Ήταν ευσεβής, έκανε την προσευχή του τρεις φορές την η μέρα — και καθημερινά έδερνε» (Λάνγκμπαϊν, 171). Το ΕίηδδίζΚοιηΓηδίχΙο III), που δρα στην περιοχή της Σιμφεροπόλ στη Ρω σία, παίρνει τη διαταγή να σκοτώσει τρεις χιλιάδες Εβραίους και Τσιγ γάνους πριν τα Χριστούγεννα-η διαταγή εκτελείται με ιδιαίτερη ταχύ τητα, για να δοθεί η δυνατότητα στα στρατεύματα να παρευρεθούν στον εορτασμό της γέννησης του Χριστού-ο αρχηγός του κομάντο Ότο Όλεντορφ απευθύνει στους στρατιώτες του μία συγκινητική ομιλία. Κατά βάθος, για όποιον έχει κάτι να καταλογίσει στον εαυτό του, μι κρή σημασία έχει να ξέρει αν αυτό ανήκει στη δημόσια σφαίρα ή στην ι διωτική σφαίρα-αυτό που μετράει, είναι ότι υπάρχουν δύο σφαίρες, και ότι η μία —που διακηρύσσει αμέσως ότι αποτελεί το ουσιώδες του εί ναι του— μπόρεσε, προπάντων στα μάτια του, να αντισταθμίσει την άλ λη. «Ο απαίσιος δρ. Ότο Μπράντφις, πρώην μέλος της ΕίηδβΙζςαιρρθη, που προΐστατο στη δολοφονία τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων φυλα κισμένων, διακήρυξε σ’ ένα γερμανικό δικαστήριο ότι πάντα “εναντιω νόταν μέσα του” στα όσα έκανε». Και ένας πρώην ΟβυΙθίίθΓ διακηρύσ σει ότι «μόνον η “επίσημη ψυχή” του είχε διαπράξει τα εγκλήματα που τον οδήγησαν στην κρεμάλα το 1946. Η “ιδιωτική ψυχή” του πάντα τα αποδοκίμαζε» (Άρεντ, 143-4). Δεν πρόκειται να δεχθούμε τα επιχειρή ματα αυτά ως δικαιολογίες-αλλά το ότι παρουσιάζονται ως δικαιολο γίες μάς δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε πώς οι συνηθισμένοι άν θρωποι μπορούν να γίνουν δολοφόνοι —ή πώς ο κάτοικος μιας ολο
146
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
κληρωτικής χώρας μπορεί να συμφιλιώσει την αναπόφευκτη υποταγή του στην εξωτερική διαταγή με ολίγον αυτοσεβασμό.
Αιτίες και αποτελέσματα Αφού ασχολούμαστε πολύ περισσότερο με τα ναζιστικά από όσο με τα κομμουνιστικά στρατόπεδα, έχουμε συχνά την τάση να εξηγή σουμε τον κατακερματισμό στη συμπεριφορά των φυλάκων με τον γερμανικό εθνικό χαρακτήρα ή με την γερμανική ιστορία. Οι Γερμανοί ήταν τάχα πλάσματα που αγαπούν μόνο την εσωτερικότητα και την οι κειότητα, αλλά που αδιαφορούν για τις δημόσιες πράξεις και συμπερι φορές — κι αυτό, τουλάχιστον από τον Λούθηρο και μετά, αφού ο ιδρυ τής του προτεσταντισμού κήρυξε τον διαχωρισμό της θρησκευτικής ζωής και της πρακτικής ζωής και θέλησε ν’ ασχοληθεί μόνο με την πρώτη: μόνον η πίστη μετράει, όχι οι πράξεις. Είδαμε ότι για την Φάνια Φενελόν όλοι οι Γερμανοί έχουν εγκέφαλο χωρισμένο σε στεγανά· άλλωστε, η γερμανίδα Μμα Ρόζε τους καταλογίζει το αντίθετο ελάτ τωμα: «Εσείς οι άλλοι, οι Γάλλοι, [...] φαίνεται να αγνοείτε ότι υπάρχει μία ώρα για κάθε πράγμα, μπλέκετε τα πάντα» (177). Αλλά ξέρου με σήμερα ότι, παρά την τάση τους να τα μπλέκουν, οι Γάλλοι κατά τον πόλεμο ήξεραν πολύ καλά να διαχωρίζουν τα οικογενειακά τους καθήκοντα και την αδιαφορία απέναντι στα εβραιόπουλα που εκτοπίζο νταν στο Αουσβιτς. Ξέρουμε, ακόμα, ότι ο γερμανικός χαρακτήρας δεν μας δίνει τη δυνατότητα να εξηγήσουμε τις ωμότητες στα κομμουνι στικά στρατόπεδα. Ξέρουμε, τέλος, ότι, όποιες κι αν είναι οι υποτιθέ μενες ατέλειες του γερμανικού εθνικού χαρακτήρα, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως υπήρξαν στη Γερμανία μόνον όσο επικρατούσαν εκεί τα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα, το εθνικοσοσιαλιστικό και το κομ μουνιστικό. Το γεγονός ότι τα στρατόπεδα, σε αντίθεση προς τα κάτεργα, υ πάρχουν μόνο κατά τον 20ό αιώνα, θα μπορούσε να μας παρακινήσει να ερευνήσουμε αν τα νοητικά χαρακτηριστικά, όπως ο κατακερματι σμός, δεν συνδέονται μάλλον με άλλα χαρακτηριστικά της νεοτερικής κοινωνίας. Μπαίνουμε στον πειρασμό να συσχετίσουμε την κατακερ ματισμένη νοοτροπία και την αύξουσα εξειδίκευση που κυριεύει όχι μόνο τον κόσμο της εργασίας, αλλά και τον κόσμο των κοινωνικών σχέσεων. Βέβαια, η εξειδίκευση στην εργασία υπάρχει από τους νεολι θικούς χρόνους και δεν περίμενε τον Μαρξ για να την στιγματίσει· αλ λά η αύξουσα πολυπλοκότητα των καθηκόντων έχει γιγαντωθεί κατά τον 20ό αιώνα. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ικανός να ελέγχει τις τεχνικές του επαγγέλματος του και όλες τις προεκτάσεις ή συνέ πειες που συνδέονται με την πρακτική του; Αν ο καθένας υποδιαιρεί τη ζωή του σε στεγανά, δεν είναι αυτό μία κατανοητή αντίδραση στον αυ ξανόμενο χωρισμό του κόσμου σε στεγανά;
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
(Η στάση αυτή, όπως με έκπληξη διαπίστωσα, έχει σήμερα τους υ περασπιστές της. Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για την εμπλοκή του Χάιντεγκερ με τον ναζισμό έχουν παρακινήσει τους μαθητές του να ψάξουν να του βρουν δικαιολογίες. Μία από τις βολικότερες είναι να λένε: αλλά δεν υπάρχει, δεν πρέπει να υπάρχει τίποτε κοινό ανάμεσα στον — ιδιοφυή— φιλόσοφο και τον — ναζιστή— άνθρωπο. Ένας «πραγματιστής» αμερικανός φιλόσοφος είδε, απεναντίας, την ενότητα εκεί όπου άλλοι αντιλαμβάνονταν μόνο τη ρήξη και έφτασε να πει ότι το σφάλμα του Χάιντεγκερ ήταν ίσα ίσα ότι θέλησε να εδραιώσει τη συνέχεια της φιλοσοφίας του και της ζωής του: σ’ αυτό είχε συμπεριφερθεί όπως ο Χίτλερ. Πρέπει να μείνεις καλός πολίτης στη ζωή, βέ βαια·μπορείς, άλλωστε, να κηρύττεις όποιες απόψεις θέλεις, φτάνει να μην επιχειρείς να τις εφαρμόσεις στην πράξη. Λες και ο κόσμος δεν ήταν ήδη αρκετά χωρισμένος σε στεγανά, και θα έπρεπε να αγωνιζό μαστε για να χτίσουμε κι άλλους τοίχους!). Η έκρηξη του κόσμου, με τον αντιστάθμισμά του, τον επαγγελματι σμό, και την ψυχολογική του συνέπεια, τον κατακερματισμό, χαρακτη ρίζει ειδικότερα τις ολοκληρωτικές χώρες, στις οποίες αυτό που ήταν αρχικά ένα χαρακτηριστικό της βιομηχανικής παραγωγής γίνεται πρό τυπο για τη λειτουργία της κοινωνίας. Πρώτος διαχωρισμός: το κόμμα, ή το κράτος, επωμίζεται τους στόχους, άρα τον ορισμό του καλού και του κακού' οι υπήκοοι ασχολούνται μόνο με τα μέσα, δηλαδή ο καθέ νας με την ειδικότητά του. Παρατηρεί ο Σπέερ: «Είχαμε εντυπώσει στο μυαλό των κατώτερων μαχητών ότι η μεγάλη πολιτική παραήταν πολύ πλοκη για να μπορούν να την κρίνουν. Συνεπώς, αισθάνονταν διαρκώς εξαρτημένοι, ποτέ κανένας δεν είχε κληθεί να αναλάβει τις ευθύνες του». Δεύτερος διαχωρισμός: μεταξύ των διάφορων επαγγελμάτων. «Η ρητά εκφρασμένη απαίτηση να αναλαμβάνουν ευθύνες μόνο μέσα στα πλαίσια του χώρου τους, ήταν ακόμα πιο ανησυχητική. Μπορούσες πια να κινηθείς μόνο μέσα στην ομάδα σου, των αρχιτεκτόνων, των γιατρών, των νομικών, των τεχνικών, των στρατιωτών ή των αγροτών. [...] Όσο περισσότερο διαρκούσε το χιτλερικό σύστημα, τόσο περισσό τερο χωριζόταν σε στεγανά η σκέψη» (48). Ο διαχωρισμός βολεύει καλά τον Σπέερ, τότε που δεν έχει την ψυ χή ενός ορκισμένου ναζί: «Ένιωθα ο αρχιτέκτονας του Χίτλερ. Τα συμ βάντα της πολιτικής ζωής δεν με αφορούσαν. [...] Ένιωθα και έβλεπα τον εαυτό μου να μη χρειάζεται καθόλου να πάρει θέση. Επιπλέον, ο σκοπός της εθνικοσοσιαλιστικής εκπαίδευσης ήταν ο διαχωρισμός των σφαιρών της σκέψης-έτσι, ανέμεναν από μένα να περιορίζομαι στον χώρο μου: την οικοδόμηση». Όταν αργότερα γίνεται υπουργός Εξοπλι σμών, διατηρεί την ίδια οπτική, κι ας έχει αλλάξει το περιεχόμενο της δουλειάς του: «Το καθήκον που έχω να εκπληρώσω είναι απολιτικό κα θήκον», σημειώνει το 1944 (160-1). Τον Φεβρουάριο του 1945 αρχίζει
147
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
να καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί πια να ενδιαφέρεται μόνο για την ειδι κότητά του και λέει στον Νταίνιτς σε μία συνάντηση: «Μα πρέπει κάτι να κάνουμε!» Στο οποίο απαντά ξερά ο Νταίνιτς: «Εγώ αντιπροσω πεύω μόνο το Ναυτικό. Όλα τα άλλα δεν με αφορούν. Ο Φύρερ οφεί λει να ξέρει τι κάνει» (594). Ο Φύρερ επωμίζεται τη σκέψη των αντικει μενικών στόχων και οι άλλοι, ο καθένας την ειδικότητά του: ιδού η τυ πική λογική του υπηκόου του ολοκληρωτισμού. Το πιο ολοκληρωμένο προϊόν του συστήματος αυτού δεν είναι ω στόσο ούτε ο Σπέερ ούτε ο Νταίνιτς, αλλά ο Άντολφ Άιχμαν. Όταν διαβάζουμε την ανάκρισή του από τον λοχαγό Άβνερ Λες, μας εντυ πωσιάζει που βλέπουμε ότι ακόμα και τότε (το 1961) όλη του η προσο χή είναι εστιασμένη όχι στη φύση των τρομερών πράξεων για τις οποί ες κατηγορείται, αλλά στις ενδεχόμενες συγκρούσεις αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών του Τρίτου Ράιχ: η στεγανότητα ή ταν, γι’ αυτόν, απόλυτη. Η υπηρεσία του είχε επιφορτιστεί με την εξα σφάλιση της μεταφοράς των πληθυσμών, της εύρεσης τραίνων και της επιλογής των σταθμών: καθήκον στενά εξειδικευμένο, κατ’ αυτόν. «Για το IV Β 4 [το γραφείο που διευθύνει] ήταν ζητήματα καθαρώς τεχνικά» (136). Κάθε σκέψη για τους σκοπούς εκδιώκεται· τίθεται ζήτημα μόνο των μέσων, και δη των κατάλληλων μέσων μόνο για ένα κομμάτι της διαδικασίας. «Οσο για τυ να ξέρουμε τι συνέβαινε στους θαλάμους αε ρίων, αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να αρχίσουμε, αν έπρεπε να σταματή σουμε ή να επιταχύνουμε την κίνηση... αυτά δεν με αφορούσαν» (112). Όταν ο Λες του αναφέρει ένα αποτρόπαιο γεγονός, δεν αντιδρά ποτέ επί της ουσίας, αλλά ενδιαφέρεται μόνο να το αποδώσει στην άλφα ή την βήτα υπηρεσία: όχι, οι στειρώσεις δεν ήταν δική μας αρμοδιότητα, ήταν ενός άλλου γραφείου, η μαρτυρία που του τις καταλογίζει είναι αναξιόπιστη· παρόμοια, η εξολόθρευση των «μιγάδων» ήταν μάλιστα έργο άλλης βαθμίδας, τι χονδροειδής σύγχυση! Την εποχή εκείνη, λέ ει, αυτό που όλο κι όλο τον ενδιέφερε ήταν «να αποφύγουμε τις συ γκρούσεις αρμοδιοτήτων με τις άλλες υπάρχουσες υπηρεσίες» (221). Κατά την ανάκριση, καθώς και κατά τη δίκη, επιδιώκουν να αποδεί ξουν ότι ο Λιχμαν συμμετείχε αυτοπροσώπως στην τάδε ή την δείνα δολοφονία. Ο ίδιος αμύνεται σθεναρά: «Δεν είχα καμία σχέση με την εκτέλεση των Εβραίων, δεν σκότωσα ούτε έναν Εβραίο. [...] Ποτέ δεν σκότωσα κανέναν και ποτέ δεν έδωσα διαταγή να σκοτώσουν τον οποιονδήποτε» (339-40). Και ο Ες διακήρυσσε: «Ποτέ δεν κακομεταχει ρίστηκα κρατούμενο-ποτέ δεν σκότωσα ούτε έναν με τα ίδια μου τα χέρια» (251). Και ο Στανγκλ, για την εργασία του στο «ίδρυμα» ευθα νασίας: δεν «εμπλεκόμουν στις εκτελέσεις», λέει (Σερένυ, 62)· υπο στηρίζει και ότι δεν σκότωσε κανέναν στο Σομπιμπόρ. Η απάντηση αυ τή, που την έδωσαν και τόσοι άλλοι κατηγορούμενοι, δεν δικαιολογεί τίποτε- αλλά εξηγεί πολλά. Είναι λίγο γελοίο να θέλουμε να αποδεί ξουμε ότι ο Άιχμαν ή ο Ες ή ο Στανγκλ αυτοπροσώπως βασάνισαν και
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
σκότωσαν, όπως ο πρώτος τυχών αγοραίος δολοφόνος, ενώ συμμετεί χαν στη θανάτωση εκατομμυρίων ανθρώπων. Αλλά το έκαναν αυτό αποτελώντας, ο καθένας, μόνον έναν μικρό κρίκο στο εσωτερικό μιας μακράς αλυσίδας και θεωρώντας το καθήκον τους καθαρά τεχνικό. Αυτός ο χωρισμός σε διαμερίσματα των ενεργειών και η γραφειο κρατική εξειδίκευση την οποία προκαλεί θεμελιώνουν την απουσία αι σθήματος ευθύνης, που χαρακτηρίζει τους εκτελεστές της «οριστικής λύσης», αλλά και τους άλλους πράττοντες του ολοκληρωτικού κρά τους. Στο ένα άκρο της αλυσίδας υπάρχει, ας πούμε, ο Χάυντριχ: δεν έχουν ταράξει τον ύπνο του τα εκατομμύρια των Εβραίων που πεθαί νουν, δεν βλέπει ποτέ κανένα πρόσωπο που υποφέρει, χειρίζεται τους μεγάλους άοσμους αριθμούς. Κατόπιν έρχεται ο γάλλος, ας πούμε, α στυφύλακας: το έργο του είναι τελείως περιορισμένο, μαζεύει τα εβραιόπουλα, κατόπιν τα οδηγεί σε ένα στρατόπεδο συνάθροισης κι ε κεί τα αναλαμβάνει το γερμανικό προσωπικό-αυτός δεν σκοτώνει κανέναν, απλώς εκτελεί μία ενέργεια ρουτίνας: σύλληψη, αποστολή. Τό τε εμφανίζεται στη σκηνή ο Άιχμαν: η κατ’ αυτόν καθαρά τεχνική εργα σία του συνίσταται στο να εξασφαλίσει ότι ένα τραίνο αναχωρεί από το Ντρανσύ στις 15 και αφικνείται στο Αουσβιτς στις 22-πού το βλέπε τε εδώ το έγκλημα; Κατόπιν, παρεμβαίνει ο Ες: έχει δώσει διαταγές να εκκενώνονται τα τραίνα και να οδηγούνται τα παιδιά στους θαλάμους αερίων. Τέλος, τελευταίος κρίκος: μια ομάδα κρατουμένων, το ειδικό κομάντο, πηγαίνει σπρώχνοντας τα θύματα στους θαλάμους και εκλύει μέσα το θανατηφόρο αέριο-τα μέλη του είναι οι μόνοι που σκοτώνουν με τα χέρια τους, αλλά στην περίπτωσή τους πρόκειται προφανέστατα για θύματα και όχι για δήμιους. Κανένα από τα στοιχεία της αλυσίδας (που είναι στην πραγματικό τητα πολύ μακρύτερη) δεν έχει την αίσθηση ότι φέρει την ευθύνη για τα όσα κάνει: ο χωρισμός της εργασίας σε στεγανά έχει άρει την ηθική συνείδηση. Η κατάσταση είναι ελαφρώς διαφορετική μόνο στα δύο ά κρα της αλυσίδας: κάποιος οφείλει να λάβει την απόφαση —αλλά αρ κεί ένα πρόσωπο, ένας Χίτλερ, ένας Στάλιν, και η μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων μεταπηδά στο μακάβριο-επιπλέον, το πρόσωπο αυτό δεν έ χει να κάνει ποτέ με πτώματα, με το χειροπιαστό. Και κάποιος, βέβαια, πρέπει να δώσει τη χαριστική βολή —ο άνθρωπος αυτός θα χάσει την εσωτερική γαλήνη ώσπου να πεθάνει (και κινδυνεύει, βέβαια, να πεθάνει σύντομα), αλλά δεν είναι πράγματι όντως ένοχος για τίποτε. Αυτοί που έκαναν τούτο το πράγμα εφικτό —Σπέερ, Αιχμαν, Ες και οι ανα ρίθμητοι άλλοι μεσάζοντες, αστυφύλακες, πολίτες κρατικοί λειτουρ γοί, σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, κατασκευαστές του θανατηφόρου αε ρίου, προμηθευτές συρματοπλέγματος, κατασκευαστές κρεματορίων υψηλής απόδοσης— μπορούν πάντα να ρίξουν την ευθύνη στον γειτο νικό κρίκο. Μπορούμε να τους απαντήσουμε ότι σφάλλουν και ότι, ώς και στο εσωτερικό ενός ολοκληρωτικού κράτους, το άτομο παραμένει
150
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
υπεύθυνο για τις πράξεις του, ή και για την απραξία του-δεν είναι λιγότερο προφανές ότι εδώ είμαστε αντιμέτωποι με μία ευθύνη τελείως διαφορετικής φύσεως, που δεν μπορεί να εξομοιωθεί με των παραδο σιακών δολοφόνων. Η μη αναγνώριση αυτής της ευθύνης από τους ίδι ους τους πράττοντες τα εγκλήματα του ολοκληρωτισμού, η εξάλειψη του ηθικού προβλήματος καθιστούν το έγκλημα αυτό ακόμα πιο ευκολοδιάπρακτο. Αλλά θα ήταν υποκριτικό να διαπιστώσουμε τα αποτελέσματα της εργασίας της χωρισμένης σε στεγανά μόνο στις ολοκληρωτικές χώ ρες, ενώ μας είναι σε όλους γνώριμα, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία κατοικούμε. Μας αρέσει σήμερα να κουνούμε επιτιμητικά το δά χτυλο στο προσωπικό των γερμανικών εργοστασίων που παρήγαν το αέριο Τσύκλον Β -αλλά, ρωτούν ο Τζ. Κρεν και ο Λ. Ραποπόρ, «οι ερ γάτες των εργοστασίων χημικών που είχαν κατασκευάσει τις βόμβες ναπάλμ θα αποδέχονταν την ευθύνη για τα καμένα παιδιά;» (141). Και γιατί να αναφέρουμε μόνον αυτά τα ιδιαιτέρως εντυπωσιακά μέσα εξοντώσεως, και όχι και όλα τα όπλα, όποια κι αν είναι; Μπορούμε πράγ ματι να πιστεύουμε ότι αυτά τα εκρηκτικά, αυτά τα κανόνια ή αυτά τα βλήματα που κατασκευάζουμε, δεν θα χρησιμοποιηθούν ποτέ για να σκοτώσουν ανθρώπους; Και πώς να ξέρουμε αν πρόκειται να χρησιμο ποιηθούν εναντίον «αθώων» πληθυσμών ή εναντίον «ένοχων» στρα τιωτών (που ανήκουν στο εχθρικό έθνος);
(Ανοίγω την σημερινή εφημερίδα: στη σελίδα 12 γίνεται λόγος για την γνώριμή μου πόλη Μπουρζ. «Η οικονομική ατμομηχανή της Μπουρζ ονομάζεται στρατός: εργοστάσια του βιομηχανικού ομίλου του στρατού ξηράς (2.000 άτομα) που κατασκευάζουν κανόνια μεγά λου βεληνεκούς. [...] Όλα αυτά τα εργοστάσια απασχολούν πολύ εξειδικευμένο προσωπικό και διανέμουν πάμπολλες υπεργολαβίες. Αποτέ λεσμα: η Μπουρζ καυχιέται ότι έχει ανεργία μόνον 7%» (ίθ Μοπόβ, 2930 Απριλίου 1990). Να τι κάνει τους εκλεγμένους, κομμουνιστές, δημο κράτες και εθνικιστές, για μία φορά πρόθυμους να λησμονήσουν τις διενέξεις τους: αφήστε μας να παράγουμε ακόμα περισσότερα όπλα, ζητούν όλοι με μια φωνή. Σε ποιον θα πουληθούν αυτά τα όπλα, ενα ντίον τίνος θα χρησιμοποιηθούν, «δεν τους αφορά». Η Μπουρζ καυχιέ ται... Γιατί να σκεφτεί τα καμένα μωρά;) Τα αποτελέσματα του εσωτερικού κατακερματισμού δεν είναι λιγότερο διαδεδομένα. Οι στρατιώτες που επιδιώκουν να σκοτώσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται είναι συχνά εξαιρετικοί οικογενειάρχες: το στεγα νό «πόλεμος» δεν επικοινωνεί μέσα τους με το στεγανό «ειρήνη». Και δεν πρόκειται μόνο για τον πόλεμο: έχουν συχνά επισημάνει ορισμένοι ότι οι ίδιοι οι αμερικανοί στρατιώτες που αποβιβάστηκαν στην Ευρώπη και είχαν αγανακτήσει από τον αντισημιτισμό των ναζί, ασκούσαν μια πολιτική φυλετικών διακρίσεων εναντίον των Νέγρων τους. Οι Γάλλοι
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
που αυτοκηρύσσονταν πατέρες της Επανάστασης, της ελευθερίας και της ισότητας, εγκαθίδρυαν στις αποικίες τους καθεστώτα στα οποία οι υπήκοοι δεν απολάμβαναν ούτε τη μία ούτε την άλλη. Και ξέρω καλά ότι και η δική μου ζωή δεν είναι άτρωτη από τα ολέθρια αποτελέσματα του κατακερματισμού. Σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, η κοινωνική σχιζοφρένεια, ο διαχω ρισμός της ζωής σε στεγανά, είναι ένα μέσον άμυνας για όποιον εξακο λουθεί να έχει ορισμένες ηθικές αρχές: συμπεριφέρομαι υποταγμένα και άτιμα μόνο στο τάδε τμήμα της ύπαρξής μου-στα άλλα, που τα θεω ρώ ουσιώδη, παραμένω αξιοπρεπής. Χωρίς τον διαχωρισμό αυτό, δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω ομαλά. Κάπως όπως ο πυρετός σε μία αρρώ στια, ο κατακερματισμός δεν είναι το καθαυτό δεινό, αλλά μία άμυνα ε ναντίον του-ωστόσο, χάρη σ’ αυτόν γίνεται εφικτό, αν όχι και εύκολο, το δεινό και για τούτο είναι «καθημερινό ελάττωμα». Ο Ρ.Τζ. Λίφτον που, στο βιβλίο του για τους ναζιστές γιατρούς, δίνει μεγάλη προσοχή στην κατάσταση αυτή, την αναφέρει ως «διπλασιασμό» (μα τα στεγανά είναι συχνά περισσότερα από δύο) και έχει περιγράφει αναρίθμητα μέσα με τα οποία ο συμβιβασμένος άνθρωπος κατορθώνει να διαφυλάξει μία καλή γνώμη για τον εαυτό του: αποδεχόμενος να τελέσει την άλφα αλ λά όχι την βήτα πράξη, απομονώνοντπς το ιδιωτικό από το δημόσιο, α ντισταθμίζοντας το δημόσιο ελάττωμα με την ιδιωτική αρετή. Ε λοιπόν, δεν ενεργούν έτσι μόνον οι ναζιστές γιατροί-το ίδιο συμ βαίνει με όλους τους «επαγγελματίες» (και είμαστε όλοι επαγγελματίες με τον άλφα ή βήτα τρόπο) που δεν εφαρμόζουν τους ίδιους ηθι κούς κανόνες στην εργασία τους και τον υπόλοιπο καιρό-και που μπο ρούν ν’ αποδέχονται το απαράδεκτο ως ειδικοί και να καθησυχάζουν τον εαυτό τους με το γεγονός ότι στην άλλη τους ζωή, την «αληθινή», συμπεριφέρονται αξιοπρεπώς. Ο φυσικός που συντελεί στην παραγω γή πυρηνικών όπλων, πείθεται ότι δεν κάνει κανένα κακό επειδή, συγ χρόνως, είναι καλός πολίτης και υποδειγματικός σύζυγος- πιστεύει στην ενότητα εκεί που, στην πράξη, είναι εγκαθιδρυμένος ένας κατα κερματισμός τον οποίο παραβλέπει. Όταν, σήμερα, προτιμούμε να α γνοούμε τις φρικωδίες του ολοκληρωτικού κόσμου, ή σκεφτόμαστε ότι τα τέρατα που είναι υπεύθυνα γι’ αυτές δεν έχουν καμία σχέση μ’ ε μάς, εξακολουθούμε να επιδιώκουμε να αμυνθούμε κατακερματίζο ντας τον κόσμο σε στεγανά- όλοι, ή σχεδόν όλοι, μας προτιμούμε τη βολή από την αλήθεια. Μια ορισμένη δόση κατακερματισμού είναι ωστόσο απαραίτητη για την απλή σωματική επιβίωση του ατόμου. Ο καθένας μας γνωρίζει τα όρια της δράσης του-γνωρίζει πως αδυνατεί να κάνει τον κόσμο όπως θα τον ήθελε. Γι’ αυτό και επιλέγει τις προτεραιότητές του και παραμε ρίζει τις άλλες. Μπορεί να αισθάνομαι να με αφορούν οι δυστυχίες του κόσμου, αφοσιώνομαι πιθανόν και λίγο σ’ αυτές, μα δεν δίνω ελεημο σύνη σε όλους τους ζητιάνους που συναντώ στον δρόμο και στις εισό
151
152
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
δους του μετρό: αυτό δεν ανήκει στις προτεραιότητές μου. Πώς να α ναγνωρίσω το όριο, πέρα από το οποίο ο κατακερματισμός γίνεται ένο χος, αν όχι εγκληματικός; Παίρνοντας υπ’ όψη τον περίγυρο-λόγου χάρη, για να καταπολεμήσω τη μεγάλη φτώχεια, η ελεημοσύνη δεν εί ναι το πιο αποτελεσματικό μέσον. Αλλά και επιχειρηματολογώντας για τον βαθμό κακού που απομακρύνω από τον ορίζοντά μου; τα βασανι στήρια και ο θάνατος, για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τη ζωή μας, δεν είναι της ίδιας κατηγορίας με τα δυσάρεστα που προκαλεί η καται γιστική δημοσιότητα ή με την ποιοτική πτώση της κουλτούρας. Στο εσωτερικό των στρατοπέδων, οι κρατούμενοι βλέπουν τα ολέ θρια αποτελέσματα του κατακερματισμού και υπόσχονται: αν μια μέρα ελευθερωθούμε, «θα θέσουμε τις πράξεις μας σε συμφωνία με τις ιδέ ες μας» (Γκίνμπουργκ, II, 86). Η Μίλενα έχει την ίδιαν απαίτηση: «Δεν ανεχόταν το χάσμα ανάμεσα στα λόγια και στα έργα» (ΜπούμπερΝόυμαν, Μίλενα, 229)-και ο δρ Φρανκλ άκουσε, μέσα στα στρατόπεδα, «το κάλεσμα να δείχνω τις ιδέες μου με τις πράξεις μου, αντί μόνο να τις δημοσιεύω σε βιβλία» (167). Αλλά οι αποφάσεις αυτές, που εκκι νούν από την καταδίκη του κατακερματισμού, θέτουν ένα πρόβλημα που το έχουμε ήδη συναντήσει στο ζήτημα της αξιοπρέπειας: η συνε κτικότητα ανάμεσα στις ιδέες και τις πράξεις, ή ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, δεν είναι αναγκαστικά καλή: ο συνεκτικός ναζί δεν εί ναι καλύτερος από εκείνον που, κάθε τόσο, εγκαταλείπεται και στην καλοσύνη. Η απόφαση του δρ. Φρανκλ μού αρέσει μόνον επειδή εγκρί νω τις ιδέες του-πιθανόν και ο Χίτλερ πήρε μια μέρα την ίδιαν απόφα ση, στα βάθη της φυλακής του, αλλά αυτό δεν με χαροποιεί καθόλου: δεν θα έβλαπταν λίγο περισσότερος κατακερματισμός, λίγο περισσό τερες στιγμές καλοσύνης απ’ αυτές που αναθυμάται ο Σπέερ. Η τελική κρίση την οποία θα κάνουμε εξαρτάται, λοιπόν, κι εδώ, από το περιεχό μενο των πράξεων που τελέστηκαν και των ιδεών που διακηρύχθηκαν. Ο κατακερματισμός είναι ένα καθημερινό ελάττωμα που μπορεί να δι ευκολύνει άνετα την έλευση του κακού και να μετριάσει λιγάκι τα αποτελέσματά του-αλλά δεν αποτελεί, αυτός καθαυτόν, έγκλημα.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Αποπροσωποποίηση Απανθρωποηοίηση των θυμάτων Η ολοκληρωτική ιδεολογία θεωρεί τα άτομα όργανα, μέσα για να υ λοποιήσει ένα πολιτικό, αν όχι συμπαντικό πρόταγμα. Ο Χίτλερ αρέσκεται να μιλάει «για το μηδέν [...] του ατόμου και για την επιμηκυνό μενη ύπαρξή του στην ορατή αθανασία του έθνους» (Ράουονινγκ, 222) και ο Χίμλερ ζητάει από τον κάθε 38 «την πλήρη θυσία της προσωπικό τητάς του στην εκτέλεση του καθήκοντος του απέναντι στο έθνος και την πατρίδα» (Ες, 95)· κατά μείζονα λόγο, ο 38 οφείλει να είναι έτοι μος να θυσιάσει τη ζωή των άλλων σ’ αυτή την μεγάλη υπόθεση... Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε παρόμοια χωρία από τον Λένιν και τον Στάλιν, μόνο που τη θέση της λέξης «έθνος» θα κατείχε εδώ η λέξη «κομμουνισμός». Ώστε σωστά τα ολοκληρωτικά δόγματα λέγονται αντι-ανθρωπιστικά. Η ανθρωπιστική φιλοσοφία, με την έννοια που χρη σιμοποιώ εδώ αυτή την έκφραση, θεωρεί, απεναντίας, απαραίτητο το ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτή είναι η πρακτική ηθική επιταγή του Καντ, που ήταν Γερμανός: «Να ενεργείς έτσι, ώστε να αντιμετωπίζεις την ανθρωπότητα, στο πρόσωπό σου καθώς και στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου, πάντα συγχρόνως ως σκοπό, και ποτέ απλώς ως μέσον» (Μεταφυσική, 295). Η ανθρωπιστική φιλοσοφία δεν αγνοεί ότι είναι α ναπόφευκτο να θεωρείς μερικές φορές τα άτομα και μέσα-αλλά απαι τεί να μη τα περιστέλλεις σε μέσα. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο —σε αντίθεση προς πολλά άλλα— η πρακτική του ολοκληρωτισμού συμμορφώνεται στη θεωρία: το ανθρώ πινο ον θεωρείται απ’ αυτήν πράγματι μέσον, άρα δεν είναι πια γνήσιο πρόσωπο (αν πάρουμε τη λέξη «πρόσωπο» με την επακριβή σημασία της). «Η επιδίωξη του συστήματος ήταν η αποπροσωποποίηση», βεβαι ώνει ο Μπέτελχαϊμ (Καρδιά, 309): στην πράξη όχι, είναι εκεί ένα μέσον για να μετασχηματίσει τα άτομα σε συστατικά ενός προτάγματος που τα υπερβαίνει. Αλλά είναι αλήθεια ότι το μέσον αυτό είναι παντοδύνα μο και ότι τα στρατόπεδα είναι ο χώρος στον οποίο θριαμβεύει. Πολύ περισσότερο από όλα τα σαδιστικά ή πρωτόγονα ένστικτα, υπεύθυνη για το κακό του ολοκληρωτισμού είναι η αποπροσωποποίηση του άλ λου και του εαυτού. Ήδη στην ομαλή του λειτουργία; το ολοκληρωτικό σύστημα περι στέλλει τα άτομα σε λειτουργίες· αλλά τουλάχιστον οι λειτουργίες αυ τές είναι περισσότερες από μία. Τα στρατόπεδα παίζουν για μιαν ακό μη φορά τον ρόλο μεγεθυντικού καθρέφτη: εδώ, υπάρχει πια μόνο μία αναγνωρισμένη λειτουργία, η εργασία- και, καθώς ο εφοδιασμός σε εργατικά χέρια είναι ακατάπαυτος, δεν είναι πια απαραίτητο να ασχο-
154
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
λείσαι με τη συντήρηση αυτού του οργάνου, άρα και με τη διατήρηση των ανθρώπινων ζωών. Έξω, τα άτομα παραμένουν ανθρώπινα, κι ας μην αξιολογούνται ως πρόσωπα, γιατί έτσι ακριβώς εκπληρώνουν με τον καλύτερο τρόπο τα καθήκοντά τους. Εδώ, θεωρείται αληθινά ότι δεν ανήκουν στο ανθρώπινο είδος. Ο ανακριτής λέει στην Γκίνσμπουργκ, πριν καν μπει στο στρατόπεδο: «Για μας, οι εχθροί του λαού δεν είναι ανθρώπινα όντα. Εναντίον τους, όλα επιτρέπονται» (I, 66). Να ταξινο μηθείς ως εχθρός, αρκεί για να σε αποκλείσει από την ανθρωπότητα. Μόλις φτάνει στον προορισμό της, ανακαλύπτει ότι η στάση αυτή είναι συνηθισμένο πράγμα. Ιδού ο διευθυντής του ποινικού σοβχόζ Ελγκύεν: «Δεν μου δίνουν καμία ικανοποίηση τα βάσανά σας. Απλώς, δεν σας βλέπω, επειδή ειλικρινά δεν σας θεωρώ ανθρώπινα πλάσματα. Μία “αύ ξηση απωλειών” στο εργατικό δυναμικό των κρατουμένων, ήταν γι’ αυ τόν μία τεχνική όχληση όπως οι άλλες» (II, 89). Αντιστρόφως, ο τρό πος για να πετύχεις καλύτερη μεταχείριση από τους φύλακες είναι να συνδεθείς με έναν απ’ αυτούς με προσωπικό δεσμό, δηλαδή να τον κά νεις να σε αναγνωρίσει ως άτομο-το να μιλάς την ίδια γλώσσα μ’ αυ τόν, είναι, για τούτο, απαραίτητο: αν σου στερήσουν την ομιλία, χάνεις ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπινότητάς σου. Ο μετασχηματισμός των προσώπων σε μη πρόσωπα, σε πλάσματα έμψυχα αλλά όχι ανθρώπινα, δεν είναι πάντα εύκολος. Παρά τις ιδεο λογικές αρχές, όταν βρεθείς απέναντι σε ένα συγκεκριμένο άτομο, μπορεί να δυσκολευτείς να ξεπεράσεις μία εσωτερική αντίσταση. Μπαίνουν τότε σε δράση μία σειρά από τεχνικές αποπροσωποποίησης, που στόχος τους είναι να βοηθήσουν τον φύλακα να λησμονήσει την ανθρωπινότητα του άλλου. Ιδού ορισμένες. Υπάρχει πρώτα ο μετασχηματισμός που επιβάλλεται στη συμπερι φορά των θυμάτων. Πριν σκοτωθούν, θα ξεντυθούν. Τα ανθρώπινα πλάσματα δεν μένουν ομαδικώς γυμνά, δεν μετακινούνται γυμνά-να τους πάρεις τα ρούχα τους, σημαίνει να τα εξομοιώσεις με τα ζώα. Και οι φύλακες μαρτυρούν ότι κάθε ταύτιση με τα θύματα γίνεται αδύνατη από τη στιγμή που βλέπουν πια μόνο γυμνά κορμιά-τα ρούχα είναι ση μάδι ανθρωπινότητας. Το ίδιο ισχύει για την υποχρέωση να ζουν μέσα στα περιττώματά τους-ή για το καθεστώς υποσιτισμού, που επικρατεί στα στρατόπεδα και υποχρεώνει τους κρατούμενους να αναζητούν διαρκώς τρόφιμα και να είναι έτοιμοι να καταβροχθίσουν ό,τι λάχει. Ο Ες παρατηρεί τους ρώσους αιχμαλώτους πολέμου: «Δεν ήταν πια άν θρωποι. Είχαν μεταμορφωθεί σε ζώα, που σκέφτονταν πια μόνο το φα γητό» (160)-μόνο που ξεχνάει να προσθέσει ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυ νος γι’ αυτή τους τη μεταμόρφωση. Όλα τα μέσα αποβλέπουν σ’ αυτό τον ίδιο σκοπό, που δεν τον αγνοούν οι φύλακες. Η Σερένυ ρωτά τον Στανγκλ: «Αφού θα τους σκοτώνατε έτσι κι αλλιώς, προς τι όλες αυτές οι ταπεινώσεις;» Απάντηση: «Για να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
εκείνων που έπρεπε να εκτελέσουν τις διαταγές. Γ ια να μπορέσουν να κάνουν αυτά που έκαναν» (107-8), 'Αρα η διεργασία περιλαμβάνει δύο χρονικά στάδια: επιβάλλεις αρχικά μία συμπεριφορά που φαίνεται «ζω ώδης»· κατόπιν, με ήσυχη συνείδηση, συμπεριφέρεσαι στα πλάσματα αυτά σαν να ήταν ζώα ή και κάτι χειρότερο. Αλλες τεχνικές είναι λιγότερο κτηνώδεις, αλλά όχι λιγότερο αποτε λεσματικές. Επιβάλλεται στους κρατούμενους να χάσουν το όνομά τους και να αποκτήσουν έναν αριθμό-κι όμως, το όνομα είναι το πρώτο σήμα του ανθρώπου. Μιλώντας γι’ αυτούς, οι φύλακες αποφεύγουν να χρησιμοποιούν όρους όπως «πρόσωπα», «άτομα», «άνθρωποι», αλλά μιλούν για «κομμάτια», «τεμάχια» ή χρησιμοποιούν απρόσωπες εκ φράσεις. Ο Στανγκλ εξακολουθεί να κάνει το ίδιο στις συζητήσεις του με την Σερένυ, περισσότερο από τριάντα χρόνια μετά τα γεγονότα: «όλα είχαν τελειώσει» (για να αναφέρει μία συλλογική δολοφονία), «μία μεταφορά είχε ταξινομηθεί» κτλ (182). «Ηταν απαγορευμένο να χρησιμοποιείς τις λέξεις “θάνατος” ή “θύμα”, επειδή αυτό [το πτώμα] ή ταν ακριβώς σαν κούτσουρο», αναθυμούνται δύο νεκροθάφτες του Βίλνο (Λαντσμάν, 24). Ένα μυστικό σημείωμα, αναφορικά με τις τροπο ποιήσεις που έπρεπε να επέλθουν στα καμιόνια που χρησιμοποιούνταν ως κινητοί θάλαμοι αερίων, στο Τσέλμνο, με ημερομηνία 5 Ιουνίου 1942, είναι ιδιαίτερα ανατριχιαστικό: τα ανθρώπινα πλάσματα που πρό κειται να δολοφονηθούν αναγράφονται πάντα ως «το φορτίο», «τα κομμάτια» ή χωρίς προσδιορισμό: «χειριστήκαμε ενενήντα επτά χιλιά δες» (Κόγκον κ.α., ΙΙΙ-ΐν). Αλλωστε, ο μεγάλος αριθμός παράγει το ίδιο αποτέλεσμα: είναι πιο δύσκολο, από μιαν άποψη, να σκοτώσεις δύο ανθρώπους παρά δύο χι λιάδες. «Σπάνια τους αντιλαμβανόμουν ως άτομα. Ήταν πάντα μία τε ράστια μάζα», δηλώνει ο Στανγκλ (Σερένυ, 215). (Ολοι μας αντιδρούμε έτσι, όταν μας αναγγέλλονται μυριάδες θάνατοι-η ποσότητα αποπροσωποποιεί τα θύματα και, συνάμα, αναισθητοποιεί εμάς: ένας θάνατος είναι θλίψη, ένα εκατομμύριο θάνατοι είναι πληροφορία). Τέλος, κάθε υπαγωγή των ατόμων σε μία πιο αφηρημένη κατηγορία συντελεί στην αποπροσωποποίησή τους: είναι πιο εύκολο να μεταχειριστείς απάν θρωπα τους «εχθρούς του λαού» ή τους «κουλάκους» παρά τον Ιβάν και τον Μάχα-τους Εβραίους ή τους Πολωνούς, παρά τον Μορντεχάι και τον Ταντέους. Έτσι συμπεριφέρονται οι κομμουνιστές μέχρι και μέ σα στα ναζιστικά στρατόπεδα. «Δεν ρωτούσαν Υποφέρεις;” ή “Έχεις πυρετό;”, αλλά “Είσαι μέλος του κομμουνιστικού κόμματος ή όχι;”» (Μπούμπερ-Νόυμαν, Μίλενα, 230). Η περιστολή του ατόμου σε μία κα τηγορία είναι αναπόφευκτη, αν θέλουμε να μελετήσουμε τους ανθρώ πους-είναι επικίνδυνη, από τη στιγμή που θα έχουμε μία αμοιβαία σχέ ση: απέναντι μου δεν έχω ποτέ μία κατηγορία, αλλά πάντα και μόνον ανθρώπους, πρόσωπα. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, στα στρατόπεδα εξοντώσεως όλα είναι
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
καμωμένα για να αποφεύγεται η σχέση πρόσωπο με πρόσωπο, για να εμποδίζεται ο δήμιος να βλέπει το βλέμμα του θύματος καρφωμένο πάνω του. Μόνον ένα άτομο μπορεί να μας κοιτάζει (και αν κοιτάζω έ ναν άγνωστο, αποφεύγω να το αντιληφθεί)· αποφεύγοντας το βλέμμα του, μπορούμε πολύ πιο εύκολα να αγνοήσουμε το πρόσωπό του. Μ’ άλλα λόγια, ακόμα και οι πιο σκληραγωγημένοι δεν είναι ανέγγιχτοι α πό ένα τυχόν μαλάκωμα. Ο Άιχμαν, λόγου χάρη, διηγείται: «Ο Ες μου είχε πει μια μέρα ότι ο Χίμλερ είχε έρθει, ότι είχε δει καλά τα πάντα... και ότι είχε εμφανώς κλονιστεί» (117). Αλλά ο ίδιος ο Άιχμαν τονίζει την αδυναμία του να κοιτάξει κατά πρόσωπο τον θάνατο, να δει τους αριθμούς και τις γραφικές παραστάσεις να μετατρέπονται σε δύσμορ φα ανθρώπινα κουφάρια. Επισκέπτεται το Τσέλμνο στο οποίο σκοτώ νουν στα καμιόνια με αέριο: «Δεν έριξα μια ματιά καθ’ όλη τη διάρκεια του ελιγμού [αυτό τον όρο χρησιμοποιεί]. Μου ήταν ανυπόφορες οι κραυγές και είχα εκνευριστεί υπερβολικά [...]. Εφυγα σαν κυνηγημέ νος. Πήγα βιαστικά στο αυτοκίνητο και δεν άνοιξα πια το στόμα» (111). Παρευρίσκεται σε μία μαζική εκτέλεση στο Μινσκ: «Είδα μια γυναίκα να τινάζει τα χέρια πίσω [...] δεν είδα τα πόδια [...] έφυγα...» (115). Πη γαίνει στο Άουσβιτς: «Προτίμησα να μη βλέπω πώς πέθαιναν οι άνθρω ποι από ασφυξία. [...] Μια γιγάντια σιδερένια ψηστιέρα στην οποία έ καιγαν τα πτώματα... Δεν άντεξα το πλήγμα, μου ήρθε αναγούλα» (152). Πηγαίνει στην Τρεμπλίνκα: «Έμενα παράμερα, ήθελα να μη βλέ πω τίποτα» (153). Στέλνει τους ούγγρους Εβραίους να βαδίσουν μέχρι τη Βιέννη: «Δεν τους είδα με τα μάτια μου, για λόγους αρχής αρνιόμουν να παρακολουθώ καταθλιπτικά θεάματα, αν δεν είχα λάβει επίση μη διαταγή» (326). Για να αποφύγουν αυτού του είδους την «ανθρώπι νη» αντίδραση, για την οποία είναι ικανοί ώς και ο Χίμλερ και ο Άιχμαν, για να εμποδίσουν τα μέλη των Είη53ίζΙ<οηΐΓΤΐ3η<3ο, που τουφεκίζουν κατά μυριάδες τα θύματα, να τρελαθούν, επινοούν τους θαλάμους αε ρίων. Εκεί, η μηχανή αντικαθιστά τον άνθρωπο, και ο δήμιος αποφεύ γει κάθε επαφή με το θύμα. Έτσι ακριβώς τους δικαιολογεί ο Χίμλερ στον Ες: έχουμε να σκοτώσουμε πάρα πολύν κόσμο ώστε να αρκεστούμε στους τουφεκισμούς· και «αν λογαριάσουμε τα γυναικόπεδα, αυτή η τελευταία μέθοδος θα παραήταν οδυνηρή για τους 85 που θα την εφάρμοζαν» (Ες, 263). Αλλά, στο τεχνικό επίπεδο, τα ίδια ισχύουν για όλο τον σύγχρονο πόλεμο: κι εδώ, η επαφή έχει εξαλειφθεί και, έ τσι, η αποτελεσματικότητα (η θνησιμότητα του εχθρού) αυξάνει. Είναι ψυχολογικά πιο εύκολο να ρίξεις μία βόμβα από το αεροπλάνο, που σκοτώνει δέκα χιλιάδες άτομα, από το να ρίξεις εξ επαφής έστω και σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί· και έχουμε την τάση να θεωρούμε εγκλημα τική την δεύτερη πράξη και όχι την πρώτη. «Ο άνθρωπος που ρίχνει μια βόμβα πατώντας ένα κουμπί, ο στρατηγός ή ο πολιτικός που διευθύνει από μακριά τη σφαγή, βλέπει μπροστά του μόνο καλώδια και αριθμούς και, αναγκαστικά, χάνει την ικανότητα να αγαπά και να αντιλαμβάνεται
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τα ανθρώπινα πλάσματα» (Κάλερ, 70). Ο Ρ. Τζ. Λίφτον κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει μία αξιοσημείωτη συσχέτιση ύψους [πάνω από τη γη] και στάσης: οι πιλότοι που, στον πόλεμο του Βιετνάμ, πετούσαν με τα βομβαρδιστικά τους σε μεγάλο ύψος έχουν ήσυχη συνείδηση- αυτοί που χτυπούσαν από ελικόπτερα είχαν τύψεις και άγχος (541). Ενας στρατιώτης του εχθρού τον οποίο γνωρίζουμε προσωπικά, κινδυνεύει να πάψει να είναι εχθρός μας. Τέλος, η αποπροσωποποίηση πετυχαίνεται και με την ιδεολογική κατήχηση, η οποία, ιδιαίτερα στη Γερμανία, παίρνει τη μορφή της λα τρείας της «σκληρότητας» και της συστηματικής δυσφήμησης κάθε αι σθήματος οίκτου. Η λατρεία αυτή είναι, στη Γερμανία, προγενέστερη του ναζισμού και είναι μέρος της λεγάμενης «μαύρης παιδαγωγικής» (ο πατέρας πρέπει να δέρνει τον γιό του, για να τον κάνει άνδρα). Εί ναι παρούσα, με την ονομασία ϋπΙΙ, στην πρωσική στρατιωτική εκγύ μναση: επιβάλλουν εξοντωτικές ασκήσεις, τεράστιες πορείες με μεγά λο βάρος στην πλάτη, στο όνομα της ιδέας ότι κάθε επιπρόσθετο βά σανο είναι για το καλό σας, και ότι συνεπώς θα πρέπει να καμαρώνετε γι’ αυτό και όχι να παραπονιέστε. Ο ναζισμός παραλαμβάνει τις «παρα δόσεις» αυτές και τις εντάσσει σε ένα συνεκτικό σύστημα. Η εκγύμνα ση των 38 είναι «σκληρή»· αυτό θα εξασφαλίσει ότι η συμπεριφορά τους απέναντι στους κρατούμενους δεν θα κηλιδώνεται από έναν αυ θόρμητο οίκτο. Μία εγκύκλιος της καγκελαρίας του Χίτλερ αναφέρεται στις εκτοπίσεις ως εξής: «Αυτά τα ακανθώδη μερικές φορές προβλή ματα, μπορούν να λυθούν προς το συμφέρον του λαού μας και της μό νιμης ασφάλειάς του μόνο με την ανελέητη σκληρότητα, ΓϋοΚείοΙιΙΙοδβΐ' Ηβιΐβ» (Άρεντ, 180). Άρα στρατολογούν στα 38 κατά προτίμηση τους υποψηφίους που φαίνονται οι πιο σκληροί, κι αυτοί που φιλοδοξούν να ενταχθούν στα 88 λογαριάζουν ότι ένα μέρος από τη σκληρότητα της οργάνωσης θα μεταβιβαστεί και στους ίδιους —ότι, από μόνο το γεγο νός ότι ανήκουν στα 33, θα φαίνονται στους άλλους πιο σκληροί και πιο αρρενωποί. Το ίδιο ισχύει για τα μέλη της Τσεκά. Εξυπακούεται ότι η «σκληρότητα» αυτή δεν σημαίνει προσωπική αντοχή (οι φύλακες των στρατοπέδων είναι, σε καιρό πολέμου, λουφαδόροι που τους κο ροϊδεύουν οι αληθινοί στρατιώτες), αλλά μόνον αναισθησία απέναντι στα βάσανα των άλλων. Ο ίδιος ο Χίτλερ μιλάει περιφρονητικά για το συναίσθημα του οί κτου, ενοχλητικό επιβίωμα της χριστιανικής ηθικής. Δηλώνει μια φορά ενώπιον του Σπέερ: «Έχουμε την ατυχία να μην κατέχουμε την αληθι νή θρησκεία. Γ ιατί δεν έχουμε τη θρησκεία των Γ ιαπωνέζων, για τους οποίους το να θυσιάζεσαι για την πατρίδα είναι το ύψιστο καλό; Και η μουσουλμανική θρησκεία θα ήταν πολύ πιο κατάλληλη από τον χρι στιανισμό, με την ανοχή του που σε μαλακώνει» (138). Οι άλλες θρη σκείες είναι προτιμότερες από τον χριστιανισμό, ακριβώς επειδή δεν ε κτιμούν τόσο πολύ τον οίκτο για τους αδύναμους, την συμπόνια.
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Αλλωστε, ο Χίτλερ αποφεύγει επιμελώς κάθε προσωπικό δεσμό-κατά τον Σπέερ, ο Χίτλερ είχε δεσμό μόνο με τον σκύλο του-πράγματι, πριν αυτοκτονήσει, τον σκοτώνει —δείγμα υπέρτατης διάκρισης! Ο υπεύθυνος της ίδρυσης των στρατοπέδων Αικε επιμένει σταθερά σ’ αυτό: «Να κάνεις πράξεις φιλανθρωπίας απέναντι στους “εχθρούς του κράτους” θα ήταν αδυναμία, από την οποία αυτοί θα επωφελού νταν αμέσως. Ένα αίσθημα οίκτου για τους ανθρώπους αυτούς θα ήταν άτιμο για έναν 55-στους 55 δεν έχει θέση για τους “μαλακούς”, που καλά θα έκαναν να κλειστούν σε μοναστήρι [ο Αικε φαντάζεται τους μοναχούς εξ ίσου φανατικούς με τους ναζί, αλλά ευαίσθητους στον οί κτο]. Είχαμε ανάγκη από άνδρες σκληρούς και αποφασισμένους» (Ες, 71). «Ένας 55 οφείλει να είναι ικανός, μας έλεγε, να εκμηδενίζει ακό μα και τους πιο στενούς του συγγενείς, αν εξεγερθούν εναντίον του κράτους ή εναντίον των απόψεων του Αδόλφου Χίτλερ» (100). Στη Σο βιετική Ένωση, ενσαρκώνει το ιδεώδες αυτό ο νεαρός πιονέρος Πάβλικ Μοροζόφ: κατάγγειλε τους γονείς του, επειδή δεν συμφωνούσαν με τη σκέψη του αρχηγού. Σε μία άλλη ομιλία του, ο Αικε συστήνει στους 55 να απαλλαγούν «από τις παλιές αστικές αντιλήψεις τις οποίες κατέ στησε ξεπερασμένες η χιτλερική επανάσταση. Αυτές είναι συμπτώμα τα αδυναμίας και συναισθηματικότητας ανάξια ενός ΡϋΙΐΓθΓ 55» (1012). Είναι γνωστό ότι η πλειονότητα των 55 ακολούθησε πειθήνια τις ε ντολές αυτές και ότι δεν επέτρεψε σε κανέναν άτοπο οίκτο να εμποδί σει την συστηματική αποπροσωποποίηση των κρατουμένων ένα καθε στώς δεν μπορεί να καλλιεργεί συγχρόνως τον οίκτο και τα βασανιστή ρια. Ο μοναδικός οίκτος που εμφανίζεται είναι ο οίκτος που αισθάνο νται οι φύλακες για τον εαυτό τους, επειδή ήταν τόσο σκληροί με τους κρατουμένους· άμα τους έρθει, όπως στον Άιχμαν, θα «εκνευριστούν» μ' αυτό, κι ας μην πάψουν να κάνουν το καθήκον τους. Το ιδεώδες της σκληρότητας ή, όπως το λένε μερικές φορές, του ανδρισμού, δεν προβάλλεται προφανώς μόνο στους φύλακες των στρατοπέδων αλλά, φυαικά, σ’ αυτούς φτάνει στον παροξυσμό του. Ξέρουμε κι εμείς να αποπροσωποιούμε τους κοντινούς μας· τα μέσα, ωστόσο, που χρησιμοποιούμε είναι απείρως λιγότερο θεαματικά-μερι κές φορές, αρκεί ένα αφηρημένο βλέμμα.
Υποταγή των φυλάκων Οι κρατούμενοι δεν είναι οι μόνοι που υφίστανται τη διαδικασία αποπροσωποποίησης- σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα, και ειδικότερα στα στρατόπεδα, οι φύλακες τείνουν προς την ίδια κατάσταση, αν και από άλλους δρόμους. Ο στόχος του συστήματος είναι να μετατρέψει τον καθένα σε γρανάζι μιας τεράστιας μηχανής, έτσι ώστε να μην είναι πια κύριος της θέλησής του. Οι φύλακες μαρτυρούν τον μετασχηματι σμό αυτό λέγοντας ότι υποτάσσονται στις διαταγές, ότι θεωρούν κα
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
θήκον τους την υπακοή· δεν παίρνουν υπ’ όψη τους ότι μια τέτοια υπακοή συνεπάγεται την αποπροσωποποίησή τους, γιατί έχουν δεχτεί να κάνουν τον εαυτό τους μέσον, και όχι πια σκοπό. Μόλις το ολοκληρωτικό σύστημα καταρρεύσει, οι πρώην φύλακες χρησιμοποιούν την υπακοή ως δικαιολογία. «Το μόνο που κάναμε ήταν να υπακούουμε», αναφωνούν και πιστεύουν ότι μ’ αυτό απαλλάσσο νται από κάθε ευθύνη. Υπακοή στον ηγέτη του λαού, τον Φύρερ, στους νόμους και τις διαταγές. Σαν αντίδραση, οι κατήγοροί τους έχουν επι διώξει να αποδείξουν ότι αυτή η υπεράσπιση δεν στέκει, και ότι οι φύ λακες είχαν ενεργήσει με δική τους πρωτοβουλία-πράγματι, σε μια τέ τοια περίπτωση, το σφάλμα θα ήταν πιο βαρύ. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα σε επιμέρους περιπτώσεις, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι η απαίτηση για τυφλή υπακοή, η αξίωση να θεωρούν τον εαυτό τους γρανάζι μιας μηχανής, αποτελούν σαφώς χαρακτηριστικά του ολοκλη ρωτικού συστήματος. Κι αν ακόμα οι παραπάνω προτάσεις δεν περι γράφουν πάντα με ακρίβεια την πραγματικότητα των πράξεων, είναι σωστές ως ενδείξεις της πνευματικής κατάστασης των υπηκόων του ολοκληρωτισμού-οφείλουμε όχι να τις απορρίψουμε, αλλά να τις κρα τήσουμε ως πολύτιμη ομολογία. Οι φύλακες απλώς υπάκουαν στις δια ταγές: αυτό μειώνει πιθανόν την νομική τους ευθύνη, αλλά δείχνει συγχρόνως το βάρος του ηθικού τους μετασχηματισμού- ένα πλάσμα που απλώς υπακούει στις διαταγές, δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι πρό σωπο. Το καινοφανές των εγκλημάτων του ολοκληρωτισμού συνίσταται ακριβώς σ’ αυτή τη δυνατότητα. Η υποταγή παρουσιάζεται αρχικά σαν υποχρέωση. Ας δώσουμε πάλι τον λόγο στον Άικε: κατ’ αυτόν, ο αληθινός 85 «όφειλε να θεωρεί την κάθε διαταγή ιερή, και να την εκτελεί χωρίς δισταγμό, κι αν ακόμα αυτό του φαινόταν οδυνηρό» (Ες, 95). Τυπωμένο στα επιστολόχαρτά του ήταν το σύνθημα: «Μόνον ένα οφείλει να μετράει: η διαταγή που έχει δοθεί» (100-1), ενώ το σύνθημα όλων των 85 ήταν: «Φύρερ, δώσε διαταγή, εμείς σ’ ακολουθούμε» (196)· κι αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Μα η υπακοή αυτή δεν είναι α πλώς κάτι που το υφίστανται· είναι κάτι που το διεκδικούν κιόλας. Να υποτάσσεσαι στους νόμους και τις διαταγές, σημαίνει να εκτελείς το καθήκον σου-μπορείς, λοιπόν, να περηφανεύεσαι γι’ αυτό και μάλιστα να θεωρείς εαυτόν ιδιαίτερα ενάρετο που το έχεις εκτελέσει-να συμ φωνείς με τις απαιτήσεις του κράτους (που είναι εδώ οι υπέρτατες α παιτήσεις) σου δίνει ήσυχη συνείδηση. Γι’ αυτό ο Άιχμαν μπορεί και ι σχυρίζεται ότι έχει ενεργήσει σε συμφωνία με τις αρχές της ηθικής, ό τι έχει κάνει το καθήκον του —πράγμα που, όπως επισημαίνει η Άρεντ, είναι δυνατόν μόνον αν έχει προηγουμένως αντικαταστήσει την κατηγορική επιταγή του Καντ με την αναδιατύπωσή της από τον ναζί διοι κητή της Πολωνίας Χανς Φρανκ: «Να ενεργείς κατά τρόπο τέτοιον, ώ στε, αν ο Φύρερ γνώριζε την πράξη σου, να την είχε εγκρίνει» (15-6). Η μορφή της εκτέλεσης του καθήκοντος είναι παρούσα-αυτό που έχει
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
αλλάξει, είναι το περιεχόμενό της: στη θέση των οικουμενικών απο φθεγμάτων, εμφανίζεται η θέληση ενός ανθρώπου. «ΡϋήΓβΓννοιίΘ ήβββη ΟθεθΙζΙσβΚ», τα λόγια του Φύρερ έχουν δύναμη νόμου: αυτή εί ναι η αρχή του Άιχμαν και των άλλων υπάκουων πολιτών. Η υποταγή αυτή δεν επεκτείνεται μόνο στη δημόσια συμπεριφορά, αλλά αφορά και στις πεποιθήσεις. Αυτό είναι αυτονόητο στα στρατόπε δα, στα οποία είναι έκδηλη η απουσία κάθε αυτονομίας· στα υπόλοιπα μέρη του ολοκληρωτικού κράτους το πράγμα αυτό μας ξαφνιάζει περισ σότερο, γιατί αφορά σε ολόκληρο τον πληθυσμό (αλλά έξω από τα στρατόπεδα, δεν είναι τόσο σαφής και η αντίθεση φύλακες-κρατούμενοι: τότε ο καθένας, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, είναι συγχρόνως και φύλακας και κρατούμενος, υφίσταται το σύστημα και το επιβάλλει στους άλλους). Όταν οι κατηγορίες πέφτουν βροχηδόν πάνω στους συ νηθισμένους πολίτες, όπως κατά τη δεκαετία του 1930 στην Ε.Σ.Σ.Δ., οι γείτονές τους ανακαλύπτουν αποσβολωμένοι ότι άνθρωποι τους οποί ους θεωρούσαν άμεμπτους ήταν στην πραγματικότητα ύπουλοι εχθροί. Δύσκολο να το πιστέψουν; «Μα το έλεγε η Πράβδα: άρα δεν επιτρεπό ταν καμία αμφιβολία» (Γκίνσμπουργκ, I, 13). Αν κάποιος έχει συλληφθεί, ο λόγος είναι πως είναι ένοχος. Εδώ η ποινή προηγείται από την απόδειξη του εγκλήματος-ακόμα περισσότερο: επέχει θέση απόδειξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι σύζυγοι παύουν να έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο: αν ο ένας έχει κατηγορηθεί, ο άλλος πιστεύει περισ σότερο την κατηγορία και λιγότερο τις αισθήσεις του. Η Γκίνσμπουργκ διηγείται την συγκλονιστική ιστορία μιας πρώην κομμουνίστριας, που αρνείται να υπερασπιστεί τον άνδρα της από τότε που εκείνος έγινε «ε χθρός του κόμματος» και που, παρά τα βάσανά της, στέλνει στον Στά λιν ένα γράμμα «που ξεχειλίζει από αγάπη και πίστη» (I, 26)· η αλήθεια είναι ότι λίγο αργότερα αυτοκτονεί. Παρόμοια, όμως, αντιδρά και ο άνδρας της Γκίνσμπουργκ: δεν θέλει οι δυστυχίες που πλήττουν τη γυναί κα του να επηρεάσουν την εμπιστοσύνη του στο κόμμα. Στη λογοτεχνία για τα ναζιστικά στρατόπεδα, βεβαιώνουν συχνά ό τι η τυφλή υπακοή στους νόμους και τις διαταγές είναι, κι αυτή, μία ι διότητα «τυπικά γερμανική» ή «πρωσική». Η παρουσία της στις άλλες ολοκληρωτικές χώρες αρκεί ήδη για να καταρρίψει τον παραπάνω ι σχυρισμό. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η υπάκουη συμπεριφορά συναντάται και εκτός των ολοκληρωτικών χωρών. Όταν ελευθερώνεται από το Μπούχενβαλντ, ο Χόρχε Σεμπρούν επιστρέφει στη Γαλλία- από την πρώτη κιόλας μέρα, ακούει από το στόμα ενός υπαλλήλου τη φράση που δεν τολμούσαν να του απευθύνουν οι φύλακές του στο στρατόπε δο, αλλά που την έλεγαν μεταξύ τους: «Αν χρειαζόταν, κύριε, να έχω προσωπικές απόψεις, δεν θα τελείωνα ποτέ [...]. Περιορίζομαι να εκτε λώ τις διαταγές της Διοίκησης» (131). Γνωρίζουμε και τα αποτελέσμα τα του περίφημου τεστ του Στάνλεϋ Μίλγκραμ, που σχετίζεται ίσα ίσα με την υποταγή στην αυθεντία: ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ελεύθε
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ρων, μορφωμένων και έξυπνων πολιτών των Η.Π.Α. (και όχι πειθήνιοι Γερμανοί) δέχονται πρόθυμα να βασανίσουν τους συντρόφους τους, α φού πιστεύουν ότι υποτάσσονται στις απαιτήσεις της επιστήμης και στις διαταγές των καθηγητών τους. Η υπακοή είναι κάθε άλλο παρά «τυπικά γερμανική»· αποκαλύπτεται πως είναι μία στάση γενικά αν θρώπινη —φτάνει να το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Από τις περιστάσεις αυτές, μία από τις πιο ισχυρές είναι η εξομοίωση της ζωής στο σύνολό της με κατάσταση πολέμου (η επέκταση της έννοιας του εχθρού). Πράγματι, κατά τον πόλεμο υποχρεώνεσαι να μην κρίνεις από μόνος σου, αλλά να εκτελείς τυφλά και επακριβώς τις διαταγές των ανωτέρων σου, κι αν ακόμα αυτές εναντιώνονται στις αρχές σου σε καιρό ειρήνης: ο πόλεμος είναι ο χώρος του νόμιμου φό νου, αν όχι και του ηθικού φόνου. Στο μέτρο που το πρωσικό πνεύμα έ χει διαποτιστεί από το στρατιωτικό ιδεώδες, οι ναζί μπορούν πράγματι να το προβάλλουν ως εθνική παράδοση (αλλά, φυσικά, διατηρούν απ’ αυτή μόνον ό,τι τους ταιριάζει). Ο στρατός είναι από παράδοση ο θεματοφύλακας αυτού του πνεύματος πολέμου και σε καιρό ειρήνης. «Όταν είσαι στον στρατό, δεν διαμαρτύρεσαι», λέει για να δικαιολογη θεί ο γιατρός του Αουσβιτς Φριτς Κλάιν, που συμμετέχει στις «επιλο γές» (Λάνγκμπάίν, 337). Μπορούμε να του αντιτείνουμε, πρώτα πρώ τα, ότι η εξομοίωση του στρατοπέδου με τον πόλεμο, του «εσωτερικού εχθρού» με τον «εξωτερικό εχθρό» είναι αθέμιτη: ο «πόλεμος» που εί χαν δήθεν κηρύξει οι Εβραίοι στο ναζιστικά κράτος είναι ένα βολικό α ποκύημα της φαντασίας που πρόβαλε ο Χίτλερ. Θα πρέπει να προσθέ σουμε και ότι, ακόμα και σε καιρό πολέμου, δεν τίθενται σε αναστολή όλες οι προηγούμενες βασικές αρχές: αλλιώς, θα κινδυνεύαμε να μη μείνουμε άνθρωποι. Η στάση της πειθήνιας υπακοής, που αποπροσωποποιεί κι αυτόν που την επιδεικνύει μετατρέποντάς τον σε απλό γρανάζι μιας τερά στιας μηχανής, η άρνηση της άσκησης της κρίσης και της θέλησής του: αυτά είναι χαρακτηριστικά καθημερινής συμπεριφοράς που συναντιό νται και πολύ πέρα από τα σύνορα των στρατοπέδων, και μάλιστα και των ολοκληρωτικών κρατών οι ακραίες καταστάσεις απλώς απεικονί ζουν τις πιο οδυνηρές συνέπειες. Γ ια μιαν ακόμα φορά, η αλήθεια του ατόμου και η αλήθεια της ανθρωπότητας βρίσκονται από την ίδια πλευ ρά, που δεν είναι η πλευρά της συλλογικότητας· οι νόμοι της χώρας, η θέληση του αρχηγού, οι διαταγές που εκδίδει το κράτος θα αμφισβητη θούν από το σκεπτόμενο άτομο, που επικαλείται αυτό που, σε διαφο ρετικές εποχές, έχει ονομαστεί φυσικό δίκαιο, οικουμενική ηθική ή αν θρώπινα δικαιώματα. Εδώ ακριβώς εδράζεται και η έννοια «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας»: πράξεις που ήταν σε τέλεια συμφωνία με τους ισχύοντες νόμους θεωρούνται μία μέρα εγκλήματα, επειδή ενα ντιώνονται όχι στους νόμους, αλλά στις άγραφες αρχές που υποβα στάζουν τις έννοιες δίκαιο και ανθρωπότητα. Επιδιώκοντας να δίκαιο-
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
162
λογήσει τη συμπεριφορά του ως διοικητή του Άουσβιτς, ο Ες επικαλεί ται μία αρχή που ισχύει και στην δημοκρατική Αγγλία: «ΗιςΜ ογ ννΐΌΠ9 Γπγ οουπίιγ!» [σωστό ή λάθος — ό,τι θέλει η χώρα μου] (197). Η αρχή αυτή όχι μόνο δεν δικαιολογεί, αλλά εκτίθεται και η ίδια εξ αιτίας της αποκάλυψης των πράξεων στις οποίες μπορεί να οδηγήσει. Αν το εθνι κό συμφέρον τοποθετείται πάνω από το συμφέρον της ανθρωπότητας, γίνεται εφικτό το Άουσβιτς. Η υπακοή στον νόμο είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, μα δεν είναι πηγή αρετής· αλλά αν ο νόμος είναι άδικος, πρέπει να τον παραβούμε και να τον καταγ γείλουμε, πράγμα εφικτό σε ορισμένα καθεστώτα και όχι σε άλλα: ιδού ένα πρακτικό μέσον για να κάνουμε τη διάκριση καλύτερων και λιγότερο καλών καθεστώτων.
Πορτραίτα Είδαμε ότι η ναζιστική εκδοχή του ολοκληρωτισμού προσφέρει πιο πλούσιο υλικό για να καταλάβουμε καλύτερα το κακό-από την κομμου νιστική πλευρά, δεν υπάρχει τίποτε εφάμιλλο με τα τεκμήρια που έδω σαν ορισμένοι παράγοντες της εθνικοσοσιαλιστικής εξουσίας, οι οποί οι αναγκάστηκαν λίγο πολύ να εξηγήσουν τη συμπεριφορά τους. Γι’ αυτό και θα ήθελα να στραφώ τώρα σε ορισμένα τεκμήρια που παρου σιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: στην αυτοβιογραφία του Ες, στην ανά κριση του Άιχμαν, στα Απομνημονεύματα του Σπέερ. Ο διοικητής του Άουσβιτς Ρούντολφ Ες περιγράφει τα παιδικά του χρόνια ως μαθητεία στην υπακοή —λιγότερο στον νόμο και περισσότε ρο στη μορφή που τον ενσαρκώνει: στον πατέρα του αρχικά, κατόπιν στους ιεραρχικά ανωτέρους του, στον στρατιωτικό του αρχηγό. Το κα λό συγχέεται γι’ αυτόν με το πρόσωπο του κατόχου της εξουσίας: «Στα μάτια μας, ο Φύρερ είχε πάντα δίκιο, το ίδιο και ο άμεσος ανα πληρωτής του, ο Ράιχσφυρερ [ο Χίμλερ]» (197). Οι διαταγές τους εκτελούνται χωρίς σκέψη, και η ανυπακοή είναι αδιανόητη. «Δεν πιστεύω ότι μία παρόμοια ιδέα θα μπορούσε να περάσει απ’ το μυαλό έστω και ενός από τους μυριάδες αξιωματικούς των 88» (196). Παρασύρεται, λοιπόν, στην αποπροσωποποίησή του και γίνεται στα ίδια του τα μάτια γρανάζι μιας μηχανής. Μια μέρα λαμβάνει τη διαταγή που αφορά στην «οριστική λύση» του εβραϊκού ζητήματος· χωρίς να διστάσει στιγμή, στρώνεται να την εκτελέσει. Ενεργεί έτσι από καθήκον, όχι επειδή του αρέσει να σκοτώνει. Αυτό το δείχνει καλά ένα επεισόδιο της τελικής εκκένωσης των στρατοπέδων. Οι στρατιώτες που διασταυρώνονται με τις φάλαγγες των κρατουμένων διασκεδάζουν να τους πυροβολούν και μερικές φορές πετυχαίνουν τον στόχο τους. Ο Ες βλέπει έναν στρατιώτη, που σκοτώνει έναν κρατούμενο. «Τον φώναξα άγρια και τον ρώτησα γιατί είχε σκοτώσει αυτόν τον κακομοίρη για τον οποίο δεν ήταν υπεύθυνος. Μου απάντησε με ένα αυθάδες χαμόγελο και
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
μου δήλωσε ότι αυτό δεν με αφορούσε. Τράβηξα το περίστροφό μου και τον σκότωσα» (237). Ο ίδιος Ες στέλνει στον θάνατο εκατομμύρια κρατούμενους, αλλά επειδή του είχαν αναθέσει την ευθύνη για τη θα νάτωσή τους! Κι αν ακόμα η ιστορία δεν είναι αληθινή, δείχνει πολύ καλά πώς ο Ες αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Εξ ίσου μακριά ωθείται και η διαδικασία αποπροσωποποίησης. Ο Ες δεν έχει κανένα φίλο· δηλώνει ότι αγαπά τη γυναίκα του, αλλά καμία από τις χειρονομίες του που αναφέρονται δεν το επιβεβαιώνει. Έχει ε ρωμένη μία από τις καταδίκους του Αουσβιτς: όταν θέλει να την χωρί σει, δεν αρκείται να την εγκαταλείψει αλλά προσπαθεί να βάλει να την σκοτώσουν. Περιστέλλει τους κρατούμενους στην καθαρά εργασιακή λειτουργία τους· όσοι παραήταν αδύναμοι και δεν μπορούσαν να έ χουν καλή απόδοση, έπρεπε να εξοντωθούν αμέσως. «Πέθαιναν πολύ σύντομα, αφού δεν είχαν την παραμικρή χρησιμότητα για τη βιομηχα νία των εξοπλισμών. [...] Οι άνθρωποι αυτοί αντιπροσώπευαν ένα βά ρος για τα στρατόπεδα, έπαιρναν τη θέση και την τροφή εκείνων που ήταν ικανοί να εργαστούν και δεν εξυπηρετούσαν πραγματικά σε τίπο τα» (219). Ήταν από κάθε άποψη καταδικασμένοι σε γρήγορο θάνατο (από εξάντληση): γιατί να μη τους ξαποστείλουν κατ’ ευθείαν στους θαλάμους αερίων; Άχρηστοι για τη βιομηχανία, βάρος για τα στρατό πεδα: οι άνθρωποι αυτοί δεν θεωρούνταν ποτέ σκοπός, μπορούσαν να χρησιμεύσουν μόνον ως μέσον και, αν ούτε και ως μέσον, τότε έπρεπε να εξαφανιστούν. Αυτή η αποπροσωποποίηση των άλλων, και ειδικότερα των θυμά των, πλησιάζει αλλόκοτα τη θέση του Ες με τη θέση ενός σοφού φυ σιοδίφη. Στην ομολογία του, ενώ ξέρει πως έχει καταδικαστεί σε θάνα το, δεν μπορεί να εμποδίσει τον εαυτό του να επωμιστεί τον ρόλο αυ τό με μια κάποια φιλαρέσκεια και να μοιραστεί με τους αναγνώστες του τις αμερόληπτες παρατηρήσεις του για τη συμπεριφορά του αν θρώπινου είδους ή της εβραϊκής φυλής. Κατά την υπηρεσία του στο στρατόπεδο Σάχσενχαουζεν, μας λέει ότι συνέλεξε «ποικίλες και γρα φικές εντυπώσεις» (129). Ακόμα περισσότερο στο τεράστιο εργαστή ριο Αουσβιτς έχει συγκεντρώσει «άσβεστες εντυπώσεις και άφθονο υ λικό για σκέψη» (209). Γ ιατί τα μέλη της εβραϊκής φυλής πεθαίνουν τόσο εύκολα; Δύσκολο ερώτημα, που θα επιχειρήσει να μας διασαφήσει ο Ες. Ο τόνος του είναι τελείως καθηγητικός: «Βασιζόμενος στις παρατηρήσεις μου, βεβαιώνω κατηγορηματικά» (175). «Η ζωή και ο θά νατος των Εβραίων μού έθεταν πράγματι αρκετά προβλήματα που α δυνατούσα να λύσω» (209).
(Η ανάγνωση του βιβλίου του Ες μου προκαλεί κάθε φορά έντονη δυσαρέσκεια. Αν και δεν έχω πια εκπλήξεις από τη στιγμή που διαβά ζω ή αντιγράφω τέτοιες φράσεις, αισθάνομαι μέσα μου κάτι σαν ναυ τία. Κανένα άλλο βιβλίο απ’ αυτά για τα οποία μιλώ εδώ δεν μου δίνει
164
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
τόσο έντονα την εντύπωση αυτή. Σε τι οφείλεται αυτό; Μάλλον στον συνδυασμό πολλών παραγόντων: στο τεράστιο μέγεθος του εγκλήμα τος· στην έλλειψη γνήσιας μεταμέλειας του αυτουργού· και σε όλα αυ τά με τα οποία με παρακινεί να ταυτιστώ μαζί του και να συμμεριστώ την οπτική του. Το πρώτο ενικό πρόσωπο είναι σημαντικό, και η απου σία κάθε άλλης φωνής, όπως της Σερένυ δίπλα στου Στανγκλ ή του Λες δίπλα στου Άιχμαν ή έστω του γέροντα Σπέερ δίπλα στου νέου Σπέερ. Αλλά και η συνενοχή που δημιουργεί καλώντας τον αναγνώστη του να επωφεληθεί από την απαράμιλλη πείρα του στο να παρατηρεί τους ανθρώπους σαν ινδικά χοιρίδια, κατά την ιδιαιτέρως ενδιαφέρου σα φάση της ζωής τους, τις ώρες πριν από τον θάνατο. Διαβάζοντας, δέχομαι να συμμεριστώ μαζί του τον ρόλο του ηδονοβλεψία του θανά του των άλλων, και αισθάνομαι βρομισμένος). Για τον Ες, η αφηρημένη κατηγορία είναι διαχωρισμένη από την πραγματικότητα που προορίζεται να συλλάβει, και είναι στο εξής η μό νη που ενδιαφέρει. Είνα; τελείως γοητευμένος από την ιδέα που εκ φράζει το σύνθημα Αγ&θΗ ηιβοΗί ίΓβΐ, η εργασία ελευθερώνει, και όλη η μακάβρια εμπειρία του Αουσβιτς που έχει μπροστά στα μάτια του, κι αν ακόμα δεν απεικονίζει καμία απελευθέρωση, δεν μπορεί να κλονίσει τον ενθουσιασμό του. Η ειρωνεία είναι ότι βλέπει καλά το πρόβλημα αυτό γενικά (και στους άλλους), μα ποτέ στον εαυτό του, ενώ ο ίδιος θα ήταν η καλύτερη απεικόνισή του. «Είμαι πεπεισμένος ότι πολλοί φυλακισμένοι θα είχαν μπορέσει να βελτιωθούν, αν οι αντιπρόσωποι της Διοίκησης είχαν δειχθεί πιο ανθρώπινοι και λιγότερο γραφειοκρά τες» (48): υπογραφή: Ες. Ο Ες φτάνει σε τέτοιο βαθμό αποπροσωποποίησης καλλιεργώντας συστηματικά μέσα του τη σκληρότητα και καταστέλλοντας κάθε οίκτο («μαλακότητα»). Ερμηνεύει ο ίδιος αυτό το γνώρισμα του χαρακτήρα ως αγάπη για το επάγγελμα και την κλίση του στρατιώτη. Όταν σκοτώ νει για πρώτη φορά, στο μέτωπο, έχει την αίσθηση ότι περνά ένα μυητικό τελετουργικό, που το αναθυμάται ως εξής: «Ο πρώτος μου θάνατος! Είχα μπει στον μαγικό κύκλο» (27)· μέχρι την τελευταία του πνοή, θα πι στεύει ότι ο πόλεμος αποκαλύπτει την αλήθεια της ζωής. Αφού γνώρι σε και στο πετσί του σκληρή μεταχείριση —στο σπίτι, στον στρατό ή στη φυλακή—, μεταχειρίζεται τους άλλους με σκληρότητα, ενθαρρυνόμενος από τα λόγια του Άικε. Τις πρώτες φορές που παρευρίσκεται σε εκτελέσεις ή βασανιστήρια, νιώθει μία «εσωτερική συγκίνηση», που ό μως δεν την αφήνει να φανεί. «Δεν θέλησα να σκοτώσω μέσα μου τα αισθήματα συμπόνιας για την ανθρώπινη αθλιότητα. Τα ένιωθα πάντα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν τα έπαιρνα υπ’ όψη, επειδή δεν μου επιτρεπόταν να είμαι “μαλακός". Για να μη κατηγορηθώ για α δυναμία, ήθελα να έχω τη φήμη του “σκληρού”» (92-3). Να είσαι δυνα τός, σ’ αυτό το σύστημα αξιών, είναι να είσαι σκληρός, δηλαδή ανελέη
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τος. Βλέπουμε την τελειότητα του μηχανισμού του ολοκληρωτισμού: ο Ες είναι τόσο αποτελεσματικός στη δουλειά του, ώστε παρηγορείται α πό το άλλο του «εγώ», το γεμάτο οίκτο. «Γιατί κι εγώ έχω καρδιά...»: μ’ αυτά τα λόγια κλείνει την εξομολόγησή του (257). Αφού κατόρθωσε να αποπροσωποποιήσει τα θύματά του, ο Ες βλέ πει τη δουλειά του στο Αουσβιτς ως τεχνοκράτης: τον ενδιαφέρουν μόνον οι αποδόσεις του εργοστασίου του, δεν υποβάλλει ερωτήματα για το τελικό προϊόν. Όχι ότι αμφιβάλλει για τους στόχους που έχει θέσει ο Χίτλερ· έχει μάλιστα τόσο ενστερνιστεί το ναζιστικό δόγμα ώ στε, παρά τις προσπάθειές του, δεν μπορεί να μη δώσει ένα κείμενο που αποπνέει αντισημιτισμό. Κι ωστόσο, επιχειρεί να διασαφήσει: «Θα ήθελα να υπογραμμίσω εδώ ότι, προσωπικά, δεν ένιωσα ποτέ μίσος για τους Εβραίους» (174). Πράγματι, όταν τελείται χωρίς μίσος, η δου λειά του θανάτου είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, όπως επισήμαινε ο Σάυς-Ίνκουαρτ. Ε λοιπόν ο Ες κάνει τα πάντα για να λειτουργεί εύρυθ μα το εργοστάσιο, για να μην υπάρχουν αποτυχίες, για να καταφθά νουν συγχρονισμένα οι διάφορες πρώτες ύλες (δηλητήριο, άνθρωποι, καύσιμα). Αρα αντιπροσωπεύει μία πρώτη βαθμίδα αυτής της πρακτι κής του πνεύματος, την οποία αναφέραμε προηγουμένως: της εργαλειακής σκέψης. Δεν είναι αυτή η μόνη μορφή σκέψης που γνωρίζειαλλά την εφαρμόζει ήδη καλά. Ο άμεσος υπεύθυνος της «οριστικής λύσης» Άντολφ Αιχμαν ανήκει στο ίδιο είδος ανθρώπων. Ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του σαν «πιόνι σε μια σκακιέρα» (291), μικροσκοπικό γρανάζι χωρίς καμία θέληση και καμία πρωτοβουλία: μη υποκείμενο. Κατά τα λεγόμενό του, απλώς υ πάκουε, εκτελούσε διαταγές. «Σε όλη μου τη ζωή έχω συνηθίσει να υ πακούω [...] από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια μέχρι τις 8 Μαΐου 1945 [...] μία υπακοή χωρίς όρους» (422). Στην τελευταία του δήλωση ενώ πιον του δικαστηρίου της Ιερουσαλήμ, λέει: «Η ενοχή μου έγκειται στην υπακοή μου, στον σεβασμό μου για την πειθαρχία και τις στρα τιωτικές μου υποχρεώσεις σε καιρό πολέμου, στον όρκο πίστης μου» —όλα χαρακτηριστικά που τα έχει κανονικά σε μεγάλη υπόληψη. «Η υ πακοή απαιτούνταν εκείνους τους καιρούς, όπως θα απαιτείται και στο μέλλον, από όλους τους υποδεέστερους. Η υπακοή περιλαμβάνεται στις αρετές». Η ανυπακοή ήταν ανεπίτρεπτη και συγχρόνως αδύνατη. «Κανένας δεν είχε το θάρρος να συμπεριφερθεί ανυπάκουα» (Βιεβόρκα, 184-5). Ο Αιχμαν, όπως βλέπουμε, καυχιέται για κάτι που είναι ιδιαίτερα βαρύ, την αποπροσωποποίησή του. Όχι μόνον υπακούει στις διαταγές, αλλά και ποτέ δεν θέλει να πράξει διαφορετικά-κάθε προσωπική πρω τοβουλία τον τρομάζει, επιδιώκει πάντα να είναι «καλυμμένος». Αν υ πάρχει κάτι που πραγματικά τον σοκάρει, είναι ότι θα μπορούσε κάποι ος να φανταστεί ότι [ο Αιχμαν] δεν έχει υπακούσει. «Είναι το πιο ωραίο από όλα όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα!» αναφωνεί τότε (Αιχμαν, 317):
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
γνωρίζουμε ότι έτσι είναι. Είδαμε ότι ακριβώς στην υπακοή συνίσταται η ιδέα που έχει για το χρέος και την αρετή. Ωστόσο, δεν παύει τελείως να θεωρεί τον εαυτό του άνθρωπο, αφού φρονεί πως είναι άξιος οί κτου: αν εύχεται, περί τα τέλη του πολέμου, να σταματήσει τη δουλειά του, ο λόγος είναι μόνο για να πάψει «να κουράζεται με όλες αυτές τις υποθέσεις εκτοπισμού» (314). Ώστε η αποπροσωποποίηση των άλλων είναι, στο μυαλό του, εν τέλει πιο ριζική. Ακόμα και κατά την ανάκρισή του, είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα, η γλώσσα του Άιχμαν διατηρεί όλα τα ίχνη της αποπροσωποποίησης. Η πράξη (η εκτόπιση και ο θάνατος) ορίζεται κατά κανόνα με έναν αφηρημένο ευφημισμό- το ίδιο και το αντικείμενό της (οι Εβραίοι)-όσο για το υποκείμενο της πράξης, τις περισσότερες φορές εννοείται ή απλώς απουσιάζει. Η διαβεβαίωση δεν αναφέρεται στην ί δια την πράξη, αλλά σε ορισμένες περιστάσεις —που φαίνεται ότι συ γκεντρώνουν όλη την προσοχή του Άιχμαν. Ιδού, λόγου χάρη, πώς αφηγείται τα της συνδιάσκεψης στη Βάνζεε, τον Ιανουάριο του 1942, ό που αποφασίστηκαν οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες της μεγαλύτερης οργανωμένης δολοφονίας στην γερμανική ιστορία: «Όλα πήγαν πολύ καλά, όλοι ήταν συμπαθέστατοι, πολύ εκλεπτυσμένοι, πολύ ευγενικοί και πολύ αβροί [...], οι ορντινάντσες σέρβιραν κονιάκ και το ζήτημα ρυθμίστηκε» (119). Ποιος θα μπορούσε να μαντέψει τι κρύβει η αόρι στη λέξη «ζήτημα»; Ή ο απολογισμός μιας άλλης συνδιάσκεψης, τον Αύγουστο του 1942, σχετικά με τα μέσα για να επιταχυνθεί η «εκκένω ση»: «Δυσκολίες της φόρτωσης στα τραίνα, εξ αιτίας των πιο μακριών νυχτών του Οκτωβρίου» (272). Τα πράγματα που φορτώνονται στα βα γόνια δεν διασαφηνίζονται, όπως ούτε ο προορισμός ούτε ο λόγος του ταξιδιού-όλη η προσοχή εστιάζεται σε ένα «τεχνικό» πρόβλημα: πώς να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που εγείρει το σκοτάδι; Ιδού άλλο ένα από τα άίχμανικά αριστουργήματα αποπροσωποποίησης: «Στα πλαίσια της λύσης του εβραϊκού προβλήματος στην Ευρώ πη, η Ουγγαρία έπρεπε κι αυτή να ανακουφιστεί κατά κάποιον τρόπο» (292). Η ακριβής μετάφραση της παραπάνω φράσης είναι: «Πρέπει να εκτοπίσουμε και τους Εβραίους της Ουγγαρίας για να τους σκοτώσου με». Αλλά το «εμείς» απλώς παραλείπεται (ποιος οφείλει να «ανακου φίσει»;), οι Εβραίοι είναι πια απλώς το εβραϊκό πρόβλημα (οι άνθρωποι αντικαθίστανται από μία αφαίρεση, που επιπλέον παίρνει τη μορφή προβλήματος-ε λοιπόν, λέει η εργαλειακή σκέψη, όπου υπάρχει πρό βλημα, υπάρχει και λύση) και οι ενέργειες περιγράφονται με γενικευτικούς ευφημισμούς («ανακουφιστεί», «λύση»). Είδαμε ότι ο ίδιος ο Άιχμαν θεωρεί τη δουλειά του καθαρά τεχνική και δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει. Να απογράφει πρόβατα ή Εβραίους, είναι πάντα «κάνει τη δουλειά του»-το σημαντικό, είναι να την κάνει καλά. Η έκφραση «επαγγελματικό μυστικό» σημαίνει γι’ αυ τόν τη σιωπή που περιβάλλει την εξολόθρευση, μα δεν φαίνεται ποτέ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
να συνειδητοποιεί ότι το «επάγγελμά» του συνίσταται ακριβώς στο να σκοτώνει. Τον καιρό των γεγονότων, όπως και στην ανάκριση, η προ σοχή του εστιάζεται μόνο στις εκτελεστικές λεπτομέρειες, ποτέ στα διακυβεύματα της ίδιας της ενέργειας. Αν ακούει να μιλούν για μία εκτόπιση δέκα χιλιάδων Εβραίων την ημέρα (στην Ουγγαρία), δεν αντι δρά στο νόημα ούτε στην εμβέλεια της ενέργειας αυτής, αλλά μόνο στο τεχνικό «πρόβλημα»: όχι, δεν διαθέτουμε τόσο πολυπληθή αστυ νομία για εγχειρήματα τέτοιου βεληνεκούς, κάπου πρέπει να έχει γίνει λάθος... Στην αφετηρία, τα χαρακτηριστικά του Άιχμαν είναι τελείως κοινά: υπακοή, αφαίρεση, εργαλειακή σκέψη· μα τα χαρακτηριστικά αυτά φτάνουν στον Άιχμαν σε εξαιρετικό βαθμό, η αφαίρεση δεν αφήνει πια καμία θέση για τους ανθρώπους- ο Ες είναι από την άποψη αυτή πιο ανθρώπινος. Και δικαιολογημένα αναφωνεί, στην τελική του δήλωση: «Δεν είμαι το τέρας που θέλησαν να με κάνουν» (Βιεβόρκα, 187). Ο Αιχμαν γνωρίζει ότι ξεφεύγει λιγάκι από τη νόρμα, αλλά αυτό το ερμη νεύει θετικά: ήμουν ιδεαλιστής, λέει, και υποφέρω σήμερα εξ αιτίας του ιδεαλισμού μου. Άρα, σύμφωνα με τον ορισμό του, ο ιδεαλιστής εί ναι αυτός που προτιμά τις ιδέες από τους ανθρώπους- με αυτό το νόη μα της λέξης, είναι όντως ιδεαλιστής. Απεναντίας, μία κρατούμενη ό πως η Γκίνσμπουργκ έχει γίνει το αντίθετο της ιδεαλίστριας έπειτα α πό την εμπειρία της στα στρατόπεδα, αφού συνοψίζει το μάθημα από τα στρατόπεδα ως εξής: «Κάθε ιδεολογία είναι σχετική- απόλυτο είναι τα βάσανα που επιβάλλουν οι άνθρωποι οι μεν στους δε» (1,111). Με τον Άλμπερτ Σπέερ αλλάζουμε προφανώς επίπεδο: στο κάτω κάτω, εδώ δεν έχουμε πια να κάνουμε με έναν ακαλλιέργητο αστυνο μικό, όπως ο Ες και ο Άιχμαν, αλλά με έναν άνθρωπο μορφωμένο και εκλεπτυσμένο, ταλαντούχο αρχιτέκτονα και, μετά την αποφυλάκισή του, επιτυχημένο συγγραφέα. Ωστόσο, η προσωπικότητά του αποκα λύπτει πολλές πτυχές που μας είναι ήδη γνωστές. Θέλησε, κι αυτός, να είναι γρανάζι μιας μηχανής, θέλησε την «επαγγελματική ζωή», πα ραμελώντας, λόγου χάρη, κάθε οικογενειακή ζωή ή κάθε σκέψη για τον εαυτό του. Έχει κι αυτός εσωτερικεύσει την ιδέα του νόμου και της υποταγής, και έχει παραιτηθεί από την κρίση του να αναρωτιέται για το καλώς εδραιωμένο των διαταγών που λάμβανε-ήταν «ο τύπος ανθρώπου που δέχεται μία διαταγή χωρίς να την συζητάει» (713). Το 1947, κρίνει ότι η διαδικασία αποπροσωποποίησης είναι το αποτέλεσμα γενικών ιστορικών δυνάμεων. «Ο αυτοματισμός της [τεχνικής] διαδικα σίας έμελλε να οδηγήσει σε έναν ανώτερο βαθμό αποπροσωποποίη σης του ανθρώπου, στερώντας τον ολοένα περισσότερο από την υπευθυνότητάτου» (717). Αλλά αυτό που φαίνεται το πιο χαρακτηριστικό στον Σπέερ είναι ο ρόλος που αποδίδει στην εργαλειακή σκέψη: κατέχει όλο του το είναι. Ήδη νεότατος, αναθυμάται ότι του άρεσε να αντιμετωπίζει προκλή
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
σεις: ιδού το πρόβλημα, ψάξτε να βρείτε τη λύση του. Την αρχική του φήμη στους ναζιστικούς κύκλους την οφείλει στην αποτελεσματικότητά του: κατορθώνει και τηρεί απίστευτες διορίες σε διάφορα κατασκευ αστικά έργα. Πολύ αργότερα στην καριέρα του (τον Απρίλιο του 1944), διαβάζει σε μία αγγλική εφημερίδα ένα πορτραίτο του, που προφανώς του αρέσει εκείνη τη στιγμή και εξακολουθεί να του αρέσει όταν γρά φει τα Απομνημονεύματά του. Τον περιγράφει ως ενσάρκωση του τε χνοκράτη: «Συμβολίζει έναν τύπο που αποκτά ολοένα μεγαλύτερη ση μασία σε όλα τα εμπόλεμα κράτη: τον τύπο του καθαρού τεχνικού, του λαμπρού ανθρώπου που δεν ανήκει σε καμία [κοινωνική] τάξη και που δεν συνδέεται με καμία παράδοση, που δεν γνωρίζει σκοπό άλλον από το να πορεύεται στον κόσμο με τη βοήθεια μόνο των ικανοτήτων του ως τεχνικού και οργανωτή. [...] Η ώρα τους έχει έλθει. Θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τους Χίτλερ και τους Χίμλερ, αλλά οι Σπέερ θα μείνουν για πολύ καιρό ακόμα ανάμεσά μας, ανεξάρτητα από τη μοίρα που επιφυλάσσεται στον συγκεκριμένο Σπέερ» (487). Σπέερ ή ο θρίαμ βος της εργαλειακής σκέψης. Το «πρόβλημα» του Άιχμαν ήταν η εκτόπιση των Εβραίων η «λύ ση» του, η οργάνωση της συνάθροισής τους, η «φόρτωση σε βαγό νια», ο συντονισμός των συρμών. Το «πρόβλημα» του Σπέερ, από την ημέρα που έγινε υπουργός Εξοπλισμών του Τρίτου Ράιχ, είναι: να πα ράγουμε όπλα στην μέγιστη ποσότητα και την καλύτερη ποιότητα. Ο Άιχμαν δεν αναρωτιόταν αν χρειαζόταν να ριχτούν οι Εβραίοι στα αέ ρια ή όχι-δεν ήταν δικό του «πρόβλημα». Ο Σπέερ δεν αναρωτιέται αν αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος ή όχι-δικό του πρόβλημα, είναι «μόνον» η παραγωγή των όπλων, όχι η χρήση τους. Για να φτάσει στον σκοπό αυτό, όλα τα μέσα είναι καλά: η μεταφορά ξένων εργατικών χεριών στη Γερμανία, η χρησιμοποίηση αιχμαλώτων πολέμου ή κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αν ο Σπέερ θέλει να χαρίσουν τη ζωή στους αιχμαλώτους ή να αυξήσουν τις μερίδες τροφής των κρα τουμένων, δεν το κάνει από ενδιαφέρον για την καλοπέρασή τους, αλ λά για να διασφαλίσει την καλύτερη απόδοση των εργοστασίων του. Στις διαμάχες του με τους 33, γράφει, «πέρα από όλες τις ανθρωπιστι κές θεωρήσεις, όλοι οι λόγοι του κοινού νου ήταν με το μέρος μας» (523), περιστέλλοντας έτσι τον κοινό νου στην εργαλειακή σκέψη. Πράγματι, οι ανθρωπιστικές θεωρήσεις δεν εισέρχονται ποτέ στον λο γαριασμό: «Αυτός ο απελπισμένος αγώνας δρόμου που έκανα με τον χρόνο, αυτό το βλέμμα δαιμονισμένου που είχα διαρκώς καθηλωμένο πάνω στους αριθμούς της παραγωγής και τις καμπύλες απόδοσης εί χαν πνίξει μέσα μου κάθε ανθρώπινη σκέψη και κάθε ανθρώπινο συναί σθημα» (528). Και οι «πραγματιστές», στους οποίους καταλέγεται και ο Σπέερ, είναι εν τέλει υπεύθυνοι για τον θάνατο εξ ίσου πολλών αν θρώπων με τους «φανατικούς». Ενώ ο Σπέερ έχει αποφασίσει, τον καιρό που γράφει τα Απομνημο
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
νεύματά του, να καταδικάσει αυτή τη στάση, δεν μπορεί να εμποδίσει τον εαυτό του να ξαναπέφτει διαρκώς σ’ αυτή και να παραπονείται για όλα τα εμπόδια που παρενέβαλλαν στους τροχούς του (τους τροχούς της στρατιωτικής παραγωγής) οι ανίκανοι γραφειοκράτες ή οι φανατι κοί 53 ή οι αναποφάσιστοι ηγέτες (Χίτλερ!): αν δεν υπήρχαν αυτοί, θα είχε αυξήσει ακόμα περισσότερο την παραγωγή και η Γερμανία θα είχε πολεμήσει καλύτερα, ίσως μάλιστα να είχε κερδίσει και τον πόλεμο. «Όλα μου τα καλά επιχειρήματα γίνονταν αμέσως καπνός» (313). «Για μιαν ακόμα φορά οι υπεκφυγές του Χίτλερ εμπόδιζαν την πρόθεσή μου να προωθήσω μία ολική πολεμική οικονομία» (315). Μα ο πόλεμος αυ τός, κατά τα λεγάμενα του ίδιου του Σπέερ, ήταν έγκλημα-γιατί να λυ πάται που δεν τον κέρδισε; Φτάνουμε να εκτιμούμε τους δισταγμούς του Χίτλερ! Στα στρατόπεδα, οι ευσυνείδητοι εργάτες και εργάτριες, που έβαζαν την αξιοπρέπειά τους στην καλοκαμωμένη δουλειά, δεν μπορούσαν να εμποδίσουν τον εαυτό τους να δουλέψει αποτελεσματι κά και να συνεισφέρει έτσι στην ενίσχυση του κράτους που τους είχε φυλακίσει. Είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο, και ανεξάρτητα από τις γε νικές του κρίσεις γι’ αυτόν, ο Σπέερ δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις συνήθειες της εργαλειακής σκέψης: αν υπάρχει ένα καθήκον, πρέπει να το εκπληρώσεις όσο γίνεται καλύτερα, κι αν ακόμα αυτό πρόκειται να οδηγήσει στη βασιλεία του τρόμου. Στις συνθήκες αυτές, οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι ποτέ σκοπός: τρα βούν την προσοχή του Σπέερ μόνο στον βαθμό στον οποίο μπορούν να είναι κατάλληλα μέσα. Ο συνηθισμένος διαχωρισμός του ιδιωτικού και του δημόσιου συμπληρώνει την εργασία εξάλειψης των ανθρωπιστικών θεωρήσεων. «Αντιλήφθηκα ότι η θέα των βασάνων των ανθρώπων επη ρέαζε τα συναισθήματά μου, αλλά όχι τη συμπεριφορά μου. Στο συναι σθηματικό επίπεδο, είχα μόνον αντιδράσεις δάνειες από τον συναισθη ματισμό-απεναντίας, στο επίπεδο των αποφάσεων, εξακολουθούσαν να με κυβερνούν οι αρχές της ορθολογικής σκοπιμότητας» (528). Περί το τέλος του πολέμου, ο Σπέερ αρχίζει να αισθάνεται υπεύθυνος: όχι για τις θυσιασμένες ζωές των Γερμανών ή των εχθρών τους, αλλά για το γερμανικό βιομηχανικό δυναμικό-εξεγείρεται για πρώτη φορά ενα ντίον του Χίτλερ και παρακούει τις διαταγές του —για να σώσει από την καταστροφή τα μηχανήματα και τα κτίρια. Η χειρονομία του είναι ό πως η αναγγελία του καινούριου όπλου, της βόμβας νετρονίου, που σκοτώνει τους ανθρώπους μα αφήνει ανέπαφα τα κτίρια. Τα συμπεράσματα που βγάζει ο ίδιος ο Σπέερ από το πεπρωμένο του αφορούν ακριβώς στην κυριαρχία της εργαλειακής σκέψης πάνω στον άνθρωπο, στο λησμόνημα των σκοπών. Ήμουν, λέει, ο «βασικός εκπρόσωπος μιας τεχνοκρατίας που, χωρίς να περιέρχεται σε αμηχα νία από τις τύψεις, έμελλε να χρησιμοποιήσει όλα της τα μέσα ενα ντίον της ανθρωπότητας» (712). «Είχα επίσης επιτρέψει, με τις ικανό τητες και την ενεργητικότητά μου, να παραταθεί επί αρκετούς μήνες ο
170
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
πόλεμος. [...] Χωρίς ποτέ να είμαι απόλυτα σύμφωνος με τον Χίτλερ, είχα συλλάβει τα κτίρια και είχα παραγάγει τα όπλα που εξυπηρετού σαν τα σχέδιά του» (716-7). Κι αν ακόμα ο Σπέερ εμφανίζει την τάση να ελαχιστοποιήσει τη στράτευσή του στον ναζισμό, η ερμηνεία του μου φαίνεται, συνολικά, σωστή και φωτίζει και άλλα πεπρωμένα εκτός από το δικό του. Σπέερ, Άιχμαν, Ες: κρίκοι μιάς και της αυτής αλυσίδας. Οι προσωπικότητές τους διαφέρουν, όπως και τα κοινωνικά τους περιβάλλοντααλλά οι ηθικές τους συμπεριφορές φαίνονται σαν παραλλαγές ενός και του αυτού σχήματος. Παράγουν αφηγήσεις που προορίζονται, κατ’ αυτούς, να τους αποενοχοποιήσουν και να τους δικαιολογήσουν, του λάχιστον εν μέρεί' γι’ αυτό εμφανίζουν την τάση να τις εξωραΐσουν, προβάλλοντας ό,τι θεωρούν λιγότερο ενοχοποιητικό. Αλλά εξ αιτίας αυτού ακριβώς, οι αφηγήσεις τους είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές: λένε την αλήθεια, την ώρα που οι συντάκτες τους πιστεύουν πως την κρύ βουν. Γιατί περιγράφουν τον εαυτό τους ως πιο υπάκουους, στερημέ νους από πρωτοβουλία και πεποιθήσεις, πράγμα που δεν ήταν με τού το, αποδεικνύουν ότι, ώς και γι’ αυτούς, η υπακοή και η αποπροσωποποίηση αρκούν για να τους μετατρέψουν σε αποτελεσματικά όργανα για την επίτευξη εγκληματικών σκοπών. Ο Ες είναι ιδιαίτερα σκληρυμένος, ο Άιχμαν εξαιρετικά «αφαιρετικός», ο Σπέερ πιο αποτελεσματι κός από τους άλλους. Και οι τρεις, ωστόσο, δεν έχουν πάψει να θεω ρούν εαυτούς υποκείμενο των πράξεών τους και τους άλλους υλικό για να πετύχουν τους σκοπούς τους-και οι τρεις δέχονται να τους βλέ πουν περισταλμένους στην κατάσταση δούλων ή πτωμάτων, φτάνει αυτό να εξυπηρετεί τους αντικειμενικούς στόχους που τους έχουν α ναθέσει κάποιοι άλλοι. Από την άποψη αυτή, εφαρμόζουν έναν «ιδεα λισμό» εκ διαμέτρου αντίθετο με τη φροντίδα για τους άλλους ανθρώ πους: οι ιδέες επικρατούν εδώ των ανθρώπων. Αλλά ο άγγλος δημο σιογράφος που σκιαγραφεί το πορτραίτο του Σπέερ είχε δίκιο: ανεξάρ τητα από την προσωπική τους μοίρα, ο τύπος τον οποίο ενσαρκώνουν εξακολουθεί να έχει μπροστά του μακρύ μέλλον η εργαλειακή σκέψη που λησμονεί τους σκοπούς και η αποπροσωποποίηση των ανθρώπων δεν επικρατούν μόνο στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Απόλαυση της εξουσίας Η εξουσία πάνω στους άλλους Η αποπροσωποποίηση μπορεί να πλήξει τόσο τον εαυτό μας όσο και τους άλλους: αν θεωρούμε τον άλλον απλό στοιχείο ενός προτάγματος που τον υπερβαίνει, καταλήγουμε να λησμονήσουμε πως είναι άνθρωπος· αλλά αν υποταχθούμε στις απαιτήσεις του συστήματος, με τασχηματιζόμαστε σε εξάρτημα μιας μηχανής. Ζώο ή μηχανή, παύουμε να είμαστε άνθρωποι. Υπάρχει, ωστόσο, μία πιο ειδική περίπτωση εργαλειοποίησης και αποπροσωποποίησης, που αξίζει να την βάλουμε σε μία ξεχωριστή θέση. Είναι αυτή στην οποία παραμένω ο σκοπός της πράξης, στην οποία μόνον άλλοι μετατρέπονται σε μέσον μέσον για να υλοποιήσουμε όχι ένα οποιοδήποτε πρόταγμα, λίγο πολύ αφηρημένο, όπως η νίκη του κομμουνισμού ή η κάθαρση της υδρογείου από τις κατώτερες φυλές της, αλλά η ικανοποίηση ενός επιμέρους πλάσμα τος: εμού. Η ικανοποίηση αυτή θρέφεται αποκλειστικά από τη διαπί στωση της υποταγής άλλων. Απολαμβάνω ευθέως την εξουσία μου ε πάνω του, χωρίς να περάσω από το ενδιάμεσο μιας ορθολογικοποίησης που παίρνει τη μορφή ενός νόμου, ενός καθήκοντος ή του λόγου του αρχηγού-είναι μία Ιί&ίάο άΟΓπίηΗποΙϊ. Η εξουσία που ασκούμε εν γένει δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους γύρω μας. Παιδάκι (και μερικές φορές και πιο μετά), απολαμβάνω την εξουσία που έχω πάνω στο σώμα μου· η ικανοποίηση αυτή, έστω και αν δεν είναι ηθικής τάξεως, συνδέεται εν μέρει με την αξιοπρέπεια, α φού προέρχεται από τη συμφωνία διαφορετικών τμημάτων του εαυτού μου. Σε τελείως διαφορετικές περιστάσεις, μπορώ να απολαύσω την ε ξουσία μου πάνω στη φύση: είναι το συναίσθημα που μπορεί να γεννη θεί από το ότι ξέρουμε να τιθασεύσουμε τα νερά ενός ποταμού ή να οικοδομήσουμε έναν ουρανοξύστη· η απόλαυση αυτή είναι η προέκτα ση της δραστηριότητας του πνεύματος. Η εξουσία που μας ενδιαφέρει εδώ είναι διαφορετικού είδους και αφορά μόνο στις διυποκειμενικές σχέσεις: είναι η εξουσία ενός ανθρώπου πάνω σε έναν άλλο, και η α πόλαυση που αντλεί ο πρώτος από την άσκηση της εξουσίας αυτής (μπορούν να της χρησιμεύσουν ως αντικείμενα και τα εξανθρωπισμένα ζώα, σκυλιά ή άλογα). Το σημαντικό εδώ είναι ότι ο άλλος εξαρτάται από μένα, όχι ότι βιώνει την άλφα ή την βήτα εμπειρία: αυτή μπορεί να είναι η χαρά ή το βάσανο, φτάνει να είμαι εγώ υπεύθυνος γι’ αυτό. Και, φυσικά, μπορώ να βρω απόλαυση στο να δημιουργώ την ευτυχία άλλων. Στην πραγμα τικότητα, ωστόσο, υπάρχει ασυμμετρία ανάμεσα στα αποτελέσματα που παίρνω στις δύο περιπτώσεις, καθώς η δυσαρέσκεια των άλλων
172
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
μού αποδεικνύει ασφαλέστερα την αποτελεσματικότητα της εξουσίας μου. Η χαρά του άλλου έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι, του λάχιστον εν μέρει, αποτέλεσμα της θέλησής του-το βάσανό του δεν το έχει θελήσει γενικά ο ίδιος, προέρχεται μόνον από την εξουσία που ασκώ πάνω στη ζωή του. Δεν μπορεί να επιλέξει (με εξαίρεση σε τε λείως εξαιρετικές περιπτώσεις) να βασανιστεί σωματικά. Στην κατεύ θυνση αυτήν υπάρχει ένα απόλυτο, που είναι ο θάνατος του άλλου (ε νώ η ευτυχία δεν έχει απόλυτο). Να προκαλώ τον θάνατο κάποιου, εί ναι η ακαταμάχητη απόδειξη της εξουσίας μου πάνω του. Η απόλαυση της εξουσίας έχει προφανείς συγγένειες με τον σαδισμό, αλλά δεν συγχέεται μ’ αυτόν. Πρώτα πρώτα επειδή, αν το βάσανο του άλλου είναι η καλύτερη απόδειξη της εξουσίας μου, δεν είναι και η μοναδική: το ίδιο είναι και η ευτυχία του, έστω και σε μικρότερο βαθμό. Σε αντίθεση προς τον σαδισμό, δεν είναι ο πόνος των άλλων αυτό που προκαλεί την απόλαυσή μου (πόνος του οποίου άλλωστε θα μπορού σα, στον σαδισμό, να μην είμαι εγώ ο αυτουργός), αλλά μόνον η συνεί δηση ότι ασκώ μία εξουσία πάνω του. Συμφωνούμε σήμερα να αποδί δουμε στον σαδισμό σεξουαλική προέλευση· ε λοιπόν, η απόλαυση της εξουσίας δεν είναι ο μετασχηματισμός μίας σεξουαλικής εμπει ρίας. Ο ίδιος ο Φρόυντ, που μιλά στην προκειμένη περίπτωση για ΒΘΓηέΐοΙΊϋουηςδίπθϋ, ή ενόρμηση κυριαρχίας, έχει τονίσει τον μη σεξου αλικό της χαρακτήρα (μόνον όταν ενώνεται με τη σεξουαλικότητα πα ρεκκλίνει προς τον σαδισμό) και τον έχει δει εν δράσει, κυρίως στη σκληρότητα των νηπίων. Στις απαρχές της ενόρμησης αυτής βρίσκεται ο ίδιος ο εαυτός της, κανένας δεν έχει συμφέρον να την «μεταφρά σει» σε διαφορετικό λεξιλόγιο. Το άτομο φιλοδοξεί να πραγματώσει την ολική κυριαρχία του, επειδή έτσι επιβεβαιώνει τον εαυτό του· το πιο ριζικό μέσον για να το κάνει αυτό, είναι να αρνηθεί στους άλλους να του επιβάλλουν το βάσανο και, οριακά, τον θάνατο. Όπως λέει ο Ζαν Αμερύ, αναλογιζόμενος τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε (και αναθυμούμενος τις επανερμηνείες του σαδισμού που πρότεινε ο Μπατάιγ): «Στον κόσμο των βασανιστηρίων, ο άνθρωπος υπάρχει μό νον εκμηδενίζοντας το άλλο πρόσωπο που στέκει ενώπιον του [...]. Αυ τό ονομαζόταν εξουσία, κυριαρχία του πνεύματος και της σάρκας, όρ γιο μιας ξέφρενης μεγαλομανίας [...]. Ο βασανιζόμενος ανακάλυπτε ό τι στον κόσμο αυτόν ο άλλος μπορούσε να υπάρχει ως απόλυτος κυ ρίαρχος, και η κυριαρχία αποκαλυπτόταν ως η εξουσία να επιβάλλει το βάσανο και την καταστροφή» (Νους, 35,36,39). Αυτή ακριβώς η απόλαυση της εξουσίας κυριαρχεί στα στρατόπε δα, και όχι ο σαδισμός, όπως συνήθως τον εννοούμε: η απόλαυση να είναι ο άλλος στο έλεός σου, να μπορείς να του επιβάλλεις ποινές ή, σε περιπτώσεις εξαίρεσης, χαρές (γι’ αυτό ακριβώς αποφεύγω να μιλή σω εδώ για «δολοφονική ηδονή», όπως κάνουν μερικές φορές ορισμέ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
νοι). Βρίσκω ωστόσο λίγα ίχνη της στις εξομολογήσεις των φυλάκων, μάλλον επειδή οι εξομολογήσεις αυτές είχαν πάντα λίγο πολύ απολο γητικό σκοπό, και επειδή η απόλαυση της εξουσίας μπορεί να μπερ δευτεί με τον σαδισμό, που δεν έχει καλή φήμη. Απεναντίας, την ανα φέρουν τακτικά στις αφηγήσεις τους οι κρατούμενοι. Η Φάνια Φενελόν διηγείται την επίσκεψη μιας επόπτριας στο παράπηγμά της: τις έβαλε να ξαναστρώσουν όλα τα κρεβάτια και κατάσχεσε τα λιγοστά υπάρχο ντα των κρατουμένων. «Απολαμβάνει να είναι η πιο δυνατή. Μήπως δεν είναι κιόλας, με τη χάρη του Φύρερ, ο οποίος, όμοια με τον Θεό Πατέρα, βασιλεύει επί μικρών και μεγάλων, η πιο έξυπνη, ενώ στη γε νέτειρά της Σουαβία θα ήταν μία απλή υπηρέτρια;» (201-2). Ένας αρχιεπόπτης ανιά' βγάζει έξω χίλιες γυναίκες, τις χωρίζει σε ομάδες των εκατό, στέλνει τις μεν στον θάνατο, αφήνει τις άλλες να ζήσουν. «Τι απόλαυση, τι εξουσία!» (253). Μια άλλη κρατούμενη στο ίδιο στρατό πεδο, η Αννα Παβελτσύνσκα, συμπεραίνει: «Η ιδέα να δεχθείς μία δου λειά στο Αουσβιτς ήταν ιδιαίτερα θελκτική, επειδή η δουλειά ανταποκρινόταν στην ανάγκη που είχε κάποιος να βιώνει καθημερινά την κυ ρίαρχη θέση του και τη δύναμή του, το δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή και για τον θάνατο, το δικαίωμα να επιβάλλει τον θάνατο, προσω πικά και στα κουτουρού, και το δικαίωμα να κάνει κατάχρηση της εξου σίας του στους άλλους κρατουμένους» (19). Οι φύλακες οργίζονται ιδιαίτερα με τους κρατούμενους που δεν δείχνουν αρκετά γρήγορα την υποταγή τους, που δεν χαμηλώνουν τα μάτια, και, ακόμη περισσότερο, που δεν εκτελούν μια διαταγή. Αλλά το εξαιρετικό που έχουν τα στρατόπεδα, είναι ότι ο πόθος για κυριαρχία στους φύλακες δεν γνωρίζει κανένα νομικό ή ηθικό όριο-ώστε ο καθέ νας απ’ αυτούς μπαίνει στον πειρασμό να ωθήσει ακόμα πιο μακριά την υποταγή των άλλων (αφού το μοναδικό όριο είναι η απόλυτη υποταγή: ο θάνατος). Οι φύλακες δεν έχουν να δώσουν λόγο σε κανέναν, είναι τελείως ελεύθεροι και κυρίαρχοι, μεθούν με την εξουσία τους: αισθά νονται να ανήκουν στη φυλή των υπερανθρώπων. Αυτό ακριβώς ονο μάζουν οι κρατούμενοι «διαφθορά από την εξουσία». Ο επιζήσας από την Κολύμα Βλαντιμίρ Πετρόφ διαπιστώνει: «Το γεγονός ότι κατέχει μία εξουσία κατά κάποιον τρόπο απεριόριστη πάνω σε άλλους ανθρώ πους, που από τη μεριά τους δεν έχουν σχεδόν καθόλου δικαιώματα, δεν μπορεί να μην αφυπνίσει τα ειδικά ένστικτα της αυθαίρετης τυραν νίας, την απόλυτη μη ανοχή κάθε εναντίωσης από μέρους αυτών των “κατώτερων πλασμάτων” και μία πλήρη ανευθυνότητα απέναντι τους» (Κατάχτηση, 73). Ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι απλώς φύλακες και σ’ εκείνους που είναι απλώς κρατούμενοι βρίσκεται μία μάζα ενδιάμεσων: είναι η «γκρί ζα ζώνη» του Πρίμο Λέβι (μια ζώνη που καλύπτει ολόκληρο τον πληθυ σμό των ολοκληρωτικών κρατών, κι αν ακόμα το γκρίζο μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο πηχτό). Αυτοί οι κρατούμενοι-υπεύθυνοι, που
174
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
συχνά στρατολογούνται από τους εγκληματίες του κοινού ποινικού δι καίου (οι κάπο των ναζιστικών στρατοπέδων, που έχουν το αντίστοιχό τους και στα σοβιετικά στρατόπεδα), τείνουν ακόμα περισσότερο να α σκούν την εξουσία τους πάνω στους άλλους, αφού γνωρίζουν ότι συγ χρόνως είναι υποταγμένοι στην εξουσία των αληθινών φυλάκων, των στρατιωτικών ή των 85. Είναι δούλοι προς τα πάνω, τύραννοι προς τα κάτω- η κυριαρχία τους στη μία κατεύθυνση οφείλει να αντισταθμίζει την έλλειψη ελευθερίας στην άλλη. Ώστε είναι συχνά οι πιο επιρρεπείς να αποδείξουν την εξουσία τους πάνω στους άλλους: αναρίθμητες εί ναι οι σχετικές αφηγήσεις. Μία απόλαυση της εξουσίας που απαιτεί τον σωματικό βασανισμό ή τον θάνατο των άλλων υπάρχει μόνο σε ακραίες περιστάσεις, στα στρατόπεδα ή κατά τις αποικιακές κατακτήσεις, όπου οι κατακτητές διαθέτουν μία παρόμοια «ελευθερία δράσεως». Γι’ αυτό, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν πρόκειται για το ίδιο πράγμα όταν συναντούμε, στην καθημερινή ζωή, την ίδια φιλοδοξία για εξουσία, αλλά χωρίς το απόλυ το όριο που είναι ο θάνατος. Ο Ζαν Αμερύ φρονεί πως όχι: «Η κυριάρ χηση του θύματος από τον δήμιο του δεν έχει καμία σχέση με την ε ξουσία που ασκείται με αφετηρία το κοινωνικό συμβόλαιο όπως το γνωρίζουμε. Δεν είναι ούτε η εξουσία του τροχονόμου πάνω στον πε ζό ούτε του εφοριακού πάνω στον φορολογούμενο, ούτε του λοχαγού πάνω στον υπολοχαγό» (Νους, 39). Δεν αισθάνομαι να με πείθει η δια βεβαίωση αυτή: τα παραδείγματα του Αμερύ είναι πράγματι διαφορετι κά, αλλά ο λόγος είναι ότι απεικονίζουν τις σχέσεις ιεραρχίας και όχι τις σχέσεις εξουσίας. Τα δύο αυτά δεν είναι ασυμβίβαστα, αλλά είναι διαφορετικά- και θα αντιληφθούμε ως διαστρεβλωμένο μετασχηματι σμό της ιεραρχικής σχέσης σε εξουσιαστική σχέση τις περιπτώσεις στις οποίες οι ανώτεροι αξιωματούχοι απαιτούν δείγματα υποταγής για να αντλήσουν απ’ αυτά μία προσωπική απόλαυση, στην οποία ο ε φοριακός βασανίζει κιόλας τον φορολογούμενο αντί να αρκεστεί να εισπράξει τον φόρο, στην οποία ο τροχονόμος ταπεινώνει τους πεζούς αντί να τους ζητήσει να συμμορφωθούν στους κανόνες κυκλοφορίας. Η πρακτική της πολιτικής ζωής στα ολοκληρωτικά κράτη έχει το πλεονέκτημα ότι συγκροτεί ένα ενδιάμεσο πεδίο ανάμεσα στον κόσμο που μας είναι γνώριμος και στον κόσμο των βασανιστηρίων και του θα νάτου που επικρατεί στα στρατόπεδα. Γνωρίζουμε την ιστορία του προέδρου του εβραϊκού Συμβουλίου του Λοτζ Χάιμ Ρουμκόφσκι, που θεωρεί εαυτόν βασιλέα και παράγει, στο εσωτερικό του γκέτο, μία γε λοιογραφία του γερμανικού ολοκληρωτικού κράτους. Καθώς τον έλκυε ισχυρά η εξουσία, που κατόπιν τον μέθυσε και τον διέφθειρε, ο Ρουμκόφσκι αρχίζει να καταφεύγει σε πρακτικές άξιες των στρατοπέδων συγχρόνως, μας προσφέρει έναν μεγεθυντικό καθρέφτη του εαυτού μας. Όπως αυτός, γράφει ο Πρίμο Λέβι, «είμαστε κι εμείς τόσο θαμπω μένοι από την εξουσία και από το κύρος, ώστε λησμονούμε την ουσιώ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
δη ευθραυστότητά μας: συνθηκολογούμε με την εξουσία, εκόντες άκοντες» (Αυτοί που βούλιαξαν, 68). Ο Άλμπερτ Σπέερ, που ήταν πολιτικός, και όχι παρακατιανός φύλα κας, βρίσκει το θάρρος να δει τον ρόλο που έπαιξε στη ζωή του ο πό θος για εξουσία. «Από όλα τα κίνητρα που με είχαν ανεβάσει τόσο εκ πληκτικά σ’ αυτό τον κύκλο [των στενών συνεργατών του Χίτλερ], ση μαντικό ήταν ασφαλώς ο πόθος μου να διατηρήσω τη θέση εξουσίας που είχα κατακτήσει» (483). «Μου είχε αρέσει η ελαφρά ζάλη που πα ρέχει η άσκηση της εξουσίας. Να αναθέτεις σε ανθρώπους τις λειτουρ γίες τους, να διαχειρίζεσαι δισεκατομμύρια μάρκα, να αποφασίζεις για σημαντικά ζητήματα, όλα αυτά μου έδιναν μία βαθιά ικανοποίηση από την οποία δυσκολευόμουν να παραιτηθώ» (484). Η εξουσία είναι εδώ αυτοσκοπός. Παρόμοια ερμηνεύει ο Γκρόσμαν το πεπρωμένο του Λένιν: «Όλα του τα χαρίσματα, η θέλησή του, το πάθος του υποτάσσονταν σε έναν μόνο σκοπό: να πάρει την εξουσία. Για να πάρει την εξουσία, θυ σίασε τα πάντα». Ωστόσο, δεν αποκόμισε απ’ αυτή κανένα κέρδος. «Δεν επιδίωξε να κατακτήσει την εξουσία προσωπικά για τον εαυτό του» (Όλα περνούν, 209). Ο σκοπός της εξουσίας δεν είναι το χρήμα, ούτε η ωραία ζωή ούτε οι κολακείες που σου απευθύνουν-ο σκοπός της εξουσίας είναι η εξουσία, και η απόλαυση που παρέχει είναι άυλη. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι κάθε πολιτική ζωή, και κυρίως των δη μοκρατικών κρατών, είναι μόνον ένα παιχνίδι εξουσιών, αν δεν επε κτείνουμε μέχρι το άπειρο την έννοια αυτού του όρου-αλλά είναι βέ βαιο ότι η φιλοδοξία που περιέγραψε ο Σπέερ είναι γνώριμη σε όλους τους συγκαιρινούς πολιτικούς. Όσο για την απόλαυση που σου δίνει το να κάνεις αισθητή στους άλλους την εξουσία που κατέχεις, δεν συναντάται μόνο στην πολιτική ζωή, με την στενή έννοια. Σε όλες τις κοι νωνικές σχέσεις, ο κάτοχος μιας έστω και ελάχιστης εξουσίας, μπορεί να επωφεληθεί απ’ αυτήν για να την κάνει αισθητή σ’ εκείνον πάνω στον οποίο την ασκεί: ποιος δεν έχει υποστεί καψώνια από θυρωρούς (είδος υπό εξαφάνισιν), φύλακες πάρκινγκ ή αστυφύλακες, καψώνια που τους χάριζαν πολύ εμφανή ικανοποίηση; Αλλά οι στενές σχέσεις, συγγενικές ή αισθηματικές, δεν μένουν ανέγγιχτες απ’ αυτό: η από λαυση της εξουσίας συναντάται παντού, κι αν ακόμα κανένας δεν θα εξισώσει τον φόνο που διαπράχτηκε στο στρατόπεδο με μία ενόχληση που υπέστη σε ένα δείπνο. Οι άνθρωποι που, στα στρατόπεδα, απολαμβάνουν την εξουσία τους πάνω στους άλλους επιβάλλοντάς τους βάσανα, δεν έχουν κανέ να διακριτικό γνώρισμα. Πολλοί κρατούμενοι μάλιστα έχουν παρατηρή σει ότι στην αρχή αγνοούσαν τις πρακτικές αυτές, αλλά τις έμαθαν με εκπληκτική ταχύτητα. «Για ορισμένες από μας ήταν ένα αρκετά πικρό παιχνίδι να χρονομετρούμε πόσο θα πάρει σε μια καινούρια ΑυίδθΙιβπη να φτάσει να εκδηλώσει την κτηνωδία της» (Τιγιόν, 2η εκδ., 94). Μία κοπελίτσα, που λέει σε όλους «συγγνώμη» τη μέρα της άφιξής της
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
στο Ράβενσμπρυκ, αρχίζει να αντλεί ηδονή από την υποταγή των άλ λων έπειτα από τέσσερις μόλις μέρες. Μια άλλη, που κλαίει όταν αρχί ζει να εργάζεται ως επόπτρια στο Μπίρκεναου, γίνεται όπως ακριβώς οι συνάδελφοί της μέσα σε λίγες μέρες (Λάνγκμπάίν, 397). Και δεν εί ναι οι κοπέλες ιδιαίτερο είδος: σε άλλες περιστάσεις, δεν θα είχαν καν μάθει ότι μπορούσαν να γευτούν κι αυτές τις μορφές απόλαυσης της εξουσίας.
Καθημερινά ελαττώματα και αρετές Έχω φτάσει σε έναν κατάλογο καθημερινών ελαττωμάτων παρό μοιο με των καθημερινών αρετών: με τη βοήθεια μιας διαισθητικής απογραφής- τίποτε, λοιπόν, δεν μου εγγυάται ότι ο κατάλογος είναι ε ξαντλητικός. Είναι απλώς τα πιο συχνά χαρακτηριστικά που συνάντη σα στις αφηγήσεις για τη ζωή των στρατοπέδων. Σε αντίθεση προς τις καθημερινές αρετές, τα ελαττώματα δεν σχηματίζουν μία περίπλοκη ιεραρχία. Είναι αλήθεια ότι η αποπροσωποποίηση του εαυτού και η α πόλαυση της εξουσίας πάνω στους άλλους οδεύουν προς αντίθετες κατευθύνσεις: δεν μπορείς συγχρόνως να θεωρείς εαυτόν ανύπαρκτο και να επωφελείσαι από την υποταγή του άλλου-αλλά αν κάποιος δεν έχει συνείδηση των χειρονομιών του, ή αν έχει κατακερματίσει την προσωπικότητά του, μπορεί να συνδυάσει τέλεια αυτά τα δύο στην πρακτική. Αυτή ήταν πιθανότατα η περίπτωση ατόμων όπως ο Άιχμαν και ο Ες, που αρέσκονταν να θεωρούν εαυτούς απλούς εκτελεστές διαταγών, εξαρτήματα της μηχανής, αλλά έβρισκαν σαφώς ευχαρίστη ση στο να είναι κύριοι της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. Η αρμονία της αποπροσωποποίησης και του κατακερματισμού είναι και αυτή που παράγει τον τέλειο τεχνοκράτη: έχει τόσο πολύ την ανάγκη να διαχω ρίσει τις ιδιωτικές αντιδράσεις του από τη δημόσια συμπεριφορά του, ώστε ξεχνά πως έχει να κάνει με ανθρώπους. Σ’ αυτή την απογραφή των καθημερινών ελαττωμάτων που έχουν ετοιμάσει τον δρόμο για μία από τις πιο ακραίες εκδηλώσεις του κακού που γνώρισε ποτέ η Γη, καμία θέση δεν υπάρχει για τον Σατανά ούτε για τα φονικά ένστικτα των ανθρώπων... Ο λόγος είναι ότι η καινοτομία των εγκλημάτων του ολοκληρωτισμού έγκειται λιγότερο σε ό,τι μπό ρεσαν να συλλάβουν από τέτοια προτάγματα οι αρχηγοί κρατών — υ πήρξαν ασφαλώς και άλλα άτομα στην Ιστορία που οραματίστηκαν να καταργήσουν ουσιώδη κομμάτια της ανθρωπινότητας— και περισσότε ρο στο γεγονός ότι κατόρθωσαν να τα θέσουν σε εφαρμογή, πράγμα που απαίτησε τη συνεργασία πάρα πολλών κρατικών υπαλλήλων. Το ουσιώδες ζήτημα αφορά λιγότερο στο πρόταγμα και περισσότερο στις συνθήκες πραγμάτωσής του. Ε λοιπόν, από την άποψη αυτή, τον κύριο ρόλο παίζουν οι μετασχηματισμοί που υφίστανται οι υπάλληλοι αυτοί και που τους κάνουν να καταργούν τις συνηθισμένες αντιδράσεις τις
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
οποίες έχουν απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Οι μετασχηματισμοί αυ τοί προέρχονται από δύο πηγές: τον ιδεολογικό προσηλυτισμό και την ανάγκη για αποτελεσματικότητα. Οι φύλακες ενεργούν όπως ενερ γούν επειδή τους έχουν πει ότι αυτό είναι το καθήκον τους, ότι έτσι θα συντελέσουν στην έλευση του καλού- κι αν ακόμα δεν πιστεύουν σ’ αυτό, έχουν κάθε συμφέρον να συμπεριφέρονται σαν να πίστευαν. Το κάνουν και επειδή, από τη στιγμή που αποδέχονται το καθήκον, αναφέρονται σε συνηθισμένα σχήματα σκέψης, που τους βοηθούν να εκτελέσουν όλα τα άλλα εργασιακά τους καθήκοντα: διαχωρισμός του κόσμου σε στεγανά, άρα επαγγελματισμός, άρα εσωτερικός κατακερ ματισμός-και εφαρμογή της εργαλειακής σκέψης, που δεν αναγνωρί ζει διαφορές ανάμεσα σε ανθρώπους και μη ανθρώπους. Οι δημοκρατικές μας κοινωνίες γνωρίζουν την πολυφωνία ιδεολο γιών (και άρα πηγών πληροφόρησης), γι’ αυτό και ο κίνδυνος φανατι κού προσηλυτισμού είναι μικρότερος, καίτοι όχι ανύπαρκτος, όπως αποδεικνύει η άνθηση της άκρας αριστερός, πριν μερικά χρόνια, ή της άκρας δεξιάς σήμερα. Αλλά όσον αφορά στον επαγγελματισμό και την εργαλειακή σκέψη, τους γνωρίζουμε παραπάνω από καλά: τους θαυ μάζουμε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επέμεινα πολύ περισσότε ρο στο σημείο αυτό και λιγότερο στις τεχνικές προσηλυτισμού. Στις δημοκρατικές κοινωνίες, ο κατακερματισμός και η αποπροσωποποίηση ασφαλώς δεν σκοτώνουν-αλλά δεν απειλούν λιγότερο την ανθρωπινότητά μας. Οφείλω συγχρόνως να παραδεχθο εδώ ότι παραμένει κάτι αινιγμα τικό στην ανάδυση ενός κακού τόσο ακραίου όπως το κακό των στρατο πέδων του ολοκληρωτισμού. Αλλά η σκοτεινότητα αυτή δεν είναι ίδιον μόνο των καταστάσεων του ολοκληρωτισμού-την συναντούμε και στη ζωή μας. Για να την διατυπώσουμε λίγο πιο προκλητικά: γιατί, ενώ μπο ρούμε όλοι να καταλάβουμε από τα ένδον μία φονική ενόρμηση ή την ηδονή που νιώθει κάποιος μπροστά στα βασανιστήρια, υπάρχουν τόσο λίγοι φονιάδες και βασανιστές; Αν υποθέσουμε ότι η απόλαυση της ε ξουσίας πάνω στους άλλους είναι σαφώς το μέσον το πιο αποτελεσμα τικό για να ασκήσουμε κυριαρχία και να επιβεβαιώσουμε το είναι μας, πώς γίνεται και μόνον ορισμένοι από μας περνούν το όριο και σκοτώ νουν ή βασανίζουν; Πρέπει, άραγε, να υποθέσουμε ότι, παρ’ όλ’ αυτά, υ πάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων; Δεν έχω να δώσω σαφή απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ε λοιπόν, το ίδιο ακριβώς αίνιγμα συναντούμε στα εγκλήματα του ολοκληρωτισμού: μπορούμε να καταλάβουμε πώς τα καθημερινά ελαττώματα και το πολιτ;κό καθεστώς διευκολύνουν τον πολλαπλασιασμό του κακού, αλλά όχι το γιατί ούτε το πώς ένα άτομο αποφασίζει μια μέρα, εθελημένα, να δείρει ένα μωρό μέχρι θανάτου. Τα καθημερινά ελαττώματα είναι, ώς έναν βαθμό, μία αντιστροφή των καθημερινών αρετών. Η αξιοπρέπεια είναι, πριν απ’ όλα, μία εσω τερική συνοχή-ο κατακερματισμός, η απουσία της-τα δύο αυτά σχετί
177
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ζονται με το μεμονωμένο άτομο. Η φροντίδα μάς κάνει να θεωρούμε τους άλλους σκοπό των πράξεών μας· η αποπροσωποποίηση μετατρέ πει όλα τα υποκείμενα, τον εαυτό μου και τον άλλον, σε μέσα. Η από λαυση της εξουσίας πάνω στους άλλους είναι, από την άποψη αυτή, μία επιμέρους (αλλά κρίσιμη) περίπτωση της αποπροσωποποίησης και μία αυστηρή αντιστροφή της φροντίδας: το εγώ είναι εδώ μέσον και το εσύ σκοπός· το εγώ είναι εκεί σκοπός, και το εσύ μέσον. Ώστε η δρα στηριότητα του πνεύματος δεν έχει αρνητικό αντιστάθμισμα-αλλά εί δαμε ότι μπορούσε εύκολα να στραφεί εναντίον του εαυτού της και ε ναντίον του κόσμου που προοριζόταν να καταλάβει και να εξωραΐσει. Πρόκειται για το πασίγνωστο θέμα του μαθητευόμενου μάγου, που σή μερα μπαίνουμε στον πειρασμό να το εφαρμόσουμε στους φυσικούς ή στους βιολόγους, όταν χάνουν από τα μάτια την ανθρωπότητα την ο ποία θα έπρεπε να υπηρετούν.
Ηρωισμός του ολοκληρωτισμού; Γνωρίζουμε τώρα ότι οι καθημερινές αρετές έρχονται σε αντίθεση και με τις ηρωικές αρετές· αυτό μας παρακινεί να συγκρίνουμε τις ηρω ικές αρετές με τα καθημερινά ελαττώματα: τα δύο αντίθετα ενός και του αυτού πράγματος δεν θα έπρεπε να είναι αν όχι ταυτόσημα, τότε τουλάχιστον συγγενή; Είναι βέβαιο ότι τα ολοκληρωτικά κράτη θέλη σαν να κερδοσκοπήσουν πάνω στον πατροπαράδοτο σεβασμό προς τις ηρωικές αξίες διεκδικώντας τες-και πολλές είναι οι μαρτυρίες που επαληθεύουν την εξομοίωση των δύο. Η κομμουνιστική προπαγάνδα ή ταν ιδιαίτερα αποτελεσματική στην ηρωολατρία της. Είναι, πρώτα πρώ τα, όλοι όσοι έπεσαν στη μάχη για τη νίκη του καθεστώτος και που το όνομά τους, ως μεταθανάτια αναγνώριση, δόθηκε σε πόλεις, δρόμους ή σχολεία. Ακολουθούν όλες οι προσωπικότητες τις οποίες θέλει να τι μήσει το καθεστώς, και που ταξινομούνται, στην Ε.Σ.Σ.Δ., σε δύο κατη γορίες: τους Ήρωες της Σοβιετικής Ενωσης, για τα στρατιωτικά ή πολι τικά ανδραγαθήματα, και τους Ήρωες της Σοσιαλιστικής Εργασίας, γι’ αυτούς που υπερκάλυπταν τη νόρμα. Υπάρχει, βέβαια, και ο αρχηγός του κράτους: ο νεκρός, μουμιοποιημένος, λατρεύεται στο μαυσωλείοο ζωντανός, λιβανίζεται με εκατομμύρια εικόνες, τραγούδια, ποιήματα, μυθιστορήματα-είναι η χειροπιαστή ενσάρκωση της τελειότητας σε ό λους τους τομείς. Αυτή η ηρωολατρία ασκείται στο σχολείο, στον χώ ρο εργασίας, σε όλους τους δημόσιους χώρους-συμμετέχουν σ’ αυτή τα Μ.Μ.Ε. στο σύνολό τους. Ο ναζισμός δεν έφτασε στην ίδια τελειότητα, αλλά η ιδεολογία των ηρώων υπάρχει και σ’ αυτόν. «Ο Χίτλερ μου φαινόταν τότε σαν ήρωας των αρχαίων θρύλων ο οποίος, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, έχο ντας συνείδηση της δύναμής του, ριχνόταν στα πιο ρηξικέλευθα εγχει ρήματα και έβγαινε νικητής», αναθυμάται ο Σπέερ (233), και σε σημεί-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ωση προοθέτει: «Πράγματι, είχα βάλει να τοποθετήσουν πριν από εν νέα μήνες στο οικοδόμημα της Καγκελαρίας ημιανάγλυφα που απεικό νιζαν τον θρύλο του Ηρακλή» (729). Ηρακλής-Χίτλερ: είναι θεμιτή η ε τερόκλιτη ανάμειξη; Ας επισημάνουμε, πρώτα πρώτα, τα σημεία ομοιότητας. Είναι αλή θεια ότι ο Χίτλερ υπόσχεται μία λατρεία του θάρρους και ότι οι πολιτι κές του ενέργειες είναι συχνά τολμηρές. Η ζωή δεν έχει γι’ αυτόν την υπέρτατη αξία και, κατά την τελευταία του συνάντηση με τον Σπέερ, λίγες μέρες πριν την πλήρη κατέρρευση, του δηλώνει: «Πιστέψτε με, Σπέερ, μου είναι εύκολο να δώσω τέλος στη ζωή μου» (663). Ο συνηθι σμένος 38 αρέσκεται να διακηρύσσει την οικειότητά του με τον θάνα το, ώς και στη στολή του. Ο πιστός υπηρέτης του κομμουνιστικού ιδε ώδους, σύμψωνα με την προπαγανδιστική λογοτεχνία, είναι εξ ίσου έ τοιμος να θυσιάσει τη ζωή του, αν χρειαστεί. Η πάλη εναντίον του ε χθρού είναι ανελέητη: οι πιστοί επίτροποι [κομισάριοι] ή γραμματείς πυρήνα ή τσεκίστες, πεθαίνουν για τη νίκη του ιδεώδους τους, είτε στον εμφύλιο πόλεμο είτε στον πόλεμο με τη Γερμανία είτε κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης (δεχόμενοι την επίθεση άτιμων κουλά κων —ενώ η ίδια λογοτεχνία δεν λέει τίποτε για τα εκατομμύρια χωρι κών που δολοφονήθηκαν από τους μπολσεβίκους) είτε κατά την οικο δόμηση του «σοσιαλισμού» (δεχόμενοι την επίθεση μυστηριωδών ε χθρών). Αναρίθμητα μυθιστορήματα πλέκονται πάνω σ’ αυτό το θέμα, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιδεξιότητα, και προσφέρουν έτσι στους έφηβους ένα ηρωικό ιδεώδες.
(Παιδί, υποχρεώθηκα να διαβάσω τουλάχιστον δώδεκα φορές τον Ανδρισμό της Βέρα Κετλίνσκαγια, ένα μυθιστόρημα από το οποίο θυ
μούμαι μόνον ότι μιλούσε για νέους ενθουσιώδεις κομσομόλους που έ κτιζανμία καινούρια πόλη στη Σιβηρία και ήταν περικυκλωμένοι από αι σχρούς εχθρούς, κινέζους ή γιαπωνέζους κατασκόπους. Ευτυχώς, οι καλοί τσεκίστες αγρυπνούσαν). Είδαμε ότι ο ήρωας των κλασικών χρόνων είχε ένα αφηρημένο ιδε ώδες, και ότι στο όνομα του ιδεώδους αυτού έμενε πιστός στον ηγε μόνα του και πιστός στους συντρόφους του ή στην κοινότητά του. Το ίδιο σχήμα συναντούμε στο ηθικό ιδεώδες που ισχύει στα ολοκληρωτι κά κράτη. Οι υπηρέτες του καθεστώτος μάχονται για την υλοποίηση αφηρημένων στόχων (τη νίκη του κομμουνισμού ή του σοβιετικού κρά τους, την υπεροχή της άριας φυλής ή του γερμανικού κράτους), και όχι για την ευημερία ατόμων που θα τους ήταν οικεία· κατά συνέπεια, το πεπρωμένο των ανθρώπων υποτάσσεται στην προώθηση των στόχων αυτών: ο στόχος, ο σκοπός δικαιολογεί όλα τα μέσα (πρόκειται για τον «ιδεαλισμό» του Αιχμαν και των άλλων). Δεν είναι τυχαίο αν οι σκοποί αυτοί, καίτοι αφηρημένοι, είναι επιμέρους: η νίκη μιας χώρας, μιας τά ξης· η οικουμενικότητα (της χριστιανικής θρησκείας, λόγου χάρη) θα
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
μπορούσε να οδηγήσει στον οίκτο για τα άτομα, που είναι όλα εξ ίσου άνθρωποι, όλα εκπρόσωποι της ανθρωπότητας. Η υποταγή στον αρχηγό, η νομιμοφροσύνη, η πίστη προς αυτόν εί ναι θεμελιώδεις στην ηθική του ολοκληρωτισμού. Η λατρεία του Στάλιν καθώς και του Χίτλερ είναι διαβόητες. Ο Χίμλερ διάλεξε για έμβλημα των 55 ένα απόσπασμα από λόγο του Χίτλερ: «Μθϊηβ ΕΙίγθ (ιβίδδί ΤΓβυβ», η τιμή μου ονομάζεται πίστη, πράγμα που δείχνει καθαρά την ι διαίτερη θέση της πίστης. Αλλά μπορούμε ακόμα να μιλούμε για μία συνέχεια με την ηρωική παράδοση; Οι ναζί αρέσκονται να αυτοδιαφημίζονται για την ΝίβθΙυηςβηΐΓθυβ, και σε μία από τις παραδοσιακές εκ δοχές του ο ήρωας οφείλει πίστη στον ηγεμόνα-αλλά αυτό γιατί ο η γεμόνας αποτελεί την ενσάρκωση ενός ιδεώδους, την προσωποποίηση της τιμής- απεναντίας, στον ηρωισμό των κλασικών χρόνων, η πίστη σημαίνει τιμή και υποτάσσεται στην τιμή. Οπωσδήποτε, σε σχέση με τις καθημερινές αρετές, η ανατροπή εί ναι πλήρης. Στις καθημερινές αρετές, οι σκοποί είναι άνθρωποι, αλλά ε ξακολουθούμε να υπακούουμε σε ορισμένες μεγάλες αρχές: όποιες κι αν είναι οι πράξεις στις οποίες εμπλέκεται ο άνθρωπος, σέβεται τη δι καιοσύνη, υπερασπίζεται την ελευθερία του ατόμου, προτιμά τη μη βία. Απεναντίας, στο ιδεώδες των 55, οι σκοποί είναι αφαιρέσεις, αλλά η πίστη πηγαίνει σε άτομα: στον αρχηγό, στους συντρόφους. Αυτός πι θανόν είναι ένας λόγος για την συστηματική υποτίμηση των γυναικών στην ναζιστική ομιλία: οι αξίες τους, που βρίσκονται κοντά στις καθημε ρινές αρετές, θεωρούνται ιδιαίτερα ξένες προς την κρατούσα ναζιστική ιδεολογία. Στη δίκη της Νυρεμβέργης, ο Γκαίρινγκ αναφέρεται περι φρονητικά στις «εκθηλυσμένες ανθρωπιστικές αξίες» (Τζίλμπερτ, Ημε ρολόγιο, 199) και φρονεί ότι ο ηρωισμός είναι καθαρά ανδρικό ζήτημαο ρόλος των γυναικών θα ήταν, αυστηρά, να θαυμάζουν τους ήρωες και με την εύνοιά τους να τους ανταμείβουν για τα ανδραγαθήματά τους (σ’ αυτό, μένει πιστός στην παράδοση). Ούτε ο Χίτλερ θέλγεται α πό τον κόσμο του καθημερινού και δεν επιδιώκει να δώσει αξία στις γυ ναικείες αρετές. «Οι πολύ έξυπνοι άνδρες [όπως ο ίδιος] οφείλουν να παίρνουν μία γυναίκα πρωτόγονη και ηλίθια. [...] Ποτέ δεν θα μπορούσα να παντρευτώ. Τι προβλήματα, αν είχα παιδιά!» (Σπέερ, 133). Η τυφλή υποταγή στον αρχηγό συμβαδίζει με την πίστη προς τους άλλους που εμπλέκονται στην ίδια μάχη. Τα μέλη του κόμματος, στην Ε.Σ.Σ.Δ., προστατεύονται αμοιβαία, γιατί απολαμβάνουν τα ίδια προνό μια. Περιγράφοντας τα «ελεύθερα [στρατιωτικά] σώματα» [τα ΡΓβΐΚοφδ στη δημοκρατία της Βαΐμάρης], που ήταν προάγγελοι των μονάδων 55, ο Ες θυμάται: «Ο καθένας μας όφειλε να δίνει όρκο πίστης στον αρχηγό του ελεύθερου σώματός του. Προσωποποιούσε τη στρατιωτική μονάδα-χωρίς αυτό, το σώμα έπαυε να υπάρχει. Ετσι δημιουργούνταν ένα συναδελφικά πνεύμα, ένα αίσθημα αλληλεγγύης που τίποτε δεν μπορούσε να το σπάσει» (35-6). Αυτή η βεβαιότητα ότι μπορείς να λο
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
γαριάζεις στους άλλους σε περίπτωση σκληρού πλήγματος, αυτή η ι κανότητα να θυσιάζεσαι κιόλας γι’ αυτούς αποτελούν ιδιότητες για τις οποίες καμαρώνουν οι μελλοντικοί ναζί: ιδιότητες που εκτιμώνται πολύ σε όλους τους πολέμους, μα που εδώ μετατοπίζονται και επεκτείνονται στο σύνολο της ζωής. Η ισχυρή αλληλεγγύη μεταξύ των μελών μιας ομάδας διευκολύνει, όπως είδαμε, τον αποκλεισμό όλων όσοι δεν ανήκουν στην ομάδα, εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών. Οι πολωνοί στρατηγοί ήθελαν να αναπληρώσουν την ανυπαρξία κα τάλληλου εξοπλισμού με το αίμα των μαχητών και το πνεύμα θυσίας τους. Όπως οι ήρωες της εξέγερσης της Βαρσοβίας, οι ηγέτες του ο λοκληρωτικού κράτους φρονούν ότι η θέληση —σε επαρκή ποσότη τα— μπορεί να νικήσει την πραγματικότητα. Κατά την αρχική επίθεση των Γερμανών, ο Στάλιν επιδιώκει να καθυστερήσει την προέλαση του εχθρού προσφέροντας ρωσικό αίμα· και δίνει διαταγές που, πρακτικά, υποχρεώνουν τους στρατιώτες του Κόκκινου στρατού να θυσιάζουν τη ζωή τους: γι’ αυτούς, τότε, ήταν προτιμότερο να είσαι νεκρός παρά νι κημένος. Μ’ αυτό, τους βάζει να πληρώσουν για τα λάθη του: την τυ φλή εμπιστοσύνη στο γερμανοσοβιετίκό Σύμφωνο, τη δυσπιστία απέ ναντι στους στρατιωτικούς του που προκάλεσε μαζικές εκκαθαρίσεις, την ανικανότητα. Καθ’ όλη την τελευναία φάση του πολέμου, οι ναζί, με τη σειρά τους, αρνούνται να δουν την ήττα που πλησιάζει, γιατί ε ναντιώνεται στις επιθυμίες τους. Ιδού πώς περιγράφει ο Ες τους συνα δέλφους του την άνοιξη του 1945: «Δεν ήθελαν να παραδεχτούν τη θεμιτότητα των αμφιβολιών τους. Ήταν αδύνατον να προοριζόταν ο κόσμος μας για τον χαμό, άρα έπρεπε να νικήσουμε» (234). Αλλά ήδη τον Σεπτέμβριο του 1943 ο Γκαίρινγκ εμφανίζει το ίδιο σύνδρομο: όταν του αναφέρουν ότι αμερικανικά πολεμικά αεροσκάφη καταρρίφθηκαν πάνω από την επικράτεια του Ράιχ, διαμαρτύρεται και υποστηρίζει πως αυτό είναι αδύνατον, θυμώνει και στο τέλος εκρήγνυται απευθυνόμε νος στον κομιστή των κακών ειδήσεων: «Σας διατάσσω επισήμως να παραδεχθείτε ότι τα αμερικανικά αεροπλάνα δεν έφτασαν μέχρι την Αιξ-λα-Σαπέλ!» (Σπέερ, 412). Ο ίδιος ο Χίτλερ δεν συνθηκολογεί ποτέ μπροστά στην πραγματικό τητα και, το φθινόπωρο του 1942, δηλώνει: «Δήθεν ειδικοί, άνθρωποι που έπρεπε να είναι αρχηγοί, μου έλεγαν ασταμάτητα: “Αυτό δεν είναι δυνατόν, αυτό δεν γίνεται!” Λοιπόν, εγώ, δεν μπορώ να δεχθώ την α πάντηση αυτή. Υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να λύνονται με κάθε τίμημα. Με αρχηγούς άξιους να φέρουν αυτό το όνομα, πάντα λύνο νταν και πάντα θα λύνονται» (316). «Επαναλαμβάνω: για μένα, η λέξη “αδύνατον” δεν υπάρχει» (317). Η θέληση του αληθινού ήρωα νικά πά ντα την πραγματικότητα, δηλώνει ο Χίτλερ καθώς προελαύνουν οι Σύμμαχοι: «Είχε βεβαιώσει στο παρελθόν ότι θα αντισταθμίζαμε την κατωτερότητά μας με θαύματα ανδρείας, από τη στιγμή που ο γερμανός στρατιώτης θα πολεμούσε στο γερμανικό έδαφος» (591).
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Τέλος, όπως οι κλασικοί ήρωες, οι αντίστοιχοί τους στον κόσμο του ολοκληρωτισμού έχουν ανάγκη από αφηγήσεις που αποθανατίζουν τη δόξα τους. Εξ ου και η πασίγνωστη προτίμηση, χαρακτηριστική των κα θεστώτων αυτών, για τα γρανίτινα ή ατσάλινα μνημεία-εξ ου και η α νάγκη των αρχηγών να περιβάλλονται από ποιητές. Τα ποιήματα, τα μυθιστορήματα, οι ζωγραφικοί πίνακες, οι συμφωνίες που δοξάζουν τον Στάλιν είναι αμέτρητα. Όταν ο Γκαίρινγκ δηλώνει (Τζίλμπερτ, Ψυ χολογία, 89) ότι γι’ αυτόν οι απαιτήσεις του ιστορικού μεγαλείου οφεί λουν πάντα να νικούν τις άμεσες ηθικές θεωρήσεις, εξακολουθεί να έ χει υπ' όψη την αναγκαιότητα αφηγήσεων δοξολόγησης: από πού, χω ρίς αυτά, θα ερχόταν η εντύπωση του μεγαλείου; Γ ια τον ίδιο λόγο και ο Χίτλερ εύχεται να στήσουν κάποιοι μπρούντζινες πλάκες σε ανάμνη ση της εξολόθρευσης των Εβραίων. Στον περίφημο λόγο που απεύθυνε στο Πόζναν στους αξιωματούχους των 53, ο Χίμλερ σκιαγραφεί το πορτραίτο του ιδεώδους 55. Από μια ντουζίνα απαιτούμενες ιδιότητες, δύο μόνο δεν έχουν άμεση σχέση με τις κλασικές ηρωικές αρετές, αλλά μάλλον με την αποτελεσματικότητα του μάνατζερ, της σύγχρονης μεταμόρφωσης του ήρωα: οφείλει να είναι καλός στη δουλειά του και να χαίρεται να παίρνει πρωτοβουλίες. Όλες οι άλλες κάνουν τον 55 συγγενή του ήρωα ή του αγίου: οφείλει να είναι θαρραλέος, ασκητικός (να αποφεύγει τη δια φθορά και το αλκοόλ) και, πάνω απ’ όλα, νομιμόφρων, πιστός-και, φυ σικά, καλός σύντροφος. Πώς μπορούσαν οι 55 να μην αισθάνονται κληρονόμοι της ηρωικής παράδοσης; Αν δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, ωστόσο, θα πρέπει μάλλον να διαπιστώσουμε ότι, στην πρακτική των ολοκληρωτικών καθεστώ των, πρόκειται για διαστρέβλωση του ηρωισμού, όχι για συνέχειά του. Όλα συμβαίνουν λες και οι ψευτοήρωες του ολοκληρωτισμού να μι μούνταν τη μορφή των ηρωικών πράξεων, να ήθελαν να αρπάξουν την εικόνα τους, αλλά μόνο και μόνο για να αποκρύψουν μία τελείως δια φορετική πραγματικότητα. Υπάρχει, πρώτον, η βίαιη αντίθεση ανάμεσα στο περιεχόμενο της επίσημης προπαγάνδας και στις χαρακτηριστικές πρακτικές των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Σύμφωνα με τα μυθιστο ρήματα και τις κινηματογραφικές ταινίες, ο φύλακας μοιάζει με άγιο, είναι πλάσμα αδιάφθορο-στην πράξη, η διαφθορά βασιλεύει τόσο στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως όσο και στη ζωή έξω. Αυτοί τους οποίους μας παρουσιάζουν ως ασκητές απολαμβάνουν πολλά υλικά πλεονε κτήματα. Στηριζόμενοι σε μία τεράστια εξουσία, δεν έχουν ποτέ τη δυ νατότητα να αποδείξουν το θάρρος τους. Ώς και η πίστη, η νομιμοφρο σύνη τους δεν στοιχίζει ακριβά, αφού απευθύνεται σε ηγέτες που μπο ρεί το κόμμα να χαρακτηρίσει, από τη μια μέρα στην άλλη, εχθρούς που επιτέλους ξεσκεπάστηκαν. Δεύτερον, η διεκδίκηση του κύρους, του γοήτρου του ήρωα εδρά ζεται σε μία λογική απάτη. Αφού έχει επεκτείνει την ιδέα του πολέμου
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
σε όλες τις συγκρούσεις, για να μην πούμε σε όλες τις διαφωνίες (ή α πλώς στις όχι αρκετά γρήγορες υποταγές), το ολοκληρωτικό καθε στώς εξομοιώνει τις πράξεις καταστολής και εξολόθρευσης με την υ περάσπιση της πατρίδας. Αλλά δεν είναι πλήρης διαστρέβλωση αυτής της σύλληψης του ηρωισμού το να συγχέει τον στρατιώτη που πέθανε για να υπερασπίσει την πατρίδα με τον πράκτορα της Κρατικής Ασφά λειας που βασανίζει σε ένα μπουντρούμι τους υποτιθέμενους εχθρούς του καθεστώτος; Ο ήρωας είναι μία ενσάρκωση της ισχύος που έχει τεθεί στην υπηρεσία ενός ιδεώδους-αλλά στον κόσμο του ολοκληρω τισμού (όπως και στον κόσμο των επιχειρήσεων) ο άνθρωπος αποσκοπεί στην εξουσία για την εξουσία, και όχι στην εξουσία για έναν εξωτε ρικό σκοπό. Η πιο λεπτεπίλεπτη μεταμόρφωση είναι πιθανόν αυτή που μεταβι βάζει στους άλλους τη σκληρότητα και τη θυσία που απαιτείται από σένα. Ο ήρωας όπως και ο άγιος είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν αντι ξοότητες και δυσκολίες, δεν πτοούνται από τα βάσανά τους και δέχο νται να θυσιαστούν για να πετύχουν τον σκοπό τους. Οι ψευτοήρωες του ολοκληρωτισμού γνωρίζουν —άκρον άωτον της διαστρέβλωσης— μόνο μία θυσία: αυτή που σκοτώνει τους άλλους, που τους κάνει να υποστούν όλες τις κακουχίες-και καυχιώνται που μπορούν και παρακο λουθούν τη δοκιμασία των άλλων χωρίς να τρέμουν! Η ομιλία του Χίμλερ στο Πόζναν είναι τελείως σαφής: κατ’ αυτόν, το δύσκολο δεν είναι πια να πεθαίνεις, αλλά να σκοτώνεις-και μόνον αυτούς που δίνουν τον θάνατο πρέπει να λυπόμαστε. Η εξολύθρευση των Εβραίων «είναι ό,τι πιο σκληρό και πιο δύσκολο υπάρχει στον κόσμο. [...] Γ ια την οργάνω ση που επωμίστηκε την εκτέλεση του καθήκοντος αυτού, ήταν το πιο σκληρό πράγμα που γνώρισε» (167-8). Οι 85 θυσιάζονται σκοτώνο ντας τους Εβραίους, αποδέχονται —για το καλό του λαού τους— να εκτελέσουν το ιδιαίτερα δύσκολο αυτό καθήκον, για το οποίο είναι ικα νοί μόνον οι πιο σκληροί- αξίζουν ακόμα περισσότερο τον θαυμασμό, αφού δεν μπορούν να αποκομίσουν απ’ αυτό άμεση δόξα, την συνηθι σμένη ανταμοιβή των ηρώων- θυσιάζονται στα κρυφά, για να μπορέ σουν να ζήσουν ευτυχισμένα οι μέλλουσες γενεές. Το τελικό αποτέλεσμα των διαστρεβλώσεων αυτών είναι ότι οι ναζιστικές πρακτικές είναι το αντίθετο της ιπποτικής ή και της πρωσικής παράδοσης-το ίδιο ισχύει για τα κομμουνιστικά καθεστώτα, τα οποία, από τη στιγμή που κατέλαβαν την εξουσία, πολύ σύντομα απαλλάχτη καν από τις ηρωικές μορφές των επαναστατικών χρόνων. Ο Χίτλερ δεν παραλείπει να το τονίσει και αναφέρεται περιφρονητικά στις ιπποτικές παραδόσεις: δεν πρόκειται να φανεί επιεικής απέναντι σ’ έναν υπερβο λικά αδύναμο εχθρό ούτε και θα θεωρήσει τιμή του να σώσει τα γυναι κόπαιδα-το ίδιο ισχύει και για τους φύλακες του. Αν οι άνθρωποι είναι λιγότερο ανελέητοι στην Ε.Σ.Σ.Δ., αυτό δεν οφείλεται στον κομμουνι σμό, αλλά στη φιλάνθρωπη ρωσική παράδοση. Η ιδέα ενός κώδικα τι
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
μής είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα του ολικού πολέμου-ε λοιπόν, ίσα ί σα στη δεύτερη αποβλέπουν οι ολοκληρωτικές αυτοκρατορίες. Ο ψευ τοηρωισμός που καλλιέργησαν διατηρεί μία σχέση ομωνυμίας με τον κλασικό ηρωισμό: παρόμοιες μορφές παραπέμπουν σε διαφορετικές έννοιες. Οι ηρωικές αρετές πιθανόν δεν αξίζουν πάντα τον σεβασμό, αλλά δεν θα πρέπει να τις συγχέουμε με τις πρακτικές του ολοκληρω τισμού-και δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Οκουλίτσκι φύλακα σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΚΑΚΟ
Μη βία και παραίτηση Μίμηση ή άρνηση Στα σχόλιά της για το βιβλίο του Κόγκον για «το κράτος 33», η Ζερμαίν Τιγιόν φτάνει να διατυπώσει ένα δίλημμα σχετικά με τη δια γωγή των κρατουμένων, ή των πρώην κρατουμένων, απέναντι στο πρότυπο που τους προσφέρουν όι φύλακες: πρέπει να το μιμηθούν ή να το αρνηθούν; «Πρέπει να συμβιβαστούμε με το έγκλημα για να σώ σουμε ζωές και αξίες που, χωρίς αυτό, θα θυσιαστούν; Μ’ άλλα λόγια, πρέπει να λερώσουμε ταχέρια μας; ... Ή μήπως πρέπει, απεναντίας, να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις για να μην αφήσουμε να μας μολύνει η ατιμία ενός άτιμου εχθρού; (Ποιο το όφελος να καταστρέ ψουμε τους εχθρούς αν, για να τους καταστρέψουμε, πρέπει να γίνου με φρικτά κτήνη όπως αυτοί τους οποίους μισούμε γι’ αυτό)» (2η εκδ., 259). Η Τιγιόν αρνείται, ωστόσο, να εμπλακεί σε σκέψεις για το ζήτημα αυτό, για τον λόγο ότι οι εμφανιζόμενοι στο δράμα έχουν ασφαλώς κάνει ήδη την επιλογή τους υπέρ του άλφα ή του βήτα σκέλους του δι λήμματος, και άρα πρόκειται για ζήτημα καθαρά ακαδημαϊκό. Αλλά αν παραείναι αργά για να υποβάλλουμε στον εαυτό μας το ερώτημα μέσα στη φωτιά της δράσης, είναι ωστόσο πιο χρήσιμο να το σκεφτούμε σο βαρά έξω από τις κρίσιμες στιγμές, δίνοντάς του μία επαρκώς γενική μορφή. Πρέπει να πολεμούμε τον εχθρό με τα δικά του μέσα, οπότε κινδυνεύουμε, καίτοι θα τον νικήσουμε, να του προσφέρουμε μία υπό γεια ζοφερή νίκη: το ότι έχουμε γίνει όμοιοι του; Είναι σωστή η μάχη των ανθρώπων αυτών, όπως λέει ο Μπορόφσκι, «που συνωμοτούν για να μην υπάρχουν πια συνωμοσίες, που κλέβουν για να μην υπάρχουν πια κλοπές στη γη, που δολοφονούν για να μη δολοφονούνται πια άν θρωποι;» (Ο κόσμος, 144-5). Το ερώτημα αυτό προεκτείνεται σε ένα άλλο: η άρνηση να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια μέσα με τον εχθρό για να τον καταπολεμήσουμε δεν κινδυνεύει να τροποποιήσει και τον σκο πό μας, και να μας κάνει να εγκαταλείψουμε και τη μάχη; Για να εξερευνήσουμε τον πρώτο δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας, της άρνησης δηλαδή να μιμηθούμε με οποιονδήποτε τρόπο τα χα ρακτηριστικά του εχθρού, θα ήθελα να ξεκινήσω από την εξαιρετική ι στορία της 'Ετυ Χίλεζουμ. Οφείλω πρώτα να πω ότι προδίδω κάπως την εικόνα της με το που επιδιώκω να αποσπάσω από τα κείμενά της κάτι όπως ένα δόγμα και κανόνες συμπεριφοράς. Και όχι επειδή από τα γραπτά της λείπει οξύτητα ή βάθος· αλλά επειδή μας εντυπωσιάζει και μας θέλγει πρώτα ο άνθρωπος που γράφει και έπειτα ο συγγραφέας
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
του δόγματος. Αυτή η νέα (είναι είκοσι εφτά χρονών όταν γίνεται η κα τοχή και πεθαίνει έπειτα από δύο χρόνια), που ζει με ιδιαίτερα μαθήμα τα και ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας, δεν έχει τίποτα από επαγγελματία φιλόσοφο. Αλλά προσφέρει το σπάνιο παράδειγμα ενός ανθρώ που που κατακτά την ηθική ποιότητα ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος γύρω της καταρέει· μέσα στην πιο βαθιά απελπισία, η ζωή της ανθεί σαν λουλούδι. Κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να αποκαταστήσει την αρμονία στο άμεσο περιβάλλον της: αρχικά ασχολούμενη με ανθρώπους που της είναι κοντινοί, κατόπιν πηγαίνοντας να εργαστεί στο Βέστερμπορκ, το ολλανδικό Ντρανσύ. Ωστόσο, ποτέ κανένας δεν την βλέπει να προσεύχεται, γιατί στρέφει πρώτα τις απαιτήσεις της προς τον εαυτό της· έχει ενστερνιστεί τον κανόνα του Μάρκου Αυρήλιου και γράφει στο ημερολόγιό της: «Θα έκανα καλύτερα να μάθω να σωπαίνω, προσωρινά, και να “είμαι”» (1,158). Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι η εσωτερική της τελειότητα συνοδεύεται από μία περιφρόνηση για την απτή, υλική, καθημερινή ζω ή· ε λοιπόν, αυτό δεν συμβαίνει, και μάλλον αυτό αποτελεί το πιο θελ κτικό στοιχείο της προσωπικότητάς της. Διαβάζοντας τις σελίδες που μας άφησε, έχουμε την εντύπωση ότι γνωρίζουμε έναν άνθρωπο που θα θέλαμε να συναναστραφούμε, να τον έχουμε φίλο μας, να τον αγα πούμε. Κατόρθωσε να βρει τις λέξεις για να περιγράφει την προσκόλ λησή της στις πιο απλές χειρονομίες: να παραδίδει ένα μάθημα, να μα ντάρει κάλτσες, να πίνει ένα φλιτζάνι κακάο· και στους ανθρώπους που την περιβάλλουν, στους φίλους της. Αυτός ο συνδυασμός της αρετής με την αγάπη της ζωής, αν όχι την αισθησιακότητα, καθιστά την 'Ετυ πλάσμα εξαιρετικό. Ωστόσο, έχει ανάγκη και να εκλογικεύσει τη συ μπεριφορά της· και, για να το κάνει, καταφεύγει σε επιχειρήματα που αντλεί από βιβλία ή από συζητήσεις. Αυτήν ακριβώς την εκλογίκευση θα ήθελα να εξετάσω εδώ, ξέροντας βέβαια ότι δεν εξαντλεί το πε πρωμένο της· αλλά ακριβώς επειδή δεν της προσιδιάζει, με ενδιαφέρει. Βρίσκουμε στο ημερολόγιό της την περιγραφή μιας συζήτησης, που έγινε στους δρόμους του Άμστερνταμ τον Σεπτέμβριο του 1942· η Ετυ διαφωνεί με τον φίλο της Κλάας. Το πιστεύω της Ετυ είναι το ακόλου θο: «Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να διορθώσουμε οτιδήποτε στον εξω τερικό κόσμο, αν πρώτα δεν το έχουμε διορθώσει μέσα μας» (ί, 102). Ή, όπως το εξηγεί: «έχουμε τόσα να αλλάξουμε μέσα μας, ώστε δεν πρέπει να μας απασχολεί το μίσος για εκείνους που ονομάζουμε ε χθρούς μας» (1,204). Οι άνθρωποι που συναντά ολόγυρά της έχουν τε λείως διαφορετική άποψη. Να μία, από το στρατόπεδο του Βέστερ μπορκ. «Θρέφει για τους διώκτες μας ένα μίσος το οποίο υποθέτω δι καιολογημένο. Αλλά ο ίδιος είναι δήμιος. [...] Ξεχείλιζε από μίσος γι’ αυτούς που μπορούμε να ονομάσουμε δήμιους μας, αλλά ο ίδιος έγινε τέλειος δήμιος και πρότυπος διώκτης» (1,203). Ο Κλάας την ακούει, μα δεν αισθάνεται να συμφωνεί μ’ αυτήν. «Ο Κλάας έκανε μία χειρονομία
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
κούρασης και αποθάρρυνσης και είπε: “Μα αυτό που θέλεις να κάνεις παρατραβάει σε μάκρος, και δεν έχουμε τόσον καιρό!” Αποκρίθηκα: “Μα αυτό που θέλεις εσύ απασχολεί τους ανθρώπους από τις απαρχές του χριστιανισμού, αν όχι από χιλιετίες από τις απαρχές της ανθρωπό τητας. Και ποια η γνώμη σου για το αποτέλεσμα, αν μου επιτρέπεις να ρωτήσω;”» (I, 204). Παρατήρηση που κάνει ο Σολζενίτσυν, σε άλλο πλαίσιο: «Να χτυπά με το ρόπαλο τον εχθρό του, ήξερε να το κάνει και ο άνθρωπος των σπηλαίων» (II, 459). Το πρόγραμμα της Έτυ Χίλεζουμ, αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, έχει δύο πτυχές: απαγορεύεται να μισούμε τον εχθρό-και να κα ταπολεμούμε το κακό μέσα στον εαυτό μας παρά στους άλλους, άρα με μία στάση καθαρά ηθική. «Είναι η μόνη λύση, αληθινά η μόνη, Κλάας, δεν βλέπω άλλη διέξοδο: να στραφεί ο καθένας στον εαυτό του και να ξεριζώσει και να εκμηδενίσει μέσα του όλα όσα πιστεύει ότι πρέπει να εκμηδενίσει στους άλλους» (1,204-5). Ένα πρωί, την καλούν στην Γκεστάπο-αναμονή, ανάκριση, εσκεμμένες ωμότητες. Αλλά κα τορθώνει να ξεπεράσει την πρώτη της αντίδραση: «Αυτό ακριβώς έδινε σε τούτο το πρωινό την ιστορική του αξία: όχι να υπομένω τους βρυ χηθμούς ενός κακόμοιρου γκεσταπίτπ αλλά να τον λυπάμαι αντί να α γανακτήσω» (I, 104). Η νίκη δεν πρέπει να είναι επί του εχθρού, αλλά επί του μίσους: «Αν μία μέρα εγκαθιδρυθεί η ειρήνη, θα μπορέσει να εί ναι αυθεντική μόνον αν κάθε άνθρωπος φέρει πρώτα την ειρήνη μέσα του, αν ξεριζώσει το οποιοδήποτε αίσθημα μίσους για οποιαδήποτε φυλή ή για οποιονδήποτε λαό, ή αν επιβληθεί σ’ αυτό το μίσος και το μετατρέψει σε κάτι άλλο» (1,128). Αν μισείς τον εχθρό όπως σε μισεί, το μόνο που θα κάνεις θα είναι να ενισχύσεις το κακό στον κόσμο. Ένα από τα χειρότερα αποτελέσμα τα αυτής της κατοχής, αυτού του πολέμου, σκέφτεται η Έτυ, είναι ότι τα θύματα των ναζί αρχίζουν να γίνονται σαν κι αυτούς. «Όταν το μίσος θα σας έχει κάνει άγρια θηρία σαν κι αυτούς, θα είναι πάρα πολύ αργά» (I, 155). Όποιος δεν αντιλαμβάνεται καμία ομοιότητα ανάμεσα στον εαυτό του και τους άλλους, που βλέπει όλο το κακό στους άλλους και κανένα στον εαυτό του, αυτός είναι (τραγικά) καταδικασμένος να μιμηθεί αυτό τον εχθρό. Όποιος, απεναντίας, ανακαλύπτει πως είναι όμοιος με τον ε χθρό, γιατί αναγνωρίζει το κακό και μέσα του, αυτός είναι αληθινά δια φορετικός. Όποιος αρνείται να δει την ομοιότητα, φτάνει να την ενισχύσει-όποιος την παραδέχεται, ήδη την μειώνει. Αν πιστεύω πως είμαι δια φορετικός, είμαι ο ίδιος-αν ο ίδιος, διαφορετικός... Σε ένα από τα συγκινητικά της γράμματα που έγραψε από το Βέστερμπορκ, η Χίλεζουμ περιγράφει την εμπειρία του στρατοπέδου-κα τόπιν, παίρνει υπ’ όψη της ότι, όπως ο Μάρεκ Έντελμαν, δεν έδωσε πι θανόν την αφήγηση που περίμεναν απ’ αυτήν: «Αντιλαμβάνομαι ότι θα μπορούσα να δώσω μία άλλη αφήγηση, πιο κυριευμένη από το μίσος, την πικρία και την εξέγερση». Αλλά, αν και δεν σταματά να πολεμά τις
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
αδικίες του στρατοπέδου, το μίσος παραμένει ο κυριότερος εχθρός της: «Η έλλειψη μίσους δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την έλλειψη μιας στοιχειώδους ηθικής αγανάκτησης. Ξέρω ότι αυτοί που μισούν το κάνουν για βάσιμους λόγους. Αλλά γιατί θα πρέπει πάντα να διαλέγου με τον δρόμο τον πιο εύκολο, τον πιο περπατημένο; Στο στρατόπεδο, ένιωσα με όλο μου το είναι ότι ο παραμικρός κόκκος μίσους που προ στίθεται στον κόσμο μας, τον κάνει ακόμα πιο αφιλόξενο» (II, 43). Γι’ αυτό και η Χίλεζουμ πηγαίνει από μόνη της στο Βέστερμπορκ, αρχικά ως υπάλληλος, κατόπιν ως κρατούμενη, αλλά πάντα εμψυχωνόμενη από την ίδια επιθυμία, να προσθέσει σ’ αυτό τον κόσμο λίγο πε ρισσότερη καλοσύνη και όχι λίγο περισσότερο μίσος, και άρα να νοιά ζεται για τους άλλους ολόγυρά της. Ώσπου μια μέρα έρχεται η σειρά της: την φορτώνουν στο τραίνο για το Αουσβιτς, όπου και θα πεθάνει έπειτα από τρεις μήνες, τον Νοέμβριο του 1943. Όταν σκέφτεται τη ζωή μετά τον πόλεμο, παίρνει σαφώς υπ’ όψη της ότι αυτό, εναντίον του οποίου αγωνίζεται, δεν θα έχει αναγκαστικά εξαφανιστεί. «“Μετά τον πόλεμο [της λέει κάποιος] ένα κύμα μίσους θα σαρώσει τον κό σμο”. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ένιωσα για άλλη μια φορά τη βεβαιό τητα: θα ξεκινήσω πόλεμο εναντίον αυτού του μίσους» (I, 200). Ιδού ο μοναδικός πόλεμος που έχει δεχτεί να κάνει η Χίλεζουμ. Πεθαίνει πριν χαράξει εκείνη η μέρα-αλλά τα γραπτά της, συνεχίζουν σήμερα τη μά χη στη θέση της. Δεν είναι η μόνη που διάλεξε τον δεύτερο όρο του διλήμματος που διέκρινε η Ζερμαίν Τιγιόν: από τα ρωσικά στρατόπεδα έρχεται, ως αντίλαλός της, η Γκίνσμπουργκ ή, αργότερα, η Ρατουτσίνσκαγια. «Η βία γεννά μόνο βία, σε μια ταλάντωση που μεγαλώνει με την πάροδο του χρόνου αντί να φθίνει», γράφει με τη σειρά του ο Πρί μο Λέβι (Αυτοί που βούλιαξαν, 197). Αντιμετωπίζουμε συνήθως με σκεπτικισμό τις συμβουλές αυτές, που άλλωστε πρόθυμα τις εξομοιώνουμε με την ιδέα της μη αντίστα σης στο κακό. Μας φαίνεται πάντα, όπως στον Κλάας, πως είναι ήδη πάρα πολύ αργά: όταν ο κίνδυνος είναι απέναντι μας, δεν μπορούμε να τον αποτρέψουμε με χειρονομίες καλοσύνης. Δεν έχουμε αναγκαστικά άδικο. Αν οι στρατιές του Χίτλερ σαρώνουν τα σύνορα, δεν χρησιμεύει σε τίποτε να τους προτείνεις ειρήνη. Αν ο Στάλιν έχει αποφασίσει να θανατώσει τους χωρικούς της Ουκρανίας, αυτοί δεν μπορούν να προ στατευτούν δείχνοντας οίκτο. Υπάρχουν στιγμές που η μόνη κατάλλη λη απάντηση είναι να πάρεις τα όπλα-όλες οι φάσεις της Ιστορίας δεν είναι εξ ίσου ευνοϊκές για την ηθική δράση (που δεν συγχέεται με την πολιτική ή στρατιωτική δράση): η ειρήνη τής ταιριάζει περισσότερο από τον πόλεμο. Δεν παύει, πάντως, να έχει η δράση αυτή πιθανόν ένα δυ ναμικό αποτελεσματικότητας μεγαλύτερο από όσο υποψιαζόμαστε. Γ ια να απεικονίσουμε αυτή την ελπίδα, θα ήθελα να θυμίσω δύο αληθινές ιστοριούλες, στις οποίες η ταλάντωση για την οποία μιλούσε ο Λέβι μει ώθηκε εξ αιτίας μίας απλής πράξης καλοσύνης.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Ο 55 του Αουσβιτς Βίκτορ Πέστεκ πλησιάζει διάφορους κρατούμε νους και τους προτείνει να τους βοηθήσει να δραπετεύσουν. Έχει ένα σχέδιο: θα εφοδιάσει τον υποψήφιο με μία στολή αξιωματικού, και οι δύο θα φύγουν μαζί από το στρατόπεδο, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Οι κρατούμενοι απορρίπτουν την προσφορά, φοβούμενοι παγίδα- τέ λος, ένας απ’ αυτούς, ο Λέντερερ, την δέχεται, και η δραπέτευση πε τυχαίνει. Αργότερα, ο Πέστεκ επιστρέφει στο Άουσβιτς, για να προε τοιμάσει άλλες αποδράσεις- τούτη τη φορά, συλλαμβάνεται και εκτελείται. Γιατί μπλέκεται σ’ αυτές τις παρακινδυνευμένες πράξεις; Ιδού η ιστορία του: πολεμώντας στο ρωσικό μέτωπο, συμμετέχει σε μία επι χείρηση τιμωρίας ενός χωριού στο οποίο υπήρχαν υποψίες ότι κρύβο νταν παρτιζάνοι. Ο Πέστεκ τραυματίζεται κατά την επιχείρηση, και οι σύντροφοί του τον εγκαταλείπουν. Την επομένη, μία οικογένεια Ρώ σων τον ανακαλύπτει στον αχυρώνα που κρύβεται. Διψάει-αντί να τον αποτελειώσουν, τον πηγαίνουν δίπλα στο ρυάκι. «Ποτέ δεν ξέχασε ότι οι άνθρωποι αυτοί του είχαν σώσει τη ζωή, ενώ δεν είχαν κανέναν λό γο να χαριστούν σε έναν ένστολο 55 που η μονάδα του είχε σφαγιά σει όλους τους κατοίκους του χωριού» (Λάνγκμπάίν, 417). Ένας άλλος 55, ο Καρλ, κατατάσσεται μετά τον πόλεμο στη Λεγε ώνα των ξένων, και βρίσκεται στην Αλγερία. Δουλεύει στο αναρρωτή ριο της φυλακής-οι φυλακισμένοι με μεγάλη έκπληξη ανακαλύπτουν στο πρόσωπό του ένα πλάσμα διακριτικότατο και γλυκύτατο. Φροντίζει να μένουν οι άρρωστοι στο αναρρωτήριο όσο το δυνατόν περισσότερο και κανακεύει τους αρρώστους προσφέροντάς τους λιχουδιές. Έχει κι αυτή η ευγένεια την εξήγησή της. Αφού αιχμαλωτίστηκε στο ρωσικό μέτωπο, τον έριξαν στο μπουντρούμι κι έπειτα στη Σιβηρία-εκεί αρρω σταίνει και θέλει να τον αφήσουν να πεθάνει. «Βρέθηκε τότε μια ρωσίδα γιατρίνα που τον φρόντισε, που τον υποχρέωσε να ξαναρπαχτεί α πό τη ζωή. Κι ενώ εκείνη τον φρόντιζε ή ετοίμαζε ένα κακάο, κουνώ ντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο, ο Καρλ έλεγε στα αλαμπουρνέζικά του: “Θέλω κι εγώ να κάνω το ίδιο πράγμα όπως εσείς”» (Τιγιόν, 2η εκδ., 268-9).
Η αποδοχή του κόσμου Κι αν ακόμα δεν μπορώ να μη θαυμάσω κάτι τέτοιες πράξεις και εί μαι έτοιμος να τους αναγνωρίσω μιαν αποτελεσματικότητα μεγαλύτε ρη απ’ αυτή που συνήθως τους αποδίδουμε, δεν νιώθω πάντα να με πείθει η συλλογιστική της Έτυ Χίλεζουμ. Ο άνθρωπος που μισούσε τους ναζί στο στρατόπεδο του Βέστερμπορκ είχε, άραγε, γίνει αληθινά όμοιος με τους ναζί; Αν το υποθέσουμε, αυτό σημαίνει όχι μόνον ότι ε ξομοιώνουμε το πραγματικό και το δυνητικό, αλλά και ότι δεν αντιλαμ βανόμαστε καμία διαφορά ανάμεσα σε επίθεση και άμυνα, ούτε βαθμί δες στη φύση του κακού ή στην ισχύ των μέσων που διαθέτουμε. Πο
190
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
λεμώντας τον Χίτλερ (παλεύοντας για τη δικαιοσύνη), δεν τον μιμού μαστε: αυτός μάχεται υπέρ της αδικίας· υπάρχει μίσος που είναι όχι μόνο δικαιολογημένο, αλλά απαραίτητο. Είναι αλήθεια ότι, τη στιγμή της δράσης, δεν διαθέτουμε την απαραίτητη απόσταση ούτε την απα ραίτητη πληροφόρηση για να κρίνουμε αν ο εχθρός είναι ο ανάποδος σωσίας μας ή μία ενσάρκωση του κακού. Μπορούμε, όμως, να βάλουμε στο ίδιο επίπεδο τους εξεγερμένους του γκέτο και τα μέλη των μεραρ χιών 38, με το σκεπτικό ότι και οι δύο έριχναν βόμβες; Είναι αληθινά σωστό να εμποδίζουμε τον εαυτό μας να μισεί αυτούς που έκτισαν τα στρατόπεδα του ολοκληρωτισμού, τους κομμουνιστές κομισάριους ή τους ναζί αξιωματούχους, πρέπει να είμαστε ανεκτικοί απέναντι στο κακό; Αν πρέπει να γιατρευτούμε από το μίσος μετά τη νίκη, πρέπει γι’ αυτό να πάψουμε να απεχθανόμαστε εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τον θάνατο και τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων; Δεν κινδυνεύου με, πολεμώντας το μίσος μέσα μας, να λησμονήσουμε τη μάχη ενα ντίον του μίσους που ενσαρκώνουν οι δυνάμεις του ολοκληρωτισμού; Όλα συμβαίνουν σάμπως, για τη Χίλεζουμ, ο αγώνας εναντίον του ε σωτερικού κακού να αντικαθιστούσε τον αγώνα εναντίον του εξωτερι κού κακού, αντί ο μεν νι : χρησιμεύει ως προετοιμασία για τον δε. Το διπλό της «πρόγραμμα», να μη μισεί τον εχθρό και να ξεκινά πολεμώ ντας το κακό που βρίσκεται μέσα της, δεν εξαντλεί τις πιθανότητες: δεν λέγεται τίποτε για μία μάχη που θα ήταν ανυποχώρητη, δίχως ω στόσο να οδηγεί στη δαιμονοποίηση του εχθρού, στην ιδέα της συλλο γικής ευθύνης ή στον μανιχαϊσμό. Μπορούμε μάλιστα να αναρωτηθούμε: μια τέτοια στάση δεν κινδυνεύει, εν τέλει, να διευκολύνει την προ έλαση του κακού; Η «στοιχειώδης ηθική αγανάκτηση», για την οποία μιλάει η Χίλεζουμ, θα ήταν αρκετή για να ανακόψει την πρόοδο του να ζισμού; Ερώτημα πιεστικό, γιατί δεν αφορά μόνο τη συγγραφέα, αλλά κάθε αντίσταση στο κακό. Η Έτυ Χίλεζουμ δεν δείχνει καμία συμπάθεια για την στρατιωτική μάχη εναντίον του Χίτλερ. «Δεν πιστεύω καθόλου σε εξωτερική βοή θεια, δεν εισέρχεται στις προβλέψεις μου», γράφει στο ημερολόγιό της (1,179). Δεν πρόκειται για απαισιοδοξία, αλλά για σκεπτικισμό απέ ναντι σε τέτοιες λύσεις Αν δεν αποθέτει τις ελπίδες της στην απόβα ση των Αγγλων, ο λόγος δεν είναι ότι δεν πιστεύει σ’ αυτήν, είναι ότι δεν περιμένει τίποτε από μια τέτοια ενέργεια. Δεν συμμερίζεται «την άποψη αυτών που εξακολουθούν να έχουν μέσα τους μία πολιτική ελ πίδα. Πιστεύω ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από κάθε ελπίδα θεμε λιωμένη στον εξωτερικό κόσμο» (1,165). Κι αυτό δεν αφορά μόνο την εν γένει πορεία των γεγονότων, αλλά και την πορεία της ύπαρξής της· αρνείται να στρατευτεί σε οποιοδήποτε αντιστασιακό κίνημα και δεν θέλει μάλιστα να κάνει τίποτε για να προστατέψει τη ζωή της: να κρυ φτεί ή να το σκάσει. «Είμαι ανίκανη να παρέμβω ενεργητικά για να “σώσω” τον εαυτό μου, αυτό μου φαίνεται παράλογο, με αναστατώνει
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
και με κάνει δυστυχισμένη» (I, 167-8). Δεν απατάται καθόλου για την τύχη τη δική της ή των ομοίων της: «Αυτό που διακυβεύεται, γράφει στις 3 Ιουλίου 1942, είναι η απώλεια και η εξολόθρευσή μας, καμία αυ ταπάτη δεν χωράει σ’ αυτό. “Εκείνοι” θέλουν να μας εξολοθρεύσουν τελείως, πρέπει να αποδεχθούμε αυτή την αλήθεια». Κι όμως, αντί να επιδιώξει να εμποδίσει την ολοκλήρωση της φρίκης, αρκείται στον α κόλουθο κανόνα: «Αν χρειαστεί να ψοφήσετε, τουλάχιστον κάν’τε το με χάρη» (1,137' πρβλ. I, 221). Γιατί; Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η Χίλεζουμ μπορούν να χωρι στούν σε τρεις βαθμίδες. Η πρώτη είναι της αδιαφορίας για όλα τα ε ξωτερικά, γιατί μετράει μόνον ο κόσμος που έχουμε μέσα μας· άρα, τα βάσανα που προκαλούν οι εξωτερικοί παράγοντες δεν έχουν καμία ση μασία. «Ποτέ δεν με λυπούν τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου, αλ λά πάντα αυτό το αίσθημα μέσα μου, κατάπτωση, αβεβαιότητα ή ό,τι άλλο, δίνει στα εξωτερικά πράγματα τον θλιβερό ή απειλητικό τους χρωματισμό» (I, 122). Αρκεί να θέσουμε υπό έλεγχο τον εσωτερικό κίνδυνο, ώστε η αποκτηθείσα γαλήνη να χρησιμεύει κατόπιν «ως προ στατευτικός τοίχος από ευμενή σκιά» (1,113), που πάνω του θα τσακι στούν οι εξωτερικές απειλές. «Αυτή η ζωή ολοκληρώνεται σε ένα εσω τερικό θέατρο: ο διάκοσμος έχει ολοένα μικρότερη σημασία» (I, 186). Έχει μάλιστα τόσο μικρή σημασία, ώστε η Χίλεζουμ διάλεξε εκούσια να μπει στο στρατόπεδο του Βέστερμπορκ, όπως είχε προετοιμαστεί ήδη από τον Μάρτιο του 1942: «Όταν έχεις μία εσωτερική ζωή, μάλλον μικρή σημασία έχει από ποια μεριά των συρμάτων του στρατοπέδου βρίσκεσαι» (I, 106). Εξωφρενική δήλωση που, δίχως να αρνείται ότι η πραγματικότητα των στρατοπέδων είναι κακό, θεμελιώνει μία στάση σύμφωνα με την οποία η διαφορά καλού και κακού στον εξωτερικό κό σμο είναι χωρίς σημασία. Αλλά το επιχείρημα αυτό απορρύ· ·:εται πολλές φορές στο όνομα της αναγκαίας ισορροπίας ανάμεσα σε εσωτερικό και εξωτερικό. Η Έτυ Χίλεζουμ διαλέγει τότε ένα άλλο, κι αυτή είναι η δεύτερη βαθμίδα της απάντησής της, αυτή που αντιπροσωπεύεται περισσότερο στο ημε ρολόγιό της: το κακό είναι όχι μόνον αδιάφορο, αλλά αποδεκτό. Όπως έχει υπογραμμίσει πολλές φορές, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι παραιτείται, δηλαδή ότι βυθίζεται σε μιαν ανήμπορη απελπισία-η εξαιρε τικά ενεργητική συμπεριφορά της (φροντίδα για τους άλλους και δρα στηριότητα του πνεύματος στη γραφή) θα το βεβαίωναν, αν ήταν ανά γκη. «Δεν είναι αλήθεια ότι θέλω να πάω πέρα από την εκμηδένισή μου, μ’ ένα υποτακτικό χαμόγελο στα χείλη» (I, 164). «Για μένα, η ε γκατάλειψη αυτή δεν ισοδυναμεί με παραίτηση, με αργό θάνατο, συνίσταται στο να συνεχίσω να προσφέρω ό,τι υποστήριξη μπορώ εκεί που θα θελήσει να με τοποθετήσει ο Θεός» (I, 153). Αλλά, από μιαν άλλη πλευρά, δεν ισοδυναμεί ούτε με την αντίσταση, με την εξέγερση, που συνδέεται πάντα στη Χίλεζουμ μόνο :;ε το μίσος για τον εχθρό. «Δεν
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
είμαι ούτε πικραμένη ούτε εξεγερμένη, νίκησα θριαμβευτικά την κατά πτωσή μου και αγνοώ την παραίτηση» (I, 139). «Αισθάνομαι προπά ντων ευγνωμοσύνη που δεν νιώθω ούτε μνησικακία ούτε μίσος, αλλά νιώθω μέσα μου μία μεγάλη συγκατάθεση που είναι τελείως άλλο πράγμα από την παραίτηση» (1,177). Τι σημαίνει αυτή η συγκατάθεση, αυτή η ικανότητα να δέχεσαι τα πάντα, με γλυκύτητα και γαλήνη; Η Χίλεζουμ καταφεύγει εδώ σε μία επιχειρηματολογία που πιστεύει ότι την αντλεί από την χριστιανική παράδοση, μα που μάλλον πιο βάσι μα θα την συνδέαμε με τον στωικισμό, τον ησυχασμό ή, στην ανατολι κή παράδοση {στην οποία επίσης αναφέρεται), με τον ταοϊσμό. Πρέπει να αποδεχόμαστε τον κόσμο όπως είναι, με τις χαρές και τα βάσανά του (πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν κάνουμε διάκριση των δύο), για τί αυτό ακριβώς αποτελεί την ολότητα και την ομορφιά του. «Η ζωή και ο θάνατος, τα βάσανα και η χαρά, οι θανάσιμες φουσκάλες των πο διών, το γιασεμί πίσω από το σπίτι, οι διώξεις, οι αναρίθμητες ωμότη τες, όλα, όλα είναι μέσα μου και σχηματίζουν ένα ισχυρό σύνολο, τα δέχομαι ως αδιαίρετη ολότητα» (1,138). Όλα όσα υπάρχουν, είναι κα λά. «Όλα όσα θα γίνουν, θα είναι καλά» (I, 179). «Τα δέχομαι όλα ό πως έρχονται» (1,189). Το μόνο απαράδεκτο (μα η εξαίρεση αυτή δεν επαναμφισβητεί τη συνοχή της θεωρίας;) είναι η ανθρώπινη θέληση, η επιθυμία να τροποποιήσουμε την τάξη του σύμπαντος, να απομακρύνουμε το κακό και να διατηρήσουμε μόνο το καλό. «Από τη στιγμή που αρνούμαστε, θέλουμε να εξαλείψουμε ορισμένα στοιχεία, από τη στιγ μή που ακολουθούμε τις προτιμήσεις και τις ιδιοτροπίες μας για να α ποδεχθούμε την άλφα πτυχή της ζωής και να απορρίψουμε την βήτα, όλη η ζωή γίνεται πράγματι παράλογη: από τη στιγμή που χάνεται το σύνολο, όλα γίνονται αυθαίρετα» {1,142). Και η Χίλεζουμ δεν αισθάνε ται ιδιαίτερη συμπάθεια για τους μεταρρυθμιστές, ανεξαρτήτως πεποι θήσεων: «Αισθάνομαι πάντα μια βαθιά ικανοποίηση όταν βλέπω τα πιο μεγαλοφυή ανθρώπινα σχέδια να καταρρέουν σαν πύργοι από παιγνιό χαρτα» (I, 218). Αλλά δεν είναι εύλογο να θέλεις να εξαλείψεις την «άλφα πτυχή της ζωής», λόγου χάρη τα στρατόπεδα και την εξολόθρευση των Εβραίων, στο όνομα ενός πράγματος διαφορετικού από «τις προτιμήσεις και τις ιδιοτροπίες μας»; Στο Αμστερνταμ, τα σημάδια της δυστυχίας πολλαπλασιάζοντας οι στερήσεις, οι καταγγελίες, οι συλλήψεις. Η Χίλεζουμ αντιδρά σ’ αυτή την αύξηση της βίας και του κακού όχι απορρίπτοντάς την αλλά απορ ροφώντας την μέσα στην προεγκαθιδρυμένη αρμονία του σύμπαντος· την αφήνει να αυξάνει εξωτερικά, αλλά την ξεπερνά μέσα της, βρίσκοντάς της ένα νόημα. Όσο περισσότερο επιδεινώνεται η κατάσταση, τό σο περισσότερο επαναλαμβάνονται στο ημερολόγιό της εγγραφές του τύπου: ναι, η ζωή έχει νόημα, ναι, η ζωή είναι ωραία. «Έχω ήδη υποστεί χίλιους θανάτους σε χίλια στρατόπεδα συγκεντρώσεως. [...] Και ωστόσο βρίσκω αυτή τη ζωή ωραία και πλούσια σε νόημα. Κάθε στιγ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
μή» (I, 134). «Μα ναι, ωραία και πλούσια σε νόημα, την ίδια τη στιγμή που είμαι στο προσκέφαλο του νεκρού φίλου μου —που πέθανε επειδή παραήταν νέος— και που από μέρα σε μέρα θα με εκτοπίσουν σε ά γνωστα μέρη» (1,194). «Είμαι γυναίκο ευτυχισμένη και ψάλλω ύμνους σ’ αυτή τη ζωή, ναι, σωστά διαβάσατε, το σωτήριον έτος 1942, ένατο έτος του πολέμου» (1,128). Τίποτε πια δεν μπορεί να την κλονίσει στην απόφασή της: «Τέτοιο είναι μια για πάντα το αίσθημα της ζωής σ’ εμέ να, και πιστεύω ότι κανένας πόλεμος στον κόσμο, καμία ανθρώπινη ω μότητα, όσο παράλογη κι αν είναι, δεν θα μπορέσει ν’ αλλάξει τίποτα σ’ αυτό» (1,116). Το μυστικό της Έτυ Χίλεζουμ είναι πιθανόν ότι έχει φτάσει να ξεπεράσει την ιδέα του εαυτού της, τη συνήθεια να χρησιμοποιεί τον εαυτό της ως κέντρο παρατήρησης ή ως μέτρο όλων των πραγμάτων ο εαυ τός της άρχισε να διαλύεται μέσα στο σύμπαν και έτσι μπορεί να σκέ φτεται στο όνομα αυτού του σύμπαντος. «Πρέπει να τολμήσεις να κά νεις το μεγάλο άλμα μέσα στο σύμπαν —τότε η ζωή γίνεται απείρως πλούσια» (I, 156). Βλέπει τον εαυτό της ως «την σκεπτόμενη καρδιά του παραπήγματος» (I, 190), αν όχι ολόκληρου του στρατοπέδου συ γκεντρώσεως: αντιλαμβάνεται τον εαι.:ό της, από τα έξω, ως ένα κομ μάτι του σύμπαντος, χρήσιμο μεν αλλά διόλου κεντρικό. Γι’ αυτό και μπορεί και γράφει τόσο εκπληκτικές φράσεις: «Μικρή σημασία έχει αν αυτός που φεύγει είμαι εγώ ή κάποιος άλλος» (1,164), μη κάνοντας πια τη διάκριση ανάμεσα στον εαυτό της και τους άλλους, ενώ πρόκειται να φύγει για τον θάνατο (και (ραίνεται να παραμελεί τη δυνατότητα που υ πήρχε να ξεφύγει στην αρχή —για τον εαυτό της και για τους άλλους). Δεν θέλει να συγχέεται μόνο με τους άλλους ανθρώπους, αλλά και με όλες τις μορφές ζωής: «Πρέπει να γίνω εξ ίσου απλή και βουβή με το στάρι που φυτρώνει ή τη βροχή που πέφτει. Πρέπει να αρκούμαι να είμαι» (1,158). Η συμπαντοποίηση αυτή επηρεάζει και όσα την περιβάλ λουν θα κατηγορήσει τον εαυτό της που δίνεται μόνο σε ορισμένους, και όχι σε όλους. Κάθε μέρα, εν τέλει, είναι μία συμπύκνωση ολόκλη ρης της ζωής, και ο κάθε τόπος είναι όπως ο οποιοσδήποτε άλλος: «Σε όλους τους τόπους αυτής της γης είσαι στο σπίτι σου, όταν φέρεις τα πάντα μέσα σου» (I, 199). Έτσι μπορ·· ί να αποβλέπει στον ακόλουθο στόχο: να μη περιμένει να την βοηθήσει ο Θεός, όπως οι ταπεινοί πι στοί, ούτε να επιδιώξει να βοηθήσει τον εαυτό της, όπως οι πολυμήχα νοι άθεοι, αλλά να αποβλέπει να βοηθήσει τον Θεό, να επιδιώξει να τον διατηρήσει μέσα της — και άρα μέσα στον κόσμο. «Αυτό μόνον εί ναι δυνατόν να σώσουμε την εποχή αυτή και είναι και το μόνο που με τράει: λίγο από σένα μέσα μας, Θεέ μου» (1,166). Έπειτα απ’ αυτή την συνολική αποδοχή του κόσμου, η Χίλεζουμ μπορεί (μόνον ορισμένες στιγμές, βέβαια) ν’ ανέβει μία τρίτη βαθμίδα και να διακηρύξει εν τέλει την προτίμησή της για τα βάσανα. Φρονεί ό τι οι Δυτικοί ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αποδεχθούν τα βάσανα και να
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
επιδιώξουν να αντλήσουν απ’ αυτά θετικές δυνάμεις· να αποδεχθούν τον θάνατο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Μικρή σημασία έχει, α πό την άποψη αυτή, η πηγή του πόνου: η Ιερά Εξέταση ή τα πογκρόμ, ο Ιβάν ο Τρομερός ή ο Χίτλερ, οι πόλεμοι ή οι σεισμοί, «αυτό που με τράει είναι ο τρόπος με τον οποίο το υπομένουμε, που ξέρουμε να του δώσουμε τη θέση του μες στη ζωή, εξακολουθώντας να αποδεχόμα στε τούτη τη ζωή» (1,136). Η Χίλεζουμ αποδέχεται το στοιχείο του βα σάνου στην ανθρώπινη ζωή και θεωρεί ότι ο προσωπικός της ρόλος εί ναι να το κάνει αποδεκτό και απ’ τους άλλους βοηθώντας τους, ψροντίζοντάς τους (αλλά όχι επιδιώκοντας να εξαλείψει τα αίτια αυτού του βασάνου)- και αφού τούτο τον καιρό της δυστυχίας ίσα ίσα το στρατόπεδο είναι η πιο καθαρή ενσάρκωση του βασάνου, αποφασίζει, αυτόβουλα, να πάει εκεί. Στο Βέστερμπορκ είναι πιο ευτυχισμένη από κάθε άλλη φορά-υπο φέρει μόνον όταν υποχρεώνεται να απουσιάσει, σαν να της στερούσαν τότε ένα προνόμιο. «Θα ήθελα πολύ να επιστρέψω στο στρατόπεδο α πό την Τετάρτη, έστω και μόνο για δυο βδομάδες» (I, 216). Οι πρώτοι μήνες που περνάει εκεί είναι γι’ αυτήν «σι πιο έντονοι και οι πιο πλούσι οι της ζωής μου και μου έχουν δώσει την πιο λαμπρή επιβεβαίωση των πιο σοβαρών, των πιο υψηλών αξιών της ζωής μου. Εχω μάθει να αγα πώ το Βέστερμπορκ, και το νοσταλγώ» (1,196). Τόση ευτυχία καταλή γει να μας κάνει την 'Ετυ Χίλεζουμ ξένη, κι ας μπορούμε να καταλάβου με την έξαρσή της μπροστά σπς δυσκολίες που πρέπει να υπερπηδή σει- είναι σαν να ήθελε να αυξηθεί η δυστυχία ολόγυρά της, για να δι ευκολύνει την προσωπική της άνθηση. «Πώς γίνεται κι αυτό το κομμα τάκι γης, το περικλεισμένο από συρματοπλέγματα, που το διασχίζουν ανθρώπινα πεπρωμένα και ανθρώπινα βάσανα τα οποία έρχονται και σκάζουν εκεί σε διαδοχικά κύματα, να έχουν αφήσει στη μνήμη μου μία εικόνα σχεδόν ευχάριστη;» (I, 201). Πράγματι, υπάρχει εδώ κάτι μυστη ριώδες, και φτάνουμε να ευχόμαστε να ξέρει και να υποφέρει τα βάσα να, και όχι μόνο να τα μετατρέπει σε ομορφιά ή σε πηγή ευτυχίας. Παρέθεσα πολλά από τα γραπτά της 'Ετυ Χίλεζουμ, γιατί με συναρ πάζουν ήταν, αναμφίβολα, εξαιρετικό πλάσμα. Αλλά δεν πιστεύω ότι ο δρόμος που ορίζουν είναι κατάλληλος για όλους. Υπάρχει κάτι το υπε ράνθρωπο στην 'Ετυ, στις πιο ενθουσιώδεις στιγμές της, και για τούτο κάτι το απάνθρωπο-δεν ανήκει τελείως στον κόσμο τούτο. Βέβαια, προ τιμά τις καθημερινές αρετές (τη φροντίδα) από τις ηρωικές αρετές (τον πόλεμο). Αλλά προχωρεί πολύ πιο πέρα: αντί να επιδιώκει να επιδρά στα αίτια του κακού, αρκείται να περιποιείται τις πληγές, να «είναι βάλσαμο που ρίχνεται σε τόσες πληγές» (I, 229). Δεν ζει μέσα στην παραίτηση, αλλά μέσα στην χαρούμενη αποδοχή του κόσμου, άρα και του κακού. Ε λοιπόν, κι αν ακόμα δεν πιστεύω πως είναι εφικτός ένας κόσμος χωρίς κακό και χωρίς βάσανα, δεν θέλω να παραδεχτώ να δεχόμαστε όλα τα κακά και όλα τα βάσανα σαν μοιραία ή σαν στοιχείο μιας συ-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
μπαντικής αρμονίας, σχέδιο της Θείας Πρόνοιας ή πανουργία του Λό γου. Βέβαια, πρέπει να δώσω μία θέση στον θάνατο μέσα στη ζωή· αλ λά αρνούμαι να πιστέψω πως οι νεκροί των στρατοπέδων ανήκουν στην ίδια κατηγορία μ’ εκείνους που πεθαίνουν από γηρατιά ή ανίατες αρρώστιες. Ο Χίτλερ δεν ήταν καθόλου φυσική καταστροφή. Η ιδέα ε νός κόσμου χωρίς βάσανα είναι μία επικίνδυνη ουτοπία, αλλά χρωστώ ευγνωμοσύνη σε όσους επινόησαν (τεχνητά και όχι φυσικά) μέσα για να υποφέρουν λιγότερο οι άνθρωποι, και σε όσους αγωνίζονται για να εξαλείψουν τα αίτια ορισμένων κακών που δεν έχουν τίποτε το αναπό φευκτο. Χωρίς να πέσουμε στην ουτοπία, μπορούμε να είμαστε ενα ντίον ορισμένων νεκρών και υπέρ του περιορισμού ορισμένων βασά νων. Ποτέ δεν θα δεχτώ ότι ο ολοκληρωτισμός και τα στρατόπεδα ή ταν «αναγκαία», με μία συμπαντική ή ιστορική έννοια. Το κακό δεν εί ναι μόνον οδυνηρό-πολύ συχνά είναι και παράλογο και, απ’ αυτή την άποψη, απαράδεκτο. Η στάση που ορίζει η Έτυ Χίλεζουμ δεν είναι η παραίτηση, αλλά το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο: αυτή η μοιρολατρία και αυτή η παθητικότητα σε οδηγούν εν τέλει να συγκατατεθείς στο δολοφονικό σχέδιο των ναζί. Γ ια τούτο και, παρά την αναμφισβήτητη ευγένειά του, δεν θα το συστήσω σε όλους τους καταπιεσμένους του κόσμου τούτου.
Πολιτική ή ηθική Κι ωστόσο, δεν αρκεί ούτε να εξετάζουμε την πολιτική αναποτελε σματικότητα της μη αντίστασης στο κακό. Αντίσταση ή παραίτηση: πώς να είσαι βέβαιος για τη στιγμή από την οποία και μετά η δεύτερη είναι προτιμότερη από την πρώτη, ή τουλάχι στον εξ ίσου δικαιολογημένη μ’ αυτή; Στις Αναμνήσεις του από το Αου σβιτς, ο Ρούντολφ Βέρμπα, τέλειο παράδειγμα αντιστασιακού, αφηγείται την συνταρακτική αντιπαράταξή του με τον Φρέντυ Χιρς, έναν γερμανοεβραίο που ασχολείται στο Αουσβιτς με τα παιδιά των εκτοπισμέ νων του Τερεζίν. Ο Βέρμπα γνωρίζει, από την παράνομη οργάνωση του στρατοπέδου, ότι επίκειται η εξόντωση των παιδιών (και των οικο γενειών τους)· φρονεί ότι οι ενήλικοι της ομάδας αυτής, που ήταν σε καλή φυσική κατάσταση, θα έπρεπε να εξεγερθούν: δεν έχουν τίποτε να χάσουν, και θα μπορούσαν να προκαλέσουν απώλειες στους φύλα κες. Ο Χιρς έχει πάρα πολύ μεγάλο κύρος στην ομάδα αυτή· αν τεθεί επικεφαλής της εξέγερσης, η εξέγερση θα γίνει και θα καρποφορήσει. Τότε εκτυλίσσεται ο τρομερός διάλογος Βέρμπα και Χιρς: ο πρώτος προσπαθεί να πείσει τον δεύτερο να "εθεί επικεφαλής του εγχειρήμα τος· ο δεύτερος αντιλέγει ότι, αν το έκανε, θα συμμετείχε στη θυσία των παιδιών για τα οποία είναι υπεύθυνος. «Μα θα πεθάνουν, έτσι κι αλλιώς». — «Ναι, αλλά δεν θα τα έχω προδώσει εγώ». Ο Φρέντυ Χιρς είναι σιωνιστής, καθηγητής φυσικής αγωγής, πολύ
196
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
δημοφιλής ήδη στο Τερεζίν μετά την μεταφορά στο Άουσβιτς γίνεται Ι_39θΓΐορο στο «στρατόπεδο των οικογενειών» και ασχολείται ειδικό τερα με την εκπαίδευση των παιδιών. Ανακοινώνει στις αρχές του στρατοπέδου ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να μάθουν γερμανικά, πράγ μα εξόχως επιθυμητό· με το πρόσχημα αυτό, ζητά να τους διατεθεί ένα παράπηγμα, για να χρησιμεύσει ως σχολείο. Πράγματι, κάνουν εκεί λί γα γερμανικά, αλλά και όλα τα άλλα, τα παιδιά φτιάχνουν ζωγραφιές, κατασκευάζουν παιχνίδια και, υπό την διεύθυνση του Χιρς, οργανώ νουν και μια θεατρική παράσταση: Η Χιονάτη· οι 53 που την παρακο λουθούν χειροκροτούν θερμά. Έπειτα, τους διατίθεται άλλο ένα παρά πηγμα, για τα μικρότερα παιδιά-ο Χιρς φροντίζει τα πάντα, και τα παι διά τον λατρεύουν.
(Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι απεικόνιζαν οι ζωγραφιές των παιδιών αυτών. Πριν φύγουν για το Άουσβιτς, ακόμα στο Τερεζίν, ζωγράφιζαν πολλές χιλιάδες από τις ζωγραφιές αυτές έχουν σωθεί. Τις είδα στην Πράγα, στη συναγωγή που έχει μετατραπεί σε Εβραϊκό μουσείο, κτίριο στενό, κρυμμένο κοντά στο παλαιό κοιμητήριο■η μεγά λη πλειονότητα των παιδιών που τις ζωγράφισαν χάθηκαν στο Άουσβιτς. Ορισμένες ζωγραφιές μοιάζουν με όλων των παιδιών του κό σμου: πεταλούδες, μια μαύρη γάτα, λουλούδια, ένα σπιτάκι. Άλλες εί ναι πιο ανησυχητικές. Εδώ βλέπουμε τις τριώροφες κουκέτες, τους κα τόχους τους στριμωγμένους τους μεν πάνω στους δε-εκεί, μια ταφή' παρέκει, σκελετούς. Μια άλλη δείχνει έναν απαγχονισμό■βλέπουμε το άστρο του Δαβίδ στο στήθος του κρεμασμένου. Τα παιδιά που τις έκα ναν, με ό,τι χρώματα τους έπεφταν στα χέρια, ήταν οι μικροί προστατευόμενοι του Φρέντυ Χιρς). Ο Χιρς ζητά μία ώρα διορία πριν απαντήσει. Όταν επιστρέφει ο Βέρμπα, τον βρίσκει σωριασμένο κάτω, με αφρούς να τρέχουν από το στό μα του: έχει αυτοκτονήσει παίρνοντας βερονάλ. Ο Βέρμπα σκέφτεται για μια στιγμή να τον «σώσει», μετά παραιτείται. Δέχεται, λοιπόν, την εξολόθρευση του «στρατοπέδου των οικογενειών», χωρίς απόπειρα ε ξέγερσης —πράγμα ακόμα πιο οδυνηρό αφού, ανάμεσα στους καταδι κασμένους, βρίσκεται η Αλίκη Μουνκ, η πρώτη του αγάπη, που του την είχε γνωρίσει ο Χιρς. Η ανέχεια είναι γνωστή από την αφήγηση του Φίλιπ Μύλερ, του επιζήσαντος από το 3οπάθΐ1<οιτιιτΐ3ηάο: δεν έγινε ε ξέγερση, αλλά προ των πυλών του θανάτου οι καταδικασμένοι άρχι σαν να ψάλλουν. Η αυτοκτονία του Χιρς θυμίζει την αυτοκτονία του προέδρου του Εβραϊκού συμβουλίου της Βαρσοβίας Τσερνιάκοφ. Κι αυτός αυτοκτονεί, όταν καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να εμποδίσει την εξόντωση των παιδιών στην Τρεμπλίνκα. Υπάρχει, ωστόσο, και μία διαφορά: ο Τσερ νιάκοφ αυτοκτονεί σε μία στιγμή που δεν έχουν ακόμα κριθεί όλα. Οι κάτοικοι του γκέτο εξακολουθούν να έχουν μία (απειροελάχιστη) δυ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
νατότητα επιλογής· πεθαίνοντας χωρίς να τους πει τι τους περιμένει, ο Τσερνιάκοφ δεν συντελεί στο να προκαλέσει την αντίσταση, που χω ρίς αυτή δεν μπορούν να επιζήσουν είδαμε ότι αυτό ακριβώς του κα ταλόγιζαν ο Έντελμαν ή ο Ρίνγκελμπλουμ. Ο Χιρς, πάλι, αυτοκτονεί, ό ταν η επιβίωσή του δεν θα μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα τα παιδιάαν είχε δεχτεί την πρόταση του Βέρμπα, οι εξεγερμένοι, στην καλύτε ρη περίπτωση, θα είχαν κατορθώσει να σκοτώσουν μερικούς 58 πριν σκοτωθούν. Ο Χιρς ήξερε ότι θα έπρεπε να δεχτεί την πρόταση, αν έ μενε ζωντανός, γιατί ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να ηγηθεί της ε ξέγερσης· αλλά, αν το είχε κάνει, όχι μόνο δεν θα είχε σώσει τη ζωή κανενός από τα παιδιά στα οποία ήταν αφοσιωμένος, αλλά θα είχε δια λέξει να τα εγκαταλείψει στη μοίρα τους, για να εμπλακεί σ’ ένα άλλο σχέδιο. Οπότε, με διαύγεια, προτίμησε να αυτοκτονήσει. Στους δρόμους του γκέτο της Βαρσοβίας, η Πόλα Λίφτσυκ και ο Μορντοχάι Ανιέλεβιτς παίρνουν δύο διαφορετικούς δρόμους: η Πόλα, εκούσια, ανεβαίνει στο τραίνο που φεύγει για την Τρεμπλίνκα, για να μην αφήσει μονάχη τη μητέρα της· ο Μορντοχάι επιτίθεται στις γερμα νικές περιπόλους και ρίχνεται στην περιπέτεια της εξέγερσης. Η Πόλα αντιδρά στο κακό στην καθαρά ιδιωτική σφαίρα-ο Μορντοχάι επιλέγει να τοποθετηθεί στο πεδίο της δημόσιας δράσης. Είναι ο μόνος που ε πιτάχυνε, έστω και ελάχιστα, την ήττα του ναζισμού-η Πόλα, με την υ ποταγή της, συντέλεσε στην αποτελεσματικότητα της εξολόθρευσης. Θα πρέπει να κατηγορήσουμε την Πόλα για την παραίτησή της και να δοξάσουμε την αντίσταση του Μορντοχάι; Νομίζω πως δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, αν πρώτα δεν έχουμε διαχωρίσει το ηθικό από το πολιτικό επίπεδο. Από πολιτική άποψη, η στάση του Μορντοχάι είναι αναμφισβήτητα προτιμότερη: πρέπει να καταπολεμή σουμε τον ναζισμό και, στις ακραίες συνθήκες του γκέτο, αυτό σημαί νει ότι πρέπει να πυροβολούμε τους γερμανούς στρατιώτες. Μετά την απόδραση από το Αουσβιτς, ο Ρούντολφ Βέρμπα καταλαβαίνει τι πρέ πει να κάνει: κατατάσσεται στους παρτιζάνους και μετέχει σε στρατιω τικές επιχειρήσεις εναντίον των 55. Κάνοντας αυτό, αισθάνεται εκείνη την εφηβική έξαρση για την οποία μιλούσε ο Έντελμαν: να πυροβολεί τον εχθρό. «Έτρεχα και τα δάκρυα χαράς κυλούσαν ποτάμι στα μάγου λά μου, είχα γίνει επιτέλους μαχητής» (329). Έχει δίκιο να συντελεί έ τσι στην κατάρρευση ενός μισητού καθεστώτος και να κλητεύει όλες τις ηρωικές του αρετές. Ωστόσο, από ηθική άποψη, η καθημερινή αρε τή της Πόλας μου φαίνεται ότι νικά το θάρρος του Μορντοχάι-η δική της χειρονομία φροντίδας για τον άλλο δεν υστερεί από καμία άλλη. Σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, είναι αδύνατον να υπάρξει συμφι λίωση ηθικής και πολιτικής. Δεν εννοώ μ’ αυτό ότι αρκεί να έχεις ωραία ψυχή για να νικήσεις θριαμβευτικά το κακό. Ο πιο αποτελεσματικός φραγμός εναντίον του ολοκληρωτισμού, που είναι γεγονός πολιτικό, είναι κι αυτός πολιτικός:
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
είναι η ενεργός δημοκρατία, που νοιάζεται για την ελευθερία των ατό μων και συνάμα για την προαγωγή του κοινού καλού- μια δημοκρατία που δέχεται να υποβάλλεται σε κριτική και να μετασχηματίζεται από τα έσω, αλλά συγχρόνως δείχνεται αδιάλλακτη στους αληθινούς ε χθρούς της. Οι ηθικές ενέργειες δεν τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο, κι αν ακόμα σε ορισμένες συνθήκες (όπως στους «αντιφρονούντες» στις κομμουνιστικές χώρες) μπορούν να έχουν και πολιτικό αντίκρι σμα. Δεν οδηγούν σε ένα καλύτερο καθεστώς, πράγμα ωστόσο εξόχως επιθυμητό. Αλλά ενσαρκώνουν μία διάσταση της ύπαρξης που δεν είναι λιγότερο ουσιώδης. Κάνουν το άτομο καλύτερο, και συντελούν στην ευτυχία όλων εν τέλει πιο θετικά από όσο μόνον η εξάλειψη των έξωθεν απειλών. Κομίζουν κάτι που το καλύτερο πολιτικό καθεστώς μπορεί μόνο να καταστήσει εφικτό, αλλά ποτέ να γεννήσει: ένα πλεό νασμα ανθρωπιάς.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Οι μορφές μάχης Αποδοχή ή αντίσταση Αν η Έτυ Χίλεζουμ είναι εξαιρετική ως άνθρωπος, δεν συμβαίνει το ίδιο, όπως είπαμε, με τη στάση που διάλεξε. Παρόμοια αντιδρούν, στο εσωτερικό των γκέτο, τα μέλη της ορθόδοξης ομάδας Αγκουντά, που αρνούνται να πάρουν όπλα ή να αντισταθούν θα είναι από τα πρώτα θύματα. Αλλοι, προσπαθούν να βρουν ένα νόημα στο παράλογο και, έ τσι, να το κάνουν παραδεκτό: η Θεία Πρόνοια απαιτεί περισσότερα από τους Εβραίους, τώρα όπως και προηγουμένως· ή πάλι, αυτά τα εξω φρενικά βάσανα αναγγέλλουν την έλευση ενός καινούριου Μεσσία. Πολλοί είναι αυτοί που προτιμούν να παραδοθούν και όχι να κρυφτούν ή να αντισταθούν, για να συμμορφωθούν στον ανθρώπινο αν όχι και στον συμπαντικό νόμο. «Δεν ξεφεύγεις από το πεπρωμένο σου»: είναι η μοιρολατρική απάντηση που ακούν συχνά οι εμψυχωτές της αντίστα σης. Καίτοι την χωρίζουν από τη Χίλεζουμ χιλιάδες χιλιόμετρα, η Γκίνσμπουργκ καταλήγει σε σχεδόν παρόμοια με τα δικά της συμπεράσμα τα: «Είμαι βαθιά πεπεισμένη, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ότι ο κόσμος είναι ορθολογικός, ότι όλα έχουν μία ανώτερη σημασία και ότι “ο Θεός βλέπει την αλήθεια, κι αν ακόμα αργεί να την πει”» (II, 472). Αυτές οι διαφορετικές μορφές αποδοχής και εκλογίκευσης των δυστυ χιών που επιπίπτουν δεν αφήνουν χώρο για οποιαδήποτε αντίσταση. Από τη διαπίστωση αυτή, ορισμένοι έχουν βγάλει πολύ συχνά συ μπεράσματα που θεωρώ αθέμιτα. Κάναμε ήδη λόγο για ένα απ’ αυτά, που αποδίδει τούτη την παθητικότητα αποκλειστικά στους Εβραίους και αναζητά την εξήγησή της στις παραδόσεις ή στον εθνικό τους χα ρακτήρα-είδαμε γιατί ήταν απαράδεκτο. Ένα άλλο εφιστά την προσο χή ειδικά στην παθητικότητα των θυμάτων στο κατώφλι του θανάτου, στα ναζιστικά στρατόπεδα εξοντώσεως. Το μέλος του δοηάβι·Κογπγτοπο Ιο του Μπίρκεναου Γκραντόφσκι, που έθαψε το χειρόγραφό του, είναι κατακυριευμένος από την ακόλουθη σκέψη: «Αντί να αγωνι στούν σαν άγρια θηρία, τα περισσότερα θύματα κατέβαιναν ειρηνικά και παθητικά από τα καμιόνια» (Ρόσκις, 460). Με όλο τον σεβασμό που οφείλουμε σε έναν τέτοιο μάρτυρα, νομίζω πως σφάλλει. Από τη στιγ μή που συνελήφθησαν και «επιλέχτηκαν», τα θύματα δεν είχαν πια κα μία δυνατότητα να σωθούν ο συσχετισμός δυνάμεων παραήταν άνισος, κι ας φαίνονταν οι αριθμοί να λένε το αντίθετο (τα θύματα ήταν ε κατοντάδες χιλιάδες, ενώ οι φύλακες ήταν μόνον εκατοντάδες). Υπό τις συνθήκες αυτές, μου φαίνεται εξ ίσου αξιοπρεπές να πεθάνεις ήσυ χα ή να πολεμήσεις σαν άγριο θηρίο, και δεν βλέπω τι μπορείς να κα ταλογίσει στον ραβίνο που λέει στους άλλους μπροστά στην πόρτα
200
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
του θαλάμου αερίων: «Ας παραιτηθούμε, αδέλφια μου» (Μύλερ, 226)· η χειρονομία αυτή είναι εξ ίσου αξιοσέβαστη με τις σπάνιες περιπτώ σεις αποτελεσματικής αντίστασης στις περιστάσεις αυτές. Γι’ αυτό και είναι αποδεκτό στα στρατόπεδα του θανάτου ότι δεν χρειάζεται να α ποκαλύπτεις την αλήθεια στα προσεχή θύματα: δεν θα τα βοηθήσει σε τίποτα, και απλώς θα κάνει πιο επώδυνο τον θάνατό τους. Αλλά το ζήτημα αποκτά τελείως διαφορετικό νόημα, αν αφορά στην περίοδο πριν τη σύλληψη, όταν η ελευθερία δράσης των μελλο ντικών θυμάτων είναι βέβαια περιορισμένη, αλλά όχι μηδαμινή. Είναι γνωστές οι άγριες κατηγορίες που απευθύνονται στα Εβραϊκά συμβού λια ότι δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν την επικείμενη κατα στροφή. Τα κρίνουμε, βέβαια, με μία αναδρομική διαύγεια, την οποία δεν είχαν τα μέλη τους. Αλλά δίχως καν να διατυπώσουμε την παραμι κρή μομφή, φαίνεται προφανές ότι, αν οι καταδιωκόμενοι είχαν προ σπαθήσει να σωθούν αντί, όπως η Χίλεζουμ, να σπεύσουν να υποτα χθούν στις εντολές που έπαιρναν, είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να σωθούν. Όταν είναι ακόμα καιρός, είναι επιτακτικό να δράσουμε: αυτό είναι το ελάχιστο μάθημα της αντίστασης στον ναζισμό. Γι’ αυτό ακρι βώς και ο φιλειρηνισμός της δεκαετίας του 1930, απέναντι στον Χίτλερ, είναι ένοχος· γι’ αυτό και δεν μπορούμε παρά να συνταχθούμε με τον μελλοντικό παρτιζάνο της Ουκρανίας «θείο Μίσα», που εξεγείρεται ενα ντίον των μεγαλυτέρων του που είναι απασχολημένοι αποκλειστικά με την προσευχή για τους νεκρούς: «Μια φωνή μέσα μου κραύγασε: “Δεν θα ειρηνεύσει η προσευχή το πένθος μας για τους ποταμούς αθώου αί ματος που χύθηκαν —αλλά η εκδίκηση!" Μόλις τελείωσε το καντίς, χτύ πησα τη γροθιά στο τραπέζι και φώναξα: “Ακούστε με, Εβραίοι δυστυχι σμένοι και καταδικασμένοι στον χαμό!... Μάθετε πως είμαστε όλοι κατα δικασμένοι να χαθούμε, αργά ή γρήγορα. Αλλά εγώ δεν θα πάω σαν πρόβατο επί σφαγήν!"» (Σουλ, 260). Στο πλαίσιο αυτό, το να εξασφαλί σεις την επιβίωσή σου είναι ήδη μια πρώτη πράξη αντίστασης.
{Οταν ήμουν υπήκοος μιας ολοκληρωτικής χώρας, οφείλω να ομο λογήσω ότι η ιδέα της αντίστασης δεν μου είχε περάσει από το μυαλό. Πρώτον, επειδή ένα τέτοιο εγχείρημα φαινόταν, σ’ εμένα και στους συντρόφους μου, προφανέστατα καταδικασμένο σε αποτυχία: παραήταν μεγάλη η δυσαναλογία ανάμεσα στην ισχύ ενός αστυνομικού κρά τους και στα μεμονωμένα άτομα όπως εμείς·το να εξεγερθείς ήταν α πόδειξη μεγάλης απλοϊκότητας ή μιας έκδηλης μαζοχιστικής τάσης. Οι συνθήκες που, αργότερα, κατέστησαν εφικτή τη δράση των αντιφρονούντων —η εξάρτηση του καθεστώτος από την κοινή γνώμη της Δύ σης— δεν είχαν ακόμα επικρατήσει. Αλλά υπήρχε και ένας πιο ισχυρός λόγος για την παθητικότητά μας. Το ολοκληρωτικό καθεστώς σού δίνει την ψευδαίσθηση ότι ελέγχει «μόνο» τη δημόσια ζωή, και ότι σε αφή νει να είσαι κύριος της ιδιωτικής σου ζωής. Μπορούσαμε, λοιπόν, να
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
γευόμαστε ανεμπόδιστα —ή έτσι φανταζόμασταν— τις χαρές της φι λίας και του έρωτα, των αισθήσεων και του πνεύματος·παθιασμένες συζητήσεις συνεχίζονταν και μετά τα μεσάνυχτα για τα πιο υψιπετή θέματα που μας επέτρεπαν να ζούμε με την ψευδαίσθηση της ελευθε ρίας. Ήμασταν μάλλον υπερβολικά νέοι ακόμα, για να ξέρουμε ότι το σύνορο ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο δεν ήταν οριστικάχαραγμένο ούτε αδιαπέραστο και ότι, πιστεύοντας πως ξεφεύγαμε από τον έλεγ χο του ολοκληρωτισμού στο ένα μέρος της ζωής μας, του αφήναμε στην πραγματικότητα ελεύθερα τα χόρια για να ρυθμίσει όπως ήθελε ολόκληρη την κοινωνική ζωή —άρα όλη τη ζωή. Εξασφαλίζοντας την επιβίωσή μας και την σχετική μας καλοπέραση, ενισχύαμε το ολοκλη ρωτικό καθεστώς). Από τους μάρτυρες και ιστορικούς αυτής της περιόδου, κανένας πι θανόν δεν επέμεινε περισσότερο από τον Μπρούνο Μπέτελχάιμ στην ανάγκη για αντίσταση. Λυπάται που, από τη στιγμή που ήταν καταδικα σμένοι, οι κρατούμενοι δεν διάλεγαν να πεθάνουν «σαν άνδρες», μαχόμενοι, και προβάλλει την περίφημη ιστορία μιας χορεύτριας που μπροστά στον θάλαμο αερίων σκοτώνει έναν αξιωματικό των 58 (Καρ διά, 338-40)· η κρίση αυτή μου φαίνεται εξωπραγματική και συνάμα ά δικη. Αλλά οι αναλύσεις του ξαναβρίσκουν την εγκυρότητά τους, όταν ο Μπέτελχάιμ εξετάζει την περίοδο που προηγείται των συλλήψεων. Αυτοί που αρνούνται να παραδεχτούν τον κίνδυνο του ναζισμού, που παρηγοριούνται λέγοντας ότι οι άνθρωποι είναι θεμελιωδώς καλοί και ο κόσμος αρμονικός, βοηθούν άθελά ιούς την προέλαση του κακού. Ο διωγμός δεν είχε πάρει εξ αρχής τις ακραίες του μορφές, εντάθηκε στο μέτρο που δεν συνάντησε καμία αντίσταση. Ο Μπέτελχάιμ επιτίθε ται με ιδιαίτερη βιαιότητα σ’ αυτό που ονομάζει «μύθο της Άννας Φρανκ», δηλαδή τον θαυμασμό, αν όχι τη λατρεία για μία οικογένεια Ολλανδοεβραίων που επιδίωξε να αποκρύψει από τον εαυτό της τη σοβαρότητα της κατάστασης και να συνεχίσει τη ζωή της την πριν από τη συμφορά, μέσα στη βολή της οικογενειακής αγάπης και της στορ γής. «Η μοίρα της δεν ήταν αναπόφευκτη», βεβαιώνει ο Μπέτελχάιμ (Επιβίωση, 309). «Η Άννα, η αδελφή της και η μητέρα της είναι νεκρές μάλλον, επειδή οι γονείς δεν μπόρεσαν να δεχτούν να πιστέψουν στο Άουσβιτς» (312)· μια στάση πιο ενεργητική θα τους είχε δώσει τη δυ νατότητα να σωθούν. Και ο Μπέτελχάιμ διακηρύσσει τον θαυμασμό του προς τους εξεγερμένους του γκέτο της Βαρσοβίας: αυτοί τουλάχι στον πέθαναν σαν άνδρες, «με το όπλο στο χέρι» (320). (Μάρτιος 1990: ο Μπέτελχάιμ αυτοκτονεί. Πολλοί επιζήσαντες, ορι σμένοι διάσημοι άλλοι όχι, είχαν προηγηθεί στην επιλογή αυτή· αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι η αυτοκτονία έχει πάντα το ίδιο νόημα. Στην δική του περίπτωση, βλέπω προπάντωνμία βίαιη απεικόνιση των αξιωμάτων που είχε συστηματικά απευθύνει στους άλλους: εγκώμιο της αυτονο
202
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
μίας και της θέλησης, ανάγκη να πάρεις τη μοίρα σου στα χέρια σου, να μην αφεθείς να γίνεις παίγνιο δυνάμεων πάνω στις οποίες δεν έχεις κανέναν έλεγχο, να διαλέγεις τη ζωή και άρα και τον θάνατό σου. Όντας ογδόντα επτάχρονών, θα πρέπει να φοβόταν τη στιγμή που δεν θα ήταν πια ικανός για τη χειρονομία αυτή, κι αν ακόμα την ήθελε. Οπό τε, εξασφάλισε ότι η θέλησή του θα εκπληρωνόταν, αυτοκτονώντας δι πλά, με φάρμακα και με ασφυξία. Κανένας δεν θα μπορέσει να τον κα τηγορήσει ότι δεν πήρε στα σοβαρά τις ιδέες του■είναι η, ζωντανή θα έ λεγα, απόδειξη ότι το άτομο μπορεί να αποφασίσει για τα πάντα). Ο Ζαν Αμερύ, που είχε διαλέξει τον θάνατο πριν δώδεκα χρόνια για λόγους μάλλον παρόμοιους, πιστεύει κι αυτός ότι βλέπει στην εξέγερ ση του γκέτο το χάραμα μιας καινούριας εποχής στην ιστορία της αν θρωπότητας. Αλλά, επιπλέον, δεν φοβάται να ενστερνιστεί την ιδέα της εκδίκησης: η εξέγερση της Βαρσοβίας ήταν πιθανόν παράλογη στο στρατιωτικό επίπεδο, γράφει- «μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στο ηθι κό επίπεδο, ως υλοποίηση της ανθρώπινης εκδίκησης [...]. Δόθηκε μόνο σε ορισμένους η δυνατότητα να ανακαλύψουν την αυθεντικότητά τους στη μάχη και στη γνήσια εκδίκηση» (Ανθρωπισμός, 26-7). «Ήταν η εκ δικητική εγκαθίδρυση της δικαιοσύνης, η ελπίδα για τη δημιουργία ε νός καινούριου βασιλείου του ανθρώπου πάνω στη γη» (35).
Ο πειρασμός της εκδίκησης Η μάχη είναι βέβαια αναγκαία. Δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να κρύψου με από τον εαυτό μας τους κινδύνους που έχει ακόμα και για όσους ε πικαλούνται μια δίκαιη υπόθεση, και μπορούμε να αναρωτηθούμε αν η εκδίκηση αξίζει να μπει στη θέση της δικαιοσύνης. Αν η όλη αλλαγή συνίσταται, όπως λέει ο Αμερύ, στο να μετατραπεί το πρώην θήραμα σε κυνηγό, μπορούμε να φοβόμαστε ότι το βασίλειο που θα δημιουργηθεί δεν θα είναι και τόσο καινούριο. Είναι πασίγνωστες οι ιστορίες α ντιστασιακών που γίνονται εξ ίσου σκληροί με τους εχθρούς τους (και που άλλωστε δυσκολεύονται πολύ, από τη στιγμή που θα λήξει ο πό λεμος, να επανενταχθούν στην κοινωνική ζωή). Μετά τη νίκη επί του εχθρού, το ζήτημα εξακολουθεί να τίθεται για όσους τον νίκησαν ή για όσους υπέφεραν απ’ αυτόν: ποια στάση να διαλέξουν απέναντι του, τώρα που έχει αντιστραφεί ο συσχετισμός δυνάμεων; Ο Φρανκλ διηγείται ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο. Την επαύριο της απελευθέρωσης, βαδίζει μαζί μ’ έναν σύντροφό του δίπλα σ’ ένα χωράφι με βρώμη. Αυτός αρχίζει να τσαλαπατάει με λύσσα τα φυτά- ο Φρανκλ προσπαθεί να τον συγκροτήσει, αλλά ο φίλος του α γανακτεί: «Εμένα μου σκότωσαν στα αέρια τη γυναίκα μου και το παιδί μου —εκτός από όλους τους άλλους! Κι εσύ θέλεις να μ’ εμποδίσεις να τσαλαπατήσω λίγα φυτά;» (155). Αυτή η μάταιη — και άλλωστε άκακη— οργή απεικονίζει την επιλογή μιας οτάσης εφάμιλλης μ’ αυτή που
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
έχεις υποφέρει: ήμουν θύμα της βίας, άρα έχω τώρα το δικαίωμα να α σκήσω βία. «Αντικείμενα της ισχύος, της βίας, της αυθαιρεσίας και της αδικίας, γίνονται τότε υποκείμενα» (154). Ε λοιπόν, σχολιάζει ο Φρανκλ, «κανένας δεν έχει το δικαίωμα να “αδικεί”, ούτε καν εκείνος που έχει υποφέρει από την αδικία» (155). Συχνά ο άνθρωπος δεν αρκείται στα φυτά της βρώμης και ονειρεύε ται μία πλήρη και συμμετρική αντιστροφή των ρόλων. Τι θα κάνει μετά την απελευθέρωση, αν υπάρξει απελευθέρωση; «Εγώ θα αγοράσω ένα μυδραλιοβόλο και θα σκοτώσω όλους τους Γ ερμανούς που θα συνα ντήσω», αναφωνεί ένας κρατούμενος του Άουσβιτς (Φενελόν, 308)· εξυπακούεται ότι δεν θα το κάνει. Άλλοι ονειρεύονται την άμεση εξολόθρευση αυτών των «ζωυφίων» (όρος ναζιστικός) από τους Συμμάχους, «με τα φλογοβόλα, λόγου χάρη!» (373). Όταν οι άγγλοι στρατιώτες φτάνουν στο Μπέργκεν-Μπέλσεν και συλλαμβάνουν τους 33, οι πρώ ην κρατούμενοι κραυγάζουν: «Πρέπει να τους κάνετε να υποφέρουν, πρέπει να τους σκοτώσετε όλους!» (19). Τέτοιες αντιδράσεις —καθα ρά φαντασματικές— είναι εντελώς κατανοητές, κι ακόμα περισσότερο: υγιείς-ονειρευόμενος την εκδίκηση, διατηρείσαι στη ζωή. Όπως εξηγεί ο Μπορόφσκι, «για τους ανθρώπους που υποφέρουν από την αδικία, η δικαιοσύνη δεν αρκεί. Θέλουν να υποφέρουν άδικα και οι ένοχοι. Να τι πιστεύουν πως είναι δίκαιο» (Ο κόσμος, 181). Ο Βέρμπα, που σώθηκε από τα στρατόπεδα, υποστήριξε την εποχή της δίκης του Άουσβιτς στη Φραγκφούρτη την ακόλουθη άποψη: πρέ πει να επαναφέρουμε κατ’ εξαίρεση την ποινή του θανάτου, για να μπορούμε να τιμωρήσουμε όπως πρέπει τόσο βαριά εγκλήματα. Ο λό γος, λέει, δεν είναι η επιθυμία για εκδίκηση (αυτό θα ήταν κατανοητό για κάποιον που τράβηξε όσα κι αυτός· αλλά γι’ αυτό ακριβώς κανένας δεν ζητά από τα πρώην θύματα να αποδώσουν εκείνοι οι ίδιοι δικαιοσύ νη)-αλλά η επιθυμία να βοηθηθεί η Γερμανία να ξαναβρεί την αξιοπρέπειά της. «Το ζήτημα δεν είναι απλώς να τιμωρήσουμε τους εγκλημα τίες —ποια ποινή θα ήταν στο ύψος ενός τέτοιου εγκλήματος;— αλλά να εξαγνίσουμε δημόσια τη συνείδηση ενός έθνους» (339). Αλλά δεν είναι επικίνδυνο σχέδιο να θέλουμε να εξαγνίσουμε ένα έθνος από τα ανεπιθύμητα στοιχεία του με τον θάνατο —κι αν ακόμα είναι απολύτως αδύνατη η σύγκριση της «ενοχής» των Εβραίων με την ενοχή των δη μίων τους; Δεν πιστεύω ότι οποιοσδήποτε από μας έχει το δικαίωμα να κατηγορήσει τους επιζήσαντες ότι μισούν πάρα πολύ τους πρώην δήμι ους τους· αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να επωμιστούμε εμείς την εκδίκηση αυτή. Σχετικά με την ποινή του θανάτου, συναντούμε μια στάση παρόμοια με του Βέρμπα στην Χάννα Άρεντ. Η 'Αρεντ ασκεί κριτική σε πολλές πτυχές της δίκης του Αιχμαν, αλλά εγκρίνει ρητά την καταδίκη του σε θάνατο, και την δικαιολογεί με τη σειρά της στην ετυμηγορία που προ τείνει αντί γι’ αυτή που πραγματικά ανακοινώθηκε: «Επειδή υποστηρί
203
204
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ξατε και εκτελέσατε μία πολιτική που συνίστατο στο να αρνηθείτε να μοιράζεστε τη γη με τον εβραϊκό λαό και τους λαούς ορισμένων άλλων εθνών [...] κρίνουμε ότι κανένας, ότι κανένας άνθρωπος, δεν μπορεί να θέλει να μοιραστεί τον πλανήτη μ’ εσάς. Γι’ αυτό, και μόνο γι’ αυτό τον λόγο, πρέπει να απαγχονιστείτε» (305). Αν αυτός είναι αληθινά ο μό νος λόγος, ο Αιχμαν θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να μείνει ζωντανός. Δεν το καταλαβαίνω αυτό το επιχείρημα: επειδή απέκλεισε ορισμένους ανθρώπους από το ανθρώπινο είδος, πρέπει κι εμείς με τη σειρά μας να τον αποκλείσουμε; Γιατί να επαναλάβουμε τη χειρονομία του; Στο τι αυτό είναι πρόοδος από τον νόμο «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»; Αλλοι εκφράζουν την ικανοποίησή τους όταν μαθαίνουν ότι οι στάχτες του Αιχμαν, μετά την εκτέλεσή του, ρίχνονται στη θάλασσα, για να μη μεί νει κανένα ίχνος του-μα αυτή ήταν ήδη η μοίρα των θυμάτων του, που οι στάχτες τους ρίχνονταν στο νερό, με την ίδια πρόθεση. Βέβαια, δεν είναι αδιάφορο να ξέρουμε αν το όνειρο της εκδίκησης το θρέφει ένας πρώην κρατούμενος ή ένας πολιτικός που κατέχει τε ράστια εξουσία. Είναι γνωστό, λόγου χάρη, ότι ο υπουργός Οικονομι κών των Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του πολέμου Ερρίκος Μόργκενταου είχε προετοιμάσει ένα σχέδιο που προέβλεπε ότι οι πρώην ναζί, οι γερμανοί κρατικοί λειτουργοί και στρατιώτες, έπρεπε να εκτοπιστούν και να αναγκαστούν να δουλέψουν στις νικήτριες χώρες-ότι οι ναζί έ πρεπε να εξοριστούν οριστικά από την Ευρώπη (στη Μαγαδασκάρη;) μαζί με τις οικογένειές τους (τα παιδιά κάτω των έξι χρονών δημιουρ γούσαν ένα κάποιο πρόβλημα...)-όσο για τους κυριότερους ηγέτες, ο Μόργκενταου ήθελε να τουφεκιστούν αμέσως, μόλις έπεφταν στα χέ ρια των συμμαχικών δυνάμεων, χωρίς δίκη (Σμιθ, 23-4). Οι Αγγλοι εί χαν ένα παρόμοιο σχέδιο. Παραδόξως, αυτοί που επέμεναν περισσό τερο στη δίκη ήταν οι Σοβιετικοί: με την πείρα τους, δεν είχαν καμία αμφιβολία για την έκβασή της.
(Το 1968-69, το καινούριο πανεπιστήμιο της Βενσέν ήταν το βασικό φυτώριο μιας μαοϊκής ομάδας, που διασώθηκε από τα συμβάντα της προηγούμενης χρονιάς. Οι εμψυχωτές της ήταν δύο άτομα που είχα γνωρίσει παλιότερα, λαμπροί παριζιάνοι διανοούμενοι. Βγαίνοντας μια μέρα από το μάθημα, έμεινα άναυδος εξ αιτίας μιας παράξενης σκη νής: ένας άνδρας ολόγυμνος, αλλά με γένια και μακριά μαλλιά, προ σπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα από ένα μικρό εχθρικό πλήθος, α5ηγούμενος από τους παλιούς μου φίλους· προφανώς τον είχαν περιχύ σει, πριν να τον απολύσουν, με σάλτσα τομάτας και με άλλα χρωματι στά υγρά: ήταν ένα συμβολικό λυντσάρισμα. Έμαθα μετά ότι ήταν ο α κροδεξιάς αγωνιστής και ιδεολόγος Φρανσουά Ντυπρά, που έμελλε να βρει τον θάνατο έπειτα από μερικά χρόνια σε μιαν έκρηξη που δεν εξι χνιάστηκε ποτέ και που είχε έρθει στην Βενσέν, στο προπύργιο της άκρας αριστερός, για λόγους που αγνοώ: να κατασκοπεύσει; να αντιπα
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ραταχθεί; Η θέα αυτού του γυμνού ενήλικου, που τον αποδοκίμαζε ο ό χλος, με έκανε να νιώσω έντονη ταπείνωση. «Μα, Α , εσείς είστε φασί στες!» λέω με σβησμένη φωνή σ’ εκείνον που γνώριζα καλύτερα απ’ τους δύο. Μου χαμογέλασε ήρεμα: «Μα αυτός είναι ο φασίστας!» Τα συντριπτικά αποτελέσματα της «εκδίκησης» (μιας πιθανόν ανύπαρ κτης, αλλά υποτίθεται εφικτής προσβολής) σ’ εκείνον που την παίρνει δεν μου είχαν ποτέ φανεί τόσο καθαρά όσο εκείνη την ημέρα. Ο Πρίμο Λέβι ενέκυψε στο σύνολο των προβλημάτων αυτών, με την επιμελή εντιμότητα που τον χαρακτηρίζει, στο ιστορικό και συνάμα μυθοπλαστικό αφήγημά του Τώρα ή ποτέ. Το βιβλίο αυτό διηγείται τη διαδρομή μιας ομάδας εβραίων ανταρτών από τη Λευκορωσία ώς την Ιταλία, με ενδιάμεσα την Πολωνία και τη Γερμανία, κατά τον Β ' Παγκό σμιο πόλεμο. Ο πρωταγωνιστής Μέντελ μετέχει σε αντίποινα σε μία γερμανική πόλη, έπειτα από τη δολοφονία ενός συντρόφου του. «Ήταν δίκαιη η εκδίκηση αυτή; Υπάρχουν εκδικήσεις που είναι δίκαιες; Όχι, δεν υπάρχουν αλλά είμαστε άνθρωποι, και όλα μέσα μας κραυγά ζουν για εκδίκηση, οπότε ορμάμε, καταστρέφουμε, σκοτώνουμε. Οπως εκείνοι, όπως οι Γερμανοί» (329). Ώστε ο Μέντελ παρασύρεται σε μία πράξη εκδίκησης και το δέχε ται. Μα δεν του αρκεί να πει μέσα του: είμαστε άνθρωποι, άρα όλα επι τρέπονται. Αν και θέλει να νιώσει καλύτερα, ανακουφισμένος που έχει εκδικηθεί έναν θάνατο που δεν τον δικαιολογούσε τίποτα, η ευκολία της πράξης αυτής δεν αφήνει σε ησυχία τη συνείδησή του. «Το αίμα, λέει, δεν ξεπληρώνεται με αίμα. Το αίμα ξεπληρώνεται με δικαιοσύνη. Όποιος πυροβόλησε τον Μαύρο είναι ένα ανθρώπινο κτήνος, κι εγώ δεν θέλω να γίνω κτήνος. Αν οι Γερμανοί σκότωναν με αέρια, πρέπει κι εμείς να σκοτώσουμε όλους τους Γερμανούς με αέρια; Αν οι Γερμανοί τουφέκιζαν δέκα άνδρες για έναν, κι εμείς κάναμε σαν αυτούς, θα γινόμασταν σαν αυτούς, και ποτέ πια δεν θα υπήρχε ειρήνη» (331). Το να γίνουν οι διώκτες με τη σειρά τους διωκόμενοι, δεν σβήνει το χρέ ος· απεναντίας, το μεγαλώνει. Ώστε ο Μέντελ (ή Λέβι) είναι ικανός να κάνει τον συλλογισμό της Έτυ Χίλεζουμ: η εκδίκηση είναι αξιόμεμπτη, γιατί μας κάνει να μοιάσουμε μ’ εκείνον τον οποίο θέλουμε να εκδικηθούμε. Μα η συνειδητοποίηση αυτή δεν τον οδηγεί στην παθητικότητα και στην αποδοχή του κόσμου όπως είναι, κι ακόμα λιγότερο σε μία κουτή επιθυμία συμφιλίω σης με τους πρώην βασανιστές, σε μία αηδιαστική συμφιλίωση θυμά των και δήμιων, ούτε σε μία χριστιανική συγχώρεση. Η άρνηση της εκ δίκησης δεν σημαίνει ούτε συγχώρεση ούτε λήθη: θα ήταν άτοπο να αποκλείσουμε τη δικαιοσύνη ως λύση. Παρά την παραίτησή του από την εκδίκηση, παρά την κούρασή του από όλους τους πολέμους, παρά την βαθιά του αποστροφή να σκοτώνει, έχει αποφασίσει να πολεμήσει και άρα να σκοτώσει: «Πολεμούμε μέχρι το τέλος του πολέμου, λέει ο α-
205
206
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
νώτερός του Γκένταλ, επειδή πιστεύουμε ότι ο πόλεμος είναι πράγμα φρικτό, αλλά το να σκοτώνουμε τους ναζί είναι το πιο δίκαιο πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε σήμερα σ’ αυτή τη γη» (229). Ο Μέντελ έχει διαλέξει να ενεργεί έτσι όχι επειδή του αρέσουν τα όπλα, αλλά από έναν βαθύ αυτοσεβασμό: από καλοσύνη· επειδή σέβεται τη δικαιοσύνη περισσότερο κι από τη ζωή. Ώστε το μίσος για το κακό εί ναι θεμιτό και, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, ο ναζι σμός ενσαρκώνει το κακό-άρα, αυτό κάνουν και όλοι όσοι έχουν στρατολογηθεί στον χιτλερικό μηχανισμό και δεν έχουν αποδείξει πως δεν είναι αλληλέγγυοι μ’ αυτόν. Να καταπολεμάς τον ναζισμό δεν είναι να απαντάς στο κακό με κακό, αλλά να πασχίζεις να ξεριζώσεις το κακό.
Η αρετή των σωτήρων Δεν είναι, λοιπόν, αλήθεια ότι υπάρχει μόνον η ακόλουθη επιλογή: να εκδικηθείς για το κακό που υπέστης και να αφήσεις να σε μολύνει αυτό που αποδοκιμάζεις στον εχθρό- ή να παραιτηθείς από την αντί σταση στο κακό και να προτιμήσεις να αποδεχτείς τον κόσμο όπως εί ναι. Έξω απ’ αυτά τα δύο άκρα, τη μίμηση του εχθρού και την εγκατά λειψη στο κακό, μένει ανοιχτός ο δρόμος για την αντίσταση και για τη μάχη, που τις εμψυχώνει το κάλεσμα της δικαιοσύνης-πολλοί ήταν αυ τοί που έδρασαν μ’ αυτό το πνεύμα, στρατιώτες, αντάρτες, αντιστασια κοί-και χάρη σ’ αυτούς νικήθηκε ο ναζισμός. Η επιλογή της μη βίας δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την επιλογή της μη αντίστασης στο κακό. Οι μη βίαιες πράξεις εκείνων που ονομά στηκαν αντιφρονούντες, άρνηση του ψέματος και διάδοση της αλήθει ας, αποκαλύφτηκαν πως ήταν από τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού (βέβαια, σε μία άλλη φάση της εξέλιξής του). Μια άλλη μορφή μη βίαιης μάχης, ενα ντίον του ναζισμού τούτη τη φορά, απεικονίζεται από τη συμπεριφορά των σωτήρων —των ατόμων που, κατά τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο, αφοσιώθηκαν στη σωτηρία απειλούμενων ανθρώπων, κυρίως Εβραίων, δεχόμενοι και κρύβοντάς τους στο σπίτι τους. Οι συμπεριφορές αυτές είναι ιδιαίτερα εποικοδομητικές στην οπτική μας, γιατί βρίσκονται στα μισά του δρόμου ανάμεσα στις καθημερινές πράξεις και τις ηρωικές πράξεις. Θα βασιστώ στο παράδειγμα τριών ομάδων σωτήρων, στη Γαλλία, στην Πολωνία και στην Ολλανδία, που μελετήθηκαν διεξοδικά. Από μια μεριά, λοιπόν, οι σωτήρες δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο ηρωικό πρότυπο. Όταν, πολύ μετά τον πόλεμο, ήρθαν να τους συγχαρούν και να τους πουν ότι φέρθηκαν σαν ήρωες, αυτοί αντέδρασαν άγρια. Γιατί; Πρώτον, επειδή, σε αντίθεση προς τους ήρω ες, θεωρούν τη ζωή του ανθρώπου αξεπέραστη αξία και δεν έχουν κα μία λατρεία για τον θάνατο. Άλλωστε, ο ήρωας είναι από άποψη αρχής νεκρός, ενώ αυτοί έχουν συχνά επιβιώσει: ποτέ δεν επιδιώκουν να θυ-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
σιαστούν και εκτίθενται σε λελογισμένους κινδύνους. Ο ορισμός της δουλειάς τους είναι να σώζουν ανθρώπινες ζωές· συνεπώς, αρνούνται να πάρουν τη ζωή των μεν για να υπερασπιστούν τη ζωή των δε, και ξεφεύγουν έτσι από το παράδοξο που διατύπωσε ο Μπορόφσκι. Οι σω τήρες δεν είναι ένοπλοι και δεν ξέρουν να πυροβολούν, κι ας γνωρί ζουν τους εχθρούς τους· αρνούνται να κάνουν πόλεμο, και μόνον εν μέρει συνεννοούνται με τους άλλους αντιστασιακούς, αντάρτες ή σαμποτέρ. Η Μάγδα Τροκμέ, η γυναίκα του πάστορα που οργανώνει τη σωτηρία των Εβραίων στο χωριό Σαμπόν-συρ-Λινιόν, εξηγεί έπειτα α πό πολλά χρόνια: «Να βοηθήσω τους Εβραίους ήταν πιο σημαντικό α πό το να εναντιωθώ στο Βισύ ή στους ναζί» (Χαλί, 178). Γι’ αυτό και ό ταν ένας στρατιώτης λέει σ’ έναν σωτήρα, για να τον συγχαρεί: «Χω ρίς ποτέ να ρίξετε ούτε έναν πυροβολισμό, έχετε δώσει μία καινούρια διάσταση στον όρο “ήρωας πολέμου”», εκείνος αποκρίνεται: «Δεν μου αρέσει πολύ αυτός ο όρος. Εύκολα τον στρίβεις προς όποια κατεύθυν ση θέλεις και, επιπλέον δοξάζει τον πόλεμο» (Στάιν, 91 -2). Μια δεύτερη μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε ήρωες και σωτήρες είναι ότι οι σωτήρες μάχονται όχι για αφαιρέσεις, αλλά για άτομα. Στη δρά ση τους, λίγο έχουν να κάνουν με ιδανικά ή καθήκοντα, που θα ήταν άλλωστε ανίκανοι να τα διατυπώσουν τις περισσότερες φορές, αλλά πάντα με συγκεκριμένους ανθρώπους που πρέπει να τους βοηθήσουν με τις πιο καθημερινές χειρονομίες. Η Μάγδα Τροκμέ δηλώνει: «Όχι μόνο δεν είμαι καθόλου ηρωίδα, αλλά δεν είμαι καν καλή χριστιανή-αυ τό που όλο κι όλο έκανα ήταν ν’ ανοίξω την πόρτα μου όταν κάποιος χτύπησε και να μοιραστώ το φαγητό μου όταν ένας άλλος πεινούσε» (Χαλί, 208-9). Η κόρη της εξηγεί τη στάση της: «Η αυτοθυσία της δεν προερχόταν από τη θρησκεία, αλλά από τους ανθρώπους...» (212). Οπότε οι σωτήρες, σε αντίθεση προς τους ήρωες, δεν θεωρούν ε αυτούς εξαιρετικά όντα. Δεν τους αρέσει να τους παινεύουν έκαναν ό,τι έκαναν γιατί γι’ αυτούς ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Το εκπληκτικό (μα πρόκειται για μία έκπληξη που γοργά αμβλύνεται εξ αι τίας της μεγάλης συχνότητάς της), είναι ότι και οι άλλοι δεν έκαναν το ίδιο. Δεν έχουν την αίσθηση ότι έκαναν άθλο· άλλωστε, ποτέ δεν πρό κειται για μία μοναδική χειρονομία —να σκοτώσεις τον δράκοντα, να τινάξεις στον αέρα το εχθρικό πολυβόλο— αλλά για μια πληθώρα κοι νότοπων πράξεων, που επαναλαμβάνονται καθημερινά, πολλές φορές επί πολλά χρόνια, και που συγχρόνως δεν προσφέρονται στην αφήγη ση: να ξεχώνεις πατάτες, να στρώνεις τραπέζι, να αδειάζεις τη βούτα. Δυσκολεύονται να καταλάβουν το ενδιαφέρον που δείχνουν γι’ αυτούς ορισμένοι ιστορικοί· αρνούνται τη δόξα, σε σημείο που να μη θέλουν να γραφεί το αληθινό τους όνομα στα βιβλία που αφιερώνονται σ’ αυ τούς. Πρέπει να πούμε ότι αυτή η απόρριψη της αφήγησης και της δό ξας στέφτηκε από επιτυχία: κάθε χώρα γνωρίζει και τιμά τους μεγά λους πολεμικούς της ήρωες, υπεύθυνους για πολλούς θανάτους, αλλά
207
208
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
καμία δεν ανεγείρει μνημεία προς τιμήν των σωτήρων και οι γαλλικές πόλεις δεν έχουν λεωφόρο Μάγδας Τροκμέ. Αλλά, από μιαν άλλη μεριά, η στάση των σωτήρων δεν μπορεί να ε ξομοιωθεί μ’ εκείνη που παρατηρήσαμε και αφορά στις καθημερινές α ρετές, κυρίως τη φροντίδα. Υπάρχει μια διαφορά, που την γνωρίζουν όλοι οι σωτήρες, ανάμεσα στο να διακινδυνεύεις τη ζωή σου για μία ά γνωστη εβραϊκή οικογένεια και να ετοιμάζεις φαγητό για τα παιδιά της. Βλέπουμε ότι η αντίθεση είναι διπλή: η πρώτη ενέργεια είναι πά ντα επικίνδυνη, και απευθύνεται σε ανθρώπους που, κι αν ακόμα τους γνωρίζουμε προσωπικά, παραμένουν άγνωστοι (μοιάζει ως προς αυτό με τη φιλανθρωπία)· η φροντίδα πάλι, μόνο κατ’ εξαίρεση περικλείει κινδύνους και αφορά στους κοντινούς, όχι στους μακρινούς. Ο πεθε ρός ενός σωτήρα τον κατηγορεί για τις δραστηριότητές του: ο γα μπρός του έχει γυναίκα και παιδιά, πρέπει πρώτα να νοιαστεί γι’ αυ τούς, να καλύπτει τις ανάγκες τους στους δύσκολους αυτούς καιρούς και να μη διακινδυνεύει τη ζωή τους για να σώζει αγνώστους. «Δεν θα διακινδυνεύσω τίποτα για έναν ξένο», προσθέτει ο πεθερός (Στάιν, 65). Αλλά το να είσαι ξένος είναι, προφανώς, μία προσωρινή ιδιότητα: από τη στιγμή που εγκαθίσταται στο σπίτι, ο ξένος παύει να είναι ξέ νος· μπορεί άλλωστε να αναπτύξει την ίδια αντίδραση με του πεθερού. Έτσι, ο πρώτος κρυμμένος Εβραίος συμβουλεύει τον σωτήρα του να μη δεχτεί καινούριους πρόσφυγες: «Πού θα σταματήσει αυτό, Τίνους, τον ρωτώ, πού θα σταματήσει; Θα γίνει το σπίτι σου ιδιωτική λέσχη πα ράνομων Εβραίων;» (268). Ε λοιπόν, ο σωτήρας ανοίγει την πόρτα του στους ξένους. Κι αν ακόμα αυτό το άνοιγμα της πόρτας έχει όρια (σώ ζουν τους γαλλοεβραίους στη Γαλλία, τους ολλανδοεβραίους στην Ολλανδία-οι ξένοι Εβραίοι συναντούν περισσότερες δυσκολίες), η δια φορά με τις καθημερινές αρετές είναι σαφής. Ή, για να πούμε τα πράγματα πιο θετικά: η δράση του σωτήρα απαι τεί συγχρόνως το θάρρος και τη γενναιοδωρία του ήρωα (ή του άγιου) και τον αποκλειστικό εστιασμό στο καλό των ανθρώπων, όπως το θέ λει η λογική της φροντιόας. Οι σωτήρες δεν σταματούν τον πόλεμο, ούτε τη γενοκτονία των Εβραίων, απλώς κατορθώνουν να σώσουν μία, δύο, δέκα οικογένειες· αλλά αυτές θα είναι οι μόνες που θα επιζήσουν. Οι σωτήρες διακινδυνεύουν τη ζωή και την καλοπέρασή τους για α γνώστους, αλλά αψηφούν τα μεγάλα σχέδια, τον «ιδεαλισμό», που μπορούν να μετατραπούν σε φονικές πρακτικές: το κακό-μέσον βολεύ εται υπερβολικά εύκολα με το καλό-σκοπό. Η δράση τους είναι εν τέλει μια δράση που το αποτέλεσμά της είναι το πιο αναμφισβήτητο: αν θρώπινες ζωές που γλίτωσαν. Ένας απ’ αυτούς συμπεραίνει: «Δεν μπορείς να περιμένεις λογικά να βάλεις τέλος στον πόλεμο, απλού στατα έτσι, επειδή είναι παράλογο να σκοτώνεις [...]. Αλλά αν πείτε μέ σα σας: “Θέλω να σώσω τη ζωή κι ενός άλλου εκτός από μένα" ή: “Θα κρύψω μια οικογένεια” [...], τότε εκεί έχετε τη δυνατότητα για μια νίκη
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
με νόημα» (69). Αξίζει να το ακούσουμε αυτό το μάθημα ταπεινοφρο σύνης. Η δράση των σωτήριον ξεφεύγει τόσο από την παραίτηση όσο και από το μίσος. Πράγματι, για να εμπλακείς σε μία ενέργεια σωτηρίας, δεν αρκεί να κατέχεις ηθική ορθότητα, να μη προδίδεις, να μη δέχεσαι να λερώσεις τα χέρια σου· αν συγχρόνως αποφασίσεις ότι δεν χρειά ζεται να επιδιώξεις να αλλάξεις την πορεία του κόσμου, δεν γίνεσαι σωτήρας. Εν τέλει, η παραίτηση ισοδυναμεί με αδιαφορία για την τύχη των άλλων. Ο σωτήρας είναι παρεμβατικός, ακτιβιστής, άνθρωπος που πιστεύει στη δύναμη της θέλησης. Αλλά, από την άλλη μεριά, αρνείται να δώσει αυτή τη μάχη μιμούμενος τον εχθρό στο μίσος του. «Δεν θα εφαρμόσουμε σ’ αυτούς τους δικούς τους νόμους» (94). Γνωρίζει ότι οι «εχθροί» είναι άνθρωποι όπως αυτός, δεν είναι κτήνη ούτε τέρατα: ο καλός δεν αγνοεί το κακό-μισεί το σύστημα, όχι τα άτομα. Οπότε οι σωτήρες, που αγωνίζονται εναντίον των Γερμανών, δεν τους μισούν. «Εβραίοι ή Γερμανοί, το ίδιο μου έκανε, τη στιγμή που μπορούσα να τους βλέπω σαν ανθρώπους, λέει ένας σωτήρας. Δεν έπεσα στην πα γίδα, που είναι να βλέπεις τον κάθε Γερμανό σαν εχθρό» (184). «Έκα να πάντα τη διάκριση ανάμεσα σε ναζί και Γερμανούς», προσθέτει έ νας άλλος (227). Και συνοψίζει ένας τρίτος: «Αν κλείναμε τα μάτια α πέναντι σε όλους τους Γερμανούς, αν τους αντιμετωπίζαμε σαν να εί χαν μια ντροπιαστική αρρώστια, σε τι θα διαφέραμε από τους ναζί;» (298). Είναι οι ίδιοι που σώζουν Εβραίους και που γνωρίζουν Γερμα νούς άξιους εκτίμησης: αυτό είναι παράδοξο μόνο σε πρώτη ματιά. Εί ναι οι ίδιοι που, κατά τον πόλεμο, μέσα σε έναν γενικά υποταγμένο πληθυσμό, διακινδυνεύουν για τους άλλους· και που, την επαύριο του πολέμου, μέσα σε έναν πληθυσμό κυριευμένον από την επιθυμία της εκδίκησης και την ελπίδα της κάθαρσης, παρεμβαίνουν για να εμποδί σουν το κούρεμα των κοριτσιών ή το λυντσάρισμα των γερμανών στρατιωτών. Οι σωτήρες δεν είναι πολυάριθμοι, σε κανέναν λαό. Κι ωστόσο, δεν είναι πλάσματα εξαιρετικά-πώς να εξηγήσουμε τον μικρό τους αριθμό; Ποια είναι τα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα, οι πολιτικές ή θρησκευτι κές πεποιθήσεις, τα κοινωνικοεπαγγελματικά περιβάλλοντα που προ διαθέτουν γι’ αυτή την αξιέπαινη δραστηριότητα; Η Ναχαμά Τεκ θέλη σε να βρει την απάντηση στα ερωτήματα αυτά, και μελέτησε γι’ αυτό ένα σχετικά μεγάλο δείγμα πολωνών σωτήρων, που αντιπροσωπεύουν το πιο ισχυρό αριθμητικά κομμάτι. Τα αποτελέσματα είναι σε μεγάλο μέρος αρνητικά: καμία παράμετρος δεν επιτρέπει να προβλέψουμε με βεβαιότητα την εκτέλεση της πράξης που είναι να σώσεις έναν απει λούμενο άνθρωπο. Αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, τους λόγους για τους οποίους οι σωτήρες είναι ολιγάριθμοι: γιατί η πρακτική αυτή απαιτεί να κατέχεις ιδιότητες που, ώς έναν βαθμό, αλληλοαντικρούονται. Κατά γενικό κανόνα, οι σωτήρες δεν είναι κομφορμιστές, δηλαδή άνθρωποι
209
210
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους με βάση τη γνώμη των γειτόνων ή και τους νόμους· είναι μάλλον άνθρωποι που θεωρούν εαυτούς περι θωριακούς και πνεύματα ανυπάκουα. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά απορρί πτουν όλους τους νόμους· απεναντίας μάλιστα, φέρουν μέσα τους το μέσον να κάνουν τη διάκριση καλού και κακού, έχουν ζωηρή συνείδηση —και ενεργούν σε συμφωνία μ’ αυτή. Συγχρόνως, δεν είναι ερωτευμέ νοι με τις βασικές αρχές, που θα αρκούνταν να αγαπούν τις αφαιρέσεις. Είναι άνθρωποι με τάση προς την οικουμενοποίηση, αφού είναι έτοιμοι να βοηθήσουν αγνώστους, κάνοντάς τους έτσι εξ αρχής μέλη του κοι νού ανθρώπινου είδους· και συνάμα προς την εξατομίκευση, αφού δεν υπερασπίζονται ιδεώδη αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους. Αυτός είναι πιθανόν ο λόγος για τον οποίο οι σωτήρες είναι συνή θως ζευγάρια: ένας μόνον άνθρωπος δύσκολα μπορεί να συνδυάσει ό λες αυτές τις ιδιότητες. Ο ένας από τους δύο θα είναι μάλλον φορέας της ηθικής των βασικών αρχών: θα αποφασίσει ότι πρέπει να βοηθήσει όλους όσοι είναι σε ανάγκη, και όχι μόνο τους κοντινούς· θα πάρει την πρωτοβουλία να παρέμβει ενεργά, αντί να παραιτηθεί και να περιμένει. Ο άλλος θα κινηθεί από την ηθική της συμπόνιας: δεν θα σκεφτεί τις ευγενείς βασικές αρχές, αλλά θα νιώσει την ανθρωπιά αυτών που βρί σκονται στην ανάγκη και θα εξασφαλίζει καθημερινά, και χωρίς να έχει ανάγκη να πιέζεται, το στρώμα και το φαγητό αυτών που πρέπει να βοηθήσει. Χωρίς τον δεύτερο, δεν θα είχαμε τη δράση της σωτηρίας· χωρίς τον πρώτο, δεν θα ήταν εκεί ο επωφελούμενος. Τα δύο μέλη του ζεύγους είναι αναγκαία, γιατί η δράση τους είναι συμπληρωματική. Σε πολλές περιπτώσεις, αλλά όχι σ’ όλες, τον πρώτο από τους παρα πάνω ρόλους τον έπαιξε ο άνδρας, τον δεύτερο η γυναίκα. Οι άνδρες, πιο άνετα στη δημόσια σφαίρα, παίρνουν την πρωτοβουλία της υποδο χής και επωμίζονται την οργάνωση της αλληλοβοήθειας, αλλά συγ χρόνως απουσιάζουν συχνά από το σπίτι και δεν ασχολούνται με τους φιλοξενούμενους. Οι γυναίκες, που άρχουν συχνά στην ιδιωτική σφαί ρα, διαμαρτύρονται αρχικά γι’ αυτή την εισβολή στον ιδιωτικό τους χώ ρο, αλλά εξασφαλίζουν κατόπιν την καθημερινή ζωή, με υπομονή και επινοητικότητα. Δεν θα επανέλθω στους λόγους που εξηγούν αυτό τον καταμερισμό- όπως κι αν έχει το πράγμα, ίσα ίσα ο συνδυασμός αυτών των δύο κατηγοριών ιδιοτήτων καθιστά πιο πιθανές τις πράξεις σωτηρίας και άρα μας παρακινεί να δούμε το ζεύγος, και όχι το άτομο, ως πλήρες ηθικό ον. Το ζεύγος Μάγδα και Αντρέ Τροκμέ —πάστορα του Σαμπόν— απει κονίζει επίσης αυτό τον κανόνα. Οταν συναντιούνται, ο καθένας τους γνωρίζει μόνο μία μορφή ηθικής επιδίωξης: εκείνος την τάση να ασκεί μία ασκητική αγάπη του Θεού, κι εκείνη να εμμένει σε μία τρυφερή ε νασχόληση με τα κοντινά της πλάσματα. Αλλά η συνάντησή τους τους αλληλοεπηρεάζει. «Η Μάγδα κατάλαβε ότι αν αφηνόταν ο Αντρέ στην τάση του, η ζωή του θα είχε έκσταση αλλά όχι δράση· αντί να βοηθή
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
σει τους άλλους, θα τους αγκάλιαζε σε μια μάταιη περίπτυξη» (Χάλι, 100)· συγχρόνως η Μάγδα αποφασίζει να μην αρκείται πια στην άμεση αλληλεπίδραση, αλλά να πιστέψει σ’ αυτό τον άνδρα που τον εμπνέ ουν υψηλά ιδανικά. Μέχρι το τέλος ωστόσο, παραμένουν συμπληρω ματικοί και δεν γίνονται όμοιοι. Ο Αντρέ σκέφτεται τον Θεό, η Μάγδα τον διπλανό, ο Αντρέ συλλαμβάνει ασαφή σχέδια, η Μάγδα τα θέτει σε εφαρμογή: χωρίς αυτή τη συνεργασία, το άσυλο του Σαμπρόν δεν θα είχε δημιουργηθεί και μερικές ακόμα χιλιάδες Εβραίοι θα είχαν βρει τον θάνατο. Βέβαια, η δράση των σωτήρων έχει διπλό όφελος: προστατεύει τη ζωή των δυνητικών θυμάτων και, συγχρόνως, εμποδίζει τους ενδεχό μενους δήμιους να διαπράξουν το κακό, αν δεν τους παρακινεί κιόλας να μεταμορφωθούν εσωτερικά, απαντώντας στο καλό με το καλό. Η δράση των Τροκμέ ωθεί προφανώς ορισμένα μέλη της αστυνομίας του Βισύ να συνεργαστούν μ’ αυτούς και όχι με την Γκεστάπο: στο Σαμπόν ειδοποιούνται κανονικά για τις επικείμενες έρευνες. Ώς και ο διοικητής της γερμανικής φρουράς στην γειτονική πόλη Πυ κλονίζεται εμφανώς απ’ αυτή την μη βίαιη πάλη για τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών και ενα ντιώνεται αποτελεσματικά στον αξιωματικό των 38 που επιθυμεί την ε ξάρθρωση όλης της οργάνωσης. Χρόνια αργότερα, διηγείται στην Τροκμέ: «Είπα στον Μέτσγκερ ότι αυτού του είδους η αντίσταση δεν είχε καμία σχέση με τη βία, που μπορούσε να την καταστείλει με τη βία. Με όλη μου την προσωπική και στρατιωτική εξουσία, εναντιώθηκα στην αποστολή της λεγεώνας στο Σαμπόν» (331). Σημαίνει, άραγε, αυ τό ότι ο πόλεμος εναντίον του Χίτλερ θα είχε μπορέσει να κερδηθεί μ’ αυτά τα μέσα; Δεν το νομίζω, όπως δεν το νόμιζαν και οι σωτήρες του Σαμπόν: τα μέσα αυτά είναι αποτελεσματικά μόνο σε ορισμένες περι πτώσεις, εκεί που μπορείς να είσαι βέβαιος ότι αγγίζεις το πρόσωπο του «εχθρού»· όταν μουγκρίζουν τα τανκς ή τα αεροπλάνα ρίχνουν τις βόμβες τους, αυτού του είδους η αντίσταση δεν έχει κανένα νόημα: η μη βία γίνεται τότε αυτοκτονία. Εδώ, στα αποτελέσματά της, έγκειται η ανταμοιβή της δράσης του σωτήρα. Έξω απ’ αυτό, δεν έχει πολλές ικανοποιήσεις. Η παρουσία ξέ νων στο σπίτι του επί μήνες, μερικές φορές και επί χρόνια, δεν είναι πάντα ευχάριστη, ακόμα περισσότερο αφού οι σωτήρες είναι συνήθως άνθρωποι μέτριου οικονομικού επιπέδου: για να μη μιλήσουμε για τους κινδύνους που διατρέχει ολόκληρη η φιλοξενούσα οικογένεια, υπάρ χουν όλες οι δυσχέρειες του καθημερινού συναγελασμού, οι αναπό φευκτες ζήλειες και φθόνοι, ο πολλαπλασιασμός των καθηκόντων του νοικοκυριού, που επιπλέον πρέπει να γίνουν και στα κρυφά. Τα πρόσω πα που σώζετε δεν σας είναι αναγκαστικά συμπαθητικά (δεν τους το ζητάτε, άλλωστε, αλλιώς θα είχαμε τη συνηθισμένη φροντίδα): η άλφα κοπελίτσα καλής οικογενείας ζητά να της σερβίρουν το πρωινό στο κρεβάτι, ο βήτα νεαρός απαιτεί να μπορεί να σμίγει με τη φιλεναδίτσα
212
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
του, ο γάμα θέλει να φάει μόνο τροφή κασέρ. Μόλις τελειώσει ο πόλε μος, οι σωτήρες δεν παραφορτώνονται από τις εκδηλώσεις ευγνωμο σύνης των διασωθέντων: πρώτα πρώτα αυτοί βρίσκονται πάντα σε επι σφαλή κατάσταση, έχοντας χάσει οικογένεια και περιουσία, δεν αισθά νονται πια να ανήκουν στην παλαιά τους πατρίδα και δεν έχουν βρει α κόμα καινούρια-κατόπιν, αυτοί που ευεργετήθηκαν, πάντα, δεν τους α ρέσει και πολύ να θυμούνται αυτές τις παλιές καταστάσεις στις οποίες είχαν περιοριστεί στην ανημπόρια και στην εξάρτηση· η υπενθύμιση αυτή ξαναζωντανεύει μία ανάμνηση ταπείνωσης. Θα μπορούσαμε να απορήσουμε αν μαθαίναμε ότι, μετά το πέρας των εχθροπραξιών, η τύχη των πρώην σωτήριον σπάνια ήταν ευτυχι σμένη. Βέβαια, έχουν την αίσθηση ότι έχουν ενεργήσει σωστά-αλλά πολλοί είναι αυτοί που πέφτουν σε κατάθλιψη και λιγοστοί εκείνοι που είναι ικανοί να ξαναρχίσουν να ζουν όπως πριν τον πόλεμο, σαν να μη συνέβη τίποτα. Άνθρωποι με ηθική ευαισθησία οξύτερη από την μέση, αναπτύσσουν αντιδράσεις παρόμοιες με των επιζησάντων, ενοχής και ντροπής. Το κακό που πλησίασαν παραήταν μεγάλο για να μη νιώθουν να απειλούνται εκ των έσω: αν οι άλλοι κατόρθωσαν να ενεργήσουν έ τσι, γιατί δεν θα το μπορούσα κι εγώ, δεν είναι κι αυτοί άνθρωποι όπως εγώ; Αν άλλοι πέθαναν μα εγώ όχι, δεν σημαίνει αυτό ότι, μολαταύτα, φέρθηκα εγωιστικά; Αυτό δεν τους κάνει καθόλου επιεικείς απέναντι στους συμπατριώτες τους, που ανάμεσά τους ξαναβρίσκονται, και των οποίων παρακολούθησαν τη δειλία και την αδιαφορία κατά τους χρό νους της κατοχής- αυτοί, από τη μεριά τους, τους αντιμετωπίζουν ε χθρικά, αφού αποτελούν γι’ αυτούς μία ζωντανή μομφή, απόδειξη ότι κι αυτοί θα είχαν μπορέσει να συμπεριφερθούν διαφορετικά. Και οι παλιοί σωτήρες διαλέγουν συχνά τη μετανάστευση σε χώρες μακρινές που δεν γνώρισαν το κακό στον ίδιο βαθμό: Καναδά, Αργεντινή, Αυστραλίασυμπεριφέρθηκαν διαφορετικά από τους συμπατριώτες τους τις στιγ μές της δυστυχίας, κι αυτό —αυτές οι παρελθούσες στιγμές— καθιστά δύσκολη την επανένταξή τους στην κοινότητα. Μα από τη στιγμή που βρίσκονται αλλού, αντιλαμβάνονται ότι οι χώρες όπως και τα άτομα μοιάζουν, είναι άνισα μείγματα καλού και κακού, ότι η πλειονότητα εί ναι πάντα κομφορμιστές και οι δίκαιοι πολύ λιγοστοί. Οι ιστορίες σωτηρίας, όσο θετικές κι αν είναι, δεν είναι πράγματι πηγή αισιοδοξίας —ακριβώς επειδή αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι οι ι κανοί για τέτοιες πράξεις είναι πολύ λιγοστοί, σχεδόν εξ ίσου λιγοστοί με τους μεγάλους ήρωες και άγιους (αλλά πιο συμπαθητικοί απ’ αυ τούς)- και κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί για τη συμπεριφορά του στο μέλλον. Όλοι οι επιζήσαντες υποφέρουν από την ακόλουθη βεβαι ότητα: αν οι διωγμοί ξανάρχιζαν αύριο, παρ’ όλες τις επίσημες διακη ρύξεις συμπάθειας προς τα θύματα και αποδοκιμασίας προς τους δήμι ους, οι σωτήρες θα ήταν εξ ίσου λιγοστοί όπως την προηγούμενη φο ρά, και οι γενναίοι γείτονες που τους χαιρετούν τώρα κάθε πρωί θα α
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
πέστρεφαν πάλι τα μάτια. «Σε όλους όσους συναντώ, αναρωτιέμαι: Αυτός θα με είχε βοηθήσει να περπατήσω; Θα μου είχε δώσει λίγο νε ράκι; Ρωτώ όλους τους ανθρώπους που βλέπω [...]. Αυτοί που ξέρω εξ αρχής πως θα με βοηθούσαν, είναι πολύ λίγοι...» (Ντελμπό, Άουσβιτς, III, 42-3). Οι Δίκαιοι είναι, και θα είναι, εξαιρέσεις. Αλλά οι καθημερινές αρετές δεν είναι σπάνιες, και ο καθένας μας, άμα περάσει μία ορισμέ νη ηλικία, ανακαλύπτει το ηθικό συναίσθημα στα βάθη του εαυτού τουαλλά πολύ λιγοστοί είναι εκείνοι που θα ήταν έτοιμοι να διακινδυνεύ σουν τη ζωή τους για να σώσουν έναν άλλο ή τη ζωή των παιδιών τους για να προστατεύσουν τ’ αγόρια και τα κορίτσια ενός ξένου. Οπως λέ ει μια γυναίκα σωτήρας: «Δεν υπάρχουν καλές ειδήσεις από το Ολο καύτωμα» (Στάιν, 85).
213
214
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Λέγειν, κρίνειν, κατανοείν Σοφία των επιζησάντων Στα στρατόπεδα του ολοκληρωτισμού έχει πραγματοποιηθεί κάτι που, στην εποχή μας, μοιάζει περισσότερο με μία ενσάρκωση του κα κού. Ωστόσο, είδαμε ότι οι πράττοντες το κακό δεν είναι τέρατα ούτε κτήνη, αλλά συνηθισμένοι άνθρωποι —άνθρωποι που μας μοιάζουν. Η αντίδρασή μας σ’ αυτό το κακό, σήμερα, οφείλει να πάρει υπ’ όψη τις δύο αυτές διαπιστώσεις. Αφ’ ενός, δεν πρέπει να παραιτούμαστε από τις βασικές αρχές της δικαιοσύνης: οι ένοχοι πρέπει να δικάζονται (αυ τό δεν είναι πια τόσο επίκαιρο για τη Γερμανία, αλλά γίνεται πολύ επί καιρο για τις πρώην κομμουνιστικές χώρες), ο καθένας σύμφωνα με την επακριβή φύση των πράξεων και των ευθυνών του- και μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τα όσα έγιναν στα στρατόπεδα ως πρακτικό μέτρο του καλού και του κακού. Αφ’ ετέρου, πρέπει να αρνηθούμε τον πειρασμό να εγκαθιδρύσουμε μία ριζική ασυνέχεια ανάμεσα σ’ «εκείνους» και σ’ «εμάς», να δαιμονοποιήσουμε τους ενόχους, να θεωρούμε τα άτομα ή τις ομάδες τελείως ομοιογενή και συνεκτικά. Η άρνηση αυτή, θα ήθελα να διευκρινίσω εκ των προτέρων, δεν έ χει ανάγκη να πάρει τη μορφή «συγχώρεσης». Ο Σάιμον Βήζενταλ έχει γράψει ένα βιβλίο, Το ηλιοτρόπιο, για να μας καλέσει να σκεφτούμε τη στάση μας μπροστά στο κακό: πρέπει να το συγχωρούμε ή όχι; Δεν αι σθάνομαι να με αφορά μια ερώτηση διατυπωμένη έτσι. Έχω δεχτεί, για μία ακόμη φορά, τη συλλογιστική του Πρίμο Λέβι, που αρνείται τον χα ρακτηρισμό «συγχωρών» και την ιδέα ότι πρέπει να δίνουμε άφεση α μαρτιών, επειδή οι ένοχοι έχουν κι αυτοί τις στιγμές καλοσύνης τους ή μετανοίας τους· αλλά που, ωστόσο, ποτέ δεν σταμάτησε να πιστεύει στην κοινή μας ανθρωπιά. Η στάση των πρώην κρατουμένων μετά την απελεθέρωση είναι εν δεικτική από την άποψη αυτή. Ορισμένοι, όπως είδαμε, δεν έχουν κα ταφέρει να συγκροτηθούν και να μη σκέφτονται με ορολογία εκδίκη σης, πράγμα απόλυτα κατανοητό. Ακόμα πιο αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που εκφράστηκαν πάνω σ’ αυτό, γραπτά ή προφορικά, αρνήθηκαν ρητά τις συνοπτικές κρίσεις και τις μανιχάίκές στάσεις. Πράγματι, ορισμένες πράξεις είναι τερατώδεις· αλλά οι αυ τουργοί τους δεν είναι τέρατα, και θα ήταν λυπηρό αν, προς όφελος μίας εύκολης αγανάκτησης, αγνοοούσαμε την περιπλοκότητα, αν όχι και την ασυνεκτικότητά τους. Αυτό σημαίνει από μιαν άποψη ότι ακόμα και οι φύλακες των στρατοπέδων ανήκουν στην επονομασθείσα από τον Πρίμο Λέβι «γκρίζα ζώνη». Οι γενναίοι έχουν τις ημέρες δειλίας τους· οι δήμιοι ξέρουν τι είναι μια φιλεύσπλαχνη πράξη. «Θεωρώ σω
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
στό να μην αποσιωπήσω όλες αυτές τις μικρές χειρονομίες καλοσύ νης», καταλήγει η Ελα Λίνγκενς-Ράινερ (16). Ό,τι ισχύει για τα άτομα, ισχύει ακόμα περισσότερο για τις ομάδες: κανένας δεν είναι τελείως καλός ούτε εντελώς κακός (πράγμα που δεν σημαίνει ότι είναι όλοι το ίδιο). Ο επιζήσας από την Τρεμπλίνκα Τζόε Ζηντλίσκι κρίνει έτσι τα πράγματα: «Στην Τρεμπλίνκα, υπήρχαν γνήσια κτήνη, μα ορισμένοι ήταν ωστόσο καλοί. [...] Βέβαια, υπήρχαν απαίσιοι [...]· άγρια θηρία, σαδιστές. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι υπήρχαν και στους Εβραίους» (Σερένυ, 201). Ο επιζήσας και ιστορικός του Αουσβιτς Λάνγκμπάίν έχει καταγράψει όλες τις περιπτώσεις 85 που βοή θησαν κρατούμενους — μερικές φορές και να δραπετεύσουν (δεν εί ναι, φυσικά, πολλές). Ο Λέβι έχει κάνει κανόνα να αντιτάσσει πάντα τις εξαιρέσεις στα στερεότυπα για τη συμπεριφορά των ομάδων. «Αφηγούμενος την ιστορία αυτή έπειτα από σαράντα χρόνια, δεν επι διώκω να συγχωρήσω τη Γερμανία. Το γεγονός ότι βρίσκουμε έναν αν θρώπινο Γερμανό δεν θα έπρεπε να αθωώσει τους αναρίθμητους άλ λους που ήταν απάνθρωποι ή αδιάφοροι, αλλά έχει το καλό ότι τσακί ζει ένα στερεότυπο» (Στιγμές, 92). Ιδού ο συνηθισμένος τρόπος ενεργείας του: «Για να δείξω πόσο μου είναι ξένες οι συνολικές κρίσεις, θα ήθελα να διηγηθώ ένα ανέκδοτο: ήταν ένα γεγονός εξαιρετικό, αλλά παρ’ όλ’ αυτά συνέβη» (Αυτοί που βούλιαξαν, 166). Οι ίδιοι αυτοί επιζήσαντες δεν αρκούνται να δηλώνουν ότι δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε από την ανθρωπότητα τα πλάσματα των οποί ων τις πράξεις καταδικάζουμε ή να μεταθέσουμε στην ομάδα την κρίση που εκφέρουμε για τα άτομα-έχουν εκτελέσει συγκεκριμένες χειρονο μίες που δείχνουν ότι, από τις αποφάσεις αυτές, έκαναν αρχές που διέπουν τον βίο τους. Η Τζίτα Σερένυ έχει παραθέσει πολλά τέτοια πα ραδείγματα στο βιβλίο της. Ο επιζήσας από την Τρεμπλίνκα Ρίχαρντ Γκλάζαρ στέλνει μετά τον πόλεμο τον γιο του να σπουδάσει στη Γερ μανία-δεν εγκρίνουν όλοι οι παλιοί του συγκροτούμενοι αυτή του την κίνηση. Ο επιζήσας από το Σομπιμπόρ Στάνισλαβ Στσμάζνερ, που ήταν μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Στανγκλ, «επέτρεψε στους φωτο γράφους να τον φωτογραφίσουν μαζί με την κυρία Στανγκλ στο τέλος της δίκης στο Ντύσελντορφ. [...] “Δέχτηκα, έπειδή δεν είχα τίποτα ενα ντίον της οικογενείας Στανγκλ και ήξερα πόσο οδυνηρό ήταν γι’ αυ τούς όλο αυτό”» (138). Ο Τζόε Ζηντλίσκι παντρεύτηκε μια Γερμανίδα που έγινε Εβραία για να μπορέσει να τον παντρευτεί- κι εδώ ακόμα, δεν καταλαβαίνουν όλοι καλά. Κι ωστόσο είναι φανερό: αυτοί οι τρεις επιζήσαντες αρνούνται να μιμηθούν τους ναζί που θέλησαν να κρίνουν τα άτομα ανάλογα με το αν ανήκαν σζ μία ομάδα, και την ομάδα από μερικά άτομα που ανήκαν σ’ αυτή. Ξανασυναντούμε τα ίδια διλήμματα, όταν ανοίγουν οι πύλες των σοβιετικών στρατοπέδων. ,Το 1953, την επομένη του θανάτου του Στάλιν, η Ευγενία Γκίνσμπουργκ κατοικεί ακόμα στη Μαγκαντάν, την
215
216
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
«πρωτεύουσα» της Κολύμα’ έχει ήδη εκτίσει την ποινή της στο στρα τόπεδο, αλλά της έχουν ορίσει να κατοικεί ισοβίως σ’ αυτή την πόλη. Μια μέρα, της προτείνουν να διδάξει ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία στους αξιωματούχους της τοπικής ΚαΓκεΜπέ. Έπειτα από μακρά εσω τερική πάλη δέχεται, κι αρχίζει να δουλεύει μαζί τους. Δεν εγκρίνουν την απόφασή της όλοι οι παλιοί της συγκροτούμενοι· ορισμένοι της συστήνουν την εχθρότητα, αν όχι την εκδίκηση. Σε μία από τις συζητή σεις αυτές, η Γκίνσμπουργκ απαντά: «Αν τα λογαριάζουμε έτσι, δεν θα βγούμε ποτέ απ’ αυτό, δεν καταλαβαίνεις; Εκείνοι εναντίον μας, έπει τα εμείς εναντίον εκείνων, και ξανά εκείνοι εναντίον μας... Ώς πότε, αυτός ο φαύλος κύκλος του μίσους;» (II, 450). «Θα έπρεπε αυτός [...] να εξασφαλίζει παντοτινά τον θρίαμβο του μίσους;» (II, 453). Το ζήτη μα δεν είναι να συγχωρήσουμε όλους αδιακρίτως, ούτε να αγαπήσου με τους εχθρούς μας· αλλά να μην αναπαράγουμε πράξεις απανθρω πιάς των οποίων ήμασταν θύμα, να μην εσωτερικεύσουμε την μη ανε κτικότητα που επέδειξαν οι εχθροί απέναντι μας. Θα παρατηρήσει κά ποιος ότι η επιλογή αυτή δεν έχει την ίδια σημασία με της Έτυ Χίλεζουμ, κι ας είναι οι όροι τους κοντινοί-η στιγμή την οποία συμβαίνει εί ναι ουσιώδης, κατά τη διάρκεια της αντιπαράταξης ή μετά απ’ αυτή. Θα ήταν διαφορετικά, αν η συζήτηση γινόταν σε μια Ρωσία εντελώς απε λευθερωμένη από τον κομμουνισμό. Εμπνεόμενοι, λοιπόν, απ’ αυτές τις χαρακτηριστικές στάσεις των ί διων των θυμάτων μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα της αντί δρασής μας, σήμερα, μπροστά στο κακό των στρατοπέδων.
Να μιλούμε γι’ αυτά σήμερα Δεν υπάρχουν πια σήμερα στρατόπεδα στη Γερμανία ούτε, φαίνεται, στην Σοβιετική Ένωση (αλλά διατηρούνται στην Κίνα και πιθανόν αλλού). Δεν έχουμε πια να συνεχίσουμε την ίδια μάχη· κι ωστόσο η μάχη δεν τε λείωσε. Παίζεται αλλού: στη διατήρηση της μνήμης, στην κρίση που εκ φέρουμε για το παρελθόν, στα μαθήματα που παίρνουμε απ’ αυτό. Ο Ζαν Αμερύ πρότεινε να εγγραφούν στο πρόγραμμα των τελευ ταίων τάξεων του λυκείου ορισμένες μαρτυρίες πρώην κρατουμένων, ώστε να αποκτήσουν όλ<ν. γνώση της δοκιμασίας αυτής. Ο βαθμός βα σάνων στον οποίο φτάσαμε στα στρατόπεδα, που ξεπερνά όλα όσα προσφέρουν οι πρόσφατες αναμνήσεις της ανθρωπότητας, έχει φανε ρώσει τη βαθιά δυσφορία του προγενέστερου κόσμου, που ήταν υπεύ θυνος για την εμφάνιση των θεσμών αυτών. Αν δεν θέλουμε να ξαναρθούν μια μέρα το Άουσβιτς και η Κολύμα, θα πρέπει να μελετήσουμε επισταμένα τα μαθήματα των στρατοπέδων και να καταλάβουμε ποιοι είναι οι βαθιοί λόγοι της ύπαρξής τους. Συγχρόνως, το να αναζωπυρώνουμε σήμερα τις ιστορίες των στρα τοπέδων, σημαίνει να συνεχίζουμε τη μάχη που είχε αρχίσει όταν τα
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
στρατόπεδα εξακολουθούσαν να λειτουργούν. Πράγματι, η εύρυθμη λειτουργία των στρατοπέδων προϋποθέτει να μην έχουν ακριβή γνώση του τι διαδραματίζεται εκεί ούτε οι κρατούμενοι ούτε οι μάρτυρες ούτε καν οι φύλακες-οπότε, το πρώτο όπλο εναντίον των στρατοπέδων εί ναι ακριβώς η συγκέντρωση και η διάδοση πληροφοριών. Είναι γνωστό μέχρι ποιου σημείου οι ναζί φύλαξαν με επιμέλεια το μυστικό που αφο ρούσε στην «οριστική λύση», πόσο συστηματικά επιδίωξαν να σβή σουν τα ίχνη των πράξεών τους. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα, από τη μεριά τους, θεμελιώνουν όλη τους την ύπαρξη στην αδυνατότητα του πληθυσμού να έχει πρόσβαση στην ελεύθερη πληροφόρηση, στην πανταχού παρουσία της προπαγάνδας (πρόσφατο παράδειγμα αυτού εί ναι το ζήτημα του πλοίου Θεά της δημοκρατίας, που εμποδίστηκε να εκπέμψει προς την Κίνα). Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Στάλιν και ο Χίτλερ διεξήγαγαν, συγχρόνως με τους κατακτητικούς τους πολέμους, τον άλλο πόλεμο, της πληροφόρησης. Είναι ίδιον του ολοκληρωτισμού να φιλοδοξεί να ε λέγξει την ολότητα της κοινωνικής ζωής, να κάνει να εξαρτώνται τα πάντα από τη θέληση εκείνων που κατέχουν την εξουσία. Η δύναμη ο φείλει πάντα να νικά το δίκαιο και η ερμηνεία το γεγονός· η ύπαρξη μιας αλήθειας αυτόνομης, που ενσαρκώνεται είτε στις οικουμενικές αρ χές είτε στη γνώση των γεγονότων, είναι ανεπίτρεπτη στο ολοκληρω τικό καθεστώς: θα αντιπροσώπευε μια νησίδα ανεξαρτησίας που θα ξέφευγε από την εξουσία. Η ιδέα πως αυτό που ελέγχει και προσανατολί ζει τις ερμηνείες είναι η θέληση για δύναμη και όχι η γνώση του αντι κειμένου ή η οικουμενική συμφωνία των ανθρώπων, είναι απαραίτητη στη φιλοσοφία του ολοκληρωτισμού-η αλήθεια είναι πια τότε μόνον η συνέπεια της θέλησης αυτής. Γι’ αυτό και μία πληροφόρηση που ξε φεύγει από τον έλεγχο της εξουσίας δεν μπορεί να είναι ανεκτή εκεί. Οι ολοκληρωτικές χώρες διαθέτουν, βέβαια, σύνταγμα και νόμους, αλ λά συχνά δυσκολεύεσαι πάρα πολύ να τα προσπελάσεις· το ρητό «Κα νένας δεν πρέπει να αγνοεί τον νόμο» αντικαθίσταται από το «Κανέ νας δεν πρέπει να γνωρίζει τον νόμο». Όσο για την πληροφόρηση για συμβάντα, δεδομένα ή στατιστικές, είναι απρόσιτη (θυμούμαι ότι ο τη λεφωνικός κατάλογος ήταν στη Σόφια ένα από τα πιο δυσεύρετα βι βλία). Ώστε οι πράξεις σιωπής ή ομιλίας δεν είναι ουδέτερες σε σχέση με τα στρατόπεδα. «Σιωπώντας, λέει ο Μπέτελχαϊμ, ενεργούμε όπως ακριβώς θα ήθελαν οι ναζί: σαν να μη συνέβη τίποτα» (Επιβίωση, 125). «Η σιωπή είναι το αληθινό έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας», προ σθέτει η Σάρα Μπέρκοβιτς που επέζησε από το Άουσβιτς (43). Πρέπει, ωστόσο, να πούμε ότι οι ίδιοι οι κρατούμενοι και, στη συνέ χεια, πολλοί συγκαιρινοί τους μπλέχτηκαν σε μια μάχη υπέρ της πλη ροφόρησης και της αλήθειας, και έφτασαν εν τέλει να κατακτήσουν τη νίκη· είναι αλήθεια ότι αυτό το «εν τέλει» μπορεί να διαρκέσει περισ σότερο από μία ανθρώπινη ζωή — και οι ζωές είναι μερικές φορές ιδιαί
217
218
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
τερα σύντομες, εξ αιτίας αυτής της ίδιας της μάχης. Η τελική νίκη οφείλεται στο ότι, από τη στιγμή που θα εδραιωθεί, η αλήθεια είναι ακατάστρεπτη, ενώ τα ψέματα και οι αποκρύψεις δεν έχουν τελειωμό. Αφού, όπως λέει ο Παστερνάκ, όλο το σύστημα εδράζεται στο ψέμα, αν κάποιος μπορέσει να πει την αλήθεια, στο τέλος το σύστημα θα καταρρεύσει (αυτό ακριβώς μας διδάσκει και η πρόσφατη εμπειρία της γκλάσνοστ [διαφάνειας]). Είναι προφανές ότι σήμερα η δράση που συνίσταται στη διάδοση των πληροφοριών για τά στρατόπεδα δεν εμπεριέχει πια κινδύνους (και μπορεί μάλιστα να είναι και εμπορικά επικερδής). Κι όμως, ακόμα και στην εποχή μας, η γνώση αυτή συναντά αντιστάσεις. Ορισμένες εί ναι ευνόητες. Έτσι, οι παλιοί φύλακες (απομένουν λίγοι από τους ναζιστικούς χρόνους, αλλά είναι αναρίθμητοι οι των κομμουνιστικών καθε στώτων) έχουν να κερδίσουν τα πάντα αν δεν ξανανοίξουν πια οι φά κελοί τους. Για συναφείς λόγους, αυτή η έρευνα της αλήθειας μπορεί να καταπολεμηθεί από τα κόμματα της άκρας δεξιάς ή από τα κομμου νιστικά κόμματα: είναι οι διάφορες αρνητιστικές σχολές, οι δολοφόνοι της μνήμης, όπως τους ονομάζει ο Πιέρ Βιντάλ-Νακέ. Από μιαν άλλη μεριά, και με τελείως διαφορετικά κίνητρα, οι πρώην κρατούμενοι μπο ρεί να προβάλλουν κι αυτοί αντίσταση: έχουν μερικές φορές την εντύ πωση ότι η απαράμιλλη εμπειρία τους κοινοτοποποιείται και μειώνεται, όταν γίνεται αντικείμενο μελέτης· αρνούνται ότι οι άλλοι θα έχουν πο τέ την ικανότητα να καταλάβουν το τι έζησαν. Αλλά η πιο μαζική και η πιο υπόγεια αντίδραση δεν προέρχεται από τους επιζήσαντες ούτε απ’ αυτούς που αντιμάχονται τη δημοκρατίαπροέρχεται από όλους εμάς που, μη ανήκοντας σε καμία από τις δύο αυτές ομάδες, είμαστε απλοί εξωτερικοί άνθρωποι. Δεν θελήσαμε να ακούσουμε τις αφηγήσεις αυτών των ακραίων εμπειριών, επειδή μας αναστατώνουν. Ο Πρίμο Λέβι διηγείται ότι, στο 'Αουσβιτς, έβλεπε και ξανάβλεπε κανονικά τον ίδιον εφιάλτη: βγαίνοντας από το στρατόπε δο, γυρίζει στο σπίτι του και διηγείται λεπτομερώς τις δυστυχίες του. Μα αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι κανένας από τους παρόντες δεν τον α κούει, μιλάνε μεταξύ τους, δεν τον προσέχουν καν και το χειρότερο, σηκώνονται και φεύγουν χωρίς να πουν κουβέντα {Εάν, 76). Το όνειρο αυτό επανέρχεται μετά την απελευθέρωσή του, και ο Λέβι ανακαλύ πτει ότι δεν είναι ο μόνος που το βλέπει: και άλλοι επιζήσαντες που τους το διηγείται, λένε ότι το βλέπουν. Δυστυχώς, το όνειρο αυτό πε ριέχει μεγάλο μέρος της αλήθειας. Ενώ τα στρατόπεδα υπάρχουν ακό μα, οι αφηγήσεις για την ύπαρξή τους δεν λείπουν, στις ουδέτερες χώ ρες ή στις τάξεις των αντιχιτλερικών δεν λείπουν ούτε τον καιρό του Στάλιν και των διαδόχων του. Οι άνθρωποι, ωστόσο, αρνούνται να τις πιστέψουν, και άρα εν τέλει να τις ακούσουν, γιατί, αν το έκαναν, θα ή ταν υποχρεωμένοι να ξανασκεφτούν ριζικά τη ζωή τους. Τέτοιους πό νους προτιμούμε να τους αγνοήσουμε.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Το ίδιο ιοχύει και μετά το κλείσιμο των στρατοπέδων: όλος ο κό σμος έχει τις έγνοιες του, όλος ο κόσμος είναι πιεσμένος. Δεν έχουμε, άραγε, την εντύπωση ότι τις ξέρουμε ήδη απ’ έξω κάτι τέτοιες αφηγή σεις; Κι ύστερα, οι ακραίες αυτές καταστάσεις δεν μας αφορούν, λέμε μέσα μας. Αν ανήκουμε στην εργαζόμενη πλειονότητα, η ύπαρξή μας, όσο γεμάτη κι αν είναι με συναισθηματικές εξαπατήσεις και πνευματι κές απογοητεύσεις, παραμένει σχετικώς ήπια. Οι πόλεμοι γίνονται αλ λού, οι μεγάλες συμφορές συμβαίνουν σε άλλους. Η δική μας ζωή δεν εκτυλίσσεται στα άκρα. Ωστόσο, ένα μάθημα αυτού του πρόσφατου παρελθόντος είναι ακριβώς ότι δεν υπάρχει ρήξη συνέχειας ανάμεσα σε άκρα και κέντρο, αλλά μία σειρά ανεπαίσθητα μεταβατικά στάδια. Αν οι Γερμανοί, το 1933, είχαν πραγματικά καταλάβει ότι, έπειτα από δέκα χρόνια, ο Χίτλερ θα εξολόθρευε όλους τους Εβραίους της Ευρώ πης, δεν θα τον είχαν ψηφίσει τόσο μαζικά όσο τον ψήφισαν. Κάθε πα ραχώρηση που γίνεται από έναν διόλου ακραίο πληθυσμό είναι από μόνη της ασήμαντη- όλες μαζί, οδηγούν στη φρίκη. Μόνο που, αν δεχτούμε ότι ο ολοκληρωτισμός αποτελεί μέρος των δυνατοτήτων μας, ότι η Κολύμα και το Αουσβιτς «έλαχαν» σε ανθρώ πους όπως εμείς και ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε κι εμείς μια μέρα εκεί, θα δυσκολευόμασταν να ζήσουμε τη ζωή μας ήσυχα όπως την ζούμε τώρα. Θα χρειαστεί να αλλάξουμε την κοσμοαντίληψή μας και να αλλάξουμε κι εμείς οι ίδιοι-ε λοιπόν, κάτι τέτοιο παραείναι πολυέξο δο. Βρίσκεται ότι η αλήθεια είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική βολή και ότι εμείς, στην μεγάλη μας πλειονότητα, προτιμούμε τη βολή μας. Τα χειρόγραφα που θάφτηκαν στο χώμα του Αουσβιτς και της Βαρσο βίας ξέφυγαν από τους φύλακες, αντιστάθηκαν στην υγρασία και, έπει τα από μεγάλες προσπάθειες, αποκρυπτογραφήθηκαν-αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα κατορθώσουν να διαπεράσουν τον καινούριο τοίχο αδια φορίας με τον οποίο τα περιβάλλουμε. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε κά ποιος να αλλάξει αυτή την κατάσταση πραγμάτων, και δεν το εύχομαι κιόλας-αλλά νομίζω ότι πρέπει, κατά καιρούς, να την αναστατώνουμε. Αν όχι, κινδυνεύουμε να μη παραμείνουμε πια άνθρωποι. Αλλά δεν αρκεί να συμπεράνουμε ότι είναι αναγκαίο να μιλήσουμε για το παρελθόν, να επανακτήσουμε ιη μνήμη. Δεν μπορούμε να εμ μείνουμε σ’ αυτή την επιτακτική ωστόσο απαίτηση, για λόγους που σχετίζονται με τη φύση της μνήμης. Πράγματι, η μνήμη προφανώς δεν μπορεί να είναι μία ακέραια ανασύσταση του παρελθόντος —αυτό εί ναι αδύνατον και συγχρόνως ανεπιθύμητο— , αλλά πάντα μόνο μία επι λογή αυτών που μας φαίνεται άξια να διατηρήσουμε από το παρελθόν. Οι υποστηρικτές του ολοκληρωτισμού επιλέγουν ορισμένα τμήματα του παρελθόντος και κρύβουν όλα τα άλλα-οι εχθροί του αντιμάχονται την επιλογή αυτή και προτείνουν μία άλλη στη θέση της. Αν το κάνουν, ο λόγος είναι ότι δεν ανασυστήνουν απλώς το παρελθόν, αλλά και το χρησιμοποιούν και με έναν ορισμένο τρόπο στο παρόν. Ε λοιπόν, δεν
219
220
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
υπάρχει αναγκαστική σχέση ανάμεσα στον ορισμό του παρελθόντος και στη χρήση που θα του κάνουμε-από την υποχρέωση να ανασυστήσουμε το παρελθόν δεν απορρέει ότι όλες του οι χρήσεις είναι εξ ίσου θεμιτές. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα από την παρούσα πολιτική επικαιρότητα: οι λαοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας μας δίνουν συχνά την εντύ πωση ότι πολεμούν μεταξύ τους επειδή κάνουν κακή χρήση της μνήμης τους, θυμούνται τα βάσανα που επέβαλλαν οι μεν στους δε κατά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ή ακόμα πιο παλιές καταστροφές. Μήπως οι Σέρβοι δεν ισχυρίζονται ότι μάχονται εναντίον των μουσουλμάνων Γιουγκοσλάβων, επειδή δεν μπορούν να λησμονήσουν τη μάχη τους ε ναντίον των μουσουλμάνων Τούρκων πριν από πολλούς αιώνες; Του λάχιστον χρησιμοποιούν αυτή τη δικαιολογία, για να μην ακούσουν τους λόγους που θα τους έσπρωχναν να σταματήσουν τη σύγκρουση. Να ανακαλύπτεις και να λες την αλήθεια για το παρελθόν σου είναι α πόλυτα θεμιτό, αλλά δεν δικαιολογεί έναν επιθετικό πόλεμο. Μα τι να κάνουμε για να αντιδιαστείλουμε τις καλές από τις κακές χρήσεις της ανακτημένης μνήμης; Πρέπει, άραγε, να αρκεστούμε να μεμψιμοιρούμε μπροστά στην εξαφάνιση μιας εξαναγκαστικής συλλογι κής παράδοσης, που επέλεξε ορισμένα γεγονότα και απέρριψε άλλα; Ή μήπως να παραιτηθούμε από την άπειρη ποικιλότητα των μερικών περι πτώσεων; Ασφαλώς όχι. Υπάρχουν μάλλον διάφοροι τρόποι για να δώ σουμε θετική απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Μπορούμε να εφαρμό σουμε τα κριτήρια του καλού και του κακού σπς πράξεις που εδράζονται στη μνήμη του παρελθόντος και να προτιμήσουμε, λόγου χάρη, την ει ρήνη από τον πόλεμο. Μπορούμε ακόμα, κι αυτήν ακριβώς την υπόθεση θα ήθελα να προβάλω εδώ, να αντιδιαστείλουμε διάφορες μορφές ανά μνησης. Το ανακτημένο συμβάν μπορεί να διαβαστεί κυριολεκτικά ή πα ραδειγματικά. Είτε το συμβάν αυτό διατηρείται στην κυριολεξία του, προσιδιάζει σ’ εμένα, είναι απαράμιλλο, αμίμητο-τότε, οι συνειρμοί που συνδέω μ’ αυτό μένουν πάντα στο επίπεδο συνέχειας: επισημαίνω τα αί τια και τις συνέπειες αυτής της πράξης, ξεσκεπάζω όλα τα πρόσωπα που μπορούμε να συνδέσουμε με τον αρχικό αυτουργό του βασάνου μου και τους εξευτελίζω με τη σειρά τους, εγκαθιδρύω και μια συνέχεια ανάμεσα στον άνθρωπο που ήμουν τότε και στον άνθρωπο που είμαι τώ ρα, ή ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν του λαού μου, και επεκτεί νω τις συνέπειες του αρχικού τραυματισμού σε όλες τις στιγμές της ύ παρξης. Είτε το ανακτημένο αυτό συμβάν γίνεται αντιληπτό ως ένα με ταξύ άλλων μίας γενικότερης κατηγορίας, και το χρησιμοποιούμε τότε ως πρότυπο για να καταλάβουμε καινούριες καταστάσεις, με διαφορετι κούς πράττοντες: το κάνουμε ένα παράδειγμα και παίρνουμε απ’ αυτό έ να μάθημα-στην περίπτωση αυτή, οι συνειρμοί τους οποίους φέρνει στο πνεύμα μας απορρέουν από την ομοιότητα και όχι πια από τη συνέχεια, και το ζήτημα που τίθεται δεν είναι να εξασφαλίσουμε την ταυτότητά μας, αλλά να δικαιολογή··. ουμε τις αναλογίες.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε, σε πρώτη προσέγγιση, ότι η κυριολε κτική μνήμη, κυρίως αν τραβηχτεί στα άκρα, είναι φορέας κινδύνων, ε νώ η παραδειγματική μνήμη είναι πραγματικά απελευθερωτική. Εξυπακούεται ότι δεν είναι όλα τα μαθήματα καλά-το καθένα, ωστόσο, αφή νεται να αξιολογηθεί με τη βοήθεια των οικουμενικών και ορθολογικών κριτηρίων που υποβαστάζουν τον ανθρώπινο διάλογο, πράγμα που δεν συμβαίνει με τις κυριολεκτικές αναμνήσεις, που είναι ασύμμετρες οι μεν με τις δε. Μίλησα για δύο μορφές μνήμης, γιατί κάθε φορά διαφυλάττουμε έ να μέρος του παρελθόντος. Αλλά η κοινή χρήση θα έτεινε μάλλον να τις περιγράφει με δύο διακριτούς όρους που θα ήταν, για την κυριολε κτική μνήμη, μνήμη απλώς, και για την παραδειγματική μνήμη, δικαιο σύνη. Πράγματι, η δικαιοσύνη γεννιέται από τη γενίκευση της επιμέρους προσβολής, και γΓαυτό ακριβώς ενσαρκώνεται στον απρόσωπο νόμο, που τον εφαρμόζει ένας απρόσωπος δικαστής και τον ενεργο ποιούν ένορκοι που αγνοούν το πρόσωπο τόσο του θίξαντος όσο και του θιγέντος. Τα θύματα, βέβαια, υποφέρουν όταν βλέπουν τον εαυτό τους να είναι μόνο μία περίπτωση μεταξύ άλλων του ίδιου κανόνα, ενώ η ιστορία που τους συνέβη είναι απολύτως απαράμιλλη· και μπορούν, όπως κάνουν συχνά οι γονείς παιδιών βιασθέντων ή δολοφονηθέντων, να λυπούνται που οι δολοφόνοι γλιτώνουν την εξαιρετική ποινή, την ποινή του θανάτου. Αλλά η δικαιοσύνη έχει αυτό το τίμημα, και δεν εί ναι τυχαίο που δεν την αποδίδουν εκείνοι που έχουν υποστεί το εγκλη ματικό πλήγμα: ίσα ίσα η αποατομίκευση, αν μας επιτρέπεται η έκφρα ση, επιτρέπει την έλευση του νόμου. Ώστε δεν πρέπει να μένουμε δέ σμιοι του παρελθόντος, αλλά πρέπει να θέσουμε το παρελθόν στην υ πηρεσία του παρόντος, όπως η μνήμη —και η λήθη— θα τεθούν στην υπηρεσία της δικαιοσύνης. Να λέει, για να εδραιώσει την αλήθεια: αυτό είναι το καθήκον του μάρτυρα. Να κρίνει, για να ξαναζήσουν οι αρχές της δικαιοσύνης: αυτό είναι το χρέος του δικαστή. Αλλά αυτό δεν αρκεί ακόμα: πρέπει, όσο κι αν μας κοστίζει, να κάνουμε μία έσχατη προσπάθεια και να προσπαθή σουμε, επιπλέον, να καταλάβουμε. Γιατί και πώς ήρθε το κακό; Αν αρκούμαστε να λέμε το συμβάν χωρίς να επιδιώκουμε να το συνδέσουμε με άλλα γεγονότα στο παρελθόν ή στο παρόν, το κάνουμε μνημεία αυ τό είναι, βέβαια, καλύτερο από το να το αγνοήσουμε, αλλά δεν αρκεί. Γ ιατί η μνήμη των στρατοπέδων πρέπει να γίνει όργανο που θα ενημε ρώνει την ικανότητά μας να αναλύουμε το παρόν και πρέπει γι’ αυτό να αναγνωρίσουμε την εικόνα μας στην διεστραμμένη εικόνα που μας στέλνουν τα στρατόπεδα, όσο παραμορφωτικός κι αν είναι ένας τέτοι ος καθρέφτης και όσο οδυνηρή κι αν είναι η αναγνώριση αυτή. Θα μπο ρέσουμε τότε να πούμε στον εαυτό μας ότι, τουλάχιστον από την οπτι κή γωνία της ανθρωπότητας, η φριχτή εμπειρία των στρατοπέδων δεν θα έχει πάει χαράμι: θα μας δώσει μαθήματα, σ’ εμάς που πιστεύουμε
222
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
πως ζούμε σε ένα σύμπαν τελείως διαφορετικό. Να αρνιόμαστε να μεί νουμε σ’ αυτό τον αντίστροφο εορτασμό της φρίκης που είναι η πράξη να λέμε το παρελθόν χωοίς να επιδιώκουμε να το καταλάβουμε, και άρα να το συγκρίνουμε με άλλα συμβάντα, παρελθόντα και παρόντα, δεν είναι να θέλουμε να γυρίσουμε αυτή τη σελίδα της ιστορίας· είναι να αποφασίζουμε, επιτέλους, να την διαβάσουμε. Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι το να καταλαβαίνουμε και να κρίνουμε είναι πράξεις που αλληλοαποκλείονται, ότι όποιος καταλαβαί νει αποδέχεται και ότι για να κρίνουμε δεν πρέπει να εμπλεκόμαστε προσωπικά σε κάτι-άλλωστε, μια ηλίθια παροιμία δεν λέει «καταλαβαί νω τα πάντα, σημαίνει συγχωρώ τα πάντα»; Ε λοιπόν, δεν είναι έτσι. Αν επιδιώκω να καταλάβω έναν δολοφόνο, ο λόγος δεν είναι για να του δώσω άφεση αμαρτιών είναι για να εμποδίσω και άλλους να επαναλάβουν την πράξη του. Αντίστοιχα, κρίνεις κακά, αν δεν έχεις καταλάβει τίποτα: η απροσωπία του νόμου δεν πρέπει να οδηγεί στην αποπροσωποποίηση των ανθρώπων που καταδικάζει-οι αντικειμενικοί καθορισμοί μιας πράξης, όπως και οι υποκειμενικές προθέσεις του πράττοντός της, οφείλουν να βαραίνουν στην κρίση που εκφέρουμε γι’ αυτόν. Ε λοιπόν, είμαστε όλοι, με διαφορετικές όψεις του είναι μας, μάρ τυρες, δικαστές και ερμηνευτές-είναι, λοιπόν, κοινό μας καθήκον, κα θήκον όλων, και όχι μόνο των ειδικευμένων επαγγελματιών, αφηγη τών, δικαστών ή σοφών. Ώστε, για να δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να μη ξαναζήσει και να μην επαναλάβει το παρελθόν, θα πρέ πει να το υποβάλουμε σ’ αυτή την τριπλή δοκιμασία, να μη διστάσουμε να το επιχειρήσουμε για μιαν ακόμα φορά.
Πρίμο Λέβι Θα μιλήσω τώρα για ορισμένα από τα πολλά έργα που περιγρά φουν την εμπειρία των στρατοπέδων, για να δούμε ποια προβλήματα τίθενται σε όσους σήμερα, και όχι τον καιρό που υπήρχαν τα στρατό πεδα, μιλούν γι’ αυτά και επιδιώκουν ν’ αναδείξουν το μάθημα που μας δίνουν. Ο πρώτος συγγραφέ· ς στον οποίο θα σταματήσω είναι πιθανόν και ο πιο διάσημος μάρτυρας των ναζιστικών στρατοπέδων: εννοώ τον Πρίμο Λέβι. Ο Λέβι είναι νέος αντιστασιακός, όταν συλλαμβάνεται στην Ιταλία-αλλά ως Εβραίος αποστέλλεται στο Αουσβιτς, όπου παρα μένει για λίγο περισσότερο από ένα έτος, πριν τον απελευθερώσει ο σοβιετικός στρατός. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, γράφει το πρώ το του βιβλίο με σκέψεις για τον κόσμο των στρατοπέδων, το Εάν αυ τό είναι ο άνθρωπος (1947), που παραμένει μέχρι σήμερα το αριστούρ γημα της λογοτεχνίας των στρατοπέδων. Διηγήθηκε ο ίδιος αργότερα πώς είχε καταλήξει σ’ αυτό το κείμενο. Στην αρχή, τον ωθεί στη γραφή μία ακαταμάχητη εσωτερική ανάγκη, στην οποία εμπλέκονται το χρέος
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
να δώσει μία μαρτυρία, η επιθυμία για εκδίκηση, η ελπίδα να απαλλαγεί από τις ανυπόφορες αναμνήσεις και η προσπάθεια ν’ αποσπάσει τη συ μπάθεια των συγκαιρινών του. Γράφει σε κατάσταση πυρετώδη, αλλά οι σελίδες αυτές δεν είναι ακόμα το βιβλίο που γνωρίζουμε· θέλει «να ξαναγίνει άνθρωπος, άνθρωπος όπως οι άλλοι» (Περιοδικό σύστημα, 182), αλλά δεν το κατορθώνει τελείως. Έπειτα γίνεται κάτι, στο παρόν του: συναντά τη γυναίκα που θα παντρευτεί. Το γεγονός ότι μια γυναί κα τον αγαπά, τον μεταμορφώνει και τον ελευθερώνει από το άδραγμα του παρελθόντος: καθώς τον αναγνωρίζουν το βλέμμα και η επιθυμία ενός άλλου, επιβεβαιώνεται η ανθρωπινότητά του- μπορεί επιτέλους να διαχωριστεί από τον παλιό του εαυτό και να τον δει κι ο ίδιος από τα έξω. «Ώς και η γραφή μου έγινε μία διαφορετική περιπέτεια, όχι πια η οδυνηρή διαδρομή ενός αναρρ'ί-νοντος, ενός ανθρώπου που ζητιανεύει οίκτο και φιλικά πρόσωπα, αλλά ένα διαυγές κατασκεύασμα, που είχε πάψει να είναι μοναχικό» (184). Οι φρικαλεότητες του παρελθό ντος δεν έχουν λησμονηθεί-αλλά σχηματίζουν τώρα το υλικό ενός επικοινωνήσιμου αναστοχασμού, τον οποίο καλούνται να γνωρίσουν και οι άνθρωποι που δεν έζησαν τα στρατόπεδα, εμείς. Γεννήθηκε ο συγγρα φέας Πρίμο Λέβι. «Στην σύντομη και τραγική εμπειρία μου του εκτοπι σμένου επιπροστέθηκε η εμπειρία του συγγραφέα-μάρτυρα, πολύ πιο μα κροχρόνια και πολύπλοκη, και ο απολογισμός είναι καθαρά θετικός» (265). Η θέση του Λέβι απέναντι στην εμπειρία των στρατοπέδων χαρα κτηρίζεται από ένα διπλό ξεπέρασμα: τοποθετείται εξ αρχής πέρα από το μίσος και την παραίτηση (πράγμα που εξηγεί, μεταξύ άλλων, γιατί το βιβλίο του περνά σχετικά απαρατήρητο κατά τους πρώτους μεταπο λεμικούς χρόνους, μία εποχή που οι άνθρωποι προτιμούσαν να κατα φεύγουν στις ξεκάθαρες στάσεις και τις ριζικές λύσεις· άλλωστε δεν είναι βέβαιο πως η εποχή αυτή έχει παρέλθει...). Ο Ζαν Αμερύ φρονεί πως ο Λέβι «συγχωρεί», πράγμα άδικο και που μας διδάσκει περισσό τερα για τη σκέψη του Αμερύ παρά για του Λέβι: όποιος δεν τάσσεται υπέρ της εκδίκησης, οφείλει να έχει διαλέξει τη συγχώρεση. «Ποτέ μου δεν συγχώρησα ούτε έναν από τους τοτινούς εχθρούς μου», απα ντά ο Λέβι, «ζητώ δικαιοσύνη, μα δεν είμαι ικανός, προσωπικά, να γρονθοκοπήσω ούτε να χτυπήσω» (Αυτοί που βούλιαξαν, 134). Αν ο ε χθρός δεν έχει ριζικά μεταμορφωθεί, «χρέος μας είναι να τον κρίνου με, όχι να τον συγχωρήσουμε»· αλλά, προσθέτει ο Λέβι, συγχρόνως «μπορούμε (οφείλουμε!) να συζητήσουμε μαζί του» (Περιοδικό σύστη μα, 265). Αποδεχόμενοι τη συζήτηση μαζί του, αρνούμαστε να δώσου με συνέχεια στον αποκλεισμό, τον οποίο είχαμε υποστεί, με έναν και νούριο αλλά εφάμιλλο αποκλεισμό, που τούτη τη φορά θα πλήττει τον εχθρό. Ο Λέβι δυσπιστεί απέναντι σε μία τέτοια επανάληψη: «Δεν εί μαι φασίστας, πιστεύω στο λογικό κο· στη συζήτηση ως υπέρτατα όρ γανα της προόδου, και η επιθυμία για δικαιοσύνη νικά μέσα μου το μί
223
224
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
σος» (235). Δεν λησμονεί, λοιπόν, καμία από τις δύο πτυχές του σχεδί ου του. «Πρέπει να τιμωρήσουμε και να αποστραφούμε τον καταπιεστή —βεβαιώνει σε μία άλλη περίπτωση— αλλά, ει δυνατόν, να τον καταλάβουμε» (Αυτοί που βούλιαξαν, 25). Το μήνυμά του στους Γερ μανούς που έχουν ζήσει τον πόλεμο είναι: «Θα ήθελα να σας καταλά βω, για να σας κρίνω» (171). Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας κατανόησης και κρίσης εί ναι τα βιβλία του Λέβι τα αφιερωμένα στην εμπειρία των στρατοπέ δων, ιδίως το πρώτο και το τελευταίο ( Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος και Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκα\ή αλλά και πολλές σελίδες άλλων βιβλίων του γραμμένες στο ενδιάμεσο, όπως Η ανακωχή, Το περιοδικό σύστημα, Τώρα ή ποτέ, Λίλιθ, Ο καθρεφτοποιός. Μία προ σπάθεια απαράμιλλη στην συγκαιρινή μας λογοτεχνία, τόσο εξ αιτίας της ποικιλίας των ζητημάτων που θέτει όσο και εξ αιτίας της ποιότητας του στοχασμού· δεν είναι τυχαίο που σε όλο μου το βιβλίο αναφέρομαι στα έργα του. Αυτό που προπάντων κρατώ, είναι η άρνησή του να καταφύγει στον μανιχαϊσμό: «Ο κόσμος δεν είναι καμωμένος μόνον από άσπρο και μαύρο» (Ο καθρεφτοποιός, 204), τόσο όσον αφορά σε ολό κληρες ομάδες (οι Γερμανοί, οι Εβραίοι, οι κάπο, τα μέλη των δοπάβΓΙωΓηΓηβηάο) όσο και όσον αφορά σε άτομα: ο τάδε πρώην ναζί δεν εί ναι «ούτε άτιμος ούτε ήρωας», αλλά «ένα τυπικά γκρίζο δείγμα αν θρώπου» (Περιοδικό σύστημα, 163)· είδαμε μέχρι ποιού σημείου ο Λέβι επισήμαινε τις εξαιρέσεις που σπάζουν τα στερεότυπα. Οι ερμηνείες του είναι συνετές, οι κρίσεις του λελογισμένες. Αν πρέπει ν’ αναζητή σουμε μία ερμηνεία γι’ αυτές τις σπάνιες ιδιότητες, θα πρότεινα να την αναζητήσουμε στο ενδιαφέρον του για την καθημερινή εμπειρία: δια φορετικός ώς και σ’ αυτό από τον Ζαν Αμερύ, δεν αντιπαρατάσσει την πνευματική του εμπειρία στην εσωτερική ένδεια των συντρόφων του, αλλά επιδιώκει ν’ αναγνωρίσει την ανθρώπινη αρετή στις πιο κοινές πράξεις- είδαμε ότι απάγγελλε Δάντη ακόμα και σε όσους δεν είχαν ι δέα από Δάντη. Η ανθρωπιά του του δίνει μια τέτοια λογοτεχνική δύ ναμη ώστε γράφει μυθιστορήματα με πρωταγωνιστές τα χημικά στοι χεία (Το περιοδικό σύστημα) ή μεταλλικές κατασκευές, πύργους, γέ φυρες και γερανούς (Το αρθρωτό κλειδί). Ολα θα ήταν απλά και καθαρά, αν ο Λέβι δεν είχε αυτοκτονήσει το 1987. Η πράξη αυτή, λέει ο ίδιος ο Λέβι απ’ αφορμή την αυτοκτονία του Αμερύ το 1978, «όπως όλες οι αυτοκτονίες, επιτρέπει πάμπολλες ερμηνείες» (Αυτοί που βούλιαξαν, 134). Όλες οι αυτοκτονίες επιζησάντων δεν έχουν την ίδια σημασία, αλλά δεν μπορούμε να μην ψάξουμε να βρούμε μία: για τον Αμερύ, για τον Μπέτελχαϊμ, για τον Μπορόφσκι. Ορισμένες από τις ερμηνείες αυτές παραείναι επιμέρους ή παραείναι προσωπικές για να έχει ενδιαφέρον να τις συζητήσουμε δημοσίωςαλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην αυτοκτονία του Λέβι και τη θέση στην οποία είχε καταλήξει για
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
την εμπειρία των στρατοπέδων. Η θέση αυτή δεν ήταν πιθανόν η αιτία της αυτοκτονίας του-αλλά, κι αν ακόμα όλα όσα μπορούμε να πούμε γι’ αυτή στο πλαίσιο αυτό είναι πως δεν ήταν επαρκές φρένο για να σταματήσει μία αυτοκτονική ενόρμηση, γίνεται αναγκαίο να ξαναδια βάσουμε πιο προσεκτικά το έργο του στο φως αυτής της πράξης. Η ε ντύπωση γαλήνης που αναδίδουν οι σελίδες του θα πρέπει, άραγε, να μετριαστεί από ορισμένα λιγότερο ορατά και πιο ζοφερά συμπεράσμα τα, στα οποία είχε καταλήξει ο Λέβι; Πριν αναρωτηθούμε για την επακριβή σημασία του έργου του, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι οι επιζήσαντες από τα στρατόπεδα έγιναν, στην μεγάλη τους πλειονότητα, άνθρωποι σε κατάθλιψη και σε οδύνη. Το ποσοστό αυτοκτονιών είναι σ’ αυτούς ασυνήθιστα υψηλό, όπως και το ποσοστό ψυχικών ή σωματικών νόσων. Ο ίδιος ο Λέβι έχει μιλήσει ε πανειλημμένα γι’ αυτό, ερμηνεύοντας την πηγή αυτής της απόγνωσης ως ντροπή επειδή έζησαν τα όσα έζησαν, ως διάχυτη και ανυπέρβλητη ενοχή. Το αίσθημα αυτό δεν έχει καμία άμεση σχέση με την ενοχή που επιδιώκουν να εδραιώσουν τα δικαστήρια: κατά γενικό κανόνα, οι κατά νόμον ένοχοι αισθάνονται αθώοι, και ισα ίσα οι αθώοι ζουν μέσα στην ενοχή. Οι αναμνήσεις των στρατοπέδων βαραίνουν πολύ περισσότερο τα θύματα από όσο τους δήμιους, επισημαίνει ο Μάρτιν Βάλζερ (Λάνγκμπάίν, 488), αφού έχει παρακολουθήσει τη δίκη των φυλάκων του Άουσβιτς το 1963. Στο εσωτερικό αυτής της ντροπής ή αυτής της ενο χής μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση πολλών συστατικών. Υπάρχει, πρώτον, η ντροπή της ανάμνησης. Στα στρατόπεδα, το ά τομο έχει στερηθεί τη θέλησή του-υποχρεώνεται να κάνει πράξεις που αποδοκιμάζει, κι ακόμα χειρότερα, που κρίνει βδελυρές, είτε επειδή ο φείλει να υπακούσει στις διαταγές είτε επειδή αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει. Είναι η ντροπή της γυναίκας που την βίασαν, όπως επισημαίνει ο Αμερύ: λογικά, αυτός που θα έπρεπε να ντρέπεται είναι ο εγκληματίας-βιαστής, στην πραγματικότητα ντρέπεται το θύμα του, γιατί δεν μπορεί να λησμονήσει ότι κάποιος την περιέστειλε στην απόλυτη αδυναμία, στην ολική αλλοτρίωση της θέλησής της. Συχνά, ώς και στα μάτια των κρατουμένων, οι φύλακες έχουν νικήσει: έχουν κα τορθώσει να μετατρέψουν κανονικούς ανθρώπους σε όντα έτοιμα για όλα, με μοναδικό σκοπό να επιβιώσουν. Ο Λέβι έχει περιγράψει το αί σθημα αυτό στο κεφάλαιο του Εάν αυτό είναι... με τίτλο «Ο τελευταί ος»: ένας άνθρωπος απαγχονίζεται στη μέση της αυλής, επειδή είχε βοηθήσει την εξέγερση του δοηάβΓΚοπιΐ'ηβηοΙο στο Μπίρκεναου' είναι ο τελευταίος άνθρωπος, αυτοί που παρευρίσκονται στην εκτέλεσή του έ χουν πνεύμα σπασμένο, δεν θα εξεγερθούν πια, δεν τολμούν πια ούτε να του εκφράσουν την αλληλεγγύη τους. Παρόμοια, αργότερα, τις τε λευταίες μέρες πριν την απελευθέρωση, όταν ο Λέβι βρίσκεται στο α ναρρωτήριο: «Οι Γερμανοί [...] μας είχαν κάνει εντελώς ζώα. Όποιος σκοτώνει είναι άνθρωπος [...]. Μα αυτός που αφήνει τα πράγματα να κυ
225
226
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
λούν και φτάνει να μοιράζεται το κρεβάτι του με ένα πτώμα, αυτός δεν είναι άνθρωπος» (Εάν..., 227). Η ανάμνηση του ότι σε έχουν περιστείλει στο να ζεις μόνο για να τρως, να ζεις μέσα στα περιττώματά σου, να φοβάσαι κάθε εξουσία, είναι ανυπόφορη, όπως ακριβώς και η ανάμνηση του ότι δεν έχεις ενεργήσει αρκετά για να υπερασπιστείς την αξιοπρέπειά σου, να νοιαστείς για τους άλλους ή να κρατήσεις το πνεύμα σου σε εγρήγορση: κι αν ακόμα έχεις καταβάλει προσπάθειες, υπήρξαν α σφαλώς και εξασθενήσεις. Αυτή η ντροπή πως ήσουν το αντικείμενο ταπεινώσεων και προσβολών είναι ανεξίτηλη. Ο Αμερύ, που τον βασά νισαν στα μπουντρούμια της Γκεστάπο, γράφει: «Όποιος έχει υποβλη θεί σε βασανιστήρια, δεν μπορεί πια να αισθανθεί άνετα στον κόσμο. Η ντροπή της καταστροφής δεν σβήνει» (Νους, 40). Και, δια μέσου των πρώην κρατουμένων, μπορούμε όλοι μας να ανακαλύψουμε την ατέ λειά μας-αρκεί να διαβάσουμε τις αφηγήσεις τους, για να πειστούμε βαθιά μέσα μας: δεν θα ήμασταν κι εμείς καλύτεροί τους. Μία δεύτερη μορφή, που προσιδιάζει περισσότερο στους διασωθέντες των στρατοπέδων, είναι η ντροπή επειδή επέζησαν. Οι φύλακες χρησιμοποιούν συχνά την ακόλουθη τακτική: ορίζουν εκ των προτέρων τον αριθμό των ατόμων (για να εκτοπιστούν ή για να σκοτωθούν)-αν κάποιος ξεφύγει, γνωρίζει ότι θα βάλουν άλλον στη θέση του. Αλλά οι επιζήσαντες συμμερίζονται πολύ ευρύτερα την ντροπή αυτή: το στρα τόπεδο είναι τόπος τέτοιος, ώστε ο καθένας εκεί αγωνίζεται για μια παραπάνω κουταλιά σούπα, για μια παραπάνω γουλιά νερό-αλλά αυτό σημαίνει πως κάποιος άλλος θα πάρει λιγότερο, και η έλλειψη αυτή μπορεί να σκοτώσει. Αν το είχα μοιραστεί μαζί του, δεν θα είχε πεθάνει: ο κάθε επιζήσας σκέφτεται ότι ζει στη θέση των άλλων, αυτών που πέθαναν. Δεν επέζησαν>:αθόλου οι καλύτεροι, αλλά εκείνοι που αρπά χτηκαν πιο άγρια από τη ζωή. «Οι χειρότεροι επιβίωναν, δηλαδή οι κα λύτερα προσαρμοσμένοι, οι καλύτεροι είναι όλοι νεκροί» (Αυτοί που βούλιαξαν, 81): ο επιζήσας δεν έχει για τι να περηφανευτεί. Εξυπακούεται ότι αυτή η αυτοκατηγόρια είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αβάσιμη-αυτό δεν σημαίνει ότι δεν την συμμερίζονται οι επιζήσαντες. Δεν ήμουν καλύτερος από τους άλλους· γιατί εγώ να ζήσω κι αυτοί να πεθάνουν; « Εχουμε την εντύπωση ότι οι άλλοι πέθαναν στη θέση μας, ότι είμαστε ζωντανοί κατά λάθος, από ένα προνόμιο που δεν το αξίζα με, από μιαν αδικία που κάναμε στους νεκρούς. Το να είμαστε ζωντα νοί δεν είναι λάθος, αλλά το αισθανόμαστε σαν λάθος» (Τώρα..., 319). Υπάρχει, τέλος, μία τρίτη μορφή ντροπής, η πιο αφηρημένη, η ντρο πή να είσαι άνθρωπος. Ανήκουμε σε ένα είδος που οι εκπρόσωποί του έχουν διαπράξει φρικαλεότητες, και ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να προ στατευτούμε από τις συνέπαγωγές του γεγονότος αυτού λέγοντας ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν ,ρελοί ή τέρατα-όχι, είμαστε όλοι καμωμένοι από την ίδια πάστα. Ο Λέβι το βιώνει αυτό ήδη από την ώρα που απε λευθερώνεται: επιστρέφοντας στην Ιταλία, διηγείται, αισθανόταν «ένο
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
χος που είναι άνθρωπος, γιατί οι άνθρωποι είχαν φτιάξει το Άουσβιτς» (Περιοδικό..., 181)· μιλά γι’ αυτό ήδη στην Ανακωχή: «Η ντροπή που [...] νιώθει ο δίκαιος μπροστά στο σφάλμα που έχουν διαπράξει άλλοι, βα σανιζόμενος από την ιδέα ότι το σφάλμα υπάρχει, ότι έχει εισαχθεί αμετάκλητα στο σύμπαν των πραγμάτων που υπάρχουν» (14). Ντροπή, πρώτον, επειδή δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την εμφάνιση αυτού του κακού (είμαστε εδώ μακριά από τις θέυεις που υποστήριξε η Χίλεζουμ)δεύτερον, επειδή ανήκει στο ίδιο είδος με τους πράττοντες το κακό, ε πειδή κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί. Αυτό ακριβώς αποκαλεί ο Γιάσπερς «μεταφυσική ενοχή»: «Το ότι εξακολουθώ να ζω, αφού έχουν συμβεί τέτοια πράγματα, βαραίνει πάνω μου σαν ανεξιλέωτη ενοχή» (61). Αλλά μπορούν να την αισθάνονται και άνθρωποι που αγνοούν κά θε μεταφυσική. Έτσι ακριβώς πεθαίνει ο αμίλητος μαραγκός Λορέντσο, που είχε σώσει τη ζωή του Λέβι και άλλων Ιταλών στο Άουσβιτς: αυτοκτονεί παθητικά κατά κάποιον τρόπο, αφήνοντας τον εαυτό του να χά σει κάθε επιθυμία για ζωή· έχει δει το κακό από πάρα πολύ κοντά και δεν μπορεί πια να πιστεύει στη ζωή και ν’ αρπάζεται απ’ αυτή. Ο Λορέ ντσο, ωστόσο, δεν είναι επιζήσας, είναι μάρτυρας· αλλά οι διασωθέντες, όπως είδαμε, μολύνονται συχνά από την αρρώστια των επιζησάντων, από το «κακό, τη νόσο των εκτοπισθέντων» (Λίλιθ, 79). Και κα θώς όλοι είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, μάρτυρες, κανένας δεν μπορεί να θεωρήσει εαυτόν ανοσοποιημένον απέναντι σ’ αυτή την αρρώστια. Ένας άλλος επιζήσας, ο Ρούντολφ Βέρμπα, είχε προβλέψει το ενδεχό μενο αυτό, περιγράφοντας τα αισθήματα που τον αναστάτωναν την ε πομένη της απελευθέρωσής του: «Αναρωτιόμασταν αν θα ξαναγινόμα σταν μια μέρα ευτυχισμένοι, ή αν το Άουσβιτς, έχοντας κερδίσει το παιχνίδι, θα ζούσε μέσα μας μέχρι τον θάνατό μας και μετά θα στοίχειωνε αυτούς που θα είχαν καταλάβει» (322). Στις διάφορες μορφές ντροπής που βαραίνουν τον επιζήσαντα προ στίθενται και διαψεύσεις πιο πρόσφατες, αυτές που δίνει η ζωή στην ε λευθερία. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, δεν μπορεί να μην προσδοκά μια κάποια ικανοποίηση, έπειτα από τα απάνθρωπα βάσανα που έχει τραβήξει- μα δεν την βρίσκει. Η απόγνωση επικρατεί και έξω από τα στρατόπεδα, ο καθένας πιέζεται να γιατρέψει μονάχος του τις πληγές του και να λησμονήσει τις χθεσινές δυστυχίες· οι επιζήσαντες, αυτοί οι βρικόλακες, συμβολίζουν ένα παρελθόν που θέλουν όλοι να ξεχάσουν. Πέρα απ’ αυτή την προσωπική φρούοευση, οι επιζήσαντες βρίσκουν τον κόσμο βαθιά απατηλό σε σχέση με τις ελπίδες τους, που ήταν με γάλες. Είχαν υποστεί μία εξαιρετικά μεγάλη πίεση, είχαν βαστάξει α συνήθιστα μεγάλα βάσανα1περιμένουν, στην επιστροφή τους, να έχει τροποποιηθεί ο κόσμος απ’ αυτή την εξαιρετική εμπειρία. «Γνωρίσαμε ένα άκρο —το απόλυτο κακό— , λέει η επιζήσασα του Άουσβιτς Γκρέτε Ζάλους, νομίσαμε ότι κατόπιν θα γνωρίζαμε το αντίθετο άκρο —το α πόλυτο καλό» (Λάνγκμπάιν, 452). Ε λοιπόν, δεν συμβαίνει τίποτα τέ
227
228
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
τοιο. Όλα συνεχίζονται όπως πριν: ο καθένας μένει κλεισμένος στον μικρό του εγωισμό, οι αριβίστες εξακολουθούν να καταφθάνουν (πρώ τοι), η αδικία βασιλεύει πάντα και καινούριοι πόλεμοι απειλούν. Οι σύ ντροφοι στα στρατόπεδα πέθαναν για το τίποτα-αφού δεν κατόρθω σαν να μετασχηματίσουν τον κόσμο, σι επιζήσαντες έχουν προδώσει τους τοτινούς νεκρούς. Η Έτυ Χίλεζουμ το ανάγγελλε ήδη το 1942, ε ναντίον της ησυχαστικής αντίληψης την οποία τόσο αγαπούσε: «Αν ό λα αυτά τα βάσανα δεν οδηγήσουν σε μία διεύρυνση του ορίζοντα, σε μια πιο μεγάλη ανθρωπιά με την πτώση όλων των μικροπρεπειών και μικροτήτων της ζωής αυτής —τότε όλα θα ήταν μάταια» (1,180). Οι άλ λοι, ο γύρω πληθυσμός, επιδιώκουν να απωθήσουν την ανάμνηση των στρατοπέδων όταν δέχονται να την διατηρήσουν, το κάνουν για να την απλουστεύσουν και να την σχηματοποιήσουν μέχρι γελοιογρα φίας, μέχρι να χωρέσει σε ένα από τα διαθέσιμα στερεότυπα, λόγου χάρη στο στερέοτυπο του κλέφτη και του αστυνόμου, ή του άγγελου και του δαίμονα. Ή εδραιώνεται μία άλλη αντίδραση: ενώ στο στρατόπεδο ο άνθρω πος έπρεπε να εντείνει όλες του τις δυνάμεις, να ζει υπεράνω των δυ νατοτήτων του, στον κανονικό κόσμο παράγεται μία γενική καθίζηση. Η ζωή στα στρατόπεδα είναι άκρως δύσκολη-αλλά, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, έχει κάτι το συναρπαστικό. Μετά την ένταση της εμπειρίας του στρατοπέδου, όλα φαίνονται τώρα ξεθωριασμένα, μάταια, πλαστά. Τα ξεγελάσματα, οι συνηθισμένες παρηγοριές δεν λειτουργούν πια για όποιον επιστρέφει από ένα ταξίδι στην κόλαση. Και η ίδια η αίσθηση της ζωής εξασθενεί μέχρις εξαφάνισης. Αυτό ακριβώς σκέφτονται οι επιζήσαντες όταν βεβαιώνουν, λίγο μετά την επιστροφή τους: μου έρ χεται —φρίκη!— να νοσταλγώ τα στρατόπεδα- ένα κομμάτι του εαυ τού μου έχει μείνει εκεί- τώρα, κάτι μέσα μου έχει πεθάνει, κι ας μη φαίνεται. Η Σαρλότ Ντελμπό έχει καταγράψει πολλούς απελπισμένους μονόλογους γυναικών επιζησάντων στο βιβλίο Μέτρο των ημερών μας: «είμαι νεκρή» είναι το λάιτ-μοτίφ των περισσότερων. Ας ακούσουμε την «Μαντό» (Μαντλέν Ντουαρέ): «Δεν είμαι ζωντανή. Κοιτάζω τον εαυτό μου, εξωτερικό προς εκείνο το εγώ που μιμείται τη ζωή» (Αου σβιτς, III, 47). «Ζω δίχως να ζω. Κάνω ό,τι πρέπει να κάνω» (49). «Δεν νιώθω να ζω. Το αίμα μου πάλλεται σαν να κυλούσε έξω από τις φλέ βες μου» (57). «Πέθανα στο Αουσβιτς και κανένας δεν το βλέπει» (66). Στην ύπαρξη που διάγει ο άνθρωπος μετά τον πόλεμο, δεν συναντά το απόλυτο. Υπάρχει κάτι δυσανάλογο ανάμεσα στην ένταση της ζωής (στα στρατόπεδα), κι αν ακόμα η ζωή εκεί δεν είναι ευτυχισμένη, και στη μετριότητα της ευτυχίας (στον έξω κόσμο), αν υποθέσουμε ότι την κατακτά κι αυτή. Μια γυναίκα που είδε να σφάζουν τον άνδρα και τα παιδιά της, που γνώρισε τη δοκιμασία του Αουσβιτς και του Ράβενσμπρυκ, επέζησε και βρέθηκε το 1952 στην Ν. Υόρκη. Ξανάφτιαξε τη ζωή της. «Ο [καινούριος] άνδρας μου δούλευε όλον αυτό τον καιρό σ’
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ένα εργοστάσιο που φτιάχνει αθλητικά μπλουζάκια και κερδίζει αρκε τά. Εχουμε ένα όμορφο τριάρι με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Διαβά ζουμε την Ροβί και πηγαίνουμε κάθε τόσο και σ’ ένα θέαμα» (Τρανκ, 129). Πώς να συγκρίνουμε δύο αξίες ασύμμετρες; Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λυπόμαστε για τίποτα: η ανθρώπινη ζωή δεν πρέπει να υπα κούει στις ηρωικές απαιτήσεις του απόλυτου, θα πρέπει να μπορούμε να την δεχόμαστε με τις μικροδυστυχίες και τις απλές χαρές της. Αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Ωστε ο πρώην κρατούμενος έχει πολλούς λόγους για να αισθάνε ται κατάθλιψη, και ορισμένοι έφτασαν στην αυτοκτονία. Ο Λέβι δεν α γνοούσε τίποτε απ’ αυτά, και μάλιστα έγραψε στο τελευταίο του βι βλίο: «Ο ωκεανός πόνου, παρελθόντος και παρόντος, μας περικύκλωνε, και η στάθμη του ανέβαινε χρόνο με τον χρόνο ώσπου σχεδόν μας κατάπιε» (Αυτοί που βούλιαξαν, 84). Η ομολογία αυτή είναι τρομερή· κι αυτό το «σχεδόν» δεν είναι πολύ εύθραυστο; Δεν μου αρκούν, όμως, οι γενικές αυτές σκέψεις για να διασαφήσω τη θέση του Λέβι. Κατορ θώνοντας, περισσότερο και καλύτερα από όλους τους άλλους, να περιγράψει τη δυστυχία του κρατούμενου και του επιζήσαντος, γίνεται, για τούτο ακριβώς, λίγο διαφορετικός από τους άλλους. Οι πρώην κρα τούμενοι διαιρούνται σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτούς που σωπαίνουν και επιδιώκουν να λησμονήσουν, και σ’ αυτούς που διαλέγουν να μη λη σμονήσουν τίποτα και μιλούν, για να θυμούνται κι οι άλλοι. Ο Λέβι ανή κει αναμφισβήτητα στην δεύτερη ομάδα, και η στάση αυτή, πιο υγιής από την πρώτη, τον προστατεύει ώς έναν βαθμό, από την «αρρώστια του επιζήσαντος»: γνωρίζει πιο καλά από όσο πρέπει τα συμπτώματά της. Φρονώ ότι, για να ερμηνεύσουμε τη θέση του, πρέπει να θυμηθού με ορισμένα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιστορίας του, και όχι μό νον αυτά που έχει κοινά με τους άλλους επιζήσαντες. Το αντικείμενο των στοχασμών του Λέβι είναι διπλό: οι κρατούμε νοι και οι φύλακες. Το ποσοστό της ενασχόλησής του με το καθένα μεταβάλλεται με τα χρόνια. Είδαμε ότι στην αρχή γράφει για να επανολοκληρώσει την ανθρώπινη κοινότητα· και εστιάζει την προσοχή του στην εμπειρία του ως κρατούμενου. Παράλληλα, ωστόσο, διατηρεί το ενδιαφέρον του για τους φύλακες, όπως αναγγέλλει στον πρόλογό του στην γερμανική έκδοση του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, το 1960. «Δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω τους Γερμανούς· ε λοιπόν, ένα πράγμα που δεν μπορούμε να καταλάβουμε αποτελεί ένα οδυνηρό κε νό, ένα τσίμπημα, μία μόνιμη ενόχληση» (Αυτοί που βούλιαξαν, 171). Αυτό το άλλο αντικείμενο αποκτά ολοένα πιο σημαντική θέση. Από την άλλη μεριά, το σχέδιο του Λέβι είναι να καταλάβει και να κρίνει* μα α φού το να «κρίνει» δεν παρουσιάζει γι’ αυτόν κανένα πρόβλημα (μπο ρεί μάλιστα ν’ αφήσει την απόδοση της δικαιοσύνης στους άλλους, στους επαγγελματίες δικαστές), η μείζων ενασχόληση των τελευταίων του χρόνων γίνεται ίσα ίσα τούτη: να καταλάβει τους Γ ερμανούς.
229
230
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Ε λοιπόν, το σχέδιο αυτό παρασύρει τον Λέβι σ’ ένα επικίνδυνα ολι σθηρό μονοπάτι. Γνωρίζουμε τα συμπεράσματά του: αφ’ ενός, δεν εί ναι τέρατα, αλλά συνηθισμένοι άνθρωποι-αφ’ ετέρου, όλος ο λαός, και όχι μόνο το τάδε ή το δείνα ιδιαίτερα δραστήριο άτομο, είναι ένοχος — όχι για την εξολόθρευση, αλλά για σιωπηρή συνενοχή και δειλία: για το ότι δεν επιδίωξε να μάθει και συνεπώς να εμποδίσει ό,τι διαδραματι ζόταν γύρω του. Άραγε το αποσιωπούμενο συμπέρασμα του συλλογι σμού αυτού δεν θα ήταν: αν οι άλλοι είναι σαν εμένα, και είναι ένοχοι, δεν είμαι ένοχος κι εγώ; Ο Λέβι δεν φορτώνεται στην πλάτη του μία ε πιπλέον ενοχή; Συμπέρασμα παράλογο, βέβαια, αστήρικτο- αλλά μή πως το ασυνείδητό μας δεν ευνοεί ακριβώς κάτι τέτοια λάθη; Ο Λέβι ε ξομοιώνει αυτή την ιδιαίτερη εμπειρία με την εμπειρία ενός σκύλου συ νηθισμένου «να αντιδρά με έναν ορισμένο τρόπο μπροστά σε έναν κύ κλο και με άλλον μπροστά σε ένα τετράγωνο, όταν το τετράγωνο στρογγυλεύει και αρχίζει να μοιάζει με κύκλο» (179): ο σκύλος τείνει να γίνει νευρωτικός. Για να καταλάβει, ο Λέβι καταλήγει να ενστερνι στεί την επιθυμία των άλλων να τον καταστρέψουν. Γ ια να δει τις αν θρώπινες πτυχές των δολοφόνων του, δεν έχει πια πόρους ν’ αγωνι στεί εναντίον της ποινής του θανάτου που του είχαν φορτώσει. Κάνο ντας αυτό, λησμόνησε την προειδοποίηση που είχε ο ίδιος διατυπώσει: «Ίσως αυτό που συνέβη να μη μπορεί να γίνει κατανοητό, στο μέτρο που καταλαβαίνω σημαίνει σχεδόν δικαιολογώ» (Εάν..., 261). Δεν θεω ρώ τελείως σωστή τη διατύπωση αυτή: κατανόηση σημαίνει μόνο να μπορούμε να μπούμε προσωρινά στη θέση του άλλου, όχι να τον δικαι ολογήσουμε-αλλά δέχομαι ότι αυτό ακριβώς θα έπρεπε να πούνε μέ σα τους οι επιζήσαντες. Το πρώην θύμα δεν είναι πιθανόν ο πιο ενδεδειγμένος για να φέρει σε πέρας το σχέδιο της κατανόησης του εχθρού, όχι επειδή του λεί πουν γνώσεις (έχει περισσότερες από τον καθένα), αλλά επειδή η δια δικασία αυτή κινδυνεύει να είναι γι’ αυτόν ιδιαίτερα οδυνηρή. Η δοκι μασία παραείναι σκληρή, ακόμα και για τον Πρίμο Λέβι, τον καλύτερο άνθρωπο: σαν να θυσιαζόταν για το καλό μας. Ζητάς από τους γονείς που έχουν δει να σκοτώνουν τα παιδιά τους να εγκύψουν σιην ψυχο λογία των δολοφόνων; Από την άποψη αυτή, η ακατανόητη στάση άλ λων πρώην κρατουμένων είναι ασφαλώς, όσον αφορά σ’ αυτούς, πιο υγιής: καλύτερα να μισούν τον εχθρό, όπως είδαμε να κάνει ο Ρούντολφ Βέρμπα, παρά να τον καταλαβαίνουν. Ο Χόρχε Σεμπρούν λέει κοφτά: «Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να καταλάβουμε τους 33, αρκεί να τους εξολοθρεύσουμε» (85), και έτσι είναι, επειδή το κάνει ο Σε μπρούν, σκεπτόμενος την αντίδρασή του κείνη τη στιγμή. Εμείς, όλοι οι υπόλοιποι, έχουμε το χρέος να καταλάβουμε. Ο Λέβι θα είχε μπορέσει, ωστόσο, να πάρει υπ’ όψη του ότι το σχέ διό του να καταλάβει τους πρώην ναζί είχε κάτι το ανέφικτο: κάθε φο ρά που διαγράφεται στον ορίζοντα μία πραγματική συνάντηση, πανικό-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
βάλλεται. Μία γερμανίδα φίλη τού στέλνει το βιβλίο του Σπέερ («ευχα ρίστως θα απαλλασσόμουν απ’ αυτή την ανάγνωση») και, προπάντων, δίνει το βιβλίο του στον Σπέερ και υπόσχεται να του μεταβιβάσει τις α ντιδράσεις του- ο Λέβι αναστατώνεται. «Οι αντιδράσεις αυτές, προς μεγάλη μου ανακούφιση, δεν ήρθαν ποτέ: αν χρειαζόταν [...] να απα ντήσω σε ένα γράμμα του Άλμπερτ Σπέερ, θα είχα ορισμένα προβλή ματα» (Αυτοί που βούλιαξαν, 191-2). Ιδιαίτερος δισταγμός; Όχι. Γνωρί ζοντας βαθιά έναν ναζί, ο Λέβι θα αναγκαζόταν να τον αναγνωρίσει ως άνθρωπο-μα τότε δεν θα είχε πια όπλα για να υπερασπίσει τον εαυτό του από την δολοφονική πρόθεση που έχουν εκφράσει εναντίον του οι ναζί. Το επεισόδιο με τον δρ. Μύλερ, που αναφέρει στο Περιοδικό σύ στημα, είναι αρκετά παρόμοιο: ο Λέβι είχε συναντήσει αυτό τον γερμανό χημικό στο Αουσβιτς, τότε που ο Μύλερ ανήκε στη φυλή των κυρίων και ο Λέβι στη φυλή των δούλων τον ξανασυναντά πολύ αργότερα, έ πειτα από μία επαγγελματική επαφή. Του γράφει για να τον ρωτήσει «αν αποδεχόταν τις κρίσεις» (259) που περιέχονται στο βιβλίο του- ο Μύλερ απαντά προτείνοντάς του να πάει να τον δει. Ο Λέβι φοβάται, δεν θέλει να τον συναντήσει, αποφεύγει το ζήτημα- η αναγγελία του αιφνίδιου θανάτου του Μύλερ του δίνει, πάλι, μεγάλη ανακούφιση. Και έχει απόλυτο δίκιο: δεν είναι δική του δουλειά να παίξει αυτό τον ρόλο. Συγχρόνως, δεν είμαι βέβαιος ότι το σχέδιο του Λέβι, όσον αφορά στους «Γερμανούς», περιορίζεται σ’ αυτά που μας λέει, δηλαδή στο να τους καταλάβει. Στον ίδιο πρόλογο στη γερμανική μετάφραση του βι βλίου του, συνεχίζει: «Ελπίζω ότι το βιβλίο αυτό θα έχει μια κάποια α πήχηση στη Γερμανία [...], επειδή η φύση της απήχησης αυτής θα μου δώσει πιθανόν τη δυνατότητα να καταλάβω καλύτερα τους Γερμανούς, να ειρηνεύσω αυτό τον ερεθισμό» (Αυτοί που βούλιαξαν, 171). Η απή χηση ήρθε, όπως μαρτυρεί το τελευταίο κεφάλαιο του Αυτοί που βού λιαξαν, αλλά δεν έφερε την ειρήνευση. Ο Λέβι εξηγεί λίγο περισσότε ρο την πρόθεσή του στο Περιοδικό σύστημα: «Η πιο ζωηρή και η πιο μόνιμη επιθυμία μου στα χρόνια μετά το στρατόπεδο ήταν να βρίσκο μαι, ενώπιος ενωπίω, για να κανονίσω τους λογαριασμούς με έναν από τους “άλλους”» (255). Ονομάζει τη στιγμή αυτή «ώρα του διαλόγου» (Αυτοί που βούλιαξαν, 165)· αλλά αυτό που περιγράφει, δεν μοιάζει με διάλογο. Θέλει να στριμωχτεί ο συνομιλητής του από τα ακαταμάχητα γεγονότα —και να ομολογήσει το λάθος του. Απαιτεί περισσότερο συ γκατάθεση και λιγότερο διάλογο, κι ας αρνείται κάθε βία-επιδιώκει όχι μόνο να καταλάβει τους άλλους, αλλά και να τους μεταστρέψει κιόλας. Να τους μεταστρέψει σε τι; Σε μία καλύτερη ανθρωπιά. Ο καθένας οφείλει πρώτα να παραδεχτεί την ενοχή του, έπειτα να μεταμορφωθεί εκ των έσω ώστε το Αουσβιτς να γίνει στο μέλλον ανέφικτο. «Κάθε Γερμανός, ακόμα περισσότερο, κάθε άνθρωπος, οφείλει να απαντήσει στο Άουσβιτς και [...] μετά το Άουσβιτς δεν είναι πια επιτρεπτό να είμα στε άοπλοι» (Εάν..., 265). Πρέπει στο εξής να προτιμούμε την αλήθεια
232
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
από τη βολή μας και να είμαστε έτοιμοι να αλληλοβοηθηθούμε. Αν ο Λέβι παίρνει κατά γράμμα την απαίτησή του, δεν μπορεί παρά να απελ πιστεί: έχει προφανώς τοποθετήσει τον πήχυ πάρα πολύ ψηλά. Η αν θρωπότητα (γιατί γι’ αυτήν πρόκειται, και όχι μόνο για τους Γερμα νούς) δεν έχει μεταρρυθμιστεί, ήδη διαστρεβλώνει και απωθεί ώς και αυτό το τόσο κοντινό παρελθόν, όπως επισημαίνει πρώτος ο Λέβι. Πά ντα οι αθώοι αισθάνονται ένοχοι, και οι ένοχοι αθώοι. Μάλλον γι’ αυτό και ο Λέβι νιώθει τον ωκεανό πόνου χρόνο με τον χρόνο να ανεβαίνει: γίνεται απελπιστικά σαφές ότι, ανεξάρτητα από το πεπρωμένο του τά δε ή του δείνα ατόμου, ο άνθρωπος δεν βελτιώνεται. Η ανθρωπότητα, ως σύνολο, αρνείται να ακούσει το μάθημα του Αουσβιτς, πάνω σ’ αυ τό δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Τα βιβλία του Λέβι έχουν πιθανόν περισσότερο από όλα τα άλλα κρούσει τον κώδωνα για τους κινδύνους που μας απειλούν σήμερα. Αλλά η μάχη αυτή, που συνίσταται στο να βοηθήσουμε την ανθρωπότη τα να βελτιωθεί, δεν έχει ποτέ οριστικά κερδηθεί’ και την δίνουμε επει δή είναι δίκαιη, όχι επειδή θα δούμε τα αποτελέσματά της. Αναρωτιέμαι αν ο Λέβι δεν μεταθέτει μερικές φορές το δημοκρατικό πολιτικό ιδεώ δες, δηλαδή της ορθολογικής διαμάχης και της εκούσιας παρέμβασης, στην ψυχολογία των ατόμων δεν θα μπορούσε τότε να μην απογοη τευτεί στις προσδοκίες του. Όπως μας έχει πολύ καλά μάθει, ο άνθρω πος αφήνεται να καθοδηγηθεί από κίνητρα πιο σκοτεινά και ακολουθεί μονοπάτια πιο σκολιά από αυτά που συστήνει ο ορθός λόγος και απεχθάνεται να χρησιμοποιεί τα «υπέρτατα όργανα της προόδου». Αυτό που οδηγεί στην γνήσια απόγνωση, είναι το να μη το παραδεχόμαστε.
Ολοκαύτωμα Το δεύτερο έργο που θα εξετάσω είναι η κινηματογραφική ταινία του Κλωντ Λαντσμάν Ολοκαύτωμα (1985). Είναι αλήθεια ότι εδώ πρό κειται για έργο κινηματογραφικό (κι ας υπάρχει η μεταγραφή του σε ναρίου σε βιβλίο) και ότι η ιδιαιτερότητα της εικόνας απαιτεί μία ιδιαί τερη ανάλυση-από την άλλη μεριά, το αποκλειστικό θέμα της ταινίας είναι τα στρατόπεδα εξοντώσεως, που δεν μπορούμε απλώς να τα ε ξομοιώσουμε με τα άλλα στρατόπεδα του ολοκληρωτισμού. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η —εύλογη— απήχηση του έργου δικαιολογεί και την εξέ τασή του εδώ. Το Ολοκαύτωμα είναι μία ταινία που αποτελείται ουσιαστικά από συνεντεύξεις με τρεις ομάδες ανθρώπων: τους (εβραίους) επιζήσαντες των στρατοπέδων εξοντώσεως· τους (πολωνούς) μάρτυρες· και τους (γερμανούς) πρώην ναζί. Το θέμα της ταινίας (η εξόντωση), καθώς και το υλικό του (οι συνεντεύξεις), ανήκουν στην ιστορία. Ωστόσο, κι αυτό είναι το πρώτο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της ταινίας, δεν πρόκειται για ντοκυμανταίρ, με την τρέχουσα σημασία της λέξης, αλλά για έργο
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τέχνης. Πράγματι, το Ολοκαύτωμα δεν επιδιώκει να εδραιώσει μία και νούρια αλήθεια για το θέμα του, και εκκινεί από ό,τι είναι ήδη γνωστό στους ιστορικούς (άλλωστε, τα περισσότερα πρόσωπα που μιλούν έ χουν παρουσιάσει προηγουμένως τη μαρτυρία τους αλλού, και πιο διε ξοδικά: ο Βέρμπα, ο Μύλερ, ο Κάρσκι έχουν εκδώσει βιβλία, ο Γκλάζαρ και ο Ζουχομέλ έχουν δώσει μακρές συνεντεύξεις στο βιβλίο της Σε ρένυ, για να μη μιλήσουμε για τον Χίλμπεργκ, που έχει συγγράφει πολλά έργα)· και ο ίδιος ο Λαντσμάν δεν τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό για τα καθαρώς συμβαντολογικά ντοκυμανταίρ: «Τις αναμνήσεις, τις βλέ πουμε καθημερινά στην τηλεόραση: γραβατωμένοι τύποι στο γραφείο τους, που διηγούνται διάφορα. Δεν υπάρχει ανιαρότερο πράγμα» (Στο ζήτημα, 301). Το σχέδιο του Λαντσμάν είναι τελείως διαφορετικό: «Δεν είναι ντο κυμανταίρ» (298)· αυτό που αποσκοπεί να κάνει δεν είναι να φτάσει σε μεγαλύτερη ακρίβεια στην περιγραφή του παρελθόντος, αλλά να ξα ναζωντανέψει αυτό το παρελθόν μέσα στο παρόν. Η επιλογή ενός τέ τοιου στόχου σημαίνει και επιλογή των κατάλληλων μέσων. Πρώτα πρώτα, ο Λαντσμάν κάνει τους μάρτυρες αυτούς να μην αρκούνται να αναφέρουν τα γεγονότα, αλλά να τα ξαναζούν μπροστά στα μάτια μας. Για να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα, τους πηγαίνει στους ίδιους τους τόπους του εγκλήματος (ή στους τόπους που τους θυμίζουν τις αρχικές τοποθεσίες) και παραμονεύει την αντίδρασή τους. Όταν χρειά ζεται, κάνει μία ανακατασκευή του περιγύρου: νοικιάζει μία ατμομηχα νή, για να τοποθετήσει εκεί τον πρώην μηχανοδηγό Γκαβκόβσκι-ή ένα κουρείο, για να δείξει στην αλλοτινή του θέση τον κουρέα Αμπραάμ Μπόμπα. Σε άλλες στιγμές, υποβάλλει προκλητικές ή παραπλανητικές ερωτήσεις, για να αποκαλύψει ανυποψίαστες πτυχές των συνομιλητών του. Δημιουργεί, λοιπόν, μία ταινία στην οποία οι αλλοτινοί πρωταγω νιστές ξαναβρίσκουν μπροστά στην κάμερα την ένταση της παλαιός τους εμπειρίας. Η απόσταση παρελθόντος και παρόντος καταργείται. Ο Λαντσμάν κινηματογραφεί όχι το παρελθόν, πράγμα που είναι αδύνατον (δεν υ πάρχει αρχειακό υλικό στο Ολοκαύτωμα), αλλά τον τρόπο με τον ο ποίο το θυμούνται ορισμένοι —τώρα. Η συναισθηματική ένταση αυξά νει εξ αιτίας της παρουσίας και του ίδιου του κινηματογραφιστή στην ταινία-διηγείται: «Είχα ανάγκη να υποφέρω κάνοντας αυτή την ταινία [...]. Είχα την αίσθηση ότι υποφέροντας κι εγώ ο ίδιος, θα περνούσε στην ταινία το συμπάσχειν, κι αυτό θα έδινε πιθανόν στους θεατές τη δυνατότητα να υποφέρουν κατά κάποιον τρόπο κι αυτοί» (291). Το στοίχημα το κέρδισε: κάνοντάς μας να ξαναδούμε τα ίδια τεντωμένα πρόσωπα, τα ίδια τοπία, τα ίδια τραίνα, ο Λαντσμάν μας υποχρεώνει να μοιραστούμε —απείρως πιο ελαφρά, βέβαια— την αγωνία των πρώην ταξιδιωτών. Η απόφαση αυτή —να κάνει μία ταινία και όχι μία ακόμα μαρτυρία— είναι εν τέλει υπεύθυνη για την συνταρακτική εμπειρία που
233
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
αποτελεί η θέαση της ταινίας. Αλλά λέγοντας ότι ο Λαντσμάν δημιουργεί ένα έργο τέχνης και όχι ένα ντοκυμανταίρ, δεν αρνούμαστε καθόλου στο Ολοκαύτωμα τη δυ νατότητα να μας πει την αλήθεια για μία εποχή, και για τα όσα διαδρα ματίζονται τότε. Πρώτον, επειδή πρόκειται για γεγονότα ιστορικά και όχι φανταστικά-δεύτερον, επειδή οι συνεντεύξεις είναι κι αυτές πραγ ματικές και όχι φανταστικές· τέλος (και προπάντων), επειδή και η αναπαραστατική τέχνη φιλοδοξεί να μας αποκαλύψει την αλήθεια του κό σμου. Όταν η ιστορία χρησιμεύει ως αφετηρία για τη φαντασία του, ο ποιητής μπορεί να παρουσιάσει κάπως διαφορετική την ακριβή εκτύλιξη των γεγονότων, αλλά μόνο για να φανερώσει την κρυμμένη τους ουσία: εδώ έγκειται η ανωτερότητα της ποίησης σε σχέση με την ιστο ρία, έλεγαν ήδη οι Αρχαίοι. Το ίδιο φρονεί και ο Λαντσμάν. «Η ταινία μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από ντοκυμανταίρ, μπορεί να είναι έρ γο τέχνης —και μπορεί να είναι εξ ίσου αληθής» (243)· αυτό είναι α ναμφισβήτητο. Συγχρόνως, το έργο τέχνης είναι και μία επιβεβαίωση αξιών, δείχνει λοιπόν μία ηθική και πολιτική δέσμευση, και η επιλογή των αξιών αυτών μπορεί να καταλογιστεί μόνο στον καλλιτέχνη: τα γε γονότα από μόνα τους δεν κατέχουν μαθήματα, δεν είναι διάφανα ως προς τη σημασία τους· ακριβώς η ερμηνεία που τους δίνει ο καλλιτέ χνης είναι υπεύθυνη για τις κρίσεις που περιέχονται στο έργο. Εδώ α κριβώς γίνεται το Ολοκαύτωμα προβληματικό για μένα: όχι ως έργο τέχνης, αλλά ως απόπειρα να πούμε την αλήθεια ενός συγκεκριμένου κόσμου και ως μάθημα που αντλούμε απ’ αυτό. Κατορθώνει να μας μι λήσει με πολλή δύναμη για τα συμβάντα του παρελθόντος, αλλά μας οδηγεί να τα κρίνουμε υπερβολικά σχηματικά και συνάμα δεν μας δίνει πάντα τη δυνατότητα να τα καταλάβουμε. Οι περισσότερες επιφυλάξεις που έχουν ήδη διατυπωθεί για το Ολοκαύτωμα σχετίζονται με την «πολωνική» πλευρά της ταινίας. Με ε ξαίρεση τον Κάρσκι, έναν Πολωνό που έχει φύγει από την Πολωνία, ο Λαντσμάν διάλεξε να δείξει μόνον αντισημίτες Πολωνούς. Έμειναν α διάφοροι απέναντι στα βάσανα των Εβραίων, χρησιμοποιούν πάντα τα ίδια στερεότυπα γι’ αυτούς, είναι εν τέλει ικανοποιημένοι που απαλλά χτηκαν απ’ αυτούς. Ε λοιπόν, ο νόμος της τέχνης λέει πως, ό,τι δεν δείχνεται, δεν υπάρχει· συνεπώς, ανεξάρτητα από την πρόθεση του Λαντσμάν, το μήνυμά του λέει: όλοι οι Πολωνοί είναι αντισημίτες. Χω ρίς να επιδιώκουμε να αμφισβητήσουμε την ύπαρξη τέτοιων αισθημά των στον πολωνικό πληθυσμό, μπορούμε να θεωρήσουμε τη διαβεβαί ωση αυτή υπερβολικά άπλουστευτική και μανιχαϊκή: η πραγματική κα τάσταση, που την υπενθύμισα προηγουμένως, έχει πολύ περισσότερες αποχρώσεις. Αλλωστε, από την άποψη αυτή, το μήνυμα είναι τόσο σχηματικό, ώστε, την εποχή που προβλήθηκε η ταινία, η πολωνική κυ βέρνηση, που ήθελε να υπερασπιστεί τον εαυτό της εναντίον αυτής της εικόνας της Πολωνίας, αρκέστηκε να προβάλλει στην τηλεόραση
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τις πολωνικές σκηνές, και μόνον αυτές: η μεροληψία τους έβγαζε μάτι. Μη δείχνοντας την εξαίρεση στον κανόνα που ήθελε να παρουσιάσει, ο Λαντσμάν, αναμφίβολα άθελά του, ασπάζεται τη θέση της συλλογι κής ευθύνης. Ώστε δεν είναι αλήθεια ότι, όπως βεβαιώνει ο δημιουρ γός του, το Ολοκαύτωμα δείχνει «την αληθινή Πολωνία, την βαθιά Πο λωνία» και ότι η ταινία δεν αφήνει κατά μέρος «τίποτε το ουσιώδες» σε σχέση με τη χώρα (244). Αν διαβάσουμε τα κείμενα του Λαντσμάν, τα συγκαιρινά ή τα μετα γενέστερα της επεξεργασίας της ταινίας, καταλαβαίνουμε τους λό γους αυτής της μεροληψίας. Η Πολωνία δεν είναι γι’ αυτόν μία χώρα πραγματική, αλλά, κάπως όπως για τους ήρωες της εξέγερσης της Βαρσοβίας, μία αφαίρεση ή μία αλληγορία: ο τόπος του θανάτου των Εβραίων, «το κατ’ εξοχήν σφαγείο» (312). «Ενα ταξίδι στην Πολωνία είναι πρώτα και προπάντων ένα ταξίδι στον χρόνο», αποφαίνεται την επομένη της πρώτης επίσκεψής του (213)· ή αργότερα: «Η Δύση, για μένα, είναι ανθρώπινη, η Ανατολή με τρομάζει» (300). Αυτή η αλληγοριοποίηση της πραγματικής Πολωνίας τον οδηγεί να αφοσιωθεί απο κλειστικά στην απεικόνιση αυτών ποι· ονομάζει «καθαυτό ιδεοληψίες μου», και να οξύνει τη διαφορά των Πολωνών από τους άλλους αν θρώπους. Είδαμε έτσι ότι, κατά τον Λαντσμάν, οι γάλλοι χωρικοί δεν θα είχαν ποτέ δεχτεί στον τόπο τους τα στρατόπεδα εξοντώσεως — πράγμα που σημαίνει ότι οι Πολωνοί είναι ένοχοι που τα δέχτηκαν. Αφού δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε την υπόθεση αυτή, μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε έναν παραλληλισμό σε σχέση με μία άλλη λεπτο μέρεια της ίδιας ιστορίας. Ο Λαντσμάν καταλογίζει στους Πολωνούς το ότι έσπευσαν στους τόπους εξόντωσης, την επομένη των εγκλημά των, «για να σκαλίσουν το χώμα ψάχνοντας για νομίσματα, κοσμήμα τα και χρυσά δόντια που ήξεραν ότι ήταν θαμμένα εκεί» (215). Οι γάλλοι χωρικοί προσφέρθηκαν εθελοντικά για να ερευνήσουν τους Εβραί ους που ήταν κλεισμένοι στο Λουαρέ-ορισμένες γυναίκες ξερίζωναν «μερικές φορές και τα αυτιά, όταν τα σκουλαρίκια δεν έβγαιναν αρκε τά γρήγορα». Αλλοι, «διακρίθηκαν στο τσουγκράνισμα του περιεχομέ νου των αποπάτων, αναζητώντας δοχτυλίδια, μπρασελέ και κολιέ» (Κόναν, 66). Η παρουσίαση των Γερμανών στο Ολοκαύτωμα είναι εξ ίσου σχη ματική, κι ας μην άσκησαν οι Γερμανοί δημόσια κριτική στον Λαντσμάν (ή πιθανόν την αγνοώ). Όλοι, εκτός από τους συγκαιρινούς μας εκπρο σώπους της δικαιοσύνης, είναι απαράλλαχτα ναζί, όλοι προσποιούνται ότι αγνοούσαν τι συνέβαινε, όλοι χαίρονταν στα κρυφά για την τύχη των Εβραίων. Τα κείμενα του Λαντσμάν διασαφηνίζουν το μήνυμα της ταινίας: «Όσον αφορά στη Γερμανία, η καταστροφή κατόρθωσε να συντελεστεί μόνο με βάση τη γενική συναίνεση του γερμανικού έθνους. [...]. Υπήρξε ενεργός και υπομονετική συμμετοχή του συνόλου του δι οικητικού μηχανισμού» (Στο ζήτημα, 311). Οι μεταπολεμικοί Γερμανοί
235
236
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
δεν είναι καθόλου καλύτεροι από τους γονείς τους: «Λιπαρή και πλού σια, η Γερμανία ήταν κι αυτή χωρίς παρελθόν, οι νέοι της —αυτοί που είναι σήμερα τριάντα με σαράντα χρονών— ήταν ζόμπι» (312). Ο Λα ντσμάν όχι μόνον επιλέγει προκατειλημμένα τα πρόσωπα που παρου σιάζει, αλλά αφαιρεί και από τα λεγόμενό τους ό,τι θα χαλούσε, έστω και ελάχιστα, αυτή την συστηματική επανάληψη: όχι το Ολοκαύτωμα (αλλά το βιβλίο της Σερένυ) μας πληροφορεί ότι ο Γκλάζαρ έστειλε τον γιο του να σπουδάσει στη Γερμανία, ότι ο Ζηντλίσκι παντρεύτηκε Γερμανίδα κτλ.-δεν μας βοηθάει και να καταλάβουμε έναν άνθρωπο ό πως ο 85 Ζουχομέλ. Ο Λαντσμάν κρατάει όλη τη συμπάθειά του για τους επιζήσαντες των στρατοπέδων, πράγμα φυσικό. Αλλά η εχθρότη τά του απέναντι σε όλους τους άλλους, μας εμποδίζει να καταλάβουμε τους μηχανισμούς που έκαναν τόσο πολλούς συνηθισμένους ανθρώ πους να συμμετάσχουν στα εγκλήματα αυτά. Μας καθησυχάζει (καθη συχάζει και τον εαυτό του) επιβεβαιώνοντας τις γνώριμες αντιθέσεις: εμείς κι εκείνοι, φίλοι κι εχθροί, καλοί και κακοί-τουλάχιστον στο επί πεδο των ηθικών αξιών, όλα είναι απλά και καθαρά. Μία άλλη προβληματική πτυχή της ταινίας του Λαντσμάν είναι ότι ο κινηματογραφιστής αποφάσισε να μην πάρει υπ’ όψη του τη θέληση των προσώπων που παρουσιάζει. Οι συνεντεύξεις των πρώην ναζί απο σπάστηκαν με δόλο (δεν ξέρουν ότι κινηματογραφούνται, τους έχουν υποσχεθεί ανωνυμία κτλ.). Οι συνεντεύξεις των πρώην κρατουμένων συνεχίζονται, ακόμα κι όταν οι ομιλούντες καταρρέουν και απαιτούν σταμάτημα· δυσκολευόμαστε να μη τις θεωρήσουμε κάπως χειραγω γημένες. Ο Λαντσμάν δίνει την εντύπωση ότι η εμπειρία των ανθρώ πων αυτών τον ενδιαφέρει λιγότερο από όσο το αποτέλεσμα που θέ λει να δώσει (ένα μεγάλο έργο, έναν πιο ισχυρό αντίκτυπο). Έτσι, η τέ χνη κερδίζει σε συγκίνηση· αλλά οι άνθρωποι χρησιμοποιούνται σαν όργανα. Το μάθημα που μεταβιβάζει ο Λαντσμάν στους θεατές, δια μέ σου των σκηνών αυτών, καταλήγει να γίνει το εξής: δεν πρέπει να παίρνετε υπ’ όψη τη θέληση του ατόμου, αν σας εμποδίζει να πετύχετε τον αντικειμενικό σας στόχο. Σε τελείως διαφορετικές περιστάσεις, μία τέτοια μέθοδος θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αφήνοντάς μας άναυδους με την αποτελεσματικότητά της· αλλά, προκειμένου για την αναπαράσταση ενός σύμπαντος του οποίου ένα εξέχον χαρακτηρι στικό γνώρισμα ήταν η άρνηση της ατομικής θέλησης, φτάνουμε να ευχηθούμε να ήταν ο Λαντσμάν λίγο πιο προσεκτικός στην επιλογή των μέσων του. Βέβαια, ο Λαντσμάν έχει συναίσθηση των μομφών που μπορούν να του απευθύνουν για να τις απορρίψει, καταφεύγει πάντα στο ίδιο επι χείρημα: αν είχα πράξει διαφορετικά, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν τόσο ισχυρό. Τον ρωτούν, λόγου χάρη, γιατί δεν πήρε συνέντευξη από τον Μπαρτοστζέφσκι, που είχε συμμετάσχει στη διάσωση των Εβραίων στην Πολωνία και ήξερε πολλά για το ζήτημα-«απάντησε ότι είχε συ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ναντήσει τον Μπαρτοστζέφσκι και ότι τα λεγόμενό του ήταν τελείως ανιαρά: αρκούνταν να αφηγείται, αδυνατούσε να ξαναζήσει το παρελ θόν» (231). Για να κάνουμε ένα ωραίο έργο τέχνης, δεν πρέπει πια να σεβόμαστε τους κανόνες της ευπρέπειας, λέει ακόμα ο Λαντσμάν. Ώστε αλήθεια και ηθική υποτάσσονται σ’ αυτό τον άλλο αντικειμενικό στόχο: να αναστατώσουμε τις καρδιές, να παράγουμε ένα έργο με πο λύ μεγάλη ένταση· ο Λαντσμάν επιδιώκει να ξαναζωντανέψει τη φρίκη και όχι να μας κάνει να την καταλάβουμε. Με τον τρόπο του, το Ολο καύτωμα μετέχει σ’ αυτή την τέχνη την οποία αρνιόταν ο Μάρεκ Έντελμαν, την τέχνη που θυσιάζει το αληθινό και το δίκαιο στο ωραίοείναι, άραγε, τυχαίο που ο Εντελμαν, επιζήσας από την εξέγερση του γκέτο, απουσιάζει από την ταινία; Υπάρχει όντως μία ηθική διάσταση, όπως είδαμε, στη δραστηριότη τα του πνεύματος και άρα στην παραγωγή ενός έργου τέχνης· υπάρ χει, από την άλλη μεριά, μία ανηθικότητα εγγενής στη δημιουργική χει ρονομία, αφού ο καλλιτέχνης μπορεί να πετύχει μόνον άμα απελευθε ρωθεί από κάθε δογματική και εξωτερική κηδεμονία. Αλλά εδώ πρόκει ται για κάτι άλλο: πέρα απ’ αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των με γάλων έργων, το καθένα τους παίρνει θέση σε σχέση με τις αξίες του κόσμου- και βρίσκουμε ότι το Ολοκαύτωμα ξαναζωντανεύει έναν ορι σμένο μανιχαϊσμό, τη θέση της συλλογικής ευθύνης, μιαν έλλειψη σε βασμού προς την αξιοπρέπεια του ατόμου. Εδώ έγκειται, κατ’ εμένα, το παράδοξο αυτής της ταινίας: ενώ στοχεύει να καταπολεμήσει ορι σμένες βασικές αρχές, τις διατηρεί στη ζωή. Επανειλημμένα ο Λαντσμάν διακηρύσσει την εχθρότητά του προς κάθε απόπειρα να καταλάβουμε τη βία της εποχής εκείνης-αποβλέπει στην σκηνική της παρουσίαση, στην αναπαράστασή της. «Υπάρχει κάτι που για μένα είναι διανοητικό σκάνδαλο: η απόπειρα να καταλάβουμε, ιστορικά, σαν να υπήρχε κάτι όπως η αρμονική γένεση του θανάτου. [...] Για μένα, ο φόνος, ατομικός ή μαζικός, είναι πράξη ακατανόητη. [...] Υπάρχουν στιγμές όπου το να καταλάβεις είναι τρέλα» (289). «Κά θε λόγος που επιδιώκει να γεννήσει τη βία [δηλαδή να την εξηγήσει] είναι ένα παράλογο όνειρο του μη βίαιου» (315). Γι’ αυτό και ο Λα ντσμάν αρνείται κάθε σύγκριση του Ολοκαυτώματος με οποιοδήποτε συμβάν του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος (!) και υπο στηρίζει τη θέση της «απαράμιλλης μοναδικότητάς του» (308)... Αλλά, κι αν ακόμα δεν υπάρχει αρμονική γένεση του θανάτου, ούτε λογική συναγωγή του συμβάντος με αφετηρία τις προκείμενές του, κι αν ακό μα η εβραιοκτονία που διέπραξαν οι ναζί θα παραμείνει παντοτινά, πα ρά τις προσπάθειές μας, ένα σκοτεινό μέρος, υπάρχουν και πολλά πράγματα να καταλάβουμε, και ασφαλώς η κατανόηση επιτρέπει να ε μποδίσουμε την επάνοδο της φρίκης περισσότερο από όσο η άρνησή της. Να παραιτηθούμε από κάθε προσπάθεια να καταλάβουμε αυτές τις δολοφονίες, είναι, άραγε, ο καλύτερος τρόπος για να τις εμποδί
237
238
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
σουμε να ξαναγίνουν; Να κλείσουμε έτσι το συμβάν στη μοναδικότητά του, να του αρνηθούμε κάθε ομοιότητα με το παρόν ή το μέλλον, δεν είναι, άραγε, ένας τρόπος να μην πάρουμε τα μαθήματα που μπορεί να μας δώσει; Σε μία σελίδα, ενοχλητική για μένα, ο Λαντσμάν διηγείται πώς αφο μοίωσε το μάθημα που έδωσε ένας 85 του Αουσβιτς στον Πρίμο Λέβι: «Ηιθγ ίβί Κθίη ν^ΓυπΊ», εδώ δεν υπάρχει γιατί-ο νόμος αυτός ισχύει και για όποιον επωμίζεται το βάρος μιας παρόμοιας μεταβίβασης, όπως της ταινίας του (279). Αλλά χρειάζεται να σπεύσει να πάρει για λογαριασμό του το μάθημα του Αουσβιτς που ο Λέβι επί σαράντα χρόνια το καταπο λεμούσε, κι αν ακόμα οι περιστάσεις, σήμερα τόσο διαφορετικές, θα αλλάξουν το νόημά του; Ή για το μίσος: ρωτούν τον Λαντσμάν, σε μία συνέντευξη, αν πιστεύει ότι οι ναζί είχαν μίσος. Απορρίπτει ανυπόμονα την ερώτηση: αυτού του είδους οι ψυχολογικές θεωρήσεις δεν τον εν διαφέρουν (282). Αλλά αργότερα επανέρχεται από μόνος του: για να γυρίσει την ταινία του, του χρειάστηκε μίσος (αν και όχι μόνον αυτό), ήθελε, λέει με αφορμή τον Ζουχομέλ, «να τον σκοτώσει με την κάμε ρα» (287). Είναι σύμπτωση το ότι κάποιος που αρνείται να καταλάβει τον φόνο, είναι ο ίδιος που θα ήθελε να «σκοτώσει»; Θα μπορούσαμε να βρούμε άτοπες τις επιφυλάξεις μου απέναντι σε ένα τόσο ισχυρό έργο. Όταν η φρίκη της πράξης ήταν τόσο ακραία και η οδύνη τόσο ζωηρή, θα πρέπει, άραγε, να υποβάλλουμε στον εαυτό μας πολλά ερωτήματα και να απαιτούμε κρίσεις με αποχρώσεις; Αλλά θα μπορούσαμε να συνηγορήσουμε υπέρ του αντιθέτου: ίσα ίσα σ’ εκεί νον που έχει προχωρήσει τόσο πολύ στη γνώση του κακού, θα θέλαμε να βρούμε μεγαλύτερη σωφροσύνη. Ο Λαντσμάν έχει ασφαλώς δίκιο να μισεί το κακό όπως το μισεί, και να διατηρήσει άθικτη τη «μνησικακία» του (για να εκφραστούμε όπως ο Αμερύ). Αλλά το έργο του δεν είναι μόνο μία ανάμνηση του παρελθόντος, είναι και μία πράξη συντε λεσμένη στο παρόν, που οφείλουμε να την αξιολογήσουμε από μόνη της. Ε λοιπόν, η πελώρια διάσταση του παρελθόντος κακού δεν δικαιο λογεί ένα παρόν κακό, κι αν ακόμα αυτό είναι απείρως μικρότερο.
«Στο βάθος του σκότους» Θα ήθελα, τέλος, να σταματήσω σ’ ένα βιβλίο που φρονώ ότι εν σαρκώνει αξοπρόσεκτα καλά την ισορροπία ανάμεσα σε «λέγειν», «κρίνειν» και «κατανοείν»: είναι το Στο βάθος του σκότους της Γκίτα Σερένυ (1974). Το βιβλίο αυτό αποτελείται από την αφήγηση των συ ναντήσεων που είχε η αγγλίδα δημοσιογράφος Σερένυ στη φυλακή του Ντύσελντορφ με τον πρώην διοικητή του Σομπιμπόρ και της Τρεμπλίνκα Φραντς Στανγκλ, και τις έρευνες που διεξήγαγε, στα πέρατα του κόσμου, για να συμπληρώσει και να διαυγάσει τις πληροφορίες που είχε συλλέξει έτσι.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
Υπάρχει λοιπόν, πρώτα πρώτα, μια αξιοπρόσεκτη ανακατασκευή των γεγονότων, στην προκειμένη περίπτωση των δύο στρατοπέδων εξοντώσεως. Συνοδεύεται από μία κρίση: αυτό ακριβώς εξυπακούεται στην Σερένυ, πάνω σ’ αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Την αναφέ ρει στον Στανγκλ στην πρώτη τους κιόλας συνάντηση. «Του λέω, ακό μα, ότι έπρεπε να ξέρει από την αρχή ότι ένιωθα φρίκη για όσα είχαν κάνει και αντιπροσωπεύσει οι ναζί» (28). Μα δεν της αρκεί να καταδι κάσει. Οπότε, αδράχνει την ευκαιρία να ρωτήσει τον μοναδικό διοικητή στρατοπέδου εξοντώσεως που είναι προσιτός στις ερωτήσεις, δηλαδή έναν από τους ανθρώπους που μετείχαν ενεργητικά στο πιο ακραίο κα κό που γνώρισε ο αιώνας μας. Πρόκειται για μία απόπειρα να καταλά βει το κακό, με την —καλόβολη αλλά περίπλοκη— συνεργασία ενός α πό τους πιο ολοκληρωμένους εκπροσώπους του. Ο σκοπός της Σερένυ δεν είναι καθόλου να μεταστρέψει τον Στανγκλ, αλλά μόνο να αναζη τήσει την αλήθεια σε έναν χώρο που έμεινε ώς τότε ακατανόητος. Ο γιος ενός 55 που υπηρέτησε στην Τρεμπλίνκα λέει σε μια στιγμή: «Θα έδινα τα πάντα για να καταλάβω» (88)· το ίδιο κάνει και η Σερένυ, και μας οδηγεί να την ακολουθήσουμε στον δρόμο της. Όταν περιγράφω το σχέδιο της Σερένυ σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο της, εκφράζει συνήθως μια κάποια δυσπιστία: δεν θα γινόταν ένοχη για φιλοφροσύνη απέναντι στον πρώην δήμιο, δεν θα του παραέκανε μεγάλη τιμή, ενδιαφερόμενη τόσο πολύ για τις εξη γήσεις που μπορεί αυτός να δώσει; Να καταλαβαίνουμε τα πάντα, δεν σημαίνει και να συγχωρούμε τα πάντα; Φρονώ ότι η αντίδραση αυτή α ποκαλύπτει τον φόβο που νιώθουμε όταν βλέπουμε ότι οι φορείς του κακού δεν είναι ριζικά διαφορετικοί από μας. Το βιβλίο της Σερένυ δεν φτάνει ποτέ στη φιλοφροσύνη: να καταλάβεις μια πράξη δεν σημαίνει καθόλου να την σβήσεις, ακόμα λιγότερο να αθωώσεις τον αυτουργό της. Υπάρχει, βέβαια, ένας κίνδυνος, αλλά είναι αλλού: απειλεί τον ίδιο τον αυτουργό. Για να συζητήσει με τον Στανγκλ ή με άλλους ναζί, η Σερένυ υποχρεώνεται να παραδεχτεί ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς· ο κίνδυνος είναι να διευρυνθεί ανεπαίσθητα το πλαίσιο αυτό ώσπου να κυριεύσει εξ ολοκλήρου τον πίνακα (είναι ακόμα ο νευρωτικός σκύλος του Λέβι-ή η δυσκολία μου να διαβάσω τον Ες). Το αποτέλεσμα δεν είναι ότι γίνεσαι εσύ ναζί, αλλά ότι αισθάνεσαι ένοχος που αποδέχτη κες τόση συνεννόηση. Η Σερένυ το νιώθει επανειλημμένα αυτό: λόγου χάρη, στις συζητήσεις της με τον ανώτερο ναζί αξιωματούχο 'Αλερς, που είναι έξυπνος και δεν αισθάνεται καμία τύψη, ή ορισμένες στιγμές με τον ίδιο τον Στανγκλ- σε σημείο που να αναγκάζεται να διακόψει, για να αναρωτηθεί αν εξακολουθεί να έχει τη δύναμη να ακούει τις α ποκαλύψεις του. Να μιλάς με κάποιον, αντί να μιλάς για κάποιον, συνε πάγεται ότι αναγνωρίζεις μια ορισμένη κοινότητα μ’ αυτό τον άνθρω πο, έστω και αν τα λόγια σου είναι, ως προς το νόημά τους, ασυμβίβα στα με τα δικά του-πρέπει να είσαι ικανός για μία αξιοσημείωτη από
239
240
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
σπαση, για να διατηρήσεις το πλαίσιο επικοινωνίας και συγχρόνως να διαχωριστείς από το περιεχόμενο των λεγομένων (και των πράξεων που αυτά επικαλούνται). Αλλά αν η Σερένυ δεν παύει ποτέ να καταδικάζει τους ναζί, αρνείται, από την άλλη μεριά, να χρησιμοποιήσει τις συναντήσεις αυτές ως μέσον για να τιμωρήσει τους συνομιλητές της, ή να τους αρνηθεί την αξιοπρέπεια και το δικαίωμα να συμπεριφερθούν σύμφωνα με τη θέλη σή τους: τίποτε δεν της είναι πιο ξένο από την επιθυμία «να σκοτώσει με την κάμερα» όπως είπε ο Λαντσμάν, που ωστόσο διάλεξε ο ίδιος προσεκτικά τους μάρτυρες. Η Σερένυ αποφάσισε «να ρωτήσει μα όχι να πληγώσει», επιδιώκει, στην καλύτερη περίπτωση, «να φωτίσει» τους ένοχους, όχι να «τους κάνει να υποφέρουν» (17). Η κόρη του Στανγκλ είναι πολύ λίγο ομιλητική· αλλά, «τα λίγα που είπε η Ρενάτε, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, τα είπε εκούσια» (375). Ο σερβι τόρος της μπιραρίας στο Μόναχο Όμπερχαουζερ αρνείται να μιλήσειη Σερένυ δεν θα επιδιώξει να τον αναγκάσει, με πρόσχημα ότι ήταν κά ποτε δολοφόνος. Ο Ζουχομέλ συνεργάζεται, χωρίς να χρειαστεί να τον εξαπατήσει. Η στάση αυτή δεν είναι μόνο πιο αξιοσέβαστη, είναι και πιο γόνιμη: κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήσει στην αναζήτηση της α λήθειας, αν ξέρει ότι θα τιμωρηθεί για τις αποκαλύψεις που δεν αρέ σουν στον συνομιλητή του. Αυτό ισχύει και για τον Στανγκλ: «Όποιο κι αν ήταν το επαγγελματικό μου ενδιαφέρον, έκρινα σημαντικό να μην αποσπάσω από τον άνθρωπο αυτό περισσότερα από όσα ήθελε να μου πει, κουράζοντάς τον ή προβάλλοντας επιχειρήματα. Για να έχουν όλα όσα είχε να πει, και πιθανόν να μας μάθει, την πλήρη εγκυρότητα και μία αυθεντική αξία, έπρεπε να τα πει ελεύθερα και όντας απόλυτος κύ ριος των ικανοτήτων του» (274). Με τις ερωτήσεις και τις συσχετίσεις της, η Σερένυ κάνει τον Στανγκλ να υποφέρει, αυτό είναι ξεκάθαρο, ε νώ φροντίζει να μη πληγώσει τα μέλη της οικογενείας του ή τα θύματά του-αλλά δεν επιτρέπει στον εαυτό της να αναγκάσει τον Στανγκλ να πει τούτο ή εκείνο, ξέροντας ότι τα λόγια αυτά δεν θα έχουν αξία. Αυ τός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο το βιβλίο της μας οδηγεί τόσο μακριά στη γνώση του κακού. Σε τι συνίσταται η μέθοδος που χρησιμοποίησε η Σερένυ για να προχωρήσει την κατανόησή μας; Από την αρχή απορρίπτει κάθε λόγο αυτοδικαιολόγησης από μέρους των πρώην φυλάκων: οι εκλογικεύσεις που δίνουν οι μεν και οι δε έχουν γίνει, από τη Νυρεμβέργη και μετά, στερεότυπα και δεν φανερώνουν πια τίποτε. Αντί γι’ αυτά, η Σερένυ α ξιώνει μία αφήγηση για τον εαυτό του, και ενθαρρύνει την ειλικρίνειά του. «Είχα έρθει για κάτι τελείως διαφορετικό: για να τον ακούσω να μου μιλάει αληθινά για τον εαυτό του: για το νήπιο, το αγοράκι, τον έ φηβο, τον άνδρα που ήταν για τον πατέρα του, για τη μητέρα του, για τους φίλους του, για τη γυναίκα του και για τα παιδιά του-για να μάθω
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
όχι τι είχε ή τι δεν είχε κάνει, αλλά τι είχε αγαπήσει και τι είχε αντιπα θήσει» (27). Σ’ αυτά προστίθενται φυσικά οι ιδιότητες που περιμένουμε να βρούμε σε όλους τους καλούς ιστορικούς: μια τέλεια γνώση των πηγών και μία προσωπική εμπλοκή του συγγραφέα. Αν η Σερένυ δεν βιάζεται να εκφέρει περιφρονητικές κρίσεις, ο λόγος είναι ότι μπαίνει στη θέση των μεν και των δε και αντιλαμβάνεται έτσι τις δυσκολίες αυ τών που είμαστε έτοιμοι να θεωρήσουμε προφανή. Αυτό που είναι λιγότερο κοινό, είναι δύο άλλα χαρακτηριστικά της μεθόδου της Σερένυ, το πρώτο θα λέγαμε παθητικό, το δεύτερο ενερ γητικό. Από τη μια μεριά, προσπαθεί να αναστείλει, στο μέτρο του δυ νατού, τα δικά της στερεότυπα και έτοιμες απόψεις-συγχρόνως, όπως ο Λέβι, αποφεύγει τον μανιχαϊσμό και την ομοιογενή θεώρηση, τόσο των ομάδων όσο και των ατόμων. Δεν απορρίπτει τις, σε πρώτη ματιά, παράδοξες πληροφορίες ούτε τις εκπληκτικές χειρονομίες των ανθρώ πων αυτών. Από την άλλη μεριά, κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αρνείται να διαχωρίσει το εξαιρετικό από το καθημερινό και το άτομο από το περιβάλλον του-αρνείται να μοιράσει τη ζωή των ανθρώπων σε δύο μη συγκοινωνούντα δοχεία, από τη μία τα σημαντικά, πολιτική ζωή και στρατιωτικές πράξεις, κι από την άλλη τις δευτερεύουσες λεπτομέρει ες, σχέσεις οικογενειακές ή γειτονικές, καθημερινές συνήθειες και πρακτικές. Ένας τέτοιος διαχωρισμός θα προδίκαζε ήδη τα αποτελέ σματα που θέλουμε να βρούμε-απεναντίας, η Σερένυ ξέρει να υποβάλ λει φαινομενικώς άσχετα, εκτός θέματος ερωτήματα από τα οποία ω στόσο προβάλλει το φως. Γ ια τούτο και χρονοτριβεί σε όλα τα μικρά γεγονότα και χειρονομίες στη ζωή του Στανγκλ, κι αν ακόμα φαίνονται ξεκάρφωτα. Γ ια τούτο και ρωτά με τόσην επιμονή όλους όσοι γνώρι σαν τον Στανγκλ: το άτομο δεν υπάρχει έξω από ένα διυποκειμενικό πλέγμα. Η Σερένυ, όπως αργότερα η Χάνα Κραλ με τον Έντελμαν, ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μνήμη παρά για την ιστορία, περισσό τερο για την ψυχολογία παρά για τις πολιτικές διακηρύξεις. Το αποτέ λεσμα της επιλογής αυτής είναι ότι, όσο τερατώδεις κι αν είναι οι πρά ξεις του Στανγκλ, αυτός αναδύεται από τούτο το βιβλίο ως ανθρώπινο πλάσμα. Αρα οι μεθοδολογικές επιλογές της Σερένυ είναι ήδη, αφ’ ε αυτών, φορείς ηθικής-και μολονότι το βιβλίο δεν διατυπώνει αφηρημένα συμπεράσματα, περιέχει μία αυθεντική φιλοσοφική σκέψη. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά δεν επιτρέπουν ακόμα να διαφοροποι ήσουμε το εγχείρημα της Σερένυ από του Λέβι, που είναι εξ ίσου ξένο προς τον μανιχαϊσμό και δίνει προσοχή στο καθημερινό. Η μεταξύ τους διαφορά έγκειται αλλού, και είναι αποκαλυπτική: η Σερένυ δεν είναι ούτε θύμα του πολέμου ούτε Εβραία. Η μαρτυρία των συμμετασχόντων σε μία κατάσταση είναι, προφανώς, απαραίτητη για να ανασυστήσουμε την κατάσταση- αλλά οι συμίΛ.τάσχοντες δεν βρίσκονται ανα γκαστικά στην βέλτιστη θέση κατανόησης: είναι δύσκολο για το πρώην θύμα (και συγχρόνως, όπως είδαμε, πολύ λίγο ευκταίο) να απαλλαγεί
242
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
από κάθε μεροληπτικότητα και να ξεφύγει από την υπερβολική αυστη ρότητα ή την υπερβολική επιείκεια. Στον πόλεμο, η Σερένυ, κοπελίτσα ουγγρικής καταγωγής, ασχολείται —στη Γαλλία— με εγκαταλειμμένα παιδιά και ξεσπιτωμένους ανθρώπους· μετά το πέρας των εχθροπρα ξιών, επί δύο χρόνια, συνεχίζει την ίδια δουλειά στη Γερμανία. Ώστε έ χει άμεση γνώση των συμβάντων —αλλά όχι υπερβολικά βαριά ταύτι ση με τα θύματα. Φαίνεται καθαρά ότι οφείλει να διατηρείται μια τέτοια ενδιάμεση απόσταση ανάμεσα στο κακό και σ’ εκείνον που προσπαθεί να το καταλάβει: πρέπει να «τον στοιχειώνει η φρίκη του θέματός του» (13), αλλά να μη τον κατακυριεύει τελείως, αν θέλει να ξαναγυρίσει και να μας διηγηθεί το ταξίδι του στα βάθη του σκότους. Και τι ακριβώς μας έχει φέρει; Εχω ήδη επωφεληθεί, σε όλες τις σελίδες που έγραψα, από τα αποτελέσματα της έρευνας της Σερένυ, τόσο σχετικά με τη διαγωγή των φυλάκων (όπως ο Στανγκλ) όσο και σχετικά με τη διαγωγή των κρατουμένων-για τούτο και δεν θα τα ξα ναγράψω εδώ. Αλλά η παράλειψη αυτή έχει και μία άλλη πηγή. Η Σε ρένυ παράγει μία αφήγηση εμποτισμένη με στοχασμούς και ανθρώπινη σοφία, όχι ένα φιλοσοφικό έργο ούτε ένα πολιτικό εγχειρίδιο, που θα μπορούσαμε εύκολα να συνοψίσουμε τις θέσεις του. Αυτό που μας μα θαίνει είναι πώς ένας μέσος άνθρωπος —ο Φραντς Στανγκλ— κατόρ θωσε να βρεθεί μπλεγμένος σε ένα από τα πιο τερατώδη εγκλήματα της ανθρώπινης ιστορίας, κατόπιν πώς επιδίωξε να δικαιολογηθεί στα μάτια τα δικά του και στα μάτια των οικείων του. Αυτή η αφήγηση ζωής δεν εικονογραφεί καμία θεωρία, καίτοι είναι πλούσια σε διδάγματα-ε φαρμόζει μάλλον την αφηγηματική σκέψη και όχι την εννοιακή ανάλυ ση — και μ’ αυτό αποδεικνύει τη δυνατότητα να σκεφτούμε και να ανα λύσουμε διηγούμενοι. Αυτό ακριβώς κάνει το βιβλίο της Σερένυ, όπως και τα έργα τέχνης, να μη προσφέρεται σε συνόψιση-ένας μόνο τρό πος υπάρχει για να γνωρίσουμε επακριβώς το περιεχόμενό του: να το διαβάσουμε.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η έννοια του ακραίου Αντιλαμβάνομαι τώρα ότι στο βιβλίο αυτό καταδίωξα (ή με καταδίω ξε) ένα τριπλό ζήτημα. Τα ρωσικά ή γερμανικά στρατόπεδα, τα ολο κληρωτικά καθεστώτα που τα γέννησαν, ο Δεύτερος παγκόσμιος πό λεμος που γνώρισε την μέγιστη ανάπτυξή τους, κοντολογίς η Ιστορία, αποτελούν την πρώτη του πτυχή. Δεύτερη είναι η ταυτότητά μου και η μικρή ιστορία μου. Τρίτη πτυχή είναι μια ηθική θεματική: τα ερωτήματα που έχω επιλέξει να υποβάλλω στη μία και στην άλλη ιστορία. Αφήνω κατά μέρος προς το παρόν τις προσωπικές αναμνήσεις, για να σταθώ για λίγο, σ’ αυτές τις τελευταίες σελίδες, στις δύο άλλες πτυχές: λιγότερο για να προσθέσω ένα συμπέρασμα και περισσότερο για να συγκε ντρώσω τις παρατηρήσεις που διατύπωσα με αφορμή επιμέρους περι πτώσεις και να επιχειρήσω να καταλάβω τι συνεπάγονται οι παρατηρή σεις αυτές, στο εννοιακό επίπεδο. Δεν προτίθεμαι να γίνω εδώ θεωρη τικός-μόνο να θυμίσω σε ορισμένους τα μαθήματα που μου δίνουν οι ι στορίες αυτές, όσον αφορά σ’ εμένα —χωρίς να προεξοφλώ τα όσα θα θελήσουν να πάρουν άλλοι αναγνώστες. Ο 20ός αιώνας τελειώνει, και όλοι μπαίνουμε στον πειρασμό ν’ αναρωτηθούμε: ποια θα είναι η θέση του στην Ιστορία; Πώς θα τον θυμού νται μια μέρα οι άνθρωποι; Οπως κι οι άλλοι, έτσι κι εγώ δεν ξέρω την πλήρη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα-αλλά είμαι βέβαιος ότι μία εφεύρεση του αιώνα θα είναι μονίμως δεμένη με τ’ όνομά του: τα στρα τόπεδα συγκεντρώσεως. Αυτά είναι και το πρώτο θέμα του βιβλίου. Τα ολοκληρωτικά στρατόπεδα συγκροτούν προφανέστατα μιαν α κραία κατάσταση- ε λοιπόν, με ενδιαφέρουν λιγότερο αυτά καθαυτά και περισσότερο επειδή αποκαλύπτουν την αλήθεια των συνηθισμένων καταστάσεων. Μπορούμε ν’ αμφισβητήσουμε τη θεμιτότητα του συ μπεράσματος αυτού και να νομίσουμε ότι πρόκειται εδώ κι εκεί για δια φορετικές ουσίες (αν μου επιτρέπεται η έκφραση)-αμέσως θα καταδι κάσουν ορισμένοι το ενδιαφέρον για τις ακραίες περιπτώσεις ως ευκο λία ή παραχώρηση στον εντυπωσιασμό. Δεν τα νιώθω έτσι τα πράγμα τα-έχω λοιπόν προσπαθήσει να τα χρησιμοποιήσω ως όργανο, ως κάτι σαν μεγεθυντικό φακό, που μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε καθαρά ό,τι θα έμενε συγκεχυμένο στην συνήθη πορεία των ανθρώπινων υπο θέσεων-ελπίζω να μην έχω προδώσει τα γεγονότα. Η ιδέα ότι τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως είναι μια ακραία κατά σταση που μπορεί να μας διδάξει για την ανθρώπινη κατάσταση έχει ή δη διατυπωθεί από τον Μπρούνο Μπέτελχαϊμ στα πρώτα άρθρα που έ γραψε κατά την άφιξή του στις Η.Π.Α. το 1942, μετά το πέρας του ε
243
244
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
γκλεισμού του. Όσο για μένα, φρονώ ότι τα στρατόπεδα, και οι εμπει ρίες στο στρατόπεδο, είναι ένα διπλό ακραίο, αλλά με δύο διαφορετι κές έννοιες της λέξης: τα στρατόπεδα είναι η ακραία εκδήλωση των ο λοκληρωτικών καθεστώτων, τα οποία είναι η ακραία μορφή της νεοτερικής πολιτικής ζωής. Αυτό το διπλό νόημα απαιτεί μία εξήγηση. Γ ια τον ευρωπαϊκό πληθυσμό, η έλευση δύο ολοκληρωτικών καθε στώτων, κομμουνιστικού και εθνικοσοσιαλιστικού, είναι αναμφισβήτη τα το μείζον πολιτικό συμβάν του 20ού αιώνα (η Ευρώπη δεν έχει το μονοπώλιο του ολοκληρωτισμού, αλλά εδώ ο ολοκληρωτισμός έχει παίξει κεφαλαιώδη ρόλο). Με διαφορετική διάρκεια (1917-1989 —ας είμαστε αισιόδοξοι— και 1933-1945) αλλά με εφάμιλλη ένταση, τα δύο αυτά καθεστώτα όχι μόνον είναι υπεύθυνα για περισσότερα θύματα α πό όλα τα άλλα καθεστώτα της ίδιας εποχής, αλλά, επιπλέον, είναι φο ρείς μιας καινούριας αντίληψης του κράτους, των θεσμών του και του πολιτικού ως τέτοιου. Αυτό είναι μία από τις μείζονες συνεισφορές της ηπείρου μας (την οποία πολύ θα θέλαμε να μην την είχε κάνει) στην παγκόσμια ιστορία και στο ρεπερτόριο των πιθανών κοινωνιών. Αλλά δεν είναι προφανώς η μοναδική: εκτός από τα ολοκληρωτικά καθεστώ τα, η Ευρώπη έχει παράγει κι άλλα, κυρίως εκείνα που ενσαρκώνουν, λιγότερο ή περισσότερο τέλεια, το δημοκρατικό ιδεώδες. Ο ολοκληρω τισμός είναι το ακραίο της πολιτικής μας ζωής, με την ίδιαν έννοια με την οποία ο Οράτιος λέει ότι ο θάνατος είναι το ακραίο όριο των πραγ μάτων και συνεπώς της ζωής: μία άρνηση και μία αντίθεση. Με μία τελείως διαφορετική έννοια της λέξης αντιπροσωπεύουν τα στρατόπεδα το ακραίο των ολοκληρωτικών καθεστώτων: είναι η πιο έ ντονη, η πιο συμπυκνωμένη έκφρασή τους, περιέχουν την πεμπτουσία τους· αυτό σημαίνει ότι αποτελούν, τούτη τη φορά, ένα ακραίο κεντρι κό, και όχι πια περιφερειακό. Η διαβεβαίωση αυτή απαιτεί μερικές ακόμα διευκρινίσεις. Από την πολιτική ή φιλοσοφική σκοπιά, μπορούμε να δι στάσουμε πριν αποφασίσουμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ολοκλη ρωτισμού που ορίζουν την ταυτότητά του: είναι η ύπαρξη ενός μόνο κόμματος, ο μη διαχωρισμός κράτους και ιδεολογίας ή το επαναστατικό πρόταγμα; Αλλά αν εκκινήσουμε από την εμπειρία των ατόμων, το συ ναφές χαρακτηριστικό είναι αναμφισβήτητα η τρομοκρατία· κι αυτή α κριβώς βρίσκεται συμπυκνωμένη και συνάμα ενισχυμένη στα στρατόπε δα. Μ’ αυτή την έννοια είναι αποδεκτή η θέση της Χάννα Αρεντ σύμφω να με την οποία η τρομοκρατία είναι η ουσία της ολοκληρωτικής διακυ βέρνησης, έστω και αν, λέγοντας αυτό, αφήνουμε αφώτιστα άλλα ση μαντικά χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού. Λέγοντας εδώ τρομοκρατία, εννοώ τη βία που υφίσταται το άτομο από μέρους του κράτους, προκειμένου να εξαλειφθεί η βούλησή του ως κίνητρο των πράξεών του. Το ολοκληρωτικό κράτος επιδιώκει διά φορους και πολύ μεταβαλλόμενους σκοπούς· αλλά έχει πάντα ανάγκη
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
τη συνεργασία των υπηκόων του. Αρχίζει, λοιπόν, αναγκάζοντας τους να ενεργούν προς την κατεύθυνση που επιθυμεί, ασκώντας κοινωνικές πιέσεις και σωματική βία-καταλήγει κάνοντας αυτοσκοπό αυτή την αλ λοτρίωση των ατομικών βουλήσεων, την οποία επιδιώκει με όλα τα μέ σα. Στον ολοκληρωτισμό, η τρομοκρατία ενεργεί ως αρχή διακυβέρνη σης, με την έννοια του Μοντεσκιέ: είναι ο ψυχολογικός κινητήρας που βρίσκεται πίσω από τις ποικίλες πράξεις των υπηκόων του καθεστώ τος. Ή μάλλον, αφού δεν υπάρχει καμία θετική βασική αρχή, οι πράξεις αυτές τελούνται κάτω από την απειλή, εμφανή ή μη. Αυτό συνέβαινε ήδη με τον φόβο, που ο Μοντεσκιέ τον ταύτιζε με την βασική αρχή του δεσποτισμού-αλλά η τρομοκρατία είναι ένας φόβος που έχει επεκταθεί προς όλες τις κατευθύνσεις: απειλεί όλους τους ανθρώπους και ό λες τις ώρες, και όχι μόνο τους εναντιούμενους, ούτε μόνο σε ώρες ε ξέγερσης· καλύπτει ολόκληρη τη ζωή, παραμερίζοντας τον διαχωρισμό σε δημόσια και ιδιωτική σφαίρα-δεν διστάζει να καταφεύγει όσο συ χνά χρειάζεται στην υπέρτατη ποινή, τον θάνατο. Τα στρατόπεδα είναι το αποκορύφωμα της βασικής αρχής της τρο μοκρατίας· αντίστοιχα, οι ολοκληρωτικές χώρες είναι απλώς και μόνο στρατόπεδα με πιο μετριασμένο καθεστώς. Ο Βασίλη Γκρόσμαν το δια πιστώνει για την σοβιετική εμπειρία: «Το στρατόπεδο ήταν, κατά κάποι ον τρόπο, το υπερβολικό, μεγεθυμένο αντικαθρέφτισμα της ζωής έξω α πό τα συρματοπλέγματα. Αλλά η ζωή που ζούσαν οι άνθρωποι από τις δύο πλευρές του συρματοπλέγματος δεν ήταν αντίθετη, αλλά ανταποκρινόταν στους νόμους της συμμετρίας»(Ζωή, 795). Ο Πρίμο Λέβι, σκεφτόμενος το ναζιστικό φαινόμενο, ανακαλύπτει «τον μακρόκοσμο της ολοκληρωτικής κοινωνίας να αναπαράγεται στον μικρόκοσμο του Ι_39βΓ» (/Αυτοί που βούλιαξαν, 47). Το στρατόπεδο δεν είναι υπερβολή, ανωμαλία, αλλά η λογική απόληξη του προτάγματος· είναι μια μινιατού ρα του συνόλου της κοινωνίας και συγχρόνως το πιο αποτελεσματικό μέσον της τρομοκρατίας, έτσι ώστε θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε και ότι, αν μία κοινωνία δεν έχει στρατόπεδα, δεν είναι αληθινά ολοκλη ρωτική. Αρκεί να συγκρίνουμε φυλακές και στρατόπεδα, για να αντιληφθούμε τον βαθμό στον οποίο τα στρατόπεδα είναι μία ενσάρκωση του ακραίου. Σε ρίχνουν εκεί τις περισσότερες φορές χωρίς δίκη, άρα δεν υ πάρχει και κανένας λόγος για να βγεις. Υποφέρεις απ’ το κρύο, απ’ την πείνα και από την εξαντλητική εργασία στην οποία σε υποχρεώνουν. Υπομένεις την εξουσία και την αυθαιρεσία των κάπο ή των αντιστοίχων τους, που στρατολογούνται από τους πιο κτηνώδεις εγκληματίες. Ζεις διαρκώς υπό την απειλή (ή την πραγμ-' πκότητα) των χτυπημάτων, στον ίσκιο του θανάτου. Δίπλα σ’ αυτά, η φυλακή είναι κολέγιο. Το στρατόπεδο είναι συγχρόνως ένα παραμορφωτικό πρότυπο της κοινωνίας, αφού διατηρεί από το ολοκληρωτικό καθεστώς μόνο τον καταναγκασμό, την τρομοκρατία, και εγκαταλείπει λόγου χάρη κάθε ενδιαφέρον για την ιδεολογία (σε σημείο που, όπως έλεγε ο Σολζενί-
245
246
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
τσυν, τα στρατόπεδα είναι ο μοναδικός τόπος στη Ρωσία στον οποίο μπορείς να σκεφτείς ελεύθερα). Αυτή η τρομοκρατία ωστόσο είναι με τη σειρά της, όπως και στην κοινωνία, υπεύθυνη για μία σειρά πιο ιδιαί τερων χαρακτηριστικών: την απαγόρευση να βγεις από το στρατόπεδο επί ποινή θανάτου (όπως άλλωστε και για τις άλλες απαγορεύσεις)-το μυστικό που διατηρείται μέσα όπως και έξω-την αυστηρή ιεραρχία των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων (ο ολοκληρωτισμός δεν είναι διόλου εξισωτικός)· την εμπλοκή όλων στη λειτουργία της μηχανής· τη δια φθορά της ψυχής κάτω από τον καταναγκασμό-την σταθερή παρουσία της σωματικής βίας και του θανάτου. Το διπλό νόημα της λέξης «ακραίο», κεντρικό και περιφερειακό, ε ξηγεί γιατί πρέπει να χειριζόμαστε με προσοχή τη διαβεβαίωση σύμ φωνα με την οποία τα στρατόπεδα, μέσα στην ακραιότητά τους, μας α ποκαλύπτουν την αλήθεια της ζωής μας. Ο ολοκληρωτισμός είναι το α ντίθετο της δημοκρατίας, όχι η αλήθεια της. Δεν μπορούμε να συγκρί νουμε την τρομοκρατία με την νόμιμη βία του κράτους δικαίου, το ο ποίο, με τη συμφωνία όλων, ορίζει ένα όριο πέρα από το οποίο ορισμέ νες πράξεις τιμωρούνται: φόνοι, κακοποιήσεις και τραυματισμοί, βια σμοί, κλοπές. Στη δημοκρατία, ο υπήκοος μπορεί να ενεργεί σε συμ φωνία με τη βούλησή του, όποιες κι αν είναι οι πιέσεις που του ασκού νται-διαθέτει την προσωπική του ζωή όπως θέλει και διατηρεί την ε λευθερία γνώμης-απολαμβάνει εγγυήσεις, μ’ άλλα λόγια ελευθερίες, που του τις εξασφαλίζει το κράτος του. Δεν πιστεύω ότι ζούμε όλοι σ’ ένα γκέτο, ούτε ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα τεράστιο στρατόπε δο. Ώστε δεν συμφωνώ καθόλου μ’ εκείνους που βλέπουν στο Αουσβιτς την αναπόφευκτη και σχεδόν φυσιολογική κατάληξη, την αλήθεια που επιτέλους αποκαλύφθηκε όλης μας της νεοτερικότητας: αν αυτός ο ό ρος «νεοτερικότητα» καλύπτει πραγματικότητες τόσο απομακρυσμένες όπως η δημοκρατία και ο ολοκληρωτισμός, αμφιβάλλω για τη χρησιμότητά του. Αλλά ακριβώς επειδή είναι το ακραίο όριό της, ή το αντίθετό της, ο ολοκληρωτισμός μπορεί να μας μάθει πολλά για τη δημοκρατία. Και πάλι ο Πρίμο Λέβι κατόρθωσε να τοποθετηθεί σ’ αυτή τη διπλή σκοπιά. Από τη μια μεριά, αισθάνεται αποστροφή μπροστά στις συγκρί σεις του ελεύθερου κόσμου με τον κόσμο των στρατοπέδων. «Όχι, τα πράγματα δεν είναι έτσι, δεν είναι αλήθεια ότι το εργοστάσιο της Φίατ είναι στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Στη Φίατ δεν υπάρχει θάλαμος αε ρίων. Μπορείς να αισθάνεσαι πολύ άσχημα στο ψυχιατρείο, αλλά δεν υπάρχουν φούρνοι, υπάρχει έξοδος και μπορεί να έρθει να σε επισκεφθεί η οικογένειά σου» (Καμόν, 19-20). Αλλά, από την άλλη μεριά, φι λοδοξεί ν’ αντλήσει από το Αουσβιτς ένα μάθημα για τον κόσμο ολό κληρο, και όχι μόνο για το μέρος αυτού του κόσμου που το γέννησε: α κόμα κι «ένα τόσο εξαιρετικό επεισόδιο της ανθρώπινης κατάστασης [...] μπορεί να χρησιμεύσει για να αναδείξει τις θεμελιώδεις αξίες» (Εάν, 113). Ώστε το παρόν βιβλίο είναι με τη σειρά του μόνο μια προ-
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
απάθεια να ακολουθήσω την εντολή του Λέβι. Θέλησα να καταλάβω καλύτερα την ηθική μας ζωή, και για τούτο έσκυψα πάνω στη ζωή μες στα στρατόπεδα-αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι δύο αυτοί κόσμοι συγχέονται.
Ενότητα ή ενικότητα Η υπαγωγή του κομμουνιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού καθε στώτος στην ίδια κατηγορία, στον ολοκληρωτισμό, συχνά αμφισβητήθηκε, και καταπολεμήθηκε, και θέτει πάντα προβλήματα. Είναι προφα νές ότι τα δύο φαινόμενα έχουν και ομοιότητες και διαφορές, και ότι όλα εξαρτώνται από τη θέση που δίνουμε στις μεν και στις δε. Έχουν πολλοί επιμείνει, λόγου χάρη, στις ιδεολογικές αβύσσους που τα χωρί ζουν, αγεφύρωτες σε πρώτη ματιά-είναι αλήθεια ότι περιορίζονται ό ταν μένουμε κολλημένοι όχι στις θεωρητικές διακηρύξεις αλλά στην ι δεολογία την οποία μπορούμε να συναγάγουμε άμεσα από τις συμπε ριφορές: σοσιαλιστικές ιδέες δεν απουσιάζουν από το χιτλερικό Ράιχ, όπως ακριβώς δεν λείπουν κι από τον Στάλιν νιτσεϊκές εμπνεύσεις. Απεναντίας, μπορεί να μας εντυπωσιάσει η γνήσια άμιλλα που υπάρχει ανάμεσα στους δύο δικτάτορες: πριν τον πόλεμο, ο Χίτλερ θαυμάζει και μιμείται τον Στάλιν και επιδιώκει, λόγου χάρη, να οργανώσει την Γκεστάπο κατ’ εικόνα της σοβιετικής ΝΚνϋ-η σφαγή του Κατύν προει κονίζει, μέχρι και στις λεπτομέρειες, τις σφαγές που διέπραξαν οι Εΐηδ3ίζΙ<θΓηπΐ3ηοΙθ8. Αργότερα, ο Στάλιν θα δώσει τη διαταγή να συμπεριφέρονται ανελέητα στους στρατιώτες που διστάζουν να μάχο νται μέχρι θανάτου, εμπνεόμενος ευθέως από ανάλογες διαταγές που έχει δώσει ο Χίτλερ-περί τα τέλη της ζωής του, αντιγράφει και το πρόταγμα του αφανισμού των Εβραίων. Είναι γνωστό ότι η συνεννόηση των δύο ηγετών κατέληξε στο διαβόητο γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο του 1939-1941: μάλλον στιγμή αλήθειας παρά πλάνης. Αλλά η ανάλυ ση αυτή, που έγινε ήδη πάμπολλες φορές, δεν είναι στις επιδιώξεις μου εδώ, για έναν ιδιαίτερο λόγο: θέλησα να ρωτήσω όχι τα καθεστώ τα, αλλά την εμπειρία των ατόμων. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τα στρατόπεδα: ανάλογα με την ο πτική γωνία που διαλέγουμε, θα επιμείνουμε στις διαφορές ή στις ο μοιότητες. Ο Αλμπέρ Μπεγκέν έχει καταγράψει αρκετές διαφορές και ομοιότητες στον επίλογό του στη μαρτυρία της Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν- και άλλοι συγγραφείς έχουν κάνει τη σύγκριση. Μπο ρούμε, λόγου χάρη, να διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει ακριβές σοβιε τικό ισοδύναμο προς τα στρατόπεδα εξοντώσεως, κι αν ακόμα ο αριθ μός των θυμάτων είναι συγκρίσιμος στο Αουσβιτς και στην Κολύμα, η βιομηχανική θανάτωση δεν υπάρχει στην Ε.Σ.Σ.Δ. (την έχει πλησιάσει περισσότερο η Καμπότζη). Συνεπώς, η θνησιμότητα είναι εκεί μικρότε ρη- άλλωστε, και η ιατρική φροντίδα είναι λιγότερο ανεπαρκής. Στην
247
248
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Ε.Σ.Σ.Δ., φύλακες και κρατούμενοι προέρχονται από την ίδια χώρα και μοιράζονται (σχεδόν πάντα) την ίδια γλώσσα, πράγμα που είναι πηγή ανακούφισης- αλλά από την άλλη μεριά, οι γερμανοί πολιτικοί κρατού μενοι μπορούν να βεβαιωθούν μες στο μυαλό τους ότι ήταν πάντα ε χθροί των ναζί, ενώ οι σοβιετικοί κομμουνιστές έχουν κλειστεί μέσα α πό άλλους κομμουνιστές, πράγμα που προκαλεί την κατάρρευση του νοητικού τους σύμπαντος. Οι σοβιετικοί φύλακες επιδεικνύουν περισ σότερη συμπόνια αλλά και μεγαλύτερη αυθαιρεσία. Ένα ιδιαίτερα ωμό μέτρο εγκαθιδρύει, στα κομμουνιστικά μα όχι στα ναζιστικά στρατόπε δα, μια σχέση ανάμεσα στην ποσότητα εργασίας που έκανες και την ποσότητα τροφίμων που θα πάρεις. Στα σοβιετικά στρατόπεδα επικρα τεί πιο μεγάλη αθλιότητα, αλλά στα γερμανικά στρατόπεδα η εφαρμο γή της τάξης μπορεί να είναι ιδιαίτερα φονική. Το αποτέλεσμα είναι ότι, καίτοι διαφορετικά, κομμουνιστικά στρατό πεδα και ναζιστικά στρατόπεδα είναι συχνά ισοδύναμα από την άποψη ε κείνου που είναι κλεισμένος σ’ αυτά, και μπορούμε μόνο να συμμερι στούμε την αμηχανία της Μπούμπερ-Νόυμαν που τα γνώρισε και τα δύο: «Αναρωτιέμαι ποιο είναι κατά βάθος το χειρότερο: η καλύβα με άχυρο και λάσπη και τις ψείρες στην Μπούρμα [του Καζακστάν] ή αυτή η εφιαλ τική τάξη [το Ράβενσμπρυκ]; » (Ράβενσμπρυκ, 53). Ή, όπως λέει καταθέ τοντας μάρτυρας στη δίκη Νταβίντ Ρουσέ: «Είναι δύσκολο να αποφανθούμε τι είναι λιγότερο ανθρωπιστικό, να σκοτώνουμε τους ανθρώπους με αέρια σε πέντε λεπτά ή να τους στραγγαλίζουμε αργά με την πείνα σε διάστημα τριών μηνών» (Ρουσέ κ.α., 183). Βρίσκουμε μία συμπληρω ματική και σχεδόν κωμική (αν έλειπε η σοβαρότητα του ζητήματος) επι βεβαίωση αυτού του παραλληλισμού των δύο ομάδων στρατοπέδων στα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εναντίον του Ρουσέ το 1950, κατά τη διάρκεια της ίδιας δίκης, από τους αντιπροσώπους του γαλλικού Κ.Κ.: ο πρώην κρατούμενος των ναζιστικών στρατοπέδων που καταγγέλλει τα σοβιετικά στρατόπεδα κατηγορείται για απάτη και ορισμένοι υποστηρί ζουν ότι χρησιμοποιεί τις περιγραφές των πρώτων για να μιλήσει για τα δεύτερα, αλλάζοντας απλώς ονομασίες και ημερομηνίες! Δεν είναι η ο μολογία αυτή ακόμα πιο τρομερή, αφού είναι αθέλητη; Από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να αμελήσουμε τις πολλές ο μοιότητες μεταξύ των στρατοπέδων, όχι μόνον εξ αιτίας της ταυτόση μης θέσης τους μέσα στις δύο ολοκληρωτικές κοινωνίες, αλλά και εξ αιτίας της άμιλλας και της συνέχειας που εγκαθιδρύεται ανάμεσά τους. Ο Χίτλερ εμπνέετε; κι εδώ από τον Στάλιν: ο Ρούντολφ Ες ανα φέρει: «Η διεύθυνση της Ασφαλείας (Η3ΗΑ) είχε παραδώσει στους δι οικητές των στρατοπέδων λεπτομερή στοιχεία για τα ρωσικά στρατό πεδα συγκεντρώσεως. Σύμφωνα με μαρτυρίες δραπετών, οι συνθήκες που επικρατούσαν εκεί είχαν εκτεθεί σε όλες τους τις λεπτομέρειες. Υπογραμμιζόταν ιδιαίτερα ότι οι Ρώσοι εκμηδένιζαν ολόκληρους πλη θυσμούς επιβάλλοντάς τους καταναγκαστικά έργα» (224). Αλλά, με τη
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
σειρά του, επωφελείται και ο Στάλιν από την πείρα του Χίτλερ· ενο χλείται άλλωστε τόσο λίγο, ώστε ξανανοίγει τις πόρτες του Μπούχενβαλντ, του Ζάχσενχοϋζεν και άλλων γερμανικών στρατοπέδων αμέ σως μόλις αποχωρήσει ο τελευταίος τους κρατούμενος, για να κλείσει εκεί μέσα, πάλι, όλους τους εναντιούμενους στο καθεστώς, ναζί αλλά και άλλους μη κομμουνιστές —που ορισμένοι ήταν πρώην κρατούμε νοι! Υπολογίζονται σε εκατόν είκοσι χιλιάδες οι καινούριοι ένοικοι των παλιών στρατοπέδων, σε σαράντα πέντε χιλιάδες οι νεκροί, από τυφε κισμό ή από εξάντληση, αρρώστιες και πείνα. Αυτοί οι πρώην γερμανοί κρατούμενοι, που τους απελευθέρωσαν οι Σοβιετικοί και αμέσως μετά τους ξανάκλεισαν μέσα οι «ελευθερωτές» τους, δεν είναι οι μόνοι που γνώρισαν τα δύο καθεστώτα: έχουν συ στηματικά στείλει ρώσους αιχμαλώτους πολέμου στα στρατόπεδα της Σιβηρίας, για να τους τιμωρήσουν που προτίμησαν να παραδοθούν στον εχθρό παρά να πεθάνουν στη μάχη· απεναντίας, ως συνέπεια του Συμφώνου, οι Σοβιετικοί παραδίδουν στον Χίτλερ τους γερμανούς και αυστριακούς κομμουνιστές τους οποίους είχαν προηγουμένως εκτοπί σει στα δικά τους στρατόπεδα. Μία απ’ αυτούς είναι η Μπούμπερ-Νόυμαν, και μας έχει δώσει μία περιγραφή της πολύ συμβολικής σκηνής που εκτυλίσσεται στο Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1940: «Ο αξιωματικός της ΝΚΝ/ϋ και ο αξιωματικός των 83 χαιρετιούνται στρατιωτικά με το χέρι στο πηλήκιο» (Σιβηρία, 213). Αυτή η πραγματική συνέχεια υπογραμμί ζει μία βαθιά ομοιότητα, και δεν θα ξαφνιαστούμε όταν δούμε, μετά τον πόλεμο, τους σοβιετικούς κατάδικους να συγκρίνουν συχνά την κατάστασή τους με των θυμάτων του ναζισμού. Το γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο αναδεικνύει εκρηκτικά τη συμπαιγνία των δύο καθεστώτων και, από την άποψη αυτή, αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα στην ιστο ρία του ολοκληρωτισμού κατά τον 20ό αιώνα-αλλά, για τα θύματα, και την πιο απελπιστική στιγμή. Ο Γκούσταβ Χέρλινγκ αναθυμάται τις ε ντυπώσεις του από εκείνη την εποχή: «Με φρίκη και ντροπή σκέφτομαι εκείνη την Ευρώπη την χωρισμένη στα δύο από τον ποταμό Μπουγκ, με από τη μία μεριά εκατομμύρια σοβιετικούς δούλους να παρακαλούν να τους ελευθερώσουν οι στρατιές του Χίτλερ και από την άλλη μεριά εκατομμύρια θύματα των γερμανικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, που η τελευταία τους ελπίδα ήταν η νίκη του Κόκκινου στρατού» (217). Αυτό που με ενδιέφερε σε τούτη την ακραία κατάσταση ήταν η συ μπεριφορά των ατόμων-ε λοιπόν, στην οπτική αυτή, και αν αφήσουμε κατά μέρος τις αντιδράσεις μπροστά στις βιομηχανικές σφαγές που διαπράχθηκαν σε ορισμένα ναζιστικά στρατόπεδα, δεν υπάρχουν αξιο σημείωτες διαφορές ανάμεσα στους δύο τύπους στρατοπέδων. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τον ίδιο τύπο συμπεριφοράς στο Μπούχενβαλντ και την Βολογκντά, και στα στρατόπεδα της Κίνας ή της Κούβας. Αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετό για να δικαιολογήσει την οπτική που επιλέξαμε στο παρόν βιβλίο. Αλλά υπάρχει κι ένας άλ
249
250
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
λος λόγος, που τον έχω ήδη εξηγήσει: είναι τα πλεονεκτήματα που βλέπω να έχει η παραδειγματική μνήμη, σε αντίθεση προς την κυριολε κτική μνήμη- το παρελθόν που θεωρείται όργανο (για να ενεργούμε στο παρόν) και όχι μνημείο. Δεν έχει καμία αξία να εδραιωνόμαστε μια για πάντα στον ρόλο του θύματος, ρόλο που έχει γίνει ηθικά βολικός από τη στιγμή που έχει περάσει ο κίνδυνος. Απεναντίας, υπάρχει μια αναμφισβήτητη αξία που συνίσταται στο να περνούμε από τη δυστυχία μας, ή από τη δυστυχία των οικείων μας, στη δυστυχία των άλλων, να μην απαιτούμε για τον εαυτό μας την αποκλειστική καταστατική θέση του πρώην θύματος. Ο μεγάλος σοβιετο-εβραίος συγγραφέας Βασίλη Γκρόσμαν είχε μάθει τον θάνατο της μητέρας του στους θαλάμους αε ρίων και, μαζί με τα πρώτα τάγματα του Κόκκινου στρατού, είχε δει με τα μάτια του τις εγκαταστάσεις της Τρεμπλίνκα. Είχε ωστόσο βρει μέ σα του τη δύναμη και τη γενναιοψυχία να αγωνιστεί μαζί με τους Αρμένιους, θύματα μιας άλλης γενοκτονίας, και είχε ενθαρρυνθεί από έναν γέροντα στο Ερεβάν: «Ήθελε να βρεθεί ένα τέκνο του μαρτυρι κού αρμενικού λαού να γράψει για τους Εβραίους» (Οοόω νβπι!, 270). Ε λοιπόν, μία από τις άμεσες επιπτώσεις αυτού του σχίσματος ανά μεσα σε κυριολεκτική μνήμη και παραδειγματική μνήμη (ή ανάμεσα σε μνήμη και δικαιοσύνη) είναι η αδυνατότητα να διακηρύξουμε συγχρό νως ότι ένα ορισμένο συμβάν είναι συνάμα απόλυτα μοναδικό και ότι οφείλει να μας χρησιμεύσει ως μάθημα για να ερμηνεύσουμε και να κρίνουμε πολλές άλλες καταστάσεις. Αν το συμβάν είναι μοναδικό, μπορούμε να το κρατήσουμε στη μνήμη μας και να ενεργούμε με βάση αυτή την ανάμνηση, αλλά δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν κλειδί σε κα μία άλλη περίπτωση· αντίστοιχα, αν αντλήσουμε από ένα παρελθόν συμβάν ένα μάθημα για το παρόν, ο λόγος είναι ότι αναγνωρίζουμε στα δυό τους κοινά χαρακτηριστικά. Η αλήθεια είναι ότι, για μιαν ακόμα φορά, το ιδιωτικό διαφέρει εδώ από το δημόσιο. Γ ια το άτομο, η εμπειρία είναι αναγκαστικά μοναδική και άλλωστε η εντονότερη απ’ όλες. Διαβάζω στην αφήγηση ενός επιβιώσαντος των στρατοπέδων της Βουλγαρίας: «Με την Λάροδο των ε τών [αφού βγήκε από το στρατόπεδο] διάβασα και ξαναδιάβασα τα βι βλία για τις καταπιέσεις και τις ανακρίσεις. Τα στρατόπεδα της γαλλι κής Γουιάνας, του Χίτλερ και του Στάλιν, των βούλγαρων φασιστών δεν κατόρθωσαν να φτάσουν σ’ εκείνο που πέτυχαν πολλοί υπεύθυνοι υπάλληλοι της Κρατικής Ασφάλειας [στη Βουλγαρία] την εποχή εκεί νη» (Πετρόφ, 3). Αυτός ο τύπος αντίδρασης είναι τελείως κατανοητός, αλλά αφορά μόνο στην ατομική οπτική. Για να μπορέσει η συλλογικότητα να επωφεληθεί απ’ αυτό, πρέπει να ξέρει να αναγνωρίζει τι έχει κοινό η εμπειρία αυτή με άλλες. Αν λες μέσα σου ότι η γενοκτονία των Εβραίων από τους ναζί, για να πάρουμε αυτό το ακραίο παράδειγμα, χαρακτηρίζεται από τη «μοναδικότητά» της και ότι δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο συμβάν του παρελθόντος, του παρόντος ή του
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
μέλλοντος, επιβάλλεται να καταγγέλλουμε τις αναμείξεις που γίνονται εδώ κι εκεί' αλλά όχι να το χρησιμοποιήσουμε σαν παράδειγμα αδι κίας, του οποίου οφείλουμε να καταπολεμήσουμε και τις άλλες πτυ χές. Φυσικά, μας εμψυχώνουν οι καλύτερες προθέσεις, όταν υποστηρί ζουμε συγχρόνως και τις δύο θέσεις· στην πραγματικότητα, εξουδετε ρώνονται αμοιβαία. Το παράδειγμα του Νταβίντ Ρουσέ, που το επικαλεστήκαμε πολλές φορές στις σελίδες αυτές, είναι ιδιαίτερα σημαντικό από την άποψη αυτή. Αυτός ο πρώην πολιτικός κρατούμενος, που φυλακίστηκε στο Μπούχενβαλντ, είχε την τύχη να επιζήσει και να επιστρέψει στη Γαλ λία. Δεν σώπασε: έγραψε δύο βιβλία στα οποία πασχίζει να αναλύσει και να καταλάβει το σύμπαν των στρατοπέδων τα βιβλία αυτά τον έκα ναν διαβόητο. Αλλά, για μιαν ακόμα φορά, δεν σώπασε: στις 12 Νοεμ βρίου 1949, δημοσιεύει στον ίβ Ρϊς/βΐΌ ΙϋίέΓθίΓβ ένα κάλεσμα στους πρώην κρατούμενους στα ναζιστικά στρατόπεδα να αναλάβουν την έ ρευνα για τα σοβιετικά στρατόπεδα, που εξακολουθούσαν σταθερά να λειτουργούν. Το κάλεσμα αυτό ενεργεί σαν βόμβα: οι κομμουνιστές αποτελούν μεγάλο ποσοστό των πρώην κρατουμένων και η επιλογή α νάμεσα στις δύο αλληλοσυγκρουόμενες πίστεις τους δεν είναι εύκο λη· έπειτα από το κάλεσμα αυτό, πολλές ομοσπονδίες κρατουμένων διασπώνται στα δύο. Τα κομμουνιστικά έντυπα βρίζουν τον Ρουσέ, πράγμα που τον αναγκάζει να τους : ιάει στα δικαστήρια για συκοφα ντική δυσφήμηση, και κερδίζει τη δίκη. Ο Ρουσέ αφιερώνει κατόπιν πολλά χρόνια της ζωής του στην καταπολέμηση των κομμουνιστικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, συλλέγοντας και δημοσιεύοντας πλη ροφορίες γι’ αυτά. Αν είχε δώσει το προβάδισμα στην κυριολεκτική μνήμη, ο Ρουσέ θα είχε περάσει την υπόλοιπη ζωή του βυθισμένος στο παρελθόν του, πε ριποιούμενος τις πληγές του, θρέφοντας μνησικακία για κείνους που του έκαναν μιαν αλησμόνητη προσβολή. Δίνοντας το προβάδισμα στην παραδειγματική μνήμη, διαλέγει να επωφεληθεί από το μάθημα του πα ρελθόντος για να ενεργήσει στο παρόν, στο εσωτερικό μιας κατάστα σης της οποίας δεν είναι ο αυτουργός, και την οποία γνωρίζει κατ’ ανα λογίαν ή από τα έξω. Έτσι καταλαβαίνει το καθήκον του ως πρώην κρα τούμενου, και γι’ αυτό απευθύνεται κατά προτεραιότητα, αυτό είναι ου σιώδες, σε άλλους πρώην κρατούμενους. «Δεν μπορείτε ν’ αρνηθείτε αυτό τον ρόλο κριτή, γράφει. Αυτό είναι το πιο σημαντικό χρέος σας, παλαιοί πολιτικοί κρατούμενοι. [...] Οι άλλοι, αυτοί που δεν έζησαν ποτέ σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, μπορούν να υποστηρίξουν ένδεια της φαντασίας, ανεπάρκεια. Εμείς, είμαστε επαγγελματίες, ειδικοί. Αυτό το τίμημα πρέπει να πληρώσουμε για το πλεόνασμα ζωής που μας έχει παραχωρηθεί» (Κόπφερμαν, 207). Χρέος των πρώην κρατούμενων είναι να ερευνούν τα σημερινά στρατόπεδα. Ο Ρουσέ δεν αγνοεί τις διαφορές ανάμεσα στα δυο συστήματα
252
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
στρατοπέδων, αλλά τα δυο τους έχουν κοινό το καθαυτό φαινόμενο, και δεν δικαιολογούν την παραίτηση από τη σύγκριση. «Για τους κρα τούμενους η διαφορά είναι μάταιη, αφού οι ίδιες συνθήκες ζωής οδη γούν αλάθητα στον ιδιαίτερο θάνατο που ήταν ο δικός μας, στον βρο μερό και απελπισμένο θάνατο» (207). Τίθεται τότε ένα δεύτερο ερώτη μα: δεν πρέπει να γενικεύσουμε κι άλλο και να εξομοιώσουμε τα βάσα να στα στρατόπεδα με την «προαιώνια οικουμενική πληγή των λαών» (200), με όλες τις δυστυχίες, με όλες τις αδικίες; Πράγματι, εδώ η πα ραδειγματική μνήμη διατρέχει τον κίνδυνο να αραιωθεί και να γίνει οι κουμενική αναλογία, στην οποία όλες οι γάτες της θλίψης είναι ομοιό μορφα γκρίζες. Αυτό δεν θα ήταν μόνο να καταδικαστούμε σε παράλυ ση μπροστά στο τεράστιο μέγεθος του καθήκοντος αυτού-θα ήταν, ε πιπλέον, παραγνώριση του γεγονότος ότι τα στρατόπεδα δεν αποτελούν μιαν αδικία μεταξύ άλλων, αλλά την μεγαλύτερη κατάπτωση που αναγκάστηκε να γνωρίσει ο άνθρωπος τον 20ό αιώνα. Όπως λέει στη δίκη του ο Ρουσέ: «Η δυστυχία των στρατοπέδων είναι ασύμμετρη προς όλες τις άλλες» (244). Η παραδειγματική μνήμη γενικεύει, αλλά περιορισμένα-δεν εξαφανίζει την ταυτότητα των γεγονότων, αλλά α πλώς συσχετίζει τα γεγονότα τα μεν με τα δε. «Ασύμμετρη» δεν ση μαίνει «ασύνδετη»: το ακραίο υπάρχει εν σπέρματι μέσα στο καθημερι νό-αλλά πρέπει και να ξέρουμε να κάνουμε τη διάκριση σπόρου από καρπό. Δεν κρίνουμε με τον ίδιο τρόπο τη ροπή προς το έγκλημα και το διαπραγμένο έγκλημα. Δεν υπάρχουν πια στις μέρες μας ομαδικές συλλήψεις Εβραίων ού τε στρατόπεδα εξοντώσεως. Πρέπει, ωστόσο, να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη του παρελθόντος: όχι για να ζητήσουμε επανόρθωση για την προσβολή που μας έκαναν, αλλά για να παρακολουθούμε άγρυπνα κα ταστάσεις καινούριες και ωστόσο ανάλογες. Ο ρατσισμός, η ξενοφο βία, ο αποκλεισμός που χτυπούν σήμερα τους «άλλους» δεν ταυτίζο νται με τα ίδια φαινόμενα προ πεντηκονταετίας- αυτό δεν πρέπει να μας κάνει, στο όνομα αυτού ακριβώς του παρελθόντος, να μην ενερ γούμε στο παρόν. Παρά αυτή την τάση για τη γενίκευση, τα παραδείγματά μου δεν προέρχονται από όλα τα στρατόπεδα, αλλά μόνον από δύο ομάδες, τα ναζιστικά και τα σοβιετικά. Κι αυτές οι δύο ομάδες αντιπροσωπεύονται άνισα, για έναν λόγο που έχει σχέση με την ιστορία. Το ναζιστικά κα θεστώς συντρίφτηκε το 1945-οι πρώην δήμιοι, όταν δεν διέφυγαν ή κρύφτηκαν, πέρασαν από δίκη-τα πρώην θύματα, κι αν ακόμα δεν έγιναν νικητές, βρέθηκαν σε χώρες στις οποίες τα βάσανά τους αναγνω ρίζονταν και η ελευθερία τους προστατευόταν. Τα κομμουνιστικά κα θεστώτα δεν νικήθηκαν από τα έξω-αποσυντέθηκαν σταδιακά (όταν έγινε κάτι τέτοιο) διατηρώντας στη θέση τους πολλές παλαιές δομές και πολλά άτομα που εμπλέκονταν στις παλαιότερες πράξεις καταπίε σης. Προς το παρόν, τίποτε εφάμιλλο με μία δίκη της Νυρεμβέργης
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
δεν προβλέπεται για τις παλαιές κομμουνιστικές χώρες-για διάφορους λόγους, οι δίκες που διεξήχθησαν, εναντίον του Τσαουσέσκου, του Ζίβκοφ ή του Χόνεκερ, ήταν απατηλές. Μία συνέπεια της διαφοράς αυ τής είναι ότι είμαστε απείρως καλύτερα πληροφορημένοι για τα γερ μανικά στρατόπεδα σε σύγκριση με τα σοβιετικά στρατόπεδα, προπά ντων όσον αφορά στην ψυχολογία των συμπεριφορών. Διαθέτουμε, και για τα μεν και για τα δε, πολυάριθμες μαρτυρίες πρώην κρατουμέ νων-αλλά δεν υπάρχει, από την σοβιετική πλευρά, τίποτε εφάμιλλο με τα γραπτά των πρώην ναζί, ομολογίες ή απολογίες- λείπουν, ακόμα, παρά τις προσπάθειες ορισμένων πρωτοπόρων, λεπτομερειακές και α ντικειμενικές μελέτες από παρατηρητές του εξωτερικού. Γι’ αυτό τον λόγο, τα παραδείγματά μου, προπάντων όσον αφορά στις εκδηλώσεις του κακού, τα έχω πάρει πιο συχνά από την ιστορία των ναζιστικών στρατοπέδων παρά από των κομμουνιστικών. Είναι βέβαιο ότι, σε λίγα χρόνια, η τεκμηρίωση γι’ αυτά τα δεύτερα θα έχει εμπλουτιστεί πολύαλλά θα έπρεπε να περιμένουμε να γίνει αυτό, πριν βαλθούμε να συλ λογιστούμε το μάθημα των στρατοπέδων; Έκρινα πως όχι.
Σημειώσεις για την ηθική Παρασυρμένος από τις αναγνώσεις μου για τις εξεγέρσεις της Βαρσοβίας, έχω αναγγείλει χωρίς περαιτέρω επιφυλάξεις ότι θ’ ασχο ληθώ εδώ με την ηθική ζωή των ατόμων, προσθέτοντας ότι, περισσό τερο από το παρελθόν καθαυτό, με ενδιέφερε το φως που ρίχνει το παρελθόν στο παρόν. Ε λοιπόν, αυτή η σύνδεση όρων, «ηθική» και «παρόν», αποτελεί πρόβλημα. Αυτό που χαρακτηρίζει το παρόν μας, θα μου πει πιθανόν ευγενικά κάποιος, είναι ίσα ίσα η εξαφάνιση της η θικής. Ακριβέστερα, δύο διακριτές προτάσεις φαίνονται αυτονόητες στον σημερινό κόσμο, κι ας μη ταιριάζουν καλά μεταξύ τους. Η πρώτη, που μπορεί να συνοδεύεται από λύπη ή ικανοποίηση, θέλει την απου σία ηθικής να είναι ίσα ίσα το χαρακτηριστικό των σημερινών δυτικών κοινωνιών: το καθήκον έχει πεθάνει, στη θέση του υμνούμε την αυθε ντικότητα. Η δεύτερη διατυπώνεται σε προστακτική: είναι καιρός να α πελευθερωθούμε από τα τελευταία υπολείμματα μιας καταπιεστικής η θικής-λένε, ακόμα: προσοχή, η ηθική ξανάρχεται! Πριν φτάσουμε στα ηθικά μαθήματα από τα στρατόπεδα, θα έπρεπε λοιπόν ν’ αναρωτηθώ, αν δεν είμαι τελείως παραπλανημένος, όταν εγείρω ζητήματα ενός άλ λου χρόνου ή ενός άλλου τόπου. Νομίζω ότι οι δύο αυτές προτάσεις προέρχονται από δύο διακριτές παρεξηγήσεις, που σχετίζονται με την έννοια και την επέκταση του ό ρου «ηθική». Στην πρώτη περίπτωση (η διαπίστωση απουσίας) φρονώ ότι έχουν εκλάβει το είδος για το γένος: από την εξαφάνιση μίας μορ φής ηθικής (χονδρικά, εκείνης που αποκρυσταλλωνόταν στις παραδό σεις) βγάζουν συμπεράσματα για την εξαφάνιση της ηθικής εν γένει. Ε
253
254
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
λοιπόν, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, η ηθική δεν θα ήταν δυνατόν να εξαφανιστεί χωρίς να παραχθεί μία μετάλλαξη στο ανθρώπινο είδος. Δεν θα μπορούσα να αποφύγω εδώ μια πολύ σύντομη αναδρομή στην γενική ανθρωπολογία. Μπορούμε να ταξινομήσουμε τις ανθρώπι νες δραστηριότητες με διάφορους τρόπους· αλλά η μία από τις πασι φανείς διακρίσεις μού φαίνεται πως είναι η διάκριση ανάμεσα σε δρα στηριότητες (για να χρησιμοποιήσουμε πρώτα δύο λόγιους όρους) τε λεολογικές και διϋποκειμενικές. Από τη μια μεριά, πράξεις που ορίζο νται από την τελικότητά τους, στις οποίες εκκινούμε από ένα πρόταγμα και πηγαίνουμε προς την υλοποίησή του κινητοποιώντας διάφορες στρατηγικές· πράξεις τις οποίες αξιολογούμε από το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγουν, επιτυχία ή αποτυχία-χίλιες και μία χειρονομίες που προέρχονται από τον κόσμο της μελέτης και της έρευνας, της εργα σίας και των υποθέσεων, της πολιτικής και του πολέμου (αυτές ακρι βώς επωφελούνται από την εργαλειακή σκέψη). Από την άλλη μεριά, πράξεις που ορίζονται από τη σχέση που εγκαθιδρύουν μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων και τις οποίες θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, με πολύ πλατιά έννοια, επικοινωνία, μα οι οποίες αντιστοιχούν στην κατανόηση και στη μίμηση, στην αγάπη και στην εξουσία, στη συγκρό τηση του εαυτού και στη συγκρότηση των άλλων. Μπορούμε, προφα νώς, να δώσουμε στα δύο αυτά σύνολα διαφορετικά ονόματα, που ε μπλέκουν διαφορετικές έννοιες (κόσμος των πραγμάτων και κόσμος των προσώπων, σχέσεις αντικειμένων και σχέσεις υποκειμένων, κό σμος και άνθρωπος, εγώ και εσύ κ.ο.κ). Αυτό που προς στιγμήν με εν διαφέρει είναι μόνον η ύπαρξη της διάκρισης αυτής και το γεγονός ότι δεν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την ανθρώπινη ζωή χωρίς την ταυ τόχρονη παρουσία των δύο συνόλων δραστηριοτήτων —νομίζω πως ό λοι θα ήταν σύμφωνοι σ’ αυτό. Η ηθική, όπως την καταλαβαίνω εγώ, είναι μία από τις συστατικές διαστάσεις του διϋποκειμενικού κόσμου-τον διαβρέχει απ’ άκρου σε άκρον και αποτελεί συγχρόνως την κορυφή του. Όπως είναι αδύνατον να φανταστούμε την ανθρωπότητα χωρίς διϋποκειμενικές σχέσεις, δεν μπορούμε να την φανταστούμε και χωρίς ηθική διάσταση. Λέγοντας «ηθική» εννοώ αυτό που μας επιτρέπει να λέμε ότι μία πράξη είναι κα λή ή κακή. Και μιλώ για «κορυφή», γιατί αυτοί οι όροι «καλό» και «κα κό» ορίζουν, σχεδόν ταυτολογικά, και ανεξάρτητα από τη φιλοσοφία την οποία πρεσβεύουμε, ό,τι υπάρχει περισσότερο (ή λιγότερο) ευ κταίο σ’ αυτό τον κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων. Η πιο αξιέπαινη πράξη είναι εκεί, εξ ορισμού, η ηθική πράξη. Ένας κόσμος χωρίς ηθική θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο όλα, στις ανθρώπινες σχέσεις, θα εί χαν γίνει αδιάφορα —πράγμα σχεδόν αδιανόητο. Οι συντηρητικοί που θλίβονται για την εξαφάνιση της επιρροής των παραδόσεων πάνω μας δεν θα αμφισβητούσαν την ύπαρξη ηθικών κρίσεων, με αυτή την έν νοια, στον κόσμο μας-και οι πιο ακραίοι ατομικιστές δεν θα μπορούσαν
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
να αρνηθούν το πλέγμα διϋποκειμενικών σχέσεων στις οποίες είναι μπλεγμένος ο καθένας μας. Αν με ρωτούσατε: μα γιατί ενεργούμε ηθι κά; θα έδινα μία διπλή απάντηση: επειδή έτσι νιώθουμε μια βαθιά χαρά και επειδή μ’ αυτό συμμορφωνόμαστε στην ιδέα της ανθρωπιάς και συμμετέχουμε στην πραγματοποίησή της. Θα έκανα τώρα ένα συνετό βήμα προς τα εμπρός εκκινώντας από τις ακόλουθες προδηλότητες: οι ηθικές κρίσεις δεν είναι αυθαίρετες (δεν εξαρτώνται από την ιδιοτροπία του κάθε ατόμου, γι’ αυτό και είναι αδύνατον να περιστείλουμε την ηθική στην ένταση της εμπειρίας του) αλλά επιδέχονται ορθολογική επιχειρηματολογία. Οι αφηγήσεις των στρατοπέδων με έχουν πείσει ότι τις ηθικές πράξεις τις επωμίζεται πά ντα ένα άτομο (από την άποψη αυτή είναι «υποκειμενικές») και ότι οι ηθικές πράξεις προορίζονται για ένα ή πολλά άτομα (είναι «προσωπι κές»: θεωρώ τον άλλο πρόσωπο, δηλαδή γίνεται ο στόχος της πράξης μου). Έχω ονομάσει «φροντίδα» την κατ’ εξοχήν ηθική πράξη: μια πρά ξη με την οποία εγώ αποσκοπώ στην ευτυχία ενός (ή πολλών) εσύ. Αλλά, όπως έχουμε δει, αυτή δεν είναι η μοναδική, γιατί ο παραλήπτης της μπορεί να τροποποιηθεί: να είναι το ίδιο το υποκείμενο, που διαι ρείται σε δύο για την περίπτωση (και μιλούμε τότε για «αξιοπρέπεια») ή ένα ακαθόριστο σύνολο ατόμων («ο λαός μου», «οι σύγχρονοί μου», «οι αναγνώστες μου») στα οποία απευθύνονται οι «δραστηριότητες του πνεύματος». Η αξιοπρέπεια και το πνεύμα γίνονται ηθικές πράξεις μόνον όταν πληρούν τον ακόλουθο όρο: να αποσκοπούν στο καλό ορι σμένων ανθρώπων. Ένας ναζί συνεπής με τον εαυτό του δεν συγκατατίθεται στην ηθική αξιοπρέπεια, γιατί υπακούοντας στις απαιτήσεις της δεν παράγει κανένα καλό. Ο σοφός, από την άλλη μεριά, δεν κάνει μία ηθική πράξη όταν γράφει Ε=γπο2 (δεν υπάρχει ακόμα διϋποκειμενικότητα) αλλά κάνει στο μέτρο που προσπαθεί να καταστήσει τον κόσμο πιο ευκολονόητο για την ανθρωπότητα. Είμαι τώρα μπλεγμένος σε πολλές επιλογές. Πρώτα πρώτα, θέλη σα να καταλάβω την κοινή ηθική, και όχι την ηθική των εξαιρετικών όντων, των αγίων ή των κτηνών, ή εκείνων πού μας τους παρουσιάζουν ως τέτοιους και που χτυπούν πιο ζωηρά τη φαντασία. Κατόπιν, διατή ρησα ως αποφασιστική την κατηγορία «αποσκοπεί στο καλό ενός προ σώπου (ή πολλών)», προτιμώντας την από όλες τις άλλες. Σε άλλες ε ποχές, ή σε άλλες οπτικές, μπορούμε να διαλέξουμε ένα άλλο χαρα κτηριστικό και μ’ αυτό να αξιολογήσουμε τα πάντα, λόγου χάρη την ι σχύ: σωματική, όπως ήδη στον Αχιλλέα ή στον Ηρακλή, ή στους πρω ταθλητές του στίβου ή στους μεγάλους εξερευνητές· ή πνευματική, ό πως στις ιδιοφυίες της ανθρωπότητας που θαυμάζονται από όλους, τους στοχαστές, σοφούς ή καλλιτέχνες. Τέλος, μιλώντας για «πράξη» και όχι για στάση, υπονοώ ότι η ηθική δεν είναι ζήτημα συγκατάθεσης, παθητικής αποδοχής του κόσμου, αλλά ελευθερίας και επιλογής, και αν ακόμα το υποκείμενο που κάνει την ηθική πράξη δεν την συνειδητό-
255
256
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ποιεί τη στιγμή που την διαπράττει. Όσο για την δεύτερη πρόταση (την κοινοποίηση της διαταγής να λησμονήσουμε κάθε ηθική), φρονώ ότι προχωρεί κάνοντας μία σημασιολογική μετατόπιση λόγω γειτνίασης: συγχέουμε τότε την ηθική με μία πράξη συγγενική αλλά διακριτή. Εξεγειρόμαστε, λόγου χάρη, ενα ντίον των προσπαθειών ορισμένων σύγχρονών μας να μας «κάνουν η θική»· αλλά το να κάνεις ηθική δεν είναι μία πράξη ηθική. Άλλες φορές, φοβόμαστε μία επιστροφή της «ηθικής τάξης πραγμάτων»· αλλά η α νάκληση στην (ηθική) τάξη δεν είναι ηθική πράξη. Όπως έχω πει, οι ηθικές πράξεις υπονοούν ότι τελούνται από το υ ποκείμενο της πράξης, ένα άτομο (υποκειμενικότητα), και ότι απευθύ νονται σε άλλα άτομα (προσωποποίηση). Ο ακρωτηριασμός ενός από τα στοιχεία αυτά προκαλεί μία από αυτές τις πράξεις που συγγενεύουν με την ηθική για την οποία μιλούμε εδώ —και ωστόσο διαφέρουν σα φώς απ’ αυτή. Αν η πράξη τελείται από το υποκείμενο αλλά απευθύνε ται όχι σε άλλα άτομα μα σε μιαν οποιαδήποτε αφαίρεση, όπως η πα τρίδα ή η ελευθερία ή ο κομμουνισμός ή και η ανθρωπότητα, έχουμε να κάνουμε με τον ηρωισμό ή με ένα παράγωγό του. Από τη σκοπιά της ηθικής, δηλαδή από μία σκοπιά που παίρνει υπ’ όψη τα συμφέρο ντα των ατόμων, οι ηρωικές πράξεις δεν είναι αφ’ εαυτών ούτε καλές ούτε κακές και μπορούν να είναι το ένα ή το άλλο· έχουμε δει ότι ορι σμένοι ήρωες ανησυχούσαν για την επίδραση των πράξεών τους στους πλησίον τους, άλλοι όχι. Για να ξέρουμε αν μία ηθική πράξη εί ναι ηθικά αξιέπαινη, πρέπει λοιπόν να διαθέτουμε συμπληρωματικές πληροφορίες· αν ο ανθρώπινος παραλήπτης είναι απών, ο ηρωισμός μεταμορφώνεται σε πράξεις παλικαρισμού, αν όχι φανφαρονισμού. Αν η πράξη απευθύνεται σε ένα ή πολλά άτομα, αλλά δεν έχει τελεστεί από το υποκείμενο, που αρκείται να την αναγγείλει (να την ανα θέσει), πρόκειται για ηθικολογία, γι’ αυτόν τον πολύ λίγο θελκτικό συγ γενή της ηθικής-απαιτούμε τότε από τους άλλους να συμπεριφέρονται σε συμφωνία με κώδικες που περιλαμβάνουν ένα σύνολο απαγορεύσε ων ή προδιαγραφών (οι άνδρες να μη φορούν στενά παντελόνια και οι γυναίκες να μη φορούν κοντές φούστες). Ε λοιπόν, ηθικά, μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις μόνον από τον εαυτό μας-στους άλλους, μπο ρούμε μόνο να δίνουμε (μέσα στην αξιοπρέπεια, όπου το εγώ είναι πη γή και συνάμα παραλήπτης της πράξης, υπάρχουν πάλι αυτοί οι δύο παράγοντες: ένα μέρος του εγώ δίνει, ένα άλλο λαμβάνει). Μπορούμε, πάλι, να μπερδέψουμε την ηθική όχι με την ελάχιστα συμπαθητική ηθικολογία, αλλά με τη δικαιοσύνη, που είναι ευκταία. Η δικαιοσύνη δεν είναι ούτε υποκειμενική (να υποτάσσεσαι σ’ αυτήν είναι υποχρέωση, όχι προτέρημα) ούτε προσωπική (απευθύνεται αδιακρίτως σε όλους τους πολίτες, αν όχι σε όλους τους ανθρώπους)-αλλά μπορεί να επικαλεστεί τις ίδιες βασικές αρχές με την ηθική (την ευτυχία του α τόμου, τον σεβασμό του προσώπου, την οικουμενικότητα της εφαρμο
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
γής). Η ηθική πράξη, λοιπόν, δεν συγχέεται ούτε με την πολιτική, η ο ποία —στην καλύτερη περίπτωση— είναι μία πράξη που αποσκοπεί να εγκαθιδρύσει τη δικαιοσύνη (ή περισσότερη δικαιοσύνη) στο εσωτερικό μιας χώρας, πράγμα που δεν μπορεί να κάνει η ηθική· κάπως όπως ο η ρωισμός, η πολιτική πράξη μπορεί να εξυπηρετήσει ή όχι το συμφέρον των κατοίκων. Τέλος, η ηθική δεν ταυτίζεται ούτε με τον αναστοχασμό για την ηθική, που είναι της τάξης της αναζήτησης της αλήθειας, όχι του καλού. Και το βιβλίο αυτό, που μιλάει για ηθική, δεν αποτελεί ανα γκαστικά αυτό καθαυτό μία ηθική πράξη· θα μπορούσε, πάντως, να α ποτελεί, όπως και οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα του πνεύματος.
Μαθήματα του παρελθόντος Φτάνοντας στο σημείο αυτό, θα ήθελα να αναδιατυπώσω ορισμένα η θικά μαθήματα που απορρέουν από τα ολοκληρωτικά στρατόπεδα και α πό τις δραστηριότητες που τα περιβάλλουν, χωρίς να αγνοώ ότι υπάρ χουν και άλλα: τα αφήνω εδώ κατά μέρος. Τα διαχωρίζω, για μεγαλύτε ρη ευχέρεια, κάτω από ορισμένες επικεφαλίδες, κι ας είναι αλληλένδετα. 1. Αύξηση του κακού. Είναι δύσκολο να συγκρίνουμε το κακό ενός αιώνα με το κακό ενός άλλου αιώνα, αφού δεν μπορούμε να τα γνωρί σουμε και τα δύο από το εσωτερικό-μολαταύτα, όλα μας οδηγούν να πιστέψουμε ότι κατά τον 20ό αιώνα, στην Ευρώπη, παρευρεθήκαμε σε ένα ξεδίπλωμα του κακού το οποίο δεν είχαμε συναντήσει ποτέ προη γουμένως (ή πολύ σπάνια): όχι μόνον από τον αριθμό των νεκρών, αλ λά και εξ αιτίας των βασάνων που επιβλήθηκαν στα θύματα και την εξαχρείωση που υπέστησαν οι δήμιοι. Πώς να το εξηγήσουμε; Δεν πι στεύω ότι το κακό έχει αλλάξει φύση: είναι πάντα να αρνιόμαστε σε κάποιον το δικαίωμά του να είναι πλήρως ανθρώπινος· ούτε έχει υποστεί μετάλλαξη το ανθρώπινο είδος· ούτε, τέλος, έχει εμφανιστεί ξαφ νικά ένας καινούριος φανατισμός, πρωτοφανούς ισχύος. Αυτό που κα τέστησε εφικτό τούτο το τεράστιο κακό, είναι τα τελείως κοινά και κα θημερινά χαρακτηριστικά της ζωής μας: ο κατακερματισμός του κό σμου, η αποπροσωποποίηση των ανθρώπινων σχέσεων. Τα χαρακτηρι στικά αυτά, ωστόσο, είναι το αποτέλεσμα ενός σταδιακού μετασχημα τισμού, όχι ακριβώς του ανθρώπου, α λά των κοινωνιών του: ο εσωτε ρικός κατακερματισμός είναι το αποτέλεσμα της αύξουσας εξειδίκευσης που επικρατεί στον κόσμο της εργασίας, συνεπώς του αναπόφευ κτου χωρισμού της σε διαμερίσματα· η αποπροσωποποίηση προέρχε ται από μία μεταφορά της εργαλειακής σκέψης στον τόπο των ανθρώ πινων σχέσεων. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που είναι κατάλληλο για τις τελε ολογικές δραστηριότητες (εξειδίκευση, αποδοτικότητα) καταλαμβάνει και τις διαϋποκειμενικές δραστηριότητες, και αυτό ακριβώς πολλαπλα σιάζει επί χίλια ένα δυναμικό κακού πιθανόν όχι πολύ διαφορετικό από των περασμένων αιώνων.
258
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Απ’ αυτήν ακριβώς την άποψη μπορούμε να θεωρήσουμε υπεύθυνο των στρατοπέδων τον βιομηχανικό και τεχνολογικό μας πολιτισμό: όχι επειδή τα συγκεκριμένα βιομηχανικά μέσα είναι απαραίτητα για να τελέσουμε μαζικές σφαγές και να προκαλέσουμε άπειρα βάσανα (στη Γερμανία δεν προχώρησαν πολύ πιο μακριά από τη χρήση της μπαρούτης, του δηλητηρίου και της φωτιάς-η πιο φτωχή Ρωσία, σκότωνε προ πάντων με το κρύο, την πείνα και τις αρρώστιες που αυτά προκαλούν)αλλά επειδή μία «τεχνολογική» νοοτροπία εισβάλλει και στον ανθρώ πινο κόσμο. Η εξέλιξη αυτή είναι τραγική, γιατί δεν μπορούμε να φα νταστούμε να σταματάει: η τάση για την εξειδίκευση και την αποδοτικότητα είναι εγγεγραμμένη στην ιστορία μας, οπότε η ολέθρια επίπτω σή της στον καθαυτό ανθρώπινο κόσμο είναι αναμφισβήτητη. Ήδη ο Ρουσώ το είχε αντιληφθεί αυτό, και για τούτο το όραμά του για την αν θρωπότητα είναι τόσο απελπισμένο. «Ίσα ίσα το σίδερο και το σιτάρι έ χουν εκπολιτίσει τους ανθρώπους και τους έχουν κάνει να χάσουν την ανθρωπιά τους» (171). Πώς να επωφεληθούμε από τα ευεργετήματα της τεχνολογίας, χωρίς να υποστούμε τις ανακρούσεις της στους τρό πους συμβίωσής μας: ιδού ένα ερώτημα που δεν έχει ακόμη απαντηθεί. 2. Κοινοτοπία του καλού. Το καλό δεν έχει αυξηθεί παράλληλα, αλ λά δεν πιστεύω ότι έχει μειωθεί. Ο ορισμός μας του τι είναι καλό θα μπορούσε ωστόσο ν’ αλλάξει, και να μας κάνει αμέσως λίγο πιο αισιό δοξους: μου φαίνεται ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες πράξεις καλο σύνης από αυτές που αναγνωρίζει η «παραδοσιακή ηθική», η οποία εί χε την τάση να δίνει αξία στο εξαιρετικό, ενώ σημασία έχει η καθημερι νή μας ζωή. Τα στρατόπεδα επιβεβαιώνουν αυτή την πανταχού παρου σία, αφού, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες που μπορούμε να φα νταστούμε, όταν άνδρες και γυναίκες συναντιούνται έτοιμοι να λιπο θυμήσουν από την πείνα, ξεπαγιασμένοι από το κρύο, εξαντλημένοι α πό την κούραση, δαρμένοι και ταπεινωμένοι, εξακολουθούν να κάνουν απλές χειρονομίες καλοσύνης: όχι όλοι, όχι όλο τον καιρό, αλλά αρκε τά για να ενισχύσουν την πίστη μας στο καλό. Ώστε είναι στο χέρι μας, όταν είμαστε ήρεμοι, να αναγνωρίσουμε αυτές τις πράξεις (αξιοπρέπει ας, φροντίδας, πνεύματος), να τες δώσουμε αξία, να τις ενθαρρύνουμε περισσότερο από όσο συνήθως κάνουμε, γιατί, αν και είναι προσιτές στον καθένα, αντιπροσωπεύουν ένα από τα υπέρτερα επιτεύγματα του ανθρώπινου είδους-κι αυτό το έχουμε ανάγκη, σ’ έναν κόσμο απειλούμενο όπως ο δικός μας. Όπως έχω πει, το μάθημα που παίρνουμε από ακραίες καταστάσεις φωτίζει την κοινή μας κατάσταση: μια καθημερινή ηθική στα μέτρα του καιρού μας θα μπορούσε να θεμελιωθεί σ’ αυτήν την αναγνώρι ση της ευκολίας τόσο του καλού όσο και του κακού. Δεν είναι ανάγκη να μιμούμαστε τους άγιους ούτε να φοβόμαστε τα κτήνη, οι απειλές και τα μέσα να τις εξουδετερώσουμε είναι ολόγυρά μας. Η εμπειρία του καλού στα στρατόπεδα ρίχνει και ένα ορισμένο φως σε μια παλιά διένεξη γιο την ηθική: στην τέλεση μιας πράξης που απορ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ρέει απ’ αυτήν, πρόκειται, όπως φρονούν χονδρικά οι Αρχαίοι, να επι διώξουμε να υλοποιήσουμε τη φύση της, να συμμορφωθούμε στον πρώτο της προορισμό, ή, απεναντίας, όπως βεβαιώνουν μάλλον οι Σύγ χρονοι, να υποταχθούμε σε μιαν αίσθηση του καθήκοντος που απαιτεί να ξεπερνούμε και να καταπιέζουμε τις φυσικές μας ροπές; Αν κάνεις το καλό μες στα στρατόπεδα, ασφαλώς δεν το κάνεις από αίσθηση του καθήκοντος. Όλες οι εσωτερικευμένες υποχρεώσεις, είτε προέρχονται από παραδοσιακές διδαχές είτε από αποφάσεις του λογικού, καταρρέ ουν μπροστά στην πίεση των περιστάσεων. Αν η Μίλενα Γιέσενσκα βα δίζει έξω από τη γραμμή για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, φτάνει να κλειστεί στο μπουντρούμι για να ενθαρρύνει τη φίλη της, μιλάει μ’ αυτήν για λογοτεχνία και ζωγραφική μες στα συρματοπλέγματα, δεν το κάνει επειδή η παιδεία ή το λογικό της τής υπαγορεύουν αυτές της τις πράξεις, αλλά επειδή την οδηγεί σ’ αυτό η ανθρώπινη φύση της ως κοινωνικό ον και επειδή αυτό της δίνει μια πολύ καθαρή χαρά. Κι εδώ, λοιπόν, θα έκλινα να δώσω δίκιο στον Ρουσώ (που ωστόσο ανήκει στους Σύγχρονους, που είναι μάλιστα ένας από τους μεγαλύτερούς τους και που πιστεύει στο τελειοποιήσιμο του ανθρώπου). Φρονεί πράγματι ότι ο οίκτος, από τον οποίο, κατ’ αυτόν, «απορρέουν όλες οι κοινωνικές αρετές», «προηγείται της χρήσης κάθε αναστοχασμού» και δεν μαθαίνεται από την παράδοση, συνεπώς είναι «ένα φυσικό συναί σθημα». «Με όλη τους την ηθική οι άνθρωποι δεν θα ήταν ποτέ τίποτε άλλο παρά κτήνη, αν η Φύση δεν τους είχε δώσει τον οίκτο ως στήριγ μα της λογικής» (144-5). Αλλά αν ο οίκτος είναι φυσικός, δεν συναντάται σε όλους, ούτε σε ίση ποσότητα. Νομίζω μάλιστα ότι οι άνθρωποι τον ανακαλύπτουν μέσα τους αρκετά αργά ή οπωσδήποτε τον κάνουν δρώσα βασική αρχή μόνον αφού φτάσουν σε αρκετά προχωρημένο στάδιο της ζωής τους. Απουσιάζει σχεδόν τελείως από το παιδί-ο έφη βος ανακαλύπτει αρχικά τη δικαιοσύνη-ο ενήλικος αρχίζει ν’ αποδίδει στη «συμπόνια», με την πρώτη έννοια, μία σαφώς παράμερη θέση: α ναμφίβολα επειδή οι περιστάσεις της ζωής μπορούν να τον κάνουν να ασχοληθεί με άλλους, παιδιά ή γονείς, να φροντίσει, από αγάπη ή από φιλία, ανθρώπους για λογαριασμό δικό τους και όχι για την απόλαυση που του δίνουν. Ώστε η ηθική εμπειρία στα στρατόπεδα θα φαινόταν να δικαιώνει τη «φυσιοκρατική» θέση για την ηθική: πράγματι, τίθεται μάλλον πιο πέρα από την αντίθεση αυτή. Καίτοι «φυσικές», οι ηθικές πράξεις δεν είναι το αυτόματο αποτέλεσμα ενός ζωικό: ·ενστίκτου, αλλά χειρονομίες ε κούσιες, και συνεπώς ελεύθερες. Απλώς, (φυσική) συμπάθεια και (ε κούσιο) καθήκον δεν είναι αναγκαστικά αντίθετα-το καθήκον δεν είναι υποχρεωτικά ένα μέσον για να υπερβούμε τις φυσικές ροπές μας, μπο ρεί να είναι και η μετουσίωσή τους. Γ ιατί έχουμε περισσότερες από μία ροπές. Η συμπάθεια για τους άλλους, που μας κάνει να θέλουμε το κα λό τους, και για τον εαυτό μας, που μας βοηθάει να φερόμαστε αξιο-
259
260
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
πρεπώς, είναι, από μία άποψη, «φυσική»· αλλά το ίδιο είναι και οι τά σεις μας για κατακερματισμό και αποπροσωποποίηση, που ωστόσο βρί σκονται στη βάση των «καθημερινών ελαττωμάτων» και έχουν κατα στήσει εφικτό το ακραίο κακό της εποχής μας. Το έχουμε δει και απ’ α φορμή την αξιοπρέπεια: δεν αρκεί μία πράξη να ικανοποιεί τα εσωτερι κά μας κριτήρια (να επιβάλλει τον αυτοσεβασμό) για να μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε καλή. Δεν μπορούμε να αρκούμαστε να λέμε, ε πειδή μία ροπή είναι φυσική, ότι πρέπει να υποκύψουμε σ’ αυτήν οφεί λουμε να μπορούμε να κρίνουμε την αξία των ροπών από το εξωτερι κό, κατά κάποιον τρόπο. Μόνο το λογικό είναι ικανό για κάτι τέτοιο, και το κριτήριο που χρησιμοποιεί είναι η δυνατότητα οικουμενοποίησης. Αν θέλουμε να υποταχθούμε μόνο στη φύση, θα έπρεπε να είναι η φύ ση ήδη μια έννοια κανονιστική, ένα ιδεώδες· ε λοιπόν, το καλύτερο ι δεώδες εδώ είναι αυτό που μπορούμε να υπερασπιστούμε λογικά και που μπορούν να το μοιραστούν όλοι. Ώστε καθόλου δεν πρόκειται ν’ α φήνουμε τον καθένα να συμμορφώνεται στις προδιαθέσεις του: εγκαταλειπόμαστε στη συμπάθεια επειδή είναι φυσική, αλλά μόνο το λογι κό μάς λέει αν η συμπάθεια είναι καλό. 3. Οι έμφυλες αξίες. Για να εξηγήσουμε τις πράξεις και τις ανθρώπι νες ιδιότητες στο πλαίσιο των στρατοπέδων, αλλά και έξω απ’ αυτά, χρειάστηκε να ανατρέξω σε μια σειρά αντιθέσεων, για τις οποίες διαπι στώνω τώρα ότι περικλείονται οι μεν στις δε. Στο πιο αφηρημένο επίπε δο, έχω κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε δραστηριότητες τελεολογικές και διϋποκειμενικές· στις δεύτερες, έχω οδηγηθεί να κάνω τον διαχωρι σμό δημόσιας σφαίρας και ιδιωτικής σφαίρας, αντίθεση που οδηγεί στην αντίθεση της πολιτικής και της ηθικής (σύμφωνα με την βασική αρ χή της «υποκειμενικότητας» όλων των ηθικών πράξεων). Στα πλαίσια της ηθικής, χρειάστηκε να αντιπαρατάξω αρετές ηρωικές και αρετές καθημε ρινές (σύμφωνα με το κριτήριο της «προσωποποίησης»)· και, γι’ αυτές τις τελευταίες, κατέφυγα στη διάκριση ανάμεσα σε ηθική βασικών αρχών και σε ηθική συμπάθειας. Ε λοιπόν, αν απαριθμήσουμε έτσι τις αντιθέσεις αυτές, μας επιβάλλονται πολλές παρατηρήσεις. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την πρώτη ως διπλή απαίτηση: ενώ πρόκειται για γνήσιες αντιθέσεις που δεν επιδέχονται σύνθεση, οι δύο ό ροι είναι αναγκαίοι, και οι δύο, στη ζωή του ατόμου και στη ζωή της κοι νωνίας. Πρέπει η εργασία να είναι αποδοτική και οι ανθρώπινες σχέσεις να μη θυσιάζονται σ’ αυτήν είναι προτιμότερο να είναι η κοινωνία δίκαιη και τα άτομα καλά-να εμφανίζονται οι ηρωικές αρετές στις εξαιρετικές περιστάσεις και οι καθημερινές αρετές στην κοινή καθημερινή ζωή· και έ χουμε δει ότι η δράση των σωτήρων απαιτούσε συγχρόνως μία ηθική βα σικών αρχών και μία ηθική συμπάθειας. Είναι δυνατόν να ξεπεράσουμε τις εντάσεις που γεννιούνται από αυτά τα ζεύγη απαιτήσεων; Η δεύτερη παρατήρηση θα ήταν ότι η απάντηση που δίνουν οι ευ ρωπαϊκές κοινωνίες (και πιθανόν και οι άλλες) στην πρόκληση αυτή ή
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ταν να χωρίζουν τις αξίες που συνδέονται με τον καθέναν από τους δύο όρους των αντιθέσεων ανάλογα με τα φύλα —όχι αποκλειστικά, αλλά κατά προτίμηση. Στους άνδρες ο πρώτος όρος, στις γυναίκες ο δεύτερος. Στους άνδρες ο κόσμος της εργασίας, η πολιτική στον δη μόσιο χώρο, οι ηρωικές αρετές, η ηθική των βασικών αρχών στις γυ ναίκες οι ανθρώπινες σχέσεις, η ιδιωτική σφαίρα, οι καθημερινές αρε τές, η ηθική της συμπόνιας. Όπως ακριβώς η βιολογική ζωή, για να δια τηρηθεί, έχει ανάγκη από άνδρες και γυναίκες, η κοινωνική ζωή θα α παιτούσε την αλληλεπίδραση των «αρσενικών» και των «θηλυκών» α ξιών (του γιν και του γιάνγκ, θα έλεγε αναμφίβολα ένας Κινέζος). Πρέπει αμέσως να προσθέσουμε ότι, γενικά, οι δύο σειρές όρων (και συνεπώς αξιών) δεν εκτιμώνται εξ ίσου, αλλά ότι αποδίδεται μία προτίμηση στις αρσενικές αξίες — σε σημείο που, σε ορισμένες στιγ μές της Ιστορίας, να είναι οι μόνες που αναγνωρίζονται ως αξίες. Η ι διωτική ζωή, οι συζητήσεις, οι φροντίδες, η συμπόνια «αφήνονται» στις γυναίκες, και αμέσως αγνοούνται από τη σκέψη και από την ηθική. Έτσι ώστε η χειραφέτηση των γυναικών, όπως είδαμε με την Έτυ Χίλεζουμ, μπόρεσε να είναι η εγκατάλειψη των γυναικείων αξιών και η προ σκόλληση στις ανδρικές αξίες. Βέβαια, τα πράγματα εδώ και λίγον και ρό αλλάζουν φοβούμαι, όμως, ότι αλλάζουν πιο γρήγορα στους νό μους παρά στα ήθη, και πιο γρήγορα στα ήθη παρά στις συνειδήσεις. Ποια συμπεράσματα να βγάλουμε από τη διαπίστωση αυτή; Πρέπει πρώτα πρώτα να παραιτηθούμε από ένα ιδεώδες ενότητας (ο Ρουσώ, που είχε φτάσει στην ίδια διαπίστωση, είχε λυπηθεί πάρα πολύ). Οι δύο όροι κάθε αντίθεσης δεν είναι, αν μιλήσουμε κυριολεκτικά, αντιφατικοίαλλά, αν ενσαρκωθούν σε συγκεκριμένες χειρονομίες, δεν μπορούν να γίνουν από τον ίδιον άνθρωπο συγχρόνως. Ε λοιπόν, είναι απαραί τητοι και οι δύο-αυτό ισχύει για τις συμπεριφορές και για τις αξίες: θα ήταν συμφορά αν όλοι οι άνθρωποι ευθυγραμμίζονταν με τις ανδρικές αξίες (ή, λιγότερο πιθανό, με τις γυναικείες). Έπεται ότι το άτομο θα έπρεπε να αποδέχεται τον εαυτό του ως πλάσμα ετερόκλητο, συνεπώς ανεπανόρθωτα ατελές με την ορολογία της καθεμιάς από τις δύο σει ρές αξιών ότι θα έπρεπε, στον τρόπο ζωής του, να αποδέχεται την ε ναλλαγή (ή, αν προτιμάτε, την ανδρογυνία) και την αναγκαιότητα του συμβιβασμού. Τέλος, θα πρέπει να διαπιστώσουμε, όπως κάναμε ήδη για τους σωτήρες, ότι το πλήρες ηθικό ον δεν μπορεί να είναι το άτομο αλλά μονάχα το ζευγάρι —που με τη σειρά του θεμελιώνεται κι αυτό σε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στα δύο είδη αξιών, που οι μεν χρησι μεύουν για να μετριάζουν τις δε. Μήπως θα έπρεπε να διασαφηνίσω ό τι το ζευγάρι για το οποίο μιλώ μπορεί να αποτελείται από δύο άνδρες ή από δύο γυναίκες και ότι, από την άλλη μεριά, δεν εξετάζεται εδώ η σταθερότητά του; Επιπλέον, αν οι παραδοσιακές κοινωνίες έχουν επιδείξει κάτι σαν ασύνειδη σοφία διατηρώντας τα δύο σύνολα, μπορούμε σήμερα να α
262
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
ποδεχθούμε τον χωρισμό αυτό μόνον αν του επιβάλλουμε δύο κάμ ψεις. Από τη μια μεριά, αν η δυικότητα είναι αναγκαία, ο παραδοσιακός χωρισμός με βάση τα φύλα δεν είναι, σε αντίθεση προς τα όσα συμβαί νουν στη βιολογία (προς το παρόν!). Οι γυναίκες εργάζονται και οι άνδρες μιλούν εκείνες παίζουν έναν δημόσιο ρόλο, εκείνοι ανακαλύ πτουν την ιδιωτική ζωή, και ούτω καθεξής: ουσιώδης είναι η διαφύλαξη των δύο συνόλων, όχι η ενσάρκωσή τους στο ένα ή το άλλο βιολογικό φύλο. Από την άλλη μεριά, οι αξίες που ονομάσαμε εδώ «γυναικείες» έχουν σοβαρά υποτιμηθεί από την κυρίαρχη ομιλία σε όλη τη διάρκεια της ευρωπαϊκής ιστορίας, και είναι ανάγκη να πάρουν τη θέση που τους αξίζει. Το παρόν βιβλίο θα μπορούσε, μαζί με άλλα, να λειτουργή σει προς αυτή την κατεύθυνση. 4. Σπανιότητα των Δικαίων. Η καθημερινή αρετή είναι πανταχού πα ρούσα: πρέπει να το πούμε φωναχτά και να χαρούμε γι’ αυτό. Αλλά υ πάρχουν στη ζωή των κοινωνιών, όπως και των ατόμων, στιγμές κατά τις οποίες αποδεικνύεται ανεπαρκής. Στιγμές θλίψης και απελπισίας: τους καιρούς αυτούς, γίνεται απαραίτητη μια πιο μεγάλη αρετή. Το υποκείμε νο οφείλει τότε όχι μόνο να επωμίζεται από μόνο του τη δράση που ορί ζει, αλλά και να αποδέχεται τους κινδύνους για τη ζωή ή για τα αγαθά του, καθώς και για τη ζωή και τα αγαθά των κοντινών του. Και οφείλει όχι μόνο να απευθύνει τη συμπεριφορά του σ’ ένα άτομο, αλλά να αποδέχε ται ότι το άτομο αυτό είναι άγνωστός του, και όχι κοντινός του. Κοντολο γίς, το θάρρος και η γενναιοδωρία γίνονται τότε εξ ίσου απαραίτητα. Ε λοιπόν —κι αυτό είναι το τελευταίο μάθημα των στρατοπέδων— ο αριθ μός των Δικαίων που έχουν τις ιδιότητες αυτές είναι τραγικά μικρός. Δεν νομίζω ότι πρόκειται εδώ για ιστορική καινοτομία. Οι παραδοσια κοί ηθικοί κώδικες ορίζουν μερικές φορές τη βοήθεια προς τους αγνώ στους (φιλανθρωπία, ελεημοσύνη), αλλά η γενναιοδωρία που απορρέει απ’ αυτά παραμένει εξωτερική, είναι πια μόνο μία υποχρέωση μεταξύ άλ λων τις οποίες σπεύδουμε να εκτελέσουμε-άλλωστε, οι πρόγονοί μας δεν αγαπούσαν περισσότερο από μας τον κίνδυνο. Θα έπρεπε να αισθα νόμαστε ντροπή, μεταφυσική ενοχή μπροστά σ’ αυτή την ανικανότητα να κάνουμε για τους ξένους αυτό που εύκολα κάνουμε για τους κοντινούς μας, να αποδεχθούμε τον κίνδυνο στη θέση της ηρεμίας; Φρονώ ότι αυτό θα ήταν φρούδα εξέγερση εναντίον της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό που ωστόσο μπορούμε να ελπίζουμε, είναι να αναγνωρίζονται αυτές οι στιγμές θλίψης και το κάλεσμα που μας απευθύνουν τότε. Λένε ότι οι καταδιωκόμενοι Εβραίοι δυσκολεύονταν πολύ να υποκριθούν τους μη Εβραίους, κι όταν ακόμα δεν τους πρόδιδε τίποτε στα χαρακτηριστικά ή στα ρούχα τους: είχαν στο βλέμμα μια τέτοια λύπη, που τους αναγνώρι ζες από μακριά. Είθε να μπορέσουμε, αν έρθει η στιγμή, να πιάσουμε αυ τό το βλέμμα, έστω και σ’ έναν άγνωστο, και να συγκινηθούμε-αλλιώς, αλίμονο στον ξένο που έχει βρεθεί μακριά απ’ τους δικούς του...
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦ ΙΑ
Ο τόπος έκδοσης του βιβλίου είναι το Παρίσι, εκτός αν αναγράφεται άλ λος. [Εντός αγκύλης, το πώς εμφανίζεται η παραπομπή μέσα στο κείμενο, κα θώς και το αν το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά]. I. Κείμενα για τα στρατόπεδα του ολοκληρωτισμού ΑβθΙΙβ I, Τ ΓορθΓ Η., Νοηβ /ε Τοο π)3πγ: Οβπβ6β από Μβ ϋβννε οί Ευωρβ, 1933-
1948, ΤογοπΙο, ίθδΙβΓ & Οιΐθη Οβηγδ, 1982. ί ’ ΑΙΙθΠΊ39ηθ πβζϊθ βί Ιβ ςόποάάβ]υίί, ΟβΙΙΐηηεΐΓϋ-δβυΙΙ, 1985. ΑηηόΓν ϋ., ΑΙ ίΜθ Μΐηά’ε ίΜ Ι, ΒΙοοηιίηοίοη, ΙηοΙιβηβ ΙΙΡ, 1980 [Νους]. -, «1_θδ ίηίβΙΙβοίυθΙβ & ΑυδοΙιννΐίζ», ΰοουηίθηΐε, Ββνυθ άοε ηυβεΰοηε ΒΐΙβηίΒηάθε, 20,1965,3, σ. 12-33. [Οι διανοούμενοι]. -, Πβ0ιοβΙ ΗυΓπειηίεπΓΐ, ΒΙοοηηίηρίοη, ΙηοΙίβηει ΙΙΡ, 1984. [Ανθρωπισμός]. ΑηΙβΙηηθ Ρ., ί ’ έερθβθ Μυπιαίηβ, Ο&ΙΙίηηευτΙ, 1957. ΑγθγκΛ Η., Εΐοήπιβηη ά ϋβωεαΙθΓη, ΟβΙΙίηηβΓοΙ, 1966. [κυκλοφορεί σε ελληνική με τάφραση : Ο Αιχμαν στην Ιερουσαλήμ]. -, Αυ ευ'}θΙ όθ ΘΙίοβΙί, ΒθΙίη, 1990. Ββ&ΗΙθ Ο., ί ’ όΓοΰεπίθ, Ε<± άθ Μίηυΐί, 1957. ΒβυΓΠΒη Ζ., ΜοόθΓΠάγ Βπό Οίθ ΗοΙοοβυεί, ΙίΙιβοβ (Ν.Υ.), ΟογπθΙΙ ϋΡ., 1989. ΒβΓΚοννίίζ 3., ]/\/ήθΓ6 Αγθ Μγ ΡβορΙθ?, Ν. ΥογΚ, ΗόΙϊοδ, 1965. ΒθΉθΙΙίθϊγπ Β., ίθ οοβυΓ οοηβαβπί, Ρ. Ιβίίοηί, 1972. [Καρδιά]. -, 8υη/ΐνΓ6, Ρ. Ιβίίοηί, 1979. [Επιβίωση]. ΒΙεεΙγ δζννθίςθΓ Α., πθ πίθ εουνίθηε όθ ήβη ά’ ευίΓθ, ΟδΙηπδηη-Ιόνγ, 1990. ΒΙβποΙιοί Μ., «Ιθδ ίηίθΙΙθοΙυθΙδ βη ςυθδίίοη», ίθ ΩόόΒΐ, 29,1984,3-28. ΒοΓοννδΚΐ Τ., ίθ ινοηάβ όθ ρίθΓΓθ (περιλαμβάνει και το Αυ άουοήθε, ΓηβεείθυΓβόαιτίθε), 03ΐηη3ηη-Ι_όνγ, 1964. [Ο κόσμος. Το Από δω για τα αέρια, κυρίες και κύριοι κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση]. -, 777/5 \Νβγ ίοΓ Οίθ 695, ίΒόίθβ Βηό ββηΙΙθπίθη, Ν. ΥογΚ, Ρβηςυίη, 1976. ΒοΓννΐοζ Μ., (επιμ.), ί ’ ίηευπβοϋοη άυθήθΗοάθ νΒΓΒονίβ, ϋυΙΗβιτΙ, 1966. ΒυββΓ-Νβυιτιαηη Μ., Ωόροήέθ ά Π&νβηεόΓϋοΚ Ε(1 όυ δθυϋ, 1988. -, Ωόροήόθ θπ βίόέηβ, ΕοΙ. οΐυ δθυϋ, 1949. -, ΜιΊθιίβ, ΕοΙ άυ'δβυίΐ, 1986. θ3ηηοη Ρ., ΟοηνθΓβΒΰοηε νν/ί/? Ρηϊηο ίβνΐ, Μ3γΙ6οιό, ΤΙίθ ΜβΗβοΐΌ Ργ\, 1989. ΟΐΊδΙειιτΊον V., ΚοΙγπΐ3, ΜεΐδρθΓΟ, 1980. ΟϊθοΙιειηοννδΚΐ ϋ., ΤΙίθ \Α/ΒΓεβνν Πίβΐηξ) οί 1944, Οβηη&ιϊοΙοβ, Οαηη&ποΙςΘ ΙΙΡ, 1974. ΟοΙίθπ Ε.Α., ΗυητίΒη ΒθΙΐΒνίοΓΐη ί/?β ΟοηοθηίΓΒϋοη Οβγπρ, Ν.ΥογΚ, Νοιίοη, 1953. Οοη3π Ε., «Εηςυοίθ δυΓ υη οπιτηβ ουβϋό», ί ’ ΕχρΓβεε, 2025,27.4-3.5.1990,60-70. -, 83Π3 ουόίΐθΓ Ιθβ θηίζηίδ, ΘΓβδδβί, 1991. Οοηςυβδί Ρ., ΚοΙγπιβ, ΤΙίθ Α γοϊιο ΩθβϊΙί ΟΒΓηρε, Ν. ΥογΚ, Ν/ίΚΐηο Ργ., 1978. ΟορίθΓΓΠ3ηη Ε., Οενίά Πουβεθί, ΡΙοη, 1990. ϋθΙβο Ο., Αυδοήννϋζ θ ί ΒρΓόε (/. Αυουη όβ ηουε ηβ ΓβνίβηόΓΒ; II. ίΐηβ οοηηΒίεεΒηοθ ίηυϋΐθ; III. Μβευίβ άβ ηοε ]'ουΓ8), Εύ. <3β ΜίηυίΙ, 1970-71. -, ίθ οοηνοΐ όυ 24 ]3ηνίβΓ, Εά. άβ Μϊηυίί, 1965. ϋθδ ΡΓθδ Τ., ΤΙίθ βυινίνοη; ΟχίΟΓά, ΟχίοΓϋ ΙΙΡ, 1976.
263
264
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
0ΐ3ΓΤΐ3ηί Ό., Η0Γ08 ]υίί$ άβ Ιβ Πόβίβίαηβθ ίΓΒηοΒίεβ, Ε<± Ρβηουνββυ, 1962. ΕάβΙιηβη Μ., ΚγηΙΙ Η., ΜόιποίΓθδ όυ ς/Μβϋο άβ ν&ΓβονΙβ (περιλαμβάνεται το ΡίβηάΓθ Ιθ ίχ>η Οίβυ όθ νϋθβδβ), Εά. άυ δοιϊ&θ, 1983. Εΐοήιτιαηη ρβγ ΕίοΙιπίΒηη, ΘΓ355θί, 1970. ΡέηβΙοη Ρ., 8υΓ5/$ ρουί Γ ογοΗθβϊγθ, δΐοοΚ, 1976. Ργ3πΙ< Α., ϋουπιοΙ, ΟβίΓΏβηη-Ιόνγ, 1950. |Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ κυ κλοφορεί σε ελληνική μετάφραση). ΡΓβηΚ Η., Ωι'θ ΤθοϊιηίΚ άθ3 8ί33ίθ8, ΜϋηοΗβη, 1942. ΡΓβηΜ V., ί1η ρβγοΜαίΓβ άβροήό ίέηηοΐςηθ, Εά. άυ ΟΜθί, 1967. ΟϊΙ6θγ1 Ο.Μ., ΝυΓΘΓηόθΓζΐ Οί&ίγ, Ν. ΥογΚ, Ρβιύβγ, δίΓβυδδ, ΟυάβΙίγ, 1947.
-, ΤΙίθ ΡδΥ&οΙοςΥ οί ΟίοίεΛοΓεΝρ, Ν. ΥογΚ, Ίΐιβ ΡοπδΙά Ργ., 1950. [Ψυχολογία]. ΟΓβγ ϋ.Θ., ΤΙίθ νν&ΓΓίοΓΒ, Ν. ΥογΚ, ΗβφβΓ & Ρονν, 1970. ΟΓΟδδΓΠβη V., Ωοόω νατηΙ, Μόσχα, δονβΐδΚί ρΐδβίβΡ, 1967. -, «ΜθΐΌΟΠβ», ΩΒηςΒΓΒ, II, 1990. -, Τουίρ8$8θ, ϋυΙΙΐ3Γά-1’ Αοβ ά’ ΙιοΓηηηβ, 1984. [Ολα περνούν]. -, Υ\6 θί άββϋη, ϋυΙΙίβιχΙ-υ Αςβ ά’ ήοΓηηπΘ, 1983. [Ζωή]. 6υίηζΙ>ουΓ9 Ε., /. Ι β νβιϋςΐθ; II. ίβ άβΙόθ Ιβ ΚοΙγπ)&, Εά. άυ δβυϋ, 1967,1980. Η33δ Ρ.ϋ., ΜογβΙΟυ βΗθγΑυεοΗννϋζ, Ρήίΐ3άθΙρΜί3, ΡοιίΓΘδδ Ργ., 1988. ΗβΙΙιθ Ρ., Ιβ 8ΒΠ9 άθ8 ίηηοοθηΐδ, δίοοΚ, 1980. ΗθΓϋης <3., ίΐη ηιοηάθ έ ρβή, ΟβηοβΙ, 1985. ΗΗ&ΘΓ9 Ρ., Ι β όθδίηιοϋοη άββίυϊίε ά’ Ευωρβ, ΡβγβΓά, 1988. ΗίΙΙ Μ.Α., Ηβππβϊι Αίθηάί, ΠβοονβΓΥ οί ϋιβ ΡυΰΙΐο IΑ/οήά, Ν. ΥογΚ, 81. Μβιϋη’δ Ργ., 1979. ΗίΙΙβδυιτι Ε., ίΐηβ νίθ όουΙθνθΓ$όθ (I), Εά. άυ δβυϋ, 1985. -, ίθίίΓθβ άβ \Λ/Θ8ΐθΓΐχ)Γΐ<(\\), Εά. άυ δβυίΙ, 1988. ΗίΓηιτϊΙβΓ Η., Ωί8θουΓ8 δθΟΓθίδ, ΟβΙΙΐιτιβΓά, 1978. Ηοβδδ Ρ., ίθ οοηΊΓηΒηόΒΠί ά’ Αυεννϋζ ρβγΙθ, Μβδρβω, 1979. Ηυδίοη Ν., ΚΐηδβΓ Α., Α ΓΒΠΊουίοοπίπίθ ά Ιβ ςυβπθ, Εά. άυ δβυϋ, 1984. ϋβηΚόΙόνι'ίοΙι V., ίΊητρΓΘβοπϋΰΐΘ, ΕοΙ. άυ δβυίΙ, 1986. ϋβδρβΓδ Κ., Ι β ουΙρΒΰϋίίό ΒΐΙβηίΒηόθ, Εά. άυ ΜιγηΛ, 1948. [Κυκλοφορεί σε ελλη νική μετάφραση]. ϋοπ9 1. άβ, «ΤΙίθ ΝβίΙιβΓίΒηάδ 3ηά Αυδννΐίζ», Υοά να8ϊ)θηη βίυάίβε, VII. Κ3ΗΙβΓ Ε., ΤΙίθ ΤοννβΓ Βηό Οιθ Αΰγ88, Ιοηάοη, ϋοηβίήβη Οβρβ, 1958. ΚΙθΓπρθΓθΓ V., Ζ.77, ΚόΙη, ΡοάβΓββΓ9,1987.
Κ090Π Ε., υ & Β ί 55, Εά. άυ δβυϋ, 1970. -, Ιβηοββΐη Η, ΡϋοΚβΓΐ Α., ίθβ οΐΊΒΠΊόΓββ έ οβζ, εθοτθΐά’ Εζίεί, Εά. άυ δβυϋ, 1987. Κγθγπθγ ϋ.Ρ., «0ΐ3Γγ», στο ΒβζννίηδΚβ ϋ., ΟΗβοΗ Ο., Κ Ι Αυβννϋζ Βθβη ί>γ ίήβ 55, Ν. ΥογΚ, Η. Ρβι1ΐ9,1984. [Κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση: Το Άουσβιτς με τα μάτια των 55|. Κγθπ Θ.Μ., Ρβρροροιΐ ί., V ίθ ΗοΙοοΒυ$( αηά Οή$Ι$ ο ί ΗυπΊΒη ΒθΙιανίΟΓ, Ν. ΥοΓΚ-Ιοηάοη, ΗοΙηιβδ & ΜθΙθγ, 1980.
ΚυΓΖΓΠ3η ϋ., ΤΙίθ ΒίΒνββί Β&ΗΙθ, Ν. ΥογΚ, ΡυίηβΓη’δ, 1976. ΙβΚδ δ., Μυβίο οίΑηοίϊΊΘΓ ΜοτΙά, Ενβηδίοη, ΝοιΙΙιννΘδίβΓη ϋΡ, 1989. -, Οουάγ Ρ., Μυείηυθε ά’ υη Βυίτβ ΜοηόΘ, Μ^ουτβ άβ ΡΓδιηοβ, 1948. ί 3Π96βίη Η., Ηοπίγπθβ βί ίθίτιηηβδ ά ΑυβννΟζ, Ρβγ^ά, 1975. Ιβηζαιβηη Ο., $Ιίοβϊί, ΡβγαΓά, 1985. [Πρόκειται για το σενάριο και τα σχετικά της κινηματογραφικής ταινίας Ολοκαύτωμα]. ΙβςυβυΓ \ΛΛ, ΤΉθ ΤβπϊΰΙθ Ββσβί, Ν. ΥογΚ, Ρβη9υίη, 1982.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΟ
ΙθΚπθγ I., ΓΓ39πΐθηί8 ο(Ιδ3όθίΐ3, Ν. ΥογΚ, ϋβΙΙ, 1978. Ιθ η 9νβΙ Ο., 8ουνθηίΓ8 όθ Ι’ αυ-άθΙέ, Εά. άυ Ββίββυ ίνΓβ, 1946. ίβ ν ί Ρ., ί3 ίΓένβ, 0Γ3δδθί, 1966. [Η ανακωχή κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφρα ση]. -, 1_3 οΐέ & ιτιοΙθΚθ, ϋυΙΙΐβΓά, 1980. [Κλειδί]. -, ί θ ί3όπο3πί όθ ΓΠΙΓ0ΪΓ8, ΙΪ 3Π3 ΙθνΙ, 1989. [Καθρεφτοποιός]. -, ί θ 5 η9υίΓ&9ό8 θί Ιθ8 Γ680&ρό8, 03ΐΙΐιτΐ3Γά, 1989. [Αυτοί που βούλιαξαν και αυ τοί που σώθηκαν. Κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση]. -, ί θ δγείόπΐθ ρόηοάΐηυθ, ΑΙβίη ΜίοΗβΙ, 1987. [Το περιοδικό σύστημα κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση]. -, ίΐΙίΐ/Ί, ϋ 3Π3 Ιθνΐ, 1987. [Το Λίλιθ κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση]. -, Μαΐηίθηζπί ου βΓηβίε, ϋυΙΙΐ3Γά, 1983. [Το Τώρα ή ποτέ κυκλοφορεί σε ελληνι κή μετάφραση]. -, ΜοπΊθπίε οίΗθρπθνθ, Ν. ΥογΚ, Ρβη0 υΐη, 1987. -, 5/ ο' θδί υπ Ιίογπγπθ, ϋυΙΙΪ3ΐτΙ, 1987. [Το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση], ϋίίοη Ρ.ϋ., ίθ 8 Γπέόθάηε η3ζίδ, Ρ. Ι_3ίίοηί,1989. ϋηςβηδ-ΡβΐηβΓ Ε., ΡήδοηθΓδ ο ϊ Ρθβγ, Ιοηάοη, V. ΘοΙΙβηοζ, 1948. Μ3θάοη3ΐά Ώ., «ΤΙίθ ΡβδροηδίβίΙίίγ οί ΡβορΙβδ», ΡοΙΐϋοδ, 2, Μβγοϊϊ ί945. Μ3 ιθγ Ο.8 ., ΤΙίθ υηπΐ3δΙθΓ3Μθ Ραεί: Ηίδίοιγ, ΗοΙοοζυδί 3ηά Θθγπίβπ Ν βϊιοπβΙ Ιάθηί0γ, 03ΐη&πά9θ, Η3η/3ΓάΙΙΡ, 1988. Μ3ΓΓυδ Μ., ΤΙίθ ΗοΙοοζυδϋη Ηΐδίοη/, Ν. ΥογΚ, Νβνν ΑιηθΠ03η ϋβΓβιγ, 1987. Μ3 ΐ1οΐΊΘηΚο Α., Μοπ ίόπηοίςη^β, Εά. άυ δβυϋ, 1970. ΜΐοΐΊββΙδ ί.ϋ ., ΩοοίοΓ 117.641, Ν. Ηβνβη-Ιοηάοη, ΥβΙθ ΙΙΡ, 1989. ΜΗ9 Γ3ΓΏ δ., Οΰθόίθηοθ ίο ΑυίΙιοηϊγ, Ν. ΥογΚ, ΗβφβΓ & Ρονν, 1974. ΜίΙοοζ Ο., 77ίθ Οαρϋνθ Μΐηό, Ν. ΥογΚ, νίη&οβ ΒοοΚδ, 1981 (γαλ. μτφ., 03ΐΙίηη3Γά, 1980). ΜϋδοΙίΘΓΐΐοΜ Α., ΜίθΙΚβ Ρ., 77ίθ ΩβείΜ Ωοοίοίδ, ιοηάοη, ΕΙθΚ ΒοοΚδ, 1962. ΜϋΙΙθΓ Ρ., Τίοίδ 3Πδ ά3Πδ υπβ οίΊ3Γπί)Γθ ά $οζ ά ΑυδούννΟζ, Ργ9 ΐτΐ3ΐϊοη, 1980. Ν3υηΐ3ηη Β., Αυδοήννϋζ, Ν. ΥογΚ, Ρίβά. ΡΓ3Θ96 Γ, 1966. Οη/νβΙΙ Ο., Εδδαίδ οήοΐδίδ, 03ΐΙΐηη3Γά, 1960. [Αρκετοί τόμοι με δοκίμια του Όργουελ κυκλοφορούν σε ελληνική μετάφραση]. Ρ3ννβΙοζγηδΚ3 Α., ν&Ιυβδ από νΐοίβηοθ ίη Αυδβϊιννβζ, ΒθΓΚβΙβγ-Ιοδ Αη9 βΙβδΙοηάοη, ΙΙηίν. οί 03Πί0Γηί3 Ργ., 1979. ΡβίΓον Β., «Οοάΐη3 ί άν3 ΓΠθδβοβ ν 3ά3 », ΟβτηοοΓ3ΰ]8,30,23.3.1990,3. Ρ3ίουοΝηδΚ3ϊ31., Οήδθ θδΐ Ιβ οουΙβυΓόθ ΓββροΐΓ; ΡΙοη, 1989. Ρ3υδοΙιηίη9 Η., ΗΗΙθγ 8ρβ3ί<δ, Τ. ΒυΚβτννοιΙΗ, 1939. Πίη9βΙ&Ιυηη Ε., ΟίΊΓοηίηυθ άυ 9 ίΐθϋο όθ \/3Γδονίβ, Β. 1_3ίίοηί, 1978. ΡοδΚΐβδ Ο.Ο., 77ίθ ίϋθΓ3ίυΓθ ο ί Ωθδίινοΰοη, ΡΜβάβΙρΝβ-Ν.ΥοΓΚ-ϋόΓυδβΙθΠΊ, ΤΙιβ ϋβννίδΜ ΡυβΙίθ3ΐίοη δοοίβίγ, 1989. Ρουδδβί ϋ., ί ’ υηίνθΓδ οοηοθηίΓ3ίϊοηη3ΪΓθ, Εά. άβ Μίηυίί, 1965. -, ΒβΓη3Γά Τ., Ροδθη1ΙιΐΊ3ΐ Ο., Ρουί 13 νβήίέ δυΓ Ιθδ οβηιρδ οοηοβηί&ΰοηηΒίΓθδ, Ρ3Γηδ3γ, 1990. δ 3ΐΐΓθ ϋ.Ρ., ί ’ θχΐδίθηίΐ3ΐίδηΐθ θδΐ υη ήυηίΒηίδΐν, Ν39βΙ, 1970. [Το Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση]. δθπτιρΓυη ϋ., ίθ 9Γ3ηό νογ39θ, 03ΐΙίπΐ3Γά, 1963. [Το Μεγάλο ταξίδι κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση. Μαρτυρίες για τα στρατόπεδα, για το Μπούχενβαλντ συγκεκριμένα, υπάρχουν σε όλα τα βιβλία του Σεμπρούν που κυκλο φορούν στα ελληνικά, κυρίως στο Τι ωραία Κυριακή! και στο Γοαφή ή ζωή].
265
266
ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
δθΓβηγ Θ., Αυ ίοηάάβδ ίόηθ&βδ, ΟβηοθΙ, 1975. δηηϋΐΊ Β.Ρ., Πθ3αΜη9 ϋυάβΓηβηί 3ί ΝυΓΘηΰβΓ9 , Ν. ΥογΚ, Βδδΐο ΒοοΚδ, 1977. δοΙ]βηΐίδγηθ Α., ί ’ ακήίρθΙ άυ βουΐ39, Εά. άυ 3βυίΙ, 1974. [Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ κυκλοφορεί στα ελληνικά]. δρβθΓ Α., Αυ οοθυΓάθ Τίοΐδίόσΐθ ΗθίοΗ, ΡβγαΓά, 1971 (αμερ. μτφ. Ιηδίάθ ΐήθ ΤΝίά ΡθιοΙί, Ν. ΥογΚ, ΟοΙΗθγ ΒοοΚδ, 1981). δίβϊηβΓ Κ., 8ορί πίιΙΙθ}ουΓ8 θπ 8)&όήθ, άβΙΙίΓηβιχΙ, 1983. δίβίη Α., Ωυΐθί Ηθγοθβ, Τογοπϊο, ΙθδίβΓ & (Μ©η ϋθηηγδ, 1988. δίΘίηβΓ ϋ.-Ρ., νΒΓΒονίβ 1944, ΡΙβΓΠΓπαποη, 1975. 3υΝ Υ., ΤΗθυ Ρου9Μ ΒαοΚ Ν. ΥογΚ, Οοννη, 1967. Τθο Ν., \Α/Μθπ ίίς Μ ΡΐβΓΟβά Οα&ηβδδ, ΟχίοΓό, ΟχίοιτΙ υΡ, 1986. ΤίΙΙΐοη 6 ., Β β \ίθηύίϋοΚ Ε<± άυ δβυϋ, 1983 (3η εκδ.: 1η 1946* 2η 1972). ΤαιηΚ I., ϋθννίΒΐι Πθβροηδθδ ίο Ναζί ΡθΓδθβυΰοη, Ν. ΥογΚ, δίβίη & Οβγ, 1979. Τυδήηβί I., ί&8 βοπιρίαύΙθΒ άθ Ια ηηοή, Ργβποθ-Εγπρϊγθ, 1975. νίοΐ3ΐ-Ν3ςυθί Ρ., ιθδ 3δδ3δδίηβ άθ Ιβ ΓΠ0ΓΠΟΪΓΘ, 1_3 ΟόοουνβΓίβ, 1987. Ν/γ63 Β., ϋθ γπθ 8υ/8 όνβάό ά’ ΑυδοϊΊννϋζ, Ρ&ιτίδθγ, 1988. ννίβδβΙ Ε., Νυϋ, Εά. άβ ΜΐηυίΙ, 1973. ννΐΘδθηΙήαΙ 3., ΤΗβ 8υηίΙοννβΓ, Ν. ΥογΚ, δοήοοΚβη ΒοοΚδ, 1976. ννΐθνίοΓίο Α., ίθ ρίοοόδ Είοήηιαηη, ΒιγχθΙΙβδ, ΟοΓηρΙβχβ, 1989. \Λ/γιηβη ϋ., ί ’ 3ί)3ηάοη άββ]υίίδ, ΡΙαιηπΓίδποη, 1987. Ζβννοάηγ ϋ.Κ., ΝοίΝης ί>υί Ηοηουί, Ιοηάοη, ΜβατιίΙΙβη, 1978.
II. Άλλα κείμενα ΑηάθΓδβη Η.Ο., «13 Γβΐηβ άβδ ηβΐοβδ», Οοηίθβ, ϋνΓβ άβ ροοΗβ, 1963. [Η βασίλισ σα του χιονιού του Άντερσεν κυκλοφορεί στα ελληνικά]. ΒοννίΉ Ο.Μ., Ηθωίο ΡοβίΓγ, Ν. ΥογΚ δί Μβιϋη’δ Ργ., 1966. Βγογπ^θιΙ V., ΤΙίθ Ηθτο ίη ίΰθΓ3ΐυΓθ, Ν. ΥογΚ, Ρ^ννοβΗ, 1969. Οβιτιυδ Α., ίθ ΓπγίΙΐθ άθ 8ί8γρϊΐθ, ΟαΙΙΐηηβΓοΙ, 1948. [Ο Μύθος του Σίσυφου κυκλο φορεί στα ελληνικά]. ΟοθΝίθ ϋ.νν., ΡΒυεί, ΡΙβΓΏΓηβποπ, 1984. [Ο Φάουστ του Γκαίτε κυκλοφορεί στα ελληνικά]. Η&άβδ Μ., δϊΤΐίΙΗ Μ., Ηθγοθβ εηά βοάδ, Ν. ΥογΙ<, ΗβφβΓ & ΡΙονν, 1965. ΗοιπόΓΘ, ί ’ ΙίΐΒάθ, Ιβδ ΒβΙΙβδ ΙθίίΓθδ, 1937-8. [Ιλιάδα]. ΚειηΙ Ε., Ωοοίπηβ άθ Ια νβήυ, νπη, 1985. -, ΓοηάθίτίθηίΒ άθ Ιβ πιόίαρΙίΥδΐηυθ άθδ ΓΠΟθυίδ, ΟθυνΓβδ ρΜΙόδορΝάυβδ, II, ΟβΙΙίηηβΓεΙ, 1985. [Τα Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών κυκλοφορούν στα ελληνικά]. Μβγο ΑυΓόΙθ, ΡβΠδόβδ, στο ιθδ 8ίοίάθΠδ, ΟαΙΠπΊβΓοΙ, 1962. ΡδίδοβΙ Β., ΡθΠδόθδ, ΘηγπΙθγ, 1964. [Οι Στοχασμοί του Πασκάλ κυκλοφορούν στα ελληνικά]. Ρουδδββυ ϋ.-ϋ., Όΐδοουίδ βυί Γ οπ9 ΐηβ βί Ιθδ ίοηάθτηβηίδ άθ Ι’ Ιηέ93ΐϋό ρΒΓτηί Ιθδ ΙιοΓηπΊθδ, ΟβυνΓθδ οοπιρίόίθδ, III, ΘβΙΙΙηίΐδϋχΙ, 1964. [Ο Λόγος για την προέ λευση και τα θεμέλια της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων κυκλοφορεί στα ελληνικά]. νΐΓ9ϋβ, ί ’ Επόίάθ, ΟδΓπΐθΓ, 1965. [Αινειάδα]. νοΓβοϊηβ ϋ. άβ, ί3 Ιό9 θπάθ άοΓόθ, ΘβΓηίΘΓ-ΡΙβΓΠΓτιβποη, 1967. \ΛΜ3η Ο., Ηογπθγ 3πά ΰιβ Ηθγοιο ΤΓΒάίΰοπ, Οαπη^Γίφθ, ΗβΓνβΓοΙ ΙΙΡ, 1958.
267
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Άικε,Τ. 121, 158, 159 Αινείας 97 Αιχμαν, Α. 89, 108, 116, 129, 135, 136, 140, 148, 149, 156, 158, 159, 160, 162, 164, 165, 166, 167, 168, 170, 176, 179, 203, 204 Αλμπέρτο 33 Αλερς, Ντήτερ 239 Αμερύ, Ζαν 29, 31, 47, 53, 54, 55, 83, 84, 95, 113, 121, 172, 174, 202, 216,223,224,225,226,238 Άντερσεν, Χ.-Κρ. 46 Ανιέλεβιτς, Μ. 19, 21, 23, 24, 25, 26, 28, 98, 197 Αντέλμ, Ρ. 34, 65, 73, 78, 133 Αρεντ, X. 108, 135, 145, 157, 159, 203, 244 Αξιόνοφ, Β. 79 Αχιλλέας 42, 43, 44, 47, 255 Βαγιάν-Κουτυριέ, Μ.-Π. 131 Βάγκνερ, Ρ. 140 Βάις, Ε. 34 Βαλερύ, Π. 102 Βάλζερ, Μ. 225 Βάλτερ, Α. 65 Βελικάνοβα, Τ. Μ. 66 Βερκόρ 116 Βέρμπα, Ρ. 65, 68, 136, 195, 196, 197, 203, 227, 230, 232 Βήζελ, Ε. 33, 79, 126 Βήζενταλ, Σ. 116,214 Βιεβόρκα, Α. 165, 167 Βίλνερ, Α. 25 Βιργίλιος 97 Βιρθς, Ε. 142, 144 Βιντάλ-Νακέ, Π. 218 Βίτενμπεργκ, I. 35 Γαβράς, Κ. 144 Γαλιλέος 48 Γιανκέλεβιτς, Βλ. 121 Γιάσπερς, Κ. 114, 120, 121,227 Γιέσενσκα, Μίλενα 58, 66, 67, 78, 79, 84, 91, 152, 155, 259 Γιονγκ, Λ. ντε 126 Γιοντλ, Α. 119
Γιούνγκερ, Κ. 116 Γ ιούστσεκ 54 Γκαγιοβνίτσε, Φρ. 50 Γκαίμπελς, Γ. 106 Γκαίρινγκ, X. 62, 118, 119, 120, 180, 181, 182 Γκαίτε 99 Γ καντόφσκι 86 Γ κένταλ 206 Γκέπνερ, Α. 22 Γκίνσμπουργκ, Ε. 32, 34, 40, 56, 64, 65, 68, 70, 73, 74, 75, 79, 81, 82, 84, 85, 87, 99, 106, 124, 125, 127, 152, 154, 160, 167, 188, 199, 215, 216 Γκλάζαρ, Ρ. 33, 76, 126, 215, 233, 236 Γκολιμπόρσκα, Τ. 22 Γκρέυ, Τζ. Γκ. 75, 76, 120, 141 Γκραντόφσκι, Τσ. 55, 67, 199 Γκραφ 136 Γκρόσμαν, Β. 29, 99, 100, 103, 104, 107, 113, 114, 115, 137, 139, 144, 175, 245, 250 Γκροτ-Ροβέτσκι, Στ. 14 Γ ουύμαν 130 Δάντης 83, 87 Δαυίδ 64 Έκτορας 43, 97 Ελεάζαρ 43, 52 Εντελμαν, Μ. 18, 19, 20, 21, 22, 23, 25, 26, 27, 31, 81, 86, 128, 187, 197, 237, 241 Ες, Ρ. 61, 62, 96, 108, 110, 116, 141, 148, 149, 153, 154, 156, 158, 159, 162, 163, 164, 165, 167, 170, 176, 180, 181,239,248 Ζάλους 227 Ζαν ο Πίκολο 33, 83, 84 Ζηντλίσκι 215, 236 Ζίβκοφ 253 Ζουχομέλ 233, 236, 237, 240 Ιβάν ο Τρομερός 194
268
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Καβάνι, Λ. 135 Καίνιχ, X. 136 Κάλερ, Ε. 89 Κάλτενμπρουνερ, Ε . 118 Καμόν, Φ. 246 Καμύ, Αλ. 53, 116, 131, 132 Καντ 53, 92, 101, 153, 159 Κάουτσκυ, Μπ. 105 Καρλ 189 Κάρσκι, Γ. 27, 233, 234 Κάστνερ, Ρ. 95 Κατσενέλσον, I. 94 Κάφκα 84 Κέστεν, X. 116 Κετλίνσκαγια, Β. 179 Κις, Ντ. 77 Κλάας 186, 188 Κλάιν, Φρ. 161 Κλέπφιτς, Μ. 19, 27, 50 Κογκον, Ε. 155 Κόλμπε, Μ. 49, 50, 52, 76 Κόναν, Ε. 129, 235 Κόπφερμαν 251 Κόρτσακ, Γ. 22 Κοσκιούτσκοβα 63 Κοστύλεφ, Μ. 82 Κουντύ, Ρ. 33, 34, 85, 89 Κούρτσμαν, Ντ. 27, 34 Κραλ, X. 18, 20, 26, 27,31,241 Κράμερ, Γ. 88, 140, 141 Κρέμερ, Γ. Π. 138 Κρεν 150 Κρουγκ, Ε. 57 Λάιτνερ, I. 68 Λάκουερ, Β. 128, 130 Λακς, Σ. 32, 34, 85, 89, 134 Λάνγκμπαίν 57, 63, 106, 141, 145, 161, 176, 189,215, 225, 227 Λαντσμάν, Κλ. 124, 126, 128, 155, 232-8,240 Λέβι, Πρ. 31, 33, 59, 60, 62, 65, 72, 83, 84, 87, 94, 106, 109, 120, 124, 125, 126, 127, 133, 134, 135, 136, 138, 173, 174, 188, 205, 214, 215, 218, 222-32, 238, 239, 241, 245, 246,247 Λενγκύελ, Ο. 40, 56, 64, 78 Λένιν 110, 144, 153, 175 Λέντερερ, Β. 189 Λες, Α. 148, 164
Λίνγκενς-Ράινερ, Ε. 34, 35, 78, 99, 141,215 Λίφτον, Ρ. Τζ. 142, 151, 154 Λίφτσυκ, Πόλα 21, 22, 23, 26, 29, 63, 79, 143, 197 Λορέντσο 60, 65, 227 Λουμπέτκιν, Τσ. 94 Μάγιερ, Τσ. 103 ΜακΝτόναλντ, Ντ. 107 Μάντελ, Μ. 88, 140, 141 Μάρκος Αυρήλιος 101,186 Μαρξ36,146 Μαρτσένκο, Α. 32, 37, 39, 68, 69, 70 Μασάρεκ, Ρ. 50 Μένγκελε, Γ. 62, 88,107, 139, 140 Μέντελ 136, 205, 206 Μέτσγκερ211 Μικολάιτζυκ, Σ. 13, 17 Μίλγκραμ, Σ. 160 Μίλος, Τσ. 36,131, 132 Μίτσερλιχ, Α. 117,134 Μίχεελς 79, 85, 88,126 Μοντέρ-Κρουσκιέλ, Α. 11, 15 Μοντεσκιέ 245 Μόργκενταου, X. 204 Μοροζόφ, Π. 158 Μοσέ-λε-Μπιντώ 125 Μουνκ, Α. 196 Μπαιμ, Α. 141, 145 Μπατάιγ 172 Μπαχ, Γ.-Σ. 85, 87, 140 Μπάρμπι, Κλ. 143,144 Μπαρτοστβέτσκι, Βλ. 236 Μπεγκέν, Αλ. 247 Μπέκετ, Σ. 45 Μπεν, Γκ. 116 Μπέρια 107 Μπέρκοβιτς, Σ. 217 Μπέτελχάίμ, Μπρ. 54, 57, 61, 62, 92, 94, 106, 113, 120, 121, 127, 134, 136, 153, 201,217, 224, 243 Μπλανσό, Μ. 102 Μπόγκερ, Β. 138 Μπόμπα, Α. 233 Μπόρβιτς, Μ. 25, 94 Μπορ-Κομορόφσκι, Τ. 11, 13, 15 Μπορόφσκι, Τ. 31, 33, 34, 36, 37, 55, 63, 86, 87, 140, 141, 185, 203, 207, 224 Μπουλάβκο, X. 145
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Μπούμπερ-Νόυμαν, Μ. 36, 51, 52, 58, 65, 66, 67, 70, 78, 84, 99, 121, 126, 136, 152, 155, 247, 248, 249 Μπράντμπερυ, Ρ. 82 Μπράντφις, Ο. 145 Μπράουν, Β. φον 89 Μπρέχελ, Π. 84 Μπρεχτ, Μπ. 48 Μπρίνκερ, X. 43 Μπρόαντ, Π. 140 Μπωβουάρ, Σ. 71 Μύλερ, Φ. 56, 67, 126, 196, 200, 233 Μύλερ, Δρ. Λ. 124, 231 Μωριάκ, Φρ. 116 Νίτσε, Φρ. 36 Νόυμεγιερ 57 Νταίνιτς, Κ. 148 Νταλαντιέ, Ε. 48 Ντάνιελ, Γ. 68 Ντεγκώλ 48 Ντελμπό, Σ. 51, 76, 77, 81, 87, 213, 226 Ντε Πρε, Τ. 36, 38 Ντιαμάντ, Ντ. 51 Ντοστογιέφσκι 82 Ντουαρέ, Μ. 228 Ντυπρά, Φρ. 204 Οδυσσέας 44, 49, 83 Οκουλίτσκι, Λ. 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 19, 23, 24, 25, 27, 98, 184 Όλεντορφ, Ο. 145 Όμηρος 43, 97 Όμπερχαουζερ, Γ. 240 Όργουελ, Τζ. 60, 94 Παβελτσύνσκα, Α. 35, 76,173 Πασκάλ 53, 75 Παστερνάκ 82, 217 Πελτζύνσκι, Τ. 11, 12, 13, 14, 15, 17, 19 Περπέτουα 44, 52 Πέστεκ, Β. 189 Πεταίν 73 Πετρόφ, Μπ. 250 Πετρόφ, Β. 173 Πετσέρσκι, Σ. 49, 50, 65 Πίνδαρος 86 Πλάτων 92 Ποπιελούτσκο, Γ. 9
269
Πόρσε, Φ. 61 Πούσκιν 82,140 Πουτσίνι, Τζ. 88 Πωλάν,Ζ. 116 Ράίμάν 51 Ραποπόρ, Λ. 150 Ράουσνινγκ 153 Ράσελ, Μπ. 131 Ρατουτσίνσκαγια, I. 40, 41, 57, 60, 64, 65, 69, 77, 106, 188 Ρενάν, Ε. 45 Ρίνγκελμπλουμ, Ε. 20, 24, 25, 26, 27, 28, 197 Ρόζε, Α. 61, 93, 141, 146 Ρόζενμπεργκ, Α. 119 Ρόσκις, Ντ. 56, 86, 199 Ρουμκόφσκι, X. 174 Ρουσέ, Ντ. 109, 131, 248, 251, 252 Ρουσώ, Ζ.-Ζ. 38, 90, 136, 258, 259, 261 Σαίξπηρ 92, 94 Σαρτρ, Ζ.-Π. 96, 98,131 Σάυς-Ινκουαρτ, Α. 108, 165 Σαχάροφ 65 Σβάρτσμπαρτ, 1.27 Σβάρτσχουμπερ, Γ. 138,141 Σεμπρούν, X. 39, 41, 160, 230 Σερένυ 33, 50, 61, 76, 117, 122, 123, 126, 142, 143, 148, 154, 155, 164, 215, 233, 236, 238-242 Σινιάφσκι, Α. 68 Σμιθ, Μπρ. 204 Σμιτ, Κ. 116 Σολζενίτσυν 34, 40, 50, 60, 131, 134,187,245 Σοσνκόφσκι, Κ. 13, 21 Σουλ, Γ. 24, 25, 27, 28, 57, 63, 66, 200 Σούμαν, Ρ. 88, 140 Σπέερ, Α. 61, 77, 87, 88, 107, 116, 117, 118, 139, 147, 149, 152, 157, 158, 162, 164, 167, 168, 169, 170, 175, 178, 179, 180, 181, 230, 231 Στάγινερ, Κ. 77 Στάιν, Α. 93, 207, 208, 213 Στάινερ, Ζ.-Φρ. 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 19 Στάινλαουφ 59 Στάλιν 28, 51, 56, 103, 111, 113,
270
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
119, 127, 132, 144, 149, 153, 160, 180, 181, 188, 215, 217, 218, 247, 248, 249, 250 Στανγκλ, Ρ. 61, 88, 98 Στανγκλ, Τερέζα 122, 123, 215 Στανγκλ, Φραντς 116, 117, 121,123, 142, 143, 144, 148, 154, 155, 164, 238-42 Σταφ, Λ. 84 Στσμάζνερ, Στ.215 Σωκράτης 43 Τεκ, Ν. 64, 128, 209 Τένενμπαουμ 23 Τερέζα, αδ. 44 Τζαβότνυ 11,15, 17 Τζίλμπερτ 108, 118, 180, 182 Τζο 65 Τιγιόν, Ζ. 35, 36, 65, 68, 76. 79, 86, 106, 109, 113, 131, 140, 175, 185, 188, 189 Τίλο 138 Τοκβίλ, Α. ντε 45 Τούσνετ, Λ. 21 Τρανκ 63, 229 Τροκμέ, Α. 135,210,211 Τροκμέ, Μάγδα 207, 208, 210, 211 Τσάμπερλαιν, Ν. 48 Τσαουσέσκου 253 Τσάπλιν, Τσ. 45 Τσβάιγκερ23 Τσερνιάκοφ, Α. 20, 23, 196, 197 Τσιεχανόφσκι, Ζ. Μ. 11, 12, 14 Τσίμερμαν 99 Τσίμετμπαουμ, Μ. 57, 66 Τσώρτσιλ, Ου. 48 Φανόν, Φρ. 54
Φενελόν, Φ. 52, 62, 66, 69, 70, 85, 89, 93, 141, 142, 143, 146, 173, 203 Φιοντόρβνα 59, 60 Φούχρερ, Μ. 24 Φρανκ, Αννα 119, 201 Φρανκ, X. 118, 139, 159 Φρανκλ, Β. 41, 55, 78, 81, 91, 94, 152,202,203 Φρόυντ, Σ. 172 Χαίλντερλιν, Φρ. 83 Χάινε, Ερ. 45 Χάιντεγκερ, Μ. 102, 116, 147 Χάιζεμπεργκ, Β. 89 Χαλάμοφ 32, 34 Χαλί, Φ. 101, 135, 207 Χάνκε, Κ. 118 Χάυντριχ, Ρ. 106, 149 Χέμπελ, Ε. 52 Χέρλινγκ, Γκ. 37, 38, 56, 59, 82, 84, 131,249 Χίλεζουμ, Ε. 71, 84, 87, 90, 120, 134, 136, 185, 186, 187, 188, 189, 190, 191, 192, 193, 194, 195, 199, 200, 205, 216, 227, 228, 261 Χίλμπεργκ, Ρ. 113, 233 Χίμλερ, X. 62, 106, 152, 156, 162, 168, 180, 182, 183 Χιρς, Φρ. 195, 196, 197 Χίτλερ, Α. 24, 28, 48, 51, 73, 88, 89, 103, 106, 107, 111, 117, 118, 119, 121, 130, 139, 147, 149, 152, 153, 157, 158, 161, 165, 168, 169, 170, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 188, 190, 194, 195, 200, 211, 217, 219, 247, 248, 249, 250 Χομπς, Τ. 32, 38, 136 Χόνεκερ 253
• Χάννα Άρεντ
Ανθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (Λούξεμπουργκ, Μπένγιαμιν, Μπρεχτ) Για την Επανάσταση
• Ανριέτ Ασσέο
Τι απέγιναν οι 70.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης;
Σεμπρούν - ΒήζεΛ
• Πωλ Βιριλιό
Η σιωπή είναι αβάσταχτη
Η πληροφορική βόμβα Η διαδικασία της σιωπής Καθαρός πόλεμος
• ΙΒά ν Ίλλιτς
Για τις ανάγκες του ανθρώπου σήμερα
• Νόρμαν Κον
Αγώνες για την έλευση της Χιλιετούς Βασιλείας του θεού. Επαναστάτες χιλιοστές και μυστικιστές αναρχικοί του Μεσαίωνα
• Κρίστοφερ Λας
Η κουλτούρα του ναρκισσισμού
• Χέρμπερτ Μαρκούζε
Η αισθητική διάσταση (επίμετρο: Ντάγκλας Κέλνερ).
• Λιούις Μάμφορντ
Η ιστορία των ουτοπιών Τέχνη και τεχνική Οι μεταμορφώσεις τού ανθρώπου
• Λ. Μάμφορντ, Ζ. ΕΛλύλ, Λ. Γουάιτ, Ε. ΣΒαρτς
Η φωτιά τού Προμηθέα: δοκίμια για τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό
• Μάρια-Λουίζα Μπερνέρι
Περιήγηση στην Ουτοπία
• Μάρτιν Μπούμπερ
Μονοπάτια στην Ουτοπία
• Γιάκομπ Μπούρκχαρντ
Σκέψεις για την παγκόσμια ιστορία
• Πάτρικ Μπράντλιντζερ
Αρτος και θεάματα. Η μαζική κουλτούρα
• Τζέρυ Μπράουν
Η άλλη Αμερική
Εγώ κι εσύ
ως κοινωνική παρακμή
• Ζαν Μπωνχριγιάρ
Η καταναλωτική κοινωνία Συνθήματα
• Γκυ Ντεμττόρ
Παρατηρήσεις για την δολοφονία του Ζεράρ Αεμποβισί
• Καρλ Πολάνυι
0 μεγάλος μετασχηματισμός
• Νταίηβιντ Ρήσμαν
Το μοναχικό πλήθος
• Ε. Π. Τόμσον
Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός
• ΤσΒετάν Τόντοροφ
Απέναντι στο ακραίο
• Μαρκ Φερρό
Από τα σοβιέτ στον γραφειοκρατικό κομμουνισμό Η ιστορία υπό επιτήρηση
• Εύα Φοργκάς
Μπάουχαους: ιδέες και πραγματικότητα
•Τα έργα του Φρ. Νίτσε σε καινούριες μεταφράσεις του Ζήση Σαρίκα Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα Πέρα από το καλό και το κακό Το λυκόφως των ειδώλων, Αντίχριστος,Ίδε ο άνθρωπος Η θέληση για δύναμη Η γενεαλογία της ηθικής Η γέννηση της τραγωδίας
_ ,ΤΣΒΕΤΑΝ ΤΟΝΤΟΡΟΦ
Απέναντι στο ακοαιο
Ι' ϊ « Ο 20ός αιώνας φτάνει στο τέλος του, και μπαίνουμε όλοι στον πειρασμό να αναρωτη8ού{μ« •
■
ποια θέση θα καταλάβει στην ιστορία; Πώς θα τον θυμόμαστε αύριο; Όπως όλοι, δεν γνωρίζω τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα· αλλά είμαι βέβαιος ότι ||ΙΙ0 επινόηση του 20ού αιώνα θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας: τα στρατόπεδα του ολοκληρωτισμ^ί)ύ Έχουμε ανακαλύψει το ακραίο πολιτικό καθεστώς, τον ολοκληρωτισμό, και το ακραίο Τ*χ ολοκληρωτισμού, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
ο |
Ο μακάβριος αυτός θεσμός προσφέρεται σε όλων^των ειδών τα ιστορικά, πολιτικά |α ψυχολογικά σχόλια. Τα όσα γράφω εδώ, με μία προσωπική έρευνα των αφηγήσεων, εί|α διαφορετικά: έχουν να κάνουν με την ηθική. Σε αντίθεση με μία διαδεδομένη προκατάληψη, η ηθ|ΚΓ ζωή δεν είχε σβήσει στα στρατόπεδα· κάθε άλλο μάλιστα: θα μπορούσαμε στην εμπειρία τδ* στρατοπέδων να βασίσουμε μία καθημερινή ηθική που θα άρμοζε στην εποχή μας».
:? ι.Β· Τσβετάν Τόντοροφ
I.
5. Β . Ν .: 9 6 0 - 8 4 8 0 - 7 8 - 7 .