ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΗΣ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΠΟΛΛΑ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙΑ Μαρτυρία Κύπριου αιχμαλώτου
2003 Οι περιπέτειες ενός φαντάρου από τη μέρα που κατατάχτηκε να υπηρετήσει μέχρι τη μέρα που αφέθηκε ελεύθερος από τις φυλακές της Τουρκίας, όπου κρατούνταν αιχμάλωτος πολέμου. Μια αληθινή ιστορία, που προβάλλεται σαν κινηματογραφική ταινία μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ο Γεώργιος Ν. Χαριτωνίδης, πρόσφυγας από τη Λάπηθο Κερύνειας, μετά την απελευθέρωσή του από τις τουρκικές φυλακές εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Είναι υπάλληλος στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Ασχολείται επίσης με τη γλυπτική‐ζωγραφική και έχει στο ενεργητικό του δύο ατομικές εκθέσεις, μία στην Αθήνα και μία στη Λεμεσό, καθώς και συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις.
Digitized by 10uk1s
20 ΙΟΥΛΙΟΥ 1972. Γραφείο Επιλογής Νεοσυλλέκτων Κερύνειας. Γραφιάδες, γιατροί, αξιωματικοί κάθονται πίσω από ένα στενόμακρο πάγκο. Ένας ένας οι νεοσύλλεκτοι περνούμε από την επιτροπή, για να κριθούμε αν είμαστε ικανοί για στρατιώτες. Πλησιάζει η σειρά μας. Βγάζουμε παπούτσια, κάλτσες, κατεβάζουμε το παντελόνι μέχρι τα γόνατα. Γυμνοί από τη μέση και κάτω είμαστε έτοιμοι να εξεταστούμε. Ο γιατρός εξετάζει έναν καχεκτικό και μικροκαμωμένο στρατιώτη για τυχόν κήλη. «Λάθος θέση της σκωληκοειδούς αποφύσεως», ακούγεται το σκωπτικό σχόλιο ενός αξιωματικού. Η επιτροπή στρέφει το βλέμμα προς την εκτεθειμένη περιοχή του σώματος του εθνοφρουρού. «Που πας, καημένε, με τέτοιο μικρούτσικο..., που πας μ' αυτό το πραματάκι...;» ρωτά περιπαικτικά ο αξιωματικός. «Κύριε λοχαγέ, εδώ ήρταμε να υπηρετήσουμε την πατρίδα τζιαι όι να τη γαμήσουμεν», απαντά οργισμένα ο εθνοφρουρός. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι εκείνο που αρνιόταν ο μικροκαμωμένος εθνοφρουρός στο δεύτερο μέρος της απάντησής του, αυτό ακριβώς μας επέβαλαν να κάνουμε στην πατρίδα. Μας χρέωσαν στρατιωτικά ρούχα και μας έβαλαν να καθίσουμε δίπλα στη πύλη του στρατοπέδου, μέχρι να μας φορτώσουν στα φορτηγά. Κοιτούσα έξω. Ένα σύνθημα που ήταν γραμμένο στον τοίχο ενός παλιού σπιτιού τράβηξε την προσοχή μου: Όσοι εν κομμουνιστές τζιαι παν με την Ρωσσίαν τζιαι θέλουν σφυροδρέπανον να κάτσουν πα στον ρέπανον να δούσιν την ουσίαν. Μεγαλωμένοι με αρχαιοελληνικά ιδανικά περί πατρίδος, ανυπομονούσαμε να υπηρετήσουμε τη θητεία μας. Με το που πατήσαμε το πόδι μας στο Κ.Ε.Ν. Λάρνακας για τη βασική εκπαίδευση, προσγειωθήκαμε ανώμαλα. «Θα πεθάνετε, ρεε... ψάρια!» «Προσοχή!» «Αεροπορία!» ακούστηκαν κατευθείαν οι αγροίκες φωνές των εκπαιδευτών. Τότε δεν ξέραμε τι σήμαινε «αεροπορία», αλλά το μάθαμε με μια βίαιη σπρωξιά, που μας έκανε να πέσουμε μπρούμυτα στο χώμα. «Απαγορεύεται αυστηρώς το βάδην», μας είπαν. Ή έπρεπε να ήμαστε ακίνητοι ή έπρεπε να τρέχουμε. Στην ιματιοθήκη, στους θαλάμους, στην τουαλέτα, στο Κ.Ψ.Μ. πηγαίναμε τροχάδην. Τα καψόνια γινόντουσαν τις ώρες ανάπαυσης, μεσημέρι ή βράδυ. Μπαίνανε στο
Digitized by 10uk1s
θάλαμο δύο δεκανείς και τριάντα με τριάντα πέντε άτομα πεταγόμαστε από τα κρεβάτια και στεκόμαστε προσοχή. Οι δεκανείς συνήθως είχαν ύφος Μεγάλου Ναπολέοντα. «Χαλαρώσατε, εεε;», ούρλιαζαν και άρχιζαν το «εν, δυο, κάτω» μέχρι που κουράζονταν οι ίδιοι να φωνάζουν το παράγγελμα. Έτυχε μάλιστα εκείνη την περίοδο στην Κύπρο να έχουμε παρατεταμένη ανομβρία, που δυσκόλευε περισσότερο τη ζωή μας. Πολλές φορές το πρωί, ανοίγοντας τη βρύση για να πλυθούμε, πάνω στις απλωμένες χούφτες μας νιώθαμε μόνο πιεσμένο αέρα. Τα εμφιαλωμένα νερά δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα στην αγορά, και έτσι δεν υπήρχαν στο Κ.Ψ.Μ. Αναγκαζόμαστε να αγοράζουμε αναψυκτικό, για να ξεπλύνουμε την οδοντόκρεμα από το στόμα μας και να ξυριζόμαστε με κόκα κόλα! Υπέροχη γεύση, αλλά σαν διαλυτικό της σαπουνάδας απαίσια αίσθηση. Συχνά, όταν επιστρέφαμε κατάκοποι από πορείες ή ασκήσεις, δε μας επέτρεπαν να βγάλουμε τις αρβύλες, γιατί ήμαστε, όπως μας έλεγαν, σε συναγερμό. «Η άσκηση συνεχίζεται, σσιλόψαρα!», φώναζαν οι υπαξιωματικοί. Τα απογεύματα, που για λίγα λεπτά είχαν οι βρύσες νερό, πηγαίναμε κρυφά στην τουαλέτα, βγάζαμε τις αρβύλες για να πλύνουμε τα πόδια μας, αλλάζαμε κάλτσες, αν είχαμε καθαρές, και τις ξαναφορούσαμε. Το βράδυ κοιμόμαστε με τις αρβύλες στα πόδια. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να πλύνουμε τα πόδια μας με κόκα κόλα, έτυχε όμως να πλύνουμε τις κάλτσες μας, όταν μας τέλειωνε η σκόνη πλυσίματος. Με τον πλούσιο αφρό της έφευγε η βρώμα και με ελάχιστο νερό τις ξεπλέναμε και γινόντουσαν πεντακάθαρες. Τύφλα να έχουν «οι είκοσι εννέα κατασκευαστές πλυντηρίων» που συνιστούσαν σκόνη πλυσίματος, σύμφωνα με γνωστή διαφήμιση της εποχής. Πολλοί από τους εκπαιδευτές μας, λοχίες και δεκανείς, ήταν της Α' Ε.Σ.Σ.Ο. Κατατάσσονταν το Γενάρη. Ήταν κυρίως οικοδόμοι και τεχνίτες, παιδιά δηλαδή που δεν είχαν απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης. Θεωρούσαν αυτούς της Β' Ε.Σ.Σ.Ο., που κατατάσσονταν τον Ιούλη, μετά τις εξετάσεις για το απολυτήριο του εξατάξιου Γυμνασίου και τις εισαγωγικές εξετάσεις για τα Πανεπιστήμια της Ελλάδας, «βουτυρόπαιδα» και μαλθακούς από το πολύ διάβασμα, γι' αυτό και αναλάμβαναν να τους στρώσουν. Καλή ώρα όπως εμάς. Έριχναν πού και πού και καμιά δυο σφαλιάρες, να μας αλλάξουν, όπως έλεγαν, τα φώτα, για να σκληραγωγηθούμε, να γίνουμε πιο άντρες! Οι Β' Ε.Σ.Σ.Ο., που θεωρούσαν τους εαυτούς τους μορφωμένους, αποκαλούσαν την Α' Ε.Σ.Σ.Ο. «μαννοσειρά», επειδή δεν έπαιρναν τα γράμματα και δεν κατάφερναν να αποκτήσουν απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης. Δημιουργήθηκε έτσι αντιπάθεια μεταξύ των δύο σειρών κατάταξης και εναλλάξ η μια σειρά βασάνιζε την άλλη. Μας μάθαιναν βηματισμό και μας ανάγκαζαν να τραγουδάμε με όση δύναμη είχαμε το «έχω μια αδελφή, τη λένε Βόρειο Ήπειρο, την αγαπώ πολύ». Σήμερα, μαθαίνω, το «Βόρεια Ήπειρος» έχει αντικατασταθεί με το «Βόρεια Κύπρος»... Για τους Τούρκους μάς έδιναν την εντύπωση ότι τους είχαμε στην τσέπη και όποτε θέλαμε τους ρίχναμε στη θάλασσα. «Εχθροί σας, ρε;» φώναζαν οι λοχίες.
Digitized by 10uk1s
«Οι κομμουνιστές και οι Τούρκοι!», έπρεπε να απαντήσουμε ομαδικά. Περισσότερο επικίνδυνος εχθρός εθεωρείτο ο κομμουνισμός. Θυμάμαι έναν αξιωματικό του στρατοπέδου, τον N. M., που μας έλεγε: «Αν μας πάρουν οι Τούρκοι, κάποτε θα απελευθερωθούμε. Αν μας πάρουν όμως οι κομμουνιστές, θα μείνουμε για πάντα σκλάβοι». Αντιστρόφως προφητικός ο λόγος του αξιωματικού...
Digitized by 10uk1s
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ με επέλεξαν στα Λ.Υ.Β. Τα ίδια και χειρότερα! Είχαμε ένα λοχαγό θεότρελο, που κρατούσε μόνιμα στο χέρι καμιτσίκι και χτυπούσε τους λυβίτες στο κάθε τους παράπτωμα. Μια φορά που δεν εκτελέσαμε, κατά τη γνώμη του, σωστά την άσκηση, μας έβαλε να κάνουμε λαγουδάκια, χτυπώντας μας με τη ζωστήρα στην πλάτη. Αναγκάστηκε να σταματήσει μόνο όταν λιποθύμησε ένας λυβίτης. Ο τρόπος εφαρμογής των μεθόδων εκπαίδευσής μας ως στρατιωτών, στο μεν σωματικό μέρος, ξεπερνούσε κάθε όριο αντοχής, στο δε πνευματικό, ξεπερνούσε κάθε όριο ηλιθιότητας. Ένα βράδυ, μόλις επιστρέψαμε από πορεία πολλών χιλιομέτρων, χωρίς να μας αφήσουν ούτε πέντε λεπτά για ανάπαυση, μας βάλανε και καθίσαμε οκλαδόν, φέρανε μηχανή προβολής, στήσανε οθόνη και άρχισαν να προβάλλουν ντοκιμαντέρ με θέμα το ναό του Παρθενώνα. Ήταν μέσα στο πρόγραμμα για την ενδυνάμωση του εθνικού φρονήματος, τη λεγόμενη Ε.Η.Δ. Το ντοκιμαντέρ απευθυνόταν περισσότερο σε υποψήφιους αρχαιολόγους και λιγότερο σε υποψήφιους υπαξιωματικούς. Έπαιρνε κομμάτι κομμάτι το ναό και τον ανέλυε με επιστημονική ορολογία. Πτώματα από την κούραση, κουτουλούσαμε από τη νύστα, ήταν αδύνατον να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στην οθόνη. Κάποια στιγμή ένας λοχίας αντελήφθη έναν ταλαίπωρο από μας, που είχε πλήρως βυθιστεί στον ύπνο. Τον πλησίασε εξαγριωμένος και του είπε: «Αντί να βλέπεις και να αισθάνεσαι υπερήφανος για τους προγόνους μας, κοιμάσαι;», και ταυτόχρονα του έδωσε μια τόσο δυνατή σφαλιάρα, που ο δυστυχής, έτσι όπως κοιμόταν, έπεσε κάτω λιπόθυμος. Έφεραν άρον άρον ένα γιατρό που υπηρετούσε κι αυτός τη θητεία του και τρόμαξε ο άνθρωπος να τον συνεφέρει. Ο λοχίας στράφηκε προς όλους μας, που στο μεταξύ το μάτι μας είχε γίνει γαρίδα, και συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα: «Όταν οι Έλληνες είχαν πολιτισμό, οι Ρώσοι και οι Αμερικάνοι κοιμόντουσαν με τις αρκούδες». Η φράση, θυμάμαι, μου άρεσε, όμως σκέφτηκα ότι μια αρκούδα είχε περισσότερες πιθανότητες να ξέρει τι ρυθμού ήταν οι κίονες του Παρθενώνα παρά αυτός. Αν οι παρόμοιας νοοτροπίας ανώτεροι του αξιωματικοί είχαν ευφυΐα έστω ίση με μιας αρκούδας, δε θα συνέβαιναν όσα έμελλε να πάθουμε. Στο μήνα ο λοχαγός Π. πήρε ευνοϊκή μετάθεση και, ευτυχώς, μας έφεραν άλλον, καλύτερο. Ο λοχαγός αυτός λεγόταν Χατζής Νικόλαος και εκτός από το ότι δε μας βασάνιζε, του άρεσαν και τα καλλιτεχνικά. Ρώτησε ποιοι ήταν μουσικοί, ποιοι είχαν καλή φωνή και ποιοι είχαν κάποιο ταλέντο. Εμένα με σύστησαν ότι τα κατάφερνα με σάτιρες και γενικά με ποίηση, και έτσι βρέθηκα μέσα στην καλλιτεχνική ομάδα που συγκροτήθηκε. Έγινε ορχήστρα και οργανώνονταν με κάθε ευκαιρία εκδηλώσεις. Έγραφα κάτι ποιήματα της μαύρης ορκής1, που περιέργως άρεσαν. Λόγω της κρίσεως εις την Ελλάδα, συνιστώ τη φασολάδα και για το πρόβλημα το ενεργειακό, το μεγάλο αυτό κακό... 1 Της κακιάς ώρας. Digitized by 10uk1s
και συνέχιζα με ατελείωτους ασυνάρτητους στίχους στο ίδιο ύφος. Οι μεγαλοαξιωματικοί, που κάθονταν στα πρώτα καθίσματα, έστηναν το αυτί μήπως εντοπίσουν φράσεις ή νοήματα που έθιγαν την «επανάσταση», όπως αποκαλούσαν αυτοί τότε τη χούντα. Από ό,τι καταλάβαινα, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τα υπονοούμενα έμεναν πάντα σκεφτικοί και αγέλαστοι, ενώ το υπόλοιπο ακροατήριο ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Λούφαρα αρκετά ως μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας. Ο λοχαγός μάς απάλλασσε από ασκήσεις και προπάντων από σκοπιές, όταν είχαμε να προετοιμάσουμε εκδήλωση. Ύστερα από τρίμηνη εκπαίδευση γίναμε βαθμοφόροι, δεκανείς και λοχίες. Όλοι θέλαμε να γίνουμε εκπαιδευτές της Α' Ε.Σ.Σ.Ο., να πάρουμε το αίμα μας πίσω. Δεν έτυχε να μετατεθώ σε κέντρο εκπαίδευσης.
Digitized by 10uk1s
ΜΕ ΕΣΤΕΙΛΑΝ να υπηρετήσω στο 226 Τ.Π. στη Λάρνακα, στο δεύτερο λόχο. Υπήρχε τότε μέσα στην πόλη της Λάρνακας τουρκοκυπριακός θύλακας και γραμμή αντιπαράταξης, όπου υπήρχαν τα φυλάκιά μας. Ξεκίνησα άσχημα ως υπαξιωματικός. Πρωτάρης λοχίας ανέλαβα αρχιφύλακας στο φυλάκιο Παντοπωλείο. Λεγόταν έτσι, γιατί στεγαζόταν ακριβώς πάνω από την κεντρική αγορά της Λάρνακας. Η γειτονία αυτή πλούτισε για ένα διάστημα τη διατροφή των στρατιωτών με βιταμίνες και —παραλίγο— τη θητεία μου με οκτώ μέρες φυλακή. Όταν έφτασα στο φυλάκιο, η επιχείρηση ήταν ήδη στημένη. Ένας στρατιώτης είχε βρει τρόπο να πηδάει σε ένα μπαλκόνι γειτονικού σπιτιού, να τρυπώνει από ένα μικρό παραθυράκι που βρισκόταν κολλητά στον τοίχο, και με ένα σάλτο να βρίσκεται μέσα στην κεντρική αγορά. Η παράνομη προσπάθεια γινόταν νύχτα, όταν τα πάντα ήταν κλειστά. Η κλοπή των προϊόντων μοναδικό σκοπό είχε να σιτίζονται καλύτερα οι στρατιώτες του φυλακίου. Ακολουθούσαν πανέξυπνη τακτική. Δεκάδες τα τελάρα από τα φρούτα, εκατοντάδες κλωστές λουκάνικα, τυριά και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Ο φίλος μας τσίμπαγε ένα μήλο από κάθε τελάρο και από διαφορετικό ιδιοκτήτη. Το ίδιο και με τα λουκάνικα. Μια κλωστή από διαφορετικό κάθε φορά σημείο και η κλοπή δε γινόταν αντιληπτή από τους ιδιοκτήτες, λόγω της εξαιρετικά μικρής ποσότητας του προϊόντος που έλειπε. Αν έπαιρνε, για παράδειγμα, από κάθε τελάρο ένα μήλο, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί κλοπή. Τα τριάντα ή σαράντα όμως μήλα ήταν μεγάλη ποσότητα για τις ανάγκες του φυλακίου. Ανέβαζε πάνω τα προϊόντα και οι στρατιώτες περνούσαν ζωή και κότα. Όταν ανέλαβα το φυλάκιο, η καλοπέραση ήταν στο αποκορύφωμά της. Η διάχυτη μυρωδιά των τηγανητών λουκάνικων στο χώρο θύμιζε περισσότερο ταβέρνα παρά στρατιωτικό φυλάκιο! Στην αρχή μου λέγανε ότι τα τρόφιμα τα έφερναν οι εξοδούχοι από τα σπίτια τους. Το φαγητό που φέρνανε από το λόχο δεν προλάβαινε να ανέβει στο φυλάκιο, γιατί ο στρατιώτης που κατέβαινε να το παραλάβει το έριχνε κατευθείαν σε έναν κάδο απορριμμάτων. Καθώς οι μέρες περνούσαν, πρόσεξα ότι οι εξοδούχοι, όταν επέστρεφαν, δεν έφερναν μαζί τους τρόφιμα. Ένας στρατιώτης μού αποκάλυψε το μυστικό. Στη φάση ακριβώς που σκεφτόμουν πώς έπρεπε να χειριστώ την κατάσταση, το μυστικό ήδη είχε διαρρεύσει στο γειτονικό φυλάκιο. Ο δράστης του γειτονικού φυλακίου συνωμότησε με το σκοπό του φυλακίου μας και αργά τη νύχτα, όταν όλοι κοιμόμαστε, πραγματοποίησε την κλοπή. Φάνηκε όμως ότι δεν ήταν επαγγελματίας. Μάζεψε όλες τις μπανάνες από έναν ιδιοκτήτη. Στο δρόμο μάλιστα της επιστροφής τού έπεσαν κάτω τρεις τέσσερις, πάτησε και μία αφήνοντας αποτύπωμα της αρβύλας στο πάτωμα. Οι σκορπισμένες μπανάνες οδηγούσαν στο μικρό παραθυράκι. Το πρωί ο ιδιοκτήτης κατάλαβε αμέσως την κλοπή αλλά και τους δράστες. Τα ίχνη οδηγούσαν ολοφάνερα προς το φυλάκιό μας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ήρθε η Ε.Σ.Α.Κ. μαζί με το διοικητή του τάγματος, ο οποίος μου έκανε αναφορά για στρατοδικείο και μου έριξε οκτώ μέρες φυλακή. «Σας βάλαμε να προσέχετε τον κόσμο κι εσείς τον κλέβετε», άρχισε να μου φωνάζει και μου εκτόξευε ακατονόμαστες βρισιές. Τη φυλακή τη γλίτωσα τελικά χάρη σε ένα λοχαγό, αντικαταστάτη του δικού μας, που έλειπε με άδεια. Κάποια αδικία πρέπει να του είχαν κάνει και του ίδιου, γιατί είχα την κατανόησή του. Digitized by 10uk1s
Το φυλάκιο που με έστειλαν αμέσως μετά λεγόταν Αποβάθρα, γιατί βρισκόταν στην προέκταση της μεγάλης αποβάθρας του λιμανιού. Από το ζωή και κότα του προηγούμενου φυλακίου, βρέθηκα στο ζωή και ψάρι του επόμενου. Όλες τις ώρες μας τις περνούσαμε με τους ψαράδες. Φιλέψαμε μαζί τους. Συχνά τους βοηθούσαμε να ξεφορτώσουν τα τελάρα, τρώγαμε ψάρια, ακούγαμε ιστορίες και πίναμε κανένα ποτηράκι. Οι καθημερινές σκηνές του λιμανιού με γοητεύανε. Περπατούσα κι έβλεπα από τις αναμεσιές των ξύλινων λωρίδων της αποβάθρας κάτω να κολυμπούν οι κέφαλοι και να δημιουργούν γαλήνια κίνηση μέσα στο νερό. Από πάνω οι ερασιτέχνες ψαράδες προσπαθούσαν να τους τραβήξουν με τα καλάμια τους, καθισμένοι στη άκρη, αμίλητοι και ακίνητοι σαν αγάλματα. Οι γλάροι βουτούσαν από ψηλά, ανυψώνονταν με απότομες κοφτές κινήσεις και ισορροπούσαν σαν ανήσυχη πινελιά στο γαλάζιο σκηνικό της αποβάθρας. Παραδίπλα, ψαράδες καθισμένοι μέσα στις βάρκες ξετύλιγαν τα δίχτυα κι έκαναν τη διαλογή των ψαριών ρίχνοντάς τα σε διαφορετικούς κουβάδες, ανάλογα με το είδος. Μετά σκυφτοί, με τα ψάθινα καπέλα στο κεφάλι, έραβαν τα δίχτυα και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Δίπλα τους ένα ραδιοφωνάκι έπαιζε τα τραγούδια της εποχής εκείνης: «Μαρία με τα κίτρινα», «Ο Γιώργος είναι πονηρός», «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν». Αφουγκραζόμουν τις κουβέντες των ψαράδων και απολάμβανα σιωπηλός τους μελωδικούς ήχους της κυπριακής διαλέκτου: ροθυμώ, αναελώ, αναμώννω, ίλαρος γιαλός. Κάθε πρωί επέστρεφε στο λιμάνι το ψαροκάικο του Ορμηδιώτη. Τα τελάρα ήταν στοιβαγμένα γεμάτα ψάρια, σε σειρές το ένα πάνω στο άλλο. Μόλις έδενε, βοηθούσαμε να ξεφορτωθούν γρήγορα. Από κάτω περίμεναν οι έμποροι, που τα ζύγιζαν και κανόνιζαν την τιμή με τον καπετάνιο, ο οποίος ήταν και ο ιδιοκτήτης του καϊκιού. Αφού τελείωνε το πάρε δώσε, οι ψαράδες με έναν κουβά που ήτανε δεμένος με σκοινί αντλούσανε νερό από τη θάλασσα και γρήγορα γρήγορα ξεπλένανε το κατάστρωμα του καϊκιού. Γύρω από ένα χαμηλό ξύλινο τραπέζι, που το ονόμαζαν τάβλα, έβαζαν για καθίσματα τελάρα και μας φώναζαν να ανέβουμε. Ήμαστε οι καθημερινοί προσκεκλημένοι. Ο μάγειρας έβαζε πρώτα τα πιάτα γύρω γύρω και μετά έφερνε μια τεράστια κατσαρόλα με την κακαβιά. Όλο το λιμάνι γέμιζε από τη γαργαλιστική μυρωδιά. Μόλις το πιάτο μας άδειαζε, ο μάγειρας, που είχε αφήσει επίτηδες την κουτάλα μέσα στη σούπα, μας έκανε νόημα να το ξαναγεμίσουμε. Μια παρέα γίναμε και με τους τελωνειακούς, με τους οποίους περνούσαμε μαζί την ώρα μας, όταν είχαν βάρδια στην αποβάθρα. Ο Τζίβας, ένας κοντόσωμος υπάλληλος με κλασική ανατολίτικη κοιλιά και κόκκινο αλμυροψημένο πρόσωπο, συχνά με προσκαλούσε στη βενζινάκατο του λιμεναρχείου και κάναμε μαζί περιπολίες. Στη διαδρομή πάντα μου χωράτευε με την ίδια ερώτηση: «Πόσες εμείνασιν σήμερα;». «Τετρακόσιες μια τζιαί 'πόψε.» «Ου... έφαες το μισό βου.» Σε τρεις τέσσερις μέρες τα ίδια: «Πόσες εμείνασιν σήμερα;». «Τριακόσιες ενεντήντα οχτώ τζιαί 'πόψε.»
Digitized by 10uk1s
«Ου... έφαγες τζιαί την τζοιλιά.» Σε άλλες δυο μέρες, για να με απολύσει γρήγορα, βιάστηκε να μου ταΐσει όλο το βόδι. «Πόσες εμείνασιν σήμερα;» «Τριακόσιες ενεντήντα έξι τζιαί 'πόψε.» «Ου... έφαες το βουν τζιαί έμεινε ο νούρος του.» Τα Σαββατοκύριακα το απόγευμα οι Σκαλιώτισσες έκαναν τον περίπατό τους στην αποβάθρα, μια συνήθεια που οι ντόπιοι ονόμαζαν νυφοπάζαρο. Οι νεαρές περπατούσαν πάνω κάτω αμέτρητες φορές. Φούστες μίνι μέχρι τις... αμυγδαλές, τακούνι τέσσερα πέντε δάχτυλα, ζώνη φαρδιά, μπλουζάκια λουλουδάτα. Ακολουθούσανε οι νεαροί από πίσω. Μακρυμάλληδες, με πουκάμισα ξεκούμπωτα, επίσης λουλουδάτα. Τις φλέρταραν κυρίως με λεκτικά πειράγματα όπως: «Ω ρε μάνα μου... ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σου...», και όταν φυσούσε αεράκι και σήκωνε λίγο τις φούστες των κοριτσιών φωνάζανε όλοι μαζί από πίσω: «Φύσα, αέρα σύμμαχε...». Τα κορίτσια περπατούσαν δήθεν αδιάφορα κι έκαναν ότι δε λάμβαναν υπόψη τα πειράγματα. Αν ήταν πετυχημένα, απλώς χαμογελούσαν και έριχναν πλάγια κρυφή ματιά στον ομορφονιό που έριξε την πετυχημένη ατάκα. Αν το πείραγμα ήταν κρύο ή χυδαίο, απαντούσαν με μορφασμό αποδοκιμασίας. Ακολουθούσαμε κι εμείς, μπαίνοντας στο παιχνίδι. Μια κοπελίτσα μου είχε τραβήξει την προσοχή, δυο τρεις φορές που την είδα. Με απλό, σεμνό ντύσιμο, με χάρη και γλυκιά ζωηρή έκφραση, ξεχώριζε από τις άλλες. Την παρακολουθούσα που πήγαινε κι ερχότανε στην αποβάθρα. Με δυσαρεστούσε μόνο και με αποθάρρυνε το γεγονός ότι ήταν το επίκεντρο προσοχής και για πολλούς άλλους νέους που την περιτριγύριζαν. Ρώτησα ένα Σκαλιώτη στρατιώτη να μου πει αν την γνώριζε. Ήταν μαθήτρια, μου είπε, την ήξερε από το γυμνάσιο, τραγουδούσε ωραία και τη λέγανε Άννα Βίσση. Από τη μέρα που ρώτησα το όνομά της δεν την ξαναείδα. Η αποβάθρα συχνά γινότανε πεδίο συγκρούσεων —ακόμα και αιματηρών— για λόγους τιμής. Η αφορμή ήτανε πάντα γένους θηλυκού. «Γιατί πείραξες την αδελφή μου... το κορίτσι μου...;» Συνέβη και με έναν αξιωματικό του τάγματός μας. Μια ομάδα νεαρών πείραξε λεκτικά την κόρη του. Τη ρωτήσανε αν ήταν ζαχαροπλάστης ο μπαμπάς της και άλλα παρόμοια. Την ίδια, απ' ό,τι είδα, δε φάνηκε να την ενόχλησαν τα πειράγματα. Τα άκουσε όμως ο μπαμπάς της, που ακολουθούσε λίγο πιο πίσω. Κοτζάμ αξιωματικός... έπρεπε να αποδείξει ότι δεν ήταν ζαχαροπλάστης! Ανταλλάχτηκαν βαριές και χυδαίες ύβρεις και το κλίμα φορτίστηκε στα καλά καθούμενα. Το πήρε κατάκαρδα ο λοχαγός και το επόμενο Σάββατο, που ήξερε ότι κατέβαινε η παρέα, τους την είχε στημένη. Μάζεψε όλους τους παλικαράδες του τάγματος και τους έστειλε στην αποβάθρα με πολιτικά. Η αφορμή για τον καβγά ήταν στημένη: «Τι είπες, ρε, για τη μάνα μου;» γυρίζει ξαφνικά και λέει απειλητικά ένας από τους βαλτούς σε κάποιον από τους νεαρούς. «Αφού δε σε ξέρω, γιατί να πω για τη μάνα σου;» απαντά με απορία ο άλλος. «Δηλαδή αν με ήξερες θα έλεγες...» Και του ρίχνει την πρώτη μπουνιά. Μπλέχτηκαν τότε και οι άλλοι και κάνανε μαύρους όλη την παρέα των ενοχλητικών... Είχε γίνει χαμός εκείνο το βράδυ. Η αστυνομία, που έφτασε λίγο αργότερα, δεν έβγαλε άκρη. Digitized by 10uk1s
Το επόμενο φυλάκιο που υπηρέτησα ήταν του Ηρακλείδη. Την ονομασία την πήρε από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που ήταν μέσα το φυλάκιο. Ήταν σπίτι μεγάλο, ωραίο, δίπατο. Απάνω ήταν το φυλάκιό μας και από κάτω έμενε η οικογένεια Ηρακλείδη. Ήταν τότε από τα τελευταία σπίτια στην άκρη της πόλης. Απέναντι και αριστερά ήταν ο τουρκικός θύλακας, ευθεία απέναντι και δεξιά ήταν οι Αλυκές. Εκεί, στη θέση περίπου του σημερινού αεροδρομίου, υπήρχε ο τρίτος λόχος του τάγματος. Στο φυλάκιο αυτό υπηρέτησα δυο φορές, σε διαφορετικά ολιγοήμερα διαστήματα. Ο παλαιότερος στρατιώτης του φυλακίου ήταν ένα παιδί από την Αμμόχωστο. Όνομα μικρό και επίθετο άλλαζαν μόνο στην κατάληξη και είναι απ' αυτά που δεν μπορώ ποτέ να συγκρατήσω. Όλη μέρα διάβαζε βιβλία και περιοδικά σχετικά με εξωγήινους πολιτισμούς. Μάζευε, μάλιστα, σε ένα φάκελο αποκόμματα εφημερίδων που αφορούσαν το θέμα. Ένα βράδυ συνέβη το εξής: Είχε μόλις σκοτεινιάσει, όταν ακούσαμε τη γεμάτη ένταση φωνή του στρατιώτη: «Τρέξτε γρήγορα να δείτε! Ένα UFO στον ουρανό!». Πράγματι, είδαμε ένα ιπτάμενο φωτεινό αντικείμενο με αλλόκοτο σχήμα να ανεβαίνει με μεγάλη ταχύτητα όλο και ψηλότερα, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μας μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Τα είχαμε χαμένα. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω στο λόχο. Εκεί με πληροφόρησαν ότι ήταν ήδη γνωστό από τις ειδήσεις ότι επρόκειτο για τον αμερικανικό διαστημικό σταθμό Skylab, που περνούσε σε χαμηλό ύψος πάνω από την Κύπρο. Από το φυλάκιο αυτό, ύστερα από μερικές μέρες, μετακινήθηκα στο λόχο. Απολύθηκε ο επιλοχίας και ως αρχαιότερος υπαξιωματικός πήρα τη θέση του. Η έδρα του λόχου ήταν ένα παλιό μεγάλο σπίτι, δίπλα στην είσοδο του σταδίου ΖΗΝΩΝ της πόλης. Πού να υποψιαστώ ότι στα νέα καθήκοντά μου ήταν και η ενημέρωση του λοχαγού για το προσωπικό και οικογενειακό ιστορικό του κάθε στρατιώτη. Για το λόγο αυτό η συνεργασία μου με τον υπεύθυνο αξιωματικό διακόπηκε άδοξα. Τα πολιτικά ρούχα απαγορεύονταν. Είχε έρθει και μια άλλη διαταγή, που απαγόρευε αυστηρά το οτοστόπ για τη μετακίνηση των στρατιωτών. Ο λόγος ήταν ότι Τουρκοκύπριοι πράκτορες περνούσαν επίτηδες δίπλα από στρατόπεδα και έβαζαν στα αυτοκίνητα τους εξοδούχους εθνοφρουρούς, τους οποίους ψάρευαν στη διαδρομή με ερωτήσεις για την κατάσταση μέσα στην εθνική φρουρά. Αρκετοί στρατιώτες παρέβαιναν συχνά και τις δύο διαταγές. Μια μέρα όμως ένας στρατιώτης από το φυλάκιο Δασάκι στάθηκε πραγματικά άτυχος. Είχε έξοδο και, όπως συνήθιζε, άλλαξε με τα πολιτικά ρούχα που είχε κρυμμένα και κρεμασμένα ψηλά σε έναν ευκάλυπτο. Στη συνέχεια, σαν να μην έφτανε αυτό, βγήκε στην άκρη του δρόμου, άπλωσε τη χερούκλα του και έκανε οτοστόπ προς την Αμμόχωστο. Σε λίγο ένα αυτοκίνητο σταμάτησε και ο οδηγός τού έκανε νόημα να μπει μέσα. Με τη συζήτηση ούτε που κατάλαβε ότι ο δρόμος για την Αμμόχωστο οδηγούσε απευθείας... στην έδρα του λόχου Digitized by 10uk1s
του. Ο καλοπροαίρετος οδηγός ήταν ο ίδιος ο λοχαγός του! Δεν τον είχε ξαναδεί, επειδή ο στρατιώτης παρουσιάστηκε στο φυλάκιο όταν ο λοχαγός έλειπε με άδεια. Ο αξιωματικός πάντως, με αφορμή το παραπάνω περιστατικό, ζήτησε τον κατάλογο με τα φυλάκια και τα ονόματα των στρατιωτών και άρχισε να με ρωτά τι καπνό φουμάρει ο καθένας. «Ούτε την ομάδα τους δεν ξέρεις», μου είπε επιτιμητικά ο λοχαγός —εννοώντας την ποδοσφαιρική2— ενώ εγώ παρέμεινα σιωπηλός. «Είσαι βλάκας», μου είπε. «Μάζεψε τα πράγματά σου, γιατί φεύγεις για το Δασάκι.» Μάζεψα τα πράγματά μου... Το φυλάκιο Δασάκι ήταν το πιο απομακρυσμένο από την έδρα του λόχου. Βρισκόταν μέσα σε ένα μικρό δάσος από ευκαλύπτους, εξ ου και η ονομασία του. Ακουμπισμένο στην ακρογιαλιά, σε ένα μικρό κόλπο, ερημικό τότε αλλά πανέμορφο. Ηλεκτρικό δεν είχαμε, υπήρχε όμως μέσα στο φυλάκιο ολόκληρο ράφι με λογοτεχνικά βιβλία. Εκεί, θυμάμαι, πρωτοδιάβασα τους Άθλιους του Βίκτορα Ουγκό, το Δέκα χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα του Ιουλίου Βερν, την Αιολική γη του Ηλία Βενέζη και άλλα. Στα υπόλοιπα φυλάκια, που υπήρχε ηλεκτρισμός, δεν υπήρχαν βιβλία. Στο φυλάκιο είχαμε κι ένα τεράστιο λυκόσκυλο, τον Ρόκη. Αν πατούσε πόδι πολίτη μέσα στο δάσος, ορμούσε να τον ξεσκίσει. Αν μυριζόταν άρβυλα ή ρούχα στρατιωτικά, έμενε αδιάφορα ξαπλωμένος. Ένα μεσημέρι μπήκε στο δάσος ο λοχαγός. Ο Ρόκη, το βρωμόσκυλο, ούτε που κουνήθηκε, γιατί ο λοχαγός φορούσε στολή παραλλαγής και άρβυλα. Μας έπιασε επ' αυτοφώρω που ψήναμε ρέγκες στα κάρβουνα και μας τιμώρησε με στέρηση εξόδου. «Οι στρατιώτες τάδε... τιμωρούνται διά πενθημέρου στερήσεως εξόδου, επειδή ήναψαν πυρ έξωθεν του φυλακίου και παρεσκεύαζον φαγητόν της αρεσκείας των», μου υπαγόρευσε να γράψω σε ένα τετράδιο που μου έδωσε. Ήταν το τετράδιο των αναφορών. Λίγο πιο πάνω από τη δική μας αναφορά είδα γραμμένο: «Ο στρατιώτης... τιμωρείται διά πενθημέρου φυλακίσεως, διότι κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του ως σκοπός, αντί να παρατηρεί τον περιβάλλοντα χώρο βασάνιζε το πέος του»! Ο καιρός περνούσε με παρηγοριά το γλυκύτατο τοπίο και τη συντροφιά των λογοτεχνικών βιβλίων. Ήτανε μέσα του Σεπτέμβρη. Η θάλασσα ήταν ακόμα ζεστή. Έπαιρνα παρέα τον Ρόκη και πηγαίναμε για μπάνιο. Τρέχαμε και παίζαμε μαζί στην παραλία. Του έριχνα ένα ξύλο στη θάλασσα και ορμούσε κολυμπώντας, το μάζευε και το έφερνε γρήγορα στα πόδια μου. Γάβγιζε ευχαριστημένος κουνώντας την ουρά του. Όταν τον Ρόκη τον απασχολούσαν οι άλλοι στρατιώτες, έπαιρνα ένα βιβλίο, καθόμουν στη σκιά και χάζευα τη θάλασσα. Η μυρωδιά των ευκαλύπτων έσμιγε με την αύρα της θάλασσας και μου έφερνε γλυκιά νύστα. Ούτε μισή σελίδα από το βιβλίο δεν κατάφερνα να διαβάσω, γιατί πάντα με έπαιρνε ο ύπνος.
2 Στην Κύπρο οι ποδοσφαιρικές ομάδες συνδέονταν και εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να συνδέονται με πολιτικές παρατάξεις. Οι φίλαθλοι χαρακτηρίζονται πολιτικά μόλις γίνει αντιληπτό ότι είναι οπαδοί συγκεκριμένης ποδοσφαιρικής ομάδας. Digitized by 10uk1s
Ύστερα από έναν περίπου μήνα επέστρεψα πίσω στο λόχο. Ο επιλοχίας ο οποίος με αντικατέστησε ήταν, κατά την εκτίμηση του λοχαγού, πιο βλάκας από μένα, έτσι μεταξύ δύο κακών προτίμησε το μη χείρον. Πήρα πάλι τη θέση του επιλοχία. Η κατάσταση όμως στο λόχο ήταν ανυπόφορη. Μας έτυχαν κάποιοι αξιωματικοί, που αναρωτιόμουν μέσα μου: «Τι στο διάολο... πώς τους κάνανε αξιωματικούς!». Μια μέρα ένας απ' αυτούς, ο αξιωματικός Ν., με έβαλε στο πολιτικό του αυτοκίνητο και μου είπε: «Έλα, λοχία, να κάνουμε έφοδο στα φυλάκια». Καθώς περνούσαμε μέσα από την πόλη της Λάρνακας, διάλεγε με το βλέμμα του την πιο ωραία γυναίκα που έβλεπε στο πεζοδρόμιο και μου έλεγε: «Τη βλέπεις αυτήν... την έχω πηδήξει...». Πιο κάτω, σε άλλο πεζοδρόμιο, μου έδειχνε άλλη: «Τη βλέπεις αυτήν... κάνει καλό κρεβάτι...». Και συνέχιζε το ίδιο, χρησιμοποιώντας όλο και πιο χυδαία έκφραση για κάθε επόμενη τυχερή.
Digitized by 10uk1s
17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ TOY '73. Υπηρετούσα ακόμα στην έδρα του λόχου, όταν ακούσαμε από το ραδιόφωνο τα γεγονότα για την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου. Οι ειδήσεις λέγανε για νεκρούς και τραυματίες. Την άλλη μέρα πρωί πρωί έφτασαν στο λόχο ο λοχαγός με το διοικητή. Ήτανε Κυριακή, γι' αυτό παραξενευτήκαμε. Σήμανε συναγερμός και παραταχτήκαμε με κράνη, όπλα και εξαρτύσεις. Άρχισαν να μας δίνουν παραγγέλματα, που τα εκτελέσαμε δυο και τρεις φορές. Μετά μας μίλησαν για «τας κρισίμους στιγμάς που διέρχεται η πατρίς» και για «τον τουρκικό κίνδυνο που ελλοχεύει!». Δώσαν έμφαση στην τουρκική απειλή και μας τόνισαν ότι έπρεπε να ήμαστε προετοιμασμένοι «διά παν ενδεχόμενον!». Τα γεγονότα δεν μπορούσαν να συνδεθούν μεταξύ τους και έμεινα απορημένος. Οι δυο αξιωματικοί ανέβηκαν στο γραφείο του λοχαγού. Καθώς περνούσαν από μια μεγάλη αίθουσα, είδαν απέναντι στον τοίχο την τεράστια φωτογραφία του Παπαδόπουλου, που κρεμόταν εκεί από το '67. Ο λοχαγός με πλησίασε και μου είπε χαμηλόφωνα: «Κατέβασέ την». Δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Στεκόμουν άναυδος και τον κοίταζα. «Πώς είναι δυνατόν», σκεφτόμουν, χωρίς να καταλαβαίνω... «Κατέβασέ την», μου ξανάπε, «θα βάλουμε άλλη σε δυο τρεις μέρες.» Την κατέβασα και την έβαλα στην αποθήκη. Σε δυο τρεις μέρες έπεσε ο Παπαδόπουλος και πήρε την εξουσία ο Ιωαννίδης. Η φωτογραφία αντικαταστάθηκε με αυτήν του νέου δικτάτορα. Ύστερα από λίγο καιρό ήρθε διαταγή για μετάθεσή μου στο 251 Τ.Π. στην Κερύνεια. Ήταν το πλησιέστερο στρατόπεδο προς το χωριό μου, τη Λάπηθο. Μαζί με ένα λοχία της σειράς μου από άλλο λόχο, που έπαιρνε κι αυτός την ίδια μετάθεση, πήγαμε στο τάγμα. Μπήκαμε σε ένα φορτηγό γεμάτο στρατιώτες που έπαιρναν μετάθεση σε άλλα τάγματα. Το φορτηγό ξεκίνησε και σταματούσε σε κάθε στρατόπεδο, για να κατεβάζει στρατιώτες. Ο αξιωματικός, για να κερδίζει χρόνο, φώναζε τα ονόματα χωρίς να κατεβαίνει από τη θέση του συνοδηγού. Εγώ και άλλος ένας λοχίας, ο Συσκληπής, —τον φωνάζαμε έτσι, γιατί η καταγωγή του ήταν από το χωριό Σύσκληπος— ως παλιοσειρά, παραμερίσαμε λίγο τους νέους μέσα στο φορτηγό, απλωθήκαμε και ξαπλωμένους μας πήρε ο ύπνος. Έτσι, δεν ακούσαμε ούτε τα ονόματά μας ούτε το σημείο που έπρεπε να κατέβουμε. Όταν ξυπνήσαμε, αργά το απόγευμα, το φορτηγό ήταν πια παρκαρισμένο δίπλα σε άλλα. Κανένας δεν κατάλαβε ότι στο φορτηγό είχαν παραμείνει δύο στρατιώτες. Τη στιγμή που κατεβαίναμε από την καρότσα μας πήρε είδηση ένας νέος δόκιμος. Τον ρωτήσαμε πού βρισκόμαστε και μας είπε ότι ήμαστε σε μια μονάδα Σ.Ε.Μ., όπου στάθμευαν φορτηγά του στρατού. Μόλις του εξηγήσαμε τι είχε συμβεί, άρχισε να φωνάζει. Όμως εμείς ήμαστε ήδη παλιές καραβάνες και είχαμε μάθει καλά τα κόλπα του στρατού. Κάναμε τους ζόρικους και είπαμε απειλητικά: «Πρόσεξε... είμαστε παλιοσειρά. Μην πάμε και στρατοδικείο τώρα... κανόνισέ μας αθόρυβα». Ο τρόπος μας έπιασε και ο δόκιμος μας κάλυψε. Μας βρήκε και κρεβάτια για το βράδυ. Ευτυχώς είχε και την άλλη μέρα αποστολή, και έτσι φτάσαμε στο 251 Τ.Π., ύστερα από δεκαεξάμηνη θητεία στη Λάρνακα. Στο νέο μας τάγμα φτάσαμε μεσημέρι. Ήταν ώρα ανάπαυσης. Είχαμε καλή διάθεση, αλλά μας υποδέχτηκαν τελείως αδιάφορα και ψυχρά. Μας οδήγησαν σε έναν τεράστιο θάλαμο με κρεβάτια πάνω κάτω. Είχε ελεύθερα πέντε έξι στρώματα. Μας είπαν να διαλέξουμε όποιο θέλαμε, για να μείνουμε προσωρινά. Εγώ διάλεξα ένα κρεβάτι από πάνω, τακτοποίησα τα Digitized by 10uk1s
πράγματά μου και ξάπλωσα. Η ζέστη του μεσημεριού μου βάρυνε γρήγορα τα βλέφαρα. Στριφογύρισα πάνω στο στρώμα. Αναζητούσα την πιο βολική θέση για να με πάρει ο ύπνος, όταν ξαφνικά ένιωσα να πετάω και να προσγειώνομαι μαζί με το στρώμα στην πλάτη του ανυποψίαστου συναδέλφου που κοιμόταν στο κάτω κρεβάτι. Έκανε πέντε λεπτά ο καημένος να συνέλθει από την τρομάρα του. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα. Το σπάσιμο του κρεβατιού, προσπάθησαν να μου εξηγήσουν, οφειλόταν στη διαφορά βάρους που είχα με τον προηγούμενο στρατιώτη, που ήταν κοντός και λεπτός. Βρισκόταν «στο νοσοκομείο... λόγω υψηλού πυρετού», μου είπαν. Σε τρεις μέρες είχα κι εγώ πυρετό. Μου βγήκε όμως σε καλό. Στο νοσοκομείο δεν υπήρχε κρεβάτι άδειο, γι' αυτό μου έδωσαν εφτά μέρες αναρρωτική και με έστειλαν σπίτι μου. Το παλιό μας σπίτι στο χωριό ήταν από τα ωραιότερα παραδοσιακά αρχοντικά της Λαπήθου, μοναδικής αρχιτεκτονικής. Πέτρινο, ψηλό, διώροφο, με σκαλιστά μπαλκόνια, με σκάλα εξωτερική, πέτρινη, σκαλιστή, κεραμιδένια στέγη, ξύλινο ταβάνι! Καθώς πλησίαζα, αντίκρισα ένα σπίτι διαφορετικό απ' αυτό που είχα αφήσει. Η έκπληξη ήταν δυσάρεστη! Μπροστά στα μάτια μου ήρθε αυθόρμητα η εικόνα με την παλιά του μορφή. Ήταν, θυμάμαι καλά, τη μέρα που έφευγα για να καταταγώ στο στρατό. Ανηφορίζαμε την οδό Ελλάδος με τον Κωστή, ένα γείτονά μου οικοδόμο, που είχε πάρει αναβολή έξι μήνες, για να χτίσει το σπίτι της αδελφής του, που σύντομα θα παντρευόταν. Περνώντας από το σινεμά ΙΡΙΣ σταθήκαμε στο μπαλκόνι του και βλέπαμε από ψηλά τα σπίτια μας για πολλή ώρα. Αυτός καμάρωνε το σπίτι της αδελφής του, που το είχε χτίσει ο ίδιος, με τη βοήθεια μόνο του αδελφού του. Το χάιδευε με το βλέμμα, το μελετούσε μήπως εντοπίσει κάποια παράλειψη. Εγώ κοίταζα με λύπη για τελευταία φορά το δικό μας, που η μπουλντόζα το πλησίαζε... Ο αρχιτέκτονας για λόγους στατικής επάρκειας, όπως είχε πει, έπρεπε να γκρεμίσει και να ξαναχτίσει το δεύτερο όροφο. Το σπίτι μας όμως δε θα ξαναγινόταν ποτέ όπως παλιά. Από την πρώτη κιόλας μέρα άρχισα να αναρρώνω από την ίωση. Οι μέρες της άδειάς μου πέρασαν ευχάριστα. Τα πρωινά στο καφενείο του Ασίκη, τα βράδια στο σινεμά. Το σινέ ΙΡΙΣ ασκούσε ανεξήγητη γοητεία πάνω μου. Παρακολουθούσα όλες τις ταινίες που πρόβαλλε χωρίς να μπορώ να κάνω επιλογή. Οι θεατές ήμαστε λιγοστοί. Όταν σκοτείνιαζε, όλη η γειτονιά μαζευόταν στα λίγα σπίτια που είχανε τηλεόραση, συνήθεια που είχε καθιερώσει λίγο καιρό πριν μια τηλεοπτική σειρά, ο «Άγνωστος πόλεμος».
Digitized by 10uk1s
ΜΟΛΙΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ στο τάγμα, με μετακίνησαν στη Λαίδη, την έδρα του δεύτερου λόχου. Ήταν μια έπαυλη τεράστια σαν πύργος, που παλιότερα ανήκε σε μια Αγγλίδα λαίδη. Από αυτήν πήρε την ονομασία, που παρέμεινε και αργότερα, όταν την αγόρασε το κράτος και την παραχώρησε στην Εθνική Φρουρά. Έπειτα από λίγο καιρό κατέληξα στο φυλάκιο Πυρομαχικά. Λεγόταν έτσι, επειδή στο χώρο του υπήρχαν δυο τεράστιες αποθήκες πυρομαχικών και βρισκόταν στο βουνό ακριβώς πάνω από το χωριό Πελλαπαΐς. Δίπλα περνούσε ένας χωματόδρομος, που ένωνε το χωριό Δίκωμο με την Κερύνεια. Από αυτόν το δρόμο κατέβηκε με το επιτελείο του αναπάντεχα, μια μέρα αρχές Μαρτίου, ο συνταγματάρχης Γεωργίτσης3 και σταμάτησε έξω από το φυλάκιο. Έκανε έφοδο. Με αναζήτησε ως υπεύθυνο λοχία και δε με βρήκε. Ήμουν με δυο τρεις άλλους στρατιώτες λίγο πιο κάτω, σε ένα γραφικό εκκλησάκι, και ξαπλωμένοι απολαμβάναμε το καθημερινό μας πρωινό «ηλιόλουτρον». Έτσι είχαμε ονομάσει χαριτολογώντας τη συνήθειά μας να ξαπλώνουμε στο γρασίδι, στον περίβολο της εκκλησίας, και να μαζεύουμε ανοιξιάτικο ήλιο. Το συνηθίζαμε αυτό, γιατί στο φυλάκιο πάνω στο βουνό είχαμε ξυλιάσει από το κρύο. Αρχές της άνοιξης, που μεγάλωνε η μέρα, ο ήλιος το πρωί έφτανε μέχρι το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Αρχίσαμε τότε να το επισκεπτόμαστε εκ περιτροπής. Έμεναν οι μισοί στο φυλάκιο και οι άλλοι μισοί πηγαίναμε για «ηλιόλουτρον». Είχαμε συμφωνήσει όλοι ότι σε περίπτωση εφόδου, που σπάνια γινόταν στο φυλάκιό μας, οι παρόντες θα δικαιολογούσαν αυτούς που έλειπαν λέγοντας ότι «κάνουν άσκηση». Ο συνταγματάρχης όμως έτυχε να ρωτήσει τον πιο αφελή στρατιώτη. «Πού είναι ο λοχίας και οι υπόλοιποι στρατιώτες;» Εκείνος τα έχασε μπροστά σε τόσους υψηλόβαθμους αξιωματικούς και αντί για τη συμφωνημένη απάντηση είπε: «Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω, κύριε συνταγματάρχα, ότι κάνουν "ηλιόλουτρον"». Ο συνταγματάρχης τον διέταξε να μπει αμέσως στο αυτοκίνητο μαζί με όλο το επιτελείο, για να τους δείξει πού βρισκόμαστε. Ήρθαν και στάθηκαν από πάνω μας, έτσι όπως ήμαστε ξαπλωμένοι. Εκεί που είχαμε αρχίσει να ξεπαγώνουμε από το ψοφόκρυο, παγώσαμε πάλι από την αναπάντεχη παρουσία τόσων στολών με κορόνες και άστρα πάνω από τα κεφάλια μας. «Τι κάνετε εδώ;» Πεταχτήκαμε πάνω και κοκαλώσαμε. «Άσκηση, κύριε συνταγματάρχα.» «Άσκηση, ξαπλωμένοι;» «Μάλιστα.» «Τι άσκηση είναι αυτή;» 3 Γνωστός ως οργανωτής και αρχηγός του Πραξικοπήματος αργότερα. Digitized by 10uk1s
«Αναγνώριση και κατάδειξη στόχου.» «Χωρίς όπλα; Χωρίς πηλίκια;» Δε μου φώναξε ούτε με έβρισε, γι' αυτό ξαφνιάστηκα με το μέγεθος της τιμωρίας που ακολούθησε: φυλακή, κούρεμα με την ψιλή, μια βδομάδα πειθαρχείο και μετάθεση στο τάγμα. Τόσο αυστηρή τιμωρία για ασήμαντο παράπτωμα τότε δεν μπορούσα να τη δικαιολογήσω. Τα γεγονότα που πολύ σύντομα ακολούθησαν με έκαναν να κατανοήσω το λόγο που ο συνταγματάρχης και το επιτελείο του ήθελαν τους εθνοφρουρούς τόσο αυστηρά πειθαρχημένους. Πρώτα ο κουρέας μας έκανε γλόμπους, εμένα και τους άλλους που έτυχε να παίρνουμε μαζί το «ηλιόλουτρόν» μας, και μετά μας έχωσαν στο πειθαρχείο, ένα μπουντρούμι του πύργου της Λαίδης. Μόλις όμως ο λοχαγός έφευγε, ο φίλος μου Πανίκος Χατζηιωάννου ερχότανε, μας άνοιγε και βγαίναμε έξω. Τρέχαμε πάλι πίσω στο μπουντρούμι, μόλις ο σκοπός μας έκανε σύνθημα ότι ο λοχαγός επιστρέφει. Όταν πέρασε η βδομάδα στο πειθαρχείο, κατεβήκαμε στο τάγμα, στη Γλυκιώτισσα. Χάρηκα που ξανασυνάντησα εκεί τον Πουλούκο και τον Δήμο από τη Βασίλεια, ένα χωριό κολλητό σχεδόν με τη Λάπηθο. Υπηρετούσαν ως μόνιμοι ανθυπολοχαγοί και γνώριζαν την οικογένεια του πατέρα μου. Κάναμε παρέα και περνούσα καλά. Οι κουβέντες μας περιστρέφονταν γύρω από οτιδήποτε άλλο εκτός από την κρίσιμη πολιτική κατάσταση. Μου άρεσαν όμως, γιατί ήταν γραφικοί και ανθρώπινοι. Τους είχα πρωτοδεί στους αθλητικούς αγώνες μεταξύ πεζικαραίων και λοκατζήδων. Ο Δήμος και ο Πουλούκος ήταν κορμιά θηριώδη κι έπαιρναν μέρος στο θεαματικότερο άθλημα των αγώνων, τη διελκυστίνδα. Εκείνη τη φορά έβαλαν στοίχημα με τον αξιωματικό της αντίπαλής τους ομάδας ότι μόνο οι δυο τους μπορούσαν να τραβήξουν και τους πέντε λοκατζήδες. Σχεδίασαν με ασβέστη τη διαχωριστική γραμμή. Οι λοκατζήδες με ύφος υπεροπτικό και με ειρωνικό μειδίαμα, σίγουροι για τη νίκη, ετοιμάστηκαν. Απέναντί τους πιάσανε το σκοινί μπροστά ο Δήμος, που ήταν πιο ψηλός, και πίσω ο Πουλούκος. Ο αγώνας ήταν γεμάτος ένταση και χρειάστηκε πολύς χρόνος για να κριθεί το αποτέλεσμα. Με πολύ μεγάλη δυσκολία νικήσαν οι δύο. Όλοι οι πεζικάριοι τους καταχειροκροτήσαμε. Ο αξιωματικός των λοκατζήδων χαρακτήρισε τους αθλητές του μαλάκες και ντροπιασμένος τους πήρε κι έφυγε. Είχε μπει το καλοκαίρι και στο τάγμα οργανώθηκαν οι λεγόμενες «θαλάσσιες», που σκοπό είχαν την ψυχαγωγία των στρατιωτών. Να περνούν την ώρα τους στην παραλία, να κάνουν μπάνιο ή να παίζουν διάφορα παιχνίδια. Κάτι, ας πούμε, σαν καλοκαιρινές διακοπές των στρατιωτών. Εκείνες τις μέρες είχα προσέξει τις ατέλειωτες συζητήσεις που έκαναν ο διοικητής Κ. με τον υποδιοικητή Μ., καθώς περπατούσαν πάνω κάτω μέσα στο απέραντο στρατόπεδό μας. Τους έβλεπα από μακριά και από τις χειρονομίες τους καταλάβαινα ότι συχνά διαφωνούσαν. Ένα πρωινό, σε μια συγκέντρωση του τάγματος, ο διοικητής Κ. έδειξε οργισμένος την τεράστια τουρκική σημαία που κρεμόταν στον Άγιο Ιλαρίωνα και φώναξε: «Αυτός είναι ο πραγματικός εχθρός». Digitized by 10uk1s
Τότε κατάλαβα ότι κάτι κακό προετοιμαζόταν και το συσχέτισα με τις διαφωνίες που είχε με τον υποδιοικητή τις προηγούμενες μέρες. 14 Ιουλίου παντρευόταν η Φραντζέσκα, πρώτη εξαδέλφη. Είχα ζητήσει σαρανταοκτάωρη άδεια και είχε εγκριθεί. Πήγα στον επιλοχία να πάρω το χαρτί. Μου είπε ότι δεν ήμουν στον κατάλογο των αδειούχων. Με είχαν διαγράψει! Δεν μπορούσα να το εξηγήσω — πού να ήξερα! Αυτό που με στενοχωρούσε περισσότερο ήταν ότι η οικογένειά μου στο χωριό ήξερε ότι θα πήγαινα σπίτι και όλοι μαζί θα φεύγαμε για το γάμο. Πήγα στο λοχαγό να μου υπογράψει άλλο χαρτί για άδεια. Αρνήθηκε επίμονα. Τον παρακάλεσα να με αφήσει έστω και με απλή έξοδο, αλλά κούνησε και πάλι το κεφάλι του αρνητικά. «Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι», σκέφτηκα βγαίνοντας από το γραφείο. Από μακριά είδα τον Πουλούκο στην πύλη να κουβεντιάζει με έναν πολίτη και πλησίασα. Μιλούσαν για τη μεγάλη τουριστική ανάπτυξη που είχε η επαρχία Κερύνειας και για την αγορά γης, που είχε γίνει πανάκριβη. Τους διέκοψα και του εξήγησα την κατάσταση. «Αξιωματικός υπηρεσίας είμαι εγώ απόψε, χωριανέ. Τίποτε άλλο δεν ξέρω. Τίποτε άλλο δεν ξέρω», επανέλαβε με νόημα, σαν να μου έλεγε: «Φύγε γρήγορα. Εγώ δε σε αναζητώ. Αν σε πιάσουν άλλοι, θεωρείσαι σκαστός». Έφυγα για το χωριό και στο γάμο ήμαστε στην ώρα μας. Όλα πήγαν καλά. Αργά το βράδυ που επέστρεψα διαπίστωσα ότι και πολλές άλλες άδειες είχαν κοπεί χωρίς εξήγηση.
Digitized by 10uk1s
15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974. Κάναμε βουτιές και κολυμπούσαμε στη θάλασσα, την ώρα ακριβώς που τα τανκς της Χούντας χτυπούσαν το προεδρικό μέγαρο. Τελειώσαμε το μπάνιο μας και επιστρέψαμε στους θαλάμους. Φορούσαμε ακόμα τα μαγιό μας, όταν ένας στρατιώτης άνοιξε το τρανζιστοράκι του. Μείναμε άφωνοι∙ αντί για τραγούδια, ακούσαμε μέσα στο κατακαλόκαιρο εμβατήρια και τον εθνικό ύμνο. Η έκπληξή μας δεν κράτησε πολύ. «Ο Μακάριος είναι νεκρός», ανακοίνωσε η φωνή του εκφωνητή. Πεταχτήκαμε όλοι έξω από τους θαλάμους με ένα σπασμό αγωνίας στο πρόσωπο, για να μάθουμε τι ακριβώς συνέβαινε. Ένας υποδεκανέας με ένα στρατιώτη πανηγύριζαν με κραυγές, και με το χέρι ψηλά σχημάτιζαν με τα δυο τους δάχτυλα το σήμα της νίκης. Σε λίγο ακούσαμε συνθήματα της διαδήλωσης πολιτών της Κερύνειας, λίγο έξω από το στρατόπεδο. Ο υποδιοικητής Μ. άρχισε να δίνει εντολές. Εμένα με διέταξε να πάρω ένα στρατιώτη και να περιπολώ έξω από το στρατόπεδο, από την πλευρά της θάλασσας. Έπειτα από λίγη ώρα είδα το ένα από τα τρία τανκς που ήταν αποσπασμένα στο τάγμα και πίσω του μια διμοιρία από επίλεκτους, να βγαίνουν από την πύλη και να κατευθύνονται προς την Κερύνεια. Σύντομα με φώναξαν να διακόψω την περιπολία, για να μπω σε μια ομάδα συνοδείας του υποδιοικητή, η οποία θα πήγαινε στη Μητρόπολη να επιθεωρήσει το χώρο της μάχης με το Εφεδρικό. Όταν φτάσαμε εμείς εκεί, όλα είχαν ήδη τελειώσει. Το τανκ είχε ρίξει με το κανόνι του στον μπροστινό τοίχο της Μητρόπολης και οι υπερασπιστές της είχαν παραδοθεί. Τους είδα ξαπλωμένους μπρούμυτα στο έδαφος με τα χέρια στο σβέρκο. Φοβήθηκα μήπως διατάξουν κακοποίησή τους ή τίποτα χειρότερο και τραβήχτηκα σκόπιμα πιο πίσω. Τελικά συνέβη το αντίθετο. Ο υποδιοικητής Μ., ικανοποιημένος με την επιτυχή κατάληξη της επιχείρησης, είχε καλή διάθεση και άρχισε να αστειεύεται με τους παραδοθέντες. Ένας δυο μάλιστα απ' αυτούς ανταποκρίθηκαν και απάντησαν με τον ίδιο τρόπο. Αργότερα έμαθα ότι τους φυλάκισαν στο Κάστρο της Κερύνειας. Το μητροπολίτη τον μετέφεραν μέσα στο στρατόπεδο και τον περιόρισαν σε ένα μικρό δωματιάκι του διοικητηρίου. Τον έβλεπα που ήταν πολύ στενοχωρημένος. Σημάδια σωματικής τουλάχιστον κακοποίησής του δε διέκρινα. Αφόπλισαν και περιόρισαν επίσης τον τότε λοχαγό Νίκο Ευαγγέλου, καθώς και μια ομάδα γνωστών αντιστασιακών στρατιωτών. Έβλεπα τον πατέρα αξιωματικού του Εφεδρικού Σώματος, που τον καταζητούσαν οι πραξικοπηματίες, να μπαινοβγαίνει στο στρατόπεδο και κατάλαβα ότι διαπραγματευόταν την παράδοση του γιου του. Την επόμενη μέρα, θυμάμαι, τον έφεραν στο στρατόπεδο δεμένο, μέσα σε ένα πολιτικό αυτοκίνητο. Τον φυλάκισαν κι αυτόν αργότερα στο φρούριο της Κερύνειας. Το διοικητή δεν τον έβλεπα καθόλου να κινείται, παρά μόνο μια φορά που με έβαλαν στη συνοδεία, για να πάει μέχρι το σπίτι του. Ήταν αξύριστος, ταλαιπωρημένος, αμίλητος και κατηφής. Θυμάμαι ότι η κυρία Κ. τον υποδέχτηκε με τρυφερότητα. Η χαρά και η ανακούφιση ήταν έκδηλες στο πρόσωπό της που τον είδε και ήταν καλά. Επέμεινε να κατέβουμε οι συνοδοί για να μας κεράσει αναψυκτικά. Έπρεπε όμως να επιστρέψει το τζιπ πίσω στο τάγμα, γι' αυτό αφήσαμε γρήγορα το διοικητή και φύγαμε. Αντιθέτως ο υποδιοικητής Μ. είχε τον πρώτο λόγο και συνέχεια έδινε εντολές. Είχε έκφραση ικανοποίησης. Έπειτα από μια δυο μέρες έφυγε από το τάγμα, για να αναλάβει καθήκοντα διοικητή σε μια από τις τρεις μοίρες καταδρομών. Μας αποχαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο.
Digitized by 10uk1s
Το Πραξικόπημα σιγά σιγά επικρατούσε. Εξαίρεση η επαρχία Πάφου, όπου υπήρχε ακόμη αντίσταση. Έτσι, αντί οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς να μετακινούνται προς την Κερύνεια, όπου υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι θα γινόταν τουρκική εισβολή, πήγαιναν στην Πάφο για την ολοκλήρωση του Πραξικοπήματος.
Digitized by 10uk1s
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΧΑΡΑΞΕΙ TO ΦΩΣ, 20 του Ιούλη, μέρα Σάββατο. Ο λοχίας υπηρεσίας —νομίζω τον λέγανε Φοράρη και ήταν Λεμεσιανός— με ξύπνησε και μου ζήτησε να τον αντικαταστήσω προσωρινά, επειδή ένιωθε δυνατούς πόνους στην κοιλιά. Μισονυσταγμένος μπήκα στο δωματιάκι δίπλα στην είσοδο του διοικητηρίου, όπου υπήρχαν εσωτερικά τηλέφωνα, και περίμενα. Η υπηρεσία αυτή ήταν έκτακτη, επειδή ήμαστε σε συνεχή επιφυλακή λόγω του Πραξικοπήματος. Δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά, όταν άκουσα να χτυπά ένα από τα τηλέφωνα. «Βλέπω μακριά στον ορίζοντα πλοία πολεμικά», ακούστηκε γεμάτη αγωνία και ένταση η φωνή του σκοπού, ο οποίος βρισκόταν στο παρατηρητήριο προς τη θάλασσα. Τινάχτηκα από την καρέκλα. Ανέβηκα τρέχοντας στον πάνω όροφο, ξύπνησα το λοχαγό Τ.Α. και τον ενημέρωσα. Έμεινα κυριολεκτικά άφωνος από την αντίδρασή του. «Αυτός ο μαλάκας θα είδε τίποτα ψαροκάικα και νόμισε ότι είναι τουρκικά πολεμικά...», μου είπε ατάραχος. Χαιρέτησα αμήχανα το λοχαγό, κατέβηκα και είδα το λοχία από μακριά να επιστρέφει. Χωρίς να τον περιμένω, ξεκίνησα για το παρατηρητήριο να δω τι συνέβαινε. Καθώς προχωρούσα, σκεφτόμουνα: «...Αυτό που πάω να δω από μόνος μου, φυσιολογικά έπρεπε να με διατάξει ο λοχαγός να το κάνω...». Τάχυνα το βήμα μου. Στο δρόμο μου υπήρχε μια τουαλέτα τύπου εκστρατείας. Τη στιγμή ακριβώς που την προσπερνούσα, άκουσα το θόρυβο ενός πολεμικού αεροπλάνου και ταυτόχρονα το είδα να κάνει βουτιά πάνω από το τάγμα και να ρίχνει ρουκέτα προς τη μεριά του διοικητηρίου. Ευτυχώς ο Τούρκος πιλότος αστόχησε. Η ρουκέτα έπεσε έξω από τα συρματοπλέγματα, λίγα μέτρα νότια του κτιρίου. Έτρεξα με όση δύναμη είχα να πάρω το όπλο και το κράνος μου. Τα είχα αφήσει στη ρίζα ενός πλάτανου κάτω από το μπαλκόνι του διοικητηρίου. Είδα ψηλά στο μπαλκόνι το συνταγματάρχη Ν., ο οποίος είχε την ευθύνη για όλο το συγκρότημα της επαρχίας Κερύνειας, να φορεί καλοκαιρινές πιτζάμες και στα πόδια τις χαρακτηριστικές σαγιονάρες, φλιπ φλοπ, και να φωνάζει προς τους στρατιώτες που τρέχανε πανικόβλητοι: «Μη φοβάστε, παιδιά... Μη φοβάστε, παιδιά... Είναι άσκηση που κάνουν οι Τούρκοι... είναι άσκηση που κάνουν οι Τούρκοι...». Δεν πρόλαβε όμως να το ξαναπεί, γιατί το αεροπλάνο γύρισε και άρχισε να μυδραλιοβολεί το στρατόπεδο. Ήμαστε σε εντελώς επίπεδο χώρο. Πανικοβληθήκαμε, γιατί βρεθήκαμε ακάλυπτοι. Έπεσα κάτω από μια μικρή κληματαριά και έκανα βαρελάκια μέχρι τη ρίζα ενός ευκάλυπτου. Είδα τις σφαίρες να σκάβουν το χώμα δίπλα μου και να καταλήγουν στους θαλάμους, όπου κοιμόντουσαν οι στρατιώτες. Υπολόγισα ότι θα πρόλαβαν να πεταχτούν έξω, αφού θα είχαν ξυπνήσει από τον εκκωφαντικό θόρυβο του πρώτου χτυπήματος με τη ρουκέτα. Αιφνιδιασμένοι καθώς ήμαστε, και χωρίς συντονισμό, τρέχαμε προς κάθε κατεύθυνση. Μέσα σ' αυτή την κατάσταση πανικού, στη ρίζα μιας κληματαριάς, ένα μικρό τρανζιστοράκι που το είχε εγκαταλείψει βεβιασμένα κάποιος στρατιώτης, ανοιχτό στη διαπασών, μετέδιδε πρωινή γυμναστική. Δεν πίστευα στ' αυτιά μου! «Ανοίξτε το παράθυρο. Πάρτε βαθιά ανάσα... σταθείτε στο κέντρο του δωματίου... αρχίστε με ελαφρά πηδηματάκια... έτοιμοι... πάμε... εν δυο... εν δυο...» Πού να ήξερε ο εκφωνητής τι ωραία πρωινή γυμναστική προλάβαμε και κάναμε... τι πηδηματάρες... τι βαρελάκια... και τι εν δυο κάτω κάναμε. Ύστερα από λίγη ώρα το ελεγχόμενο από τους πραξικοπηματίες κρατικό ραδιόφωνο άρχισε επιτέλους να μεταδίδει ότι έγινε εισβολή των Τούρκων και ότι «Αι υμέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ενστικτωδώς τότε, κινηθήκαμε έξω από τα συρματοπλέγματα, όπου υπήρχε Digitized by 10uk1s
ανώμαλο έδαφος. Στην προσπάθειά μου να καλυφτώ, την ώρα που βυθιζόταν ξανά το αεροπλάνο, έπεσα από ύψος περίπου ενός μέτρου με τα μούτρα κάτω από ένα φοίνικα. Πέφτοντας ένιωσα ένα φοβερό τρύπημα στο αριστερό μέρος του στήθους. «Έφαγα σφαίρα», σκέφτηκα. Έτσι όπως ήμουν μπρούμυτα, έβαλα το χέρι κάτω από το πουκάμισο και ψηλάφισα το σημείο στο οποίο ένιωθα το δυνατό τσούξιμο. Η παλάμη μου γέμισε αίμα. «Σφαίρα τουρκική μου τρύπησε το στήθος. Είναι ζήτημα δυο τριών λεπτών», σκεφτόμουνα, «και έχετε γεια, βρυσούλες...» Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλο το προηγούμενο διάστημα της ζωής μου πέρασε μπροστά από τα μάτια μου όπως κινηματογραφική ταινία σε οθόνη. Ένιωθα ένα παράξενο συναίσθημα απροσδιόριστης γλυκάδας. Μόλις διαπίστωσα ότι το τρύπημα στο στήθος δεν οφειλόταν σε σφαίρα αλλά σε ένα τεράστιο αγκάθι φοινικιάς, αυτόματα κόπηκε η ταινία, όπως όταν ανάβουν τα φώτα και επανέρχεσαι στην πραγματικότητα. Καλυφτήκαμε πίσω από ένα βράχο μέσα στην κοίτη ενός μικρού χειμάρρου. Για πολλή ώρα δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε κεφάλι. Οι Τούρκοι μας έβαλλαν από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Ο ανατριχιαστικός θόρυβος του πολέμου έσμιγε με τις απελπισμένες κραυγές των τραυματισμένων στρατιωτών για βοήθεια και παρέλυε την ικανότητά μας να ερμηνεύσουμε τα όσα συνέβαιναν. Για λίγα δευτερόλεπτα είχα την παραίσθηση ότι καθόμουνα στην πολυθρόνα ενός σινεμά και παρακολουθούσα σκηνές από πολεμική ταινία. Κάποια στιγμή άκουσα επευφημίες δικών μας δυτικά του στρατοπέδου. Κάποιο πενηντάρι μπράουνινγκ χτύπησε τουρκικό αεροπλάνο. Ήρθαν τότε στο νου μου τα λόγια του ανθυπολοχαγού Οικονομίδη, ενός Κύπριου μόνιμου αξιωματικού, που Παρασκευή 19 του Ιούλη έλεγε στους στρατιώτες του: «Κοπέλια, εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη κανενός. Απόψε κιόλας θα βγάλουμε τα πενηντάρια έξω, να τα στήσουμε στους τρίποδες». Υπήρξε μια μικρή ανάπαυλα από τα καταιγιστικά πυρά των Τούρκων, και αυτό μας έδωσε λίγο θάρρος. Από διάφορες κατευθύνσεις, μικρές μικρές ομάδες στρατιωτών άρχισαν να κινούνται και να μαζεύονται στην ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Σε μια από τις ομάδες αυτές είδα και τον αδελφό μου Πολύδωρο, που ήταν νέος στρατιώτης. Χάρηκα πολύ που βρεθήκαμε. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν στην ομάδα μου. 20 Ιουλίου 1974. Η μέρα που ονειρευόμαστε με χαρά και ανυπομονησία, η μέρα μηδέν της αντίστροφης μέτρησης που κάνει κάθε στρατιώτης, η μέρα που απολυόμουν ήταν η μέρα που άρχιζε ο πόλεμος... «Κάποιον εφιάλτη ζω και σύντομα θα ξυπνήσω», έλεγα και ξανάλεγα μέσα μου. «Δεν είναι δυνατόν τόση ατυχία.» Πίσω μας το βουνό καιγόταν από τις βολές των τουρκικών πλοίων και αεροπλάνων. Κάποια στιγμή από τον κόλπο της Γλυκιώτισσας ακούστηκαν οι μηχανές των αποβατικών λέμβων των Τούρκων, που όλο πλησίαζαν προς την ξηρά. Ένας στρατιώτης μας κατάφερε να μπει σ' ένα από τα πολλά πολυβολεία τα οποία είχαμε στην παραλία, και που δυστυχώς έμεναν άδεια, και άρχισε να χτυπά τις αποβατικές λέμβους, με αποτέλεσμα να ματαιώσει την προσπάθεια των Τούρκων. Τα πλοία έκαναν στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, απομακρύνθηκαν στο βάθος και αργότερα έστριψαν προς δυτική κατεύθυνση.
Digitized by 10uk1s
Το περιστατικό αυτό μας έκανε να σκεφτούμε τα αυτονόητα. Οι Τούρκοι θα δυσκολεύονταν πολύ να πατήσουν πόδι στην ξηρά, αν όλα τα πανίσχυρα πολυβολεία που υπήρχαν στην παραλία της Κερύνειας και οι μονάδες προκάλυψης ήταν έγκαιρα επανδρωμένες. Τελικά καταφέραμε να επανδρώσουμε μόνο τα τρία ρωσικά τανκς Τ‐34, τα οποία είχαν λάβει μέρος στην αρματομαχία του Στάλινγκραντ στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τα οποία μας είχε χαρίσει η τότε Σοβιετική Ένωση. Το πρώτο πολύ γρήγορα ακινητοποιήθηκε από βλάβη. Έστριβε μόνο αριστερά και έκανε κύκλους χωρίς να μπορεί να προχωρήσει∙ έτσι, το πλήρωμά του το εγκατέλειψε. Το δεύτερο χτυπήθηκε και ακινητοποιήθηκε έξω από το χωριό Τριμίθι, απ' όπου καταγόταν και ο οδηγός του, και το τρίτο κατάφερε να προχωρήσει κοντά στην περιοχή απόβασης για να χτυπήσει αποβατικές λέμβους. Η τουρκική αεροπορία όμως το κατέστρεψε. Οι μικρές επιτυχίες που είχαμε, η ολιγόλεπτη ησυχία και η αναγκαστική προσαρμογή μας στις συνθήκες πολέμου μας έδωσαν θάρρος. Για πολύ μικρό διάστημα όμως. Ξαφνικά ακούσαμε θόρυβο αεροπλάνου. Το είδα να κατευθύνεται προς τον Άγιο Ιλαρίωνα. Κάποιος στρατιώτης μας, επειδή παραπλανήθηκε από την κατεύθυνση που είχε πάρει προς τις εχθρικές θέσεις, άρχισε να φωνάζει με χαρά: «Είναι ελληνικό! Είναι ελληνικό!». Το αεροπλάνο όμως έκανε στροφή δεξιά και άρχισε να χτυπά τις θέσεις μας στη δυτική πλευρά του στρατοπέδου. Ακολούθησαν πάλι λίγα λεπτά ηρεμίας. Ξαφνικά άκουσα βόμβο πολλών αεροπλάνων μαζί και είδα ψηλά στον ουρανό εκατοντάδες τουρκικά μεταγωγικά. Έριξαν τη σκιά τους πάνω μας, όπως ακριβώς ένα μεγάλο σύννεφο που κρύβει τον ήλιο. Άρχισαν να τα χτυπούν τα πενηντάρια που είχαμε, αλλά πετούσαν σε τέτοιο ύψος, που ούτε καν τα ενοχλούσαν. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιήσαμε και το μέγεθος της τραγωδίας. Όλοι αισθανθήκαμε μούδιασμα αλλά και θυμό. Τρεις τέσσερις στρατιώτες της σειράς μου, που απολύονταν εκείνη τη μέρα, πάθανε υστερία και πυροβολούσαν με τα όπλα τους τα μεταγωγικά. «Απολύομαι, ρεε... απολύομαι, ρεε...», ούρλιαζαν με απόγνωση. Ακολουθούσαν πυκνά σμήνη ελικοπτέρων μεταφοράς προσωπικού. Ένα από αυτά, ίσως από μηχανική βλάβη, πετούσε πολύ χαμηλότερα από τα άλλα. Είδα τότε έναν έφεδρο με γενειάδα, μακριά μαλλιά και μαύρο μπερέ που έγραφε πάνω Ε.Ο.Κ.Α. Β', να παίρνει ένα μπρεν, να σκαρφαλώνει στα κεραμίδια του διοικητηρίου και να αρχίζει να το πυροβολεί με μανία αλλάζοντας συνέχεια γεμιστήρες. Κατάφερε τελικά να το πετύχει. Έβγαζε καπνό και απομακρυνόταν βογκώντας. Δεν το είδα να πέφτει, γιατί το οπτικό μας πεδίο ήτανε πολύ μικρό. Οι Τούρκοι πολλή ώρα πριν είχαν αποβιβαστεί ανενόχλητοι στην περιοχή Αγίου Γεωργίου, λίγο έξω από την Κερύνεια. Είχαν κατεβάσει στην ξηρά μεγάλο αριθμό τανκς και χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες. Υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Γρηγοριάδη συγκροτηθήκαμε σε ομάδες. Αρχίσαμε να κινούμαστε νοτιοδυτικά μέσα στους ελαιώνες, που μας παρείχαν κάλυψη, με στόχο να ανακόψουμε τους Τούρκους. Πλησιάσαμε αρκετά. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τους εισβολείς ενώ ήμαστε ακόμη ανάμεσα στις ελιές. Περάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε κάτω από το τουρκοκυπριακό χωριό Τέμπλος, με το οποίο οι εισβολείς πέτυχαν το πρώτο τους προγεφύρωμα. Η ισχύς πυρός μας σε σχέση με των Τούρκων έμοιαζε σαν άμυνα με σφεντόνες εναντίον τανκς. Μας καθήλωσαν κυριολεκτικά. Ξαπλωμένοι πίσω από τους κορμούς των ελιών σηκωνόμαστε πού και πού με τα όπλα και ανταποδίδαμε τα πυρά Digitized by 10uk1s
όσο μπορούσαμε. Πολύ σύντομα οι Τούρκοι στρατιώτες μας πήραν είδηση και από τα υψώματα του Τέμπλους και άρχισαν να μας χτυπούν. Βρεθήκαμε ανάμεσα σε δυο πυρά. Αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε άτακτα. Ρίξαμε ό,τι σφαίρες είχαμε και κάναμε ελιγμούς ζιγκ ζαγκ ανάμεσα από τους κορμούς των ελιών. Τρέξαμε προς τα πίσω χωρίς να προλάβουμε να κοιτάξουμε για τους νεκρούς και τους τραυματίες που αφήσαμε. Ήταν αδύνατον μια ομάδα εθνοφρουρών να τα βάλει με χιλιάδες Τούρκους. Ήταν θαύμα που οι περισσότεροι γλιτώσαμε. Διασχίσαμε ένα περιβόλι με λεμονιές και ακολούθως μπήκαμε τρέχοντας σε έναν πιο πυκνό ελαιώνα. Ανάμεσα στις λεμονιές και στις ελιές πρόσεξα μια χαμηλή λεμονιά, που στα κλαδιά της ήταν σκαρφαλωμένη μια βατομουριά. Τα βατομουρόκλαδά της έπεφταν κάθετα προς τη γη, σαν κουρτίνα. Ανάμεσα σ' αυτά διέκρινα το χλομό πρόσωπο ενός χωριανού μου στρατιώτη, του Τερζή (Κώστας Χρίστου Γρηγορίου). Τον πλησίασα. Ήταν καθιστός μέσα στη λεκάνη του δέντρου, με το βλέμμα παρακλητικό. Η σκηνή έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου, γιατί καθώς τον ρωτούσα «τι κάνεις εδώ, χωριανέ;» ένα περιστέρι διέσχισε τα βατομουρόκλαδα και προσγειώθηκε δίπλα στον κορμό της λεμονιάς. Ήταν τραυματισμένο στο ένα του φτερό. Στάθηκε δυο τρία δευτερόλεπτα και φτεροκοπώντας με πολλή προσπάθεια χάθηκε πίσω από τους θάμνους. Ούτε εγώ ούτε ο Τερζής σχολιάσαμε το περιστατικό. Οι περιστάσεις που ζούσαμε ήταν τόσο κρίσιμες, που μας φάνηκε ασήμαντη λεπτομέρεια. Πολύ αργότερα το θεώρησα κακό οιωνό, όπως στην αρχαιοελληνική παράδοση. «Όι, εγώ, χωρκανέ, θα πάω στη Λάπηθο.» Αυτή ήταν η απάντηση που μου έδωσε, όταν τον ρώτησα γιατί δεν ερχόταν μαζί μας. Στάθηκε αδύνατον να τον πείσω. Μου έδινε συνέχεια την ίδια απάντηση. Επέμενε ότι θα έβρισκε τρόπο να πάει στη Λάπηθο. Είχαμε την αίσθηση ότι δεν ήμαστε επαρκώς καλυμμένοι και βιαστικά χωθήκαμε στον πυκνό ελαιώνα. Δε γνωρίζω την κατεύθυνση που πήρε ο χωριανός μου Τερζής. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα. Σήμερα βρίσκεται στον κατάλογο των αγνοουμένων. Περπατήσαμε αρκετά, μέχρι που φτάσαμε περίπου στο ύψος του στρατοπέδου μας. Εκεί συναντήσαμε πολλούς εφέδρους. Αρκετοί από αυτούς ήταν ντυμένοι με πολιτικά. Άλλοι κρατούσαν όπλο, άλλοι όχι, και κινούνταν προς διάφορες κατευθύνσεις, χωρίς να ξέρουν ακριβώς προς τα πού πήγαιναν. Ένας από αυτούς με πλησίασε. Η εμφάνισή του έδινε περισσότερο την εντύπωση ότι πήγαινε σε πάρτι εκείνης της εποχής παρά σε πόλεμο: είχε μακριά μαλλιά και μούσι∙ φορούσε καμπάνα παντελόνι και ζώνη πέντε δάχτυλα, πουκάμισο με μακριούς φαρδιούς γιακάδες, γεμάτο ζωγραφισμένες κίτρινες μαργαρίτες. Ήταν ξεκούμπωτο και ανάμεσα στις τρίχες του στήθους κρεμόταν ένα χρυσό σταυρουδάκι. Κάθισε απέναντί μου. Έβγαλε τα τσιγάρα του, με κέρασε και μου ζητούσε επίμονα, γεμάτος αγωνία να του πω με λεπτομέρεια τις ακριβείς θέσεις των Τούρκων, για να μπορέσει να απεγκλωβιστεί και να πάει σπίτι του. Είχε τέσσερα παιδιά, όπως μου είπε, και ήθελε να μεταφέρει την οικογένειά του σε περιοχή μακριά από τον κίνδυνο. Του είπα ό,τι ήξερα και τον συμβούλεψα να πάρει ανατολική κατεύθυνση. Με ρώτησε πού ήταν η ανατολή και του έδειξα με το δάχτυλο. Με κοίταξε σαν να ήθελε να με ευχαριστήσει, δεν είπε τίποτα και εξαφανίστηκε προς την κατεύθυνση που του έδειξα. Όνομα, χωριό, δε ρωτήσαμε ο ένας τον άλλο. Έπειτα από καιρό ένας άγνωστος με σταμάτησε καθώς περπατούσα στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία. Δεν τον αναγνώρισα, αλλά αυτός μου θύμισε τη σκηνή. Ήταν ο έφεδρος, ο οποίος στη συνέχεια μου διηγήθηκε την περιπέτειά του. Χάρηκα όταν έμαθα ότι χάρη στην κατεύθυνση που του είχα πει να πάρει κατάφερε να γλιτώσει την οικογένεια του. Digitized by 10uk1s
Ήμαστε πλήρως αποδιοργανωμένοι. Αξιωματικό δε συναντήσαμε, για να έχουμε κάποια καθοδήγηση. Εμείς, ως κληρωτοί, έπρεπε κάτι να σκεφτούμε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Βρήκαμε ένα πρόχωμα και μπήκαμε μέσα. Είχε σκοτεινιάσει ήδη. Η κούραση ήταν μεγάλη, γι' αυτό και μας πήρε ο ύπνος αμέσως. Το πρωί οπισθοχωρήσαμε μέχρι το Γ.Σ. Πράξανδρος, όπου γινόταν προσπάθεια να οργανωθεί δεύτερη γραμμή άμυνας στη δυτική άκρη της Κερύνειας. Υπήρχαν πρόχειρα προχώματα, ένα μπράουνινγκ πενηντάρι, τρία τέσσερα μπρεν, λίγα μαρτίνια και μάουζερ, μια μπαζούκα με τρία μόνο βλήματα και χωρίς εκπαιδευμένο χειριστή, το λεγόμενο μπαζουκιστή. Ένας αξιωματικός γύριζε και ρωτούσε μήπως υπήρχε κανένας εθελοντής, για να εκπαιδευτεί στο χειρισμό της μπαζούκας εκείνη την ώρα. Βρέθηκε ένας. Τον πήραν παράμερα και του εξηγούσαν με τον ίδιο τρόπο που ένας πλασιέ μαθαίνει το χειρισμό μίξερ σε νοικοκυρά. Έτυχε να βρεθώ εκεί, στο στάδιο Πράξανδρος, με πολλούς που σήμερα θεωρούνται αγνοούμενοι. Είδα το διοικητή του τάγματος μας, τον Π.Κ., ο οποίος φαινόταν ωχρός και πολύ στενοχωρημένος. Τον χαιρέτησα. Μου αντιγύρισε το χαιρετισμό κουνώντας με πολύ κόπο τα χείλη του. Κάτι τον ρώτησε και ένας άλλος στρατιώτης και του απάντησε με τον ίδιο τόνο και πόνο. Έκτοτε δεν έτυχε να τον ξαναδώ. Είδα επίσης τους χωριανούς μου Σωτήρη Λάπατα4, τον Λευτέρη5, που ήταν περαστικός και οδηγούσε λαντρόβερ με Π.Α.Ο 120, τον Λόντο6, καθώς και άλλους του τάγματός μας, που δεν μπορώ να θυμηθώ τα ονόματά τους. Κάποια στιγμή ήρθε ένας ανθυπολοχαγός που τον λέγανε Πλέσα και μου ζήτησε να του δανείσω το όπλο μου για μια αποστολή. Κρατούσα ένα στεν και αρνήθηκα να του το δώσω, γιατί δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα έμενα χωρίς όπλο τη στιγμή που από λεπτό σε λεπτό περιμέναμε τουρκική επίθεση. Με έπεισε όμως, όταν μου είπε: «Εδώ κοντά πάω, σε τρία λεπτά το πολύ θα το έχεις πίσω». Μόλις έμεινα άοπλος, ένιωσα μεγάλη ανασφάλεια. Έκανα υπομονή, μήπως επιστρέψει ο Πλέσας. Όσο περνούσε η ώρα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αύξανε το άγχος μου. Θυμόμουνα τα λόγια ενός δασκάλου μου στο δημοτικό, κάποια φορά που είχα ξεχάσει το μολύβι μου: «Πάει κανείς στον πόλεμο χωρίς όπλο, Χαριτωνίδη;». Να, σκεφτόμουν, που τώρα το έπαθα στην κυριολεξία. Άρχισα να ρωτώ απεγνωσμένα έναν έναν όλους τους στρατιώτες μήπως υπήρχε περισσευούμενο κανένα όπλο. Όπως γύριζα, το μάτι μου πήρε κάποια στιγμή ένα όπλο ακουμπισμένο σε ένα πρόχειρο πρόχωμα. Ο κάτοχός του δεν το επόπτευε, επειδή κουβέντιαζε με έναν φίλο του. Βρήκα τότε την ευκαιρία και το βούτηξα. Το έκρυψα στο πρόχωμά μου. Το όπλο ανήκε σε έναν έφεδρο, ο οποίος, μόλις αντελήφθη την απουσία του, άρχισε να το αναζητά. Γύριζε από πρόχωμα σε πρόχωμα και έλεγε με παρακλητικό και ευγενικό ύφος: «Παιδιά, όποιος πήρε το όπλο μου για αστείο, τον παρακαλώ να το βάλει στη θέση του». Εγώ στην αρχή έκανα την πάπια. Τι κακοτυχία που ο έφεδρος δεν άρχισε να βρίζει και να απειλεί. Δε θα έπαιρνε ποτέ πίσω το όπλο του. Ο ευγενικός όμως τρόπος που το ζητούσε με έριξε στο φιλότιμο. Επέστρεψα διακριτικά το όπλο του και το ακούμπησα ακριβώς εκεί που το βρήκα. Έμεινα πάλι άοπλος και γι' αυτό πολύ ανήσυχος. Τον Πλέσα ακόμα τον περιμένω να μου επιστρέψει το όπλο. Το βράδυ 4 Σωτήρης Χριστοφή Χατζηλόη 5 Ελευθέριος Χρίστου Θωμάς 6 Χριστόφορος Διονύση Καϊμακάμης Digitized by 10uk1s
κοιμηθήκαμε όπως ήμαστε μέσα στο πρόχωμα. Μαζί μου ήταν ο αδελφός μου κι ένας χωριανός μας έφεδρος, ο Κούλλης του Καλιά. Στις 22 Ιούλη το πρωί ήρθε και στάθηκε πάνω από το πρόχωμά μας ο λοχαγός Λ. Κρατούσε ανοιχτό ένα ραδιοφωνάκι, απ' όπου πληροφορηθήκαμε ότι η Χούντα είχε πέσει κι ότι επέστρεφε στην Ελλάδα ο Καραμανλής από το εξωτερικό. Μάθαμε ακόμα ότι βρισκόταν σε εξέλιξη συμφωνία για εκεχειρία στην Κύπρο. Οι ειδήσεις που ακούσαμε μας γέμισαν αισιοδοξία. Πιστέψαμε ότι το κακό σύντομα θα σταματούσε. Σκέφτηκα μάλιστα ότι δε θα χρειαζόταν να συνεχίσω να αναζητώ το όπλο που είχα δανείσει. Γύρω στις δέκα το πρωί, από το βάθος του κύριου δρόμου προς την Κερύνεια ακούστηκε θόρυβος μηχανών τανκς. Τότε άκουσα το λοχαγό Λ. να λέει: «Τανκς; Ελληνικά να 'ναι;». Αμέσως το απέκλεισε και έδωσε μόνος του την απάντηση: «Όχι, τουρκικά είναι». Στράφηκε προς εμάς και διέταξε: «Πάρτε θέσεις μάχης». Ακούγαμε το θόρυβο των τανκς, που όλο και δυνάμωνε. Ένας έφεδρος από γειτονικό πρόχωμα με φώναξε να πάω γρήγορα κοντά του. «Πρόσεξα ότι δεν έχεις όπλο», μου είπε. «Όπως βλέπεις, εγώ είμαι τραυματισμένος.» Και μου έδειξε το πόδι του που ήταν τυλιγμένο με ματωμένες γάζες. «Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν μπορώ να πολεμήσω, πάρε το δικό μου.» Τον ευχαρίστησα και ρώτησα το όνομα και την καταγωγή του. Συγκράτησα μόνο το χωριό του, που ήταν ο Γερόλακκος, και τα έντονα γαλάζια μάτια του. Τα τουρκικά τανκς όλο και πλησίαζαν. Ο όψιμα εκπαιδευμένος μπαζουκιστής έριξε και τα τρία βλήματα. Τα δυο αστόχησαν. Το τρίτο έπεσε μπροστά στο προπορευόμενο τανκ. Το ανασήκωσε για λίγο από το έδαφος, αλλά αμέσως μετά κάθισε πάλι και συνέχισε να κανονιοβολεί εναντίον μας. Χτυπούσαμε με μπρεν και μαρτίνια. Ακούγαμε τις σφαίρες μας που έπεφταν στα τανκς κάνοντας τον χαρακτηριστικό ξερό μεταλλικό ήχο χωρίς να προκαλούν την παραμικρή βλάβη. Εκείνα απτόητα συνέχιζαν την πορεία τους εναντίον μας. Με τα μέσα που είχαμε οι προσπάθειές μας να ανακόψουμε τους Τούρκους μοιάζανε περισσότερο με προσπάθειες φιλότιμων προσκόπων παρά στρατιωτών. Μόλις τα τανκς ακούμπησαν τα προχώματά μας, ακούστηκε απεγνωσμένα το παράγγελμα: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Με όση δύναμη είχαμε διασχίσαμε τρέχοντας το γήπεδο. Βγήκαμε από μια μικρή πύλη του σταδίου, που υπήρχε νότια. Μπήκαμε γρήγορα μέσα στις ελιές και γλιτώσαμε παρά τρίχα. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αν καθυστερούσαμε, το τουρκικό τανκ θα μας είχε λιώσει. Αποκλείεται μέσα σ' αυτό το γήπεδο ποδοσφαιριστής ή αθλητής να έτρεξε με τόση ταχύτητα, όση είχαμε εμείς εκείνη τη στιγμή... Περπατούσαμε ώρες πολλές, μέχρι που δεν αντέχαμε άλλο. Πήραμε τις παρυφές του βουνού κατευθυνόμενοι προς την Κλεπίνη, ορεινό χωριό του Πενταδάκτυλου. Περάσαμε δίπλα από το χωριό Καζάφανι. Σε ένα περιβόλι βρήκαμε νερό και ήπιαμε, και φάγαμε λίγα φρούτα που κόψαμε από τα δέντρα. Όταν φτάσαμε εξαντλημένοι στην Κλεπίνη, είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Εκεί βρήκαμε απομεινάρια κι άλλου τάγματος. Ενωθήκαμε και σχηματίσαμε μια πολύ πρόχειρη γραμμή αμύνης. Τη νύχτα κοιμηθήκαμε με τον αδελφό μου και έναν άλλο στρατιώτη σε ένα ύψωμα του βουνού, μέσα στα κλαδιά ενός ψηλού θάμνου.
Digitized by 10uk1s
Το πρωί, 23 του Ιούλη, ιδιωτικά αυτοκίνητα μας μετέφεραν στην Κυθρέα, σε ένα στρατόπεδο. Έπειτα από καμιά ώρα ήρθε ένα φορτηγό, απ' αυτά που χρησιμοποιούσε η ΕΛ.ΔΥ.Κ., και μας φόρτωσαν για να μας μεταφέρουν στην περιοχή Κουτσοβέντη, όπου γίνονταν ακόμα μάχες. Το φορτηγό ανέβαινε στους χωματόδρομους του βουνού χωρίς να ξέρουμε πού ακριβώς πηγαίναμε. Κάποια στιγμή σταμάτησε, γιατί μπροστά μας ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν όλμοι. Ο συνοδηγός κατέβηκε να δει τι γινόταν κι ενώ εμείς ήμαστε ακόμα μέσα ένα τουρκικό αεροπλάνο έκανε βουτιά από πάνω μας. Πηδήξαμε πανικόβλητοι από το φορτηγό. Το τοπίο ήταν έρημο, χωρίς κανένα δέντρο, και ο γύρω χώρος επίπεδος. Πέσαμε μπρούμυτα, με ελάχιστες πιθανότητες να γλιτώσουμε. Ευτυχώς το αεροπλάνο δε μας χτύπησε. Παραπλανήθηκε άραγε ο Τούρκος πιλότος από το γεγονός ότι ήμαστε πολύ κοντά στους δικούς του και το φορτηγό της ΕΛ.ΔΥ.Κ. ήταν ίδιο με αυτά που χρησιμοποιούσε και ο τουρκικός στρατός; Δεν μπόρεσα ποτέ να το μάθω. Μπήκαμε γρήγορα στο φορτηγό. Οι όλμοι που έπεφταν μπροστά μας μας υποχρέωσαν να αλλάξουμε πορεία. Μας οδήγησαν σε ένα χώρο όπου βρισκόταν το τάγμα του Συγχαρί, με το οποίο συγχωνευτήκαμε. Ένας αξιωματικός μας έβαλε στη γραμμή και άρχισε να μας δίνει παραγγέλματα «επ' ώμου, παρά πόδα» και άλλα. Διαπίστωσαν ότι πειθαρχούσαμε ακόμα. Όπως ήμαστε παραταγμένοι, ένας ταγματάρχης που τον έβλεπα πρώτη φορά μας είπε να τον ακολουθήσουμε, με σκοπό να καταλάβουμε ένα ύψωμα. Ήταν άνθρωπος ξερακιανός, κοντός, και λίγο καμπούρης. Μας είπε ότι πολέμησε στην Κορέα, είχε πείρα, και να τον εμπιστευόμαστε. Επειδή δεν είχαμε μαζί μας νερό, μας συμβούλεψε να γλείφουμε χαλικάκια, για να ξεγελάμε τη δίψα μας. Πήρε μαζί του και έναν ασυρματιστή, τον οποίο έβαζε κάθε λίγο να ρωτά για τις θέσεις των Τούρκων. Ύστερα από πολλή ταλαιπωρία κάτω από τον καύσωνα της μέρας εκείνης, φτάσαμε κοντά στο στόχο μας και κρυφτήκαμε. Ο ταγματάρχης ζήτησε να πληροφορηθεί μέσω του ασυρμάτου για τη δύναμη περίπου που είχαν οι Τούρκοι στο ύψωμα. Του είπανε ότι έχουν διαταγές να σεβαστούμε την εκεχειρία, που ήδη ίσχυε, και να αποφύγουμε να επιτεθούμε. Έπρεπε όμως να προλάβουμε να καταλάβουμε ξανά ένα διπλανό ύψωμα, που το εγκατέλειψαν οι δικοί μας λόγω του σφοδρού βομβαρδισμού που υπέστη. Πράγματι ανεβήκαμε στο ύψωμα και εγκατασταθήκαμε. Ήταν γεμάτο από πυκνούς κρατήρες κυρίως ολμοβολών. Τους κρατήρες αυτούς, που τους είχαν δημιουργήσει οι εκρήξεις των τουρκικών όλμων, τους χρησιμοποιήσαμε για να κοιμόμαστε μέσα. Το πρωί είδαμε ότι ήμαστε στα πρώτα υψώματα του βουνού προς την πλευρά του χωριού Μια Μηλιά. Λίγο πιο κάτω, προς τα πίσω, βρισκόταν ένας μικρός υδατοφράχτης. Στις 24 Ιουλίου επικρατούσε τουλάχιστον ησυχία. Δεν είχαμε καμιά ανταλλαγή πυρών με τους Τούρκους. Το ίδιο και τις τρεις επόμενες μέρες. Το κέντρο επίθεσης των Τούρκων, που συνεχώς παραβίαζαν την εκεχειρία, ήταν στραμμένο σε άλλα μέτωπα. Τα πρωινά η ζέστη και η υγρασία από τον υδατοφράχτη έκαναν αφόρητη την παραμονή μας στο ύψωμα. Το πιο ενοχλητικό όμως ήταν τα σμήνη από μύγες, που ακόμα κι αυτές έπεφταν πάνω μας με πολεμική μανία! Αναγκαστήκαμε να κόψουμε από ένα κλαδί πεύκου και να χτυπάμε τα ακάλυπτα μέρη του σώματός μας, για να απομακρύνουμε τις λυσσασμένες μύγες. Βαρούσαμε μύγες, όταν μάθαμε ότι στην Ελλάδα αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία. Ο ανθυπολοχαγός που μας το ανακοίνωσε μας έδωσε ελπίδες ότι σύντομα θα βρισκόταν και για
Digitized by 10uk1s
μας κάποια λύση. Μας είπε ότι θα μας έφερναν φαγητό και διέταξε το στρατιώτη που τον συνόδευε να μας δώσει από ένα πακέτο τσιγάρα, τα οποία κουβαλούσε σε μια τσάντα. Η σωματική εξάντληση από τις κακουχίες, η ψυχική εξαθλίωση από την ήττα και την ταπείνωση μαζί με τις βασανιστικές σκέψεις για την τύχη των δικών μας ανθρώπων μας έφερναν μια παράξενη αποχαύνωση και υπνηλία. Έτσι περίπου πέρασαν οι δυο επόμενες μέρες, 25 και 26 του Ιούλη. Χωρίς να το περιμένουμε ήρθε διαταγή να αποσυρθούμε στα μετόπισθεν, για να ανασυγκροτηθεί το τάγμα. Αντικατασταθήκαμε από εφέδρους και, 27 του Ιούλη βράδυ, βρεθήκαμε στη Λευκωσία, σε ένα στρατόπεδο κάτω από το προεδρικό μέγαρο. Εκεί μαζευόντουσαν οι εναπομείναντες στρατιώτες από διάφορα σημεία του μετώπου. Στη Λευκωσία μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε με τους γονείς μας, οι οποίοι βρίσκονταν πρόσφυγες στα βουνά του Τροόδους. Το τι γινόταν από τους συγγενείς των στρατιωτών, που ερχόντουσαν σ' εμάς να ρωτήσουν για την τύχη των δικών τους, δεν περιγράφεται εύκολα. Αν έβλεπαν τα παιδιά τους ανάμεσά μας, έλαμπαν από χαρά. Αν δεν τα έβλεπαν, η αγωνία και η θλίψη διαγράφονταν ανάγλυφα στα πρόσωπά τους. Η ενημέρωση των συγγενών των ηρωικώς πεσόντων στρατιωτών δημιουργούσε σκηνές τόσο τραγικές, που απέφευγα να παρακολουθήσω τη συνέχειά τους. Καθώς απομακρυνόμουν, έβλεπα γυναίκες να κυλιούνται σπαράζοντας στο χώμα και να μένουν λιπόθυμες. Την προδοσία και το μέγεθος της τραγωδίας των ημερών συζητούσαμε με έναν φίλο μου λοχία, τον Γιαννή από το Παραλίμνι, ένα παιδί σεμνό, ευαίσθητο εκ φύσεως και καλλιεργημένο. Σε μια στιγμή απόγνωσης ο Γιάννης μου είπε: «Φίλε, με ειλικρίνεια, σκέφτηκα να αυτοτραυματιστώ, να μπω στο νοσοκομείο και να γλιτώσω τον πόλεμο, να μη βλέπω σήμερα τις τραγικές αυτές σκηνές. Δεν το άντεχε όμως η συνείδησή μου. Πρώτα απ' όλα το χρέος προς την πατρίδα. Κι έπειτα, αύριο θα αποκτήσω οικογένεια. Τι θα έλεγα στα παιδιά μου; Ότι δείλιασα;». Μου στοίχισε πολύ όταν αργότερα έμαθα ότι είναι αγνοούμενος. Έρχεται συχνά στο νου μου η φυσιογνωμία του: ψηλός, αδύνατος, μελαχρινός, με γυαλιά μόνιμα στα μάτια. Στη Λευκωσία μείναμε γύρω στις δέκα μέρες. Μας έφεραν νέο διοικητή και με ανασυγκροτημένο το μισό τάγμα αναχωρήσαμε ένα σούρουπο πίσω πάλι στον Κουτσοβέντη. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά όταν ανηφορίζαμε τους στενούς, ανηφορικούς χωματόδρομους του βουνού. Για λόγους ασφαλείας τα λεωφορεία και τα φορτηγά που μας μετέφεραν κινούνταν μέσα στο σκοτάδι χωρίς φώτα. Από τη θέση του λεωφορείου έβλεπα μόνο την ασπρίλα του χωματόδρομου μπροστά μου και αριστερά τους τροχούς που περνούσαν ξυστά πάνω από τους απότομους γκρεμούς. Αν είναι να πεθάνουμε, σκεφτόμουν, ας πέσουμε τουλάχιστον μαχόμενοι ηρωικά και όχι έτσι άδοξα σε αυτά τα άγρια μέρη. Αργά το βράδυ, διακριτικά και με πολλή προσοχή, μας έδωσαν εντολή να αντικαταστήσουμε τους εφέδρους. Οι έφεδροι μας έδειξαν με το δάχτυλο πού βρίσκονταν οι θέσεις των Τούρκων και έφυγαν άρον άρον με ανακούφιση. Ένα κολασμένο συναίσθημα κυριαρχούσε σε όλους μας. Αποφασίσαμε διπλοσκοπιές, επειδή δεν καταλαβαίναμε προς τα πού ήταν οι ακριβείς θέσεις των Τούρκων. Από τότε και στο εξής χωρίσαμε με τον αδελφό μου, γιατί αυτόν τον τοποθέτησαν σε άλλο σημείο του Κουτσοβέντη. Digitized by 10uk1s
Μαζί με ένα χωριανό μου στρατιώτη, τον Κίκη7, καθίσαμε σκοπιά τις πρώτες τρεις ώρες. Κάτω από το φως μόνο των άστρων προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε πού είχαν στρατοπεδεύσει οι Τούρκοι. Προσανατολιστήκαμε μόλις διακρίναμε μέσα στο μαύρο φόντο του βουνού να αναβοσβήνουν άρρυθμα και αδύναμα κόκκινα μικρά φωτάκια — αριστερά, δεξιά, μπρος, πίσω. Καταλάβαμε ότι δημιουργούνταν από το τράβηγμα του καπνού των τσιγάρων των Τούρκων στρατιωτών. Γι' αυτό κι εμείς, όταν καπνίζαμε, κρύβαμε με τη χούφτα το τσιγάρο, για να μη φαίνεται η καύτρα και καταλάβουν αυτοί πού ακριβώς βρισκόμαστε. Με τον Κίκη, ανήσυχοι, κουβεντιάζαμε ψιθυριστά για το χωριό μας, τη Λάπηθο, που είχε καταληφθεί από τα τουρκικά στρατεύματα. Νιώθαμε και οι δυο τόσο απαίσια εκείνη τη νύχτα πάνω στο ύψωμα, που θόλωσε το μυαλό μας και πέρασε από το νου μας η ιδέα το πρωί να πάρουμε δρόμο για τη Λάπηθο, για να πολεμήσουμε για την απελευθέρωσή της! Το πρωί όμως μας ανακατένειμαν σε άλλα φυλάκια και με άλλους στρατιώτες. Έκτοτε χωρίσαμε με τον Κίκη. Δεν τον ξαναείδα. Σήμερα θεωρείται αγνοούμενος. Με όρισαν αρχιφύλακα σε ακόμη πιο προωθημένο στις θέσεις των Τούρκων ύψωμα, με τη σημαία μας να κυματίζει, σημάδι ότι από κει και πίσω ήταν γραμμή άμυνας της Εθνοφρουράς. Το τοπίο ήταν μακάβριο. Ήμαστε σε ένα λόφο πάνω από ένα μεταλλείο. Ο λόφος αυτός είχε καταληφθεί από τους Τούρκους και στη συνέχεια από τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς. Τις προηγούμενες μέρες τουρκική φάλαγγα που προωθούσε Τούρκους είχε χτυπηθεί από τους δικούς μας με Π.Α.Ο., με αποτέλεσμα να ανατιναχθεί το προπορευόμενο γεμάτο Τούρκους στρατιώτες λεωφορείο και να αναπτερωθεί το διαλυμένο ηθικό των εθνοφρουρών. Φωνάζοντας «αέρα» επανακατέλαβαν το λόφο, στον οποίο με έβαλαν αρχιφύλακα. Στην επιχείρηση όμως αυτή αφήσαμε νεκρούς, οι οποίοι ήταν σκορπισμένοι και πρόχειρα θαμμένοι πάνω στο λόφο. Ένας από αυτούς ήταν τρία με τέσσερα μέτρα πίσω από το πρόχωμα όπου φυλάγαμε σκοπιά. Ο ηρωικός νεκρός ήταν σκεπασμένος με λίγο χώμα και κάμποσες πέτρες, ενώ στο σημείο που τοποθετείται ο σταυρός υπήρχε μόνο το κράνος του άτυχου στρατιώτη. Οι σκοπιές το βράδυ ήτανε κόλαση. Τον αυγουστιάτικο καύσωνα της μέρας αντικαθιστούσε η νυχτερινή ψύχρα του βουνού κάνοντας τα στοιβαγμένα χώματα του λατομείου να σκάνε και να κυλάνε με μεγάλο θόρυβο μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας. Η φασαρία μάς έκανε να πεταγόμαστε πάνω κάθε φορά και να μένουμε ξάγρυπνοι όλο το βράδυ. Τη μέρα κοιμόμαστε ώρες πολλές, έχοντας μόνο τον ημερήσιο σκοπό να μας φυλάει. Κατά τα άλλα επικρατούσε ησυχία λόγω των συνομιλιών Μαύρου‐Γκιουνές, που θα άρχιζαν στη Ζυρίχη. Η κατάπαυση του πυρός που ίσχυε από τις 22 Ιουλίου έμοιαζε σαν μέρος του παιχνιδιού υπέρ των εισβολέων. Αν και ήταν περιορισμένοι μέσα σε μια τριγωνική λωρίδα κυπριακού εδάφους που άρχιζε από την Κερύνεια και έφτανε μέχρι τον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας, εξαιτίας της εκεχειρίας που εμείς τηρούσαμε με ευλάβεια αποβίβασαν ανενόχλητοι χιλιάδες στρατό, μεγάλο αριθμό τανκς, βελτίωσαν τις θέσεις τους και οργάνωσαν τον «Αττίλα δύο». Μια μέρα, στο χωματόδρομο του λατομείου που περνούσε κάτω από το φυλάκιό μας και χανόταν σαν φίδι προς τις τουρκικές θέσεις, είδαμε από μακριά να κατεβαίνει φάλαγγα 7 Κυριάκος Χρίστου Δεμέτης Digitized by 10uk1s
τουρκικών φορτηγών και να κατευθύνεται προς τις θέσεις μας. Ειδοποιήσαμε αμέσως το λόχο. Πήραμε τη διαταγή να μη χτυπήσουμε πρώτοι, γιατί τηρούσαμε την εκεχειρία, και μόνο αν χτυπούσαν αυτοί να ανταποδίδαμε πυρ. Οι Τούρκοι, απ' ό,τι αντιλήφθηκα, κινούνταν προς το φυλάκιό μας λόγω απώλειας προσανατολισμού. Η ελληνική σημαία που κυμάτιζε στο ύψωμα πάνω από το τεράστιο ντεπόζιτο του λατομείου δεν πρέπει να ήταν ορατή από το σημείο όπου κινούνταν, γι' αυτό η φάλαγγα κατέβαινε τελείως ακάλυπτη κάτω από το λόφο μας. Νιώθαμε υπερένταση αλλά και θυμό. Υπήρχε μια μάντρα στη στροφή του χωματόδρομου, την οποία θέσαμε ως τελευταίο όριο∙ αν οι Τούρκοι το περνούσαν, έπρεπε να χτυπήσουμε. Με το δάχτυλο στη σκανδάλη ήμαστε αποφασισμένοι να παρακούσουμε τη διαταγή. Ο καθένας μας είχε και από μια χειροβομβίδα δίπλα του. Το λάθος των Τούρκων, όσο πλησίαζαν, φαινόταν καθαρά. Μόλις το πρώτο φορτηγό έστριψε στη μάντρα, οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι βρίσκονταν κάτω από τα πόδια μας. Πανικοβλήθηκαν. Οι στρατιώτες, που ήξεραν το όριο, θα χτυπούσαν, αν δεν τους φώναζα «όχι ακόμα», επειδή έβλεπα με τι πανικό οι Τούρκοι στρατιώτες πήδηξαν έξω από τα φορτηγά και άρχισαν να τρέχουν προς τα πίσω. Ο Τούρκος αξιωματικός του πρώτου φορτηγού έμεινε εκεί με τον οδηγό. Διέκρινα το πρόσωπό του, που ήταν κατακόκκινο! Με χειρονομίες και φωνές πανικού έδινε οδηγίες στους στρατιώτες του να τρέξουν πίσω προς τις θέσεις τους. Αφού απομακρύνθηκαν όλοι οι άλλοι, με άδειο το φορτηγό, έκαναν γρήγορα στροφή και έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα. Η μοίρα έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Ένα δευτερόλεπτο αν καθυστερούσα να φωνάξω «όχι ακόμα», θα ήταν μοιραίο για τους Τούρκους στρατιώτες. Λίγες μέρες νωρίτερα, όταν το τουρκικό αεροπλάνο βούτηξε πάνω από τις ακάλυπτες πλάτες μας, ο Τούρκος πιλότος, ό,τι και αν σκέφτηκε, την τελευταία στιγμή δε χτύπησε... Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά στο λόφο. Είχαμε αγριέψει από τις κακουχίες και την υπερένταση. Μια μέρα ήρθε ένας αξιωματικός να μας δει και να μας δώσει θάρρος. Εμείς τον ακούγαμε και γελούσαμε ασταμάτητα από νευρικότητα. Σηκώθηκε και έφυγε κουνώντας το κεφάλι του. Μεταξύ μας δε μαλώναμε, συναισθανόμενοι την κοινή μας μοίρα. Ένα Σάββατο πρωί επισκέφτηκε το ύψωμά μας ο διοικητής. Μου έδωσε εντολή να ειδοποιήσω να παρουσιαστούν και άλλοι στρατιώτες από τα γύρω φυλάκια, γιατί ήθελε, όπως μου είπε, να μας μιλήσει. Αφού μαζευτήκαμε καμιά δεκαπενταριά άτομα, μας είπε ότι τα μεσάνυχτα θα ερχόταν το Μηχανικό για τοποθέτηση ναρκών μπροστά από τα υψώματά μας και ότι ήθελε δυο εθελοντές για ακροαστικό φυλάκιο. Δυο στρατιώτες, δηλαδή, χρειαζόταν να μπουν στην ουδέτερη ζώνη μεσάνυχτα και να πλησιάσουν πολύ κοντά στα τουρκικά φυλάκια. Σε περίπτωση που ο εχθρός έπαιρνε είδηση την αποστολή της τοποθέτησης των ναρκών, έπρεπε να ειδοποιήσουν έγκαιρα να απομακρυνθεί το συνεργείο. Ο διοικητής περίμενε να προσφερθούν εθελοντές. Πετάχτηκε ο Νίκος Ευθυμίου, συγγενής και χωριανός μου, ο οποίος είχε κατέβει από το πιο πάνω φυλάκιο, και δήλωσε: «Εγώ, κύριε διοικητά», κάνοντας τον γνωστό στρατιωτικό χαιρετισμό. Δεύτερος όμως εθελοντής δεν παρουσιαζόταν. Οι υπόλοιποι σωπαίναμε. Κανείς δεν ήθελε να πάρει τόσο μεγάλο ρίσκο για τη ζωή του. Μισό με ένα λεπτό επικράτησε απόλυτη σιγή. Ο διοικητής τότε αναγκάστηκε να κοιτάζει έναν έναν κατάματα και να τον ρωτά. Κάποια στιγμή η ματιά του έπεσε πάνω στο δεκανέα Λεωνίδα, που στεκόταν δίπλα μου, και του έκανε την ερώτηση: «Εσύ, Λεωνίδα, τι λες; Έρχεσαι εθελοντής;». Ίσως σκέφτηκε ο διοικητής πως λόγω ονόματος ήταν ο πιο κατάλληλος για ήρωας. Κάτωχρος εκείνος του απάντησε: «Μάλιστα». Το φιλότιμο του Λεωνίδα στάθηκε ανάλογο των Digitized by 10uk1s
περιστάσεων, και έτσι βρέθηκε ο δεύτερος εθελοντής. Νομίζω ότι την ίδια απάντηση θα έδινα κι εγώ, αν με είχε ρωτήσει πρώτο ο διοικητής. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Η αποστολή πέτυχε και στήθηκε μεσάνυχτα το ναρκοπέδιο. Πρωί πρωί, στην ουδέτερη ζώνη είδαμε τέσσερις με πέντε κατσίκες να περιφέρονται δίπλα στο ναρκοπέδιο. Υπήρχε κίνδυνος να πέσουν μέσα σ' αυτό και να προδώσουν τη θέση του. Ο Νίκος Ευθυμίου έβλεπε τη σκηνή από το πιο πάνω ύψωμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, με κίνδυνο της ζωής του, κατέβηκε στην ουδέτερη ζώνη και με χειρονομίες και έναν τρόπο καταπληκτικό όχι μόνο σταμάτησε την πορεία που είχαν οι κατσίκες προς τις νάρκες, αλλά κατάφερε να τις φέρει σιγά σιγά προς το μέρος μας, για να τις παραλάβουν οι μάγειροι του λόχου. Την άλλη μέρα για μεσημεριανό φαγητό είχαμε κατσικίσιο κρέας στο φούρνο με πατάτες. Υπό τις συνθήκες εκείνες ούτε στο όνειρό μας τέτοιο φαΐ! Στο φυλάκιό μας ήμαστε συνολικά εφτά στρατιώτες. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους, εκτός από ένα στρατιώτη από το χωριό Αραδίππου — που τον φωνάζαμε με το παρατσούκλι «Μπισκότο», επειδή όλο πεινούσε και επαναλάμβανε συνέχεια τη φράση «δεν υπάρχει κανένα μπισκότο να φάμε;» — κι έναν άλλο στρατιώτη, που τον φωνάζαμε «Ππόλο». Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν χαϊδευτικό ή το ίδιο το επίθετό του. Επειδή το λόφο όπου βρισκόμαστε τον είχαν πρώτα οι Τούρκοι, φεύγοντας βεβιασμένα άφησαν πολλά προσωπικά αντικείμενα, όπως σουγιάδες και είδη ξηράς ατομικής τροφής, που ήταν κυρίως κάτι χοντρά μπισκότα σε νάιλον. Ο Μπισκότος βρήκε το στοιχείο του! Γύριζε και, όπου τα εύρισκε, τα μάζευε και τα έφερνε στο φυλάκιο. Φιλότιμος όπως ήταν έδινε και στους άλλους. Χάρη σ' αυτόν πολλές φορές ξεγελάσαμε την πείνα μας. Ιδιαιτέρως όμως συμπαθούσα τον Ππόλο. Χαμηλών τόνων παιδί, με χαρακτήρα και ήθος. Μια μέρα καθισμένος σε μια πέτρα σκιτσάριζε με μολύβι μπροστά από τον πρόχειρο τάφο του νεκρού στρατιώτη μας. Πρόσεξα την ημερομηνία, «13 Αυγούστου 1974». Η ίδια ήταν γραμμένη και σε μια κόλλα χαρτί βγαλμένη από ένα τετράδιο που είχε ακουμπισμένο στο γόνατό του. Περνούσα από δίπλα και τον ρώτησα τι έκανε. Μου απάντησε ότι ζωγράφιζε τον τάφο του. Κοίταξα με έκπληξη το χαρτί με την ημερομηνία και από κάτω την υπογραφή του. Στο κέντρο του χαρτιού είχε ζωγραφισμένο έναν τάφο. Είχε κάνει και ένα σταυρό, στον οποίο είχε γραμμένο το ονοματεπώνυμό του, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το μικρό όνομα. Το φόντο του ζωγραφισμένου τάφου ήταν γεμάτο με τη λέξη «Ππόλος». Του είπα: «Έλα, ρε Ππόλο! Τι βλακείες είναι αυτές;», και τον ρώτησα πού βρήκε το τετράδιο και το μολύβι πάνω στο βουνό. Μου απάντησε ότι κατέβηκε στο λατομείο, όπου υπήρχε μια μικρή αποθήκη, και τα βρήκε εκεί. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία και έφυγα, ενώ αυτός συνέχισε να σκιτσάρει. Ο Ππόλο, όπως πληροφορήθηκα αργότερα από μέλη της ομάδας, θεωρείται σήμερα αγνοούμενος. Είναι και η μοναδική απώλεια από την ομάδα μου. Το βράδυ ήταν ζεστό και ήσυχο. Ένα κακό προαίσθημα πλανιόταν γύρω μας. Σ' αυτό συνέτεινε το μισοφέγγαρο που πρόβαλε πίσω από την κορυφογραμμή στον ουρανό, με το αστέρι απέναντι, όπως στην τούρκικη σημαία. Πρόσεξα ότι τις μεγάλες τους επιθέσεις, όπως και στις 20 Ιουλίου, οι Τούρκοι τις πραγματοποιούσαν με το σημάδι αυτό στον ουρανό.
Digitized by 10uk1s
ΣΤΙΣ 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ πρωί πρωί, από το βάθος του βουνού ακούσαμε βουητό που προερχόταν από το ζέσταμα των μηχανών των τουρκικών τανκς. Παραξενευτήκαμε, χωρίς να υποψιαστούμε όμως τίποτα κακό, μέχρι που είδαμε πάνω από τον Πενταδάκτυλο ένα σμήνος τουρκικών αεροπλάνων και ένα ένα να στρίβει και να κάνει βουτιά. Έβλεπα τα υψώματα πάνω στα οποία βρίσκονταν τα φυλάκιά μας να ανατινάζονται. Γρήγορα θα ερχόταν και η σειρά μας. Αντιαεροπορικά δεν είχαμε. Τρέξαμε τότε όλοι προς τα δέντρα, όπου είχαμε ένα πρόχωμα, και μπήκαμε μέσα, εκτός από τον Ππόλο, ο οποίος πήρε αντίθετη κατεύθυνση προς ένα μικρό γεφύρι, όπου έμεινε από κάτω. Του φωνάζαμε όλοι μαζί να έρθει μαζί μας, αλλά δε μας απαντούσε. Είδα το φυλάκιό μας να χτυπιέται και τα πυρά να μας πλησιάζουν. Φύγαμε τρέχοντας προς το δάσος. Οι στρατιώτες της ομάδας μου γλίστρησαν σιγά σιγά σε μια μικρή χαράδρα. Εγώ καθυστέρησα λίγο, γιατί στάθηκα όρθιος να δω καλύτερα τι γινόταν. Εκείνη τη στιγμή είδα να περνά από πάνω μου ένα βομβαρδιστικό και να αφήνει μια τεράστια βόμβα. Έκανα απίστευτη εκτίναξη προς τη χαράδρα, όπως ακριβώς ο τερματοφύλακας για να αποκρούσει πέναλτι. Έπεσα μέσα και κύλησα σαν βαρέλι. Η βόμβα έσκασε ψηλά ανάμεσα στα δέντρα, χωρίς να μας τραυματίσει. Μας σκέπασαν όμως χώματα και τ' αυτιά μας σχεδόν ματώσανε από το φοβερό κρότο της έκρηξης. Από τον τρόπο που κατρακύλησα μέσα στη μικρή χαράδρα χτύπησα το αριστερό μου πόδι στον αστράγαλο. Άρχισε να πρήζεται και να πονάει. Είχα έναν επίδεσμο στην τσέπη, τον οποίο βρήκα πεταμένο στο στρατόπεδο στη Λευκωσία και τον φύλαξα. «Μπορεί να χρειαστεί...», είχα σκεφτεί τότε. Κούτσαινα. Τον πόνο δεν τον λάμβανα υπόψη. Ήταν το τελευταίο που μπορούσα να σκεφτώ. Προχωρούσαμε. Σε μια πλαγιά πέσαμε σε πεδίο βολής των τουρκικών όλμων. Τρέχαμε αλαφιασμένοι. Δεν ξέραμε ποια κατεύθυνση να πάρουμε. Οι όλμοι έπεφταν απ' όλες τις πλευρές. Πολλές φορές νιώθαμε τα αέρια των εκρήξεων στο σώμα μας. Χώματα και πέτρες μας έλουζαν. Βρήκαμε ένα βράχο που είχε μια κουφάλα και τρυπώσαμε μέσα. Αισθανθήκαμε ασφαλείς. Θυμάμαι, όλοι ταυτόχρονα, λες και ήμαστε συγχρονισμένοι, βγάλαμε τα στραπατσαρισμένα από τα βαρελάκια και τα έρπην πακέτα των τσιγάρων μας. Καπνίσαμε. Είχε μια παράξενα ηδονική γεύση ο καπνός. Κάτι μεταξύ της τελευταίας επιθυμίας καταδικασθέντος εις θάνατον πριν από την εκτέλεση, και ναρκομανούς που παίρνει τη δόση του ύστερα από σύνδρομο στέρησης. Μείναμε εκεί. Καπνίζαμε συνέχεια, μέχρι που σταμάτησαν να πέφτουν όλμοι. Δεν ξέραμε πού βρισκόμαστε ούτε πού ήταν οι δικοί μας. Δειλά δειλά βγήκαμε έξω και συνεχίσαμε την πορεία μας, αφού υπολογίσαμε πού περίπου μπορούσαν να βρίσκονται άλλοι εθνοφρουροί. Περπατούσαμε ώρα πολλή ανάμεσα σε ανώμαλο έδαφος. Διασχίζαμε συνέχεια εκτάσεις καμένες από τις τουρκικές ναπάλμ. Σε λίγο άρχισαν πάλι να πέφτουν όλμοι, πιο αραιοί όμως τούτη τη φορά. Σε ένα δύσκολο σημείο απ' όπου έπρεπε να περάσουμε, βρέθηκε μπροστά μας επίπεδο έδαφος καλλιεργημένο με σιτάρι. Έπρεπε να το διασχίσουμε, για να συνεχίσουμε σε ανώμαλο έδαφος. Η έκτασή του ήταν μικρή και η παράκαμψή του δύσκολη. Αποφασίσαμε να το περάσουμε κρυμμένοι μέσα στα στάχυα. Καλύψαμε αρκετή απόσταση έρποντας. Όπως προχωρούσαμε αμίλητοι και αγκομαχούσαμε από την προσπάθεια, ακούστηκε ξαφνικά δυνατά η φωνή ενός στρατιώτη μας: «Ένας λαγός... ένας λαγός...». Γύρισα πίσω το κεφάλι και είδα το στρατιώτη να σηκώνεται και να πυροβολεί το λαγό. Αν ο λαγός ήταν Τούρκος εισβολέας, δε θα τον χτυπούσε με τόσο πάθος. Είδα το λαγό που διέσχισε πανικόβλητος τα στάχυα και χάθηκε στο βουνό. Το πάθος του «μανιώδους» κυνηγού είχε ερεθιστεί από το θήραμα ακόμα και υπό τις συνθήκες εκείνες, που δεν έχεις ούτε ένα δευτερόλεπτο να σκεφτείς οτιδήποτε άλλο εκτός
Digitized by 10uk1s
από το να γλιτώσεις από την κόλαση μέσα στην οποία βρέθηκες! Λίγη απόσταση μάς έμεινε, όταν ένας όλμος έπεσε πολύ κοντά μας, στην άκρη του σπαρμένου χωραφιού. Σηκωθήκαμε τότε όλοι και τρέξαμε με όση δύναμη είχαμε και καλυφτήκαμε στο ανώμαλο έδαφος. Ένα στρατιώτη τον έπιασε έντονος κωλικός στο πλευρό από το δυνατό τρέξιμο και έμεινε ακίνητος μέσα στα στάχυα. Φώναζε να μην τον αφήσουμε. Επέστρεψα και τον τράβηξα. Περιμέναμε λίγη ώρα να συνέλθει και συνεχίσαμε την πορεία μας κατευθυνόμενοι προς ένα δάσος με πεύκα που βλέπαμε δίπλα μας. Ύστερα από περπάτημα μιας ώρας περίπου, καθώς μπαίναμε στο δάσος, σε ένα ξέφωτο μας εντόπισε ένα τουρκικό αεροπλάνο. Μέχρι να κάνει γύρο για να μας επιτεθεί, προλάβαμε και μπήκαμε στα πρώτα δέντρα του δάσους. Ήταν κάτι τεράστια πεύκα. Αγκαλιάσαμε τους κορμούς. Μείναμε ακίνητοι. Πιστέψαμε ότι ο Τούρκος πιλότος θα μας έχανε. Το αεροπλάνο όμως βούτηξε από πάνω μας και άρχισε να χτυπά με τα πολυβόλα. Πέσαμε μπρούμυτα, με τα μούτρα βαθιά μέσα στις πευκοβελόνες. Οι ριπές έσπαζαν τα κλαδιά των πεύκων. Έπεφταν από πάνω μας και κινδυνεύαμε και από αυτά. Η δίδυμη παράλληλη γραμμή των σφαιρών έπεφτε με τη διαβολική της δύναμη και σφηνωνόταν στο έδαφος. Εκτόξευε χώμα και σπασμένες πέτρες στις πλάτες μας. Έφυγε το αεροπλάνο και μας άφησε τη γεύση των πευκοβελόνων στο στόμα. Ωραία γεύση, αν διαπιστώνεις ότι ζεις ακόμα! Φτηνά τη γλιτώσαμε και πάλι! Ας είναι ευλογημένα τα πεύκα και οι ελιές, που σε πολλές περιπτώσεις γλίτωσαν τη ζωή μας. Συνεχίσαμε το περπάτημα ασταμάτητα. Κατηφορίζαμε εξαντλημένοι. Αρχίσαμε να νιώθουμε τα πρώτα συμπτώματα της αφυδάτωσης. Δε νιώθαμε τα χείλη και το στόμα μας. Πιο κάτω, σε μια ρεματιά, επιτέλους συναντήσαμε στρατιώτες δικούς μας. Έκπληκτος είδα εκεί τον Πλέσα, στον οποίο είχα δανείσει το στεν μου, και διαπίστωσα ότι το κρατούσε ακόμα. Δεν είπα τίποτε. Ήταν τόσο τραγικές οι στιγμές, που όλα ήταν περιττά. Το νου εκείνη τη στιγμή βασάνιζε η επιθυμία για λίγο νερό, και μετά ό,τι ήθελε ας γινόταν. Ο Πλέσας, θυμάμαι, ο οποίος κρατούσε και χάρτη, προσπαθούσε να μας εξηγήσει την κατάσταση. Υπήρχε και άλλος αξιωματικός εκεί. Ένας Μαρωνίτης δόκιμος, ο Τ. Έγινε σύντομη σύσκεψη για το πώς έπρεπε να κινηθούμε για να μπορέσουμε να απεγκλωβιστούμε από τον κλοιό των Τούρκων. Οι δυο αξιωματικοί είχαν διαφορετική εκτίμηση διαφυγής και μαλώσανε. Ο Τ. επιτέθηκε στον Πλέσα με βρισιές. Ο Πλέσας απλώς πρότεινε ήρεμα, απευθυνόμενος στους στρατιώτες: «Όποιος θέλει να σωθεί ας έρθει μαζί μου». Και εξήγησε την πορεία ανάμεσα σε χειμάρρους προς τη μεριά της Λευκωσίας. Ο Τ. τότε φώναξε προς εμάς οργισμένος: «Αν θέλετε να σκοτωθείτε, πηγαίνετε μαζί του». Και αντιπρότεινε την πορεία προς την Κυθρέα. Συνδέσαμε την Κυθρέα με τη δίψα μας από χημειοτακτισμό περισσότερο και από το γεγονός ότι ο Τ. ήταν Κύπριος και κάτι θα ήξερε καλύτερα από τις τοποθεσίες. Μας παρέσυρε μαζί του περισσότερο η στερούμενη λογικής ιδέα «Να πιούμε λίγο νερό και ας πεθάνουμε». Τον Πλέσα τον ακολούθησε ένας μόνο στρατιώτης. Κατάφεραν και σώθηκαν έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες. Με τη βοήθεια του χάρτη και των χειμάρρων έφτασαν στην ελεύθερη Λευκωσία. ΕΜΕΙΣ ΠΗΡΑΜΕ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ προς Κυθρέα. Η ιδέα του νερού του ξακουστού Κεφαλόβρυσου δρόσιζε την ψυχή μας. Όλο κατηφορίζαμε προς το μέρος όπου τέλειωνε το βουνό και άρχιζε η
Digitized by 10uk1s
πεδιάδα. Εκεί που τέλειωναν τα πεύκα του βουνού και άρχιζαν οι ελιές της πεδιάδας, χωρίς να μεσολαβεί ούτε ένα μέτρο ξερής γης, υπήρχε ένα ξέφωτο. Ήταν σπαρμένο με σιτάρι, το οποίο πρόσφατα είχε θεριστεί. Πίσω, δεξιά και αριστερά πεύκα, μπροστά ελιές. Από ψηλά έμοιαζε με παραλληλόγραμμο χρυσαφί μέσα σε βαθύ πράσινο φόντο. Επάνω στο χρυσαφί της ποκαλάμης του θερισμένου σιταριού ήταν πεταμένα δεκάδες κράνη στρατιωτών. Άλλα κοιτούσαν τον ουρανό, άλλα τη γη και άλλα ήταν γερμένα πλάι. Οι στρατιώτες έβγαζαν από το κεφάλι τα κράνη τους και τα εκτόξευαν με αγανάκτηση μέσα στο χωράφι. Όταν περάσαμε από κει, το ίδιο κάναμε κι εμείς. Φαντάστηκα εκείνο το παραλληλόγραμμο χρυσαφί, το διάσπαρτο με τα κράνη, να σηκώνεται σαν σημαία ψηλά στον ουρανό, σαν σύμβολο προδοσίας, ταπείνωσης και εξευτελισμού. Πιάσαμε την πεδιάδα γρήγορα και φτάσαμε στα πρώτα περβόλια έξω από την Κυθρέα. Δεν αντέξαμε και ήπιαμε νερό από ένα σκουριασμένο βαρέλι, το οποίο είχε μέσα φύλλα και χώματα. Πιο κάτω βρήκαμε ένα πετραύλακο, όπου κυλούσε άφθονο νερό. Σκύψαμε σαν ζώα και ήπιαμε. Μέσα στην κωμόπολη της Κυθρέας συναντήσαμε πολίτες οι οποίοι για κάποιο λόγο δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, κυρίως μεσήλικες, γέρους και πιο σπάνια νεαρές κοπέλες, όπως και πολλούς στρατιώτες, που κατέβαιναν από διάφορα σημεία του Πενταδάκτυλου. Μας συμβούλεψαν να αλλάξουμε τα στρατιωτικά μας ρούχα με πολιτικά, γιατί οι πληροφορίες που υπήρχαν ήταν ότι όσους συλλαμβάνανε οι Τούρκοι με στρατιωτικά τους εκτελούσαν επιτόπου. Μια κυρία μεσόκοπη ανέλαβε και μας άνοιξε το σπίτι της. Μας άφησε να κάνουμε ντους, να ξυριστούμε, και μας έδωσε ρούχα καθαρά και αλλάξαμε. Σε ένα θάμνο, τον οποίο σημαδέψαμε, κρύψαμε τα όπλα μας. Προχωρήσαμε προς την πλατεία του χωριού, σαν εγκλωβισμένοι πολίτες. Εκεί συνάντησα πολλούς φίλους στρατιώτες οι οποίοι κατέβηκαν από άλλο σημείο του βουνού, όπως τον Πανίκο Χατζηιωάννου, τον Νίκο Ηλιάδη, τον Αντρέα Αριστείδου και άλλους που δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Ρώτησα για την τύχη του αδελφού μου, αλλά δεν ήξεραν να μου πούνε τίποτα. Είχα έγνοια γι' αυτόν μεγάλη. Για τον Νίκο Ευθυμίου βρήκα ένα στρατιώτη Λεμεσιανό που ήξερα ότι ήταν μαζί του στο ίδιο φυλάκιο. Στην ερώτησή μου αν ήξερε τίποτε για την τύχη του μου απάντησε: «Εγκαταλείψαμε όλοι το ύψωμα. Καθώς φεύγαμε, ο Νίκος, ο οποίος κρατούσε μπρεν, κάποια στιγμή μας είπε: "Εγώ, παιδιά, δεν μπορώ να εγκαταλείψω τη θέση μου, δεν το επιτρέπει η συνείδησή μου". Και μόνος του γύρισε πίσω στο φυλάκιο». Έκτοτε η τύχη του αγνοείται. Με απασχολούσε επίσης η τύχη του Κίκη. Βρήκα δυο στρατιώτες που ήταν μαζί του. Μου είπαν ότι στην αποχώρηση η ομάδα διαλύθηκε και ο καθένας πήρε διαφορετικό δρόμο. Ο ένας ισχυριζόταν ότι τον είχε δει να φεύγει και ο άλλος ότι τον είχε δει να τραυματίζεται, χωρίς να είναι σίγουρος. Δυστυχώς δε θυμάμαι ούτε τα ονόματα ούτε την καταγωγή τους. Κάναμε συνεχείς και εξαντλητικές συζητήσεις για τρόπους απόδρασής μας από τον κλοιό. Ήμαστε σαν ποντικοί στη φάκα. Κάθε λίγο φεύγανε αποστολές διαφυγής. Οι περισσότεροι γύριζαν πίσω και μας περιέγραφαν την κατάσταση. Γύρω από την Κυθρέα, που ήταν πεδινό χωριό, υπήρχαν κάθε πενήντα περίπου μέτρα τανκς και μεταξύ τους Τούρκοι στρατιώτες οπλισμένοι σαν αστακοί. Η μόνη διέξοδος ήταν το βουνό προς την πλευρά της Χαλεύκας. Αρκετοί παράτολμοι επιχείρησαν αυτή την κατεύθυνση, αλλά κανείς σχεδόν δεν τα κατάφερε.
Digitized by 10uk1s
Ή πιαστήκανε αιχμάλωτοι σε άλλο σημείο ή είναι σήμερα αγνοούμενοι. Ως την τελευταία στιγμή ελπίζαμε ότι θα βρισκόταν ένας τρόπος να δραπετεύσουμε. Κοιμηθήκαμε κοντά στην πλατεία κάτω από τα δέντρα. Θυμάμαι που ξάπλωσα κάτω από μια ποτισμένη λεμονιά και από την εξάντληση με πήρε αμέσως ο ύπνος. Κοιμόμουν ακόμα, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Ξύπνησα από μια φωνή που έλεγε: «Σηκωθείτε. Ήρθαν... Ήρθαν...». Ένας σχετικά ηλικιωμένος Κυθρεώτης, που ήξερε λίγα τούρκικα, έδεσε ένα άσπρο μαντίλι σε ένα ξύλο και κουνώντας το παραδοθήκαμε. Ένιωσα τη γη να ανοίγει και να με καταπίνει εκείνη την ώρα που ύψωνα τα χέρια μπροστά στις κάννες των τουρκικών όπλων. Με τα χέρια ψηλά μας οδήγησαν στο κέντρο της πλατείας. Μας έβαλαν να καθίσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο οκλαδόν. Ήρθε ο επικεφαλής Τούρκος αξιωματικός, ο οποίος φαινόταν άνθρωπος ευγενής, και μας καθησύχασε. Μας είπε στα αγγλικά να μείνουμε καθιστοί και να μη φοβόμαστε. Μπήκε μετά στο τζιπ και έφυγε. Στην πλατεία ήμαστε όλοι ανακατεμένοι: άντρες κάθε ηλικίας, γυναίκες, ακόμα και παιδιά. Οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν υπερένταση και έτρεμε λίγο το δάχτυλό τους στη σκανδάλη. Μου έκανε εντύπωση το αγαθό τους βλέμμα. Εκείνοι που ήταν πραγματικά σκυλιά ήταν οι υπαξιωματικοί. Ορμούσαν λυσσασμένοι με φωνές και πυροβολισμούς. Συλλαμβάνανε κρυμμένους σε θάμνους και υποστατικά πολίτες. Στην προσπάθειά της να κρυφτεί μια γερόντισσα σκόνταψε, έπεσε κάτω και χτύπησε το χέρι της. Φαινόταν η βαθιά πληγή στον καρπό του χεριού της, που το έδειχνε και ζητούσε βοήθεια. Πονούσε και το αίμα έτρεχε. Φώναζε: «Πάρτε με στο γιατρό... Πάρτε με στο γιατρό...». Οι υπαξιωματικοί τής έδωσαν να καταλάβει με χειρονομίες ότι θα τη φρόντιζαν, αλλά την πήραν δίπλα και τη σκότωσαν. Έγιναν και πολλές άλλες βαρβαρότητες που δεν μπορούσαμε να δούμε, αλλά τις καταλαβαίναμε από τους πυροβολισμούς, τις κραυγές απόγνωσης, τα ουρλιαχτά των θυμάτων και το κολασμένο πανδαιμόνιο που ακούγαμε στο γύρο μας χώρο. Εμείς σκυφτοί και αμίλητοι, καθισμένοι στην πυρωμένη άσφαλτο της πλατείας, με τον καυτερό ήλιο να μας χτυπάει στο μέτωπο, με κλεφτές ματιές προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τις προθέσεις των Τούρκων. Κάποια στιγμή κατέφθασαν οι ένοπλοι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι μας παρέλαβαν από τον τουρκικό στρατό. Η πρώτη ερώτηση των Τουρκοκυπρίων, που όλοι ήξεραν ελληνικά, ήταν: «Ποιος έχει αυτοκίνητο;». Δεν απάντησε κανένας και αγρίεψαν. Μια κοπέλα γύρω στα τριάντα απάντησε καταφατικά. Ένας Τουρκοκύπριος, στην ίδια περίπου ηλικία, με έντονο χαρακτηριστικό το πολύ εξογκωμένο μέτωπο και τη φαλάκρα μέχρι τη μέση του κεφαλιού, της είπε να βγει έξω από τους άλλους που ήταν καθισμένοι στην πλατεία και της ζήτησε τα κλειδιά. Η κοπέλα τού τα έδωσε και του εξήγησε ότι το είχε παρκαρισμένο στη στροφή, δίπλα στην πλατεία, αναφέροντάς του τη μάρκα, τα νούμερα και το χρώμα. Ο Τουρκοκύπριος όμως επέμενε να πάει κι αυτή μαζί του. Η κοπέλα δίσταζε. Αγρίεψε αυτός και την ανάγκασε να δεχτεί. Τον ακολούθησε, για να του δείξει το αυτοκίνητό της. Πέρασε χρόνος που δε δικαιολογούνταν η μη επιστροφή της κοπέλας, και η μητέρα της, που ήταν και αυτή μαζί μας στην πλατεία, ανησύχησε και άρχισε να διαμαρτύρεται. Δε γνωρίζω τη συνέχεια, γιατί εκείνη τη στιγμή αποφάσισαν να ξεχωρίσουν τους άντρες από τα γυναικόπαιδα. Ο φίλος μου ο Αντρέας, ο οποίος καθόταν δίπλα μου, ψιθύρισε: «Θα βρεθούμε, φίλε μου, στον άλλο κόσμο...». Φοβήθηκε ότι θα μας εκτελούσαν, επειδή μετακίνησαν τα γυναικόπαιδα. Εγώ διατηρούσα την ψυχραιμία μου και του απάντησα: «Μη φοβάσαι. Αποκλείεται», δίνοντάς του Digitized by 10uk1s
κουράγιο. Δεν ξέρω τι ακριβώς είχα πάθει. Δε φοβόμουν. Φαίνεται πως ύστερα από μεγάλο στρες και την αδρεναλίνη στα ύψη έρχεται μια αποχαυνωτική ηρεμία. Μάλιστα, τη στιγμή που ο Αντρέας με αποχαιρέτησε ως μελλοθάνατος, βρήκα αστείο το ύφος που μου το είπε και χαμογέλασα. Οι Τούρκοι έστησαν άλλο ένα πολυβόλο απέναντί μας. Η μετακίνηση των γυναικών έγινε γρήγορα. Μια γριά, που φαινόταν τουλάχιστον ενενήντα χρονών και δεν πήρε είδηση τι ακριβώς συνέβαινε, ξέφυγε από την πορεία των άλλων γυναικών, αλλά, επειδή δεν καταλάβαινε, οι Τούρκοι την άφησαν και επέστρεψε εκεί όπου ήμαστε εμείς. Η γριά κάθισε δίπλα μας σε ένα ψηλό σκαλί. Ακολούθησε παγερή ησυχία. Για ένα δυο λεπτά είχε σταματήσει κάθε θόρυβος. Οι Τούρκοι μιλούσαν χαμηλόφωνα, γιατί, όπως φαινόταν, έπαιρναν αποφάσεις. Οι αιχμάλωτοι με ενστικτώδεις, ανεπαίσθητες κινήσεις πλησιάσαμε και κολλήσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. «Ο Χάρος με τους πολλούς είναι γλυκύς», σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή και συνέχισα να έχω την προηγούμενη ανεξήγητη απάθεια. «Εφώναξες, Γιώρκο... ετάισες τες όρνιθες τζιαι την αίγια; Ε.. Γιώρκο, εν με ακούεις, γιατί εν πολοάσαι;», ακούστηκε η τρεμουλιαστή φωνή της γριάς και έσπασε την παγερή σιωπή, αντί του πολυβόλου των Τούρκων που εμείς περιμέναμε. Κοιταχτήκαμε με τον Αντρέα... χαμογελάσαμε. Ήρθε ένας Τουρκοκύπριος εκνευρισμένος, την άρπαξε από τη μασχάλη και της είπε: «Έλα μιτά μου, κοτζιάκαρη, να σε πάω έσσω σου»8, και την απομάκρυνε προς άγνωστη κατεύθυνση. Ακούστηκαν πυροβολισμοί. Οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να μας κάνουν σωματική έρευνα. Έκανα τη βλακεία να ξαναδέσω τον επίδεσμο στο πόδι μου, επειδή ήταν ακόμα πρησμένο από την προηγούμενη μέρα, που έκανα ντους για να βάλω πολιτικά ρούχα. Με ερεύνησαν και είδαν τον επίδεσμο. Με έβγαλαν έξω και φώναξαν τον επικεφαλής τους να με ανακρίνει. Εκείνη την ώρα περνούσε ένα συνεργείο με άλλους Τουρκοκύπριους, που άνοιγαν τα σπίτια των Κυθρεωτών και μάζευαν ό,τι έβρισκαν μέσα: ψυγεία, πλυντήρια, έπιπλα, ρουχισμό. Ο αρχηγός τους ήταν ένας κοκκιναράς Τουρκοκύπριος με το χαρακτηριστικό δέρμα χωρίς ίχνος μελανίνης. Το φορτηγό τους σταμάτησε δίπλα από τον επικεφαλής Τουρκοκύπριο, ο οποίος άρχισε να με ρωτά γιατί είχα επίδεσμο στο πόδι μου. Απάντησα ότι σκόνταψα και το στραμπούλιξα. Δεν πρόλαβε να συνεχίσει τις ερωτήσεις, γιατί τον διέκοψε ο κοκκιναράς του συνεργείου, ο οποίος τον έβαλε στο φορτηγό για κάτι επείγον. Ο ανακριτής έκανε νόημα σε έναν άλλο Τουρκοκύπριο να με βάλει να καθίσω, υπονοώντας ότι θα συνέχιζε όταν επέστρεφε. Φτηνά τη γλίτωσα, γιατί μετά ξεχάστηκε. Όπως απομακρυνόταν το φορτηγό θυμάμαι τον κοκκιναρά Τουρκοκύπριο, που έβριζε τους αιχμαλώτους με απίστευτη χυδαιότητα. Μας σήκωσαν από την πλατεία κάποια στιγμή που άρχισε να δειλινιάζει. Μας έβαλαν γραμμή και με τα όπλα να μας σημαδεύουν μας μετακίνησαν στο Νέο Χωριό. Στη διαδρομή, θυμάμαι, ένας αιχμάλωτος γύρω στα σαράντα, που ήταν από κάποιο χωριό μεικτό, αναγνώρισε το χωριανό του Τουρκοκύπριο, ο οποίος μας φρουρούσε με το όπλο του, και τον παρακαλούσε να τον ελευθερώσει. «Άφησέ με, Σιεφκέτ», του έλεγε, «το ξέρεις ότι έχω παιδιά. Να χαρείς, άφησέ με, Σιεφκέτ, να πάω στα παιδκιά μου...» Ο Σιεφκέτ έριξε μια ριπή στον αέρα, του έδωσε μια φοβερή κλοτσιά και του φώναξε: «Τάρασσε... που θέλεις να σε αφήκω... εν σε 8 «Έλα μαζί μου, γριά, να σε πάω σπίτι σου.» Digitized by 10uk1s
κανεί που εν σου την επυρκόλησα»9. Δημιουργήθηκε ένταση που έκανε τους φρουρούς μας πιο νευρικούς, καθώς και τους αιχμαλώτους. Στο σημείο αυτό ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα μήπως αρχίσουν να μας πυροβολούν. Έβαλα στο μυαλό μου την πιθανότητα αυτή, γι' αυτό όπως προχωρούσα έφτιαχνα σενάρια διαφυγής. Για παράδειγμα, έβλεπα ένα βαρέλι, δίπλα μια ελιά, αριστερά ένα μονοπάτι. «Σε περίπτωση που θα αρχίσουν να πυροβολούν», σκεφτόμουνα, «θα τρέξω πίσω από το βαρέλι, μετά με βαρελάκια πίσω από την ελιά και μετά θα πάρω τρέχοντας με όλη μου τη δύναμη το μονοπάτι κι ό,τι θέλει ας γίνει.» Καθώς προχωρούσαμε αλλάζανε τα αντικείμενα του περιβάλλοντος χώρου, άλλαζα κι εγώ τα σενάρια, τα οποία ευτυχώς δε χρειάστηκε να πραγματοποιήσω, γιατί γρήγορα φτάσαμε στο Νέο Χωριό. Μας έβαλαν σε μια εκκλησία, που γύρω της είχαν στρατοπεδεύσει Τούρκοι στρατιώτες. Μέσα στην εκκλησία βρήκαμε κι άλλους αιχμαλώτους. Ρωτούσα συνέχεια να μάθω την τύχη του αδελφού μου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το βράδυ κοιμηθήκαμε ξαπλωμένοι κάτω από τους σκάμνους. Γύρω στα μεσάνυχτα ξύπνησα από μια κραυγή πόνου που έβγαλε ξαφνικά ο αιχμάλωτος που κοιμόταν ακριβώς δίπλα μου. Μισάνοιξα τα μάτια μου και είδα έναν Τουρκοκύπριο να κλοτσά και να καλεί τον διπλανό μου να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει. Προσποιήθηκα ότι κοιμόμουνα, αλλά παρακολουθούσα τη σκηνή. Τον πήρε μέσα στο ιερό της εκκλησίας. Από τη Μεγάλη Πύλη έβλεπα τον Τουρκοκύπριο να παίρνει από τον αιχμάλωτο ό,τι είχε και δεν είχε: το σταυρό που φορούσε στο λαιμό, ρολόι, και ό,τι λεφτά είχε στην τσέπη του. Όταν υπηρετούσα κάποτε στο λόχο στον Πύργο της Λαίδης, ο λοχαγός μας είχε χαρίσει στο Κ.Ψ.Μ., για να ενισχύσει το ταμείο του, μια χρυσή παναγίτσα, η οποία ήταν δώρο από μια γκόμενα, όπως είχε πει. Θέλησα κι εγώ να ενισχύσω το ταμείο του Κ.Ψ.Μ., που είχε έλλειμμα τέσσερις λίρες, και πρόσφερα το ποσό αυτό και αγόρασα την παναγίτσα. Από τότε το χρυσαφικό αυτό το φορούσα συνέχεια στο λαιμό μου. Μόλις είδα λοιπόν ότι μας λήστευαν, αντέδρασα ταχύτατα. Είδα ότι οι Τούρκοι σκοποί δεν έβλεπαν προς το μέρος μου. Ξέραψα με τα νύχια μου λίγο μπατζάκι του παντελονιού, που ήταν ραμμένο προς τα μέσα, έβγαλα τη χρυσή παναγίτσα με τρόπο απ' το λαιμό και την έκρυψα μέσα στο μπατζάκι. Δεν άργησε να έρθει και η σειρά μου. Προσποιήθηκα ότι κοιμόμουν. Μόλις έφαγα την κλοτσιά, έκανα ότι ξύπνησα έκπληκτος. Με κάλεσε ο Τουρκοκύπριος να τον ακολουθήσω στο ιερό. Με ρώτησε τι είχα να του δώσω. Έβγαλα από την τσέπη μου κάτι χαρτονομίσματα και του τα έδωσα. Ρολόι δε φορούσα. Με ρώτησε για σταυρό και τράβηξε τη φανέλα μου προς τα κάτω. Είδε ότι στο λαιμό μου δεν υπήρχε τίποτε. Εκνευρίστηκε που δε βρήκε πάνω μου χρυσαφικό και με χτύπησε στο πλευρό με τον υποκόπανο του όπλου. Διπλώθηκα από τον πόνο. Τη χρυσή παναγίτσα όμως τη γλίτωσα και την έχω μέχρι σήμερα. Το πρωί οι Τούρκοι μας είπαν ότι θα μας απελευθέρωναν. Η χαρά μας ήταν απίστευτη. Μπήκε στην εκκλησία ένας Τούρκος υψηλόβαθμος αξιωματικός, για να επιθεωρήσει τους αιχμαλώτους, και τον χειροκροτήσαμε λόγω της είδησης που κυκλοφόρησε. Οι 9 «Κουνήσου... που θέλεις να σε αφήσω... Δε σου φτάνει που δε σου την άναψα.» Digitized by 10uk1s
εγκλωβισμένες γυναίκες του χωριού μαγείρεψαν ζυμαρικά και μας έφεραν και φάγαμε το μεσημέρι. Ήμαστε ευχαριστημένοι πιο πολύ με την ιδέα της απελευθέρωσης. Αντ' αυτού άλλο μας περίμενε. Μας έβγαλαν έξω από την εκκλησία, μας έδεσαν τα χέρια με σπάγκο, μας έδεσαν τα μάτια με μια λωρίδα υφάσματος και μας έριξαν σαν τσουβάλια μέσα σε φορτηγά και λεωφορεία. Ήταν τόσο πολύ σφιχτά δεμένα τα χέρια μας, που δεν κυκλοφορούσε το αίμα και πρήστηκαν. Το ίδιο σφιχτοδεμένα ήταν και τα μάτια μας, που μας πονούσαν από το πανί, το οποίο τα πίεζε προς τα μέσα. Ούτε ξέραμε πού μας πηγαίνανε. Σε κάποια στιγμή ακούσαμε οχλοβοή. Υπολόγιζα ότι περνούσαμε από την τουρκοκρατούμενη Λευκωσία. Μας επιτέθηκε όχλος. Μας έριχνε πέτρες και ξύλα. Ο εξαγριωμένος όχλος έφτασε μέχρι τα παράθυρα των αυτοκινήτων, που τα άνοιγαν και έριχναν μέσα αντικείμενα ή ακόμη και μπουνιές στα γρήγορα, αφού τα αυτοκίνητα, αν και αργά, κινούνταν. Ακούγαμε απίστευτες βρισιές στα τούρκικα και στα ελληνικά. Μετά την απόπειρα λιντσαρίσματός μας από τον τουρκοκυπριακό όχλο καταλήξαμε στις λεγόμενες Αποθήκες Παυλίδη, στην τουρκοκρατούμενη Λευκωσία, οι οποίες ήταν απέραντες και μέσα υπήρχαν εκατοντάδες αιχμάλωτοι. Εκεί συναντήσαμε και άλλους στρατιώτες του τάγματός μας. Τους ρώτησα για τον αδελφό μου. Κάποιος μου είπε ότι τον είχε δει με άλλους στο χωριό Παλαίκυθρο και ότι το πιθανότερο ήταν να πιάστηκε κι αυτός αιχμάλωτος. Έστω και μ' αυτή την αόριστη και αμφίβολη απάντηση ανακουφίστηκα. Για τους άλλους χωριανούς δεν είχα μάθει τίποτα νεότερο. Ήταν ήδη βράδυ, όταν φτάσαμε στις αποθήκες. Κοιμηθήκαμε στο τσιμεντένιο πάτωμα των αποθηκών. Κάποιος Πολίτης, ο οποίος γλίτωσε ως εκ θαύματος την αιχμαλωσία και μπόρεσε να διαφύγει στις ελεύθερες περιοχές, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, γνώριζε για τους πολλούς αιχμαλώτους στις αποθήκες και ειδοποίησε τα Ηνωμένα Έθνη, που ήρθαν το επόμενο πρωί και κατέγραψαν τα ονόματά μας. Ήταν για μας κάποια ανακούφιση. Τα ονόματα δόθηκαν στον Ερυθρό Σταυρό και αυτοί με τη σειρά τους τα έδωσαν στο Ρ.Ι.Κ. Τα ονόματα ανακοινώθηκαν ραδιοφωνικά, και έτσι οι γονείς και οι δικοί μας μάθανε για την τύχη μας. Εκείνη τη μέρα ένας ένας περάσαμε από ανάκριση. Συμφωνήσαμε όλοι όσοι συλληφθήκαμε με πολιτικά να αποφύγουμε να δηλώσουμε ότι υπηρετούσαμε τη θητεία μας, για να έχουμε περισσότερες πιθανότητες να γλιτώσουμε τη ζωή μας. Όσοι ήταν πρόσφατα καταταγέντες ή όσοι μικρόφερναν δηλώσανε μαθητές, ενώ οι κάπως μεγαλύτεροι δηλώσανε έφεδροι που δεν πρόλαβαν να παρουσιαστούν με την επιστράτευση. Αποφύγαμε πάση θυσία να δηλώσουμε ότι ήμαστε κληρωτοί, γιατί ακούγαμε ιστορίες για εκτέλεση των συλληφθέντων στρατιωτών εν ψυχρώ. Εγώ σκέφτηκα μια τρίτη περίπτωση, κατά την οποία η κατάταξη στο στρατό γίνεται μετά την αποπεράτωση των σπουδών, όπως ήταν η Παιδαγωγική Ακαδημία και το Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Μου ερχόταν καλύτερα να δηλώσω φοιτητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και προετοίμασα ένα καλό άλλοθι. Έπαιρνα με τη φαντασία μου τη θέση του ανακριτή και έκανα ερωτήσεις στον εαυτό μου. Ακολούθως τις απαντούσα από τη θέση του ανακρινόμενου, ώστε να είμαι καλά προετοιμασμένος. Έδινα έμφαση στη σταθερότητα της ομιλίας, που έπρεπε να είναι χωρίς παύσεις. Την ανάκριση την έκαναν οι Τουρκοκύπριοι και Digitized by 10uk1s
ήταν συνοπτική λόγω του μεγάλου αριθμού των αιχμαλώτων. Όνομα, επίθετο, έτος γεννήσεως, τόπος γεννήσεως, υπηρεσία στο στρατό. Οι ερωτήσεις ήταν προφορικές. Την περισσότερη έμφαση την έδιναν οι Τουρκοκύπριοι στον τόπο καταγωγής, γιατί είχαν άχτι ορισμένα χωριά μας, που οι κάτοικοί τους τους προκάλεσαν απώλειες στις ταραχές του '64. Πολλοί συλληφθέντες που εξαφανίστηκαν ήταν από τα χωριά αυτά. Οι περισσότεροι δηλώσαμε ό,τι εκ των προτέρων συμφωνήσαμε. Αργότερα μας έγινε κανονική ανάκριση από τον τουρκικό στρατό. Την άλλη μέρα οι Τούρκοι πάλι διέδωσαν ότι επίκειτο απελευθέρωσή μας, γίναμε όμως επιφυλακτικοί λόγω της προηγούμενης εμπειρίας. Δεν ενθουσιαστήκαμε, διατηρήσαμε απλώς κάποια αισιοδοξία. Το μεσημέρι μας φέρανε φαγητό. Ένα καζάνι γεμάτο μαγειρεμένα ρεβίθια στήθηκε στο κέντρο της αποθήκης και ένας ένας περνούσαμε και παίρναμε ένα δοχείο με ρεβίθια μαζί με ένα κουτάλι. Η γεύση τους ήταν πολύ άσχημη, γι' αυτό από την πρώτη κουταλιά που δοκίμασα, αν και πεινούσα, έφτυσα ό,τι έβαλα στο στόμα μου. Πολλοί άλλοι τα φάγανε με το ζόρι, πιέζοντας τον εαυτό τους, γιατί από την πείνα δεν αντέχανε άλλο. Το απόγευμα μας είπαν πάλι ότι θα μας ελευθέρωναν και αρχίσαμε να το πιστεύουμε. Έμελλε όμως να επαναληφθεί το ίδιο σενάριο. Μας έδεσαν χέρια, μάτια, μας έβαλαν στα λεωφορεία και πήραμε άγνωστη πορεία. Στο λεωφορείο όπου ήμουν εγώ όλους τους αιχμαλώτους τους έπιασε φριχτός πόνος στην κοιλιά. Δηλητηριαστήκαμε από τα ρεβίθια. Ο πόνος σ' εμένα ήταν ελάχιστος, γιατί είχα φτύσει το φαγητό. Ευτυχώς δε μου προξένησε διάρροια όπως στους άλλους, οι οποίοι σφάδαζαν από τους πόνους και δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τη διάρροια που έτρεχε από τα μπατζάκια τους. Μόλις αντιλήφθηκαν την κατάσταση αυτή, οι Τουρκοκύπριοι σταμάτησαν τη φάλαγγα. Οι ένοπλοι μαζί με τους οδηγούς βγήκαν έξω από τα λεωφορεία, γιατί η δυσοσμία ήταν αφόρητη. Περικύκλωσαν τα λεωφορεία και με τα όπλα τους μας φρουρούσαν. Η κατάσταση μέσα στο λεωφορείο ήταν απερίγραπτη. Τα βάσανα της αιχμαλωσίας μας είχαν αρχίσει. Πρέπει να σταματήσαμε πολύ κοντά, δίπλα σε θάλασσα. Δεμένος χέρια μάτια άκουγα το κυματάκι της θάλασσας να σκάει ελαφρά στην ακτή. Η χαρακτηριστική μουσική, η εξαίσια μυρωδιά της θαλασσινής αύρας στα ρουθούνια μου... Κατάλαβα ότι ήμαστε σε κάποια παραλία της Κερύνειας. Ένιωσα θανατηφόρα την έλξη της θάλασσας. Μια βουτιά να έκανα κι ας πέθαινα! «Είναι ελευθερία», σκέφτηκα αστραπιαία, «μόνο και μόνο όποτε θέλεις να μπαίνεις στη θάλασσα και να κολυμπάς.» Η πανέμορφη Κερύνεια, ο τόπος όπου γεννήθηκα, εκείνη τη στιγμή με τυραννούσε απίστευτα. «Πώς», σκεφτόμουν, «μένει τόσο αδιάφορη η θάλασσά μας και είναι ατάραχη! Πώς τα δέντρα μένουν ακίνητα όπως πρώτα, οι βράχοι, οι πέτρες γιατί δεν κυλούν από τον Πενταδάκτυλο, οι εκκλησιές γιατί σωπαίνουν, οι τόσοι άγιοί μας, οι θαυματουργοί, το θαύμα τους γιατί δεν το κάνουν;» Με τρόπο απόλυτο ένιωσα αυτό ακριβώς που έγραψε αργότερα ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Μόντης: «Μου είναι αδύνατον να πιστέψω πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας...». Οι φρουροί μας και ο οδηγός του λεωφορείου, που όπως φαίνεται ήταν ιδιοκτήτης του, είδε ότι του λερώσαμε τα καθίσματα και άρχισε να μας βρίζει χυδαία. Χτύπησε μάλιστα τους αιχμαλώτους που καθόντουσαν στα μπροστινά καθίσματα. Όταν μείναμε μόνοι μας στο λεωφορείο και μας πρόσεχαν απέξω μόνο οι ένοπλοι, με κινήσεις συνεχείς των μυών του Digitized by 10uk1s
προσώπου κατάφερα να μετακινήσω το λουρί που έσφιγγε τα μάτια μου, με τρόπο ώστε να βλέπω λίγο από το ένα μάτι. Ήταν μαζί μας και ένας ανθυπολοχαγός Ελλαδίτης, ο Κώστας. Με παρακάλεσε να προσπαθήσω να του λύσω τη ζώνη, ώστε να μπορέσει να κατεβάσει το παντελόνι, να μην το λερώσει. Ευτυχώς δεν μπορούσαν να μας δουν απέξω και σιγά σιγά με τα δάχτυλα, αν και τα χέρια ήταν σφιχτά δεμένα, μπόρεσα και του έλυσα τη ζώνη. Βοήθησα και δυο τρεις άλλους που καθόντουσαν μπροστά μου. Κάποια στιγμή μπήκε μέσα στο λεωφορείο ένας Τουρκοκύπριος, για να εκτιμήσει την κατάσταση. Έκανε συνέχεια «ουφ... ουφ» από τη δυσοσμία, έβριζε και ρωτούσε σαρκαστικά: «Εν που τον φόο σας, ρε; Εν που τον φόο σας;». Η απελπισία που αισθανόμουνα και η αγανάκτηση που μ' έπνιξε για την ειρωνεία του Τουρκοκύπριου ότι «τα κάναμε πάνω μας από το φόβο μας» μου ανέβασαν το αίμα στο κεφάλι. «Συγκρατήσου», έλεγα για τρία τέσσερα δευτερόλεπτα μέσα μου, αλλά ο θυμός μου βγήκε άθελα και ρώτησα οργισμένος τον Τουρκοκύπριο: «Τι θα μας κάνετε; Πού θα μας πάτε; Γιατί...». Δεν πρόλαβα να συνεχίσω. Δε μου απάντησε, γιατί κάποιος τον φώναξε απέξω και κατέβηκε από το λεωφορείο. «Γιατί», θα του έλεγα, «μας είπατε ψέματα ότι θα μας ελευθερώνατε; Θέλουμε να ξέρουμε τι θα μας κάνετε.» Ευτυχώς που αυτά έμειναν στη άκρη της γλώσσας μου. Λάθος μου που πετάχτηκα να ζητήσω εξηγήσεις. Μου έγινε μάθημα για μετέπειτα. Ύστερα από λίγο μπήκανε μέσα τρεις τέσσερις Τουρκοκύπριοι. Ο προηγούμενος, στον οποίο έκανα την εξυπνάδα να τον ρωτήσω, με άγριες φωνές αναζητούσε στο λεωφορείο αυτόν που τον είχε ρωτήσει λίγο πριν. Κατάλαβα ότι είχε κακές προθέσεις. Δείλιασα να του φανερωθώ. «Κάπου εδώ κοντά άκουσα τη φωνή», έλεγε και όλο με πλησίαζε. Στάθηκε άτυχος αυτός που καθόταν δίπλα μου. Υπολόγισε ότι ήταν αυτός και του έριξε άγριο ξύλο. Απορρόφησε αρκετή από τη μανία του Τουρκοκύπριου αντ' εμού ο δυστυχής διπλανός μου. Συνέχισε μετά πάνω μου με λιγότερη ένταση. Με χτύπησε στο σβέρκο, στην πλάτη, στα μούτρα και μου έριξε μια κλοτσιά στο πόδι. Έφαγε ξύλο όλο το λεωφορείο. Έμεινα σκυφτός και σκεφτικός νιώθοντας να με βασανίζει το ερωτηματικό μήπως το προκάλεσα εγώ όλο αυτό, που ζήτησα εξηγήσεις, και φάγανε όλοι ξύλο. Δεν ήταν όμως αυτό. Μπήκανε μέσα στο λεωφορείο επίτηδες, για να χτυπήσουν. Το άκουσα που το έλεγε ένας Τουρκοκύπριος καθώς χτυπούσε τους αιχμαλώτους. Η απρόοπτη κατάσταση που δημιουργήθηκε λόγω της δηλητηρίασής μας τους άλλαζε πορεία και τους έβαλε σε επιπλέον κόπο. Αυτοί που κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα ήταν πολύ πιο άτυχοι από μας. Ένας χτυπούσε από τα πίσω προς τα μπρος και οι άλλοι από τα μπροστινά καθίσματα προς τα πίσω. Οι μπροστινοί ήταν πιο σαδιστές και δεν προχωρούσαν προς τα πίσω∙ επέστρεφαν πάλι και χτυπούσαν μπροστά, γιατί δεν ήθελαν να πατήσουν και να λερώσουν τα παπούτσια τους με τις ακαθαρσίες της διάρροιας που λίμναζαν στη μέση του διαδρόμου. Έκαναν ειρωνικά στον κάθε αιχμάλωτο την ίδια ερώτηση: «Με ποιον είσαι; Με το Μακάριο ή το Γρίβα;». Ο αιχμάλωτος απαντούσε: «Είμαι με το Μακάριο». Με την απάντηση άρχιζαν πάλι να χτυπούν. «Με ποιον είσαι; Λέγε, με ποιον είσαι;»
Digitized by 10uk1s
Συνέχιζαν να χτυπούν, μέχρι ο αιχμάλωτος να τους πει: «Όι, όι, είμαι με το Γρίβα». Μόλις άκουγαν την απάντηση αυτή, γινόταν μια μικρή παύση και χαχανίζανε. «Με ποιον είσαι είπες;» Συνέχιζαν να χτυπούν γελώντας και ανάγκαζαν τον αιχμάλωτο να πει: «Όι, όι, είμαι με το Μακάριο». Όποια κι αν ήταν η απάντηση, ο αιχμάλωτος έτρωγε ξύλο. Δε μας έφταναν τα τόσα βάσανα, είχαμε και το απίστευτα κακής ποιότητας χιούμορ των Τουρκοκύπριων για την οπαδοποίησή μας σε «Μακαριακούς» και «Γριβικούς». Στο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε, η Χούντα των Αθηνών με τις επεμβάσεις της έσπειρε σαν κακιά αρρώστια το διχασμό των Ελλήνων της Κύπρου. Αυτό ακριβώς το κατάντημα συνειδητοποιούσα εκείνη τη στιγμή. Ένα άλλο απάνθρωπο βασανιστήριο υπέστησαν οι αιχμάλωτοι των δυο πρώτων καθισμάτων του λεωφορείου. Τους κατέβασαν έξω και τους έβαλαν ανά δύο, τον ένα να κοιτά τον άλλο. Τους κολλήσανε το όπλο στα πλευρά και τους απείλησαν ότι αν δεν υπάκουγαν θα τους εκτελούσαν. Η διαταγή ήταν ο ένας να δίνει χαστούκι στον άλλο κι εκείνος να απαντά με δυνατότερο. Αν το χαστούκι δεν επιστρεφόταν με την ένταση που έπρεπε, υποχρέωναν τον αιχμάλωτο να το επαναλάβει με την απειλή του όπλου. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με δύναμη μεγάλη και κλαίγανε με λυγμούς, επειδή αναγκάζονταν να το κάνουν. Οι Τουρκοκύπριοι ξεκαρδίζονταν στο γέλιο. Χαχανίζανε δυνατά. Έτυχε το μέρος να έχει και αντίλαλο. Οι λυγμοί των αιχμαλώτων έσμιγαν με το απαίσιο σαδιστικό γέλιο, που το επέστρεφε στ' αυτιά μας η ηχώ προκαλώντας μας την ανατριχιαστική αίσθηση ότι κάπου γύρω είχε κάποιο άνοιγμα η γη και από μέσα έβγαινε το γέλιο του διαβόλου. Δεν έτυχε να ξαναδώ χειρότερη περίπτωση εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δυστυχώς ή ευτυχώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης επεμβαίνει και εξουδετερώνει κάθε άλλο ένστικτο, αίσθημα ή ιδέα. Αυτή είναι ίσως η διαφορά μεταξύ του κοινού ανθρώπου και του ήρωα. Μας ξαναγύρισαν πίσω στη Λευκωσία, στις Φυλακές του Σεραΐου. Εκεί μας άφησαν να πλυθούμε. Μας έδωσαν αϊράνι, που βοηθούσε να σταματήσει η διάρροια, και μας έβαλαν σε κελιά. Επειδή τις προηγούμενες μέρες μας είχαν περιορισμένους πρώτα σε εκκλησία και μετά σε μεγάλη αποθήκη, όπου υπήρχε ευρυχωρία, μόλις μας στρίμωξαν μέσα στον ελάχιστο χώρο και τράβηξαν τη σιδερένια πόρτα, για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνθηκα την ανασφάλεια και τον πανικό που δημιουργεί η κλειστοφοβία. Στο κελί νούμερο εφτά, αν και στενάχωρο, ήμαστε οκτώ άτομα. Κοιμόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν υπήρχε χώρος να τεντωθούμε εντελώς. Υπήρχε μια μικρή στάμνα με νερό και ένας κουβάς για τις φυσικές μας ανάγκες, τον οποίο, απ' ό,τι θυμάμαι, δεν τον πολυχρειαζόμαστε από την πείνα και την αφυδάτωση. Το φαγητό μας ήταν μόλις για να ζούμε: ένα μικρό κομματάκι ψωμί με δυο τρεις ελιές. Πιο σπάνια τις ελιές τις αντικαθιστούσε μια λεπτή φέτα από πολιπίφ.
Digitized by 10uk1s
Στο κελί μας υπήρχε και ένας βαριά ξυλοκοπημένος, ο οποίος δε θυμάμαι να είχε μιλήσει, κάτι να πει. Ήταν τόσο πολύ θλιμμένος, που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Προσπαθήσαμε να του συμπαρασταθούμε, να του δώσουμε θάρρος, να τον κάνουμε με την κουβέντα να αισθανθεί λίγο καλύτερα. Μάταια όμως. Εκείνος γύριζε το πρόσωπο από την άλλη μεριά και παρέμενε αμίλητος. Ευτυχώς στο ίδιο κελί ήμουνα με τρεις φίλους μου, τον Πανίκο τον Χατζηιωάννου, τον Αντρέα Αριστείδου και τον Νίκο Ηλιάδη, και κουβεντιάζαμε. Λέγαμε διάφορα και περνούσε η ώρα. Αν και δεν είμαι θρησκευόμενο άτομο, εκεί κατάλαβα ότι η απόγνωση και το άγνωστο σε φέρνουν πιο κοντά στο Θεό. Η προσδοκία στο θείο αποτελεί την απομένουσα διέξοδο. Νομίζω ο Ηλιάδης είχε κρυμμένο ένα σταυρό. Κάθε βράδυ, κρυφά, τον έβγαζε από την τσέπη του, προσκυνούσε και μετά μας τον έδινε και ένας ένας κάναμε το ίδιο. Όλοι μας κάναμε από ένα τάμα που θα πραγματοποιούσαμε αν απελευθερωνόμαστε. Το δικό μου ακόμα να πραγματοποιηθεί, γιατί είναι μια λαμπάδα στον Άγιο Γεώργιο τον Σπηλιώτη, στο κατεχόμενο μέχρι σήμερα χωριό μου. Εκτός από το ότι έχω το όνομά του, ερχότανε στο νου μου και το απόσπασμα από το τροπάριό του, όπου χαρακτηρίζεται ως «των αιχμαλώτων ελευθερωτής». Τουλάχιστον δε μας χτυπούσαν. Κουβεντιάζαμε συχνά και με τους Τουρκοκύπριους βαρδιάνους, που ήταν κάποιας ηλικίας και όσο μπορούσαν ήταν καλοί μαζί μας. Μόλις σουρούπωνε, μας έκλειναν την πόρτα και μέναμε στα σκοτεινά. Υπήρχε μόνο ένας μικρός φεγγίτης. Τον κοιτούσα μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Η άχνα φωτός ήταν για μένα ο ομφάλιος λώρος που με ένωνε με το σύμπαν και με τροφοδοτούσε με ελπίδα. Από το μικρό φεγγίτη φαινόντουσαν το βράδυ δυο τρία άστρα. Έβγαινα από το μικρό πλαίσιο με τη σκέψη και ταξίδευα παντού, ακόμα και μέχρι τα άστρα, και το μυαλό μου γέμιζε σκέψεις για το σύμπαν, τη ζωή, το θάνατο, και τη φοβερή εξάρτηση της ψυχής από το σώμα. Το πρωί, μόλις ξυπνούσα, έστρεφα το βλέμμα στο ίδιο σημείο. Φαινόντουσαν οι άκρες δυο κυπαρισσιών και ένα δυο σπουργίτια που καθόντουσαν πάνω ή πετούσαν από τη μια άκρη στην άλλη. Καθώς κοίταζα μέρα και νύχτα από τον μικρό εκείνο φεγγίτη, μερικοί στοίχοι σχηματίστηκαν στο νου μου: Απ' το μικρό φεγγίτη μετρούμε ∆υο τρία άστρα, ∆υο άκρες κυπαρισσιών, ∆υο τρία σπουργίτια. Πότε θα δούμε όλα τα αστέρια Πότε θα μετρήσουμε όλα τα δέντρα Πότε θα γίνουμε σπουργίτια; Μόλις έπιαναν δουλειά οι βαρδιάνοι, μας άνοιγαν την πόρτα η οποία άνοιγε και έκλεινε μπροστά από τα σίδερα του κελιού μας. Ο βαρδιάνος μάς καλημέριζε κανονικά σαν να ήμαστε κάποιοι γνωστοί του και μετά άνοιγε το ράδιο και ακούγαμε όλοι τον «Μπαϊράκ», έναν τουρκοκυπριακό ελληνόφωνο προπαγανδιστικό σταθμό. Μια φορά θυμάμαι που ο σχολιαστής άρχισε την προπαγάνδα του με τη φράση: «Λεμεσιανές, λουστείτε», υπονοώντας ότι όπου να 'ναι θα καταλάμβαναν και τη Λεμεσό και θα βίαζαν τις Λεμεσιανές, γι' αυτό τις προέτρεπαν να μπανιαριστούν για να είναι έτοιμες... Ο βαρδιάνος το πρωί ήταν πάντοτε το ίδιο πρόσωπο, ένας Τουρκοκύπριος ηλικιωμένος, που ήξερε πολύ καλά τα ελληνικά της
Digitized by 10uk1s
κυπριακής διαλέκτου. Για να περάσει η ώρα του, μας πλησίαζε και έπιανε κουβέντα μαζί μας. Μιλούσε με θαυμασμό για τον τουρκικό στρατό, που τους απελευθέρωσε από τους Έλληνες για να ζήσουν καλύτερα στο μέλλον. Έκανε συγκρίσεις των τιμών που είχαν τα προϊόντα πριν από την εισβολή, όταν η αγορά ήταν υπό τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων, με την αυτονομία της οικονομίας τους που δημιούργησε η νέα κατάσταση. Τόνισε μάλιστα πόσο είχαν αλλάξει ήδη όλα: «Εν εκανούσαν τα ριάλια πριν, το πολλύν δκιο βτομάες να παένναν»10, ενώ τώρα, μας είπε, «ούλα φτηνά: τομάτες, αγγούρκα τζιαί η μπενζίνα, ούλα μισή τιμή». Κάναμε εμείς ότι συμφωνούσαμε μαζί του και εκφράζαμε την ευαρέσκειά μας που το κακό του πολέμου έφερε και ένα καλό, τα φτηνά προϊόντα. «Ε, βέβαια! Εν επιτρέπεται αγγούρκα τζιαί τομάτες να πάσι εφτά σελίνια η οκά, ως γεγονός οι τιμές εγινήκασιν φόνος», του είπε με πολύ σοβαρό ύφος ένας αιχμάλωτος από το απέναντι κελί. Κάθε πρωί ο βαρδιάνος, που δεν είχε εμπάθεια αλλά μάλλον καλοκάγαθος φαινότανε, έβρισκε άλλο θέμα για συζήτηση. Μέχρι και φιλοσοφικές ενδιαφέρουσες απόψεις εξέφρασε. «Τούρτζιοι τζιαί Έλληνες, τζιαί οι δκιο, ήρταμε που Αδάμ τζιαί Εύα, ήντα μαλώνουμε; Εσείς το Χριστό τζιαί εμείς τον Αλλάχ, ήντα διαφορά, εν καταλάβω.» Πολύ αργότερα, όταν πρωτάκουσα ένα τραγούδι που τραγουδά ο Νταλάρας, που έχει μέσα το στίχο «Εσύ Χριστό και εγώ Αλλάχ», αμέσως θυμήθηκα τον Τουρκοκύπριο, από τον οποίο άκουσα την άποψη αυτή για πρώτη φορά. Μια μέρα μας έβγαλαν από τα κελιά μας και μας οδήγησαν σε ένα χώρο όπου είχε τραπέζια και καρέκλες. Μας έβαλαν και κάτσαμε. Μας δώσανε από ένα στυλό και ένα ερωτηματολόγιο να απαντήσουμε. Δε θυμάμαι ακριβώς τις ερωτήσεις, αλλά περιστρέφονταν γύρω από το κυπριακό, πώς βλέπαμε τη λύση του, τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Οι ερωτήσεις ήταν στην ελληνική και άρχιζαν με τη συμπλήρωση των στοιχείων μας. Βέβαια εμείς γράψαμε απαντήσεις περίπου όπως θα τους άρεσαν, είχανε όμως πάντα μέσα τη φιλοσοφία της ειρηνικής συνύπαρξης. Δεν άργησε η μέρα που άρχισε πάλι να κυκλοφορεί η είδηση ότι θα απελευθερωνόμαστε σύντομα. Πάλι τα ίδια! Ένα απόγευμα, νομίζω ήταν 29 Αυγούστου, μας έδεσαν χέρια, μάτια και μας έδωσαν ένα σακουλάκι νάιλον, που είχε μέσα μια φετίτσα ψωμί και τρεις τέσσερις ελιές, νομίζω πως τούτη τη φορά είχε και ελάχιστο τυρί. Το σακουλάκι το κρατούσαμε στο ένα από τα δεμένα χέρια μας. Ξέρανε, φαίνεται, ότι η εκδρομή ήταν λίγο μακρινή και μας έβαλαν κάτι παραπάνω! Μας φόρτωσαν πάλι στα λεωφορεία, τα περισσότερα από τα οποία ήταν κλεμμένα από τα μέρη που κατέλαβαν. Πριν μας δέσουν τα μάτια, τα έβλεπα που περίμεναν να μας φορτώσουν. Είδα λεωφορεία της εταιρείας «Λάμπουσα» και ένα της εταιρείας του «Λύκου». Ξεκινήσαμε για την Κερύνεια. Η πορεία μας ήταν ομαλή και δεν είχαμε ξυλοφορτώματα. Φτάσαμε βράδυ. Μας έβαλαν να κοιμηθούμε στις αίθουσες ενός σχολείου. Το πρωί μας έβγαλαν στην αυλή του σχολείου και καθισμένοι οκλαδόν για πολλή ώρα, χωρίς να είμαστε δεμένοι, περιμέναμε. Εκεί μας είπαν να φάμε το περιεχόμενο του σακουλιού. Στην προηγούμενη αποστολή είχα φάει μια μπουνιά στο στόμα. Εκείνη τη μέρα υπέφερα από τις συνέπειες. Τα μπροστινά μου δόντια γεμίσανε μικρά μικρά αποστήματα. Πονούσα, όχι όμως σε σημείο που να μην το αντέχω. Ένας Τουρκοκύπριος οδηγός με πλησίασε και με ρώτησε: 10 «Δεν έφταναν τα λεφτά, δυο βδομάδες επαρκούσαν μόνο.» Digitized by 10uk1s
«Ε! Πόθεν είσαι κοπέλλιν;». «Από τη Λάπηθο.» «Α! Ούλο φλαγκούιν ετρώετε τζει κάτω. Τώρα όμως θα τρώμε εμείς το φλαγκούιν!» Το φλαγκούιν είναι το φαγητό συκωτάκια, που στα παλιά χρόνια, με τη φτώχεια που επικρατούσε, δεν ήταν εύκολο να υπάρξει στο τραπέζι των περισσότερων νοικοκυριών. Όσοι είχαν δυνατότητα και έτρωγαν συκωτάκια ήταν δείγμα ευημερίας, γιατί είχαν την οικονομική ευχέρεια να αγοράζουν κρέας και συκώτι ή να το παίρνουν από ζώα δικά τους, που τα είχαν σε αφθονία και τα έσφαζαν. Ήθελε λοιπόν να μου πει ο Τουρκοκύπριος ότι στο χωριό μας, τη Λάπηθο, οι κάτοικοι ζούσαν πλουσιοπάροχα και αφού το χωριό βρισκόταν ήδη στην κατοχή τους, ήταν σειρά τους να ευημερήσουν. Ύστερα από λίγη ώρα, χωρίς να μας δέσουν, επειδή η διαδρομή ήταν πολύ σύντομη, μας έβαλαν στα λεωφορεία και μας πήγαν στο νησάκι της Γλυκιώτισσας. Στο νησάκι αυτό πριν από την εισβολή γίνονταν έργα από μια εταιρεία, τα οποία ένωναν το νησί με τη στεριά. Στον κόλπο που σχηματιζόταν από το νησί και την επιχωμάτωση είχε γίνει εκβάθυνση, για να γίνει λιμάνι. Το έργο έμεινε ημιτελές, διευκόλυνε όμως τα οχηματαγωγά του τουρκικού ναυτικού να αποβιβάσουν στο πολύ καίριο αυτό σημείο μεγάλο αριθμό τανκς την πρώτη μέρα της εισβολής. Εκεί μας περίμενε ένα οχηματαγωγό πλοίο. Μας ρίξανε στο αμπάρι, χωρίς ευτυχώς να μας δέσουν. Μας έβαλαν να κάτσουμε οκλαδόν τον ένα κολλητά στον άλλο. Το πλοίο άρχισε σιγά σιγά να αποπλέει και έπαιρνε κατεύθυνση προς τη Μεσσήνα, η οποία γεωγραφικά βρίσκεται απέναντι από την Κερύνεια. Είδα την πίσω πόρτα του πλοίου που έκλεινε αργά αργά και κοιτάζοντας τον ουρανό της Κύπρου, που τον κάλυπτε η πόρτα καθώς ανέβαινε, ψιθύρισα: «Γεια σου, γλυκιά πατρίδα Κύπρος». Ήταν αμφίβολο αν θα την ξανάβλεπα. Το αμπάρι του πλοίου ήταν γεμάτο αιχμαλώτους. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Οι ώρες του ταξιδιού ήταν πολλές, γιατί το οχηματαγωγό κινούνταν αργά. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από τα σώματά μας. Είχαμε διψάσει τόσο πολύ, που δεν αντέχαμε άλλο και αρχίσαμε να φωνάζουμε πολλά άτομα μαζί: «Σου, σου», που στα τουρκικά σημαίνει: «νερό, νερό». Επειδή αρχίσαμε να αντιδρούμε έντονα, οι Τούρκοι ναύτες γεμίσανε μεγάλους κουβάδες με νερό και με ένα τσίγκινο ποτήρι μας έδωσαν και ήπιαμε. Το επανέλαβαν, αφού πέρασε αρκετή ώρα. Σε κάποια στιγμή πέταξαν από ψηλά χύμα τσιγάρα Ασκέρ, τα οποία όμως είχαν απαίσια μυρωδιά και γεύση και ήταν γεμάτα σκουλήκια. Στη διάρκεια του ταξιδιού δεν είχαμε κακοποιήσεις αιχμαλώτων. Αισθανόμαστε όμως λίγο άσχημα από τη ζέστη και το ατέλειωτο ταξίδι. Πρέπει να κάναμε εφτά με οκτώ ώρες μέχρι να φτάσουμε στη Μεσσήνα. Το πλοίο ακούμπησε με το πίσω μέρος του. Άνοιξε η τεράστια πόρτα του. Μπήκε μέσα η αύρα της θάλασσας. Όσο ένιωθα τη δροσιά και τη μυρωδιά της θάλασσας, τόσο περισσότερο με έπιανε η απελπισία. Το εκλάμβανα σαν τελευταίο χάδι, σαν τελευταίο ασπασμό. Βγαίναμε πια στην Τουρκία. Η ανασφάλειά μας πολλαπλασιάστηκε.
Digitized by 10uk1s
ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ μας περίμεναν οχήματα του στρατού. Μας έβγαλαν με μεγάλη ταχύτητα από το πλοίο και μας φόρτωσαν στα φορτηγά. Κατέβασαν τους μουσαμάδες, για να μη φαινόμαστε απέξω και το πάρει είδηση ο όχλος και μας λιντσάρει. Ούτε και ξέραμε πού μας πηγαίνανε. Κάναμε υποθέσεις συζητώντας ψιθυριστά μεταξύ μας. Φανταζόμουν ότι θα καταλήγαμε σε χώρους αγγαρείας, σε λατομεία ή κάτι παρόμοιο, όπως ακριβώς βλέπαμε στις ταινίες να κάνουνε με φυλακισμένους, που τους εκμεταλλεύονταν για διάφορα έργα. Άλλοι φαντάζονταν ότι θα γερνούσαμε και θα πεθαίναμε φυλακισμένοι, άλλοι ότι δε θα γλιτώναμε την εκτέλεση. Δεν κάναμε σωστές εκτιμήσεις, επειδή δε γνωρίζαμε την πραγματικότητα στην Κύπρο. Νομίζαμε ότι η Κύπρος είχε καταληφθεί ή επρόκειτο να καταληφθεί ολόκληρη. Φανταζόμουνα ότι, αν γλιτώναμε τη ζωή μας, ύστερα από πολύ καιρό θα επιστρέφαμε στην Κύπρο και θα ζούσαμε υπό τουρκοκρατία, όπως έγινε και παλιότερα στην ιστορία μας. Αισθανόμουν την ατμόσφαιρα που δημιουργεί το ποίημα «Ενάτη Ιουλίου» του Βασίλη Μιχαηλίδη και ερχόταν στο νου μου η γνωστή φράση ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται». Θα γίνει αγώνας κάποτε και θα απελευθερωθούμε ή κάποιος άλλος κατακτητής θα βρεθεί να μας απαλλάξει από τον τουρκικό ζυγό. Πού να φανταστώ ότι θα γινόταν κάτι ιστορικά χειρότερο, το ρήγμα που δημιουργήθηκε στην κυπριακή ιστορία με το ξερίζωμα των Ελλήνων κατοίκων από τη μισή Κύπρο. Στις φυλακές Αδάνων μας περίμενε υποδοχή απίστευτης αγριότητας και φανατισμού. Αφού μας ανάγκασαν και βγάλαμε τα παπούτσια και μας άφησαν έκτοτε ξυπόλυτους, οι Τούρκοι άρχισαν όλοι μαζί, με αγριοφωνές και βρισιές, να μας χτυπούν και να μας φτύνουν. Μας χτυπούσαν υπό την ανοχή Τούρκου συνταγματάρχη. Η φυσιογνωμία ενός Τούρκου μόνιμου αρχιλοχία έχει χαραχτεί στη μνήμη μου εξαιτίας του σαδισμού της έκφρασης που είχε στο πρόσωπο. Χτυπούσε τους αιχμαλώτους με ένα μαστίγιο με απίστευτη αγριότητα. Όταν ήρθε η σειρά μου, το μαστίγιο του Τούρκου σαδιστή έπεσε με λύσσα στο κάτω μέρος του προσώπου μου. Όλο το κάτω χείλος άνοιξε και άρχισε να αιμορραγεί ασταμάτητα. Τα χέρια μου ήταν ακινητοποιημένα από τους στρατιώτες και όπως ήμαστε ο ένας πίσω από τον άλλο, ακουμπούσα το στόμα μου στην πλάτη του μπροστινού, για να σταματήσει το αίμα. Στον αιχμάλωτο που ήταν πίσω από μένα του μπήξανε ξιφολόγχη στην πλάτη. Υπήρχε και ένας παπάς μαζί μας, που του ξέσκισαν τα ράσα και τον τραβούσαν από τα γένια. Στρίβοντάς μας το δεξί μας χέρι ψηλά στην πλάτη οι στρατιώτες μας περνούσαν από έναν ατέλειωτο διάδρομο, που στα αριστερά και στα δεξιά του ήταν παραταγμένοι άλλοι στρατιώτες. Ήταν ο διάδρομος του μαρτυρίου. Οι παραταγμένοι Τούρκοι μας χτυπούσαν κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Μια μπουνιά στο στομάχι με έκανε να διπλωθώ μέχρι το πάτωμα και μια δεύτερη στο στόμα μού αχρήστεψε τα μπροστινά δόντια. Οι Τούρκοι με μια κλοτσιά μας έκαναν να χάνουμε την ισορροπία μας και έναν έναν μας έριχναν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Καθώς έπεσα στην είσοδο του θαλάμου, οι προηγούμενοι που με είδαν άρχισαν να γελούν ασταμάτητα. Το ίδιο έπαθα κι εγώ, καθώς έβλεπα τους επόμενους να πέφτουν μπρούμυτα, ο ένας δίπλα στον άλλο. Ξεκαρδιζόμαστε στο γέλιο, λες και βλέπαμε κάτι πολύ αστείο. Το γέλιο εκτόνωνε την αφόρητη πίεση που νιώθαμε. Digitized by 10uk1s
Το πρωί με ξύπνησε ο θόρυβος της βροχής. Είχε ήδη μπει ο Σεπτέμβρης και στα Άδανα έβρεχε. Κοίταξα από το παράθυρο τη βροχή που έπεφτε στις χαμηλότερες στέγες και άρχισα να βλέπω το νερό, που το μάζευαν οι σωλήνες και το έριχναν με ορμή στον ακάλυπτο χώρο. Από κει μια τρύπα στο κέντρο του τσιμεντένιου δαπέδου το ρουφούσε και άδειαζε το λιμνάζοντα χώρο. Ζήλεψα για λίγο το νερό, γιατί μπορούσε και έφευγε, βέβαιο ότι ούτε στρατιώτες θα το εμπόδιζαν ούτε σίδερα ούτε πανύψηλα ντουβάρια. Ύστερα από λίγο μπήκαν στο θάλαμο Τούρκοι με έναν Κωνσταντινοπολίτη στρατιώτη, που ήξερε λίγα σπασμένα ελληνικά και έκανε το μεταφραστή. Επιβεβαίωσαν τα ονόματά μας και μας είπαν ότι έπρεπε να τηρούμε τους νόμους του τουρκικού στρατού. Σε περίπτωση που θα γινόταν παράβαση, μας είπαν με έμφαση, θα επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Έπρεπε ακόμα να ορίσουμε έναν εκπρόσωπό μας, ένα βασιλιά σύμφωνα με τα λιγοστά ελληνικά του μεταφραστή, για την περίπτωση που προέκυπτε κάποιο αίτημά μας. Ο μεταφραστής μας εξηγούσε τα καθήκοντα που θα είχε ο εκπρόσωπός μας, που τον αποκαλούσε συνέχεια «βασιλιά», και καθώς τον άκουγα δεν μπορούσα να φανταστώ άνθρωπο πάνω στη γη που θα ζήλευε την τύχη αυτού του βασιλιά. Μέσα στο θάλαμο ήμαστε γύρω στα είκοσι πέντε με τριάντα άτομα. Υπήρχαν κρεβάτια πάνω κάτω σε σειρές. Τα σεντόνια ήταν πολύ καιρό άπλυτα, με λίγδα κι ένα χρώμα ασπρόμαυρο προς το κίτρινο από τη βρώμα. Επειδή βέβαια ξέραμε ότι δεν κάναμε τουρισμό, ήταν το τελευταίο που είχαμε να σκεφτούμε. Εξάλλου τα εσώρουχα, τα ρούχα και το κορμί μας ήταν πολύ πιο βρώμικα. Την άλλη μέρα μας κατέβασαν στο ακάλυπτο τετράγωνο της πτέρυγας. Μας κούρεψαν με την ψιλή και μας εμβολίασαν όλους με την ίδια σύριγγα. Μας φωτογράφισαν ανφάνς, προφίλ, μας πήραν δακτυλικά αποτυπώματα και μας έκαναν ατομικό φάκελο. Την επόμενη μας ανακατένειμαν και μας άλλαξαν θάλαμο. Ο θάλαμος που μου έτυχε ήταν πολύ μεγάλος και είχε μέσα περισσότερους αιχμαλώτους. Εκεί βρήκα πάλι τους φίλους μου, καθώς και χωριανούς, και αισθανόμουνα καλύτερα. Έμπαινε συχνά μέσα κάποιος αξιωματικός με το μεταφραστή και φώναζαν τα ονόματά μας. Όποιος άκουγε το όνομά του σήκωνε το χέρι του. Την άλλη μέρα, σε μια ίδια επιθεώρηση κάποιου θαλάμου γειτονικής πτέρυγας, άκουσα από μακριά τη φωνή του μεταφραστή, που φώναζε τα ονόματα των αιχμαλώτων για τις παρουσίες. Ανάμεσα στα ονόματα που φώναξε ήταν και του αδελφού μου. Με τον τυχαίο αυτό τρόπο επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες που είχα ότι ήταν και αυτός αιχμάλωτος. Ακολουθούσαμε πλέον το πρόγραμμα των τουρκικών φυλακών. Το φαγητό ήταν καθημερινό, ελάχιστο και πάντα τύπου μπλουμ. Ένα ζουμί, όπου συνήθως έβρισκες να πλέουν ελάχιστα όσπρια. Είχαμε αδυνατίσει πολύ. Μας απασχολούσε όλους ο άγνωστος χρόνος παραμονής μας και της επιβίωσής μας στις φυλακές. Η σκέψη αυτή ερέθιζε το ένστικτο της αυτοσυντήρησής μας. Το ζουμί το μοιράζαμε οι ίδιοι και έβλεπες συχνά για μια παραπάνω κουταλιά νεροζούμι ο καθένας να καταστρώνει σχέδια ολόκληρα και δολοπλοκίες. Το μυαλό
Digitized by 10uk1s
μου καθημερινά βασάνιζαν οι λέξεις «αβιταμίνωση», «σκελετοποίηση», «τυμπανισμός» και θάνατος. Για ένα διάστημα, κάθε δυο τρεις μέρες οι Τούρκοι μας έφερναν για δείπνο ένα καρπούζι, να το μοιραστούμε γύρω στα τριάντα, ίσως και παραπάνω άτομα. Το έπαιρνε λοιπόν ο υπεύθυνος και το έκοβε στις ανάλογες φέτες. Για να φτάσει να πάρουν όλοι, η κάθε φέτα έπρεπε να έχει πάχος ίσο με αυτό του τσιγαρόχαρτου. Σκέφτηκα λοιπόν ότι τα κουκούτσια του καρπουζιού κάτι έπρεπε να περιέχουν σε βιταμίνες, πρωτεΐνες ή και άλλα χρήσιμα για τον οργανισμό στοιχεία. Έκρυψα τη σκέψη μου. Πολύ διακριτικά μάζευα τα κουκούτσια που οι άλλοι έφτυναν. Τα έβαζα στην τσέπη, πήγαινα στην τουαλέτα, τα έπλενα, και σαν πασατέμπο τα έτρωγα ένα ένα, πάλι με τρόπο, ώστε να μη με βλέπουν οι άλλοι. Μέσα στο θάλαμό μας είχαμε και μανιώδεις καπνιστές, που υπέφεραν από τη στέρηση του τσιγάρου. Ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ, αλλά σε μικρότερο βαθμό, ως πρόσφατα εθισμένος, σε σύγκριση με άλλους στους οποίους δημιουργούσε σύνδρομο στέρησης. Θυμάμαι περίπτωση αιχμαλώτου που γονάτισε μπροστά στο μικρό παραθυράκι όπου φαινόταν το πρόσωπο του Τούρκου σκοπού, όπως ακριβώς πονεμένη γυναίκα που παρακαλεί γονατιστή μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, και ζητούσε από το στρατιώτη να του δώσει ένα τσιγάρο. Ο Τούρκος του έκανε νόημα με το δάχτυλο να πλησιάσει, κάτι του είπε — όχι πάντως ότι «το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία» αλλά μάλλον κάποια βρισιά — και μετά τον έφτυσε στο πρόσωπο. Δεν είχα υποψιαστεί ποτέ ότι το κάπνισμα προκαλούσε τόσο μεγάλη εξάρτηση και μπορούσε να οδηγήσει κάποιον σε ταπείνωση για να πάρει μια δόση νικοτίνης. Με την πρώτη ευκαιρία οι θεριακλήδες μαζεύανε τα αποτσίγαρα των Τούρκων στρατιωτών και τα κρύβανε στην τσέπη. Τα ανοίγανε, όταν η ώρα το ευνοούσε, βγάζανε ό,τι καπνό είχε το κάθε αποτσίγαρο και, αφού μαζευόταν ποσότητα ικανοποιητική, την τυλίγανε σε χαρτί παλιοεφημερίδων που υπήρχαν πεταμένες στο θάλαμο. Περιμένανε κάποιο φρουρό κάπως επιεική, ο οποίος έδινε τη φωτιά του και άναβε το αυτοσχέδιο πούρο. Καθόμαστε όλοι γύρω σαν χασικλήδες και μοιραζόμαστε τις ρουφηξιές και για να περάσει η ώρα λέγαμε διάφορες ιστορίες. Πού και πού οι Τούρκοι μας έβγαζαν στο ακάλυπτο τετράγωνο, για να κινηθούμε λίγο. Μια μέρα ένας υπαξιωματικός μάς έμαθε λίγες λέξεις τούρκικες που αφορούσαν τα στρατιωτικά τους παραγγέλματα, όπως τικάτ (προσοχή), χαζιρό (ημιανάπαυση), ραχάτ (ανάπαυση), σιο (αλτ). Μας στήνανε σε στάση προσοχής και άρχιζαν να μας φωνάζουν τα παραγγέλματα. Εμείς εκτελούσαμε. Είδα τον Τούρκο υπαξιωματικό που έδινε την προσταγή να παίρνει έκφραση θαυμασμού, επειδή εκτελούσαμε άψογα. Με έπιασε μικροπανικός, γιατί σκέφτηκα ότι σύμφωνα με τα δηλωθέντα μου δεν έκανα στρατό. «Πώς εκτελώ το ίδιο τέλεια όπως οι άλλοι; Θα με πιάσουν που τους είπα ψέματα.» Και για μια στιγμή προσποιήθηκα ότι ήμουν άσχετος. Το μετάνιωσα όμως σχεδόν αστραπιαία. Για να μην τραβήξω την προσοχή, εκτελούσα κι εγώ όσο καλύτερα μπορούσα. «Δεν είναι δυνατόν», έκανα τη σκέψη, «ο κάθε Τούρκος να έχει το φάκελό μου μπροστά του, για να καταλάβει...» Και χτυπούσα το πόδι όσο πιο δυνατά μπορούσα στο παράγγελμα «τικάτ». Παλιά οι χωριάτες στην Κύπρο, για να σταματήσει να περπατάει το γαϊδούρι τους, του φώναζαν: «Σιο... γάιδαρέ μου... σιο». «Κατάλοιπο της τουρκοκρατίας», σκεφτόμουνα.
Digitized by 10uk1s
Θυμάμαι έναν Τούρκο αξιωματικό που φαινόταν καλός. Κρατούσε ένα τρανζίστορ και άκουγε μουσική. Για να μας ευχαριστήσει, μετακίνησε το κουμπί σε διάφορους σταθμούς, μέχρι που έπιασε κάποιον ελληνικό που εκείνη τη στιγμή είχε μουσική και έπαιζε το χορό του Ζορμπά του Μίκη Θεοδωράκη. Το άφησε ο αξιωματικός λίγο και ακούσαμε. Ένιωσα δυνατά συναισθήματα νοσταλγίας για την ελεύθερη ζωή, ίδια μ' εκείνα που μου είχε προκαλέσει η αύρα της θάλασσας. Σε κανένα μας, πριν από την αιχμαλωσία, δεν είχε περάσει από το μυαλό του ότι το να κάθεται σε μια πολυθρόνα και να πίνει τον καφέ του, να ακούει μουσική, να πηγαίνει στη δουλειά του και ένα πλήθος άλλα καθημερινά μικροπράγματα θα αποκτούσαν τόσο μεγάλη αξία μόλις έχανε τη δυνατότητα ή την ελευθερία να τα ζήσει. Ο αξιωματικός μάς ρώτησε αν ακόμα έσπαγαν πιάτα οι Έλληνες όταν διασκέδαζαν και μετά άλλαξε σταθμό. Ένα πρωινό, χωρίς να μας πουν τίποτε, μας κατέβασαν στο προαύλιο των φυλακών. Έβλεπα λίγους λίγους τους αιχμαλώτους να τους οδηγούν προς τα έξω. Άκουγα αυτοκίνητα να φεύγουν. Όταν ήρθε η σειρά μας, μας έβαλαν μπροστά από την πόρτα ενός φορτηγού ψυγείου. Άνοιξαν την πόρτα και μας στρίμωξαν μέσα. Δεν είχε ψύξη το ψυγείο. Έκλεισαν την πόρτα και το φορτηγό ξεκίνησε με μεγάλη ταχύτητα. Με το πρώτο δευτερόλεπτο που έκλεισε η πόρτα αισθάνθηκα λιποθυμία, περισσότερο από φόβο παρά από έλλειψη αέρα. Νόμισα ότι πέθαινα. Δε βρέθηκα ποτέ σε τέτοιο πανικό θανάτου. Ευτυχώς η διαδρομή ήταν πολύ σύντομη, και ο αέρας που υπήρχε στο κλειστό ψυγείο επάρκεσε, γιατί αλλιώς θα πεθαίναμε όλοι. Άνοιξε η πόρτα και αναπνεύσαμε. Πρέπει να βρισκόμασταν σε κάποιο παράρτημα των φυλακών σε κοντινή απόσταση. Μας μετέφεραν εκεί για ανάκριση. Μας κλείδωσαν σε μικρά κελιά και έναν έναν ξεχωριστά μας οδηγούσαν σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν ένα τραπέζι και τρεις καρέκλες. Στη μια καθόταν ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός και στη διπλανή ένας Τουρκοκύπριος που ήξερε άπταιστα ελληνικά και έκανε το μεταφραστή. Απέναντι υπήρχε μια άδεια καρέκλα, όπου έβαζαν να καθίσει ο ανακρινόμενος. Στο τραπέζι επίσης ήταν ακουμπισμένα ένα πακέτο τσιγάρα, ένα σταχτοδοχείο και ένα ποτήρι νερό. Μόλις κατάλαβα ότι επρόκειτο για ανάκριση, με έπιασε ταραχή μη με ανακαλύψουν που δήλωσα φοιτητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Επιστράτευσα όση ψυχραιμία μπορούσα και άρχισα ένα νοερό διάλογο, παίζοντας το ρόλο του ανακριτή που έκανε ερωτήσεις, τις οποίες απαντούσα από το ρόλο του ανακρινόμενου. Ήμουν προετοιμασμένος από την πρώτη ανάκριση και απλώς έκανα εξάσκηση. Απαντούσα και ανέλυα με τη φαντασία μου την κάθε δυνατή ερώτηση και απάντηση όπως: «Τι γύρευες στην Κυθρέα, αφού είσαι από τη Λάπηθο;». «Είμαι αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα από την Κυθρέα.» «Πώς τη λένε και ποια είναι η οικογένειά της;» «Μαρία και είναι κόρη του Χατζησάββα, δάσκαλου από το χωριό μου που παντρεύτηκε Κυθρεώτισσα.» Λίγο ρίσκο υπήρχε εδώ, επειδή οι Τουρκοκύπριοι ήταν καλά πληροφορημένοι για την κάθε οικογένεια, ιδίως των χωριών.
Digitized by 10uk1s
«Γιατί δεν πιάστηκε η Μαρία και η οικογένειά της μαζί σου;» «Πήγα και δε βρήκα κανέναν. Όπως φαίνεται έφυγαν πολύ πρωί...» Έκανα και άλλες πολλές ερωτήσεις και απαντήσεις, μέχρι που ήρθε η σειρά μου. Πέρασα μέσα. Με έβαλαν και κάθισα και μου πρόσφεραν τσιγάρο. Πράγματι αισθάνθηκα ωραία. Η ευχάριστη διάθεση λειτούργησε ευτυχώς υπέρ μου. Ο Τούρκος αξιωματικός είδε το φάκελό μου, που τον είχε μπροστά του, και έκανε επιβεβαίωση στοιχείων. Καμιά από τις ερωτήσεις που φανταζόμουνα. Κρίμα στην τόση προετοιμασία! Άφησε να με ρωτά ο Τουρκοκύπριος, που ήξερε πάρα πολύ καλά τις καταστάσεις. Επειδή δήλωσα δάσκαλος, έπαθα πλήρη ταύτιση με την πλαστή ιδιότητά μου. Άρχισα να μιλώ στον Τουρκοκύπριο, που χειριζόταν άριστα την ελληνική, σε καθαρεύουσα γλώσσα, που ήταν τότε σ' εμάς γλώσσα διδασκαλίας. Μιλούσα σταθερά, χωρίς παύση στο λόγο, περί «ειρηνικής συνυπάρξεως των δύο συνοίκων στοιχείων και της εκατέρωθεν διαθέσεως συμβιβασμού και πνεύματος καλής θελήσεως» και διάφορα άλλα, με τρόπο ώστε να μη φαίνονται προσποιητά και να μην ηχούν δυσάρεστα στ' αυτιά του Τουρκοκύπριου. Τέλος του εξήγησα ότι στο χωριό μου, με τους λίγους Τουρκοκύπριους κατοίκους ζούσαμε αγαπημένοι και ότι ο παππούς μου είχε συναλλαγές και φιλικές σχέσεις με αυτούς, γι' αυτό έμαθε και χειριζόταν την τουρκική γλώσσα. Όλα αυτά τα είπα ως απάντηση στην ερώτηση πώς ήταν οι σχέσεις των Λαπηθιωτών με τους Τουρκοκύπριους κατοίκους του χωριού. Ο Τουρκοκύπριος φάνηκε να γνωρίζει πολύ καλά πρόσωπα και πράγματα και μου υπενθύμισε ότι το '63 οι χωριανοί μου σκότωσαν έναν δικό τους, το γιο του Κατήρη, που ήταν δάσκαλος. Του απάντησα ότι επρόκειτο περί μεμονωμένου περιστατικού και ότι τη δολοφονία την είχαν διαπράξει ξένοι και όχι Λαπηθιώτες. Μίλησα και λίγο περί της «έξωθεν προσπαθείας υπονομεύσεως»... Για στρατό και για ό,τι φοβόμουν δε με ρώτησε. Εκεί που έτρεμε το φυλλοκάρδι μου, βγήκα έξω ευχαριστημένος. Αργότερα έμαθα ότι τους περισσότερους τους πιάσανε, επειδή απέκρυψαν ότι ήταν στρατιώτες, χωρίς όμως αυτό να έχει καμιά επίπτωση, εκτός από την περίπτωση του Ελλαδίτη ανθυπολοχαγού, ο οποίος απέκρυψε την ιδιότητά του και τον τόπο καταγωγής του. Το έκανε για τους ίδιους λόγους που το κάναμε κι εμείς. Δήλωσε πολίτης από ένα χωριό της Λάρνακας, το Μαζωτό. Τον πιάσανε όμως όχι τόσο λόγω προφοράς, αλλά στην ερώτηση «Ποιος ήταν ο πλουσιότερος κάτοικος του Μαζωτού». Οι Τούρκοι γνώριζαν, ενώ αυτός τα έχασε και είπε τυχαία ένα όνομα. Τον κακοποίησαν και τον μετέφεραν σε ένα κελί όπου ήταν όλο αιχμάλωτοι αξιωματικοί. Επιστρέψαμε πίσω στις φυλακές με τον ίδιο τρόπο. Μια μέρα μας επισκέφτηκε και ο Ερυθρός Σταυρός. Μας έδωσαν από ένα τσιγάρο και ένα έντυπο, στο οποίο γράψαμε μήνυμα στους δικούς μας. Φοβηθήκαμε ότι θα το διάβαζαν πρώτα οι Τούρκοι, γι' αυτό γράψαμε ότι περνούσαμε καλά και ότι μας συμπεριφέρονταν άψογα. Το μήνυμα πράγματι το έλαβαν οι δικοί μας. Μέρα με τη μέρα μεγάλωνε η ανησυχία μας σχετικά με τις προθέσεις των Τούρκων για την τύχη μας. Ένα πρωινό μαζί με έναν άλλο αιχμάλωτο πήραμε θάρρος από την επιεική έκφραση της φυσιογνωμίας του Τούρκου σκοπού που φαινόταν πίσω από το παραθυράκι της σιδερένιας πόρτας. Πλησιάσαμε. Πιάσαμε κουβέντα, μήπως και μαθαίναμε τίποτε που μας αφορούσε. Οι αγγλικές λέξεις του φρουρού ήταν ελάχιστες, κατάλαβε όμως και απάντησε στην ερώτησή μου για το τι περίμενε τους αιχμαλώτους μετά τα Άδανα. Με χειρονομίες, Digitized by 10uk1s
λέξεις και νοήματα μας είπε ότι θα μας σκόρπιζαν σε άλλες φυλακές και ανέφερε τις πόλεις όπου βρίσκονταν. Τις ονόμασε στα τούρκικα και η μόνη που κατάλαβα ήταν η Αττάλεια, την οποία ανέφερε δυο τρεις φορές. Χαρακτηριστικά μας είπε ότι όσους αιχμαλώτους μετέφεραν στις φυλακές της Αττάλειας μετά τους έβαζαν σε αεροπλάνο, χωρίς να καταλάβουμε ακριβώς αν εννοούσε ότι τους επέστρεφαν στην Κύπρο ή αν τους μετέφεραν κάπου αλλού. Στη μεταφορά με το αεροπλάνο έδωσε έμφαση και για να μας κάνει να καταλάβουμε την απογείωση άνοιξε τα χέρια του, τα έκανε φτερά, τα χαμήλωσε και τα ανύψωσε κάνοντας τη χαρακτηριστική βουή του αεροπλάνου. Δε γνωρίζω αν μέρος των αιχμαλώτων μεταφέρθηκαν και στις φυλακές της Αττάλειας, γνωρίζω όμως ότι απ' όσους επέστρεψαν αργότερα, κανείς δεν ανέφερε ότι απελευθερώθηκε από τις φυλακές αυτές. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες μέρες μείναμε ακόμα στις φυλακές των Αδάνων. Ένα πρωινό μας βγάλανε όλους τους αιχμαλώτους από τους θαλάμους και μας συγκέντρωσαν σε ένα μεγάλο ακάλυπτο τετράγωνο. Ήρθε ο διοικητής των φυλακών και μας μίλησε. Ο Τούρκος στρατιώτης μετέφραζε. Μας είπε ότι ο τουρκικός στρατός μας είχε χαρίσει τη ζωή, ότι μας φιλοξένησαν στις φυλακές με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσαν και μας άφησε την εντύπωση ότι θα απελευθερωνόμαστε. Μας είπε μάλιστα ότι αφού φεύγαμε από τις φυλακές που διοικούσε ήθελε να ήμαστε ευχαριστημένοι, γι' αυτό και μας επέτρεπε να ξεχωρίσουμε οι φίλοι ή οι χωριανοί, όπως εμείς προτιμούσαμε, για να είμαστε στο ίδιο λεωφορείο κατά την αναχώρησή μας από τις φυλακές. Επικράτησε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και χειροκροτήσαμε το διοικητή. Τότε ζήτησε το λόγο εκ μέρους μας ένας μεσήλικας αιχμάλωτος και απευθυνόμενος προς το διοικητή τού είπε: «Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σας και υποσχόμαστε ότι θα ξαναγυρίσουμε ως τουρίστες, για να δούμε την ωραία χώρα σας και να επισκεφτούμε κι εσάς που μας φιλοξενήσατε». Ακούστηκαν χειροκροτήματα. Εγώ απέφυγα να χειροκροτήσω το λόγο του εκπροσώπου μας, όχι μόνο από δυσπιστία απέναντι στο ενδεχόμενο της απελευθέρωσής μας, αλλά και γιατί μου φάνηκαν τα λόγια του γλοιώδη. Λες και φεύγαμε από ξενοδοχείο πολλών αστέρων, όπου είχαμε περάσει απίθανα, και όταν θα επιστρέφαμε ως τουρίστες δε θα παραλείπαμε να περάσουμε να τους κάνουμε επίσκεψη. Πράγματι οι Τούρκοι μας άφησαν να επιλέξουμε οι ίδιοι τις παρέες με τις οποίες θα ήμαστε στο κάθε λεωφορείο αναχώρησης. Σκεφτήκαμε να ήμαστε όλη η παρέα συγχωριανοί. Έτσι σκέφτηκαν και οι άλλοι αιχμάλωτοι. Πού να ξέραμε τι μας περίμενε! Μας έδεσαν τα χέρια και μας επιβίβασαν σε πούλμαν. Μισό λεωφορείο αιχμάλωτοι και το υπόλοιπο ίσος αριθμός Τούρκοι στρατιώτες. Πήραμε δρόμο για την Αμάσεια, μια πόλη του Πόντου προς τη Μαύρη Θάλασσα. Απ' ό,τι μάθαμε εκ των υστέρων, η προηγούμενη αποστολή αιχμαλώτων προς την Αμάσεια έγινε με τρένο, το οποίο πήρε είδηση ο όχλος, του επιτέθηκε και το ακινητοποίησε. Κινδύνεψαν οι αιχμάλωτοι να λιντσαριστούν από το εξαγριωμένο πλήθος. Με μεγάλο κόπο ο στρατός κατάφερε να απομακρύνει το μαινόμενο όχλο. Γι' αυτό το λόγο ο τουρκικός στρατός πήρε αυξημένα μέτρα, για να μην επαναληφθεί το ίδιο και μ' εμάς. Σε κάθε πούλμαν υπήρχαν δύο οδηγοί, που άλλαζαν βάρδια, όπως επίσης και μηχανικός, ούτως ώστε σε περίπτωση βλάβης να μην ακινητοποιηθεί πολλή ώρα το πούλμαν και το αντιληφθεί ο όχλος. Έπειτα από πορεία περίπου δυο τριών ωρών τα λεωφορεία σταμάτησαν. Μας είχαν ξεγελάσει ότι θα ήμαστε οι παρέες μαζί. Κατέβασαν τα μισά άτομα από το κάθε λεωφορείο και τα
Digitized by 10uk1s
βάλανε σε άλλο. Στο λεωφορείο όπου βρισκόμουν μείναμε μόνο τρεις συγχωριανοί: ο Ζαντής, ο Πάπαλος, με τον οποίο έτυχε να καθόμαστε μαζί, και ο Παντούρης. Γι' αυτή την εκδρομή μας οι Τούρκοι μας έδωσαν ένα σακουλάκι με λίγο ψωμί και ένα κομματάκι τυρί φέτα. Οι κουρτίνες των πούλμαν ήταν τραβηγμένες και απαγορευόταν να κοιτάξουμε έξω. Εγώ καθόμουν δίπλα στο παράθυρο και έκανα ότι κοιμόμουν. Κρυφά όμως κοιτούσα από τα μικρά διαστήματα που άφηναν οι κουρτίνες μεταξύ τους. Μπροστά μπροστά, έβλεπα στις στροφές ένα τζιπ του στρατού, που προηγούνταν της πομπής των λεωφορείων. Κάθε κάμποσα χιλιόμετρα το τζιπ παρέδιδε την πομπή σε άλλο και γινόταν η αντικατάσταση του αξιωματικού επικεφαλής. Ύστερα από λίγες ώρες άρχισε το μαρτύριο. Ξύπνησε ο μηχανικός, που κοιμόταν στις τελευταίες θέσεις του λεωφορείου, και άρχισε να χτυπά τους αιχμαλώτους με ένα σφυρί. Άρχισε από τον πρώτο και ακολούθησε πιστά τη σειρά. Χτύπαγε στα πόδια και στο κεφάλι. Άκουα την κραυγή πόνου που πλησίαζε και περίμενα να φάω κι εγώ το χτύπημα, για να τελειώνω. Ήμουν σκυφτός και σφιγμένος από το φόβο. Έφαγα μία. Με χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Πόνεσα πολύ, αλλά δε λιποθύμησα. Ο Τούρκος επανέλαβε τα χτυπήματα από την αρχή. Το άλλο χτύπημα που μου έτυχε ήταν στην πλάτη, ευτυχώς με το ξύλινο μέρος του σφυριού. Οι αιχμάλωτοι ούρλιαζαν από τον πόνο και τον πανικό. Σε κάποια στάση των λεωφορείων κατέβηκε από το δικό μας και μπήκε σε άλλο, και έτσι γλιτώσαμε προσωρινά, μέχρι που ξαναμπήκε. Ύστερα από κάμποσες ώρες άρχισε πάλι διάφορα βασανιστήρια, όπως κάψιμο στα πόδια τριών τεσσάρων αιχμαλώτων. Ευτυχώς δεν ήμουν ανάμεσα σ' αυτούς τους άτυχους. Όταν ο μηχανικός νύσταζε και κοιμόταν, ησυχάζαμε κι εμείς. Οι Τούρκοι στρατιώτες με την πολλή ώρα εξοικειώνονταν μαζί μας και πρόσφεραν πού και πού κανένα μπισκότο σ' αυτούς που φρουρούσαν. Επηρεάζονταν όμως και φανατίζονταν, όταν έβλεπαν το σαδιστή μηχανικό να βρίζει και να χτυπά. Πολλές φορές όχι μόνο τον ανέχονταν, αλλά και φανατίζονταν και τον βοηθούσαν να χτυπήσει ακόμα κι αυτούς που λίγα λεπτά προηγουμένως φίλευαν με το μπισκότο. Ο δρόμος ήταν ατέλειωτος. Έπρεπε να διασχίσουμε όλη την Τουρκία από τη θάλασσα της Κιλικίας μέχρι σχεδόν τη Μαύρη Θάλασσα, όλη τη χώρα δηλαδή καθέτως. Συχνά σταματούσαν τα πούλμαν, για να κρυώσουν οι μηχανές τους. Τις στάσεις αυτές συνήθως τις κάναμε μέσα σε μικρά χωριά. Σε ένα τέτοιο χωριό, στο σταματημένο μας λεωφορείο μπήκε ένας καφετζής που κρατούσε ένα δίσκο γεμάτο γυάλινα μικρά ποτηράκια με τσάι. Μοσχοβόλησε όλο το λεωφορείο! Ο Τούρκος πρόσφερε από ένα στον κάθε Τούρκο στρατιώτη. Αφού πήρανε όλοι, περίσσεψε ένα. Τον είδα που γύριζε το κεφάλι του να δει μήπως άφησε κανέναν πίσω. Ξανακοίταξε και είδε ότι δεν είχε σε κανέναν να προσφέρει το τσάι που περίσσευε. Στεκόταν δίπλα μου. Έκπληκτος τον είδα να το προσφέρει σ' εμένα. Δεν αντέδρασα και δίσταζα να το πάρω. Μου χτύπησε καλοσυνάτα την πλάτη σαν να μου έλεγε: «Τι φταις, δεν πειράζει», και με την κίνηση που έκανε έφερε το τσάι μπροστά μου. Το πήρα και το ήπια. Του είπα δυο φορές «μερσί τσιοκ», που σημαίνει «ευχαριστώ πολύ». Ήταν τσάι από βότανα. Είχε θεσπέσια γεύση! Με ανάστησε πραγματικά και με έκανε να νιώσω καλύτερα. Το περιστατικό αυτό της αυθόρμητης καλοσύνης του άγνωστου Τούρκου καφετζή, σε κάποιο χωριό στα βάθη της Τουρκίας, με έκανε να αισθανθώ για λίγα λεπτά ξανά άνθρωπος! Κάθε λίγες ώρες επίσης σταματούσαμε σε ερημικές περιοχές για κατούρημα. Digitized by 10uk1s
Πρώτα κατέβαιναν οι στρατιώτες και μετά κατέβαζαν εμάς. Έχοντας ο καθένας κι από ένα στρατιώτη στα δεξιά, να μας ακουμπά την ξιφολόγχη του όπλου στο πλευρό, προσπαθούσαμε να κατουρήσουμε. Αρκετοί, αν και ήθελαν, δεν μπορούσαν, επειδή ο φρουρός τους με την ξιφολόγχη τους σκούνταγε στο πλευρό για να τελειώνουν γρήγορα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν μετά να υποφέρουν πάρα πολύ από την προσπάθεια να συγκρατήσουν τα ούρα τους. Αλίμονό τους αν τα κάνανε πάνω τους. Αυτό έπαθαν και δυο χωριανοί μου. Ο ένας δεν άντεξε και κατούρησε μέσα στο λεωφορείο, μέσα στο σακουλάκι με το φαγητό που μας είχαν δώσει και το πέταξε κρυφά από το παράθυρο, με τη βοήθεια τη δική μου, την κατάλληλη στιγμή ώστε να μην τον πάρουν είδηση οι Τούρκοι. Ύστερα από κάμποση ώρα σταμάτησαν πάλι τα πούλμαν έξω από ένα χωριό. Ήρθε τότε ένας χωριάτης με αντιπαθητική φυσιογνωμία και με νοήματα μας έδωσε να καταλάβουμε ότι, αν κάποιος ήθελε να πάει τουαλέτα, μπορούσε να τον ακολουθήσει. Βρέθηκαν τρεις με τέσσερις, οι οποίοι κατέβηκαν μαζί του. Σ' αυτούς ήταν και ο δεύτερος χωριανός μου, ο οποίος δεν είχε καταφέρει να ουρήσει. Προηγουμένως του είχα πει ψιθυριστά δυο φορές να μην πάει, γιατί είχα ψυχολογήσει από το πονηρό ύφος του Τούρκου ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο χωριανός μου είπε: «Δεν αντέχω. Θα πάω». Ακολουθήσανε τον Τούρκο και γυρίσανε πίσω μαύροι στο ξύλο. Τους περίμεναν μέσα στην τουαλέτα και τους χτύπησαν τόσο άσχημα, που κλαίγαν από τον πολύ πόνο. Ψιθυριστά συμβούλεψα το χωριανό μου να σκύψει το κεφάλι, να σωπάσει και να συγκρατήσει τους λυγμούς του, για να μην τραβά την προσοχή των Τούρκων, μην είχαμε χειρότερα. Ύστερα από λίγο ξεκίνησαν τα λεωφορεία. Στην επόμενη στάση, σε ένα άλλο χωριό, μπήκε μέσα στο λεωφορείο μας ένας Τούρκος χωρικός που κρατούσε έναν τενεκέ γεμάτο νερό μαζί με ένα τσίγκινο ποτήρι. Πού και πού χαμογελούσε και φαινόταν ένα δόντι χρυσό στην πάνω σιαγόνα και ένα στην κάτω. Βουτούσε το ποτήρι μέσα στον τενεκέ, το γέμιζε με νερό και σ' έναν έναν μάς έδινε να πιούμε. Καλός άνθρωπος σκεφτήκαμε. Βιαστήκαμε όμως στο συμπέρασμά μας. Ο χωρικός είχε ρίξει πετρέλαιο μέσα στο νερό και διασκέδαζε με την αντίδραση που είχε ο καθένας μας μόλις δοκίμαζε. Βλέποντας τους άλλους που αντιδρούσαν εγώ πήγα να κάνω τον έξυπνο και μόλις ήρθε η σειρά μου να πιω του έκανα νόημα ότι δε διψώ και δε θέλω. Του είπα μάλιστα «μερσί τσιοκ», για να τον ευχαριστήσω που είχε την ευγενή καλοσύνη να με ξεδιψάσει. Ο χωρικός γούρλωσε τα μάτια και με ένα μουγκρητό έσπρωξε το τσίγκινο ποτήρι στα χείλη μου. Το ήπια μονορούφι, χωρίς να κάνω καμία γκριμάτσα, έτσι από υπερηφάνεια να μην του δώσω δικαίωμα να διασκεδάσει μαζί μου. Το λεωφορείο συνέχισε την πορεία του. Με το κεφάλι τραβούσα το ένα κουρτινάκι χωρίς να με πάρουν είδηση, μεγαλώνοντας την απόσταση από το άλλο. Έκανα ότι κοιμόμουνα. Έβλεπα έξω καλύτερα. Περάσαμε μέσα κι από άλλο χωριό, χωρίς να σταματήσουμε. Στη διαδρομή μέσα απ' αυτό μου έκανε εντύπωση που είδα καρπούζια στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, με τέτοιο τρόπο που σχημάτιζαν πυραμίδα ψηλή, ενώ στο κάθε καρπούζι ήταν χαραγμένο το σχήμα της Κύπρου μαζί με την τουρκική σημαία. Τα λεωφορεία διέσχιζαν πεδιάδες, βουνά, δάση και γέφυρες ποταμών. Όλη τη νύχτα ταξιδεύαμε. Άλλαζαν βάρδια οι δυο οδηγοί και έκαναν στάσεις σε χωριά, μόνο για να κρυώνουν λίγο οι μηχανές. Νωρίς το βράδυ, σε μια στάση στην πλατεία ενός χωριού, θυμάμαι την έντονη τσίκνα του αρνίσιου κρέατος που ψηνόταν σ' ένα σουβλατζίδικο. Η μυρωδιά έμπαινε από το παράθυρο του λεωφορείου και μας έσπαζε τα ρουθούνια. Σκελετωμένοι από την πείνα και τις κακουχίες, επέδρασε πάνω μας σαν άλλο ένα μαρτύριο. Digitized by 10uk1s
«Όταν είσαι αιχμάλωτος», σκέφτηκα, «τα πάντα σε βασανίζουν: από τη θέα της θάλασσας μέχρι τη μυρωδιά από ένα σουβλάκι.» Τους περισσότερους τους είχε πάρει ο ύπνος. Οι μισοί Τούρκοι στρατιώτες κοιμόντουσαν και οι άλλοι με τα όπλα σε ετοιμότητα μας πρόσεχαν. Εμένα ο ύπνος δε με πήρε ούτε λεπτό, αν και το πάλευα. Έκλεινα για πολλά λεπτά τα μάτια μου και προσπαθούσα να χαλαρώσω. Κάποια στιγμή, από την εξάντληση, τις κακουχίες και την άθλια ψυχολογική κατάσταση, άρχισα να έχω παραισθήσεις. Άκουγα τραγούδια. «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» ήταν το πρώτο, που σαν να κόλλησε η βελόνα επαναλαμβανόταν στ' αυτιά μου και μου δημιουργούσε απέραντη θλίψη. Λες και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε γράψει αυτούς τους στίχους για τη δική μου δυστυχία! Σε επόμενη παραίσθηση άκουγα τη φωνή του Μπιθικώτση σε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και σε μια άλλη τη φωνή του Κατράκη να απαγγέλλει στίχους. Κάποτε ξημέρωσε.
Digitized by 10uk1s
ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΕΙΧΕ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ αρκετά, όταν φτάσαμε στην Αμάσεια. Πρέπει να ήταν γύρω στις δέκα και η μέρα Παρασκευή, που είναι αργία για τους μουσουλμάνους. Το κατάλαβα αυτό, γιατί οι ρυθμοί της πόλης, το ύφος και η όψη των ανθρώπων θύμιζαν τις δικές μας Κυριακές μετά την εκκλησία. Ίσως η σύμπτωση της μέρας και της ώρας να επέδρασε ευνοϊκά για μας, γιατί η υποδοχή των αιχμαλώτων στις φυλακές της Αμάσειας δεν ήταν βάρβαρη. Περιορίστηκε μόνο σε λίγες βρισιές. Παρορμητική βίαιη συμπεριφορά είδα μόνο από έναν Τούρκο βαθμοφόρο προς έναν απλό φαντάρο, τον οποίο έλιωσε στο ξύλο μπροστά μας για κάποιο παράπτωμα που έκανε. Ο λοχίας αυτός ήταν πάνω από δυο μέτρα ψηλός, θηριώδης, με ψυχοπαθολογικό βλέμμα. Μόνο που τον κοίταζες, πάγωνες απ' το φόβο. Τρεις με τέσσερις φορές επιτέθηκε σε αιχμαλώτους, αλλά ευτυχώς τον συγκρατούσαν οι άλλοι Τούρκοι υπαξιωματικοί, που γελούσαν κάθε φορά που τον σταματούσαν. Κατάλαβα ότι επίτηδες τον έβαζαν να μας επιτεθεί, για να διασκεδάσουν με τον πανικό που μας προκαλούσε η θέα και μόνο της φυσιογνωμίας του, που δε διέφερε και πολύ απ' αυτήν του γορίλα. Μας μοίρασαν σε κελιά, όπου υπήρχαν και άλλοι αιχμάλωτοι. Στο κελί που με οδήγησαν συνάντησα χωριανούς μου, όπως τον Νεοπτόλεμο Κότσαπα και τον Νεοπτόλεμο Σιακαλή, κι έναν δυο άλλους που δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Στη διαδρομή από το προαύλιο της φυλακής μέχρι το κελί μού έκανε εντύπωση που έβλεπα Τούρκους, ιδίως αξιωματικούς, ξανθούς και γαλανομάτηδες. Οι μέρες κυλούσαν ανυπόφορα, βασανιστικά, αλλά ευτυχώς χωρίς το επιπρόσθετο μαρτύριο των ομαδικών ξυλοδαρμών που ήταν συχνό φαινόμενο στις φυλακές των Αδάνων. Είχαμε μόνο μεμονωμένα επεισόδια. Ένας αιχμάλωτος σκαρφάλωσε στο παράθυρο και απλώς κοίταξε έξω. Τον είδαν οι σκοποί, όρμησαν μέσα και τον κάνανε μαύρο στο ξύλο. Μια άλλη φορά, ο ένας από τους δύο που κατέβηκαν στα μαγειρεία των φυλακών για να μεταφέρουν το φαΐ στο θάλαμο τσίμπησε λίγα ψίχουλα από το ελάχιστο ψωμί που συνόδευε το ζουμί, το οποίο μεταφερόταν σε ένα μεγάλο δοχείο. Τον έδειραν άσχημα, μέχρι που μάτωσε το στόμα του. Μας τον έφεραν με συνοδεία, για να τον δούμε για παραδειγματισμό, και μας απείλησαν ότι ο επόμενος παραπτωματίας θα έμπαινε στην απομόνωση. Η πείνα ήταν το πιο σταθερό μαρτύριο. Η μερίδα φαγητού που αναλογούσε στον καθένα ήταν η ελάχιστη για να μπορεί να επιβιώσει άνθρωπος. Τις περισσότερες φορές το φαΐ ήταν κι εδώ νεροζούμι. Ευτυχώς και στις φυλακές της Αμάσειας, αν και ήταν πιο σπάνιο, οι Τούρκοι μας έφερναν για βραδινό ένα καρπούζι για τον κάθε θάλαμο. Ενθουσιαζόμουν μόλις έβλεπα το καρπούζι και ασκούσα κρυφά τη μικρόψυχή μου συνήθεια να μαζεύω τα κουκούτσια. Το φοβερό ένστικτο που με κυριαρχούσε σιγά σιγά ηρεμούσε. Είπα και σε δυο τρεις άλλους, που είχαν συνήθειο να τρώνε μέχρι και το πράσινο του φύλλου του καρπουζιού, να μην πετάνε τα κουκούτσια, αλλά να τα μασούν, εξηγώντας τους τις ωφέλιμες ιδιότητες που πιθανόν να είχαν. Στις νέες φυλακές μπήκαμε σε ρουτίνα. Τα ίδια πράγματα κάθε μέρα. Κουβεντιάζαμε μεταξύ μας, λέγαμε ιστορίες, υποθέσεις, σενάρια ή ακόμα κάναμε χιούμορ για την κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε. Θυμάμαι έναν αιχμάλωτο που παρίστανε το γκαρσόνι και ότι εμείς ήμαστε πελάτες πολυτελούς εστιατορίου. Πλησίαζε και ρωτούσε τον καθένα μας ξεχωριστά: «Εσείς τι θα πάρετε;». Κι ο καθένας απαντούσε σύμφωνα με τα απωθημένα του: «...μακαρόνια με Digitized by 10uk1s
κιμά, ...αρνί με πατάτες φούρνου», κι ό,τι άλλο μεζέ μπορούσε να φανταστεί. Εγώ συνήθως παράγγελνα «μια... φασολάδα, μια ρέγκα, ένα κρεμμύδι κι ένα καρβέλι ολόκληρο». Σχετικό ήταν και το χιουμοριστικό λογοπαίγνιο που συνήθιζα να λέω προς τους συναιχμαλώτους μου για να διασκεδάσω την πείνα μας: «Εδώ στην Αμάσεια, πάθαμε α‐μάσια». Όταν πλησίαζε η ώρα που θα μας έφερναν φαγητό ήταν πράγματι μια μικρή χαρά. Ό,τι και να μας έφερναν το βρίσκαμε νόστιμο. Κάθε κουταλιά φαγητού ήταν και μια στιγμή ευτυχίας. Η διαφορά ήταν ότι οι στιγμές αυτές δεν ήταν πάνω από τρεις ή τέσσερις. Μια μέρα η παραγγελιά που έδωσα στο γκαρσόνι έγινε πραγματικότητα! Μας έφεραν φασολάδα που μέσα είχε και λίγο κρέας. Είχε γλυκόξινη ωραία γεύση το κρέας, αλλά όλοι αναρωτηθήκαμε για το είδος του. Κάποιος μας είπε ότι ήταν αλογίσιο. Ήταν η πρώτη φορά που φάγαμε κανονικό φαγητό και το ευχαριστηθήκαμε περισσότερο, έστω και αν ήταν λιγοστό. Πρέπει να είχαν κάποια γιορτή εκείνη τη μέρα. Οι αξιωματικοί φορούσαν επίσημη στολή και οι στρατιώτες είχαν την έκφραση που έχουν όλοι οι άνθρωποι όταν είναι αργία σε μεγάλη εθνική ή θρησκευτική εορτή. Οι νύχτες ήταν οι πιο εύκολες. Περνούσαν γρήγορα, γιατί κοιμόμαστε. Η πολλή δυστυχία, φαίνεται, φέρνει αποχαύνωση. Έτσι εξηγούνται οι πολλές ώρες ύπνου που είχαμε στις φυλακές. Λίγο αφότου σκοτείνιαζε υπήρχε το σιωπητήριο. Αλίμονό μας αν ακουγόταν έστω και ο παραμικρός θόρυβος. Έτσι, μόλις μας έσβηναν το φως, έπρεπε να κοιμηθούμε αμέσως. Εφάρμοζα ένα κόλπο, για να με παίρνει ο ύπνος μέσα σε λίγα λεπτά. Έκλεινα τα μάτια μου και έκανα αφαίρεση των πάντων γύρω μου και με αυτοσαρκασμό έλεγα: «Ώρα να δω το έργο μου», όπως κάποιος άνθρωπος που θέλει να δει από την τηλεόραση το έργο του, που είναι σε συνέχειες. Το έργο ήταν το χωριό μου και η υπόθεσή του οι αναμνήσεις μου απ' αυτό. Όταν ήμουν μικρός, το καλοκαίρι, μόλις ξυπνούσα έβγαινα και καθόμουν στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας, που ήταν προς το δρόμο, και μου άρεσε να βλέπω τη γειτονιά που ζωήρευε. Με την εικόνα αυτή τώρα στο μυαλό μου έφτιαχνα το σκηνικό του έργου μου: Κάθομαι στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας στο κέντρο του χωριού, όπου είναι η ενορία του Τιμίου Προδρόμου. Πρώτα πρώτα βλέπω το μακαρίτη τον παππού μου, τον Πολύδωρο, που πρωί πρωί σαρίζει τη χωματένια αυλή. Ακούω τη σαρκά να κάνει το χαρακτηριστικό θόρυβο. Μετά γεμίζει έναν κουβά με νερό και με το χέρι λίγο λίγο ραντίζει όλη την αυλή. Η μυρωδιά του βρεμένου χώματος απλώνεται σε όλο τον περίγυρο. Απέναντί μου, στο καφενείο του Σαββή, βλέπω τον Χαράλαμπο του Μανωήλη με τον Καρατζά να αρχίζουν το διπίλοττο. Χτυπούν το χέρι στην κάθε σημαντική τσάκα, και ο χτύπος στο τραπέζι ακούγεται σε όλη τη γειτονιά. Στο διπλανό τραπέζι ο Σαμιώτης με τον Κότσαπα πίνουν μπίρες πρωί πρωί, με μεζέ σαρδέλες παστές. Έφερνα στο νου μου τις σκηνές αυτές και χωρίς να το καταλάβω με έπαιρνε ο ύπνος. Το επόμενο βράδυ συνέχιζα από κει που σταματούσαν οι αναμνήσεις του προηγούμενου. Έβλεπα τον παπα‐Κυριάκο, που δεν ήταν παπάς αλλά ράφτης και τον έλεγαν έτσι επειδή ήταν σπουδαίος ψάλτης, να κατηφορίζει προγευματίζοντας κατά την καθημερινή του συνήθεια με μισό χαλούμι και μισό ψωμί∙ να συναντάει στη διαδρομή τους μικρούς της γειτονιάς και να τους χωρατεύει ανάλογα με το πόσο φρόνιμοι ή άτακτοι ήταν. «Γεια, ππαλικαράκι που 'σαι», έλεγε στον Κωστάκη, «Ορέ σκυλομούρ'», έλεγε στον Άκη.
Digitized by 10uk1s
Ύστερα έβλεπα το γέρο βρακά Σιαμπέτα, που κατηφόριζε περνώντας από τις πάνω ενορίες καβάλα σε μια ψωριάρα γαϊδούρα, που όταν την έβλεπες νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόταν η καημένη από το βάρος. Τον Γιώργη, ένα Μικρασιάτη κουλουρά, που προσπαθούσε να συγκρατήσει το αμαξάκι του στη μεγάλη κατηφόρα της εκκλησίας και φώναζε τραγουδιστά: «Ο κου...λουράς, ε...δώ κου...λούρι μα...λακό, ταχινό... πιτες». «Κάθε πρωί μας παίρνει τ' αυτιά ο πούστης... την Παναγία του, το Χριστό του...» διαμαρτυρόταν ο Μανόλης, ένας Πειραιώτης, όταν ο κουλουράς περνούσε έξω από το κατάστημά του, ενώ παράλληλα, όταν χτυπούσε η καμπάνα, έκανε δέκα φορές το σταυρό του. Οι γείτονες ασυνήθιστοι σ' αυτή την αντίφαση έμεναν απορημένοι. Πού και πού στο έργο που έβλεπα, σαν τις διαφημίσεις, παρεμβάλλονταν στο νου μου τοπωνύμια της Λαπήθου: Κουφή Πέτρα, Δράκοντας, Οχτωλιθάρι, Αηξορινός, Ποτός, Αηρκώτισσα, Βασιλιάτης. Περπατούσα με τη φαντασία μου σε όλη τη Λάπηθο. Ανέβαινα πάνω στον Κυπαρισσόβουνο κι έβλεπα από ψηλά το παραδεισένιο τοπίο μέσα στο οποίο ήταν σκορπισμένη η κωμόπολη. Το βλέμμα μου έφτανε μεσοπέλαγα και βυθιζόμουν βαθιά μέσα στην ιστορία. Έβλεπα να γεμίζει η θάλασσα της Κιλικίας με τα πλοία των αρχαίων Λακώνων, που ερχόντουσαν να ψάξουν νέα γη, να χτίσουν αποικία. Οι εικόνες αναδιπλώνονταν στο μυαλό μου σαν λόγος ποιητικός: ο Πράξανδρος να πλευρίζει τη στεριά. Να κοιτάζει το βουνό, κάτι να του θυμίζει. «Το Λαπίθιο όρος» να αναφωνεί και την απόφαση να παίρνει. Εδώ το βασίλειο θα χτιστεί, αμέσως να προστάζει... Γλάρωνα σιγά σιγά προφέροντας νοερά τα αρχαία ονόματα που είχαν οι κάτοικοι της Λαπήθου: Μενέλαος, Φαίδρος, Αγαμέμνων, Φρίξος, Πραξιτέλης, Ερμής, Ήφαιστος, Λαέρτης, Ευαγόρας, Φειδίας, Τηλέμαχος, Νεοπτόλεμος, Άλκηστη, Άρτεμη, Ραδάμανθυς, Θάλεια, Θεανώ, Αφροδίτη, Ευτέρπη, Πολυξένη, Ευφρόσυνη. Ήταν ατέλειωτα. Έμπαινα στο κάθε σπίτι του χωριού κι ερχόντουσαν στη σκέψη μου τα ονόματα. Αυτό το τελευταίο το έκανα κάθε βράδυ σαν άσκηση, για να δροσίσω το νου μου με ελληνικούς ήχους που είχα νοσταλγήσει. Το πρωτοφανές όμως και παράξενο μου συνέβαινε όταν με έπαιρνε ο ύπνος. Θυμάμαι έντονα τα όνειρα που έβλεπα, γιατί είχαν το χαρακτηριστικό να είναι διαμετρικά αντίθετα απ' αυτό που λέμε εφιάλτης. Ευχάριστα όνειρα, γεμάτα ευτυχία. Πώς λέμε, όταν ξυπνάμε από εφιάλτη, «ευτυχώς ήταν όνειρο» και ανακουφιζόμαστε; Το αντίθετο μου συνέβαινε καθώς ξυπνούσα στην εφιαλτική πραγματικότητα της φυλακής μετά το όνειρο που έβλεπα τη νύχτα: «Δυστυχώς ήταν όνειρο», και αισθανόμουνα βαθιά θλίψη. Έβλεπα ότι κολυμπούσα στη θάλασσα του χωριού μου. Ήταν τόσο ζωντανή η απόλαυση! Περπατούσα ανάμεσα στις ανθισμένες λεμονιές του περβολιού μας στη Λάπηθο κι ένιωθα τη μυρωδιά του ανθού στα ρουθούνια μου. Καλοκαιριάτικο μεσημέρι ξαπλωμένος στην κάμαρή μου, να μετροφυλλώ το Θησαυρό, ένα παλιό περιοδικό, και από κάτω να ακούω καθαρά το νερό του Κεφαλόβρυσου που έτρεχε στο πετραύλακο βγάζοντας στην κατηφόρα τη νανουριστική μουσική που μου έφερνε γλυκά γλυκά τον ύπνο. Εκεί ακριβώς που θα με έπαιρνε ο ύπνος στο όνειρό μου, ξυπνούσα και βρισκόμουν στη φυλακή... Σε αντίθεση με τα τελευταία λεπτά πριν κοιμηθώ το βράδυ, οι σκέψεις τα πρώτα λεπτά που ξυπνούσα κάθε πρωί ήταν πολύ βασανιστικές. Κατευθείαν ο νους μου πήγαινε στο κακό για την τύχη των μελών της οικογένειάς μου. Τίναζα το κεφάλι να ξεκολλήσουν οι κακές σκέψεις, που ήταν απερίγραπτες, και για να ξεφύγω απ' αυτές εφάρμοζα την τεχνική της στιχοπλεξίας. Ήταν άλλη μια άσκηση για να δουλεύει φυσιολογικά το μυαλό. Μολύβι χαρτί δεν είχαμε και Digitized by 10uk1s
χρησιμοποιούσα το μνημονικό μου για τη σύνθεση των στίχων. Η «Αμασειάδα» είναι έργο που περιγράφει τα βάσανα της αιχμαλωσίας μας, με σατιρική διάθεση και σε ομοιοκαταληκτική μορφή, και το έγραψα πολύ αργότερα, Δεκέμβρη του 74. Τους περισσότερους στίχους τους σχημάτισα στο νου μου εκείνες τις μέρες. Τον αιχμάλωτο τραγούδησε, μούσα. Μα πού γύριζες και ήσουνα απούσα; Τα βάσανα να δεις, μαζί μας να τα ζήσεις, Με πονεμένη την καρδιά να μας τα τραγουδήσεις; Άφησε πια τον Όμηρο και την αρχαία άρπα. Κοντά μας έλα κάθισε και ένα μπουζούκι άρπα. Ο πόνος τώρα σε καλεί, κοντά εδώ σε θέλει, Σήκω και χόρεψε και συ μαζί μας τσιφτετέλι... Η μέρα ήτανε ∆ευτέρα, δεκαπέντε Ιουλίου Που έγινε πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Με τη βοήθεια τα τανκς ξεκίνησαν του Χάρου, Και κατά του προεδρικού κινήθηκαν μεγάρου. Να ρίξουν την κυβέρνηση, να πάρουν εξουσία, Άγριο να κάνουν μακελειό μέσα στη Λευκωσία... Στη νήσο άρχισαν οι σκοτωμοί, Στους Τούρκους δόθηκε η αφορμή, Στην Κύπρο μας να κάνουν εισβολή, Με του Κίσινγκερ τη συμβουλή... Η μέρα ήταν Σάββατο, είκοσι Ιουλίου, Όταν στην Κύπρο έγινε η έκλειψη ηλίου. Σκοτείνιασε ο ουρανός, παντού φωτιά, καπνός... Στο στάδιο βρεθήκαμε εκείνο του Πραξάνδρου Και θύματα γινήκαμε επιθέσεως ανάνδρου. Με όπλα επετέθησαν και τεθωρακισμένα. Εμείς χτυπούσαμε απελπισμένα... Μόνο με μπρεν και με μαρτίνια, ίσως σωθεί η Κερύνεια... Επαναλάμβανα τους στίχους κάθε μέρα, για να μην τους ξεχάσω, και συνέχιζα να συντάσσω άλλους. Συχνά περιέγραφα το παρόν με τον ίδιο τρόπο. Η αβεβαιότης και η πείνα, Καθημερινή έγιναν ρουτίνα. Η μονοτονία έσπαζε με τον καιρό, Με κανένα ξυλοκόπημα γερό. Είμαστε στις φυλακές πέρα στην Αμάσεια Που λόγω πείνας πάθαμε α-μάσια. Τα στομάχια, οι κοιλιές αδειάσαν, Οι μασέλες μας σκουριάσαν. Στα όνειρά μας βλέπουμε φαγητά μαγειρεμένα, Σούπες, μακαρόνια, κοτόπουλα ψημένα... Ξυπνάμε όμως πάντα νηστικοί, Digitized by 10uk1s
Πίσω απ' τα σίδερα σαν ψόφιοι ποντικοί... Απάγγειλα τους στίχους μου μια δυο φορές στον διπλανό μου συναιχμάλωτο, έμεινε όμως αδιάφορος, ανέκφραστος. Κάποια στιγμή μάλιστα κατάλαβα ότι με κοίταζε σαν να μου είχε σαλέψει. Από τότε κρατούσα τους στίχους μόνο στη σκέψη μου. Στην πραγματικότητα τους σχημάτιζα ακριβώς για να μην τρελαθώ, για να πηγαίνει ο νους μου αλλού. Κάθε πρωί, περίπου την ίδια ώρα, έρχονταν φτεροκοπώντας και κάθονταν ψηλά, απέναντι από το παράθυρό μας δεκάδες περιστέρια. Λες και ήμαστε συνεννοημένοι αιχμάλωτοι και περιστέρια για οπτική συντροφιά. Τα κοιτάζαμε και μας κοίταζαν. Σχολιάζαμε που δεν υπήρχε ούτε ένα λευκό ανάμεσά τους. Καφέ, μαύρο και ανάμειχτα τα δύο αυτά χρώματα είχε το φτέρωμά τους. Όλα μαζί ύστερα από λίγη ώρα έφευγαν πετώντας δίπλα στα κάγκελα του κελιού μας. Πάντοτε ένα δυο φτερά διέγραφαν κινήσεις στον αέρα μπροστά στο παράθυρό μας, σαν να μας άφηναν σημάδι για το επόμενο ραντεβού μας. Ένα πρωινό τα περιμέναμε, αλλά δεν έρχονταν. Ξαφνικά αντί γι' αυτά ήρθε και κάθισε στο πεζούλι ένα περιστέρι κατάλευκο. Την ίδια μέρα, λίγο πριν απ' το μεσημέρι, αναπάντεχα μπήκε στο κελί μας ένας Τούρκος αξιωματικός με το μεταφραστή, που ήταν Κύπριος, και μας είπε ότι έγινε συμφωνία μεταξύ Κληρίδη‐Ντενκτάς για ανταλλαγή αιχμαλώτων. Η συμφωνία προνοούσε για την απελευθέρωση πρώτα των τραυματιών αιχμαλώτων, καθώς και των μαθητών, φοιτητών, δασκάλων και καθηγητών. Την άλλη μέρα ο μεταφραστής διάβασε έναν κατάλογο με ονόματα που θα απελευθερώνονταν. Προς μεγάλη μου έκπληξη άκουσα και το όνομά μου. Ευνοήθηκα από το ρίσκο που πήρα να δηλώσω φοιτητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Χάρηκα πολύ αλλά προσωρινά, γιατί ύστερα από λίγο σκέφτηκα ότι, κάθε φορά που μας μετακινούσαν, μας έλεγαν ότι θα απελευθερωνόμαστε και τελικά καταλήγαμε σε άλλες φυλακές. Μας μάζεψαν γρήγορα, χωρίς καλά καλά να αποχαιρετήσουμε τους συναιχμαλώτους μας, και μας οδήγησαν σε έναν άδειο θάλαμο των φυλακών, όπου μας άφησαν να περιμένουμε. Στο διάστημα αυτό ήρθανε δυο τρεις στρατιώτες που κρατούσαν από μια άδεια σελίδα τετραδίου και είπαν στον καθένα μας να τους γράψει το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Ύστερα από λίγη ώρα ήρθε πάλι ο μεταφραστής με έναν αξιωματικό που μας είπε ότι έπρεπε να ήμαστε ευχαριστημένοι από τη μεγαλοψυχία του τουρκικού στρατού που μας χάρισε τη ζωή, γι' αυτό και θα θεωρούνταν αχαριστία εκ μέρους μας αν ξαναστρέφαμε όπλο εναντίον του. Η επαναιχμαλωσία μας σε περίπτωση πολέμου, σύμφωνα με τους νόμους του τουρκικού στρατού, τιμωρούνταν με τυφεκισμό. Ούτε σφεντόνα, όπως μας είπε χαρακτηριστικά, δεν έπρεπε να στρέψουμε εναντίον του τουρκικού στρατού. Ύστερα από καμιά ώρα μας έβαλαν σε λεωφορεία. Μας έδεσαν πρώτα μπροστά τους καρπούς, και τα χέρια πήραν στάση όπως αυτή που έχουν όταν στεκόμαστε στην εκκλησία. Δε Digitized by 10uk1s
μας τα πολυέσφιξαν αυτήν τη φορά, πράγμα που το ερμήνευσα ως καλό σημάδι. Γενικά η συμπεριφορά των Τούρκων και η όλη ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή, κατάσταση που μας επέτρεπε να αισιοδοξούμε. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής είχαμε ένα σημαντικό πλεονέκτημα: μας επέτρεπαν να κοιτάζουμε από το παράθυρο. Πήραμε ακριβώς την αντίστροφη πορεία, προς τα Άδανα, με αντίστροφη συμπεριφορά των Τούρκων και αντίστροφα συναισθήματα εκ μέρους μας. Διασχίζαμε πεδιάδες απέραντες, ανεβαίναμε βουνά, βλέπαμε δίπλα μας μεγάλα ποτάμια. Τα χωριά φαινόντουσαν φτωχικά, με σπίτια πλίνθινα, χαμηλά σαν κοτέτσια. Οι αγρότες εξαθλιωμένοι, ξερακιανοί, οι άντρες ντυμένοι με βράκες και οι χανούμισσες με φερετζέ, με τη μαύρη μαντίλα και το μαύρο ριχτό σαν σεντόνι φόρεμα. Τις βλέπαμε συχνά να πλένουν ρούχα στα ποτάμια. Περάσαμε μέσα από μια μικρή ορεινή πόλη που την έλεγαν Τοκάτ. Μας πήρε είδηση ο κόσμος ότι ήμαστε Έλληνες αιχμάλωτοι και κινούνταν απειλητικά εναντίον των λεωφορείων μας. Είδα τότε ότι ο υπεύθυνος Τούρκος αξιωματικός της αποστολής καθόταν συνοδηγός στο λεωφορείο όπου ήμουν κι εγώ. Πρέπει να ίσχυε ακόμα η επιστράτευση στην Τουρκία, γιατί ο ανθυπολοχαγός φαινόταν έφεδρος και το συμπέραινα από τα μακριά μαλλιά που είχε και τη φυσιογνωμία του. Φαινόταν άτομο πνευματικά καλλιεργημένο και ευγενικού χαρακτήρα. Διέταξε να σταματήσει το λεωφορείο, κατέβηκε και συγκράτησε προσωρινά τον όχλο. Επέστρεψε γρήγορα και διέταξε τους οδηγούς να αναπτύξουν ταχύτητα. Έτσι τη γλιτώσαμε. Πιο κάτω δεν πρόλαβαν να μας αντιληφθούν, γιατί ήδη είχαμε απομακρυνθεί από το κέντρο. Στη μικρή αυτή πόλη είδα για πρώτη φορά Τούρκους πολίτες ντυμένους ευρωπαϊκά, κοπέλες με σχετικά κοντές φούστες, βαμμένες, περιποιημένες, και άντρες με παντελόνια, πουκάμισα και σακάκια. Όταν βγήκαμε έξω από το Τοκάτ, είδαμε ότι η έκταση αριστερά δεξιά του δρόμου ήταν καλλιεργημένη με μηλιές, χιλιόμετρα ολόκληρα μηλιές φορτωμένες μήλα. Κάποια στιγμή οι στρατιώτες φώναξαν τον έφεδρο ανθυπολοχαγό και κάτι του είπαν. Κατάλαβα ότι τον καλούσαν με το μικρό του όνομα, το οποίο τότε συγκράτησα, αλλά σήμερα δυστυχώς δεν το θυμάμαι. Ο αξιωματικός κούνησε το κεφάλι καταφατικά και αμέσως σταμάτησε το λεωφορείο. Η άλλη πομπή συνέχισε την πορεία της. Είδα τότε τους μισούς στρατιώτες να βγαίνουν από το λεωφορείο μας και να ορμούν στις μηλιές με ταχύτητα, να ελευθερώνουν τα πουκάμισά τους και δαγκώνοντας την άκρη τους να κάνουν τα πουκάμισα σακούλες, που τις γέμισαν μήλα. Τα φέρανε στο λεωφορείο, το οποίο ανέπτυξε ταχύτητα και έφτασε την πομπή. Καλόκαρδα οι στρατιώτες μάς κέρασαν κι εμάς από ένα μήλο. Είχε εξαίσια γεύση! Όπως μας έλεγαν οι Τούρκοι, τα μήλα του Τοκάτ θεωρούνται από τα πιο εύγευστα του κόσμου. Σιγά σιγά αποκτήσαμε οικειότητα με τους φρουρούς μας, που κάθονταν δίπλα μας. Ο στρατιώτης που με πρόσεχε ήξερε λίγα αγγλικά και με τη βοήθεια της διεθνούς γλώσσας των χειρονομιών συνεννοούμαστε. Μου έκανε βαθιά εντύπωση αυτός ο Τούρκος στρατιώτης. Πρώτα με ρώτησε αν ήταν σφιχτά δεμένα τα χέρια μου προτείνοντάς μου να τα ξεδέσει, για να είναι ακόμα πιο χαλαρά. Δε χρειάστηκε, γιατί του έδειξα τα χέρια μου, που τα είχα ξεδέσει μόνος μου και είχα το σπάγκο με τέτοιο τρόπο, που από μακριά να φαίνονται δεμένα. Βλέποντάς τα απλώς χαμογέλασε. Μου είπε ότι το όνομά του ήταν Οκτέν, ότι είχε τελειώσει Τεχνική Σχολή με ειδικότητα ηλεκτρολόγος και ότι όταν θα απολυόταν θα άνοιγε μαγαζί δικό του. Ρώτησε να μάθει για μένα και του είπα για τις σπουδές που είχα κάνει και για τα μελλοντικά μου σχέδια. Ο Οκτέν Digitized by 10uk1s
μου είπε τότε μια κουβέντα που χριστιανός δε σκέφτηκε ποτέ κανένας να μου πει, όταν μετά την απελευθέρωση διηγιόμουνα τις περιπέτειες της αιχμαλωσίας: «Τώρα», μου είπε, «που είσαι αιχμάλωτος, σκέφτομαι τη μάνα σου που θα κλαίει και θα ανησυχεί για σένα». Κάποια στιγμή αργότερα ο Οκτέν είδε ότι το κορδόνι της μιας αρβύλας του λύθηκε και μου έδωσε να του κρατήσω το όπλο του, για να μπορέσει να το ξαναδέσει! Ύστερα από κάμποσες ώρες σταματήσαμε έξω από ένα χωριό, μπροστά από κάποια στρατιωτική εγκατάσταση. Ο ανθυπολοχαγός με τα μακριά μαλλιά κατέβηκε και μπήκε στο μπροστινό λεωφορείο. Ενώ το λεωφορείο ήταν σταματημένο ακόμα, μπήκε ένας υπαξιωματικός εξαγριωμένος και άρχισε να χτυπά τους αιχμαλώτους. Κάποιος αιχμάλωτος σκέφτηκε τότε και άρχισε να φωνάζει το όνομα του υπεύθυνου ανθυπολοχαγού. Αμέσως όλοι τον μιμηθήκαμε και αρχίσαμε να τον καλούμε φωνάζοντας. Οι απλοί στρατιώτες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, γιατί ο Τούρκος που χτυπούσε ήταν ανώτερός τους, αλλά για να μας διευκολύνουν μας άφησαν απλώς να φωνάζουμε. Ευτυχώς ο ανθυπολοχαγός, που βρισκόταν στο μπροστινό λεωφορείο, πήρε είδηση ότι στο δικό μας κάτι συνέβαινε και ήρθε και έβγαλε έξω τον εξαγριωμένο λοχία. Σ' ένα χωριό, λίγο πιο κάτω, μας έκλεισε το δρόμο μια ομάδα χωρικών. Φαίνεται, κάποιος τους είχε ειδοποιήσει από το προηγούμενο χωριό. Κρατούσαν ξύλα, φτυάρια, πέτρες και ήταν έτοιμοι να μας λιντσάρουν. Τα λεωφορεία σταμάτησαν. Κατέβηκε πάλι ο μακρυμάλλης ανθυπολοχαγός, κάτι τους είπε και τους έδειξε τους στρατιώτες. Οι χωριάτες τελικά απομακρύνθηκαν δυσαρεστημένοι. Από την πόρτα του λεωφορείου μας, που ήταν ανοιχτή για να επιστρέψει στη θέση του ο αξιωματικός, πρόλαβε και μπήκε στο λεωφορείο μας ένας ηλικιωμένος χότζας, ο οποίος κρατούσε με υψωμένο το χέρι μια φωτογραφία και την έδειχνε θυμωμένος στους αιχμαλώτους. Αναστέναξε βαθιά. Καταλάβαμε ότι ο γιος του είχε σκοτωθεί στην Κύπρο. Τον λυπηθήκαμε και του λέγαμε στα ελληνικά: «Δε φταίμε εμείς, δε φταίμε εμείς». Ύστερα από λίγο επέστρεψε ο μακρυμάλλης ανθυπολοχαγός και τον έβγαλε με πολύ κόπο έξω. Όμως ο πικρός αναστεναγμός και η βιβλική μορφή του Χότζα έμειναν χαραγμένα στο νου μου. Ίσως επειδή με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι ο πόλεμος είχε προκαλέσει βαθύ πόνο και στους δυο λαούς. Την περισσότερη ώρα στην υπόλοιπη διαδρομή κοιτούσα έξω το υπέροχο τοπίο. Ο φρουρός μου στο διπλανό κάθισμα λαγοκοιμόταν, όπως και οι υπόλοιποι στρατιώτες. Το ίδιο γλαρωμενοι ήταν και οι αιχμάλωτοι. Στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου κρεμόταν ένα εσωτερικό καθρεφτάκι με μια τριγωνική σημαιούλα. Μέσα από αυτό έβλεπα λοξά μια τη φάτσα του οδηγού και μια την αντανάκλαση του φωτός που δημιουργούσε το χρυσό του δόντι, όταν χασμουριόταν. Δίπλα, στη θέση του συνοδηγού, καθόταν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός. Η εικόνα των μακριών ίσιων κατάμαυρων μαλλιών με το καπέλο αξιωματικού ήταν ασυνήθιστη και μου τραβούσε την προσοχή. Το ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια τραγούδια, που έκαναν συχνά τον οδηγό να κουνιέται στο ρυθμό τους. Οι ώρες κύλησαν και χωρίς να το καταλάβουμε μπήκαμε στα Άδανα. Περνούσαμε όπως φαινόταν από πλούσια συνοικία, γιατί γύρω μου έβλεπα ευρωπαϊκό περιβάλλον: μοντέρνες πολυκατοικίες, επαύλεις με κήπους, και ανθρώπους διαφορετικούς. Digitized by 10uk1s
Βγαίνοντας από την πόλη μάς κατέβασαν από τα λεωφορεία. Ο φρουρός μου, ο Οκτέν, έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό σημειωματάριο, έσκισε μια κόλλα, έγραψε τη διεύθυνσή του, μου την έδωσε και μου ζήτησε να του γράψω στο σημειωματάριο και τη δική μου: «Μαραθώνος 10, Λάπηθος, Κερύνεια, Κύπρος». Πώς θα με έβρισκε το γράμμα του φίλου μου του Οκτέν; Και τη διεύθυνση άλλαξαν και το όνομα του χωριού άλλαξαν και οι κάτοικοι άλλαξαν.
Digitized by 10uk1s
ΜΑΣ ΕΠΙΒΙΒΑΣΑΝ σε στρατιωτικά φορτηγά, με τα οποία μας μετέφεραν στη Μεσσήνα. Μας οδήγησαν στο αμπάρι ενός πολεμικού πλοίου. Μέσα εκεί δοκίμασα την πιο δυνατή και ευχάριστη έκπληξη της ζωής μου. Στην άλλη άκρη του αμπαριού, ανάμεσα σε άλλους αιχμαλώτους, είδα τον αδελφό μου. Τα έντονα συναισθήματα της στιγμής δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο, επειδή ανάμεσά μας, στο κέντρο του αμπαριού, υπήρχε μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών. Σήκωσα ελαφρά το χέρι και του έκανα νόημα να με δει. Με πρόσεξε και μου ανταπόδωσε το χαιρετισμό με τον ίδιο τρόπο. Τους είχαν φέρει από τις φυλακές της πόλης Αντίγιαμα. Αργότερα, όταν μας έσμιξαν όλους τους αιχμαλώτους, καθόμαστε μαζί και τα λέγαμε. Η μόνη μεγάλη αγωνία που μας έτρωγε εκείνη την ώρα ήταν να μάθουμε για την τύχη του πιο μεγάλου μας αδελφού, του Πρόδρομου, που υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Το πλοίο πλησίασε στην ακτή της Κερύνειας, μα επειδή ήταν μεγάλο, δεν μπορούσε να ακουμπήσει στο πρόχειρο λιμάνι της Γλυκιώτισσας, και έτσι μας έβαλαν σε αποβατικές λέμβους και μας έβγαλαν στην ξηρά. Μας περίμεναν λεωφορεία. Μας φόρτωσαν και μας μετέφεραν στην τουρκοκρατούμενη Λευκωσία. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής κοιτούσα έξω αχόρταγα το τοπίο, γιατί σε όλο το διάστημα της αιχμαλωσίας μου με βασάνιζε το ερώτημα αν θα ξανάβλεπα αυτά τα μέρη, τους τόπους μας που τώρα κατέχουν τα τουρκικά στρατεύματα. Περνούσαν τα λεωφορεία από το νέο δρόμο Κερύνειας‐Λευκωσίας. Στην ανηφόρα αριστερά μου είδα από μακριά τον πύργο της Λαίδης. Στο κτίριο αυτό ήταν η έδρα του δεύτερου λόχου του τάγματός μας. Είχα υπηρετήσει στον πύργο αρκετό καιρό. Κάθε μέρα το πρωί κάναμε έπαρση της ελληνικής σημαίας και κάθε σούρουπο την υποστολή της. Με το που κοίταξα αριστερά και είδα στον ίδιο ιστό να κυματίζει η τουρκική σημαία, αισθάνθηκα πρώτα θυμό, θλίψη, και μετά ντροπή. Στην τουρκοκρατούμενη Λευκωσία μας έβαλαν σε μια τεράστια αποθήκη. Επειδή θα απελευθερωνόμαστε, είχαμε καλύτερη μεταχείριση. Πρώτα πρώτα μας έφεραν παπούτσια, γιατί μας τα είχαν πάρει και καθόλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας ήμαστε ξυπόλυτοι. Ήταν κάτι πλαστικά φτηνά σανδάλια, απ' αυτά που φορούν τα παιδιά στη θάλασσα. Μας έφεραν καλύτερο φαγητό, ψωμί και από δυο βραστά αυγά. Ήρθαν και τα Ηνωμένα Έθνη, για να τους δηλώσουμε πού θα θέλαμε να εγκατασταθούμε μετά την απελευθέρωσή μας: στο χωριό μας, που ήταν τουρκοκρατούμενο, ή στις ελεύθερες περιοχές, όπου βρίσκονταν οι δικοί μας. Όλοι βέβαια δηλώσαμε την ελεύθερη Κύπρο. Την άλλη μέρα απελευθερώθηκαν οι τραυματίες αιχμάλωτοι και την επομένη, 23 Σεπτεμβρίου, μας έβαλαν στα λεωφορεία και πήραμε πορεία για το Λήδρα Πάλλας, ένα ξενοδοχείο στην ουδέτερη ζώνη της Λευκωσίας, όπου θα γινόταν η ανταλλαγή. Τα λεωφορεία προχωρούσαν κι εγώ δεν το πίστευα ότι θα μας άφηναν ελεύθερους. Ως την τελευταία στιγμή ήμουν δύσπιστος. Μόλις τα λεωφορεία μπήκαν στο μεγάλο προαύλιο του Λήδρα Πάλλας, αισθάνθηκα ανακούφιση και μια μέθη από την πολύ μεγάλη χαρά. Κορυφαία στιγμή. Σαν να είχα ξαναγεννηθεί. Η συγκίνηση ήταν τόσο δυνατή, που έβλεπες τους αιχμαλώτους να γονατίζουν και να φιλούν το χώμα της ελεύθερης Κύπρου. Σε λίγο άρχισε η διαδικασία της ανταλλαγής αιχμαλώτων. Εμείς ρακένδυτοι και εξαθλιωμένοι ανταλλασσόμαστε με Τουρκοκύπριους, που δεν ήταν ακριβώς αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά Digitized by 10uk1s
πολίτες Τουρκοκύπριοι που εγκλωβίστηκαν στις ελεύθερες περιοχές και η Τουρκία απαιτούσε να τους συγκεντρώσει στο βόρειο μέρος της Κύπρου, για να μπορέσει να δημιουργήσει αργότερα το ψευτοκράτος. Ήταν άνετοι αυτοί, με όλα τα πράγματά τους, ακόμα και με κιθάρες, οι υποτιθέμενοι αιχμάλωτοι, και με άλλα προσωπικά τους είδη που κουβαλούσαν μαζί τους. Μας υποδέχτηκε ο προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης. Έναν έναν μας χαιρέτησε διά χειραψίας. Προσπαθούσε να μας δώσει θάρρος και μας έλεγε ότι μας καταλαβαίνει, γιατί έκανε και ο ίδιος αιχμάλωτος στους Γερμανούς. Μετά την υποδοχή από τον προεδρεύοντα μας περικύκλωσαν οι δημοσιογράφοι, για να μας ρωτήσουν για τις συνθήκες κράτησής μας στην Τουρκία. Οι περισσότεροι σκεφτόμαστε αυτούς που ακόμα δεν απελευθερώθηκαν και ήμαστε πολύ συγκρατημένοι στις δηλώσεις. Εγώ δήλωσα μόνο «ουδέν σχόλιο». Ακολούθως μας έβαλαν σε λεωφορεία και μας ανακοίνωσαν ότι θα μας μετέφεραν στην Ξενοδοχειακή Σχολή, για να κάνουμε μπάνιο, να αλλάξουμε ρούχα και να φάμε. Ήμαστε η πρώτη ομάδα ανταλλαγής, γι' αυτό και στους δρόμους, καθώς και στην Ξενοδοχειακή Σχολή μας περίμενε χιλιάδες κόσμος, συγγενείς των απελευθερωθέντων αλλά κι αυτών που έμειναν πίσω στην Τουρκία, και ήθελαν να ρωτήσουν εμάς αν τους είδαμε και αν ήταν καλά. Συγγενείς αγνοουμένων με τις φωτογραφίες των παιδιών τους έτρεχαν δίπλα από τα εν κινήσει λεωφορεία και με απελπισμένη ανυπομονησία ρωτούσαν αν είδαμε πουθενά τα πρόσωπα που μας έδειχναν στις φωτογραφίες. Δημοσιογράφοι, τηλεοράσεις, ανταποκριτές. Θυμάμαι έντονα τρεις με τέσσερις γριές με μαύρα ρούχα, με τα κεφάλια τυλιγμένα με τις μαύρες μαντίλες, με τα χαραγμένα από το χρόνο πρόσωπά τους να ανακαλιούνται. Ύστερα κοίταζαν τον ουρανό, άπλωναν τα ξερακιανά χέρια, σχεδόν συγχρονισμένα, κι έσκυβαν τιμάζοντας τους υπαίτιους της τραγωδίας: «Ας όψουνται τζείνοι που μας τα κάμασιν». «Που να παν εις τ' ανάθεμαν.» «Που να φαν τα ύστερά τους.» «Που να τους κάψει ο Πλάστης μου.» Έβλεπες τα χέρια τους που ήταν υψωμένα στον ουρανό να κατεβαίνουν με κίνηση απαλή, ανάλαφρη, μέχρι τη μέση της απόστασης από τη γη και με απότομη, βίαιη κίνηση να τα ακουμπούν στο έδαφος. Λες και μάζευαν κομμάτι ουρανού με αγάπη και το φύτευαν με μίσος στο χώμα. Πιο πολύ μου τράβηξαν την προσοχή τα μακριά λεπτά τους δάχτυλα και το έξω μέρος της παλάμης, με τις φλέβες ανάγλυφες, που ξεχώριζαν από μακριά. Υπήρχαν πολλές μαυροφορεμένες γυναίκες και άντρες αξύριστοι, με έκφραση πόνου στα πρόσωπα. Έμοιαζαν με χορό αρχαίας τραγωδίας. Κινούνταν αριστερά δεξιά, με κινήσεις γρήγορες, ανυπόμονες, δίνοντας ένταση στο χώρο. Η μέθη από τη συγκίνηση της απελευθέρωσης σιγά σιγά περνούσε και την αντικαθιστούσαν συναισθήματα θλίψης και αγωνίας. Ο αδελφός μου κι εγώ είχαμε έγνοια να μάθουμε πρώτα πρώτα την τύχη του μεγάλου μας αδελφού. Κάποιος χωριανός που ήταν στην υποδοχή μας είπε ότι βρέθηκε και μας καθησύχασε. Στην Ξενοδοχειακή Σχολή κάναμε μπάνιο. Υπήρχε τόση βρώμα πάνω μας, που τρίβαμε τρίβαμε, αλλά πάλι έμενε τόπους τόπους μια μαύρη κρούστα, που δεν έφευγε με τίποτα, παρ' όλο το τρίψιμο, παρ' όλο το νερό και το σαπούνι. Μας έδωσαν καθαρά ρούχα και
Digitized by 10uk1s
φορέσαμε. Στο παντελόνι που έβγαλα και το έδωσα μαζί με όλα τα ρούχα των αιχμαλώτων, που φαντάζομαι ότι τα μάζεψαν και τα έκαψαν, ήταν και η κόλλα με τη διεύθυνση του Οκτέν. Μας οδήγησαν στην τραπεζαρία, όπου υπήρχαν άφθονα φαγητά, φρούτα και γλυκά. Από την πολλή συγκίνηση δεν μπόρεσα να φάω. Μόνο μια ρόγα σταφύλι κατάφερα να καταπιώ. Ανυπομονούσα να βγω έξω. Στη συνέχεια μας έδωσαν μια πρόχειρη βεβαίωση ότι διατελέσαμε αιχμάλωτοι, δυο λίρες ως χρηματικό βοήθημα, και μας άφησαν ελεύθερους. Οι δυο αυτές λίρες ήταν και η μοναδική κρατική υποστήριξη που είχαμε μέχρι σήμερα ως αιχμάλωτοι πολέμου... Έξω εμένα και τον αδελφό μου δε μας περίμενε κανείς. Οι γονείς μας έμαθαν από το ραδιόφωνο ότι θα γινόταν ανταλλαγή αιχμαλώτων, αλλά βρίσκονταν πρόσφυγες σε ένα χωριό του Τροόδους, χωρίς μέσο μετακίνησης. Από το ραδιόφωνο έμαθαν ότι τα ονόματά μας βρίσκονταν ανάμεσα στον κατάλογο των απελευθερωθέντων. Τυχαία συναντήσαμε τον Σωτήρη Αντζουλή, χωριανό μας από την ίδια γειτονιά, που είχε αυτοκίνητο και μας έβαλε μέσα. Γυρίζαμε μέσα στην πόλη της Λευκωσίας, για να βρούμε μέρος να διανυκτερεύσουμε. Ο Σωτήρης σκέφτηκε και μας πρότεινε να μείνουμε σε ένα φυλάκιο της πράσινης γραμμής. Ψυχολογικά εμείς δεν μπορούσαμε να το δεχτούμε και θέλαμε να ήμαστε μακριά από τους Τούρκους. Του είπαμε να μας πάρει από κει. Μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητό του και γυρίζαμε στη Λευκωσία σαν την άδικη κατάρα. Ήρθε στο μυαλό μου η εξαδέλφη μου η Γιωργούλα, που έμενε στη Λευκωσία. Του είπαμε και μας πήγε εκεί. Όπως μας είδε ξαφνικά η Γιωργούλα, τρόμαξε. Με το χάλι που είχαμε έκανε κάμποσα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ποιοι ήμαστε. Μαζί με τον άντρα της, τον Οδυσσέα, μας φιλοξένησε και μας περιποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Πρωί πρωί κατέφθασαν και οι δικοί μας από το ορεινό χωριό Κακοπετριά. Η συνάντηση με τους γονείς και τα αδέλφια μας ήταν πολύ συγκινητική. Ήμαστε ευχαριστημένοι όλοι και το θεωρήσαμε εύνοια της τύχης που βρεθήκαμε όλοι εν ζωή. Η μητέρα μας έκλαιγε με λυγμούς. Μας βρήκε ωχρούς και σχεδόν σκελετωμένους. Ο Πρόδρομος, ο μεγάλος μας αδελφός, ήταν αγνοούμενος είκοσι δύο μέρες και βρέθηκε ύστερα από πολλές περιπέτειες. Ως φοιτητής τότε είχε εγκλωβιστεί, όπως όλοι οι φοιτητές, που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις χώρες που σπούδαζαν γιατί είχε καταστραφεί το αεροδρόμιο. Τα λιμάνια υπολειτουργούσαν. Λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στην Κύπρο αποκόπηκαν οι συγκοινωνίες με το εξωτερικό. Ο εφοπλιστής Ποταμιάνος έστειλε το πλοίο ΟΔΥΣΣΕΥΣ και μετέφερε όλους τους φοιτητές στον Πειραιά. Με την ευκαιρία αυτή έφυγε και ο Πρόδρομος για Αθήνα μέσα του Σεπτέμβρη. Η οικογένειά μας αποφάσισε να εγκαταλείψει το χωριό Κακοπετριά, για να εγκατασταθούμε στη Λεμεσό. Όταν οι γονείς μου με τα δυο μικρά αδέλφια μου εγκατέλειψαν τη Λάπηθο, έφυγαν, όπως και οι περισσότερες οικογένειες, προσωρινά, να περάσει το κακό, όπως έλεγαν. Πού να φανταστούν ότι δε θα επέστρεφαν ποτέ. Ο κόσμος άφησε τα σπίτια του με στρωμένα τα κρεβάτια, με ποτισμένα τα δέντρα και τους κήπους, γιατί πίστευαν ότι σε δυο, το πολύ τρεις μέρες θα επέστρεφαν. Γι' αυτό μαζί τους πήρανε μόνο τα απαραίτητα και όλη η οικογένεια βρεθήκαμε με τα ρούχα που φορούσαμε. Το δράμα της μητέρας μου ήταν που δεν είχαμε τρόφιμα να μας μαγειρέψει. Γινόταν διανομή κάποιων τροφίμων με δελτίο, αλλά δεν επαρκούσαν για ολόκληρη οικογένεια.
Digitized by 10uk1s
Εκτός από το μεγάλο αδελφό, που επέστρεψε στις σπουδές του, οι δυο γονείς, τα άλλα τρία αγόρια και η μικρή μας αδελφή, μαζί και ο παππούς, πήραμε το λεωφορείο για τη Λεμεσό, όπου ως πρόσφυγες μας περίμεναν απίστευτες άλλες περιπέτειες...
Digitized by 10uk1s
24 ΙΟΥΛΙΟΥ 2002. Βλέπω στις ειδήσεις τη δεξίωση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Θυμάμαι το παλιό μας σπίτι στη Λάπηθο — τη μικρή ελιά που είχα φυτέψει στον κήπο. Θα δώσει φέτος καρπούς; Ένας κόμπος μου ανεβαίνει στο λαιμό. Το απόγευμα κατέβηκα στην αγορά για ψώνια. Στο χώρο που πουλούσαν τα φρούτα είδα δίπλα στα κοινά καρπούζια κάποια άλλα, πολύ μεγαλύτερα, και πάνω μια ταμπέλα που έγραφε: ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ ΧΩΡΙΣ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙΑ Η σκέψη μου στράφηκε πίσω στην αιχμαλωσία και στο καρπούζι που μας έφερναν οι Τούρκοι για δείπνο. «Φαντάσου να μην είχε κουκούτσια...!» Άθελά μου αναρωτήθηκα: «Πώς θα είναι άραγε οι αναμνήσεις που δε θα έχουνε κουκούτσια;». Τις σημειώσεις μου τις έγραψα με νωπή τη μνήμη, αμέσως μετά την αιχμαλωσία. Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα τις ξετρύπωσα από το πατάρι και άρχισα να γράφω το ιδιότυπο αυτό «ντοκουμέντο». Ίσως για να διώξω το βάρος που με πιέζει τόσα χρόνια. Ίσως για να το μοιραστώ...
Digitized by 10uk1s
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Σ ύ γ κ ρ ο υ σ η Μ α κ α ρ ί ο υ ‐ Χ ο ύ ν τ α ς : η Χούντα επιδίωκε μια διχοτομική λύση στο κυπριακό σε συνεργασία με την Τουρκία και στήριζε την Ε.Ο.Κ.Α. Β' στη δράση της εναντίον του Μακαρίου. Τα έγγραφα που ανακάλυψε η κυπριακή κυβέρνηση πριν από το Πραξικόπημα έδειχναν τη συμμετοχή τής Χούντας στη συνωμοσία. Ο Μακάριος παραμονές του Πραξικοπήματος εξάρθρωσε σχεδόν πλήρως την Ε.Ο.Κ.Α. Β' και έδειχνε σχεδόν κυρίαρχος. Η Χούντα αντέδρασε με το Πραξικόπημα. Ε . Ο . Κ . Α . Β ' : οργανώθηκε μετά την άφιξη του Γρίβα στην Κύπρο (31‐8‐1971), οι πυρήνες όμως είχαν δραστηριοποιηθεί νωρίτερα. Το σύνθημά της ήταν ότι έπρεπε να τορπιλιστούν οι ενδοκυπριακές συνομιλίες και να επανέλθουμε στην πολιτική της Ένωσης. Ο Γρίβας σε διάφορες φάσεις υποστήριζε παραχώρηση κυπριακού εδάφους (ειδικά τη βάση της Δεκέλειας) στην Τουρκία. Ε ν ά τ η Ι ο υ λ ί ο υ 1 8 2 1 ε ν Λ ε υ κ ω σ ί α τ η ς Κ ύ π ρ ο υ : έπος του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, το οποίο αναφέρεται στα μαρτύρια και στις εκτελέσεις των Κυπρίων εθνομαρτύρων του 1821 και ιδιαίτερα στο δράμα του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους. Μ α κ α ρ ι α κ ο ί ‐ Γ ρ ι β ι κ ο ί : η μεγάλη διαίρεση έγινε την περίοδο της Ε.Ο.Κ.Α. Β', όταν ο Μακάριος υποστήριζε την αναγκαιότητα της πολιτικής της Ανεξαρτησίας, ενώ ο Γρίβας με τα όπλα την πολιτική της Ένωσης. Ο ι τ ρ ε ι ς μ η τ ρ ο π ο λ ί τ ε ς : οι Κιτίου, Πάφου και Κυρήνειας στις 14‐7‐1973 καθαιρέθηκαν από τη μείζονα σύνοδο για παραβίαση των ιερών κανόνων, σχίσμα, παρασυναγωγή και συνωμοσία. Προηγουμένως οι μητροπολίτες αυτοί σε παράνομη παρασυναγωγή ανακοίνωσαν παράνομη καθαίρεση του Μακαρίου — που δεν αναγνωρίστηκε — γιατί δήθεν παραβίαζε τους ιερούς κανόνες με το να είναι πρόεδρος. Οι νέοι μητροπολίτες που εξελέγησαν θεωρούνταν από τους πραξικοπηματίες παράνομοι, γι' αυτό και στη Μητρόπολη Κυρηνείας συνέλαβαν το μητροπολίτη τον οποίο υπεράσπιζε το Εφεδρικό. Τ α ρ α χ έ ς τ ο υ ' 6 4 : αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων που δημιούργησαν οι Τουρκοκύπριοι με αφορμή την πρόθεση του Μακαρίου να μεταρρυθμίσει δεκατρία σημεία του συντάγματος. Τ ο Ε φ ε δ ρ ι κ ό : ήταν αστυνομικό σώμα που ιδρύθηκε τον καιρό της Ε.Ο.Κ.Α. Β' με σκοπό την εξάρθρωσή της. Τ ο υ ρ κ ο κ υ π ρ ι α κ ο ί θ ύ λ α κ ε ς : δημιουργήθηκαν μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963‐64, όταν οι Τουρκοκύπριοι δημιούργησαν παράνομα καντόνια (τουρκικός τομέας Λευκωσίας, Αμμοχώστου, Λάρνακας και άλλοι), συνολικά γύρω στο τέσσερα τοις εκατό του κυπριακού εδάφους, και τα υπεράσπιζαν με τα όπλα τους.
Digitized by 10uk1s
ΑΡΚΤΙΚΟΛΕΞΑ Γ . Σ . Π ρ ά ξ α ν δ ρ ο ς : Γυμναστικός Σύλλογος Πράξανδρος, το στάδιο της Κερύνειας. Ε . Η . Δ . : Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγησις. Ε . Σ . Α . Κ . : Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία Κύπρου. Ε . Σ . Σ . Ο . : Εκπαιδευτική Σειρά Στρατευσίμων Οπλιτών. Ε Λ . Δ Υ . Κ . : Ελληνική Δύναμη Κύπρου. Κ . Ε . Ν . : Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσύλλεκτων. Λ . Υ . Β . : Λόχος Υποψηφίων Βαθμοφόρων. Π . Α . Ο . : Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως. Σ . Ε . Μ . : Σώμα Εφοδιασμού Μεταφορών. Τ . Π . : Τάγμα Πεζικού.
Digitized by 10uk1s
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ Α ν α ( γ ) ε λ ώ : κοροϊδεύω, περιγελώ. Α ν α κ α λ ι ο ύ ν τ α ι (αρχ. ανακαλούμαι): ρ. ανακαλιούμαι, μοιρολογώ, κλαίω γοερά. Α ν α μ ώ ν ν ω (ανά + αρχ. ομόοω): σηκώνω το χέρι, για να χτυπήσω κάποιον. Β α ρ δ ι ά ν ο ς : φρουρός που αποτελεί μέλος βάρδιας. Βαρελάκια: στρατιωτική άσκηση κατά την οποία οι στρατιώτες αφήνουν τα σώματά τους να κυλήσουν στο έδαφος με το πλάι. Γ ε ρ ό λ α κ κ ο ς : χωριό κοντά στη Λευκωσία. Γ λ υ κ ι ώ τ ι σ σ α : εκκλησάκι της Παναγίας της Γλυκιώτισσας στον ομώνυμο κόλπο. Δ ι ε λ κ υ σ τ ί ν δ α : από τα αρχαιότερα παιχνίδια. Η κάθε ομάδα προσπαθεί τραβώντας ένα σκοινί να σύρει την άλλη προς το μέρος της. Ε π υ ρ κ ό λ η σ α : ρ. πυρκολ(ο)ώ, ανάβω φωτιά, πυροβολώ. Έ σ σ ω (επιρ: έσω): σπίτι. Ί λ α ρ ο ς (αρχ. ιλαρός): ήρεμος, ήσυχος. Κ ά μ α σ ι ν : κάνανε. Κ α ν ε ί (αρχ. ικανεί): αρκεί. Κ ο τ ζ ι ά κ α ρ η (τουρκ. kocakari): γριά. Κ υ π α ρ ι σ σ ό β ο υ ν ο ς : η ψηλότερη κορυφή του βουνού Πενταδάκτυλος, κάτω από την οποία ήταν αμφιθεατρικά χτισμένη η κωμόπολη της Λαπήθου. Λ α γ ο υ δ ά κ ι α : ονομασία ενός καψωνιού. Βαθύ κάθισμα με το όπλο ανάμεσα στις κλειδώσεις των ποδιών και πορεία με πηδήματα. Μ α ν ν ό ς (αρχ. μανός): χαζός, χαύνος (μαννοσειρά: χαζοσειρά). Μ ά ο υ ζ ε ρ : είδος πολεμικού τουφεκιού. Μ α ρ τ ί ν ι : είδος πολεμικού τουφεκιού που πήρε το όνομα του εφευρέτη του. Μ ε ι κ τ ό χ ω ρ ι ό : χωριό όπου ζούσαν μαζί Έλληνες και Τούρκοι. Μ ι τ ά : (μετά) μαζί. Μ π α ζ ο ύ κ α : εκτοξευτής βλημάτων που χρησιμοποιούνται για την καταστροφή αρμάτων μάχης. Μ π ρ ά ο υ ν ι ν γ κ : βαρύ οπλοπολυβόλο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Μ π ρ ε ν : οπλοπολυβόλο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, τσέχικης κατασκευής.
Digitized by 10uk1s
Ό ψ ο υ ν τ α ι : ας όψεται, ας έχει επίγνωση του κακού που έκανε και ας τιμωρηθεί από το Θεό. Π α ρ α λ ί μ ν ι : κωμόπολη που βρίσκεται στην ελεύθερη περιοχή δίπλα από την κατεχόμενη Αμμόχωστο. Π ι λ ό τ τ α : πολύ διαδεδομένο παιχνίδι με χαρτιά, που παίζεται πολύ στα καφενεία. Δ ι π ί λ ο τ τ ο : πιλόττα με δύο παίκτες. Π λ ά σ τ η ς : ο Δημιουργός, ο Θεός. Π ο κ α λ ά μ η (από + αρχ. καλάμη): στέλεχος σταχυού, αποκαλάμη δημητριακών. Π ο λ ι π ί φ : κονσέρβα βοδινού κρέατος. Π ο λ ο ά σ α ι (αρχ. απολογούμαι): ρ. πολοούμαι, παίρνω το λόγο και απαντώ, αποκρίνομαι προστατεύοντας με τα χέρια το κεφάλι. Ρ ο θ υ μ ώ (αρχ. ραθυμώ): φοβάμαι τη νύχτα. Ρ έ π α ν ο ς : μεγάλου μεγέθους ραπάνι, σε σχήμα καρότου. Σ α ρ κ ά (αρχ. σάρον): το σάρωθρον, η σκούπα∙ ρήμα σαρίζω: σκουπίζω. Σ έ κ κ ο ς (ιταλ. secco): ξηρός, ακίνητος. Σ κ ά λ α : άλλη ονομασία της Λάρνακας. Σ σ ι λ ό ψ α ρ α : σκυλόψαρα. Σ τ ε ν : οπλοπολυβόλο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, αγγλικής κατασκευής. Σ υ γ χ α ρ ί : ορεινό χωριό του Πενταδάκτυλου. Τ α ύ σ τ ε ρ ά τ ο υ ς : παργ. επίθ. ουσιαστικοποιημένο (ενν. τέλη) από χρονικό επίρ. ύστερα ( = κατόπι): τα τελευταία του. Τ ά ρ α σ σ ε : κουνήσου. Τ ι μ ά ζ ω (αρχ. ατιμάζω): καταριέμαι. Τ ο α ϊ ρ ά ν ι (τουρκ. Ayran): δροσιστικό ποτό από γιαούρτι. Τ σ ά κ α : όταν κάποιος με ισχυρό χαρτί μαζεύει τα υπόλοιπα. Φ λ α γ κ ο ύ ι ν (γερμ. blank): το συκώτι. Χ α λ ε ύ κ α : ονομασία περιοχής του βουνού Πενταδάκτυλος. Χ η μ ε ι ο τ α κ τ ι σ μ ό ς : η σχέση έλξεως ή απώθησης ανάμεσα σε ένα κύτταρο ή ένα μικροοργανισμό και σε μια χημική ουσία.
Digitized by 10uk1s
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ
τους φίλους Μαίρη Παπαδαντωνάκη και Ισίδωρο Γιαμπίλη, οι οποίοι με τις εύστοχες και ευφυείς παρατηρήσεις τους βοήθησαν στην τελική διαμόρφωση του κειμένου. τον Νίκο Νικολάου, ο οποίος με την έμπρακτη φιλία του στήριξε την προσπάθειά μου με κάθε τρόπο. την Κατερίνα Αναγνωστοπούλου, που ήταν η πρώτη που διάβασε το κείμενο και εξέφρασε τον ενθουσιασμό της. τον ιστορικό Άριστο Κάτση για τον κόπο που έκανε να συντάξει τις ιστορικές επεξηγήσεις. την Αγάθη Μαρκάτη, γιατί ήταν η πρώτη που με τη ζεστή και ευαίσθητη φωνή της χρωμάτισε με ιδιαίτερο τρόπο αποσπάσματα από τα χειρόγραφά μου. τους μαθητές της Γ' τάξης (θεωρητική κατεύθυνση) του 3ου Λυκείου Νέας Ιωνίας, που ήταν οι πρώτοι δημόσιοι αναγνώστες και εύστοχοι κριτές του κειμένου. τη σύζυγό μου Μαρία Χατζητοφή για την ολόψυχη συμπαράστασή της και την εικαστική επιμέλεια του βιβλίου.
Digitized by 10uk1s
ΕΠΙΜΕΤΡΟ Ενώ το βιβλίο εκδιδόταν, ένας φίλος που είχε διαβάσει τα χειρόγραφά μου βρήκε στο Διαδίκτυο τα πλήρη στοιχεία των αγνοουμένων Ππόλο και Γιαννή. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη.
Digitized by 10uk1s