Κάθε γνήσιο αντίτυπο υπογράφεται από τη συγγραφέα.
/!
Λ ΙΛ Η Ζ Ω Γ Ρ Α Φ Ο Υ
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ 0 ΚΑΦΚΑ 110 χρόνια από τή γέννησή ίου ( 1883- 1993)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» - A. Α. ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 1993
Σειρά: ΔΟΚΙΜΙΟ Τίτλος:ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ Συγγραφέας:ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Επιμέλεια:ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΛΑΒΑΝΟΥ Εξιίψνλλο:ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ Copyright Θ Λιλή Ζωγράφου Copyright f) IW3 Ι ΚΛΟΣΓΙΣ «ΝΓ.Α ΣΥΝΟΡΑ» A. Α. ΛΙΒΑΝΙ! & ΣΙΛ Ι-.Η, Σολιιινος «Μ 100 80 Αθήνα. Τηλ.: .3000308. Fax: 3617701 ISBN 000.’ 30 138 X
Στην
Πρόλογος
Τό νάφιλοδοξήσει κάποιος νά δώσει μιά ταυτότητα στον Κάφκα είναι δ,τι πιό τολμηρό μπορεί νά γίνει. Διότι ό Κάφκα δέν ήταν επίκαιρος όταν γεννήθη κε, στά 1883, ούτε όταν πέθανε, στά 1924, αλλά οϋτε καί στά 1960 πού κάνουμε εδώ, στην Ελλάδα, τήν πρώτη μας γνωριμία μαζί του. Κάφκα γίνεται πα γκόσμια επίκαιρόςμόλις τιάρα, φρέσκος, ολοζώντα νος, μόλις στήν έξοδό μας άπό τόν εικοστό αιώνα. Μέ προβλημάτισε προσωπικά άπό τό ’60, οπότε ετοίμασα μιά διάλεξη πού τελείωσε στίς αρχές τού 1962 μέ πολλές δυσκολίες, γιατί στήν Ελλάδα είχαν μόλις κυκλοφορήσει ή «Δίκη» καί ή «Μεταμόρφω ση» σέ μετάφραση. Τό νά μιλήσεις γιά έναν συγγρα φέα τόσο άδιαφανή καίαινιγματικό, σ ’ ένα πού δέν τόν έχει διαβάσει αρκετά ώστε νά προβλη ματιστεί α π ’ αυτόν, δυσκολεύει ιδιαίτερα. Αλλάή διάλεξη ενθουσιάζει καί ό Ρίτσος μοϋ δίνει τό κουράγιο νά στρωθώ γιά ένα δοκίμιο, αφού έτσι κι αλλιώς έχω καταπιαστεί μέ πάθος καί έχω φέρει όλα του τά βιβλία άπό τό Παρίσι, καθώς καί αρκετές μελέτες ξένων ερευνητών. Τελειώνω ένα πολυσέλιδο δοκίμιο μία εβδομάδα πρίν ’
9
Λ ΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
τοΰ ! Απρίλη τοΰ 1967, κιόταν περίπ μετά τό πραξικόπημα φεύγω κρυφά γιό τό Παρίσι, δέν παίρνω μαζί μου τό χειρόγραφο (πού δεν είχα προλάβει νά δακτυλογραφήσω) από φόβο μή μοϋ τό κατάσχουν στό άεροδρόμιο. Νοσταλγώ μέ οδύνη τό πολύτιμό μου χειρόγραφο, ώσπου έπιστρέφοντας την άνοιξη τού ’68βρίσκω λιγότερα από τ χειρόγραφα κι αυτά ανακατεμένα καί άσυνάρτητα, ύστερα από μιάν έρευνα τής Ασφάλειας κατά την άπουσία μου. Δέν τά ξανάγγιξα, άνατριχιάζοντας γιά τήν άναπηρία τους. Αλλά, τήν τελευταία τετραετία βρέθηκα επανει λημμένα στά δικαστήρια σάν μάρτυρας υπεράσπι σης νέων παιδιών, γνωστών «ώς συνήθως υπό πτων». Μέσα στίς αίθουσες τών δικαστηρίων μέ αιχμαλώτιζε σάν όραμα ή ψηλή λυγερή κορμοστα σιά τού Κάφκα. Μέ πολιορκούσε σάν συμπαράστα ση ή εγώ δέν πολιόρκησα ποτέ σωστά, ώς τώρα, τόν προβληματισμό του; Μέ τρόμο νά ξαναβρεθώ μέσα στούς λαβύρινθους τών σελίδων του, άνοιξα τά «Άπαντά» του σέ έκδο ση Gallimard.Καί επιτέλους άρχισε ή άπομυστικοποίηση. Διαπίστωνα ότι πράγματι ό Κάφκα ήταν — γιά μάς τούς Δυτικούς — ό άκατανόητος καί γιά τήν περίοδο πού ζοΰσε, αλλά καί επί δεκαετίες άργότερα, ώς τά 1985, οπότε διαβάζεται πλέον σάν παγκόσμιος χρονικογράφος τοΰ τέλους τοΰ αιώνα μας. Φεβρουάριος 10
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
Ο Κάφκα απορεί· κουβαλάει μέσα του τό όραμα ενός αδυσώπητου κόσμου πού, άν καί είναι πραγ ματικότητα γιά τόν Ιδιον, δεν έχει μέ ποιόν νά τόν μοιραστεί. Ή ανθρωπότητα κολυμπάει παγκόσμια σέ ρομαντικές πλάνες, φαντασιώσεις καί απειλές. ’Αξίζει νά εκμεταλλευτούμε αυτή την περίοδο πού ό χρόνος δεν μετριέται. Ό αιώνας μας τέλειωσε στά 1985-’86, ό χρόνος σταμάτησε εκεί, καί ό 21ος δέν έχει ακόμη άναγγελθεΐ. Ούδείς αναλαμβά νει επίσημα την εξαγγελία του, ούτε γνωρίζουμε πό τε θ’ αποφασίσουν νά ξεκινήσει. Θά εκμεταλλευτούμε αυτό τό κενό χρόνου. Μιά καί αυτό τό κενό έχει τό χρονικογράφο του, όχι τόν Ιστορικό του, αλλά τόν προφήτη του. ’Άν παραδεχτούμε ότι ή 'Ιστορία γράφεται τελι κά από τό πνεύμα καί όχι από τήν πολιτική, θά θε ωρηθεί απαραίτητο νά ξεκινήσουμε απ’ αυτό. Είναι ή γενιά τού Κάφκα (καί άλλων σημα ντικών, όπως ό Καζαντζάκης, προσφερόμενη σύ μπτωση γιά μύριες όσες συγκρίσεις) αυτή πού υπο δέχτηκε έφηβη τόν αιώνα μας, μιά γενιά πού άρνιέται, ώστόσο, νά δεχτεί καί τίς αξίες πού οί προη γούμενες τής παραδίδανε στά χέρια, μέ τήν απαίτη ση τής απόλυτης αποδοχής. Μέ τά αυτιά καί τά 13
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ρουθούνια παλλόμενα, οί νέοι ακόυαν καί οσφραί νονταν τη βροντερή απειλή τού μεταμφιεσμένου σέ φιλελευθερισμό ιμπεριαλισμού. Τό πέρασμα της γερμανικής μπουρζουαζίας στον ιμπεριαλισμό δέν έκλόνιζε μόνο τήν παραδοσιακή σιγουριά αξιών τών τελευταίων γενεών, μά εξόγκωνε ό,τι έμοιαζε από σίγουρο ως τελματωμένο, μαζί κι ένα άντισημιτικό πνεύμα (μόλις είχε τελειώσει ή δίκη Ντρέυφους στό Παρίσι) πού κανείς δέν φανταζόταν πώς θά διαμορφωνόταν. Καί ό Κάφκα ήταν Εβραίος. ’Αλλά αύτό δέν μάς απασχολεί, μιά καί δέν εΐναι κάν δικό του πρόβλημα, παρά μόνο περαστικά, κα τά καιρούς. Ό ίδιος, δμως, έγινε δικό μου πρόβλημα. Πρώτα, γιατί όταν τόν ανακάλυψα, γύρω στά 1960, πληροφορήθηκα ταυτόχρονα ότι ήταν αυστη ρά απαγορευμένος στά κομμουνιστικά κράτη. Ό δεύτερος λόγος ήταν πώς, παρ’ όλες τίς προσεγγί σεις πού προσπάθησα, εξακολουθούσα νά μήν τόν καταλαβαίνω. Καί πώς νά τόν καταλάβιο; Θεόμουν τόν κόσμο, καί τόν δικό μας μικρόκοσμο, μέσα άπό τό επαναστατικό πρίσμα πού κυ ριάρχησε στήν Ελλάδα, μέ τήν άφύπνιση καί τή σύνθεση τής συνείδησής μας. ’Ανήκα στή νεολαία τού πολέμου, στήν άντίσταση, στή φυλάκιση, τή νί κη, τό θρίαμβο τής κοινωνικής άντίστασης, τήν ήττα, τήν προδοσία, τόν εμφύλιο, τό άστυνομευόμενο καί δολοφονικό κράτος, φωτισμένα, ώστόσο, όλα καί όιαποτισμένα πάντα άπό τή φωτεινή ύπό14
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
σχέση ΰψιστης δικαιοσύνης πού έκπεμπόταν αυτό ματα άπό τή Σοβιετική Ένωση καί τόν υπαρκτό σο σιαλισμό της. Διένυα, τελικά, μιά φυσιολογική εφηβική καί νε ανική ηλικία μέ τήν πίστη καί τά δράματά της πού ό Κάφκα δέν φαινόταν πουθενά ότι είχε αισθανθεί τήν άνάγκη νά διανύσει ποτέ καί μάλιστα συνειδη τά, μιά καί δέν πίστευε στήν παρουσία έλπιδοφόρου υπόνοιας κι άκόμα λιγότερο μελλοντικής. Τήν ίδια περίοδο πού εκατομμύρια άνθρωποι — οί μελ λοντικοί άναγνώστες τού Κάφκα, εμείς μέ λίγα λό για — έπιμέναμε πεισματάρικα στήν πίστη τών οραμάτων γιά τήν άνθρώπινη ευτυχία, στήν κατάρ γηση τής κοινωνικής άδικίας, στήν άπόδοση δικαιο σύνης, στήν άπαίτηση δικαίωσης τής παρατεινόμενης άντιρεαλιστικής άθωότητάς μας, τέλος. Αυτά ως τά 1961 πού κάνω τήν πρώτη μου επί σημη δημοσιογραφική εξόρμηση μ’ ένα υλικό σπαρ ταριστό, στά μέτρα τής δικής μου άτέρμονης δια μαρτυρίας καί τής άχαλίνωτης έπαναστατικότητας, μιά καί ταξιδεύω καί καταγγέλλω δυό άκρως φασι στικά καθεστώτα, τής ’Ισπανίας τού Φράνκο καί τής Πορτογαλίας τού Σαλαζάρ. Έπιστρέφοντας, περνώ άπό τό Παρίσι όπου άκούω νά μιλούν γιά έναν προφητικό Κάφκα, καί άπό ποιόν; Τόν ίδιο τόν Σάρτρ. Τόν διαβάζω μέ βουλιμία, άλλά άδυνατώ νά τόν δώ σάν προφήτη τού αιώνα μας, όπως τόν άποκαλοΰσαν, άφού δέν κινείται μέσα στά μαρξιστικά καί 15
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
γενικώς τά κομμουνιστικά καλούπια καί δρώμενα. Με μοναδική εξαίρεση μιαν ολοφάνερη ειρωνεία γιά τήν τραγιάσκα τοΰ Λένιν, στη «Μεταμόρφωση». Μέ τό άφιονισμένο μου μυαλό δέν μπορούσα νά διανοηθώ επαναστάτη χωρίς ε λ π ί δ α , αυτήν τή συγκεκριμένη ελπίδα, τή μ α ρ ξ ι σ τ ι κ ή , σέ αντί θεση μ’ έναν άποκαλούμενο προφήτη πού αφήνει τόν ήρωά του, στή «Δίκη», νά δολοφονείται άδοξα άπό δύο ρεμάλια, βουβούς χαφιέδες, χωρίς ό Ιδιος νά προβάλλει καμιάν αντίσταση, «έτσι σάν σκυλί». Πότε γεννήθηκε ό Κάφκα, ψάχνω. Τό 1883, Αύστροουγγρική αυτοκρατορία. Καί πότε πέθανε; Στά 1924, ή επανάσταση τοΰ προλεταριάτου έχει εδραιωθεί στή Σοβιετική "Ενωση. Στά περισσότερα κείμενά του άρνεΐται νά αναφέ ρει τόν ήρωά του ονομαστικά καί άρκεΐται σέ ένα αρχικό, σάν τόν Κάπα (Κ) τής «Δίκης», υπογραμμί ζοντας έτσι τήν ουτιδανότητα τοΰ ανθρώπινου προ σώπου μέ τήν ανωνυμία καί κατά συνέπεια τόν άμεσο κίνδυνο νά έκληφθεί σάν κάποιος άλλος, χω ρίς ταυτότητα, πάντα διωκόμενος, ώστόσο. ΓΤ αυτόν, τόν Κάπα, λοιπόν, εξουδετερώνεται ή προ σωπική ζωή, ώς πρός τό παρελθόν του, αλλά καί δέν προμηνύεται τίποτα μελλοντικό, εκτός άπό τοΰ νά ψοφήσει τό Ζωύφιο καί νά τό πετάξουν στά σκουπίδια, όπως συμβαίνει στόν Γκρέγκορ, στή «Μεταμόρφωση». Από τό μηδέν στό μηδέν, θύμα μιας αόρατης 'Εξουσίας πού απλά διαισθάνεσαι τήν παρουσία της, 16
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΛΣ Ο ΚΑΦΚΑ
όπως στόν «Πύργο», πού δέν καταφέρνεις, ωστόσο, ποτέ νά συναντήσεις, γιά νά διαμαρτυρηθεΐς ή νά τήν πολεμήσεις. Μήπως, τουλάχιστον, είναι ένθεος, αναρωτιέσαι. ’Αλλά ούτε σκιά - υποψίας θεού δέν τοΰ προσπορίζει κάποια πλάνη, μιά καί άπό τά δεκάξι του απορρίπτει κάθε θρησκευτική εκδοχή. Φυσι κά δέν περίμενα νά δηλώσει σάν τόν Νίτσε, «άν ό θε ός υπάρχει, πώς θ’ άνεχθώ πώς αυτός ό θεός δέν είμαι ’γώ!». ’Αλλά, τουλάχιστον, τήν αύτοδιάψευση τοΰ άγαπημένου δασκάλου του Ντοστογιέφσκι πού μέ τό σταυρό στό χέρι βάζει στό στόμα τοΰ Κυρίλοφ: «Τότε θά υπάρχει καινούργιος άνθρωπος, τότε όλα θά είναι καινούργια. Ή ιστορία θά διαιρείται σέ δύο μέρη, άπό τό γορίλλα ώς τήν κατάργηση τοΰ θεοΰ κι άπό τήν κατάργηση τοΰ θεοΰ ώς τή φυσική με ταμόρφωση τής γης καί τοΰ άνθρώπου.» Σέ τί όμως; Δέν μάς άπαντά, άλλά άφήνει μετέω ρη μιάν ελπίδα.
’Άνοιξη τοΰ 1963 φεύγω γιά τήν Πράγα. Θά περ πατήσω στά χνάρια του, όπως οί μακάριοι προσκυ νητές τών Αγίων Τόπων, μέ τήν ελπίδα νά άρθρώσω τόν Κάφκα. Μές στήν καρδιά τής παλιάς Πράγας, μέ τήν ιδιό τυπη γραφικότητα καί μοναδικότητα ενός πλούσιου ραφινάτου παρελθόντος, τής Πράγας πού σοΰ δίνει τήν αίσθηση ενός υπαίθριου Μουσείου. Εκεί, κατα μεσής, βρίσκεται τό παλιό εβραϊκό νεκροταφείο, 17
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
όπου κατέφευγε ό Κάφκα σχολώντας, δπως μας βε βαιώνει ό βιογράφος του Max Broil, κάθε απόγευμα. Άπό την αυστηρή πειθαρχία τοΰ αύτοκρατορικοϋ γερμανικού γυμνασίου, δραπετεύει στην άλλη σιωπή, τοΰ νεκροταφείου, άπό τά δώδεκά του χρόνια. Κλεισμένο ολόγυρα μ’ έναν παχύ καί ψηλό τοίχο δέν δίνει καμία υποψία γιά τη δροσιά καί γαλήνη πού κλείνει έντός του. Καταπράσινο, τό νεκροταφείο Στάχνιτς, μέ δέντρα πανύψηλα καί θεριεμένους θά μνους, δροσερό, μέ τά πιό πολλά μονοπάτια του αδιέξοδα, καθώς τά άπληστα άναρριχώμενα κλαδιά αγκαλιαστήκανε πάνω άπό τούς τάφους, δέσανε τοί χους διάφανους άπό φώς, τίς φυλλωσιές, καί στεγά σανε άμέτρητα πουλιά. Τύ φώς φιλτράρεται άργυροπράσινο καί κομματιάζει τίς σκιασμένες επιφάνειες, σκορπώντας στάμπες στό υγρό χώμα. Κι άνάμεσα σ’ αυτή τή γιορταστική βλάστηση τί ποτα δέν ανακαλεί τήν τραγικότητα τοΰ θανάτου άνάμεσα στις δέσμες άπό πέτρες ψηλές μισό μέτρο, όρθιες, νά θυμίζουν φασκιωμένα μωρά, στή θέση τών δικών μας σταυρών. Στέκουν εκεί κατάλευκες, σίγουρα πλυμένες άπό τίς βροχές, καί φτιάχνουν έναν βραχόκηπο, συγκεντρωμένες άρρυθμα άπό πα λιά μνήματα πού χαλάστηκαν. Υπάρχουν όμως κι άλλα μνήματα, άκέραια αυτά, τό ίδιο άπομεινάρια άπό παμπάλαιους θανάτους. Ό υπάλληλος τοΰ υπουργείου πολιτισμοΰ πού μέ ξεναγούσε μέ παρέ συρε στήν άκρη τοΰ νεκροταφείου, σ’ έναν τέτοιο άκέραιο τάφο. Έ νας Εβραίος ιερέας, μιά άπό τίς 18
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
μεγάλες μορφές τής φυλής, ήταν θαμμένος εκεί. Τό περβάζι, είκοσι πόντους ύψος, αποτελεί τή βάση πού στηρίζει ένα μικρότερο ορθογώνιο, λίγο ψηλότερο. 'Ολόγυρα στό περβάζι, καθώς καί στην υπόλοιπη επιφάνεια, υπάρχουν σπαρμένα βότσαλα σέ διάφο ρα μεγέθη, στριμωγμένα σέ πατωσιές. Στη γιυνιά τοΰ ορθογώνιου υπάρχει μιά τρύπα όση μιά φούχτα ανοιχτή. Ά πό τό άνοιγμά της γυαλίζουν άναρίθμητα βότσαλα πού ΐσσ)ς βυθίζονται ώς τόν νεκρό. — Γιατί όλ’ αύτά τά πετραδάκια, τί είναι; — Λουλούδια, μου απαντάει ό συνοδός μου. Άβυσσος ή ψυχή των ανθρώπων καί τών διαχωριστικών τους γνωρισμάτων πού διαμορφώνουν ράτσες, φυλές. Οί Εβραίοι δέν πάνε λουλούδια στούς νεκρούς. Ό κάθε προσκυνητής φέρνει καί κα ταθέτει ένα βότσαλο. Ά πό ποιόν τρόμο, πογκρόμ ή λεηλασία δημιουργήθηκε αυτή ή πενιχρή προσφορά; Μέσα σ’ αυτό τό νεκροταφείο ερχότανε ό Κάφκα τά απομεσήμερα, σάν ήταν μαθητής λυκείου. Ίδια ώρα πήγα καί ’γώ. Στό μελένιο άπόγεμα τά πουλιά συνθέτανε ύμνους στό φώς τρελαίνοντας τά δέντρα. Τά γκριζόλευκα βότσαλα φτιάχνουν ασυνήθιστους σωρούς τρυφεράδας στέρεων αποχαιρετισμών. Μιά φορά πού ή ανυπαρξία λουλουδιών σέ ανακουφίζει άπό ανεπανάληπτη ειλικρίνεια, σώζοντας τή μαγεία τής σιωπής· μιά σοφή ταπεινοφροσύνη καί μιά άντικοσμική σεμνότητα μπρος στό θάνατο. Αισθάνομαι τή μαγεία τοΰ καταφυγίου γιά τόν Κάφκα μές στήν 19
Λ ΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
απόλυτη ανθρώπινη απουσία. Πόση σιωπή χρειάζε ται, ωστόσο, ένας έφηβος καί γιατί; Λίγο μακρύτερα από τό νεκροταφείο, στην καρδιά τής πλατείας Σταρομιέστκε, τής παλιάς Πράγας πά ντοτε, υψώνεται τό βαρύ μπαρόκ παλάτι των κομη τών Κίνσκυ. Στόν πρώτο όροφο αυτού τού μεγάρου στεγάζονταν οί επιχειρήσεις τού πατέρα Χέρμαν Κάφκα. Στόν δεύτερο όροφο ήταν τό «αύτοκρατορικό γυμνάσιο» όπου φοίτησε ώς τό τέλος ό αναιμικός καί ασθενικός ποιητής. Ήταν τό πιό αδύνατο, σχε δόν καχεκτικό, παιδί από τά τέσσερα τής οικογένει ας, μέ τρία θεόγερα κορίτσια. "Ομως, ή διαδρομή του άπό κεί, ξεκινώντας από τό σπίτι, ακολουθούσε τήν οδό Τίνσκα περνώντας κάτω άπό τή σκιά τής τεράστιας εκκλησίας ΤίνσκυΧραμ πού κρατά θαμμένο στά σπλάχνα της τόν πε ρίφημο αστρονόμο Τύχοντα Μπράγιερ, συνεργάτη τού Κέπλερ. Μόνο σάν περπατήσει κανείς μόνος του αυτούς τούς φαρδιούς δρόμους μέ τά πέτρινα μαύρα καλ ντερίμια καί διαβει μέ δέος πλάι στίς χοντρές, ερμητικά κλειστές πόρτες μέ τίς μεγάλες καμάρες τους πού ξερνάνε σιωπή καί απειλή, προσπερνώ ντας τίς πλατείες καί τά θεόρατα καμπαναριά τών εκκλησιών πού οί αψίδες τους σού εξουθενώνουν τό άνάστημα καί σέ κάνουν νά αισθάνεσαι ελάχι στος ώς μηδαμινός... κι ακόμα σάν θυμηθείς πώς στά τριάντα έξι του χρόνια ό Κάφκα ομολογεί στήν περίφημη «Επιστολή στόν πατέρα» πώς τόν βλέπει 20
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
σάν γίγαντα κορμοστασιάς, φυσικής δύναμης, ευφυΐας — μόνο τότε θά καταλάβει ίσως ό επισκέ πτης γιατί ό λιγνός ψηλός έφηβος μέ τόν στενό θώ ρακα σποΰσε τη διαδρομή τής επιστροφής, ζητώ ντας καταφύγιο στό παλιό εβραίικο νεκροταφείο μέ τίς χαμηλές επίπεδες επιφάνειες, στά ανθρώπινα μέτρα, τά χορταριασμένα μαλακά μονοπάτια, τήν απουσία κάθε κομπασμού καί επίδειξης δύναμης απέναντι στη ζωή, μέ τήν τρυφερή συνύπαρξη τού θανάτου καί τήν απουσία τών λουλουδιών πού τα πεινώνονταν καταργημένα. Μηδαμινός στους δρό μους, μηδαμινός στή θέα τών μπαρόκ παλατιών καί τών γοτθικών εκκλησιών, μηδαμινός στό σπίτι καί στήν οργανωμένη κοινωνική αδικία πού αντιπρο σωπευόταν τόσο τέλεια άπό τόν σαρκαστικό πατέ ρα καί τή σκληρότητά του, αυταρχικό μέχρι απαν θρωπιάς στούς υπαλλήλους του, εΐρωνα καί περι φρονητικό γιά τόν ονειροπαρμένο καί γι’ αυτό α ποτυχημένο γιό του, σύμφωνα πάντα μέ τήν «Ε πι στολή στόν πατέρα». Υπάρχει περίπτωση πού ένας πατέρας επιτυχη μένος καί πλούσιος έμπορος δέν νιώθει αποτυχημέ νο τόν μοναδικό του γιό πού ζεΐ σέ άγνωστο χρόνο καί φευγάτος μές στό παρόν; Έδώ, όμως, πάλλεται ή καρδιά τής Αύστροουγγρικής αυτοκρατορίας, σέ μιά Πράγα σημαδεμένη όσο λίγες ευρωπαϊκές πολιτείες άπό τήν ιστορία τής 'Ιστορίας. Φυτεμένη στό κέντρο τής Ευρώπης, δέχτηκε όλες τίς επιδράσεις καί τίς συνέπειες τών 21
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
κοινωνικών καί πολιτικών συγκρούσεων, τών πολι τιστικών εξελίξεων, τών ιδεολογικών διαφοροποιή σεων, κάτω από την πιό απάνθρωπη μυστική καί φανερή αστυνόμευση τών απολυταρχικών καθεστώ των. Ή υπέροχη Πράγα, θρησκευτική καί άντιθρησκευάμενη, έβραιοκρατούμενη καί άντισημιτική, πού έχει ευδιάκριτα χαραγμένη σ’ ένα αγκωνάρι, στήν πρόσοψη τής μπυραρίας Ούφλέκο, τήν ημερο μηνία τής γέννησής της: 1499. Κάτω από τήν πανύ ψηλη αψίδα τής εισόδου της πού κάποιος από τούς μουστακαλήδες αύτοκράτορες τή διάβαινε καβάλα στό άλογό του γιά νά πιει καταδεχτικά τή μπύρα του με τό λαό — πού μπρουμούτιζε στή θέα του —, τήν ωραιότερη μαύρη μπύρα τής πολιτείας.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι δέν ήμουν ή μόνη πού ζη τούσε απεγνωσμένα τόν κωδικό πού θά μοΰ άνοιγε τό δρόμο γιά τόν Κάφκα. Τόν Μάη τού 1962 (ένα χρόνο πρίν από μένα) γίνεται στήν Πράγα τό πρώτο διεθνές Συμπόσιο Καφκολόγων, οπότε διαπιστώνε ται ότι έχουν γραφτεί 800 μελέτες καί δοκίμια — έξαιρουμένων τών άρθρων καί τών έπιφυλλίδων. Μέ τήν εύκαιρία, εξετάζεται έπισταμένα καί προσ διορίζεται ή εθνική καί θρησκευτική ταυτότητα τού Κάφκα, γιατί τόν διεκδικούσαν καί οί Γερμανοί, μιά καί έγραψε γερμανικά. Προσδιορίστηκε, ωστόσο, ότι αρχικά οί Κάφκα ανήκαν σέ μία από τίς αρχαιότε ρες οικογένειες τής Πράγας. ’Αλλά, κατά τήν περίο22
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
δο της άψβουργικής αντιμεταρρύθμισης καί τού διωγμού τών προτεσταντών, οί Κάφκα προτίμησαν νά άσπαστούνε τόν ιουδαϊσμό, παρά νά γίνουν κα θολικοί. Έ τσι εξηγείται τό γιατί ό πατέρας Κάφκα δεν φαίνεται μπολιασμένος άπό τόν βαθύ φανατι σμό τών Εβραίων, μέ συνέπεια νά τόν κατηγορεί ό γιός, «ούτε αυθεντικό Εβραίο δέν μ’ έκανες». "Αντίθετα, ή μητέρα είναι αυθεντική Λεβύ. Μεγα λώνει, λοιπόν, χωρίς καμιάν ιδιαίτερη θρησκευτική επιρροή, γιατί ή μητέρα ζεΐ πάντα υπό τή στοργική δύναμη τού πατέρα. Μάταια θά προσπαθήσει, νεα ρός ακόμη, νά βρει καταφύγιο στή θρησκεία. Δέν θά τό πετύχει τότε, κι όταν ωριμάζοντας θά μπο ρεί, δέν θά τού άρκε'ι. Επιλέγει, όμως, μόνος του άπό το φιλοσοφικό πιστεύω τής φυλής του ό,τι τού χρειάζεται καί δηλώνει παθιασμένος Σκονιστής. Τό γεγονός, ωστόσο, ότι πραγματοποιείται στήν Πράγα του ’62 διεθνές συνέδριο Καφκολόγων, ενώ παράλληλα απαγορευόταν αυστηρά σ’ όλες τίς ’Ανατολικές Χώρες ή κυκλοφορία τών βιβλίων τού Κάφκα, είναι τό πιό φαιδρό φιάσκο, τραγελαφική θά ’λεγα αντίφαση πού γελοιοποιούσε τούς ’Ανατο λικούς καί τούς εξέθετε μέσα στό ίδιο τους τό κα θεστώς, πού μόνο ή όξύτατη αίσθηση χιούμορ τού ίδιου τού Κάφκα θά μπορούσε νά είχε σκαρώσει, βγαίνοντας κάτω άπό τή μύτη τών κομμουνιστών καί έξευτελίζοντάς τους. Στό πείσμα τους λές, αγνοώντας τους καί νε κρός, όπως κι όσο ζούσε, ταξιδεύει τίς ιδέες του 23
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
άνά τόν κόσμο μεταφραζόμενος, διατρυπά σάν ιός αμφιβολίας τή συλλογιστική των πλέον διαφορε τικών ανθρώπων καί λαών, κατακτώντας διαστά σεις παγκοσμιότητας μέ τά βιβλία του. Γιατί ή άψογα οργανωμένη τρομοκρατία τών κομ μουνιστικών χωρών θεωρεί τόσο επικίνδυνο τόν Κάφκα; Θέτοντας αυτήν τήν ερώτηση στόν εαυτό μου διαπίστωνα ταυτόχρονα πώς βρισκόμουν ήδη στήν κοιλιά τού κήτους. Ό Κάφκα δέν πουλάει τίποτα καί καμιάν από τίς πραμάτειες τής κομμουνιστικής άγοράς. ’Από τά κείμενά του απουσιάζουν κυριολε κτικά καί απόλυτα οί όροι: δίκαιον, ίσότης, ελευθε ρία, ανθρωπισμός - ανθρωπιά, λαός, καθώς καί ή ελπίδα από τό παρόν καί τό μέλλον. Πουθενά ό συγγραφέας δέν φαίνεται νά γνωρίζει τους όρους αυτούς ή νά συναντήθηκε μαζί τους- γι’ αυτό καί δέν τού προκύπτουν. ’Αντίθετα, τά κείμενά του βρίθουν από τρομο κρατία, χαφιεδισμό, γραφειοκρατικό μυστικισμό μιάς απρόσιτης, γιγάντιας καί ανώνυμης γραφειο κρατίας μπάτσων, μέ τούς ιθύνοντες τόσο αθέα τους, όσο ν’ αμφιβάλλουμε γιά τήν ύπαρξή τους. * Έ νας μελετητής τού Κάφκα επισημαίνει: «"Οταν στήν αρχή τής “Δίκης” ό Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται από τούς απεσταλμένους κάποιου μυστηριώδους δι καστηρίου, αύτό πού κυρίως τόν απασχολεί είναι πώς θά αποδείξει τήν ταυτότητά του, πώς θά γίνει αναγνωρίσιμος.» 24
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
Τό πρόβλημα, λοιπόν, ευθύς εξαρχής είναι νά μην πέσεις στις δαγκάνες τού καθεστώτος. Τό άγχος τού καφκικού ήρωα είναι ό τρόμος μη μείνει άγνω στος — ακόμη κι αν υπηρετεί εύπρεπώς τό καθε στώς — νά μην μπερδευτεί σ’ ένα πλήθος υπόπτων πού καί οί αρχές αδυνατούν νά ελέγξουν, αγνοώ ντας τόν αριθμό τους. Όπότε μπαίνει σέ μιά κοινω νική ομάδα ξένη, ξένων άπό τή νομιμότητα, όπου θά αισθάνονται όλοι τή βασανιστική άνάγκη νά πληροφορηθοΰν τό λόγο τής σύλληψής τους, αλλά κυρίως νά άποόεικνύουν τή συγκεκριμένη ύπαρξή τους. Σ’ ένα δοκίμιο καυστικά σαρκαστικό, καμουφλαρισμένο (έξαιτίας τής λογοκρισίας), μέ άπέραντη ταπει νοφροσύνη ό Κάφκα ύπαινίσσεται όλα τά παραπάνω: «Οί νόμοι μας δέν είναι πολύ γνωστοί, είναι μυ στικό τής μικρής ομάδας των εύγενών πού μάς εξουσιάζει. Είμαστε πεπεισμένοι ότι αύτοί οί πα λιοί νόμοι τηρούνται ακριβώς, αλλά όμως είναι κά τι τό πολύ βασανιστικό νά έξουσιάζεται κανείς άπό νόμους πού δέν τούς γνωρίζει.» Πουθενά δέν θά βρούμε κάποιον παραλληλισμό μέ τά κομμουνιστικά καθεστώτα- πρόθεσή του είναι, θά ’λεγα, νά δείξει φωτογραφικά τις ίσχύουσες καταστάσεις καί συνθήκες στά μοναρχικά καθε στώτα πού ό ίδιος ζεΐ. ’Απόδειξη πώς ό Κάφκα καταγγέλλει περιγραφι κά τόν τρόπο πού ή εξουσία οργανώνει, μέ τή γρα φειοκρατία, ένα τέλειο δίκτυο νόμιμων βασανιστών, πού ένας απ’ αύτούς είναι καί ό ίδιος, πού διαφυ25
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
λάασουν τήν εξουσία αόρατη. Μιά καί ό ίδιος εργά ζεται σάν νομικός σύμβουλος στό "Ιδρυμα ’Ασφαλί σεων Εργατικών ’Ατυχημάτων άπό τό 1908, δύο χρόνια μετά τό διδακτορικό του στη Νομική*. Ή τραγική ειρωνεία, λοιπόν, είναι ότι ό Κάφκα άπό τή θέση αυτή υπερασπίζεται τά κρατικά συμφέροντα σέ βάρος των οικονομικών διεκδικήσεων τού άχρηστευμένου άπό ατύχημα εργάτη. Διαπιστώνει φυσικά, άπό πρώτο χέρι, πώς ή τύχη τοΰ λαού έχει περάσει οτή δικαιοδοσία τών αλλοτριωμένων εκτελεστικών οργάνων, όπως είναι καί ό ίδιος. Όπότε ό εχθρός δεν απειλεί έκ τών άνω — άπό τίς ανώτερες καί ανώτατες εξουσίες πού παραμένουν αόρατες καί άπρόοιτες. ’Απόδειξη πώς ό ίδιος ό δόκτωρ Κάφκα ζεΐ τήν τραγική ειρωνεία νά κερδίζει τή ζωή του σάν επιστήμονας, συνθλίβοντας συστηματικά τόν ανάπη ρο μεροκαματιάρη εργάτη, στή διεύθυνση εργατικών ατυχημάτων. Τή δική του άηδή άποκτήνωση καί άλλοτρίωση περιγράφει εξάλλου σέ κείνη τή γιγάντια «εργαζόμενη» κατσαρίδα, στήν περίφημη νουβέλα «Μεταμόρφωση». Κι ακόμα δημιουργεί τούς κου φούς καί τυφλούς μάρτυρες, όταν βάζει τόν Κ., στή «Δίκη», νά διασχίζει τούς ερημικούς διαδρόμους τής υπηρεσίας, περνώντας έξω άπό ερμητικά κλειστές πόρτες, άπ’ όπου, ωστόσο, ξεφεύγουν οίμωγές βασα νιζόμενων, προσποιούμενος πώς δέν άκούει τίποτα. *Ή "Εταιρία Άσφαλίσεως Εργατικών 'Ατυχημάτων στεγαζόταν γιά ενα διάστημα στό κτίριο τών δικαστηρίων.
26
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ 0 ΚΑΦΚΑ
Θά ’λεγα πώς πιό προφητικός κι άπό τόν Όργουελ καί τό «1984» ήταν στ’ αλήθεια ό Κάφκα. Στημένος πίσω άπό ένα ασύλληπτου βεληνεκοΰς μονοκυάλι έβλεπε τό τέλος τοΰ αιώνα μας. Τό όραμα πού συνέλαβε τρόμαζε καί τόν ίδιο σέ στιγμές νηφα λιότητας, γι’ αυτό καί ζήτησε πριν πεθάνει νά καεί τό χειρόγραφο τής «Δίκης». Γράφοντας σέ μιάν επο χή πού οί συγγραφείς επιδεικτικά ή καμουφλαρισμένα άπέδιδαν στόν ήρωα (εαυτό τους) όλες τίς αρε τές, τολμά κάτι συναρπαστικό. Γδύνεται τή φυσική του ευγένεια καί τό αστικό του ντύσιμο, υποδύεται τήν αθλιότητα τών ηρώων - θυμάτων τοΰ καθε στώτος, μπαίνοντας στό μαρτυρικό πετσί τοΰ πανι κού τους καί τοΰ άθλιου θανάτου τους. «Οί ποιητές», έλεγε, «προσπαθούν νά δώσουν ατούς ανθρώπους άλλα μάτια γιά ν ’ άλλάξουν τήν πραγματικότητα. Γι’ αυτό καί είναι πράγματι άνατρεπτικά στοιχεία, επειδή άκριβώς επιδιώκουν τήν άλλαγή. Τό κράτος καί μαζί μ’ αύτό όλοι οί άφοσιωμένοι υπηρέτες του δέν θέλουν παρά ένα πράγ μα: νά διαρκέσουν.» Καί ό Δίας νά διαρκέσει ήθελε. Γι’ αύτό δέν τοΰ άρκοΰσε νά βουλώσει μιά γιά πάντα τό στόμα τοΰ διαφωτιστή Προμηθέα μέ τό θάνατο. ’Όχι! Μάς τόν έδεσε κεΐ στά βράχια, νά κατακρεουργεΐται άπό τ ’ άγρια πουλιά καθημερινά καί ν ’ άνανεώνεται τή νύ χτα — άέναο παράδειγμα πρός άποφυγή — άκατά λυτο σύμβολο κάθε σκεπτόμενου (καί γ ι’ αύτό προ 27
Λ1ΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
νομιούχου) καί τής μοίρας πού τοϋ διαφυλάσσει ή έκάστοτε εξουσία. Πότε πότε έχω την εντύπωση ότι ό Κάφκα γεννή θηκε ή στά αφιλόξενα βραχια τοΰ Καύκασού ή έξω από τήν πόρτα τοΰ Κορυδαλλού καί, γιατί όχι, στά «λευκά κελιά» πού χτίστηκαν γιά νά εξοντώσουν τούς Μπάαντερ καί Μάινχοφ. Ξέρει όλες τίς πλεκτάνες ή, αν θέλετε, υποψιάζεται κάθε χειρονομία σάν επιβουλή τής ανεξαρτησίας του καί τής ανθρώ πινης ελευθερίας, γενικά. Πόσο ανυπεράσπιστο είναι τό ανθρώπινο ον πάνω στή γή; «Ή ζωή καί τό έργο τοΰ Κάφκα δέν είναι παρά ένας απελπισμένος αγώνας κατά όποιασδήποτε μορφής εξουσίας» («L’ autre proces», Elias Canetti, Gallimard). Κατά τήν άποψή μου, μας παραπέμπει μάλλον στόν Κίρκεργκαρντ πού γράφει: «Μπήγεις τό δά κτυλό σου στό χώμα γιά νά καταλάβεις από τή μυ ρωδιά σέ ποιά χώρα είσαι. Έγώ μπήγω τό δάκτυλό μου στήν ύπαρξή μου, δέν μυρίζει τίποτα. Πού είμαι; Ποιος είμαι; Πώς ήρθα εδώ; Τί είναι αϋτό πού τό λέμε κόσμο; Ποιύς μέ πλάνεψε καί μ’ έφε ρε στόν κόσμο καί τώρα μέ παρατάει εκεί μέσα; Πώς ήρθα στόν κόσμο; Γιατί δέν ρωτήθηκα, παρά μέ σπρώξανε νά μπώ στή γραμμή, σά νά ’μουνα παιδί κλέφτη ή αγορασμένος από σκλαβοπάζαρο; Πώς έγινε καί εξασφάλισα μερτικό σέ τούτη τή με γάλη πραγματικότητα; Καί γιατί θά ’πρεπε νά ’χω μοιράδι σ’ αυτήν; Ό συνεταιρισμός εμού καί τής 28
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
πραγματικότητας δέν είναι εθελοντικός. Κι αν είναι υποχρεωτική ή συμμετοχή μου στόν κόσμο, ποΰ είναι αυτός πού κανόνισε τήν υποχρέωση; ΓΙού θά κάνω τά παράπονά μου, γιατί βρέθηκα σ’ έναν κό σμο χωρίς νά τό ζητήσω;» Ό Κάφκα, όντας από πολύ νέος νευρωτικός από τίς λογής λογής αδυναμίες καί τούς πόνους πού τόν βασανίζουν (όπως ισχυρίζεται) άκατάπαυστα, πολύ πριν προσβληθεί από τή φυματίωση, αισθάνε ται βιολογικά αδύνατος. Ά π ’ αύτή τή βιολογική του ευπάθεια καί τίς μακρές αϋπνίες του συνειδητοποι εί, ίσως νωρίτερα από τόν κάθε σκεπτόμενο, ότι είναι καταδικασμένος από μιά σύντομη ζωή σ’ έναν τυφλό θάνατο. Έναν θάνατο πού δέν οδηγεί πουθε νά καί δέν ελπίζει σέ προεκτάσεις. Αυτό, ωστόσο, πού τόν εξοργίζει είναι πώς αύτή ή άχαρη καί σύ ντομη ζωή δέν απειλεί μόνο τόν ίδιο. Πρόκειται γιά μιά κοινή μοίρα ακόμα κι όταν οί άλλοι δέν απει λούνται από τήν αμεσότητα τού θανάτου. Τούς ανα φέρει όλους σάν κατηγορούμενους πού δέν ξέρουν κάν γιατί κατηγοροΰνται, νά περιφέρονται στούς διαδρόμους καί τίς αίθουσες των δικαστηρίων. Αύτή ή σύντομη παρένθεση, λοιπόν, από τήν ανυ παρξία στήν ανυπαρξία, πού λέγεται ζωή, πού θά μπορούσε καί θά ’πρεπε — μιά κι είναι ανάπαυλα — νά ’ναι μιά περίοδος ανάσας, ευτυχίας, ακόμα καί ξεγνοιασιάς, αύτή ή τόσο σύντομη παρουσία μας στή ζωή λεηλατείται από τά γρανάζια τής εξουσίας 29
Λ1ΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
πού, μέ νόμους, φραγμούς, κανόνες καί ηθικές δε σμεύσεις, υποχρεώνει τά άτομα νά σπαταλιοΰνται σ’ ένα αέναο τρεχαλητό, στό κυνηγητό τής επαλή θευσης ή τής διάψευσης κατηγοριών χωρίς αποτέλε σμα, πού τούς κατατάσσουν προγραμματισμένα σέ ενόχους. Στην «’Αποικία τών Τιμωρημένων», ό Κάφκα δί νει ακριβώς στόν αναγνώστη αυτή τήν υπέρτατη περηφάνεια τής εξουσίας πού εφευρίσκει εφιαλτικά μηχανήματα γιά τό βασανισμό, έπιδεικνύοντάς τα μέ καμάρι στόν «επισκέπτη», εξηγώντας του: «Ώς αρχή στίς αποφάσεις μου έχω: ή αδικία είναι αναμ φισβήτητη... στό κορμί τού καταδίκου θά γραφτεί μέ τό βωλοκόπο ή εντολή πού καταπάτησε... Θά ’ταν άνώφελο νά τού τήν άναγγείλουν (τήν απόφαση). Θά τή μάθει, ναί, πάνω στό κορμί του (όπου) θά γραφτεί: νά τιμάς τόν άνώτερό σου.» Γιατί ή εξουσία, γνωρίζοντας ότι υπάρχει άνερώτηχτα, άπό δική της μόνο επιλογή, γίνεται όλο καί σκληρότερη γιά τούς εξουσιαζόμενους άπό φόβο μήν τήν αμφισβητήσουν καί τήν άνατρέψουν. Μέσα στίς αύτοκρατορίες πού έζησε ό Κάφκα άνθοΰσε τό ίδιο πλατιά ό όρος «άνατρεπτικός» καί «τρομοκρά της», όσο καί στίς μέρες μας. Ή καχυποψία του καί ή άπέχθειά του πρός τήν καταλυτική γιά τό άτομο επιβολή τής εξουσίας κάνει τόν Κάφκα άρνητικό καί σέ όποιο άλλο παράγωγό της, όπως τού οικογε νειακού κατεστημένου. ’Αναζητώντας τό άληθινό του σχήμα θά επιθυμήσει τό γιγαντιαΐο: νά άλλο30
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
τριώσει τήν ύπαρξή του άπό τήν αλλοτρίωση που μάς συνοδεύει άπό τή γέννησή μας. Γράφει στή Felice (19/10/1916), πρώτη του άρραβωνιαστικιά: « ... κάθε λόγος πού λέω στούς γονείς μου ή μοΰ λένε αύτοί μεταμορφώνεται εύκολα σέ δοκάρι πού μπερδεύεται στά πόδια μου. Κάθε δε σμός πού δεν δημιουργώ μόνος μου, έστω άντίθετα μέ κάποιες πλευρές τού Έγώ μου, είναι χωρίς άξία, μ’ εμποδίζει νά βαδίσω, τόν μισώ ή είμαι σχεδόν έτοιμος νά τόν μισήσω.» Εξακολουθούν νά βλέπουν σάν μυστήριο τούς άλλεπάλληλους άρραβώνες καί χωρισμούς τού Κάφκα, άκόμα καί σήμερα, όπως καί πρίν τριάντα χρόνια, οί μελετητές του. ’Αλλά ό Κάφκα δηλώνει άνεπιφύλαχτα τήν άπώθησή του νά προσχωρήσει σέ μιά νομιμοποίηση δεσμού του στά μέτρα πού επι βάλλει τό κατεστημένο. Μέ άποτέλεσμα νά άρρωσταίνει σωματικά κάνοντας εμετούς, νά κλαίει, νά φλέγεται άπό πυρετό. Στό ίδιο γράμμα πού άναφέρθηκα παραπάνω, συνεχίζει: «... ή όψη τού συζυ γικού κρεβατιού στό σπίτι, τά σεντόνια πού χρησι μοποιούν, τά νυχτικά πού είναι μ’ επιμέλεια άπλωμένα, μπορούν νά μ’ απελπίσουν μέχρι ναυτίας, νά μοΰ άναποδογυρίσουν τ ’ άντερα, είναι σάν νά μή γεννήθηκα οριστικά, σάν νά έβγαινα συνέχεια άπ’ αυτή τήν πνιγηρή ζωή γιά νά έρθω στόν κόσμο μέσα σ’ αυτό τό πνιγηρό δωμάτιο, σάν νά έπρεπε νά πή γαινα) νά γυρεύω άκατάπαυστα μιά επιβεβαίωση τής ζωής μου, σάν νά ήμουν άκατάλυτα δεμένος μ’ 31
Λ ΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
αυτά τά απεχθή πράγματα... κι εντούτοις δεν μπορώ, χωρίς νά τρελαθώ, νά έξεγερθώ ενάντια στον φυσικό νόμο. 'Απ' αυτού βγαίνει ακόμα μιά φορά τό μίσος καί σχεδόν τίποτ’ άλλο παρά μί σος...» Ό λ α αυτά ξεκολλάνε από πάνω του σάν σοβάδες πού απογυμνώνουν τό σκελετό του, δομημένο μέ υλι κά άρνησης, απλά καί μόνο γιατί ή Felice τού προτεί νει νά πάει στό χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οίκογένειάς της.
Ή αλληλογραφία μέ τή Felice κράτησε πέντε χρό νια καί συχνά γράφονταν δυό καί τρεις επιστολές τήν ημέρα από τόν Κάφκα. Φυσικά ή Felice δέν ζοϋσε στήν Πράγα, τήν πατρίδα τού Κάφκα, καί ίσως θά ’πρεπε νά λάβουμε υπόψη μας ότι μιά τόσο στενή επαφή μέ αλληλογραφία ήταν κάτι φυσικό γιά τήν εποχή τους (1912-1917). Ό κάθε ερευνητής πού ασχολήθηκε μέ τό πρόβλημα τό ερμηνεύει διαφορε τικά. Μέχρι καί τύραννο τόν άποκάλεσαν γ ι’ αυτή τήν άλληλογραφική πολιορκία πού έξασκοΰσε μέ τίς αναρίθμητες επιστολές του. Βλέποντας από τήν απόσταση τού χρόνου τόν Κάφκα σήμερα, θά τόν χαρακτήριζα σάν έναν παθολογικό εγωιστή, όπως ταιριάζει σ’ έναν πολύ μεγάλο καλλιτέχνη. Γιατί, φυσικά, όλη αυτή ή πλημμύρα επιστολών προερχό ταν από τήν ανάγκη του νά μιλάει γιά τόν εαυτό του καί γιά τό έργο του, μέσα από τή μοναξιά του πού 32
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
περιφρουροΰσε άγρια. Κάπου επιβεβαιώνει αυτή τήν άποψη καί ό Elia Canetti πού γράφει: «Ό ταν διάβα σα τις 750 σελίδες αυτής τής αλληλογραφίας, διαπί στωσα δτι δεν μπορούσα νά διαβάσω τίποτα άλλο γιά τόν Κάφκα. Τό βιβλίο μέ απασχόλησε μήνες.» ’Αντίθετα, πιστεύω δτι γράφοντας καθημερινά σελίδες γεμάτες άπό τά παράπονά του, τήν υγεία του, τίς συγγραφικές του αγωνίες, εκτόνωνε τόν εαυτό του, μέ άποτέλεσμα νά γράφει τίς σύντομες ή μεγάλες ιστορίες του μέ μοναδική λιτότητα, άποφεύγοντας κάθε περιττολογία. Ή Felice σίγουρα ήταν ένα θύμα πού πλήρωσε μέ απέραντες οδύνες αυτό τό πάθος καί τό βάρος πού έριχνε απάνω της, γεμίζοντάς την ψευδαισθήσεις. Κατά σύμπτωση, τίς αρχές τού 1991, τόν ’Απρί λιο, δταν στήν ’Αθήνα δινόταν μάχη γιά ν ’ αποφυ λακιστούν άπό τά σπέσιαλ κελιά τρεις νέοι καί πού ήΌύλληψη > υς είχε διαταχθεΐ μέ τόν δρο «ο'ϊ συνή θως ύποπτοι», αποφυλακίστηκαν στήν ’Αγγλία οί περίφημοι «έξι τού Μπέρμιχαμ», άσχετοι μεταξύ τους, πού κρατήθηκαν, ωστόσο, μέ τήν ίδια κατηγο ρία δεκαέξι (16) χρόνια στις αγγλικές φυλακές, όπως υποδείχτηκε, έκ των υστέρων, «κατά λάθος». Οί δηλώσεις τους οτόν παγκόσμιό τύπο θυμί ζουν πιστά αποσπάσματα άπό τόν παραλογισμό τής «Δίκης» τού Κάφκα. α) «Ή αστυνομία μάς είπε άπό τήν αρχή πώς ήξερε δτι ήμαστ αθώοι, αλλά δέν τήν ένοιαζε γιατί είχ ·με έπιλεγεΐ», δήλωσε ό πρώτος. 33
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
β) Έ νας άλλος, απ’ αυτούς πάντα: «Δικαιοσύνη; Δέν νομίζω δτι αυτοί στό κακουργοδικεΐο έχουν την εύφυΐα η τήν εντιμότη τα νά προφέρουν αύτή τή λέξη.» Ή εφημερίδα «Γκάρντιαν» αντέγραψε από τά πρίν 16 χρόνια πρακτικά τά λόγια τοΰ λόρδου Μπριτζ, ενός από τούς δικαστές πού τούς κατεδίκασαν: «Οί αποδείξεις μέ βάση τίς όποιες καταδικάζε στε είναι οί σαφέστερες καί συντριπτικότερες πού έχω δει ποτέ.» Καί ό Κάφκα έπεξηγεΐ στη «Δίκη»: «Οί βαθμοί τής ύπαλληλιας σ’ αύτό τό δικαστικό σύστημα ανέβαιναν ατελεύτητα, έτσι πού ούτε οί ειδήμονες είχαν μιά κα θολική εικόνα τής όλης ιεραρχίας. Ή διαδικασία συ νήθως --κ α τά κανόνα— έκρατειτο μυστική από τούς κατώτερους ύπαλλήλους (...) έτσι ή κάθε ύπόθεση έφτανε στόν κύκλο τής άρμοδιότητάς τους, χωρίς νά ξέρουν συχνά, άπό πού ήρθε, καί έφευγε, χωρίς νά ξέρουν πού πηγαίνει.» Ό Κάφκα πού, μέ έπιπόλαιη ματιά, φαίνεται απολιτικός, είναι στήν πραγματικότητα ένας αναρ χικός προφήτης. Ό χ ι μέ τήν έννοια τής πολιτικο ποίησης πού καταλήγει στήν κομματικοποίηση. Ό Κάφκα είναι στρατευμένος κατά τοΰ κράτους —τής όποιας εξουσίας— από τά 1912-Ί5-Ί7-1920 ώς τό 1924 πού πεθαίνει, ώς τίς μέρες μας. Τό κράτος είναι εχθρός τού ανθρώπου - πολίτη, αθώου ή άντιστεκόμενου στήν αλλοτρίωση, τή διαφθορά καί τό συμβιβασμό. 34
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
Σ’ όλη αυτή τή διαδρομή — από τό θάνατό του κι υστέρα — μίλησαν τή γλώσσα του ό Χάξλεη. ό Όργουελ ώς τόν Μπέκετ πού ζητεί έναν μάρτυρα, γιατί αδυνατεί νά επιβεβαιώσει τήν ταυτότητά του: «Φέρτε δυό ξένους νά μέ κοιτάξουν τελείως αντι κειμενικά καί αναλαμβάνω τά υπόλοιπα», απαιτεί ό «’Ακατονόμαστος» του. Ό Κάφκα είναι επιπλέον πιό αναιρετικός από τόν Όργουελ. Γιατί ό τελευταίος αποδίδει τήν εξα θλίωση, άποδυνάμωση καί καθολική αλλοτρίωση ιού πολίτη στό συγκεκριμένο καθεστώς τοΰ υπαρ κτού σοσιαλισμού καί μόνο. ’Αλλά ό Κάφκα είδε τριάντα χρόνια πρίν (τόν Όργουελ) καί αυτή τή στάση ζωής μέσα άπό τή «Δίκη» τόσο ρεαλιστικά, ώστε νά φαίνεται άντίγραφό της ή αυθεντική μαρτυρία τοΰ Ά . Καΐσλερ μέ τό «Μηδέν καί τό ’Άπειρον», όπου οί σταλινικές κα τασκευασμένες δίκες, άνίσχυρες νά επινοήσουν κα ταγγελίες, πέτυχαν νά υποβάλουν σέ κάθε προβληματιζόμενο ή απλά σκεπτόμενο κομματικό μέλος μιά συνείδηση ένοχη καί μιάν ομολογία πού οδη γούσε κατευθείαν στό εκτελεστικό άπόσπασμα. Επιπλέον, ό Κάφκα συμπληρώνει τήν εικόνα τοΰ εφιαλτικού οράματος του μέ τόν «Πύργο» καί τούς πάντοτε άόρατους έξουσιαστές καί νομοθέτες πού στό άκουσμα τών τίτλων τους — ποτέ τοΰ ονόμα τος τους — οί πολίτες σκύβουν ευλαβικά τό κεφάλι ή εγκληματούν εν όνόματί τους σέ βάρος άθώων συμπολιτών τους. Εικόνα πού ζωντανεύει καί γιά μάς τήν εφιαλτική γιά τούς 'Έλληνες κομμουνιστές 35
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
αναφορά στό «Κόμμα». Τά πάντα, ακόμα καί εγκλήματα, κατοχυρώνονταν, επιβάλλονταν ή δι καιώνονταν μέ: τό Κόμμα. Τό Κόμμα έλεγε, απαγό ρευε ή αποφάσιζε, χωρίς κανείς ποτέ νά διανοηθεΐ νά άμφισβι,ιήσει τόν αόρατο - παντοδύναμο πού ό πιό γονυπετής καί άθλιος καταδότης μπορούσε νά επικαλεστεί. Καί αν τό τολμούσε κάποιος, γινόταν αυτόματα ένας απόβλητος, χολεριασμένος, πού κα νένα πλέον στέλεχος ή κομματικό μέλος δέν θά τόν πλησίαζε, γιατί θά κατατασσόταν αυτόματα στούς κομματικούς έχθοούς. Καί αυτό ίσχυε εδώ, στήν Ελλάδα, πού τό Κόμμα δέν κατάφερε ποτέ νά κα τακτήσει τήν εξουσία. Εξούσιαζε, ωστόσο, τά μέλη του πού έμεναν ασφυκτικά συσπειρωμένα γύρω του μέ μιά μασονική τυφλή αφοσίωση. Ό έλεγχος τής σκέψης, τής συμπεριφοράς καί τής προσωπικής ζωής των μελών από τό Κόμμα, τό πάντα αόρατο καί απρόσωπο, κυριαρχούσε αμείλικτα. Ό Κούντερα ισχυρίζεται ότι μέ τή «Δίκη» μάς προμηθεύει ό Κάφκα ένα πολύτιμο κλειδί γιά τήν κατανόηση τού σύγχρονου κόσμου. «’Εδώ καί εβδομήντα, περίπου, χρόνια, ή Ευρώπη ζεΐ σ' ένα καθεστώς Δίκης», λέει. «Τό πνεύμα τής ενοχοποίησης καί τής Δίκης επηρε άζει τήν ταυτότητά μας καί τις μεταβολές της...» Καί ό Κάφκα γράφει στόν «Πύργο»: «Ό φόβος γιά τίς αρχές γεννιέται εδώ, μαζί σας, καί όλη σας τή ζωή σάς επιβάλλεται μέ τούς πιό διαφορετικούς τρόπους κι από κάθε πλευρά βοηθάτε καί σείς οί ίδιοι τό δυνάμωμά του όσο μπορείτε.» Καί ό Βάτσλαβ Χάβελ ρωτάει: «Τί είναι πράγμα36
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
τι σοσιαλισμός; Στην πατρίδα μας δπου μιλούμε γιά σοσιαλιστικούς σιδηροδρόμους, γιά σοσιαλιστι κό εμπόριο, γιά σοσιαλίστρια μητέρα, αυτή ή λέξη δέν σημαίνει τίποτα άλλο από τή νομιμοφροσύνη απέναντι στήν κυβέρνηση» (Συνέντευξη 1985)*. Ό Κάφκα αντίθετα δέν καταγγέλλει συγκεκριμένα καθεστώτα, γιατί δέν πιστεύει ότι διαφέρουν όποια ταμπέλα κι αν έχουν. Είναι αύτό ακριβώς, φαντάζομαι, πού δέν συγχώρεσαν ποτέ τά κομμουνιστικά καθεστώτα στόν Κάφκα, ότι αναίρεσε τόν ύποσχεμένο τους παράδεισο, χωρίς νά τόν αμφισβητήσει κάν, αλλά άπλώς αγνοώντας τον. Τελικά, δίνει τήν εντύπωση ενός υπερφυσικού οντος πού διέσχισε τόν αιώνα μας τσαλαπατώντας μέ τεράστιες πατούσες τήν κοινωνική καί πολιτική εγκληματικότητα τής Ιστορίας, κονιορτοποιώντας τά προσχήματά της.
Ό άνθρωπος μένει πάντα άνίσχυρος απέναντι στήν πραγματικότητα πού συντρίβει συλλήβδην αθώους καί ενόχους. Καί ή ευτυχία; Οί αποστάσεις. Οί αποστάσεις ανάμεσα στόν άνθρωπο καί τά απρόσιτα θεϊκά είδωλα, άπόντα όσο καί ή επίγεια εξουσία, τό ίδιο απέραντες μέ τίς αποστάσεις τών άφωνων ζώων από τόν άνθρωπο, τού πατέρα άπό *« Από τή φυλακή στήν Προεδρία», Β. Χάβελ, έκδ. «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1990.
37
MAH ΖΩΓΡΑΦΟΥ
τό γιό — νά τες δλες τίς προσεγγίσεις απροσπέλα στες — Δίκη - Πύργος - Μεταμόρφωση - Επιστολή στόν πατέρα - Κρίση. Μέσα απ’ αυτή τη σπαραχτική καί διαδοχική διαπίστιοση των άπροσέγγιστων, ό θεός παραμένει ό μεγάλος σιωπών καί άγνωστος. Ό χ ι απών. Ό Κάφκα από ένα υποσυνείδητο, αλλά ισχυρότατο, ένστικτο Εβραίου δεν θά ομολογήσει ποτέ ανίερα τήν απουσία τού θεού. Γιατί πώς θ’ απαντήσει στό έπώδυνο ερώτημα τής Δημιουργίας πού πλανιέται σ’ όλα του τά βιβλία; ΓΙώς γεννήθηκε ό άνθρωπος με τόσα χαρισματικά προνόμια, αλλά έξ ολοκλήρου ανυπεράσπιστος; Μπορεί νά τόν έπλασε ό ίδιος ό θεός καί νά τόν αφήνει στό έλεος τής απόλυτης αδικίας καί τού πλησίον του ακόμα; Έ νας θεός πού τού πρόσφερε όλη τή Φύση, ζώα καί φυτά, ανυπεράσπιστη στή διάθεσή του — άδικα βεβαίως — βουβή, ανέκφραστη παρ’ όλη τήν ομορ φιά της; Είναι δυνατό ό ίδιος θεός νά ’φτιάξε καί τό τελειότερο έργο του, τόν άνθρωπο, ανυπεράσπι στο στά ολόγυρά του ανθρωπάκια πού τόν ταπει νώνουν, τόν εξευτελίζουν ή τόν εξουδετερώνουν; Δέν είναι ό συνάνθρωπός του πού έχει εφεύρει καί εφαρμόζει όλους τούς μηχανισμούς τής ταπείνωσης καί τής συντριβής; Γιά όλους τούς ευαίσθητους, νοήμονες, μεγαλόψυχους στήν καρτερικότητά τους ή καί λατρευτικούς γιά τόν ισχυρό εξολοθρευτή, όπως ό ίδιος γιά τόν πατέρα του («Επιστολή στόν πατέ ρα»). Τί λοιπόν καί πού χωράει ό θεός άνάμεσα στήν αδικία καί τόν αδικούμενο; Ό χι, τό θεό δέν θά 38
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΛΦΚΑ
τόν ψελλίσει ο Κάφκα ούτε στά μύχια των 'Ημερο λογίων του. Παρά μόνο κάποτε, απαντώντας αέ μιάν ειρωνική αντίρρηση τοϋ νεαρού Janouch πού θά τόν επικρίνει αυστηρά μέ τρέμουλο στήν καρδιά, ρωτώντας τον: «Τί λοιπόν; Θ' αμφισβητήσεις τό θεό;»
Ή μοναδική προσιτή πραγματικότητα παραμένει ή πρωτοβουλία τής Εξουσίας απάνω στόν άνθρωπο πού Οδηγείται από τά όργανά της πρός τόν άμετάκλητο θάνατο αδιάφορα, μόνος, είτε δολοφονούμενος είτε συνθλιβόμενος σάν κατσαρίδα («Μεταμόρφω ση»). Ή εξουσία λοιπόν έχει τό πάνω χέρι μιά καί πραγματοποιεί τήν τυραννία της ανεμπόδιστα, εξου δετερώνοντας καί τό θεό πού τόν παραμόρφωσε κατ’ εικόνα καί ομοίωσή της, άδιάφορο καί απρόσιτο.
«Δέν μπορείς νά γράψεις τή λύτρωση. Δέν μπο ρείς παρά νά τή ζήσεις», διαπιστώνει ό Κάφκα. «’Αλλά, είναι τόσο απέραντος ό κόσμος πού περι κλείει τό κεφάλι μου. Πώς, όμως, νά ελευθερωθώ καί νά τόν ελευθερώσω χωρίς νά διαλυθώ», άναρωτιέται. «Προτιμότερο πάντως (αποφασίζει) νά σκορπίσω σέ χιλιάδες θρύψαλα παρά νά τόν θάψω μέσα μου. Γιατί γι’ αυτό βρίσκομαι δώ, πάνω σ’ αυτό δέν έχω καμιάν αμφιβολία». Ή βία, ίσχυρίζε39
Λ ΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ται ακόμα, δέν μπορεί νά σ’ εμποδίσει νά σκέπτε σαι. Κι όμως, αυτό είναι πού διώκεται αμείλικτα: ή σκέψη. Ό όφις εξάλλου, κατά τόν Κάφκα πάντοτε, σέ παρακινεί στη σκέψη καί ή συμβουλή του είναι φυσιολογική καί σύμφωνη μέ τήν ανθρώπινη φύση, είδάλλως κινδυνεύουμε νά χαθούμε. Έδώ ό Κάφκα ξεπερνά τά όρια, επιβεβαιώνοντας μιά συμπαρά σταση θεού αντάρτη, αντίθετου μέ τήν ερμηνεία τού προπατορικού αμαρτήματος πού θά διέκοπτε ηλί θια τή δημιουργία, ενώ αντίθετα παρακινεί τόν πρωτόπλασ ο στήν προμηθεϊκή ανταρσία. Γιά δεύ τερη φορά, μετά τόν χριστιανισμό, τό «πίστι σε καί μή ερεύνα» τού κομμουνιστικού δογματισμού άνατρέπεται άπό τόν Κάφκα Ή έξωση τού άνθρώπου άπό τόν παράδεισο, μετά ιή ρεαλιστική μύησή του άπό τόν όφι, μεταθέτει άμετάκλητα τό προπατορικό αμάρτημα στό έγκλημα τού σκέπτεσθαι. Ωφελεί σέ τίποτα τουλάχιστον αυτό ή προσφέρει κάποια έξο δο — λύση λύτρωσης ή ευτυχίας; ’Απ’ αυτή τήν κα τηγορία — τού σκέπτεσθαι — δέν σώζεται κανένας ήρωας τού Κάφκα. Ή ιδιότητα τού κατηγορουμέ νου απλά καί μόνο γιατί σκέφτεται είναι ή μεγαλύ τερη καταγγελία πού καταθέτει ό Κάφκα σ’ όλο τό έργο του. Καταλήγει στήν πεποίθηση ότι τό νά είσαι σκεπτόμενο όν καί άνθρωπος είναι άλληλένδετο. Μιά σκέψη τελείως αθώα, αλλά καί αβυσσα λέα παράλογη, νά γίνεται ό άνθρωπος κατηγορού μενος γι’ αυτό. Καί ρωτάει τόν Ιερέα, σέ μιά φάση 40
X
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
της «Δίκης»: «Πώς γίνεται νά είμαι κατηγορούμε νος αφού είμαι άνθρωπος;» Τοΰ άρκεΐ μόνο ή ίδιότης άνθρωπος, πού σημαίνει κάτι τό απρόσβλητο. ’Απ’ ό,τι γνωρίζω μόνο οί ’Ινδιάνοι είχαν παρό μοια φιλοσοφία καί τέτοια ιερή ιδέα γιά τό ον άνθρωπος. ’Αποδίδοντας τόσο ακέραιη άποψη στον άνθρωπο, ό Κάφκα τόν αφήνει ολομόναχο μέσα στό σύμπαν χωρίς δεκανίκια θεού. Δέν έχει νά προ τείνει καμιά βοήθεια άπό πουθενά γιά κανέναν, μέ τήν προϋπόθεση ότι όλοι θά τόν σεβαστούν. ’Αντίθε τα πιστεύει καί καταθέτει τη σκαιότητα τής Εξου σίας, απίστευτα εχθρικής γιά τά άτομα. Θεωρεί, ωστόσο, ότι όλοι εύθυνόμαστε γιά τήν εικόνα τής κοινωνικής άθλιότητας πού μέσα της κολυμπάμε. Τουλάχιστον, γιά λογαριασμό του, δείχνει τήν κάρ τα του στόν αναγνώστη, ξεκινώντας τή «Δίκη»; Στήν άρχή άκόμη, όσο οί χαφιέδες πού πήγαν νά συλλάβουν τόν ηρώα φέρονται άνάγωγα, μοιράζο νται τά ρούχα του, καταβροχθίζουν τό πρωινό του, καί κείνος τούς παρακολουθεί κι άναλογίζεται ότι είναι υπεύθυνος γιά τή συμπεριφορά τους. Αυτή του ή δήλωση είναι ένα σήμα ή άν προτιμούμε μιά ταυτότητα πού δέν πρέπει νά εγκαταλείψουμε ποτέ, προσπαθώντας, άνάλογα μέ τή φιλοδοξία μας, νά οκιτσάρουμε τόν Κάφκα ή νά εισδύσουμε στό σκε πτικό του. Αισθάνεται υπεύθυνος γιά τήν άσκήμια τού κόσμου πού τόν περιβάλλει καί βρώμικος, γρά φοντας σ’ έναν άπό τούς μεγάλους του έρωτες, τή Μιλένα: «... μ’ αυτή τή φοβερή σκόνη πού μέ σκεπά 41
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ζει, πώς σού ανήκω;» Καί άλλου στά Ημερολόγιά του: «Πώς είναι δυνατό νά επιθυμήσει κάποιος νά μ’ άγγίξει με τό μικρό του δαχτυλάκι;» Γι’ αυτά και άλλα πολλά παρεμφερή πού στοι χειοθετούν τόν πιό ιδιόρρυθμο άσκητισμό, ό βιο γράφος καί επιστήθιος φίλος του Max Brod βλέπει στόν Κάφκα έναν άγιο ή κάποιον πού άγγίζει τήν άγιοσύνη. Συγχέει τίς απόψεις του μέ τόν ψυχισμό. Καί δικαίως ενοχλήθηκαν ιδιαίτερα οί περισσότε ροι άπό τούς μελετητές τού έργου του γιά τήν αυθαιρεσία του Μ. Brod. Είναι γεγονός δτι ό Κάφκα άρνήθηκε στον εαυτό του τήν ευτυχία, ιδιαίτερα άπό τόν έρωτα. Διακό πτει ή εγκαταλείπει τούς δεσμούς του μέ τίς γυ ναίκες πού άγάπησε καί τόν άγάπησαν. «Ή ευτυχία μέ βγάζει άπό τήν πραγματικότητα πού άρνούμαι νά λησμονήσω», γράφει. Χωρίς, ώστόσο, νά άρνεϊται τή χαρά τού έρωτα. Τόν εφησυχασμό άπορρίπτει, εκείνον πού θά τού προσέφερε μιά άρμονική συμβίωση μέ κάποια άπό τίς γυναίκες πού άγάπησε. ’Αλλά δεν στερείται τόν έρωτα, άντίθετα, δσο δέν βρίσκεται κοντά στήν άγαπημένη γυ ναίκα, τήν κατακλύζει μέ άτέλειωτες επιστολές. Κα τά'τά άλλα λειτουργεί καί άντιδρά σάν νεογέννητος σ’ έναν άπάνθρωπο κόσμο. Ό Κάφκα αποδίδει έναν ίερό σεβασμό στό άνθρώπινο είναι πού αιώνια προσβάλλεται καί ταπεινώνε ται. Θά ’θελε πολύ νά είχε μιάν ελπίδα σάν οποιοσ δήποτε πιστός, άλλά καταλαβαίνει πώς ματαιοπονεί, 42
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
γι’ αυτό κι αναρωτιέται στά Ημερολόγιά του: «Τί τό κοινό έχω εγώ μέ τούς "Εβραίους;» Καί σέ κάποια επιστολή, ομολογεί: «Παραβρέθη κα σ’ ένα σιωνιστικό συνέδριο σάν σέ μιά εκδήλω ση πού δέν μέ αφορούσε καθόλου.» Συνειδητοποιεί ότι οί άπόψεις καί οί ιδέες του μπορεί νά θεωρηθούν παρανοϊκές καί σημειώνει: «Ό. φόβος νά θεωρηθεί ή συμπεριφορά μου ενός τρελού... έ'καί; Τί είναι ή μή τρέλα;» ' ' ' Είναι περισσότερη ή αγανάκτηση άπό κάθε μορ φής αγιότητα, ή απελπισία του γι’ αυτό τό κυλιόμε νο πλήθος κάτω άπό τό μαστίγιο τής άόρατης εξου σίας. Μέ τόν καιρό διαπιστώνει ότι δέν καταφέρνει νά μεταδώσει αυτήν τήν άγανάκτηση πού φτάνει στήν άπελπισία καί σημειώνει: «Χθές βράδυ μέ τόν Max Brod. Γίνεται όλο καί πιό μακρινός.» Καί είναι άλήθεια τό ότι άπομακρύνονται ιδεολογικά καί όχι μόνο οί δύο άδελφικοί φίλοι Brod καί Κάφ κα. Αυτό φαίνεται καθαρά άπό τό πλούσιο σέ πλη ροφορίες βιβλίο τού Brod γιά τόν Κάφκα (δυ στυχώς άμετάφραστο στήν "Ελλάδα). Καί δέν είναι τυχαίο τό γεγονός ότι ό Κάφκα θά βρει στά τελευ ταία χρόνια τής ζωής του πολύ μεγαλύτερη κατα νόηση σ’ έναν νεαρό θαυμαστή του, τόν Gustav Janouch, σχεδόν εικοσάχρονο. Αυτός ό νέος πάει συχνά στό γραφείο τού Κάφκα καί όταν μένει μό νος καταγράφει κατά λέξη όλα όσα άνταλλάσσουν μεταξύ τους. Ό ταν τό 1951 κυκλοφόρησε σέ βιβλίο όλες τίς σημειώσεις του μέ τόν τίτλο «Κουβεντιάζο 43
ΛΙΛ1Ι ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ντας μέ τόν Κάφκα», ό πρώτος φίλος Max Brod καί ή τελευταία αγαπημένη Ντόρα Ντυμάν έμειναν κατάπληκτοι γιά τόν ζωντανό κι αληθινό Κάφκα πού ό Janouch διαφύλαξε. «Ό καημένος ό άνθρωπος», τού ’λεγε, «περπατά σπάνιο ατό τεντωμένο σκοινί, ενώ γνωρίζει ότι κά τω τόν περιμένει ή άβυσσος νά τόν καταπιεί.» Αυτός ό θεός, λοιπόν, πού τόσο θά ’θελε ό Max Brod νά ’χει κερδίσει τόν Κάφκα, πού στην πραγ ματικότητα αδυνατεί ό ίδιος νά τόν αποδεχτεί η νά τόν εφεύρει γιά νά μάς τόν εμφανίσει, λειτουργεί μόνο ώς πρός τό άτομό μας μέ τόν προσωπικό νό μο τής ευθύνης πού κανένας — πέρα άπό τη συνεί δησή μας — δέν μάς επιβάλλει. ’Αντίθετα, ό άνθρω πος — καί ό άθωότερος — βρίσκεται έρμαιο στή βία καί τη χυδαιότητα τής εξουσίας ή τού κοινού θανάτου, ανυπεράσπιστος πάντως. Φυσικά, κάπου υπάρχει καί ή εκδοχή τού συμβι βασμού πού ό Κάφκα διαλέγει την πιό απροσδόκη τη απεικόνισή του, χρησιμοποιώντας σάν μοντέλο έναν ντυμένο μέ σμόκιν χιμπατζή, στό περίφημο κείμενο «’Ανακοίνωση σέ μιάν ’Ακαδημία». Ό επί σημα στολισμένος μέ παπιγιόν χιμπατζής άφηγεΐται μέ σπαρταριστή αμεσότητα τό δίλημμά του νά δια λέξει (μέ τή φυσική εξυπνάδα πού διαθέτει σάν φυ σιολογικός πρόγονος τού ανθρώπου) ανάμεσα στό κλουβί πού τόν είχαν κλείσει οί κυνηγοί, μέ προο ρισμό τό τσίρκο καί την αντίστοιχη σκληρή συμπε ριφορά τους, καί τήν ακαδημαϊκή έδρα. Έ τσι κι 44
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
αλλιώς δεν είχε πολλές επιλογές ούτε καί πρωτο βουλία, προκειμένου νά διαλέξει μοντέλο ζωής: εξανθρωπισμός από εκμετάλλευση των μιμητικών του δυνατοτήτων ή τσίρκο. «Όχι», διευκρινίζει, «όέν γύρευα λευτεριά. Μονάχα διέξοδο από τά κά γκελα τού κλουβιού καί τά μαρτύρια πού μοΰ επέ βαλλαν οί απέξω πού μέ χάζευαν. Καί τή διέξοδο μοΰ την πρόσφερε ή προσπάθειά μου — αρκετά δύ σκολη στην άρχή — να γίνω ίδιος μέ τούς φύλακες καί βασανιστές μου. Ή ταν τόσο εύκολο νά μιμηθεΐ κανείς τούς ανθρώπους», λέει. «Νά φτύνω μπο ρούσα από τίς πρώτες κιόλας μέρες. Φτύναμε ό ένας τόν άλλον στό πρόσωπο... Πίπα κάπνιζα από τόν πρώτο καιρό σάν γέρος... Πολύ κόπιασα μέ τή μποτίλια τό κονιάκ. Ή μυρωδιά μέ πείραζε, αλλά καί στό πιοτό συνήθισα. Ό θρίαμβος ήταν όταν πρόφερα τήν πρώτι λέξη: “γειά σας", μ’ αυτή τήν κραυγή πήδησα μέσα στήν ανθρώπινη κοινωνία... καί μορφωνόμουνα, κύριοι... απέκτησα τή μέση μόρφωση ενός Εύρωπαίου... ΓΙέτυχα ό,τι ήθελα... "Έρχομαι σπίτι μου αργά τή νύχτα άπό συμπόσια, από επιστημονικές εταιρίες, άπό εύχάριστες συ ντροφιές, όπου μέ προσμένει μιά μικρή μισοπροπονημένη χιμπατζίνα.» Έ νας παφλασμός σαρκασμού, ή μοναδική όιασκεδαστική εικόνα στά κείμενα τού Κάφκα, γιά τούς μακάριους πού δεν ζήτησαν ελευθερία, αλλά την ευτυχία νά μοιάζουν στό σύνολο. Αυτός ό μά γος τού λόγου: «Οί λέξεις», έλεγε, «εΐνα· μαγικοί 45
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
τόποι. ’Αφήνουν στόν εγκέφαλο δακτυλικά αποτυ πώματα ικανά νά μετατραποΰν ξαφνικά σέ ίχνη βη μάτων: των βημάτων τής Ιστορίας. Πρέπει νά προ σέχουμε τήν κάθε μας λέξη.»
Μέ εξαίρεση τόν Άκαδημαϊκό-χιμπατζή, δλοι οί άλλοι ήρωες τού Κάφκα είναι διωκόμενοι ή αύτοκατηγορούμενοι. Οί πρώτοι, οί διωκόμενοι, όπως ό Joseph Κ. στή «Δίκη» καί ό Γεωμέτρης στόν «Πύργο», μορφωμένοι καί οί δύο, παρουσιάζονται άδικαιολόγητα δυσάρεστοι στό καθεστώς καί γι' αυτό διωκόμενοι. ’Απομένουν καί οί ήρωες θεατές, αύτοί οί παθητικοί καί πανομοιότυποι, «...τούς έβλεπα νά πηγαινοέρχονται μέ τό Ιδιο πάντα πρό σωπο, κάποτε καί μέ τις Ιδιες κινήσεις, τόσο πού μοΰ φαίνονταν πώς δέν υπήρχε παρά ένας», λέει ό χιμπατζής γιά όλους όσους βλέπει εξο) από τό κλουβί του. Πρόκειται γιά τόν έκ γενετής συμβιβα σμένο, γιά τόν πολίτη - μάστιγα. Είναι αυτός πού επιπλέει σ’ όλες τις καταστάσεις, ό ευλύγιστος κι ευπροσάρμοστος πού, άφοΰ περάσει μιάν αμφίβολη κρίση εφηβείας — έπαναστατικότητας — συμβιβά ζεται, άποχτά τή μόρφωση τού μέσου Ευρωπαίου — ήμιμάθεια — καί άναρριχάται σ’ όλες τίς κοινω νικές βαθμίδες, είναι τό ικανοποιημένο πρόσωπο, ή βιτρίνα μιας τάχα εύημερούσας κοινωνίας, ό «φτα σμένος» πού κάνει τραμπάλα απάνω στά κοινωνικά άξιώματα καί καθεστώτα, διατηρώντας, όμως, κάτω 46
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
από τό φράκο, τή μαλλιαρή γούνα τού πιθήκου, κα θώς καί κάποια σκιρτήματα. «Αυτή ή προέλευση, συνειδητή ή άσύνειδη, γαργαλάει τίς φτέρνες όλων όσων περπατούν πάνα) σέ τούτη τή γή· από τόν μι κρό χιμπατζή ώς τόν μεγάλο Άχιλλέα», συμπληρώ νει ό Κάφκα. ’Αλλά ποιος κυβερνά; Ποιος κατηγορεί; Καμιά ’Αρχή δέν είναι άμεσα παρούσα στά βιβλία τού Κάφκα. "Ολοι όσοι παρίστανται δηλώνουν οί ίδιοι ή άλλοι γιά λογαριασμό τους πώς είναι κατώτερα εκτελεστικά όργανα. Δούλοι, δούλοι, δούλοι πού ξεφυτρώνουν από παντού, πού συλλαμβάνουν πο λίτες-κατηγορούμενους ή έκτελοΰν, περιμένοντας προαγωγές ή χάνοντάς τες, όπως δηλώνουν οί πρώτοι δεσμοφύλακες πού συλλαμβάνουν αρχικά τόν ηρώα Joseph Κ. «...ή σταδιοδρομία μας ξόφλησε, κύριε... είχαμε ελπίδες προαγωγής καί πολύ γρήγορα θά προβιβαζόμαστε σέ μαστιγωτές...» Παιανών; Μά των κατηγορούμενων. Ό ήρωας τής «Δίκης» Joseph Κ. τούς ξεχωρίζει: «"Ολοι τους είναι φτωχι κά ντυμένοι, μολονότι, κρίνοντας από τή φυσιο γνωμία τους κι από άλλες σχεδόν αόρατες μικρολεπτομέρειες, προφανώς ανήκαν στις ανώτερες τά ξεις.» Καί ό κλητήρας τόν βεβαιώνει πώς «οί περισ σότεροι κατηγορούμενοι είναι έτσι ευαίσθητοι». Στό προτελευταίο κεφάλαιο τής «Δίκης», όταν ό Joseph Κ. συναντάται μέ τόν ιερέα επαναλαμβάνεται ό διαφωτιστικός διάλογος: «Μά δέν είμαι ένοχος, 47
Λ1ΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
πρόκειται περί πλάνης. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος νά είναι ένοχος; Ό λοι μας εΐμαοτε άνθρωποι, όλοι είμαστε Ιδιοι.» Ό ιερέας απαντάει: «Αυτό είναι αλή θεια, αλλά έτσι μιλάνε όλοι οί ένοχοι...» Ή διαμαρτυρία αυτή συμπυκνώνει ένα μεγάλο ποσοστό τής φιλοσοφικής τοποθέτησης τού Κάφκα ώς πρός τήν παρουσία τοϋ ανθρώπου στή γή. ’Αφού είμαι άνθρωπος, δηλώνει άπορημένος, άφοΰ άποτελώ τήν πεμπτουσία τού τέλειου όντος τής δημι ουργίας, τό προνομιούχο θαύμα, όντας τόσο προικι σμένος πού κανείς δέν μπορεί νά αναιρέσει τήν ιδιότητά μου αυτή καί πολύ λιγότερο νά μοϋ απαγ γείλει κατηγορία ενόχου. Ποιος άλλος από μένα — τόν άνθρωπο — είναι δυνατό νά προσβάλει τόσο αναίσχυντα τή Δημιουργία μου; Έδώ υποφώσκει ένας υπαινιγμός δημιουργού Θεού πού προσβάλλε ται καί υβρίζεται τό έργο του. ’Αλλά άπό ποιούς; ’Από κατώτερους εκτελεστικούς υπαλλήλους πού ισχυρίζονται ότι με άνωθ -ν εντολές έκτελοΰν τό Νό μο. 'Αμεσα ίιπεύθυνος τού Νόμου, ωστόσο, δέν εμφανίζεται ούτε αποκαλύπτεται κανένας, πουθενά. Έδώ ό Νόμος, άπό τόν Κάφκα, έχει τή θέση τού Ανώτατου καί μή άντικριζόμενου θεού, κατά τήν ιουδαϊκή θρησκεία καί τό Ταλμούδ. Γιατί ό άνθρω πος σέρνει πίσω τον τή δυσαρέσκεια τού θεού άπό τήν πραγματοποίηση τού προπατορικού αμαρτήμα τος. ’Αλλά αυτοί οί άνθρωποι δέν είναι Εβραίοι. Ποιος, λοιπόν, ουντοίβει κάθε προβληματιζόμενο καί κατά συνέπεια σκεπτόμενο; 48
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΛΣ Ο ΚΛΨΚΛ
«Μπορείς νά κρατηθείς μακριά άπό τούς καη μούς των ανθρώπων (τού κόσμου), είσαι ελεύθερος νά διαλέξεις άν αυτό σοϋ ταιριάζει· αλλά αυτή ή απομάκρυνση είναι Ισιος ή μόνη λύπη πού θά 'πρεπε ν' άποψύγεις», γράφει, ατά Ημερολόγιά του.
Είναι ή δέν είναι ό Νόμος ή έκφραση τού θεού, κατά τήν ιουδαϊκή ορολογία. Ό Κάφκα δέν τολμά νά ονομάσει άμεσα τό θεό γιατί τόν θεωρεί απρόσι το ή κατακρεουργημένο από τήν ανίερη εκμετάλλευ ση των ανθρώπων, οπότε γίνεται ανύπαρκτος, μιά παρανοϊκή έννοια ξοδεμένη αδιάφορα στόν πλανή τη. Όπότε ή μοίρα μας, ή έξαρτώμενη άπό τό Νόμο καί τούς αγράμματους πού τόν εκπροσωπούν, κυ λιέται στή λάσπη τής ήμιμάθειας καί τής αθλιότη τάς τους. Ωστόσο, θά πει κάποτε στόν Jauouch ότι «τό ν’ άρνηθεΐς τό προπατορικό αμάρτημα είναι άρνηση τού θεού, άρνηση τού ανθρώπου. Ίσως ό άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνο καί μόνο επειδή είναι θνητός». Όπότε ή ελευθερία (τής σκέψης) πού τού έπέτρεψε νά διαπράξει τό προπατορικό αμάρτημα είναι πεπερασμένη, έχει σίγουρα όρια (τό θάνατο) πού τήν εμποδίζουν νά προσβάλλει τό θεό με τήν άρνησή της έσαεί. ’Αλλά κι αυτό δέν είναι ποινή; «Ναί», επιμένει, «ταράζουμε τήν τάξη καί τήν ειρήνη. ’Ιδού τό προπατορικό μας αμάρτημα. Βά ζουμε τούς εαυτούς μας πάνω άπό τή φύση. Δέν μπορούμε νά άρκεστούμε στό νά πεθάνουμε καί νά 49
l i /ΡΑ Ψ Ο Υ
Λ I Λ 11
\
επιστρέφουμε οάν είδος. Θέλουμε ο καθένας ατομι κά νά κρατήσουμε καί νά διατηρήσουμε τή ζωή με; στη χαρά όσο πιό πολύ γίνεται, Είναι μ.ιά επανά σταση πού μάς κάνει νά καταστρέφουμε τή ζωή.» Αλλά, ύ Κάφκα έχει καί στιγμές υπέροχου χιούμορ καί θά πει κάποτε δτι «σύμφωνα με τή θε ωρία τού Δαρβίνου, τό προπατορικό αμάρτημα πραγματοποιήθηκε άπό δύο πιθήκους».
«Οί αιώνες··. γράφει ό Κάφκιχ, «δέν προσφέρουν πλεονεκτήματα στό παρόν. Τό οριστικό χαρακτηρι στικό αυτού τού κόσμου είναι ή ματαιότης του πού ή παράτασή της δέν αφήνει καμιά παρηγοριά.» Τό περίεργο μέ τόν Κάφκα είναι ότι παρ’ όλο ότι γεννιέται σέ μιά Τσεχοσλοβακία κατεχόμενη ιτπό τήν Αυστροουγγρική αυτοκρατορία καί τόν βρίσκει ό πρώτος παγκόσμιος πόλεμος τριάντα ε νός χρόνων, βλέπει τόσο καθαρά καί τόσο μακριά πού λέει στον Max Brod: «Ή σημερινή κατάσταση τής ανθρωπότητας είναι απελπιστική καί χωρίς δυ νατότητες επανόρθωσης ή γιατρειάς.» Πόσο μεγάλος ήταν, φτάνει νά άναρωτηθεΐ κα νείς, διαπιστώνοντας ατι πέρα άπό τόν ανθρωπι σμό του πού πλήττεται άπό τις πολεμικές σφαγές, καμιά εμπάθεια, ιδέα ή τυφλή άποψη δέν επηρεάζει τήν καθαρότητα τού ι υαλού του. Ζώντας στην πε ρίοδο πού ή μισή Ευρώπη αποθέωνε ιδεολογικά τόν Μάρξ, πού εκατομμύρια Ευρωπαίοι — εκτός Ρω σίας — έθαύμαζαν τήν επανάσταση τού Λένιν, πού 50
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ 0 ΚΑΦΚΑ
μεγάλοι Ρώσοι όιανοητές χειροκροτούσαν τήν επα νάσταση των μπολσεβίκων, ό ίδιος, ό Κάφκα, λέει: «Ό πόλεμος (1914), ή επανάσταση στή Ρωσία καί ή αθλιότητα ολόκληρης τής γής μοΰ φαίνονται σάν ένα ξέσπασμα τοϋ κακού. Είναι μιά πλημμύρα. Ό πόλεμος άνοιξε τά φράγματα τού χάους. Οί σκαλω σιές πού κρατούσαν εξωτερικά τήν άνθρώπινη ύπαρξη καταρρέουν. Τά ιστορικά γεγονότα δέν ελέγχονται πιά άπό τά άτομα, ελέγχονται άπό τίς μάζες. Μάς σπρώχνουν, μάς βιάζουν, μάς σαρώ νουν. Εμείς υπομένουμε τήν Ιστορία.» ’Αλλά καί μεις πού ωριμάσαμε με τίς επαναστα τικές ιαχές τού Β ' παγκοσμίου πολέμου διατηρού σαμε άπέναντι στόν άκατανόητο κι άπαισιόδοξο Κάφκα, μέ πείσμα, τήν πολυτέλεια τής ελπίδας καί τής πίστης στήν άριστερή μας ιδεολογία, γιά νά βρεθούμε μονομιάς θεατές τής κατάρρευσης τού υπαρκτού σοσιαλισμού καί στήν αποκάλυψη ότι όλοι άνεξαιρέτως οί κομμουνιστές ηγέτες που λούσαν ιδεολογία σι . εκατομμύρια άφελεΐς καί είσέπρατταν συνάλλαγμα. Κατά περίεργη σύμπτωση, τήν ίδια περίοδο (1990-’91) ένας νεαρός κριτικός, ό Δανίκας, (ιδιαί τερα προικισμένος) αναλύοντας τό Νονό τού Κό πολα έγραφε: «Ό λοι οί σεβαστοί θεσμοί, τά ινστι τούτα, τό Βατικανό, όλες σχεδόν οί μεγάλες επιχει ρήσεις λειτουργούν καί έπεκτείνονται χρησιμοποι ώντας τίς μεθόδους τής μαφίας. Ή μαφία είναι μιά έννοια ολοκληρωτική, ένα μικρόβιο πού κυκλοφο51
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ρεΐ στό αίμα τής οικονομίας, τής εξουσίας, τής εκκλησίας: μιά οικογένεια πού άποτελεΐται από αίμομίκτες, συνωμότες, δολοφόνους καί άπατεώνες... Ή μαφία είναι ό συνεκτικός Ιστός τής κοινωνίας.» ’Από τή μυθολογία πού κατέρρεε πα ράλληλα, δεν μνημονεύτηκαν από παράλειψη οί Ζίβκοφ, Τσαουσέσκου, Χόνεκερ, Φλωράκης. Τότε, ανάμεσα 1960-'67, έψαχνα τό κλειδί πού θ’ άνοιγα τίς πύλες τής σκέψης τού Κάφκα. Καί σήμε ρα, τά τελευταία πέντε χρόνια, βρήκα την πόρτα ξε κλείδωτη. "Ενας άλλος αιρετικός, ό Ράιχ, έγραφε: «Στά τε λειοποιημένα καί αδίσταχτα φασιστικά κράτη ό θρησκευτικός μυστικισμός αντικαθίσταται άπό τόν ιδεολογικό μυστικισμό.» ’Αλλά αυτός τουλάχιστον είχε δει κατάφατσα τό πρόσωπο τού κομμουνισμού. "Ομως, ό Κάφκα θά πει είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα: «Βέβαια ό μπολσεβικισμός χτυπάει τή θρησκεία, γιατί είναι ό ίδιος μιά θρησκεία. Ό λες αύτές οί επεμβάσεις, οί ξεση κωμοί, οί άποκλεισμοί είναι μικρά ανοίγματα αυλαίας σέ μεγάλους καί σκληρούς θρησκευτικούς πολέμους πού θά ξεσπάσουν στή γή.» "Ενας βιβλικός προφήτης — άν υπήρξαν τέτοι οι αυθεντικοί — αυτός πού δέν ξέρει νά είναι Ε βραίος καί δέν καταλαβαίνει γιατί σκέπτεται τόσο διαφορετικά άπό όσους τόν περιβάλλουν. ’Απόδει ξη πώς ζητάει άπό τόν αδελφικό του φίλο Μ. Brod νά κάψει, μετά τό θάνατό του, τά χειρόγραφα τής 52
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
«Δίκης», τόσο τρομάζει καί ό ίδιος μέ τά κείμενά του. ’Ακόμα καί ό Ντοστογιέφσκι, έγραφε ό Μπερντιάεφ, είχε κοιτάξει άπό τό χείλος τό βάθος τής αβύσσου, μά λυπόταν τούς άνθρώπους καί δέν τόλ μησε ποτέ νά τούς άποκαλύψει την απουσία τού θε ού. Γιά τόν Κάφκα ό άνθρωπος γεννήθηκε άκυβέρνητος στό χάος καί έκμεταλλεύσιμος άπό τσαρλα τάνους, συχνά αθέατους, πού τό παίζουν θεοί. Δέν είναι περίεργο πώς τή ρούσικη επανάσταση — πού ξεσπάει στήν άκμή τής νιότης του — δέν τήν άντιμετωπίζει ούτε μ’ ενθουσιασμό ούτε κάν σάν βιώσιμη καί πολύ λιγότερο σάν διαφορετική άπό τ’ άλλα τετριμμένα απολυταρχικά καθεστώτα. Ό ταν ό φίλος του ό Janouch τόν ρωτά πόσο βιώσιμη είναι ή ρωσική επανάσταση, άπαντά: «Όσο πιό πολύ απλώ νεται μιά πλημμύρα τόσο λιγότερο βαθύ είναι τό νε ρό της καί πιό ταραγμένο. Ή επανάσταση εξατμίζε ται καί μένει μόνο τό κατακάθι μιας καινούργιας γραφειοκρατίας. Οί αλυσίδες τής βασανιζόμενης ανθρωπότητας είναι φτιαγμένες άπό παλιόχαρτα.» Είκοσι δύο χρόνια μετά τό θάνατο τού Κάφκα, ό Βίλχεμ Ράιχ θά γράψει: «Ό φασισμός δέν είναι ένα πολιτικό κόμμα, αλλά μιά φιλοσοφία ζωής καί μιά ειδική συμπεριφορά άντιμετώπισης τού ανθρώπου, τού έρωτα, τής εργασίας. ’Αλλά δλα αυτά δέν θά ώφελήσουν σέ τίποτα καί δέν θ’ αλλάξουν τίποτα, δεδομένου δτι τά πολιτικά μαρξιστικά προπολεμι κά κόμματα (τού Β ' παγκοσμίου πολέμου) έκαναν τόν κύκλο τους καί δέν θά διαδραματίσουν πιά κα53
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
νέναν ρόλο στό μέλλον. Τά ευρωπαϊκά μαρξιστικά κόμματα παρήκμασαν καί κατέρρευσαν γιατί προ σπάθησαν νά άλώσουν τόν φασισμό τού 20ού αίώνα από ιδέες του 19ου.» Ό Κάφκα μέ μιά μοναδική τακτική πνευματικού ανταρτοπόλεμου εξουδετερώνει δλες τίς λεκτικές παγίδες τής πολιτικής καί τών προσχημάτων της, αλλά καί τών συνθημάτων της: Ίσότης, ανθρώπινα δικαιώματα, θρίαμβος τού προλεταριάτου, καμιά παρόμοια έκφραση δέν βγαίνει από μέσα του ούτε στόν γραπτό ούτε στόν προφορικό λόγο καί κυρίως είναι καχύποπτος πρός κάθε φορέα εξουσίας. Δίδο ντας τή γνώμη του γιά κάποιον διάσημο πολιτικό τής εποχής του, λέει: «Είναι ένας άνθρωπος μέ ε ξαιρετική ευφράδεια. Ό μως, αυτή ή ιδιότητα είναι μέρος Τής αρματωσιάς τού απατεώνα. Οί απα τεώνες προσπαθούν πάντοτε νά λύσουν μέ λίγο κό πο τά δύσκολα προβλήματα.» Είναι σχεδόν ακατόρθωτο νά καταλήξει κάποιος στήν όλοκλήριυση ενός πορτραίτου τού Κάφκα. Είναι γεγονός ότι δέν παραδίδεται ποτέ, ακόμα καί μέσα από τά έκ βαθέων ερωτικά γράμματά του καί πολύ λιγότερο από τά λογοτεχνικά του κείμενα. Ίσω ς μόνο στό «Γράμμα στόν πατέρα» αποκαλύ πτεται ένα μέρος τού σακατεμένου συναισθηματικού του κόσμου, έξαιτίας τής τεράστιας σημασίας πού εξακολουθεί νά έχει ό πατέρας του γιά τή ζωή του, ακόμη καί στά σαράντα του χρόνια. ’Απορεί ό αναγνώστης γιά τό πώς, αυτός ό νηφά54
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
λιος κριτής τοϋ κόσμου, συνεχίζει νά είναι εξαρτη μένος από τόν πατέρα του μ’ έναν τεράστιο σέ μήκος ομφάλιο λώρο, άποόίόοντάς του όλες τίς κοι νωνικές καί συναισθηματικές αποτυχίες του. Ποιές καί πόσο ένοχες ιδέες κρύβει σέ βάρος τοΰ πατέρα του; "Ενα είναι σίγουρο: πώς πιστεύει ότι θά κατα κτούσε τήν ουσιαστική ελευθερία του μόνο άν εξα φανιζόταν ή γιγάντια σκιά τοϋ πατέρα. Τοϋ γράφει: «Συμβαίνει νά φαντάζομαι έναν ξεδιπλωμένο χάρτη τοϋ κόσμου κι εσένα ξαπλωμένο διαγώνια πάνω σ’ όλη τήν επιφάνεια. Καί τότε έχω τήν εντύπωση πώς οί μόνες χώρες όπου θά μποροΰσα νά ζήσω είναι όσες σοΰ είναι απρόσιτες κι εκείνες τίς όποιες δέν καλύπτεις μέ τό σώμα σου, όπως, όμως, μοϋ τραντά ζεις τεράστιος ετούτες οί περιοχές δέν είναι ούτε πολλές, μήτε ευχάριστες καί κυρίως ό γάμος είναι άγνωστος εκεί.» Ποιά ψύχωση τόν συνέχει ώστε νά θεωρεί τόν γίγαντα πατέρα εμπόδιο καί αίτιο γιά κάθε προσωπική του αδυναμία, ακόμη καί ανικανό τητα νά πραγματοποιήσει ό,τι φαίνεται νά επιθυμεί τόσο, όπως ό γάμος, όταν οί δυό του αδελφές ζοϋν απόλυτα χειραφετημένα καί παντρεύονται χωρίς νά νοιαστούν γιά τήν πατρική γνώμη; Τό άλληγορικό στύλ πού επιλέγει ό Κάφκα στή γραφή του δέν είναι στύλ. Είναι υπεκφυγή ενός ελέγχου πού τρέμει. 'Απλά δέν τολμά ν' ανοίξει τά χαρτιά του, κρύβοντας έναν σκοτεινό κόσμο κατη γοριών πού σχεδόν όλες άφοροΰν τόν πατέρα του. "Ετσι κατάφερνε νά μπερδεύει τούς άναγνώστες του 55
ΛΙΛΙΙ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
καί νά παρασύρει σοβαρούς μελετητές τού έργου του σέ ερμηνείες κάθε άλλο από σοβαρές. Ό Canetli, λόγου χάριν, πιστεύει πώς ή «Δίκη» είναι μιά καμουφλαρισμένη ιστορία σχετική μέ τό γάμο του, μιά καί γράφτηκε μετά την πρώτη διάλυση τού αρραβώνα του μέ τή Felice. ’Αντίθετα, ό Κάφκα κατάφερε κι είδε τόσο καθαρά πριν εβδομήντα πέντε χρόνια τήν εικόνα τού σημερι νού κόσμου, τού δικού μας, τόσο μέ τή «Δίκη», όσο καί μέ τόν «Πύργο», τήν «’Αποικία των Τιμωρη μένων» καί τή «Μεταμόρφωση». Διέγνωσε απλά ότι οί δρόμοι εξουσίας πού άνοιξαν τσάροι, αύτοκράτορες καί πολεμοκάπηλοι στρατιωτικοί, μέ τίς οργανω μένες τρομοκρατικές τους υπηρεσίες, οί δρόμοι αυτοί δέν έπρόκειτο νά χορταριάσουν καί νά αχρηστευ τούν. Πώς νά εξηγήσουμε ότι ούτε ένας του ήριυας, εξαιρούμενου τού άκαδημαϊκού-χιμπατζή, δέν βρί σκει τελικά λύτρωση ούτε δικαίωση; Τό φινάλε τού κάθε του έργου αφήνει τούς ήρωες σέ μιάν εκκρεμό τητα φθοράς, άν δέν τούς οδηγήσει στή θανατική εκτέλεση μέ τήν υποψία-κατηγορία ότι πρόκειται γιά σκεπτόμενα άτομα. Καί τά μή σκεπτόμενα; Κάποτε παρακολουθεί από ένα πεζοδρόμιο πα ρέα μέ τόν νεαρό Janouch κάποια πορεία εργατών μέ άνεμίζουσες σημαίες καί λάβαρα. «Αύτοί οί άνθρωποι» παρατηρεί, «είναι τόσο χα ρούμενοι κι έχουν τόση πίστη. Επειδή έχουν κυριέψει τό δρόμο νομίζουν ότι κυρίεψαν τόν κόσμο. Στήν πραγματικότητα είναι τελείως κοροϊδεμένοι. 56
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
Ήδη πίσω τους υπάρχουν οί γραμματείς, οί μόνι μοι πολιτικάντες, όλοι αυτοί οί σουλτάνοι των μο ντέρνων καιρών στους όποιους ανοίγουν τό δρόμο πού οδηγεί στην εξουσία.» Τελικά οί μοντέρνοι καιροί κατά Κάφκα, ανάμεσα 1917-1924, διατηρούν αναλλοίωτη τη φρεσκάδα τους καί είναι οί σημερινοί δικοί μας μεταμοντέρνοι. «Ξέ ρω, ξέρω», έλεγε, «τί είναι αυτή ή δύναμη των μαζών: είναι όμορφη καί φαίνεται αδάμαστη καί δέν ησυχάζει παρά μόνο σάν δαμαστεί καί μορφοποιηθεΐ. Στό τέρμα κάθε εξέλιξης αληθινά επαναστατικής ξεφυτρώνει πάντα ένας Ναπολέων Βοναπάρτης.»
’Άν ό Κάφκα έχει θεωρηθεί απολιτικός, γιατί δέν άσπάστηκε τόν κομμουνισμό, δέν έχουμε άλλο σχόλιο. Μένουν, όμως, πολλοί σοβαροί μελετητές πού αμφισβήτησαν τή σεξουαλική του υγεία, αποδί δοντας μιά νευρωσική ανικανότητα στόν τρόμο του ν’ αντιμετωπίσει τό γάμο, μέ τούς άλλεπάλληλα διαλυμένους αρραβώνες του. Κατ’ αρχήν, οί Εβραίοι δέν χαρακτηρίστηκαν πο τέ γιά σεξουαλική σεμνοτυφία καί ό Κάφκα, ιδιαίτε ρα, είχε ολοκληρωμένες σχέσεις μέ τίς γνωστές μας άγαπημένες του. Στά βιβλία του, οί ήρωές του μετα φέρουν πολύ γρήγορα, χωρίς διαμαρτυρίες, τίς γυ ναίκες στό κρεβάτι. Καί βέβαια, μακριά από τή χω ριάτικη ελληνική νοοτροπία ότι ή γυναίκα προσβάλ λεται μέ τήν ερωτική πράξη. 57
Λ ΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
’Αντίθετα, ό Κάφκα πιστεύει πεισματικά πώς με τή γέννησή του ζει μιά προγραμματισμένη, από άλλους, έξοδο στον κόσμο. Γι’ αυτό καί δηλώνει επανειλημμένα πιός κουβαλάει μέσα του τίς σιδεριές τής φυλακής του. Στό βάθος αισθάνεται, καί δικαιο λογείται στις επιστολές του σάν νά είναι στήν κυ ριολεξία ταμένος κάπου, αόρατα δέσμιος, αλλά καί άμετάκλητα. Κι αυτό τό κάπου είναι ή καλλιτεχνική δημιουργία. Πιστεύει δτι άν τελειοποιήσει τή μονα ξιά του ώς τό απόλυτο, θά φτάσει στήν έσχατη αλή θεια καί θά τήν έκφράσει γράφοντας. «'Η αλήθεια», ισχυρίζεται, «είναι αυτό πού κάθε άνθρωπος έχει, ανάγκη γιά νά ζήσει καί πού, ώστόσο, δέν μπορεί νά (τήν) χρωστάει ούτε νά (τήν) άγοράζει από κανέναν. Καθένας οφείλει νά τήν παρά γει από μέσα του, διαφορετικά χάνεται.» ’Αλλά, κάποιος τού αντιστέκεται σ’ αύτές τίς ασκητικές τάσεις: τό ίδιο τό κορμί του καί ή νιότη του. Αυτός ό νέος ανδρας ερωτεύεται, ναρκισσεύεται ντυμένος πάντα μέ υπερβολική κομψότητα, παρασύρεται σέ όνειρα, ακόμα καί στήν απόφαση τού γάμου — πού πιστεύει πώς θά τού εξασφαλίσει μιά πιό πονετική παρουσία στήν αυστηρή ζωή του, πιό ανθρώπινη. Αυτή του ή επιθυμία καταγράφεται στά Τετράδιά του (Ημερολόγιο) τό 1915. «Δέν υπάρχει κανείς εδώ νά μέ καταλάβει ολοκληρωτικά. Τί ωραίο νά ’χεις κάποιον πού θά τό μπορούσε, μιά γυναίκα, λόγου χάριν θά ’νιωθες νά πατάς τόσο στέρεα στή γή, θ’ άκουμποΰσες τό θεό...» Έδώ ό
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
Κάφκα ψεύδεται, όπως καί όταν επιρρίπτει στόν πατέρα του («Γράμμα ατόν πατέρα») τήν ευθύνη τής άγαμίας του. Ψεύδεται ασυνείδητα καί στίς δύο περιπτώσεις. Κατ’ αρχήν, ασκεί μιαν ακατανίκητη γοητεία στίς γυναίκες κι όλες όσες τόν έρωτεύθηκαν ήταν αξιόλογες κι ώραΐες, εκτός, ίσιας, από τή Felice πού δέν ήταν όμορφη, κατά τή δική του ομολογία. ’Από τά γράμματά του, ωστόσο, φαίνεται ότι τήν ερωτεύ τηκε κι αυτήν. ’Αλλά, όταν ό γήινος εαυτός του τόν παρασύρει νά άποικίσει τήν τόσο πολύτιμη μοναξιά του μ’ ένα δεύτερο πρόσωπο, τότε δραπετεύει, ύστερα άπό κά ποια χρόνια ελεύθερης συμβίωσης καί αποκαλυ πτικής αλληλογραφίας. Γιατί παντού ελλοχεύει ό κίν δυνος νά διακοπεί αυτή ή άναζήτηση τής αλήθειας πού θά δικαιώσει στά μάτια του τό νόημα τής ζωής καί θά έπαληθεύσει τήν πεποίθησή του γιά τή δια στρέβλωση τής ουσιαστικής ύπαρξης άπό αόρατες, αλλά όχι μυστηριακές, δυνάμεις: *<Κανείς δέν προ στατεύει τό άγνωστο, κι αφού δέν ξέρω άπό πού έρχομαι, καί γιατί, καί πού πάω, πώς θά υπερασπι στώ τήν παρουσία μου στή γή;» γράφει στά Τετράδια. Ποιά παρουσία; Μά ό κίνδυνος πού άπειλεΐ γε νικά τούς ήρωές του είναι ή ανεπιβεβαίωτη καί αμφισβητούμενη ταυτότητα άπό ένα γήινο Σύστημα εξουσίας πού άρνεΐται νά σοΰ δείξει τό πρόσωπό του, αλλά καί ν ’ αναγνωρίσει τό δικό σου, οπότε ό καθένας μπορεί, άπό στιγμή σε στιγμή, νά γίνει
Λ ΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ένας αμφισβητούμενος πού τό έγκλημά του θά είναι δτι απορεί. Μιά καί τό κατηγορητήριο σέ βάρος του εκφωνείται από χαφιέδες, θυροφύλακες, υποκείμε να τέταρτης κατηγορίας πού τόν εισάγουν σέ δικα στήρια ελεγχόμενα από πλύστρες ή από πορνίδια, όλοι μεσάζοντες γιά τήν απίθανη σωτηρία του από τήν άδιατύπωτη κατηγορία πού τόν απειλεί, rH άλλη εκδοχή είναι νά αδρανήσει κάθε προβληματι σμός από μέρους του (τού κατηγορούμενου) νά άρκεστεί νά υπηρετεί τυφλά τή γραφειοκρατία, οπό τε θά μεταμορφωθεί σέ γραφικό ζωύφιο, αράχνη ή κατσαρίδα, πού άναρριχάται στούς τοίχους, πρός μεγάλη ντροπή τού οικογενειακού περιβάλλοντος πού εκείνος συντηρεί καί πού τά μέλη του αγνοούν πώς τό πάθος τής ευθύνης δημιουργεί τήν αντίστοι χη υποταγή στή μοίρα, αποκλείοντας σάν πολυτέ λεια τήν αναζήτηση τής αλήθειας — ακόμη καί νά τή συλλογιστεί — ως τή στιγμή πού θά συνθλίβει, όπως κάθε ζωύφιο («Μεταμόρφωση»), «Πρόκειται», επισημαίνει ό Canetti, «γιά μιά κε φαλαιώδη συνάφεια καταπιεσμένου ατόμου κι ακό μα περισσότερο γιά τήν κατάσταση ανθρώπου προ ορισμένου νά συντρίβει σ’ έναν κόσμο εχθρικό, τού οποίου τό πρωταρχικό συναίσθημα, πέρα από τήν αδιαφορία, είναι ό φόβος.» Ή κατάθεση τού Canetli είναι παλιά, τού 1972. Ο Κάφκα είναι ό πρώτος πού μάς δίνει τήν ει κόνα τού κόσμου μας, τού σημερινού. Ό που καί παίρνει τή θέση τού μέγιστου μάρτυρα - καταθέτη. Μ)
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
Κι από τήν άλλη, ό μεγάλος αντίπαλος, ό έρωτας που, όπως δηλώνει ό ίδιος, τό συναίσθημα τής ευ φορίας καί τής ευτυχίας πού νιώθει τόν κάνει ανί κανο νά σκεφτεί καί νά γράψει. Δεν ξέρει άν αγαπά κατ’ άξίαν ή άπό εγωισμό, όπως τουλάχιστον συ νειδητοποιεί στην περίπτωση τής Felice. Ωστόσο, ερωτεύεται, αλλά ή συνύπαρξη τόν αλλοτριώνει καί τότε τό βάζει στά πόδια. Δέν διαθέτει τήν εγωιστική άδιαφορία τού Μπάχ πού παντρεύεται νεότατος γιά νά γλιτώσει μιά καί καλή άπό τή λαγνεία τής νιότης του, καταφέρνοντας έτσι νά δουλεύει δεκα πέντε ώρες τή μέρα. Ό ταν οί αλλεπάλληλοι τοκετοί σκοτώνουν τήν πρώτη του γυναίκα, σπεύδει νά τήν αντικαταστήσει, αποκτώντας συνολικά 21 παιδιά παρ’ όλη τή φτώχεια του. Γιατί ή δημιουργία τής ήμέρας είναι έπιταχηκή άνάγκη τής μεγαλοφυΐας του. Χρειάζεται, όμως, τίς νύχτες τήν ανάπαυση τού πολεμιστή σ’ ένα ζεστό κορμί, μιά γήινη επαλή θευση, τή γυναίκα. Ό Κάφκα γράφει στή Felice, ύστερα άπό δυό χα λασμένους άρραβώνες: «...όχι μιά κλήση πρός τή λογοτεχνία, όχι μιά κλήση, Felice, άλλά άπόλυτα εγώ ό ίδιος... είναι αύτό πού καθορίζει καί άπαιτεϊ ώς τήν ελάχιστη λεπτομέρεια τήν ύπαρξή μου.» Ά πό τήν ογκώδη αύτή άλληλογραφία καί μέ τίς τρεις γυναίκες πού είσδύσανε στή ζωή του προκύ πτει κάτι μοναδικό. "Οτι ό Κάφκα είχε μιάν αίσθη ση ιερότητας γιά τόν άνθρωπο καί τά δικαιώματα του στή ζωή. Ό Max Brod, ό βιογράφος του, ίξάλ 61
Λ ΙΑ Η ΖΩΓΡΑΦΟΥ
λου πιστεύει πώς ό αύτοσεβασμός του καί ό σεβα σμός του πρός τούς τρίτους πλησίαζε στην αγιότη τα. Υπερβολές. Ό Κάφκα δεν χαρακτηριζόταν γιά ασκητισμό άλληλένδετο μέ θρησκευτικότητα. Κάθε άλλο. Τού ήταν αδύνατο νά άντισταθεΐ στά πάθη του. Διαπίστωνε, λοιπόν, ότι ή κάθε γυναίκα από κείνες πού αγάπησε τού πρόσφερε σωματική λύ τρωση πού τόν έκανε πολύ εύτυχισμένο. ’Αλλά ή υπόλοιπη παρουσία της δεν τού ήταν αναγκαία, γιά νά μην πούμε ότι τόν ενοχλούσε. Εκεί λειτούργησε ή συνείδηση τής βλασφημίας πού τού άπαγόρευε νά χρησιμοποιεί τη γυναίκα σάν μέσο άπύλαυσης. Στά θηκε πράγματι αδιάλλακτος σέ βάρος τού εαυτού του ή μήπως έκρυβε άκόμη βαθύτερα κι από τόν ίδιο του τόν εαυτό μιάν ακατανίκητη ανάγκη ελευ θερίας πού σέ πρώτο πλάνο τόν εξέθετε σάν άπιστο εραστή; Πίστευε σ’ έναν κόσμο ακεραιότητας σάν αυτόν πού κουβαλούσε μέσα του. Μόνο ό φόβος μάς εμπο δίζει νά παραδεχτούμε τήν απουσία τής αλήθειας άπό τόν κόσμο πού μάς περιβάλλει. «Ή αλήθεια ακτινοβολεί ανάμεσα άπό τήν παγίδα πού άποκαλούμε ρεαλισμό», διευκρινίζει ό Κάφκα. Καί είναι αποφασισμένος νά τήν άποκαλύψει. «’Έτσι λοιπόν;» αναρωτιέται στά Ημερολόγιά του, «Θές νά πολεμή σεις τόν κόσμο καί μέ όπλα μάλιστα π ιό πραγματι κά άπό τήν ελπίδα καί τήν πίστη;» Λεν α ύ τα π α τά τα ι, ωστόσο, ό τα ν λέει, μετρώ ντας .περισσότερο τή βιολογική του αντοχή, π α ρ ά τήν
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
ψυχική: «Σέ αντίθεση μέ τό ρητό τό χαραγμένο στό μπαστούνι τού Balzac, “συντρίβιο κάθε εμπόδιο”, γιά μένα ισχύει τό αντίστροφο: όλα τά εμπόδια μέ συντρίβουν.»
Είναι γνωστό ότι πολλοί φαντάστηκαν ή φιλοδό ξησαν νά γράψουν μέ ύφος Κάφκα. ’Αλλά ό Κάφκα δέν μπορεί νά φτιάξει σχολή. Ό Ιδιος ό συγγραφέ ας είναι αποτέλεσμα ενός ενορατικού ψυχισμού πού βλέπει τόσο μακριά καί μέ τόση οδύνη τήν πραγματικότητα, ώστε νά τού άπαντά μόνο σήμερα ό Φιλίπ Σολέρς πού ξεσήκωσε τό Παρίσι, στά 1991, μέ τό τελευταίο του βιβλίο, «Ή γιορτή στή Βενε τία», ένα μυθιστόρημα σκέψης, όπως τό χαρακτηρί ζουν οί κριτικοί, ένα έργο μέ επαναληπτικές εικό νες. Στήν ερώτηση άν τό βιβλίο του αποτελεί ένα χρονικό τού νέου Μεσαίωνα, ό Σολέρς άπαντά: «Πιστεύω ότι ζοΰμε όχι μιά παρακμή ή μιά γενική κατάπτωση, όπως πολλοί πιστεύουν, άλλά τήν άρχή μιάς νέας μεγάλης τυραννίας πού συνδέεται μέ τήν έννοια τού εμπορίου. Μπορεί νά πει κανείς ότι ό Όργουελ είναι πολύ απλός. Κι έτσι ό τύραννος — ή έμπορευματική κοινωνία — έχει χιλιάδες πλεονε κτήματα άπέναντι ατούς σκλάβους του, πού έχουν χάσει τήν ταυτότητά τους, είναι τρομοκρατημένοι, δέν ξέρουν κάν ποιοι είναι...». Ο ζόφος τοΰ Κάφκα ενεργοποιείται συγκεκριμέ να μόλις σήμερα. Άλλά, άφού πρώτα θά συνθλίψ ει Μ
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
τόν Ιδιο τόν Κάφκα, πολύ νωρίς, στά σαράντα ένα του χρόνια. Κανείς από τό περιβάλλον του δεν μάς ομολογεί αν ό Κάφκα ήθελε νά πεθάνει καί κατέφυ γε στη φυματίωση. «Όλες αυτές οί υποτιθέμενες αρρώστιες, όσο θλιβερές κι άν φαίνονται, είναι ζη τήματα πίστης: ό άνθρωπος πού νιώθει απελπισία αγκυροβολεί σέ όποιαδήποτε μητρική γη...», έγραφε στη Μιλένα, μιά εκκεντρική γυναίκα πού επίσης αγάπησε πολύ. Καί σέ μιάν άλλη επιστολή: «Αυτός εδώ (ό εαυτός του) βρίσκει τώρα στη φυματίωση μιά κολοσσιαία βοήθεια, τόσο κολοσσιαία, άς πού με, όσο αυτή πού βρίσκει ένα παιδί στις φούστες τής μητέρας του...» Οί φίλοι του, ωστόσο, επιση μαίνουν ότι τούς τελευταίους μήνες τής ζωής του θέλει απεγνωσμένα νά ζήσει. Ήταν πάλι ερωτευμένος μέ μιά νεαρή Πολωνοεβραία, την Ντόρα Ντυμάν, πού είχε γνωρίσει σέ δια κοπές στή Βαλτική τό καλοκαίρι τού 1923, ένα χρό νο πρίν τό θάνατό του. Αυτός ό τελευταίος χρόνος είναι μιά περίοδος βασανιστική μέ πολλές αλλαγές τόπων καί σανατορίων. Μαζί του πάντα βρίσκεται ή Ντυμάν καί ό φίλος του, ό Ρόμπερτ Κλόπστοκ, πού εγκαταλείπει τίς σπουδές του στό πανεπιστήμιο καί συντροφεύει τόν Κάφκα σέ όλες του τίς μετακι νήσεις. ’Αποτελούν, όπως τούς αρέσει νά λένε, τή μικρή οικογένεια. Ό ίδιος ζεί τή μεγάλη αντίφαση τής ζωής του. Ό σο ή φυματίωση απλώνεται καί κυ ριεύει τόν οργανισμό του, προσβάλλοντας καί το λάρυγγα, τόσο περισσότερο αγαπά τή ζιυή στό προ σωπο τής Ντυμάν καί θά ’θελε νά τήν ξανακερδίοι ι Μ
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ Ο ΚΑΦΚΑ
γιά νά ζήσει τή χαρά νά την παντρευτεί. Τούτη τή φορά τό επιθυμεί είλικρινά, ίσως γιατί συνειδητο ποίησε πόσο απάνθρωπος στάθηκε στόν ίδιο του τόν εαυτό, μιά καί δέν αξιώθηκε νά χαρε'ι τή στοργή σάν αυτή πού χαίρεται αυτό τό διάστημα, γιατί ή Ντυμάν δέν τού ζήτησε τήν άδεια, αλλά καρφώθηκε στό μαξιλάρι του χωρίς νά τόν ρωτήσει. Καί πράγ ματι, ό ίδιος ό διευθυντής τής κλινικής Κίρλιγκ, όπου περνά τούς τελευταίους μήνες τής ζωής του, εντυπωσιάζεται από τήν αυταπάρνηση τής Ντόρα Ντυμάν στόν άρρωστο αγαπημένο της. Ό ,τι φοβότανε τό ’ζησε όσο Ισως ούτε ό ίδιος φανταζόταν. «Φοβάσαι τό θάνατο;» ρωτούσε σ’ ένα γράμμα του τή Μιλένα. «Έγώ δέν νιώθω παρά έναν φρικτό τρόμο γιά τόν πόνο. Αυτό είναι κακό σημάδι. Νά θέλεις τό θάνατο χωρίς τόν πόνο είναι κακό ση μάδι. Διαφορετικά μπορώ νά τολμήσω τό θάνατο. Στάλθηκα σάν τό περιστέρι τής Βίβλου, δέν βρήκα τίποτα πράσινο, ξαναμπαίνω στή σκοτεινή Κιβωτό.» Ή προσβολή στό λάρυγγα τού προκαλεΐ ανυπό φορους πόνους καί οί γιατροί τόν άνακουφίζουν μόνο μέ μορφίνη. Μέ τόν καιρό παύει νά μιλάει, αλλά καί νά καταπίνει. Συνεννοείται πιά μέ τή μι κρή του οικογένεια γράφοντας σύντομα σημειώμα τα. Σ' ένα απ’ αυτά τούς παρακαλεΐ, τήν Ντόρα καί ιόν Κλόπστοκ, νά πιουν μπροστά του νερό καί μπάρα μέ βαθιές ρουφηξιές, μιά καί αυτό ήταν άόύ νατό στόν ίδιο. Τό μαρτύριο διήρκεσε έξι μήνες. Ο Κάφκα ιπθα νι οτίς 3 Ιουνίου του 1924, μιά Τρίτη. <>νι κιμι. ια
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ξίδεψε από τό Κίρλιγκ στην Πράγα όπου κηδεύτηκε στις 11 ’Ιουνίου, τέσσερις τό απόγευμα, στό εβραϊκό νεκροταφείο της Πράγας — Στράσνιτσε. «Όταν», άφηγειται ό Max Brod, «έπ ιατρέψαμε στό πατρικό σπίτι τού Φράντς, στην οδό Σταρομιέστε Νάμεστι, είδαμε ότι τό μεγάλο ρολόι τού Δημαρχείου ήταν σταματημένο στην ώρα 4 καί ότι οί δείκτες έμειναν κολλημένοι στη μοιραία έυρα» πού τέλειωσε γιά πά ντα ή ανήμερη μοναξιά τού Κάφκα. Ό ταν ό Janouch τόν ρώτησε κάποτε: «Πόσο μό νος είστε», εκείνος άπάντησε: «Τόσο μόνος όσο... ό Φράντς Κάφκα.» 1993
66
Βιβλιογραφία
■ /I
Oeuvre C om plete de Ira n /. K afka, έκό. Gailimard 1956. Correspondance /. K afka 19020924. ίκό. Gailimard. Lettres a M ilena. F. Kafka, 1956, r/Λ Gailimard. La m uraille de Chine. F. Kafka, 1950, b A Gailimard. /.e proves. F. Kafka, 1933, έκό. Gailimard. Les Machines Celihataires, Michel Car routes, Arcanes 1954. Ka/Aa coafre Ka/Aa, Michel Carrouges, Plon 1962. F ra n / Kafka. Annees de jeunesse (1883-1912). Klauss Wagenbach, France 1958. F ra n / K afka - M ax B rod ~ /c/ee.s, 1945, Mercure Φ ράντς Κ ά φ κ α - Π αράθυρα σ το ν κόσμο, Ν. Κολοβοί), Πύλη 1975. Κ ο υ β εν τιά ζο ν τα ς μτ τό ν Κ ά φ κ α , G. Janouch, Κέδρο 1968. Journal de K a fka , Grasset 1954.
Λέν σηματοδότησα τό xeijuvo μέ παραπομπές of σελίδες κ,λπ., γιατί τό θεώρησα σνομπισμό νά παραπίμπο) οι γαλλική βιβλιογραφία.
67
φιλοδοξήσει κάποιος νά δώσει μιά ταυτόείναι ό,τι πιό τολμηρό μπορεί νά s’ δεν ήταν επίκαιρος όταν γεννή- ' vrjAc, νΛ(Α ιun*i, όταν πιθανέ, στά Ι9 ί·ί, αλλά ούτε καί στά !!)(*>() πού κάνουμι εδώ, στην Κλλάδα, την πρώτη μας γνο)ριμία μαζί του. Ό Κάφκα γίνε- * ται παγκόσμια επίκαιρος μόλις τώρα, φρέσκος, όλοζωντανός, μόλις στην έξοδό μας από τόν εικοστό αίίόνα. (...) >/0 Ινάφχα ήταν γιά μας τούς Λντικους- ό ακατανόητος καί γιά την περίοδο πού ζοΰσι, *λ) ά καί επί δεκαετίες αργότερα, ο»; τά ΙΙΙΗΓι, οπότε διαβάζεται πλέον σάν παγκόσμιος χρονιχογρ *ψος ου τέλους του αιώνα μα;» ΜΛΙΙ /ΙΙΓΙ1\ΦΟΙ' ΙΛΙ) 1 '