Κάθε γνήσιο αντίτυπο είναι υπογραμμένο από το συγγραφέα
938.5
ΦΟΤΙΑΔΗΙ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞ. Κολοκοτρώνης Αθήνα, Σ. I. Ζαχαρόκουλος, 1987. 688 σ.: 12-17 εκ. (Ιστορία, 3) ISBN: 960-208-196-1 1. Ελλάδα - Σύγχρονη Ιστορία, 1833-1834. I. Τίτλος, II. Σειρά © ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ © 1987, Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΕΙΑ Ο.Ε. Αθήνα, Σταδίού 5, Φ 32.31.525, 32.25.011
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΛΑΠΟΥΤΑ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ξανακοιταγμένη
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ A ΑΘΗΝΑ
Ό έθνισμός μας, ώ ’Επίτροπε, είναι θεμελιω μένος είς τά αίματα όκτακοσίων χιλιάδων Ε λλήνων φονευθέντων είς τόν άγώνα. Γ. ΤΕΡΤΧΕΤΗΣ
Μ Ε Ρ Ο Σ
Π Ρ Ω Τ Ο
Τ
Ρ
Ο
Μ
Ο
Κ
Ρ
Α
Τ
Ι
Α
ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΓΙΑ ΘΕΛΗΜΑΤΑ ΣίΜΩΝΑΝ τα μεσάνυχτα 6 με 7 του Σεπτέμβρη 1833. Η πόρτα της Ξηρός του κάστρου τ’ Αναπλιού άνοιξε για ν ’ αφήσει να περάσει ο μοίραρχος Κλεώπας με σαράντα χωροφύλακες αρματωμένους ως τα δόντια. Τράβαγαν προ σεχτικά κι αμίλητοι μην τυχόν και δεν πετύχουν το σκοπό τους. Πάγαιναν να πιάσουν τον μεγαλύτερο κακούργο του τόπου μας, που τις εικόνες του θα τις βρεις τώρα κρεμα σμένες σ ’ όλα τα σχολειά μας και τ ’ αγάλματά του στημέ να στις πλατείες μας: τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη. Λίγο παραέξω από τ ’ Ανάπλι, στην Πρόνοια, στο Κιολού τεπέ, όπως λεγόταν το μέρος στα χρόνια της Τουρκιάς, είχε ο Γέρος ένα περιβόλι κοντά στην εκκλησιά του Αη-Θόδωρου, που ο ίδιος την έχτισε. Σ’ αυτό, σε ταπεινό χωριάτικο’ σπιτάκι, αποτραβήχτηκε ο στρατάρχης του μεγάλου αγώνα, όταν ήρθαν οι Βαβαρέζοι και κατάλαβε πως δεν τον γούστερναν. Στ’ απομνημονεύματά του που υπαγόρεψε στον Τερτσέτη λέει: «"Οσον ήμπόρεσα Εκαμα τό χρέος μου είς τήν πατρίδα
9
μου κα ί έγώ καί δ λη ή φ α μ ελιά μου. Ε ίδα τή ν π α τρ ίδ α μου έλεύ θερη , είδα έ κεΐνο δ πο υ ποθούσα κ α ί έγώ κα ί ό πα τέρα ς μου κ α ί ό πά π πος μου κα ί δ λ η ή γενεά μου, καθώς καί δ λ ο ι οί "Ε λλ η νες. Ά π ε φ ά σ ισ α νά πάω είς Ενα περ ιβ ό λ ι, όπού ε ίχ α Εξω ά πό τ ’ Ά ν ά π λ ι. Έ π ή γ α , έκάθισα καί ά περνοΰσα τό ν κ α ιρ ό μου κ α λ λ ιερ γώ ντα ς, κα ί εύχα ρ ισ τού μ η ν νά βλέπω νά προοδεύουν τά μ ικ ρ ά φυτά όπού έφύτευα ».1
Στο φτωχοκάλυβό του, που μήτε απ’ αυτό μήτε από το περιβόλι δεν απομένει πια τίποτις, καθόταν κατάμονος ο Γέρος, γιατί σαν ήρθε πριν από λίγους μήνες ο Όθωνας σκόρπισε και τους αξιωματικούς του, και τους αρματωμέ νους της φρουράς του, και τους γραμματικούς του κι αυτόν ακόμα τον Μίτζα, το παλικάρι που απ’ την αρχή του σηκωμού τον ακολούθησε παντού σαν τη σκιά του. —Παγαίνετε στο καλό, τους είπε, και να καθίσετε ήσυχοι στα σπίτια σας. Τώρα που ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και τα πράματα του τόπου μας και θ ’ ανταμείψει τον καθένα κατά τις πράξεις και τη δούλεψή του. Κείνο λοιπόν το βράδυ, είχε φτάσει για τον'Κ ολοκο τρώνη η ώρα της ανταμοιβής... Ο Κλεώπας, αφού πρόσταξε τους χωροφύλακες να μπλοκάρουν με προφύλαξη ολούθε το καλύβι μην τυχόν και τους ξεφύγει ο κακούργος, χτύπησε με δύναμη την παλιόΐξορτα. Ο Γέρος τινάχτηκε στο στρώμα. Αφουγκράστηκε.:για λίγο, κι όταν πια δευτέρωσαν τα χτυπήματα, σηκώθηκε, μισάνοιξε το παράθυρο και ρώτησε με τη βροντερή φωνή του, που ακόμα την ακούς ν’ αντιλαλάει στα Δερβενάκια: —Ποιος είναι; —Εγώ! Ο μοίραρχος Κλεώπας. —Και τι ζητάς; —Έχω διαταγή να κάνω έρευνα. Εδώ μέσα κρύβουνται I. Τερτσέτη «Ά παντα — Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη», τ. γ ', σ.
1%. 10
οπλοφόροι και βρΐσκουνται άρματα. Ο Κολοκοτρώνης γέλασε. Πήγε κι άνοιξε την πόρτα. —Κοπιάσετε! τους φώναξε περιφρονητικά, κι έπειτα, μισόγδυτος καθώς ήταν, ξαναξάπλωσε στο στρωσίδι τον. Μπούκαρε ο Κλεώπας μ’ ένα τσούρμο χωροφύλακες κι άρχισαν να ψάχνουν αναποδογυρίζοντας το καθετί. Οπλο φόρους δεν βρήκαν βέβαια, πέτυχαν όμως άρματα: ένα σπαθί, ένα ντουφέκι και μια μπιστόλα. Ή ταν αυτά που ο Γέρος πολέμησε τόσα χρόνια για τη λευτεριά μας και που τώρα, αν τα ’χαμε, θα γονατίζαμε να τα φιλούσαμε. —Σήκω, προστάζει το Γέρο ο Κλεώπας, και ντύσου. —Γιατί; —Κατά διαταγή της αντιβασιλείας είσαι υπό κράτηση. Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται μέσα στη μικρή κάμαρα, οπού σ ’ αυτή μόλις μπόραγε να κουνήσει, καθώς κάργα ήτανε από χωροφύλακες. —Τι χρειαζόταν, λέει στον Κλεώπα, τόσο ασκέρι; Έφτανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό, από κείνα οπού κάνουν θελήματα, μ’ ένα γράμμα στο στόμα να πάω σ τ’ Ανάπλι και μ’ ένα φαναράκι να φέγγει και των δυονάν μας... Μα ο Κλεώπας δεν καταδέχτηκε ν’ αποκριθεί σε τέτοια μωρολογήματα. Σύναξε όσα χαρτιά βρήκε στις κασέλες και τα ντουλάπια, τα τύλιξε και προσεχτικά τα σφράγισε, σίγουρος πως κράταγε αλάθητα πειστήρια που θα φανέρω ναν την προδοσιά του Γέρου. —Μπρος, πάμε! προστάζει ο Κλεώπας. Βάζουν τον Κολοκοτρώνη στη μέση και τραβούνε κατά το τειχί της πολιτείας, περνώντας από κει που σήμερα βρίσκεται στημένο τ ’ άγαλμά του. Στρίβοντας αριστερά, πήρανε το μοχοπάτι για την Αρβανιτιά1, διαβαίνοντας από I. 'Οταν το 1779 αποφάσισαν οι Τούρκοι να ξεπατώσουν τους Αρβανί τες του Μόριά, ο Χασάν πασάς κατάφερε να τους ζωγρήσει με μπαμπεσιά και τους έριξε από πάνω από το Παλαμήδι να τσακιστούν στα βράχια. Το μέρος όπου σωριάστηκαν, κατρακυλώντας από κείνο το ύψος τα κουφάρια τους, ονομάστηκε Αρβανιτιά.
11
το στενό όπου τώρα χτίσανε το καινούργιο τουριστικό ξενοδοχείο. Ανεβαίνουν την πέτρινη ανατολική σκάλα του Ιτς Καλέ, της Ακροναυπλίας δηλαδή, μπαίνουν στο κάστρο και παραδίνουν, τούτοι οι Έλληνες, τον ήρωα στους Βαβαρέζους. Τον παραλαβαίνει Γερμανός δεσμοφύ λακας, που δεν ήξερε βέβαια γρυ ελληνικά, τον πάει σ ' ένα κατασκότεινο κελί και με μια σπρωξιά τον χώνει σ ’ αυτό, κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα. «Διά τρεις ήμέρες δέν ήξευρα πώς ύπάρχω, μου έφαίνετο δνειρο», λέει ο Γέρος σ τ’ απομνημονεύματά του, «tρωτού σα τόν έαυτόν μου άν ήμουν έγώ ό Ιδιος ή άλλος κανείς· δεν έκαταλάβαινα, διατί με ίχουν κλεισμένο»'. Μήτε εννιά χρόνια δεν είχανε περάσει από τότε now ο Τούρκος φρούραρχος του Αναπλιού, ο Αλήπασας, του παράδωσε τα κλειδιά της πολιτείας. Τα ’χε πάρει στα χέρια του, τα κοίταξε δακρύζοντας, τα ’φερε στα χείλια του και τα φίλησε. Έπειτα ροβόλησε από το Παλαμήδι κατά κάτω και μπήκε από την ίδια κείνη πόρτα της Αρβανιτιάς στο Ιτς Καλέ, οπού τώρα τον φέρανε, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, και τονε χώσανε στο υγρό και σκοτεινό μπουντρούμι του. Κάποτες, όσο που ακόμα κράταγε ο αγώνας, ο γραμματι κός του Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος του λέει μια μέρα: —Ά ιντε, Κολοκοτρώνη! Παιδέψου, παιδέψου τώρα, μα η πατρίδα μια μέρα θα σ ’ ανταμείψει. Γύρισε, τον κοίταξε ο Γέρος και του αποκρίθηκε: —Ά μα με το καλό λευτερωθούμε, εμένανε πρώτο θα κάνουνε σεργούνι. Δεν τα λογάριασε καλά. Τώρα δεν τον ετοίμαζαν για εξορία, μα για να τον παραδώσουν στον μπόγια να του πάρει με την γκιλοτίνα το κεφάλι του. Ίσως να του άξιζε όμως, γιατί, καθώς ο ίδιος έλεγε, δυο φορές βαφτίστηκε· τη μια με λάδι, για να γίνει χριστιανός, και την άλλη με αίμα, για τη λευτεριά της' πατρίδας. 1. Τερτσίτη id. σ. 197.
12
Λίγο πριν τον πιάσουν, ο Άρμανσπεργκ, θέλοντας να τον δοκιμάσει, του είπε: —Έ χεις πολλούς εχθρούς, στρατηγέ. —Έχω, παραδέχτηκε ο Κολοκοτρώνης, μα δυο απ’ αυ τούς στέκουνται οι χειρότεροι απ’ όλους. —Και ποιοι είναι οι δυο αυτοί εχθροί σου; ρώτησε περίεργα ο προϊστάμενος των αντιβασιλιάδων. Ο Γέρος του αποκρίθηκε: —Ο ένας τ ’ όνομά μου κι ο άλλος οι δούλεψές μου. Τα μεσάνυχτα της ίδιας κείνης νύχτας «έτέθη ύκό φύλαξιν έντός τής οΙκίας του»1 κι ένας άλλος μεγάλος προδότης: ο Πλαπούτας. Ναι, ο στρατηγός του αγώνα που η ελληνική κυβέρνηση είχε στείλει στο Μόναχο πριν από έναν χρόνο, μαζί με τον Μιαούλη και τον Κώστα Μπότσαρη να προσφέρουν στον Όθωνα το θρόνο. Δεν τον κατηγορούσαν για τούτο βέβαια, μα για άλλα φοβερά και τρομερά πράματα, γιατί κι αυτός σήκωνε πολλές αμαρτίες στη ράχη του. Η πρώτη ήτανε πως παντρεύτηκε την ανεψιά του Γέρου, τη Στεκούλα. Η δεύτερη πως πολέμησκ παλικαρίσια στο Βαλτέτσι, στον Λάλα, στην Πάτρα, στο Ά ργος και σε πολλά άλλα μέρη. Η τρίτη πως κάμποσες φορές μπήκε στο πόδι του Κολοκοτρώνη αρχηγός. Η τέταρτη... Μα φτάνουν αυτές. Τώρα λοιπόν οι Βαβαρεζοι, που τον φίλεψαν στα ξακουστά παλάτια του Μόναχου, αφού τον κράτησαν δυο μέρες περιορισμό στο σπίτι του, τη νύχτα στις 8 με 9 του Σεπτέμβρη τον έκλεισαν στα μπουντρούμια του Ιτς Καλέ, που όταν το κυρίεψαν οι Έ λληνες από τους Τούρκους στάθηκε ο πρώτος φρούραρ χός του. Όπως τους κλείσανε σε χωριστά κελιά με Γερμανούς δεσμοφύλακες, μήτε'ο Γέρος ήξερε πως είχανε πιάσει τον Πλαπούτα μήτε αυτός πως κράταγαν το Γέρο. Ο λαός όμως τους έβαλε, από το στόμα κάποιου ανώνυμου ποιητή, να κουβεντιάζουν στη φυλακή, να λένε το παράπονό τους. I. «Χρόνος- αρ. 39 — 10.9.1833.
13
ΚΟΛΟΚΟΤΡΟΝΗΣ
Ξύπνα καημένε ξάδερφε και μη βαρειοκοιμάσαι... Ξύπνα κι εχάραξ'η αυγή, ξύπνα κι επήρ’η μέρα. ξύπνα Πλαπούτα, φόρεσε τα γιορτινά σου ρούχα γιατί θα πάμε σε χαρές, σε pcya πανηγύρι. ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ
Ακουσε, ξάδερφ'. άκουσε τ'όνειρο πόυ είδα. Απόψε που κοιμόμουνα στον ύπνο μου απάνου. θολό ποτάμι βλέπαμε, θολό κοκκινισμένο. Στην αντιπέρα όχτη του μας τήραγαν ελάφια. Τραβάμε τα σπαθιά ευτύς και πέφτουμε στο ρέμα. για να ’βγούμε αντίπερα να κόψουμε τα λάφια. Μα ξάφνου πέσαν στο νερό οι φούντες των φεσιών μας... Ξήγα το. Προ, ξήγα το και πες μου πώς το κρένεις; ΚΟΑΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Τα λάφια που ‘δες αντικρύ είναι οι φαμελιές μας και το ποτάμι το θολό είναι ο θάνατός μας, κι οι φούντες που επέσανε μες στα θολά νερά του είν'τα κεφάλια μας τα δυο που θα πνιγούν στο αίμα...
ΙΔΕΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝΕ! Τ η ν ΑΛΛΗ μέρα, σ τ’ Ανάπλι, από αυλόπορτα σε παράθυ ρο, από καντούνι σε σούδα1 κι από κρασοπουλειό σε μπακάλικο πέρναγε από χείλη σε χείλη το θλιβερό μαντάτο: —Πιάσανε το Γέρο! κι ήτανε σαν να σκοτείνιαζε ο κόσμος. Κι οι πρώτοι που απόρησαν για όσα γίνηκαν τη νύχτα στάθηκαν... οι Έλληνες υπουργοί! Τι, δεν το ’ξέραν; Ό χ ι, ιδέα δεν είχανε. Τη διαταγή ·την υπόγραψαν οι αντιβασιλιάδες Μάουρερ κι 'Αβελ και τη δώσανε στον I. Έ τσι λένε σ τ' Ανάπλι τα στενά ανηφορικά δρομάκια που οδηγάνε στην ΑκροναυπλΙα.
14
Γερμανό υπουργό των Στρατιωτικών, στρατηγό Σμαλτς, να την εκτελέσει. Ο Γ. Ψύλλας, υπουργός των Εσωτερικών, πάει στον Μάουρερ και παραπονιέται. —Πώς πάρθηκαν, τον ρωτάει, τόσο σημαντικές αποφά σεις χωρίς εγώ, ο αρμόδιος υπουργός, να μη γνωρίζω τίποτε; —Τολμάτε να διαμαρτυρηθείτε, του απαντάει ο Μάου ρερ, ενώ θα ’πρεπε ν ’ απαγγελθεί εναντίον σας βαρυτάτη κατηγορία που αφήσατε ακαταδίωχτους τόσο επικίνδυ νους συνωμότες! —Αι αρχαί, του λέει ο Ψύλλας γυρεύοντας πια να δικαιολογηθεί, δεν μου ανέφεραν το παραμικρό. —Τόσο το χειρότερο για σας! τον κόβει ξερά ο Μάουρερ. Το ίδιο κείνο πρωί, ο υπουργός της Δικαιοσύνης Γ. Πραίδης φωνάζει τον επίτροπο της επικρατείας, όπως λέγανε τότες τον εισαγγελέα, Εδουάρδο Μάσον και τον ρωτάει αν αυτός πρόσταξε να πιάσουν τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. —'Οχι, του αποκρίνεται ο Μάσον. Κι αφού σκέφτηκε λιγάκι του είπε: Πρέπει όμως να σας ομολογήσω ότι εγκρίνω την ενέργεια της Υπερτάτης Αρχής, αν και δεν ζητήθηκε η γνώμη μου. Ο πρωθυπουργός Σπυρίδωνας Τρικούπης, σαν έμαθε από τους δυο υπουργούς του πως η διαταγή δόθηκε από τους αντιβασιλιάδες δίχως να πάρουν τον κόπο να ιδεάσουν την κυβέρνησή του, κατάλαβε τέλος πως δεν ήτανε τίποτις άλλο παρά μπαίγνιο στα χέρια των ξένων. Πρόσταξε λοιπόν να συναχτεί το υπουργικό συμβούλιο να πάρει αποφάσεις. —Κύριοι, τους λέει, όπως ασφαλώς θα εμάθατε, χθες τη νύχτα συνελήφθησαν, χωρίς να ξέρουν το παραμικρό οι αρμόδιοι υπουργοί και δίχως ένταλμα των δικαστικών αρχών, επιφανείς αγωνισταί. Η τοιαύτη ενέργεια αποτελεί 15
κόλαφον εναντίον όλων ημών και προτείνω την παραίτησιν της κυβερνήσεώς μας. Η εξουσία όμως, κι αυτή ακόμα που δεν είναι κανείς παρά «εγκάθετο όργανο», καθώς τόσο ωραία το λένε οι καθαρευουσιάνοι, φαίνεται πως στέκεται γλυκιά για μερι κούς, γιατί μεμιάς οι δυο περίφημοι πολιτικάντηδες του μεγάλου αγώνα, ο Κωλέτης κι ο Μαυροκορδάτος, ο πρώτος υπουργός των Ναυτικών κι ο δεύτερος των Οικο νομικών, αντιβγήκαν στον Τρικούπη. Με τη γνώμη τους συντάχτηκε βέβαια κι ο υπουργός των Στρατιωτικών, ο Γερμανός Σμαλτς. —Εγκρίνουμε, είπανε, το έκτακτο αυτό μέτρο της αντιβασιλείας γιατί πρόκειται για έκρυθμες περιστάσεις. —Σαν αρμόδιος υπουργός, λέει ο Ψύλλας, σας βεβαιώ νω πως δεν παρατηρήθηκε τίποτε το έκρυθμο. Οι τρεις —οι δυο καλύτερα, γιατί ο άλλος ήτανε Γερμανός— θέλοντας να κερδίσουν με τη δουλοφροσύνη τους την εύνοια της αντιβασιλείας, υποστήριξαν θερμά τα όσα γίνηκαν, παινεύοντας την «υπερτάτην αρχήν», καθώς λέγανε την αντιβασιλεία, για την απόφασή της να χτυπή σει γλήγορα και έγκαιρα τη συνωμοσία. Τότες ο Τρικούπης, ο Πραίδης κι ο Ψύλλας δήλωσαν πως, μια και διαφωνούν και με τα μέτρα της αντιβασιλείας και με τη γνώμη των συναδέλφων τους, θα παραιτηθούν. Τράβηξε λοιπόν ο Τρικούπης στα γραφεία της αντιβασιλείας κι έδωσε την παύση τη δίκιά του και των δυο υπουργών. Του αποκρίθηκαν πως τη δέχουνται, μόνο να καρτερέψουν λιγάκι ώσπου να γυρίσει ο Όθωνας, που βρισκόταν σε περιοδεία στο Μόριά, μια κι έπρεπε, όπως του είπανε, η ορκωμοσία των νέων υπουργών να γίνει μπροστά του. Τούτη η δικαιολογία τους στεκόταν βολικιά, όπως δε θέλανε να βγει μεμιάς στη φόρα πως ο πρωθυπουργός Τρικούπης και δυο ακόμα υπουργοί λογά ριαζαν για παράνομη την ενέργεια της αντιβασιλείας. Ο 'Οθωνας είχε φύγει από τ’ Ανάπλι στις 4 του Σεπτέμ βρη για έναν μεγάλο γύρο στον Μόριά. Αφού πέρασε από 16
τον Αχλαδόκαμπο και ΐη ν Τεγέα, μπήκε, το ίδιο κείνο βράδυ που πιάσανε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, στην Τριπολιτσά, όπου τον καλωσόρισαν με φωταψίες. Έπειτα τράβηξε στη Μαντινεία, στη Μεγαλόπολη και στον Μιστρά. « Ό λαός τής Πελοποννήσου», έγραφε η εφημερίδα «Ή λιος» του Αναπλιού στις 12 του Σεπτέμβρη, «τόν δέχεται ένθουσιωδώς». «Χύνεται δλος έξω των πόλεων καί κωμοπόλεων καί των χωρίων καί τόν προϋπαντούν είς άπόστασιν τριών ώρών. "Ολη ή Πελοπόννησος άντηχεϊ άπό τά: Ζήτω ό “Οθων!». Καθώς κατάλαβες, η αντιβασιλεία είχε το καθετί ζυγί σει. Από τη μια το χτύπημα ενάντια στις κεφαλές του αγώνα κι από την άλλη η περιοδεία του Όθωνα που θ ’ αποκοίμιζε, με τις χαρές και τα πανηγύρια της, τον κοσμάκη, στα μέρη που οι δυο πιο σημαντικοί «συνωμό τες», ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας, χαίρονταν τη μεγαλύτερη υπόληψη.
ΑΝΘΡΩΠΟΚΥΝΗΓΗΤΟ
Το ΠΙΑΣΙΜΟ του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα και, μια μέρα πριν, στις 5 του Σεπτέμβρη, του Θοδωράκη Γρίβα, στεκόταν η αρχή κι όχι το τέλος του κατατρεγμού των ηρώων του Εικοσιένα. Η εφημερίδα «Τριπτόλεμος» στο φύλλο της 9 του Σεπτέμβρη έγραφε: «Λέγουν δτι καί άλλα διάφορα ύποκείμενα Θέλουν συλληφθεΐ ή έσυλλήφθησαν ήδη είς τάς έπαρχίας δι' έγκλήματα καθοσιώσεύύς». Πριν από αρκετές μέρες, ο στρατηγός Σμαλτς είχε δώσει μυστικές διαταγές σΐον αξιωματικό της χωροφυλα κής Τζίνο1 να πιάσει τους πιο τρανούς καπεταναίους στην I. « Ό περίφημος κατά τήν έπιστήμην τού χωροφύλακος Τζίνος, δστις in i Κυβερνήτου κατοικούσε τάς έν Παλαμηδίφ φυλακάς όι'Ιγκλημα...- («Η δίκη του αοιδίμου θ . Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα», σελ. 116-117).
17
Ανατολική Στερεά Ελλάδα, να τους μαζβξει «εναν εναν, καθώς διαλέγουν τά καλά άρνιά είς τήν μάνδραν»', κι οι Αναπλιώτες, στις 11 του Σεπτέμβρη, στις 3 τ ’ απόγευμα, είδανε να μπαίνει στην πολιτεία τους απόσπασμα χωροφυλάκ«ν κι έναν λόχο από βοηθητικά στρατεύματα, κουβα λώντας δεμένα τούτα δω τα «υποκείμενα», καθώς τα ονόμαζε ο εφημεριδογράφος: τον Ν. Κριεζώτη, τον ήρωα της Εύβοιας, της Ακρόπολης και της Πέτρας· τον I. Μαμούρη, που ξεχώρισε στο Χάνι της Γραβιάς και στη μάχη των Βασιλικών τον Σπυρομήλιο, που αγωνίστηκε στη μεγάλη πολιορκία του Μεσολογγιού και μας άφησε απομνημονεύματα γ ι’ αυτή· τον Γιώργη Βάγια, που ήτανε κι αυτός στο Μεσολόγγι κι έπειτα, ακολουθώντας τον Καραϊσκάκη, βρέθηκε στις δοξασμένες μάχες της Δόμπραινας, της Αράχοβας, του Δίστομου· τον I. Ρούκη, που αγωνίστηκε κι αυτός με τον Αντρούτσο στο χάνι της Γραβιάς κι έπειτα, στην πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή, αντραγάθησε στο πόστο του Σερπετζέ- τον Μακεδόνα οπλαρχηγό Δημήτρη Καρατάσο, τον ήρωα της Νάουσας, που για το μεγαλόπρεπο ανάστημά του ονομά στηκε Τσάμης· τον Μήτσο Αποστολάρα, Μακεδόνα κι αυτόν, που έμεινε ξακουστός για το απόκοτο θάρρος του και τον Κ. Δημητρακόπουλο από την Αλωνίσταινα. Άλλους από τούτους τους προδότες τους κλείσανε οι ελευθερωτές μας οι Βαβαρέζοι στο Ιτς Καλέ κι άλλους στο Μπούρτζι, εξόν από τον Μαμούρη που τον τιμήσανε βάζοντάς τον στο Παλαμήδι με παρέα τους πιο τιποτέ νιους κακούργους. Στις 11 του Σεπτέμβρη η εφημερίδα «Χρόνος» έγραφε: «Λέγεται δτι μεταφέρονται καί άλλοι». Και πραγματικά άρχισαν να τους κουβαλάνε φουρνιές-φουρνιές σ τ’ Ανάπλι και να τους χώνουν στα μπουντρούμια. Πρώτο και καλύτε ρο φέρανε, με βαριά σίδερα μην τους ξεφύγει, τον Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα, τον ήρωα της Κλείσοβας* έπειτα τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, το γιο του Γέρου, που 1. Τερτσέτη «Ά παντα — Αθανάσιος ΠολυζωΓδης», σ. 308.
18
ονομάστηκε έτσι για την παλικαριά που φανέρωσε- τον Κ. Πελοπίδα γιατρό κι απόστολο της Φιλικής Εταιρίας στον Μόριά· τον Σμυρνιό Γ. Αθανασιάδη που θυσίασε όλο το βιος του για τον αγώνα και πολέμησε ως το τέλος του Εικοσιένα πρωτοπαλίκαρο του Νικηταρά του Τουρκοφά γου· τον πρωτοσύγκελο Αμβρόσιο Φραντζή- τον Δ. Ταγκόπουλο πληρεξούσιο στη συνέλευση της Τροιζήναςτον Θανάση Γρηγοριάδη ή Παπαφωτόπουλο, από τους πρώτους Φιλικούς του Μόριά, που τον πατέρα του αποκε φάλισαν οι Τούρκοι, και τέλος τον Κ. Κυριάκό, τους αδελφούς Αδάμ κι Αναγνώστη Παπατσωραίους από την Κυπαρισσία, τον Ν. Μπούκουρα, γενικό έφορο Αρκαδίας και τον Δ. Χοϊδά, πρώην αστυνόμο, που το φταίξιμό τους ήτανε πως λογαριάζονταν φίλοι του Γέρου. Κι αυτοί που μνημονέψαμε στάθηκαν απ’ όσονς μπόρε σαν οι χωροφύλακες να πεδουκλώσουν, γιατί ένα σωρό άλλοι, που τους είχαν στον κατάλογο για μάντρωμα, μυρίστηκαν τις βουλές των ξένων και το ’σκασαν στα βουνά και στις αποκλείστρες. Ο Βαβαρός υπολοχαγός Νέζερ, ο πρόγονος του τωρινού ηθοποιού,* σ τ’ απομνημο νεύματά του, που μετάφρασε ο εγγονός του Στέφ. Νέζερ, ανιστοράει «γουστόζικα» το πώς τους ξέφυγαν στη Λιβα δειά οι «αρχηγοί των παλικαριών», όπως ονομάζει τους καπεταναίους του αγώνα, και το πώς, μ’ ένα λόχο βαβαρέζικου στρατού κι απόσπασμα χωροφυλάκων, πιάσανε τον Μαμούρη. « Ή σ ελ ή ν η είχ ε δύσει, ή λ ά μ ψ ις τώ ν ά στέρ ω ν ή ρ χισ ε νά έκλ είπη καί μ όνο ν ό α υ γερ ινό ς Ελαμπεν άκόμη είς τό στερέω μ α έπάνω ά πό τή ν Κ ωπαΐδα κα το π τρ ιζό μ ενο ς έπί τή ς ήρέμ ου έπιφ α νεία ς τη ς, δ τα ν ή μ είς κα τό π ιν έσπευσμένη ς πορ εία ς έφθάσαμεν είς Λ εβαδίαν καί ά νέβη μ εν τά (Σημ.τ. Επ.) Χριστόφορος Νέζερ, ηθοποιός, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου (1889-1970). Η πρώτη έκδοση του έργου έγινε το 1962. Ας το λάβει υπόψη του ο αναγνώστης και σε άλλα σημεία του βιβλίου.
19
πέρ ιξ ύψώματα, τά κλ ιμ α κ ιδ ό ν άνερ χό μ ενα , έ π ί τώ ν ό ποιω ν ε ύρ ίσ κετα ι ή π ο λ ίχ ν η , έξα πλουμ ένη καί είς τά ς δύο κατω φερείς δ χθ α ς τού ποταμ ού τή ς Λ ή θ η ς 1. Έ β α δ ίσ α μ ε ν ό σ ο ν τό δυνα τόν άθορύβω ς, δ ιό τι ή δια τα γή μ άς έλεγε νά έπιτεθώ μ εν α ίφ νιδ ίω ς ένα ντίο ν τώ ν ά ρ χη γ ώ ν τώ ν πα λλη κα ρ ιώ ν τώ ν εύρ ισκο μ ένω ν είς Λ εβαδίαν, δ ιά νά τούς συλλάβω μεν. ‘Υ πή ρ χε δ η λα δ ή συ νω μο σ ία έ να ντίο ν τή ς άντιβ α σ ιλ εία ς, είς τή ν ό π ο ία ν σ υ μ μ ετεϊχο ν ο ί σ π ο υδ α ιό τε ρ οι ά ρ χη γ ο ί τώ ν π α λ λ η κα ρ ιώ ν, δ ιά νά έκδιώ ξου ν τή ν ά ντιβ α σ ιλ εία ν, νά κη ρ ύ ξο υ ν έ νή λικ α τό ν β α σ ιλ έα κα ί νά τό ν ύ ποχρεώ σ ο υν νά ό ρ κ ισ θή ύπέρ τού συντά γμ α το ς. •Μ ικ ρ ά Ιλ η , έξ είκ ο σ ι περ ίπ ο υ Ιππέω ν, ε ίχ ε δ ια τα χ θή , π ρ ο το ύ ά ναβώ μεν ή μ εΐς είς τά υψώματα, νά βα δίση πρός τά δ εξιά καί δ ιά στενο ύ τίνο ς πόρου νά δ ια β ή τό ν ποταμ όν τή ς Λ ή θη ς, σπ εύδουσα πρ ό ς τή ν ά λ λ η ν ό χ θ η ν, νά καταλάβη τάς όδούς τά ς φέρ ο υσα ς είς Χ α ιρ ώ νεια ν καί Π α ρ να σ σ ό ν κα ί κ λ είσ η οΰτω τή ν ύ π ο χ ώ ρ η σ ιν τώ ν ά ρ χη γ ώ ν τών π α λ λ η κα ρ ιώ ν. Ά λ λ ά τό σ χ έδ ιό ν μ ας ένα υά γησ εν ό λ ό κ λ η ρον. «Π ολ υπ λη θ είς κύνες έ γα ύγιζα ν κ α ί ά νεστά τω σα ν δ λ η ν τ ή ν π ο λ ίχν η ν . Τ ό πτη ν ό ν έπέταξε καί ή φω λεά έμεινε κ ενή. Ά γ ν ο ο ύ ν τε ς τά ς κρύπτα ς τώ ν πετρω δώ ν τού Κ ιθαιρ ώ νος κορυφώ ν, έ π ί τώ ν ό πο ιω ν ή πό λ ις σ τη ρ ίζετα ι, δέν εΤχομεν υ π ο λ ο γίσ ει τό β άραθρον, έξ ού κα ί ό πο ταμ ό ς τή ς Λ ή θη ς, καί δ που ά λ λο τε ή το το σ π ή λ α ιο ν τού Τ ροφω νίου. Έ κ ε ϊ ε ίχ ο ν κα τα φύγει ό λ ο ι όμοΰ ο ί ά ρ χ η γ ο ί τώ ν π α λ λ η κα ριώ ν, δ ντε ς ά π λ η σ ία σ το ι ά πό ή μ δς είς τά ς χαρ ά δ ρ α ς κα ί Ι ο ύ ς φά ρα γγα ς τού Κ ιθαιρώ νος. • Ά λ λ ’ είς κ α ί μ ό νο ν έξ αύτών, ό έξ Ά μ φ ίσ σ η ς Κ απετάν Μ αμ ούρης, ε ίχ εν ά κο λ ο υ θή σ ει ά λ λ η ν ό δ ό ν, πεπειθώ ς είς τή ν τα χ ύ τη τα τού ίπ π ο υ του. Μέ τό ρω μαλέον καί τα χύπ ουν αϋτό ζώ ον ε ίχ ε κα τα β εΐ είς τό ν πο ταμ όν, πού κατά τό χ ρ ο ν ικ ό ν έκεΐνο δ ιά σ τη μ α είνα ι πολύ εύκ ο λο διάβα τος. ’Ε κεί εύρ ισ κό μ ενο ς έν α σ φ α λ ε ίς , μεταξύ τώ ν υψη λ ώ ν όχθώ ν, έφ θα σεν ευκόλω ς κ α ί ά θέα το ς μ έχρ ι τή ς π εδ ιά δ ο ς, δ που, έγκα τα λ είψ α ς τό ρ εΐθρ ο ν τού ποταμού, έ τρά πη πρ ός τά ύψ ώματα τού Κ ιθα ιρώ νος. Ά λ λ ά δύο λ ο γχ ο φ ό ρ ο ι Ιπ π είς τό ν δ ιέ κ ρ ινο ν ε ίς τ ή ν ά ντιπ έρ α ν δ χ θ η ν I.
20
Τον 'Ερκυνα των αρχαίων — το ποτάμι της Λιβαδειάς.
καί ήρχισαν νά τόν καταδιώκουν έπί τών μικροσώμων μέν άλλά ταχυπόδων Ιππων των. Επάνω είς τό ύψωμα δπου είναι ή είσοδος τής πολίχνης, ήτο σκοπός χωροφύλαξ, καί πλησίον του ήτο ό ύπολοχαγός Γρίβας1, ούτος Ιδών έκείνην τήν καταδίωξιν, έκέντρισε τόν ύπομέλανα νεαρόν Ιππον του, κατέβη τό ϋψωμα καί Ετρεχε παρά τούς πρόποδας τού όρους, πού σχηματίζουν έκεΐ αί διακλαδώ σεις τοΟ Κιθαιρώνος, διά νά έμποδίση τόν Μαμούρην νά τραπή πρός έκείνην τήν όδόν, ήτις μόνη ήδύνατο νά τόν σώση. «Τότε ήρχισεν άγρια καταδίωξις, άλλ’ ό λευκός ίππος τοΰ Μαμούρη προεπορεύετο πολύ. "Οσον ταχέως καί νά κατεδίωκε τόν Μαμούρην ό Γρίβας διά τοΰ ταχύποδος ίππου του, ήτο άδύνατον νά τόν φθάση. » Ό Μαμούρης προεπορεύετο πάντοτε. Είς όμως έκ τών ουλάνων, Εχων μικρόν, ρωμαλέον καί ταχύν ίππον, Ετρεξεν έμπρός καί σχεδόν Εφθασε τόν Μαμούρην. Ό λευκός ίππος τοΰ Μαμούρη διέβαινε τότε άρκούντως εύρείαν χαράδραν καί ό ουλάνος άκολουθών κατά πόδας είσήλθεν είς αυτήν. Ό μω ς μετά τήν χαράδραν ήρχιζε μέγας φρά κτης έκ πυκνών άκανθωτών βάτων καί άλλων θάμνων, δπερ είναι έμπόδιον άνυπέρβλητον διά τούς ίππους. ’Επει δή δέ ό Γρίβας ήμπόδιζε τήν πρός τό δρος όδόν είς τόν Μαμούρην, ούτος ήναγκάσθη ν ’ άκολουθήση πάλιν τήν χαράδραν. Ό Γρίβας καί οί ούλάνοι, τρέχοντες πλαγίως τοΰ φράκτη, ώρμισαν κατόπιν του. Ά λ λ ’ ό Μαμούρης διέκρινε μικρόν μέρος έλεύθερον έκ τών θαμνών, διήλθεν άπό έκεΐ καί έφθασεν αισίως είς τήν άντίπεραν πλευράν. Έ κεΐ δμως ήτο άνήφορος, γεμάτος μέ χάλικας· ό ίππος τοΰ Μαμούρη δέν κατώρθωσε νά στερεώση τάς όπλάς του είς τούς χάλικας έκείνους καί ώλίσθησεν. Ό κύριός του τόν έκέντριζεν, έπιφωνών αγρίως, καί ό ίππος ήδυνήθη ν ’ άναρριχθή διά τών έμπροσθίων ποδών είς τό άνώτατον βραχώδες χείλος τοΰ υψώματος. Μία άκόμη προσπάθεια καί τό ζώον θά έπάτει είς τήν κορυφήν, άπ’ δπου στερεά καί δχι πολύ άνωφερής γή όδήγει είς τό δρος. » Ό Μαμούρης θά διέφευγεν, άλλά κατά τήν κρίσιμον έκείνην στιγμήν, τόν κατέφθασεν ό ύπολοχαγός Γρίβας. I. Τούτος ο Γρίβύς δεν είχε συγγένεια με τον Θοδωράκη ΓpifWi
Ό Γρ ίβα ς ένέπ η ξε τά σπ ιρ ο ύ νια είς τά ς πλευράς τού μαύρου του, ό όπ ο ιο ς έ π ή δ η σ εν έπ ά ν » α πό τούς χά λ ικ α ς έκείνου ς καί Εφθασε πολύ π λ η σ ίο ν καί ό π ισ θε ν του Μ αμούρη. Ό Γ ρ ίβα ς, δ ρ α ττο μ ένη ς τή ς εύκ αιρ ία ς, έκτύπησε διά τή ς ά κ τιρ ίδ ο ς τοΰ πισ το λ ιο ύ του τό ό π ισ θε ν μέρος τοΰ κρα νίου τοΰ Μ αμ ούρη, ό ό πο ιο ς Επεσε πρός τά ό πίσω ά να ίσθη τος- έπειδή δέ ή χ είρ του έκρ ά τει ά κόμη τούς χ α λ ινο ύ ς, παρεσύρθη κα ί ό ίπ π ο ς , ό ό π ο ιο ς ά νετρά πει μετά τοΰ άναβάτου. 'Α λ λ ά καί ο ί πόδες τοΰ ίπ π ο υ τοΰ Γρίβα δέν ή δ υνή θη σ α ν νά στερεω θούν καί ώ λ ίσ θ η σ α ν είς τή ν κατω φέρειαν μετά τοΰ ίππέω ς. Ο ύτος όμω ς τά χ ισ τα ήνω ρθώ θη, προτοΰ δέ συνέλθη ό Μ αμούρης Εφθασαν ο ί ούλάνοι κα ί τοΰ Εδεσαν τάς χείρ α ς. Ό ώ ρ αΐο ς του λευκός Ίππ ος, ση κω θείς όρ θ ιο ς, έστάθη π λ η σ ίο ν τοΰ πλ η γω θέντο ς κυρίου του χ ρεμ ετίζω ν. 01 ούλά νοι ά νεβίβ α σ α ν Επ' αύτοΰ τό ν Μ αμούρην, ό δέ ύ π ο λ ο χα γ ό ς Γ ρ ίβα ς ό δ ή γη σ ε τόν τρα υμα τία ν α ιχ μ ά λ ω το ν ά ρ χη γ ό ν είς Λ εβάδιαν, δ πο υ Εδεσε τάς π λ η γά ς του ό στρ α τιω τικ ό ς χειρ ο ΰρ γο ς. Τό Εσπέρας τή ς Ιδίας ή μ έρ α ς ό α ιχ μ ά λ ω το ς μετεφέρθει είς Θ ή βα ς» 1.
Έπειτα από λίγους μήνες, τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, ο Νέζερ διορίστηκε φρούραρχος στο Παλαμήδι τ’ Αναπλιού, όπου βρίσκονταν φυλακισμένοι οι κοινοί κακούργοι. Εκεί ξανασυνάντησε τον Μαμούρη. -Π ρ ο το ΰ φθάσ η τις είς τό ν έ ξω τερ ικό ν φ ρουρόν» γράφει «Επρεπε νά διέλ θη έξ δ λω ν τώ ν υ πογείω ν δπο υ εύρ ίσκο ντο ο ί φ υ λακ ισμ ένοι. Κατά τή ν ώ ραν κατά τή ν ό π ο ία ν δ ιερ χό μ η ν έγώ ήτο ή ώρα πού έπετρ έπ ετο είς τούς φ υ λ ακ ισμ έ νους νά περ ιπ α τούν Εμπροσθεν τώ ν κελ λίω ν των. Έ ν ώ δέ έγώ έπ λ η σ ία ζο ν, π α ρ ετά χθ η σ α ν ούτοι είς γρ α μ μ ή ν, άνή ρ δέ τις 38-40 έτών, μέ ό ρ θω μ ένην κό μ η ν, ώ χρ ό ς κατά τή ν ό ψ ιν, μέ ά γρ ία ν γενειά δα , έ π ρ ο χώ ρ η σ ε πρός έμέ. Έ φ ό ρ ει κ α π ότα ν έζω σ μενη ν διά σ χ ο ινιο ύ , πέδιλα έσ χισ μ ένα είς τούς γυμνούς του πόδας, καί είπ εν δ τι ήτο ό καπετάν Μ αμούρης. Έ θα ύμ α σ α Ιδών αύτόν μεταξύ έκείνου τού σ υ ρ φ ετοΰ»2. 1. Νέζερ ·<Απομνημονεύματα», ελλ. μετάφρ. Στ. Νέζερ. σ. 66-68. 2. Id. ο. 79.
22
ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ Ο λΟ Ι τούτοι οι κακούργοι, που για μας τώρα το κάθε όνομά τους είναι μια δόξα, μείνανε μήνες και μήνες στα σίδερα «χωρίς νά ήναι συγχωρημένον ο ΰτ' είς οίκεϊον ούδένα ούδ’είς φίλον νά τούς Ιδή»'. Οι δεσμοφύλακές τους ήτανε Γερμανοί κι έτσι δεν είχαν τον παραμικρό τρόπο να συνεννοηθούν μαζί τους κι ούτε την ελπίδα κάτι να ζητήσουν ή να μάθουν. Τη νύχτα δεν τους άφηναν ν ’ ανάψουν μήτε λυχναράκι στα κελιά τους. Συχνά ο γερο-Κολοκοτρώνης «ζητών νά εύρη τό μέρος δπου ήτο τό νερό, ξπιπτεν έδώ κ ’έκεΐ»·. Αρρώστησε βαριά και κανείς δεν το ’μαθε. Κι όπως το φαγί που τους δίνανε ήτανε για άνθρωπο γερό, έμεινε για μέρες νηστικός, γιατί βέβαια καρφί δεν του καιγόταν του Γερμανού φρουρού του αν έτρωγε ή όχι το ξεροκόμματο και το λιγοστό προσφάγι που του πετούσαν. Ο πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής, που καθώς είπαμε τον είχανε κι αυτόν πιάσει, να πώς μας περιγράφει τη ζωή τους στη φυλακή: «Δέν μάς ή το σ υ γκεχ ω ρ η μ έν ο ν νά βλέπω μ εν κα νένα ν ά λ λ ο ν είμ ή τό ν δ εσμ οφύλα κα μ ό νο ν Εκαστος κ α τ’ Ιδίαν, κ α ί τούτο π ά λ ιν δ τα ν αύτός ή νο ιγεν έκά στου τή ν θύραν, α ΐτινε ς ή σα ν δ π α σ α ι κλ ειδω μένο ι άσφ α λώ ς κ α ί μέ άπαραδ ειγμ ά τισ το ν π ερ ιο ρ ισ μ ό ν, φ ρ ο υ ρ ο ύσ η ς μ ια ς ό λ ο κ λ ή ρ ο υ δ εκ α ρ χ ία ς τό δ λ ο ν τού δω μ α τίου, τά παράθυρα τώ ν θα λ ά μω ν τώ ν ό ποιω ν ή σα ν περ ιφ ρ αγμ ένα μέ σ ίδη ρ α , α ί δέ θύραι μέ δ ιπ λά ς σ α νίδα ς, κ α ί τούτο δ ιά νά φ έρ ω σ ιν τρ όμ ο ν 1. «Πρακτικά» σ. λ γ ' (Αποδώ κι εμπρός για συντομία, θ'αναφέρουρ* έτσι το ανώνυμο βιβλίο -Η δίκη του αοιδίμου θ . Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, σκηνή πολιτική του 1833 έτους, πρόθεσις κατά του Ελληνικού εθνισμού» που βγήκε στην Αθήνα το 1843. Για το βιβλίο αυτό θα μιλήσουμε παραΰστερα αναλυτικά). 2. Id.
23
καί Ε κπληξιν είς το ύ ς λ ο ιπ ο ύς, δ τι τά πράγματα ή σα ν τό σ ο ν μ εγά λ α »1.
Μ’ άλλα λόγια γύρευαν να σπάσουν το ηθικό τους και να τους κάνουν να παραδεχτούν όσα σύμφερναν στην εξοχότητά του τον Μάσονα, που είχε πάρει πάνω του τη δουλειά να τους βγάλει προδότες. Πιο άτυχος απ’ όλους όσους πιάστηκαν στάθηκε ο Μακεδόνας αγωνιστής Μήτσος Αποστολάρας, ο συναγω νιστής του γερο-Καρατάσου. Ήτανε λεβέντης ξακουστός για την παλικαριά του, φόβητρο των Τούρκων. Ως τον ερχομό του Όθωνα, βρέθηκε πάντα στ’ αντίθετο από τον Κολοκοτρώνη στρατόπεδο, οπαδός του Κωλέτη. Μα τώρα τον πεδούκλωσαν κι αυτόν. Οι τόσες κακουχίες που ίσαμε τότες πέρασε του βλάψανε για πάντα την υγειά του. Το τέλος του Εικοσιένα τονε βρήκε χτικιάρη. Και καθώς τον κλείσανε σε υγρό και κρύο κελί, γλήγορα βάρυνε. Μέρα με μέρα έλιωνε, ώσπου εκεί, μέσα στα σίδερα της φυλα κής, ξεψύχησε ο ήρωας, δίχως να τον συντρέξει γιατρός, δίχως ν’ ακούσει ένανε καν λόγο παρηγοριάς, δίχως τίποτις να δροσίσει τ ’ αχείλια του και την καρδιά του. Μήτσο Αποστολάρα, χαιρετάμε τώρα σ ν εσένα, κι ας κύλησαν τα χρόνια, όχι μονάχα τον αγωνιστή της λευτε ριάς μας, μα και τον μάρτυρά της. Θα ’λεγε κανείς πως η τόση αδικία που σου κάνανε πάει, ξεχάστηκε για πάντα. Μα να που έπεσε σ ’ εμάς το χρέος να σ ’ αναστήσουμε από τη λησμονιά που σκέπασε τη μνήμη σου ο καιροσκοπι σμός. Ε, κάτι τέτοιες «χαρές» έχουμε οι γραφιάδες και λέμε τότες πως αξίζει να κρατάμε κάποτες την πένα στο χέρι. Ας παρατήσουμε όμως τους πρωταθλητές του Εικοσιένα «να απολαμβάνουν» καθώς γράφει ο Φιλήμονας «την αμοιβήν των αγώνων των» στο Ιτς Καλέ και στο Μπούρτζι κι ας γυρίσουμε λίγο πιο πίσω. Για να καταλάβουμε I. Φραντζή «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος», τ. γ , σ. 160.
24
σωστά το τραγικό παιχνίδι που παίχτηκε γύρω από το κεφάλι του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών, χρειάζεται να δούμε ποιες δυνάμεις, ντόπιες και ξένες, γύρεψαν να θάψουν με την τρομοκρατία κι αυτή ακόμα την εθνική λευτεριά, που την αποχτήσαμε με τόσα δά κρυα, αίματα, ερείπια κι ολοκαυτώματα. Ναι, «απ'τα κόκαλα βγαλμένη» ήτανε κείνη η λευτεριά μας. Ας δούμε λοιπόν με ποιον τρόπο οι μεγάλοι και πολιτισμένοι προστάτες μας κι οι φωστήρες πολιτικάντηδές μας κατάφεραν να τη χώσουν στα μπουντρούμια, αντί να τη στήσουν σε χρυσό θρονί, καθώς την ονειρεύτηκαν όσοι θυσίασαν τη ζωή τους γι* αυτή.
25
Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ Π ριν από το Εικοσιένα δεν υπάρχανε στον τόπο μας πολιτικά κόμματα, μια και δε χαιρόταν ελεύθερη εθνική ζωή. Αυτό όμως δε θα πει πως οι ραγιάδες δεν είχανε διαφορές ανάμεσά τους. Αυτές όμως δεν ήτανε πολιτικές, μα κοινωνικές. Από τη μια, Ρούμελη και Μόριά, οι κοτζαμπάσηδες κι από την άλλη ο λαουτζίκος, ο φακίρ φουκαράς καθώς τον έλεγαν οι Τούρκοι. Από τη μια, στα ναυτικά νησιά, οι νοικοκυραίοι, οι εφοπλιστές εκείνου του καιρού, κι από την άλλη οι μαρινάροι. Αυτό, βέβαια, στέκεται ένα χοντροκομμένο χώρισμα, γιατί ανάμεσα στους πρώτους και στους δεύτερους βρί σκονταν κι άλλες τάξεις, που οι πιο σημαντικές απ’ αυτές ήτανε στη στεριά οι αρματολοί και στη θάλασσα οι καπεταναΐοι. 'Οσο που οι κοτζαμπάσηδες, συνεργάτες της τούρκικης (ξουσίας, αντιπροσώπευαν τον φεουδαρχισμό, οι νοικοκυραίοι στα νησιά, ξέχωρα στην Ύδρα, στέκονταν οι πρόδρομοι της μεγαλοαστικής πλουτοκρατικής τάξης στη χώρα μας. Ο πρώτος εμπειροπόλεμος στρατός του Εικοσιένα συγκροτήθηκε, καθώς δα ξέρεις, από τους αρματολούς και τους κλέφτες, που όλοι τους ήτανε παιδιά της φτωχοαγροτιάς, μια και τότες η εργατική τάξη ήτανε ανύπαρχτη στον τόπο μας. Το βάρος λοιπόν του αγώνα το σήκωσαν οι αγρότες, με την απαντοχή πως η λευτεριά θα τους χάριζε 27
μια καλύτερη μοίρα κάτω από τον ήλιο. Άδραξαν τ’ άρ ματα για να γλιτώσουν όχι μονάχα από την τυραννία του μπέη και του αγά, μα και των δικών μας κοτζαμπάσηδων. Ελπίζανε ακόμα ν’ αποχτήσουν λίγη δίκιά τους γη, από την τόση που θα παράταγαν οι Τούρκοι, μια κι οι πιότεροι ξεθεώνονταν δουλεύοντας κολλήγοι σε Τούρκους και χριστιανούς τσιφλικάδες. Το λαϊκό λοιπόν στοιχείο του Εικοσιένα το εκπροσω πούσαν, περισσότερο από κάθε άλλον, οι στρατιωτικοί, όσα κι αν στάθηκαν τα λάθη των καπεταναίων. Η αντίθε ση των πολιτικάντηδων, των κοτζαμπάσηδων και των νοικοκυραίων με τους αρχηγούς του επαναστατικού στρα τού και του στόλου —Κολοκοτρώνη, Αντρούτσο, Καραϊσκάκη, Οικονόμου και τόσων άλλων— είχε, εξόν από τα πολιτικά, και κοινωνικά αίτια. Κοντά σε τούτες τις τάξεις υπάρχανε στην Τουρκία και στο εξωτερικό —ξέχωρα στην Πόλη, στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι, στα Γιάννινα, στη Χίο, στις Κυδωνιές, σ τ’ Αμπελάκια, στα Εφτάνησα, στη Βιέννη, στην Τεργέ στη, στην Οδησσό και σ ’ άλλα μέρη— οι έμποροι κι οι γραμματιζούμενοι, που από τούτους το Εικοσιένα είδε και μεγάλο καλό και μεγάλο κακό. Μέσα απ’ αυτούς βλάστησαν ο Κοραής, ο Ταλίδας, ο Βηλαράς και πιο πάνω απ’ όλους ο μεγαλομάρτυρας της ελευθερίας, ο Ρήγας Βελεστινλής. Μέσα απ’ αυτούς ξεχώρισαν όι αρχηγοί της Φιλικής Εταιρίας κι οι Υψηλάντηδες. Μέσα απ’ αυτούς ξεπήδησαν ο Σολωμός κι ο Κάλβος. Μα και μέσα απ’ αυ τούς ξεφύτρωσαν οι Νέγρηδες, οι Κωλέτηδες, οι Σχινάδες κι οι Μαυροκορδάτοι. Μέσα απ’ αυτούς φούντωσαν κι οι πιο στενοκέφαλοι δασκάλοι μας, που γύρεψαν να θάψουν ολοσούμπιτο το έθνος μας κάτω από τον πιο στείρο λογιοτατισμό, φέρνοντάς μας για μοναδική σοφία και μάθηση τα γλωσσικά φαντάσματα παλιών καιρών.
28
01 ΜΠΑΡΛΑΙΟΙ ΛΕΝΕ πως όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β ', ο Πορθητής, πήρε το 1453 το μαργαριτάρι της Ανατολής, την κοσμοξάκουστη Πόλη, ρωτήθηκε από τα ρετζάλια του πού να κατοικήσουν οι Γραικορωμαϊοι άρχοντες που δεν πρόλα βαν να φύγουν. Κι ο Ζιλ-ιλ-λαχ (η σκιά του Αλλάχ) τους αποκρΐθηκε: —Βέριν μπιρ φενά γερ! (Δώστε τους κανένα βρομότοπο!). «Καί τίοόντι ό τόπος αύτός τού Φαναριού πρέπει νά έσκεπάζετο τότε άπό εν πλήθος Ακαθαρσιών», γράφει η εφημερίδα «Χρόνος» στο φύλλο της 8 του Ιούνη 1833, «καθώς σήμερον δεικνύει ό γείτων μέ τοΰτο περιβόητος Μπαλατάς. Εντεύθεν τό Φεναγέρ, τορνευθέν άκολούθως ίγινε Φανάρι. Ή παραγωγή αύτή δέν φαίνεται τόσο άπίθανος». Μα είτε είναι σωστή είτε όχι, ένα στέκεται σίγουρο: πως οι Φαναριώτες ήτανε οι παλιοί άρχοντες του Βυζά ντιου στην εποχή του ξεπεσμού, που ρίξανε στον γκρεμό την αυτοκρατορία. Είχανε όλα τα ελαττώματα για να οδηγήσουν στο χαμό έναν τόπο κι όλες τις καπατσοσύνες να σώσουν τον εαυτό τους από τη συμφορά που εξαιτίας τους ξέσπασε στο έθνος. Κανείς δεν τους παράβγαινε στην πονηριά, στην κολακεία, στη ραδιουργία, στον καταφερτζισμό. Κατάφεραν, λοιπόν, φιλώντας τη γη που πάταγαν οι ποδάρες του Χανικιάρ1 και τα καφτάνια των πασάδων, ν ’ αποχτήσουν τιμές, τίτλους, πλούτη. Να γίνουν δραγουμάνοι, μουραχασήδες2, μαχρέμ-εσράρ3,'βοϊβόδες,ιακόμα κι οσποδάροι, ηγεμόνες δηλαδή, της Μολδαβίας και της Βλαχιάς. 1. Ο λαουτζίκος της Τουρκίας έτσι ονόμαζε το σουλτάνο, «ου θα aci «εκείνος κου έχει δουλειά του το αίμα». 2. Πληρεξούσιοι. 3. Σεκρετάριοι.
29
Ο πρώτος που άνοιξε το δρόμο για τη μεγάλη επιτυχία ήτανε ένας πρόγονος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του πολιτικάντη του Εικοσιένα, που κι αυτός λεγόταν Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Στάθηκε, καθώς λένε οι ιστορικοί, «ή ψυχή τοΰ μετ έπειτα τόσον άκμάσαντος φαναριωτισμοΰ», όταν γύρω στα 1680 γίνηκε έμπιστος του μεγάλου βεζίρη Κιοπρουλή· Ζαντέ Αχμέτ κι ονομάστηκε μαχρέμ-εσράρ, που οι γραμματιζούμενοι μας το μεταφρά σανε «ό έξ ώιορρήτων». Τον ίδιο χρόνο στάλθηκε από το Ντιβάνι στη Βιέννη να διαπραγματευτεί, τούτος ο γκιαού ρης, την ειρήνη ανάμεσα στους Τούρκους και τους Αυστριακούς. Το παιδί του ο Νικόλαος, ο αδερφός του Ιωάννης κι ο εγγονός του Κωνσταντίνος ακολούθησαν τ’ αχνάρια του και γίνηκαν —μασαλά!— οσποδάροι της Μολδαβίας και της Βλαχιάς. « 'Από έκείνης τής έποχής έσχημάτιζον (οι Φαναριώτες) μίαν κλάσιν Αριστοκρατίας, κακώς συνθεμένης. ΕΙχεν αΰτη όλα σχεδόν τά έλαττώματα τών παλαιών "Αριστοκρατιών τής Εύρώπης: δηλαδή τήν πλεονε ξίαν, τήν φιλαργυρίαν καί τήν άναισθησίαν ώς πρός τά κακά, όσα δέν τήν ήγγιζον άμέσως»'. Φρούτο —και τι φρούτο!— της φαναριώτικης αυτής αριστοκρατίας στάθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Μόλις «ό όλέθριος τής Ελλάδος δαίμων», όπως τον ονομά ζει κι αυτός ακόμα ο παλιός δραματικός ποιητής και καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Δημήτριος Βερναρδάκης2, πάτησε το πόδι του στον επαναστατημένο τόπο, βάλθηκε να χωρίσει το έθνος, που αγωνιζόταν για λευτεριά ή θάνατο, σε τόσα μέρη, όσα ήτανε της ψυχής του τα πάθη. Μεμιάς κατάλαβε πως οι κοτζαμπάσηδες κι οι νοικοκυραίοι δεν μπορούσαν να ’χουν τα ίδια ιντερέσα με τους αγωνιστές. Τάχθηκε βέβαια με τους πρώτους κι αφού παραμέρισε τον Δημήτρη 1. «Χρόνος» αρ. 12 — 8.6.1833. 2. Βερναρδάκη «Επιστολιμαΐα βιβλιοκρισία» («Απομνημονεύματα» Ν. Δραγούμη, ίκδ. γ ', σ. 325).
30
Υψηλάντη, οδήγησε τους Έλληνες στη συμφορά του πρώτου εμφύλιου πόλεμου, γυρεύοντας να φάει τον Κολο κοτρώνη. Κι όταν πέτυχε να πάρει την εξουσία, έριξε το δύσμοιρο τόπο, στην κρίσιμη στιγμή του αγώνα, όταν ο ΜπραΓμης ετοιμαζόταν να ξεμπαρκάρει στο Μόριά, σε μια πιο φοβερή ακόμα αναμπουμπούλα, στο δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, στον «πόλεμο των προεστών» καθώς ονομάστηκε. Κι έπειτα, όταν ήρθε ο Καποδίστριας, άναψε, από το περίσσευμα της αγάπης του για την Ελλάδα, τον τρίτο εμφύλιο πόλεμο, που τον φώτισαν οι λάμψεις της κατα στροφής του στόλου μας στον Πόρο από τον Μιαούλη και τέλειωσε με το φόνο του Κυβερνήτη. Για να φτιάξει, ο προκομμένος αυτός άνθρωπος, όλες αυτές τις καλοσύνες —το πώς σωθήκαμε απ’ αυτές ένας θεός το ξέρει— χρειαζόταν να ’χει όχι μονάχα ντόπιες, παρά και ξενικές πλάτες. Διάλεξε λοιπόν γ ι’ αφεντικό τον πιο φερέγγυο για τέτοιες δουλειές, την κοσμοκράτειρα εκείνο τον καιρό Μεγάλη Βρετανία. Μας σέρβιρε δηλαδή το πρώτο ξενολατρικό κόμμα που αποχτήσαμε, το αγγλό φιλο. Το μίσος των αγωνιστών ενάντια στους Φαναριώτες και ξέχωρα στον Μαυροκορδάτο θα το βρεις μέσα σ τ’ απομνη μονεύματα και τις εφημερίδες εκείνου του καιρού. « Ήδη τό Έλληνικόν Έθνος καταβοά έναντίον των. Τ'δνομά των προξενεί φρίκην είς τάς καρδίας όλων», έγραφε ο «Χρόνος»1. Και σ ’ άλλο του φύλλο, απαντώντας στην εφημερίδα «Ή λιος», έλεγε: « "Ας μήν έλπίζη νά ίδη ποτέ. κατά τήν έηιΰυμίαν του, τούς Έλληνες τής έπαναστάσεως άνδράποδα τής φαναριώτικης συμμορίας»1. Κι όμως τους είδε... Υπαρχηγός στο εγγλέζικο κόμμα στάθηκε ο ιστορικός του Εικοσιένα, ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, πο« παντρεύτη κε την αδερφή του Μαυροκορδάτου. Αν και συγγενείς και πολιτικάντες στο ίδιο κόμμα κι οι δυο, πολλές φορές 1. «Χρόνος- αρ. 37 - 3.9.1833. 2. Id. αρ. 28 - 3.8.1833.
31
χώρισαν τα τσανάκια τους, όπως είδαμε πως γίνηκε κι όταν πιάστηκε ο Κολοκοτρώνης. Έ τσι τον Σπ. Τρικούπη, αν και σε πολλά έφταιξε, δεν μπορούμε να τον γράψουμε στο ίδιο τεφτέρι με τον Μαυροκορδάτο.
ΟΙ ΜΟΣΧΟΜΑΓΚΕΣ
Ο ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ Ιωάννης Κωλέτης, που μαθήτεψε στο σεράι του Αλήπασα γιατρός του γιου του τύραννου Μουχτάρ πασά, στάθηκε αντάξιο ταίρι του Μαυροκορδάτου. Αφού ξέκανε με τον πιο μπαμπέσικο τρόπο το λιοντάρι της Ρούμελης, τον Οδυσσέα Αντρούτσο, τα ταίριαξε με τον Μαυροκορδάτο να φάνε τον Κολοκοτρώνη. Κι όπως εκείνος βρήκε αποκούμπι στους Εγγλέζους, γίνηκε κι η αφεντιά του οργανέτο των Φραντσέζων, για να 'χει στή ριγμα ξένες πλάτες. —Εμείς, συνήθιζε να λέει, είμαστε η Γαλλία, οι άλλοι είναι η Αγγλία. Κι η φουκαριάρα η Ελλάδα πού βρισκόταν; Στις τσέπες των πρεσβευτών των μεγάλων δυνάμεων, ανάλογα με το ποιος κυβέρναγε. Ό ταν αργότερα, το 1844, ξανανέβηκε πρωθυπουργός ο Κωλέτης, «ή άληθής κυβέρνησις τοΰ κρά τους έγκατεστάθη έν τή γαλλική πρεσβείφ»'. Σ' αυτή συντάσ σονταν κι αυτά ακόμα τα κείμενα των κυβερνητικών διακοινώσεων κι αυτή όριζε ποιοι θα γίνουν όχι μονάχα υπουργοί, μα και βουλευτές. Άκου πώς τον κρίνει γ ι’ αυτό ο πιο συντηρητικός από τους ιστορικούς μας, ο Καρολίδης: « Ή Ισ τορ ία ή π ρ α γμα τική μ α ρ τυρ εί δ τι τό μ ό νο ν, δ περ ό Κ ω λέτης, π λ ή ν τή ς π ο λ ιτικ ή ς δια φ θ ο ρ άς έκλ η ρο δ ό τη I. Καρολίδη «Ιστορία του συγχρόνου Ελληνισμού», τ. γ", σ. 190.
32
σεν είς τόν Έλληνικόν λαόν, είναι ό άπ’ αύτοΰ άρξάμενος έθισμός τοΰ λαοΰ τούτου είς ξ ένη ν δεσποτείαν τήν προάγουσαν καί προστατεύουσαν, πρός όλεθρον κράτους καί πολιτείας καί πατρίδος, τά φαυλότατα τών άτομικών καί κομματικών συμφερόντων»1.
Ο Μακρυγιάννης τον ονομάζει «απατεώνα και ξένη κρεατούρα»2 κι ο Βερναρδάκης λέει γ ι’ αυτόν: « 'Εάν αί πράξεις τοΰ πρωθυπουργού τούτου, δσαι έξιστοροΰνται, είναι άληθιναί, δπως δέν άμφιβάλλω, ό άνήρ έκεΐνος ήτο άξιος άγχόνης»1. Ό λ οι οι ιστορικοί μας, που σέβουνται κάπαις τον εαυτό τους, παραδέχουνται πως ο Κωλέτης «δύναται άναντιλέκτως νά όνομασθή πατήρ τής πολιτικής συναλλα γής»4. Αυτός στάθηκε κι ο πρώτος που έφερε μιαν άλλη φάμπρικα στον τόπο μας, κατάρα κι ανάθεμα για όλους μας ως τώρα: την εκμετάλλευση της εξουσίας για πλουτι σμό. Ά μα πέθανε, άφησε περιουσία 630.000 χρυσά φρά γκα εκείνου του καιρού, ενώ όταν κόπιασε στην Ελλάδα ήτανε «ξυπόλυτος και γυμνός», όπως λέει ο Μακρυγιάννης, και δεν έφερε καθώς οι άλλοι γιατροί που ήρθαν ούτε καν «γλιστήρι5 και γιατρικά». Κι ο Faudot, στο βιβλίο του «Η αλήθεια πάνω στις υποθέσεις της Ελλάδος» που έβγαλε στο Παρίσι το 1844, δηλαδή όταν ήταν πρωθυ πουργός ο Κωλέτης, να τι έγραφε: « Όσο για τον Κωλέτη πρέπει να τον λογαριάσει κανείς έναν από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του τόπου. Ας προσθέσουμε πως κι ο ένας κι ο άλλος (ο Κωλέτης κι ο Μαυροκορδάτος) όταν πρωτοφτάσανε στην Ελλάδα δεν είχανε άλλο τίποτα από τα ρούχα που φορούσαν»*. Κι όμως, μονάχα η ακίνητη περιουσία όπου 1. Καρολίδη op. cit. τ. γ ', σ. 376. 2. Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα», έκδ. β ', τ. β ', σ. 184. 3. Βερναρδάκη «Επιστολιμαία βιβλιοκρισία» («Απομνημονεύματα» Ν. Δραγούμη, έκδ. γ ', σ. 313). 4. Κρέμου «Γενική Ιστορία», τ. δ ', σ. 1099 και Ευαγγελίδη «Ό θων», σ. 344. 5. Κλίσμα. 6. Faudot «La viriti sur les affaires de la Grice», a. 41.
33
απόχτησε ο Κωλέτης στη Γαλλία εχτιμήθηκε σε 200.000 φράγκα κι ολόκληρα χωριά στη Φθιώτιδα —το Φραντζή και το'Βαρδάτου— ήτανε υποστατικά του. Κι άμα μίσεψε για τον άλλονε κόσμο, το μεγαλύτερο μέρος όλου τούτου του πλούτου που καζάντισε σαν πολιτικός, όσο που ο λαουτζίκος ξεροστάλιαζε στην πείνα, το άφησε στην εξώγαμη κόρη του που απόχτησε, όταν ήταν πρεσβευτής στη Γαλλία, από την ερωμένη του μαρκησία Πουϊζεράν. Ό λ ' αυτά στέκουνται «τρανόν μαρτύρων», γράφει ο Καρολίδης, «δτι ό άνήρ έστερεϊτο πάμπαν τής άπαραιτήτου είς κυβερνήτην λαού άρετής τού είναι κρείσσονα χρημάτων»'. Κι όμως, για να καταλάβεις πώς κρίναν οι ξένοι τους πολιτικούς μας ανάλογα με τα συμφέροντά τους, άκου τι γράφει γ ι’ αυτόν ο αντιβασιλιάς μας Μάουρερ: «Κι αυτοί ακόμα οι εχθροί του τον διακηρύττουν ως τον πρώτον χαρακτήρα της Ελλάδος»2. Ε, παραείσαι χωρατατζής, φον Μάουρερ! Αυτός, ο «πρώτος χαρακτήρας», συνήθιζε να λέει για όσους τον αντιπολιτεύονταν: — Ά σ ’ τους να φωνάζουν και να γράφουν ό,τι θένε. Φωνάζουν γιατί δεν τρώνε. Παραδεχόταν δηλαδή πως το παν στην πολιτική στεκό ταν η μάσα. Κίνητρο και σκοπός. Ά μα το πετύχεις, τραβάς μια μούτζα στους κουτούς και μακαρίζεις τον εαυτό σου για την καπατσοσύνη σου. Είχε κι ένα άλλο μεγάλο προτέρημα: ήταν αρχιψεύταρος. Και το λογάριαζε σαν ύψιστη πολιτική αρετή. Έταζε ό,τι κι αν του γύρευες, μα δεν κράταγε το λόγο του ποτές. —Τους υπόσχομαι και το φεγγάρι, έλεγε γελώντας, μα και τ ’ άστρα να μου γυρέψουν τους τα δίνω! Αυτός στάθηκε ο «Γκενεράλ Κωλέτης» ή «Κωλέτ πα σάς» όπως τον έλεγαν, που έτρωγε όλους στα λιμά, πιπιλίζοντας αδιάκοπα το «αγαπητέ μου», που για να ’χει πιότερη γλύκα και νοστιμάδα το ’λεγε «ηγαπητέ μου». 1. Καρολϊδη op. cit. τ. γ \ σ. 335. 2. Μάουρερ «Ο ελληνικός λαός», μετάφρ. Χρ. Πράτσικα, τ. β \ σ. 21.
34
ΟΙ ΝΑΠΑΙΟΙ Σ τ α χρόνια της σκλαβιάς, γύρω στα 1751, κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι σε χειρόγραφο η περίφημη «Οπτασία του μακαρίου Ιερωνύμου Αγαθαγγέλου του εκ της μοναδικής πολιτείας του Μεγάλου Βασιλείου». Τούτη η προφητεία που κρυφά τη διάβαζαν οι ραγιάδες, έλεγε πως το έθνος μας θ’ αναστηθεί με τη βοήθεια του «ξανθού γένους», τβν Ρώσων δηλαδή. Τόσο βαθιά στάθηκε η τέτοια πίστη, που οι κλέφτες στα βουνά τραγούδαγαν το γνωστό δημοτικό τραγούδι: Ακόμα τούτ’την άνοιξη -ραγιάδες, ραγιάδεςτούτο το καλοκαίρι -καημένη Ρούμεληόσο που να ρθει ο Μόσκοβος -ραγιάδες, ραγιάδεςνα φέρει το σεφέρι -Μόριά και ΡούμεληΌ ταν η Μεγάλη Αικατερίνη βρέθηκε, το 1769, σε πόλεμο με την Τουρκία, οι ραγιάδες θάρρεψαν π ·ς σήμανε η ώρα της προφητείας του Αγαθάγγελου και ξεσηκώθηκαν. Η επανάσταση όμως του Ορλόφ, όπως ονομάστηκε, πνίγηκε στο αίμα. Σε λίγο ξέσπασε η γαλλική επανάσταση. Τα πιο φωτι σμένα τότες μυαλά του έθνους, με πρώτον και καλύτερον τον Ρήγα, νόμισαν πως από κει θα ’ρχόταν η λευτεριά μας. Μα δεν άργησαν ξανά ν’ απογοητευτούν, άμα είδαν τον Ναπολέοντα να στραγγαλίζει τη δημοκρατία. Τότες οι Έλληνες κατάλαβαν τη μεγάλη αλήθεια πως η λευτεριά δε χαρίζεται, μα καταχτιέται. Μέσα από τούτη, τη μόνη σωστή πίστη, ξεπετάχτηκε η Φιλική Εταιρία, που με θαυμαστό τρόπο ετοίμασε το μεγάλο σηκωμό. 35
Ό ταν, στις 22 του Φλεβάρη του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, υπασπιστής ως πριν από λίγο καιρό του τσάρου Αλέξανδρου, πέρασε τον Προύθο, στην προκήρυ ξη που έβγαλε έλεγε και τούτα δω τα λόγια: «Κινηθήτε, ώ φίλοι, καί θέλετε ίδει μίαν κραταιάν δύναμιν νά ύπερασπισθή τά δίκαιά μας». Οι Έλληνες τότες πίστεψαν πως σύμμαχο στον τρομερό αγώνα τους θα ’χανε τη Ρωσία. Αλλα όμως αποθυμάνε οι λαοί κι άλλα μηχανεύουνται οι βασιλιάδες. Έ τσι, ο τσάρος Αλέξανδρος, που στάθηκε ένας από τους πρωταθλητές της Ιερής Συμμαχίας, αποκήρυξε, μαζί με τους άλλους βασιλιάδες στο συνέδριο του Λάιμπαχ, την ελληνική επανάσταση. Κι ο Καποδίστριας παύει να ναι υπουργός του των Εξωτερικών. Ύστερα από το θάνατο τούτου του τσάρου, το 1825, ανέβηκε στο θρόνο ο αδερφός του Νικόλαος. Μέσα όμως στις τάξεις των αξιωματικών του ρούσικου στρατού είχε φουντώσει ένα φιλελεύθερο κίνημα, που ξέσπασε στις 14 του Δεκέμβρη του 1825, γ ι’ αυτό κι έμεινε γνωστό στην ιστορία με τ’ όνομα η «επανάστασις των Δεκεμβριστών». Μα ο Νικόλαος κατάφερε να κερδίσει το παιχνίδι. Βλέπο ντας όμως πόσο βαθιά ήτανε η επιθυμία του λαού και του στρατού να βοηθήσει η Ρωσία τους «ομόδοξους Έ λλη νας» και γυρεύοντας να δώσει μια διέξοδο στις αγαναχτισμένες από την απολυταρχία του μάζες, παράτησε την ουδετερόφιλη πολιτική του Αλέξανδρου και διακήρυξε πως θα λύσει δυναμικά το ελληνικό ζήτημα. Τούτη η στροφή της ρούσικης πολιτικής ανησύχησε τόσο την Αγγλία, που είχε γ ι’ αποτέλεσμα τη συνθήκη του Λονδί νου του 1827 ανάμεσα στην Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Η συμφωνία αυτή οδήγησε στη ναυμαχία του Ναβαρίνου και στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828, όπου η νικημένη Τουρκία αναγκάστηκε να δεχτεί, με το 10ο άρθρο της συνθήκης της Ανδριανούπολης, την ανεξαρτησία μας. 'Οσο λοιπόν κράταγε το Εικοσιένα, πολλοί από τους πρωταγωνιστές της λευτεριάς μας και ξέχωρα ο Κολοκοτρώνης κι ο Καραϊσκάκης, βλέποντας τον Μαυροκορδάτο 36
να καμαρώνει πως έβαλε όλες μας τις ελπίδες στο εγγλέζι κο καλάθι και τον Κωλέτη να θυμιατίζει μονάχα τους Φραντσέζους, κατόρθωσαν να φέρουν κυβερνήτη τον Καποδίστρια, που στη διπλωματική του μαεστρία πολλά χρωστάμε, να παραδεχτούν τέλος οι τρεις μεγάλες Δυνά μεις να γίνουμε ανεξάρτητο κράτος. Τα δυο όμως άλλα κόμματα, τ ’ αγγλόφιλο και το γαλλόφιλο, κατηγορώντας τον για τύραννο και «Ρώσο ανθύπατο», τον ξέκαναν. Αν θέμε λοιπόν να δούμε πιο ξεκάθαρα τι ήταν αυτή η δίκη του Κολοκοτρώνη, πρέπει να την τοποθετήσουμε μέσα σ ’ αυτές τις αντιθέσεις των μεγάλων Δυνάμεων και των πολιτικών οργανώσεων που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντά τους. Χρειάζεται ακόμα να πούμε πως όταν πια διώχτηκε κι ο Αυγουστίνος, αρχηγός του ρωσόφιλου κόμματος απόμεινε ο κόντες Ανδρέας Μεταξάς, από το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, που είχε μυηθεί από το 1819 στη Φιλική Εταιρία. Πρωτοήρθε στην Ελλάδα το Μάη του 1821, όταν βγήκε μαζί μ' άλλους συμπατριώτες του και πολέμησε τους Τούρκους του Λάλα. Μα γλήγορα το ’ριξε στην πολιτική, κι έπειτα που σκοτώθηκε ο Αναγνωσταράς στη Σφακτηρία γίνηκε υπουργός των Στρατιωτικών. Ο Μεταξάς στάθηκε ένας άνθρωπος με μέτριες ικανότη τες και γ ι’ αυτό δυναμικός αρχηγός του ρωσόφιλου κόμμα τος, κείνο τον καιρό, λογαριαζόταν ο Κολοκοτρώνης. Στην πρώτη κυβέρνηση που σχημάτισε η αντιβασιλεία ήτανε, καθώς είδαμε, υπουργοί κι ο Μαυροκορδάτος, κι ο Κωλέτης, κι ο Τρικούπης, όσο που τον Μεταξά τον διορίσανε νομάρχη Λακωνίας, για να τονε διώξουνε κι από τούτη τη θέση όταν πιάσανε τον Κολοκοτρώνη. Στα τρία ξενόδουλα κόμματα, που βασάνισαν τον τόπον ως πέρα από τα 1850, ο λαός έδωσε παρατσούκλια που μ’ αυτά μείνανε γνωστά στην ιστορία. Ό σους ακολούθαγαν τ’ αγγλόφιλο τους λέγανε Μπαρλαίους, από κάποιονε Μπαρλά, κομματάρχη του Μαυροκορδάτου, φαφλατά και 37
φωνακλά. Τους άλλους, που όλα τα καρτέραγαν από τη Γαλλία, τους είπανε Μοσχομάγκες, απόναν Μόσχο μαγκατζή, δεκανέα δηλαδή, που είχε για θεό τον Κωλέτη, και τους ρωσόφιλους τους ονόμασαν Ναπαίους από κάποιον Νάπα, φανατικό θαυμαστή του Καποδίστρια.
Ο ΓΑΜΠΡΟΣ ΚΙ Η ΝΥΦΗ Ο τ α ν σκοτώθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας, γίνηκε μια τριμελής κυβερνητική επιτροπή από τρν Αυγουστίνο Καποδίστρια, τον Κολοκοτρώνη και τον Κωλέτη. «01 άρχηγοί διαπληκτίζονται πάντοτε περί άρχής καί έξουσίας, άλλ ’ ό λαός καί ό στρατός έλαύνονται μόνον ύπό Ιδέας καί αισθημάτων ύφηλοτέρων», παραδέχεται ο Καρολίδης, κρίνοντας εκείνη την εποχή1. Ο Κωλέτης, που ως τα τότες στάθηκε, καθώς είπαμε, από τα πρωτοπαλίκαρα δυο εμφύ λιων σπαραγμών, ετοίμασε ένανε τρίτο να σώσει, για μια ακόμα φορά, τον δύστυχο τον τόπο! Γίνηκε ο αρχηγός των συνταγματικών —όπου ήτανε τόσο συνταγματικοί που ο θεός να σε φυλάξει από δαύτους— και σήκωσε την παντιέρα του ρεμπελιού ενάντια στους «κυβερνητικούς» ή «κορφιάτες», όπως ονομάστηκαν οι οπαδοί του Καποδίστρια. Ο Αυγουστίνος, «ό εχων πάσας τάς έλλείψεις τοΰ άδελφοΰ, ούδεμίαν δέ τών άρετών έκείνου»2, έκανε κι αυτός ό,τι του πέρναγε από το χέρι του να συδαυλίσει τη φωτιά. Κατάφερε τη Συνέλευση του Άργους να τον παραδεχτεί, στις 7 του Δεκέμβρη 1831, κυβερνήτη στον τόπο του σκοτωμένου αδερφού του. Έπειτα από δυο μέρες οι «συνταγματικοί» ρίχτηκαν στο φρούραρχο της Συνέλευσης, τον Κίτσο 1. Καρολϊδη «Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής», τ. α ', σ. 321. 2. Καρολϊδη op. cit. τ. α ’. σ. 284.
38
Τζαβέλα, κι άναψε ανάμεσα στους Έλληνες ντουφεκΐδι. Βάσταξε τρεις μέρες ο πόλεμος ώσπου, τέλος, ο Κωλέτης και 1.200 Ρουμελιώτες τράβηξαν για την Κόρινθο, πέρασαν από τον Ισθμό και ρίξανε ορδί στην Περαχώρα. Ο Κωλέτης, που δεν παντρεύτηκε ποτές στάθηκε όμως μεγά λος γυναικάς, είχε μαζί του και την ερωμένη του, τη χήρα του Σουλιώτη καπετάνιου Χρίστου Παλάσκα, που το 1822 τον σκότωσε στη Δρακοσπηλιά ο Αντρούτσος. Καβάλα σ ’ άλογο τράβαγε με τ’ ασκέρι και δίπλα η θυγατέρα της. Ο Τσόγκας, «άστεϊζόμενος ή περιπαίζων»', έλεγε: — Ήρθαμε σ τ’ Άργος, κάναμε το γάμο και τώρα παγαί νουμε οι συμπεθέροι τη νύφη και το γαμπρό στο σπίτι τους. Κι ο Κωλέτης, άμα κατάλαβε πως τσατίστηκαν κι αυτοί ακόμα οι δικοί του που κουβαλούσε την αγαπητικιά του, τη γύρισε από το δρόμο των Μυκηνών σ τ’ Ανάπλι. Ο Αυγουστίνος διαλάλησε τότες ένοχο «εσχάτης προ δοσίας» τον Κωλέτη και τον προσκάλαγε... να γυρίσει πίσω να δικαστεί! Ο Κωλέτης, σ ’ απάντηση, έβγαλε κι αυτός προδότη τον Αυγουστίνο και πρόσταζε να περάσει από κριτήριο. Έ τσι, όπως τόσες άλλες φορές, δεν απόμενε τίποτις άλλο στους Έλληνες παρά να διαλέξουν ανάμεσα σε δυο... προδότες. Πάνω σε τούτη την αναμπουμπούλα, ξαναγυρίζει στ’ Ανάπλι ο Γερμανός φιλόλογος κι αρχαιολόγος Θείρσιος, που από λίγο καιρό πριν βρισκόταν στην Ελλάδα. 'Οταν ο Λεοπόλδος, ο πρώτος βασιλιάς που μας διάλεξαν οι ί^ένοι, παραιτήθηκε προτού καν πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, ο Λουδοβίκος της Βαβαρίας τον έστειλε να δει αν ο αέρας που φύσαγε ήτανε πρίμος στα σχέδιά του να καπαρώσει για το γιο του τον άδειο θρόνο. Σαν πρωτοήρθ* ο Θείρσιος, είπε πως ο μόνος του σκοπός στεκόταν να κάνει αρχαιολογικό ταξιδάκι, μα κανείς βέβαια δεν τον πίστεψε, γ ι’ αυτό κι ο κοσμάκης τον ρώταγε ολούθε όπου διάβαινε: I. Κασομούλη «Ενθυμήματα στρατιωτικά», τ. γ \ σ. 482.
30
—Πότες έρχεται ο αφέντης; Κι ο σοφός Θεϊρσιος τα μάσαγε, μην ξέροντας ακόμα τι απόκριση να δώσει. Από τ ’ Ανάπλι ο Θεϊρσιος πήγε στ’ Αργος κι από κει βρέθηκε σε λίγο στην Περαχώρα, σιμά στον Κωλέτη. Κι αυτός παρασταίνει στον «παππού», όπως οι Ρουμελιώτες βγάλανε τον γερομπασμένο Θείρσιο, πως για να ευκολυνθεϊ ο ερχομός του Όθωνα έπρεπε να φύγει ο Αυγουστίνος. Ο Θεϊρσιος, όπως λέει ο Δραγούμης στις «Ιστορικές αναμνήσεις» του, έκανε σύσταση στον Κωλέτη να ησυχά σει. —Να ησυχάσω; του αποκρϊθηκε. Καλά, μα πώς, αφού τσεντέσιμο δε μ’ απόμεινε να δώσω στα παλικάρια που, καθώς το βλέπεις κι εσύ, καθημερινά με πολιορκάνε και με βρίζουν. Και δεν έχουν άδικο, γιατί από πουθενά αλλού δεν καρτερούνε το παραμικρό διάφορο. Δάνεισέ μου λοιπόν λίγα χρήματα και σου τάζω, άμα θα ’ρθεΐ ο βασιλιάς, να σου τα γυρίσω. Κι ο Θεϊρσιος, που κατάλαβε πως ο αρχηγός των «συνταγματικών» στεκόταν πρόθυμος να φανερωθεί φανα τικός υποστηριχτής της βαβαρέζικιας δυναστείας, του δάνεισε κάμποσα τάλαρα. Την ίδια κείνη νύχτα ο Κωλέτης κλείστηκε στο καλύβι του με τον μπιστικό του δούλο, τον Κώστα. Γέμισαν κάμποσα σακιά με άμμο, αφού φρόντισαν ολοτρόγυρα να χώσουν φαρδιά-πλατιά τα τάλα ρα του Θεϊρσιου, έτσι που όποιος θα τα χτύπαγε απόξω θ’ άκουγε να κουδουνίζει ασήμι. Αφού τα δέσανε καλά, τους βάλανε μεγάλες βούλες με βουλοκέρι να κάνουνε φιγούρα. Μόλις ξημέρωσε, νάσου και συνάζεται τ’ ασκέρι όξω από το παλιόσπιτο που κονάκιαζε ο Κωλέτης. Τον άρχισε πάλι στον εξάψαλμο, ψεύτη ανεβάζοντάς τον και ψεύτη κατεβάζοντάς τον. Τούτη όμως τη φορά, αντί να κρυφτεί όπως άλλοτες, βγήκε κορδωμένος και χαμογελα στός. —Καλημέρα, αδέρφια! Τι έχετε; τι τρέχει; 40
—Τι έχουμε; πού είναι οι μιστοί; Ό λο μας τάζεις κι όλο μας γελάς. —Σας γελώ, ηγαπητοί; Ο Κωλέτης ποτέ δε γέλασε κανέναν. (Τι λόγος!...) —Πού είναι λοιπόν οι μιστοί; —Ελάτε να τους δείτε. Μπαίνουν κάμποσοι μέσα. —Νάτους! λέει ο Κωλέτης, δείχνοντας τα σακιά με την άμμο. Τα βλέπανε στητά και κοίταγαν και τις βούλες οι φουκαράδες, που μήνες δεν είδανε πενταράκι στη χούφτα τους κι είχανε ξεροσταλιάσει από την πείνα, και πάλι δεν πίστευαν. —Να, αδέρφια, τους λέει ο Κωλέτης, χτυπώντας με το πόδι του τα σακιά, κλωτσήστε τα κι εσείς να βεβαιωθείτε αν σας μιλώ αληθινά. Τα κλωτσάνε κι ακούνε κρότο ασημιού, τα χαρχαλεύουν και πιάνουνε τάλαρα. —Αλήθεια ωρέ λέει! φωνάζουν κι ορμάνε να τ ’ αρπά ξουν. Μα ο Κωλέτης μπαίνει στη μέση. —Μη βιαζόσαστε! Ηγαπητοί, τα χρήματα είναι δικά σας. Αλλά καθώς εγώ φύλαξα το λργο μου, γυρεύω να φυλάξετε κι εσείς τον εδικό σας. Τα τάλαρα θα τα φορτώσουμε στα ζα κι άμα φτάσουμε σ τ’ Ανάπλι θα σας τα μοιράσω. Τον πίστεψαν. Κι ο Κωλέτης, ανιστορώντας στον Δραγούμη τούτη την κατεργαριά του, του ’λεγε: - “Αν δέν μεταχεφιζόμην, ήγαπητέ, τό στρατήγημα τούτο, ό βασιλεύς θά εΰρισκε τόν Αύγουστίνο είς τό Ναύπλιον. έγώ δέ καί σύ καί τόσοι άλλοι θά έμέναμεν μακράν τοΰ παραδείσου καί θά έθεωρούμεθα άντάρται'.
I. Δραγούμη -Ιστορικοί αναμνήσεις», έκδ. γ ', σ. 223-224.
4)
ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΑΤΑΦΟΙ ΦΟΡΤΩΣΑΝ τα σακιά με την άμμο στα μουλάρια και στις 25 του Μάρτη 1832 ξεκίνησαν για τον Ισθμό. Νίκησαν τους «Κορφιάτες» που τον κρατούσαν —ανάμεσα σ ’ αυ τούς ήτανε ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο Καλλέργης κι ο Κασομούλης— και σε λίγο ξεχύθηκαν στον αργίτικο κάμπο από τα ίδια μέρη που πέρασε κι ο Δράμαλης, τραγουδώντας τφϊ ρι μηο μηο. βΐβα το συνταματικό και φωνάζοντας «ζήτω το Σύνταγμα, ζήτω η Αθανασία και ο Κωλέτης»1. Τι ήταν η Αθανασία; Ή τανε οι... «αθάνατοι συνταγματικοί», όπως ονόμασαν οι δυο Γριβαίοι τ ’ ασκέ ρι, για να το ενθουσιάσουν. Η Αθανασία όμως, πεινασμένη καθώς στεκόταν, ρίχτηκε στο πλιάτσικο. —Το σύνταμα, ανιστορούσε ένας χωριάτης στον Γερμανό αρχαιολόγο Ρος, μου ’φαγε τα πέντε μου γουρούνια. Κι ο Κωλέτης, νικητής και τροπαιούχος, περνάει από τ’ Ά ργος και βρίσκεται μπροστά στ’ Ανάπλι. Στις 29 του Μάρτη 1832 ο Αυγουστίνος —ο Μπακαλιάρος όπως τον ονόμαζαν περιπαιχτικά οι συνταγματικοί— βλέποντας πως έχασε το παιχνίδι, δίνει την παραίτησή του και το ίδιο κείνο βράδυ, στις 10 τη νύχτα, ανεβαίνει στη ρούσικια ναυαρχίδα του Ρίκορντ, έχοντας μαζί του και το νεκροσέντουκο του αδερφού του, που το κουφάρι του είχε μείνει ως τα τότες άθαφτο στην εκκλησιά του Αη-Γιώργη. Κι η «Αθανασία» γύρναγε τα σοκάκια του Αναπλιού, τραγουδώντας τούτους εδώ τους στίχους του Σούτσου:
I. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 532.
42
Μη, παιδιά, με τα λεμόνια! Ε για μόλα, ε για λέσα, ένας κόντες είναι μέσα!
Θα πεις πως τυχερός στάθηκε ο τόπος μας, που κέρδι σαν το παιχνίδι οι συνταγματικοί. Μη βιάζεσαι να βγάλεις κρίση. Συνταγματικοί στάθηκαν ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης κι οι μεγαλονοικοκυραίοι της Ύδρας ώσπου να φάνε τον Καποδίστρια και να διώξουνε τον Αυγουστίνο. Ά μα το πέτυχαν, το σύνταγμα, οπού σ ’ αυτό ως τότες ορκίζονταν, το πέταξαν στα σκουπίδια μια και σε τίποτις πια δεν τους ωφελούσε. «Τό Σύνταγμα», γράφει ο Λαμπρινίδης, «ύπέρ ού έκόπτοντο οί πολέμιοι τοΰ Καποδιστρίου, ταχέίος έλησμονήθη»1. Κι ο Αλέξανδρος Σούτσος, που αληθινά πίστεψε κι αγωνίστηκε για ένα φιλελεύθερο πολίτευμα στον τόπο μας, βλέποντας πως κοροϊδεύτηκε, γράφει στίχους ωσάν αυτούς: Το Σύνταγμά μας, τώρα; το £ ύ ν τ α γ μ 'α ς χορεύη! μ ή π ω ς το παντρευθήκαμε; εις τι μ α ς χρησιμεύει;
Πολλοί απ’ όσους βοήθησαν τον Κωλέτη να τα ξεκεφαλιώσει, παρατηρώντας πως άλλο τίποτις δεν είχαν κάνει παρά «νά έτοιμάσουν παλούκια γιά τόν κώλο τους»2, παίρνα νε σιγά-σιγά το μέρος των «κυβερνητικών». Έ τσι, η ζυγαριά άρχισε να γέρνει από την άλλη μεριά, κι ο Κωλέτης, για να σιγουρευτεί, πήγε και κατοίκησε στο σπίτι του Ρουάν, του αντιπρεσβευτή της Γαλλίας σ τ’ Ανάπλι. Και σε λίγο, όταν ο μεγάλος αυτός πατριώτης «είδε δτι άδύνατον νά βασταχτή»1, προσκάλεσε, στις 7 του Μάη 1832, τους φίλους του τους Φραντσέζους να πιάσουνε τ ’ Ανάπλι. Το ίδιο κείνο βράδυ, από δυο γαλλικά πολεμι κά που «έλαχε» να ’ναι φουνταρισμένα στον κόρφο τ’ Α1. Λαμπρινϊδη «Ναυπλία», σ. 547. 2. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 540. 3. Κασομούλη op. cit. τ. γ", σ. 540.
43
ναπλιού κι είχανε κάργα τα πόντε και τους κουραδούρους τους με φανταρία, ξεμπάρκαραν 1.200 στρατιώτες μ’ αρχη γό τον στρατηγό Κουρμπέτ. Πιάσανε μεμιάς τις ντάπιες και την Ακροναυπλία και την άλλη μέρα το πρωί το Παλαμήδι. Κατέβασαν την παντιέρα μας κι ανέβασαν τη δίκιά τους, ωσάν να τα 'χαν πάρει με ρεσάλτο. Και τότες οι αγωνιστές της λευτεριάς μας, που κι αυτές ακόμα τις κάπες τους πούλαγαν για να μπορέσουν να οικονομήσουν λίγο ψωμί να φάνε, κατάντη σαν «νεκροί καί άταφοι. Άθλιεστέραν έποχήν ώιό ταύτην ποτέ δέν ένθυμήθησαν οί Έλληνες»1.
I. Κασομούλη op. cit. τ. γ \ σ. 566.
44
Ο
Ο
Θ
Ω
Ν
Α
Σ
Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ
Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ του Λονδίνου, των τριών μεγάλβν Δυνάμεων, από έναν κατάλογο υποψήφιων βασιλιάδων, που ανάμεσα σ ’ αυτούς ήτανε ο γιος του Ναπολέοντα δούκας του Reichstadt κι ο Constant de Geouffre-Comnfine που λογάριαζε τον εαυτό του απόγονο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, διάλεξε την 1)13 του Φλεβάρη 1832 τον Όθωνα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Βαβαρίας Λουδοβίκου, που ήτανε τότες μόλις 17 χρονών. Τυπώνουμε τούτα τα γουστόζικα που έγραψε ο ποιητής Αλέξ. Σούτσος για την εκλογή του 'Οθωνα: «Κατά τό 1832, μετά τήν παραίτησιν τού Λεοπόλδον, art τρεις μεγάλαι Δυνάμεις έζήτουν έπάνω κάτω ήγεμόνα κυριάρχην διά τήν Ελλάδα. ’Αλλά ποΰ νύμφη καί βχι γαμβρός; Ποΰ εύρϊσκεται Βασίλειον καί λείπει βασιλεύς; Ό φιλελληνικώτατος λοιπόν άναξ τής Βαυαρίας έπαρουσιάσθη τότε είς τό Λονδίνον, τήν μεγάλην τών Θρόνων άγοράν, καί είπεν: —Έξάδελφοι καί συνάδελφοί βασιλείς. Ιδού έγώ πλει στηριάζω. ’Αλλ’ άκούσατε καί τήν συμφωνίαν μου. Ό έλληνικός λαός — μέ τό Εγραψεν ό στρατηγός μου Έϋδέκος — συνηθισμένος τρεις αίώνες νά κυβερνδται ύπό σουλτάνον, έπιθυμεϊ σήμερον χριστιανόν σουλτάνον»1.
I. Σρύτϋου «Η μεταβολή της Τρίτης Σεπτεμβρίου», έκδ. β \ ο. £0.
43
Το πρωτόκολλο που υπογράψανε οι τρεις Δυνάμεις όριζε πως η Ελλάδα «ΰπό τήν κυριαρχίαν τού πρίγκηπος Οθωνος τής Βαυαρίας καί τήν έγγύησιν τών τριών Αύλών, θέλει άποτελεϊ κ ρ ά το ς μ ο ν α ρ χ ικ ό ν ». Κι αυτό γϊνηκε έπειτα από την επίμονη απαίτηση του πατέρα του Όθωνα, «δστις κλίνων έξ έπαγγέλματος πρός τόν δεσποτισμόν»', πρόσταζε τον πρεσβευτή του στο Λονδίνο, βαρόνο Cetto, να συστήσει στους αντιπρόσωπους των τριών Δυνάμεων «να διαβιβάσωσιν είς τούς έν Έλλάδι πράκτορας των τήν διαταγήν νά άντισταθώσι δ ι' δλων τών μέσων είς τήν έγκαθίδρυσιν Συντάγματος»2. Την εκλογή του Όθωνα τη βοήθησε, ενεργώντας από τα παρασκήνια, κι ο Μέτερνιχ. Έλπιζε πως, μια κι ήταν Γερμανός πρίγκιπας, θα κατάφερνε να τον κάνει όργανο της αυστριακής πολιτικής και σε τούτη την απαντοχή του δεν έπεσε όξω. Ο Heigel, ο βιογράφος του Λουδοβίκου, λέει πως στάθηκε μεγάλη η χαρά των Βαβαρέζων για την εκλογή του Όθωνα, όπως ελπίσανε πως θα είχανε πολλά να ωφεληθούν. «ΓΊροσεδόκων» γρ ά φ ει «δτι νΰν είς τά ς έμ π ο ρ ικ ά ς πό λ εις τή ς Βαυαρίας, δ π « ς έν τώ μ εσ α ίω νι, Εμελλε νά π ερ ιέλ θη ή έ μπ ορ ία τή ς ’Α να το λ ή ς καί δ τι είς τή ν π ενομ ένη ν μ οίρ α ν του λαοΰ τή ς Β αυαρίας θά πα ρ είχετο ά σ υ λον πολ λ ώ κρ εΐττο ν έν το ϊς παρά τό ν Ε ύρώ ταν κα ί τό ν ’Α λ φ ειόν πεδ ίο ις ή έν τή μ ακράν κειμ ένη ’Α μ ερική κα ί δ τι πλ ου σ ία ή νο ίγετ ο ά γο ρ ά κα τα να λώ σεω ς είς τά πρ ο ϊό ντα τή ς β α υα ρ ική ς β ιο μ η χα ν ία ς» 5.
Είχανε, καθώς βλέπεις, σκοπό ν ’ αποικίσουν με Γερμα νούς την Ελλάδα. Αν αυτό δε γϊνηκε, το χρωστάμε, σε 1. Πετρακάκου -Κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδος·, τ. α ', σ. 461. 2. Id. σ. 460. 3. 'Οπως αναφέρεται από τον Καρολίδη «Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής», τ. α ', σ. 504.
46
μεγάλο μέρος, στις θέρμες, στους ελώδεις πυρετούς δηλα δή, που θέρισαν τους πρώτους που γύρεψαν να καλοκάτσουν. Ενάντια τόσο στην εκλογή του 'Οθωνα όσο και στο μοναρχικό πολίτευμα που μ’ αυτό θα κυβερνιόταν ο τόπος, ακούστηκαν τότες κάμποσες διαμαρτυρίες στην Ευρώπη. Μια απ’ αυτές ήτανε του Γ άλλου βουλευτή Salverte, που στη συνεδρίαση της γαλλικής βουλής στις 18 του Μάη 1833 είπε: «Σ ήμερον δ ίδετα ι ε(ς τ ή ν Ε λ λ ά δ α είς β α σιλ εύς, βα σι λεύς ξ ένο ς είς ένα λ α ό ν είς τό ν ό π ο ιο ν θά ή ρ μ ο ζεν Ισω ς είς έθνικό ς βα σιλεύς... Ή σ υ νθή κη , ή τις έπ ιβ ά λ λ ει είς τή ν Ε λ λ ά δ α Β α σιλέα , δέν τή ς δ ίδει σ υ ντα γμ α τικό ν πολίτευμ α , οϋτε κάν τή ν έλπ ίδ α πρ ό ς τοΰτο. Π ρέπ ει λο ιπ ό ν νά κ α τα π α τη θή ή έλευθερία έν Έ λ λ ά δ ι, δπο υ δ λ α ι α ί ά ναμνήσ ε ις σ τη ρ ίζο ντα ι έπί μαρτύρω ν τή ς έλευ θερία ς, έπί ύπερασ π ισ τώ ν, ο ΐτιν ε ς έπ ρ ο τίμ η σ α ν νά ά πο θ ά νω σιν ή νά έπιτρ έψ ω σι νά έπ α νή ρ χε το ή χ ώ ρ α είς τή ν ξ ένη ν δ ο υλ εία ν;» 1.
Εκείνος όμως που μίλησε πιο τσουχτερά και πιο γου στόζικα απ’ όλους ήταν ο συμπατριώτης του Όθωνα, ο Γερμανός δημοσιογράφος και κριτικός Καρλ-Λούντβιχ Μπέρνε, που για τις φιλελεύθερες ιδέες του βρισκόταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Κάθισε κι έγραψε μια αστρα φτερή σάτιρα που τη δημοσίεψε στα «Παρισινά γράμμα τά» του. Σ’ αυτή ανασταίνει τους τρανούς Έλληνες της αρχαίας Ελλάδας —τον Περικλή, τον Αριστοτέλη, τον Σωκράτη, τον Διογένη κι άλλους πολλούς— και τους βάζει να σεργιανάνε στην Αθήνα του 1833. Ξάφνου φτάνει η είδηση πως ήρθε ο βασιλιάς 'Οθωνας. Ο Διογένης, κρατώντας το φανάρι του στο χέρι, τους μαζεύει και κατεβαίνουν στον Πειραιά να τον δεχτούν. Κι ο βασιλιάς 'Οθωνας τους βγάζει τούτονε δω το λόγο: —Έλληνες, κοιτάχτε από πάνω σας· ο ουρανός χρωμαI. Ό χω ς αναφέρεται από τον Πετρακάκο. Op. cil. τ. α \ σ. 452-453.
47
τϊστηκε με τα βαβαρικά εθνικά χρώματα...1 Η Ελλάδα, είναι δα γνωστό, ανήκε από τ ’ αρχαία χρόνια στη Βαβαρία. Οι Πελασγοί ζούσανε στο Όντενβαλντ και οι Ίωνες κατάγονται από το Λάντσγουντ. Εγώ ήλθα εδώ για να σας κάνω ευτυχισμένους. Οι δημαγωγοί σας, οι δημιουργοί των ταραχών και οι εφημεριδογράφοι σας οδηγήσανε την όμορφη χώρα σας στο χείλο της καταστροφής. Η κατα στρεπτική ελευθερία του Τύπου γέννησε το γενικό χάος. Εσείς να κοιτάζετε μόνο πώς πηγαίνουν οι ελιές σας. Εγώ θα ερχόμουνα από πολύ παλιά στη χώρα σας, μα δεν μπορούσα να το κάνω αυτό από πριν, γιατί δεν είναι πολύς καιρός που γεννήθηκα. Τώρα εσείς είσαστε μέλη της Γερμανικής Ένωσης. Οι υπουργοί μου θα σας ανακοινώ σουν τις τελευταίες αποφάσεις του ομοσπονδιακού σέιμ (βουλής). Εγώ ξέρω να εκτελώ τα καθήκοντα του στέμμα τός μου και να σας κάνω σιγά-σιγά ευτυχισμένους. Για βασιλική επιχορήγηση θα μου δίνετε εξ εκατομμύρια γρόσια και θα σας επιτρέπω να μου πλερώνετε τα χρέη μου2. Οι αρχαίοι Έλληνες της σάτιρας του Μπέρνε θυμώνουν με τις αρλούμπες που λέει. Ο Διογένης χώνει το φανάρι του στη μούρη του βασιλιά κι ο Ιπποκράτης στέλνει αραμπάδες γεμάτους τρελόχορτο.
Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΟΤΑΝ οι Έλληνες μάθανε πως οι ξένοι τούς βρήκαν βασιλιά, σκέφτηκαν να κάνουν μια συνέλευση που θα ψήφιζε το σύνταγμα όπου μ’ αυτό θα 'πρεπε να κυβερνή σει τον τόπο. Δεν είχανε πάρει χαμπάρι δηλαδή πως από 1. Η βαβαρέζικια σημαία ήτανε γαλάζια. 2. Ό πω ς αναφέρεται από τον Ένγκελς σε γράμμα του στον Βίλέλμ Γκρέμπερ. Μετάφραση Ορφ. Πετρανοΰ.
μια φυλακή βγήκανε και σ ’ άλλη τους μπάζανε. Τον Μάη του 1832 γϊνηκαν λοιπόν οι εκλογές για τη συνέλευση —η πέμπτη στη σειρά από την επανάσταση— κι οι πληρεξούσιοι συνάχτηκαν, στις 14 του Ιούλη 1832, στην Πρόνοια που ήτανε τότες προάστιο τ ’ Αναπλιού όξω από το βενετσιάνικο τειχΐ κάτω από το Παλαμήδι και το ’χε φτιάσει ο Καποδΐστριας για τους Κρητικούς πρό σφυγες, δΐνοντάς του το σημαδιακό τούτο όνομα. Στο μέρος όπου βρίσκεται σήμερα η πλατεία της Ά γιας Τριάδας, στήσανε μια παράγκα από αροκάνιστες πεύκινες σανίδες, με χωματένιο πάτωμα και με τρεις σειρές πά γκους. Αντικρύ στην είσοδο ήτανε η έδρα του προέδρου. Πάνω απ’ αυτή κρεμόταν η μοναδικιά εικόνα του Όθωνα, που είχε φτάσει ως τα τότες στην Ελλάδα. Πλάγια στο προεδρείο φτιάσανε δυο εξέδρες για το διπλωματικό σώμα και τους «διακεκριμένους ξένους». Την μπασιά της παράγκας, καθώς ήταν καλοκαίρι, την άφησαν ολάνοιχτη, κι έτσι μπόραγε να μαζεύεται απόξω ο κοσμάκης ν’ ακούει τους ρήτορες. Οι παραστάτες, όπως λέγανε τότες τους πληρεξούσιους, στέκονταν υποχρεωμένοι μπαίνοντας ν ’ α φήνουν στην είσοδο όχι μονάχα τ ’ άρματά τους, παρά και τα τσιμπούκια τους, γιατί απαγορευόταν το κάπνισμα. Σε τούτο όμως οι θεριακλήδες βρήκανε διόρθωση. «01 τσιμπουκτσήδες τών πατέρων τοΰ λαοϋ», καθώς ανιστοράει ο Λαμπρινίδης, «παραμένοντες έξω κύκλω τοΰ παραπήγματος, είσήγον διά τών χασμάδων τών κακώς προσαρμοσμένων σανίδων τά στόμια τών άνημμένων μακρών καπνοσυρίγγων, οί δέ τά άνώτερα κατέχοντες σκαμνία πληρεξούσιοι έρρόφων οϋτως έξ αύτών, στρεφόμενοι μόνον δεξιά ή άριστερά· καί πολλάκις οΰτω κυαναί καπνού ελικες άνέθρωσκον ποΰ καί ποΰ έν μέσω τοΰ Συνεδρίου Αν και τόσο γραφικές στέκονταν οι συνεδριάσεις της Συνέλευσης, αυτή όμως καταπιάστηκε με δυο πράματα που καθόλου δεν άρεσαν στους αντιπρεσβευτές των τριών I. Λαμπρινίδη op. cit. σ. 550-551.
49
μεγάλων Δυνάμεων: με το σύνταγμα και το μοϊρασμα της εθνικής γης στους αγωνιστές. Διαμαρτυρήθηκαν λοιπόν επίσημα πως «ή Συνέλευσις αΰτη, αρπάζει τήν συντακτικήν δύναμιν τήν όποίαν τής διαφιλονικεϊ τό ίθνος, καί ή όποια δέν δύναται σήμερον νά ύπάρξη παρά διά τής συνδρομής τής βασιλικής έξουσίας». Η Συνέλευση τους αποκρίθηκε πως «ένόμισε καί νομίζει χρέος της νά προετοιμάση τό μέγα τούτο Ιργον, τό όποιον είναι τόσον άναγκαϊον διά τήν εύδαιμονίαν τοΰ άρχοντος καί τών άρχομένων». Η απάντησή της ήταν άξια μιας εθνικής συνέλευσής μας. «Πρός τί δμως;» γράφει ο Πετρακάκος «τών Δυνάμεων ή στάσις ύπεδείκνυεν είλημμένην άπόφασιν πρός έπιβολήν τής θελήσεώς των, π ρό ς έπ ιβ ο λή ν τή ς μ ο ν α ρ χ ία ς Έπρεπε, λοιπόν, με κάθε τρόπο, να σκορπίσει η Συνέ λευση. Σ' αυτό, σεγκοντάροντας τους αντιπρεσβευτές, ό πως λέγανε τότες τους επιτετραμένους, βοήθησε, πρώτος και καλύτερος, ο αρχαιολόγος Θείρσιος. «Ούχί μόνον ούδείς έπίστευεν είς τήν άρχαιολογικήν έκδρομήν του», λέει ο Γούδας, «άλλά καί πολλοί είς αύτόν άπέδωκαν βραδύτερον καί τήν διάλνσιν τής έν Προνοίρ. Έθνοσυνελεύσεως»2. Απόκοντα σύντρεξαν από τους δικούς μας κι εκείνοι... που είχανε πρωτοστατήσει για σύνταγμα! Δώδεκα πληρεξού σιοι, που ανάμεσα σ ’ αυτούς ξεχώριζαν ο Μαυροκορδά τος, ο Σπ. Τρικούπης, ο Ζωγράφος κι ο Κλωνάρης, φάνηκαν αποφασισμένοι ν’ αποτραβηχτούν από τις συνε δριάσεις, γιατί δε συμφωνούν με το συνταχτικό της έργο, που αρνιόταν, καθώς είπανε, στη μοναρχία «Ιν τών άναφαιρέτων δικαίων της». Και για να μη λες πως κάθουμαι και σ ’ ανιστοράω ό,τι μου καλοαρέσει κι έτσι αδικώ τους πολιτικούς μας, άκου τι γράφει ο Τερτσέτης: «Είναι δμως καί όμολογοΰμενον, δτι ή συνέλευσις τής προνοίας διεσκορπίσθη 'καί μέ τή θέλησιν έκείνων, οί 1. Πετρακάκου op. cit. τ. α ', σ. 449. Η υπογράμμιση του κειμένου. 2. Γούδα «Βίοι παράλληλοι», τ. ζ ', σ. 51.
50
όποιοι πρό όλίγων μηνών διαλαλοϋσαν σύνταγμα καί έθνικήν συνέλευσιν»1.
Μα για να τη σκορπίσουν, αφού αυτή δε δεχόταν ν ’ αυτοδιαλυθεί, έπρεπε να μεταχειριστούνε βία. Κι αυτό θα στεκόταν κάπως άγαρμπο. Και τότες οι πολιτικάντηδες μας, ξεπερνώντας σ ’ ευρήματα και τον πιο ευφάνταστο κωμωδιογράφο, μηχανεύτηκαν το κόλπο που θα σου ανιστορήσω. Οι αγωνιστές είχανε πέσει σε μεγάλη δυστυχία- μήτε μιστοί, μήτε ψωμί, μήτε προσφάγι. Τους έδερνε, στη λεύτερη πια Ελλάδα, η ίδια πείνα που γνώρισαν στις πιο μαύρες μέρες του αγώνα. Την κυβέρνηση, που στην κυβερνητική επιτροπή στεκόταν παντοδύναμος ο Κωλέτης και πρωθυπουργός ήταν ο Μαυροκορδάτος, κλανιάρα την ανέβαζαν, κλανιάρα την κατέβαζαν, συνηθισμένο παρα τσούκλι που μ’ αυτό στόλιζαν οι αγωνιστές κάθε γκουβέρνο που πρόσταζε δίχως να δίνει ψωμί και μιστούς, να προμηθευτούν το φτωχό προσφάγι τους, μια και τότες δεν είχανε επιμελητείες όπως τώρα κι έπρεπε ο καθένας από μόνος του να το οικονομάει. Για να γλιτώσει λοιπόν η κυβέρνηση από τις φωνές και τα φοβερίσματά τους, τους ξαπόστειλε να... πλιατσικολογήσουν το Μόριά, «ώς χώρα διά τών δπλων κτηθεϊσα καί παραδοθεΐσα είς άρπαγάς καί λεηλασίας»2. Οι φουκαράδες οι ΜοραΓτες, που είχανε απαυδήσει από τρεις εμφύλιους πόλεμους κι έναν ΜπραΓμη, συνάχτηκαν γύρω από τον Κολοκοτρώνη να προστατέψουν τις δυο χούφτες ελιές που τους απόμεναν να θρέψουν τα παιδιά τους. —Μας γλίτωσες μια φορά από τους Τούρκους, του λέγανε, να μας γλιτώσεις και τώρα. Κι ανάμεσα σ τ’ ασκέρια του γκουβέρνου που ρίχτηκαν να διαγουμήσουν το Μόριά ήτανε και... Τούρκοι! Πάλι θα 1. Τερτσέτη «Άπαντα», τ. γ ', σ. 306. 2. Καρολίδη «Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων», τ. α ', σ. 307.
51
πεις πως κάθουμαι και σου αναμασάω παραμύθια. Ά κου λοιπόν τι λέει ο Γέρος του Μόριά σ τ’ απομνημονεύματά του: «Τόν Ταφιλπούζη μέ τό τάγμα του τόν άπεφάσισαν νά περάσει άπό τήν Καρύταιναν καί νά πάει στήν Γαστούνη μέ σημαία όθωμανική, μέ παντιέρες όθωμανικές, μέ τήν χέρα τοΰ Μωάμεθ. Άκούοντας έγώ, Εστειλα καί τόν Εβγαλα μέ καταισχύνη, καί άν είχα τήν Εχθρα πού Ελαβα Επειτα, θά τούς σκοτώναμε. Καί τοΰ Εστειλα — τοΰ Ταφιλπούζη — καί έμάζωξε τίς παντιέρες καί τοΰ είπα, άν περάσει καμμιά φορά μέ άνοιχτές παντιέρες, οί γυναίκες οί χηρευάμενες θά τόν σκοτώσουν: — Ποΰ άνοίγεις τήν σημαία τήν τούρκικη, είς τά χώματα τά Ελληνικά; — Τί φταίμε Εμείς; Ό Κωλέτης μάς είπε: Δουλειά νά κάμετε καί δ,τι σημαία θέλετε. Μάς Εδωκαν όφίκια, έγέλασε Τούρ κους καί Ρωμαίους»1.
Κι ο Ταφίλ Μπούζης, που ο Κωλέτης μας έφερε ν* αναμορφώσει τον τόπο, το ’ριξε στο πλιάτσικο λέγο ντας: —Ο Σύνταγμας, ωρέ μπίρο μ’ , θέλει να τρώγει! Τέτοια κακομοιριά βασίλευε, που από τότες βγήκε γ«ι τον τόπο μας το παρατσούκλι, που ως τα σίδερα, με την ευλογία των πολιτικάντηδών μας, ζει και βασιλεύει. Κεί νον τον καιρό ζούσε στ’ Ανάπλι μια ζητιάνα, κουρελια σμένη και ψωριάρα, που τη φωνάζανε Ψωροκώσταινα. Κι ο κοσμάκης, βλέποντας τα χάλια και την αναπαραδιά του γκουβέρνου, ονόμασε Ψωροκώσταινα την Ελλάδα που μόλις είχε σπάσει, στον οχτάχρονο επικό της αγώνα, αιώνων αλυσίδες!
». Τερτσέτη « Απαντα — Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη», τ. γ ', α. 189.
52
ΤΟ ΚΑΜΟΥΤΣΙΚΙ TOY ΝΤΟΚΙΝΣ ΑΝΑΜΕΣΑ στ' ασκέρια που μένανε σ τ’ Ανάπλι, βρισκό ταν και το τάγμα του Ν. Ζέρβα, που ήτανε κώλος και βρακί με τον Μαυροκορδάτο. Σ' αυτό υπηρετούσαν, υποταγματάρχες, ο Καζάνης κι ο Κοντούλης. Το τάξανε στην Πρόνοια να φυλάει τη Συνέλευση. Ψωμί και μισθούς γύρευαν, ψωμί και μισθούς δεν τους δίνανε. Κι αυτοί τότες, μαζί με την άλλη φρουρά, κόψανε ακόμα και το νερό του Αναπλιού, μα τίποτις δεν πέτυχαν. Οι καλοθελητάδες όμως του γκουβέρνου, Κωλέτης και Μαυροκορδάτος, που θέλανε να σκορπίσουν τη Συνέλευση, άρχισαν να τους σφυρίζουν σ τ’ αυτί πως μονάχα από δαύτη μπόραγαν να πετύχουν τα γεμεκλίκια και τους λουφέδες τους. Κι ούτε στάθηκαν ως εκεί, μα-τους λάδωσαν κιόλας, για *α φέρουν <χ τέλος τους σκοπούς τους. Και τούτη την κατηγορία τη βρίσκουμε σε τρεις ολότελα διαφορετικούς ανθρώπους: σε δυο δικούς μας κι έναν ξένον. Ο Μακρυγιάννης γράφει: «Δεν πληρώσετε τον Ζέρβα κι αλλουνούς και δέσαν τους πληρεξούσιους του έθνους εις την Πρόνοιαν;»1. Κι ο μεγαλοκοτσάμπασης Κανέλλος Δεληγιάννης: «...καί τούς Εδωκαν (ώς έρρέθη τότε) είς Αντάλλαγμα τής έπιβουλής καί προδοσίας των δέκα Εξ χιλιάδας τάλληρα ήτοι 96.000 φοίνικες»2. Να τι λέει κι ο Φραντσέζος Faudot: «Η Ελλάδα επιθυμούσε, σαν εγγύηση της ελευθερίας της και σαν βάση των πολιτικών θεσμών της, να ’χ ει ένα σύνταγμα προτού να )οθεί ο βασιλιάς που αυτοσχέδιασαν γι ’ 'αυτή. Για τούτο τον σκοπό, μια εθνική συνέλευση σχηματίστηκε στην Πρόνοια, προάστιο του Ναυπλίου. Οι πρεσβευτές όμως της Ρωσίας και της Αγγλίας3 εξαγόρασαν στρατεύματα για ν'απαγάγουν από την 1. Μακρυγιάννη op. cit. τ. β \ σ. 211. 2. Δεληγιάννη «Απομνημονεύματα», τ. γ", σ. 239. 3. Ο Faudot, σαν Γάλλος που είναι, εξαιρεί τον πρεσβευτή της Γαλλίας, ενώ ο ρόλος του ήταν όμοιας με των άλλίαν.
53
αίθουσα των συνεδριάσεων κάμποσους αντιπρόσωπους που τους είχαν από πριν υποδείξει»1. Ο Ζέρβας, ο Καζάνης κι ο Κοντούλης άρχισαν λοιπόν να ερεθίζουν τ ’ ασκέρι και να του λένε πως για όλα όσα τραβάνε ένας μονάχα φταίει, η Συνέλευση. Και στις 14 Αυγούστου νάσου κι ανεβαίνει στο βήμα ο Μαυροκορδάτος, που από μέρες είχε να φανεί στην παράγκα. Ας αφήσουμε όμως καλύτερα να μας ανιστορήσει το τι γίνηκε ο ποιητής Αλέξανδρος Ραγκαβής, που έλαχε τη μέρα εκείνη να βρίσκεται ακροατής στην Εθνο συνέλευση της Πρόνοιας. «Τότε έγερθ είς ό Μ α υροκορδάτος ή ρ ξα το ά γορεύω ν Ί ν ' ά ποδ είξη δ τι είς τό πολίτευμα πρέπει νά γρ ά φ η τα ι “ ό λαός κα ί ό Β ασιλεύς” , ο ύ χ ί δέ “ ό Β ασιλεύς καί ό λ α ό ς” , δ ιότι ή Β α σιλεία έ σ τί μό νο ν ά πό ρ ρ ο ια τή ς έθνική ς θελήσεως. Π α ρ ά δοξον δέ μ ο ί έφ α ίνετο δ τι ή ά γό ρ ευσ ις αΟτη ά νδ ρ ός δ σ τ ις δ ιεκρ ίνετο διά τό ν πρ α κ τικ ό ν νοΰν κα ί τή ν λ ο γ ικ ή ν του έμβ ρ ίθεια ν, πα ρ ετείνετο έ π ’ ά πειρ ο ν, κ α ί ή ν τα υ τολ όγος καί, ώς μοί έφ α ίνετο, ά σ υ νά ρ τη το ς. Καί ά ν μέν ύπό τίνο ς δ πω ς δ ή πο τε ά ντεκρούσθη δέν ένθυμοΰμαιά λ λ ’ έλα βε κ α τόπ ιν τό ν λ ό γο ν ό Κ λω νά ρ η ς, κ α ί έπί ώ ρας έξη κολ ού θει έπα να λέγω ν κα ί ά ναμ ασώ ν δ σ α ε ίχ εν είπ εϊ ό Μ α υ ροκορδάτος, καί έπιμόνω ς ά νθιστά μ ενο ς είς τά ς άνυπομ όνους α π α ιτή σ εις τή ς συνελεύσ εω ς καί πρ ο σ κ λ ή σ εις τού προέδρου, ϊν α παύση λέγω ν, δ ιό τι πρό πο λ λ ο ύ ε ίχ εν Εξαντλήσει τά έπ ιχειρ ή μ α τά του καί ούδέν κα ινό ν Ελεγε. Καί έξ αύτών τούτω ν τώ ν δια κο π ώ ν ώ φελεΐτο δμ ω ς ό ρή τω ρ ΐ ν ’ ά ρ χίζη νέας σ υ ζη τή σ εις περί τή ς έλευθερία ς τού λόγου , καί έν γένει κύ ρ ιο ν σ κ ο π ό ν έφ α ίνετο ώς ά ν είχ εν, ο ύ χί νά είπ ή τι, ά λ λά νά μή παύηται λ έγω ν καί κα τέχω ν τό βήμα»-\
Ό σ ο που τούτοι οι δυο, ο Μαυροκορδάτος κι ο Κλωνάρης, κωλυσιεργούσαν, καθώς το λέμε τώρα που 1. Faudoi ..La vcrite sur Its affaires de la Grice», σ. 31. 2. Ραγκαβή «Απομνημονεύματα», τ. α \ σ. 353-354.
54
γινήκαμε ξεφτέρια σ ’ αυτά, κι αναμασούσαν για ώρες άρατα θέματα, ο αντιπρεσβευτής της Αγγλίας, ο Ντόκινς, που «όλη ή Ιδιοφυία του συνίστατο είς τήν όχι καί πολύ μεγάλην άγάπην πρός τήν <Ιλήθεια»1, καβάλησε τ’ άλογό του να κάνει, τάχατες, περίπατο κατά την Πρόνοια2. Σαν έφτασε κει, τον περιτριγύρισαν οι στρατιώτες της φρου ράς της Συνέλευσης, παρακινημένοι από τους ίδιους τους αξιωματικούς τους, κι άρχισαν να του λένε τα παράπονά τους για την πείνα που τράβαγαν. Κι αυτός, αντίς να τους αποκριθεί πως δεν έχει καμιά αρμοδιότητα και σαν πρεσβευτής που είναι δεν μπορεί ν’ ανακατευτεί σ ’ εσωτε ρικό ζήτημα, τους έδειξε με το καμουτσίκι του την παράγκα κι άρχισε να κατηγοράει τη Συνέλευση, «όπερ οί όπλϊται έξέλαβον (σαν να μην ήταν!) ώς παρόρμησιν πρός τήν δ ι ' οϊουδήποτε τρόπου έπίτευξιν τού σκοπού αύτών»3. Τρεις ώρες μίλαγε ο Κλωνάρης, κι οι ακροατές είχανε σκορπίσει, καθώς απαύδησαν να τον ακούνε να κοπανάει αδιάκοπα τα ίδια και τα ίδια. Και τις θέσεις εκείνων που φεύγανε τις παίρνανε οι πολεμιστές της φρουράς οπλισμέ νοι ως τα δόντια. Ο ερχομός τους έβαλε σε υποψίες και σ ’ αναταραχή τους πληρεξούσιους. Ο Κλωνάρης κλείνει όπως-όπως το λόγο του, μια και δεν ήταν πια χρειαζούμε νη η κωλυσιεργία του, κι ο πρόεδρος, ο γερο-Πανούτσος Νοταράς, χτυπάει βιαστικά την κουδούνα βάζοντας τέλος στη συνεδρίαση. Μα καθώς οι παραστάτες κάνανε να σηκωθούνε από τις θέσεις τους, χυμάνε οι αρματωμένοι με γυμνά τα γιαταγάνια τους κι αρπάζει ο καθένας από έναν πληρεξούσιο από το χέρι, από όσους γνωρίζανε ευκατά στατους όσο που οι αποδέλοιποι φεύγανε «ώς ήδύναντο τριποδίζοντες καί πνευστιώντες»*. Ο ποιητής Ραγκαβής ανιστοράει πως καθώς έτρεχε και πήγε να πηδήσει κάποιο 1. Μάουρερ -Ο ελληνικός λαός κτλ.··, ελλ. μετ. Χρ. Πράτσικα. 2. Ο Κρέμος («Γενική ιστορία», τ. δ '. σ. 1006) λέει πως το επεισόδιο του Ντόκινς με τους στρατιώτες γίνηκε μια μέρα πριν. 3. Καρολίδη -Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων», τ. α ', σ. 312. 4. Κασομούλη op. cit. τ. γ", σ. 579.
55
χαντάκι, πετιέται ένας στρατιώτης μπροστά του και •αύ ρας τό πιστόλιον έκ τής ζώνης» του φωνάζει: —Στον τόπο! Με τα ψαλιδοκέρια που φόραγε τον πήρε για πληρεξού σιο. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης λέει πως 16 από τους πληρε ξούσιους, τους πιο παραλήδες, τους κράτησαν όμηρους οι στρατιώτες της φρουράς της Συνέλευσης και τους οδήγη σαν στην Ά ρεια, χωριουδάκι στο δρόμο προς την Επίδαυ ρο. Ε για μόλα. ε για λέσα. παραστάτες χω ρίς φέσια, παραστάτες εις την Άρεια. χω ρίς παπούτσια και ζουνάρια!
τραγούδαγαν κοροϊδευτικά στα στενοσόκακα τ ’ Αναπλιού. Ανάμεσα σ ’ όσους πήρανε όμηρους ήτανε κι ο πρόεδρος της Συνέλευσης Πανούτσος Νοταράς, ενενήντα χρονών, που ο Ραγκαβής τον είδε να τον έχουν έξι αρματωμένοι στους ώμους τους και να τον πηγαίνουνε «ώς θΰμα φερόμενον είς σφαγήν»·. Την άλλη μέρα η φρουρά απόλυσε «άνευ λύτρων τεσσάρους έξ αύτών συνεργεία τού Κωλέττη»2 και για τους αποδέλοιπους γύρεψε για ξαγορά δώδεκα χιλιάδες τάλαρα, που κόβανε ως εκατό χιλιάδες γρόσια. Τα σύναξαν οι συγγενείς τους, τα ’στειλαν στη φρουρά της Συνέλευσης κι αυτή, στις 18 Αυγούστου, τους άφησε λεύτερους. Ό σ ο που κράταγαν τους όμηρους, ο Μακρυγιάννης πάει και βρίσκει τον Ζέρβα και τον Κριεζώτη και τους λέει: —Τ ’ είναι αυτό που γίνηκε στην ημέρα μας; Ποια ιστορία το λέγει; Και τι καθόμαστε και δεν πάμε να πεθάνουμε; 1. Ρογκαβή «Απομνημονεύματα», τ. α ', σ. 354. 2. Δεληγιάννη op. cit. τ. γ ', σ. 239.
56
—Ησύχασε, του αποκρίνουνται, είναι συντρόΐροι μας1. Καλά αυτοί, θα πεις. Το γκουβέρνο όμως θα ’κανε έπειτα· ό,τι πέρναγε από το χέρι του για να παιδέψει τους πρωταίτιους, που λήστεψαν κοτζάμ εθνοσυνέλευση κι ας ήτανε ταγμένοι να τη φυλάνε. Α μπα, δε γϊνηκε τίποτις τέτοιο — όλοι τους μια μασιά. Κείνο που ακολούθησε στάθηκε τούτο δω: οι πρωταίτιοι σεργιάνιζαν απείραχτοι μέσα σ τ’ Ανάπλι με γεμάτα τα κεμέρια και στρίβοντας φιγουράτα τις μουστάκες τους, όσο που οι πληρεξούσιοι της εθνοσυνέλευσης δε βρήκαν το κουράγιο να ξανασυνεδριάσουν. Χρειάστηκε να περάσουν έντεκα ολόκληρα χρόνια και να γίνει μια επανάσταση, για να ξαναδεί βουλή ο τόπος μας. Ίσως όμως να μην πείστηκες απ’ όσα είπα και ρωτή σεις μ’ απορία: —Μα είναι ποτέ δυνατό να ’τανε μπερδεμένος σ ’ αυτά κι ο Μαυροκορδάτος, πρωθυπουργός μάλιστα τότες του τόπου; Για να σου φύγει κάθε αμφιβολία, άκου τι γράφει ο τόσο προσεχτικός να μην πειράξει κανέναν Ραγκαβής σ τ’ απομνημονεύματά του: « 'Ε ν τ α ύ θ α δ ’ ή κου σ α λεγ ό μ ενο ν ό τι ο ί στρ α τιώ τες τού Ζ έρβα ή ρ π α σ α ν τούς π λ η ρ εξο υ σ ίου ς ϊν α βιά σω σι τή ν Κ υβ έρ νη σ ιν νά τού ς π λ η ρ ώ σ η το ύ ς κα θυστεροϋντα ς μ ι σ θούς τω ν, ά λ λ ’ ά λ λο ι έφ ρ ό νο υν δ τι τή ν ιδέα ν τα ύ τη ν το ΐς ένέβ α λ ον ο ί περ ί τό ν Μ αυρ ο κο ρ δάτο ν, ΐν α δ ια λ ύ σ ω σ ι τή ν Σ υνέλευσιν»2.
1. Μακρυγιάννη op. cit. έκδ. β \ τ. β \ σ. 47. 2. Ραγκαβή op. cit. τ. α ', σ. 355.
57
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ Α π ο τη μέρα όμως της εκλογής του 'Οθωνα ίσαμε τον ερχομό του στην Ελλάδα πέρασε σχεδόν ένας χρόνος. Χρειάστηκε όλος ετούτος ο καιρός για να ετοιμαστεί ο στρατός που θα μας ξαναπεδούκλωνε και να βρεθούν τα πρώτα χρήματα από το δάνειο όπου τάξανε οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις να δώσουν στους καινούργιους αφεντάδες μας. Ό ταν πια φάνηκε πως κοντολογούσαν να τα βολέψουν, οι αντιπρεσβευτές σύστησαν στην κυβέρνησή μας να στείλει στο Μόναχο μια επιτροπή να προσκαλέσει επίση μα τον Όθωνα να κοπιάσει βασιλιάς στον τόπο μας. Μια και με κανέναν τρόπο δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ποιος από τους πολιτικούς μας θα πάγαινε και ποιος όχι, αποφάσισαν να στείλουν τρεις από τους πιο τρανούς καπεταναίους της θάλασσας και της ξηράς — έναν από τη Στερεά Ελλάδα, έναν από το Μόριά κι έναν από τα νησιά. Για τα νησιά διάλεξαν τον Μιαούλη και για τη Στερεά τον Κώστα Μπότσαρη, όχι μονάχα για τις δικές του πράξεις στον αγώνα, μα και του ήρωα αδερφού του, του Μάρκου, που τ’ όνομά του και τα κατορθώματά του είχανε διαλαληθεί στην Ευρώπη. Για το Μόριά όμως τα πράματα μπέρδεψαν. Ο πρώτος στρατηλάτης του, που κι οι πέτρες τον ξέρανε για τέτοιον, στεκόταν ένας: ο Κολοκοτρώνης. Είτε τους άρεσε είτε όχι αυτόν έπρεπε να προτιμήσουν. Του γράψανε την απόφασή τους, εκείνος όμως άργησε να τους αποκριθεί. Πρόκριναν τότες να στείλουν το γιο του τον Γενναίο «ό όποιος μάλιστα έθεωρεΐτο» όπως γράφει ο Κόκκινος «ώιηλλαγμένος τών αμαρτιών τοΰ πατρός του»1. Ο Κολοκοτρώνης στ’ απο μνημονεύματά του λέει: I. Κόκκινου «Η ελληνική επανάστασις», τ. 12ος, σ. 567.
58
« Έ γ ώ δέν ή μ πορ ο ΰ σα νά δεχθώ νά ύ πά γει ό Γεννα ίος άπό μ ία ν Κ υβ έρ νη ση , όπο ύ δ έν ά νεγνώ ρ ιζα καί ά πεφ ά σισα νά υπάγω είς τό 'Α νά π λι, διά νά Ιδώ τί τρ έχει δΓ αύτή τή ν υπ ό θ ε σ η » 1.
Ώσπου να γίνουν όμως αυτά, η κυβέρνηση λογάριασε, καθώς το επιθυμούσε, πως ο Γέρος αρνήθηκε κι αυτός να πάγει και το γιο του να στείλει και διόρισε τον Δημήτρη Πλαπούτα, που ήτανε γνωστός σαν Κολιόπουλος, από τ’ όνομα του πατέρα του που τονε λέγανε Κόλια. Ο Πλαπούτας, που πολέμησε υπαρχηγός κάτω από τον Κολοκοτρώνη και συγγενής του στεκόταν, μια κι είχε παντρευτεί, καθώς είπαμε, την ανεψιά του τη Στεκούλα, του έτρεφε μεγάλο σέβας. Γ ι’ αυτό έτρεξε να τονε βρει να πάρει την άδεια του. —Πάγαινε στο καλό, του αποκρίνεται ο Γέρος. Κι ο Πλαπούτας πήγε. Πού να ξέρει ο δόλιος ποια συμφορά τον καρτέραγε, πριν περάσει καν χρόνος, απ’ αυ τούς που τράβαγε, με τόση προθυμία, να κουβαλήσει αφεντάδες στην Ελλάδα. Ό σ ο για τον Κολοκοτρώνη, παρ’ όλη την ξυπνάδα του, είχε πατήσει την πεπονόφλουδα που τόσο τεχνικά του αμόλησαν οι πολιτικάντηδές μας. Μεμιάς οι καλοί αυτοί πατριώτες γράψανε στο Μόναχο πως όχι μονάχα ο ίδιος αρνήθηκε την τιμή που του κάνανε, μα μήτε και το γιο του άφησε να τη δεχτεί, γιατί στεκόταν ενάντιος στον ερχομό του Όθωνα. Στις 24)5 του Σεπτέμβρη 1832, η επιτροπή, λαμπροστολισμένη και με τ ’ άξια άρματα του αγώνα στα σελάχια της, μπαρκάρισε στην εγγλέζικια φρεγάδα «Μαδαγασκά ρη». Κυβερνήτης σ ’ αυτήν ήτανε ο πλοίαρχος Λάιονς, που τόσο ρόλο έπαιξε παραΰστερα στον τόπο μας, φορώντας όμως όχι πια τα γαλόνια του αξιωματικού, μα το τρικαντό του διπλωμάτη. Την ίδια μέρα, η «Μαδαγασκάρη» σάλπαI. Τερτσέτη «Ά παντα — Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη». τ. γ ', σ. 192.
59
ρε από τ’ Ανάπλι, κάνοντας πανιά για την Τεργέστη, όσο που την ακολούθαγε απόκοντα η φραντσέζικια κορβέτα «Κορνηλϊα» και παραπίσω η ρούσικια φρεγάδα «Αγία Άννα». Στις 8)20 του Σεπτέμβρη, η «Μαδαγασκάρη» φουντάρι σε στην Τεργέστη, μα οι Αυστριακοί δε δώσανε την άδεια να ξεμπαρκάρει η επιτροπή προτού να κάνει δεκαπέντε μέρες καραντίνα. Τέλος, στις 22)3 του Οκτώβρη, στις 11 το πρωί, φάνηκε η «Μαδαγασκάρη», με την ελληνικιά παντιέρα ν ’ ανεμίζει στο μεγάλο της άλμπουρο, να τραβά ει για να πλευρίσει στο μόλο του Σαν Κάρλο. Άστραψαν οι μπούκες της ρίχνοντας πενήντα χαιρετιστήριες κανο νιές, όσο που η πολυάνθρωπη εκείνα τα χρόνια ελληνικιά παροικία της Τεργέστης ζητωκραύγαζε την ανάσταση του γένους. Έπειτα από δυο μέρες η επιτροπή ξεκίναγε για το Μόναχο.
Η «ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ ΕΒΔΟΜΑΣ» ΤΡΕΙΣ μέρες πριν φτάσει η επιτροπή στο Μόναχο, στις 28)10 του Οκτώβρη, γίνηκε στο παλάτι του Λουδοβίκου μια μεγάλη τελετή που σ ’ αυτή ανακηρύχθηκε επίσημα ο ’Οθωνας βασιλιάς κι οι πρεσβευτές τον χαιρέτησαν σαν την «Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων». Εκ μέρους τους τον προσφώνησε, «ώς έίθισται tv τοϊς καθολικοΐς κράτεσι»·, ο νούτσιος του Πάπα, λέγοντας τ ’ ανούσια και δίχως κανένα ουσιαστικό νόημα λόγια που συνηθίζουνται σε τέτοιες περιστάσεις. Έπειτα από την απάντηση του Όθωνα, που είπε πως «ένόμισε δτι δέν ίπρεπε ν ' άντιστεΐ είς τό νεΰμα τής θείας Προνοίας», ορκίστηκαν τα μέλη της I. Καρολίδη op. cit. τ. α ', σ. 491.
60
αντιβασιλεϊας που θα κυβερνούσε τον τόπο μας ως την ενηλικίωσή του. Μίλησε ο πρόεδρός τους, ο κόντες Αρμανσπεργκ, ξεκαθαρίζοντας, βέβαια, πως τον Όθωνα «ή πρόνοια έξελέξατο Ίνα θεμελιώση τήν εύημερίαν καί τήν ευτυχίαν τής 'Ελλάδος». Η αντιβασιλεία, από την άλλη κιόλας μέρα, στρογγυλοκάθισε στο παλάτι Preysing, που βρισκόταν αντικρύ στα βασιλικά ανάκτορα του Μόναχου, κι άρχισε να φτιάνει, με μεγάλη βία, σχέδια και νόμους για την Ελλάδα, που εξόν από τον Έιντεκ, τον πιο ασήμαντο απ’ όλους, κανένα άλλο από τα μέλη της ιδέα δεν είχε γΓ αυτή. Κόβανε και ράβανε λοιπόν, ωσάν να τους βάλανε να κυβερνήσουν τη Βαβαρία κι όχι έναν τόπο που τίποτις άλλο δεν είχε απομείνει σ ’ αυτόν, στον φοβερό αγώνα, εξόν από τη δόξα. Πάσκιζαν δηλαδή για να φορέσουν, καθώς τόσο παραστατικά είπε ο Κολοκοτρώνης, «τα παπούτσια του Χατζηπέτρου (που ήταν γιγαντόσωμος) στα πόδια του Λόντου (μια σταλιά ανθρώπου)»·. Μα για όλα τούτα κράτα την όρεξή σου, μια και παραΰστερα θα ’χουμε πολλά να πούμε. Η επιτροπή έφτασε στο Μόναχο στις 1)13 του Οκτώβρη, ημέρα Σάββατο στις 7 ώρες το βράδυ. Η βδομάδα που ακολούθησε ονομάστηκε «ευφρόσυνος εβδομάς» και «ελ ληνική εβδομάς» για τις γιορτές που γίνηκαν με τον ερχομό των αποσταλμένων. « Ά φ ίκ ο ν τ ο ού τοι χθές τή ν έσπέρα ν» έγραφε τότες η Γ ε ν ι κ ή Ε φ η μ ε ρ ί δ α τ η ς Α υ γ ο ύ σ τ η ς «καί πά ντα τά δμμα τα έσ τρ ά φ η σ α ν πρ ό ς αυτούς δτε ο ί τρ εϊς ά ρ χα ΐο ι ή ρ ω ες έ νεφ αν ίσ θ ησ αν σή μ ερ ο ν έν τφ μ έσ ψ τή ς πα νη γύρεως έν τή έρυθρφ αύτών σ το λ ή π α λ λ η κ α ρ ίω ν μ ετά τώ ν ύ ψ η λώ ν ά λ βα νικώ ν φεσίω ν».
Κι ο Heigel, βιογράφος του Λουδοβίκου, τους περιγρά φει με τούτον εδώ τον τρόπο: «Ε ίς τό σ υ νη γμ ένο ν π λ ή θο ς πα ρεστά θη τό σπ ά ν ιο ν
61
θέαμα τή ς πα ρ ά τόν Β α σιλέα έμφ ανίσεω ς ή ρώ ω ν, ώ ν τά όνόμ α τα πρό όλ ίγ ω ν έτι έτώ ν έφέροντο άνά τά στό μ α τα πάντω ν, τού θ ρ α σ υ σ πλ ά χνο υ ήρ ω ο ς τώ ν θα λ α σ σ ώ ν Μ ιαούλ η , ιο ϋ σκυθρω πού τό βλέμμα Β ό τσα ρη , τού κά λ λ ει άρρενω πώ δ ια π ρέπον το ς Κ ο λ ιο π ο ύ λ ο υ» 1.
Τη Δευτέρα 3)15 του Οκτώβρη, η επιτροπή ανέβηκε επίσημα σ τ’ ανάκτορα. Μπροστά τράβαγε μια ίλη θωρακο φόρων κι ακολούθαγαν τ ’ αμάξια με τους δικούς μας, που τα ’σερναν έξι άλογα το καθένα. Στο πρώτο βρίσκονταν οι δυο στρατηγοί Μπότσαρης και Πλαπούτας και στο δεύτε ρο ο Μιαούλης. Στη μεγάλη αίθουσα των υποδοχών είχαν συναχτεί οι παλατιανοί κι οι διπλωμάτες. 'Οταν μπήκε η επιτροπή, φάνηκαν ο βασιλιάς Λουδοβίκος, η βασίλισσα Θηρεσία, ο διάδοχος Μαξιμιλιανός κι η πριγκίπισσα Ματθίλδη, δίχως τον Όθωνα. Ο Μιαούλης, κρατώντας την παρλάτα που του ’χανε γράψει, διάβασε όσο καλύτερα μπόρεσε τις ελληνικούρες που τις μισοκαταλάβαινε μοναχά, όσο που επίσημος διερμηνέας μετάφραζε στα γερμανικά. Η προσφώνηση τέλειωνε με τη βεβαίωση ότι «ή παρουσία τής Α.Μ. θέλει θέσει πέρας είς τά δεινά τά όποια τόσους αΙώνες τώρα καταθλίβουν τήν 'Ελλάδα καί θέλει άνακαλέσει είς τόν όρίζοντά της τάς άρχαίας ώραίας ήμέρας της». Απάντησε ο βασιλιάς Λουδοβίκος, παρουσιάζοντας σαν θυσία που δέχτηκε τον ελληνικό θρόνο για το γιο του. Είπε πως έπειτα απ’ όσα «ένήργησεν ήδη υπέρ τής 'Ελλάδος, εν μόνον τό μέγιστον Εμεινεν έτι νά πράξη. Καί τούτο έκτελεϊ ήδη, χορηγούσα (η Μεγαλειότητά του) είς τού 'Ελληνικού έθνους τήν αίτησιν τόν είς τήν φιλόστοργον καρδίαν Του τόσον άκριβή καί πολυπόθητον υιόν Του». Αφού η επιτροπή ευχαρίστησε και τη βασίλισσα, που ο «φίλτατος υίός της θέλει άναγκασθή ν ' ώποχωρισθή άπό τάς μητρικός άγκάλας», ξεκίνησαν όλοι μαζί —βασιλιάδες, διπλωμάτες, παλατιανοί κι οι 'Ελληνες— για τα διαμερί I. Όπω ς αναφέρεται από τον Καρολίδη, op. cit. τ. α ', σ. 495-496.
62
σματα του Όθωνα, που τους περίμενε «ΐστάμενος παρά τάς βαθμίδας τοΰ Θρόνου καί περιστοιχιζόμενος ύπό τών μελών τής 'Αντιβασιλείας»'. Η επιτροπή προσφώνησε τον Όθω να, που δεν απάντησε ο ίδιος, μα ο πρόεδρος της Αντιβασιλείας. Ύστερα φέρανε τον αρχιμανδρίτη της ορθοδόξου εκκλησίας του Μονάχου, ανάψανε δυο λαμπά δες, στήσανε και μια εικόνα κι οι τρεις Ρωμιοί ορκίστη καν, σ τ’ όνομα του ελληνικού λαού, «πίστιν εις τον βασιλέα ημών Όθωνα». Ο ένας από τους τρεις, έπειτα από λίγο καιρό, θα καταδικαζόταν σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Το ίδιο βράδυ δόθηκε σ τ’ ανάκτορα, στην αίθουσα του Ηρακλή καθώς την είχε ονομάσει ο αρχαιολάτρης Λουδο βίκος, μεγάλο δείπνο και την άλλη μέρα χορός στις σάλες του Μουσείου, όπου σ ’ αυτόν ο Μιαούλης με τη νησιώτικη βράκα του, έχοντας για ντάμα τη βασίλισσα Θηρεσία, κι ο «βαρύς» Σουλιώτης Κώστας Μπότσαρης, καβαλιέρος της πριγκιπέσας Ματθίλδης, χόρεψαν την πολωνέζα. Ποιος και πότες τους την έμαθε ένας θεός το ξέρει. Σίγουρα όμως ο καπετάν Αντρέας, με τα πρησμένα μάλι στα από ρεματικά ποδάρια του, προικιό που απόχτησε στο χαροπάλεμά του από μούτσος στις θάλασσες, πιότερο θα λαχτάρησε να τα βγάλει πέρα'σε τούτη την κακοτοπιά απ’ όσο στη ναυμαχία του Γέροντα, όταν με τον αγέρα σοτοβέντο αντιβγήκε σ ’ ολόκληρη την τουρκοαιγυπτιακή αρμάδα. Ακολούθησαν μουσικές συναυλίες, όπερες, βεγγαλικά, καλλιτεχνικές εκθέσεις κι άλλα τέτοια, που οι δικοί μας πρώτη φορά τα βλέπανε. Μα κάποτες, οι χαρές και τα πανηγύρια της «ευφρόσυνης εβδομάδας» τέλειωσαν κι οι τρεις Ρωμιοί αναγκάστηκαν να μείνουν άλλους δυο μήνες στο Μόναχο. Δεν είχαν τίποτις το χρειαζούμενο να κάνουν, γιατί η αντιβασιλεία δούλευε για το πώς θα μας κυβέρναγαν οι Βαβαρέζοι, όσο που η επιτροπή πέρναγε I. Καρολίδη op. cit. τ. α \ σ. 499.
63
σ ’ εκδρομές και σε σούρτα-φέρτα τις μέρες της «μηδέν Εχουσα μέρος είς τάς έργασίας αύτής»1. Την αιτία για το τόσο χασομέρι να ξεκινήσουν για την Ελλάδα θα τη βρεις στα όσα θ’ ανιστορήσουμε αμέσως παρακάτω.
ΟΙ ΠΡΑΙΤΩΡΙΑΝΟΙ
Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, όταν δέχτηκε τον ελληνικό θρόνο για λογαριασμό του γιου του, έβαλε και τούτους εδώ τους δυο όρους: α) Πως τον 'Οθωνα θα τον συνόδευαν στρατιωτικές δυνάμεις από τρεις χιλιάδες πεντακόσιους άντρες (άρθρο 14 συνθήκης 25)7 του Μάη 1832) και β) Πως οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις θα δίνανε δάνειο στην Ελλάδα εξήντα εκατομμύρια φράγκα, σε τρεις δόσεις από είκοσι εκατομ μύρια φράγκα (άρθρο 12 της ίδιας συνθήκης). Απ’ αυτά τα χρήματα θα πλερώνονταν όχι μονάχα όλα τα έξοδα του 'Οθωνα και της αντιβασιλείας, μα και της συγκρότησης και της μεταφοράς του στρατού στην Ελλάδα και, φυσικά, όσα θα χρειάζονταν ύστερα για συσσίτιο, στολές και μισθούς. Ίσως ρωτήσεις: τι τον ήθελε η αντιβασιλεία όλον αυτόν τον ξενικό στρατό που θα κουβαλούσε στην Ελλά δα; Για να πολεμήσει, τάχατες, τους Τούρκους; Αυτοί, με τη σύμβαση που αναγκάστηκαν να υπογράψουν, στις 9)21 του Ιούλη 1832, στο θερινό σεράι πάνω στον Βόσπορο, στο Καλεντέρ Κιοσκ, παραδέχτηκαν τέλος όλα όσα τους γύρεψαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις. Μα μην τυχόν και τους θέλανε για να οργανώσουν τους αγωνιστές του Εικοσιένα ευρωπαϊκά; Αν τούτη στεκόταν η πρόθεσή τους, τότες θα φέρνανε πενήντα ή εκατό, να πούμε, 1. Καρολϊδη op. cit. τ. α ', σ. 505.
64
αξιωματικούς, υπαξιωματικούς κι ορντινάντσες να κάνου νε τη δουλειά τους. Σε τι τα χρειάζονταν τα τέσσερα συντάγματα πεζικού, τις δυο ίλες ιππικού και τη μια πυροβολαρχία; Τα θέλανε, καθώς δα το κατάλαβες κι από μόνος σου, φίλε μου αναγνώστη, για στρατό κατοχής. Φύγανε τα τούρκικα ασκέρια, θα ’ρχονταν στη θέση τους τα βαβαρέζικα στρατεύματα. Από τη λευτεριά που κερδί σαμε θα κράταγαν, οι καινούργιοι σωτήρες μας, και τον κροκό και το ασπράδι και σ ’ εμάς θα παράταγαν το τσόφλι. Ταιριαστά με τη σύμβαση του Μάη 1832, ο Όθωνας είχε το λεύτερο να στρατολογήσει —εθελοντικά βέβαια— τούτο το εκστρατευτικό από Γερμανούς σώμα, που στην πραγματικότητα θα ’τανε καλοπληρωμένοι πραιτωριανοί. Κι αυτοί ακόμα οι Γερμανοί παραδέχουνται, σύμφωνα με έκθεση της πρωσικής πρεσβείας στην Ελλάδα του Οκτώ βρη 1835, πως τούτοι οι εθελοντές στρατολογήθηκαν «έκ τών τυχοδιωκτών άπάσης τής Γερμανίας»1. Ό ταν όμως άρχισε η εθελοντική στρατολογία, μεμιάς πρόβαλαν οι δυσκολίες. Πρώτα ούτε αρκετοί εθελοντές παρουσιάστηκαν κι έπειτα αποφάνηκε —πράμα που τόσα μεγάλα κεφάλια δεν το ’χαν συλλογιστεί— πως θα χρεια ζόταν, για να γίνουν τούτα τα μπουλούκια στρατός, να γυμναστούν. Μα πού καιρός; Και τότες αποφασίστηκε ν ’ αντικαταστήσουν προσωρινά τους εθελοντές με ταχτικό βαβαρέζικο στρατό. Και για το μεγάλο τούτο αγαθό, να ’χουμε γερμανικά στρατεύματα κατοχής, ξοδεύτηκαν από το δάνειο δεκάξι εκατομμύρια φράγκα. Κι έτσι, άμα βάλεις τα δώδεκα εκατομμύρια που δόθηκαν αποζημίωση στους Τούρκους, τα όσα φύγανε για τη βασιλικιά επιχορήγηση του Όθωνα, για μιστούς της αντιβασιλείας και της καμαρίλας, θα δεις πως δεν απόμεινε τίποτις από τα δάνεια, για να γίνει κάτι και στον τόπο. Μήτε να οικονομήσουμε για λίγους μήνες I. Κρέμου «Γενική ιστορία», τ. δ ', σ. 1020.
65
με ψωμί όσους αγωνίστηκαν με τ’ άρματα στο χέρι για τη λευτεριά μας. Το μόνο που απολάψαμε στάθηκε να 'χουμε την ευτυχία να χαιρόμαστε, καθώς γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τη «βαβαρική στρατιά μέ τούς περιττούς Αξιωματικούς, παγώνια πού καμάρωναν μέσα σέ φανταχτερές στολές»1. Για να μη λες πως όλα τούτα είναι δημιουργήματα της φαντασίας μου, άκου τι γράφει ο Κυριακίδης, που, καθώς ίσως να ξέρεις, στέκεται ένας από τους πιο συντηρητικούς ιστορικούς μας: « Ή λ θ ο ν ο ί Βαυαροί ϊν α διδ ά ξω σ ιν, ϊν α μ ετα φ έρ ω σιν εις τ ή ν 'Ε λ λ ά δ α τά φώ τα τή ς Ε ύρώ πης, ϊν α δια π λά σ ω σ ιν νομ οθεσ ία ν, στρ α τό ν, ϊν α εκπα ιδεύ σω σ ι το ύ ς άξιω μ α τικούς, ϊν α ποδ η γετή σ ω σ ι τούς ύ πα λ λή λ ο υ ς; Κ αλώ ς ή λ θ ο ν καί ή 'Ε λ λ ά ς ήθελ εν έσα εί εύγνω μ ο νεΐ αυτούς. Ά λ λ ' Iπρ α ξα ν τούτο; Π ερ ιω ρ ίσ θη σ α ν είς τά κα θ ήκ ο ντα αυτών; 'Ε ξ ε π λ ή ρ ω σ α ν χρέη συμβούλω ν; Ο ύχί. Ά π ε μ α κ ρ ύ ν θ η σ α ν ο ί "Ε λλ η νες καί κ α ιέλ α β ο ν αύ το ί τά ς θέσ εις, οϋτως ώστε ούδέν μ έν έκ είνο ι νά έκμ ά θω σιν ήδύνα ντο, ούδέν δέ νά δ ιδά ξω σι αύτοί. Ιδ ια ίτ α τ α δέ τούτο συ νέβη έν τώ στρατφϊν α διορ γα νω θ ή έ θνικό ς σ τρ α τό ς έπρ επε νά ύ φ ίστατα ι το ιουτος· ά λ λ ' ούδαμώ ς ύφ ίστατο . Κ ατά τό θέρ ο ς τού 1835 (έπειτα δ η λα δ ή α πό δυόμ ισυ χ ρ ό ν ια που ήρθανε οι Βαβαρ οΐ σ τη ν Ε λλάδα) ό κα λούμ ενος ού το ς έ λ λ η ν ικ ό ς σ τρ α τό ς ά πετελεΐτο έκ 5.142 τα κτικώ ν σ τρ α τιω τώ ν καί 1.463 άτά κτω ν καί 1.463 έθνοφυλάκω ν· μετά τώ ν ά ξιω μ α τικ ώ ν λ ο ιπ ό ν τώ ν έπιτελ ώ ν τώ ν φ ρουρίω ν ό ό λ ικ ό ς ά ρ ιθ μ ό ς τού σ τρ α τού ά νή ρ χε το είς 8.208 ά νδρας. Τ ά δύο τρ ίτα τού σ τρ α τού τούτου άπετελο ύ ντο έκ Βαυαρών· οϋτω μεταξύ 30 ά νω τέρω ν ά ξ ιω μ α τικ ώ ν 23 ή σα ν Β αυαροί κα ί 7 μ όνον "Ε λλ η νες κα ί φ ιλ έ λ λ η ν ες έξ ώ ν ο ύ δείς σ τρ α τη γό ς· έκ 258 κατω τέρω ν ά ξιω μ α τικ ώ ν 139 Β αυαροί καί 119 Έ λ λ η ν ε ς καί τέλος έκ 4.860 ύπα ξιω μ α τικ ώ ν καί σ τρ α τιω τώ ν 3.250 Β αυαροί καί 1.610 " Ε λλ η νες, έξ ώ ν ο ί π λ εΐσ το ι τού ά τά κτου στρα τού. Π ο ιο ς λ ο ιπ ό ν νά έκμάθη τή ν πειθα ρ χία ν τώ ν ευρω παϊκώ ν σ τρ α τώ ν, νά διοργα νω θή, νά δ ιδ α χθ ή τή ν I. Παιιαντωνίου .· Όθων», σ. 49.
66
νέαν τέ χν η ν καί έκγυ μ να σθί| κα τα λ λ ή λω ς; Ο Ι δ ιδά σκα λ ο ι ύ π ή ρ χ ο ν ο ί μα θη τα ί δμ ω ς ε ίχ ο ν έ κ δ ιω χθ ή » 1.
Και σαν να μην έφταναν μήτε αυτά, μας πάσαραν οι Βαβαροί κι όλα όσα είχαν για πέταμα. « "Απαν τό έν ταϊς βαυαρικαΐς άποθήκαις άποκείμενον άχρηστον καί παλαιόν ύλικόν» βεβαιώνει ο Κρέμος «ΐπποσκευαί, όπλα καί κακής ποιότητος ΰφασμα έπωλήθησαν πρός τήν έλληνικήν κυβέρνησιν»2.
ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ Ο τ α ν πια ετοιμάστηκαν όλα, πρώτος έφυγε από το Μόναχο ο στρατός για την Τεργέστη. Είκοσι μέρες έβαλε ώσπου να φτάσει, πεζολατώντας μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στο μεγάλο τούτο λιμάνι της Αδριατικής, που ήτανε τότες στα χέρια των Αυστριακών. Οι πιότεροι για πρώτη φορά θα βλέπανε θάλασσα. «Μόλις δέ διήλθομεν μίαν άκόμη βραχώδη κορυφήν» γράφει στ’ απομνημονεύμα τά του ο Χριστόφορος Νέζερ, που ήτανε τότες υπολοχαγός στο εκστρατευτικό σώμα «αίφνιδίως έίδομεν τήν θάλασ σαν, ολόκληρον τόν κόλπο τής Τεργέστης. Άπό τό στόμα όλων μας έξήλθεν ενα “ “ΑαΓ. Ή λαμπρά έκείνη θέα μάς έπροξένησε τόσον θαυμασμόν, ώστε κατά τήν πρώτην στιγμήν δεν εύρίσκόμεν λέξεις νά έκφράσωμεν τήν συγκίνησίν μας. Μόνον είς στρατιώτης γνήσιος Βαυαρός ίκ τίνος προαστείου τοΰ Μονάχου έξεδήλωσεν τό Βαυαρικόν αύτοΰ αίσθημα, φωνάξας: - Ώ ! τίχαρά νά ήτο ζύθος όλη αύτή ή θάλασσα!...»3. 1. Κυριακίδη «Ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού», τ. α ', σ. 293. 2. Κρέμου op. cit. σ. 1021. 3. Νέζερ «Απομνημονεύματα», ελληνική μετάφρ. Στ. Νέζερ, σ. II. Ο Χριστόφορος Νέζερ παντρεύτηκε Αθηναία κι έπειτα εγκαταστάθηκε στην Πόλη όπου έγραψε τ 1απομνημονεύματά του.
67
Μπήκανε τραγουδώντας στην Τεργέστη, όσο που οι Ρωμιοί που μένανε σ ’ αυτή ζητωκραυγάζανε. Το ίδιο θερμά δέχτηκαν τους Βαβαρέζους κι οι μαρινάροι των εμπορικών καραβιών μας που έλαχε να βρίσκουνται εκεί. Τους ονόμαζαν «οι δικοί μας» κι έβλεπες «τά οίνοπωλεΐα καί ζυθοπωλεία τής Τεργέστης πλήρη 'Ελλήνων ναυτών μ ε τ ' έρυθρών καλυμμάτων κεφαλής καί Βαυαρών στρατιωτών μετά περικεφαλαιών άόελφικώς μετ'άλλήλων συμπινόντων καί συνευφρωνομένων, δυσκόλως μέν έννοούντων τάς γλώσ σας άλλήλων, άλλ' εύκόλως συνεννοουμένων έν ταΐς έκδηλώσεσι τών άμοιβαίων αύτών συναισθημάτων, σύμβολον καί σύνθημα τής έκρήξεως τοΰ ένθουσιασμοΰ έχόντων άμφοτέρων τό δνομα τοΰ βασιλέως ~Οθωνος»[. Στις 24)6 του Δεκέμβρη 1832, ξεκίνησε κι ο 'Οθωνας από το Μόναχο. Οι τρεις αποσταλμένοι μας, που φύγανε έπειτα απ’ αυτόν, συναπαντήθηκαν μαζί του στο Ίνσμπουργκ, πρωτεύουσα του Τυρόλου. Μα εκεί πάλι χωρί στηκαν. Ο Μιαούλης, ο Μπότσαρης κι ο Πλαπούτας τράβηξαν για την Τεργέστη να μπαρκάρουν στα καράβια, όσο που ο Όθωνας κι ο αδερφός του Μαξιμιλιανός άλλαξαν δρόμο. Θα κατέβαιναν στην Ιταλία να περιοδέ ψουν. Θα πεις πως παράτησαν το γάμο να πάνε για πουρνάρια. Ό χ ι, γιατί το ψητό βρισκόταν στη Ρώμη — ήταν το Βατικανό. Μέσα στον καθολικό φανατισμό όλης της οικογένειας των Βιτελσβάχων, ο Όθωνας πάγαινε, πριν κοπιάσει στην Ελλάδα, να πάρει την ευλογία του πάπα. Επειδής, τάχατες, ταξίδευαν ινκόγκνιτο τόσο ο Όθωνας όσο κι ο αδερφός του πήρανε ψευδώνυμα* ο πρώτος ονομάστηκε «κόντες του Καλχάιμ» κι ο άλλος «κόντες του Nendelsein». Πέρασαν από τη Λομβαρδία, τη Βενετία και την Μπολόνια και στις 3)15 του Δεκέμβρη φάνηκαν στη Φλορεντία, πρωτεύουσα του δουκάτου της Τοσκάνης, όπου ο μεγάλος δούκας Φερδινάνδος Γ ' τους τίμησε με I. Καρολίδη op. cit. τ. α ', σ. 519.
παράτες. Έπειτα από δυο μέρες, ξεκίνησαν για το παπικό κράτος, που δεν περιοριζόταν, καθώς τώρα, μονάχα στο Βατικανό. Στις 8)20 του Δεκέμβρη φτάσανε στη Ρώμη και μείνανε στη βίλα Μάλτα, ιδιοχτησία του πατέρα τους Λουδοβίκου. Η «εφημερίδα της Αυγούστης», σ ’ ανταπόκριση από τη Ρώμη που δημοσίεψε, έλεγε: «Ο ύδέν Ισ ω ς πα ρ έχει ύ λη ν το σ ο ΰ το ν έπα γω γόν τή δ ια νοουμ ένη ά νθρ ω πό τητι, δ σ ο ν ή άνο δο ς Γερμ ανού βασιλ ό κ α ιδο ς έπί τόν θρ ό νο ν τή ς 'Ε λ λ ά δ ο ς. Τ ή πρωΤα τή ς 8)20 Δ εκεμ βρίου είδ εν ή β α σ ιλ ίς τού κόσμ ου (η Ρώμη) μετά π ά ρ οδ ον τοσο ύ τω ν α ίώ νω ν β α σιλέα Ε λ λ ά δ ο ς έντό ς τώ ν τε ιχ ώ ν αύτής».
Κι ο Καρολίδης γράφει πως η σημασία τούτης της επίσκεψης ήτανε μεγάλη «μή διαφυγοΰσα τήν προσοχήν τών συγχρόνων π α ρ α τ η ρ η τ ώ ν Η Ρώμη, το προπύργιο του καθολικισμού, αποχτούσε στο πρόσωπο του Όθωνα έναν θρόνο στην Ανατολή. Την άλλη μέρα, ο Όθωνας κι ό Μαξιμιλιανός πήγανε να προσκυνήσουν τον πάπα Γρηγόριο ΙΣ Τ'. Τους δέχτηκε με τις «είς έστεμμένας κεφαλάς άπονεμομένας έν τή παπική αύλί7 τιμώ;». Και στην πολύωρη συνέντευξη που είχε μαζί τους «συνέστησεν θερμώς είς τόν βασιλέα Όθωνα τά συμφέ ροντα τών έν Έλλάδι Καθολικών, δπερ άσμένως ύπέσχετο ό τής ’Ελλάδος^ βασιλεύς»2. Έπειτα από δυο μέρες ήρθανε στη Ρώμη κι όλα τα μέλη της αντιβασιλείας, γιατί κι αυτά, καθώς φαίνεται, χρειάζο νταν και την ευλογία και τις οδηγίες του Βατικανού. Ο προϊστάμενος της αντιβασιλείας, ο Άρμανσπεργκ, είχε πια τόσο μεγαλοπιαστεί, καθώς ανιστοράει ο Μάουρερ, που στο ξενοδοχείο που μείνανε αρνήθηκε να κάτσει να φάει αν τα σερβίτσια δε θα ’ταν ασημένια, «διότι ή νέα 1. Καρολϊδη op. cit. τ. α 1, σ. 514. 2. Id. σ. 514-515.
69
ηγεμονική οίκογένεια εΰρισκε άνάξιον τοΰ έαυτοΰ της νά φάγη άπό άλλου είδους πινάκια»'. Κι όπως ο ξενοδόχος δεν είχε ασημένια σερβίτσια, αναγκάστηκε να τα δανειστεί από κάποιον πρεσβευτή. Οταν πια φτάσανε στη Ρώμη κι οι αντιβασιλιάδες, ο πάπας ανταπόδωσε, στη βίλα Μάλτα, την επίσκεψη. Ο Μαξιμιλιανός τον υποδέχτηκε στην οξώπορτα του κήπου κι ο Όθωνας στη σκάλα. Τον οδήγησαν στη μεγάλη αίθουσα, τον βάλανε σε θρόνο και τα δυο αδέρφια κάθισαν δεξιά κι αριστερά του. Σε δέκα μέρες, αφού πια χόρτασαν τη Ρώμη και τις ιεροτελεστίες για τα Χριστούγεννα στον Ά γιο Πέτρο, ο Όθωνας κι ο Μαξιμιλιανός, έχοντας μαζί τους και τους αντιβασιλιάδες μας, ξεκίνησαν για τη Νάπολη, όπου ήτανε τότες ξεχωριστό βασίλειο. Ο Φερδινάνδος Β ’, που έμεινε γνωστός στην ιστορία με το παρατσούκλι «ο βασιλιάς Μπόμπας»2, τρομερός εχθρός κάθε φιλελεύθερης ιδέας, τους φίλεψε με γεύματα και με χορούς. Αφού ρίξανε μια ματιά στην Πομπηία, στο Ηράκλειο και τον Βεζούβιο, μπαρκάρησαν στο καινουργιοφτιαγμένο βαπόρι «Φραγκί σκος Α '», πράμα σπάνιο για κείνον τον καιρό, γιατί λιγοστά ακόμα πλεούμενα ταξίδευαν μ’ ατμό. Πέρασαν από το στενό της Μεσσήνης και «μετά πλουν 36 μόλις ωρών» ήρθανε στο Πρίντεζι. Εκεί τους καρτέραγαν τα συμμαχικά πολεμικά — η «Μαδαγασκάρη», η «Αγία Άννα» κι η «Κορνηλία», που σ ’ αυτή βρίσκονταν κι οι τρεις αποσταλμένοι μας. Ο Όθωνας αποχαιρέτησε «περιπαθώς», καθώς γράψανε τότες, τον αδερφό του Μαξιμιλιανό, κι ανέβηκε με τους αντιβασιλιάδες στη «Μαδαγασκάρη». Το ίδιο βράδυ, τα τρία πολεμικά κάνανε πανιά για την Κέρκυρα, όπου τους καρτέραγαν τα 36 αυστριακά μεταγωγικά που ναύλωσαν 1. Μάουρερ «Ο Ελληνικός λαός», ελλ. μετάφρ. τ. β", σ. 46. 2. Τούτο το παρατσούκλι το κόλλησαν ιταραιίπιερα κι οι δικοί μας στον Όθωνα.
70
και μπάρκαραν σ ’ αυτά στην Τεργέστη τον βαβαρέζικο στρατό. Κυβερνήτης στη «Μαδαγασκάρη» ήτανε, καθώς είπαμε, ο πλοίαρχος Λάιονς που ξεχώρισε πιότερο σαν διπλωμά της παρά σαν αξιωματικός. Η φρεγάδα του, των 46 κανονιών, «μετεβλήθη νΰν είς ναΰν θαλαμηγόν πολυτελεστάτην μετά μεγαλοπρεπών αίθουσών τραπέζης, κοιτώνων καί καλλυντηρίων. Λουκούλλειοι τράπεζαι παρετίθεντο είς τόν βασιλέα καί τήν βασιλικήν συνοδείαν καί ή γερμανική βαυαρι κή μελωδία άντικατέστησε τήν άγγλικήν. Παρά τό χειμερινό ν τής ώρας καί τοΰ καιρού δέν Ελειπον χοροί έπί τοΰ καταστρώ ματος τοΰ πλοίου»1. Ο Λάιονς είχε φορέσει την καλοκάγα θη μάσκα του, γυρεύοντας να κερδίσει για λογαριασμό της «αυλής του Αγίου Ιακώβου», της Αγγλίας δηλαδή, όχι τόσο τον 'Οθωνα, που ήτανε ακόμα παιδί, μα τον πρόεδρο της αντιβασιλείας, τον Άρμανσπεργκ. Και καθώς θα δεις το πέτυχε. Η «Μαδαγασκάρη» φουντάρησε στην Κέρκυρα στις 6)18 του Γενάρη, γιορτή των Θεοφανείων. Μεμιάς ανέβη κε στη φρεγάδα ο λόρδος Nugent αρμοστής των αγγλοκρατούμενων τότες νησιών μας. Την άλλη μέρα, στις 11 το πρωί, ο 'Οθωνας ξεμπάρκαρε επίσημα, όσο που βρόνταγαν τα κανόνια των καραβιών και του κάστρου. Οι Κορφιάτες, που σε τούτη την επίσκεψη βλέπανε μια μελλοντικιά, που τόσο όμως θ’ αρ γούσε, λύτρωση από την εγγλέζικια σκλαβιά, χαιρέτισαν με μεγάλο ενθουσιασμό τον 'Οθωνα. Ο Σολωμός, ο βάρδος της λευτεριάς μας, γράφει τότες τούτους εδώ τους στίχους: Μες το γιαλό της Κέρκυρας μαύρ' είμαι πέτρα κ'έρμη, κ'είναι δικά σου δόξασμα, δικός σου πλούτος είναι, πνεύμα καλό, που σ'άρεσε φωνή να μου χαρίσειςκι αν με πατήσεις. Βασιλιά, βγάνω βαγί και δάφνη.
Έπειτα από τέσσερις μέρες, στις 10)22 του Γενάρη, τα I. Καρολίδη op. cit. τ. α \ σ. 519-520.
71
συμμαχικά πολεμικά και τ ’ αυστριακά μεταγωγικά με τον βαβαρέζικο στρατό κάνανε πανιά από την Κέρκυρα για τ’ Ανάπλι. Μα τώρα θα παρατήσουμε για λίγο και τον 'Οθωνα, και τους αντιβασιλιάδες μας, και τον βαβαρέζικο στρατό, και τον Λάιονς, για ν’ ανιστορήσουμε μια ακόμα τραγωδία που βούτηξε στα μαύρα κείνες τις μέρες τον τόπο μας.
72
Η
Σ Φ Α Γ Η
ΤΟΥ
Α Ρ Γ Ο Υ Σ
ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΚΙ Ο ΜΟΡΙΑΣ ΚαΠΟΤΕΣ ο Μακρυγιάννης είπε στο ναύαρχο Ντεριγνϊ τούτα τα λόγια: «Η τύχη μάς έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Οτι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερϊα πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά»'. Για ένα τέτοιο περιστατικό θα σου μιλήσω τώρα. Κάλλιο θα ’χα να-μην είχε βρεθεί μπροστά μου. Μα όταν γράφεις ιστορία δε λες μονάχα όσα μας αρέσουν, παρά κι εκείνα που γεμίζουν πίκρα την καρδιά μας. Πίκρα όχι μονάχα για τα θύματα, μα και για τους θύτες. Γιατί αν κλαις για όσους αδικοσκοτώνουνται, το ίδιο λυπάσαι πώς μπορεί να ζει δίπλα μας κι ο μακελά-
ρης·
Ό πω ς βέβαια θα ξέρεις, τον Αύγουστο μ ’ αρχές του Σεπτέμβρη του 1828, ξεμπάρκαραν στο Πεταλίδι, σιμά στην Κορώνη, φρ<*ντσέζικα στρατεύματα μ’ αρχηγό τον ξακουστό από τους ναπολεόντειους πόλεμους στρατηγό Μεζόν. Σκοπός τους ήταν, καθώς είπαν, να διώξουν όσους ακόμα Τούρκους απόμεναν στο Μόριά. Η πραγματική όμως αιτία στεκόταν διαφορετικιά. Τον Απρίλη του 1828, η Ρωσία είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκιά. Οι δυο λοιπόν μεγάλες δυτικές Δυνάμεις, η Αγγλία κι η Γαλλία, γυρεύοντας να σιγουρευτούν από κάθε αναπάντεχο περι στατικό, όπως μάλιστα την Ελλάδα την κυβέρναγε τότες ο Καποδίστριας, πρόκριναν να στείλουνε στρατεύματα κα ι.
Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα», έκδ. β", τ. α", σ. 256.
73
τοχής και τούτο το πήρε πάνω της η Γαλλία. Σ’ αυτό έχουμε μια μοναδική μαρτυρία, από το στόμα του ίδιου του πρωθυπουργού κι υπουργού των Εξωτερικών της Γαλλίας, του δούκα de Broglie. Στη συνεδρίαση της γαλλικής βουλής, στις 18 του Μάη 1833, έκανε τούτη δω την ομολογία: « Ή γα λ λ ικ ή κυ β έρ νη σ ις δέν Εβλεπεν άνευ μ εγά λης ά νη σ υ χία ς ά πά σα ς τάς δυνά μ εις τή ς Ρω σίας δ ια χεο μ ένα ς εις τά ς β ορείους έπ α ρ χία ς τή ς Τ ο υρ κ ία ς κ α ί τή ν Τ ο υρ κ ία ν κινδυνεύ ουσα ν διά μ ια ς μ ό νη ς μ ά χη ς νά παραδοθή είς τή ν Ρω σίαν. Διά τούτο δ ιενο ή θη τότε νά πρ ο λ ά β η τό ν κίνδυ νον κα τα λα μ β ά νουσα δ ιά σ τρ α τού τή ν Π ελ ο π ό ν ν η σ ο ν » 1.
Και πως αυτή στάθηκε η αλήθεια γίνεται φανερό κι από κάτι άλλο: από χρόνια κι ο τελευταίος Τούρκος είχε φύγει από το Μόριά, οι Γάλλοι όμως μένανε. Κι έτσι, όπως ανιστορήσαμε, σύντρεξαν τ’ οργανέτο τους τον Κωλέτη να κρατηθεί στην εξουσία. Κι όχι μονάχα πιάσανε τ’ ΑνάπλιΛ μα και σκόρπισαν, παίρνοντας τ ’ άρματά του, τον λίγο ταχτικό στρατό που είχαμε, το «τυπικό τάγμα» καθώς το λέγανε. Στις 5 του Αυγούστου 1832, πέθανε φθισικός ο Δημήτρης Υψηλάντης, που ήτανε μέλος της κυβερνητικής επιτροπής. Από τ ’ άλλα μέλη της επιτροπής ο Δ. Πλαπούτας κι ο Κ. Μπότσαρης είχανε φύγει, καθώς είδαμε, για το Μόναχο, ο Κουντουριώτης βαριεστημένος αποτραβήχτηκε στην Ύδρα, όσο που ο ΖαΓμης για το μόνο που νοιαζόταν στεκόταν για το πώς θα ’βγάζε από την επαρχία του τους Ρουμελιώτες. Η Γερουσία τότες διόρισε άλλα δυο πρόσωπα στην επιτροπή, τον Μαρκή Μηλαίτη και τον Αναστ. Μαυρομιχάλη. « Άλλά οΰτε ό Ενας, οΰτε ό άλλος είχαν Ικανότητας διά τήν άνωτάτην ήγεσίαν καί κατ'ούσίαν εϊχεν άπομείνει πάλιν μόνος ό Κωλέττης είς τόν όποιον δμως κανείς πλέον δέν ύπήκουεν, καί ή άναρχία ώργίαζε»2. 1. 'Οπως αναφέρεται από τον Καρολίδη, op. cit. τ. β ', σ. 113. 2. Κόκκινου op. cit. τ. 12ος, σ. 572.
74
Στη στρατιωτική επιτροπή, που στην πραγματικότητα αυτή κυβέρναγε όλονε το Μόριά εξόν από τ ’ Ανάπλι, δεν βρίσκονταν πια μονάχα οι ΜοραΓτες με τον Κολοκοτρώ νη, μα κι αυτά τα ρουμελιώτικα ασκέρια που πριν από λίγο καιρό κάθισαν στην εξουσία νικητή και τροπαιούχο τον Κωλέτη. Έ τσι, ο παλιός γιατρός του γιου του Αλήπασα στηριζόταν, για να διαφεντέψει τον τόπο ως τον ερχομό του βασιλιά, στις φραντσέζικες μπαγιονέτες. Ό τα ν λοιπόν μαθεύτηκε πως ο Όθωνας ξεκίνησε κι όπου να ’ναι θα ’φτάνε στην Ελλάδα, ο Κωλέτης γύρεψε να σιγουρευτεί πως όχι μονάχα στ’ Ανάπλι δε θα βρεθεί ρουθούνι αντιπολιτευόμενο την εκλαμπρότητά του, μα ούτε και στο Ά ργος και στους Μύλους. Ζήτησε τότες από τους Γάλλους φίλους του να πιάσουνε και τούτα τα μέρη. Κι αυτοί με προθυμία του ’καναν το χατίρι. Σαν το ’μαθαν οι Αργίτες «βαρέως φέροντες τήν ξενικήν κατοχήν, ώς μείωσιν τής Ανεξαρτησίας των, δι' ήν πολλά έθυσίασαν καί ήγωνίσαντο» διαμαρτυρήθηκαν μ’ αναφορά τους στους αντιπρεσβευτές. Μα στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ Σ τ ις 2, λοιπόν, του Γενάρη 1833, οι Φραντσέζοι στείλανε από τ’ Ανάπλι σ τ’ Άργος, με τον ταγματάρχη Νοντ, τέσσερις λόχους, ίσαμε 750 άντρες δηλαδή, με δυο λαφρά κανόνια. Αρχηγός του γαλλικού στρατού που απόμενε στο Μόριά ήταν ο στρατηγός Quehenec. Βρισκόταν στο Ναβα ρίνο κι από κει πρόσταξε άλλους πέντε λόχους του 21ου συντάγματος, όλοι τους Κορσικανοί, να ξεκινήσουν από την Κορώνη κάτω από τις προσταγές του συνταγματάρχη Στοφέλ και με γρήγορη πορεία να φτάσουν σ τ’ Άργος. Πέρασαν από την Τριπολιτσά όπου έμινε ο Κολοκοτρώ75
νης. Ο Στοφέλ τον αντάμωσε και κουβέντιασαν φιλικά, αν «καί οί Γάλλοι καί οί Έλληνες στρατιώτες προσέβλεπαν άλλήλους καχυπόπτως»1. Μερικοί είπαν πως ο Γέρος θέλη σε τότες να χτυπήσει τους Φραντσέζους, μα ο Χατζηχρήστος κι ο Κίτσος Τζαβέλας κατάφεραν να του αλλάξουν τη γνώμη. Ο ίδιος σ τ’ απομνημονεύματά του λέει: « Ά ν ε ίχ α κανένα σκοπό νά βαρέσω τούς Φ ρ α ντσέζο υ ς, δ έν τούς άφ ινα νά περά σουν ά πό τή ν Τ ρ ιπ ο λ ιτσ ά — τούς έ κα ρ τέρ α γα είς τοΰ Λ εοντα ριοΰ τό Δ ερβ ένι (...) Ο ί Γ ά λ λ ο ι μέ ένόμ ιζα ν έχθρ ό τους, έγώ δέν το ύ ς ε ίχ α δώ σει ποτέ α ίτία . Ό Κ ω λέτη ς καί τό ένα ντίο ν κόμμα τούς έγιό μ ισ α ν τά μ υαλά, δ τι έγώ ή μ ουν ένα ντίο ν τους κα ί ρ ω σ ο λά τρη ς» 1.
Κατηφορίζοντας οι Φραντσέζοι τον Αχλαδόκαμπο συναντήθηκαν με τη λιγοστή καβαλαρία μας. Ο αρχηγός της, ο Δημήτρης Καλλέργης, γνώριμος του Στοφέλ, όχι μονάχα τον φίλεψε, μα και του ’δωσε γράμμα για τη γυναίκα του, τη Σοφία Ρέντη από την Κόρινθο, ξακουστή για την ομορφιά της, που για χάρη της ολόκληρος εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε και χωριά κάηκαν το 1826. Στο γράμμα του της έλεγε να φιλοξενήσει στο σπίτι τους, όπου έμενε κι ο αδερφός του Γιάννης, τον Στοφέλ. Για τα όσα τώρα θ’ ανιστορήσουμε θα στηριχτούμε το περισσότερο στην καλύτερη αφήγηση που έχουμε, τυπω μένη το 1891 σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό «Παρνασ σός» και γραμμένη από τον Αργίτη δικηγόρο και ιστορικό Δ. Βαρδουνιώτη. «Πάνθ'δσα έγραψα» λέει «ήρύσθην έξ άξιοπίστων πληροφοριών έπιζώντων α ύ το π τώ ν μαρτύρων τοΰ δράματος καί έξ Ανεκδότων έπιστολών καί έγγράφων τής έποχής έκείνης»1. Κι όμως τούτη τη μελέτη οι μεγάλοι 1. Κόκκινου op. cit. τ. 12ος, σ. 573. 2. Τερτσέτη - Ά παντα — Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα», τ. γ ', σ. 193. 1. Βαρδουνιώτη -Η εν Ά ργει σφαγή κατά το 1833». Περιοδικό «Παρ νασσός», τ. Ι Δ \ φυλλάδιο 4, σ. 223.
76
ιστορικοί μας, γράφοντας για τη σφαγή του Άργους, δεν την έχουνε χρησιμοποιήσει. Ύστερα απ’ αυτά, που τα λογαριάσαμε χρειαζούμενα να ειπωθούν, ξαναγυρίζουμε στο ιστόρημά μας. Ο Στοφέλ έφτασε μια μέρα έπειτα από τον Νοντ, στις 3 του Γενάρη, στο Άργος. Από τον στρατώνα, που είχε χτιστεί στον καιρό του Καποδίστρια πάνω στα χαλάσματα ενός βενετσιάνικου κτιρίου, έστειλε με κάποιον που λεγόταν Νικολαΐδης και τον είχε για δραγουμάνο το γράμμα του Καλλέργη στη Σοφία. Στο σπίτι της, που έβλεπε πάνω στην ίδια πλατεία με τον στρατώνα, έμενε, εξόν από τον αδερφό του αντρός της, κι ο νεαρός αξιωματικός του πυροβολικού Σπύρος Καλοσγούρος με μερικούς Κρητικούς, που τους είχε τάξει φρουρούς της φαμελιάς του ο Καλλέργης. Πήρε το γράμμα ο Καλοσγού ρος κι αποκρίθηκε «γενναίως καί ύπερηφάνως» με δίκιά του πρωτοβουλία «δτι είς ούδένα θά έπιτρέψη νά παραβιάση τό άσυλον τής οίκίας Καλλέργη»1. 'Οταν ο ΝικολαΓδης γύρισε κι έφερε στον Στοφέλ την αρνητικιά απόκριση, ο Γάλλος συνταγματάρχης γϊνηκε θεριό και πρόσταξε έναν λόχο σκαπανέων να «εκπορθή σει» το σπίτι, που ήτανε τότες το καλύτερο του Άργους. Το ’χε χτίσει, πριν από λίγα χρόνια, ο κυβερνήτης Καποδίστριας. Να πώς μας το περιγράφει ο Βαρδουνιώτης: «Διέλαμπεν έπί φιλοκαλία καί μεγαλοπρέπεια. "Ανθών πλούσιος, οίκήματα υπηρετών καί φυλάκων περίκομψα, σταΰλοι ήγεμονικοί, δεξαμενή άριστον παρέχουσα ΰδωρ καί κήπος βασίλειος καί ρωμαντικός»2. 1. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο I, σ. 42. Μερικοί λένε πως ο Καλοσγούρος ρώτησε τη Σοφία κι αυτή του είπε να δώσει τούτη την απόκριση. Ό πω ς κι αν έγινε σε τίποτα αυτή η λεπτομέρεια δεν αλλάζει την ουσία. 2. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο I, σ. 40. Το σπίτι αυτό σώζεται ως σήμερα, ολότελα όμως αλλαγμένο. Αφού φιλοξένησε γι' αρκετό καιρό πρόσφυγες, το πήρε πριν από μερικά χρόνια το κράτος κι επισκευάζοντας το ριζικά το έκανε μια από τις πτέρυγες του σημερινού αρχαιολογικού μουσείου του Άργους.
77
Ά μα φτάσανε οι Φραντσέζοι κι άρχισαν να σπάζουν με τα τσεκούρια τους την αμπαρωμένη οξώπορτα, βγήκε στο μπαλκόνι ο Καλοσγούρος και «Εξαλλος ώμίλησε πρός τούς έκβιαστάς γαλλιστί, διότι ώμίλει τήν γαλλικήν (ύς Παρισι ν ό ς Τους έβρισε και τους φοβέριξε. Τούτος ο Καλοσγούρος, 26 τότες χρονών, καταγόταν από την Κέρκυρα κι ήταν βαφτισιμιός του Καποδίστρια. Η μάνα του χήρεψε σαν ήτανε μικρός και ξαναπαντρεύτη κε κάποιον Φραντσέζο που λεγόταν Potier. Παίρνοντας μαζί της και τα παιδιά από τον πρώτο γάμο, πήγε κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί, λοιπόν, μεγάλωσε και σπούδασε ο ήρωάς μας. Το 1825 γύρισε στην Κέρκυρα κι έπειτα, σαν ήρθε ο Καποδίστριας κυβερνήτης, κατέβηκε στην Ελλάδα και γίνηκε αξιωματικός.
Η ΤΙΓΡΗ Ο τ α ν οι Φραντσέζοι σπάσανε την πόρτα και μπήκανε μέσα, έφτασε κι ο Στοφέλ και πρόσταξε τον σημαιοφόρο του, σαν να ’χε πάρει με ρεσάλτο κανένα κάστρο, να στήσει τη γαλλική παντιέρα στο μπαλκόνι του σπιτιού. Έπειτα ανέβηκε και κάθισε στο μιντέρι του μουσαφίρ οντά. Κείνη την ώρα έλαχε να βρίσκεται στο σπίτι —εξόν από τη Σοφία, τον Γιάννη Καλλέργη και τον Καλοσγούρο— κι ο μικρός γιος του Κολοκοτρώνη, ο Κολίνος, που πήγε να τους επισκεφτεί. «Τότε έν τη μεγάλη αίθούση διεδραματίσθη μεγάλη καί φοβερά σκηνή, ήν ή διάσημος δέσποινα, αύτόπτις μάρτις, άκόμη καί τώρα2διηγείται έν άκρφ συγκινήσει καί πάση λεπτομερείς.»1. 1. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο I, σ. 40. 2. Η Σοφία Καλλέργη πρέπει να 'τανε το 1891 που γράφει ο Βαρδουνιώτης ογδόντα πάνω-κάτω χρονών. 3. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο I, σ. 42.
78
Αφού ο Στοφέλ έριξε μια σκληρή ματιά σ ’ όλους, ρώτησε: —Και ποιος ήταν εκείνος που είχε το θράσος ν ’ αντισταθεί στις διαταγές μου; —Εγώ, συνταγματάρχα! αποκρίθηκε θαρρετά ο Καλοσγούρος προχωρώντας δυο βήματα μπροστά. —Εσύ; —Ναι, εγώ! Και τώρα διαμαρτύρομαι σ ’ εσάς, κύριε συνταγματάρχα, για την ανήκουστη αυτή βία που δεν τιμάει τη σημαία της ιπποτικής Γαλλίας... —Σκασμός, αυθαδέστατε! τον έκοψε άγρια ο Στοφέλ. Και τότες ο Καλοσγούρος, χάνοντας κάθε έλεγχο του εαυτού του, απάντησε με τον ίδιο τρόπο στον Στοφέλ «δσο πού τό γλυκύτατο βλέμμα του φοβερός έξέπεμπεν άστραπάς»1. —Είσαι πρόστυχος και βάρβαρος, λέει στον Στοφέλ. Κι αν δε διατάξεις στους στρατιώτες σου να κατεβάσουν τη σημαία που έστησες στο μπαλκόνι, θα τη βγάλω εγώ! —Τρελέ! του φώναξε ο Στοφέλ «τής τίγρεως θηριωδέστε ρος»2. Όπου φάνηκε η γαλλική σημαία, ποτέ δεν την πρόσβαλε κανένας δίχως να χυθεί αίμα! Δεν σου απομέ νουν παρά λίγες μονάχα ώρες να συνθηκολογήσεις με το θεό! Και πρόσταξε να τον πιάσουν. «Οίον σθένος καί μεγαλείον ψυχής ίνός μόνου άνδρδς» γράφει ο Βαρδουνιώτης «άντιτάσσοντος τόσον ήρωϊκώς τά στήθη του κατά τοΰ κολοσσού δλης στρατιάς 800 Γάλλων!»3 Καθώς τον έπαιρναν, ο Γιάννης Καλλέργης έβγαλε το πανωφόρι του και του το ’ρίξε πάνω του. Θα στεκόταν το σάβανό του. Στο δρόμο δυο Αργίτες, βλέποντας να τον παγαίνουν οι Φραντσέζοι, γύρεψαν να τον λευτερώσουν. Τον έναν απ’ αυτούς, «νέον και παλληκαράν», τον Γιάννη Νικολάου, τον πιάσανε. Ό τα ν τους φέρανε στο στρατώνα, τους χώσανε στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι. Το ίδιο 1. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο I, σ. 41. 2. Id. 3. Id.
79
βράδυ τους πέρασαν από στρατοδικείο και τους καταδίκα σαν, για αντίσταση και προσβολή της γαλλικής σημαίας, σε θάνατο. Σύγκαιρα ο Στοφέλ πρόσταξε να πιάσουνε τον γιο του Κολοκοτρώνη που βρέθηκε στο σπίτι του Καλλέργη και τον έστειλε με συνοδεία σ τ’ Ανάπλι. Τον ήθελε, όπως σωστά λέει ο Γέρος, «ώς ένέχυρον, διά νά μήν πάν οί Έλληνες καί τούς χτυπήσουν Η Σοφία Καλλέργη, πέρασε, «βαρυαλγής καί έντρομος»2, ξάγρυπνη όλη κείνη τη νύχτα. Μόλις άρχισε να χαράζει, άνοιξε το παράθυρό της και κοίταξε κατά τον στρατώνα να δει τι θ’ απογίνει. Και να, βλέπει να βγαίνει ένα απόσπασμα έχοντας στη μέση τον Καλοσγούρο και τον Νικολάου. Πέρασαν κάτω από το σπίτι της. Ο Καλοσγού ρος σήκωσε το κεφάλι του, την είδε, χαμογέλασε και τη χαιρέτησε. Κι η Σοφία, που νόμισε πως τον πάγαιναν σ τ’ Ανάπλι, τον αντιχαιρέτησε κι αυτή. Μα ξαφνιασμένη βλέπει να τους οδηγάνε στο πίσω μέρος του σπιτιού της. Δεν πέρασαν μήτε πέντε λεφτά κι αντήχησε μια ομοβρο ντία. Κατάλαβε. Και λιγοθύμησε. Έπειτα από δυο ώρες «μέ τρόμον ψυχής, ξεσκούφωτη, μέ τά τέκνα είς τάς άγκά,λας της»3 έφυγε για τ ’ Ανάπλι να μη βλέπει τι γίνεται πίσω της. Την ώρα που οι Φραντσέζοι στήσανε τον Καλοσγούρο μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, γύρεψαν να του δέσουνε τα μάτια. Αρνήθηκε. Πέθανε αντρείκια πάνω στον ανθό της ζωής του.
1. Τερτσέτη «Ά παντα — Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα», τ. γ ', σ. 193. 2. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο I, σ. 44. 3. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 603.
Η ΣΦΑΓΗ Σ τ α γύρω χωριά ήτανε σκορπισμένοι κάμποσοι καπεταναϊοι με τους νταϊφάδες τους, με πιο σημαντικούς ανάμεσά τους τον Κριεζώτη και τον Τσώκρη. Ό τα ν μάθανε τον ερχομό των Γάλλων, συνάχτηκαν και το πρωί της ίδιας κείνης μέρας, 4 του Γενάρη, δίχως τίποτις ακόμα να ξέρουν για τον Καλοσγούρο, μπήκανε στο Άργος και πέρασαν επιδειχτικά βαρώντας τις τρουμπέτες τους, μπρο στά από τον στρατώνα των Φραντσέζων. Κόνεψαν στη γειτονιά της Παναγιάς κι αφού βολεύτηκαν στα διάφορα σπίτια, ξεχύθηκαν παρέες-παρέες στην πολιτεία. Τα όσα μάθανε για τον ντουφεκισμό του Καλοσγούρου και του Νικολάου ερέθισαν ακόμα πιότερο τους δικούς μας κι έτσι «ή ύπόνομος ήτο πλήρης καί σπινθήρ άπητείτο διά τήν ίκρηξιν καί πυρκαϊάν Ανάμεσα στους αγωνιστές του Κριεζώτη βρισκόταν κι ένας Σμυρνιός, ο Δημήτρης Σπάρος, «περίφημος για την παληκαριά του κατά τον Αγώνα, όμως ανήσυχος και ακράτη τος»1. Ή τανε, καθώς λέει ο Βαρδουνιώτης, «θεότρελος». Ο Σπάρος λοιπόν με την παρέα του τράβηξαν σ ’ ένα κρασοπουλειό στο παζάρι της Γούβας και τα κουτσόπι ναν. Να κι έρχουνται κάμποσοι Φραντσέζοι να το τσού ξουν κι αυτοί. Ά μα τους είδε ο Σπάρος άναψαν τα αίματά του. —Ωρέ, ρωτάει, ποιος βάνει μια οκά κρασί να πάρω τούτου του Φραντσέζου εκειό το κολοκύθι που ’χει στο κεφάλι; —Εγώ! του λέει ένας από την παρέα του. Δεν πρόλαβε να το πει κι ο Σπάρος σούρνει το ποτήρι 1. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο 2, σ. 91 2. Βλαχογιάννη (Κασομούλη «Στρατιωτικά Ενθυμήματα», τ. γ ', σ . 567. σημείωση 3).
81
του «κατά τοΰ θυσανοφόρου πίλου τοΰ Γάλλου στρατιώτου Ο Φραντσέζος έλαχε να κρατά ένα πορτοκάλι και το ρίχνει κατακέφαλα στον Σπάρο «άνακράζων λέξιν άκατάληπτον είς τούς Έλληνας στρατιώτας: Μπαροΰφο!»2 —Να, μπαροΰφο! του αποκρίνεται ο Σπάρος μπατσίζοντάς τον και ρίχνοντας στο χώμα το κασκέτο του μ’ όλα τα φτερά του. Πιάστηκαν στα χέρια, κι οι Φραντσέζοι, όσο που ο Σπάρος κι η παρέα του τους πιστόλιζαν, χώθηκαν τρέχοντας στο στρατώνα τους. Αυτό ήτανε· τούτο το περιστατι κό στάθηκε το σινιάλο που ακαρτέραγε ο Χάρος να ξεγυμνώσει το δρεπάνι του. Ο Στοφέλ προστάζει να ξεχυθεί το τάγμα του κι αλύπητα να χτυπήσει. «Π ολυά ριθμ α καί φ οβερά τύμπανα κα ί σ ά λ π ιγγε ς ή χη ρότα τες έ σή μα ναν τό ά π α ίσ ιο ν σύνθη μ α (...) Ή ρ ξ α ν τ ο δέ άμέσως φρικώ δους ό λέθρου, μ ία ν ό λ ο ι προ φ έρ ο ντες άπαισ ία ν λ έξ ιν άπό τ'ά φ ρ ίζ ο ν τ α χ είλ η των: Μ π αρ ο ΰ φ ο !3 δ ιέ χυ σ α ν πα ντα χοϋ τόν θ ά να το ν κα ί τή ν φ ρ ίκη ν. Έ κ α ν ο ν ιο β ό λουν, έτουφ έκιζον, έλό γ χε υ ο ν μ ετ’ ά νη κο ύ στο υ θη ρ ιω δ ία ς (...) "Εθραυον έπί πλ έο ν τά ς θύρας τώ ν ο ίκ ιώ ν καί είσ ή ρ χ ο ν το είς αύτάς διά νά φ ο νεύ σω σιν άπανθρώ πω ς άόπλους καί άθώ ους. Κ α τή ντη σ α ν νά σ φ ά ζω σ ιν ο ί γεννα ίο ι Γά λλοι καί γέρ ο ντες καί πα ιδία καί νά έκ κ ο ιλ ιά σ ω σ ι καί γυ να ί κας- ο ί δέ μ α νιακώ τεροι καί κΰνας κα ί γα λ ά ς άκόμη δ ιελ ό γχευ σ α ν»4.
Σκόρπιζαν ανελέητα το θάνατο όσο που οι αγωνιστές μας, «μη γένοιτο άπό φόβον, άλλά άπό σέβας πρός τά Συμμαχικά στρατεύματα»*, φεύγανε τρέχοντας κατά το 1. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο 2. σ. 94. 2. Id. 3. Μια κι ήταν Κορσικανοί ίσως cinav την ιταλική λέξη «barrutTa- που θα χει καβγάς και κέρασε και στη δίκιά μας γλώσσα —-μπαρούφα— είτε με την ίδια είτε με τη διαφορετικιά σημασία, της «μκούρδας». 4. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο 2, σ. 95-%. 3. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 603.
82
Κατσιπόδι, παρατώντας ακόμα και τις κάπες τους. Τον Κριεζώτη τον ζώγρησαν οι Φραντσέζοι, όσο που ο Τσώκρης —ήτανε Αργίτης— γλίτωσε, καθώς κρύφτηκε στον αχυρώνα του σπιτιού του. Μονάχα δεκατρία παλικάρια κλείστηκαν στο σπίτι του Παναγιώτη Ψάλτη κι αντιστάθηκαν. Ορμήσανε οι Γάλλοι να το πάρουν, μα οι μπλοκαρισμένοι σκότωσαν δυο και κάμποσους λάβωσαν. Φέρανε τότες κανόνια κι αφού γκρέμισαν με δαύτα το παλιόσπιτο, «κατακρεούργησαν δλους τούς άντιστάντας»'. Τέσσερις ώρες βάσταγε το μακελλιό. « Ό ήλιος έξέπεμπε τάς ύστάτας αύτοΰ άκτϊνας είς τήν αίμόφυρτον γήν καί αΙ φρικαλεότητες τών Γάλλων έξηκολούθουν Ιτι»2. Τότες ο δεσπότης Άνθιμος φόρεσε τη μεγάλη ιερατική του στολή κι έχοντας μαζί του κι έναν διάκο που κράταγε όρθια μια πατερίτσα με δεμένο σ ’ αυτή άσπρο μαντίλι, τράβηξε για τον γαλλικό στρατώνα. Παρουσιάστηκε στον Στοφέλ «είς δν μετά παρρησίας έζήγησε τήν άθωότητα τής σφαζομένης πόλεως»1. Κι ο Στοφέλ πρόσταξε, τέλος, να βαρέσουν οι σάλπιγγες ανάκληση. Ή ρθε η νύχτα και βαθιά ωσάν το θάνατο σιωπή απλώθηκε πάνω από το Άργος. Σαν έφεξε η άλλη μέρα, άρχισαν να συνάζουν τα κουφάρια στον Αη-Νικόλα4 και στον Αη-Γιάννη. «Βαρυαλγεϊς καί περίτρομοι συνέρρεον οί πολϊται είς τούς ρηθέντας ναούς πρός άνεύρεαιν τών άπωλολότων συγγενών καί φίλων καί τά δάκρυα δλ(ον ίρρεον ποταμηδόν καί είς έκαστον κομιζόμενον πτώμα λυγμοί καί στόνοι άκράτητοι έτάραττον τήν σιγήν τοΰ θανάτου (...) Πενθιμωτέραν σκηνήν ούδείς είδε ποτέ, μοί είπεν έπιζών έτι μάρτυς αύτόπτης»*. Μα οι Γάλλοι, όπως γίνεται τόσες φορές σε παρόμοιες περιστάσεις που οι μακελάρηδες φοβούνται 1. 2. 3. 4.
Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο 2, σ. 97. Id. σ. 98. Id. Στη θέση που χτίστηκε παραϋστερα η μεγάλη εκκλησιά του Ά γιου Πέτρου, στην κεντρική πλατεία. 5. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο 2. σ. 98-99.
83
πιότερο τους πεθαμένους από τους ζωντανούς, σκόρπισαν τον κοσμάκη που αποχαιρέταγε για πάντα τους δικούς του «καί τά πτώματα έτάφησαν άκήδευτα καί κυνών δίκην»1. Πόσοι σφάχτηκαν; Πριν σ ’ αποκριθώ σ ’ αυτό πρέπει πρώτα να σου ξεκαθαρίσω πως, εξόν από τους αγωνιστές που πολέμησαν στο σπίτι του Ψάλτη, όλοι οι άλλοι που σκοτώθηκαν ήτανε αθώοι κι άκακοι Αργίτες — άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά. « 'Εκτός τών δεκατριών, όίτινες έκλείσθησαν καί έξηγόρασαν τό αίμα των, έρωτοΰμεν νά μάς είποΰν ποιοι άλλοι έθανατώθησαν παρά άθώοι;»2. Τους σκο τωμένους μοναχά —χώρια οι λαβωμένοι— ο Χέρτσβεργ τους ανεβάζει σε 160, ο Κολοκοτρώνης σε 200, ο Βαρδουνιώτης σε 250, ο Κασομούλης κι η εφημερίδα «Αιώνας» σε 300. Ό ποιον αριθμό κι αν πάρεις απ’ αυτόν, ο πιο σωστός ίσως να ’ναι γύρω στους 200, σκέψου πόσο μεγάλος στέκεται για τη μικρή πολιτεία που ήτανε τότες το Άργος. Κι ακόμα λογάριασε πως όλο τούτο το ξεφάντωμα του Χάρου ξέσπασε πάνω στα δύστυχα αδέρ φια μας, όταν πια νόμιζαν πως είχανε φουντάρει σ ’ απάνε μα νερά. Γυρεύεις να παραδεχτώ πως την αιτία τη δώσανε οι δικοί μας κι οι Φραντσέζοι, σε μια στιγμή οργής, τους χτύπησαν; Ας το παραδεχτώ. Μα οι γυναίκες και τα παιδιά σε τι τους φταίξανε για να τα σφάξουν; «θέλει μνημονεύε ται διά πολλούς αΙώνας», λέει ο Κασομούλης, «ή τραγική αΰτη ήμέρα καί ή άπάνθρωπος σκληρότης τοΰ Γάλλου ταγμα τάρχου καί τών στρατιωτών του, ή όποία δέν άνταποκρίνεται μέ τά φιλάνθρωπα αισθήματα τοΰ Γαλλικού έθνους»1. Σωστή κουβέντα. Η καταδίκη για τούτη τη βάρβαρη πράξη δε βαραίνει το γαλλικό λαό, μα κείνους που η πρόσκαιρη δόξα τους χρειάζεται τη δυστυχία των συνανθρώπων τους και το αίμα. Κι από τότες, ως τις μέρες μας σχεδόν, οι Αργίτες 1. Id. σ. 99. 2. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 605. 3. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 604.
λέγανε, όταν θέλανε να μιλήσουν για την πιο μαύρη ώρα που έζησε η πολιτεία τους: —Στον καιρό των φραντσέζων...
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ στους αδικοσκοτωμένους ήτανε ο ποιητής, δραματικός συγγραφέας και πρωτοπόρος ηθοποιός του τόπου μας, ο Θόδωρος Αλκαίος ή Μυτιληνιός. Μικρός έφυγε από το νησί του και πήγε στο Βουκουρέστι όπου σπούδασε. Εκεί, που καθώς ίσως να ξέρεις, άνθισε τότες το νεοελληνικό θέατρο σαν όργανο διαφώτισης και προε τοιμασίας του μεγάλου αγώνα, έπαιξε, γύρω στα 1818 με 1819, στη «Φαίδρα» του Ρακίνα το ρόλο του Θησέα και στον «Θάνατον του Πατρόκλου» του Χριστόπουλου το ρόλο του Οδυσσέα. Δε δίσταξε, πράμα σπάνιο για κείνον τον καιρό, ν’ ανεβάσει στο θέατρο και τη νέα γυναίκα του, τη Μαριγώ. 'Οταν ξέσπασε η επανάσταση, ο Αλκαίος κατέβηκε στην Ελλάδα και πήγε στα Ψαρά. Σαν ένας από τους γραμματικούς του ναύαρχου Νικολή Αποστόλη πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες. Στην καταστροφή των Ψαρών βρέθηκε στο δοξασμένο νησί και σώθηκε μαζί με τον Αποστόλη. Τότες, «έντός τής ναυαρχίδος τών Ψαριανών όλίγον μετά τήν πτώσιν τής Νήσου», έγραψε το ποίημά του «Τα Ψαρά» που δεν παρουσιάζει ποιητική μα μονάχα ιστορική αξία. 'Οταν ο αγώνας σταμάτησε, πήγε στη Σύρα όπου ανέβασε κάποιο από.τα δράματά του, πρωταγωνιστώ ντας ο ίδιος1. Μα πάλι παράτησε το παλκοσένικο και γίνηκε αξιωματικός στον νταϊφά του Κριεζώτη. Σε τούτο I. Από τα δραματικά τοι- ίργα. γραμμένα βέβαια στην καθαρεύουσα και σε στίχους, σώθηκαν «Η άλωσις των Ψαρών», «Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη» κι ο «Πιττακός ο Μυτιληναίος», που τα δημοσίευε, μαζί με το ποίημα «Τα Ψαρά», ο γιος του Ξενοφώντας.
85
το πόστο τον βρήκε η σνμφορά του Άργονς. Μαζί με φίλους του είχανε στήσει κείνη τη μέρα, στην αυλή ενός σπιτιού, αρνί στη σούβλα και τρώγανε και πίνανε. Μπή κανε οι Γάλλοι. Κι ο Αλκαίος έπεσε τρυπημένος από τις μπαγιονέτες τους. «Οΰτα>ς ό ποιητής άπέθανεν έν συμποσίω καί εύθυμών, ώς πτηνόν τοΰ δάσους, οπερ άγριος καί άπροσδόκητος σπαράττει κυνηγός»1. Μα εδώ θα σταματήσω την εξιστόρηση, για να τυπώσω λίγα απ’ όσα έχουν γραφτεί για τούτο το περιστατικό. Ο Κόκκινος: « Έπετέθησαν (οι Γάλλοι) κατά τών Αμάχων, ωσάν νά είχαν είσβάλει είς τόπον τοΰ όποιου ό πληθυσμός είχε προγραφή καί είχε καταδικασθή είς έξόντωσιν δι'Ανηλεοΰς σφαγής»*. Ο Π ρόκες-Ό σ τεν: « Έφονεύθησαν πολλαί έκατοντάόες 'Ελλήνων σύν γυναιξί καί τέκνοις»3. Η εφημερίδα «Αιώνας» 8.1.1871: « Έρωτηθέντες οί διοικηταί τοΰ Γαλλικού στρατού διατί τό έπραξαν Απήντησαν ψυχρώς: -Ό π ω ς έμπνεύσωμεν τόν τρόμον». Και το γκουβέρνο μας τι έκανε; Τι να κάνει το φουκαριάρικο, θα πεις' το μόνο που μπορούσε ήταν να διαμαρτυρηθεί. Γελιέσαι. Θρηνολογούσε όχι για τους αδικοσφαγμένους, μα... μή τυχόν κι ο Όθωνας, μαθαίνοντας το τι γϊνηκε, θα γύριζε πίσω!4 Κι ο Καρολίδης με το δίκιο του ρωτά: «Καί διά τί νά έπανέλθη ό βασιλεύς είς τά Ιδια άφοΰ οί Έλληνες δέν ήσαν οί ένοχοι. Αλλά τά θ ύ μ α τα ;»*■ Κι ο υπουργός των Στρατιωτικών της ανάξιας αυτής Κυβέρνησης, ο Ξ. Ζωγράφος, «που μισούσε θανάσιμα τον εθνικό στρατό»6, έβγαλε μια προκήρυξη στους Αργίτες λέγοντάς τους τούτα δω τα παρηγορητικά λόγια: « "Ολίγοι 1. Βαρδουνιώτη op. cit. φυλλάδιο 2, σ. 97. 2. Κόκκινου op. cit. τ. 12ος, σ. 575. 3. Π ρόκες-Ό στεν «Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων», τ. β \ σ. 563. 4. Δραγούμη op. cit. τ. α \ σ. 235. 5. Καρολίδη op. cit. τ. α", σ. 319. Τα υπογραμμισμένα του κειμένου. 6. Βλαχογιάννη (Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 605, σι^μ. I).
Απονενοημένοι στασιασταί καί κακούργοι έπεβουλεύθησαν τήν τοποθέτησιν τών Γάλλων είς Άργος (...) Έλήφθησαν ήδη δλα δσα ή περίστασις έπιτρέπει μέσα διά νά καταδιωχθώσι καί τιμωρηθώσιν οί άθλιοι αύτοί κακούργοι». Μην απορείς. Ά μα δουλεύεις ξένο «στις προσταγές σου, αφέντη μου» λες και βγάζεις φταίχτες τους σκοτωμένους. Κι οι Φραντσέζοι, το λίγο καιρό που μείνανε ακόμα στον τόπο μας, δεν άφηναν σε χλωρό κλαρί τους δικούς μας. Το κεφάλι του Κολοκοτρώνη το διατίμησαν πέντε χιλιάδες φράγκα κι όποιος αγωνιστής —λερωμένος, πεινασμένος, ξαρμάτωτος— έφτανε στις πόρτες τ’ Αναπλιού και παρακάλαγε να μπει γιατί σύντρεχε οικογενειακή ανάγκη, οι Φραντσέζοι φρουροί τον διώχνανε φωνάζοντάς του: —Φουτρ Κολοκοτρώνη, φουτρ Τζαβελάς, φουτρ Γκριζιώτη, φουτρ Γκρίβα!...
87
Η
Κ
Α
Τ
Ο
Χ
Η
ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ ΕΠΕΙΤΑ απ’ όλα τούτα τα δεινά, οι Έλληνες καρτέραγαν ελευθερωτές τους Βαβαρέζους και μεσαία τον Όθωνα. « 'Ο π λ α ρ χ η γ ο ί κα ί σ τρ α τιώ τα ι» λέει ο Κ α σ ο μ ο ΰλ η ς «άπό τόν Θ εόν, κρ ά ζο ντες κα θ ημ ερ ινώ ς 2να σκύ λ ο ν μ ό νο ν νά ,πέμψη ό Β ασιλεύς νά τό ν ά ντιπρ ο σ ω πεύσ η , ή θελο ν τό ν δεχ θή μετά π ά σ η ς χα ρ ά ς δ ιά νά παυσουν τά β άσανά τω ν » 1.
Στις 10 του Γενάρη, σαλπάρανε από τους Κορφούς τα τρία συμμαχικά πολεμικά και τα μεταγωγικά με το στρατό. Στις 13 φάνηκαν να περνάνε ανοιχτά από το Ναβαρίνο. Την ίδια κιόλας μέρα, έφτασε σ τ’ Ανάπλι η είδηση πως έρχεται ο βασιλιάς, με τον παλιόν εκείνο τρόπο, που μάθανε οι Έλληνες, καθώς λέει ο Αισχύλος στην «Ορέστειά» του, πως έπεσε η Τροία: ανάβοντας φωτιές από βουνό σε βουνό, από τη μια στην άλλη άκρη του Μόριά. 'Οταν η αρμάδα καβατζάρησε το. ακρωτήρι Γκάλλο με ρότα για τον Ματαπά, ξέσπασε φουρτούνα και τη σκόρπι σε. Οι Βαβαρέζοι, αμάθητοι από θάλασσες, υπόφεραν, μα τέλος, σιμά στο Τσιρίγο, ο καιρός μαλάκωσε, συνάχτηκαν τα καράβια και μπήκαν σε γραμμή. Στις 16 το πρωί έφτασε στ’ Ανάπλι και ταχυδρόμος από το Ναβαρίνο, πως όπου να ’ναι θα φανεί ο βασιλιάς. Την ίδια μέρα, κατά το σούρουπο, οι βίγλες μας ψηλά από το I. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 609.
89
Παλαμήδι ξεχώρισαν με το κανοκιάλι στο βάθος του Αργολικού τα πρώτα οχτώ πλεούμενα. Αργοπλέανε καθώς το γύρισε στην τραμουντάνα κι είχανε κόντρα τον αγέρα. Μεμιάς οι αντιπρεσβευτές της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας —Ντόκινς, Ρουάν και Ρούκμαν— μπήκανε σε γαλλικιά κορβέτα κι ανοίχτηκαν να συναντήσουν τον Όθωνα και τους αντιβασιλιάδες. Την άλλη μέρα, 17 του Γενάρη, φάνηκαν άλλα δεκαεφτά καράβια και μόλις στις 18 η «Μαδαγασκάρη» έριξε άγκυρα σιμά στο Μπούρτζι. Στον κόρφο τ ’ Αναπλιού βρίσκονταν φουνταρισμένα κι άλλα συμμαχικά πολεμικά με τους τρεις ναύαρχους των στόλων τους στη Μεσόγειο: τον Εγγλέζο Μάλκομ, τον Φραντσέζο Ντεριγνί και τον Ρώσο Ρίκορντ. Κι από μέρες όχι μονάχα από τα γύρω μέρη, μα κι από όλο το Μόριά κι απ’ αυτή ακόμα τη Ρούμελη «ρίξαντες τά δπλα κάτω οί πολεμικοί, τά κονδύλια οί πολιτικοί, Αλησμόνησαν δσα κακά έπαθον, καί ίτρεχον είς τά παράλια νά δεχθούν τόν Σωτήρα»'. Μέσα στ’ Ανάπλι δεν είχε μείνει μήτε τρύπα ακατοίκητη. Τυχεροί λογαριάζονταν όσοι βρίσκανε στα χάνια και στους καφενέδες λίγο τόπο να λαγοκοιμηθούν τις νύχτες, τυλιγμένοι στις κάπες τους. Οι ακρογιαλιές κι οι πλαγιές του Ιτς Καλέ και του Παλαμηδιού μαυρολογούσαν από χιλιάδες λαό, που παράτησε το καθετί, για να βρεθεί στο μεγάλο πανηγύρι. Καθώς λοιπόν φουντάρισε η «Μαδαγασκάρη», έχοντας σ τ’ άρμπουρό της την ελληνικιά παντιέρα με το βασιλικό στέμμα, άστραψαν οι μπούκες των κανονιών ξηρά και θάλασσα. Βρόνταγαν οι φρεγάδες κι αντιχαιρέταγαν τα κάστρα, όσο που ο κοσμάκης ζητωκραύγαζε, χοροπήδαγε, έκλαιγε, φιλιόταν. Κι ήταν τόσο το κανονίδι, που όχι μονάχα τ’ Ανάπλι και το Μπούρτζι, μα ως πέρα στους Μύλους το καθετί τυλίχτηκε μέσα στη χαρούμενη τούτη πάχνη. Σαν κατακάθισε ο καπνός, όλες οι βάρκες τ’ Ανα πλιού, γεμάτες από κόσμο, περιτριγύρισαν τη «ΜαδαγαI. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 611.
90
σκάρη» να δουν τον Όθωνα, που στεκόταν πάνω στην κουβέρτα έχοντας δίπλα του τους αντιβασιλιάδες. Ανάμεσα σ ’ εκείνους που τρέξανε να τον καλωσορίσουν ήτανε κι ο Κολοκοτρώνης. Πριν ξεκινήσει από την Τριπολιτσά όπου έμενε, γίνηκε στην εκκλησιά του ΑηΣωτήρα δοξολογία για τον ερχομό του Όθωνα. Σαν τέλειωσε η ιεροτελεστία, βγήκε μπροστά, κρατώντας μά τσο τα χαρτιά, ο λογιότατος δάσκαλος Κωνσταντίνος Λουκάς να βγάλει τον πανηγυρικό. Αφού είπε πολλά στην υπερκαθαρεύουσα, που θα ’πρεπε να ’τανε σοφά γιατί τίποτις δεν κατάλαβε κανένας, έβγαλε μια φωνή: —Πυρ κροτοβόλει! Κανείς δεν ταράχτηκε. —Πυρ κροτοβόλει! ξαναλέει πιο δυνατά. Ησυχία. —Πυρ κροτοβόλει! ξελαρυγγιάζεται για τρίτη φορά. Πάλι ησυχία. Ο Κολοκοτρώνης, που μπήκε τέλος στο νόημα, φωνάζει: —Φωτιά, βρε! Και μεμιάς βρόντηξαν ντουφέκια και κουμπούρες. Ό ταν λοιπόν ο Γέρος κατέβηκε στους Μύλους —μήτε από το Ά ργος κόταγε να περάσει μήτε σ τ’ Ανάπλι να μπει, μια κι είχανε επικηρύξει το κεφάλι του οι Φραντσέζοι— πήρε καΐκι κι ανέβηκε στη ρούσικη ναυαρχίδα. « Έ ρ χ ο μ α ι» όπω ς α νισ το ρ ά ει ο ίδιο ς «είς τή ν φ εργάτα τοΰ Ρικόρδου, ζη τώ νά πα ρουσια σ θώ είς τό ν Β ασιλέα καί είς τή ν Ά ν τ ιβ α σ ιλ ε ία ν , στέλ νω τό ν Κ ο λ ιό πο υ λ ον, μέ ά π εκ ρ ίθη κ εν δ τι δέν δ έχεται έπισήμ ω ς ά κό μ η , καί νά πα ρευρεθώ καί έγώ είς τό ν τό π ο ν δ πο υ ή θελεν Εβγει ό Β ασιλέας. Ό Ρικόρ δο ς ϊδω κε γεύμα κα ί έσυμφάγαμεν μέ τό ν σ τρ α τη γό ν τώ ν Β αυαρικών στρα τευμ ά τω ν κ α ί μέ τό ν θειο ν τοΰ Β ασιλέω ς καί Σ μ ά λ τς1. Τ ούς έκα τά λα βα , δ τι Ι· Αρχηγός του βαβαρέζικου στρατού ήτανε ο στρατηγός Hertling και ο θείος του 'Οθωνος πρίγκιπας Εδουάρδος του Σαξ-'Αλτεμβουργ, αρχηγός της βαβαρέζικης καβαλαρίας. Ο Σμαλτς ήτανε στρατηγός. Θα τον συναντήσουμε παραπέρα τόσο σαν αρχηγό του βαβαρέζικου στρατού όσο και υπουργό των Στρατιωτικών.
91
ή τα ν ύποπτοι (...) Ή ρ θ α ν μέ φουσκω μένα μυαλά έ να ντίο ν μου (...) ΕΙς τό ά γγ λ ικ ό κα ρά β ι δ πο υ έμβ ή κε ό Β ασιλέας καί ή Ά ν τ ιβ α σ ιλ ε ία , ίσ ω ς τό ν έπό τισ α ν καί έκεϊ τίπ ο τε » 1.
Κι ο Γέρος είχε δίκιο. Ο πλοίαρχος-διπλωμάτης Λάιονς, κυβερνήτης της «Μαδαγασκάρης», πότισε με τόση αγγλομανία τον πρόεδρο της αντιβασιλείας κόντε Άρμανσπεργκ, που πίσω από τις πλάτες του θα κυβέρναγε την Ελλάδα ο πρεσβευτής της Αυλής του Αγίου Ιακώβου. Αν όμως ο Όθωνας κι η αντιβασιλεία αρνήθηκαν να δεχθούν κοτζάμ Κολοκοτρώνη, μήνυσαν ν ’ ανέβει στο καράβι τους —πριν ακόμα δουν κι αυτήν ακόμα την κυβέρνησή μας— ένα ολότελα ασήμαντο κι άγνωστο τότες πρόσωπο, ο Κωνσταντίνος Σχινάς. Είχε σπουδάσει νομικά στο Βερολίνο, κι ήρθε έπειτα στην Ελλάδα γυ ρεύοντας τύχη. Βρέθηκε συστημένος στον αντιβασιλιά Μάουρερ «όστις καί μετεκαλέσατο αύτόν, δ καί ούκ όλίγας ζηλοτυπίας έξήγεφε»2. Αν μνημονέψαμε τούτα τα δυο περιστατικά, του Κολο κοτρώνη, που δεν τον δέχτηκε η αντιβασιλεία, και του Σχινά, που τον αγκάλιασε, δεν το κάναμε στην τύχη. Σε λίγο θα καμαρώσουμε τον Σχινά, υπουργό της Δικαιοσύ νης, να λυσσομανάει να πάρει το δοξασμένο κεφάλι του Γέρου, για να ευχαριστήσει τους ξένους αφεντάδες του.
Ο ΝΑΥΛΟΣ ΜΟΛΙΣ φάνηκαν τα πρώτα καράβια στον Αργολικό, η κυβέρνηση, γυρεύοντας να προλάβει να ρίξει το βάρος για όσα γίνηκαν στ’ Ά ργος στο παρτίδο του Κολοκοτρώνη, 1. Τερτσέτη «Ά παντα — Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη», τ. γ ', σ. 195-196. 2. Ραγκαβή op. cit. τ. α ', σ. 357.
92
αποφάσισε να στείλει ένα γράμμα στον βασιλιά ξηγώντας τα καθέκαστα, όπως της καλοάρεσε. Πρωθυπουργός και υπουργός των Εξωτερικών ήτανε ο Σπυρίδωνας Τρικούπης. Ά μα το σύνταξε, φώναξε τον Ν. Δραγούμη, που εργαζόταν στη γραμματεία των εξωτερικών κι ήξερε ξένες γλώσσες. Του είπε πως τον εμπιστευόταν να το πάει και να παραστήσει και προφορικώς τα όσα γίνηκαν. Ο Δραγούμης, που ήτανε τότες είκοσι τεσσάρων μόλις χρονών, πέταξε από τη χαρά του σαν τ ’ άκουσε. « Ή τύχη μου», γράφει, «δέν ήτο μικρά■διότι έγώ πρώτος έν Έλλάδι έμελλον νά ϊδω τόν βασιλέα, νέον άγαθόν, ώραΐον, ώς έφημίζετο, έρχόμενον νά σώση ήμάς άπό τών σπαραγμών τής άναρχίας, τοΰ λιμοΰ καί τής ξενικής κατοχής (της γαλλικής)»1. Αρπάζει το γράμμα και τρέχει να το υπογράψουν τα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής. « Έβάδιζον καί βαδίζών έπίεζον τήν έπιστολήν έπί τής παλλομένης καρδίας μου... Οϋτω δέ πιέζων καί ψηλαφών τήν άνεκτίμητον έπιστολήν, ώρμησα μετά τήν ύπογραφήν είς τόν λιμένα»1. —Πόσα ζητάς για να με πας στον βασιλιά; ρωτάει τον Σπετσιώτη καπετάνιο κάποιου τρεχαντηριού. —Εκατόν πενήντα γρόσια. —Καλά. Ετοιμάσου και σε λίγο έρχουμαι να μπαρκάρω. —Ά μα θα ’ρθείς, να ’χεις μαζί σου και τα γρόσια. —Θα σε πλερώσει όταν γυρίσουμε η κυβέρνηση. —Η Ψωροκώσταινα;! του αποκρίνεται ο Σπετσιώτης και του γυρίζει την πλάτη. « Ε π ε ιδ ή δέ, δ η μ ό σ ιο ς ώ ν λ ειτο υ ρ γό ς, έθεώ ρ η σα έμαυτό ν π ρ οσ β λ η θέντα , ά πετά θη ν πρ ό ς δεύτερον· ά λ λά κα ί ού τος κ α ί ό τρ ίτο ς δ ν ή θέλ η σ α νά δοκιμά σω , μ ό λ ις ά κού οντες δ τι τόν να ύ λο ν θ ' ά π ο τίσ η ή κυ β έρ νη σ ις, Εσ τρ εφ ο ν κα γ χά ζο ντες χ λευ α σ τικ ώ ς τά νώ τα»3.
1. Δραγούμη op. cit. σ. 236. ' 2. Id. 3. Id.
93
Κι ο Δραγούμης αναγκάζεται να γυρίσει «κατησχυμένος εις τον προϊστάμενόν του». —Ακόμα εδώ βρίσκεσαι; του φωνάζει μόλις τον είδε ο Τρικούπης. —Και πώς να πλερώσω το ναύλο; —Και ποια η ανάγκη να πλερωθεί από τώρα; Ύστερα που θα γυρίσεις τον πλερώνει η κυβέρνησις. —Την κυβέρνηση την ονομάζουν όλοι Ψωροκώσταινα κι ούτε για ένα γροσάκι την μπιστεύουνται. Μα μια και θα δώσουμε το ναύλο, γιατί να μην το πλερώσουμε τώρα; —Τώρα; Πού ζεις! —Δηλαδή; —Δεν ξέρεις πως το ταμείο δεν έχει μήτε εκατόν πενήντα μονόλεφτα; «Μόλις δέ ήκουσα ταΰτα οί βραχίονες μου καταπεσόντες, ούδ’ (πίεζον, ούδ' έψηλάφων πλέον τήν έπιστολήν»1. Κι ο Τρικούπης, αφού συλλογίστηκε για λίγο, του λέει: —Πήγαινε στον ΖαΓμη και πες του όσα μου είπες κι εμένα. Κι ο Δραγούμης, «μεταβάς άσθμαίνων είς τήν οΙκίαν τοΰ προεδρεύοντος τήν Διοικητικήν Επιτροπήν», τον βρήκε να κάθεται σ ’ ένα μιντέρι. Κάπνιζε μ’ όλη την αταραξία το τσιμπούκι του και κοίταγε όξω από το παράθυρο. Άμα τον είδε να μπαίνει τον ρωτάει: —Τι θες πάλι; Δεν έφυγες ακόμα; —Ωραία ερώτηση! Την ίδια μου έκαμε και ο κ. Τρικούπης! Ξεχνάτε πως δίχως δόλωμα δεν πιάνουνται ψάρια; Πώς θα πλερώσω το ναύλο; —Αν είχες περισσότερο μυαλό, του αποκρίθηκε, θα παρατηρούσες πως όταν υπόγραφα το γράμμα κουνούσα το κεφάλι μου. —Το είδα, νόμισα όμως πως το κουνούσατε, γιατί σκεφτήκατε πως ήτανε η τελευταία κυβερνητική υπογρα φή που βάζατε. I. Δραγούμη id. σ. 237.
94
«Τούτο δέ άχούσας ό κατηφής πρόεδρος, συνωφρυώθη ίτι μάλλον καί, συναγαγών τά χείλη, άνεβίβασε πρός αύτά τόν καπνοπόρον σωλήνα καί ίστρεψεν ώς καί πρίν τήν κεφαλήν όπως συνείθιζεν, όσάκις δέν ήθελε ν ’άπαντήση. Έγώ δέ ίστάμην άναμένων ώιάντησιν άλλ'αύτός άντιτιμωρούμενόςμε διά τήν τόλμην μου έσιώπα». —Αν τραβάει η όρεξή σου να δεις το βασιλιά, του λέει επιτέλους ο ΖαΓμης, κοιτάζοντας πάντα όξω από το παραθύρι, πλέρωσε το τρεχαντήρι από δικά σου. Το ταμείο δεν έχει. —Κι αν μάθουνε απ’ αλλού τη σφαγή στο Ά ργος τι θα γίνει; Με τα πολλά βρέθηκαν στο ταμείο του τελωνείου τα εκατόν πενήντα γρόσια για το ναύλο. Ο τελώνης τα μέτρησε σε μπακιρένια νομίσματα «άτινα παρετήρει εν πρός εν, φοβούμενος μή ήσαν κίβδηλα»1. Ά μα πια σήκωσε πανιά το τρεχαντήρι «στεναγμός βαθύς ανεκούφισε», καθώς λέει, το στήθος του.
Ο ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΟΣ ΚΥΚΛΩΠΑΣ Ο ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ έβαλε πλώρη για την «Καρολίνα», τη φραντσέζικια κορβέτα, όπου σ ’ αυτή βρίσκονταν ο Μιαού λης, ο Κώστας Μπότσαρης κι ο Πλαπούτας. Σαν τον είδανε, τρέξανε στη σκάλα του καραβιού και τον αγκάλια σαν «διότι πρό πολλοΰ έστεροΰντο είδήσεων έξ Ελλάδος. Πώς δέ παρέπιπτον αί έπιστολαί ήμών άδηλον»*. Για όσα γίνηκαν στο Ά ργος λιγοστά ξέρανε. Τα ’χανε μάθει από μια ψαρόβαρκα, που συναντήσανε στο πέλαγος. Ο Δραγούμης τους ξήγησε γιατί τον έστειλε η κυβέρνηση και τους γύρεψε να τόνε πάνε στη «Μαδαγασκάρη». 1. Δραγούμη id. σ. 238. 2. Id. σ. 239.
95
—Περϊμενε λιγάκι, του λένε, ώσπου να ετοιμαστούμε. «Κ αί ό μέν Μ ια ο ύλ η ς κ α ί ό Β ό τσα ρη ς ξυρ ισθέντες έφ όρ εσ α ν (μάτια κ α ινο υ ργό τερα κ α ί καθαρώ τερα, ό δέ Π λαπ ούτα ς έσ χόλ ισ ε μό νο ν τή ν κεφ α λ ή ν, ά ντα λ λ ά ξα ς τό λ ιγδω μ ένον φ έ σ ιο ν πρός Ετερον ή ττο ν ρ υ π α ρ ό ν καί οΰτω μ εγα λ οπρ επ ώ ς έσ το λ ισ μ ένο ι μ ετέβ η μ εν είς τή ν « Μ α δ α γ ά σ κ α ρ » 1.
Ά μα φτάσανε στην εγγλέζικη φρεγάδα «συριγμός οξύτατος ήχησε» και τέσσερις ναύτες παρετάχθησαν στο κάτω μέρος της σκάλας να δεχτούν τους δικούς μας. Ο Μιαούλης, ο μόνος από τους τρεις που ήξερε ξένη γλώσσα —μίλαγε ιταλικά— είπε να παραγγείλουν στους αντιβασιλιάδες πως αποσταλμένος της κυβέρνησης, με γράμματα, γύρευε να τους δει. Ανέβηκε σε λίγο στην κουβέρτα τ' αναπληρωματικό μέλος της αντιβασιλείας, ο Άβελ, πήρε τα γράμματα και του σύστησε να περιμένει ώσπου να τον φωνάξουν. Σ τ’ άναμεταξύ «πλή θος Βαυαρών περ ικ υκ λώ σ α ντές με» γρ ά φ ει ο Δ ρ α γο ύμ η ς «ήρώ τω ν περί 'Ε λ λ ά δο ς. Ό μέν έπεθύμει νά μάθη έά ν εύρ ίσ κ ο ντο χ ειρ ό κ τια , δ ιό τι έ λη σμ ό1νη σ ε ν ’ ά γορ ά σ η , ό δέ έάν τά παράθυρα Ε χω σιν ύέλους ή χ α ρ τιά λαδω μένα, ώς έλεγεν ό σ τρ α τη γό ς Έ ϊδ ε κ , ά λ λο ς έά ν ύ πά ρ χη φ ρ α γκ ικ ώ ν ένδυμάτω ν ρ ά πτη ς κ α ί τέτα ρ το ς, έά ν σφά ζω σι κρέας βό ειο ν, δ ιό τι ή το συ νειθισ μ έν ο ς νά ζω ογονή τα ι κ α θ’ έκά σ τη ν διά ρο φ ή μ α το ς. Τ ιν ές δέ καί πε ρ ί τώ ν έν Ά ρ γ ε ι μέ ή ρ ώ τη σ α ν πά ντες δέ έν γένει, πισ τεύο ν τες, δ τι ό Κ ο λ ο κο τρ ώ νη ς έμ ελλε ν ’ ά ντισ τή είς τή ν κα θ ίδ ρ υσ ιν τή ς β α σ ιλ ικ ή ς έξο υ σ ία ς κ α ί ά λ λο ν κύκλω πα μ ονόφ θαλμ ον ύπο λα μ βά νο ντες ρ ώ μην Εχοντα άκαταμάχ η το ν , ή σα τα να ν κερ κο φ ό ρ ο ν, δυνάμενον νά πα τά ξη διά τή ς οΰ ρ δς σύμ πα σα ν τή ν β α υα ρ ική ν σ τρ α τιά ν κ α ί νά κα τα β ύ θισ η είς τά βάθη τοΰ πό ντο υ, κ α τε ίχ ο ντο ύπό φ λ ογέρ ά ς έπιθυμ ία ς νά μ άθω σί τι πε ρ ί αύτοΰ (...) Έ γ ώ δέ, κ α ίτοι άπα ντώ ν είς τά ς έρ ω τή σ εις, πο λ ύ ν κ ό π ο ν κατέβαλI. 96
Id. σ. 239.
λ ο ν, ΐν α πνίξω τό ν γέλω τά μου. Ά λ λ ά , φ οβ ούμ ενος μή έκλ ά βω σ ι καί έμέ δ λ λ ο ν Βεελζεβούλ, δέν έ τό λ μη σ α νά εϊπ ω , δτι π ο λ λ ά κ ις καί σ υ νευω χή θη ν μ ετ’ έ κ είνο υ » 1.
Και παρακάτω:' « Ό Κολοκοτρώνης ήν ό έφιάλτης τών Βαυαρών»2. Κι ο Δραγούμης απορούσε γ ι’ αυτό. Κι όμως δεν έπρεπε να ξαφνιάζεται, γιατί σωστά καταλάβαιναν οι Βαβαρέζοι πως ο Γέρρς εκπροσωπούσε, κείνη την ώρα, πιότερο από κάθε άλλον, το εθνικό στοιχείο του τόπου. Και για τούτο στεκόταν ο μόνος που θα μπορούσε να πει, στα όσα είχανε σκοπό να κάνουν, κάποιο όχι. Τέλος, εκείνος που φόραγε to «ρυπαρόν φέσιον», ο Πλαπούτας, γνέψει στον Δραγούμη να σιμώσει. Κι ανάμε σα στους τρεις δικούς μας, ο αποσταλμένος της κυβέρνη σης βλέπει «νέον εΰζωνον καί εύειδή, φέροντα ίμάτιον μακράν κομβωτόν καί πίλον μέλανα»3. Ή ταν ο 'Οθωνας. Τα λίγα τούτα λόγια, όσα θα λέγαμε για κάποιον ασήμαντο άνθρω πο που θα συναντούσαμε στο δρόμο, είναι τα μόνα που βρίσκει να πει για τον βασιλιά ο πολιτικός, που έπειτα από τριάντα χρόνια θα σταθεί ο τελευταίος υπουργός του των Εξωτερικών. Ο Δραγούμης, με την απάντηση της αντιβασιλείας, γύρισε τα μεσάνυχτα της ίδιας εκείνης μέρας σ τ’ Ανάπλι. Μπήκε από μια μικρή πορτίτσα του κάστρου «θριαμβευτικώς» στην πολιτεία «καί έπιδεικνύων ώς άλλον δεκάλογον τοΰ Μωϋσέως τήν βασιλικήν έπιστολήν, έξυπνισα», καθώς λέει, «καί κυβερνήτας καί γραμματείς καί φίλους καί Ινδακρυς πρός δακρύοντας διηγούμην δτι είδον οί όφθαλμοί μου τό σωτήριον τής 'Ελλάδος καί ήκουσα τής φωνής αύτοΰ»4.
1. 2. 3. 4.
Id. Id. Id. Id.
σ. σ. σ. σ.
240. 241. 240. 242.
97
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΓΝΩΡΙΜΙΕΣ ΤΟΣΟ ταράχτηκαν οι Βαβαροϊ απ’ όσα γίνηκαν στο Ά ργος, που μήνυσαν στην κυβέρνηση πως δεν μπορού σαν ακόμα να τη δεχτούν. Οι αντι βασιλιάδες θέλανε να δουν πριν τους αντιπρεσβευτές, να μάθουν απ’ αυτούς όλα τα καθέκαστα και να βγάλουν αποφάσεις, αν τυχόν κινδύνευαν να τους χτυπήσουν οι Έλληνες. Ανέβηκαν στη «Μαδαγασκάρη» οι τρεις αντιπρεσβευτές κι οι ναύαρ χοι και τους ησύχασαν. Στις 19 του Γενάρη, οι αντιβασιλιάδες ξεμπάρκαραν ανεπίσημα να πάρουνε μια κάποια ιδέα για τ ’ Ανάπλι. Ούτε και τότες συναπαντήθηκαν με τους κυβερνήτες μας. Τους μήνυσαν όμως με τον Φραντσέζο ναύαρχο Ντεριγνΐ πως θα τους δέχονταν πάνω στα καράβια την άλλη μέρα. Ό σ ο για την εντύπωση που κάνανε στους Βαβαρούς οι Έλληνες και τ ’ Ανάπλι, έχουμε τούτη δω την περιγραφή του υπολοχαγού Νέζερ: « Ά φ ο ΰ δ ιή λ θομ εν τή ν μ ία ν καί μ ό νη ν π ύ λ η ν τοΰ Ν αυπ λίου κ α ί έ π ρ ο χω ρ ή σ α μ εν είς τό έσ ω τερ ικό ν τή ς πόλ ε ω ς, εύρέθη μ εν πρό θεά μ α τος ά πο κ α ρδιω τικο ϋ . Ή φα ντα σ ία μας ή έ νθο υ σιώ σα ύπέρ τή ς ά ρ χα ιό τη το ς μ έχρ ι τοΟδε, έπλ α ττεν εΙκόνας δ ια φ ο ρ ετικ ό ς. Φ ρ ικώ δ ης έρήμω σ ις πα ρ ου σιά σ θη πρ ό τώ ν όφθαλμ ώ ν μας, ο ίκ ία ι κα τη ρ ειπω μέναι, ώδοί τελ είω ς ά δ ιά β α το ι έκ τώ ν έ ρ ειπίω ν, ή το δέ κ όπ ος μ έγας Εως δτο υ φθάσ ω μ εν είς τή ν κ εντρ ικ ή ν πλα τεία ν, όπου ο ί Γ ά λ λ ο ι ε ίχ ο ν τή ν μ εγ ά λ η ν τω ν φ ρουράν. Ή θέα έκεΐ ή το ό λ ίγ ο ν τι κ α λ υ τέρ α -- ύ π ή ρ χο ν κα φφ ενεϊα καί πα ντο πω λεία, κα ί π ο λ λ ο ί "Ε λλ η νες μάς π ε ρ ιε σ το ίχισ α ν, μ ερ ικ ο ί τώ ν όποιω ν ό μ ιλ ο ΰ σ α ν τή ν Ιτα λική ν, καί μάς πρ οσ εκά λ ου ν νά πίω μεν μ ετ’ αύτών π ο τ ή ρ ιο ν οίνο υ. Μ άς Εφεραν μ ικ ρ ά χ α μ η λ ά κα θίσμ α τα (σκα μ νιά) καί έκαθίσαμεν. Ό ο ίνο π ώ λ η ς έκα λεσέ τινα είς τό π α ρ ά π ηγμ α αύτοΰ, φω νάξας: — Σ ω κρά τη, Σ ωκράτη! Τ ό δ νο μ α τοΰτο μάς ή λ έκ τρ ισ ε καί έστρ έψ α μ εν ό λ ο ι πρ ό ς τή ν θύραν, διά νά
Ιδω μ εν τόν δ νθρ ω πον, πού Εφερε τό Ενδοξον κ α ί μέγα τοΰ φ ιλο σ όφ ου όνομ α . Ά λ λ ’ Ιδού, φ ο β ερ ό ν καί νά λ έγ η τα ι, ήλθε δ εκ α πεντα ετή ς περ ίπ ο υ νε α νίσ κος, μέ έ σ χισ μ έν α κα ί ρυπαρά φορέματα, μέ ζώ νη ν κ α τα λα δο μ ένη ν κα ί μέ καταλερω μ ένα τά μ α νίκια τοΰ έπανω φορίου. Καί δμω ς, ό Α κα νθόχοιρος έ κεϊνο ς ε ίχ ε τό όνομα Σ ω κράτης! Δέν ήδυνάμεθα νά έννοή σω μεν πώ ς ή το δυνα τόν νά βεβ η λώ νη ται κ α τ’ α υτόν τό ν τρ ό π ο ν τό Ενδοξον κα ί μέγα έκεΐνο όνομ α. Καί όμω ς ό Σ ω κ ρά της ούτος, δ σ τις έβρώ μα έξ έλα ίου καί σα ρδελώ ν, μάς Εφερε μ ε τ ’ ού πο λ ύ τό ν ο ίν ο ν έπρεπε δέ νά ϊδ η κα νείς τότε τό πρό σω πό μας, μ όλ ις έδοκ ιμ ά σ α μ εν έκ είνο ν τό ν ο ίνο ν. Ή τ ο κ α τά π ικ ρο ς καί κα κ ής γεύσεω ς· ή μ εΐς έτα ρ άχθη μ εν καί ο ί πα ρευρισκόμ ενοι έγέλα σ α ν ίσ χυ ρ ώ ς, δ ιό τι περ ιεφ ρ ο νή σ α μ εν Ετσι τό ά γα π η τό τω ν ποτό, το ρ ετσινά το . Ά λ λ ’ δ τα ν μ ετ’ ό λ ίγ ο ν ό ίδ ιο ς ρυπαρός Σ ω κ ρά της μάς Εφερε δια υ γή ύπό ξα νθο ν ο ίνο ν, πού ε ίχ εν γεΰ σ ιν γλ υ κεία ν καί εύχ ά ρ ισ το ν νέκταρος, έ πίο μεν δύο ή τρία πο τή ρ ια καί ά μέσως ή σθά νθη μεν νά ρέη πΰρ διά τώ ν φ λεβώ ν μας, κα ί ο ί ό φ θα λ μ ο ί μας είδο ν τά πά ντα μετα βεβ λη μ ένα , κα ί αί κα τα ρειπω μ ένα ι ο ίκ ία ι μάς έφ ά νη σ α ν ώ ραία ι καί αύτός ά κόμ η ό π λ ή ρ η ς έλαίου Σ ω κ ρά της Εχασε τή ν φ ρ ικώ δη ν του δ ψ ιν » 1.
Κι όμως, τούτο τ ’ Ανάπλι με τη «φρικώδην ερήμωσιν» καμάρωνε, μπροστά στις χαλασμένες συθέμελα αποδέλοι πες πολιτείες και τα χωριά, παράδεισος ας πούμε. Ο Λεμάιερ, ένας από τους γραμματικούς του 'Οθωνα, έγραφε στους δικούς του πως «έν συγκρίσει πρός πάσας τάς άλλας λε γο μ έ ν α ς πόλεις τής 'Ελλάδος τό Ναύπλιον είναι μικρόν Παρίσι. Ενταύθα ευρίσκει τις τούλάχιστον όλίγας οίκίας, δσον κακόκτιστοι καί άν ώσιν αύται, καί τινας όδούς». Μα σε τούτο το «μικρό Παρίσι», σαν έβρεχε, στεκόταν τόση η λάσπη, που αν δεν ήθελες να βουτηχτείς σ ’ αυτή ως τον αστράγαλο, δεν ήτανε άλλος τρόπος παρά να σε κουβαλή σει στην πλάτη του κάποιος Μαλτέζος βαστάζος. Και μια κι η περίσταση το ’φερε σου λέω πως και παραΰστερα στην Αθήνα και στον Πειραιά έβλεπες μοναχά Μαλτέζους I. Νέζερ «Απομνημονεύματα», ελλ. μετάφρ. σ. 13-14.
99
βαστάζους, γιατί στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας μας κανείς από τους δικούς μας δεν καταδεχόταν να κάνει τον χαμάλη. Από τα λίγα που είπαμε φάνηκε πως οι Βαβαρέζοι κι οι Έλληνες στέκονταν δυο κόσμοι διαφορετικοί. Οι πρώτοι νόμιζαν πως θα ’βρισκαν την αρχαία Ελλάδα. Δε λογάρια ζαν πως τούτος ο τόπος, που τους τον πρόσφεραν ρεγάλο οι τρανοί της γης να τον χαρούνε αφεντάδες, στέναζε αιώνες κάτω από την πιο μαύρη σκλαβιά. Κι ούτε συλλο γίζονταν πως κι αυτά ακόμα τα λιγοστά που είχε στα χρόνια της Τουρκιάς, γίνηκαν στον ανελέητο για τη λευτεριά μας αγώνα αποκαΐδια και ρημάδια. Σαν είδανε τα παλικάρια μας να κάθουνται παρέα γύρω από μια πήλινη γαβάθα και να τρώνε νερόβραστα φασόλια με μια μοναδι κή ξύλινη κουτάλα, μας καταφρόνεσαν και μας λογάρια σαν για βάρβαρους. Πού να σκεφτούν οι χορτασμένοι ξένοι πως όταν οι αγωνιστές μας πάνω στα βουνά, σε βροχές και σε χιόνια, είχανε μοναδικό προσφάγι αζύμωτο καλαμποκένιο ψωμί, τόσες και τόσες φορές ονειρεύτηκαν τούτη τη γαβάθα με τα φασόλια να την απολάψουν σ ’ ευτυχισμένους καιρούς. Στις 20 του Γενάρη, ανέβηκαν στη «Μαδαγασκάρη» η Διοικητική Επιτροπή κι οι γραμματείς της επικρατείας. Είχανε μαζί τους και το γράμμα που ο φον Γκίζε, υπουργός των Εξωτερικών της Βαβαρίας, τους έγραψε στις 31 του Ιούλη 1832 κι όπου σ ’ αυτό τους έλεγε πως όταν θα ’ρχόταν στην Ελλάδα ο βασιλιάς θα συγκαλούσε εθνική συνέλευση να φτιάσει σύνταγμα. Οι αντιβασιλιάδες, άμα είδανε το γράμμα, απόρησαν τάχατες κι είπανε πως τους δόθηκαν ολότελα αντίθετες οδηγίες. Ξεκαθάρι σαν πως ο Όθωνας θα κυβερνούσε τον τόπο —κι ως την ενηλικίωσή του αυτοί για λογαριασμό του— απόλυτος μονάρχης ελέω Θεού. Κι οι κυβερνήτες «έκθαμβωθέντες, οΰτως είπεϊν, άπό τό μεγαλεϊον τής βασιλείας έσιώπησαν»1. I. Ρήγα Παλαμήδη. Από λόγο του στην εθνοσυνέλευση του 1864.
100
Γύρεψαν όμως οι αντιβασιλιάδες να κανονίσουν άλλα σπουδαία πράματα. Έ ν ’ απ’ αυτά στεκόταν και το πώς θα χαιρετούσαν οι προύχοντες κι οι καπεταναίοι τον Όθωνα. Οι δικοί μας, καθώς δα ξέρεις, φόραγαν τότες φέσι. Κάτω απ’ αυτό είχανε ξουρισμένο το κεφάλι τους ως την κορυφή κι από κει άφηναν λεύτερα τα μαλλιά τους να χύνουνται στην πλάτη και στους ώμους τους. Δίχως λοιπόν το φέσι παράξενη και κάπως κωμικιά στεκόταν η όψη τους. Για να χαιρετήσουν γέρνανε λίγο προς τα μπρος και φέρνανε το δεξί χέρι στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς. Οι αντιβασι^ιάδες όμως λογάριασαν την τέτοια χαιρετούρα ανάξια για βασιλιά. Επειδής θα σου φανούν όλ’ αυτά κάπως απίστευτα, δε θα σου τ ’ ανιστορήσω εγώ, μα θ’ αφήσω τον αντιβασιλιά Μάουρερ να σου τα ξηγήσει. « Έ γ ιν ε λ ο ιπ όν» γρ ά φ ει «διά τό ζή τη μ α τή ς ά φα ιρέσεω ς ή μή τοΰ έλ λ η νικ ο ϋ φ εσ ιο ύ κ α νο ν ική σ ύ σ κεψ ις κα ί τέλο ς έτέθη είς τούς "Ε λλ η να ς π ρ ο ύ χο ν τα ς τό δ ίλ η μ μ α ή νά π α ρ ου σ ια σ θοΰν είς τό ν Β ασιλέα κατά τό ν το υ ρ κικό ν τρ όπον , δ η λα δ ή νά πέσουν στά γό νατα έ νώ π ιο ν τού Βασιλέω ς, ν ’ ά σ πα σ θ ο ΰν τούς πό δα ς αύτοΰ κ α ί νά φορ ο ύ ν έν τοια ύτη περ ιπ τώ σ ει τά φ έσ ια τω ν, ή ά ντιθέτω ς νά π αρ ου σ ια σ θο ΰν κατά τό ν εύρ ω πα ϊκό ν τρ ό πο ν , καί έν τοια ύτη π ερ ιπ τώ σει νά έμφ α νισθο ΰν μέ άπο κ εκ αλυ μ μ ένη ν τή ν κεφ α λή ν. Φ υσικά έπρ ο τιμ ή θ η ό εύρ ω πα ϊκό ς τρ ό π ο ς κα ί οΰτω τό ζή τη μ α έλύθη άπα ξ δ ιά π α ν τ ό ς» 1.
Μωρέ εμείς οι Έλληνες είμαστε τυχεροί σε κάτι τέτοια! Φτου να μη ματιαχτούν οι φωστήρες που πετύχαμε να μας φωτίσουν! Ά μα οι αντιβασιλιάδες έλυσαν το σοβαρό ζήτημα της χαιρετούρας, αποφάσισαν να βγάλουν πρώτα το στρατό τους, για να σιγουρευτούν έτσι από κάθε αναπάντεχο. Στις 21 του Γενάρη, ξεμπάρκαραν το ιππικό τους, που διοικη τής του ήτανε ο νεαρός θείος του Όθωνα πρίγκιπας I. Μάουρερ op. cit. τ. β ', σ. 59.
101
Σαξ-Άλτεμπουργκ. Την πιο άλλη μέρα, στις 22 του Γενάρη, «άπεβιβάσθη ό βαυαρικός στρατός, δστις ενεκα μεγάλου σφάλματος ήλθε, μετά τοΰ βασιλέως, Ίνα διαδεχθή τ ' άποχωροΰντα γαλλικά στρατεύματα»1. Ξεχύθηκαν με τις τρουμπέτες και τις φανφάρες τους στην ξηρά. Οι στρατιώ τες του πεζικού κορδωμένοι στις γαλάζιες στολές τους, της καβαλαρϊας στις πράσινες και του πυροβολικού στις σκούρες μπλου, με τα καλογυαλισμένα μπρούντζινα κου μπιά τους, με το λαμπρό οπλισμό τους, την κουρδισμένη περπατησιά τους κι οι στρατηγοί τους κι οι αξιωματικοί τους με πλάκα τα χρυσά γαλόνια, τα μπόλικα παράσημα, τ’ αστραφτερά κράνη και τα πολύχρωμα λοφία, κάνανε βέβαια μεγάλη εντύπωση στον κοσμάκη. Τους ζητωκραύ γαζαν, ύστερα από τις σφαγές του Άργους, ελευθερωτές και σωτήρες. «Τά Β αυαρικά στρα τεύμ α τα κα τα σκ η νω θέντα είς τή ν πεδιά δα ν Ν αυπλίου» γρ ά φ ει ο Κ α σομ ούλη ς «ένασπαζόμενα μέ τούς Έ λ λ η ν α ς κα ί φιλο φ ρ ο νο ύμ ενα είς τό πείσμ α τώ ν Γ α λ λ ικ ώ ν στρατευμάτω ν, εϊλ κυ ο ν τό σέβα ς ύπέρ α ύτώ ν κα ί τό μ ίσ ος έπάνω έκείνω ν» 2.
δυστυχισμένε μου λαέ. καλέ κι αγαπημένε, πάντοτ ’ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε. Πώς να μη θυμηθούμε τούτους τους στίχους του Σολω μού; Ο λαός μας, μέσα στην απελπισία του και γυρεύοντας να ξανοίξει λίγο φως, ζητωκραύγαζε για σωτήρες τούτους τους πραιτωριανούς, που με τα όσα ξοδέψαμε για να μας υποδουλώσουν γονάτισαν οικονομικά πολλές γενιές του τόπου μας. Πλερώνονταν από τη δύστυχη και καταστραμμένη Ελλάδα, όχι μονάχα τους μιστούς που παίρνανε στη Βαβαρία, μα κι επιμίσθιο «Ίσον πρός τόν tv καιρω πολέμου στρατιωτικόν μισθό ν»»’. 2 Κ„|),υΚΙ·'!1 Γι>1' συγχρόνου Ελληνισμού», τ. α '. σ. 241 ι ... . °*1' ' " Γ· ί · σ· 611J. Νει,ιιρ «Ακομνημιινι.ι jiutu·.. σ. 5.
102
Και σαν να μην έφτανε μήτε αυτό, ξοδεύαμε για να σχηματιστεί στη Βαβαρία εθελοντικός στρατός, που θ ’ α ντικαθιστούσε τον ταχτικό που πρωτοήρθε στην Ελλάδα. Τις πληροφορίες που θα σου δώσω πάνω σ ’ αυτό δε θα τις πάρω, γιατί είναι πες απίστευτες, από κανέναν δικό μας ιστορικό ή χρονογράφο, μ’ από αξιωματικό του βαβαρέζικου εκείνου στρατού: « Έ σ π ε υ δ ο ν νά στρ α το λ ο γη θ ο ΰν ά νθρ ω πο ι κατά τό πλ εΐσ το ν ά νίκα νοι, μή δ υνη θέντες νά πρ ο κ ό ψ ο υ ν είς τή ν πα τρ ίδα των. "Ο λοι δέ ού το ι έσ τρ ά φ η σ α ν πρ ό ς τό νεοσύσ τα το ν έ λ λ η ν ικ ό ν β α σ ίλ ειο ν, ό πο υ εύκ ό λω ς κ α ί ά νεξελέγκ τω ς γενόμ ενοι δ εκ το ί, ά νή λ θο ν εις δ ιά φ ο ρ α ά ξ ιώ μ α τα » 1.
Κι ο πατέρας του Χριστόφορου Νέζερ, που ήτανε διοικητής κάποιας βαβαρέζικης κομητείας, έγραφε τότες στο γιο του: «Ο ί έ θελο ντα ί ο ί σ τρ α το λ ο γο ύ μ εν οι χ ά ρ ιν τή ς 'Ε λ λ ά δος, στρ α το λ ο γο ΰ ντα ι κατά τρ ό πο ν ά θ λ ιέσ τα το ν , πού πρ ο σά πτει όνειδ ος μ έν είς τή ν πα τρ ίδα μα ς, δύνα ται δέ νά διεγείρ η ένα ντίον μας τή ν π ερ ιφ ρ ό ν η σ ιν τώ ν 'Ε λ λ ή νω ν. Τ ά σ τρ α το λ ο γικ ά γρ α φ εία δέχ ο ντα ι άνθρ ώ πο υ ς τώ ν κατωτάτω ν στρω μ ά τω ν, τούς ό πο ιο υ ς έδώ δ έν δέχετα ι κανένα σώ μα, διά τή ν κα κ ή ν τω ν δ ια γω γή ν » 2.
Και μόλις παρουσιάζονταν είκοσι «εθελοντές» αμέσως σκάρωναν έναν λόχο και διόριζαν όλους τους κανονικούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Έ τσι κόντευαν να ’ναι τόσοι οι γαλονάδες όσοι κι οι φαντάροι. Μα τι πειράζει; Πλέρωνε η φτωχομάνα Ελλάδα! Ά κου τώρα και τούτο το «νόστιμο» και κλάψε: « Ή ‘Ε λλά ς (ποια Ε λλάδα; οι Β α βα ροί τ ’ α πο φ ά σ ισ α ν κι ο ι Βαβαροί το βά λα νε σε πρά ξη ) π α ρ εχώ ρ η σ ε τό δικαίω μ α 1. Νέζερ «Απομνημονεύματα», σ. 20. 2. Id.
103
είς τού ς Βαυαρούς ά ξιω μ α τικ ο ύς νά Εχουν τή ν ά νω τά τη ν δ ιο ίκ η σ ιν , κ α ί έά ν ά κόμη ε ίχ ο ν μ ικ ρ ό τερ ο ν βαθμόν, όσάκ ις ε ύρ ίσ κοντο Β αυαρικαί μονά δες μεταξύ έλλ η νικ ο ύ σ τρ α το ύ » 1.
Δηλαδή κι ο τελευταίος Γερμανός ανθυπολοχαγάκος είχε κάτω από τις προσταγές του έναν κοτζάμ δικό μας συνταγματάρχη, ήρωα του Εικοσιένα! Κι ο ύπολοχαγός Νέζερ, αηδιασμένος από τα καμώματα των συμπατριωτών του, κάνει τούτη δω την ομολογία: «Κ αί ό ντω ς πόσ α ς δ απάνας, π ό σ ας δυσα ρ εσκεία ς καί πόσ α δ εινά δέν θά ά πέφ ευγεν ή χώ ρ α , έάν ή ά ντιβ α σ ιλ εία έσ χη μ ά τιζε Έ λ λ η ν ικ ό ν τα κ τικ ό ν σ τρ α τό ν έκ τού σ ώ μ α το ς· τώ ν π α λ λ η κα ρ ιώ ν, ά ντί νά στρ α το λ ο γή είς Β αυαρίαν έθελοντά ς διά μεγά λω ν έξόδω ν κα ί νά φ έρη οΰτω είς τή ν 'Ε λ λ ά δα τό ν σ υρφ ετόν τοΰ Γερ μ α νικ ο ύ λαού. Έ κ τοΰ σ υρφετού έκείνου , πού κατά τό μ εγα λ ύτερ ο ν μ έρος του ά πετελέσ θη έξ ά λ η τώ ν, κ α τη ρ τίσ θη σ τρ α τό ς, ό ό π ο ιο ς Επειτ’ ά πό τό σ α ς δα πά να ς, άπέτυ χε καί δ έν ε ίχ ε τό α ποτέ λ εσ μα τό π ρ οσ δ οκό μ ενο ν ύπό τ ή ς ά ντιβ α σ ιλ εία ς» 2.
Και για τούτο το στρατό, που συνάχτηκε από «το συρφετό του Γερμανικού λαού» και για τη συντήρηση έξι κανονιοφόρων, αναγκαστήκαμε εμείς οι Έλληνες, στα πρώτα και τόσο δύσκολα χρόνια της ελευθερίας μας, να ξοδεύουμε, όπως βεβαιώνει ο πρεσβευτής της Αυστρίας Πρόκες - Ό στεν σ ’ έκθεσή του στην κυβέρνησή του, όλα τα έσοδα που είχε τότες το κράτος και... 30% πάνω· απ’ αυτά!3 Για να διώξει ο λαός μας τούτους τους πραιτωριανούς που χρυσούς τους πλέρωσε, θα κάνει κινήματα κι επανα στάσεις, θα χύσει δάκρυα κι αίμα. Για την ώρα τους ζητωκραύγαζε... 1. Id. σ. 5-6. 2. Id. σ. 20. 3. Βλέπε Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β ', σ. 1574.
104
ΤΑ «ΑΠΟΒΑΤΗΡΙΑ» ΑΦΟΥ όλα πια κανονίστηκαν —η υποδοχή, η τελετή, οι φιέστες, τα φέσια, οι χαιρετούρες, οι λόγοι και τα διαγγέλματα— αποφασίστηκε να ξεμπαρκάρει ο βασιλιάς στις 25 του Γενάρη, εφτά μέρες έπειτα από τον ερχομό του. Κάθε χρόνο στον τόπο μας, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, ξάφνου αλλάζει ο καιρός κι ουρανός, στεριά, πέλαγος πλημμυράνε από ήλιο και γαλήνη. Από τ ’ αρχαία χρόνια οι άνθρωποι που κατοίκησαν σ ’ αυτά τα μέρη, μαγεμένοι από την ξαφνικιά ομορφιά και καλοσύνη, ονόμασαν τούτες τις μέρες αλκυονίδες, από τα ψαροπού λια που, καθώς λέγανε, γεννάνε τότες τ’ αβγά τους κι οι καλόγνωμοι θεοί του Όλυμπου σκόρπαγαν, για χάρη τους, ειρήνη στις θάλασσες. Μια τέτοια μέρα πρόβαλε κι η 25 του Γενάρη. «Τό χρυσοϋν φως τού χειμερινού τής 'Ελλάδος ήλίου», γράφει ο Ραγκαβής γ ι’ αυτή, «άντανακλώμενον είς άτάραχον καί άντινοβολοΰσαν τήν θάλασσαν, ήν άπερίγραπτον καί ζή είσέτι είς τήν ένθύμησίν μου, ώς μαγικόν δνειρον Μόλις έκανε να ξεμυτίσει ο ήλιος, από την ντόπια τα Πέντε Αδέρφια του Ιτς Καλέ πέσανε είκοσι μία κανονιές. Μεμιάς τότες όλα τα καράβια, πολεμικά και μεταγωγικά, σημαιοστολίστηκαν, όσο που στα κάστρα κυμάτιζαν οι σημαίες των τριών μεγάλων Δυνάμεων, η βαβαρέζικια κι η δίκιά μας. Χιλιάδες λαού τρέχανε να πιάσουνε τα καλύτε ρα πόστα για να χαρούν το πανηγύρι. Ά λλοι σκαρφάλω ναν στα ψηλώματα κι άλλοι τράβαγαν κατά την.Τίρυνθα, όπου είχανε φτιάσει για την περίσταση, λίγο πιο πέρα από το γεφύρι, ένανε μόλο, που οι λογιότατοί μας τον ονόμα σαν «απόβαθμον Όθωνος», παίρνοντας την ονομασία από I. Ραγκαβή op. cit. τ. α . σ. 358.
105
το μυθικό «απόβαθμο του Δαναού», που καθώς ανιστοράνε ξεμπάρκαρε, στα παμπάλαια χρόνια, στην ίδια ακρογια λιά, όταν ήρθε από τη Λιβύη με τις πενήντα κόρες του και γίνηκε γενάρχης των Δαναών. Στις 11 παρατάχθηκε, από τις δυο μεριές του δρόμου, από το μόλο ως την πόρτα τ ’ Αναπλιού —μισής ώρας δρόμος με τα πόδια— ο βαβαρέζικος στρατός. Δεν βρέθη κε όμως μήτε τοσοσδά τόπος να παραταχθούν λίγοι καν αγωνιστές. Σαν να μην ήτανε άξιοι οι ήρωες του Εικοσιένα να τιμήσουνε τον βασιλιά που μας φέρνανε! Στ’ αναμεταξύ η Διοικητική Επιτροπή, οι γραμματείς της Επικρατείας, οι αντιπρεσβευτές, οι καπεταναίοι κι οι προύχοντες, συνάχτηκαν στο μόλο. Εκεί, σε τοσοδά τόπο, στριμωχνόταν το Εικοσιένα, γυρεύοντας να ξεχάσει ό,τι κακό κρύβανε τα περασμένα. « Π οιο θέαμα πλέο ν ε υχά ρ ισ το » γρά φει ο Τ ερ τσ έτη ς «παρά δ τα ν εΤδαμε είς τις Λ εύκες τοΰ Ν αυπλίου τό ν Θ εόδω ρον Κ ολοκοτρώ νη ν νά δ ίδει φ ιλ ί ά γά π ης είς τό ν Κ ουντουριώ την, τόν Κ α λλ έρ γη ν είς τό ν Γ ρ ιτζιώ τη ν, τό ν Κ α νά ρ η ν είς τόν Μ ια ο ύλη ν, τό ν Ν οταρά είς τό ν Τ σαμαδ ό ν» 1.
Τη 1 από το μεσημέρι, τρεις κανονιές του βαβαρέζικου πυροβολικού δώσανε το σύνθημα της απόβασης. Τότες η σκαμπαβία της φραντσέζικιας κορβέτας «Κορνηλίας» με τους αποσταλμένους μας στο Μόναχο —Μιαούλη, Μπότσαρη, Πλαπούτα— ξεκίνησε για τη «Μαδαγασκάρη». Σαν έφτασε, ο Όθωνας κι οι αντιβασιλιάδες κατέβηκαν σε μια «μεγάλη πολύκωπον λέμβον, κωπηλατουμένην ύπό νεα ρών άγγλων δοκίμων»1. Ό λ α τότες τ ’ αραγμένα στον κόρφο αρμαμέντα άρχισαν να χαιρετάνε με τα κανόνια τους. Βροντολαλούσαν τα πέλαγα, οι κάμποι, τα βουνά. Η 1. Γερτσέτη «Λόγος της 25 Μαρτίου 1872 — Απαντα», έκδ. β ' τ 0 ' ο .145. Η 1 ' 2. Λαμπρινίδη op. cit. σ. 564.
106
εγγλέζικια σκαμπαβία με τον Όθωνα και την αντιβασιλεία περνούσε μεγαλόπρεπα ανάμεσα σε δυο σειρές από σημαιοστολισμένες βάρκες των καραβιών, όσο που είς τήν φωνήν τών κελευστών ίπληττεν άργυρον ρευοτόν μετά ρυθμού ή κώπη
για να θυμηθούμε λίγους περίφημους στίχους της καθα ρεύουσας του Αλέξανδρου Ραγκαβή, που κι αυτός κείνη την ώρα βρισκόταν στο μόλο. Ο κόσμος βούιζε και σπρωχνόταν, γυρεύοντας να σιμώσει και πολλοί ρίχτηκαν στα ρηχά στη θάλασσα για να δούνε από κοντά το βασιλιά. Ανάμεσα σ ’ εκείνους που στην πρώτη σειρά καρτέραγαν τον Όθωνα ήτανε κι ο Κολοκοτρώνης. Φόραγε την αρχαιοπρεπή περικεφαλαία του, όσο που κάτω απ’ αυτή χύνονταν στην πλάτη και στους ώμους του τα μακριά κάτασπρα μαλλιά του. Τα τιμημένα του όμως άρματα δεν στόλιζαν το σελάχι του, παρά τα κράταγε στο χέρι. Μόλις πάτησε ο Όθωνας στο μόλο, ντυμένος στα γαλάζια με μια κατακόκκινη ταινία, που έζωνε το στήθος του, ξέσπασε καινούργιο κανονίδι από το βαβαρέζικο πυροβολικό κι από τα κάστρα. Καθώς έκανε να προχωρή σει, μέσα στη σαστισμάδα του, σκουντουφλά και παραλί γο να πέσει στη θάλασσα, αν δεν τον έπιανε ένας Φραντσέζος στρατιώτης. Να πώς ανιστόρησε ο ίδιος τούτο το περιστατικό στον Μαρίνο Βρετό έπειτα από χρόνια, το 1862 στο Παρίσι: — Ό ταν ο βασιλιάς Όθωνας αποβιβαζόταν σ τ’ Ανάπλι, ο λόχος μου σχημάτιζε μια ζώνη στην παραλία. Βρέθηκα κατά τύχη σιμά στο μέρος όπου βγήκε. Μόλις πάτησε το πόδι του στην ξηρά γλίστρησε. Έτρεξα τότες εγώ να τον βαστάξω. Μ’ από τη γρηγοράδα και την τόση προθυμία μου, έπεσε χάμω το ντουφέκι μου και το κοντάκι του γϊνηκε δυο κομμάτια. Αλίμονο πλέρωσα τη ζημιά από το μισθό μου. Κι η μεγαλειότητά του δε σκέφτηκε καθόλου 107
το φτωχό στρατιώτη που τον κράτησε να μη σωριαστεί στη γης. Τούτο το γλίστρημα, που λογαριάστηκε για γρουσουζιά από τους προληπτικούς, πολλοί το θυμήθηκαν παραΰστερα. Ά μα ο Οθωνας στηλώθηκε πάλι στα πόδια του κι έκανε να προχωρήσει, βγήκε μπροστά του ο Γέρος του Μόριά, τονε χαιρέτησε και βρόντηξε στα πόδια του τ ’ άρματα που κράταγε στο χέρι, σημάδι υποταγής. —Πείτε του, είπε κρύα ο Όθωνας, πως τώρα αρχίζει μια καινούργια περίοδος κι όλα τα περασμένα πρέπει να ξεχαστούν. Ο Γέρος, που πήρε γ ι’ αληθινά τούτα τα λόγια, σήκωσε τ’ άρματά του, τα φόρεσε, καβαλίκεψε τ ’ άλογό του κι έτρεξε να μπει πρώτος και καλύτερος στην κολόνα. Ο πρόεδρος της ως τα τότες Διοικητικής Επιτροπής, ο Γιώργης Κουντουριώτης, διάβασε τη σύντομη προσφώνη ση που του γράψανε. Ο Όθωνας απάντησε γερμανικά. - ΈχωρΙσθην, είπε, άπό φιλτάτους γονείς, άπό Αδελφούς, καί άπό Εθνος πιστώς άφοσιωμένον καί ύπέρ παν άλλο τιμιώτερον είς τήν καρδίαν μου. Παρήτησα βίον ήσυχον καί εύτυχή διά ν ’άφιερώσω δλην μου τήν ζωήν είς τήν άπό βαρείας θλίψεις άνακούφισιν τής 'Ελλάδος. Τούτα τ ’ άστοχα λόγια του, που παράστησαν τον ερχο μό του στην Ελλάδα σαν θυσία, κατακρίθηκαν από πολλούς ιστορικούς μας. Ο Στέφ. Ξένος γράφει: « Ό βασιλιάς άφίνων τούς γονείς καί τήν πατρίδα του, τούς άφήκε κατά τόν αύτόν τρόπον, ώς ήμεϊς οί Έλληνες καθ'ίκάστην ποιοΰμεν, άποδημοΰντες είς τό έξωτερικόν ώς πού πρίγκιψ μή προσδοκών στέμμα ήθελε πράξει, άν παρουσιάζετο πρός τούτον στέμμα καί θρόνος ώς τής Ελλάδος»1. Για να ’μαστέ όμως δίκαιοι, δεν πρέπει να κατηγορούμε τον Όθωνα ούτε για όσα έλεγε τότες ούτε για όσα γίνηκαν. Ό ταν πάταγε τα χώματά μας, δεν είχε κλείσει τα I. -Β|)Γττανικός Αατήρ». up. 90 — 20.3.1862.
108
δεκαοχτώ καν χρόνια. Παπαγάλιζε ό,τι του κανοναρχού σαν κι έκανε ό,τι του συμβούλευαν οι αντιβασιλιάδες. Τέλος, ο Όθωνας ανεβαίνει σ τ’ άλογο. Και σε λίγο η πομπή ξεκίνησε. Τούτη τη σκηνή τη ζωντάνεψε, σ ’ έναν έξοχο πραγματικά πίνακα, ο Γερμανός ζωγράφος Ες, που στάλθηκε από τον Λουδοβίκο μαζί με το γιο του στην Ελλάδα. «Είναι άΛίστευτο πώς έκίνησε μέ τέτοιαν άρμονία καί Ενότητα», γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «στήν τεράστια έκείνη πινακοθήκη τών τουρκομάχων -όλα πορτραΐτα, Ενα πρός ενα. Εργασία τρομακτική τοΰ είδους αύτοΰ στήν έποχή του»1.
ΜΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ Σ υ ΜΦΩΝΑ με την περιγραφή που έκανε τότες η «Εθνική Εφημερίς» που έβγαινε στο Ναύπλιο2 μπροστά τράβαγε ένας λόχος Βαβαρέζων. Ακολούθαγαν εξήντα Αναπλιώτες, που κράταγαν τα εμβλήματα των εσναφιών και κλαδιά ελιάς και δάφνης. Έπειτα έρχονταν οι προύχοντες, οι καπεταναίοι, οι γραμματείς της Επικρατείας, τα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής, οι τρεις αποσταλμένοι μας στο Μόναχο, οι ναύαρχοι κι οι κυβερνήτες των συμμαχικών καραβιών, οι στρατηγοί του γαλλικού στρατού, οι αντιπρεσβευτές κι οι πρόξενοι. Ένας λόχος πάλι Βαβαρέζων και πίσω απ’ αυτόν προχώραγαν οι μάγεροι του βασιλιά, οι υπηρέτες του, οι διαγγελείς του, οι υπασπιστές του και τέλος ο Όθωνας περιτριγυρισμένος από τους αντιβασιλιάδες. Την πομπή την έκλεινε πάλι βαβαρέζικος στρατός μ’ επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Hertling. Ό σ ο προχώραγαν, 'τα πλήθη ξέσπαγαν σ ’ ακράτητες ζητωκραυγές. Ο ενθουσιασμός ήτανε γνήσιος κι αγνός. Ο 1. Πιιχαντωνϊοΐι «Όθων». α. 150-151. 2. Φύλλο 1.2.1833
109
ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος, που θ' αγωνιστεί άτρομα ενάντια στην οθωνική τυραννία και γ ι' αυτό θα καταδιω χτεί απ’ αυτήν αλύπητα, θα φυλακιστεί και θα πεθάνει εξόριστος, να με ποιον τρόπο τραγούδησε τότες τούτη τη σκηνή που περιγράφουμε: Ώ ! τρισένδοξος ημέρα, δταν είς τήν παραλίαν πέταζες ίππεύς ώραϊος μέ χρυσήν ένδυμασίαν καί διέβης τής Ναυπλίας τάς πρασίνους πεδιάδας όπαδόύς κ'εύχέτας ίχων τρεις Ελλήνων μυριάδας!
Μα κι ο Τερτσέτης, ο απομνημονευματογράφος του Κολοκοτρώνη κι ένας από τους δυο σωτήρες του στη δίκη για προδοσία, έγραψε τότες τούτο δω, το ωσάν δημοτικό τραγούδι, ποίημα: Ελλάδα! Πόσο χάρηκες όταν στ 'Ανάπλι είδες, είδες σαν τ'άστρα τ'ουρανού ν'αράζουνε καράβια! Α π 'το πουρνό αράζανε ως τη δροσιά της νύχτας, μ ’ακοίμητα λαλούμενα καθένα ηχολογούσε, κι ότ'έριχναν το σίδερο κ'ενώ ‘δαν τ'ακρογιάλι από τους βράχους τ Αναπλιού μέγα τραγούδι βγαίνει. Ομορφονιές καί γέροντες και νέοι τραγουδάνε, μ'άνθη στολίζουν το γιαλό τ ’απάρθενα κοράσια, μ ’άνθη όσα έχει η άνοιξη κι όσα το καλοκαίρι. Φέγγει σταυρός βασιλικός στα κορφινά κατάρτια, η δόλια Ελλάδ'αγνάντευε από τα κορφοβούνια...
Ένας «λαός ρακενδύτης», λέει ο Κυριακίδης, «έπιδεικνύων τά ράκη ώς τρόπαια πάλης γιγαντώδους, λαός στιγνός έκ τών κακουχιών, έβλεπε τήν πραγμάτοχτιν ή μάλλον τήν εναρξιν τών πραγματώσεων πόθων καί όνείρων τεσσάρων αίώνων, δεκαοκταετή πρίγκηπα έρχόμενον νά περιβληθή εν τεμάχιον τής πορφύρας τών Κωνσταντίνων (...) ‘Ανέκφραστος αίγλη άνεδίδετο άπό τών ένδόξων έκείνων άνδρών, ών ήδύνατο τις νά μετρήση τά όστά, ώς έκ τής λιποσαρκίας των, ούχί όμως καί τάς νίκας»1. ι. Id. σ. 18.
110
Η ΠΥΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΨΙΔΑ Σ τ ΗΝ πόρτα της ξηρός, απ’ όπου θα ’μπαίνε η πομπή σ τ’ Ανάπλι, είχανε φτιάσει μια αψίδα στολισμένη με μύρτα, με δάφνες και με τα δοξασμένα καριοφίλια και τις μπιστόλες του Εικοσιένα. Εξόν από τα ζήτω, που γράψανε για τον βασιλιά, την αντιβασιλεία, τον Λουδοβίκο και τις τρεις σύμμαχες Δυνάμεις, τη γέμισαν οι σοφολογιότατοι με στίχους από τον Ό μηρο, ωσάν αυτούς: Άμφότερον. Βασιλεύς τ ' άγαθός κρατερός τ ' αίχμητής. Ώ. λαοί τ'έπιτετράφαται καί τόσα μέμηλε.
Και τότες, σιμά σε τούτη την αψίδα, που χαιρέταγε τον ερχομό των ξένων αφεντάδων στη γλώσσα του καιρού των Μυκηνών, παραλίγο να χάσει τη ζωή του ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης. Να πώς κόντεψε να γίνει το κακό. Στην πόρτα τ ’ Αναπλιού ήτανε φρουρά ένας λόχος πάλι Φραντσέζων, μια και τους Έλληνες δεν τους εμπιστεύθηκαν πουθενά για κάτι τέτοιο. Καβάλα σ τ’ άλογά τους στέκο νταν με γυμνά τα σπαθιά τους δυο ξένοι αξιωματικοί, ο αντισυνταγματάρχης Φαμπρίς κι ο λοχαγός Μπρεντ. Κα λύτερα όμως ν ’ αφήσουμε να μας τ ’ ανιστορήσει ο Βαβαρός ύπολοχαγός Νέζερ, που βρέθηκε σ ’ εκείνο ακριβώς το μέρος και τα είδε με τα μάτια του: «Κ αθώ ς π λ η σ ία ζεν ή συ νο δ εία , ό ά ρ χ η γ ό ς τώ ν π α λ λ η κ α ρ ιώ ν Κ ολ οκοτρ ώ νη ς, π ρ ο π ο ρ ευ ό μ ενο ς ό λω ν και ό δ η γώ ν τόν Ιπ π ο ν ά γερ ώ χω ς, Εφθασε πρώ τος π λ η σ ίο ν τώ ν Γά λ λ ω ν φρουρώ ν. Κ α ί Ιδού, ε ίς έξ αύτών ά νεγνώ ρ ισ ε τό ν έπικεκ η ρυγμ ένον κα ί πρ οτείνα ς τή ν μ π α γ ιο νέτα ν του, έ π ή δ η σ ε πρ ό ς τό ν Ιπ π ο ν , σ κοπεύω ν τό σ τή θ ο ς τοΰ ά ρ χη γ ο ΰ , πού δ ιή ρ χε το άνυ πόπτω ς κ α ί χ ω ρ ίς νά πρ ο β λ έπ η κα νένα κίνδυ νο ν, κ α ί π α ρ ’ ό λ ίγ ο ν θά διεπέρ α τό ν Κ ο λ ο κο τρ ώ νη ν, έά ν ό
111
φ ιλ έ λ λ η ν κόμ η ς B rid e, ποΰ είδε τό συμ βά ν, δέν άπώ θει τή ν μ π α γ ιο νέτα ν ά πό τοΰ σ κο π ο ΰ τη ς, ίσ χυ ρ ώ ς δ ιά τή ς σπ ά θ η ς του κτυ πή σ α ς αύτήν. Τ ό τε Εγινε μ εγά λη τα ρ α χή είς τούς προπ ορ ευ ομ ένο υ ς τή ς δ λ η ς πο μ π ή ς. Ό Κ ο λ ο κο τρ ώ νη ς Εγινεν ώ χρ ό ς ώς ν εκρ ό ς κ α ί ή ρ πα σε τά π ισ τό λ ια του- ά λ λ ’ 6 κόμ η ς B rid e ώ ρ μη σ εν Εφιππος κα ί έστάθη μεταξύ αύτοΰ κ α ί τοΰ καταρω μένου Γ ά λλο υ φρουροΰ, εύθύς δέ ό συ ντα γμ α τά ρ χ η ς Φ α β ρ ίκ ιο ς Ετρεξε π ρ ό ς τά ό πίσω διά ν ’ α να γγ είλ η τό γεγο νό ς. Τ ό τε κ α τ’ Επιθυμίαν τοΰ Β ασιλέω ς ό σ τρ α τη γό ς G un6e Εδωσε ά δεια νά είσ έλ θη είς τό Ν α ύπ λιον ό ά ρ χ η γ ό ς τώ ν π α λ λ η κα ρ ιώ ν, ά λ λά συ νοδευ ό μ ενος ύπό αξιω μ α τικ ώ ν κα ί χ ω ρ ίς νά φέρη δπ λ α » 1.
Κι ο Κολοκοτρώνης, που αν δεν βρισκόταν πριν από έντεκα χρόνια στα Δερβενάκια, ίσως να μην αποχτούσε ποτές ο Όθωνας θρόνο στην Ελλάδα, υποχρεώθηκε να κατέβει από τ’ άλογο, να παραδώσει τ ’ άρματά του και να μπει πεζός στ’ Ανάπλι, έχοντας σιμά του για φύλακα τον λοχαγό Μπρεντ, όσο που «ό Γάλλος φρουρός δικαίως ήγανάκτει», καθώς λέει ο Νέζερ, «διότι έάν έφόνευε τόν Κολοκοτρώνη, θά έπληρώνετο είς αύτόν ή έκ πέντε χιλιάδων φράγκων άμοιβή διά τήν κεφαλήν τοΰ καπετάνιου τών παλλη καριών». Γλίτωσες πάλι, Γέρο! Ισαμε τότες πόσες και πόσες φορές δεν ξέφυγες από τ ’ αγκάλιασμα του Χάρου, σταλμέ νος να σε βρει από εχθρούς και φίλους. Καινούργιο Οδυσσέα σ ’ ονόμασε κάποτες ο Καποδίστριας κι ήσουνα φτυστός. Αυτό που δεν μπορούσες βέβαια να φανταστείς κείνη την ώρα, ήτανε το τι σε καρτέραγε σε λίγο να πάθεις από τους φίλους μας τους Γερμανούς, που πήρανε τη θέση των Φραντσέζων.
I.
112
Νέζερ op. cit. σ. 17-18.
ΑΛΛΑΓΗ ΦΡΟΥΡΑΣ Σ α ν έφτασε ο 'Οθωνας στην αψίδα, στάθηκε. Οι δημογέ ροντες του Αναπλιού του πρόσφεραν πάνω σ ’ ασημένιο δίσκο, «κατά τό σύνηθες, άρτον καί άλας, τά όποια ή Μεγαλειότης Του έδέχθη μέ εύμένιαν»[. Ύστερα βγήκε μπροστά του κι ο Φραντσέζος φρούραρχος κρατώντας κι αυτός ασημένιο δίσκο με τα κλειδιά τής πολιτείας. « Ή δέ Μεγαλειότης ΤΟΥ, άφ'ού τάς Εψαυσε»2 του τα ξανάδωσε να τα φυλάει, ώσπου να μπαρκάρει στα καράβια ο γαλλικός στρατός. «Μέ τήν Ιδίαν πομπήν είσελθών ό Βασιλεύς είς τήν πόλιν περιστοιχισμένος άπό τόν λαόν του»3, τράβηξε για την εκκλησιά του Αη-Γιώργη. 'Οξω απ’ αυτή τον καρτέραγαν οχτώ δεσποτάδες. Ο μητροπολίτης της Κόρινθου, ο μόνος που φόραγε μίτρα, κρατώντας τ’ ασημοστολισμένο ευαγγέ λιο τού ευχήθηκε «ζωήν πολυχρόνιον, κράτος άμαχον καί εύδαιμονίαν άνεπηρέαστον». Μπήκε στην εκκλησιά «άναβάς μέ μεγαλοπρέπειαν καί χάριν Λσύγκριτον τόν προετοιμασθέντα Βασιλικόν θρόνο, έκατέροίθεν τοΰ όποιου έστάθησαν τά μέλη τής Β. Επιτροπής (οι αντιβασιλιάδες)»4. Ά ρ χισ ε η δοξο λογία, όσο που αδιάκοπα βρόνταγαν τα κανόνια των καραβιών και των κάστρων «κωόντων τήν τελευταίαν αύτών πυρϊτιν»5. 'Οταν ειπώθηκε πια και το πολυχρόνιον, ανέβηκε στον άμβωνα ο ιεροκήρυκας να βγάλει τον πανηγυρικό. Για να δεις, μια ακόμα φορά, πόσο είναι συμβατικοί και ψεύτικοι οι λόγοι σε τέτοιες περιστάσεις, άκου τούτα τα λίγα από τα πολλά που είπε ο ρήτορας: «Αί έπερχόμεναι γενεαί θά 1. 2. 3. 4. 5.
«Εθνική Εφημερίς», 1.2.1833. Id. Κασομούλη op.'cil. τ. γ", σ. 611. «Εθνική Εφημερίς», op. cit. Ραγκαβή op. cit. τ. α", σ. 358.
113
άναφέρουν μέ σέβας τό λαμπρόν δνομά σου, παραπεμπόμενον ά η ' αΐώνος είς αίώνα μέ τά όνόματα τών άρχαίων τής Γερμανίας καί τής 'Ελλάδος Ηρώων»'. Έπειτα ακολούθησε κάτι πιο ουσιαστικό. Τα μέλη της παύμένης Διοικητικής Επιτροπής, οι γραμματείς της Επι κράτειας, οι προύχοντες, οι καπεταναίοι κι οι δημογέρο ντες υπόγραψαν τον «όρκον της πίστεως» στη μεγαλειότητά του. Σαν τέλειωσε κι αυτό, ο Όθωνας τράβηξε πεζός για το παλάτι, το σπίτι όπου είχε μείνει κι ο Καποδίστριας. Πλημμύρισε ο λαός την πλατεία κι ο βασιλιάς βγήκε δυο φορές στο μπαλκόνι και χαιρέτησε «ευμενέστατα» τον κόσμο. «Μήλον νά Ιρριπτες έπί τάς κεφαλάς τού πλήθους, τό όποιον άτενίζον τούς όφθαλμούς του περιστοιχοϋσεν τά Άνακτόρια, δέν ίπιπτεν κάτω»2. «Τό έσπέρας, καθώς καί τάς έφεξής νύκτας, ή πόλις όλόκληρος έφωτίσθη μεγαλοπρεπέστατα, καί ή πολεμική μουσική έσήμανεν είς τάς πλατείας τού παλατίου καί τοΰ Πλατάνου. Ή άγαλλίασις, ό ένθουσιασμός, καί ή εύθυμία τοΰ λαοΰ ύπερβαίνει κάθε π ε ρ ιγ ρ α φ ή ν Το βράδυ της πρώτης μέρας του ερχομού του, ο Όθωνας θέλησε να κάνει ανεπίσημα μια βόλτα στην πολιτεία. Δεν άργησε όμως να γνωριστεί από το λαό που σκέπαζε τους δρόμους και γιόμιζε τα χάνια, τους καφενέδες και τα κρασοπουλειά. Ο ενθουσιασμός έφτασε τότες στο κορύφωμά του. «Τό πά ν έ κλ ονεΐτο » γρ ά φ ει ο Κ α σ ο μ ο ύλ η ς «άπό τάς έπα να λ ή ψ εις τώ ν φω νώ ν κ α ί τώ ν ζητω κρ α υ γώ ν, ά πό τούς χ ο ρ ο ύ ς κ α ί π η δή μ α τα τοΟ λαοΟ, δ σ τ ις τό ν π ε ρ ισ το ιχ ο δ σ εν παρ α κολου θώ ν, σ υ νθλ ιβό μ ενο ς νά π λ η σ ιά σ η νά τό ν Ιδή, νά τό ν χ ο ρ τ ά σ η . Δύο ώ ρας σ χ εδ ό ν περ ιερ χό μ ενο ς ά πό τό π ο ν είς τόπ ον, δυσκ ο λ ευ ό μ ενο ς νά δ ια σ χ ίσ η τό πλ ή θο ς, τό ό π ο ΐο ν ά λ λεπ α λ λ ή λ ω ς τό ν προϋπαντοΟ σεν κ α ί τό ν 1. «Εθνική Εφημερίς», op. cit.
2. Id. 3. Id.
114
βαστοΟ σεν μέ λαμ πάδας ά ναμμένας, άφοΟ πε ρ ιή λ θε ν τή ν π λ α τεία ν τοΟ Π λατά νο υ κ α ί τά ς πλ α τε ία ς ό δο ύς, πρ ο χω ρώ ν καί συ νοδευ όμ ενο ς ύπό τοΟ π λ ή θο υ ς μ ετέβη είς τό πα λ ά τι νά ά να πα υ θή » 1.
Αυτά στάθηκαν τα «αποβατήρια» του Όθωνα, όπως ονόμασε το κράτος των καλαμαράδων το ξεμπαρκάρισμά του. Κι από τότες ως την έξωση των Βιτελσβάχων, γιορτάζονταν κάθε χρόνο σαν μια από τις εθνικές γιορτές μας. Από τα πρώτα που κάνανε οι Γερμανοί, που θα κράταγαν πια τα λουριά από το χαλινάρι που μας φόρεσαν, ήτανε να τιμήσουν τους Γάλλους, που θα φεύγανε. Ο Όθωνας, την άλλη κιόλας μέρα του ερχομού του, έχοντας δίπλα του τους τρεις ναύαρχους, τους αντιπρεσβευτές, τους Φραντσέζους στρατηγούς κι όλο του το επιτελείο, επιθεώρησε τον γαλλικό στρατό του Αναπλιού και τον αντάμειψε με πλούσια δώρα. Την πιο άλλη μέρα, στις 27 του Γενάρη, πήγε στο Ά ργος να τιμήσει και τους υπεύθυνους της σφαγής που ανιστορήσαμε. Ή επίσημη εφημερίδα της γαλλικής κυβέρνησης «Παγκόσμιος Μηνύτωρ», σ'ανταπόκριση από το Ναύπλιο έγραφε: «Αίεθ’δλ(ος Ιδιαιτέρας εύνοίας καί Ιδιαιτέρας διαχρίσεως προσενεχθείς δημοσία πρός τόν στρατηγόν Corbut καί τόν συνταγμα τάρχην S toff el, καβ'ών μετά τό έπεισόδιον τού Άργους είχον σπερμολογηθή χαμαίζηλοι συκοφαντίαι». Στην «αλλαγή φρουράς» παρουσιάζουν, καθώς θα ξέ ρεις, πάντα όπλα. Το ίδιο γϊνηκε και τότες· άλλαζε η φρουρά που είχανε βάλει οι ξένοι στην Ελλάδα.
I. Κασομούλη op. cit. τ. γ \ σ. 612.
115
ΑΔΙΚΑ, ΜΩΡΕ ΓΕΡΟ...
Στο προσκύνημα του 'Οθωνα, την πρώτη μέρα που ξεμπάρκαρε, μαζί μ’ όλους τους άλλους παρουσιάστηκε μπροστά του κι ο Κολοκοτρώνης. Ορκίστηκε κι αυτός να φυλάει πίστη στο θρόνο. Έπειτα αποτραβήχτηκε στο περιβόλι του στην Πρό νοια και σκόρπισε, καθώς είπαμε, τα λίγα παλικάρια που είχε δίπλα του και τους μπιστικούς του. Έκανε ακόμα και κάτι άλλο, για να δείξει πως το μόνο που πια γύρευε στεκόταν η ησυχία του τόπου. Καλύτερα όμως ν’ ακούσουμε τον ίδιο: « Π α ρ ουσία σα (στον Οθωνα) μιά άνα φ ο ρ ά κ α ί τοϋ έπρ όσ φ ερ α τό κά σ τρο τή ς Κ αρύταινας, τό ό π ο ΐο ν ε ίχ α φτιά ξει μέ τά Εξοδά μου. Έ λ ε γ α είς τ ή ν ά να φορά μου, δτι τό κά σ τρο τό Εφτιασα διά νά χρ η σ ιμ εύ σ ε ι είς τ ή ν ά νά γκ η ν τή ς πα τρ ίδ ο ς μ ας, τώ ρα δέν μού χρ η σ ιμ εύ ε ι πλ έ ο ν κ α ί σά ς τό π ρ οσ φ έρ ω »1.
Ο Κολοκοτρώνης, καθώς ίσως να ξέρεις, καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας. Είχε λοιπόν χτίσει έκεΐ έναν δυνατό πύργο, για να κλειστεί σ ’ αυτόν σ ' ώρα ανάγκης. Τώρα τον χάριζε στον 'Οθωνα, υπογραμμίζοντας έτσι πως μια και ζούσε, ας πούμε, στον ίσκιο της δικαιοσύνης του δεν τον χρειαζόταν. Κι όταν έπειτα από λίγο, τον Απρίλη του 1833, ήρθε σ τ’ Ανάπλι ο μεγαλύτερος αδερφός του 'Οθωνα, ο Μαξιμιλιανός, διάδοχος του βαβαρέζικου θρόνου, κι ο Κολοκο τρώνης έμαθε πως η υψηλότητά του ρεγόταν να πάρει από την Ελλάδα ιστορικά κειμήλια, του ’στείλε ρεγάλο το σπαθί του, συνοδεύοντάς το με τούτο δω το γράμμα: I. Τερτσέτη “ Άπαντα — Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη··, τ. γ ', σ.
196. 116
Υψηλότατε! Ό κ. Συνταγματάρχης Λουδοβίκος Ρόγχος έξέφ ρ ασ ε τήν όποίαν ή Υ.Β. Ύ ψηλότης έχ ει έπιθυμίαν τό νά φέρη έν σημεϊον τοϋ ταπεινώς ύποψαινομένου. Ή έπιθυμία αϋτη τής Υ.Β. Υψηλότητος δ εικνύει τήν πρός τόν δοϋλον τη ς άγαθήν δ ιάθεσ ιν καί διά τούτο σπεύδω νά Τήν πέμψω τό πολυτιμότερον ένός στρατιωτικού κειμήλιον, τό σπαθί έκεϊνο, τό όποιον έζώσθην ά π ά ρ χ ή ς τής ίερας 'Επαναοτάσεώς μας, κ α θ’ όλον τό διάστημα τοϋ πρός τήν έλευθερίαν τής Πατρίδος μου άγώνος, καί τό όποιον μ ' έχρησίμευοε είς τήν κατατρόπωοιν τοϋ έχθροϋ καί είς τήν θεμελίωσιν τών πρώτων βάσεων τοΰ θρόνου τής 'Ελλάδος, τόν όποιον άναβάς ευτυχώς ό Ύ μ έτε ρος Αδελφός καί Σεβαστός Βασιλεύς καί Κύριός μου, μέ καλύπτει μέ τήν αιγίδα του, ώστε τό όπλον τούτο καθίσταται πλέον περιττόν είς τάς γεροντικός χεϊρας μου. θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΟΝΗΣ
Ά δικα, μωρέ Γέρο, πάσκιζες να τους καλοπιάσεις. Οι Βαβαρέζοι έρχονταν στον τόπο μας με την κρυφή ελπίδα να τον κάνουν αποικία τους. Για να το πετύχουν έπρεπε να γονατίσουν τους Έλληνες με την τρομοκρατία. Δεν μπο ρούσαν, λοιπόν, ν’ αφήσουν ήσυχο εσένα, τον Κολοκο τρώνη. Από σένα έπρεπε ν ’ άρχιζαν, όπως κι άρχισαν. Αν δεν πέτυχαν να μας ξανασκλαβώσουν κι αν δεν κατάφεραν, όπως λογάριαζαν, να πλημμυρίσουν με χιλιά δες Γερμανούς άποικους την Ελλάδα, για ν’ αλλάξουν κι αυτή ακόμα τη δημογραφική σύνθεσή της, αυτό το χρω στάμε στην αντίσταση και τους αγώνες του λαού μας.
117
ΜΕ Ρ ΟΣ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο
Η
Α Ν Τ Ι Β
Α Σ Ι Λ Ε Ι Α
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ Τ ο ύτο το βιβλίο, καθώς θα το ’χεις δα καταλάβει, δε γράφτηκε για ν’ ανιστορήσει μονάχα τη δίκη του Κολοκο τρώνη, μα το πώς, αφού λευτερωθήκαμε από τους Τούρ κους, σκλαβωθήκαμε από τους Γερμανούς και το δεκαοχτάχρονο παιδαρέλι που μας φέρανε για σουλτάνο. Ισαμε την ενηλικίωση όμως του Όθωνα, τον Μάη του 1835, η αντιβασιλεία μάς κυβέρνησε «Ανέλεγκτος καί Ανεύθυνος άρχή, υπεύθυνος ούσα μόνον ένώπιον θεοΰ»Κ Επειδής όμως ως τώρα, απ’ όσα ξέρω, ο θεός ποτές δε γύρεψε λογαριασμό από κανένα βασιλιά, ας δούμε ποιοι ήταν αυτοί που πήρανε πάνω τους να μας μπάσουν στα μυστήρια του πολιτισμού. Το άρθρο 10 του πρωτόκολλου του Λονδίνου της 7 του Μάη 1832 όριζε σε τρεις τους αντιβασιλιάδες, που θα τους διάλεγε ο Λουδοβίκος της Βαβαρίας.
I. Καρολίδη op. cit. τ. β", σ. 14.
121
Άρμανσπεργχ Πρώτο στη σειρά, «προϊστάμενο» της αντιβοσιλεΐας, έβαλε ο Λουδοβίκος της Βαβαρίας τον σύμβουλο της επικρατείας κόντε Ιωσήφ Άρμανσπεργκ, που είχε πάρει στον τόπο του τα πόστα του υπουργού των Οικονομικών και Εξωτερικών. Ή τα νε κομψός, μ’ αρχοντικούς τρόπους, ευχάριστος ομιλητής, σαράντα έξι χρόνων κι είχε τη φήμη καπάτσου και «φιλελεύθερου» πολιτικού. Κάτω από τη λαμπρή αυτή εμφάνιση κρυβόταν ένας φιλόδοξος, εγωιστής, συμφερο ντολόγος, «έπιπόλαιος, πανούργος, άναβλητικός»1, που όπως παραδέχεται κι ο Καρολίδης «έπετήδευεν άπλώς κλίσιν πρός φιλελευθέρους θεσμούς»2. Μέσα σ τ ’ Ανάπλι το γεμάτο χαλάσματα, όπου και σ ’ αυτήν ακόμα την κεντρική τού Πλάτανου πλατεία έβλεπες σωρούς τα χώματα από τα γκρεμισμένα σπίτια κι «ή περί τό τείχος τάφρος», καθώς λέει ο Μάουρερ, «ήτο ελος δυσώδες καί δμως ώκεΐτο ύπό πολλών έλληνικών οίκογενειών άναμίξ μετά χοίρων», γύρεψε να μας θαμπώσει με την ηγεμονικιά ζωή που έκανε. « Μεγάλη ήτο ή κενοδοξία του καί βασιλέως έλάμβανε τρόπους καί παράστημα» 3, μας βεβαιώνει ο Ραγκαβής. Ό σ ο που ο Καποδίστριας δεν άγγιξε ποτές μήτε μια πεντάρα μισθό, αυτός, εξόν από την πλούσια επιχορήγησή του, έπαιρνε και 50.000 φιορίνια —κάπου 117.000 χρυσές δραχμές εκείνου του καιρού— για έξοδα παραστάσεως. Ο Γερμα νός ιστορικός Μ έντελσον-Μ παρτόλντι, γιος του μεγάλου μουσικού Μέντελσον, παραδέχεται πως τούτος ο φωστή ρας που φόρτωσαν στη ράχη μας οι συμπατριώτες του «έσπατάλα πολύτιμον χρόνον έπινοών τεχνάσματα, δπως κρύπτη την άμάθειάν του... ’Ανακάτωνε τά πάντα χωρίς ούδέν νά κατορθών^... καί άνευ τίνος στεναχωρίας έταύτιζε τά 1. Ευανγελίδη «Ιστορία του ΌΟωνος», σ. 88. 2. Καρολίδη op. cit. τ. β', σ. 200. 3. Ραγκαβή op. cii. τ. α', σ. 380. 122
οίκονομικά του μέ τά οίκονομικά τοϋ δημοσίου»ι . Ο συνάδελ φός του Μάουρερ τον κατηγοράει πως ήτανε κι αρχιτεμπέλαρος. Έβαζε, λέει, τον Γκράινερ να του βγάζει πέρα τη δουλειά, όσο που αυτός κοιμόταν είτε πάγαινε περίπατο με άλογο2. Ά ξ ι ο ταίρι του στάθηκε κι η ματαιόδοξη γυναίκα του, που για χάρη της ο κόντες ξόδευε «άφειδώς τά όλίγα τοΰ πτωχού ταμείου χρήματα»*. Είχε πατήσει τα σαράντα, μα όμορφη καθώς στάθηκε στα νιάτα της και καλοδιατηρημέ νη πέρναγε ακόμα η μπογιά της κι ας ήτανε κάπως παχιά. Ο συμπατριώτης της Νέζερ γράφει πως «τήν κατέτρωγον δύο κρυφά πάθη· άκρα δοξομανία καί άκρα ήδυπάθεια»*. Ζαλίστηκε τόσο από τον τίτλο της αντιβασίλισσας, που πάσκισε να καθίσει σε θρόνο μια από τις κόρες της. «Η κοντέσσα Άρμανσπεργκ», γράφουν οι Bower και Bolitho, «φάνταζε σαν η πρώτη κυρία της Ελλάδας, όσον καιρό ο Όθωνας ήτανε άγαμος. Είχε τόσο ενθουσιαστεί με τη δύναμη που απόχτησε, που αποθύμησε μερικά βασιλικά κοσμήματα ν ' αναδείξουν ακόμα πιότερο το μεγαλείο της. Οι προσωπικές της επιτυχίες κι η εξουσία του αντρός της πάνω στον νεαρό βασιλιά δεν της ήταν αρκετές. Η κοντέσσα Άρμανσπεργκ είχε τρεις θυγατέρες και δεν δίσταζε να ονειρευτεί ένα στέμμα γ ι’ αυτές»5. Για τα φιλόδοξα αυτά όνειρά της, δικοί μας και ξένοι της είχανε βγάλει το παρατσούκλι «η Βασιλομή τωρ». Σχεδόν καθημερινά βρίσκονταν στο σπίτι της ο 'Οθωνας κι ο νεαρός του θείος πρίγκιπας Σαξ - Ά λ τεμπουργκ και παίζανε την «αθώα» τυφλόμυγα με τις κόρες της. Η πολύπειρη μάνα έλπιζε πως με το κατάλληλο τούτο παιχνίδι τα φλογερά τους νιάτα θα πιάνονταν σε κάποια από τις τρεις ξόβεργες που τους έστηνε. Τα σχέδιά της 1. Μέντελσον-Μπαρτόλντι «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», μετάφρ. Οικονομοπούλου, τ. β , σ. 1565-1566. Μάουρερ op. cit. τ. β". σ. 259. Κρέμου «Γενική Ιστορία», τ. 8', σ. 1052. Νέζερ op. cil. σ. 87. Bower & Bolitho op. cil. σ. 50.
2. 3. 4. 5.
123
όμως δεν άργησαν να μαθευτούν από τον Λουδοβίκο, που έγραψε στο γιο του «να μη βρεθεί ποτέ μονάχος με μια από τις κόρες του Άρμανσπεργκ. Η ευκαιρία —του 'λεγε— δημιουργεί τους κλέφτες». Τούτη όμως η συμβουλή του πατέρα στάθηκε κάπως άχρηστη, γιατί ο Όθωνας, ανί κανος σεξουαλικά, «άνθεζε και στις πιο άμεσες προκλήσεις Προτού ξεκινήσουν οι αντιβασιλιάδες από το Μόναχο, ο Λουδοβίκος τους πήρε παράμερα, εξόν βέβαια από τον Άρμανσπεργκ, και τους είπε: —Θα βρείτε μεγάλους μπελάδες απ’ αυτή τη γυναίκα. Το νου σας, γιατί είναι γέννημα του διαβόλου! Ο Άρμανσπεργκ είχε την εξυπνάδα, ας το πούμε έτσι, να πουληθεί κι αυτός στο διάβολο για να στερεώσει τη θέση του στον τόπο μας. Μόνο που ο σατανάς, στη δίκιά του περίπτωση, ήτανε η παντοδύναμη τότες Μεγάλη Βρετανία. Στο ταξίδι από τους Κορφούς σ τ’ Ανάπλι, με τη μεσιτεία του Λάιονς, μπήκε στη δούλεψή της. Γϊνηκε «τυφλόν δργανον τής Αγγλίας καί έπί τών ήμερων αύτοΰ ήδύνατό τις νά είπη, δτι ή Ελλάς διετέλει ύπό τήν έπικυριαρχίαν τής 'Αγγλίας· ό Αληθής αύτής άρχων ήτο ό “Αγγλος πρεσβευτής σέρ Έδουαρδ Λάϊονς»2. Η Αγγλία, καθώς λέει ο Καρολίδης, «Ίδρυσε tv όνόματι Αρχών δήθεν φιλελευθέρων τυραννίδα ένός Ανθρώπου»1. Κι ο Λάιονς, γυρεύοντας να στηρίξει τ ' οργανέτο που το κούρντιζε κι έπαιζε τους σκοπούς που επιθυμούσε, έφτασε να μας λέει: —Η Ελλάδα δεν μπορεί να ζήσει δίχως τον Άρμαν σπεργκ. Ά κου πράμα! Ο λόγος αυτός, θα πεις, παραείναι αρλούμπα, ακόμα και για τα χείλια διπλωμάτη. Κι η τέτοια ολόπλευρη υποστήριξη της Αγγλίας τον έκανε βέβαια ακόμα πιο «αύθαίρετον, βίαιον, έμπαθή, άφοβον»*. 1. 2. 3. 4.
About -La Grccc contemporaine», σ. 355. Ευαγγελίδη op. cit. 116. Καρολίδη op. cit. τ. β ', σ. 163. Πρώην Διπλωμάτης <·Η αγγλική πολιτική και ο Ελληνισμός», σ. 36.
124
Μάουρερ Ο πιο καπάτσος από τους αντιβασιλιάδες που μας έστειλε ο Λουδοβίκος στάθηκε ο Γεώργιος φον Μάουρερ, σύμβου λος της επικρατείας στη Βαβαρία και καθηγητής στα νομικά στο πανεπιστήμιο του Μόναχου. Ή τανε 43 χρονών, επαρμένος και σχολαστικός. Ό σ ο σπάσταλος ο Άρμανσπεργκ, τόσο τσιγκούνης αυτός. Λογάριασε πως στεκόταν μια μοναδική ευκαιρία να οικονομήσει, από τον πλούσιο μισθό του, όσα μπορούσε πιότερα λεφτουδάκια, να ’χει να τα χαίρεται άμα θα γύριζε στη Γερμανία. Ή ταν όμως δουλευτής. Από τα ξημερώματα ίσαμε βαθιά τη νύχτα βρισκόταν αδιάκοπα βυθισμένος στα χαρτιά του, σκαρώνοντας βουνά διατάγματα και νόμους, σίγουρος πως άμα τους αποχτούσαμε μεμιάς θα ευτυχήσουμε. Αδιαφο ρούσε βέβαια αν ήτανε ή όχι φτιαγμένοι πάνω σε μέτρα που ταίριαζαν στα δικά μας· μέσα στη σχολαστική σοφία του δεν καταδέχτηκε να το ξετάσει. Τους μαστόρευε, καθώς λέει ο Μέντελσον-Μπαρτόλντι, για «Νεφελοκοκκυ γίαν τινά, όπως θά ώνόμαζεν αύτήν ό 'Αριστοφάνης Στο μίσος που έτρεφε ο Βαβαρέζος αυτός χαρτογιακάς ενάντια στους ήρωες της λευτεριάς μας χρωστάμε πολλά απ’ όσα ακολούθησαν. Ό ταν η αντιβασιλεία έφτιασε τον Μάη του 1833 το «Τάγμα του Σωτήρος» και μοίρασε παράσημα, δεν βρέθηκε μήτε ένα για τον Γέρο του Μόριά. Κι ο στενόκαρδος άνθρωπος έλεγε, ενθουσιασμένος με το εύρημά του, τούτο δω που το πέρναγε γ ι’ αστείο: —Δυστυχώς δεν μας περίσσεψε κανένα να δώσουμε και σ ’ αυτόν. Μπρε Βαβαρέ, σε τι το χρειαζόταν η δόξα του Κολοκο τρώνη το τενεκεδένιο παράσημό σου; Αυτός έχει μεγαλό σταυρο, κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότες, το σέβας και την αγάπη των Ελλήνων. Εσύ τι πήρες από δω; Τ’ ανάθεμα και την κατάρα μαζί σου. Βρέθηκαν βέβαια I. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β ', σ. 1515.
125
και κάμποσοι από τους δικούς μας, χαρτογιακάδες σαν και σένα κι αυτοί, που σε παίνεσαν. « Ό Μάουρερ» γράφει σ τ' απομνημονεύματά του ο Δρα γούμης «δν άπεθέωσαν οΐ εύπιστοι λογιώτατοι τών ’Αθη νών, ένώ ώφειλον ν ’ άποπτύσωσι τολμήσαντα νά πατήση καί δεύτερον τό Εδαφος1, δπερ ήγωνίσθη νά ποτίση άσεβώς δΓ αίματος ήρώων, καθώς καί ό "Αβελ, άμφότεροι τετυφωμένοι καί πλήρεις οίήσεων, ήκουον μετά καταφρονήσεως καί τών έμπειροτάτων έντοπίων τάς παρατηρή σεις»2.
Ό ταν διώχτηκε —το γιατί θα το δεις— κάθισε κι έγραψε, μην τυχόν και ξεχαστεί το μεγαλουργό έργο του στον τόπο μας, ένα τρίτομο βιβλίο με τούτον εδώ τον μακρόσυρτο τίτλο: « Ό έλληνικός λαός είς τάς σχέσεις τοΰ δημοσίου, έκκλησιαστικοΰ καί Ιδιωτικού δικαίου, πρό τοΰ άπελευθερωτικοΰ άγώνος καί μετ'αύτόν μέχρι τής 31ης Ιουλίου 1834». Αν κι έμεινε τόσον καιρό στον τόπο μας και τον κυβέρνησε κι έφτιασε σωρούς τους νόμους για να ευτυχή σουμε, τόσο τον είχε μάθει, ο σοφός αυτός άνθρωπος, που φεύγοντας έγραψε στο βιβλίο του πως η Ελλάδα... βγάζει ζάχαρη, χουρμάδες και καφέ!3 Γεια σου νομοδιδάσκαλε με τα βαριά κιτάπια, που φούρνο έβλεπες και κάστρο το ’λεγες. Έιντεχ Ο πιο σκάρτος από τους αντιβασιλιάδες στάθηκε ο σαρανταπεντάρης στρατηγός Κάρολος-Γουλιέλμος Έ ι1. Ο Μάουρερ ήρθε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα το 1X58, στις γιορτές των είκοσι πέντε χρόνων της βασιλείας του Όθωνα. Οι νομικοί τον τίμησαν δίνοντας του ένα ολόχρυσο μετάλλιο που είχε 80 δράμια βάρος. 2. Δραγούμη op. cit. τ. β \ σ. 18. 3. Μάουρερ op. cit. τ. β ’, σ. 256-257.
126
ντεκ (Heidek)'. Ο Λουδοβίκος, όταν άρχισε να λογαριάζει πως κάτι μπορούσε να βγάλει από την πλατωνική ως τότες αγάπη του για μας, τον έστειλε το 1826 στην Ελλάδα. Πολέμησε με το βαθμό του συνταγματάρχη στον Πειραιά στον στρατό του Καραϊσκάκη, διορίστηκε ύστερα φρού ραρχος στ* Ανάπλι κι έπειτα που έφυγε ο Φαβιέρος γίνηκε, για λίγο καιρό, αρχηγός του ταχτικού στρατού μας. Επιστάτησε να μερεμετιστούν και μερικά κάστρα του Μόριά, που ένα απ’ αυτά, στο μικρό στη νοτιοανατολική μπασιά του Πόρου νησάκι, πήρε τ ’ όνομά του. Το 1829 αρρώστησε και γύρισε στη Βαβαρία. Οι Έλληνες, από κείνη την πρώτη γνωριμιά, δεν είχανε κρατήσει καλή ιδέα γΓ αυτόν. Ο Κασομούλης, που τον γνώρισε βέβαια από κοντά, τον ονομάζει μισέλληνα2. Οσον καιρό βρισκόταν εδώ, όπως βεβαιώνει κι ο συμπα τριώτης του Φραντς, ξεχώρισε πιότερο στα ερωτικά παρά στα στρατιωτικά. Ο Θείρσιος, ο άνθρωπος που καθώς είπαμε κατέβηκε στην Ελλάδα προξενητής να γίνει βασι λιάς μας ο Όθωνας, γύρεψε να πείσει τον Λουδοβίκο να μην τον στείλει, λέγοντάς του: — Ό ,τι χάσει κανείς στην Ελλάδα, δεν είναι τρόπος να το ξανακερδίσει. Ο Έιντεκ είχε περάσει για αλαφρύς. Και τέτοιος στάθηκε σαν ξαναγύρισε αντιβασιλιάς. Τονε βάλανε ντερ βέναγα πάνω σ ’ όλες τις στρατιωτικές μας δυνάμεις, ξηράς και θάλασσας. Αυτός όμως καταγινόταν μ ’ άλλα πιο σοβαρά πράματα. Είτε έτρεχε ολημερίς στις ακρογιαλιές να μαζέψει κοχύλια κι αχιβάδες είτε έπαιρνε την κασετίνα του και τράβαγε να ζωγραφίσει. Στο Μουσείο του Μονά χου βρίσκεται μια ακουαρέλα του που παριστάνει πλακιώτικη αυλή, όπου κάθουνται ένας νησιώτης με βράκες κι ένας φουστανελάς όσο που δυο φορτωμένοι γάιδαροι κλωτσιούνται. 1. Ά λλοι τον γράφουνε Ά ιντεκ και μερικοί Χάιδεκ και ^αΐδέγγερ. 2. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 615.
127
Η ιδιοφυία του όμως, που σ ’ αυτή δεν είχε ταίρι, στεκόταν να κάνει σχέδια για στρατιωτικές και διοικητι κές στολές. Τις γέμιζε με του κόσμου τα μπιχλιμπίδια. Σύμφωνα με το διάταγμά του, «όλοι οι δημόσιοι υπηρέται» ήτανε υποχρεωμένοι να φοράνε ινιφόρμα, καθώς την έλεγαν τότες. Και να ποια ήταν η στολή όπου σ ’ αυτήν οι υπουργοί κι οι νομάρχες θα καμάρωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια: «Τριπτυχον πίλον μέ μαύρα πτερά, κορδέλαν καί φούντας έξ άργύρου κροσσωτάς καί μέ τό έθνόσημον. Σπάθην μέ λαβίδα έκ λευκού μετάλλου, καί μέ παραρτήματα έξ άργύρου κροσσωτά». Ό λ α τα ’χε η Ζαφειρίτσα μόνο ο φερετζές της έλειπε. Τον απόχτησε όμως κι αυτόν και πια... ποιος μας έπιανε! Πού ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι; Θεόστραβοι ήρθανε, θεόστραβοι μείνανε. Κι όμως γύ ρευαν να μας πουλήσουνε φώτα. Για να κάνουν, όσοι διόριζε η αντιβασιλεία, τούτες τις παρδαλές στολές χρειάστηκε να μπούνε σε χρέος ως το λαιμό. Και το νόστιμο ήταν πως δε βρισκόταν ράφτης που να μπορεί να τις φτιάσει στον τόπο. Τότες ένας ατσίδας Βαβαρός, υπάλληλος κάποιου υπουργείου, πήρε πάνω του να τις παραγγέλνει στη Γερμανία κοστολογώ ντας τες δυο χιλιάδες χρυσές δραχμές την καθεμιά ο αθεόφοβος! Ο Δημητρακάκης ανιστορά πως ο Γιώργης Αινιάνας βρήκε φτηνότερη και καλύτερη στο Παρίσι για 1.200 δραχμές. Την έφερε, μα σύγκαιρα έφτασε κι εκείνη που ο Βαβαρός του ’χε παραγγείλει δίχως να τον ρωτήσει. Κι ο Αινιάνας υποχρεώθηκε να πάρει κι αυτή μην τα χαλάσει με τους Βαβαρέζους. Τέτοιο ήτανε το μασκαριλίκι τους μέσα σε τούτες τις παρδαλές ολόχρυσες στολές, που ο Δεληγιάννης έπειτα από χρόνια, σαν καταργήθηκαν πια, έλεγε: —Αναγκαστήκαμε και παίζαμε την αρκούδα! (Το γνω στό μασκάρεμα της αποκριάς). Κι αυτός ακόμα ο πρεσβευτής της Πρωσίας ονόμασε, σ ’ αναφορά στην κυβέρνησή του, τον Έιντεκ «κακόν δαίμονα τής Ελλάδος, άπιστον δέ καί νωθρόν άνθραπιον, 128
μισήσαντα τούς Έλληνας»1. Μα κι οι δικοί μας δεν του χάρισαν κάστανα. Ο Μ. Χουρμούζης —αγωνιστής, αξιωματικός έπειτα και συγ γραφέας— έγραψε μια κωμωδία με τον τίτλο «Ο τυχοδιώ κτης» και την έβγαλε το 1835 στην Αθήνα. Αν κι η βαβαροκρατία βρισκόταν τότες στο φόρτε της, δε δίσταξε να τυπώσει στην πρώτη σελίδα της κωμωδίας του τούτη δω την αφιέρωση: Προς τον εξοχώτατον στρατηγόν Κύριον Κύριον Α ΙΔ Ε Κ ΤΟΝ · ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗΝ ΑΦΙΕΡΩΝΕΙ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΕΝΕΚΑ
Ο Χουρμούζης Αβελ Κοντά στα τρία ταχτικά μέλη της αντιβασιλείας —σαν να μη μας έφταναν— φρόντισε ο Λουδοβίκος να μας φορτώ σει και δυο αναπληρωματικά: τον Κάρολο φον 'Αβελ, σύμβουλο για τα εξωτερικά και τα διοικητικά, και τον Κάρολο-Αδαλβέρτο Γκράινερ, ασήμαντο υποκείμενο, που θα διόρθωνε τάχατες τα οικονομικά μας. Ο πρώτος από τους δυο, ο 'Αβελ, στάθηκε φίδι κολοβό. Φανατικός ίσαμε το κόκαλο Γερμαναράς κι αντιδραστικός όσο παίρνει. Λίγο πριν διοριστεί αντιβασιλιάς μας —ήταν κι αυτός σαρανταπεντάρης— ξεχώρισε για τη μαυρίλα του μυαλού του στη βαβαρέζικη βουλή, τη δίαιτα, όπου γύρεψε να περάσουν γλωσσοδέτη στον Τύπο, βάζοντας αυστηρή λογοκρισία. Τα όσα είπε, μια κι ήταν απ’ όσα I. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β", σ. 1469.
129
αρέσουν στους βασιλιάδες, εχτιμήθηκαν βέβαια όσο έπρεπε κι από τον αφέντη του τον Λουδοβίκο. Έ τσι, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία ν’ ανεβάσει σε σημαντικό πόστο τον μυστικοσύμβουλό του, μας τον κοτσάρησε αναπληρωματικό μέλος της αντιβασιλείας. Μόλις πάτησε το πόδι του στον τόπο μας, μεμιάς του μπήκε η φαεινή ιδέα πως το καλύτερο που είχε να κάνει στεκόταν να τον γερμανοποιήσει. Ξεχώρισε όχι μονάχα σαν ο πιο φανατι κός διώχτης των αγωνιστών του Εικοσιένα, μα και σ ’ αυ τόν χρωστάμε που η γερμανικιά γλώσσα λογαριάστηκε για ημιεπίσημη κι η εφημερίδα της κυβέρνησης τυπωνό ταν όχι μονάχα στα ελληνικά, παρά και στα γερμανικά. Ό τα ν γύρισε στην πατρίδα του, γίνηκε, το 1838, υπουργός των Εσωτερικών και ξεχώρισε για τον θρησκευ τικό φανατισμό του- καταδίωξε με μανία τους προτεστάντες και σύντρεξε μ’ όλους τους τρόπους τα τάγματα των καθολικών καλόγερων που ξαπολούσε ο παπισμός στη Γερμανία. Κι όταν οι βασιλιάδες πνίξανε τη φιλελεύθερη επανάσταση που ξέσπασε το 1848 σ ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη, ο Ά βελ ηγήθηκε των αντιδραστικών δυνάμεων στην πατρίδα του και την κυβέρνησε τυραννικά. Σ’ αυτή την προσπάθειά του είχε άξιο συνεργάτη, υπουργό του, το,ν παλιό συνάδελφό του στην αντιβασιλεία, τον Μάου ρερ. Φανέρωσε τόση σκληράδα, που άγρια μισήθηκε από το βαβαρέζικο λαό. «Διήνυσεν έν Έλλάδι» γράφει γ ι’ αυτόν ο ΜέντελσονΜπαρτόλντι «άξιολογωτάτας προκαταρκτικός σπουδάς, προπαρασκευαστικάς διά τήν μέλλουσαν αύτοΰ ύπό τόν βασιλέα Λουδοβίκον διοίκησιν έκείνην τής γραφειοκρατι κής αύθαιρεσίας καί τής κληρικής μισελευθερίας, ήτις έπί μακρόν ύπήρξεν άπαίσια διά τήν έσωτερικήν άνάπτυξιν τής Βαυαρίας»1.
Αυτό στάθηκε το μπουκέτο των αντιβασιλιάδων, που 1. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β ', σ. 1467-1468.
130
φιλοτέχνησε για χάρη μας ο βασιλιάς-ποιητής Λουδοβί κος. «Πάσα κακοδαιμονία τοϋ τόπου», γράφει ο Γρηγόριος Καμπούρογλους, «ώφείλετο, κατά τόν Νέζερ, είς τήν Άντιβασιλείαν»1. Μα αυτά θα τα κρίνεις καλύτερα εσύ ο ίδιος, παίρνοντας αφορμή απ’ όσα τώρα θ ’ ανιστορήσουμε.
ΑΠΟ ΚΛΟΤΣΟ ΚΙ ΑΠΟ ΜΠΑΤΣΟ ΣίΜΑ στους αντιβασιλιάδες βρισκόταν και κυβέρνηση από Έλληνες υπουργούς. Μπράβο, θα πεις, στους Βαβαρούς· κατάλαβαν πως αυτοί κάτι πιότερο ξέρανε για τον τόπο και τους άφησαν να κυβερνήσουν. Μη βιάζεσαι να βγάλεις τέτοια κρίση. Τους είχανε από κλότσο κι από μπάτσο. Τους κατάντησαν απλούς γραφιάδες να διεκπεραιώνουν τις αποφάσεις τους. Τους υποβίβασαν, καθώς λέει ο Κυριακϊδης, «είς τήν θέσιν τμηματαρχών»2. Να τι γράφει κι ο Δραγούμης: «01 Αντιβασιλείς, ένήργουν αύτοί ώς ύπουργοί, φερόμενοι πρός τούς άληθεΐς ύπουργούς ώς πρός ύπαλλήλους έλαχίστης σημασίας, ένίοτε μάλιστα καί έξυβρίζοντες δι’ έπισήμων έγγράφων»3.
Φτιάνανε οι αντιβασιλιάδες γερμανικά τα έγγραφα, γιατί, καθώς λέει ο Γούδας: «σκοπός τής άντιβασιλείας ήτο νά καταστήση τήν 'Ελλά δα δσον τάχιον βαυαρικήν άποικίαν καί πρώτιστα πάντων έφρόντισε νά είσάξη τήν γερμανικήν γλώσσα».
Αφού τα καθαρογράφανε, τα στέλνανε στους υπουργούς 1. Καμπούρογλου «Πρόλογος στ' απομνημονεύματα του Νέζερ», σ. ι β \ 2. Κυριακίδη op. cit. τ. α \ σ. 247. 3. Δραγούμη op. cit. τ. β \ σ. 16.
131
σημειώνοντας με το μολύβι πού έπρεπε να υπογράψουν. Κι αυτοί, μάτια μου, μια και δεν καταλάβαιναν τα γερμανικά, τα υπόγραφαν δίχως να χαμπαρίζουν τι λέγανε. Και ξέρεις ποιοι ήτανε τούτοι οι φωστήρες μας; Εκείνοι που πρωτο στάτησαν πως έπρεπε ο τόπος να κυβερνηθεί συνταγματι κά! Πρώτος και καλύτερος στις κουρμπέτες στους Βαβαρέζους στάθηκε, βέβαια, ο Φαναριώτης ψευτοπρίγκιπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Κείνο που δεν κάτεχε ήτανε πως σαν δουλεύεις ξένο αφεντικό πρέπει να ’χεις πρόθυμο τον πισινό σου να δοκιμάσει την κλοτσιά του. Κάποτες που ξεθαρρεύτηκε ν ’ αντιτάξει τη γνώμη του στον 'Αβελ αυτός του φώναξε: —Βλάκα! Τίποτα δεν μ’ εμποδίζει ν ’ ανοίξω το παράθυ ρο και να σε πετάξω όξω1. Κι ο Μαυροκορδάτος που δε δίσταξε να παραμερίσει τον Δημήτρη Υψηλάντη, να χώσει στη φυλακή προδότη τον Κολοκοτρώνη, να ξεκάνει τον Καραΐσκάκη και τον Καποδίστρια, τώρα, μπροστά στην προσβολή του ξένου, έσκυψε το κεφάλι του και κατάπιε τη χολή του. Μα κι ο Κωλέτης «έλθών είς τό ύπουργεΐον τών 'Εσωτερι κών (που ήτανε κάτω από τη δικαιοδοσία του Άβελ), δέν έπείθετο νά παύση τόν οίκειότερον τών νομαρχών, ήπειλήθη καί έπεπλήχθη άποτομώτερον παρ' δσον ήμπορεϊ νά έπιπλήξη ύπουργός σήμερον τόν τελευταΐον γραφέα»2. Οι Βαβαροί κράτησαν για λίγο, ως τις αρχές του Απρίλη, την κυβέρνηση που βρήκαν άμα ήρθαν και που στεκόταν τούτη δω: Σπ. Τρικούπης πρωθυπουργός και υπουργός των Εξωτερικών, Χρ. Κλωνάρης της Δικαιοσύ νης, I. Ρίζος της Παιδείας, Αλ. Μαυροκορδάτος των Οικονομικών, Δ. Βούλγαρης των Ναυτικών, Δ. Χρηστίδης των Εσωτερικών και Κ. Ζωγράφος των Στρατιωτικών. Ό λ οι τους ήτανε, όπως σωστά παρατηρούν τόσο ο 1. Βλέπε Ραγκαβή «Απομνημονεύματα», τ. α", σ. 373 και Βλαχογιάννη «Ιστορική Ανθολογία», σ. 51. 2. Βλαχογιάννη «Ιστορική Ανθολογία», σ. 51.
132
Μέντελσον-Μπαρτόλντι όσο κι ο Πετρακάκος, «έκ τών άποσπασθέντων τής συνταγματικής μερίδος έν Προνοίφ»1. Μια κι ουσιαστικά καθετί το σημαντικό τ’ αποφάσιζαν οι Βαβαροί, η κυβέρνηση καταγινόταν με τα πιο ασήμαντα πράματα. Η εφημερίδα «Σωτήρ», στο φύλλο τής 20 του Φλεβάρη 1834, γράφει πως το υπουργικό συμβούλιο συνεδρίασε δυο φορές για να διορίσει έναν λιμενάρχη! Από τους πρώτους τούτους κάτω από τη βαβαροκρατία υπουργούς ένας μονάχα δε σήκωσε τις προσβολές και τα καπρίτσια των αντιβασιλιάδων, ο Κλωνάρης, που συχνά θα μιλήσουμε παραΰστερα γ ι ’ αυτόν, καθώς θα τον συνα ντήσουμε συνήγορο της υπεράσπισης στη δίκη του Κολο κοτρώνη. Τον φώναξε ο Ά βελ και τον πρόσταξε να περάσει από κριτήριο τον καπετάν Βάσο Μαυροβουνιώτη και τον υπομοίραρχο Τσαλακώστα —που δεν ήταν άλλος από τον ποιητή Ζαλοκώστα— γιατί τάχατες αντενεργού σαν στους Βαβαρούς. Ο Κλωνάρης αρνήθηκε να το κάνει. Τότες ο Ά βελ, που πρώτη φορά έβρισκε αντίσταση στις βουλές του, κόρωσε κι άρχισε να του φωνάζει. Ο Κλωνά ρης του γύρισε απότομα το κεφάλι του. —Εγώ σας μιλώ, του λέει ο Ά βελ, κι εσείς κοιτάτε αλλού. —Με τ ’ αυτιά ακούμε στην Ελλάδα κι όχι με τα μάτια, του απαντάει ξερά ο Κλωνάρης. 'Οταν στις 3 του Απρίλη 1833 οι Βαβαροί ανασχηματίσανε το υπουργείο, πρώτον και καλύτερο διώξανε τον Κλωνάρη και στη θέση του βάλανε τον Πραίδη. Βγάλανε από υπουργούς και τον Ρίζο, τον Ζωγράφο και τον Χρηστίδη και διόρισαν τον Γ. Ψύλλα των Εσωτερικών και τον Κωλέτη, τον φουστανελά Κωλέτη, υπουργό... των Ναυτικών! Πιο έπειτα, στις 21 του Αυγούστου, όταν πια ετοιμάζονταν να χτυπήσουν τους ήρωες του αγώνα, κάνα νε υπουργό των Στρατιωτικών τον Βαβαρό στρατηγό βαρόνο Σμαλτς. 1. Ραγκαβή op. cit. τ. α". σ. 373.
133
Και στις δυο αυτές κυβερνήσεις δε βάλανε κανέναν από το παλιό κόμμα του Καποδΐστρια. Όλους όσους στάθη καν φίλοι του κυβερνήτη, τους λογάριαζαν για «εθνικά ύποπτους». Και τέτοιοι ήταν... για την Αγγλία όμως, που πίσω από τις πλάτες του Άρμανσπεργκ διαφέντευε τον τόπο. Ο Κυριακϊδης, συγκρίνοντας την πολιτεία των Γερμα νών αντιβασιλιάδων και του Καποδΐστρια, γράφει: «Πράγματι δέ έκ συγκεντρωτικωτάτων ένεπνέοντο Ιδεών οί άποτελέσαντες τήν άντιβασιλείαν, είς πάντα Αναμιγνυό μενοι καί τών πάντων τήν διεύθυνσιν άναλαβόντες, αύταρχικώς δέ πολιτευόμενοι καί δεσποτικώς πρός τούς Ιθαγε νείς πολιτικούς άνδρας οδς καί ήθελον νευρόσπαστα τών όρέξεων καί συμφερόντων αύτών. Τότε κατεδείχθη πασιφανώς πλέον δπόσον άνώτερος πολιτικός ύπήρξεν ό ’Ιωάννης Καποδίστριας, όπόσον δικαιότερος καί ήπιώτερος καί γνώστης τών άναγκών καί τών διαθέσεων τοΟ έλληνικοΰ λαού, τών Βαυαρών Αντιβασιλέων, οΐτινες καίτοι συγκριτικώς άφθονα διέθετον χρηματικά μέσα καί μεϊζον κΰρος έκέκτηντο, εύθύς άρχήθεν είς πλείστα περιέπεσον σφάλματα καί όλίγους μήνας μετά τήν άφιξιν αύτΛν έξήγειραν θύελλαν άγανακτήσεως καί προύκάλεσαν συνω μοσίας καί στάσεις»1.
Καθώς βλέπεις, φίλε μου αναγνώστη, την ανεξαρτησία που κερδίσαμε με τόσα αίματα, πάει, την ξαναχάσαμε πάλι. Διώξαμε τους πασάδες και μας κουβάλησαν τους αντιβασιλιάδες. Πήγανε σ τ’ ανάθεμα τ ’ ασκέρια του σουλ τάνου κι αστραφτοκόπαγαν τώρα οι βαβαρέζικες μπαγιο νέτες. Αλώνιζαν τον τόπο μας οι ξένοι σαν να ’τανε τσιφλίκι τους. Ό λ α τα σημαντικά πόστα τα κράταγαν καλά στα χέρια τους, μην τυχόν κι εμείς οι Έλληνες, που χύσαμε τόσα αίματα για λευτεριά, κάτι θα χαιρόμαστε από δαύτη. I. ΚυριακΙδη op. cit. τ. α ', σ. 247-248.
134
ΤΟ ΤΕΛΟΣ TOY ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΙίΩ Σ ρωτήσεις: —Τι γυρεύει ένας τέτοιος υπότιτλος εδωπέρα; Η τελευ ταία μάχη, μ' αρχηγό τον Δημήτρη Υψηλάντη, δε δόθηκε το 1829 στην Πέτρα; Σωστά. Μα το Εικοσιένα, μ* όλα τα λάθη μας και τις κακομοιριές μας, ήτανε, ίσαμε που ήρθανε οι Βαβαρέζοι, ακόμα ζωντανό. Λαός κι αγωνιστές ελπίζανε πως κάπως θα δικαιώνονταν οι ανείπωτες θυσίες τους. Τι ζητούσαν; Δικαιοσύνη και λίγη γη από την τόση που άφησαν οι Τούρκοι φεύγοντας, την ποτισμένη με το αίμα τους. Κείνο που ποτές δε φαντάστηκαν στεκόταν πως μπόραγε να βρει ο μεγάλος για λευτεριά σηκωμός μας δολερό κι ακαρτέρευτο θάνατο _ωσάν αυτόν που θ ’ ανιστορήσουμε τώρα. Στον κάμπο του Ά ργους είχε συναχτεί, περιμένοντας τον ερχομό του βασιλιά, όλος σχεδόν ο στρατός του Εικοσιένα, ίσαμε δέκα χιλιάδες αγωνιστές. Πολλοί απ’ αυ τούς κατάγονταν από μέρη που μείνανε κάτω από την Τουρκιά — την Ή πειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Μικρασία, τη Σάμο, την Κρήτη κι από άλλα νησιά. Έ τσι, οι νταϊφάδες των καπεταναίων τους ήταν γΓ αυτούς τόπος και φαμελιά. Στο μακρόχρονο αγώνα χάσανε ό,τι κι αν είχαν. Τα τσαρούχια τους, που όργωσαν τους ερημότο πους, χιλιομπαλωμένα. Οι λιγδιασμένες φουστανέλες τους κρέμονταν ξεσκλίδια. Πουκάμισο δεν τους απόμενε να μεταλλάξουν. Κάλτσα από καιρό δε φόραγαν. Τους έτρωγε η βρόμα και η ψείρα, όσο που τους στεφάνωνε η δόξα πως αναστήσανε πατρίδα. Τώρα ελπίζανε και χαίρονταν, μια και το καράβι μας άραξε πια σ ’ απάνεμο λιμάνι. Λογάρια ζαν πως τούτοι οι φωτισμένοι Ευρωπαίοι που έρχονταν να κυβερνήσουν τον τόπο βρίσκονταν μακριά από τα πάθη και τα ιντερέσα των αρχόντων, των πολιτικάντηδων και των καπεταναίων. Θα δίνανε λοιπόν την αμοιβή σύμφωνα 135
με τα όσα έπραξε ο καθένας πασκίζοντας να γλιτώσει την πατρίδα μας από του λιονταριού το στόμα. Βλέπανε, καθώς λέει ο Βλαχογιάννης, «έν τψ προσώπφ τοΰ νεαρωτάτου βασιλέως δχι μόνον τόν Θρίαμβο άλλά καί τήν άμοιβήν τών θυσιών α ύ τ ώ ν Κι αν όχι τίποτις άλλο, στέκονταν σίγουροι πως από τα πρώτα που θα φρόντιζαν, μια και κουβάλαγαν μπόλικο χρήμα μαζί τους από τα δάνεια των τριών μεγάλων Δυνάμεων, θα 'τανε να παίρνανε ταχτικά τα γεμεκλίκια και τους μισθούς τους για να χορτάσουν λίγο την πείνα τους, να κρύψουν τη γύμνια τους και να ποδευτούν. Κι όμως, οι μέρες διάβαιναν από τον ερχομό του βασιλιά και τίποτις δε γινόταν απ’ ό,τι καρτέραγαν. Ό σ ο που ο βαβαρέζικος στρατός χαιρόταν όλα τα καλά του κόσμου κι οι αξιωματικοί του γλεντοκόπαγαν στις μπιρα ρίες που μεμιάς άνοιξαν σ τ’ Ανάπλι, οι αγωνιστές ζητιά νευαν κι αυτό ακόμα το ψωμί. Έλεγες και τους είχανε ξεχάσει... Κείνο που δεν ήξεραν ήταν πως όλον ετούτον τον καιρό, σαράντα τόσες μέρες, οι ξένοι κι οι δικοί μας καλοθελητάδες ετοίμαζαν, σκυμμένοι πάνω σε διατάγματα και νόμους, το πιο εφιαλτικό παιχνίδι απ’ όσα μπορούσε να ονειρευτεί ο στρατός του Εικοσιένα. Από τη μια «ή άντιβασιλεία έπίστευσεν δτι έκινδύνευεν ή ϋπαρξις αύτής, έφ'δσον οί άγριοι έκεϊνοι πολεμισταί διετήρουν έξουσίαν τινά»2. Στο μόνο στρατό, αφού ήρθανε όχι σαν φίλοι μα σαν καταχτητές, που μπορούσαν να εμπιστευτούν ήταν ο δικός τους που φέρανε μαζί τους. Οι αγωνιστές στέκονταν γ ι’ αυτούς μια δύναμη ύπσφτη κι εχθρική, που έπρεπε, το πιο γρήγορα, να χτυπηθεί. Γύρεψαν λοιπόν «νά πνίξουν τό έπαναστατικόν πνεύμα διά μιας, διά τοΰ σιδήρου»3. Από την άλλη πάλι συδαύλιζαν την απόφαση των ξένων «καί τινες 1. Βλαχογιάννη - Εισαγωγή στ’ απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», τ. α ', σ. 36. 2. Κρέμου op. cit. τ. δ . σ. 1017. 3. Κασομούλη op. cit. τ. γ '. σ. 614.
136
Έλληνες, οϊτινες, ένώ οί συμπατριώτω αύτών έμάχοντο καί έσφάζοντο ύπέρ τής έλευθερίας τής Ελλάδος, είχον διαμείνη λίαν ήσυχοι έν τή άλλοδαπή, έπέστρεψαν δέ μετά ταΰτα είς τήν 'Ελλάδα έπιπολαίως παιδευθέντες καί ήξίουν νά λάβωσι τάς καλλίστας τών θέσεων καί τούς άδροτάτους τών μισθών»1. Τούτη την κατηγορία του Κρέμου για τους ανάξιους αυτούς Έλληνες τη βεβαιώνει κι ο Κασομούλης: « "Αρχι σαν», γράφει, «να' τούς ζωγραφίζουν ώς Ανήμερα θηρία καί όλεθρίους διά τόν θρόνον καί τήν πατρίδαν»1. Βοήθαγαν έτσι τους ξένους να βάλουνε σε πράξη την απόφασή τους να σκορπίσουνε το στρατό του Εικοσιένα, που την είχανε πάρει, όπως λέει ο Φίνλεϊ, στο Μόναχο προτού ακόμα κατέβουν στην Ελλάδα3. « Εν τώ μέσω λοιπόν τών ένθουσιωδών διαθέσεων τοΰ λαού ύπέρ τοΰ Βασιλέως», γράφει ο Κασομούλης, «τών μεγαλυτέρων έλπίδων τών στρατιωτικών περί γενικής βελτιώσεως καί εύτυχοΰς άποκαταστάσεως, καί έπειτα άπό μίαν δκραν σιωπήν καί έχεμύθειαν, καί σαράντα ήμερών σοβαράν σκέψιν τής Άντιβασιλείας καί τοΰ υπουργείου»4, τυπώσανε στις 2 του Μάρτη 1833 στην εφημερίδα της κυβέρνησης δυο διατάγματα, που το πρώτο απ’ αυτά άρχιζε έτσι: ΟΘΟΝ EAEQ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Άκούσαντες τήν γνώμην τοΰ Υπουργικού Συμβουλίου, άπεφασίσαμεν καί διατάττομεν τά έξης: "Αρθρον 1 Τά μέχρι τοϋδε ύπάρχοντα είς τήν 'Ελλάδα άτακτα στρατεύ ματα διαλύονται. Πάσαι αί πράς στρατολογίαν τοιούτων στρατευμάτων μέχρι τοϋδε δοθεϊσαι άδειαι λογίζονται άκυροι. 1. Κρέμου op. cit. 2. Κασομούλη op. 3. Φίνλεϊ «Ιστορία 282. 4. Κασομούλη op.
τ. δ ’, σ. 1017. cit. τ. γ ’, σ. 610. της Ελληνικής επαναστάσεως», ελλ. μετάφρ. τ. β ’.σ. cit. τ. γ \ σ. 616.
137
Πες πως είναι μέρα χαρά Θεού και ξάφνου αστραπές ξεσκίζουνε το φως και τη γαλήνη. Ένα τέτοιο ξάφνιασμα δε θα στεκόταν τίποτις μπροστά σ ’ εκείνο που ένιωσε ο στρατός του Εικοσιένα. Τούτα τα διατάγματα «κατασπάραξαν έκ βάθους τάς καρδίας δλων τών 'Αγωνι στών. "Απνοοι καί Αφωνοι μείναντες ώς φλομωμένοι Ιχθύες, άπελπίσθησαν, μή δυνάμενοι ούτε έμπρός ούτε όπίσω νά κινηθούν Ενεκα τής τρομεράς δυστυχίας των»1.
—Αχ! λέγανε αναστενάζοντας· τυχεροί στάθηκαν όσοι σκοτώθηκαν από τον Τούρκο και δεν έζησαν να δουν το τέλος μας!
ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ Α κΟ Υ πώς ανιστοράει το δράμα που παίχτηκε στον κάμπο του Άργους όχι πια ένας δικός μας, μα Βαβαρός: « Ό αφοπλισμός τών παλληκαριών» γράφει στ’ απομνη μονεύματά του ο υπολοχαγός Νέζερ «έγινεν είς τήν ’Αργολίδα, όπου συνεκεντρώθησαν περί τάς δέκα χιλιά δας. Μ’ δλον δτι ή παράδοσις τών δπλων καί τών ξιφών τούς έπότισεν άνέκφραστον πικρίαν, διότι έχωρίζοντο Από τάς άγαπητάς των πανοπλίας, μέ τάς όποίας είχον πολεμή σει ύπέρ τής έθνικής των Ανεξαρτησίας, έν τούτοις δέν έγινε καμμία άταξία κατά τήν παράδοσιν, καί μόνον συγκινητικοί τινες σκηναί μδς έτάραξαν τήν καρδίαν. Εΐδωμεν ήλικιωμένους Ανδρας καί σχεδόν μέ λεύκάς τρίχας, πού είχον άρειμάνιον ήθος, νά κλαϊνε ώς παιδία καί νά χύνουν δάκρυα διά τών ήλιοκαών των παρειών. Ή παράδοσις τών δπλων έφερεν είς Αλλους Απελπισίαν καί μή θέλοντες νά παραδώσουν είς ξένας χεΐρας τόν πολύτιI. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 616-617.
138
μον θησαυρόν των, Ερριψαν είς τούς κρημνούς τά ξίφη των καί τά άλλα των όπλα»1.
Κάμποσοι που απόμειναν στο Ά ργος, βιασμένοι από την ανάγκη, τράβηξαν ξαρμάτωτοι σ τ' Ανάπλι να ζητή σουν, πες ζητιάνοι πια, ελεημοσύνη. Τους λένε να γυρί σουν πίσω, τάζοντάς τους πως θα τους φρόντιζαν. Τους στείλανε λιγοστό αλεύρι, όσο για να φάνε μια-δυο μέρες ψωμί. Έπειτα από δυο βδομάδες ίσαμε τρακόσιοι από τούτους τους δύστυχους αγωνιστές, με θολωμένο το νου από την πείνα και τ’ αναπάντεχο κακό που τους βρήκε, φτάσανε ως έξώ από τ’ Ανάπλι, στις Λεύκες. Μα εκεί τους καρτέραγαν δυο λόχοι Γερμανών, με τις μίκες των κανο νιών τους αναμμένες. «Μάτην» γράφει ο Ευαγγελίδης «οί δυστυχείς ήρωες έδείκνυον τήν φουστανέλλα τήν λερή καί τά ρακώδη αυτών Ενδύματα* μάτην έπεδείκνυντο τά αύτών τραύματα· μάτην μετά δακρύων έπεκαλούντο τούς άγώνας, τάς λα μπρός μάχας, έν α\ς Ετρεψαν είς φυγήν τούς έχθρούς καί παρασκεύασαν τήν έλευθερίαν τής πατρίδος. ’Αντί παρηγορίας οΐ Βαυαροί άξιωματικοί έδείκνυον πρός αύτούς περιφρόνησιν»2.
Τους προστάζουν να διαλυθούν. —Ψωμί! φωνάζουν οι δικοί μας. Σ’ απόκριση τους ρίχνουνται οι Γερμανοί, «πεζούρα και καβαλαρΐα, και τους βαίνουν ομπρός»*. Και τότες οι αγωνι στές του Εικοσιένα σηκώνουν μαύρα μπαϊράκια και διωγ μένοι από την πατρίδα που λευτέρωσαν τραβάνε να βρούνε καταφύγι... στην Τουρκιά! Διαβαίνουν τον Ισθμό, κυνηγη μένοι ως εκεί από τους Γερμανούς, ανεβαίνουν στη Ρούμελη, περνάνε τα σύνορα και κάνουνε αρχηγό τους τον Ταφίλ Μπούζη, που γΓ αυτόν ξαναμιλήσαμε. Φεύγανε 1. Νέζερ op. cit. σ. 22-23. 2. Ευαγγελϊδη «Ιστορία του ’Οθωνος», σ. 46. 3. Μακρυγιάννη op. cit. τ. β \ σ. 65-66.
130
ξυπόλητοι και γυμνοί από τούτη τη γης που τη δούλεψαν με το τσαρούχι τους, το ντουφέκι τους, την πάλα τους και κλαίγοντας λέγανε: —Πατρίδα, δε μας βαστάει η καρδιά να σου κάμομεν εσένα της πατρίδας μας κακό, γιατί για σένα χύσαμε το αίμα μας. Και τώρα πάμε σ ’ εκείνους οπού πολεμούσαμε να φάμε κομμάτι ψωμί — όχι να προσκυνήσουμε. Να ’ρθούμε αναντίον σου δεν το κάνουμε καμπούλι, μια κι αγωνιστήκαμε να γένεις βασίλειο. «Αυτήνοι κ ι’ όλοι οι άνθρωποι οπούχαν αϊστηση κλαίγαν» γράφει ο Μακρυγιάννης «και οι απατεώνες γέλαγαν και χαίρονταν ότι στείλαν τους αγωνιστές εις τους Τούρ κους να ζήσουνε»1.
Ο Ταφίλ Μπούζης, Τουρκαλβανός που είχε σηκώσει δικό του μπαϊράκι, πήρε στη δούλεψή του τ ’ απομεινάρια του στρατού του Εικοσιένα, ρίχτηκε μ’ αυτά στην Ά ρτα το καλοκαίρι του 1833, την κυρίεψε και τη διαγούμισε. Οι αγωνιστές της ελευθερίας πολέμαγαν πια πραιτωριανοί, για να φάνε ένα κομμάτι ψωμί, που τους το στέρησαν οι ευεργέτες μας οι Ευρωπαίοι. Κι εκεί χάθηκαν οι περισσό τεροι. Ανάθεμά σας, Βαβαροί! Μονάχα τούτο το «καλό» να μας είχατε κάνει, μας φτάνει να σας αναθεματίζουμε όσο θα υπάρχουμε εμείς οι Έλληνες στον κόσμο. Ό λ οι οι ιστορικοί μας παραδέχουνται πως τη ληστεία που βασάνισε εκατό σχεδόν χρόνια τον τόπο μας τη χρωστάμε σ ’ αυτή την αδικία. Κάμποσοι, μην έχοντας αλλού να κονακιάσουν εξόν τα μισογκρεμισμένα ’ρημο κλήσια ξανανέβηκαν στο βουνό και γίνηκαν κλέφτες. «Διασπαρέντες» γράφει ο Κασομούλης «ώσάν νά μή ύπήρξεν στρατός τοΟ Ίεροΰ Ά γώνος ουδέποτε, καί ώσάν νά μή έλευθέρωσαν οί βραχίονές των τήν πατρίδα καί τήν I. Μ αιρυγιάννη op. cit. τ. β ', σ. 6&
140
κατέστησαν βασίλειον, ώς λύκοι θεωρούμενοι ιιλέον, έπλημμύρισαν τήν μεθόριον άπό ληστείας»1.
Ά κου τι γράφει για τούτο τ ’ ανείπωτο δράμα τοϋ στρατού του Εικοσιένα κι ο πρωτοσύγκελος Φραντζής: «Τήν τάξιν αύτήν (των αγωνιστών — τους παλιούς αρματολούς και κλέφτες) τήν τόσον φανεΐσαν χρήσιμον είς τάς κατ' έχθρών μάχας, τήν θυσιάσασαν αίματα κ.τ.λ. διά τήν έλευθερίαν τής πατρίδος, διαβληθεΐσαν καί αύτήν παντοιοτρόπως, έθεώρει ή ’Αντιβασιλεία ώς άποστάτας καί τής Ελληνικής βασιλικής Κυβερνήσεως, καί ώς αύτόχρημα κλέπτας, μ ’ δλον δτι έξ αύτών καί τών λοιπών Ε λλήνω ν άπηρτίζετο τό στρατιωτικόν τής 'Ελλάδος άπ’ άρχής τής έπαναστάσεως, καί αύτοί ήσαν έκεΐνοι, οίτινες συνηνωμένοι μετά τών λοιπών 'Ελλήνων κατετρόπωσαν, κατέσφαξαν καί έξηφάνισαν χιλιάδας Τούρκων, καί έκ τών έντός τής 'Ελλάδος κατοικούντων, καί έκ τών Εξωθεν πολλάκις είσβαλόντων. "Οθεν καί θεωρήσασα αύτούς ώς έχθρούς τοΰ βασιλικού θρόνου, καί ώς άνθρώπους άναξίους τής βασιλικής έμπιστοσύνης, διέλυε τά ύπό τήν όδηγίαν των έλαφρά τάγματα, ώστε έκ τών διαλυθέντων αύτών στρατιωτών κατηναγκάσθησαν άλλοι μέν νά προσφύγωσιν είς τό Τουρκικόν κράτος, άλλοι νά γίνωσι λησταί, άλλοι κλέπται καί άλλοι νά λιμοκτονώνται, μή Εχοντες κάνένα πόρον τοΰ ζήν άλλον, οΟτε χρηματικόν, οϋτε κτηματικόν (...). Ά φ ’ ού δέ διέθεσε καί τούς άνθρώπους τής τάξεως αύτής κατά τόν ρηθέντα τρόπον, έγκατέλειπεν είς τήν διάκρισιν τών άνέμων καί τήν τάξιν τών ναυτικών, άπρομήθευτον, άπροστάτευτον καί δλως δΓ δλου δυστυχοΰσαν καί πενομένην, είς τρόπον ώστε πολλοί έκ τών ναυτικών τής 'Ελλάδος μή Εχοντες κάνένα πόρον ζωής, μήτε δυνάμενοι νά έργασθώσιν είς τήν ξηράν τελείως, προσέφυγον άλλοι μέν είς το Τουρκικόν κράτος, άλλοι δέ είς τό Αίγυπτιακόν, καταναγκασθέντες νά προσκυνήσωσι πάλιν έκ νέου τούς έχθρούς, τούς όποιους πρό τινων έτών κατεδίωκον, καί νά διοικώσι τούς στόλους έκείνους, τών όποίων τά πλοία έπυρπόλουν καί κατηφάνιI. Κασομούλη op. cit. τ. γ ', σ. 618.
ζον, μόνον καί μόνον διά να πορισθώσιν όλίγον άρτον, τοΰ όποιου καί αύτοΰ έστεροΰντο έπί τών ήμερών τής δεσποτίας τής ’Αντιβασιλείας»1.
Ο λαός, βλέποντας να μη βρίσκει από πουθενά δικαιο σύνη και τούτους τους καινούργιους αφεντάδες σε πολλά να στέκουνται πιο άδικοι κι απ’ αυτούς ακόμα τους Τούρκους, μίσησε το κράτος. Κατάφεραν, μ’ άλλα λόγια, οι ξένοι και τα τρανά κεφάλια μας να σκοτώσουνε μέσα του κι αυτήν ακόμα την ελπίδα. Οι χωριάτες μας πίστεψαν πως δεν υπάρχει διόρθωση του κακού και βγάλανε την κρίση πως μοίρα κάτω από τον ήλιο δεν έβλεπες, αν δεν είχες «χαμοθεό», καθώς ονόμαζαν τον κομματικό παράγο ντα που ο λόγος του είχε πέραση στο γκουβέρνο. Και τότες, όπως οι λεβέντες πριν από το Εικοσιένα που δε βάσταγαν «να είναι σκλάβοι των Τουρκών, κοπέλια των γερόντων», παίρνανε κι αυτοί δίπλα τα βουνά να παν να βγούνε κλέφτες. Εκεί δεν είχανε να φιλήσουνε μήτε κατουρημένες ποδιές μήτε να δεχτούν βουβοί την αδικία. Το χωριό τους, το βασανισμένο από την εγκατάλειψη και τη φτώχεια, τους είχε τιμή και περηφάνεια. Τι κι αν τους περίμενε, αν πιάνονταν, η καρμανιόλα, μια και τ ’ όνομά τους, όταν ξεχώριζαν, γινότανε θρύλος και τραγούδι; Έ τσι, άμα γεννιόταν αγόρι, η καλύτερη ευχή που δίνανε στα γονικά συγγενείς και φίλοι στεκόταν τούτη δω: —Κλέφτης και καπετάνιος.
ΕΙΣΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ ΚΑΙ ΘΗΡΙΑ ΜΕΡΙΚΟΙ από τους ιστορικούς μας, γυρεύοντας ν’ αλαφρώσουν τις ευθύνες των δικών μας, λένε πως οι Έλληνες υπουργοί «τό όλέθριον τοϋτο άποβησόμενον προλέγοντες, I. Φραντζή op. cit. τ. γ '. σ. 166-168.
142
έπέμενον έκλιπαροϋντες τήν άντιβασιλείαν νά σκεφθή ώριμότερον»'. Θες να παραδεχτούμε πως σωστό στέκεται αυτό κι ας μην υπάρχει κανένα ντοκουμέντο που να τ’ αποδείχνει; Πάει καλά, το παραδεχτήκαμε. Μα τώρα σε ρωτώ: —Κι έτσι, τάχατες, παίρνουνε συχωροχάρτι; —Ναι, αν αρνήθηκαν να υπογράψουν τα διατάγματα. Σωστά. Μα εδώ είναι ο κόμπος: δεν αρνήθηκαν. Κάτω απ’ αυτά βρίσκουνται όχι μονάχα οι υπογραφές του Ά ρ μανσπεργκ, του Μάουρερ, του Έιντεκ, μα και του Σ. Τρικούπη, του Α. Μαυροκορδάτου, του Κ. Ζωγράφου, του X. Κλωνάρη, του Δ. Βούλγαρη και του Δ. Χρηστίδη. Τότες, εσύ κι εγώ, τούτα δω έχουμε να τους πούμε: —Αν διαφωνούσατε αληθινά με το έγκλημα των ξένων, ξέχωρα εσείς κυρ Τρικούπη και κυρ Μαυροκορδάτο που σταθήκατε δυο από τους πιο τρανούς πολιτικούς του αγώνα, ένα είχατε να κάνετε: να παραιτηθείτε. Μια και τα υπογράψατε, είσαστε όχι μονάχα όμοια υπεύθυνοι, μα και πέσατε σε βαριά ατιμία, γιατί Έλληνες εσείς δεχτήκατε, για να κρατήσετε τα πόστα σας, να βάλετε τα ονόματά σας κάτω από τα δυο αυτά διατάγματα, που στάθηκαν τα νεκροσέντουκα οπού μ’ αυτά θάφτηκε το Εικοσιένα. Κι ούτε είναι σωστό πως τάχατες οι πολιτικάντηδές μας «έκλιπάρουν τήν άντιβασιλείαν νά σκεφθή ώριμότερον». Α ντίθετα συδαύλιζαν, όσο πέρναγε από το χέρι τους, το μίσος των ξένων για τον εθνικό στρατό του Εικοσιένα. Κι αυτά δεν είναι κουβέντες του αγέρα που κάθουμαι και σου τις ξεφουρνίζω γιατί ταιριάζουνε μ’ όσα σου ανιστορώ. Έχουμε ένα ντοκουμέντο γραμμένο κείνο τον καιρό, που φανερώνει την αγαθή τους διάθεση για τους αγωνιστές της λευτεριάς, οπού οχτώ χρόνους ζύμωσαν με τα παλιοτσάρουχά τους τη γη μας και το θάνατο. Τούτο το ντοκουμέ ντο βγήκε κι αυτό από το κοντύλι εκείνου του αθάνατου άντρα, του μεγαλύτερου νεοέλληνα συγγραφέα, του Μακρυγιάννη. Και δεν είναι παρμένο από τ' απομνημονεύμα I. Δραγούμη op. cit. τ. β", σ. 17.
143
τά του, μα γράμμα του δημοσιευμένο στις 22 του Αυγούστου 1833 στην εφημερίδα του Αναπλιού «Ή λιος», δηλα δή πάνω στην καυτή επικαιρότητα κι όσο που ακόμα ο Ψύλλας —που δε στάθηκε δα από τους χειρότερους καθώς θα δεις— ήτανε ακόμα υπουργός των Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Τρικούπη. Άκου τι έγραφε: Εγώ όντας εις τ ’ Ανάπλι είχα αναφερθή εις την Κυβέρνησιν και εξηγούμην ότι δυστυχώ και δεν είμαι εις κατάσταοιν διά την υγείαν μου, και αν είναι δυνατόν να μου δοθή ο μισθός μου να ζήοω το σπήτι μου και να κυτταχθώ' η Σ. Κυβέρνηοις από πολλάς φροντίδας δεν μου έκαμεν απόκρισιν. Με τον Κυρ Ψύλλαν υπουργόν τώρα της Επικρατείας είχα την τιμήν να είμαι φίλος από τα 1822 και έκαμα το χρέος μου προς τον φίλον μου- ήλθε ο φίλος μου Κυρ Ψύλλας εδώ εις Αθήνας και τον εξηγήθηκα την δυστυχίαν μου και διά τας αναφοράς οπού δεν έλαβα απάντησιν μου είπ ε να ξαναφτιάξω άλλην να τη δώσω και θ έλει ομιλήσει και αυτός, και τελειώ νουν τα δεινά μου~ έφτιασα άλλην και την επήγα και την ε ΐδ ε ν Φαίνεται όμως του εφάνη νόστιμο να βρίζη και άρχισε να με λέγη: «Τι δικαιώματα έχ ετε; Τι καλό κάματε της πατρίδος; 'Ολοι οι στρατιωτικοί είσ θε τύραννοι και θηρία». Του λέγω: « Ό λοι, Κυρ Ψύλλα, είμεθα όλοι οι αυτοί;». «Τι στοχάζεσαι, μ ' απεκρίθη, ότι είσαι καλήτερος; Χ ειρότερος από κάθε άλλον. Έ δεσες τα συμφέροντά σου με Οδυσσέα και Γούρα και Πανουργιά και λοιπούς Ρουμελιώτες, καθώς και ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι εις την Πελοπόννησον έδεναν με Μ μ η ν , και τυραννούοατε την πατρίδα». Άφησα αυτόν, εκείνος έλεγεν, εγώ δε ανεχώρησαεπειδή όμως ο Κύριος Ψύλλας δεν είναι ιδιώ της, αλλά δημόσιος και μάλιστα Υπουργός κατά δυστυχίαν, επιθυμώ και παρρησία να τον αποκριθώ, καθώς και αυτός παρρησία με ύβριοεν. Λ έγεις, Κύριε Ψύλλα, ότι σεις εΐο θ ε οι πέντέ προκομμένοι της Ελλάδος', και διά τούτο σεις πρέπει να βυζά νετε το βυζί
144
που πυπυλάτε τώρα. Σας ερωτώ, Κύριε Ψίιλλα, είναι η προκοπή σας το να ονομάζετε όσους έχυσαν το αίμα τους διά την πατρίδα θηρία και τυράννους; τέτο ιαις συστάσεις βέβαια κάμνετε και εις τας συνεδριάσεις προς την L Αντιβασιλείαν, και κάμνετε τους αγωνιστάς της Ελλάδος να φεύγουν από την πατρίδα- τέτοιαις συστάσεις κάμνετε και δΓ όσους εθυσίασαν την κατάσταοίν των διά την πατρίδα, διά τούτο τους αφήσατε εις την δυστυχίαν τους. Τούτα είναι τα μεγάλα σας φώτα, που θ ' αναστήσουν την πατρίδα; Πόσο σκοτεινά είναι τα φώτα σας! συμπαθήοετέ με να σας πω. 0 λαός της Ελλάδος δεν ε ξετ ά ζει ποιος ηξεύ ρει γλώσσας, αλλά ποιος ηγωνίσθη· ποιοι εθυοιάσθησαν, εκείνους τιμά, εκείνους σέβεται (...). Μ 'έ β α λ ε ς εις περιέργειαν, Κύριε Ψύλλα, και ξετάζω τον εαυτόν μου και την συνείδησίν μου' είμαι τάχα θηρίσν; διατί; διότι από τα 1620 επροδόθηκα εις τους Τούρκους, ότι ενεργούσα για την επανάστασιν, ότι ετοίμαζα πολεμοφόδια, και εβάλθηκα εις το κάστρο της Ά ρ τα ς εις τα σιδηρά, και με χρηματικάς θυσίας ημπόρεσα να γλυτώσω; Είμαι τύραννος, διότι ε ις την Πέταν έκαμα σώμα, εκυριεύσαμεν την Ά ρταν και όταν εμβήκαν δ ευτέραν φοράν οι Τούρκοι εγλύτωσα 500 φαμίλλαις ε ις το Ξεράμερο, και ταις εκουβαλούσαμεν εις τους ώμους εγώ και οι σύντροφοί μου τα παιδιά και τους γέρους; Είμαι τύραννος διότι ακολούθησα τον Οδυσσέα, διότι ήμουν ενωμένος με Πανουργιά και Γούρα και επολεμούοαμεν εις την Ανατολικήν Ελλάδα; Πώς, δεν έπρεπεν ως στρατιωτικός να είμαι ενωμένος; 'Ηλθεν όμως και ώρα οπού έβαλα τουφ έκι κ α τ' εκείνων όσοι δεν ήθελαν να υπακούσουν εις τους νόμους της πατρίβος* συ όμως τό τε εγ έμ ιζες «κείνην την νόστιμην εφ ημερίδα σου' με επαίνους αυτών και τους έδ ιδ ες και σχέδια. Είμαι θηρίον διότι ηγωνίσθηκα διά την υποστήριξιν της Διοικήοεως ή διότι έλαβα πέντε πληγάς εις τους πολέμους των Αθηνών, του Νεοκάστρου, των Μύλων Ναυπλίου, κ ' είμαι μισός και κολοβός; ΑΓ αυτά είμαι θηρίον; Αμμή ποια είναι τα ήμερα; τα προκομμένα; τα γνωστικά; Τα υπουργικά; Έ χετε δίκαιο μερικοί, μήπως θυσιάσετε, να η ξεύ ρ ετε τι θα ειπή θυσία; Μ ΐπως είχατε και χάσατε να
I. «Εφημερίς των Αθηνών». 145
ξεύ ρ ετε τι θα ειπή χαϊμός καταστάαεως; Τι είχατε και τι εχάοατε! Εχασαν και εχάθηκαν όσοι κατήντησαν σήμερον να ήναι λασποκουβαλητάδες εις τας οικοδομάς εκείνων, οπού μας έβλεπαν από μακράν και άλλοι πάλι να ζευγαρίζουν την γην ξένων οικοκυραίων, την ζυμωμένην όμως με το αίμα τους, και να βγάλουν πότε και πότε με το αλέτρι τα κόκκαλα των συναγωνιστών των- και όταν μετά τέτοια βάσανα παρουσιαζόμασθε μας λέ τε θηρία, και πως δεν έχομεν θυσίας και εκδουλεύ σεις (...) Σεις όμως, Κύριοι, απ ' τ ο ύψος οπού κάθεσθε δεν τις γνω ρ ίζετε- να ιδώμεν, θα μας καταντήσετε να φύγωμεν από την γην, που χύοαμεν ολίγον αίμα; Τέτοια είναι τα υψηλά φώτα σας, τέτο ια τα σχέδιά αας.
Μακρύγιάννης Εν Αθήναις την 8 Αυγούστου 1833.
Τον ονόμασα αθάνατο άντρα. Και σωστά. Γιατί, αν διαβάσεις όλα όσα δημοσιεύτηκαν τότες στις εφημερίδες του Αναπλιού, από τόσους τρανούς καλαμαράδες, δε θα βρεις κανένα γραφτό να *χει τη ζωντάνια, την αλήθεια και το πάθος που χάρηκες στο γράμμα του αγράμματου Μακρυγιάννη.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑ Α ς ΕΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ όμως σ ’ εκείνα τα δυο.διατάγματα, που μ’ αυτά στείλανε οι ξένοι κι οι δικές μας κεφαλές οι πουλημένες σε δαύτους στ’ ανάθεμα το στρατό του Εικοσιένα. Για να καταλάβεις πόσο μπαγαπόντικα τα μαστόρεψαν, σου λέω τούτα μοναχά. Το δεύτερο απ’ αυτά, που συγκρο τούσε δέκα τάγματα ακροβολιστών «όπως μή φανή (η αντιβασιλεία) μηδέν θέλουσα νά πράξη ύπέρ τών παλαιών 146
στρατιωτών τής έλευθερίας»1, έδινε στον κάθε στρατιώτη 220 δράμια ψωμί την ημέρα κι άλλο τίποτις. Έπρεπε, ο φουκαράς, να προμηθευτεί το φαγί του από τα 12 (δώδεκα) γρόσια το μήνα (για την ακρίβεια 0,32 λεπτά της δραχμής την ημέρα) που τους ορίζανε για μιστό. Μπράβο βαβαρέζικη γαλαντομιά! Ξυπνοί καθώς ήταν κατάλαβαν πως εμείς οι Ρωμιοί μπορούμε να ζήσουμε με φρέσκο αέρα. Κι εξόν απ’ αυτό, η διαταγή ξεκαθάριζε πως όσοι θα παίρνανε δούλεψη σε τούτα τα τάγματα έπρεπε να βγάλουν τη φουστανέλα, να φορέσουνε φράγκικα και ν ’ αρχίσουνε, κάτω από τις προσταγές και τις βρισιές ενός Γερμανού λοχία, τα «κλείνατε επ’ αριστερά — κλείνατε επί δεξιά». Να χορεύουνε δηλαδή ωσάν τ’ αρκούδια των γύφτων και να ’ναι πεινασμένοι. « Ά λ λ ' οίονεί πρός χλεύην» γράφει ο Κρέμος «έκ τών πεντακισχιλίων έκείνων παλαιών μαχητών τριάκοντα πέντε μόνον Ανάπηροι έδήλωσαν δτι ήθελον νά καταταχθώσιν»2. Κι ο μεγαλύτερος βαθμός, σύμφωνα με το ίδιο διάταγμα, που μπορούσε να ’χει ένας Έλληνας αξιωματικός —τόσοι ξακουστοί ήρωες— ήτανε του ταγματάρχη! Απ’ αυτόν και πάνω, συνταγματαρχαίοι και στρατηγοί, μπορούσαν να ’τανε μονάχα οι Βαβαρέζοι, που οι πιότεροι απ’ αυτούς τον μόνο πόλεμο που είχανε κάνει στάθηκαν οι καυγάδες τους στις μπιραρίες του Μόναχου. Δίκιο λοιπόν έχει ο Βλαχογιάννης γράφοντας, πως «η από τα 1833 ως τα 1870, το λιγώτερο, ιστορία των περιπε τειών του παλαιού τιμημένου στρατού της Επανάστασης άμα γραφτή θ ' αφήση στίγμα άσβηστο στο μέτωπο του νεοελληνι κού λεγάμενου κράτους»3. Για να ξέρεις, σου λέγω και τούτο δω: Του Νικηταρά του Τουρκοφάγου η φαμελιά δεν «καταδέχτηκε» το κράτος να της δώσει μήτε λεφτό σύνταξη κι ας της έλειπε κι αυτό ακόμα το ψωμί, όπως 1. Κρέμου op. cit. τ. 6'. σ. 1018. 2. Id. 3. Βλαχογιάννη υκοσ. I στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» του Κασομού λη. τ. γ ’. σ. 617.
147
τούτος ο ήρωας του Εικοσιένα είχε την αποκοτιά να σταθεί διαμάντι τιμιότητας. Το θλιβερό αυτό κεφάλαιο θα το κλείσουμε με τα επιγραμματικά λόγια, που τελειώνει τους τρεις τόμους των απομνημονευμάτων του ο Κασομούλης: «Δέν Εμεινεν παρά ή μνήμη μόνον δτι ύπήρξεν Εθνικός Στρατός, μνήμη άγραφος άλλ’ άνεξαλείπτως σημειωμένη έπί τών διαφόρων θέσεων τών μαχών καί όχυρωμάτων, τά όποΐα ύψωσαν ώς αΙώνια τρόπαια οί βραχίονές των διαρκοΟντος τοΰ ΊεροΟ Ά γώνος μέ τάς πέριξ αύτών περιπλανωμένας σκιάς τών συναδέλφων των θανατωθέντων έπ’ αύτών τών θέσεων. "Ας χρησιμεύουν ταΰτα πρός παρά δειγμα καί μάθημα τών μεταγενεστέρων στρατιωτικών, νά άποφεύγουν τούς λυμεώνας πολιτικούς δνδρας, μέ τούς όποιους ένωθέντες ούτοι καί έπιβουλευόμενοι παρά τών Ιδίων πάντοτε, έπί τέλους αί προσπάθεια! των είδαμεν δτι άπέβησαν πρός όφελος τών πρώτων, τών δειλών τούτων άνδρών, καί καταστροφή τώ ν. δευτέρων, τών στρατιωτι κών. Οΰτω, συμπληρώσαντες τό Εργον τής καταστροφής, άφησαν οί πολιτευόμενοι τής Έπαναστάσεως τάς πλέον κακάς άναμνήσεις δι’ έαυτούς καί διά δσους άλλους συνέπραξαν μέ αύτούς είς τούτο»1.
ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Το ΠΩΣ τίμησαν οι αντιβασιλιάδες τους αγωνιστές της λευτεριάς μας το καμαρώσαμε. Ας δούμε με ποιόνάνε τρόπο μας πρόκοψαν και σ ’ όλα τ’ άλλα. Για να δεχτείς καλόγνωμα τα όσα θα πούμε παρακάτω, τυπώνω τρεις κρίσεις παρμένες από δυο δικούς μας ιστορικούς κι έναν ξένο: 1. Ο Πρόκες 'Οστεν, πρεσβευτής της Αυστρίας, έγραφε στον υπουργό του, τον περίφημο Μέτερνιχ: I. Κασομούλη op. cit. ι. γ '. σ. .618.
148
«Κυβερνώντες καί κυβερνώμενοι ΐστανται άπέναντι άλλήλων ώς δυο πρόσωπα μή γνωρίζοντα καί μή έννοοΰντα άλληλα καί μή δυνάμενα νά συνεννοώνται πρός δλληλα».
2. Ο Καρολίδης: « Ή άντιβασιλεία αΰτη ήτο κατ’ ούσίαν ξενοκρατία»1.
3. Ο Χαλκιόπουλος: «Οί Βαυαροί άντιβασιλεΐς ήλθον προκατειλημμένοι δτι ή τουρκική δουλεία έξηχρείωσεν ή μας τελείως, καί έξήλειψεν άφ’ ήμών ούχί μόνον τόν έθνισμόν, άλλά καί πάν ίχνος άνθρωπισμοΰ (...) Καί αύτήν άκόμη τήν μεγαλουρ γόν καί ΰπό πάσης τής άνθρωπότητος πολυπαίνετον έπανάστασίν μας τοΰ 1821 περιφρονήσαντες, έξύβρισαν καί έξευτέλισαν, δι’ έπισήμου πρός τάς μεγάλος τής Εύρώπης Δυνάμεις ύπομνήματος, έχαρακτήρισαν δέ δΓ αύτοΰ τούς ύπέρ πατρίδος προμαχήσαντας πατέρας ήμών ώς δχλον βάρβαρόν, Εμπλεων τουρκικών έλαττωμάτων, όκνηρόν δέ καί φαΰλον, ξένον πάσης προγονικής άρετής καί άνάξιον πολιτικής έλευθερίας, ώς ούδέν ύπέρ αύτής διαπράξαντα, άποκτήσαντα δέ αύτήν, χάριν είς τήν φιλανθρωπίαν τών τριών συμμάχων δυνάμεων, καί είς τόν φιλελληνισμόν τοΰ βασιλέως τής Βαυαρίας, προσέτι δέ, καί κυρίως είς τήν αύταπάρνησιν τοΰ βασιλέως "Οθωνος, συγκατατεθέντος νά δεχθή τό άκάνθινον έλληνικόν στέμμα!»2
Για να ξέρεις, σου λέω πως αυτός ο Χαλκιόπουλος, που είχε κάνει και υπουργός, τα γράψε αυτά πριν από εβδομή ντα χρόνια*. Λέω πως τούτα τα λίγα φτάνουν και παραφτάνουν — αν και πολλά θα ’χαμε ακόμα να μνημονέψουμε. Καιρός τώρα να δούμε τι φτιάξανε. 1. Καρολίδη op. cit. τ. (5', σ. 159. 2. Χαλκιόπουλου «Βαυαροκρατία και Ελλάς». Περιοδικό «Εβδομός», αρ. 17 — 28.4.1890. • (Σημ. τ. Επ.) Θυμίζω πως η πρώτη έκδοση έγινε το 1962.
149
Συγκεντρωτισμός Αφού οι αντιβασιλιάδες λογάριασαν πως η εξουσία που τους δόθηκε ήτανε «Ανέλεγκτος καί Ανεύθυνος, υπεύθυνος ούσα μόνον ένώπιον θεού»1, βάλανε σε πράξη το πιο γραφειοκρατικό συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα, που ως τώρα πες μας τυραννάει. Καθώς ξέρεις, κι αυτοί ακόμα οι Τούρκοι σεβάστηκαν την αυτοδιοίκηση στις πολιτείες και στα χωριά μας, που είχανε το λεύτερο να βγάζουνε τους δημογέροντες που θέλανε. Η αντιβασιλεία, με πρωτοπαλίκαρο σε τούτο τον Ά βελ, μην μπορώντας να παραδεχτεί καμιά άλλη εξουσία εξόν από τη δίκιά της, φρόντισε να κόψει και το μοναδικό τούτο λουλούδι που άνθιζε ακόμα πάνω στο δέντρο της λευτεριάς μας. Σκάρωσε ένα ολιγαρχικό εκλογικό σώμα που έβγαζε τρεις υποψήφιους δήμαρχους. Απ’ αυτούς ο βασιλιάς ή ο νομάρχης διάλεγαν όποιον τους καλοάρεσε. Για να ’ναι όμως σίγουροι πως ούτε κι αυτός θα ’κανε ποτές τίποτις του κεφαλιού του, δώσανε την εξουσία στο νομάρχη να τονε διώχνει ό πότες ήθελε. «Με τον τρόπο αυτό, το πρόσωπο που έπρεπε να είναι λαϊκός και κοινοτικός αξιωματούχος, μετατρεπόταν στην πραγματικότητα σε όργανο της κεντρικής κυβερνήσεως»1. Κι έτσι οι δήμαρχοι κατά ντησαν τζουτζέδες της διοίκησης, που χόρευαν σύμφωνα με το σκοπό που τους παίζανε. «ΑΙ σπουδαιότεροι τών άποφάσεων τοΰ δημοτικού συμ βουλίου ύποβάλλοντο» γράφει ο Μέντελσον-Μπαρτόλντι «είς τήν ρητήν Εγκρισιν τοΰ Νομάρχου ή καί αύτοΰ τοΰ Βασιλέως. Είς τήν κυβέρνησιν παρείχετο τό δικαίωμα νά παύη δημάρχους, παρέδρους καί δημοτικούς συμβούλους, νά διαλύη έν πάση στιγμή τό δημοτικόν συμβούλιον άνευ προαπαιτουμένης τινός διατυπώσεως. Τοιαύτη είναι ή ύπό τοΰ Μάουρερ ώς «φιλελευθέρα» κυρίως πανηγυριζόμενη δημοτική νομοθεσία τής άντιβασιλείας»3. 1. Καρολίδη op. cit. τ. β . σ. 14. 2. Φίνλεϊ op. cit. τ. β . σ. 285. .1. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β '. σ. 1500-1501.
150
Την κοινοτική αυτοδιοίκηση που χαίρονταν οι Έ λλη νες και σ ’ αυτά τα χρόνια της Τουρκιάς, πάει, τη σκόλασαν οι μορφωμένοι Ευρωπαίοι. Παιδεία Ο Καποδίστριας είχε καταλάβει τη μεγάλη αλήθεια, πως ο τόπος χρειαζόταν τεχνικές σχολές. Η γεωργία, που σ ’ αυτήν στηριζόταν το 90% του εθνικού πλούτου «ήν όία έπί Ησιόδου»1. Η βιοτεχνία βρισκόταν στα σπάργανα, μην μπορώντας να ικανοποιήσει μήτε τις πιο απλές ανάγκες του χωριάτη. Ό σ ο για τη βιομηχανία, αυτή ήταν ανύπαρχτη. Κι όμως, το σχολαστικό μυαλό του Μάουρερ τα περιφρόνησε όλ’ αυτά. Σύμφωνα με τη σοφία του, το μόνο που μας ήταν χρειαζούμενο για να προκόψουμε στεκόταν το κλασικό γυμνάσιο με τ’ αρχαία ελληνικά και λατινικά. Ο τόπος, ο βυθισμένος χρόνια και ζαμάνια στην πιο μαύρη αγραμματοσύνη, θα φωτιζόταν μονάχα αν φτιάναμε φιλό λογους που θα παίζανε στα δάχτυλά τους τη γραμματική και το συνταχτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ά μα θα καταφέρναμε να σκαρώνουμε στίχους στην ομηρική διάλεχτο και να λέμε μπουρμπουλήθρες με τη φρασεολο γία του Δημοσθένη, θα γνωρίζαμε τη μεγαλύτερη ευτυχία απ’ όσες μπορούσαμε ποτές να ονειρευτούμε! Δε θα μας έλειπε παρά μονάχα η ■χλαμύδα, για ν ’ αναστήσουμε σούμπιτο τον «χρυσούν αιώνα» του Περικλή. «Τοιουτοτρόπως» όπως παραδέχεται κι αυτός ακόμα ο Κυριακΐδης «άντί νά διαμορφωθή έκπαίδευσις πρακτική, σύμφωνος μέ τάς άνάγκας τοΰ λαού όφείλοντος νά έκμάθη τά τής γεωργίας καί ν ’ άγαπήση τήν εΟφορον αύτοΰ γήν, κατήντησεν έκπαίδευσις σχολαστική, άστοχος, ούδένα πρακτικόν σκοπόν έπιδιώκουσα»2. 1. Κρέμου op. cit. τ. . σ. 1040. 2. Κυριακίδη op. cit. τ. α". σ. 262.
151
Να τι λέει κι ο Μέντελσον-Μπαρτόλντι: «'Α ντί νά φέρη είς πέρας τήν έπί Καποδιστρίου ήμιτελή οίκοδομήν τών σχολείων, νά άνεγείρη νέα καί νά διορίση διδασκάλους Ικανούς, περιωρίσθη είς τό μεγαλοφυές σχέδιον δπερ είχεν έπεξεργασθή έπί τοϋ χάρτου (...) Τά σχολεία Εμειναν ήμιτελή, τά ύπάρχοντα έχρησιμοποιήθησαν είς στρατώνας καί νοσοκομεία, άντί δέ τούτων έσχεδιάσθησαν όλίγα τινά έκπαιδευτικά καταστήματα, Εν έλληνικόν καί Εν γερμανικόν σχολεΐον καθώς καί Ενα γυμνάσιον έν Ναυπλίω, διά τά όποια όμως ούδείς εύρέθη διδάσκαλος, άφ’ ένός μέν Ενεκα τής γλίσχρου μισθοδο σίας, άφ’ έτέρου δ’ Ενεκα τών αύστηροτάτων δοκιμαστη ρίων έξετάσεων»1.
Καθώς βλέπεις, τα όσα σου κανοναρχάω δεν είναι κοπανιστός αέρας, μια κι άλλοι, χρόνια πολλά πριν από μένα, τα ’πανε. Οι 999 στους χίλιους ήτανε τότες ολότελα αγράμματοι στον τόπο μας. Κι όμως ο φον Μάουρερ μας φόρεσε τον μανδύα μιας φιλολογικής παιδείας, που ήτανε βαρύς και γΓ αυτήν ακόμα την πατρίδα του. Και το εκπαιδευτικό τούτο δράμα χειροτέρεψε ακόμα πιο πολύ εξαιτίας της γλώσσας. Το παιδί, μπαίνοντας στο σχολειό, ένιωθε ξάφνου, με την υπερκαθαρεύουσα, σαν να ξέφευγε από τον γύρω του κόσμο και βρισκόταν σ ’ άλλονε, ολότελα διαφο ρετικό από τον πρώτο. Κι έτσι σιγά-σιγά καταντούσε να περιφρονάει το λαό, που για να τον συντρέξει βέβαια σπούδαζε, μια και δεν σκάμπαζε τις ελληνικούρες που έμαθε ο ίδιος να παπαγαλίζει. Και μέσα στο μυαλό του όλο και ρίζωνε η ιδέα πως ο τύπος βάραινε πιότερο από την ουσία. Μορφωμένο λογάριαζε μονάχα όποιονε μπο ρούσε να γράψει τ' αρχαία ελληνικά. Ά λλο μεγάλο κακό, από τη συνεργασία της αντιβασιλείας με τους λογιότατους μας, στέκεται το γλωσσικό I. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β", σ. 1501- 1502.
152
εξάμβλωμα που μεταχειρίζουνται ως τώρα οι κρατικές μας υπηρεσίες. «Σαν ξενική και ξενόγλωσση κυβέρνηση» γράφει επι γραμματικά ο Βλαχογιάννης «είχε μεγάλη ανάγκη από γερμανομαθεϊς λογιώτατους. Οι περισσότεροι απ* αυτούς ήτανε Φαναριώτες. Η «Εφημ. της Κυβερνήσεως», που άρχισε να δημοσιεύεται γερμανοελληνικά, είναι πιστός καθρέφτης της βιαστικής νομοθετικής και οργανωτικής εργασίας που γινότανε στο Παλάτι από το Ανακτοβούλιο, κι εκεϊθε διάδινε στον κακόμοιρο λαό το μιξοβάρβαρο, παρδαλό, γεμάτο αλλόκοτους ελληνοξενικούς όρους, πρω τόφαντα και πρωτάκουστα υπηρεσιακά και νομικά και κάθε λογής και ανάγκης γλωσσικά ιδιώματα του Κοραή, του Κοδρικά, του Δούκα, χορεύανε σύσμιχτο χορό, με τα γερμανικά, και μοναχά του Ελληνικού λαού η γλώσσα απούσιαζε και από το νου και την καρδιά τους — μορφώθηκε το γλωσσικό επίσημο ιδίωμα, που αναγκάστη κε και ο κακόμοιρος λαός να τραυλϊζη, να το διαστρέφη και να το κοπανά η μηχανικά, όπως ο σκλάβος ο αλυσοδε μένος συνειθϊζει τέλος να υπομένη τα δεσμά του»1.
Κι έτσι, με το σχολαστικισμό για κολαούζο, μείναμε υποανάπτυκτοι όχι μονάχα υλικά μα και πνευματικά. Και χρειάστηκε να κάνουμε μια γλωσσική επανάσταση, που ακόμα δεν ολοκληρώθηκε, για να ξανασταθούμε πνευματι κά ανάμεσα σ τ’ άλλα έθνη. Ο Μάουρερ, βέβαια, μήτε να τα υποπτευθεί μπορούσε όλ’ αυτά. Το μόνο που τον σκότιζε ήταν να δει το «περίλαμπρον» εκπαιδευτικό του σύστημα ολοκληρωμένο μέσα στα χαρτιά του. Ό ρισε λοιπόν πως τον Οκτώβρη του 1834 θ’ άνοιγε το πανεπιστήμιο και στις 2 του Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, που γιόρταζε τα γενέθλιά του, θα γινόταν «ή καλλίστη αύτοϋ πανήγυρις, ή Ίδρυσις δηλαδή τής Ακαδημίας τών έπιστημών»2'. Δεν πρόλαβε όμως να 1. Βλαχογιάννη σημ. I στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» του Κασομούλη. τ. . σ. 613. 2. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β", σ. 1504.
153
βάλει σε πράξη τα σχέδιά του γιατί, καθώς θα δούμε, πήρε φύσημα από την Ελλάδα από κεί που δεν το περίμενε.
ΔΥΟ ΚΡΙΣΕΙΣ Κ α ι τώρα ίσως ρωτήσεις: —Τέλος πάντων, δεν κάνανε τίποτις καλό στον τόπο τούτοι οι ξένοι που ήρθανε να μας κυβερνήσουν; Να ποια στέκεται η απόκρισή μου: —Πριν στρωθώ να γράψω μια καν γραμμή, για να σου ανιστορήσω τα όσα τράβηξε ο λαός μας στα πρώτα χρόνια αφότου έδιωξε τους αγάδες, κάθισα και διάβασα στοίβες τα βιβλία, ξεσκάλισα αρχεία, κράτησα χιλιάδες σημειώ σεις. Τούτος ο κόπος, αληθινή αγγαροδουλειά, γίνηκε γιατί κείνο που γύρεψα, πιότερο από καθετί άλλο, στεκό ταν να σου πω την αλήθεια. Σαν άνθρωπος που είμαι, λάθη, βέβαια, θα κάνω. Κι όπου πιάσεις κανένα θα σου το χρωστάω χάρη αν πάρεις τον κόπο να μου το φανερώσεις. Ά δικος λοιπόν θα στεκόμουνα αν σου ’λεγα πως τίποτις της προκοπής δε βγήκε από δαύτους. 'Οταν όμως κρίνου με κείνους που μας κυβέρνησαν βάζουμε στη ζυγαριά από το ’να μέρος το καλό κι από τ ’ άλλο το κακό που μας έκαναν. Τόσο λιγοστό στάθηκε το καλό των αντιβασιλιάδων, που να, βουτάει κάτω η παλάντζα από τη μεριά του κακού. Θα ’θελα, μια και το ’φερε η περίσταση, να σου ’λεγα και τούτο δω: Αυτή την πατρίδα, την Ελλάδα μας, την αγαπώ τόσο όσο κι εσύ. Την αγαπώ και για το χαμόγελο του ουρανού της, και για τα βουνά της με τα γαλανά φεστόνια τους, και για τη θάλασσά της που σου ’ρχεται άμα σπιθίζει τα καλοκαίρια να την πιεις μέσα σ ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι, και για το φως της που γΓ αυτό δα δε χρειάζεται τίποτες να πω. Μα πιότερο απ’ όλα την αγαπά 154
με, εσύ κι εγώ, για τους ανθρώπους της. Είπανε πως η μεγαλύτερη αρετή τους στέκεται το «λιτοδίαιτόν» το*ς. Μα εμείς βέβαια αρνιόμαστε να παραστήσουμε τον έξυπνο παίζοντας με τη φτώχεια τους. Για τούτο λογαριάζουμε πως έχουν άλλες αρετές, που μια απ’ αυτές είναι κι η δίψα τους για δικαιοσύνη. Αν κάτι λοιπόν επιθυμώ, γράφοντας πάλι ένα βιβλίο, είναι να πεις κι εσύ, με το άδολο εθνικό σου αίσθημα κι όξω από κάθε πολιτικό υπολογισμό, τούτονε το λόγο: —Δίκιο έχεις, μωρέ Φωτιάδη. Για να δεις πως δε σου τα παραλέω κρίνοντας τους Βαβαρέζους αντιβασιλιάδες, θα σου μνημονέψω δυο κρί σεις γ ι’ αυτούς. Η πρώτη είναι του Αλέξανδρου Σούτσου: «Οΰτως ή ’Αντιβασιλεία διωργάνωσε κοινωνίαν Είλώτων, ύποβεβλημένην είς θεσμούς δουλικούς, έστερημένην έλευθερίας θρησκευτικής, μή ϊχουσα στρατόν έγχώριον, χρεωθεϊσαν πρός συντήρησιν ξένων στρατιωτών καί μή άπολαύουσαν τής έθνικής γής, ήτις άφέθη χέρσος»1.
—Ε καλά, θα μου πεις, τον Σούτσο μου έφερες τώρα για παράδειγμα; Αυτός κι αγύριστο κεφάλι ήταν κι οχτρός τους στάθηκε. —Εντάξει- πάρε τότες τούτη δω τη γνώμη του Σπυρίδω να Τρικούπη, του πρώτου πρωθυπουργού της βαβαροκρατίας, γραμμένη έπειτα από δυο μονάχα χρόνια, το 1835, σε γράμμα του από το Λονδίνο στον Δραγούμη: «Δέν είμαι διόλου τής γνώμης δτι ό βασιλεύς τής Βαυαρίας χρεώστε! νά συστήση είς τόν βασιλέα μας συμβούλους, άλλ’ οϋτε ό βασιλεύς μας νά παραλάβη βαυαρούς συμβούλους. Τά παρελθόντα πρέπει νά μδς όδηγήσουν είς τά μέλλοντα- μέ δκραν άφοσίωσιν τοΰ λαοΰ πρός τόν θρόνο, μέ δκραν Εφεσιν πρός τήν ήσυχίαν, μέ τέσσερας χιλιάδας βαυαρικόν στράτευμα, μέ 26 μιλιόνια φράγκα, έκτός τών πρός τήν Πόρταν άποζημιώσεώς μας, I. Σούτσου «Ο Περιπλανώμενος··. έκδ. Ι85Η. σ. κα '.
155
μέ τυφλήν ύηακοήν τοΰ ύπουργείου πρός τάς βουλάς τής άντιβασιλείας, μέ τήν ΰποστήριξιν τών δυνάμεων, τί έκατώρθωσαν είς τήν 'Ελλάδα αύτοί ο( ξένοι σύμβουλοι; γελοίοι καί καταφρονητοί Εγιναν μέ τάς διαιρέσεις των, μίσος έγέννησαν μεταξύ Βαυαρών καί 'Ελλήνων, διότι παρεγνώρισαν τήν σωτήριον άρχήν τοΰ έλληνικοΰ έθνισμοΰ, διότι άρπασαν τό ψωμί άπό τό στόμα τών πεινώντων ’Ελλήνων καί τό παρεχώρησαν είς τούς ξένους, διότι άτίμασαν τήν Ε λλάδα είς τά ξένα μέ τούς διορισμούς ξένων είς τά προξενεία, διότι έν ένί λόγφ ήθέλησαν νά νομίσουν τήν 'Ελλάδα έπαρχίαν τινά τής Γερμανίας καί κτήμα τής Βαυαρίας (...) Γράφω μέ άγανάκτησιν άλλ’ έν. ταυτφ καί μέ βαθείαν σκέψιν. Ό "Ελλην δέν ήμπορεΐ παρά νά άγανακτή δταν βλέπη τοιαύτην άθλιότητα είς τά πράγματα τής πατρίδος του, έν ώ δλα τά μέσα ήσαν καί δλη ή διάθεσις δλων τών κλάσεων τοΰ έθνους διά νά βαδίσουν αύτά όδόν εύτυχεστέραν»1.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Κ α ι τώρα ας πούμε τα λιγοστά καλά τους. Κείνο τον καιρό ίσαμε πεντακόσια μοναστήρια ζούσαν και βασίλευαν «έν οίς κατώκουν 8.000 σφριγώντες ώς έπί τό πολύ μονασταί»2. Μονάχα στην Ά ντρο ραχάτευαν εξακό σιοι καλόγεροι, που με τις δεισιδαιμονίες τους και τα ψευτοθαύματά τους άρπαζαν και την τελευταία μπουκιά του χωριάτη. Ο Πιπινέλης στο βιβλίο του « Ή Μοναρχία έν Έλλάδι», αφού παραδεχτεί πως από τούτα τα μοναστήρια «έλάχιστα έπλήρουν σκοπούς άγιότητος» λογαριάζει πως «ήσαν τά είσοδήματα τών μονών έν γένει πολύ σοβαρά, άφοϋ γενικώς ύπελογίζετο ότι τό 1/4 τών γαιών τής Ελλάδος άνήκεν είς τόν κλήρον»1. Δηλαδή απ' όση γη κάτεχαν οι 1. Δραγούμη op. cit. τ. β . σ. 23-25. 2. Κρέμου op. cit. τ. δ", σ. 1027. 3. Πιπινέλη "Η Μοναρχία εν Ελλάδι», α. 84.
156
οχτώ χιλιάδες καλόγεροι μπόραγαν να ζήσουν διακόσιες χιλιάδες χωριάτες. Σκέψου πως τα εννιά μοναστήρια της Αττικής είχανε εισόδημα 480.000 δραχμές, χρήμα με ουρά για κείνον τον καιρό. Στα μοναστήρια, εξόν από την τεμπέλικη ζωή που χαίρονταν οι καλογέροι χαϊδεύοντας ολημερίς με το ’να χέρι τα γένια τους και μετρώντας με τ ’ άλλο τις χάντρες των κομπολογιών τους, γίνονταν και πολλά παρατράγουδα που κι αυτός ακόμα ο αρχιεπίσκοπος της Αθήνας Χρυσό στομος Παπαδόπουλος το παραδέχεται γράφοντας πως «ή καθόλου κατάστασις τοΰ μοναστικού βίου ήτο δυσάρεστος»·. Φτάνει να σου πω πως σ τ’ αντρικά μοναστήρια, όπως βεβαίωνε τότες το υπουργείο, «συνδιητώντο καί καλογραϊαι». Κι ίσως αυτό να μην ήταν το χειρότερο κακό... Σωστά λοιπόν η αντιβασιλεία δημοσίεψε νόμο, που σύμφωνα μ ’ αυτόν παύανε να λειτουργούν είτε όσα είχανε κάτω από έξι καλόγερους είτε τα χτίριά τους καταστράφηκαν στα χρόνια του σηκωμού. Κλείσανε έτσι 412 από δαύτα κι απόμειναν ίσαμε ενενήντα, που δεν ήτανε δα και λίγα. Βρίσκονταν κι ίσαμε σαράντα γυναικεία μοναστήρια. Βάλανε λουκέτο και σ ’ αυτά, εξόν από τρία — της Μεταμόρφωσης στην Κυνουρία, που ονομαζόταν της Λουκούς, της Καισαριανής στην Αττική και του Αη-Νικόλα στη Σαντορίνη. 'Οσες καλόγριες ήτανε κάτω των σαράντα χρόνων, τις ανάγκασαν να γυρίσουν στα σπίτια τους «πλήν τών έχουσών μέγαν ένθουσιασμόν υπέρ τοΰ μοναχικού βίου»1. Χρειάζεται όμως να πούμε κι όσα στραβά ακολούθησαν. Κατηγορήθηκε σωστά η αντιβασιλεία για τρία πράματα: 1. Πως δε μοίρασε τη γη των μοναστή ριών στους αγρότες, 2. Πως δε φρόντισε να μην αρπαχτούν από τα μοναστήρια τα κινητά αντικείμενα, που καθώς ο νόμος πρόβλεπε θα πουλιώνταν για την καλυτέρευση του κλήρου, και 3. Πως 1. Χρυσόστομου Παπαδόπουλου «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», σ. 14. 2. Κρί:μου op. cil. τ. δ \ σ. 1027.
157
δεν έκλεισ ε. μήτε ένα από τα καθολικά μοναστήρια, κάνοντας χάρη σ ’ αυτό στον Πάπα. Μια άλλη απόφαση, που χρωστιέται όμ*»ς περισσότερο στον προοδευτικό κληρικό Θεόκλητο Φαρμακϊδη και λιγότερο στον Μάουρερ, ήτανε η ανακήρυξη της ελληνι κής εκκλησίας ανεξάρτητης και αυτοκέφαλης. Με τον αφορισμό της επανάστασης από τον πατριάρχη της Πό λης, με τις συχνές αποστολές δεσποτάδων στη Ρούμελη να μοιράσουν συχωροχάρτια και με τις φοβέρες για κόλαση να ξαναφέρουν τους ραγιάδες στην τυραννία του σουλτά νου, το πατριαρχείο είχε ξεπέσει στη συνείδηση του αγωνιζόμενου για τη λευτεριά του λαού. ΓΓ αυτό κι από τον πρώτο χρόνο της επανάστασης οι παπάδες πάψανε να μνημονεύουν στο πολυχρόνιό τους τ ’ όνομα του πατριάρ χη· Ο πρώτος που έδωσε το σύνθημα πως η εκκλησία θα ’πρεπε, στα μέρη που λευτερώθηκαν, να κηρυχτεί ανεξάρτητη κι αυτοκέφαλη ήταν ο Κοραής, που από το 1821 έγραφε: «Τοΰ Εως τήν ώραν έλευθερωθέντος μέρους τής 'Ελλά δος <5 κλήρος δέν χρεωστεϊ πλέον νά γνωρίζει έκκλησιαστικόν άρχηγόν του τόν Πατριάρχην Κων/λεως έν δσψ ή Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη άπό τήν καθέδραν τοΰ άνόμου τυράννου, άλλά πρέπει νά κυβερνάται άπό Σύνοδον Ιερέων, έκλεγομένων έλευθέρως άπό ιερείς καί κοσμικούς καθώς Επραττεν ή άρχαία έκκλησία. ’Ελευθέ ρων καί αυτονόμων Γραικών κλήρος είναι άπρεπέστατον νά ύπακούη είς τάς προσταγάς Πατριάρχου έκλεγομένου άπό τύραννον καί άναγκασμένου νά προσκυνή τύραννον»1.
Τα όσα ακολούθησαν απόδειξαν πως είχε δίκιο ο Κοραής. Το κακό μάλιστα παράγινε, όταν έπειτα κι απ’ αυτή ακόμα τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, στα χρόνια του Καποδΐστρια, την άνοιξη του 1828, το πατριαρχείο I. Κοραή «Αριοτοτέλοος: Πολιτικών τα σωζόμενα». ο. μ α -.
158
της Πόλης δε δϊσταξε να στείλει τέσσερις δεσποτάδες και τον μεγάλο πρωτοσύγκελό του στην Ελλάδα. Αφού κατάφεραν να κατεβούν στο Μόριά, φανερώνοντας απ'όπου περνούσαν «δτι δέν συνέφερε πλέον νά ήνω οί Έλληνες είς τοιαύτην κατάστασιν καί άλλα τοιαΰτα, καί δτι έπρεπε νά γνωρίσουν τά συμφέροντά των καί νά ύποκύψωσι τόν αυχένα υπό τό σκήπτρον τοΰ κραταιοτάτου Σουλτάνου»', κατάφεραν να φτάσουν στον Μπραίμη και να τον προσκυνήσουν. Από κει τράβηξαν στον Πόρο, όπου βρισκόταν τότες ο Καποδϊστριας. Του 'δωσαν γράμμα του πατριάρχη και της Ιεράς Συνόδου, που μ’ αυτό μας προσκαλούσαν, σ τ’ όνομα του Θεού, να... ξαναγίνουμε σκλάβοι! Ο Καποδϊστριας τους ξαπόστειλε, απαντώντας στον πατριάρχη πως δεν μπορούσαν να δεχτούν τα όσα τους συμβούλευε «χωρίς νά έξαχρειωθώσι καί νά παύσωσι τοΰ νά ήναι άνθρωποι καί χριστιανοί». Του 'λεγε ακόμα πως «πάμπολο αίμα έχύθηπάμπολαι ούσίαι έφθάρησαν είς διάστημα όκτώ έτών πολέμου καί δυστυχιών, καθ’οΰς ό τόπος ούτος κατηφανίσθη, ώστε δλως διόλου άδύνατον είναι νά έπανέλθη είς όποιανδήποτε κατάστασιν πραγμάτων, βάσιν έχουσαν τό παρελθόν». — Από κείνη την ώρα γϊνηκε φανερό, εξόν από τους ολότελα κοντόφθαλμους, πως δεν μπορούσε να ’τανε πια αρχηγός της εκκλησίας του έθνους μας που λευτερώθηκε από τα δεσμά του κάποιος που, είτε το 'θελε είτε όχι, στεκόταν υποταχτικός του σουλτάνου, μια κι η εκλογή του έπρεπε να επικυρωθεί από το ντοβλέτι, που είχε το λεύτερο όποτες του γουστάριζε να τον γκρεμοτσακϊσει. Γυρεύοντας λοιπόν διόρθωση σ ’ αυτά, φτιάσανε μια επιτροπή από τρεις κληρικούς, που οι δυο ήτανε δεσποτά δες, και τέσσερις πολίτες, με πρόεδρο το γέρο Πανούτσο Νοταρά, να μελετήσουν το ζήτημα. Ψυχή της επιτροπής στεκόταν βέβαια ο Φαρμακίδης. Ά ρ χ ισ α ν να συνεδριά ζουν στις 17 του Απρίλη και στις 2 του Μάη βγάλανε την I. Φραντζή «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηΟείοη; Ελλάόος». τ. γ '. σ. 58.
159
προκήρυξή τους, που σ' αυτή λέγανε πως «άπεφασίσθη όμοψήφως, δτι ή έκκλησία τοΰ Βασιλείου τής Ελλάδος» θα ’ναι ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη «πνευματικώς μέν μή γνωρίζουσα κανέναν Αρχηγόν ή κεφαλήν της, παρά μόνον τόν θεμελιωτήν τής έκκλησίας τόν Ίησοΰν Χριστόν, πολιτικώς δέ Εχουσα καί γνωρίζουσα Αρχηγόν της τόν Βασιλέα τής Ελλά δος». Το τελευταίο αυτό, όπως το καταλαβαίνεις δα κι εσύ, στεκόταν κάπως σόλοικο, γιατί πώς μπορούσε η Ορθόδο ξη ελληνική εκκλησία να ’χει για αρχηγό έναν φανατικό καθολικό βασιλιά; Η ξεκάρφωτη τούτη απόφαση, ή καλύ τερα ο τεμενάς της επιτροπής στον καινούργιο αφέντη, οδήγησε αργότερα σε παρατράγουδα, που ένα απ’ αυτά στεκόταν ο εξευτελισμός του κλήρου από τη φραγκοκρατούμενη καμαρίλα. Βάζανε τον Όθωνα και την Αμαλία να καλέσουν ξεπίτηδες τους δεσποτάδες σε μέρες νηστείας, κι αυτήν ακόμα τη Μεγάλη Βδομάδα, και ξεφάντωναν με κρέατα και κοτόπουλα. Κι οι αυλικοί διασκέδαζαν έπειτα, ανιστορώντας ανέκδοτα για τη λαιμαργία τους. Ας τα παρατήσουμε όμως αυτά κι ας πούμε κάτι που να βαραίνει πιότερο. Κείνη η επιτροπή φανέρωσε θαρρετά κι άλλες πιο γενικές αλήθειες για την εκκλησία. «Παρετηρήθη Από πολλούς», έγραφε στην προκήρυξή της, «δτι καθ ’ δσα ή χριστιανική θρησκεία έκέρδιζεν έπιδιδοϋσα έξωτερικώς, έζημιοΰτο πραγματικώς καί κατά τά ούσιώδη· δταν έσβύσθη ό ζήλος ό κατ' έπίγνωσιν, τότε ηΰξησαν αί έορταί καί αί λιτανεΐαι, έκανονίσθησαν αί τελεταί καί οί βαθμοί τής Ιεραρχίας, καί τόν τόπον τοΰ άδόλου κηρύγματος ίλαβεν ή σχολαστική τής διαλεκτικής τερθρεία». Κι η επιτροπή έβγα ζε στη φόρα, προς μεγάλη τιμή της, και τούτη δω την αλήθεια: «Βιασμένος (ο λαός) νά όλιγοσιτή, δέν ήμποροΰσε νά Εχη δίαιταν άλλην παρά τήν δίαιταν τής νηστείας, διότι όλόκληρος ή ζωή του ήταν νηστεία». Στις 27 του Ιούλη 1833 γίνηκε, όσο που βρόνταγαν τα κανόνια του Παλαμηδιού και χτύπαγαν οι καμπάνες σ ’ ό λες τις εκκλησιές του Αναπλιού, η επίσημη εγκαθίδρυση της αυτοκέφαλης ελληνικής εκκλησίας. Κι από κείνη τη 160
στιγμή κι ως το 1850 κόπηκε κάθε σχέση ανάμεσα σ* αυτή και το πατριαρχείο της Πόλης. Κι όμως οι δυο αυτές αποφάσεις της αντιβασιλείας, αν και σωστές βέβαια, ήτανε κείνες που βρήκαν την πιο μεγάλη αντίδραση και κατακραυγή, μια που μπορούσαν εύκολα να τις πάρουν πρόσχημα για να ξεσηκώσουν τον κοντόθωρο θρησκευτικό φανατισμό. Σε τούτο τον αγώνα ξεχώρισε με τα γραφτά του, πρωτοπαλίκαρο της οπισθο δρόμησης, ο παπάς και ιεροκήρυκας Κωνσταντίνος Οικο νόμος ο εξ Οικονόμων.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΡΑΔΙΟΥΡΓΙΑΣ «Το ΠΡΩΤΟΝ πολιτικόν καί ήθικόν μάθημα», γράφει ο Κυριακίδης, «δπερ έδίδαξαν τούς άμαθεϊς καί ηρωτοπείρους ήμας οί έκ τής Αύσεως σοφοί καί πολύπειροι, ύπήρξε μάθημα ή μάλλον ΰφασμα ραδιουργίας, σκευωριών, ψεύδους, δόλου, έπιβουλής»1. Στο μόνο που συμφώναγαν ανάμεσά τους οι αντιβασιλιάδες ήτανε στο πώς να μας υποτάξουν. Σ’ όλα τ ’ άλλα τρώγονταν σαν τα κοκόρια. Κοιτάζοντας να βγάλουν ο ένας το μάτι τ ' αλλουνού, γύρεψαν πλάτες να στηριχτούν. Ο Άρμανσπεργκ, "όπως είπαμε, πούλησε την ψυχή του στην Αγγλία και γΓ αυτό, καθώς λέει ο Φιλάρετος, μόλις έφτασε στην Ελλάδα «έρρίφθη ούτος είς τάς άγκάλας τοΰ τροφίμου τής 'Αγγλίας Τρικούπη»2. Ο Μάουρερ κι ο Ά βελ φανερώθηκαν τότες «φανατικοί φίλοι τής Γαλλίας»*. Ο Έιντεκ, γυρεύοντας κι αυτός κάπου ν ’ ακουμπήσει, Κόλλησε στους Ρώσους. Κι άρχισε το γλέντι της φαγωμάρας των καινούργιων «ανι διοτελών» αφεντάδων μας, όσο που εμείς οι χουβαρντάδες 1. Κυριακίδη op. cit. τ. α". σ. 246. 2. Φιλάρετου «Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι», σ. 85. 3. Φίνλεϊ op. cil. τ. β". σ. 301.
161
οι Έλληνες πλερώναμε τα σπασμένα. Ο Μάουρερ, ο Ά βελ κι ο Έιντεκ «πλειοψηφούντες, άγωνίζονται νά υπο σκελίσουν τόν πρόεδρον, ούτος δέ, μειοψηφών, καταραδιουργεΐ έ κ ε ί ν ο υ ς Ά λλοτες τους κατηγοράει για ρωσόφιλους κι άλλοτες για... δημοκράτες! Ρωσόφιλος ποιος; ο Μάου ρερ που κυνήγησε ως το θάνατο για ρωσοφιλϊα τον Κολοκοτρώνη. Δημοκρατικός ποιος; ο Ά βελ, ο αρχηγός παραΰστερα του πιο αντιδραστικού κόμματος της Βαβαρΐας. Και για να δεις πως για τους πολιτικάντηδες το άσπρο και το μαύρο είναι ίδια κι όμοια χρώματα ανάλογα με την περίσταση και το συμφέρον, άκου και τούτο δω: στην Αγγλία οι εφημερίδες γράφανε πως ο Άρμανσπεργκ εκπροσωπούσε «τας φιλελευθέρους αρχάς τής αγγλικής πολιτείας» και στο Μόναχο, όπου φύσαγε διαφορετικός αγέρας, υποστήριζαν τ ’ ανάποδα. Λέγανε πως ο Ά ρμαν σπεργκ ήτανε «ύπέρμαχος τών μοναρχικών άρχών» και κατηγορούσαν τον Μάουρερ «ώς είσηγητήν καί ύπέρμαχον Θεσμών δημοκρατικών»2. Ο Μάουρερ, μέσα στη φαντασμένη σχολαστική πολυμάθειά του, δε χώνευε τον μισομορφωμένο αριστοκράτη προϊστάμενό του. Αν με κάτι μπορούσε να συγκινηθεί η ξεραμένη από τους νομικούς του κώδικες καρδιά του, ήτανε το μίσος που ένιωθε γ ι’ αυτόν. Κι από τα σπουδαία πέσανε, βέβαια, στα προσωπικά κι ασήμαντα. Η κοντέσσα Άρμανσπεργκ, μέσα στην έπαρσή της σαν «πρώτη κυρία του νεοσυστάτου βασιλείου», όρισε μια μέρα της βδομά δας, ζουρ φιξ καθώς τ’ ονόμαζαν οι παλιότεροι, που σ ’ αυτή δεχόταν στο σπίτι της τους επίσημους ξένους και λιγοστούς «διαλεχτούς» ντόπιους, ξέχωρα Φαναριώτες, που τρέχαν «να της εκφράσουνε το θαυμασμό τους» για το πνεύμα της και την κομψότητά της και να λιγουρευτούν τις νεαρές της κόρες. Οι τρεις άλλοι αντιβασιλιάδες, που δε χώνευαν τα μεγαλεία της, βάλανε τη γυναίκα του 1. Δραγούμη op. oil. τ. β , σ. 21. 2. Καρολίδη op. cit. τ. β ', σ. 86.
162
πρεσβευτή της Βαβαρΐας, του φον Γκάσερ, που τον είχανε πάρει με το μέρος τους, να ορίσει κι αυτή ζουρ φιξ την ίδια μέρα της βδομάδας με την Άρμανσπεργκ! Και τότες, μέσα σ ’ εκείνο το χωριό που ήτανε τ’ Ανάπλι, μπουμπούκιασαν όλα τα άνθη του κακού που στόλι ζαν τις παλιές βασιλικές αυλές της Ευρώπης. Οι ξένοι, που μακριά από την πατρίδα τους κοίταζαν να μεγαλοπιαστούν όσο ποτές πρωτύτερα, χωρίστηκαν, μαζί με τους δικούς μας που γύρευαν την εύνοιά τους, σε δυο κοσμικά στρατόπεδα. ’Οσοι ήτανε με τον Άρμανσπεργκ πάγαιναν επιδεικτικά στις δεξιώσεις της γυναίκας του κι όσοι αντίθετοί του στης πρέσβειρας φον Γκάσερ. Η κούφια επίδειξη, η χοντροκομμένη κολακεία, τα σαχλά πειράγμα τα, το κουτσομπολιό, η προσποιητή ευγένεια, τα χαμόγε λα που στάζανε άλλοτες βλακεία, άλλοτες πονηριά κι άλλοτες φαρμάκι, παίρνανε και δίνανε. Μερικοί, οι πιο στοχαστικοί να πούμε, μην ξέροντας κατά πού θα ’γερνε στο τέλος η ζυγαριά, φρόντιζαν να τα ’χουνε καλά και με τα δυο παρτίδα. Λαχάνιαζαν λοιπόν να προφτάσουν να φανούν και στις δυο δεξιώσεις. Ένας απ’ αυτούς, καθώς λέει σ τ’ απομνημονεύματά του ο Γερμανός αρχαιολόγος Ρος, στεκόταν κι ο περίφημος Εγγλέζος στρατηγός Τσορτς, ο αίτιος, μαζί με τον Κόχραν, του άδικου χαμού του Καραϊσκάκη και της καταστροφής του Ανάλατου το 1827. Προνοητικός καθώς ήταν «έφερεν τόν μανδύαν καί έπί τών δύο ώμων έμφανιζόμενος, ώς δυνατόν, έν άμφοτέραις ταϊς αίθούσαις». Ο Μάουρερ, σ ’ αναφορά του στον βασιλιά Λουδοβίκο με ημερομηνία 9 του Νοέμβρη 1834, κατηγόρησε τον Άρμανσπεργκ για βαριές λαθροχειρίες· πως μαζί με τον Κόβελ —τον αντικαταστάτη όπως θα δεις του Μάουρερ— κατάπιανε ένα ολόκληρο εκατομμύριο από το δάνειο1. Πως τα λίγα χρόνια που έμεινε στον τόπο μας του φτάσανε να καζαντίσει, από την πείνα και τη γύμνια μας, I. Βλέπε Πετρακάκου «Κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδος», τ. α ' , σ.
10. 163
τα ελέη του θεού στέκεται πέρα για πέρα σωστό. Ο Μακρυγιάνης γράφει: «Ή ρθε ψωργιασμένος κόντης κι έφυγε μ’ ένα μιλιούνι τάλαρα κι αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουντζώνει εμάς τους ανόητους Έ λ ληνες αυτός και οι άλλοι Μπαβαρέζοι»1.
Κι ο καβγάς καλά κρατούσε ανάμεσα στους προκομμέ νους αντιβασιλιάδες μας. Οι τρεις γύρευαν, βάζοντας μπρος όλες τις μηχανές της ραδιουργίας, νά καταστήσουν τόν πρόεδρόν τους», καθώς λέγανε, «Ανίκανον πρός περαιτέ ρω άκόλαστον ένέργειαν». Μα εκείνος έμενε βράχος ακλό νητος, μια κι είχε το πιο τρανό στήριγμα απ’ όσα μπορού σε να βρει κανείς τότες σε τέτοιες περιστάσεις: τον πρεσβευτή της Αγγλίας, τον Ντόκινς, που στις δεξιώσεις της κοντέσσας Άρμανσπεργκ επιδειχτικά κατηγορούσε, «μέ τάς τραχυτάτας τών έκφράσεων»2 τον Μάουρερ, τον Ά βελ και τον Έιντεκ. —Είναι, έλεγε, γνήσιοι κι ως το κόκαλο αριστοκράτες, που αδιάκοπα βάζουν εμπόδια στον φιλελεύθερο κόμητα (τι λόγος!), τον μόνο ικανό άνδρα της αντιβασιλείας. Τον φθονούν για τη δημοτικότητά του κι υπονομεύουν τήν υγεία του, που όλοι μας πρέπει να τη φροντίζουμε για χάρη της Ελλάδος (!), γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να κρατήσει το τιμόνι κι έπειτα από την ενηλικίωση του Όθωνα. Σώπαινε για λίγο, έριχνε μια ματιά γύρω του, χαμογέλα γε —όπως ξέρουν μονάχα οι διπλωμάτες να χαμογελάνε— και πρόσθετε: —Τρία κεφάλια δε χωράνε σ ’ ένα σκούφο... Εξόν βέβαια αν βρίσκονταν τρία κεφάλια που θα ’τανε και τα τρία αγγλόφιλα... 1. Μακρυγιάννη op. cit. τ. β ', σ. 132. 2. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β ', σ. 1536.
164
Ο Ι
Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Ε Σ
ΟΙ ΓΑΖΕΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ Α γ ιο πράμα και κατάρα είναι η εφημερίδα. Ά γιο όταν λέει την αλήθεια προς τα πάνω και κατάρα όταν λέει το ψέμα προς τα κάτω. Μα όποιες κι αν είναι οι εφημερίδες, στέκουνται ο καθρέφτης, όπως σ’ αυτές βρίσκεις το καλό και το κακό ενός τόπου. Χρειάζεται, λοιπόν, για να καταλάβουμε καλύτερα κείνα τα χρόνια, να δούμε τι σόι ήτανε οι γαζέτες, όπως τις έλεγε ο κοσμάκης, τον πρώτο καιρό που ήρθανε οι Βαβαρέζοι στον τόπο μας, αφού πριν ρίξουμε μια γλήγορη ματιά σ’ εκείνες που βγήκανε όσο κράταγε ο μεγάλος αγώνας. Κι επειδής θα ’θελες ίσως να μάθεις ποια στάθηκε η πρώτη ελληνική εφημερίδα, σου λέω πως είναι η «Εφημερίς» που βγάλανε στη Βιέννη το 1793 δυο αδέρφια από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, οι Μαρκίδες Πούλιοι. Παρά δειγμα πρέπει να ’ναι για μας τούτη η πρώτη εφημερίδα, γιατί στο τυπογραφείο της τύπωσε ο Ρήγας Βελεστινλής τη Χάρτα του, το Θούριο του και τις επαναστατικές προκηρύξεις του. Κι όταν οι Αυστριακοί πιάσανε τον μεγαλομάρτυρα της ελευθερίας μας και τον παράδωσαν, οι άτιμοι, στους Τούρκους και την εφημερίδα κλείσανε κι εξόρισαν τα δυο αδέρφια. Η πρώτη εφημερίδα που φάνηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα ήτανε η «Σάλπιγγα» του Θεόκλητου Φαρμακίδη. Βγήκε τον Αύγουστο του 1821 στην Καλαμάτα στο 165
τυπογραφείο που έφερε μαζί του ο Δημήτρης Υψηλάντης. Μα η ζωή της στάθηκε σύντομη —ίσως να μην κυκλοφό ρησαν πιότερα από τρία όλα κι όλα φύλλα— γιατί, όπως λένε, ο Φαρμακίδης αρνήθηκε να δεχτεί προληπτική λογοκρισία. Από τότες κι ως το 1824 δεν είχε ο επαναστατημένος τόπος εφημερίδα, ώσπου, την 1 του Γενάρη 1824, βγήκανε στο δοξασμένο Μεσολόγγι τα «Ελληνικά Χρονικά» με διευθυντή τον Ελβετό γιατρό Ιωάννη Μάγερ. Τούτος όμως ο ξένος εφημεριδογράφος έφερε στον τόπο μας τον πουλημένο τύπο. Κι η τέτοια κατηγορία δεν είναι δική μας, μα του Humphrey, που ήρθε στην Ελλάδα το 1825 και στο βιβλίο που τύπωσε γράφει: «Μια αμοιβή εβδομήντα δολαρίων το μήνα από μέρος του Μαυροκορδάτου, προκάλεσαν αποτελεσματική αλλαγή στα αίσθήματά του (του Μάγερ) και μετατράπηκε σε ηχώ του κυρίου του»1. Λέω όμως πως κι αυτό το φταίξιμο κι άλλα πολλά ακόμα λάθη πρέπει να τα ξεχάσουμε, άμα λογαριάσουμε πως είναι η πρώτη ελληνική εφημερίδα που γνώρισε το βάφτισμα της μάχης για τη λευτεριά μας, όταν το τυπο γραφείο της χτυπήθηκε από μπάλα κανονιού στο μπλοκα-| ρισμένο από τον Κιουταχή Μεσολόγγι, και πως ο εκδότης της ο Μάγερ σκοτώθηκε στην έξοδο. Ά λλες εφημερίδες του Εικοσιένα ήτανε τούτες εδώ: 1) «Ο Φίλος του Νόμου» που τυπωνόταν στην Υδρα από το 1824 ως το 1827, με συντάχτη τον Κιάππε, και που για να ξεφύγει τη λογοκρισία του μονόφθαλμου μα παντοδύνα μου Λάζαρου Κουντουριώτη γραφόταν σ’ αρχαίζουσα γλώσσα να μην την καταλαβαίνει, 2) η «Εφημερίς των Αθηνών» που έβγαινε στην Αθήνα από τον Αύγουστο του 1824 ως τον Απρίλη του 1826 με συντάχτη τον Γ. Τύλλα και στάθηκε η πιο ανεξάρτητη του αγώνα, και 3) η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος» που κυκλοφόρησε τον I. James Emerson and Ν. Η. Humphreys -Journal of a visit to Greece··, τ. Π'. σ. 235-236.
166
Οκτώβρη του 1825 κι ήτανε η επίσημη της Διοίκησης. Οι πρώτες καθαρά πολιτικές εφημερίδες φάνηκαν στον τόπο μας τον καιρό του Καποδΐστρια. Ή τανε η «Ηώ» του Εμμ. Αντωνιάδη, όργανο του αγγλόφιλου κόμματος του Μαυροκορδάτου, κι ο περίφημος «Απόλλωνος» του Αθα νάσιου Πολυζωΐδη, που δεν είναι άλλος από τον πρόεδρο του δικαστήριου στη δίκη του Κολοκοτρώνη. Ο «Απόλ λωνος», που στην αρχή τυπωνόταν στ’ Ανάπλι κι έπειτα, άμα καταδιώχτηκε, στην Ύδρα, βγήκε, καθώς έγραφε, «διά νά διακήρυξή είς δλον τόν κόσμον καί μάλιστα είς τούς δυνατούς τής Ευρώπης δτι μόνη έπιθυμία τοϋ ελληνικού έθνους είναι νά κυβερναται συνταγματικώς». Ύ στερα από τούτα τα λίγα για το πώς πρωτοφάνηκε στον τόπο μας η «τέταρτη εξουσία», όπως πολλοί ονόμα σαν τον Τύπο, ας δούμε τώρα ποιες εφημερίδες βγήκανε στ’ Ανάπλι όταν κόπιασαν οι Βαβαρέζοι στον τόπο μας.
Η «ΑΘΗΝΑ» ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ από την «Αθηνά» καθώς έχει πολύχρονη εκδοτική ιστορία. Πρωτοβγήκε στις 13 του Φλεβάρη 1832 στα Μέγαρα, όπου στήσανε το στρατόπεδό τους οι «συ νταγματικοί» όταν πολεμούσαν τον Αυγουστίνο. Συντάχτης της ήτανε ο Εμμ. Αντωνιάδης, ο ίδιος που είχε βγάλει και την «Ηώ». Ό τα ν νίκησαν οι συνταγματικοί, εγκαταστάθηκε η «Αθηνά», από τον Απρίλη του ίδιου χρόνου, στ’ Ανάπλι κι απ’ αυτό, από τον Απρίλη του 1835, κουβαλήθηκε στην καινούργια πρωτεύουσα, την Αθήνα, όπου έζησε ως το 1864. Η «Αθηνά» στην αρχή έβγαινε δυο φορές τη βδομάδα, κατά «Τετράδη και Σάββατον» καθώς έγραφε, όπως καμιά εφημερίδα του τόπου μας δεν ήταν τότε καθημερινή. Για σύμβολό της είχε τη θεά Αθηνά, «έμβλημα της φρονήσε ι 67
ως», και στάθηκε το επίσημο όργανο του αγγλόφιλου κόμματος και του Μαυροκορδάτου. Στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Σπ. Τρικούπης στις 3 του Απρίλη του 1833 με τις ευλογίες των Βαβαρέζων αντιβασιλιάδων ήτανε, όπως είπαμε, υπουργός των Οικο νομικών κι ο Μαυροκορδάτος. Κι όμως βλέπουμε την «Αθηνά» ν’ αντιπολιτεύεται σε πολλά την κυβέρνηση, κάνοντας εξαίρεση μονάχα για τον Μαυροκορδάτο, που τον υπερασπίζεται ονομαστικά. Μ’ άλλα λόγια, ο Μαυρο κορδάτος έσκαβε το λάκκο του υπαρχηγού του αγγλόφι λου κόμματος και κουνιάδου του Τρικούπη, όπως ρεγόταν να πάρει την πρωθυπουργία. Απαντώντας στην τρικουπική εφημερίδα «Τριπτόλεμος», που γι’ αυτή θα μιλήσουμε παραΰστερα, γράφει: «Έ χομεν τήν τιμήν νά τοΰ παρατηρήσωμεν ότι άν συμβουλεύων είς τούς "Ελληνας τήν όμόνοιαν, έννοεΐ διά τούτου νά κάθηνται μέ δεμένας χεΐρας καί χάσκοντες νά κυττάζωσι τά άτοπα καί άσυλλόγιστα έργα τοΰ υπουρ γείου, ή συμβουλή του είναι καί παράνομος καί παράλο γος»1.
*Τα παράσημα κι η γρίπτιη» Η «Αθηνά», παίρνοντας αφορμή από το διάταγμα της αντιβασιλείας για τα παράσημα, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει με τούτον εδώ τον τσουχτερό τρόπο για την κυβέρνηση: «Ά λ λά τί λέγει ώς πρός τά παράσημα τό κοινόν; Οί Γραμματεΐς μας καθυπέβαλαν είς τήν κύρωσιν τής Βασιλι κής ’Αρχής διάταγμα περί παρασήμων. Καθώς έμοίρασαν τό μεταξύ των μετά τών σχετικών συγγενών καί φίλων τά υπουργήματα, τοιουτοτρόπως θέλουν μοιράσει καί αύτά άφοΰ παραστήσουν δέ έαυτούς καί τούς σχετικούς των I. Αρ. 142 — 26.Η.ΙΚ33.
168
κιβδήλους άριστείας καί άλλα παρόμοια πολιτικά καί πολεμικά άριστουργήματα»1.
Σ’ άλλο πάλι φύλλο, δημοσιεύει ένα γράμμα με τ' αρχι κά Γ. Β. όπου σ ’ αυτό, χτυπώντας τον υπουργό των Εσωτε ρικών Γ. Ψύλλα, μας φανερώνει πως αν και δεν πέρασαν ούτε καν τέσσερις μήνες από τον ερχομό του Όθωνα και των Βαβαρών, εξατμίστηκαν οι ελπίδες που στήριξε ο κοσμάκης στην αλλαγή. «Μήπως, Κύριε Συντάκτα» λέει το γράμμα «ή έπάρατος Γρίππη, περί τής όποίας όμιλεΐς πνευματωδέστατα είς τόν τελευταΐον άριθμόν τής Πατριωτικής Έφημερίδος Σου, κυριεύει άκόμη τόν έπί τών ’Εσωτερικών Γραμματέα μας; "Εως πότε ή έπάρατος αϋτη έπιδημία νά έπικρατή είς τούς υπουργούς μας; "Εως πότε τόση βραδύτης είς τάς Εργασίας των; "Εως πότε τόση αδιαφορία είς τά παράπονα τών πολιτών; Ά ν αύτοί Εχουν καί τρώγουν, ήξεύρουν δτι κόσμος λιμοκτονεί ή δχι;»*.
Χαραχτηριστική στέκεται, για τη δυστυχία που έδερνε το λαό, και τούτη η μικρή «κι ασήμαντη» είδηση που δημοσίευσε η Α θ η ν ά : «Είς τάς 23 Ιουνίου πολίτης τής Παλούμπας, άγωνισθείς γενναίως τόν ίερόν τής άνεξαρτησίας μας άγώνα, Εγεινεν αΰτόχειρ διότι έκρεμάσθη είς τήν οΙκίαν του ένεκα τής άνοικονομήτου, ώς λέγουν, ένδείας του»\
Κι όμως, η «Αθηνά», το αγγλόφιλο δηλαδή κόμμα κι ο Μαυροκορδάτος, είχανε βρει πέρα για πέρα σωστό το σκόρπισμα από τους Βαβαρέζους του εθνικού στρατού της λευτεριάς μας. «Είς Ενα λόγον» έγραφε «πρέπει νά βαλθοΰν είς τάξιν. 1. Αρ. 118 — 3.6.1833. 2. Αρ. 110-111 - 10.5.1833. 3. Αρ. 159 — 4.6.1834.
169
διά νά ήναι άληθώς στρατιωτικοί τής Πατρίδος καί δχι κλεφτοκαπετανέοι, ώς τούς όνομάζουν σήμερον έφημερίδες τοΰ φωτισμένου κόσμου»1.
Αυτό το τελευταίο βγήκε, το δίχως άλλο, από την πένα του Μαυροκορδάτου. Αδιάκοπα τον έκοφτε το τι θα πουν για μας... οι εφημερίδες του φωτισμένου κόσμου. Και δε μου λες, μεγάλε μας πολιτικέ, πότε ή ποιες εφημερίδες της Ευρώπης ονόμασαν κλεφτοκαπετάνιους τους ήρωες του Εικοσιένα; Κλεφτοκαπετάνιοι ήτανε βέβαια για σένα, τους πάτρωνές σου τους Εγγλέζους και τους Βαβαρέζους, μια και χρειαζόσαστε πραιτωριανούς κι όχι εθνικό στρατό. Οι νεήλυδες Κείνο τον καιρό φάνηκε κι ένα άλλο κακό. Μόλις λευτερώθηκε ο τόπος, άρχισαν να ’ρχουνται από το εξωτε ρικό σαν τα σύννεφα τις ακρίδες οι γραμματιζούμενοι, που πολλοί απ’ αυτούς ήταν όχι μονάχα μισομορφωμένοι, μα και τυχοδιώχτες. Ό πω ς όμως ξέρανε κάποια ξένη γλώσ σα, κατάφερναν, καταχτώντας μ’ αυτή την εύνοια της ξενοκρατίας, να καπαρώνουν τα καλύτερα πόστα, όσο που οι αγωνιστές βλέπανε να παραμερίζουνται σ’ όλα. Έμοια ζε σαν να ’χανε πολεμήσει για να ευτυχήσουν έπειτα όσοι δεν είχανε τίποτις προσφέρει στις κρίσιμες ώρες. Ανάμε σα λοιπόν σ ’ όσους αγωνίστηκαν, ντόπιους και ξένους, και σε τούτους τους καινουργιοφερμένους, τους νεήλυδες όπως τους γράφανε οι εφημερίδες, άναψε το μίσος. Η «Αθηνά», την άκαιρη αυτή προτίμηση, τη χτυπάει με τούτονε δω τον τρόπο, που πραγματικά την τιμάει: «'Α λλ' οί κύριοι Γραμματείς μας έκαμαν όλον τό έναντίον δμα έλαβον τήν διαχείρισιν τών πόλιτικών πραγμά τω ν εύθύς οί δυστυχείς "Ελληνες εύρέθησαν περικυκλωμένοι άπό πρόσωπα καί όνόματα δλως διόλου άγνωστα, I. Αρ. 100 — 1.4.1833.
170
καί είς αυτούς καί είς τήν Ιστορίαν τής έπαναστάσεώς των, βλέπουν ήδη περίλυποι καί μέ δάκρυα είς τούς όφθαλμούς, τούς καρπούς τών άγώνων των αύτών συναζομένους άπό άνθρώπους οίτινες ένώ τό Έ λληνικόν Εδαφος ήτον κατακόκκινον άπό τό α’ιμα τών ' Ελλήνων, ούτοι έτρύφουν καί έσπατάλουν είς διάφορα μέρη τής Εύρώπης καί Ά σ ίας, δθεν καί έγραφον είς τούς "Ελληνας, ή τό νά χαθήτε δλοι ή νά έλευθερωθώμεν. "Αν ρίψη τις ένα βλέμμα είς δλους τούς διορισμούς, οίτινες Εγειναν άπ’ άρχής τής συστάσεως τοΰ υπουργείου τούτου, δχι μόνον βλέπει τις τό πλεΐστον μέρος μή αύτόχθονας, διότι καί πολλοί έξ αύτών, άλλοι εύρεθέντες άπό άρχής τής έπαναστάσεώς είς τήν 'Ελλάδα, καί άγωνισθέντες άρκετά μετά τών ’Ελλήνων, καί άλλοι δΓ άπόδειξιν έξόχου ίκανότητος, ήμποροΰν νά Εχουν δι καιώματα διά νά κατέχουν τοιαύτας θέσεις, άλλ’ άνθρώ πους, οί όποϊοι άφοΰ Ετρεχον έντεΰθεν κάκεΐθεν μήν Εχοντες πού τήν κεφαλήν κλίναι. είς δλον τό διάστημα τής έπαναστάσεώς, Ετρεξαν ήδη ώς κόρακες είς τό πτώμα είς τήν 'Ελλάδα, δπου χωρίς δικαιώματα, χωρίς διόλου Ικανό τητα, ή τουλάχιστον χωρίς πρώτον νά δειχθή ή Ικανότης των, πηδοΰν είς τάς σημαντικοτέρας θέσεις»1.
Έ νας τέτοιος καινουργιοφερμένος ήτανε, όπως είπαμε, κι ο Κωνστ. Σχινάς, που οι Βαβαροί, γιατί σπούδασε στη Γερμανία, θα τον κάνουν στο άψε σβήσε υπουργό, για να παίξει τον πιο χειρότερο απ’ όλους ρόλο στη δίκη του Κολοκοτρώνη. Αν κι η «Αθηνά» χτυπάει με τόσο πάθος τους «νεήλυδες», όμως πέφτει κι αυτή σε παρόμοια μικρότητα. Γράφοντας ένα μακρύ άρθρο για το τι πρόσφεραν στον αγώνα οι Μοραίτες, μνημονεύει ονομαστικά πλήθος καπετανάίους, αγνοώντας ολότελα τους δυο πιο ξακουστούς απ’ όλους, τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά. Γιατί το κάνει αυτό; Μα γιατί παλιές ρίζες είχε η έχθρα —από τους δυο πρώτους εμφύλιους πόλεμους— που έτρεφε ο Μαυροκορ δάτος σε τούτους τους τρανούς πολεμάρχους. I. Αρ. 128 — 8.7.1833.
171
Ό πω ς κι οι άλλες εφημερίδες κείνου του καιρού, το ίδιο κι η «Αθηνά» κατέχεται από την πλάνη πως τίποτις πιότερο δεν επιθυμούσαν οι αντιβασιλιάδες από την... ελευθεροτυπία! Παραπέρα θα δούμε με ποιον τρόπο φρό ντισε η αντιβασιλεία να βγάλει από τούτη την αυταπάτη κι αυτήν κι όλες τις άλλες εφημερίδες.
Ο «ΧΡΟΝΟΣ» Ε ν α ς από τους μάρτυρες της κατηγορίας στη δίκη του Κολοκοτρώνη, ο Χρήστος Στασινόπουλος, χτηματίας και δημογέροντας, είπε τούτα δω: «-Ε ις τάς δέκα τού ’ Ιουνίου άντάμωσα είς Καρύταιναν τόν Γενναίον'· έπήγο νά τόν χαιρετήσω είς τό σπίτι του. Έ κεΙ είδα καί πέντ' έ ξ στρατιώτας, χωρίς νά τούς γνωρίζω άπό ποίαν έπαρχίαν ήτον. Αφού έμβήκα έγώ, έπαυσαν τήν όμιλίαν τήν όποίαν έκαμναν. Ένας μέ ροϋσσα μαλλιά λέγει πρός τόν Γενναίον: -Στρατηγέ, ήμάς τί μάς λέγεις νά κάμωμεν; Τούς άποκρίνεται: -Π ηγαίνετε είς τά σπίτια σας. -Τ ί νά κάμωμεν είς τά σπίτια μας; ' Ημείς θέλομεν νά μάς δώσης ψωμί νά φάγωμεν. Τούς αποκρίνεται: - Έγώ δέν έχω τώρα* δόσατέ μοι καί σείς- όταν είχα σάς έδιδα. Σύρτε είς τόν Μαυροκορδάτον ε ίς τό Ανάπλι· έκεΐνος είναι βασιλέας. - Ημείς δέν τόν γνωρίζομεν, τόν λέγουν. Ή γενναιότης σου νά μάς δώσης ψωμί. Έπειτα τούς λέγει: -Π ηγαίνετε, ησυχάσετε- δέν ήξεύ ρ ετ ε ότι ό « Απόλλων» έφ αγε τόν Καποδίστριαν; Καί έγώ έξώ δευσα τρ εις χιλιάδες γρόσια καί έστησα τόν «Χρόνον· τήν έφημερίδα καί θά φάγω άλλον μεγαλήτερον»2.
Τούτη η μαρτυρία φαίνεται σε πολλά σωστή. Ο «Χρό 1. Ο Γενναίος ήτανε γιος του Κολοκοτρώνη. 2. «Πρακτικά», σ. 128-129.
172
νος» δηλαδή, που το πρώτο φύλλο του βγήκε την 1 του Μάη του 1833 στ’ Ανάπλι, εκπροσωπούσε το καταδιωγμέ νο από τους «συνταγματικούς» και τους Βαβαρούς καποδιστριακό κόμμα, το «κυβερνητικό» ή των «ναπαίων» όπως το ’λεγαν. Συντάχτης του «Χρόνου» ήτανε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμονας και διευθυντής, δίχως όμως να φαίνεται πουθε νά τ’ όνομά του, ο Ν. Σπηλιάδης, γραμματέας της Επικρά τειας, πρωθυπουργός δηλαδή, τον καιρό του Καποδΐστρια. Ο «Χρόνος», όπως κι η «Αθηνά», έβγαινε δυο φορές τη βδομάδα κι είχε, κάτω από τον τίτλο του, για μόνιμη ρήση το παλιό λόγιο «πόλις άνδρα διδάσκει». Το άρθρο του στο πρώτο φύλλο του τ’ αρχίζει μ’ αυτόν εδώ τον τρόπο: «Χώρε 'Ελλάς! Ιδού δ ΒΑΣΙΛΕΥΣ Σου ήρθε δίκαιος καί μετά σωτηρίας». Τούτα τα λόγια φανερώνουν την πολιτική γραμμή που θ’ ακολουθήσει· δεν θ’ αντιστρατευτεΐ το καινούργιο καθεστώς —πράμα που κι αν το ’θελε δε θα μπορούσε να το κάνει— μα τα κυβερνητικά όργανα και ξέχωρα τους Έ λληνες υπουργούς. Για το μόνο που θα κατηγορήσει άμεσα τους ξένους είναι πως «ή Βασιλική Εξουσία άγνοεϊ τά πρόσωπα είς τήν 'Ελλάδα» φέρνοντας για παράδειγμα τον τρόπο που σχηματίστηκε το υπουργείο1. Γ ι’ αυτό γυρεύει «νά φθάση Εως είς τόν θρόνον ή φωνή τής κοινής γνώμης τών κυβερνωμένων. Ούτοι, Ιχοντες πρό όφθαλμών τήν ευδαιμονίαν των, καί έπιθυμοΰντες ώσεπιτοπλεΐστον τήν δόξαν τής Πατρίδος, γνωρίζοντες δέ, δτι τά συμφέροντα τοΰ Εθνους, ταυτίζονται μέ έκείνα τοΰ Μονάρχου, δέν παύουν άπό τοΰ νά λέγωσιν, δτι οί Ανθρωποι τής 3 ’Απριλίου2 δέν είναι οί μόνοι είς τήν 'Ελλάδα άξιοι τής Βασιλικής Εμπιστοσύνης»1.
Αν κι ο Φιλήμονας γεννήθηκε στην Πόλη, ο «Χρόνος» 1. Αρ. 4 — 11.5.1833. 2. Η κυβέρνηση Τρικούπη. 3. Αρ. 16 — 22.6.1833.
173
χτυπάει τους «νεήλυδες» και ξέχωρα τους Φαναριώτες, που τους λογαριάζει συμφορά για τον τόπο μας. Κι αδιάκοπα θυμίζει πως οι αμοιβές δε δϊνουνται σ’ εκείνους που αγωνίστηκαν για τη λευτεριά της πατρίδας. «Τήν έξουσία άρα έζήτουν» γράφει «όχι διά νά περιθάλψωσι τά άδίκως λιμοκτονοΰντα τέκνα τής έλευθερίας, άλλά διά νά χορτάσωσι συγγενείς καί οίκείους»1.
Οι αγωνιστές Σου παράστησα πρωτύτερα σε ποιο κατάντημα έπεσε ο στρατός του Εικοσιένα άμα τον στείλανε στ’ ανάθεμα οι ξένοι ελευθερωτές μας κι οι ντόπιοι καλοθελητάδες τους. Ο «Χρόνος» μας φανερώνει πως οι στεριανοί ήρωες κι οι ναυμάχοι μας πάνε, για να φάνε ένα κομμάτι ψωμί, πραιτωριανοί στους Εγγλέζους, στο σουλτάνο και στον Μωχάμετ Ά λη! Ά κου τι λέει και κλάψε: «Μέ λύπην τής ψυχής μου σάς γράφω σήμερον2εΐδησιν πικράν, πλήν βεβαίαν. Είθε νά ήτο ψευδής! Πληροφορού μαι, δτι στρατιώται υπέρ τούς 200 έκ τής Δυτ. 'Ελλάδος άνεχώρησαν είς Κεφαλληνίαν, προσκεκλημένοι άπό τήν Ίονικήν Διοίκησιν, διά νά ίμβωσιν είς υπηρεσίαν τής ‘Επτάνησου. Φαίνεται ότι θέλουν γίνη χωροφύλακες. "Εμελλε ξένη πατρίς νά τούς δίδη πόρον ζωής. Τό δέ ΰπουργεϊον μας τί κάμνει; Διοργανίζει είς τόν χάρτην Λ σχέδια άνάρμοστα δΓ αύτούς...»
Τι ντροπή! Ο στρατός της λευτεριάς μας, έπειτα από το κυνηγητό των Βαβαρέζων, τραβάει τώρα να συντρέξει τους 'Εγγλέζους να κρατάνε κάτω από το ζυγό τους τ’ αδέρφια μας στα Εφτάνησα... Στα νησιά μας πράκτορες του σουλτάνου και του 1. Αρ. 4 - 11.5.1833. 2. Ανταπόκριση από την Πάτρα δημοσιευμένη στο «Χρόνο» αρ. 29 — 6.8.1833.
174
Μωχάμετ Ά λ η στρατολογούν για τις αρμάδες τους τους μαρινάρους, που τόσες φορές τους νίκησαν με τα σταροκάραβά τους. Να τι γράφει ο «Χρόνος» σε δυο ανταποκρί σεις από την Ύδρα: «Μία περίεργος Αμιλλα ένυπάρχει σήμερον μεταξύ τοΰ Σουλτάνου καί τοΰ Σατράπου τής ΑΙγύπτου, ποιος έκ τών δύο τούτων νά κερδήση διά τόν έαυτόν του τούς ναύτας μας. Καί ό μέν πρώτος τούς υπόσχεται άσυδοσίας, προνόμια καί πρός τ’ άλλα τήν Λήμνον, ή όποιανδήποτε άλλην θέσιν εις τόν 'Ελλήσποντον, διά νά κτίσωσιν τήν άποικίαν των. Ό δεύτερος πάλιν διαλλογιζόμενος νά συστήση ναύσταθμον εις τήν Σοΰδαν τής Κρήτης, κάμνει είς αυτούς άλλας προτάσεις μέ σκοπόν νά τούς έλκύση1 (...) ΕΙς τήν υπηρεσίαν τοΰ Μεχμέτ Ά λ ή μεταβαίνουσιν όλονέν οι άγωνισταί τής 'Ε λληνικής ’Ελευθερίας. ’Εσχάτως ό ‘Α ναγνώστης Δεδάκης άνεχώρησε μέ ώς είκοσι»2.
Οι Βαβαροί φτιάνουν μια στρατιωτική σχολή, που από αυτή θα βγαίνανε οι αξιωματικοί. Για να μπεις όμως έπρεπε να πλερώσεις 100 δίστηλα δίδαχτρα. Κι ο «Χρό νος» γράφει: «Ούδεμία ψυχή "Ελληνος καί παντός άνθρώπου υποφέ ρει νά θεωρή περιφερόμενους είς τήν άγοράν καί καταναλϊσκοντας τό πολύτιμον άνθος τής ήλικίας των τούς υίούς τών άποθανόντων είς τόν ’Αγώνα, ή έκείνων δσοι δυστυχήσαντες διά τόν ζήλον καί τήν άξιότιμον διαγωγήν των, άδυνατοΰν νά προσφέρωσι τήν προσδιωρισμένη χρηματικήν ποσότητα. Είναι λυπηρότατον έξ έναντίας τό νά είσέρχωνται είς τό Κατάστημα τοΰτο δυνάμει τοΰ πλούτου οί υίοί έκείνων, δσοι Ιβλεπον μακρόθεν τά δεινά μας καί ίσως Ίσως ίδιδον βοηθείας καί είς τούς έχθρούς μας»1.
1. Αρ. 25 — 23.7.1833. 2. Αρ. 31 — 13.8.1833. 3. Αρ. 5 — 14.5.1833.
175
Ξύλο και πολιτισμός Η εφημερίδα βγάζει στη φόρα με ποιον τρόπο φέρθηκαν στον κοσμάκη οι γραμματισμένοι Φαναριώτες, που οι Βαβαρέζοι τους διόρισαν επάρχους. Μερικοί ξεπέρασαν σ ’ απονιά και σκληράδα κι αυτούς ακόμα τους αγάδες. Ά κου τα κατορθώματα ενός από δαύτους, του έπαρχου της Ναύπαχτου Κωνστ. Ρωσέτη, που καταγόταν από την παλιά φαναριώτικη φαμελιά των Ρωσέτηδων, και καμάρω σε τον. «Διά τής έφημερίδος σας άναπτύξατε τό φαναριωτικόν σύστημα. Ή Ακόλουθος Εκθεσίς μου1 δύναται ν’ άφαιρέση, νομίζω, κάθε άμφιβολία τοΰ κοινοΰ, δν ύπάρχη, περί τοΰ συστήματος τούτου, καί περί τής πραγματοποιήσεώς του είς τήν 'Ελλάδα (...) Έ θεσεν άρχήν, (ό Επαρχος Ρωσέτης) δτι, δ,τι δν άπαξ είπή πρέπει καί νά γενή· καί, όποία δν ήναι ή προσταγή του, πρέπει νά έκτελεσθή. Δέν πρέπει, είπε, νά έξετάζετε, δν α( προσταγαί μου ήναι καλαί ή κακαί, δν ήναι ή μή σύμμορφοι μέ τούς τύπους* πρέπει νά ΰπακούετε (...) 'Η 12 καί 13 τοΰ παρόντος έστάθησαν ήμέραι φρίκης διά τήν άπότομον παραβίασιν τών Θεμε λιωδών Νόμων καί διήγειρον κοινό ν γογγυσμόν. Ό Ευθύ μιος Δημητρίου έγκαλέσθη ώς...2 Ό κ. ’Επαρχος χωρίς νά συνάξη τά ίχνη τοΰ Εγκλήματος, νά λάβη τήν εξομολόγησιν τοΰ έγκαλουμένου, τάς άπαιτούμενας πληροφορίας καί άποδείξεις, τόν συλλαμβάνει καί τόν ρίπτει είς τήν φυλα κήν. Δέν τόν άποστέλλει είς τό Δικαστήριον, άλλ’ άναλαμβάνων τά καθήκοντα τοΰ ’Εγκληματικού Δικαστηρίου, τόν καταδικάζει είς βασάνους καί άτιμώσεις. Χωρίς νά γνωρισθή δν ήναι ούτος υπεύθυνος ή άθώος, τήν 12 τόν ραβδίζει έν τφ μέσφ τής άγοράς διακοσίους ραβδισμούς, καί Ενα δεμάτι (κανών ξύλων συντρίβεται έπί τοΰ σώματος τοΰ άθλιου τούτου. Τήν 13 τό πρωΐ τοΰ μουτσουρώνει τό 1. Το γράμμα αυτό γραμμένο από τη Ναύπαχτο με ημερομηνία 14.7.1833 δημοσιεύτηκε στον -Χρόνο» αρ. 24 — 20.7.1833. 2. Τ" αποσιωπητικά είναι της εφημερίδας που δεν ανάφερε ποια ήταν η κατηγορία του.
176
πρόσωπον, βάλλει έπί τής κεφαλής του μίαν κοιλίαν προβάτου καί δύο κέρατα κριού, καί τόν περιτριγυρίζει είς όλην τήν πόλιν. Σήμερον έμελλε νά τόν περιτριγυρίση ώσαύτως, καί αϋριον έπίσης μέ τήν προσθήκην νά τόν καβαλλικεύση καί είς Ενα γάδαρον άλλ’ ό γογγυσμός τών πολιτών τόν άνεχαίτισε. ’Ατιμώσεις τοιαύτας, ήξεύρομεν ότι οΰδέ αυτοί οί τύραννοι Τούρκοι δέν κατήντησαν νά κάμνουν».
Κι ο σπουδαίος μας έπαρχος, όπου γύρευε με το ξύλο να μας φωτίσει, ανάγκασε τους παπάδες της Ναΰπαχτου να τον μνημονεύουν στο πολυχρόνιο· «υπέρ του επάρχου της επαρχίας ταΰτης» κλαψούριζαν κι ο φωστήρας μας φού σκωνε από μεγαλείο.
Η εξορία τον αρχιμανδρίτη Δενδρινον Τ ’ ωραίο φρούτο, όποιος δε μας αρέσει να τον εξορίζου με, δεν μπορούσε βέβαια να λεϊψει από τα καλά που φέρανε στον τόπο μας ο'ι αντιβασιλιάδες. Την αρχή την κάνανε από ’ναν αρχιμανδρίτη, τον Προκόπιο Δενδρινό, που με τούτο δω το γράμμα του που δημοσίεψε ο «Χρό νος» ανιστοράει το περιστατικό του: «Περί τήν 11 ώραν τής χθεσινής ήμέρας υπηρέτης τής ’Αστυνομίας έλθών είς τόν οίκον μου, μέ προσκαλεί νά παρουσιασθώ είς τόν ένταΰθα Κύριον Νομάρχην1 κατά διαταγήν τοΰ ίδίου. Έ παρουσιάσθην καί ή πρώτη έρώτησις τήν όποίαν μ’ έκαμεν, ήτο νά τόν είπώ τά αίτια τής ένταύθα διαμονής μου. Τόν άπεκρίθην- διατρίβω έδώ, διά νά έξοφλήσω δοσοληψίας τινάς λογαριασμών τούς ό ποιους έχω καί εΐτα άναχωρώ. «•Μέ λύπην μου σέ λέγω, μέ είπεν, δτι κατ’ άνωτέραν διαταγήν πρέπει ν’ άναχωρήσης τοΰ Κράτους έξάπαντος έντός δύο ήμερών. I. Νομάρχης ήτανε ο Φραγκίσκος Μαύρος που καταγόταν από την
177
»Τόν έρώτησα, πώς τοΰτο; ΠοΙον έχω ένάγοντα, δτι έβλαψά τινα είτε ήθικώς είτε πολιτικώς; Καί ύποθέτων, δτι έγκαλοΰμαι άπό τινα δΓ έν τοιοΰτον, πώς δέν παραδίδομαι είς τήν δίκην τών νόμων, άλλά διατάττομαι άδικάστως ν' άναχωρήσω; »Μ’ άποκρίνεται· έν όνόματι τοΰ Βασιλέως διαττάτεσαι ν' άπέλθης έκτός τοΰ Βασιλείου τής ' Ελλάδος είς τό διάστημα τής άνωτέρω προθεσμίας, χωρίς νά ήμπορής είς τήν άναχώρησίν σου, οϋτε κάν νά πλησιάσης είς έτερον τοΰ Κράτους μέρος. »Τόν λέγω είς άπάντησιν, ότι έν όνόματι τοΰ Βασίλειος νά μέ είπή τό έγκλημά μου, καί ότι έγώ είς τήν Τουρκικήν 'Επικράτειαν δέν ήμπορώ νά υπάγω. »Δ ιατί, ύπέλαβεν;
«Διότι είς τήν Τουρκίαν γνωρίζομαι καλήτερον, παρά δτι γνωρίζεσαι είς τήν ' Ελλάδα ή Εύγενία Σου· ή Τουρκία είναι δι’ έμέ έκ τούτου μακελεϊον. >·Μέ λέγει, έπειδή άνακατόνεσαι είς Διοικητικά πράγμα τα, κ’ έπειδή μ’ άλλους λόγους είσαι ταραξίας τοΰ Βασι λείου τής Ε λλάδος, δέν ήμπορεΐ νά σέ ΰποφέρη. •Είς τοΰτο άντιτείνας τόν άπεκρίθην, δτι τόν έγκαλώ, δπου άνήκει, είς τό νά μ’ άποδείξη τοιοΰτον καί δτι είμαι πρόθυμος νά δεχθώ τήν έφαρμοζομένην είς τό έγκλημά μου οποιανδήποτε ποινήν τών νόμων. «Τότε όργισθείς ήγέρθη έκ τοΰ καθίσματός του μαινόμενος· έγώ δέ είς αυτήν τήν περίστασιν τόν είπον νά ένθυμηθή δτι είναι Νομάρχης, καί νά καθήση είς τόν τόπον του (...). «Προσθέτει τελευταΐον ότι έξάπαντος πρέπει ν' άναχω ρήσω, διά νά μήν άναγκασθή καί μ' έξωση διά τής βίας. »'Επανέλαβεν πάλιν, πότε άναχωρώ. »Είς άπάντησιν δέ τόν είπον, άφοβία μεγίστη τό φοβεΐσθαι τούς νόμους. •Καί οϋτω τόν άφησα τήν υγείαν καί έπέστρεψα είς τήν οΙκίαν μου, διά ν ’ άναφερθώ είς τήν Σ. Άντιβασιλείαν. Τή II Ιουλίου 1833. Ναύπλιον.
Ό Άρχιμ. Προκόπιος Δενδρινός Τώρα το πέτυχε! Η «Σεβαστή Αντιβασιλεια» πρόσταζε 178
να τόνε διώξουνε «δια της βίας», για να μάθει, πηγαίνο ντας στην Τουρκιά, τι σόι λευτεριά φέρανε οι Ευρωπαίοι στην Ελλάδα. Ο
διορισμός τον Τοσϊτσα
Τον Ιούλιο του 1833, η κυβέρνηση διορίζει πρόξενους σε διάφορα μέρη. Ανάμεσα σ ’ αυτούς ήταν κι ο Μ ιχαήλ Τοσίτσας, που του εμπιστεύουνται το προξενείο της Αλεξάνδρειας. Και το σκάνδαλο ξεσπάει, γιατί τούτος ο Τοσίτσας στάθηκε, στην πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα, όργανο του Μωχάμετ Ά λ η βοηθώντας τον, όσο πέρναγε από το χέρι του, να πνίξει την επανάσταση. Κι ο «Χρόνος»1 γράφει: «Νέον έκ πρόσθηκης άντικείμενον ταράττει τό πνεύμα τού Κοινού μας. Είναι τούτο ένός πρωτοτύπου είδους, καί μ’ δλλας λέξεις ίν ϊργον άπαραδειγμάτιστον είσέτι είς τήν 'Ελλάδα. 'Ο διορισμός τού Μιχαήλου Τουσίτζα, ώς Πράκτορος τής Ε λληνικ ής Κυβερνήσεως είς τήν Αίγυπτον, βεβαιούται διά τού ’Αρ. 5 τοΰ Ή λιου. Είς τήν Καθέδραν μας διεδόθη πρό όλίγων ήμερών τοιαύτη φήμη· άλλά δέν έπιστεύετο ποσώς· καί εΐμεθα χρεώσται νά όμολογήσωμεν, τήν όποίαν έκαμε φρικώδη προσβολήν, άμα έφάνη βεβαία. » Ό Τουσίτζας, είπον όλοι, δστις δ έν ίδ ε τήν 'Ελλάδα είς τόν άγώνα της, δουλεύων τόν τύραννον; » Ό Τουσίτζας, δστις έμπόδισεν καί κατέφαγε τάς διά τήν 'Ελλάδα συνεισφοράς τών ‘Ελλήνων ’Εμπόρων τής ‘Αλεξανδρείας; » Ό Τουσίτζας, σύντροφος καί σύμφωνος καθ’ όλα μέ τόν άδελφόν τοΰ Κωνσταντίνον, δστις έπρόδοσε τήν Φιλικήν 'Εταιρίαν πρός τόν Πασσαν τής Αίγυπτου; » Ό Τουσίτζας, δστις έπρομήθευσεν άπό τροφάς καί άλλα άναγκαΐα τά φρούρια καί τά στρατόπεδα τοΰ έχθροΰ τής πίστεως καί πατρίδος; » Ό Τουσίτζας, δστις έδούλευε τόν Μεχμέτη Ά λ ή ν καί I. Αρ. 23 -
16.7.1833.
179
τόν Ίμβραχήμ Πασσδν, μ' δλην τήν ζέσιν, μ* δλην τήν ειλικρίνειαν, καθ’ δν καιρόν ούτοι έπολέμων τήν ’Ελλάδα; » '0 Τουσίτζας, ό διώκτης άλλοτε τής πατρίδος, τώρα Πράκτωρ τής 'Ε λληνικής Κυβερνήσεως; «Τοιαύτας έκαμε κρίσεις τό Κοινόν μας, καί δέν έκρινε μ’ άπάτην ώς γνωρίζον τήν Ιστορίαν του (...). -Δέν έβρέθη τάχα είς τήν 'Ελλάδα κανείς έκ τών άγωνιστών τοΰ Πολέμου Ικανός νά διαπιστευθή τήν θέσιν ταύτην; Τάχα διά τό μή είναι "Ελληνας τοιοΰτος έν 'Ελλάδι, έγινε Πράκτωρ 6 Τουσίτζας μή ίδών τήν 'Ελλά δα; Δέν πιστεύομεν. Ά λ λ ’ δταν φαίνηται βραβευομένη είς τήν ' Ελλάδα ή κακουργία καί ή προδοσία' όταν δίδηται ή πίστις τών μεγάλων συμφερόντων τοΰ Τόπου πρός ένα πολέμιόν του εως χθές ποίαν ό "Ελλην δύναται νά έχη έλπίδα άγαθήν;».
Την απόκριση σε τούτη την απορία του εφημεριδογράφου, που αν και πέρασαν 128 χρόνια από τότε είναι τόσο επίκαιρη ακόμα, σ’ αφήνω, φίλε μου αναγνώστη, να τη δώσεις εσύ.
Ο Παλαΐαρχος Κείνο τον καιρό είχανε μεγάλη κέραση οι πολιτικοί διάλογοι, που πρώτος τους εγκαινίασε ο Κοραής. Ένανε τέτοιο διάλογο δημοσϊεψε κι ο «Χρόνος» που θα τον τυπώσουμε κι εμείς εδώ, όπως με τη σάτιρά του μας δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής στ’ Ανάπλι. Ο ΠΑΛΑΪΑΡΧΟΣ
Α
τά συστατικά τοΰ θέλοντος υπούργημα Ό Παλαΐαρχος μέ φέσι ρυπαρόν καί φορέματα τετριμ μένα, κάθηται σκυθρωπός καί μελαγχολικός είς τό καφενεϊον, ταλανίζων τήν τύχην του. 'Ο Πολυγνώμων τόν πλησιάζει καί τόν έρωτα: ΠΟΛΥΓΝΩΜΩΝ: Διατί, Π αλαίαρχε, τόσον κατηφής; Πώς εύρίσκεσαι είς θέσιν τόσον δυσάρεστον;
ΠΑΛΑΙΑΡΧΟΣ: Π ρ ό πέντε χ ρ ό ν ω ν δέν είμ α ι είς υπούρ γη μ α . Ό Κ υβ ερ νή τη ς δέν ή θέλ η σ ε νά μέ μ ετα χειρ ισ θή ποτέ, έκ δ ια β ο λ ή ς τώ ν σ υμ βούλω ν του. Ά λ λ ’ ή δ η , δ τε 6 π ο λ ιτικ ό ς μας όρ ίζω ν ή λ λα ξ ε , π α ρ έσ τη σ α τά δικαιώ μ ατά μου, έ ξα ιτούμ ενος νά δ ιο ρ ισ θώ καί έγώ είς κα νέν υ πο ύ ρ γη μα· πλ ή ν... ΠΟΛΥΓΝΩΜΩΝ: Π οϊα είνα ι, κύριε, τά δικ αιώ μ ατά σου; ΠΑΛΑΙΑΡΧΟΣ: Έ μ υ ή θ η ν τά τή ς ‘ Ε τα ιρ ία ς πρό τή ς ’Ε πα να στάσ εω ς. Μ υ στικό ς ά π ό σ το λο ς έκινδύνευσα πα ντού. Ε ίς τή ν πρ ώ τη ν ρ ή ξ ιν ώ π λ ίσ θ η ν καί μ έχ ρ ι τέλους υ π η ρ έτη σ α τή ν πα τρ ίδα ώς στρ α τιώ τη ς καί ώ ς π ο λ ιτικ ό ς χω ρ ίς κα μ μ ίαν ά π α ίτη σ ιν . Π ερίμ ενα πά ντοτε μ έλ λ ο ν εύτυχές. Μ ανθάνω τώ ρα, δ τι ο ί δ ιο ρ ισ μ ο ί τώ ν υ πα λ λή λ ω ν γ ίνο ντα ι ό λ ο νέ ν καί τό έδικ ό ν μου δ νο μ α μήτε μνη μ ονεύε τα ι. ΠΟΛΥΓΝΩΜΩΝ: Ε ίσ αι σ υ γγενή ς π ρ ώ τη ς, δευτέρας, τρ ί τη ς ή καί έβ δ ο μ η ς γε ν α ιδ ς τοΰ...; ΠΑΛΑΙΑΡΧΟΣ: "Ο χι. ΠΟΛΥΓΝΩΜΩΝ: Είσαι Φαναριώτης, ή τουλάχιστον κα
τάγεσαι άπό τήν Προΰσσαν, άπό τήν Καισάρειαν, άπό τό Τοκάτ ή καί άπό τό Έζρούμ; ΠΑΛΑΙΑΡΧΟΣ: Είμαι, κύριε, "Ελλην αύτόχθων. ΠΟΛΥΓΝΩΜΩΝ: ’Εφοβήθην μήπως ήσουν 'Επτανήσιος, διότι δέν ήθελες είσαι πλέον 'Ε λ λη ν1. Μολοντούτο καί τώρα άκόμη δέν είσαι καθώς πρέπει "Ελλην. Ό γνήσιος "Ελλην καθ’ δλην τήν σημασίαν τής λέξεως πρέπει νά λογίζεται ρεαγιδς άπό τοΰ Βαυιαζήτου2 ή τοΰ Μωάμεθ Β'. (...) Παλαίαρχε, άς έλθωμεν είς τό προκείμενον, άπό τό όποιον άπεμακρύνθημεν. ’Επειδή δέν έχεις πλεονέκτημα κανέν, τό όποιον μόνον ή τύχη χαρίζει, έφρόντισες τουλάχιστον νά διορθώσης διά τής διαγωγής σου τήν ίλλειψ ιν αυτήν; Κατώρθωσες είς εύτυχεστέρας περιστά σεις νά κερδήσης τήν εϋνοιαν τών έν τοίς πράγμασι; διότι διά τήν τωρινήν ένδυμασίαν σου δέν κάμνεις τόσην καλήν έντύπωσιν. Συνώδευσας τήν Κυρίαν τοΰ... είς περίπατον; Τήν διεσκέδασες λέγων άστειότητας μέ χάριν; Τήν ώδήγη1. Αν καταγόταν από τα Εφτάνησα δε Οα ‘τανε πια Ελληνας, μια και σ ' αυτά γεννήΟηκε ο Καποόιστριας. 2. Από τον καιρό του σουλτάνοι· Βαγιαζήτ (1347-1402).
181
σες είς τόν χορόν; "Ετρεχες έπάνω κάτω όλόκληρον Εβδομάδα, διά νά εΰρης ταινίας άρμοζούσας είς τό φόρεμα, τό όποιον ό κενοτόμος (modiste) έσπούδαζεν ήμέραν καί νύκτα νά τελείωση; ‘Υπήγες ό ίδιος ν’ άγοράσης τό μεταξωτόν; 'Εξέτεινας τάς φροντίδας σου καί έως είς τήν Κέρκυραν, Εως είς Λίβανον, διά νά τήν φέρης κανένα πίλον πολυτελή καί κομψόν;1 ’Εμβήκες είς τόν θάλαμον τής υποδοχής μέ μετρημένα βήματα; Έχαιρέτησας μεθοδικώς συστρέφων μέ χάριν τό σώμα σου; Μέ λέγεις πάντοτε, όχι. Βλέπεις λοιπόν, ότι είσαι πάντη στερημένος τών προτερημάτων, χωρίς τών όποιων είναι άδύνατον άκόμη σχεδόν νά λάβης υπούργημα; Καί Επιμένεις, Παλαίαρχε, είς τάς πρός τήν 'Ελλάδα πολυετείς καί πολυειδεϊς Εκδουλεύσεις σου, δεικνύων τάς πληγάς σου καί στηριζόμενος είς τοιαΰτα κοινά πράγματα!... Μολοντούτο, Ενώ δέν είσαι ούτε συγγενής τών έν τοΐς πράγμασιν, οΰτε Φαναριώτης, ούτε άληθής "Ελλην, ούτε ευχάριστος είς τάς συναναστροφάς, Εκαμες κάν ώφέλιμον δούλευσιν τών Κυρίων τούτων είς τάς δεινάς έποχάς των; [Τούς Εδωκες καμμίαν ουσιώδη πληροφορίαν; Τούς έκοινοποίησες κανέν μυστικόν τοΰ Καποδίστρια; ΠΑΛΑΙΑΡΧΟΣ: Κ αί διά νά έπ ιτύχ η τίς τοΰ δ ικ αίο υ σ κο π ού του, πρέπει νά έξευτελ ισ θή τό σ ο ν; 01 π ρ ό γονο ί μα ς, οί πα λ ιο ί "Ε λλ η νες, δέν ε ίχ ο ν το ια ΰτα φρονή μ α τα . Έ σ έ β ο ν τ ο τή ν ά νδ ρ εία ν, τή ν φ ρ ό νη σ ιν, τή ν σ ο φ ία ν, έξετίμω ν ά νη κόντω ς τά ς π ρ ό ς τ ή ν πα τρ ίδα υ πη ρ εσία ς. ΠΟΛΥΓΝΩΜΩΝ: Ο Ι ’Α θη να ίο ι, το ύ ς ό πο ιο υ ς μέ φ έρ εις ώ ς πα ρ ά δειγμ α , ώς πρ ός έμά ς ε ίνα ι β ά ρ βα ρ ο ί' πλέον τιμ ώ νται α ί σ π ά ν ια ι έκεΐνα ι ά ρ ετα ί, α ί ό π ο ΐα ι ά πο κ τώ ντα ι είς τού ς θα λά μ ους καί ά ντιθα λ ά μ ο υς. ΑΙ λ έξ ε ις Π α τρ ίς, δ ικ αιώ μ ατα, έκδουλ εύσεις μάς χ ρ η σ ιμ εύ ο υ ν δ ιά νά άπατώ μ εν τούς ά λ λο υ ς κα ί νά τούς μ ετα χειρ ιζώ μ εθα ό ρ γα να τώ ν θελ ή σεώ ν μας.
Καθώς βλέπεις, ο «Χρόνος» έκανε άξια αντιπολίτευση. Βγάζοντας στη φόρα τα σκάνδαλα και τις αυθαιρεσίες, I. Ίσω ς ο συντάχτης της σάτιρας να είχε στο νοιι του, γράφοντας αυτό. την κοντέσα Άρμανσπεργκ.
182
ήταν από τις εφημερίδες που δεν μπορούν ν’ αρέσουν σ ’ όσους θένε να κυβερνάνε αυταρχικά κι ανεξέλεγχτα έναν τόπο. ΓΓ αυτό κι η κυβερνητική εφημερίδα «Τριπτόλεμος» έγραφε τότες πως «ό Χρόνος είναι ό Θανάσιμος έχθρός τών Φαναριωτών ή τοΰ Φαναριωτισμοΰ καί τών έν τοϊς πράγμασι».
Ο «ΗΛΙΟΣ»
Το πρώτο φύλλο του «Ή λιου» κυκλοφόρησε στις 23 του Ιούνη 1833. Εκδότης της γραφόταν ο Α. Αγγελϊδης, μα οι πραγματικοί πίσω απ’ αυτόν συντάχτες ήταν ο Αλέξαν δρος κι ο Παναγιώτης Σούτσος, αδέρφια και ποιητές κι οι δυο. « Ό Ήλιος είλικρινής καί άδολος», γράφει ο ίδιος για τον εαυτό του, «έκήρυξεν έκ τής έμφανίσεώς του, ότι είναι έφημερίς τών Συνταγματικών -τώ ν καθαρών Συνταγματικών έννοεΐται- καί δτι σκοπόν έχει νά έκπροσοΜήση αυτούς»'. Ο Χ ρ ό ν ο ς όμως ονομάζει τον Ή λ ι ο «φαναριώτικην έφημερίδαν» κι ο Τ ρ ιπ τ ό λ ε μ ο ς λέει πως ήταν «βασιλική καί άνθυπουργική». Και στέκεται σωστό, όπως βρίσκει πως για όλα τα στραβά καρβέλια φταίνε οι Έλληνες υπουργοί και πιστεύει πως οι ξένοι, οι αντιβασιλιάδες κι ο Όθωνας, το μόνο που αποθυμάνε είναι να μας δώσουνε... σύνταγμα! Η τέτοια πλάνη φαίνεται ολοκάθαρα στο ποίημα που δημοσίεψε τότες ο Αλεξ. Σούτσος με τον τίτλο «Εις το Σύνταγμα», όπου σκαρφίζεται τούτα δω τα παράξενα: Πλήν ή γή μας; τά βουνά μας Εναν ήχον μόνον χύνουν, Μιάν φωνήν μόνον άφίνουν «Ζήτω ή 'Ελευθερία! Ό Μονάρχης μας νά ζή Καί τό Σύνταγμα μαζή!» I. Αρ. 21 — 1.9.1833.
183
Δε θ’ αργήσει βέβαια κι ο Αλέξανδρος Σούτσος, όπως κι όλοι οι άλλοι που κατέχονταν από την ίδια στραβή ιδέα, να καταλάβει πως πιότερο από κάθε άλλον οι ξένοι ήταν η αιτία του κακού και τότες τον βλέπουμε ατρόμητα να χτυπάει τη βαβαροκρατία και τον Όθωνα, να τον κυνηγά νε, να τον χώνουν στη φυλακή και να πεθαίνει εξόριστος.
Βασιλική και ανδνπονργιχή Δικαιολογώντας ο «Ή λιος» γιατί είναι εφημερίδα «βα σιλική και ανθυπουργική» λέει πως η κάθε κοινωνία μπορεί να χωριστεί «είς γεωργικούς, είς βιομηχανικούς1 καί είς έμπόρους (...) Μή δυνάμεναι μόναι (οι τάξεις αυτές) νά διατηρήσωσι δικαίας καί είρηνοποιούς μεταξύ των σχέσεις, διορίζουσι κριτάς τών διαφιλονικήσεών των —ιδού ή γέννησις μιδς άλλης τετάρτης κλάσεως, τής κλάσεως τών υπαλλήλων, εις τήν όποίαν έμπεριέχονται οι πολιτικοί, οί στρατιωτι κοί καί οί ναυτικοί, καί συμπεριλαμβάνονται καί οί Ιερείς. « Ή κλάσις αΰτη ή τετάρτη είναι ΰπομίσθιος τών τριών* έπλάσθη πρός υπηρεσίαν τών τριών* άλλά παρεκρεπομένη λησμονεί συχνάκις τόν προορισμόν της, καί καταφρονεί τάς δλλας τρεις κλάσεις, καί τάς τύραννε!. «Πρός βοήθειαν τών τριών γεννάται έξ αύτών κλάσις τις άλλη, ή λεγομένη τών λογίων, ήτις διαφιλονεικοΰσα μέ τήν κλάσιν τών υπαλλήλων, φωτίζουσα τάς έργατικάς κλάσεις, γεννά τήν πάλην αύτήν, είς τήν όποίαν εύρίσκεται παν ϊθνος προβαΐνον είς τελειοποίησιν. »Οί Αυτοκράτορες, οί Βασιλείς, οί Δούκες, οί 'Η γεμό νες, έσλησμόνησαν, δτι είναι ΰπομίσθιοι τών έργατικών κλάσεων· ηΰξησαν τήν φορολογίαν, έπερικυκλώθησαν μέ έκατομμύρια στρατιωτών, έσύστησαν προνόμια εΰγενείας, καί μετεχειρίσθησαν ώς έργατικούς βόας τούς αύθέντας των, τάς έργατικάς λεγομένας κλάσεις* έκ τούτου προήλθεν ό μεταξύ των πόλεμος. I. Εργάτες.
184
» Ή πρώτη μάχη, μεγάλη καί αίματώδης, τήν όποίαν Εδωκαν αί έργατικαί κλίσεις, ύπήρξεν ή Γαλλική έπανάστασις, μετά τοΰτο Εγεινεν άνακωχή μεταξύ τών έργατικών κλάσεων καί τής κλάσεως τών υπαλλήλων, καί τής άνακω* χής συνθήκη είναι ή σύστασις Συνταγματικών Μοναρχιών (...)
»Αΰτή ή στάσις μιας πολιτείας δέν είναι ή όρθοτέραάλλά τοιαύτη είναι ή άνακωχή τήν όποίαν Εκαμαν τά Εθνη μετά τών Βασιλέων, άνακωχή, ήτις βαθμηδόν θέλει φέρει τήν έντελή νίκην είς τά Εθνη. ••Πας λοιπόν Δημοσιογράφος, άναγνωρίζων τήν άνακω χή ν ταύτην, πρέπει νά είναι Βασιλικός καί Άνθυπουργικός· ήτοι σεβόμενος τόν άνεύθυνον Βασιλέα, καί πολεμών τάς καταχρήσεις τών υπευθύνων υπουργών του».
Μερικοί από τους υπουργούς, γυρεύοντας να δικαιολο γηθούν για κάποια απόφαση που την κατάκριναν όλοι, λέγανε, εμπιστευτικά τάχα, πως πάρθηκε όχι απ’ αυτούς, μ’ από την «υπερτάτην αρχήν». Κι ο «Ή λιος» γράφει: «Ά λ λά τό νά νομίζωσιν, δτι, λαμβάνοντες τάς χιλίας τόν μήνα, δύνανται νά μάς έξιλεώσωσι, μέ τό “δέν πταίομεν” είναι είς μεγίστην άπάτην».
Καλά κι άγια όλ’ αυτά. Το μίσος όμως του Αλέξ. Σούτσου για τον Καποδίστρια, που θανάσιμα τον πολέμη σε, δεν τον αφήνει να δει την πραγματικότητα. « "Αλλο δέν ήθέλαμεν, άλλο δέν ηύχόμεθα παρ' αύτό- ό Βασιλεύς έκλέχθηό Βασιλεύς ήλθεν είς τήν πατρίδα μας· είναι μεταξύ ήμών όκτώ ήδη μήνας - καί όποιον Βασιλέα μάς έχάρισεν ή θεία πρόνοια, ή τόσον προσκυνητή καί δι ’ αύτήν τήν νέαν εύεργεσίαν της!» Κι αφού αναρωτηθεί γιατί το έθνος δεν είδε ακόμα καμιά προκοπή, βρίσκει πως φταίει... ο πεθαμένος Καποδίστριας! «Διότι», γράφει η εφημερίδα, «δ Καποδίστριας καί άποθαμένος, καί άναλυμένος, δέν μάς άφίνη, ή παρ’αότοϋ είσαχθεϊσα ήθική διαφθορά μάς έμποδίζει, δλα τ ’άλλα είναι προφάσεις Αδικαιολόγητοι»1. Μα γρήγορα, I. Αρ. 23 — 9.9.1833.
185
πολύ γρήγορα, θα δει πως δεν ήτανε «προφάσεις». Γιατί αυτά τα ’γράφε στο προτελευταίο φύλλο που θα κυκλοφο ρήσει σαν πολιτική εφημερίδα, χτυπημένη κι αυτή, όπως θα δούμε παραπέρα, από τους νόμους της αντιβασιλείας ενάντια στον Τύπον.
Πολιτικά μαδήματα Ο «Ή λιος» όμως έχει την τιμή να είναι η πρώτη ελληνική εφημερίδα που δημοσϊεψε σε σειρά από φύλλα τη ς1μια αληθινά προοδευτική για κείνη την εποχή μελέτη του Φραγκίσκου Πυλαρινού ή Πελαρινού, καθώς τον γράφει. Τούτος ο Πυλαρινός, που καταγόταν από την Κεφαλονιά, στέκεται από τις προδρομικές προοδευτικές φυσιογνωμίες του τόπου μας. Αληθινός δημοκράτης κι ανακαινιστής πήρε μέρος στα επαναστατικά κινήματα της Εφτάνησου ενάντια στην ξενική κατοχή κι εξορίστηκε από τους Εγγλέζους. Ή ρθε στην Αθήνα, όπου με πάθος ξακολούθησε τον αγώνα και γ ι’ αυτό καταδιώχτηκε κι από το απολυταρχικό καθεστώς του Όθωνα. Αργότερα, έπειτα από το σύνταγμα του 1843, η πρώτη συνταγματική κυβέρνηση τον διόρισε καθηγητή της ιστο ρίας της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Καθώς τούτη η μελέτη στέκεται το ροδοχάραμα μιας πνευματικής αυγής στον τόπο μας, λέμε πως αξίζει να τυπώσουμε εδώ μερικά αποσπάσματα κι ας παραστρατή σουμε για λίγο απ’ όσα ανιστορούμε. Πες πως έτσι κάνου με μια ιστορική επανόρθωση, γιατί κανείς απ’ όσους καταπιάστηκαν με την ανέλιξη των προοδευτικών ιδεών στον τόπο μας δεν την έχει ως τώρα μνημονέψει. Στέκεται πραγματικά μια έκπληξη να δεις πως σ ’ ελληνική εφημε ρίδα του 1833 δημοσιεύτηκε ένα τόσο ριζοσπαστικό κείμενο. Ο «Ή λιος», προλογίζοντας τη μελέτη, που για τίτλο I. Από αρ. 17 — 18.8.1833 ως αρ. 24 — 12.9.1833.
186
έχει «Μαθήματα πολιτικά», γράφει: «Τοιαύτην ύψηλήν έπιστήμην έπιχειρίζεται κατά πρώ τον νά διδάξη είς τήν πατρίδα τού Ιωκράτους ό Κύριος Φραγκίσκος Πελαρινός, Κεφαλήν έλθών άπό Γαλλίαν καί πολλούς χρόνους διδαχθείς έκεί καί μελετήσας τάς ϋψηλάς φιλοσοφικός καί πολιτικάς έπιστήμας. Καταχωροΰμεν τήν πρός τούς όμογενεΐς έκτεταμένη προκήρυξίν του, ήτις δύναται νά θεωρηθή τό πρώτον τών μαθημάτων του, τά όποια θέλει διδάξει μετ’ όλίγον εϊς Ναύπλιον».
Η εφημερίδα όμως έχει αμφιβολίες αν θα ’ναι πολλοί όσοι θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν τη μελέτη. «Είμεθα βέβαιοι» λέει «δτι τά τοιαΰτα μαθήματα όλίγοι θέλουν έννοήσει· δσοι δέ δυνηθώσι νά καταλάβωσι τόν διδάσκαλον, θέλουν εύρεϊ μεγΐστην τροφήν νοός είς τάς διδαχάς του». Αφού ο Πυλαρινός χαιρετάει στη μελέτη του την «εθνική ανεξαρτησία» που απόχτησαν με τόσες θυσίες οι Έλληνες, ξεκαθαρίζει πως «τοΰτο τό πρώτον είς τόν πολιτισμόν βήμα μας, αΰτη ή άνόρθωσίς μας δέν έξαρκεΐ ποσώς». Πρέπει να φτάσουν «μέ τόν καιρόν είς τόν ύψηλόν σκοπόν, τόν όποιον προβάλλει σήμερον ή άνθρωπότης, τόν π α γκ ό σ μ ιο ν κ ο ιν ω ν ισ μ ό ν 1, δπου έμφολεύει ή άληθής ευδαιμονία έθνών καί άτόμων». Εδώ χρειάζεται να κάνουμε δυο διευκρινίσεις: 1. Με τη λέξη κ ο ιν ω ν ισ μ ό ς μετάφρασαν τότες οι λόγιοι μας τη νεοφανέρωτη εκείνον τον καιρό γαλλική λέξη σοσιαλι σμός (socialisme) που σήμερα χρησιμοποιούμε και, 2. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ότ<ιν /ράφτηκε τούτη η μελέτη ο μόνος σοσιαλισμός που υπήρχε σαν θεωρία στον κόσμο ήταν ο «ουτοπιστικός σοσιαλισμός» όπως ονομάστηκε σ ’ αντιδιαστολή με τον «επιστημονικό σοσιαλισμό» που είναι κάτι αρκετά μεταγενέστερο. «Τά έθνη» γράφει ο Πυλαρινός «δν έπιθυμώσι τήν σωτηρίαν των, χρεωστοΰν νά λατρεύωσιν άρχάς καί όχι I. Η υπογράμμιση του κειμένου.
187
πρόσωπα, καί έκείνας νά ξετρέχωσι, χρεωστοΰν νά άπεκδυθώσι τό άκοινώνητον καί φθοροποιόν έκεΐνο αίσθημα τής π ε ρ ιφ ιλ α υ τ ία ς 1, άρχή έμποδίου, διαλΰσεως αίματοχυσίας, διαφθοράς, άμαθίας, πτωχίας καί δουλίας τών σημερινών ευρωπαϊκών κοινωνιών, καί νά ένδυθώσιν έκεϊνο τής θυσίας τοΰ έαυτοΰ των, άρχή ήτις μόνη συσταίνει τό κ ο ιν ω ν ικ ό ν ά γ α θ ό ν , καί έπί τής όποίας πρέπει νά διοργανισθή τόσον ή μέλλουσα άτομική κοινωνία έκάστου έθνους, όσον καί ή παγκόσμιος, τής όποίας ή ΰπαρξις τότε μόνον ήμπορεΐ νά δοθή δταν πρώτον έκείνη τών έθνών πραγματοποιηθώ· διά νά διατηρήσητε λοιπόν τά άποκτημένα καλά, διά νά συνδράμητε είς τό μέγα Ιργον τής παγκοσμίου άναγεννήσεως, καί διά νά άπολαύσητε πραγματικώς ευδαιμονίαν, χρεωστεΐτε νά άγαπάτε τήν Π ρ ό ο δο ν» . «’Αλλά τάχα» ρωτάει αλλού ο Πυλαρινός «ή άνθρωπότης είναι καταδικασμένη νά άναστενάζη πάντοτες; Τάχα είναι όπισθοδρομική ή στάσιμος;».
Και δίνει τούτη δω την απόκριση: «01 κήρυκες καί άπόστολοι τής προόδου είναι οΐ άληθινοί τής άνθρωπότητος φίλοι* ή άνθρωπότης δέν είναι στάσιμος, έπειδή άκαταπαύστως βάλλει τά δυνατά της πρός έπιτυχίαν τοΰ σκοπού της, καί ή άντίστασις τήν όποίαν άπαντά καί δοκιμάζει άποδείχνει τήν σταθερότητα τής προοδευτικής της κινήσεώς». »'Α ς άφήσωμεν λοιπόν νά άπιστώσιν είς τήν πρόοδον οί Πυρρωνισταί2, δτι, άν καί ύπάρχη άλήθεια είς τόν Κόσμον, ό νοΰς τοΰ άνθρώπου δέν έχει τά μέσα διά νά τήν άνακαλύψη- οί άνακαλύψεις δμως τόσων αΙώνων τοΰ άνθρωπίνου πνεύματος, καί ή έπιμονή μέ τήν όποίαν ζητεί τήν εϋρεσιν τής άληθείας, είναι άποχρώσα άναίρεσις τοΰ φθοροποιού καί άντικοινωνικοΰ τούτου συστήματος. 1. Ολες οι υπογραμμίσεις είναι του κειμένου. 2. Πυρρωνιστές ονομάστηκαν οι οπαδοί του αρχαίου Έ λληνα φιλόσο φου Πύρρωνα (360-270 π.Χ.), που αρνιόταν την ύπαρξη κάθε γνώσης και κάθε επιστήμης.
»Ναί, άς άτηστώσιν έκεΐνοι οί όποιοι υπηρετούν δχι τήν άνθρωπότητα, άλλά τούς τυράννους· άλλ’ ήμεΐς, οί όποιοι δέν Εχομεν σκοπόν νά δουλώσωμεν τά έθνη, νά τά πτωχήνωμεν, νά τά τυφλώσωμεν, νά τά διαφθείρωμεν καί νά τά σφάξωμεν, ήμεΐς θερμά καί άδιστάκτως πιστεύομεν είς τήν πρόοδον καί διά τήν πίστιν μας άποθαίνομεν τούτο είναι το μόνον άληθινόν τεκμήριον τής άπαρνήσεως τοΰ έαυτοΰ μας· τούτο διακρίνει τόν φίλον τής άνθρωπότητος άπό τόν έγωϊστήν έχθρόν της».
Αφού πει πως «ή πείνα, ή γύμνωσις, ό διωγμός, ή έξορία, ή φυλάκωσις, τά βασανιστήρια καί οί σκληροί θάνατοι τών σοφών, φιλάνθρωπων, φιλελευθέρων καί πατριωτών Εκαμαν τήν άνθρωπότητα τό όγρηγορώίερον νά προοδεύση»
προσθέτει: « Ή κήρυξις λοιπόν τής άληθείας έπιφέρει τήν χύσιν τού καθαρωτέρου αίματος τής άνθρωπότητος. Είναι τάχα άναγκαία; Μάλιστα. Το α’ιμα τής άνθρωπότητος είναι άναγκαϊον νά χύνεται διά τήν άνθρωπότητα μόνον, διά τό καλόν της. ’Ενόσω υπάρχουν είς τήν κοινωνίαν τά παμπά λαια καί σαθρά έμπόδια, ένόσψ καταφρονεϊται ή άξια τοΰ άνθρώπου, ένόσω παραμελεϊται ή νοητική καί πρακτική Ικανότης καί ένόσφ ή κοινωνία δέν διοργανίζεται κατά τόν νόμον τής έργασίας. » Ή έργασία νομίζεται δικαίως τήν σήμερον ή μόνη πηγή τοΰ πλούτου τής κοινωνίας καί έπομένως κατά τόν νόμον έκείνης πρέπει νά διοργανισθή. ΟΙ μέν παλαιοί ένόμιζον τήν πτωχίαν καί στέρησιν ώς άρετήν καί ώς μέσα διατηρητικά τής κοινωνίας· οί δέ νεώτεροι νομίζουν τόν μέν πλούτον καί τήν άπόλαυσιν ώς τά μόνα έπιτήδεια μέσα πρός νοητικήν καί ήθικήν άνάπτυξιν καί έθνικήν άνεξαρτησίαν, τήν δέ πτωχίαν καί στέρησιν ώς έπόμενα άναγκαία τής άμαθείας, άδυναμίας καί τού δεσποτισμοΰ».
Κι εξακολουθεί τον ύμνο του για την εργασία και τη
μάθηση με τούτον εδώ τον τρόπο: « Ό Εύρωπαΐος, είς τό μέσον αιώνα, δούλος τοΰ Πάπα κατά τήν συνείδησιν, δούλος τής σχολαστικής κατά τόν νοΰν καί δούλος τής μοναρχίας κατά τήν θέλησιν καί ένέργειαν, άπέκτησεν ήδη, διά τού Λουτέρου τήν Ελευθε ρίαν τής συνειδήσεως, διά τοΰ Βάκωνος καί Καρτεσίου τήν Ελευθερίαν τοΰ λογικού καί φιλοσοφεΐν, καί διά τοΰ Ρουσώ τήν Ελευθερίαν τής Ενεργείας του, ήγουν τήν πολιτικήν του Ελευθερίαν. » Ή πολιτική, άφίνουσα τά στενά δρια τά όποια τής είχε περιγράφει ό άντικοινωνικός Εγωισμός, έκτεινε τήν περιφέρειάν της, άπεκδύθη τά κληρονομικά προνόμια τής γεννήσεως καί θεμελιωμένη ούσα είς τήν Ισότητα καί τό σέβας Εκάστης άτομικότητος, ζητά τήν σήμερον νά διοργανίση τήν κοινωνίαν κατά τόν νόμον τής έργασίας· καί ούτω έκαστος νά άπολαμβάνη κατά τήν Ικανότητά του καί άξίαν τών Εργων του. 'Η άνθρωπότης λοιπόν δέν πιστεύει πλέον είς τοιαΰτα παμπάλαια δόγματα καί είς τοιαύτας τετριμένας άρχάς. Αύτή, έξ αίτιας τής προόδου της, είς άλλο δέν πιστεύει τήν σήμερον παρά ε ίς τή ν Α υ θ εν τία ν τή ς σ υ ν ε ιδ ή σ ε ω ς · ε ίς έ κ ε ίν η ν τοΰ λ ο γικ ο ύ - ε ίς έ κ ε ίν η ν τ ή ς γ ε ν ικ ή ς θ ε λ ή σ ε ω ς , ε ίς τά τή ς κ ο ιν ω ν ία ς κα ί ε ίς τή ν κ α θ ο λ ικ ό τ η τ α κ α ί γ ε ν ικ ό τ η τ α τώ ν θ εω ρ ιώ ν. »Πλήν άν άνθρωπότης σεβομένη τήν άξίαν της καί τήν Εργασίαν της, γνωρίση ότι αύτή μόνη είναι Κ υ ρ ία ρ χ ο ς τής κοινωνίας καί οϋτω θελήσει προσωπικώς νά Εκλέγη Εκείνους οΊτινες έχουν νοΰν, πείραν καί φώτα διά νά γνωρίσωσι τήν Εργασίαν καί τήν κοινωνικήν άλήθειαν καί καρδίαν νά αίσθίανθώσι τά δεινά τά όποια υποφέρουν οί έργάται καί νά παραδίδη είς Εκείνους τό δίκαιον νά διοργανίσωσι τήν κοινωνίαν κατά τόν νόμον τής δικαιο σύνης, τής ίσότητος, καί Επομένως νά συρθή είς τά καθημερινά της Εργα- τότε καί ό νόμος τής άξίας τοΰ Εαυτού μας φυλάττεται καί ό νόμος τής Εργασίας Εκπληροΰται- τότε καί τήν δουλείαν άποφεύγομεν καί είς ταραχάς καί πολιτικά λάθη δέν πίπτομεν· τότε είς μέν τήν κοινωνίαν άλλος Κυρίαρχος δέν θά εϋρίσκεται, παρά ό φυσικός καί δίκαιος, ό λ α ό ς· είς δέ τήν Κυβέρνησιν ή
190
σ ο φ ία κ α ί ά ρ ε τή , έκλεγμένη άπό τήν καθολικότητα τών έργατών τότε μόνον οί κυβερνώντες θέλουν κυβερνάν ήθικώς, κατά τό συμφέρον τοΰ λαού, διότι 6 μέν Κυρίαρ χος θέλει τούς έκλέγειν καί οί έκλεγμένοι θέλουν εϊσθαι μέρος τοΰ Κυριάρχου' τότε θέλει εϊσθαι σύμπνοια καί άρμονία μεταξύ τών κυβερνούντων καί κυβερνουμένων, διότι δλοι θέλουν είναι άπό τούς συναγωνιστάς καί συνεργάτας τής κοινωνίας καί άπό τούς άπολαμβάνοντας τά Ίσα».
Τη σταχυολόγηση που κάναμε από τη μελέτη του Πυλαρινού την κλείνουμε με τούτη δω τη ρήση του: «Πας άνθρωπος πρέπει νά χαίρεται τά δικαιώματα τής άνθρωπότητος καί έχει δίκαιον νά τά άπαιτή παντού καί πάντοτε».
Πιστεύω, καλοπροαίρετε αναγνώστη μου, να συμφωνή σεις τώρα μαζί μου, πως καλά κάναμε που παραστρατήσα με για λίγο απ’ όσα ανιστορούσαμε. Στέκεται χαρά του νου που είδαμε πως η τρανή γενιά του Εικοσιένα δεν έβγαλε μονάχα αθάνατους ήρωες και μεγαλόπνοους βάρ δους της λευτεριάς μας, παρά και άξιους στοχαστές πρόδρομους των προοδευτικών ιδανικών στον τόπο μας.
Ο «ΤΡΙΠΤΟΛΕΜΟΣ» ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ απ’ όλους βγήκε τότες στ’ Ανάπλι, στις 26
του Ιούλη 1833, ο «Τριπτόλεμος». Ίσω ς ρωτήσεις τι σόι τίτλος ήταν τούτος για εφημερίδα. Σ’ αποκρίνουμαι λ ο ι πόν πως ο Τριπτόλεμος στάθηκε από τις παλιές θεότητες της γεωργίας, γιος του Διαύλου, προσωποποίηση του διπλού χαντακιού που χαράζει τ’ αλέτρι στο χωράφι που οργώνει. Με τον τέτοιο τίτλο της η εφημερίδα υπογραμμί ζει πως θ’ αντιπροσωπεύσει, τάχατες, τα συμφέροντα της 191
αγροτιάς. Η ίδια ονομάζει τον εαυτό της «γεωργόφιλον Τριπτόλεμον» κι έχει για μότο ένα απόσπασμα από τα «Οικονομικά» του Ξενοφώντα, όπου σ’ αυτό ο παλιός εκείνος Έλληνας λέει πως όταν ευημερεί η γεωργία, ευημεροϋν κι όλες οι άλλες τέχνες. Καθώς δα κι εσύ το κατάλαβες, τούτη η φιλοαγροτική πολιτική, ας την ονομάσουμε έτσι, ήτανε η μάσκα που φόρεσε ο «Τριπτόλεμος» για να κρύψει τ’ αληθινό του πρόσωπο. Συντάχτης της στεκόταν ο Γ. Παλαιολόγος, πίσω του όμως βρισκόταν ο πρωθυπουργός της χώρας Σπυρ. Τρικούπης. Να με ποιον τρόπο ο «Ή λιος» πειράζει τον «Τριπτόλεμο» γ ι’ αυτό: «'Υ π ή γ ε καί ό "Η λ ιο ς π λ η σ ίο ν του καί πιά νω ν τή ν κ ο ιλ ία ν του, Κ ύριε Τ ρ ιπ τό λ εμ ε, τό ν ε ίπ εν, ό λ ο ς κ ο ιλ ία είσ α ι, ό λ ο ς υ πο υ ρ γικ ό ς» 1.
Ορίστε τι γράφει κι ο ίδιος, φανερώνοντας έτσι την αλήθεια: « Ή δέ ύ περτά τη Ά ρ χ ή , ά ν τό ν έ τίμ η σ ε μέ τη ν προεδ ρ εία ν τού ύπου ρ γείο υ , δέν πα ρ εκινή θη ε ίς τούτο είμή άπό τή ν γε ν ικ ή ν ύ π ό λ η ψ ιν τή ν ό πο ία ν ό κ. Τ ρ ικ ο ύ π η ς χ α ίρ ει έντό ς καί έκ τό ς τή ς Ε λ λ ά δ ο ς » 2.
Κι οι τρεις άλλες εφημερίδες ρίχνουνται στον «Τριπτόλεμο», ξέχωρα η «Αθηνά», μια κι ο Μαυροκορδάτος ρέγεται να φάει τον κουνιάδο του τον Τρικούπη, για να γίνει, καθώς είπαμε, ο ίδιος πρωθυπουργός. « Ό Τ ρ ιπ τό λ εμ ό ς μας» γρ ά φ ει γΓ αυ τό ν η Α θη νά «περ ιϊπτάμ ενος ήδη έπάνω είς τά ς έ φ η μερ ίδα ς θέλει νά διδά ξη τούς ά νθρώ πους τοΰ νά βα δίζο υ ν τή ν μ εσ α ία ν ό δ ό ν (le juste milieu), δ η λ. νά β α δίζουν μεταξύ έλευ θερία ς και τυ ρ α ννία ς, 1. « Ηλιος», αρ. 21 — 1.9.1833. 2. «Τριπτόλεμος», αρ. 13 — 6.9.1833.
192
διά νά μήν βαδίζουν ούτε είς τό Ενα, ούτε είς τό άλλο μέρος (...) Τό σύμβολον τής μέσης όδοΰ είναι τό άκόλουθον. Ό σ α καί άν κάμουν οί κυβερνώντες κακά, να δικαιολογούνται· καί τό πράγμα νά άποδίδεται όχι είς τήν άπροσεξίαν ή άδιαφορίαν τών Γραμματέων μας, άλλ' είς τάς περιστάσεις καί τό δύσκολον τού Κυβερνάν* Ιδού τό πάν· κοντός ψαλμός άλληλούϊα»1.
Πόσο βαθιά και γενική ήταν η επιθυμία για πολιτικές ελευθερίες, το φανερώνει τοΰτο δω τ’ απόσπασμα από άρθρο του κυβερνητικού «Τριπτόλεμου»: «"Ολοι έπιθυμούμεν βεβαίως τό σύνταγμα καί εύχόμεθα νά μάς δοθή κατά τάς υποσχέσεις τοΰ Βασιλέως μας»2.
Γυρεύει, καθώς βλέπεις, να γλυκάνει το χάπι, λέγοντας πως ο Όθωνας είχε δώσει τάχατες μια τέτοια υπόσχεση. Λογαριάζουμε πως μ’ όσα είπαμε γνωρίσαμε κάπως το κλίμα εκείνης της εποχής. Έ τσι, έτοιμοι πια είμαστε να ξηγήσουμε το παιχνίδι που παίχτηκε με κλοτσοσκούφι το κεφάλι του Γέρου του Μόριά.
1. «Αθηνά», αρ. 136 — 5.8.1833. 2. Αρ. 3 - 2.8.1833.
193
ΜΕΡΟΣ
ΤΡΙΤΟ
Η
Σ
Υ
Ν
Ω
Μ
Ο
Σ
Ι
Α
Ο ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΣ Ε μ ΕΙΣ άμα πετΰχουμε μ' ένα σμπάρο δυο τριγόνια το λογαριάζουμε τρανή επιτυχία. Για την εγγλέζικια όμως διπλωματία κάτι τέτοια στέκουνται παιχνιδάκια. Αυτή, από το νησί της ομίχλης απ’ όπου κυβέρναγε δούλους τους λαούς σ' Ανατολή και Δύση, σκάρωνε, μέσα στο γνωστό κιβδηλοποιείο αριθ. 10 Ντάουνιγκ Στριτ, κόλπα που να σου φεύγει το καφάσι. Τώρα βέβαια δεν έχουνε πια τόση πέραση, όχι γιατί λησμόνησαν την τέχνη τους οι θαυματοποιοί, μα γιατί άλλαξαν οι καιροί. Ξύπνησαν, βλέπεις, οι λαοί — ακόμα κι οι κίτρινοι, ακόμα κι οι μαύροι. Ας δούμε λοιπόν τώρα πώς τότες, άμα βρισκόταν στην κορυφή της δόξας της η Αγγλία, όργωσε με τις δολοπλο κίες της τον κατακαημένο τούτον τόπο, που μόλις είχε βγει από τις φλόγες ενός οχτάχρονου αγώνα. Είπαμε πρωτύτερα πως στο ταξίδι του ερχομού του Όθωνα και της αντιβασιλείας από το Πρίντεζι στ’ Ανάπλι, ο κόντες Άρμανσπεργκ, με τη μεσιτεία του κυβερνή 197
τη της «Μαδαγασκάρης» πλοίαρχου Λάιονς, πουλήθηκε «ψυχή τε καί σώματι», καθώς τόσο ωραία το λένε οι γραμματιζούμενοι μας, στη Μεγάλη Βρετανία. Έπειτα από το κάζο που έπαθε η θαλασσοκράτειρα, με τον ερχομό του Καποδίστρια, όπου παραλίγο να ξεφύγει από τα νύχια της το πιονάκι —η Ελλάδα μας— που φάνηκε ξανά πάνω στο χάρτη της Μεσόγειου, αποφάσισε να δέσει καλά το γάιδαρο της. Διάλεξε λοιπόν για παλούκι να στερεώσει την τριχιά, τον πρόεδρο της αντιβασιλείας. Ο πρεσβευτής της Αγγλίας, ο Ντόκινς, άμα πήρε από το γκουβέρνο του τις ορμήνιες για τον ντορό που έπρεπε ν’ ακολουθήσει, ανασκουμπώθηκε μεμιάς να σεγκοντάρει όσο μπόραγε τον Άρμανσπεργκ. Στις βουλές του όμως εναντιώθηκαν τ’ άλλα μέλη της αντιβασιλείας και ξέχω ρα ο Μάουρερ κι ο Άβελ. Επαρμένοι καθώς ήταν, με κανέναν τρόπο δε θέλανε να παραδεχτούν πως άλλο δεν απόμενε εξόν να χορεύουν στο σκοπό της προεδρικής μπαγκέτας. Λέγανε πως η ευθύνη της αντιβασιλείας ήτανε συλλογική κι ο κόντες, πρώτος ανάμεσα σε ίσους, τυπικά την εκπροσωπούσε. Και μια κι η Αγγλία τον υποστήριζε μ’ όλους τους τρόπους, οι άλλοι, αφού κήρυξαν πως επιθυμούσαν να κρατήσουν ανεξαρτησία ανάμεσα στην αγγλική και ρω σική επιρροή, διπλάρωσαν τη Γαλλία και την Αυστρία «Δέν ήνειχόμεθα ρωσσικήν άνάμιξιν» γράφει ο Μάου ρερ «άλλά καί δεν ή θέλαμε ν νά ύποταχθώμεν είς τήν άγγλικήν κυριαρχίαν (...) Διά νά ήμπορέση (η Ελλάδα) νά είναι έλευθέρα καί άνεξάρτητος πρέπει νά εΰρίσκεται είς καλάς σχέσεις μέ δλας τάς Δυνάμεις, καί Ιδίως μέ τήν Αύστρίαν καί τήν Γαλλίαν, α( όποΐαι είναι, σχετικώς μέ τήν ’Ελλάδα, δυνάμεις ουδέτεροι»1.
'Οταν λοιπόν η Αγγλία είδε πως οι άλλοι αντιβασιλιά δες δεν μπαίνανε στη στρούγκα, παρά γύρευαν να κάνουν I. Μάουρερ op. cil. τ. β ', ο. 41.
δικό τους κουμάντο, αποφάσισε να τους βγάλει από τη μέση. Κι από κείνη τη στιγμή ο Ντόκινς πέταξε την καλοκάγαθη μάσκα που φόραγε και πήρε πάνω του να παίξει το ρόλο του θηριοδαμαστή. —Ο Άρμανσπεργκ, έλεγε με μεγάλη σοβαρότητα, είναι ο μόνος φιλελεύθερος ανήρ της αντιβασιλείας. Οι άλλοι έχουνε τάσεις πολύ αριστοκρατικές, που τους αποξενώ νουν από την αγάπη του λαού. Φθονούν την αξία του προέδρου τους και γ ι’ αυτό τον εμποδίζουν να προχωρήσει στην αναμόρφωση του τόπου. «'Η μάς τούς λοιπούς» ανιστοράει μελαγχολικά ο Μάου ρερ «μετεχειρίζετο έφεξής ώσάν νά μήν ΰπήρχαμεν καθό λου. ΕΙς άντάλλαγμα τούτου ή οίκογένεια "Αρμπανσπεργκ μετεχειρίζετο τόν Δώκινς, όχι πλέον ώς διπλωμάτην, άλλ’ ώς πραγματικόν οίκιακόν φίλον»1.
Καθώς βλέπεις, τούτοι οι αφεντάδες που μας στείλανε, για να μας φέρουν, λέει, τά φώτα του πολιτισμού, τρώγο νταν σαν τα σκυλιά κι ας ήταν το τραπέζι τους γεμάτο και το δικό μας άδειο. « Ήσαν αύτοί διηρημένοι καί δμως ήξίουν νά μήν είναι διηρημένοι οί Έλληνες», γράφει με το δίκιο του ο Φραντζής. Κι ο Ντόκινς, που ως τότες κοροΐδευε τα φερσίματα της κοντέσας Άρμανσπεργκ, άρχισε πια να βρίσκει «τήν συμπεριφοράν της άξιαγάπητον καί άξιοθαύμαστον». Σ’ όσους του θύμιζαν τι έλεγε πρωτύτερα για δαύτη, αποκρινόταν: —Εξαιτίας του κόντε, που είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να κυβερνήσει την Ελλάδα, χρειάζεται να κλείνει κανείς το ένα τουλάχιστο μάτι, για να τα βρίσκει όλα ωραία σ ’ αυτή.
I. Μάουρερ op. cit. τ. β ', σ. 467.
199
Ο ΚΟΝΤΕΣ ΡΩΜΑΣ Γ ια να καταφέρει η Αγγλία να διώξει τους ανεπιθύμητους στα συμφέροντά της αντιβασιλιάδες, σκαρφίστηκε να βάλει το ρωσόφιλο κόμμα να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Έ τσι θα πετύχαινε: 1. Να μην μπορεί κανείς να την κατηγορήσει πως αυτή υποκίνησε τα πάντα, γιατί τότες το πιο φυσικό απ’ όλα θα ’ταν να 'σπρώχνε τ' αγγλόφιλο κόμμα να διαμαρτυρηθεί. 2. Η εντύπωση θα στεκόταν μεγαλύτερη, όπως θα γινόταν φανερό πως όχι μονάχα ο Ντόκινς, δηλαδή η εγγλέζικια πολιτική, μα κι η ρωσική λογάριαζε για αποτυχημένους τους άλλους αντιβασιλιάδες. 3. Το ρωσόφιλο κόμμα — που ο δυναμικός αρχηγός του ήτανε, καθώς είπαμε, ο Κολοκοτρώνης, θα παρουσια ζόταν ωσάν ο αιώνιος ταραξίας του τόπου και θα βρισκό ταν, για μια ακόμα φορά, εκτεθειμένο σε καταδιώξεις. 4. Σπρώχνοντας ο Άρμανσπεργκ να χτυπήσουν τον Κολοκο τρώνη, θα κράταγε για τον εαυτό του τον ωραίο ρόλο να σώσει, την ύστατη στιγμή, το κεφάλι του. 5. Ο Μάουρερ, ο Ά βελ κι ο Έιντεκ, που σ’ αυτούς θ' άφηναν να πέσει το βάρος της καταδίωξης του Γέρου, θα γίνονταν μισητοί σε μεγάλες μάζες του λαού. 6. Θα βρίσκανε την ευκαιρία οι ξένοι να καταδιώξουν τους ήρωες του αγώνα, που εκπρο σωπούσαν το εθνικό στοιχείο, και 7. Θα θόλωναν με τέτοιο τρόπο τα νερά, που μονάχα η εγγλέζικη διπλωμα τία, που τ’ ανακάτωσε, θα μπορούσε να ψαρέψει με σιγου ριά σ' αυτά. Πώς όμως θα κατάφερνε να σπρώξει τον Κολοκοτρώνη και τους Ναπαίους να τσιμπήσουν το δόλωμα και να πιαστούν στ’ αγκίστρι; Η Ιντέλιτζενς Σέρβις, καθώς δα ξέρεις, έχει παράξενες συνήθειες. Τα καλύτερα σαΐνια της δεν είναι όσα φαίνουνται υποταχτικά σ’ όλα για το μεγα λείο της αυτοκρατορίας, μα εκείνα που κάποτες σήκωσαν κεφάλι, καταδιώχτηκαν για απιστία κι απόχτησαν, έτσι. 200
τη φήμη πως είναι, τάχατες, αγωνιστές της ελευθερίας. Ένας τέτοιος πράκτορας της Αγγλίας στάθηκε κι ο κόντε Διονύσιος Κανδιάνος Ρώμας από τη Ζάκυνθο. Ό τα ν ξέσπασε η επανάσταση «τρεις δνδρες Ζακύνθιοι» γράφει ο Φωτάκος «μόνοι των ώνομάσθησαν 'Επιτροπή, χωρίς νά τούς διορίσουν τοιούτους, ό Κόντε Ρώμας, ό Π. Στεφάνου Ιατρός καί ό Κωνσταντίνος Δραγώνας (...) Είχαν καί τήν θέσιν τοΰ μεσίτου μεταξύ τούτων (των Ελλήνων) καί τής 'Α γγλικής Κυβερνήσεως, είς τήν όποίαν παρουσιάζοντο ώς έπιτροπή τοΰ Έ θνους, καί έγγράφως καί προφορικώς έζήτουν άπό τούς "Αγγλους τήν ΰπεράσπισιν τών Ε λλήνω ν (...) Έσυμβούλευαν πώς νά φέρωνται (οι ' Ελληνες) διά νά Ημερώ σουν τήν άγρίαν 'Αγγλίαν, ήτις κατά τήν άρχήν τής έπαναστάσεώς μας έδείχθη έναντία αυτής, ΰποπτεύουσα ότι αϋτη ύπεκινήθη υπό τής Ρωσίας (...) Διά τών ένεργειών τής Ε πιτροπής ταύτης έγένοντο τά σ υ μ π ε θ ε ρ ιά , ούτως είπείν, τής 'Α γγλίας καί τής Ε λλάδος»1.
Στην αρχή, όσο η Αγγλία δεν ήθελε ν’ ακούσει το παραμικρό για την ελληνική επανάσταση και τη λογάρια ζε συμφορά στα εγγλέζικα συμφέροντα στη Μεσόγειο, ο Μέτλαντ, ο αρμοστής στα Εφτάνησα, απόλυσε τον Ρώμα από γερουσιαστή. Το φωτοστέφανο που του φόρεσε ήταν ό,τι του χρειαζόταν. Ό τα ν αργότερα η εγγλέζικια πολιτική άλλαξε, καθώς φοβήθηκε μην τυχόν το ελληνικό ζήτημα λυθεί δυναμικά από τη Ρωσία δίχως τη δική της συμπαράσταση, τότες, το 1825, πρόσταξε τον καινούργιο αρμοστή της στα Εφτάνη σα, τον Άνταμς, να συνεννοηθεί με την Επιτροπή για να ζητήσουν οι Έλληνες την αποκλειστική προστασία της Αγγλίας. Ας ακούσουμε όμως καλύτερα το πώς τ’ ανιστοράει ο Κολοκοτρώνης στ’ απομνημονεύματά του: «’Ιδού πώς έστάθηκε ή άρχή τής άναφοράς διά τήν I. Φωτάκου «Απομνημονεύματα», έκδ. γ", τ. δ \ σ. 690.
201
υπεράσπιση τής ’Αγγλίας. Μιά φορά έλαβα ένα γράμμα άπό τόν Ρώμα καί μοΰ έλεγε, δτι όμίλησε μέ τόν "Αδαμ. Ό "Αδαμ τοΰ είπε: “ Δέν ήτο δυνατό νά άποσπάσομε τόν Κολοκοτρώνη άπό τό άρχοντικό κόμμα;” Τό κόμμα αύτό ένομίζετο άγγλοδιωκτικό καί ρωσσολάτρικο, καί αύτό τό διέδιδαν οί Μαυροκορδατισταί. Μοΰ έγραψε ό Ρώμας καί μοΰ έλεγε τά δσα τοΰ είπε. καί νά τοΰ γράψω ΐδιοχείρως τό φρόνημά μου. Έ γώ τοΰ άποκρίθηκα δτι: “ Δέν είμαι άγγλοδιωκτικός καί ρωσσολάτρης, άλλά είμαι φίλος έκείνου όπού θέλει νά κάμει τό καλό τής πατρίδος μου, καί γίνου έγγυητής είς τήν εξοχότητά του τόν "Αδαμ, καί ό "Αδαμ άς γίνει είς τήν αύλή του διά τά φρονήματά μου” . Ό "Αδαμ έστειλεν είδηση είς τήν 'Αγγλία, καί σέ μερικό καιρό έκραξε τόν Ρώμα, έκλείσθηκε δύο ήμέρες, έκαμε τό σχέδιο τών άναφορών, καί τήν έστειλε τήν μία νά τήν υπογράψω έγώ, καί τήν άλλη ό Μιαούλης- τήν υπογράψα με»1.
Τούτη η επιτυχία του Ρώμα, που κατάφερε κι αυτόν ακόμα τον Κολοκοτρώνη να υπογράψει εκείνο το αντεθνι κό χαρτί, όπου μ’ αυτό «τό 'Ελληνικό έθνος έθετε εκουσίως τήν ϊεράν παρακαταθήκην τής αύτοϋ έλευθερίας. έθνικής άνεξαρτησίας καί τής πολιτικής αύτοΰ ύπάρξεως υπό τήν μοναδικήν ύπεράσπισιν τής Μεγάλης Βρεττανίας», έκανε τους Εγγλέζους να ξαναθυμηθούν τον Ζακυνθινό κόντε με την ελπίδα πως θα κατόρθωνε και τούτη τη φορά να τυλίξει το Γέρο. Τον στείλανε λοιπόν, θα δεις σε λίγο το γιατί, στην πρωτεύουσα της Βαβαρίας, το Μόναχο. Αφού γύρισε στη Ζάκυνθο, ξεκίνησε για τ’ Ανάπλι όπου έφτασε στα μέσα του Ιούλη 1833. I. Γερτσέτης - Απαντα — Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη». τ. γ". σ. 127. Ο Π. Χιώτης στο λόγο non έβγαλε στην κηδεία του Ρώμα και τον τύπωσε μι: τον τίτλο «Λόγος βιογραφικός περί του Διονυσίου Ρώμα εκφωνηθείς επί του νεκροί· αυτού τη 27 Ιουλίου 1X57». λέει πως ο Ρώμας έψτιασε το σχέδιο στα γαλλικά κι ο γιατρός Π. Στεφάνου, που ήτανε μέλος όπως .είπαμε της επιτροπής, το μετάφρασε ελληνικά (σ. .11-32).
202
Σ’ όσους πάγαιναν να τον δουν έλεγε πως τρία πράματα τον φέρανε στην Ελλάδα: Το πρώτο ήταν η επιθυμία του να δει ελεύθερη την πατρίδα, το δεύτερο να δώσει τα σεβάσματά του στον βασιλιά και την αντιβασιλεία και το τρίτο, σαν εχτελεστής της διαθήκης του Βαρβάκη, να μελετήσει πού έπρεπε να γίνει το σχολειό που πρόβλεψε ο μακαρίτης. Εξόν όμως από τούτα τα φανερά που αράδιαζε, έλεγε, εμπιστευτικά τάχατες, και τούτα δω: —Στο Μόναχο συναναστράφηκα σπουδαία πρόσωπα. Μπορώ λοιπόν να βεβαιώσω πως ο Μάουρερ κι ο Ά β ελ δεν είναι persone grata της βαβαρικής αυλής. Φτάνει να δοθεί αποδώ η παραμικρή αφορμή κι αμέσως θ’ αντικατασταθούν.
Ο Ν ΙΚ Ο Λ Α ΙΔΗ Σ ΚΙ Ο ΦΡΑΣΙΚΛΗΣ
Ο ΡΩΜΑΣ, για να βάλει μπρος τη μηχανή, διάλεξε δυο πρόσωπα, τον Παναγιώτη Νικολαΐδη και τον Ιωάννη Φρασικλή. Ο Νικολαΐδης, που μερικοί τον ονόμασαν Ιούδα για το ρόλο που έπαιξε σε τούτη την υπόθεση, καταγόταν από τη Σμύρνη. Τον καιρό του Καποδΐστρια λογαριαζόταν κυβερ νητικός, μα τώρα είχε διπλαρώσει τον Μαυροκορδάτο και δημοσιογραφούσε στην «Αθηνά», που όπως είδαμε, ήτανε το όργανο του αγγλόφιλου κόμματος. Στεκόταν ο κατάλ ληλος άνθρωπος για το σκοπό που τον ήθελε ο Ρώμας, γιατί εξόν που ξεχώριζε για μπόσικος άνθρωπος, θα τα κατάφερνε καλύτερα με τους Ναπαίους, όπως θα παρου σιαζόταν για δικός τους. Να με ποιον τρόπο ανιστοράει ο ίδιος, στην κατάθεσή του στο δικαστήριο, τη γνωριμιά του με τον Ρώμα: «"Οταν τό παρελθόν θέρος ήλθεν * ίς Ναύηλιον, ε·ήγον
203
πολλοί έκ τών σημαντικών πρός έπίσκεψίν του- έπήγα κ' έγώ. Πλησίον τής οίκίας του άντόμωσα καί τόν Ναύαρχον Μιαούλην, δστις μ' έπρόβαλε νά ύπάγωμεν είς έπίσκεψίν τοΰ Κόμητος Ρώμα. Μ ετέπ ειτα έξηκολούθησα νά συχνάζω»1.
Ο Νικολαίδης, φιλόδοξος άνθρωπος, δέχτηκε να γίνει όργανο του Ρώμα, ελπίζοντας πως έτσι θα βρισκόταν να ’ναι από τους πρωτεργάτες της μεταπολίτευσης που θ’ ακολουθούσε. Ο δεύτερος, ο Φρασικλής, δεν ήτανε Ρωμιός, όπως ίσως φαντάστηκες από τ’ όνομά του, μα βέρος Γερμανός. Ό τα ν οι αντιβασιλιάδες ξεκίνησαν από τη Βαβαρία να ’ρθούν στην Ελλάδα, πήρανε μαζί τους για δραγουμάνους... αρχαίους ελληνιστές! Έ νας απ’ αυτούς ήτανε κι ο Joan nes Franz, που μόλις έφτασε στην Ελλάδα άλλαξε «επί το ελληνοπρεπέστερον» τ’ όνομά του και το ’κανε Φρασικλής. —Κάποτε, έλεγε, ήμουνα Έλληνας. Μα με τη μετεμψύ χωση γίνηκα Γερμανός. Να ’μαι τώρα πάλι Έλληνας. Ό σ ο βρισκόταν ακόμα στο Μόναχο, το 1830, κάθισε και μετάφρασε, σε πινδαρική γλώσσα και στίχους, τα ποιήματα που ο βασιλιάς της Βαβαρίας Λουδοβίκος είχε γράψει για την Ελλάδα. Ορίστε ένα μικρό δείγμα απ’ αυ τά: ΕΙς Ελλάδα ίπρος ίντος
Άώς μέν κροκόπεηλος έπόρνεται, α δέ Σελάνα ρίμφα μαραινόμενα μαυρόν Ικρυψε φάος. Άέλιος γάρ άπ' Ώκεανώ μάλα τηλόθ έπάλτο Ίπποις χρυσέαισιν Νύκτα διασκεδάων α χρόνι ' Ipy' έπέκευθε μετ'αΙθέρα λαμπευθέντα, χαλκεύσαισα πέδας Έλλάδι δυσπολάμοος.
Κι ο αθεόφοβος στον πρόλογο που έγραψε, στ’ αρχαία I. «Πρακτικά», σ. 183.
204
ελληνικά βέβαια κι αυτόν, λέμ πως τα μετάφρασε για να τα... χαρούν οι Έλληνες και να τα γνωρίσουν και τα παιδιά τους! Και μια και το ’φερε η κουβέντα, άκου και τούτο το νόστιμο, για να δεις τι ιδέα είχανε για τον τόπο οι άνθρωποι που φέρανε να μας κυβερνήσουν. Ό τα ν πρωτοήρθαν οι αντιβασιλιάδες, φώναζαν έναν από τους τρεις φιλόλογους που κουβάλησαν μαζί τους να τους κάνει το δραγουμάνο. Κι αυτοί μετάφραζαν στους αγωνιστές του Εικοσιένα τα γερμανικά στ’ αρχαία ελληνικά, που μάλι στα τα πρόφεραν μ’ ερασμιακή προφορά! Οι δικοί μας βέβαια λέγανε πως τίποτις δεν καταλάβαιναν κι οι αντιβασιλιάδες... απορούσαν! Ο Μάουρερ γράφει γ ι’ αυτόν πως «ό νεαρός έκεϊνος φιλόδοξος άνέπτυξεν ίν Έλλάδι μόνον τό ραδιουργικόν αύτοΰ πνεύμα καί διά τούτο άπέκτησε τήν εύνοιαν τού όμογενούς αύτώ πνεύματος, τοϋ κόμητος Άρμανσπεργκ (...) ’Εντός όλίγου κατέστη ό εύνοούμενος τοΰ κόμητος διερμηνεύς καί σημαντικώτατον έν τφ οίκψ αύτοΰ πρόσωπον»1. Μα κι ο ίδιος ο Φραντς, σε γράμμα του που έστειλε σε φίλο του όταν έφυγε από την Ελλάδα, βεβαιώνει, πως «άφωσιώθην είς αυτόν (στον Άρμανσπεργκ) όλοσχερώς έξ άρχής ώς είς σοφόν μέντορα»2. Ο Νικολαΐδης λοιπόν παράστησε στον Φραντς πως παρουσιαζόταν μια μοναδική ευκαιρία να διωχτούν από την Ελλάδα οι εχθροί του μεγάλου προστάτη του. Αυτός όμως, προτού δεχτεί να πάρει μέρος στο παιχνίδι, πήγε στον Άρμανσπεργκ «καί εδωκεν είς αύτόν νά έννοήση τί έτεκταίνετο, καί δή ή άπομάκρυνσις τών υπολοίπων μελών τής Αντιβασιλείας καί ή άνάθεσις ταύτης είς μόνον τόν Κόμη τα»1. Ο Άρμανσπεργκ, που καθώς θα δούμε πιο πέρα δεν αρνήθηκε τη συνάντηση, του αποκρίθηκε με τούτον εδώ τον διπλωματικό τρόπο: 1. Μέντελσον-Μ παρτόλνπ op. til. τ. β ', σ. 1537. 2. Μάουρερ op. cit. τ. β". σ. 464. 3. Id.
205
— Είμαι κι εγώ βέβαιος πως οι υποθέσεις της αντιβ ασ ιλ εΐας θα διεξ ή γο ν το καλύτερα και ταχύτερα από έναν μ όνον άνθρω πο, παρά σ υλλογικ ά από την α ντιβ α σ ιλ εΐα , όπω ς γ ίνεται τώρα. Έ χ ω όμως τη γνώ μη πως γ ι’ αυτό δε θα ήμουνα μόνο εγώ κα τάλλ ηλ ο ς, αλλά κι ό λοι οι ά λ λοι σ υνάδελφ οί μου. Κι όταν ο Φ ραντς πιάστη κε και ρω τήθη κε «αν ό κ ό μ ις φ όν 'Ά ρ μ α ν σ π ερ γκ τόν ά π έτρεψ ε άπ ό τό σχέδ ιό του ή μ ή π ω ς ήΟ έλησε νά κ α τα γγείλη τοΰτο ώ ς έσ χά τη ν π ρο δ ο σ ία ν »>, αποκρίθηκε ότι «ό κ ύ ρ ιος κό μ ις, ώ ς έφ αίνετο, ήτο έκ τής δ λη ς π ροτά σ εω ς π ερ ισ σ ότ ερ ο ν κο λ α κ ευ μ ένο ς παρά έ ζ ω ρ γ ισ μ έ ν ο ς » '.
Ο Φ ραντς σωστά έβγαλε το συμπέρασμα πως όσα του είπε ο Ά ρ μ α ν σ π ε ρ γκ στέκ ονταν μια πα ρότρυνση να π ρ οχω ρή σ ει. Α φού λο ιπ ό ν σ υνεννοήθηκ ε ξανά με τον Ν ικ ολαίδη, κλειδώ θηκε σ τη ν κάμαρά του, ίδρωσε και ξαναίδρω σε — Ιού λιο ς ήταν— και « σ υν τά ττ ει », καθώς γ ρ ά φει ειρω νικά ο ισ το ρ ικ ό ς Κ υριακίδης, «έν τή δ ια )χ κ τ ω του Δ η μ οσ θένους κ α ί του Σ ω κ ρά το υς μ ετ ά π ο λ λ ώ ν γάρ κ α ί εοικε κ α ί παϋρα κ α ί ίπ ιρ ρ ώ ν υ μ ι κ α ί οϋ ρ ά δ ιο ν» 2 δυο σ χέδ ια
αναφ ορώ ν σ το ν β ασιλιά της Βαβαρίας.
ΟΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Κ α ι ΤΩΡΑ πάρε μια ιδέα τι αρ ισ το υ ργή μ ατα βγήκανε από την πένα του «αγαθού και μικ ρ ο πό νηρ ο υ Φ ραντς», όπως τον ονομάζει ο Κ αρολίδη ς. Δεν ξέρω βέβαια αν θα ’χεις το κουράγιο να διαβ άσεις ως το τέλος τις δυο αυτές αναφο ρ ές, μα ήτανε χρ έο ς μου να τις δημ οσιέψ ω , για να δεις πάνω σε ποια ντοκουμέντα σ τη ρ ίχ τη κ α ν ο Μ άουρερ, ο 'Α β ελ κι ο Έ ιν τ εκ , γυρεύοντας να πέσουν σ το καλάθι της
206
γκιλοτϊνας το κεφάλια του ΐΟ^λοκοτρώνη και του Πλαπούτα. ν Η πρώτη αναφορά: Βασιλεύ! Ό ρώ ντες τά πράγματα τής Ελλάδος εις τούτο περιεστηκότα ώοτε ών μέν ηύχόμεθα πάλαι τά πλείω κατορθοϋσθαι, σμικρά άττα δέ δεϊσθαι θεραπ είας, ώόμεθα δεϊν πρός τόν ήμέτερον εύερ γέτην τούς λόγους ποιεΐοθαι. Τό μέν γάρ τυχόντες Βασιλέως οϋπω τού υιού σου εύ πεπρόγαμεν, τό δέ άπολαύοντες τρ εις τούς κυβερνώντας τήν πρύμναν τού άναγενομένου σκάφους εύθύς μέν έ ξ αρχής ύπωπτευόμεθα μή ού καλώς σχεϊν, νϋν δέ καί έπιστάμεθα πεπειραμένον. Καί ταϋτα, εί καί έπ' ολίγον κρατήσει αϊσθόμενοι μεγάλα βλάψοντα τήν ήμετέραν χαράν, τώ τ ε άντιπάλω τής γνώμης καί τή αύστηρότητι, ή χρώμενοι διατελούοι πρός ήμάς, έξαιτούμεθα τόν μέν νϋν Πρόεδρον Αντιβασιλέα ήμΐν γενέσθαι, τούς δέ δύο συνεργούς αύτοϋ παϋοαι τής Αρχής. 0 μέν γάρ φανερός έστί νϋν τ ε καί πάλαι τά άριστα πράττων τοίς Έλλησιν, ύφ ' άπάντων τε άγαπώμενος, ού μήν άμφιγνοήση ποτέ περί τής πρός αύτόν πίοτεως ήμών. Τών δέ συναρχούντων αύτοϋ, ό μέν καί πριν άφικέσθαι είς τήν Ελλάδα, δήλος ήν ότι, ώσπερ έν τώ πρόσθεν χρόνω ϋβρισε τούς Έ λληνας, καί είς τό λοιπόν έργάσεται είκότα τή φύσει τή αύτοϋ'. Ό δέ Μάουρερ, τ ' άλλα καλός Ισως άνήρ, ούχ οίός τέ έσ τι μή ού καταγέλασ τος' γενέσθαι, δηλών έκάστοτε, ότι οί Ελληνες κακώς διάκεινται τήν γνώμην πρός τούς Γερμανούς, άτε ξένους όντας καί ξένην άρχήν έπιφέροντας. Καί τοι πώς είκός τόν τά τοιαϋτα δοξάζοντα περί Ελλήνων, έπιμελήσεσθαι πρεπόντως; ός οίόμενος μιοεϊοθαι ύπό τών άρχομένων ο ύτ' άν τά ωφέλιμα σκοποίη αύτοϊς, ούτ' άν κρατήσειε ποτέ ώοτε άγαπάσθαι. Πρός τούτοις δέ καί έν έριδι έ ο θ 'ό τ ε πολλή είοί πρός άλλήλους, ώσπερ είκός τούς ούράνιον όοον άφεστηκότας τής άρετής τής τοϋ Προέδρου. Ταϋτα τοι δ εόμεθα ύμών, Βασιλεύ, μή περιοράν ήμάς έκ I. Ο α ντι|ϊα ο ι/.ιά ; Έ ιιτ κ κ που ΰ χ ι: βρίσει τοι·ς Έ /./.ιιν ε;.
207
νέου πεοόντας εις άπορίας των αρχόντων ένεκα, άλλά τόν μέν εύνουν ήμϊν Άρμανσπεργκ καταοτήσαι ήμϊν Αντιβασιλέα αύτοκράτορα, τούς δέ δύσνοας άπολύααντα, ής άν άξιοι φανωοι τιμής ταύτην τιμήοαι. Η δ εύ τερ η α να φ ο ρ ά : Βασιλεύ! Είμέν μή ήν μεγάλα τά διαφέροντα, ούκ άν ώόμεθα δεϊν ένοχλοϋντας ύμϊν τούς λόγους ποιεϊοθαι. Επειδή δέ φανερόν, ότι η δύναμις ή ήμετέρα κεΐται έπί μιάς ροπής, άν μη ταχέως μετέλθω μεν τήν πρεπουοαν θεραπείαν, γεγράφαμεν ταϋτα, πεποιθότες τώ δικαίω τής ήμετέρας άξιώ αεως, ό δέ θεός εύμινής παραατατοιή Σοί μέν άναγιγνώσκοντα ήμϊν δέν εύχομέν αας. Άκούοαντες περί αιρέσεων των εις τήν Άντιβασιλείαν συντελούντων άνδρών εύθύς ύποπτευόμεθα μή έτέρω ς σχοίη τό πράγμα ή ώς κάλλιον, όί πρώτον μέν πειράμεθα τού τρίτου, όνομα Έϊδέκ, ός έστίν άνθρωπος ύβρίοαι μέν καί πόλιν τούς Έλληνας μέλλων δέ καί νϋν ούχ' ήοοον τό αύτό δράμα δραν. Καί δή δήλος γίγνεται έξ ών πράττει. "Επειτα δέ έγνώκαμεν καί τόν δεύτερον Μάουρερ, ότι ούκ άν ωφέλιμα ήμϊν διεπράξοιτο, όοτις ούδέ προσέχειν τόν νοϋν βούλεται των Ελλήνων τοϊς άγαθοϊς άλλ' ή Φαναριώταις μόνον καί δή καί γνώμην άποφαίνεται έκάστοτε προσιόντι, ότι άμέλα κακώς καί δυσλόφως έχουσιν όν Ελληνες πρός τούς Γερμανούς ώς ξένην άρχήν επιφέροντας. Καίτοι ό συνάρχων εί έχει τοιαύτην γνώμην περί τών άρχομένων πώς άν καί άρ ξειε αύτών προθύμως καί ούδέν θαυμαστόν, ότι ούκ άγαπάται ύπό τών Ελλήνων, καθότι ούδ'άγαπά τούς "Ελληνας, άλλά καταφρονεί, εΰ μάλλον άριοτοκρατικώς φρονών. 'Ενθυμούμενοι οΰν τήν άρετήν τήν τού νϋν Προέδρου τής Άντιβασιλείας, ός μόνος πάντων πόσας τάς καρδίας συλλαβών έχει, τ ' άλλα ών εύνους ήμών, άξιοϋμεν τούτον ήμϊν καταοτήσαι Αντιβασιλέα Αύτοκράτορα μέχρι τής ήλικίας τού εύσεβεστάτου ήμών Βασιλέως· τούς δέ άλλους παραλύσαι τής άρχής.
208
Ή δή διχόνοια έκτος τώ ΛΝ όμω ν έοκηνωμένη, όσον οϋπω παρέστι πάλιν ό δή, όπως μή γεννήοεται, σκεπτέον, καί δη ημείς γ ' έσ κέμμεθα, έν Σοΐ γάρ έσ μ έν είς Σέ άποβλεπομεν άξιοϋντες περιϊδεϊν ημάς τα ϊς μεγίοταις συμφοραΤς περιπεσόντας. Σεβόμενοι ψαύομεν οΐον άγάλματος τού ιερού θρόνου σου, Βασιλεύ, εύχόμενοι ύπέρ τής πατρίδος τών άνδρων εκείνων, ών έτι καί νϋν τά μέν έργα θαυμάζομεν, τάς δέ διανοίας έγκω μιάζομεν, τήν δέ άρετήν άγάμεθα. Σύ δέ γνοίης τόν σέβοντ' εύερ γέτην. Ή έρις, ώσπερ λαχοϋοα τήν ήμετέραν χώραν έκ παλαιών χρόνων, ένέπ εσ ε καί τοϊς είς τήν Άντιβασιλείαν τής Ελλάδος συντελοϋοιν άνδράσιν. Καί είκός- ών ό μέν πρώτος καί μόνος Φίλέλλην καί μόνος άγαθός καί έντριβής πρός τά τοιαΰτα, τούς δέ άλλους κακώς έποίηοεν ή τύχη ούκ άνηναμένη τήν ψ η φοφορίαν ού γάρ άλλ' έπί βουλήν τών άγαθών φανεροί είσί στελόμενοι. 0 μέν έτερος καί οί γάρ πρέσβεις οί ήμέτεροι, χρή γάρ τ ά λ η θ ή λέγειν, ήμαρτον τού παντός, ύπέρ τού Ταγματάρχου Έ ϊδέκ τούς λόγους ποιούμενος, ός πρότερον κακά πολλά δράσας τήν Ελλάδα, τοϊς έρωτικοϊς πλέον προσκείμενος ή τοϊς Έλληνικοϊς πράγμασιν, ήρξατο ώς είκός, τά αύτά τοϊς τό τε έπιτηδεύων. Καί όσα μέν είργάσατο μέχρι τοϋδε, πολύς άν ό λόγος ε ΐ διελθεϊν. "Οσα δέ κακολογεί τούς ‘ Ελληνες πάντες έπίοτανται ό δέ έτερος, όνομα Μάουρερ, πρός τώ ά φ υεϊ τής ψυχής, καί δύσνους έστι τοϊς “Ελλησιν λέγων πολλάκις, ώς φανεροί είσιν άχθόμενος, διότι κυβερνώνται ύπό ξέν ης άρχής. Καίτοι πώς άν τις μεγάλα όνήσειεν ήμϊν, ε ί πρώτον μέν ύβρίζων ήμάς οϊεται βελτίους ποιήσειν, έπειτα έκ τούτων, ώς τό είκός, ούτε στέργων ήμάς στεργόμενος έ φ ' ήμών; Έκ δή τούτω ν ώρμημένοι οί κάτοικοι τής Επαρχίας ταύτης άξιοϋμεν παρά Σού τυχεϊν, ώστε τόν μέν άγαθόν Άρμανοπέργιον Αντιβασιλέα ήμϊν αύτοκράτορα καταστήσαι μέχρι τής ήλικίας τοΰ φιλτάτου ήμών Βασιλέως, τούς δέ άλλους τής άρχής τα ύτης παραλϋσαι.
209
Εμείς διαβάζουμε τώρα τις/α ν α φ ο ρ ές του Φ ραντς και σ κάμε στα γέλια . Κι όμως τούτα τα εξαμβλώματα λ ογα ριά σ τηκαν τότες για ντοκουμέντα « εσχάτης πρ οδοσία ς», που έπρεπε να τα πλερώ σ ουν ό χι αυτός που τα ’γράψε, μα ε κείνοι... που αρνήθηκα ν να τα υπογράψουν!
ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΜΟΝΗ Κ.ΑΘΩΣ είδες λο ιπό ν, το κουμπαριό γίνη κε στο γραφείο του ' Α ρμανσμπεργκ με μεσίτη τον κόντε Ρώμα. Α πόμενε τώρα οι Ν απαίοι να πατήσουν την πεπονόφ λουδα και να υπογράψουν τις αναφ ορές. Τ ις πήρανε ο ΝικολαΓδης κι ο Ρώμας και φώ ναξαν τον Σ τάικο Σ ταϊκόπουλο, τον ήρωα που σ τις 29 του Ν οέμβρη 1822 πρώ τος πάτησε το Π αλαμήδι. Τους είπε πως η αρ χή έπρεπε να γίνει από τον Κ ολοκοτρώ νη, γιατί δίχω ς την έγκρ ισ ή του κανείς δε θα δεχόταν να τις υπογράψει. Τόσο όμως ο Κ ο λοκοτρώ νης όσο κι ο Π λαπούτας δεν ήτανε σ τ’ Α νάπλι. Ο Γέρος είχ ε φύγει σ τις αρ χές του Ιούλη κι ο Π λαπούτας στα τέλη του Ιούνη για το χω ρ ιό του. την Π αλούμπα της Γ ορτυνίας. Σου θυμίζω πως ο Ρώμας έφτασε σ τ ’ Α νάπλι στα μέσα του Ιούλη· δεν είχε σ μίξει λ ο ιπό ν, ως εκείνη την ώρα, μήτε με τον έναν μήτε με τον άλλον. Π αίρνει ο Ζ ακυνθινός κόντες αντίγραφ α από τις αναφ ο ρές και την I Α υγούστου ξεκινάει για την Τ ρ ίπ ο λ η , σ υντροφ ευμένος από τον Σταϊκόπουλο. Ό τ α ν ξεπέζεψε σ τ ’ Α ργος ν ’ αναπαυτεί, έμαθε πως πριν από λίγο είχε φ τάσ ει, γυρίζοντας από το χω ρ ιό του σ τ ' Α νάπλι, ο Π λαπούτας. Έ σ τε ιλ ε τον Σ ταϊκόπουλο να του πει πως επιθυμούσε να τον ανταμώ σει και κείνος πρόθυμα πήγε. Σύμφωνα μ ’ όσα α π ο λο γήθη κ ε ο Π λαπούτας στη δίκη , ο Ρώμας, όπω ς στεκ ό ταν η πρώτη φορά που τον γνώ ριζε, δεν 210
ανοίχτηκε να τόνε μπάσει στο μυστικό. Το μόνο που του φανέρωσε ήταν πως κάτι τρέχει στ' Ανάπλι κι άμα πάει κει θα το μάθει. Ο Γερμανός όμως ιστορικός ΜέντελσονΜπαρτόλντι λέει, κι αυτό φαίνεται το πιο σωστό, πως ο Ρώμας είπε τόσο στον Πλαπούτα στο Ά ργος όσο και στον Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη, ότι «ό κόμης Άρμαν σπεργκ ήρχετο μέ τό μέρος αύτών καί έπεθύμει τοιουτοτρόπως νά κατορθώση τών συναδέλφων αύτοΰ τήν άπομάκρυνσινπρός δέ δτι τόν τοιοΰτον σκοπόν τοΰ προέδρου ύπεστήριζε μετά ζέσεως ό Δώκινς καί ό υποστράτηγος Ριχάρδος Τσώρτς»1. Εξόν από τον πρεσβευτή της αυλής του Αγίου Ιακώβου, νάτος μπερδεμένος στην υπόθεση κι ο Εγγλέζος στρατηγός Τσορτς, πρωτοπαλίκαρο της Ιντέλιτζενς Σέρ βις στην Ελλάδα. Και για να μην πεις πως τα όσα ανιστόρησα πιο πριν, πως ο Άρμανσπεργκ ήτανε μπασμένος στη συνωμοσία, στέκουνται πλάσματα της φαντασίας μου, άκου τι γράφουν ένας ξένος κι ένας δικός μας ιστορικός: Και πρώτα ο Μέντελσον-Μπαρτόλντι: «Ά πίστευτον φαίνεται, δτι αύτός ούτος ό κόμης "Αρμανσπεργκ ηύνόησε καί ύπέθρεψεν έν τοΐς κόλποις τής άντιβασιλείας τήν συνωμοσίαν ταύτην. Καί έν τούτοις τοιουτοτρόπως έγένετο. Ό πρόεδρος έτρεφε τήν έλπίδα νά έπωφεληθή τής περιπλοκής ταύτης καί νά δέση βρόχον περί τόν τράχηλον τών ένοχλητικών καί μισητών συνα δέλφων. 'Η προκύφασα έκ τής άνακρίσεως καί τής ιστο ρίας τής συνωμοτικής δίκης άμήχανος φάσις τών πραγμά των ήνάγκασε τότε τόν κύριον Μάουρερ νά όμολογήση: —Είναι βέβαιον, δτι ό κόμης "Αρμανσεπργκ καί ό "Αγ γλος πρεσβευτής είχον περιπλοκή είς τήν συνωμοσίαν»1.
Να τι γράφει κι ο Καρολίδης: «Ούχ ήττον άληθές φαίνεται δτι έν τή καχυκοψίςι αύτών 1. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β \ σ. 1535. 2. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β -. σ. 1536.
211
καί έν τή σφοδρότητι τής κάτά τοΰ Ά ρμανσπεργκ ώς α ύ το υ ρ γ ο ΰ τή ς σ υ ν ω μ ο σ ία ς άντιδράσεως τυφλωθέντες ύπό τοΰ πάθους τοΰ πολιτικού κατέφυγον είς έπίβουλον ένέργειαν έναντίον τοΰ Κολοκοτρώνη ώς όργάνου τοΰ "Αρμανσπεργκ»1.
Εδώ, φίλε μου, έχει πέραση η παροιμία πως όποιος δεν μπορεί να χτυπήσει το γάιδαρο, χτυπάει το σαμάρι. . Είτε όμως ο Ρώμας φανέρωσε τις αναφορές στον Πλαπούτα είτε όχι, ένα στέκεται σίγουρο- πως ο Πλαπούτας δεν τις υπόγραψε. Και τότες ο Ρώμας έφυγε από το Ά ργος για την Τρίπολη να βρει τον Κολοκοτρώνη. Έλπιζε πως θα κατάφερνε να τυλίξει και τούτη τη φορά το Γέρο, όπως στεκόταν παλιός γνώριμός του από τον καιρό που ο ήρωάς μας, κυνηγημένος κλέφτης στα χρόνια της Τουρκιάς, βρήκε καταφύγι στη Ζάκυνθο, όπου, καθώς ίσως ξέρεις, έκανε τον χασάπη για να οικονομήσει το ψωμί της φαμελιάς του. Ό π ο ιο ς καεί τρώγοντας κουρκούτι φυσάει και τη γιαούρτη. Έπειτα απ’ όσα είχε πάθει ως τότες ο Κολοκο τρώνης, όχι από τους οχτρούς μ’ από τους δικούς μας, κουμπώθηκε μόλις άκουσε τι του γύρευε ο Ρώμας. Του αποκρϊθηκε λοιπόν πως για τέτοια σπουδαία πράματα δεν αποφασίζει αν δεν πάρει τη γνώμη του γιου του Γενναίου, που βρισκόταν στ’ Ανάπλι. Και για να ξεφύγει από τον μπελά του κόντε, προφασίστηκε πως έπρεπε το δίχως άλλο να πάει στην Ά για Μονή να ετοιμάσει το πανηγύρι που γινόταν κάθε χρόνο σ’ αυτήν ανήμερα της Παναγιάς. Η Ά για Μονή ήτανε μοναστήρι στο χωριό Μερζέ, που τώρα το λένε Εκκλησούλα, σιμά στη Μεγαλούπολη. «Μιά φορά» ανιστοράει ο Γέρος στ' απομνημονεύματά του «έπήγα είς τό πανηγύρι τής ' Αγίας Μονής. Αύτό τό μοναστήρι ήτον μεγάλο καί έχαλάσθη είς τήν πρώτη Τουρκιά2. "Οταν άπέρασα (το 1803) ήτον μία μάνδρα 1. Καρολίδη op. cit. τ. β". σ. 64. 2. Στην επανάσταση του Ορλόφ. γύρω στα 1770.
212
χαλασμένη καί σκεπασμένη έκκλησιά μέ κλάδους δέν δρων. Τότε έταξα, δτι: “ Παναγία μου, βοήθησέ μας νά έλευθερώσουμε τήν Πατρίδα μας άπό τόν τύραννο καί θά σέ φκιάσω καθώς ήσουν πρώτα” . Μέ βοήθησε, καί είς τόν δεύτερο χρόνο τής έπαναστάσεώς μας έπλήρωσα τό τάμα μου καί τήν εφκιασα»1.
Ο Ρώμας όμως, κι ας του ξέφυγε με πονηριά ο Γέρος, δεν το 'βάλε κάτω. Έστειλε καβαλάρη στ’ Ανάπλι με μήνυμα στο Γενναίο να ’ρθεϊ δίχως την παραμικρή άργητα στην Τρίπολη γιατί ήτανε μεγάλη ανάγκη. Ή ρθε ο Γενναίος. Συνάχτηκαν τότες αυτός, ο Ρώμας, ο Νικηταράς κι ο μικρός γιος του Κολοκοτρώνη, ο Κολίνος, να κουβεντιάσουν το πράμα. Ο κόντες έβαλε όλα τα δυνατά του να τους τυλίξει μα δεν τα κατάφερε. Τον μόνο που πήρε με τη γνώμη του στάθηκε ο Κολίνος. Τόσο ο Γενναίος όσο κι ο Νικηταράς πέσανε σε βαριές κουβέντες και με το Ρώμα και τον. Κολίνο που τον υποστήριζε κι αρνήθηκαν να υπογράψουν τις αναφορές. Ο Ρώμας, βλέπο ντας πως δεν μπορούσε τίποτα πια να πετύχει στην Τριπολιτσά, έφυγε για την Ά για Μονή να πασκίσει, για μια φορά ακόμα, να τυλίξει το Γέρο. Εκείνος όμως του αποκρίθηκε πως συμφωνάει με τη γνώμη του Γενναίου και του Νικηταρά. Μπράβο, θα πεις, απότυχαν οι κατεργάρηδες. Μη βιάζε σαι, γιατί το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι. Κι άκου ποιο στάθηκε αυτό.
Η ΑΤΙΜΙΑ Ο τ α ν ο Ρώμας, ο Νικολαίδης κι εκείνοι που κρύβονταν πίσω απ' αυτούς είδανε πως δεν κατάφεραν να τυλίξουν τον Κολοκοτρώνη και πως δεν είχανε πια την παραμικρή I. Τερτσετη « Ά παντα — Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη», τ. y '. σ. 43.
213
ελπίδα να υπογράψουν οι Ναπαίοι τις αναφορές του Φραντς, παίξανε το πιο σατανικό παιχνίδι που μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Γίνηκαν οι καταδότες... της δικιάς τους συνωμοσίας! Ο κόντες Ρώμας είχε σϋγγαμπρο κάποιον ξεπεσμένο αριστοκράτη, τον Γουστάβο Μπρεντ, που άλλοι τον ονομάζουν κόντε, άλλοι δούκα κι άλλοι πρίγκιπα. Πατίρης καθώς ήταν, κατέβηκε κι αυτός στην Ελλάδα, όπςρς τόσοι άλλοι ξένοι τυχοδιώχτες, γυρεύοντας τύχη. Ό τα ν ήρθανε οι Βαβαρέζοι, διορίστηκε διευθυντής της νομαρ χίας Λακωνίας. Ό σ ο που ο Ρώμας βρισκόταν στην Τριπολιτσά, έφτασε κι αυτός εκεί, τάχατες πως ήτανε περαστικός παγαϊνοντας για υπηρεσιακές ανάγκες στ’ Ανάπλι. Ο σύγγαμπρός του τότες τον έμπασε στο μυστικό, βάζοντάς τον να παίξει τούτονε δω το ρόλο: Του ’δωσε γράμμα για τον Νικολαΐδη, που μέσα σε δαύτο ήτανε άλλα ανοιχτά γράμματα, όλα γραμμένα γαλλικά, για διάφορα σημαντικά πρόσωπα, που ένα απ’ αυτά στεκόταν κι ο Κουντουριώτης. Στα γράμματά του ο Ρώμας τους έλεγε... πως ανακάλυψε μια συνωμοσία και τους συμβούλευε να μην πέσουν στην παγίδα και υπογράψουν τις αναφορές που κυκλοφορούσαν ενάντια στην αντιβασιλεία! Στο γράμμα του στον Νικολαΐδη, στον συνέταιρό του στην ατιμία, τον ορμήνευε τάχατες να κάνει ό,τι πέρναγε από το χέρι του να στερεωθούν τα συμφέροντα της αντιβασιλείας ενάντια στους κακούργους που γύρευαν να τη βλάψουν! Ο Ρώμας είχε ακόμα συστήσει στον Μπρεντ μόλις θα ’φτάνε στ’ Ανάπλι να παρουσιαστεί, χωρίς την παραμι κρή άργητα, στον αντιβασιλιά 'Ειντεκ και να του καταγ γείλει, από μέρος του, τη συνωμοσία!
214
ΚΑΛΠΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ — ΚΑΛΠΙΚΑ ΕΡΓΑ
Ο ΜΠΡΕΝΤ έφτασε στ’ Ανάπλι κατά τις 10 Αυγούστου. Τράβηξε γραμμή στον Έιντεκ και του αποκάλυψε την... προδοσία! Την άλλη μέρα παρουσιάζεται στον Έιντεκ κι ο Νικολαίδης και του δίνει τα γράμματα του Ρώμα να τα δείξει και στους άλλους αντιβασιλιάδες, για να πεισθοϋν έτσι πως και σοβαρό στεκόταν το πράμα και πως οι ίδιοι ήτανε όχι μονάχα ολότελα αθώοι, μα και σωτήρες. Κι οι δυο τους, καθώς γράφει ο Μάουρερ, φανέρωσαν πως τις αναφορές τις είχε φτιάσει ο Φραντς, ο έμπιστος γραμματικός του Άρμανσπεργκ, αφήνοντας να μισοφανεί πως ίσως είχε κα\ τη συγκατάθεσή του. Οι τρεις λοιπόν αντιπολιτευόμενοι τον πρόεδρο αντιβασιλιάδες —ο Μάου ρερ, ο Έιντεκ κι ο Ά β ελ— ταράχτηκαν και συνάχτηκαν να δουν το τι θα κάνουν. Παίρνουν την απόφαση να κρατήσουν μυστική την υπόθεση από τον Άρμανσπεργκ, ώσπου να βάλουν στο χέρι σημαντικά πειστήρια. Φωνάζουν τον Νικολαΐδη κι αυτός τους τάζει να τους προμηθέψει τα πρωτότυπα των αναφορών. «Πράγματι» γράφει ο Μάουρερ «μετά ιινας ήμέραςμδς έφερε τήν μίαν καί μετ’ ολίγον καί μίαν άλλην. Άμφότεραι ήσαν γραμμένοι ίδιοχείρως υπό του δόκτορος Φράντς είς άρχαίαν ίλληνικήν διάλεκτον»1.
Διάβασαν τις αναφορές κι έφριξαν. Ακούς εκεί να λένε πως ο Έ ιντεκ ήταν υβριστής των Ελλήνων και περισσότε ρο εντριβής στα ερωτικά παρά στα ελληνικά πράματα! Ακούς εκεί να γράφουν πως ο Μάουρερ «ουκ αγαπάται υπό των Ελλήνων, καθότι ουκ αγαπά τους Έλληνας»! Ακούς εκεί να βεβαιώνουν πως ο Άρμανσπεργκ στεκόταν «ο μόνος φιλέλλην και ο μόνος αγαθός» από τους αντιβαI. Μάουρερ op. cit. τ. β". σ. 447.
215
σιλιάδες! Με τέτοια ντοκουμέντα στο χέρι αποφασίζουν ν’ ανοίξουν τα χαρτιά τους. Καλύτερα όμως ν’ αφήσουμε τον Μάουρερ να μας τ’ ανιστορήσει: « Ά λ λά περί τής συμμετοχής τοΰ φίλου μας καί συνα δέλφου μας ούδείς έξ ήμών ήδύνατο νά πιστεύση τι. Ώ ς έκ τούτου άπεφασίσαμεν νά προβώμεν έναντι του μέ πάσαν ειλικρίνειαν καί έπροκαλέσαμεν συνεδρίασιν τής Ά ντιβασιλείας Ίνα συσκεφθώμεν άπό κοινού μετ’ αύτοΰ ΰπό τάς περιστάσεις ταύτας. »'Η συνεδρίασις Εγινε. Κατ’ αύτήν άπεφασίσθη όμοψήφως ή σύλληψις τοΰ δόκτορος Φράντς καί έπετεύχθη ή ραγδαία έκτέλεσις ταύτης καθώς καί ή κατάσχεσις τών έγγράφων του. Τόν δόκτορα Φράντς άνέκρινεν ό κ. φόν Ά β ελ. "Ο,τι κατέθεσεν ούτος έν σχέσει μέ τόν Ά ρ μαν σπεργκ δέν τό κατεχωρήσαμεν είς τήν έκθεσιν φεισθέντες τοΰ Πρόεδρου τής 'Αντιβασιλείας1. Βραδύτερον κατά τήν έπ’ άκροατηρίου διεξαγωγήν τής δίκης έναντίον τοΰ Κο λοκοτρώνη έπετύχομεν ώστε νά μή λεχθή οΰτε μίαν φοράν τό όνομα τού Άρμανσπεργκ. Ή στενοχώρια όμως τοΰ Προέδρου τής Α ντιβασιλείας διαρκούσης τής συνεδρίας μας ήτο μεγάλη. «Έδήλωσεν άκόμη ούτος ένώπιον τοΰ Έΐντεκ, τοΰ Ά β ελ, τοΰ Γκράϊνερ καί έμοΰ τά έξής: —Ό Φράντς παρουσιάσθη όντως ένώπιόν του καί τοΰ ώμίλησε δι’ έκφράσεων άορίστων καί γενικώς περί τοΰ σκοπίμου τής ένεργείας πρός άνάθεσιν τής Α ντιβασιλείας άποκλειστικώς είς αύτόν. Ό τ ι δμως αύτός ό κόμης, τόν άντέκρουσεν είς τούτο, καί μολονότι θά ήτο πολύ καλλίτερον καί ώφελιμώτερον νά διευθύνη τάς υποθέσεις τής Ά ντιβασιλείας ϊν καί μόνον πρόσωπον άποκλειστικώς, έν τούτοις έκάτερος έκ τών δύο συναδέλφων του θά ήτο έξ ίσου κατάλληλος όσον καί αύτός ό ίδιος ό κόμις. »Διά να προφυλάξωμεν λοιπόν τόν κόμιτα καί ή μάς τούς Ιδιους άπό περαιτέρω δυσχερείας, άπεφασίσαμεν νά μήν I. Στο σημείο αυτό ο Μάουρερ βάζει στο βιβλίο του τούτη δω την υποσημείωση: « Ό ίπιθυμών νά μάθη τό περιεχόμενον τής καταΟέσεως τοϋ δόκτορος Φράντς δύναται νά πληροφορηΟή τούτο άπό τόν κ. μυστικοούμβουλον τής πρεσβείας φόν Ά βελ·.
216
δικασθή ό δόκτωρ Φράνχς, άλλ' άπλώς νά τιμωρηθή πειθαρχικώς καί νά άπελαθή άπό τήν χώραν, δλα δέ τά κατασχεθέντα Εγγραφά του νά τφ άποδοθοΰν Αθικτα, χωρίς νά λάβη γνώσιν αύτών ή άνάκρισις. 'Επίσης, τή έ π ιμ ο ν ή τού Π ρ ο έ δ ρ ο υ τή ς ’Α ν τ ιβ α σ ιλ ε ία ς 1, τώ έδώσαμεν σημαντικόν ποσόν δι’ ίξοδα ταξειδίου»2.
Τον Φρασικλή τον ξεπροβοδίζουν να πάει στο καλό, δίνοντάς του και μπόλικο παραδάκι. Τι ανάγκη τον είχανε; Λείψανε τάχατες οι δικοί μας για να πλερώσουν την αμαρτία του; Ο Φιλήμονας που έγραψε τα προλεγόμενα των «Πρακτικών», να με ποιον τρόπο μιλάει για τούτο το παράξενο: « Ό Κύριος Φράντς ή Φρασικλής ήλθε μετά τής άντιβασιλείας είς τήν Ελλάδα, Οιατελών ώς Γραμματεύς αύτής. Ούτος μ ετ ' ολίγον τού έρχομοϋ του, συντάττει είς τό γραφεΐον του σχέδια άναφορών πρός τής Βαυαρίας τόν Βασιλέα- αύτός έξεύ ρ ει καί τόν σκοπόν- ό δέ Κολοκοτρώνης, όστις ούδέ κατά πρόσωπον έφ θασ ε νά Ιδη τόν τοιοϋτον άνθρωπον ποτέ, είσ άγεται είς δίκην δ ι' αύτά, καί άπαιτοϋν, ν' άποτίση μέ τό κόψιμον τής κεφαλής του τήν ποινήν! Έρωτώμεν ποτ' άλλοτ ' έδείχθη τόσον καθαρά πρόθεσις επιβουλής τής Αρχής; Καί άκόμη περισσότερον- ούτος ό κύριος Φράντζ, διά τά σχέδια τού όποιου ζητούν τρίτου τίνος, άγνοοϋντος άλως τά γινόμενα, τήν κεφαλήν, έφάνη μέν ότι έφυλακίαθη δ ι' αυτά, κατ' άρχάς, διά νά χαρακτηρισθή ή ύπόθεσις εγκληματική, άλλ' άπεπέμφθη εύθ ύς είς Τριέστιον, καλώς εφοδιασμένος ύπό τής άρχής (...) 0 αύτουργός λοιπόν Φράντζ, ώς πολιτικής οϋσης τής ύποθέσεως, άποστέλλεται εκτός τού Κράτους ύπό τής Αρχής, διά νά μή δικασθή. 0 δέ Κολοκοτρώνης είσ ά γ ετ- είς δίκην άντ' αύτοΰ, διότι τά σχέδια ήσαν γραμμένα Ελληνιστί, καί ό μακαρίτης Κολοκοτρώνης δέν έγραψ ε ποτέ είς τήν άπλοελληνικήν! “Οθεν καί κατεδικάσθη, δεινός ών κατά τήν ψυχήν περί τήν παλαιάν 1. Η υπογράμμιση του κειμένου. 2. Μάουρερ op. cit. σ. 450-463.
217
‘Ελληνικήν, τής όποίας καί άφησε Ιχνη πολλά ό Γέρος, χαραγμένα είς τάς πεΒιάδας καί τά βουνά, μέ τό όποιον έκρά τει είς τό χέρι κονδύλι άκροβολιστικόν, άδιάκοπα έτη 49, θάνατος γρόφων κατά τών έχθρών, διότι μέ τό άλλο τό κοινόν, μόνον τό θ. Κολοκοτρώνης έγραφε καί πλέον ού»'.
I. «Πρακτικά», σ. λ δ '-λ ε ’. 218
Ι Δ Ο Υ
Ο Ι
Ε Ν Ο Χ Ο Ι
ΟΙ ΡΑΦΤΑΔΕΣ 1824. Στην Τριπολιτσά. Νύχτα και κατασκότεινοι οι δρόμοι. Ο Κολοκοτρώνης γύριζε από το κονάκι του Πετρόμπεη όπου συνεδρίασε το Εκτελεστικό. Πίσω από τ’ ανοιχτό παράθυρο κάποιου παλιόσπιτου κάτι χαμένα κορμιά είχανε στήσει καρτέρι μπαμπέσικα να τον σκοτώ σουν. Την τελευταία όμως στιγμή ένας απ’ αυτούς, ο ^\ναστ. Σαράτσης, μετάνιωσε, όρμησε στο παράθυρο, το σκέπασε με το κορμί του, άνοιξε τα χέρια του και παραμέρισε τις κάννες. Κι ο Γέρος διάβηκε ανυποψίαστος πως γλίτωσε από του Χάρου τα δόντια. Τούτοι οι συνωμότες, που βουλήθηκαν το θάνατο του νικητή του Δράμαλη, στέκονταν οπαδοί μιας εταιρίας που είχε τ’ ωραίο όνομα «Αδελφότης». Εκείνοι που τη στήσα νε διαλαλούσαν πως φιλάνθρωπος ήταν ο σκοπός της, όσο που στην πραγματικότητα άλλο δεν κοίταγαν από το χαμό του Γέρου. Σ’ αυτή λοιπόν του διαβόλου την «Αδελφότητα» δούλε ψαν τότες δυο από τα τέσσερα καθάρματα που θα σου παρουσιάσω, ο Θοδωρής Αλεξανδρόπουλος κι ο Κώστας Γαρδέλι νος. Ο μάρτυρας Κωνσταντόπουλος, Τριπολιτσιώτης, είπε για τούτους τους δυο στη δίκη: ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Από τον καιρό της «Αδελ φότητας» άρχισε η έχθρα τους με τον Κολοκοτρώνη. 219
Βλέπονταν σαν ο λύκος με την προβατίνα. Πάντα τον βρίζανε1. 1832. Στον τέταρτο εμφύλιο σπαραγμό, όπου γ ι’ αυτόν σου μίλησα, αυτοί οι δυο κι ένας ακόμα, ο Κανέλλος Σπηλιόπουλος, βρέθηκαν με τους «συνταγματικούς», με το παρτίδο του Κωλέτη δηλαδή. 'Οταν ο Κολοκοτρώνης μπήκε στην Τριπολιτσά, πήρανε μεγάλη τρομάρα και κλείστηκαν μαζί μ’ άλλους στο σπίτι του Χατζηχρήστου. Ο Γέρος όμως τους αψήφησε και τους άφησε απείραχτους. Και τα σκουλήκια αναθάρρεψαν. Έ νας απ’ όσους βρέθη καν μαζί τους ήτανε κι ο Μπιλάλης. Ας ακούσουμε λοιπόν τι είπε στη δίκη για τους ομοϊδεάτες του: ΜΠΙΛΑΛΗΣ: Τον καιρό όπου είμαστε σφαλισμένοι στο σπίτι του Χατζηχρήστου, ο Θεδωρής Αλεξανδρόπουλος μου πρόβαλε πως ήτανε καιρός να χά σουμε τον Κολοκοτρώνη. Τον λέγω: Με ποιον τρόπο; Μου απαντάει: «Μπρος από το σπίτι του Παναγιωτόπουλου όπου κονακιάζει είναι μια γούβα. Τα βραδινά συνηθίζει να κάθεται στο παραθύρι κι από τη γούβα φαίνεται το κεφάλι του. Να κρυφτούμε λοιπόν σ ’ αυτή και να τον σκοτώσουμε». Εγώ του αποκρίθηκα πως δεν είμαι σύμφωνος, γιατί ούτε μπορούμε να το κάνουμε ούτε στό αίμα μπαίνω. Ό τα ν ειπώθηκαν αυτά βρίσκονταν εκεί ο Γαρδελίνος κι ο Σπηλιόπουλος. Ή τανε κι αυτοί σύμφωνοι. Επειδής όμως εναντιώθηκα κι είχα μαζί μου τον αδερφό μου κι άλλους δικούς μου, σώπασαν2.
Κι οι τρεις τους —ο Αλεξανδρόπουλος, ο Γαρδελίνος κι ο Σπηλιόπουλος— ήτανε ραφτάδες, μ’ από καιρό είχανε παρατήσει τις τέχνες τους. Έχοντας παρέα έναν ακόμα, τον Παναγιώτη Οικονομόπουλο, γύριζαν ολημερίς στους 1. «Πρακτικά», σ. 193. 2. «Πρακτικά», σ. 186.
220
καφενέδες και τα κρασοπουλειά. 'Οταν ο μάρτυρας Κ. Πετρόπουλος, ράφτης κι αυτός, ρωτήθηκε στο δικαστήριο τι δουλειά κάνουν, αποκρίθηκε: —Γλεντοκοπάνε καθημερινά. Αυτή είναι η δουλειά τους1. Το τι μπουκέτο παλιανθρωπιάς στέκονταν οι τέσσερις, το τακίμι καθώς τους έλεγαν, που στην ψευδορκία τους στηρίχτηκε το μεγαλύτερο μέρος της κατηγορίας, θα το δούμε παραδστερα από τα όσα θα πουν για δαύτους οι μάρτυρες της υπεράσπισης. Τώρα, για να πάρεις μιαν ιδέα, θα σου παρουσιάσω τον Οικονομόπουλο. Καταγόταν από το Βελτεσίνικο της Γορτυνίας και νέος σαν ήταν βρέθηκε στα Γιάννινα γραμματικός του Βελήπασα. Ό πω ς ο ίδιος παραδέχτηκε στην κατάθεσή του στο δικαστήριο, κατέβη κε στην Ελλάδα με τα τούρκικα ασκέρια. «Βοηθούσα όμως», είπε, «τους Έλληνες, δίνοντάς τους τρόφιμα, ωσάν παξιμάδια κι άλλα»2. Και μ’ αυτό νόμισε, ο μπόσικος άνθρωπος, πως ξαγόρασε την προδοσία του! Τον καιρό που βρισκόταν με τους Τούρκους αλλαξοπίστησε κιόλας. Λεγόταν, όπως είπε ο μάρτυρας Χρυσικόπουλος, Δεμίραγας3! Κι ο μάρτυρας Ηλιόπουλος βεβαίωσε πως τον είδε, όταν κάποτες βρέθηκε μαζί του στην ίδια φυλακή, «να πάρει απτέσι4 και να προσκυνήσει τούρκικα». Ο πατέρας του, που ήτανε παπάς και βαριά έφερνε το κατάντημα του γιου του, αναστέναζε ο δύστυχος κι έλεγε: —Δεν μπορούσα να τον έχω κι αυτόν θηλυκό, όπου πήγε στη Ρούμελη και τούρκεψε. Μα ο Κωλέτης, ανταμείβοντας βέβαια τον πατριωτισμό του Οικονόπουλου-Δεμίραγα, τον έκανε... χιλίαρχο! Κι I 2. 3. 4.
••Πρακτικά··, σ. 210. ..Πρακτικά··, σ. 150. Id. 210. Οι Οθωμανοί πριν κάνουν το ναμάζι τους, την προσευχή τους δηλαδή, πλένανε το πρόσωπό τους, τα χέρια τους, τα πόδια τους και στρώνανε, να γονατίζουν για τους τεμενάδες τους στον Αλλάχ, ένα μικρό τσουλάκι που το κουβαλούσαν πάντα μαζί τους για τούτη τη δουλειά. Ό λ η τούτη τη διαδικασία τη λέγανε α π τέ σ ι.
221
αυτός, τύφλα αδιάκοπα στο μεθύσι, γύρευε να φάει τον Κολοκοτρώνη, για να σωθεί η Ελλάδα. Τούτοι λοιπόν οι τέσσερις γύριζαν τα σοκάκια της Τριπολιτσάς βρίζοντας το Γέρο. —Τώρα που ήρθε ο βασιλιάς, φώναζαν, θα του πιούμε το αίμα1! —Τον βλαχοκούταβο, τον παλιοκλέφτη, τι παντέχει; Ή ρθε ο καιρός να εκδικηθούμε2! —Τώρα θα τον κάνουμε του αλατιού τον παλιόγερο τον Κωλοτρυπώνη3! Ό τα ν μια κυβέρνηση μεταχειρίζεται, για να χαλάσει έναν ήρωα, υποκείμενα ωσάν αυτά, μπορούμε τότες να πούμε για δαύτη, χωρίς τίποτις άλλο να ξετάσουμε, πως είναι δάσκαλος της ατιμίας και του τραμπουκισμού στον τόπο.
ΤΟ ΠΛΕΞΙΜΟ ΤΟΥ ΓΑ Ϊ ΤΑΝΙΟΥ Σ τα μέσα του Ιούνη, ο ύπολοχαγός του πυροβολικού Ιωάννης Καρμπούνης, 22 χρονών, ξεκίνησε από τ' Ανάπλι για την Ανδρίτσαινα ν’ ανταμώσει τους συγγενείς του. Περνώντας από την Τριπολιτσά τον διπλάρωσε ο Θοδωρής Αλεξανδρόπουλος και του άρχισε το τροπάρι. —Εδώ, του λέει, συνάζουνται τα κόμματα. —Κι ο νομάρχης τι κάνει; τον ρωτάει ο Καρμπούνης. —Αυτός είτε τίποτις δεν έμαθε είτε παραβλέπει. Στην Ανδρίτσαινα, όπως ο ίδιος λέει στην κατάθεσή του, άκουσε τούτα δω: «Ο βασιλιάς δεν ήρθε ακόμα στην Ελλάδα. Το 1. Μαρτυρία Θ. Πέτρινου «Πρακτικά», σ. 217. 2. Μαρτυρία Γ. Κοντογιώργη «Πρακτικά», σ. 205. 3. Μαρτυρία Γ. Κούνα «Πρακτικά», σ. 191.
222
καράβι που θα τον φέρει δε φτιάχτηκε, μήτε ποτές θα φτιαχτεί. Η αντιβασιλεία ήρθε στην Ελλάδα με σκοπό να τυραννήσει τους Έλληνες. Να ενωθούμε όλοι και να διώξουμε την αντιβασιλεία και να ζητήσουμε για βασιλιά τον γιο του Φίλιππου της Γαλλίας, που τάζει να μας χαρίσει εφτά χρόνων φόρους»1. (Μα τότες, αν πάρουμε γ ι’ αληθινά τα όσα είπε ο Καρμπούνης, αυτοί που γύρευαν Φραντσέζο βασιλιά δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να ’ταν Ναπαίοι, μα Μοσχο μάγκες, οπαδοί του Κωλέτη δηλαδή). Ξαναπερνώντας στο γυρισμό ο Καρμπούνης από την Τριπολιτσά, κονάκιασε στο σπίτι του Αλεξανδρόπουλου. Ιδεασμένος —ακολουθάμε τη διήγησή του— απ’ όσα άκουσε στην Ανδρίτσαινα, έβαλε μεγαλύτερη βάση στα λόγια του. —Οι συνεδριάσεις ξακολουθάνε κι οι απόστολοι πάνε κι έρχουνται, τον βεβαίωσε ο Αλεξανδρόπουλος. Κι ο Καρμπούνης του σύστησε να του γράφει μ’ όλα τα καθέκαστα όσα βλέπει κι αυτός έπαιρνε πάνω του να τα γνωρίσει εκεί που έπρεπε. Ά λ λο που δεν ήθελε το ξεφτέρι μας ο Αλεξανδρόπουλος. Κι άρχισε, ο καλός αυτός πατριώτης, να στέλνει μ’ όλη την προθυμία το 'να γράμμα πίσω από τ’ άλλο στον Καρμπούνη. Τα δυο πρώτα, που τα ’γράψε ο ίδιος, δε σώθηκαν. Φαίνεται πως κάτι φανέρω ναν που δε σύμφερνε να βγει στη φόρα και γ ι’ αυτό ο Καρμπούνης είπε στην κατάθεσή του πως τάχατες τα ’σκί σε. Τ ’ άλλα όμως τέσσερα, γραμμένα από γραμματικό που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Αλεξανδρόπουλου, όρκισε πως δε θα ’λεγε το παραμικρό σε κανέναν, σώθη καν. Και να τι λέγανε τα γράμματα «δυνάμει τών οποίων δ ‘Επίτροπος τής Έπικρατείας Κυρ. Έδουάρδος Μάσσων I. «Πρακτικά», σ. 95.
223
ένέκρινε τήν σύλληψιν καί φυλάκισιν τόσων Ελλήνων όπλαρχηγών, τών πλειόνων έκ τής άνωτέρας τάξεως, καθώς καί τόσων άλλων άγωνιστών τής έπαναστάσεώς μας». Το πρώτο γράμμα του Αλεξανδρόπουλου στον Καρμπούνη, που το δημοσιεύουμε χωρίς ν ’ αλλάξουμε την ορθογραφία του: Εύγενέστατε άδελφ έ προσκυνώ· Μ ετά τόν εν τεύθ εν χωρισμόν σας διά τά ύψηλά χρέη σας δ έν ήξιώθην κατά κακήν τύχην εύνοοικήν σας έπιστολήν σας, ώς έκ μόνης καλοκαγαθίας σας, μέ τό ύποσχέθητε, διό καί εύρίσκομαι κατά τούτο άπαρηγόρητος δθεν καί παρακαλώ, είς τό έξης νά συγκατανεύσετε είς τό νά μέ ένθυμήσαι διά γράμματός σας, τό όποιον καί θ έλει τό νομίζω διά μόνη μου εύτυχίαν. 'Εμεινα πολλά εύχάρηστος πληροφορηθείς ότι τά όσα σάς έπαράστησα ένταϋθα περί τών αντικειμένων τής ύψηλής Βασιλείας τά έβάλατε είς ένέργειαν διό καί σπεύδω καί διά τής παρούσης νά σάς είδεάσω, νά έπαγρυπνήτε κατά τών τοιούτων μέ τό νά άκούω ψυθιρισμούς καί σποράν πολλών άπατιλολόγων ε ίς τόν έμβηθεϊ λαόν. Ένταϋθα συμποσοϋνται έως π εντέξ άτομα τόν όποιον θ έλει σάς διακοινώοω τά ονόματα, έπομένως ώς αύτός καί είς τό μέρος, όπου ή ξεύ ρ ετε καί μάλιστα όποτάν φθάση ή υψηλή αντιβασιλεία όπου έλπίζω νά μέ γρ άψ ετε νά κατέβω κάτω καί τό τε θέλει σάς παραστήσω τά όνόματα. 01 ρ ηθέντες δέν παύωσι άπό τό νά συναναστρέφονται συνεχώς μεταξύτω ν λέγουν και όργανίζουσι και διασπείρουσι πολλά λόγια ε ίς τόν λαόν έκ πλαγίου καί δέν ήμπορώ νά λάβω άποχρώσας άποδίξεις κ α τ’ αύτών διά νά ένεργήσιτε νά λάβωσι τά έπίχειρα τή ς κακίας των έπειδή συνιθισμένοι όντες εις τούς μισθούς τού Καποδίστρια βλέποντες ήδη τόν έαυτόν τους παρημελημμένον φρυάτουσιν κατά τής εύγνομίας καί άσφαλείας τών πολιτών βλέποντες φιλελεύθερ α διατάγματα τής αύτοϋ Μ εγαλειότητος κλπ. άναμένω παρηγοριτικήν έπιστολήν σας διλοτικήν άματε περί τού λίαν έφ ετή ς μοι ύγείας καί εύδαιμονίαν σας. Μέ συγχωρεΐτε έπειδή δέν έρεύνησα πώς πρέπει νά γράψω είς τήν έπιγραφήν σας τοϋ Γράμματος, τό όποιον παρακαλώ νά μέ
224
σαφινήοετε διά τά κατά συνέπειαν γράμματά μου ύποσημειοϋμαι εύσεβάστως. Την 25 'Ιουλίου 1833 Έ ν Τριπόλει
Ό
είλικρινής άδελφός σας θ. 'Αλεξανβράπουλος
Το δεύτερο γράμμα: Πρός τόν εύγενέστατον Β. Ύπασπισθήν Κύριον Ίωάννην Καρμπούνην προσκυνητής. Εύνενέστατε Κύριε Κατά συνέπειαν τών προλαβουσών έπιστολών μου, άφορώντων τάς χρήσεις καί διανοήματα, τών αντικειμένων είς τήν Α.Μ. παρατηρώ καί τά έφ εξή ς. Ό κ. Κολοκοτρώνης, ό πιστός τής Βασιλείας κ. Κολιόπουλος καί ό Νικηταράς συναθροισθέντες ένταϋθα συνεδριάζωσιν άδιακόπως είς τοϋ Κολιόπουλου τό Κατάλυμμα1 καί μυστικοσυμβουλεύονται, τί δέ σκοπεύωσι δέν ήμπορώ νά τό μάθω άπό άνθρωπον έδικόν τους όστις μέ είδοποιεϊ μερικά2, έπειδή όπόταν συνομιλώσιν άναμεταξύ των εύγάζωσι τούς οίκειακούς των έξω . Έ κ εϊ όποϋ βεβαίω ς άνακαλύιπω είναι ότι συνενοοϋνται δΓ αλληλογραφίας μέ τόν Ζαΰμην, καί δτι έβαλαν τόν κ. Ν. Μπούκουραν3, καί προσπαθεί νά καταφέρη καί τόν κ. Κ. Δεληγιάννην είς τά φρονήματά των, προτείνοντες ένωσιν, είς τ ί δέ άποβλέπει ή ένωσις αϋτη άγνοώ4. 1. Ο Κολιόπουλος, παγαίνοντας για την Παλούμπα, στάθηκε μονάχα για να κολατσίσει στην Τριπολιτσά και γυρίζοντας έμεινε όλο κι όλο μια μέρα. 2. 'Οταν στο δικαστήριο ρωτήθηκε από τους συνήγορους του Κολοκο τρώνη και του Πλαπούτα ποιος ήταν αυτός που του τα είπε, αποκρίθηκε: «Δεν θυμάμαι ποιος ήτανε ο υπηρέτης που μου είπε τα μυστικά». 3. Ο Μπούκουρας ήτανε γενικός έφορος του νομού Αρκαδίας. 4. Τον μεγαλοκοτζάμπαση Κανέλλο Δεληγιάννη θα τον δούμε σε λίγο να γυρεύει, από τη μια, να στρατολογήσει μάρτυρες κατηγορίας και, από την άλλη, να τρομοκρατήσει τους μάρτυρες υπεράσπισης. Ανταμείβο ντας τον οι Βαβαρέζοι, τον ονόμασαν συνταγματάρχη.
225
Πρό πολλών ήμερων ό Κολϊνος έγραψ εν αύτόθεν είς τόν άβελφόν του Γενναίον ότι μή κ ά μ ε τ ε κ ά ν έ ν κ ίν η μ α , έ π ε ιδή ε ίν α ι ά λ λ ο ι π ρ ο τ ή τ ε ρ ο ι, κ α ί ή μ ε ϊ ς μ ' ό λ ο ν ύ ο τ ε ρ ώ τ ε ρ ο ι θ έ λ ε ι ε ί μ ε θ α π ρ ώ τ ο ι α ύ τ ο λ ε ξ ε ϊ' . Αποστόλους έχωοι έ ξ ών είς ό άπόστολος Κολοκοτρώνης· περιφέρονται είς τά χωρία έρ εθίζο ντες τούς χωρικούς, λέγοντες, ότι κ ητάξετε πόσα βάρη, καί πόσα δοσίματα σάς ύποχρεώνουν, κ ητάξετε όπου καί τούς λόγκους εμποδίζουν νά μή φ τιά σ ετε μήτε όσπήτια, κ ητάξετε πώς σάς καταγράφουν διά νά δ ίδ ετε καί διά τόν έαυτό σας φόρον, καί διά τά παιδία σας νά τά κάμουν σολδάτους, καί τλ. Αύτά τά πληροφορούμεθα καθ' έκάστην, καί ό μωρός λαός3 τά πιστεύει, οί ένταϋθα πρώτοι όπαδοί ε ίς τά μυστικοσυμβούλιά των είναι οί έ φ ε ξε ϊς . Ό κ. Πελοπείδας Ια τρ ό ς , ό κ. Λουκάς δίδ. τής 'Ελληνικής σχολής, ό Σαρδέλης, ό Φωτάκης γραμβρός του, κάποιος Λ. Χοϊδάς3, ό Ά θ . Γεττίμης καί άλλοι δ ευτερ εύοντες έω ς είκοσι τρ εις πλήν βλέπω ότι καί ζωηρώς καί έπιμόνως ένεργούν, καί Ιδ ιαιτέρως ό εύερ γετη θείς άπό τήν Α. Μ εγαλειότητα πανούργος Κολιόπουλος, καί πλέον ώς γνήσιον τέκνον τής Α.Μ. ένήργησον τά δέοντα, καθώς καί έγώ ώς εύπ ειθείς ύπήκοός του δεν θ έλει λείψω νά ειδοποιώ τά άνακαλυπτόμενα έρρωσο. Έ ν Τριπόλει, τή 6 Αύγουστου 1833. θ.
Ό δούλος σας ’Αλεξανδρόπουλος
1. Ό τα ν στο δικαστήριο ρωτήθηκε πώς είδε το γράμμα, είπε πως δεν το είδε ο ίδιος μα άλλος του το είπε. Κι όταν πάλι ρωτήθηκε ποιος ήταν αυτός, απάντησε πως δε θυμάται. 2. Αντιγράφουμε από τα «Πρακτικά» τούτη τη χαραχτηριστική υποση μείωση: «Εδώ δεν εσεβάσΟη κανέν Ιερόν, ουδ’ αυτής της οποίας λογίζεται μέλος, ορθοδόξου ημών πίστεως ήτις, αποκαλεί τους μεν γραμματείς και φαρισαίους μωρούς και τυφλούς υποκριτάς, τα όργανα αυτών μιμητάς του (σατανά), τον δε λαόν ΦΩΝΗΝ ΚΥΡΙΟΥ». 3. Ο Χοϊδάς ήτανε τον καιρό του Καποδίστρια αστυνόμος κι είχε δείρει, καθώς θα δούμε παραπέρα, τον Γαρδελίνο.
226
Το τρίτο γράμμα γραμμένο μια μονάχα μέρα έπειτα από το προηγούμενο: Ε ύνενέστατε Κύριε Ό ζήλος τής πατρίδος δεν μοί έπιτρέπει ήουχΐαν νά θεωρώ μέ άδιαιρορίαν τά κινήματα των περί Κολοκοτρόνην τά όποια ώς ήμέραν αύξάνωσιν, ά λ λ 'ά φ 'έκ α τέρ ο υ θεωρών ότι όσα έως τόρα παρέστησα δέν βλέπω καμμίαν άναγκαίαν διάλυσιν τοϋ άνταρκτικοϋ τούτου συστήματος. Άπό ύπηρέτην των οίκιακόν' πληροφορούμεθα, ότι τήν παρελθοϋσαν δευτέραν, ήτοι κατά τάς 31 παύσαντος Μηνός, είχον συνέλευσιν διά Νυκτός είς τοϋ άπαταιώνος καί άπιστου τής Βασιλείας Δ. Κολιοπούλου μέ φυλακήν έξω θεν τής οικίας έω ς τό πρωί μυστικοσυμβουλευόμενοι. Άπέστειλαν τήν ιδίαν νύκτα εκείνην τρ εις πεζούς, τόν μέν είς τόν Ζαΰμην, τόν δέ εις τόν Μ εταξάν3, τόν δέ είς τήν Καρύταιναν, ήτον φ ερμένος είς τήν συνέλευσιν των ταύτην Καρυτινοί ό είρηνοδίκης Α. Παπά Γιαννόπουλος, καί τινες άλλοι, έν τεΰ θ εν προεσημειώσαμεν τούς ένθερμοτέρους, έ ξ ών ό κ. Μ ανέτας προεδρεύει, ό Χοϊδάς κατέχει τήν άστυνομικήν φύλαξιν τής Νυκτός, άποστόλους, διαφόρους μεταχειρίζονται πανταχοϋ, ό Άπωστόλης καί δυό υιοί τοϋ γέρου Κολοκοτρώνη περιφερόμενοι άποστολικώς γεμίζουσι τάς άκοάς τοϋ λαοϋ πολλά έναντίον τής Βασιλείας, ώς καί τήν θρησκείαν, καί τά ήθη, καί τήν ουσίαν τοϋ λαοϋ καταστρεφούσης, σήμερον ή αϋριον έτοιμάζω οι τόν Κωνσταντίνον Άλονιστιώ την3, ώς άπόστολον μέ γράμματα διά τόν Σάλωνα4, καί Ρούμελην καί ήτον καλόν νά είδοποιηθώσι αί έκ εΐ άρχαί νά τόν συλλάβωσιν. Τά κινήματά των άποβλέπωσιν είς άνταρκτικήν έπανάσταοιν καί ήτον Σωτήριον έάν επροσκαλούντο πλαγίως είς τό Ναύ1. Που δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος ήταν. 2. Τον Ανδρέα Μεταξά τον πολιτικό αρχηγό των Ναπαίων και νομάρχη τότες της Λακωνίας. 3. Στα “ Πρακτικά·· υπάρχει υποσημείωση πως τ' όνομα του Αλωνιστιώτη ήτανε γραμμένο -με άλλο χέρι και άλλο μελάνι». 4. Ο Αλωνιστιώτης, όπως θα δούμε, πήγε στη Λιβαδειά κι όχι στα Σάλωνα, για ν' αγοράσει μουλάρια.
227
ήλιον, καί τό τε άνεκαλύπτετο ή συνωμοσία των, ένήργησον_τά δέοντα καί ύγϊεινε. ‘ Εν Τριπόλει, τή 7 Αύγουστου 1833 Ό φίλος σας θ. Αλεξανδρόπουλος
Το τέταρτο και το τελευταίο γράμμα: Εύγενέστατε Κύριε Δέν ήμποροϋσα νά αισθανθώ Ζωηρωτέραν εύχαρίστισιν άπό τήν ύποδοχήν τών φΐΑτάτων αύταβέλφων σας, καί τήν πρός έμέ εύνοϊκήν των άπάντησιν προγεγραμμένην τούτην. Δέν μένει καμία άμφιβσλία Κύριε μήτε κάνεν άλλο σπουδαιότερον άντικείμενον έδώ είς τό νά έφελκύση περισσότερον τήν προσοχήν μας άπό τήν εύδαιμονίαν τού L Μονάρχου μας' καί μήτε έδυνάμεθα άλλως νά ψευδολογήσωμεν ένώπιόν του άλλ’ είναι άληθέστατον καί μάλιστα ώσεΐ ήμέραι αύξάνωσιν, τήν προχθές τρίτην μέ τόν εύρισκόμενον είς τά έδώ κ. Ρώμαν έκαμαν ήμέρας τέσσαρας συνέλευσιν καί άλλους πεζούς έστειλαν πρός τόν ΖαΊμην, Μ εταξάν, καί 'Αρκαδίαν τί νράφουσι δέ άγνοεϊται, τοϋτο μόνον γινόσκομεν, δτι ό κ. Ρώμας προσμένει άπάντησιν άπό τούς πεζούς καί έως σήμερον εύρίσκεται είς τά έδώ μάλιστα έσ τειλεν μαξούς καί ήφεραν τόν ΓενναΤον καί έκλεΙσθηοαν είς τοϋ Μπούκουρα τό Κονάκι τί σκοπεύσουν άγνοοϋμαι, ε ίς τοϋ Μπούκουρα γίνονται τά μυστικά δλα, έμάθαμεν βεβαιότατα δτι ταϊς άπερασμέναις όπού ήτον ό κ. Κολιόπουλος είς τοϋ Παλοϋμπα, δτι κινηγούμενος ό Κλέπτης Κοντοβουνίσιος* έπήγεν ούτος καί άντάμωσαν μέ τόν Κολιόπουλον τοϋ 1. Ο συντάχτης των «Πρακτικών» σημειώνει: «Τωόντι καλητέρα έκλογή ,κηδαιμόνων δέν έχρειάζετο...» 2. Καθώς θα δεις παραπέρα, μια από τις βαριές κατηγορίες του επίτροπου Μάσον ενάντια στον Κολοκοτρώνη και στον Πλαπούτα ήτανε χως «έκίνησαν ληστείαν». Ο συντάχτης των «Πρακτικών» σημειώνει: « 'Εδείχθη ότι ό Κοντοβουνήσιος ότε έπήγεν είς Παλούμπα ήτον εύπειΟής υπήκοος, συμπεριερχόμενος μάλιστα μετά τοϋ Έπαρχου 'Ολυμπίας- καί δτι μετά πέντε σχεδόν μήνας, ίκτοτε ανεφάνη ώς ληστής. Πώς ό συνθέτης τής έπιστολής τό άναφέρει ώς ήδη γινόμενον;...».
όποιου έβορήοατο καί μίαν έθνικήν φοράδα όπου είχ ε άρπαγμένη όντας εις τόν τακτικόν μέ τά τακίμια της' ό δέ τήν όδήγηοε φ αίνεται νά στέκη είς τήν ληστείαν καί οΰτος έπιμένει, έπαναλαμβάνω ταϋτα καθώς καί τά προλεχθέντα είναι άναμφίβολα πλήν ποϋ δέν άναφέρονται καί άλλοθεν, μήν άπορήτε, ότι έχωσι ποτισμένον τόν λαόν μέ τά δόγματά των, ομοίως καί ό κ. Κολοκοτρώνης έμβήκε καί πάϊ είς κάποιον Μοναστήρι όπου γίνεται πανήγυρις έκ εϊ θ έλει όργανίσει τάς ραδιουργίας των, έμάθαμεν ότι θέ λ ει περάσει είς Αρκαδίαν, διά νά κόμη τά σκοπούμενα τών καθεστότων.' Ελπίζω δέ εντός ολίγου νά πληροφορηθήτε καί παρ' άλλο θεν. Εν Τριπόλει, Μένω εύοεβάστως τήν 11 Αύγούστου 1833 Ό δοϋλος σας θ. Αλεξανδρόπουλος
Και τώρα άκουσε τι είπε ο ίδιος ο Καρμπούνης στην κατάθεσή του: ΚΑΡΜΠΟΥΝΗΣ: Αυτά τα γράμματα τα έδειξα εις τον Άρμανσπεργκ και τον τότε Γραμματέα των Στρατιωτικών2. Ο Άρμπανσπεργκ τα έλαβεν εις σημείωσιν και μ’ ευχαρίστησε. Μοι είπεν, ότι δεν τα ήκουσεν αυτά από κανέναν άλλον και εθαύμαζε, πώς καμμιά Αρχή δεν τον επληροφόρησε περί τοιούτων3. Από τον ουρανό πες πως πέσανε τούτα τα γράμματα στα χέρια του Άρμανσπεργκ. Πετύχαινε όλα όσα ήθελε μ’ άλλον τρόπο. Τα φανέρωσε στους συναδέλφους του 1. Τούτη η φοράδα Οα σταθεί το τρομερό ενάντια στον Πλαττούτα πειστήριο. Στην αγόρευσή του ο επίτροπος Μάσον Οα φωνάξει: -"Ενα περιστατικών είχε σύρει τήν προσοχήν τής Κυβερνήσεως, ή φοράδα τοΰ Κοντοβουνήσιου». (<■Πρακτικά··, σ. 282). 2. Τον Γερμανό στρατηγό Σμαλτς, που την I του Ιούνη 1833 τον έκανε η αντιβασιλεία υπουργό των Στρατιωτικών, μια και δεν υπήρχε πια στην Ελλάδα άλλος στρατός από τον βαβαρέζικο. 3. «Πρακτικά··, σ. 96.
229
τους αντιβασιλιάδες, λέγοντάς τους, πάνω κάτω, τούτα δω: —Ιδού οι ένοχοι! Κι εσείς χάνετε τον καιρό σας με το τι είπα εγώ στον Φραντς!... Και σε λίγο τα τέσσερα κείνα καθάρματα, ο Αλεξανδρό πουλος κι η παρέα του, θα γυρνάνε στουπί στο μεθύσι από τη χαρά τους τα σοκάκια της Τριπολιτσάς και, τρεκλίζοντας και γελώντας, θα φωνάζουν: —Το πλέξαμε το γαϊτάνι! Βάλανε στη φυλακή τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη!...1
ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑ Δ ε ν έφτανε όμως, όπως σου παράστησα πρωτύτερα, να χτυπηθούν μονάχα οι Ναπαίοι. Στεκόταν μοναδική ευκαι ρία να βρεθούν μπερδεμένοι στη «συνωμοσία» κι οι στρατιωτικοί της Ρούμελης. Στείλανε λοιπόν πράχτορες να τους ξεσηκώσουν τα μυαλά και να τους σπρώξουν να πατήσουν την πεπονόφλουδα. Κι αυτό, καθώς κι όλα τ’ άλλα που είπαμε ως τώρα, δεν είναι κουβέντα του αέρα, μα το ’χουμε παρμένο από πρώτο χέρι. Σ’ αφήνω λοιπόν να σου τ’ ανιστορήσει ο Μακρυγιάννης: «1833 Μαγιού 4 ήρθα εδώ εις Αθήνα. Οι πολιτικοί και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κοίταζε να περισκϋση η δική του φατρία. Ά λ λο ς το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσικον, άλλος Γαλλικόν. Οι Αντιβασιλείς μας τήραγαν κΓ αυτήνοι να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ηΰραν αλώνι ν' αλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες με τους δικούς μας. Τότε άλλοι απάτησαν τους οπλαρχηγούς, τους λέγαν να σηκωθούν να ζητήσουνε τα δίκια τους, και μ’ αυτό τους γέλασαν τους ανθρώπους. Ξέροντας κι’ εμένα ότι έφυγα με δυσαρέσκειαν από τ’ Ανάπλι μου στείλαν έναν απόστολον I. Μαρτυρία I. ΣταΟόκουλοιι ■•Πρακτικά», σ. 201.
230
εδώ εις Αθήνα και μου είπε να σηκωθούμε εναντίον των Μπαυαρέζων. ΚΓ ο σκοπός των πολιτικών μας ήταν με δυο τρόπους· αν πετύχη ο καθείς με τη μερίδα του και περισκύση, είναι κερδεμένος με το κόμμα του και τους άλλους τους κάνει είλωτες. Αν δεν πετύχουν καθένας τους ξένους του σκοπούς, τότε τα φορτώνουν του στρατιωτικού όλα τα βάρητα και λένε αυτήνοι είναι οι αίτιγοι του κακού και πρώτα και τώρα εις τον ερχομόν του Βασιλέως. Και μπαίνουν εις την τζελατίνα όλες οι κεφαλές. Ό τι δεν αναπαύτηκαν ότι μείναν οι στρατιωτικοί δυστυχείς· κΓ άλ λοι πήγαν εις την Τουρκιά- κι’ όσοι μείναν πεθαίνουν της πείνας. Έρχεται εδώ ένας απόστολος από του Κωλέτη το παρτίδο και του Μαυροκορδάτου και μου λέγει: »—Εις τ’ Ανάπλι είναι σύμφωνοι όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί και θα πιάσουνε το Παλαμήδΐ' και είναι και η Χωροφυλακή έτοιμη· και από τη Δυτική Ελλάδα ήρθαν γράμματα ότι χτύπησαν. Και μ’ έστειλαν και σ' εσένα εδώ ν' αγρικηθής με τους άλλους να βαρέσετε κΓ εσείς. »—Διατί να βαρέσωμεν; του λέγω. »—Διά τα δίκια μας. »—Ποιος σ’ έστειλε; »—Ο Κωλέτης κι ο Μαυροκορδάτος. *>—Εκείνοι παίρνουν μιστόν ο κάθε ένας από χίλιες δραχμές, και δεν έχουν ανάγκη. Η Κυβέρνηση διόρισε μίαν επιτροπή διά να κοιτάξη του κάθε αγωνιστού τα δίκια του1. Δεν προσμένομεν τι θα κάμη η έπιτροπή; ΚΓ αν αδικηθούμεν, τότε αναφέρνεται ο καθείς μ’ αναφορά του εις τον Βασιλέα και μίαν βολά κΓ άλλη κΓ άλλη- και σαν ιδούμε η δικαιοσύνη εχάθη από τους ανθρώπους, τότε συλλογιόμαστε δΓ αυτά. Κάθε μέρα θα κάνετε εσείς τουφ σκοπούς του Κωλέτη και του Μαυροκορδάτου κι’ αλλουνών —και να καίμε εμείς την πατρίδα μας και να σκοτωνό μαστε; Ό τα ν υποκινούσαν κάθε καιρόν από ’ναν εφύλιον πόλεμον, δεν ήξεραν ότι τέτοια αγαθά θ’ απολάψωμεν; Δεν θυμώνται εις την Συνέλεψη της Πρόνοιας οπού πλέρωσαν το Ζέρβα, κΓ άλλους και δέσαν τους πληρεξούσιους, τέτοια καλά θα ιδούμεν; Και θέλουν τώρα άλλος να μας κάνη Αγγλους, άλλος Γάλλους κι άλλος Ρούσους; Εγώ I. Μέλος της επιτροπή; αυτής ήταν κι ο Πλαπούτας.
231
θέλω να τους προσφέρω μόνον σέβας ολουνών αυτηνών των ευεργέτων και να ταράξω την πατρίδα οπού γεννήθηκα και τον Βασιλέα οπούταν της τύχης της να βασιλέψη. Εμείς ακόμα δεν εΐδαμεν το κακό του, ούτε το καλό του. Δεν προσμένομεν; Τι βιάζεστε; Εσύ τι θέλεις, κέρατά, και οι άλλοι οι μπερμπάντες — όλα αυτά θάχωμεν; »Πήρα ένα γερό ξύλο και τόδωσα έναν δαρμόν καλόν και τον έβγαλα έξω από το σπίτι μου. »Τ’ ασκέρια ήταν, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, εις την Φήβα και Λιβαδιά και Ταλάντι. Τους έστειλα ολουνών έναν επίτηδες και τους έλεγε αυτά αυτηνού του αποστόλου και να μη γελαστούν όσο να ιδούμεν την επιτροπή. Τους το είπε ο άνθρωπος οπούστειλα. Ό σ ο ι τον άκουσαν γλίτωσαν. Τότε αυτός ο απόστολος φεύγοντας από μένα πήγε σ’ αυτούς. Αφού τους έβγαλε από τα μυαλά τους, τους πρόδωσαν και τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς- και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι, οπού ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώ πης να κόψουν τους άγριους Έ λληνες — κι’ έπρεπε να κόψη η Αγγλία τον Ντώκινς, τον πρέσβη της, η Γαλλία τον δικόν της και η Ρουσϊα το ίδ ιο ν κι’ ο ίδιος το κεφάλι του. Ό τ ι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδος μας»1.
Αν όμως ο Μακρυγιάννης δεν πιάστηκε στο δόκανο που του στήσανε, πιάστηκαν άλλοι. Έ νας απ’ αυτούς ήτανε κι ο Βάγιας από τη Λιβαδειά, που κάθισε κι έγραψε το τι στοχαζόταν στον Κωνσταντίνο Δούκα στ’ Ανάπλι. Το πώς έπεσε το γράμμα στα χέρια της κυβέρνησης δεν το ξέρουμε· υποψιαζόμαστε όμως πως ο ίδιος ο Κωνστ. Δούκας το ’δωσε, γιατί βλέπουμε τον συγγενή του Αδάμ Δούκα να τον διορίζουν, άμα κλείσανε στη φυλακή τον Κολοκοτρώνη, διευθυντή της νομαρχίας Αρκαδίας. Ο Βάγιας, ανάμεσα σ’ άλλα, έγραψε στον Δούκα πως «είναι γενική δυσαρέσκεια», πως «το στρατιωτικό είναι συναγροικημένο πολλά μυστικά» και «είναι εις το φτερόν». Χρειάζεται ακόμα να πούμε, πως τόσο ο Βάγιας όσο κι ο I. Μακρυγιάννη op. cit. τ. β ', σ. 68-70.
232
Δούκας ήτανε «φίλοι και σχετικότατοι του κυρ. Ιω. Κωλέ τη»'. Τους Ρουμελιώτες στρατιωτικούς είχε καταφέρει να τους τυλίξει, σ’ όλον σχεδόν τον αγώνα, με την πονηριά του, ο παλιός γιατρός του γιου του Αλήπασα. Από το γράμμα του Βάγια βλέπουμε λοιπόν πόσο ξέπεσε ο άνθρω πος που πρόσταξε να χαλάσουν μπαμπέσικα τον ήρωα Οδυσσέα Αντρούτσο, στα μάτια κι εκείνων που ως χτες ακόμα τον υποστήριζαν και με τ’ άρματα στο χέρι τον στήσανε στο γκουβέρνο. Τώρα ο Βάγιας έγραφε στον Δούκα πως «του Κωλέτη το όνομα να μην τ'ακούσει κανένας». Η ξενοδουλεία του τον είχε κάνει μισητό και στους πιο επιστήθιους φίλους του. Ό πω ς και να ’ναι, πάνω στο γράμμα του Βάγια, που πάτησε την πεπονόφλουδα, στηρίχτηκε η αντιβασιλεία για να πιάσει τους Ρουμελιώτες καπεταναίους.
Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΝΟΜΑΡΧΗΣ Αρκαδίας, μ’ έδρα την Τριπολιτσά, βρισκό ταν τότες ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος, που πριν από λίγο, στην κυβέρνηση Τρικούπη, ήτανε ως τις 3 του Απρίλη 1833 υπουργός των Στρατιωτικών και παραΰστερα γίνηκε πρεσβευτής στην Πόλη και το 1837 προϊστάμενος του υπουργικοί» συμβουλίου. Έ πειτα από λίγο που έφτασε ο Ρώμας στην Τριπολιτσά, ο Ζωγράφος ήρθε στ’ Ανάπλι για υπηρεσιακές αιτίες. Προτού φύγει πήγε ο Κολοκοτρώνης να τον δει και τον παρακάλεσε να βεβαιώσει την κυβέρνηση πως μένει πιστός στο καινούργιο καθεστώς κι αν τυχόν ακούσουν τίποτες σε βάρος του, αυτό θα ’ρχεται από μέρος των εχθρών του και να μη δώσουν σημασία. Γύρευε τάχατες ν’ αποπλανήσει τις αρχές και τα μηνούσε αυτά; Ό χ ι, I. «Πρακτικά», σ. 51, σημ. α'.
233
ήτανε ειλικρινής. Ύστερα από τόσες τρικλοποδιές που του βάλανε ως τότες —το πώς σώθηκε απ’ αυτές ούτε κι ο ίδιος το ’ςερε— σκέφτηκε πως αν βγουν στη φόρα οι αναφορές του Φραντς, που γ ι’ αυτές του μίλησε ο Ρώμας, μια χαρά μπορούσαν να τον μπερδέψουν οι καλοθελητάδες και γΓ αυτό κοίταζε ν’ ασφαλιστεί. Ο Ζωγράφος, σαν έφτασε στ’ Ανάπλι, όχι μονάχα είπε στην κυβέρνηση τα όσα τον βεβαίωσε ο Κολοκοτρώνης, μα και του έγραψε πως έκανε την παραγγελία του. Τούτο το γράμμα που φανερώνει πως η πιο υπεύθυνη αρχή της Τριπολιτσάς, ο νομάρχης, ποτές δεν πίστεψε στη «συνω μοσία» του Κολοκοτρώνη, να τι έλεγε: Ναύπλιον τήν 14 Αύγούστου 1833 Κύριέ μου! Καθ' ήν στιγμήν άπεχαιρετίσθημεν, μέ είπατε πολλά καλά πράγματα, τά άποϊα βεβαίως δέν θέ λ ετε λησμονήσει- μέ κοινήν εύχαρίστησιν τά διεκοίνωοα ενταύθα, πρός οϋς ανήκε- πρός τοϊς άλλοις, όσα διέσπειραν οί σπερμολόγοι είναι καί τό «ότι ό Κολοκοτρώνης ύπήγεν είς Αγίαν Μονήν, διά νά κάμη μίαν συνέλευσιν». Στοχαοθήτε, σάς παρακαλώ, άν δίδωνται γελειω δέστεραι άνοησίαι! Οί φρόνιμοι όμως άφίνουν τούς λόγους νά παρέρχωνται καί προσέχουν είς μόνα τά πράγματα. Μένω Ό φίλος σας Κ. ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Σώθηκε κι ένα πιο επίσημο ακόμα έγγραφο, που κι αυτό φανερώνει την αθωότητα του Γέρου. Ό τα ν πιάστηκε ο Φραντς, ο υπουργός των Εσωτερικών Γ. Ψύλλας πρόσταζε τη νομαρχία Αρκαδίας να ξετάσει ποια στάθηκε η δράση του Ρώμα στην Τριπολιτσά και ν’ αναφέρει το πιο σύντο μα. Ο Ζωγράφος, καθώς είπαμε, βρισκόταν στ’ Ανάπλι. Απάντησε λοιπόν ο διευθυντής της νομαρχίας Κ. Μάνος. Το μεγαλύτερο μέρος της αναφοράς του το δημοσιεύουμε εδώ: 234
Έ ν Τριπόλει, τήν 24 Αύγούοτου 1833 Πρός τήν έπί τών Εσωτερικών Βασιλικήν Γραμματέαν τής Έπικρατείας. «Περί τής άνακαλυφθείσης Πολιτικής Ραδιουργίας». Καί πριν ή λάβη ό υποφαινόμενος την ύπ' Ά ριθ. I4 8 6 Διαταγήν τής Βασιλικής ταύτης Γραμματείας, δέν είδ ε μέ άδιάφορον όμμα τήν εις τά ώδε έλευσιν καί πολυήμερον διατριβήν τού Κόμητος Ρώμα, καί τοϋτο τόοω μάλλον, όοω διέδωκεν έκ πλαγίου περί τής διατριβής του ένταϋθα προφά σ εις, μή πιθανολογουμένας διόλου άπό τά πράγματα, ότι δηλ. είναι επίτροπος τής χρηματικής ποσότητος, τήν όποιον ό άποθανών Βαρβάκης έχει άφιερωμένην είς σύστασιν Σχολείων, καί ότι περιέρχεται νά ίδή τά πρός τοϋτο κατάλληλα μέρη, καί τρόπον τινά ότι εϋριοκεν άρμοδίαν τήν σύστασιν σχολείων * ίς τήν πόλιν ταύτην (...) Μέχρι τής άναχωρήσεως τού Κόμητος Ρώμα έν τεϋ θ εν δέν άνεκαλύφθη τι λόγου άξιον περί αύτοϋ, καί αύτός κατήντηοε νά θεω ρήτε καί παρά τοϋ υποφαινομένου μάλλον ώς μωρός κομπορρημονών, καί θέλων νά άναδείξη έαυτόν μέγαν καί σημαντικόν, παρά ώς ύποκινών πολιτικά ραδιουργήματα. Τό έν Ναυπλίω γενόμενον περί τόν Φρασικλήν, τό όποιον έκ περιστάσεων έμα θε πρό παντός άλλου ένταϋθα ό ύποφαινόμενος τό πρωί τής 16 Αύγούοτου διήγειρε πάλιν τάς ύποψίας του περί τοϋ Κόμητος Ρώμα, και γνωρίζων εκείνους, μ ε θ ώ ν ό ρ ηθείς είχεν όλην του τήν συναναστροφήν, ήθέλησε νά ώφεληθή έκ τής περιστάσεως ταύτης, διά νά πληροφορηθή άν οί ένταϋθα είχαν τινά μετοχήν είς τό γενόμενον είς Ναύπλιον σκευώρημα. Ή διήγηβις μόνη τοϋ άτι ήκολούθησε τοιοΰτον τι είς Ναύπλιον πρός ένα έκ τών σημαντικωτέρων, καί όστις ήτον άδύνατον νά μή γνωρίζη τά διαβήματα τοϋ Κόμητος Ρώμα, ήρκεσεν είς τό νά κάμη τόν άκούοντα νά προφέρη άμέσως τό άνομα τοϋ ρηθέντος Κόμητος, καί νά διηγηθή είς πλάτος τά όσα έγνώ ριζε περί των κινημάτων αύτοϋ τοϋ άνθρώπου, ώς
235
συμμετόχου είς τήν ραδιουργίαν τοϋ Φρασικλέως'. Έ ξ όσων καί π α ρ α ύ το ϋ τό τε καί παρ'άλλων μετέπ ειτα ήκουοεν ό υποφαινόμενος περί τής ύποθέσεως ταύτης, δύναται νά συναγάγη τά έφ εξή ς. Α '. Ό τ ι ό Κόμης Ρώμας έλθών ένταϋθα δέν έλαβεν κοινωνίαν, ούτε έξέφ ρ ασ ε τάς ιδ έας του καί τούς οκοπούς του, είμή μόνον πρός εκείνους, όοοι θεωρούνται ώς φατρια αταί τοϋ Καποδιστριακοϋ καί Ρωσοικοϋ κόμματος2. Β ’ . Ό τ ι ε ίτ ε άπατημένος καί ό Ιδιος, ε'ιτε θέλων νά άπατήοη καί τούς άλλους, είπ εν ά τ ι σ τ έ λ λ ε τ α ι π α ρ ά τ ιν ο ς μ έ λ ο υ ς τ ή ς Υ. Α ν τ ιβ α σ ιλ ε ία ς 3 διά νά ένεργήση άναφοράν άπό μέρους τών προκρίτων τής Πελοποννήσου έξαιτουμένω ν νά περιορισθη ή Υ. Αντιβασιλεία, είς έν μόνον άτομον, ή νά διακηρυχθή πρό τής διωρισμένης εποχής ώς νομίμου ηλικίας ή Α.Μ. Γ " Ο τ ι έν τεϋθ εν δέν έγραψ εν πρός άλλον τινά έκ τών κατά τήν Πελοπόννησον Προκρίτων, καί σημαντικών, είμή πρός τόν Ανδρέαν Ζαιμην, παρά τοϋ όποιου δέν έλαβε καμμίαν άπάντησιν, τουλάχιστον, κ αθ’ δσον ήμποροϋν νά γνωρίζουν οί ένταϋθα
(...) Ε \ Ό τ ι ή αμάθεια καί παντελής άνιδεώτης παρήγαγεν Ισως τούς ένταϋθα άνθρώπους είς τό νά πιστεύωσιν, όσα πρός αύτούς άνεκοίνωσεν ό Κόμης Ρώμας, περί τοϋ δτι είναι Απόστολος Σεβαστού προσώπου, ήσαν όμως οΰτοι είς δ ιεν έ 1. Ο Μάνος ρωτήθηκε οπό το υπουργείο των Εσωτερικών ποιο το πρόσωπο που του τα είπε και δεν τ’ ονόμαζε. Με την υπ' αριθ. 1443 — 31 Αυγούστου 1833 αναφορά του απάντησε πως ήταν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. Αυτό φανερώνει πως ο γιος του Γέρου νόμιζε πως δεν είχε το παραμικρό να κρύψει από τις σκευωρίες του Ρώμα, μια κι ούτε ο πατέρας του ούτε κι ο ίδιος πιάστηκαν στην ξόβεργα του 2. Ο συντάχτης των «Πρακτικών» (σ. 45) σημειώνει: «Ποτέ δεν εφάνη εις την Ελλάδα Κόμμα Ρωσσικόν· εάν οι Έ λληνες πριν της Επαναστάσεώς, και προ πολλών χρόνων, εφρόνουν ότι η Ρωσσία ως ομόθρησκος είναι η μόνη δύναμις ήτις οφείλει να τους ελευθερώση, ή να τους βοηθήση να ελευθερωθούν- η γνώμη ολοκλήρου του έθνους δεν σχηματίζει Κόμμα». 3. Τον 'Αρμανσπεργκ. Η υπογράμμιση δίκιά μου.
236
ξεις μεταξύ των, καί οί μέν έκαμνον προβλήματα πρός το φαντασιώ δες τούτο Σ. πρόσωπον, περί τοϋ νά προενεργηθώσι τινά πράγματα, πρίν ή ύπογραφή τοιαύτη άπό μέρους των άναφορά, οί δέ άποτείναξαν τό πράγμα, λέγοντες, ότι έχουν τάς ούαίας των καί τήν πολιτικήν των ϋπαρξιν είς τήν Ελλάδα, καί δέν θέλουν νά καθυποβάλωσιν αύτά είς νέους κινδύνους, λαμβάνοντες μετοχήν είς πράγματα άνώτερα τής σφαίρας των. Στ '. Ό τ ι ό κ. θ. Κολοκοτρώνης, προσεκτικός πάντοτε είς τοιαϋτα, καί μηδέν τοιοϋτον άποφασίζων πρίν ή λάβη τήν γνώμην καί συμβουλήν τοϋ υίοϋ τοϋ Γενναίου, άνεχώρησεν έν τεϋ θ εν παρά καιρόν, έπί προφάσεσι διαφόροις, πρίν ή έλθη έκείνος άπό Ναύπλιον, είπών τώ Κόμητι Ρώμα νά συνεννοηθή μέ έκεΐνον, καί ότι ούτος έλθών είς τά ώδε, άπεκρίνατο, ότι δέν έμβαίνει είς τοιαϋτα, καί συμφώνως μ ετά του κ. Νικήτα Σταμετολοπούλου’ , έκαμον μίαν σφοδράν φιλονικείαν μετά τε τοϋ Κόμητος Ρώμα, καί τοϋ άδελφοϋ του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη2, φρονοϋντος Ισως άπό παιδαριώδη καί άπειρίαν πραγμάτων, τά εναντία, καί ότι ό Κώμης Ρώμας έφ υγεν έν τεϋ θ εν δυσαρεστημένος τρόπον τινά άπό αύτούς τούς δύο. Ζ \ Ό τ ι τό σχέδιον τοϋτο άνεκοινώθη πρός τόν κ. Βρέδ. Διευθυντήν τοϋ Νομάρχου Μεσηνίας, κατά τήν πρώτην διάβαοίν του έν τεϋθεν, όστις ήμπορεΐ νά έξετασ θή πλατύτερον καί άκριβέστερον περί τοϋ πράγματος τούτου. Μ ετά τό περί τόν Φρασικλέα γεγονός, τό όποιον άμέαως μετά τήν έλευσιν τοϋ πρώτου Ταχυδρομείου τών 18 τοϋ παρόντος διεδόθη ένταϋθα, τά άναφερόμενα κόμματα ήρξαντο νά διαδίδωσι καί νά σπερμολογώσι πολλά περί τοϋ πράγματος, καί οί μέν έκοινολάγουν ότι ένεφάνησαν ένοχοι οί δείνα... καί δείνα... πρώην λεγόμενοι συνταγματικοί, οί δέ πάλιν ότι άπεδείχθησαν συμμέτοχοι είς τό πράγμα οί δείνα καί δείνα... Καποδιστριακοί. Αφού δέ ά υποφαινόμενος ήκουσα τούς λόγους, τά διηγήματα, καί τάς ένοχοποιήσεις άμφοτέρων τών Κομμάτων, όίτινες ήρχοντο διά νά διαβάλωσιν άλλήλους, ότι
1. Του Νικηταρά. 2. Ο μικρός γιος του Γέρου, ο Κολϊνος.
237
μέχρι τοϋδε ο ύ δ ε ίς τ ώ ν σ η μ α ν τ ικ ώ ν 1 καί όπωσοϋν καί νοϋν έχόντων Ελλήνων έφάνη ένταϋθα συμμέτοχος τοϋ αθεμίτου τούτου ραδιουργήματος, καί ότι στοχάζεται, ότι καί είς τά άλλα μέρη, τό πράγμα πρέπει νά περιορίζεται μόνον μεταξύ τινών άνθρωπίοκων. (...) Εύπειθέστατος Εν απουσία τοϋ Νομάρχου Ό Διευθυντής Κ.Δ. ΜΑΝΟΣ
Αρκαδίας
Καθώς βλέπεις, από τούτη την αναφορά βγαίνει ολοφά νερα πως ούτε ο Κολοτρώνης, ούτε ο Νικηταράς, ούτε ο Γενναίος, ούτε κανείς άλλος «εκ των σημαντικών» δεν μπλέχτηκε στα δίχτυα του προβοκάτορα Ρώμα. Αυτό όμως δε θα ’σωνε το Γέρο, μια κι η καταδίωξή του στεκόταν «πολιτική ανάγκη». Αφορμή πια γύρευαν οι Βαβαρέζοι, για να χτυπήσουν τον Κολοκοτρώνη. Κι αυτή δεν άργησε να τους έρθει ακαρτέρευτα... από την Τήνο!
ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΣΤΑΣΗ! Σ τ ι ς 29 Αυγούστου 1833 γίνηκε στο τόσο ειρηνικό νησί της Τήνου «τρομερά στάσις», όπως ονόμασε ο περιβόητος επίτροπος στη δίκη του Κολοκοτρώνη Εδουάρδος Μάσον μια μικροταραχή που κάνανε κάτι λιγοστοί χωριάτες για τα δοσίματα. Ά κ ου λοιπόν, καλέ μου φίλε, τι λογιό ήτανε τούτη η στάση που στάθηκε, καθώς μας βεβαιώνει στο βιβλίο του κι αυτός ακόμα ο αντιβασιλιάς Μάουρερ, αποτέλεσμα «κολοσσιαίων ένεργειών καί προσπαθειών καί ή προπαρασκευή γενικής έξεγέρσεως, ή οποία θά έγίνετο ταύτοχρόνως είς τά διάφορα μέρη τής Έπικρατείας, καί τής όκοίας
ή εκρηξις r.i/r.v όρισΟή διά τήν 16ην Σεπτεμβρίου Το υπουργείο των Οικονομικών «tv τή σοφίη. του», όπως κοροϊδευτικά γράφει ο Τερτσέτης2, πρόσταξε τον έφορο της Τήνου να λογαριάζει το δόσιμο για τις συκιές και τις αμυγδαλιές όσο ο καρπός βρισκόταν άτρυγος ακόμα, στο κλαδί, ή και στον ανθό του. Μα τα νησιά των Κυκλάδων —το ξέρεις δα— τα παλαβώνει τα καλοκαίρια το μελτέμι. Έ τσι συχνά η γη γεμίζει από τον καρπό που ρίχνει ο αγέρας. Ελπίζεις κάτι ν ’ απολάψεις και στο τέλος τινάζεις κοτζάμ δέντρο για να γεμίσεις δυο χούφτες αμύγδαλα όλες κι όλες. Κι όμως ο έφορος, πιστός στις οδηγίες της «προϊστάμενης αρχής», γύρευε να εισπράξει το δόσιμο της δυστυχίας. Στέναξε ο φτωχόκοσμος, κι οι δημογέροντες από τα χωριά Στενή, Καρυές, Κέχρου, Αρνακάδου και Φαλατάδων ξεκίνησαν να ’ρθουν στη χώρα να παραπονεθούν στον έπαρχο για την αδικία. Γέροι οι περισσότεροι «έκρατοΰσαν καί τά ραβδιά τους. δυναμάρι τής ήλικίας είς τόν δρόμον»3. Κάλλιο να μην τα ’παιρναν μαζί τους, γιατί θα τους κατηγορήσουν πως τα κράταγαν γ ι’ άρματα να κατα λύσουν το γκουβέρνο. « Ό Έ παρχος, ώς τούς είδε» γράφει ο Τερτσέτης «κλεϊ τήν θύρα τοΰ Ε παρχείου καί άπό τόν έξώστη τούς διαττάτει έν όνόματι τοΰ Βασιλέως νά διαλυθούν. 01 δημογέροντες τού άπεκρίνοντο έν όνόματι τοΰ Βασιλέως νά τούς άκούσει. Τό όνομα τού Ό θωνος άνεβοκατέβαινε άπό τόν έξώστη είς τόν δρόμον καί άπό τόν δρόμον είς τόν έξώστην. Είς αύτό τό βασιλικό σύρτα φέρτα τού ονόματος, φυσικώ τώ λόγφ, έμαζώχθη κόσμος. Έ γινε ένα είδος όχι όχλοκρατίας, άλλά όχλαγωγίας. Καί αύτή, κύριοι άκροαταί, είναι ή τρομερά στάσις ή κατά συνεννόησιν μέ τούς δύο όπλαρχηγούς4, ώς τήν παρέστησε έπειτα άπό ένα έτος 1. 2. 3. 4.
Μάοι.ριιρ op. cit. τ. | ) \ σ. 437. Τι:ρτσίτΐ) ·. Απαντα — Αθανάσιος ΙΙολυζωΐδης». τ. γ '. σ. 315. Id. Τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα.
239
είς τήν άγόρευσίν του ό Επίτροπος κύριος Μάσσων!»1.
Ό ταν, στις αρχές του Σεπτέμβρη, έφτασε στ’ Ανάπλι το μαντάτο πως τάχατες στασϊασε η Τήνος, η αντιβασιλεία το λογάριασε θεόσταλτο δώρο, για να φέρει σε τέλος τους σκοπούς της. Χαραχτήρισε τούτη την ταραχή, καθώς λέει κι ο Καρολίδης, «ώς άρχή τοΰ μελετωμένου κινήματος» αν κι ήταν «άσχετος δλως πρός τά Αποδιδόμενα τώ Κολοκοτρώ νη εργα»2. Πρόσταξε λοιπόν να πιάσουν το Γέρο, που στ’ αναμεταξύ είχε γυρίσει στ’ Ανάπλι κι έμενε στο περι βόλι του στην Πρόνοια, τον Πλαπούτα κι όλους τους άλλους, καθώς ανιστορήσαμε στην αρχή του βιβλίου μας. Κήρυξε και τον στρατιωτικό νόμο και κινητοποίησε τις δυνάμεις στεριάς και θάλασσας! Και για να χτυπήσει η δικαιοσύνη βαριά τους δημογέ ροντες τους αρματωμένους με τα ραβδιά των γερατιών, σκάρωσε στρατοδικείο. «Πρός τί» έγραφε τότε η Αθηνά «τό Εκτακτον στρατιωτικόν Δικαστήριον, είς άνθρώπους, οΊτινες ούδέ τόν Εχθρόν των έπολέμησαν ποτέ ώς στρατιώται καί τά όπλα των δέν τούς έχρησίμευσαν εις άλλο παρά είς τό κυνήγιον;»\
Έ νας από τους στρατοδίκες που διόρισαν ήταν κι ο Τερτσέτης. Έπειτα από χρόνια, το 1874, σε διάλεξή του για τον Πολυζωϊδη, ανιστόρησε, με το ευτράπελο πνεύμα που τον ξεχώριζε, το φοβερό σηκωμό της Τήνου: «'Επαναστάτησε ή Τήνος, Εγραφαν οι Εφημερίδες, ή Τήνος είναι ή Βανδέα τής 'Ελλάδος. "Ενας νέος La Rochejacquelein4 φοβερίζει τήν νέαν βασιλείαν, θέλετε νά 1. 2. 3. 4.
Τερτσέτη id. σ. 315. Καρολίδη op. cit. τ. β", σ. 64. -Αθηνά», αριθ. 146 — 9.9.1833. Ο Λα Ροσεζακελέν ήτανε από τους αρχηγούς της αντεπαναστατικής εξέγερσης στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση.
240
μάθετε ποιος ήταν. 6 Τήνιος La Rochejacquelein; Ό ήμερότατος κύριος 'Ιάκωβος Παξιμάδης. ‘Ακόμη, δτι 6 Δεσπότης τής Τήνου μέ τό σταυρό είς τό χέρι καλεΐ είς άποστασίαν τά χωριά»1.
Αφού αρμάτωσαν τρία πολεμικά καράβια με τις μπουκα πόρτες τους έτοιμες να ξεράσουν τη φωτιά τους, μπαρκά ρισαν σ ’ αυτά δυο λόχους βαβαρέζικα στρατεύματα, που είχανε μαζί τους και κανόνια για ν’ αντιβγούν καλύτερα στα χωριάτικα ραβδιά. Πριν φύγουν ο Μάουρερ, φώναξε τους στρατοδίκες και τους είπε: —Soyez justes, mais severes. (Να είσαστε δίκαιοι, αλλά αυστηροί). «Τρώγεται ή παραίνεσίς του» γράφει ο Τερτσέτης. « Ά λ λο ς όμως έπίσημος τών ήμερών έκείνων, όμογενής, μάς έφίλευε τό άκόλουθον έπιφώνημα, έξ έπαγγέλματος, κρεμαστά: — Ό κεραυνός πρό πάντων τής δικαιοσύνης πρέπει νά πέσει είς τήν όγδοηκονταετή κεφαλήν τού έπισκόπου τής Τήνου»2.
Τα τρία καράβια με το εκστρατευτικό σώμα πιάνουν πριν στη Σύρα, να μάθουν όλα τα καθέκαστα. Ο Τερτσέτης πάει και βρίσκει τον νομάρχη, τον Ρίζο Νερουλό, που ίσαμε τώρα είναι γνωστός όχι βέβαια σαν πολιτικός, μα σαν συγγραφέας ξέχωρα για την κωμωδία του τα «Κορακί στικά». —Τι τρέχει στην Τήνο; τον ρωτάει. —Τι τρέχει; Απορώ! του απαντάει ο νομάρχης Νερου λός. Εγώ δεν έδωσα ποτέ τίποτες πληροφορίες, ώστε να διορισθεί στρατοδικείο. Τίποτες δεν είναι. Γυρεύουν, καθώς καταλαβαίνω, να κρεμάσουν τον δεσπότη. Εύμορφο θέαμα εις το Αιγαίον πέλαγος, να δευτερώσουμε το 1. Τερτσέτη «Άπαντα», τ. γ \ σ. 314. 2. Id. σ. 314.
241
κρέμασμα του πατριάρχη από τους Τούρκους. Ο Δεσπότης της Τήνου είναι βέβαια αγαθαγγελιστής1, αλλά δεν έπραξε τίποτα να προκαλέσει καταδικαστική κατηγορία. Απορώ και εξίσταμαι! Αφού μείνανε λίγες ώρες στη Σύρα, ανοίξανε πανιά για την Τήνο. Ο αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος κατα στρώνει το σχέδιο της απόβασης. Ας ακούσουμε όμως καλύτερα τον στρατοδίκη τότες Τερτσέτη: « Ό στρατιωτικός διοικητής, Μπαβαρός μέ φρόνησιν πολεμική ν, έστοχάσθη: I) νά κάμουμε άπόβαση διά νυχτός, 2) άπόσπασμα στρατιωτών νά πιάσει τά πισινά τής Τήνου, ώστε άν εϋρωμεν άντίστασιν κατά μέτωπον είς τά άκρογιάλια τής πόλεως, τό άπόσπασμα νά κάμει αίφνίδιον άνταγωνισμόν. Βεβαιωθήτε, κύριοι άκροαταί, δτι μέ δ λ ’ αύτά οί Τήνιοι τήν νύχτα έκείνη έπλάγιαζαν άμέριμνοι είς τά σπίτια των. Ό Κος Παξιμάδης, ό Κος Ν. Νάζος μάλιστα, ώς παιδί τότε, έκοιμοϋντο βαθύτατον ύπνον, χωρίς κδν νά όνοιρεύονται τήν στρατηγήματικήν μας άγχίνοιαν καί πρόνοιαν. Άνεμποδίστως έκάμαμε τά είσόδιά μας είς τήν πόλιν τών Τηνίων. Ό Κος Κυπαρίσσης, είσαγγελεύς, άφιερώθη εύθύς μέ δλη τήν δραστηριότητα νά γνωρίσει τά γινόμενα καί νά κατηγορήσει. Έ ρχεται ή δικάσιμος ήμερα. 'Εγώ καί ό κύριος Ζώτος στένομε θριαμβευτικής τήν κόκκινη σημαία είς τήν αύλή τού στρατοδεικείου2. Τό στρατοδικεΐον, μία αίθουσα καί ή αύλή. Τρομάρα δμως ή κόκκινη σημαία είς τούς δυστυχείς Τηνίους. Ό κύριος Κυπαρίσσης, μυρίων έπαίνων άξιος, μάς έξιστορεΐ τά συμβάντα, καί άπαιτεΐ όλίγων μηνών φυλάκισιν είς τό πρόσωπον πέντ’ Εξι χωρικών δημογερό ντων»3.
1. Οι αγαΟαγγελιστές, μια και πίστευαν πως η Ελλάδα έπρεπε να στηριχτεί πάνω στο «ξανθόν γένος», στους Ρώσους δηλαδή, ήτανι: ύποπτοι στους Βαβαρούς. 2. Τότες στήνανε έξω από τα στρατοδικεία μια κόκκινη σημαία, σύμβολο της έκτακτης στρατιωτικής δικαιοσύνης. 3. Τερτσέτη id. σ. 314-315.
242
Ο πρόεδρος όμως του δικαστηρίου, ο Δανός αντισυνταγματάρχης Θωμάς Φαβρικιος (Fabricius) —ξένος καθώς βλέπεις κι αυτός— ήθελε να δικάσουν τους δημογέροντες σε πολύ μεγαλύτερη ποινή από κείνη που γύρεψε ο εισαγγελέας. «Δέν τήν λέγω», γράφει ο Τερτσέτης, «διότι θά σάς φανείάπίστευτο»'. Του αντιβγήκαν οι άλλοι στρατο δίκες και ξέχωρα ο Τερτσέτης. Στη λογομαχία που ακο λούθησε, ο Φαβρικιος άρχισε τα φοβερίσματα. —Προσέξατε, κ. Τερτσέτη, του λέει, γιατί θα σας κακοσυστήσω στην αντιβασιλεία. —Κάμε όπως αγαπάς, κ. πρόεδρε, του απαντάει ο Τερτσέτης. Μάλιστα, να σημειωθούν οι λόγοι μου εις τα πρακτικά, για να μην τους λησμονήσουμε. «Τί συνέβη όμως;» ανιστοράει ο Τερτσέτης « Ά π ό κακοκαιρίαν έμείναμε είς τήν Τήνον δέκα δώδεκα ήμέρες. Δέν ήτον άκόμη τά Ατμόπλοια, καί ό Φαβρικιος έσχετίσθη, έφιλιώθη μέ τούς άγαθούς πολίτας τής Τήνου καί έβεβαιώθη τήν μηδαμινότητα τής τρομερός στάσεως, ώστε είς τήν έπιστροφήν μας είς τό Ναύπλιον, άντί νά μέ κακοσυστήσει είς τήν άντιβασιλείαν μ’ έκαλοσύστησε, μάλιστα είς τόν Μάουρερ, ό όποϊος ήτον πρός έμέ εύνοϊκώτατος Εως είς τήν είκοστήν Εκτην Μαΐου, τήν ήμέρα τής άποφάσεως τών στρατηγών»1.
Στις 16 του Οκτώβρη, το εκστρατευτικό σώμα και τα πολεμικά καράβια γύρισαν στ’ Ανάπλι κι η αντιβασιλεία φανερώνει, σ ’ όσους πήρανε μέρος σε τούτη την ένδοξη επιχείρηση, την επίσημη ευαρέσκειά της που τόσο γλήγορα πνίξανε τη φοβερή επανάσταση. Κι ο αντιβασιλιάς Μάουρερ, ευχαριστημένος, γράφει στ’ απομνημονεύματά του: « Έ ν Τήνω δμως κατεστάλη ταχέως ή στάσις διά τής κηρύξεως τής καταστάσεως πολιορκίας, ύποστηριχθείσης 1. Τερτσέτη id. σ. 316. 2. Id. σ. 316.
243
Οπό τινων λόχων καί τηλεβόλων, καθώς καί δι’ αύστηράς άνακρίσεως τών πράγματι ένόχων»1.
Μπράβο θρίαμβος! ' Ενας ακόμα, ωσάν αυτόν, σοφέ μας αντιβασιλιά φον Μάουρερ, κι η Ελλάδα κατάντησε ρεντί κολο.
I. Μάουρερ op. cit. σ. 437.
244
Ε Σ Χ Α Τ Η
Π Ρ Ο Δ Ο Σ Ι Α
«ΤΟ ΟΝΕΙΔΟΣ ΕΣΤΑΙ ΑΝΕΞΑΛΕΙΠΤΟΝ» Κ α ι ΤΩΡΑ φτάσαμε εκεί απ’ όπου αρχίσαμε το ιστόρημά μας. Ο Γέρος, ο Πλαπούτας, ο Γενναίος, ο Κριεζώτης, ο Καρατάσος, ο Τσάμης, ο Αποστολάρας που ξεψύχαγε, και τόσοι άλλοι ήρωες και καπεταναϊοι που ο μοίραρχος Τζϊνος «τούς έμάζωνε εναν εναν, καθώς διαλέγουν τά καλά όρνιά είς τήν μάνδρα»', βρίσκονταν φυλακισμένοι στο Ιτς Καλέ και το Μπούρτζι. Κανείς ακόμα δεν ήξερε ποιο το φταίξιμό τους, γιατί οι Βαβαρέζοι ανακάτευαν τη χύτρα να πετύχουν το φασούλι της «εσχάτης προδοσίας». Αφού όμως είχανε βάλει μπρο στά μια δίκη πολιτικής σκοπιμότητας, στο τέλος θα το ’βρισκαν, γιατί σ’ αυτές, όπως το ξέρεις δα, η εξουσία πάντα πετυχαίνει κείνο που γυρεύει. —Αυτά, μπορεί να ρωτήσεις, τα λέει κανείς άλλος ή μας τ’ αραδιάζεις εσύ; —Τα λένε πολλοί, αγαπητέ μου. Κι αρχίζω από τον Καρολίδη: «Ταΰτα πάντα έπικυροΰσιν Απλώς τήν ΰφ’ ήμών πολλαχώς διαπιστωθεΐσαν γνώμην περί τοϋ χαρακτήρος τής δίκης, χαρακτήρος καθαρώς πολιτικού έξ Αντιθέσεων πολιτικών καί ραδιουργιών πολιτικών προελθόντος καί πολιτικώς λήξαντος, περιβληθέντος δέ τεχνητήν περιβολήν ζητήματος δημοσίου δικαίου καί δικαιοσύνης. ' ΟλόI. Τερτσέτη op. cit. τ. γ \ σ. 308.
245
κλήρος ή ιστορία τής δίκης ταύτης είναι σειρά άμοιβαίων υποχωρήσεων καί Επικρατήσεων μεταξύ πολιτικής άνάγκης άδηρίτου (τοΐς έν τοΐς πράγμασι) καί προσχήματος Εξωτερικού δικαιοσύνης. Ό Κολοκοτρώνης Εδει νά καταδιωχθή καί νά συλληφθή, διότι ποικίλαι άνάγκαι πολιτι κοί ΕπΕβαλλον τούτο. "Απαξ συλληφθείς εδει νά καταδικασθή· πρός τούτο δέ ήτο άνάγκη νά Επινοηθώσι προσχήμα τα περικαλύπτοντα τόν πολιτικόν χαρακτήρα τής δίκης καί διδόντα αύτή δόκησιν Εργου δικαιοσύνης άκραιφνούς καί δημοσίου συμφέροντος. Ά λ λ ' ό οϋτω δικαζόμενος άνήρ Εδει νά καταδικασθή, καί νά καταδικασθή είς θάνα τον ώς Ενοχος έσχάτης προδοσίας. Τούτο άπήτει τό δοθέν είς τήν δίκην πρόσχημα δικαιοσύνης. Ά λλω ς ήπειλεΐτο ή άποκάλυψις καί έμφάνισις τού γυμνού πολιτικού χαρακτήρος τής ποινικής καταδιώξεως ώς άπλού θορύβου χάριν πολιτικού σκοπού προκληθέντος»1.
Να τι ομολογεί κι ο συμπατριώτης των αντιβασιλιάδων, ο Βαβαρός αρχαιολόγος Ρος, που βρισκόταν τότες στ’ Ανάπλι: « Ή έπί έγκλήματι καθοσιώσεως δίκη τών συλληφθέντων όπλαρχηγών άπετέλει τό κέντρον τών ύπέρ καί κατά καταβαλλομένων Ενεργειών, άλλ’ όπισθεν τούτων έκρύπτοντο αί άλλαι αντιθέσεις: νίκη τών άγγλικών, τών γαλλικών ή τών ρωσικών συμφερόντων ή περαιτέρω ϋπαρξις ή μεταρρύθμισις τής 'Αντιβασιλείας, νίκη τού κόμητος "Αρμανσπεργκ ή τών διαφωνούντων πρός αύτόν συναρχόντων αύτού κτλ., μέχρι τών μικρολόγων προσωπι κών ζητημάτων».
Ο πρόξενος της Αυστρίας στ’ Ανάπλι, ο Γρόπιος, στην αναφορά που έστειλε στην κυβέρνησή του, αφού εγκρίνει το χτύπημα που έδωσε η αντιβασιλεία, λέγοντας πως ήταν «άναγκαϊον είς τήν διατήρησιν τοΰ κύρους αύτής», αφήνει να φανεί ο φόβος του μην τυχόν δεν μπορέσουν να βγάλουν ένοχους εσχάτης προδοσίας τους πιασμένους. «Πάντες I. Καρολίόη op. cil. τ. β '. σ. 77.
246
εύχονται», γράφει τούτος ο εχθρός του τόπου μας, «Ίνα ή έξουσία εύρεθή ώπλισμένη μετά πειστικών Αποδείξεων- έν έλλείψει τούτων, τό Αποτέλεσμα δέν θά ήτο τοσούτον εύχάριστον, όσον είναι ποθητόν καί όσον Απαιτεί τό καλάν τοϋ κράτους». Ο πιο ντόμπρος όμως στις κρίσεις του τότες στάθηκε ο Λούτζι, αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της Πρωσσίας. Σ’ α ναφορά του στον βασιλιά Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ ’ έγραφε πως η δίκη αυτή είναι «τόλμημα τής μεγίστης αυθαιρεσίας, σκάνδαλον ου τό όνειδος εσται άνεξάλειπτον, έστερημένον κοινού νοο καί πάσης λογικής, πλήρες παραδοξοτάτον SiaOf.au-jv».
Ο ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΗΣ Ο τ α ν η αυθαιρεσία θέλει να παρουσιαστεί για δικαιοσύ νη, δεν της απομένει παρά ν’ ακούει το δικό της μονάχα σκοπό κι άλλου κανενός. Το πρώτο λοιπόν που σκέφτηκε η αντιβασιλεία ήταν το πώς θα ’βαζε γλωσσοδέτη στον Τύπο. Τούτη τη δουλειά την πήρε βέβαια πάνω του ο Μάουρερ, που σκάρωνε τους νόμους με την ευκολία που ρίχνεις μια πασιέντσα. Κλειδώθηκε στο γραφείο του, έστρωσε στο τραπέζι του τα νομικά κιτάπια και τους κώδικες και μέσα σε δυο μέρες έφτιασε τρία διατάγματα και νόμους, που υπογράφτηκαν από τους αντιβασιλιάδες μας στις 11 του Σεπτέμβρη, τέσσερις μονάχα μέρες έπειτα που πιάστηκε ο Κολοκο τρώνης. Σύμφωνα με το πρώτο διάταγμα, για ν’ ανοίξει κανείς τυπογραφείο, λιθογραφείο ή βιβλιοπωλείο, έπρεπε να πάρει άδεια από το νομάρχη. Ο δεύτερος νόμος που είχε για τίτλο «Περί έγκλημά των έκ τής καταχρήσεως τοΰ τύπου» πρόβλεπε, στα 35 άρθρα 247
του, βαριές ποινές για τους εκδότες συγγραμμάτων και τους συντάχτες εφημερίδων που άρχιζαν από φυλάκιση ενός μήνα ως πέντε χρόνια. Για να πάρεις μια ιδέα, σου μνημονεύω το 13ο άρθρο: «Ό σ τις διά συγγραμμάτων, ή εικονικών παραστάσεων, ή άλλων δημοσίων πρός τό κοινόν διακοινώσεων συκοφα ντήσω, έξυβρίση ή έμπαίξη περιφρονητικώς τήν Κυβέρνησιν τοΰ Κράτους ή τάς πράξεις της, παιδεύεται μέ φυλακισμόν 3 μηνών έως 2 έτών.
' Επειτα απ’ αυτό, άντε τώρα εσύ να κάνεις αντιπολίτευ ση! Ο τρίτος νόμος, που είχε για τίτλο «Περί τής 'Αστυνο μίας τοΰ τύπου», όριζε τούτα δω: 1. Τιμωρούσε όποιον χωρίς άδεια της αρχής κράταγε «αναγνωστήριον ή συγγραμ μάτων δανειστήριον ή μεταπωλεϊ συγγράμματα περιφερόμενος, κηρύττων ή έκθέτων αυτά είς πώλησιν». 2. Οι «βιβλιοπώλαι, άρχαιοπώλαι, ίδιοκτήται λιθογραφικού καταστήματος, δανει στικής βιβλιοθήκης ή Αναγνωστηρίου, χαλκογραφοπράται καί είκονοπώλαι» έπρεπε να κρατάνε κατάλογο θεωρημένο από τον έπαρχο των βιβλίων, εφημερίδων, εικόνων κλπ., που πούλαγαν. 3. Οι τυπογράφοι και λιθογράφοι ήταν υποχρε ωμένοι να ’χουν παρόμοιο βιβλίο, που σ’ αυτό να σημειώ νουν καθημερινά «όλα τά πρός τύπίοσιν παραλαμβανόμενα συγγράμματα ή είκονικάς παραστάσεις» και 4. « Ό υπεύθυνος συντάκτης έχει χρέος νά καταβάλη είς μετρητά έγγύησιν 5.000 Δρχ. Έξ αυτής τής έγγυήσεως λαμβάνονται τά πρόστιμα, τά έξοδα καί άποζημειώσεις τών προσβληθέντων άτόμων, είς τάς όποίας ήθελε καταδικασθή ό υπεύθυνος συντάκτης». Στις εφημερίδες που βγαίνανε τους έκανε τούτη δω την ευκο λία: τους έδινε προθεσμία τριάντα μέρες να δώσουν την εγγύηση, με τον όρο όμως να παρουσιάσουν «έντός τριών ήμερών μετά τήν δημοσίευσιν τοϋ παρόντος νόμου άξιόχρεον έγγυητήν». Χρειάζεται ακόμα να πούμε πως ο νόμος ξεκαθάριζε —καλοσύνη του— πως οι εκδότες περιοδικών που δε θα δημοσίευαν την παραμικρή πολιτική είδησΓ 248
ντόπια ή ξένη κι ούτε θα κάνανε κρίσεις για πολιτικά ζητήματα, δεν ήτανε υποχρεωμένοι να δώσουν την εγγύη ση. Πέντε χιλιάδες δραχμές εγγύηση! Αμ πού να βρεθεί κείνον τον καιρό ένα τέτοιο ποσό στα χέρια των δημοσιο γράφων; Τούτη λοιπόν η διάταξη του νόμου στάθηκε ο κοινός τάφος όλων των εφημερίδων που βγαίνανε τότες στ’ Ανάπλι. Η «Αθηνά» κι ο «Χρόνος» κλείνουν αμέσως. Ο «Ή λιος», αφού δεν κυκλοφόρησε για 12 μέρες, ξαναβγήκε στις 26 του Σεπτέμβρη, όχι όμως σαν εφημερίδα, μα περιοδικό. «Είθε καί ο! "Ελληνες», έλεγε, «διά τούς όποιους καί γράφομε νά μή εΰρωσιν παντάπασιν μακράν, ή όχληράν τήν μόνην προσφοράν τών φιλολογικών άγώνων μας, τήν όποίαν μάς έπιτρέπει ό καιρός»'. Ελπίζει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού δημοσιεύοντας την ιστορία του Εικοσιένα. Η κυβέρνηση όμως βρίσκει πως είναι... πολιτικό θέμα και την απαγορεύει! Και στις 15 του Δεκέμβρη 1833, που συμπληρώθηκε το εξάμηνο που είχε προεισπράξει τις συνδρομές, ο «Ή λιος» κλείνει και σαν περιοδικό. Σ' άρθρο του με τον τίτλο «Ο ΗΛΙΟΣάποχαιρετών τό κοινόν» γράφει: « ’Ελπίσαντες άλλά ματαίως, νά έκπληρώσωμεν τά παρά τοΰ Βασιλικοΰ Διατάγματος άπαιτούμενα καί νά μεταβάλωμεν τήν Εφημερίδαν είς Πολιτικήν φθασάσης τής έξαμηνίας καί τών συνδρομητών έλαττουμένων είς τήν Φιλολογικήν έφημερίδα, άδυνατοΰμεν νά έξακολουθήσωμεν τήν έπιχείρισίν μας (...) Μ’ δλον δτι ζητήσας νά πραγματευθή περίεργον ΰλην, τήν ιστορίαν τής ’ Ελλάδος, έμποδίσθη άπό τόν νόμον».
Ό σ ο για τον τρικουπικό «Τριπτόλεμο» αυτός ξακολουθάει να βγαίνει σαν πολιτική εφημερίδα για έ$α μήνα ακόμα. Στις 28 όμως του Οχτώβρη γράφει: « ’Επειδή δέ ό μήν παρήλθε χωρίς νά καταβάλωμεν τάς I. ΑριΟ. 25 — 26.9.1833.
249
άπαιτουμένας πέντε χιλιάδας Δραχμάς, ύποχρεούμεθα νά αφήσωμεν κατά τό παρόν τάς πολιτικός συζητήσεις καί νά περιωρισθώμεν είς βιομηχανικά καί φιλολογικά άντικείμενα, τά όποια, άν καί δέν ήναι γενικώς τόσον περίεργα, παρέχουν άναντιρρήτως περισσοτέραν ωφέλειαν».
Και στις 30 του Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου κλείνει κι από περιοδικό. Και το μόνο που βρίσκει να πει είναι τοϋτο δω: «Τό κακόν είναι όπου καί τά χλωρά καίονται ένίοτε όμον μέ τά ξηρά». Καθώς βλέπεις, μας φώτισαν οι Ευρωπαίοι, ρίχνοντας μας μια φούχτα στάχτη στα μάτια! Και κοίτα να δεις τι λέει ο Μάουρερ για τούτο το κατόρθωμά του, ν’ αλυσοδέσει με λίγες κόλλες χαρτί τη σκέψη των Ελλήνων: «"Οταν δμως ή έλευθεροτυπία έξεφυλίσθη είς πραγματικήν άκολασίαν τοΰ Τύπου καί είδικώτερον ό «Χρόνος» ήρχισε νά έκτρέπεται τοΰ προορισμού του καί νά προπαγανδίζη τάς άρχάς τής χονδροειδεστέρας ύπερφιλελευθερίας καί είχε προσλάβει χαρακτήρα καί τάσεις καθαρώς έπαναστατικάς, τότε έξηντλήθη καί ή υπομονή τής Ά ντιβασιλείας (Κ α ιρ ό ς ήτανε!) καί έδημοσιεύθησαν οί περί Τρύπου νόμοι (...) Τά νομοθετήματα ταΰτα περί Τύπου τά όποια ήτοιμάσθησαν καί έν πάση μυστικότητι, είχαν θαυμαστά άποτελέσματα (Π ρ α γ μ α τικ ά !) Έδημοσιεύθησαν τήν κατάλληλον άκριβώς έποχήν (Σω στό, άμα ε ίχ α ν ε μ α ν τρ ώ σ ε ι τό ν Κ ο λ ο κ ο τρ ώ ν η ), ότε δηλαδή ή ύπό τοΰ Τύπου άσκουμένη διέγερσης τής κοινής γνώμης είχε φθάσει είς τό ϋψιστον σημεΐον της. Είχαν κατά τοσούτω μάλλον άγαθά άποτελέσματα, καθ’δσον ούδείς ϋπωπτεύετο τήν δημοσίευσίν των, αί δέ άρχαί τάς όποίας καθιέρωναν, όχι μόνον δέν ^τρόμαζαν κανένα, άλλ' άπ’ έναντίας έτυχαν καί τής γενικής έπιδοκιμασίας τών άγαπώντων τήν πατρίδα των (Α υ το ί ήταν... ο ι Β α β α ρ έζο ι)» 1.
Το σκοτάδι απλώθηκε στον τόπο. Οι καρδιές μούδια I. Μάουρερ op. cit. τ. 3’, σ. 199-201. 250
σαν. Κι η ησυχία των νεκροταφείων τύλιξε την πατρίδα μας που μόλις λευτερώθηκε από την Τουρκιά. Για τον Μάουρερ όμως αυτή στάθηκε η πιο ευτυχισμένη ώρα της Ελλάδας — του εαυτούλη του δηλαδή. «Ό λ α τά μέτρα αύτά», λέει «τά όποΐα πολύ άπεϊχαν άπό τοΰ νά προκαλέσουν άνησυχίας ή τούλάχιστον νά τύχουν έπικρίσεων, Εγιναν άντιθέτως δεκτά μέ πολλήν έπιδοκιμασίαν, ούτως ώστε καί άπό πλεϊστα μέρη ΰπεβλήθησαν εύχαριστήριοι άναφοραί, διά τών όποιων συνεχαίροντο τήν Ά ντιβασιλείαν διά τήν ματαίωσιν τής συνωμοσίας καί έζήτουν τήν αύστηράν τιμωρίαν τών μετασχόντων εις αύτήν (Α πό τότε, κα θώ ς β λ έ π ε ις, μ π ή κ ε μ π ρ ο ς η φ ά μ π ρ ικ α των « α υ θ ο ρ μ ή τω ν αναφ ο ρ ώ ν» ), Ή σταθερότης καί δραστηριότης τάς όποίας κατέδειξεν ή ’ Αντιβασιλεία είς τήν περίστασιν ταύτην ηύξησε μάλιστα τήν έμπιστοσύνην πρός τήν νέαν Κυβέρνησιν. ΕΙς τήν χώραν διεχύθη ή μάλλον άπόλυτος ήσυχία, όμοίαν τής όποίας δέν είχεν αϋτη ΐδει μέχρις ώρας. Οί άγρόται έπεδόθησαν είς τάς άγροτικάς έργασίας των, οι έμποροι είς τό έμπόριόν των, οί χειροτέχνες είς τάς τέχνας των, καί ό καθένας έφαίνετο άναζωογονούμενος άπό εν συναίσθημα χαρο ποιού έλπίδος δΓ ένα καλύτερον μέλλον»1.
(Εχ, τι έχουμε τραβήξει απ’ αυτό το «καλύτερο μέλλον», που μας τάζουν τα σοφά σαν το δικό σου, μυστικοσύμβουλε φον Μάουρερ, κεφάλια!). Με τον καιρό όμως κατάλαβαν κι αυτοί ακόμα οι αντιβασιλιάδες πως το κλείσιμο των εφημερίδων, κι αυτών ακόμα που γίνηκαν περιοδικά, δεν ήτανε κάτι που τους ευνοούσε. Από τη μια δεν είχανε πια τρόπο να ξεφουρνί σουν στον κοσμάκη τ’ άχυρα που ζύμωναν για ψωμί κι από την άλλη παρουσιάζονταν στο εξωτερικό σαν μαύρη αντίδραση — τ’ αληθινό τους πρόσωπο δηλαδή. Αποφασί ζουν λοιπόν να βγάλουν μια εφημερίδα όπως ακριβώς τη ρέγονταν — θυμιατήρι. Και να, στις 14 του Γενάρη 1834, I. Μάουρερ op. cii. τ. β '. σ. 438.
251
κυκλοφορεί ο «Σωτήρας» (μπράβο όνομα!) τυπωμένος μισός στα ελληνικά και μισός στα φραντσέζικα, να τον διαβάζουν και στις Ευρώπες και να θαυμάζουν τι κυβερνή τες μας λάχανε. Η τέτοια εθνοσωτήρια εφημερίδα τυπωνό ταν βέβαια -‘-πού αλλού;— στα βασιλικά τυπογραφεία. Κι η πουλημένη στους ξένους εφημερίδα, γυρεύοντας να ξεγελάσει τους Έλληνες, είχε τούτη δω τη μόνιμη επικε φαλίδα: « Έθνικαί έλευθερίαι». Σαν δεν ντρεπόταν! Ό τα ν αργότερα ξαναβγήκε η «Αθηνά», φανέρωσε πως ο «Σωτήρας» πήρε, με τη μεσιτεία του Μάουρερ, από το δημόσιο ταμείο, οχτακόσια δίστηλα για να παινάει τον ευεργέτη του. Χαλάλι του, γιατί άκου ποιον έπαινο ηυδόκησε να γράψει γι’ αυτήν ο τρανός εκείνος αντιβασιλιάς μας: «' Η πρώτη πολιτική έφημερίς ή όποια έξεδόθη πάλιν έν Έ λλάδι μετά τούς νόμους περί τύπου ήτο ό «Σωτήρ» έν φύλλον πολύ μετριοπαθές καί δριστα συντασσόμενον ύπό τοΰ Νικολάου Σκούφου»1.
Χρυσόστομε, ωραία τα λες· τέτοιες εφημερίδες που θα μας λιβανίζουν μακάρι πάντα να βγαίνουν! Ό σ ο για τον «Σωτήρα» αφού χτύπαγε, στο κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της, τον σκοτωμένο Καποδίστρια, ρίχνοντας σ' αυτόν όλα τα βάρη, έγραφε πως «τέλος πάντων έζεπληρώθη καί ή μεγαλητέρα έπιθυμία τοΰ ’.Ελληνι κού λαοΰ. Ή ’Ελλάς βασιλεύεται, καί είς τόν θρόνον άνέβη ό εύγενής βλαστός Λουδοβίκου τής Παυαρίας - Ό θ ω ν ό Τριπ όθητος».
]. Μάουρερ op. cit. τ. β \ σ. 201. Στην εφημερίδα υπεύθυνος συντάκτης γράφεται όχι ο Σκούφος, μα ο X. Μιχαλόπουλος.
252
Η ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΞΟΡΙΑ
Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ Τρικούπης κι οι υπουργοί Ψύλλας και Πραΐδης είχανε δώσει, όπως είπαμε κι ίσως ακόμα να το θυμάσαι1, τις παραιτήσεις τους στην αντιβασιλεία, όπως δε συμφώνησαν με τον τρόπο που πιάστηκαν ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας, δίχως τίποτα να ξέρουν οι ίδιοι. Τους είχανε αποκριθεί πως δεν μπορούσαν για την ώρα να τις κάνουν δεχτές, μια κι ο Όθωνας έλειπε σε περιοδεία κι έπρεπε μπροστά σ ’ αυτόν να ορκιστεί η καινούργια κυβέρνηση που θα όριζαν. Ο 'Οθωνας είχε φύγει από τ’ Ανάπλι λίγες μέρες πριν πιάσουνε το Γέρο, στις 4 του Σεπτέμβρη. Τράβηξε για την Τριπολιτσά κι απ’ αυτή πήγε στη Μεγαλόπολη, Σπάρτη, Γύθειο, Καλαμάτα. Περνώντας έπειτα από την Κορώνη, τη Μεθώνη και την Πύλο, έφτασε στον Πύργο, απ’ όπου πέρασε στη Ζάκυνθο κι από κει στο Μεσολόγγι. Ύστερα βγήκε στην Πάτρα κι από το Αίγιο και το Φενεό γύρισε στις 10 του Οκτώβρη στ’ Ανάπλι. Έπειτα από δυο μέρες παρουσιάστηκαν στη δεκαοχτάχρονη μεγαλειότητά του οι αντιβασιλιάδες και του παράστησαν με ποιον τρόπο κατάφεραν να πνίξουν, προτού καν ξεσπάσει, το κίνημα που ετοίμαζαν οι Ναπαίοι κι οι στρατιωτικοί μ’ αρχηγούς τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Τους ευχαρίστησε για το ζήλο τους και τους ρώτησε τι έπρεπε να γίνει. —Ο Τρικούπης, ο Ψύλλας κι ο Πραΐδης, του είπαν, δώσανε τις παραιτήσεις τους. Η γνώμη μας όμως είναι να μην τις κάνουμε δεχτές, μα να δημοσιεύσουμε διάταγμα απόλυσής τους «ώς φανέντων άναξίων τής βασιλικής έμπιστοσύνης». Αυτό θα σταθεί ένα μάθημα για τους Έλληνες στο μέλλον. Φτιάσανε τα διατάγματα, και στις 16 του Οκτώβρη I. Βλέπε σ. 16.
253
ορκίστηκε το νέο υπουργείο. Γραμματέα της Επικρατείας, πρωθυπουργό δηλαδή, υπουργό των Εξωτερικών και προ σωρινό των Ναυτικών, βά)Λνε τον Μαυροκορδάτο που, όπως λέει ο Μάουρερ, «κατ'άρχάς ΰπεκίνει μέ πολύν ζήλον τήν δίκην»'. Το υπουργείο των Εσωτερικών το ’διναν, σύμφωνα πάλι με τον Μάουρερ, «είς τάς στιβαράς χέϊρας τοϋ Κωλέττη»*. Το υπουργείο των Οικονομικών το ’παίρνε ο Ν. Θεοχάρης, που ήτανε ως τότες νομάρχης Αττικής και Βοιωτίας. Στο υπουργείο των Στρατιωτικών έμενε ο Γερ μανός στρατηγός Σμαλτς, που όταν παραΰστερα, το Μάρ τη του 1834, διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στρα τού, αντικαταστάθηκε απ’ άλλον Γερμανό, τον Λεσουίρ. Εκεί όμως που οι αντιβασιλιάδες πέτυχαν τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση ήτανε στο πρόσωπο του γνώριμού μας γέρμανοσπουδαγμένου Κωνσταντίνου Σχινά. Τον διόρισαν υπουργό των Εκκλησιαστικών και Παιδείας και προσωρινό της Δικαιοσύνης, για να παίξει, καθώς θα δεις, το ρόλο όχι υπουργού μα δήμιου του Κολοκοτρώνη. Κι από τότες οι Βαβαρέζοι εγκαινίασαν το σύστημα της «τιμητικής εξορίας», που θα τ’ ακολουθήσει ο Όθωνας ως τα τέλη της βασιλείας του. Ο Τρικούπης «έξοστρακίζεται είς Λονδίνον»J πρεσβευτής στην αυλή του Αγίου Ιακώβου κι ο Ανδρέας Μεταξάς, που ήτανε νομάρχης Λακωνίας, διορίζεται πρόξενος στο Κάιρο. Επειδής όμως η Αίγυπτος και σιμά ήταν και πολλοί 'Ελληνες ζούσαν σ ’ αυτή, το μετανιώνουν και τον προστάζουν να μείνει στ’ Ανάπλι, ώσπου κι αυτόν, παραΰστερα, θα τον εξορίσουν στη Μασσαλία κι έπειτα πρεσβευτή στην Ισπανία. Στη θέση του νομάρχη Λακωνίας βάλανε τον υπουργό Πραίδη που απόλυσαν, και τον Ψύλλα τον διόρισαν νομάρχη Αττικής και Βοιωτίας. Εξόν από τούτες τις αλλαγές που ακολούθησαν το 1. Μάουρερ op. cit. τ. β , σ. 442. 2. Id. σ. 438. 3. Κυριακίδη op. cit. t. α", σ. 246.
254
πιάσιμο των αγωνιστών, αντικατάστησαν και τον νομάρχη Αρκαδίας, τον Κ. Ζωγράφο, που τον εξόρισαν κι αυτόν πρεσβευτή στην Πόλη, καθώς και τον γραμματέα της ίδιας νομαρχίας τον Κ. Μάνον, που τον ξαπόστειλαν δραγουμάνο στην ίδια αυτή πρεσβεία. Τους κατηγόρησαν πως δε φανέρωσαν το ζήλο που έπρεπε και δεν μπόρεσαν να μυριστούν τη φοβερή συνωμοσία που ετοίμαζε κάτω από τη μύτη τους ο Κολοκοτρώνης. Στη θέση τους διόρισαν νομάρχη τον Ψαριανό Αναγνώ στη Μοναρχίδη και διευθυντή τον Αδάμ Δούκα. Μα βγήκανε πάλι γελασμένοι, γιατί τον Μοναρχίδη θα τονε συναντήσουμε παραπέρα μάρτυρα υπεράσπισης του Κολο κοτρώνη, αποδείχνοντας έτσι στους ξένους πως σε τούτον τον τόπο υπάρχουνε γενναίοι και τίμιοι άνθρωποι, που βάζουνε την αλήθεια πιο πάνω από μια θέση κυβερνητική, ας είναι και νομάρχη.
Ο ΜΑΣΟΝ ΚΕΙΝΟ τον καιρό «ή κατηγορία δέν έχωρίζετο άπό τήν έξέτασιν», καθώς τα λένε οι νομικοί, και για τούτο χρέη ανακριτή έκανε ο εισαγγελέας, που τον ονομάζανε επίτρο πο της επικρατείας. Τη θέση αυτή στο εγκληματικό δικαστήριο του Αναπλιού δεν την κάτεχε κανένας δικός μας, μα ένας Σκοτσέζος, ο Εδουάρδος Μάσον, που και δικηγόρο μπορείς να τον πεις, και δικαστή, και φιλόσοφο, και ιεραπόστολο, και εισαγγελέα, και πάστορα, και πράχτορα της Αγγλίας βέβαια. Μια κι ο «εύγενής τούτος φιλέλλην», όπως τον ονομάζει ο Μάουρερ1 —κύλησε ο τζέτζερας και βρήκε το καπάκι— έβαλε μπρος όλη του τη μάθηση για να κόψει η γκιλοτίνα 1. Μάουρερ op. cil. τ. β , σ. 485.
255
το κεφάλι του Κολοκοτρώνη, ας δούμε από κοντά τι σόι άνθρωπος ήταν. Γεννήθηκε το 1800 στη Σκοτϊα. Σπούδασε στο πανεπι στήμιο του Aberdeen θεολογία, φιλοσοφία και νομικά. Έμαθε τ ’ αρχαία ελληνικά και κάτεχε τόσο καλά τα λατινικά, που υπερηφανευόταν πως μπορούσε να βγάλει εξάωρο λόγο σ’ αυτά. Το 1824 κατέβηκε στην Ελλάδα κι όπως είχε το ταλέντο για γλώσσες, γλήγορα κατάφερε να μιλάει και να γράφει στην εντέλεια τα νεοελληνικά. Ο Δραγούμης λέει πως το 1825 έδινε στο Ναύπλιο πέντε φορές τη βδομάδα μαθήματα φιλοσοφίας και πολιτικής οικονομίας1. Ο πραγματικός όμως ρόλος του ήτανε άλλος· στάθηκε διαλεχτό όργανο της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Ελλάδα. Ό τα ν το 1827 έφτασε στον τόπο μας ο τυχοδιώχτης ναύαρχος λόρδος Κόχραν, που οι πολιτικάντηδές μας τον παρουσιάζανε πως θα στεκόταν ο σωτήρας μας, ο Μάσον γίνηκε γραμματικός του. Βοήθησε κι αυτός, όσο πέρναγε από το χέρι του, ν’ αδικοχάσει τη ζωή του ο Καραϊσκάκης και να καταστραφεί το στρατόπεδό μας του Πειραιά στη μάχη του Ανάλατου. Στη δίκη του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, του δολοφόνου του Καποδίστρια, ο Μάσον στάθηκε δικηγόρος του, μια και τους Μαυρομιχάληδες τους έσπρωξαν οι Εγγλέζοι κι οι Φραντσέζοι να ξεκάνουν τον κυβερνήτη. «Ά πεκαλύφθη καί τότε δπαξ, ένώπιον τοΰ έλληνικοΰ λαοΰ» γράφει ο Κυριακϊδης «τής άγγλικής κακοηθείας τό θράσος, διότι ό αύτός άνήρ ό δγγλος Μάσσων δστις ώς δικηγόρος τοΰ Γεωργίου Μαυρομιχάλη, έπεζήτει τήν άθώωσιν αΰτοΰ, καίτοι είχε φονευθή δ άνώτατος δρχων τής χώρας, έπεζήτει τήν κεφαλήν τοΰ δαφνοστεφούς τής Πελοποννήσου στρατάρχου ώς ένόχου έσχάτης προδοσίας έπί τή εύτελεΐ κατηγορία δτι συνέταξε καί ύπέγραψεν άναφοράς πρός ξένην δύναμιν έναντίον τής υψηλής Ά ν τιI. Δραγούμη op. ci(. τ. α", σ. 179.
256
βασιλείας, ή δέ ξένη αύτη δύναμις, ή Βαυαρία, ήτο άκριβώς έκείνη ήτις διώρισε τήν ύψηλήν Ά ντιβασιλείαν»1.
Έπειτα από τη δίκη του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη για άρνηση υπηρεσίας, όπου σ ’ αυτή, καθώς θα δούμε, ο Μάσον εξευτελίστηκε, διορίστηκε εισαγγελέας στο στρα τοδικείο της Πύλου, κι έπειτα επίτροπος στο εγκληματικό δικαστήριο της Τριπολιτσάς. Αφού δικηγόρησε για μερι κά χρόνια στ’ Ανάπλι, πιο ύστερα, το 1841, τον έφτιασε ο Όθωνας καθηγητή της Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Δεν πολυκαίρισε όμως, γιατί έπειτα από την επανάσταση της Γ ' του Σεπτέμβρη 1843 ενάντια στην απολυταρχία και την ξενοκρατία, τον βγάλανε. Ο Όθωνας όμως τον διόρισε τον άλλονε χρόνο αρεοπαγίτη. •Το 1845 ξεκουμπίστηκε από την πατρίδα μας, πήγε στο Μπέλφαστ της Ιρλανδίας, οπού γϊνηκε καθηγητής της θεολογίας. Μα δε μας ξέχασε ποτές. Ύστερα από είκοσι χρόνια ξαναγύρισε. Γύρεψε να γίνει πάλι αρεοπαγίτης, ο Κουμουνδούρος όμως που ήτανε πρωθυπουργός αρνήθηκε να τον κάνει, μη θέλοντας νά τιμήσει τον άνθρωπο που έπαιξε ένανε τόσο άτιμο ρόλο στη δίκη που ανιστοράμε. Στα «Πρακτικά» βρίσκεται τούτη δω η σύντομη, μα τόσο χαραχτηριστική στην απλότητά της περιγραφή του Μάσον. « Ή περιβολή τοΰ άνδρός κατά τόν Σωλομώντα, τό βήμα τών ποδών του, ό γέλως τών όδόντων του καί οί λόγοι του παρουσίαζον είς τούς άπαντώντας τινά ήθικοφιλόσοφον. Και τωόντι μετ’ όλίγον ίρ χ ισε δημοσίως νά διδάσκη τήν πολιτικήν οίκονομίαν, τήν θεολογίαν καί την φιλοσοφίαν»2. Αυτόν λοιπόν τον «ηθικοφιλόσοφο» ιντελιτζενσερβίτη 1. Κυριακίδη op. cit. τ. α '. σ. 256-259. 2. «-Πρακτικά·· σ. 35.
257
με τη θεωρία επισκόπου και την καρδιά μυλωνά, μπιστεύτηκε ο Μάουρερ να ξετελειώσει το δικαστικό έγκλημα ενάντια στον ήρωα του Εικοσιένα. Και πραγματικά, φάνη κε άξιος μιας τέτοιας εμπιστοσύνης, όπως παραδέχεται κι αυτός ακόμα ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντι: « Ό είσαγγελεύς Μάσσων» γράφει «ό έμπαθής έκεϊνος πολέμιος τής ρωσσικής μερίδος καί τοΰ Κολοκοτρώνη, 6 ύπερασπισθείς τόν φονέα Γ. Μαυρομιχάλην, άνέπτυξε πυρετώδη δραστηριότητα, όπως δι’ ήλίου φαεινότερων άποδείξεων πεισθή ό έλληνικός λαός περί τής ένοχής τών κατηγορουμένων (.·.) Οΰτω δέ πάσα ή δίκη κατητάσσετο τουναντίον είς τήν σειράν τών συκοφαντικών έκείνων στρεψοδικιών, δι' ών αί μισηταί κυβερνήσεις προσπαθοΰσι νά άπαλλαγώσι τής όχληράς άντιπολιτεύσεως, καί καταπνίγουσι τόν έλεύθερον λόγον, πεποιθυίαι είς τό εύάγωγον τών δικαστών»1.
Ό σ ο για τον αντιβασιλιά Μάουρερ, που βρισκόταν πίσω από τον Μάσον, να τι γράφει γ ι’ αυτόν ο Εγγλέζος ιστορικός Φίνλεϊ: «’ Επέδειξε όργή τυράννου, λησμονήσας νόμο καί λογι κή πάνω στήν άδημονία του νά έπιβάλει τήν αύστηρότερη τιμωρία στόν Κολοκοτρώνη»2.
ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΑ με το νόμο έπρεπε μέσα σε 24 ώρες να φανερώσουν στους κατηγορούμενους την αιτία που τους 1. Μέντελσον-Μκαρτόλντι op. cit. τ. β". σ. 1544-1546. 2. Φίνλεϊ «Ιστορία της Ελληνικής εκαναστάσεως», ελλ. μετάφρ. τ. β ’,σ. 303.
258
πιάσανε. Περίμεναν τρεις ολόκληρους μήνες ώσπου να τη μάθουν. Ίσω ς να πεις πως αυτό ήταν παρανομία. Ε, για κάθε άλλη περίσταση θα ’τανε βέβαια, μα όχι και σ’ αυτή, για τέτοιους προδότες. Χρειάζεται κάποτες, για το καλό δα του τόπου, να κοιμούνται οι νόμοι. Και το περιστατικό που ανιστοράμε στεκόταν, ταιριαστά με τη δικαιοσύνη του Γερμανού νομοδιδάσκαλου Μάουρερ και του Εγγλέ ζου ηθικοφιλόσοφου Μάσον, ένα απ’ αυτά. Αφού λοιπόν ο επίτροπος ανασκουμπώθηκε να πετύχει μάρτυρες, τάζοντας, λαδώνοντας και φοβερίζοντας και στην προσπάθειά του αυτή, όπως παραδέχεται ακόμα κι ο πρεσβευτής της Πρωσσίας στ’ Ανάπλι Λούτζι, «αί παραλογώταται τών άδεσπότων φημών άνεζητήθησαν καί έλήφθησαν ώς μαρτυρίω κατά τοΰ Κολοκοτρώνη»', άρχισε τέλος τις ανακρίσεις των κατηγορουμένων. «Κατά πρώτον» σύμφωνα μ' όσα ανιστοράει ο πρωτοσύγκελος Φραντζής «έπήγεν είς τόν γέροντα Θ. Κολοκοτρώνην (...) Τό ν' άπέλβη ό κ. Μάσσων πρώτα είς τόν Θ. Κολοκοτρώνην προήλθεν ίσως έκ το(ΰ δτι ό Θ. Κολοκο τρώνης ήτον ε\ς έξ έκείνων οίτινες ήφάνισαν τήν πατρίδα μέ τήν άπελευθέρωσίν της άπό τάς όθωμανικάς χείρας»1.
'Οταν στο Ιτς Καλέ ο Γερμανός φρουρός άνοιξε την πόρτα του κελιού του Γέρου και μπήκε ο Μάσον, ήτανε ο πρώτος άνθρωπος που έβλεπε ο ήρωας, εξόν από τους δεσμοφύλακές του, έπειτα από τόσους μήνες. Το τι πάνω-κάτω ειπώθηκε ανάμεσα στον Μάσον και στον Κολοκοτρώνη το ξέρουμε από πρώτο χέρι, από τον Φραντζή, που ήτανε, καθώς είπαμε, κι αυτός φυλακισμέ νος3. Ο Μάσον, μόλις κάθισε στο σκαμνί που του ’φερε ο δεσμοφύλακας, άρχισε να παίζει την κωμωδία που είχε 1. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β -, σ. 1545. 2. Φραντζή «Επιτομή της ιστορίας της ανογεννηθεϊσης Ελλάδος», τ. γ". σ. 161-162. 3. Id.
259
προμελετήσει. Σούρωσε τα φρύδια του, πήρε ύφος τραγικό και κοίταξε περίλυπα τον Κολοκοτρώνη, γυρεύοντας να τον εντυπωσιάσει. —Γέροντα, του λέει, κουνώντας βαρυσήμαντα το κεφάλι του, τρομερά πράματα παρουσιάστηκαν που τ’ ανακάλυψε η κυβέρνηση. —Μπορώ να μάθω κι εγώ, τονε ρωτάει ο Κολοκοτρώ νης, αυτά τα τρομερά που ανακάλυψε η κυβέρνηση; —Ναι, του αποκρίνεται ο Μάσον, θα τα μάθεις. Επιθυμώ όμως να μην τ’ αρνηθείς και σου υπόσχομαι τιμίως, αν ομολογήσεις την αλήθεια, πως όχι μονάχα θα σε συγχω ρήσει η κυβέρνησις, αλλά και θα σε στεφανώσει μ' όσα αγαθά δε φαντάζεσαι. Φθάνει λοιπόν να πεις την αλήθεια και να μας βεβαιώσεις πως άλλοτες δε θ’ ανακατευτείς σε τέτοια κι η κυβέρνησις θα σ’ αγκαλιάσει και λαμπρά θα σε δοξάσει. Κι ο Φραντζής σημειώνει: «Λαμπρότητα ένταϋθα καί στεφάνους ένοοϋσεν ό κ. Μάσσων τήν προπαρασκευήν τής λαιμητόμου (γκιλοτίνα) υπό τήν όποίαν ήλπιζε νά θέση τόν θ . Κολοκοτρώνην, καί άλλους».
Μα ο Εγγλέζος πήρε από το Γέρο τη μόνη σωστή απόκριση στις παλάβρες που αράδιαζε. —Παράτα τα ταξίματα, του λέει, και πες μου τα φοβερά και τρομερά πράματα για να τα μάθω κι εγώ. « Ό δέ Μάσων μέ άπαραδειγμάτιστον υποκρισίαν φόβου καί τρόμου άπεκρίθη»: —Προπαρασκευάσατε αποστασίαν εναντίον της κυβερνήσεως και όχι μόνον είχατε τους Έλληνας έτοιμους για την αποστασία, αλλά εκάνατε και αναφοράν εις τον βασιλέα της Ρωσίας, γυρεύοντας τη βοήθειά του, δια να διώξετε την αντιβασιλείαν ή να βαστάξετε ένα από τα μέλη της. Είναι κι άλλα πολλά ακόμα κι όταν ιδώ τι θ’ απολογηθείς σ ’ αυτά, τότε σου λέγω και τα υπόλοιπα, συμβουλεύοντάς σε και τον τρόπο να τα διορθώσεις. 260
Ο Γέρος άκουγε τις παρλαπίπες του Μάσον χαμογελώ ντας. Σαν ξόφλησε με τα όσα είχε να πει και σώπασε, τονε ρωτάει: —Κύριε Μάσον, ξέρεις την ιστορία του λύκου και της προβατίνας; — Ό χ ι. —Ε, να σου την πω για να τη μάθεις. Κάποτες μια προβατίνα έπινε νερό σ’ ένα ρέμα. Παραπάνω απ' αυτή έπινε κι ένας λύκος. Σαν είδε την προβατίνα, γυρεύοντας αφορμή να τη φάγει, της λέει: «Μη μου θολώνεις το νερό». —Και τι σχέση έχουνε τα όσα σου είπα εγώ μ’ αυτή την ιστορία; —Τέτοια κολοκύθια με τη ρίγανη είναι κι αυτά οπού μου λες κι εσύ. Εμάς μας φαινόταν η μέρα χρόνος κι η ώρα μήνας, ώσπου να δούμε βασιλιά να πατήσει το χώμα της πατρίδας μας, γιατί αποστάσαμε, φτωχύναμε κι αφανι στήκαμε δέκα χρόνους στη σειρά. Αυτά λοιπόν τα κολο κύθια με τη ρίγανη φύλαξέ τα να τα πεις σε κανέναν άλλον κι όχι στον Κολοκοτρώνη. —Πώς να σε πιστέψω; Πιάστηκαν τα έγγραφά σας. — Ό ποιος τα ’γράψε ας δώσει λόγο. Εμένα λίγο με μέλλει! Κι ο Μάσον, βλέποντας πως δεν είχε τίποτα να πετύχει από τον πεισματάρη γέρο, έφυγε για να δει τι θα μπορούσε να ψαρέψει από τους άλλους φυλακισμένους. «Τήν δ’ έπιοΰσαν» γράφει ο Φραντζής «ό Μάσσων άπήλθεν είς τόν Δ. Πλαπσΰταν, είς τόν όποίον ώμίλησε τά αύτά, ήκουσε δέ δσα τφ είπεν ό Θ. Κολοκοτρώνης, είς άπάντησιν καί παρά τοΰ Δ. Πλαποΰτα, άλλά μέ Δλλας λέξεις· μετά δέ τόν Πλαποΰταν υπήγε καί εις δλους τούς δλλους δσοι ήσαν φυλακισμένοι είς τόν Ίτζκαλέ, εις τούς όποιους όμιλήσας τά αύτά, έλαβε τάς αύτάς παρά πάντων άπαντήσεις μέ δλλους μέν λόγους, τοΰ αύτοΰ δμως πνεύμα τος, καθότι δπαντες ήσαν άθώοι. Ά λ λ ’ ό Μάσσων Εκαμνε τάς Ανακρίσεις του μέ πολύ άργόν βάδισμα καθότι είχεν 261
άποστείλει πανταχοΰ ψευδαποστόλους διά νά τορνεύσβσι ψευδομάρτυρας, καί άργοβάδιζεν, ώστε νά λάβωσιν ο( ψευδαπόστολοι όσας έπερίμενε ψευδεπιπλάστους κατηγο ρίας· δταν δέ έτελείωσε τάς άνακρίσεις του είς τόν Ίτζκαλέ, άπήλθε καί είς τήν πόλιν Ναυπλίου, είς μίαν οίκίαν, όπού ήσαν όκτώ φυλακισμένοι· μόνον δέ έξ αύτών τόν Πρωτοσύγγελον Φραντζήν άφησε μέχρι τέλους χωρίς άνακρίσεως, καθότι δέν είχε τί νά προτείνη. Κατά δέ τόν Φεβρουάριον άπήλθεν ε(ς τό έπιθαλάσσιον φρούριον τού Ναυπλίου (Βούρτζι), καθ' δν καιρόν μετήγαγον έκ Τριφυλλίας τούς δύο αύτάδελφους ’Αναγνώστην καί Ά δά μ Παπά Τζοραίους, είς άπαντας δέ αύτούς ώμίλει τά αύτά, έπί τών αύτών περιστρεφόμενος, έλάμβανε δέ τάς ώς εΐρητε παρά πάντων, άθώας άπαντήσεις, ώς άθώων δντων!»1
Ανιστοράει ο Φραντζής κι ένα νόστιμο περιστατικό. Ανάμεσα σ’ όσους πιάσανε ήτανε κι ο Κώστας Κυριάκός από την Καλαμάτα. Ά μ α ο Μάσον τον ανάκρινε, του είπε: —Εσύ φαίνεσαι πιο αθώος από τους άλλους και θα σ ’ απολΰσω. Χάρηκε ο άνθρωπος και περίμενε ώρα με την ώρα να ’ρθεί το καλό μαντάτο, ν’ ανοίξει για δαύτον η πόρτα της φυλακής, να βγει να πάει στη δουλειά του. Μα ο καιρός περνούσε χωρίς να ’ρχεται το μπουγιουρντί. Πήρε χα,ρτΐ και καλαμάρι κι έγραψε... σε στίχους το παράπονό του στον Μάσον. Καμιά απόκριση. Ξαναδευτέρωσε το ποίημα, μα ο Εγγλέζος δε συγκινήθηκε μήτε απ’ αυτό. Δεν είχε, ως φαίνεται, το χιούμορ που χρειαζόταν να τον αφήσει ελεύθερο.
I.
262
Φραντζή op. cit.
164.
Ο ΘΟΔΩΡΑΚΗΣ ΓΡΙΒΑΣ
Απ· ΟΛΟΥΣ όσους φυλάκισαν ένας μονάχα τα μοϋτζωσε στην ανάκριση, ο Θοδωράκης Γρίβας. Ό τα ν πρωτάρχισα ν’ ανιστορώ τα περιστατικά της δίκης, σου είχα πει πως μια μέρα πριν οδηγήσουν στο Ιτς Καλέ τον Κολοκοτρώνη πιάσανε τον Θοδωράκη Γρίβα. Τοϋτο το περιστατικό στέκεται απ’ όσα μας κάνουν ν’ α πορούμε.- Πώς γίνεται, αναρωτιόμαστε, ο Γρίβας που τόσα τον χώριζαν από τον Κολοκοτρώνη, να βρεθεί μπερδεμέ νος στην ίδια υπόθεση μ’ αυτόν; Ό τα ν στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο σκοτώθηκε ο γιος του Κολοκοτρώνη, ο Πάνος, ο Θοδωράκης Γρίβας παντρεύ τηκε τη χήρα του μακαρίτη, που ήτανε κόρη της Μπουμπουλίνας. Παραΰστερα, όταν πια έπεσε το Μεσολόγγι, ο Θοδωρά κης Γρίβας με τους Ρουμελιώτες πήρε το Παλαμήδι σ τ’ Ανάπλι, μην τυχόν κι οι Μοραϊτες τα ταιριάξουν με τους Τούρκους και τους ξένους να λευτερωθεί μονάχα ο τόπος τους. Πέρασε τότες από τ’ Ανάπλι ανυποψίαστος ο Κολοκοτρώνης )Λ ο Γρίβας τον έπιασε. Του γύρευε τα διαμαντικά, τα χρυσοΰφαντα πανικά της Ίντιας και τις γούνες —πλιάτσικα στο πέσιμο της Τριπολιτσάς— που τα ’χε δώσει η Μπουμπουλίνα προίκα τάχατες της κόρης της στον πρώτο γάμο της κι όταν πέθανε ο Πάνος δεν της τα γύρισαν. Με τα πολλά ο Γέρος κι ο Γ ρίβας συμβίβασαν τη διαφορά τους, χωρίς όμως και να φιλιωθούν. Στον τέταρτο εμφύλιο πόλεμο του 1832, ο Γρίβας, φίλος του Κωλέτη, βρέθηκε στ’ αντίθετο στρατόπεδο του Κολο κοτρώνη, αρχηγός του «συνταγματικού» στρατού που συνάχτηκε στα Μέγαρα. Ενάμισυ μονάχα μήνα πριν πιάσουν τον Κολοκοτρώνη, ο Γρίβας δικάστηκε για τούτη δω την αιτία: στις 22 του Δεκέμβρη 1832 σκοτώθηκε στ’ Ανατολικό ο Γ. Πράσινος 263
«υποκάτω άπό τά πλέον σκληρά βασανιστήρια καί πόνους»'. Αυτουργοί λογαριάστηκαν δυο στρατιώτες του Γρίβα, ο Ε. Θέτας κι ο Δημ. Μανιάτης, που κατάφεραν να το σκάσουν. Η χήρα όμως του σκοτωμένου κι ο αντιπρεσβευτής της Ρωσίας στ’ Ανάπλι βαρόνος Ρούκμαν, γιατί ο Πράσινος ήταν «ρωσικός υπήκοος», κατηγόρησαν πως οι δολοφόνοι ξέκαναν τον Πράσινο έπειτα από εντολή του Γρίβα, που ρέχτηκε να βάλει χέρι στο βιος του. Τον πιάσανε λοιπόν κι αφού έμεινε πέντε μήνες προφυλακισμένος στο Ιτς Καλέ, στις 22 του Ιούλη 1833 γίνηκε η δίκη του στο Ανέκκλητο Εγκληματικό Δικαστήριο του Αναπλιού, αυτό που θα δικάσει και τον Κολοκοτρώνη. Η σύνθεσή του στεκόταν σχεδόν η ίδια. Πρόεδρος δηλαδή ο Αθ. Πολυζωίδης, εισαγγελέας ο Μάσον, μέλη ο Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Λουκόπουλος και Ανδρ. Πάικος. Τους δυο τελευταίους, καθώς θα δούμε, τους άλλαξαν σαν έφτασε η σειρά του Γέρου. Να με ποιον τρόπο ο «Ή λιος» περιγράφει τη δίκη του Γρίβα: «Ό λ ω ν τά δμματα (άμα μπήκε ο κατηγορούμενος) μίαν καί τήν αύτήν τάσ ιν 6 Θεόδωρος Γρίβας, τό ταχύ καί θαραλλέον βάδισμά του, ή ώχρότης τού προσώπου του, ή γενειάς του, αύτά μάς έκυρίευαν (...) Ποτέ είς τήν ' Ελλάδα δέν έπαρουσιάσθη ένώπιον τοΰ δικαστικού βήματος έγκαλούμενος τόσον μέγας καί συγκεντρώνων έπί τής κεφαλής του τόσην δόξαν, τόσην ευγνωμοσύνην τοΰ έθνους, τόσην άγάπην στρατιωτών, τόσην συμπάθειαν λαοΰ, δσην δ Συνταγματικός ’Αρχηγός τών Μεγάρων·»2.
Ο Γρίβας στην απολογία του είπε: —Αν ήμουνα φονιάς κι ήθελα να σκοτώσω για χρήματα, μπορούσα να σκοτώσω και να σφάξω όλους τους πλού σιους του Αναπλιού, όταν μπήκα σ ’ αυτό έχοντας στις προσταγές μου έξι χιλιάδες ασκέρι. 1. .. Ηλιος», αρ. II — 28.7.1833. 2. Id. αρ. 10 - 25.7.1833.
264
Η υπόθεση της δίκης στεκόταν, όπως βλέπεις, καθαρά εγκληματική. Ο συνήγορος όμως του Γρίβα, ο Νικόλαος Σκούφος που ο Μάουρερ τον μνημονεύει για συντάχτη του «Σωτήρα», της έδωσε πολιτικό περιεχόμενο. Φανατικός αντικαποδιστριακός, είπε πως ο αντιπρεσβευτής της Ρω σίας γύρεψε την καταδίωξη του Γρίβα, γιατί είναι εχθρός των Ναπαίων. Την αγόρευσή του την τέλειωσε με τούτη δω την αποστροφή, που έκανε τότες πάταγο και δημιούρ γησε διπλωματικό ζήτημα: —Τα τέρατα τέλος πάντων είναι όσοι, μη σεβασθέντες ούτε αυτάς τας αποφάσεις των τριών υψηλών Δυνάμεων, ηθέλησαν να ραδιουργήσουν εναντίον της εκλογής και αυτού του μυριοπόθητου Μονάρχου μας, και να διορίσουν τον Κύριον Ρικόρδον Πρόεδρον της Ελληνικής Επικρά τειας1. Ιδού τα τέρατα! Ιδού οι διακηρυγμένοι εχθροί της Ελλάδος!... Ο Γρίβας αθωώθηκε, το χτύπημα όμως του Σκούφου στο καποδιστριακό κόμμα και τη ρωσική πολιτική ενθουσίασε τους «συνταγματικούς». Κι ο «Ή λιος» έγραφε: « Ή Ελλάς ίγνώρισε τόν ρήτορά της»2. Ο αντιπρεσβευτής όμως της Ρωσίας —ήτανε πια ο φαναριώτικης καταγωγής Γαβριήλ Κατακάζης— ζήτησε ικανοποίηση. Κι ο «Ή λιος», γυρεύοντας να προλάβει κάθε ενέργεια της εκτελεστικής εξουσίας ενάντια στον Σκούφο, έλεγε τούτα δω τα τόσο σωστά: «Ε(ς τήν ’Ελλάδα at βάσανοι, α( δημεύσεις, α( έξορίαι είναι άπηγορευμέναι άπό τούς θεμελιώδεις νόμους τοΰ έθνους, καθώς καί εις δλα τά ευνομούμενα Εθνη (...) ΕΙς ένα πολίτευμα, δπου ό πολίτης ήμπορεϊ νά παιδευθή, χωρίς πρότερον νά κριθή καί νά καταδικασθή άπό τούς νόμους, έκεΐ δχι δικαιοσύνη, δχι ελευθερία, άλλ’ οΟτε ή 1. Ο Ρίκορντ ήτανε ναύαρχος του ρούσικου στόλου της Μεσόγειου. Έ πειτα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι Ναπαίοι γύρεψαν να τον κάνουν πρόεδρο και να μη φέρουν βασιλιά. 2. « Ηλιος», αρ. 10 - 25.7.1833
265
σκιά των δέν υπάρχει»1.
Η κυβέρνηση όμως ικανοποίησε τον Κατακάζη και στις 29 Αυγούστου 1833, δηλαδή λίγες μονάχα μέρες προτού πιάσουν τον Κολοκοτρώνη, διαβάζουμε στον Ή λ ιο : «Σήμερον άκοΰομεν μέ λύπην, δτι 6 κύριος Νικόλαος Σκούφος διετάχθη παρά τής έπί τού δικαίου Γραμματείας, νά παύση δι’ έξ μήνας των συνηγορικών χρεών του»:.
Έπειτα απ’ όλ’ αυτά πώς γίνεται ο Γρίβας να ’χε την παραμικρή μπερδεψοδουλειά σ ’ ένα κίνημα που αρχηγός ήτανε, ας πούμε, ο Κολοκοτρώνης; Είναι ολοφάνερο πως αυτό στεκόταν ολότελα αφύσικο. Κι όμως, τόνε ρίξανε στα σίδερα τον Γρίβα. Και κάνανε καλά. Γιατί έτσι πέτυχαν έναν κατηγορούμενο που θα γίνει... μάρτυρας κατηγορίας! Ναι, τέτοια σατανικά πράματα σκαρφίστηκε ο ηθικοφιλόσοφος Μάσον, για να προκόψει στον τόπο μας η δικαιοσύνη. Έ τσι απ’ όλους όσους πιάστηκαν μονάχα ο Θοδωράκης Γρίβας έκανε επιβαρυντική κατάθε ση. Κι επειδής δεν πρόκειται τίποτις να κρύψουμε, μια και δε γυρεύουμε να βγάλουμε με τα ψέματα αθώους τους κατηγορούμενους, θα δημοσιέψουμε την κατάθεση του Γρίβα όπως βρίσκεται στην εφημερίδα «Σωτήρας»^. «"Οταν ήρθε δ Φιτσώρη^ πέρυσι στ’ ’Ανάπλι» είπε ο Γρίβας στην κατάθεσή του «μοΰφερε ένα γράμμα άπό τό γαμπρό του Τσάμη Καρατάσο, δπου μέ ρώταγε άν θέλω ν’ αρραβωνιάσω τό γιό μου μέ τή θυγατέρα τοΰ Μαμούρη. Ξέτασα τόν Φιτσώρη άν στάλθηκε γΓ αύτή μονάχα τήν αίτία στ’ ‘Ανάπλι. »—Ή ρθα, μ’ άποκρίθηκε, νά πάρω ένα σπαθί που είχα 1. -Ή λ ιος», αρ. 15 — 11.8.1833. 2. Id. αρ. 20 — 29.8.1833. 3. Αρ. 38 — 27.5.1834.
266
άφήσει στη Βελέντζα καί νά δώσω Ενα γράμμα στόν Κώστα Δούκα. Αύτά δλα μού τάκε μπροστά σέ είκοσι άνθρώπους. » Ό γιός τοΰ πρόξενου τής Ρωσίας Βλασόπουλος1, μοΰ είπε μιά μέρα νά πασκίσω μέσον τοΰ μινίστρου-' τής Ρουσίας νά φιλιωθώ μέ τόν Κολοκοτρώνη. »—Τί άνάγκη, τοΰ άποκρίθηκα, νά πάγω στόν πατέρα σου καί ν’ άνταμωθώ μέ τόν μινίστρο, ένώ ίσαμε χτές γύρευαν νά μέ κρεμάσουν; »—Δέν ξέραμε τί άξίζεις, Γρίβα, κι άμποτες νά σ' Ιχαμε •πρωτύτερα άγκαλιάσει. Ά μποτες νά μάς είχες άκούσει κ’ έσύ δταν στείλαμε στό Ά ρ γ ο ς τόν σεκρετάριο τοΰ μινίστρου νά σ ’ άνταμώσει. Κι άμποτες νάρχόταν ό ίδιος ό πατέρας μου τότες νά σ ’ άνταμώσει, γιατί θά κατόρθωνε βέβαια νά σέ γυρίσει στηριγμένος στην παλιά φιλία του μέ τόν δικό σου πατέρα. "Ο,τι δμως δέ γίνηκε τότες μπορεί νά γίνει τώρα- ν’ άκούσεις τόν πατέρα μου, νά ένωθεϊς μέ τόν Κολοκοτρώνη καί νά γυρίσεις μέ τό μέρος μας. Το βλέπεις δά πώς χάσατε τά δικαιώματά σας, τά αιματά σας, τα βραβεία σας. Ά ν ήσουνα έξ άρχής μέ τό μέρος μας θάχες τώρα δέκα καρότσες νά περιπατάς καί βραβεία άπό ιή Ρουσία. »— Καί τί άποθυμάτε πάλι νά κάνουμε; τόν ρώτησα. Νά χαλάσουμε ξανά τόν κόσμο καθώς άλλες φορές; »—Δέ σάς άφήνουμε τώρα, μοΰ είπε, νά χαλάσετε τόν κόσμο έπειδή έχετε μεγάλους ύπερασπιστές. Κ’ έπειτα έμείς θά ξοδεύουμε κι δταν τά στρατεύματα έχουν δσα χρειάζουνται, τότε κρατιέται ή εύταξία καί δέ γίνεται καμμιά κατάχρηση. »—Σάς παρακαλώ, τοΰ άπάντησα, λείψετε άπό μένα καί σέ τέτοια δέ μπερδεύουμαι πιά. Τώρα έχουμε θρόνο. Ά ν αύτός θέλει άς μού δώσει νά ζήσω, άν δέ θέλει ξέρω νά ζήσω καί φτωχός. Ά π ό καρότσες συνηθισμένος δέν είμαι. 1. Ο Κωνσταντίνος Βλασόπουλος. Πατέρας του ήτανε ο Ιθακήσιος Ιωάννης Βλασόπουλος πρόξενος της Ρωσίας στην Πάτρα, που τόσες υπηρεσίες πρόσφερε στην κήρυξη της επανάστασης, όταν κατάφερε τον Αλήπασα να ξεσηκωθεί ενάντια στον σουλτάνο. 2. Του ιρααβευπί.
267
»Μιάν άλλη μέρα ήρθε σ’ έμένα 6 Ν. Μαυρομμάτης1καί μοΰ πρότεινε νά ένωθώ μέ τόν Κολοκοτρώνη. »—Νά ένωθεΐτε, μοΰ είπε αυτολεξεί, τά δυό θήτα2 γιατί άπό τή διχόνοιά σας χάσατε τά δικαιώματά σας καί θά χαθείτε κ' έσεΐς. »—Καί τί νά κάνουμε νά ένωθοΰμε τώρα; τοΰ άποκρίθηκα. Δέν είμαστε ένωμένοι δταν ίπρεπε. »—'Οσο θδσαστε χώρια ό θρόνος δέ θά σάς δίνει τίποτα. Όταν ένωθήτε κάνετε μιά άναφορά καί ζητάτε τά δικαιώματά σας κι ό θρόνος είναι ϋποχρεωμένος νά σάς τά δώσει. Κι άν δέ σάς τά δώσει, τό ξανακάνετε πάλι: Τ' εί χες, Γιάννη; τ’ είχα πάντα! »—Κύριε Μαυρομμάτη, τοΰ άπάντησα, ένάντια στό θρόνο δέ μπορώ νά συμφωνήσω. Γιά τήν έλευθερία καί τό θρόνο παιδευτήκατε τώρα δεκατρείς χρόνους. Λείψετε λοιπόν άπό μένα». Ο Γ ρίβας ρωτήθηκε από τον ανακριτή αν στην ομιλία που είχε με τον Βλασόπουλο βρισκόταν κανείς άλλος μπροστά. Αποκρίθηκε πως ήτανε ο Μεσίτης Πάκμορ. «Ό λ’ αύτά», πρόσθεσε ο Γρίβας «τά έκοινοποίησα είς τόν κ. Κωλέτην, πού μοΰ είπε νά πάγω νά τά κοινοποιήσω στόν κόντε Άρμανσπεργκ. Τά κοινοποίησα καί στόν στρατηγό ’ Εϊντεκ, πού μοΰ είπε νά ήσυχάσω καί νά φυλάγω τόν χαραχτήρα μου. Τά έκμυστηρεύθηκα καί στόν κ. Μάσσονα καί στόν κ. νομάρχη Άργολίδος’. Νά 1. Ο Νι κόλας Μαυρομμάτης καταγόταν από την Ακαρνανία. Το 1819 κυνηγήΟηκε αϊτό τον Αλήπασα κι έφυγε για τα Εφτάνησα, όπου τον πήρε γραμματικό του ο Καποδίστριας, που ήτανε τότες υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας κι είχε κατεβεί στην Κέρκυρα να δει τον γέρο πατέρα του. 'Οταν ο Καποδίστριας ήρθε κυβερνήτης, έφερε μαζί του και τον Μαυρομμάτη και του εμπιστεύτηκε διάφορα σημαντικά πόστα. Παραΰστερα. το 1843, πήρε μέρος στην επανάσταση της Γ' Σεπτεμ βρίου κι ήτανε ένα από τα μέλη που η εθνοσυνέλευση όρισε να φτιάσουν το σύνταγμα. Καθώς βλέπεις λοιπόν, ο Μαυρομμάτης στεκόταν φανατικός Ναπαίος. 2. Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης κι ο Θοδωράκης Γρίβας. 3. Τον Μαύρο.
268
σημειώσετε άκόμα, πώς ό ’ Ανδρέας Πάκμορ κι 6 γιός τοΰ κ. Βλασόπουλου μοΰ είπαν στήν όμιλία τους, πώς συμφέ ρει σ ’ αυτή τήν έποχή νά θανατωθούν ό Μαυροκορδάτος κι ό Κωλέτης. Τά λόγια αυτά τά είπα άμέσως στόν Κωλέτη».
Ίσω ς όμως παρατηρήσεις πως, ακόμα κι αν πάρουμε γ ι’ αληθινά όλα όσα είπε ο Γρίβας, σε τίποτα αυτά δε βαραίνουν τον Κολοκοτρώνη, μια και δεν υποστήριξε πως είτε ο Βλασόπουλος είτε ο Μαυρομμάτης πήγαν και τον βρήκαν από μέρος του στρατηγού. Έ χεις δίκιο. Αυτό όμως δεν εμποδίζει να ’ναι ακόμα πιο σατανική η κατάθε σή του, όπως παρουσιάζει πως πίσω απ’ όλη τούτη την αναταραχή βρισκόταν μπερδεμένη μια ξένη δύναμη, η Ρωσία, που όργανό της γύρευαν να βγάλουν τον Κολοκο τρώνη, για να δικαιολογηθεί η καταδίκη του για εσχάτη προδοσία. Ολοφάνερο στέκεται πως ο Γρίβας, με την κατάθεσή του, εκδικιόταν τον πρεσβευτή της Ρωσίας για την τόσο πρόσφατη καταδίωξή του απ’ αυτόν. Κι αυτό, ανεξάρτητα απ’ όποιο άλλο περιστατικό, μας την κάνει ύποφτη. Ό πω ς και να ’ναι, αυτή στάθηκε η κατάθεσή του και γι’ αυτή «ταχείας ήμείφθη» καθώς γράφει σωστά ο Κανδηλώρος1. Πιο ύστερα βέβαια ο Γρίβας στάθηκε θανάσιμος εχθρός του Όθωνα και των Βαβαρέζων. Καταδιώχτηκε πολλές φορές ώσπου στις 4 του Οχτώβρη 1862 έδωσε στη Βόνιτσα το σύνθημα της εξέγερσης που έριξε από το θρόνο του τον Όθωνα.
I. Κανδηλώρος «Η δίκη του Κολοκοτρώνη», σ. 137.
269
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΜΑΟΥΡΕΡ Κ Α Μ Π Ο ΣΟ Ι είναι κείνοι που παινεύουν την οργάνωση της δικαιοσύνης από τον Μάουρερ. Μπορεί βέβαια οι κώδικές του να ’χουνε έξω τόπου και χρόνου, σαν νομικά συγγράμματα να πούμε, κάποιες αρετές. Μα μια κι «ή περί δικαστηρίου νομοθεσία συνετάχθη έν Βαυαρία πρό τής καθό δου ετι τών Αντιβασιλέων» γίνεται φανερό πως γκρεμός χώριζε τη θεωρία από την πραγματικότητα. Η κατηγορία λοιπόν ενάντια στον Μάουρερ ότι «νόμους προσήκοντας τοΐς Γερμανοϊς έφαντάζετο νά έπιβάλη τώ έλληνικψ εθνη άλλα ήθη καί έθιμα εχοντι»1, στέκεται σωστή. Ο Κρέμος, γυρεύο ντας να δώσει συχωροχάρτι στον Μάουρερ γ ι’ αυτό, γράφει ότι «άπέβλεπεν ούχί είς τό παρόν, άλλ' είς τό μέλλον τοΰ ελληνικοΰ έθνους»2. Ξεχνάει δηλαδή την τόσο απλή αλήθεια, πως τα έθνη δεν κυβερνιούνται με νόμους που θα ταιριάζουν σε μια αυριανή τυχόν πραγματικότητα, μα στη σημερινή. Για να σου τ’ αποδείξω, σου φέρνω για παρά δειγμα τούτο δω το περιστατικό: μαστόρεψε στα χαρτιά όσο μπορούσε πιότερα δικαστήρια, όταν όμως θέλησε να τα βάλει σε πράξη, είδε πως δεν υπήρχαν τόσοι δικαστές. Άρπαξε τότες όποιονε βρήκε μπροστά του κι ας μη σκάμπαζε τίποτα από τούτη τη δουλειά. Στη Χαλκίδα διόρισε εφέτη... ένανε σημαιοφόρο του βαβαρέζικου στρα τού! «Είδομεν» γράφει η Εποχή «άνθυκασπιστάς Γερμανούς αυτοσχεδιαζόμενους δικαστάς, άλλους διοριζόμενους είς τόν αυτόν κλάδον καί θέλοντας νά δικάσουν καί τούς "Ελληνες άκό μόνην τήν ίποψιν τών φυσιογνωμιών έπειδή ή άγνοια τής ' Ελληνικής γλώσσης καί τής νομοθε σίας μας, δέν τοΐς έπέτρεκε νά λάβουν βαθυτέραν γνώσιν 1. Κρέμου op. cit. τ. δ". σ. 1034. 2. Id.
270
τών έγκληματικών υποθέσεων. ’Εντός τής 'Ελλάδος οΐ "Ελληνες μέλλουν νά δικάζωνται άπό ξένους!*1.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, τόσο την αστική όσο και την ποινική δικαιοσύνη τη βγάζανε πέρα οι δημογέρο ντες κι οι μητροπολίτες. Οι αποφάσεις τους ήτανε διαιτη τικές κι οι αντίδικοι, αν δεν τις δέχονταν, πάγαιναν στον κατή που δίκαζε σύμφωνα με τον ιερό μωαμεθανικό νόμο, τον Σερή. Η τέτοια δικαιοσύνη στεκόταν, βέβαια, λειψή κι άδικη σε πολλά. Είχε όμως ένα μεγάλο καλό: ήτανε απλή, ευκολοπλησίαστη και κατανοητή στο λαό. Ξαφνικά ο Μάουρερ του ’φερε τον ναπολεόντειο εμπορικό κώδικα και μια πολύπλοκη ποινική κι αστική δικονομία που απ’ αυτές τίποτα δεν καταλάβαινε, καθώς στέκονταν «προϊόντα τών ευρωπαϊκών νομοθεσιών, οΰχί δέ Αποτελέσμα τα πείρας καί γνώσεως τοΰ ελληνικού χαρακτήρος»2. Το μόνο που ξεχώρισε ο κοσμάκης ήτανε πως τα όργανα της εξουσίας κι ο κάθε γραμματιζούμενος ανοιχτομάτης μπόραγαν να «τον τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί» και πάγαινε χαμένος. «ΟΟτω δέ πραγματικώς κατήντησεν» παραδέχεται ο συμπατριώτης του Μάουρερ Γερμανός ιστορικός «ώστε οΐ Τούρκοι καδήδες, οίτινες έδίκαζον πρώην κατά τό Κοράνιον, τήν Μουλτέκαν καί πρός παντός κατά τόν όρθόν νοΰν, περιεβλήθησαν φωτεινήν τινά αίγλην έν τή πλήρει πόθου άναμνήσει τού έλληνικοΰ λαοΰ, άπένίχντι τών Βαυαρών βασιλικών δικαστικών ύπαλλήλων, ών ή γλώσσα καί ή άξεστος πολλάκις καί άλαζών βαυαρική άγροικία προσέβαλλε τάς τε παραδόσεις καί τά ήθη τοΰ έλληνικού λαού»1.
Και μια έκθεση της αυστριακής πρεσβείας του Φλεβάρη του 1835 βεβαιώνει πως ολότελα απότυχε το σύστημα της 1. -Εποχή», αρ. 14 — 11.11.1834. 2. Ευαγγολίδη «Ιστορία του ΌΟωνος», σ. 765. 3. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β ', σ. 1516-1517.
27 !
δικαιοσύνης που έστησε στον τόπο μας, αντιγράφοντας ξένα πρότυπα, ο Μάουρερ. « Ελάχιστη», έλεγε, «είναι άκόμη ή είς τά νέα δικαστήρια Εμπιστοσύνη- οί δέ νόμοι εΐσίν ετι πάντη ξένοι είς τόν λαόν». Κι από τότες ρίζωσε το κακό στον τόπο μας να χαιρόμαστε νόμους με το τσουβάλι και δικηγόρους όσους αναλογικά δε βρίσκεις σ’ άλλονε τόπο κι όμως να λογα ριάζει ο κοσμάκης μεγάλη συμφορά του να ’χει μπλεξίμα τα με τη δικαιοσύνη. Αντί να τη δει προστάτιδά του, την πήρε για μπαμπούλα.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΑΜΕΣΑ στα δικαστήρια που σκάρωσε ο Μάουρερ ξεχώριζαν τρία εγκληματικά, που οι αποφάσεις τους ήτανε ανέκκλητες. Τα 'φτιασε ωσάν έκτακτα με δίμηνη ζωή, μα κράτησαν πιότερο από ’να χρόνο. Το εγκληματικό δικαστήριο του Αναπλιού, που δίκασε τον Κολοκοτρώνη, συγκροτήθηκε τον Φλεβάρη του 1833, μόλις δηλαδή οι Βαβαροί ξεμπάρκαραν στον τόπο μας κι όταν υπουργός της Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση Τρικούπη ήτανε ο Χρ. Κλωνάρης, ο συνήγορος του Πλαπούτα στη δίκη. Πρόεδρο του δικαστήριου βάλανε τότες τον Γ. Πραΐδη, επίτροπο της επικρατείας, εισαγγε λέα δηλαδή, τον Μάσον και δικαστές τον Γ. Αθανασίου, Αλ. Λουκόπουλο, Σπ. Βαλέτα και Δ. Σούτσο. Στις αρχές του Απρίλη 1833, ανασχηματίστηκε το υπουργείο Τρικούπη κι ο Πραίδης γίνηκε υπουργός της Δικαιοσύνης. Πρόεδρο στη θέση του διόρισαν τον Αθανά σιο Πολυζωίδη. Αντικατάστησαν τον Αθανασίου και τον Βαλέτα και βάλανε τον Γεώργιο Τερτσέτη και τον Ανδρέα Πάικο. Ά μ α λοιπόν άρχισε τις ανακρίσεις ο Μάσον και 272
«συνήλθεν είς Ναύπλιον^εν μέρος άρκετών ψευδομαρτύρων»1, δημιουργήθηκε ζήτημα ποιο δικαστήριο έπρεπε να δικά σει τους κατηγορούμενους. Ο Μάουρερ υποστήριξε πως έπρεπε να φτιάσουνε στρατοδικείο, «διά νά τούς πέμψη είς τόν άδην μίαν ώραν προτήτερα»2. Ο πρωθυπουργός όμως Μαυροκορδάτος αντιβγήκε σ’ αυτό. Είπε πως «έπειδή τό στρατιωτικόν τής 'Ελλάδος κατηργήθη μετά τήν άφιξιν τοϋ βασιλέως, οί δέ έν τή φυλακή όντες νομίζονται καί είναι άπλοι πολΐται, διά τοΰτο άναγκαίως έπεται νά δικασθώσιν άπό πολιτικόν καί όχι στρατιωτικόν Δικαστήριον, καθότι άλλως ό έξω κόσμος θέλει καταδικά σει αΐώνίως τήν άδικίαν αύτήν»·’.
Με τα πολλά, πέσανε σε τούτον εδώ το συμβιβασμό: να κριθούν ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας από το εγκλη ματικό δικαστήριο του Αναπλιού, αφού όμως το ανασχηματίσουν για δεύτερη φορά, να ’ναι σίγουροι πως η σύνθεσή του θα στεκόταν ολότελα εχθρική στους κατηγο ρούμενους. Από τους πέντε δικαστές που το απαρτίζανε είχανε απόλυτη εμπιστοσύνη στους τρεις· στον πρόεδρο Πολυζωίδη, στον Τερτσέτη και στον Σούτσο, γαμπρό από αδερφή του υπουργού της Δικαιοσύνης Σχινά. Ύποφτους λογά ριαζαν τον Λουκόπουλο και τον Πάικο, όχι για τίποτις άλλο, μα για τα πολιτικά τους φρονήματα. Ή τανε Ναπαίοι. Τους αντικατάστησαν λοιπόν με δυο φανατικούς αντικαποδιστριακούς, τον Φ. Φραγκούλη και τον Α. Βούλγαρη. Για όλη τούτη τη μανούβρα, να σκαρώσουν τη σύνθεση του δικαστή ριου έτσι που να ’ναι σίγουροι πως θα σταθεί καταδικαστική, άκου τι γράφουν τα προλεγόμενα των «Πρακτικών»: 1. Φραντζή op. cit. τ. γ", σ. 165. 2. Id. 3. Id.
273
«Ά φ οΰ έσυλλήφθησαν ol έγκάλούμενοι όπλαρχηγοί, μεταθέτει (η κυβέρνησης τήν παραμονήν τής δίκης, χωρίς οΰδένα νά Ιχη λόγον, δύο τών μελών αύτοΰ, ώς μή όντα μέ τούς κατηγουμένους πολιτικώς έχθρά· ένώ κατά τήν λοιπήν διαγωγήν όχι μόνον ήσαν άμεμπτα καί τιμιότητος πολλά γνωστής, άλλά τών δύο μάλιστα ό εις, ό κύριος Πάϊκος, διά τάς νομικάς του γνώσεις, έχρημάτισεν άκολούθως έπί τοϋ Βασιλέως τόσα έτη κατά συνέχειαν έπί τής δικαιοσύνης τής Έπικρατείας Γραμματεύς1, ό δ’ Iτερος, ό κύριος Λουκόπουλος, διά τό εύσυνείδητόν του, μέλος τών έν Ναυπλίω έφετών, δν καί μή τό έπάγγελμα νομικός· άντικαθιστά δ’ αύτά τά μέλη άπό άνθρώπους όμολογουμένως έχθρικώς έχοντας, μέ τούς μέλλοντας νά δικασθώσιν ΰπ’ αύτών στρατη γούς· χωρίς νά έχουν ούδέ γνώσεις νομικάς, ουδέ τήν άπαιτουμένην βαρύτητα, διά να μή ειπωμεν άλλο τι, τήν όποίαν ά π ήτει,. Ιτι μάλλον είς τοιαύτην περίστασιν είδικήν, ή ίερότης τοΰ δικαστοΰ· άντικαθιστά δέ λαβοΰσα μάλιστα τόν ένα άπό τήν Γραμματείαν τών έσωτερικών όπου εΐργάζετο ώς γραφεύς, δηλ. τόν κατέστησε δικαστήν ώς άνθρωπον τοϋ πνεύματος τής ’Αρχής (...) Δεικνύει (η ενέργεια αυτή) καθαρά τήν πρόθεσιν τής τότ’ εξουσίας, ήτις έζήτει νά εύρη έχθρούς τών έγκαλουμένων, διά νά τούς κάμη δικαστάς αύτών»2. Κι εδώ βρίσκεται από τη μια το κατάντημα κι από την άλλη το μεγαλείο της δικαιοσύνης. Το πρώτο βέβαια ρίξε το μαζί με την αποδέλοιπη- σαβούρα, που είχε σωριάσει στ’ αμπάρια του καραβιού μας η τυραννία των Βαβαρέζων κι η κυβέρνηση που χόρευε στο σκοπό του βιολιού τους. Αν όμως αποθυμάς να τιμήσεις το μεγαλείο της δικαιοσύ νης, τότες γράψε με χρυσά γράμματα σ ’ όλες τις αίθουσες 1. Υπουργός της Δικαιοσύνης. 2. «Πρακτικά», σ. λ β '-λ δ '.
274
των δικαστηρίων μας τα ονόματα των δυο δικαστών, του ΓΙολυζωίδη και του Τερτσέτη. Η αντιβασιλεία τους λογά ριαζε σαν τους πιο φανατικούς εχθρούς των κατηγορουμέ νων. Μα εκείνοι ψήλωσαν μέσα τους βασιλιά τη συνείδη σή τους. Και τότες αρνήθηκαν να γίνουν όργανα της αυθαιρεσίας, αρνήθηκαν να υποκύψουν στις απειλές, αρ νήθηκαν να λυγίσουν στα ταξίματα, αρνήθηκαν να γίνουν συνεργοί σ ’ ένα δικαστικό έγκλημα. Από δικαστές σκοπι μότητας που τους ήθελαν, ορθώθηκαν δικαστές υπεύθυνοι αντικρύ στην ιστορία του τύπου μας. Πρόσεξε, αγαπητέ μου αναγνώστη, τούτη την κουβέντα κου θα σου πω κι είμαι σίγουρος πως στο τέλος θα τη βρεις κι εσύ σωστή. Σε τούτη την ιστορία που ξετυλίγεται μπροστά μας, ήρωες δεν είναι οι δυο στρατηγοί του αγώνα, ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας, μα οι δυο δικαστές, ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης. Εκείνοι νίκησαν τον Τούρκο δυνάστη. Κι είναι άξιοι της ευγνωμοσύνης μας. Αυτοί νίκησαν την αδικία που γύρευαν οι ξένοι να τη μασκαρέψουν σε δικαιοσύνη, για να μας κυβερνούν σαν δούλους.
ΑΙΤΗΣΗ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΣ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ αλλαγή στη σύνθεση του δικαστήριου παραήταν χοντρή. Οι συνήγοροι βάζουν τον Κολοκοτρώ νη και τον Πλαπούτα να υπογράψουν τούτη δω την αίτηση εξαιρέσεως των δικαστών Βούλγαρη και Φραγκού λη, επειδή πριν αρχίσει η δίκη κι οι δυο τους «έξέφρασαν γνώμην καταδικαστικήν»: Πρός τό έν Νανπλίω Διχαστήριον Ό εγκληματικός νόμος είναι τόσον φιλάνθρωπος πρός τούς έγκαίουμένους, όσην αυστηρότητα δ εικνύει πρός τούς έγκα-
275
λοΰντας· ή λόγος είναι άπΑοΰς· παντού ή ευνομία πρεσβεύει τό περίφημον αξίωμα, ότι είναι π ρ οτιμίτερ ο ν νά σωθούν πολλοί ένοχοι παρά νά καταδικασθή ένας άθώος. Καί τώ όντι τί Φρικτώτερον άλλο παρά τό νά φαντασθή ή μάλλον νά Ιδη ό άνθρωπος τήν αθωότητα βασανιζομένην ή συρομένην είς τόν τόπον τής καταδίκης! Ά λ λ ’ άν ό εγκληματικός νόμος ήναι γενικώς ήπιος, πόσον μαλακώτερος άκόμη δέν γίνεται όταν ήναι λόγος περί πολιτικών έγκαλέσεων, ώς ή προκειμένη καθ' ημών! (...) Διά τών λόγων τούτων δέν θέλομεν νά έξαιρέσω μεν τό δικαστήριον, είς τό όποιον ό Κύριος Επίτροπος τής Έπικρα τεία ς ε'ισαξε τήν δίκη μας. Οί λόγοι ούτοι σκοπόν έχουν μόνον ν' άποδείξουν πόσα καί όποια προνόμια χορηγεί ό νόμος είς τούς κατηγορουμένους διά πολιτικά εγκλήματα. Δέν θέλομεν άκόμη νά παρατηρήσωμεν, ότι, καθ' ήν έκαστος έχ ει γνώοιν δημοσίαν (notoriete publique) τό δικαστήριον τοϋτο είχ ε συστηθή διά δύο μόνον μήνας- άντί δύο παρήλθον τέσσερεςάντι δύο έφθασαν έξ- άντί δύο έπέρασαν όκτώ καί δέκα- τέλος άντί δύο έσυμπληρώθη καί έτο ς ολόκληρον. "Οσοι καί όποιοι άν ήναι οί λόγοι, τούς όποιους ήμποροϋμεν νά έχωμεν είς άμφιοβήτησιν τής άρμοδιότητός του, ήμεϊς δεχόμεθα προθύμως τήν δικαιοδοσίαν του, φ θάνει μόνον νά φέρη σύνθεσιν έννομον. Δέν ζητοϋμεν άκόμη ούδέ άναιτιολογήτους έξα ιρέσεις, έξα ιτούμ εθα μόνον, ό,τι ή δικαιοσύνη δέν άρνεϊται διά πάν δικαστήριον τακτικόν ή έκτακτον: αίτιολογημένην έξαίρεσιν δικαστών- καί διά τοϋτο άρχόμεθα νά δώσωμεν τούς άποχρώντας λόγους. (...) Είναι άρα γε δίκαιον νά κριθοϋν άνθρωποι κατηγορούμενοι διά πολιτικά έγκλήματα, καί ταϋτα φέροντα ποινήν θανάτου, άπό δικαστάς άνήκοντας είς τό έναντίον κόμμα; Δέν είναι άρα γε κίνδυνος νά τούς σύρουν είς προφανή καταδίκην; Τούλάχιστον, καί δικαίαν άν ύποθέσωμεν τήν άπόφασιν τοιούτοϋ δικαστηρίου, πάντοτε ή δικαιοσύνη θέλει καταντήσει ύποπτος. Διά τήν άσφάλειαν τών έγκαλουμένων, διά τήν τιμήν τής δικαιοσύνης, πρέπει έ ξ άνάγκης τό Δικαστήριον νά ήναι μικτόν-
πρέπει τουλάχιστον δύο έκ τών πέντε Δικαστών νά μήν ήναι έκ τοϋ έναντίου ημών κόμματος- έξα ιτούμ εθα τέλος δικαστικήν σύνθεσιν, όποια ύπήρχε κ α θ 'ό ν καιρόν έσυλλήφθημεν καί έπεκράτησεν άρκετόν άκόμα διάστημα. Ή α'ιτησίς μας είναι βέβαια τόαον δίκαια, όσον μετρία. Ά ν ό Νόμος προσψέρη τάς πλείονας άοφαλείας είς τούς έγκαλουμένους, ήμεΐς στέρνομεν είς τάς όλιγωτέρας. Ήμπορεί δρα γε ή δικαιοσύνη νά μάς άρνηθη καί ταύτας; (...) Εκτός τών λόγων, δσους ήδη έξεθέσ αμεν, έχομεν καί άλλους ειδικότερους, καί άμέσους διά τήν έξαίρεοιν τών δύο δικαστών. Άγαπούσαμεν νά τούς παρασιωπήσωμεν άλλ' έπειδή ή δίκη ήμών είναι περί ζωής καί θανάτου, άναγκαζόμεθα νά τούς φέρωμεν είς γνώσιν τοϋ δικαστηρίου. 0 κ. Α. Βούλγαρης1, έξέφ ρ ασ ε πρό όλίγου πρός τόν συμπατριώτην του κ. Φ. Πυλαρηνόν γνώμην καταδικαστικήν εναντίον ήμών τόσον σφοδράν, ώστε όμιλών έπειτα ούτος πρός τούς κ.κ. Α. Τυπάλδον, Ε. Δελβινιώτην, Ε. Ποταμιάνον, I. Κούρτζουλαν καί Σ. Πυλαρηνόν, άποροϋσε πώς είναι πλέον δυνατόν νά συνεδριάση ε ίς τήν δίκην μας. Ό κ. Φ. Φραγκούλης2, είς τάς μετά τών πρώην συνδικαστών του κ.κ. Σκορδύλην καί Κρασσάν συνομιλίας έδοσε πολλάκις τρανά καί άλάνθαστα δείγματα έχθρας άδιαλλάκτου καθ' ήμών. Πρό όλίγου δέ έξέφ ρ ασ ε καί γνώμην καταδικαστικήν έναντίον μας πρός τόν κ. I. Τομπακάκην, χρείας τυχούσης, οί άνωτέρω Κύριοι ήμποροϋν νά καλεσθοϋν μάρτυρες. Διά ταϋτα έξα ιτούμ εθα τήν έξαίρεσιν τών ρηθέντων κ.κ. Α. Βούλγαρη καί Φ. Φραγκούλη. Είς ‘τούτο μόνον περιορίζεται ή α'ιτησίς μας. Καθείς βλέπει πόσον είναι δικαία, άπλή καί μετρία. Ή θέσις μας, βοηθημένη παρά τοϋ Νόμου, μάς χορηγεί περισσότερα προνόμια, άσφαλιστικά. Άλλά πεποιθότες, είς τήν άθωότητά μας, δέν ζητοϋμεν, είμή τάς κοινάς άσφαλεία ς, τάς όποίας ή Δικαιοσύνη δέν 1. Ο ένας από τους δυο δικαστές που διόρισε η κυβέρνηση σ ’ αντικατά σταση των άλλων που δεν τους λογάριαζε όργανά της. 2. Ο άλλος καινουργιοδιορισμένος δικαστής.
277
άρνεΙτ(Η ούδέ είς τήν τυχοϋσαν καί εύτελεσ τάτην Δικαστικήν ύπόθεοιν, όποιαοβήποτε καί άν ήναι. Ύ ποσημειούμεθε μέ τό προσήκον σέβας. Έ ν τώ Στρατώνι τοϋ Ί τ ζ Καλέ. Τή 15 Μαρτίου 1834 Εύπειθέστατοι θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ Δ. ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ
Το δικαστήριο όμως ή καλύτερα οι τρεις άλλοι δικα στές —Πολυζωϊδης, Τερτσέτης, Σούτσος— βγάλανε από φαση απορριπτική της αίτησης εξαιρέσεως. Για το πρώτο περιστατικό αποφάνθηκαν πως δεν μπορούν να λογαριά σουν τη μαρτυρία του Φ. Πυλαρινού γιατί «είς μόνον μάρτυς είναι ούδείς» και δτι «ή έμπιστοσύνη, τήν όποίαν έναπέθηκεν ό Βασιλεύς είς τό χαρακτήρα καί τόν δρκον τού Δικαστοΰ Βούλγαρη, άφαιρούν πάσαν άμφιβολίαν». Για το δεύτερο περιστατικό, του Φ. Φραγκούλη, υποστήριξαν πως τα όσα οι μάρτυρες βεβαίωσαν πως είπε αναφέρονταν σε μια εποχή που δεν είχε διοριστεί ακόμα δικαστής. Στα προλεγόμενα των «Πρακτικών» καταδικάζεται τού τη η απόφαση «διότι αδτη», καθώς σωστά λέει, «ϊκαιξεν είς τό λαχεϊον τήν κεφαλήν τών οπλαρχηγών
ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ —πόσοι δεν το ’παν αυτό— είναι απρό σωπη. Ερμηνευτές λέει του νόμου είναι οι δικαστές και τίποτις άλλο. Απαθείς, αδέκαστοι, ανεπηρέαστοι, αδιάφο ροι σε συμπάθειες ή αντιπάθειες. Κι όμως, άνθρωποι είναι κι ανθρώπινες πράξεις κρίνουν. Αν τρέμουν για τη θεσού I. -Π ρακτικά·, σ. λ δ'.
278
λα τους κι όχι για τη συνείδησή τους, αν τους ενδιαφέρει ο τύπος κι όχι η ουσία, αν φροντίζουν να τους εγκρίνουν οι δυνατοί του καιρού τους κι όχι ο λαός, αν κοιτάζουν μοναχά το σήμερα κι όχι και το αύριο, αν μηχανικά εφαρμόζουν τα άρθρα του νόμου κι όχι σαν υπεύθυνα αντικρύ στο κοινωνικό σύνολο πρόσωπα, τότες κρίνουν έχοντας στην καρδιά τους όχι τη δικαιοσύνη μα το φάντασμά της. Από τη μια η συμβατική, η πρόσκαιρη, η δικαιοσύνη της επικαιρότητας. Εκείνη που πριν από χιλιάδες χρόνια καταδίκασε σε θάνατο τον Σωκράτη. Από την άλλη η δικαιοσύνη που δημιουργεί δίκαιο, η δικαιο σύνη που φτιάνει ιστορία, η δικαιοσύνη που θεμελιώνει μέσα μας το αίσθημα πως μπορούμε να σώσουμε το κεφάλι μας, ακόμα κι όταν οι άρχοντες γυρεύουν να μας το πάρουν. Ανάμεσα στις δυο αυτές δικαιοσύνες δόθηκε η μάχη και κερδήθηκε από τη δικαιοσύνη όχι της υποταγής, μα των γενναίων ανθρώπων. Ας δούμε λοιπόν ποιοι ήτανε οι δικαστές, που στη δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα αντιπροσώπεψαν τη μια και την άλλη δικαιοσύνη. Π ολυζωίδης
Ό τα ν τα χρόνια πέρασαν, κάθε 25 του Μάρτη ο Τερτσέτης συνήθιζε να βγάζει λόγους στην Αθήνα, για τον μεγάλο αγώνα που έζησε ο ίδιος στα νιάτα του. Το 1874 έστειλε στους φίλους του μια αγγελία, πως «την προσεχή Κυριακήν» θα εκφωνούσε λόγο αφιερωμένο στη μνήμη του συναγωνιστή του στη δίκη του Κολοκοτρώνη Αθαν. Πολυζωίδη, που είχε πεθάνει πριν από ’να χρόνο, «καταλιπών σύζυγον καί κόρην δεινώς πενομένας»1. Το λόγο όμως αυτόν δε χάρηκε ποτές να τον διαβάσει στους ακροατές του, γιατί την Κυριακή που θα τον εκφωνούσε χαροπάλευε από συμφόρηση και σε λίγο, στις 15 του Απρίλη 1874, πέθανε. I. Πολυζωίδη-Κρέμου «Γενική· Ιστορία», τ. α", σ. ξ β '.
279
Σ’ αυτόν λοιπόν το λόγο, που το χειρόγραφο βρέθηκε στα χαρτιά του, γράφει και τούτα δω: «Καί μά τήν άλήθειαν, άν είχεν συμβεΐ νά προεδρεύει στό δικαστήριο έκεϊνο, άνθρωπος ναί μέν νομικός, άλλά δουλικών φρονημάτων, ή κυματιζόμενος είς τάς άρχάς τοϋ δικαίου, ή άμοιρος άνδρείας καί γενναιότητος, βεβαιωθεί τε τό άσπλαχνο σίδερο τής γκιλοτίνας θά άχνιζεν άπό τό α'ιμα τών δύο στρατηγών, άθώων»1.
Αληθινά, δίχως το θάρρος που φανέρωσε ο Πολυζωίδης, ένα από τα μεγαλύτερα δικαστικά εγκλήματα θα 'χε συντελεστεί. Ο Πολυζωίδης, τον Απρίλη του 1834, που άρχισε η δίκη, ήτανε 32 χρονών. Γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1802 στο Μελένικο της Μακεδονίας, που κείνον τον καιρό ήτανε από τους λιγοστούς φάρους της μάθησης του υπόδουλου έθνους, γιατί και σχολειό είχε και τυπογρα φείο. Δάσκαλοί του στάθηκαν ο Ηπειρώτης από το Μέτσοβο λόγιος Αδάμ Ζαπέκος, φίλος του Νεόφυτου Δούκα, κι ο Χριστόφορος Φιλητάς. Αργότερα, άμα γϊνηκε 13 χρονών, πήγε στις Σέρρες, πατρίδα του πατέρα του, κοντά στο δάσκαλο Μηνά Μηναΐδη. Έπειτα όμως από λίγο, το 1818, πέθανε ο πατέρας του, παρατώντας αρκετό βιος στη χήρα και στο γιο του μ* άνεση να ζήσουν. Η μάνα του, αντί να τον κρατήσει σιμά της, τον άφησε να τραβήξει στις Ευρώπες να σπουδάσει, να γίνει άνθρωπος χρήσιμος στο έθνος. Πρωτοπήγε στη Βιέννη απ' όπου, αφού έμαθε τα γερμα νικά, έφυγε έπειτα από 'να χρόνο, για να σπουδάσει νομικά στο πανεπιστήμιο της Γοτίγγης. Στις αρχές του 1821, πήγε στο Βερολίνο κι εκεί έμαθε το πέρασμα του Προύθου από τον Υψηλάντη. Μεμιάς σκίρτησε η φιλελεύ θερη καρδιά του στο σηκωμό που ακαρτέραγε αιώνες ο σκλάβος λαός και ξεκίνησε να πάει κι αυτός στη Βλαχιά I. Τερτσέτη «Ά παντα — Αθανάσιος Πολυζωίδης», τ. γ ', σ. 307.
να πολεμήσει την τυραννία. Σαν έφτασε όμως στην Κροστάνδη, έμαθε την καταστροφή του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι τον Ιούνη του 1821. Δε λιγοκάρδισε. Κατέβη κε στην Τεργέστη, βρήκε κάποιο σαντορινιό καράβι, μπαρκάρισε και βγήκε στο Δραγαμέτσο. Από κει τράβηξε στο Μεσολόγγι, όπου συναπαντήθηκε με τον Μαυροκορδάτο και γίνηκε γραμματικός του. Πληρεξούσιος στη συνέλευση της Επιδαύρου, είκοσι μόλις χρονών, έγραψε τη διακήρυξη του επαναστατημένου έθνους, που τόση εντύπωση έκανε τότες. «Έκινήσαμεν τόν πόλεμον κατά τών Τούρκων» έλεγε σ’ αυτή «άποφασίσαντες ή νά έπιτύχωμεν τόν σκοπόν μας καί νά διοικηθώμεν μέ νόμους δικαίους, ή νά χαθώμεν έξ όλοκλήρου, κρίνοντες άνάξιον νά ζώμεν πλέον ήμεΐς οί Απόγονοι τοΰ περικλεοΰς έκείνου "Εθνους τών ‘ Ελλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, Ιδίαν μάλλον τών άλόγων ζώων, παρά τών λογικών δντων».
Το 1822, βρίσκεται στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγιού κι έπειτα στέλνεται γραμματικός του Ορλάνδου και Λουριώτη, των αντιπροσώπων μας για τα δάνεια του Λονδίνου. Πόσο βάρος πέφτει και στον ίδιον από τις αμαρτίες εκείνων των δυο αποσταλμένων μας δεν το ξέρουμε. Παραΰστερα, στη δεύτερη και μεγάλη πολιορκία του Μεσολογγιού, ο Πολυζωίδης βρίσκεται πάλι στην ιερή πολιτεία. Έπειτα όμως από εντολή της κυβέρνησης Κουντουριώτη φεύγει για τη Μάλτα να στρατολογήσει, σύμφωνα με τη φαεινή ιδέα που είχε ο Μαυροκορδάτος, Μαλτέζους να πολεμήσουν πραιτωριανοί στην Ελλάδα και να μας λευτερώσουν! Το ευτύχημα στάθηκε πως η αγγλική διοίκηση του νησιού τον ξαπόστειλε από κει που ήρθε. Το 1827, τον συναντάμε πληρεξούσιο στη συνέλευση της Τροιζήνας, που έβγαλε κυβερνήτη τον Καποδίστρια, αρχιστράτηγο τον Τσορτς κι αρχιναύαρχο τον λόρδο Κόχραν. Έ πειτα από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, όταν πια όλοι 281
λογάριασαν πως λευτερώθηκε η Ελλάδα, έφυγε για το Παρίσι ν’ αποτελειώσει τις νομικές σπουδές του. Δεν πρόλαβε να μείνει μήτε ένα χρόνο και μαθαίνει πως η μάνα του, που δεν την είχε ξαναδεί, πέθανε στο Μελένικο και πως οι Τούρκοι, τιμωρώντας τον για τη δράση του στην επαναστατημένη Ελλάδα, δήμεψαν την περιουσία του. Μην έχοντας πια χρήματα, αναγκάστηκε να παρατή σει το Παρίσι και να γυρίσει στην Ελλάδα. Κυβερνήτης ήταν πια ο Καποδίστριας. Με τον φανατι σμό που ξεχωρίζει τους ιδεολόγους, ο Πολυζωίδης παίρνει μέρος στην αντιπολίτευση και βγάζει στ’ Ανάπλι τον «Απόλλωνα», μια από τις πιο ξακουστές εφημερίδες εκείνου του καιρού για τον ρόλο που έπαιξε να φαγωθεί ο κυβερνήτης. Ο Καποδίστριας παίρνει την απόφαση να κλείσει την εφημερίδα που τόσο τον πονοκεφάλιαζε και να περάσει από δίκη το συντάχτη της. Λένε μάλιστα πως πρόσταξε τους οπαδούς του Κολοκοτρώνη να τον πιάσουν1. Ο Πολυζωίδης όμως πρόλαβε να φύγει για την επανα στατημένη Ύδρα. Ξανάβγαλε εκεί τον «Απόλλωνα», που με περισσότερο πάθος από πριν προσκάλαγε τους Έ λ λη νες να λευτερώσουν με κάθε τρόπο την πατρίδα τους από τον τύραννο. Πού να ξέρει ο φουκαράς πως δούλευε για να φέρει άλλη χειρότερη, την ξενική των Βαβαρέζων τυραν νία. Ό τα ν οι Μαυρομιχάληδες σκότωσαν τον κυβερνήτη, ο Πολυζωίδης έγραψε στον Α π ό λ λ ω ν α : « Ώ ς άνθρωποι δέν δυνάμεθα παρά νά λυπηθώμεν καί νά θρηνήσωμεν διά τό τοιοΰτον τραγικόν τέλος τοΰ Ίωάννου Κάπο δ’ ”Ιστρια· ώς πολίται όμως, φίλοι τής σωτηρίας τής Πατρίδος πρό παντός άλλου, εϊμεθα πολλά μακράν νά καταδικάσωμεν τήν πράξιν»2.
1. Πολυζωίδη-Κρέμου «Γενική Ιστορία», τ. α ', σ. ξ '. 2. «Απόλλων», αρ. 59 — 30.9.1831.
282
Και στις 7 του Οκτώβρη 1831 ο «Απόλλωνος» παύει να βγαίνει, γιατί, όπως γράφει, «σκοπός τής συστάσεως τής παρούσης έφημερίδος ήτον ή έκπόμπευσις τής αυθαιρεσίας τοΰ Καποδιστριακοΰ συ στήματος· ό σκοπός αύτός έπληρώθη»1.
Καθώς βλέπεις, ο Πολυζωίδης στάθηκε ένας ασίγαστος εχθρός των Ναπαίων, που αρχηγός τους εκείνη την ώρα ήτανε ο Κολοκοτρώνης. Φίλος κι οπαδός του Μαυροκορ δάτου, λογαριαζόταν από το καθεστώς όχι μονάχα από τα πιο πιστά, μα και τα πιο φανατικά στελέχη του. Γ ι’ αυτό και τον κάνανε πρόεδρο του ανέκκλητου εγκληματικοί) δικαστή ριου του Αναπλιού, που στεκόταν τότες το κλειδί της δικαιοσύνης στον τόπο μας. Με τον Μάσον εισαγγε λέα και τον Πολυζωίδη πρόεδρο θάρρεψαν πως θα ’χαν το λεύτερο να πάρουν όσα αγύριστα κεφάλια θα ρέγονταν. Ό τα ν τον Απρίλη του 1833 ο Πολυζωίδης διορίστηκε πρόεδρος του δικαστήριου, η «Αθηνά» έγραψε: « Ό Κύριος ’Αθανάσιος Πολυζωίδης γνωστός διά τήν παιδείαν και φιλελεύθερα φρονήματά του θέλει μάς Απο δείξει τώρα βέβαια μέ τήν διαγωγήν του, δτι ο( λόγοι του είναι σύμφωνοι μέ τάς πράξεις του, δτι αΐ άρχαί του είναι σταθεραί καί άμετάθετοι, ώς πρός τήν ώφέλειαν τών συμπολιτών του, καί δτι τό δίκτυ δέν μεταχειρίσθη ούτος ώς οί άλλοι, μέ τόν μόνον σκοπόν τοΰ νά πιάσουν τό ψάρι και έπειτα νά τό παραιτήσουν»2.
Κι η εφημερίδα βγήκε αληθινή. Στον εναρκτήριο λόγο που έβγαλε ο Πολυζωίδης σαν πρόεδρος του δικαστήριου είπε, ανάμεσα σ ’ άλλα πολλά για τη δικαιοσύνη, και τούτα δω: «Οί δροι (της δικαστικής εξουσίας) έμπεριλαμβάνονται 1. -Α πόλλω ν., αρ. 60 - 7.10.1831. 2. «Αθηνά-, αρ. ΙΟΙ — 6.4.1833.
283
είς αυτούς τούτους τούς νόμους· αύτο( καί μόνον άποτελοΰσι τήν στάθμην τής διαγωγής της, ο ύ δέ σ υ γ χ ω ρ ε ίτ α ι πο σ ώ ς ε ίς τό ν 'Η γ ε μ ό ν α , ή ε ίς τ ιν α τώ ν υ που ρ γ ώ ν 1 ή κι' άλλην όποιανδήποτε τών δημοσίων άρχών νά φέρη τό έλάχιστον έμπόδιον, τήν έλαχίστην παρενόχλησιν είς τήν έντός τών όρίων τής νομοθεσίας κινουμένην ένέργειά της. Τήν Ανεξαρτησίαν ταύτην τής Δικαστικής έξουσίας, δυναμένην νά θεωρηθή ώς μίαν τών κυριωτέρων άπαιτήσεων καί πρώτην βάσιν τής άγαθής δικαιοδοσίας, ύπαγορεύουσι τό συμφέρον τής κοινωνίας καί ή Ιερότης τοΰ δικαίου* έπειδή άλλως καί τοΰ συνετωτάτου καί άκεραιοτάτου δικαστοΰ, δντος άνθρώπου, είμποροΰν Ιν νεΰμα, μία προτροπή ή άπειλή πολλάκις νά μεταβάλλωσιν ή νά ταράξωσι τήν κρίσιν του, καί νά τόν άναδείξουν παραβάτην τών Ιερών χρεών του, έμπαίκτην τών άνθρωπίνων δικαίων. »Μία άλλη θεμελιώδης άπαίτησις καλώς ώργανισμένης δικαιοδοσίας, είναι ή Ισ ο ν ο μ ία , ήτοι ή Ι σ ό τ η ς δ λ ω ν τώ ν Π ο λ ιτ ώ ν έ ν ώ π ιο ν το ΰ ν ό μ ο υ 2 (...) Ό Ναός τής θέμιδος πρέπει δλους νά δέχεται άδιακρίτως. •Ταΰτα είναι Ικανά ν' άποκαλύψωσι το περί Δικαιοσύ νης καί τής διαχειρίσεως αυτής φρόνημά μου, δπερ είναι φρόνημα καί δλου τοΰ Δικαστηρίου (...) Παρήλθον ήδη at ήμέραι τοΰ κλαυθμοΰ. Τά τέρατα τής αύθαιρεσίας, τής άναρχίας καί τής βίας έξέλειπον διά παντός άπό τής *Ελλάδος τό Εδαφος (...) ' Η ήμέρα τής Δικαιοσύνης, τήν όποίαν ματαίως ό "Ελλην τοσάκις έπεκαλέσθη, τέλος πάντων έπέλαμψε. Κυβέρνησις φιλελευθέρα, φιλοδικαία καί φιλάνθρωπος διευθύνει τό πηδάλιον τοΰ ΠολιτικοΟ μας σκάφους, καί όδηγεί τούς 'Ε λληνας είς τόν σωτήριον λιμένα μέ τούς άγαθούς σκοπούς της»5.
Γελάστηκε βέβαια ο Πολυζωΐδης, νομίζοντας πως με τον ερχομό των Βαβαρέζων «ή ήμέρα τής Δικαιοσύνης 1. Η υπογράμμιση δική μου, όπως προδικάζει ποια στάση θα κρατήσει όταν θα βρεθεί μπροστά στην τέτοια επέμβαση. 2. Η υπογράμμιση του κειμένου. 3. Ο εναρκτήριος αυτός λόγος του Πολυζωίδη δημοσιεύτηκε στην «Αθηνά-, αρ. 108 και 109 — 3 και 5 Μαΐου 1833.
284
έπέλαμψε» στον τόπο μας. Θα το καταλάβει άμα θα δει πίσω από την προεδρική του έδρα τις λόγχες κι όταν θα βρεθεί φυλακισμένος γιατί δεν έστερξε να γίνει συνεργός σε δικαστικό έγκλημα, όπως του γύρευε η εκτελεστική εξουσία. Το ίδιο όμως γελάστηκαν κι η αντιβασιλεία κι η κυβέρνηση που τονε βάλανε πρόεδρο στο δικαστήριο. Τα όσα μνημονέψαμε πως είπε στον εναρκτήριο λόγο του, τα πήραν για τα τυπικά που λέγουνται σε παρόμοιες περιστά σεις, μα που κανείς ποτέ δεν έχει την αποκοτιά να τα κρατήσει. Αργότερα ο Πολυζωίδης γίνηκε υπουργός των Εσωτερι κών και της Παιδείας —στην υπουργία του θεμελιώθηκε το πανεπιστήμιο— αντιπρόεδρος του Ά ρειου Πάγου καν γερουσιαστής. Κι όλη τούτη η δράση του δεν τον μπόδισε ν’ αφήσει πλούσιο μεταφραστικό και πρωτότυπο συγγρα φικό έργο. Τα πιο σημαντικά απ’ αυτά είναι τα «Γεοτ/ραφικά» σε δυο τόμους, «Τά 'Ελληνικά, ήτοι ό βίος της ’Ελλάδος» σε δυο τόμους, «Τά Νεοελληνικά» δυο τόμοι κι αυτά και η «Γενική Ιστορία», που συμπληρώθηκε από τον Γ. Κρέμο, σε τέσσερις τόμους.
Τερτσέτης Ο Τερτσέτης, καθώς θα το ’χεις ακουστά βέβαια, στάθη κε ένας από τους πνευματικούς πρόδρομους του τόπου μας. Αγωνιστής του Εικοσιένα, ιστορικός, νομικός, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος, πολιτικός, δημοτι κιστής. Σε μια εποχή που οι καλαμαράδες γύρευαν να ζωντανέ ψουν τα φαντάσματα της αρχαίας γλώσσας, ο Τερτσέτης έγραψε, γ ι’ αυτούς τους αρχαιοκάπηλους, τούτη δω τη φράση: «Οί νεκροί θάπτουν τούς ζωντανούς». Και τον παρθενικό του λόγο που έβγαλε στη Βουλή το 1864 τον τέλειωσε μ' αυτά εδώ τα λόγια: «Σάς εύχαριστώ διά τήν φιλικήν άκοόασιν, καί πρό πάντων, δτι δέν άποστρέφεσθε τήν 285
ταπεινή* φράσιν, σφόδρα δημοτικήν. Πληρεξούσιος τοΰ Λαοϋ, λαλώ τήν γλώσσαν του». Αν τΐποτις άλλο δεν είχε κάνει στη ζωή του, παρά να πείσει τον Κολοκοτρώνη να του υπαγορέψει τ’ αθάνατα απομνημονεύματά του, θα του χρωστούσαμε αιώνια ευγνω μοσύνη. Του είμαστε ακόμα οφειλέτες και γΓ απομνημο νεύματα που γράψανε άλλοι και ξέχωρα ο Φωτάκος. Λέγοντας και ξαναλέγοντας πως δεν έπρεπε να χαθούν τα περιστατικά του μεγάλου για τη λευτεριά μας αγώνα, τους θέρμανε να κάτσουν να ρίξουν στο χαρτί τα όσα είδανε κι έζησαν σ ’ αυτόν. Γιατί, καθώς έλεγε τόσο παραστατικά, «ή λησμονιά συχνά μαραίνει τά ένδοξότερα έργα. Πότιζε τή γλάστρα νά κοκκινίσει τό φύλλο τής τριανταφυλλιάς»1.
Ο Τερτσέτης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1800 ano καθολικό πατέρα κι ορθόδοξη μητέρα, που άρχισαν να καβγαντίζουν αν το γιο τους θα τον είχε θρησκευτικό υπήκοο ο πάπας ή ο πατριάρχης. Ο κύρης του τον βάφτισε φράγκικα, μα η μάνα, μην μπορώντας να το βαστάξει, άρπαξε το μωρό και το βούτηξε κρυφά στην ορθόδοξη κολυμπήθρα. Σαν το ’μαθε ο πατέρας, αδράχνει κι αυτός το βρέφος, το πάει στον φραγκόπαπα και το βαφτίζει για τρίτη φορά. Ό τα ν μεγάλωσε, ο Τερτσέτης προτίμησε της μητέρας του το βάφτισμα. Η φαμελιά του είχε κάποια σειρά στον τόπο του, όπως όμως δεν κράταγε από τ’ αρχοντολόγι της Ζάκυνθου τονε λογάριαζαν για ποπολάρο. Στα παιδικά του χρόνια πάγαινε στο ίδιο σχολειό με τα δυο μεγαλύτερα παιδιά του Κολοκοτρώνη, τον Πάνο και τον Γενναίο, όταν ο Γέρος ζούσε εξόριστος στα Εφτάνησα. Σαν απόβγαλε τα γράμματα στο νησί του, έφυγε, στα 1816, για την Ιταλία, όπου σπούδασε, στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας, νομικά καθώς και λατινική κι ιταλική φιλολογία. Τις σπουδές του τις τελείωσε στο 1820 και I. Τερτσέτη «Άπαντα», τ. γ ', σ. 4.
286
ξαναγύρισε στη Ζάκυνθο. Ό τα ν ξέσπασε ο σηκωμός, μεμιάς ο Τερτσέτης βρέθηκε, με πολλούς άλλους συμπα τριώτες του, στο Μόριά. Ασθενικιάς όμως κράσης, δεν άνθεξε στις κακουχίες κι αρρώστησε. Τον πήγανε στο μικρό νησάκι Κάλαμος, απ’ όπου έστειλε η φαμελιά του άνθρωπο να τονε φέρει πίσω στη Ζάκυνθο. « Ά π ό τά παιδικά του χρόνια ώς τή θανή του», γράψει ο Νίκος Βέης «ήτανε πάντοτε άσθενικός καί κίτρινος. Ά λ λ’ όμως στό Αρρωστιάρικο κείνο κορμί είχε θρονιάσει ψυχή, πού πολλές φορές έδειξε τήν παλληκαριά της κατά τρόπο θαυμαστό»1.
Στη Ζάκυνθο δέθηκε μ’ αδερφική φιλία με το Σολωμό, που ήτανε δυο χρόνια μεγαλύτερος του. Σ’ αυτόν χρωστά με τον περίφημο «Διάλογο» για τη γλώσσα του εθνικού μας ποιητή, όπως το μόνο αντίγραφο που σώθηκε βρέθηκε στα χέρια του Τερτσέτη. Το ’στείλε στον Πολυλά που τον δημοσίεψε «ως προοίμιον» στα ποιήματα του Σολωμού. Ό σ ο κι αν δεινοπάθησε ο Τερτσέτης την πρώτη φορά που κατέβηκε ν’ αγωνιστεί, τον ξαναβρίσκουμε να κρατάει το καριοφίλι στο χέρι, όταν ο Καποδίστριας λευτέρωνε την ξαναπροσκυνημένη, έπειτα από το χαμό του Καραϊσκάκη, Ρούμελη. Τότες, στο Δραγαμέτσο, τον συνάντησε ο Δραγούμης και να πώς μας τον παριστάνει: «Έ φόρει φουστανέλλαν καί, τήν κεφαλήν έχων έξυρισμένην καθ’ όλοκληρίαν, έφαίνετο αληθής άσκητής, κα θόσον καί Ετρωγε καί κατεκλίνετο ώς τοιοΰτος, χάριν, ώς μοί είπε, σκληραγωγίας»2.
Το 1832-1833 τον βλέπουμε καθηγητή της γενικής και της Ελληνικής Ιστορίας στο «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον» του Αναπλιού. Ό τα ν ήρθανε οι Βαβαρέζοι, σχετί στηκε τόσο με τον Μάσον όσο και με τον πρόεδρο της 1. Βέη «Εισαγωγή στα άπαντα Τερτσέτη», τ. γ ', σ. κβ '. 2. Δραγούμη op. cit. τ. α", σ. 141.
287
αντιβασιλείας Άρμανσπεργκ, που στις τρεις κόρες του μάθαινε ελληνικά. Τον λογαριάζουν οι ξένοι για δικό τους άνθρωπο και τον βάζουν, για να σιγουρευτούν, δικαστή στο δικαστήριο που θα ’κρίνε τον Κολοκοτρώνη. Το πόσο γελάστηκαν θα το δούμε παραπέρα. Το 1844, έπειτα από τη συνταγματική επανάσταση του 1843, ο Τερτσέτης διορίζεται αρχειοφύλακας στη βιβλιο θήκη της Βουλής, θέση που κράτησε ως το θάνατό του. Το 1864, όταν τα Εφτάνησα ξέφυγαν από τα νύχια του βρετανικού λιονταριού, η Ζάκυνθος τον έστειλε στη Βουλή αντιπρόσωπό της. Αυτός στάθηκε ο άνθρωπος που κάποτες έγραψε: «Έπεριδιάβασα διά τέσσαρας ώρας τά πεδία τής μάχης του Βατερλόου, δέν έντρέπομαι νά είπώ, δτι έθαύμασα περισσότερο τή Γράνα τής Τριπολιτσδς».
Είχε πέρα για πέρα δίκιο. Στο Βατερλό πολέμαγαν οι δυνατοί της γης για κοσμοκρατορία. Στη Γράνα της Τριπολιτσάς αγωνίζονταν οι Έλληνες για λευτεριά. Κι αυτή τη λευτεριά ο Τερτσέτης, σαν δικαστής, δεν την πρόδωσε στη δίκη του Κολοκοτρώνη. Δημήτρης Σούτσος Είχε παντρευτεί την αδερφή του υπουργού της Δικαιο σύνης Κ. Σχινά, του ανθρώπου που μπιστεύτηκαν οι Βαβαρέζοι να βγάλει πέρα τη δίκη του Κολοκοτρώνη. Τούτη η συγγένεια ξηγάει τόσο το διορισμό του στο δικαστήριο όσο και την καταδικαστική του ψήφο. Φαίνεται όμως πως στο βάθος ήτανε τίμιος άνθρωπος και δεν άργησε να μετανιώσει για τη στάση που κράτησε παρασυρμένος από τον Σχινά. Έπειτα από ’να μονάχα χρόνο, το 1835, ο Τερτσέτης, τυπώνοντας την περίφημη απολογία του, την αφιερώνει στον Δ.Σούτσο, που ήτανε πια πρόεδρος του δικαστήριου των Εφετών στην Αθήνα. Στην αφιέρωση που του κάνει γράφει και τούτα δω: 288
«'Εζήτησα άνέκαθεν, μετά ζήλου τήν ψήφον σου περί δσων έπράξαμεν κατά τήν δίκην τοΰ Κολοκοτρώνη καί Πλαπούτα, καί ώς πρός τοΰτο έπληρώθη ή έπιθυμία μου ευτυχώς, δταν μίαν ήμέραν σέ είδον νά συγχαίρεις έκ καρδίας τόν κ. Πολυζωίδην διά τήν δικαστικήν άθώωσίν του, πράγμα, είς τό όποιον δέν ήθελε στέρξει ποσώς ή γλώσσα σου, έάν δέν συνωμολόγει καί ή ψυχή σου ένδομύχως είς τοΰτο»1.
Δ. Βονλγαρης Καταγόταν από την Κέρκυρα και δούλευε γραφιάς στο υπουργείο των Εσωτερικών. Δεν είχε ιδέα από νομικά και το μόνο προσόν του να διοριστεί δικαστής ήτανε το μίσος του ενάντια στους κατηγορούμενους που δεν το ’κρύβε. Φωκάς Φραγχονλης Γεννήθηκε στη Θεσσαλία. Ή τανε διορισμένος δικα στής στη Χαλκίδα απ’ όπου ξεπίτηδες τον μεταθέσανε στ’ Ανάπλι. Τονε λογαριάζανε για ολότελα δικό τους άνθρωπο, που η μετάθεσή του στην πρωτεύουσα τον έκανε ακόμα πιο αφοσιωμένο. Δυο λόγια έχω ακόμα να σου πω: Οι δυο πρώτοι, ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, στάθηκαν προσωπικότητες του τόπου μας. Φεύγοντας από τη ζωή, άφησαν πίσω τους πλούσιο έργο. Κι αυτοί, από τους πέντε δικαστές, δώσανε ψήφο αθωωτική. Το συμπέρασμα σ’ αφήνω να το βγάλεις μόνος σου.
I. Τερτσέτη «Άπαντα», τ. γ", σ. 261.
ΟΙ ΣΥΝΗΓΟΡΟΙ Δ υο ήτανε οι συνήγοροι, οι δικολόγοι, όπως λέγανε τότες τους δικηγόρους: ο Π. Βαλσαμάκης κι ο Χριστόδου λος Κλωνάρης. Ο πρώτος του Κολοκοτρώνη, ο δεύτερος του Πλαπούτα. Ο Βαλσαμάκης γεννήθηκε στ’ Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Ό τα ν έβγαλε το σχολειό του νησιού του, πήρε το γνώριμο δρόμο της Ιταλίας, όπου σπούδασε νομικά. Γύρι σε στην πατρίδα του κι έπειτα, όταν ήρθε ο Καποδίστριας, κατέβηκε στην Ελλάδα. Ο κυβερνήτης τον διόρισε επιθε ωρητή των εισαγγελιών, άμα όμως άλλαξαν τα πράματα, τον απόλυσαν από τη θέση του. Έμεινε στ’ Ανάπλι και δικηγορούσε. Ο Βαλσαμάκης, μια κι ήτανε οπαδός του Καποδίστρια, βρισκόταν ταγμένος στο ίδιο κόμμα με τον Κολοκοτρώνη, των Ναπαίων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που έχουμε, η αγόρευσή του, που απ’ αυτή σώθηκε ένα μικρό μονάχα απόσπασμα, έκανε εντύπωση τόσο στους δικούς μας, όσο και στους ξένους παρατηρητές στη δίκη. Ο Βαλσαμάκης δεν έμεινε στο ελεύθερο κράτος, μα ξαναγύρισε στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλονιά. Ό τα ν τα Εφτάνησα ενώθηκαν τέλος με την Ελλάδα, ο πρωθυπουρ γός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, περνώντας από το Αργο στόλι, του έγραψε ένα γράμμα παρακαλώντας τον να πάει να τον δει. —Κύριε Βαλσαμάκη, του είπε, αφήκατε λαμπράν επο χήν δια της στάσεώς σας εις την πολυθρύλητον εκείνην δίκην, διότι υπερησπίσθητε μετά σθένους τους συμπάσχοντας φίλους σας και η σθεναρά αγόρευσίς σας έπεισε τους πάντας περί της αθωότητός των. Ο Κλωνάρης γεννήθηκε στο Λιασκοβίκι της Ηπείρου. Μαθήτεψε στα Γιάννενα κι έπειτα ξενητεύτηκε στη Βλα290
χιά κι έκανε το δάσκαλο στο Βουκουρέστι. Από κ«ι τράβηξε για το Παρίσι, όπου σπούδασε νομικά. Το 1825 κατέβηκε στην Ελλάδα κι από τότε τον βλέπουμε ν’ αντι προσωπεύει στις εθνικές συνελεύσεις την Ηπειρο. Αντίθετα από τον Βαλσαμάκη, ήτανε φανατικός αντικαποδιστριακός και φίλος του Μαυροκορδάτου. Τον συνα ντάμε δικηγόρο υπεράσπισης στη δίκη που γίνηκε το Φλεβάρη του 1831 στο Ά ργος με κατηγορούμενους, για δράση ενάντια στον κυβερνήτη, τον Κανέλλο Δεληγιάννη, τον Π. Οικονομόπουλο, τον Θ. Αλεξανδρόπουλο και Κ. τον Γαρδέλινο, τους ψευδομάρτυρες στη δίκη του Κολο κοτρώνη, που γι’ αυτούς σου μίλησα πιο πριν. Για τους πολιτικούς αυτούς αγώνες του αμείφθηκε από το καινούργιο καθεστώς. Στην πρώτη κυβέρνηση Τρικούπη, το 1832, στάθηκε υπουργός της Δικαιοσύνης. Στον ανασχηματισμό όμως του υπουργείου, που γίνηκε στις 3 του Απρίλη 1833, πήρε το πόστο του ο Γ. Πραΐδης. Αφού, έπειτα από τη δίκη, έπεσε για λίγο καιρό σε δυσμένεια, διορίστηκε, το 1835, πρώτος πρόεδρος του Ά ρειου Πά γου. Ο Κλωνάρης υπερασπίστηκε με τόλμη τους κατηγορού μενους κι η αγόρευσή του, που ένα μεγάλο μέρος σώθηκε στα «Πρακτικά» και θα τη δημοσιέψουμε κι εμείς, φανε ρώνει άνθρωπο πραγματικά μορφωμένο.
ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ Ε ΐ Ι έβαλε ο μίστερ Μάσον να μαγειρέψει το κατηγορη τήριο κι ας είχε την ολόθερμη βοήθεια της κυβέρνησης και ξέχωρα του υπουργού των Εσωτερικών, του «ήγαπητοΰ» Κωλέτη, που πρόσταξε τους νομάρχες να τσακιστούν να προμηθέψουν μάρτυρες κατηγορίας. Σε τούτη τη δου λειά ξεπέρασε όλους ο επιστήθιος φίλος του υπουργού 291
νομάρχης Μεσσηνίας Χρηστϊδης. Κατάφερε, ο αθεόφο βος, από ’να μονάχα χωριουδάκι, το Σουλιμά, να πετΰχει οχτώ ψευδομάρτυρες. Για να μην το μετανιώσουν και το σκάσουν στο δρόμο, τους συνόδεψε ο ίδιος ως τ’ Ανάπλι. Κι όταν μπροστά στους δικαστές και τον όρκο που πήραν δείλιασαν, ο καλός αυτός άνθρωπος της εξουσίας άρχισε, μέσα στο δικαστήριο, να τους δίνει κουράγιο, με γνεψίμα τα και να τους φοβερίζει αν δε μαρτυρούσαν τα όσα του τάξανε να πουν. Αφού λοιπόν ο Μάσον τέλειωσε τις ανακρίσεις και σύναξε τις ψευδομαρτυρίες, έκανε τούτο δω το πρωτάκου στο: γύρεψε να πάρει, ο δίκαιος και φωτισμένος αυτός Εγγλέζος, προκαταβολικά τη γνώμη του δικαστήριου! Φώναξε στο σπίτι του τους δικαστές κι αφού τους παρου σίασε τα στοιχεία που είχε, τους ρώτησε αν τα λογάριαζαν αρκετά να καταδικάσουν για εσχάτη προδοσία τους δυο στρατηγούς. Προτού συνεφέρουν οι δικαστές από το πραξικόπημα του εισαγγελέα, ο πρόεδρος Πολυζωίδης, προλαβαΐνοντάς τους, δίνει τούτη δω την απόκριση στον Μάσον, που φανερώνει πως εκείνοι οι Έλληνες, που μόλις φτιάξανε έθνος, ήτανε άξιοι να δώσουν μαθήματα στους Ευρω παίους, που ήρθανε για να μας μπάσουν, τάχατες, στον πολιτισμό: —Θάπτω, είπε, είς τούς κρυψώνας τής σιωπής τήν άντάμωσίν μας έδώ, τό διατί καί τό πώς· κανένας δέν θά είπεΐ γνώμην πριν ή ώρα του νόμου τό καλέσει- δν είναι άνάγκη νά προειποΰμεν τι, προλέγω ότι, άν οί στρατιωτι κοί "Ελληνες είναι άθώοι, έχομεν τιμιότητα νά τούς άθωώσωμεν, δν ένοχοι, άρκετήν άγάπην Πατρίδος νά τούς καταδικάσωμεν είς δεσμά, είς θάνατον1.
Έπειτα απ’ αυτό, στις 7 του Μάρτη 1834, ο Μάσον έβγαλε τούτο δω το κατηγορητήριο ενάντια στους δυο στρατηγούς: 1. Τερτσέτη «Ά παντα — Απολογία», τ. γ ', σ. 278.
292
Άριδ. 1841 Έν Νσνπλίω την 7 Μαρτίου, 1834 Ό παρά τώ έν Νανπλίω Διχαστηρίω ’Επίτροπος τής Έπιχρατείας Πρός τό αύτό Δ ικ α σ τή ρ ιο ν Κατά τούς μήνας Μάϊον, Ιούνιον, Ιούλιον, Αύγουστον καί τάς άρχάς τού Σεπτεμβρίου τοϋ χιλιοστού οχτακοσιοστού τριακοστοϋ τρίτου έτους ώργανίσθη εις τό Βασίλειον τούτο σύστασις καί συνωμοσία επί σκοπώ νά ταράξη τήν κοινήν ήσυχίαν, καί νά προσβάλη εις τήν έσωτερικήν ασφάλειαν τοϋ Κράτους, καί εις τήν έθνικήν ανεξαρτησίαν. Οί κυριώτεροι αρχηγοί τής συστάσεως καί συνωμοσίας αύτής ήσαν ό Δημήτριος Πλαπούτας, επονομαζόμενος Κολιόπουλος, ετών τεσσαράκοντα πέντε, καί ό Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έτών εξήκοντα τεσσάρων, άμφότεροι έχοντες διαμονήν εις τήν επαρχίαν Γορτύνης. Οί είρημένοι αρχηγοί τής συνωμοσίας, δέν άφησαν ούδεμίαν ραδιουργίαν, ούδεμίαν μυστικήν μηχανορραφίαν προσέφυγαν εις τήν πειθώ, εις ύποοχέσεις, εις τό ψεύδος, διά νά κατορθώσουν τούς προδοτικούς σκοπούς των, νά παροξύνουν τούς ύπηκόους τής Α.Μ. καί τής ύπερτάτης εξουσίας, νά επιφέρουν τόν εμφύλιον πόλεμον καί καταργήσουν τό καθε στώς πολίτευμα τού έθνους. Κατά τόν Ιούλιον, Αύγουστον καί άρχάς Σεπτεμβρίου τοϋ αύτού έτους, οί είρημένοι Δ. Πλαπούτας καί θ. Κολοκοτρώνης, πρός παράλυσιν τής Βασιλικής έξουσίας, καί εις προπαρασκευήν έμφυλίου πολέμου παρεκίνηοαν εις τήν ληστείαν διαφόρους άρχιληστάς, πρώην υπαλλήλους των, καί όνομαστί τόν Γεώργιον Κοντοβουνήσιον, τόν Καπογιάννην, καί τόν ποτέ Κ. Μπαλκανάν, προστατεύοντες, συμβουλεύοντες καί ύποστηρίζοντες αύτούς εις τήν ενέργειαν τής ληστείας, καί χορηγοϋντες εις αύτούς πολεμοφόδια καί άλλα άναγκαϊα- οί δέ είρημένοι άρχιλησταί πραγματικώς ένήργησαν τήν ληστείαν κατά προτροπήν τών είρημένων συμβούλων καί προστατών των, περιφερόμενοι ληστεύοντες κατά διαφόρους έπαρχίας τοϋ Βασιλείου. Κατά τό αύτό διάστημα χρόνου οί είρημένοι Α. Πλαπούτας
293
m i θ. Κολοκοτρώνης καί αύτοπροοώπως, καί διά τών γνωστών κατά τήν Πελοπόννησον οπαδών καί φίλων των, καί διά τών πρός την Στερεάν Ελλάδα άποστόλων των, καί έξαιρέτω ς διά τοϋ είς Αεβαδείαν άπεσταλμένου πιοτού όπαδοϋ καί πρώην ύπαλληλου των Κωνσταντίνου Δημητρακοπούλου Άλωνιστιώ του έπροσπάθησαν νά καταφέρουν τούς ύπηκόους τής Α.Μ. είς έμφύλιον πόλεμον, καί διά τών ραδιουργιών των ό εμφύλιος πόλεμος τώ όντι ήτο οϋτως προπαρασκευαομένος, ώστε νά ήναι έτοιμος νά έκραγή Πρίν τά τέλη τοϋ Ιουλίου τοϋ αύτοϋ έτους είς Τριπολιτσάν καί άλλου οί είρημένοι Δ. Πλαπούτας καί θ. Κολοκοτρώνης προδίδοντες τήν έθνικήν άνεξαρτηοίαν, ύπέγραψαν καί παρεκίτησαν άλλους ύπηκόους τής Α.Μ. νά ύπογρρψουν παράκλησιν πρός ξένην Δύναμιν έπί σκοπώ τής καταργήσεως τής Υψηλής Αντιβασιλείας, ήγουν έπί σκοπώ τής καταργήσεως τοϋ καθε στώτος πολιτεύματος. Κατά τόν Αύγουστον τοϋ αύτοϋ έτους ό Κόμης Διονύσιος Ρώμας έκ Ζακύνθου άναχωρών άπό Ναυπλίαν μετέβη είς Ά ρ γο ς , Τριπολιτσάν κτλ., έκαμεν είς έκαστον τών τόπων αύτών μυστικός συνεδριάσεις, τών όποιων σκοπός ήτο ή κατάργησις τών δύο μελών τής Υψηλής 'Αντιβασιλείας, ήγουν ή κατάργηοις τοϋ καθεστώτος πολιτεύματος, διά μέσου παρακλήσεως πρός άλλην ξένην δύναμιν. 0 είρημένος κόμης Ρώμας έκοινοποίησε τό είρημένον έγκληματικόν σχέδιον είς τόν είρημένον Δημ. Πλαπούταν είς ‘ Αργος καί είς τόν είρημένον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην είς Τριπολιτσάν οί δέ είρημένοι Δ. Πλαπούτας καί θ. Κολοκοτρώνης δχι μόνον δέν τό έφανέρωσαν, ώς έχρεώστουν είς τήν έξουσίαν, άλλα τό ουνέδραμον, προθυμούμενοι νά αύξήσουν τόν άριθμόν τών οπαδών των πρός πραγματοποίησίν του. Ό θ ε ν ή Επιτροπεία αύτη έγκαλεϊ τούς είρημένους Δημη τρών Πλαπούταν καί Θεόδωρον Κολοκοτρώνην ώς όργανίοαντας καί διευθύναντας έκ συμπνοής κατά τόν Μάϊον, Ιούνιον, Ιούλιον, Αύγουστον καί άρχάς Σεπτεμβρίου τοϋ παρελθόντος έτους συνωμοσίας έπί σκοπώ νά ταράξουν τήν κοινήν ησυχίαν, καταφέρουν τούς ύπηκόους τής Α.Μ. εις τήν ληστείαν καί είς
294
τόν έμφύλιον πόλεμον, καί καταργήσουν τό καθεστώς πολίτευ μα, ήγουν ώς πράξαντας τά εγκλήματα τά ένβιαλαμβανόμενα είς τό άρθρον 2 τοΰ § Α ', καί είς τόν § γ, τοϋ Εγκληματικού Απανθίσματος, νομοθετηθέντα παρά τοΐς έν "Αστρει Συνελεύσεως καί είσ έτι ίσχύοντα, καθώς καί είς τό άρθρον 2 τοϋ άπό 9 (21) Φεβρουάριου 1833 Βασιλικού Διατάγματος, καί έπομένως ή Επιτροπεία άπαιτεϊ νά καταδικασθοϋν οί είρ ημένοι Δημήτριος Πλαπούτας και Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατά τά άναφερθέντα άρθρα τών νόμων. Ό Επίτροπος τής Επικρατείας ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΜΑΣΣΟΝ
Καθώς βλέπεις, σύμφωνα με το κατηγορητήριο τέσσερα ήτανε τα εγκλήματα του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα: 1. Πως γύρεψαν να ξεσηκώσουν εμφύλιο πόλεμο για να «καταργήσουν τό καθεστώς πολίτευμα τοΰ έθνους». 2. Πως για να παραλύσουν τη βασιλική εξουσία και να ετοιμάσουν τον εμφύλιο πόλεμο «παρεκίνησαν είς ληστείαν διαφόρους άρχιληστάς». 3. Πως υπόγραψαν αναφορά σε ξένη δύναμη (τη Ρωσία) όπου μ’ αυτή γύρευαν την κατάργηση της αντιβασιλείας. 4. Πως βοήθησαν τον κόντε Ρώμα στα σχέδιά του να ζητήσουν οι Έλληνες από τον βασιλιά της Βαβαρΐας ν’ ανακαλέσει τους δυο αντιβασιλιάδες, δίνοντας στον Άρμανσπεργκ όλη την εξουσία. Το κατηγορητήριο δημοσιεύτηκε στις 18 του Μάρτη 1834 στη μόνη εφημερίδα που έβγαινε τότες, τον ελληνογαλλικό «Σωτήρα» τον πουλημένο στους Βαβαρέζους: «Άφηρέθη τέλος πάντων τό κάλυμμα» έγραφε «τό όποιον Ικανόν καιρόν έκάλυπτε τήν ΰπόθεσιν τών φυλακι σμένων τοΰ Ίτς Καλέ. Πόσον ήσαν εως τώρα παραμορφω μένα καί αί περιστάσεις καί τά αίτια τής συλλήψεως καί κρατήσεώς των! Ποίον σκότος δέν έκρυπτε τήν άλήθειαν!» Στους κατηγορούμενους δόθηκε, καθώς γράφει η ίδια η 295
εφημερίδα, προθεσμία δέκα μέρες να ετοιμάσουν την υπεράσπισή τους κι οχτώ μέρες στους συνήγορους.
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ
Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ κι ο Πλαπούτας, μ’ αναφορά τους στο δικαστήριο, που υπόγραψαν στις 21 του Μάρτη 1834, αφού παραπονιόνταν πως ο Μάσον παρουσίασε κι άλλα αποδεικτικά έγγραφα πολλές μέρες έπειτα από την «έγκαλεστικήν πράξιν του» γύρευαν «νά θεωρηθούν τά έγγραφα ταΰτα άκυρα καί ώς μηδόλως γενόμενα». Διαφορετικά λέγα νε πως »ό κ. ’Επίτροπος τής 'Επικρατείας δύναται, Εως ότου απολογηθώμεν ήμεΐς είς τά πρώτα Εγγραφά του, νά είσάξη άλλα, καί πάλιν, έωσοΰ άπαντήσωμεν είς τά δεύτερα, νά μετεισάξτ) νεώτερα, καί οΰτω νά διαιώνιση τήν δικογρα φίαν τών άτυχών έγκαλουμένων. "Εν άπό τά κυριώτερα Εργα, δσα ή δικαιοσύνη άπαιτεί άπό τούς ύπηρέτας της, είναι ή γοργότης τών δικών. »"Αν ό κ. ’Επίτροπος τής 'Επικρατείας άρπάση σήμε ρον τό δικαίωμα τών μή παραχωρουμένων παρά τοΰ Νόμου προθεσμιών, τί τόν Εμποδίζει πλέον νά έπιχειρήση αύριον νά μετεισάξη είς δίκην άνθρώπους ήδη άπολυθέντας παρά τοΰ Δικαστηρίου ώς άθώους; Τό πέρασμα άπό τό Εν είς τό άλλο δέν είναι πολλά μακρόν. Φθάνουν τόν κ. 'Επίτροπον τής ’Επικρατείας έξ όλόκληροι καί πολυόδινοι δΓ ήμάς μήνες, καθ’ οΰς ήτοίμασεν ή μάλλον έξελαγάριζε τήν καθ' ήμών κατηγορίαν· ήμεΐς είς δλον τό διάστημα τοΰτο στενά κλεισμένοι είς Εγκρυφον φυλακήν, δέν ήμπορέσαμεν ούτε συνήγορον, οΰτε σύμβουλον, ούτε μάρτυρα, ούτε άλλον άνθρωπον νά Ιδώμεν, διά νά παρασκευασθώμεν είς τό παραμικρόν. Μόλις Εχομεν δέκα ή δεκαοχτώ ήμέρας διά νά έτοιμάσωμεν τήν άπολογίαν μας. Δέν πρέπει νά μάς τάς φθονήση καί αύτάς». 296
Οι κατηγορούμενοι μ* άλλες δυο αναφορές τους (28 του Μάρτη και 6 του Απρίλη) δίνανε τα ονόματα των μαρτύ ρων της υπεράσπισής τους και ξεκαθάριζαν τα ερωτήματα που γύρευαν να τους απευθύνει το δικαστήριο. Να μερικά απ’ αυτά: 1. «Νά έρωτηθώσιν τί έπληροφορήθησαν είτε μετερχόμενοι τά δημόσια εργα των είτε άλλως περί τής προκειμένης ΰποθέσεως». Πρότειναν δυο μάρτυρες για την ερώτηση αυτή, τον νομάρχη Αρκαδίας Α. Μοναρχίδη και τον αστυνόμο της Τριπολιτσάς μοίραρχο Μήτρο Δεληγεωργόπουλο. 2. Πρότειναν τριάντα μάρτυρες, που οι τρεις απ’ αυτούς ήτανε δημογέροντες της Τριπολιτσάς, «διά ν ’ άποδειχθή, δτι οί καθ' ήμών μάρτυρες Τριπολιτζιώται είναι έχθροί μας· δτι ό μάρτυς Π. Οίκονομόπουλος είναι μέθυσος, δτι έτούρκισεν αύτοθελήτως, καί δτι οί καθ’ ήμών μάρτυρες μάς έφοβέριζαν διά νά μάς διαβάλλωσιν είς τάς άρχάς, έπί σκοπώ νά μάς άφανίσουν». 3. Πρότειναν δεκαεφτά μάρτυρες «διά ν ’άποδειχθή, δτι είς ύποστήριξιν τής κατηγορίας προβληθέντες παρά τοϋ 'Επιτρόπου τής Επικρατείας μάρτυρες είναι έχθροί μας άσπονδοι καί δτι ενεκεν τούτου παρεκίνουν τούς κάτωθεν μάρτυρας νά ψευδομαρτυρήσουν καθ'ήμών». Αφού το δικαστήριο έφερε μερικές τροποποιήσεις στον κατάλογο των μαρτύρων υπεράσπισης, τον παράδωσε στον επίτροπο Μάσον να τους στείλει κλήσεις να παρουσια στούν στο δικαστήριο. Ο Επίτροπος απάντησε στις 26 του Απρίλη πως «έκάλεσε τάς άνηκούσας Άρχάς νά διατάξωσι τούς οποίους οί καλούμενοι θ. Κολοκοτρώνης καί Δ. Πλαπούτας έπρότειναν μάρτυρας νά έμφανισθώσιν είς τό Βήμα σας». Ξεκαθάριζε όμως πως αυτό το έκανε «πρός άποφυγήν πάσης άφορμής παραπόνου» και πως δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να ζητήσει, «κατά τήν δικάσιμον ήμέραν», την εξαίρεσή Τους. Τελικά, από τους 131 μάρτυρες υπεράσπισης που πρότειναν οι κατηγορούμενοι ξετάστηκαν 115, γιατί ο Μάσον 297
αρνήθηκε να κλητεύσει τους άλλους. Αντίθετα, από τους 16 μάρτυρες κατηγορίας που πρότεινε αρχικά ο Μάσον, ξετάστηκαν 44.
ΤΑ «ΠΡΑΚΤΙΚΑ» ΠΡΟΤΟΥ αρχίσουμε την εξιστόρηση της ακροαματικής διαδικασίας, χρειάζεται να πούμε τι είναι αυτά τα «Πρα κτικά» που ως τώρα τόσες φορές τα μνημονέψαμε και σ ’ αυτά κύρια θα στηριχτούμε για να γνωρίσουμε τα όσα είπαν οι μάρτυρες και για να δούμε το τι γίνηκε στη δίκη. Να ο τίτλος του βιβλίου ή καλύτερα το εξώφυλλό του:
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΟΙΔΗΜΟΥ θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΚΑΙ Δ. ΠΛΑΠΟΥΤΑ ΣΚΗΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ 1833 Ετους ΠΡΟΘΕΣΙΣ' ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟ Β. ΤΟΙΣ ΗΡΟΐΚΟΙΣ ΠΡΟΜΑΧΟΙ! ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ 0 ΓΡΑΨΑΣ ΤΗΝ Δ' ΑΝΑΤΙΘΗΣΙΝ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ Κ. ANTQNIAAOY ( Οδός Έρμου άνω της Καπνικαρέας) 1843 I.
298
Διάβαζε -ΕΠΙΒΟΥΛΗ».
Τούτο το βιβλιαράκι, που βγήκε με τη φροντίδα του μικρού γιου του Κολοκοτρώνη, του Κολίνου, και τόσο πολύτιμο μας είναι, παρουσιάζει κάμποσες ιδιομορφίες. Η πρώτη στέκεται πως τυπώθηκε σε δυο δόσεις. Από τη σελίδα 1 ως τη σελίδα 384 τυπώθηκε την άνοιξη του 1833. Ορίστε τι έλεγε η προκήρυξη, που μ’ αυτή συνήθιζαν τότες ν’ αναγγέλλουν την έκδοση ενός βιβλίου: ...' Ημείς έπιθυμοϋντες νά εϊσφέρωμεν είς τήν άνάνκην τής κοινωνίας τόν οβολόν μας, νομίζομεν χρέος μας νά ώψεληθώ· μεν άπό τήν ευκαιρίαν τήν όποίαν μάς προοφέρει ό είς τών δικολόγων τής ύπερασπίσεως' τοϋ πρώην γενικοϋ τής Πελοποννήσου 'Αρχηγού θ. Κολοκοτρώνη ϊν α συνεργασθώμεν γραφικώ ( ε ίς τήν τύπωσιν τών πρακτικών ταύτης τής δίκης, ώ ( πρωτοτύπου είς τήν νέα Ιστορίαν τής πατρίδος μας καί τοσοϋτον άξιοπεριέργου. Είθε καί ή εισφορά τοϋ ίδικοϋ μας όβολοϋ νά ιρανή κατά τήν ελευθερ ία ν χρήσιμος. Εν Ναυπλίω τήν 15 Μαρτίου 1835.
Αν και τυπώθηκαν το 1835, δεν κυκλοφόρησαν όμως παρά έπειτα από οχτώ χρόνια, το 1843. Για το ποια στάθηκε η αιτία ας ξανακούσουμε τι λένε τα «Πρακτικά»: «Πρίν δμως εμβωμεν είς τά προλεγόμενα, χρεοστώμεν νά παρατηρήσωμεν α ' διατί ή μέν προκήρυξις έξεδόθη τό 1835 έτος, τό δέ σύνολον τής συγγραφής έκδίδεται τό 1843. Τοΰτο αίτιον ύπήρξεν ή δίκαια πράξις τοΰ Βασιλέως, διά τής όποίας αμ’ άνέλαβε τάς ήνίας τής Κυβερνήσεως τοΰ Κρά τους άπέλυσε τής εΙρκτής τούς καταδικασθέντας όπλαρχηγούς, πρίν ή φθάσωσιν ήδη νά τυπωθώσιν δλα, τά περί ών ό λόγος, πρακτικά, έπομένως χάριν αυτής, καί διά τινας άλλους λόγους άνεβλήθη τότε τό έργον. I. Ο Κλωνάρης.
299
» β \ "Οτι ήδη θανόντος τοΰ άειμνήστου Στρατη γού Κολοκοτρώνη δέν δυνάμεθα έπιπλέον νά έπιτείνωμεν τόν χρόνον τής μή έκδόσεως είς φως τοΰ συγγράματος, ώς άνήκοντος έν μέρει είς τήν 'Ισ το ρίαν τοΰ βίου τοΰ άνδρός, καί πρέπει νά τώ άποδοθή δπαξ προκηρυχθέν καί τυπωθέν. ’Αλλά διά τόν αυτόν λόγον ών ετι μάλλον γενικώτερον όφειλομένου είς τήν νέαν τής Πατρίδος μας Ισ τορία ν, πρός ερευνάν τής όποίας, αί τοιούτου είδους συλλογαί, δύνανται νά παρέξωσιν είς τάς έπερχομένας καί παρούσας γενεάς πολλήν εύκολίαν, ώστε νά σταθμήσωσιν άρκούντως τήν ήθικήν κατάστασιν τών άρχόντων καί άρχομένων τής έποχής καί έκ τούτου νά ώφεληθώσι κατ’ άξίαν έάν θέλωσι καί συμφρονώσιν. ·>γ\ "Οτι οΰτε τοΰ παρόντος καιροΰ οΟτε τής προθέσεώς μας είναι τοΰ λοιποΰ ν’ άναπτυχθώμεν κατά τό πνεΰμα τής προκηρύξεως. »’Επειδή δέ ή δίκη αϋτη είναι προϊόν σκοπών πολιτικών είς μίαν πολύ σπουδαίαν έποχήν διά τήν 'Ελλάδα, καί τήν μέλλουσαν τοΰ Έ θνους άποκατάστασιν, άναγκαζόμεθα νά συντάξωμεν όλίγα τινά σύντομα προλεγόμενα ώστε δι’ αύτών ό άναγινώσκων, μάλιστα ό μή είδώς τά τής έποχής έκείνης, εχων ύπ’ όψιν του τό τε πολιτικόν μέρος τής ύποθέσεως καί τό δικανικόν νά προβή ευκόλως είς τήν γνώσιν τής άληθείας»1. Μ’ άλλα λόγια, όταν, το 1835, τυπώθηκαν τα «Πρακτι κά» κι ετοιμάζονταν πια να τα κυκλοφορήσουν, τα σταμά τησαν, όπως με την ενηλικίωση του Όθωνα, 20 του Μάη 1835, δόθηκε χάρη στους δυο στρατηγούς. Κράτησαν λοιπόν τα τυπωμένα τυπογραφικά ως το 1843. Τότες, από τη μια, είχε πια πεθάνει ο Κολοκοτρώνης και, από την άλλη, είχε γίνει η επανάσταση της Γ ' του Σεπτέμβρη που έλυσε τις γλώσσες. Τα κυκλοφόρησαν λοιπόν, αφού I. «Πρακτικά», σ. γ'-δ".
300
πρόταξαν σ’ αυτά κατατοπιστικά για τον αναγνώστη προλεγόμενα, που τα ’γράψε ο ιστορικός I. Φιλήμονας. Τούτα τα προλεγόμενα κρατάνε 43 σελίδες του βιβλίου μ’ αρίθμηση ε '—μ η '. Ξεκινάνε από τον Σωκράτη, μνημο νεύουν τον Μεγαλέξανδρο, περνάνε στον χριστιανισμό, μιλάνε για το Βυζάντιο και τους αγώνες του ενάντια στους Οθωμανούς, ανιστοράνε την πτώση της αυτοκρατορίας, ζωγραφίζουν τα χρόνια της σκλαβιάς και φτάνουν στο Εικοσιένα. Από τη σελίδα ιδ ’ τα προλεγόμενα μπαίνουν τέλος στο θέμα και κάνουν κρίσεις για την αντιβασιλεία. «Τό συμβούλιον τής ’Αντιβασιλείας» γράφουν «συνέστη άπό τους Βαυαρούς κυρίους ·Άρμανσπεργκ, Έ ϊδεκ καί Μάουρερ, άνθρώπους ξένους τών 'Ελληνικών δλως πραγμάτων μή είδότας ούτε γλώσ σαν, οΰτε ήθη, οΰτε έθιμα τοΰ Έ λληνικοΰ λαοΰ, οΰτε τήν φύσιν αύτοΰ, οΰτε τοΰ τόπου τήν άληθή κατάστασιν, άνθρώπους μ’ άλλους λόγους, οί όποιοι δέν έπρόσφερον κανέν έχέγγυον, ώς Ικανοί νά κυβερνήσωσι καί μορφόσωσιν έθνος άρτιγέννητον (...) Ή ’Αντιβασιλεία τρέχουσα τήν όποίαν διεξήλθομεν ήδη συνοπτικώς όδόν, διά νά φθάση είς τόν όποιον προέθετο σκοπόν, είχε άνάγκην ν’ άφαιρέση εΐ δυνατόν έκ τοΰ μέσου παν τό νομιζόμενον έμπόδιον. Τοιαύτη καθ’ ήμάς είναι ή πολιτική αίτία τών φυλακισμών δλων τής 'Ελλάδος τών όπλαρχηγών, καί πολλών κατά συνέπειαν έντιμων πολιτών έπί κορυ φής δέ τούτων δλων έθεσαν τόν περί ού ή δίκη άείμνηστον Θ. Κολοκοτρώνην, τόν ενάρετον πολί την καί Στρατηγόν ύπολαβόντες αύτόν ώς μάλλον ίσχυρόν καί μάλλον σύνουν καί ΐθ ν ικ ό ν δθεν καί τούς μέν άλλους τών όπλαρχηγών δέν είσήξαν είς δίκην, πρίν πρώτον δικασθή αύτός, άφοΰ δ’ έπιτύχει ή τομή τής κεφαλής τοϋ γηραιού τής Πελοποννήσου Γενικού Ά ρχηγοΰ, τότε νά λάβουν μέτρα άνάλογα 30 !
δι’ έκαστον τών λοιπών στρατιωτικών καί τινΛν εντίμων πολιτών. Διά τοΰτο καί δπαντας μέν έκράτουν υπέρ δεκάμηνον άκριτους έν τή φυλακή έως νά παρασκευασθή καί διεξαχθή τής δίκης τοΰ Θ. Κολο κοτρώνη ή μηχανή, περί ής κατέβαλεν ή ’Αρχή κάσαν προσπάθειαν δυνατήν (...) •"Αλλοι πάλιν θέλουν δτι τό μέτρον τών φυλακισμών, ένομίσθη άναγκαΐον πρός έγκαθίδρυσιν τής άρχής, προτιθεμένης οΰτω νά καταθλίψη τάς άξιώσεις καί έπιρροάς τών όπλαρχηγών oi δέ, ότι τοΰτο ΰπαγορεύθη άπό ξένην έπίβουλον πολιτικήν, σκοπεύουσαν τήν έξόντωσιν τών μή φαινομένων φίλων της πολιτικών, διά μέλλοντας αύτής σκοπούς, πρός δέ τούτοις προσθέτουσι καί τό περί καταβροχθήσεως τοΰ δανείου ώς συντελεστικόν. Ά λ λ ’ ή βάσις τής έπιτυχίας τοΰ προθεμένου σκοποΰ, τό κατόρθωμα τής έπιβουλής, άπήτουν ώς τελεσιουργικόν βήμα πρώτον, τό κόψιμον τής κεφαλής τοΰ γεγηρακότος ήδη έν τοΐς δπλοις, ύπέρ πίστεως καί πατρίδος στρατηγού. »Ά φ οΰ δέ κοπή καί τεθή αύτή ή κεφαλή ώς θεμέλιον τοΰ οίκοδομήματος τής προδοσίας καί έπιβουλής, έπειτα κατά συνέπειαν, ώς άναπληρωματικά έπεισόδια, ήθελον προσφερθή, έπί τοϋ βωμοΰ τής άνομίας, καί τινων άλλων τούτου σχετικών καί μή, στρατιωτικών καί έντίμων πολιτών, αΐ κεφαλαί, διά νά συμπληρωθή τό όλοκαύτωμα τής τερατόμορ φου αύτής σκηνής, τής πολιτικής τών 1833 μηχανής. Καί έπί τών αίμάτων τών θυμάτων τούτων, ώς έπί θεμελίων αίματοσταγών καί σκοτεινών, νά έπιθέσωσι τόν θρόνον τοΰ Βασιλέως "Οθωνος, περιστοιχισμένον άπό όφεις έχοντας κέντρα προδοσίας καί έπιβουλής. •Διά τοΰτο οΐ τόσον παράλογοι φαινόμενοι φυλακισμοί, τοσούτων στρατιωτικών καί έντίμων πολι τών, καί αύτοΰ τοΰ τότε άνήλικος υΐοϋ τοΰ ρηθέντος 302
στρατηγού- διά τούτο τόσοι φόβοι προσποιητοί, ώστε χιλιάδες λόγχας έτάττοντο ώς είς σειράν μάχης, είς γραμμήν, όπότε έμελλε νά μετατεθώσι τών φυλακισμένων τινές άπό μίαν είς άλλην φυλα κήν. »Διά τούτο τόσων άθώων, χωρίς καμμίαν εγκλησιν, ή είς τάς φυλακάς κράτησις καί διαμονή, καί ή μεταφορά πολλών έξ αύτών άπό τά κάθυγρα τοΰ Ναυπλίου φυλακίσματα είς έκεΐνα τοΰ Νεοκάστρου, έπειτα οί πάντες άπολυόμενοι άκριτοι, μετά δεκάμηνον φυλακήν, χωρίς νά τούς γίνεται άλλος λόγος τής φυκαλίσεώς των γνωστός, ή ότι τοΰτο υπαγόρευσεν ή άσφάλεια τοϋ κράτους, τούς έλεγεν πρός ίκανοποίησιν (μή έπιτυχούσης τής μηχανής) ό έπί τής Δικαιοσύνης Γραμματεύς· άληθέστερον δ ’ ήθελεν είπεΐ, ή μελετωμένη έπιβουλή· διά τοΰτο τέλος καί αύτή ή φανερά ύποκινηθεΐσα είς Μεσσηνίαν στάσις έξ άπάτης άπό τούς άνθρώπους τής Ά ρ χ ή ς· καί ή πολυειδώς καί παντοιοτρόπως τών τιμίων πολιτών καταδρομή- διότι άπαιτοΰντο εύλογοφανεΐς προφά σεις διά τήν τομήν τοΰ γέροντος στρατηγοΰ τής κεφαλής. Ά λ λά τη άληθείςι είναι πολύ λυπηρόν καί άπέραντον ν' άνακαλέση τις κατά νοΰν, όλας τάς μηχανορραφίας τής έπιβουλής έκείνης τής έποχής, τής όποίας τό ξενικόν καί άνάμικτον σύστημα, ώς έν κεφαλαίω δυνάμεθα νά εΐπωμεν: Πρόθεσιν μέν είχεν πρός έκπλήρωσιν τήν καταστροφήν τοΰ Έλληνικοΰ έθνισμοΰ καί τοΰ Βασιλείου αύτοΰ. Πρόφασιν δέ πρός άπάτην, τήν στερέωσιν θρόνου άρτιπαγοΰς»1. Έ πειτα απ’ αυτά, ο συντάχτης των προλεγόμενων δίνει πολλές πληροφορίες τόσο για τα πρόσωπα που παίξανε κάποιο ρόλο στη δίκη όσο και για τον τρόπο διεξαγωγής της. Μια άλλη ιδιομορφία των «Πρακτικών» είναι πως τις I..«Πρακτικά·, σ. ιδ’-κστ-. 303
καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας τις δημοσιεύουν «άπαραλλάκτως ώς υπάρχουν είς τόν φάκελλον τοΰ Δικαστη ρίου», ενώ δε γίνεται το ίδιο και για τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης, γιατί έπειτα από την καταδί κη των στρατηγών «έπάρθησαν άπό τόν φάκελλον»1. Φρό ντισαν δηλαδή να τις εξαφανίσουν. Ευτυχώς όμως που οι συνήγοροι είχανε βάλει δυο γραμματικούς, τον Νικόλα Βαλσαμάκη και τον Μιχάλη Μιχαλόπουλο, να κρατάνε τα πρακτικά της δίκης. Έ τσ ι «χάρις είς τούς δύο είρημένους τιμίους νέους»2 μπόρεσαν τα «Πρακτικά» να δημοσιέψουν και τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης. Η τρίτη ιδιομορφία που παρουσιάζει το βιβλίο είναι τούτη δω: έχει ένα μεγάλο κενό στην αρίθμηση των σελίδων. Από τη σελίδα 288 πηδάει στη σελίδα 345. Και να ποια στάθηκε η αιτία: Ό τα ν άρχισαν να το στοιχειοθε τούν, γύρεψαν από τον συνήγορο Βαλσαμάκη να τους δώσει γραμμένη την αγόρευσή του. Σαν έφτασε το τύπωμα στο μέρος που έπρεπε να μπει, είχανε ένα μικρό μονάχα απόσπασμά της. Το βάλανε και πήδηξαν την αρίθμηση με την ελπίδα πως αργότερα θα τους έδινε και την υπόλοιπη αγόρευση, πράμα όμως που ποτές δεν έκανε. Ο «Σωτήρας» στις 5 του Απρίλη 1834 έγραφε: «Λέγουν τέλος πάντων, δτι ή δίκη τών φυλακισμένων άρχίζει Αποφασιστικά τάς πρώτας ήμερας τής έρχόμενης έβδομάδας. Καιρός νά τελειώση καί αύτή». Καιρός, μ’ άλλα λόγια, να ξεμπερδεύουμε με τον Κολο κοτρώνη και τον Πλαπούτα, παίρνοντάς τους τα κεφάλια. Μα η δίκη άρχισε μονάχα στις 30 του Απρίλη. Καιρός λοιπόν, φίλε μου, να βρεθούμε στ’ Ανάπλι του 1834 και να πάμε κι εμείς στο δικαστήριο νοί παρακολου θήσουμε τη δίκη. 1. «Πρακτικά», σ. 69. 2. Id. σ. 70.
304
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η
Δ
Ι
Κ
Η
ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΑΝΟΙΞΗ του 1834. Γελάει η θάλασσα του Αργολικοΰ, γελάει ο κάμπος του Άργους, γελάει κι αυτός ακόμα ο βράχος του Παλαμηδιοΰ. Οι δύσκολες μέρες του χειμώνα, στα υγρά, παγωμένα και δίχως φως κελιά του Ιτς Καλέ και του Μπούρτζι, πέρασαν για τους φυλακισμένους. Από τα σιδερένια κάγκελα μκαίνει τώρα λιγοστός ήλιος ζεσταίνο ντας όχι μονάχα τα κορμιά, μα και τις ψυχές τους. Μαζί με το αιώνιο και πάντα νέο ξαναγέννημα της φύσης, φουντώ νει ξανά η ελπίδα στις καρδιές τους. Κοντολογάνε να κλείσουν οχτώ μήνες από τότες που τους μπουντρούμιασαν κι ακόμα να δικαστούν. Μα όλα πια φανερώνουν πως για δυο απ’ αυτούς, τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, σιμώνει η μέρα της δίκης. Η απόφαση που θα βγει θα κρίνει την τύχη κι όλων των άλλων. Κι οι δυο στρατηγοί, που στάθηκαν από τους πρωτεργάτες της λευτεριάς μας, πιστεύουν πως δε γίνεται να μη λάμψει μπροστά στο κριτήριο η αθωότητά τους. Η πιο μεγάλη τότες αίθουσα τ' Αναπλιού «χιλιάδων 307
άνθρώπων περιεκτική», καθώς γράφει με κάποια υπερβολή ο Φιλήμονας στα προλεγόμενα των «Πρακτικών»1, ήτανε το τούρκικο τζαμί, που σώζεται ως σήμερα και βρίσκεται σιμά στην κεντρική πλατεία. Σ’ αυτή λοιπόν την αίθουσα, όπου για καιρούς και ζαμάνια κάνανε το ναμάζι τους οι Τούρκοι, παρακαλώντας τον Αλλάχ να κρατάει πάντα ραγιάδες τους Γιουνάνηδες, αποφάσισε η αντιβασιλεία να συνεδριάσει το δικαστήριο που θα δίκαζε τους δυο αρχισυνωμότες. Φτιάσανε τις έδρες για τους δικαστές, βάλανε τον μπάγκο για τους εγκαλούμενους, καθώς ονόμαζαν τότες τους κατηγορούμε νους, και πίσω απ' αυτούς άλλους μπάγκους για τον κόσμο. Αφού όλα ετοιμάστηκαν, τη Δευτέρα 30 του Απρίλη 1834, το τζαμί άνοιξε τις πορτάρες του να ’ρθεί ο κοσμά κης για να προσκυνήσει όχι πια τον Αλλάχ, μα την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Και μεμιάς είδες να στριμώχνουνται να μπούνε παλιοί αγωνιστές, τρανοί καπεταναίοι, νοικοκύρηδες, κοτσαμπάσηδες, φραγκοφορεμένοι ομογε νείς του εξωτερικού που ήρθανε γυρεύοντας τύχη, Βαβαρέζοι, συγγενείς των δυο στρατηγών και των άλλων φυλακι σμένων, διπλωμάτες, τεχνίτες, χωριάτες, ακόμα και γυναί κες, πράμα ασυνήθιστο για κείνον τον καιρό. Στους πρώτους μπάγκους κάθισαν οι ξένοι διπλωμάτες κι οι γυναίκες. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και μια «εύμορφη νεάνις» που παραΰστερα, όταν ο Πολυζωίδης δεν έκανε το χατήρι του Μάουρερ και του Κωλέτη να κόψει το κεφάλι του ήρωα, θα χύσουν πάνω της, καθώς θα δούμε, το πιο πρόστυχο φαρμάκι τους. Αφού όλα ετοιμάστηκαν, στέλνουνε μήνυμα στο Ιτς Καλέ να κατεβάσουν τους κατηγορούμενους. Τους βγά ζουν από τη φυλακή περιτριγυρισμένους απ’ οχτώ χωρο φύλακες αρματωμένους ως τά δόντια. Απ’ όπου περνάνε τρέχουν απ’ όλες τις μεριές οι Αναπλιώτες να δουν τους I. «Πρακτικά», σ. λγ".
308
δυο στρατηγούς. Διαβαίνουν αμίλητοι ανάμεσα στα πλή θη, που αμίλητα κι αυτά τους κοιτάνε. Πόσο μακριά βρίσκουνται κιόλας οι δοξασμένοι καιροί του αγώνα... Εμάς, κι ας διάβηκαν τόσα χρόνια από τότες, κλαίει η καρδιά μας σαν συλλογιστούμε πως κείνη τη μέρα τ’ Α πρίλη κουβάλαγαν στ’ Ανάπλι να δικάσουν για προδότες —ποιους, αδερφέ μου;— το Γέρο του Μόριά και τον Πλαπούτα! «Περί τήν 11 1/2 ώραν» γράφει ο Σωτήρας «οί έγκαλούμενοι είσέρχονται είς τό Δικαστήριον. Τό βήμα των δέν είναι φυσικόν. Ό Ιματισμός των ό συνήθης»1. Ο Κολοκοτρώνης ήτανε πάντα «πενιχρά καί τά αύτά ένδεδυμένος»2. Ποτές δεν γουστάριζε τις φανταχτερές χρυ σοκέντητες φορεσιές και τ’ ασημένια βραγκαλίδια, που συνήθιζαν να κρεμάνε πάνω τους οι καπεταναίοι. Μ όλις πέρασαν την πόρτα του τζαμιού όλοι «ο/ άκροαταί στρέφουν τά βλέμματά των πρός αύτούς καί τούς παρατη ρούν»J. Οι χωροφύλακες τους πάνε και τους καθίζουν στον μπάγκο μπροστά από την έδρα. Ο Κολοκοτρώνης κρατάει στο χέρι του κομπολόι. Να πώς μας τον περιγράφει ο Τερτσέτης: «Τό άνάστημά του ήτον σωστό. Τά μούτρα του καί δλον τό δέρμα τοΰ κορμιοΰ του μαυριδερό, αί τρίχες τής κεφαλής του χονδρές καί σκληρές, καμπουρομύτης, κούτελον πλατύ, τά φρύδια σκεπαστά, τά αύτιά του μεγάλα»4. Σε λίγο μπαίνουν οι δικαστές. Ο κόσμος κι οι κατηγο ρούμενοι σηκώνουνται κι ο πρόεδρος Πολυζωίδης «άρχίζει τήν συνεδρίασιν μέ μικρόν λογίδριον, διά τοΰ οποίου συνιστά είς μέν τό άκροατήριον τήν σιωπήν, είς δέ τούς συνηγόρους 1. 2. 3. 4.
«Σωτήρ», αρ. 31 - 3.5.1834. Id. Id. Τερτσέτη «Ά παντα — Ο Κολοκοτρώνης-, τ. γ", σ. 300.
309
τήν μετριοφροσύνην καί τήν κ ο σ μ ι ό τ η τ α Έπειτα δίνει στον γραμματέα Ζώτο να διαβάσει το κατηγορητήριο, που το δημοσιέψαμε πρωτύτερα. Ό τα ν ο γραμματέας τελείωσε το διάβασμα, ο πρόεδρος «άνακεφαλαιώνει είς τούς έγκαλουμίνους τά κεφάλαια τής κατ'αύτών κατηγορίας»2. Ύστερα λέει στους χωροφύλακες να πάρουν όξω από την αίθουσα ιον Πλακούτα κι «άρχίζει κατά τήν συνήθειαν τήν έξίτασιν τον θ. Κολοκοτρώνη»3. Τότες στις ποινικές δίκες οι κατηγορούμενοι δεν απολογούνταν έπειτα από την εξέτα ση των μαρτύρων κατηγορίας κι υπεράσπισης όπως γίνε ται σήμερα, μα εξετάζονταν από το δικαστήριο στην αρχή·
Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ο Γέρος του Μόριά — μπροστά στους δικαστές στέκεται τώρα όρθιο ολόκληρο το Εικοσιένα. Δεν ακούγεται το παραμικρό μουρμούρισμα στο στοιβαγ μένο από τόσον κόσμο τζαμί. Φέρνουν το ευαγγέλιο. Ο Κολοκοτρώνης απλώνει τη χέρα του πάνω σ ’ αυτό κι ορκίζεται πως θα πει την αλήθεια. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Θόδωρος Κολοκοτρώνης. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Εξήντα τεσσάρων. Γεννήθηκα το 1770, 3 του Απρίλη. 1. -Σωτήρ-, αρ. 31 — 3.5.1834. 2. Id.
310
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Στρατιωτικός. Κρατάω σαρανταεννιά χρόνους στο χέρι το σουλντάδο1 και πολεμώ για την πατρίδα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι δια την κατηγορίαν η οποία σου αποδίδεται; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τον απερασμένο Ιούλη πήγα στην Τριπολιτσά και στεφάνωσα ένα αντρόγυνο. Από κει τρά βηξα, μαζί με τη νύφη μου, στο μοναστήρι της Ά για ς Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 του Αυγούστου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως συνεντεύξεις με τον Ρώμα; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Δεν είχα πριν καμιά συνέντευξη μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τα συνηθισμένα που λένε οι άνθρω ποι, όταν τρώνε αντάμα ψωμί. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ερωτήσεις τον Ρώμα δι’ όσα διέδιδε περί αντιβασιλείας; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Καμιά περιέργεια δεν έβαλα σε τίπο τα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρόν τι έκαμες εις Τριπολιτσάν; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Πάγαινα στο παζάρι, σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνη δες, τι πλερώνατε στον καιρό της Τουρκνάς και τι πλερώνετε τώρα; Γιατί φωνάζετε; Δεν πλερώσατε τώρα λιγότερα από τον καιρό της Τουρκίας;» Και τους τ’ απόδειχνα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρεντ τον γνωρίζεις; I. Το ντουφέκι.
311
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τον γνωρίζω. Ή ρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά στον Ρώμα, σαν σΰγγαμπρός του που είναι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παρήγγειλες μ’ αυτόν εις τον Γενναίον; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τίποτα. Οΰτε είχα τίποτα να του παραγγείλω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήσαν τότε εις Τριπολιτσάν; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Ο Νικηταράς κι ο Κολιόπουλος, που ήρθανε από τα χωριά τους. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της αντιβασιλείας και των Βαβαρών; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Δεν άκουσα για καμιά αναφορά ενά ντια στην αντιβασιλεία και τους Βαβαρέζους. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Ό χ ι, τίποτα1. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστάς Κοντοβουνίσιον, Μπαλκανάν, Καπογιάννην; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τον Κοντοβουνίσιο τον γνωρίζω από τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα, δυο φορές μου ’φυγε από τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικόν του Κοντοβουνίσιου Χρήστον Νικολάου τον ξέρεις; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τον ξέρω· είναι ένα ξόανο παιδαρέλι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή ξερες πως θα πήγαινε εις Λεβάδειαν; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Ό χ ι, δεν το ’ξερα. Από τον κόσμο τ’ άκουσα πως πήγε, δίχως να ’χω'την παραμικρή είδηση. I. Τόσο τούτη η απόκριση του Γέρου όσο κι η προηγούμενη πως «καμιά περιέργεια δεν έβαλε σε τίποτα» πολύ δύσκολα μπορούν να γίνουν πιστευτές. Είναι ολότελα απίθανο να μην του μίλησε ο Ρώμας για τις αναφορές του Φραντς. Ίσιος οι συνήγοροι του Κολοκοτρώνη, βλέποντας πως η αντιβασιλεία γύρευε από κάπου να πιαστεί για να του πάρει το κεφάλι, να τον συμβούλεψαν ν* αρνηθεί τα πάντα.
312
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Ούτε τον είδα, ούτε του μίλησα1. ΠΡΟΕΔΡΟΣ, δείχνοντας του το γράμμα του υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας κόμητος Νέσελροντ: Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσέ; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Ναι, είναι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Ή ταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρα αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Ά μα ήρθε ο Βασιλιάς, ο Ρούκμαν2 άφησε ένα γράμμα στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπεταναίους στην Ά σπρη Θάλασσα3. ΓΓαυτό έκανα κι εγώ ένα γράμμα συστήνοντας τόσο αυτόν όσο και τον Ρίκορντ4. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είναι εμποδισμένο. Το ’κανα από απλότητα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τίποτις άλλο από τη σύσταση. Ό σ ο για το γράμμα που πήρα έλεγε ν’ αγαπούμε τον βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Ά λ λο δε θυμάμαι. Σ’ αυτό 1. Οπως θα δούμε παραπέρα, οι μάρτυρες κατηγορίας θα πούνε πως τον Αλωνιστιώτη τον έστειλε στη Ρούμελη ο Κολοκοτρώνης, για να ξεσηκώσει ενάντια στην αντιβασιλεία τους καπεταναίους. 2. Αντιπρεσβευτής (επιτετραμμένος) της Ρωσίας στ' Ανάπλι τον καιρό του Καποδΐστρια, που αντικαταστάθηκε, ύστερα που ήρθε ο Οθωνας, από τον Κατακάζη. 3. Το Αιγαίο. 4. Ο Ρίκορντ στάθηκε ναύαρχος του ρούσικου στόλου της Μεσόγειου κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα του Πόρου του 1831, που οδήγησαν στο κάψιμο του στόλου μας από τον Μιαούλη. Είναι φανερό, τόσο από την απάντηση του Κολοκοτρώνη όσο κι από το γράμμα του Νέσελροντ, που θα το δημοσιέψουμε παραπέρα, πως ο Γέρος έγραψε στον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας κολακευτικά λόγια για τη δράση των δυο Ρώσων αξιωματούχων στην Ελλάδα. Το γράμμα αυτό του Κολοκοτρώνη δεν έχει βρεθεί ως τα τώρα, ίσως όμως μια έρευνα στα αρχεία του υπουργείου των Εξωτερικών της Ρωσίας της εποχής εκείνης να το βγάλει στο φως.
313
«ραίνεται τι μου γράφει ο υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα του 'γραψα κι εγώ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες την τελευταίαν φοράν από εδώ; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Δε θυμάμαι καλά πότε έφυγα· θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ή τανε η πρώτη φορά που έφευγα από τότες που ήρθε ο βασιλιάς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και διατί έφυγες; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγυνο και τρίτο γιατί μου ’γράψε ο γιος μου ο Γενναίος να μην αρρωστήσω και γ ι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον αέρα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και εις όσους ήρχοντο να σε ιδούν τι έλεγες; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Ά για Μονή όπου έβαλα λόγο γ ι’ αυτό. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έ χεις άλλο τίποτα να ειπείς δι’ όσα σε κατηγορούν; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τούτο δω μονάχα: Η πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δυο. Αφού έμαθα τον διορισμό του βασι λιά, έκαμα τη σημαία του κι οι φίλοι μου γράψανε μαζί μ’ εμένα στη Βαβαρία, φανερώνοντας την αφοσίωσή τους. Ό τα ν ήρθε ο βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου και ησύχασα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε διατί αντενέργησες εις τον βασιλέα σου και την αντιβασιλείαν; ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε γνωρίζε τε κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει κεφαλή το έθνος και να μου λεϊψουν οι φροντίδες; Ά μα ο Θεός μου ’δωσε βασι λιά, εγώ είπα σ ’ όλους τους φίλους μου: Τώρα είμαι ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμαντα λά1 και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος. I. Ξύλο που μπήγανε στον τοίχο για να κρεμάνε τις κάπες τους.
314
Τα ’πε αυτά ο Γέρος και κάθισε στον μπάγκο. Για λίγο απλώθηκε βαθιά σιωπή.
Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΠΟΥΤΑ ΕΠΕΙΤΑ ο πρόεδρος πρόσταξε τους χωροφύλακες να φέρουν τον Πλαπούτα. Σαν ήρθε, τον έβαλε να ορκιστεί κι ύστερα άρχισε να τον ξετάζει. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δημήτρης Πλαπούτας ή Κολιόπουλος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Από την Παλούμπα της Γορτυνίας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Σαράντα πέντε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Στρατιωτικός. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε ανεχώρησες από το Ναύπλιον; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Την πρώτη φορά έφυγα στις 17 με 18 το* Απρίλη, να παντρέψω έναν ανεψιό μου. Στις 26 του ίδιο»» μήνα έφτασα στην Παλούμπα, τον ίδιο καιρό που ο διάδοχος της Βαβαρίας έφτασε στον Ά η Γιάννη και πήγε στην Ανδρίτσαινα1. Στις 4 ή 5 του Μάη έφυγα, αφού κάθισα λίγες μονάχα μέρες. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιους αντάμωσες εκεί; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Μ’ αντάμωσαν διάφοροι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγνώριζες προηγουμένως τον Κοντοβουνΐσιο; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Καθόλου δεν τον γνώριζα· μια φορά τον I. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Ό θωνα. πρίγκιπας Μαξιμιλιανός, βγήκε στις 17 του Απρίλη 1833 στην Πάτρα και πήγε στην Ολυμπία. Απ' αυτή, περνώντας από την Ανδρίτσαινα και n v Τριπολιτσά, τράβηξε για τ' Ανάπλι.
315
είχα δει όταν τον πιάσαμε τον καιρό του Κυβερνήτη κι άλλη μια φορά όταν ήρθε στην Παλούμπα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δια ποιον λόγον ήλθε; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Άκουσε πως βρισκόμουνα εκεί κι ήρθε πάνω στο γάμο. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσους είχε μαζί του; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δεν ξέρω πόσους είχε, γιατί ήταν ασήμα ντος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μίλησες μ’ αυτόν; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Μίλησα για λίγο και τον συμβούλεψα να ησυχάσει πια, ν’ ακούει τις διαταγές της εξουσίας, να συμβιβαστεί μ’ όσους είχε διαφορές κι άλλα τέτοια. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διατί δεν ηκολούθησε τις οδηγίες σου; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δεν ξέρω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σου πρόσφερε δώρο μια φοράδα; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ναι, μου την πρόσφερε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και διατί σου την πρόσφερε; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Το γιατί δεν το ξέτασα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή ταν καλή η φοράδα; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Μάλιστα, ήτανε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι την έκανες; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Την έδωσα στον φρούραρχο τ' Αναπλιού. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή ταν μαζί του κι ο γραμματικός του Χρήστος Νικολάου; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δε θυμάμαι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς γίνεται να μη θυμάσαι; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ήμουνα στη φροντίδα του γάμου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσο έμεινε ο Κοντοβουνίσιος στην Πα λούμπα; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ούτε κι αυτό το θυμάμαι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε ανεχώρησες δια δευτέραν φοράν εκ Ναυπλίου και πού επήγες; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Τον Ιούνιο και πήγα στην Παλούμπα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και διατί ανεχώρησες αφού ήσουν μέλος της Στρατιωτικής Εξεταστικής Επιτροπής; 316
ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Μα κι ο Μπότσαρης ήτανε μέλος της επιτροπής κι έφυγε γιατί δεν είχαμε δουλειές. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και πού πήγες; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Στη φαμελιά μου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσο έμεινες στην Τριπολιτσά; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Στάθηκα μονάχα για κολατσό. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή ρθε κανείς να σε δει; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δε θυμάμαι αν ήρθε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσον καιρό έμεινες την δευτέραν φοράν στην Παλούμπα; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ισαμε τριανταπέντε μέρες. Γυρίζοντας, κονάκιασα στην Τριπολιτσά στου Μπούκουρα1, όπου ήρθανε κάμποσοι να μ’ ανταμώσουν. Επήγα κι εγώ, κατά τη συνήθεια, στον Γερο-Κολοκοτρώνη, στον κύριο Κανέλλο Δεληγιάννη2, στον κύριο Μάνο τον διευθυντή3, και ήρθα εδώ στις 2 Αυγούστου. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τον κ. Ρώμα δεν τον αντάμωσες; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Τον αντάμωσα στο Ά ργος, οπού έμεινα μονάχα ένα βράδυ. Τότε ο κ. Ρώμας τραβούσε για την Τριπολιτσά κι ο Στάικος4 με ειδοποίησε πως βρίσκεται στο Ά ργος και πρέπει να πάω να τον χαιρετήσω. Πήγα και τον είδα. Πρώτη φορά οπού τον γνώριζα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τι σου είπε δια τα διατρέχοντα εις Ναύπλιον; 1. Ο Μπούκουρας ήτανε έφορος στην Τριπολιτσά. 2. Ο κοτσάμπασης Κανέλλος Δεληγιάννης, παλιός εχθρός του Κολοκο τρώνη, πρωτοστάτησε να βρεθούν μάρτυρες κατηγορίας. Αργότερα μετανιωμένος θα τελειώσει τ' απομνημονεύματά του με τοΰτο δω το κατηγορητήριο για την αντιβασιλεία: ·Β χο ν τήν διάΟεσιν νά γράψω καί πιφί τής διαγωγής τής ίΟνοκτόνου καί ίπαράτου ίκεΐνης Αύστριακοβαυαρικής 'Αντιβασιλείας καί διά τά όεινά καί δυστυχήματα, τά όποια ύπέστη τό άτυχες Έλληνικόν Ιθνος ΐκτοτε καί τάς συνεπεΙας, αΐτινες ίξακολουΟοϋσιν ιϋς σήμερον (τό Ι856Χ άλλ'αίτια άνεζάρτητα άπό τήν Οίλησίν μου μέ έκπτοοΰν καί λόγοι άνώτεροι μ ί ύποχρεοϋν [τι μάλλον γιά νά παυσω ίω ς ίδώ*. («Απομνημονεύματα», τ. γ ', σ. 243). 3. Διευθυντή της νομαρχίας Αρκαδίας, που αντικαθιστούσε τον νομάρχη που έλειπε. 4. Ο Στάικος Σταϊκόπουλος.
317
ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Στην οριλία του μου είχε ικος κάτι τρ*χ€ΐ στ’ Ανάπλι, κι εκεί το μαθαίνω. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Δεν επέμεινες να σου εξηγηθεί τι τρέχει; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Οχι, δεν τον βίασα να μου πει τι τρέχει, γιατί δεν τον γνώριζα καλά. Την άλλη μέρα που ήρθα εδώ είπα στον κ. Έιντεκ πως κάτι τρέχει. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Πήγες εις αυτόν μόνος ή με άλλον; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Πήγα μαζί με τον Νικολαίδην. Έπειτα από δυο-τρεις μέρες πιάστηκε ο Φραντς κι αυτό νομίσαμε πως ήτανε κείνο οπού έτρεχε. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Την δευτέραν φοράν οπού επήγες στην Παλούμπα αντάμωσες τον Κοντοβουνίσιο; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ό χ ι, δεν τον αντάμωσα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τι σου είπε ο αντιβασιλεύς Έιντεκ; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δεν ξέρω, ρωτήστε τον ίδιο κι εκείνος ας το ειπεί. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Δεν είναι δυνατόν να μη θυμάσαι. ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Θυμάμαι μονάχα εκείνο που του εί«α *γώ· πως κάτι τρέχει. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Πού βρισκόσουνα όταν συνελήφθης; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Στ’ Ανάπλι. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Με ποιον σκοπόν υπόγραψες την αναφο ράν; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δεν υπόγραψα καμιά αναφορά, ούτε ξέρ« το παραμικρό γι’ αναφορά. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και όμως υπάρχουν μάρτυρες που είδαν την υπογραφή σου εις την αναφοράν. ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Οι μάρτυρες που το λένε ας παρουσια στούν να τους γνωρίσουμε. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Μπορείς να προσδιορίσεις ποίαν ακριβώς ημέραν είπες εις τον αντιβασιλέα πως κάτι τρέχει; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ό χ ι, δε θυμάμαι τη μέρα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Γνωρίζεις τον Κωνσταντίνο Αλωνιστιώτην; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Μάλιστα, τον γνωρίζω. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Δια κοίαν αιτίαν εχήγε εις την Λειβα&ά; 318
ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δεν ξέρω καν αν πήγε, ούτε και τον αντάμωσα σε κανένα μέρος. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τι αλληλογραφία είχες με τον Κοντοβουνίσιο; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Δεν είχα καμιά αλληλογραφία μ’ αυτόν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Γνωρίζεις τον γραμματικό του; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ό χ ι, δεν τον γνωρίζω. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και όμως έχει γράμματά σου. ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ας φέρει τα γράμματα που λέει πως έχει, για να τα δούμε κι εμείς. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τους ληστάς Μπαλκανάν και Καπογιάννην τους γνωρίζεις; ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ: Ούτε τον έναν ξέρω ούτε τον άλλον. Τον Μπαλκανά μάλιστα τον κυνηγούσα, γιατί μου είχε κλέψει τ’ άρματά μου. Με τούτη την απόκριση τελειώνει στα «Πρακτικά», κάπως απότομα, η εξέταση του Πλαπούτα.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΝΕΣΕΛΡΟΝΤ ΜΟΛΙΣ κάθισε ο Πλαπούτας, ο επίτροπος Μάσον γύρεψε από τον πρόεδρο να διαβαστεί το γράμμα του Γ. Βάγια που γι’ αυτό, καθώς θα θυμάσαι, μιλήσαμε πιο πριν. Οι συνή γοροι όμως εναντιώνονται και το δικαστήριο, έπειτα από σύντομη σύσκεψη, απορρίφτει την αίτηση του επίτροπου. Σηκώνεται τότες ο Κλωνάρης και γυρεύει από το δικαστήριο να διαβαστεί το γράμμα του υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας Νέσελροντ προς τον Κολοκοτρώ νη. Μια και το γράμμα αυτό, είπε, αναφέρθηκε από την κατηγορούσα αρχή ως επιβαρυντικό στοιχείο πρέπει να γίνει γνωστό, για να εχτιμηθεί το περιεχόμενό του. Το δικαστήριο εγκρίνει την αίτηση του συνήγορου κι ο 319
πρόεδρος διατάζει τον γραμματέα Ζώτο να διαβάσει την ελληνική από το γαλλικό πρωτότυπο μετάφραση. Το γράμμα αυτό, που βρέθηκε ανάμεσα στα χαρτιά του Κολοκοτρώνη όταν τον έπιασε ο μοίραρχος Κλεώπας, δημοσιεύεται στα «Πρακτικά» και στο γαλλικό πρωτότυ πο και μεταφρασμένο. Εμείς τ’ αναδημοσιεύουμε σε διορ θωμένη κάπως μετάφραση, γιατί εκείνη η παλιά που διαβάστηκε στο δικαστήριο είναι για τα πανηγύρια. Πετρούπολις 11
Ιουλίου 1833.
Κύριε Στρατηγέ, Μ ετά μεγάλης εύχαριστήοεως έλαβον τήν έπιστολήν πού μοϋ άπευθύνατε τήν 3 Φεβρουάριου καί τήν όποίαν έσπευοα νά φέρω είς γνώοιν τοϋ Αύτοκράτορος. Ή Αύτοϋ Αύτοκρατορική Μ εγαλειότης ηύδόκησε νά ίδη μέ ίκανοποίησιν τήν βαθείαν ευγνωμοσύνην τήν όποίαν μοϋ εκφρά ζε τ ε , τόσον έκ μέρους σας όσον καί έκ μέρους τών συμπατριωτών σας, διά τήν προστασίαν καί τήν ύποστήριξιν τήν σταθερώς προοφερθεΐσαν, ουμφώνως πρός τάς διαταγάς τους, παρά τοϋ κ. Ρίκορντ καί τοϋ κ. Ρούκμαν, είς όλους τούς φιληούχους κατοίκους τής Ελλάδος, έμποδίζοντες οϋτω τήν πρόοδον τής άναρχίας τής όποίας παρ' ολίγον νά γίνη θύμα ή Πατρίς οας. Ό Αύτοκράτωρ, κατά τήν έποχήν έκείνην, έλυπήθη βαθύτατα διά τά καταστρεπτικά συμβάντα, τά όποια δέν έπερίμενεν έπειτα άπό τάς διαρκείς φροντίδας του καί τάς γενναίας θυσίας του είς άς ύπεβλήθη, μαζί μέ τούς συμμάχους του, διά νά έξασφαλίση τήν άνεξαρτηοίαν καί τήν εύδαιμσνίαν τής ' Ελλάδος. Τόν θέλγει δέ ή έλπίς, ότι τό μέλλον θά εξα λείψ ει όλοτελώς τάς λυπηρός έντυπώσεις τοϋ παρελθόντος, καί ότι οί 'Ελληνες όλων τών κλάσεων καί κομμάτων, διδαγμένοι άπό τάς τελ ευταίας δυστυχίας, θά προθυμοποιηθούν νά ένωθώσι, μέ άγάπην καί ύποταγήν, πέριξ τοϋ θρόνου τοϋ νεαρού Βασιλέως των, τόν όποιον έπροσκάλεσεν ή θ εία Πρόνοια νά θεραπεύση τά δεινά των καί νά προστατεύση τήν άνάπτυξιν τής εύδαιμονίας των. Ούδόλως αμφίβάλλομεν ότι ό Βασιλεύς Ό θω ν θά
320
έκπληρώση τόν εύγενη τούτον προοριομόν του. Αϊ εύχαί τής Αύτοϋ Αύτοκρατορικής Μ εγαλειότητος έπί τούτου είναι τόοον μάλλον ειλικρινείς, καθ' όσον συνδεόμενος μέ τό ‘ Ελληνικόν έθνος διά δεσμών μιας κοινής θρησκευτικής πίστεως, θά τοϋ άφιερώση ένα διαρκές καί ζωηρόν ένδιαφ έρον. Ε θ ε οί "Ελληνες νά μη λησμονήσουν, ότι ή υποταγή των είς τό καθεστώς πού τούς κυβερνά καί ή πίστις των είς τά δόγματα τής θρησκείας των, πολυτίμου παρακαταθήκης τήν όποίαν οί προπάτορές των παρέδωκαν πρός αύτούς άθικτον, άπ οτελεϊ συγχρόνως τήν προϋπόθεσιν καί τήν έγγύησιν τής έθνικής των εύδαιμονίας. "Οσον άφορά έσάς προοωπικώς, Κύριε Στρατηγέ, ό Αύτοκράτωρ γνωρίζει καί έκτιμά τόν πατριωτισμόν σας, καθώς καί τήν εύθύτητα τοϋ χαρακτήρος σας. Δέν άμφιβάλλει δέ ότι θ έ λ ετε εϋ ρ ει είς τήν καλοκαγαθίαν τοϋ Βασιλέως Ό θω νος καί είς τήν ύπόληψιν τών συμπατριωτών τήν άνταμοιβήν τών έξόχων έκδουλεύσεών οας. Προσφέρων τό δείγμα τοϋτο τών αισθημάτων τά όποία ή Αύτοϋ Μ εγαλειότης ευα ρεσ τείται νά τρ έφ η δΓ ύμάς καί πρός τό έθνος σας, δέν δύναμαι νά τελειώ σω τήν έπιστολήν μου, Κύριε Στρατηγέ, χωρίς νά σάς βεβαιώσω, δτι συναισθανόμενος ζωηρότατα τήν έπιτυχίαν ένός εύτυχοϋς συνδυασμού, ό όποιος θ - άποβλέπη είς τήν άνεξαρτησίαν καί τήν εύτυχίαν τής Ελλάδος, θά λογίζομαι εύτυχής άν δυνηθώ, είς κάθε περίσταοιν, καί συμφώνως μέ τάς ύψηλάς βουλάς τοϋ Αύτοκράτορος καί Κυρίου Μου, νά ουντελέσω είς τό νά πραγματοποιηθώσι αί καλοκάγαθοι διαθέσεις Του έναντι τή ς Πατρίδος σας. Μ ετά τής βεβαιότητος αύτής, δεχθήτε τήν έκφρασιν τής έξα ιρέτου ύπολήψεώς μου
ΝΕΣΕΛΡΟΝΤ Ο συντάχτης των «Πρακτικών», δημοσιεύοντας το γράμμα, γράφει σε υποσημείωση: «Ά λ λά τοϋτο θέλει έπισύρει κατά σοϋ, ώ Ά νθρω 321
πε τοΰ άγώνος, τήν βασκανίαν τοΰ Μακιαβελισμού. 'Ετοιμάσου είς τά δόλια βέλη του μέ τήν αύτήν καρτερίαν, μέ τήν όποίαν έβάστασας 49 χ ρ ό ν ο υ ς τό ν σ ο υ λ ν τ ά δ ο ν ύ π έρ Π α τ ρ ίδ ο ς πολεμών. Αί σελίδες τής Ισ τορ ία ς είναι άνοικταί. Θέλεις εύρεΐς είς αύτάς τόν τόπον όστις σοί άνήκη1». Και τον βρήκε. Ό σ ο που οι ανάξιοι διώχτες του, ξένοι και δικοί μας, αντιβασιλιάδες κι υπουργοί, γκρεμισμένοι από τα πρόσκαιρα μεγαλεία τους, γνωρίζουν τώρα την περιφρόνηση του έθνους. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο γράμμα του Νέσελροντ. Ό πω ς το διαπίστωσες κι εσύ, δεν έχει τον παραμικρό αντιπολιτευτικό τόνο για το καινούργιο καθεστώς. Αντίθε τα, προσκαλάει τους «Έλληνες δλων τών κλάσεων καί κομμάτων, διδαγμένους άπό τάς τελευταίας δυστυχίας, νά προθυμοποιηθούν νά ένωθώσι, μέ άγάπην καί υποταγήν, πέριξ τοΰ θρόνου τοΰ νεαρού Βασιλέως των». Κι όμως, το γράμμα ήτανε ύποφτο στα μάτια των Βαβαρέζων, των Εγγλέζων και των Φραντσέζων, όχι για το περιεχόμενό του, μα για την προέλευσή του. Το μήνυμα του αυτοκράτορα της Ρωσίας στον Κολοκοτρώνη, όποιο κι αν στεκόταν αυτό, το λογάριαζαν για «εσχάτη προδοσία», μια κι εκείνο που επιθυμούσαν, αφού ξέκαναν τον Καποδίστρια, ήτανε να ξεριζώσουν από την Ελλάδα ό,τι απόμενε ακόμα από τη ρωσική επιρροή. Κοίτα και κάτι άλλο, που δεν προσέχτηκε όσο έπρεπε από τους ιστορικούς. Ο Νέσελροντ γράφει πως απαντάει σε γράμμα του Κολοκοτρώνη με ημερομηνία 3 του Φλεβά ρη 1833. Ο Όθωνας κι οι Βαβαρέζοι ξεμπάρκαραν στ’ Ανάπλι στις 25 του Γενάρη του ίδιου χρόνου. Δηλαδή ο Κολοκοτρώνης έγραψε το γράμμα εννιά μονάχα μέρες έπειτα από τον ερχομό τους. Και τώρα σκέψου αν μπορού σε ποτέ, μέσα στις πρώτες εννιά αυτές μέρες από τον ερχομό των Βαβαρέζων, ο Γέρος να ’χε συνωμοτήσει I. «Πρακτικά», σ. 67.
322
ενάντιά τους! Κι όμως, ο μεταφραστής του βιβλίου του Μάουρερ «Ο Ελληνικός λαός», καθηγητής του πανεπιστη μίου X. Πράτσικας, θαρρεί πως ήτανε η αναφορά που η κατηγορούσα αρχή βεβαίωνε πως τάχα στάλθηκε στον αυτοκράτορα της Ρωσίας και μ’ αυτή «ύπεδεικνύετο», όπως λέει ο Μάουρερ, «ή άνάκλησις καί τών τριών μελών τής 'Αντιβασιλείας, ή άνακήρυξις τοϋ Βασιλέως Όθωνος ώς ίνηλίκου, μέ σκοπόν νά τεθή έπί κεφαλής τών πραγμάτων πάλιν τό Καποδιστριακόν κόμμα». Μια τέτοια αναφορά ούτε ποτές στάλθηκε ούτε ποτές γράφτηκε. «Ή συκοφαντία αύτή» λέει ο Φραντζής «ήτον ψευδεστάτη καί άνύπαρκτος, καθότι ίν τοιοΰτον δέν είχεν ένεργηθή παρά τοΰ Θ. Κολοκοτρώνη». Μάταια, καθώς θα δούμε, θα προσπαθήσει ν’ αποδείξει τ’ αντίθετο ο Μάσον με τους ψευδομάρτυρές του.
323
ΟΙ Μ Α Ρ Τ Υ Ρ Ε Σ Κ Α Τ Η Γ Ο Ρ Ι Α Σ
Η ΠΑΡΑΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΛΗΣΤΕΙΑ ΕπΕΙΤΑ που διαβάστηκε το γράμμα του Νέσελροντ αρχίζει, την ίδια μέρα, την πρώτη της δίκης, η εξέταση των μαρτύρων της κατηγορίας. Από τους 43 μάρτυρες που παρουσίασε ο Μάσον, με την υποστήριξη και τους φοβερισμούς της εξουσίας, θα μνημονέψουμε εκείνες τις κατα θέσεις που στέκουνται όχι μονάχα οι πιο σημαντικές, μα κι οι πιο επιβαρυντικές για τους κατηγορούμενους. Στα «Πρακτικά» οι καταθέσεις αναφέρουνται συνοπτικά κι όχι με τη μορφή ερωταπόκρισης ανάμεσα στον πρόεδρο του δικαστήριου, τον επίτροπο, τους συνήγορους και τους μάρτυρες. Εμείς προσπαθήσαμε, χωρίς να τις αλλάξουμε σε τίποτα, να τους δώσουμε τη φυσική μορφή τους. Θα κάνουμε και κάτι άλλο, για να μπορέσουμε κάπως πιο άνετα, ας πούμε, να παρακολουθήσουμε τη δίκη. Δε θα μνημονέψουμε τις μαρτυρίες με τη σειρά που γίνηκαν, παρά σύμφωνα με τα κεφάλαια του κατηγορητήριου. Αρχίζουμε από την κατηγορία για παρακίνηση σε λη στεία.
Μαρτυρία Θανάση Αναγνωσταχόπουλου Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας παρουσιάστηκε ο Θανά σης Αναγνωστακόπουλος από την Αγουλινΐτσα, 39 χρο-
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Κτηματίας. Πριν ήμουνα αξιωματικός με το βαθμό του χιλίαρχου, στον καιρό του Κουντουριώτη1. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τους κατηγορούμενους τους γνωρίζεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι. Με τον Κολοκοτρώνη στάθηκα στον πόλεμο της Πάτρας και με τον Κολιόπουλο στα Δερβενά κια. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έ χεις έχθραν εναντίον τους; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν έχω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Κοντοβουνίσιο τον γνωρίζεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, από τότε που ήμουνα αστυνόμος στον Πύργο κι εκείνος ήταν υποπολιτάρχης. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι ξέρεις γι’ αυτόν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πως τον καιρό της περιοδείας του βασιλιά παρουσιάστηκε ο Κοντοβουνίσιος στο νομάρχη Μεσση νίας, γυρεύοντας το έλεος της κυβέρνησης. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού τον συνήντησες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Στην Αγουλινϊτσα όπου στάθηκε δυο μέ ρες. Τον ρώτησα πού ήταν και πού γύριζε. Μου αποκρίθη κε: «Από τρύπα σε τρύπα, στα Καλάβρυτα». Του είπα: «Τι έκανες εκεί;» Μου λέει: «Δεν έκανα τίποτα». Του λέω: «Μη μου τα κρύβεις από μένα γιατί ξέρω τι έκανες». «Δεν έκανα τίποτις άλλο εξόν από κείνο στης Κορτέσας το Χάνι, όπου ήρθανε κάτι Φράγκοι. Μαζί τους ήτανε κι ένας αρματωμένος Ρουμελιώτης. Τον πρόσταξα να βάλει κάτω τ’ άρματα. Κι επειδής δεν έστερξε να τα παρατήσει, γύρεψα να τον φοβίσω και τον σκότωσα δίχως να το θέλω». «Και τι πήρες από τους ξένους;» ρώτησα τον Κοντοβουνίσιο. «Δεν είχανε τίποτις οι παλιόφραγκοι», μου λέει και βγάζει μια κορδέλα και μου τη δείχνει. «Να, τούτη είχανε μοναχά»». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κι εσύ τι του εσύστησες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Του σύστησα να ησυχάσει κι αυτός μου αποκρίθηκε: «Τούτο κι εγώ το θέλω κι από καιρό θα ’χα I. Ό τα ν ο Κουντουριώτης ήτανε πρόεδρος της κυβέρνησης, στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο.
326
προσπέσει, μα ένας δε μ’ άφησε κι από το θεό να το ’βρει». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον ρώτησες ποιος ήταν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν τον ρώτησα, γιατί βιαζόμουνα και δεν είχα καιρό. Του είπα, όμως, πως και στον βασιλιά να παρουσιαστεί και στον Καραμεσιούτη1 καλά θα κάνει. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι σου αποκρΐθηκε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μου αποκρΐθηκε πως ξέρει πως ο Καραμεσιούτης βγήκε ξεπίτηδες για να τον κυνηγήσει· τον ιδεάσανε για δαΰτο από τ’ Ανάπλι. «Ψέματα λες», του λέω. «Ό χι», μ’ αποκρίνεται. «Να, πέρασαν από του Καμπά το Μύλο πέντε-έξι πραγματευτάδες από τον Πύργο κι ένας από τη Δίβρη, που τον γνώριζα». Ά μα τον είδανε φοβήθη καν, μ’ αυτός τους λέει: «Μη φοβόσαστε, το μόνο που θέλω από σας είναι στ’ Ανάπλι που πάτε να πείτε στον Κολιόπουλο πως μ’ ανταμώσατε εδώ και να μου παραγγείλει μ’ εσάς το τι να κάνω». Έπειτα από λίγες μέρες, γυρίζοντας, ξανανταμώθηκαν με δαύτον και του λένε πως είδανε τον Κολιόπουλο. «Αφού έκανες τη χάρη και δε μας πείραξες, ο Κολιόπουλος σου μηνάει μ’ εμάς να φυλαχτείς ακόμα δεκαπέντε μέρες, γιατί τα πράματα θ’ αλλάξουν και να μην παρουσιαστείς στον Καραμεσιούτη». Έπειτα ο Κοντοβουνίσιος μου είπε πως λογάριαζε να παραγγείλει στον Καραμεσιούτη να πάει να τον ανταμώσει, πως τάχατες ήθελε να προσπέσει, για να τον σκοτώσει, μα δεν το έκανε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σου είπε ο Κοντοβουνίσιος τίποτε άλλο; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μου είπε πως ξέρει τι τον θέλουν. «Γυ ρεύουν», μου λέει, «να μαρτυρήσω πως πήγα κι αντάμωσα τον Γέρο Κολοκοτρώνη στο περιβόλι του στ’ Ανάπλι. Μα ποιος το κάνει;» Αυτά μου είπε και σηκώθηκε να πάει να φάει. Μου έταξε πως θα ξανανταμώναμε, μα έφυγε. Τόσο ο πρόεδρος όσο κι οι συνήγοροι γυρεύουν από τον μάρτυρα να επαναλάβει τι ακριβώς του είπε ο Κοντο βουνίσιος για τον Κολοκοτρώνη. I. Αποσπασματάρχης.
327
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μου είπε: «Μπραμ, ξέρω γιατί με γυ ρεύουν με θέλουν γιατί τάχα πήγα κι αντάμωσα τον Γέρο Κολοκοτρώνη στ' Ανάπλι όξω στο περιβόλι του· μα ποιος το κάνει αυτούνο;». (Σύμφωνα με τα λόγια του μάρτυρα της κατηγορίας, πιο τίμια φέρνεται ένας ληστής από το κράτος, που στη δίκη τόσο αντάξια το εκπροσωπούσε ο επίτροπος Μάσον). ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ο Δημήτριος Βλαχόπουλος σε ηπείλησε, μάρτυς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μ’ έκραξε και μου είπε πως είμαι σπιγούνος. Του αποκρίθηκα πως δεν είμαι, μήτε το καταδέχομαι. Το μόνο που έκανα ήτανε να μαρτυρήσω όσα άκουσα από τον Κοντοβουνίσιο. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και πού τα εμαρτύρησες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Περίμενα τον έπαρχο Πλατύκα στην Αγουλινίτσα κι επειδής δεν ήρθε πήγα στον Πύργο στον Πανάγο Δεληγιάννη και τα είπα.
Μαρτυρία Χρήστου Νικολάου Δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας παρουσιάστηκε ο Χρήστος Νικολάου. Πριν τυπώσουμε την κατάθεσή του, χρειάζεται να πούμε δυο λόγια γ ι’ αυτόν. Ο Νικολάου ήτανε γραμματικός του ληστή Κοντοβουνίσιου. Πιάστηκε και στάλθηκε από το νομάρχη της Αρκαδίας στ’ Ανάπλι για να δικαστεί. Αφού έμεινε κάμποσο καιρό στα σίδερα, απολύθηκε έπειτα από απαλλαχτικό βούλευμα του Επίτρο που της Επικρατείας, του Μάσον δηλαδή. Δεν πρόφτασε να βγει από την πόρτα της φυλακής και «έπαρουσιάσθη ώς μάρτυς φοβερός, καθιακλισμένος καί μέ τήν συνείδησιν, ήτις τόν έφλόγιζε νά ΰπάγη νά γίνη άπό δάσκαλος γραμματικός ληστοΰ»'. Και τώρα ας ακούσουμε τα όσα είπε στο δικαστήριο. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι; I. «Πρακτικά», σημείωση γ", σ. 71.
328
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Χρηστός Νικολάου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εκ Ζακύνθου. Είμαι εις την Ελλάδαν από τα 1829 ή '30. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεκαεννέα με είκοσι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Διδάσκαλος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς εγνώρισες τον Κοντοβουνίσιο; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό ταν εφονεύθη ο κυβερνήτης, επέρασεν ο Κοντοβουνίσιος από το χωρίον Άρβενας για το Βαλτέτσι. Τον ηκολούθησα δια τον μισθόν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καθ’ όλον το διάστημα όπου έμεινες με αυτόν μήπως ήλθατε εις λόγους; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, κ. Πρόεδρε, δεν εσυγχίσθην καθόλου με αυτόν. Με είχε γραμματικόν του και δι’ αυτό γνωρίζω ότι αλληλογραφούσε με τον Κολοκοτρώνη, τον γιο του τον Γενναίο και τον Δαραλέξην από τον Πύργον. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσον καιρόν έμεινες μαζί του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μετά τον ερχομόν του βασιλέως εστάθην μαζί του δύο μήνες. Ο Κοντοβουνίσιος, αφού ήλθεν ο βασιλεύς, επιθυμούσε να ησυχάσει, πλην ηθέλησε να συμβουλευθεϊ και άλλους. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιους άλλους; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό σους συνεβουλεύετο εις τοιαύτας περι στάσεις. Δι’ αυτό και επήγε εις το χωρίον Παλούμπα όπου ήλθεν ο Κολιόπουλος. Εκεί εκλείσθη με τον Κολιόπουλον σ ’ έναν οντά περίπου μίαν ώραν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τι είπανε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ηξεύρω μόνον ,όσα ο Κοντοβουνίσιος ανέφερε όταν εβγήκεν από τον οντά και τον ηρώτησα. - -Δε μ’ αφήνει, μου είπε, να πάγω εις Ναύπλιον και να προσπέσω εις την εξουσίαν. Γυρεύει να με πάρει εις τον λαιμόν του. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι ήκουσες εσύ ο ίδιος να του λέγει ο Κολιόπουλος; 329
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εις το γεύμα, ενώ εμέλλαμεν ν’ αναχωρήσωμεν, ήκουσα τον Κολιόπουλον να του λέγει: «Γιώργη, πάγαινε στο καλό και ν’ ακολουθήσεις όπως σου είπα. Κι όταν φτάσω στ’ Ανάπλι πάλι εγώ σου μηνώ τι πρέπει να κάνεις». Του είπε ακόμη ότι δεν τον παίρνει μαζί του εις Ναύπλιον, διότι ο κόσμος θα πει ότι πήρε ο Κολιόπουλος τον Κοντοβουνίσιο, τον πήγε στ’ Ανάπλι, τον έβαλε φυλακή και χάθηκε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις αν ο Κοντοβουνίσιος εχάρισε στον Κολιόπουλο μία φοράδα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Βεβαίως. Ή μην παρών όταν του την εχάρι σε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διέπραξεν καμίαν ληστείαν ο Κοντοβουνί σιος όταν ήσουν γραμματικός του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, καθ’ όλον το διάστημα εις το οποίον ήμουν μαζί του δεν διέπραξε ουδεμίαν ληστείαν, μήτε κατατρέχετο από την Αρχήν ή από άλλον. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έπαυσες να είσαι γραμματικός του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ανεχώρησα απ’ αυτόν τέλη Ιουνίου. Με τ’ ολίγας όμως ημέρας πάλιν ανταμώθημεν με τον Κοντο βουνίσιο και μου έδειξε ένα γράμμα ανώνυμον εις το οποίον του έλεγαν να προφυλαχθεί από τον νομάρχην. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σου ζήτησε τη γνώμη σου τι να κάνει; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μου τη ζήτησε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και εν συνεχεία σε έστειλε εις τον Κολιόπουλον; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μάλιστα, με έστειλε στον Κολιόπουλο που είχε έλθει στην Παλούμπα, να τον ερωτήσω εκ μέρους του αν πρέπει να παρουσιασθεί εις τον νομάρχην. Επήγα, με είδε ο Κολιόπουλος και μ’ ερώτησε τι ήθελα. Του φανέρω σα την αιτίαν της αποστολής μου κι αυτός, αφού πριν με όρκισε, μου είπε: «Να πας να του πεις πως δεν είναι ανάγκη να προσπέσει και να παρουσιαστεί σε καμιά εξουσία, μα να τραβηχτεί και να στέκει σε παράμερο τόπο κι εγώ, αφού πάω στ’ Ανάπλι, του μηνώ μ’ άνθρωπο τι να κάνει, γιατί ελπίζουμε πως τα πράματα θ’ αλλάξουν σε 330
λίγο». Εγώ τότες του είπα πως ο νομάρχης θα βγει με στρατιώτας να κατατρέξει τόν Κοντοβουνϊσιο κι ο Κολιόπουλος μου απεκρϊθη: «Κι αυτός χέρια έχει κι ας εναντιωθεΐ». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κι εσύ τι έκανες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γύρισα στο χωριό και τα είπα στον Κοντοβουνϊσιο, ο οποίος έφυγε δια τα μέρη της Αγουλινΐτσας. Αφού επαρουσιάσθη εις τον νομάρχην, ο Οποίος του εσύστησε να ησυχάσει, τον αντάμωσα και μου έδειξε ένα γράμμα του Θ. Κολοκοτρώνη κλεισμένον εις εν άλλο του Γρηγοριάδη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το εδιάβασες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μάλιστα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πες μας τι έλεγε. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: «Παιδί μου Γιώργη», του έγραφε, «και άλλοτε σ ’ εσυμβούλευσα και πάλι τώρα σε συμβουλεύω ότι δεν είναι ανάγκη να παρουσιασθείς εις καμίαν εξου σίαν, αλλά να στέκεις παραμερισμένος και, όταν ακούσεις τίποτα εδικά μου κινήματα, τότε συνεννοούμενος με τους αυτόσε ιδικούς μας, να πράξεις καθώς και εγώ». (Τώρα σε ρωτώ εσένα, τον ακροατή, αν μπορείς να πιστέψεις πως ο Κολοκοτρώνης, που κι από τόσους κατατρεγμούς είχε περάσει ως τα τότες κι ήξερε πως δεν τον χώνευαν οι Βαβαρέζοι, ήτανε τόσο κοκορόμυαλος να γράφει στον ληστή Κοντοβουνϊσιο πως σε λίγο θα ξεσή κωνε επανάσταση. Κι αν ακόμα λογάριαζε, ας πούμε, να το κάνει, ποτές βέβαια δε θα καθόταν να ’γράφε κάτι τέτοιο σε γράμμα, που εύκολα στεκόταν να πιαστεί ή να παραπέσει). ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι έλεγε το γράμμα του Γεωργιάδη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: «Σοι στέλλω», έλεγε, «το γράμμα του Γέροντος κλεισμένον και ν’ ακολουθήσης ως σοι γράφει». Μέσα εις το γράμμα ήταν και μια λουρίδα χαρτί με αυτήν εδώ την επιγραφήν: «Ο άγιος οπού δε θαυματουργάει, δεν κηρολιβανίζεται». 331
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι ημερομηνία έφερε το γράμμα του Κολο κοτρώνη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: 28 Αυγοΰστου ή 28 Σεπτεμβρίου. (Η απάντηση του μάρτυρα είναι περίεργη, όχι μονάχα γιατί στέκεται αφύσικο να θυμάται κανείς καλύτερα τη μέρα από το μήνα, μα και γιατί ο Κολοκοτρώνης πιάστηκε στις 7 του Σεπτέμβρη και βέβαια δεν μπορούσε να γράψει το γράμμα μέσα από τη φυλακή). ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και του Γρηγοριάδη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τέσσερις ή πέντε μέρες ύστερα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τι άλλο είπατε, μάρτυς, με τον Κοντοβου νίσιο; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τον ηρώτησα πώς δεν ησυχάζει και μου είπε ότι ήρθε εις το Ναύπλιον και αντάμωσε τον Κολοκοτρώνην. (Βλέπε σελ. 327-328 όπου ο Κοντοβουνίσιος, σύμφωνα με την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας Αναγνωστακόπουλου, αρνιέται πως ήρθε στ’ Ανάπλι κι αντά μωσε τον Γέρο στο περιβόλι του). ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Μήπως σε έστειλε και εις τον πρωτοσύγκελο Φραντζήν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μάλιστα, με έστειλε εις την Αρκαδίαν ν' ανταμώσω τον πρωτοσύγκελον. «Είμαι απεσταλμένος», του λέγω, «από τον Κοντοβουνίσιον, ο οποίος μου είπε να σας ειπώ ότι έπαρουσιάσθη εις τον νομάρχην». Τότε ο πρωτοσύγκελος χτύπησε στη χούφτα του ένα κουτί που βαστούσε. «Το έμαθα», μου λέγει, «και έκαμε άσχημα. Να του πεις να φύγει από το μέρος που του διόρισε ο νομάρχης να μένει και όταν εγώ μάθω ότι ο νομάρχης θα πάγει να τον καταδιώξει, τον ειδοποιώ και φυλάγεται. Θα του γράψω μ’ αυτές τις λέξεις: Κ ω ν σ τα ν τή σ’ αγαπώ π λ η ν δεν η μ π ο ρ ώ να σε β οηθήσ ω ». ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Είπες ότι ο Κοντοβουνίσιος σε έστειλε στο Ναύπλιο στον Κολοκοτρώνη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μάλιστα. 332
ΕΓ^ΙΤΡΟΠΟΣ: Μπορεϊς να μας καθορίσεις πότε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πριν ανταμώσει τον Κολιόπουλον εις την Παλούμπα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και τι του είπες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μ’ έστειλε ο Κοντοβουνίσιος να σου πω, ότι αυτός απεφάσισε να προσπέσει εις την εξουσίαν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τι σου απεκρίθη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Να μην παρουσιαστεί σε καμιά αρχή, αλλά να μένει παραμερισμένος και έπειτα εκείνος του μηνάει τι πρέπει ν’ ακολουθήσει. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε επήγες δια δευτέραν φοράν στην Παλούμπα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τον Ιούλιο, στις 6 ή 7 του μηνός. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και όταν έφυγες από τον Κοντοβουνίσιο τι έκαμες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μετήλθον πάλιν το επάγγελμα του διδα σκάλου. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε ακριβώς ανεχώρησες από τον Κο ντοβουνίσιο; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δύο μήνες μετά την άφιξιν του βασιλέως εις την Ελλάδα ανεχώρησα από τον Κοντοβουνΐσιον, αφού έπαυσαν αι σφαγαί και ταραχαί της επικρατείας. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Κατά τους δύο πρώτους μήνας από της αφίξεως του βασιλέως επεκράτησε, όπως όλοι γνωρίζουν, απόλυτος τάξις και ησυχία εις ολόκληρον την επικρά τειαν. Εξάλλου και εσύ ο ίδιος ομολόγησες ότι και αυτός ακόμα ο Κοντοβουνίσιος, κατά το εν λόγω χρονικόν διάστημα, δεν μετήρχετο τον ληστήν1. Δια ποίας σφαγάς και ταραχάς μας ομιλείς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ...... ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πώς βρέθηκες φυλακισμένος; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Σταλείς από τον νομάρχην ενταύθα, εφυλαI. Οι ληστείες άρχισαν έπειτα που οι Βαβαρέζοι διάλυσαν τον εθνικό στρατό που μας λευτέρωσε από τους Τούρκους και πολλοί από τους αγωνιστές, μπροστά σε τούτη την αδικία και την πείνα που τους θέριζε, πήραν τα βουνά.
333
κισθην και έπειτα ηλευθερώθην κατά πράξιν του δικαστη ρίου. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε διάβασες τα γράμματα του Κολοκο τρώνη και του Γρηγοριάδη, προτού παρουσιασθεί ο Κο ντοβουνίσιος εις τον νομάρχην ή μετά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τα εδιάβασα μετά που επαρουσιάσθη. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και πού συνηντήθης με τον Κοντοβουνίσιον, όταν εγύρισες από το Ναύπλιον όπου, καθώς λέγεις, είδες τον Κολοκοτρώνη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εις τα μέρη της Ζαχάρως1. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Υπάρχουν κατατεθειμένοι εις το δικαστήριον δυο γραπταί καταθέσεις σου. Η πρώτη, με ημερομη νίαν 13 Φεβρουάριου 1834, εγένετο ενώπιον του επιτρόπου της παρούσης δίκης, κ. Μάσονος. Δεν είναι έτσι, μάρτυς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μάλιστα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Εις αυτήν δεν αναφέρεις το παραμικρόν ότι ήλθες εις Ναύπλιον να συναντήσεις εκ μέρους του Κοντοβουνίσιου τον Κολοκοτρώνην. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Το κατέθεσα αργότερον. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ακριβώς! Εις δευτέραν κατάθεσίν σου με την πρόσφατον ημερομηνίαν 13 Μαρτίου 1834 και με ανακριτήν τον κ. Χρήστον Νικολάου, το μόνον που καταθέτεις είναι το γεγονός αυτό. Αφήνω τους κ. δικαστάς να βγάλουν τα συμπεράσματα των... Αυτή στάθηκε η κατάθεση του πιο σημαντικού μάρτυρα για την κατηγορία, πως οι δυο στρατηγοί «εκίνησαν ληστείαν». Στέκεται φανερό πως ο ανήλικος αυτός μισομορφωμένος δάσκαλος, που δεν ήταν ούτε καν είκοσι χρονών, μαρτυράει ό,τι του καλοναρχούν με την υπόσχεση που του δίνουν να τον απαλλάξουν από την κατηγορία πως ήτανε γραμματικός ληστή. Ό τα ν γινόταν η δίκη, ο Κοντοβουνίσιος δε βρισκόταν πια στο Μόριά, μα είχε περάσει, καθώς και τόσοι άλλοι I. Χωριό της επαρχίας Ολυμπίας, του νομού Ηλι:ίας.
334
ληστές, στη Ρούμελη. Κι ο κόσμος έλεγε πως ο Νικολάου στάλθηκε να τον βρει και να τον πείσει να κατέβει να μαρτυρήσει ενάντια στον Κολοκοτρώνη, μα δεν τα κατάφερε. Στη δεύτερη γραφτή κατάθεσή του, που μνημονέψαμε πιο πριν, είπε πως ήρθε από μέρος του Κοντοβουνίσιου και συνάντησε στ’ Ανάπλι τον Κολοκοτρώνη τον Ιούνη του 1833. Η υπεράσπιση παρουσίασε πέντε μάρτυρες από το χωριό Άλβαινα, που βεβαίωσαν πως από τις 5 του Ιούνη ως τις 25 του Ιούλη του 1833 ο Νικολάου βρισκόταν στο χωριό τους δάσκαλος. Έ νας από τους μάρτυρες αυτούς ήτανε κι ο Γιάννης Τρίβαλης, έμπορας. Να τι είπε: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι γνωρίζεις για τον Χρήστο Νικολάου; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Στάθηκε δάσκαλος στο χωριό μας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεται; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν ξέρω- από το Λεοντάρι, από τον Πύργο, από το Μισίρι έλεγε, από τη Ζάκυνθο. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσο έμεινε στο χωριό σας; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Την πρώτη φορά κάθισε δυο χρόνους. Τον καιρό που γϊνηκε το Σύνταγμα1 πήγε μαζί με τον Κοντο βουνίσιο στην Τριπολιτσά. Ξαναγύρισε ύστερα και μας παρακάλεσε να διαβάσει τα παιδιά. Μας έταξε πως δε θα ’τρεχε πια εδώ κι εκεί καθώς πρωτύτερα. Ή ρθε στις 5 του Θεριστή (Ιούνη) στο χωριό μας κι εμείς πέντε άνθρωποι τον συμφωνήσαμε να διαβάσει τα παιδιά μας. Κάθισε ως τις 25 του Ιούλη. Δε σάλεψε ούτε μια φορά, εξόν όταν πήγε στον Πύργο να φέρει τη μάνα του. Τα ίδια κατάθεσε για τον Νικολάου κι ο παπάς του χωριού Άλβαινα, ο Αδάμης. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τον Χρήστο Νικολάου τον είχαν δάσκαλο I. Επειτα από τη δολοφονία του Καποδΐστρια. όταν ο Κωλέτης, αρχηγός των «συνταγματικών», νίκησε τους «κυβερνητικούς» κι έστειλε, καθώς είπαμε, τον Κοντοβουνίσιο να εγκαταστήσει τις φιλικές στην κυβέρνησή του δημόσιες αρχές στην Ολυμπία.
335
στο χωριό μας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γνωρίζεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τον γνωρίζω πολλά καλά. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κοίταξε το ακροατήριο και δείξε μας ποιος είναι. (Κοιτάζει ο Παπά Αδάμης και τον δείχνει). ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πες μας πότε και πόσο έμεινε ο Νικολάου εις Άλβαινα. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πρωτύτερα κάθισε δυο χρόνους δάσκαλος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι το πότε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και πότε έφυγε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τον καιρό του Συντάγματος έφυγε με τον Κοντοβουνϊσιο στην Τριπολιτσά. Τον Μάιον μήνα ήλθε πάλι στο χωριό μας και συμφώνησε ξανά με πέντε χωριανούς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε ακριβώς ήλθε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είτε στις 5 είτε στις 10 του Θεριστή. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και ως πότε έμεινε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ως στις 25 Ιουλίου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καθ’ όλον αυτό το διάστημα έλειψε καθό λου; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έλειψε μονάχα όταν πήγε να πάρει τη μητέρα του από τον Πύργο, στις 20 Ιουνίου. Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρτυρία του Παπά Αδάμη, όπως και του Γιάννη Τρίβελη, ο Νικολάου βρισκόταν στο χωριό Ά λβαινα τον καιρό που βεβαίωσε πως ήρθε στ’ Ανάπλι κι αντάμωσε τον Κολοκοτρώνη.
336
Ο ΚΑΠΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ο ΜΑΣΟΝ στο κατηγορητήριό του λέει πως ένας από τους τρεις ληστές που βγήκαν στο κλαρί «κατά προτροπήν τών είρημένων συμβούλων καί προστατών των», του Κολο κοτρώνη και του Πλαπούτα δηλαδή, ήτανε κι ο Καπογιάννης. Μ’ αυτουνοΰ αξίζει να μνημονέψουμε την ιστορία του. Καταγόταν από το χωριό Σουλιμά, της επαρχίας Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Ή τανε άνθρωπος με βιος, πρόβατα και χωράφια. «Φλεχθείς άπό έρωτα»1για την κόρη κάποιου Πιπιλή, την έκλεψε, όπως ο πατέρας της αρνήθηκε να του τη δώσει γυναίκα του. Ο θείος της και νονός της Γρηγοριάδης, αυτός που παραΰστερα οι Βαβαρέζοι τον πιάσανε για συνωμότη, έστειλε τρακόσιους αρματωμένους «νά έκδικηθή τήν ΰβριν»2. Πρόλαβαν όμως κάτι χωριανοί και δώσανε χαμπέρι στον Καπογιάννη πως ερχόταν ολό κληρο ασκέρι να τον βρει. Το ’σκάσε κι όπως δεν τον πέτυχαν, του πήραν όλα τα πρόβατά του. Και σαν να μην έφτανε τούτη η συμφορά, τον βρήκε κι άλλη χειρότερη· έχασε και την τσούπρα που για χάρη της έπαθε όλα τούτα. Πέτυχε την ευκαιρία να φύγει και γύρισε στους δικούς της. Επειδής όμως σ ’ αυτούς δεν ήτανε σίγουρη, τη φύλαγαν στο σπίτι του θειού της Γρηγοριάδη, ώσπου τα γονικά της την πάντρεψαν με άλλον. Ο Καπογιάννης «άπελπισθείς, άφοϋ μετεχειρίσθη πάντα τρόπον διά νά τήν άρπάξη πάλιν καί άπέτυχεν»3, βγήκε κλέφτης και καιροφυλαχτούσε να πάρει εκδίκηση σκοτώ νοντας είτε κείνον που την παντρεύτηκε είτε τον αδερφό της. Στ’ αναμεταξύ, στον καιρό «της ψευδοσυνταγματικής 1. «Πρακτικά», σ. 82. 2. Id. σ. 82. 3. id. σ. 83.
337
αναρχίας», άμα δηλαδή θριάμβεψε ο Κωλέτης, ο Καπογιάννης, ενωμένος με τους συγγενείς του και τους χωρια νούς που ο νομάρχης Χρηστίδης τρομοκράτησε και τους έφερε τώρα μάρτυρες κατηγορίας, πέτυχαν το κάστρο της Αρκαδίας αφύλαχτο και το πιάσανε. Κατά τύχη πέρναγε από κει ο Γρηγοριάδης και τον ντουφέκισαν. Τους μπλοκάρισε και τους ανάγκασε να το παρατήσουν. Ό τα ν ήρθε ο Όθωνας στην Ελλάδα, διοικητής της Αρκαδίας διορίστηκε ο Αινιάνας. Τον κάλεσαν όμως στ’ Ανάπλι και φεύγοντας άφησε τοποτηρητή του τον Γρηγοριάδη. Ο Καπογιάννης τότες, που είχε γυρίσει στο χωριό του παρατώντας τη ληστεία, φοβήθηκε μην τον πιάσει. Παίρνοντας και τρεις άλλους αρματωμένους μαζί του ξαναβγήκε στο κλαρί. Στήνοντας καρτέρι στο Βαθύ Ά μμο γύμνωσε κάμποσους διαβάτες. Κι όσο που ο Γρηγοριάδης τον κυνηγάει, ο Καπογιάννης παρουσιάζεται ξάφνου μπροστά του και του λέει: —Συ, κυρ Θανάση, μου πήρες τη γυναίκα και το πράμα και τα έδωσες των Πιπιλαίων. Εγώ ή θα πάρω το δίκιο μου απ’ αυτούς ή θα χαθώ. Τότες ο νομάρχης Χρηστίδης «άντί τού άπόντος Καπογιάννη, ίστοχάσθη ώς εύκολώτερον τόν παρόντα Γρηγοριάδην» και τον πιάνει με την κατηγορία πως αυτός συμβού λεψε τον Καπογιάννη να ξαναβγεί ληστής. Έ τσι εκδικιό ταν τον Γρηγοριάδη «καθότι ούτος συνυπέγραψεν είς τήν πρός τήν έπί τών Εσωτερικών Β. Γραμματείαν τής ’Επικρατείας έπαρχιακήν τοΰ τμήματος άναφοράν, διά τής όποίας οι κάτοικοι ούτοι τής Μεσσηνίας άκούσαντες τήν έκλογήν τοΰ κ. Χρηστίδου ώς Νομάρχου, παρεκάλουν τήν Γραμματείαν νά μεταβάλη τήν έκλογήν ταύτην»1. Κι ο Μάσον, σαν άνθρωπος σοφός, άρπαξε την ευκαιρία I. «Πρακτικά», σ. 85.
338
που του παρουσιαζόταν και, με τους ψευδομάρτυρες που του προμήθεψε ο Χρηστϊδης, κατηγόρησε τους δυο στρα τηγούς πως πρόσταξαν τον Γρηγοριάδη να βγάλει ληστή —ποιον, μάτια μου;— τον Καπογιάννη, όπου τον χώριζε μίσος θανάσιμο απ’ αυτόν! Και τώρα ας δούμε τι είπανε δυο από τους ψευδομάρτυ ρες που έφερε το πρωτοπαλίκαρο του Κωλέτη, ο νομάρχης Χρηστϊδης. Μ αρτυρία Τάση Γιανναχόπουλον Ο Γιαννακόπουλος ήτανε ζεβγάς και καταγόταν από το χωριό Σουλιμά. ΠΡΟΕΔΡΟΙ: Τι γνωρίζεις δια τον Καπογιάννη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Καπογιάννης ήρθε στο χωριό και μας παρακινούσε να βγούμε ληστές. Το ’παμε στον Παπατσώρη' κι αυτός μας έλεγε να μη φροντίζουμε, ο νομάρχης ας τον κυνηγήσει. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Είδες τον Καπογιάννη να βγαίνει από το σπίτι του Παπατσώρη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Βέβαια, τον είδαμε πολλές φορές να μπαι νοβγαίνει στο σπίτι του Παπατσώρη. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και τι σας έλεγε ο Παπατσώρης; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Σε λίγες μέρες θα δείτε τι θα γίνει- σεις δεν ξέρετε τίποτα! ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Κι ο Καπογιάννης τι σας έλεγε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πως ήτανε αγρικημένος με τον Γρηγοριά δη, τον πρωτοσύγκελο2 και με άλλους. Κι εκείνος πάλι με άλλους. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ποιους άλλους; 1. Δυο αδέρφια ή τανκ οι Παπατσωραίοι. ο Αόάμ κι ο Αναγνώστης. Kui τους δυο τους πιάσανε, όπως είπαμε στην αρχή, με την κατηγορία πως, παίζοντας το παιχνίδι του Κο/.οκοτρώνΓ). παρακίνησαν, μαζί με τον Γρηγοριάδη. τον Καπογιάννη να βγει ςανά ληστής. 2. Τον Φραντζή.
339
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε μας τους ονόμασε. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Γνωρίζεις αν ο Αναγνώστης Παπατσώρης ανέβασε σημαία σπίτι του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μάλιστα, ανέβασε. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Την είδες τη σημαία; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Την είδα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μπορείς να μας πεις πώς ήταν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ά σπρη. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και πότε την ανέβασε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Την εβδομάδα των Απόκρεω. Και μας έλεγε πως θα δούμε ένα μεγάλο πράμα. Μαρτυρία Αναγνώστη Μαυροειδή
Δημογέροντας από το χωριό Σουλιμά. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό τα ν ο Καπογιάννης παρακινούσε τον Καραϊδή Γιαννακόπουλο και τον Γ. Αλιακόπουλο να βγουν μαζί του κλέφτες, τους έλεγε πως είναι συνεννοημένος με τον Παπατσώρη και τον Γρηγοριάδη κι αυτοί πάλι είναι συνεννοημένοι με τον Κολοκοτρώνη και τον Κολιόπουλο. Αυτά λέγανε, αλήθεια είναι, ψέματα είναι, δεν ξέρω. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Γνωρίζεις αν ο Αναγνώστης Παπατσώρης ύψωσε σημαία; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, σήκωσε για τρεις μέρες άσπρη σημαία και μας έλεγε να δείτε τι θα πάθετε σε λίγες μέρες. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τι άλλο έλεγε ο Παπατσώρης; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Άκουσα πως οι γυναίκες είδανε τον Παπα τσώρη να βγάζει γράμματα του Κολοκοτρώνη και να λέει, πως όσα κάνουν τα κάνουν με διαταγές ανωτέρων. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τι ήταν ζωγραφισμένο στη σημαία; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή ταν ζωγραφισμένος ο φοίνικας. Πρόσεξε τούτη τη λεπτομέρεια. Τον φοίνικα,· το μυθικό πουλί της αρχαιότητας που όταν γερνούσε καιγόταν πάνω στη φωτιά και ξαναγεννιόταν από τη στάχτη του, τον είχε 340
σύμβολό της η Φιλική Εταιρία. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, περνώντας τον Προύθο, είχε ζωγραφισμένο στη σημαία του από τη μια τον Κωνσταντίνο και την Ελένη κι από την άλλη τον φοίνικα, με τη φράση «έκ τής κόνεώς μου άναγεννώμαι». Ό ταν ο Δημήτρης Υψηλάντης κατέβη κε στην Ελλάδα, οι σημαίες του επαναστατημένου έθνους είχανε κι αυτές τον φοίνικα. Ο Μαυροκορδάτος όμως, που αντιστρατεύθηκε τον Υψηλάντη και τη Φιλική Εταιρία, κατάφερε η συνέλευση της Επιδαύρου ν’ αντικαταστήσει τον φοίνικα με την κουκουβάγια, σύμβολο της θεάς Αθηνάς. Ο Καποδίστριας όμως ξανάφερε επίσημο έμβλη μα τον φοίνικα. Τόσο οι σφραγίδες του κράτους όσο και τα νομίσματα είχανε την απεικόνισή του και γ ι’ αυτό λέγονταν φοίνικες κι όχι δραχμές όπως ονομάστηκαν παραΟστερα. Ό τα ν ο κυβερνήτης σκοτώθηκε, καταργήθηκε ξανά ο φοίνικας από εθνικό έμβλημα. Το ανέβασμα λοιπόν σημαίας με τον φοίνικα στεκόταν πράξη, για την εποχή που ανιστοράμε, επαναστατική. Και τώρα, για να πάρεις μια ιδέα τι σόι αλήθειες ξεφούρνισαν τούτοι οι μάρτυρες που ο νομάρχης Χρηστίδης κουβάλησε με το κουρμπάτσι από το χωριό Σουλιμά, άκου με ποιον τρόπο αναπαράστησε ο καθένας απ’ αυτούς τούτη τη σημαία, όπως δε βρέθηκαν να ’ναι καλά δασκα λεμένοι. Ο μάρτυρας Γιώργης Ντρες, τσομπάνης: ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ε ίδες ν ’ ανεβά σει κανείς σ ημ αία σ το χω ρ ιό σου; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Π απ ατσώ ρης ανέβασε σ η μ α ία σ το σ π ίτι του. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Π ες μας πώς ήτανε αυτή. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ε ίχε σταυρό.
Ο μάρτυρας Κωνσταντής Κατσαμπάνης, ζεβγάς: ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είδες με τα μάτια σου το ν Κ απογιάννη ν ’ ανταμώ νει με το ν Γ ρ η γο ρ ιάδη ; 341
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν το ’δα με τα μάτια μου. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τη σημαία που ανέβασε ο Παπατσώρης την είδες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Αυτή την είδα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πώς ήταν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είχε έναν μαύρο σταυρό. Ο μάρτυρας Π ανάγος Κ άσδας, ζεβγάς:
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είδες να ’χουν ανεβάσει σημαία στο χω ριό σου; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν είδα κανέναν ν’ ανεβάσει σημαία. (Σ ’ αυτόν ξέχασ αν φ αίνεται να του μ ιλ ή σ ο υν για τη σημαία). Ο μάρτυρας Γ ιώ ρ γης Α λεκόπουλος, πρώ ην σ τρ α τιω τι κός:
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πώς ήταν η σημαία που ανέβασε ο Παπατσώρης στο σπίτι του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή ταν η σημαία που είχε και πριν στους πολέμους. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τη γνώριζες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τη γνώριζα, γιατί ο αδερφός μου στεκόταν μπαϊραχτάρης του1. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είχε τίποτα ζωγραφισμένο η σημαία; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τ ο φ οίνικα . ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και τι χρώμα ήτανε ο φοίνικας; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μ ο υργορός2. Ο μάρτυρας Δ ημ ήτρ η ς Γκαζδάς:
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είδες να στήσει κανείς σημαία στο χω ριό; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Παπατσώρης έστησε σημαία στο παρά θυρό του. 1. Σημαιοφόρος. 2. Κί/ι: το /.ρώμα τη; μούργας.
342
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και πώ ς ήταν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ε ίχε πάνω σταυρό. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μ ήπως θυμάσαι τι χρώ μα ε ίχ ε ο σταυρός; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ν αι, κό κκινος.
Η σημαία λοιπόν που ανέβασε ο Παπατσώρης ήτανε: 1. Ά σπρη. 2. Με σταυρό. 3. Με σταυρό μαύρο. 4. Με σταυρό κόκκινο. 5. Με φοίνικα. 6. Με φοίνικα μουργορό. Πάρε λοιπόν και διάλεγε όποια σημαία της ψευτιάς σου καλοαρέσει. Μα έτσι, από το τίποτις να πούμε, σκαρφίστηκαν τούτη την ιστορία της σημαίας; Ό χ ι, κάτι έτρεξε. Κι άκου ποιο στάθηκε αυτό. Κάποιος από τη φαμελιά του Παπατσώρη αρρώστησε από ευλογιά. Βγάλανε λοιπόν από το παράθυ ρο δεμένο σε ξύλο ένα άσπρο πανί, σημάδι καραντίνας. Αυτό ήτανε το μπαϊράκι του σηκωμού με το τρομερό σύμβολο του φοίνικα. Κι άκουσε τώρα και τούτο δω, για το μεγάλο ζήλο που φανέρωσε σε τούτη την περίσταση ο νομάρχης κ. Χρηστί δης —αυτουνού ακόμα κι ο κώλος του έβλεπε— να σώσει την Ελλάδα: « ’Ενώ οΐ μάρτυρες ούτοι έξετάζονται» γράφουν τά Π ρ α κ τ ικ ά «ό κ. Χρηστίδης ώς άποδειλιώντας τούς έμψυχώνει μέ τά μάτια του τόσον φανερά, ώστε οί συνήγοροι τής ύπερασπίσεως άναγκάζονται νά κά μουν τήν παρατήρησιν ταύτην είς τούς Δικαστάς καί ν’ άπαιτήσουν νά περιορισθή έντός τών καθηκόντων του- όστις, ένώ εβλεπε μέ τά μάτια τούς Σουλιμαίους, εύρίσκεται έν τούτω, συνεχώς μέ τό στόμα του είς τό αύτί τοϋ ’Επιτρόπου»1. Μ’ άλλα λόγια, την ώρα της δίκης, ο κ. νομάρχης καλοναρχούσε τον εισαγγελέα τι να ρωτήσει τους μάρτυ ρες! I. ■•Πρακτικά··, ο. 259-260.
343
—Εσύ, κ. Μάσον, καλοσπουδαγμένος Εγγλέζος καθώς ήσουνα, τ' ονόμαζες αυτό δικαιοσύνη. Εμείς όμως, οι αγράμματοι και τσαρουχοποδεμένοι Έλληνες, το λογα ριάζουμε για σκιάχτρο και γυρεύοντας να το ξορκίσουμε, σταυροκοπιόμαστε και λέμε: «Φτου, σκουληκομερμηγκότρυπα!»
ΤΟ «ΤΑΚΙΜΙ» Κ αι ΤΩΡΑ θα δούμε να παρελαύνουν μπροστά από τους δικαστές κείνα τα τέσσερα υποκείμενα της Τριπολιτσάς, το «τακίμι» όπως τους ονομάζανε. Ας τους καμαρώσουμε λοιπόν ν’ αγωνίζουνται να σώσουν την Ελλάδα από τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Μαρτυρία θοδωρή Αλεξανδρόπουλου
Πρώτος και καλύτερος παρουσιάστηκε ο Αλεξανδρό πουλος, που έγραψε καθώς θα θυμάσαι τα γράμματα στον υπολοχαγό Καρμπούνη. Ά μα πήρε στην Τριπολιτσά την κλήση του Μάσον να παρουσιαστεί για μάρτυρας, όποιον γνωστό συναντούσε την έβγαζε από το σελάχι του και δείχνοντάς την φώναζε χαρούμενος: —Τώρα να πάω στ’ Ανάπλι και θα τον πάρει ο διάβολος τον παλιοκλέφτη τον Κολοκοτρώνη! Είχε φτάσει η ώρα να κουτσουλίσει ο κόρακας τον αετό. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: 344
Πόθεν κατάγεσαι; Από την Τριπολιτσά. Πόσων ετών είσαι; Τριάντα έξι. Τι επάγγελμα έχεις;
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή μουνα στρατιωτικός. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς εγνώρισες τον Καρμπούνη και διατϊ του έγραψες τας επιστολάς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γνώρισα τον Καρμπούνη στην Τριπολιτσά μέσον του αδερφού μου. Τους πήρα και τους δυο και τους πήγα στο σπίτι μου να τους φιλέψω. Εκεί τους ανιστόρησα τις φήμες για επανάσταση. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποΐαι ήσαν αυταϊ αι φήμαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Να, λέγανε πως θα μπαίνανε στο Μόριά ασκέρια από τη Ρούμελη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο Καρμπούνης τι σου είπε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μου είπε πως άμα γυρίσει στ' Ανάπλι να του γράψω τα τρέχοντα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μήπως παρετήρησες υπόπτους συναντή σεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, στο σπίτι του Νικόλα Παπαδιαμαντόπουλου1 μαζεύονταν ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Νική τας Σταματελόπρυλος, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Κων σταντίνος Πελοπίδας κι ο Χοϊδάς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε ήλθε ο Πλαπούτας εις Τριπολιτσάν, πριν ή μετά τον Ρώμα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Πλαπούτας ήρθε πριν από το Ρώμα στην Τριπολιτσά και κόνεψε στο σπίτι του Μπούκουρα2. Παρα τήρησα πως σ’ αυτό το σπίτι μπαινοβγαίνανε πολλοί και μάλιστα παραφύλαξα μια νύχτα και τους έβλεπα να μπαίνουν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με ποιον τρόπο παραφύλαξες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Αντικρύ ήτανε χαμάμι, σιμά βρισκόταν μια βρύση, μπήκα στη γούρνα και κοιτούσα3. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι είδες; 1. Στο σπίτι του Παπαδιαμαντόπουλου έμεινε ο κόντε Ρώμας. 2. Ο Μπούκουρας ήταν γενικός έφορος της Αρκαδίας και στο σπίτι του βρίσκονταν και τα γραφεία της εφορίας και του ταμείου. 3. Η υπεράσπιση Οα παρουσιάσει μια σειρά από μάρτυρες, που Οα βεβαιώσουν πως η βρύση ήτανε από καιρό χαλασμένη και τη γούρνα την είχανε πρόχειρο αποχωρητήριο και στεκόταν αδύνατο να μπει σ ' αυτή άνθρωπος και να κρυφτεί.
345
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είδα τον Δημήτρη Χοϊδά να βγει, δυο ώρες προτού να ξημερώσει, από το σπίτι του Μπούκουρα κρατώντας φανάρι. Σε λίγο ξαναγύρισε. Ύστερα από ’να τέταρτο βγήκε ένας άνθρωπος μόνος και τράβηξε κατά τον Ά η Δημήτρη. Εγώ βγήκα μπροστά του και τον κοίταξαστοχάστηκα πως ήταν κάποιος Κυριάκος Καστρίτης. Τον είδα να βγαίνει από την πόρτα του Μυστρά κι είπα πως πάει για κει. Έπειτα γύρισα πίσω στον ίδιο τόπο κι'άμα κοντολογούσαν τα χαράματα βλέπω να βγαίνει κι άλλος από το σπίτι του Μπούκουρα. Έκανε κατά τον Λεοντα ριού την πόρτα1 και στοχάστηκα πως τράβηξε για την Αρκαδία. Ύστερα φώτισε. Το άλλο βράδυ πήγα στο ίδιο μέρος κι είδα ξανά να βγαίνει από το σπίτι ένα παιδί, ψυχογιός του Γενναίου. Υψηλάντης λεγόμενος. Τράβηξε και βγήκε από την Καλαβρυτινή πόρτα. Δε θυμάμαι αν πριν ή έπειτα πήγε κι ένας ψυχογιός του Μπούκουρα για τον Μυστρά. Ύστερα έφυγε ο Κολιόπουλος από την Τριπολιτσά. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και τι υπέθεσες δια τας συγκεντρώσεις και τας ενεργείας αυτάς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Υποθέσαμε πως κάτι κακό θα βγει. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Δια τον Αλωνιστιώτη τι γνωρίζεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μια μέρα καθόμουνα στο εργαστήρι του Δημήτρη παπουτζή, Μπουλούκμπαση ονομαζόμενου. Πέρασε από κει ο Κωνσταντής Αλωνιστιώτης μ’ έναν άλλον που είχε μεγάλα ποδάρια και ζήτησε ένα ζευγάρι παπού τσια. Ο τεχνίτης του λέει: «Τι τα θες; Συ προχτές πήρες». Του αποκρίθηκε: «Θέλω να τα ’χω διπλά, γιατί θα πάγω με τον Κωνσταντή στη Ρούμελη για μουλάρια». (Πραγματικά, να ’χεις μεγάλα ποδίάρια και να ζητάς δυο ζευγάρια παπούτσια, ολοφάνερο πως ετοιμαζόταν επανά σταση!) ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε ακριβώς αντάμωσες τον Καρμπούνη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι πότε τον αντάμωσα, δηλαδή το μήνα. I. Το Λεοντάρι βρίσκεται στην επαρχία της Μεγαλούπολης.
346
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε έγραψες τα γράμματα, πριν ή μετά που έφυγε ο Καρμπούνης; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ύστερα που έφυγε. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Διατί δεν κατήγγειλες τότε τα όσα είδες εις τας αρχάς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πήγα μια μέρα στο νομάρχη και του τα είπα. Με ρώτησε αν έχω μάρτυρες. Του αποκρίθηκα πως δεν έχω. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και διατί τα έγραψες εις τον Καρμπούνην; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γιατί ορκίστηκα να φυλάξω πίστη στον βασιλιά και σαν γυμνωμένος δέκα φορές τα ’γραψα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ό τα ν ήσουν κρυμμένος στη γούρνα της βρύσης ήτο φεγγάρι ή όχι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι αν ήτανε φεγγάρι, πέρασε ένας χρόνος από τότες. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πόσο απέχει η πόρτα του Μυστρά από το σπίτι του Μπούκουρα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό σ ο απέχει από δω η πόρτα της ξηράς1. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και του Λεονταριού; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Το ίδιο κι αυτή. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και πώς κατάλαβες για πού πήγαιναν αυτοί που είπες πως έφυγαν από το σπίτι του Μπούκουρα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Κοίταξα από την πόρτα για πού τράβηξαν. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και δεν μπορούσαν να πήγαιναν αλλού; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μ πορούσαν εγώ όμως στοχάστηκα πως πήγαιναν για το Μυστρά και το Λεοντάρι· βεβαιότητα δεν έχω. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε ακριβώς έφυγε ο Κολιόπουλος από την Τριπολιτσά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι. I. Από το τζαμί όπου γινόταν η δίκη στην πόρτα της ξηράς του Αναπλιού. Η υπεράσπιση Οα παρουσιάσει μάρτυρες που θα βεβαιώ σουν πως οι αποστάσεις ήτανε πολύ μεγαλύτερες κι ο Αλεξανδρόπου λος δεν μπορούσε να προφτάσει να πάει και να 'ρθει σ ’ αυτές μέσα στα χρονικά διαστήματα που έλεγε.
347
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Κι ο Κολοκοτρώνης πότε είχε φύγει από την Τριπολιτσά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πριν από 5 ή 8 μέρες είχε φύγει για το μοναστήρι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Στα γράμματά σου στον Καρμπούνη λες πως από υπηρέτη των εγκαλουμένων μάθαινες τα μυστικά. Πώς ονομάζεται; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι τ’ όνομά του. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Στον Καρμπούνη γράφεις (ο συνήγορος διαβάζει: «Πρό πολλών ήμερων ό Κολΐνος έγραψεν αύτόθεν είς τόν άδελφόν του Γενναίον δτι μή κάνετε κανέν κίνημα, έπειδή είναι άλλοι προτήτεροι καί ήμεϊς μ ' δλον υστερώτεροι θέλει είμεθα πρώτοι, αυτολεξεί». Τα έγραψες αυτά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τα έγραψα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και τώρα σε ρωτώ, μάρτυς: το είδες το γράμμα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και τότε πώς ήξερες τι έγραψε ο Κολΐνος στον Γενναίο και μάλιστα αυτολεξεί; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ά λλος μου τα ’πε. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ποιος ήταν αυτός; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν τον θυμάμαι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Σ’ άλλο γράμμα σου γράφεις πως ο Χοϊδάς ήτο τη νύχτα φρουρός στο κονάκι του Μπούκουρα. Είναι σωστό; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είναι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τότε πώς συμβιβάζεται να δέχουνται ανθρώπους ξένους στις συνεδριάσεις τους για να υπογρά ψουν την αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν ξέρω πώς συμβιβάζεται. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είναι αληθές ότι με τους μάρτυρας της κατηγορίας Οικονομόπουλον, Γαρδελίνον, Σπηλιόπουλον είχες στενάς σχέσεις και τους συναναστρεφόσουν καθημε ρινώς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, είχα σχέσεις και τους συναναστρεφό μουνα. 348
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τα γράμματα στον Καρμπούνη τα 'γραφές εσύ ιδιοχείρως; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: 'Ο χι, γιατί δεν ξέρω ελληνικά. Έβαλα άλλον και τα 'γράψε, αφού πριν τον όρκισα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Κι όμως ο Καρμπούνης είπε πως τα δυο πρώτα τα 'γραψες εσύ. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, εγώ τα 'γραψα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πώς τα έγραψες, αφού, καθώς είπες, δε γνωρίζεις γράμματα. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Παρατάτε με μη μου 'ρθει κανένας νταμπλάς! Κι έτσι τέλειωσε η κατάθεση του Αλεξανδρόπουλου. Μαρτυρία Κώστα Γαρδελϊνου
Ας δούμε τώρα τι είπε το άξιο ταίρι του Αλεξανδρόπου λου: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από την Τριπολιτσά. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Σαράντα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή μουνα στρατιωτικός. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι γνωρίζεις δια τα διατρέξαντα το περα σμένο έτος στην Τριπολιτσά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πέρυσι κατά τα τέλη, Ιουλίου ήρθανε στην Τριπολιτσά πολλοί άνθρωποι. Ή ταν ο Κολοκοτρώνης, ο Κολιόπουλος, ο Πάνος Νεμνιτζιώτης. Ή ταν κι ο Γεν ναίος, ο Μπούκουρας, ο Πέτρος Μπαρμπιτζιώτης, ο Βασίλης και Κωνσταντής Αλωνιστιώτης λεγόμενος και Δημητρακόπουλος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μόνον αυτοί ήσαν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι τους άλλους. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι σου είπαν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Απ’ αυτούς κανείς δε μου είπε τίποτα. 349
Έπειτα από δυο μέρες που συνάχτηκαν, με παίρνει ο Χοϊδάς1 από το παζάρι και μου λέγει: «Ας πάμε όξω». Πήγαμε σεργιάνι όξω από την πόλη. Και τότες άρχισε να μου ξηγιέται. «Κώστα», μου είπε, «μια αναφορά θα γένει για να σηκώσουμε την αντιβασιλεία και τους Βαβαρέζους, όπου μας πήραν τα δικαιώματά μας». Του λέγω: «Τι άνθρωποι είμαστε εμείς, για να κάνουμε ένα τέτοιο πρά μα;» Αυτός μ’ αποκρίθηκε: «Δεν είμαστε μόνοι, μα είναι κι άλλοι πολλοί». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον ερώτησες ποιοι ήταν αυτοί οι άλλοι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν έβαλα περιέργεια να τον ρωτήσω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απάντησες εις τας προτάσεις του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Του είπα να στοχαστώ. Την άλλη μέρα με παίρνει πάλι και παγαίνουμε στον ίδιο τόπο. Εκεί έβγαλε ένα χαρτί και μου το διάβασε μόνος του, χωρίς να το πιάσω στα χέρια μου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι έλεγε το χαρτί; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Άκουσα τ’ όνομα της αντιβασιλείας και των Βαβαρέζων. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο ενδιελάμβανε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν καταλάβαινα τα ενδιαλαμβανόμενα. Τότε του λέω: «Φύγε από μένα, εγώ δεν ανακατώνουμαι σε τέτοια πράματα». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προς ποιον ήτο η αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Αυτός μου είπε πως ήτανε προς τον αυτοκράτορα της Ρωσίας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είδες ποιοι την υπόγραφαν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Υπογραφές δεν είδα κι ούτε μου είπε ποιοι την υπόγραφαν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσες σελίδες είχε η αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή ταν μια κόλλα χαρτί. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σου είπε τίποτε άλλο; I. Τον Χοϊδά, που ήταν τον καιρό του Καποδΐστρια αστυνόμος στην Τριπολιτσά, τον χώριζε άσπονδο μίσος με τον μάρτυρα. Τον είχε δέσει, καθώς θα δούμε, πάνω σ 'ένα σαμάρι, και τον είχε άγρια ξυλοφορτώσει.
350
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, μου είπε να μη μαρτυρήσω το παραμι κρό σε κανέναν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διατί δεν τα ανέφερες αυτά εις τον νομάρ χην; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν είπα τίποτα στο νομάρχη, γιατί ήθελα να τα πω κατευθείαν στον επίτροπο της επικρατείας. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Με ποιους εχρημάτισες κατά τον πόλεμον; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εχρημάτισα με τον Κολοκοτρώνη, με τον Στάικον, με τον Κανέλλο Δεληγιάννη και τον αρχιμανδρί τη Φλέσσα1. Πήρα κι αποδεικτικό από τον Κολοκοτρώνη για τις εκδουλεύσεις μου και το παρουσίασα στην Επιτρο πή των Στρατιωτικών. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ό ταν ο Χοϊδάς ήταν αστυνόμος στην Τριπολιτσά μήπως σ ’ εφυλάκισε, μάρτυς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, με φυλάκισε μαζί μ’ άλλους κι έπειτα μ’ έστειλε στην Καρύταινα. Ύστερα με ξαναφυλάκισε στην Τριπολιτσά στην ίδια φυλακή. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μήπως τότε σε έδειρε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Επειδή δοκίμασαν να τοιχορίξουν τη φυλα κή οι φυλακισμένοι, με ξύλισε όπως κι όλους τους άλλους. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: ΓΓ αυτή την αιτία σε ξύλισε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γι’ αυτή. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Απορώ πώς έπειτα σου ενεπιστεύθη ένα τόσο μεγάλο μυστικό. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έπειτα φιλιωθήκαμε. Μην καρτεράς ακόμα την παραμικρή δική μου κρίση. Περίμενε να τελειώσουν οι καταθέσεις και των άλλων δυο κι αφού δούμε τι είπανε γ ι’ αυτούς κι οι μάρτυρες της υπεράσπισης, τότες πια θα σου πω κι εγώ τη γνώμη μου.
Μαρτυρία Κανέλλου Σπηλιόπονλου ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από την Τριπολιτσά. I. Τον Παπαφλέσσα.
351
ΠΡΟΕΔΡΟΙ: Πόσων ετών είσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τριάντα ενός. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Για την ώρα είμαι έμπορας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι γνωρίζεις δια τας αναφοράς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Στα τέλη του Ιούλη πήγα να χαιρετήσω στην Τριπολιτσά τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Δημή τρη Πλαπούτα και τον Νικήτα Σταματελόπουλο1, στου Μπούκουρα το σπίτι. Ύστερα από λίγη ώρα του χαιρετι σμού μου, μου πρότειναν να υπογράψω μια αναφορά που βρισκόταν πάνω σ' ένα παγκάρι2. Εγώ τους είπα να τη διαβάσω πρώτα. Τότες άρχισε ο Μπούκουρας να τη διαβάζει. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προς ποιον ήτο η αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Η επιγραφή της ήτανε προς τον αυτοκράτορα της Ρωσίας, όπως άκουσα από το διάβασμα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι διελάμβανε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Διελάμβανε τα ονόματα της αντιβασιλείας και των Βαβαρών. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Να διώξουμε τάχα τους Βαβαρούς και την αντιβασιλεία. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι την είχαν υπογράψει; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Δημήτρης Πλαπούτας, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Ν. Μπούκου ρας, ο Δημητράκης Παπαγιαννόπουλος, ο Πάνος Αναγνωστόπουλος, ο Πέτρος Μπαρμπιτσιώτης, Κωνσταντίνος Μανέτας, Γιώργης Αντωνόπουλος, Γιάννης Καραβελής, Γιάννης Μανιατόπουλος, Θανάσης Θεοδωρόπουλος, Κων σταντίνος Λουκάς και Βασίλης Δημητρακόπουλος. Ή ταν κι άλλοι, μα δεν τους θυμάμαι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού ευρίσκοντο αι υπογραφαί; 1. Τον Νικηταρά. 2. Γε ρωτώ: Είναι πράμα να πιστέψει κανείς πως μέσα στο σπίτι του έφορου, όπου ήτανε και τα γραφεία της εφορίας, την αναφορά την είχανε στο φανερό πάνω σ' έναν πάγκο;
352
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ά ρχιζαν τα ονόματα από το αριστερό μέρος της αναφοράς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είδες λοιπόν εσύ ο ίδιος τις υπογραφές; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν μπόρεσα να πιάσω με τα μάτια μου τα ονόματα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τότε πώς μας είπες, πως αι υπογραφαί άρχιζαν από το αριστερό μέρος προς το δεξιό; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ήμουνα κοντά που διάβαζαν την αναφορά και το είδα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Οι εγκαλούμενοι δε σου είπαν τίποτα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό σ ο που ο Μπούκουρας διάβαζε, ο Πλα πούτας μου ξηγούσε τα ενδιαλαμβανόμενα, λέγοντάς μου πως η αναφορά γινόταν προς τον αυτοκράτορα της Ρωσίας τον ομόθρησκό μας κατά της αντιβασιλείας και των Βαβαρών που μας πήραν τα δικαιώματά μας. Τους έβριζε κιόλας. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Κι εσύ τι έκανες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εγώ έβλεπα στο καλό του έθνους κι ήμουνα με το συνταγματικό μέρος. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και όταν ηρνήθης να υπογράψεις τι σου είπαν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ά μ α δε θέλησα να υπογράψω, μου είπαν: «Για δες την παλιανθρωπιά· εμείς φροντίζουμε για το καλό τους κι αυτοί αρνιούνται. Τι θέλετε, να σας τάξουμε γρόσια;» ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ποιος σε παρακίνησε να καταθέσεις ενα ντίον των εγκαλουμένων; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό τα ν πιάστηκαν οι εγκαλούμενοι, ήρθα από μόνος μου εδώ και τα ομολόγησα στον επίτροπο της επικρατείας, όπως νόμισα πως θα ’βγαίνε καμιά εγκύκλιος γ ι’ αυτό. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Διατί δεν τα είπες πριν στον νομάρχη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γιατί τον έβλεπα να ’χει σχέση με το Θόδωρο Κολοκοτρώνη και να τρώνε στα Δολιανά. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πώς σου ήλθε η ιδέα να επισκεφθείς τον Κολοκοτρώνη; 353
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πήγα για τον Νικήτα Σταματελόπουλο1. Κάθε φορά που ερχόταν πήγαινα και τον χαιρετούσα γιατί είχα υπηρετήσει στρατιώτης του. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ο Χοϊδάς σε φυλάκισε και σε έστειλε έπειτα στην Καρύταινα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Χοϊδάς με φυλάκισε μ’ άλλους πολλούς κι έπειτα μ’ ελευθέρωσε, εξόν από τρεις ή τέσσερις που στάλθηκαν στην Καρύταινα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τότε πώς βρέθηκες στην Καρύταινα όταν σε ηπείλησε ο Κολοκοτρώνης; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ήμουνα στρατιώτης κι ο Κρίτσος2 μ’ έ στειλε στην Καρύταινα για σφαχτά και γεννήματα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μπορείς να μας διηγηθείς πώς έγινε το επεισόδιο με τον Κολοκοτρώνη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Την πρώτη φορά έπιασε την πιστόλα του ο Κολοκοτρώνης, φοβερίζοντας με. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Εσύ τι έκανες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έλεγα στους ανθρώπους που μου συστήνα νε να παραμερίσω: «Πού να πάω; Εγώ είμαι στο σπίτι του. Κι ούτε φταίω. Σάματις ήρθα να ξεσηκώσω τ’ ασκέρι;» ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και γιατί σε ηπείλησε ο Κολοκοτρώνης;3 ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γιατί είχα κάνει μια σωστή παρατήρηση σ ’ ένα στρατιώτη που έβριζε τη Διοικητική Επιτροπή4. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Σε φοβέρισε άλλοτε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, μα τη δεύτερη φορά τη φοβέρα του δεν την ψήφισα, γιατί έτσι συνήθιζε να φοβερίζει. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μήπως έπειτα απειλούσες εσύ, μαζί με τον Πιλάφα, να σκοτώσεις τον Κολοκοτρώνη; 1. Ο Νικηταράς δεν είχε ακόμα πιαστεί και παρακολουθούσε καθημερινά 2. Στρατιωτικός διοικητής της Τριπολιτσάς. 3. Ο Κολοκοτρώνης είχε κυνηγήσει τον Σπηλιόπουλο να τον σκοτώσει, γιατί έβρισε τον φοίνικα, το σύμβολο, όπως είπαμε, της Ελλάδας που αναγεννήθηκε. 4. Η Διοικητική Επιτροπή μ' αρχηγό τον Κωλέτη, που κυβέρνησε τον τόπο ύστερα από το διώξιμο του Αυγουστίνου ώσπου να 'ρθεί ο Οθωνας.
354
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δε φοβέριζα να τον σκοτώσω. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τ’ όνομα του Γενναίου τ’ άκουσες στην αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν τ’ άκουσα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τη δεύτερη ενώπιον του Επιτρόπου της Επικρατείας κατάθεσίν σου τη ν έκαμες κι αυτήν αυθορμήτως; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τη δεύτερη <ρορά μ’ έκραξε ο επίτροπος με διαταγή του. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μπορείς να μας περιγράψεις την κάμαρα όπου σου υπεδείχθη η αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή τανε ένας ξεχωριστός οντάς, με καρέγλες και τραπέζι.
Μαρτυρία Παναγιώτη Οικονομόπουλου Φτάσαμε στον τελευταίο από τους τέσσερις ψευδομάρ τυρες της Τριπολιτσάς, ποι> είχε, όπως σου ανιστόρησα, ακόμα και τουρκέψει. Τον Οικονομόπουλο τον φώναξε ο πρόεδρος να καταθέσει στο δικαστήριο αμέσως έπειτα από τον Γαρδελίνο, η υπεράσπιση όμως γύρεψε την εξαίρεσή του, παρουσιάζοντας και μια καταδικαστική απόφαση του ειρηνοδίκη της Τριπολιτσάς για συκοφαντία. Το δικαστή ριο επιφυλάχθηκε ν’ αποφασίσει. Τελικά απόρριψε την αίτηση της υπεράσπισης κι ο Οικονομόπουλος ξετάστηκε προτελευταίος μάρτυρας κατηγορίας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: τρώνη, έπειτα
Πόθεν κατάγεσαι; Από το Βελτεσίνικο της Γορτυνίας. Πόσων ετών είσαι; Τριάντα πέντε. Τι επάγγελμα έχεις; Στρατιωτικός. Έ χω βαθμό χιλίαρχου. Πού υπηρέτησες; Στις αρχές υπό τις οδηγίες του Κολοκο του Στάικου, του Κανέλλου Δεληγιάννη. 355
του Τζουρτς1. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Οι εγκαλούμενοι σε γνωρίζουν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Κολιόπουλος πρέπει να με γνωρίζει, διότι επήγα εις την οικίαν του, όταν ήτο μέλος της επιτροπής2, να τον παρακαλέσω δι’ υπόθεσίν μου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Περί της αναφοράς τι γνωρίζεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Περί τα τέλη Ιουλίου, ενώ ο κ. Κολιόπου λος από Λιοδώρας3 επέστρεψεν εις Τριπολιτσάν, εκόνεψεν εις το κονάκι του κ. Μπούκουρα. Την αϋριον περί τας 3 ώρας της ημέρας4 ευρών με ο Χοϊδάς εις την αγοράν με είπε να υπάγω εις το κονάκι του Μπούκουρα, διότι με θέλει ο Γέρος3. Αφού επήγαμεν λέγει: «Τα δικαιώματά μας εχάθηκαν, τα επήραν οι Βαβαρέζοι και η πατρίς μας κινδυνεύει, δια τούτο σε εκαλέσαμεν. Επειδή σε γνωρίζομεν με εκδουλεύσεις6, σου ομιλήσαμεν να υπογράψεις εις μίαν αναφοράν οπού θα στείλωμεν εις τον αυτοκράτορα της Ρωσίας να διώξει την αντιβασιλείαν και τους Βαβαρέζους οπού μας τρώγουν τα αίματά μας». Την εζήτησα αυτήν την αναφοράν να μου τη δώσουν. Ή τον επάνω εις ένα τραπέζι, την οποίαν έπειτα άνοιξαν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι χρώμα είχε το χαρτί της αναφοράς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή τον εις χαρτί γαλάζιον, γραμμένη ως κάτω και ολίγον από πίσω. Εδιάβασα τον τίτλον διαλαμβάνοντα προς την Α.Μ. τον αυτοκράτορα της Ρωσίας. Θέλησα να αναγνώσω και το κείμενον, το οποίον ήρχιζεν αποτεινόμενον «Προς...» και έως αυτού με διέκοψαν, ειπόντες μοι ότι πρέπει πρώτον να ορκισθείς και έπειτα να 1. Του Εγγλέζου στρατηγού Τσορτς, που η συνέλευση της Τροιζήνας είχε κάνει αρχιστράτηγο. Ο Κολιόπουλος ήταν μέλος της επιτροπής εκδουλεύσεων. Το χωριό Λιοδώρα της Επαρχίας Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Ωρα τούρκικη που ακόμα τη χρησιμοποιούσαν. Στις 9 το πρωί. Ο Οικονομόπουλος. σαν ψευτογραμματιζούμενος, στάθηκε και γραμ ματικός του Βελήπασα όπως είπαμε, γυρεύει να μιλήσει στην καθαρεύουσα για να κάνει εντύπωση στο δικαστήριο. 6. Ακου πράμα που είπε! Τον ξέρανε για τουρκολάτρη κι όργανο του Κωλέτη. 2. 3. 4. 5.
356
την αναγνώσεις. Μου επρόβαλαν να υπογράψω εις αυτήν και εγώ τους είπα, δεν υπογράφω χωρίς να την αναγνώσω. Αυτοί μου είπαν, ιδέ ότι είναι υπογεγραμμένοι αξιόπιστα υποκείμενα και δώσε πίστιν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού ευρίσκοντο, όταν σου τα έλεγαν αυτά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εις μίαν κάμαραν πλησίον της σκάλας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η πόρτα ήτο ανοιχτή ή κλειστή; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή το γερμένη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο οντάς είχε καρέγλες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είχε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι ήταν εκεί; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εύρα μέσα τον Γεώργιον Αθανασιάδην, τον Νικήταν Σταματελόπουλον μου φαίνεται, τον ιατρόν Κωνσταντίνον Πελοπίδαν, τον Μπούκουρα, τον Κολιό πουλο, τον Αθανάσιον Θεοδωρόπουλον, τον Πάνον Αναγνωστόπουλον, οι Δημητρακόπουλοι Κωνσταντίνος και Βασίλης, ο Αναγνώστης Ροντόπουλος, Κωνσταντίνος Μανέτας, Κωνσταντίνος Λουκάς, Γεώργιος Αντωνόπουλος, Ιωάννης Καράβελης, Ιωάννης Μανιατόπουλος, Θεόδωρος Πέτρινος. Ά λλους δεν ενθυμούμαι, διότι επέρασε καιρός1. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι τους απεκρίθης, όταν σου επρότειναν να υπογράψεις την αναφοράν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τους λέγω, χωρίς να ιδώ το νόημα της αναφοράς δεν δύναμαι να υπογράψω. Μου έδωκαν την αναφοράν δια να ιδώ τας υπογραφάς δια να πεισθώ και να υπογράψω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποίας υπογραφάς είδες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Δημητρίου Πλαπούτα, του Νικήτα Σταματελόπουλου, του Ανα γνώστη Κοντάκη, του Πέτρου Μπαρμπιτσιώτη, Πάνου Αναγνωστόπουλου, Κωνσταντίνου Πελοπίδα ιατρού, Γε ωργίου Αθανασιάδη, Δημητρίου Παπαγιαννόπουλου, Κωνσταντίνου Μανέτα, Γεωργίου Αντωνοπούλου, των Δημητρακοπούλων, του Αθανασίου Θεοδωρόπουλου, του I. Ή τανε κι άλλοι λοιπόν. Και μπροστά σ ' όλους αυτούς γύρευαν να τον κατηχήσουν!
357
Ιωάννου Καράμπελη, του Αναγνώστου Ροντόπουλου, Ζα φειριού Τάγκα, Φώτου Παπαγιαννακόπουλου, Θ. Πέτρου. Ή τον και άλλαι, δεν τας ενθυμούμαι όμως. (Μπράβο μνημονικό! Αυτό έλειπε να θυμάται κι άλλες με μια ματιά που έριξε...) ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και εσύ τι τους είπες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εγώ δεν υπέγραψα, ειπών εις αυτούς ότι εις τοιαύτα πράγματα δεν επεμβαίνω, διότι όταν υπέγραψα εις την αναφοράν περί του Λεοπόλδου1 εσυρόμην εις τας επαύλας των δικαστηρίων και εις το Μπούρτζι. Τότε μ’ απεκρίθη ο κύριος Πλαπούτας: «Βρε! αν εγώ οπού επήγα ως αντιπρόσωπος των Πελοποννησίων εις την Βαβαρίαν και έφερα τον βασιλέα και την αντιβασιλείαν, οι οποίοι αφού μου έδωκαν πολλά χαρίσματα αξιοτίμητα, μου έδωκαν και βραβείον καβαλιεράτον2 —μάλιστα μου φαίνεται ότι μου έδειξε το σημείον— και χαίρομαι την είσοδον της αντιβασιλείας, £μβαίνω και ευγαίνω εις τον βασιλέα, υπογράφηκα εις την αναφοράν, εσείς τάχα τι ελπίζετε;» Τον λέγω: «Τι να ελπίζωμεν; Ησυχίαν αγαπώμεν, ασφάλειαν της υπάρξεώς μας, και αυτά είναι τα ιερώτερα». Μου είπε: «Αν έχεις ανάγκην να σου δώσωμεν και χρήματα». «Ούδεμίαν ανάγκην έχω», του είπα. Έπειτα ο Κολοκοτρώνης μου λέγει: «Σε ορκώνομεν εις τον Τρισυπόστατον Θεόν τούτο οπού είδες να μη το ομολογή σεις κανενός». «Πολλά τα έτη σας», του είπα και ανεχώρησα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Διατί δεν τα ανέφερες εις τον νομάρχην; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μετά ταύτα τα ανέφερα του νομάρχου. Με λέγει: Μη σε μέλει, σώπα»'. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ποτε τα ανέφερες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μετά τέσσερις-πέντε ημέρας. Έπειτα ήλθα εδώ δια υπόθεσίν μου και τότε μ’ επροσκάλεσεν ο επίτρο πος της επικρατείας και τα εδιηγήθην. Ελησμόνησα ν’ αναφέρω ότι οι εγκαλούμενοι μου είπαν πως είναι 1. Την εποχή του Καποδίστρια. 2. Παράσημο.
358
σύμφωνοι με ημάς και άλλοι σημαντικοί. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ημπορείς να τους αναφέρεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Οι Ρουμελιώται οπλαρχηγοί, ο κ. Μεταξάς και ο διερμηνευτής της αντιβασιλείας1, σχεδόν οι σημα ντικότεροι και το περισσότερον μέρος της ΠελοποννήΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Συνελήφθης ποτέ αιχμάλωτος; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν συνελήφθην ποτέ αιχμάλωτος2. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ή σουν ποτέ εις τα Ιωάννινα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εστάθην εις τα Ιωάννινα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και προηγουμένως πού ήσουν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή μην εις Κωνσταντινούπολιν και απ’ εκεί εις Λεβαδείαν με τον Εμμανουήλ Σπυρίδωνος με τον οποίον μας επήγεν ο Δυσσεύς3 εις Ιωάννινα, όπου μας εφυλάκισαν και δια μεσιτείας ηλευθερώθην και έκαμνα τα χρέη του αντιγραφέως κοντά εις τον Μάνθον γραμματέα του Βελήπασα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Εις τον καιρόν της Επαναστάσεως πού ήσουν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Κατά την επανάστασιν ήλθα εις την Ελλά δα με τα τουρκικά στρατεύματα και εβοηθούσα στους Έλληνας δίδων εις αυτούς τρόφιμα, ως παξιμάδι και άλλα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τι σου συνέβη, μάρτυς, εις το Δερβενοχώ-
ρι4;
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Επειδή οι Δερβενοχωρίτες υπόπτευσαν μή πως ήμην Τούρκος, μ’ ερεύνησαν5. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μήπως εσυγχίσθης με τον Κολοκοτρώνη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μετά την άφιξιν του βασιλέως όχι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ό τα ν επήγες στο σπίτι του Μπούκουρα 1. Ο διερμηνέας Φραντς δηλαδή. 2. Αυτό στέκεται σωστό, μια και στην Ελλάδα, όπως θα παραδεχτεί ο ίδιος, κατέβηκε με το τούρκικο ασκέρι. 3. Ο Δυσσέας Αντρούτσος. 4. Χωριό της Κορινθίας, που ονομάζεται τώρα Στενόπορο. 5. Τον ξεβράκωσαν, δηλαδή, και τον έψαξαν να δουν αν είχε κάνει περιτομή.
359
και σου επρότειναν, καθώς διατείνεσαι, να υπογράψεις την αναφοράν, παρευρίσκοντο κι οι δυο εγκαλούμενοι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Παρευρίσκοντο. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είσαι βέβαιος πως είδες τα ονόματά των γραμμένα εις αναφοράν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είμαι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μπορείς να μας πεις ποια απ’ όλες αυτές είναι η υπογραφή του Κολοκοτρώνη; (Δίνει ο συνήγορος ένα χαρτί στον μάρτυρα όπου σ ’ αυτό υπήρχανε υπογραφές του Κολοκοτρώνη γραμμέ νες από διάφορους και μια γνήσια από τον ίδιο. Ο μάρτυρας αφού τις κοίταξε καλά λέει:) ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Αυτή εδώ. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Λάθος έκαμες, μάρτυς- ιδού η γνήσια υπογραφή του Κολοκοτρώνη. Φαίνεται πως δεν την είδες ποτέ. Πες μας τώρα πότε ανεχώρησε ο νομάρχης από την Τριπολιτσά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και πότε εφανέρωσες εις τον νομάρχην τα όσα λες πως είδες εις την οικίαν του Μπούκουρα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μετά πέντε, έξι ή επτά μέρες μου φαίνεται. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Σε ποιο μέρος του οντά ευρϊσκετο το τραπέζι όπου σ’ αυτό ήτο η αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Θυμάσαι τουλάχιστον αν ο οντάς ήτο μικρός ή μεγάλος; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ούτε αυτό το θυμάμαι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μήπως ημπορείς να καθορίσεις αν οι άλλοι που ευρίσκοντο εις την κάμαραν και δεν ενθυμήθης τα ονόματά των δια να μας τα αναφέρεις ήσαν περισσότε ροι ή λιγότεροι από εκείνους που τους ενεθυμήθης και τους ανάφερες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως όλοι εκάθηντο εις καθέκλας και έπινον τσιγάρα και τσιμπούκι. Αυτά είπε ο τουρκοπροσκυνημένος. Κι όμως εκείνη η 360
παλιοφυλλάδα ο «Σωτήρας» έγραψε τότες πως έπειτα από μια τέτοια μαρτυρία πάει τέλειωσε, όλα αποδείχτηκαν. «Τό άκροατήριον», έλεγε, «τό όποιον ήκουσε μέ τήνμεγαλυτέραν προσοχήν τόν μάρτυρα, μάς έφάνη νά σχηματίζη τήν κρίσιν του είς τήν προκειμένην δίκην»'. Η υπεράσπιση παρουσίασε πενήντα εφτά μάρτυρες —ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν «οί προκριτότεροι καί έντιμώτεροι τής Τριπολιτσάς»2— που φανέρωσαν στο δικαστήριο τι κουμάσια στέκονταν τούτοι οι τέσσερις και τι παραμύθια αράδιασαν. Μερικές από τις καταθέσεις τους τις μνημονέ ψαμε πιο πριν3. Τώρα θα σου παρουσιάσω ακόμα λίγες: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Τριπολιτσιώτης, 39 χρονών, ρολογάς: Γνωρίζω τον Οικονομόπουλο και τους άλλους τρεις. Είναι άνθρωποι ασήμαντοι. Ή ταν εχθροί των εγκαλουμένων. Αυτοί πριν από ’να χρόνο φώναζαν ενάντια στον Κολοκοτρώνη, βρίζοντάς τον. Τους έβριζε κι ο Κολοκοτρώνης. Κάθε φορά που ο Κολοκοτρώνης συνα ντούσε στο παζάρι κανέναν απ’ αυτούς, τον κοίταζε όπως ο γάτος τον ποντικό. ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΠΑΝΗΣ, Τριπολιτσιώτης, 50 χρονών, καλιγωτής: Ξέρω τον Οικονομόπουλο, τον Σπηλιόπουλο, τον Γαρδέλινο, τον Αλεξανδρόπουλο. Ή ταν εχθροί του Κολοκοτρώνη αν μπορούσαν σε μια στάλα νερό τον έπνιγαν. Ό λ η τη μέρα γύριζαν από καφενέ σε καφενέ κι από κρασοπωλειό σε κρασοπωλειό και τον έβριζαν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΑΣ, Τριπολιτσιώτης, 35 χρο νών, δάσκαλος: Γνωρίζω τον Οικονομόπουλο και τους λοιπούς. Σχέσεις δεν έχω. Κανένας τίμιος άνθρωπος δεν το νομίζει άξιο να έχει σχέσεις μ’ αυτούς. Ξέρω πως από 1. ΑριΟ. 34. 2. «Πρακτικά», σ. 133. 3. Βλέπε σ. 219, 220,...
361
την εποχή της «Αδελφότητος» ήσαν εχθροί. Ο Κολοκο τρώνης τους κατάτρεχε. Πολλές φορές τους άκουσα να λένε: «Πότε θα τους εκδικηθούμε; Πότε θα πιούμε το αίμα του Κολοκοτρώνη;» Το 1831, σε λόγο που έβγαλε ο Κολοκοτρώνης είπε ότι η Τρίπολις είναι το κέντρο της ραδιουργίας και φώναξε: « Έ χετε τους μπερμπάντηδες τον Οικονομόπουλο και τους άλλους». Αυτοί και μετά την φυλάκιση των εγκαλουμένων, έλεγαν: «Τώρα είναι καιρός να τους εβγάλουμε από την αράδα». Ά κουσα και τον Κολιόπουλο να τους ονομάζει κατεργαρέους. ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΟΛΟΚΑΣ, Τριπολιτσιώτης, 32 χρονών, έμπορας: Ξέρω τον Γαρδελίνο, Σπηλιόπουλο, Αλεξανδρόπουλο, Οικονομόπουλο. Δεν απολαμβάνουν υπόληψη. Γυρνάνε ολημερίς στους καφενέδες και δεν εργάζουνται ποτέ τις τέχνες τους. Είναι εχθροί των εγκαλουμένων από τον καιρό της «Αδελφότητας». Πολλές φορές τους άκουσα επέρσι στο εργαστήρι του Θεοδωρόπουλου να λένε για τους φυλακισμένους: «Τι παντέχουν; Τώρα θα δουν οι μασκαράδες. Καλά το έπαθαν. Καλά τον εκάμαμε το Γέρο, Μια και μπήκε μέσα, δεν ξαναβγαίνει πια». Ποτέ δεν πιστεύω να τους προσκάλεσε να υπογράψουν σ ’ αναφορά. Τι άνθρωποι ε'ιν’ αυτοί; ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΕΤΡΙΝΟΣ, Τριπολιτσιώτης, 25 χρονών, κτηματίας: Ούτε ξέρω ούτε άκουσα πως γίνηκαν συνελεύ σεις κι ούτε ποτέ άκουσα γι’ αναφορές, ούτε κανένας άλλος συμπολίτης μου το ξέρει. Οι ίδιοι λέγανε πως ο Κολοκοτρώνης ενήργησε αναφορές. Ποτέ δεν μπορούσαν να προσκαλεσθούν από τον Κολοκοτρώνη να υπογράψουν αναφορές. Αυτοί είχανε αφϊλιωτη έχθρα. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τριπολιτσιώτης, 40 χρονών, ράφτης: Γνωρίζω τον Οικονομόπουλο και τους άλλους τρεις. Περπατάνε από καφενέ σε καφενέ. Είναι εχθροί του Κολοκοτρώνη. Στο παζάρι λέγανε: «Στην καρμανιόλα θα τον βάλουν». Γλεντοκοπούν καθημερινά. 362
Αυτή είναι η δουλειά τους. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΖΕΓΚΕΛΗΣ, Τριπολιτσιώτης, 36 χρό νων, ράφτης: Τον Κανέλλο Σπηλιόπουλο τον καιρό της συνέλευσης επί Καρώρη1 τον στείλανε στη φυλακή στην Καρύταινα σιδεροδεμένο. Τη δεύτερη φορά, άμα ήρθε ο Κρίτσος διοικητής, τον στείλανε για να πάρει γεννήματα. Δεν ξέρω τι αντιμίλησε και κατέβηκε ο Κολοκοτρώνης να τον σκοτώσει. Αυτό μου το ’πε ο ίδιος, όταν γύρισε από την Καρύταινα. Ο ίδιος ο Γαρδελίνος μου είπε πως ο Χοϊδάς επί Καρώρη τον έλιωσε στο ξύλο στη φυλακή. Ο Κανέλλος Σπηλιόπουλος ήτανε θανάσιμος εχθρός του Κολοκοτρώνη· αν μπορούσε τον έπιανε από το καρύδι του λαιμού να τον πνίξει. Αυτό όχι μονάχα εγώ το ξέρω, μα όλες οι οικογένειες της Τριπολιτσάς. ΜΙΧΑΛΗΣ ΩΡΟΛΟΓΑΣ, Τριπολιτσιώτης, 50 χρονών, ρολογάς: Γνωρίζω τον Οικονομόπουλο και τους άλλους τρεις. Είναι μικροί άνθρωποι. Κάποτε έρχουνται και κάποτε δεν έρχουνται στις κοινές συνελεύσεις μας. Εμείς δεν τους προσκαλάμε. Εις του Καποδίστρια τας ημέρας μας είχαν κατηγορουμένους εμένα, τον Γαρδελίνο, τον Αλεξανδρόπουλο, τον Λαγοπάτη, τον Πελοπίδα, τον Δημήτρη Παπουτσήν, τον Κανέλλον Σπηλιόπουλον και τονΚανέλλον Δεληγιάννη2. Άκουσα από τον ίδιο τον Γαρδε λίνο πως ο Χοϊδάς τον έδειρε πολύ πάνω στο σαμάρι, γιατί γύρεψαν να τοιχορίξουν τη φυλακή. Πριν πιαστούν οι εγκαλούμενοι, από κανέναν δεν άκουσα πως κάνανε ανα φορά. Αφού πιάστηκαν, ο Θόδωρος Αλεξανδρόπουλος κι ο Κανέλλος Σπηλιόπουλος λέγανε στον καφενέ πως κάνα νε οι εγκαλούμενοι αναφορά στον αυτοκράτορα της Ρω1. Την εποχή του Καποδίστρια. 2. Καθώς βλέπεις. ο μάρτυρας αυτός της υπεράσπισης ήτανε πολιτικός αντίπαλος του Κολοκοτρώνη. Στον καιρό του Καποδίστρια. καταδιώ χτηκε και βρέθηκε στη φυλακή μαζί με τρεις από τους τέσσερις του «τακιμιού». Τίμιος άνθρωπος καθώς είναι, δεν μπορεί να δεχτεί να καταστρέψουν, με τέτοιες ατιμίες και ψευτιές, έναν πολιτικό αντίπαλο.
363
σϊας, για να σηκώσουν επανάσταση να ταράξουν την Ελλάδα. Εγώ ούτε ξέρω ούτε άκουσα απ’ άλλους τίποτις γι’ αυτό. Ό τα ν γύρισε από τ’ Ανάπλι ο Γαρδελίνος, όπου επροσκαλέσθη να μαρτυρήσει, μου μολόγησε πως ο Χοϊδάς του είπε στον περίπατο πως τα πράματα δε θα σταθούν έτσι, μα θ' αλλάξουν. Εγώ τον έκοψα και τον ρώτησα: «Πώς σου το φανέρωσε, αφού είσαι εχθρός του;». Αυτός μ’ αποκρΐθηκε πως φιλιώθηκαν, εγώ όμως δεν τον είδα ύστερα από τον ξυλοδαρμό του να ’χει σχέσεις με τον Χοϊδά. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΟΥΝΑΣ, Τριπολιτσιώτης, 50 χρονών, σαράτσης: Ο Κολοκοτρώνης θέλησε να σκοτώσει με την πιστόλα τον Σπηλιόπουλο στην Καρύταινα, γιατί έβρισε τον φο.ίνικα. Τ ’ άκουσα από τον ίδιο τον Σπηλιόπουλο. Έπειτα ο Σπηλιόπουλος φοβέριζε τον Κολοκοτρώνη, λέγοντας είναι καιρός να τον χάσουμε. ΛΟΥΚΑΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΟΠΟΥΛΟΣ, από την Καρύταινα, 35 χρονών, έμπορας: Ο Κανέλλος Σπηλιόπουλος, όταν ήταν στην Καρύταινα, ήρθε στο εργαστήρι μου μαζί μ’ έναν άλλον. Φιλονικούσε με τον Μπουγιούκα κι έβριζε τον Κυβερνήτη. Κατέβηκε ο γερο-Κολοκοτρώνης1 και τράβηξε πισ τόλι με 3 ή 4 κανούλια για να τον σκοτώσει, μα τον μπόδισαν. Λέγανε πως ο Σπηλιόπουλος είναι άνθρωπος του Κανέλλου Δεληγιάννη2. ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, από το Λεβίδι της Τριπολιτσάς, 28 χρονών, γραμματικός: Γνωρίζω τον Πα ναγιώτη Οικονομόπουλον και τους λοιπούς τρεις. Τους γνωρίζω ως μη χαίροντας καλήν υπόληψιν και μικράς καταστάσεως. Δεν ήκουσα αν οι εγκαλούμενοι έκαμαν αναφοράν. Προ μηνός μόνον ήκουσα ότι οι είρημένοι 1. Ο Κολοκοτρώνης έμενε πάνω από το εργαστήρι του μάρτυρα. 2. Του μεγαλοκοτσάμπαση που, καθώς είπαμε, στάθηκε το δεξΐ χέρι του Μάσον, ψάχνοντας για ψευδομάρτυοες.
364
τους κατεμήνυσαν. Εγώ δεν το πιστεύω. Το κοινόν δεν θέλει να το πιστεύει κατ’ ουδέναν τρόπον. Επειδή έχαιραν κακήν υπόληψιν, δεν εκατεδεχόμην να τους συναναστρέ φομαι, μήτε να έχω σχέσιν καμίαν. Τον παρελθόντα Δεκέμβριον εμβήκα γραφεύς της Γενικής Εφορίας1. Εις τα Ιωάννινα εγνώρισα πρώτην φοράν τον Παναγιώτην Οικονομόπουλον, κατά το 1819. Συναναστρέφετο τους Τούρ κους και ήτον διεφθαρμένος. ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, από το Λεβίδι της Τριπολιτσάς, 40 χρονών. Τον Γαρδέλινο και τον Σπηλιόπουλο τους έχω ακουστά. Τον Οικονομόπουλο τον γνώρι σα στα Γιάννενα στην υπηρεσία των Τούρκων. Στην Τριπολιτσά τον ξαναείδα. Σε πολέμους δεν τον γνώρισα. Είναι άνθρωπος ακατάστατος. Εγώ δεν άκουσα τίποτα γΓ αναφορές. Ξέρω πως αυτοί οι τέσσερις ήταν ασυμφι λίωτοι οχτροί με τους εγκαλούμενους. Είναι άνθρωποι που δεν πεθύμησαν την ησυχία, δεν την αγάπησαν ποτέ. Και με τα δόντια αν μπόραγε ο Γαρδελίνος τον έτρωγε τον Χοϊδά. Άκουσα πως ο Οικονομόπουλος ονομαζόταν Δεμίραγας. Και τώρα πρόσεξε και τούτα τα λίγα για κείνη την περίφημη βρύση, που ο Αλεξανδρόπουλος βεβαίωσε πως κρύφτηκε στη γούρνα της δυο νύχτες κι απ’ αυτή είδε όλα κείνα τα μυστήρια που τάχατες γίνονταν στο σπίτι όπου έμενε ο Μπούκουρας. ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, Τριπολιτσιώ της, 35 χρονών, γουναράς: Στου Σεχνετσή το σπίτι είναι μια βρύση, που δεν μπορεί να σταθεί κανείς σ ’ αυτήν εξαιτίας της βρόμας. Από μέσα από τη βρύση δεν μπορείς να δεις I. Ο μάρτυρας μπήκε γραφέας στην εφορία της Τριπολιτσάς, αφού πιάστηκε ο γενικός έφορος Ν. Μπούκουρας κι απολύθηκαν οι παλιοί γραφειάδες σαν προστατευόμενοϊ του. Αν και καινουργιοδιορισμένος κυβερνητικός υπάλληλος αδιαφορεί για τη θέση του κι έρχεται να μαρτυρήσει υπέρ των κατηγορουμένων.
365
το σπίτι του Μπούκουρα. ΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, από τη Ζάτουνα, κάτοικος Τριπολιτσάς, 45 χρονών, μπογιατζής: Το χαμάμι βρίσκε ται 70-80 πήχες μακριά από το σπίτι του Μπούκουρα. Η πόρτα του δεν είναι κατά το σπίτι του Μπούκουρα. Στο ίδιο λουτρό είναι μια βρύση. Την έχουν χρεία. Είναι γεμάτη βρόμες. Δε βλέπει κατά το σπίτι του Μπούκουρα. Στην οξώπορτα ή τον τοίχο του λουτρού μπορεί να σταθεί κανείς αφού υποφέρει τη μυρωδιά. Μα κι εκεί μια νύχτα ολόκληρη δεν μπορεί να μείνει. Κινδυνεύει κανείς να σταθεί μια στιγμή. Οι Βλάχοι, όλος ο κόσμος, τη μεταχειρίζουνται για χρεία. Εκεί μέσα στη βρύση έμενε κάποτες ο τρελό-Μελέτης. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Είπες πως δεν μπορεί να σταθεί ούτε στιγμή άνθρωπος στη βρύση. Πώς τότες έμενε ο τρελό Μελέτης; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μα όταν έμενε αυτός δεν ήτανε βρόμες εκεί. ΘΟΔΩΡΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, από το Ζελιώτη, κάτοι κος Τριπολιτσάς, 40 χρονών, ράφτης: Νοίκιασα το σπίτι μου στον Μπούκουρα την I Ιουλίου. Εγώ κάθομαι στο κατώγειο. Το πουρνό βγαίνω, το βράδυ γυρίζω. Δεν έχω είδηση κι αναφορές. Κοντά είναι ένα χαμάμι και σιμά μια ξερή βρύση βρομισμένη. Είναι πολύς καιρός που είναι βρόμια. Η πόρτα του χαμαμιού δεν κοιτάζει κατά το σπίτι μου. Δεν είδα ποτέ να σταθεί άνθρωπος εκεί. Ακατανόητο! Πού να σταθεί; Είναι γεμάτη βρόμες. Και τώρα, καλόπιστέ μου αναγνώστη, πες πως είχαμε βρεθεί κι εμείς στο τζαμί του Αναπλιού και παρακολου θούσαμε τη δίκη του Γέρου και του Πλαπούτα. Πες, ακόμα, πως δεν ήμασταν με το κόμμα των Ναπαίων, παρά με τους συνταγματικούς, μια και πιστέψαμε, διψώντας για λευτεριά, τα όσα έταζε ο Κωλέτης. Μα πιο πάνω απ’ ό λ ’ αυτά ήμασταν βέβαια Έλληνες. Κορώνα και βασιλιά μας 366
είχαμε τον κατακαημένο λαό μας, που έχυσε ποτάμι το αίμα στο Εικοσιένα για να γλιτώσει την πατρίδα από του λιονταριού το στόμα. Καθώς, λοιπόν, σταθήκαμε πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη, στήναμε αυτί ν' ακούσουμε το τι θα φανέ ρωναν οι μάρτυρες της κατηγορίας. Κι είδαμε να μας φέρνει ο Μάσον τέτοια μποσικαρία μπροστά μας. Μπε κρούλιακες, ψεύτες, τεμπέληδες, δίχως τιμή κι υπόληψη, που τον έναν απ’ αυτούς οι χωριάτες τον ξεβράκωσαν και τον έψαξαν να δουν αν είναι Τούρκος. Πες μου, φίλε μου, ακόμα κι αν ο Κολοκοτρώνης δε\; είχε κυνηγήσει με την μπιστόλα του να σκοτώσει τον Σπηλιόπουλο, γιατί έβρισε τον φοίνικα, ακόμα κι αν ο Αλεξανδρόπουλος δεν βουλήθηκε, από τον καιρό της «Αδελφότητας», να ξεπαστρέψει μπαμπέσικα το Γέρο, ακόμα κι αν ο Χοϊδάς δεν είχε δείρει πάνω στο σαμάρι τον Γαρδέλινο, ακόμα κι αν οι τελευταίοι δυο κι ο Οικονομόπουλος δε φυλακίστηκαν και δεν καταδικάστηκαν την εποχή του Καποδίστρια —στέκεται ποτές πιστευτό πως τους φώναξαν να υπογράψουν μια αναφορά στον Τσάρο; Τι, π’ ανάθεμά τους, θα κάνανε τέτοιες υπογραφές που μύριζαν βρόμα και δυσωδία όμοια, ας πούμε, μ’ εκείνη της γούρνας της βρύσης που οι βλάχοι την είχανε χρεία κι ο Αλεξανδρόπουλος βεβαίωνε πως ξάπλωνε σ ’ αυτή; Μπροστά στην τόση κακοήθεια, τι θα γινόταν τάχατες μέσα μας; Πρώτα, βέβαια, θα νιώθαμε τη γεύση της σιχαμάρας κι έπειτα, θα παίρναμε, σαν τίμιοι άνθρωποι, το μέρος του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, που ίσαμε κείνη τη στιγμή ήμασταν εχθροί τους. Κι αυτό που κάθομαι και λέω δεν είναι μήτε φανταστικό μήτε απίθανο. Γιατί το ίδιο που θα κάναμε εμείς, το έκαναν δυο άλλοι, που ήτανε κάτι πιότερο από ακροατές* οι δικαστές Πολυ ζωίδης και Τερτσέτης. Είχανε σταθεί πεισματικοί αντίπα λοι των Ναπαίων, γι’ αυτό η αντιβασιλεία κι η κυβέρνηση τους λογάριαζε φανατικούς εχθρούς των κατηγορουμένων. Μ’ από τη στιγμή που τους αποκαλύφτηκε η ατιμία που 367
παιζόταν, βάλανε στην μπαλάντσα της συνείδησής τους από τη μια τον δικαστή της σκοπιμότητας κι από την άλλη τον πατριώτη και τον άνθρωπο. Κι η ζυγαριά έγειρε από τη σωστή μπάντα. Από τούτη, λοιπόν, τη στιγμή και πέρα, θα παρακολου θήσουμε τον ωραίο αγώνα τους να σώσουν κάτι πιότερο από δυο ήρωες του Εικοσιένα — αυτή την ίδια τη δικαιοσύνη στον τόπο μας.
ΑΛΛΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Δ εν ΚΑΘΙΣΑ να γράψω τούτο το βιβλίο να σε ξεγελάσω, βγάζοντας, από τη μια, τον Κολοκοτρώνη αθώα περιστε ρά, καθώς λένε οι γραμματιζούμενοι, και, από την άλλη, μπόσικους, τιποτένιους, σκάρτους κι άνθρώπους δίχως την παραμικρή υπόληψη όλους τους μάρτυρες της κατηγο ρίας. Θα σου μνημονέψω λοιπόν τώρα τι είπανε οι πιο σημαντικοί απ’ αυτούς. Κι αρχίζω από τον Νικήτα Φλέσσα, τον ονομαστό καπετάνιο του Εικοσιένα, αδερφό του Παπαφλέσσα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΑΡΤΥΡΑΣ: στο Λεοντάρι 368
Πώς ονομάζεσαι; Νικήτας Φλέσσας. Πόθεν κατάγεσαι; Από το Λεοντάρι. Πόσων ετών είσαι; Πενήντα πάνω-κάτω. Τι επάγγελμα έχεις; Στρατιωτικός. Γνωρίζεις τον Αναστάσιο Κουλοχέρη; Ναι, τον γνωρίζω. Πότε τον συνήντησες; Στα τέλη του περασμένου Μάη, όταν πήγα ν’ αγοράσω προσόδους.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πες μας τι σου είπε. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μου είπε να συμφωνήσουμε και να πάμε στην Τριπολιτσά, όπου είναι κι ο Κολοκοτρώνης. «Πήγε κει», μου λέει, «κι ο Νικήτας Σταματελόπουλος κι άλλοι πολλοί να κουβεντιάσουν. Να πάμε λοιπόν κι εμείς να πάρουμε ορμήνειες πού να τρέχουμε». Βρισκόμαστε στο δρόμο άμα μου τα 'λεγε αυτά. «Δε συμφέρνει να στεκόμα στε εδώ», μου κάνει, «ας πάμε στο σπίτι μου». Πήγαμε. Το βράδυ δεν κουβεντιάσαμε τίποτα. Το πρωί τον ρώτησα: «Τι ήθελες να μου πεις;» Μου αποκρίθηκε: «Τώρα είναι καιρός να ωφεληθείς κι εσύ. Να ’ρθείς λοιπόν να πάμε στο Γέρο να σου δώσει το μαχαίρι σου και το μουλάρι σου και να σ ’ οδηγήσει το τι θα κάνεις. Τώρα το ιερατείο και τ’ άρματα ενώθηκαν κι ο Γέρος προσκάλεσε συνέλευση· να πάμε λοιπόν κι εμείς». Του είπα πως δεν ευκαιρούσα τότες, πιο ύστερα όμως θα πάγαινα. «Ανταμωνόμαστε», του λέω, «και τα ξαναλέμε». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ανταμωθήκατε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, γιατί εγώ αρρώστησα. Πιο ύστερα όμως τον αντάμωσα στην Καμάρα. «Να, ήρθα», του λέω. Αυτός μου αποκρίθηκε τότες: «Αν και παράκαιρα έφτασες, είσαι και τώρα χρειαζούμενος». Συναχτήκαμε σ ’ ένα μέρος να κουβεντιάσουμε μ’ άλλους πολλούς. Αογοτρίβησε μ’ έ ναν απ’ αυτούς: «Σε λίγες μέρες», του είπε, «θα σου γαμήσω τη μάνα, καθώς σου την ξαναγάμησα». Έπειτα γυρνάει και λέει σ’ εμένα: «Παράτα τους παλιανθρώπους· όταν εγώ κι εσύ είμαστε σύμφωνοι, κάνουμε ό,τι θέμε. Έ λα να πάμε στην Τριπολιτσά οπού είναι ο Γέρος». Εγώ του αποκρίθηκα: «Για την ώρα πάω στο σπίτι μου κι έπειτα από μέρες έρχομαι». Αυτός τότες μου φανέρωσε πως ο Γέρος φεύγει για την Ά για Μονή’, γιατί τον κατάλαβαν πως κάνει συνέλευση. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πήγες, μάρτυς, εις την Αγίαν Μονήν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, εγώ δεν πήγα. Έστειλα όμως δυο άλλους ανθρώπους, τον Παναγιώτη Πούρα και τον Δαγρέ να τηράξουν τι θα γίνει. Μα ούτε κι αυτοί πήγανε, γιατί 369
φοβήθηκαν μην τους φυλακίσουν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο Κουλοχέρης από μόνος του σου είπε τα όσα κατέθεσες ή εσύ τον ερώτησες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εγώ τον ρώτησα τι τρέχει και τότες μου είπε πως το ιερατείο και τα άρματα τα ταίριαξαν κι έχουνε σκοπό να πάνε στ’ Ανάπλι να μιλήσουν προφορικά στο βασιλιά να διώξει τα βαβαρέζικα στρατεύματα και να βάλει εμάς τους Έ λληνες που αγωνιστήκαμε. (Πραγματικά, μεγαλύτερη προδοσία απ’ αυτή, να γυ ρεύουν ο στρατός μας να είναι εθνικός, δεν μπορούσε να γίνει!) ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Δια την αντιβασιλείαν δε σου είπε τίποτε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, πως θα τη διώχνανε, καθώς και τους Φαναριώτες από τα υπουργήματα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Αυτός ο Κουλοχέρης, που σου είπε όλ’ αυ τά, τι άνθρωπος είναι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Κατάγεται από το χωριό Τουρκόλεκα κι είναι ξάδερφος του Νικήτα Σταματελόπουλου. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Δια την αναφοράν τι έχεις ακούσει; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ά κουσα από τον κόσμο πως γίνηκε τον Ιούνη ή τον Ιούλη μια αναφορά από τον Αριστομένη Κουβαρά ενάντια στην αντιβασιλεία και τη γύριζαν στη Μεσσηνία να συνάξουν υπογραφές. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε, μάρτυς, συνήντησες δια δευτέραν φοράν τον Κουλοχέρην; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Στις 6 του Αυγούστου ανταμώθηκα για δεύτερη φορά μαζί του. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Διατείνεσαι πως τα όσα σου είπε ο Κουλοχέρης σου τα είπε κατόπι” οδηγιών του Κολοκο τρώνη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, ο Κολοκοτρώνης δεν τον παρακίνησε σε τίποτα. Από μόνος του μου είπε την πρώτη φορά ο Κουλοχέρης να πάμε στην Τριπολιτσά οπού ήτανε ο Γέρος, να πάρουμε οδηγίες για να δούμε πού θα τρέχουμε. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Σου είπε τι οδηγίες θα παίρνατε; Καλές ή κακές; 370
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε μου είπε αν θα 'τανε καλές ή κακές. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Κι εσύ τα όσα σου είπε τι τα ενόμιζες, καλά ή κακά. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ούτε καλά ούτε κακά. Μια άλλη κατάθεση, που λογαριάστηκε εξαιρετικά επιβαρυντική, στάθηκε του Σωτήρη Θεοχαρόπουλου, κτη ματία από τα Καλάβρυτα. ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ: Στις αρχές ή στα μέσα του περα σμένου Ιούνη ο Κολιόπουλος ήρθε στο σπίτι μου. Ανάμε σα σ’ όσους βρίσκονταν εκεί ήτανε κι ο Μπενιζέλος Ρούφος. Ο Κολιόπουλος άρχισε να μας ανιστοράει τα όσα είδε στη Βαβαρία. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι σας έλεγε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μας έλεγε πως στη Βαβαρία λυπήθηκαν πολύ που έφυγε ο βασιλιάς Όθωνας, γιατί έχει αξιαγάπη τα αισθήματα κι ευχάριστο χαραχτήρα. Τότε κάποιος απ’ όσους ήτανε κει, δε θυμάμαι ποιος, είπε πως καλύτερα θα στεκόταν να ’χε αποφασιστεί από την αρχή ν’ ανέβει αμέσως ο βασιλιάς στο θρόνο της Ελλάδας και να μην ήταν η αντιβασιλεία. Τότε ο Κολιόπουλος είπε: «Ό ταν θέλουν οι Έλληνες, το κάνουμε και μοναχοί μας». (Ό πω ς βέβαια καταλαβαίνεις, τούτα τα λόγια του Κολιόπουλου λογαριάστηκαν παρότρυνση σε πραξικόπη μα).
371
Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ Μ ίΑ ΑΠΟ τις κατηγορίες του Μάσον ήτανε, όπως είδαμε, πως οι δυο στρατηγοί γύρεψαν να ξεσηκώσουν εμφύλιο πόλεμο. Παρουσίασε, για να τ’ αποδείξει, τούτους εδώ τους μάρτυρες: Μαρτυρία Αντώνη Μ ονζάκη
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από τη Ζάκυνθο. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είκοσι εννέα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Χωροφύλακας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πες μας τα όσα γνωρίζεις δια την παρού σαν υπόθεσιν. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ερχόμενος στ’ Ανάπλι, αντάμωσα στης Καλαμάτας τα μέρη, στο χωριό Κουρτσαούση, τον Γεωργάκη Περοτόπουλο. Με ρώτησε πού πάω. Τ’ αποκρίθηκα πως πάω στ’ Ανάπλι. «Πού πας, βρε βλάκα;» μου λέει. «Σε δεκαπέντε μέρες έχουμε ντουφέκι σ ’ όλα τα μέρη, να διώξουμε την αντιβασιλεία και τους Βαβαρέζους για να ’χουμε τις πολιταρχίες καθώς πρωτύτερα. Θα κάνουμε και συνέλευση, για να φτιάσουμε νόμους να τους δείξουμε στον βασιλέα κι αν θέλει ας καθίσει (κι αυτός, ειδεμή ας πάει στη δουλειά του». Εγώ τον ρώτησα από μόνος του τα λέει αυτά ή είχε κι άλλους συντρόφους. Μ’ αποκρίθηκε: «Αν ήμουνα μόνος δε σου τα ’λεγα. Έ χω από άλλους οδηγίες». Τον ρώτησα: «Από ποιους έχεις γράμματα;». «Από τους Κολοκοτρωναίους», μου είπε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σου έδειξε τα γράμματα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δε μου τα ’δείξε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον ερώτησες τουλάχιστον αν τα είχε πάνω του; 372
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ούτε κι αυτό το ρώτησα, γιατί ήμουνα ζαλισμένος από την πληγή μου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον ερώτησες αν είναι και άλλοι από τη Μεσσηνία; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Αυτό το ρώτησα και μ’ απάντησε πως είναι ο Ζαχαριάδης από την Καλαμάτα, ο Κυριάκος Χατζηγιαννούλης, ένας από τους Ζανιάνους που τ’ όνομά του δε μου το ’πε κι ο Αλεβιζάκης. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Μήπως σε ηπείλησε να μη μαρτυρήσεις τα όσα σου είπε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μόλις ξεμάκρυνα, έτρεξε και με 7#>όφτασε και με ξόρκιζε να μη μαρτυρήσω σε κανέναν τίπότα, γιατί είναι μυστικά. Τδτε μου πρόβαλε να μου δώσει δέκα τάλαρα να τ’ αφήσμ> στη φαμελιά μου, μα εγώ δεν τα δέχτηκα. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε συνάντησες τον Περοτόπουλο και σου μίλησε; Αφού πιάστηκε ο Κολοκοτρώνης ή πριν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεκαπέντε μέρες πριν πιαστεί. ΣΥΝΉΓΟΡΟΣ: Σου είπε πως έχει γράμματα του Κολοκοτρώνη ή των Κολοκοτρωνιστών; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είτε το ένα είτε το άλλο, δε θυμάμαι καλά. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μόλις έφτασες εδώ, επήγες εις τον .επί τροπον της επικρατείας και τα είπες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν πήγα ευθύς να τα πω. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Και διατί δεν πήγες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γιατί ήμουνε ζαλισμένος από την πληγή μου. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Πότε τα είπες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ά μ α γίνηκα χωροφύλακας. Θα συμφωνήσεις, βέβαια, κι εσύ μαζί μου πως η τελευταία αυτή απάντηση καθορίζει την αξία της μαρτυ ρίας του.
373
Mafirvpia Κωνσταντίνον Σννσνιώτη ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από τη Στεμνίτσα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Σαράντα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έμπορας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πήγες, μάρτυς, εις την Λιβαδειά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, πήγα τον περασμένο Ιούνη για ζώα με τον Ηλία Ανδριτσάνο. Ξαναπήγα και τον Αύγουστο, γιατί γίνεται πανηγύρι το δεκαπενταύγουστο. Τη δεύτερη φορά εισακούσθηκα με τον Σταύρο Τσάκωνα να πάμε αντάμα στη Λιβαδειά. Είπαμε να φύγουμε Τετράδη, αυτός όμως έφυγε τη Δευτέρα με τον Κωνσταντή Αλωνιστιώτη και μου παράγγειλε να τους ακολουθήσω. Σαν έφτασα στη Λιβα δειά, αντάμωσα τον Αλωνιστιώτη. «Σ’ έχω φίλο», μου είπε, «και γ ι’ αυτό σ ’ ορμηνεύω να μην αγοράσεις μουλά ρια, γιατί ώσπου να πας κάτω θα βρεις άλλα κούρταλα και δε θα προφτάσεις να τα πουλήσεις. Εγώ ήρθα εδώ σταλμέ νος, από τον Κολοκοτρώνη και τον Κολιόπουλο να μιλή σω στους καπεταναίους της Ρούμελης να τα ταιριάζουν. Περισσότερα δε σου λέω. Αυτά σου φτάνουν». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με τη λέξη κούρταλα τι εννοούσε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εννοούσε επανάσταση. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτά σε ποιον τα είπες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό τα ν γύρισα στην πατρίδα μου, τα είπα στον μακαρίτη Θεαγένη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αγόρασες ζώα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, κι έφυγα από τη Λιβαδειά στις 17 του Αυγούστου κι έφτασα στις 22 στο πανηγύρι του Μυστρά. Πούλησα τα ζα μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες, γιατί φοβήθηκα μην τυχόν γίνουν τίποτις κούρταλα. Αν αργοπορούσα δυο-τρεις μέρες να τα πουλήσω θα κέρδιζα πολλά. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εις την πανήγυριν της Λιβαδειάς ευρίσκο374
ντο άλλα ζώα εκτός εκείνων τα οποία ηγόρασες εσύ; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Βρισκόντανε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα όσα σου είπε ο Αλωνιστιώτης τα εφανέρωσες εις καμίαν άλλην αρχήν εκτός από τον αποθανόντα Θεαγένην; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν τα φανέρωσα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Μήπως ο Αλωνιστιώτης σου επρότεινε, όταν ήσουν εις την Λιβαδειάν, να πάτε εις την Τουρκίαν δια ζώα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, μου το επρότεινε. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Φοβήθηκες όταν άκουσες τον Αλωνιστιώτη να σου ομιλεί δια κούρταλα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Και βέβαια φοβήθηκα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Είδες τον Αλωνιστιώτη να αγοράσει ζώα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν τον είδα1. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τα όσα διατείνεσαι πως σου είπε ο Αλωνιστιώτης γιατί τ’ ανάφερες μόνον εις τον αποθανό ντα Θεαγένη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γιατί τον είχα κουμπάρο. Και τώρα, καλόπιστε ακροατή μου, άκου τι κουμάσι ήτανε τούτος ο μάρτυρας που ψώνισε ο Μάσον. Να τι είπε γ ι’ αυτόν ο Δημήτρης Ροϊλός, στρατιωτικός και χτηματίας, που καταγόταν από τη Στεμνίτσα, από το ίδιο δηλαδή χωριό με τον Συνανιώτη: ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τον Συνανιώτη τον γνωρίζεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, είναι πατριώτης μου. Του έχω βαφτι σμένα και δυο παιδιά. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τι άνθρωπος είναι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είναι συκοφάντης και ταραχοποιός. Στην Κωνσταντινούπολη πρόδωσε δυο πατριώτες μας μαζί μ’ άλλους και τους κρέμασαν. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Είσαι βέβαιος δι’ αυτό; I. Μ υιαράσπιοη nuponoiuoi: μάρπιρι:ς non [)i:|)iiin>nuv Γ uvii()i:iu' ιτω; ο Αλωνιστιώτης uyopunt: οτη Λι|1αόι.ιά κι ί:«ρι:ρι: να τα Γτοι.λήαι ι ατην Τριιιολιτσά όχι μονάχα ζώα μα κι (i/./.u ι:μπορι:ίιμ«τα.
375
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πώς δεν είμαι; Το ξέρει όλη η πατρίδα μας και πολλοί άλλοι. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Τι άλλο γνωρίζεις δι’ αυτόν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έπειτα από ενάμιση χρόνο από την επανά σταση εξορίστηκε στη Ρόδο για έγκλημα. Στην Τριπολιτσά πήγε στο δικαστήριο για κάτι διαφορές που είχε μ’ έναν πατριώτη και φανερώθηκε ψεύτης. Για ψεύτη τον ξέρει όλος ο κόσμος. Εδώ στ’ Ανάπλι τον συναπάντησα με τον αδερφό μου τον καλόγερο. Μου φανέρωσε πως είναι μάρτυρας για κάτι λόγια που του είπε ο Κωνσταντής Αλωνιστιώτης. «Πρόσεξε το θεό», του κάνω, «και τη συνείδησή σου». Αφού στάθηκε για λίγο συλλογισμένος μου αποκρίνεται: «Μα μου τα είπε, σου λέω». Έπειτα όμως, αφού μου τ’ ανιστόρησε όλα, μου ξομολογήθηκε: «Είμαι μετανιωμένος», μου λέει, «μα τι να κάνω, όπου μ’ έβαλαν να τα πω, π’ ανάθεμά τους! Τα μαρτύρησα στον Μάσονα και τώρα φοβάμαι να μην τα πω». ' Ενα από τα πρωτοπαλίκαρα του Κολοκοτρώνη σ ’ όλο τον αγώνα στάθηκε, καθώς είπαμε, κι ο Σταμάτης Μίτζας. ' Ητανε στολισμένος όχι μονάχα με γενναιότητα, μα και με τιμιότητα και ντομπροσύνη. Ο Μάσον, για να επιβαρύνει τη θέση του Κολοκοτρώνη, γύρεψε κι αυτόν να τον τυλίξει. Παρουσίασε κάμποσους μάρτυρες, για ν’ αποδεί ξει πως ο Μίτζας ρεγόταν κινήματα. Έ νας απ’ αυτούς, ο Δημήτρης Πανούτσος από την Ερμιόνη, είπε: ΠΑΝΟΥΤΣΟΣ: Στα καφενεία λέγανε οι άνθρωποι του Μίτζα πως θα ’ρθουν δυο ως τρεις χιλιάδες Τούρκοι κι Έ λληνες από τη Ρούμελη, για να πολεμήσουν τους Βαβαρέζους. Μια φορά λέγανε στον καφενέ: «Εβίβα του Κιουταχή και των καπεταναίων». ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Το άκουσες ο ίδιος; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο ίδιος τ’ άκουσα κι είδα και τα φώτα που είχανε. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Από τον Κολοκοτρώνη το άκουσες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν τ’ άκουσα. 376
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Από τον Μίτζα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, ούτε κι απ’ αυτόν, γιατί δε βλεπόμα στε. Αυτός ο Πανούτσος, καθώς φανέρωσαν οι μάρτυρες της υπεράσπισης Γκίκας και Σταύρου, είχε παλιά και μεγάλη έχθρα με τον Μίτζα. Ο πιο σπουδαίος όμως μάρτυρας που παρουσίασε ο επίτροπος ενάντια στον Μίτζα ήτανε ο έπαρχος της Ερμιόνης Δρόσος Ν. Δρόσος. Ας δούμε τι είπε: ΔΡΟΣΟΣ: Ό ταν επήγα το δεύτερον εις Ερμιόνην και έλαβον ομιλίαν μετά του Μίτζα, μου εζήτησε την άδεια να μου ομιλήσει ως εις πολίτην και όχι ως εις έπαρχον. Τότε μου είπε: «Ο Βασιλεύς δε θα ανταμείψει και ημάς τους στρατιωτικούς δια τας εκδουλεύσεις τας οποίας εκάμαμεν;» Εγώ τον εβεβαίωσα ότι η κυβέρνησις έχει όλην την διάθεσιν να ανταμείψη και αυτούς, πλην είναι έργον όχι ογλήγορον. Αυτός μου είπε ότι «πρέπει ο βασιλεύς να μας περιθάλψη, μη μας απελπίση, διότι τότε κάτι θα κάμωμεν και ημείς». Και τώρα, σε ρωτώ, φίλε μου: Πες μου πού βρίσκεις την προδοσία στα όσα είπε ο Μίτζας στον έπαρχο κύριο Δρόσο; Τούτο το τόσο δίκιο παράπονο του παλικαριού, που είδε, μόλις φτάσανε οι Βαβαρέζοι στον τόπο μας, να στέλνεται στ’ ανάθεμα ο στρατός του Εικοσιένα, μπορού σε τάχατες να ειπωθεί με πιότερο συγκρατημό; Κι αυτός ακόμα ο Δρόσος, στην ανάκριση που του πήρε ο Μάσον, αναγκάστηκε να ομολογήσει τούτο δω: ΔΡΟΣΟΣ: 'Εδωκα πολλάς αφορμάς, δια να γνωρίσω βαθύτερον το φρόνημά του. Είναι δε αληθινόν ότι δεν ημπόρεσα με όλους τους τρόπους να εύρω κανένα διδόμενον, δια να υποπτευθώ προμελετημένον τινά σκοπόν ή προδιατεθειμένον. Κι όμως, η εκτελεστική εξουσία, για να τρομοκρατήσει τον Μίτζα, έστειλε στην Ερμιόνη τον υπομοίραρχο Τζίνο, που ήτανε μάστορας στα τέτοια. Αντί όμως να κάτσω εγώ 377
να σου τα πω, λογαριάζω πως καλύτερο στέκεται να τ' αντιγράψω για χάρη σου από τα «Πρακτικά»: «ΔΓ αυτήν τήν συκοφαντίαν έστάλη ό περίφημος κατά τήν έπιστήμην άτιμος καί κλέπτης ύπομοίρ. Τζίνος (όστις έπί Κυβερνήτου κατοικούσε τάς έν Παλαμιδίω φυλακάς δι’ έγκλημα...). Ούτος έκαμε τήν γυναίκα του τιμίου παλικαριού Μίτζα ν’ άποβάλη τό έμβρυον, έγγυον ούσαν. Καί μ’ δλα ταύτα, ό Μίτζας διέμεινεν ήσυχος!»1. Με τούτονε τον τρόπο βγήκαν αληθινά τα ταξίματα του έπαρχου στον Μίτζα πως «ή Κυβέρνησις εχει δλην τήν όιάΟεσιν νά άνταμείψη» εκείνους που πολέμησαν για τη λευτεριά μας... Οι αυθαιρεσίες του Μάσον στάθηκαν μπόλικες. Θα μνημονέψουμε τώρα μερικές εδώ και τις άλλες θα τις γνωρίσουμε παραυστερα, όταν η δίκη θα φτάσει στο δραματικό κορύφωμά της. Ο Μάσον παρουσίασε και τρεις καταθέσεις που πήρε, ανακρίνοντας τους φυλακισμένους Θ. Γρίβα, Γενναίο Κολοκοτρώνη και Μπρεντ. Μια απ’ αυτές, του Γρίβα, σου την παρουσίασα, όπως σώθηκε δημοσιευμένη στον «Σωτήρα». Και για τις τρεις αυτές καταθέσεις οι συνήγοροι της υπεράσπισης κάνανε ένσταση, λέγοντας πως μια και πάρθηκαν δίχως την παρουσία μαρτύρων ήταν παράνομες. Το δικαστήριο δέχτηκε την ένσταση κι αποφάσισε ο επίτροπος, συντροφευμένος μ’ έναν από τους συνήγορους κι έναν μάρτυρα, να πάρει κι από τους τρεις καινούργια κατάθεση. Ο Μάσον όμως «αποφεύγει με την συνήθη επιτηδειότητά του και τούτο», όπως γράφουν τα «Πρακτι κά»2, και πάει πάλι μοναχός του. Και σαν να μην έφτανε μήτε αυτό, αρνιέται να παρουσιάσει τις δεύτερες αυτές 1. ..Πρακτικά.., σ. 116-117. 2. «Πρακτικά», σ. 259.
378
καταθέσεις, όπως βρήκε πως οι παλιές ήταν «καλύτερες». Από κάμποσους μάρτυρες ο Μάσον πήρε διπλές και τριπλές καταθέσεις κι άφησε τους συνήγορους να δουν εκείνη απ’ αυτές που πιότερο του σύμφερνε. Του τις ζητάνε, αυτός όμως παριστάνει πως βαριακούει και τις κρατάει κλειδωμένες στο συρτάρι του. Ο έπαρχος της Αρκαδίας έστειλε στον επίτροπο τις ανακρίσεις που έκανε για τον Κωνσταντή Αλωνιστιώτη. Οι συνήγοροι τις γυρεύουν, μα ο Μάσον δεν καταδέχεται μήτε να τους απαντήσει. Οι συνήγοροι αποτείνονται τότες στο δικαστήριο κι αυτό βγάζει απόφαση πως ο επίτροπος είναι υποχρεωμένος ν' αφήσει την υπεράσπιση να δει τόσο αυτές όσο κι όλες τις άλλες ανακρίσεις που πάρθηκαν στις επαρχίες. Δε βαριέσαι, «ό κ. 'Επίτροπος με τό σήμερον καί αΰριον, τώρα δεν ευκαιρώ καί μετά δύο ώρας σάς τά δίδω κτλ., άπέφυγε του νά έκπληρώση τόσον νόμιμον δίκαιον»1. Τι ανάγκη είχε; Ό σ ο ένιωθε πως πίσω από τις πλάτες του βρισκόταν κοτζάμ αντιβασιλεία έτοιμη να υποστηρί ξει τις παρανομίες του, έγραφε στα παλιά του τα παπού τσια τις αποφάσεις του δικαστή ριου.
I. -Πρακτικά», σ. 259.
379
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ
Η «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ Θ α ΘΥΜΑΣΑΙ πως ο επίτροπος Μάσον, όταν δέχτηκε να στείλει κλήσεις στους μάρτυρες της υπεράσπισης να παρουσιαστούν στο δικαστήριο, έλεγε πως θα γύρευε, «κατά την δικάσιμον ημέραν», την εξαίρεσή τους. Εκείνο λοιπόν το πρωί, 5 του Μάη 1834, το τζαμί ήταν πιο γεμάτο από ποτές, όπως ο κόσμος είχε από τη μια την περιέργεια ν’ ακούσει τα όσα θα λέγανε ο επίτροπος κι οι συνήγοροι για την εξαίρεση ή όχι των μαρτύρων της υπεράσπισης και, από την άλλη, αν το δικαστήριο θα δεχόταν την αυθαιρεσία που ζήταγε ο Μάσον. Η απόφασή του, πάνω σ’ ένα τόσο σημαντικό ζήτημα διαδικασίας, θ' άφηνε κάπως να φανεί ποιος άνεμος φύσαγε σ ’ αυτό. «* Η συνεδρίασις» γράφουν τα Πρακτικά «άρχεται τήν 9 ώραν π.μ. Πλήθος άκροατών ή συρροή ύπέρποτε, έπειδή ή συζήτησις γίνεται, άν θά έξαιρεθώσιν οί μάρτυρες τής ύπερασπίσεως, κατά τής παραδοχής τών όποιων ό ’Επίτροπος καταφέρεται μ’ δλην τή δεινότητά του»1. Αφού ξετάστηκαν οι δυο τελευταίοι μάρτυρες κατηγο ρίας, ο επίτροπος γυρεύει το λόγο κι ο πρόεδρος του τον δίνει. I. «Πρακτικά», σ. 152.
381
Η αγόρευση του Μάσον είναι, καθώς θα δεις, σκοτεινή και μπερδεμένη. Χρωστιέται αυτό, τάχατες, πως δεν ήξερε τόσο καλά τα ελληνικά κι αναζητούσε τα εκφραστικά μέσα για να διατυπώσει τις σκέψεις του; Ίσω ς να ’ναι κι αυτή μια από τις αιτίες. Έ χω όμως τη γνώμη πως τέτοιο ήταν το μυαλό του, σκοτεινό και μπερδεμένο, και πως οι δυο λόγοι του που βρϊσκουνται στα «Πρακτικά» τ’ αντικαθρεφτϊζουν. Ας δούμε τώρα τι είπε, ο σοφός και δίκαιος αυτός άνθρωπος, γυρεύοντας να βγάλει απόφαση το δικαστήριο, δίχως ν’ ακούσει τους μάρτυρες της υπεράσπισης. ΜΑΣΟΝ: Αι δυνάμεις των ανθρωπίνων όντων είναι περιορισμένοι. Τα πράγματα είναι σχετικά προς τους ανθρώπους και όχι απόλυτα. Ο δικαστής ερευνά την αλήθειαν. Ο νόμος και ο ορθός λόγος υπαγορεύει το αξίωμα «ο λέγων αποδεικνύει· ο κατήγορος υπερασπίζει την κατηγορίαν». Το δικαστήριον έθεσεν αρχάς εις τους δικαζομένους, εις την καταδίωξιν και εις την υπεράσπισιν. Η πρώτη είναι να είναι σαφή τα πράγματα, περί τα οποία στρέφεται η εξέτασις· και τούτο δια δύο αιτίας· η μεν, δια να ευκολύνεται ο εξεταστής και εις την εξέτασιν και η δε, δια να δύναται το εναντίον μέρος να κάμη την αναίρεσιν. Εις πολλά μέρη του κόσμου, όπου τα φώτα και η ελευθερία βασιλεύουν, δεν δίδονται τόσα μέσα υπερασπίσεως, όσα εδόθησαν εις τους εγκαλουμένους. Αν παρών ευρίσκετο ένας νομικός Αμερικανός, ήθελε απορήσει, πώς εκοινοποιήθησαν εις τους εγκαλουμένους αι προπαρα σκευαστικοί εξετάσεις. Ενίοτε ως και αυτά τα ονόματα των μαρτύρων αποσιωπώνται- και τούτο διότι ο Νόμος, καθώς προβλέπει δια τους εγκαλουμένους, ούτως επρόβλεψε και δια την κοινωνίαν. Υποθέτω ότι επαρουσιάσθη κατάλογος μαρτύρων εκ μέρους των εγκαλουμένων, δια να μαρτυρήσουν κατά της τιμιότητος ενός ή πλειόνων μαρτύ ρων της κατηγορίας- τότε σύρεται ο προσβαλλόμενος μάρτυς και η κοινωνία, ως θύμα, εις τον βωμόν αλλ’ εάν 382
έχη να κατηγορηθή, έχει και τον λόγον της υπερασπίσεως. Τινές προτάσεις του καταλόγου της υπερασπϊσεως είναι επισφαλείς όλως διόλου. Ο επίτροπος εζήτησε την διόρθωσιν και το Δικαστήριον τας εδιόρθωσε. Επεκράτει μία ιδέα πολλά εσφαλμένη εις τινας, ότι δϋνανται να γίνωνται αναπαραστάσεις μεταξύ των μαρτύρων. Ο μεν ήθελε λέγει ούτως, ο δε άλλως. Τότε το Δικαστήριον ήθελεν ευρεθή εις αμφιβολία. Πρέπει λοιπόν να περιορισθώμεν εις τα όρια του Νόμου. »Αι αφορμαί των εξαιρέσεων είναι προσδιορισμένοι από του Νόμου. Εις άλλα μέρη είναι πολλαί αι αφορμαί αύται, και εις άλλα ολιγώτεραι. Ερωτάται ο εγκαλοΰμενος, όταν παρουσιάζονται μάρτυρες, αν έχη να κάμη καμίαν εξαίρεσιν από τας νομίμους κατά του μάρτυρος· αν έχη, την προβάλλει. Ά λλα ι όμως προφάσεις κατά της τιμής και του χαρακτήρος του μάρτυρος δεν συγχαίρει ο Νόμος να προτείνωνται. Ο Νόμος, καθώς υπερασπίζεται την ζωήν και την ιδιοκτησίαν, ούτως υπερασπίζεται και την ιδιο κτησίαν, ούτως υπερασπίζεται και την τιμήν του ανθρώ που. Αν ο Νόμος εσυγχώρει κάθε είδος ερεύνης εις τας μικροτέρας αδυναμίας του ανθρώπου, η ζωή ήθελ’ είσθαι ανυπόφορος. Μία δικαστική απόφασις θεωρείται ως μία αλήθεια. Αν όμως τολμήση τις να προσάψη εγκλήματα κατά τίνος πριν της αποφάσεως, είναι μία εξύβρισις, μία συκοφαντία. Ο Νέος Κώδιξ λέγει ότι και η απόδειξις των εξυβρίσεων είναι μία εξύβρισις. Αν τις είπεν, ότι ο άλλος είναι κλέπτης, είναι μία συκοφαντία. Αι προτάσεις των εγκαλουμένων, ότι ο μεν μάρτυς είναι μέθυσος, και τα λοιπά, είναι εξυβρίσεις. Και, αν επαναληφθώσιν ενώπιον σας, χρωστείτε να εφαρμόσητε την ποινήν. Το άρθρον του Νόμου λέγει ότι, όταν τις αδίκως κατηγορή, χλευάζη, κλπ. καταδικάζεται κλπ. Δια πολλάς πράξεις ο άνθρωπος χρεωστεί λόγον εις τον Θεόν, δια τινας ενώπιον του Νόμου και δια άλλας ενώπιον του Κοινού. Ο μάρτυς ορκίζεται, βεβαιώνει ότι θέλει ειπεί την αλήθειαν. Αν αποδειχθή ότι εκ προμελέτης είπε ψεύδος, κατηγορείται ως επίορκος. 383
Δεν ηθέλησα να προτείνω πταίσματα και εγκλήματα κατά των προταθέντων μαρτύρων από τους εγκαλουμένους· λέγω όμως ότι, όσοι είναι κατά της τιμιότητος των μαρτύρων της κατηγορίας, δεν πρέπει να εξετασθούν. »Ας ακούσωμεν και τι λέγουν οι Νόμοι των άλλων Εθνών: Οι εγκαλούμενοι δεν δύνανται να προτείνουν άλλους μάρτυρας, ειμή δια να αναιρέσουν τα ενδιαλαμβανόμενα εις την κατηγορίαν, ή δια να συστήσουν την προτέραν διαγωγήν των. Η παλαιοτέρα Νομοθεσία της Γαλλίας δεν εσυγχώρει και τα δύο ταύτα, ειμή μόνον το εν, το περί της προτέρας διαγωγής. Η διδομένη μαρτυρία με όρκον είναι μία αλήθεια. Η έχθρα είναι μία διάθεσις της ψυχής· δεν κατανοείται ειμή από τας εξωτερικάς πράξεις. Έπρεπε λοιπόν να προταθούν τα περιστατικά, δια τα οποία εγεννήθη η έχθρα. Αν ο μάρτυς είναι Τούρκος, δια να γενή Τούρκος, πρέπει να προηγηθή μία τελετή· από το στόμα του μάρτυρος πρέπει να αναγνωρισθή η θρησκεία του. Αι τοιαύται προτάσεις είναι εγκλή ματα εξυβρίσεως. Η επανάληψίς των ήθελ’ είσθαι μία recidive. Εάν περιορισθώμεν εις τα όρια του Νόμου, προοδεύομεν. Ο προτείνων πρέπει να είναι έτοιμος ν’ από δειξη την πρότασιν αν δεν την απόδειξη εντελώς και ευθύς, είναι μία συκοφαντία. Αν η πρότασις λέγη, ότι ο δείνας κατεδικάσθη ως κλέπτης και ο μάρτυς ειπή ότι είναι κλέπτης, αλλ’ όχι και ότι καταδικάσθη, η πρότασις είναι συκοφαντία. »Βλέπων το άνομον των προτάσεων, εζήτησα από το Δικαστήριον την διόρθωσιν. Το Δικαστήριον έθεσε την αρχήν, ότι είναι ασαφής· δεν παραδέχεται. Τοιουτοτρόπως εγώ εξαιρώ όλους τους μάρτυρας της υπερασπίσεως και δεν θέλω αφήσει ούτε δέκα. Αλλά πώς δεν θέλω εξαιρέσει τους 12, ή τους 15, οι οποίοι από τα έγγραφα της δικογραφίας είναι κεκραγμένοι συνένοχοι και ύποπτοι και οι οποίοι κατά συγκατάβασιν μένουν ελεύθεροι; Αυτοί θέλουν μαρτυρήσει υπέρ εαυτών, και πώς θέλουν πιστευθή; Προτείνονται πέντ' έξ μάρτυρες, δια να μαρτυρήσουν 384
πότε ο Κολιόπουλος έλαβε την φοράδαν από τον Κοντοβουνήσιον· αυτό είναι πράγμα φανερόν και πασίδηλον αυτοί οι μάρτυρες είναι περιττοί. Προτείνονται δύο μάρτυ ρες, ο κύριος Μοναρχίδης και ο Δεληγιωργόπουλος, δια να μαρτυρήσουν. Αν και είναι δημόσιοι Υπουργοί, χωρίς να τους προσβάλλω τον χαρακτήρα των, δεν συγκατανεύω να εξετασθούν οι μάρτυρες, ειμή δΓ απλήν πληροφορίαν». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο συνήγορος κ. Βαλσαμάκης έχει τον λόγον. ΒΑΛΣΑΜΑΚΗΣ: Ο επίτροπος είπε με βροντώδη φωνήν, ότι δεν θέλει αφήσει ούτε δέκα μάρτυρας από τους της υπερασπίσεως· και εγώ λέγω μ’ άλλην τόσην φωνήν, ότι ενόσω υπάρχει ο Νόμος, δεν θέλει εξαιρέσει ούτε μισόν. Ο επίτροπος επρότεινε μίαν αρχήν, ότι κατά χάριν εκοινοποιήθησαν οι μάρτυρες και εις τους εγκαλουμένους και ότι εις πολλά μέρη δεν κοινοποιούνται οι μάρτυρες· τούτο δεν ηκούσθη ποτέ ειμή εις το Σαντ Οφφίτζιο1. Το παν είναι σαφές και προσδιωρισμένον. Τους λεγομένους υπό πτους ημπορεί ο επίτροπος να εγκαλέση. Ενόσω δεν τους εγκαλεί, δεν είναι ύποπτοι ούτε συνένοχοι. Εις μόνην την κεφαλήν του επιτρόπου φαίνονται ύποπτοι. Κατηγορία εναντίον των ούτε υπήρξε ποτέ, ούτε υπάρχει. Τας υπο ψίας του επιτρόπου κανείς δεν τας πιστεύει. Ο νόμος δεν τας παραδέχεται, δεν τας ακούει. Οι μάρτυρες είναι πολίται ελεύθεροι- πρέπει να εξετασθούν δυνάμει του νόμου. Ο επίτροπος, τρέμων ανακάλυψιν της αλήθειας, δεν παραδέχεται τας μαρτυρίας του μοιράρχου Δεληγιωργοπούλου και του νομάρχου Μονάρχιδου. Τας δοξασίας του, επαναλαμβάνω, κανείς δεν τας σέβεται, ενόσω αυταί είναι ασύμφωνοι με τον νόμον. Αι μαρτυρίαι των δύο σημαντι κών υπαλλήλων του Βασιλείου δεν υπόκεινται εις καμίαν νόμιμον εξαίρεσιν. Η ένορκος εξέτασΐς των είναι εκ των ων ουκ άνευ. I. H Ιερά Εξίταοη.
385
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο συνήγορος κ. Κλωνάρης έχει τον λόγον. ΚΛΩΝΑΡΗΣ: Ο επίτροπος ηθέλησεν εξαρχής να διευθύνη τας πράξεις του Δικαστηρίου, και σήμερον επιμένει ακόμη... ΜΑΣΟΝ, διακόφτοντας τον Κλωνάρη: Κύριε πρόεδρε, παρακαλώ το Δικαστήριον σας όπως εγκρίνει να απαντώ χωριστά εις έναν έκαστον εκ των συνηγόρων. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η υπεράσπισις των εγκαλουμένων είναι ενιαία, κατά συνέπειαν αφού ομιλήσουν και οι δύο συνή γοροι θα απαντήσετε εσείς, κ. επίτροπε. Εξακολουθήσατε, κ. Κλωνάρη. ΚΛΩΝΑΡΗΣ: Αι εξαιρέσεις είναι προσδιορισμένοι από τον νόμον τον Ελληνικόν και από τους άλλους νόμους ακόμη. Χθες ο επίτροπος επεκαλέσθη τον νόμον. Σήμερον τον λησμονεί. Ο νόμος ρητώς προσδιορίζει τας εξαιρέ σεις. Ο επίτροπος λέγει ότι αι προτάσεις είναι αόριστοι και ότι προσβάλλουν την αξιοπρέπειαν του μάρτυρος. Πώς θέλει να μην προσβάλλω την αξιοπρέπειαν και την τιμήν εκείνου του μάρτυρος, όστις προσβάλλει την ζωήν και την υπόληψιν εμού του εγκαλουμένου; Τα έγγραφα, αι μαρτυρίαι και αι εξομολογήσεις είναι αδιαίρετα πράγμα τα. Ωμίλησε πολύ ο επίτροπος περί της αξιοπρεπείας των μαρτύρων, ότι δεν πρέπει να προσβάλληται. Θέλω του αναφέρει αποδείξεις από τον Καρνό, όστις επαγγελματι κής έγραψε περί της μαρτυρικής αποδείξεως. Μας ανέφερεν ο επίτροπος τον νέον Κώδικα· αυτός ως προς την υπόθεσίν μας δεν είναι εις ενέργειαν. Αυτός ομιλεί δΓ όσα γράφει τις εις μίαν εφημερίδα και κάμνει ένα λίβελλον. Ο επίτροπος είναι ο πολυόμματος Ά ργος, έχει χίλια μάτια και με καθένα βλέπει χίλια εγκλήματα. Λέγει ότι τινές μάρτυρες είναι συγκατηγορούμενοι* τούτο ήθελεν είσθαι ιερόν, το να τους εισάξη εις το Δικαστήριον. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. επίτροπος έχει τον λόγον. ΜΑΣΟΝ: Δεν θέλω ακολουθήσει την γνώμην των συνη γόρων. Πρώτον χρεωστώ να παρατηρήσω, ότι οι συνήγο ροι με απέδωσαν ιδέας και λόγους, τους οποίους δεν 386
εκφράσθην ποτέ. Ο πρόεδρος άφησε να με προσβάλλουν οι συνήγοροι και εμέ ατομικώς και την αξιοπρέπειαν του δημοσίου χαρακτήρος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ούτε εγώ ούτε τα μέλη του Δικαστηρίου ήκουσαν το τοιούτον. (Ο πρώτος αυτός δημόσιος διαξιφισμός ανάμεσα στον επίτροπο Μάσον και τον πρόεδρο Πολυζωίδη φανερώνει το τι θ' ακολουθήσει. Η διαμαρτυρία του Μάσον πως τάχα τον πρόσβαλαν οι συνήγοροι κι ο πρόεδρος δεν τον υπεράσπισε δεν είναι βέβαια παράπονο, μα μια έμμεση προειδοποίηση και απειλή, όπως πια έχει αντιληφθεί πως ο Πολυζωίδης δεν είναι διατεθειμένος να γίνει όργανο παρανομίας). ΜΑΣΟΝ, ξακολουθώντας: Ο κ. Βαλσαμάκης μοι απέδωκεν αισθήματα δια τα οποία φρίττουν οι Έλληνες. Επειδή ο Κλωνάρης ανέφερε τον Καρνό, ας τον αναφέρω και εγώ. Ο Καρνό λέγει, ότι δεν είναι συγχωρημένον εις τον εγκαλούμενον να προσβάλλη την προσωπικότητα του μάρτυρος. Οι θεμελιώδεις νόμοι της Ελλάδος, τους ο ποίους εσεβάσθησαν όλοι, λέγουν: «Πας Έ λλην θεωρεί ται αθώος ενόσω δεν καταδικάζεται». Πάντοτε τον ίδιον νόμον επεκαλέσθην. Είναι αρχή καθιερωμένη από το Δικαστήριον ότι πρέπει να είναι σαφείς αι προτάσεις. Είναι παλαιωμένον σόφισμα, καθώς το λέγει ο Βένθαμ, το να αθωώνονται εκατόν, ένοχοι, παρά να καταδικάζεται ένας αθώος. Τα δίκαια της καταδιώξεως και της υπερασπίσεως είναι τα αυτά. Ο συντάκτης της παυσάσης διαδικα σίας εξέθεσε λεπτομερέστατα τα περί του «άλλοθι». Θέλω να αποδείξω, ότι τα λεγόμενα και επί Δικαστή ρίω είναι ύβρεις. Οι συνήγοροι της υπεράσπισης, Βαλσαμάκης και Κλω νάρης, δευτερολογούν, επαναλαμβάνοντας, όπως λένε τα «Πρακτικά», τα ίδια. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το Δικαστήριον έχον υπόψιν τας παρατη ρήσεις του κ. επιτρόπου και των συνηγόρων, ως και την προηγουμένην περί τούτου πράξιν του, θα εκδόση απόφα387
σιν την οποϊαν θα δημοσίευση την ερχομένην Δευτέραν. Αύριο Κυριακήν, δια το προς την θρησκείαν σέβας, το Δικαστήριον δεν θέλει συνεδριάσει. Στις 5 τ’ απόγευμα του Σαββάτου πήρε τέλος η συνε δρίαση, αφήνοντας σ’ αγωνία τον κόσμο ίσαμε τη Δευτέρα για το ποια θα στεκόταν η απόφαση για την εξέταση των μαρτύρων της υπεράσπισης, όπως ήτανε φόβος να γίνουν παρασκηνιακές ενέργειες κι επεμβάσεις. «Τινές τών παρευρεθέντων άκροατών», γράφουν χαραχτηριστικά τα Π ρ α κ τ ικ ά , «παρετήρησαν Ιδιαιτέρως, δτι τό Δικαστήριον ώφειλεν άμέσως νά ίκδόση την άπόφασιν»'. Τη Δευτέρα 7 του Μάη, το τζαμί είναι γεμάτο από κόσμο, που ανήσυχα καρτεράει την απόφαση του δικα στή ριου, αν θ’ αφήσει ή όχι να ξεταστούν οι μάρτυρες της υπεράσπισης. Αφού φέρανε τους κατηγορούμενους, μπαίνουνε οι δικα στές με τη συνηθισμένη επισημότητα. Ό τα ν γίνηκε ησυχία κι άρχισε η συνεδρίαση, σηκώνεται ο πρόεδρος Πολυζωίδης και λέει: —Το δικαστήριον στηριζόμενον εις το δίκαιον και δια να μη εμποδίσει τα μέσα της υπερασπίσεως, παραδέχεται να εξετασθούν όλοι οι μάρτυρες. Ο πρόεδρος θέλει κάμει όμως τας εξετάσεις με τοιούτον τρόπον, ώστε να μη προκύψει ασάφεια ή σκάνδαλον. Βγήκε το βάρος που πλάκωνε τις καρδιές...
ΕΝΑΣ ΤΙΜΗΜΕΝΟΣ ΜΟΙΡΑΡΧΟΣ Κ α ΜΠΟΣΕΣ από τις μαρτυρίες της υπεράσπισης τις μνημονέψαμε πρωτύτερα, όπως γυρέψαμε να ξεκαθαρίσου με τι ζυγίζανε οι καταθέσεις των κατηγόρων. Τώρα θα I. «Πρακτικά», σ. 160.
μνημονέψουμε μερικές ακόμα, τις πιο σημαντικές, όσες θα μας βοηθήσουν κάπως να ξεδιαλύνουμε τα καθέκαστα της δίκης. Πρώτος μάρτυρας υπεράσπισης παρουσιάστηκε ο μοί ραρχος της χωροφυλακής Μήτρος Δεληγιώργης ή Δεληγιωργόπουλος. Τιμή στον αδιάφθορο άντρα. Για να κατα λάβεις όλη την αξία της πράξης του, σου λέω τούτα δω: Ο Δεληγιώργης διορίστηκε διοικητής της χωροφυλακής στην Αρκαδία, όταν η εξουσία απόλησε τον πριν μοίραρ χο που τον υποπτεύθηκε πως έτρεφε φιλικά αισθήματα για τους Ναπαίους. Διάλεξαν για τούτο το πόστο τον Δεληγιώργη γιατί, καθώς μας βεβαιώνουν και τα «Πρακτικά», ήτανε «κατά τό πολιτικόν φρόνημα έναντίος τού Κολοκοτρώνη»Κ Ό τα ν έφτασε στην Τριπολιτσά και ξέτασε το τι έτρεχε, δεν άργησε να καταλάβει πως όλη αυτή η υπόθεση στάθηκε μια πλεχτάνη, να φάνε με τα ψέματα τόσους τρανούς αγωνιστές του Εικοσιένα. Η τίμια και πατριωτική καρδιά του δε βάσταξε την αδικία. Αυτός, ο μοίραρχος της χωροφυλακής, που η αντιβασιλεία και τα οργανέτα της οι υπουργοί τον στείλανε να πλέξει ακόμα πιο γερά το γαϊτάνι, αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι τους. Αδιαφόρησε και για τα γαλόνια του, και για τα ταξίματα, και για τις φοβέρες, και για το πόστο του. Η παρουσία του λοιπόν σαν μάρτυρα της υπεράσπισης έχει, ανεξάρτητα απ’ όσα είπε, μια ανυπολόγιστη αξία που ξεπερνάει κείνη την εποχή. Ό πω ς οι δυο δικαστές, ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, είναι από τότες παράδειγμα και καύχημα της δικαιοσύνης, όμοια παράδειγμα και καύχημα για την ένοπλη εκτελεστική εξουσία του τόπου μας πρέπει να λογαριάζουμε τον μοίραρχο Μήτρο Δεληγιώργη. Μια και καθήκον μας είναι, άμα η κουβέντα το φέρνει, να τιμούμε τους άξιους άντρες, χρειάζεται να πούμε και τούτα δω γΓ αυτόν: Καταγόταν από το Μεσολόγγι και I. '·Ι1ρακτικά··. σ. 160.
389
στην αθάνατη πολιορκία ξεχώρισε σαν κανονιέρης. Στην έξοδο σώθηκε και με τα λείψανα της ηρωικής φρουράς έφτασε σ τ’ Ανάπλι, όπου διορίστηκε φρούραρχος στο Μπούρτζι. Αξίζει ακόμα να ειπωθεί πως στάθηκε ο πατέ ρας του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, του αρχηγού της νεολαίας που το 1862 έδιωξε τον Όθωνα κι αργότερα, το 1865, γίνηκε πρωθυπουργός. Έπειτα από τούτα τα λίγα που ανιστορήσαμε για τον Μήτρο Δεληγιώργη, ας δούμε τώρα τι είπε στο δικαστή ριο. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι γνωρίζετε, μάρτυς, δια την παρούσαν υπόθεσιν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό ταν πήγα στην Τριπολιτσά, έμαθα πως ήρθε εκεί ο Ρώμας, για να κάνει, καθώς λέγανε, ραδιουρ γίες. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγένοντο δεκταί αι ραδιουργίαι του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν το ξέρω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε ακριβώς επήγες εις Τριπολιτσάν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πήγα εκεί έπειτα από πέντε μέρες που έφυγε ο Ρώμας, δηλαδή στις 18 Αυγούστου. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Τι γνωρίζεις δια την αναφοράν που έγινε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μου το είπανε κι εμένα πως γίνηκε μια αναφορά και μεταχειρίστηκα όλα τα μέσα κάτι ν’ ανακαλύψω γ ι’ αυτή. Έβαλα ξεπίτηδες κι ανθρώπους, μα δε βρήκα τίποτ’ άλλο από φήμες. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ποιες ήσαν αυτές οι φήμες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Η φήμη ήτανε πως κάνανε μια αναφορά στον αυτοκράτορα της Ρωσίας. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Πού την κάνανε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Στη Λακωνία και πως έπειτα πέρασε σια Καλάβρυτα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και τι διελάμβανε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Λέγανε πως διελάμβανε, κοντά στα άλλα, πως γυρεύουν να μας βλάψουν στη θρησκεία και στα δικαιώματα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Απορώ πώς, ενώ ήσουν διοικητής της 390
χωροφυλακής εις Τριπολιτσάν, δεν ηδυνήθεις να εϋρεις τίποτα το συγκεκριμένον δια την αναφοράν. Σε ρωτώ, μάρτυς, είναι πραγματικό αυτό; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, είναι πραγματικό. Δεν μπόρεσα να βρω τίποτα πιότερο για την αναφορά από τις φήμες που άκουσα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Μήπως γνωρίζεις αν αργότερα, όταν συνελήφθησαν οι εγκαλούμενοι, εγένετο υπέρ αυτών αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Κατά τον Δεκέμβριο, άκουσα πως γίνεται μια τέτοια αναφορά στην Καρύταινα. Εξέτασα, βάλαμε ανθρώπους να παρατηρούν, μα δεν μπορέσαμε να βρούμε τίποτα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Γνωρίζεις αν εκείνη την εποχήν ο Ρώμας συνακούετο με τον νομάρχην Λακωνίας Μεταξάν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Το άκουσα, χωρίς όμως θετική πληροφο ρία, μόνο φήμη ήτανε. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ό τα ν επήγες εις Τριπολιτσάν, πώς ευρήκες τα πράγματα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή συχα. Ο διευθυντής της νομαρχίας κ. Μάνος μου είπε πως ο κόντε Ρώμας ήρθε κάτι να κάνει, μα δε βρήκε συντρόφους κι έφυγε.
Ο ΝΟΜΑΡΧΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΔΗΣ
Ο ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗΣ δεν είναι το μοναδικό σε τούτη τη δίκη παράδειγμα δημόσιου λειτουργού που πάνω από τις εντο λές της εξουσίας έβαλε το δίκιο, αδιαφορώντας για το συμφέρον του. Αντάξιός του στάθηκε κι ο νομάρχης Αρκαδίας, ο Αναγνώστης Μοναρχίδης. Ο Μοναρχίδης καταγόταν από τα Ψαρά. Γραμματιζού μενος που ήξερε και ξένες γλώσσες, χρησιμοποιήθηκε από τους ηρωικούς νησιώτες σαν ο κατάλληλος άνθρωπος να ’ρχεται, όταν οι περιστάσεις το καλούσαν, σε δοσολη39!
ψΐες με τους Φράγκους. Στις κρίσιμες μέρες της καταστρο φής των Ψαρών, τον βλέπουμε, σταλμένο από τη Βουλή του νησιού, ν’ ανεβαίνει στη γαλλική κορβέτα «Amaranthe» να συνεννοηθεί με τον πλοίαρχό της. Ο Κολοκοτρώνης κι οι άλλοι καπεταναίοι πιάστηκαν, καθώς θα θυμάσαι, στις αρχές του Σεπτέμβρη 1833. Ως τότες, νομάρχης Αρκαδίας, όπου το κατηγορητήριο έλεγε πως πλέχτηκε η συνωμοσία, βρισκόταν ο Κ. Ζωγράφος. Η αντιβασιλεία τον λογάριασε για φίλο των Ναπαίων, που έκλεισε τα μάτια του σ ’ όσα τάχατες γίνηκαν εκεί και γι’ αυτό τον αντικατάστησε με τον Μοναρχίδη, που ήτανε «Εναντίων πολιτικών φρονημάτων μέ τούς έγκαλουμένους»'. Αυτός λοιπόν ο Μοναρχίδης, ο έμπιστος νομάρχης της εξουσίας, παρουσιάστηκε τώρα μάρτυρας της υπεράσπι σης των δυο στρατηγών που η υπέρτατη εξουσία τους κατηγορούσε ένοχους εσχάτης προδοσίας. Πρέπει να ομολογήσουμε, φίλε μου, πως αυτή η δίκη είχε όχι μονάχα ταπεινότητες, μα και μεγαλοσύνες. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είστε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Σαράντα οχτώ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχετε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Σύμβουλος της επικρατείας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι γνωρίζετε επί της παρούσης υποθέσεως; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Επήγα εις Τριπολιτσάν την 28ην Οκτω βρίου του παρελθόντος έτους και έμεινα έως την 2αν Απριλίου. 'Οταν επήγα, όλη αυτή η υπόθεσις ήτο τελειω μέ νη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν εξετάσατε να μάθετε τι συνέβη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό τα ν εκ περιεργείας εξέταζα, μου έλεγαν οι Τριπολιτσιώται ότι ήλθεν ο κόντε Ρώμας. Επήγαιναν εις αυτόν ο Κολοκοτρώνης, ο Κολΐνος και άλλοι ολίγοι άνθρωποι, άλλοι κρυφίως και άλλοι φανερά, πλην τι έκαμναν κανείς δεν εγνώριζε, ούτε ηδύνατο κανείς να μου δώσει σωστή ν πληροφορίαν. I. «Πρακτικά», σ. 162.
392
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και περί της αναφοράς προς ξένην δύναμιν τι γνωρίζετε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν ηξεϋρω πραγματικός τίποτε περί ανα φοράς. Η κοινή φήμη έλεγεν ότι έγινεν, όχι όμως εκεί μέσα εις Τριπολιτσάν, αλλ’ απλώς ότι έγινε μία αναφορά. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και δια την αναφοράν η οποία εγένετο τον παρελθόντα Δεκέμβριον, όταν εκτελούσατε χρέη νο μάρχου, οΰτε δι’ αυτήν γνωρίζετε τίποτε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό ταν, κατά τον Δεκέμβριον, ήλθον εδώ, έμαθον ότι γίνεται μία αναφορά κατά την Δημητσάναν. Επέστρεψα εις Τριπολιτσάν, εσυνεννοήθην με τας αρχάς, εξέτασα, μετεχειρίσθην μέσα, δεν ημπόρεσα όμως να ξεσκεπάσω τίποτε. Βγήκε ψέματα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Υπέρ τίνος ήτο η αναφορά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ελέγετο ότι εγένετο υπέρ του Κολοκοτρώ νη. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ο άνθρωπος τον οποίον εστείλατε να ερευνήσει δια την αναφοράν ήτο έμπιστός σας; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ως τοιούτον τον ενόμιζα και δι* αυτό τον έστειλα.
ΤΑΞΙΜΑΤΑ ΚΑΙ'ΦΟΒΕΡΕΣ
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ παρουσίασε έντεκα μάρτυρες, που βε βαίωσαν πως τους γίνηκαν φοβέρες και ταξίματα να ψευδομαρτυρήσουν. Θα μνημονέψουμε τις καταθέσεις των πιο σημαντικών απ’ αυτούς. Μαρτυρία Αναγνώστη Λέκα ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από το ΚρανΙδι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; 393
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τριάντα εφτά. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Οπλαρχηγός. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι γνωρίζεις επί της παρούσης υποθέσεως; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γνωρίζω τον Αναγνώστη Καρακατσάνη και τον Δημήτρη Πανούτσο1, που κατάγουνται από την Ερμιόνη. Το σαραντάμερο ήρθα στ’ Ανάπλι με γράμμα του έπαρχου για τον νομάρχη. Πιάσαμε ομιλία με τον Καρακατσάνη εδώ, καρσί στην αστυνομία, για τον καπετάν Σταμάτη Μίτζα. Μου έλεγε πως είναι κολοκοτρωνιστής. Εγώ του αποκρίθηκα: «Είναι- παράτα τον να πάει στο διάβολο». Τότες μου λέει: «Να πάμε μαζί στον Μάσονα να το πεις, για να πάρεις βαθμό και υπούργημα». Εγώ δεν πήγα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σου είπε αν εκείνος επήγε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Οχι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Συνήντησες άλλοτε τον Καρακατσάνην; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, τον αντάμωσα επροχθές την Κυριακή το βράδυ στην πιάτσα. Μου λέει: «Κάτι θέλω να σου πω». «Τι θέλεις να μου πεις;» τον ρωτώ. Μ’ αποκρίθηκε: «Βλάμη, αύριο θα κατεβάσουν τους φυλακωμένους να τους κρίνουν και θα σε ρωτήσουν και να μην πεις τίποτα, γιατί αυτοί είναι καταδικασμένοι». Εγώ του απάντησα: «Θα πω εκείνα οπού μου είπες». «Θα τα πεις αυτά;» με ρωτάει. «Θα τα πω», του λέω.
Μαρτυρία Γ. Ηλιόπονλον Τον Ηλιόπουλο, χωριάτη από τα μέρη της Τριπολιτσάς, τον πιάσανε με την κατηγορία πως ήτανε τάχα ληστοτρό φος. Αφού τον άφησαν να ξεροσταλιάσει κάμποσο καιρό στη φυλακή, του είπανε να μαρτυρήσει ενάντια στον Κολοκοτρώνη και τον Κολιόπουλο, για να τον απαλλά I. Κι οι δυο- παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο μάρτυρες κατηγορίας. Την κατάθεση του δεύτερου, του Πανοΰτσου, τη μνημονέψαμε κι εμείς.
394
ξουν. Αρνήθηκε, κι όταν αποφυλακίστηκε δε δίσταξε —τέτοιους γενναίους απλούς ανθρώπους έχει ο τόπος μας— να παρουσιαστεί μάρτυρας υπεράσπισης στο δικα στήριο, για να φανερώσει τα τεχνάσματα του Μάσον και του Κανέλλου Δεληγιάννη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι έχεις να ειπείς, μάρτυς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έ χω να πω πως ο Πουρνάρας, ο θείος μου, ήρθε με τον κλητήρα στη φυλακή. Με βγάλανε όξω στην αυλή. Μου λέει: «Να πεις δυο λόγια ενάντια στον Κολο κοτρώνη και θα βγεις μεμιάς να πας στο σπίτι σου και θα πάρεις και τα έξοδά σου. Αυτά μου είπαν, παιδί, να σου πω και σου τα λέω». Την άλλη μέρα βρήκε ο θείος μου τον Αλεξανδρόπουλο1 που του λέει: «Ας μου δώσει εκατό γρόσια να προσπέσω στον κύριο Κανέλλο Δεληγιάννη να λευτερωθεί από τη φυλακή». (Ο καλός αυτός πατριώτης, που γύρευε να γλιτώσει την Ελλάδα από το «κάθαρμα» τον Κολοκοτρώνη, σκέφτηκε πως ήτανε ευκαιρία με τέτοιες μεσιτείες κάτι να ωφεληθεί). ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή ρθε ο θείος μου και μου λέει όσα του είπε ο Αλεξανδρόπουλος. Εγώ του αποκρίθηκα: «Αν είναι να λευτερωθώ για γρόσια, εγώ δεν έχω». Ο πρόεδρος προσκαλεί τον επίτροπο αν επιθυμεί να κάνει ερωτήσεις στον μάρτυρα. Ο Μάσον όμως απαντά πως αρνιέται, γιατί θεωρεί πως πρόκειται για μαρτυρία υπόπτου. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Μήπως ο κύριος επίτροπος ήλθε και σε βρήκε στη φυλακή; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, ο κύριος Μάσονας ήρθε και με βρήκε στη φυλακή και μου είπε να πάω σπίτι του. 'Οταν μ’ άφησαν και πήγα, με παρακίνησε να πω ένα λόγο ενάντια στον Κολοκοτρώνη και θα μου δώσει και το βαθμό που είχα. I. Τον περίφημο, καθώς θα θυμάσαι, ψευδομάρτυρα της κατηγορίας, που έγραψε τα γράμματα στον υπολοχαγό Καρμπούνη που σ ' αυτά πρωτοστήριξαν την κατηγορία.
395
Σωστά ο Μάσον, έπειτα από μια τέτοια αποκάλυψη, έβγαλε ύποφτο τον μάρτυρα. Εξόν από τους απλούς ανθρώπους, ο Μάσον γύρεψε να καταφέρει με ταξίματα να ψευδομαρτυρήσουν και πιο σημαντικά πρόσωπα. Ένας απ’ αυτούς, όπως μας φανερώνει ο Τερτσέτης, ήτανε κι ο πρωτοσύγκελος Φραντζής, που αφού τον άφησε εννιά μήνες στη φυλακή, πάγαινε και τον διπλορωτούσε αν ρέγεται να γίνει δεσπότης1. Την άλλη μέρα, 14 του Μάη, στην έδρα του επίτροπου παρουσιάστηκε, αντί του Μάσον, ο αντεπίτροπος — ο αντεισαγγελέας, καθώς θα λέγαμε τώρα. Ο αντεπίτροπος ζήτησε από το δικαστήριο όπως ο μάρτυρας Γ. Ηλιόπουλος καταδιωχτεί και καταδικαστεί για ψευδομαρτυρία. Το δικαστήριο όμως απόρριψε την αίτηση του αντεπίτροπου, αφήνοντας έτσι έκθετο τον Μάσον. Έπειτα από την απόφασή του αυτή, το δικαστήριο, χωρίς να ξετάσει άλλονε μάρτυρα, διέκοψε τη συνεδρίασή του, αναβάλλοντάς την για την ερχόμενη μέρα, για να ξαναγυρίσει στην εισαγγελική έδρα του ο Μάσον.
Μαρτυρία Δημήτρη Μπράβον Τούτη η μαρτυρία του Μπράβου βγάζει στη φόρα όλη την παλιανθρωπιά της εξουσίας και των καλοθελητάδων, που γύρευαν με ψευτιές να φάνε τους δυο ήρωες. Μονάχα αυτή θα ’φτάνε να τους καταδικάσει για πάντα στη συνεί δηση του έθνους. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από τα Λαγκάδια1. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; 1. Τερτσέτης « Απαντα — Απολογία», τ. γ ', σ. 279 και «Πρακτικά», σ. 253-254. 2. Τα Λαγκάδια της Γορτυνϊας, όπου σ' αυτά είχανε τα σπίτια τους οι μεγαλοκοτσαμπάσηδες Δεληγιανναίοι, που τέτοιον ταπεινό ρόλο παίξανε σε τούτη τη δίκη, γυρεύοντας να ξεπαστρέψουν τον Κολοκο-
396
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εξήντα δύο. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είμαι εφτά χρόνους δημογέροντας και κτηματίας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τους εγκαλουμένους τους γνωρίζεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Τους ξέρω, σαν συνεπαρχιώτες μου που είναι. Κατά τον Οχτώβρη έμαθα πως φυλακίστηκαν. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Την αιτία την ξέρεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν την ξέρω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι γνωρίζεις δια την παρούσαν υπόθεσιν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Στις αρχές του Νοέμβρη προσκληθήκαμε όλοι οι δημογέροντες από τις κωμοπόλεις και τα χωριά στην Τριπολιτσά, για να μας δώσει οδηγίες ο νομάρχης Μοναρχίδης. Ό σ ο που ήμουνα εκεί, οι Δεληγιανναίοι, ο Νικολάκης κι ο Δημητράκης, κάνανε μια αναφορά στα Λαγκάδια ενάντιά μου, πως τάχατες δεν άφηνα τον κοσμά κη να υπογράψει τον όρκο1, και τη στείλανε εδώ. Πριν τη στείλουν, τη δώσανε στο γαμπρό τους να φροντίσει να την υπογράψουν οι πατριώτες μας. Πεντ’-έξι υπογραφές κατάφεραν μονάχα να πάρουν. Ό λ ο ι οι άλλοι γειτόνοι μου, δηλαδή οι συχωριανοί μου, δεν έστερξαν να υπογράψουν, λέγοντας πως είναι ψέματα. Την ίδια μέρα που γύριζα, απάντησα στο δρόμο να ’ρχεται στην Τριπολιτσά τον κυρ Νικολάκη Δεληγιάννη, που είχε μαζί του την αναφορά. Εγώ δεν το ’ξερα, μα σαν έφτασα στα Λαγκάδια μου το ’πανε οι γειτόνοι. Σηκώθηκα τότες και πήγα ευτύς στον άγιο Οικονόμου, τον παπά των Δεληγιανναΐων, όπως θάρρεψα πως θα ’χει είδηση για την αναφορά. Αφού του είπα τα καθέκαστα, πάει στον κυρ Δημητράκη Δεληγιάννη, που του αρνήθηκε πως γίνηκε αναφορά για μένα. «Για τον Λαδόπουλο γίνηκε», του λέει. Τα ίδια ορκιζόταν και σ ’ εμένα, μα η γυναίκα του του κάνει: «Δε θυμάσαι πως σβήσανε τ’ όνομα του Λαδόπουλου και βάλανε του Μπρά βου;». Ο Δημητράκης τότες μου λέει: «Βρες άνθρωπο να I. Η αντιβασιλεία με διάταγμά της υποχρέωσε όλους τους ενηλίκους πολίτες να υπογράψουν όρκο πίστεως στον ΌΟωνα.
397
στεϊλω να την εμποδίσω». Βρήκα άνθρωπο, τον πλέρωσα ένα τάλιρο, έφυγε και πρόφτασε τον κυρ Νικολάκη στην Τριπολιτσά. Ο Νικολάκης αποκρΐθηκε πως να μένει ήσυχος ο γερο-Μπράβος, να ξέρει όμως πως τον πρόδωσε ο γαμπρός μας ο Θανάσης στον νομάρχη. Τότες οι συχωριανοί μου κάνανε τούτη δω την αναφορά: (Τη βγάζει ο μάρτυρας από το σελάχι του και τη δίνει στον πρόεδρο του δικαστήριου κι αυτός την περνάει στον γραμματέα να τη διαβάσει δυνατά. Εβδομήντα Λαγκαδιανοί την υπόγραφαν βεβαιώνοντας «την τιμίαν και φιλήσυχον διαγωγήν» του γερο-Μπράβου). ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εξακολούθησε, μάρτυς. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Αφού πήρα αυτή την αναφορά, μου λένε ο παπάς των Δεληγιανναίων, ο Οικονόμου, καθώς κι οι συνδημογέροντές μου: «Μην τη δώσεις την αναφορά σε κανέναν, γιατί αυτοί έχουνε δουλειά στο χέρι και μπορεί να σε φυλακίσουν. Ξόδεψε εκατό γρόσια και πάγαινε να βρεις τον κυρ Κανέλλο1 στ’ Ανάπλι». Άκουσα την ορμήνια τους. Πήρα το λοιπόν δυο ζώα αγωγιάτικα, κάτι βούτυρο, κάτι μέλι κι έναν σχετικό τους για να μεσιτέψει2 και ήρθα εδώ, όπου βρήκα και δυο άλλους χωριανούς μου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότες ήλθες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Στις 16 με 17 του Νοέμβρη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι έκανες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Πήγα στον κυρ Κανέλλο μ’ εκείνα που του έφερα. Με δέχτηκε και μου είπε: «Μπράβε, χάλασες τον κόσμο με τον σαλιάρη τον Γενναίο»3. Οι συμπατριώτες μου του λένε: «Κυρ Κανέλλο, ο Μπράβος είναι δικός μας κι ήρθε εδώ για συμπάθιο». Εκείνος αποκρΐθηκε: «Δεν είναι στο χέρι μου να μποδίσω την αναφορά, γιατί ο νομάρχης την έχει σταλμένη στον επίτροπο της επικρά τειας»4. Ύστερα από κάμποσα τέτοια λόγια, μπήκανε οι 1. 2. 3. 4.
Τον Κανέλλο Δεληγιάννη. Τα «Πρακτικά» σημειώνουν: «Συνήθη Μ τής τουρκικής δυναστείας·. Τον Γενναίο Κολοκοτρώνη. Στον Μάσον δηλαδή.
398
άλλοι τρεις με τον κυρ Κανέλλο σ' άλλον οντά κι εμένα με παράτησαν εκεί. Έ πειτα από μισή ώρα, έρχεται ο κυρ Κανέλλος και μου λέει: «Μπράβε, ησύχασε και πάγαινε να σου πουν οι άλλοι το τι θα κάνεις. Μίλησα μ’ αυτούς». Τον άφησα την καληνύχτα κι έφυγα. Ρωτώ στο δρόμο τους συντρόφους μου: «Τι σας είπε ο κυρ Κανέλλος;». «Μη ρωτάς», μου αποκρίνουνται, «μόνο να μαρτυρήσεις πως ήσουνα στην Καρύταινα και σου είπε ο Γενναίος να μην υπογράψετε τον όρκο». Εγώ τους αποκρίθηκα: «Δεν μπο ρώ να το κάνω γέρος άνθρωπος καθώς είμαι και να πάρω κι όρκο». Μου αποκρίνουνται αυτοί: «Λέμε στον κυρ Κανέλλο και μιλάει στον Μάσονα και δεν παίρνεις όρκο. Μόνο να το πεις όπως το ’πανε κι άλλοι». «Δεν κάνω», τους είπα, «τέτοιο πράμα, γιατί μπορεί να πέσουμε σε κρίση και να γυρέψει ο Γενναίος να με ορκίσει». Μου λένε: «-Και καρτεράς να βγει ο Γενναίος; Ο Γενναίος πάει. Κι ο Κολοκοτρώνης πάει. Δεν έχουμε πια διάφορο απ’ αυ τούς. Δε θα βγουν ποτές». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτοί οι οποίοι σου έλεγαν αυτά πώς ονομάζονται; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Πανάγος Στρίγκλος από Σέρου, χωριό της Γορτύνης, ο Ηλίας Μπουζούμης και Πολύχρονης Καλατσής από την Τριπολιτσά. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έ χεις τίποτε άλλο να προσθέσεις, μάρτυς; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έχω . Το άλλο πρωί πήγαμε πάλι στον κυρ Κανέλλο. Οι τρεις μίλησαν μυστικά μαζί του και συμπέρανα πως είναι για την υπόθεση, πως δεν κάνω όρκο δηλαδή. Ύστερα με πήρε ο κυρ Κανέλλος και πήγαμε στον επίτροπο της επικρατείας κύριον Μάσονα, όπου, άμα φτάσαμε, μου λέει ο κυρ Κανέλλος: «Στάσου εδώ» και μπήκε αυτός μέσα. Έμεινε ίσαμε μισή ώρα κι έπειτα βγήκε και μου είπε: «Μπράβο, περίμενε λιγάκι ακόμα». Ύστερα έφυγε. Έ πειτα από μια ώρα με φώναξε ο κύριος επίτροπος και με διόρισε να ξεταστώ. Στην εξέτασή μου είπα όσα με είχανε οδηγήσει με την υπόσχεση πως δε θα ορκιστώ. Πήγα στο σπίτι μου και δεν μπορούσα να 399
“Κοιμηθώ, που εγώ γέρος άνθρωπος ψευδομαρτύρησα. Γ ι’ αυτό κι ήρθα εδώ να πω την αλήθεια.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ Μ’ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΦΡΟΝΗΜΑΤΑ
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ παρουσίασε έντεκα μάρτυρες μ’ αντίθε τα πολιτικά φρονήματα από τους κατηγορούμενους. Ό πως βρίσκανε πως στεκόταν άτιμη η κατηγορία για εσχάτη προδοσία ενάντια στους δυο στρατηγούς, δέχτη καν, αδιαφορώντας για την κυβερνητική τρομοκρατία, να καταθέσουν στο δικαστήριο. Τέσσερις απ’ αυτές τις μαρ τυρίες —του μοίραρχου Δεληγιώργη, του νομάρχη Μο ναρχίδη, του Ωρολογά και του Μπιλάλη— τις μνημονέψα με. Τώρα θα μιλήσουμε για μια ακόμα, του Παναγιώτη Θεοδωρόπουλου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόθεν κατάγεσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από την Τριπολιτσά. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Σαράντα οχτώ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μαραγκός. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους μάρτυρες της κατηγορίας θ . Αλεξανδρόπουλο, Π. Οικονομόπουλο, Κ. Γαρδελίνο και Κανέλλο Σπηλιόπουλο; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, τους ξέρω. Ή τανε ραφτάδες, μα τώρα δε δουλεύουν τις τέχνες τους. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή κουσες να ομιλούν εις τους καφενέδες εναντίον του Κολοκοτρώνη; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, εγώ δεν ήκουσα. Συνάζονταν όμως στο εργαστήρι του Θανάση Θεοδωρόπουλου και λέγανε πολλά ενάντια στον Κολοκοτρώνη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προ του ερχομού του βασιλέως ή μετά; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Και πριν και μετά. 400
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άνθρωποι είναι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Άνθρωποι δίχως υπόληψη. Με τρεις απ’ αυτούς, εξόν τον Οικονομόπουλο, βρέθηκα κλεισμένος στο σπίτι του Χατζή χρήστου1. Ή ταν εχθροί του Κολοκο τρώνη, καθώς κι εγώ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε τους ήκουσες να ομιλούν εναντίον των κατηγορουμένων; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ίσαμε προχτές ακόμα μίλαγαν ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Ο Αλεξανδρόπουλος μάλιστα έβγαζε από το σελάχι του την πρόσκληση να παρουσιαστεί μάρτυρας και δείχνοντάς την έλεγε: «Τώρα να πάω κάτω στ’ Ανάπλι και θα τον πάρει ο διάβολος». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις αν ο Π. Οικονομόπουλος επροσκύνησε τούρκικα εις την φυλακήν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Το άκουσα, χωρίς όμως να τον δω. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Από πότε είσαι συνταγματικός2; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από ξαρχής ήμουνα συνταγματικός. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Από πότε δηλαδή; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Από πάντοτε. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Προσδιόρισε ακριβώς το πότε. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Φανερώθηκα όταν ήρθανε στο Ά ρ γος τα στρατεύματα1. ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Γνωρίζεις αν οι εγκαλούμενοι έκαμαν συνέλευσιν ή αναφοράν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ούτε συνέλευση ούτε αναφορά γνωρίζουμε. Πώς αυτοί οι τέσσερις το ξέρουν; ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ: Ομιλούσαν μόνον εναντίον του Κολοκο τρώνη ή και εναντίον άλλων; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μοναχά ενάντια στον Κολοκοτρώνη.
1. Στο σπίτι του Χατζηχρήστου στην Τριπολιτσά κλείστηκαν, καθώς ίσως να θυμάσαι, οι φανατικοί «συνταγματικοί», όταν ο Κολοκοτρώ νης μπήκε με τ’ ασκέρι του στην πολιτεία. 2. Με το κόμμα δηλαδή του Κωλέτη. 3. Ό τα ν έφτασε νικητής στο Ά ργος ο Κωλέτης με τους Ρουμελιώτες.
401
ΔΥΟ ΓΡΑΦΙΑΔΕΣ Θ α ΘΥΜΑΣΑΙ πως οι τέσσερις ψευδομάρτυρες της Τριπολιτσάς, το «τακίμι» καθώς τους ονομάσανε, είπαν πως όλες οι μυστικές συνελεύσεις γίνονταν στο σπίτι του Μπούκουρα, όπου σ’ αυτό βρίσκονταν και τα γραφεία της εφορίας Αρκαδίας. Η υπεράσπιση παρουσίασε μάρτυρες τους δυο γραφιάδες της εφορίας, τον Γιώργη Αδαμίδη από τη Μαγνησία της Μικρασίας και τον Παναγιώτη Παπαδημητρόπουλο από τα Μαγούλιανα του Μόριά. Κι οι δυο βεβαίωσαν πως αν και βρίσκονταν όλη τη μέρα στα γραφεία της εφορίας —ο ένας μάλιστα κοιμόταν σ' αυτά— δεν είδανε ποτές τίποτα το ύποφτο. Από τις δυο αυτές καταθέσεις, που αναποδογυρίζουν όλα όσα είπανε οι τέσσερις ψευδομάρτυρες, θα μνημονέψουμε τη μαρτυρία του Παναγ. Παπαδημητρόπουλου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Είκοσι πέντε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα έχεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Γραφεύς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποια ήσαν τα καθήκοντά σου εις την εφορίαν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ήμουνα δεύτερος γραμματικός του γενι κού εφόρου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τους Θ. Αλεξανδρόπουλον, Κ. Γαρδελίνον, Π. Οικονομόπουλον και Κ. Σπηλιόπουλον τους γνωρίζεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μάλιστα, τους γνωρίζω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τους είδες να συγχισθούν με τους εγκαλουμένους; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν τους είδα. Φήμη ήταν ότι από πάθος κατεφέροντο κατ' αυτών. Εγώ, μη έχοντας συνανα στροφήν μαζί τους, δεν τους άκουσα. Έλεγαν όμως ότι από πάθος κινούμενοι ήλθαν κάι έκαμαν αυτό το έγκλημα κατά των εγκαλουμένων. 402
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού έμενες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έμενα πάντοτε εις το σπίτι όπου είχαμε το γραφείον εκεί έτρωγα κι εκεί κοιμόμουνα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είδες να γενοΰν εις αυτό συνελεύσεις; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, δεν είδα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε ήλθε ο Κολιόπουλος εις Τριπολιτσάν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή λθε την 30 Ιουλίου, δυο ώρες πριν από το γεύμα και ανεχώρησε την 1 Αυγούστου. Ο Μπούκουρας την ημέραν του ερχομού του Κολιόπουλου έλειπε δι’ εξέτασιν εθνικών κτημάτων. Επέστρεψε έπειτα από τέσσερις ώρες που ήλθε ο Κολιόπουλος. Και τις δυο μέρες που έμεινε, έφαγε το βράδυ στο σπίτι και έφαγα κι εγώ μαζί τους. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι ήρθαν εις αντάμωσίν του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή ρθαν κάμποσοι* ο Κολοκοτρώνης, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Γιώργης Αντωνόπουλος, ο Αναγνώστης Χρηστακόπουλος, ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος. Τους άλλους δεν τους θυμάμαι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτοί που δεν ενθυμείσαι ήσαν περισσότε ροι απ’ όσους ενθυμείσαι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ά λ λοι τόσοι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ό σ ο ι ήλθαν εις αντάμωσίν του Κολιόπου λου τον βρήκαν εκεί ή όχι; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ο Κολοκοτρώνης κι ο Νικήτας τον βρήκαν εκεί. Για τους άλλους δε θυμάμαι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόση ώρα έμειναν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Εκάθισαν ολιγώτερον της μισής ώρας. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το βράδυ ποιοι ήλθαν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Το βράδυ δεν ήλθε κανείς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μήπως είδες να έλθει ο διευθυντής της νομαρχίας κ. Μάνος; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι να ήλθε ο κ. Μάνος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Την δεύτερη μέρα ποιοι ήλθαν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Την δεύτερη μέρα δεν ήλθε κανείς. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μήπως είδες να έλθουν ο Οικονομόπουλος, ο Γαρδελίνος ή ο Σπηλιόπουλος; 403
ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είσαι βέβαιος; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μα όλη τη μέρα ήμουνα εκεί· αν έρχονταν θα τους έβλεπα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι ήκουσες δια την αναφοράν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ούτε είδα ούτε άκουσα πως γίνηκε αναφο ρά·
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις αν ο Κολιόπουλος εβάφτισε παιδιά εις Τριπολιτσάν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, τη δεύτερη μέρα που ήλθε, αφού έφαγαν, πήγε με τον Μπούκουρα και βάφτισε παιδιά. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού εδέχετο ο Μπούκουρας τους φίλους του; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Οι φίλοι του έστεκαν είτε εις τον ιδιαίτε ρον οντά του είτε εις το γραφείον όπου έμεναν κι οι στρατιώται. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσους μπορεί να χωρέσει; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δέκα ως δεκαπέντε, αν καθίσουν ως άνθρω ποι. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Κοιμόσουνα πάντοτε στο σπίτι του Μπού κουρα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ναι, πάντοτε. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ποιες ήσαν αι ώραι εργασίας του γρα φείου; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ή σαν απροσδιόριστοι. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Εσύ πού καθόσουνα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Στο ίδιο τραπέζι με τον άλλον γραμματέα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Το τραπέζι ήτο καρφωμένο εις το πάτωμα,* ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ό χ ι, ήτο κινητόν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Και πού βρισκόταν; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μπαίνοντας, στο αριστερόν μέρος. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ο άλλος γραμματεύς, όταν καθόταν στρ γραφείο, πού έβλεπε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Προς το μέρος της πόρτας. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Κι εσύ πού έβλεπες; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Έβλεπα το πρόσωπο του γραμματέως. 404
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ά ρ α δεν έβλεπες ποιοι έμπαιναν και ποιοι έβγαιναν στο σπίτι. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Μπορούσα να τους δω. Αν ήταν άνθρωπος που ερχόταν για εργασία, παρουσιαζόταν στο γραφείο. Αν ήταν άλλος και άκουγα βήματα, γύριζα στην καρέγλα και τον έβλεπα. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: 'Οταν ήλθε ο Κολιόπουλος τι έκαμε; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ύστερα από λίγο που ήλθε, πήγε να επισκεφθεί τον νομάρχην και τον διευθυντήν. Μετά τον μεσημεριανό ύπνο εβγήκε πάλι. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Εσύ εκείνην την ημέραν τι ώρα εβγήκες δια περίπατον; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δεν επήγα εκείνην την ημέραν περίπατον, διότι έλειπε ο έφορος. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Την άλλην ημέραν επήγες βέβαια περίπα τον. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ‘Οχι δεν επήγα- είχαμε πολλή εργασία, διότι ήτο ταχυδρομείον. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Είπες πως δεν είδες να έλθει εις επίσκεψιν του Κολιόπουλου ο διευθυντής της νομαρχίας. Και όμως υπάρχουν μάρτυρες που εβεβαίωσαν το αντίθετον. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Ίσω ς να ήλθε τη δεύτερη μέρα, δεν ξέρω. Θυμάμαι όμως πως ήλθε ο Σταυράκης να προσκαλέσει τον Κολιόπουλο να βαφτίσει το παιδί του. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ποιος άλλος ήλθε κείνη την ημέρα; ΜΑΡΤΥΡΑΣ: Δε θυμάμαι να ήλθε άλλος. Λέω πως φτάνουν πια οι μαρτυρίες. Ίσω ς μάλιστα να μνημόνεψα πιότερες απ’ όσες έπρεπε και κάπως σε κούρα σα. Αν γϊνηκε αυτό, συχώρα με, αναγνώστη. Τις έβαλα όμως, γιατί η επιθυμία μου ήταν να σχηματίσεις εσύ δική σου γνώμη απ’ αυτές κι όχι να σου τη δώσω έτοιμη εγώ.
405
Ο Ι
Α Γ Ο Ρ Ε Υ Σ Ε Ι Σ
ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ
Το ΠΡΩΤΟ που κάνανε ο Κωλέτης, ο Σχινάς κι οι τρεις από τους τέσσερις αντιβασιλιάδες που γύρευαν το χαμό των κατηγορουμένων, ήτανε ν’ αγοράσουν, με ταξίματα, τις συνειδήσεις του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, όπως κατάλαβαν πως δεν είχανε την προθυμία να γίνουν όργανα παρανρμίας — από δικαστές δολοφόνοι. «Ά φ1ού δέ τελευταίον είδον οί περί τόν Γραμματέα τής Δικαιοσύνης δτι ή άδικία δέν έδυνήθη νά κατίσχυση τής άληθείας καί τοΰ δικαίου» γράφει ο Φραντζής «έναγκαλισθέντες τήν αύθαιρεσίαν, έπροσπάθουν νά έκτελέσωσι διά τής βίας λαιμοτομίαν εις άνθρώπους πάντη Αθώους καί πρωταγωνιστάς ύπέρ τής έλευθερίας τής πατρίδος χρήματίσαντας, ώστε ά«ρ’ ού ήρχισεν ή δίκη, άπεστάλησαν έπίσημοι ηνές πρός τόν Α. Πολυζωίδην, υποσχόμενοι αύτφ μεγάλας άμοιβάς καί λαμπράς θέσεις, διά νά φανή μόνον σύμφωνος είς τήν καταδικαστικήν έκείνην άπόφασιν, άλλ' ό Α. Πολυζωίδης, κατ’ ούδένα τρόπον παρεδέχθη τοΰτο»1. Τα ίδια βεβαιώνει κι η Α θ η ν ά : «Ήσαν γνωσταί αί ύψηλαί θέσεις δς προώριζον διά τούς δύο δικαστάς. ’Εδειξαν δμως ούτοι παράδοξον άφιλοκέρδειαν καί άσυνήθη περιφρόνησιν τών συμφερόντων αύτών». I. Φραντζής op. cit. τ. γ". σ. 168-169.
407
Τον πιο τρανό όμως έπαινο για τον Πολυζωΐδη τον έχουμε από τον Μάουρερ. Μην απορείς γ ι’ αυτό. «Έ παι νο», σε τούτη την περίσταση, ονομάζω τα όσα του σούρνει ο Μάουρερ, γιατί, βέβαια, όταν σε παινάνε οι παλιάνθρωποι, πρέπει να λυπάσαι κι όταν σε βρίζουν, να χαίρεσαι. « Ό πρόεδρος Πολυζωίδης» γράφει ο φωστήρας αντιβασιλιάς μας «Ενθερμος πρίν όπαδός τής καταδίκης, είχε μεταστραφεί καί κατέληξε νά παίξη άξιοθρήνητον ρόλον κατά τήν διαδικασίαν»1. Βλέποντας λοιπόν οι μορφωμένοι αυτοί άνθρωποι, που τόσο δα πάσκιζαν για το καλό μας, πως οι δυο δικαστές δε λυγούσαν ούτε με πλούσια ταξίματα ούτε με μισομασημένες φοβέρες, αποφάσισαν να φανερωθούν δίχως μάσκα και να τους εκβιάσουν, δημόσια πια, να βγάλουν την απόφαση που θέλανε. Για να το πετύχουν μεταχειρίστηκαν —ποιον άλλον;— τον πουλημένο στην παρανομία τους «Σωτήρα». Τούτη η ανάξια και καταδικασμένη σ’ αιώνια περιφρόνη ση εφημερίδα, στο φύλλο της μ’ αριθμό 35 που κυκλοφό ρησε στις 17 του Μάη, δημοσίεψε άρθρο, με τον τίτλο «Εσωτερικά», όπου σ’ αυτό παρίστανε για σίγουρη την καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, έπειτα από τα εγκλήματά τους που αποκαλύφθηκαν τάχατες στο δικαστήριο. Το άτιμο τούτο γραφτό το ξανατυπώνουμε ολόκληρο εδώ, για να χρησιμεύει σαν «παράδειγμα προς αποφυγήν» σ’ όλους τους δημοσιογράφους του τόπου μας. « Ό δρόμος τών φατριών είναι προοδευτικός. Μιδς έξ αύτών (του Κολοκοτρώνη) ή τόλμη ηΰξανε άπό ήμέρας είς ήμέραν Εως τάς άρχάς τού παρελθόντος Σεπτεμβρίου. ’Ακόμη όλίγας ήμέρας καί ό έμφύλιος πόλεμος ήτο Ετοιμος ν’ Ανάφη έκ νέου είς τούς κόλπους τής δυστυχούς ’Ελλάδος, καί οί άναρχικοί ήσαν πρόθυμοι νά βάψουν τάς I. Μάουρερ op. oil. τ. β ', σ. 442.
408
χεΐρας των είς τό Ανθρώπινον αίμα, είς τό αιμα τών Αδελφών καί συμπολιτών των. »Είς μάτην Ικτοτε οί Αληθείς φίλοι τοΰ Θρόνου, οί έρασταί τής ήσυχίας καί ευνομίας τής Πατρίδος των, παρατηροΰντες Από διάφορα συμπτώματα τούς όλεθρίους σκοπούς τοΰ Αναρχικού κόμματος, έπροσπάθησαν νά τούς προλάβουν καί νά τούς ματαιώσουν. Ή δικαιοσύνη Εμενεν Αφωνος καί άπαθής, έν ώ ή έξουσία έπέμενε νά μή πιστεύη, δτι τό πνεύμα τής άναρχίας καί τών φατριών ήμπορεΐ νά έκθεση είς νέους κινδύνους τό 'Ελληνικόν Κράτος καί νά κλονίση έκ θεμελίων τόν μόλις Ανεγειρόμενον Θρόνον του. ' Η μακροθυμία, ένόμιζε καί Ελεγεν αύτή ή ϋπερτάτη άρχή μας, είναι ή κυριωτέρα δύναμις τοΰ Θρόνου. Ά λλ’ Εντούτοις, ή ένεργοΰσα φατρία, έκλαμβάνουσα τήν μακροθυμίαν ώς άσθένειαν, ήτο μακράν νά έξιλεώνηται άπό τοιαύτας γενναιοφροσύνης Αρχάς, Από τάς όποίας ποτέ αΐ φατρίαι δέν κάμπονται. Νά τούς νικφ ή νά ύποφέρη τόν ζυγόν των! ’Ιδού ή τύχη τών Κυβερνήσε ων διότι Ίδιον τών φατριών είναι νά προχωρούν πάντοτε καί ποτέ νά μή όπισθοδρομοΰν. »Ά λλ’ Ας Αναπέμψωμεν είλικρινώς ευχαριστίας είς τήν έφορεύουσαν τάς τύχας τών ’Εθνών Πρόνοιαν! Τά κατα χθόνια σχέδια έγκαίρως Ανακαλύπτονται, καί οί έπίβουλοι σκοποί όλίγων τινών, οί όποιοι δέν ευρίσκουν τά συμφέροντά των, είμή είς μόνην τήν αναρχίαν, ναυαγίζουν έμπροσθεν τής φρονήσεως τής Κυβερνήσεως, καί τής γενικής έπιθυμίας τοΰ 'Εθνους. ’Ιδού οί Ανθρωποι, οί όποίοι διαμαρτύρονται σήμερον έναντίον τοΰ δρόμου τής δικαιοσύνης, καί τών μέτρων τής Κυβερνήσεως! "Εως χθές Ακόμη τό πΰρ καί ή μΑχαιρΑ των έπαπείλουν όλόκληρον τήν πολιτικήν κοινωνίαν, καί σήμερον έπικαλοΰνται είς ύπερΑσπισίν-των αυτούς τούς νόμους τής Πατρίδος, ένα ντίον τών όποιων συνώμοσαν καί τών όποιων πρώτοι κατεφρόνησαν τήν Ιερότητα καί τήν δύναμιν. Συλλογισθήτε, Ανθρωποι τής Αναρχίας, καλήτερα! Ή θέσις, είς τήν όποίαν εύρίσκεσθε, είναι Εργον τών χειρών σας καί δχι ϊργον (δικόν μας- Εργον έκείνων, τούς όποιους θεωρείτε καί όνομάζετε χωρίς λόγον έναντίους σας. •Συνωμόσαντες έναντίον τών νόμων τής πατρίδος σας, έδόσατε είς αύτούς, ή είς τά. νόμιμα δργανά των τό 409
δικαίωμα νά ύπερασπισθοΰν. Ταράττοντες άδιακόπως τήν ’Ελλάδα, βλάπτοντες τήν ευδαιμονίαν της, κλονίζοντες είς κάθε έποχήν τάς Άρχάς, καί έμποδίζοντες τάς προόδους τοΰ κολιτισμοΰ, τής έλευθερίας καί τής έθνικής μας ύπάρξεως, τί άλλο Ζπρεπεν έπί τέλους νά περιμένετε, παρά τάς κατάρας καί τήν άποστροφήν τών συμπολιτών σας; ’Ιδού έως τώρα οΐ καρποί σας! "Ερχεται έπειτα καί ό οίκτος' άλλ’ οίκτος δια τήν παραφροσύνην σας, οίκτος διά τήν άδυναμίαν σας. Αύτή θέλει είναι ή τελευταία τιμωρία σας. Ό ,τ ι καί άν κάμετε τοιοΰτο θέλει είναι τό τέ λος σας». Η δημοσίευση του άρθρου αυτού φανέρωσε πως η υπέρτατη εξουσία, η αντιβασιλεία δηλαδή, ήτανε αποφα σισμένη να ολοκληρώσει το δικαστικό έγκλημα που της χρειαζόταν, για να κυβερνήσει με τον τρόμο τον τόπο. Η ανησυχία των συγγενών, των φίλων και του κόσμου για την τύχη των δυο στρατηγών κορυφώθηκε. Κείνο λοιπόν το πρωί, που φάνηκε η εφημερίδα, ο κόσμος πλημμύρισε το τζαμί να δει το τι θα κάνουν οι συνήγοροι. Καρτερώντας τον ερχομό των δικαστών, κου βέντιαζε για το άρθρο. Οι εχθροί των κατηγορούμενων, καθώς κι οι φανατικοί οπαδοί του Κωλέτη και τα οργανέ τα των ξένων, το παίνευαν. Βρίσκανε πως έπρεπε να γλιτώσει ο τόπος μας μια για πάντα απ’ αυτόν τον παλιο κλέφτη τον Κολοκοτρώνη που τόσο κακό μας έκανε. Οι πατριώτες όμως καταριόνταν την πουλημένη πένα που γύρςυε να στείλει στην καρμανιόλα δυο ήρωες όπου τους χρώσταγε τόσα η πατρίδα. Η ώρα πέρναγε, μα ούτε οι κατηγορούμενοι ούτε οι δικαστές δε φαίνονταν. Συζήταγαν κι αυτοί, στην ιδιαίτε ρη αίθουσα αναμονής, για το άρθρο του «Σωτήρα» που γύρευε να προκαταλάβει την απόφασή τους. Ξέχωρα ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης ξεδιάλυναν πως γ ι’ αυτούς γράφτηκε, με σκοπό να τους εκβιάσει. Τέλος, στις 10.30, φέρανε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα και σε λίγο μπήκαν οι δικαστές και κάθισαν 410
στις έδρες τους. Ο πρόεδρος, που κατάλαβε την έξαψη που βασίλευε στην αίθουσα, χτυπάει δυνατά το κουδούνι του και προσκαλάει το ακροατήριο να ηρεμήσει. Οι δυο συνήγοροι, ο Βαλσαμάκης κι ο Κλωνάρης, σηκώνουνται οργισμένοι και γυρεύουν να μιλήσουν. Ο πρόεδρος, αφού τους σύστησε να είναι συγκροτημένοι στις εκφράσεις τους, έδωσε το λόγο στον Κλωνάρη. Ο Κλωνάρης, κρατώντας στα χέρια τον «Σωτήρα», αρχίζει να διαβάζει το άρθρο, ξεσκεπάζοντας τα υπονοού μενα, αντικρούοντας τις ανακρίβειες του, καυτηριάζοντας τις ατιμίες του. —Διά ποιον σκοπόν γράφτηκε, κ. δικασταί; ρωτάει. Είναι φανερό πώς γράφτηκε διά νά έκβιάσει τήν άπόφασίν σας. Ζητώ συνεπώς άπό τόν έπίτροπο, νά έγκαλέσει τόν συντάκτην τοΰ άρθρου, διότι έπεζήτησε νά προλάβει, μέ τόν πλέον άποτρόπαιον τρόπον, τήν κρίσιν τής δικαιοσύ νης. Την αγόρευσή του την τέλειωσε με τούτα δω τ’ αλληγορικά λόγια παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη: —Τφ δέ άσυνειδήτφ είπεν ό θεός: «"Ινα τί σύ άναλαμβάνης τήν διαθήκην μου διά τοΰ στόματός σου; Σύ δέ έμίσησας άλήθειαν εί έθεώρεις κλέπτην, σύντρεχες αϋτψ, καί μετά μιχοΰ τήν μερίδα σου έτίθεις* τό στόμα σου έπλεόνασε κακίαν, καί ή γλώσσα σου περιέπλεκε δολιότητας». Ο Κλωνάρης κάθισε, περιμένοντας την απάντηση τοο επίτροπου στην πρόσκλησή του να εναγάγει τον υπεύθυνο συντάχτη της εφημερίδας. Κανείς βέβαια δεν περίμενε πως ήταν ποτέ βολετό στον Μάσον, το πρωτοπαλίκαρο του Μάουρερ κι έναν από τους εμπνευστές του άρθρου, να διατυπώσει κατηγορία ενάντια στον «Σωτήρα». Κείνο που θα μπορούσε να κάνει ήτανε να βρει μερικά τυπικά λόγια, για να ρίξει στάχτη στα μάτια για το σκάνδαλο. Μα ούτε κι αυτό το καταδέχτηκε. Έμεινε επιδειχτικά βουβός, 411
κοιτάζοντας ειρωνικά τους συνήγορους της υπεράσπισης. Σηκώνεται τότες ο Πρόεδρος και λέει: ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Το δικαστήριο δεν έχει άλλο συμφέρον από τον νόμον. Δεν έχει άλλον σκοπόν παρά την απόδοσιν της δικαιοσύνης. Τινές δεικνύουν μίαν επίσημον εμπά θειαν και άγνοιαν των νόμων. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προλαμβάνει την κρίσιν της δικαιοσύνης. Αποδοκιμάζω όθεν το ανόητον άρθρον και προσκαλώ τον επίτροπον να εναγάγει τον συντάκτην της εφημερίδος. Δεν πρόφτασε να τελειώσει κι ένας καγχασμός συγκλο νίζει την αίθουσα του δικαστήριου. Ο Μάσον γελάει, αυτή είναι η απάντηση του επίτροπου στην πρόταση του πρόεδρου του δικαστήριου. Κι ο Πολυζωίδης, κάνοντας πως δεν κατάλαβε, προσκαλάει τους λιγοστούς μάρτυρες της υπεράσπισης που απόμεναν ακόμα να εξεταστούν. Ά μα πήρε τέλος κι αυτό, σηκώνεται ο Μάσον και γυρεύει από το δικαστήριο να διακόψει τις συνεδριάσεις του ως την ερχόμενη Τρίτη 22 του Μάη, για να ετοιμάσει, όπως είπε, την αγόρευσή του. Καθώς όμως θα δούμε, την αναβολή δεν την ήθελε για τούτη μονάχα την αιτία. Ό σ ο για το συντάχτη του «Σωτήρα», αυτός βέβαια αποθρασύνθηκε από τα γέλια του επίτροπου. Ά κου λοι πόν τι έγραφε στο ερχόμενο φύλλο του. «"Οταν είς τό προηγούμενον φύλλον τοΰ Σωτήρος συνεχάρημεν τό έθνος, δτι άπέφυγε τόν μέγαν κρημνόν, είς τόν όποιον ή άναρχική φατρία τό Εσπρωχνε, ήμεθα μακράν, πολλά μακράν, νά ύποπτεύσωμεν, δτι οί λόγοι μας δέν ήθελον εϋρει τήν πρέπουσαν ήχώ είς τάς καρδίας δλων τών τιμίων πολιτών τής 'Ελλάδος, είς δσους ή ευδαιμονία, ή εύκλεια καί αί πρός τόν πολιτισμόν πρόοδοι τής πατρίδος των ήσαν, καί είναι προσφιλείς. (Μωρέ τι λόγος!...) "Ημεθα μακράν, πολλά μακράν, λέγομεν, νά φαντασθώμεν δτι λόγοι, υπαγορευμένοι άπό τήν πλέον είλικρινή, τήν πλέον άδολον, τήν πληρεστέραν άφοσίωσιν πρός τά συμφέροντα τοΰ Θρόνου καί τών ’Εθνικών μας 412
έλευθεριών, ήθελον ά π ο δ ο κ ιμ α σ θ ή έπί ύψηλοΟ βήμα τος, ώς λόγοι ά ν ό η τ ο ι, ώς λόγοι άξιοκατάκριτοι, καί άξιοι νά κινήσουν τούς κεραυνούς τής άνθρωπίνης, άν όχι τής θείας δικαιοσύνης έναντίον των. Καί μόλον τοΰτο, ούδέν βεβαιότερον (...) Τοιαύτη ήτον ή τύχη τοΰ προηγου μένου πολίτικου άρθρου μας. Ό μολογοΰμεν ό συντάκτης του δέν έπερίμενε νά λάβη τόσην τιμήν (...) 'Ημείς έκπληρώσαμεν εύσυνειδήτως τά χρέη μας· μένει τώρα είς τό Δικαστήριον νά έκπληρώση τά ΐδικά του»1.
Πραγματικά, όσοι δεν έχουν δράμι συνείδησης, αδιάκο πα μιλάνε για συνείδηση με την ελπίδα πως μπορούν να ξεγελάσουν τον κόσμο.
Η ΕΠΙΒΟΥΛΗ Α π ' ΟΣΑ βγάλανε στη φόρα οι μάρτυρες της υπεράσπι σης, που ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε κι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, γίνηκε φανερό πως η κατηγορία για εσχάτη προδοσία στηριζόταν πάνω σε γυάλινα ποδάρια. Ένα πρόσχημα, για να χτυπηθούν, στο πρόσωπο του Κολοκο τρώνη και του Πλαπούτα, οι εθνικές δυνάμεις του τόπου. Σου ξεκαθαρίζω πως τούτη η αλήθεια δεν είναι κάτι καινούργιο, που με την προοπτική του χρόνου πρωτοφανερώθηκε σ ’ εμάς. Οι τοτινοί Έλληνες, η γενιά του Εικοσιένα, την κατάλαβαν και γ ι’ αυτό είδαμε να ’χουν τα «Πρα κτικά» τούτον εδώ τον υπότιτλο: «Πρόθεσις (διάβαζε επιβουλή) κατά τοΰ ελληνικού έθνισμοϋ». Κείνο που έκανε μεγάλη εντύπωση σ’ όσους μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τη δίκη στεκόταν το ξεσκέπασμα των μαρτύρων της κατηγορίας. Αποδείχτηκε πως οι πιότε ροι, εξόν από λιγοστές εξαιρέσεις, ήτανε άνθρωποι είτε I. «Σωτήρ». αρ. 36 — 20.5.1X34.
413
χωρίς υπόληψη είτε θανάσιμοι εχθροί των κατηγορούμε νων. Τόσο αυτό όσο κι οι επεμβάσεις της εξουσίας να πετύχει, μ’ όποιονε τρόπο, την απόφαση που επιθυμούσε1, η τρομοκρατία που ξαπολύθηκε, οι προσπάθειες να εξαγο ραστούν συνειδήσεις, άλλαξαν πολλές γνώμες που στην αρχή της δίκης ήτανε εχθρικές για τους δυο στρατηγούς. «Οϋτω δέ» παραδέχεται ο ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντι «πάσα ή δίκη κατετάσσετο είς τήν σειράν τών συκοφαντικών έκείνων στρεψοδικιών, δι' ών αί μισηταί κυβερνήσεις προσπαθοϋσι νά άπαλλαγώσι τής όχληράς άντιπολιτεύσεως, καί καταπνίγουσι τόν ελεύθερον λόγον, πεποιθυΐαι είς τό εύάγωγον τών δικαστών»:.
Εξόν από την ευνοϊκή για τους κατηγορούμενους αλλα γή της κοινής γνώμης, παρουσιάστηκε διάσπαση και μέσα στις κυβερνητικές τάξεις. Οι αντιβασιλιάδες Μάουρερ, Ά βελ, Έιντεκ, ο υπουργός της Δικαιοσύνης Σχινάς κι ο Κωλέτης γύρευαν με κάθε τρόπο να πέσουν τα κεφάλια του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, μια κι είχαν συνδέ σει την πολιτική τους ύπαρξη με την τέτοια έκβαση της δίκης. Ο Μαυροκορδάτος όμως, που στην αρχή πρωτοστά τησε να περάσουν από δίκη οι δυο στρατηγοί, τώρα άλλαξε πλώρη. Δεν είχε πια κανένα λόγο, μια κι η Αγγλία πέτυχε τον αντικειμενικό της σκοπό —το χτύπημα των Ναπαίων— να φορέσει το φωτοστέφανο του μαρτυρίου στους δυο ήρωες του Εικοσιένα. 'Οσο για τον πιο πανούργο απ’ όλους, τον Άρμανσπερ γκ, αυτός, έχοντας για την ώρα σφαλιχτό το στόμα του σαν σφίγγα, ετοιμαζόταν να παίξει στην κατάλληλη στιγμή το ρόλο του σωτήρα, σπρώχνοντας στο μίσος των Ελλήνων και στην καταστροφή τους άλλους αντιβασιλιάδες που τον αντιπολιτεύονταν. 1. « Οϋδίν μέσον παρημελήΟη 5πο>ς ίπηρεασΟή τό δικαστήριον καί έκβιασΟή ή καταόικαστική αύτοϋ άπόφασις-, γράφει ο Μέντελσον-Μπαρτόλντι. 2. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β", σ. 1545-1546.
414
« Ή άγγλική μερίς είχε ήδη προσπαθήσει» γράφει χαραχτηριστικά ο Μέντελσον-Μπαρτόλντι «νά έπιρρίψη διά καταλλήλου στροφής άπαν τό μυσαρόν τής δίκης ιαύτης κατά τών γαλλοφρόνων Μάουρερ καί Ά β ελ»1.
Μα κι αυτός ακόμα ο Μάουρερ λέει πως «ή όλη συνομωσία παριστάνετο ώς έπινόημα τοΰ Κωλέττη καί είς τάς άγγλικάς έφημερίδας έδημοσιεύοντο άρθρα περί τής πιθανής εύνοϊκής έκβάσεως τής δίκης ύπέρ τών κατηγορουμένων (...) Κατά τινα πολύ διαδεδομένην φήμην ό Μαυροκορδάτος είχε κινήσει πάντα λίθον διά νά έπιτύχη εύνοϊκήν ύπέρ τοΰ Κολοκοτρώνη έκβασιν τής δίκης· αύτός ό όποϊος κατ’ άρχάς ύπεκίνει μέ πολύ ζήλον τήν δίκην! Οί καιροί όμως είχαν άλλάξει! Σκοπός του τώρα ήτο άπλώς νά δημιουργήση εις τήν λεγομένην πλειοψηφίαν τής αντιβασιλείας πράγματα καί δυσχερείας, όποθενδήποτε καί άν προήρχοντο αύται»2.
Κι αυτά που λέει ο Μάουρερ στέκουνται σε πολλά σωστά, γιατί κείνο που γύρευε πια η αγγλική πολιτική δεν ήτανε τα κεφάλια των δυο στρατηγών —τι να τα κάνει;— μα το φάγωμα των αντιβασιλιάδων που αντιδρούσαν στο πιστό της όργανο, τον κόντε Άρμανσπεργκ. Ο Μαυροκορδάτος, για να μη βρεθεί μπροστά σ ’ απρόο πτες εξελίξεις, χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει, φρόντισε να υπογραφτεί στις 9 του Μάη διάταγμα, που σύμφωνα μ’ αυτό οι τυχόν θανατικές καταδίκες, των δικαστηρίων έπρεπε να κοινοποιηθούν, από τον υπουργό της Δικαιοσύ νης, στην αντιβασιλεία που αυτή θ’ αποφάσιζε για την εχτέλεση της ποινής ή αν θα δινόταν χάρη. Αν και το διάταγμα, έπειτα από αντίδραση του Μάουρερ, δε δημο σιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης, δέσμευε, έστω και μυστικά, τα μέλη της κυβέρνησης που το υπόγραψαν. Είπαμε πως την αναβολή που γύρευε ο Μάσον για να 1. Μεντελσον-Μκαρτόλντι op. cil. τ. β", σ. 1547. 2. Μάουρερ op. cil. τ. β '. σ. 441-442.
415
ετοιμάσει την αγόρευσή του την ήθελε γι’ άλλες του ενέργειες. Βλέποντας το πόσο αδύνατες στάθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας, πήρε τρεις νέες όξω από το δικαστήριο· του νομάρχη Αργολίδας και Κορινθίας Φραγκίσκου Μαύρου, του νομάρχη Μεσσηνίας Δ. Χρηστΐδη και του αντιβασιλιά Έιντεκ. Πρόσεξε τις ημερομηνίες που σκαρώθηκαν: η πρώτη στις 18, η δεύτε ρη στις 19 κι η τρίτη στις 21 του Μάη. Δηλαδή όταν είχε πάρει τέλος η εξέταση των μαρτύρων και δεν μπορούσε η υπεράσπιση να παρουσιάσει άλλους να τις αντικρούσουν. Ό ταν, λοιπόν, την Τρίτη 22 του Μάη το δικαστήριο ξανασυνεδρϊασε κι ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον επίτροπο για ν' αγορεύσει, σηκώνεται ο Μάσον και κρα τώντας ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια του λέει: —Παρακαλώ τον κ. πρόεδρον όπως διατάξει τον γραμ ματέα να αναγνώσει τα έγγραφα αυτά, τα οποία προσκομί ζουν νέα αδιάσειστα στοιχεία διά την ενοχήν των κατηγο ρουμένων. Ο Πολυζωίδης κατάλαβε βέβαια τον εκβιασμό του επίτροπου. Παίρνει τα χαρτιά, τους ρίχνει μια ματιά και βλέπει πως ανάμεσα σ ’ αυτά ήταν και κατάθεση του αντιβασιλιά Έιντεκ. Αν δεν αφήσει να διαβαστεί, θα κατηγορηθεί πως γύρεψε να κρύψει την αλήθεια. Λογάρια σε πως θα ’τανε ολότελα ασύμφορο να δημιουργήσει ζήτημα, απ’ όπου θα μπορούσαν να πιαστούν για να τον κατηγορήσουν πως θέλησε να ευνοήσει τους προδότες. Περνάει λοιπόν τις καταθέσεις στον γραμματέα Ζώτο, διατάζοντάς τον να τις διαβάσει.
Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ Ε Ι ΝΤΕΚ Α Π Ο τις τρεις αυτές καταθέσεις θα τυπώσουμε την κατάθεση του αντιβασιλιά Έιντεκ, μην τυχόν βρεθεί κανείς να μας πει πως εκείνο που δεν έκανε ο Πολυζωίδης 416
το κάναμε εμείς, γυρεύοντας να κρύψουμε από τους αναγνώστες μας την αλήθεια.
Τήν 21 Μαΐον, 1834 Ό παρά τώ έν Ναυπλίφ Δικαστή ρίφ Επίτροπος τής Έπικρατείας, συνωδευόμενος ύπήγεν είς τήν οίκείαν τής Α.Ε. τοΰ Στρατηγού "Εϊδεκ, Μέλους τής 'Υ ψηλής ’Αντιβασιλείας τής 'Ελλάδος, καί ήρώτησεν ώς άκολούθως. Έ ρ ώ τ η σ ις : Ένθυμεΐσθε άν κατά τόν μήνα Αυγουστον τοϋ παρελθόντος έτους ό Κύριος Κολιόπου λος ή Πλαπούτας σάς Εκαμε καμμίαν κοινοποίησιν άφορώσαν τά πράγματα τοΰ Τόπου; ’Α π ό κ ρ ισ ις : Δέν ήμπορώ νά εΐπω θετικώς οΰτε τόν μήνα, οΰτε τήν έποχήν, καθ’ ήν ό Κύριος Κολιόπουλος είς τάς άπό καιρόν πρός έμέ έπισκέψεις του, καί είς τάς όποίας μ’ έγχείριζε σημειώσεις ή καταλόγους προσώπων, τά όποια έστοχάζετο Ικα νά διά τά δημόσια υπουργήματα, μ’ ώμίλει περί τίνος πνεύματος δυσαρεσκείας, τό όποϊον ώφειλεν ώς διϊσχυρίζετο, νά έπικρατήση είς τόν τόπον, καί μάλιστα είς τήν Πελοπόννησον1. Συνειθισμένος άπό τήν προτέραν έποχήν είς προτάσεις τοιαύτης φύσεως, δταν ήτον λόγος νά θέλουν ν’ άντικαταστήσουν ή νά κάμουν ν’ άντικατασταθοΰν οί υπουργοί ένός φρονήματος ή άλλου άπό φίλους των ή συγγενείς, ή άνθρώπους μιας φατρίας, ήρώτησα τόν κ. Κολιόπουλόν, ποια ήσαν τά υποκείμενα ή αΐ συμμορίαι, τά όποια είχαν λόγον δυσαρεσκείας, ώς πρός τόν παρό ντα δρόμον τών πραγμάτων; Τότε ό Κύριος Κολιό πουλος μ’ είπε: «Καί οί πολιτικοί, καί οί στρατιωτι κοί, καί οί έμπορικοί, καί οί χωριαται». Τόν άπεκρίθην: « Ιδ ο ύ λοιπόν δλη ή 'Ε λλάς δυσάρεστημένη2. 1. Ο συντάκτης των «Πρακτικών» σημειώνει: « Ό λη αϋτη ή άπόκρισις φαίνεται μελετημένη καί σπουδασμένη άπό πολλάς ημέρας·. 2. Ο συντάχτης των - Πρακτικών» σημειώνει:« Ή το άληθέστατον· (σ.274).
417
"Ας έξετάσωμεν τώρα τούς λόγους, οί όποιοι ήδύναντο νά δώσουν τόπον είς αύτήν τήν δυσαρέσκειαν. 'Εάν περιλαμβάνετε ύπό τό δνομα στρατιωτικοί, έκείνους οΐ όποϊοι είς τόν ύπέρ τής 'Ανεξαρτησίας πόλεμον υπηρέτησαν τήν πατρίδα, σείς ήξεύρετε δτι μία έπιτροπή ώνομάσθη διά νά έξετάση τήν άξίαν των1 καί προσθέσατε, δτι ή κυβέρνησις τοΰ Βασιλέως ήτις προαιρείται νά φροντίζη διά τόν τελευταΐον άπό τούς υπηκόους της, δέν θέλει λησμονήσει τούς άνθρώπους, οί όποιοι έθυσίασαν τόν καιρόν τους καί τήν ύγείαν τους είς τό καλόν τής πατρίδος2· άλλά δι' δλα είς τούτον τόν κόσμον χρειάζεται καιρός, καί πρέπει νά περιμένετε καρτερικώς τό άποβησόμενον αύτών τών έξετάσεων3 δι’ έκείνους οΐτινες θέ λουν νά έμβοΰν είτε είς τά Τακτικά στρατεύματα, είτε είς τούς Άκροβολιστάς. Αύτοί θέλουν είσθε ευνοούμενοι καί θέλουν εύρεΐν ύπό τάς σημαίας τοΰ Βασιλέως έντιμον καί βεβαίαν ΰπαρξιν4. Διά τούς πολιτικούς ή Κυβέρνησις Ιδειξεν, δτι ζητεί τήν τιμιότητα καί τήν άγχίνοιαν, χωρίς νά προσέχη είς τά διάφορα Κόμματα3, τά όποια πρίν τοΰ έρχομοΰ τοΰ Βασιλέως έξέσχιζον τήν ’Επικράτειαν. Καί σείς βλέπετε, καί αύτοί οί Κύριοι ήμποροΰν νά Ιδοΰν, δτι είς τάς θέσεις άπό τάς όποίας κρέμαται κυρίως ή ευδαιμονία τοΰ Λαοΰ, φυλάττεται κατά τό δυνατόν διά τήν Ισορροπίαν άπό τά διάφορα προτερινά χρώματα, καί προσπαθεί νά έκλέξη άνθρώπους με1. Μέλος αυτής της επιτροπής, με τα υποθετικά δικαιώματα, ήτανε κι ο Πλαπούτας. 2. Σ αυτό ο Γερμανός Έιντεκ είχε δίκιο· πραγματικά δεν τους λησμόνη σαν! Τους κυνήγησαν, καθώς δα είδαμε, σαν τους μεγαλύτερους εχθρούς της πατρίδας. .1. Ο συντάχτης των «Πρακτικών» σημειώνει: «Πολλοί τών στρατιωτικών ήΟελον βέβαια άποΟάνει τής πείνας πρίν νά ληφΟή άι'αύτούς κανένμέτρον» (σ. 274). 4. Πραιτωριανούς δηλαδή γύρευε κι όχι εθνικό στρατό. 5. Ή τα ν το μόνο που πρόσεχαν.
418
τριόφρονας ή ουδέτερους1. ’Εζήτησε νά βάλη είς τήν υπηρεσίαν τούς πλέον άξίους. (...) Διά τούς γεωργούς ή διϊσχύρισις δτι είναι δυσαρεστημένοι, είναι όμοίως άλογος2 καί δχι άληθής. ΟΟτω τόσοι χωρικοί τούς όποιους ήρώτησα3, μ’ είπον δτι είναι ευτυχείς4 καί νά πολυχρονήση ό Θεός τόν Βασιλέα μας». Είς αύτάς τάς σημειώσεις ό κύριος Κολιόπου λος δέν ήμπόρεσε νά μ’ άποκριθή είμή δτι αύτοί οΐ άνθρωποι δέν θέλουν νά διοικοϋνται άπό τούς σημε ρινούς ύπουργούς. «Διατί τόν άπεκρίθην; Ή Κυβέρνησις άφησε τό Ύπουργεΐον ώς τό ηύρε5. Δέν ύπανδρεύθη μέ κανένα τών έν ύπουργήμασι, καί θέλει ζητήσει είς δλας τάς ευκαιρίας άνθρώπους άδιαφθόρους, πεπαιδευμένους, χωρίς νά προσέχη είς τάς κραυγάς μήτε είς τά πάθη. Σείς μοί όμολογεΐτε, δτι μία Κυβέρνησις ήθελεν είσθαι άρκετά δυστυχής, έάν ήτο ήναγκασμένη νά έρωτφ τόν καθένα, άν ε\ς τοιοΰτος 'Υπουργός τόν έσύμφερε νά τόν διοική». ’Ιδού, κατά τό μάλλον ή ήττον, έκεΐνο τό όποΐον ό κύριος Κολιόπουλος μ’ είπε καί τί τόν άπεκρίθην. Μήν όμιλών άρκετά καλά τά Γραικικά, ήναγκαζόμην νά άναφέρωμαι είς τούς κατά τύχην παρευρισκομένους, ή τούς όποιους Ιφερε μαζί του ό κύριος Κολιόπουλος. Νομίζω δτι ένθυμοΰμαι νά ήτον πα ρών είς αύτάς τάς συνδιαλέξεις ό νομάρχης Μαύρος καί τήν άλλην ό κύριος Νικολαΐδης. Δεν ήξεύρω δν 1. Βέβαια! Σαν τον Κωλέτη να πούμε και τον Σχινά. 2. Ά κου τι σημειώνουν τα Π ρ α κ τ ικ ά :« Ή μόνη λογικωτέρα. άληθεατέρα καί δικαιότερα είναι αύτή. Καί άν αύτή λέγεται άλογος, τί πρέπει >·<ί αυμπεραίνη τις διά τήν τιμιότητα, ούδετερότητα καίάγχίνοιαν;...- (σ. 270). 3. Σημείωση Π ρ α κ τικ ώ ν : «/7όκ> 4. Και πώς να μην ήταν αφού δούλευαν κολλίγοι τη γη και δίνανε, όπως σημειώνουν τα «Πρακτικά», 7 στα 10 στους τσιφλικάδες, όσο που η εθνική γη, τα χτήματα δηλαδή που παράτησαν οι Τούρκοι, απόμεναν είτε χέρσα είτε τ' αποχτούσαν οι καλοστεκάμενοι ημέτεροι. 5. Τα «Πρακτικά» σημειώνουν: « Άλλά διατί νά τ'άφήση ώ ; τόηύρενί.νώ ένεκα τούτου, πρίν φθάση 6 Βασιλεύς, ήτον δλη ή 'Επικράτεια είς τά όπλα:(σ. 270).
419
είς την μίαν ή τήν άλλην άπό αύτάς τάς συναναστροφάς ήσαν άκόμη καί άλλοι παρόντες. Δέν είχα μυστικά νά διαλεχθώ μέ τόν κ. Κολιόπουλον. Έ ρ ώ τ η σ ις : Είναι άληθές δτι ό κ. Κολιόπουλος σάς έκαμε καμμίαν κοινοποίησιν άφορώσαν τόν κ. Ρώμαν ή τόν κ. Φράντς; Ά π ό κ ρ ισ ις : Δέν ένθυμοΰμαι τίποτε· καί, άν ό κ. Νικολαΐδης ήτον παρών είς μίαν άπό αύτάς τάς συναναστροφάς, καί ώμίλησε διά τόν κ. Φράντς, ήτον ήδη μία ύπόθεσις έγνωσμένη είς τήν Κυβέρνησιν. ΕΊ'Δ ΕΚ
Καθώς κατάλαβες, η κατάθεση του αντιβασιλιά Έιντεκ πάρθηκε την τελευταία στιγμή, για δυο λόγους. Γύρευαν, από τη μια, να παρουσιάσουν πως ήτανε άδικα τα παράπο να του κοσμάκη και, από την άλλη, να ρίξουν κείνο το μέρος της κατάθεσης του Πλαπούτα όπου έλεγε πως γνώρισε στον Έ ιντεκ τα όσα μαγείρευε ο Ρώμας.
Η ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΣΟΝ ΟΤΑΝ πια πήρε τέλος η αποδεικτική διαδικασία, ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον Μάσον, που η αγόρευσή του κράτησε πεντέμισι ώρες. Απ’ αυτή σώθηκε στα «Πρα κτικά» τούτη η σύντομη περίληψη: Χωρίς νά προσβάλωμεν έμπαθώς, τό χρέος μας είναι ή άνάπτυξις τής κατηγορίας άφόβως. ΕΙς τήν προκειμένην ύπόθεσιν είναι πολλαί παρεξηγήσεις, καί κάμνω τινάς παρατηρήσεις. Ά ν ήσθάνθην πό θον νά έλθω είς τήν έρημίαν, τόσον ήσθάνθην είς αΰτήν τήν ύπόθεσιν ραδιουργίαι, έμπαθεΐς έκφρά420
σεις καί τά παρόμοια μάς προσήφθησαν. ΟΙ έγκαλούμενοι καί άλλοι τινές έσυλλήφθησαν κατά διαταγήν τής Ύπερτάτης Α ρ χή ς. Τό μέτρο, τό ένεκρίναμεν, τό κηρύττομεν άναγκαΐον, δικαιότατον καί σωτηριώδες, μ’ όλον δτι παρά τήν γνώμην μας. Είχον φιλίαν μετ’ αύτών έσυστήσαμεν πολλούς άπό τούς φίλους των είς τούς άνωτέρους μας. Ά ρ α πάθος πολιτικόν δέν εΐχομεν1. Έμεθέξαμεν είς τούς κινδύνους σας, είς τούς άγώνας σας, έστάθην φίλος τής έλευθερίας σας2 καί τής δικαιοσύνης· τό δέ μέλλον θέ)χι τό δείξη καλήτερα3. Αί πληροφορίαι τοϋ Χρηστίδου4, τοΰ Καρμπούνη, έδωσαν τάς άφορμάς πρώτον. "Ενα περιστατικόν είχε σύρει τήν προσοχήν τής Κυβερ νήσεως, ή φοράδα τοΰ Κοντοβουνήσιου. ’Εκρατήθη ό Φράνς ενα μήνα πρίν τής συλλήψεώς των. Ή άποστολή είς Ρούμελην5 εγινε διά νά άπατήσουν τούς στρατιώτας. Είς μίαν τών σημαντικωτέρων νήσων έγινε μία τρομερά στάσις6, Ιχουσα σχέσιν μέ τήν τής Πελοποννήσου7. Έ κ τούτου έξεδόθη ή "Εκτακτος Στρατιωτική Δίκη. Κατ’ αύτήν τήν έποχήν ήλθε γράμμα έκ τής Στερεάς Ε λλάδος τοΰ 1. Τα «Πρακτικά» (σ. 282) σημειώνουν: «7οΰτο Ίσως τό λέγει διά νά κάμη βαρυτέραν τήν κατηγορίαν■ή άλήΟεια δμως είναι, δ ν ό κύριος 'Επίτροπος ήτο πάντοτε μέ τήν έναντίαν φατρίαν τών έγκαλονμένων. τήν λεγομίνην Άσύνταχτον ή Ψευδοσυνταγματικήν». 2. «Είναι προβληματικών», λένε τα «Πρακτικά». 3. Σημείωση «Πρακτικών»: «Βέβαια. άφοϋ τούς πλησιάση ό ‘Επίτροπος τό κεφάλι είς τήν καρατόμον (γκιουλετίναν)-. 4. Τα «Πρακτικά» σημειώνουν: ·Αόται δέν έφάνησαν». 5. Του Αλωνιστιώτη. <>. «Τρομερά στάση» ονομάζει ο Μάσον τη διαμαρτυρία που κάνανε οι δημογέροντες από μερικά χωριά της Τήνου για τα δοσίματα στις αμυγδαλιές και τις συκιές (βλέπε σ. 238, 239....). 7. Αυτό πια παραείναι χοντρό· τι «σχέση» που μπορούσαν να 'χουν τ' αμύγδαλα και τα σύκα της Τήνου με τη «φοβερή συνωμοσία» του Μόριά, μονάχα ένα σοφό κεφάλι ωσάν του Μάσον στεκόταν ικανό να τηνε βρει.
42!
Βάγια καί Ενας στρατιωτικός περιερχόμενος έζήτει νά κατηχήση έπιμόνως τούς άρχηγούς. Λέγει τό γράμμα «είναι δλοι είς τό φτερόν». Έ κ τούτων ήναγκάσθη ή Κυβέρνησις νά κάμη τήν σύλληψιν. Δυσκολίας πολυειδεΐς άπαντοΰσεν ή 'Υπηρεσία είς τήν άνακάλυψιν τής άληθείας· παρημέλουν οί υπάλληλοι. "Ενας “Επαρχος Εγραψεν είς τήν ’Αρ χήν, ότι άπό τήν Νομαρχίαν τοΰ είχεν έμποδισθή ή κατά συνέπειαν τών έγκυκλίων έρευνα, άπό άπειρίαν τοΰ Νομάρχου. Πόσοι ήξευραν, πόσοι ήμποροΰσαν νά μαρτυρήσουν ουσιώδη καί ήμποδίσθησαν άπό φιλίαν, φόβον κ.λ.π.1 Δέν έδόθη ό χρειώδης υλικός καιρός είς τάς έπιτοπίους έξετάσεις, διά νά άποδειχθοΰν τά έγκλήματα. 01 συνωμόται μετεχειρίζοντο τάς άπειλάς, ότι δν μαρτυρήσετε, είσθε σκοτωμένοι. 'Η κακία, ή απει ρία, ή ραδιουργία κ.λ.π.2 έμπόδισαν τήν άνακάλυψιν τής άληθείας. Έ λαβον περιποίησιν καί όχι φυλακήν Εγκλειστον. Έκήρυττον οί όπαδοί των άκαταπαύστως, καθώς είς τήν Μεσσηνίαν έλέγετο, «περιμείνατε δύο τρεις Εβδομάδας». Έκήρυττον είς τά καφε νεία «Ερχεται ό Κιουταχής»· τό ελεγον είς τά τής ' Ερμιόνης. Έ γινεν ό περιορισμός πρός παρεμπόδισιν τής ραδιουργίας, άλλά καί τοΰτο δέν έφυλάχθη, ώς θ’ άποδειχθή. Ύ πήρχεν ό Νόμος τής Δίκης τής Στρατιωτικής, πρίν φυλακισθοΰν. Έ γινε ψήφισμα κατά πρότασιν τών έγκαλουμένων, διά νά κρίνουν ένταϋθα πολλούς άνθρώπους. Άπέρριψε τό δικαστήριον τήν έξαίρεσιν, χωρίς νά έπιβάλη πειθαρχικήν ποινήν. Έπρόβαλαν μάρτυρας άνόμως· τό δικαστήριον άπό αίσθήματα παρέβλεψε τό τοιοΰτον καί πολλά άλλα. 1. «Πολλοί βέβαια», σημειώνουν ειρωνικά τα «Πρακτικά», «άπό φόβον καί υποσχέσεις έμποόίσΟησαν νά μαρτυρήσουν, δχι ένάντια άλλά ύπέρ τών έγκαλουμένων·. 2. Σημείωση «Πρακτικών»: «Βεβαιότατον κ α τ’άντίθετον φοράν·.
422
(Τό κείμενον τοΰ ’Επιτρόπου ένταϋθα — γράφουν τα «Πρακτικά» — άναφέρεται είς τάς μαρτυρίας τής κατηγορίας άπλώς καί, έπειδή οί συνήγοροι είς τάς έκθέσεις των τό έπαναλαμβάνουν, θέλομεν σημειώ σει μόνον τινάς περικοπάς, διά νά άποφύγωμεν τάς έπαναλήψεις. Ό ’Επίτροπος έξακολουθεΐ οΰτως:) ΟΙ έγκαλούμενοι δέν έλλειψαν νά φανερώσουν τήν δυσαρέσκειά των. Τό Ύ πουργεΐον διωρίσθη τόν ’Απρίλιον1, καί Ινας φίλος τοΰ Κολοκοτρώνη λέγει, δτι πρέπει νά κάμνουν ’Αναφοράν είς τόν Βασιλέα της Βαυαρίας. (Ο Μάσον διαβάζει απόσπασμα από την κατάθεση του Μπρεντ — του συγγενή του κόντε Ρώμα — και τα «Πρακτικά» σημειώνουν πως τα όσα είπε δεν μπο ρούν να επιβαρύνουν τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, μια και δεν τα είπε σ ’ αυτούς παρά σε άλλους). Καθ’ δσον άποβλέπει τόν Βρέδ, δέν λέγομεν οΰτε ύπέρ οΰτε κατά. Οί ζώντες είς τήν 'Ελλάδα γνωρίζουσι τά σημεία, έβλεπον τήν άπάτην τών στρατιω τικώ ν καί πολλά άλλα σημεία, τά όποΐα προηγοΰνται είς τάς έμφυλίους στάσεις, προηγοΰντο είς έκείνην τήν έποχήν. Έτοιμασίαι έγένοντο («ποΰ;» ρωτάνε τα «Πρακτι κά»), φοβερισμοί. ΟΙ ίδιοι μάρτυρες τών έγκαλουμένων βεβαιοΰν, δτι ΰπήρχον σχέδια άναφορών. Ό Νικολαΐδης βεβαιώνει δτι ΰπήρχον δύο (τά τοΰ Φράνς). 'Ο Στάϊκος άποδεικνύει, ό Θεοχαρόπουλος, ό Ροΰφος κ.λ.π. "Εκαμαν προτάσεις ένώσεως είς δλους τούς άντιζήλους των2. Αύτά είναι τά διατρέξαντα. "Αρχισαν νά υποθάλπουν τήν ληστείαν... Ό 1. Η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου. 2. Τα «Πρακτικά» σημειώνουν πως αυτό το λέει ο επίτροπος χωρίς να το στηρίζει πουθενά.
423
άδελφός τοΰ Χρήστου Νικολάου είναι γνωρισμένος τίμιος1, συστημένος πρός έμέ άπό τόν κ. Λεονάρδον, ώς άδελφός έκ μητρός τοΰ Χρήστου. Λέγουν δτι πρέπει ν’ άαναβληθή ή δίκη, διά νά φέρη τό Δημόσιον πληροφορίας. Ά λ λ ’ είμαι πεπει σμένος, δτι τό δικαστήριον δέν θέλει βάλει καμμίαν βάσιν είς αύτάς, διότι ίγιναν όριστικά τά έρωτήματα. Τό δικαστήριον παρανομεί άν βάλη βάσιν είς αύτάς τάς αίτήσεις τής ύπερασπίσεως... Ώ μολόγησεν είς τήν 'Επιτροπείαν ό Γενναίος δτι κατ’ έκείνας τάς ήμέρας είδε νά ήρχοντο έδώ πολλοί άνθρωποι τοΰ Κοντοβουνήσιου· καί ό Γενναίος όμιλεΐ πολλάκις μέ είλικρίνειαν... Ό Μπαλκανας είναι ήρως τολμηρότατος, νέος καί άνδρεΐος καί ήδύνατο νά σφάξη είκοσι. Οί καταδικασθέντες Σληραΐοι λέγουν, δτι ό Μπαλκανας τούς έλεγε διά τόν Κολοκοτρώνην καί Κολιόπουλον. Ή λθ ον ύπέρ μάρτυρες συνένοχοι... Πάρετε τάς έφημερίδας2, διά νά ίδήτε ποιος έβγαλε τόν Κοντοβουνήσιον καί τούς Χονδρογιανναίους. ’Εκολοβώθη ή καταδίωξις, ώς μή γινομένη κατά τοΰ δικαστηρίου τήν θέλησιν άλλά κατά την τών συνηγόρων. Τά σημεία άπέδειχναν, δτι άνθρωποι διεστραμμένοι, μέ τούς άπατημένους όπαδούς των, έκίνουν δυσάρεστα πράγματα. Τό δεικνύει ή πληρο φορία τοΰ Νομάρχου Μεσσηνίας κ. Χρηστίδου. Έ κηρύχθη, πρίν φυλακισθοΰν οί έγκαλούμενοι, δτι ό Κωνσταντάκος υπάγει διά νά συνεννοηθή, καί ό Έ παρχος τής Λεβαδείας, ίσως δ ι’ άλλην αΙτίαν, έγραψε, τήν όποίαν παρατρέχομεν τώρα, ή διά τήν γυναίκα του. Ό Κωνσταντάκος, νέος καί μέ εύγενή αίσθήματα, δέν ήδύνατο νά είναι άγοραστής μουλαρίων. Ό Θεαγένης τό είπε. Αύτά είναι θετικά, νόμιμα· αί δέ μαρτυρίαι τών ύπέρ είναι ούδέν... Ά ν 1. · Ώ ς καί 6 Π. ΟΙκονομόπουλος·, γράφουν ειρωνικά τα «Πρακτικά». 2. Την ψευτοφυλλάδα, τον «Σωτήρα» δηλαδή, γιατί άλλη δεν έβγαινε. 424
ό μάρτυς λέγη δσπρον ή μελαψόν τό χαρτί τής άναφορδς, δπως έφθασεν, είναι άσήμαντον καί δσα λέγουν έναντίον τής άξιοπιστίας τοιούτων μαρτύρων τά θεωρώ άνομα, ώς κηρυγμένοι όπό τούς ίδιους μάρτυρας ώς συνένοχοι καί κατηγορηθέντες είς τοΰτο. Οί μάρτυρες τής ύπερασπίσεως είπον, καθώς δλοι οί μαθηταί τοΰ σχολείου, εν μάθημα. Ό Κολοκοτρώνης ήθέλησε νά τούς άναθεματίση καί τούς τέσσερες μάρτυρες (δηλαδή Π. Οίκονομόπουλον, Γαρδελίνον καί λοιπούς)1 άφοΰ έφυγε ν ό Γρίβας... 'Ο Μαύρος έμαρτύρησεν ένόρκως, δτι έμαθε τοσάκις άπό τό στόμα τοΰ Φρασικλέους, δτι έκεϊνος δπου τόν παρεκίνησεν ήτο ό Νικολαΐδης· καί πλέον τολμηρά προδοσία δέν έφάνη είς τόν κόσμον νά άπατήση έναν λογιώτατον φιλόλογον2. Μέ έφοδιαστικά μόνον έξηγοΰμεν οί "Ελληνες είς τούς άλλους τά μυστικά, καί τοΰτο τό ήξεύρομεν δλοι. Ό Ρώμας έζήτει νά πραγματοποιήση τό σχέδιον, δπου διά τοΰ Φράνς μετά τοΰ Νικολαΐδη έκαμον. "Εχομεν τάς μαρτυρίας τοΰ Ζαφείρη, τών Φαρμακοπούλων, οίτινες έμαθον άπό τόν Στάϊκον δτι ό Ρώμας δέν έμπόδιζεν, άλλ* ένεργοΰσε. Ό Κολιόπου λος γνωρίζων τό πράγμα, τό άρνεΐται. Ό Κολοκο τρώνης είπεν δτι δέν ώμίλησε μέ τόν Ρώμαν περί πολιτικών δτι διά νά μή άκούη ανακατώματα, έπήγε είς τήν 'Αγίαν Μ ονήν ό δέ Γενναίος, συγχισθείς μετά τοΰ Ρώμα, δέν έπήγε. Ά φ οΰ έφανερώθη τό σχέδιον, τότε έδειξε τό γράμμα ό Νικολαΐδης στόν "Εϊδεκ. Είχον εΐδησιν δρα καί ένεργοΰσαν προδοτικώς τό σχέδιον τοΰ Ρώμα... 'Επιμένω είς τήν κατηγορίαν· καί μέ τά δόντια καί 1. Το «τακίμι» δηλαδή. 2. Τα «Πρακτικά» σημειώνουν: -Πώς ιύφελεϊται ό κ. ’Επίτροπος άπό τήν μαρτυρίαν τοΰ κ. Μαύρου. S ti vd bnspaemaOjj τόν φίλον του!... (τόν Φράντς)». ·
425
μέ τά νύχια θά τήν υποστηρίξω. Διακηρύττω λοιπόν τούς έγκαλουμένους ώς ένοχους καί α π α ιτώ τό ν θ ά ν α τ ό ν τους. Και με τα δόντια και με τα νύχια!... Γιατί όχι, κυρ επίτροπε; Τι ήταν σάματις αυτοί όπου γύρευες με τόσο πάθος το θάνατό τους; Τίποτις λόρδοι, να πούμε; Α μπα! Κάτι παλιοτσάρουχα φόραγαν και λερές φουστανέλες. Μόνο που αγαπούσαν λευτεριά και πατρίδα. Αυτό όμως —τέτοια ήταν τα γράμματα που έμαθες, κυρ Μάσον— χρειάζεται γκιλοτΐνα, γιατί διαφορετικά πώς θα ’χε, όπως είχε τότες, το μισό κόσμο σκλάβο η Μεγάλη Βρετανία;... Ό ταν, καθώς σημειώνουν και τα «Πρακτικά», σε μια στιγμή έξαψης οι Υδραίοι, στο σκληρό για ζωή ή θάνατο αγώνα ενός λαού, σκότωσαν μερικούς αιχμάλωτους, φανέ ρωσες (σωστά βέβαια) όλη τη φιλάνθρωπη οργή σου. Αμ τώρα πού στο διάβολο πήγανε, μωρέ Βρετανέ, τα αισθήματά σου; Ψυχρά, υπολογιστικά, πονηρά, άτιμα γύρεψες να κόψει το λεπίδι τα κεφάλια δυο ηρώων. Σ’ αδικούμε όμως. Έκανες τη δουλειά σου, μια και γι’ αυτό δα σε στείλανε στον τόπο μας εσένα, τον «ευγενή φιλέλληνα» καθώς σ ’ ονομάζει τ’ άξιο ταίρι σου, ο φον Μάουρερ. Η ντροπή πέφτει σ’ εκείνους που σ ’ έταξαν, ελόγου σου τον ξένο, κατήγορο ενός Κολοκοτρώνη! Σ’ αυτούς τ’ ανάθεμά μας. Και για να ξέρεις, φίλε μου αναγνώστη, ίσαμε πού μπορεί να φτάσει μια πουλημένη πένα και να φυλάγεσαι από δαύτη, άκου τι έγραψε τότες ο Σ ω τή ρ α ς: « Ή κοινή γνώμη είναι σύμφωνος, δτι ό κ. ’Επίτροπος έπλήρωσε τά χρέη του μέ σπανίαν άξιότητα, μέ συνείδησιν καί μέ ζήλον. Τά έπιχειρήματά του έφάνησαν άκατα μάχητα καί ή διαλεκτική του έντονος, φυσική καί κατα πειστική. Έ ν ί λόγφ τό άκροατήριον δέν έφάνη διόλου νά άμφιρρέπη». Και προσθέτει: «Καθ’ δλον τό διάστημα τών πεντέμισυ ώρών οί έγκαλούμενοι είχον προσηλωμένους τούς όφθαλμούς των είς τόν ρήτορα». 426
Αυτά έλεγε ένας « Έλληνας», όσο που ο αντιπρεσβευτής της Πρωσσίας, ο Λούτζι, έγραφε τότες στην κυβέρνησή του: « Ό Κολοκοτρώνης άντέταξεν είς τήν σφοδρότητα τοΰ Μάσωνος θέαμα έπιβάλλον καί λυπηρόν».
Η ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΒΑΛΣΑΜΑΚΗ Τ ην άλλη μέρα, Τετάρτη 23 του Μάη, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έδωσε το λόγο στον Βαλσαμάκη, συνήγορο του Κολοκοτρώνη. Από την αγόρευση του Βαλσαμάκη, που βάσταξε μια ολόκληρη συνεδρίαση του δικαστήριου, σώθηκε στα «Πρακτικά», όπως σου είπα και πρωτύτερα1, ένα μικρό κομμάτι, μοναχά τούτο εδώ το προοίμιο που κι απ’ αυτό λείπει το τέλος του: «Καί άλλοι είς άλλας περιστάσεις, Κύριοι Δικασταί, άπό τούς συναδελφούς μου συνηγόρους έγκωμίασαν τούς πελάτας των μέ σπουδασμένους προλό γους· καί έγώ ήθελον σήμερον τούς μιμηθή, άν δέν έπίστευα ότι, δσον είς τούς δημηγόρους καί ρήτορας άναγκαΐα είναι τά έγκώμια, τόσον είς τόν συνήγορον κατασταίνονται περιττά. Διότι οί μέν έχουν άνάγκην νά προκαταλάβουν τάς ψήφους τοΰ πλήθους τών άκροατών των, ό δέ οφείλει προσεκτικώς ν’ άποδείξη μόνον πραγματικός καί άναντιρρήτους άληθείας, διά νά έπιτύχη τήν θετικήν καί όριστικήν ψήφον τών δικαστών του. Καί κατά τήν άλήθειαν, Κύριοι Δικασταί! Τί ήθελε προοιμιάσει ό συνήγορος τής ύπερασπίσεως είς τήν παρούσαν δίκην; Τήν δικαιοσύνην καί τήν άμερόληπτον άπόδοσίν της; Τόν Νόμον καί τήν I. Βλέπε σ. 304.
427
ακριβή του ένέργειαν; Καί-ποΐος άπό ύμάς, Κύριοι Δικασταί, ποιος άπό τό παμπληθές τοΰτο άκροατήριον, δέν γνωρίζει δτι διά μέν τών Νόμων σταθμίζε ται τό καλόν καί τό εύθύ, διά δέ τής Δικαιοσύνης άπονέμεται έπίσης τό θεΐον δώρον, τό Δίκαιον; Δι’ αύτό τό Δίκαιον ό άνθρωπος δέν έθυσίασε πολλά άπό τά τιμαλφή φυσικά του πλεονεκτήματα; Καί ό άπλούστερος τής κοινωνίας, αύτός ό ποιμήν, αύτός ό γεωργός, άπό τά σπάργανα, διά νά εΐπω ούτως, δέν αισθάνονται τό σωτηριώδες τών μέτρων τούτων: τοΰ Νόμου λέγω καί τής Δικαιοσύνης; Δέν έχει αύτά ώς όδηγόν τών πράξεών του; Αύτά συνε χώς δέν έπικαλεΐται ώς τήν μόνη στάθμην τών συμφερόντων του; Ά λ λά τό θειον δώρον τής Δι καιοσύνης, Κύριοι Δικασταί, ή άμερόληπτος άποδοσίς του, ή άκριβής ένέργεια τών Νόμων, αύτά άπαρτίζουν τά Ιερά, τά άπαραίτητα καθήκοντά σας. Τά γνωρίζετε βέβαια, τά έχετε ύπ’ όψιν σας, καί μόνη ή άπλή των άνάμνησις, μόνη ή άπλή των σύστασις, πέπεισμαι, ήθελε προσβάλει τά φώτα σας, την άνατροφήν σας, τόν δικαστικόν χαρακτήρα σας. Νά προοιμιάσω λοιπόν τό πολυσημαντον, το πολυσπούδαστον, τί πρώτον, τί δεύτερον, τής προκειμένης δίκης; Ή Ιδία φύσις της, Κύριοι Δικασταί, τό ΰπέρποτε πλήθος τών άκροατών, αύτή ή τάξις τών έγκαλουμένων, τά όνομάτά των, ή δικαία φήμη των, άρκοΰν νά διατρανώσουν καί τό ένα καί τό άλλο. Νά έγκωμιάσω τήν λαμπρότητα τών υποδίκων; Ά λ λ ’ αύτό τοΰτο, Κύριοι Δικασταί, ήθελεν άδικήσει καί έμέ, καί τό δικαστήριον, καί αύτούς τούτους τούς υποδίκους. Έμέ, διότι χρεωστώ νά όμολογήσω χωρίς υπεροψίαν, χωρίς καύχησιν, άλλά μέ τήν όφειλομένην είλικρίνειαν, δτι δέν έχω τήν άπαιτουμένην Ικανότητα νά τούς ρίξω είς τόν κατάλληλον χορόν τών έκλάμπρων άνδρών, άναλόγως τών ύπέρ πατρίδος άγώνων των, τών... 428
Μ’ αυτή την ξεκρέμαστη φράση κόβεται στα «Πρακτι κά» η αγόρευση του Βαλσαμάκη. Ξέρουμε όμως πως έκανε ξεχωριστή εντύπωση. Θα θυμάσαι, όπως είπαμε, πως έπειτα από χρόνια, το 1872, ο πρωθυπουργός Κουμουνδούρος τον συχάρηκε, γιατί με τη θαυμάσια αγόρευσή του «ίπεισε τούς πάντας περί τής άθο>ότητος τών κατηγορουμέΟ Βαλσαμάκης, αφού φανέρωσε στην ομιλία του όλα τ’ αδύνατα σημεία της αγόρευσης του Μάσον και ξέχωρα πως παρουσίασε για γεγονότα κατηγορίες που είχανε μείνει αναπόδειχτες, έβαλε σειρά από.ερωτήματα στον επίτροπο και είπε πως περιμένει την απάντησή του πάνω σ’ αυτά. «Τότε», πρόσθεσε, «θά λάβω έκ νέου τόν λόγον διά νά άνασκευάσω τάς διευκρινίσεις του». Καθώς όμως θα δούμε, στον Βαλσαμάκη δε θα δοθεί η ευκαιρία να δευτερολογήσει, κι αυτό θα σταθεί ένα ακόμα από τα τόσα σκάνδαλα τούτης της δίκης.
Η ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΛΩΝΑΡΗ Τ η ν άλλη μέρα, Πέμπτη 24 του Μάη, πήρε το λόγο ο Κλωνάρης, συνήγορος όπως είπαμε του Πλαπούτα. Από την αγόρευσή του, που κράτησε κι αυτή ολόκληρη συνεδρίαση, σώθηκε η αρχή της στα «Πρακτικά». Το γεμάτο δύναμη, πάθος κι αλήθειες αυτό προοίμιο τ’ αναδη μοσιεύουμε ολόκληρο. Και για να το εχτιμήσεις όσο χρειάζεται, σου θυμίζω πως ο Κλωνάρης ήτανε φανατικός αντικαποδιστριακός. Είχε, μ’ άλλα λόγια, αντίθετα πολιτι κά φρονήματα από τον Κολοκοτρώνη. «Κύριοι Δικασταί, "Ενας ’Αγών τόσον μάλλον δίκαιος καί λαμπρός, δσον άπηλπισμένος ή μάλλον άκατόρθωτος κατά 429
τήν κρίσιν τής ανθρωπίνου γνώσεως, έδόξασε τόν αίώνα, τόν όποιον διατρέχομεν, έτίμησε τό Ανθρώπι νον γένος καί έπανέφερεν ευτυχώς είς τόν μικρόν μέν άλλά πρό πολλοϋ περίφημον τόπον, τόν όποιον κατοικοϋμεν, μέρος τής εύκλειας ήτις συνοδεύει άπό αίώνα είς αίώνα τούς άθανάτους προγόνους μας. Ό κατά πολλούς λόγους παράδοξος ούτος άγών είναι, καθείς τό μαντεύει, ό 'Ελληνικός Ά γών. "Ενα άπλόχειρον δεδουλωμένων άνθρώπων άρπάζουν τόλμη ρώς τά σίδηρα, τά όποΐα ή τυραννία τόσους αίώνας τούς είχε φορτώσει, καί τά μεταβάλ λουν είς δπλα άκαταμάχητα· μέ μέσα μηδαμινά, μέ πόρους άνυποστάτους πολεμούν διά ξηρός καί θα λάσσης όκτώ πολυώδυνα έτη τήν ύπερόφρυν καί γιγαντιαίαν Αυτοκρατορίαν, ήτις χθές άκόμη έφοβέριζεν άγερώχως τά χριστιανικά κράτη, σκεπάζει δέ καί σήμερον Ευρώπην, Ά σ ία ν καί Α φρικήν. Ά ντιπαλαίουν καρτερικώς μέ πείναν, μέ δίψαν, μέ αύτά σχεδόν τά στοιχεία. Νικούν τήν παλαιάν καί ριζωμένην είς τάς καρδίας τών δυνατών πρός τήν ' Ελλάδα άντιπάθειαν, καί τήν μεταβάλλουν παραδόξως είς εδνοιαν καί προστασίαν. Τέλος άνασταίνουν άνελπίστως τήν πολυπαθή πατρίδα των άπό τετρακοσίων έτών πολυστένακτον δουλείαν ή μάλλον ψυχρόν θάνατον. Ποιος έξ ήμών δύναται νά στρέψη όπίσω τούς όφθαλμούς του καί νά ένατενίση τήν έξολοθρευτικήν καί κατά πάντα άνισοτάτην έκείνην πάλην, χωρίς νά φρίξη; Ποιος έχει τόσον σιδηράν καρδίαν, ώστε νά τολμήση νά άναλάβη άκόμη μίαν φοράν τό βάρος τοΰ Άγώ νος έκείνου, τόν όποιον μέ τόσην γενναιότητα άνοιξεν είς τά προοίμιά του, καί μέ τόσην ύπεράνθρωπον καρτερίαν ΰπεστήριξε καθ' όλην του τήν διάρκειαν; Ά λ λά μόλις ή πολυδάκρυτος αΰτη σκηνή έλαβε τέλος, μόλις Αρχισε νά φέρη τούς γλυκείς καρπούς, 430
τούς όποιους ύπέσχετο, καί δλοι σχεδόν οί έπίσημοι Στρατιωτικοί Ά ρ χηγοί, όσοι έμβήκαν έπί κεφαλής τοϋ ένδοξου Ά γώνος, δσοι τόν διεύθυναν είς τάς διαφόρους φάσεις του, δσοι τόν έφεραν εύτυχώς είς αίσιον πέρας, δλοι σχεδόν οί διαπρέψαντες πρωταγωνισταί τοϋ 'Ελληνικού δράματος, καταδιώκονται άπό τήν συκοφαντίαν έγκληματικώς· δύο σύρονται σήμερον είς τά καθίσματα τών έγκαλουμένων, άλλοι θέλουν τούς διαδεχθή είς αύτά μετ’ όλίγας ήμέρας. "Ισως, άν έζοϋσαν οί δύο ευκλεέστεροι Στρατηγοί μας Βότσαρης καί Καραϊσκάκης, ήθελαν προοδεύει τόν προκείμενον δικαστικόν άγώνα· ίσως οί συγγε νείς καί φίλοι των πρέπει νά τούς μακαρίζουν, δτι έπρόλαβον μέ τόν θάνατον αύτών καί διέσωσαν άνεπηρεάστον τήν τιμήν τών άνδραγαθιών των. Μήπως είναι τής τύχης τής ' Ελλάδος νά άνταμείβη τούς ύπέρ πάντα άλλον άριστεύοντας άνδρας της μέ τόσον πικρά, μέ τόσον άποτρόπαια δώρα; Μήπως ή 'Ελλάς είναι δυστυχώς προωρισμένη νά καταδιώκη τούς έπισήμους άνδρας της, άφοϋ τούς δοξάση είς τούς πατριωτικούς άγώνας της, καθώς ό Κρόνος έτρωγε τά ίδια τέκνα του, άφοϋ τούς έδιδε πρώτον ζωήν καί τά άφηνε νά γευθοϋν τό γλυκύ φώς τής ήμέρας; Ποιος τούς παλαιούς χρόνους άμαύρωνε τούς ύπέρ πατρίδος θριάμβους τούς όποιους ύμνεΐ καί σήμερον ή Ιστορία, μέ τάς φρικτάς έκείνας καταδιώξεις τών περιφημοτέρων προμάχων τής Έπικρατείας; Έ νας ’Αθηναίος ώμολόγησεν άφελώς, δτι έπιθυμοϋσε τόν έξοστρακισμόν τοϋ Άριστείδου, διότι αί άρεταί του τόν είχον έπονομάσει Δ ίκ α ιο ν . Ό λ ο ι, δσοι συνεψήφισαν τόν άδικον έξοστρακισμόν τοϋ Δικαίου έκείνου, άν μέ τούς λόγους των δέν έφάνησαν έπίσης είλικρινεΐς, άλλά τά έργα των άπέδειξαν τά αύτά αίσθήματα. Τά έγκλήματα τοϋ πράου καί άνεξικάκου Ά ρ ι στείδου ήτον πρώτον ή ζήλεια ή μάλλον ό φθόνος 431
τών συμπολιτών του, καί δεύτερον τό άντιπολιτευόμενον μέρος τοϋ άντιζήλου του Θεμιστοκλέους. Ποιος είχε καταδικάσει προτήτερα τόν νικητήν τοϋ Μαραθώνος είς τήν σκοτεινήν φυλακήν δπου άπέθανε; Ή βαρεία διά τό τρόπαιον τοΰ Μαραθώνος ζήλεια καί οί πολιτικοί άντίπαλοί του. Διά ποιον έγκλημα έξωρίσθη Επειτα καί κατετρέχθη μέχρι θανάτου ό άθάνατος Θεμιστοκλής; Διότι ίσωσεν δλην τήν 'Ελλάδα άπό τόν μέγαν κίνδυνον τής Περσικής δουλείας. Ποιος κατώρθωσε την θεοστυγή έκείνην έξορίαν; Ό κατά τής δόξης τοΰ άνδρός φθόνος καί τό Λακωνικόν όνομαζόμενον κόμμα, τοΰ όποιου άρχηγός ήτο ό Κίμων, υίός τοΰ πρό όλίγων έτών καταδικασθέντος Μιλτιάδου. Ποϊος πάλιν μετ’ όλίγον έξωστράκισε τόν Κίμωνα; Τά πολλά καί λαμπρά διά ξηρός καί θαλάσσης κατά τών βαρβάρων τρόπαιά του καί τό μέρος τόΰ αντιζήλου του Περικλέους. Τίς έσυρεν έως τό στόμα τοΰ τάφου τόν ’Επαμει νώνδαν, τόν τελειότερον τής 'Ελλάδος ήρωα, δταν έπέστρεψεν άπό τάς κατά τής άγερώχου Σπάρτης νίκας, άναστήσας τήν Πατρίδα του άπό τήν δου λείαν, καί άνορθώσας δλην τήν 'Ελλάδα, ήδη ταπεινωμένην παρά τών ύπερηφάνων Λακεδαιμονίων; τά έξαίσια άνδραγαθήματά του καί τό κόμμα τοΰ άντιζήλου του Μενεκλείδα. «’Επί τούτοις, λέγει ό Πλού ταρχος, οί μέν άλλοι "Ελληνες ΰπερηγάπων τήν άρετήν καί τήν τύχην έθαύμαζον ό δέ συγγενής καί πολιτικός φθόνος, όμςι τή δόξη τοΰ άνδρός συναυξόμενος οΰ καλός ούδέ πρεπούσας ΰποδοχάς παρεσκεύαζεν αύτφ· θανάτου γάρ δίκας εφυγεν έπανελθών». "Ηθελέ με καταλείψει ό χρόνος διηγούμενον, δν έπιχειροΰσα νά άναπολήσω δλας τάς άγνώμονας καταδρομάς τών ένδόξων Στρατηγών, αί όποϊαι κα ταισχύνουν τάς σελίδας τής παλαιός μας Ιστορίας.
’Εν τοσούτω ή αύτή ' Ιστορία μάς μανθάνει, δτι δλοι έθυσιάσθησαν έλεεινά σφάγια τοΰ φθόνου καί τών άχαρίστων άντιζήλων. Ά λ λ ’ ή νέα 'Ιστορία φέρει άρά γε συμπτώματα διαφορετικώτερα; Ά ντ ί έμοΰ τά πράγματα μάς τό διδάσκουν άκριβέστερα. Ποια είναι τά έγκλήματα τών έπισήμων άνδρών, τούς όποιους κρίνετε σήμε ρον. Ταΰτα δέν έχομεν βέβαια χρείαν νά τά δανεισθώμεν άπό τήν Ισ τ ο ρ ία ν καθείς τά είδε μέ τά δμματά του, καί τά ήκουσε μέ τά ώτα του. Διά τοΰτο περιορίζομαι νά τά άναπολήσω μόνον. Αί άρχαί τών έπαναστάσεων είναι άναντιρρήτως τό δυσκολώτερον Ιργον άλλ’ ή άρχή τής ίδικής μας ήτο ή δυσκολωτέρα πάσης άλλης. Τί ήδύναντο νά έπιχειρήσουν εύστόχως; Τί ήμποροΰσαν νά έλπίσουν εΰλόγως άνθρωποι άγευστοι πολέμου καί άπει ροι αύτής τής άπλής όπλοφορίας, τήν όποίαν οί Νόμοι τής κατακτήσεως άπηγόρευαν άποτόμως, άν θρωποι άποροι καί ένδεεΐς παντός είδους δπλου, πάσης στρατιωτικής άποσκευής; Ταΰτα έκρατοΰσαν τό πρώτον τής έπαναστάσεώς μας ετος δλα τά πνεύματα μετέωρα καί περίφοβα* ταΰτα έκαταντοΰσαν τόν πόλεμον παντάπασιν άκροσφαλή, καί έσκέπαζον τό μέλλον μέ μαΰρον καί σκοτεινόν σύγνεφον. Ή νίκη τοΰ Βαλτετσιοΰ καί ή άλωσις τής Τριπολιτσδς ήλθον τότε, ώς Θεός έκ μηχανής, καί εκαμον τήν πρώτη ν κρίσιν τοΰ πολέμου. ’Εξ ένός μέρους άρχή τοΰ νικάν είναι τό θάρρος τών πολεμούντων* έξ άλλου δέ ή μέν πρώτη νίκη άνώρθωσε τό φρόνημα τών Πελοποννησίων, ή δέ άλωσις τής Τριπολιτσάς άσφάλισεν δλην τήν Ελλάδα, ήτις εύρε κέντρον Ισχυρόν καί δυσάλωτον τήν πρωτεύουσαν τής Χερ σονήσου. Τίνος Εργα αί νίκαι έκεΐναι; Είς τήν πρώτην έστρατήγει ό Θ. Κολοκοτρώνης, φέρων μεθ’ έαυτοΰ τόν πελάτην μου ώς πρώτον άξιωματικόν του, τήν 433
δευτέραν τήν άπεφάσισεν ή μάχη τής Γράνας. Τρεις χιλιάδες έχθροί, έξελθόντες νύκτωρ καί λαφυραγωγήσαντες τάς πέριξ χώρας έπανήρχοντο είς Τριπολιτσάν, φέροντες πλήθη τροφίμων, Ικανών νά θρέψουν πολύν καιρόν τούς πολιορκουμένους. ' Ο στρατηγός Κολοκοτρώνης έρρίφθη μέ τό σώμα του είς τήν φάραγγα της Γράνας καί άπέκλεισε τό πέρασμα τών έχθρών. 4.000 Τούρκοι συνέρρευσαν άμέσως άπό τό άποκλεισμένον φρούριον είς βοήθειαν τών έδικών των· άλλά μετά πολλήν καί πεισματικήν μάχην, σκορπισθέντες καί έκεϊνοι καί ούτοι, άφησαν είς τούς έδικούς μας τόν τόπον φορτωμένον τροφάς καί νεκρούς. Τήν έπαύριον οί πολιορκούμενοι έμβήκαν είς συνθηκολογίας· μετά δύο ήμέρας παρεδόθησαν είς τόν στρατηγόν Κολοκοτρώνη ν οί Α λβανοί, τό άνθος τοΰ έχθρικοΰ στρατού, τούς όποιους συνώδευσεν Εξω τής Χερσονήσου ό Δημ. Πλαπούτας· τήν άναχώρησιν τών ’Αλβανών διεδέχθη ή άλωσις τής πρωτευούσης τού Μωρέως. ΑΙ δύο νίκαι έ κει ναι, κυρίως έργα τών άνδρών, τούς όποιους κρίνετε, άν δέν εφεραν κρίσιν πλήρη περί τών δλων, έπαγίωσαν δμως τήν έπανάστασιν καί, καθώς έλεγεν ό Πίνδαρος διά τήν μάχην τού ’Αρτεμισίου, «έβάλοντο φαενάν κρηπίδα έλευθερίας». ’Αλλά μόλις παρήλθεν ό κίνδυνος, μόλις τά πράγ ματα άρχισαν νά λαμβάνουν όλίγην πήξιν, καί ή ζήλεια έστρεψε τά όπλα της κατά τών νικητώ ν αί πολιτικοί άρχαί ένόμισαν τήν άποκτηθεΐσαν παρά τών νικητών έπιρροήν έπικίνδυνον καί παρεχώρουν είς τούς άντιζήλους των πάσαν άντενέργειαν κατά τής στρατιωτικής Ισχύος. Είς τοιαύτην κατάστασιν ήτον τά πράγματα, δταν μετ’ όλίγους μήνας ό έχθρός συνάξας δλην τήν δύναμίν του, έξεκίνησεν άπό τάς δχθας τοΰ Πηνειοΰμέ 30.000 συντεταγμένον στρατόν Εσχισε τήν Στερε-
άν άπό μίαν άκραν ϊως τήν άλλην άνεμποδίστως, διέβη άναιμωτί τά προκείμενα τοΰ ’ Ισθμοΰ στενά, τά όποια εύλόγως ώνόμασαν δευτέρας Θερμοπύλας, έκεΐθεν έξαπλωθείς έσκέπασε τόν Ά ργολικόν κά μπον, άνοιξε τό συνθηκολογούν Ναύπλιον, καί Ε σπειρε ν είς δλην τήν Πελοπόνησον τόν πανικόν φόβον καί τήν άπελπισίαν. Είς τόν μέγαν έκεΐνον καί βαρύν περί τών δλων κίνδυνον, ποιος άνέλαβε προθυμώτερα τόν άγώνα τής ψυχορραγούσης Πατρίδος; Ποιος άνώρθωσε, ποιος έσωσε τά άπηλπισμένα πράγματά μας; Οί άνδρες, τούς όποιους κρίνετε σήμερον. Ά ντί νά σάς έκθέσω περί τούτου ίδικήν μου διήγησιν, προτιμώ νά σας έκφράσω, δσα διηγείται ένας Ιστορικός στρατιωτικός, μάρτυς αύτόπτης του πολέμου μας καί γνωστός διά τήν τραχεΐαν φιλαλήθειάν του. Δανείζο μαι τήν διήγησιν ταύτην άπό τά Ιστορικά υπομνήμα τα τοΰ συνταγματάρχου Μαξίμου Ραιβώ, καί δίδω είς αύτόν τήν προτίμησιν, διότι ήτον έχθρός τοΰ στρατηγοΰ Κολοκοτρώνη· έκάστη σχεδόν σελίς τών υπομνημάτων του φέρει σημεία φανερά τής πρός αύτόν άντιπαθείας του. « Ή Πελοποννησιακή Γερουσία, λέγει ό Ραιβω, άπορρίψασα τήν πρότασιν τής Κεντρικής Κυβερνήσεως, έφαίνετο τρόπον τινά, δτι άνεδέχετο μόνη τήν σωτηρίαν τής πατρίδος. Ά λ λά άνθρωποι βουλευόμενοι, καί σκορπίζοντες ματαίας προκηρύξεις δέν έδύναντο πλέον νά σώσουν τά δημόσια πράγματα. Ή το ν άπαραίτητον νά έπιτρέψουν τήν φροντίδα είς άνδρα έχοντα στρατηγικήν ΰπόληψιν άρκετά στερεωμένην διά νά έμπνεύση θάρρος, καί άποχρώντως έμπειρον τών πολεμικών στρατηγημάτων καί τών τοπικών θέσεων, διά νά μή παραλείψη καμμίαν άπό τάς δυνατάς ώφελείας. Μ' ένα λόγον ή Χερσόνησος είχε προσωρινής χρείαν Δικτάτορος, άγαπωμένου άπό τούς στρατιώτας καί τιμωμένου άπό τούς όπλαρ435
χηγούς, διά νά μήν άπαντςι είς τά έπιχειρήματά του άντενεργείας ή άπό τήν άνυποταξίαν έκείνων ή άπό τήν άντιζηλίαν τούτων. Ό Κολοκοτρώνης εφερεν άναντιρρήτως τά άναγκαΐα ταϋτα πλεονεκτήματα. Ή γερουσία τό ήσθάνετο, ή φωνή τοΰ λαοΰ τόν ώνόμαζε φανερά' άλλ’ οί αίτιοι τής πρό όλίγου περιφρονήσεώς του έδίσταζον νά παραδώσουν είς χείρας του τήν έξουσίαν, τήν όποίαν έφοβοϋντο νά μή μετεχειρισθή κατ’ αύτών πρός έκδίκησιν. Ή φιλοτιμία των μάλιστα δέν ύπέφερε νά τοΰ δώσουν τήν ίκανοποίησιν ταύτην. Ά λ λ ’ ένω δι’ εύλογου υποψίας άμφέβαλλέν άκόμη περί τοΰ συμφέροντος τής Πατρίδος, ό ’Αρχηγός ούτος είδεν δτι όλοι δσοι ήθελαν νά έκστρατεύσουν κατά τοΰ έχθροΰ, έστρεψαν τά δμματά των πρός αύτόν μόνον. Είς μίαν στιγμήν 7.000 στρατιωτών έπεριεκύκλωσαν τήν σημαίαν του- τούς περισσότε ρους έξ αύτών έφερεν ό άνεψιός του Νικήτας. Μετά τό παράδειγμα τοΰτο δλοι οί όπλαρχηγοί τής Χερσονήσου, άπό τούς όποιους οι περισσότεροι είχαν κλαύσει τήν καταδρομήν του, τόν έγραψαν άμέσως δτι περιμένουν τάς διαταγάς του. Ή Γερου σία, ήτις πρό όλίγων έβδομάδων είχε κινήσει πάντα λίθον διά νά τοΰ άφαιρέση τούς στρατιώτας, παρα χωρούσα είς τήν γενικήν προθυμίαν, έκαμαν δλα τά δυνατά διά νά αύξήση τόν άριθμόν αύτών. Ό Α ρ χ ισ τ ρ ά τ η γ ο ς Κ ο λ ο κ ο τ ρ ώ ν η ς έστειλε τόν Νικήταν μέ 3.000 πρός τόν Ά γ ιο ν Γεώργιον... Τό γενικόν στρατόπεδον έστήθη είς τήν Λέρνην· έκεΐ είδαμε νά συρρεύσουν πλήθη όρεινών άνδρών, καταβαινόντων άπό τά μακρυνότερα τής Πελοποννήσου μέρη. Μέ ποίαν άπορίαν έπαρατηροΰσεν ό άνθρωπος μέγαν άριθμόν νέων μόλις έξερχομένων άπό τήν παιδικήν ήλικίαν· δλοι έπαραιτοΰσαν τά ποίμνιά των, καί έτρεχον νά κάμουν τά πρώτα πολεμικά μαθήματά των κατά τών άπιστων». 436
Τά μαρτυρεί, κύριοι, ξένος Ιστορικός καί μάλιστα έχθρός του νικητοΰ τοΰ Δράμαλη, τόν όποϊον άχάριστοι άνδρες τότε μέν έπροσπαθοΰσαν νά άποκλείσουν άπό τό στάδιον τοΰ πολέμου, σήμερον δέ συκοφαντοΰτες, έσυραν είς τά καθίσματα τών έγκαλουμένων. Δέν θέλω, κύριοι, νά προσθέσω ίδιους μου στοχα σμούς, μολονότι καθείς αίσθάνεται πόσους καί ό ποιους ή ΰλη φέρει μεθ’ έαυτής. Εύχαριστοΰμαι είς τά όλίγα, τά όποια ό άντίπαλος τών έγκαλουμένων συντόμως καί έν παρόδφ παρενέσπειρεν είς τά ύπομνήματά του. Καθείς γνωρίζει, όποιον τέλος ό τότε μέν σωτήρ, σήμερον δέ καθήμενος έπί τής έγκληματικής έδρας έδωσεν είς τόν άκράτητον έκεΐνον χείμαρρον τής έκστρατείας τοΰ Δράμαλη, δστις μή άπαντήσας μηδέ ίχνος άντιστάσεως είς τήν Στερεάν, έφοβέριζε νά άποπληρώση είς τήν Χερσόνησον τό Ιργον τής βαρβαρότητος, νά μετασκεπάση δηλαδή τήν 'Ε λ λά δα μέ τό μαΰρον τής έπονειδίστου δουλείας κάλυμ μα. Καί ίσως, κύριοι, άν ό άνδρας τόν όποιον κρίνετε, δέν άνεδέχετο τότε τό βάρος τοΰ περί τών δλων άγώνος, ή γή, έπί τής όποίας άρχισαν νά άναβλαστάνουν πάλιν ή έλευθερία, καί ή εύνομία, ώς φυτά γνήσια καί έπιτόπια, ήθελε μεταπέσει έλεεινόν ξρμαιον τής ’Ασιατικής τυραννίας. Ίσ ω ς είς τόν τόπον τοΰ Χριστιανικού Θρόνου, τόν όποιον μέ τόση λατρείαν περικυκλώνομεν δλοι, ώς έγγυητήν τής τιμής καί τών άσφαλειών έκάστου Έ λ λη νος, ήθελαν άντηχεΐ σήμερον αί άποτρόπαιοι άλύσεις τής άγριας καί άναισθήτου έξουσίας, τής ό ποίας. τούς πικρούς ή μάλλον φαρμακευμένους καρ πούς έγεύθημεν ήμεΐς καί οί πατέρες ήμών. Πόσων έξ ήμών γυναίκες, πόσων μητέρες καί άδελφαί δέν ήθελον τότε συρθή αίχμάλωτοι, διά νά πωλώνται ώς κτήνη είς τά παζάρια τής ’Ασίας καί ’Αφρικής! 437
Πόσαι δουλεύουσαι αίσχρώς είς τά υπερήφανα κατοικητήρια τής βαρβαρότητος, δέν ήθελαν μακαρί ζει δσας έπρόλαβε νά θερίση τό δρέπανον τοΰ πολέμου! Παραδίδω είς τήν σιωπήν άνδρών σφαγάς, άλώσεις πόλεων, εμπρησμούς χωρών, λεηλασίαν γενικήν. Μ’ ένα λόγον, ή κλασσική γή έκινδύνευε νά κανταντήση εύρύχωρος έρημία. Καθείς γνωρίζει, καί κρίνω περιττόν νά σάς έξηγήσω, δτι είς δλας τάς έπιχειρήσεις τοΰ ’Αρχιστρατήγου τής Χερσονήσου ό πελάτης μου ήτο ή δεξιά του χείρ. Τέλος πάντων αί πολλαί άποτυχίαι έσκλήρυναν περισσότερον τούς άπιστους διά τοΰτο άπεφάσισαν νά ρίψουν τόν τελευταΐον κΰβον. Νέος έχθρός, πολύ μεγαλοπραγμονέστερος καί τολμηρότερος τών- προτέρων, έμφανίσθη τότε είς τά μεσημβρινά τής Πελοποννήσου· κατ’ έκείνην τήν έποχήν ή τύχη έκρατοΰσε τόν γέροντα Στρατηγόν μακράν τοΰ θεάτρου τοΰ πολέμου1. ’Ανάγκαι πολιτικαί, άνάγκαι πολεμικοί, τόν μετέφεραν πάλιν έν τώ μέσω τοΰ στρατιωτικοΰ σταδίου. Ά λ λ ’ ό έχθρός είχεν άρχίσει ήδη νά πιάνη ρίζας είς τόν τόπον δλη ή Μεσσηνία έσκεπάζετο άπό τά στρατεύματα του, τά όποια άνέπαυεν άπό εύτυχεΐς νίκας, αιτινες, είχον θραύσει τό θάρρος τοΰ άνθους τών στρατευμάτων μας. Ό λ α τά φρούρια, δλοι οί λιμένες τοΰ τόπου έκείνου ήταν είς τήν έξουσίαν τοΰ πολύ τολμηροΰ καί πολύ τυχητοτέρου έχθροΰ, τόν όποιον ή Α φ ρική έξέρασεν είς τά παράλια τής 'Ελλάδος· τά άνδρειότερα στρατεύματά μας έξήρχοντο τοΰ ’Ισθμού νικημένα, καί έγκατέλειπον τήν Χερσόνησον είς τήν τύχη της. ' Η άθυμία ήτο γενική καί ό φόβος, τόν όποιον έξ άνάγκης εφερεν ή υπεροχή τής τακτικής δυνάμεως, ήτο ζωγραφισμένος είς δλων τά πρόσωπα. I. Τον είχανε φυλακισμένο στο μοναστήρι της Ύδρας.
ΕΙς τοιαύτη ν κατάστασιν εΰρήκε τά πράγματα, δταν άνέλαβε πάλιν τήν στρατηγίαν. Δύο παρατεταγμέναι μάχαι, είς τάς όποίας ό Γενναίος Κολοκοτρώ νης έπέδειξε πολλά καί άνδρείας καί τόλμης έργα, άπέτυχον κατά κράτος. ' Η άπελπισία έξ έκείνης τής στιγμής διεδέχθη τό θάρρος, καί αί γλυκεΐαι έλπίδες, αιτινες ύπέσαινον, ώς λεπτός ζέφυρος, τήν άνάστασιν τής πατρίδος έσβυσαν σχεδόν, ώς άνθος ευθαλές, τό όποιον μαραίνει διά μιας ό καυστικός τής ’Αφρι κής άνεμος. Ά λ λ ’ ένώ οί άλλοι άπήλπιζον τόν άγώνα, ό μετακαλεσθείς στρατηγός έμελετοΰσε νέον σχέδιον πρός άνόρθωσίν του. Ά ν τ ί τών συστάδην μαχών εΐσαξε τόν άκροβολιστικόν πόλεμον1· περιτρέχων τάς ύψηλάς θέσεις, δσαι έδύναντο νά άσφαλίσουν έλαφρόν στράτευμα, έφαίνετο, δταν ό έχθρός άνέπαυε τήν δύναμίν του, τόν παρέκκλινεν, όσάκις έκεΐνος έπροκαλοΰσε παρατεταγμένην συμπλοκήν, καί διά τοΰ καταναλωτικού τούτου πολέμου κατέτριβε τήν άκμήν τών στρατευμάτων του. Άναμφιβόλως τό κοινόν τών άνθρώπων δέν θαυ μάζει, δέν τιμά, είμή τάς έπιχειρήσεις, δσαι φέρουν γοργά καί άμεσα άποτελέσματα. Ά λ λά τά έργα ταΰτα δέν είναι πάντοτε οΰτε τά εύτυχέστερα οΰτε τά ώφελιμώτερα. "Ενα παράδειγμα δύναται νά σαφηνίση καθαρώτερα τόν λόγον. "Ενας ά^λος στρατηγός τής Α φρικής, ό περίφη μος Α ννίβας, είχεν ύποτάξει τήν ’Ιταλίαν καί έφοβέριζε τήν ύπερήφανον Ρώμην. "Ολοι σχεδόν οί ένδοξοι πολεμισταί τής άκαταμαχήτου έκείνης πόλεως παρώξυνον τούς Ρωμαίους είς παρατεταγμένας μάχας· μόνος ό Φάβιος, ό έπονομαζόμενος Μέγι στος, έσυμβούλευε τόν άκροβολιστικόν πόλεμον. Ά λ λά τί κατώρθωσαν έκεΐνοι μέ τήν παράκαιρον I. Τον ανταρτοπόλεμο, όπως Οα λέγαμε σήμερα.
439
τόλμην των; Ό περιβόητος Φλαμίνιος, συνάψας μάχην είς τήν Θρασωμένην, άφησε τήν λίμνην έκείνην σκεπασμένην άπό νεκρόν στρατόπεδον, λέ γει ή ' Ιστορία. "Οταν μετ’ αύτόν οί ύπατοι Τερέτιος Βάρρων καί Παύλος Αίμίλιος άντιπαρετάχθησαν συστάδην περί τάς Κάννας, 50.000 Ρωμαίοι συνετάφησαν μέ τόν .ένα τών υπάτων είς τόν Αύφίδιον ποταμόν. Αί μεγάλαι καί άδιόρθωτοι συμφοραί Εφερον τήν Ρώμην, είς τήν άνάγκην νά μετακαλέση Στρατηγόν Αύτοκράτορα τόν Φάβιον, τοΰ όποιου αί συμβουλαί ένομίζοντο πρότερον δειλαί. Ό γέρων έκεΐνος, λέγει ό Πλούταρχος, «έν τόποις όρεινοΐς έπηωρείτο, καθημένων μέν τών πολεμίων ήσυχάζων, κινουμένων δε, κύκλω περιφερόμενος κατά τών άκρων». Δέν φαίνονται οί λόγοι ούτοι γραμμένοι διά τόν ίδικόν μας πόλεμον μάλλον, παρά διά τόν Ρωμαϊκόν; Θέλε τε καί άλλην όμοιότητα τών δύο τούτων πόλεμων; Τά στρατεύματα τής Ρώμης ήσαν μέν πολυπληθέστε ρα καί είς τόν ίδιόν των τόπον, άλλά τής ’ Αφρικής είχον πολύ μεγαλυτέραν έμπειρίαν πολεμική ν. Διά τό άκροβολιστικόν του σύστημα ό Φάβιος κατεφρονεΐτο καί περιεπαίζετο φανερά έν τφ μέσψ τού ίδίου τού στρατοπέδου· είς δέ τήν Ρώμην ό δήμαρχος Μελέτιος τόν κατηγόρησε καί ώς προδό την τής πατρίδος του δημοσίως άπό τού βήματος. Ά λ λ ’ ό γέρων Δικτάτωρ δέν είχεν άκόμη ταραχθή, λέγει ή ' Ιστορία, άπό τόσας ήττας, τόσας φυγάς καί σφαγάς τών συστρατηγών του. Είχεν ίδή άφόβως λίμνας, κάμπους καί δάση σκεπασμένα άπό νεκρά στρατόπεδα, ποταμούς χύνοντας μέχρι θαλάσσης τά ρεύματά των κόκκινα άπό τό Ρωμαϊκόν αιμα· πώς ήτο δυνατόν νά φοβηθή σκώμματα καί λοιδωρίας; Τέλος πάντων, ό Μινούκιος, ό βαρύτερος χλευα στής τοΰ Φαβίου, άναγορευθείς συνάρχων αύτοϋ, έκαυχάτο δτι αύτός δέν θέλει άνοίξει, ώς ό συνάδελ 440
φός του, πρός τούς Ρωμαίους τά δρη θέατρα δθεν νά θεωρούν τήν ’Ιταλίαν πορθουμένην και καιομένην παρά τών Καρχηδονίων. ’Αλλά μόλις ήλθεν είς χεΐρας μέ τούς έχθρούς, καί ό ’Αννίβας τόν ένίκησε κατά κράτος. Ά λ λ ’ έπιδραμών ό Φάβιος άπό τό παρακείμενον δρος, Ετρεψε τούς έχθρούς είς φυγήν καί ίσωσε τόν Μινούκιον, Ετοιμον νά άνανεώση τάς βαρείας συμφοράς τού Φλαμινίου καί τοΰ Βάρρωνος. Τότε ό δεινός τής ’Αφρικής στρατηγός, εϊπεν είς τούς περί αύτόν τό άστεΐον καί φρόνιμον άπόφθεγμα: «Δέν σάς τό έπρόλεγα πάντοτε, δτι οί τολμηροί τής Ρώμης στρατηγοί δέν είναι έπικίνδυνοι; Φοβερόν μόνον είναι τό μαϋρον έκεΐνο σύγνεφον, τό έπικαθήμενον είς τάς κορυφάς τών βουνών. ’Ιδού τέλος έξερράγη μέ χειμώνα βαρύν και χάλαζαν». Τό αύτό σύστημα Εφερε καί είς τάς ήμέρας μας τά αύτά άποτελέσματα. Τί ύπεστήριξε τήν Πελοπόννη σον τέσσαρας όλοκλήρους χρόνους, καθ’ οΰς ό Α φρικανός έχθρός τήν έλεηλατοΰσε καί τήν άλώνιζεν άπό δκρον Εως δκρον αύτής; Τί έσυντηροΰσε τάς έλπίδας της καί ύπεθέρμαινε τό τής άνεξαρτησίας πνεύμα της, ένώ ή φιλοπόλεμος Στερεά, ή εύλόγως έπονομασθεΐσα μήτηρ καί τροφός τών άνδρείων, έκείτετο ήδη προσκυνημένη; Τό προβλεπτικόν σύ στημα τοΰ Ά ρχηγοΰ, τό όποιον αύτοκλήτως είχεν έκλέξει, κανείς δέν άνέπτυξεν, δσον ό Φάβιος τής Πελοποννήσου τοΰ άκριβολιστικοΰ πολέμου τήν Εμφρονα πρόβλεψιν, τήν γοργότητα τών μεταθέσε ων, τήν τοποθετικήν Αρμοδιότητα, τήν άποχρώσαν οίκονομίαν τοΰ έλαφροΰ στρατοΰ. Τό Εργον τοΰτο, μέγα αύτό καθ’ έαυτό, Εγινεν άκόμη λαμπρότερον διά τά άποτελέσματά του- έπρομήθευσεν είς τήν Χερσόνησον τό έπίθετον τής άπροσκυνήτου, Εδωσεν είς τήν Στερεάν καιρόν νά άναλάβη τά δπλα, καί έπρόσφερεν είς τούς συμμά χους άφορμήν ίσχυράν νά άνεγείρουν τό τής άνεξαρ441
τησίας οίκοδόμημα, έπί τοΰ όποιου έπαγιώθη τό 'Ελληνικόν Βασίλειον. ’Εδώ αίσθάνομαι τήν άνάγκην νά προσθέσω δύο λόγια διά μίαν πατριωτικήν Ιδιότητα τοΰ άνδρός τούτου. Κανείς δέν κατέτρεξε τόσον βαρέως τούς προσκυνοΰντας είς τούς Τούρ κους· ένώ άλλοι όπλαρχηγοί έπροσκυνοΰσαν οί ίδιοι, αύτός έμάστιζε τον μικρότερον "Ελληνα, δστις έδειχνε τοιαύτην διάθεσιν. Ταϋτα είναι τά έγκλήματα, τά όποια έσυραν είς τήν κεφαλήν τοΰ άνδρός, περί ού ό λόγος, καί τών περί αυτόν, τήν δυσμένειαν καί τήν καταδρομήν. Διά ταΰτα πολλοί τόν κατέτρεξαν είς τάς παρελθούσας περιστάσεις μέ τόσην άχαριστίαν, μέ όσην προθυ μίαν έδέχοντο τάς ώφελείας, τών όποιων ήτο αίτιος. Ταΰτα έγέννησαν καί τήν έγκληματικήν κατηγορίαν, τήν όποίαν δικάζετε. Διά νά έξηγηθή τοΰτο έχει άνάγκην άναπτύξεως, τήν όποίαν έρχομαι νά δώσω. Ή Δικαιοσύνη μάλιστα μόλις άρχίζει τά τακτικά βήματά της είς τόν τόπον μας· διά τοΰτο έχει χρείαν τών διασαφήσεων, τάς όποίας είς άλλους τόπους έφεραν πολλών αίώνων πείρα καί φώτα συσσωρευθέντα· χωρίς τήν άνάγκην ταύτην ήθελα άποφύγει προθύμως τό βάρος τών περιττών άναπτύξεων. Πολλοί άνθρωποι ευρίσκουν πολλάκις μέ τόν νοΰν των τήν διοίκησιν τών δημοσίων πραγμάτων άβεβαίαν, σκοτεινή ν ή έναντίαν τών συμφερόντων είτε τών ίδικών των είτε τών κοινών. Δικαίως ή άδίκως ψυχραίνονται διά τοΰτο, άποστρέφουν τήν προσοχήν των άπό τά έργα τής Κυβερνήσεως περιο ρίζονται είς μόνα τά ίδια των πράγματα, καί άφήνουν τούς δημοσίους υπουργούς νά άγωνίζωνται διά ίδιόν των λογαριασμόν. Τοΰτο είναι άρά γε έγκλημα ή πταίσμα; "Οχι· είναι άπλή άδιαφορία, συγχωρουμένη πληρέστατα άπ’ δλους τούς Νόμους είς δλον τόν κόσμον. Δέν θέλω νά είπω μέ τοΰτο, δτι ή άδιαφορία αδτη είναι καλή ή χρήσιμος· άπαγε· είναι 442
ευχής εργον ή κοινωνία καί ή έξουσία νά συζοΰν μαζί- ή μία νά βοηθή την άλλην, ώς ή δεξιά τήν άριστεράν- τό αύτό αιμα νά τρέχη είς δλον τό σώμα τής Έπικρατείας. Ά λ λά τά συμπτώματα τής άδιαφορίας, άν δέν ώφελοΰν, δμως δέν καταδικάζονται άπό τόν Νόμον. “Αλλα συμπτώματα, πολύ βαρύτερα τής άδιαφορίας, θεωρούνται άπό τόν Νόμον άνεύθυνα καί άνώτερα πάσης Ιδέας πταισματικής. Ταΰτα έρχομαι νά έξετάσω. Πολλοί άνθρωποι, παραδείγματος χάριν, φρονοΰν μέ τόν νοΰν των, δτι έχουν δικαιώματα νόμιμα, δικαιώματα άναφαίρετα* δταν εξαιτούμενοι τήν έκπλήρωσίν των, άπαντήσουν έμπόδια άργοπορίας ή άπόρριψιν αύτών, νομίζουν δτι άδικοΰνται βαρέως* άγανακτοΰν διά τοΰτο, παραπονοΰνται, δυσαρεστοΰνται πικρώς καί, όσάκις εύρίσκουν ευκαιρίαν, έκφράζουν δημοσίως τήν δυσαρέσκειάν των. "Οταν ή Κυβέρνησις άπαντήση δυσκολίας ή έναντιότητας είς τά έργα της, οί δυσαρεστημένοι δέν κρύπτουν τήν χαράν των. Έ κ τού έναντίου, αί εύτυχίαι τών κυβερνώντων τούς πικραίνουν. Παραμονεύουν άνησύχως δλας τάς πράξεις τών 'Υπουργών, καί ή πικρία, μέ τήν όποίαν κρίνουν ή παρεξηγοΰν, δει κνύει προφανώς, πόσον εύχονται τήν άποτυχίαν τών έπιχειρημάτων τής Κυβερνήσεως. Συνάζουν δλας τάς φήμας δταν συμφωνούν μέ τάς έπιθυμίας τω ν τάς σκορπίζουν παντού, διά νά δικαιολογήσουν τουλάχιστον τήν δυσαρέσκειά τω ν συνέρχονται είς τούς αύτούς τόπους, έχουν κοινά συμβούλια, όμιλοΰν μίαν καί τήν αύτήν γλώσσαν, φαίνονται τέλος δτι σχηματίζουν είς τήν Επικράτειαν μίαν συμμο ρίαν ή τάξιν χωριστήν και διακεκριμένην. Ά λ λ ’ ή δυσαρέσκεια, άλλά τά άποτελέσματά της είναι άρά γε πταίσμα, είναι έγκλημα; Ποιος Νόμος καί είς ποίαν Επικράτειαν τά άπηγόρευσέ ποτε ή τούς άπέδωσε τοιοΰτον χαρακτήρα; 443
Πάσα συμμορία δχει χρείαν άρχηγών· πάν συμφέ ρον γενικώτερον Ιχει άνάγκην υπερασπιστών. Μετα ξύ τών δυσηρεστημένων εύρίσκονται άνθρωποι, τούς όποιους ό βαθμός τής γεννήσεώς των, ή Ικανότης ή ό έντιμος χαρακτήρ, Εθεσε ύπεράνω τών άλλω ν πρός τούτους άποτείνονται οί λοιποί· πρός τούτους συρρέουν δλα τά παράπονα τής δυσαρεσκείας· άπό τούτους ζητούν παρηγορίαν, θεραπείαν ή συμβου λήν. Μ’ £να λόγον οί άνδρες ούτοι άκολουθούντες έκουσίως ή έξ άνάγκης τόν φυσικόν ρούν τών πραγμάτων, καταντούν νά προσωποποιήσουν έν έαυτοΐς δλους, δσοι νομίζουν τά δικαιώματά των κατα πατημένα, δλας τάς άνησύχους τάξεις τών πολιτών, δλους τούς δυσαρεστημένους. Γίνονται τέλος κέντρον τών διεσκορπισμένων διαθέσεων, τάς όποίας άθροίζουν, καί έκφράζονται ώς έρμηνεΐς τής συμμο ρίας των, ώς συνήγοροι τών παραπονεμένων. Μ’ δλα ταΰτα ή άδιαφορία, ή δυσαρέσκεια, οί άρχηγοί τών δυσάρεστημένων είναι πράγματα κοινά, συνήθη καί άθώα είς δλας τάς έλευθέρας ’Επικρατείας. Καί μάλιστα είς μερικάς έξ αύτών άπαντώνται καί άλλα συμπτώματα, άκόμη δεινότερα καί μ’ δλον τούτο άνεύθυνα. Πάσα Κυβέρνησις άνεγειρομένη έπί τών έρειπίων άλλης προλαβούσης, άπαντά άμέσως είς τά πρώτα βήματά της άντιπάλους ή μάλλον έχθρούς της δ λους, δσους ή προκάτοχος έξουσία είχε περιποιηθή καί ή παρούσα άναγκάζεται νά παραμελήση. Πόσον βαρύτεροι δέν γίνονται αί πολέμιαι αύται διαθέσεις, άν ό τόπος έκεϊνος έδοκίμασε πολλούς σεισμούς πολιτικών μεταβολών, καί μάλιστα άν διάφοροι Κυβερνήσεις διεδέχθησαν ή μία τήν άλλην; ’Εντεύ θεν πηγάζουν τόσαι έλπίδες, αί όποΐαι ματαιοΰνται, τόσαι φιλοτιμίαι, αί όποΐαι ταπεινώνονται, τόσαι έπιθυμίαι καί ώφέλειαι, αί όποΐαι σβύνονται άπό τήν νέαν τών πραγμάτων τάξιν, έργον τής καθεστώσης
Κυβερνήσεως. Ό λ ο ι, δσοι πάσχουν έξ αίτιας αυτής, είναι έχθροί της άκήρυχτοι· δλοι τής εύχονται παν είδος άτυχίας· οί λόγοι των σταλάζουν πικρίαν καί χολήν. Τί ήσαν πρό όλίγων έτών είς τήν Γαλλίαν οί Ναπολεωνισταί; Τί πρωτύτερα είς τήν ’Αγγλίαν οί φίλοι τών πεπτωκότων Στουάρδων; 'Εχθροί αύτομολόγητοι τών τότε Κυβερνήσεων. Ά λ λά τά συμπτώματα ταΰτα καταδικάζονται άπό κανένα Νόμον; "Οχι βέβαια. Είναι άρά γε ανταρσία; Είναι συνωμοσία; Ά παγε. Ά νοιξε τούς δεσποτικωτέρους κώδικας, άνάγνωσε τούς σοφιστικωτέρους Νόμους· είναι άδύνατον νά εΰρης ψιλά ίχνη ίδιότητος έγκληματικής. 'Όταν ό Ναπολέων έπρότεινεν τόν περί συνωμοσίας Νόμον τοΰ Ποινικού τής Γαλλίας Κώδικος, ό όρισμός τού έγκλήματος εφερεν έκστασιν καί σχεδόν φρίκην είς τό Συμβούλων τής ’ Επικρατείας. Καί μ’ όλον τοΰτο κατ’ αυτόν έκεΐνον τόν όρισμόν καμμία έκ τών διαθέσεων, περί ών ό λόγος, δέν άπαγορεύεται· δλαι, κατά τόν Νόμον τοΰ στρατιωτικού έκείνου νομοθέτου, είναι θεμιταί καί λογίζονται άντιστάσεις νόμιμοι. «'Υπάρχει συνωμο σία, λέγει ό Νόμος έκεΐνος, άφ’ ής στιγμής ή προαίρεσις τοΰ νά ένεργήσουν συμφωνηθή καί άποφασισθή άπό δύο ή περισσοτέρους συνωμότας». Φθάνει ν’ άναγνώση τις τόν Νόμον τοΰτον καί άμέσως αίσθάνεται, δτι είναι εργον στρατιωτικής ψυχής. Ποίαν βαρυτέραν αύστηρότητα ήμπορεΐ τις νά φοβηθή, παρά τό νά τιμωρηθή τό έγκλημα, πρίν άκόμη άποδειχθή άπό καμμίαν τάξιν έξωτερικήν ή ύλικήν, άπό καμμίαν άρχήν έκτελέσεως; Ό πολεμικός νομοθέτης συλλαμβάνει τό έγκλημα είς τόν νοΰν τοΰ άνθρώπου· άντί πράξεως άρπάζει τόν άπλοΰν στοχα σμόν, τόν ένοχοποιεΐ πρίν άκόμη τόν άφήση νά λάβη σώμα, ένώ δέν είναι είσέτι είμή πράγμα νοερόν. Διά τήν σκληρότητά του ταύτην ό Νόμος έκεΐνος μετερρυθμίσθη είς τήν γενομένην πρό δύο 445
έτών άναθεώρησιν τοΰ Ποινικού τής Γαλλίας Κώδικος. Ά λ λ ’ δσον βαρύς καί άν ήτο, άπαιτοΰσε διά τήν δπαρξιν τής συνωμοσίας πολύ περισσότερον παρά τήν άδιαφορίαν, τήν δυσαρέσκειαν, ή τήν έχθραν κατά τής καθεστώσης Κυβερνήσεως. Είς τά συμπτώ ματα τούτων τών διαθέσεων έπρόσθετε τρία άλλα στοιχεία, τό ένα σημαντικώτερον τοΰ άλλου:. Α '. Ό Νόμος άπαιτοΰσε μίαν άπόφασιν τών συνωμοτών νά έπιβουλευθοΰν τά καθεστώτα δι’ έρ γων καί πράξεων. Δέν έφθανε νά τρέφουν είς τόν νοΰν των τόν σκοπόν τής έπιβουλής. "Επρεπε νά κάμουν καί τήν άπόφασιν νά τήν ένεργήσουν. Β '. Καί αυτή ή άπόφασις δέν άρκοΰσε μόνη. Ό Νόμος άπαιτοΰσε νά συμφωνηθή μεταξύ τών συνω μοτών (resolution d’agir concertee). Μ’ άλλους λό γους, έπρεπεν έξ άνάγκης νά προηγηθή μία συμφω νία, ένα συνάλλαγμα έγκληματικόν. Πρό τοΰ συναλ λάγματος τούτου έγκλημα δέν ύπήρχε. Γ '. Καί ή συμφωνία αΰτη δέν άπήρτιζε συνωμο σ ία ν είς ταύτην ήτο άνάγκη νά προσθέσουν τήν άπόφασιν τοΰ νά τήν έκτελέσουν (resolution d’agir concertee et arrettee). Μ’ άλλους λόγους άπαιτεΐτο θέλησις στερεά, πλήρης, όρίστική καί τότε μόνον έκπληροΰτο τό έγκλημα, περί ού ό λόγος. Τί έπεται έκ τούτων; Ή μποροΰν πολλοί νά τρέ φουν πρός τήν καθεστώσα τάξιν τών πραγμάτων έχθραν, δσον βαρεΐαν καί άν τήν ύποθέσωμεν. ’Ημποροΰν νά τής εϋχωνται τά χείριστα· φθάνει μόνον νά μή μελετήσουν κατ’ αύτής έργα έπιβουλής· φθάνει τά έργα νά μή συνοδευθοΰν άπό τάς τρεις περιστάσεις, τάς όποΐας έξηγήσαμεν. Καί τότε ό στρατιωτικός ή μάλλον δρακόντειος έκεΐνος Νόμος τούς σκεπάζει μέ δλην τήν πανοπλίαν του. Ά λ λ ’ ή συκοφαντία, ό άνήσυχος, ό άκοίμητος έκεΐνος σκώληξ τής πολιτικής, εύχαριστεΐταί ποτε 446
είς δσα θέλει ό Νόμος; "Ετοιμος νά τρέξη άπροκάλεστος, διά νά συνάξη έν τώ μέσω τών δυσαρεστημένων ή τών έχθρών τής καθεστώσης Κυβερνήσεως όσας πληροφορίας άχωνεύτους καί άσυναρτήτους δυνηθή, άπ' αύτάς έξάγει δσα συμπεράσματα τείνουν εις τόν σκοπόν της. Μέ ταΰτα γεννςί μέ τόν νοΰν της ενα άθλιον έμβρυον έγκλήματος, τό όποιον περιθάλ πει, θερμαίνει καί τρέφει. Μόλις τό φέρει είς κατάστασιν νά ίδή τό φώς, τό παραδίδει ώς αλήθειαν. Ποίας ραδιουργίας, έπινοεΐ ή δολερά καί άκοίμητος συκοφαντία, καθείς εΰκολα τό μαντεύει. «Βλέπε τε, λέγει, τούς κακοβούλους τούτους; Θέλουν νά κρύψουν τούς έγκληματικούς σκοπούς των ύπό τό πρόσχημα τής άδιαφορίας. Μόνον τό βάρος τής Κυβερνήσεως τούς άναγκάζει νά ύποκρίνωνται άδιαφορίαν. Καί, άν είναι άδιάφοροι δΓ δσα έπιθυμεΐ ή Κυβέρνησις, διατί δέν φυλάττουν τήν αύτήν αδιαφο ρίαν καί δι’ δσα εύχονται οι δυσαρεστημένοι καί οί έχθροί της; Παρατηρήσετε μέ πόσην Ιδιαιτέραν εύχαρίστησιν, μέ πόσην οικειότητα άκούουν τού τους· αύτό τό δνομα τής άδιαφορίας τούς προδίδει. Πώς είναι δυνατόν νά άδιαφορή πολίτης διά τά κοινά συμφέροντα, δταν αύτά τά ίδικά του κρέμωνται άπό τήν τύχην έκείνων; "Ολα τά έργα των, δλοι οί λόγοι τών είναι σειρά άπάτης και δολιότητος». Ταΰτα καί άλλα χειρότερα πλάττει ή συκοφαντίαάνεπαισθήτως τά κάμνει πιθανά καί είς αύτούς τούς κυβερνώντας. Εύχαριστοϋμαι νά σάς άναπολήσω έν μόνον παράδειγμα. ’Ενθυμεΐσθε, κύριοι, τά άλλόκοτα όνόματα τοϋ ά δ ια φ ο ρ ισ μ ο ΰ , τοϋ μ ε τρ ια σ μ ο ϋ (indifTerentisme, moderantisme), τά όποια έπί τής φρικώδους τών Γάλλων Έπαναστάσεώς έδημιούργησαν οί σφόδρα πατριώται. Δέν άλησμονήσατε βέβαια, δτι μετ’ όλίγον τήν άδιαφορίαν καί τήν μετριότητα τάς μετέβαλαν είς έγκλήματα κατά τών καθεστώτων- τότε εϊδεν ή Γαλλία δλους τούς με447
τρίους άνδρας της συρομένους είς τόν τόπον τής καταδίκης· τότε τά πολύτιμα αίματα τών Κονδορκέτων καί τόσων άλλων περίφημων διά τήν άρετήν καί φιλελευθερίαν των, έπότισαν τόν άχόρταγον αδην, τόν όποιον έτόλμησαν νά μετονομάσουν βωμόν τής έλευθερίας. "Αν ό θάνατος δέν είχε προλάβει διά την τιμήν τής Γαλλίας νά μετάθεση είς τόν άλλον κόσμον τόν Μιραβώ, τόν περιβόητον έκεΐνον προ στάτην τών άληθινών έλευθεριών, καί τούτου ή κεφαλή έμελλε νά πέση ύπό τήν άποτρόπαιον μάχαιραν τοΰ δημίου δι’ έγκλημα αδιαφορίας ή μετριότη τας φρονημάτων. Ά λ λ ’ άς άποστρέψωμεν τούς όφθαλμούς μας άπό τήν πολυθρήνητον έκείνην έποχήν, καθ’ ήν τά άγρια πολιτικά πάθη μετέβαλαν τούς άνθρώπους είς θηρία διά τό γλυκύ όνομα τής έλευθερίας. νΑν ή συκοφαντία μηχανάται τόσα έναντίον τής άδιαφορίας, πόσα δέν ήμπορεΐ νά σκευωρήση κατά τής δυσρεσκείας! «Ίδετε τούς άνθρώπους τούτους, φωνάζει· διατί περιπατούν τόσον σύννοες καί σκυ θρωποί; Διατί δέν τούς άρέσει κανέν άπ’ όσα κάμνει ή Κυβέρνησις; Είναι φανεροί, σχεδόν αύτομολόγητοι, έχθροί τής ’ Επικρατείας. Τί δηλοϋν αί συχναί συνεντεύξεις των, τά άδιάκοπα συμβούλιά των; Δέν είναι φανερόν ότι σχηματίζουν χωριστήν κοινωνίαν έν τώ μέσφ τής ’Επικρατείας; Διά ποίαν αΙτίαν νά όμιλοΰν μίαν καί τήν αύτήν γλώσσαν, νά έχουν ένα καί τό αύτό πνεύμα, νά τείνουν είς ένα καί τόν αύτόν σκοπόν; Δέν βλέπετε, δτι έχουν ήδη άρχηγούς συστημένους; 'Ό τι έκαστος έξ αυτών έχει τά Ιδιαίτε ρα έργα του; Τί πληρεστέρα άπόδειξις χρειάζεται, δτι ήδη έχουν ίδικήν των Κυβέρνησιν, ώργανισμένην μυστικώς καί έτοιμον νά διαδεχθή τήν νόμιμον ’Αρχήν είς πρώτην ευκαιρίαν; Ποιος φρόνιμος ή μπορεΐ πλέον νά άμφιβάλλη, δτι περιπατοϋμεν έπάνω είς ένα υπόνομον; Σήμερον, αδριον, ίσως τήν 448
ώραν καθ’ ήν όμιλοΰμεν, οΐ έχθροί τής πατρίδος δώσουν τό πϋρ είς τόν ύπόνομον τούτον. Τότε δλοι οΐ καλοί πατριώται θ’ άναποδογυρισθώμεν διά μιας, μαζί μέ την πατρικήν Κυβέρνησίν μας· ό κίνδυνος είναι μέγας, ό κίνδυνος κρέμαται έπί τής κεφαλής μας. Είναι άπορίας άξιον, πώς οί υπουργοί, οιτινες μέλλουν νά είναι ή πρώτη, ή άναγκαία θυσία, παραμελούν καί κοιμώνται- δέν φθάνει δτι δέν έπρόβλεψαν τόν έπικείμενον κίνδυνον, άλλά καί δταν τούς τόν άπεκάλυψαν, άδιαφορούν! Ώ , τούτο είναι έπιβουλή κατά τής νομίμου ’Αρχής». ’Ιδού μέ πόσον δολίους καί έπαγωγούς τρόπους ή συκοφαντία παρασύρει πολλάκις καί αύτάς τάς Κυ βερνήσεις. Είναι άνάγκη νά προσθέσω, πόσον έπικινδυνωτέρας τέχνας μηχανάται διά νά έμπλεξη μετά την άδιαφορίαν καί τήν δυσαρέσκειαν τούς έχθρούς τής καθεστώσης τάξεως, τούς όποιους ό Νόμος δέν ένοχοποιεΐ παντάπασιν, ώς προείδομεν; Καθείς σας βέβαια τάς μαντεύει- έδώ ή συκοφαντία εύρίσκει πολύ εύρυχωρότερον στάδιον, διά νά χορτάση τήν λύσσαν της...» Έ τσι τελειώνει το απόσπασμα που σώθηκε από την αγόρευση του Κλωνάρη: «Μετά τό προοίμιον» γράφουν τα Πρακτικά «ό ρήτωρ άνέπτυξε τό πραγματικόν τής ύποθέσεως, έξετάζων καί συγκρίνων τάς μαρτυρίας τής κατηγορίας καί ύπερασπίσεως. Καί άναλύων την κατηγορίαν καθ' δλας της τάς περιστάσεις καί φάσεις, άπέδειξε τό έν γένει πλαστόν, ψευδές καί άνυπόστατον αύτής»'. Θα πρόσεξες πως αν κι ο Κλωνάρης ήταν συνήγορος I. «Πρακτικά», σ. 369.
449
του Πλαπούτα, έπλεξε το εγκώμιο του Γέρου του Μόριά, λέγοντας για τον πελάτη του πως «τον ίφερε μεθ‘ εαυτού ώς πρώτον άξιωματικόν του». Ίσω ς κάποιος βρεθεί να μας πει πως μια κι ήτανε δικηγόρος του Πλαπούτα έπρεπε αυτόν να παινέσει κι όχι τον Κολοκοτρώνη. Κι όμως καλά έκανε, γιατί ο Κολοκοτρώνης ήτανε, στα μάτια των Ελλήνων, όχι μονάχα ο ξεχωριστός ήρωας του Εικοσιένα, μα κι ο εκπρόσωπος, κείνη την ώρα, των εθνικών δυνάμε ων του τόπου. Αυτόν λοιπόν γύρευαν να φάνε οι ξένοι κι εκείνοι από τους δικούς μας που στήριζαν την πολιτική τους ύπαρξη σ ’ αυτούς. Γύρω από το κεφάλι του δινόταν η μάχη της ανεξαρτησίας μας ή της υποδούλωσής μας στους Βαβαρούς
430
Η
Α
Π
Ο
Φ
Α
Σ
Η
Ο ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΚΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Κ α ι ΤΩΡΑ φτύσαμε στο δραματικό κορύφωμα της δίκης, με ήρωες δυο από τους δικαστές, που δίχως αυτό ίσως να μην άξιζε να γράψουμε τούτο το βιβλίο. Στις 10 το πρωί, Παρασκευή 25 του Μάη, άρχισε η συνεδρίαση του δικαστηρίου, που θα *ταν η προτελευταία. Αφού ο πρόεδρος χτύπησε το κουδούνι και γίνηκε ησυχία, δίνει το λόγο στον επίτροπο, για ν’ απαντήσει στις αγορεύσεις των συνηγόρων της υπεράσπισης. Το ακροατήριο που καρτέραγε ν’ ακούσει το τι θ’ αποκρινό ταν στους συνήγορους, τον βλέπει να σηκώνεται νευρια σμένος και να λέει: ΜΑΣΟΝ: Έρχομαι να σας φανερώσω, κύριοι δικασταί, ότι η υπόθεσις εσυζητήθη. Ό λ α τα υπέρ και τα κατά τα ηκούσατε. Κρίνω περιττόν να χάνω επιπλέον τον καιρόν μου. Στηριζόμενος εις την αλήθειαν των πραγμάτων, αφιερώνομαι εις τα φώτα του δικαστηρίου δια να προχωρήση εις την λήψιν της αποφάσεως, διότι εφόσον εγώ αρνούμαι ν’ απαντήσω δεν ημπορούν οι συνήγοροι των εγκαλουμένων να δευτερολογήσουν. ΚΛΩΝΑΡΗΣ, πετιέται πάνω οργισμένος: Καθώς άρχισεν ο επίτροπος ούτω θέλει να τελειώσει την προκειμένην υπόθεσιν- κατεπάτησε όλα τα δικαιώματα, όλους τους νόμους, όλους τους τύπους. ΒΑ Λ Σ Α Μ Α Κ Η Σ, στον ίδιο τόνο με τον Κλωνάρη: Εις την ομιλίαν μου επροσκάλεσα τον επίτροπον ν’ αναπτύξει 451
ορισμένα σημεία της κατηγορίας δια να του απαντήσω. Αν αυτός παραιτεϊται της δευτερολογίας, εγώ όμως δεν παραιτούμαι. ΜΑΣΟΝ: Εις κανένα μέρος του κόσμου ο επίτροπος δεν υποχρεούται ν’ απαντήσει. Είναι δικαίωμά του από το οποίον όταν το θελήσει παραιτεϊται. Η υπόθεσις εσυζητήθη. Εάν ένας εκ των συνηγόρων μας επροσκάλεσε ν’ αναπτύξωμεν νέας κατηγορίας, τούτο φανερώνει πως δεν επρόσεξε εις τους λόγους μου. Τα κεφάλαια της κατηγο ρίας είναι τέσσερα και όλα ανεπτύχθησαν παρ’ εμού. Εις την Ευρώπην τοιουτοτρόπως γίνεται καθημερινώς. Αλλά και εις την Ελλάδα η εγκληματική διαδικασία επρόβλεψε περί τούτου1. Και τότες το ακροατήριο ακούει έκπληχτο και συγκινημένο τον πρόεδρο να παίρνει το μέρος όχι του επίτροπου, μα των συνήγορων. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Οι απόψεις του κ. επιτρόπου είναι νέαι δια το δικαστήριον. Η μέχρι σήμερον πρακτική των δικαστηρίων είναι αντίθετος εις τους ισχυρισμούς του. Είμαι της γνώμης ότι ο κ. επίτροπος χρεωστά ν’ απαντή σει. Συμφωνώ και εγώ ότι η ανάπτυξις της κατηγορίας την οποίαν έκαμε υπήρξεν ελλιπής. Έ χει χρέος λοιπόν να την συμπληρώσει, άλλως οι συνήγοροι έχουν δικαίωμα να δευτερολογήσουν. ΜΑΣΟΝ, κατακόκκινος από θυμό: Αν δεν απαντήσω εγώ, κανείς άλλος δεν έχει το δικαίωμα να δευτερολογήσει. Και εγώ δεν πρόκειται ν’ απαντήσω και ουδείς δύναται να με υποχρεώσει να το πράξω. Αν κατά τον πρόεδρον η ανάπτυξις της κατηγορίας υπήρξεν ελλιπής, οι συνήγο ροι εις τας τοιαύτας περιπτώσεις επαφίονται εις τα φώτα των δικαστών. Αν λοιπόν φαίνεται εις κανέναν ότι είναι καλύτερον ν’ απαντήσουν οι συνήγοροι των εγκαλουμέ νων, κανείς δεν χαίρει το δικαίωμα να με υποχρεώσει ν ’ απαντήσω. Εξάλλου παρεχωρήθησαν εις τους κατηγο ρουμένους αρκετά πλεονεκτήματα... I. Τα ■<Πρακτικά» σημειώνουν: « Ή μή Ισχύουσα όμοχ; γοπ>.
452
ΒΑΛΣΑΜΑΚΗ!, διακόφτοντας τον Μάσον χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του: Ο νόμος τους τα παραχωρεί. ΜΑΣΟΝ: Ηκούσθησαν παρανόμως οι μάρτυρες της υπερασπίσεως... ΒΑΛΣΑΜΑΚΗΣ, διακόφτοντάς τον ξανά: Το δικαστήριο απεφάσισε να εξετασθούν. ΜΑΣΟΝ, έξαλλος από τις διακοπές των συνηγόρων: Οι εγκαλούμενοι έλαβον δικαιώματα τα οποία δεν έπρεπε να λάβουν. ΚΛΩΝΑΡΗΣ: Αιωνίως θα τα λαμβάνομεν, εφόσον μας τα δίδει ο νόμος. ΜΑΣΟΝ: Ο επίτροπος, αν τυχόν απαντούσε, θα έπρεπε ν’ απαντήσει ιδιαιτέρως εις ένα έκαστον εκ των συνηγό ρων. Εμείς όμως νομίζομεν ότι τα όσα είπομεν, απλώς και ανεπιτηδεύτως, έχουν μεγαλυτέραν βαρύτητα από τα των συνηγόρων. Ίσω ς ρωτήσεις γιατί ο Μάσον δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να δευτερολογήσει. Να τι γράφουν γ ι’ αυτό στα προλεγόμενα τα «Πρακτικά»: « Ά λ λ ’ ό ’Επίτροπος τής Κυβερνήσεως, έφάνη κατ’ αύτήν τήν ήμέραν ύπέρ ποτε μεμελετηκώς, μηχανευθείς νά έπιτύχη έπιτηδείως, δν καί άποφασισμένον ήδη σκοπόν, τήν τομήν τής κεφαλής τών όπλαρχηγών. »’Αρχόμενος δέ λόγου, όλίγα μέν είπε κατά τών έγκαλουμένων, προσποιηθείς οΰτω δτι έπιφυλάττεται δήθεν, ν’ άναπληρώση τήν άνάπτυξιν, είς τήν έπανάληψιν τής συζητήσεως, άφοΰ δηλ. οί δικολόγοι τής ύπερασπίσεως άπαντήσουν πρώ τον άλλά καί ούτοι έπίσης έπεφυλάχθησαν, όλίγα είπόντες, διά ν’ άνασκευάσωσιν όλοσχερώς τήν κατηγορίαν, τήν άναπτύξουσιν, καί άπογυμνόσουν άπ’ δλα τά περικα λύμματα μέ τά όποια τήν είχε περιβάλει ή έπιβουλή, άφοΰ ό έπίτροπος όμιλήσει όλοσχερώς τό δεύτερον, ώς έπίστευον. 453
»’Α λ λ 'ή άπάτη έδείχθη ευθύς, ό έπίτροπος δέν θέλει πλέον ν’ άπαντήση, καί άπαιτεΐ ώστε ούδ’ οί δικολόγοι τής ύπερασπίσεως νά μή άνασκευάσωσι, μ’ έπαναληπτικήν άνάπτυξιν κατηγορίαν, προφανεστάτη άδικία είς δίκην μάλιστα περί θανάτου ή ζωής»1. Έ πειτα από τούτη την παρένθεση, ξαναγυρίζουμε στη δραματική στιχομυθία Μάσον - Βαλσαμάκη - Κλωνάρη Πολυζωίδη. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Οι συνήγοροι της ύπερασπίσεως έχουν τον λόγον, δια ν’ αναπτύξουν τας απόψεις των επί του παρουσιαθέντος θέματος. ΒΑΛΣΑΜΑΚΗΣ: Ο επίτροπος είναι κύριος να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του ν’ απαντήσει. Ούτε το δικαστήριον ούτε ημείς ημπορούμε να τον υποχρεώσομε να το κάμει. Εμείς όμως δεν παραιτούμεθα του ιδικού μας δικαιώματος. Πώς τότε θα εκπληρωθεί η πρόσκλησίς μας προς τον επίτροπον να διευκρινίσει ορισμένα σημεία του κατηγο ρητηρίου του δια να δυνηθώμεν ν’ απαντήσωμεν; Ποιος ήξευρεν ότι ο επίτροπος θα έσκαβε υπόνομον να φύγει απ’ αυτήν μυστικά, δια να είμαι και εγώ έτοιμος να τον προλάβω; 'Ο χι, με κανέναν τρόπον δεν παραιτούμαι της ανταπαντήσεως. ΚΛΩΝΑΡΗΣ: Το δικαστήριον τίποτε δεν εχάρισεν εις τους συνηγόρους, αλλά η πρακτική, ο νόμος και η τάξις μας τα παρεχώρησαν. Το δικαίωμα της απαντήσεως του επιτρόπου είναι facultatif2' ημπορεί να το μεταχειρισθεί αν θέλει και αν δεν θέλει δεν το μεταχειρίζεται. Το αυτό είναι και το δικαίωμα των εγκαλουμένων, facultatif. Ημείς όμως δεν έχομεν την διάθεσιν την οποίαν έχει ο επίτροπος να παραιτηθώμεν του δικαιώματος μας να δευτερολογήσωμεν. I. «Πρακτικά» σ. λζ'-λη ". I. Ο Κλωνάρης, που σπούδασε νομικά στο Παρίσι, μεταχειρίστηκε τη γαλλική αυτή έκφραση, όπως του ξέφευγε η ελληνική λέξη «προαιρε-
454
Ηθέλησεν να μας αφαιρέσει όλους τους μάρτυρας, τώρα πολεμεΐ τους συνηγόρους και όλον το δικαστήριον. Μας έκαμεν να βραχνιάσομεν και ενόμισεν ότι παρεισάγων πολλούς μάρτυρας θα κάμει να προτιμήσομεν ημείς την υγείαν μας. Λέγει ότι δεν δευτερολογεί, πλην πάλιν δεύτε ρολογεί και λέγει μάλιστα ότι απεδείχθη τρανώτατα η κατηγορία. Μαντεύει εγκλήματα και θέλει να τα μαντεύ σει και το δικαστήριον. Αυτό όμως οφείλει να σέβεται τον νόμον και τας αρχάς. Αυτό δεν ημπορεί να δικάσει μήτε υπέρ τα αιτημένα μήτε υπέρ τα μη αιτημένα, και αν τούτο δεν ισχύει ούτε εις τας πολιτικός δίκας, πώς δύναται να ισχύει εις τας εγκληματικός; ΜΑΣΟΝ: Αν εγώ απαντήσω και ανταπαντήσουν οι συνήγοροι, το πράγμα ήθελε καταντήσει εις το επάπειρον, δεν ήθελε τελειώσει ποτέ. Αν ο επίτροπος ομιλών μίαν ολόκληρον ημέραν δεν υπεστήριξε την κατηγορίαν του, πότε περιμένει να το κάμει; Αν πάλιν οι συνήγοροι δεν αντέκρουσαν την κατηγορίαν ομιλούντες δύο ολοκλήρους ημέρας, πότε ημπορούν να το κάμουν; Αν νομίζουν ότι η κατηγορία δεν απεδείχθη τόσον το καλύτερον δια τους πελάτας των. Ημείς νομίζοντες ότι ανεπτύχθη κρατούμεν την γνώμην μας. Δεν θεωρώ μικρά παιδιά τους δικαστάς δια να θέλουν διδασκαλίαν. Είμαι πεπεισμένος ότι το δικαστήριον γνωρίζει καλά την ύπόθεσιν1. Διατί λοιπόν να παρατείνομεν την συζήτησιν και να δευτερολογήσομεν; Δια να σκοτίσομεν το δικαστήριον; Είναι περιττό. Το δικαστήριον αφού άκουσε το τι προτείνω, ημπορεί να κάμει μίαν πράξιν2. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Το δικαστήριον δεν χρεωστεί να κάμει πράξιν. Ο επίτροπος είναι υπόχρεος χάριν της δικαιοσύ νης και των δικαιωμάτων της κοινωνίας ν’ απαντήσει. Αν 1. Σ’ αυτό βγήκε αληθινός- ήξερε «ως οι τρεις από τους πέντε δικαστές είχανε πειστεί να δώσουν καταδικαστική ψήφο. 2. Να βγάλει δηλαδή απόφαση αν ο επίτροπος είναι υποχρεωμένος ή όχι ν' απαντήσει κι αν οι συνήγοροι μπορούν να δευτερολογήσουν δίχως να προηγηΟεί δική του δευτερολογία.
455
το επιθυμεί ο επίτροπος, ημπορεί να λάβει όλην την σημερινήν ημέραν δια να ετοιμασθεί. ΜΑΣΟΝ: Ποτέ άλλοτε εις την Ελλάδα αι συνηγορίαι δεν διήρκεσαν τρεις ημέρας. Εάν το δικαστήριον δεν εφωτίσθη έως τώρα, τώρα θα το φωτίσομεν; Θα το βαρϋνομεν μάλιστα. Δια να προβάλω μίαν πρότασιν σημαίνει ότι προηγουμένως το εσκέφθην. Δια να πράξω το εναντίον απαιτώ μίαν πράξιν του δικαστηρίου ήτις να με υποχρεεί. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Σας βεβαιώνομεν, κύριε επίτροπε, ότι η άρνησίς σας να απαντήσετε μας καταθλίβει. Σας παρακα λώ, χάριν της δικαιοσύνης ν’ απαντήσετε. Ο Μάσον αφήνει αναπάντητη την έκκληση του πρόε δρου του δικαστήριου και κάθεται επιδειχτικά στην έδρα του. Ακολουθάει δεκάλεφτη αμήχανη σιωπή. Ψίθυροι αδημονίας στο ακροατήριο. Οι δικαστές συσκέφτουνται. Η σιωπηρή διακοπή της δίκης κρατάει μισή ώρα. Ο επίτροπος, αφού σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε και βρήκε μέσα στην αίθουσα το νομάρχη Μαύρο και κουβέ ντιασε μαζί του, ξαναγυρίζει στην έδρα του και λέει: ΜΑΣΟΝ: Έπειτα από τας παρατηρήσεις και τας προτά σεις τας οποίας υπέβαλλα, παρακαλώ εκ νέου το δικαστήριον να σκεφθεί και ν’ αποφασίσει. ΠΟΛΥΖΩΊ-ΔΗΣ: Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται περί ζη τήματος τάξεως και όταν πρόκειται περί τοιούτου ζητήμα τος δεν γίνεται πράξις. ΜΑΣΟΝ: Δεν πρόκειται περί αστυνομικής τάξεως — επρόβαλλα εις το δικαστήριον εν ζήτημα και επ’ αυτού ζητώ πράξιν του. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Το δικαστήριον δεν θα εκδώσει απόφασιν. Σας παραχωρεί όλην την ημέραν δια να ετοιμασθείτε ν* απαντήσετε, διότι ευρίσκει ότι έχει ανάγκην να φωτισθεί ακόμη. Σας παρακαλεί όθεν, χάριν της δικαιοσύνης, ν' αναπτύξετε όσα παραλείψατε εις την πρώτην αγόρευσίν σας. ΜΑΣΟΝ: Είμαι της γνώμης ότι αν ομιλήσομεν εκ νέου. αντί να φωτίσομεν το δικαστήριον, θα το σκοτΐσομεν. 456
Παρατηρών τον τρόπον καθ’ όν διεξήχθει η διαδικασία, δεν ήλθον σήμερον με τον σκοπόν ν’ απαντήσω. Δι’ ό λ ’ αυτά και προς το συμφέρον της κοινωνίας δεν δύναμαι να ομιλήσω εκ νέου. Αν αι ιδέαι μου αυταί είναι εσφαλμένοι, το σφάλμα είναι ιδικόν μου. Δια να πεισθώ όμως δι’ αυτό απαιτώ το δικαστήριον να κάμει πράξιν. ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ: Ως πρόεδρος του δικαστηρίου, σας παρακαλώ δια μίαν ακόμη φοράν, χάριν της δικαιοσύνης και της κοινωνίας, ν’ απαντήσετε. ΜΑΣΟΝ: Δεν δύναμαι ν’ απαντήσω. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Πρέπει να το κάμετε... Ο επίτροπος κάθεται ξανά στην έδρα του. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ, ξακολουθώντας: ...σας παραχωρούμεν δι’ αυτό ολόκληρον την ημέραν. ΜΑΣΟΝ, σηκώνεται, συγκροτώντας με δυσκολία την οργή του: Εγώ έχω να δώσω λόγο των πράξεών μου, ενώ το δικαστήριον δεν έχει. Καθώς τούτο είναι ανεξάρτητον, ούτω και εγώ δι’ ασφάλειάν μου ζητώ μίαν πράξιν του1. ΠΟΛΥΖΩΐΔΗΣ: Αυτό απαγορεύεται. Εκείνο που σας ζητώ είναι, χάριν της δικαιοσύνης και της κοινωνίας, ν ’ απαντήσετε. Ο Μάσον, δίχως ν’ αποκριθεί στην έκκληση του Πολυζωίδη, κάθεται μ’ επιδειχτική αδιαφορία στη θέση του. Ό πω ς βλέπεις, η αντίθεση του πρόεδρου και του επίτροπου γίνεται όλο και πιο δραματική. Κι οι δυο τους, δίχως πια προσχήματα κι επιφυλάξεις, φανερώνουν μπρο στά στο ακροατήριο τις ολότελα διαφορετικές αντιλήψεις τους για τη δίκη. Ο ένας, ο Μάσον, γυρεύει με κάθε τρόπο να πέσουν τα κεφάλια του Κολοκοτρώνη και του Πλαπού τα. Ο άλλος, ο Πολυζωίδης, φαίνεται αποφασισμένος, παραμερίζοντας τους τύπους και δημιουργώντας ακόμα I. Ο Μάσον υποστηρίζει την αρχή πως ο εισαγγελέας δεν είναι ανεξάρτητος όπως το δικαστήριο, μα δημόσιος λειτουργός εντεταλμέ νος από την εκτελεστική εξουσία να εκπροσωπεί το δημόσιο συμφέρον και κατά συνέπειαν υπόλογος απέναντι της για τις πράξεις
και σκάνδαλο, να τους σώσει. Ίσω ς όμως ρωτήσεις γιατί ο Μάσον επίμονα ζητούσε απόφαση του δικαστήριου αν είναι υποχρεωμένος ν ’ απα ντήσει στους συνήγορους κι ο Πολυζωίδης, με την ίδια και μεγαλύτερη ακόμα επιμονή, την αρνιόταν; Γιατί κι οι δυο γνώριζαν πως η πλειοψηφία των δικαστών βρισκόταν υποταγμένη στη θέληση της εκτελεστικής εξουσίας. Ζη τούσε λοιπόν ο επίτροπος την απόφαση του δικαστή ριου, ξέροντας πως θα ήταν ευνοϊκή γ ι’ αυτόν και την αρνιόταν ο πρόεδρος για τον αντίστροφο λόγο. Τι γύρευε να πετύχει ο Πολυζωίδης; Από τη μια, να εκθέσει τον Μάσον στα μάτια της κοινής γνώμης, πως αναπτύσσοντας το κατηγορητήριό του άφησε σκοτεινά κι αναπόδειχτα σημεία, που αν και προσκλήθηκε, δεν κατα δέχτηκε να τα διευκρινίσει. Από την άλλη, να κερδίσει καιρό, γιατί αν το δικαστήριο έκανε πράξη πως δε χρειαζόταν να δευτερολογήσουν ο επίτροπος κι οι συνή γοροι, θ’ αποτραβιόταν αμέσως για να βγάλει την απόφα σή του κι αυτή θα ’τανε καταδικαστική. Με τις νέες τυχόν αγορεύσεις του επίτροπου και των συνήγορων απομάκραινε για λίγο την τραγική αυτή λύση, με την ελπίδα πως ίσως κάποιος από τους καταδικαστικούς δικαστές πείθο νταν ν’ αναθεωρήσει τις απόψεις του. Η θέση που από δω κι εμπρός θα υποστηρίξει ο Πολυζωίδης, έχοντας συμπαραστάτη τον Τερτσέτη, είναι απελπιστική μια κι έχει αντίθετη όχι μονάχα την απόλυτη πλειοψηφία της αντιβασιλείας και της κυβέρνησης, μα και του δικαστήριου. Γ ι’ αυτό κι ο αγώνας του παρουσιά ζει το ξεχωριστό μεγαλείο, που σε λίγο θα το δούμε σ ’ όλη του τη λαμπρότητα.
458
ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ Ο τ α ν για δεύτερη φορά το δικαστήριο διέκοψε τόσο παράξενα τις εργασίες του, δίχως ο πρόεδρος να λύσει τη συνεδρίαση, ακολούθησε μακρόχρονη σιωπή. Το ακροα τήριο, με την ψυχή στο στόμα, καρτεράει να δει ποιο τέλος θα *χει η μονομαχία πρόεδρου κι επίτροπου που θα έκρινε, κατά κάποιον τρόπο, τη ζωή των κατηγορούμενων. Εκατοντάδες μάτια είναι τώρα καρφωμένα με θαυμασμό πάνω στο πρόσωπο του Πολυζωίδη. Τον καμαρώνουν και μέσα τους νιώθουν να γεμίζει τα στήθια τους η ομορφιά που χαρίζει το θάρρος κι η δικαιοσύνη. Οι πιότεροι από τους ακροατές είναι ήρωες του οχτάχρονου για τη λευτε ριά μας αγώνα. Ξεχώρισαν τόσες φορές την παλικαριά, ως την αποκοτιά και το θάνατο, σε στεριές και σε θάλασσες. Τώρα καμαρώνουν ένα άλλο είδος ηρωισμού, που ίσαμε τότες δεν τρέφανε γ ι’ αυτόν την παραμικρή εχτίμηση· τον ηρ«*ισμό του καλαμαρά. Ένας άνθρωπος, φορώντας στενοβράκια και ρεντιγκότα, ορθωνόταν, εκεί πάνω στη δικαστική έδρα, αντικρύ στη βία που την υποστήριζαν οι χιλιάδες λόγχες του γερμανικού στρατού κατοχής. Αφού πέρασε κάμποση ώρα αμήχανης σιωπής, ο νομάρ χης Μαύρος πλησιάζει την έδρα του επίτροπου και κρυφομιλάει μαζί του. Έ κπληχτο το ακροατήριο παρακολουθάει τη φανερή και παράνομη ανταλλαγή απόψεων του εκπρόσωπου της εκτελεστικής εξουσίας και του Μάσον. Ο νομάρχης βγαίνει έπειτα από την αίθουσα και σε λίγο ξαναγυρϊζει. Είναι φανερό πως κάποιον έστειλε να πάρει οδηγίες. Από ποιον; Μ’ από τον υπουργό της Δικαιοσύ νης, το τυφλό όργανο του Μάουρερ, τον Σχινά. Από τη στιγμή εκείνη ο Μάσον δείχνει πως δε βιάζεται να λυθεί τ’ αδιέξοδο. Κατεβαίνει από την έδρα του, πλησιάζει τους ακροατές και κουβεντιάζει, σαν να βρι σκόταν στο καφενείο ή στον περίπατο, με διάφορους 4*9
γνωστούς του. Ύστερα ξανογυρϊζει στην έδρα του περι τριγυρισμένος από τον αντεπίτροπο κι άλλους δημόσιους λειτουργούς. Περνάει μισή ώρα ακόμα στην ίδια αλλόκο τη προσωρινή διακοπή, όπου σ ’ αυτή το δικαστήριο συνεδριάζει και δε συνεδριάζει κι ο επίτροπος στέλνει το γραμματέα του να μιλήσει κρυφά στους δικαστές. Ο συνήγορος Κλωνάρης, μπροστά σε τούτη την καινούργια αυθαιρεσία, σιμώνει κι αυτός τους δικαστές ν’ ακούσει τι τους λέει ο γραμματέας. Τον βλέπει ο Μάσον και πάει κι αυτός εκεί. Τον ακολουθάει ο αντεπίτροπος και σε λίγο φτάνει κι ο Βαλσαμάκης. Δικαστές, επίτροπος, αντεπίτρο πος, συνήγοροι συζητάνε χαμηλόφωνα, χειρονομώντας. Πρώτος αποτραβιέται ο Βαλσαμάκης, έπειτα από δέκα λεπτά ο Μάσον, ύστερα ο Κλωνάρης, ο αντεπίτροπος, ο γραμματέας. Σε λίγο ξαναγυρίζει ο αντεπίτροπος και κάτι λέει στον πρόεδρο. Τότες ο Πολυζωίδης του αποκρίνεται οργισμένα και δυνατά για ν’ ακουστεί: ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Είναι ζήτημα τάξεως εναγόμενον εις τα καθήκοντά μου. Κατά συνέπειαν πράξις δεν γίνεται. Ο Μάσον, που πήρε τις οδηγίες που περίμενε, σηκώνε ται και λέει: ΜΑΣΟΝ: Επιμένω να γίνει πράξις. Το δικαστήριον υποχρεούται ν’ αποφασίσει επί της προτάσεώς μου. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Το δικαστήριον δεν υποχρεούται. Οι δικαστές, ως άνθρωποι έχοντες συνείδησιν, φρονούν ότι πρέπει να συμπληρωθούν τα κενά της κατηγορίας. ΜΑΣΟΝ: Επαναλαμβάνω ότι το δικαστήριον είναι ανε ξάρτητον, όχι όμως και ο επίτροπος. Το πρώτον δίδει λόγον εις τον θεόν, ο δεύτερος εις τους ανωτέρους του. Κατά συνέπειαν ζητώ πράξιν προς ασφάλειάν μου. Καινούργια σιωπηλή διακοπή. Ακολουθάνε διάφορες μικροσυσκέψεις. Ο αντεπίτροπος πλησιάζει πάλι τους δικαστές. Έρχεται κι ο Κλωνάρης. Ο αντεπίτροπος πάει στον Μάσον, κουβεντιάζει μαζί του κι ύστερα ξαναγυρίζει στους δικαστές. «Τό άκροατήριον άθύμως καί μ ’ άγανάκτη460
σιν βλέπει καί άκούει τά τοιαΰτα»1. Τούτη η αναρχία που βασιλεύει στις δικαστικές έδρες δεν μπορεΐ να βαστάξει ατέλειωτα. Πρέπει να βρεθεί μια κάποια συμβιβαστική λύση. Η προϋπόθεση βέβαια γ ι’ αυ τή είναι η αναβολή της συνεδρίασης. Τα «Πρακτικά» γράφουν: «Τέλος είς τάς μυστικάς ομιλίας υπόσχεται ό Επίτροπος ν ’άπαντήση έπί τήν ανριον»2. Ο «Σωτήρας» όμως παρουσιάζει διαφορετικά τα πράματα. Να τι λέει: « Ή έπιμονή τον 'Επιτρόπου νά μή άπαντήση, υποχρέωσε τόν Πρόεδρον νά λύση τήν συνεδρίασιν διά νά σκεφθεΐ, ώς είπεν, ώρίμως τό δικαστήριον». Το μόνο σίγουρο είναι πως έπειτα από τη μυστική συμβιβαστική συμφωνία, ο πρόεδρος σηκώθηκε κι είπε: ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Αναβάλλεται η συνεδρίασις δι’ αύριον με την συνθήκην του αν δεν ομιλήσει ο επίτροπος, να ομιλήσουν οι συνήγοροι. Από τούτα τα λόγια του πρόεδρου γίνεται φανερό πως η μόνη υποχώρηση που έκανε ο Μάσον ήτανε πως την άλλη μέρα θα δήλωνε τελικά αν θ’ απαντούσε ή όχι στους συνήγορους. Ο Πολυζωίδης πάλι ξεκαθάρισε πως δέχτηκε να λύσει τη συνεδρίαση με τον όρο πως, είτε μιλήσει είτε όχι ο επίτροπος, οι συνήγοροι των κατηγορούμενων θα δευτερολογήσουν. Ό τα ν το βράδυ μαθεύτηκε στη μικρή πρωτεύουσα του κράτους πως η συνεδρίαση του δικαστήριου λύθηκε ύστερα από φανερή, μπροστά στο ακροατήριο, διαφωνία του πρόεδρου και του επίτροπου, παρέες-παρέες, στους καφενέδες, στα κρασοπουλειά, κουβέντιαζαν με πάθος τα όσα έτρεξαν, γυρεύοντας ν’ απεικάσουν το τι θ’ ακολου θούσε. Ό χ ι μονάχα οι συγγενείς κι οι φίλοι των δυο στρατηγών, μα κι όλοι όσοι δε βάζανε το συμφέρον πάνω από πατρίδα, παίναγαν το θάρρος του Πολυζωίδη. Οι ξένοι όμως και τα οργανέτα τους λυσσομάναγαν ενάντιά του. 1. «Πρακτικά», σ. 374. 2. Id.
461
Ό σ ο για τον αντιβασιλιά Μάουρερ και τον υπουργό της Δικαιοσύνης Σχινά, το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας το πέρασαν, για να δουν με ποιόνανε τρόπο θ’ ανάγκαζαν, από τη μια, τον Πολυζωίδη να δεχτεί πέρα για πέρα τα όσα υποστήριξε ο Μάσον και, από την άλλη, πώς θα τρομοκρατήσουν τόσο αυτόν όσο και τους άλλους δικα στές, για να βγάλουν καταδικαστική απόφαση.
26 ΤΟΥ ΜΑΗ 1834 Τ ο ύ τη η μέρα, όπου σ ’ αυτή για τελευταία φορά συν«δρίασε το δικαστήριο που δίκασε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, θα μνημονεύεται στα χρονικά της δικαιο σύνης του τόπου μας με δυο τρόπους: ωσάν παράδειγμα αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας κι ωσάν υπόδειγ μα δικαστικής συνείδησης. Αμα ξημέρωσε, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους, τραβώντας για το τζαμί. Σαν άνοιξε η πορτάρα του, χύμηξαν τα πλήθη να μπουν. Σπρώχνουνται, αγωνίζουνται, ποδοπατιούνται. Σε λίγο η αίθουσα γεμίζει ως τα μπούνια. Δε χωράει πια μήτε καρφίτσα. «Τό άκροατήριον» γράφουν τα Π ρ α κ τικ ά «πλήθει υπέρ ποτε πόσης τάξεως άκροατών σωρεύονται συνερχόμενοι είς τό μέγα τούτο οικοδόμημα, τό όποιον είναι χιλιάδων περιεκτικόν, άλλ’ όλίγοι φαί νονται δσους χωρά, ώς πρός τό πλήθος τής συρροής. ΕΙς τό κάθισμα τού ένός 'ίσταντάι τρεις, τέσσαρες, όπίσω, έμπρός. Τό σπρώξιμον, ή συνώθησις άκατάπαυστα άκολουθεΐ, άλλ’ έπιμένουν καταπατούμενοι καρτερικώς»1. I. «Πρακτικά», σ. 374.
462
Ό σ οι δεν μπόρεσαν να μπουν γεμίζουν τη μεγάλη μπροστά στο τζαμί κεντρική ίσαμε σήμερα πλατεία του Αναπλιοϋ και τους γύρω δρόμους. Ας ξανακούσουμε όμως την περιγραφή των «Πρακτικών» με το ιδιότυπο ύφος εκείνης της εποχής: «Τό δέ έκτός πλήθος ώς όταν, όπού πτηνών πολλών φωλεαί φανείς έρπων όφις· φθοροποιός σηκώνει είς τό πτερόν όλα όμοΰ καί συνταράσσει αΰτά, πετώντα καί συμπερικυκλούμενα περί τών τόπον τών φωλεών, ώς διστάζοντα καί φοβούμενα περί τών έαυτών νεοσσών- ούτως τό έκτός πλήθος, συμπεριφερόμενον πέριξ τού Δικαστηρίου έκεϊ, περί τήν μεγάλην τής πόλεως πλατείαν καί τάς πλησίον της άγειάς, σχηματίζεται είς σχήματα πολυειδή, προσομιλοΰν περί τού δεινού, καί φέρον είς πρόσωπον, γραπτήν τήν ταραχήν τής ψυχής καί τόν δισταγμόν, ώς προαισθανόμενον οΙωνούς κακούς περί τής σκηνής καί τών συνεπειών αύτής. 'Ο λό κληρος ή πόλις συγκινεΐται, συστρέφεται έδώ κ’ έκεΐ, ώς θάλασσα κυμαινομένη είς ρεύμα σφοδρόν»1. Κι όσο που ο κόσμος με την ψυχή φουρτουνιασμένη γυρεύει κάτι ν’ ακούσει, για να μαντέψει το τι θ’ ακολου θήσει, αποσπάσματα της χωροφυλακής και γερμανικού στρατού σκίζουν επιδειχτικά τις πλατείες και τα στενά δρομάκια, πιάνοντας όλα τα επίκαιρα πόστα γύρω από το τζαμί. Η ώρα περνάει κι ακόμα δε φαίνουνται να φέρνουν τους κατηγορούμενους. Τέλος, στις 10.30, οι χωροφύλακες, ανοίγοντας με κοντακιές και με βρισιές δρόμο ανάμεσα από τα πλήθη, μπάζουν τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα στο δικαστήριο. Μα ούτε και τότες αρχίζει αμέσως η συνεδρίαση. Περνάει μισή ακόμορ ώρα εκνευριστικής αναμονής για το ακροατήριο που ασφυχτικά γέμισε το I. -Πρακτικά», σ. 374.
463
τζαμί και στις 11 βγαίνουν οι δικαστές από την αίθουσα των διασκέψεων και κάθουνται στις έδρες τους. Ο πρόε δρος χτυπάει το κουδούνι κι αφού καταλάγιασε ο θόρυβος προσκαλάει τον επίτροπο ν’ αναπτύξει πιο πλατιά το κατηγορητήριο, για να φωτισθεϊ καλύτερα το δικαστήριο. Ο Μάσον όμως, όπως γράφει κι ο «Σωτήρας», με την ίδια επιμονή της προηγούμενης μέρας, αρνιέται να το κάνει. Γυρεύει, αντίθετα, επιταχτικά να προχωρήσει το δικαστήριο στην έκδοση της απόφασής του. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Πώς θα συμπληρωθούν τα κενά της κατηγορίας; ΜΑΣΟΝ: Επαναλαμβάνω την χθεσινήν άπάντησιν δεν χρειάζονται περισσότεροι αναπτύξεις. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Τότε δίδω τον λόγον εις τους συνηγό ρους της ύπερασπίσεως, δια να συνεχίσουν τας αγορεύσεις των. ΜΑΣΟΝ, όλο και πιο απότομα: Κύριε πρόεδρε, όταν ο επίτροπος παραιτεϊται του δικαιώματος του ν’ απαντήσει, δε χαίρουν αυτού ούτε οι εγκαλούμενοι, ως εξαρτώμενοι από το δικαίωμα του επιτρόπου. ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ, στον ίδιο οργισμένο τόνο: Εις ζητήμα τα τάξεως της διεξαγωγής των συνεδριάσεων δεν δύνασθε να έχετε γνώμην. Ως πρόεδρος του δικαστηρίου προσκαλώ τον κ. Βαλσαμάκη ν’ αγορεύσει. Και τότες άκου τι ακολούθησε: βάζει ο Μάσον το χέρι του στην εσωτερική τσέπη της ρεντιγκότας του και βγάζει ένα χαρτί. Το ξεδιπλώνει «μετά μειδιάματος ύψίστης αύταρεσκείας» και το δίνει επίσημα και μεγαλόπρεπα στον Πολυζωίδη λέγοντάς του: ΜΑΣΟΝ: Παρακαλώ τον πρόεδρον όπως λάβει γνώσιν του εγγράφου αυτού. Το παίρνει ο Πολυζωίδης, του ρίχνει μια ματιά και χλομιάζει. ΜΑΣΟΝ, με το ίδιο πάντα αυτάρεσκο και ειρωνικό χαμόγελο: Παρακαλώ τον κ. πρόεδρο να διατάξει τον 464
γραμματέα να αναγνώσει την προς το δικαστήριον διατα γήν του υπουργού της Δικαιοσύνης και της σεβαστής Αντιβασιλείας. Ο Πολυζωίδης μένει για λίγο αναποφάσιστος κι έπειτα, ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του, περνάει το έγγραφο στον γραμματέα Ζώτο με την εντολή να το διαβάσει δυνατά. Να τι έλεγε: Άρ ιθ. 4103 ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ή έπί τής Δικαιοσύνης Γραμματεία τής Πρός τό έν Ναυπλίω Δικαστήριον
Επικρατείας
Κοινοποιοϋμεν πρός ύμάς όπισθόγραφον καί σημερινήν ύπ' άριθ. 13672 Βασιλικήν άπόφαοιν πρός οδηγίαν σας. Τήν 25 Μάίου έν Ναυπλίω. Ό έπί τής Δικαιοσύνης Γραμματεύς τής Επικρατείας ΚΟΝΣΤ. Δ. ΣΧΙΝΑΣ
Καμάρωσε τώρα και τ’ οπισθόγραφο: ΟΘΟΝ EAEQ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Άπεφασίσαμεν καί διατάττομεν τά εξής: 1. Ή παρά τοϋ ήμετέρου επιτρόπου τής έπικρατείας παρά τώ ένταϋθα Δικαστηρίω Κυρίου Μάσσωνος γενομένη παραίτησις τοϋ δικαιώ ματος τής άπαντήσεως (replique), κατά τήν έναντίον τοϋ θ. Κολοκοτρώνη καί τών συντρόφων αύτοϋ άνακριτικήν Δίκην, καθώς καί αί παρ' αύτοϋ γενόμεναι προτάσεις, έγκρίνονται παρ'ήμών. 2. Τό έν Ναυπλίω Δικαστήριον είναι κατά νόμους ύπόχρεον ν ' όποφασίση περί τών προτάσεων τούτων τοϋ ήμετέρου Επιτρόπου, καί τήν άπόφασιν ταύτην νά κάμη κατά τούς
465
νομίμους τύπους, συνδιαοκεψάμενον έν συλΑόγββ. Αί παρατηρήσεις τοϋ Προέδρου δέν δύνανται ν' άναγνβρισθοϋν ώς άποφάοεις τοϋ Δικαστηρίου. Η δέ άρνησις τοϋ νά όπαγγείλη τό Δικαστήριον τήν άπόφασιν του, κατά τάς νομίμως διατυπώσεις, περί τών προτάσεων τοϋ ’ Επιτρόπου τής ' Επικρατείας, ήθελεν άποτελέσει τό έν τώ άρθρω 480 τοϋ Ποινικοϋ Νόμου διαλαμβανόμενον πλημμέλημα τής άρνήσεως τής ύπηρεσίας. Τό ϋμέτερον Δικαστήριον θέλει έπομένως άποφασίσει άνυπερθέτως περί έπαναληφθησομένων προτάσεων. Εν περιπτώσει άρνήσεως τά μέλη τοϋ Δικαστηρίου θέλουν καταδιωχθή δικαστικώς, κατά τάς διατάξεις τοϋ Νόμου. 3. Είς τόν ήμέτερον έπί τής Δικαιοσύνης Γραμματέα άνατίθεται ή κοινοποίησις καί έκτέλεσ ις τοϋ παρόντος διατάγ ματος. Έ ν Ναυπλίω τήν 25 Μαΐου (6
Ιουνίου) 1834.
Έ ν όνόματι τοϋ Βασιλέως Ή 'Αντιβασιλεία ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓΚ, ΜΑΟΥΡΕΡ, Ε Ι ΝΤΕΚ
Μόλις τελείωσε ο γραμματέας το διάβασμα της βασιλι κής διαταγής, ο Πολυζωίδης, μην μπορώντας να συγκρο τήσει τα συναισθήματά του, λέει με πνιγμένη φωνή: ΠΟΛΥΖΩ Ι ΔΗΣ: Εφόσον ανώτερα δύναμις διατάττει, το Δικαστήριον χρεωστεί να εκδώσει πράξιν. Ο επίτροπος σηκώνεται ξανά απότομα και με το θράσος του ανθρώπου που νιώθει γερές τις πλάτες του κάνει τούτες εδώ τις παρατηρήσεις στον πρόεδρο του δικαστήριου: ΜΑΣΟΝ: Ό χ ι, κ. πρόεδρε! Δεν διατάττει ανώτερα δύναμις, αλλά ο νόμος, αλλά ο ορθός λόγος. Το δικαστήριον χρεωστεί ν’ αποφασίσει κατά συνείδησιν εις τας προτά σεις μου. Ο Πολυζωίδης, δίνοντας τόπο στην οργή, δεν του αποκρίνεται. Σηκώνεται από την έδρα του και μπαίνει στο 466
δνμάτιο των διασκέψεων, όπου τον ακολουθούν κι οι άλλοι δικαστές. Το ακροατήριο κέρωσε. Ό λ ο ι πια καταλαβαίνουν π ·ς η υπέρτατη εξουσία, περιφρονώντας την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, είναι αποφασισμένη να πάρει τα κεφάλια των δυο στρατηγών. Βάζοντας στην μπάντα τα προσχήμα τα, ρίχνει, φανερά πια, όλο το βάρος της επιβολής της από το μέρος του επίτροπου, γυρεύοντας να συντρίψει την αντίσταση του Πολυζωίδη. « Ό νεώτερος Ποινικός Νόμος» γράφει ο αρεοπαγίτης Β. Πακαδόπουλος «δέν είχε άκόμη τεθή είς πλήρη έφαρμογήν· έν χούτοις καί ή τότε Ισχύουσα Νομοθεσία έτέθη κΛ ά μέρος είς τήν δίκην τοΰ Κολοκοτρώνη καί Πλαπού τα, παρεβιάσθησαν δέ έπίτηδες καί αί στοιχειωδέστεροι άρχαί τής άπονομής τής δικαιοσύνης. Τό κατηγορητήριον οΰτε είς παράβασιν ρητοΰ άρθρου τοΰ Νόμου έστηρίζετο, ούτε κάν σαφές καί ώρισμένον ήτο. Ή ύχεράσπισις έκωλήθη νά έξασκήση τό δικαίωμα πάσης ύπερασπίσεως, έστω καί τοϋ τελευταίου κακούργου. Έφθασαν μέχρι τοΰ νά έκδώσουν Διάταγμα, τό όποιον άπηγόρευσεν είς τούς συνηγόρους νά δευτερολογήσουν, άφοΰ ό είσαγγελεύς Μάσων είχεν εΐπει πολλάς άνακριβείας».
Πρόσεξε και τούτη δω τη λεπτομέρεια: τόσο το διάταγ μα της αντιβασιλείας όσο κι η διαβιβαστική πράξη το* υπουργού της Δικαιοσύνης έχουνε ημερομηνία 25 του Μάη, δηλαδή γράφτηκαν το προηγούμενο βράδυ της τελευταίας συνεδρίασης. Θα μπορούσαν λοιπόν μια χαρά να σταλθούν στον πρόεδρο του δικαστή ριου. Κι όμως το καταπληχτικό αυτό διάταγμα, που καταργούσε το ανεπη ρέαστο της δικαιοσύνης, φοβερίζοντας με καταδιώξεις τους δικαστές, βρίσκεται στην τσέπη του επίτροπου! Η υπέρτατη εξουσία όχι μονάχα δε γύρεψε να κρύψει τον παρεμβατισμό της, μ’ αντίθετα θεατρικά τον υπογράμμισε, θέλοντας έτσι να τρομοκρατήσει και τους δικαστές, και τους συνήγορους, και το λαό. 467
« Ό Μάουρερ» γράφει ο Τερτσέτης «ήτον χυμένος είς to καλούπι τών παλαιών νομοθετών, τών ήγεμονίας θεμε λιωτών. "Ηθελε νά στήσει παράδειγμα τρόμου παντοτινό έναντίον είς όποιονδήποτε έχθρόν τής βασιλείας τοΰ 'Οθωνος»'.
Μέσα στην ατμόσφαιρα τρόμου που γύρευε να δημιουρ γήσει ο Μάουρερ για να πετϋχει τους σκοπούς του, βρίσκεται και τούτο δω το περιστατικό που μας τ’ ανιστοράει κι αυτό ο Τερτσέτης: « Ά π ό τά ψηλά παράθυρα τοΰ Ναυπλίου, δύο τρεις ήμέρες πρίν τής ήμέρας τής άποφάσεως, είχαν ίδεϊ θεαταί τόν δήμιον νά ταιριάζει τά ξύλα τής γκιλοτίνας καί νά τροχίζει τό φονικόν φάσγανον»2.
Και μια και το ’φερε η κουβέντα, σου λέω πως η γενιά του Εικοσιένα λογάριαζε το θάνατο από τούτη του διαβό λου τη μηχανή που κουβάλησαν οι ήμεροι Ευρωπαίοι για να κόβουν τους άγριους Ελληνες, σαν τον πιο φριχτό και το επάγγελμα του δήμιου σαν το πιο ατιμωτικό. « Ή λαιμητόμος έχαρακτηρίζετο», γράφει ένας Βαβαρός, «ώς μηχανή σφαγέων καί δ δι'αύτής θάνατος δ πλέον Επονείδι στος»3. Γ ι’ αυτό για πολλά χρόνια οι τζελάτηδες κι οι μπόγηδες, καθώς ονόμαζε τους δήμιους ο λαός, στέκονταν ξένοι κι ο πρώτος απ’ αυτούς, τον καιρό της δίκης του Κολοκοτρώνη, ήτανε Φραντσέζος από τη Μασσαλία. Τόσο μίσος έτρεφε γ ι’ αυτούς ο λαός, που όχι μονάχα αρνιόταν να ’χει την παραμικρή δοσοληψία μαζί τους, μα και πολλούς τους. ξέκανε. Ό τα ν ένας καφετζής στο Μεσολόγγι έμαθε πως ο ξένος μουστερής που ήπιε καφέ στο μαγαζί του ήτανε τζελάτης, άρπαξε το κουπάκι και το ’σπάσε καταγής μην πιει άλλος απ’ αυτό και μολεφτεί4. 1. 2. 3. 4.
Γερτσέτη «Ά παντα — Αθανάσιος Πολυζωίδης», τ. γ", σ. 312. Id. σ. 313. Νέζερ op. oil. σ. 137. Id. σ. 138.
468
Κι ο Θουβενέλ, πρεσβευτής της Γαλλίας στην Αθήνα τον καιρό του Όθωνα, γράφει πως «δε βρίσκανε δήμιο, για τον απλοϋστατο λόγο πως μόλις φέρνανε έναν απόξω οι Έλληνες μεμιάς τον σκότωναν»1. Μονάχα πολύ πιο αργά μπόρεσε το κράτος να βρει ντόπιους μπόγηδες από θανα τοποινίτες που τους χάρισε τη ζωή με τον όρο να γίνουνε επίσημοι φονιάδες. Για να τους προστατέψει από τη λαϊκή περιφρόνηση κι οργή, τους έδωσε για κατοικία τους το Μπούρτζι του Αναπλιού, που τώρα το κάναμε ξενοδοχείο πολυτελείας. Έπειτα από τούτη την παρένθεση που φανερώνει τα αισθήματα ανθρωπιάς και λεβεντιάς του λαού μας, ξαναγυρίζουμε στην αφήγησή μας. Οι δικαστές μείνανε στην αίθουσα των διασκέψεων λίγα μονάχα λεπτά κι έπειτα ξαναγυρίζουν στις έδρες τους. Ο γραμματέας διαβάζει τούτη δω την απόφασή τους: Αριθ. 448 Τό έν Ναυπλίω Δικαστήριον Άκοϋσαν τόν παρά τώ Δικαστηρίφ τούτω ‘Επίτροπον τής Έπικρατείας, όστις παραιτεϊται τοϋ δικαιώ ματος τής έπαναλήψεω ς, τό όποιον τώ χορηγείται ύπό τής έν χρήσει έγκληματικής Δικονομίας- άκοϋσαν τά ς παραστάσεις τών συνηγόρων τών έγκαλουμένων: 1. Παραδέχεται τήν πρότασιν τοΰ Επιτρόπου τής Έπικρατείας. 2. Έλλειπούσης τής έπαναλήψεως έκ μέρους τοϋ Επιτρόπου τής Έπικρατείας, παύει έπομένως καί ή άνταπάντησις τών έγκαλουμένων θ. Κολοκοτρώνη καί Δ. Πλαπούτα. 3. Τό Δικαστήριον θ έλει προχωρήσει άμέσως είς τήν εκδοσίν τής άποφάσεως περί τής ούσίας τής ύποθέσεως. Ό Πρόεδρος Α. ΠΟΑΥΖΟ'Ι ΔΗΣ Οί δικασταί Δ. Κ. ΣΟΥΤΣΟΣ, Α. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Φ. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ, Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ Ό γραμματεύς X. Ζώτος I. Thouvenel «La Grece du roi Othon», σ. 37.
469
Καθώς βλέπεις, το δικαστήριο επεκύρ«σε τη διαταγή της αντιβασιλείας, δίνοντας δίκιο στον επίτροπο. Ό τα ν σκεφτεί κανείς πως τούτη η απόφαση πάρθηκε «εντό$ πέντε λέπτών», όπως γράφουν τα «Πρακτικά», γίνεται φανερό πως τόσο ο Πολυζωίδης όσο κι ο Τερτσέτης λογάριασαν πως ήταν μάταιο ν' αντιταχθούν και πως τον αγώνα να σώσουν τα κεφάλια των στρατηγών, έπρεπε πια να τον έδιναν στη συζήτηση που θ’ ακολουθούσε για την καταδίκη τους ή την αθώωσή τους. Μόλις ο γραμματέας διάβασε την απόφαση, ο πρόεδρος, μέσα στον εκνευρισμό του για την επέμβαση της εκτελε στικής εξουσίας, κλείνει την αποδειχτική διαδικασία, χωρίς να κάνει «επιτομή των συζητήσεων», όΛως συνηθι ζόταν τότες. Την παράλειψή του αυτή τη χτύπησε αργότε ρα η «Αθηνά», λέγοντας πως έχασε την τελευταία ευκαι ρία που του δινόταν να υπογραμμίσει δημόσια τις αδυνα μίες της ανάπτυξης του κατηγορητήριου από τον Μάσον. Τα μόνα λόγια που είπε στάθηκαν τούτα δω: Π Ο Λ Υ Ζ Ω Ι ΔΗ Σ : Εντός ολίγου θα εκδοθεί η απόφασνς. Κατέβηκε από την έδρα του και τράβηξε στο δωμάτιο των διασκέψεων, όπου τον ακολούθησαν κι οι άλλοι δικαστές. Η ·ρ α ήταν 1 από το μεσημέρι. Δίνεται διαταγή ν’ αδειάσει το ακροατήριο την αίθονσα του δικαστή ριου. Ο κόσμος, με μαύρους στοχασμούς, ξεχύνεται και πλημμυράει την πλατεία. Και να, βλέπει να βγάζουν από το τζαμί οι χωροφύλακες δεμένους τους δυο ήρωες, για να τους πάνε πίσω στα μπουντρούμια του Ιτς Καλέ. Ραγίζουν οι καρδιές. Μα τους κοιτάνε αμίλητοι, καθώς η μικρή πολιτεία πια στρατοκρατιέται. Ολόκληρη η βαβαρέζικη φρουρά, με το ιππικό και το πυροβολικό, κι ολόκληρη η δύναμη της χωροφυλακής έχουνε πιάσει όλα τα πόστα και δυνατές περίπολες επιδειχτικά ανεβοκατεβαίνουν. Κι όπως τους γύριζαν στη φυλακή, ο Κολοκοτρώνης είδε, καθώς γράφει ο Τερτσέτης, «τό τρομερότερο θέαμα ώς 470
παραλογιά όνείρον, είδε Ανεβαίνοντας τόν άνήφορο τοΰ Ίτς Καλέ τό δήμιο νά τροχίζει τό σίδηρο, πού εμελλε νά πάρει τήν κεφαλή του καί τοΰ έξαδέλφου του». Κι επειδής ο Τερτσέτης φοβάται μην τυχόν δεν τον πιστέψουν, λέει: «Είναι ιστορι κό»1. Το πλήθος που βγήκε από το δικαστήριο δεν αποτραβήχτηκε στα σπίτια του, μα εκεί, στις πλατείες και στα στενοσόκακα, κάτι κολάτσισε στο πόδι, καρτερώντας ν ’ ακοϋσει την κρίση. Οι ώρες όμως πέρναγαν και το τζαμί έμενε πάντα κλειστό, απόδειξη πως το δικαστήριο δεν είχε πάρει ακόμα απόφαση. Και τότες, κατά τις 4 τ’ απόγεμα, χωρίς κανείς να ξέρει πώς, διακλαδώθηκε από τη μια στην άλλη άκρη του Αναπλιοϋ η φήμη πως διαφώνησαν οι δικαστές. Κι η τέτοια φήμη ήτανε πέρα για πέρα σωστή. Ας πάμε λοιπόν κι εμείς στην αίθουσα των δικαστών να δούμε το τι γίνηκε.
ΟΥΤΕ ΔΥΟ ΓΑΤΟΙ... Ο τ α ν οι δικαστές αποτραβήχτηκαν να συσκεφθοϋν για να βγάλουν την απόφαση, ο πρόεδρος Πολυζωίδης, γυ ρεύοντας να ειπωθεί πρώτη η αθωωτική γνώμη, με την κρυφή ελπίδα κάποιος να επηρεαστεί, έδωσε το λόγο στον Τερτσέτη. Ο Τερτσέτης έβγαλε τότες από την τσέπη του μερικές κόλλες κι άρχισε να διαβάζει τις σκέψεις που, καθώς είπε, έριξε στο χαρτί όταν τέλειωσε η αποδειχτική διαδικασία και σχημάτισε οριστική κι ευσυνείδητη πεποί θηση. Ο περιβόητος εκείνος «Σωτήρας» μνημονεύει με τούτον εδώ τον τρόπο το περιστατικό: I. Γερτσέτη «Ά καντα — Επιλεγόμενα εις το υχόμνημα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», τ. γ , σ. 240-241.
471
«Μόλις ήρχισε τό συμβούλιον, καί εις τών δικαστών, ό κ. Γ. Τερτσέτης, έξάγει άπό τόν κόλπον του σχέδιον άθωωτικής άποφάσεως, ήτοιμασμένον, ώς φαίνεται, πρό ήμερών, καί έπιδιωρθωμένον άπό άλλον»1.
Αυτός «ο άλλος», που είχε τάχατες διορθώσει το κείμενο της «αθωωτικής απόφασης», ήτανε ο... πρόεδρος του Συμβουλίου των Γραμματέων, δηλαδή ο πρωθυπουρ γός τότες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος! Μα για τούτο το περιστατικό, που στέκεται μια «γουστόζικη» ιστορία, θα σου μιλήσω παραπέρα. Ο «Σωτήρας», στο ίδιο αυτό φύλλο του, κατηγοράει τον Πολυζωίδη πως «έν φ ό κύριος Τερτσέτης άναπτύσσει τούς λόγους, είς τούς όποιους έπιστηρίζει τήν άθωωτικήν άπόφασίν του, ό Πρόεδρος, δστις δίδει πάντοτε τελευταίος τήν γνώμην του, δέν λείπει με διακεκομμένος λέξεις καί φράσεις νά υπο στήριξή τήν γνώμην τοΰ συναδέλφου του»2.
Αυτές οι «σκέψεις» του Τερτσέτη σώθηκαν. Τις τύπωσε ο ίδιος στο βιβλιαράκι που έβγαλε τότες με την απολογία του. Είναι χωρισμένες σε τέσσερα κεφάλαια: 1. Για το έγκλημα της ληστείας, 2. Για τον εμφύλιο πόλεμο, 3. Για την αναφορά στον Τσάρο και 4. Για την αναφορά στον βασιλιά της Βαβαρίας. Από τούτες τις «σκέψεις» του Τερτσέτη, που θα βαρέναμε με πολλά νομικά το βιβλίο μας, αν τις μνημονεύαμε ολόκληρες, δημοσιεύουμε μονα χά το τέλος τους με τα συμπεράσματά του: Τέλος πάντων, παρατηρώ δτι τέσσαρα έγκλήματα προ σάπτονται είς τούς Εγκαλουμένους, δτι Εκαστον τούτων, έάν ήτον άληθές, ήθελε φέρει τήν άνατροπήν τών καθε στώτων καί συγχύσει τήν εύταξίαν τοΰ Βασιλείου. "Οτι είς τοιαΰτα έγκλήματα, ό δικαστής πρέπει νά Εχη 1. -Σωτήρ», αρ. 39 — 31.5.1834. 2. Id.
472
ώς βάσιν τήν Αλήθειαν τοΰ έγκλήματος έν γένει, τήν άλάνθαστον άπόδειξιν τών αύτουργών έγκληματιών καί τάς περιστατικΑς Αποδείξεις, αίτινες αυξάνουν τόν χαρα κτήρα καί τόν βαθμόν τοΰ έγκλήματος καί τό κατασταίνουν πλέον βαρύ. 'Ο τι δσον βαρύτερον τό Εγκλημα, δσον τρομεραί καί Αθεράπευτοι αί συνέπειαι τής άποφάσεως, τόσον τό νομικόν κριτήριον καί ή συνείδησις τοΰ δικαστοΰ πρέπει νά πεισθώσι περί τής βεβαιότητος τής έγκληματικής πράξεως. Ό τ ι είς τήν προκειμένην κατηγορίαν περί αύτών τών τεσσΑρων έγκλημΑτων λείπει ή άπόδειξις τοΰ έγκλήματος έν γένει, λείπουν αί Αποδείξεις είς βάρος τών έγκαλουμέ νων καί δέν ύπάρχουν είμή μόνον τΑ περιστατικά, Ατινα είναι χαρακτήρος καί βαθμοΰ μή ίκανοΰ, ώστε ν’ Αποδεί ξουν τό Αρχικόν (principal) Εγκλημα. Προσέτι δέ, έξησθενίσθησαν καί έξουδενίσθησαν Από τΑς Αποδείξεις τής ύπερασπίσεως.
"Οταν ο Τερτσέτης τελείωσε, ο Πολυζωίδης προσκάλεσε τον δικαστή Α. Βούλγαρη να πει τη γνώμη του. Ο Βούλγαρης, δίχως ν’ αντικρούσει τα επιχειρήματα του Τερτσέτη, είπε, με μεγάλη συντομία, πως από την αποδει χτική διαδικασία πείσθηκε απόλυτα για την ενοχή των κατηγορουμένων ταιριαστά με το κατηγορητήριο. Έπειτα απ’ αυτόν οι δυο άλλ!οι δικαστές, ο Φωκάς Φραγκούλης κι ο Δ. Σούτσος, γαμπρός του υπουργού της Δικαιοσύνης Σχινά, χωρίς να δικαιολογήσουν καθόλου την απόφασή τους, λένε πως συμφωνάνε πέρα για πέρα με τη γνώμη του Βούλγαρη. —Ναι, είπανε, οι δυο στρατηγοί είναι ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Από εκείνη τη στιγμή «ή παρά τοΰ νόμου άπαιτουμένη πλειοψηφία είχε σχηματισθεϊ»'. Τρεις καταδικαστικές ψή φοι, δυο αθωωτικές. Τι απόμενε στον πρόεδρο Πολυζωίδη και στον Τερτσέτη να κάνουν; Ο πιο εύκολος δρόμος I. ..Σωτήρ», αρ. 39 — 31.5.1834.
473
ήτανε να πλύνουν, όπβς ο Πόντιος Πιλάτος, τα χέρια τους. —Εμείς, μπορούσαν μια χαρά να πουν, έχουμε από δω και πέρα τη συνείδησή μας ήσυχη· δώσαμε αθωωτική ψήφο. Η θέληση όμως της πλειοψηφίας στάθηκε αντίθε τη. Σύμφωνα με την τάξη, υποταχθήκαμε σ’ αυτή. Μα όχι, κανείς από τους δυο δεν έπλυνε τα χέρια του, όπως ο Πόντιος Πιλάτος. Αδιαφορώντας για καθετί, ρίχτηκαν μ’ όλη τη θέρμη της ψυχής τους να σώσουν τους δυο ήρωες του Εικοσιένα — να σώσουν την υστεροφημία της δικαιοσύνης του τόπου μας από ’να τέτοιο έγκλημα. « Ό πρόεδρος μετά τοΰ κ. Τερτσέτη» λέει ο Σωτήρας «άρχίζουν ν’ άντικρούουν τή γνώμη τής πλειοψηφίας. Ό κ. Τερτσέτης μάλιστα μετεχειρίσθη τά πλέον θεατρικά τής φωνής καί τοΰ σώματος σχήματα, παρακαλών τούς συνα δέλφους του νά μή δώσουν ψήφον κατά τών έγκαλουμένων»1. Ο Τερτσέτης όχι μονάχα δεν τ’ αρνιέται πως γύρεψε, μ’ όλους τους τρόπους, να τους συγκινήσει, μα στην απολογία του περηφανεύεται γι’ αυτό. —Ναί, παραδέχτηκε, ίκλαυσα ένώπιον τών τριών... Ή έντολή «ού φονεύσεις» μ’ έφόβιζεν Απαρηγόρητα, έπειδή φόνος Ασυγχώρητος είναι ό άδικος Αποκεφαλισμός Ανθρώ που. Ναί! σχεδόν έγονάτισα, φιλώντας τά χέρια τών τριών2. Μα όλα πήγαν χαμένα — κι οι παρακλήσεις, και τα επιχειρήματα, και τα δάκρυα. Οι τρεις άλλοι δικαστές μένουν ψυχροί κι αμετάπειστοι — προτιμάνε, από τη δόξα που απόχτησαν ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, να μείνουν, όπως τόσοι άλλοι πριν κι έπειτα απ’ αυτούς, δικαστές σκοπιμότητας. 1. ■■Εωτήρ», αρ. 39 — 31.5.1834. 2. Τερτσέτη -Ά π α ντα — Απολογία», τ. γ", σ. 278-279.
474
—Με τέτοια αποδεικτικά, τους φβνάζει για μια στιγμή ο Τερτσέτης, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται σε θάνατο! Τίποτα... Ή ταν από τους ανθρώπους που δεν έχουν ανάστημα να το ορθώσουν ενάντια στην εξουσία. 'Οταν ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης είδανε πως δ* στεκόταν τρόπος ν’ αλλάξουν τη γνώμη κανενός από τους τρεις άλλους δικαστές και να πετύχουν έτσι μια αθωωτική απόφαση, κάνανε έναν καινούργιο ελιγμό. —Ας βρούμε, είπανε, μια συμβιβαστική λύση. Να θυσιάσετε εσείς τη γνώμη σας, να θυσιάσομε κι εμείς τη δική μας. Ημπορεί να είμεθα γελασμένοι εις την γνώμην μας και εμείς και εσείς. Ας ωφεληθούμε λοιπόν από το άρθρο 135 της Εγκληματικής Διαδικασίας δια να αναβάλομεν την απόφασιν. Η αναβολή θα διευκολύνει την έρευνα και την εύρεσιν της αλήθειας. Το άρθρο 135 που επικαλέσθηκαν έλεγε πως «άν, άφοΰ τελειώση ή έξέτασις, άνακαλυφθή καί άλλος σοναίτιος, ή άκόφασις άναβάλλεται έως δτου έξετασθή καί αύτός». —Στις φυλακές, πρόσθεσαν, βρίσκονται κλεισμένοι πολλοί άλλοι, τους οποίους ο επίτροπος θεωρεί ως συνε νόχους των δυο στρατηγών. Κατά συνέπειαν, το ορθόν «ϊναι να γίνει νέα δίκη με όλους τους κατηγορουμένους. Η πρόταση του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη στάθηκε ξυπνή. 'Εδινε την ευκαιρία στους άλλους τρεις να βρουν μια κάποια διέξοδο- να υποχωρήσουν, χωρίς να μπορούν να τους κατηγορήσουν τ’ αφεντικά τους πως δώσανε αθωωτική ψήφο. Με την αναβολή κερδιζόταν καιρός για να σωθεί η ζωή των δυο στρατηγών. Μα ούτε κι αυτό το δέχτηκαν ο Βούλγαρης, ο Φραγκού λης κι ο Σούτσος. —Παρεξηγείτε το νόμο, απάντησαν. Δια της λέξεως «εξέτασις» ο νομοθέτης εννοεί τα έργα του εξεταστικού δικαστού (του ανακριτή) και όχι το τέλος της ακροαματι κής διαδικασίας. Ο Πολυζωίδης αφού αντέκρουσε την άποψή τους, λέγοντας πως στέκεται ολοφάνερο πως ο νομοθέτης παρα 475
χωρεί, με το άρθρο 135, τη δυνατότητα «εις το δικαστήριον να αναβάλλη την απόφασιν», μπήκε στην ουσία. —Ας υποθέσομε, είπε, ότι καταδικάζομεν εις θάνατον τους δύο εγκαλουμένους και μετά ταϋτα ακολουθεί η δίκη των υπολοίπων κρατουμένων ως συνενόχων των και αυτοί αθωώνονται. Ποια θα είναι τότε, απέναντι της ιστορίας, η ιδική μας ευθύνη; Εφόσον η απόφασίς μας θα είναι ζωής ή θανάτου δια δύο εκ των πρωτεργατών της ελευθερίας μας, σε τι θα έβλαπτε η προσωρινή αναβολή; Μία νέα δίκη με όλους τους συγκατηγορούμενους, θα μας έπειθε αν πραγ ματικά είναι ένοχοι ή αθώοι. Τότε, μ’ ελαφράν την συνείδησιν, θα ηδυνάμεθα να εκδόσομε οποιανδήποτε απόφασιν. Ά δικα έχανε τα λόγια του. Οι τρεις όχι μονάχα δεν κάνουν την παραμικρή υποχώρηση, μα βγαίνουν στην αντεπίθεση. —Αν κι είσαστε μειοψηφία, φωνάζουν στον Πολυζωίδη και στον Τερτσέτη, γυρεύετε να μας υπαγορεύσετε τη γνώμη σας. Ακολούθησε, καθώς λέει ο Σ ω τή ρ α ς, «δυσάρεστος λογομαχία μεταξύ τών μελών τοϋ Δικαστηρίου». Η πλειοψηφία τέλος αρνιέται κάθε άλλη συζήτηση και καταπιάνεται να συντάξει την απόφαση. Ό πω ς θα δεις παραπέρα, όταν θα τη δημοσιέψουμε, αυτή όχι μονάχα πιάνει κάμποσες κόλλες χαρτί, μα κι ανατρέχει σε πολλές μαρτυρικές καταθέσεις, για να βρει επιχειρήματα. Στέκεται φανερό πως μέσα σ' εκείνη την ατμόσφαιρα των αντεγκλήσεων και στα χρονικά διαστήματα που απόμεναν στεκόταν αδύνατο να συνταχθεί, αν δεν ήτανε, βασικά τουλάχιστο, διατυπωμένη από πριν. Αφού λοιπόν οι τρεις δικαστές της πλειοψηφίας τη συμπλήρωσαν, καταδικάζοντας σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, προσκάλεσαν τη μειοψηφία να την υπογράψει. —Δια να σας υποβοηθήσομε, τους λένε, να την υπογρά ψετε, προέβημεν εις σημαντικός παραχωρήσεις· εκρίναμεν τους καταδικασθέντας άξιους της βασιλικής χάριτος και 476
ζητούμεν την αναβολήν της εκτελέσεως της ποινής μέχρι της περί χάριτος αιτήσεως. Τούτη η παραχώρηση που αναγκάστηκαν να κάνουν, όσο σημαντική από μια πρώτη ματιά κι αν (ραίνεται, δε θα ’σωνε τους δυο στρατηγούς. Παραλίγο γλίτωσαν τα κεφάλια τους, καθώς θα δούμε, ακόμα και δίχως τις υπογραφές του πρόεδρου και του Τερτσέτη. Αφού ο Πολυζωίδης διάβασε την απόφαση που σύνταξαν οι τρεις δικαστές της πλειοψηφίας, τους λέει κοφτά και ξάστερα. —Θεωρώ την απόφασίν σας εντελώς άδικον. Δεν στηρί ζεται εις τας δημοσίως διεξαχθείσας αποδείξεις, αλλά επί ψευδεστάτης βάσεως. Είναι αντίθετος της κοινής γνώμης, κρίσεως και πεποιθήσεως. Και αποτελεί προσβολήν και αυτού του ιερού ονόματος της αληθείας. Οι τρεις δικαστές θυμίζουν στον Πολυζωίδη πως είναι υποχρεωμένος να υποταχθεί στη θέληση της πλειοψηφίας και να υπογράψει την απόφαση. Ο Πολυζωίδης όμως είναι πια αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα, δημιουργώ ντας, αφού δεν απομένει άλλη διέξοδος, ακόμα και πραξι κόπημα. —Την απόφασίν σας, ξαναλέει μ’ οργή και πάθος, τη θεωρώ όχι μόνον άδικον ως ατιμάζουσαν άνδρας αθώους και ενδόξους, αλλά και επικίνδυνον ως κηλιδούσαν από τοϋδε τα δικαστήρια της νέας βασιλείας, με την ασέβειάν της προς την αλήθειαν και την δικαιοσύνην. —Κύριε πρόεδρε, του λένε για κάθε απάντηση, σας προσκαλούμε δια τελευταίαν φοράν να υπογράψετε, ως έχετε υποχρέωσιν, την απόφασίν. —Αρνούμαι ρητώς, τους αποκρίνεται, και να υπογράψω και να απαγγείλω τοιαύτην επονείδιστον απόφασίν. Δεν τους απομένει παρά να πείσουν τον Τερτσέτη να την υπογράψει. —Ελπίζομε, του λένε, πως εσείς τουλάχιστον δεν θα θελήσετε ν ’ ακολουθήσετε τον πρόεδρον εις την αυθαιρε σίαν του και θα υπογράψετε, ως έχετε άλλωστε υποχρέω477
σιν, την απόφασίν μας. Σας υπενθυμίζομε πως τυχόν άρνησίς σας αποτελεί κολάσιμον πράξιν τιμωρούμε νην υπό του νόμου. —Ποτέ, όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι, δε θα γ ίν ·, τους λέει ο Τερτσέτης, συνεργός δικαστικού εγκλήματος.
ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΗ ΣΕ ΣΕΝΑ, ΕΠΙΤΡΟΠΕ!
Οι ΤΡΕΙΣ δικαστές, μπροστά στην ακαρτέρευτη άρνηση του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη να υπογράψουν την απόφαση της πλειοψηφίας, αποτραβιούνται σε μια γωνιά της αίθουσας να δουν το τι τους απομένει να κάνουν. Αποφασίζουν στο πραξικόπημά τους ν’ απαντήσουν μ’ άλ λο πραξικόπημα. Να φωνάξουν τον επίτροπο Μάσον και να του ζητήσουν... να υποχρεώσει τους δικαστές που μειοψηφούσαν να υπογράψουν την απόφαση. « Έκάλεσεν (η πλειοψηφία) είς έπικουρίαν τόν ‘Επίτρο πον Μάσσωνα» γράφει ο Κανδηλώρος «δστις καίτοι έπιτηρητής τής έφαρμογής τών Νόμων, παρ’ δλους τούς κανόνας τής εύπρεπείας καί τάς έπιταγάς τοΰ καθήκοντος, "ιστατο δπισθεν τής θύρας τών διασκέψεων καί ώς ό ϊσχατος τών ώτακουστών παρηκολούθει έναγωνίως καί άπό ώρών τάς έν κρυπτώ καί παραβύστφ έξελισσομένας μεταξύ τών δικαστών σκηνάς»1.
Κι ο Μάσον, ο σοφός και δίκαιος άνδρας της Ευρώπης, μήτε στιγμή διστάζει να παραβιάσει το απόρρητο των συζητήσεων των δικαστών. Μπαίνει στην αίθουσα των διασκέψεων κι αρχίζει να πιέζει τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη να υποταχθούν στην απόφαση της πλειοψηφίας. —Κύριε επίτροπε, του λέει για κάθε απάντηση ο ΠολυI. Κανδηλύρου op. cil. σ. 239-240.
478
ζωίδης, σας υπενθνμΐζ· ότι ο νόμος ρητώς απαγορεύει την παρουσίαν οιουδήποτε, εκτός των δικαστών, εις την αίθουσαν των συνδιασκέψεων. Η ανάμιξίς σας εις τας συζητήσεις μας αποτελεί βαρύ παράπτωμα και σκάνδαλον. Ο Μάσον, έπειτα από τις παρατηρήσεις του πρόεδρου που ειπώθηκαν ξερά και κοφτά, συνέρχεται, βγαίνει, μα σε λίγο νάτος, ξανάρχεται! Κρυφομιλάει στον Σούτσο κι έπειτα στον Τερτσέτη, γυρεύοντας να τον καταφέρει να πάει με το μέρος των τριών άλλων δικαστών. Μπροστά στο θράσος του, ο Πολυζωίδης πια δε συγκρατιέται. Με τον αφρό της οργής στο στόμα του φωνάζει: —Καταισχύνη! Καταισχύνη σε σένα, επίτροπε! Τι έρχε σαι κάθε στιγμή στο συμβούλιο και πότε κρυφομιλείς με τον Σούτσο και πότε με τον Τερτσέτη; Είμαι πρόεδρος et je suis jaloux, του λέει γαλλικά, de la dignite et de Γ independance du tribunal! (και περί πολλού ποιούμαι την αξιοπρέπειαν και την ανεξαρτησίαν του δικαστηρίου!) Αποφάνηκε πια πως δεν ήτανε τρόπος να συμφωνήσουν τα δυο μέρη. Και τότες, «μετά τεσσάρων ώρών διαφιλονεικήσεις»1 στις 5 τ’ απόγεμα, η πλειοψηφία στέλνει στον υπουργό της Δικαιοσύνης Σχινά την απόφαση που είχε συντάξει, με σημείωμά της πως η μειοψηφία αρνιέται να την υπογράψει. Σύγκαιρα ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης στέλνουν κι αυτοί στον Σχινά, με τον γραμματέα του δικαστή ριου, τον Ζώτο, τούτο δω το υπόμνημα: Τά δύο μέλη τού έν Ναυπλίω Δικαστηρίου, ό Πρόεδρος Ά . Πολυζωίδης καί Γ. Τερτσέτης, συνελθόντα ϊν α άποφασίσωσι καί δικάσωσι περί τής κατηγορίας τοϋ Επιτρόπου τής Έπικρα τεία ς κατά τοϋ θ. Κολοκοτρώνη καί Δ. Πλαπούτα, ώς ένόχων τών έν τώ άρθρω 2 § Α ' καί Γ ' τοϋ έγκληματικοϋ Απανθίσμα το ς καί έν τώ άρθρω 2 τοϋ άπό 9/21 Φεβρουάριου 1833 Β. Διατάγματος διαλαμβανόμενων έγκλημάτων. θεωρήσαντα δτι άπό τάς έξετά σ εις τών μαρτύρων, άπό τήν I. -Σω τήρ., (ψ. 39 -
31.5.1834.
479
πρόοδον τής δίκης καί άπό τήν κατηγορίαν τοϋ Επιτρόπου τής Έπικρατείας έξά γεται καί υποτίθεται ή ϋπαρξις καί άλλων μέ τούς έγκαλουμένους συναιτίων τών είς αύτούς προσαπτομένων έγκλημάτων. θεωρήοαντα, δτι είναι είς ένέργειαν τό 135 άρθρον τής Εγκληματικής Διαδικασίας, τό όποιον λέγει δτι: «άν, άφοϋ τελειώ σ ει ή έξέτασ ις, άνακαλυφθή καί άλλος συναίτιος, άναβάλλεται ή άπόφασις, έως ότου έξετασ θή καί αύτός». Ό τ ι ή θελεν είναι μία προφανής παράβασις τοϋ νόμου τό νά παραβιαοθεϊ τό είρημένον άρθρον. θεωρήοαντα, ότι ό σκοπός τών έγκληματικών συζητήσεων είναι ή άνακάλυψις τής αλήθειας- αϋτη δέ έξά γεται άκριβέστερον άπό τό σύνολον τής ύποθέσεως, όσον άφορά τόσον τά ύπέρ, όσον καί- τά κατά τών έγκαλουμένων. θεωρήοαντα, δτι αί πράξεις τών συναιτίων προτείνονται είς τήν προκειμένη κατηγορίαν διά νά έπιβαρύνωσι καί νά καταδικάσωσι τούς έγκαλουμένους, οι νομιζόμενοι δέ οϋτοι συναίτιοι δέν φαίνονται είς τήν παρούσαν δίκην κατά τήν έννοιαν τοϋ είρημένου άρθρου τής διαδικασίας. θεωρήοαντα, ότι τά άποτελέσματα τής παραβιάσεως τοϋ άρθρου τούτου ήθελαν είσθαι ολέθρια’ διότι καθενός πολίτου ή ϋπαρξις καί ή έλ ευθερ ία ήθελαν κινδυνεύει διά πταίσμα καί έμπλοκήν άτόμων, μή καλουμένων ν ' άθωωθοϋν καί άποπλύνουν τήν εις αύτά προσαπτομένην έγκληματικότητα. θεωρήοαντα, τό νόμιμον καί σωτήριον τοϋ άρθρου τούτου, τό όποιον ύπεβάλαμεν καί είς τούς λοιπούς τρ εις συνδικαστάς μας, πριν προοδεύσωμεν είς τήν έκδοοιν οριστικής άποφάσεως. Νομίζομεν καθήκον ϊερόν μας, ώς διερμηνευταί τοϋ Νόμου καί τοϋ Σεπτού Βασιλέως μας, καί μήν άποβλέποντες είς άλλο παρά είς τήν άνακάλυψιν τής άληθείας, καί είς τά μέσα τ ' άσφαλίζοντα τήν άτομικήν καί τήν κοινωνικήν έλευθερίαν, νομίζομεν - λέγομεν - καθήκον μας ϊερόν τό νά μή παραβώμεν τό άρθρον τούτο καί νά μήν άποφασίσωμεν όριστικήν καί θετικήν άπόφασιν περί τής προκειμένης ύποθέσεως, στοχαζό-
480
μενοι, έκτος τών είρημένων αΐτιολογημάτων, καί τήν προογενομένην έν τεϋθ εν βλάβην είς άτομα μή έγκαλούμενα. Έν Ναυπλίω τή 26 Μα'ιου 1834 Αθ. ΠΟΛΥΖΩΊ ΔΗΣ Γ. ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ
Η περιέργεια κι η παραζάλη του κόσμου που από τόσες ώρες στριμωχνόταν όξω από το δικαστήριο, είχανε πια φτάσει στο κορύφωμά τους έπειτα από τις φήμες που ασταμάτητα διακλαδώνονταν. Και να, βλέπει απορώντας να βγαίνουν από το τζαμί οι δικαστές χωρισμένοι σε δυο παρέες- στη μια ο Βούλγαρης, ο Σούτσος κι ο Φραγκού λης, στην άλλη ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης. Η πρώτη, που είχε την υποστήριξη της εξουσίας, περπάταγε με το κεφάλι σκυφτό. Η άλλη, που είχε την έγκριση της ιστορίας, έσκισε το πλήθος με ψηλά το μέτωπο. Ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης τράβηξαν στο σπίτι του πρώτου κι εκεί περίμεναν να δουν τι θ’ απογίνει. Οι άλλοι τρεις πήγαν στον Σχινά να του ανιστορήσουν τα καθέκα στα και να πάρουν εντολές.
Ο ΧΡΥΣΟΦΟΡΕΜΕΝΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Κ α ι τώρα θ’ ανιστορήσουμε τα κατορθώματα του Κωνστ. Σχινά, του ανθρώπου που «κηλίδωσε την δικαιοσύνην της πατρίδος του». Για να μην πεις, όμως, πως τα παραλέω για την αφεντιά του, την πουλημένη στους ξένους τύραννούς μας, σου μνημονεύω μια κρίση γ ι’ αυτόν. Είναι του καθηγητή του συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Ν. Σαρίπολου, που όλοι οι νομικοί του τόπου μας τον λογαριάζουν για επιστημονική κορυφή. "Ακου λοιπόν τι λέει: 481
«Δύο δικασταί διεκινδύνευσαν τήν ζωήν των, ουδόλως ένδότες εις τά άσεβή έπιτάγματα τοϋ τότε βέβηλου υπουρ γού τής Δικαιοσύνης. Τό δνομά του Κ. Σ χ ι ν δ ς άνέγραψεν ήδη ή Ιστορία παρά τώ μυσαρώ τοΰ Ζέφρεϋ, μεγάλου δικαστοΰ έπί 'Ιακώβου Β , έπί τή μνήμη τών Ανοσιουργη μάτων τοΰ όποιου πάντες άνεξαιρέτως οί Ά γ γ λ ο ι έκ τής παιδικής των ήλικίας αίσθάνονται φρίκην. Ό Σχινάς ούτος είσέβαλεν είς τό δικαστήριον έν υπουργική στολή καί ταΐς λόγχαις τών στρατιωτών δορυφορούμενος, έξε βία σε τούς δικαστάς, όπως καταδικαστικήν έκφέρουν ψήφον κατά δύο, τών έπισημοτάτων καί γενναιότατων τοΰ Ιεροΰ άγώνος στρατηγών. Έξέπεσεν όμως τών έλπίδων, αί δ' έφεξής γενεαί, γεραίρουσαι τούς άτρομήτους τής Θέμιδος λειτουργούς, Πολυζωΐδην καί Τερτσέτην, θά καταρώνται αΙωνίως τήν μνήμην τοΰ Ύπουργοΰ Σχινά».
Φτάνουν αυτά. Τώρα κρίνε τον κι εσύ από τις πράξεις του. Ό τα ν ο Σχινάς πήρε την ανυπόγραφη απόφαση κι άκουσε τα όσα του είπανε οι τρεις δικαστές έφριξε. Και με το δίκιο του ο άνθρωπος. Αυτός είχε μάθει, φαναριώτης καθώς ήταν, πως στους δυνατούς πρέπει να κάνεις μονάχα τεμενάδες. Η θέλησή τους, θέλησή σου. Οι γνώμες τους, γνώμες σου. Η ασυνειδησία τους, ασυνειδησία σου. Και να που τώρα έβλεπε δυο παράξενους ανθρώπους, και μάλιστα δικαστές, να κατέχουνται από τόση ξεθαρρεσιά, που να πηγαίνουν κόντρα στην Υψηλή, μάτια μου, Αντιβασιλεία! Πώς να μη φρίξει το λοιπόν; Αυτός καμάρωνε θεούς τους αντιβασιλιάδες, που σ ’ όποιον χάριζαν την εύνοιά τους —καλοσύνη τους— τον γέμιζαν μ’ όλα τ’ αγα θά όπου έχει ετούτος ο κόσμος μας για τους δυνατούς. Ή ξερε καλά το μάθημά του, πως ο πιο σίγουρος τρόπος για ν’ ανεβείς είναι να συρθείς σαν το σκουλήκι. Από την πρώτη λοιπόν μέρα που πάτησε ο φον Μάουρερ το πόδι του στην Ελλάδα, ο Σχινάς ξημεροβραδιαζόταν στον αντιθάλαμό του, προλαβαίνοντας όλες τις επιθυμίες του. «Γνωρίζομεν Φαναριώτην» είχε γράψει πριν από 'να 482
χρόνο η «Αθηνά» γ ι’ αυτόν «όστις ούτε είς τόν κοιτώνα του αύτόν άφίνει ήσυχον Ενα σημαντικόν ύποκείμενον, ήμέραν καί νύκτα δέν λείπει άπό πλησίον του, καί άν τόν διώκη, τό σύστημά του δέν φέρη μεθ’ Εαυτοΰ συστολή, καθώς δέν έσυστάλη ό ίδιος, ώς λέγουν, καί άλλοτε νά επιβουλεύεται άσυγχώρητα έκεΐνον δστις τόν ήλέησεν. Αύτός σήμερον μέ τάς δολίας είσηγήσεις του συσταίνει Νομάρχας, ’ Επάρχους, Κριτάς, Εχων δέ είς τό μανδύλι του δεμένον καί Ενα άπό τά χηρεύοντα υπουργεία διά λογαρια σμόν του διαθέτει άπό τώρα τάς θέσεις του καί άνατρέπει καί αύτάς τών Γραμματέων τάς προτάσεις. Ό νεοφερμένος ούτος Φαναριώτης, τυχών κατά δυστυχίαν τής 'Ελλάδος νά μάθη τήν Γερμανική ν γλώσσαν, ή όποια καταντά σήμερον νά ήναι τό πρώτον συστατικόν τής Ικανότηιος καί άξιότητος μέσον, παρίσταται είς τάς σκηνάς τού πολιτικού μας θεάτρου, ώς άνθρωπος έξόχων προτερημά των καί ώς τοιούτος μάλιστα μάς λέγουν, δτι έσυστήθη καί είς λαμπρά ύποκείμενα!!!».
Τρία θαυμαστικά έβαλε στο τέλος ο συντάχτης της «Αθηνάς». Και δεν είχε άδικο. Γιατί, μέσα σε λίγο καιρό, αυτός, ο ολότελα άγνωστος ίσαμε χτες ακόμα στον τόπο μας Σχινάς, είχε καπαρώσει όχι ένα μα δυο υπουργεία! Αξίζει να σου μνημονέψω και τούτα δω που έγραψε για τον σπουδαγμένο στις Ευρώπες φωστήρα μας ο πρωτοσύγκελος Φραντζής: «Κατά τήν έποχήν έκείνην τοΰ καταδιωγμοΰ τών 1833 καί 34 δύο διορισμοί προσώπων έγένοντο παρά τής 'Αντιβασιλείας, ό μέν τοΰ κ. Δ. Σχινά ώς Γραμματέως τής δικαιοσύνης, ό δέ τοΰ ’Εδουάρδου Μάσσωνος ώς είσαγγελέως τοΰ δικαστικού κλάδου. Οί διορισμοί ούτοι έγένοντο έπί τούτψ, διότι ό μέν κ. Δ. Σχινάς έπάτησε τό Εδαφος τής ' Ελλάδος τό 1829 καί ώς φέρων πλήρη τήν φαναριωτικήν έπιτηδειότητα, ούδεμία άμφιβολία ύπήρχεν δτι ούδένα έλεγχον τής συνειδήσεως Εφερεν είς έαυτόν, έάν τυχόν ήθελον σφαγή διάφοροι "Ελληνες έν καιρφ τής έπί τής δικαιοσύνης Γραμματείας του αύτόχθονες καί άγωνισταί ήτον άδιάφορον, Εφθανε μόνον νά κατέχη ούτος έπίσημόν 483
τινα σταθεράν θέσιν μιδς τών Γραμματειών τής έπικρατείας καί δσοι "Ελληνες ήθελον σταλή άδίκως είς τόν άδην, όλίγον περί τούτων έφρόντιζε. Ταΰτα Ιπραττεν κατά φιλοτιμίαν ό κ. Δ. Σχινδς έφαμιλλώμενος διά νά φανή άξιώτερος καί Ικανώτερος Εκ τινων όλίγων άλλων, άλλ' άποτυχών τών έλπίδων μακαρίζει ίσως τάς έποχάς έκείνας, φρονών νά δικαιολογώ έαυτόν δτι δσα δέν έδύνατο νά άρνηθή ίπραττεν κατά διαταγήν έχει όμως δεϊγμα τούς δύο άγαθούς καί έναρέτους Α. Πολυζωΐδην καί Γ. Τερτσέτην, οίτινες δέν παρεδέχθησαν τήν άδικίαν διά νά υπογρά ψουν τήν καταδικαστικήν άπόφασιν, μ’ δλην τήν κατ’ αυ τών πραγματικήν παραβίασιν τοΰ έπί τής δικαιοσύνης Γραμματέως κ. Δ. Σχινα. Ό δέ 'Εδουάρδος Μάσσων κρατών είς χεΐρας του τό εύαγγέλιον καί έζωγραφημένη φέρων είς τόν πρόσωπον τήν δικαιοσύνην διωρίσθη είσαγγελεύς τοϋ δικαστικού κλάδου. "Επραττε δέ καί ούτος ό φιλέλλην τά ίδια καί Ετι χείρονα»1.
Αφού, λοιπόν, τρέμοντας από θυμό, άκουσε ο Σχινάς όλα τα καθέκαστα που του ανιστόρησαν ο Βούλγαρης, ο Φραγκούλης κι ο γαμπρός του ο Σούτσος, χώνει την ανυπόγραφη απόφαση στην τσέπη του και τρέχει στον αντιβασιλιά Μάουρερ. Ο Μάουρερ, που ως εκείνη τη στιγμή ήτανε σίγουρος για τη σε θάνατο καταδίκη των δυο στρατηγών, μια κι είχανε ασφαλισμένη την ψήφο των τριών δικαστών, σαν έμαθε τα όσα ακολούθησαν τόσο ταράχτηκε, που έμοιασε μ’ άνθρωπο έτοιμο να πάθει αποπληξία. Ά κουγε και δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Κοκκίνιζε, έβριζε, άστραφτε, βρό νταγε. Την απήχηση της έκπληξης και του θυμού του τη βρίσκουμε σε τούτα δω που έγραψε παραυστερα για τον Πολυζωίδη: «Ένθερμος πρίν όπαδός τής καταδίκης, είχε μεταστραφεί καί κατέληξε νά παίξη άξιοθρήνητον ρόλον κατά τήν διαδικασίαν»2. 1. Φραντζή op. cit. τ. γ", σ. 196. 2. Μάουρερ op. cit. τ. β -. σ. 442.
484
Σωστά. Γιοτΐ πώς αλλιώς μπορούσε να κρίνει ένας ξένος τύραννος άνθρωπο ελεύθερο σαν τον Πολυζωίδη; Μπροστά στ’ αναπάντεχο περιστατικό οι δυο περισπού δαστοι νομικοί, ο Μάουρερ κι ο Σχινάς, τι έπρεπε να κάνουν; Ο Καρολίδης λέει: «Πάντως ϊδει, μή ύπάρχοντος τότε άκυρωτικοΰ, τήν έπί τοΰ νόμου στηριζομένην (κατ’ Ιδίαν μόνον έστω άντίληψιν) ϊνστασιν τής μειονότητος νά ύποβάλη εις έκτακτον συμβούλιον νομικών»1.
Αυτοί όμως, αντί ν' ακολουθήσουν κάποιον παρόμοιο δρόμο, προτίμησαν τη δυναμική λύση. Αποφάσισαν ν’ α ναγκάσουν τους δυο δικαστές, όπως νόμισαν πως όρια είχε η αντοχή τους και θα κατάφερναν να τη λυγίσουν, να υπογράψουν την απόφαση. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν, όπως σωστά το ξεκαθαρίζει ο Καρολίδης, «ή tv μέσφ όργής καί παραζάλης μετά μεγάλης σπουδής καί όρμής άρξαμένη καταδίωξις ίδει νά λήξα διά παντός τρόπου ύπέρ τών έπιλαβομένων αύτής»2. Αφού ο Σχινάς πρόσταξε τους τρεις δικαστές και τον Μάσον να γυρίσουν πίσω στο δικαστήριο κι εκεί να καρτερέψουν κι έστειλε κλητήρες να βρουν τον Πολυζωί δη και τον Τερτσέτη και να τους πάνε ακόμα και με το στανιό σ" αυτό, φόρεσε με μεγάλη βία, για να εντυπωσιά σει, τη χρυσοστόλιστη επίσημη υπουργική στολή του, που όπως σου ανιστόρησα πρωτύτερα είχανε ορίσει οι Βαβαρέζοι για τους δημόσιους λειτουργούς. Παίρνει μα'ζί του τον Γερμανό «σύμβουλο» του υπουργείου της Δικαιο σύνης Γκράινερ και τους γραμματικούς Γ. Βέλιο κι Ανδρέα Μάμουκα, ντυμένους κι αυτούς, έπειτα από διατα γή του, με τις χρυσές στολές τους, και ξεκινάει για το τζαμί περιτριγυρισμένος από μπόλικους χωροφύλακες με τις μπαγιονέτες ν' αστράφτουν γυμνές στα όπλα τους. 1. Καρολιδη op. cit. τ. β \ σ. 71-72. 2. Id. σ. 71.
485
Το πλήθος στην πλατεία, όπου ήτανε πια «μυρμήγκια ο κόσμος», καθώς λέει ο Τερτσέτης, βλέποντας να ’ρχεται όλο τούτο το χρυσοφορεμένο λεφούσι, τρέχει κατά κει. Οι χωροφύλακες, σπρώχνοντας και χτυπώντας με τον υποκό πανο, ανοίγουν δρόμο να διαβεί, στο πρόσωπο του υπουρ γού της Δικαιοσύνης, η αδικία. «Δέν πέρασαν τρία τέταρτα τής ώρας» (από τη στιγμή που ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης φεύγοντας από το δικαστή ριο είχανε πάει στο σπίτι του πρώτου) «καί ήλθαν κλητήρες καί μάς προσκαλοΰν έκ μέρους τοΰ υπουργού νά ύπάγωμεν είς τό δικαστήριον», γράφει ο Τερτσέτης1. Κατάλαβαν πως τώρα θα ’διναν την πιο δύσκολη μάχη στον αγώνα τους να σώσουν τα κεφάλια των δυο στρατηγών — να σώσουν τη δικαιοσύνη στον τόπο μας. Σαν φτάσανε στο τζαμί και μπήκανε στην αίθουσα των διασκέψεων, την είδαν να λαμποκοπάει από χρυσές στο λές. Καλύτερα όμως ν' ακούσουμε ξανά τον Τερτσέτη: «ΗΒραμε τό κατάστημα πυκνό άπό χωροφύλακας, ό υπουργός έν τφ μέσψ λαμπροστολισμένος, φεγγοβολού σαν οί έπωμίδες του καί συνοδευόμενος μέ πολλά πρόσω πα τής υπαλληλίας του. Ά ρ χισ ε, πότε μέ καλωσύνην, πότε μέ φοβέραν, νά μάς πείθει νά ύπογράψωμεν τήν άπόφασιν τών τριών συναδέλφων μας»2.
Πήρε ο Σχινάς το ξερό κι άχρωμο ύφος της εξουσίας και τους λέει: —Κύριοι, μη υπάρχοντος ακυρωτικού δικαστηρίου, σας εκάλεσα δια να λύσω την αναφυείσαν μεταξύ σας διαφο ράν. Το άρθρον 135 το οποίον επικαλούνται οι μειοψηφίσαντες δικασταί, κατ’ ουδένα τρόπον έχει εφαρμογήν εις την προκειμένην περίπτωσιν. Αφορά τα έργα του ανακριτού και όχι του δικαστηρίου. Κατά συνέπειαν, η μειοψη φία είναι υποχρεωμένη να υπογράψει την απόφασιν της 1. Τερτσέτη ■<Άπαντα — Αθανάσιος Πολυζωίδης», τ. ·/', σ. 311.
2. Id. 466
πλειοψηφίας άνευ της παραμικράς αιτιάσεως ή αναβολής. Ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, αδιάφοροι στις αστρα πές της μεγαλόπρεπης στολής και των ματιών του, του αποκρίνονται πως η γνώμη τους είναι διαφορετικιά από τη δική του. —Η απόφασις του δικαστοΰ, είπανε, οφείλει αυστηρώς και απαραλλάκτως να ακολουθεί τους υπάρχοντας νόμους. Κατά συνέπειαν, αν υπογράψομεν την απόφασίν, θα γίνο με όργανα να προσβληθεί η ιερά δικαιοσύνη και αυτός ο νόμος. Ο Σχινάς, μπροστά στην επίμονη αντίσταση που βρί σκει, ανεβάζει τον τόνο της φωνής του. —Ως γραμματεϋς της Επικρατείας και άμεσος προϊστά μενός σας, σας ανακαλώ εις τα χρέη σας. Σας υπενθυμίζω τα άρθρα 90 και 91 της ισχυούσης δικονομίας, τα οποία λέγουν ρητώς. Ά ρθρον 90: «Οι μειοψηφούντες δεν δύνανται να καταχωρήσωσιν την γνώμην των εις τα πρακτικά του Δικαστηρίου, ούτε να την δημοσιεύσωσιν». Και το άρθρον 91: «Οι δικασταί εισέρχονται εις τον τόπον της συνεδριάσεως και ο πρόεδρος αναγινώσκει δημοσίως την απόφασίν εις τον εγκαλούμενον, υπογεγραμμένην από όλους τους δικαστάς». Σας καλώ όθεν να εκτελέσετε τα χρέη σας. —Ποιο είναι το χρέος μας ως δικασταί, του απαντούν, εναπόκειται σ ' εμάς να το κρίνομε. Και σας υπενθυμίζομε ότι ποτέ ανωτέρα αρχή, ουδέ αυτή η ανωτάτη, δεν δικαιούται να περιπλέκεται εις την διαχείρισιν και εις τας πράξεις του δικαστηρίου. Ο Σχινάς φοράει τώρα τη μάσκα της οργής και της φοβέρας. —Κύριε Πολυζωίδη, λέει, σας υπενθυμίζω και εγώ τας ευθύνας τας οποίας επωμίζεσθε, ιδιαιτέρως εσείς, ως πρόεδρος του δικαστηρίου. —Ό ,τι δεν αρέσει σήμερον, κ. γραμματέα της επικρά τειας, είμαι βέβαιος πως θ’ αρέσει εις ολόκληρον το έθνος εντός έξι μηνών. 487
—Εν όνόματι του βασιλείας σας προσκαλώ να υπογρά ψετε την απόφασιν! —Εν όνόματι της δικαιοσύνης δεν την υπογράφω! Ακολουθάει αμήχανη σιωπή. Ο Σχινάς, ο Γκράινερ, ο Μάσον κι οι τρεις δικαστές της πλειοψηφϊας κοιτιούνται μ’ απορία. Ο υπουργός, τέλος, καταλαβαίνει πως ούτε το μεγαλείο του πόστου του ούτε η χρυσή στολή του θα κατάφερναν ν’ αλλάξουν γνώμη τούτοι οι δυο ξεροκέφα λοι δικαστές. Ανάθεμα την ώρα που τους διόρισαν! Τι του απόμενε να κάνει; Τι άλλο παρά να πάει στ’ αφεντικό του τον Μάουρερ να πάρει καινούργιες εντολές. —Κύριε Μάσον, ακολουθήστε με, λέει στον επίτροπο, θέλοντας να τον έχει μάρτυρα και συμπαραστάτη. Κάνει να φύγει, μα στην πόρτα στέκεται και φωνάζει στους χωροφύλακες. —Δε θα επιτρέψετε σε κανέναν από τους δικαστές να βγει απ’ αυτή την αίθουσα! Τους κράταγε, μ’ άλλα λόγια, αρέστο. 'Οταν έφυγε, απλώθηκε βαθιά σιωπή. Από τη μια ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, με τη γαλήνη που έχουν οι άνθρωποι όταν η συνείδησή τους εγκρίνει τις πράξεις τους, και από την άλλη ο Βούλγαρης, ο Σούτσος, ο Φραγκούλης ταραγμένοι και νευρικοί ωσάν να κάθονταν σ ’ αναμμένα κάρβουνα. Έ πειτα από μισή ώρα ξανάρχεται ο Σχινάς. Η εντολή που πήρε από τον Μάουρερ ήτανε ρητή: Μ’ όποιονε τρόπο, ν’ απαγγελθεί το ίδιο κείνο βράδυ η απόφαση. Ό ταν, λοιπόν, μπήκε στην αίθουσα, τραβάει ολόισια στον Πολυζωίδη, στέκεται αλύγιστος μπροστά του και του λέει απότομα: —Κύριε πρόεδρε, σας προσκαλώ δια τελευταίαν φοράν να εκτελέσετε το καθήκον σας και να υπογράψετε την απόφασιν. —Σας είπα ότι δεν πρόκειται να την υπογράψω, του απαντάει ήρεμα ο Πολυζωίδης. 488
—Ως γραμματεύς της Δικαιοσύνης σας διατάσσω να την υπογράψετε! —Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω. Ο Σχινάς γυρνάει και με φωνή πνιγμένη από οργή ρωτάει τον Τερτσέτη: —Εσείς, τουλάχιστον, θα υπογράψετε, ναι ή όχι; — 'Ο χι, δε θα μ’ έχετε σύνεργό στο φόνο δυο ανθρώπων. —Υπογράψατέ την τότε εσείς, κύριοι, λέει ο Σχινάς στους τρεις δικαστές της πλειοψηφίας. Πρώτος υπόγραψε ο Βούλγαρης, ύστερα ο Σούτσος κι έπειτα ο Φραγκούλης. Τα χέρια τους τρέμανε...
ΟΙ ΛΟΓΧΕΣ
Ο ΣΧΙΝΑΣ ικανοποιημένος, κοιτάει ειρωνικά τον Πολυ ζωίδη και τον Τερτσέτη. —Δεν το θεωρώ σπουδαίον, λέει, ότι δεν υπογράψατε. Τούτο ίσως να είναι και δικαίωμά σας... Σας διατάσσω όμως, εν ονόματι του νόμου, ν’ αναλάβετε τας έδρας σας εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δια ν ’ απαγγελθεί αμέσως η απόφασις. Αφού δεν μπόρεσε να πετύχει την ουσιαστική συγκατά θεσή τους, γύρευε τώρα την τυπική παρουσία τους. Διαφορετικά, αν το ακροατήριο έβλεπε πάνω στις έδρες τους τρεις μονάχα δικαστές, το σκάνδαλο θα ξέσπαγε μεμιάς στα μάτια όλων. Ο Βούλγαρης, ο Σούτσος κι ο Φραγκούλης προχωρούν στην αίθουσα των συνεδριάσεων και κάθουνται στις έδρες τους. Ο Μάσον, ευχαριστημένος που δινόταν στη δίκη το τέλος που τόσο πάσκισε να πετύχει, θρονιάζεται κι αυτός στον εισαγγελικό του θώκο. Αντικρύ του παίρνει τη θέση του ο γραμματέας Ζώτος. Δυο θέσεις όμως απομένουν
άδειες· του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη. Ο πρώτος βρίσκεται καρφωμένος στην καρέκλα του στην αίθουσα των διασκέψεων κι ο δεύτερος κοιτάζει από το παράθυρο το πλήθος στην πλατεία. Ο Σχινάς τότες, παριστάνοντας πως δεν κατάλαβε τάχατες το σκοπό τους, παίρνει ψεύτικο καλόγνωμο ύφος και λέει: —Ελάτε, κ. πρόεδρε, να τελειώνουμε· δε θα μας βρουν εδώ τα μεσάνυχτα! Καμιά απάντηση. —Ε, ξελαρυγγιάζεται τότες ο χρυσοφορεμένος υπουρ γός, κι η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες, πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες. Ορμάνε οι χωροφύλακες κι αρπάζουν πρώτο τον πρόε δρο του δικαστήριου, τον Πολυζωίδη. Κρατιέται από το τραπέζι, τις καρέκλες, τις πόρτες και τα κάγκελα της δικαστικής εξέδρας φωνάζοντας: —Σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία! Αυτοί σ ’ απάντηση τον βλαστημάνε, τον χτυπάνε, τον σπρώχνουν και τον τραβάνε, ξεσκίζοντάς του το ρούχο. Επειδής μια τέτοια σκηνή σε δικαστήριο φαίνεται απίστευτη κι ίσως πει κανείς πως τη μεγαλοποίησε η διάθεσή μου κι η φαντασία μου, φέρνω μάρτυρα τον Τερτσέτη: «Έδάρθημεν, ύβρίσθημεν» γράφει « ’Επικαλούμαι τά δάκρυα έκείνου τοΰ έναρέτου νέου, τοΰ ’Ανδρέα Λόντου, δταν είδε σχισμένο εις δύο τό φόρεμα τοϋ Πολυζωίδου· δταν τόν είδε νά πιάνεται άπό τούτα τά ξύλα, ώς 6 ναυαγιζόμενος πιάνεται άπό τα τρίματα τοΰ πλοίου του1 (...) ΤΗτον άρκετό τό διάστημα άπό τό δωμάτιο τών διασκέψεων είς τά δικαστικά καθίσματα* Αντιστέκεται, τόν σέρνουν. ’Επιάνετο άπό τά τραπέζια, άπό τίς θύρες, μαχόμενος. Τέλος τόν κάθισαν εις τήν έδραν του»2.
Αφού οι χωροφύλακες τέλειωσαν τη δουλειά με τον 1. Τερτσέτη «Ά παντα — Απολογία», τ. γ ', σ. 282. 2. Id. « Απαντα — Αθανάσιος Πολυζωίδης», τ. γ ', σ. 311-312.
490
Πολυζωίδη, γυρίζουν κι αρπάνε τον Τερτσέτη. «Μέ έμέ» ανιστοράει «άλλαξαν σχέδιον πολεμικής. Τέσσαρες χωροφύλακες μ' έπήραν σηκωτόν είς τόν άέρα. Ή μουν νέος καί είχα έλαστικότητα είς τά ποδάρια, κι έ πήγαιναν άνεμόμυλος κι έφιλοδωροΰσαν τούς άνυψωτάς μου. Νά είπώ τήν άλήθειαν, έκεΐνοι άδιαφοροΰσαν. Μόνον τήν δουλειάν τους, πώς νά μέ στήσουν εις τό στασίδι τοΰ δικαστοΰ. Καί τό κατόρθωσαν καί τέσσερες λόγχες χωρο φυλάκων σπινθοβολοϋσαν όρθιες έπί τής κεφαλής μας»1.
—Το σώμα μου, φωνάζει τότες ο Τερτσέτης, μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέτε. Το στοχασμό μου όμως και τη συνείδησή μου, δεν μπορείτε να την παραβιάσετε. Ο Σούτσος, ίσως γιατί ήτανε γαμπρός του Σχινά, παίρνοντας από μόνος του καθήκοντα πρόεδρου λέει στον γραμματέα Ζώτο δίνοντάς του την απόφαση: —Εσείς θα την απαγγείλετε. —Εις την απόφασίν, αντισκόβει ο Πολυζωίδης, υπάρ χουν τα ονόματά μας. Πώς είναι δυνατόν να τα αναφέρεις, κ. Ζώτο, αφού δεν ελάβαμε μέρος εις αυτήν; Εγώ είμαι πρόεδρος εδώ και σου απαγορεύω να το κάνεις. Αν προχωρήσεις θα σε διακόψω. —Δεν μπορείτε, λέει κι ο Τερτσέτης, ν’ αναφέρετε τα ονόματά μας, αφού δεν υπογράψαμε την απόφαση. Σηκώνεται τότες ο Σούτσος και φωνάζει: —Εν όνόματι του νόμου σας επιβάλλω σιωπή! Τινάζεται πάνω ο Πολυζωίδης να διαμαρτυρηθεί, μα τον αρπάει ο χωροφύλακας με τις χερούκλες του από τον ώμο και τον καθίζει κάτω. Αυτό που σου περιγράφω στέκεται όχι καφενείο, μαθές, μα δικαστήριο που σε λίγο θ’ απαγγείλει την καταδίκη σε θάνατο του πιο τρανού ήρωα του Εικοσιένα!... Ά κου τι έγραψε γΓ αυτό ο Ν. Λεβίδης, που τόσες φορές γίνηκε υπουργός και μάλιστα κάποτες και της Δικαιοσύνης: I. Τερτσέτη «Άπαντα — Αθανάσιος Πολυζωίδης», τ. γ ', σ. 312. 491
«Τά κατά τήν δίκην τοΰ Κολοκοτρώνη βαρβάρως ύπό τής 'Αντιβασιλείας άποτολμηθέντα, δτε οΐ χωροφύλακες διά τών γρόνθων καί τών κοντακίων τύπτοντες τούς διαμαρτυρηθέντας καί άποχωρήσαντας τής διασκέψεως δικαστάς Πολυζωίδη ν καί Τερτσέτην, ήνάγκασαν αύτούς βίφ νά παραστώσι κατά τήν υπογραφήν τής άποφάσεως, ήν όμως έκεϊνοι καί οϋτω δέν συνυπέγραψαν, αύτό καί μόνον, λέγω, τό μέγα τόλμημα άρκεί Ίνα καταδικάση πάν άπολυταρχικόν πολίτευμα. "Οταν εις Κολοκοτρώνης κα ταδικάζεται ύπό τής 'Απολυταρχίας είς θάνατον καί μάλιστα ώς κατεδικάσθη, δς τρέμωσι πρό αύτής αΐ μυριά δες ήμών τών κοινών βροτών».
Ό τα ν κάπως ησύχασε ο Πολυζωίδης, γέρνει ο Τερτσέ της και τον ρωτάει: —Τι μας απομένει να κάμομε, κ. πρόεδρε; Περνάνε λίγα δευτερόλεφτα κι ο Πολυζωίδης, πνίγο ντας την οργή του, του απαντάει με ύφος εγκαρτέρησης: —Αρκετά όσα κάμαμε. Φτάνει...
«ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ»
Ο ΣΧΙΝΑΣ έμεινε στην αίθουσα του δικαστήριου —στρατάρχης της δικαιοσύνης με τη χρυσή στολή του— για να οδηγεί τη μάχη. Προστάζει να φέρουν από το Ιτς Καλέ τους κατηγορούμενους και ν’ ανοίξουν τις πόρτες του τζαμιού να μπει το κοινό. «Καθείς συμπεραίνει» διαβάζουμε στα Πρακτικά «τήν βιαίαν τοΰ πλήθους συρροήν, ώς τίνος χειμάρ ρου όρμήν, τήν όποίαν έμπόδιόν τι ηΰξησε πρός καιρόν, εϊτ’ άφεθέν έπανέλαβεν ουτος μέ πλειοτέραν Ισχύν τήν προτέραν του όρμήν, οΰτως είσήρχετο είς τό Δικαστήριον ό λαός κηδόμενος περί τής τύχης 492
τών υποδίκων όπλαρχηγών, ώς συναισθανόμενος τήν διά τής δίκης καί καταδίκης αύτών κ α τα φ ο ρ ά ν τή ς έ ξ ο υ σ ία ς κα τά τοΰ Ιδ ίο υ τοΰ έ θ ν ισ μ ο ΰ » 1. Η τελευταία φράση είναι υπογραμμισμένη από μένα και σε παρακαλώ να την προσέξεις. Αυτό που λέει έτρεξε· οι ξένοι, καταδικάζοντας τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, γύρεψαν, πριν απ’ όλα, να χτυπήσουν τον εθνισμό μας, μια και θέλανε να μας κάνουν αποικία. Ο κόσμος που έμπαινε στο τζαμί, αντικρύζοντας τον υπουργό με την επίσημη στολή του και τους χωροφύλακες με τις λόγχες πάνω από τα κεφάλια των δικαστών, μουδιάζει. Καταλαβαίνει πια τι καρτεράει τους δυο ήρωες του Εικοσιένα. Ό τα ν άρχισαν να πέφτουν τα σκοτάδια, κατά τις 7 το βράδυ, «φέρονται είς τό Δικαστήριον οί έγκαλούμενοι στρατη γοί», γράφουν τα Π ρ α κ τ ικ ά . «ΟΙ Δικασταί είναι είς τάς Εδρας των, ό έπίτροπος είς τό βήμα τοΰ δημοσίου κατηγόρου, ό υπουργός τής Δικαιοσύνης, παρά τά νενομισμένα, παρίσταται πρός ένίσχυσιν φαίνεται τών άποδειλιασάντων τής πλειοψηφίας τριών, τό έντός πλήθος τών λογχοφό ρων χωροφυλάκων έπρομήνυε κακούς προμελετημένους σκοπούς. Τέσσαρες τούτων Τστανται δπισθεν τών καθισμάτων τών δύο μή ύπογραψάντων τήν άπόφασιν Δικαστών, Ιχοντες τάς λόγχας ύπέρ τής κεφαλής καί κεκλιμένας παρά τούς κροτάφους αυ τών»2. Ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας βλέπουν την εντυπω σιακή σκηνοθεσία και προαισθάνονται την καταδίκη τους. Αρνιούνται όμως ακόμα να πιστέψουν πως θα βρεθούν Έλληνες, όποιοι κι αν ήταν, να τους στείλουνε στην καρμανιόλα. 1. «Πρακτικά», σ. 378. 2. Id.
493
Ο Σχινάς προστάζει τον γραμματέα Ζώτο να διαβάσει δυνατά και «καθαρά», καθώς είπε, την απόφαση, μην τυχόν και ξεφύγει τίποτα κι αδικηθεί η δικαιοσύνη! Ο Πολυζωίδης τότες, που σαν πρόεδρός του δικαστήριου αυτός βέβαια έπρεπε ν’ απαγγείλει την απόφαση, ακουμπάει τους αγκώνες του πάνω στην έδρα, γέρνει το κεφάλι του και με τις δυο χούφτες του κλείνει τα μάτια του. Τη σιωπηλή μα και τόσο εκφραστική αυτή στάση ντροπής και διαμαρτυρίας την κράτησε ως το τέλος που βάσταξε η ανάγνωση της απόφασης. Κι όσο που ο Ζώτος διάβαζε, ο Κολοκοτρώνης ατάρα χος έπαιζε σιγά με τις χάντρες του κομπολογιού του. Στα «Πρακτικά» μάταια θα ψάξεις να βρεις την απόφα ση. «Τό αίσχος» γράφουν «τό όποιον προξενεί ή καταδικασθεΐσα έκτοτε μέ τόσην άποστροφήν, ύπό τοΰ κοινοΰ, καταδικαστική τών τριών άπόφασις, δέν μάς έσυγχώρησε νά τήν καταχωρήσωμε έδώ». Η απόφαση όμως δημοσιεύτηκε τότες στην εφημερίδα «Σωτήρας» και σώθηκε από το πρωτότυπο κείμενό της που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Στο τέλος της, ξεχω ρίζουν λευκά τα μέρη που άφησαν οι συντάχτες της για να μπουν οι υπογραφές του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη. Τα λευκά αυτά μέρη του χαρτιού στέκουνται ίσαμε σήμερα η μεγαλύτερη δόξα της δικαιοσύνης της πατρίδας μας.
a * T nh>. - jm' 0 . O > y ~ * y * v u t ·.« ■ ! « /.- i t r -
j.& 'b . ·,*,
J,
ί/^ Λ Τ /ι-
«Λ
, «. I , . - -■ ; J f
y / A n '. J £■»#, -w*>~
μ ., m
* ; Juw
r 1 i- .- r
.= '
Λ ,Λ...Jt
i0^J 3%·/*1,‘ Χ γ ·>
"V" 3.
“τ*9* y. V/ n*.
t $ i y h ~‘ M r* * 1|. ^ * * ζ ΐ ^ Λ * Λ * ~ i~ - * iy . r - 4 S U »
-ι-Y
tS)
n ii.x »V.7<
'
*/ni . J
*w * ^ χ*(ηΜ
Ορίστε τώρα το κείμενο της απόφασης, που αν έχεις υπομονή το διαβάζεις ολόκληρο κι αν όχι μονάχα το τέλος, από το «Αποφασίζει» και πέρα: Αριθ. 449 ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Τό έ ν Ν α υ π λ ίω Δ ικ α σ τ ή ρ ιο ν Συγκείμενον παρά τοΰ Προέδρου Α. Πολυζώΐδου καί τών δικαστών Γ. Τερτσέτου, Δ. Σούτσου, Α. Βούλγαρη καί Φ. Φραγκούλη. Συνελθόν Ίνα δικάση τήν κατά τοϋ Δ. Πλαπούτα καί θ. Κολοκοτρώνη κατηγορίαν τοϋ Επιτρόπου τής Έποικρατείας, ώς άργανισάντων καί διευθυνάντων έκ συμπνοής κατά τόν Μάϊον, Ιούνιον, Ιούλιον, Αύγουστον καί άρχάς Σεπτεμβρίου τοϋ παρελθόντος έτους συνωμοσίας έπί σκοπώ τοϋ νά ταράξουν τήν κοινήν ήσυχίαν, καί καταφέρουν τούς ύπηκόους τής Α.Μ. είς τήν ληστείαν καί τόν έμφύλιον πόλεμον, καί καταργήσουν τό καθεστώς πολίτευμα, καί ύπογραψάντων είς Τριπολιτσάν περί τά τέλη Ιουλίου τοϋ αύτοϋ έτο υς άναφοράν πρός ξένην δύναμιν καί παρακινησάντων καί άλλους ύπηκόους τής Α.Μ. νά ύπογράψουν έπί σκοπώ καταργήσεως τής Υψηλής Αντιβασιλείας, ήγουν τοϋ καθεστώτος πολιτεύματος, δήλαδή ώς πραξάντων τά έγκλήματα τά ένδιαλαμβανόμενα είς τό άρθρον 2 τή ς § Α και Γ τοϋ Εγκληματικού Απανθίσματος, νομοθετηθέντος παρά τής έν Ά σ τρ ει Συνελεύσεως καί είσ έτι ίσχύοντος, καθώς καί είς τό άρθρον 2 τοϋ άπό 9/21 Φεβρουά ριου 1833 Βασιλικού Διατάγματος. Λαβόν ύπ' άψιν άπαντα τής δικογραφίας τά έγγραφα, έξέτασ αν τούς έγκαλουμένους καί τούς μάρτυρας τής κατηγο ρίας καί τής ύπερασπίσεως. Άκοϋσαν τάς παρατηρήσεις τοϋ Επιτρόπου τής Επικρατείας καί τών συνηγόρων τών έγκαλουμένων. Π α ρ α τη ρ εί Ό τ ι έκ τής μαρτυρίας τοϋ Χρήστου Νικολάου εξά γεται δτι ό Δ. Πλαπούτας καί ό θ. Κολοκοτρώνης είχαν σχέσεις μέ τόν
497
αρχιληστήν Γ. Κοντοβούνηοιον καί τόν παρεκίνουν νά έξακολουθή τήν ένέργειαν τής ληστείας. "Οτι ό Ιδ ιος μάρτυς ομολογεί ότι άνέγνωσε μίαν επιστολήν τοϋ θ. Κολοκοτρώνη, διά τής όποίας τόν έσυμβούλευε νά έξακολουθή τήν ενέργειαν τής ληστείας καί ό τ α ν ά κ ο ύ σ η έ ν κ ίν η μ α τ ο ϋ Κ ο λ ο κ ο τ ρ ώ ν η τ ό τ ε νά σ υ ν α κ ο υ σ θ ή κ α ί μ έ τ ο ύ ς ά λ λ ο υ ς κ α ί νά τ ό ν ά κ ο λ ο υ θ ή σ ο υ ν . “ Οτι τό ύφος αύτοϋ τοϋ γράμματος είναι κατά πάντα σύμφωνον μέ τά λοιπά πρός τόν Κοντοβούνηοιον διευθυνθέντα άλλοτε καί τά όποια έπαρουοιάσθησαν είς τό Δικαστήριον παρά τοϋ Επιτρόπου τής Έπικρατείας. “Οτι ό Κολοκοτρώνης λέγει ότι κατέτρεχε τόν Κοντοβούνησιον ώς ληστήν, ένώ άποδεικνύεται έ ξ έναντίας, έ ξ αύτών τών ιδίων γραμμάτων, ότι είχε μ ε τ ' αύτοϋ σχέοιν στενής φιλίας, έπειδή τόν ονομάζει δι 'α ύτώ ν «παιδί μου Γιώργη». "Οτι καί ό Πλαπούτας ομολογεί, ότι έδέχθη άπό τόν Κοντοβούνηοιον δωρεάν μίαν καλήν φοράδαν καί ότι ψευδώς είπ ε είς τήν Κυβέρνησιν, ότι τήν άγόρασεν έκ τούτων έξά γεται, ότι ήθέλησε νά κρύψη τήν μετά τοϋ Κοντοβουνήσιου σχέοιν του. "Οτι ό Πλαπούτας, είς μέν τήν ένώπιον τοϋ Επιτρόπου τής Έπικρατείας δοθεΐσαν ομολογίαν του έξέθ εσ εν , ότι ό Κοντοβούνησιος τόν παρεκάλεσε νά μεσιτεύση δ ι' αύτόν είς τήν Κυβέρνησιν, είς δέ την ένώπιον τοϋ Βήματος, ότι αύτός ό Ιδ ιος τόν παρεκίνει νά παρουσιαοθή είς τήν Κυβέρνησιν σαφεστάτη άντίφαοις. "Οτι οί μάρτυρες Α. Δισμαντόπουλος, Παπά Άδάμης, Ίω. Δρίβαλης, Διονύσιος Τσαρούχας, Ά νδρέας Παπαδήμου, μάρτυρες τή ς ύπερασπίσεως διά νά άποδείξουν, ότι ό X. Νικολάου, κατά τάς έποχάς κα θ' άς λέγει ότι είδ ε τόν Πλαπούταν καί τόν Κολοκοτρώνην, καί ώμίλησε μ ε τ ' αύτών, εύρίσκετο είς "Αλβαιναν, είπαν άπαντες μέ άσυμφωνίαν περί τής έποχής τής έλεύσεω ς τοϋ X. Νικολάου είς τό χωρίον "Αλβαινα. "Οτι οί ρηθέντες ώμολόγησαν ότι είναι γεωργοί, καί έπομένως κατεγίνοντο είς καλλιέργειαν τών άγρών των, τό όποιον φανερώ νει τό φυσικώς άδύνατον τή ς άποδ(ίξως τής
498
απουσίας τοϋ μάρτυρος τοϋ X. Νικολάου. Ό τ ι τό άλλοθι δέν ήμπορεϊ νά άποδειχθή παρά δΓ άντιπαραθέσεω ς, όχι άορίστως άλλ' είδικώς καί ώρισμένως. Ό τ ι άπό τήν ένορκον μαρτυρίαν τοϋ Νομάρχου Μεσσηνίας Δ. Χρηοτίδου έξά γεται δτι ό μάρτυς τής ύπερασπίσεως, ό προταθείς διά τήν άπόδειξιν τοϋ άλλοθι, ό Αναγνώστης Διαμαντόπουλος Τσαμαλούκας, Δημογέρων τής 'Αλβαινας, παρευρίσκετο διά μερικός ήμέρας είς τήν Νομαρχίαν κατά τά μέσα τοϋ Ιουλίου- άποδεικνύει δέ τοϋτο τήν έκ τοϋ χωρίου Άλβαινα απουσίαν του, ένώ είς τήν έξομολόγησίν του φαίνεται ότι κατ' έκείνην τήν έποχήν εύρίσκετο είς 'Αλβαιναν. Ό τ ι οί αύτοί μάρτυρες τοϋ άλλοθι όμολογοϋν ότι ό Κοντοβουνήσιος δέν ήτο είς 'Αλβαιναν εί μή τήν 15ην ΜαΊου, ένώ έκ τής ομολογίας τοϋ ίερομονάχου Ζώτου διδασκάλου, ένώπιον τοϋ Νομάρχου Μεσσηνίας δοθείσης, ό Κοντοβούνησιος εύρίσκετο είς "Αλβαιναν κατά τήν ένδεκάτην Ιουλίου (περιστατικόν τό όποιον άποδεικνύεται έκ τής μαρτυρίας τοϋ Σαμπρή). Ό τ ι ό Διονύσιος Τσαρούχας, μάρτυς ώσαύτως τοϋ άλλοθι, ώμολόγησεν δτι ό Χρηστός Νικολάου, άναχωρών άπό 'Αλβαιναν, ύπήγεν πρός άντάμωσιν τοϋ Κοντοβουνήσιου. Ό τ ι δλα αύτά τά περιστατικά άποδεικνύουν τάς άντιφάσεις καί τό άπίθανον τοϋ άλλοθι. Ό τ ι έκ τής άμολογίας τοϋ Αθανασίου Άναγνωστακοπούλου έξά γεται, άτι ό Κοντοβουνήσιος τόν είχε γνωστοποιήσει ότι ό Δ. Πλαπούτας τόν είχ ε συμβουλεύσει νά μήν παρουσιαθή καί νά κρυφθή, διότι τά πράγματα έμμελαν νά λάβουν μεταβολήν εντός ε'ικοσιν ήμερών. Ό τ ι ό Κοντοβουνήσιος είχε φανερώσει εις τόν μάρτυρα τούτον, άτι ή Κυβέρνησις τόν έζή τει διά νά φανερώση, ότι είχεν έλ θει είς Ναύπλιον πρός άντάμωσιν τοϋ Κολοκοτρώνη (τό περιστατικόν δέ τοϋτο βεβαιοϋται άπό τόν άλλον μάρτυρα X. Νικολάου). Ό τ ι ή προταθεϊσα έξαίρεσις παρά τών έγκαλουμένων διά νά άποδείξουν διά τών μαρτύρων, Ίωάννου Φωτοπούλου, Απο στόλου Χατζή καί Παναγιώτου Μοθωνιοϋ, ότι ό μάρτυς Αθανάσιος Άναγνωστακόπουλος είχ ε φανερώσει δτι άπεποιεϊ-
499
το τήν ένώπιον τοϋ Επιτρόπου τής Έπικρατείας ΟοθεΤσαν όμολογίαν ώς μή ίδικήν του, ούτε άπεδείχθη ούδ' είναι παραδεκτή, διότι ό Ιδ ιος μάρτυς Άναγνωστακόπουλος φανερώ νει, ότι άπειλήθη παρά τοϋ ίδιου Μοθωνιοϋ' καί διότι αύτός, παρουοιασθείς ένώπιον τοϋ Δικαστηρίου, ώμολόγηοεν ένόρκως όσα καί ένώπιον τοϋ Επιτρόπου τής Έ πικρατείας καί έπ εβεβαίωσεν έπομένως τήν πρώτην του έξέτασ ιν. "Οτι διά τών μαρτύρων Αναγνώστου Μ αυροειδή, Κωνστ. Κατσαμπάνη, Γεωργάκη Λυμπεροπούλου, Παπακωνσταντή, Τάση Γιαννακοπούλου εξά γεται ότι ό Καπογιάννης ένήργει τήν ληστείαν, καί ότι ύπεστηρίζετο άπό άλλους άρχηγούς, καί ιδίως άπό τόν Πλαπούταν καί Κολοκοτρώνην, καί ότι αύτός είχεν ομολογήσει είς τόν Γεωργάκην Λυμπερόπουλον, ότι έλαβε συνέντευξιν μετά τοϋ Γρηγοριάδου καί ότι τόν παρεκίνησε νά έξακολουθήοη τήν ένέργειαν τής ληστείας. Ό τ ι ό άλλος άρχιληστής Μπαλκανας διεκοίνωσεν, ότι έχει προστάτην τόν Κολοκοτρώνην, ώς ώμολόγησαν οί σύντροφοι τοϋ Μπαλκανά. Ό τ ι οί σύντροφοι τοϋ Μπαλκανά είναι έκ τοϋ χωρίου Σκληρού καί οί πρόκριτοι τοϋ χωρίου, Αντώνιος καί Γεωργάκης Μποσνάκης, κηρυγμένοι οπαδοί τοϋ Κολοκοτρώνη, προταθέντες ύπό τών έγκαλουμένων ώς μάρτυρες, είναι ϋπσπτοι ουνεννοήσεως μετά τοϋ Μπαλκανά, ώς έξά γεται άπό τήν ένώπιον τοϋ Βήματος ομολογίαν των καί άπό τήν μαρτυρίαν τοϋ μοιράρχου Μ: Δεληγεωργοπούλου. Ό τ ι ό Μπαλκανας, καθ' ήν έποχήν ένήργει τήν ληστείαν, έσύχναζεν είς τό χωρίον Σκληρού. Ό τ ι έκ τοϋ γράμματος τοϋ Γρηγοριάδου, εύρ εθέντο ς μετά τών εγγράφων τοϋ θ. Κολοκοτρώνη συνάγεται ότι τά στασιαστι κά κινήματα έγίνοντο έκ συμφώνου μετά τοϋ Κολοκοτρώνη. Ό τ ι οί τρ εις είρημένοι άρχιλησταί, διεσκορπισμένοι είς διάφορα μέρη τοϋ Βασιλείου, έκήρυττον τά αύτά πράγματα περί τοϋ Κολοκοτρώνη καί Πλαπούτα. Ό τ ι οί μάρτυρες, Δ. Πανοϋτσος καί 'Αναγνώστης Καρακατσάνης όμολογοϋν ότι ό Σταμάτης Μήτσας, έ ξ Έρμιόνης, έκήρυττεν ότι μία έπανάστασις έμελλε νά έκραγή καί ότι είχ ε
500
λάβει γράμμα παρά τοΰ Κολοκοτρώνη- άτι τό περιοτατικάν τοϋτο έπιβεβαιο ϋται ά φ ' δσα ό Ιδ ιο ς Σταμάτης Μ ήτοας είπεν ενώπιον τοϋ Έπάρχου Έρμιονίδος, έκ τών όποιων έξά γεται ότι άπ είλει τήν Κυβέρνησιν. Ό τ ι ή πρός άποδειξιν τής ϋπαρχούσης μεταξύ τοϋ Σταμάτη Μήτοα καί τών είρημένων δύο μαρτύρων, Πανούτοου καί Καρακατσάνη έχθρας έξα ίρεοις, προταθεϊοα ύπό τών έγκαλουμένων, δέν είναι τοιαύτη, όποίαν ό νόμος άπαιτεϊ, διότι δέν έξά γεται θανάοιμος έχθρα, καί δέν φ αίνεται, δτι μεταξύ τούτων ύπήρχε διαφορά δοξαοιών καί κομμάτων, διαφωνίαι αί όποΐαι έξαλείφθησαν μετά τήν άφ ιξιν τής Α.Μ. είς τήν Ελλάδα, τά όποϊα ήσαν τό άποτέλεσμα τών περιοτάοεων καί τών ταραχών τοϋ χρόνου έκείνου, καθότι όλοι οί 'Ελληνες, είς διαφόρους έποχάς, καί διά διαφόρους αίτιας, εύρέθησαν διηρημένοι. Ό τ ι ό αύτός μάρτυς τής ύπεραοπίοεως Α.Χ. Σταύρου, προταθείς διά ν ' άποδείξη τήν ύπάρχουοαν μεταξύ Μήτοα καί Καρακατσάνη έχθραν, ομολογεί άπεναντίας ότι μεταξύ τούτων ύπήρχε φιλική σχέοις. Ό τ ι ό Γεώργιος Καραμπελής, Νικόλαος Γεωργακόπουλος, Κ. Τσούνης, Νικόλαος Δημητρακόπουλος, Τάσης Δημητρακόπουλος, ομολογούν δτι ό Παναγιώτης Μπούρας έπιοτρέψας άπό τήν πανήγυριν τής Αγίας Μονής καθ' όν χρόνον ό Κολοκοτρώνης εύρίσκετο έκ εΐ, τούς παρεκίνει νά μή πληρώσουν τό δέκατον, διότι μ ετ ' ολίγον έμελλε νά έκραγή έμφ ύλιος πόλεμος, ώς τόν είχ ε βεβαιώ σει ό Κολοκοτρώνης. Ό τ ι ό Παναγιώτης Άρμυριώ της ομολογεί, ότι τόν Μάϊον μήνα ό Κολοκοτρώνης τόν είχ εν είπ εϊ, ότι άν οί 'Ελληνες ήσαν σύμφωνοι, δέν ήθελον έχει τούς Παβαρούς, καί ότι έπρεπε νά διακοινώση είς τούς συγχωρίους του, όσα διέτρεχον είς Ναύπλιον καί έπρεπε νά ληφθοϋν μέτρα. Ό τ ι ό μάρτυς Ιωάννης Νικήτα Φλέσσας ομολογεί, ότι ήκουσεν άπό τόν Διονύσιον Διδάσκαλον « ό τ ι τ ά π ά ν τα ή σ α ν έ τ ο ιμ α κ α ί ά π ο ρ ο ϋ σ ε πώ ς δ έ ν έ κ ιν ή θ η σ α ν » . Ό τ ι ό μάρτυς Δανιήλ Ιερομόναχος ομολογεί, ότι ήκουσεν άπό τόν Κουλοχέρην, δτι ό Σκλαβοχωρίτης ήταν άπεσταλμένος « δ ιά νά σ η κ ώ σ ο υ ν έ π α ν ά σ τ α σ ιν » .
501
‘ Οτι ό μάρτυς Παναγιώτης Κωνσταντής όμολογεϊ, ότι είδ ε τόν Σκλαβοχωρίτην ώπλιομένον μέ δύο άλλους προπορευόμενον πρός ζήτησιν τοϋ Κουλοχέρη. ‘ Οτι ό μάρτυς ύπεραοπίοεως Γαλάτιος Ιερομόναχος τής Ανίας Μονής ομολογεί, ότι ό Κουλοχέρης, ύπήγεν έκεϊ, καθ' όν καιρόν ό Κολοκοτρώνης παρευρίοκετο. ‘ Οτι ό μάρτυς Νικήτας Φλέσοας ομολογεί, ότι ό είρημένος Κουλοχέρης τοϋ είχεν εΐπ εϊ ότι όλοι οί στρατιωτικοί ήοαν σύμφωνοι καί τόν παρεκίνει νά μεταβή είς Τριπολιτσάν, όπου ό Κολοκοτρώνης έκαμνε συνελεύσεις. ‘ Οτι ό μάρτυς Αναγνώστης Μαυροειδής, έκ Σουλιμά, ομολογεί ότι ό Παπατσώρης έκοινοποίει είς τό χωρίον, ότι είχε γράμματα τοϋ Κολοκοτρώνη καί ένήργει κατά τάς Οιαταγάς του. ‘ Οτι ό άρχιληστής Αθανάσιος Καπογιάννης έφανέρωσεν είς τόν Γεωργάκην Λυμπερόπουλον, μάρτυρα τής κατηγορίας, ότι είχ ε λάβει μίαν έπιστολήν καί ότι ό Γρηγοριάδης τόν παρεκίνει νά σταθή είς τά όπλα έως είς τόν Μάϊον, υποσχόμενος είς αύτόν βαθμόν. Ό τ ι ό Γρηγοριάδης είχεν άνταπόκρισιν μετά τοϋ Ίωάννου θ. Κολοκοτρώνη, ώς άποδεικνύεται διά τής έπιστολής, ήτις εύρ έθη μεταξύ τών έγγράφων τοϋ θ. Κολοκοτρώνη. Ό τ ι έκ τής έπιστολής ταύτης συνάγεται, δτι ό Γρηγοριάδης «δέν έμπιοτεύετο τό ταχυδρομικόν μέοον, καί ότι άναγγέλει είς αύτόν τήν δυσαρέσκειαν τοϋ λαοϋ, καί ότι είναι ά ν α π ό φ ε υ κ τ ο ν τ ι δ υ σ ά ρ ε σ τ ο ν ά π ε υ κ τ α ϊο ν , ό τ ι ό λ α ό ς τ ή ς Ε π α ρ χ ία ς ά π ε λ π ί ζ ε τ α ι κ α ί έ π ι μ έ ν ε ι , ό τ ι τό Ιδ ιο ν κ ά μ ν ο υ ν κ α ί ο ίΠ α π α τ σ ω ρ α ΐο ι κ α ί ό τ ι κ ρ ίν ε ι ά ν α γ κ α ϊο ν νά τ ο ύ ς γ ρ ά ψ η κ α ί νά τ ο ύ ς έ μ ψ υ χ ώ σ η κ α ί ό τ ι ν ά γ ρ ά ψ η κ α ί π ρ ό ς α ύ τ ό ν δ ιά νά τ ό ν δ ώ ο η ο δ η γ ία ς » . Ό τ ι έκ τής έπιστολής τοϋ Γ. Βάγια έξά γεται, ότι οί στρατιωτικοί άρχηγοί ήσαν συνεννοημένοι, ότι οί στρατιωτικοί ήσαν δυοηρεστημένοι καί σψιγκτά συνδεδεμένοι, ότι τό πράγμα ήτο γενικόν καί δέν έμεινεν « ε ιμ ή νά φ υ ο ή ο η ή σ ά λ π ιγ ξ», ότι ό Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος Αλωνιστιώτης, οικείος τοϋ Κολοκοτρώνη, είχεν είπ εί πρός τόν Βάγιαν, ότι όλοι οί Πελοποννήσιοι ήσαν σύμφωνοι.
502
"Οτι ό είρημένος Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος, κατά τήν ομολογίαν τοϋ Κωνσταντίνου Συνανιώτου, τόν είχεν έκμυστηρ ευθή ότι ήτον άπεσταλμένος άπό τόν Κολοκοτρώνην καί Πλαπούταν νά συνεννοηθή μέ τούς αρχηγούς τής Ρούμελης. Ό τ ι έκ τών έπιοτολών τοϋ θ. Άλεξανδροπούλου πρός τόν Ίωάννην Καρμπούνην συνάγεται ότι είς τήν Τρίπολιν τήν στιγμήν τής άναχωρήσεως τοϋ 'Αλωνιστιώτη είχεν έννοήσει ότι ό σκοπός τοϋ νά άγοράση ζώα ήτο πρόφασις τοϋ ταξειβίου τοϋ Αλωνιστιώτη Δημητρακοπούλου. Ό τ ι έξά γεται έκ τής όμολογίας τοϋ Γ. Βάγια ότι, μολονότι ό είρημένος Δημητρακόπουλος έλεγεν ότι σκοπός τής μεταβάσεώ ς του είς τήν πανήγυριν τής Αεβαδείας ήτο ΟΓ αγοράν ζώων, δέν είχ ε μ 'ό λ α ταϋτα άγοράσει καί δέν άπεφάσιζε νά κάμη τήν άγοράν είμή διά νά καλύψη τήν άληθή αιτίαν τής μεταβάσεώ ς του έκεΐ, διότι έντρέπετο νά έπιστρέψη χωρίς νά άγοράση τι. Ό τ ι τό συμφωνητικόν έγγραφον, παρουσιασθέν είς τό Δικαστήριον, όχι μόνον δέν άποδεικνύει δτι ό είρ ημένος Δημητρακόπουλος είχ ε μέρος είς τήν γενομένην παρά τών λεγομένων συντρόφων του άγοράν ζώων εις Ζητοϋνι μετά τήν πανήγυριν τής Αεβαδείας, άλλ' ώς ύπογεγραμμένον παρ' άλλου καί ε ίς άπουσίαν του καί δΓ άλλας αταξίας δέν είχ ε καμμίαν νομιμότητα. Ό τ ι ό μάρτυς ‘Αντώνιος Μουζάνης ομολογεί, δτι ό Γεώρ γιος Περρωτόπουλος τόν είχ ε είπ εϊ νά μή μεταβή είς Ναύπλιον, διότι είς δεκαπέντε ήμέρας θ ’ άνοίξωμεν τουφέκι άπ' όλα τά μέρη διά νά διώξωμεν τήν Άντιβασιλείαν καί τούς Παβαρούς* καί δτι είχ ε γράμματα άπό τόν Κολοκοτρώνην. Ό τ ι έκ τής ενόρκου μαρτυρίας τοϋ Νομάρχου Χρηστίδου έξά γεται, ότι είς τόν Νομόν του, όπου οί οπαδοί τοϋ Κολοκοτρώνη είχαν έπιρροήν, ύπήρχε στασιαστικόν καί φατρίαστικόν πνεύμα, τό όποιον σκοπόν είχε νά διαταράξη τήν ησυχίαν. Ό τ ι έκ τής ομολογίας τοϋ κ. Βρέδ έξά γεται, ότι αύτός ό "ίδιος είχ ε συμβουλεύσει όσους έβλεπε πολύ δυσαρεστημένους καί έτοιμους νά παρασυρθοϋν είς άφρονα κινήματα, ότι έπρεπε νά μή κάμουν κανέν κίνημα, καί ότι όμιλών περί δυσηρεστημέ-
503
νων έννοοϋσε τό κόμμα τοϋ Κολοκοτρώνη. Ό τ ι ό μάρτυς Ιωάννης Καρμπούνης όμολογεϊ, ότι ήκουσεν είς τήν μετάβαοίν του εις Ανδρίτσαιναν, ότι είς Τρίπολιν ένένοντο συνελεύσεις καί έμπόδιζαν τούς στρατιώτας νά καταγραφοϋν είς τήν Χωροφυλακήν. Ό τ ι ό μάρτυς θ. Αλεξανδρόπουλος ομολογεί, ότι κρυφθείς έν εσπέρας είς έν έρείπιον πηγής, παρακείμενον είς έν λουτρόν αντίκρυ τής οικίας τοϋ Ν. Μπούκουρα, όπου ό Ρώμας, θ. Κολοκοτρώνης καί Δ. Πλαπούτας καί πολλοί άλλοι έκαμαν συνελεύσεις, είχεν ίδ εϊ έξερχομένους διαφόρους τούς όποιους άκολουθήοας κατά πόδας είδ ε νά διευθυνθοϋν πρός τούς δρόμους τούς φέροντας είς Μισθραν, Αρκαδίαν καί Καλάβρυ τα. Ό τ ι ό μάρτυς Κανέλλος Σπηλιόπουλος όμολογεϊ, ότι είς τήν οικίαν τοϋ Μπούκουρα, όπου παρευρίσκετο ό Πλαπούτας καί Κολοκοτρώνης, οΰτοι τόν παρεκίνησαν νά ϋπογράψη μίαν άναφοράν πρός ξένην δύναμιν έναντίον τής Αντιβασιλείας καί κατά τών Παβαρών διά νά έξω οθοϋν άπό τήν Ελλάδα. Ό τ ι ό μάρτυς Παναγιώτης Οίκονομόπουλος ομολογεί τά αύτά. Ό τ ι ό μάρτυς Κώστας Γαρδελϊνος όμολογεϊ ότι ό Χοϊδάς τόν παρεκίνει νά ϋπογράψη τήν αυτήν άναφοράν τήν όποίαν ό Ιδ ιος έπαρουσίασεν. Ό τ ι ό Χοϊδάς άναφ έρεται είς τό γράμμα τοϋ θ. Αλεξανδροπούλου ώς ή αστυνομία τών νυκτερινών συνεδριάσεων τοϋ Κολοκοτρώνη. “Οτι οί μάρτυρες Νικόλαος . Σπηλιωτόπουλος, Δημήτριος Μιχαλόπουλος καί Χρήστος Σταοινόπουλος όμολογοϋν ότι ό Ιω άννης θεοφιλόπουλος, παλαιός άξιω ματικός τοϋ Κολοκοτρώ νη, τούς παρεκίνει νά ύπογράψουν μίαν τοιαύτην άναφοράν καί ότι είδαν τάς ύπογραφάς τών έγκαλουμένων. Ό τ ι ό μάρτυς Μ ιχελής Οίκονομόπουλος όμολογεϊ, ότι ό Ά νάσ τος Γιαννάκης Σταοινόπουλος τόν παρεκίνησε νά ύπογράψη τήν άναφοράν. Ό τ ι ό μάρτυς Νικόλαος Κόγκος, εύ ρ εθ ε ίς μίαν νύκτα υποκάτω τής οικίας τοϋ Καπετάν Σαράντου είς Βαλτέτσι, ήκουσεν αύτόν λέγοντα πρός άλλον παρευρισκόμενον ε ίς τήν
504
οΙκίαν του, ότι ό Κολοκοτρώνης τόν είχ ε σ τείλει μίαν άναφοραν διά νά τήν ύπογράψη καί ότι αϋτη έμελλε νά άποσταλή πρός τήν αυτήν άνω εΙρημένην Δύναμιν. ‘ Οτι ό μάρτυς Σωτήριος θεοχαράπουλος ομολογεί, ότι ό Πλαπούτας είς τήν οικίαν του είχεν είπ εϊ εις παρουσίαν του, ότι οί 'Ελληνες ήθελαν ήμποροϋσαν νά άναγορεύοουν άμέσως τήν Α.Μ., καί νά τό κάμουν μόνοι τους όταν ήσαν σύμφωνοι. ‘ Οτι ό μάρτυς Βενιζέλος Ρούφος όμολογεϊ, ότι ό Πλαπούτας είχ εν είπ εϊ είς παρουσίαν του, ότι έπρεπε νά λησμονήσουν τά παλαιά πάθη, νά ένωθοϋν όλοι, πολιτικοί καί στρατιωτικοί καί να ζητήσουν τήν άναγόρευσιν τοϋ Βασιλέως. 'Ο τι ό μάρτυς Νικήτας Φλέσσας ομολογεί, ότι ό 'Α ριστομέ νης Κουβαρας, ώς πολλοί τόν άνήγγειλαν, περιήρχετο είς Μεσσηνίαν διά νά ύπογράψη μίαν άναφοράν έναντίον τής Αντιβασιλείας. 'Οτι ό μάρτυς τής ύπερασπίσεως Μ. Δεληγεωργόπουλος, Μοίραρχος τής Χωροφυλακής, όμολογεϊ ότι είς τήν είς Τρίπολιν διατριβήν του ήκου'σε νά όμιλοϋν διάφοροι περί τοιαύτης άναφοράς, δτι ό μάρτυς τής ύπερασπίσεως Αναγνώστης Μοναρχίδης, Σύμβουλος τής Έπικρατείας, όμολογεϊ ότι είς Τρίπολιν ήκουσεν ότι έγινε μία τοιαύτη άναφορά καί ότι είς τήν Νομαρχίαν του τά πνεύματα ήσαν ταραγμένα. Ό τ ι ό Κολοκοτρώνης όμολογεϊ είς μέν τήν πρώτην έξομολόγησιν ότι ό Δ. Ρώμας δέν τοϋ ώμίλησε διόλου περί πολιτικών πραγμάτων, εις δέ τήν ένώπιον τοϋ βήματος λέγει ότι ό Ρώμας τοϋ είπ ε μόνον άτι τά πράγματα είς τό Ναύπλιον ήσαν άνακατωμένα, δτι δέν ήθέλησε νά λάβη καμμίαν περί τούτου διασάφησιν, καί άνεχώρησαν έπί τούτου είς τό μοναστήριον τής 'Αγίας Μονής διά νά μήν τόν ύποπτευθοϋν. Ό τ ι έκ τής συμπαραβολής τών δύο τούτων έξετάσ εω ν φ αίνεται μία καθαρά άπόφασις. Ό τ ι ό Π. Νικολαΐδης, μάρτυς τή ς ύπερασπίσεως, όμολογεϊ, δτι ό Δ. Ρώμας άναχωρών άπό Ναύπλιον τόν είχ ε είπ εϊ, δτι ήθελε διακοινώνει τούς σκοπούς του ώς πρός τό σχέδιον τοϋ Φράνς, είς τόν Κολοκοτρώνην καί Πλαπούταν. Ό τ ι έξά γεται έκ τών όμολογιών τοϋ 'Αναστασίου Κατσαΐτου
505
καί τοϋ Πλαπούτα ότι ό Δ. Ρώμας τούς βιεκοίνωοεν έντελώ ς τούς σκοπούς του περί τοϋ οχεΟίου αύτοϋ είς Ά ρ γος. Ό τ ι έξά γεται έκ τών μαρτυριών τοϋ κ. Νομάρχου Φ. Μαύρου, τών άδελφών Παναγιώτου καί Κωνσταντίνου Φαρμακοπούλων, έκ τής ομολογίας τών Ίω . θ. Κολοκοτρώνη, έκ τής έκθέσ εω ς τοϋ Διευθυντοϋ τής Νομαρχίας Αρκαδίας Μάνου ότι ό Ρώμας προσεπάθει νά συστήση τό είρημένον οχέδιον. Ό τ ι οί μάρτυρες τής ύπερασπίσεως, προταθέντες νά άποδείξουν τήν κατά τών έγκαλουμένων έχθραν τών μαρτύρων τής κατηγορίας Κανέλλου Σπηλιοπούλου, Παναγιώτου Οίκονομοπούλου, Κώστα Γαρδελίνου καί θεοδώρου Άλεξανδροπούλου καί τήν κακήν διαγωγήν τούτων, δέν άνέφεραν εί μή περιστατι κά έχοντα σχέσεις μέ τό παλαιόν πνεϋμα τών κομμάτων, άποτέλεσμα πάντοτε τής διαφοράς τών κομμάτων, είς τά όποια οί τέσσαρες προοημειω θέντες μάρτυρες εύρέθησαν προσκολλημένοι είς τάς διαφόρους έποχάς τής ' Εθνικής ' Επαναστάσεως, κόμματα καί διαφωνίαι τά όποια έξέλιπον άφοϋ ή Α.Μ. έπάτησε τό έδαφος τής νέας Πατρίδος του. Ό τ ι ή έχθροπάθεια αϋτη, άν καί ήθελεν έκληφθή παρά τοϋ Δικαστηρίου ώς είσ έτι ύπάρχουσα, δέν άπ οτελεϊ τήν θανάσιμον έχθραν, είς τήν όποίαν άπαιτεϊται ή συνδρομή τών άπαιτουμένων παρά τοϋ νόμου συστατικών. Ό τ ι τά προταθέντα περιστατικά δέν άποδεικνύουν μηδόλως τήν κοινήν διαγωγήν τών είρημένων τεσσάρων μαρτύρων, διότι ε ίς τήν αύτήν κατηγορίαν είναι πολλοί στρατιωτικοί, όίτινες προσμένουν τάς βασιλικός άποφάσεις καί τήν άμοιβήν τών έκδουλεύσεών των. Ό τ ι μεταξύ τών τεσσάρων τούτων μαρτύρων ό Κ. ΓαρδελΙνος έλαβεν άπό τόν Κολοκοτρώνην τό παρελθόν έτο ς άποδεικτικόν τών έκδουλεύσεών του καί τής καλής του διαγωγής. Ό τ ι μεταξύ τών μαρτύρων τής ύπερασπίσεως είναι πολλοί κατά τών όποιων έμαρτύρησαν οί μάρτυρες τής κατηγορίας, άλλοι κατεδιώ χθησαν ώς ύποπτοι ουνεννοήσεως διά ληστείαν ύποθαλπομένην ύπό τών έγκαλουμένων, καί έπομένως, οϋτοι μαρτυροϋντες όμολογοϋν δ ι' ιδίαν ύπόθεσιν. Ό τ ι πολλοί μάρτυρες, άντί νά άναφέρουν περιστατικά,
506
έοπευοαν νά καθυβρίσουν τούς μάρτυρας κατηγορίας. Ό τ ι τό Δικαστήριον, άποφαοίααν νά άκροαοθή τούς μάρτυ ρας τής ύπερασπίσεως, έσυγχώρησε μέν τήν άκρόασίν των, Οιεφυλάχθη όμως πάντοτε τό δικαίωμα νά έκτιμήση τό βάρος τής μαρτυρίας των, συμφώνως μέ τάς έκ τεθ είο α ς άρχάς είς τήν άπό 6 Απριλίου 1834 πράξιν του. Ό τ ι πάσα έξαίρεσις, διά νά είναι ισχυρά, πρέπει νά άποδειχθή άντιρρητικώς. Σκέπτεται Ό τ ι όοάκις πρόκειται περί κακουργημάτων, όποϊα φ έρ ει ή πράξις τής κατηγορίας τοϋ Επιτρόπου τής Έ πικρατείας, τό δικαστήριον δέν πρέπει νά έπιοτηρίζεται είς μόνον τάς άπ’ ευθ είας άποδείξεις άλλά καί περιστατικά πρέπει ωσαύτως νά λαμβάνωνται έπισταμένως ύπ' όψιν. Ό τ ι όταν πρόκειται περί περιστατικών άπσδείξεων ή ισχύς των πηγάζει άπό τό σύνολον αύτών ούχί δέ άπό μίαν έκάστην ιδίω ς λαμβανομένην. Ό τ ι ώς πρός τάς άπ' εύθείας άποδείξεις παραδρομαί μνήμης, ανακρίβεια ώς πρός τινα περιστατικά, δέν σμικρύνουν μηδόλως τήν γενικήν άξιοπιστίαν τής μαρτυρίας, άλλ'άπ οδ εικνύουν μάλιστα τήν ειλικρίνεια ν καί τήν έλλειψ ιν προμελετημένου ψεύδους. Ό τ ι καμμία έξαίρεσις κατά τών μαρτύρων τής κατηγορίας δέν άπεδήχθη νομικώς καί ότι τά μονομερώς κατ' αύτών λεγάμενα πρέπει νά θεωρηθούν ώς έλλείπ οντα πάσης νομικής βαρύτητος. Αποφασίζει 1. Ό Δ. Πλαπούτας καί θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται είς θάνατον, ώς ένοχοι έσχάτης προδοσίας, ήτοι τών κακουργημά των τών ένδιαλαμβανομένων είς τό άρθρο 2 τοϋ § Α καί Γ τοϋ Έγληματικοϋ Απανθίσματος καί είς τό άρθρον 2 τοϋ άπό 9)21 Φ εβρουάριου 1833 Βασιλικοϋ Διατάγματος, κατά τά αύτά άρθρα καί είς τά δικαστικά έξοδα καί τΰ ν μαρτύρων δραχμ. 1047
507
93)100, ήτοι χιλίας τεσσαράκοντα έπτά καί λεπτά έννενήκοντα τρία. 2. Ή παρούσα άπόφαοις θ έλει έκτελεαθή είς τήν έκτός τοϋ Φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν. 3. Οί καταδικασθέντες κρίνονται άξιοι τής Βασιλικής χάριτος, τήν όποίαν θ έλει ζητήσει έπισήμως τό Δικαστήριον άπό τήν Αύτοϋ Μεγαλειότητα. 4. Αναβάλλεται ή έκτέλεσ ις τής παρούσης άποφάσεως μέχρι τής έκβάσεως τής περί τής χάριτος αίτήαεως. 5. 0 Επίτροπος τής Έπικρατείας νά έκτελέαη τήν παρού σαν άπόφασιν. 6. Αντίγραφον αύτής νά κοινοποιηθή είς τόν Επίτροπον τής Έπικρατείας. Έξεδόθη καί έδημοσιεύθη έν Ναυπλίω τήν είκοστήν έκτην Μαίου τοϋ χιλιοστοϋ οκτακοσιοστού τριακοστοϋ τετάρτου έτους. ‘ 0 Πρόεδρος Α. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Δ.Κ. ΣΟΥΤΣΟΣ Φ. ΦΡΑΓΚΟΥΑΗΣ 0 Γραμματεύς X. ΖΟΤΟΣ
Το τελευταίο μέρος της απόφασης, με την αίτηση χάριτος, δεν ακούστηκε ούτε από τους κατηγορούμενους ούτε από το ακροατήριο, γιατί μόλις ο γραμματέας Ζώτος πρόφερε τη φράση «καταδικάζονται εις θάνατον» ξέσπασε μεγάλη αναταραχή. « Έ ν άκαρεΐ» γράφει ο Φραντζής «έγένετο τοσαύτη ταραχή καί θόρυβος έφ’ δλον τό πλήθος τών έντός τοΰ Δικαστηρίου άκροατών, ώστε προσπαθών καί παρωθών 6 ε\ς τόν δλλον, ποιος νά έξέλθη πρότερος, έξήρχοντο άπό την θύραν τοΰ Δικαστηρίου στενάζοντες, θρηνοΰντες καί 508
λυπηθέντες καιρίως δπανιες διά τό φρικώδες καί τρομερόν τής άδικου έκείνης άποφάσεως»1.
Η πατσαβούρα όμως ο «Σωτήρας» διαφορετικά μας τα παριστάνει τα πράματα. Ά κ ο υ τι λέει ο ψεύτης: « Ή άνάγνωσις τής άποφάσεως τελειώνει καί τό άκροατήριον διαλύεται μέ τήν μεγαλητέραν ευταξίαν καί μέ τό άπεριόριστον πρός τούς νόμους σέβας, τό όποϊον είς δλας τάς περιστάσεις χαραχτηρίζει τόν Έ λληνικόν λαόν»2.
Αν τον πιστέψεις, πρέπει τότες να παραδεχτείς πως στις φλέβες εμάς των Ελλήνων δεν τρέχει αίμα μα πετιμέζι. Κι ακόμα πως εκείνος ο λαός δεν ήτανε η γενιά που έγραψε τ* αθάνατο Εικοσιένα, μα τίποτις ανθρωπάκια που το μόνο που πάσκισαν στη ζωή τους στάθηκε το πώς καλύτερα θα προσκυνάνε τύραννους κι αφεντάδες. Επειδής όμως ως τώρα κοίταξα την κάθε μου κρίση να την στηρίζω σε παλιά κείμενα, γΓ αυτό θα σου μνημονέψω άλλα δυο γραφτά που μας περιγράφουν τα όσα ακολούθη σαν το διάβασμα της απόφασης. Και πρώτα, να τι λέει η «Αθηνά» που κυκλοφόρησε τέσσερις μονάχα μέρες έπειτα από τα περιστατικά που ανιστοράμε: «Μόλις ήκουσαν τό καταδικάζεται... καί άμέσως ή πληθύς τών άνθρώπων, οίτινες ίτρεχον διά νά ίδοΰν όποιον τέλος θέλει λάβει ή σκηνή αΰτη, σπρώχνοντας ό είς τόν άλλον έκατέβαινον άπό τήν σκάλαν τού Δικαστη ρίου διότι ίσως υπέθεσαν, δτι διά τής Ισχύος έπροσβλήθη ή δικαιοσύνη εις τόν ίερόν αύτής βωμόν. Πράγμα διά τό όποϊον περιμένομεν δημοσίως τήν άπολογίαν τοΰ έπί τής δικαιοσύνης Γραμματέως»3.
Ό πω ς βλέπεις, η «Αθηνά» λέει με τρόπο, κι είναι αυτή 1. Φραντζή op. cit. τ. γ ', σ. 170. 2 «Σωτήρ», αρ. 39 - 31.5.1834. 3 -Αθηνά-, αρ. 143 — 30.5.1834.
509
η πρώτη δημόσια κατηγορία που τυπώθηκε, πως η απόφα ση στάθηκε αποτέλεσμα βίας. Ά κου τι γράφουν και τα Π ρ α κ τ ικ ά : «Μόλις άκούεται ή λέξις θάνατος καί τό πλήθος τοΰ λαοΰ άνίσταται, εύθύς έξέρχεται τοΰ Δικαστη ρίου σωρηδόν μ’ όρμήν, ΰπακούεται δέ συνάμα ψιθυ ρισμός τις τής άγανακτήσεώς του καί άποστροφής, ώς άν ήθελεν οΰτω νά διαμαρτυρηθή κατά τής τοιαύτης φρικτής άδικίας, τήν όποίαν πρώτον ήδη βλέπει, μετά δεκαετή άγώνα, αίμοσταγή, ένεργουμένην είς τήν κλασσικήν τής Πατρίδος του γήν, ύποθέτων τοΰτο εργον τής έξουσίας, ώς έκ τής ένόπλου έπεμβάσεως αυτής, δπου ή Ιερότης τής θέμιδος δέν συγχωρεϊ. Φρίκη διαδέχεται καί άπελπισία τούς πολλούς, τό δ' άποβησόμενον ύπό κακί στους οΙωνούς»1.
ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ!...
Ο ΓΕΡΟΣ, σαν άκουσε το «καταδικάζονται εις θάνατον», μισοσταυροκοπήθηκε μ’ απορία και λέει: —Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου... Ύστερα βγάζει την ταμπακέρα του, παίρνει μια πρέζα ταμπάκο κι αφού τη ρούφηξε2 πρόσφερε και σ ’ όσους τον είχανε περιτριγυρίσει γυρεύοντας να τον παρηγορήσουν, που ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε κι οι συνήγοροι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης. —Αντίκρισα, τους λέει, τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι. 1. ■<Πρακτικά-, σ. 379. 2. Ο Κολοκοτρώνης δεν κάιτνιζε. μα ρούφαγε ταμκάκο.
510
Ά λ λοι αναστενάζουν, άλλοι βουρκώνουν, άλλοι κλαΐνε μ’ αναφυλλητά. Μερικοί σκύβουν κι ευλαβικά φιλάνε το δοξασμένο γέρικο χέρι. Κάποιος απ’ αυτούς, με πνιγμένη φωνή, του λέει: —Ά δικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ! —Γ ι’ αυτό λυπάσαι. Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια... του αποκρίνεται. Δίπλα του όμως ο Πλαπούτας, που ίσαμε κείνη τη στιγμή με κανέναν τρόπο δεν μπόραγε να πιστέψει πως θα τους καταδίκαζαν σε θάνατο, χάνει την ψυχραιμία του. «Σταλαγματιές δακρύων Επεφταν άπό τούς όφθαλμούς του», γράφει ο Τερτσέτης. « 'Εσυλλογίζετο τήν όρφάνια τών τέ κνων του»[. Είχε εφτά κόρες κι έναν ανήλικο γιο, τον Γ ιωργίκο. Γυρίζει ο Κολοκοτρώνης, τον κοιτάει και λέει στους άλλους: —Εγώ δε λυπάμαι για· τον εαυτό μου, μα γ ι’ αυτόν που έχει εφτά θυγατέρες. Τούτα τα λόγια κάνουν να βουρκώσουν ακόμα πιότερο τα μάτια του Πλαπούτα. —Βρε συ, δεν ντρέπεσαι! του φωνάζει τότες ο Γέρος. Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις; Κουρά γιο, ξάδερφε! Τ ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε τη σκλαβωμένη μας πατρίδα. Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς το χρέος μας το κάναμε, κι αυτοί ας μας καταδικάζουν... 'Οταν το πλήθος άδειασε το τζαμί, όπου κι εγκλημάτισε μα και δοξάστηκε τη μέρα κείνη η «δικαιοσύνη», πρώτοι από τους δικαστές βγήκαν ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης. Τράβηξαν στο σπίτι τουΤΊολυζωίδη, όπου τρέξανε να τους δώσουν τα συχαρίκια τους για το παλικαρίσιο φέρσιμό τους κάμποσοι πατριώτες. Ύστερα έφυγε ο χρυσοφορεμένος Σχινάς, «άλησμόνητον είς έαυτόν παρασκευάσας όνειδος μέ τόν δουλόφρονα καταόιωκτικόν του ζήλον», καθώς γράφει κι αυτός ακόμα ο I. Τερτσέτη «Ά παντα — Αθανάσιος Πολυζωίόης», τ. γ ', σ. 312. 511
Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντι1. Τον ακο λουθούσαν ο Γκράινερ κι οι γραμματικοί του, όλοι λαμπροφορεμένοι. Πίσω τους έρχονταν ο Βούλγαρης, ο Σούτσος κι ο Φραγκούλης. Άκουσε πώς μας τους περι γράφουν τα Π ρ α κ τ ικ ά : «01 τρεϊς καταδικάσαντες δικασταί έξήλθον τοΰ Δικαστηρίου ώχροί καί τρέμοντες, με δειλίας καί τρόμου παλμούς, τούς όποιους ό έλεγχος ένεποίει, καί έδείκνυε είς τό πρόσωπον, τήν τοιαύτην κατάστασιν τής ψυχής αύτών συνοδευόμενοι δ’ οϋτω άπό τρεις ή τέσσερας φίλους των άνθυπασπιστάς, άπήλθον μέ πόδας πατοΰντας δχι όρθά, είς τάς οΙκίας αύτών»2. 'Οταν απόμεινε σχεδόν πια άδειο το τζαμί, οι χωροφύ λακες δένουν τα χέρια των δυο μελλοθάνατων, που κάποτες κάτι κι αυτοί κάνανε για τη λευτεριά τούτης της πατρίδας. Ο Γέρος, που θάρρεψε πως θα τους πάγαιναν γραμμή για την καρμανιόλα, σηκώνει τα δεμένα χέρια του και σέρνοντάς τα, στο λαιμό του, ρωτάει: —Πού; Μα δεν παίρνει απόκριση. Μόλις τους βγάλανε από το δικαστήριο, τους περιτριγυ ρίζει η βαβαρέζικη καβαλαρία. Από το τζαμί ως το Ιτς Καλέ και στις δυο μεριές του δρόμου βρίσκεται παραταγ μένος γερμανικός στρατός. Οι μπαγιονέτες τους φωτίζουνε τα σκοτάδια της νύχτας... Βλέποντας ο Γέρος να τους οδηγάνε στο Ιτς Καλέ, ξαφνιάζεται. —Γιατί μας πάτε πίσω στο κάτεργο; ρωτάει. Δε θα πάρουν τα κεφάλια μας; Μα ξανά δεν του δόθηκε απόκριση. 1. Op. cit. τ. β \ σ. 1548.
2. «Πρακτικά», σ. 379-380. 512
Η ΦΟΒΕΡΗ ΝΥΧΤΑ Τ θ Ν Γέρο και τον Πλαπούτα τους κλείσανε το βράδυ εκείνο στο ίδιο κελί. Ό τα ν αποτραβήχτηκαν οι Γερμανοί, ήρθε ο Ρωμιός δεσμοφύλακας, που σαν πατριώτης που ήταν τους συμπόνεσε, και τους είπε πως πρόθυμος στεκό ταν να κάνει γ ι’ αυτούς ό,τι πέρναγε από το χέρι του. Τον παρακάλεσαν να πάει το «έχετε γεια» με τις τελευταίες παραγγελίες τους στις φαμελιές τους. Ο Κολοκοτρώνης έβγαλε το δαχτυλίδι του, του το μπιστεύτηκε και του λέει: —Δώσε το στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται. Του παραγγέλνω, καθώς και σ ’ όλους τους δικούς και φίλους, να μην κάνουν το παραμικρό κίνημα και ταράξουν την ησυχία. Σώθηκε, για το ύστατο τούτο δώρο που έστειλε ο Γέρος στο μικρό του γιο, καθώς νόμιζε πως πια δε θα τον ξανάβλεπε, τούτο δω τ’ αληθινά ωραίο δημοτικό τραγούδι: ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΚΟΛΙΝΟΥ Τρία πουλιά μοφγιολογούν ψηλά στο Λιμποβϊσι, μοιργιολογούσαν κι έκλαιγαν το Γέρο-θοδωράκη. Κι απάνου στα θρηνήματα, στα μαύρα μοιργιολόγια 'να γεροντότερο πουλί, στα άλλα δυο μιλάει: -Παύτε πουλιά τα κλάματα, τα μαύρα μοιργιολόγια και τ ‘αξιώτερ1από σας, που απόσταμα δεν ξέρει στ'Ανάπλι να κατεβεί, το Στρατηγό να σμίξει. Σε ρίματα να μη σταθεί, σε δέντρο να μην κάτσει, στ ου Στρατηγού τη φυλακή ανασασμό να πάρει, να τον προφτάσει στη ζωή, γιατί θα τον χαλάσουν, και να του πει χαιρετισμούς από τους εδικούς του. Τον κλαίνε φίλοι κι εδικοί, τον κλαίνε κι οι οχτροί τουί Κ"έν'αξιώτερο πουλί, πιο γλήγορ'από τ ’άλλα. μεμιάς επέταξε ψηλά και πάει για τ'Ανάπλι. Πουρνό-πουρνό ξεπέζεψε στης φυλακής την πόρτα. 513
Καλημεράει το Στρατηγό, θρηνάει τον Πλαπούτα, κι ο θοδωράκης του μιλεΐ, ο Στρατηγός του λέει: -Πουλάκι μ'πούθεν έρχεσαι, πουλάκι μ'πούθε πάεις; Στη στράτα σου, μαύρο πουλί, αν τύχει κι ανταμώσεις, αν τύχει και συναπαντάς εχτρούς μου κι εδικούς μου, παρακαλώ σε να τους πεις «τους χαιρετώ για πάντα!». Και στον Κολιό μου το παιδί τ ’όλο μικρότερο μου, για θύμηση παντοτινή του στειλα δαχτυλϊδι να το φοράει στην εκκλησία, να το φοράει στους γάμους. Πες του, πουλάκι μου γοργό, πουλί μου δακρυσμένο, τ'ασημένια μ'άρματα στη μίση του να ζώνει και να ‘ρ χεται στο μνήμα μου δυο μπιστολιές να ρίχνει, να μου θυμίζουν τους καιρούς, τους πόλεμους, τις μάχες.
«Τούς ώδήγησαν είς τά δεσμά», έγραφε τότες κι η Α θ η ν ά , «δπου έμάθαμε δτι διαθέτουσι τά οίκιακά των πράγματα, δτι έξομολογήθησαν καί δτι περιμένουν τόν θάνα τον»>. Αφού ο Κολοκοτρώνης έφαγε το λιγοστό φαγί που τους φέρανε και παρηγόρησε τον Πλαπούτα, ξάπλωσε στο στρωσίδι του και σε λίγο τον πήρε βαθύς ύπνος ίσαμε την αυγή. Ο Πλαπούτας δίπλα του έμενε ξάγρυπνος... Συλλογι ζόταν τη φαμελιά του, την Τριπολιτσά, τα Δερβενάκια, το πάρσιμο του Αναπλιού, το διορισμό του φρούραρχος στο Ιτς Καλέ, και στερνά τα παλάτια του Μόναχου που πήγε αποσταλμένος σ ’ αυτά να προσκαλέσει βασιλιά τον Όθωνα. Και τώρα;... Τώρα πόσο μακρινά κι απίθανα ήταν όλ’ αυτά μέσα στα υγρά σκοτάδια του κελιού... Κάθε τόσο σιγαναστέναζε, όσο που ροχάλιζε ο Γέρος... Ας παρατήσουμε τους μελλοθάνατους στο κελί τους κι ας κατεβούμε στην πολιτεία του Αναπλιού να δούμε τα όσα έτρεξαν σ’ αυτή. Κείνη τη νύχτα πες πως ύπνο δε βρήκε τ’ Ανάπλι. Οι συγγενείς κι οι φίλοι των καταδικασμένων συνάχτηκαν σε διάφορα σπίτια, κλαίγοντας την άδικη μοίρα των δυο I. «Αθηνά», αρ. 143 — 30.5.1834.
514
στρατηγών. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν κι ετοίμαζαν τα σάβανά τους. Ό μοια θρηνούσαν κι οι δικοί όλων των άλλων φυλακισμένων, λογαριάζοντας πως τούτη η κρίση στεκόταν η αρχή για το χαμό πολλών ακόμα. —Από δω κι εμπρός, λέγανε, θα γεμίσουνε τα μπου ντρούμια και θα δουλεύει αδιάκοπα η καρμανιόλα. Κι άδικο δεν είχαν. Γιατί δεν άργησε να φανερωθεί1 πως οι καλοί αυτοί άνθρωποι, που έστειλε η Ευρώπη να μας οδηγήσουν στα φώτα και τον πολιτισμό, σκάρωσαν, έχοντας για βοηθούς ανθρωπάκια σαν τον Σχινά και δαίμονες σαν τον Κωλέτη, κατάλογο με τετρακόσια ονό ματα στρατιωτικών και πολιτικών που έπρεπε να καταδιω χτούν για να σκύψουν οι Έλληνες τα κεφάλια τους να προσκυνήσουν θεούς τους Βαβαρέζους. Στα λίγα χρόνια που είχανε περάσει ως τότες από τον καιρό που λευτερώθηκε τ’ Ανάπλι και γίνηκε πρωτεύουσα, πόσα και πόσα δε γνώρισε. Και μεγαλεία κι εξευτελισμούς. Χαμό και λύτρωση. Δόξα κι ατιμία. Όμως ποτές δεν έζησε παρόμοιες ώρες. Το πλάκωνε βραχνάς — ωσάν να ετοιμαζόταν να παρασταθεί στο ξόδι του Εικοσιένα. « Ή νύξ έκείνη« γράφουν τα Πρακτικά «παρήλθε πολλά σκοτεινή διά τόν τοΰ Ναυπλίου λα όν συνδια σκέψεις, λόγοι πολλοί καί συλλογισμοί έγίνοντο έδώ καί έκεΐ έπικρατοΰντος τοΰ άπελπισμοΰ καί τής κατήφειας είς δλων τάς ψυχάς (...) 01 μέν έπνεον άγανακτήσεως καί θυμοΰ, οί δέ λύπη καί όργήν (...) "Ολοι δ" έπλήσθησαν μίσους κατά τής άρχής»2. Απ’ αυτόν τον πανελλήνιο θρήνο, λίγοι, πολύ λίγοι βέβαια, όχι μονάχα λείψανε, μα και χάρηκαν και κάνανε το καθετί να μη γλιτώσουν την καρμανιόλα οι δυο ήρωες. «ΟΙ θρήνοι καί οΐ άπαρηγόρητοι όδυρμοί» γράφει ο 1. Βλέπε Φραντζή op. cit. τ. γ ', σ. 173. 2. «Πρακτικά., σ. 379-380. 515
Φραντζής «ήξήρχοντο άπό τάς οίκογενείας, άπό συγγενείς, άπό τούς φίλους καί σχεδόν άφ’ δλους "Ελληνας αυτόχθονος καί μή (έξαιρουμένων τινών πλέον τών 20) δτε ήτοιμάζοντο τά διά τήν κηδείαν τήν λαιμοτομήν ίμάτια»1.
τούς τούς ούχί μετά
Αυτοί οι λιγοστοί —ανθέλληνες αν θες πες τους— καρτέραγαν ανυπόμονα, όπως μας λέει ο ίδιος ο Φραντζής, πότε θα πέρναγαν οι 24 ώρες που πρόβλεπε ο νόμος, για να θανατωθούν οι στρατηγοί. Δυο μάλιστα απ' αυτούς, «νεήλυδες», καινουργιοφερμένοι δηλαδή στον τόπο τυχοδιώχτες, τόσο χάρηκαν με την καλή την είδηση της καταδί κης τους σε θάνατο, που δώσανε «ό μέν 16 ό δέ 12 γαλλικά τάλιρα είς τόν κομίσαντα τήν άγγελίαν»2. Ά ιντε να πάμε τώρα κι εκεί όπου οι αρχιτεχνίτες της αδικίας μαστόρευαν το έγκλημα. Ό τα ν ο Σχινάς έφυγε από το τζαμί, ύστερα που πήρε τέλος η δίκη, τράβηξε ολόισια στον Μάουρερ, στον άνθρωπο που κι αυτός ακόμα ο Εγγλέζος ιστορικός Φίνλεϊ λέει πως «έπέδειξε όργή τυράννου, λησμονήσας νόμο καί λογική πάνω στήν άδημονία του νά έπίβάλει τήν αυστηρότερη τιμωρία στόν Κολοκοτρώνη»J. Ό τα ν άκουσε πως χρειάστη κε να μεταχειριστούνε βία για να καθίσουν τον Πολυζωί δη και τον Τερτσέτη στις έδρες τους, φρίαξε — όχι βέβαια μ’ εκείνους που πρόσταξαν τούτη την ασέβεια, μα με τους δυο δικαστές που για να κρατήσουν ψηλά τη δικαιοσύνη, δάρθηκαν, σύρθηκαν, ξεσκίστηκαν. Ο μικρόψυχος θυμός του στράφηκε τώρα ολόκληρος ενάντιά τους, γιατί γύρε ψαν να σώσουν τους δυο στρατηγούς, όσο που η πολιτική που εκπροσωπούσε και το ατομικό συμφέρον του βρίσκο νταν δεμένα με το θάνατό τους. Διατάζει λοιπόν τον Σχινά να τους καλέσει ν’ απολογηθούν γραφτά το ίδιο κείνο βράδυ. Κλείστηκε ο γραμματέας της Δικαιοσύνης και σε 1. Φραντζή op. cit. τ. γ", σ. 171.
2. Id. 3. Φίνλεϊ «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεώς», ελλ. μετάφρ. τ. β ,σ. 303.
516
λίγο στέλνει έγγραφο στον Πολυζωίδη και στον Τερτσέτη να τ’ αποκριθούν μεμιάς για ποια αιτία δεν υπόγραψαν την απόφαση, όπως είχαν υποχρέωση και καθήκον. Του απά ντησαν πως «σεβόμενοι τήν δικαιοσύνην δι'αύτό τοΰτο δέν ΐπιογράψαμεν». Στο αναμεταξύ ο Σχινάς, προκομμένος άνθρωπος καθώς ήταν, σύνταξε την αναφορά του στην αντιβασιλεία. Ανιστορούσε όλα όσα γίνηκαν και γύρευε, σύμφωνα με το νόμο, να ευαρεστηθεί να διατάξει την εκτέλεση της ποινής. Ωσπου να τελειώσει την αναφορά του, έφτασε κι η «αυθαδεστάτη», όπως τη χαραχτήρισε, απολογία του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη. Πήρε τα δυο χαρτιά κι έτρεξε, για μια φορά ακόμα, στον Μάουρερ. Βρήκε τώρα εκεί τ’ άλλο άξιο ταίρι της αντιβασιλείας, τον Άβελ. Κάθισαν λοιπόν οι τρεις τους και κουβέντιασαν υψηλή πολιτική. Και βρέθηκαν σ ’ όλα σύμφωνοι. Το πρώτο ήταν πως έπρεπε ν’ απορριφτεί η αίτηση χάριτος του δικαστήριου και να εκτελεστεί το δίχως άλλο η κεφαλική ποινή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Το δεύτερο στεκό ταν πως παρουσιαζόταν μια μοναδική ευκαιρία να προκαλέσουν, στηριζόμενοι στον Κωλέτη, υπουργική κρίση, για να διώξουν τον Μαυροκορδάτο, τ' όργανο των Άγγλω ν και του Άρμανσπεργκ. Είπανε ακόμα πως έπρεπε να χτυπηθούν αλύπητα ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης, για το κακό κι επικίνδυνο παράδειγμα που δώσανε. Αποφάσισαν, λοιπόν, να τους τιμωρήσει ο Σχινάς, το πρωί της άλλης κιόλας μέρας, με την ανώτατη πειθαρχική ποινή, παύοντάς τους «εξ μήνας άπό τά έργα των». Την πρώτη αυτή τιμωρία θα την ακολουθούσε η οριστική απόλυσή τους από τη δημόσια υπηρεσία κι ύστερα η ποινική καταδίωξή τους. Αφού οι καλοί αυτοί κυβερνήτες μας πάσκισαν ως αργά τη νύχτα πώς να μας αποστραβώσουν, πήγανε τέλος να κοιμηθούν με τη συνείδηση ήσυχη πως κάνανε ό,τι έπρεπε για τον εαυτούλη τους. Ο λαός όμως δεν ξέχασε ποτές εκείνη τη νύχτα. Την πιο 517
αληθινή και την πιο πραγματική απήχηση που «ΐχε σ ’ αυτόν η καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαποΰτα, τη βρίσκουμε σε δυο δημοτικά τραγούδια. Να το πρώτο: ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ Μαύρο πουλάκι στεργιανό, μαύρο πουλί βουνίσιο, ένα πουρνό εξέβγαινε απ' τ'Αναπλιού την πόρτα. Στο Άργος κάνει πρόγιομα. στους Μύλους κάνει γιόμα κι απάνου στα σεδώματα στην Τρϊπολιν εμπήκε. Βουβόν επήγε κι έκατσε στον Πλάτανον απάνου. Καπεταναίοι το ρωτούν, με δάκρυα το ξετάζουν: -Πουλάκι μ'αηδονάκι μου, γοργό μου χελιδόνι. εσύ που πέτεσαι ψηλά και χαμηλά τηράεις, πες μας. πουλί, πούθ' έρχεσαι και τι χαμπέρια φέρνεις; Μην είδατε το στρατηγό, το Γερο-θοδωράκη; -Παιδιά, σαν με ρωτήσατε να σας το μολοήσω. Όλοι φορέστε μελανά, στα μαύρα να ντυθείτε. Από τ ' Ανάπλι έρχουμαι, από τ'Α νάπλι εβγήκα. Φέρνω μαντάτα θλιβερά, φαρμακερά χαμπέρια· ο Μάσονας και ο Σκινάς, μ'αυτούς τους Βαρβαρέζους, βουλή εβάλανε κακή το Στρατηγό να κόψουν. Εψές τους δίκασαν, παιδιά, στη δίκη του θανάτου, θρηνεί τ 'Ανάπλι ολοήμερα, χλϊβεται και χουλιέται το χάλασμα τ ου Στρατηγού μαζί με τον Πλαπούτα.
Για το δεύτερο, το «Τραγούδι της Κολιόνυφης»1, υπάρ χουν δυο παραλλαγές* η μια που βρέθηκε στα χαρτιά του Πλαπούτα κι η άλλη που δημοσίεψε ο Ν. Λύτρας στο βιβλίο του «Ο Γέρων Κολοκοτρώνης». Αυτό που μνημο νεύουμε στέκεται σύνθεση των δυο παραλλαγών.
I. Ο πατέρας τοιι Πλαπούτα, ξακουστός αρματωλύς του Μόριά, λεγόταν Κόλιας. γΓ αυτό και τον Δημήτρη Πλαπούτα τονε λέγανε και Κολιόπουλο. Κολιόνυφη λοιπόν ήταν η γυναίκα του Πλαπούτα και μικρανεψιά του Κολοκοτρώνη, η Στεκούλα.
518
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΟΛΙΟΝΥΦΗΣ Ένα πουλάκι ξέβγαινε μέσα ν" από τ'Ανάπλι και πάει στην Καρύταινα και πάει στη Λειδώρα, πάει τα χαιρετίσματα στους καπεταναραϊους, στους κλέφτες, στους αρματολούς και στους καλούς λεβέντες Κολιόνυφη το καρτερεί και το καλορωτάει: -Πουλάκι, πούθε ν'έρχεσαι και πούθενε πηγαίνεις; Για πες μας για τους αρχηγούς, τους δυο φυλακωμένους. -Τι να σας πω, Κολιόνυφη, τι να σας μολογήσω; Εψές το βράδυ εκΐνησα απόξ’από το Κιόσκι, βουή στ 'Ανάπλι γΐνουνταν και ταραχή μεγάλη. Γυναίκες κι άντρες κλαίγανε, μικροί μεγάλοι εσκούζαν για το κακό που γίνεται στους δυο τους αρχηγούς μας. Οι Βαβαροί τους δίκασαν, θέλανε να τους κόψουν. Στρατεύματ’ αρματώσανε, τις πόρτες τις εκλείσαν, τις ντάπιες τις επιάσανε, μια διαταγή εβγήκεόποιος κι αν έρθει για να μπει στ'Ανάπλι, να βαρέσουν, κι αν είναι και μικρό παιδί πίσω να το γυρίσουν. Ο ουρανός συννέφιασε, ο ήλιος εσκοτίσθη, στ'Ανάπλι πηγαινόρχουνταν, την καρμανιόλα στήσαν. Κι οι δυο κριτές που τ'άκοϋσαν πολύ τους κακοφάνειπιάνουν και γράφουνε γραφή, του Μάσονα τη στείλαν: Τερτσέτης με τον Πρόεδρο δε θέλουν ν ’απογράψουν. -Δεν υπογράφεις Πρόεδρε κι εσύ Πολυζωίδη; Σ'αυτά τ'αθώα πλάσματα υπογραφή δε βάνωπαιδιά, κόφτε το χέρι μου, βάλτε το να 'πογράψει! Εμείς δεν υπογράφουμε, το κρίμα στο λαιμό σας! Κεφάλια χέρια κόφτε μας! το άδικο δικό σας... -Πουλάκι μας, πίσω να πας και πάλι να γυρίσεις, να πεις τα χαιρετίσματα κι αν ζουν να τους φιλήσεις, κι αν ίσιος τους εκόψανε τα μνήματα να φτιάσεις, να φαίνουνται η Ακωβα, Δερβένια και Χαρβάτι.
Έ τσι λεβέντικα τραγούδησε ο λαός τον παραλίγο χαμό των δυο αρχηγών, που τόσες φορές τον οδήγησαν στον πόλεμο για τη λευτεριά μας. ' Ετσι λεβέντικα τραγούδησε τους δυο δικαστές, που δε δέχτηκαν να γίνουν συνεργοί στο έγκλημα που γύρευε μια τυραννική εξουσία: «Παιδιά, κόφτε το χέρι μου, βάλτε το να υπογράψει!...». 519
«ΠΑΤΑΞΟΝ MEN, ΑΚΟΥΣΟΝ ΔΕ...» Ο τα ν ξημέρωσε η Κυριακή 27 του Μάη, όλοι λογάρια σαν πως μέσα σ ’ εκείνη τη μέρα θα κρινόταν η ζωή των καταδικασμένων. Γ ι’ αυτό κι ο κόσμος ξεχύθηκε πολλά πρωί στους δρόμους να μάθει το χαμό ή τη σωτηρία τους. Έβλεπες να κουβεντιάζουν παρέες-παρέες με τη λύπη και την ταραχή ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Κι όλων τα μάτια αδιάκοπα στρέφονταν στο Ιτς Καλέ και στο Παλαμήδι μήπως και δουν τίποτις σημάδια και συμπεράνουν. Μόλις έκανε να χαράξει, ξύπνησε στο κελί του ο Κολοκοτρώνης. Σαν είδε τον Πλαπούτα να μην έχει κλείσει μάτι και να βαριαναστενάζει, βάλθηκε να τον παρηγορήσει. Του ανιστόρησε παλιές ιστορίες για το πώς οι κλέφτες αντίκριζαν θαρρετά κι αγόγγυστα μαρτύρια και θάνατο. —Τώρα ήρθε κι η δίκιά μας σειρά, ξάδερφε. Ό πω ς κι εκείνοι, όμοια κι εμείς παλικαρίσια θα συναπαντηθούμε με το Χάρο. Κατά τις δέκα, ο Γερμανός δεσμοφύλακας τους έφερε ψωμί και νερό. Ο Κολοκοτρώνης τον ρώτησε πότε θα τους αποκεφαλίσουν. Κι όπως^ εκείνος δε χαμπάριζε τι του ’λεγε, γύρεψε ο Γέρος να του δώσει να καταλάβει με σχήματα. Έσκυψε το κεφάλι του κι άρχισε να χτυπάει με την απαλάμη το σβέρκο του ωσάν το λεπίδι της καρμανιόλας. Ο Γερμανός, που θάρρεψε πως έκανε αστεία, ξεκαρδί ζεται. Βλέποντάς τον ο Κολοκοτρώνης να γελάει, σκάει κι αυτός στα γέλια. Μα ο Πλαπούτας παραξενεύτηκε. —Πώς βαστάει η καρδιά σου, του λέει, να γελάς τέτοιαν ώρα!... Σαν έφυγε ο Γερμανός, ο Γέρος έκοψε στα δυο το ξεροκόμματο που τους έφερε και δίνοντας το μισό στον Πλαπούτα του λέει: —Αυτό, ξάδερφε, είναι το τελευταίο μας προσφάγι. Πάει, φάγαμε τα ψωμιά μας... 520
—Ναι, τα φάγαμε δίχως να φροντίσουμε ν’ αφήσουμε ψωμί στους εδικούς μας... του αποκρίνεται ο Πλαπούτας, όπως ο νους του έτρεχε αδιάκοπα στα τόσα ανήλικα παιδιά του. Αναστέναξε κι άφησε λεύτερο να ξεχυθεί τούτο δω το τόσο ανθρώπινο παράπονό του. — Ά λ λοι όμως βολεύτηκαν. Είτε από τα πλιάτσικα που βούτηξαν στον αγώνα είτε απ’ όσα σούφρωσαν από τα δάνεια γίνηκαν πλούσιοι, όσο που εμείς παρατάμε στους δρόμους τα παιδιά μας κι υστερνά μας παίρνουνε και το κεφάλι. Κι όπως η ώρα πέρναγε και δεν έβλεπαν να τους παραδίνουν στον μπόγια, για να τους οδηγήσει στην καρμανιόλα, άρχισαν ν’ απορούνε. Πάγαιναν να ελπίσουν, μα πάλι μαύρες σκέψεις τους πλημμυρούσαν. —Θα ’γινε καμιά αναταραχή, λέγανε. Κι αυτό δεν τους παρηγορούσε, όπως φοβόνταν μην τυχόν και ξεσηκώθηκαν οι δικοί τους κι ακριβά θα το πλέρωναν. Ας τους παρατήσουμε όμως στο κελί τους παρέα με το Χάρο κι ας πάμε εκεί όπου οι κυβερνήτες του τόπου παζάρευαν τα κεφάλια τους, αφού πριν ανιστορήσουμε τούτο δω το περιστατικό, όπως το μνημονεύει ο Τερτσέτης. Ο αντιβασιλιάς Μάουρερ συνήθιζε να ξυπνάει νωρίς και να βγαίνει περίπατο. Κείνο, λοιπόν, το πρωί, τράβηξε κατά την Πρόνοια, όπου κατοικούσε ο Τερτσέτης. «Τόν είδα» γράφει «πού είχε βγει είς περίπατον. Νά κατέβω, νά τρέξω, νά τόν φθάσω έστάθη μιάς στιγμής δουλειά. Ώ ς τόν έπλησίασα τοΰ φωνάζω: «—Excellence, j ’ai un mot k vous dire ( ’ Εξοχώτατε, Εχω Ινα λόγο νά σάς πώ). «Στρέφεται, μέ είδε μέ άγριον βλέμμα, μοΰ λέγει: »—Je n’ai pas le temps. (Δέν ευκαιρώ). »—Frappe mais fecoute. (Πάταξον μέν, άκουσον δέ) τοΰ έπαναλέγω. Ce mot autre fois sauva la Grice. (Αύτός ό 521
λόγος Εσωσε άλλοτε τήν 'Ελλάδα). »—Je n’ai pas le temps, je n’ai pas le temps. (Δέν •ευκαιρώ, δέν ευκαιρώ), έκ νέου καί γρηγορεύει τό βήμα του. »Τότε είπα κι' έγώ μέσα μου: “Μή σώσεις!...” Καί έχωρίσαμε πλάτη μέ πλάτη»1.
ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΕΙΝΟ το πρωί, συνάχτηκε το υπουργικό συμβούλιο να πάρει αποφάσεις. Πριν σου ανιστορήσω τα όσα έτρεξαν σ ’ αυτό, σου θυμίζω ποια πρόσωπα το συγκροτούσαν. Γραμματέας της Επικρατείας, πρωθυπουργός δηλαδή, ήτα νε ο Μαυροκορδάτος, γραμματέας ,των Εσωτερικών ο Κωλέτης, της Παιδείας και της Δικαιοσύνης ο Σχινάς, των Οικονομικών ο Θεοχάρης και των Στρατιωτικών ο Γερμα νός στρατηγός Λεσουίρ. Πρώτος πήρε το λόγο ο Μαυροκορδάτος. —Αποδοκιμάζω, είπε, την ενέργειαν του κ. Σχινά εις το δικαστήριον, η οποία εξέθεσε όχι μόνον τον ίδιον εις τα όμματα και του λαού και των ξένων, αλλά και ολόκληρον την κυβέρνησίν μας. Η επέμβασίς του, ανεξαρτήτως των προθέσεών του, κατήργησε την ανεξαρτησίαν της δικαιο σύνης, την οποίαν έχουν καθιερώσει όλα τα κράτη τ’ αξιούντα ότι διαθέτουν ψυχία πολιτισμού. Κατά συνέπειαν προτείνω, όπως η κυβέρνησις διευκρινίσει ότι ουδόλως εγκρίνει την τοιαύτην ενέργειαν του κ. γραμματέως. 'Ο σοι διάβασαν κάποιο από τ’ άλλα μου βιβλία, θα θυμούνται βέβαια εκείνα που έψαλα στον Μαυροκορδάτο. «Κακό δαίμονα του Εικοσιένα» τον ονόμασα, γιατί τέ τοιος ήταν. Τώρα μου παρουσιάζεται τέλος η ευκαιρία να πω τον καλό λόγο γ ι’ αυτόν. Και το κάνω, καθώς βλέπεις, 1. Τερτσέτη «Ά παντα — Αθανάσιος Πολυζωίδης», τ. γ -, σ. 316.
522
δίχως στιγμή να διστάσω. Γιατί, άμα γράφουμε ιστορία, δεν πρέπει ποτές να κατηγορούμε ή να παινάμε σύμφωνα με τα γούστα μας, μα ταιριαστά με τις πράξεις του τον καθένα. Το φέρσιμο λοιπόν του Μαυροκορδάτου σε τούτη την περίσταση, όποιες κι αν ήταν οι αιτίες, μας κάνει να ξεχάσουμε για λίγο τα περασμένα και να βρεθούμε πλάι του. Μόλις τέλειωσε ο Μαυροκορδάτος, μίλησε ο Κωλέτης: —Προτού αποφασίσομε οτιδήποτε, λέει, πρέπει ν' ακούσομε τον κ. Σχινά. Ο Σχινάς, αφού είπε πως «δΓ έλλειψιν ακυρωτικού» αναγκάστηκε να παρουσιαστεί ο ίδιος στο δικαστήριο να ερμηνεύσει, σαν γραμματέας της Δικαιοσύνης, το νόμο και να λύσει τη διαφορά ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία των δικαστών, πρόσθεσε: —Δεν είμαι εγώ, όπως βλέπετε, άξιος ελέγχου, καθώς ηθέλησε να παραστήσει ο κ. Γραμματεύς της Επικρατείας. Έπραξα αντιθέτως το καθήκον μου, διότι υπέρτατος νόμος είναι η σωτηρία του έθνους. Ά ξ ιο ι ελέγχου και ποινικής μάλιστα καταδιώξεως είναι οι δύο δικασταί, οι οποίοι απεδείχθησαν επιλήσμονες των καθηκόντων των. Θα μου επιτρέψετε, δια να αντιληφθήτε καλύτερα τα διατρέξαντα, να σας αναγνώσω την προς την σεβαστήν αντιβασιλείαν αναφοράν μου, εις την οποίαν εκθέτω λεπτομερώς όλα όσα συνέβησαν και τας κρίσεις μου επί των γεγονότων. Τη διάβασε, και μεμιάς όλοι, εξόν από τον Μαυροκορδάτο, συμφώνησαν μαζί του — γλυκιά είναι η αφιλότιμη η εξουσία! Κι έπειτα από πρότασή του εγκρίνανε την προσωρινή παύση του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη και βάλανε πρόεδρο του δικαστήριού τον Α. Βούλγαρη, αντα μείβοντας έτσι τον καταδιωχτικό του ζήλο. —Ούτε η έκθεσις του κ. Σχινά ούτε οι αποφάσεις σας με ευρίσκουν σύμφωνον, διαμαρτύρεται ο Μαυροκορδάτος. Αντιθέτως, προτείνω να συστήσομεν, δια το καλόν του έθνους και της βασιλείας, να δοθεί πλήρης χάρις εις τους 523
καταδικασθέντας και ν’ απολυθώσι από τας φυλακάς και όλοι οι άλλοι κρατούμενοι. Αυτό περίμενε ο Κωλέτης, για να βάλει στον Μαυροκορδάτο την τρικλοποδιά και να του πάρει το τιμόνι του γκουβέρνου. —Απορώ με τα όσα μας είπε ο κ. Γραμματεύς της Επικρατείας, λέει ο παλιός γιατρός του Μουχτάρ πασά. Ελησμόνησε τάχατες όσα τραβήξαμε από τον ανοικονόμητον αυτόν άνθρωπον; Εάν το 1824 με είχατε ακούσει1 και αντί να τον φυλακίζαμε στην Ύδρα τον είχαμε καταδικάσει σε θάνατο, δε θα τον εβλέπαμε τώρα να κινδυνεύει την πατρίδα και τον θρόνον. Θα κάνομε για δεύτερη φορά το ίδιο λάθος; Σας προειδοποιώ τότε ότι θα πάθομε από αυτόν τα ίδια και χειρότερα. 'Ο χι μόνον αντικρούω με αγανάκτησιν την απονομήν χάριτος εις ανθρώπους αναξίους αυτής, αλλ’ αντιθέτως προτείνω ό πως, περιφρουρούντες το συμφέρον του κράτους και την ασφάλειάν του, διατάξομεν, αφενός, την εντός 24 ωρών καρατόμησιν των προδοτών και, αφετέρου, την όσο το δυνατόν ταχυτέραν εισαγωγήν εις δίκην των υπολοίπων κατηγορουμένων. Μεμιάς ο Σχινάς, ο Λεσουίρ κι ο Θεοχάρης συμφώνη σαν μ’ ενθουσιασμό μαζί του. —Κύριοι, λέει ο Μαυροκορδάτος, συμφώνως προς το Βασιλικόν Διάταγμα της 9ης Μαΐου το οποίον υπογράψαμεν όλοι οι παρευρισκόμενοι, δεν είμεθα εμείς οι αρμόδιοι ν* αποφασίσομεν δια την εκτέλεσιν ή όχι της ποινής, I. Ο Κωλέτης βρισκόταν τότε στην Τριπολιτσά κι όπως λέει ο Δεληγιάννης στ" απομνημονεύματά του (τ. β", σ. 230), έκανε μια αναφορά που την υπόγραψαν οι κάτω από τις προσταγές Ton Ρουμελιώτες καπεταναίοι καθώς και τρεις Καλαβρυτινοί. Με την αναφορά αυτή «απαιτούσαν σχεδόν διατακτικώς» από την τότε κυβέρνηση Κουντουριώτη - Μαυροκορδάτου «να φονεύσουν όλους ανεξαιρέτως όπου έχουν εις την φυλακήν». Τέτοια μαύρη ψυχή είχε ο Κωλέτης, που ο αντιβασιλιάς Μάουρερ τον ονόμαζε... τον «πρώτον χαρακτήρα της Ελλάδος»! Ά μα ακούς παρόμοια παινέματα από ξένους για δικούς μας πάντα να κουμπώνεσαι.
534
αλλά η αντιβασιλεία, αφού πρότερον, ως ορίζει το διάταγ μα, διαβιβάσει την απόφασίν εις αυτήν ο κ. γραμματεύς της Δικαιοσύνης. Εξάλλου, και αυτό ακόμη το δικαστή· ριον συνιστά την χορήγησιν της βασιλικής χάριτος. Ο Σχινάς απαντάει στον Μαυροκορδάτο πως μια και το διάταγμα της 9ης Μαίου ποτέ δε δημοσιεύτηκε είναι άκυρο κι ανύπαρχτο. —Κατά συνέπειαν, είπε, δεν θεωρώ τον εαυτόν μου δεσμευμένον εξ αυτού. Οι άλλοι τρεις συμφώνησαν βέβαια μ’ όλη την προθυ μία μαζί του. —Βλέπω, κύριοι, λέει τότε ο Μαυροκορδάτος, πως μεταξύ εμού και της πλειοψηφίας του συμβουλίου υπάρχει απόλυτος διαφωνία. Κατόπιν τούτου λύω την συνεδρίασιν και μεταβαίνω προς συνάντησιν του κ. προέδρου της αντιβασιλείας. Στεκόταν φανερό πως πάγαινε να δώσει την παραίτησή του. Ο Κωλέτης, ο Σχινάς, ο Θεοχάρης κι ο Λεσουίρ τρίβανε ευχαριστημένοι τα χέρια τους, όπως το χαμό του Κολοκο τρώνη τον ακολουθούσε το πέσιμο του Μαυροκορδάτου.
ΟΙ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ
Τθ ΙΔΙΟ εκείνο πρωί συνεδρίασε κι η αντιβασιλεία. Ο πρόεδρος Άρμανσπεργκ είπε πως πριν από λίγο τον φώναξε ο 'Οθωνας και τον παρακάλεσε να δοθεί χάρη στους κατάδικους. Οι άλλοι τρεις αντιβασιλιάδες —ο Μάουρερ, ο Ά β ελ κι ο Έ ιντεκ— αποκρίθηκαν, διπλωματικότατα, πως καταλα βαίνουν τα αισθήματα φιλανθρωπίας του νεαρού Όθωνα, η ευθύνη όμως ν* αποφασίσουν, έχοντας υπόψη τους το 525
υπέρτατο συμφέρον του θρόνου και του κράτους, έπεφτε στους ίδιους. —Θεωρούμε, πρόσθεσαν με μεγάλη υποκρισία, ότι θα είμεθα ανάξιοι της εμπιστοσύνης και της εντολής του σεβαστού εις όλους μας βασιλέως της Βαβαρίας Λουδοβί κου, εάν μεταθέσομε τώρα, εις την έκτακτον αυτήν περίστασιν, την ευθύνην μας εις τους ώμους του ανηλίκου τέκνου του. —Νομίζω λοιπόν, είπε ο Μάουρερ, πως ιδικόν μας είναι αποκλειστικά το καθήκον ν’ αποφασίσωμε αν πρέπει ή όχι να εκτελεσθεί η ποινή. Και δια να σχηματίσετε γνώμη δια τα όσα συνέβησαν εις το δικαστήριον, θα σας αναγνώσω την έκθεσιν την οποϊαν μου υπέβαλλε ο υπουργός της Δικαιοσύνης κ. Σχινάς. Αφού τη διάβασε, καθώς και το τέλος της απόφασης του δικαστήριου, πρόσθεσε: —Προτείνω ν ’ αγνοήσομε την αίτησιν χάριτος του δικαστηρίου. Η παραμικρή επιείκειά μας θα εκληφθεί ως αδυναμία με σοβαράς συνεπείας δια την στερέωσιν της βαβαρικής δυναστείας εις την Ελλάδαν. Η μόνη ορθή ενέργειά μας είναι να διατάξομε να λειτουργήσει η λαιμητόμος. Έψαξε στα χαρτιά του, έβγαλε ένα έγγραφο κι είπε: —Το σχέδιο της διαταγής το έχω ήδη ετοιμάσει. Δεν απομένει παρά να το υπογράψομε. Είσθε σύμφωνος, κ. πρόεδρε; Ο Άρμανσπεργκ, που όσο βάσταγε η δίκη κράταγε κλειστό σαν σφίγγα το στόμα του μην αφήνοντας να φανούν οι διαθέσεις του, αποκρίθηκε: —Ομολογώ ότι έχω ενδοιασμούς. Αντί να επιτύχομε, με την εκτέλεσιν της ποινής, την τάξιν την οποϊαν μας υπόσχεται ο βασιλικός σύμβουλος της επικρατείας φον Μάουρερ, αντιθέτως θ' αντιμετωπίσομεν νέας ταραχάς, ίσως και εξεγέρσεις. Νομίζω ακόμη ότι η εκτέλεσις δύο στρατηγών, οι οποίοι θεωρούνται από τους Έλληνας, κακώς ίσως, ως ήρωες του απελευθερωτικού των αγώνος, 526
αντί να βοηθήσει εις την στερέωσιν του θρόνου, θα υποσκάψει τα νεοπαγή θεμέλιά του. Στάθηκε για λίγο κι έπειτα πρόσθεσε: —Διευκρινίζω όμως ότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εις τόσας άλλας, θα υποταχθώ, εάν επιμείνετε εις την γνώμην σας, εις την θέλησιν της πλειοψηφίας. Οι άλλοι, με πρώτον και καλύτερο τον Μάουρερ, επιμείνανε βέβαια. Και τότες ο Άρμανσπεργκ, κουνώντας χαραχτηριστικά τους ώμους του, είπε: —Μετά λύπης μου βλέπω ότι δε σας έπεισα. Εύχομαι ν’ αποδειχθεί ότι έχω άδικο εγώ... Τους κατάφερε να πατήσουν την πεπονόφλουδα. Από δω πια και πέρα αυτός, στα μάτια των Ελλήνων, θα παρουσια ζόταν ο μόνος από τους αντιβασιλιάδες που μπορούσε τάχατες να καταλάβει και να υπηρετήσει τις επιθυμίες της κοινής γνώμης του τόπου. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Μαυροκορδάτος στα γραφεία της αντιβασιλείας και ζήτησε να δει αμέσως τον Άρμανσπεργκ. Διέκοψε προσωρινά το συμβούλιο της αντιβασιλείας τη συνεδρίασή του, για να δεχτεί ο πρόε δρός του τον πρωθυπουργό. Ο Μαυροκορδάτος, αφού τον κατατόπισε για όσα γίνηκαν στο υπουργικό συμβούλιο, του είπε πως η ζωή των καταδικασμένων εξαρτιόταν πια από την απόφαση που θα ’παίρνε η αντιβασιλεία. Ο Άρμανσπεργκ, γυρεύοντας να μαθευτεί από τον κόσμο η επιμονή των τριών άλλων να εκτελεστεί η απόφαση, του λέει: —Μην τρέφετε ματαίας ελπίδας. Έκανα ό,ΐι μπορούσα δια να τους σώσω, δυστυχώς όμως δεν το κατόρθωσα. Οι συνάδελφοί μου έμειναν αμετάπειστοι. Και όπως γνωρίζε τε, οι αποφάσεις παίρνονται πλειοψηφικά. Είμαι, λοιπόν, υποχρεωμένος να υποταχθώ εις την θέλησιν των. Ο Μαυροκορδάτος έδωσε τότες την παραίτησή του, ο Άρμανσπεργκ όμως τον παρακάλεσε να μην την υποβάλει ακόμα επίσημα. 'Οταν ο Άρμανσπεργκ γύρισε στην αίθουσα των συνε 527
δριάσεων, η αντιβασιλεία αποφάσισε, με την πλειοψηφία των τριών —Μάουρερ, Ά βελ, Έιντεκ— την καρατόμηση, το πρωί της άλλης μέρας, των καταδικασμένων και την οριστική παύση των δυο δικαστών, του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη.
ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΥΤΕΣ Μ ια τρίτη συνεδρίαση γϊνηκε το πρωί της ίδιας εκείνης μέρας στ' Ανάπλι. Συνάχτηκαν οι αντιπρεσβευτές της Αγγλίας, Ρωσίας, Βαβαρίας, Γαλλίας κι Αυστρίας να επισκοπήσουν την κατάσταση που δημιουργήθηκε έπειτα από την καταδίκη σε θάνατο των δυο στρατηγών και να συζητήσουν αν έπρεπε τυχόν να κάνουν διαβήματα. « Ή άψιά άντίστασις τοΰ Πολυζωίδη» γράφει ο Τερτσέ της «άντίστασις Προέδρου, δχι άπλοΰ δικαστοΰ, τοΰ πρό όλίγων μηνών έχθροΰ θανασίμου τοΰ Κολοκοτρώνη καί Πλαπούτα, άδυνάτισε τό κύρος τής άποφάσεως τών τριών, Εδωσε καί λαβήν εϊς τούς πρέσβεις τών ξένων δυνάμεων νά Εννοήσουν τήν άθωότητα τών κατηγορουμένων, νά κάμουν παρατηρήσεις είς τήν άντιβασιλεϊαν, νά γράψουν καί είς τάς αύλάς των. Βεβεωθήτε, δτι άν ό Πολυζωίδης ήθελε κλίνει είς τήν άπόφασιν τών τριών ή κδν έν σιγή νά τήν ύπογράψει δ θάνατος ήτον άφευκτος»1. Πως τυπικά βοήθησε η στάση του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη τρεις από τους αντιπρεσβευτές —της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Βαβαρίας— να γυρέψουν να μην εκτελεστεί η ποινή, στέκεται βέβαια σωστό. Ουσιαστικά όμως ξεκίναγε ο καθένας από διαφορετικές αιτίες. Ο πρώτος, ο αντιπρεσβευτής της Αγγλίας, μια κι είχε I. Τερτσέτη «Ά παντα — Αθανάσιος Πολυζωίδης», τ. γ ', σ. 312.
528
πετύχει κείνο που θέλησε, την καταδίωξη των Ναπαίων, παρουσιαζόταν τώρα σαν σωτήρας των δυο στρατηγών, για να δείξει, από τη μια, πως ανυστερόβουλη ήτανε τάχατες η διάθεση της Αγγλίας και, από την άλλη, να εκθέσει στους Έ λληνες τους αντιβασιλιάδες που αντιπο λιτεύονταν το πιστό όργανό της, τον Άρμανσπεργκ. Ο δεύτερος, ο αντιπρεσβευτής της Ρωσίας, γύρευε βέβαια να σώσει το δοξασμένο στρατηγό που λογαριαζόταν ο ένας από τους δυο αρχηγούς —ο άλλος ήτανε ο Μεταξάς— του ρωσόφιλου κόμματος. Ο αντιπρεσβευτής όμως της Βαβαρίας; Γιατί ζητούσε κι αυτός τη σωτηρία των καταδικα σμένων; Γιατί κατάλαβε πως δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να πέσει το βάρος για το δικαστικό αυτό έγκλημα στη Βαβαρία, μα μονάχα σε πρόσωπα που με την αντικατάστα σή τους θα μπορούσαν να σβήσουν τη φοβερή εντύπωση που θα 'κανε στο λαό ο θάνατος στην καρμανιόλα του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Ό τα ν λοιπόν συνάχτηκαν οι αντιπρεσβευτές, οι τρεις τους πρότειναν στους άλλους δυο —της Γαλλίας και της Αυστρίας— να κάνουν κοινό έντονο διάβημα στην αντιβασιλεία, για να μην εκτελεστεί η ποινή που πάρθηκε, όπως είπανε, έπειτα από απροσχημάτιστη επέμβαση στο δικα στήριο ορισμένων μελών της αντιβασιλείας και του υ πουργικού συμβούλιου. Οι αντιπρεσβευτές όμως της Γαλλίας και της Αυστρίας δε συμφώνησαν μαζί τους. Ο πρώτος γιατί έβλεπε πως η δίκη αυτή στεκόταν μια μοναδική ευκαιρία ο αρχηγός του γαλλόφιλου κόμματος, ο Κωλέτης, να ξαναπάρει την εξουσία κι ο δεύτερος από μίσος στους πρωτεργάτες του μεγάλου απελευθερωτικού μας αγώνα, που τόσο τον υπο νόμευσε η Αυστρία με τον αρχικαγκελάριό της Μέτερνιχ. Τότε, οι άλλοι τρεις αποφάσισαν να κάνουν, χωριστά ο καθένας, διαβήματα στην αντιβασιλεία. Για να σχηματί σουν μάλιστα μια πιο ξεκάθαρη γνώμη, στείλανε και ζήτησαν από το δικαστήριο να τους δώσει αντίγραφο της απόφασης. Πήγανε όμως την καταπληχτική απάντηση 529
πως αντίγραφα δε θα δίνονταν σε κανένύν, μήτε και σ ’ αυτούς ακόμα τους συνήγορους των καταδικασμένων! Τράβηξαν, λοιπόν, χωριστά, όπως είπαμε, ο καθένας, στην έδρα της αντιβασιλείας και ζήτησαν να γίνουν δεχτοί από τον πρόεδρό της. Του φανέρωσαν τις ανησυ χίες τους στην περίπτωση που θα εκτελούσαν τους καταδι κασμένους, καθώς και την έκπληξή τους για την άρνηση του γραμματέα του δικαστήριου να τους δώσει αντίγραφο. Ο Άρμανσπεργκ δικαιολόγησε με τέτοιον τρόπο την απόφαση της αντιβασιλείας να καρατομηθούν οι στρατη γοί, που να φανεί πως αυτός προσωπικά κάθε άλλο παρά ήτανε σύμφωνος μ’ αυτή. Τους υποσχέθηκε μάλιστα να κάνει ό,τι πέρναγε από το χέρι του, για ν’ αναβληθεί, έστω και την ύστατη αυτή στιγμή, η θανατική εχτέλεση. Και πραγματικά, μεγαλοποιώντας το διάβημα των πρε σβευτών, κατάφερε να τρομοκρατήσει σε τέτοιο σημείο τον Μάουρερ, τον Έ ιντεκ και τον Ά β ελ που να δεχτούν —είχε πια βραδιάσει— ν ’ αναβληθεί η καρατόμηση των καταδικασμένων, για να μπορέσει να συνεδριάσει ξανά την άλλη μέρα η αντιβασιλεία και να πάρει οριστικές αποφάσεις. Τόσο μάλιστα ταράχτηκε ο Μάουρερ, που ξαγρύπνησε όλη τη νύχτα, για να σκαρώσει, δικαιολογώντας τα όσα γίνηκαν, ένα υπόμνημα, που έστειλε, πρωί-πρωί, στους αντιπρεσβευτές, καθώς και στους αντιπρόσωπους της Ελλάδας στο εξωτερικό. Σ’ αυτούς τους τελευταίους διαβί βασε παραποιημένη την απόφαση του δικαστήριου. Πα ρουσίασε δηλαδή πως την είχα υπογράψει κι ο Πολυζωί δης κι ο Τερτσέτης. «Μόνη τυφλή καί άναιδής μεροληψία» έγραφε η Επο χή «ήθέλησεν ν’ άπατήση τόσον φανερά, τόσον άνεπιτήδεια τούς ξένους, άλλ’ ήγνόει δτι τοιαύτη άλήθεια δέν ήθελε μείνει έπί πολύ κεκρυμμένη άπ’ δλην τήν γήν»1. I. «Ε χοχή., 18.10.1834.
530
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΙίΑΜ Ε τώρα ακόμα, στα χωριά και στις μικρές πολιτείες του τόπου μας την Κυριακή τ’ απόγεμα ξεχύνεται στον κεντρικό δρόμο ή την πλατεία ο κοσμάκης να κάνει τον περίπατό του, κόβοντας πάνω-κάτω βόλτες. Τούτος ο περίπατος στέκεται η μεγάλη διασκέδασή του της βδομά δας, γι’ αυτό και στολίζεται μ’ ό,τι καλύτερο έχει. Κείνο, λοιπόν, τ’ απόγεμα της Κυριακής, βγήκε στον περίπατο ολόκληρο τ’ Ανάπλι. Ανάμεσα στους περιπατη τές ήτανε και δυο ξενοτοπίτες — δυο γραφιάδες ως χτες, δυο ήρωες από σήμερα. Απ’ όπου πέρναγαν, ο κόσμος άνοιγε δρόμο, τους κοίταζε, τους καμάρωνε, τους χαμογε λούσε φιλικά και τους χαιρέταγε με σεβασμό. Ό σ οι είχανε πιότερο θάρρος τους σίμωναν και τους σφίγγανε το χέρι. Έ νας απ’ αυτούς, «Ινας ήροχις όμολογούμενος τοιοδτος άπό δλους», ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, λέει «μέ έλληνική χάρη»1 στον Πολυζωίδη: —Μου πήρες τη δόξα που απόχτησα στα Δερβενάκια! Έ νας άλλος στρατηγός του αγώνα σκύβει και, φιλώντας τα χέρια του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, λέει: —Φιλώ τα χέρια σας, γιατί απόμειναν αναίματα από φόνο. « Έξη χιλιάδες Έλληνες μάς έχαιρέτησαν είς τόν περίπα το», είπε ο Τερτσέτης στην απολογία του2. Κι αυτό πότε; Ό τα ν οι Βαβαρέζοι είχανε ξαπολύσει την πιο άγρια τρομοκρατία και το λεπίδι της γκιλοτίνας ήτανε έτοιμο να πάρει, από στιγμή σε στιγμή, τα κεφάλια του Γέρου του Μόριά και του Πλαπούτα. Έ τσι, οι θερμές αυτές εκδηλώ σεις στάθηκαν στην πραγματικότητα μια αποδοκιμασία όλων των τάξεων του λαού στο έγκλημα που ετοίμαζε η εξουσία. 1. Τερτσέτη «Ά παντα — Απολογία», τ. γ ', σ. 276. 2. Id.
531
Ό σ ο για τον Βούλγαρη, τον Σούτσο και τον Φραγκού λη, αυτοί στάθηκαν από τους λίγους που δε βγήκανε περίπατο κείνο τ’ απόγεμα της Κυριακής... Κι όμως, άκου τι έγραφε, έπειτα από τέσσερις μονάχα μέρες, ο «Σωτήρας» για τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, για να δεις πόσο φαρμάκι μπορεί να ξεχυθεί από μια πουλημένη πένα: «Τοιαύτη είναι ή Εκβασις τής περιφήμου δίκης! Τοιαύτη ή Απαραδειγμάτιστος είς τά χρονικά τών δικαστηρίων διαγωγή τών δύο μελών τοΰ δικαστηρίου, τήν όποίαν άφίνομεν είς τόν 'Ελληνικόν λαόν, ναί, είς τόν κόσμον όλόκληρον νά χαρακτηρίση άνταξίως»1. Καλά έκανες, παλιοεφημεριδογράφε, που άφησες να κρίνει «ανταξίως» ο Ελληνικός λαός τη διαγωγή τους. Την έκρινε. Αν, από τα τόσα που ειπώθηκαν γ ι' αυτούς από τότες ως τώρα, μπορούσες ν’ ακούσεις τούτα δω μονάχα του ιστορικού Σπυρίδωνα Λάμπρου, ίσως να γύριζες μπρούμυτα μέσα στον τάφο σου: «Είς τήν Ιστορίαν, τήν μετά τήν Έπανάστασιν», γράφει ο Λάμπρος «διαλάμπουν πολλοί άξιομίμητοι χαρακτήρες. Οί δικασταί έκεΤνοι, δ Πολυζωίδης καί ό Τερτσέτης, οί όποιοι δέν ήθελαν καί ύπό τάς λόγχας τών χωροφυλάκων νά ύπογράψουν καταδικαστικήν άπόφασιν κατά τοΰ Κολο κοτρώνη, είναι χαρακτήρες άπό έκείνους, οΐτινες δέν άπαντώνται συχνά είς τήν Ιστορίαν. Αύτοί οί δύο Εμειναν Ιστορικά πρόσωπα διά τής πράξεώς των έκείνης. ' Από τά διάφορα άλλα μυθεύματα, τά δημοσιευόμενα κατ’ αύτήν τήν έποχήν, δ,τι άφορ$ νά δώση είς τόν λαόν συνείδησιν τοΰ έαυτοΰ του είναι τό καλλίτερο άνάγνωσμα». Κι ο Λάμπρος, παίρνοντας αφορμή τη δίκη, κάνει τούτη δω την παρότρυνση: «Βυθίσατε τόν λαόν είς τήν Ιστορίαν τοΰ τόπου». Κι έχει δίκιο: Για να κρίνουμε σωστά το σήμερα, I. «Σωτήρ», αρ. 39 — 31.5.1834.
532
χρειάζεται να ξέρουμε το χτες. Αυτό το χτες γυρέψαμε να ζωντανέψουμε. Πες λοιπόν πως τ’ απόγεμα εκείνης της Κυριακής, 27 του Μάη 1834, βρεθήκαμε κι εμείς στ* Ανάπλι, κάνοντας τον περίπατό μας. Και να, βλέπουμε να 'ρχουνται από αντίκρυ ο Πολυ ζωίδης κι ο Τερτσέτης. Η καρδιά μας μεμιάς αναχτυπάει με περηφάνεια. Τους σιμώνουμε και σφίγγοντάς τους το χέρι σ ’ ακούω να τους λες: —Κύριοι, σταθήκατε άξιοι της πατρίδας.
Ο ΔΟΥΚΑΣ ΝΤΕ ΜΠΡΟΛΙ
Ο ΣΧΙΝΑΣ κοινοποίησε την προσωρινή παύση στον Πολυζωίδη και στον Τερτσέτη τ’ απόγεμα της ίδιας εκεί νης Κυριακής που τους παίνεψε ο κόσμος στον περίπατο. Δεν απόμειναν με δεμένα τα χέρια. Το πρωί της Δευτέρας, μ’ αναφορά τους στην κυβέρνηση, γύρευαν ν’ ακυρωθεί η πειθαρχική από τον γραμματέα της Δικαιοσύνης τιμωρία τους, γιατί στεκόταν άδικο, όπως λέγανε, «ό υβριστής μας νά γίνει δικαστής μας. Πόθεν είς τόν υπουργόν τό δικαίωμα; Πόθεν ή άποστολή νά τιμωρήσει ήμάς τούς δικαστάς;»1. Και τώρα, κάνε γούστο τι ακολούθησε. Σε λίγο ακούει ο Τερτσέτης να χτυπάνε την πόρτα του. Ανοίγει και ποιον να δει; Τον φίλο μας Μάσον συνοδευμένο από τον αστυνόμο Μάνθο. —Τι θέλετε; τους ρωτάει. —Θα κάνουμε έρευνα, του απαντάει ο Μάσον. — Έρευνα; Τι έρευνα; Δεν του δόθηκε απόκριση. Μπήκε ο Μάσον με τον αστυνόμο κι άρχισαν ν’ ανασκαλεύουν χαρτιά, βιβλία, συρτάρια, ντουλάπια; Τι γύρευαν; Θα θυμάσαι την κατηI. Τερτσέτη ··Άκαντα — Ακολογϊα», τ. γ ', σ. 284.
533
γορΐα του «Σωτήρα» πως το σχέδιο της «αθωωτικής απόφασης» που διάβασε ο Τερτσέτης στους δικαστές ήτανε τάχατες ιδιόχειρα διορθωμένο από κάποιο σημαντι κό πρόσωπο, τον Μαυροκορδάτο δηλαδή. Ο Μάουρερ, ο Ά β ελ κι ο Μάσον στέκονταν τόσο σίγουροι γΓ αυτό, που αποφάσισαν με αιφνιδιαστική ενέργειά τους να βάλουνε στο χέρι τ’ ανύπαρχτο διορθωμένο πρωτότυπο, συντρίβοντας, με μια τέτοια απόδειξη, και τον Μαυροκορδάτο και τον προστάτη του Άρμανσπεργκ. Η έρευνα κατάληξε σε φιάσκο, μια κι ο Μάσον, όσο καπάτσος κι αν ήταν, δεν μπορούσε βέβαια να βρει κάτι που δεν υπήρχε. Προστάζει τότες ο καλός μας επίτροπος τον Τερτσέτη να τους ακολουθήσει. Τον πάνε στον Σχινά. Κι εκεί αρχίζουν να τον ανακρίνουν. —Έχομε πληροφορίες, του λένε, πως κάποιος σου διόρθωσε το κείμενο που εδιάβασες στους δικαστές. Είναι αληθές; Ο Τερτσέτης τ ’ αρνιέται βέβαια. —Μόνος σου τα έγραψες όλ’ αυτά; τον ρωτάει ο Σχινάς. —Ναι, τον αποκρίνεται. —Αδύνατον, κάποιος σου τα υπόδειξε. Πες μας ποιος •ίν’ αντός. Τον είχανε παρασκοτίσει. Και τότες ο Τερτσέτης, που του άρεσαν τα πειράγματα, σκαρφίζεται να τους παίξει τούτο δω το παιχνίδι να διασκεδάσει κομμάτι. Παίρνει μισοκακόμοιρο μουδιασμένο ύφος κι άλλοτες απαντάει στις ερωτήσεις με μισόλογα κι άλλοτες σωπαίνει. —Γιατί δε μιλάς; Είναι φανερό πως κάποιος σ ’ έβαλε να τα γράψεις. Δεν είν’ έτσι; Λέγε! —Ναι, απαντάει με μισοσβησμένη φωνή ο Τερτσέτης. —Ή μουν βέβαιος! φωνάζει θριαμβευτικά ο Σχινάς. Και τώρα πες μας ποιος είναι αυτός. Τσιμουδιά ο Τερτσέτης. —Η ομολογία σου, του λέει ο υπουργός, θ’ αποτελέσει ελαφρυντικόν δι’ εσέ στοιχείον, διότι, ως αντιλαμβάνομαι, ήρχισες να κατανοείς πόσον βαρύ υπήρξε το παράπτωμά 534
σου. Το συμφέρον σου λοιπόν απαιτεί να μας αποκαλύψεις τον πραγματικόν ένοχον, που σε εξώθησε να πράξεις όσα έπραξες. Πες μας λοιπόν ποιος είναι. Κι ο Τερτσέτης, ωσάν πια να λύγισε κι είχε πάρει την απόφαση να τα φανερώσει όλα, λέει: —Δεν είναι Ρωμιός... —Αλλά; —Είναι ξένος. —Ξένος;... (Στοιχηματίζω πως εκείνη τη στιγμή ο νους του Σχινά θα πήγε στον Άρμανσπεργκ, που στις κόρες του έδινε μαθήματα ο Τερτσέτης). Λέγε τ’ όνομά του. Κι ο Τερτσέτης, παίρνοντας αποκαλυπτικό ύφος, του αποκρίνεται: —Είναι ο δούκας ντε Μπρολί. —Ποιος;! —Ναι, ο υπουργός των Εξωτερικών της Γαλλίας δουξ ντε Μπρολί. —Τρελάθηκες; —'Ο χι, κύριε υπουργέ. Και να σας εξηγήσω. Μετά την ανατροπήν του Ναπολέοντος, ηκολούθησε, όπως ίσιος να γνωρίζετε, η παλινόρθωσις των Βουρβώνων. Τότε τον στρατάρχην Νέι, τον περίφημο δια την παλικαριάν του, τον καταδίκασε εις θάνατον η διορισμένη παρά του βασιλέως Γερουσία. 'Ενας μόνο γερουσιαστής ετόλμησε να τον υπερασπισθεί, ο δουξ ντε Μπρολί. Ο Νέι ετουφεκίσθη εις τον κήπον του Λουξεμβούργου, όπου μετά την έξωσιν των Βουρβώνων και την άνοδον εις τον θρόνον του Λουδοβίκου—Φιλίππου, εστήθη το άγαλμά του, δια να θυμίζει πως η καταδίκη εις θάνατον «του ανδρείου των ανδρείων», όπως τον ονόμασαν, υπήρξε μία καθαρά δολο φονία. —Τι θέλετε να πείτε με όλ’ αυτά που μου αραδιάσατε; του λέει ο Σχινάς, μόλις συγκροτώντας την οργή του, όπως κατάλαβε πως τον περιπάιζε ο Τερτσέτης. —Θέλω να πω πως ο δουξ ντε Μπρολί με το παράδειγμά του μου υπέδειξε το τι έπρεπε κι εγώ να κάνω. 535
Ο Τερτσέτης, μνημονεύοντας τοϋτο το περιστατικό στην απολογία του, είπε, με τη συνηθισμένη σατιρική διάθεσή του, πως φοβήθηκε μήπως ο Μάσον έβγαζε, όταν φανέρωσε τον συμβουλάτορά του, «ένταλμα συλλήψεως κατά τοϋ Δουκός καί μας συγχίσει μέ τήν Γαλλίαν»1.
«ΘΑ ΓΕΛΑΣΩ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΟΥ...»
Το ΠΡΩΙ της Δευτέρας, συνάχτηκε η αντιβασιλεία, για να πάρει οριστικές αποφάσεις. Ο Άρμανσπεργκ, με μεγαλύ τερη επιμονή από την προηγούμενη μέρα, προτείνει τον μετριασμό της ποινής. —Αν αρνηθούμε, τους λέει, να δείξομε την παραμικρή επιείκεια και καρατομηθούν οι δύο στρατηγοί, προβλέπω τρομεράς συνεπείας. Ό χ ι μόνο κινδυνεύει να διωχτεί ολόκληρος η αντιβασιλεία, αλλά δεν αποκλείεται να εκθρονισθεί και αυτός ακόμη ο Όθων. Οι τρεις αυτοί αντιβασιλιάδες, που λογάριαζαν κάθε υποχώρησή τους στον Άρμανσπεργκ ταπείνωσή τους, δε συμφώνησαν. Υποστήριξαν πως η σωτηρία του κράτους και της βασιλείας κρεμόταν από το λεπίδι της καρμανιόλας. Ο Άρμανσπεργκ τότες είπε πως ο Όθωνας επιθυμού σε, προτού πάρουν οποιαδήποτε απόφαση, να δει τον Μάουρερ και τον Έιντεκ. Ο Φραντζής λέει πως ο πρόεδρος της αντιβασιλείας είχε παρακαλέσει τον Όθωνα «μέ όφθαλμοός πλήρεις δακρύων νά μή ύποφέρη τήν άδικίαν άλλά νά τήν θεραπεύση μέ τάς βασιλικός αυτής χάριτας»2. Το πιο σωστό είναι πως δεν του στάθηκε καθόλου δύσκολο να τρομοκρατήσει το νεαρό κι I. Τερτσέτη «Ά παντα — Απολογία», σ. 275 και 285. Επίσης «Αθηνά», αρ. 143 — 30.5.1834. I. Φραντζή op. cit. τ. γ ' , σ. 170-171.
536
άβουλο 'Οθωνα για τις συνέπειες που θα ’χε, στο εσωτερι κό και το εξωτερικό, η καρατόμηση των στρατηγών. 'Οταν οι δυο αντιβασιλιάδες παρουσιάστηκαν στον Όθωνα, τους παρακάλχσε θερμά να μην πραγματοποιηθεί η θανατική εχτέλεση. —Σας το ζητώ, τους είπε, ως προσωπική χάρη. Του το υποσχέθηκαν, λέγοντάς του όμως πως για ν’ ασφαλιστεί η τάξη χρειαζόταν να γίνουν ριζικές αλλα γές. Γύρευαν, μ’ άλλα λόγια, να πετύχουν ανταλλάγματα. Πέσανε λοιπόν στα παζάρια με τον Άρμανσπεργκ, που κράτησαν τρεις μέρες, γυρεύοντας να πουλήσουν όσο πιο ακριβά μπορούσαν τα κεφάλια του Κολοκοτρώνη και toV» Πλαπούτα. Το πρώτο που ζήτησαν ήταν να παυτεί από πρωθυπουρ γός ο Μαυροκορδάτος. Ο Άρμανσπεργκ το δέχτηκε. Κι έπειτα από πρότασή του πήρανε την απόφαση, εφαρμόζο ντας και γ ι’ αυτόν το ωραίο σύστημα της «τιμητικής εξορίας» που είχαν ακολουθήσει με τον Τρικούπη, τον Ζωγράφο και τον Μεταξά, να τον στείλουν πρεσβευτή στην Πρωσία και στη Βαβαρία. Τα τρία ξυπνοπούλια πάτησαν το δοκάνι που τους έστησε ο Άρμανσπεργκ. Γιατί, βέβαια, φτάνοντας ο Μαυροκορδάτος στο Μόναχο, τους καλοσύστησε στην αυλή του Λουδοβίκου. Έπειτα από λίγες μονάχα μέρες, στις 4 του Ιούνη, ο Φαναριώτης πολιτικάντης είχε κιόλας μπαρκάρει από τ’ Ανάπλι, όπως ο Μάουρερ του φανέρωσε πως αποθύμαγε να τους αδειάσει μια ώρα αρχύτερα τη γωνιά. Η κυβέρνηση, έπειτα από το διώξιμο του πρωθυπουρ γού, θ’ ανασχηματιζόταν με τούτονε δω τον τρόπο. Ο Κωλέτης κρατούσε το υπουργείο των Εσωτερικών κι έπαιρνε και το υπουργείο των Ναυτικών. Οι .τρεις άλλοι υπουργοί, ο Σχινάς, ο Λεσουίρ κι ο Θεοχάρης μένανε στα υπουργεία τους. Υπουργός των Εξωτερικών και του «Βασι λικού Οίκου Γραμματεύς», διοριζόταν ο ίσαμε τότες νομάρχης Κυκλάδων Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός. Την προεδρία του Συμβουλίου των Γραμματέων, την 537
πρωθυπουργία δηλαδή, την εμπιστεύτηκαν προσωρινά στον Κωλέτη. Το δεύτερο που γύρεψε η πλειοψηφία της αντιβασιλείας ήταν η οριστική παύση του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη κι η παραπομπή τους σε δίκη. Πραγματικά, την άλλη κιόλας μέρα, 29 του Μάη, ο Μάσον —ποιος άλλος;— τους κάλεσε σ ’ ανάκριση, απαγγέλοντάς τους τούτες εδώ τις κατηγορίες: 1. Πως δεν υπόγραψαν την απόφαση, παράπτωμα που σύμφωνα με το άρθρο 480 του Ποινικού Νόμου τιμωριόταν τουλάχιστο με 200 δραχμές πρόστιμο. 2. Πως πριν στείλουν την αναφορά τους στον υπουργό, όπου μ’ αυτή γύρευαν την αναβολή της δίκης γιατί παρου σιάστηκαν συνένοχοι, είχανε όχι μόνο γνωμοδοτήσει πως οι κατηγορούμενοι ήτανε αθώοι μα και συντάξανε σχέδιο αθωωτικής απόφασης. 3. Πως όταν δεν μπόρεσαν να πείσουν κανέναν από τους τρεις άλλους δικαστές είτε ν' αθωώσουν τους κατηγο ρούμενους είτε ν’ αναβληθεί η δίκη, αρνήθηκαν να υποτα χθούν στην παντοδυναμία της πλειοψηφίας, όπως καθορι ζόταν από το άρθρο 135. Η πράξη τους αυτή ήτανε άρνηση υπηρεσίας και τιμωριόταν με φυλάκιση ίσαμε πέντε χρόνια. 4. Πως φώναξαν στο λαό πως δεν έδωσαν καταδικαστική ψήφο, παραβαίνοντας έτσι το άρθρο 435 που καθόριζε πως οι συζητήσεις των δικαστών είναι απόρρητες. 5. Πως όλ’ αυτά —αδιαφορώντας για τη βλάβη που προξενούσαν στο κράτος— τα ενήργησαν από ιδιοτέλεια και γ ι’ αυτό τα παραπτώματά τους στέκονταν ακόμα πιο βαριά. Τη μόνη χάρη που έκανε η εξουσία στους δυο δικαστές ήτανε να μην τους στείλει στα μπουντρούμια, παρά να τους περιορίσει, με αυστηρή απομόνωση, στα σπίτια τους. Αφού ο Άρμανσπεργκ τα δέχτηκε όλ’ αυτά, τότες οι τρεις άλλοι αντιβασιλιάδες συμφώνησαν η θανατική ποι νή των στρατηγών να μετριαστεί σε είκοσι χρόνια δεσμά. 538
Στις 30 του Μάη, στις 10 τη νύχτα, το διάταγμα που έδινε χάρη υπογράφτηκε και στάλθηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης για να δημοσιευτεί. Σπολλάτη τους! Κι αυτός ακόμα ο Γερμανός ιστορικός Μ έντελσον-Μ παρτόλντι γράφει: «Έπρεπε νά σκεφτεί ή άντιβασιλεία δτι μόνον πλήρης χάρις ήδύνατο νά έξαλείψη τήν κακήν έντύπωσιν, ήν ή χορεία τής δικαστικής έκείνης ύποθέσεως είχε προξενήσει είς τόν ' Ελληνικόν λαόν. Ά λλ' άντί νά άναλογισθή δτι οί άνδρες έκεϊνοι είχον πολεμήσει κατά τοΰ ’Ισλάμ, πρίν άκόμη γεννηθή ό βασιλεύς 'Οθων, Ερριψεν αύτούς δεσποτικώς είς τήν εΙρκτήν, δπου μάλιστα, fiv πρέπει τις νά πιστεύση τάς έκθέσεις τής ρωσικής μερίδος καί τά παρά τοΰ Κολοκοτρώνη δεινολογήματα, μετεχειρίσθη αύτούς μετ’ έξεζητημένης καί φοβερδς άπανθρωπίας. Κάκιστη παρείχετο είς τούς δεσμώτας τροφή καί ρυπαρωτάτη κατοικία* πλήν δέ τούτου άπέπνιγεν αύτούς βαρύτατος καπνός άνθράκων»1. Μόλις υπογράφτηκε το διάταγμα, ο Όθωνας έστειλε έναν από τους υπασπιστές του να πάει την καλή την είδηση στους καταδικασμένους. Σαν έφτασε ο υπασπιστής στο Ιτς Καλέ, ήτανε πια μεσάνυχτα. Οι δυο μελλοθάνατοι κοιμόνταν. Οταν άκοϋσαν να ξεκλειδώνουν τέτοια ώρα την πόρτα του κελιού τους, τινάχτηκαν, νομίζοντας πως ήρθανε να τους πάρουν για την καρμανιόλα. Ά μα άκοϋσαν πως η ποινή τους μετριάστηκε σε είκοσι χρόνια δεσμά, ο Κολοκοτρώνης είπε πάλι τον ευτράπελο λόγο του: —Θα γελάσω το βασιλιά, δε θα ζήσω τόσους χρόνους... Την άλλη μέρα τους ανέβασαν στο Παλαμήδι. Τα βάσανα που τράβηξαν κει πάνω, έντεκα μήνες ακόμα, θα τ’ ανιστορήσουμε παραπέρα. Τώρα τελειώνουμε το κεφάλαιο με τούτα δω τα λόγια του Τερτσέτη στην απολογία του: I. Μέντελσον-Μικιρτόλντι op. cil. σ. 1549.
539
«—Ζουν οι οπλαρχηγοί. Ζουν! Χαρεΐτε, ω Έλληνες. Ζουν! φυλακισμένοι, αληθινά, εις τα φρούρια οπού προ δέκα χρόνων επήραν επικεφαλής σας από τον εχθρόν, αλλά ζουν!... Δεν εμολύνθηκαν οι οφθαλμοί μας να ιδούμεν το αίμα των δύο γερόντων χυμένο σαν το αίμα του Μητρομαργαρίτου». Ο Μητρομαργαρίτης ήτανε ένας φονιάς που ξέκανε τρεις ανθρώπους κι αποκεφαλίστηκε στ’ Ανάπλι το χειμώ να του 1834. Αν δεν είχανε την ίδια τύχη μ’ αυτόν οι δυο ήρωες του Εικοσιένα το χρωστάμε στον Πολυζωίδη και στον Τερτσέτη. ΓΓ αυτό και στέκεται και θα σταθεί, όσο θα υπάρχουν Έλληνες, αθάνατη η μνήμη τους.
540
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΤΟ
Π Ρ Ω Τ Ο
Μ Α Θ Η Μ Α
ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ
Ο «ΣΩΤΗΡΑΣ», στις 10 του Ιούνη 1834, λίγες δηλαδή μέρες έπειτα που πήρε τέλος η δίκη, έγραφε τούτα δω τ’ αξιοπρόσεχτα πράματα: « Ή καταδίκη τοΰ Κολοκοτρώνη καί Πλαπούτα ήρχισε νά δίδη τούς καρπούς της. Ή μεγαλητέρα εύταξία βασι λεύει κατ' αύτήν τήν στιγμήν είς δλον τό Κράτος. ' Η ταπεινωθεΐσα φατρία δέν φροντίζει πλέον είμή ύπέρ τής Ιδίας σωτηρίας της. ΑΙ πρόοδοι ηΰξησαν, καθώς μάς γράφουν άπό τό έσωτερικόν τής Πελοποννήσου. Τά πά ντα, τέλος πάντων, προμηνύουν ήμέρας εύτυχείς καί είρηνικάς διά τούς ώραίους, άλλ' δχρι τοΰδε δυστυχείς τόπους μας». Αυτοί οι εφημεριδογράφοι, να μη βασκαθούν, όμορφα τα ταιριάζουν. Διαβάζεις τα όσα γράφουν και λες πως ζεις πια στον παράδεισο. Πρόοδος, ευταξία, ευτυχία, ειρήνη. Κι όλα τούτα τα μαζωμένα καλά στέκονταν, καθώς μας βεβαίωνε ο κ. Μιχαλόπουλος του «Σωτήρα», «καρποί της 543
καταδίκης του Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα». Το μόνο κακό είναι πως η πραγματικότητα δεν ακολουθάει ποτές τις επιθυμίες που βγαίνουν από πουλημένες πένες. Γ ι’ αυ τό και στο ερχόμενο φύλλο, έπειτα από δυο μονάχα μέρες, αναγκάστηκε ο Μιχαλόπουλος να καταπιεί όλα όσα είχε γράψει για καρπούς και ευτυχίες. «Άπό τοιαύτας καί δλλας εισηγήσεις» έλεγε «οί Σπαρτιάται συνώμοσαν δημοσία νά μή δεχθώσι είς τόν τόπον των τήν ένέργειαν τών περί πύργων, όπλοφορίας καί περί μοναστηρίων διαταγμάτων τής Κυβερνήσεως. 'Εκ τούτου ή Κυβέρνησις εύρέθη είς τήν λυπηράν θέσιν νά στείλη στρατιωτικήν δύναμιν είς Μάνην, διά νά φέρη τούς άποπλανημένους είς τήν εύθείαν όδόν τών καθηκόντων των»1. Ας δούμε λοιπόν τι λογής ήτανε οι άνθρωποι και ποιος ο τόπος που κατοικούσαν, όπου πρώτοι σήκωσαν κεφάλι στους καινούργιους αφεντάδες μας. Ο Ταΰγετος, που τον λένε και Πενταδάχτυλο, στέκεται ο γίγαντας του Μόριά. Οι κορυφές του καβαλικεύουν τα σύννεφα και στα ψηλά φαράγγια του ποτές δε λιώνει το χιόνι. Ξεκινάει από τ' οροπέδιο της Μεγαλούπολης, χωρί ζει τη Μεσσηνία από τη Λακωνία κι ύστερα τραβάει κατά κάτω, ίσαμε τον κάβο Ταίναρο ή Ματαπά γ ι’ αυτό τ’ ονο μάζουν και Μακρινό Βουνό. Η Μάνη αρχίζει από την πιο ψηλή κορυφή του, τον Ά η Λια, που ξεπερνάει τα 2.400 μέτρα. Γύρω από το Μαραθονήσι, το σημερινό Γύθειο, το μάτι σου ξεκουράζεται σ ’ ωραίους ελαιώνες, συκιές κι αμπέλια. Μα όταν διαβείς το στενό του Πασαβά και κατηφορήσεις για τη Μέσα Μάνη, στα Κακοβούνια όπως ονόμασαν τον τόπο τους οι ίδιοι, αποχαιρέτα κάθε πρασι νάδα. 'Οση πέτρα περίσσεψε σ’ άλλα μέρη, ο θεός, ας πούμε, την έβαλε στο ζεμπίλι του και τη σώριασε εκεί. Έρημος και κακοτράχαλος ο τόπος, με μόνο στόλισμά του τις φραγκοσυκιές. I. ■·Σιοτήρ», αρ. 43 — 14.6.1834.
544
Οι άνθρωποι που κατοικούσαν τον άχαρο κεΐνονε κό σμο είχανε καθημερινό τους σύντροφο τη φτώχεια και το θάνατο. Η σοδειά που τους έδινε η φαλακρή τους γη, τα λιγοστά κουκιά και το κριθάρι, δεν τους έφτανε να πορευτούν πιότερο από τέσσερις μήνες το χρόνο. Πώς τα βγάζανε πέρα; Μια παροιμία λέει πως όπου ψοφάει ο γάιδαρος από την πείνα ο Μανιάτης κάτι θα βρει να ζήσει. Από τις 15 του Ιούλη ως τα τέλη του Αυγούστου, να πούμε, τρέφονταν μονάχα με φραγκόσυκα. Τον αποδέλοι πο καιρό τον βόλευαν με τα λούπινα. Τα βράζανε, τα βάζανε σε σακιά κι έπειτα τα βούταγαν τέσσερις μέρες στη θάλασσα για ν’ αρμυρίσουν. Τα βγάζανε, δίνανε στα γουρούνια τους και τρώγανε κι οι ίδιοι. Οι μεγάλες λιχουδιές τους στέκονταν το ψωμί, το τυρί και το σύγληνο. Να πώς μας παριστάνει τούτη τη φτώχεια της Μέσα Μάνης ένα παλιό ποίημα του Νιφάκου γραμμένο πριν από το Εικοσιένα: Δένδρον ή ξύλον ή κλαδί δεν είναι μήτε ένα, δεν βρίσκουν Ισκιον να σταθούν θεούριαν τα καημένα. Νερόν δεν βγαίνει πούπετες σ'όλην την Μέσα Μάνη, καρπόν κουκία μοναχά και ξεροκρϊθι κάμνει.
Τα σπίτια τους, στα 118 χωριά της Μάνης, ήτανε μικρές λιθόχτιστες καλύβες με χωματόστρωτα πατώματα, όπου σ ’ αυτά κατάχαμα κοιμόνταν. Από καλάμια η σκεπή τους κι απάνω πλάκες τόσο κακότεχνα ταιριασμένες, που άφηναν τη βροχή και τον αέρα λεύτερα να περνάνε. Μα ήταν και κάμποσοι όπου ποτές τους δε γνώρισαν άλλη κατοικία εξόν από σπηλιές. Κι ανάμεσα σε τούτη τη μιζέρια ορθώνονταν οι πύργοι, όπου σ’ αυτούς μένανε οι πιο δυνατοί της κάθε γενιάς. Στέκονταν πιότερο κάστρα παρά σπίτια, γιατί, εξόν από τις πολεμίστρες, έβλεπες να φαντάζουν σ ’ αυτούς ακόμα και κανόνια. Τα συγύρια κι ο πλούτος κάθε Μανιάτη ήτανε τ’ άρματά του, η βελέντζα του, μια φορεσιά, που την άλλαζε κάθε πέντε χρόνια, ένα γαλάζιο πουκάμισο κι η καπότα για το 545
χειμώνα. Για τσαρούχια δένανε στα πόδια τους ένα κομμάτι γουρουνοτόμαρο. Κείνο τον καιρό, όσοι ζούσανε μέσα σε τέτοια αβάστα χτη φτώχεια, μια ελπίδα είχανε· τ ’ άρματα. Έ τσι τις ψυχές δεν τις μέτραγαν σε φαμελιές, μα σε ντουφέκια. Κλέφτες στη στεριά, κουρσάροι στη θάλασσα. Καράβι για καράβι δεν κόταγε να περάσει σιμά στις ακρογιαλιές της Μάνης. Από τον κάβο Ματαπά σαράντα μίλια ανοιχτά κι από τον κάβο Γκρόσο σαράντα κι άλλο τόσο.
Ό τα ν τους παραέζωνε η πείνα, ροβόλαγαν από τα κακοβούνια τους στον κάμπο της Καλαμάτας να τον διαγουμίσουν. Τον ξένο που ξέπεφτε στα μέρη τους, αφού τον φίλευαν μ’ ό,τι καλό κι αν είχαν, έπειτα τον γύμνωναν μην τον γυμνώσουν... οι οχθροί τους. Τους ξένους όταν τύχοχτι στον τόπο τους να πάγουν κουμπάρους τους εκάμνουσι και τους καλούν να φάγουν κι όταν θέλει να εβγεί ο ξένος τον κρατούσι κι ωσάν φίλοι τον λαλούν και τον ενουθετούσι. Κουμπάρε, λέγουσιν, ημείς θέλομεν τον καλόν σου και τούτα που σου λέγομεν βάλε τα στο μυαλό σου κ'έβγαλε τον φέρμελη, γελέκι και ζωνάρι και το βρακί, μπορεί κανείς εχθρός να σου τα πάρει και να σε γδύσουσιν εχθροί, να σου τα πάρουν άλλοι, ζημίαν φέρεις εις ημάς κ'εντροπήν μεγάλη. Για τούτο, κουμπαρούλι μου, σωστά να σου το πούμεν, και φέσι και πουκάμισον ν ’αφήσεις αγαπούμεν και τα παπούτσια βγάλε τα, τι χρεία κάμνουν σένα; Ετώρα είσαι σίγουρος μη σκιάζεσαι κανένα. Κ ’έτζι τον ταλαίπωρον τον ξένον τον εγδείνουν, κατάσαρκον οι άσπλαχνοι να τρέχει τον αφήνουν.1 I. Τόσο αυτοί όσο κι όλοι οι άλλοι στίχοι που ακολουθούν είναι από το ποίημα του Νιφάκου.
546
Ο Χάρος πάλι περπάταγε νυχτοήμερα πάνω στα κατσά βραχά τους έχοντας συντροφιά τη βεντέτα. Για τον Μανιάτη να πάρει πίσω το αίμα της γενιάς του λογαριαζό ταν ο άγραφτος νόμος που ρύθμιζε τα πάντα στη ζωή του. Αλλιώς άκουγαν, όταν οι αγέρηδες σέρνονταν πάνω στα βράχια, το σκοτωμένο που δεν είχε βρει γδικιωμό να σκούζει ολονυχτϊς μέσα στις κλεισούρες. Για τούτο: κι άλλος άλλον κυνηγά, κι άλλον πάλιν άλλος, κι ο γείτονας τον γείτονα, κουμπάρος τον κουμπάρον, κι αδελφός τον αδελφόν τον βλέπει σαν τον χάρον, κι άλλος φονικόν χρωστά, κι άλλου χρεωστοΰνε. εις άλλον φίλοι τάζονται, κι άλλον απιστούνε, άλλος γυρεύει αδελφόν και τον πατέρα άλλος, κι άλλος πάλιν πάπον του και τον προπάπον άλλος, κι άλλος πρώτον ξάδερφον, κι άλλος ανεψιόν του. κι άλλος άλλον συγγενή, κι άλλος τον υιόν του. γιατί όσοι πηγαίνουσι στον άδην σκοτωμένοι και δεν τους εκδικιώσουσι μεινέσκουν κολασμένοι.
Γι’ αυτό όταν γεννιόταν αγόρι: Οι καλομοίρες λέγουσι «Καλώς ήλθε να ζήσει. να γίνει καλό στ'άρματα και τους εχθρούς να σβήσει». Οι χήρες πάλιν στέκονται σαν παραπονεμένες, καλές ευχές του δίδουσι κι εκείνες οι καημένες«Ημείς άνδρα δεν έχομεν να σας το ντουφεκίσει, μόν’ο θεός που το δωσε να σας το ντουφεκίσει».
' Οι άντρες που οι φαμελιές τους χρώσταγαν αίμα πέρνα γαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους κλεισμένοι μέσα στους πύργους για να γλιτώσουν το βόλι της χωσιάς. ' Ετσι όλες πες οι δουλειές γίνονταν από γυναικεία χέρια. Τα λιγοστά κουκιά και το ξεροκρίθι που έβγαζε ο τόπος από γυναίκες σπέρνονται, γυναίκες τα θερίζουν, γυναίκες τα δεμάτια σ τ ’αλώνι συναθροίζουν, γυναίκες με τα πόδια τους γυμνά τα αλωνίζουν. 547
γυναίκες με τα χέρια τους μονάχες τα λιχνίζουν, γυναίκες με την ράχην τους γυμνές τα κουβαλούσι τι βγάζουν τα χρυσά σκουτιά για να μη τα χαλούσι. πετάγεται η γλώσσα τους σαν καψαλού σκυλίου, τα χέρια τους. τα πόδια τους είναι ξηροσταμένα σαν της χελώνας όμοια και χοντροπετζιασμένα. Την νύκτα τον χειρόμυλον γυρίζουσι και κλαίγουν αλέθουν τα κριθάρια τους και μοιρολόγια λέγουν. Και το ταχύ μισόγυ/ινες με τα κοφίνια βγαίνουν και εις τους λάκκους τρέχουσι για κοπριές πηγαίνουν εκεί οπού τα ζώα τους νερό πάνε και πίνουν και ξεμεσημεριάζουσι και κοπριές αφήνουν. εκεί κι εκείνες τρέχουσι και κάβαλα γυρεύουν. γιατί με κείνον τον χυλόν που βρίσκουν μαγειρεύουν. Τις βλέπεις τότ' ασπρότερες κι από τις γουρούνες, διότι με τα χέρια τους τα κάβαλα ζυμώνουν τα πλάθουν βοϊδοκούτζουρα στον ήλιον τ ’απλώνουν.
Πρωτόγονη η ζωή τους, πρωτόγονα τα ήθη κι έθιμά τους. Ζούσανε μέσα στη μαύρη φτώχεια τους χωρισμένοι ανάμεσα τους από αίμα και θάνατο. Αν όμως πάταγε τη γη τους ξένος οχθρός, ξέχναγαν τότες μεμιάς τις διαφορές τους κι αδερφωμένοι τρέχανε να τον χτυπήσουν. Α λλ' όταν τις αλλόφυλος αν ήθελε θελήσει να έλθει στην πατρίδα τους για να τους πολεμήσει, ετότες συμφωνούν ευθύς και τρέχουν σαν θηρία να δείξουν την ανδρίαν τους και την παληκαρία.
Τούρκος δεν πάτησε τα χώματά τους. Τον Μπραΐμη τον ταπείνωσαν. Τώρα θα ξευτέλιζαν τους Βαβαρέζους.
548
ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ « Ο ΜΑΟΥΡΕΡ καί Έιδέκος», γράφει ο Γούδας, «ήκολούθουν κατά γράμμα τάς έκ τής Βαυαρίας διαταγάς. αΊτινες άπέβλεπον είς τό νά καταστήσω σι δσον τάχιον τήν 'Ελλάδα βαυαρικήν άποικίαν»'. Κι αυτό στέκεται πέρα για πέρα
σωστό. Για τούτο κουβάλησαν μαζί τους στρατεύματα κατοχής. Για τούτο στείλανε στ’ ανάθεμα το στρατό του Εικοσιένα. Για τούτο επίσημη γλώσσα του κράτους βάλα νε, εξόν από τα ελληνικά, και τα γερμανικά. Για τούτο πιάσανε τόσους ήρωες και τους ρίξανε στα μπουντρούμια. Για τούτο γύρεψαν να πάρουν τα κεφάλια του Κολοκοτρώ νη και του Πλαπούτα. Για τούτο βουλήθηκαν τώρα να υποτάξουν τους ανυπόταχτους Μανιάτες. Κι από το πρώτο που έπρεπε ν’ αρχί σουν ήτανε από το γκρέμισμα των πύργων τους. Στεϊλαν* λοιπόν ένα λόχο με το λοχαγό Φέντερ να φέρει σε τέλος τη δουλειά. Σαν έφτασε στον τόπο και γνώρισε τους ανθρώπους, καθώς έλαχε να μην είναι μπουμπουνοκέφα λος, κατάλαβε τι τον καρτέραγε, αν έβαζε σε πράξη τη διαταγή που είχε. Ά ρχισ ε τότες να πολιτεύεται. Οι Μανιάτες κοίταζαν με στραβό μάτι τους Γερμανούς, μα μένανε ήσυχοι, καρτερώντας να δουν το τι θα κάνουν. Ο Φέντερ, μ’ έκθεσή του, παρουσίασε την κατάσταση κι είπε πως ίσως το καλύτερο απ’ όλα θα ’τανε να πιάνανε με το καλό τους Μανιάτες. Η συμβουλή του όμως δεν άρεσε καθόλου στους επαρμένους αντιβασιλιάδες. Πρόσταξαν λοιπόν το στρατηγό Χέρτλιγκ να στείλει δυο λόχους από το ενδέκατο βαβαρικό σύνταγμα, που βρισκόταν στρατοπεδευμένο στη Μεθώνη, να φέρουνε σε τέλος την απόφα σή τους γκρεμίζοντας τους πύργους. Ξεκίνησαν. Προτού όμως μπουν στη Μάνη, έφτασε σ ’ αυτή η είδηση της καταδίκης σε θάνατο των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. I. Γοϋδα «Βίοι Παράλληλοι — Όθων», τ. γ ', σ. 52.
349
—Μωρέ ετούτοι, είπανε, βάλθηκαν όλους να μας φάνε! Και να, βλέπουν να ’ρχουνται οι δυο λόχοι. Ά στραφταν οι μπαγιονέτες κι οι σπαλέτες τους, ανέμιζαν τα λοφία τους, κουδούνιζαν τα σπιρούνια τους, βάραγαν τις μπότες τους. Περπάταγαν καμαρωτά ωσάν καταχτητές που ήταν. Οι Μανιάτες τους άφησαν να προχωρήσουν ως το Τσίμοβο στη Δυτική Μάνη, όπου πιάσανε κάμποσους πύργους. Ή ρθε η νύχτα. Και κατά τα μεσάνυχτα, τα σκοτάδια ξύπνησαν. Στα διάσελα και στα φαράγγια αντιλάλησε η πολεμική μανιάτικη κραυγή, που έμοιαζε με τη φωνή των τσακαλιών. Άστραψαν οι κάννες και βρόντηξαν τα ντου φέκια. Τους χτύπαγαν πρώτοι οι Ανδρουβιτσιάνοι μ’ αρ χηγό τον νέο Μούρτζινο. Ό τα ν το φως της μέρας έλουσε το Πενταδάχτυλο, οι Γερμανοί κατάλαβαν πως βρίσκονταν από παντού μπλοκαρισμένοι. Κι ο πόλεμος άρχισε. Οι ξένοι ξεχώριζαν ανάμεσα στα βράχια να κοκκινίζουν τα μανιάτικα φέσια κι άδειαζαν τις μπαταρίες τους. Μα φέσια δίχως κεφάλια χτύπαγαν, γιατί οι Μανιάτες είχανε πολεμικό τους κόλπο να στήνουνε τα φέσια τους πίσω από το φρύδι κάποιου βράχου να ξεγελάνε τον οχθρό, όσο που οι ίδιοι πολέμα γαν αθώρητοι ίσαμε δέκα οργιές παραπίσω. Σ’ έναν από τους πύργους που κλείστηκαν οι Γερμανοί διοικητής έλαχε να ’ναι κάποιος υπολοχαγός Σμιθ, ξακου στός τόσο για το περίφημο ντουφέκι του, όσο και για τη σκοπευτική του δεινότητα. Άδειαζε λοιπόν γραμμή τα φουσέκια του πάνω στα φέσια, σίγουρος πως κάθε φορά ξέκανε κι έναν Μανιάτη. Εκείνοι όμως παίρνουνε είδηση από ποια πολεμίστρα βαρούσε και να, τον βρίσκει κατακούτελα το βόλι τους. Δίπλα του λαβώνεται στον ώμο κι ο λοχίας. Ο γιατρός του λόχου ήταν σε κάποιον άλλονε πύργο. Πώς όμως να τον φωνάξουν; Μαζί τους έλαχε να κλειστεί κι ένας Ρωμιός αγωγιάτης. Δένει σε μια μαγκούρα ένα κομμάτι άσπρο πανί, μισανοίγει την πόρτα, το κουνάει κι άμα είδε πως 550
πάψανε οι Μανιάτες να βαράνε, βγαίνει κι ο ίδιος. —Κάνετε τρέβα, ωρέ! φωνάζει, ναρθεί ο γιατρός οπού είναι ανάγκη. Κι οι Μανιάτες κάνανε τρέβα κι ήρθε ο γιατρός. Ξανάρχισε το ντουφεκίδι. Οι Γερμανοί, μέσα στους δυνα τούς πύργους, ήτανε βέβαια άπαρτοι. Τι όμως θα τρώγανε και τι θα πίνανε; Την άλλη λοιπόν μέρα, βάζοντας κάτω την έπαρσή τους, πέσανε σε συμφωνίες με τους Μανιάτες να τους αφήσουνε να φύγουν. Βγήκανε, πήρανε δρόμο κατά κει που ήρθαν, εξόν από τριάντα έξι όπου βρέθηκαν κλεισμένοι σ’ ένανε πύργο μ’ αρχηγό τον υπολοχαγό Μαν. Τούτοι, όπως θάρρεψαν πως οι Μανιάτες δε θα κράταγαν την μπέσα τους, αρνήθηκαν να βγουν και να φύγουν με τους άλλους. Έμειναν και πολέμησαν ώσπου πήρανε τέλος τα φουσέκια τους. Σίμωσαν τότες οι Ανδρουβιτσιάνοι του Μούρτζινου, σώριασαν φρύγανα και κλαδιά ολό γυρα στον πύργο και τ’ άναψαν. Κι οι Γερμανοί αναγκά στηκαν, όπως τους έπνιγε ο καπνός, να ρίξουνε τ ’ άρματά τους. Οι Μανιάτες στην αρχή δεν τους πείραξαν. Τους πρόσφεραν μάλιστα και να φάνε. Μέσα όμως στο σακίδι του υπολοχαγού Μαν βρήκανε ένα σουραύλι. Του το ’δωσαν να παίξει. Έπειτα πρόσταξαν τους στρατιώτες, όσο έπαιζε αυτός, εκείνοι να χορεύουν. Φούσκωνε τα μάγουλά του ο Μαν, τραγούδαγε το σουραύλι, χόρευαν οι Γερμα νοί, γέλαγαν οι Μανιάτες. Οι Βαβαροί γύρεψαν βέβαια να πάρουν πίσω τους αιχμάλωτους. Στείλανε λοιπόν να ρωτήσουν τι ζήταγαν οι Ανδρουβιτσιάνοι. —Έ να ισπανικό τάλαρο για κάθε στρατιώτη κι ένα μονάχα φοίνικα (μια δραχμή) για κάθε αξιωματικό, αποκρίθηκαν. «Κατ'αύτόν τόν τρόπο», γράφει στ’ απομνημονεύματά του ο Νέζερ, «έδείκνυον τήν περιφρόνησίν των πρός τό Βαυαρικόν Ιθνος I. Νέζερ op. cii. σ. 150.
551
Αυτό το περιστατικό έκανε μεγάλη εντύπωση κι έμεινε ιστορικό. Στον «Βρεττανικό Αστέρα», ελληνική εφημερί δα που έβγαινε στο Λονδίνο κι αγωνίστηκε να εκθρονιστεί ό Όθωνας, βρήκα δημοσιευμένους, στον Απρίλη του 1862, τούτους εδώ τους δυο στίχους: Η Μάνη έχει Τσΐμοβον. Μαυρόβουνο η Μάνη. κι εκεί Παυάρου πούληση το δίδραχμο δε φτάνει!
Τον Μαν και τους στρατιώτες του τους άφησαν να φύγουν δίχως λύτρα, αφού όμως τους κράτησαν όλα όσα φόραγαν, από ρούχο και παπούτσι ως πουκάμισο και σώβρακο. Πήρανε τώρα οι Γερμανοί το δρόμο του γυρισμού τσίτσιδοι καθώς τους γέννησε η μάνα τους. Κι αμάθητοι καθώς ήταν να περπατάνε γυμνοπόδαροι σε κατσάβραχα, μάτωσαν οι πατούσες τους και βόγκαγαν από τους πόνους. Τους βασάνιζε κι η πείνα, μα πιότερο, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, η δίψα. Κι όπου βρύση ή πηγάδι, τρέχανε, οι δύστυχοι, με την ελπίδα να δροσιστούν, οι γυναίκες όμως, που είτε γέμιζαν νερό τις στάμνες τους είτε πλένανε τα σκουτιά τους, βλέποντάς τους γυμνούς τους άρχιζαν με τις πέτρες και τους κυνηγούσαν. Από τριάντα έξι που ήταν, οι δεκατρείς δεν άνθεξαν και πέθαναν στο δρόμο. Οι αποδέλοιποι φτάσανε σκιάχτρα ζωντανά στο Πορτοκάγιο, στο ξακουστό λιμάνι της Μά νης από τότες που ο Λάμπρος Κατσώνης αντιβγήκε σ ' αυτό ενάντια σε Φραντσέζους και σε Τούρκους. Ό χ ι, δε χαιρόμαστε για τη δυστυχία κανενός. Άνθρω ποι είναι και σαν άνθρωποι λυπόμαστε τη συμφορά τους. Ό τα ν όμως ξεκινάς, στα καλά καθούμενα, από τις μπιρα ρίες του Μόναχου να πας να σκλαβώσεις έναν τόπο τότες... ε τότες λες: —Μπράβο σας, μωρέ Μανιάτες, τους δώσατε το μάθημα που χρειαζόταν!
552
ΣΤΟ ΣΤΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑΣΑΒΑ ΕπΕΙΤΑ από τούτο το πάθημα, πήρε απόφαση η αντιβασιλεϊα, καθώς μας λέει ο Νέζερ, «νά ένεργήσα δραστήριους». Από μέρα σε μέρα καρτέραγαν να φτάσουνε στην Πάτρα τέσσερα καινούργια τάγματα γερμανικού στρατού1, που είχανε μπαρκάρει από την Τεργέστη. Στείλανε λοιπόν από τ’ Ανάπλι ταχυδρόμο με διαταγή να μη βγούνε, μα να τραβήξουν για τη Μάνη να χτυπήσουν τους αντάρτες. Ξεμπάρκαραν στο Μαραθονήσι. « Ό έκεΐ άρχηγός τής έλληνικής χωροφυλακής» γράφει ο Νέζερ «άπέτρεψε τούς διοικητάς των νά προχωρήσουν καί τούς κατέδειξε δτι ήταν δύσβατα όρη, όπού οί στρατιώτες δέν θά εϋρισκον κανέναν πόρον συντηρήσεως. Ένώ οί Μανιάται κρυπτόμενοι όπισθεν τών βράχων, θ’ άπεδεκάτιζον τούς έθελοντάς μέ τά εύστοχα μακροσώληνα όπλα των. Θά ήτο δέ ή προφύλαξις άδύνατος, καθώς καί ή έκτόπισις τοΰ έχθροΰ. Ό άρχηγός τής χωροφυλα κής προσέθεσεν ότι δι’ όλα αύτά έπρεπε νά έρωτηθοΰν πρώτον οί έν Ναυπλίψ, διά νά μή κινδυνεύσουν ματαίως οί νεοφθασμένοι καί κυρίως διότι, όντες όλοι νέοι καί ξένοι πρός το κλίμα τής χώρας, θά είχον ν’ αντιμετωπίσουν διπλάς δυσκολίας διά τήν σωτηρίαν των»2. Ο Γερμανός όμως διοικητής, ο συνταγματάρχης Σαούτινερ, δε λογάριασε τούτες τις συμβουλές. Αποφάσισε να τραβήξει μπρος δίχως το παραμικρό χασομέρι, για να δώσει ένα καλό μάθημα σε τούτους τους αγριάνθρωπους, γκρεμίζοντας, όπως είχε διαταγή, κι όλους τους πύργους τους. 1. Τούτα τα τάγματα είχανε σχηματιστεί αχό εθελοντές, αχό χραιτωριανούς δηλαδή, χου έρχονταν ν' αντικαταστήσουν τον ταχτικό βαβαρι2. Νέζερ op. cil. σ. 150-151.
553
Ξεκίνησαν λοιπόν από το Μαραθονήσι, από το Γΰθειο δηλαδή, οι Γερμανοί και προχωρούσαν με μεγάλη προφύ λαξη. Την πρώτη μέρα δε συναπάντησαν μήτε ρουθούνι μανιάτικο. Ο τόπος φαινόταν έρημος. Δυο πύργους, ά δειους κι αυτούς, που πέτυχαν στο δρόμο τους στάθηκαν και τους γκρέμισαν. Τη νύχτα κοιμήθηκαν ήσυχα πάνω στα βράχια, κάτω από τον πεντακάθαρο ουρανό μας όπου παιχνίδιζαν αέρινες θάλασσες τα άστρα. Τίποτα δεν τάρα ξε τον ύπνο τους. Την αυγή σήμανε η σάλπιγγα εγερτήριο και σε λίγο φύγανε. Δεν άργησαν ν’ αντικρίσουν το στενό του Πασαβά. Στάθηκαν, κοίταξαν με τα κανοκιάλια οι αξιωματικοί τους, ψυχή δεν φαινόταν και σ ’ αυτό. Σαν μπήκε στο στενό ολόκληρη η φάλαγγά τους, τότες βρόντηξε η πρώτη μπαταριά' ήταν σαν να την ξέρναγαν τα βράχια. Άπλωσε το φάσγανό του ο Χάρος και θέριζε τους Γερμανούς. Μάταια γύρευαν οι φουκαράδες να χτυπήσουν τον αόρατο εχθρό. Μάταια πάσκιζαν να σκαρφαλώσουν στους ορθόκοφτους βράχους για να τον φτάσουν. Με κάθε καινούργια μπαταριά όλο και πιότερα σωριάζονταν κου φάρια. Οι βόγκοι, τα αίματα, οι καπνοί κι η βροντή της μάχης λύγισαν το θάρρος τους. Τότες «πανικός κατέλαβε τούς έθελοντάς», λέει ο συμπατριώτης τους ο Νέζερ, «ό σώσων ίαυτόν σωθήτω! "Ολοι έτρεχον καί πρίν έξέλθουν έκ τής στενωπού, έχάθησαν σχεδόν οί ήμίσεις. ‘Εάν οί Μανιάτες τούς κατεδίωκον κατά πόδας, ούδείς θά έσώζετο»'. Έ να ολόκληρο τάγμα Γερμανών παραδόθηκε κι οι λίγοι που σώθηκαν φτάσανε σε κακά χάλια στο Μαραθο νήσι. Οι Μανιάτες τούτη τη φορά φέρθηκαν ακόμα πιο σκληρά στους αιχμάλωτους που πιάσανε. Ο Κρέμος λέει πως μερικούς τους βάλανε μέσα σε σακιά γυμνούς μαζί με γάτες και πως πούλαγαν «δέκα στρατιώτας άνθ" ενός γηραλέ ου δνου, άλλ’ούδείς εύρίσκετο ό άνταλλάσσων»2.
1. Νέζερ op. cit. σ. 151. 2. Κρέμου op. cit. σ. 1051.
554
ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΒΟΛΙΑ Σ α Ν ΕΦΤΑΣΕ το μαντάτο της συμφοράς σ τ’ Ανάπλι, έμοιασε μ’ αστροπελέκι όπου ξυπνάει από τον ύπνο του τον κακούργο. Τα λογάριαζαν από δω, τα λογάριαζαν από κει και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μ’ από τούτη τη δυσκολία τους έβγαλε ο Κωλέτης. · —Για να πετύχετε να υποτάξετε τους Μανιάτες, τους είπε, χρειάζεται να μεταχειριστείτε εξόν από τα μολυβένια και χρυσά βόλια. —Πώς το ’πες αυτό; τον ρώτησαν. Κι ο Κωλέτης τους έδωσε τούτη δω τη συμβουλή, που στάθηκε η πιο πολύτιμη απ’ όλες: —Μέσα στη δυστυχία και στη φτώχεια που ζούνε, το πιο σίγουρο όπλο να τους πολεμήσεις δε στέκουνται τα ντουφέκια, μα ο παράς. Μ’ αυτόν μπορούμε να τους κάνουμε ό,τι θέμε, ξέχωρα τις κεφαλές τους. Ας βάλουμε λοιπόν χρυσάφι στ’ αγκίστρι μας να πιάσουμε τα πιο δυνατά και μεγαλύτερα ψάρια τους. Και τα πιάσανε. Η πιο τρανή φαμελιά της Μάνης εκείνο τον καιρό ήτανε, καθώς το ξέρεις βέβαια, οι Μαυρομιχάληδες. Έ νας απ’ αυτούς, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, στάθη κε ο τελευταίος πριν από την επανάσταση ηγεμόνας της Μάνης, μπέης δηλαδή, και γι’ αυτό απόμεινε γνωστός στην ιστορία σαν Πετρόμπεης. Ό τα ν ο Καποδίστριας τον φυλάκωσε στ’ Ανάπλι, έπιασε και τον ανεψιό του Ηλΐα, γιο του αδερφού του Κατσή, που γ ι’ αυτό τονε λέγανε Κατσάκο. Τούτος λοιπόν ο Κατσάκος κατάφερε να το σκάσει τότες από τη φυλακή και να κατεβεϊ στη Μάνη να συδαυλίσει το σηκωμό ενάντια στον κυβερνήτη. Αυτόν λοιπόν οι Γερμανοί, με μεσίτη τον Κωλέτη, πρώτο ξαγόρασαν. Εξόν από τους Μαυρομιχάληδες, πούλησαν, για τα άτιμα τα λεφτά, τη Μάνη κι οι Τζανετάκηδες, που ο πρόγονός τους, ο Τζανέτος Καπετανάκης Γρηγοράκης, είχε κάνει ηγεμόνας κι αυτός. 555
Αρχηγό της εκστρατείας διόρισαν οι αντιβασιλιάδες το γνώριμό μας στρατηγό βαρόνο Χριστόφορο Σμαλτς, υ πουργό, όπως θα θυμάσαι, των Στρατιωτικών, όταν πιά στηκαν ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας. Κάτω από τις προσταγές του Σμαλτς, που τον λογάριαζαν από τα ξεφτέ ρια του γερμανικού στρατού, γιατί, λέει, ξεχώρισε στις μάχες της Λειψίας και του Βατερλό ενάντια στον Ναπολέοντα, βάλανε όλο σχεδόν το βαβαρέζικο στρατό κατοχής και μερικά τάγματα από δικούς μας που φτιάχτηκαν στο άψε-σβήσε, μια και λογάριασαν πως στέκονταν απαραίτη τα για πόλεμο σε κακοτράχαλα βουνά. Εξόν απ’ αυτά, ο Σμαλτς πήρε μαζί του και μια ίλη έφιππης χωροφυλακής και δυο ορειβατικές πυροβολαρχίες που τις κουβάλαγαν μουλάρια. Ολόκληρη η δύναμή του ανέβαινε σ’ έξι χιλιά δες άντρες. Του δώσανε και τον Θανάση Βαλτινό, καπετά νιο του Βάλτου κι έμπιστο του Κωλέτη, να τον συμβου λεύει. Σαν έφτασε στο Μαραθονήσι, βρήκε να τον καρτεράνε ο Κατσάκος κι οι Τζανετάκηδες με πεντακόσιους Μανιά τες έτοιμους να πολεμήσουν, μαζί με τους Γερμανούς, τ’ αδέρφια τους. Προτού σ ’ ανιστορήσω το τι ακολούθησε, χρειάζεται κάτι να σου πω και για τούτο δω το κατόρθωμα του παμπόνηρου Κωλέτη. Θα θυμάσαι πως μαζί με τον Κολο κοτρώνη και τον Πλαπούτα πιάσανε και κλείσανε στις φυλακές, συνένοχούς τους τάχα, κι ένα σωρό Ρουμελιώτες καπεταναίους. Ο Κωλέτης, που είχε κατάφερει να περνάει για προστάτης της Ρούμελης, σκέφτηκε, μόλις πήρε την προσωρινή πρωθυπουργία, να ξαναπαίξει το παλιό παιχνί δι του. —Υψηλότατοι, είπε στους αντιβασιλιάδες, δεν πρέπει να ’χουμε εχθρούς και τους Μοραίτες και τους Ρουμελιώ τες. Μια κι οι Μοραίτες είναι κείνοι που κάνουνε τώρα τις ταραχές, χρειάζεται να βγάλουμε τους Ρουμελιώτες από τα μπουντρούμια, για να τους χτυπήσουμε μ’ αυτούς, όπως έκανα με τόση επιτυχία ως τώρα. Το συμφέρον μας λοιπόν 556
είναι όχι μονάχα να τους δώσουμε χάρη, μα και τους στρατιωτικούς τους βαθμούς. Τον άκουσαν. Και σε λίγο έβλεπες να περπατάνε λεύτεροι μέσα στ’ Ανάπλι ο Κίτσος Τζαβέλας, ο θοδωράκης Γρίβας, ο Νικόλας Κριεζώτης με γαλόνια μάλιστα συνταγματάρχη κι ο Μαμούρης, ο Ρούκης κι ο Τσάμης Καρατάσος μ’ αντισυνταγματάρχη. Κάποιος απ’ αυτούς είπε τότες τούτο δω τ’ αστείο: —Ωρέ, για να πάρεις το δίπλωμα πρέπει πρώτα να μπεις στη χάψη. Τον μόνο Ρουμελιώτη καπετάνιο που κράτησαν ακόμα στα σίδερα ήτανε ο Βάγιας, όπως θα δικαζόταν μαζί με τον Αλωνιστιώτη, που τον παρουσίασαν, όπως ίσως να θυμά σαι, αποσταλμένο του Κολοκοτρώνη στη Λιβαδειά να ξεσηκώσει τους Ρουμελιώτες. «' Εβγαλαν και τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς από την χάψη», λέει ο Μακρυγιάνης, «τους βαθμολόγησαν συνταγματάρχηδες και τους κρέμασαν κι απόνα σταυρό και γκεζεροΰν εις τα σοκάκια του Αναπλιού και καμαρώνουν. Και δεν γύρευαν, αν ήταν άνθρωποι με χαρακτήρα, κανοποίηση από τους αίτιους, οπού τους είχαν τόσον καιρό χαψωμένους;»1. Σωστά τα λες, μπρε Μακρυγιάννη. Μα όταν έχεις να κάνεις με τους πολιτικάντηδές μας, δεν πρέπει για τίποτα ν’ απορείς. Ά κου τι νόστιμα που τα ’γράψε για δαύτους τότες η Α θ η ν ά : «Κατ’ αΰτάς Εφθασεν έδώ Ενας τερατουργός μέ σκοπόν Ισως νά μάς δείξη τερατουργήματα καί μέ αύτά νά μάς κερδήση κάμποσα χρήματα* ώς νά μήν είχαμε ήμεΐς έδώ τόσους τερατουργούς πολιτικούς, οΐ όποίοι δι’ έξόδων μας, καί δι’ έξόδων άδρών, τερατουργοΰν είς τήν κεφαλήν μας τόσα τεράστια καί παράδοξα πράγματα»2. 1. Μακρυγιάννη op. cit. τ. β ', σ. 73.
2. «Αθ*νώ», αριθ. 166 — 1.8.1834.
Ό τα ν τους έβγαλε ο Κωλέτης από τα σίδερα, τους φ ·ναξε και τους είπε: —Ηγαπητοί μου, την αδικία οπού σας γίνηκε τη διόρ θωσα εγώ. Και για ό,τι έτρεξε δεν φταίνε οι ξένοι. Αυτοί τάχατες τι ξέρουν; Φταίνε εκείνοι που τους συμβούλεψαν. Ποιοι είναι τους γνωρίζετε. Το μόνο που σας γυρεύω στέκεται, κι αυτό για το καλό σας, να μην πηγαίνετε σ ’ αλλονών σπίτια εξόν από το δικό μου, του Μάουρερ και του Ά βελ, και βρείτε ξανά άδικα το μπελά σας. Του το τάξανε. Κι ο Κωλέτης παρουσιάστηκε, για μια φορά ακόμα, σωτήρας στα μάτια της Ρούμελης.
ΟΙ ΕΛΒΕΤΟΙ Ο τ α ν οι Γερμανοί κι οι δικοί μας που τους ακολούθαγαν συνάχτηκαν στο Μαραθονήσι κι ετοίμασαν το καθετί, ξεκίνησαν να εκστρατέψουν, έχοντας μαζί τους και τους Μανιάτες του Τζανετάκη και του Κατσάκου. Την 1 του Ιούλη, κατά το βραδάκι, στρατοπέδεψαν σιμά στο μικρό χ«*ριό Ασλάν Αγά. Άναψαν φωτιά, ψήσανε το φαγί τους, φάγανε κι έπεσαν να ξαποστάσουν. « 'Ολίγον Επειτα άπό τήν δύσιν τού ήλιου», ανιστοράει ο Νέζερ που ήτανε υπολοχαγός του εκστρατευτικού σώματος, «έσίγησεν όλόκληρον τό στρατόπεδον καί ή σελήνη Ιρριπτε τό γλυκύ φέγγος της Επάνω είς τούς κοιμωμένους πολεμιστής. Μόνον τά ρυθμικά βήματα τών σκοπών ήκούοντο»'. Το μέρος που στρατοπέδεψαν ήτανε πάνω από μια βαθιά ρεματιά, όπου έτρεχε ένα μικρό αυλάκι νερού. Αντικρύ βρισκόταν απόκρημνο βουνό. Η νύχτα αργοδιάβαινε κι οι Γερμανοί σκοποί τίποτα τ’ ασυνήθιστο δεν ξεχώριζαν. Δεν έτρεξε όμως το ίδιο και με τους Μανιάτες του Κατσάκου. Αυτοί, από κάτι πέτρες που άκουσαν να κυλάνε I. Ν·ζ*ρ op. cit. σ. 152.
358
μέσα στην ησυχία της νύχτας, κατάλαβαν πως τ’ αντικρι νό βουνό το πιάσανε αντάρτες και το ταμπούρωναν. Τρέχει ο Κατσάκος, ξυπνάει τον Σμαλτς και του το λέει. Έ τσι, προτού ακόμα να ξημερώσει, βρέθηκαν οι Γερμανοί έτοιμοι να πολεμήσουν. Μόλις χάραξε ξεχώρισαν εφτά ταμπούρια που σήκωσαν μέσα στη νύχτα οι Μανιάτες. Πριν ακόμα γυρίσει η περίπολος που είχε στείλει ο Σμαλτς να δει από σιμά τις θέσεις του εχθρού, άστραψε η φωτιά. Ταμπουρωμένοι οι Μανιάτες χτύπαγαν, με ντουφέ κια και γρενάτες, στο ψαχνό τους Γερμανούς. Έ να από τα ελληνικά κυβερνητικά τάγματα, το τρίτο, βρέθηκε να 'ναι πέρα από τη ρεματιά. Ο διοικητής του, ο συνταγματάρχης Σονιέ, δεν ήτανε Γερμανός μα Ζακυνθινός, από μητέρα Ελληνίδα και Γάλλο πατέρα. Κατέβηκε εθελοντής στο Εικοσιένα και κατατάχθηκε στον πρώτο ταχτικό στρατό που έφτιασε ο Δημήτρης Υψηλάντης. Πολέμησε στον Λάλα, στην Τριπολιτσά, στο Νιόκαστρο, στην Κάρυστο, στη Χίο. «Κατά τήν Εφοδον τών Μανιατών περί τάς 2 ’Ιουλίου» έγραφε η εφημερίδα Αθηνά «έβάστα θέσιν όχυράν, πλήν χωρισμένην Από τό λοιπόν στράτευμα κατά τής όποίας έπέπεσαν οί Μανιάτες. Βλέπων τότε έαυτόν άποκομμένον από τό λοιπόν στράτευμα έδέχθη τό πρόβλημα, τό όποϊον τοΰ Εκαμαν οί Μανιάται, νά τόν Αφήσουν νά ένωθή μέ τό λοιπόν στράτευμα»1. Ό τα ν, υποχωρώντας αντουφέκιστος, παρουσιάστηκε μπροστά στον Σμαλτς, ο Γερμανός στρατηγός γίνηκε θηρίο. Τον κατηγόρησε για δειλό, του πήρε τη διοίκηση και τον πέρασε από στρατοδικείο που τον καταδίκασε σ ’ ένα χρόνο φυλακή «Λ ’ έγκατάλειψιν θέσεως ένώπιον τοΰ ίχθροΰ». Αργότερα, ξαναγύρισε στο στρατό κι έφτασε ως το βαθμό του αντιστράτηγου. Ό πω ς όμως δεν τα πήγαινε καλά με τον Όθωνα, εξορίστηκε στο Νιόκαστρο. I. «Αθηνά·». αρ. 162 — 18.7.1834.
559
Αφού ο Σμαλτς, έπειτα από την υποχώρηση του Σονιέ, πρόσταξε να συμπτυχθεί η παράταξή του, άνοιξε φωτιά στους Μανιάτες με τα ορειβατικά κανόνια του. Η ζημιά όμως που κάνανε στάθηκε τιποτένια, μια και μικρό ήτανε το τΐρο τους. Οι Γερμανοί όμως, και στις καινούργιες θέσεις που πιάσαν, πάθαιναν σημαντική φθορά από το πιο κοντινό πάνω από τη ρεματιά μανιάτικο ταμπούρι. Ανάμεσα στα «εθελοντικά» στρατεύματα του Σμαλτς ήτανε και δυο λόχοι Ελβετοί. Πού σ τ’ ανάθεμα βρέθηκαν; Κείνα τα χρόνια η πατρίδα τους δεν ήτανε το πλούσιο κράτος που είναι τώρα — η τράπεζα που οι αετονύχηδες όλου του κόσμου τρέχουν κι ακουμπάνε τον παρά τους. Μην μπορώντας τότες να ζήσουνε στον ίδιο τους τον τόπο, πάγαιναν πραιτωριανοί σε ξένα μέρη. Από Ελβετούς ήτανε η φρουρά που υπερασπίστηκε, ενάντια στο λαό, το παλάτι του Λουδοβίκου ΙΣΤ' στα χρόνια της γαλλικής επανάστασης. 'Οταν λοιπόν οι Βαβαροί γύρεψαν «εθελο ντές» για την Ελλάδα, καλοπληρωμένους δηλαδή πραιτωριανούς, παρουσιάστηκαν κάμποσοι Ελβετοί και φτιάσανε δυο λόχους. Αυτούς λοιπόν τους δυο λόχους πρόσταξε ο Σμαλτς να επιτεθούν και να διώξουν τους Μανιάτες από το ταμπούρι το σιμά στο ρέμα. Βάλανε εφ’ όπλου λόγχη κι όρμησαν. Κατρακύλησαν τον κατήφορο της βαθιάς ρεματιάς και με την ίδια ορμή άρχισαν ν’ ανεβαίνουν την αντικρινή όχθη. Φτάσανε λαχανιασμένοι και ξέψυχοι απάνω, όπου τους καλωσόρισαν τα μανιάτικα καριοφίλια. Με την πρώτη μπαταριά σαράντα σκοτωμένοι και λαβωμένοι Ελβετοί σωριάστηκαν στο χώμα. Και σε λίγο οι φουκαράδες, που ήρθανε πραιτωριανοί στον τόπο μας με την ελπίδα πως θα πέρναγαν ζωή χαρισάμενη, το 'βαλαν στα πόδια καταματωμένοι. Έ πειτα από τούτο το νέο πάθημα, ο Σμαλτς κάλεσε σε σύσκεψη το επιτελείο του. Ο διοικητής των δυο ορειβατι κών πυροβολαρχιών λοχαγός Βόθμαρ πρότεινε να πάρει τα κανόνια του, να κάνει ένα μεγάλο αλλόγυρο, να 560
σκαρφαλώσει στην κορυφή του αντικρινού βουνού κι από κει ψηλά να χτυπήσει τα μανιάτικα ταμπούρια. Δέχτηκαν το σχέδιό του. Ζήτησε όμως να του δώσουν, για στήριγμα, όχι γερμανικό πεζικό, μα τα ελληνικά τάγματα, ωσάν έμπειρα για πόλεμο ορεινό. «Σχεδόν έπειτα άπό δύο ώρας» γράφει ο Νέζερ « είδομεν έπί τοϋ άπέναντι έπιπέδου τά Ιδικά μας στρατεύματα. Διά φοβερών κόπων καί μόχθων άνεβίβασαν τά πυροβόλα. Αί ήμίονοι δέν ήδύναντο νά άναβοϋν τάς βραχώδεις άτραπούς καί οί στρατιώται ήναγκάσθησαν νά σηκώσουν τά τηλεβό λα οί Ιδιοι καί νά τ’ άνεβάσουν έπάνω είς τούς βράχους. ΕΙς αύτό κυρίως συνέβαλε τό ' Ελληνικόν τάγμα, διότι είς αύτό ήσαν πολύ ’Αρκάδες, δεξιώτατοι όρειβάται. Τά πυροβόλα έστήθησαν ταχέως, οί δέ όλμοι μας ήρχισαν νά ρίπτουν τάς βόμβας των είς τά ύποκάτω ευρισκόμενα χαρακώματα. Αί πρώται βόμβαι έπεσαν είς τό χαράκωμα πού περισσότερον μάς ήνώχλει. ' Η ένέργεια έγινεν άμέσως φανερά. Διότι μόλις έθραύετο ή βόμβα, οί έν τφ χαρακώματι Μανιάται έπήδουν έξω πρός τήν κατωφέρειάν του1. Οι πιότεροι από τους Μανιάτες πήραν τα βουνά κι άντε πιάσε τους. Ίσαμε όμως τετρακόσιοι, όπως δεν πρόλαβαν να φύγουν, τρέξανε και κλείστηκαν στα σπίτια του Ασλάν Αγά. Βάσταξαν γερά, κάνοντας μεγάλη θραύση στους οχθρούς, ώσπου σώθηκαν τα μπαρουτόβολά τους και παραδόθηκαν. Τους μάντρωσαν σε στενό σιμά στο χωριό φαράγγι, μ’ απόκρημνες πλαγιές, και βάλανε ολόγυρα φρουρά να τους φυλάει. Ψάχνοντας οι Γερμανοί στα σπίτια του χωριού μήπως βρούνε κρυμμένους Μανιάτες, πέτυχαν κάτι καλύτερο: πιθάρια γεμάτα κρασί. Το τι ακολούθησε ας αφήσουμε ξανά τον Νέζερ να μας τ’ ανιστορήσει: «Κανείς έκ τών μεγάλων έκείνων πίθων δέν είχεν όπήν, οί στρατιώται δμως είναι πάντοτε έπινοητικοί. 01 (δικοί I. Νίζερ op. cil. σ. 153-154.
361
μας διέχρησαν τούς πίθους έκείνους καί ό οίνος Ερευσε ποταμηδόν, οί δέ έκ τής δίψης βασανιζόμενοι, έδροσίσθησαν μέ τό δροσερόν ποτόν. ’Εδίψων όμως πολύ καί έπιον κατά κόρον. "Ετσι έφούσκωσαν άπό οίνον, προτού δέ οί άξιωματικοί ν’ άντιληφθοϋν τά γινόμενα, τό κακόν είχε πλέον συντελεσθή. Περισσότεροι άπό τούς ήμίσεις στρατιώτας μας είχον μεθυσθή. Μετά πολλού κόπου τούς έξήγαγον έκ τών οίκιών έκείνων καί έτοποθετήθησαν έκεΐ φρουροί. Περίπου έντός μιδς ώρας οί περισσότεροι κατεκλίσθησαν τήδε κακείσε καί έκοιμήθησαν βαθέως. Οΰτε κρότος τηλεβόλου θά τούς άφύπνιζεν. Τότε ό στρατηγός Σμάλτς ήρχισε νά φοβείται μή συμβή προδοσία, διότι οΐ περί τόν Κατσάκον είχον σχεδόν έξαφανισθή, δόσαντες είς ήμάς ύπονοίας μή μετέβησαν πρός τούς πατριώτας των διά νά άναγγείλουν το συμβάν καί νά τούς προσκαλέσουν νά έπιτεθοΰν πάλιν έναντίον μας. ’Εν τούτοις ήτο δλλη ή αίτια τής άπομακρύνσεως τών περισσότερων μας έπικούρων. Αύτοί δηλαδή, λεηλατοΰντες τό χωρίον, ήρπασαν κυρίως κτήνη, τά όποια έσειρον πρός τά δρη των διά νά τά έξασφαλίσουν. Τήν πρωίαν έπέστρεψαν»1. Οι Γερμανοί, αφού θάψανε τους σκοτωμένους τους, ανάψανε φωτιές να μαγειρέψουν. Σε λίγο βγήκε το φεγγά ρι. Ά λλος ανιστορούσε τα κατορθώματά του, άλλος θρηνούσε κάποιο φίλο του που χάθηκε, άλλοι στρώσανε κουβέρτες και παίζανε πάνω σ’ αυτές ζάρια και χαρτιά, άλλοι πάλι τραγούδαγαν όσο που κάπου-κάπου ακούγονταν οι βόγγοι των λαβωμένων. Ο Νέζερ ανιστοράει πως η ορντινάντσα του του ’χε φέρει έναν κόκορα, που αφού τον έσφαξε και τον μάδησε, τον σούβλισε με το σπαθί του και τον στριφογύριζε σιμά στη φωτιά να τον ψήσει. Και να, ακούγουνται ξάφνου φωνές και ντουφεκιές. Οι αιχμάλωτοι στο φαράγγι ρίχτηκαν με πέτρες στους Γερμα νούς που τους φύλαγαν, άρπαξαν από μερικούς τα όπλα και γύρεψαν να το σκάσουν. Κάμποσοι τα κατάφεραν. Μερικοί το πλέρωσαν με τη ζωή τους και οι πιότεροι ξαναπιάστηκαν. I. Νέζερ op. cil. σ. 155-156.
562
Ο ΦΕΝΤΕΡ
Οι ΓΕΡΜΑΝΟΙ απόμειναν νικητές. «Νικητές» όμως είναι ένας λόγος. Γιατί τι νικητής είσαι, όταν ο εχθρός σου βρίσκεται πάνω στα βουνά αντάρτης κι εσύ κάθεσαι και τον χαζεύεις; Αν προχωρούσε τόσος στρατός στην Κάτω Μάνη τι θα ’βρίσκε να φάει; Κι έπειτα, καθώς έγραφε η Α θ η ν ά , «άσθένεια έπικρατεΐ πολλή είς τό στρατόπεδον μεταξύ τών νεοσυλλέκτων μάλιστα έξ αίτιας τοΰ θέρους καί τών πολλών νόσων»'. Κι οι απώλειές τους στη μάχη που δώσανε στάθηκαν μεγάλες. Μονάχα στ’ Ανάπλι φέρανε 70 πληγωμένους, που απ’ αυτούς οι 10 πέθαναν. Κι ήτανε οι πιο λίγοι, γιατί τους πιότερους τους στείλανε στην Πάτρα απ’ όπου τους μπάρκαραν σε πολεμικό αυστριακό καράβι και τους πήγαν στην Τεργέστη. Κι εκεί με μεγάλη περιέργεια ο κόσμος έβλεπε να βγάζουν σωρούς τους λαβωμένους, τους ίδιους εκείνους Γερμανούς που πριν από λίγο καιρό τους είδε να φεύγουν καμαρωτοί, στήριγμα τάχατες της λεύτερης πια Ελλάδας. Ο Λούτζι, πρεσβευτής της Πρωσσίας στ’ Ανάπλι, σ ’ έκθεση στην κυβέρνησή του έγραφε πως «οί Βαυαροί έσαγηνεύθησαν μόνον διά τής λαμπράς περιγραφής τοΰ πλούτου καί τοΰ κάλλους τής 'Ελλάδος καί κατεπείσθησαν νά μεταβώσιν έκεΐ ώς στρατιώται. 7 να δέ πραΰνη κάπως ή ‘Αντιβασιλεία τούς άναγνωρίσαντας τήν άπάτην των, ίδημιούργησε πολυαρίθμους θέσεις Αξιωματικών καί προύτίμησε πανταχοΰ τούς Βαυαρούς άντί τών 'Ελλήνων. Τό άποτέλεσμα είναι ή κατά τής Μάνης έκστρατεία ήτις άπέβη ήκιστα ένδοξος διά τήν άντιβασιλείαν». Ο Σμαλτς, μπροστά σε τούτο το αδιέξοδο που βρέθηκε, γύρεψε οδηγίες από τ’ Ανάπλι. Πήρε την απόκριση πως έπρεπε ν’ ακολουθήσει, πέρα για πέρα, το μονοπάτι που φανέρωσε ο Κωλέτης. Να τραβηχτεί μ’ όλο το στράτευμά του και ν’ αφήσει το λοχαγό Φέντερ, τον Κατσάκο και τον I. «Αθηνά-, αρ. 162 — ΙΗ.7. ΙΚ34.
563
Τζανετάκη να κάνουν ζάφτι τους Μανιάτες με τα χρυσά κι όχι με τα μολυβένια βόλια. Το κόλπο πέτυχε. Ο Φέντερ, αφού πήρε υπασπιστή του Μανιάτη, άρχισε να σκορπάει ταξίματα, βαθμούς και χρήμα. —Εσείς, τους έλεγε, εϊσαστε οι καλύτεροι πολεμιστές του τόπου. Ελάτε μαζί μας και θα ’χετε ό,τι αποθυμάτε. Και τον πίστεψαν, γιατί, όσο που τους μίλαγε, έλυνε επιδειχτικά τη χρηματοσακούλα του και μοίραζε απλόχε ρα το παραδάκι. —Του Φέντερ τα τάλιρα κάνουνε δουλειά! λέγανε, κουνώντας το κεφάλι τους, οι Μανιάτες. Σέρνοντας μαζί του ένα τσούρμο καινουργιοφτιαγμένους αξιωματικούς, απ' όσους ίσαμε χτες πολέμησαν τους Γερμανούς στα Κακοβούνια, παρουσιαζόταν παντού προ στάτης τους. Κι οι Μανιάτες όχι μονάχα πάψανε να τον βλέπουν σαν εχθρό, μα τρέχανε να μπούνε κάτω από τις προσταγές του. Κι αυτός τους έκανε τότες κι ένα άλλο ακόμα χατίρι. Οι Βαβαροϊ, άμα σκόρπισαν το στρατό μας, όρισαν πως όποιος ρεγόταν να μπει στα νέα τάγματα που λογάριαζαν να κάνουν, έπρεπε να φορέσει φράγκικα. Ο Φέντερ τους έδωσε το λεύτερο να βάλουν φουστανέλες. Κατάφερε έτσι να «προσέλκυση είς τήν στρατιωτικήν υπηρε σίαν τούς άγριους κατοίκους τών όρέων καί νά σχηματίση εξ λόχους Μανιατών, οίτινες εμέλλον νά παράσχωσι πολύ χρησιμοτέρας διά τό κράτος υπηρεσίας παρά ό προσφάτως είς τήν όρειβασίαν Ασκηθείς εύρωπαϊκός στρατός»'. Μ’ αυτούς σε λίγο θα χτυπήσουν, όπως θα δούμε, τους επαναστατημένους Μεσσήνιους. Κι οι Μανιάτες λογάριασαν πια τον Φέντερ τόσο δικό τους, που θέλησαν να τον παντρέψουν με «κόρην τής καλυτέρας οίκογενείας»1. Εκείνος όμως αρνήθηκε, λέγοντας πως συγγενεύοντας με μια φαμελιά θ ’ απόχταγε εχθρούς 1. Μέντελσον-Μκαρτόλντι op. cit. τ. β '. σ. ISS4. 2. W jtp op. (it. σ. I tt.
τους εχθρούς της, ενώ ήθελε να ’χει φίλους όλους τους Μανιάτες. Αξίζει ακόμα να πούμε πως όταν ο Φέντερ γύρισε στη Βαβαρία, ο Λουδοβίκος τον έκανε στρατηγό κι έπειτα από μερικά χρόνια τον έστειλε πρεσβευτή του στην Αθήνα. Δε φτούρησε όμως, και να ποια στάθηκε η αιτία. Μόλις οι Μανιάτες μάθανε πως ξαναγύρισε ο Φέντερ, στείλανε ένα τσούρμο καπεταναίους, που τους ακολούθαγε ολόκληρο τάγμα, να χαιρετήσουν το φίλο τους. Ά μα φτάσανε στην Αθήνα, στρατοπέδεψαν μέσα στη βαβαρέζικη πρεσβεία κι από κει δεν το κουνούσαν, εξόν όταν έβγαινε ο Φέντερ. Τότες συμπούρμπουλοι παίρνανε το κατόπι του όπου κι αν πάγαινε. Στον Όθωνα και στην Αμαλία βαρυφάνηκε κάποιος συμπατριώτης τους να δέχεται πιότερες τιμές κι από τους ίδιους και φρόντισαν ν’ ανακληθεί και σ ’ οχτώ μήνες έφυγε. Τούτη η ιστορία μας διδάσκει πως με τα τάλιρα πετυχαίνεις, ακόμα καλύτερα κι από τα βόλια, να κάνεις δούλους τους λαούς. Οι ίδιοι εκείνοι Μανιάτες που καμαρώσαμε να δίνουν το πρώτο μάθημα στους Βαβαρούς, κατάντησαν πραιτωριανοί τους. Κι όμως —γιατί η ιστορία έχει πολλά παράξενα— τούτο το κατάντημα μας βγήκε στο μάκρος σε καλό. Οι Γερμα νοί, για να πνίξουν την επανάσταση της Μάνης και της Μεσσηνίας που ακολούθησε, αναγκάστηκαν να ξαναφτιάσουν στρατό από ντόπιους να στηριχτούν σ ’ αυτόν, μια κι ο δικός τους δεν τα ’βγάζε πέρα. Στην αρχή ο στρατός αυτός έπαιξε, βέβαια, το ρόλο που του τάξανε οι ξένοι σε βάρος του τόπου μας. Ή τανε όμως Έλληνες, κι όσο τα χρόνια πέρναγαν, ο στρατός αυτός γινόταν, είτε το θέλανε είτε όχι οι ξένοι, εθνικός στρατός. Αυτός, το 1843, θα ξεσηκωθεί να διώξει από την Ελλάδα το βαβαρικό στρατό και ν’ αναγκάσει τον Όθωνα να δώσει σύνταγμα στο λαό.
165
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Ο ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ Θ α ΘΥΜΑΣΑΙ τα όσα είπαμε, πως ετούτοι οι αντιβασιλιάδες που μας έστειλε ο Λουδοβίκος να μας κυβερνήσουν ελέω θεού ως την ενηλικίωση του Όθωνα, αν κι ήτανε σύμφωνοι να μας φάνε, ανάμεσά τους όμως τρώγονταν ωσάν τους λύκους. Μάουρερ, Έιντεκ, Ά β ελ μηχανεύονταν ολημερίς τι τρικλοποδιά θα βάζανε στον προϊστάμενό τους τον Ά ρ μανσπεργκ κι αυτός το πώς θα τους τσουβάλιαζε. Κείνο που δεν μπόραγαν οι τρεις πρώτοι να χωνέψουν στεκόταν η υποστήριξη που του ’δινε ο Ντόκινς, ο γνώριμός μας αντιπρεσβευτής της Αγγλίας στ’ Ανάπλι. Πίστεψαν πως ήτανε μια προσωπική υπόθεση, φιλική αδυναμία ας πούμε, του Ντόκινς στον Άρμανσπεργκ, και γ ι’ αυτό στοχάστη καν να παραπονεθούν. Στείλανε λοιπόν στη Λόντρα τον Μ ιχαήλ Σχινά, να παραστήσει στην αγγλική κυβέρνηση πόσο βλάφτανε τα φερσίματα του πρεσβευτή της και πως θα ’πρεπε να τον ανακαλέσουν, βάζοντας άλλον στη θέση του. Υπουργός των Εξωτερικών στην Αυλή του Αγίου Ιακώβου ήτανε τότες ο υποκόμης Ερρίκος Πάλμερστον, περιβόητος για την υπεροψία του και τους απότομους, ακόμα και σε πρεσβευτές και σ ’ ανακτοβούλια, τρόπους του. Λογάριαζε, βλέπεις, η εξοχότητά του όλα τ ’ άλλα έθνη κατώτερα, που γ ι’ αυτό έπρεπε να τα κυβερνά η Μεγάλη Βρετανία. Ό τα ν λοιπόν καταδέχτηκε να δεχτεί τον Σχινά και τον άκουσε να τολμάει να κατηγορήσει 567
Αγγλο πρεσβευτή, η μόνη απόκριση που του ’δωσε ήταν να του γυρίσει την πλάτη. «Μέ τόν Άρμανσπεργκ», γράφει ο Μάουρερ, «δέν ήτο πλέον δυνατή ή εΙρήνη καί, άφοΰ δέν έλαμβάνομεν βοήθειαν έκ Μονάχου, όφείλαμεν ήμεΐς αυτοί νά τόν καταστήσωμεν άβλα βή»1. Στη συνεδρίαση λοιπόν της αντιβασιλείας που γίνηκε στις 20 του Απρίλη 1834, λίγες δηλαδή μέρες προτού αρχίσει η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλα πούτα, οι τρεις αντιβασιλιάδες που είχαν την πλειοψηφία πρότειναν κι αποφάσισαν: 1. Οι γραμματείς να βγάζουν τα πιστοποιητικά στ’ όνομα ολόκληρης της αντιβασιλείας κι όχι μονάχα του πρόεδρου όπως κάνανε ως τότες, 2. Οι πρεσβευτές κι οι πρόξενοί μας στο εξωτερικό να μην ακολουθάνε καμιά οδηγία αν αυτή δεν ερχόταν απ’ ολό κληρη την αντιβασιλεία, 3. Ως τότες το επίσημο ταχυδρο μείο από το Μόναχο στελνόταν στ’ όνομα του Ά ρμαν σπεργκ. Θα παρακάλαγαν «τήν Βασιλίκιjv Βαυαρικήν Κυβέρνησιν νά άνακοινώση είς τήν Γενικήν Διεύθυνσιν τών Ταχυ δρομείων νά στέλλη τάς έπιστολάς καί τά δέματα είς τήν διεύθυνσιν τής άντιβασιλείας έν τώ συνόλω». Κείνο όμως που κόστισε στον Άρμανσπεργκ πιότερο απ’ όλα στάθηκε η απόφασή τους να τον ζημιώσουν οικονομικά. Έπαιρνε, καθώς είπαμε, για έξοδα παραστάσεως 50.000 φιορίνια το χρόνο. Τώρα, επειδή λέει «έπήλθον περιστάσεις καί συνθήκαι διαφέρουσαι ούσιωδώς έκείνων ύπό τάς όποίας είχον όρισθεϊ τά έξοδα παραστάσεοκ; τοΰ Προέδρου τής ‘Αντιβασιλείας», δεν έπρεπε να παίρνει πιότερα απ’ όσα κι οι άλλοι αντιβασιλιάδες, δηλαδή 1.000 φιορίνια το μήνα. Για να φέρουν σε δύσκολη θέση τον Άρμανσπεργκ, είπανε πως σωστό ήτανε αυτά όπου του κόβανε από τα έξοδα παραστάσεώς του να τα δίνανε., για ν’ αυξηθεί η επιχορήγηση του Όθωνα! Ο Άρμανσπεργκ δέχτηκε όλες τις άλλες αποφάσεις τους εξόν από την τελευταία. Τον ζόρισαν, μα δεν I. Μάουρερ op. cit. τ. β ’, σ. 475.
368
υποχώρησε. Παραδάκι ήταν αυτό. Του πρότειναν τότε ν ’ αναφέρουν το ζήτημα στον βασιλιά της Βαβαρίας Λουδοβίκο. « Ό κόμις έδραζε», λέει ο Μάουρερ, «καί μέ τάς δύο χεΐρας του τήν πρότασίν μας ταυτην»1. Είχανε πατήσει την πεπονόφλουδα, γιατί αυτό γύρευε κι εκείνος· να λυθεί η διαφορά τους στο Μόναχο κι όχι στ’ Ανάπλι.
ΓΕΥΜΑ ΣΤΗ «ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ»
Ο ΜΑΟΥΡΕΡ, ο Ά βελ κι ο 'Ειντεκ γύρεψαν να κόψουν και την επιρροή που είχε ως τότες ο Άρμανσπεργκ πάνω στον ανήλικο 'Οθωνα. Του παράστησαν με τέτοιον τρόπο τα καθέκαστα, που τον κατάφεραν να τους υποσχεθεί πως δε θα ξαναπήγαινε επίσκεψη στο σπίτι του πρόεδρου της αντιβασιλείας όπου πέρναγε μια μέρα τη βδομάδα. Ο Άρμανσπεργκ κι ο Ντόκινς δε μείνανε βέβαια με δεμένα τα χέρια. Η εγγλέζικια φρεγάδα «Μαδαγασκάρη», που μ’ αυτή ήρθε ο 'Οθωνας στην Ελλάδα, από κείνη τη μέρα αδιάκοπα ταξίδευε ανάμεσα Ναύπλιο και Τάραντα, κουβαλώντας «έπιστολάς έπί έπιστολών καί έκθέσεις έπί έκθέσεων»2. Ο Ντόκινς, στις εκθέσεις του στον Πάλμερστον, παρίστανε τον Άρμανσπεργκ τον μόνο αληθινό αγγλόφιλο και τους άλλους τρεις... όργανα της Ρωσίας! Η συνωμοσία τους ενάντια στον πρόεδρο της αντιβασιλείας δεν ήτανε τίποτις άλλο, έλεγε, από μια μηχανορραφία του Κατακάζη, του καινούργιου, ελληνικιάς καταγωγής, πρεσβευτή του Τσάρου στ’ Ανάπλι. Ο Άρμανσπεργκ πάλι παράσταινε στον Λουδοβίκο πως οι τρεις τους, με την πολιτική που ακολούθησαν, κάνανε αντιδημοτική τη βαβαρική δυναστεία και γ ι’ απόδειξη 1. Μάουρερ op. cit. τ. β -, σ. 480. 2. Id. τ. β \ σ. 4β1.
569
έφερνε τις ταραχές της Μάνης. Του στάθηκε αδύνατο, έλεγε, να προλάβει το κακό, γιατί, έχοντας οι άλλοι την πλειοψηφία, ματαίωναν όλες τις σωστές αποφάσεις του. Εξηγούσε μάλιστα πως ουσιαστικά τον είχανε καταργήσει από προϊστάμενο της αντιβασιλείας και γ ι’ απόδειξη έφερ νε πως κόψανε τα έξοδα παραστάσεώς του εξομοιώνοντάς τα μ’ εκείνα των άλλων αντιβασιλιάδων. Έφτασε ακόμα να πει πως τέτοιος ήταν ο φθόνος των συναδέλφων του, που κινδύνευε κι αυτή ακόμα η ζωή του. Κι επειδής ήξερε την αδυναμία που είχε ο Λουδοβίκος στον Έιντεκ, ξεκαθάριζε πως αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα, μα παρασύρ θηκε από τους άλλους δυο. Κι όσο που στο Λονδίνο και στ’ Ανάπλι ο Άρμανσπερ γκ παρουσίαζε τον εαυτό του τάχατες φιλελεύθερο, έγραφε στον Λουδοβίκο πως ο Μάουρερ «τό μόνο τό όποιον έσκεπτετο ήτο ή είσαγωγή δημοκρατικών θεσμών, ένώ αύτός, στήριγμα τής μοναρχικής Ιδέας, ματαίως άντετάσσετο ε/ς τούτο»'. Στ’ αναμεταξύ στ’ Ανάπλι οι αυλοκόλακες κι οι τυχοδιώχτες, βλέποντας τον Όθωνα να μην πατάει πια στο σπίτι του Άρμανσπεργκ και να περνάει σ ’ όλα, διορισμοί κι απολύσεις, η θέληση των τριών, πίστεψαν πως αυτοί είχανε κερδίσει το παιχνίδι. Παράτησαν λοιπόν τον πρόεδρο και τρέχανε να προσκυνήσουν τους νικητές. « Ό Άρμανσπέργης δι' όλου έκείνου τοϋ θέρους» ανιστοράει στ’ απομνημονεύματά του ο Ραγκαβής «είχε κα τοικήσει έκτός τής πόλεως, είς τήν Επαυλιν τοΰ Μιαούλη, Ενθα, καίτοι πρόεδρος τής 'Αντιβασιλείας, διέμενεν ώς έξόριστος, πλειονοψηφούντων τών άντιπάλων του καί μικρόν έλάμβανε μέρος είς τήν διοίκησιν. "Εζη δέ σχεδόν έγκαταλελειμμένος τότε υπό τής κοινωνίας διότι τούς πλείστους άπέτρεπεν άπ’ αύτοϋ ό φόβος μή ΰποπέσωσιν είς τήν δυσμένειαν τών τότε νικώντων μελών τής ’Αντιβασιλείας»2. 1. Μάουρερ op. cil. τ. β ', σ. 481.
2. Ραγκαβή op. cit. τ. α ', σ. 384. 570
Ο μόνος που δεν είχε αλλάξει το χαβά του ήταν ο Ντόκινς. Ό σ ο κυνηγούσαν τον Άρμανσπεργκ οι άλλοι τρεις αντιβασιλιάδες, τόσο τον τιμούσε αυτός. «Έκτοτε 6 Δώκινς» γράφει ο Μάουρερ «παρουσίαζεν δλους τούς ταξιδεύοντας "Αγγλους καί τούς νεοαφικομένους άξιωμρτικούς τοΰ ' Αγγλικού Ναυτικοΰ είς μόνον τόν κάμΐΥ Άρμπανσπεργκ. Ήμάς τούς λοιπούς μετεχειρίζετο έφεξής ώσάν νά μή ύπήρχαμεν καθόλου. Είς άντάλλαγμα τούτου ή οίκογένεια "Αρμανσπεργκ μετεχειρίζετο τόν Δώκινς δχι πλέον ώς διπλωμάτην, άλλ' ώς πραγματικόν οίκιακόν φίλον»1. Αποφάσισαν λοιπόν οι τρεις αντιβασιλιάδες να ξανακά νουν διαβήματα στην αγγλική κυβέρνηση. Γράψανε στον Τρικούπη, που ήταν πρεσβευτής στο Λονδίνο, πως έπρεπε, αν δεν ήθελε να χάσει τη θέση του, να πετύχει, με κάθε τρόπο, την ανάκληση του Ντόκινς. Ο λόρδος Πάλμερστον έδωσε, στο διάβημα του Τρικούπη, τούτη δω την απόκρι ση: —Τα μέλη της αντιβασιλείας τα οποία τολμούν, δια μίαν ακόμην φοράν, να ζητήσουν την ανάκλησιν του Ντόκινς, είναι τα κορόιδα του Ρώσου πρεσβευτού2. 'Οταν έφτασε στ’ Ανάπλι η είδηση πως οι τρεις αντιβασιλιάδες τίποτα πάλι δεν πέτυχαν κι ο Ντόκινς έμενε στη θέση του, τότες ο Εγγλέζος διπλωμάτης, γυρεύοντας να τους πλερώσει με το ίδιο νόμισμα, έδωσε ένα επίσημο γεύμα πάνω στη φρεγάδα «Μαδαγασκάρη». Σ’ αυτό προ σκλήθηκαν ο Όθωνας, ο Άρμανσπεργκ, η γυναίκα του, οι κόρες του και κανείς άλλος από τους αντιβασιλιάδες. «Ό λοι οί κάτοικοι τοΰ Ναυπλίου», γράφει μελαγχολικά ο Μάουρερ, «άντελήφθησαν τήν Εννοιαν τής Εορτής ταύτης»*. 1. Μάουρερ op. cit. τ. β", σ. 467. 2. Parish «The Diplomatic History of the monarchy of Greece», σ. 266-267. 3. Μάουρερ op. cit. τ. β ', σ. 474.
571
Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Ο ΛΟΡΔΟΣ Πάλμερστον, θέλοντας να δώσει τέλος σύμ φωνα με τα συμφέροντα της Αγγλίας στο ζήτημα της αντιβασιλείας στην Ελλάδα, φώναξε τον πρεσβευτή της Βαβαρίας στο Λονδίνο κόντε Ζένισον και του ξεκαθάρισε πως «ή άγγλική κυβέρνησις είναι άποφασισμένη νά υποστηρί ξω, έν άνάγκη δι ’ δλης τής δυνάμεώς της, τόν κόμιτα Άρμανσπεργκ, ώς Ιχουσα πάντοτε ύψηλήν γνώμην διά τά προσόντα του καί τάς πολιτικάς του πεποιθήσεις». —Σας συνιστώ, είπε στον Ζένισον, να υποδείξετε εις τον βασιλέα σας, ότι το καλύτερο που έχει να κάμει, δια ν* αποφύγει χειρότερα κακά εις την Ελλάδα, είναι ν’ ανα καλέσει τον κ. Ά β ελ, τον οποίον χρησιμοποιεί ως πειθήνιον όργανόν του ο πρεσβευτής της Ρωσίας εις Ναύπλιον. Οι υποδείξεις του Πάλμερστον κι οι εκθέσεις του Άρμανσπεργκ φέρανε τ’ αποτελέσματά τους. Ο Λουδοβί κος πήρε την απόφαση ν’ αντικαταστήσει όχι μονάχα τον Ά βελ, μα και τον Μάουρερ. Στη θέση του έβαλε τον μυστικοσύμβουλο Κόβελ, άνθρωπο ολότελα ανίκανο, φίλο όμως πιστό του Άρμανσπεργκ, που τον είχε με κάθε τρόπο βοηθήσει, δίνοντας στον γερμανικό τύπο ειδήσεις ευνοϊκές γ ι’ αυτόν. —Είναι η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μου! φώναξε ο Κόβελ, όταν έμαθε πως διορίστηκε αντιβασιλιάς στην Ελλάδα. Και πραγματικά ήταν, γιατί την άλλη κιόλας μέρα πήρε' από τους τραπεζίτες των ελληνικών δανείων, τον Eichthal και τον Rotscild, 69.000 φιορίνια για οδοιπορικά του έξοδα. Μ* αυτά ξεχρέωσε, πάντρεψε τις δυο κόρες του κι έβαλε το γιο του στη σχολή των δοκίμων. Στη θέση του Ά βελ, πρώτο αναπληρωματικό μέλος της αντιβασιλείας, προβίβασε ο Λουδοβίκος τον Γκράινερ. Τον 'Ειντεκ, που όπως είπαμε του είχε αδυναμία, τον 572
άφησε στο πόστο του, δινοντάς του όμως την εντολή να μην φέρνει το παραμικρό εμπόδιο στον προϊστάμενο της αντιβασιλείας και να υπογράφει, χωρίς να συζητά, ό,τι κι αν του δίνει. Δεν πολυστεναχωρέθηκε γ ι’ αυτό ο καλός μας αντιβασιλιάς· το ’ριξε στη ζωγραφική και στις γυναί κες. Ο Άρμανσπεργκ είχε κερδίσει πέρα για πέρα το παιχνί δι. Πέτυχε τη μονοκρατορία που γύρευε. Αυτός πια, ως την ενηλικίωση του Όθωνα, θα κυβερνούσε όπως θα του καλοάρεσε τον τόπο μας. Πρώτος που πήρε την είδηση της αλλαγής ήτανε, φυσικά, ο Ντόκινς. Ά φ ησε με τρόπο να μαθευτεί το νέο, ο Ιδιος όμως, όταν τον ρωτούσαν, έλεγε πως δεν ήξερε τίποτα. Σε λίγες μέρες, στις 18 του Ιούλη, οι πρεσβευτές της Γαλλίας και Ρωσίας, ο Ρουάν κι ο Κατακάζης, πήρανε, με μια γαλλική κορβέτα που ήρθε ξεπίτηδες από την Τουλόν, την εντολή από τις κυβερνήσεις τους «ν ’ άναγνωρίσουν τήν μεταβολήν γενομένην μέ πλήρην εύχαρίστησιν καί συναίνεσίν των»1. Την άλλη μέρα ο Αρμανσπεργκ κοινοποίησε στον Μάουρερ και στον Ά β ελ την παύση τους, συστήνοντάς τους να ετοιμαστούν και το πιο γλήγορα να φύγουν. Διατάχθηκε μάλιστα ο υπουργός των Στρατιωτικών Λεσουίρ, αν αρνιόνταν να συμμορφωθούν, να τους μπαρκάρει με τη βία. «Τήν 31ην ’Ιουλίου 1834 (19 ’Ιουλίου π.ήμ.)» γράφει ο Μάουρερ, «έλάβομεν 6 Ά βελ καί έγώ τήν άνάκλησίν μας, άφ’ ού άρκετάς ήμέρας προηγουμένως είχομεν λάβει γνώσιν αύτής. Τό κτύπημα ήλθεν ώς κεραυνός άπό άίθριον ούρανόν, διότι ούδείς έν Ναυπλίφ έγνώριζεν οΰδέ λέξιν περί τών έκ τού έξωτερικοΟ έκπεμπομένων φημών κα( ραδιουργιών»2. Και στις 21 του Ιούλη έφτασε στ’ Ανάπλι ο Κόβελ, 1. -Αθηνά», αρ. 165 — 28.7.1834. 2. Μάουρερ op. cit. τ. β \ σ. 483^84.
573
συνοδευμένος από το μυστικοσύμβουλο Κλεντζ. 'Εμεινε, ώσπου να του αδειάσει τη γωνιά ο Μάουρερ, στο ξενοδο χείο του «Λονδίνου» κι έκανε τούτες εδώ τις βαρυσήμα ντες δηλώσεις: — Ή λθα μόνον δια να υποστηρίξω τον κόμητα Άρμανσπεργκ, διότι δια να εργασθώ είμαι πολύ ηλικιωμένος και ούδεμίαν έχω διάθεσιν ν’ αναλάβω ευθύνας. Έ πειτα από τέτοιο φωστήρα που πετύχαμε πάλι, άντε, πλέρωνέ τον απλόχερα, κουβαρντού Ψωροκώσταινα!
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΟΤΑΝ μαθεύτηκε από τον κοσμάκη το νέο πως οι δυο μισητοί αντιβασιλιάδες τράβαγαν στ* ανάθεμα, η χαρά στάθηκε μεγάλη. Την απήχησή της τη βρίσκουμε στα όσα γράψανε τότες οι εφημερίδες του Αναπλιού. «Ή ' Ελλάς» έλεγε η Αθηνά «πρό δύο ήμερών άναπνέ ει- ή κεφαλή τοϋ κόμματος άπεκόπη. *0 κύριος Κόβελ, άνήρ σεβαστός καί (κανός, φίλος άκραιφνής τοΰ θρόνου καί σύμφωνος κατά τά φρονήματα μέ τόν Πρόεδρον, δέν θέλει βαδίσει τήν άντικειμένην όδόν τών προκατόχων του (...) Δέν θέλομεν πλέον οί δικασταί νά παραβιάζωνται διά χωροφυλάκων είς αύτόν τόν ναόν τής δικαιοσύνης, δέν θέλομεν δικαστικούς έξεταστάς (άνακριτές) συλλέγοντας τάς κατά τών υποδίκων Αποδείξεις άπό τούς προσωπικούς έχθρούς των- δέν θέλομεν έπεμβάσεις διά διαταγμάτων είς πράξεις τών δικαστηρίων δέν θέλομεν ή δημόσιος κατη γορία νά έκπορνεύεται, γινομένη δργανον Ιδιωτικών διεκ δικήσεων. Παΰσις πλέον τών δικαστικών όργίων! Ό δικαστής είναι άπαραβίαστος, δέν Εχει λόγον νά δώση τών πράξεών του παρά είς τόν θεόν τόν ύπέρτατον δικαστήν»1. I. «Αθηνά», αρ. 164 — 25.7.1834.
574
Μα κι ο Τερτσέτης, σε υποσημείωση στην απολογία του, γράφει τούτα δω για τον ερχομό του Κόβελ: «Σώζεται έπίγραμμα άραβικόν είς γέννησιν βρέφους τό δποϊον λέγει: Ό λοι νά γελούν τώρα είς τήν γέννησιν σου καί δλοι νά κλαίουν, δταν θά άφήσης τόν κόσμον. Ή πρώτη εύχή έκπληρώθη είς τόν Σεβαστόν Άνδρα, δταν ήλθε είς τό Βασίλειον καί ποίος άμφιβάλει, δτι δέν θά πληρωθή καί ή δευτέρα είς τήν άναχώρησίν του;»1. Καθώς βλέπεις, κι αυτός ακόμα ο Τερτσέτης πίστεψε πως δεν ήτανε το σύστημα που έφταιγε, παρά τα πρόσωπα, και πως με την αλλαγή τους όλα μπορούσαν να διορθωθούν. Κι όμως την αλήθεια, τη μεγάλη αλήθεια, πως τίποτα δε θ’ άλλαζε, την κατάλαβαν τέσσερις χωριάτες. Κι άκου να δεις πώς έτρεξε, για να χαρείς κι εσύ για το πόσο ξάστερα βλέπει ο λαός μας. Το γερμανικό καράβι που κουβάλησε στην Ελλάδα τον Κόβελ και τον Κλεντζ, για να μην κάνει το γύρο του Μόριά, τους ξεμπάρκαρε στην Κόρινθο. Και τώρα ας αφήσουμε τον συντάχτη των «Πρακτικών» να μας τ’ ανιστορήσει. «Έ τυχον είς Κόρινθον» λέει «δταν ίφθασε έκεΐ έκ Τριεστίου ό κύριος Κόβελ. Ή κολούθησα τήν είς Ναύπλιον πορείαν του, ώς διευθυνόμενος καί έγώ έκεΐ, είς τό Δερβενάκι έκάθησα νά γευθόδ όλίγης τροφής, ήλθον δέ καί έκάθησαν περί έμέ 4-5 έθνοφύλακες χωρικοί, οίτινες καί μ" έρώτησαν ποϊοι είναι οί προπορευόμενοι έμπρός. Τούς άπεκρίθην δτι είναι έκείνοι, οίτινες θ’ άντικαταστήσουν τά μέλη τής άντιβασιλείας, καί τά πράγματα τώρα θά ύπάγουν καλά. Αύτοί κινοΰντες τήν κεφαλήν μ’ είπον δτι “ήλθον καί αύτοί νά πάρουν κάμποσα γρόσια καί νά έπιστρέψουν είς τόν τόπον τους· κανέν δέ δέν θά I. Τερτσέτη op. cit. τ. γ ', σ. 277.
575
κάμουν είς τήν ' Ελλάδα καλόν” . ' Ιδού τί Ελεγεν ή συναίσθησις καί ή κοινή συνείδησις τοΰ 'Ε λληνι κού λαοϋ, τής όποίας τό κϋρος ώς άλάνθαστον πάντοτ' έπικρατεΐ»1. Ύστερα από τούτο το μάθημα που μας δώσανε οι χωριάτες, δεν απομένει σ ’ εμάς τίποτις να πούμε.
ΗΡΘΑΜΕ... ΕΒΓΑΤΕ! ΒΑΘΙΑ μεσάνυχτα. Από το Σουλιμοχώρι και το Ψάρι της Τριφυλίας κάμποσοι αρματωμένοι, περπατώντας με τον αθόρυβο γνώριμό τους κλέφτικο τρόπο, μπαίνουν στην Κυπαρισσία της Μεσσηνίας και κονακιάζουν σε σπίτια Ναπαίων. Κανείς δεν τους είδε κι ούτε τους υποψιάστηκε. Τ ’ άλλο βράδυ φτάσανε κι άλλοι εκατό, που πιάσανε το παλιό μισογκρεμισμένο κάστρο. Μόλις χάραξε η άλλη μέρα, Κυριακή 29 του Ιούλη 1834, ψηλά από το κάστρο ακούστηκε μια δυνατή φωνή να λέει: —Εβγάτε, βρε σύντροφοι! Ήρθαμε... Εβγάτε! · Τότες εκείνοι που είχανε κρυφτεί στα σπίτια βγήκανε κι έσμιξαν με τους καστρινούς. Αρχηγός τους ήτανε ο Γιάννης Γκρίτζαλης, ο καπετάνιος που τόσες φορές αντραγάθησε στο Εικοσιένα. Είχε σταθεί πάντοτες δίπλα στον Κολοκοτρώνη, γι’ αυτό, στο δεύτερο εμφύλιο πόλε μο, ανάμεσα σ’ όσους η Κυβέρνηση του Κουντουριώτη φυλάκωσε μαζί με τον Γέρο το 1825 στο μοναστήρι της Ύ δρας, βρισκόταν κι αυτός. Τα παλικάρια του Γκρίτζαλη δε φανέρωσαν μεμιάς το σκοπό τους. Έ χοντας κρυμμένα τ’ άρματά τους, τράβηξαν στο σπίτι του νομάρχη Λ. Χρηστίδη, μαζί με τον αρχηγό τους, για κάτι, τάχατες, διαφορές που είχαν ανάμεσά τους. I. «Πρακτικά», σ. 382.
576
Ο Χρηστϊδης, που ήτανε γνώριμος και φίλος του Γκρίτζαλη, όταν τον είδε μπροστά του τον ρώτησε τι θέλει. —Εμείς, του αποκρίθηκε, σηκώσαμε για μια φορά ακόμα μπαϊράκι να σώσουμε την πατρίδα. Θέμε να φύγει η αντιβασιλεία, που τόσο μας έβλαψε, και να βασιλέψει από τώρα ο Όθωνας. Αν τ’ αποθυμάει κι η εξοχότητά σου, έλα κι εσύ μαζί μας να διαφεντέψουμε τον τόπο. Ο Χρηστϊδης αρνήθηκε. —Λυπάμαι, του λέει ο Γκρίτζαλης, μα θα προστάξω τα παλικάρια μου να σε πιάσουν. Ίσω ς να ’ναι και για σένα αυτό καλύτερο, μην πέσεις σ ’ άλλα χέρια και κινδυνέψεις. Εξόν από τον Χρηστίδη, ο Γκρίτζαλης έπιασε και τον μοίραρχο της Κυπαρισσίας Αντώνη Μαυρομιχάλη. Τους παράδωσε στα παλικάρια του να τους πάνε στο χωριό του το Ψάρι κι εκεί να τους φυλάξουν δίχως σε τίποτις να τους πειράξουν. Σ’ άλλη μεριά της Μεσσηνίας, στο χωριό Γαράντζα της επαρχίας Ανδρούσης, ζούσε ένας κοντόσωμος γέρος 83 χρονών, που χτύπαγε όμως παλικαριού στα στήθια του καρδιά: ο Μητροπέτροβας. Πολέμησε, παρ’ όλα του τα χρόνια, ακούραστα στο Εικοσιένα, δίπλα στον Κολοκο τρώνη. Αντραγάθησε και δόξασε τ’ όνομά του. Κι όπως ο Γκρίτζαλης, φυλακίστηκε κι αυτός με το Γέρο στο μονα στήρι της Ύδρας. Την ίδια κείνη μέρα που ο Γκρίτζαλης έπιανε τον Χρηστίδη, σήκωσε κι ο Μητροπέτροβας μπαϊράκι με τούτονε δω τον παράξενο τρόπο. Είχε θερίσει το χωράφι του κι οι θημωνιές βρίσκονταν στ’ αλώνι. Τους βάζει φωτιά κι όταν ολούθε έτρεξαν οι χωριανοί να τον βοηθή σουν να τη σβήσει, τους μπόδισε φωνάζοντάς τους: — Έβαλα εγώ ο ίδιος φωτιά στη σοδειά μου, γιατί κάλλιο να γίνει στάχτη και καπνός, παρά να μου την πάρουν οι ενοικιαστές του φόρου. Σήμερα θα βγούμε ξανά στο κλαρί να βρούμε τα δίκια μας. Δεν υποφέρεται τούτη η ζωή που ζούμε εμείς οι χωριάτες. Ο βασιλιάς γυρεύει το καλό μας, μα οι κοτσαμπάσηδες κι οι καλαμαράδες δεν 577
τον αφήνουν. Έστειλε μήνυμα σ ’ εμάς να πάμε με τα ντουφέκια να διώξουμε την αντιβασιλεία και να τόνε βάλουμε στο θρονί. Μας καρτεράει στ’ Ά ργος. Το πρώτο όπου θα κάνει θα ’ναι να λευτερώσει το Γέρο και τον Πλαπούτα από τη φυλακή, που τόσες φορές μας σώσανε από το τούρκικο μαχαίρι. Πραγματικά, ο Όθωνας βρισκότανε στ’ Ά ργος. Κείνο τον καιρό τ’ Ανάπλι, κλεισμένο σε τειχί και με έλη ολόγυρα σ ’ αυτό, είχε, ξέχωρα το καλοκαίρι με τις θέρμες, βαρύ κλίμα. Γι’ αυτό και πολλοί το παράταγαν και πήγαι ναν κι έμεναν στο Άργος. Χρειάζεται ακόμα να πούμε, για να ξεδιαλύνουμε μερικά πράματα από τώρα, πως οι αρχηγοί τούτου του σηκωμού δεν είχανε τίποτις ξεκάθαρο στο μυαλό τους. Οι αιτίες που τους σπρώξανε σ ’ αυτό ήτανε και πολιτικές, και οικονομι κές, και προσωπικές, και κοινωνικές. Κατέχονταν από κάποιο αόριστο αίσθημα δικαιοσύνης, που οι μόνες συ γκεκριμένες μορφές του ήτανε η καταδίκη του Κολοκο τρώνη και του Πλαπούτα και το κλέψιμο στα δέκατα από τους ενοικιαστές του φόρου. Για τούτο και μπερδεμένοι στέκονταν γι’ αυτούς οι τρόποι που θα πετύχαιναν τους σκοπούς τους. Νόμιζαν, οι δύστυχοι, πως έφτανε να διώξουν την αντιβασιλεία και ν’ ανεβάσουν «στο θρονί» τον Όθωνα για να διορθωθούνε όλα. Μ’ αυτά τα παρατά με, γιατί ίσως προτρέξαμε να τα πούμε. Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στα όσα ανιστορούσαμε. Αφού ο Μητροπέτροβας πήρε από το χωριό του τα δεκαπέντε παιδιά κι εγγόνια του και κάμποσα ακόμα παλικάρια, τράβηξε στα καμποχώρια των Λάκκων της Μεσσηνίας και λέγοντας ολούθε τα ίδια προσκάλαγε τους χωριάτες ν’ αδράξουν τα παλιοντούφεκά τους να τον ακολουθήσουν. «Ταΰτα άκούοντες» γράφει ο Φραντζής «οί μωροί καί άνόητοι, ώς έκεΐνος, Ετρεχον κατόπιν του τυφλοίς δμμασι, σώζοντες ύπόληψιν είς αύτόν, ώς γηραιόν τήν ήλικίαν καί 578
ώς άρχαίον στρατιωτικόν»1.
Στην Αρκαδία, στην Παλούμπα της Γορτυνίας, ζούσανε οι τρεις γιοι του Γιωργάκη Πλαπούτα που χάθηκε στη μάχη του Λάλα το 1821. Ο μεγαλύτερος ήτανε ο Γιαννίκος κι οι μικρότεροι ο Κόλιας κι ο Μήτρος, παλικαράκια ακόμα. Ά μ α μάθανε την καταδίκη του μπάρμπα τους, που τον λογάριαζαν δεύτερο πατέρα, μαυροφόρεσε η καρδιά τους. Μια σκέψη τριβέλιζε το λογισμό τους: πώς να τον συντρέξουν. Και να, φτάνει ο Ασημάκης Σεργόπουλος και τους λέει, με μύριες προφυλάξεις, πως ο Γέρος κι ο θείος τους τους παραγγέλνουν, τάχατες, ν' αδράξουν τ’ άρματα να τους ελευθερώσουν. Τα δυο μικρότερα αδέρφια, ο Κόλιας κι ο Μήτρος —ορμητικά κι αγνά πάντα τα νιάτα— τον πίστεψαν κι είπανε πως έτοιμοι ήταν να δώσουν τη ζωή τους, για να τους βγάλουν από τα σίδερα. Ο μεγαλύτερος όμως, ο Γιαννίκος, που κάτι φαίνεται υποψιάστηκε, όχι μονάχα δε δέχτηκε να πάρει μέρος στο σηκωμό, μα τράβηξε στη Δημητσάνα, παρουσιάστηκε στον έπαρχο Νέγκα και του ξεμυστηρεύτηκε πως θα ξεσπούσαν ταραχές. Ο Νέγκας, «άγνωστον διατί», δεν έκανε τίποτις να τις προλάβει. Ή τανε κι αυτός μπασμένος στο μυστικό, που σε λίγο θα το μάθουμε κι εμείς. Ο Κόλιας κι ο Μήτρος Πλαπούτας, αφού βγάλανε προκήρυξη στο λαό να ξεσηκωθεί να ελευθερώσει τους φυλακισμένους και να κάνει συνέλευση για να στερεώσει τα δικαιώματά του και τον εθνισμό του, άρχισαν τη στρατολογία. Ο Κόλιας σύναξε κάτι λιγοστούς στο χωριό Βάνινα κι ο Μήτρος από την Ηραία. Ο μοίραρχος όμως Γ. Μανιάτης κυνήγησε τον Κόλια, που αφού πέρασε τον Αλφειό αντάμωσε τον Νικήτα Ζερμπίνη, ανεψιό του Κολοκοτρώνη, και πήγανε στη Ζάχα. Τους έσμιξε εκεί κι ο Μήτρος. Κι οι τρεις μαζί, με τη θέρμη της φωνής και της καρδιάς τους, μάζεψαν γύρω τους ως τετρακόσια 1. Φραντζή op. cit. τ. γ", σ. 194.
579
παλικάρια. Ξεκίνησαν τότες να πάρουν την Ανδρίτσαινα. Τη νύχτα της Κυριακής 30 του Ιούλη φτάσανε όξω απ’ αυτή και πιάσανε τα πρώτα σπίτια. Την άλλη όμως μέρα, ως κάνανε να μπούνε παραμέσα, τους άνοιξαν φωτιά από κάμποσα γερά σπίτια. 'Οταν μαθεύτηκε πως οι αντάρτες μπλόκαραν την Ανδρίτσαινα, ο μοίραρχος Δ. Δεληγιώργης, που τον γνωρίσαμε μάρτυρα υπεράσπισης στη δίκη του Κολοκοτρώνη, έτρεξε μ’ ογδόντα πεζούς κι εικοσιτέσσερις καβαλάρηδες να βοηθήσει τους κλεισμέ νους. Ο Κόλιας Πλαπούτας πιάνει με τα παλικάρια του ένα στενό κι όταν οι χωροφύλακες μπήκανε σ ’ αυτό ευκαιρώνει μια μπαταριά στον αγέρα, προσκαλώντας τους να παραδοθούν. Ρίξανε μεμιάς τ’ άρματα εξόν από τον Δεληγιώργη που αντιστάθηκε και κυλίστηκε λαβωμένος στη γη. Τον πιάσανε κι όχι μονάχα δεν τον πείραξαν, μα κάνανε ό,τι μπορούσαν να τον γιατροπορέψουν. Η κυβέρ νηση, αργότερα, τον πέρασε από στρατοδικείο με την κατηγορία πως από ένοχη ανικανότητα αιχμαλωτίστηκε τ’ απόσπασμα που διοικούσε. Αθωώθηκε όμως. Έπειτα από το πάθημα του Δεληγιώργη, όλοι οι γύρω χωριάτες ξεθάρρεψαν, μπήκανε κάτω από τις προσταγές των Πλαπουταίων και του Ζερμπίνη κι η Ανδρίτσαινα έπεσε. Στο χωριό Ασλάναγα της Μεσσηνίας, σήκωσε μπαϊράκι κι ένα άλλο λιοντόκαρδο παλικάρι, ο Αναστάσης Τσαμαλής. Ο διοικητής του Νησιού, μόλις το ’μαθε, έστειλε πενήντα χωροφύλακες να τον χτυπήσουν. Ο Τσαμαλής ταμπουρώθηκε στα σπίτια του χωριού και δεν τους άφησε να μπουν. Παίρνει είδηση ο Μητροπέτροβας, φτάνει με τον νταϊφά του, σμίγει με τον Τσαμαλή και ρίχνουνται στους χωροφύλακες. Σκοτώνουν τέσσερις, πληγώνουν τρεις και τους κυνηγάνε ίσαμε το Νησί. Γυρεύουν εκεί οι κυβερνητικοί να τους αντιβγούν, μπροστά όμως στην ορμή των ξεσηκωμένων, χωροφύλακες κι αρχές παρατάνε την πόλη και τρέχουνε στην Καλαμάτα να βρούνε καταφύγι. Δεν τους ακολούθησαν ως εκεί να τους χτυπήσουν,
όπως οι επαναστάτες μάθανε πως την Καλαμάτα την προστάτευαν ένας λόχος Βαβαρέζων που πρόλαβαν και στείλανε σ ’ αυτή με καράβι από τη Μεθώνη, καθώς κι οι Μανιάτες του Κατσάκου. «Καί άλλοτε» έγραφε ο Σωτήρας «εϊχομεν εύκαιρίαν νά όμιλήσωμεν περί τών σημαντικών Εκδουλεύσεων τής Μαυρομιχαλικής οικογένειας πρός τόν θρόνον καί τήν συνταγματικήν ύπόθεσιν. 'Ωμιλήσαμεν πόσον συνήργησεν είς τήν Μάνην. Σήμερον Εν μέλος τής οίκογενείας ταύτης, ό γενναίος Κατσάκος, δίδει νέα δείγματα τής πρός τόν θρόνον άφοσιώσεώς του»1.
ΤΟ ΔΗΜΗΤΣΑΝΙΉΚΟ ΜΠΑΡΟΥΤΙ Τ η ν ΙΔΙΑ κείνη μέρα που γίνηκαν όλοι τούτοι οι σηκωμοί, στις 29 δηλαδή του Ιούλη, δεκαοχτώ χωριάτες από το Δερμπούνι της Αρκαδίας, το σημερινό Λύκαιο, άδραξαν τ’ άρματα και κίνησαν για τη Μεγαλόπολη να πιάσουν τις αρχές. Το κίνημά τους όμως προδόθηκε στον έπαρχο, που κατάφερε ν’ αρματώσει ίσαμε τρακόσιους χωριάτες, να τους τάξει κάτω από τις προσταγές του Νικήτα Φλέσσα, αδερφού του Παπαφλέσσα, και να τους στείλει να τιμωρήσουν το Δερμπούνι. Δεν πρόλαβε όμως να φέρει σε τέλος το σκοπό του, γιατί, μόλις μαθεύτηκε πως ο Γκρίτζαλης έφτασε με σημαντική δύναμη στο Μελιγαλά, οι τρακόσιοι χωριάτες επαναστάτησαν κι αυτοί κι ο Νικήτας Φλέσσας μόλις πρόλαβε, μ’ άλλους δεκαπέ ντε καβαλάρηδες, να το σκάσει για τη Μεγαλόπολη. Στ’ αναμεταξύ, είχανε φτάσει από τη Σπάρτη στη Μεγα λόπολη δυο λόχοι Βαβαρέζων μ’ απόσπασμα καβαλαρίας. Ξεκίνησαν να κατεβούν στην Καλαμάτα. Πέρασαν τα I. «Σωτήρ», αρ. 59 — 12.8.1834.
S81
Δερβένια και τράβαγαν για το Λεοντάρι. Μα εκεί μαθαί νουν πως ανέβαινε ο Γκρίτζαλης. Μεμιάς, έπειτα από τα παθήματά τους στη Μάνη, πισωδρομάνε τόσο φοβισμένοι που όταν φτάσανε πίσω στη Μεγαλόπολη σκόρπισαν τον πανικό. Οι αρχές τα παρατάνε όλα και φεύγουνε μαζί τους για την Τριπολιτσά. Έ τσι, στις 4 του Αυγούστου, έπεσε η Μεγαλόπολη στα χέρια των ξεσηκωμένων δίχως να ριχτεί ντουφεκιά. Από τη Μεγαλόπολη ο Γκρίτζαλης, έχοντας κάτω από τις προσταγές του τετρακόσιους νοματαίους, τράβηξε για τη Γορτυνία κι έπιασε τη Στεμνίτσα και το Ζιγοβίτσι. Σύγκαιρα οι Πλαπουταίοι κι ο Ζερμπίνης πέρασαν ξανά τον Αλφειό κι ανέβηκαν στη Ζάτουνα. Αφού σμίξανε με τον Γκρίτζαλη, κίνησαν όλοι μαζί να πάρουν τη Δημητσάνα. Τούτη η μικρή πολιτεία του Μόριά ξακουστή στάθηκε στα χρόνια της Τουρκιάς και του Εικοσιένα για τρία πράματα* το σκολειό της, τη βιβλιοθήκη της και ξέχωρα για τους μπαρουτόμυλούς της όπου βγάζανε την ονομαστή τότες δημητσανίτικη μπαρούτη. Χτισμένη καθώς είναι ψηλά σε κακοτράχαλο βουνό, λογαριαζόταν τα χρόνια εκείνα, όπου ο πόλεμος στα μέρη μας γινόταν μονάχα με ντουφέκια, θέση γερή κι άπαρτη. Η Δημητσάνα, όπου σ ’ αυτήν πρόλαβε κι έφτασε ο μοίραρχος Μανιάτης να τη διαφεντέψει, δεν παραδόθηκε. Την μπλόκαραν οι επαναστάτες κι ο Γκρίτζαλης έβγαλε προκήρυξη στο λαό, προσκαλώντας τον να τρέξει να κατεβεί στο Ά ργος, όπου βρισκόταν, καθώς είπαμε, ο βασιλιάς, να τον καθίσει στο θρόνο διώχνοντας τους αντιβασιλιάδες. Κι ο κοσμάκης που θάρρεψε, όπως γράφει η «Αθηνά», πως «θά φθάσει είς ‘Άργος άναιμωτί καί χωρίς νά τούς είπ§ τις μήτε γρΰ, διά νά καθυποβάλωσι τα παράπονά των είς τόν Μεγαλειότατον Βασιλέα μας», τρέχανε να μπουν κάτω από τις προσταγές του Γκρίτζαλη, των Πλαπουταίων και του Ζερμπίνη. Μαζί μ’ αυτούς η δύναμη των ξεσηκω μένων έφτανε τις δυο χιλιάδες. Πολλοί όμως από τούτους τους χωριάτες δεν είχανε στις μπαλάσκες τους πιότερα 582
από δυο φουσέκια. Οι αρχηγοί τους μήνυσαν τότες στους Δημητσανίτες να τους δώσουνε μπαρούτι και τους έταζαν να τους παρατή σουν ήσυχους και να φύγουν. Τους τ’ αρνήθηκαν. Ο Γκρίτζαλης προστάζει να πάρουνε με γιουρούσι τη Δημητσάνα. Απότυχαν όμως, καθώς η θέση ήτανε δυνατή. Στις 8 λοιπόν του Αυγούστου, βλέποντας οι ξεσηκωμένοι πως άδικα χασομερούσαν, παράτησαν τη Δημητσάνα και ξεκί νησαν να πατήσουν την Τριπολιτσά. Πιάσανε τα Λαγκά δια, έπειτα τη Βυτίνα κι έφτασαν ως το Χρυσοβίτσι. Μα εκεί μαθαίνουν πως στην Τριπολιτσά συνάχτηκαν μεγάλες κυβερνητικές δυνάμεις. Τότες, μην ξέροντας πια τι να κάνουν, λοξοδρομάνε και κατεβαίνουν στην Καρύταινα. Ας τους παρατήσουμε στην αμήχανη από δω κι εμπρός θέση που βρέθηκαν κι ας πάμε στ’ Ανάπλι, για να δούμε τα όσα προηγήθηκαν και τα όσα ακολούθησαν το σηκω μό.
Η ΠΕΠΟΝΟΦΛΟΥΔΑ
Γ ΙΑ ΝΑ δούμε πώς δέχτηκε τ’ Ανάπλι το μαντάτο, πως μόλις ησύχασε η Μάνη επαναστάτησε η Μεσσηνία, θ’ αρχίσουμε απ’ όσα έγραψε ο κυβερνητικός Σ ω τή ρ α ς: «ΟΙ έχθροί τής πατρίδος Ερριψαν πάλι τό κάλυμμα. Μέ τά δπλα είς τάς χεΐρας έκηρύχθησαν κατά τής παρούσης Ιερός τάξεως τών πραγμάτων. Τό θέατρον τών άνοσιουργιών των είναι ή Καρύταινα. Ot μέχρι τοϋδε άναφανέντες άρχηγοί είναι οί άνεψιοί καί συγγενείς τών είς θάνατον καταδικασθέντων καί Επειτα άξιωθέντων τής βασιλικής χάριτος θ. Κολοκοτρώνη καί Δ. Πλαπούτα. Δέν ήξεύρομεν πώς νά όνομάσωμεν τούς μεγάλους αύτούς κακούρ γους, οί όποίοι νομίζουν δτι δύνανται άτιμωρητί καί είς τό 583
έξής να διακινδυνεύουν τήν ήσυχίαν καί ευδαιμονίαν Εθνους όλοκλήρου. ’Ανάθεμα καί κατΑρα...»1. Σωστά, ανάθεμα και κατάρα. Αλλά για ποιους; Σ’ αυ τό δε θα σ ’ αποκριθώ εγώ, μα θα σ ’ αφήσω να το πεις εσύ, αφού σ ’ ανιστορήσω τα καθέκαστα. Στο ερχόμενο φύλλο του, στις 5 Αυγούστου, έγραφε: «Ά ν ΐδτ] τις τα πρόσωπα τών Ναπαίων είναι Αδύνατον να μή τόν έμπνεύσουν οίκτον. Ώ ς άλλοι 'Εβραίοι τήν μεγάλην Παρασκευήν, δέν τολμούν κάν νά έξέλθουν τής οίκίας των. Τοιαύτη είναι ή άγανάκτησις τοϋ λαού κατ’ αύτών! Τόσος είναι ό φόβος καί ό Ελεγχος τής συνειδήσεώς των! "Ας συμπεράνη τις έκ τούτου τήν ήθικήν κατάστασιν τών Συντακτών τής Άθηνδς». Πρόσεξες βέβαια τον τρόπο που είναι γραμμένα τούτα τα λόγια του «Σωτήρα»· θα ’λεγε κανείς πως όχι μονάχα δε λυπάται, μα είναι ευχαριστημένος. Κι ήταν. Και για να το παραδεχτείς, άκουσε τι έγραφε στις 9 του Αυγούστου: «Κατά δυστυχίαν ή μακροθυμία τής Κυβερνήσεως έπέφερεν δλως διόλου έναντία Αποτελέσματα, τά όποΐα έπί τέλους έδικαίωσαν τούς φόβους μας, καί μάς Απέδειξαν κατά τινα τρόπον προφήτας τής Ιστορίας (...) Είς τοιοότους Ανθρώπους τΑ παθήματα δέν γίνονται ποτέ μαθήματα. ' Η δικαιοσύνη πρέπει νά λάβη τόν δρόμο της, ή έπαγρύπνησις πρέπει νά διπλασιαθή καί οί κακούργοι πρέπει νά παιδευθοΰν. Ό λαός δέν Επιθυμεί είμή τήν εΙρήνην, τήν ήσυχίαν, τήν Ασφάλειάν του. »Άφοϋ έκθέσαμεν τό ίστορικόν τών σημερινών ταρα χών τής Πελοποννήσου, άφ’ ού Απεδείξαμεν, δτι αί αύταί αίτίαι παρήγαγον τά αύτά Αποτελέσματα, τί θέλουν τώρα είπε!, δσοι Αλλοτε μάς κατηγόρησαν ώς μερολήπτας είς τήν δίκην τών καταδικασθέντων δύο κακούργων, καί δσοι τούς έθεώρησαν Αθώους καί χρηστούς πολίτας; Τί θέλουν άποκριθή σήμερον, δσοι δι’ ίδιοτελεΐς σκοπούς έκήρυττον I. -Σωιήρ», αρ. 56 — 2.8.1834.
584
ώς Αθώους τούς δύο μεγάλους συνωμότας καί φατριαστι κής κινούμενοι, έθυμίαζον τήν μειοψηφίαν τοΰ δικαστη ρίου, ήτις έθεώρει καί ήθελε νά κηρύξη άθώους τούς πρώτους λυμεώνας τοΰ Εθνους; Καί άμφιβάλλει πλέον κανείς διά τήν ένοχήν, διά τά Εγκλήματα, παρελθόντα καί ένεστώτα, τών κακοποιών έκείνων οί όποίοι χρησιμεύουσι τήν σήμερον ώς παράδειγμα τής θείας έκδικήσεως; ’Αλλ' άς μή έκτανθώμεν περισσότερον. Είναι καί σφάλματα τά όποια χρείαν πολλών Αποδείξεων δέν Εχουν. (Σφάλμα λοιπόν, που «χρείαν πολλών Αποδείξεων δέν Εχει», στάθη κε που το λεπίδι της καρμανιόλας δεν έκοψε τα κεφάλια «δύο κακούργων καί πρώτων λυμεώνων τοΰ Εθνους», του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα μαθές). «Ά ν είς τάς νέας ταραχάς, αί όποϊαι κατασπαράττουν τούς κόλπους τής πατρίδος μας, δέν έβλέπομεν καί αίμα ' Ελληνικόν χυμένον, ήθέλαμεν Αναμφιβόλως χειροκροτήσει τό Ανόητον κίνημα τής Ανταρσίας διΑ τά Αποτελέσματα τά όποια χωρίς άλλο θέλει συνεπιφέρει (...) Είναι προφανές δτι ή Κυβέρνησις δέν ήμπορεί παρά νά κερδήση Από δλα τά Αξιοθρήνητα αύτά συμβεβηκότα». Τι βγαίνει απ’ αυτά που έγραφε ο «Σωτήρας»; Βγαίνει πως η ανταρσία στεκόταν θεόσταλτο δώρο για τους εχθρούς του Κολοκοτρώνη. Μα τότε; Πώς πέσανε σε τέτοιο λάθος οι Ναπαίοι; Πέσανε από απάτη. Τι, δεν τους παρακίνησαν να ξεσηκωθούν οι φυλακισμένοι στο Παλαμήδι Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας; Ό χ ι βέβαια. Μα τότες ποιοι τους έσπρωξαν; Τους έσπρωξαν ο Μάουρερ, ο Ά β ελ, ο Άρμανσπεργκ κι ο Κωλέτης. Ε, θα πεις, μας το *πε πάλι το παραμύθι ο Φωτιάδης! Μακάρι, φίλε μου, να *τανε παραμύθι. Και για να σου βγει η ιδέα πως όλο και κάτι σκαρφίζουμε, για να σου κατηγορήσω τους άγιους εκείνους ανθρώπους που μας στείλανε οι βασιλιάδες να μας μπάσουν στον πολιτισμό, σου ανιστοράω τώρα, με μπόλικα ντοκουμέντα, το πώς πάτησαν την πεπονόφλουδα οι ξεσηκωμένοι. Αρχίζω με τα όσα γράψανε οι άλλοι. Και πρώτα-πρώτα από την «Αθηνά», που όσο ακόμα χτυπιόταν το ξαναμμένο 585
σ ίδερ ο πάνω στ* αμόνι τό λ μησ ε να πει τούτα δω:
«Πολλοί λέγουν, καί περισσότεροι φρονούν, ότι τά κακά τούτα προετοιμάσθησαν καί διενεργήθησαν άπό προκαλεστικά όργανα (agens provocateurs)»1. Την ίδια κατηγορία την ξαναλέει κι έπειτα από ένα μήνα: «Συλλαμβάνουν καί ρίπτουν ε(ς τάς φυλακάς έν τφ μέσω τής καθέδρας ταύτης (τό Ναύπλιο), πλήθος άνθρώπων, οίτινες κατά τάς διαδοθείσας πληροφορίας άγνοούσαν τήν πηγήν καί τήν πρόοδον τών ταραχών έκείνων τόσον πολύ, δσον οί καταδιώκοντες αύτούς είχαν προλαβούσαν γνώσιν δχι μόνον αύτών, άλλά καί τής ρητής ήμέρας καθ’ ήν Ιμελλον νά έκραγώσιν. Πολλοί μάλιστα διϊσχυρίζονται, δτι αί καθεστώσαι άρχαί δχι μόνον έπρογνώριζον τάς ταραχάς, άλλά καί τάς έρέθισαν διά προκαλεστικών όργάνων»2. Να τι έγραφε και για το νομάρχη Χρηστίδη, που ο Γκρίτζαλης έπιασε στην Κυπαρισσία: « Ό Νομάρχης τής Μεσσηνίας έπρογνώριζεν δτι αί ταραχαί ίμελλον νά έκραγώσιν, άλλά δέν έκαμεν τίποτε διά νά τάς προλάβη· έκ τού έναντίου είχε συμφέρον νά τάς άφήση νά άναπτυχθώσι. Καί εις τοϋτο έπέτυχε»3. Ας ακούσουμε τι έλεγε κι η Ε θ νικ ή : «Μόλις ή 'Αντιβασιλεία άνέλαβε τάς ήνίας καί έξεράγγησαν αί κατά τήν Μεσσηνίαν ταραχαί, αί όποΐαι ήσαν άποτέλεσμα τών βιαίων μέτρων τής παυσάσης πλειοψηφίας, καί ύπεθάλπησαν άπό καταχθονίους άνθρώπους, οίτινες ήθέλησαν νά έπιτύχουν διά τούτου τοϋ μέσου τούς 1. «Αθηνά», αρ. 168 — 8.8.1834. 2. Id. αρ. 179 — 15.9.1834. 3. Id. αρ. 180 — 19.9.1834.
S86
Ιδιοτελεΐς καί φιλαρχικούς σκοπούς τους»1.
Από τις εφημερίδες περνάμε τώρα στα Π ρ α κ τικ ά : «Διά τοΰτο τέλος καί αύτή ή φανερά ΰποκινηθεΐσα είς Μεσσηνίαν στάσις έξ άπάτης άπό τούς άνθρώπους τής Ά ρ χ ή ς (...) διότι άπαιτοΰντο εύλογοφανεΐς προφάσεις διά τήν τομήν τοΰ γέροντος στρατηγοΰ τής κεφαλής»2. Και αλλού: « Ή άρχή καί μετά τόν έρχομόν αύτοΰ (του αντιβασιλιά Κόβελ), έμμένουσα είς τό σύστημα αύτής, ύπεκίνησε τήν έν Μεσσηνίςι στάσιν, δι’ άπά της τών περί αυτήν ή δέ άπάτη ήτον αύτή: Ά νθρ ω πος φαινόμενος φίλος τών καταδικασθέντων, έστάλη άπό τούς κύκλους τής άρχής, έν Ναυπλίψ κατηχη θείς, καί έξηπάτησε τόν Γκρίτζαλην καί λοιπούς φίλους στρατιωτικούς τών όπλαρχηγών ώς σταλείς ύπ’ αύτών, δτι άν κινήσωσιν στάσιν διά νά έγκαθιδρύσουν τόν Βασιλέα πρό τοΰ νενομισμένου καιροΰ, καί παύση ή ’ Αντιβασιλεία, θέλουν οΰτω έλευθερωθή ευθύς καί οί έν φυλακή όπλαρχηγοί. ' Η στάσις λοιπόν, πιστευθέντος τοΰ λόγου, έγένετο ευθύς»3. Ας έρθουμε τώρα στους απομνημονευματογράφους και στους ιστορικούς μας. Να τι γράφει ο Φραντζής: «Ή δέ ύπενεργήσασα τά κατά τών Θ. Κολοκοτρώνη, τοΰ Δ. Πλαπούτα, καί τών λοιπών φυλακισθέντων συμμο ρία τών ΰπεναντίων, ένέσπειρεν εις τινας άνοήτους Πελοποννησίους, δτι ήτον θέλησις τοΰ βασιλέως ’Οθωνος, καί τοΰ Άρμανσπεργκ, διά νά άναβιβασθή είς τόν θρόνον ή 1. «Εθνική», αρ. 13 — 22.11.1834. 2. "Πρακτικά», σ. κα τ'. 3. «Πρακτικά», σ. 380.
587
A.M. ώς ένήλιξ, καί δτι ή άνάβασίς του αύτή άπήτει τήν διά τών δπλων συνδρομήν τών υπηκόων του. ' Η φήμη αΟτη διασπαρεΐσα μέ πολλήν μυστικότητα ώς βάσιμος είς τάς κεφαλάς τινων άνοήτων, μάλλον δέ ΰπενεργηθείσα καί διά τινων ψευδαποστόλων, παρεκίνησε πολλούς νά προετοιμασθώσιν, έξαιρέτως δέ τούς κατά τήν Μεσσηνίαν στασιάσαντας άκολούθως- άλλ' έπειδή ό Άρμανσπεργκ καί άλλοι είχον άναφέρει είς τήν Α.Μ. τόν βασιλέα τής Παυαρίας Λουδοβίκον (τόν πατέρα καί κηδεμόνα τοΰ βασιλέως Όθωνος) δσα ή Αντιβασιλεία Επραξεν άφορώντα τόν καταδιωγμόν καί τόν άφανισμόν τών φυλακισθέντων καί καταδικασθέντων, ό βασιλεύς Λουδοβίκος μετακαλέσας τά άλλα μέλη τής Αντιβασιλείας είς τό Μόναχον (χωρίς νά γνωρίζουν αύτά περί τών δσα έναντίον των άνεφέρθησαν) άπέστειλε τόν Κόβελ είς τήν θέσιν τοΰ Μάουρερ καί Άβελ· μόλις δέ είχον πληροφορηθή τήν είς τήν ' Ελλάδα άποστολήν τοΰ Κόβελ, καί τήν μετάκλησιν τών ρηθέντων μελών ε(ς Μόναχον, καί προέλαβον νά ΰποκινήσωσι τήν έν Μεσσηνίφ στάσιν, (ήτις καί ήτοιμάζετο δλον ϊν) σπουδάζοντες διά νά έκραγή ή στάσις μίαν ώραν προτήτερα, έν ώ άκόμη ύπήρχον είς τήν ' Ελλάδα ό Μάουρερ καί ό Άβελ, ώστε έκ τούτου νά δικαιώσωσιν καί τόν όποιον έπραξαν καταδιωγμόν κατά τών περί τούς Κολοκοτρώνην, Πλαπούταν καί λοιπούς»1. Να τι λέει κι ο Μακρυγιάννης: «' Εστειλε κι ο Κωλέτης τους συντρόφους του εναντίον εις τους Πελοποννησίους, όπου τους βαίναν να κάμουν το κίνημα και ύστερα στέλναν και τους σκότωναν και τους γύμνωναν»2. Να τι μας βεβαιώνει κι ο Μέντελσον-Μπαρτόλντι: «Αύτός δέ ό έπί τών έσωτερικών νέος ϋπουργός Κωλέ της Ισχυρίζετο, δτι εύαρέστως ίβλεπεν άναπτυσσομένην καί αύξάνουσαν τήν έπανάστασιν, καθότι άφ’ ένός μέν 1. Φραντζή op. cit. τ. γ \ σ. 191-192. 2. Μακρυγιάννη op. cil. τ. β -. σ. 73.
ήθελε νά καταστή άναγκαίος δι’ έκτάκτων καί έκρυθμων γεγονότων, άφ' έτέρου δέ διότι είχε πεποίθησιν δτι ήδύνα το νά καταπνίξη πάλιν ταχέως τάς ταραχάς διά τών φίλων του Ρουμελιωτών»1. Να τι παραδέχεται κι ο Κανδηλώρος: «Ύπεστηρίχθη δτι τάς ταραχάς ύπεκίνησε καί αύτός ό Κωλέτης, Ίνα άποδοθή ή στάσις είς τούς καταδικασθέντας στρατηγούς καί λοιπούς υποδίκους καί έκβιασθή ούτω τών μέν ή καρατόμησις, τών δέ ή καταδίκη (...) ΑΙ φήμαι δέν άφησαν άμέτοχον καί αύτόν τόν "Αρμανσπεργκ, κατελογίζετο δέ είς αύτόν, δτι ύπεκίνησε τήν στάσιν, Ίνα έπισπεύση τήν άποπομπήν τοΰ Μάουρερ πρίν γνωσθή αΰτη»2. Να τι γράφει κι ο Βρατσάνος: «’Αρχηγός τοΰ κινήματος δπως φαίνεται ήτον ό Κωλέ της' λέγουν δμως δτι καί ό Πρόεδρος τής ’Αντιβασιλείας κόμης "Αρμανσπεργκ, γιά νά διώξη άπό τήν ' Ελλάδα τόν Μάουρερ, ήτο έν γνώσει τοΰ κινήματος»3. Τι βγαίνει απ’ όλα αυτά; Βγαίνει, θα μου πεις τώρα εσύ, πως οι φουκαράδες που σήκωσαν την επανάσταση της Μεσσηνίας πέσαν θύματα προβοκάτσιας. Ο Μάουρερ κι ο Ά β ελ την ήθελαν, για ν’ αποδείξουν πως σωστή στάθηκε η πολιτική τους της τρομοκρατίας και πως μονάχα μ’ αυτή θα πνίγανε το πνεύμα της ανταρσίας που από τόσα χρόνια φύσαγε στον ανυπόταχτο αυτόν τόπο. Ο Άρμανσπεργκ πάλι τη γούστερνε... για τον αντίθετο λόγο! Θ’ απόδειχνε έτσι στο Μόναχο πόσο σωστά ήτανε τα όσα έλεγε στις εκθέσεις του, πως μεγάλη στεκόταν η δυσαρέσκεια του λαού από την πολιτική των άλλων αντιβασιλιάδων. Ό σ ο για τον Κωλέτη, τον αρχιμάστορα των εμφύλιων σπαραγ 1. Μέντελσον-Μπαρτόλντι op. cit. τ. β ', σ. 1554. 2. Κανδηλώρου op. cit. σ. 307-308. 3. Βρατσάνου «Ιστορία των εν Ελλάδι εκαναστάσεων», σ. 62.
589
μών, αυτός κι αν την αποθυμούσε! Ακόμα και στ' όνειρό του την έβλεπε. Θα πετύχαινε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγό νια. Από τη μια, να τον λογαριάσουν οι ξένοι απαραίτητο, και, από την άλλη, θα του δινόταν η ευκαιρία να συντρί ψει ολότελα τους Ναπαίους. ΓΥ αυτό κι έκανε ό,τι πέρνα γε από το χέρι του να βγει αληθινό τ' όνειρό του. Γιατί, καθώς θα δούμε, ο προκομμένος αυτός άνθρωπος στάθηκε ο μεσίτης του σηκωμού.
ΜΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΥπΑΡΧΗΓΟ των κυβερνητικών στρατευμάτων —αρχι στράτηγος ήτανε ο γερμανός Σμαλτς— η κυβέρνηση διόρισε τον συνταγματάρχη Χατζηχρήστο, που η ζωή του ξεπερνάει κι αυτά ακόμα τα παραμύθια. Ά λ λο ι τονε θένε Βούλγαρο κι άλλοι, όπως ο βιογράφος του Π. Σπορίδης, τον λογαριάζουν για Σέρβο, γεννημένο το 1783 στο Βελιγράδι, «από γονέων χριστιανών ορθοδόξων Σερβικής καταγωγής»1. Ο πατέρας του, ο Πέτρος Δάγκοβιτς, πολέ μησε στη Σέρβική επανάσταση του 1801. Σκοτώθηκε, καθώς κι ο μεγαλύτερος γιος του ο Σταύρος. Ο Χρήστος τότες, μαζί με τη μάνα του, τράβηξε για τη Βοσνία. Εκεί, έπειτα από λίγα χρόνια, τσακώθηκε μια μέρα με κάποιο μουσουλμάνο και τον σκότωσε. Το ’σκάσε για τη Βενετία, όπου, μην έχοντας τι να κάνει, ανέβηκε στο πρώτο καράβι που βρέθηκε μπροστά του. Τον ξεμπάρκαρε στη Ρόδο. Σε λίγο βρέθηκε στην Κύπρο κι απ’ αυτή στην Αίγυπτο. Εκεί μπήκε στη δούλεψη του σατράπη Μωχάμετ Ά λ η . Πολέ μησε στην Αραβία και ξεχώρισε τόσο, που πήρε το βαθμό του καβάσμπαση και το παρατσούκλι σ α χ ίν , που θα πει γεράκι. I. Σποριόη -Βία; του Χατζή Χρήστου», σ. 8.
590
'Οταν ο εμίρης του Χαλεπιού Μωχάμετ Ζεχϊρογλου σήκωσε ζορμπαλίκι ενάντια στο σουλτάνο, το ντοβλέτι έστειλε τον Χουρσίτ πασά να τον πολεμήσει. Κάτω από τις προσταγές του βρέθηκε κι ο Χατζηχρήστος, που πριν πέρασε από τα Ιεροσόλυμα, ξαναβαφτϊστηκε στον Ιορδά νη και γίνηκε χατζής. Φανέρωσε σ ’ εκείνο το σεφέρι τόση παλικαριά, που ο πασάς τον έκανε αρχηγό των τζοανταραίων του. Κι όταν ο Χουρσίτ διορίστηκε, στις παραμονές του Εικοσιένα, βαλής στο Μόριά, πήρε μαζί του στην Τριπολιτσά τον Χατζηχρήστο, που είχε πια δικό του νταϊφά από Βούλγαρους και Σέρβους. Κι άμα ο Χουρσίτ έφυγε να χτυπήσει τον Αλήπασα στα Γιάννινα, μπιστεύτηκε στον Χατζηχρήστο το χαρέμι του. Ξέσπασε η επανάστασή μας και στο πέσιμο της Τριπολιτσάς οι δικοί μας όχι μονάχα δε χάλασαν τον Χατζη χρήστο, μα πήραν κι αυτόν και τα παλικάρια του να πολεμήσουν τον ίδιο μισητό εχθρό. Αντραγάθησαν σε πολλές μάχες και, κάτω από τις προσταγές του Νικηταρά του Τουρκοφάγου, ξεχώρισαν στα Δερβενάκια. Ο Χατζηχρήστος δε γύρισε ποτές στην πατρίδα του.. Έμεινε ως το τέλος της ζωής του στην Ελλάδα και, δίκια, λογαριάζεται ένας από τους ήρωες του Εικοσιένα. Γίνηκε στρατηγός, υπασπιστής του Όθωνα και πληρεξούσιος στη Συντακτική Συνέλευση του 1843. Τώρα, αφού του δώσανε το βαθμό του συνταγματάρχη και τον ονόμασαν υπαρχηγό της εκστρατείας ενάντια στους αντάρτες, βάλανε κάτω από τις προσταγές του τρεις λόχους πεζικού, μία ίλη ιππικού, τέσσερις ενωμοτίες έφιππης χωροφυλακής από Βούλγαρους και Σέρβους που τους είχε κάτω από τις διαταγές του στο Εικοσιένα, καθώς κι ογδόντα «άξιωματικούς συλλεχθέντας είς Ναύπλιον, έκ τών άτάκτων σωμάτων»1. Απ’ όσους δηλαδή, ύστερα από το σκόρπισμα του εθνικού στρατού μας, βρίσκονταν ως τότες δίχως δουλειά. Του ’δωσαν ακόμα το λεύτερο να στρατολογήσει όσους ήθελε από τους παλιούς αγωνιστές. I. Σπορίδη op. cit. σ. 49.
591
Κίνησε από τ’ Ανάπλι με τη μεγαλύτερη γρηγοράδα, έφτασε στην Τριπολιτσά, ξαπόστασε λίγο τ' ασκέρι του και στις 6 Αυγούστου βγήκε και στρατοπέδεψε στο Σι νάνο, σιμά στη Μεγαλόπολη. Μαζί του βρισκόταν κι ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που κι αυτόν τον είχαν ονομάσει συνταγματάρχη. Κι εκεί ακολούθησε το περιστατικό που θα σου ανιστορήσω. Ο Αριστομένης Κουβαράς μαζί με το Δημήτρη Ροϊλό, στρατιωτικό και χτηματία από τη Στεμνίτσα, που στη δίκη του Κολοκοτρώνη στάθηκε μάρτυρας υπεράσπισης, φτάσανε στο κυβερνητικό στρατόπεδο, έχοντας μαζί τους κι άλλους Καρυτινούς να πολεμήσουν κι αυτοί ενάντια στους αντάρτες. Παρουσιάστηκαν στον Κανέλλο Δεληγιάννη, που όταν τους είδε χαιρέτησε το Ροϊλό λέγοντάς του: —Καλώς τον ψευδομάρτυρα του Κολοκοτρώνη. Έπειτα γυρίζοντας είπε στον Κουβαρά: —Καλώς τον ακατάστατο. Αφού κουβέντιασε κάτι λίγα ακόμα μαζί τους, τους σύστησε να πάνε στον Χατζηχρήστο, που είχε το γενικό πρόσταγμα, να πάρουν οδηγίες. ’Οταν ο Χατζηχρήστος αντίκρυσε τον Κουβαρά πετιέται πάνω. Δεν αποκρίθηκε στον χαιρετισμό του, παρά τον κοιτάει άγρια και τον προστάζει: —Βγάλε τ’ άρματά σου! —Γιατί, καπετάνιε; —Γιατί έτσι το θέλω! Κι όπως ο Κουβαράς χασομέρησε μην ξέροντας τι να κάνει, ξεθηλυκώνει ο Χατζηχρήστος το σπαθί του και τον χτυπάει. —Τα βγάζω, καπετάνιε! φωνάζει καταματωμένος ο Κουβαράς. Αφού ο Χατζηχρήστος πήρε τ’ άρματα του λέει: —Πάγαινε τώρα και στάσου κάτω από κείνο το δέντρο. Ο Κουβαράς πήγε. Κι ο Χατζηχρήστος προστάζει κάμποσα από τα παλικάρια του: —Μπάτε στη λίνια! 592
—Τι θες να κάνεις, καπετάνιε; ρωτάει τρέμοντας ο Κουβαράς. —Τώρα θα δεις! του αποκρίνεται και δίνει διαταγή στους δικούς του: Ντουφεκίστε τον! Τα παλικάρια τα χάνουν και νομίζοντας πως ήτανε πρόσκαιρη η οργή του καπετάνιου τους και θα πέρναγε, κρατήθηκαν να τραβήξουν. —Ντουφεκίστε τον, ωρέ, σας λέγω! Εκείνοι πάλι αλικοντίζουν ρίχνοντας αμήχανες ματιές μια στον Κουβαρά και μια στον καπετάνιο. Ο Χατζηχρήστος, αφρίζοντας από θυμό, αναγκάστηκε δυο τρεις φορές να τους προστάξει. Κι όσο που ο δύστυχος, κίτρινος πια σαν λείψανο, παρακάλαγε μ’ όλη τη δύναμη της φωνής του: —Μη, καπετάνιε! Μη!... Μια μπαταριά τον ξάπλωσε κουφάρι στη γη. Τούτος ο φόνος ξηγάει, καθώς θα δεις, το μυστήριο του σηκωμού που οδήγησε στη συμφορά τους Ναπαίους.
ΤΑ ΓΡΑΦΤΑ ΜΕΝΟΥΝ Θ α ΞΕΡΕΙΣ βέβαια την παλιά εκείνη κουβέντα, πως τα λόγια πετάνε, μα τα γραφτά μένουν. Να λοιπόν τι γράψανε τότες οι εφημερίδες για τούτο το φόνο, βγάζοντας στη φόρα την ατιμία του Κωλέτη. Ας αρχίσουμε από την «Αθηνά»: «Μέ φρίκην έμάθαμεν δτι ό ’Αριστομένης Κουβαράς, γνωστός ώς άφοσιωμένος είς τά καθεστώτα μετά τήν άφιξιν τοΰ Βασιλέως, έφονεύθη έν τώ μέσψ τών Βασιλικών στρατευμάτων χωρίς κρίσιν, χωρίς κανένα τύπον δικαστικόν, κατά διαταγήν ένός τών Συνταγματαρχών, οΐτινες διοικοΰσιν τά έλαφρά στρατεύματα. Σκότος βαθύ έσκέπαζε τάς αιτίας τοΰ φόνου τούτου* μόλις μετά πολλάς έξετάσεις 593
άρχίσαμεν νά βλέπωμεν άμυδρόν φώς, τό όποιον μόλα ταΰτα δέν μάς έξηγεΐ δλα, δσα συνεισέφεραν είς τήν άπροσδόκητον ταΰτην ώμότητα, ήτις έπάγωσε τάς καρδίας δλων δσοι τήν ήκουσαν. »Ίδού δσα έδυνήθημεν νά πληροφορηθώμεν άπό διαφό ρους είδήσεις καί Ιδιαίτερα γράμματα, έλθόντα άπό τάς έπαρχίας. Ό 'Αριστομένης Κουβαράς ήτον άνθρωπος χωρίς πολιτικά φρονήματα μή φροντίζων είμή διά τό συμφέρον του, άφωσιόνετο είς τούς δυνατούς τής ήμέρας, τών όποιων έπροσπαθοΰσε νά έλκύη τήν εύνοιαν. "Οταν τά βασιλικά στρατεύματα έμβήκαν είς τήν Γορτύνην ήλθε καί αύτός έπί κεφαλής πολλών συμπατριωτών του όπλοφορούντων διά νά συναγωνισθή κατά τών άνταρτών. Έκεΐ άντάμωσε τούς δύο Συνταγματάρχας Κ. Δεληγιάννην καί Χατζή Χρήστον. Μετ’ ολίγον ό δεύτερος τόν διέταξε νά άφωπλισθή, καί νά ύπάγη νά σταθή ύπό τήν σημαίαν’ άλλά μόλις έσυμμορφώθη μέ τήν διαταγήν ταύτην, καί ό Χατζή Χρήστος, δέν ήξεύρομεν αύθορμήτως ή κατ’ είσήγησιν άλλου, διέταξε τούς στρατιώτας νά τόν τουφεκίσουν άλλ’ έπειδή ούτοι δέν ΰπήκουσαν ευθύς, εκείνος έπανέλαβε πολλάκις μέ θυμόν τάς διαταγάς του, καί ούτως χωρίς κρίσιν, χωρίς άλλον όποιονδήποτε λόγον ό 'Αρι στομένης έφονεύθη άπ’ έκείνους, τούς όποιους έφρονοΰσε συστρατιώτας του καί ήλθε νά συντρέξη μέ τό αιμα του κατά τών άνταρτών. Ό τραγικός θάνατος τοΰ άνθρώπου τούτου έφερε φρίκην είς δλους τούς όπωσοΰν εύαισθήτους, δσοι τόν ήκουσαν. Καί ένοχον άν ύποθέσωμεν τόν άνθρωπον, κατά τοΰ όποιου δέν γνωρίζομεν καμμίαν κατηγορίαν δικαιολογημένην ή αδικαιολόγητον, έπειδή δέν έκρίθη, δ θάνατός του είναι άνόσιος- ό καιρός θέλει μάς διδάξει ποΐαι αίτίαι προετοίμασαν μυστικώς καί έν τφ σκότει τό τρομερόν δράμα, τό όποιον συλλογιζόμενος μόνον 6 πολίτης αίσθάνεται τό αιμα νά παγώνη είς τήν καρδίαν του. Πολλοί ύποθέτουν πολλάς καί μυστηριώδεις αίτιας τής αίματώδους ταύτης σκηνής, άλλ’ ήμεΐς δέν θέλομεν άκόμη νά τάς πιστεύσωμεν, καί άκόμη όλιγώτερον νά τάς δημοσιεύσωμεν. ΑΙσθανόμεθα μόνον τήν άνάγκην νά προσθέσωμεν δτι ό Συνταγματάρχης X. Χρή στος είναι μέν άνθρωπος χωρίς λεπτότητα τρόπων πολλά πολιτισμένων, δέν είναι δμως αίμοβόρος, οΰτε Επραξεν 594
άλλοτε έν τφ μέσψ τής άναρχίας τόσον άποτρόπαιον Επιχείρημα. Πώς λοιπόν ό αύτός άνθρωπος σήμερον, ότε οί νόμοι άρχισαν νά Ισχύουν, ύπό τήν αΙγίδα τοΰ Θρόνου έξώκειλεν είς τόσον φρικτόν έργον; Τοΰτο μένει άκόμη σκεπασμένον ύπό τό σκότος τής άγνοιας. Καθείς είναι Ανυπόμονος νά μάθη τάς άληθεΐς αίτιας τοΰ φόνου τούτου, όστις δέν θέλει μείνει βέβαια άτιμώρητος»1. Επειτα από μιά βδομάδα ξαναγράφει: «’Απόρησε καί άπορεϊ άκόμη (η «Αθηνά») πώς ό καλός ούτος χριστιανός (ο Χατζηχρήστος) νά πέση σήμερον είς Εν τοιοΰτον Εγκλημα, έν ώ ή προτέρα διαγωγή του τόν μαρτυρά καί γενναΐον καί φιλάνθρωπον. Λέγουν δτι κάτι τόν έψιθύρισαν περί τούτου είς τό αύτί»2. Περνάνε λίγες ακόμα μέρες κι η «Αθηνά» γράφει για τρίτη φορά, ξεσκεπάζοντας, χωρίς ακόμα να τον ονομάζει, ποιος είτανε κείνος που «κάτι ψιθύρισε στ* αυτί» του Χατζηχρήστου: «Περί δέ τοΰ τραγικοΰ θανάτου τοΰ ’Αριστομένους πληροφορούμεθα τά άκόλουθα. Ό δυστυχής αύτός κατά τήν 24-25 ’Ιουνίου Ελαβε διά τής Τριπολιτσάς γράμμα έκ Ναυπλίου άπό έπίσημον άνδρα (τον Κωλέτη, καθώς θα δούμε), δστις τοΰ Εγραφεν δτι έπειδή δέν ήμπορεί νά τοΰ άποκριθή είς τά δύο γράμματά του, έπιθυμεΐ άφοΰ λάβη τό γράμμα του νά ύπάγη είς Ναύπλιον, καί τήν έπιοΰσαν άνεχώρησε δι’ έκεΐ. Άμα έπέστρεψε κατά τάς άρχάς ’Ιουλίου έπέρασεν είς Δημητσάναν καί άντάμωσε, ώς λέγουν, καί τόν Άσημάκην (Σεργόπουλον) καί τόν παρεκίνησε καί έπήγε καί αύτός άκολούθως είς Ναύπλιον. Έπανελθών είς Στεμνίτσαν έκήρυξεν δτι θά υπάγει εις τόν Κάμπον Γορτύνης (Καρύταινα) δΓ υποθέσεις του, άλλ’ ύπήγεν, ώς λέγουν, είς τό ’Αρκουδόρεμα κ’ έκεϊθεν κατέβη είς Μεσσηνίαν, δπου ώς διηγείται δ υπηρέτης του άντάμω1. ..Αθηνά··. αρ. 172 — 22.8.1834. 2. -Αθηνά·.. αρ. 174 — 29.8.1834.
595
σε τόν Γεροπέτροβαν (Μητροπέτροβα) καί Κρίτσαλην, καί ότι έπιστρέφων είς τήν Μεγαλόπολιν έκήρυττεν δτι τόν κυνηγούν οί Βλάχοι, ώς διεγείραντα τάχα τά μέρη έκείνα είς άποστασίαν, καί άμέσως έπέρασαν είς Τριπολιτσάν. Έκεΐ άντάμωσε τόν Νομάρχην καί κάτι τόν ώμίλησεν Ιδίως καί έπέστρεψεν είς Στεμνίτσαν, δτε ή άποστασία ήτο διερραγμένη καί έπροσποιεϊτο δη φοβείται. Τό διαληφθέν είς Ναύπλιον γράμμα τό ϊδων, ώς λέγουν, πολλοί Στεμνιτσιώται καί προσθέτουν, δτι έπιστρέψας έκ Τριπολιτσδς ώς εΊρηται, παρεκίνησε τόν άγαθόν Καρέλαν, νά ύπάγη είς Ναύπλιον μέ γράμμα του πρός τόν άνταποκριτήν του, άλλ’ έμποδίσθη είς Τριπολιτσάν, διότι ή ρήξις ήτον ήδη γενομένη»1. Περνάει ένας ακόμα μήνας κι η «Αθηνά» δημοσιεύει τούτο δω τ’ αποκαλυπτικό άρθρο: «Είναι δύο μήνες άφότου αί ταραχαί έξερράγησαν είς τήν Μεσσηνίαν καί είς τήν έπαρχίαν τής Γορτύνης, καί δμως βαθύ κάλυμμα σκεπάζει άκόμη παν δ,τι άφορδ τάς άληθείς αίτιας, αΐτινες έπροκάλεσαν τάς ταραχάς. Πολλά μέχρι τούδε έρρέθησαν περί τούτου, άλλά τίποτε δέν εύχαρίστησε τούς άφιλοπροσώπους παρατηρητάς, δσοι έρευνοΰν μέ προσοχήν τά πράγματα καί δέν άρκοΰνται είς άπλάς φήμας, τάς όποίας τό φατριαστικόν πνεύμα προσπα θεί νά πιθανολογήση. ' Ημείς αύτοί είς διάφορα φύλλα τής Εφημερίδας μας δέν έδυνήθημεν νά προσφέρωμεν είς το κοινόν, είμή περιστατικά τινά καί σκέψεις άορίστους, έξ ών έπρόκυπτε τό σκότος, τό όποιον καλύπτει τά πράγματα, καί κρατεί τά πνεύματα είς άπορίαν. »Ά λλ’ δμως νέα τινά ένδείγματα, τά όπο!α κατόπιν έλάβομεν, άνασηκώνουν κατά τι τό κάλυμμα, καί μάς δίνουν κάποιον φώς, τό όποιον δύναται νά μάς βοηθήση είς τήν άνακάλυψιν τής άληθείας. Ταΰτα τά ένδείγματα κοινοποιοΰμεν σήμερον είς τούς άναγνώστας μας. » Ό ’Αριστομένης Κουβαράς, δστις άλλοτε άνήκε είς τό κυβερνητικόν κόμμα, φαίνεται δτι έστάθη ε\ς έξ έκείνων, οίτινες Ελαβον μέρος είς τό λυπηρόν δράμα τών I. «Αθηνά», αρ. 174 — 29.8.1834.
596
περί ών ό λόγος ταραχών. Ό ρηθείς ήλθεν κατά διαφό ρους καιρούς είς τήν μητρόπολιν. Τήν 4 τοΰ περασμένου μηνός ’Ιουνίου άνεχώρησεν άπό τήν Ναυπλίαν είς Τριπολιτσάν. Τήν 14 τοΰ αύτοΰ μηνός ε\ς έκ τών μεγάλων μας (ο Κωλέτης) τοΰ Εγραψεν γράμμα Ιδιόχειρον δι’ ού τόν παρήγγειλε νά έπανέλθη είς Ναυπλίαν. »’Αντίγραφα τούτου τοΰ γράμματος κυκλοφοροΰσιν άπό τινων ήμερών είς τήν πρωτεύουσαν. Τό δέ πρωτότυπον υπάρχει είς χείρας υποκειμένου τινός, τό όποΐον άποφεύγομεν νά όνομάσωμεν. Μακράν τοΰ νά προσφύγωμεν είς Εξηγήσεις καί είκασίας περιοριζόμεθα είς μόνην τήν άπλήν τών πραγμάτων Εκθεσιν. Βεβαιώνουσιν δτι άφοΰ, καθ’ ήν Ελαβε πρόσκλησιν, Εκαμε τήν τελευταίαν είς Ναυπλίαν πορείαν του, ό ’Αριστομένης άνεχώρησεν είς τήν Στεμνίτζαν, τόπον τής γεννήσεώς του, δθεν χωρίς άναβολής μετέβη είς Δημητζάναν, δπου κατέλυσεν είς τήν οΙκίαν τοΰ ’Ασημάκη Σεργοπούλου ένός έξ έκείνων, οί όποίοι σήμερον καταδιώκονται ώς πρωτουργοί τών πελοποννησιακών ταραχών. Άφοΰ συνηργάσθη μετ’ αύτοΰ εις τινα Εγγραφα, άνεχώρησεν είς Μεσσηνίαν, δπου άνταμώθη με τινάς τών άρχιστασιαστών, τούς όποιους μέλλει νά κρίνη τό στρατιωτικόν Δικαστήριον. Γράμματα έκ Γορτύνης, τά όποια Εχομεν ύπ’ δψιν, φέρουν, δτι ό άκόλουθος τοΰ ’Αριστομένους είς ταύτας του τάς περιοδείας βεβαιώ νει τά περιστατικά τά όποΐα άναφέραμεν άνωτέρω. ' Ο δέ Στεργόπουλος, κατ’ αύτόν, χωρισθείς άπό τόν ’Αριστομένην, ήλθεν ώσαύτως είς Ναυπλίαν, ώς ό ίδιος είς τήν έξέτασίν του ώμολόγησεν. • Όλίγας ήμέρας μετά τήν έπάνοδον τοΰ ’Αριστομένους είς Στεμνίτζαν έξερράγησαν αί ταραχαί. Αύτός δέ μαθών τοΰτο υπήγε μέ πεποίθησιν πρός άντάμωσιν καί ένδυνάμωσιν τών δύο Συνταγματαρχών, άρχηγών τών Βασιλικών στρατευμάτων, ΰφ’ ένός τών δποίων έθανατώθη καί χωρίς τήν φύλαξιν κανενός δικαστικοΰ τύπου. «Ούτως Εχουν τά πράγματα, έκ τών όποίων τήν άπλήν άφήγησιν περιοριζόμεθα χωρίς να συνοδεύσωμεν μέ καμμίαν παρατήρησίν μας. ’Αλλ’ ώς πρός τήν τελευταίαν πρδξιν άντιτείνει ή καρδία μας είς τάς αποσιωπήσεις τάς όποίας ίσως ή φρόνησις ύπαγορεύει, καί μδς υποχρεώνει νά λαλήσωμεν. Ό Αριστομένης, άθώος ή Ενοχος, δέν 597
έδικάσθη καί ό θάνατός του δέν δύναται νά θεωρηθ{| παρά φόνος. Πόθεν άραγε προέρχεται ή βραδύτης νά είσαχθώσιν είς δίκην οί φονεΐς αύτοΰ; ' Η δίκη τοΰ φόνου τούτου είναι τόσον πλέον κατεπείγουσα δσον, ώς λέγεται, διάφο ρα έγγραφα εύρεθέντα μετά τόν θάνατόν τοΰ Άριστομένους δύνανται νά ρίψωσι κάποιον φώς είς τά λυπηρά συμβεβηκότα, τά όποια κατετάραξαν διά μίαν στιγμήν ένα μέρος τής Πελοποννήσου, καί ίσως νά φωτίσωσι προσέτι καί αύτήν τήν δικαιοσύνην, ένασχολουμένην μέ τήν δίκην έκείνων, οΐτινες είσήχθησαν ένώπιον αύτών ώς αύτουργοί τής στάσεως»1. Το μόνο που θέλω για την ώρα να σου πω είναι τούτο δω: Για να τολμάει μια εφημερίδα, όποια κι αν ήταν αυτή, μέσα σε στιγμές εμφύλιου σπαραγμού να κατηγοράει τον πρωθυπουργό του τόπου, πως αυτός στάθηκε ο προβοκάτο ρας που έσπρωξε τους Ναπαϊους στην επανάσταση και πως αυτός ήταν ο ηθικός αυτουργός του φόνου του Κουβαρά, θα πει πως η εφημερίδα αυτή είχε ατράνταχτα στοιχεία στα χέρια της. Στην αρχή όχι μονάχα ο Κωλέτης, μα και το δημοσιο γραφικό όργανό του ο «Σωτήρας», παράστησαν τον ψόφιο κοριό. Λογάριασαν πως το καλύτερο ήτανε ν’ αφήσουν να ξεχαστούν τα όσα έγραψε η «Αθηνά». Μα να κρατήσουν, έπειτα από το τελευταίο δημοσίευμά της, ξανά σιωπή θα ’ταν πια σαν να παραδέχονταν την κατηγορία. Έ τσι ο «Σωτήρας», στο φύλλο του 25 του Οκτώβρη, δημοσιεύει ένα άρθρο με τον τίτλο « ’Εξήγησις», όπου σ ’ αυτό γυρεύει να υπερασπιστεί τον Κωλέτη με τούτον εδώ τον τρόπο: «Είς τόν τελευταίον άριθμόν ΰπεσχέθημεν νά δώσωμεν μερικάς διασαφήσεις περί μιάς έπιστολής, τήν όποίαν ό έπί τών ’ Εσωτερικών Γραμματεύς διεύθυνεν είς τόν ’Αριστομένην Κουβαράν, καί ήτις έδωκεν ΰλην είς τό πνεΰμα τής φατρίας ν’ άκονήση τά βέλη τής συκοφαντίας κατά τοΰ ύπουργοΰ μας. I. «Αθηνά», αρ. 187 — 18.10.1834.
598
»Διά ν’ άποδείξωμεν πόσον ή συκοφαντία αΰτη είναι βδελυρά, άρκεϊ να έξιστορήσωμεν συνοπτικής αύτά τά πράγματα, χωρίς νά ϋπερασπισθώμεν διόλου τό προσβληθέν άξιότιμον υποκείμενον. » Ό δυστυχής Κουβαράς ήτον έξ έκείνων τών άνθρώπων οΐ όποϊοι περιστοιχοΰσιν άδιακόπως τούς σημαντι κούς ένός έθνους, διά νά κερδήσουν, μέ όποιονδήποτε τρόπον ήμπορέσουν, τήν εύνοιαν καί προστασίαν των. ' Ο Κουβαράς πρό πολλοΰ χρόνου, έως καί έπί τής Κυβερνή σεως τοΰ ’Ιωάννου Καποδίστρια, είς τόν όποϊον έφαίνετο άφωσιωμένος, δέν έλειπε νά ζητή νά προσκολληθή είς τόν κ. I. Κωλέττην. » Ό Κουβαράς άπό τό παρελθόν έτος Εγραψεν είς τόν νΰν έπί τών ’Εσωτερικών Γραμματέα, δτι ύπήρχε τρομερά συνωμοσία είς τήν Πελοπόννησον κατά τών καθεστώτων. » Ό κ. Κωλέττης όσάκις έλάμβανε τοιαύτας έπιστολάς τοΰ Κουβαρά, δέν έλειπε νά τάς κοινοποιή είς τό υπουργικόν συμβούλιον, τό όποϊον δέν έδιδε καμμίαν πίστιν είς τά γραφόμενα τοΰ Κουβαρά, διότι έγνώριζε τόν χαρακτήρα τοΰ άνθρώπου καί τήν φατρίαν ε(ς τήν όποίαν άνήκεν έν ώ έπρόδιδε τά μυστικά της. »Μ’ δλα ταΰτα μερικά περιστατικά άρχισαν νά βεβαιώ νουν τάς άνακαλύψεις τοΰ Κουβαρά καί τότε τό συμβού λιον, διά νά γνωρίση τήν άλήθειαν, καί νά λάβ{| καλητέρας πληροφορίας τών πραγμάτων, παρεκίνησε τόν κ. Κωλέττην νά γράψη είς τόν Κουβαράν νά έλθη είς Ναυπλίαν. »Τοΰτο καί άκολούθησεν ό κ. Κωλέττης γράφων τό γράμμα του, τό όποϊον βδελυρά συκοφαντία ζητεΐ σήμερον νά μεταχειρισθή κατά τοΰ έπί τών 'Εσωτερικών Γραμματέως μας. «Καί τψόντι ό Κουβαράς, λαβών τήν πρόσκλησιν, ήλθεν είς Ναυπλίαν, καί έπεβεβαίωσεν δλως τάς προλαβούσας πληροφορίας, είς τάς όποίας πάλιν τό Συμβούλιον δέν Εδωσε πίστιν (περίεργο!...) διά τόν χαρακτήρα τοΰ άνθρώπου. »’Εδώ μένομεν σήμερον. Άλλοτε ήμποροΰμεν νά έξηγηθώμεν καλήτερα»1. I. «Σωτήρ», αρ. 75 — 25.10.1834.
599
Ο «Σωτήρας» βέβαια ποτές δεν εξηγήθηκε καλύτερα. Ό πω ς θα πρόσεξες, αναγκάστηκε να παραδεχτεί για σωστό πως ο Κωλέτης έγραψε γράμματα στον Κουβαρά και τον προσκάλεσε στ’ Ανάπλι να τον δει. Το μόνο που γύρεψε να κάνει ήταν να δώσει άλλες εξηγήσεις σε τούτο το φέρσιμό του. Για το φόνο όμως του Κουβαρά; Γι' αυτόνανε τσιμουδιά δε βγάζει. Στον «Σωτήρα» δεν απάντησε η «Αθηνά», μα μια άλλη εφημερίδα, η «Εθνική», που κι αυτή δε φοβήθηκε να κατηγορήσει τον πρωθυπουργό Κωλέτη για τα ίδια εγκλή ματα. Να τι έλεγε: «Πρό δύο t βδομάδων ή ’Αθηνδ ώμίλησε περί ένός γράμματος, τό όποιον ένας τών ύπουργών είχε γράψει τήν 14 ’Ιουνίου πρός τόν φονευθέντα Κουβαρδν. Τό δρθρον έκεΐνο μδς έφάνη περίεργον διά τό κοινόν, καί τό κατεχωρίσαμεν είς τήν έφημερίδαν μας. •Μόλις μετά παρέλευσιν καιρού άνοιξε τό στόμα του ό Σωτήρ διά νά άπολογηθή ύπέρ τοΰ ύπουργοΰ του. Πόθεν προήλθεν ή άργοπορία του; Τό άστεΐον είναι, δτι μδς προσκαλεΐ νά δημοσιεύσωμεν τό γράμμα τοΰτο. Διατί δέν τό ζητεί άπό τήν ’Αθηνδν, ήτις ώμίλησε πρώτη περί τούτου; Φαίνεται φοβείται μήπως φέρει Εμπόδια είς τήν συνθήκην τής έπιμαχείας τήν όποίαν ματαίως πασχίζει νά κλείση μέ αύτήν. «Έπειτα αύτός θέλει νά δείξη, δτι δχι μόνον τό γράμμα τοΰτο γνωρίζει, άλλά καί πολλάς σχετικάς περιστάσεις, αΐτινες έπροηγήθησαν τάχα άπ’ αυτό, καί τό έπροκάλεσαν. Πρός τί λοιπόν τό ζητεί; Φαίνεται, δτι μή Εχων τί νά άπολογηθή ύπέρ τοΰ ύπουργοΰ του, καταφεύγει είς ματαιολογίας περιττάς καί ξένας τής ύποθέσεως. •Λέγει, δτι ό ’Αριστομένης Κουβαράς άνήκεν είς φα τρίαν Εναντίαν τής έδικής του. Τοΰτο είναι άπό τά συνήθη ψεύδη τοΰ Σωτήρος. Ό Α. Κουβαράς είχε πνευματικήν συγγένειαν μέ τήν οίκογένειαν τοΰ κ. Δελιγιάννη- μέ αύτήν ήτον δλαι αί σχέσεις του είς τόν καιρόν τοΰ άγώνος. Μέ Ενα έκ τών Δελιγιανναίων ήτον καί είς μυστικήν Εταιρείαν, διά τής δποίας ήσαν άμφότεροι συν600
δεδεμένοι μέ δρκους. ΕΙς τά διασωθέντα χαρτιά τοΰ φονευθέντος εύρέθη, λέγουν, τό έγγραφον τής μυστικής έκείνης έταιρείας σκεπασμένον κύκλωθεν μέ είκόνας συμ βολικός καί σημεία άλληγορικά. »Ά ν ό Γραμματεύς τοΰ Σωτήρος (ο Κωλέτης) έγνώριζε τόν χαρακτήρα τοΰ Κουβαρά ώς καταφρονητέον, καθώς μάς λέγει, διατί έκρατοΰσε τόσον στενήν καί πολυχρόνιον άνταπόκρισιν μετ’ αύτοΰ; Διατί μάλιστα είς Ενα περυσινόν του γράμμα τοΰ ύπέσχετο, ώς μανθάνομεν, μεγάλας ώφελείας, καί τόν έβεβαίωνεν δτι είναι είς κατάστασιν νά τοΰ τάς προμηθεύση; » Ό Σωτήρ δεικνύει, δτι γνωρίζει δλα τά μυστικά τοΰ ύπουργοΰ· δέν μάς λέγει λοιπόν άν Εγραψε μυστικά γράμματα καί πρός κάποιον Κορέλλαν; Ά ν σιωπήση θέλει άφήσει βαρείας ύποψίας. »Τέλος πάντων, δπως καί άν ήναι τό πράγμα, διατί ό γραμματεύς τοΰ Σωτήρος (ο Κωλέτης) δέν έπιταχύνει τήν δίκην τοΰ φόνου τοΰ Α. Κουβαρδ; Είναι είς θέσιν άρκετά άρμοδίαν διά τοΰτο- τό χρεωστεί μάλιστα είς τήν κοινω νίαν. "Αν τοιοΰτος φόνος δέν δικασθή όγλήγορα, κινδυ νεύει ή άσφάλεια τών πολιτών, καί ή (σχύς τών νόμων παραλύεται»1. Μα κι οι συγγενείς του Κουβαρά γύρεψαν από την κυβέρνηση να δικαστεί ο δολοφόνος. Δεν πήραν απάντη ση. Κάνανε τότες αναφορά στον Όθωνα, παρακαλώντας τον να διατάξει να δώσει λόγο ο Χατζηχρήστος στη δικαιοσύνη. Γράφανε σ ’ αυτή, ανάμεσα σ ’ άλλα, και τούτα δω τα τόσο αποκαλυπτικά: Συνεδ έετο (ο Κουβαράς) έξόχω ς μέ τόν έπί τών Έ σωτερικών Γραμματέα μετά τοϋ όποιου είχ ε συχνή ν άλληλογραφ(αν όλίγας ήμέρας πρό τής δολοφονίας του' τήν 14 'Ιουνίου ό ρ ηθείς υπουργός τοϋ έγραψ ε τό έπόμενον γράμμα: ’ Αγαπητέ φ ίλε Κύριε 'Αριστομένη Κουβαρά, Δέν άπεκρίθην είς τά δυό σου γράμματα, έπιθυμώ άφοϋ I. -Εθνική», αρ. 10 — Ι.Ί 1.1834.
601
λάβης τό παρόν μου νά ελθης ενταύθα. ' Υγίαινε Ο Σός Ιωάννης Κωλέτης
Η δίκη που γύρευαν κι οι εφημερίδες κι οι συγγενείς του σκοτωμένου δε γίνηκε βέβαια ποτέ. Πήρε το κουφάρι του Κουβαρά ο ποταμός της «δικαιοσύνης του δυνατού» και το κύλησε στη θάλασσα της λησμονιάς. Τώρα σ ’ ακούω να λες πως μπήκαμε πια στο νόημα και βλέπουμε κάπως ξεκάθαρα το τι γίνηκε. Το δόκανο που είχανε στήσει παλιότερα με τον Φραντς και τον Ρώμα, δεν το πάτησαν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Γενναίος, ο Νικηταράς κι οι άλλοι αρχηγοί των Ναπαίων. Στη φάκα όμως του Κωλέτη πιάστηκαν τα τσιράκια — ο Γκρίτζαλης, ο Μητροπέτροβας κι ο ανεψιοί του Πλαπούτα. Μεσίτης στον παράνομο τούτο γάμο στάθηκε ο Κωλέτης και ρουφιάνος ο Κουβαράς. Κι αυτός, μια κι ήξερε πολλά σε βάρος της νύφης, έπρεπε να λείψει από τη μέση. Και τώρα εκείνο τ’ «ανάθεμα και κατάρα» του «Σωτήρα» τ’ αφήνω σ ’ εσένα να το πεις για όσους πραγματικά τ’ αξίζουν...
ΣΤΟ ΠΑΛΑΜΗΔΙ ΜΟΛΙΣ μαθεύτηκε στ’ Ανάπλι πως επαναστάτησαν οι Ναπαίοι στη Μεσσηνία, ταράχτηκαν οι φίλοι του Γέρου, όπως κατάλαβαν πως ο Γκρίτζαλης κι οι άλλοι πάτησαν την πεπονόφλουδα. Στις 3 του Αυγούστου λοιπόν, ο Νικηταράς κι ο μικρός γιος του Κολοκοτρώνη, ο Κολίνος, παρουσιάστηκαν στον Άρμανσπεργκ και του γύρεψαν να τους αφήσει να φύγουν ξαρμάτωτοι για τη Μεσσηνία, κι έπαιρναν πάνω τους όχι μονάχα μεμιάς να ειρηνέψουν τον 602
τόπο, μα και να φέρουν στ’ Ανάπλι τους πρωταίτιους να δώσουν λόγο. Η απάντηση της αντιβασιλείας' και της κυβέρνησης στάθηκε να πιάσει κι αυτούς τους δυο κι άλλους πολλούς, που ανάμεσά τους ήτανε και τούτοι δω, όλοι σημαντικοί Ναπαίοι: Τον Ανδρέα Μεταξά, αρχηγό του ρωσόφιλου κόμματος, τον Δ. Καλλέργη, αρχηγό τότες της ταχτικής καβαλαρϊας μας κι ηγέτη, παραΰστερα, της επανάστασης της Γ ' Σεπτεμβρίου, τον Ν. Σπηλιάδη, πρωθυπουργό στον καιρό του Καποδίστρια, τον Π. Βαλ σαμάκη, δικηγόρο του Κολοκοτρώνη στη δίκη, τον Θόδω ρο Βαλλιάνο, που σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία της Πετρούπολης κι από το 1822 κατέβηκε κι αγωνίστηκε στην Ελλάδα, τον Θοδωρή Ζαχαρόπουλο, γιο του Ζαχαριά, περίφημου κλέφτη του Μόριά, που αντραγάθησε στο Βαλτέτσι, στη Γράνα και στην Πάτρα, τον Γιάννη Ράγκο, αρματωλό της Ρούμελης, που ο Κωλέτης δεν τα πήγαινε καλά μαζί του, τον Δημήτρη Τσώκρη, καπετάνιο του Ά ργους κι αρχηγό το 1822 της πολιορκίας του Αναπλιού. Ο «Σωτήρας» γράφει πως τάχατες «τήν Ιδίαν νύκτα κατά τήν όποίαν έφυλακώθησαν, οί κύριοι ούτοι είχον Ιδιαιτέραν συνέλευσιν» και πως «λέγουν (μ’ ένα «λέγουν» αραδιάζεις όσα ψέματα θες) δτι είς τό κιβώτιον ένός τών φυλακισθέντων εύρέθησαν περίπου τών 30.000 ταλλήρων»1. Ο «Σωτήρας», γυρεύοντας να θολώσει τα νερά και να ρίξει το βάρος της ανταρσίας στους φυλακισμένους στο Ιτς Καλέ, έγραψε και τούτο δω το παραμύθι: « Ό Κόλιας Πλαπούτας, πρίν άρχίση τό άνταρτικόν κίνημά του, ήλθεν είς τό Ναύπλιον, μετεμορφώθη ώς ύπηρέτης καί έπί προφάσει νά φέρει γάλα είς τόν Γενναίον Κολοκοτρώνην, άνταμώθη μετ’ αύτοΰ είς τήν φυλακήν τοΰ "Ιτς - Καλέ, καί άμέσως μετά τήν συνέντευξίν του άνεχώρησε καί ύπήγε νά γείνη άρχηγός τής άνταρσίας»2. 1. <·Σωτήρ·>. αρ. 58 — 9.8.1834. 2. ..Σωτήρ·., up. 66 — 6.9.1834.
603
Το Παλαμήδι, όπου κλείσανε όλους όσους πιάσανε, το φύλαγε δυνατή βαβαρέζικη φρουρά. Σ’ αυτό, καθώς είπαμε πρωτύτερα, βρίσκονταν κι ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπού τας. Αν ανέβεις τώρα ως εκεί πάνω, εξόν που η ματιά σου θα χαρεί ν’ απλώνεται πράσινος από τη μια ο αργίτικος κάμπος και γαλάζιος από την άλλη ο αργίτικος κόρφος, θα σου δείξουν μια τρύπα ανοιγμένη στο βράχο, δίχως να παίρνει φως από πουθενά, πως τάχατες εκεί μέσα είχανε φυλακισμένο τον Κολοκοτρώνη. Για να κατέβεις σ ’ αυτή πρέπει ν’ ανάψεις κερί κι αυτό κάποιος θα σου το δώσει που θα πάρει βέβαια φιλοδώρημα. Κάτι τέτοιο φαντάζομαι να σκαρφίστηκε πριν από χρόνια ποιος ξέρει ποιος από τους φύλακες κι από τότες έμεινε η μηχανή. Σ’ εμάς όμως δε μας χρειάζεται μια τέτοια απάτη, για να συμπονέσουμε από τη μια το Γέρο κι από την άλλη να μισήσουμε τους ξένους που τον μάντρωσαν στο Παλαμήδι. Αυτοί σκαρφί στηκαν άλλα για να τον παιδέψουν. « Ή άρχή έξέδοτο διάταγμα» γράφουν τα Π ρ α κ τ ικ ά «δτι, άν άκουσθή τι πέριξ τοΰ Παλαμηδίου δπου ήσαν φυλακισμένοι οί στρατηγοί, ή φρουρά αύτών τής όποίας άρχηγός ήτον Βαυαρός, νά τούς φονεύση ευθύς· καί τό διάταγμα άνέγνωσεν είς τόν Γέροντα Κολοκοτρώνην ό άξιωματικός Βαυαρός, δστις όσάκις έβλεπε βόας τινάς ή άλλα ζώα νά διαβαίνωσιν άπό τάς υπώρειας τοΰ Παλαμηδίου, ύποθέτων ή μάλλον προσποιούμενος δτι είναι άν θρωποι έρχόμενοι ν’ άρπάσωσι τούς όπλαρχηγούς, έτοιμάζετο νά έκτελέση τήν δολοφονίαν αύτήν, καί ταύτην τήν σκηνήν έπαναλαμβανομένην συχνά, διέ λυε ό άξιότιμος "Ελλην άξιωματικός, ό Ί ω ν Σπηλιοτόπουλος, διαμένων προσεκτικός. "Ωστε έκ τού του δείκνυται δτι ό πραγματικός τοΰ διατάγματος σκοπός ήτον διπλοΰς, ή νά έκτελεσθή ή δολοφονία, ή τό μάλλον πραγματικόν νά τούς κάμουν νά έκπνεύσωσι διά τοΰ τρόμου έν τή φυλακή, μή εύαρεστούμε604
νοι είς τήν μεταβολήν τής ποινής. Τό δ’ άλλο διάταγμα ήτο δτι, άν ό Γρίτζαλης προχωρήση όλίγον έμπρός, νά φονεύσωσι τούς κρατηθέντας μετά τήν Μεσσηνιακήν στάσιν»1. Και τα «Πρακτικά» λένε ακόμα: «Καί ταΰτα ’Αντιβασιλέως δντος τοΰ Κυρίου Κόβελ, περί τοΰ όποιου ό δικαστής μας κ. Τερτζέτης έζήτει πολύν χρόνον νά εΰρη εν έπίγραμμα ξένον, διά νά έγκωμιάση τόν άποσταλέντα άγγελόν του μέ μελαίνης ψήφου γραφήν»2. Ειρωνεύεται, καθώς βλέπεις τον Τερτσέτη, που πίστεψε πως όλα θ’ άλλαζαν με τον ερχομό του Κόβελ. Ο Φραντζής ανιστοράει πως παραλίγο γλίτωσαν από το θάνατο οι φυλακισμένοι. «Άλλά τίς δύναται νά πιστεύση» γράφει «δτι είτε ή ' Αντιβασιλεία, είτε δσοι άλλοι ήσαν άρχηγέται τής ζύμης έκείνης, μετά τήν έμφάνισιν τής έν Μεσσηνίςι στάσεως, μάλλον δέ δτε είδον δτι δέν ήθελον δυνηθή ν’ άποδείξωσιν αύτήν ώς κινηθεϊσαν έκ τών έν φυλακή δντων3, καθώς έπεθύμουν, τότε ήθελον μεταχειρισθή παντοίων είδών μηχανάς διά νά θανατώσωσι τούς έν τή φυλακή, ώστε νά φέρωσιν είς πέρας τόν περί ου ό λόγος σκοπόν των, τόν όποΐον διά νά κατορθώσωσιν, έβεβαίωσαν τήν Άντιβασιλείαν δτι υπάρχει μία συνωμοσία συγκειμένη άπό 800 σχεδόν, καί δτι αύτοί θέλουν θέσει διά νυκτός πΰρ είς τάς οίκείας τής Ναυπλίας, μεταξύ δέ τής πυρκαϊδς έκείνης θ’ άρπάσωσιν έκ τών φυλακών τούς φυλακισθέντας, καί θά έξέλθωσιν έναντίον τής Κυβερνήσεως· ή δέ ’ Αντιβασιλεία πεισθεΐσα έξέδωκε διαταγήν, δτι άμα τώ φανήναι πΰρ είς μίαν μόνην οικίαν, νά φονεύσωσιν α( φρουραί τούς έν 1. «Πρακτικά», σ. 381. 2. Id. 3. «Κανείς άλλος βέβαια», σημειώνει ο Φραντζής, ·όέν γνωρίζει τάς Ανατυχϊας τών φυλακισθέντων έκτός Ικείνων οίτινες τάς ύπέφερον».
605
φυλακή δντας· άλλ’ ή θεία πρόνοια ηύδόκησε καί κατά τοΰτο, καί δέν έφάνη τοιαύτη τις αίτια»1. Κι άλλοτες σου είπα πως εκείνο τον καιρό είχανε μεγάλη πέραση οι πολιτικοί διάλογοι. Η «Αθηνά», γυ ρεύοντας να δείξει πως και τούτη η νέα συμφορά του εμφύλιου πολέμου ήταν έργο ξενικό, δημοσίεψε έναν διάλογο με τον τίτλο «Γάλλος και Έλλην», που απ’ αυτόν τυπώνω τούτο δω τ’ απόσπασμα: «"Ελλην: Ήμεϊς γνωρίζομεν έκ πείρας τήν σημερινήν τών δυνατών πολιτικήν· ένσπείρουν διχονοίας καί διαιρέ σεις είς τούς λαούς, ώς Εκαμε τό πάλαι είς τούς "Ελληνας, τής Μακεδονίας ό Φίλιππος, διά νά τούς Εκνευρίσουν καί νά τούς μεταχειρισθοΰν Επειτα όπως θέλουν. Γάλλος: Καί ποίαν πείραν Εχετε σείς τοιαύτης πολιτι κής; "Ελλην: Ούδ’ ήμάς ήθελες ίσως βλέπει διηρημένους, άν Ελλειπον οί ξένοι έν γένει άπό τήν πατρίδα μας. Γάλλος: Καί λοιπόν σείς Επιθυμείτε τών άρχαίων Σπαρτιατών τήν ξενηλασίαν; "Ελλην: "Οχι τοΰτο. Έπιθυμοΰμεν νά Ελλειπον μόνον δσοι τών ξένων σκανδαλίζουν ή μάς διαιροΰν. Τούς δέ βιομηχάνους, τούς τεχνίτας, τούς γεωργούς καί άλλους όμοιους αύτών, δεχόμεθα εύχαρίστως καί τούς άγαπώμεν ώς άδελφούς. Κατά δυστυχίαν μας δμως, δσοι Ερχονται είναι άπό τούς ζητοΰντας βαθμούς καί άξιώματα. ΟΙ δέ άπεσταλμένοι πολιτικοί προσπαθοΰν νά ύποστηρίζουν Εκαστος τούς Ιδικούς του καί οΟτω νά μάς άπομακρύνουν άπό τ’ άληθινά μας συμφέροντα»2.
1. Φραντζή op. cit. τ. y '. σ. 174-175. 2. ..Αθηνά··. αρ. 181 — 22.9.18.14.
606
Η ΕΥΚΟΛΗ ΝΙΚΗ
Οΐ ΦΟΥΚΑΡΑΔΕΣ που τόσο άτιμα ξεγελάστηκαν και σήκωσαν τη σημαία της ανταρσίας δεν είχανε την παραμι κρή ελπίδα επιτυχίας. Η δύναμη των ξένων και της δουλικής σ ’ αυτούς κυβέρνησης στεκόταν τέτοια, που μπορούσαν να τους συντρίψουν με τη μεγαλύτερη ευκο λία. Κι έπειτα, ο Μητροπέτροβας, ο Γκρίτζαλης, ο Τσαμαλής, ο Κόλιας κι ο Μήτρος Πλαπούτας, αν και παλικάρια, δεν είχανε το κύρος που χρειάζεται για να σταθούν ηγέτες μιας επανάστασης. Το πρώτο που έκανε η κυβέρνηση ήτανε να βγάλει, στις 4 του Αυγούστου 1834, μια προκήρυξη «πρός τούς κατοί κους τών νομών ‘Αρκαδίας καί Μεσσηνίας» που άρχιζε με τούτα δω τα λόγια: « Ή Κυβέρνηση τής Αύτοϋ Μ εγαλειότητος έμα θε μετά λύπης, δτι ραδιούργοι καί ταραξίαι ήναψον είς τούς Νομούς σας τό πϋρ τής διχονοίας καί προετοιμάζουν τήν πυρκαϊάν τοΰ εμφυλίου πολέμου. •Τετυφλω μένοι οί αναίσθητοι έτόλμησαν νά ύψώσουν χείρ ας έγκληματικάς κατά τών οργάνων τής έξουοίας καί τών άντιπροσώπων τοϋ Σεβαστοϋ ήμών Μονάρχου. (...) » Ά π ατηθέντες άπό λόγους Απατηλούς τών αρχηγών τής θεοστυγοϋς αύτής ανταρσίας κάτοικοι τών πόλεων καί χωρίων σας παραφρόνως ένώθησαν μ ετ ' αύτών καί όργανα καί βοηθοί έγένοντο τών βδελυρών των σκοπών. »Μ ' όλα ταϋτα ή πατρική Κυβέρνησις τής Αύτοϋ μεγαλειότη το ς δέν συγχέει τούς άποπλανηθέντας μετά τών πρωταιτίων, καί ή Βασιλική συγχώρηοις θ έλει έκτανθή έ φ 'δ λ ω ν έκείνων, ο'ιτινες θέλουν άποχωρισθή άπά τούς άληθεϊς εγκληματίας, τούς όποιους περιμένει ή έκδίκησις τών νόμων».
Έ δινε στους αποπλανημένους προθεσμία τέσσερις μέ 607
ρες, από τη στιγμή «καθ’ ήν θέλει διακοινωθή ή προκήρυξις αΰτη», γιά «νά τεθούν ύπό τάς διαταγάς τών Αρχών». Αφού για αρχηγούς ονόμαζε τους Μήτρο και Κόλια Πλαπούτα, τον Γκρϊτζαλη, τον Νικήτα Ζερμπίνη, τον Μητροπέτροβα και τον Σεργόπουλο, τους προσκαλούσε να παραδοθούν κι αυτοί μέσα σε τέσσερις μέρες. Διαφορετικά προσκάλαγε «δλους τούς καλούς πολίτας νά τρέξωσι κ α τ’αύτών διά νά τούς συλλάβωσι ζώντας ή νεκρούς καί δστις ήθελε τούς συλλάβει ούτος θέλει λάβει ώς βραβεΐον τρεις χιλιάδας Δραχμάς διά τόν καθένα έξ αύτών». Η προκήρυξη, που την υπογράψανε ο Κωλέτης, ο Λεσουϊρ, ο Ρίζος, ο Σχινάς κι ο Θεοχάρης, έλεγε ακόμα πως «τά έξοδα τής έκστρατείας τής διευθυνομένης παρά τής Κυβερνήσεως κατά τών άνταρτών θέλουν πληρωθη άπό τά πωληθησόμενα κτήματα τών άρχηγών τής άνταρσίας καί τών άναγνωρισθησομένων συνενόχων των». Ο Κωλέτης, μάνα για εμφύλιους πολέμους, φανέρωσε, για μια φορά ακόμα, όλη την ικανότητά του στο κακό. Έ ριξε το σύνθημα: αρπάξετε και διαγουμίσςτε. Διόρισε, εξόν από τον Χατζηχρήστο, άλλους δυο σημαντικούς καπεταναΐους να στρατολογήσουν και να χτυπήσουν τους αντάρτες της Αρκαδίας- τον Ρουμελιώτη Γαρδικιώτη Γρί βα και τον Μοραίτη Κανέλλο Δεληγιάννη. Απ’ όπου πέρναγαν, τρέχανε να μπούνε οι παλιοί αγωνιστές κάτω από τις προσταγές τους με την απαντοχή, μέσα στη φοβερή δυστυχία τους, κάτι να οικονομήσουν. 'Οταν ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που του δώσανε το βαθμό του συνταγματάρχη, έφτασε στην Τριπολιτσά, φώναξε τους δημογέροντες και τους είπε: — Έ χω από το βασιλιά μου κάρτα μπιάγκα για τους Νάπηδες κι εδώ είναι πολλοί. Εγώ δεν έχω Μπούρτζι (τις θαλασσινές φυλακές του Αναπλιού), μα κόψιμο, κρεμάλα, παλούκι. Ενάντια στους επαναστάτες που βρίσκονταν στη Μεσ σηνία ρίξανε όχι μονάχα τα γερμανικά, κάτω από τις διαταγές του Σμαλτς, στρατεύματα, που πριν από λίγο πολεμούσαν στη Μάνη, μα και τους Μανιάτες μ’ αρχη 608
γούς τον Κατσάκο, τον Τζανετάκη, τους Γιατράκους κι άλλους. Στις 5 του Αυγούστου δυο χιλιάδες Γερμανοί και Μανιάτες κίνησαν από την Καλαμάτα για το Ασλάναγα, χωριό του Τσαμαλή, όπου βρισκόταν κι ο Μητροπέτροβας. Οι λιγοστοί χωριάτες που είχανε μαζί τους δεν μπόρεσαν βέβαια ν’ αντιβγούν σε τόση δύναμη. Ά λ λοι πιάστηκαν κι άλλοι ξέφυγαν στα βουνά. «Τό δέ χωρίον 'Ασλάναγα», γράφει σε γράμμα του ο Κανέλλος Δεληγιάννης, «κατεκάη όλοτελώς παρά τών Βασιλικών Στρατευμάτων ώς φωλεά τών στασιαστών»1. Από κείνη τη στιγμή, η επανάσταση στη Μεσσηνία ξεχαρβαλώθηκε. Οι λίγοι που γύριζαν ακόμα, μπουλούκια ασύνταχτα, ρίχνανε τ’ άρματα. Ο Τσαμαλής πιάστηκε. Ο Μητροπέτροβας, που με τα παιδιά του και τα εγγόνια του τράβηξε στο χωριό του κι αμπαρώθηκε στο σπίτι του, βλέποντας πως μάταιη στεκόταν πια κάθε αντίσταση και πως την τυχόν επιμονή του στον ανέλπιδο αγώνα θα την πλέρωναν οι δικοί του, προσκάλεσε τον Κανέλλο Δεληγιάννη και παραδόθηκε. Ο σηκωμός στην Αρκαδία κρίθηκε στη μάχη που δόθηκε στο χωριό Σούλο, σιμά στη Μεγαλόπολη. Από τις 7 του Αυγούστου ο Χατζηχρήστος κι ο Κανέλλος Δεληγιάννης είχανε στρατοπεδέψει όξω απ’ αυτό. Την άλλη μέρα, ξεκίνησε ο Γαρδικιώτης από τον κάμπο του Σι νάνου για να τους ανταμώσει και κατά τις 5 1/2 τ’ απόγεμα μπήκε στη Βρωμοσέλα. Δεν πέρασε καν μισή ώρα κι είδε, από το μέρος του Σούλου, να κατεβαίνει ένα ασκέρι «διοικούμενον άπό τόν περιώνυμον Γρίτζαλην». Ή τα νε ως 1.200 νοματαίοι μ’ αρχηγούς, εξόν από τον Γκρίτζα λη, τους δυο Πλαπουταίους και τον Ζερμπίνη. Τους ρίχτηκαν οι κυβερνητικοί απ όλες τις μεριές. Ά δικα πάσκισαν ν’ αντιβγούν. Λύγισαν και γύρεψαν στη φυγή τη σωτηρία τους. « Όταν τούς έκυνηγούσαμε», γράφει στην έκθεσή του ο Γρίβας, «τούς έφωνάζαμεν υποσχόμενοι, δτι δέν θά πάθουν τίποτε, άν παραδοθοΰν. Έστάθη δμως άδύνα ι. <■Σωτήρ», αρ. 59 — 12.8.1834.
609
τον νά πεισθοΰν. Τούς έκτυπήσαμε καί τρέχοντας έζωγρήσαμεν 35 καί έφονεύσαμεν έως 50, έλάβομεν δύο σημαίας, τήν μίαν ίνας χωροφύλαζ ίππεύς, τήν δέ άλλην Ιδικός μου. Όλοι οί Έλληνες έφορτώθησαν λάφυρα». Κι οι άλλοι, κυρ Γαρδικιώτη Γρίβα, τι ήτανε τάχατες; Δεν ήτανε 'Ελληνες; Κι από πού, για να 'χουμε καλό ρώτημα, φορτωθήκατε τα λάφυρα; Γδύσατε, δηλαδή, για μια φορά ακόμα το δύστυχο χωριάτη. Το χωριό Σούλο, που σε τίποτις δεν έφταιξε, το κάψανε οι κυβερνητικοί, γιατί «οί χωρικοί ήσαν έκπαλαι έναντίον τοϋ κυρίου Κανέλλου Δεληγιάννη»'. Κάνανε και πολλές άλλες αυθαιρεσίες κι η «Αθηνά» μνημονεύει τούτο δω το τραγικό περιστατικό: Ένας ταγματάρχης «κατελιάνισεν τόν Πανάγον Κουρνικιώτην πενηκοντούτην πάντη άναιτίως, ίστάμενον μέ μόνην την ποιμενική ράβδον του έντός τοΰ χωρίου Σούλου, κάτοικον δντα αύτοΰ. Είς δέ τόν κατακερματισμόν τοΰ άθώου γέροντος κατεκερματίσθη καί τό ξίφος του καί καταιματωθείς, τό μέν ξίφος Επεμψεν είς Ναύπλιον, πρός έπίδειξιν Ίσως, τούς δέ Ιξ παίδας τοΰ κατασφαγέντος καί τήν σύζυγον αύτοΰ άπορφάνισεν»2. ' Οσους ζώγρησαν στη μάχη, φουκαράδες χωριάτες όλοι τους, τους πήγαν σ τ’ Ανάπλι και να πώς μας τους περιγρά φει ο Σ ω τή ρ α ς: «Αύτήν τήν στιγμήν (Κυριακή 9 ώρα π.μ.) έφεραν είς τήν πόλιν μας 30 αιχμαλώτους άντάρτας μέ τήν σημαίαν των, ήτις φέρει τόν Φοίνικα. ' Η συρροή τοΰ λαού άναρίθμητος, διά νά Ιδη αύτά τά τερατόμορφα θηρία, τά όποια έτόλμησαν νά ξεσχίσουν τούς κόλπους τής πατρίδος μας»1. 1. «Αθηνά», αρ. 170 — 15.8.1834. 2. «Αθηνά», αρ. 174 — 29.8.1834. 3. «Σωτήρ», αρ. 59 — 12.8.1834. 610
Ο Γκρϊτζαλης, έχοντας μαζί τους ως 300 νοματαίους, τράβηξε στο χωριό Καρυές. Αφού χτυπήθηκε κι εκεί, πέρασε, με τους λιγοστούς που τ’ απόμεναν, από τα Στάσιμα, μα οι Στασιμιώτες, όπως φοβήθηκαν μην πάθουν όσα κι οι χωριάτες του Σούλου, δεν τον άφησαν να μπει. Το ’σκάσε για την Τριφυλία. Οι κυβερνητικοί όμως πιάσανε τους δικούς του στο Ψάρι και τότες, για να τους σώσει, παραδόθηκε στον Γρίβα που τον κυνηγούσε. Σ’τις 14 του Αυγούστου, ο Χατζηχρήστος κι ο Κανέλλος Δεληγιάννης πήρανε την Ανδρίτσαινα κι ο Ζερμπίνης, ο ανεψιός του Κολοκοτρώνη, παρουσιάστηκε από μόνος του. Σε λίγο πιάστηκαν κατά τα μέρη της Ηλιοδώρας ο Κόλιας κι ο Μήτρος Πλαπούτας «οί Ενδοξοι 'Αρχιστράτη γοι καί Διευθυνταί της άνταρσίας, οί Εντιμοι άντιπρόσοΜοι τοΰ άντεθνικού καί ραδιουργικοΰ κόμματος», όπως έγραφε ειρω νικά ο «Σωτήρας»1. Μέσα σε δεκαοχτώ μονάχα μέρες όλα τέλειωσαν. Μια νέα ματοβαμμένη σελίδα της ιστορίας μας είχε γυρίσει ο δείχτης κι ο αντίχειρας της Ελλάδας. Ο μόνος από τους αρχηγούς που δεν είχε ακόμα πέσει στα χέρια των κυβερνητικών ήτανε ο Ασημάκης Σεργόπουλος, που σ ’ όλη τούτη την τραγωδία έπαιξε τον ίδιο σκοτεινό ρόλο όπως κι ο Κουβαράς. Ο Σεργόπουλος λογαριαζόταν απ’ όλους άνθρωπος δίχως υπόληψη κι η «Αθηνά» τον ονομάζει «κακοηθέστατον κι άσήμαντον»2. Ο «Σωτήρας» λέει πως γύρεψε να παίξει το ρόλο «γραμματέως τής Επικρατείας τών άνταρτών», δηλαδή πρωθυπουρ γού. Στη Δημητσάνα ζούσανε συγγενείς του και σωστά λογάριασαν πως σ ’ αυτούς θα πήγε να κρυφτεί. Κοίταξαν μα δεν τον πέτυχαν. Ό πω ς όμως είχανε πεποίθηση πως εκεί θα ’πρεπε να ’ταν, ξανάψαξαν και τον βρήκαν χωμένο στη χρεία στο σπίτι της αδερφής του. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που έφτασε την άλλη μέρα στη Δημητσάνα, 1. «Σωτήρ», αρ. 62 — 26.8.1834. 2. «Αθηνά», αρ. 179 — 15.9.1834.
611
πρόσταζε να τον φέρουνε μπροστά του. Ή ταν εκεί κι ο έπαρχος Νέγκας και χωροφύλακες. Ο Δεληγιάννης σκύβει και κάτι του λέει στ’ αυτί. Του γύρεψαν να φανερώσει όσα ξέρει. —Έτοιμος είμαι να το κάνω, φτάνει να μείνω μόνος με τη γενναιότητά του, αποκρίθηκε δείχνοντας τον Δεληγιάννη. Αφού μείνανε κάμποση ώρα μοναχοί, φώναξαν γραμμα τικό να γράψει την κατάθεσή του. Κι ο Σεργόπουλος ξομολογήθηκε το καθετί όπως τ’ αποθυμούσε ο κυρ Κα νέλλος. «Είναι γνωστή» έγραφε η Εποχή «ή μυστική συνέντευξις τοΰ Καννέλου Δεληγιάννη μέ τόν Σεργόπουλο, τής όποίας γενομένης ένοχοποιήθησαν πολλοί έκ τών σταλέντων υπόπτων είς τό πολεμικόν δικαστήριον»1. «Μετά ταΰτα», έλεγε κι η Αθηνά, «Αρχισαν νά έκπορεύωνται άπό τό κατάλυμα τοΰ Κ. Δεληγιάννη διάφοροι κομματικοί περικοπαί τής έκθέσεως τοΰ πρωταγωνιστοΰ τοΰ δράματος τής άνταρσίας, φέρουσαι δτι τήν προμελετωμένην άνταρσίαν έγνώριζεν ούτος καί έκεΐνος- δτι ό ’Ασημάκης τήν έγνωστοποίησεν πρός τόν δείνα καί δείνακαί δτι ό δείνα είπε τό καί τό πρός τόν Άσημάκην καί τοιαΰτα άλλα. Έρωτώμεν τώρα διατί στρατιωτικός άξιωματικός άνεδέχθη Ιργα έξεταστικά καί έξομολογητικά, μ’ ίνα λόγον Εργα, τά όποΐα είναι άλλότρια τής στρατιωτι κής ΰπηρεσίας καί άνήκουν εις μόνην τήν δικαστικήν δικαιοσύνην;»2. Δηλαδή ψύλλους στ’ άχυρα γύρευε η εφημερίδα!
1. «Εποχή», αρ. 4 -
7.10.1834.
2. ..Αθηνά··. αρ. 176 — 5.9.1834.
612
ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ συγκρότησε έκτακτο στρατοδικείο, για να δικάσει τους ενόχους. Στρατοδίκες διόρισε τον Θωμά Γκόρντον πρόεδρο, τον συνταγματάρχη Π. Γιατράκο, τον αντισυνταγματάρχη Σπυρομήλιο, τους δικαστές Φ. Φρα γκούλη κι Αν. Λόντο μέλη, κι επίτροπο της επικρατείας, εισαγγελέα δηλαδή, τον Δ. Σούτσο. 'Εδρα του στρατοδι κείου όρισε την Κυπαρισσία, όπου ξέσπασε η ανταρσία. Πρόσεξε τρία ονόματα δικαστών. Και πρώτα του Γκόρ ντον, του Εγγλέζου στρατιωτικού που έγραψε κι ιστορία της ελληνικής επανάστασης. Δεν ξετάζουμε αν ένας Έλληνας πρόεδρος του στρατοδικείου θα ’ταν καλύτερος ή όχι απ’ αυτόν. Για κείνο που σωστά απορούμε στέκεται κάτι άλλο. Πως, για μια υπόθεση ολότελα εσωτερική, βάλανε πρόεδρο ξένο να δικάσει τους φταίχτες. Και παραξενευόμαστε ακόμα και μ’ αυτόν τον ίδιο τον Γκόρντον, που δέχτηκε να παίξει έναν τέτοιο ρόλο. Η άρνησή του να μπερδευτεί θα ’τανε τιμή γΓ αυτόν. Θυμίζουμε ακόμα πως όλοι οι κατηγορούμενοι ήτανε Ναπαίοι. Μ’ άλ λα λόγια, ακολούθαγαν το ρωσόφιλο κόμμα. Κι όμως, διόρισαν Εγγλέζο να τους δικάσει. Και σαν να μην έφτανε μήτε αυτό, σε λίγο, όπως θα δούμε, θ’ αντικαταστήσουν τον Δ. Σούτσο και θα βάλουνε στη θέση του εισαγγελέα πάλι Εγγλέζο, το γνώριμό μας Μάσον. Το δεύτερο όνομα που επιθυμώ να προσέξεις είναι του Σπυρομήλιου. Στάθηκε, καθώς θα θυμάσαι, ένας απ’ όσους πιάστηκαν μαζί με τον Κολοκοτρώνη. Αφού σίτεψε εννιά μήνες στη φυλακή, τον έβγαλε ο Κωλέτης με τους άλλους Ρουμελιώτες και τώρα, ο παμπόνηρος πρωθυπουργός μας, τον διόριζε δικαστή. Ίσω ς να ’χεις ακουστά το σκοτσέζικο ντους· σου ρί χνουν με τη μάνικα μια ζεστό και μια κρύο νερό. Αυτό το σύστημα θ’ ακολουθήσουν από κει και πέρα οι κυβερνήτες 613
μας. Τους χώνανε πριν στα σίδερα κι έπειτα τους βγάζανε και τους δίνανε παράσημα κι αξιώματα. Θα θυμάσαι εκείνον τον Μαμούρη που ο Νέζερ μας παράστησε πώς τον πιάσανε στη Λιβαδειά και πώς τον κλείσανε στο Παλαμήδι συντροφιά με τους χειρότερους κακούργους. Αν ζούσαμε κείνη την εποχή, θα τον βλέπαμε να καμαρώνει, μόλις βγήκε από τα μπουντρούμια, υπασπιστής του Όθωνα, ακολουθώντας τον στην περιοδεία του στη Ρούμελη. Το τρίτο όνομα που θα ’θελα να προσέξεις είναι του Σούτσου. Κι αυτόν, που ήτανε γαμπρός του υπουργού της Δικαιοσύνης Σχινά, τον θυμόμαστε από τη δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, όπου σ' αυτήν έπαιξε το παιχνίδι της αδικίας που του γύρεψε η εξουσία. Κι όμως, τώρα θα τον δούμε να γυρεύει να ψηλώσει στη συνείδηση του έθνους. Ό πω ς «κολλητικό» είναι το κατρακύλισμα στο κακό, όμοια είναι και τ’ ανέβασμα στο καλό. Θέμε δηλαδή να πούμε πως φιλοδόξησε κι αυτός ν’ ακολουθή σει την αρετή που δείξανε ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης. Σ’ έκθεσή του λοιπόν στην κυβέρνηση γνωμάτευε πα^ς το έκτακτο στρατοδικείο δεν είχε αρμοδιότητα να κρίνει εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και πως αυτά θα ’πρεπε να δικαστούν από τ’ ανώτατο εγκληματικό δικαστήριο του Αναπλιού, που είχε δικάσει και τον Κολοκοτρώνη. Η γνωμάτευσή του απορρίφτηκε βέβαια. Καλή στάση κράτησε κι ο δικαστής Αναστάσιος Λόντος, που του αναθέσανε ανακριτικά καθήκοντα. Κείνο που αποθύμαγε πιότερο από καθετί άλλο ο Κωλέτης ήτανε να βγάλουνε ένοχους τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπού τα και τις άλλες κεφαλές των Ναπαίων που βρίσκονταν στις φυλακές, με την κατηγορία πως αυτοί στάθηκαν οι αρχηγοί της ανταρσίας κι οι άλλοι όργανά τους. «Έ γένοντο δέ» γράφουν τα Π ρ α κ τ ικ ά «μυρίαι έπιβουλαί, διά νά ένοχοποιήσουν τούς μέν καί δέ τών κρατουμένων έν φυλακή, άλλ’ άπέτυχον χάρις είς τόν έθνισμόν τών Ε λλήνων δικαστών, μεταξύ 614
τών όποιων έπέχει τόν πρώτον καί έντιμότερον τόπον, ώς εισηγητής καί δικαστής, ό κ. 'Αναστά σιος Λόντος, τοΰ όποιου ή είς αύτήν τήν περίστασιν διαγωγή είναι άνωτέρα έπαίνου παντός»1. Ό μ οια Έλληνας, σ ’ αυτή την περίσταση, φανερώθηκε κι ο προύχοντας του Μόριά Αντρέας Ζαίμης, που η κυβέρνηση τον διόρισε στις 9 Αυγούστου, με τον τίτλο Έκτακτος Αυλικός Επίτροπος, πρόεδρο μιας επιτροπής που τ’ άλλα δυο μέλη ήτανε ο Γ. Βαλτινός και ο Δ. Μελετόπουλος. Κάτω από τη διαδικασία της βάλανε όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές στα μέρη που στασιάσανε. Ό τα ν πήρε τέλος η ανταρσία, έγραψε κι αυτός στην κυβέρνηση πως δεν μπόρεσε να βρει, όσο κι αν έψαξε, πως οι φυλακισμένοι στο Παλαμήδι Κολοκο τρώνης και Πλαπούτας είχανε την παραμικρή σχέση μ’ αυτή. Έλεγε πως αρχηγοί στάθηκαν εκείνοι που ονομα στικά μνημόνεψε η κυβέρνηση στην προκήρυξή της. Ξεκαθάριζε ακόμα πως μονάχα αυτοί έπρεπε να τιμωρη θούν, κι όλους τους άλλους, σύμφωνα με την υπόσχεση της αμνηστίας που είχε δοθεί, να τους αφήσουν λεύτερους. Μα όλα αυτά δεν άρεσαν βέβαια στον «Σωτήρα», που έγραψε ένα άρθρο λέγοντας, πως καιρός ήτανε να πάρει μέρος η κυβέρνηση «με την Ελλάδαν ή εναντίον της Ελλάδος». Ή τανε δηλαδή ο συντάκτης τούτης της εφημε ρίδας απ’ όσους πιστεύουν πως η Ελλάδα είναι ο εαυτού λης τους κι άλλος κανείς. Χρειάζεται να σου πω δυο λόγια για τον περιβόητο μας Σχινά. Αμοιβή της προδοσίας του στάθηκε... η απόλυσή του! Μια κι ήτανε όργανο του Μάουρερ, ο παντοδύναμος πια προϊστάμενος της αντιβασιλείας Άρμανσπεργκ του τράβηξε μια κλοτσιά και τον ξαπόστειλε από κει που ήρθε. Στη θέση του βάλανε υπουργό της δικαιοσύνης τον Γ. Πραΐδη. Ο Σχινάς έφυγε για τη Γερμανία, όπου, με I. -Πρακτικά.., σ. 3ΚΙ.
61S
προξενιό του Μάουρερ, παντρεύτηκε την κόρη του Γερμα νού καθηγητή των νομικών Σαβινί. Η «Αθηνά», στο πέσιμό του, έγραψε τούτα δω τα λόγια, που πέρα ως πέρα τ ’ άξιζε το ξενόδουλο ανθρωπάκι: « Ό κ. Κ. Σχινάς μέχρι τοΰδε Γραμματεύς τών ’Εκκλη σιαστικών, τής Δημοσίου ’Εκπαιδεύσεως καί τής Δικαιο σύνης, £πειτα άπό τόσας έλπίδας τάς όποίας Ετρεφεν ύπέρ έαυτοΰ πρό τινων ήμερών, Επεσε τέλος πάντων πτώσιν όλισθηράν, πτώσιν εύχαριστήσασαν τό Κοινόν, καί είς τήν πτώσιν ταύτην τόν έσπρωξαν αί προλαβοΰσαι άσσυλόγισται καί άπότδλμαι πράξεις του. » Ό Κύριος ούτος, τόν όποϊον οϋτε έγνώρισεν ή 'Ελλά δα, οϋτε μετοχήν τοϋ τελευταίου πολίτου Ελαβε είς τόν Ιερόν ύπέρ τής αυτονομίας της άγώνα- ό κύριος Σχινάς λέγομεν, δστις οϋτε κανείς "Ελλην κάν έγνώριζεν άπό τί μαλλί βαστά ή σκούφια του, κατά τήν παροιμίαν, αύτός ό κύριος διά τής φαναριωτικής έπιτηδειότητάς του ή όποία είναι δλη έπισεσωρευμένη είς αύτόν, κατώρθωσε, διά τοϋ κ. Μάουρερ, νά γένη πρώτον υπουργικός σύμβουλος. Επειτα Επίτροπος τοϋ Βασιλέως είς τήν Ίεράν Σύνοδον, καί τέλος Γραμματεύς ώς άνωθεν»1. Ίσω ς ρωτήσεις γιατί ο Άρμανσπεργκ δεν έδιωξε και τον Κωλέτη. Αυτόν θα τον διώξει παραΰστερα, για την ώρα όμως τον είχε ανάγκη. Καλύτερο από την αφεντιά του δεν μπορούσε να πετύχει, για να πνίξει τα κινήματα ενάντια στους ξένους. Τ ’ απόδειξε με τον τρόπο που τύλιξε τους Μανιάτες και το πώς, με ’Ελληνες κι όχι με Βαβαρούς, χτύπησε την επανάσταση της Μεσσηνίας. Του ήτανε όμως χρήσιμος και για κάτι άλλο ακόμα. Στους Γερμανούς, Ελβετούς κι άλλους πραιτωριανούς που σκο τώθηκαν στη Μάνη είτε πέθαναν από τις κακουχίες, ο Κωλέτης, για να φανεί ευχάριστος στους ξένους αφεντά· δες, μοίραζε απλόχερα στους συγγενείς τους συντάξεις, ωσάν να τα ’δινε από την κάσα του πατέρα του. 'Οταν I.
616
-Αθηνά». αρ. 169 — 11.8.1834.
μήτε μια χήρα καν ή απροστάτευτο παιδί από τους τόσους ήρωες που πέσανε στον τρομερό οχτάχρονο για τη λευτε ριά μας αγώνα δεν είχε πάρει ακόμα σύνταξη, ο Κωλέτης χάρισε, μέσα σε λίγους μήνες μοναχά, δυόμισι εκατομμύ ρια δραχμές εκείνου του καιρού στις φαμελιές των Γερμα νών και Ελβετών που χάθηκαν στην εκστρατεία της Μάνης. «Κι όσοι από αυτούς σκοτώθηκαν εκεί», γράφει ο Μακρυγιάννης, «δΐνομεν σύνταξη των φαμελιών τους εις την Μπαυαρϊα (...) Κι αφανίστη το δυστυχισμένο ταμείον πήραμε δάνεια και θα σωθούνε εις αυτά
«ΑΔΙΚΑ ΠΕΘΑΙΝΩ!...» ΠΡΩΤΟΣ δικάστηκε από το στρατοδικείο ο Γκρίτζαλης, που ο «Σωτήρας» τον ονόμαζε τον «γενναιότερο καί δραστη ριότερο τών κορυφαίων τής Πελοποννησιακής άνταρσίας»2. rf δίκη του άρχισε στις 15 του Σεπτέμβρη και τέλειωσε έπειτα από δυο μέρες. Δε γύρεψε ο τίμιος άντρας να ρίξει, για να σωθεί, σ ’ άλλονε το βάρος. Το πήρε όλο πάνω του. Είπε πως αν τον ακολούθησαν οι χωριάτες ήταν γιατί οι ενοικιαστές των φόρων τους κλέβανε στο ζύγισμα της δεκάτης. 'Οταν ρωτήθηκε γιατί έπιασε το νομάρχη Χρη στίδη, αποκρίθηκε: —Για να τον προστατέψω. Κι η απάντησή του αυτή έκανε τότες μεγάλη εντύπωση. «Τίποτα δέν έδυνήθησαν ν ’άνακαλύψουν άπό τήν δίκην τούτου», έγραψε η «Αθηνά»3. Κι όμως, τόσο από την απόκρισή του, πως οι χωριάτες πρόθυμα τον ακολούθησαν για τα δέκατα, όσο κι από τούτο δω το δημοτικό τραγούδι 1. Μακρυγιάννη op. cit. τ. β ’, σ. 73. Βλέπε κι εφημερίδα «Εποχή» 27.1.1835. 2. «Σωτήρ». αρ. 62 — 23.8.1834. 3. «Αθηνά», αρ. 174 — 29.8.1834.
617
που σώθηκε, βγαίνει πως ο σηκωμός, όσο κι αν στάθηκε αποτέλεσμα προβοκάτσιας, είχε και κοινωνικά αίτια: ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΓΚΡΓΓΖΑΑΗ Γιαννάκη. τ'είσαι κίτρινος και τ ’είσαι μαραμένος; -Παιδιά, σαν με ρωτήσατε, να σας το μολογήσω. Απόψε είδα στον ύπνο μου. είδα και στ'όνειρό μου. είδα μου σκόρπια' ο ταϊφάς και μου ‘φύγε τ 1ασκέρι και πως με πιάνουν ζωντανό αυτοί οι Βαρβαρέζοι. Χίλιοι με παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω. Κι οι πρόκριτοι μου λέγανε κι οι πρόκριτοι μου λένε: -Μαρτύρα τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη. -Παιδιά, πώς με περάσατε να ψευδομαρτυρήσω; Μονάχος μου το σήκωσα με την παλιοκαπότα. Ξήντα παράδες το σφαχτό, δυο γρόσια το μοσχάρι και τρία γρόσια τ ’άλογο, ποιος θιός το υποφέρει; Από τους δυο τελευταίους στίχους γίνεται φανερό πως η μεγάλη δυστυχία κι η δυσανάλογη μ’ αυτή ακρίβεια σπρώ ξανε πολλούς ν’ αδράξουν τ’ άρματα, με την ελπίδα να καλυτερέψουν κάπως τη ζωή τους. Ά κου τι λέγανε χωριάτες από το Ψάρι σε μια «ομιλία» που δημοσίεψε «αυτολεξεί» η Α θ η ν ά : «Έπιασε (ο βασιλιάς) κι Εβαλε χάψη δλους τούς Αρχηγούς μας καί τότε μδς πήρανε μπροστά νά πληρώνομεν δεκατιάν, νόμιστρα, βελανιδιάτικα, ξυλιάτικα, τί νά σοΰ ε(πώ, πόσα άλλα ήθελαν νά μάς φορτώσουν οί καλαμαράδες, δέν λέγονται»1. Ο Γκρίτζαλης καταδικάστηκε, με τούτη δω την απόφα ση του στρατοδικείου, σε θάνατο:
I.
618
"Αθηνά». αρ. 189 — 20.10.1834.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Τό κατά τήν Μεσοηνίαν καί Καρύταιναν Έ κτακτον Στρατιω τικόν Δικαστήριον, συγκείμενον παρά τοϋ Συνταγματάρχου κ. θωμά Γόρβωνος προέδρου, τοϋ Συνταγματάρχου κ. Παναγιώτου Γιατράκου, τών μελών τοϋ έν Ναυπλίω Δικαστηρίου κ.κ. 'Αναστασίου Λόντου καί Φ. φραγκούλη καί τοϋ Άντιουνταγματάρχου κ. Σ. Μήλιου δικαστών. Συνελθόν τήν 15 Σ/βρίου 1834 διά νά άκούση τήν κατά τοϋ Γιαννάκη Γκρίτζαλη έκ τοϋ χωρίου Ψάρι τής επαρχίας Τριφυλλίας κατηγορίαν τοϋ Επιτρόπου τής Έ πικρατείας καί δικάση περί αύτης (...). Έπειδή ό έγκαλούμενος, διευθύνων καί διατάττων τούς ύπ' αυτόν χωρικούς είς διάφορα πολεμικά έπιχειρήματα, άποδ εικνύεται άρχηγός, καί άρχηγός, όποϊον διαγράφει τό άθρρον 177 τοϋ Ποινικού Νόμου, ώς προσκαλέσας ρητως είς κακουργή ματα φόνου, σφαγής καί ληστεύσεως. Δ ιά τ α ϋ τ α ά π ο φ α σ ίζ ε ι 1. Ό Γιαννάκης Γκρίτζαλης, έκ τοϋ χωρίου Ψάρι τής έπαρχίας Τριφυλλίας, καταδικάζεται, ώς ένοχος στάσεως, είς θάνατόν κατά τόν I. Παράγραφον τοϋ Α ' έδαφ. τοϋ 177 άρθρου τοϋ Ποινικοϋ Νόμου. 2. ' Η θανατική ποινή νά έκτελεσ θή είς τήν θέοιν Τρουμπέν διά τουφεκισμού (...). 3. Ό Επίσκοπος τής Έ πικρατείας νά έκτελέση τήν παροϋσαν άπόφασιν έντός δύο ώρών κατά τό 16 άρθρον τοϋ άπό 5 (17) Σεπτεμβρίου 1833 περί έκτάκτου Στρατιω τικής δίκης νόμου. Έ ξεδ όθη καί έδημοσιεύθη έν Κυπαρισοίο τήν 17 Σεπτεμβρίου.
Πριν πε ράσου ν καν δυο ώρες, τον οδήγησαν, όπως όριζε η απόφαση, στη θέση Τρουμπέ, για να τον ντουφεκΐ619
σουν. Συνάχτηκε μεγάλο πλήθος να παρασταθεΐ στο τραγικό του τέλος. Προχώρησε μ* άτρεμο βήμα και στά θηκε στητός αντίκρυ στ’ απόσπασμα. Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και λίγο πριν δώσει ο επικεφαλής αξιωματικός το πρόσταγμα να πυροβολήσουν, φώναξε δυνατά για ν’ ακουστεί απ' όλους: —Αδέρφια, άδικα πεθαίνω. Γύρεψα τα δίκια των ΕλλήΗ ομοβροντία έσβησε για πάντα τη φωνή του κι ο Γκρίτζαλης, ο αγωνιστής της λευτεριάς μας, σωριάστηκε νεκρός στη γη από ελληνικά βόλια. Έπεσε θύμα μιας πλεχτάνης των ξένων και των δικών μας, που πήρανε πάνω τους να πνίξουνε μέσα στις καρδιές μας το Εικοσιένα. Ύστερα από τούτη την καταδίκη, ο εισαγγελέας Σού τσος γύρεψε ν’ απαλλαγούν δεκατρείς άλλοι κατηγορούμε νοι. Αυτό όμως δεν άρεσε στην κυβέρνηση, που αποφάσι σε, για λόγους τάχατες υγείας, να μεταθέσει αμοιβαία τον Σούτσο και τον Μάσον. Πρόσταξε λοιπόν το στρατοδι κείο να διακόψει προσωρινά τις εργασίες του, να πάει στην Πύλο, όπου στο Νιόκαστρο βρίσκονταν κάργα οι φυλακισμένοι, κι εκεί να καρτερέψει τον ερχομό του καινούργιου επίτροπου. Ο Μάσον δεν έφυγε μεμιάς από τ’ Ανάπλι, γιατί ήθελε να σταθεί αυτός εισαγγελέας στη δίκη του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη, με την ελπίδα πως θα κατάφερνε να καταδικαστούν. Η δίκη, που γΓ αυτή θα σου μιλήσω παραπέρα, γϊνηκε στις 24 του Σεπτέμβρη κι ο προκομμένος αυτός άνθρωπος, που τόσο πάσκιζε για το καλό μας, έφυγε ύστερα για την Πύλο. Το στρατοδικείο άρχισε ξανά τις δουλειές του με πρόεδρο κι εισαγγελέα Εγγλέζους. Στ’ αναμεταξύ είχανε στείλει από τ’ Ανάπλι σιδεροδεμένους στην Πύλο, για να δικαστούν από το στρατοδικείο, και τούτους εδώ τους κακούργους: τον Νικηταρά, τον Καλλέργη, τον Γενναίο και τον Κολίνο Κολοκοτρώνη, τον Σπηλιάδη, τον Βαλσαμάκη, τον Τσώκρη και τον Στρατηγόπουλο. «ΟΙ σταλέντες ΰποπτοί», γράφει η Ε π ο χή , 620
«ίτέθησαν είς φρικώδεις φυλακάς δπου μόλις άνέπνεον»1. Πρώτος, έπειτα από την αλλαγή στη σύνθεση του δικαστηρίου, δικάστηκε, στις 8 του Οκτώβρη, ο Μητροπέ τροβας, που όπως είπαμε ήτανε 83 χρονών. Στην απολογία του υποστήριξε πως δε στάθηκε αρχηγός. Κι ο δικηγόρος του Ν. Παντελέοντας, που ο πρόεδρος του δικαστήριου διόρισε εξ επαγγέλματος, γύρεψε την απαλλαγή του σύμ φωνα με την προκήρυξη της αμνηστίας. Ο Μάσον όμως αντιστάθηκε με λύσσα και ζήτησε την καταδίκη του σε θάνατο. Στην αγόρευσή του μίλησε με τόση εμπάθεια, πολλές φορές μάλιστα ολότελα έξω από το θέμα, που κι αυτός ακόμα ο συμπατριώτης του πρόεδρος Γκόρντον να τον παρατηρήσει. Το στρατοδικείο καταδίκασε τον Μητροπέτροβα σε θάνατο, με την ευχή όμως να του δοθεί χάρη. « Ή ποινή του», γράφει η Ε θ ν ικ ή «μετεβλήθη άπό τόν Βασιλέα είς δεσμά διά βίου, ώς ύπεργήρου καί ώς άγωνισθέντος ύπέρ πατρίδος»2. Ύστερα δικάστηκε ο Νικήτας Ζερμπίνης, ο ανεψιός του Κολοκοτρώνη. Ο Μάσον γύρεψε κι αυτουνού την καταδίκη σε θάνατο. Για ν’ αποδείξει πως ήταν αρχηγός, έφερε μάρτυρες τρεις προκρίτους και τρεις χωροφύλακες. Οι πρόκριτοι όμως, αντίθετα απ’ ό,τι καρτέραγε, αρνήθη καν πως ο Ζερμπίνης στάθηκε από τους αρχηγούς της ανταρσίας. Καταδικάστηκε σε 15 χρόνια πρόσκαιρα δε σμά, ως συναίτιος κι όχι ως αρχηγός αποστασίας. Ακολούθησε η δίκη του Κόλια και του Μήτρου Πλαπούτα. Καταδικάστηκαν κι αυτοί, σαν συναίτιοι, σε δεκα πέντε χρόνια φυλακή. Τους κλείσανε στα μπουντρούμια του Νιόκαστρου. Νέα παιδιά καθώς ήταν, κατάφεραν να πηδήσουν από το τειχί και να το σκάσουν, μα τους ξανάπιασαν. Αργότερα ο 'Οθωνας, έπειτα από παράκληση της μάνας τους, τους χάρισε την υπόλοιπη ποινή τους. Ύστερα γίνηκε η δίκη για τα όσα έτρεξαν στο Ασλάνα1. -Εποχή.·, αρ. 4 — 7.10.1834. 2. «Εθνική», αρ. 12 — 18.11.1834.
621
γα, όπου στις 30 του Ιούλη σκοτώθηκαν, καθώς θα θυμάσαι, τέσσερις χωροφύλακες. Τρεις στάθηκαν οι κατη γορούμενοι: ο Αναστάσης Τσαμαλής, ο Τήκρας κι ο Κάβδας. Ο Μάσον ζήτησε βέβαια την καταδίκη και των τριών σε θάνατο. Το δικαστήριο όμως αθώωσε τους δυο και καταδίκασε σε θάνατο μονάχα τον Τσαμαλή. Ή τανε μόλις τριάντα χρονών λεβέντης. Ό τα ν άκουσε την απόφα ση, είπε στους δικαστές του: —Μια χάρη σας γυρεύω- να μ’ αφήσετε, πριν μισέψω για τον άλλονε κόσμο, να δω για μια τελευταία φορά τη γυναίκα μου και τ ’ ανήλικα παιδιά μου. Ο Μάσον όμως, που σ ’ αυτόν έπεφτε σαν εισαγγελέας που ήταν να εκτελέσει την απόφαση, αρνήθηκε να κάνει στο μελλοθάνατο τούτη την τελευταία χάρη και πρόσταξε να τον οδηγήσουν στον τόπο της εκτέλεσης. Κι ο Τσαμα λής φανέρωσε την ίδια με τον Γκρίτζαλη παλικαριά. Στάθηκε ολόισιος μπροστά στ* απόσπασμα κι αφού έστρι ψε περήφανα το μουστάκι του για να πεθάνει ωραίος, άρχισε να προσεύχεται. Τον έκοψε κάποιος υπαξιωματικός σιμώνοντάς τον μ’ ένα μαντίλι στο χέρι για να του δέσει τα μάτια. —Ό χ ι, φίλε, του λέει ο Τσαμαλής· θέλω ν ’ αντικρίσω το Χάρο μ' ανοιχτά τα μάτια. Τα βόλια, από τα ίδια κείνα καριοφίλια που πολέμησαν τους Τούρκους, τον βρήκαν κατάστηθα και τ' άξιο παλικά ρι σωριάστηκε στη γη. Τον θάψανε σιμά στο τειχί του Νιόκαστρου της Πύλου, όπου ως τα τώρα κείνο το μέρος το ξέρουν ωσάν «του Τσαμαλή το μνήμα».
«ΕΚ ΤΩΝ ΑΞΙΩΤΑΤΩΝ» ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ κι άλλες καταδίκες, όλες πια με ποινές φυλάκισης και καμιά για θάνατο. Και τότες φανερώθηκε, 622
για μια ακόμα φορά, η μαυρΐλα της ψυχής του Μάσον. Το δικαστήριο, αφού χαραχτήρισε την εξέγερση για στάση, τιμώραγε εκείνους μοναχά που πιάστηκαν με τ' άρματα στο χέρι. Μα ο Μάσον γύρευε να καταδικαστούν κι όσοι φυλακίστηκαν στ’ Ανάπλι, που τους λογάριαζε υποκινητές τάχατες της ανταρσίας. Βλέποντας πως με το πνεύμα της επιείκειας που όλο και περισσότερο φανέρωνε το στρατο δικείο θα αθωώνονταν, υποστήριξε πως ήταν αναρμόδιο να τους κρίνει και πως θα ’πρεπε να δικαστούν, για εσχάτη προδοσία, από τα ταχτικά εγκληματικά δικαστή ρια. Το στρατοδικείο συνεδρίασε κι απόρριψε την ένστα σή του. Ο Μάσον όμως, μαθημένος από τα παλιά, όταν ήταν υπουργός ο Σχινάς, κατηγόρησε το στρατοδικείο πως μεροληπτούσε υπέρ των κατηγορουμένων και γύρεψε την επέμβαση του υπουργείου της Δικαιοσύνης. Ο Πραΐδης του αποκρίθηκε πως δεν ήτανε θέμα δικό του μα του στρα τοδικείου. Ακολούθησαν τότες βροχή οι αθωωτικές απο φάσεις. Ο Καλλέργης, ο Σπηλιάδης, ο Νικηταράς, ο Κολίνος Κολοκοτρώνης, ο Τσώκρης, ο Βαλσαμάκης, που από τ' Ανάπλι σιδεροδεμένους τους είχανε, όπως είπαμε, κουβαλήσει στην Πύλο και βρίσκονταν στα μπουντρούμια του Νιόκαστρου, απαλλάχτηκαν από κάθε κατηγορία. Το στρατοδικείο αθώωσε και τον Γενναίο Κολοκοτρώ νη, καθώς δεν βρήκε να ’χει σε τίποτα μπερδευτεί στην επανάσταση της Μεσσηνίας, αφού δα ήτανε, όταν ξέσπα σε, από μήνες φυλακισμένος στο Ιτς Καλέ. Πρόσταξαν να τον αφήσουν λεύτερο, μα ο Μάσον αντέδρασε. Είπε πως αν κρίθηκε αθώος για τούτη την υπόθεση, όμως στεκόταν υπόδικος για την άλλη, την παλιά συνωμοσία, όπου γ ι’ αυτή καταδικάστηκαν ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπού τας. Κι ο Γενναίος, αφού έμεινε 16 μήνες στα μπουντρού μια του Ιτς Καλέ και του Νιόκαστρου, βγήκε τέλος από τη φυλακή έπειτα από πρόταση του Σούτσου. Η «Εποχή» έγραψε τότες ειρωνικά, πως «χάρις είς τήν δραστηριότητα καί τήν έπιείκειαν τοΰ Μάσσωνος» έμεινε τόσον καιρό στα σίδερα. 623
'Οταν ο Σούτσος, γυρίζοντας από την Πύλο, πήρε τη θέση του Μάσον στο εγκληματικό δικαστήριο του Ανα πλιού, φρόντισε να ξεκαθαρίσει, όσο πιο γλήγορα μπο ρούσε, τις υποθέσεις εκείνων που πιάστηκαν τον Σεπτέμ βρη του 1833 μαζί με τον Κολοκοτρώνη. Ύστερα από πρότασή του απολύθηκαν από τις φυλακές, χωρίς καν να δικαστούν, ο Γρηγοριάδης, ο Μπούκουρας, ο Πελοπίδας, ο Χοϊδάς, ο Αθανασιάδης, ο Φραντζής, οι Παπατσωραίοι. Στις 15 του Νοέμβρη, δικάστηκαν στ’ Ανάπλι ο Γ. Βάγιας, ο Κ. Αλωνιστιώτης κι ο I. Πρεβεζάνος ή Τρικολόρος, που τους κατηγορούσανε, καθώς θα θυμάσαι, σαν υποκινητές της συνωμοσίας στη Ρούμελη. Η «Εποχή», που φοβήθηκε τυχόν επεμβάσεις της εκτελεστικής εξου σίας, έγραψε πως «είναι βάσις εύνομίας νά μένη ή Δικαιοσύνη πάντοτε Ανεπηρέαστος είς τήν ένέργειάν της. Ή τυραννία έγγίζει τόν κολοφώνα της έκεΐ, όπού οί δυστυχείς ευρίσκουν τόν ναόν τής Δικαιοσύνης γεμάτον άπό τά μιάσματα της π ο λ ι τ ι κ ή ς Οι φόβοι της όμως δε βγήκαν αληθινοί. Έπειτα από πρόταση του επίτροπου της επικρατεϊας, του Σούτσου δηλαδή, το δικαστήριο τους αθώωσε. Ας συνυπογράψουμε λοιπόν κι εμείς, έπειτα από την αρετή που φανέρωσε ο Σούτσος, τα όσα έγραψε γ ι’ αυτόν ο Τερτσέτης, αφιερώνοντάς του την απολογία του άμα την τύπωσε σε βιβλίο: «Έάν όλίγοι ή πολλοί έκ τής παρούσης γενεάς είναι άξιοι νά ζώσιν είς τούτους τούς θαυμασίους χρόνους τής Πατρίδος, δέν είναι έργον μου νά έρευνήσω, τοΰτο δέ μόνον καλώς έξεύρω δτι Σύ είσαι έκ τών άξιωτάτων»2. Ό σ ο για τον Αντρέα Μεταξά, τον αρχηγό των Ναπαίων, τον βγάλανε κι αυτόν από τη φυλακή και τον στείλανε, ακολουθώντας το σύστημα της «τιμητικής εξο 1. «Εποχή», αρ. 14 — 11.11.1834. 2. Τερτσέτη «Ά παντα — Απολογία», τ. γ ', σ. 261. Η υπογράμμιση του κειμένου.
624
ρίας», στη Μασσαλία, όπου θα καρτέραγε οδηγίες. «Σπεύδω δέ νά στιγματίσω» γράφει ο Δραγούμης στ’ α πομνημονεύματά του «δση μοι δύναμις τήν πρός αύτόν άγενή διαγωγήν τής ξενικής έκείνης έξουσίας, αίσθανόμενος άναγεννωμένην καί τήν ώραν ταύτην, μετά τεσσαρά κοντα ένιαυτούς, τήν άγανάκτησίν μου, Ιδόντος τόν τραυ ματίαν τοΰ Λάλα, άπαγόμενον ώς κατάδικον πρός με, διοικοΰντα τόν νομόν Κυκλάδων, ΐν’ άποστείλω είς τήν Γαλλίαν, φυλάξω δ’ έν τοσούτφ μετά προσοχής διά τόν φόβον μή δραπετεύση. Ύπέρ τάς τεσσαράκοντας ήμέρας έφιλοξένησα τόν άειπόθητον δνδρα διατρίψαντα μετά ταΰτα έν Μασσαλίςι πολλούς μήνας άργόν, άποσταλέντα δέ τελευταίον πρέσβυν είς ’Ισπανίαν»1. Πάνω στο Παλαμήδι απόμειναν πια φυλακισμένοι, α π’ όσους πιάσανε τον Σεπτέμβρη του 1833, οι δυο καταδικα σμένοι στρατηγοί, ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας. Για μια ακόμα φορά είχανε ξεφύγει το θάνατο.
I. Δραγούμη op. cit.
250-251.
625
Η
Δ Ι ΚΗ
ΤΩΝ
Δ Ι ΚΑ Σ Τ ΩΝ
Η ΛΕΒΑΝΤΙΝΙΚΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
Η
«ΑΘΗΝΑ» στις 28 του Ιούνη 1834 έγραφε πως « Ό παρά τφ ένταΰθα Δικαστή ρίψ 'Επίτροπος τής Έπικρατείας είσήγαγε τελοσπάντων είς δίκην τούς κυρίους Α. ΠολυζωΤδην καί Γ. Τερτσέτην, κατηγορών αύτούς ώς ένόχους τής άρνήσεως υπηρεσίας καί τής μέ σκοπόν ίδιοτελή βλάβην τοΰ κράτους παραβάσεως τής έχεμυθίας περί τήν ψηφοφορίαν τοΰ δικαστηρίου. Τό κοινόν περιμέ νει άνυπομόνως νά ίδή καί αύτής τής περιέργου δίκης τήν έναρξιν καί τό τέλος».
Η δίκη ορίστηκε για τις 20 Ιούλη. Ό σ ο όμως σίμωνε ο καιρός, ο Μάσον, ο Μάουρερ κι ο ' Αβελ κατάλαβαν πως δύσκολα θα βρίσκονταν δικαστές να τους καταδικάσουν, μια και «δλοι οί Έλληνες δέν Επαυσαν νά άγαποΰν καί νά θαυμάζουν τόν χαρακτήρα τοΰ κυρίου Πολυζωΐδου, ό όποίος καθόλην τήν είς τήν ' Ελλάδα δημόσιον ζωήν του έφάνη άνεπίληπτος καί χριστοήθης καί τόν κ. Τερτσέτην, γνωστόν διά τό άρχαϊκόν καί φιλόσοφον ήθος του»1. Αποφάσισαν λοιπόν ν’ αναβάλλουν τη δίκη, για να τους δοθεί καιρός να συκοφαντήσουν, μ’ όποιο τρόπο θα μπο ρούσαν, τους δυο δικαστές. I. «Αθηνά». αρ. 150 — 6.6.1834.
627
Επειδής το ψέμα που έρχεται απόξω κάνει, συχνά, πιο μεγάλη εντύπωση από το ντόπιο, πέτυχαν για να το ξεφουρνίσει τη φραγκολεβαντίνικη εφημερίδα της Σμύρ νης, τη «Journal de Smyrne». Τη βάλανε, με το αζημίωτο βέβαια, να τυπώσει του κόσμου τις ατιμίες για τους δύο δικαστές που στέκουνται, ως τώρα, καμάρι της δικαιοσύ νης του τόπου μας. Ά κου τι κάθισε κι έγραψε: « Ό Πρόεδρος πεισθείς άπό τάς άπειλάς ή άπό τόν χρυσόν τής Κολοκοτρωνικής φατρίας δέν Επαυσε νά δεικνύη άναιδεστάτην μεροληψίαν υπέρ τών κατηγορουμέ νων (...) Ό κύριος Πολυζωίδης έπολέμησε πδν δ,τι Ισχυροποιεί νομίμως τήν κατηγορίαν, αί πρός τούς μάρτυ ρας έρωτήσεις δέν ήσαν ειλικρινείς καί άξιοπρεπείς, έπέτρεψαν εις τούς κατηγορουμένους νά άπειλήσωσι καί νά έξυβρίσωσι μέ βαρβαρότητα δσους έτόλμησαν νά είποΰν τήν άλήθειαν, άνείχετο ύβρεις έξερευγμένας άπό μέρους τών συνηγόρων κατά τής διοικήσεως τής Επιτρο πείας· άν καί έσυγχώρησεν είς τόν Κολιόπουλον νά παίξη κωμωδίαν τινα επί πλήρους συνεδριάσεως, προσποιούμε νος δτι θέλει νά όρμήσει κατά τοΰ ’ Επιτρόπου διά νά τόν φονεύση (...). Τό δέ έκπληκτικώτερον άποδεικνύον περιφανώς τήν ήλίθιαν άμάθεια τοΰ κυρίου Πολυζωΐδου έάν ή συμμετοχή του είς τήν Εκδοσιν τοΰ «Απόλλωνος» δέν άνήγειρεν άλλης φύσεως υποψίας, είς δτι άναισχύντως πως ύκέβαλεν είς σκέψιν, καί δεύτερον, καί αύτή ή συζήτησις κατεδαπάνησεν δλόκληρον ήμέραν». Κι έπειτα ο καλός αυτός λεβαντίνος εφημεριδογράφος, που τόσο του στοίχισε η βλάβη της Ελλάδας από τους δυο δικαστές, παριστάνοντας τάχατες τον ανήξερο, προσθέτει με περίσσεια αφέλεια: «Λέγεται δτι ό κ. Πολυζωίδης θέλει καταδιωχθή διά τήν άτιμον διαγωγήν του». Η «Αθηνά», που αναδημοσίεψε τα όσα έγραψε η «Jo urnal de Smyrne», για να το «άνακαλέση είς εύσχημοσύνην», λέει: «Όσοι πιστεύουν δτι ύπάρχει άρετή είς τήν 'Ελλάδα, 628
δσοι Εχουν ψυχήν όπωσοϋν έλληνικήν, έμποροΟν νά έρωτήσουν τήν συνείδησίν των, καί ή συνείδησίς των θέλει τοΐς άποκριθή δτι ο( δύο δικασταί άθώοι Ιδιοτελοΰς σκοπού, ήκολούθησαν τά προστάγματα τής έσωτερικής των πεποιθήσεως»1. Κι ο λεβαντίνος εφημεριδογράφος που σε σειρά από φύλλα συκοφαντούσε τους δυο δικαστές —μια κι εξόν από τον πάπα και το σουλτάνο άρμεγε τώρα και την ψωροκώ σταινα— έγραψε τούτη δω την ατιμία, για να μεταχειρι στούμε τώρα εμείς τη λέξη που μεταχειρίστηκε η αφεντιά του: «Ό κ. Πολυζωίδης ήτον άπρόσεκτος εις τάς συζητή σεις. Δέν άλησμόνησαν οί θεαταί δτι εις τήν πρώτην συνεδρίασιν έτοποθέτησεν δντικρυ τής προεδρικής Εδρας εύμορφην νεάνιδα, τήν όποίαν άγαπών θέλει νυμφευθή μετ’ όλίγον, καί είς τήν όποίαν άτένιζεν άδιακόπως τά δμματά του». Τούτη η «νεάνις» ήταν η Ραλλού, η αρραβωνιαστικιά του Πολυζωίδη, που έπειτα από λίγο την παντρεύτηκε. Είχε καθίσει «πλησίον άλλων κυριών είς τάς όποίας οί θεαταί παρεχώρησαν τόν καλύτερον τόπον». Η «Αθηνά», παίρνο ντας αφορμή από τούτο το τόσο ασυνήθιστο για κείνον τον καιρό χτύπημα του εφημεριδογράφου, ρωτάει: «Δέν έρυθρίασεν δρα γε παρασύρων, μέ μερικάς γραμμάς, εις τό θέατρον τής δημοσιότητος, σεμνήν καί άτολ μον κόρην; Συγχαιρόμεθα τήν Εύρώπην καί πρό πάντων τήν Γαλλίαν, διότι Εχει εις τήν Τουρκίαν άξιόλογον Αντιπρόσωπον τού εύρωπαϊκοΰ πολιτισμού καί τής Γαλλι κής εύπρεπείας!»2. Τώρα το πέτυχες- η ευπρέπεια, για τους τυχοδιώχτες 1. «Αθηνά», αρ. 154. 2. «Αθηνά», αρ. 139.
629
ωσάν αυτόν λεβαντίνους, βρίσκεται στον μπεζαχτά τους και πουθενά αλλού.
ΘΑ ΚΑΚΟΦΑΝΕΙ... ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ! Σ τ · ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ ο Μάουρερ κι ο Ά β ελ διώχτηκαν και ξέσπασε η επανάσταση της Μεσσηνίας. Ο Μάσον τότες λογάριασε πως αυτή στεκόταν η καλύτερη ευκαιρία να γίνει η δίκη. Πίστεψε πως μέσα στην ατμόσφαιρα καχυπο ψίας που προκάλεσαν οι ταραχές, θα μπόραγε πιο εύκολα ν’ αποδείξει όχι μονάχα παράνομη, μα κι εγκληματική τι ν ενέργειά τους. Με μεγάλη λοιπόν βία όρισαν τη δίκη του Πολυζωίδη και του Τερτσέτη για τις 24 του Σεπτέμβρη, μια κι ο Μάσον γύρευε να ξεμπερδέψει μ’ αυτούς, για να φύγει μια ώρα αρχήτερα για την Πύλο, όπου η κυβέρνη ση, καθώς είπαμε, τον είχε μεταθέσει επίτροπο στο στρατοδικείο. Ε φιλέλληνα Μάσον, χαρά στο ζήλο σου να φας όσο πιότερους Έ λληνες μπορούσες... Τη Δευτέρα 24 του Σεπτέμβρη 1834, ξανάνοιξαν οι πορτάρες του τζαμιού, όπου δικάστηκαν ο Κολοκοτρώνης κι ο Πλαπούτας. Οι χωροφύλακες φέρανε τώρα τους δυο δικαστές και τους κάθισαν στον πάγκο των κατηγορουμέ νων. Ο κόσμος πλημμύρισε την αίθουσα περίεργος να δει τι θ’ απογίνει στην ασυνήθιστη τούτη δίκη. Σε λίγο μπήκανε οι δικαστές. Πρόεδρος ήταν ο Σωμάκης και μέλη ο Βάλβης, ο Κανούσης, ο Λεονταρίτης κι ο Κριεζής. Στην έδρα του επίτροπου της επικρατείας θρονιάστηκε ο Μά σον. Ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης δεν όρισαν συνήγορους. Κι ούτε φέρανε μάρτυρες υπεράσπισης. Είχανε πάρει την απόφαση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, να γίνουν από κατηγορούμενοι κατήγοροι. Ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας που παρουσίασε ο 630
Μάσον ήτανε ο Γ. Βέλιος κι ο Ανδρέας Μάμουκας. Τους δυο αυτούς γραμματικούς, του υπουργείου της Δικαιοσύ νης ο πρώτος, της Παιδείας ο άλλος, τους είχε, καθώς θα θυμάσαι, προστάξει ο Σχινάς να τον ακολουθήσουν, όταν χρυσοφορεμένος έφτασε στο δικαστήριο ν’ αναγκάσει τους δυο δικαστές να υπογράψουν την απόφαση. Ο Τερτσέτης στην απολογία του παινάει και τους δυο, λέγοντας πως «κατεντρόπιασαν τόν έπίτροπον». Ά λ λα περίμενε ο Μάσον να πουν κι άλλα είπανε, αδιαφορώντας για τις θέσεις τους. Από μάρτυρες κατηγορίας βγήκαν μάρτυ ρες υπεράσπισης. Σου λέω ακόμα πως στον έναν απ’ αυ τούς, τον Μάμουκα, χρωστάμε τους έντεκα τόμους με τον τίτλο «Τά κατά τήν Αναγέννησιν τής 'Ελλάδος» με το τόσο πλούσιο υλικό για τους μελετητές της ιστορίας μας εκείνης της εποχής. Ό τα ν ο πρόεδρος Σωμάκης έδωσε το λόγο στον Μάσον για ν’ αναπτύξει το κατηγορητήριό του, γυρεύοντας να κρύψει το φιάσκο που έπαθε με τους μάρτυρες, έφαγε τα λυσσιακά του να βγάλει φταίχτες τους δυο ηρωικούς δικαστές, λέγοντας πως ντρόπιασαν τη δόξα της Ελλάδας! Τόλμησε ακόμα να πει πως δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο ν’ αθωωθούν, γιατί θα κακοφαινόταν... της Αγγλίας! Κι όμως ο «Σωτήρας» γράφει πως «ό κ. Μάσσων, έπίτροπος τής ’Επικρατείας, άνέπτυξε τήν κατηγορίαν μέ τόν συνήθη άναλυτικόν καί λογικόν τρό πον του. 'Η όμιλία του μας έφάνη νά Εκαμεν τήν μεγαλητέραν έντύπωσιν είς τό πολυάριθμον άκροατήριον»1. Πρώτος απολογήθηκε ο Πολυζωίδης. Μίλησε από χει ρόγραφο, που δυστυχώς όμως δε σώθηκε2. Η «Εποχή» λέει πως «Ιδειξεν εύγλωττίαν καί Ακρίβειαν λόγου Αξίαν τών 1. «Σωτήρ», αρ. 70 — 7.Ι0.ΙΚ34. 2. Ίσω ς αν κάπου βρεθούν κατάλοιπά του να είναι ανάμεσα σ ’ αυτά και το κείμενο της απολογίας του.
631
άρχαίων ημερών τής Ελλάδος»'. Ο «Σωτήρας», αντίθετα, βρίσκει την ευκαιρία να ειρωνευτεί τον άνθρωπο που σαν πρόεδρος του δικαστήριου έσωσε τον νικητή του Δράμαλη από την καρμανιόλα. «Μετά τήν κατηγορίαν» γράφει «έσηκώθη 6 κ. Πολυζωΐδης διά ν’ άπολογηθή. Δέν ήξεύρομεν, άν ό κ. Πολυζωίδης άπελογήθη· ήξεύρομεν δμως κάλλιστα, δτι ή Εγγραφος όμιλία του ήτο μία άληθής έγκυκλοπαιδεία, ήτις κυρίως διεπραγματεύετο περί τής παλαιδς καί Νέας Διαθήκης, περί τών προόδων τοΰ άνθρωπίνου πνεύματος, περί τής παλαιάς καί νεωτέρας ιστορίας, περί τής Εκστρατείας τοΰ Μεγάλου ’Αλεξάνδρου καί περί παντός άλλου άντικειμέ· νου, Εκτός τής προκειμένης δίκης. Ό κ. Πολυζωίδης άνέφερε τά όνόματα πολλών μεγάλων άνδρών. Εϊμεθα τής γνώμης, δτι ή μεγάλη σκιά τοΰ Κικέρωνος πρέπει νά ήπόρησεν, δταν είδε καί ήκουσε τόν κ. Πολυζωΐδην νά συγκρίνεται μέ μεγάλη μετριοφροσύνην μέ τόν άθάνατον ρήτορα τής Ρώμης. 'Ο κ. Πολυζωίδης τελείωσε τήν άπολογίαν του, όμνύων Εμπροσθεν τών δικαστών καί τοΰ άκροατηρίου του, δτι Εσωσε τήν Πατρίδα. ’Επειδή, δσον γηράσκει τις, μανθάνει καθ’ ήμέραν καί νέα πράγμα τα, εύχαριστοΰμεν τόν κ. Πολυζωΐδην, δτι μάς Εμαθε καί αύτήν τήν ίστορικήν άλήθειαν»2. Η «Αθηνά» υπερασπίστηκε τον Πολυζωίδη με τούτον εδώ τον τρόπο: « Ό Σωτήρ βέβαιοί δτι 6 κ. Πολυζωίδης είς τόν λόγον του ώμίλησε περί παλαιάς καί νέας Διαθήκης. Ήμεΐς άκούσαμεν νά λέγη σύγχρονα πράγματα τά όποια τό δημόσιον ήκουσε μέ λύπη καί άγανάκτησιν. "Αν ό Σωτή ρ μένει άπαθής είς τήν κοινήν Εκφρασιν τών αίσθημάτων, είναι νέα άπόδειξις τής έθνικότητός του»5. 1. «Εποχή., αρ. I - 27.9.1834. 2. -Σωτήρ», αρ. 70 — 7.10.1834. 3 ■·ΛΟηνά», αρ. 186 — 10.10.1834.
632
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΡΤΣΕΤΗ Α ν ΔΕΝ έχουμε την απολογία του Πολυζωίδη, για να την κρίνουμε εμείς οι ίδιοι, είμαστε όμως τυχεροί που σώθηκε η απολογία του Τερτσέτη. Ό χ ι μοναχά γιατί μας δείχνει με ποιον τρόπο οι δυο δικαστές υπεράσπισαν τον εαυτό τους, μα και γιατί στέκεται ένα μοναδικό σε μορφή και σε περιεχόμενο κείμενο. Ένα γραφτό —ο Τερτσέτης μίλησε από χειρόγραφο όπως κι ο Πολυζωίδης— γεμάτο πάθος για την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, τη λευτεριά. Έ να κήρυγ μα αγνού πατριωτισμού κι ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένα μαστίγωμα του καιροσκοπισμού. Μια σάτιρα που μας παρουσιάζει τον Μάσον γυμνό από την ψεύτικη φανταχτερή σοφία του. Εισαγγελέας στη δίκη αυτή δεν είναι πια ο ξένος που κάθεται στην έδρα του κατήγορου, μα ο Έ λληνας που βρίσκεται στον πάγκο του κατηγορούμενου. Ο λόγος του στέκεται η έκφραση της οργής ενός ολόκλη ρου λαού που έβλεπε «έντός τής 'Ελλάδος οί "Έλληνες νά δικάζονται άπό ξένους<*'. Ο Μάσον τους εγκάλεσε στο εγκληματικό δικαστήριο του Αναπλιού. Ο Τερτσέτης εγκαλεί τον Μάσον στο δικαστήριο του λαού, της ανθρω πότητας και της ιστορίας. «Ποιος είσαι έσύ» του φωνάζει «πού μέ τό πρόσχημα τής παιδείας Ελαβες άπό τήν Βασιλεία έπάγγελμα τόσον έπικίνδυνο διά τήν τιμήν καί τήν ζωήν τών ύπηκόων; ΠοΙος είσαι έσύ πού παίζεις μέ ήμάς είς τήν γήν τής γεννήσεώς μας;» Ποτέ ίσως εισαγγελέας δεν ξετινάχτηκε από κατηγο ρούμενο όπως ο Μάσον από τον Τερτσέτη. Η απολογία του έχει βέβαια κι αδύνατα σημεία που το πιο σημαντικό απ’ αυτά είναι η αυταπάτη του πως δεν I. -Ε ποχή -. αρ. 14 — 11.11.1834.
633
ήταν το καθεστώς που έφταιγε παρά οι άνθρωποι. Πι στεύει, όπως πίστευαν τότες όλοι, πως το φταίξιμο έπεφτε στους ώμους των αντιβασιλιάδων που διώχτηκαν και πως ο ανήλικος ακόμα Όθωνας στεκόταν η ελπίδα του έθνους. Μ’ εξαίρεση αυτή την αυταπάτη του, που δε θ' αργήσουν τόσο ο ίδιος όσο κι όλοι οι άλλοι Έλληνες να την καταλάβουν, η απολογία του Τερτσέτη κλείνει τόσες αλήθειες, που θα δημοσιέψουμε εδώ το μεγαλύτερο μέρος της, γιατί το βιβλίο μας, μια κι έχει ήρωες τους δυο δικαστές, θα ’ταν λειψό δίχως αυτή. Ό τα ν ο Σωμάκης προσκάλεσε τον κατηγορούμενο ν' απολογηθεί, ο Τερτσέτης άρχισε με τούτο δω το πανανθρώ πινο κήρυγμα: Δεν είμαι από την Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλην την Ελλάδα' τοιουτοτρόπως εκφράζεται ο γενναίος ο Πλούταρχος, είναι σχεδόν δύο χιλιάδες έτη, εις ένα των συγγραμμάτων του- ημείς, γεννημένοι εις πλέον ευτυχισμένην εποχήν, δηλαδή όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία εφώτισαν, εκήρυξαν, εσφράγισαν το δόγμα της αγάπης και της ισότητος, δυνάμεθα να εκφρασθούμεν με φρόνημα ακόμη πλέον υψηλόν από το φρόνημα του παλαιού ανδρός, δυνάμεθα να ειπούμε ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από την Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινον γένος· όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα. Αν αυτοί οι στοχασμοί δεν αρέσουν εις τον Επίτροπον, ολίγον φρονώ, φθάνει μου οπού αρέσουν εις τούτο το Ελληνικόν Ακροατή ριον. Αυτό το προοίμιον όμως αξιό λογα ταιριάζει εις την απολογίαν μας, επειδή, αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε· και η δικαιοσύνη είναι προνόμιον, είναι ιδιο κτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέ634
ρομεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειάν μας, το όνομα του ανθρωπίνου γένους, αφού δια αυτό αγωνϊσθημεν. Ταιριάζει ακόμη αυτή η αρχή, επειδή και το όνομα του Προέδρου μας γνωστό μόνον εις την Ελλάδαν, έως την εικοσιέξη Μαΐου, έγινεν έκτοτε και θα γίνει γνωστόν εις όλην την πλάσιν. Οπόταν μεταξύ των ανθρώπων θα γίνεται λόγος δι’ άφοβον, δια φιλοδΐκαιον Πρόεδρον δικα στηρίου, θα αναφέρεται με εγκώμια το όνομα τούτου του ανδρός. Ό χ ι! δεν είναι πλέον δήμος του μόνον ο δήμος της Ναυπλίας, αλλ' οποιαδήποτε κοινωνία, η οποία να έχει φόβον Θεού, σέβας προς την Δικαιοσύνην, τούτη η κοινωνία είναι Δήμος του, εις οποιονδήποτε καιρόν και τόπον. Δικαιολογούμαι ακόμη αν, ως εύμορφο μέτωπον της απολογίας μας, θέτω το όνομα της άνθρωπότητος, καθότι και η κατηγορία μας δύναται να θεωρηθεί ως συγκρατουμένη με την δίκη των δύο οπλαρχηγώ ν ως θέλει ο Επίτροπος, αμαρτήσαμεν, ενώ αυτοί εκρίνοντο και τα ονόματα των δύο καταδικασμένων ανδρών κατεγράφησαν προ καιρού εις τα χρονικά του κόσμου και αυτοί πολύ ίδρωσαν δια την αναγέννησιν του έθνους — και η ανάστασις, η εμφάνισις ενός έθνους εις την γην είναι ένα συμβάν μεγάλο και με παγκόσμια και παντοτινά αποτελέ σματα. Αθάνατος ο αγώνας και αθάνατοι οι στεφανοφόροι του αγώνος. Το προοίμιον της απολογίας μας, ω άνδρες Δικασταί, εξηγεί περισσότερον παρ’ ό,τι φαίνεται- απ' αυτό μανθάνε τε καθαρά, και ευθύς, ποιοι είμεθα ημείς, τους οποίους θα κρίνετε· μανθάνετε ποιος άνθρωπος ο Επίτροπος οπού μας κατηγορεί· βλέπετε ότι το ακροατή ριόν μας είναι πολυά ριθμο, παύει όπου τα βασιλεύματα του ηλίου και αρχίζει όπου η Ανατολή του. Ω τέκνα του Νόμου! μην ασχημήνετε σήμερον το καύχημα των προγόνων, οπού εφιλοτιμούνταν να είναι πλέον φιλελεύθεροι και φιλοδικαιότεροι από τους άλλους ανθρώπους της γης. Η κατηγορία καθ' ημών του κυρίου Επιτρόπου, νομίζω, Δικασταί! ότι είναι μάλλον μία αστειότης, μία ειρωνεία, ή 635
μία, Ισως, πικρή καταφρόνησις εναντίον μας παρά μία τακτική δικαστική κατηγορία. Το πρώτον άρθρον είναι ότι δεν υπογράψαμεν την καταδικαστικήν απόφασίν της εικοσιέξη Μαΐου- απόδειξις του εγκλήματος είναι « δεν φ α ίν ε τ α ι υ π ο γ ρ α φ ή μ ας ε ις τ η ν ε ιρ η μ έ ν η ν απόφ α σ ιν » · η μη υπογραφή μας, λέγει ο Επίτροπος, είναι άρνησις υπηρεσίας και τιμωρείται από το άρθρον 480 του Ποινικού Κώδικος με πρόστιμον δραχμών. Δεν είναι όλα αυτά μία ειρωνεία; Δεν είναι ένα παιχνίδι; Και ότι τω όντι είναι παιχνίδι πείθεται κάλλιστα όποιος έχει είδησιν του χαρακτήρος του Επιτρόπου, καθώς εγώ προλαβόντως, όταν είχα την φιλίαν του· όποιος συνανεστράφη με τον άνδρα, ηξεύρει ότι ο άνθρωπος κλίνει ακράτως εις την αστειότητα και πολλάκις έδωσε δοκίμια της αστειότητός του και απ’ αυτήν του την έδραν. Ό τ ι δεν υπογράψαμεν την απόφασίν, φανερόν, αλλ’ ο μοίως φανερόν ότι δεν έχει κανενός είδους ευθύνην η μη υπογραφή μας δια τα ακόλουθα αιτιολογήματα: Η άρνησις υπηρεσίας εις τον δικαστήν είναι η άρνησις της Δικαιοσύνης, τουτέστι να μη θέλει να κρίνει- αλλ’ η μείς αρνήθημεν να κρίνωμεν; Σας παρουσιάζομεν την πράξιν, την οποίαν εγώ και ο Πρόεδρος εκάμαμεν* εστείλαμεν δε και εις την Γραμματεία της Δικαιοσύνης- από αυτήν μανθάνετε ότι ημείς δεν ηρνήθημεν δικαιοσύνην, αλλ’ εκάμαμεν δικαιοσύνην, σεβόμενοι τον Νόμον και τον ιερόν χαρακτήρα του δικαστού- αυτή η πράξις μας είναι νομιμοτάτη. Εκατηγορούντο μεν ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας, ως ένοχοι τεσσάρων φοβερών εγκλημάτων, η δε απόδειξις του εγκλήματος εθεμελιώνετο εις πράξεις άλλων ανθρώ πων. Τι αναγκαιότερον, κατά τον ορθόν λόγον, όσον το να φανερωθούν και οι υποτιθέμενοι αυτοί συνένοχοι ενώπιον του δικαστού; Αν αυτοί αθωώνοντο από τα επιβαρυντικά περιστατικά, αθώοι και οι δύο εγκαλούμενοι. Αν όχι, ύποπτοι ή τρανώς αποδεδειγμένοι ένοχοι και οι δύο. 636
Αλλά τι νομιμότερον, αφού ήτον εις ενέργεια το άρθρον 13S της Διαδικασίας, το οποίον, δυνάμει ακόμη και του άρθρου 132, υποχρεώνει τον δημόσιον κατήγορον να ενώνει την κατηγορίαν των συνενόχων προς εντελή ανα κάλυψη των συμβάντων; Τι βιαστικότερον, αφού ποινή θανάτου, ποινή αδιόρθωτη, αθεράπευτη, ήτον η συνέπεια των εγκλημάτων; Τάχα αυτοί οι υποτιθέμενοι συνένοχοι ήτον εκτός του κράτους ή εκτός της ζωής; Ό χι! κείτονταν εις τα σκοτά δια της φυλακής, φυλαττόμενοι να κριθούν μετέπειτα, και άλλοι περιφέρονταν ελεύθεροι και ανεξέταστοι. Ο Επίτροπος, δείχνοντάς μας εις το χέρι του, ως τρόπαιο της νίκης του, τες σκέψεις μου, μας ελέγχει ότι πριν της πράξεως της αναβολής εγνωμοδοτήσαμεν, ότι οι εγκαλούμενοι είναι αθώοι. Η αναβολή δεν μάχεται με την πρώτην γνώμην, η αρμογή του άρθρου 135 ήθελε επικυρώ σει την αθωότητα των έγκαλουμένων, ήδύνατο να επικυ ρώσει και την γνωμοδότησιν των εναντίων και τι μάλιστα καλύτερο μαρτυρικό της φιλοδικαιοσύνης μας; Πού αντι λογία; Πού δόλιο συμφέρον; Ό θεν, αναντιρρήτως πηγά ζει, ότι η γνώμη της αναβολής ήτον πρόοδος και σωτήριο τέρμα της συζητήσεως και ανάπαυσις της συνειδήσεως όλων των δικαστών. «Αλλ’ όπως και αν έχει το πράγμα», λέγει ο Επίτροπος, «η πλειοψηφία ήθελε την οριστικήν απόφασιν, και παρα βήκατε το άρθρον της παντοδυναμίας της πλειοψηφίας». Ω! Επίτροπε, να σε αποκριθώ εκείνο οπού απεκρίθη μια φορά υπήκοος προς τον Βασιλέα του: Πάλαι τα καλά, ανθρώποισι εξεύρηται εκ των μανθάνειν δέει... και σέο δέομαι, μη δέεσθαι ανόμων1. Ομολογούμεν, ότι υπάρχει το άρθρον της πλειοψηφίας, I. Ηροδ. βιβλ. α \ —Το καλόν καθώς εσυνωνύμει και εσυμπλέκετο πολλάκις με το δίκαιον ούτω το μετεχειρϊζοντο και ως αντικείμενον της αδικίας. — Ξενοφ. Απομνημ. Προλεγ. Α. Κοραή, σελ. Χδ'. (Ό λ ες οι σημειώσεις που δεν ξεχωρίζουν μ' ένα μικρό φ σε παρένθεση είναι τοι. Γι.ρτσίτη).
637
αλλ’ ομοίως ζωντανών είναι και το άρθρον της αναβολής της αποφάσεως. Ποιο εκ των δυο, τα φώτα του νομικού και η συνείδησις του ανθρώπου μας υποχρέωναν να εκλέξωμεν τότε; Ο νόμος της πλειοψηφίας είναι γενικότερος, ο νόμος της αναβολής μερικός* ο ένας είναι παλαιότερος κατά την τά ξιν της αναβολής το άρθρον 47, άρθρον υστερότερον του άλλου* εις σύγκρουσιν λοιπόν των δύο τούτων θελήσε ων του νομοθέτου προτιμητέον το άρθρον της αναβολής, ως άρθρον οπού περιορίζει τον νόμον της πλειοψηφίας και ως μεταγενέστερο. Αλλ’ ας είναι χαρά και τιμή εις τους Έλληνας, οπού εσύνθεσαν τους δικαστικούς τύπους. Το άρθρον 135 είναι μεστό δικαιοσύνης και ωφελείας. Το δίκαιον είναι η θεραπεία της κοινωνίας* πλην δεν είναι δικαιοσύνη, οπού δεν είναι αλήθεια και το άρθρον 135... ορθότατα οδηγεί προς εύρεση της αλήθειας. Ο δικαστής δεν πρέπει να αφήνει την έρευνα του εγκλήματος, ειμή όταν χάσει παντελώς τα ίχνη του* η αλήθεια ευρίσκεται όπου παύει η ανάλυσις* είναι ποτέ αδιάφορη δια τον ένοχον η υπεράσπισις του συνενόχου; Έπειτα, βέβαιο πράγμα είναι η ποινή, βεβαιότατο πρέπει να είναι και το έγκλημα, αλλέως η αδικία ακμάζει όπου αρμόσεις το βέβαιο της τιμωρίας εις το αβέβαιο της ενοχής. Με την αναβολήν θα ωφελούμεθα τα μέγιστα* συγκατη γορούμενοι οι υποτιθέμενοι συνένοχοι ή θα κατεδικάζοντο ή όχι· αν κατεδικάζοντο, συγκατεδικάζοντο, επίσης, και εθανατώνοντο οι δύο οπλαρχηγοί και άλλη ζημία δεν θα εγίνετο από την αναβολήν, ειμή ότι οι δύο γέροντες εκέρδιζαν ένα μήνα φυλακισμένης ζωής* αν εξεναντίας οι υποτιθέμενοι συναίτιοι αθωώνοντο, θα αθωώνοντο και οι δύο, όθεν θα αποφεύγαμεν το σκληρό αμάρτημα να θανατώσομε δύο αθώους, να μολύνομε με δικαστικήν δολοφονίαν την πατρίδα μας. Ειπέ μου, Επίτροπε, αν έναν καιρόν κριθούν ο Γ. Βαίας, ο Κ. Δ. Αλωνιστιώτης, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Δ. Χοϊδάς, ο Πρωτοσύγκελος 638
Αμβρόσιος και ιδού σχεδόν όλοι οι συνένοχοι και ευρεθούν αθώοι1 ειπέ μου, πώς θα αναστήσεις τα λείψανα της σφαγής; Πώς θα ημερώσεις την κατάρα που θα ξεφωνί σουν οι δύο στρατιώτες της Επαναστάσεώς, γονατίζοντας να βάλουν το κεφάλι τους εις τον χαλκά της Γιλοτίνας; 49 χρόνους, ο γεροντότερος των δύο με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους εχθρούς, και ημείς εις την ημέραν της ελευθερίας τους θανατώνουμεν! Αυτοί με την συνομήλικην γενεάν έμβασαν τον πολιτισμό και τους νόμους εις την Ελλάδα και ο νόμος που φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειάν τους; Ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο δια την τιμήν και ζωήν των υπηκόων; Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεώς μας; Αλλ’ εκτός των αιτιολογημάτων τούτων που αποδεί χνουν νομιμότερο, δικαιότερο και ωφελιμότερο το να μην υπογράψομεν, παρά να συμψηφίσομεν με τους τρεις, συνέπεσε και άλλο αίτιο ισοδύναμο ή και ανώτερο του νομικού λόγου, το οποίο μας απέκλεισε όλως διόλου να πάρομε μέρος εις την καταδικαστικήν απόφασίν, και το αίτιο τούτο είναι: ο Ε θ ν ισ μ ό ς μας. Αφού ο Υπουργός της Δικαιοσύνης έλαβε γνώση της πράξεώς μας της αναβολής, τι έκαμε; Τον ίδετε να διαβεί λαμπροφορεμένος από τον Πλάτανο, μεστός από οπαδούς, να έλθει να περιτειχίσει με λόγχες τον ιερόν τούτον τόπον* και εμάθετε, ω Δικασταί, και ακροαταί, ότι μας διέταξε να υπογράψωμεν την απόφασίν των τριών. Ο Εθνισμός μας σύγκειται από δύο στοιχεία καθαρά και αιώνια: από αγάπη προς τον Βασιλέα και από αγάπη προς την Πατρίδα. Μετά την εχθρικήν επέμβασιν του Υπουρ γού, ο Εθνισμός ενός Έ λληνος δεν εσυμβιβάζετο πλέον με την υπογραφή του θανάτου των δύο οπλαρχηγών. Ο θεατής λαός του Ναυπλίου και της Ελλάδος ήθελεν ειπεί, I. Ό λ οι αυτοί τώρα ελεύθεροι απολαμβάνουν από την Βασιλικήν Κυβέρνησιν την εμπιστοσύνην οπού χρεωστεϊται εις αθώους πολίτας.
639
και δικαίως πιστεΰσει, αν υπογράφαμεν, ότι εις τες πρώτες ημέρες της Βασιλείας, αποκεφαλίζονται οι υπήκοοι από την επιρροή του Υπουργείου, και η πατρίδα πώς θα μας θεωρούσε; Ω! Δικασταί, θα μας έλεγε, πώς εστέρξατε να θανατώσετε δύο τέκνα μου, όταν ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν, αλλ’ αφού ήλθε ο Υπουργός, και είδατε τες λόγχες, ο νόμος και ο τύπος του νόμου το συγχώρησαν; Ω! φονείς των τέκνων μου, και πώς αν δεν είχατε καρδιά να φυλάξετε με κίνδυνο της ζωής σας αναμάρτητον τον Βασιλέα σας και αμόλυντη την πατρίδα σας, πώς με όλον τούτο το υποσχεθήκατε δεχόμενοι να είσθε εξηγηταί των νόμων; Πόσον διαφέρετε από εκείνα τα τέκνα μου, τα οποία έλιωσαν ευχαρίστως σαν το κερί δια εμέ εις τες σούβλες του εχθρού ή τον τόπον που 'χαν πιάσει στα ζώντα τους εις την μάχην, τον φυλάττουν ακόμη κόκαλα λευκά και άταφα! Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα· και δεν ήτον θέλημα Θεού ημείς εις την 26 Μαίου να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάγχνα μας η επωμίδα του υπουργού. Και πώς, ω Επίτροπε, δεν θα πεισθεί τώρα ο καθείς, ότι αστειεύεσαι θέλοντας (αφού ήτον τόσα αιτιολογήματα να μην υπογράψωμεν) θέλοντας εσύ να μας καταντήσεις εγκληματίας; Διατί; Μόνον και μόνον διατί δεν υπογράψαμεν. Αλλ’ η αστειότης του Επιτρόπου αυξάνει· έως τώρα η αστειότητά του είχε το αποτέλεσμα να μας καταδικάσει εις πρόστιμον δραχμών τώρα λαμβάνει ένα χαρακτήρα τρομερόν. Αστειεύται ο καλός άνθρωπος και θέλει να μας θάψει εις τα μπουδρούμια του Ναυπλίου· πενταετή φυλάκισιν απαιτεί (...). Ποιοι νομίζετε, κύριοι Δικασταί, ότι είναι οι ιδιοτελείς σκοποί μας; Ό χ ι βέβαια ότι μας διέφθειραν ο Κώστας και ο Παύλος με νομίσματα· όχι! Αλλά δια πλέον σαφήνειαν ο40
θα αναφέρω συνομιλίαν τινά που έλαβα με τον Επίτροπον, αφού έδωκε την κατηγορίαν μας, και τον ερώτησα, πού στηρίζει την απόδειξιν της ιδιοτελείας μας· μου απεκρίθη ο παλαιός φίλος, πως ένα υποκείμενο σημαντικό του ανέφερε, πως είπεν ο Πολυζωίδης, ότι βλέπει πως έχασε την εύνοιαν της Κυβερνήσεως και θέλει να πιασθεί με τον λα όν ιδού ο ιδιοτελής Πολυζωίδης! Ά φ ησε τον Βασιλέα και συμμαχεί με τον λαόν. Θέλετε να μάθετε ποιον ήτο το σημαντικόν τούτο υποκείμενο; Και εγώ ίδρωσα να το διακρίνω. Με βοήθησε και μια Ραχωβίτισσα που πατεί τους 95. Εμαντεύσαμε και ηύραμε με θαυμασμόν μας, ότι το σημαντικό υποκείμενο είναι ο ίδιος Επίτροπος* όσο και αν καταπατήσαμεν με την παλαιογέννητον γυναίκα τα ίχνη του Πολυζωίδου, δεν τον αντικρύσαμεν πώποτε να εκφράζεται ως άνω, είτε με ασήμαντον είτε με πολυσήμαντον άνδρα. Η ιδιοτέλεια μας κατά τον Επίτροπον ήτον η δίψα του επαίνου* παρατηρήσαμεν, ότι το έθνος ορέγεται την απολύτρωσιν του γέρου Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, και εκάμαμεν όσα γνωρίζετε, δια να μας φορέσει ο λαός τα στέφανα. Ω! καλέ άνθρωπε!... Αν δεν αστειεύουσουν, δεν έβγανες ποτέ εις το μέσον αυτό το επιχείρημα* διατί, ή ο λαός δεν επιθυμούσε την απολύτρωσιν των δύο οπλαρχηγών ή αν την επιθυμούσε αυτοί ήτον αθώοι κι εσύ ήσουν συκοφά ντης των. Ομολογείς λοιπόν, Επίτροπε, ότι άρεσε εις τον λαόν να ελευθερωθούν οι δύο* αλλά, τι εννοείς δια λαόν; Βέβαια όχι τους Ναυπλιώτας* επειδή θα έλεγες, ο Ναυπλιώτης λαός, όχι τους Πελοποννησίους, όχι τους Ρουμελιώτας* διατί θα τους έλεγες ονομαστί* όχι τους στρατιωτικούς, τους βλάχους, τους προεστούς της Ελλάδος. Εννοείς λοιπόν, βέβαια, δια λαόν την ολομέλειαν όλων των Ελλήνων, οι οποίοι, χάριν της άκρας δημοσιότητος —έργον του φιλελευθέρου Προέδρου μας— είχαν είδησιν εντελή των συμβάντων όλων της δίκης (...) 641
Αλλ* ω αγαθέ Επίτροπε, αν ο λαός ήθελε την ελευθερίαν των γερόντων, πόθεν απόδειξες, ότι ημείς εκυριεύθημεν από τον λαόν και γνωμοδοτήσαμεν, δια να μας επαινέσει ο λαός και να πληρωθεί ούτως η ιδιοτέλειά μας; Ω! Επίτροπε! νομίζω ότι βούλεσαι να πατήσεις εις τα ίχνη του πανηγυριστού σου «Σωτήρος», να κάμεις τον μαντικόν. Αλλά σου λέγω, ότι, όσον εκείνος μαντεύοντας αληθεύει, τόσον εσύ ψεύδεσαι. Θα ειπώ ένα λόγον υπερήφανον, αλλ’ ανάγκη απολογίας με βιάζει: ο λαός της Ελλάδος δεν εδύνατο να μας διδάξει το ουδέν εις την τέχνην μας, είτε όταν εγνωμοδοτούσαμεν την αθώωσιν, είτε όταν την αναβολήν ως ο παλαιός Ευριπίδης είπε μία φορά προς τους Αθηναίους, εδυνάμεθα και ημείς να ειπούμε ότι: ο λαός διδάσκεται από ημάς, όχι να διδαχθούμεν απ’ αυτόν. Βέβαια ο λαός της Ελλάδος, δοκιμασμένος αθλητής, εδύνατο να μας διδάξει κάλλιστα την αφοβία του κινδύνου, αλλά και αυτήν την μεγαλοψυχίαν εφάνη ότι την είχαμεν, όταν όχι πλέον, με λόγια, αλλά πιασμένοι σώμα με σώμα με τους στρατιώτας του Υπουργού αρνήθημεν ν’ αναγνώσωμεν, να παρασταθούμεν εις την ανάγνωσιν μιας αποφάσεως από την οποίαν μας απόκρουε, δια να ειπούμεν εις ένα λόγον πολλά, ο Ε λ λ η ν ισ μ ό ς μας. Δεν απορώ, ω Δικασταί, αν ο Επίτροπος νομίζει ως βαρύτατον έγκλημα το να επαινείται τινας από την κοινω νίαν εις την οποίαν ζει· αλλ’ εκείνο που μου φέρνει θαυμασμόν είναι, πως εξηγώντας αυτά τα αισθήματα (έχουν ή δεν έχουν σχέσιν με την ύπόθεσιν μας) σταίνει ένα ανάθεμα εις τα φρονήματα τούτου του αρχαίου Ελλη νικού Έθνους· πώς χαρακτηρίζει ως έγκλημα την επιθυ μίαν να επαινείται τινας δια τα τίμιά του έργα; Ο Θεμιστοκλής μία φορά ερωτήθη ποιο τραγούδι θα τον ευχαριστούσε καλύτερα· απεκρίθη: εκείνο που εγκωμιάζει την αρετήν του. Και ο Σπαρτιάτης Βασιλέας, πριν χυμήσει στον εχθρόν, έστησε θυσίαν εις τες Μούσες και εδέετο από τες Θεές να κάμουν περίφημο το όνομά του και των συντρόφων του εις τον κόσμον* και εισακούσθη η δέησις 642
των Ηρώων. Και ο μαθητής του Αριστοτέλους εφθονούσε τον Αχιλλέα, οπού ηύρεν άξιον εγκωμιαστήν της ανδρα γαθίας του. Πλην, τι αναφέρω παλαιούς άνδρας; Είδα μονογενή υιόν ενός μυλωνά* τον είδα εις την αρχήν της Επαναστάσεως, να θέλει να παρατήσει γονείς, αδελφές, δια να αγωνισθεί εις τους πολέμους· εναντιώνοντο ο πατέρας και η μητέρα του- πολλά του έλεγαν οι δύο γέροντες· αλλά ο νέος ήτον ισχυρός εις την γνώμην του· τι τον παρακινεί, του είπαν, να υπάγει εις τον πόλεμον; Ο πόθος, απεκρίθη ο νέος, να μου εβγάλουν τραγούδι... Ιδού ψυχή καταγομένη τω όντι από τους παλαιούς Έλληνας, οι οποίοι εις τας καθημερι νός των παρακλήσεις εδέοντο τον Θεόν να είναι αθάνατοι εις την μνήμην των ανθρώπων. Αλλ’ έπειτα από είκοσι αιώνας ο Επίτροπος της Επικρατείας κηρύττει ότι ο Σαλαμίνιος Ναύαρχος ήτον ένας ιδιοτελής· δια να τον επαινέσουν έσωσε την Ελλάδα εις την Σαλαμίνα· και ο θείος νέος, το τέκνο του μυλωνά, οπού ίσως εφονεύθη εις το Καρπενήσι ή εις την Αράχωβα, ήταν ένας εγκλημα τίας!... Ω, ψυχαί των Αγίων του Αγώνος! Μην οργισθείτε με ημάς. ΣτοχασθεΙτε ακόμη, παρακαλώ, ω άνδρες Δικασταί, πόσον μακράν φθάνει η αφροσύνη του Επιτρόπου. Το Ελληνικόν Έθνος δια να αποφύγει το άτιμον της δουλείας και να απολαύσει τον έπαινον των ελευθέρων ανδρών, εμβήκε εις τον πολύδακρυν αγώνα. Ιδιοτελείς λοιπόν είσασθε όσοι εξενυχτήσατε εις το τουφέκι, τρώγο ντας τους πάγους της αυγής και τα κρυώματα της νυκτός* ιδιοτελής ήτον ο Καρπενησιώτης που έβαλε το κεφάλι του εις τα μολύβια* ιδιοτελής είσθε ω Έλληνες, που εγεμίσατε τα χαρέμια τα τούρκικα από τα αγόρια σας και από τες θυγατέρες σας* ιδιοτελείς ήτον οι νιόνυφες νέες που επαρακινούσαν τους νυμφίους των να πολεμούν λιονταρί σια κι οπού τώρα μαυροφορεμένες ζητούν ελεημοσύνη στα σταυροδρόμια* ιδιοτελείς ήτον έξι χιλιάδες Ελλήνων, που εξαπλώθηκαν μονομιάς εις μίαν νύκτα απέξω από τα 643
τείχη του Μισολογγιού· ελαφρή βροχή ράντιζε την γην εις το έβγα τους και πολλοί εφώναξαν: μας κλαίει ο Μεγαλοδύναμος απόψε!... Ο Κύριος, Επίτροπε, εδάκρυζε δια τους ιδιοτελείς! Αλλά φωτίζει η ημέρα και αιμοστα γείς σωροί κείτονταν οι πολεμικοί νέοι, οι ανδροφορεμένες γυναίκες και τα βρέφη στες αγκαλιές των μανάδων. Βλέπω φωτιές, βλέπω σούβλες να γυρίζουν δεν είναι κριάρια που ψήνονται- είναι οι αιχμάλωτοι ζωντανοί· είναι τα ηρωικοαναθρεμμένα τέκνα της Ρούμελης και οι αδελφές τους γυρίζουν τες σούβλες, η αδελφή σου, ω Δικαστά Βάλβη, συντυχαίνει με τον αδελφόν σου κειτάμενον εις τες φωτιές, και τώρα διατί σε έβαλαν Δικαστήν, έρχεται αναιδής εφημεριδογράφος και λέγει: ένας λεγόμε νος Βάλβης· λεγόμενος, ο Διδάσκαλος των σεμνοτέρων νέων της Ελλάδος!1 Παραδίδω εις την απέχθειαν της ανθρωπότητος, εις την κατάρα των σουβλισμένων Ελλή νων τον φαυλόβιον, τον κλέπτην της υπολήψεως των τίμιων, τον εθνομίσητον. Αλλά ιδιοτελής ήτον και ο στρατιωτικός ο Γριζιώτης2 που αρνιούνταν την παράδοση της Ακροπόλεως, φρονώ ντας ότι μόνον συνθήκη άξια του Ελληνικού ονόματος είναι η Μ ισολογγίτικη, και έλεγε ότι, δια έπαινον εδικόν του και της πατρίδος του, θέλει να έβγει με τες σημαίες και με τα σπαθιά ανοικτά, μέσα από εικοσιτέσσαρας χιλιάδες εχθρούς, και δεν υπέγραψε την συνθήκην και οι συστρατιώτες τους δεμένον τον έβγαλαν από το φρούριον. Αφού λοιπόν, ω Δικασταί, ο πόθος δικαίου επαίνου δικαιολογείται από το παράδειγμα εναρέτων ανδρών, ας ομολογήσωμεν και ημείς, ότι δια να επαινεθούμεν δεν εκαταδικάσαμεν τους δύο οπλαρχηγούς· δια να επαινεθούμεν δεν εστέρξαμεν εις κανένα από τα ανόσια θελήματα του Υπουργού. 1. Μεταξύ των πολλών αναφέρω τους κυρίους: Σ. Αντωνιάδην, τον Ανδρέαν Λόντον, Αντεισαγγελέα εις Μισολάγγι, τον Κ. Βικίλα, τον X. Ζώτον, τον Ν. Ιωαννίδη. 2. Ο Κριεζώτης (φ).
644
Ας μάθει ο γενναίος Δουξ Βρόλιος, και ας μας επαινέσ«ι και ας ευλογήσει τους κόπους της νεότητός του, ας μάθ<ι ότι στηριζόμενοι εις τες νομικές αρχές μιας του σημειώσεως, ως σώζεται εις τα βιβλία του Βενθάμ, αποκρούσαμεν να καταδικάσωμεν εις θάνατον τον Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, και η σταθερότητά μας δεν μας φαίνεται να εστάθη αδιάφορη, δια να μην αποκεφαλισθούν οι Οπλαρ χηγοί. Ας χαρεί ο γενναίος, ότι εστάθημεν και ευτυχέστε ροι από αυτόν άλλοι καιροί, άλλα πρόσωπα, άλλα πράγ ματα· πλην και ο Δουξ εστάθη δικαστής ενός οπλαρχηγού συμπατριώτου του1 και εγνωμοδότησε την μη ενοχήν του, αλλά ματαίως. Η Γαλλία, από την μίαν άκρην έως την άλλην, επενθοφόρησε τον ανδρείο των ανδρείων, φονευμένον, εις μίαν ώραν σκοτεινήν2 εις τα περιβόλια του Λουξεμβούργου. Αλλ’ ημείς ευτυχέστεροι του Δουκός: Ζουν οι οπλαρχη γοί. Ζουν! Χαρείτε, ω Έλληνες. Ζουν! Φυλακισμένοι, αληθινά, εις τα φρούρια οπού προ δέκα χρόνων επήραν επικεφαλής σας από τον εχθρόν, αλλά ζουν!... Δεν εμολύνθησαν οι οφθαλμοί μας να ιδούμεν το αίμα των δύο γερόντων χυμένο σαν το αίμα του Μητρομαργαρίτου3. Σας ομολογούμεν, ω άνδρες Δικασταί, με ειλικρίνεια, ότι εγώ και ο Πολυζωίδης την νύμφην ηθέλαμεν, όχι την προίκα της* και η νύμφη είναι τόσον ωραία, ώστε ποιος ενθυμάται προίκα εις τόσην ωραιότητα; Την αρετήν ηθέλαμε, ω Δικασταί, όχι τους επαίνους της, που είναι η προίκα της Θεάς* αφού όμως ο Επίτροπος επιμένει, ότι δια να επαινεθούμεν επράξαμεν όσα γνωρίζετε, ας φωνάξωμεν λοιπόν ότι πληρέστατο εστάθη το έγκλημά μας. Επαινέθημεν περισσότερο από ό,τι πατέρας και μητέρα εύχονται να δοξασθούν τα μονάκριβα τέκνα τους· το απόγευμα της Κυριακής, 27 του μηνός, έξι χιλιάδες I I. Ο Δουξ Βρόλιος έκρινε ως Πάρις τον αρχιστράτηγο Νέι. 2. Πολύ πρωί. 3. Φονέας τριών, αποκεφαλισμένος εις το Ναύπλιον κατά τον χειμώνα του 1834.
645
Ελλήννν μας εχαιρέτησαν εις τον περίπατον ένας ήρβας, ομολογούμενος τοιούτος από όλους1, είπε με ελληνικήν χάρή, ότι ο Πολυζωίδης του επήρε το Δερβενάκι· ένας στρατηγός εφίλησε το χέρι των δύο μας, ως αναίματο από φόνον· εχθές το εσπέρας ο πνευματικός του Βασιλέως έκαμε παράκλησιν εις τον Κύριον δεόμενος να κρίνετε, σεις Δικασταί, με απάθειαν και να επικυρώσετε δικαστικώς την αθωότητα, την οποϊαν χαιρόμεθα εις το έθνος, εις το έθνος που μας χειροκρότησε από την πόλιν του Κωνσταντίνου έως το Ταϊναρον ακρωτήριον, επειδή εφάνημεν άξιοι του στεφάνου, που εστόλιζε την κεφαλήν του Ρωμαίου πολίτου, όταν ελύτρωνε από κίνδυνο θανάτου έναν του συμπολίτην. Και προσέξετε, Δικασταί, ότι αυτή η ιδιοτέλεια, να επαινείται τις, δηλαδή δια τα τίμιά του έργα, είναι παλαιοτάτη αμαρτία του έθνους μας, είναι από τον καιρό του Ηρακλέους. Ακούσετε τι λέγει η Αρετή εις τον Ηρακλέα, ως σώζεται εις τον Ξενοφώντα: Δια να επαινεί σαι από την Ελλάδα, ήσουν δίκαιος και μεγαλόψυχος. Ω! μακάριε Επίτροπε! βέβαια, αιώνιός σου σκοπός είναι να μην επαινείσαι ποτέ εις ό,τι πράττεις ή λέγεις και, μα την αλήθεια, ως να ήσουν Θεός, γίνεται εντελέστατα η όρεξίς σου!... Έ ρχεται το άλλο επιβαρυντικό, η βλάβη του Κράτους. Τι χρειάζεται περισσεύματα λέξεων; Μα τη χαρά των Ελλήνων εις την είδησιν της μεταβολής! Ομνύω ότι εσώσαμεν την Ελλάδα· την εσώσαμεν, όσο δεν ανανεω θούν εκείνα τα μέτρα, τα οποία έφεραν τότε την Πατρίδα εις τα χείλη του γκρεμνού* τι να αναφέρω εις ειδήμονας ότι η 26 Μαΐου εγέννησε την 21 Ιουλίου2. 1. Ο Νικηταράς (φ). 2. Ημέρά της ελεϋσεως του Αντι βασιλέως κυρίου Κόβελ. Σώζεται επίγραμμα αραβικόν εις γέννησιν βρέφους, το οποίον λέγει: «'Ο λοι να γελούν τώρα εις την γέννησίν σου και όλοι να κλαίουν, όταν θα αφήσεις τον κόσμον». Η πρώτη ευχή επληρώθη εις τον Σεβαστόν Ά νδρα, όταν ήλθε εις το Βασίλειον- και κοίος αμφιβάλλει, ότι δεν θα πληρωθεί και η δευτέρα εις την αναχώρησίν του;
646
Ματαιότατα λοιπόν ο Επίτροπος εβασανίσθη να μας εγκαλέσει ως προδότας της σιωπής, ως ιδιοτελείς, ως ζημιωτάς της Επικρατείας. Αλλ’ ακούσατε, Δικασταί, εγώ έπιασα τον αληθινό ιδιοτελή. Habeo confidentem Rerum. Τον Επίτροπον, τον Επίτροπον έπιασα ιδιοτελή επ’ αυτοφώρω. Ιδού μία εφημερίς, η οποία φανερώνει εις το δημόσιον όλα τα μυστικώτερα της ψηφοφορίας και ο καταδιώκτης των εγκλημάτων1, ο Επίτροπος, δεν ερωτά τον εκδότην πόθεν τα έμαθε, δεν τον προβάλλει ως μάρτυρα· η σιωπή σου, Επίτροπε, ελέγχει τους ιδιοτελείς σου σκοπούς· τάχα ο Επίτροπος νομίζει ότι ο «Σωτήρ» δεν τα έμαθεν από κανέναν, αλλά τα ηξεύρει δυνάμει του προφητικού δώρου, με το οποίο η θεία παντοδυναμία τον ετίμησε· πολλά εμάντευσε ο «Σωτήρ» έως την προχθεσινή ν του αποθέωσ ιν2 και αν αναστηθεί, καθώς φοβερίζει, πάλιν πολλά θα μαντεύσει. Αν ο Επίτροπος έχει δια τον «Σωτήρα» αυτήν την πεποίθησιν, ότι χωρίς συνδρομήν άλλου έμαθεν όσα έγραψε, χαλάλι, και όχι χαράμι να του γένει· και εγώ σε ζητώ συγγνώμην, ω Επίτροπε, ότι σε είπα ιδιοτελή και γίνου συγκαβατικός προς εμέ, ενθυμούμενος την παλαιάν μας σχέσιν. Εγώ, όμως, ω εγώ, αμφιβάλλω, ότι όσα λέγει ο «Σωτήρ» τα έχει δυνάμει του προφητικού Δώρου, και λέγω με τον εαυτόν μου: αν ο «Σωτήρ» εγνώριζεν όσα εκθέτει δια μέσου της μαντικής του αρετής, ήθελεν είναι όλα κατ’ α κρίβειαν αληθινά, επειδή δεν διστάζω να στεφανώσω τον «Σωτήρα» με την ομηρικήν λέξιν, μ ά ν τ ις α μ ΐμ ω ν αλλ’ επειδή εις την διήγησιν του παρατηρώ μερικά όχι κατ’ εντέλειαν αληθή, ανάγκη πάσα να του τα είπαν, ή να του τα ξεμυστήρευσαν θνητοί άλλοι (...). Καθώς ιδιοτελή, ομοίως και ολεθριώτατον ζημιωτήν του Κράτους εδύνομουν να σε αποδείξω, Επίτροπε. Και ας 1. Ο «Σωτήρ», αρ. 39. 2. Η Κυβέρνησις διέταξε να μην τυπώνεται εις το Βασιλικόν τυπογ ραφείον ο «Σωτήρ».
647
ομιλήσουν τα πράγματα, όχι η ταλαίπωρος φωνή μου* τα αμαρτήματα, οι σκοτωμοί, οι πυρκαγιές των χωρίων του φετινού έτους, είναι αναστήματα εδικά σας. Επαραβιάσατε την δικαιοσύνην και την αιδώ —στοιχεία της διατηρήσεως μιας κοινωνίας— και απελπίσατε τους ανθρώπους* εκηρύττατε εις τες εφημερίδες σας το ομοιογενές και εθυσιάζατε αιματοσφραγισμένα δικαιώματα* εκαταδικάσατε εις θάνατον με τες λόγχες και με την παρεξήγησιν των νόμων. Ο συνταγματικός χάρτης λέγει ότι: ο φυλακισμέ νος να λαμβάνει είδησιν των αιτιών της φυλακίσεώς του έπειτα από 24 ώρες, και ο Επίτροπος πώς επλήρωνε το άρθρον; Κλαύσετε και γελάσετε* εξηνταετή άνδρα φυλακισμένον, που είχε θυσιάσει εις τον αγώνα λαμπροτάτην κατάστασιν* ιερέα, που είχεν ευλογήσει χιλιάκις την σημαίαν που μας ελευθέρωσεν από τον οίκον της δου λείας, πώς και πότε τον εξέταξες, συνταγματικέ Μάσσονα;1 Έ πειτα από εννιά μήνας ο αστείος Επίτροπός μας, αντάμωνε τον γέροντα εις το ανήλιον σκοτάδι και τον η ρώτα αν θέλει να γίνει δεσπότης. Εις τους στρατιώτας της Πατρίδος, εις τους αυτουργούς της ελευθερίας μας, δεν αφήσατε άλλην εκλογήν ειμή τες σπηλιές και τον λόγγον* επωλήσατε και τες εικόνες των αγίων, ως που λιούνταν εις τα παζάρια της Αφρικής* αδικήσατε τα ευεργετικότερα τέκνα της Ελλάδος, τον γεωργόν. Ο Μη τροπέτροβας, πριν σηκώσει άρματα, έκαψε τις θημωνιές των σιταριών του εις το αλώνι* και εκείνη η πυρκαϊά δεν μαρτυράει τόσον την φρενοβλάβειαν του γέροντος, όσον την ενοχήν σας. Τρισάθλιοι! συνωμόσατε και εκρύψατε εις τους Μεσσηνίους την ηδίστην πασών ειδήσεων, τον ερχομόν του Αντιβασιλέως Κόβελ (...) Συγχωρήσατέ μου, κύριοι Δικασταί, να ειπώ εγώ αλη θώς τι ήτον το φέρσιμό μας εις την 26 Μαίου και κόπτω τον δεσμόν με την μακεδονικήν μάχαιραν και λέγω: Το έργον μας εκείνης της ημέρας ήτον το νομιμότατον I. Ο πρωτοσύγκελος Φραντζής (φ).
648
σχόλιον της Επαναστάσεως και η ωραιοτάτη ημέρα της Βασιλείας. Τι ήτον η Επανάστασίς μας! Ή τον άλλο παρά μία ορμή προς τον πολιτισμόν, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήτον η μη υπογραφή μας; Αλλά, δια να ιστορήσω καλύτερα τον στοχασμόν μου, ακούσατε: Ολίγον μακράν από την περιβόητον νήσον της Ύδρας είναι νησίδιον όπου λέγουν ότι ετάφη ο Δημοσθένης. Εκεί, είναι τρεις χρόνοι, ευρισκόμενος Ά γγλος τις περιη γητής είπε προς άνδρα χωρικόν: «Να ήξευρες εδώ τι άνθρωπος κοιμάται...» Ο χωρικός αποκρίνεται: «Δεν είναι εδώ, λείπει». —«Πού λείπει; Πώς δεν είναι εδώ;» λέγει ο Ά γγλος. —«Λείπει εις την Ευρώπην», απεκρίθη ο χωρι κός, «και μέραν με την ημέραν τον περιμένομεν». Εννοού σε να ειπεί μ’ αυτά τα λόγια ο χωρικός, ότι εγνώριζε ποιος ήτον εκεί θαμμένος- εγνώριζεν, ότι από τους προγόνους μας εφωτίσθησαν οι Ευρωπαίοι- εγνώριζεν, ότι από αυτούς τώρα περιμένομεν σοφίαν και δικαιοσύνη* και ότι δι’ αυτά τα αγαθά αγωνίσθησαν τα τέκνα των Ελληνίδων μητέρων. Από την απόκρισιν του χωρικού ανδρός εξάγεται η συνείδησις του Ελληνικού Έθνους, όταν εμβήκεν εις τα δάκρυα του πολέμου. Η συνείδησίς του! ήγουν η δίψα του πολιτισμού. Και τι βεβαιότερον, τι υστερότερον, τι τελειότερον, μας έρχεται από την καλήν Ευρώπην, όσον να μη θανατώνωμεν ανθρώπους, χωρίς νομικωτάτην απόδειξιν του εγκλήματος; Χωρίς την ακριβή προσαρμογήν των σωζομένων τύπων του Κράτους; Το ουσιωδέστερον μανθάνομεν από την σοφία των παλαιών Ελλήνων. Τι ζωηρότερα επικυρώνει η νέα Ευρώ πη, όσον να μην ψηφούμεν ούτε ζωήν, ούτε οποιαδήποτε αγαθά της γης δια το δίκαιον και δια την αλήθεια; Και ημείς οποσούν αναθρεμένοι εις εκείνα τα μαθήματα τώρα εις τον κατήφορον της ηλικίας μας, δυνάμεθα να τα αρνηθώμεν; Να τα προδώσωμεν; Ημείς, κύριοι Δικασταί, που είδαμε χθες τον ψαρά τον Μισολογγίτην, τον χονδρο ειδή τον Σπετσιώτην να πολεμούν σαν ο Λεωνίδας, να αποθνήσκουν σαν ο Σωκράτης!; (...) 649
Κι εσείς λοιπόν τώρα, Δικασταί, διατί εφάνημεν τέτοιοι, οποίους μας εγνωρίσατε, εσείς τώρα θα μας καταδικάσετε; Τι; Θα μας καταδικάσετε εις το πρόστιμον των δραχμών; Δεν έχομεν άλλο τι να σας δώσωμεν παρά τα βιβλία μας. Δεν είναι άσχημο να ομολογήσει τις την πτώχεια τουαλλά ασχημότατον διατί είναι πτωχός, να μολύνει και να προδώσει την δικαιοσύνην η πενία εστάθη το καύχημα ενδοξοτάτων ανδρών της Ρώμης και της Ελλάδος, του Φαβρικίου και του Φωκίωνος' είθε, καθώς έχομεν την πτώχεια τους, να έχομεν και την αρετήν τους! Τι; Θα μας φυλακίσετε; Σας λέγω, ότι το κλειδί που θα κλειδώσει τον Γϊολυζωίδην, θα φυλακίσει και την Δικαιοσύνην. Τι εύμορφο πράγμα ν ’ ακουσθεί εις τον κόσμον, αφού δια να φυλάξωμεν ένα δικαστικόν τύπον της Βασιλείας, αφού δια να φυλάξωμεν πασίγνωστες αρχές του Δικαίου, αφού δια τον Εθνισμό σας, ω άνδρες Δικασταί, εδάρθημεν, υβρίσθημεν. Καλώ εις μαρτυρίαν τα δάκρυα εκείνου του εναρέτου νέου, του Ανδρέα Λόντου, όταν είδε σχισμένο εις δύο το φόρεμα του Πολυζωίδου- όταν είδε να πιάνεται από τούτα τα ξύλα, ως ο ναυαγιζόμενος πιάνεται από τα δρίματα του πλοίου του. Ο Πολυζωίδης, ω Δικασταί, συρόμενος από τους οπλοφόρους, εικόνιζε την γυναίκα που έχυνε τα πολύτιμα ανθόνερα εις τήν κεφαλήν του Ιησού, λουτρά εις το λείψανον του Θεού και αλανθάστως η άρνησις του Πολυζωίδου να αναβεί εις το βήμα, ήτον πολύτιμα ραντίσματα εις τον ενταφιασμόν της Δικαιοσύνης. Και έπειτα από τόσα δεινά και εσείς θα μας καταδικάσετε σήμερον εις φυλακήν, εις πρόστιμον; Και δεν κοκκινίζει ο Επίτρο πος ενώπιον της βασιλικής εικόνος να κατατρέχει δύο αθώους, δύο αδυνάτους; Αλλά δύνασαι, ω Επίτροπε, να κοκκινίσεις; Το χρώμα τούτο δεν λέγει ο καρδιογνώστης Θεόφραστος, ότι είναι το χρώμα της αρετής; Αλλά τι βλέπω; Κοκκινίζεις, ω γέννημα καλής πατρίδος; Θάρρει, θάρρει· ήσουν ειλικρινής, όσον ήσουν καταδιώκτης· ανα κάλεσε την κατηγορίαν μας. Φανέρωσε τα περασμένα όλα· παύσε, ω φίλτατε, το νυκτοήμερον κλαύμα των θυγατέρων, 650
που ποθούν την ελευθερίαν των γονέων των, γίνου αίτιος οι γηραλέες μητέρες να ευχηθούν τα τέκνα τους εις τον αποχωρισμόν της ζωής, γύρω της κλίνης των. Ιδού, παρουσιάζονται ενώπιόν σου μαυροφορεμένα τα ορφανά του Αποστολάρα και σου διαβάζουν την διαθήκην του πατρός των, εις την οποίαν ομνύει, μα την ώραν του θανάτου, ότι εφύλαξε πάντοτε πίστιν εις τον Βασιλέα* σήκωσε κι εσύ κάθε υποψίαν από τον τάφον του θανατοφυλακισμένου ανδρός. Σε αναγκάζουν να μαρτυρήσεις, διατί οι πέτρες της φυλακής εβράχησαν από τα δάκρυα τόσων αθώων, οι τρεις εκείνοι που γεύονται τώρα την αθάνατη μακαριότητα και των οποίων εσύ ελέγουσουν μαθητής1. Κοκκινίζεις, ω Επίτροπε, πλην δεν ομιλείς. Ας ομολογήσωμεν, ω Έλληνες, με χαράν ότι ο νησιώτης εκείνος, ο βάρβαρος υπήκοος του Βασιλέως κατέχει καλύτερα τι θέλει να ειπεί πολιτισμός από τον φιλόσοφον της Σκωτίας. Ω θεία αίματα των μαρτύρων! Ω ευτυχισμένο τέλος των αγώνων μας! Δύο χιλιάδες έτη έπειτα από τον θάνατο του Δημοσθένους ο βαρβαρωμένος Έ λλην απο στόμωνε τον σοφόν Ά γγλον εις το μνήμα του ρήτορος και του αποκάλυπτε όλο το μυστήριον της ελληνικής Επαναστάσεώς. Ω ευτυχισμένο τέλος των αγώνων μας! Προ ημισείας ώρας ο πλέον φιλελεύθερος των νέων Ελλήνων ανενθύμιζεν εις το Δικαστήριον τον όρκον του πλέον φιλελευθέρου των παλαιών Ελλήνων ενώπιον των Αθηναίων* ο παλαιός ομνύετο εις τους Μαραθωνίους: Ναι, μα τους προκινδυνεύσαντας των προγόνων εν Μαραθώνι* αλλά και ο νέος ομνύονταν: Μα τους αθανάτους της Κλείσοβας και της Αράχωβας. Τα αυτά συμβάντα, οι ίδιοι ηρωισμοί, οι ένδοξοι θάνατοι, οι νίκες, οι χαϊμοί, τα πρόσωπα έρχονται εις την ίδιαν σκηνήν. Ω ευτυχισμένο τέλος των αγώνων μας! (...) Αφού λοιπόν, κύριοι Δικασταί, ούτως έχει η υπεράσπισίς μας, και η αθωότητά μας ομοιάζει με καθαροτάτην I. Οι τρεις, σεβάσμιοι θεμελιωταϊ της σκοτικής Φιλοσοφίας.
651
ημέραν, δεόμεθα να κηρύξετε τρανότατα αυτήν μας την αθωότητα* προσέτι εις την έντιμον απόφασΐν σας, να ακυρώσετε ρητώς την επιστολήν του Γραμματέως, με την οποϊαν μας τιμωρούσε πειθαρχικώς. Αδικότατον είναι, ως απεδεϊξαμεν, να τιμωρηθούμεν οπωσδήποτε* παρανομότατον ο Υπουργός να μας επιβάλλει ποινήν* ο υβριστής μας εγϊνετο δικαστής μας. Πόθεν εις τον Υπουργόν το δικαίω μα; Πόθεν η αποστολή να τιμωρήσει ημάς τους δικαστάς; Αμελούμεν και το δικαίωμα οπού ο νόμος μας δίδει να ενάξωμεν τον Υπουργόν εις τα δικαστήρια. Αυτός ύβρισε τους δικαστάς του βασιλέως, τους δικαστάς των Ελλήνων* η ύβρις του λοιπόν κτυπά άλλα πρόσωπα. Δεν βλέπω πλέον το όνομά του εις τον κατάλογον των υπαλλήλων της Κυβερνήσεως. Το έθνος τι θα του κάμει; Τάχα τον ενθυμείται; Τα γενναία έθνη, καθώς το εδικόν μας, δέχονται τα έργα των προδοτών, καθώς η γη δέχεται τη βροχή. Βροντούν, βρέχουν οι νεφέλες και η γη μένει ατάραχη. Μαραίνονται τα άνθη της, αλλ’ αφού σχολάσει η τρικυμία, αναφύονται εις την όψιν της ευωδέστερα άνθη. Με τόσον φως αποδείξεων υπέρ της ημών αθωότητος, πόθεν ο Επίτροπος παρεκινήθη να μας εγκαλέσει; Το είπα προλαβόντως* η γνωστή διάθεσις προς την αστειότητα τον παρέσυρε. Αλλά μου κυματίζει και άλλη υποψία εις τον νουν, και βούλομαι να την εξηγήσω. Σώζεται εις το έθνος μας μια φυλλάδα. Χάριν σεμνοπρεπείας δεν αναφέρω τον τίτλον της. Αυτή η φυλλάδα διηγείται, ότι τρεις εταξίδευαν εις πλ οίον το ταξίδι, ως φαίνεται, ήτον από την ωραίαν Κωνσταντινούπολιν εις το ασιατικόν ακρογιάλι* οι δύο είδαν εις μία παλαιά πράξιν του τρίτου, ένα έγκλημα φοβερον* έγκλημα δια του οποίου υποπτεύοντο κινδύνους και πνιγμόν εις τόσον σύντομον ταξίδι* ο ένας των δύο έγινε κατήγορος και ο άλλος δικαστής, και ο κατήγορος ανενθυμίζοντας την πράξιν του κακούργου συντρόφου: Ιδού, έλεγεν, εξαιτίας σου θα χαθούμε. Η Μαύρη θάλασσα θα μας χύσει όλους τους 652
ανέμους* δεν θα μας κλεΐσουν τα μάτια οι φίλοι, αλλά θα μας φάγουν τα ψάρια... Θέλετε να μάθετε, κύριοι, ποιον ήτον το φοβερόν έγκλημα του εγκαλουμένου τούτου; Ποιον ήτο το φοβερόν έγκλημα του αθωοτάτου τούτου συντρόφου; Μία φορά τρώγοντας μαρουλόφυλλα, δεν έβαλε ξύδι!... Ο εγκαλούμενος έχασκεν ωσάν μαγκούφης ακούοντας και δεν εχώραγεν εις τον νουν του πώς, διατί δεν έβαλεν αρτιμήν εις τα μαρούλια, έμελλε να χαθούν, και πότε; Ό τα ν καθαροτάτη ημέρα εφώτιζε το κατάστενο και τα αηδόνια της Ασίας και της Ευρώπης έσμιγαν τες φωνές των μελωδικότατα. Μ' όλα ταύτα ηθέλησε και ν’ απολογηθεΐ· αλλά ο δικαστής προπαΐρνοντας και τον κατήγορον, έλεγε στρεφόμενος προς τον εγκαλούμενον, ότι υπάρχουν μερικά παλιόγραφα εις την σαβούραν, τα οποία αποδείχνουν την ενοχήν του. Χαμογελάτε, ω Δικασταί· αλλά εγώ δεν εγελούσα, ω συνάδελφοί μου, δεν εγελούσα, μα τον ενδοξότερον των αγίων, τον Πελοποννήσιον Γρηγόριον, που, πολύτιμη απαρχή, εσφάγη εις τον Βωμόν της ελληνικής ελευθερίας! Δεν εγελούσα, όταν αυτός ο Επίτροπος, ο αστυνόμος1 και ο Υπουργός μ’ έσερ ναν από την Πρόνοιαν εις τον Αιγιαλόν, εις το σπίτι του Υπουργού δια να μαρτυρήσω «ποιος μου έκανε την απόφασιν». Σας ομολογώ, άνδρες Δικασταί, ότι σφαλισμέ νος εις ένα έρημον ονδά του Υπουργού μ’ έτρωγε η έγνοια του Δουκός Βρολίου. Επειδή, μόλις εξέφρασα ότι την λεγομένην απόφασιν την είχα κάμει συμβουλευόμενος μίαν σημείωσιν του Δουκός, είδα ευθύς ν ’ αναχωρήσει τούτος ο Επίτροπος και μισοϋποπτευόμουν μην πήγε να κάμει ένταλμα συλλήψεως κατά του Δουκός και μας συγχίσει με την Γαλλίαν (δικασταί και ακροαταί γελούν). Απίθανον σας φαίνεται εις τέτοιον Επίτροπον; Και δεν είπες εχθές εις ένα μέρος, ω Επίτροπε, ότι αν μας αθωώσετε, Δικασταί, θα κακοφανεί... Τίνος; Και το προI. Ομολογώ χάριτας εις το ευγενές φέρσιμον του κυρίου Μάνθου, Αστυνόμου.
653
φητικόν δώρον του «Σωτήρος» να είχατε δεν θα το μαντεύατε. Θα κακοφανεί... της Αγγλίας!... Αλλ’ ας είναι σιγή του γέλωτος, σεβόμενοι τα νεύματα του κυρίου Προέδρου και ας ιδούμεν ποια ήταν τα πρόσωπα της δίκης της φυλλάδας: Ο δικαστής ήτον ο Λύκος, ο κατήγορος ήτον η Αλεπού και ο εγκαλούμενος ήτον το ευεργετικόν εις τους ανθρώπους ζώον, που από το όρος των Ελαιών επήγε τον Ιησούν εις την πόλιν Ιερουσαλήμ και τα παιδιά, συνοδεύοντας τον Θεόν, έψαλαν «ωσανά» κρατώντας λευ κά βάγια εις τα χέρια. Αλλά τι σχέσιν έχει αυτή η δίκη με τον Επίτροπον; Φαντάζομαι μήπως ο Επίτροπος επήρε τώρα δια τύπον εντελή κατηγορίας τον τύπον της παλαιάς φυλλάδας... Άπαγε! Ο Επίτροπος δεν καταδέχεται να πάρει παράδειγμα από μίαν φυλλάδα* αυτός, του οποίου είναι γνωστή η μάθησις και μίαν φοράν εκαυχήθη επ’ άμβωνος ότι, αν η χρεία το εκαλούσεν, εδύνατο να συνηγο ρήσει λατινιστί, έξι, οκτώ ώρες!... Τι, λοιπόν, μας κατηγο ρεί ούτως; Να αστειευθεί ηθέλησε μαζί μας και καθείς ηξεύρει, ότι η κλίσις προς την αστειότητα είναι ακράτητη κλίσις, και ο ίδιος ο Κικέρων αμάρτανεν εις αυτό το είδος. Μίαν φοράν βλέποντας τον αδελφόν του να φορεί μεγάλην σπάθην, επήγαινεν από θάλαμον εις θάλαμον, ερωτώντας ποιος έδεσε τον αδελφόν του εις εκείνην την ρομφαίαν!... Ίσω ς ο φιλόγελως Επίτροπός μας να ανέγνωσε και εις ένα σύγγραμμα ενός συμπατριώτου του, με τον οποίον, όμως, δεν έχει άλλο κοινόν ειμή την πατρίδα, ότι ένα γέλιο της καρδιάς προσθέτει από μίαν κλωστήν εις το ύφασμα της ζωής* όθεν, ορεγόμενος μακροβιότητα αστειεύεται ο θαυ μάσιος με τους πολίτας. Να αστειευθείς λοιπόν ηθέλησες με βεβαιότητα, ω Επίτροπε, μ’ εκείνα τα δύο κεφάλαια της κατηγορίας σου* και, αν τ’ αρνείσαι τώρα, και τώρα με ημάς και μ’ εσάς αστειεύεται, ω Δικασταί. Αφού λοιπόν ούτως έχει το πράγμα ας ακούσει, ως έλεγαν οι Λατίνοι, τους νεωτάτους λόγους μας, novissima verba, επειδή και οι υστερότεροι είναι και οι νεώτεροι. Προ δεκατεσσάρων χρόνων και άλλοι αστειεύονταν εδώ 654
με τους κατοίκους του τόπο'υ, και μάλιστα εδώ εις το Ναύπλιον ήτον και αυτή η αστειότητα, που Έλληνας δεν ηδύνατο να έμβει καβαλάρης εντός της πόλε ως- αλλά το γυμνό σπαθί, που εκυμάτιζε εις το ανώφλιον της θύρας, εδικαιολογούσε και αιτιολογούσε την αστειότητα. Α λλ’ εις τον Επίτροπον, πόθεν το θάρρος; Εις το διάστημα των δεκατεσσάρων τούτων χρόνων εγράφθη ένα βιβλίον εις την Ελλάδα και τούτο το βιβλίον περιέχει ρητώς ότι, κανείς ποτέ να μην αστειεύεται με την ζωήν, με την τιμήν των Ελλήνων και εις την κατασκευήν του βιβλίου έλαβε μέρος η Γη και ο Ουρανός (...). Είπα όσα έκρινα εύλογον υπέρ ημών πειθόμενος εις τον νόμον της απολογίας· τελειώνομεν και ευχαριστούμεν τον Μεγαλοδύναμον, ότι από τόσους άλλους άξιους Έλληνας, ηθέλησεν η χάρις του να προτιμήσει ημάς τους δύο, δια να δείξωμεν ενώπιον του Κόσμου, εις την 26 ΜαΓου, οποϊαν έχομεν αγάπην προς την πατρίδα και προς τους νόμους. Ά δη λα τα μυστήρια του Κυρίου και η δόξα του εις αιώνας αιώνων. Ό τα ν τέλειωσε την απολογία του ο Τερτσέτης, που χάρισε στους ακροατές και συγκίνηση, και γέλιο, και έξαρση, όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του καμαρώνοντάς τον. Οι δικαστές τραβήχτηκαν στην αίθουσα των διασκέψε ων να βγάλουν την απόφαση. Κι όσο πέρναγε η ώρα μεγάλωνε η αγωνία του κόσμου, όπως δεν ήξερε αν θα πρυτάνευε σ* αυτούς το αίσθημα της τυπικής ή της ουσια στικής δικαιοσύνης. Αν από δικαστές σκοπιμότητας, θα ψήλωναν σ’ εθνικούς δικαστές. Ό τα ν λοιπόν γύρισαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων κι ο πρόεδρος Σωμάκης διάβασε την αθωωτική απόφαση, το ακροατήριο πια δεν κρατήθηκε· ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε. Ά λ λ ο ι γέλαγαν κι άλλοι χαρούμενα δάκρυζαν. Μοναχά ο Μάσον, κίτρινος από το πάθος του που δε βρήκε ικανοποίηση, έμοιαζε πάνω στην έδρα του με παραμελημένο σκιάχτρο. 655
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου προστάζει τους χωροφύλα-. κες ν’ αφήσουν ελεύθερους τους κατηγορούμενους να φύγουν. Ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης φάνηκαν σε λίγο να βγαίνουν από την πόρτα του τζαμιού. Τα πλήθη, τότες, που καρτέραγαν στη μεγάλη πλατεία ξέσπασαν σ ’ ακράτη τες εκδηλώσεις. «Ζήτω οι νέοι Αριστείδηδες», φώναζαν. Ά λ λο ι τρέχανε να τους σφίξουν το χέρι κι άλλοι να τους φιλήσουν. Και μέσα στον ενθουσιασμό τους, όσο κι αν διαμαρτύρονταν οι δυο δικαστές, τους σήκωσαν στους ώμους τους κι έτσι θριαμβευτικά τους γύρισαν όλη την πλατεία. (—Γεια σας, βρε Έλληνες, για την καρδιά που έχετε!) Ο Μανασίδης, ο βιογράφος του Πολυζωίδη, λέει πως «οί Εμποροι διά συνεισφορών προσέφεραν αύτώ έπτά χιλιάδας δραχμάς τάς όποίας in ούδενί λόγφ ήθέλησε νά άποδεχθή, πανταχόθεν δ’ έλάμβανε συγχαρητηρίους έπιστολάς καί δέν Επαυσεν ίκτοτε νά θεωρήται υπό πάντων τό είδωλον τής άγάπης καί τοΰ θαυμασμού»1. Υπάρχουν κάποια πλούτη που ακολουθάνε τον άνθρωπο πέρα ακόμα κι από το θάνατο. Γεμάτοι απ’ αυτά τα πλούτη βγήκανε, τη μέρα κείνη, ο Πολυζωίδης κι ο Τερτσέτης από το τζαμί του Αναπλιού.
I. Πρόλογος Μανασϊδη στα «Νεοελληνικά·· του Πολυζωίδη, σ. ι δ \
656
Η
Κ
Α
Θ
Α
Ρ
Σ
Η
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Σ τ ις 18 του Σεπτέμβρη 1834, η Αντιβασιλεία υπόγραψε διάταγμα που όριζε, από την 1 του Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, καινούργια πρωτεύουσα την Αθήνα. Το «δαιμόνιον πτολίεθρον» και «Ιρεισμα τής 'Ελλάδος», η λαμπάδα που φώτισε τα παλιά τα χρόνια τις τύχες του ανθρώπου, ήτανε τότες ένα παλιοχώρι γεμάτο από ερείπια «λαμπρών μέν άλλοτε, έλεεινών δέ άπό τής χθές»1. Να πώς την περιγράφει ο Λαμαρτίνος, που την επισκέφθηκε τον Αύγουστο του 1832 κι έμεινε τέσσερις μέρες σ'αυτή: «Μπαίνοντας στην πολιτεία μπήκαμε σ’ έναν αξεδιάλυ το λαβύρινθο από στενά σοκάκια γεμάτα από γκρεμισμένα ντουβάρια, σπασμένα κεραμίδια, ανάκατα με πέτρες και κομμάτια από μάρμαρα. Για να περάσουμε χρειάστηκε άλλοτες να κατεβοΰμε στην αυλή ή ν' ανεβούμε τα σκαλο πάτια ενός ερειπωμένου σπιτιού κι άλλοτες να σκαρφαλώ σουμε τη στέγη κάποιου άλλου. Μέσα σε μικρά άσπρα παλιοκάλυβα, ερείπια ερειπίων, βρόμικα και φριχτά κατα φύγια, βρίσκουνται στοιβαγμένες χωριάτικες οικογένειες. Εδώ κι εκεί γυναίκες με μαύρα μάτια και θελκτικά στόματα, ακούγοντας τον κρότο που κάνανε τ' άλογά μας, βγαίνανε στις πόρτες τους και χαμογελούσαν καλοπροαί ρετα κι έκπληχτα, δίνοντάς μας το χάριτωμένο καλωσόρι σμα της Αττικής»2. 1. Από την προσφώνηση στον Όθωνα του ιστορικού και πρεσβευτή ιη , Αυστρίας Πρόκες-Όστεν. 2. Lamartine «Souvenirs, impressions, pcnsccs cl paysagcs. pendant un voyage cn Orient. 1832-1833», a. 144.
657
Τα λίγα καινούργια σπίτια που χτίζονταν τα βρήκε ο Λαμαρτίνος άγαρμπα και το Θησείο τον άφησε αδιάφορο. Ανεβαίνοντας όμως στην Ακρόπολη ξεχειλάει από θαυμα σμό. «Ό,τι απομένει απ’ αυτόν» λέει «φτάνει για να καταλά βεις πώς στέκεται το πιο τέλειο ποίημα από πέτρα πάνω στην επιφάνεια της γης»1. Κάθισε ώρες στα προπύλαια με καρφωμένα τα μάτια στον Παρθενώνα νιώθοντας, όπως λέει, «ολόκληρη την αρχαιότητα μέσα σ’ ό,τι πιο θείο δημιούρ γησε. Η θέα του Παρθενώνα αναδείχνει, πιότερο από την ιστορία, το ύψιστο μεγαλείο ενός λαού. ' Εκλαψα ολιγότερο για τις καταστροφές του υπεράνθρωπου αυτού έργου και πιότερο με την ιδέα πως ποτέ πια ο άνθρωπος δε θα μπορέσει να ξαναδημιουργήσει μια τέτοια αρμονία»2. Αυτό το «ποίημα από πέτρα» κέρδισε τη μάχη για να γίνει η Αθήνα κεφαλή της Ελλάδας που αναστήθηκε. Γιατί, τότες, αγωνίστηκαν ν’ αποχτήσουν τον τίτλο της οριστικής πρωτέυουσας, εξόν από τ’ Ανάπλι, και πολλές άλλες πολιτείες μας, που ανάμεσα σ’ αυτές ήταν το Ά ργος, η Τριπολιτσά, η Κόρινθος, η Σύρα κι αυτά ακόμα τ’ αγαπημένα στον Κωλέτη Μέγαρα; Την 1 του Δεκέμβρη, ο Όθωνας, οι αντιβασιλιάδες κι η κυβέρνηση φτάσανε από τη θάλασσα στον Πειραιά όπου, καθώς ανιστοράει ο Ραγκαβής, «Ίστατο έρείπιον υπερώου καλύβης, ήν κατώκει ό έρημίτης τελώνης, ό μή Ιχων τί νά τελωνίση»1. Οι βάρκες με τους τρανούς ξένους αφεντάδες
μας κάθισαν στα ρηχά, όπως δεν υπήρχε ο παραμικρός μόλος. Για να μη βραχούν βγαίνοντας, τους πήρανε οι 1. Lamartine «Souvenirs, impressions, pens&s et paysages, pendant un voyage en Orient, 1832-1833», a. 156. 2. Id. a. 159. 3. Ραγκαβή op. cit. τ. β", σ. 6.
658
βαρκάρηδες στους ώμους τους και τους ξεφόρτωσαν στην ξηρά. Για ν’ ανεβούν από τον Πειραιά στην Αθήνα, έπρεπε να περάσουν μέσα από βάλτο, όπου γκαμήλες, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια βούταγαν ως την κοιλιά στα λασπόνερα κι «είχον σχεδόν μεταβληθη είς ίππσποτάμονς»'. Κουβάλαγαν στις ράχες τους αντιβασιλιάδες, υπουργούς, αρχεία, στρατηγούς, βιενέζικα πιάνα, κοντέσες, κασέλες, κυρίες, διπλωμάτες και τον Όθωνα. Οι Αθηναίοι καρτέραγαν να υποδεχτούν την παράδοξη τούτη συνοδεία στο θησ είο, που ήτανε τότες εκκλησιά. Και για να δώσει ο καιρός πιο θλιβερό ακόμα τόνο στον ερχομό τους, ο ουρανός της Αττικής ήτανε μουντός τη μέρα κείνη. «Δέν ήτο Ιργον ευχερές» γράφει ο αρχαιολόγος Ρός που συνόδευε τον Οθωνα «έν πολίχνη, έν ή πρό δύο έτών 6 καθρέκτης έθεωρείτο πολυτέλεια, νά εύρεθώσι κατοικίαι, διά τούς Αντιβασιλείς, τούς υπουργούς, τούς ξένους διπλωμάτας, τούς Έλληνας καί Γερμανούς ύκαλλήλους καί τούς Αξιωματικούς τοΰ στρατού. Ό ,τι δκωσοϋν οίκήσιμον ύπήρχεν έν τή πόλει, έπετάσσετο εύθύς· ήμικατεστραμμέναι έκκλησίαι $αΙ παρεκκλήσια, τζαμία καί λουτρώνες (χαμάμια) μετεποιοΰντο είς προσωρινούς στρατώνας, σταύλους, έργοστάσια, δικαστήρια, σχολεία». Κι όμως, από κείνη την ώρα, η Αθήνα, για μια φορά ακόμα, γινόταν το κέντρο του Ελληνισμού. Απ’ αυτή πια θα ξεχυνόταν στο έθνος και το κακό κι όσο καλό είχε να του δώσει. Στ’ Ανάπλι, άμα πια φύγανε ο βασιλιάς κι οι αντιβασιλιάδες, απόμεινε η ανάμνηση πως στάθηκε η πρώτη πρωτεύουσα του κράτους και πως εκεί πάνω στο Παλαμήδι ήτανε φυλακισμένος ο Κολοκοτρώνης.
I. Ραγκαβή op. cit. τ. β', ο. 6. 639
Η Κ Α Λ Ο Γ Ρ ΙΑ Κ α μ ία φορά, κοιτάζοντας το τειχί παλιού κάστρου, βλέπεις ανάμεσα στα ορθόκοφτα αγκωνάρια του να ’χει φυτρώσει κάπαρη με το εξωτικό λουλούδι της ανθισμένο. Και μεμιάς τότες ξεχνάς πως τούτο το τειχί χτίστηκε σ ’ άλλα χρόνια για να σκορπάει το θάνατο. Κάτι τέτοιο πες γίνηκε και με το Γέρο που εκεί, πάνω στο Παλαμήδι, γνώρισε τον τελευταίο έρωτα της ζωής του. 'Οταν αρρώστησε βαριά και κινδύνεψε, δώσανε το λεύτερο να τον φροντίζει μια καλογριά. Τον γιατροπόρεψε σαν πατέρα και τον κοίταξε σαν άντρα. Γλύκανε τους πόνους του και τη μοναξιά του. Μέσα στο κελί της φυλακής το γυναικείο χαμόγελο του χάρισε τη γαλήνη και την ελπίδα. Και τότες, καθώς το γέρικο δέντρο που βγάζει για τελευταία φορά καρπό, ο ήρωας την αγάπησε. Εκείνος εξήντα πέντε χρονών κι εκείνη κοντολογούσε τα σαράντα. Μα ήταν καλοστεκάμενη, κρατώντας κάτι ακόμα από την ομορφιά των νιάτων της. Η γυναίκα του Κολοκοτρώνη, η Κατερίνα Καρούτσου από το Λεοντάρι της Αρκαδίας, είχε πεθάνει το 1820 όταν βρισκόταν με τη φαμελιά του στη Ζάκυνθο. Στο μνημόσυ νό της «Επήρε είς τό κεφάλι του», όπως ανιστοράει ο Τερτσέτης, «τόν δίσκο μ ί τά κόλοβα άπό τό σπίτι του Εως είς τήν Εκκλησίαν, σημεϊον τής άγάπης του»·. Από τότες έμεινε χήρος. Το ’λεγε όμως η περδικούλα του. Κι όταν η μοίρα του ’φερε μέσα στη μοναξιά της φυλακής τη γυναίκα —κι ας ήτανε καλογριά— δεν άργησε να βρεθεί στην αγκαλιά του. Από τούτον τον έρωτα απόχτησε ο Γέρος ένα γιο, που του ’δωσε τ’ όνομα του πρωτότοκου παιδιού του, του Πάνου, που σκοτώθηκε το 1824 στο δεύτερο εμφύλιο I. Τερτσέτη «Ά παντα — Ρητά του Κολοκοτρώνη», τ. γ ', σ. 203.
660
πόλεμο. Την ερωμένη του καλογριά δεν την παντρεύτηκε ποτές, αν κι έζησε ως το τέλος της ζωής του μαζί της και στα χέρια της πέθανε. Το στερνοπαίδι όμως που του χάρισε το αναγνώρισε νόμιμο παιδί του. «Έν Ετος πρό τοΰ θανάτου του» λέει στ’ ανέκδοτα απομνημονεύματά του ο Δημητρακάκης «περιήλθε τά πλείστα τών μερών τής Πελοποννήσου, κα( Ιδίως τήν πατρίδα του Καρύταιναν, είς τά όποΐα Εζησε καί έπολιτεύθη. ' Εκάλεσε κάντας μεθ’ ών είχεν Ελθει είς ρήξιν ή Αλλην ένόχλησιν ϊνα λύσωσι τά μεταξύ των διά τής χριστιανικής άλληλοσυγχωρήσεως. 'Εφερε δέ μαζί του έπί τών όπισθίων τοΰ Ίππου, έφ’ ού Τππευεν, προσδεδεμένον μέ τήν ζώνην έκ τοΰ σώματός του τόν τελευταίον υΐόν του Πάνον, παιδίον δντα, ϊνα τόν συστήση είς τόν τόπον, είς τούς φίλους του, ώς γνήσιον υίόν του». Και τούτος ο γιος του έρωτα ενός γέρου και μιας καλογριάς στα σίδερα της φυλακής, πρόκοψε στη ζωή του. Ίσαμε σήμερα λογαριάζεται σαν ένας από τους καλύτερους και πιο μορφωμένους αξιωματικούς που είχε ο στρατός μας. Αν πας στη Σχολή Ευελπίδων θ’ αντικρίσεις την προτομή του, μια κι αυτός, όταν το 1861 γϊνηκε διευθυντής της σχολής, την οργάνωσε. Και κοίταξε τα παράξενα της τύχης: τούτο το νόθο παιδί, που πες ξεκίνησε για να 'ρθει στη ζωή μέσα από τα μπουντρούμια του Παλαμηδιού, έπειτα από 26 χρόνια, υπολοχαγός πια, θα βρεθεί κι αυτός στη φυλακή σαν ένας από τους επαναστάτες που αγωνίστηκαν και τέλος πέτυχαν να διώξουν από την Ελλάδα τον Όθωνα.
661
ΝΕΚΡΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Ο ΑΓΩΝΑΣ της λευτεριάς και της δικαιοσύνης δεν έχει τέλος ποτές. Ά λλοτες τον βλέπουμε ν’ αστράφτει στις μύτες των σπαθιών κι άλλοτες στις λάμψεις των ντουφε κιών — σε βουνά, σε κάμπους, σε πολιτείες, σε θάλασσες. Ά λλοτες πάλι τον καμαρώνουμε στα έργα των ποιητών, κι άλλοτες στα γραφτά των πεζογράφων, των ιστορικών καί των άξιων εφημεριδογράφων. Είδαμε πως πολλές από τις εφημερίδες εκείνου του καιρού παίξαν πατριωτικό ρόλο. Ξεφυλλίζοντας τις κιτρινισμένες από το χρόνο σελίδες τους, βρίσκουμε στς γραφτά τους —κι ας είναι γραμμένα με τον παλιό ιδιότυπο λόγιο τρόπο— τον αντίλαλο του αγώνα ενός λαού ενάντια στον ξενικό ζυγό των Βαβαρέζων. Ένα τέτοιο γραφτό, που δημοσιεύτηκε στην «Εποχή» με τον τίτλο «Διάλογος νεκρικός», θ’ αναδημοσιέψουμε τώρα κι εμείς. Πέντε είναι τα πρόσωπα του διάλογου· ο Καραΐσκάκης, ο Μάρκος Μπότσαρης κι οι Δ., Φ. και Θ. που γράφουνται μονάχα μ’ αρχικά. Ο Δ. Κατεβαίνει στον άδη κι εκεί βρίσκει τους δυο ήρωες και κουβεντιάζει μαζί τους. Δ: Πού είναι ο Καραΐσκάκης ή ο Βότζαρης; Φ: Δεν καταλαμβάνω. Δ: Και εδώ δεν μας καταλαμβάνουν! Ας ερωτήσω άλλον. Ε, του λόγου σου, ηξεύρεις Ελληνικά; Θ: Ηξεϋρω. Δ: Δείξε μου, σε παρακαλώ, πού είναι ο Καραΐσκάκης ή ο Βότζαρης. Θ: Ακολούθημε. Στρατηγοί, αυτός σας γυρεύει. ΚΑΡΑ Ϊ ΣΚΑΚΗΣ: Θαρρώ να τον γνωρίζω. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Και εγώ. Δ: Στρατηγοί μου! ΚΑΡΑ Ϊ ΣΚΑΚΗΣ: Καλώς τον Δέλτα μου. 662
ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Καλώς όρισες, Δέλτα. Δ: Καλώς σας ηύρα. ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ: Δόξα σοι ο Θεός οπού ήλθε και ένας από την πατρίδα μας να γνωρίζει την γλώσσα μας. Έ λα κάθισε, λέγε μας, τι γίνεσθε, πώς περνάτε, τι κάμουν τ' αδέλφια μας; Δ: Ά λ λοι καλά και άλλοι αχαμνά. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Οι συναγωνισταί μου, ο υιός μου καλά είναι; Δ: Ο υιός σου καλά είναι. Μα πώς τόση επιθυμία να τα μάθετε από εμένα, δεν ερωτάτε τόσους οπού έρχονται κάθε μέρα; ΚΑΡΑ ΙΣΚΑΚΗΣ: Έρχονται, παιδί μου, πολλοί κάθε ώρα, μα αυτοί ομιλούν μια γλώσσα οπού εμείς δεν την καταλαμβάνομε. Δ: Τα ίδια τραβούσαμε και ημείς. ΚΑΡΑ Ι ΣΚΑΚΗΣ: Και αν σήμερον δεν ερχόσουν κι εσύ, ήθελε πιστεύσωμεν ή πως χαθήκατε οι Έλληνες, ή πως αλλάξατε την γλώσσα σας. Δ: Μα το ναι κοντεύει. ΚΑΡΑ Ι ΣΚΑΚΗΣ: Λέγε μας, λοιπόν, τι κάμουν οι πα λαιοί μας φίλοι και όλοι οι άλλοι, είναι καλά; Δ: Ας τα λέμε, Στρατηγέ μου, καλά και ο Θεός να τα κάμει (...) ΚΑΡΑ Ι ΣΚΑΚΗΣ: Εκείνοι οι παλαιοί οπού έφαγαν την Τουρκιάν τι έγιναν; Δ: Μηδ’ εγώ δεν ηξεύρω· κατασκορπίστηκαν σαν του λαγού τα παιδιά. Αν έμεινε και κανείς Έ λληνας από εκείνους οπού μια φορά ήτανε στο ασήμι και στο χρυσάφι βουτημένοι και δεν τους εχώραγε ο κάμπος της Θήβας, δεν έχει τώρα ψωμί να φάγη· πτώχια, πτώχια, Στρατηγοί μου. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Και γιατί, παιδιά μου, να μην πιάσετε από καμιά δουλειά να ζήτε; Εγώ είχα σκοπόν, αν μ’ άφηνε ο Θεός να ζούσα, ευθύς οπού τέλειωνε ο πόλεμος, να τραβιόμουνα σ ’ ένα μέρος να δούλευα την γην. Η δουλειά, 663
παιδί μου, ντροπή δεν είναι. Δ: Μήνα κι εμείς. Στρατηγέ μου, δεν το θέλαμε; Μα σαν δεν μας δίδουν γη, δεν μας δίδουν γρόσια, πώς θα το κάμουμεν; ΚΑΡΑ Ϊ ΣΚΑΚΗΣ: Και τόση γη τι έγινε; Δ: Να, έγινε ορμάνι από τα κλαδιά. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Και εμείς εμάθαμε ότι η Ευρώπη εδάνεισε τόσα μιλιούνια γρόσια εις την πατρίδα μας· αυτά τι έγιναν; Δ: Ξεύρω κι εγώ; Τ' ακούσαμε κι εμείς, μα μήνα ποτέ μας έδωκαν λογαριασμόν; ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Παναγία μου! Και όλοι καταπώς λες είναι πτωχοί; Δ: Ό χ ι δα, καπετάνιε. Εγώ σας λέγω για τους παλιούς, ει δε για τους καινούργιους, μάγαρι να ’μεθο κι εμείς στα μισά τους. Τον βλέπεις, μάτια μου, χρυσοντυμένο με κεμέρι αλύγιστο, με τ' άτια του, φαγιά πολλά, κρασιά φράγκικα, οπόχουν δυο και τρία τάλαρα το μπουκάλι, χορούς, σεργιάνια, ζεύκια όλη μέρα, μα για ρώτα και τον καημένο τον Έλληνα, μηδέ κουραμάνα δεν έχει. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Παναγία μου! Και αυτά δεν τα βλέπει ο βασιλιάς; Δεν του τα λέγει κανείς; Ο υιός μου έμαθα πως είναι σιμά του, αυτός τι κάμνει; Δ: Αμ κι αν τα βλέπει, τι θα κάμει, μήνα μόνος του βασιλεύει τώρα; Σ’ εκείνον όλοι τους έχουν τα θάρρη τους, κι ελπίζουν σαν αναβή στο θρονί του να ξεπαστρέ ψει την ήρα απ’ το σιτάρι1. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Δεν με λες, Δέλτα μου, τι έγιναν τα παλικάρια μου; ΚΑΡΑ Ϊ ΣΚΑΚΗΣ: Και τα δικά μου; Δ: Τι να γίνουν, Στρατηγοί μου, κατασκόρπισαν, άλλοι στην Τουρκιά, άλλοι γυρνούν σακάτηδες και ζητεύουν, πάνε, καταχάθηκαν. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Κρίμας τα παλικάρια! 1. Καθώς βλέπεις, η (δια κι εδώ μόνιμη αυταπάτη εκείνου του καιρού, πως όταν ο 'Οθωνας θα ενηλικιωνόταν όλα θα τα διόρθωνε.
664
ΚΑΡΑΊΣΚΑΚΗΣ: Η Νύδρα1 πώς πάει; Δ: Δεν ήρθε κανείς Νυδριώτης να μάθετε; ΚΑΡΑΊΣΚΑΚΗΣ: Έ ρχονται, παιδί μου, κι από δαύτους πολλοί, πλην από την Νύδρα δεν ξεύρουν, γιατί άλλος έρχεται από το Μισίρι, άλλος από την Πόλη και άλλος από την Μπαρμπαριά2. Δ: Τι να κάνουν κι αυτοί οι καημένοι; Έ χουν κάμποσα τρεχαντηράκια και κουβαλάνε ξύλα και ζούνε. ΚΑΡΑΊ ΣΚΑΚΗΣ: Και πώς τόσα πόστα, τόσα υπουργή ματα, ποιος τα κρατεί; Δ: Ε, καπετάνιε μου, τώρα δεν σ ’ ερωτάνε αν έφαγες Τουρκιά, αν έκοψες πασάδες και αν έπιασες βεζιράδες. Έ χεις κανένα τρανό φίλο, έχεις γράμμα στην τζέπη, ξεύρεις φράγκικα, βγάζεις το καπέλο σου ως κάτω; Νάτο για μια το υπούργημα. Αυτά έκαμαν και τον καημένο τον Έ λληνα να πιάσει τα βουνά και την ξένιά. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Κακό! Για πε μου, αυτοί οι καινούργιοι οπού δεν ξεύρουν τη γλώσσα μας, πώς κουβεντιάζετε μαζί τους; Δ: Μήνα μας κουβεντιάζουν ποτέ τους; Μήτες πως είμεθα ζωντανοί θέλουν να το ξεύρουν. Κι όποιος θέλει να τους κουβεντιάσει να πει τον πόνο του, ας μάθει λέγουν τη γλώσσα τους. ΚΑΡΑΊ ΣΚΑΚΗΣ: Αλήθεια, Βότζαρη, κοιτάζω κι εδώ που έρχονται, αγριοκοιτάζουν και ημάς ακόμη. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Φαίνεται ότι οι Έ λληνες δεν τους καλοκοι τάζουν, και αν είναι αυτό, έχουν δίκιο να σε πω. Δ: Μα την πίστιν μου, καπετάνιε, όταν ήρθαν στον τόπο μας σαν τ’ αδέλφια μας τους κοιτάζαμε, μα σε λίγο καιρό μας πέταξαν πέρα και κάτζανε αυτοί. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Δεν με λες, Δέλτα μου, γιατί από τούτους πεθαίνουν τόσοι πολλοί; 1. Η Υδρα. 2. Οι Υδραίοι, κυνηγημένοι πια από τη δυστυχία, παράταγαν το νησί τους κι έφευγαν να'υπηρετήσουνε ναύτες στις αρμάδες του σουλτάνου και του Μωχάμετ Ά λη.
665
Δ: Δεν τους σηκώνει ο τόπος μας· ατζαλοτρώγουν κιόλας και για τούτο πεθαίνουν. ΒΟΤΖΑΡΗΣ: Λυπηρά πράγματα, Καραϊσκάκη! ΚΑΡΑ Ι ΣΚΑΚΗΣ: Λυπηρά και πικρά, Βότζαρη!' Μαύρα κι άραχλα, καπεταναίοι μου! Ό σους αγωνίστη καν, καθώς εσείς, να στήσουν λεύτερη στον κόσμο τούτη την πατρίδα, οι Γερμανοί τους «πέταξαν πέρα». Το Εικοσιένα βρισκόταν πια στις φυλακές και στα μπουντρούμια. Μέσα απ’ αυτά τ’ αναστήνουμε γράφοντας την ιστορία του...
Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ Η τΑ Ν Ε πια φανερό πως μια κι όλοι όσοι πιάστηκαν μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, είτε αποφυλακί στηκαν χωρίς δίκη είτε αθωώθηκαν από τα δικαστήρια, δεν μπορούσε παρά να πάρουν χάρη κι οι δυο καταδικα σμένοι. Την αιτία που δεν τους είχε ακόμα δοθεί πρέπει να τη γυρέψουμε, πως αρέσει ή καλύτερα συμφέρνει στους βασιλιάδες να συνδέουν τις τέτοιες χειρονομίες τους με σημαδιακές μέρες. Η πιο σημαντική απ’ αυτές θα στεκό ταν, εκείνον τον καιρό, η 20 του Μάη 1835. Τη μέρα αυτή ο Όθωνας θα ενηλικιωνόταν —θα πάταγε στα εικοσιένα του χρόνια— και θ’ άρχιζε πια ουσιαστικά να βασιλεύει. Εκείνη λοιπόν την αυγή του Μάη, τάραξαν τη γαλήνη του αττικού μας ουρανού εβδομηνταπέντε κανονιές. Ακο λούθησαν δοξολογίες, σημαιοστολισμοί, φωταψίες, αγώ νες, χοροί. Προσφωνώντας ο Κωλέτης το παιδαρέλι που γινόταν ελέω θεού μονάρχης μας, είπε πως αυτή η μέρα ήταν «ή ημέρα τής 'Ελλάδος». I.
666
«Εποχή», αρ. 16 — 18.11.1834.
Οι Έλληνες, που τόσα τράβηξαν από την αντιβασιλεία, καρτέραγαν, όπως είπαμε, κάπως να καλυτέρευαν τα πράματα όταν θ’ ανέβαινε στο θρόνο ο Όθωνας. Ελπίζα νε, πριν από καθετί άλλο, πως θα λιγόστευε η ξενοκρατία. Και τι να δουν; Κι αυτός ακόμα ο Ρωμιός πρωθυπουργός —κι ας ήταν όργανο των ξένων, κι ας ήταν ο Κωλέτης— έπαψε να υπάρχει. Ο Άρμανσπεργκ, ο προϊστάμενος της αντιβασιλείας, γινόταν τώρα πρωθυπουργός και μάλιστα με τον παράξενο, για την Ελλάδα, τίτλο του «αρχικαγκελάριου». Κι ο Κωλέτης; Ε, κι η αφεντιά του ακολούθαγε το δρόμο της «τιμητικής εξορίας» που είχανε πάρει πριν απ’ αυτόν ο Τρικούπης, ο Μαυροκορδάτος, ο Ζωγράφος κι ο Μεταξάς· τον ξαποστέλνουνε πρεσβευτή στο Παρίσι. Η προκήρυξη που έβγαλε ο Όθωνας στο λαό δεν έδινε την παραμικρή ελπίδα μιας κάποιας ουσιαστικής αλλα γής. Με το δίκιο του ο Πετρακάκος την ονομάζει «παγετώ δη»1. Με το δίκιο του ο Κυριακίδης λέει πως ο Όθωνας «προύτίμα πάντοτε τούς Βαυαρούς καί είς αύτούς τά πάντα ένεπιστεύθη»2. Και με το δίκιο της η «Αθηνά» έγραψε
σ ’ άρθρο της τούτα δω: «Κατά δυστυχίαν ή προκήρυξις ήτο ξηρά, καί ούδέ λόγος κάν περί συντάγματος έγένετο· ή μόνη δέ θεσμοθεσία, τήν όποίαν κατόπιν τής προκηρύξεως ταύτης εΐδομεν, ήτο ή κατάστασις τής Καγγελαρίας καί Καγγελάριον ένθρονισμένον είς τήν Καγγελαρίαν, τόν Κύριον ’Αρμανσπέργην, άνεύθυνον καί σχεδόν άπόλυτον. "Ολος ό κόσμος έξεπλάγη τότε, καί διότι έξαφνα άπό τό Σύνταγμα είχε ότι μεταβαίνομεν είς τό πολιτικόν τοΰ κυρίου Μ ετερνίχου σύστημα, καί διότι δέν ήλπιζε ποτέ νά ϊδη άρχικαγγελάριον τόν κ. "Αρμανσπέργην, είς τόν νέον τίτλον, τοΰ όποιου δέν έπίστευε τουλάχιστον δτι βλέπει άλλο παρά τό καβοΰκι3, μετασχηματισμένον είς καπέλλον. Καί μάλιστα πολλοί άπό τούς "Ελληνας άφοΰ 1. Πΐ'.τρακάκοιι «Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδος», τ. α". σ. 469. 2. Κυριακϊδη op. cit. τ. α ’, σ. 291. .V Γο ψηλό κάλυμμα της κεφαλής ιτου φόραγαν οι πασάδες.
667
είδαν όποϊα ήταν τά καθήκοντα τοΰ ’Αρχικαγγελαρίου, έσύγκριναν τό υπούργημα τοΰτο, καί τό εΰρισκαν άπαράλλακτον μέ έκεΐνο τοΰ Βεζύρου, καί μανθάνοντες προσέτι δτι τοιαύτην θέσιν έχει καί ό κ. Μέτερνιχ είς τήν Αυστρίαν, Ελεγον δτι προτιμοΰσι καλήτερα τόν Πασά Καπισή παρά τήν τοιαύτην Καγγελαρίαν»1. Τό πόσο ξεγελάστηκαν οι Έλληνες, για μια φορά ακόμα, πως κάποια διόρθωση θ’ ακολούθαγε, όταν ο Όθωνας θα καθόταν στο θρόνο, το βλέπουμε και σ ’ αυτά τα γραφτά του αυστριακού ιστορικού και διπλωμάτη Πρόκες - Ό στεν: «Ή τοιαύτη ύπό τοΰ λαοΰ άντίληψις τής δλης τών προσώπων καί πραγμάτων θέσεως, άπήτει λογικώς Ινα μετά τήν άνάληψιν τής άρχής ύπό τοΰ Βασιλέως περιστοιχίζηται μόνον ύπό ' Ελλήνων καί διά τούτων νά διαχειρίζηται τήν ύπερτάτην καί άπόλυτον αύτοΰ βασιλικήν Εξουσίαν. ’Ατυχώς ούχ ούτως Εγένετο. *Η ξενοκρατία Εν τή κυβερνήσει τοΰ κράτους δέν Επαύσατο, ή Έλληνικοποίησις τής άρχής δέν συνετελέσθη- διττώς δέ ή ξενοκρα τία έπεβλήθη είς τήν χώραν, ήτοι ύπό ξένων καί διά ξένων. ' Η έπιβαλοΰσα ταύτην είς τήν χώραν δύναμις ήν ξενική, ή εύνοια δηλονότι ής άπέλαυεν ύ Άρμανσπεργκ παρά τοϊς άντιπροσώποις τής ξένης διπλωματίας ήτοι τής ’ Αγγλικής, καί ό άνήρ ό έκλεγείς ώς κυβερνήτης νΰν ήν ό κόμης Άρμανσπεργκ, αύτός δηλονότι δ τέως προϊστάμε νος τής ’Αντιβασιλείας άνήρ, Εματαιώθησαν δέ αί Ελπίδες καί αί προσδοκίαι πάντων Εκείνων, οίτινες Εφρόνουν δτι τήν κυβέρνησιν τοΰ κράτους Εμελλον νΰν ν’ άναλάβωσιν άνδρες Έλληνες»2. Μα όλ’ αυτά ας τα παρατήσουμε, γιατί είναι, καθώς λένε, μια άλλη ιστορία, που ίσως κάποτες να κάτσουμε να τη διηγηθούμε κι αυτή. 1. -.Αθηνά». αρ. 397 — 23.12.1836. 2. Από έκθεση στην κυβέρνησή του όπως δημοσιεύεται από τον Καρολίδη (τ. β ', σ. 159).
668
Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ
ΑπΟ ΤΑ πρώτα διατάγματα που υπόγραψε ο 'Οθωνας ήταν κι η χάρη που έδωσε στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Μεμιάς έφυγε ταχυδρόμος για τ’ Ανάπλι, να πάει την καλή την είδηση. Την Κυριακή 27 του Μάη, ανήμερα πες από την καταδίκη τους σε θάνατο πριν από ’να χρόνο, άνοιξε η πόρτα του κάστρου κι άφησε να περάσουν ο Πλαπούτας κι ο Γέρος του Μόριά. Αφού βίγλισαν από κει ψηλά ολόγυρα την πλάση και πήρανε βαθιά ανάσα, άρχισαν γοργά να δρασκελάνε, ωσάν να ξαναγίνηκαν παιδιά, τα 890 σκαλο πάτια που θα τους έφερναν πίσω στον κόσμο. Ολόκληρο τ’ Ανάπλι συνάχτηκε να τους υποδεχτεί. Ό τα ν κατέβηκαν και το τελευταίο σκαλί και πάτησαν το χώμα, ακούστηκε μια μυριόστομη κραυγή: —Ζήτω η δικαιοσύνη! Κι όλοι μεμιάς χύθηκαν ποιος να τους πρωτοαγκαλιάσει. Τους χάιδευαν, τους καμάρωναν, τους φιλούσαν. —Να μας ζήσετε, αρχηγοί! άκουγες από φωνές που τρέμανε από συγκίνηση. Γέλαγε ο Γέρος και γέλαγαν τα πλήθη, δάκρυζε και δάκρυζαν κι αυτά. Με τα πολλά κατάφεραν να ξεκινήσουν. Μα κάθε στιγμή αναγκάζονταν ν’ ανακρατήσουν το βήμα τους, όπως όλο και καινούργιοι τρέχανε να τους χαιρετήσουν και να τους πουν το καλώς όρισαν. Ά λ λοι απ’ αυτούς, γέροι ωσάν τον αθάνατο Γέρο, είχανε βρεθεί πλάι του στο κλαρί από τα χρόνια της Τουρκιάς. Ά λ λο ι πολέμησαν κάτω από τις προσταγές του στην Τριπολιτσά κι άλλοι στα δοξασμένα Δερβενάκια. Ά λ λοι, στον καιρό του Μπραίμη, κυνήγησαν μαζί του τους προσκυνημένους — «τσεκούρι και φωτιά!» Αυτού του ανθρώπου το κορμί που ο χρόνος άρχισε πια να το ζαρώνει, έκλεινε μια ολόκληρη 669
ιστορία — το άγιο Εικοσιένα, που όσο εμείς οι Έλληνες θα υπάρχουμε πάνω στη γη, θα βαφτιζόμαστε από γενιά σε γενιά σ ’ αυτό. Ανάμεσα σ’ εκείνους που τρέχανε να τους χαιρετήσουν ήταν ακόμα και παλιοί εχθροί. Σ’ αυτή την ώρα της δικαίωσης, όχι δυο ανθρώπων μα της δικαιοσύνης, ξεχνιό νταν κι αυτά ακόμα τα προσωπικά πάθη. Στεκόταν τόση η κοσμοσυρροή, που βάλανε δυο ώρες για να φτάσουν στο σπίτι όπου θα ’μεναν. Μα ούτε κι εκεί τους παράτησαν. Ο κόσμος μπούκαρε σ’ αυτό κι ήτανε τόσο το πλήθος, που από το βάρος σύγκορμα έτριξε το σπίτι και παραλίγο να σωριαστεί το πάτωμα κι όλους να τους θάψει. «Διά νά γνωρίση τις» γράφουν τα Π ρ α κ τ ικ ά «όποίαν έδειξε χριστιανικήν άγάπην αύτός ό λαός, έπρεπε νά ήναι παρών, δταν ό βασιλεύς άπέλυσε τής ποινής τούς καταδικασθέντας στρατηγούς καί έλευθέρους οδτω συνόδευον οί άξιωματικοί τής φρουράς είς τάς οικείας αύτών. Καμμία τής πόλεως όδός περί τήν όποίαν αύτοί διέβαινον, δέν είχεν τόπον άνοικτόν, ώστε νά διέλθη τις δι’ αύτής άπό τό πλήθος τής συρροής· ούδ’ αύτοί οί στρατηγοί ήδύναντο νά βαδίζουν μέ βήμα φυσικόν, άλλ’ ήναγκάζοντο νά σταθώσι πολύ συχνά καί νά βαδίζωσι δύσκολα καί άργά, ώθούμενοι καί καταπλακονόμενοι άπό τό πλή θος, τό όποιον τούς έστενοχώρει έφ’ δλης τής όδοϋ, άγκαλιάζον καί άσπαζόμενον αύτών τήν κεφαλήν, τό πρόσωπον, τόν πώγωνα, τήν χεΐρα, τόν ώμον, τό ένδυμα, ώς έφθανε ό καθείς»1. Στα απομνημονεύματα που υπαγόρεψε ο Κολοκοτρώνης στον Τερτσέτη λέει:
I. ••Πρακτικά··, σ. 382.
670
«‘Η υποδοχή δπου μοΰ Εκαμεν ό λαός, μέ έκαμε νά λησμονήσω δλες τίς δυστυχίες πού άπέρασα»1.
Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ
Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, που δεν τ’ απόμεναν μήτε καν οχτώ χρόνια ζωής, μέτραγε πια την ηλικία του από τη μέρα που βγήκε από το Παλαμήδι. ΓΥ αυτό κι έλεγε: —Ομπρός είμαι γέροντας, οπίσω νεούτσικος, βρέφος σαν το πουλί της Αθηνάς2 — σοβαρό γέρικο ομπρός, οπίσω ορά μικρή ασκόπουλο. Το 1840 τον κάλεσε ο Όθωνας σ ’ επίσημο τραπέζι. Τον βάλανε και κάθισε δίπλα σε κάποιον πρίγκιπα, που τον ρώτησε πόσο χρονών είναι. —Πέντε, του αποκρίθηκε. —Πώς πέντε; κάνει ο πρίγκιπας ξαφνιασμένος, μην ξέροντας αν χαίρεται ο Γέρος τα συλλοϊκά του. —Τότες ξαναγεννήθηκα, πρίντζιπά μου, του απαντάει.* Την άλλη, την προτερινή ζωή μου, πάει... την έφαγε ο Σχινάς. Ο Όθωνας διόρισε τον Κολοκοτρώνη σύμβουλο της επικρατείας και το 1841 τον έκανε υποστράτηγο. Τον Πλαπούτα και τον Γενναίο Κολοκοτρώνη τους έφτιασε συνταγματάρχες. « Ό Γέρος τοΰ Μόριά άπό δώ καί πέρα», γράφει ο Κορδάτος, «άνήκει στή νέα άριστοκρατία καί σιγά σιγά ξεχνά τόν παλιό Κολοκοτρώνη»}. Η τέτοια κρίση στέκεται μερικά σωστή. Κι αυτός, όπως και πολλοί άλλοι από τους καπεταναίους του Εικοσιένα, πήρε τιμές κοντά στο θρόνο. 1. Τερτσέτη « Απαντα — Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα», τ. γ ', σ. 198. 2. Την κουκουβάγια. .1. Κορδάτου -Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», τ. , , σ. 79.
671
Κι ο Γενναίος θα γίνει υπασπιστής του Όθωνα και θα σταθεί ο τελευταίος πρωθυπουργός του, όταν ολόκληρο το έθνος θα ξεσηκωθεί να τονε διώξει. Ό σ ο για τον Κολίνο, τον πάντρεψε ο Γέρος με την εγγονή του πρίγκιπα Γιάννη Καρατζά, που στάθηκε ηγεμόνας στη Βλαχιά. Κι ο παλιός κλέφτης έλεγε τώρα με κάποια κούφια περηφάνεια: —Συμπεθέρεψε η γούνα με την κάπα. Πού χρωστιούνται τούτα τα περιστατικά; Στην κούρα ση, σιμά στο τέρμα του δρόμου, ενός αγωνιστή που από τα γεννοφάσκια του αντιβγήκε σ’ όλους τους διαβόλους; Μπορεί όμως και σε κάτι άλλο· στο παιχνίδι που παίχτηκε από τη στιγμή που δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας ως το τέλος της αντιβασιλείας κι όπου αυτό σου ανιστόρησα σε τούτο το βιβλίο. Τι γύρεψαν όταν ήρθαν οι Βαβαροί στον τόπο μας; Να κάνουν, όπως είδαμε, την Ελλάδα γερμανική αποικία. Στην προσπάθειά τους να χτυπήσουν τις εθνικές δυνάμεις βρίσκεται και το σκόρπισμα του στρατού του Εικοσιένα, και το πιάσιμο τόσων καπεταναίων, κι η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Τούτον όμως το σκοπό τους, να μας κάνουν αποικία, παραμορφώνοντας κι αυτήν ακόμα τη δημογραφική σύνθεση του τόπου, δεν κατάφεραν να τον πραγματοποιήσουν. Η εξέγερση της Μάνης κι έπειτα της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας, καθώς κι η στάση όλων των άξιων διανοούμενων εκείνης της εποχής, με πρώτους και καλύτερους τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, τους ανάγκασαν ν’ αλλάξουν πλώρη. Γύρε ψαν τότες να προσεταιριστούν πολλούς απ’ όσους κατα δίωξαν. Κι αυτό το πέτυχαν. Στην πραγματικότητα όμως είχαν ηττηθεί. Γιατί, δεν πειράζει που το ξαναλέμε, μέσα από τις τάξεις του ελληνικού στρατού που αναγκάστηκαν να φτιάσουν, θ’ αναπηδήσουν το 1843 οι δυνάμεις που θα διώξουν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής από την Ελλάδα και θα υποχρεώσουν τον Όθωνα να δώσει σύ νταγμα στο λαό. Θα ’πρεπε ακόμα να πούμε, για να ’μαστέ δίκαιοι αντικρύ στον Κολοκοτρώνη, πως αν και συμβιβάστηκε, ποτές 672
δεν ξέχασε ολότελα τον παλιό εαυτό του. —Απ’ όλα πάω ευχαριστημένος, έλεγε, εξόν από βασι λιά. Κι ακόμα: —Το σπίτι τούτο θα φάει το σπίτι εκείνο, είπε δείχνο ντας το Πανεπιστήμιο και το Παλάτι. Κάποτες πάλι σεργιάνιζε μέσα στην κάμαρά του όσο που ο Κολΐνος έγραφε. Στάθηκε απότομα μπροστά του και τον ρωτάει: —Ποιο θαρρείς, Κολίνε, πως είναι το εθνικό σπίτι της Ελλάδας; —Το σπίτι του βασιλιά, του αποκρίνεται ο Κολΐνος. — 'Ο χι, τον αντισκόβει ο Γέρος, το Πανεπιστήμιο. Λογαριάζοντας πως η δίκιά του αποστολή και των άλλων αγωνιστών του Εικοσιένα είχε πια τελειώσει με την απόχτηση της εθνικής ελευθερίας μας, έλεγε στους νέους: —Εμείς φυτέψαμε το δέντρο, σ’ εσάς απομένει να το φροντίζετε, για να μην ξεραθεί.
Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ Σ τ ις 7 του Οχτώβρη του 1838 ο Γέρος πήγε στο γυμνάσιο της Αθήνας. Κάθισε φρόνιμα στην άκρη και για μιάμιση ώρα άκουγε τον Γεννάδιο να κάνει μάθημα στα παιδιά. 'Οταν ο σοφός εκείνος δάσκαλος τελείωσε, ο Κολοκοτρώ νης είπε πως θα ’θελε κι αυτός να τους μίλαγε. Συμφώνη σαν λοιπόν την άλλη μέρα, που ήτανε των Αγίων Ασωμάτων, να πάει ο Γεννάδιος όλους τους μαθητές και τους δάσκαλους στην Πνύκα, όπου θα ’ρχόταν κι ο Γέρος. Από τα παιδιά το μάθανε και πολλοί άλλοι Αθηναίοι και τρέξανε κι αυτοί να τον ακούσουν. Ο λόγος που έβγαλε ο Κολοκοτρώνης, ανεβασμένος στα βράχια της Πνύκας, όπου στα παλιά τα χρόνια τόσοι 673
τρανοί ρήτορες μίλησαν στους Αθηναίους, στέκεται η πνευματική διαθήκη του ήρωα στο έθνος. Απ’ αυτόν, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αιώνας» στις 13 του Νοέμβρη 1838, τυπώνουμε εδώ κάμποσες από τις παρακα ταθήκες του στα νιάτα: «Παιδιά μου! Εις τον τόπον τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημιουργούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ, και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος μας, και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν, ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμομε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποια δόξα και τιμήν έχαψαν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαι δευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήτον σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των (...) »Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξει ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον έναν έκοπταν, ο άλλος το Σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο Σουλτάνος, διόρισε έναν Βιτσερέ (Αντιβασιλέα), έναν Πατριάρχη και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο Σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι Κοτζαμπασήδες (προε στοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξις, οι έμποροι, και οι 674
προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέροντες τον ζυγό, έφευγαν και οι γραμματισμένοι επήραν και έφυγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκο πής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγη ν μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του, ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί, μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντες τες δόξες και τες ηδονές, οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστην τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε. »Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία* και εις αυτούς πρέπει να χρωστού με ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανεν τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία, και έβλεπε ποιους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Ό θεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε, και να γίνομε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινεν και επροόδευσεν η Εταιρεία. »'Οταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “ πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα” , αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό, και εκάμαμε την Επανάσταση. »Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγά 675
λη ομόνοια, και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι, μιαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξεν. Ή λθαν μερι κοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια, και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα δια τας ανάγκας του έθνους, ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλε τον Γιάννη (...) Και επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχονοίας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε και εις τους στερινούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγμα τα (...) »Παιδιά μου, να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνε τε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας, και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοι πο της ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και, κατά την παροιμία, μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε. Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο δια το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας. Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσε ων έμεινα αγράμματος, και δια τούτο σας ζητώ συγχώρη ση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα 676
ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς, μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέραν της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύχτα του θανάτου μας, καθώς την ημέρα των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθεί η νύχτα και η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε». Η κυβέρνηση, που την τελευταία στιγμή έμαθε πως ο Κολοκοτρώνης θα μίλαγε στην Πνύκα, ταράχτηκε μην τυχόν και ξεσηκώσει πάλι τον κόσμο. Έστειλε λοιπόν μια δύναμη χωροφυλακής να τον μποδίσει. Η ομιλία όμως είχε πια τελειώσει. Γύριζε ο Γέρος περιτριγυρισμένος από τα παιδιά που βαβούριζαν ολόγυρά του. Εκεί, στον πλάτα νο του παζαριού, συναπαντήθηκε με τους χωροφύλακες που τρέχανε να τον προλάβουν. —Ά δικα θα πάτε, τους φωνάζει πειραχτικά. Τα είπα· δε θα με βρείτε πια εκεί. Έ πειτα από λίγα χρόνια, από το Φλεβάρη του 1843, δε θα τον έβρισκε το έθνος πουθενά. Πουθενά αλλού εξόν από τη μνήμη ενός ολόκληρου λαού. Γιατί μονάχα αν ζήσεις μέσα σ’ αυτή γίνεσαι αθάνατος. Αλλιώς όσες τιμές και δόξες κι αν γνώρισες κι όσα πλούτη κι αν απόχτησες τίποτες δεν σε σώνει από τη λησμονιά.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ο τ α ν ανιστοράμε τις πράξεις των ανθρώπων, με τις μεγαλοσύνες και τις μιζέριες τους, είναι φανερό πως κάποιο μάθημα βγαίνει: Αν έπεφτε σ ’ εμένα να σου 'λεγα 677
ποιο είναι αυτό, σε τούτη την περίσταση, δε θα το ’κανα ποτές. Γιατί ούτε σοφός είμαι ούτε και σ ’ εμένα στέκεται να σε διδάξω. Με το μόνο που καταπιάστηκα ήτανε ν’ ανασκαλίσω τα περασμένα και να τα στρώσω σε βιβλίο. Από κει και πέρα εσύ πια μπορείς να μου σταθείς δάσκαλος. Επειδής όμως δεν θα ’θελα να πέσουμε στο λάθος να νομίζουμε πως μονάχα εμείς, αφού πέρασαν από τότες πιότερα από 115 χρόνια*, μπορούμε να βγάλουμε το δίδαγ μα, σου λέω πως το ’ξέραν, και το καλοήξεραν μάλιστα, κι εκείνοι. Γ ι’ αυτό τέλος στο βιβλίο μου βάζω το ίδιο κείνο τέλος που είχανε τα «Πρακτικά»: « ’Αλλ’ έδείχθη ήδη εις τά προλεγόμενα θετικώς όποιοι ήμεΐς εΐμεθα άπ’ άρχής πρός τούς άλλοεθνεΐς, όποιοι δ’ αύτοί έδείχθησαν πρός ήμδς. Τής άντιβασιλείας τό παράδειγμα ώς πρόσφατον δς χρησιμεύση ώς όδηγός. Αύτή έλθοϋσα είς τήν 'Ε λλάδα μέ τήν συνένεσιν μάλιστα τών μεγαλητέρων δυνάμεων τής γής, άντί νά φροντίση περί τής εύδαιμονίας της, συμμορφουμένη καί συγχωνευμένη είς τό στοιχεΐον αύτής, έφρόντισε έκ τούναντίου μ’ δλας της τά δυνάμεις περί τής καταστροφής της, ζητούσα τό άδύνατον, νά χώνευση τό Ιθνος είς τό στοιχεΐον τοΰ ξενισμού. ’Εκ τούτου ή τόση προσπάθεια διά τήν τομήν τής κεφαλής τοΰ γηράσαντος μέ τά δπλα είς χεΐρας ύπέρ τοΰ Έ λληνικοΰ έθνισμοΰ. Ώ ς μέτρον, άλλά βδελυρόν, πρός έπιτυχίαν τοΰ σκοποΰ καί αί άξιοθρήνηται συνέπειαι αύτοΰ, αί αΐτίαι φόνων καί θανάτων χιλιάδων γενναίων στρατιωτών, οίτινες μέ τό α’ιμα των ώκοδόμησαν τό Βασίλειον αύτό, καί τόσων άλλων συμφορών. ’Εκ τούτου οί πολλαπλασιαζόμενοι φυλακισμοί καί ή παντοΐα καταδρομή έκείνων, τούς όποιους δέν ήλπιζον ν’ άποσπάσωσι * (Σημ.τ. Επ.) θυμίζω πως η πρώτη έκδοση έγινε το 1961
678
άπό τόν έθνισμόν αύτών, τήν άγάπην πρός τήν πατρίδα καί τήν άδιάσειστον προσκόλλησιν είς τό δόγμα τών πατέρων αύτών. »’Αλλά τά πλείονα παρελείψαμεν έδώ διότι έάν έπεχειρώμεν νά σχολιάσωμεν δσα έγένοντο περί τήν δίκην αύτήν, ήθέλαμεν γράψει πραγματείαν είς βι βλία πολλά, καί δέν δυνάμεθα πρός τό παρόν. Σάς λέγομε δέ μόνον ήδη, διά νά δώσωμεν τέλος είς διήγησιν τόσον τόλμη ράν, τά όλίγα αύτά: Εύεργετήσατε δταν καί δσον δύνασθε τούς άλλοεθνεΐς, άλλά προσέχετε έπίσης, μάλιστα τήν πολιτικήν αύτών πρός ήμάς, ώς τόν δφιν ό όποιος θέλει νά σάς έκβάλλη, εξω τοϋ Παραδείσου διά νά σάς βλέπει πεινώντας, διψώντας καί γυμνούς, καί οΰδ’ οΰτω νά χορτάση ή κακία αύτοϋ. »’Επικατάρατος έστω μεταξύ ήμών δστις δέν έμμένει έντός τοϋ ' Ελληνικού ’ Εθνισμού δΓ όποιανδήποτε άπολαβήν ύπό τοΰ στοιχείου τοϋ ξενικοϋ. Ά λ λ ’ ένεκεν τούτου θέλουν έτοιμάση ήδη διά κα θ’ Ενα άπό ήμάς, μή όπαδόν τής τυφλότητος, τόν σταυρόν. Ή μεΐς τούς λέγομεν, δτι έτοίμως θέλομεν τόν δεχθήν «δτι έάν μή ό κόκκος τοΰ σίτου πεσών είς τήν γήν άποθάνη αύτός μόνος μένε, έάν δέ άποθάνη πολύν καρπόν φέρει». Μή φοβηθήτε λοι πόν άπό τών άποκτεινόντων δι’ ύστερήσεων καί καταθλίψεων τό σώμα, άλλά τήν ψυχήν, τό πνεύμα τής ένότητος τοΰ έθνισμοϋ σας, τήν άξίαν τής άρετής σας ού δυνηθησομένων, ώς τό μέν προσωρινόν, ή δέ αΙώνιος καί διαρκής».
679
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ About, Ed, «La Grece contemporaine», Paris, 1854. Ανωνύμου, «Η δίκη του αοιδίμου Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, σκηνή πολιτική του 1833 έτους, πρόθεσις κατά του Ελληνικού εθνισμού», Αθήναι 1843. Ανωνύμου, (Πρώην Διπλωμάτου), «Η αγγλική πολιτική και ο Ελληνισμός», Αχρονολόγητο (ίσως 1917), Αθήνα. Ανωνύμου, «Υπόμνημα περί Ελλάδος», Ζάκυνθος 1862. Βαρδουνιώτη, Δ., «Η εν Ά ρ γει σφαγή κατά το 1833» (Περιοδικό «Παρνασσός» τ. ιδ ' , Αθήναι 1891). Βαρδουνιώτη, Δ., «Εδουάρδος Μάσσων» («Επετηρίς Φι λολογικού Συλλόγου Παρνασσός» έτος 1915). Βερναρδάκη, Δ., «Επιστολιμαία βιβλιοκρισία» (Ανατύ πωση από τη «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης στις «Ιστο ρικές αναμνήσεις» του Ν. Δραγούμη έκδ. γ ', Αθήνα 1925). Βλαχογιάννη, I., «Ιστορική Ανθολογία», Αθήναι 1927. Bower, L. and Bolitho, G.,«Otho I, King of Greece», London 1939. Γκίνη Δ. και Μέξα Β., «Ελληνική βιβλιοκρισία 18001863», Αθήναι 1939-1957. Γούδα, Α., «Βίοι παράλληλοι — Ό θω ν», τ. ζ ', Αθή ναι 1875. Δεληγιάννη, Κ., «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1957. Δραγούμη, Ν., «Ιστορικοί αναμνήσεις», έκδ. γ ', Αθή ναι 1925. Emerson, J., Pecchio C. and Humphreys Ν., «Α Picture of Greece in 1825», London 1826. Ευαγγελίδη, Tp., «Ιστορία του ’Οθωνος», Αθήναι 1893.
Καμπούρογλου, Δ., «Ιστορικδν Αρχείον Διονυσίου Ρώ μα», Αθήναι 1901. Κανδηλώρου, Τ., «Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα», έκδ. β ', Αθήναι 1960. Καρολίδη, Π., «Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής από 1821 μέχρι 1921», Αθήναι 1922-1925. Κασομούλη, Ν., «Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821-1833», Αθήναι 1939-1942. Κόκκινου, Δ., «Η Ελληνική Επανάστασις», τ. 12ος, Α θήναι 1960. Κοραή, Αδ., «Αριστοτέλους: Πολιτικών τ;. σωζόμενα», Παρίσι 1821. Κορδάτου, Γ., «Ιστορία του συγχρόνου Ελληνισμού από της ιδρύσεως του Βασιλείου της Ελλάδος μέχρι των ημερών μας 1832-1892», Αθήναι 1892. Λαμπρινίδη, Μ., «Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρό νων μέχρι των καθ' ημάς», Αθήναι 1898. Λύτρα, Ν., «Ο Γέρων Κολοκοτρώνης», Αθήναι 1889. Μακρυγιάννη (Απομνημονεύματα», τ. α ’, έκδ. α ', Αθή ναι 1907 και τ. β ', έκδ. β ', Αθήναι 1947. Μάουρερ, Γ., «Ο Ελληνικός λαός εις τας σχέσεις του δημοσίου, εκκλησιαστικού και ιδιωτικού δικαίου, προ του Απελευθερωτικού Αγώνος και μετ’ αυτόν μέχρι της 31ης Ιουλίου 1834», ελλ. μετάφρ. Χρ. Πράτσικα και Ευστ. Καραστάθη, Αθήναι 1943. Μελά, Σπ., «Ο Γέρος του Μόριά», έκδ. δ ', Αθήναι 1957. Μέντελσον-Μπαρτόλντι, «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», ελλ. μετάφρ. Ηλ. Οικονομοπούλου, Αθήναι 1894. Νέζερ, Χρ., «Απομνημονεύματα», μετάφρ. Στ. Νέζερ, πρό λογος Καμπούρογλου, Αθήναι 1936. Παπαδοπούλου, Ν., «Τα κατά την κηδείαν του Μακαρίτου Θ. Κολοκοτρώνη», Αθήναι 1843. Παπαδοπούλου, Χρ., «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλά δος», Αθήναι 1920. 681
Παπαντωνΐου, Ζ., «Ό θω ν», Αθήνα (αχρονολόγητο). Παπαρρηγοπούλου, Κ., «Ιστορία του Ελληνικού ' Εθνους», έκδ. ε ', τ. σ τ' Αθήναι 1925. Parish, Η., «The Diplomatic History of the Monarchy of Creece from the year 1830», London, 1838. Περιοδικό «Βρεττανικός Αστήρ», Λονδίνο 1862. Πετρακάκου, Δ., «Κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδος», τ. α ' και β ', Αθήναι 1935 και 1946. Πιπινέλη, Τ., «Η Μοναρχία εν Ελλάδι», Αθήναι 1943. Πολυζωίδη, Αθ. και Κρέμου, Γ., «Γενική Ιστορία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς», Αθήναι 1889-1890. Πολυζωίδη, Αθ., «Τα Νεοελληνικά», Αθήναι 1874. Π ρόκες-Ό στεν, Α., «Ιστορία της επαναστάσεως των Ελ λήνων κατά του Οθωμανικού Κράτους εν έτει 1821», ελλ. μετάφρ. Γ. Αντωνιάδη, Αθήναι 1868. Ραγκαβή, Αλ., «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1894. Σούτσου, Αλ., «Ο Περιπλανώμενος», έκδ. α ' του όλου, Αθήναι 1858. Σπορίδη, Π., «Ο βίος του Χατζή Χρήστου», Αθήναι 1855. Τερτσέτη, Γ., «Άπαντα», τ. γ ', Αθήναι 1953. Thiersch, F., «De Γ etat actuel de la Grece et des moyens d ’arriver έ sa restauration», Leipzig 1833. Faudot, Ad., «La verite sur les affaires de la Grfece», Paris 1844. Φιλαρέτου, Γ., «Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι», Αθήναι 1897. Φίνλεϊ, Γ., «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», ελλ. μετάφρ. Αθήνα 1953. Φραντζή, Αμβρ., «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος», Αθήναι 1841. Franzius, J., «Λουδοβίκου του κλεινοτάτου Βαυαρών Βα σίλειος ελεγεία τε και μέλη εις ’ Ελληνας», Strettgartiae, 1830. Φωτάκου, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επα ναστάσεως», έκδ. γ ', Αθήνα 1955. 682
Χαλκιοπούλου, Π., «Βαυαροκρατία και Ελλάς» (Περιοδικό «Εβδομάς», έτος 1890, τεύχη 17-22). Χιώτη, Π., «Λόγος βιογραφικός περί του Διονυσίου Ρώμα εκφωνηθείς επί του νεκρού αυτού τη 27 Ιουλίου 1857», Ζάκυνθος 1857.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ «Αθηνά» 1833-1834. «Απόλλων» 1831. «Εθνική» 1834-1835. «Εποχή» 1834. « Ή λιος» 1833. «Σωτήρ» 1834. «Χρόνος» 1833.
683
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ Το σκυλί για θελήματα....................................................... Ιδέα δεν είχανε!................................................................... Ανθρωποκυνηγητό................................................................ Στη φυλακή .........................................................................
9 14 17 23
Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ Τα κόμματα ........................................................................ Οι Μπαρλαϊοι ..................................................................... Οι Μοσχομάγκες................................................................. Οι Ναπαίοι.......................................................................... Ο γαμπρός κι η νύφη ......................................................... Νεκροί και άταφοι..............................................................
27 29 32 35 38 42
Ο ΟΘΩΝΑΣ Η εκλογή του ..................................................................... Η συνέλευση της Πρόνοιας................................................ Το καμουτσίκι του Ντόκινς................................................ Η επιτροπή......................... Η «ευφρόσυνος εβδομάς» .. Οι πραιτωριανοί................ Στον Π άπα..........................................................................
45 48 53
67
Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ Οι Γάλλοι κι ο Μοριάς ..................................................... Ενα γράμμα ....................................................................... Η τίγρη................................................................................ Η σφαγή.............................................................................. Ο ποιητής............................................................................
73 75 78 81 85
Η ΚΑΤΟΧΗ Στ’ Ανάπλι................................... ....................................... Ο ναύλος..............................................................................
89 92
Ο μονόφθαλμος Κύκλωπας........................................................ Οι πρώτες γνωριμίες ................................................................... Τα «αποβατήρια» .............................. ...................................... Με στίχους του Ο μηρου........................................................... Η πύλη με την αψίδα ................................................................. Αλλαγή φ ρουράς.......................................................................... Ά δικα, μωρέ Γ έ ρ ο ......................................................................
95 98 105 109 111 113 116
Μ ΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ Ελέω θ ε ο ύ ..................................................................................... Από κλότσο κι από μπάτσο....................................................... Το τέλος του Ε ικ οσιένα............................................................. Στην Τουρκία................................................................................. Είσαστε όλοι τύραννοι και θη ρία ............................................ Παράδειγμα και μ ά θ η μ α ............................................................. Έ ργα και ημέραι της αντιβασιλείας...................................... Δυο κρίσεις ................................................................................... Μοναστήρια κι εκ κ λ η σ ία ........................................................... Μαθήματα ραδιουργίας..............................................................
121 131 135 138 142 146 148 154 156 161
ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ Οι γαζέτες του Εικοσιένα........................................................... Η - Α θηνά»..................................................................................... Ο «Χ ρόνος»................................................................................... Ο « Ή λιος» ................................................................................... Ο «Τριπτόλεμος».......................... ................................................
165 167 172 183 191
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ Ο θηριοδαμαστής................................................................ Ο κόντες Ρώμας .................................................................. Ο Νικολαΐδης κι ο Φρασικλής.......................................... Οι αναφορές......................................................................... Στην Άγια Μονή................................................................ Η ατιμία..............................................................................
197 200 203 206 210 213
Κάλπικοι άνθρωποι — κάλπικα έργα .................................... ..213 ΙΔΟΥ ΟΙ ΕΝΟΧΟΙ Οι ραφτάδες.....................................................................................219 Το πλέξιμο του γαϊτανιού.............................................................222 Μια ακόμα προβοκάτσια...............................................................230 Η συνωμοσία που δεν έ γ ιν ε ...................................................... ..233 Μια τρομερή σ τά σ η !.....................................................................238 ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ «Το όνειδος έσται ανεξάλειπτον»............................................ ..245 Ο γλω σσοδέτης...............................................................................247 Η τιμητική ε ξ ο ρ ία ...................................................................... ..253 Ο Μάσον...........................................................................................255 Οι ανακρίσεις .............................................................................. ..258 Ο θοδωράκης Γρίβας ...................................................................263 Η δικαιοσύνη του Μάουρερ.........................................................270 Το δικασ τή ρ ιο .................................................................................272 Αίτηση εξαιρέσεως.........................................................................275 Οι δικαστές .....................................................................................278 Οι σ υνή γοροι...................................................................................290 Το κα τη γο ρητήρ ιο .........................................................................291 Τα προκαταρκτικά της δ ίκ η ς .......................................................296 Τα «Π ρακτικά»...............................................................................298
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΔΙΚΗ Το τζαμί ......................................................................................... Η εξέταση του Γέρου ................................................................. Η εξέταση του Πλαπούτα.......................................................... Το γράμμα του Ν έσελροντ...................................................... .
307 310 315 319
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Η παρακίνηση για λ η σ τ ε ία ........................................................325 Ο Κ απογιάννης..............................................................................337 Το «τακίμι» .....................................................................................344 Ά λ λες μαρ τυ ρ ίες........................................................................ ..368 Η κατηγορία για εμφύλιο πόλεμο .......................................... ..372
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ Η «δικαιοσύνη·» του επίτροπου ................................................ ' Ενας τιμημένος μ ο ίρ α ρχο ς........................................ .............. Ο νομάρχης Μ ο ναρ χϊδης.......................................................... Ταξίματα και φ ο β έρ ες................................................................ Μάρτυρες μ' αντίθετα φρονήματα............................................ Δυο γραφ ιάδες...............................................................................
381 388 391 393 400 402
ΟΙ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ • Ενα άρθρο..................................................................................... Η επιβουλή..................................................................................... Η κατάθεση του Έ ιν τ ε κ ............................................................. Η αγόρευση του Μ ά σ ο ν ............................................................ Η αγόρευση του Βαλσαμάκη.................................................... Η αγόρευση του Κ λωνάρη........................................................
407 413 416 420 427 429
Η ΑΠΟΦΑΣΗ Ο επίτροπος κι ο πρόεδρος...................................................... Το α δ ιέξο δο ................................................................................... 26 του Μάη 1834 ......................................................................... Ούτε δυο γάτοι ............................................................................ Καταισχύνη σε σένα, ε π ίτρ ο π ε................................................ Ο χρυσοφορεμένος υπουργός.................................................... Οι λ ό γ χ ε ς ....................................................................................... «Εις θάνατον» ............................................................................... Κύριε ελέη σ ο ν!............................................................................. Η φοβερή ν ύ χ τ α ........................................................................... «Πάταξον μεν, άκουσον δ ε...» .................................................. Το υπουργικό συμβούλιο .......................................................... Οι αντιβϊασιλιάδες........................................................................ Οι πρεσβευτές............................................................................... Ο περίπ ατος................................................................................... Ο δούκας ντε Μ π ρ ο λ ί................................................................ «Θα γελάσω το βασιλιά μου» ..................................................
451 459 462 471 478 481 489 492 510 513 520 522 525 528 531 533 536
Μ ΕΡΟΣ Π ΕΜ Π ΤΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΘΗΜΑ Οι κ α ρ π ο ί...................................................................................... 543
Οι πύργοι .............................................................................................. ..549 Στο στενό του Π α σ α β ά .................................................................... ..553 Τα χρυσά βόλια ................................................................................. ..555 Οι Ε λ β ε τ ο ί ............................................................................................ ..55S Ο Φ έ ν τε ρ ...................................................................................................563 Η Ε Π Α Ν Α Σ ΤΑ Σ Η Τ Η Σ Μ Ε Σ ΣΗ Ν ΙΑ Σ Ο Π ά λ μ ε ρ σ το ν ........................................................................................567 Γεύμα στη ··Μ α δ α γ α σ κ ά ρ η -........................................................... ..569 Ο κ ε ρ α υ ν ό ς ............................................................................................ ..572 Η μ εγάλη α λ ή θεια ............................................................................. ..574 Η ρθαμε... Ε β γ ά τ ε ! ............................................................................. ..576 Το δ η μ η τσ α ν ίτικ ο μ π α ρ ο ύ τ ι........................................................... ..581 Η π ε π ο ν ό φ λ ο υ δ α ....................................................................................5Κ3 Μ ια δ ολοφ ονία ......................................................................................590 Τα γραφτά μ έ ν ο υ ν ............................................................................... ..593 Στο Π αλαμήδι ........................................................................................602 Η εύκολη νίκη ......................................................................................607 Το σ τρ α τοδ ικ είο ..................................... ! .......... .............................. ..613 « Ά δ ι κ α π ε θα ίνω !...» .............................................................................617 «Εκ των α ξ ιω τά τω ν··.............................................................................622 Η Δ ΙΚ Η ΤΩΝ ΔΙΚ Α ΣΤΩ Ν Η λ εβ α ντίνικη φυλλάδα .................................................................. 627 Θα κα κοφανεί... τη ς Α γ γ λ ία ς ! ....................................................... 630 Η α πο λ ογία του Τ ερτσέτη .............................................................. 633 Η Κ Α Θ Α ΡΣΗ Σ την Α θήνα .......................................................................................... ..657 Η κ α λ ογρ ιά .......................................................................................... ..660 Ν εκ ρ ικός δ ιά λ ο γ ο ς ............................................................................. ..662 Η ενη λικ ϊω σ η του Οθωνα................................................................666 Η δ ικ αίω σ η ............................. ......................................................... ..669 Η κουκουβ άγια ......................................................................................671 Ο λ ό γο ς σ τη ν Π ν ύ κ α ...........................................................................673 Ε π ί λ ο γ ο ς ................................................................................................. ..677 Β ιβ λιογρ α φ ία . .
............. 68CV