EPΓA THΣ IΔIAΣ Πες Πως Ήταν Όνειρο Όλα Ήταν Tόσο, µα Tόσο Yπέροχα... Mη µου Λες Aντίο
KYKΛOΦOPOYN EΠIΣHΣ ΣOΦIA ΘΩMOΠOYΛOY
Tο Kουτί της Aγάπης Έρωτας µε την Πρώτη Mατιά MAPIA TΣIPΩNA
H Mεγαλύτερη Nύχτα
ANAΣTAΣIA KAΛΛIONTZH
EΣXATOI KAIPOI
EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH AΘHNA
Σειρά: EΛΛHNIKH ΛOΓOTEXNIA Tίτλος: EΣXATOI KAIPOI Συγγραφέας: ANAΣTAΣIA KAΛΛIONTZH Copyright © Aναστασία Kαλλιοντζή Copyright © 2005: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόµος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα. Παραγωγή: Eκδοτικός Oργανισµός Λιβάνη ISBN 960-14-1129-1
Στις Σελίδες Παλιών Βιβλίων Σ’ Αναζητώ, Ζωή, Σε Μυστικούς Δρόµους Νυχτερινούς Σε Ξαναβρίσκω, Και Με Γυρνάς Ξανά Στο Σκονισµένο Περιθώριο Ενός Παλιού Ονείρου...
Στους κ.κ. Γιάννη Νιαβή και Αγγελική Τσιγγέλη. Στο πέρασµα των χρόνων εξακολουθούν να αποτελούν σταθερές αξίες στη ζωή µου – και στη ζωή γενικότερα. Στον Τάσο Παπαναστασίου, που µε παρότρυνε να πάρω το τρένο για εκεί όπου τα τρένα δεν πάνε. Στην κα Νικολινάκου, για λόγους που ξέρει αυτή καλά – κι εγώ καλύτερα. Στον Αχιλλέα, εις ανάµνησιν εκείνης της νύχτας της 16ης Σεπτεµβρίου στη µέση ενός πεζόδροµου, µε γλυκό κόκκινο κρασί και κουβεντούλα για ανεξιχνίαστους φόνους. Και στη Σοφία Δάρτζαλη. Χάρη σ’ αυτήν ένα µεγάλο µου όνειρο έγινε πραγµατικότητα την περασµένη χρονιά. Εκείνη βέβαια είναι τόσο µετριόφρων, που θα ισχυριστεί ότι έκανε απλώς τη δουλειά της.
Η ΦΛΟΓΑ ΤΟΥ ΚΕΡΙΟΥ τρεµόπαιξε αδύναµα, αβέβαια. Μέσα στη µικρή καλύβα που τη φώτιζε µονάχα εκείνη η αχνή λάµψη εφτά ζευγάρια µάτια κοιτάχτηκαν ερωτηµατικά. «Να το!» ξεφώνησε ενθουσιασµένος ο Νικόλας, ένα απ’ τα αγόρια της παρέας. «Το είδατε; Σας το είχα πει εγώ, κάτι θα γινόταν! Τα καταφέραµε!» Τρανταχτά γέλια υποδέχτηκαν τα λόγια του αµούστακου αγοριού κι αµέσως µετά ακούστηκε κι ο υπόκωφος ήχος µιας φάπας που έπεσε µε φόρα πάνω σε κάποιο σβέρκο – το δικό του σβέρκο. «Τι “να το”, ρε βλακέντιε;» είπε ο Μανόλης, ο ρίψας τη φάπα – ήταν ο πρώτος τη τάξει κυριολεκτικά και µεταφορικά, γιατί είχε γεννηθεί Ιανουάριο κι ήταν ο µεγαλύτερος απ’ όλους, ως εκ τούτου είχε χριστεί άτυπα αρχηγός της παρέας κατόπιν σιωπηρής συµφωνίας. Προσπάθησε να πνίξει το γέλιο του για να µην πνιγεί η φωνή του. «Βλέπεις να έχει σπάσει τίποτα; Άκουσες κανένα κρατς, κανένα µπαµ, έστω ένα τσαφ; Τίποτα δεν έγινε, απλώς το έρµο το κεράκι τρεµόπαιξε! Δε φταίει κανένας άλλος, εµείς φταίµε που σ’ ακούσαµε και κοντέψαµε να πάθουµε αγκύλωση απ’ την ακινησία – και να λες ευτυχώς που δεν κοιµηθήκαµε όρθιοι! Λυπάµαι, κύριοι σύνεδροι», συνέχισε µε δήθεν περίλυπο ύφος, «αλλά το πείραµα του καθηγητή Αχλάδα απέτυχε παταγωδώς!» Πράγµατι, το µπουκάλι στο κέντρο του τραπεζιού παρέµενε ανέπαφο, λείο και γυαλιστερό, να καθρεφτίζει τη φλόγα του κεριού και µαζί µ’ αυτή λαµπερά µάτια από εφηβικά, αθώα πρόσωπα, γεµάτα όρεξη για ζωή κι ελπίδες για ένα µακρύ, ζεστό καλοκαίρι, αυτό που είχαν µπροστά τους και τους περίµενε να το ζήσουν ξένοιαστοι, ελεύθεροι κι ωραίοι, χωρίς Αρχαία, Άλγεβρες, Φυσικοχηµείες κι άλλα δεινά – ανάλογα τι σιχαινόταν ο καθένας. Βέβαια, το «ξένοιαστοι» ήταν ένας λόγος, η λέξη «διακοπές» για τα συγκεκριµένα παιδιά ήταν µακρινή σαν όνειρο – αλλά απ’ την άλλη, το καλοκαίρι από µόνο του ήταν ένα γλέντι, µια χαρά, δώρο Θεού στην πλάση, έστω κι αν αυτοί θα ήταν αναγκασµένοι να το περάσουν σχεδόν όλο δουλεύοντας σε δουλειές του ποδαριού, για να συνεισφέρουν όσο το δυνατόν στις οικογένειές τους που έδιναν την άνιση µάχη του µεροκάµατου. Ευτυχώς που υπήρχε η δυνατότητα για νυχτερινές µαζώξεις, όπως η αποψινή, στη µικρή, έρηµη καλύβα στους πρόποδες του βουνού, το «στρατηγείο» τους, όπως το αποκαλούσαν. Τι ωραία που είναι η ζωή! Βέβαια, µετά απ’ το χουνέρι που έπαθε, ο Νικόλας δεν την έβλεπε και τόσο ωραία – όσο προσωρινό κι αν ήταν αυτό το άθλιο συναίσθηµα, εκείνος το βίωνε µε όλο του το είναι: είχε µαζευτεί στην καρέκλα του ένα κουβαράκι κι είχε το κεφάλι κατεβασµένο για να µη δουν τα συντρόφια του ότι ήταν έτοιµος να βάλει τα κλάµατα. Αυτό που τον πρόδωσε ήταν τα χείλη του, που τρεµούλιαζαν σαν φρέσκια µουσταλευριά. Η Αναστασία, το µοναδικό κορίτσι αυτής της εφηβικής παρέας, το είδε κι ένιωσε ένα τσίµπηµα συµπόνιας κάπου ανάµεσα στο στέρνο και το στοµάχι της. «Αµάν, ρε παιδιά, σταµατήστε! Δε βλέπετε που ο Νικόλας στενοχωρέθηκε;» είπε απευθυνόµενη στην υπόλοιπη συντροφιά, συνοδεύοντας την παρατήρησή της µε ένα διδακτικό, όλο νόηµα ύφος που σήµαινε «είσαστε µαλάκες». «Μη στενοχωριέσαι, Νικόλα µου!» είπε γλυκά στο φίλο της. «Μπορούµε να συνεχίσουµε την προσπάθεια, ε, παιδιά;» «Ναι!» συµφώνησαν οι υπόλοιποι µε ανανεωµένο ενθουσιασµό κι αναπτερωµένες ελπίδες
για την επιτυχία του πειράµατος. Το πείραµα... Ο Νικόλας ήταν ο αλαφροΐσκιωτος της παρέας. Μέσα στη σύντοµη ζωή του, που µετρούσε δεκαπέντε ολάνθιστα έτη, είχε προλάβει να διαβάσει και να αποστηθίσει ό,τι βιβλίο, εγχειρίδιο και ιστοσελίδα απ’ το Ίντερνετ υπήρχε που να αφορά παραφυσικά φαινόµενα. Τηλεπάθεια, τηλεκίνηση, ψυχοµετρία, υπνωτισµός, φαινόµενα Πολτεργκάιστ, φαντάσµατα, λυκάνθρωποι, ζωντανοί νεκροί, πνεύµατα, στοιχειωµένα σπίτια και προβλέψεις µέσω των καρτών Ταρό και της τράπουλας Λένορµαν ήταν όλη του η ζωή. Τώρα, βέβαια, το πώς συµβιβάζονταν τα πνεύµατα, η χαρτοµαντεία και η τηλεπάθεια µε την Αστροφυσική, την οποία ήθελε διακαώς να σπουδάσει, ε, αυτό ήταν κάτι που µόνο εκείνος ήξερε. Απόψε λοιπόν, αυτή τη νύχτα που γι’ αυτούς ήταν και τυπικά η αρχή του καλοκαιριού, µιας και το µεσηµεράκι είχαν πάει στο σχολείο και πήραν παραµάσχαλα τα απολυτήρια απ’ την πρώτη Λυκείου, είπαν να το γιορτάσουν µε µια νυχτερινή αντάµωση στο «στρατηγείο», την τελευταία τους ξένοιαστη κι ανέµελη µάζωξη – αφού από αύριο θα άρχιζε το κυνήγι για τον επιούσιο. Το πείραµα ήταν να βάλουν ένα µπουκάλι στη µέση του τραπεζιού, να το κοιτάζουν έντονα, να «συντονιστούν» και... να το σπάσουν µε τη σκέψη. Τι διάολο, είχε πει ο Νικόλας την ώρα που τους έψηνε να πάρουν µέρος στην παραφυσική τελετή, αφού η Κάρι του Στίβεν Κινγκ µπορούσε να το κάνει, γιατί όχι κι αυτοί; Χα! Δυστυχώς, η προσπάθεια, τουλάχιστον όσο κράτησε, εστέφθη από παταγώδη αποτυχία – το αποτέλεσµα µηδέν. Το µόνο που κατάφεραν, εντελώς άσχετο, ήταν να κάνουν τη φλόγα του κεριού να τρεµοπαίξει – που κι αυτό µπορεί να µην έγινε χάρη στη δύναµη της σκέψης αλλά εξαιτίας του Μανόλη, που είχε αρχίσει να βαριέται σαν πούστης κι εδώ και αρκετά λεπτά ξεφύσαγε σαν µοτοσακό έτοιµο για κόντρα στη λεωφόρο Βουλιαγµένης. Τουτέστιν, ο βαριαναστεναγµός του αρχηγού κατευθύνθηκε ακριβώς στο κέντρο του στόχου, του µόνου φωτεινού σηµείου µέσα στη σκοτεινιά. Στη φλόγα του κεριού. «Δεν ξέρω αν θα γίνει κάτι τώρα», είπε ο Νικόλας κοιτάζοντας το µπουκάλι µε σηµασία. «Μέχρι να ξανασυντονιστούµε θα ξηµερώσουµε εδώ µέσα, αφήστε που δεν πρόκειται να γίνει τίποτα διότι το µυαλό σας δεν πιστεύει, κύριοι! Αν δεν πιστεύετε, πώς θα θέσετε σε ενέργεια τις καλά κρυµµένες δυνάµεις;» Τις ποιες; Ο Μανόλης κόντεψε να κατουρηθεί απ’ τα γέλια και λίγο έλειψε να πέσει απ’ την καρέκλα που καθόταν. «Καλά, µαλάκα, όταν ξαναδώ τον Κεφαλά θα του δώσω τα συχαρίκια µου για τον επίδοξο αστροφυσικό που έχει για µαθητή του!» Κεφαλάς ήταν ο καθηγητής τους στη Φυσική. Ξαφνικά ο Μανόλης σοβάρεψε. Κοίταξε τον Νικόλα κατάµατα. «Είσαι µυστήριο τρένο, πάντως να ξέρεις ότι σ’ αγαπάω, παλιοσειρά!» Τα δυο παιδιά απόµειναν να κοιτάζονται σιωπηλά, ενώ η ατµόσφαιρα είχε φορτιστεί µε αόρατα ιόντα µιας συγκίνησης χωρίς ιδιαίτερο λόγο – ή ίσως να υπήρχε λόγος. Η αθωότητα της εφηβείας. Ο Μανόλης κι ο Νικόλας αγκαλιάστηκαν, υπό το επιδοκιµαστικό βλέµµα της υπόλοιπης συντροφιάς. Κι αµέσως µετά βρέθηκαν όλοι µαζί αγκαλιασµένοι, και οι εφτά – ένα κουβάρι φτιαγµένο από νιάτα. Η ζέστη που επικρατούσε στη µικρή καλύβα ήταν αφόρητη. Στον έξω κόσµο όλα φάνταζαν άηχα κι ακίνητα, σαν κοιµισµένα. Το αχνό φως του κεριού φώτιζε τα αγκαλιασµένα παιδιά – ιδεώδης φωτισµός για µια τόσο συγκινητική σκηνή.
Όλ’ αυτά ξύπνησαν την καλλιτεχνική φύση του Αλκιβιάδη, του φιλόσοφου της παρέας, που ήθελε να γίνει συγγραφέας. Τα µαύρα µάτια του άστραψαν πίσω απ’ τα γυαλιά µυωπίας που φορούσε και ξάφνου φάνηκαν πιο ανοιχτόχρωµα. «Παίδες, καταφέρατε να µε συγκινήσετε! Κάποτε, όταν γίνω διάσηµος συγγραφέας, θα γράψω γι’ αυτή τη σκηνή, θα την περιγράψω ακριβώς! Μου φέρνει στο νου το πρόσωπο του καλοκαιριού, το βλέπω µπροστά µου, σας λέω, είναι ολοζώντανο και µας µοιάζει! Σκέφτοµαι πως από αύριο θα πλένω αυτοκίνητα απ’ το πρωί ως το βράδυ στο γκαράζ που βρήκα δουλειά. Δε λέω, χαίροµαι, βεβαίως, που θα βγάλω κανένα φράγκο, αλλά... θα µου λείψετε, γαµώτο µου!» «Εµένα να δείτε», είπε βουρκωµένος ο Παναγιώτης, ο µουσικός της συντροφιάς – το µπουζούκι στα χέρια του κελαηδούσε σαν χελιδονάκι του Μαγιού. «Απ’ όλη την τάξη µόνο εσείς θα µου λείψετε, αλλά, πάλι, µήπως κάνουµε παρέα και µε κανέναν άλλο;» «Και πώς να κάνουµε;» δήλωσε η Αναστασία, που ήθελε να γίνει γιατρός. «Αυτό που φέρνει τόσο κοντά εµάς τους εφτά οι υπόλοιποι δεν το πολυκαταλαβαίνουν, µου φαίνεται!» «Εγώ νοµίζω πως µας ζηλεύουν», παρατήρησε ο Μάρκος, που ήθελε να γίνει ηθοποιός. «Τους θυµίζουµε παλιές αµερικάνικες ταινίες, να, θυµάστε το Γρανίτα από Λεµόνι; Η παλιοπαρέα µας µετράει δέκα χρόνια ζωής, το έχετε συνειδητοποιήσει; Απ’ την πρώτη Δηµοτικού είµαστε µαζί, κολλητοί, τόσο διαφορετικοί, µα και τόσο ίδιοι!» «Τι είπε ο άνθρωπος! Λοιπόν, παίδες, αυτό που είπε ο Μάρκος σηκώνει µουσική υπόκρουση Πλέσσα, συγκινητική η περίσταση γαρ, αλλά µιας και δεν υπάρχει κασετοφωνάκι, εγώ λέω να ψάλουµε τον εθνικό ύµνο εδώ και τώρα, για να δώσουµε και λίγο πατριωτικό τόνο στην αποψινή βραδιά!» είπε ο Στράτος, που ήθελε να γίνει στρατιωτικός – καθετί σχετικό µε την πατρίδα τον ενθουσίαζε, αλλά περισσότερο απ’ όλα η στολή του ευέλπιδος, γιατί θεωρούσε ότι όταν θα τη φορούσε θα φάνταζε τεράστιος και µεγαλοπρεπής σαν τον ουρανό. Ενθουσιασµός έπεσε στην παρέα, ζητωκραυγές κι αγκαλιάσµατα. Και µετά, τα εφτά παιδιά, έξι αγόρια και το κορίτσι, έδωσαν ξανά τα χέρια γύρω απ’ το τραπέζι, για να κάνουν το χατίρι του Νικόλα, κι απόµειναν όλοι σιωπηλοί, µια εικόνα σχεδόν µυστικιστική, σαν ζωντανή απόδειξη µιας αιώνιας φιλίας, βγαλµένη από ένα όνειρο µπολιασµένο µε εικόνες από νύχτες καλοκαιριού. Κανένας δεν ήξερε αν τελικά το µπουκάλι θα διαλυόταν σε κοµµατάκια µπρος στα κατάπληκτα µάτια τους –να δικαιωθεί λίγο κι ο έρµος ο Νικόλας–, αλλά τουλάχιστον αυτό που ο καθένας τους χωριστά κι όλοι µαζί ήξεραν ήταν ότι, εκείνη ακριβώς τη στιγµή, γύρω από εκείνο το τραπέζι, µε τα µάτια µισόκλειστα και τα χέρια πλεγµένα σαν το µαγικό κύκλο των εφτά, έδιναν ένα σιωπηλό όρκο πως, ό,τι κι αν γινόταν, η φιλία τους θα κρατούσε για µια ζωή, ακόµα κι όταν θα έφευγαν για πάντα τα όµορφα κι ανέµελα νιάτα και θα γίνονταν µια γλυκιά ανάµνηση, κι εκείνοι, παππούδες πια, µε άσπρα µαλλιά, γκιουµπέκι –κοιλάρα– και µασέλα, θα τα θυµόντουσαν και θα έριχναν ένα κρυφό δάκρυ πίσω απ’ τα γυαλιά πρεσβυωπίας τους την ώρα που θα έπιναν το τελευταίο χαµοµήλι της µέρας. Ώσπου από κάπου µακριά ακούστηκε ο ήχος µιας καµπάνας που σήµαινε την ώρα. Δώδεκα φορές. Μεσάνυχτα. «Σκατά!» αποφάνθηκε ο Νικόλας. «Μετά τα µεσάνυχτα δεν επιτρέπονται τέτοια πειράµατα. Ενεργοποιούνται οι σκοτεινές δυνάµεις», δήλωσε µε βαρυσήµαντο ύφος. «Επειδή όµως...» είπε βιαστικά, µε το χέρι υψωµένο για να προλάβει τις εκδηλώσεις διαµαρτυρίας των φίλων του, «...επειδή όµως ακριβώς η καµπάνα σήµανε µεσάνυχτα, κι επειδή πρέπει να φύγουµε σιγά σιγά, του σκοτωµού, για να µη µας ψέλνουν οι γέροι µας, κι επειδή...»
«Φιλαράκο, τελείωνε µ’ αυτό το “κι επειδή” γιατί άρχισαν να πρήζονται τα...» άρχισε ο Μανόλης. «Τα συκώτια µου!» ολοκλήρωσε χασκογελώντας, απαντώντας στο επιτιµητικό βλέµµα της Αναστασίας. «Στο ψητό, αγόρι µου, στο ψητό!» «Κι επειδή αυτά τα µεσάνυχτα ξηµερώνουν τη γιορτή του Aϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, 24 Ιούνη δηλαδή...» προσπάθησε να συνεχίσει ο Νικόλας. «Ποπό, δικέ µου!» πετάχτηκε ο Παναγιώτης ο µουσικός. «Ξέρεις τι µου θύµισες τώρα; Εκείνο το γαµάτο τραγουδάκι του Μούτση, απ’ τον Άγιο Φεβρουάριο, που λέει “κι ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές,/του Aϊ-Γιάννη απ’ όσα ξέρεις και µου λες...” Μητροπάνος και ξερό ψωµ...» Η φωνή του έσβησε από µια φάπα που δέχτηκε απ’ τον Μανόλη – φαίνεται πως απόψε ο αρχηγός θα τους έπαιρνε όλους σβάρνα, µε τη σειρά. «Σκάσε, ρε, να ολοκληρώσει καµιά φορά ο µπουχέσας!» είπε ο αρχηγός. Έξυσε το κεφάλι του µε αµφιβολία. «Παραµονή του Κλήδονα; Όχι, ρε, γαµώτο, χάσαµε τη φάση! Οι µανάδες µας απόψε έκαψαν τα στεφάνια του Μάη! Φτου! Μα τι µαλ...» «Γι’ αυτό λοιπόν», συνέχισε ατάραχος ο Νικόλας σαν να µην τον είχαν διακόψει ποτέ, «κι επειδή η γιαγιά µου έλεγε ότι ο Aϊ-Γιάννης ήταν µεγάλος µύστης, ένας αληθινός µάγος του καλού, σκέφτηκα να δώσουµε λίγη ατµόσφαιρα στην αποψινή βραδιά. Αφού το πείραµα µε το µπουκάλι κατέληξε σε φιάσκο, τι θα λέγατε πριν φύγουµε για τα σπίτια µας να σας πω ένα παραµύθι;» Αντί απάντησης, η παλιοπαρέα πήρε στάση προσοχής και θέση ακρόασης. Όσο κι αν πείραζαν τον Νικόλα και τον ανεβοκατέβαζαν «καθηγητή Αχλάδα», πάντα τους άρεσε να τον ακούνε. Ήταν άριστος αγορητής στα θέµατα που τον ενδιέφεραν – οι ιστορίες φαντασµάτων, δε, ήταν το φόρτε του. Με την υποβλητική του φωνή ήταν ικανός να τους πείσει όχι µόνο ότι υπήρχαν φαντάσµατα, αλλά κι ότι ένα απ’ αυτά βρισκόταν ήδη εκεί, ανάµεσά τους, αθέατο αλλά έτοιµο να πεταχτεί και να υλοποιηθεί µπροστά στα µάτια τους όταν ο Νικόλας θα του έδινε κάποια σχετική εντολή µ’ ένα απλό πλατάγισµα των δαχτύλων της δεξιάς χειρός – πλατς! Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιµό του και να προσδώσει το απαραίτητο κύρος στην όλη υπόθεση. Και άρχισε: «Μια φορά κι έναν καιρό, σε κάποιο µακρινό βασίλειο στα πέρατα του κόσµου ζούσε ένας βασιλιάς. Το βασίλειό του ήταν ζάπλουτο, εύφορο και προικισµένο µε τα χίλια καλά. Κι ενώ θα πίστευε κανείς ότι οι υπήκοοι είχαν ό,τι χρειαζόταν για να ζουν µια ζωή χαρισάµενη, εκείνοι φυτοζωούσαν µέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία. Ο βασιλιάς τους, βλέπετε, ήταν άπληστος. Όλα τα καλά του Θεού τα ήθελε για τον εαυτό του. Εκείνος συσσώρευε αµύθητα πλούτη, χρυσάφια, µπριλάντια, λίρες και µετζίτια, µέσα στους χαζινέδες του, ενώ οι υπήκοοι τριγυρνούσαν στους δρόµους ρακένδυτοι και ελεεινοί. Πεινούσαν και ζητιάνευαν – αλλά κανένας αυλικός δεν τους έδινε ένα ξεροκόµµατο να χορτάσουν την πείνα τους. Πώς να τους έδινε, άλλωστε; Αν το µάθαινε αυτό ο βασιλιάς, θα έδινε αµέσως διαταγή να τους κόψουν το κεφάλι!» Η Αναστασία αναδεύτηκε ανήσυχη. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν µε έκδηλο ενδιαφέρον. «Μια κρύα νύχτα του χειµώνα», συνέχισε ο Νικόλας, «ο βασιλιάς βρισκόταν µονάχος του στην αίθουσα του θρόνου. Μπροστά του είχε αραδιασµένα τόνους τα χρυσαφικά και τα διαµαντικά. Τα χάιδευε, τα κοιτούσε µε µάτι που γυάλιζε, τους µιλούσε λες και µπορούσαν να τον ακούσουν! Και τότε ξαφνικά...» Τα υπόλοιπα έξι ζευγάρια µάτια γούρλωσαν όλα µαζί περιµένοντας µε αγωνία να ακούσουν τι θα ακολουθούσε µετά απ’ αυτό το «ξαφνικά».
«...Ένας ίσκιος τού τράβηξε την προσοχή. Και µάλιστα όχι τόσο ο ίδιος ο ίσκιος, γιατί ο βασιλιάς ήταν τόσο απορροφηµένος απ’ τη λάµψη των διαµαντιών του που ίσως να µην τον πρόσεξε, όσο η παγωνιά που συνόδευε τον ίσκιο, σαν ένα ψυχρό ρεύµα αέρα που κατάφερε να ξεγελάσει τις γρίλιες και µπήκε µέσα στο παλάτι και το κατακυρίευσε µέσα σε µια στιγµή!» Άκρα του τάφου σιωπή µέσα στην καλύβα. Ένα κουνούπι ζουζούνισε αχνά πετώντας σαν υπνωτισµένο γύρω απ’ τη φλόγα του κεριού, µε απώτερο σκοπό να επιλέξει το επόµενο θύµα που θα του εξασφάλιζε το βραδινό του φαγητό. «Ο βασιλιάς στράφηκε απότοµα κι ήρθε πρόσωπο µε πρόσωπο µ’ έναν άγνωστο άντρα, ψηλό και λεπτό, ντυµένο µε κατάµαυρα ρούχα. Ο βασιλιάς φοβήθηκε, νόµιζε πως είχε να κάνει µε κανέναν κλέφτη, πήγε να πέσει πάνω στο σωρό µε τα διαµαντικά, αλλά τα πόδια του δεν τον υπάκουαν, πήγε να ουρλιάξει έντροµος, αλλά από µέσα του δεν έβγαινε φωνή... Aυτό που τον τρόµαξε περισσότερο ήταν ότι το πρόσωπο του άγνωστου άντρα δε φαινόταν, γιατί άστραφτε σαν όλο το χρυσάφι του κόσµου µαζί, έµοιαζε να τον τυλίγει µια χρυσή, εφιαλτικά χρυσή, οµίχλη... Ώσπου ξαφνικά το τοπίο ξεκαθάρισε, η παραίσθηση έσβησε κι ο βασιλιάς αντίκρισε µπροστά του το πιο όµορφο πρόσωπο που είχε ποτέ άνθρωπος πάνω σ’ αυτό τον κόσµο. »“Ποιος είσαι;” ψιθύρισε ο βασιλιάς εντελώς σαστισµένος. »Ο άγνωστος µαυροντυµένος άντρας γέλασε – το γέλιο του όµως ήταν πικρό σαν φαρµάκι, τα δόντια του κατάµαυρα, χαλούσαν την αγγελική εικόνα του προσώπου του. “Μην ανησυχείς, βασιλιά!” είπε µε µελωδική φωνή, που επανέφερε την αρµονία της θεϊκής οµορφιάς του. “Μη φοβάσαι, δεν είµαι κλέφτης. Βασιλιάς είµαι κι εγώ, όπως κι εσύ”. »“Πώς µπήκες εδώ µέσα; Πώς δε σε σταµάτησαν οι φρουροί;” αγρίεψε ο βασιλιάς. »“Μην τους κατηγορείς, βασιλιά. Ήξερα ότι µαζεύεις τους θησαυρούς του κόσµου κι είπα στους αυλικούς σου ότι είχα να σου δείξω τον µεγαλύτερο απ’ όλους, τον πιο µονάκριβο, τον πιο σπουδαίο, το µόνο κοµµάτι που έλειπε απ’ τη συλλογή σου. Κι εκείνοι µ’ άφησαν να περάσω”, ψιθύρισε ο ξένος. »“Θησαυρό, είπες;” Ο βασιλιάς γλυκάθηκε. “Τι µπορεί να έχεις εσύ που δεν το έχω εγώ; Δείξ’ το µου, θέλω να το δω!” »Ο ξένος έβγαλε απ’ την τσέπη του το µυστικό. »Ο βασιλιάς έπεσε στα γόνατα, να προσκυνήσει το µόνο θεό του. »Ο άνθρωπος µε τα µαύρα κρατούσε στα χέρια του ένα µαύρο διαµάντι, τόσο λαµπερό όσο όλα τα λευκά του κόσµου µαζί, τόσο διάφανο όσο όλα τα όνειρα της νύχτας, τόσο µοναδικό που όµοιό του δεν υπήρχε σ’ ολόκληρη την πλάση. »Ο βασιλιάς έµεινε µε το στόµα ανοιχτό. »“Ναι, βασιλιά, κοίταξέ το, είναι ό,τι πολυτιµότερο υπάρχει πάνω σ’ αυτό τον κόσµο, όλα σου τα πλούτη δεν αξίζουν µια δεκάρα µπρος στη δική του οµορφιά”, τον πλάνεψε ο ξένος µε τη µελωδική φωνή και το αγγελικό πρόσωπο. “Το θέλεις;” »“Ναι!” είπε τρέµοντας ο βασιλιάς – κι εκείνη τη στιγµή το κρύο µέσα στην αίθουσα του θρόνου ήταν πιο έντονο από ποτέ, οι ανάσες άχνιζαν. “Δώσ’ το µου! Τι θέλεις για να µου το δώσεις; Τα χρυσάφια µου; Τα µπριλάντια µου; Πάρ’ τα! Σ’ τα δίνω όλα!” »Το µελωδικό γέλιο του ξένου µε το αγγελικό πρόσωπο αντήχησε σ’ όλο το παλάτι – κι έσβησε σ’ ένα σατανικό υποµειδίαµα µε εφιαλτικό απόηχο, αλλά ο βασιλιάς ήταν τόσο µαγεµένος απ’ τη λάµψη του µαύρου διαµαντιού που δεν το πρόσεξε. »“Ό,τι θέλω, βασιλιά; Ό,τι σου ζητήσω;” »“Ναι! Ό,τι θέλεις! Ό,τι µου ζητήσεις! Αρκεί να µου το δώσεις!” βόγκηξε ο σαστισµένος βασιλιάς.
»“Εντάξει! Αφού το θέλεις τόσο πολύ, πάρ’ το. Δε θέλω τα µπριλάντια σου, ούτε τα χρυσάφια σου. Σ’ το είπα ότι είµαι βασιλιάς. Ωστόσο, κάτι πρέπει να µου δώσεις κι εσύ, έτσι είναι το δίκιο. Μα δεν είναι τώρα ή ώρα. Θα κάνουµε µια συµφωνία: θα σου δώσω το µαύρο διαµάντι και θα φύγω. Αλλά εσύ θα µε περιµένεις να γυρίσω. Θα ξανάρθω κάποια µέρα να σε βρω, βασιλιά, και τότε θα µου δώσεις την αµοιβή που θα σου γυρέψω. Άλλωστε, το υποσχέθηκες, είπες ‘ό,τι µου ζητήσεις’. Είµαστε σύµφωνοι;” »Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι µε µανία σε µια σιωπηλή συγκατάθεση και µε χέρι που έτρεµε έκανε να πιάσει το προτεταµένο χέρι του άγνωστου άντρα – σαν επισφράγιση αυτής της πολύ πετυχηµένης συµφωνίας. »Το χέρι του µαυροντυµένου άρχοντα ήταν πιο κρύο απ’ το χιόνι, πιο παγωµένο κι απ’ την ανάσα του Θανάτου στο προσκεφάλι ετοιµοθάνατου. O βασιλιάς πάγωσε σύγκορµος, το ψυχρό ρεύµα τον διαπέρασε απ’ την κορφή ως τα νύχια, ήταν σαν κεραυνός που έπεσε ξαφνικά κι έσβησε τα χρώµατα του κόσµου... Παραλίγο να σωριαστεί λιπόθυµος, αλλά εκείνη τη στιγµή όλα ξανάγιναν φυσιολογικά – τότε τον συνέφερε η ζεστασιά του µαύρου διαµαντιού, που θαρρείς κι έκαιγε µέσα στην παλάµη του, αστραφτερό σαν τον ολόχρυσο µανδύα των θεών της Ανατολής. »Ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί...» Τα έξι υπόλοιπα παιδιά, που λίγο πριν είχαν κοροϊδέψει τον Νικόλα αποκαλώντας τον «καθηγητή Αχλάδα», τώρα κρέµονταν απ’ τα χείλη του σαν να ήταν σκοινί που τους κρατούσε στον µέχρι τώρα γνωστό τους κόσµο, αυτόν που βίωναν µε τη λογική, λες κι από κάτω έχασκε εκείνος ο άλλος, ο άγνωστος παράξενος κόσµος, εκεί όπου όλα ήταν δυνατά, και τα τέρατα και τα σηµεία. Ο Νικόλας συνέχισε ατάραχος, µε την ίδια υποβλητική φωνή που δεν έµοιαζε µε την κανονική του, λες και κάποιος άλλος µιλούσε µέσα απ’ αυτόν, ενώ τα παιδιά είχαν την αλλόκοτη αίσθηση ότι ήταν κάπου κρυµµένα, πίσω από µια βαριά, βελούδινη κουρτίνα στο παλάτι του βασιλιά, και παρακολουθούσαν αθέατα και µε κοµµένη την ανάσα τα τεκταινόµενα. Αναστέναξε βαθιά. «Πέρασαν οι µέρες, πέρασαν οι βδοµάδες, περνούσαν οι καιροί. Η παράξενη συνάντηση εκείνης της νύχτας άρχισε να ξεχνιέται. Ο βασιλιάς είχε αποτρελαθεί µε το καινούριο του απόκτηµα. Περνούσε όλες τις µέρες και τις νύχτες του µέσα στην αίθουσα του θρόνου θαυµάζοντας το πολύτιµο απόκτηµά του. Παρ’ όλ’ αυτά... »...Eίχε αρχίσει να νιώθει και λίγο ανήσυχος. »Ποιος ήταν στ’ αλήθεια αυτός ο άγνωστος µαυροντυµένος ξένος που έλεγε ότι ήταν και βασιλιάς; Ο άλλος, ο γνωστός µας βασιλιάς, είχε στείλει αγγελιοφόρους σ’ όλα τα γειτονικά βασίλεια, να ρωτήσει και να µάθει ποιος ήταν ο παράξενος επισκέπτης του, από πού κράταγε η σκούφια του και τι καπνό φουµάριζε. Δεν έβγαλε άκρη κι έστειλε τους µπιστικούς του ταξίδι µακρινό, προς τα πιο αποµακρυσµένα κι άγνωστα βασίλεια. Τζίφος. »Το µαυροντυµένο άντρα δεν τον ήξερε κανείς». Τα παιδιά παρακολουθούσαν βλοσυρά. Το κερί τρεµόπαιξε ακόµα µια φορά – κανείς δεν το πρόσεξε. «Τότε ο βασιλιάς», συνέχισε ο Νικόλας, «έβαλε τα γέλια. Έπεισε τον εαυτό του ότι ο µαυροντυµένος ξένος µε το αγγελικό πρόσωπο ήταν ένα αποκύηµα της φαντασίας του – κι αν δεν ήταν, το πολύ να ήταν κανένας βλαµµένος, τρελός, που είχε στα χέρια του το πιο ακριβό πράγµα του κόσµου και το σκότωσε έτσι, για την πλάκα του, µπιρ παρά! Μάλιστα, ο βασιλιάς ένιωσε και πολύ ικανοποιηµένος µε τον εαυτό του γιατί είχε καταφέρει να κλείσει τη συµφωνία της ζωής του µε κόστος µηδενικό! Χωρίς κέρδος κέρατα δηλαδή – µόνο που αυτός ήταν απ’ την
πλευρά των κερδισµένων! »Όµως, µια µέρα, εντελώς ξαφνικά...» Ένα δεύτερο «ξαφνικά» µέσα στην ίδια ιστορία προφανώς δεν προοιωνιζόταν απολύτως τίποτα θετικό για την εξέλιξη της υπόθεσης –πολλώ δε µάλλον για την ευτυχία του φιλάργυρου βασιλιά–, όταν µάλιστα συνοδεύεται κι από ένα «όµως»... «...Ένας αυλικός χτύπησε δειλά την πόρτα της αίθουσας του θρόνου. “Προσκυνώ, πολυχρονεµένε µου. Κάποιος είναι έξω και ζητάει να σε δει”. »Ο βασιλιάς, παραζαλισµένος απ’ τη λάµψη των θησαυρών του, κοίταξε τον αυλικό µε µάτια θολά. “Ποιος είν’ αυτός που τολµάει να ενοχλήσει το βασιλιά;” »“Συγχώρα µε, πολυχρονεµένε µου. Μα λέει πως είναι κάτι πολύ σηµαντικό. Λέει πως είναι αυτός που σου πούλησε το µαύρο διαµάντι. Ξέρεις εσύ, λέει”. »Στο άκουσµα αυτών των λόγων ο βασιλιάς ένιωσε ένα παγερό ρίγος να διαπερνάει το κορµί του – το ίδιο που είχε νιώσει και τότε, στην πρώτη αντάµωση, εκείνη την παγωµένη νύχτα». Το µόνο που ακουγόταν µέσα στην καλύβα ήταν ο χτύπος από εφτά καρδιές, που βροντοχτυπούσαν όλες µαζί σαν ταµπούρλα σε παρέλαση. Η ιστορία είχε κρεσέντο. Μπουµ... «“ΔΙΩΞ’ ΤΟΝ!” ούρλιαξε ο βασιλιάς. “Πες του να µην ξαναπατήσει το ποδάρι του στο βασίλειό µου γιατί θα του το κόψω! Τσακίσου να του το πεις!” »Όταν όµως ο αυλικός τσακίστηκε να εκτελέσει τη διαταγή του αφέντη του, διαπίστωσε σαστισµένος ότι ο άγνωστος άντρας είχε εξαφανιστεί µυστηριωδώς µπροστά στα µάτια του! »Τι ήταν να το πει αυτό στο βασιλιά... Παγερός τρόµος τον κατακυρίευσε, µέχρι και στο µεδούλι του ένιωθε το παγωµένο άγγιγµα του φόβου. Σάλεψε στην κυριολεξία. »Οι αυλικοί τον είδαν να βγαίνει σαν τρελός απ’ το παλάτι, να σελώνει το άτι του και να ξαµολιέται σαν να τον κυνηγούσαν θεοί και δαίµονες. Ούτε τη χρυσή του πανοπλία δεν πρόκαµε να φορέσει. Το µόνο πράγµα που πήρε ήταν ένα µαύρο µικρό αντικείµενο που άστραφτε στο χέρι του και το έκανε να φαίνεται διάφανο – φαινόντουσαν ως και τα κόκαλα, οι ιστοί, οι φλέβες, το αίµα που κυλούσε µέσα τους, όλα, όλα... »Όχι πως ποτέ του έδινε λογαριασµό σε κανέναν για το πού πήγαινε και τι έκανε, αλλά αυτή τη φορά, όσο κι αν ο τρόµος του ήταν τέτοιος που του θόλωνε την κρίση, ο βασιλιάς ήξερε ότι δεν έπρεπε να πει σε κανέναν πού θα πήγαινε. »Μετά από τρεις µέρες και τρεις νύχτες ξέφρενου καλπασµού, έφτασε σ’ ένα δάσος, πολύ µακριά απ’ το παλάτι του. Μέσα στο δάσος υπήρχε µια καλύβα, να, καλή ώρα σαν αυτήν εδώ που είµαστε εµείς τώρα, φτιαγµένη από λάσπες, πέτρες και κλαδιά. Μόνο εκεί επέτρεψε στον εαυτό του να νιώσει ανακούφιση. Αποκλείεται να τον έβρισκε κανείς εκεί, στη µέση του πουθενά. »Μόνο εκεί θα ήταν ασφαλής». Μάλλον η παρατήρηση του Νικόλα περί της οµοιότητας της καλύβας του βασιλιά µε τη δική τους καλύβα δεν πρέπει να ήταν και τόσο εύστοχη, δεδοµένου ότι σύσσωµη η συντροφιά έκανε µια γκριµάτσα απροσδιόριστη – µάλλον προς δυσφορία έκλινε. Από κάπου µακριά ακούστηκε ο ήχος µιας βροντής, αλλά κανείς δεν έδωσε σηµασία. Ξαφνική βρόχα µέσα στο καλοκαίρι; Κι ενώ έσκαγαν τα τζιτζίκια και πριν µια ώρα ήταν όλοι έξω ξαπλωµένοι στα χορτάρια και µετρούσαν αστέρια στον πεντακάθαρο ουρανό; Μπα, αποκλείεται... «Πέρασε καιρό εκεί, καιρό που δεν τον µετρούσε. Τίποτα δε συνέβαινε – ναι, µα τότε γιατί δεν µπορούσε να ησυχάσει κι αυτός, να γυρίσει στο παλατάκι του και να περάσει ζωή
χαρισάµενη, παρά καθόταν µέσα σ’ αυτή την ετοιµόρροπη µπουτζάκα κλειδαµπαρωµένος, τριγυρνώντας µέσα στη στενωσιά σαν το ζητιάνο κουρελή; Γιατί, κακά τα ψέµατα, µπορεί να είχε µαζί του το µαύρο διαµάντι και να αναγάλλιαζε η ψυχούλα του, όµως αυτό δεν τρωγόταν! Πού ήταν οι ωραίες µέρες, µε τα λουκούλλεια γεύµατα και τις κρασοκατανύξεις µέχρι τελικής πτώσεως; Ποιος, αυτός, ο βασιλιάς, είχε φτάσει στο σηµείο να τρώει ρίζες, καρπούς και φύλλα δέντρων! Άι σιχτίρ, δεν ήταν πια ζωή αυτή! Ως εδώ και µη παρέκει! Θα γύριζε στο παλάτι του, πάει και τέλειωσε! Κι άµα έκανε ο άγνωστος µαυροντυµένος τρελός να ξαναπατήσει το ποδάρι του στο κατώφλι, θα έβαζε να του το κόψουν σύρριζα!» Μια ξαφνική ριπή δυνατού αέρα έκανε τα θεµέλια της καλύβας των εφτά παιδιών να τρίξουν. Μια ακόµα βροντή, πιο δυνατή απ’ την προηγούµενη, ακούστηκε από πολύ κοντά, σχεδόν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Μια καταιγίδα από αστραπές έκανε τη νύχτα ασηµένια κι έλουσε τα πάντα µ’ ένα απόκοσµο φως, κάνοντας την Αναστασία να αναπηδήσει ξαφνιασµένη. Ασυναίσθητα, τα έξι παιδιά έδωσαν ξανά τα χέρια, ενώ ο Νικόλας είχε σηκωθεί όρθιος. Για την ώρα δεν έβρεχε – ωστόσο ήταν ζήτηµα χρόνου να γίνει κατακλυσµός. Οι βροντές, που άρχισαν να ακολουθούν η µία την άλλη ασταµάτητα, σαν στρατιωτικός βηµατισµός ολόκληρης µεραρχίας, σκέπαζαν τη φωνή του, γι’ αυτό αναγκάστηκε να φωνάζει. Η όλη αποψινή βραδιά είχε περίεργη εξέλιξη, αν µη τι άλλο – αλλά πάλι, αυτά θα είχαν να θυµούνται όταν θα µεγάλωναν. «Μια κρύα νύχτα λοιπόν, ο βασιλιάς πήρε την απόφασή του. Έτσι όπως τουρτούριζε µέσα σ’ εκείνη την µπουτζακοκαλύβα, ένιωσε αξιολύπητος. Μπα, τελείωσε! Με το πρώτο φως της µέρας θα επέστρεφε στο παλατάκι του. Φτάνει να σταµατούσε η βροχή που έπεφτε εκείνη τη νύχτα – και τότε θα σέλωνε το άτι και µην τον είδατε, µην τον απαντήσατε! »Όµως, καθώς πήγαινε στο αχυρένιο στρώµα του να πλαγιάσει, του συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Ενώ το κρύο περόνιαζε κόκαλα, εκείνος ένιωσε ξαφνικά ένα έντονο κύµα αφόρητης ζέστης, αλλά τι ζέστης, σαν αυτή που καίει στα καζάνια της Κόλασης! Το ένστικτό του τον πληροφόρησε ότι κάτι θα γινόταν, έτσι κι αλλιώς η κάψα µες στην παγωνιά είναι πράγµα ανήκουστο, ανεξήγητο! Και πριν προλάβει ν’ αποσώσει τη σκέψη του... »...υλοποιήθηκε µπροστά του ο άγνωστος µαυροντυµένος άντρας που έλεγε πως ήταν βασιλιάς. »Ο κουρελής βασιλιάς µαρµάρωσε. Για πρώτη φορά ένιωσε ότι κινδύνευε η ζωή του. Εµ, βέβαια! Μέσα στην ερηµιά, µακριά απ’ την ασφάλεια του παλατιού, δίχως το σπαθί του, χωρίς τους αυλικούς του να τον προστατέψουν, πώς να προφυλαχτεί απ’ το κακό συναπάντηµα; »Αν µπορείς, βέβαια, να προφυλαχτείς από έναν άνθρωπο που µπορούσε να εµφανίζεται και να εξαφανίζεται όποτε του κάπνιζε. »Πράγµα που πήγαινε να πει... »Πως ίσως να µην ήταν καν άνθρωπος. »Ο βασιλιάς συγκράτησε τη σκέψη του περί του αν ο άγνωστος δεν ήταν καν άνθρωπος τότε τι µπορεί να ήταν, γιατί ήξερε ότι θα πάθαινε εγκεφαλικό και µόνο στην ιδέα της πιθανής απάντησης, και τότε πάνε τα πλούτια του! Είχε όµως µια άλλη εναλλακτική – κι εκείνος, πονηρός όπως όλοι οι άπληστοι, την άρπαξε απ’ τα µαλλιά. »Θα παρίστανε τον τρελό. »“Ποιος είσαι;” ψιθύρισε αχνά. »Ο µαυροντυµένος άντρας γέλασε κακαριστά – τα µαύρα του δόντια άστραψαν εφιαλτικά µέσα στο µισοσκόταδο. “Δε µε θυµάσαι, βασιλιά; Είµαι αυτός που σου πούλησε το µαύρο διαµάντι! Πέρασε καιρός, το ευχαριστήθηκες µε την ψυχή σου. Είναι δικό σου πια – και τώρα
ήρθα για να πάρω την αµοιβή µου”. »“Και τι θέλεις;” βόγκηξε ο βασιλιάς µε κόπο. “Να, πήγαινε και πάρε το παλάτι µου! Σ’ το χαρίζω. Θες και το µισό µου βασίλειο; Σ’ το χαρίζω κι αυτό!” »Ο ξένος τον διέκοψε ανυπόµονα. “Δε θέλω τίποτα απ’ αυτά”. »“Και τι θέλεις;” επανέλαβε αποκαµωµένος ο βασιλιάς. »“Την ψυχή σου, βασιλιά! Την ψυχή σου...” είπε ο ξένος κι η φωνή του είχε γίνει ένας απειλητικός ψίθυρος, που όµως µέσα του έκρυβε κάτι πολύ χειρότερο. »Την απόλυτη αλαζονεία, την πλήρη επίγνωση ότι αυτός ο άγνωστος µαυροντυµένος άντρας ήταν όντως βασιλιάς, ο βασιλιάς όλου του κόσµου, ανώτερος απ’ όλους κι απ’ όλα. »“ΟΧΙ!” ούρλιαξε ο βασιλιάς σε κατάσταση παραφροσύνης. »“ΝΑΙ!” βροντοφώναξε αυτή τη φορά ο άγνωστος, κι η φωνή του έµοιαζε να βγαίνει κατευθείαν απ’ το βασίλειο του κόσµου των καταραµένων. “ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΝΑΙ!”» Η τελευταία βροντή, που σκέπασε το «ναι» του Νικόλα, έφερε µαζί της το νερό της βροχής, τόσο πολύ που έµοιαζε µε αληθινή οργή Θεού. Η Αναστασία έπνιξε µε κόπο τη φωνή που πάσχιζε µανιασµένα να βγει απ’ το λαρύγγι της στον έξω κόσµο, γιατί θα ήταν ένα ουρλιαχτό άνευ προηγουµένου. «Πριν σκάσει µύτη η αυγή, αυλικοί µε πυρσούς, άγνωστο ποιος τους ειδοποίησε, έφτασαν στο δάσος, στην καλύβα του βασιλιά. Τον βρήκαν νεκρό, κοκαλωµένο, µε τα µάτια ανοιχτά και γουρλωµένα σε µια έκφραση απόλυτης φρίκης, σηµάδι ότι είχε δει κάτι ακατονόµαστο, κάτι αποτρόπαιο που όµοιό του δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά, να κρατάει σφιχτά στα παγωµένα χέρια του... »...Tο µαύρο διαµάντι». Η φωνή του έσβησε. Ο Νικόλας τελείωσε τη διήγησή του. Όλα τα παιδιά είχαν µαρµαρώσει απ’ το φόβο τους και τώρα κοιτάζονταν αποκαµωµένα, σαστισµένα. Κι άλλες φορές ο Νικόλας τους είχε διηγηθεί τροµαχτικές ιστορίες, κάποιες µάλιστα χειρότερες απ’ αυτήν εδώ, αλλά να... Απόψε κάτι ήταν διαφορετικό. Απ’ αυτά που δεν µπορείς να τα εξηγήσεις, αλλά µόνο να τα αισθανθείς, σαν ρωγµή στην γκρίζα ζώνη ανάµεσα στον κόσµο της φαντασίας και της πραγµατικότητας, σαν µια χαραµάδα στην πόρτα της λογικής, αρκετή για να περάσουν από κει κάθε λογής παράλογα πράγµατα. Κι αυτή η ξαφνική βροχή που ήρθε απ’ το πουθενά... Για λίγη ώρα κανείς δε µιλούσε. «Τι ήταν αυτό, ρε µαλάκα;» τραύλισε µε κόπο ο Μανόλης, που βρήκε το κουράγιο να µιλήσει πρώτος. «Αµφιβάλλω αν θα κλείσω µάτι απόψε, σας µιλάω εντίµως». «Ήταν ένα παραµύθι που µου έλεγε κάποτε η µακαρίτισσα η γιαγιά µου», είπε στοχαστικά ο Νικόλας. «Ήταν σοφή γυναίκα, ήξερε πολλά πράγµατα κι ας µην είχε πάει σχολείο. Έλεγε ότι η πλεονεξία είναι ένα απ’ τα άνθη του κακού κι αποτελεί το µαγικό χαλί και για άλλα, πάσης φύσεως δεινά. Όπως καταλάβατε, αυτό το παραµύθι µιλούσε για την πλεονεξία και τι µπορεί να πάθουν οι πλεονέκτες. Το λέει κι η Αγία Γραφή, το µάθαµε στα Θρησκευτικά, δεν µπορείς να υπηρετείς δύο αφέντες – και το Θεό και τον Μαµωνά». «Η βροχή σταµάτησε, έτσι ξαφνικά όπως ήρθε...» παρατήρησε συλλογισµένος ο Αλκιβιάδης. «Μάλιστα, µου έλεγε και κάτι άλλο η γιαγιά µου, που πιστεύω ότι είναι σωστό», συνέχισε ο Νικόλας σιγανά, σαν να µιλούσε στον εαυτό του. «Έλεγε πως όπου να ’ναι έρχονται οι Έσχατοι
Καιροί». «Τι είν’ αυτό πάλι;» ρώτησε µε περιέργεια ο Παναγιώτης. «Είναι το τελικό στάδιο πριν τη Δευτέρα Παρουσία. Τα Σόδοµα και τα Γόµορρα θα µοιάζουν σαν παιδική χαρά, ο κόσµος µας θα πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο, θα βασιλεύει το δίκιο του ισχυρού, σεισµοί, λιµοί και καταποντισµοί θα κατακυριεύσουν τη γη, θα γεµίσει ο κόσµος Κάιν και Άβελ, ο αδερφός θα στραφεί κατά του αδερφού, πόλεµος κι αντάρα, ώσπου να έρθει η ώρα που θα επιστρέψει ξανά ο Χριστός, ο Αθάνατος Βασιλιάς, αλλά αυτή τη φορά όχι σαν ένας ταπεινός άνθρωπος – θα εµφανιστεί σ’ όλη Του τη δόξα, θα µαζέψει όλους τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ αυτό τον κόσµο, ζωντανούς και νεκρούς, θα τους βάλει εµπρός Του και θα τους κρίνει, εκείνη την Εσχάτη Ηµέρα, την Ηµέρα της Κρίσεως, το Τέλος των Ηµερών...» Η φωνή του Νικόλα είχε γίνει ένας ψίθυρος που είχε δύναµη ακόµα και να υπνωτίσει, ένα σαγηνευτικό µουρµουρητό σαν αυτό των Σειρήνων που πήγαιναν να πλανέψουν το στρατοκόπο Οδυσσέα. Ο Μανόλης χτύπησε δυνατά το κούτελό του για να βεβαιωθεί ότι ήταν ξύπνιος κι ότι δεν κοιµόταν κι έβλεπε το πιο περίεργο όνειρο της ζωής του. Άλλωστε η βραδιά, όπως είχε εξελιχθεί, είχε κάτι το ονειρικό. «Μου φαίνεται ότι το χοντρύναµε, µάγκες», είπε τελικά ο αρχηγός απευθυνόµενος στην παρέα. «Ήρθαµε εδώ να πούµε καµιά µαλακία να περάσει η ώρα µας, να γιορτάσουµε τα απολυτηριάκια µας, κι αντί γι’ αυτό βρισκόµαστε να... άντε να µην πω τι να, γιατί είναι και γυναίκα εδώ, να στα σκοτεινά! Εγώ δεν ντρέποµαι να σας το ξαναπώ – έχω αρχίσει να τροµάζω!» «Εγώ πάντως συµφωνώ απόλυτα µε τον Νικόλα», είπε η Αναστασία. «Έχει δίκιο χίλια τα εκατό. Δε βλέπετε γύρω σας τον κόσµο πώς έχει γίνει; Αυτή τη στιγµή που εµείς εδώ καθόµαστε και... άντε να µην πω κι εγώ τι και, κάπου στον κόσµο ένας άνθρωπος πεθαίνει απ’ την πείνα ή απ’ τη δίψα ή απ’ το χέρι του αδερφού του – κατά την άποψή µου, όλοι οι πόλεµοι έπρεπε να λέγονται εµφύλιοι γιατί γίνονται ανάµεσα σ’ αδέρφια. Ναι, ίσως πραγµατικά έρχονται οι Έσχατοι Καιροί, ίσως να είναι ήδη εδώ...» «Τέλος πάντων, εµείς έχουµε ορκιστεί ότι θ’ αλλάξουµε τον κόσµο όταν µεγαλώσουµε, έτσι δεν είναι;» πετάχτηκε ο Παναγιώτης. «Δε θα γίνουµε σαν κι αυτούς!» Δε διευκρίνισε ποιους ακριβώς εννοούσε όταν είπε «σαν κι αυτούς», αλλά η παλιοπαρέα ήταν χρόνια δεµένη κι επικοινωνούσε και χωρίς λόγια – όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να επιβεβαιωθούν και λίγο οι θεωρίες του Νικόλα περί τηλεπάθειας και µεταβίβασης της σκέψης. Προφανώς εννοούσε όλους εκείνους που καθηµερινά µετέτρεπαν τον κόσµο σε βούρκο µε σκατά, µολύνοντάς τον µε τις σκέψεις, τις πράξεις και τις παραλείψεις τους, έχοντας ως µόνο γνώµονά τους τα «άνθη του κακού» που ανέφερε ο Νικόλας, την πλεονεξία, την αδικία, την αλαζονεία, την αχαριστία... «Έχει δίκιο ο Παναγιώτης», συµφώνησε ο Στράτος. «Και για ν’ αλλάξουµε τον κόσµο πρέπει να είµαστε όσο καλύτεροι άνθρωποι γίνεται! Να, για παράδειγµα, να κάνουµε κάθε µέρα κι από µια καλή πράξη, όπως οι πρόσκοποι. Εγώ πάντως, να σας πω την αλήθεια, δεν πιστεύω πια στις οµαδικές πρωτοβουλίες. Οι οµάδες δηµιουργούν αγέλες που ζουν για να εξυπηρετούν τα συµφέροντα του αρχηγού, οπότε χάνεται το υψηλό νόηµα και τα ιδανικά γίνονται σκατά µπροστά στη γλύκα της εξουσίας και του χρήµατος». «Ε, άρπα κι εσύ τη φάπα σου!» πετάχτηκε ο Μανόλης και µοίρασε στον Στράτο την τρίτη φάπα της µέρας – ή µάλλον της νύχτας. «Τι είν’ αυτά που λες, ρε βόδι; Πάλι καλά που δεν τα
έγραψες και σε καµιά Έκθεση στο σχολείο, να σε µαυρίσει ο Καρανταµάρογλου! Ρε παίδες, χάσαµε έναν υποψήφιο καραβανά, αλλά κερδίσαµε ένα φιλόσοφο! Μπράβο, ρε Νικόλα, εσύ είσαι ο πρώτος διδάξας, κρίµα που δεν έφερα ένα κασετοφωνάκι να καταγράψω τις µαλακίες µας! Κακακακακα!» Σοβάρεψε απότοµα. «Καταλαβαίνω τι εννοείς», γύρισε ξανά στον Στράτο. «Συµφωνώ. Μα το Θεό, αξέχαστη θα µου µείνει αυτή η νύχτα!» «Κι όλ’ αυτά τα οφείλουµε στον Νικόλα!» είπε η Αναστασία και κοίταξε το φίλο της µε αγάπη. «Αλήθεια, Νικολή µου, δεν είχα ιδέα ότι αισθάνεσαι έτσι! Τελικά, πιστεύεις πολύ στο Θεό, ε;» «Ναι», ψιθύρισε ο Νικόλας. «Κι εγώ πιστεύω, αλλά... θέλω να πω... πώς συµβιβάζεται ο Θεός µε την Αστροφυσική; Στην επιστήµη που θέλεις να σπουδάσεις οι ειδικοί λένε ότι όλα στηρίζονται στους νόµους της Φυσικής, των Μαθηµατικών και της Λογικής, δεν υπάρχει τίποτα ανεξήγητο. Πώς θα τα συµβιβάσεις αυτά τα πράγµατα;» «Με την πεποίθηση ότι η πίστη µπορεί να µετακινήσει µέχρι και βουνά», είπε αλληγορικά ο Νικόλας. «Οι φωτισµένοι καλόγεροι στο Όρος ξέρουν». Το στόµα του Μανόλη άνοιξε διάπλατα. «Αυτό ήταν! Τελείωσε! Εσείς θα µε τρελάνετε στο τέλος! Παραµύθια που θα µε κάνουν να µην κοιµηθώ, µπόρες µέσα στο κατακαλόκαιρο, Έσχατοι Καιροί, φωτισµένοι καλόγεροι, Όρος, ε, όλ’ αυτά είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα µπορώ ν’ αντέξω γι’ απόψε! Τι λέτε; Πάµε να εξαφανιστούµε τώρα που σταµάτησε κι η βροχή;» «Ναι», συµφώνησε ο Αλκιβιάδης, «υποσχέθηκα στη µάνα µου ότι θα γυρίσω νωρίς. Από τότε που πέθανε ο πατέρας µου δεν µπορεί να ησυχάσει αν δεν είµαι κι εγώ µέσα στο σπίτι». «Μια στιγµή», τους σταµάτησε ο Μανόλης, ο ίδιος που τους ξεσήκωνε να φύγουν. «Ρε Νικόλα, για να µη µείνω µε την απορία: ποιος ήταν αυτός ο µαυροντυµένος βασιλιάς;» «Ξέρεις. Θέλεις να µε κάνεις να το πω;» «Ρε, άντε λέγε!» «Ο Διάβολος», ψιθύρισε ο Νικόλας. «Ο Διάβολος». Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν η αναφορά του ανίερου ονόµατος µέσα στη νύχτα, αυτή ειδικά τη νύχτα – πάντως, µόλις ο Νικόλας έβαζε το «ς» στην ανόσια λέξη, κι ενώ είχε επανέλθει η ηρεµία στη φύση, ένα ξαφνικό ρεύµα αέρα, που κράτησε δύο δευτερόλεπτα, κόντεψε να ξεριζώσει την καλύβα απ’ τα θεµέλιά της, άνοιξε διάπλατα το παράθυρο κι εισέβαλε στο χώρο των παιδιών. Η φλόγα του κεριού έσβησε απότοµα αφήνοντας την παλιοπαρέα στα µαύρα σκοτεινά. Και η Αναστασία τσίριξε. «Πάµε να φύγουµε», µούγκρισε ο Μανόλης. «Ακόµα κι εγώ, ο λογικός, αυτό το τελευταίο που έγινε δεν το ’χω για καλό». Αυτό που ακολούθησε ήταν όντως αποτέλεσµα πλήρους συντονισµού δεκατεσσάρων ποδιών κι εφτά εγκεφάλων που έδωσαν σχετική εντολή ταυτόχρονα – η τηλεπάθεια σ’ όλο της το µεγαλείο. Δίχως συνεννόηση µε λόγια, τα εφτά παιδιά, πιασµένα χέρι χέρι, τσακίστηκαν προς την έξοδο, βγήκαν απ’ το «στρατηγείο» κι άρχισαν να τρέχουν, λες κι είχαν δει πραγµατικά φάντασµα, το φάντασµα του φιλάργυρου βασιλιά, ένα κινούµενο πτώµα σε πλήρη αποσύνθεση, µε µάτια γουρλωµένα σε µια αποτρόπαια έκφραση απόλυτης φρίκης, να κρατάει στο σαπισµένο χέρι του ένα µαύρο διαµάντι ενώ τους άπλωνε το άλλο χέρι ικετευτικά. Κατέβαιναν πιλαλώντας τους πρόποδες του όρους Αιγάλεω µην τολµώντας να κοιτάξουν πίσω τους, λες κι η καλύβα είχε ξαφνικά µετατραπεί από στρατηγείο χαράς και κεφιού σε θέατρο του τρόµου, ενός τρόµου παράλογου αλλά απόλυτα ζωντανού.
Χάθηκαν µέσα στη νύχτα αφήνοντας πίσω τους έναν κόσµο που φάνταζε ακατανόητος – κι όµως, είχαν την αλλόκοτη αίσθηση ότι κι ο δικός τους κόσµος, στον οποίο επέστρεφαν, δε θα ήταν σε τίποτα ίδιος µ’ αυτόν που γνώριζαν απ’ την ώρα που γεννήθηκαν. Μόλις έφτασαν στα πρώτα σπίτια της πόλης, εκεί όπου υπήρχαν φώτα και άνθρωποι που ήταν έξω στις αυλές τους και σκούπιζαν τα πεσκέσια της ξαφνικής καλοκαιρινής µπόρας –νερά µε το τσουβάλι και πεσµένα φύλλα–, ο αρχηγός Μανόλης σταµάτησε απότοµα την τρεχάλα και βιδώθηκε ξαφνικά στη θέση του, λες κι είχε σκουντουφλήσει πάνω σε ογκόλιθο. Προφανώς είχε νιώσει ασφαλής πια – ως γνωστόν, τα φαντάσµατα δε συνηθίζουν να παρατάνε τις καλύβες τους και να τρέχουν ξοπίσω από εφτά νοµαταίους, ιδίως όταν οι νοµαταίοι έφταναν σε µέρος µε φώτα και κόσµο που µάζευε βροµόνερα βλαστηµώντας την τύχη του. Ασφάλεια, ασφάλεια, ασφάλεια. Οι υπόλοιποι έξι, µε την ταχύτητα που είχαν, έπεσαν πάνω στον Μανόλη µε φόρα και, φυσικά, τον έριξαν στον υγρό και λασπωµένο δρόµο κι έπεσαν από πάνω του κι αυτοί. Και τότε όλους µαζί τους έπιασε ένα νευρικό γέλιο που έµοιαζε µε κακάρισµα κότας, αντηχούσε σ’ όλη τη γειτονιά µ’ έναν περίεργο αντίλαλο, λες κι η υγρασία είχε δηµιουργήσει αντηχείο στον ουρανό κι ήταν ικανό να ξεσηκώσει όχι µόνο την Πετρούπολη, αλλά να φτάσει µέχρι και στον Ασπρόπυργο. Σάλος. Μια γυναικούλα που σκούπιζε την αυλή της στύλωσε τα µάτια της, σούφρωσε τα φρύδια για να τους δει καλύτερα, παράτησε το σκουπόξυλο και σταυροκοπήθηκε. Πάντως, αυτή η ξαφνική κρίση νευρικού γέλιου ήταν το βάλσαµο που επανέφερε το κέφι της νεανικής παρέας. Τα παιδιά σηκώθηκαν, τίναξαν τα ρούχα τους, σκούπισαν τα δακρυσµένα µάτια τους και κοιτάχτηκαν. «Ρε, είµαστε µαλάκες µε πατέντα, έτσι;» ψέλλισε ο Μάρκος. «Μην κοιτάς από δω, σ’ αυτό τον µπουχέσα να τα πεις!» χασκογέλασε ο Μανόλης κοιτάζοντας προς τη µεριά του Νικόλα και φιλοδωρώντας τον µε µια ακόµα φάπα-εξτρά, για να βρίσκεται. «Ναι, µιλάς κι εσύ, ο λογικός, που δεν το είχες για καλό!» µιµήθηκε ο Νικόλας τον τόνο της φωνής του φίλου του την ώρα που έσβησε το κερί. «Τι φταίω εγώ, ρε; Ένα παραµύθι σάς είπα!» «Εγώ νοµίζω ότι ήταν αυθυποβολή», παρατήρησε η Αναστασία. «Θέλαµε να ζήσουµε κάτι συνταρακτικό, άρα δηµιουργήσαµε τις προϋποθέσεις για να µας πιάσει τροµάρα επίτηδες και...» «... Kαι να µην ξαναπάµε στο στρατηγείο ούτε ντάλα µεσηµέρι, έστω και µε συνοδεία του στρατού ξηράς!» πετάχτηκε ο Παναγιώτης. «Πάντως, παιδιά, σοβαρά, σε µια φάση φοβήθηκα!» «Έλα, µωρέ, εντάξει, οµολογώ ότι τελικά η φάση ήταν και γαµώ! Καιρό είχα να περάσω τόσο καλά», είπε ο Μανόλης. «Οι γέροι τέτοιες φάσεις δεν τις ζουν ούτε στον ύπνο τους! Κι όσο για το στρατηγείο, θα το τιµήσουµε ξανά και θα το δείτε! Και σας το υπόσχοµαι: αν το φάντασµα είναι ακόµα εκεί, θα µπω εγώ µπροστάρης και θα του δώσω µια κουτουλιά µε το στιβαρό µου στέρνο, να πάει από κει που ήρθε! Ακούς εκεί!» Καινούρια τρανταχτά γέλια ακολούθησαν τη δήλωση γενναιότητας του αρχηγού. «Δε θέλω να σας αποχωριστώ, αλλά θα µε γδάρουν οι δικοί µου! Άργησα! Πρέπει να διαλυθούµε, κύριοι», είπε η Αναστασία βιώνοντας έναν αληθινά ιερό τρόµο στη θέα του
ρολογιού της. «Έλα, θα σε πάµε εµείς στο σπίτι σου», προσφέρθηκε ο Νικόλας µιλώντας εξ ονόµατος όλων. «Σώπα, βρε! Να κάνετε τέτοιο κύκλο; Άσε που ο πατέρας µου µπορεί να είναι στηµένος µπάστακας στην αυλή και να µαζεύει φύλλα, δε θέλω να µας δει όλους µαζί µπουλούκι γιατί µπορεί να νευριάσει που είµαι η µόνη γυναίκα της παρέας και να πει καµιά Παναγία – δε θέλω µουρµούρες», είπε µονορούφι η Αναστασία. Ο Νικόλας κοκκίνισε. «Έχεις δίκιο, Αναστασία», παρατήρησε σιγανά. «Τώρα πια είσαι η µόνη γυναίκα της παρέας, µιας κι η Μπέτυ έριξε πίσω της µαύρη πέτρα...» Η Μπέτυ –νεόκοπο όνοµα που το υιοθέτησε τους τελευταίους µήνες– ήταν η κατά κόσµον Βενετία Ματζιούρη, συµµαθήτριά τους, παλιό µέλος της παρέας και κρυφό σαράκι του Νικόλα, σαράκι που στην αρχή είχε αίσιες προοπτικές διότι είχε ανταπόκριση, αλλά τον τελευταίο καιρό είχε τσακίσει δίχως λόγο, γιατί η Βενετία-Μπέτυ, φαίνεται, βιδώθηκε απ’ την υπερέκκριση ορµονών της εφηβείας, έριξε πέντε φάσκελα στην παλιοπαρέα κι άνοιξε πανιά για άλλους λιµένες ευτυχίας – τυφλωµένη απ’ την ίδια της την οµορφιά και τη µεγάλη ζωή που θα µπορούσε να της εξασφαλίσει, µια ζωή βγαλµένη κατευθείαν απ’ τη Λάµψη. Ένα κοριτσάκι απ’ την Πετρούπολη, φτωχό πλην πεντάµορφο σαν τη Σάρον Στόουν, δε θέλει και πολύ για να οδηγηθεί στο στρίψιµο της βίδας. Και, φυσικά, άλλαξε και όνοµα γιατί το «Βενετία» της θύµιζε χνούδια – περισσότερο θα ταίριαζε σε κατσιασµένη απ’ το µεροκάµατο του τρόµου εργάτρια σε καλτσοβιοµηχανία στα Λιόσια παρά σε µια αυριανή σταρ. Του κώλου τα εννιάµερα, αλλά τέλος πάντων. Ο Μανόλης αγκάλιασε το φίλο του απ’ τον ώµο. «Μη στενοχωριέσαι, ρε! Πότε θα βγάλεις απ’ το µυαλό σου τη µαλάκω; Δεν είδες τι έπαθε; Έµεινε από απουσίες! Μάνα µου, µε τίποτα δε θα ’θελα να είµαι στη θέση της! Αυτή τη στιγµή σίγουρα θα πέφτει το ψαλτήρι του αιώνα! Είδα το γέρο της όταν έφευγε απ’ το σχολείο µε τα χαµπέρια παραµάσχαλα, µιλάµε για πολύ κλάµα!» «Ούτε να το σκέφτοµαι δε θέλω», µουρµούρισε η Αναστασία. «Εγώ ήµουν που βρέθηκα στη δυσάρεστη θέση να τη γράφω κάθε µέρα στο απουσιολόγιο. Τώρα σκέφτοµαι τους καηµένους τους γονείς της κι ανατριχιάζω. Κι αυτό είναι και το παράδοξο», παρατήρησε. «Οι γονείς της είναι απ’ τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Πώς έγινε αυτή έτσι;» «Ε, αυτή µάλλον θα πήρε απ’ το θείο της το µεγαλοδικηγόρο, που όταν έκανε εκείνη την µπάζα µε τα δις έφυγε απ’ την Πετρούπολη και πήγε να µείνει σε οροφοδιαµέρισµα στο Κολωνάκι για να το παίζει λόρδος, ο µίστερ Χάλιφαξ, ο µπάραστερ της κακιάς ώρας!» ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Παναγιώτης. «Λοιπόν, καλό το κουτσοµπολιό, αλλά, αλήθεια, πρέπει να φύγω!» είπε η Αναστασία, που κατά βάθος παρακαλούσε από µέσα της να µην έπρεπε να φύγει, να µην τέλειωνε ποτέ ετούτη η νύχτα, να µην έχανε τους φίλους της, να µην έφευγαν όλοι τους για να χαθούν στα τέσσερα σηµεία της Αθήνας να δουλέψουν όπου έβρισκαν, να έµενε για πάντα εδώ το απόψε, το τώρα αυτού του καλοκαιριού... Ξαφνικά ένιωσε κάπως παράξενα, αλλά δεν είχε χρόνο ν’ αναλύσει αυτό το ακαθόριστο συναίσθηµα – είχε πιο σηµαντικά πράγµατα να κάνει τούτη τη στιγµή. Η ώρα του αποχαιρετισµού. «Μην πείτε καµιά βλακεία γιατί θα κλάψω», είπε βουρκωµένη. «Στη σειρά, κύριοι! Φιλήστε µε!» «Εγώ λέω να φιληθούµε όλοι µια κι έξω, γιατί δεν το βλέπω να ξανανταµώνουµε πριν τα
τέλη Αυγούστου. Κάθε χρόνο λέµε ότι δε θα χαθούµε και στο τέλος καταντάµε να ξαναβρισκόµαστε στον αγιασµό!» είπε ο Αλκιβιάδης, βραχνιασµένος απ’ τη συγκίνηση. Τα εφτά παιδιά αγκαλιάστηκαν ακόµα µια φορά µέσα στην ίδια νύχτα, φιλήθηκαν µε αγάπη και χωρίστηκαν. Τα έξι αγόρια πήγαιναν απ’ τη µια µεριά, ενώ η Αναστασία απ’ την άλλη. Το κορίτσι τούς κούνησε το χέρι. «Τα λέµε αύριο!» είπε παρασυρµένη απ’ τη δύναµη της συνήθειας. «Αύριο!» Κι όµως, αυτό το αύριο ήταν γραφτό να µην έρθει ποτέ.
ΕΚΕΙΝΗ Η ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΒΡΟΧΗ
θαρρείς κι είχε ξεπλύνει τον κόσµο από τις πάσης φύσεως
βροµιές του. Η Αναστασία, βαδίζοντας µονάχη στο µισοσκότεινο δρόµο, επιστρέφοντας στο σπίτι της, έριξε µια µατιά γύρω της κι ένιωσε µια αληθινή ευδαιµονία, απ’ αυτές που µόνο ένα παιδί δεκαπέντε χρόνων που πιστεύει ότι κρατάει όλο τον κόσµο στα χέρια του µπορεί να νιώσει. Ο νοτισµένος δρόµος ανέδιδε µια έντονη µυρωδιά όζοντος, οι µικρές λιµνούλες που είχαν σχηµατιστεί στις λακκούβες και τα ρείθρα των πεζοδροµίων αντικατόπτριζαν το φως απ’ τις λάµπες της ΔΕΗ δηµιουργώντας ασηµένιους φωτεινούς κύκλους πάνω στα νερά. Κι από πάνω ο ουρανός... Τα σύννεφα της ξαφνικής µπόρας είχαν εξαφανιστεί κι ο ουρανός είχε γίνει ξανά καθαρός κι αστραφτερός σαν ακριβό µετάξι, σαν µαύρο πέπλο κεντηµένο µε αστέρια, όπως αυτό που φορούσε κι η ίδια όταν πήγαινε στο Δηµοτικό, τότε που ντυνόταν βασίλισσα της νύχτας στις Απόκριες. Αχ, πόσο της άρεσε εκείνο το πέπλο! Της το είχε φτιάξει η µανούλα της – πήρε ένα παλιό δικό της µαύρο σάλι και το κέντησε µε φτηνές πούλιες που είχε αγοράσει απ’ το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Μια αληθινή βασίλισσα, βέβαια, θα είχε πέπλο από βαρύτιµα υφάσµατα, κεντηµένο µε διαµάντια – αλλά η Αναστασία δεν παραπονιόταν. Και το δικό της µια χαρά ήταν. Το µόνο που την απασχολούσε εκείνο τον καιρό, όταν ήταν βυζανιάρικο του Δηµοτικού, ήταν ένα άλλο καυτό ζήτηµα: γιατί οι Απόκριες να µη βαστάνε για πάντα, για να µπορεί να φοράει το δικό της πολύτιµο πέπλο κάθε µέρα. Μεγαλώνοντας άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει ότι δε θα γινόταν ποτέ αληθινή βασίλισσα – πρώτον, µια αληθινή βασίλισσα δε θα επέλεγε να έχει στην Πετρούπολη Αττικής ούτε τις αποθήκες για τα άχρηστα φορτία της, πόσω µάλλον το παλάτι της! Το δεύτερο και σηµαντικότερο γεγονός που την οδήγησε σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση ήταν ότι ένα βράδυ, πριν οχτώ περίπου χρόνια, ακολουθώντας κατά γράµµα τις οδηγίες εκείνου του παραµυθιού που της είχε διηγηθεί η γιαγιά της, έβαλε κάτω απ’ το στρώµα της ένα ρεβίθι που το είχε σουφρώσει κρυφά απ’ την κουζίνα πριν προλάβει η µάνα της να τα µουσκέψει για να τα µαγειρέψει την επαύριο. Αν το ρεβίθι την ενοχλούσε και δεν την άφηνε να κοιµηθεί, τότε αυτό θα αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως σηµάδι ότι ήταν µια πραγµατική βασιλοπούλα – ή τουλάχιστον ότι είχε όλες τις απαιτούµενες προδιαγραφές να γίνει. Το παραµύθι το δήλωνε σαφώς: µόνο οι υποψήφιες βασιλοπούλες είχαν τόσο ευαίσθητο δέρµα ώστε να νιώσουν πάνω στο βασιλοπουλίστικο κορµάκι τους τη σκληράδα ενός ρεβιθιού – ακόµα κι όταν µεσολαβούσε ανάµεσα σ’ αυτές και το όσπριο ένα στρώµα σκληρό σαν πέτρα. Δυστυχώς, τζίφος. Όχι µόνο κοιµήθηκε σαν πουλάκι, αλλά και το ροχαλητό που είχε ρίξει ήταν τόσο δυνατό, ώστε κατάφερε να κάνει όλα τ’ αδέσποτα σκυλιά της γειτονιάς να γαβγίζουν όλη νύχτα για συµπαράσταση – η µάνα της είδε κι έπαθε το πρωί να την ξυπνήσει για το σχολείο, να φύγει κι εκείνη για τη δουλειά της στο εργοστάσιο που βρισκόταν στου διαόλου τη µάνα, κάπου στη Μαλακάσα. Ευτυχώς που εκείνη τη µέρα η κυρα-Λένη είχε βάρδια στις δώδεκα το µεσηµέρι, γιατί αλλιώς θα υπήρχε πρόβληµα. Φιάσκο λοιπόν οι ελπίδες για µια κάποια πιθανή βασιλεία – αλλά τώρα πια, στα δεκαπέντε της χρόνια, η Αναστασία δόξαζε το Θεό που τα πράγµατα είχαν όπως ακριβώς είχαν. Κι αυτό
το χρωστούσε στους γονείς της, που της έδιναν το καλό παράδειγµα µε τον τρόπο που πορεύονταν στη ζωή, αλλά και στη γειτονιά της, την Πετρούπολη, που τώρα πια δε θα την άλλαζε ούτε για τ’ ανάκτορα του Μπάκιγχαµ – ούτε καν για ένα µεγαθήριο δεκαπέντε πατωµάτων στην Εκάλη, που έπεφτε και πιο κοντά όσο να ’ναι. Στην Πετρούπολη χτυπούσε η καρδιά της αληθινής ζωής. Η Αναστασία δεν είχε αυταπάτες· ήξερε ότι η γειτονιά που γεννήθηκε και µεγάλωσε, όπως κι άλλες παρόµοιες εργατογειτονιές, αποτελούσε αντικείµενο ειρωνικού σχολιασµού στα σπίτια των πλουσίων, όταν και αν είχαν εξαντλήσει όλα τα άλλα, βαριάς διανόησης θέµατα που τους απασχολούσαν –σηµαντικά θέµατα, µα την αλήθεια, φουστάνια, χρυσαφικά, καλλυντικά, δεξιώσεις και, βέβαια, λεφτά και τρόπους για να τα αυξάνουν– και δεν είχαν µε τι άλλο ν’ ασχοληθούν για να σκοτώσουν την ώρα τους ανάµεσα σε δυο παρτίδες πόκας ή µπριτζ, ανάλογα. Εκείνη είχε µεγαλώσει αλλιώς. Μ’ έναν πατέρα που δούλευε οικοδόµος από δω κι από κει, τα γνωστά –παλιότερα ήταν οξυγονοκολλητής στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο Πέραµα, αλλά ο εφοπλιστής που τους είχε στη δούλεψή του ξύπνησε µια µέρα στραβά κι αποφάσισε να διώξει διακόσιους ανθρώπους, έτσι, γιατί συνειδητοποίησε ότι τα κέρδη της ανθηρής του επιχείρησης είχαν πάνω από δυο µήνες ν’ αυξηθούν, κι έτσι πήρε η µπάλα και τον καηµένο τον πατέρα της, που βρέθηκε στο δρόµο απ’ τη µια µέρα στην άλλη– και µε µια µάνα που έβγαζε το µεροκάµατο του τρόµου στη βιοµηχανία της Μαλακάσας κι έναν αδερφό που µπαρκάρισε στα δεκαοχτώ του χρόνια «για να σωθεί απ’ τη στεριά», η Αναστασία άρχισε να καταλαβαίνει µε τι τρόπο έβγαινε το ψωµί. Όταν όµως έβλεπε τους γονείς της χαµογελαστούς, να φορούν τα καλά τους για να κάτσουν στο βραδινό τραπέζι –τη µόνη ώρα που συγκεντρωνόταν όλη µαζί η οικογένεια–, όταν έβλεπε τον πατέρα της να κάνει το σταυρό του και µετά να σταυρώνει και το καρβέλι του ψωµιού λέγοντας πάντα «Κύριε, ευλόγησε την βρώση και την πόση των ανάξιων δούλων Σου», δίνοντας το έναυσµα ν’ αρχίσει το ντερλίκωµα, όταν έβρεχαν τα χείλη τους µε το κρασάκι του Θεού και συζητούσαν για τα καθηµερινά τους, τότε η Αναστασία ήξερε ότι µέσα σ’ εκείνο το σπίτι η κάθε µέρα ήταν γιορτή – ακόµα κι όταν το µεροκάµατο δεν έφτανε για να τρώνε κρέας παρά µόνο Κυριακές κι αργίες. Ποτέ ως τώρα, ούτε καν σε στιγµές µεγάλης κρίσης, δεν είχε ακούσει τη µανούλα της και τον πατέρα της να βαρυγκωµούν και να καταριούνται την ώρα και τη στιγµή που γεννήθηκαν µπατίρηδες και όχι λόρδοι – τουναντίον, µέσα σ’ εκείνο το σπίτι ακουγόταν καθηµερινά πάνω από εβδοµήντα φορές ένα «Δόξα Σοι ο Θεός». Κάπως έτσι ήταν κι οι γείτονές τους, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Κι η Αναστασία, όσο µεγάλωνε, συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει τα παιδιά των πλουσίων. Εκείνα, σίγουρα, θα ήταν κλεισµένα µέσα στα µέγαρά τους. Αποκλείεται οι γονείς τους να τα άφηναν να τριγυρνάνε µε τους φίλους τους νυχτιάτικα στους δρόµους, από φόβο µήπως τυχόν τους τα απαγάγουν και τους ζητούν λύτρα – άσε που και τα ίδια τα παιδιά αποκλείεται να έκαναν τέτοιες φιλίες ζωής µε τους συµµαθητές τους διότι στα ακριβά ιδιωτικά σχολεία, που οι γονείς τα πλήρωναν χρυσά, ο χρόνος ήταν χρήµα, άρα οι µαθητές δεν έπρεπε να χάνουν το χρόνο τους χαζολογώντας σε άσκοπες κουβέντες µεταξύ τους, γιατί τότε οι γονείς θα έχαναν τα χρήµατά τους κι αυτό ισοδυναµούσε µε συµφορά. Απλά πράγµατα. Εν πάση περιπτώσει, αποκλείεται τα παιδιά των πλουσίων να έβρισκαν µια έρηµη καλύβα στους πρόποδες του Αιγάλεω, αποκλείεται να γνώριζαν κάποιον «καθηγητή Αχλάδα», αποκλείεται ν’ άκουγαν απ’ τα χείλη του µια τόσο ωραία ιστορία, αποκλείεται να πιάνονταν
χέρι χέρι γύρω απ’ τη φλόγα ενός κεριού και να ορκίζονταν σιωπηλοί µια αιώνια φιλία, αποκλείεται να επιθυµούσαν τόσο διακαώς ν’ αλλάξουν τον κόσµο κάνοντας µια καλή πράξη τη µέρα και, φυσικά, αποκλείεται να ήταν τόσο ξένοιαστα όσο ήταν η Αναστασία εκείνη ακριβώς τη στιγµή που ανάσαινε βαθιά το µυρωµένο αέρα που ανέδιδε κάποιο νυχτολούλουδο της γειτονιάς. Ένας γκιόνης έστειλε στ’ αφτιά της το γλυκό τραγούδι του. Καλοκαίρι. Ξαφνικά της ήρθε στο µυαλό το µέλλον της και µούδιασε ολόκληρη απ’ τη συγκίνηση. Γιατρός! Το απολυτήριο που πήρε σήµερα ήταν η καλύτερη απόδειξη: δεκαεννιά κι εφτά – και χωρίς φροντιστήριο, παρακαλώ! Ναι, θα γινόταν γιατρός, η καλύτερη γιατρός του κόσµου, θα δούλευε απ’ το πρωί ως το βράδυ, θα πρόσφερε ακούραστα τις υπηρεσίες της σε όποιον είχε την ανάγκη της και δε θα έπαιρνε λεφτά απ’ τους φτωχούς – θα τους ζητούσε µόνο ένα πιάτο φαγητό, όπως ακριβώς έκαναν κι οι Άγιοι Ανάργυροι, οι πρώτοι και καλύτεροι γιατροί όλου του κόσµου. Άλλωστε, κι η ίδια είχε γεννηθεί φτωχιά – Δόξα Σοι ο Θεός, όπως θα έλεγε κι ο πατέρας της. Στην ανάµνηση της αποψινής συναρπαστικής βραδιάς που είχε περάσει µε τα φιλαράκια της, αλλά και στη σκέψη του χρυσού µέλλοντος που την περίµενε, ενός µέλλοντος γεµάτου µε αίσθηση σκοπού και καθήκοντος προς το συνάνθρωπο, ένιωσε µια τέτοια ευτυχία που δε θα την άλλαζε µ’ όλο το χρυσάφι του κόσµου. Και καθόλου δεν την ενοχλούσε το γεγονός ότι αύριο θα έπρεπε να σηκωθεί στις πέντε τα χαράµατα να πάει µαζί µε τη µάνα της στη δουλειά της Μαλακάσας. Μέχρι τα τέλη Ιουλίου θα κουβαλούσε κασόνια στο εργοστάσιο και θα έβγαζε το χαρτζιλίκι της. Απ’ το να κάθεται ξαπλωµένη στο κρεβάτι ως τις δώδεκα το µεσηµέρι σαν τη λεχώνα το προτιµούσε χίλιες φορές περισσότερο – άλλωστε, υπήρχε ωραιότερο πράγµα απ’ το να είναι κανείς αυτάρκης στη ζωή και να µη λέει στο φτωχό πατέρα του «δώσε αυτό» και «φέρε εκείνο» βολοδέρνοντας σαν λεχρίτης, περιµένοντάς τα όλα έτοιµα κι από πάνω χασκογελώντας πονηρά πίσω απ’ την πλάτη του δύστυχου του γέρου που δούλευε σαν είλωτας για να θρέφει το µανάρι; Κασόνια και πάλι κασόνια! Αλίµονο, τι µαλακία είχε πει λίγο πριν στα παιδιά; Ότι αν ο πατέρας της την έβλεπε µαζί τους µπορεί να έλεγε καµιά Παναγία; Ούτε µία στο εκατοµµύριο – ο πατερούλης της ποτέ δεν κατέβαζε τα θεία. Άσχετο, αλλά εκείνη χάρηκε που το σκέφτηκε – για την αποκατάστασιν της τάξεως και µόνο. Χαµογέλασε. Κόντευε να φτάσει σπίτι της, βυθισµένη σε χρυσές σκέψεις. Τόσο βυθισµένη, ώστε δεν πρόσεξε τη µαύρη πανάκριβη Μερσεντές που εδώ και λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν δίπλα της, κυλώντας εντελώς αθόρυβα πάνω στο οδόστρωµα, σαν µαύρος πάνθηρας πάνω σε παχύ στρώµα από φύλλα. Το σιγανό κορνάρισµα την έκανε ν’ αναπηδήσει ξαφνιασµένη. Στράφηκε προς τ’ αριστερά της ακριβώς την ώρα που ένα παράθυρο µε φιµέ τζάµια άνοιγε, εξίσου αθόρυβα. Ένα αγγελικό αντρικό πρόσωπο της αποκάλυψε ένα αστραφτερό χαµόγελο και δυο σειρές κατάλευκα δόντια. Η Αναστασία έµεινε µε το στόµα ορθάνοιχτο. Παραλίγο να πηδήξει ως τον ουρανό απ’ τη χαρά της γι’ αυτή την ξαφνική, ανέλπιστη τύχη. Φαίνεται πως τελικά αυτή ήταν η τυχερή µέρα –ή µάλλον νύχτα– της ζωής της. Προσπάθησε να µην τραυλίσει και γίνει ρεζίλι των σκυλιών µπροστά στον άγγελο. Όταν
κατάλαβε ότι ελέγχει την έκπληξη και τη χαρά της, µίλησε. «Θεούλη µου, δεν το πιστεύω, τι ευτυχία είν’ αυτή! Εσείς εδώ;» Κάπου στα βάθη του µυαλού της, στο πηγάδι των πρόσφατων αναµνήσεων, σαν να άκουσε τη φωνή του Νικόλα να µιλάει για τον µαυροντυµένο ξένο µε το αγγελικό πρόσωπο, αλλά θεώρησε την ανάµνηση εντελώς άσχετη µε την παρούσα τύχη βουνό – και την έδιωξε βιαστικά.
ΤΕΛΙΚΑ, ΕΝΑ ΑΠ’ ΤΑ ΚΑΛΑ που συνεπαγόταν η ζωή όλων όσοι ήταν πλούσιοι και διάσηµοι ήταν ότι µπορούσαν να έχουν υπέροχα, ολόισια, αστραφτερά, κάτασπρα δόντια. Η Αναστασία απόµεινε να χάσκει κοιτάζοντας τα δόντια του ανθρώπου µε το αγγελικό πρόσωπο – πράγµα που, φυσικά, της θύµισε πάραυτα τα δικά της χάλια. Λοιπόν, µε τους πρώτους παράδες που θα κονοµούσε απ’ τα κασόνια έπρεπε να πάει επειγόντως για σφράγισµα σε δυο τρεις απ’ τους τραπεζίτες της, αλλιώς θα έπρεπε να σκεφτεί την πιθανότητα να πά’ να βάλει µασέλα µια και καλή – κι εδώ που τα λέµε, µασέλα στα δεκαπέντε σου χρόνια δεν µπορεί µε κανέναν τρόπο να θεωρηθεί ευοίωνη προοπτική, από όποια άποψη κι αν το εξέταζε κανείς. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κοίταζε τον άγγελο στα δόντια, σαν να ήταν άλογο – και ντράπηκε. Κοκκίνισε απ’ την κορφή ως τα νύχια κι έσκυψε το κεφάλι. Έµεινε να κοιτάζει τα παπούτσια της – άλλη συµφορά πάλι! Μα ήταν δυνατόν να της έχει χτυπήσει την πόρτα η τύχη του αιώνα κι εκείνη να εµφανίζεται µπροστά στο ίνδαλµά της µε τέτοια παπούτσια; Α, όλα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. «Εγώ δεν το πιστεύω, µικρή µου!» µίλησε ο άγγελος – αχ, είχε τόσο µελωδική φωνή! Χίλιες φορές καλύτερη απ’ ό,τι ακουγόταν απ’ την τηλεόραση! «Με αναγνώρισες;» Η Αναστασία συγκράτησε την επιθυµία της ν’ αρχίσει να χοροπηδάει γύρω απ’ τη µαύρη Μερσεντές. «Τι λέτε, κύριε; Υπάρχει και κανένας που να µην ξέρει εσάς;» Δεν τα κατάφερε κι άσχηµα – η γλώσσα της ξεµπουρδουκλώθηκε ακριβώς πάνω στο κρίσιµο δευτερόλεπτο. Βέβαια, κι η ερώτησή της ήταν πολύ λογική – αλήθεια, υπήρχε καµία πιθανότητα να βρίσκεται έστω και µισός άνθρωπος πάνω στην ελληνική επικράτεια που να µην ήξερε τον Άρη Παγκράτη; Με τόσες θεατρικές παραστάσεις στο ενεργητικό του, τόσες ταινίες στο σινεµά και τόσα σίριαλ στην τηλεόραση, εκποµπές, εξώφυλλα κι ένα κάρο λοιπά, ήταν φύσει αδύνατον να µην τον αναγνώριζε ο πάσα ένας. Εκτός του ότι είχε ένα πρόσωπο φεγγάρι, απ’ αυτά που αν τα έβλεπες µια φορά δεν τα ξεχνούσες ποτέ, τον τελευταίο καιρό έπαιζε και σε µια σαπουνόπερα, στο ρόλο του φτωχού πλην τίµιου παλικαριού – ένας ρόλος που µιλούσε κατευθείαν στην καρδιά της ίδιας, της µάνας της, των θειάδων της και των λοιπών γυναικών της Πετρούπολης, του Καµατερού, των Άνω Λιοσίων και ποικίλων άλλων περιοχών, συναφών µε τις προηγούµενες και µη. Κατά βάθος, πολύ βάθος, η Αναστασία ήταν κρυφά ερωτευµένη µαζί του –τέλος πάντων, περισσότερο µε το χαρακτήρα που ενσάρκωνε στη σαπουνόπερα–, αλλά αυτό ήταν το µικρό της µυστικό. Δεν το είχε εξοµολογηθεί σε κανέναν – και κυρίως στα φιλαράκια της. Διότι αυτοί δεν επρόκειτο να καταλάβαιναν τίποτα από εφηβικά σκιρτήµατα µιας ευαίσθητης καρδιάς – τουναντίον, θα πέθαιναν στο γέλιο και θα την τάραζαν στο φάσκελο, άσε που απ’ τη δεξιά χείρα του Μανόλη θα έπεφταν τόσες απανωτές φάπες που θα ’ταν ικανές να τη στείλουν σε κάνα νοσοκοµείο µε διάσειση. «Μεγάλη µου τιµή να µε γνωρίζει ένα όµορφο κορίτσι σαν κι εσένα», είπε το Ίνδαλµα. «Χαίροµαι πολύ που σε γνωρίζω κι εγώ. Να συστηθώ κι επισήµως, όµως! Άρης Παγκράτης». Έτεινε το χέρι του έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Το βλέµµα του είχε στυλωθεί πάνω της κι ήταν τόσο διαπεραστικό, που σε κάποια στιγµή η Αναστασία ένιωσε γυµνή – κι ευχήθηκε ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί. «Χαίρω πολύ». Άπλωσε κι εκείνη το χέρι της, τρέµοντας από συγκίνηση. Τα χέρια τους ενώθηκαν για ένα δευτερόλεπτο. Το χέρι του άγγελου ήταν παγωµένο –
µάλλον ήταν λεπτεπίλεπτος όπως όλοι οι πλούσιοι και διάσηµοι και δεν άντεχε το βραδινό αγιάζι. «Παγωµένο... Το χέρι του άγνωστου µαυροντυµένου ξένου ήταν παγωµένο...» Τα λόγια του Νικόλα αντήχησαν ξανά µέσα στο κεφάλι της – µα τι δουλειά είχε πάλι αυτός; Oχ, αδερφέ! «Τέλος πάντων», συνέχισε ο άγγελος µε συνηθισµένο ύφος αυτή τη φορά, «µιας και το έφερε η τύχη να συναντηθούµε, αναρωτιέµαι αν θα µπορούσες να µας φανείς σε κάτι χρήσιµη... Aλήθεια, δε µου είπες το όνοµά σου!» Η Αναστασία έγινε κόκκινη σαν αστακός. «Ω, µε συγχωρείτε! Αναστασία». «Τέλειο όνοµα!» αναφώνησε ενθουσιασµένος ο Παγκράτης – σίγουρα πάντως όχι τόσο ενθουσιασµένος όσο η ευτυχής ιδιοκτήτρια του ονόµατος, που της ήρθε ουρανοκατέβατη η ευκαιρία να φανεί κι αυτή σε κάτι χρήσιµη στο µεγαλύτερο ίνδαλµα της σύγχρονης εποχής. «Θα µας βοηθήσεις λοιπόν, Αναστασία;» «Βέβαια!» είπε ορµητικά το κορίτσι. «Ευχαρίστως, αν περνά απ’ το χέρι µου!» Συνεχάρη µυστικά τον εαυτό της για τον άψογο χειρισµό της γλώσσας – όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να µη νοµίζει το Ίνδαλµα κι η συντροφιά του ότι οι κάτοικοι της Πετρούπολης ήταν άξεστοι κι αστοιχείωτοι. Φτωχοί είπαµε, κύριε, όχι αγροίκοι! Ο άγγελος συνέχισε να χαµογελάει αστραφτερά, σαν τον πρόεδρο των Ηνωµένων Πολιτειών τη νύχτα της µεγάλης νίκης. «Ξέρεις, Αναστασία, ο ρόλος µου στο σίριαλ Έρηµοι Δρόµοι απαιτεί κάποια γυρίσµατα στην Πετρούπολη. Από δω είσαι, έτσι;» «Μάλιστα!» είπε η Αναστασία καµαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι. «Κάνω κάποιες έρευνες για να βρω το κατάλληλο σηµείο για να γίνει ένα γύρισµα εδώ – στη γλώσσα της δουλειάς µου αυτό λέγεται “ρεπεράζ”. Μου είπαν κάτι για κάποια οδό Μάρκου Μπότσαρη. Ξέρεις πώς θα πάµε ως εκεί;» «Αν ξέρω, λέει; Και βέβαια ξέρω! Εκεί βρίσκεται και το Αστυνοµικό Τµήµα – είναι πολύ κοντά στο σπίτι µου. Από δω είναι περίπου τρία λεπτά δρόµος!» είπε µονορούφι η Αναστασία. «Θαυµάσια!» είπε ο άγγελος ευχαριστηµένος. «Λοιπόν, Αναστασία, σκέφτηκα κάτι! Μιας κι είναι ο δρόµος σου, δεν µπαίνεις µέσα στο αυτοκίνητο να µας οδηγήσεις ως εκεί για να µη χαθούµε; Μισή ώρα γυρνάµε από δω κι από κει και καταλήγουµε συνέχεια στο ίδιο σηµείο», συνέχισε περίλυπος. «Και, φυσικά, θα σ’ αφήσουµε στο σπίτι σου», ολοκλήρωσε. Η Αναστασία έµεινε µε το στόµα ανοιχτό. Τι καλή πράξη, µα την αλήθεια, είχε κάνει για ν’ αξίζει µια τέτοια τύχη; Ξαφνικά όµως κάτι ήρθε µέσα στο µυαλό της – και συννέφιασε αυθωρεί και παραχρήµα. Άκουσε τη φωνή της µανούλας της – δυνατή και καθαρή: «... Δεν µπαίνουµε ποτέ σε αυτοκίνητα αγνώστων...» «Δε... δε νοµίζω», ψέλλισε ντροπιασµένη. «Δεν είναι σωστό». «Αχ, βρε Αναστασία!» την κοίταξε ικετευτικά ο άγγελος. «Τι φαντάστηκες, παιδί µου», έδωσε έµφαση σ’ αυτό το «παιδί µου», «ότι θέλουµε να σε φάµε; Δεν είµαι µόνος µου, να, κοίτα!» Με το πάτηµα ενός κουµπιού άνοιξε όλα τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Η Αναστασία έσκυψε και κοίταξε ερευνητικά στο εσωτερικό – είδε τον οδηγό, γνωστή φυσιογνωµία, της θύµιζε αόριστα κάποιον σκηνοθέτη που κάθε τόσο έβγαινε στα κανάλια, ενώ στο πίσω κάθισµα κάθονταν δύο εκθαµβωτικές ξανθιές, µε τόσο αστραφτερά χαµόγελα που θαρρείς κι είχαν βγει κατευθείαν από διαφήµιση της οδοντόκρεµας Colgate. «Άλλωστε κι από µόνη σου έπρεπε να έχεις καταλάβει ότι δεν είναι σωστό για ένα µικρό κορίτσι να κυκλοφορεί µονάχο του νυχτιάτικα στους δρόµους. Η νύχτα έχει γίνει άγρια στις
µέρες µας, είναι επικίνδυνα εκεί έξω», τη συµβούλευσε πατρικά ο άγγελος. «Έλα, µη φοβάσαι, θα σου δώσω κι ένα αυτόγραφο – κάτι µου λέει πως το θέλεις και ντρέπεσαι να το ζητήσεις!» Λοιπόν, έχουµε και λέµε: είχε µπροστά της έναν πασίγνωστο άγγελο –η προοπτική να τον ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή της ήταν η ίδια που θα είχε να φύγει αύριο το πρωί ταξίδι στη Σελήνη, δηλαδή ανύπαρκτη–, ο άγγελος είχε παρέα δυο γυναίκες, την είχε αποκαλέσει «παιδί µου», της είχε δώσει µια αληθινά σωστή συµβουλή, να µη σουρτουκεύει νυχτιάτικα στους δρόµους µονάχη της και, το κυριότερο, θα της έδινε αυτόγραφο! Θρίαµβος! Κι οι τελευταίοι της δισταγµοί πήγαν στην ευχή της Παναγίας. Τους ζυγούς λύσατε. «Εντάξει», συµφώνησε ορµητικά. Άνοιξε την πόρτα και τσουβαλιάστηκε στο πίσω κάθισµα, ανάµεσα στις ξανθιές, για να έχει καλύτερη ορατότητα. Η πόρτα έκλεισε. «Ωραία», µουρµούρισε ο άγγελος την ώρα που µε το πάτηµα του γνωστού κουµπιού έκλεινε τα παράθυρα του οχήµατος. Και τα τέσσερα. Ο κόσµος της νύχτας στον έξω κόσµο έγινε σχεδόν αθέατος, µαύρος – εµ, βέβαια, τα τζάµια των παραθύρων ήταν φιµέ. Κάτι δεν της άρεσε στον τόνο της φωνής του άγγελου την ώρα που είπε «ωραία». Ακόµα περισσότερο, τα κλειστά παράθυρα την έκαναν να νιώσει άβολα – κι ας υπήρχε αθόρυβος κλιµατισµός. Αυτό όµως που την έκανε να νιώσει εντελώς άβολα ήταν η µυρωδιά. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου βροµοκοπούσε πατσουλιά, καπνό πούρου αλλά και κάτι άλλο, χειρότερο. Μια απροσδιόριστη, ακατονόµαστη µυρωδιά, ανθρώπων διατεθειµένων να κάνουν τα πάντα για τη δόξα και τα λεφτά. Πώς της ήρθε πάλι να σκεφτεί κάτι τέτοιο; Αµ το άλλο; Τι σκατά ήθελε ο Νικόλας κι ήρθε κι εγκαταστάθηκε ξανά µέσα στο µυαλό της και δεν έφευγε µε τίποτα αυτή τη φορά; Και να τον βλέπει µε τα µάτια του µυαλού της να κουνάει τα χείλη του, να µη βγαίνει κανένας ήχος, αλλά αυτή να ξέρει ότι ο Νικόλας διηγιόταν εκείνη τη φρικτή ιστορία µε το µαυροντυµένο άρχοντα και το µαύρο διαµάντι; Έριξε µια κλεφτή µατιά στο µπροστινό κάθισµα. Ο άγγελος φορούσε πανάκριβο, µαύρο κοστούµι. Την ίδια στιγµή µετάνιωσε που είχε µπει µέσα σ’ εκείνο το αυτοκίνητο – αλλά δεν µπορούσε πια να κάνει κάτι γι’ αυτό. Η Μερσεντές είχε ήδη ξεκινήσει. Η γλώσσα της είχε δεθεί σαν ναυτικός κόµπος, η ανεξήγητης αιτίας αδρεναλίνη κόχλαζε στο αίµα της και κατέληγε στο λαιµό της εµποδίζοντάς τη να βγάλει φωνή – κι όµως, γαµώτο, ήταν επιτακτική ανάγκη να µιλήσει. «Στρίψτε δεξιά», είπε στον οδηγό. Ο βραχνός και συνάµα τσιριχτός της τόνος δε διέφυγε της προσοχής του άγγελου. «Τι έπαθες, µικρή µου;» ρώτησε µε ενδιαφέρον. «Τ... τίποτα», τραύλισε. «Απλώς συνειδητοποιώ ότι άργησα – θα µε σκοτώσει ο πατέρας µου». Ο άγγελος γέλασε – πιο δυνατά απ’ όσο ταίριαζε στην περίσταση. «Κακό πράγµα οι γονείς
τελικά, ε; Είναι φτιαγµένοι για να καταδυναστεύουν τα παιδιά, να τα περιορίζουν, να µην τ’ αφήνουν ελεύθερα να χαρούν τη ζωή – να, ας πούµε, δεν τ’ αφήνουν να γυρίζουν στο σπίτι ό,τι ώρα τους κάνει κέφι, βρε αδερφέ! Αλήθεια, πόσων χρόνων είσαι, Αναστασία;» «Δεκαπέντε». «Θαυµάσια!» είπε ο άγγελος – τώρα πάλι πού κόλλαγε αυτό το «θαυµάσια» σε σχέση µε το προηγούµενο λογύδριο; Ένα παιδί δεκαπέντε χρόνων σίγουρα οι γονείς το «καταδυναστεύουν», κατά τη γνώµη του άγγελου – και πολύ καλά κάνουν, κατά τη γνώµη της ίδιας. Αν επρόκειτο ποτέ στη ζωή της να καταντούσε σαν αυτές τις δυο ξανθιές που τώρα κάθονταν πλάι της –δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαοχτώ, αλλά φαίνονταν τουλάχιστον τριάντα χρόνων γριές απ’ το πολύ µακιγιάζ στη µούρη τους– και να τριγυρνάει µε µαύρες Μερσεντές διασήµων φορώντας φούστες που πρόσφεραν άπλετη και δωρεάν θέα στο... στο πράµα της, τέλος πάντων, τότε η Αναστασία ευχόταν οι γονείς της να την «καταδυνάστευαν» µέχρι να γινόταν ογδόντα χρόνων – εξήντα το λιγότερο. «Με συγχωρείτε, αλλά δε συµφωνώ µαζί σας. Εµένα οι γονείς µου δε µε καταδυναστεύουν. Μου έχουν εµπιστοσύνη, γιατί µε έχουν µεγαλώσει σωστά...» «Ξέρω, ξέρω!» τη διέκοψε ανυπόµονα µια απ’ τις ξανθιές. «Με σοβαρές, ηθικές, χριστιανικές αρχές!» Κι άρχισαν να γελάνε όλοι µαζί – άγγελος, οδηγός και η συν αυτοίς ξανθή συνοδεία. Μα το Σταυρό του Χριστού, την ενόχλησε αφάνταστα το ότι αυτή η σκατοξανθιά είχε κοροϊδέψει όλα όσα εκείνη θεωρούσε όσια και ιερά – αλλά φύλαξε την ενόχλησή της για να τη βιώσει όσο ήθελε ανενόχλητη αργότερα, όταν θα έµπαινε στο σπιτάκι της, πήγαινε στο κρεβατάκι της και σκεπαζόταν µέχρι το κούτελο. Για την ώρα, την ενόχλησε και κάτι άλλο – ή µάλλον... Τροµοκράτησε, θα ήταν µια πιο σωστή επιλογή λέξης. Το γέλιο των τεσσάρων – είχε κάτι το σατανικό. Απαίσιο. Είχε καταφέρει εδώ και ώρα να κρύψει όσο αποτελεσµατικότερα µπορούσε την ανησυχία της, θεωρώντας την ανεξήγητη και γελοία. Τώρα όµως η ανησυχία έγινε πανικός, κι ο πανικός σιγά σιγά έγινε ένας τρόµος πρωτόγονος, αβυσσαλέος – δεν είχε ξανανιώσει ποτέ της όµοιο πράγµα σ’ όλη της τη ζωή. Ο Νικόλας. Η ιστορία. Ο µαυροντυµένος βασιλιάς. Το γέλιο. Πίεσε τον εαυτό της να πιστέψει ότι γινόταν παρανοϊκή – δυστυχώς, δεν κατάφερε τίποτα. Εκείνη όµως τη στιγµή τής ήρθε µια φαεινή ιδέα. Αχ... «Φτάσαµε», είπε ψέµατα, δείχνοντας ένα άσχετο σπίτι. «Η Μάρκου Μπότσαρη είναι ο από πάνω δρόµος. Εγώ µένω εδώ – λυπάµαι που πρέπει να σας αφήσω, χάρηκα πολύ µε τη γνωριµία σας, καλην...» Πάσχιζε µανιασµένα ν’ ανοίξει την πόρτα για να βγει έξω, στον καθαρό αέρα, να νιώσει ξανά ασφαλής – κι ας πήγαινε στην ευχή της Παναγίας κι ο άγγελος και τ’ αγγελούδια του. Της είχε καρφωθεί η παρανοϊκή ιδέα ότι αν έµενε λίγο ακόµα εκεί µέσα κινδύνευε. Κινδύνευε σοβαρά. Όµως, δυστυχώς, η πόρτα ήταν κλειδωµένη. Κοίταξε γύρω της µε απελπισία – τώρα ο τρόµος της ήταν φανερός, κι εκείνη δεν έκανε καµιά προσπάθεια να τον κρύψει. Της φάνηκε ότι κάτι στην ατµόσφαιρα είχε αλλάξει δραµατικά, είχε αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα. Να, οι αισθήσεις της. Τον παραµικρό ήχο τον άκουγε σαν οµοβροντία, τα
µάτια της έβλεπαν τριγύρω χρώµατα έντονα, που δεν υπήρχαν, το χέρι της έκαιγε αφύσικα την ώρα που αγωνιζόταν ν’ ανοίξει το πόµολο της πόρτας... Τα πάντα γύρω της τα έβλεπε αφύσικα µεγεθυσµένα, ενώ οι σκηνές έµοιαζαν να εκτυλίσσονται σε αργή κίνηση. Κάποτε ο Νικόλας, σε µεγάλες δόξες, είχε τονίσει µε έµφαση και βαρυσήµαντο ύφος ότι κάπως έτσι αισθάνονται µόνο οι µελλοθάνατοι. Τα µάτια της γούρλωσαν. Γαµώτο, τόσο γρήγορα τέλειωσαν οι γείτονες το σκούπισµα των αυλών τους; Τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Ερηµιά και σκοτεινιά. «Πού πας, κορίτσι µου;» ψιθύρισε ο άγγελος, έχοντας γυρίσει ολόκληρος προς το µέρος της. «Δε θέλεις το αυτόγραφό σου;» Η Αναστασία τον κοίταξε µ’ ένα απελπισµένο βλέµµα που ισοδυναµούσε µε δώδεκα εκατοµµύρια «όχι» – δεν ήταν ώρα τώρα να σκεφτεί τη µεγάλη προσβολή που θα ένιωθε ο φτωχός πλην τίµιος ήρωας των Έρηµων Δρόµων. «Δεν πειράζει, Αναστασάκι», έδωσε µόνος του την απάντηση. «Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να σου χρειαστεί!» Ο οδηγός γκάζωσε κι έφυγε βιαστικός – δεν επρόκειτο ούτε στον αιώνα τον άπαντα να την αφήσει στο σπίτι της, που δεν ήταν καν σπίτι της, για να λέµε και τη µαύρη αλήθεια. Αυτό ήταν. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή η Αναστασία συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει ένα µοιραίο λάθος. Όχι τόσο που δεν άκουσε τη φωνή της µανούλας της, που τη συµβούλευε να µην µπαίνει σε αυτοκίνητα αγνώστων – άλλωστε αυτός εδώ ήταν και γνωστός. Να, απλά, µετά απ’ την ιστορία που είχε ακούσει απόψε απ’ τα χείλη του Νικόλα, µήνυµα, θαρρείς, σταλµένο απ’ το Θεό, όφειλε να ξέρει ότι τα καλά κορίτσια δεν έπρεπε ποτέ να δείχνουν εµπιστοσύνη σε µαυροντυµένους άντρες µε αγγελικά πρόσωπα. Πίσω από ένα αγγελικό πρόσωπο καµιά φορά κρύβεται ο ίδιος ο Διάβολος. Πολύ αργά για δάκρυα – παρ’ όλ’ αυτά εκείνη, όσο γενναία κι αν ήταν, δεν κατάφερε να τα συγκρατήσει. Πέρασε αρκετή ώρα κλαίγοντας µε λυγµούς – εν τω µεταξύ ο παρανοϊκός συνεργάτης του ινδάλµατος είχε βγει σε κάποια δηµοσιά, πιθανότατα λεωφόρο, κι έτρεχε σαν τρελός. Όχι πως µπορούσε να δει και πολλά απ’ το παράθυρο µε τα φιµέ τζάµια, πάντως η διαίσθησή της της έλεγε ότι έφευγαν απ’ την Πετρούπολη – όσο για το πού την πήγαιναν, το µέρος αυτό καµία σχέση δε θα µπορούσε να έχει µ’ αυτό που λέµε «στην ευχή του Θεού», ούτε καν µ’ ένα απλό «στο καλό». Το ότι κάτι τροµερό την περίµενε ήταν φως φανάρι. Δόξα τω Θεώ, από νιονιό διέθετε αρκετό – αλλά και να µη διέθετε, εδώ λειτουργούσαν µονάχα τα ένστικτα, της αυτοσυντήρησης, της επιβίωσης κου λου που, κι αυτά όσο να ’ναι είναι αλάνθαστα. Αυτό δε χρειαζόταν να είσαι Νικόλας για να το πιστεύεις. Α, ρε Νικόλα... Παρ’ όλ’ αυτά, έπρεπε να διακινδυνεύσει την ερώτηση. «Πού µε πάτε;» τραύλισε µε κόπο, µέσα σ’ αναφιλητά. «Αφήστε µε, θέλω να πάω σπίτι µου... Σας παρακαλώ...»
Ο πρώην άγγελος γέλασε µε έξαψη. «Ξέρεις, Αναστασία, άλλα κοριτσάκια θα πετούσαν τη σκούφια τους για να βρίσκονταν στη θέση σου αυτή τη στιγµή!» Τι έκανε, λέει; Θα πετούσαν τη σκούφια τους; Να τις έχουν κλειδωµένες µέσα σε µια µαύρη Μερσεντές της οποίας οι καταραµένες πόρτες δεν άνοιγαν ούτε µε το Θεό µπάρµπα, να τους λένε µούσια ότι θα τις πάνε στο σπίτι τους, αλλά τελικά να τις πηγαίνουν κατευθείαν στο διάολο –ήµαρτον, Κύριε–, κι όλ’ αυτά συνοδεία ενός βλαµµένου οδηγού που οδηγούσε σαν τρελός και δύο ξανθών µέγαιρων που βροµούσαν ιδρώτα και πατσουλιά; Μα τι µαλακίες έλεγε ο άνθρωπος; Παρ’ όλ’ αυτά, αυτός κρατούσε τώρα την τύχη της στα χέρια του. Κι ανάµεσα στις προσευχές που έλεγε από µέσα της να γίνει ένα θαύµα να σωθεί, καλό θα ’ταν να κάνει και κάποιες πιο εξωτερικευµένες προσπάθειες προς την κατεύθυνση της σωτηρίας. Ούτε να σκεφτεί δεν ήθελε τι την περίµενε. «Μα πώς είναι δυνατόν;» άρχισε να λέει, µήπως και υπήρχε κάποια –απίθανη– περίπτωση να συγκινήσει το Διάβολο. «Μα εσείς, κύριε Παγκράτη, µπορείτε στη ζωή σας να έχετε ό,τι θέλετε! Γιατί δε µ’ αφήνετε να γυρίσω σπίτι µου; Οι γονείς µου θ’ ανησυχούν! Να το ξέρετε, αυτό που κάνετε είναι µεγάλη αµαρτία!» «Να σου πω εγώ, κορίτσι µου», πετάχτηκε η έτερη ξανθιά, που ως τώρα ήταν µουγκό πρόσωπο. «Είναι γλυκό το πιοτό της αµαρτίας, έτσι δεν τραγουδούσε κάποτε η Πόλυ Πάνου;» Η Σακελλαρίου, ηλίθια. Η Σακελλαρίου. «Ε, είναι που του Άρη του αρέσει πού και πού να το πίνει, αυτό είναι όλο, γλυκιά µου!» ολοκλήρωσε η µέγαιρα. Οι ξανθιές έσκασαν στα γέλια λες και µόλις είχαν ακούσει ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο που τις αφορούσε, ξανθιές γαρ – κι ήταν και τόσο ξανθά ηλίθιες ώστε να µην το καταλάβουν καν. Το πιοτό της αµαρτίας; Αρχιµηνιά κι Αρχιχρονιά... Η Αναστασία άρχισε να το παίρνει απόφαση. Έτσι όπως έδειχναν τα πράγµατα, µάλλον δε θα έβγαινε αβλαβής απ’ το µεταµεσονύχτιο σουαρέ των τρελών ινδαλµάτων – ζήτηµα µάλιστα ήταν να έβγαινε και σώα. Και, δυστυχώς, αυτό που βίωνε δεν ήταν απλώς ένα άσχηµο όνειρο – ήταν ένας ολοζώντανος εφιάλτης. Αφού λοιπόν τα πράγµατα είχαν κάπως έτσι, ας έκανε κι αυτή ό,τι τραβούσε η ψυχούλα της – ας πούµε ν’ αρχίσει να ουρλιάζει χωρίς σταµατηµό, µήπως και τους ξεκούφαινε και πήγαιναν να στουκάρουν σε κανένα δέντρο ή ντουβάρι. Καλύτερα τράκος παρά τα άλλα που άρχισε να υποψιάζεται ότι θα επακολουθούσαν. Άλλωστε, από έναν πιθανό τράκο υπήρχε πάντα πιθανότητα να βγει κανείς ζωντανός, ενώ απ’ το να είσαι έρµαιο στα χέρια τρελών για δέσιµο που θέλουν να σε κάνουν πιοτό της αµαρτίας και να σε πιουν οι πιθανότητες να επιζήσεις θα έκαναν τους καθηγητές της Στατιστικής να χαµογελάσουν συγκαταβατικά. Πριν όµως προλάβει να θέσει σε εφαρµογή το θεόπνευστο σχέδιό της και ν’ αρχίσει να ουρλιάζει σαν τη Μαρία Κάλλας σε οπερικό παροξυσµό, είδε κάτι µε την άκρη του µατιού της. Ο οδηγός άρχισε να κόβει ταχύτητα. Η δε αντίδραση του τρελού ινδάλµατος την έκανε να καταλάβει ότι αυτό το «κάτι» ήταν άκρως ενθαρρυντικό. «Oχ! Το νου σας! Πέσαµε σε µπλόκο». Η Αναστασία δεν το είπε, για να µην προκαλέσει την ανέλπιστη τύχη να πάρει των οµµατιών της και να εξαφανιστεί πάνω στο καλύτερο – ωστόσο το σκέφτηκε. Δόξα Σοι ο Θεός. Πενήντα µέτρα παρακάτω, πάνω στο οδόστρωµα, µε άσπρα αυτοκίνητα, φάρους και λοιπά, βρισκόταν ένα κλιµάκιο υποψήφιων σωτήρων.
Η Αστυνοµία. Εν ριπή οφθαλµού, πριν προλάβει να ξαµολήσει ένα ουρλιαχτό ανακούφισης, η Αναστασία βρέθηκε µε κάτι σκληρό και στρογγυλό να πιέζει το δεξί και τ’ αριστερό πλευρό της. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ξανθιές δεν αστειεύονταν. Ο φίλος της ο Νικόλας πίστευε µεν πολύ στο Θεό, αλλά πίστευε και στο κισµέτ, στο πεπρωµένο, διότι οι πρόγονοί του κατάγονταν απ’ το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας κι έτσι τον είχαν µάθει. Τώρα, µετά κι απ’ αυτό το τελευταίο που έγινε, η Αναστασία άρχισε να πιστεύει κι η ίδια στο κισµέτ. Κι αυτό που έγραφε το βιβλίο του πεπρωµένου της µε κεφαλαία γράµµατα ήταν µια λέξη βαριά σαν µαρµάρινη ταφόπλακα στο Aʹ Νεκροταφείο. «Τετέλεσται». Ήταν ξεγραµµένη. «Έτσι και κουνηθείς, πες πως είσαι κιόλας νεκρή», σφύριξε απειλητικά η εξ ευωνύµων ξανθιά. Ήταν όντως πολύ ηλίθια, τελικά! Για νέο τής το έλεγε ότι ήταν νεκρή; Το ήξερε κι από µόνη της! «Σσστ!» έκανε ο τρελός καλλιτέχνης. «Φτάσαµε». Εν τω µεταξύ είχε φορέσει το αστραφτερό του χαµόγελο, κι όταν άνοιξε το παράθυρό του – µόνο το δικό του– το πρόσφερε απλόχερα στον αστυνοµικό, µε κίνδυνο να τον τυφλώσει µε τη λάµψη της οδοντοστοιχίας που τον είχε κάνει διάσηµο. Ο αστυνοµικός έσκυψε προς το ανοιχτό παράθυρο και χαιρέτησε υπηρεσιακά. Όταν όµως είδε τον επιβάτη που χαµογελούσε, η αντίδρασή του ήταν ίδια κι απαράλλακτη µ’ αυτή την Αναστασίας λίγη ώρα πριν, ανάθεµα την ώρα. Αναπήδησε ξαφνιασµένος – τίγκα στον ενθουσιασµό. «Κύριε Παγκράτη, εσείς; Τι ευτυχής σύµπτωση! Δεν το πιστεύω!» είπε φιλικά ο αστυνοµικός. «Κι εγώ δεν το πιστεύω!» αντιγύρισε ο χαµογελαστός τρελός. «Με αναγνωρίσατε;» Η Αναστασία ένιωσε σαν πρωταγωνίστρια σε θέατρο του παραλόγου, να ζει ξανά την ίδια σκηνή απ’ την αρχή – τα ίδια λόγια, οι ίδιοι γελοίοι διάλογοι... Προφανώς ο τρελός τα αναµασούσε για να µην τα ξεχνάει και του ξέφευγε κάτι που δεν έπρεπε. Φυσικά, δεν τολµούσε να ουρλιάξει – δεν είχε καµιά διάθεση να βρεθεί µε δύο σφαίρες εκατέρωθεν στην κοιλιακή χώρα. Αν έπαιρνε αυτό το ρίσκο, οι συνέπειες θα ήταν άµεσες – και ολέθριες. Το µόνο που µπορούσε να κάνει ήταν να ελπίζει ότι ο βλάκας αστυνοµικός θα γινόταν λίγο πιο υπηρεσιακός και θα τους έλεγε να τσακιστούν να βγουν όλοι έξω για να τους κάνει έλεγχο. Αλλά αφού αυτό για την ώρα δε γινόταν, εν τω µεταξύ παρακαλούσε από µέσα της να ρίξει ο Αστυνόµος Σαΐνης µια µατιά και στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, να δει ότι εκεί καθόταν κόσµος και, το κυριότερο, να µην καρφωθεί στα βυζιά των ξανθών πιστολέρο, αλλά να συναντήσει το δικό της βλέµµα, που τον κοίταζε µε απελπισία ανακατεµένη µε ικεσία, σε ίσες δόσεις. Αλλά πού! Το χαµόγελο ευτυχίας του τρελού ειδώλου είχε καταφέρει να τυφλώσει και τον αστυνοµικό, που τον κοιτούσε σαν να έβλεπε µπροστά του τον Κλαρκ Γκέιµπλ – τουλάχιστον. «Αλίµονο, κύριε Παγκράτη!» είπε ο Αστυνόµος Σαΐνης µε καµάρι. «Ποιος δε σας ξέρει εσάς! Με συγχωρείτε και για την ενόχληση. Μόνο που...» Ελπίδα, ελπίδα, ελπίδα... «Μόνο που;» τον παρότρυνε ο Παγκράτης µε ευχάριστο τόνο.
«Να... εσάς φυσικά δε χρειάζεται να σας ελέγξουµε...» Τον κακό σου τον καιρό. «... Άλλωστε, αναζητάµε ένα δραπέτη των φυλακών Κορυδαλλού, απλά αναρωτιόµουν αν µπορείτε να µου δώσετε ένα αυτόγραφο για τη γυναίκα µου! Θα µε σκοτώσει αν µάθει ότι σας συνάντησα και δε σας το ζήτησα! Και δε σας είπα! Κι εγώ βλέπω τους Έρηµους Δρόµους όταν δεν έχω υπηρεσία!» «Μεγάλη µου τιµή, κύριε αστυνόµε!» είπε ο τρελός µε στόµφο και υπέγραψε µια φωτογραφία µε τη φάτσα του. «Για τη Νίκη». «Μάλιστα, κύριε αστυνόµε». Να το και το αυτόγραφο –αυτό που τάχαµου προοριζόταν για την ίδια–, αλλά κι αυτόγραφο να µην έπαιρνε, ο µπάτσος ήταν έτοιµος να λιποθυµήσει από αγαλλίαση. Εδώ που τα λέµε, δεν ήταν και µικρό πράγµα να σ’ αποκαλεί δύο φορές «κύριε αστυνόµε» ένας Άρης Παγκράτης, τη στιγµή που δεν ήσουν τίποτ’ άλλο από ένας αρχιφύλακας του κώλου µε αµφίβολες προοπτικές εξέλιξης. Ο αστυνοµικός πήρε το αυτόγραφο µε λεπτεπίλεπτες κινήσεις, σαν να φοβόταν µη διαλυθεί και γίνει στάχτη µες στα χέρια του. «Να πάτε στο καλό, κύριε Παγκράτη! Καλή διασκέδαση», είπε και ξαναχαιρέτησε υπηρεσιακά. Τη στιγµή που το αυτοκίνητο ξεκινούσε, η δεξιά ξανθιά άνοιξε το παράθυρό της κι έστειλε στον Αστυνόµο Σαΐνη ένα φλογερό φιλί. Όχι πως υπήρχε καµιά πιθανότητα να δει ο διοπτροφόρος Σαΐνης το δράµα που παιζόταν ακριβώς δίπλα στην ξανθή καλλονή που τον φίλησε εξ αποστάσεως – αλλά κι εκείνη η καµιά πιθανότητα που πιθανόν να υπήρχε εξαφανίστηκε κι αυτή, άπαξ και διά παντός. Όλα τέλειωσαν. Την ώρα που η Αναστασία ξανάρχισε να κλαίει, ένα πράγµα που µύριζε απαίσια ήρθε και της κάλυψε τη µύτη και το στόµα. Τα πάντα βυθίστηκαν σε ένα λυτρωτικό σκοτάδι. Τίποτα. Κενό. Η Αναστασία βρισκόταν σ’ εκείνο το λυτρωτικό σκοτάδι επί αρκετή ώρα. Τελικά, είναι πολύ ωραίο να µη νιώθεις τίποτα, να µην καταλαβαίνεις, να µη βλέπεις, να µην ακούς, να µη σκέφτεσαι – κυρίως αυτό... Όµως, δυστυχώς, τα ωραία πράγµατα στη ζωή είναι γραφτό να κρατάνε λίγο – µέχρι χτες το σκεφτόταν αυτό κάθε φορά που τέλειωνε ένα επεισόδιο απ’ τους Έρηµους Δρόµους. Αλλά τώρα... Όταν άρχισε να συνέρχεται, είχε την αίσθηση ότι έβλεπε κάποιο όνειρο, τροµαχτικό µεν αλλά όνειρο. Σε λίγο θα ξυπνούσε, θα έπαιρνε αγκαλιά τον Μπόζο, το µαύρο ξεφτισµένο αρκούδο που τη συντρόφευε απ’ την ώρα που γεννήθηκε, θ’ άλλαζε πλευρό κι όλα ωραία και καλά µέχρι να λαλήσει ο πετεινός πέντε φορές, να σηκωθεί µε κέφι και να πάει να πλύνει τα µούτρα της, να πάρει τη µάνα αγκαζέ και να σπάσουν µε το λεωφορείο του εργοστασίου προς Μαλακάσα, εκεί όπου την περίµεναν τα κασόνια – κι όταν κουβαλάς κασόνια, το βράδυ πέφτεις στο κρεβάτι ξερός, δε βλέπεις όνειρα κι ησυχάζεις. Μετά η αίσθηση του ότι έβλεπε όνειρο αλλοιώθηκε κάπως διότι ένιωσε στο λαιµό της ένα άθλιο κάψιµο, σαν να είχε εγκατασταθεί στο λαρύγγι της µια µπάλα από µαλλιά και καρφίτσες.
Έπειτα, ήταν και τα µάτια της, που δεν µπορούσε να τ’ ανοίξει µε τίποτα, σαν να της τα είχαν κολλήσει µε βενζινόκολλα. Άσε δε τα άκρα. Είχε αρχίσει να έχει συναίσθηση των άκρων της – µα τότε γιατί δεν µπορούσε να τα µετακινήσει ούτε µισό πόντο; Παναγίτσα µου, παράλυση; Άλλο ανησυχητικό – στο µυαλό της υπήρχε µια θολούρα. Άνθρωποι, πρόσωπα και πράγµατα πολλά και διάφορα και µπερδεµένα πηγαινοέρχονταν µέσα στο κεφάλι της σαν φωτάκια που αναβόσβηναν. Η σύγχυση, πλήρης. Ζαλιζόταν αφόρητα. Και το κερασάκι στην τούρτα, πονούσε τροµερά σ’ εκείνο το σηµείο. Και κρύωνε απίστευτα. Η αίσθηση του πόνου και του κρύου, που κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε γινόταν όλο και πιο έντονη, ήταν αυτό που τελικά την έκανε ν’ ανοίξει τα µάτια της. Αυτό που είδε την έκανε να πιστέψει ότι είχε πεθάνει και ήδη βρισκόταν στην Κόλαση. Βρισκόταν σ’ ένα άγνωστο µέρος που δεν το είχε ξαναδεί ποτέ. Παντού τριγύρω βροµοκοπούσε µούχλα – µπορεί να ήταν και θειάφι. Ήταν σαν εγκαταλειµµένος στάβλος που είχε τοίχους, αλλά δεν είχε ταβάνι. Κάπου δίπλα της έκαιγε µια απαίσια φωτιά – οι φλόγες ήταν κατακόκκινες, αδηφάγες. Και πλάι στη φωτιά βρίσκονταν κουβαριασµένοι τέσσερις άνθρωποι, ολόγυµνοι, και διέπρατταν τα τέρατα. Ξαφνικά το τοπίο ξεκαθάρισε µια και καλή – όπως το λαµπάκι που ανάβει ξαφνικά πάνω απ’ το κεφάλι του πρωταγωνιστή στις γελοιογραφίες κι αναπαριστά τη φαεινή ιδέα. Ο Άρης Παγκράτης. Ο οδηγός, παρανοϊκός συνεργάτης. Οι δυο ξανθιές – το είδος των γυναικών που ο πατέρας της αποκαλούσε χωρίς κανένα δισταγµό, ακόµα και µπροστά στη µικρή του κόρη, «πουτάνες», κουνώντας το κεφάλι του µε αποστροφή. Κι εκείνη, αθώα όµηρος – έρµαιο στα χέρια τους. Σήκωσε το κεφάλι της µε κόπο και διαπίστωσε µε φρίκη ότι ήταν ολόγυµνη, δεµένη χειροπόδαρα µε αλυσίδες, ενώ ξεραµένο αίµα κοσµούσε το κάτω µέρος του σώµατός της. Σαν αληθινό ζώο, όπως την είχαν καταντήσει, άρχισε να ουρλιάζει – ένα στριγκό ουρλιαχτό γεµάτο φόβο, απελπισία και παράπονο. Η κραυγή της έβγαλε τους ξένοιαστους γλεντζέδες απ’ τον παραληρηµατικό ερωτικό τους οίστρο. Ο άγγελος –που-ήταν-διάβολος– πετάχτηκε πάνω όρθιος µε χάρη. «Ξύπνησε η πριγκίπισσα!» είπε γλυκά. «Πολύ χαίροµαι, γλυκιά µου! Είχαµε αρχίσει ν’ ανησυχούµε για σένα». «Εσύ πάντως, κοριτσάκι µας γλυκό, µην ανησυχείς καθόλου! Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να πεθάνεις παρθένα! Φροντίσαµε όλοι γι’ αυτό!» είπε η ξανθιά, που είχε έρθει πάνω απ’ το κεφάλι της κι έφτυνε σάλια. «Παιδιά, να της δώσουµε να δοκιµάσει λίγο; Ο άνθρωπος πρέπει να έχει εµπειρίες – αλλιώς τι αξίζει η ρηµάδα η ζωή;» Αυτό ήταν το απαύγασµα της σοφίας του τρελού οδηγού, που το συνόδευσε µ’ ένα σατανικό γέλιο. Κατευθύνθηκε προς ένα τραπέζι όπου πάνω υπήρχε ένα βουναλάκι από άσπρη σκόνη. Πήρε ένα µικρό µαχαίρι, χώρισε λίγη, την έκανε µια γραµµή, πήρε ένα καλαµάκι, έσκυψε κι όλο λαχτάρα τη ρούφηξε απ’ τη µύτη. Ναρκωτικά; Ναι, σιγά! Εδώ είχαν γίνει τέρατα και σηµεία, τα ναρκωτικά ήταν το λιγότερο. Η Αναστασία είχε ήδη σταµατήσει να ουρλιάζει – δεν άντεχε άλλο. Αφού όλ’ αυτά δεν ήταν ένα απαίσιο όνειρο αλλά µια απαίσια πραγµατικότητα, µε την ίδια να πρωταγωνιστεί χωρίς τη θέλησή της, το µόνο που µπορούσε πια να κάνει ήταν να γουρλώσει τα µάτια της και να κοιτάζει µε φρίκη όλες τις πράξεις του δράµατος. Ενώ λίγο πριν µακάριζε την απουσία της σκέψης, τώρα
προσπαθούσε να σκέφτεται – ήταν ό,τι πιο χρήσιµο µπορούσε να κάνει σ’ αυτή την εντελώς άχρηστη περίσταση και συνάµα ήταν κι ο µόνος τρόπος για να κρατηθεί µε νύχια και µε δόντια στον κόσµο της λογικής, γιατί µόνο έτσι θα µπορούσε να συνεχίσει να πιστεύει ότι, ίσως, να είχε µια µικρή, τόση δα, ελπίδα να βγει ζωντανή απ’ αυτόν εδώ τον ανήκουστο εφιάλτη. Όταν είσαι δεκαπέντε χρόνων, σου µένει ακόµα λίγη αθωότητα και λίγο κουράγιο για να ελπίζεις. Αργότερα, αν έβαζε ο Θεός το χέρι Του κι έβγαινε ζωντανή, θα διαχειριζόταν το χάλι της όπως µπορούσε. Τα καθάρµατα την είχαν βιάσει, κακοποιήσει κι ό,τι άλλο έβαζε ο νους του Σατανά – για την ώρα, µπροστά στο ενδεχόµενο να έχανε και τη ζωή της το προηγούµενο κακό το έβρισκε σχετικά µικρό. Αν τελικά ζούσε, φυσικά, υπήρχε πάντα η χρυσή πιθανότητα να πάει να κλειστεί εφ’ όρου ζωής σε κάποιο τρελοκοµείο – ήξερε ότι δε θα µπορούσε ποτέ να ξεχάσει αυτό εδώ το αδιανόητο µαρτύριο. Ενώ τώρα, που το βίωνε κι ήταν ακόµα ζωντανή, έπρεπε να ξοδέψει και την τελευταία ικµάδα των δυνάµεών της για τη σωτηρία – την παρηγορούσε κάπως να σκέφτεται τα µαρτύρια των Aγίων για την αγάπη του Χριστού. Κάτι ήταν κι αυτό, πού είσαι, κατακαηµένε Νικόλα. Η παρανοϊκή οµήγυρη έτρεξε σύσσωµη στο τραπέζι, να ρουφήξει λίγο θάνατο ακόµα. Κοκαΐνη. Όπως στον Σηµαδεµένο, µε τον Αλ Πατσίνο. Η Αναστασία ήταν σίγουρη ότι αυτό το άσπρο κέρατο ήταν κόκα – ο καλός κόσµος δεν τραβάει ποτέ ηρωίνη απ’ τη µύτη. Η ηρωίνη ήταν για ανθρώπους της δικής της τάξης, που καµιά φορά βαριόντουσαν το «Δόξα Σοι ο Θεός», σιχαίνονταν τη φτώχεια τους και τη µιζέρια τους κι έπεφταν µε τα µούτρα στην πρέζα για να ξεχάσουν, ρίχνοντας το φταίξιµο στην άτιµη κοινωνία. Ξαφνικά η τρελή συντροφιά αποφάσισε να θέσει σε εφαρµογή την ιδέα του οδηγού – ο Παγκράτης πήρε µια χούφτα άσπρης σκόνης και πλησίασε την Αναστασία. «Έλα, µωρό µου, να δεις που θα σ’ αρέσει!» Πίεσε την παλάµη του στη µύτη και το στόµα της. Το κορίτσι πάσχιζε µανιασµένα ν’ αρνηθεί την προσφορά του θανάτου – µάταιος κόπος. Το µόνο που κατάφερε ήταν να πνιγεί και ν’ αρχίσει να βήχει – αυτό φαίνεται ότι ερέθισε τους υπόλοιπους, όπως ερεθίζει έναν πεινασµένο κροκόδειλο η θέα κι η µυρωδιά του αίµατος. Τότε η Αναστασία άρχισε να εύχεται να πεθάνει. Τα αρσενικά τέρατα παραβίασαν και τα δυο µαζί το ταλαίπωρο εφηβικό κορµί της, ουρλιάζοντας σαν ουραγκοτάγκοι, ενώ από δίπλα οι ξανθιές αυνάνιζαν η µία την άλλη µε µανία. Ο Θεός τη λυπήθηκε, φαίνεται – σκοτάδι άρχισε να κυλάει στο µυαλό της και να την πηγαίνει κάπου πολύ µακριά από εκεί. Όλη η σύντοµη ζωή της πέρασε σαν αστραπή µπροστά απ’ τα µάτια της – µονάχα η αποψινή βραδιά στην καλύβα, οι τελευταίες ευτυχισµένες στιγµές της ζωής της, εκτυλίχθηκαν σε αργή κίνηση. Το στόµα της άνοιξε σε µια βουβή ικεσία – ίσως και να ήταν υποψία χαµόγελου µπροστά στην όµορφη, στερνή ανάµνηση. Τα κτήνη ολοκλήρωσαν τη βρόµικη δουλειά τους µουγκρίζοντας σαν αγριογούρουνα – και σίγουρα ο παραλληλισµός προσέβαλλε τα αθώα ζώα του Θεού. «Τελειώνετε!» βρυχήθηκε η µια ξανθιά. «Δε φαντάζοµαι να τη γυρίσετε και σπίτι της!» Ο Άρης Παγκράτης χαµογέλασε σαν ευτυχισµένο µωρό – αυτή τη φορά όµως το χαµόγελό του είχε κάτι απ’ τη σαπίλα του µαυροντυµένου άρχοντα του παραµυθιού. Είχε αρχίσει η αντίστροφη µέτρηση.
Από κάπου εκεί µέσα ξέθαψε µια τεράστια βαριοπούλα. Πλησίασε το σώµα του αθώου παιδιού µε τη βαριοπούλα ανά χείρας, δίχως να πάψει στιγµή να χαµογελάει. «Αχ, συγγνώµη, βρε Αναστασάκι µου, συγγνώµη, βρε µωρό µου, δεν είναι τίποτα προσωπικό, δεν έχω κάτι µαζί σου, µε καταλαβαίνεις, έτσι;» είπε σκεφτικός και δήθεν περίλυπος. «Όµως, όπως αντιλαµβάνεσαι, δεν µπορώ να σ’ αφήσω να γυρίσεις στο σπίτι, ε;» Μπροστά στην προοπτική του θανάτου, που ήταν πλέον αναπόφευκτος, η Αναστασία έκανε την ύστατη προσπάθεια να ζωντανέψει. Βέβαια, δεν µπορούσε να κουνηθεί για να υπερασπιστεί τη ζωή της µε νύχια και µε δόντια, ήταν δεµένη χειροπόδαρα σαν τ’ άγρια σκυλιά, αλλά τουλάχιστον µπορούσε να κάνει κάτι εποικοδοµητικό, κάτι για να ’χει το κτήνος να θυµάται απ’ αυτήν. Έστω και την ύστατη ώρα τα πράγµατα όφειλαν να µπουν στη θέση τους κι αυτός να έπαιρνε αυτό ακριβώς που του άξιζε, αυτός που µια ζωή δεχόταν µονάχα επαίνους και συχαρίκια. Με την ελάχιστη δύναµη που της είχε αποµείνει µάζεψε όσο σάλιο είχε και τον έφτυσε κατάµουτρα. Όσο για τον πεθαµό, έκλεισε τα µάτια και θυµήθηκε κάτι που της είχε πει κάποτε η γιαγιά της: «Ο θάνατος είναι σαν τους πόνους της γέννας – φοβάσαι να τους περάσεις, αλλά όταν έρθει η ώρα θες δε θες τους περνάς, και µετά τους ξεχνάς». Αυτό ήταν. Θα πέθαινε. Δε θα προλάβαινε να γίνει γιατρός, δε θα πήγαινε καµία αποστολή στους δύστυχους µαύρους της Αφρικής, αντίο, Iατρική, αντίο, φτωχοί κακοµοίρηδες, που είχατε ανάγκη σύγχρονους Αγίους Αναργύρους των καιρών... Τώρα, που ήταν πια πολύ αργά, σκυλοµετάνιωσε που δεν ούρλιαξε για βοήθεια µπροστά στον Αστυνόµο Σαΐνη. Απ’ τη µια υπήρχε η πιθανότητα να είχε βρεθεί γαζωµένη µε σφαίρες, όµως, δυστυχώς, τώρα πια δε θα ζούσε ούτως ή άλλως – άσε που είχε υποστεί κι όλο αυτό τον εξευτελισµό. Καλύτερα να είχε πεθάνει παρθένα παρά που πέρασε όλο αυτό το ρεζιλίκι. Σηµασία είχε ότι έπαιξε κι έχασε. Όλα τέλειωσαν. Ήταν κι εκείνο το άλλο, που είχε πει ο Νικόλας. «Έσχατοι Καιροί», αυτό είχε πει. Να που τελικά ο Νικόλας είχε δίκιο – εκείνη µια φορά σίγουρα βίωνε τους δικούς της. H τεράστια βαριοπούλα προσγειώθηκε µια φορά στο κεφάλι της κάνοντας έναν αηδιαστικό θόρυβο. Πόνεσε τροµερά. Τη δεύτερη φορά ένιωσε ένα απαίσιο τρίξιµο – κάτι σαν µετατόπιση οστών του κρανίου της. Ένας πίδακας λαµπερού αίµατος έβαψε κόκκινο το πρόσωπο του δήµιου της κι έκανε τα πρόσωπα των υπολοίπων της πινακοθήκης των τεράτων, που παρακολουθούσαν τη σκηνή έχοντας πάθει παροξυσµό ευχαρίστησης, να φανούν κάπως πιο µακρινά, πιο θολά. Πόνεσε λιγότερο. Στο τρίτο χτύπηµα είδε τον εαυτό της όρθιο να παρακολουθεί τον άλλο εαυτό της ξαπλωµένο στον τόπο του µαρτυρίου. Η εγκεφαλική ουσία είχε χυθεί πάνω σ’ εκείνο το τραπέζι που έµοιαζε µε πάγκο σφαγής βοοειδών. Δεν υπήρχε πια πρόσωπο στον ξαπλωµένο εαυτό. Δεν πόνεσε καθόλου.
OΤΑΝ ΚΑΤΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΣΤΡΑΒΑ, πηγαίνει µόνο χειρότερα. Εκείνη η µέρα έµελλε να καταγραφεί στο βιβλίο της ζωής της ως µια από τις χειρότερες που έζησε απ’ την ώρα που γεννήθηκε. Τόσο στραβή κι ανάποδη, που δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε το δυστυχισµένο της υποσυνείδητο – µε αποτέλεσµα, η προσπάθεια να κλείσει λίγο τα µάτια της για να γλιτώσει απ’ την απαίσια ηµικρανία που την τυραννούσε εδώ και ώρες να µετατραπεί σ’ έναν άνευ προηγουµένου εφιάλτη. Η Δάφνη Ματζιούρη έβλεπε ένα όνειρο. Τι ήταν αυτό, Θεέ και Κύριε... Την ώρα που ονειρευόταν προσπαθούσε απεγνωσµένα να φωνάξει, αλλά από µέσα της δεν έβγαινε φωνή. Πάσχιζε να τρέξει, να ξεφύγει απ’ το άγνωστο κακό που την κυνηγούσε στον ύπνο της, αλλά τα µέλη της ήταν βαριά, σαν να ’ταν δεµένα µε βαρίδια που την οδηγούσαν στον πάτο µιας µαύρης, παγωµένης θάλασσας. Κι όµως, αυτό δεν έµοιαζε µε θάλασσα – ήταν κάτι σαν ένα σκοτεινό, παγερό, απόλυτο κενό, κι εκείνη γλιστρούσε µέσα σ’ αυτό σαν να πετούσε. Οι νόµοι της βαρύτητας είχαν πάψει να ισχύουν. Το κάθε «αχ» που έβγαινε µέσα απ’ τα µύχια της ψυχής της, ένας λυγµός απορίας και φόβου που της έκοβε την ανάσα, την οδηγούσε όλο και πιο βαθιά µέσα στον αλλόκοτο κόσµο εκείνου του ονείρου, σε σκοτεινά και άνυδρα βασίλεια, σ’ ένα σκοτάδι που θαρρείς κι έκρυβε µέσα του όλα τα δεινά τούτης της ζωής, που καραδοκούσαν, παραµόνευαν... Και ξαφνικά να... Tο τοπίο ξεκαθάρισε κι εκείνη βρέθηκε σ’ έναν έρηµο, άγονο αγρό που φάνταζε ατέλειωτος. Κοίταξε γύρω της µε απόγνωση, αλλά τα µάτια της συναντούσαν παντού σκοτάδι. Φοβόταν, έτρεµε – αυτό που στην κυριολεξία της πάγωνε το αίµα δεν ήταν τόσο το πολικό ψύχος που επικρατούσε, όσο η απίστευτα έντονη αίσθηση µοναξιάς που ανέδιδε εκείνος ο τόπος, τόσο έντονη που η Δάφνη µπορούσε σχεδόν να τη µυρίσει, µια µυρωδιά ακατονόµαστη, πηχτή σαν σιρόπι, που εισχωρούσε µέσα της δίχως εκείνη να µπορεί να κάνει τίποτα για να σταµατήσει την οδυνηρή διαδικασία, να µπαίνει απ’ τα νύχια των ποδιών της και να προχωρεί προς τα πάνω αργά και σταθερά, όπως το νερό που µπαίνει σ’ έναν κλειστό χώρο κι η στάθµη του ανεβαίνει κι ανεβαίνει... ώσπου να καταπιεί τα πάντα. Ο άνεµος φυσούσε µανιασµένος – ο ήχος ακουγόταν σαν ουρλιαχτό κι εκείνη έβαλε όλη τη δύναµη της ψυχής της για να καταφέρει να µείνει όρθια. Το φεγγάρι στον ουρανό ήταν αφύσικα µεγάλο και πιο κίτρινο απ’ ό,τι συνήθως κι είχε κατέβει πιο χαµηλά – όµως, παραδόξως, η δέσµη του φωτός του φώτιζε µονάχα την ίδια, όπως τα φώτα της ράµπας που πέφτουν πάνω στον έναν και µοναδικό πρωταγωνιστή ενός άδειου θεάτρου. Και τότε ξαφνικά, στη µέση του πουθενά, ένας έρηµος σιδηροδροµικός σταθµός περίεργα φωτισµένος, που δεν υπήρχε πριν, σχηµατίστηκε αργά µπροστά στα µάτια της. Οι γραµµές έµοιαζαν να έρχονται απ’ το πουθενά και να καταλήγουν στο κενό. Ένα τρένο δίχως φώτα πέρασε βιαστικό, ουρλιάζοντας θρηνητικά – µα η Δάφνη είχε την επίγνωση που µόνο τα όνειρα ξέρουν να χαρίζουν ότι µέσα σ’ εκείνο το τρένο διαπράττονταν φρικαλεότητες. Άνοιξε το στόµα της να ουρλιάξει τροµοκρατηµένη, ώσπου κάποια µυστική φωνή που αναδυόταν απ’ τα βάθη του εαυτού της της ψιθύρισε ότι δεν ήταν πια µόνη. Στράφηκε απότοµα κι είδε µια γιγάντια σκιά, µια αποτρόπαιη φιγούρα φτιαγµένη από αέρα που στροβιλιζόταν εφιαλτικά. Έβλεπε τα µάτια της σκιάς, γκρίζα και ψυχρά σαν ατσάλι, και δυο σειρές κατάλευκα, αστραφτερά δόντια να της χαµογελούν καθησυχαστικά – ένα
ψεύτικο χαµόγελο γεµάτο υποκρισία και κάτι ακόµα που η Δάφνη µπορούσε µονάχα να το νιώσει, αλλά όχι να το εξηγήσει. Έκρυβε έναν άγνωστο κίνδυνο, που έµοιαζε να είναι χειρότερος κι απ’ τον ίδιο το Θάνατο. Η Δάφνη ούρλιαξε έντροµη, ήθελε να φύγει, έπρεπε να φύγει από κει πάση θυσία, αλλά τα πόδια της είχαν ριζώσει στο έδαφος – ένιωσε σαν ένα µονάχο δέντρο που φύτρωσε σ’ εκείνο τον καταραµένο τόπο. Η φιγούρα συνέχισε να την πλησιάζει, ώσπου βρέθηκε πλάι της, στον ασηµένιο δίσκο φωτός που έφτιαχνε η λάµψη του κίτρινου φεγγαριού. Στο κέντρο της σκηνής. Και τότε η Δάφνη είδε τη σκιά ν’ αλλάζει – εικόνες άρχισαν να περνούν µέσα απ’ το ανύπαρκτο σώµα το καµωµένο από αέρα, λες κι ήταν οθόνη κινηµατογράφου που έπαιζε ταινίες τρόµου σε αργή κίνηση, µε ιδιαίτερη έµφαση στις πιο αηδιαστικές σκηνές. Ώσπου σε µια απ’ τις εικόνες είδε το πτώµα του γιου της, του Νικηφόρου, σαπισµένο. Μόνο το πρόσωπό του ήταν ανέπαφο – κι είχε αποτυπωµένη πάνω του µια ανεξίτηλη έκφραση παγωνιάς, µε το στόµα µισάνοιχτο και τα µάτια διάπλατα, σε µια βουβή έκφραση ανείπωτης φρίκης. Δεν µπορούσε να πάρει το βλέµµα της απ’ τη µακάβρια σκηνή – ήταν σαν υπνωτισµένη. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ’ τα µάτια της για το ακριβό της αγοράκι που χάθηκε τόσο άδικα, ασηµένιες σταγόνες που έπεφταν πάνω στο στέρφο χώµα και το πότιζαν, αλλά το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν ότι το κάθε δάκρυ δηµιουργούσε κι από µια µικρή, σκοτεινή λίµνη... µια, δυο, τρεις... ώσπου ενώθηκαν όλες µαζί κι η Δάφνη ξαφνικά βρέθηκε να στέκεται και να επιπλέει πάνω στα κατάµαυρα νερά. Και ξάφνου τότε τα κατάµαυρα νερά έπαψαν να αντικατοπτρίζουν σκοτάδι – άρχισαν να τρεµουλιάζουν και ν’ αλλάζουν χρώµα, σαν κάποιο µυστηριώδες φως να τα φώτιζε από µέσα. Η Δάφνη έσκυψε να κοιτάξει. Έντροµη, σε κατάσταση παραφροσύνης, είδε την κόρη της τη Βενετία, γυµνή, κρεµασµένη από ένα γάντζο σ’ έναν κατακόκκινο τόπο µαρτυρίου. Η σκιά κάγχασε µ’ ένα νεκρό γέλιο. Όλη η φωνή που τόση ώρα είχε πνιγεί µέσα της βγήκε ξαφνικά κι απότοµα προς τα έξω, σαν κύµα άγριου ωκεανού που έσπασε τα φράγµατα που είχαν φτιαχτεί από χέρια ανθρώπων. «ΟΧΙ!» Τέλος του ονείρου. Η Δάφνη Ματζιούρη πετάχτηκε πάνω κάθιδρη, τρέµοντας σύγκορµη. Γύρισε το κεφάλι της µε κόπο και κοίταξε το ρολόι πάνω στο κοµοδίνο της. Η ώρα ήταν δύο και τέταρτο τα χαράµατα. Στις τρεις σχολούσε απ’ τη βάρδια του ο άντρας της, ο Λευτέρης. Δόξα Σοι ο Θεός. Βενετία... Η µάνα πετάχτηκε σαν αίλουρος κι έτρεξε στο δωµάτιο της κόρης. Εισέβαλε δίχως να χτυπήσει κι άναψε το φως. Μέσα στο δωµάτιο δεν υπήρχε κανείς. Η Δάφνη Ματζιούρη σωριάστηκε πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι της κόρης της κι άρχισε να κλαίει. Όταν τα µάτια της στέρεψαν απ’ τα δάκρυα, τα οποία, δυστυχώς, καθόλου δεν κατάφεραν να την ανακουφίσουν, ούτε να λιώσουν την παγωνιά που ένιωθε στην καρδιά της, η Δάφνη ένιωσε
την επιτακτική ανάγκη να βάλει στο στόµα της ένα τσιγάρο. Η θολούρα εκείνου του αρρωστηµένου ύπνου έκανε τον πονοκέφαλό της ν’ αγγίζει τα όρια παροξυσµού. Φοβήθηκε ότι θα πάθαινε εγκεφαλικό – πράγµατι, είχε όλα τα συµπτώµατα ενός επερχόµενου επεισοδίου: το κεφάλι της γύριζε ανεξέλεγκτα, τα µάγουλά της έκαιγαν, ενώ τα άκρα της της ήταν τόσο παγωµένα, που σχεδόν δεν τα αισθανόταν. Τα µάτια της έτσουζαν αφόρητα, ενώ τους κροτάφους της τους έσφιγγε, θαρρείς, µια µέγκενη, τόσο δυνατά που ένιωθε το κρανίο της σαν καρύδι έτοιµο να σπάσει. Εδώ που τα λέµε, µακάρι. Ένα άγνωστο ανεύρυσµα, που δεν είχαν ανακαλύψει ως τώρα οι συµβασιούχοι ιατροί του ΙΚΑ στους οποίους εξεταζόταν κατά καιρούς, ένα ξαφνικό τσαφ, ένα εγκεφαλικό – κι εκείνη δε θα ήταν πια αναγκασµένη να περνάει τα πάθη του Χριστού και να κρύβει τη δυστυχία της πίσω από ένα βεβιασµένο χαµόγελο εγκαρτέρησης, µόνο και µόνο για να µη θεωρηθεί αχάριστη προς το Δηµιουργό της. Παραδόξως, η σκέψη των Παθών του Χριστού λειτούργησε πάνω της καταλυτικά. Ξαφνικά ηρέµησε – µάλιστα, ένιωσε και ένοχη που τόλµησε να συγκρίνει το δικό της µαρτύριο µε όσα πέρασε Εκείνος, αλλά πάλι αυτή ήταν µόνο ένας απλός άνθρωπος, αδύναµος όπως όλοι, γι’ αυτό θεωρούσε ότι είχε το δικαίωµα να πιστεύει πως κουβαλούσε στους ώµους της όλο το βάρος της γης – έστω πότε πότε, να, όπως σήµερα. Έτρεξε στον ετοιµόρροπο µπουφέ που κοσµούσε το κατ’ ευφηµισµόν σαλόνι του σπιτιού, τον άνοιξε µε φόρα κι έψαξε µε µανία για λίγη προσωρινή απόλαυση – λησµονιά, αυτό ήταν που λαχταρούσε ολόψυχα, αλλά δεν είχε αυταπάτες. Τρία λεπτά µιας ψευδαίσθησης γαλήνης – µόνο αυτό θα της πρόσφερε το τσιγαράκι που έψαχνε. Πάντως, δεδοµένων των συνθηκών, τρία λεπτά γαλήνης τυλιγµένης σ’ ένα σύννεφο καπνού ήταν ό,τι καλύτερο είχε να περιµένει γι’ απόψε – κι ήταν ευγνώµων γι’ αυτό. Το τσιγάρο, τελικά, ήταν µια κάποια λύση, τουλάχιστον όσο κρατάει για να το πιεις. Επικεντρώνεσαι στα δαχτυλίδια του καπνού και παύεις να σκέφτεσαι – τι ωραία... Βρήκε το πακέτο που είχε αφήσει εκεί ο Λευτέρης «για ώρα ανάγκης». Η οικονοµική τους κατάσταση ήταν τέτοια τον τελευταίο καιρό που τους οδήγησε να πάρουν µια κρίσιµη όσο και δραµατική απόφαση: έπρεπε να κόψουν το τσιγάρο, τη µοναδική τους απόλαυση. Aλλά όταν έρθει µια στιγµή στη ζωή να τεθεί το καυτό ερώτηµα «φαΐ, νοίκι, λογαριασµοί ή τσιγάρο;» τότε, δυστυχώς, η απάντηση είναι µονόδροµος που αναγκάζεσαι και τον παίρνεις, έστω και µε µαύρη καρδιά. Ευτυχώς τουλάχιστον που είχαν ακόµα τη δυνατότητα ν’ αγοράζουν ένα πακέτο ανά δέκα µέρες. Η Δάφνη πήρε στα χέρια της το πακέτο, γεµάτη ευγνωµοσύνη. Το άνοιξε και βρήκε µέσα ένα µοναδικό τσιγάρο. Κοντοστάθηκε µια στιγµή, το κοίταξε µε αµφιβολία... αλλά στο τέλος το πήρε αποφασιστικά, το έβαλε στο στόµα της και το άναψε. Ο Λευτέρης ήταν άντρας. Να µια πρώτης τάξεως ευκαιρία να της αποδείξει ότι οι άντρες ήταν πιο δυνατοί, ότι µπορούν να αντεπεξέρχονται στις δυσκολίες της ζωής χωρίς να χρειάζονται ένα τελευταίο τσιγάρο – που στην τελική προκαλεί και καρκίνο. Η Δάφνη συνειδητοποίησε ότι σκεφτόταν ασυναρτησίες – αλλά ταυτόχρονα κατάλαβε ότι ήταν ο µόνος τρόπος για να σώσει το κεφάλι της εκείνη τη νύχτα. Οι ασυναρτησίες ήταν η σωτηρία απ’ το κακό συναπάντηµα – να µη συλλογίζεται πώς είχε καταντήσει η ζωή της, γιατί η επίγνωση της κατάντιας ειδικά απόψε ήταν ένα αβάσταχτο άχθος αρούρης που δεν µπορούσε πια να κουβαλάει στους ώµους της, όχι τουλάχιστον χωρίς να χρειαστεί να οδηγηθεί στο εγκεφαλικό ή και στο ψυχιατρείο.
Είχε φτάσει στα µισά του τσιγάρου, το ρουφούσε µε λαχτάρα σαν χαρµανιασµένος χασικλής, ώσπου ξαφνικά ένιωσε ντροπή για τον εαυτό της. Ο Λευτέρης πάντα µοιραζόταν µαζί της ό,τι είχε και δεν είχε – δεν ήταν σωστό να του το κάνει αυτό. Έσβησε προσεκτικά το µισοκαπνισµένο τσιγάρο και το έβαλε µέσα στο πακέτο για να το προσφέρει στον άντρα της σε λίγο που θα γυρνούσε κουρασµένος απ’ το νυχτοκάµατο του τρόµου. Μόλις διαλύθηκε και το τελευταίο συννεφάκι του καπνού, η ζοφερή πραγµατικότητα επανήλθε δριµύτερη από πριν. Τι µέρα ήταν κι αυτή, Θεέ µου; Το κακό είχε ξεκινήσει απ’ το πρωί, όταν ο Λευτέρης πήγε στο σχολείο της µικρής να πάρει το απολυτήριο. Φυσικά, το µόνο που δεν πήρε ήταν απολυτήριο – αυτό που πήρε ήταν θλιβερές αποκαλύψεις για το βλαστάρι που τους είχε αποµείνει, πράγµα που θύµισε και στους δυο πόσο µεγάλη βλακεία ήταν εκ µέρους τους να πιστεύουν ότι θα µπορούσαν να εναποθέσουν στη Βενετία τις ελπίδες τους για λίγη χαρά σ’ αυτή τη σκατοζωή. Τώρα που τα ξαναθυµόταν, η Δάφνη δεν µπορούσε να καταλάβει πού στο καλό έβρισκε ο Λευτέρης τόσα αποθέµατα αισιοδοξίας κι όταν της έφερε τα µαύρα µαντάτα χαµογελούσε κι έλεγε: «Δόξα τω Θεώ». Για ποιο πράγµα δόξα τω Θεώ ακριβώς; Για το ότι η Βενετία είχε µείνει στάσιµη σε εφτά µαθήµατα; Ή για το ότι ούτως ή άλλως έπρεπε να επαναλάβει την τάξη, διότι είχε µείνει από απουσίες; Ξαφνικά η Δάφνη κούνησε το κεφάλι µε σηµασία και χαµογέλασε βεβιασµένα. Μα βέβαια, ο Λευτέρης έλεγε «Δόξα τω Θεώ» απλά για χάρη της. Δεν άφηνε τον εαυτό του να παρασυρθεί απ’ την προσωπική του στενοχώρια γιατί δεν ήθελε επ’ ουδενί να πικράνει τη γυναίκα του, που ήταν και πιο εύθραυστη. Κάτι τέτοιες στιγµές, ακόµα και στο µάτι του κυκλώνα της µεγάλης κρίσης, η Δάφνη έλεγε κι αυτή «Δόξα τω Θεώ», γιατί µέσα στη µαύρη δυστυχία που την κατέτρεχε απ’ την ώρα που γεννήθηκε της είχε στείλει αυτό τον άντρα που δε θα τον άλλαζε ούτε µ’ όλο το χρυσάφι του κόσµου. Δόξα τω Θεώ! Το ξαναείπε και τώρα, για να ξορκίσει τους δαίµονες που κρύβονταν στις σκοτεινές γωνίες. Ο Λευτέρης είχε φύγει για τη δουλειά αµέσως µόλις έφερε τα µαύρα χαµπέρια –δεν ήθελε να ξυπνήσει την κανακαριά του που κοιµόταν κι ας είχε πάει µεσηµέρι– αφήνοντας στη γυναίκα του παραγγελιά «να µην το στενοχωρέσει το παιδί». Όµως η Δάφνη αυτό το έβρισκε φύσει και θέσει αδύνατον – θα το στενοχωρούσε το παιδί, οπωσδήποτε. Δεν την ένοιαζε τόσο που η Βενετία είχε µείνει στα µαθήµατα όσο το γεγονός ότι είχε µείνει από απουσίες. Πού στον γκρεµό είχε κάνει αυτές τις απουσίες; Πού σουρτούκευε το παλιοκόριτσο, τη στιγµή που οι δύστυχοι γονείς της κοιµόντουσαν τον ύπνο του δικαίου πιστεύοντας πως το κοριτσάκι τους βρισκόταν στο σχολείο του και µάθαινε γράµµατα που θα τη βοηθούσαν να φτιάξει τη ζωή της; Το κοριτσάκι άρχισε να µεγαλώνει – καλά θα έκαναν να το έπαιρναν κι οι δυο απόφαση. Ναι, µόνο που µεγάλωνε στραβά. Τυφλωµένη απ’ τα δάκρυα της οργής της, η Δάφνη αποφάσισε να παρακούσει τον άντρα της διότι πίστευε ότι είχε κάθε δικαίωµα να το κάνει – µάνα ήταν, διάολε, έπρεπε να τρέξει, να ψάξει, να δει τι γινόταν τόσον καιρό κάτω απ’ τη µύτη της. Πήγε και τράβηξε τα σκεπάσµατα της κόρης της, άνοιξε και ντάλα τα παντζούρια – αυτές ήταν ενέργειες που η Βενετία µισούσε περισσότερο κι απ’ τη µυρωδιά του πατσά ή τη θέα µιας κατσαρίδας. Το αποτέλεσµα ήταν να σηκωθεί το –πρώην– παιδί και να ξεσπάσει σ’ έναν οχετό
από άγνωστες στη Δάφνη βρισιές, που για µια στιγµή την έκαναν να νοµίζει ότι βρισκόταν στην κερκίδα της θύρας 21 στη Φιλαδέλφεια, στη µέση ενός κρίσιµου ντέρµπι όπου ο διαιτητής σφύριξε κάποιο ανύπαρκτο πέναλτι – οπότε οι «φίλαθλοι» εξεδήλωναν τη δικαιολογηµένη ιερή τους αγανάκτηση κατεβάζοντας αυτό που είχε η µάνα του διαιτητή ανάµεσα στα πόδια της καθώς και άλλα, πιο προχωρηµένα πράγµατα. Πάλι καλά που η κυρία Βενετία καταδέχτηκε την ώρα που βροντούσε την εξώπορτα πίσω της να φωνάξει στην αποσβολωµένη µάνα της ότι «θα πήγαινε στην Αναστασία» –µια συµµαθήτριά της απ’ το σχολείο– «για να γλιτώσει απ’ αυτήν και τη γαµηµένη γκρίνια της». Μόλις η Δάφνη συνήλθε απ’ το σοκ, έτρεξε στο σχολείο της κόρης της. Εκεί έσφιξε την καρδιά της και µε πόνο ψυχής κατάπιε το ρεζιλίκι. Έκλαψε, ικέτεψε, φίλησε κατουρηµένες ποδιές, ώσπου κατάφερε να πείσει τους καθηγητές να δικαιολογήσουν τις απουσίες της µικρής. Για τα µαθήµατα όµως, δυστυχώς, δε γινόταν τίποτα. Η µικρά έπρεπε να τα ξαναδώσει. Όλα. Ναι, αλλά για να γίνει αυτό, η ξεµυαλισµένη Βενετία έπρεπε να στρώσει τον κώλο της κάτω και να διαβάσει. Κι όχι µόνο – χρειαζόταν φροντιστήριο, διότι ήταν και κουφιοκέφαλη. Το µυαλό της είχε τόση κυτταρίτιδα όση δε θα έπιαναν ποτέ τα καλλίγραµµα πόδια της, που τόσο πολύ κοκορευόταν γι’ αυτά. Ποιος διάολος θα πλήρωνε φροντιστήριο για όλα τα µαθήµατα; Οι δύσµοιροι γονείς, φυσικά, αυτούς που µε τόση ευκολία η δεσποινίς αποκάλεσε «µαλάκες» την ώρα που διέσχιζε τρέχοντας το διάδροµο για να βγει απ’ το σπίτι και να εξαφανιστεί. Οι δύσµοιροι γονείς. Αυτοί θα πλήρωναν, και το φροντιστήριο κι όλα τα άλλα, γαµησιάτικα και µη. Πράγµα που, φυσικά, έφερε στο νου της Δάφνης την έτερη φρικτή απογοήτευση της µέρας. Μετά από χρόνια αιµατηρών οικονοµιών, µε το σκατό να γίνεται παξιµάδι επί καθηµερινής βάσεως, αυτή κι ο άντρας της είχαν καταφέρει να βάλουν στην άκρη το αστρονοµικό γι’ αυτούς ποσό των δύο εκατοµµυρίων δραχµών. Μάλιστα, όπως θυµόταν τώρα η Δάφνη, όταν συµπληρώθηκε το ποσό αυτό ο Λευτέρης τους είχε πάει σε µια συνοικιακή χασαποταβέρνα για να το γιορτάσουν. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έδιναν επιτόκια µικρότερα από ποντικοκούραδα. Έτσι, πήραν την κοινή απόφαση να εµπιστευθούν τον κύριο Αγαµέµνονα, γνωστό γνωστού, ο οποίος έπαιρνε οικονοµίες ανθρώπων και τις έκανε «έξυπνες επενδύσεις». Τους είχε παρουσιαστεί ως επενδυτικός σύµβουλος σε τράπεζα του εξωτερικού. Πραγµατικά, τα πάντα πάνω του ανέδιδαν κοσµοπολίτικο αέρα, το κοστούµι του, η γραβάτα του, ο τρόπος που µιλούσε, η χάρη µε την οποία κούναγε τα χέρια του, κινητά τηλέφωνα, εγγλέζικα, ιστορίες... Δεν άργησε να τους πείσει – κι άλλοι γείτονες είχαν εµπιστευθεί τον κύριο Αγαµέµνονα, γιατί όχι κι αυτοί; Άλλωστε, όπως της έλεγε χαριτολογώντας ο Λευτέρης, δεν υπήρχε καµία περίπτωση ν’ αποδειχθεί απατεώνας ένας άνθρωπος που έφερε το όνοµα «Αγαµέµνονας», καµία απολύτως. Κι όµως, να που υπήρχε. Στην αρχή η επένδυση πήγαινε αρκετά καλά. Τα κέρδη, βέβαια, ήταν λιγοστά, αλλά τουλάχιστον περισσότερα απ’ αυτά που έδινε ένας απλός λογαριασµός Tαµιευτηρίου – άσε που µ’ αυτά τα, έστω λιγοστά, κέρδη εξοφλούσαν το χρέος τους προς την τράπεζα, απ’ την οποία είχαν πάρει όσο δάνειο δικαιολογούσαν τα πενιχρά τους εισοδήµατα προκειµένου να πληρώσουν την πανάκριβη νοσηλεία του Νικηφόρου, που τελικά δε σώθηκε κιόλας. Πήγαινε ν’ ανοίξει άλλο θέµα, αλλά συγκρατήθηκε. Έπρεπε να κρατήσει τη σκέψη της σε µια τάξη, µήπως κι ανακάλυπτε κάτι που της είχε ξεφύγει, ένα αόρατο κρικάκι στην αλυσίδα
που θα έµπαινε απλά στη θέση του και τότε τσουπ! Όλα θα λύνονταν ως διά µαγείας κι η ζωή δε θα φαινόταν πια τόσο µαύρη. Τον Νικηφόρο µπορούσε να τον σκεφτεί και να τον κλάψει σε λίγο, µε την ησυχία της. Κάθε πράγµα στον καιρό του. Για την ώρα προείχε η φούσκα που λεγόταν κύριος Αγαµέµνονας. Σήµερα το µεσηµεράκι λοιπόν, µόλις γύρισε στο σπίτι απ’ το σχολείο, έκανε την καρδιά της πέτρα για τον επικείµενο λογαριασµό του ΟΤΕ, σήκωσε το ακουστικό και τηλεφώνησε στο κινητό του κυρίου Αγαµέµνονα. Πολύ θα ήθελε να υπήρχε σταθερό για να τον πάρει εκεί, οι χρεώσεις στα κινητά ήταν δυσβάσταχτες, δυστυχώς όµως ο εν λόγω κύριος ήταν υπερβολικά πολυάσχολος για να βρίσκεται σε σταθερό σηµείο – άρα και το σταθερό τηλέφωνο του ήταν άχρηστο. Σοφή σκέψη που υποδηλώνει οικονόµο άνθρωπο – δεν µπορείς να πεις. Ήθελε να του πει ότι, δυστυχώς, µε πόνο ψυχής έπρεπε να αποσύρουν ένα σηµαντικό µέρος της επένδυσης προκειµένου να πληρώσουν τα φροντιστήρια της κουφιοκέφαλης κόρης τους. Όµως, ακόµα πιο δυστυχώς, µια εκνευριστική ηχογραφηµένη φωνή την πληροφόρησε ότι «ο συνδροµητής έχει ενεργοποιήσει τη φραγή εισερχοµένων κλήσεων». Όχι πως ήθελε και πολύ, πάντως τη Δάφνη την έζωσαν µαύρα φίδια. Κι ως περίτρανη απόδειξη της αρχαίας σοφίας που λέει ότι «ενός κακού µύρια έπονται», µε το που κατέβασε το ακουστικό συγχυσµένη, το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν η κυρα-Μαρίτσα, που έµενε δυο δρόµους πιο πάνω, που την πληροφορούσε τραυλίζοντας ότι «αν ήθελε να πέσει ανάσκελα», έπρεπε να τρέξει πάραυτα και ν’ ανοίξει την τηλεόραση. Η Δάφνη, όπως ήταν επόµενο, έτρεξε και την άνοιξε, τρέµοντας απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ήρθε µούρη µε µούρη µε τη φάτσα του κυρίου Αγαµέµνονα. Εκείνη δε τη στιγµή ο εκφωνητής του δελτίου ειδήσεων εξέφραζε τη συµπάθειά του προς τους άτυχους επενδυτές, κουνώντας το δάχτυλό του µε µανία και κατακεραυνώνοντας τον «απατεώνα που έφαγε τα λεφτά του κοσµάκη», µε µια ρυτίδα συµπαράστασης να έχει σχηµατιστεί ανάµεσα στα σοβαρά του φρύδια. Μολονότι δεν πρόλαβε το ρεπορτάζ απ’ την αρχή, η Δάφνη δεν είχε καµία αµφιβολία για το τι ακριβώς έτρεχε. Φυσικά, λέει, τα θύµατα θα µπορούσαν να κινήσουν νοµικές διαδικασίες εις βάρος του απατεώνα. Στη συγκεκριµένη περίπτωση «Ματζιούρη», όµως, συνέτρεχε µια ακόµα επιβαρυντική περίσταση: για να κινηθούν νοµικές διαδικασίες χρειαζόταν να µπουν δικηγόροι, και για να µπουν δικηγόροι χρειαζόντουσαν λεφτά, και τα λεφτά είχαν κάνει φτερά· κι όσο για τον Λευτέρη, θα προτιµούσε να πεθάνει παρά να πάει να παρακαλέσει τον αδερφό του τον Λουλούδη, το µεγαλοδικηγόρο, να βοηθήσει την κατάσταση. Άσε δε το ενδεχόµενο ο απατεώνας να µην είχε να επιστρέψει στα θύµατά του ούτε φράγκο τσακιστό – κι όπως έλεγαν οι σοφοί αρχαίοι, «ουκ αν λάβοις παρά του µη έχοντος». Απλά πράγµατα. Όλεθρος – που δεν ήταν καν ένα κακό όνειρο. Ήταν αλήθεια, όσο κι αν η Δάφνη τσίµπησε τόσες φορές το χέρι της για να βεβαιωθεί ότι δεν κοιµόταν ώστε το έκανε µαβί απ’ τις µελανιές. Δυο κακά φάνταζαν υπερβολικά πολλά, ο δε συγχρονισµός τους, δυο κακά µέσα στην ίδια µέρα, αποκτούσε στα µάτια της Δάφνης µια σχεδόν µεταφυσική σηµασία. Όπου να ’ναι, δεν µπορεί, θα τρίτωνε το πράµα – καµιά φορά οι προσευχές και τα «Ιησούς Χριστός νικάει» που ανεβοκατέβαζε ο Λευτέρης ογδόντα φορές τη µέρα δεν ήταν αρκετά για
να αποτρέψουν µια επερχόµενη καταστροφή, προαποφασισµένη απ’ το διαβολικό µυαλό του Eξαποδό. Τώρα πια, µετά απ’ όλ’ αυτά, το πράγµα ήταν φως φανάρι. Πάνε τα λεφτουδάκια. Τώρα; Πώς το έλεγαν αυτό στον Λευτέρη; Τώρα; Ποιος θα πλήρωνε το φροντιστήριο της λεγάµενης; Κι ακόµα χειρότερα, τώρα; Ποιος θα πλήρωνε τις δόσεις για το δάνειο της τράπεζας; Σκατά. Ναι, σκατά. Ούτως ή άλλως η Δάφνη Ματζιούρη, απ’ την πρώτη της ώρα πάνω σ’ αυτό τον κόσµο έως και σήµερα, είχε βάσιµους λόγους να σχηµατίσει την ακλόνητη πεποίθηση ότι η ζωή ήταν σκατά, όπως δήλωνε σήµερα µε στόµφο η Βενετία – ψέµατα; Άνοιξε ξανά τον ετοιµόρροπο µπουφέ, έβγαλε ένα µπουκάλι µε κονιάκ που είχε ξινίσει απ’ την πολυκαιρία κι άρχισε να το πίνει, χωρίς ποτήρι. Η Δάφνη Ματζιούρη προσπαθούσε στη ζωή της να είναι πάντα δίκαιος άνθρωπος, έχοντας ως πρότυπό της το γνωστό αρχαίο ηµών πρόγονο Αριστείδη το Δίκαιο, τον οποίο θαύµαζε από µικρή κι επιθυµούσε διακαώς να βαδίζει στα δικά του χνάρια. Ως δίκαιος άνθρωπος, λοιπόν, δεν µπορούσε παρά να συµφωνήσει ολόψυχα µε την κουφιοκέφαλη κόρη της, τουλάχιστον ως προς την άποψη που είχε εκφράσει σήµερα το µεσηµέρι. «Η ζωή είναι σκατά». Αυτή η φράση είχε κολλήσει στο µυαλό της και δεν έφευγε µε τίποτα. Τη σκεφτόταν συνεχώς, την αναµασούσε και την έβρισκε όλο και πιο σοφή. Τέλος πάντων, αν το «σκατά» της ζωής αποτελούσε µια άστοχη γενίκευση, εν πάση περιπτώσει, η δική της ζωή ήταν σίγουρα βουτηγµένη στα σκατά και στη µούντζα – κι αυτό δεν επιδεχόταν καµία αµφισβήτηση. Απ’ την ώρα που γεννήθηκε, µε πίστη κι ελπίδα στο Θεό έκανε πάντα ό,τι καλύτερο µπορούσε και για τον εαυτό της και για τους άλλους – µόνο που τα γεγονότα διαρκώς την προλάβαιναν και της αποδείκνυαν πως, όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε απολύτως τίποτα. Μια ζωή ήταν ζεµένη σ’ ένα καταραµένο άρµα – εκεί που όσο κι αν πασχίζεις δεν µπορείς να ξεφύγεις µε τίποτα κι η κάθε σου προσπάθεια είναι καταδικασµένη. Σκεφτόταν αυτά που κατά καιρούς είχε διαβάσει στα βιβλία αυτοβελτίωσης που δανειζόταν απ’ τη βιβλιοθήκη του δήµου Πετρούπολης, ότι «όποιος αγωνίζεται πετυχαίνει», ότι «η θετική σκέψη κάνει θαύµατα» κι άλλα τέτοια, ανακατεµένα µε µπούρδες πνευµατώδους χαρακτήρα µε στόµφο που παρέπεµπε σε διακήρυξη, είχε ξοδέψει άπειρο χρόνο να διαβάζει αυτά τα ωραία λόγια του αέρα και κάποιες φορές τα ένιωθε βάλσαµο στην ψυχή της... Όµως να που ήρθε µια νύχτα σαν την αποψινή και τώρα εκείνη ένιωθε έντονη επιθυµία να βγει απ’ το σπίτι τρέχοντας σαν σπρίντερ σε κρίσιµη κούρσα Ολυµπιάδας, να πάει να βρει το συγγραφέα αυτών των ανήκουστων µπουρδολογιών και, έξαλλη απ’ τη δίκαιη οργή της, να του κόψει τα χέρια σύρριζα, για να µην µπορέσει να ξαναγράψει και να γεµίσει τον κόσµο µε τέτοιες ψευτιές. Δυστυχώς για την ίδια, όσο κι αν προσπαθούσε να σκεφτεί θετικά, όσο κι αν πάσχιζε επί χρόνια ν’ αλλάξει τον εσωτερικό της κόσµο πείθοντάς τον ότι όλα όσα συνέβαιναν στη ζωή είχαν κάποιο νόηµα, δεν κατάφερνε σπουδαία πράγµατα – κι όλ’ αυτά απ’ την ώρα που γεννήθηκε. Τα ελάχιστα φωτεινά διαλείµµατα στη ζωή της δεν ήταν παρά οι εξαιρέσεις που επιβεβαίωναν τον κανόνα.
Η Δάφνη Ματζιούρη προτιµούσε χίλιες φορές να ξεχάσει το παρελθόν της – όµως εκείνο την κατέτρεχε, όπως η σκιά ακολουθεί τον άνθρωπο που βαδίζει. Δεν ήθελε να θυµάται τα παιδικά της χρόνια – τρεις άνθρωποι µέσα σε µια κάµαρη ένα επί δύο, οι γονείς της κι αυτή. Φτώχεια, πείνα και δυστυχίες η µια πάνω στην άλλη – κι οι τρεις τους, θαρρείς, ήρωες ενός θλιβερού µυθιστορήµατος που έγινε ταινία µε πρωταγωνιστή τον Ξανθόπουλο. Ναι, αλλά στις ταινίες µε πρωταγωνιστή τον Ξανθόπουλο το καλό πάντα θριάµβευε λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους – ο φτωχός ήρωας κατάφερνε να προκόψει στη ζωή χάρη στη σκληρή δουλειά, κέρδιζε µε το σπαθί του εκείνη την πολυπόθητη θέση στον ήλιο και στο τέλος έπαιρνε και το καλό και, όλως τυχαίως, πλούσιο κορίτσι, κέρδιζε και την καρδιά του κακού πεθερού κι όλα τελείωναν ωραία και καλά µέσα σε µια άκρως συγκινητική ατµόσφαιρα, µε µουσική υπόκρουση Καλδάρα. Στη δική της περίπτωση τα πράγµατα δεν έγιναν έτσι. Ο πατέρας της ήταν ένας βίαιος αλκοολικός που τροµοκρατούσε τη γυναίκα και το παιδί του. Η µόνη ευχαρίστηση στη ζωή του ήταν η µπέκρα και το ξύλο που µοίραζε αβέρτα στο θηλυκό πληθυσµό του ετοιµόρροπου αυθαίρετου όπου ζούσαν, στο λόφο του Περάµατος. Η Δάφνη ήξερε πως θα µπορούσε σήµερα να είχε πάνω από δέκα αδέρφια. Ο µπεκρής πατέρας, του οποίου οι γενετήσιες λειτουργίες δεν είχαν ούτε στο ελάχιστο επηρεαστεί απ’ την υπερκατανάλωση ούζου, βίαζε τη γυναίκα του κάθε βράδυ και την είχε αφήσει έγκυο τουλάχιστον δέκα φορές, αλλά όταν αποκαλύπτονταν οι συνέπειες των «συζυγικών καθηκόντων» που εκτελούσε η µάνα χωρίς να θέλει κι η κοιλιά άρχιζε να φουσκώνει, τότε το τέρας σάπιζε τη γυναίκα του στο ξύλο. Κι η χαρµόσυνη περίσταση ολοκληρωνόταν µέσα σε µια λίµνη αίµατος, µε το ανεπιθύµητο µωρό να έχει πάει από κει που ήρθε – µήπως του είπε και κανένας να ’ρθει; Αυτή τη στιγµή η Δάφνη δεν µπορούσε παρά να ευχαριστεί το Θεό γι’ αυτό. Για φαντάσου να είχαν γεννηθεί όλ’ αυτά τα παιδιά... Σίγουρα θα τα έβγαζε ο πατέρας στους δρόµους να ζητιανέψουν – αν προλάβαιναν και δεν είχαν πεθάνει απ’ την πείνα. Υπήρχε, βέβαια, περίπτωση να γίνουν κι άλλα – αυτά που συνέβησαν στην ίδια. Τόσο καιρό πίστευε ότι είχε καταφέρει να θάψει οριστικά τους σκελετούς κι όµως, τώρα συνειδητοποιούσε ότι το µόνο που είχε καταφέρει ήταν να χώσει το κεφάλι της στην άµµο, σαν τη στρουθοκάµηλο. Ποτέ δε θα µπορούσε να ξεχάσει τι έγινε εκείνη τη µοιραία νύχτα – κι ας είχαν περάσει από τότε είκοσι ολόκληρα χρόνια. Παρά τα χάλια της οικογένειας, τις φτώχειες, τις πείνες και τις κακοδαιµονίες που έρχονταν η µια πάνω στην άλλη χωρίς σταµατηµό, η Δάφνη ήταν ιδιαίτερα καλή µαθήτρια στο σχολείο. Οι φιλότιµες προσπάθειες του πατέρα της να της προκαλέσει κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη ενόσω ήταν ακόµη έµβρυο, φιλοδωρώντας τη δύστυχη έγκυο µε γροθιές και κλοτσιές, για µία και µοναδική φορά δεν είχαν φέρει αποτέλεσµα. Τελικώς κατάφερε να γεννηθεί, και µάλιστα υγιέστατη – κι αυτό αποδόθηκε σε θαύµα. Η Δάφνη κούνησε το κεφάλι της µε αµφιβολία. Τέλος πάντων, όταν πήγε πέντε χρόνων, ο πατέρας της ήθελε να τη στείλει να ζητιανεύει – εκείνη την εποχή δεν ήταν της µόδας να πουλάνε τα παιδιά χαρτοµάντιλα. Πραγµατικά, έτσι κατσιασµένο όπως ήταν το παιδάκι, µε µια µόνιµη έκφραση φρίκης αποτυπωµένη στα αθώα
µατάκια του, ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα προσέλκυε τον οίκτο –και το επακόλουθο παραδάκι– των περαστικών όπως το µέλι τραβάει τις µύγες. Εκείνη όµως ήθελε να πάει σχολείο. Φυσικά, δεν υπήρχε η παραµικρή περίπτωση να το πει στον πατέρα της· αφενός, ήταν µονίµως τύφλα στο µεθύσι και δεν καταλάβαινε Χριστό, κι αφετέρου, διότι, ακόµα και τις ελάχιστες φορές που ήταν σχετικά ξεµέθυστος, η µικρή Δάφνη δε θα τολµούσε ποτέ να του πει κάτι που να έρχεται σε αντίθεση µε όσα εκείνος είχε σχεδιάσει – όχι τουλάχιστον πριν σκάψει η ίδια ένα λάκκο µε τα χέρια της, µπει µέσα και τον κλείσει κιόλας, για να τον γλιτώσει απ’ τον κόπο να τη θάψει αυτός ζωντανή. Μέσα στη µαύρη της ατυχία είχε την τύχη να γεννηθεί έξυπνη – αν και θα προτιµούσε να είχε γεννηθεί µε κάποια ανεπανόρθωτη ανωµαλία, στον εγκέφαλο κατά προτίµηση, απ’ αυτές που σε κάνουν να µην καταλαβαίνεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι και να έχεις κολληµένο στη µούρη σου εκείνο το διαρκές χαµόγελο ευτυχίας που µόνο οι βαριά διανοητικά καθυστερηµένοι µπορούν να έχουν. Τέλος πάντων... Εν πάση περιπτώσει, ο Θεός, στον οποίο είχε εναποθέσει τις ελπίδες της, τη λυπήθηκε – στην περίπτωσή της εµφανίστηκε µπροστά της µε το πρόσωπο µιας καλής κυρίας, αρκετά πλούσιας, στην οποία η µάνα της δούλευε ως παραδουλεύτρα. Η καλή αυτή γυναίκα την ανέλαβε τρόπον τινά υπό την προστασία της. Και µια µέρα των ηµερών πήρε τον άντρα της, που ήταν στρατιωτικός και φορούσε µια πολύ επιβλητική στολή, και πήγαν στο χαµόσπιτο του Περάµατος. Εκεί, απείλησαν τον αρχηγό της οικογένειας ότι αν δεν άφηνε το παιδί να πάει σχολείο, θα έστελναν σούµπιτη την Αστυνοµία, τον εισαγγελέα κι ένα κάρο κοινωνικούς λειτουργούς, για να προστατεύσουν αυτοί το δύστυχο ανήλικο αφού είχε την ατυχία να γεννηθεί µ’ αυτόν για πατέρα. Όχι πως είχε και πολλά περιθώρια ν’ αντιδράσει ο µεθύστακας – αλλά πάλι δεν υπάρχει και άνθρωπος που να έχει κάνει τα τέρατα που διέπραξε αυτός και να µη λυγίσει στο άκουσµα και µόνο της λέξης «εισαγγελέας», που όσο να ’ναι είχε µια αίγλη µεγαλύτερη κι απ’ τη λέξη «Αστυνοµία». Όσο για τους «κοινωνικούς λειτουργούς», ο µαστρο-Πανάγος δεν ήξερε τι ήταν – φαντάστηκε πάντως πως µάλλον είχαν κάποια σχέση µε παπάδες, αλλά ούτε και µε παπάδες ήθελε µπλεξίµατα. Κι έτσι, η µικρή Δάφνη πήγε σχολείο – µάλιστα, ήταν άριστη µαθήτρια. Αγαπηµένα της µαθήµατα, η Ιστορία και τα Αρχαία. Από τότε που άρχισε να διαβάζει έβρισκε καταφύγιο στα αποφθέγµατα των µεγάλων αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών. Πίστευε ακράδαντα ότι τα λόγια των αρχαίων ηµών προγόνων ήταν όχι απλώς σοφά, αλλά και προφητικά – λες και τους τα είχε βάλει στο στόµα ο ίδιος ο Θεός. Το όνειρό της ήταν να γίνει αρχαιολόγος – δεν ήξερε πώς θα µπορούσε να γίνει αυτό χωρίς φράγκο τσακιστό στην τσέπη, αλλά πάλι ποτέ δεν ήταν κακό να ελπίζει και να ονειρεύεται κανείς. Από εκείνα τα ένδοξα χρόνια, του σχολείου και των ονείρων, της είχε µείνει κι αυτή η καλή συνήθεια, να σκέφτεται αρχαία γνωµικά και να πετάει πού και πού κανένα, κατάλληλο µε την εκάστοτε περίσταση. Για όλα είχαν προνοήσει οι αρχαίοι – για όλα είχαν και το ανάλογο ρητό. Να ένα σπουδαίο παράδειγµα: «Το πεπρωµένον φυγείν αδύνατον». Εκείνη τη νύχτα, πριν είκοσι χρόνια, η Δάφνη είχε γυρίσει στο µπουτζακόσπιτο µε το απολυτήριο της δευτέρας Λυκείου ανά χείρας. Χαρούµενη, περήφανη για την άριστη βαθµολογία που πήρε, ανυποµονούσε να δει τη
µανούλα της, να της πει τα χαρµόσυνα νέα, να την πάρει στην αγκαλιά της και ν’ αρχίσουν να χοροπηδούν µαζί! Μ’ όλο τον ενθουσιασµό των δεκάξι της χρόνων, ένιωθε πως δεν πατούσε πια στη γη – πετούσε! Ένας χρόνος έµενε και µετά, βουρ για το Πανεπιστήµιο και τις ανασκαφές! Ζήτω! Δυστυχώς, στο σπίτι βρισκόταν µόνο ο πατέρας της. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά µ’ αυτόν τον τελευταίο καιρό. Η Δάφνη το ένιωθε, οσµιζόταν τον κίνδυνο σαν το απρόσκλητο ποντίκι που νιώθει ότι ο γάτος του σπιτιού απέχει µισό µέτρο µακριά – και ξαφνικά η ασφαλής φωλιά του µετατρέπεται σε φάκα, παγίδα θανάτου. Τον τελευταίο καιρό ο πατέρας της την κοίταζε περίεργα. Βέβαια, η Δάφνη ήταν µια καλλονή – ψηλή, ξανθιά και γαλανοµάτα, έµοιαζε σαν άγγελος. Ποιος ξέρει, ίσως ο πατέρας να τη θαύµαζε για την αγγελική οµορφιά της και να ήταν περήφανος που γέννησε τέτοια κόρη, γιατί ο ίδιος ήταν τέρας τέτοιας ασχήµιας που θα έκανε τον Κουασιµόδο να εκλεγεί παµψηφεί µίστερ Κόσµος τη βραδιά των καλλιστείων. Άσε δε που η κόρη του αποτελούσε το µοναδικό καλό πράγµα που θα κληροδοτούσε ο µαστρο-Πανάγος στο µάταιο τούτο κόσµο – εκτός, βεβαίως, κι απ’ την κόπρο του, η οποία αποτελούσε θαυµάσιο λίπασµα για τα χωράφια. Ωστόσο, όσο κι αν ενδεχοµένως καµάρωνε σαν πατέρας, αυτό σε καµία περίπτωση δε δικαιολογούσε το ότι εδώ κι αρκετό καιρό την παρατηρούσε µε τα µάτια µισόκλειστα και το κεφάλι γερτό, µε κλίση προς τα δεξιά, την ώρα που η κόρη του άλλαζε ρούχα – αλλά πάλι µέσα στην µπουτζάκα δεν υπήρχε χώρος ούτε για να στριφογυρίσουν καλά καλά, πόσω µάλλον χώρος για να πάει η καηµένισσα Δάφνη και να ξεντυθεί κάπου µε την ησυχία της. Μπήκε λοιπόν στο σπίτι κι όταν είδε ότι εκεί βρισκόταν µόνο ο πατέρας της ένιωσε ένα τσίµπηµα ανησυχίας. Αυτό που έγινε, πάντως, έπρεπε να το είχε προβλέψει – τελικά, ίσως ποτέ να µην υπήρξε τόσο έξυπνη όσο νόµιζε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα – κι όµως εκείνη, τώρα που τα ξαναζούσε, τα έβλεπε να εκτυλίσσονται αργά και βασανιστικά. Η ζωή της γύρισε τούµπα απ’ τη µια στιγµή στην άλλη. Τα πήρε όλα ο διάολος και τα σήκωσε – αλλά, βέβαια, είπαµε, «το πεπρωµένον...» Ο πατέρας της να την πλησιάζει αργά, χαµογελώντας µ’ ένα χαµόγελο που δεν έκλεινε µέσα του ακριβώς αυτό που λέµε «πατρική στοργή». Της επιτέθηκε. Κι εκείνη, µόνη κι ανυπεράσπιστη, έρµαιο στα χέρια του, µε κανέναν να µην ακούει τις απελπισµένες φωνές της – αλλά κι αν τις άκουγε, θα κουνούσε απλώς το κεφάλι συγκαταβατικά. Δεν ήταν µόνο που κι οι γείτονες είχαν τα δικά τους σεκλέτια, ήταν και που, να, οι φωνές µέσα από κείνο το σπίτι ήταν τόσο καθηµερινό φαινόµενο που δεν εντυπωσίαζαν πια κανέναν. Λίγο πριν συµβεί το ανεπανόρθωτο, άνοιξε η εξώπορτα της µπουτζάκας µε φόρα. Εισέβαλε στο χαµόσπιτο η µάνα της – η Δάφνη πρόλαβε να της ρίξει µια µατιά την ώρα που πάλευε µε µανία να ξεφύγει, κι εκείνο το βλέµµα δεν επρόκειτο να το ξεχάσει ποτέ στη ζωή της. Ήξερε ότι ποτέ δε θα είχε τη δυνατότητα να ξαναδεί τη µάνα της τόσο αποφασισµένη. Η µάνα κρατούσε στα χέρια της ένα τσεκούρι. Δίχως δισταγµό, άνοιξε το κεφάλι του άντρα της στα δύο – µε τα γνωστά, αηδιαστικά επακόλουθα που συνεπάγεται ένα άνοιγµα τέτοιας φύσεως. Η Δάφνη, στο σαλόνι του σπιτιού της πια, µετά από είκοσι χρόνια, είχε αποµείνει µε τα
µάτια γουρλωµένα και το στόµα ορθάνοιχτο, ακριβώς όπως και τότε. Πώς ήταν δυνατόν να πίστεψε έστω και για µια στιγµή ότι θα µπορούσε να ξεχάσει ένα τέτοιο παρελθόν; Η συνέχεια ήταν, φυσικά, η αναµενόµενη: ο πατέρας της πήγε στην Kόλαση, ενώ η κυραΒενετιά οδηγήθηκε στη φυλακή. Και λίγο πριν τη δίκη της τη βρήκαν κρεµασµένη µέσα στο κελί της. Το κορίτσι απόµεινε ολοµόναχο, σαν την καλαµιά στον κάµπο. Με τέτοιες προδιαγραφές, το µέλλον κάθε άλλο παρά ευοίωνο διαγραφόταν – πόση πια θετική σκέψη µπορεί ν’ αλλάξει τα πράγµατα; Πόσος θετικός διαλογισµός χρειάζεται για να λύσεις το πρόβληµα της επιβίωσης; Το µόνο που την παρηγορούσε µες στη µαύρη της δυστυχία ήταν ότι κάπου αλλού ίσως υπήρχαν και χειρότερα. Αυτό σκεφτόταν τις ώρες που συνειδητοποιούσε ότι η ζωή της είχε γίνει πρωτοσέλιδο στις εφηµερίδες –εκείνα τα χρόνια τέτοια περιστατικά απασχολούσαν την κοινή γνώµη επί µήνες– κι αυτό ήταν που τη σταµατούσε την τελευταία στιγµή απ’ το να δέσει µια πέτρα στο λαιµό της και να φουντάρει στη θάλασσα, που ήταν και κοντά. Α, βέβαια, και το ενδεχόµενο να ξανασυναντήσει τον άθλιο πατέρα της – πίστευε ολόψυχα στη µετά θάνατον ζωή, άρα δεν µπορούσε να το ρισκάρει να ξανασυναντηθεί µαζί του τόσο σύντοµα, όχι τουλάχιστον πριν να αποφάσιζε ο Θεός, ο µόνος καθ’ ύλην αρµόδιος, ότι είχε έρθει η ώρα της. Αυτό που είχε σηµασία πάντως ήταν ότι το σχολείο θα γινόταν µια γλυκιά ανάµνηση, το µόνο καλό που θα είχε να θυµάται λίγη ώρα πριν βυθιστεί µέσα στο µαύρο ύπνο. Αµ πώς, αλλιώς; Η Δάφνη δεν είχε αυταπάτες – έπρεπε να σταµατήσει το σχολείο και να πάει να δουλέψει, διότι αλλιώς θα πέθαινε της πείνας. Δυστυχώς, η Aστυνοµία, ο εισαγγελέας κι οι κοινωνικοί λειτουργοί δε µοίραζαν τζάµπα φαγιά – τουναντίον, αν µάθαιναν ότι είχε αποµείνει ολοµόναχη στον κόσµο, χωρίς κανέναν άλλο συγγενή εν ζωή, θα την έστελναν ντουγρού και µε συνοπτικές διαδικασίες σε κάποιο ίδρυµα ανηλίκων και µετά θα έτριβαν και τα χέρια τους ευχαριστηµένοι, θεωρώντας ότι θα είχαν κάνει το χρέος τους ως εκπρόσωποι της πολιτείας και της κοινωνίας γενικότερα. Επειδή όµως η Δάφνη ανατρίχιαζε πατόκορφα και µόνο στη σκέψη του ιδρύµατος, έψησε µια γειτόνισσα να πείσει τους σεβαστούς εκπροσώπους του κράτους ότι θα κρατούσε εκείνη το άτυχο ορφανό. Αυτοί δεν ήθελαν και πολύ για να πειστούν – τους αρκούσε ότι θα έφευγε απ’ την καµπούρα τους µια εξτρά ευθύνη. Ώρα για δουλειά, λοιπόν. Άλλη ιστορία κι από κει... Δεν υπήρξε ποτέ της τεµπέλα – ρίχτηκε ολόψυχα στη µάχη για την εξεύρεση εργασίας που θα της εξασφάλιζε τουλάχιστον ένα πιάτο φαΐ. Η αλήθεια ήταν ότι βρήκε δουλειές, λάντζα σε κάποια ταβέρνα, καθαρίστρια σε κάτι σκάλες, λουλουδού στο σκυλάδικο της οδού Φίλωνος στην Τρούµπα... Το πρόβληµα ήταν ότι τα αφεντικά δεν την άφηναν ήσυχη. Μόνο για τρεις, το πολύ τέσσερις µέρες τηρούσαν τα προσχήµατα – µετά κοίταζαν όλοι πώς να την ξεµοναχιάσουν και να της ριχτούν. Τον κακό τους τον καιρό. Αχ και να Ήµουν Άντρας, όπως ήταν κι ο τίτλος εκείνης της παλιάς καλής ελληνικής ταινίας µε τον Μούτσιο και την Κοντού. Έναν ολόκληρο χρόνο κράτησε αυτός ο εφιάλτης – ένα χρόνο που έµοιαζε µε µια αιωνιότητα, κι εκείνη, όσο κι αν προσευχόταν µ’ όλη τη δύναµη της ψυχής της, δεν µπορούσε
να δει άσπρη µέρα, ούτε Θεού πρόσωπο. Απελπισµένη, αηδιασµένη και, προπαντός, µπαϊλντισµένη απ’ όλους κι απ’ όλα, ένα απόγευµα Παρασκευής, πρώτης Ιουλίου, ανήµερα των γενεθλίων της, τη βρήκε να πηγαίνει πάνω κάτω στο λιµάνι, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν τελικά ήταν θέληµα Θεού να έκανε εκείνη τη µοιραία βουτιά στα βροµόνερα – το καλύτερο δώρο που θα µπορούσε να κάνει στον εαυτό της που γιόρταζε. Πραγµατικά, την ώρα που ήταν στην κυριολεξία µε το ένα πόδι προτεταµένο πάνω απ’ το νερό, ένιωσε ένα χέρι να την αρπάζει και να την κρατάει σφιχτά. Στράφηκε ξαφνιασµένη κι αντίκρισε τα πιο καθαρά και λαµπερά γαλάζια µάτια που υπήρχαν πάνω στον πλανήτη Γη. Ο Λευτέρης, ο σωτήρας της, ο άντρας της ζωής της. Αχ, τελικά µάλλον αυτή την εικόνα πρέπει να είχε στο µυαλό του ο σεναριογράφος των Έρηµων Δρόµων, του καταπληκτικού σίριαλ που έπαιζε εκείνο το καλό παιδί, ο Άρης Παγκράτης. Μα, τόση οµοιότητα πια; Ειδικά αυτή τη σκηνή, όπου το καλό και γενναίο παλικάρι γλίτωσε την κοπέλα που πήγαινε να φουντάρει στη θάλασσα, η Δάφνη την είχε δει µε τα µάτια της στο επεισόδιο που παίχτηκε το απόγευµα της περασµένης Τετάρτης. Ολόιδια ήταν. Η πιο περίτρανη απόδειξη ότι τελικά όντως υπήρχε Θεός, ένας Θεός που τη σκεφτόταν και την αγαπούσε όσο κι όλα τα υπόλοιπα παιδιά Του, ήταν η γνωριµία της µε τον άντρα της. Το γεγονός ότι εµφανίστηκε µπροστά της απ’ το πουθενά ακριβώς πάνω στην κρίσιµη στιγµή τής θύµισε τους «από µηχανής θεούς» των αρχαίων ηµών προγόνων – η διαπίστωση αυτή την έκανε να συµπαθήσει τον άγνωστο κι αυτόκλητο σωτήρα της αµέσως, µε το που συναντήθηκαν οι µατιές τους. Απ’ την πρώτη στιγµή της παράξενης γνωριµίας τους έγιναν αχώριστοι. Η έλξη ήταν αµοιβαία, και δεν ήταν µόνο η φυσική έλξη που νιώθει ένας όµορφος νέος άντρας για µια όµορφη νέα γυναίκα: ήταν κυρίως η συνειδητοποίηση ότι οι δυο τους είχαν άπειρα κοινά σηµεία – κι αυτό το κατάλαβαν αµφότεροι µε την πρώτη µατιά. Όπως ακριβώς έλεγε και το σοφό αρχαίο ρητό, «όµοιος οµοίω αεί πελάζει». Πάντως εκείνη ήταν πανευτυχής που εµφανίστηκε στη ζωή της ένας πρίγκιπας, έστω και πάµφτωχος όσο κι η ίδια. Άλλωστε µόνο στις ταινίες αντιστρέφονταν οι νοµοτέλειες της φύσης. Εµ τι, µήπως υπήρχε καµία πιθανότητα ο σωτήρας της να ήταν κανένα πλουσιόπαιδο όπως αυτό στην ταινία Ορφανή σε Ξένα Χέρια; Όχι βέβαια, διότι τότε το πράγµα θα παραπήγαινε και τόση πια τύχη βουνό θα επέσειε τη γνωστή, απ’ τα αρχαία χρόνια φυσικά, «µήνιν των θεών». Ο Λευτέρης ήταν είκοσι δύο χρόνων. Ωστόσο όσα είχε περάσει στη ζωή του –και περνούσε και θα περνούσε– τον έκαναν να φαίνεται µεγαλύτερος, γιατί προσέδιδαν στο βλέµµα του την ωριµότητα ανθρώπου που έχει βγει στη βιοπάλη από παιδί κι έχει αποκτήσει εµπειρίες πολύτιµες, βγαλµένες κατευθείαν απ’ το µεγάλο σχολείο της ζωής. Ούτε κι αυτός είχε γονείς – ο πατέρας είχε σκοτωθεί σε εργατικό ατύχηµα. Δούλευε σ’ ένα πλοίο στο Πέραµα και µια µέρα έγινε το κακό: δυο συνάδελφοί του, που δούλευαν µαζί στ’ αµπάρια του κάτεργου, λιποθύµησαν από αναθυµιάσεις, ο πατέρας έπεσε σαν ήρωας για να τους σώσει και... τελικά οι άλλοι δυο σώθηκαν και σκοτώθηκε ο σωτήρας τους. Η µάνα του Λευτέρη ακολούθησε λίγο αργότερα τον άντρα της στο ταξίδι προς τας αιωνίους µονάς απ’ τη στενοχώρια της. Κι ο Λευτέρης απόµεινε ορφανός – είχε όµως µια ετοιµοθάνατη γιαγιά κι έναν
αδερφό τρία χρόνια µικρότερό του, στον οποίο είχε µεγάλη αδυναµία κι ήταν γι’ αυτόν και µάνα και πατέρας. Η οικονοµική τους κατάσταση ήταν άθλια. Κάτι έπρεπε να γίνει όµως – ο Λευτέρης το είχε υποσχεθεί στο προσκέφαλο της µάνας του την ώρα που της έκλεινε τα µάτια, κι αυτή η υπόσχεση ήταν για κείνον ιερή όσο κι ο Σταυρός του Χριστού. Το ότι πήρε τέτοιο βαρύ όρκο στην τρυφερή ηλικία των εννέα χρόνων, πολύ αθώος και πολύ µικρός για να επωµιστεί ένα τόσο µεγάλο βάρος, δεν είχε καµιά απολύτως σηµασία. Άλλωστε ο άντρας, είτε εννιά είτε ενενήντα εννιά χρόνων, είναι πάντα άντρας και οφείλει να το αποδεικνύει µε κάθε ευκαιρία. Ως εκ τούτου, µόλις ο Λευτέρης τέλειωσε το Δηµοτικό, αν και αγαπούσε τα γράµµατα, παράτησε το σχολείο. Βγήκε στη δουλειά. Έπρεπε να βγάλει λεφτά, για να βοηθήσει το µικρό αδερφό του να έχει µια καλύτερη ζωή. Αφού δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα κι οι δυο, ας την είχε τουλάχιστον ο µικρός – αυτή ήταν η τελευταία επιθυµία της µάνας και µόνο έτσι θ’ αναπαυόταν εν ειρήνη η ψυχούλα της. Αχ, πόσο έµοιαζαν όλ’ αυτά µ’ εκείνη την ταινία που έπαιζε ο Κούρκουλος, το... α, ναι, το Ορατότης Μηδέν! Η Δάφνη παραλίγο να τραγουδήσει φωναχτά το Βρέχει φωτιά στη στράτα µου, την ιδανική µουσική επένδυση της εν λόγω ταινίας, αλλά συνειδητοποίησε ότι κόντευε τρεις το πρωΐ και τα τζάµια του σπιτιού ήταν ανοιχτά – κι έτσι δεν το τόλµησε. Κατέβασε µια ακόµα γουλιά απ’ το µπουκάλι του ξινισµένου κονιάκ, διότι διαπίστωσε ότι, παραδόξως, τη βοηθούσε να σκέφτεται και να θυµάται πιο καθαρά. Ο µεγάλος αδερφός κράτησε το λόγο του – καλύτερα δεν µπορούσε να τον κρατήσει. Τη µέρα που η Δάφνη γνώρισε τον Λευτέρη, ο αδερφός του ο Λουλούδης ήταν ήδη φοιτητής στη Νοµική Σχολή Αθηνών. Ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Η Δάφνη κι ο Λευτέρης παντρεύτηκαν σε δυο Κυριακές απ’ τη µέρα της γνωριµίας τους. Ολοµόναχοι, αυτοί, ο παπάς κι ο κουµπάρος, ένας φίλος του Λευτέρη απ’ τη δουλειά, µπατίρης και ελεεινός κι αυτός, άρα ο καταλληλότερος. Ευτυχώς πάντως που ήταν ολοµόναχοι κι έτσι δεν είχαν στο κεφάλι τους κανέναν ενοχλητικό να τους πει, χωρίς να τους ρωτήσει αν ήθελαν ν’ ακούσουν τη γνώµη του, ότι ο γάµος τους ίσως ήταν πρόωρος – µα µετά από µόλις δυο βδοµάδες γνωριµίας; Όχι απλώς δεν ήταν πρόωρος, κύριε, αλλά ήταν και πολύ καθυστερηµένος µάλιστα – η ζωή δε δίνει πολλές ευκαιρίες ευτυχίας! Όταν λοιπόν τις βρίσκεις, πρέπει να τις αρπάζεις απ’ τα µαλλιά – είπαµε, µπορεί να ήταν φτωχοί, αλλά δεν ήταν ούτε τυφλοί ούτε ηλίθιοι. Ησαΐα χόρευε λοιπόν, άντε, ντε! Πάντως ο µικρός, µε κάποια γελοία δικαιολογία, δεν είχε παρευρεθεί στο µυστήριο του γάµου. Ο Λευτέρης είχε πικραθεί αφάνταστα, αλλά ήταν καλός, γλυκός και συγχωρούσε εύκολα – µήπως όµως κάπως έτσι δεν είναι όλοι οι άγγελοι; Απ’ την ώρα που η Δάφνη παντρεύτηκε τον Λευτέρη κατάλαβε τι ανεκτίµητο δώρο ήταν ο άγγελος που της είχε στείλει ο Θεός. Αν δεν είχε τον άγγελό της, δεν ήταν σίγουρη ότι θα µπορούσε ν’ αντέξει τη ζωή της, ούτε αυτή που έζησε µέχρι να τον γνωρίσει ούτε και την τωρινή. Τα δεκαεννιά χρόνια που ήταν παντρεµένοι έµοιαζαν να είχαν κυλήσει σαν νερό. Κι όµως, πόσα γεγονότα δεν είχαν συµβεί µέσα σ’ αυτό το διάστηµα... Στην αρχή είχαν µαζί τους και τον Λουλούδη, αλλά ήταν σαν να µην τον είχαν, διότι όλη µέρα ήταν εξαφανισµένος κι ερχόταν µονάχα τη νύχτα για ύπνο, σαν τον κλέφτη. Αυτό το βιολί κράτησε δυόµισι χρόνια.
Έπειτα ο µικρός ολοκλήρωσε τη Νοµική, απ’ την οποία αποφοίτησε µε άριστα και συχαρίκια απ’ όλους, καθηγητές, συµφοιτητές, µέχρι κι απ’ τους κλητήρες, ορκίστηκε και διέθετε πια µια πτυχιάρα που έβγαζε µάτια! Και τότε εξαφανίστηκε απ’ το σπίτι του αδερφού του δίχως να πει µια λέξη – όχι απλώς «ευχαριστώ», ούτε καν ένα «αντίο». Τέλος πάντων. Ένα χρόνο µετά το γάµο τους γεννήθηκε ο γιος τους, ο Νικηφόρος. Και σε τρία χρόνια ήρθε κι η κόρη τους, η Βενετία. Όσο ο καιρός περνούσε, η αγάπη τους αντί να µειωθεί, δυνάµωνε, σαν τη φωτιά που δεν έσβηνε ούτε µε το νερό της βροχής. Κάθε µέρα ένιωθαν όλο και πιο ερωτευµένοι. Kαι κάτι ακόµα, πιο ουσιαστικό: ήξεραν ότι ο ένας στον άλλο είχε βρει την αδελφή ψυχή του, µε την οποία λες κι ήταν γραφτό να συναντηθεί για να δηµιουργήσει ένα δέσιµο τόσο βαθύ και συναρπαστικό, που να µην µπορεί τίποτα απολύτως να το σπάσει – ένας γόρδιος δεσµός φτιαγµένος από θεϊκά υλικά. Κι ας ήταν η ζωή δύσκολη – κι όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν ακόµα δυσκολότερη. Η φτώχεια µεγάλωνε. Kαλά, αυτό ήταν γενικό φαινόµενο που έπαιρνε διαστάσεις κοινωνικής επιδηµίας. Ο Λευτέρης δούλευε απ’ το πρωί ως το βράδυ σ’ ό,τι δουλειές έβρισκε – και πάλι δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Όσο για την ίδια, πού να πάει να δουλέψει µε δυο µικρά παιδιά; Έκανε πότε πότε κανένα µεροκάµατο σε καµιά σκάλα κι όταν το κατάφερνε, στο σπίτι είχαν γιορτή... Κούτσα κούτσα, τα έβγαζαν πέρα. Τουλάχιστον είχαν ένα πιάτο φαγητό την κάθε µέρα – για τις υπόλοιπες «είχε ο Θεός», όπως ήταν η αγαπηµένη έκφραση του Λευτέρη. Η Δάφνη χαµογέλασε, αλλά αµέσως µετά σκοτείνιασε ξανά. Πάνω που τα πράγµατα άρχισαν να πηγαίνουν κάπως καλύτερα, ο Λευτέρης είχε σταθερό µεροκάµατο, εκείνη είχε προσληφθεί καθαρίστρια στο δήµο Πετρούπολης µε σύµβαση κι έτσι είχαν καταφέρει να βάλουν και κάνα δυο δεκάρες στην άκρη για µια ώρα ανάγκης –µάλιστα, η Δάφνη είχε τολµήσει ν’ αρχίσει να ονειρεύεται ότι ίσως θα µπορούσε να πάει σε κανένα νυχτερινό σχολείο και να πάρει το απολυτήριο του Λυκείου, τώρα που τα παιδιά µεγάλωσαν αρκετά–, ήρθε το φοβερό χτύπηµα. Πρόπερσι. Ο Νικηφόρος ήταν άρρωστος. Μια ξαφνική έµπνευση γέµισε το κεφάλι της Δάφνης, µια συνειδητοποίηση τόσο αυτονόητη που την έκανε ν’ απορήσει που τόσο καιρό της ξέφευγε κι αναζητούσε µάταια την αλήθεια σε λάθος µέρος. Μα πώς δεν το είχε σκεφτεί τόσον καιρό; Η αρρώστια του Νικηφόρου λες κι άνοιξε το κουτί της Πανδώρας – οι αρχαίοι ηµών πρόγονοι θα το είχαν καταλάβει αµέσως. Από τότε τα πράγµατα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν πραγµατικά κατά διαόλου κι η οικογένεια Ματζιούρη, όσο κι αν πρόσφερε άφθονο απ’ τον πολύτιµο χρόνο της σε προσευχές και παρακλήσεις στις εκκλησίες, δεν µπόρεσε να δει ξανά Θεού πρόσωπο.
ΠΟΣΟ ΓΛΥΚΟ, πόσο τέλειο ήταν το ακριβό της αγοράκι... Απ’ την ώρα που γεννήθηκε ο Νικηφόρος, ήταν για τους γονείς του, αλλά και για όλους όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν, µια αστείρευτη πηγή χαράς κι ευτυχίας. Δεν ήταν µόνο που ήταν όµορφος σαν άγγελος – ήταν και πανέξυπνος, θαρρείς από γεννησιµιού του προορισµένος για µεγάλα πράγµατα. Κι εκείνη η αδιόρατη πινελιά της µελαγχολίας που σκίαζε σαν πέπλο διάφανης οµίχλης τα λαµπερά γαλάζια µάτια του τον έκανε πραγµατικά αξιολάτρευτο. Ο Νικηφόρος ήταν το τέλειο παιδί, άκουγε τη µαµά και τον µπαµπά, αγαπούσε τους ανθρώπους γύρω του, ευγνωµονούσε το Θεό για όσα του χάριζε, όσο µικρά κι ασήµαντα κι αν ήταν... Στο σχολείο ήταν άριστος µαθητής. Το µεγάλο του όνειρο ήταν να γίνει γιατρός. Όχι γιατί είχε ακούσει ότι οι γιατροί πλούτιζαν γρήγορα κι εύκολα, αλλά γιατί φλεγόταν απ’ την επιθυµία του να προσφέρει λίγη ανακούφιση στους ανήµπορους – κι αυτή η επιθυµία του έκανε τα µάτια του ν’ αστράφτουν σαν πολύτιµα πετράδια. Το τέλειο παιδί – σε αντίθεση µε τη µικρή του αδερφή, που λες κι είχε γεννηθεί αγριοκάτσικο κι όχι κοριτσάκι. Όταν ο Νικηφόρος πήγαινε στην τρίτη Λυκείου, άρχισε να µην αισθάνεται πολύ καλά. Ένιωθε µονίµως κουρασµένος, κρύωνε εύκολα κι είχε κι άλλα πολλά, µικρά και φαινοµενικά ασήµαντα συµπτώµατα, που είχε καταφέρει να τα κρύψει αποτελεσµατικά απ’ τους γονείς για να µην τους συγχύσει άδικα και τους βάλει να στενοχωρηθούν – τους έφταναν και µε το παραπάνω όλες οι άλλες έγνοιες που είχαν. Μια µέρα όµως, την ώρα που ντυνόταν για να πάει στο σχολείο, έτυχε να µπει η Δάφνη στο σαλόνι, εκεί όπου κοιµόταν ο πιτσιρικάς για ν’ αφήσει το µοναδικό άλλο ελεύθερο υπνοδωµάτιο στην αδερφή του, για να έχει την ησυχία της σαν κορίτσι που ήταν. Η µάνα είδε το σώµα του γιου της γεµάτο µελανιές. Κι είχε µείνει µε το στόµα ανοιχτό. Το ενδεχόµενο αυτές οι µελανιές να ήταν φυσικό επακόλουθο µιας συνεύρεσης πάθους µε καµιά όµορφη δεσποινίδα, δυστυχώς, αποκλείστηκε. Η Δάφνη θυµόταν ακόµα και τώρα ολοκάθαρα πόσο θερµά είχε προσευχηθεί ν’ ακούσει απ’ το στόµα του γιου της µια τέτοια επιβεβαίωση σωτηρίας. Τον πήρε σχεδόν στην αγκαλιά της, ολόκληρο άντρα, και τον έτρεξε στον Ευαγγελισµό, που εφηµέρευε. Η διάγνωση ήταν χειρότερη κι από θανατική καταδίκη σε ηλεκτρική καρέκλα. «Οξεία µυελοβλαστική λευχαιµία». Δυστυχώς, δε χρειάζεται ούτε στο Δηµοτικό να έχει πάει κανείς για να ξέρει τι σηµαίνει αυτό. Ήταν απλά τα πράγµατα – τόσο απλά όσο και το µυστήριο του θανάτου, που τόσο πολύ επιµένουν οι άνθρωποι να το κάνουν περίπλοκο. Ο καλός, ο λατρεµένος της Νικηφόρος, είχε µέσα στο αίµα του µια ολόκληρη στρατιά από ωρολογιακές βόµβες. Κάθε µέρα, κάθε ώρα και κάθε πολύτιµο λεπτό που είχε χάσει πάνω στην προσπάθειά του να κρατήσει µυστική απ’ την οικογένειά του την κατάσταση που νόµιζε ως απλή αδιαθεσία έφερνε κι από µία έκρηξη. Όταν το αντιλήφθηκαν, ήταν πια πολύ αργά. Έναν ολόκληρο χρόνο και κάτι ψιλά πάλεψε γενναία, όπως οι ηρωικοί στρατιώτες που έσωσαν το Αλβανικό Mέτωπο. Όµως, «όπου φτωχός κι η µοίρα του» – κι αυτό όχι, δεν το είχαν πει οι αρχαίοι ηµών
πρόγονοι, το είχαν πει οι νέοι, αλλά ήταν τόσο σωστό, που θα µεταφερόταν από γενιά σε γενιά, από στόµα σε στόµα και, πού θα πήγαινε, κάποτε θα γινόταν αρχαίο κι αυτό. Τι καταραµένη σύµπτωση ήταν αυτή... Τη µέρα που είχε γεννηθεί η µάνα, 1η Ιουλίου, το παλικάρι έσβησε. Ο Θεός χρειαζόταν έναν άγγελο παραπάνω – έτσι της έλεγε ο Λευτέρης, νύχτα µέρα, στον ύπνο και στον ξύπνιο της, της το επαναλάµβανε ακούραστα πνίγοντας το δικό του πόνο, µέχρι που της έκανε τέτοια πλύση εγκεφάλου, που κατέληξε να το πιστέψει κι η ίδια, για να µπορέσει να συνεχίσει να ζει. Αν δεν ήταν ο Λευτέρης, θα είχε πάρει εκείνη την απόφαση που διαρκώς ανέβαλλε απ’ τα δεκάξι της χρόνια, κι αυτή τη φορά δε θα µπορούσε κανένας να τη σταµατήσει απ’ το να πάει να συναντήσει τον αγαπηµένο της γιο, ούτε καν το φρικτό ενδεχόµενο της επικείµενης συνάντησης µε τον πατέρα της στον άλλο κόσµο· εκείνος σίγουρα ψηνόταν στην Κόλαση, αλλά και πάλι κανένας δεν µπορούσε να της εγγυηθεί ότι η ίδια θα πήγαινε στον Παράδεισο. Από τότε που έσβησε ο Νικηφόρος τσακισµένος απ’ τη φοβερή αρρώστια, το ένα κακό έφερνε το άλλο. Τα χρέη άρχισαν να συσσωρεύονται. Το δάνειο που είχαν αναγκαστεί να πάρουν δεν έφερε το επιθυµητό αποτέλεσµα που θα δικαιολογούσε την εκταµίευσή του – πάει το παλικάρι. Με τα τελευταία ψίχουλα που απέµειναν οι γονείς έκαναν την κηδεία του παιδιού τους. Η Δάφνη απολύθηκε πανηγυρικά όταν έληξε η σύµβασή της στο δήµο Πετρούπολης και δεν επαναπροσελήφθη ποτέ, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις της κυβέρνησης. Φυσικά, το όνειρό της να πάρει το απολυτήριο του Λυκείου έγινε στάχτη και κουρνιαχτός. Ο Λευτέρης, που τα τελευταία χρόνια ήταν πιο τακτοποιηµένος ως φορτοεκφορτωτής σε µια εταιρεία πετρελαιοειδών, συµφερόντων Δηµοσίου, αναγκάστηκε να πιάσει και δεύτερη δουλειά ως νυχτοφύλακας σε εγκαταστάσεις διαχείρισης βιοµηχανικών αποβλήτων. Τσακισµένος απ’ την κούραση, ήταν ζήτηµα χρόνου πότε θα έπεφτε να ξεραθεί κι αυτός. Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά η ζωή είχε ακριβύνει τόσο πολύ που τα λεφτά γινόντουσαν µαγική εικόνα κι εξαφανίζονταν αµέσως µε το που έµπαιναν στο σπίτι, λες κι ήταν σκατά που χάνονταν στο βόθρο µόλις τράβαγες το καζανάκι. Και σαν να µην έφταναν όλ’ αυτά, έκαναν φτερά κι οι πενιχρές τους οικονοµίες, αυτές που δεν µπορούσαν να τις πάρουν ούτε κι όταν τις είχαν απόλυτη ανάγκη, για να µην αναγκάζονταν να πάρουν εκείνο το δάνειο για να σώσουν το παιδί τους, γιατί τάχα ήταν τοποθετηµένες σε «κλειστό χαρτοφυλάκιο». Σήµερα, καταραµένη µέρα. Ας όψεται ο αξιοσέβαστος κύριος Αγαµέµνονας. Όσο για την κόρη της, κερασάκι σε δηλητηριασµένη τούρτα αποτυχηµένων γενεθλίων. Και µόνο που τη σκεφτόταν αρκούσε για να δει µπροστά της ορθάνοιχτο το στόµα της τρέλας. Η Δάφνη ξέσπασε σε ασυγκράτητα γέλια. Μα το Θεό, πλάκα είχε τελικά! Όλα, τα πάντα, απ’ την αρχή ως το τέλος, ήταν τόσο τραγικά που καταντούσαν αστεία – και το αντίστροφο. «Ιδού, κύριοι, η Δάφνη Ματζιούρη! Μια άξια γυναικούλα του Θεού που έκανε πάντα ό,τι καλύτερο µπορούσε, αλλά δεν έγινε τίποτα! Η θετική σκέψη είναι φούµαρα, όσο για το αποτέλεσµα, πώς το λέγαµε στο Δηµοτικό... α, ναι! Μηδέν εις το πηλίκον!» Είχε πέσει στο πάτωµα κι έκλαιγε απ’ τα γέλια. Ναι, λοιπόν. Αυτή ήταν η ζωή της – ένα δράµα µε σίγουρη αρχή, µέση και διάρκεια, αλλά µε το ανακουφιστικό τέλος να µη διαφαίνεται πουθενά. Μια ζωή που τα διέθετε όλα! Φτώχειες, πείνες, δυστυχίες, χαµόσπιτα µε τσίγκινες στέγες στο Πέραµα, αλκοολικούς πατεράδες υποψήφιους βιαστές, µανάδες που αµάρτησαν για το παιδί τους, αρρώστιες, πεθαµένους γιους,
κυρίους Αγαµέµνονες, ξεµυαλισµένες κόρες, όλα µαζί, πότε το ένα, πότε το άλλο, σωστή ανακύκλωση δυστυχίας ανακατεµένης µε µπόλικη ελπίδα και πίστη στο Θεό, καθώς και µια φθίνουσα δόση από όνειρα, που ήταν γραφτό να µη βγουν ποτέ αληθινά. Τα γεγονότα µπλεκόντουσαν το ένα µέσα στ’ άλλο, σωστός Πύργος της Βαβέλ – ένα αληθινό γαϊτανάκι από απογοητεύσεις. Λοιπόν, ίσως η ζωή της θα µπορούσε τελικά να γίνει µια πρώτης τάξεως ταινία! Τώρα, που σε λίγο καιρό δε θα είχαν ούτε να φάνε κι η τράπεζα θα τους έπαιρνε ακόµα και τα σώβρακα, ίσως θα έπρεπε ν’ αδράξει τη χρυσή ευκαιρία και να πάει να πει τη ζωή της σε κανέναν τσίφτη σκηνοθέτη για να την κάνει ταινία µε τίτλο Άπονος Ντουνιάς – και το Άτιµη Κοινωνία δεν ακουγόταν καθόλου άσχηµα. Δυστυχώς, βέβαια, δεν υπήρχε καθόλου πλούτος, ούτε καν λίγη προσωρινή χλιδή για να προσδώσει ακόµα µεγαλύτερο ενδιαφέρον στην υπόθεση της ταινίας. Όσο γι’αυτό θα µπορούσε να βάλει το χεράκι του ο Λουλούδης Ματζιούρης, ο µικρός αδερφός, που ξέχασε ότι έγινε αυτός που έγινε χάρη στο µεγάλο αδερφό του, έπιασε την καλή, µοίρασε από ένα φάσκελο στην οικογένεια και µην τον είδατε, µην τον απαντήσατε. Ίσως µάλιστα µε την προοπτική της ταινίας να πραγµατοποιόταν και το µεγάλο όνειρο της νεαράς Βενετίας, η οποία από τότε που πέθανε ο αδερφός της αποθηριώθηκε εντελώς και το µόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει τη θεϊκή οµορφιά της στον καθρέφτη, να αυτοθαυµάζεται και να ζητάει τη µεγάλη ζωή, µε αποκορύφωµα των µεγαλεπήβολων ονείρων της να γίνει µια µέρα πρωταγωνίστρια, σταρ της τηλεόρασης, του κινηµατογράφου, του θεάτρου κι όλων των λοιπών συναφών εκδηλώσεων πολιτισµού. Ήθελε µάλιστα να ξεκινήσει απ’ το θαυµαστό κόσµο του µόντελινγκ, όπως όλος ο καλός κόσµος. Ε, να η ευκαιρία! Η κόρη θα έπαιζε στο σενάριο της µάνας – και, τι ωραία τι καλά, θα έρεε άφθονο το παραδάκι, να χορτάσουν λίγο κι αυτοί οι φτωχοί, που κόντευαν ν’ αγιάσουν απ’ την πείνα. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή υλοποιήθηκε στο µυαλό της το πρόσωπο του Λευτέρη, να την κοιτάζει θλιµµένος. Αυτόµατα ένιωσε ντροπή για τον εαυτό της. Δηλαδή, τι; Θα προτιµούσε ν’ άλλαζε τη ζωή της για µια άλλη, πλούσια ζωή; Ο Λευτέρης δε θα ήθελε ούτε να τ’ ακούσει, η χλιδή κι ο πλούτος τον έκαναν να βγάζει σπυριά. Αυτού του αρκούσε το πιάτο µε το φαΐ της µέρας – χωρίς, φυσικά, να παραλείπεται το γνωστό και µη εξαιρετέο «Δόξα τω Θεώ». «Αφήστε την επόµενη µέρα να φροντίσει µόνη της για τον εαυτό της», έτσι είχε πει κάποτε ο Ιησούς Χριστός – τα λόγια του οποίου ήταν για τον Λευτέρη Ευαγγέλιο. Η Δάφνη ανατρίχιασε. Όχι, ούτε για µια στιγµή δεν της πέρασε στα σοβαρά απ’ το νου να είχε µια ζωή αλλιώτικη απ’ αυτή που ζούσε. Η αλλιώτικη ζωή δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα περιελάµβανε έναν Λευτέρη – κι ο άντρας της ήταν ολόκληρη η ζωή της, πάει και τελείωσε. Απλά, το µόνο που ήθελε ήταν λίγη περισσότερη ασφάλεια, να ήξερε τι της ξηµέρωνε αύριο το πρωί. Με τη Βενετία για κόρη, όµως, κάτι τέτοιο φάνταζε πλέον αδύνατον – σωστός τετραγωνισµός του κύκλου. Απόψε φαίνεται πως ήταν η νύχτα των συνειδητοποιήσεων ή της υψηλής ενόρασης, ποιος ξέρει τι, πάντως η Δάφνη έκπληκτη συνελάµβανε τον εαυτό της να οδηγείται από µόνος του σε αποκαλυπτικές αλήθειες, που τόσο καιρό βρίσκονταν κάτω απ’ τη µύτη της, αλλά εκείνη δεν τις έβλεπε – ίσως διότι δεν ήθελε να τις δει. Συνειδητοποίησε λοιπόν ότι το πραγµατικό πρόβληµα ήταν η κόρη της. Ενώ η Δάφνη µπορούσε κι άντεχε και τις φτώχειες και τις πείνες κι όλα τα «Δόξα τω Θεώ» χωρίς αντίκρισµα –ήµαρτον, Κύριε–, ακόµα και το θάνατο του ίδιου της του παιδιού, κατάλαβε
ότι δεν µπορούσε πια ν’ αντέξει απολύτως τίποτ’ άλλο, κι αιτία γι’ αυτό ήταν η κόρη της. Η συµπεριφορά της Βενετίας την αποδιοργάνωνε εντελώς, τη δηλητηρίαζε αργά και σταθερά, ώσπου ήρθε αυτή η µέρα για να καταλάβει ότι δε γινόταν πια να αγνοεί τα αυτονόητα – κι ούτε όλες οι πίστες, οι θετικές σκέψεις κι όλα τα «Δόξα τω Θεώ» του κόσµου δεν ήταν πια ικανά για ν’ αλλάξουν το µαύρο και να το κάνουν άσπρο. Η αλήθεια βγήκε στο φως, γυµνή και ολοκάθαρη. Η Βενετία, φαίνεται, ήταν φτιαγµένη από αλλιώτικα υλικά, δεν εξηγούνταν αλλιώς το πράγµα. Εκείνη είχε υψηλές απαιτήσεις απ’ τη ζωή. Δε φαινόταν διατεθειµένη να περάσει όλη τη ζωή της µέσα στη φτώχεια και τη µιζέρια. Η αξιοπρέπεια βεβαίως µε την οποία πορεύονταν στη ζωή οι γονείς της την άφηνε παγερά αδιάφορη. Εδώ µόνο το αποτέλεσµα µετρούσε! Εδώ και κάµποσο καιρό είχε αρχίσει να καθιστά σαφείς τις προθέσεις της: τους υποχρέωσε µε το στανιό να τη φωνάζουν «Μπέτυ», διότι, όπως έλεγε, µε το όνοµα «Βενετία» το µόνο που θα κατάφερνε θα ’ταν να πιάσει δουλειά στη συνοικιακή καλτσοβιοµηχανία. Ονειρευόταν φουστάνια, λούσα, κοσµήµατα και γούνες κι επιθυµούσε διακαώς να πάει στα καλλιστεία για να δει και να θαυµάσει όλος ο ντουνιάς την οµολογουµένως αγγελική οµορφιά της. Όσα κορίτσια είχαν πάει στα καλλιστεία έκαναν την τύχη τους – οι περισσότερες καλοπαντρεύτηκαν ζάπλουτους γαµπρούς και ζήσαν αυτές καλά κι εµείς καλύτερα! Έτσι έλεγε εδώ και καιρό η Βενετία-Μπέτυ, αλλά οι γονείς χασκογελούσαν σαν ηλίθιοι αποδίδοντας τα λεγόµενα της κόρης τους στην ελαφροµυαλιά της εφηβείας. Πού θα πήγαινε, θα της περνούσε κι αυτό. Άλλωστε η Βενετία άλλαζε γνώµες κι αποφάσεις µε την ταχύτητα του φωτός. Θα το ξεχνούσε σύντοµα κι αυτό, λοιπόν, έτσι πίστευαν οι κακόµοιροι γονείς. Πάρα πολύ κακώς. Παρόµοια τύχη θα είχε, έλεγε, κι αν πήγαινε να δοκιµάσει τις ικανότητές της στο Fame Story. Ή, το καλύτερο απ’ όλα, να πήγαινε να βρει την τύχη της σε καµιά απ’ τις οντισιόν που διοργάνωνε ο Άρης Παγκράτης, ο πρωταγωνιστής των Έρηµων Δρόµων, το µεγαλύτερο είδωλο της σύγχρονης εποχής. Δίχως να το καταλάβει είχε πάει ξανά στο δωµάτιο της κόρης της. Άναψε το φως και είδε του λόγου το αληθές. Ο τοίχος πάνω απ’ το προσκέφαλο του κρεβατιού της ήταν γεµάτος αφίσες που απεικόνιζαν τον Άρη Παγκράτη σ’ όλες τις µεγάλες του δόξες: ο Άρης Παγκράτης γενναίος πολεµιστής εις βάρος κατακτητών προ Χριστού. Ο Άρης Παγκράτης τίµιος ανακριτής που ξεσκέπασε µια συνωµοσία. Ο Άρης Παγκράτης ηρωικός µπάτσος σε µάχες κατά του εγκλήµατος. Ο Άρης Παγκράτης φωτισµένος γιατρός που σώζει τους κακόµοιρους αρρώστους του τζάµπα, µε µόνο αντάλλαγµα το χαµόγελο ευγνωµοσύνης τους. Και, τελευταίος και καλύτερος, ο Άρης Παγκράτης φτωχός πλην τίµιος νέος, που κερδίζει την καρδιά της πλούσιας κακοµαθηµένης νέας την ώρα που τη σώζει απ’ την αυτοκτονία. Τη Δάφνη την έπιασε νευρικό γέλιο. Σκέφτηκε τα εννέα στα δέκα απ’ τα σίριαλ που έπαιζε η τηλεόραση. Πόσο γελοία ήταν όλα! Έρωτες και ξανά έρωτες, πλούτος, χλιδή. Παραδόξως κανείς απ’ τους ήρωες δεν είχε πρόβληµα επιβίωσης – ή, προφανώς, το είχαν λύσει και το έριχναν στους έρωτες, παράνοµους κατά προτίµηση. Μωρέ, ας µην είχαν να φάνε και τότε τα λέγαµε! Κι αν η τηλεόραση ήταν αντικατοπτρισµός της κοινωνίας, τότε αυτό σήµαινε ότι τα πρότυπα είχαν στρεβλώσει οριστικά κι όλοι µαζί οι άνθρωποι κατευθύνονταν κατά διαόλου – ευτυχώς τουλάχιστον που θα πήγαιναν αποκοιµισµένοι απ’ τη χαύνωση της λάµψης και του πλούτου, έστω κι αν τον ζούσαν µόνο µέσα από ένα γυαλί.
Μοναδική φωτεινή εξαίρεση σ’ όλ’ αυτά, βεβαίως, ο Άρης Παγκράτης. Αυτός ήταν άνθρωπος µε Α κεφαλαίο! Αυτός έπαιζε σε έργα µόνο αν είχαν κάποιο βαθύ κοινωνικό µήνυµα να µεταδώσουν και µόνο αν καταπιάνονταν µε τα προβλήµατα της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου! Προχτές η Δάφνη κι η µαγεµένη Βενετία τον παρακολουθούσαν σε µια συνέντευξή του –ατοµική ευτυχώς, για να µη διασπαστεί η προσοχή του φιλοθεάµονος κοινού σε πολλά πρόσωπα– να υπερασπίζεται µε πάθος τις καθαρές θέσεις του: Πρέπει να δώσουµε στη νεολαία όραµα. Πρέπει να δηµιουργήσουµε πρότυπα άξια θαυµασµού, παραδείγµατα προς µίµηση. Πρέπει να κάνουµε την πατρίδα µας περήφανη, έχοντας λαµπρό µπούσουλα το ένδοξο παρελθόν, τα οράµατα του 1821, της Εθνικής Αντίστασης και του Πολυτεχνείου, τις αρχαίες φιλοσοφίες, τις µεγάλες ώρες που γέννησαν έναν Ρίτσο κι έναν Ελύτη, τη γλυκιά ανάµνηση του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι που γέννησε τραγούδια όπως η Δραπετσώνα κι η Άπονη Ζωή. Μακριά από ναρκωτικά, µακριά από στρεβλά πρότυπα, µακριά απ’ το φτηνό και το εφήµερο. Όραµα, κύριοι, όραµα, όραµα! Όχι πως χρειαζόταν και πολύ η Δάφνη για να παρασυρθεί απ’ τον πατριωτικό ενθουσιασµό του άξιου παλικαριού, αλλά κι αυτή του η παραίνεση για «επιστροφή στις αρχαίες φιλοσοφίες» την έκανε να τον λατρέψει κυριολεκτικά. Επιτέλους, να ένας άνθρωπος που δεν ασχολιόταν µόνο µε βυζιά και σκάνδαλα, να ένας φωτισµένος λεβέντης που παρήγαγε κοινωνικό έργο – πολιτισµό, για την ακρίβεια. Βέβαια, ο Άρης Παγκράτης πιθανότατα είχε λύσει το οικονοµικό του πρόβληµα άπαξ και διά παντός κι ίσως είχε βγάλει τόσους παράδες που µπορούσαν να θρέψουν µέχρι και γενεές δεκατέσσερις µετά απ’ αυτόν. Αλλά πάλι δεν µπορούσε να µην του αναγνωρίσει κανείς ότι σπαταλούσε λίγο απ’ τον πολύτιµο χρόνο του για να φωνάζει για την αλήθεια, την κοινωνική δικαιοσύνη και το όραµα! Άρα λοιπόν, χαλάλι τα δις που πιθανόν τσίµπαγε. Άλλωστε ζούµε σε µια ελεύθερη κοινωνία όπου ζει και βασιλεύει ο καπιταλισµός, συνεπώς, αφού µπορούσε, καλά έκανε ο άνθρωπος και κονοµούσε. Ούτως ή άλλως, κανείς δε θα βρισκόταν ν’ αµφισβητήσει το γεγονός ότι ο Άρης Παγκράτης δούλευε απ’ το πρωί ως το βράδυ, άρα λοιπόν άξιζε το παραδάκι που έβγαζε µέχρι τελευταίας δεκάρας! Να που τελικά είχε γούστο η κουφιοκέφαλη κόρη της – έστω κι αν, µάνα και κόρη, ως προς τον κοινό τους θαυµασµό για το πρόσωπο του Άρη Παγκράτη ξεκινούσαν από εντελώς διαφορετική αφετηρία κι είχαν, φυσικά, εντελώς διαφορετικά πράγµατα κατά νου. Η Δάφνη τον θαύµαζε γιατί εξέφραζε τα λαϊκά στρώµατα µε τρόπο συγκινητικό. Η Βενετία τον θαύµαζε απλώς γιατί ήταν «συναρπαστικός γκόµενος». Πού στον κόρακα ήταν αυτό το παιδί; Όσο κουφιοκέφαλη κι αν ήταν, όσο κι αν ήξερε πως ο πατέρας της της είχε τόση αδυναµία ώστε δεν επρόκειτο να τη γδάρει ζωντανή ακόµα κι αν την έβλεπε µε τα µάτια του να εµφανίζεται γυµνή σε καµπαρέ στην Τρούµπα, ποτέ της δεν είχε αργήσει ξανά τόσο πολύ. Ήταν δυνατόν να είναι τόσες ώρες στο σπίτι της Αναστασίας; Μπα, αποκλείεται, θα είχε τηλεφωνήσει. Όσο θυµωµένη κι αν ήταν µε τη µάνα της, δεν µπορεί να ήταν τόσο χοντρόπετση για να της κάνει ένα τέτοιο χνέρι και να την αφήσει µέσα σ’ ένα άδειο σπίτι να κάνει µαύρες σκέψεις. Παναγιά µου, µήπως έπαθ... Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της –µια σκέψη που έκανε το αίµα της να παγώσει–, χτύπησε το τηλέφωνο. Τα µάτια της µάνας γούρλωσαν καθώς κοίταζε την ώρα. Τρεις το πρωί.
Παράξενο, µόλις τρία τέταρτα είχαν περάσει από τότε που ξύπνησε από κείνο το καταραµένο όνειρο, κι όµως, η Δάφνη είχε την αίσθηση ότι είχαν περάσει ώρες ατέλειωτες. Σήκωσε το τηλέφωνο µε χέρια παγωµένα, που έτρεµαν ανεξέλεγκτα. «Ορίστε». «Δάφνη;» Μια γλυκιά γυναικεία φωνή, που της θύµιζε αόριστα κάτι. «Ναι;» «Συγγνώµη που σ’ ενοχλώ τέτοια ώρα, αλλά ήταν απόλυτη ανάγκη. Είµαι η Ελένη Μόραλη, µε κατάλαβες; Η µητέρα της Αναστασίας, της συµµαθήτριας της κόρης σου!» είπε µονορούφι η γλυκιά φωνή. Ναι, φυσικά και την κατάλαβε – τόσα χρόνια ζούσαν µαζί, στην ίδια γειτονιά. Βέβαια, η τελευταία φορά που την είχε δει ήταν στην... στην κηδεία του Νικηφόρου. Από τότε είχαν χαθεί, αλλά, βέβαια, όταν κυνηγάς τον επιούσιο µε το τσιγκέλι, δεν έχεις και πολύ χρόνο για κοινωνικές αβρότητες, σούρτα φέρτα στα σπίτια κι άσκοπα τηλεφωνήµατα – η οικογένεια Μόραλη ήταν κι αυτή φτωχή. Άρα λοιπόν, φυσικό κι επόµενο, ένα µπορούσε να είναι το ασφαλές συµπέρασµα – ένα και µοναδικό. Ό,τι κι αν ήθελε να της πει η Ελένη Μόραλη στις τρεις η ώρα τα ξηµερώµατα, έναν ολόκληρο χρόνο µετά από µια κηδεία στην οποία είχαν συναντηθεί, αποκλείεται να ήταν καλό. «Και βέβαια σε κατάλαβα, Ελένη. Μην ανησυχείς, καθόλου δεν ενοχλείς. Ξύπνια είµαι και περιµένω τον άντρα µου. Μάλιστα, µη σου πω ότι µπορεί να σ’ έπαιρνα κι εγώ σε λίγο», είπε η Δάφνη. «Στις τρεις το πρωί;» είπε έκπληκτη η Ελένη. «Γιατί θα µ’ έπαιρνες τέτοια ώρα;» «Για να δω τι κάνει η κόρη µου στο σπίτι σου τόσες ώρες. Απορώ πώς δεν τη βαρεθήκατε ακόµα!» αποκρίθηκε η Δάφνη γελώντας βεβιασµένα. Ο Λευτέρης επέµενε ότι θα πρέπει ν’ αντιµετωπίζουµε τη ζωή µε χιούµορ, ακόµα κι όταν είναι µαύρη. Η Δάφνη λοιπόν γελούσε γιατί κάπου βαθιά µέσα της ήξερε ότι η κόρη της αποκλείεται να ήταν στο σπίτι της Αναστασίας – άρα ένα γέλιο, έστω και βεβιασµένο, ήταν ο µόνος ασφαλής τρόπος για ν’ αντιµετωπίσει µε λογική και ψυχραιµία το µαύρο ενδεχόµενο. «Ιησούς Χριστός!» ήρθε η επιβεβαίωση των φόβων της Δάφνης διά στόµατος Ελένης Μόραλη. «Η κόρη σου στο σπίτι µου; Όχι, Δάφνη µου, έχω να δω τη Βενετία από πέρσι... καταλαβαίνεις. Η Βενετία δεν ήταν σήµερα εδώ, ούτε καν πέρασε». Να τα. «Ίσα ίσα», συνέχισε η Ελένη, αγνοώντας τη νεκρική σιγή απ’ την άλλη πλευρά της γραµµής, «εγώ έπαιρνα να σε ρωτήσω µήπως η κόρη µου βρίσκεται στο δικό σου σπίτι. Δεν έχει γυρίσει ακόµα κι ανησυχώ. Πρώτη φορά το κάνει αυτό». Η Δάφνη αρπάχτηκε από µια τόση δα ελπίδα. Δύο εξαφανισµένες νεαρές είναι οπωσδήποτε πολύ καλύτερες από µία – ήταν κι αυτό µια παρηγοριά, το δίχως άλλο. «Δεν καταλαβαίνω», µουρµούρισε. «Είναι απλό. Το απόγευµα ήρθαν και πήραν την κόρη µου απ’ το σπίτι ο Μανόλης, ο Νικόλας κι οι υπόλοιποι που κάνει παρέα. Τους ξέρεις, τα παιδιά απ’ την τάξη». Πώς, τους ήξερε µια χαρά. Απ’ το Δηµοτικό τα γνώριζε όλ’ αυτά τα παιδιά. Κάποτε ερχόντουσαν κι έπαιρναν και τη δική της κόρη απ’ το σπίτι. Αλλά όχι πια. Κάποτε, όταν ακόµα υπήρχε ελπίδα κι η παιδιάστικη αθωότητα της Βενετίας φάνταζε σαν δώρο Θεού. «Ε, όταν είδα ότι τα παιδιά είχαν αργήσει υπερβολικά, άρχισα να τηλεφωνώ στα σπίτια τους.
Όλοι έχουν επιστρέψει και κοιµούνται στα κρεβάτια τους. Η δική µου κόρη πού είναι;» ρώτησε η Ελένη µε τόνο αβέβαιο. «Κατάλαβα. Σκέφτηκες ότι µπορεί να είναι µε τη Βενετία... Δυστυχώς, Ελένη, δεν είναι εδώ». Ένα µόνο είχε σηµασία: η Βενετία είχε πει ψέµατα, αλλά η µάνα της δεν είχε άλλο κουράγιο να δώσει εξηγήσεις για τα απίστευτα ρεζιλίκια, έστω κι αν έπρεπε να τις δώσει σε µια άλλη δυστυχισµένη µάνα που είχε κι εκείνη µια εξαφανισµένη κόρη. Η Ελένη δεν ήταν χαζή – σίγουρα είχε καταλάβει ότι κάτι περίεργο έτρεχε µε τη δεσποινίδα Ματζιούρη, προφανώς βρισκόταν κάπου όπου δεν έπρεπε να το ξέρουν οι γονείς, το έριχνε έξω καίγοντας κάποιο πελεκούδι κι είχε φλοµώσει τη µάνα της στο µούσι. Ευτυχώς όµως, τουλάχιστον η γυναικούλα ήταν διακριτική και δεν έκανε καµιά καυστική παρατήρηση – δεδοµένων των συνθηκών, κάτι τέτοιο η Δάφνη δε θα το άντεχε. Θα ξεσπούσε σε ουρλιαχτά, αυτά που εδώ και ώρα κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να τα πνίξει στο λαρύγγι της για να µην ξυπνήσει τη γειτονιά. «Δεν έχει κινητό να την πάρεις;» συµπλήρωσε βιαστικά. Η Ελένη ξέσπασε σε γέλια. «Σε καλό σου, κορίτσι µου, µ’ έκανες και γέλασα! Αχ, βρε Δάφνη, λες και δεν τα ξέρεις! Εδώ έτσι όπως πάµε θα κόψουµε και το σταθερό, για κινητά είµαστε;» «Και λίγα λες», ξεφύσηξε η Δάφνη, συµφωνώντας ολόψυχα. «Τέλος πάντων, κορίτσι µου, µε συγχωρείς που σ’ ενόχλησα, αλλά η ανησυχία πάει να µε τρελάνει. Το δικό µου παιδί» –η Ελένη τόνισε τη λέξη «δικό µου» λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε ή έστω απ’ όσο µπορούσαν ν’ αντέξουν τα τεντωµένα νεύρα της Δάφνης, που είχε ήδη τη µύγα και µυγιαζόταν µέχρι τα µπούνια– «δεν κάνει τέτοια πράγµατα. Είναι και να την πάρω αύριο µαζί µου στη δουλειά, πέντε η ώρα θα σηκωθούµε να φύγουµε, πού είναι, να έρθει να ξεκουραστεί; Φοβάµαι µην έπαθε τίποτα». «Μη βάζεις κακό µε το νου σου», είπε η Δάφνη ανατριχιάζοντας – και ταυτόχρονα το έλεγε και στον εαυτό της. «Καλό ξηµέρωµα, Δάφνη. Θα πάρω την Αστυνοµία. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του», είπε η Ελένη Μόραλη κι έκλεισε. Η Δάφνη κατέβασε το ακουστικό, µε την καρδιά της να βροντοχτυπά. Μέσα στο µυαλό της φυσούσε µια θύελλα άνευ προηγουµένου. Η Βενετία είχε πει ψέµατα. Κι όχι µόνο: εδώ πέρα γινόντουσαν τέρατα και σηµεία – κοσµογονία σωστή. Πρώτα οι απουσίες, που έγιναν κρυφά, εντελώς αδικαιολόγητα και µε άγνωστο σκοπό, και τώρα αυτό. Το ψέµα – κι η επακόλουθη εξαφάνιση. Η Βενετία-Μπέτυ δεν επιθυµούσε να ζήσει όπως οι γονείς της. Μάταια εκείνοι πάσχιζαν να κάνουν ό,τι καλύτερο µπορούσαν γι’ αυτήν. Εκείνη, µε τις πράξεις της, τους έδειχνε πού ακριβώς είχε γραµµένες τις καλές τους προθέσεις – και τώρα ένας Θεός ήξερε πού είχε µπλέξει. «Ο Θεός να βάλει το χέρι Του» – έτσι είχε πει η Ελένη Μόραλη στο τέλος της αποκαλυπτικής, όπως εξελίχθηκε, συνδιάλεξης. Τα ίδια λόγια τα έλεγε συχνά και η Δάφνη και πολλές φορές αντλούσε απ’ αυτά λίγη παρηγοριά. Κι όµως, τώρα της φαίνονταν σαν αόρατη απειλή που εκτοξεύεται από καθησυχαστική φωνή δαίµονα. Κόντεψε να λυγίσει κάτω απ’ το βάρος του φόβου. Να που τελικά τίποτα δεν ήταν τυχαίο – η διαίσθηση της µάνας. Μονοµιάς κατάλαβε τι την έκανε να νιώσει έτσι σήµερα, απ’ όλες τις µέρες. Φυσικά και δεν
ήταν η συνειδητοποίηση της φτώχειας και της κακοδαιµονίας που τους κυνηγούσε απ’ την ώρα που γεννήθηκαν – αυτό το ήξερε κι από πριν. Φυσικά και δεν ήταν η ανάµνηση του φρικτού πατέρα που αναδύθηκε απ’ την Kόλαση – κι αυτό το ήξερε, υπήρχε και θα υπήρχε για πάντα, σαν στίγµα µεσογειακής αναιµίας. Δεν ήταν η θύµηση του Νικηφόρου – ήξερε ότι ο ακριβός της γιος είχε χαθεί οριστικά κι είχε σχεδόν καταφέρει να το αποδεχτεί, πνίγοντας την οδύνη του θανάτου στην ελπίδα της Ανάστασης. Δεν ήταν καν ο απατεώνας κύριος Αγαµέµνονας που τους έφαγε τα λεφτά – και σιγά τα λεφτά δηλαδή. Ήταν το προαίσθηµα –που σήµερα µετατράπηκε σε πλήρη επίγνωση– ότι η Βενετία ήταν αχάριστη. Δεν είχε Θεό, για να Τον ευχαριστήσει έστω και γι’ αυτά τα λίγα που της χάριζε, δεν είχε όραµα για να κυνηγήσει, δεν είχε ούτε καν λίγη ντροπή για να καταλάβει ότι εκείνη τουλάχιστον είχε στη ζωή µια ευκαιρία παραπάνω απ’ τον πατέρα και τη µάνα της, να την αρπάξει και να την εκµεταλλευτεί. Θα µπορούσε να µορφωθεί, γιατί οι φτωχοί γονείς της ήταν αποφασισµένοι ακόµα και στη Συγγρού να έβγαιναν προκειµένου να µη στερήσουν απ’ το παιδί τους το δικαίωµα στη γνώση, αυτό το δικαίωµα που εκείνοι είχαν στερηθεί άδικα και βάναυσα κι ας το λαχταρούσαν τόσο πολύ... Η Βενετία-Μπέτυ ήταν ένα πλάσµα δίχως αρχές – κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωσιν του αποτρελαµένου θείου της, του Λουλούδη, που άλλαξε κι αυτός το όνοµά του και το έκανε «Δάκης», διότι θεωρούσε το βαφτιστικό του όνοµα µάτσο ξεφτίλα που του χαλούσε το νεόκοπο ίµατζ και τη φήµη που σιγά σιγά απέκτησε ως µεγαλοδικηγόρος της πλουτοκρατίας. Προφανώς η Βενετία-Μπέτυ είχε κληρονοµήσει όλα τα στραβά του θείου της του ΛουλουΔάκη. Η επιστήµη της Βιολογίας επιβεβαιωνόταν πανηγυρικά – ήταν ζήτηµα γονιδίων. Δυστυχώς, θείος κι ανιψιά «τυφλοί τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όµµατ’ ήταν», όπως θα έλεγε κι εκείνος ο τυφλός µάντης από κείνη την υπέροχη αρχαία, σαφώς, τραγωδία – προσωρινά της διέφευγαν τα ονόµατα και του µάντη και της τραγωδίας, κι αυτό οπωσδήποτε για τη Δάφνη ήταν ένα αναµφίβολο κι άκρως ανησυχητικό δείγµα σοβαρής προϊούσας πνευµατικής σύγχυσης, ανεπίτρεπτης ακόµα και για µια µάνα που µόλις συνειδητοποιεί την ατυχία του να έχει για κόρη µια Βενετία-Μπέτυ. Τώρα, που έβλεπε καθαρά τη σοβαρότητα όλων εκείνων των ανησυχητικών συµπτωµάτων που αφορούσαν την κόρη της, που ως τώρα τα περιγελούσε και τα απέδιδε στο ξεµυάλισµα της εφηβείας, συνειδητοποιούσε πόσο πολύ απέτυχε κι η ίδια στη ζωή. Είχε αποτύχει ως µάνα – κι αν βρισκόταν τώρα µπροστά της κανείς να της πει ότι γινόταν υπερβολική, θα του έσπαγε το κεφάλι. Ναι, είχε αποτύχει, όχι επειδή ήταν µια γυναίκα πάµφτωχη και χωρίς προοπτικές, αλλά γιατί δεν µπόρεσε να εµφυσήσει στην κόρη της καµιά ηθική αξία. Οι µυστικές απουσίες ήταν το πρώτο σκαλοπάτι. Το αποψινό ψέµα ήταν το δεύτερο. Κύριος οίδε τι άλλο έµελλε ν’ ακολουθήσει. Η Δάφνη έβλεπε ήδη µπροστά της τον γκρεµό που κατάπινε την κόρη της να χάσκει απειλητικός. Όµως... Όµως ήταν κι εκείνη η έντονη αίσθηση ενός επικείµενου κακού που πλησίαζε. Αυτή την αλλόκοτη αίσθηση η Δάφνη την είχε εδώ και µέρες, αλλά την έπνιγε αποτελεσµατικά – ίσως γιατί δεν έβρισκε καµιά λογική αιτία για να την αποδώσει. Το παράξενο όµως ήταν ότι, παρά τις θλιβερές αποκαλύψεις της µέρας, η ανεπιθύµητη αυτή αίσθηση δεν έλεγε να της φύγει – τώρα µάλιστα ήταν περισσότερο έντονη από ποτέ. Και δεν αφορούσε µόνο την κόρη της. Ήταν... ήταν διάχυτη κι αόριστη, έµοιαζε µε δηλητηριώδη αέρια που µόλυναν αργά και
σταθερά όλη την ατµόσφαιρα. Δεν µπορεί. Κάτι κακό θα συνέβαινε. Κι ήταν κι εκείνο το όνειρο µε την εφιαλτική σκιά µε τα ατσάλινα µάτια, τα κάτασπρα δόντια και το νεκρό γέλιο... Εκείνη τη στιγµή άκουσε θόρυβο κλειδιών και το τρίξιµο της πόρτας που άνοιγε. Έτρεξε να υποδεχτεί τον άντρα της. Κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν απόλυτα βέβαιη ότι αυτός που έµπαινε στο σπίτι δεν ήταν η Βενετία. Την ώρα που ορµούσε στο σαλόνι είχε την παραίσθηση ότι όλο το σπίτι, οι τοίχοι, τα πατώµατα, τα έπιπλα, είχαν γεµίσει µε τη φάτσα του Άρη Παγκράτη. Μάλλον θα έφταιγε το γεγονός ότι είχε στυλώσει τα µάτια της πάνω στις αφίσες του για πολλή, πάρα πολλή ώρα.
Η ΩΡΑ ήταν πολύ περασµένη, περίπου τρίτη πρωινή. Η πραγµατικότητα που την περίµενε στο σπίτι της ήταν µάλλον ζοφερή – θα έπεφτε το ψαλτήρι του αιώνα, δεν είχε καµία αµφιβολία. Η Μπέτυ Ματζιούρη, όµως, ευρισκόµενη ακριβώς εκεί όπου τραβούσε η ψυχούλα της να βρίσκεται, νόµιζε ότι ζούσε µέσα σ’ ένα όνειρο – οι εφτά ουρανοί ήταν πολύ µικροί για να χωρέσουν την αγαλλίαση της ψυχής της. Εκείνη η µέρα είχε ξεκινήσει πάρα πολύ στραβά, η ίδια όµως ανήκε σ’ αυτό το συγκεκριµένο είδος των ανθρώπων που ήταν γεννηµένοι για να πετύχουν: αδάµαστη θέληση, αποφασιστικότητα, αίσθηση προορισµού κι ικανότητα προσαρµογής στα εκάστοτε δεδοµένα µέχρι να έρθει η κατάλληλη ώρα για µεγάλες, κοσµογονικές αλλαγές. Κατά την άποψή της, αυτά ήταν τα συστατικά της επιτυχίας στη ζωή κι εκείνη σήµερα απέδειξε ότι τα διέθετε όλα και, φυσικά, ένιωθε πολύ περήφανη γι’ αυτό. Το κακό είχε ξεκινήσει από νωρίς. Μιάµιση η ώρα το µεσηµέρι, ξηµερώµατα δηλαδή, η ενοχλητική µάνα της είχε εισβάλει στον προσωπικό της χώρο δίχως να χτυπήσει την πόρτα, άνοιξε ντάλα τα παντζούρια και της πέταξε τα σκεπάσµατα στο πάτωµα – έκανε δηλαδή µαζεµένα όλα εκείνα τα πράγµατα που η Μπέτυ µισούσε µ’ όλη τη δύναµη της ψυχής της. Και µε τρόπο άκρως φασιστικό, που καταπατούσε ακόµα και τα πιο στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώµατα, πριν της δώσει καν το δικαίωµα να τανυστεί και να χασµουρηθεί µε την ησυχία της για κάνα µισάωρο και µετά να πάει να πλυθεί και να βάλει κρέµα στα µούτρα της –ακόµα κι ένα δεκαπεντάχρονο «σκατό», όπως την αποκαλούσε η µέγαιρα µάνα της, που ήθελε να σέβεται τον εαυτό του, γνώριζε ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξεκινούν ενοχλητικές κουβέντες πριν βάλουν στη µούρη τους κρέµα αντιστρές, αυτή που καταπολεµά τις επικίνδυνες για το δέρµα ελεύθερες ρίζες που εκλύονται σε αφθονία µετά από έναν καβγά–, άρχισε να κραδαίνει πάνω απ’ το κεφάλι της κόρης της ένα κωλόχαρτο, ουρλιάζοντας τόσο δυνατά και ξεστοµίζοντας τόσο µπερδεµένα πράγµατα, που η καηµένη η Μπέτυ νόµιζε ότι δεν είχε καν ξυπνήσει – µάλλον κοιµόταν ακόµα κι έβλεπε εφιάλτη, του χειρίστου είδους µάλιστα. Τέλος πάντων, αφού τα όργανα είχαν ήδη αρχίσει να βαράνε ακάλεστα, αυτό που έπρεπε εκείνη να κάνει σαν έξυπνο κορίτσι ήταν να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά µε το τι αφορούσε το κωλόχαρτο – ίσως έτσι να κέρδιζε και λίγο χρόνο. Δε χρειάστηκε, το κατάλαβε από µόνη της ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά στο ηµερολόγιο πάνω στον τοίχο. Σήµερα ήταν η Ηµέρα της Κρίσεως – οι καθηγητές µοίραζαν βαθµούς. Τότε κατάλαβε µονοµιάς γιατί ούρλιαζε η µάνα της. Δεν ήταν τόσο η κάκιστη βαθµολογία που συγκέντρωσε, άλλωστε ήδη απ’ το Δηµοτικό είχε δώσει στους γονείς της το δικαίωµα να πιστεύουν ότι η κόρη τους γεννήθηκε βόδι, σε αντίθεση µε το µακαρίτη κανακάρη τους. Ήταν το άλλο που αποκαλύφθηκε, δυστυχώς. Οι απουσίες. Καλά, άµα έβλεπε πουθενά την Αναστασία Μόραλη, την απουσιολόγο, που κάποτε της το έπαιζε και φίλη, θα της ξερίζωνε όλες τις τρίχες από παντού και θα της τις έδινε να τις φάει σούπα για βραδινό, αντί για φιδέ. Αλλά, στην τελική, τι σηµασία είχε πια; Ίσα ίσα, η Μπέτυ θεώρησε τη συµφορά που τη βρήκε ως µια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να δώσει στους ξεροκέφαλους γονείς της να καταλάβουν πόσα απίδια έπαιρνε ο σάκος, µια και καλή. Όπως θα έλεγε κι η µαλακισµένη η
µάνα της, που δεν κοίταγε το µαύρο χάλι της και το είχε ρίξει στα αρχαία ρητά, «ο κύβος ερρίφθη» – εν πάση περιπτώσει, ήταν έτοιµος να ριφθεί. Εκείνη τη στιγµή δεν είχε καµιά όρεξη να δώσει εξηγήσεις για το πού έγιναν όλες αυτές οι απουσίες. Έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να συντηρήσει το κλίµα της έντασης – για την ακρίβεια, ήθελε να προκαλέσει έναν καβγά τρικούβερτο, γιατί µόνο έτσι θα µπορούσε να δικαιολογήσει αργότερα το βρόντο που θα έριχνε στην πόρτα και το ότι θα επέστρεφε στο σπίτι ό,τι ώρα της κάπνιζε. Η µάνα της θα έφταιγε, που τη σύγχυσε. Έτσι, πετάχτηκε όρθια κι άρχισε να ουρλιάζει χειρότερα απ’ τη µέγαιρα. Κι επιτέλους της ξεφούρνισε καθαρά και ξάστερα όλα όσα τόσο καιρό ήθελε να της πει. Σε γενικές γραµµές, τους είχε βαρεθεί όλους εκεί µέσα – και σε τελική ανάλυση, τους είχε και χεσµένους. Τα είπε κι ησύχασε. Εδώ και καιρό τής τριβέλιζε το µυαλό η ιδέα ότι στην περίπτωσή της κάτι είχε γίνει λάθος, κάτι πήγε στραβά. Εξαιρουµένης της αγγελικής οµορφιάς της –την οποία το δίχως άλλο είχε κληρονοµήσει απ’ τους γέρους της, το µόνο καλό που πήρε απ’ αυτούς–, κατά τα λοιπά δεν είχαν τίποτ’ άλλο κοινό. Ο πατέρας της ήταν ένας αγράµµατος εργάτης που τα χέρια του είχαν βγάλει κάλους απ’ τις χαµαλοδουλειές. Είχε παρατήσει το σχολείο όταν τέλειωσε το Δηµοτικό και βγήκε στο κυνήγι του µεροκάµατου. Η Μπέτυ δεν µπορούσε να τον κατηγορήσει που τα βρόντηξε, µάλιστα τον καταλάβαινε απόλυτα γιατί κι η ίδια προτιµούσε τη φυλακή, που λέει ο λόγος, παρά το κωλοσχολείο. Αυτό για το οποίο όµως είχε κάθε δικαίωµα να τον κατηγορήσει ήταν ότι προτίµησε να γίνει χαµάλης παρά να εκµεταλλευτεί στο έπακρο την οµορφιά που του χάρισε ο Θεός, στον οποίο πίστευε µε τόση θέρµη. Με τέτοια εµφάνιση θα µπορούσε ανέτως να κάνει καριέρα ηθοποιού. Ήταν τόσο όµορφος, που µε το που θα έβγαινε στο γυαλί θα γινόταν Αφγανιστάν! Και να τα λεφτά µε ουρά, και να οι θαυµάστριες, η µεγάλη ζωή, η λάµψη, τα φώτα, όλα τα καλά! Και, φυσικά, µε τέτοιες προδιαγραφές και µε τόσο λαµπρή καριέρα θα κατάφερνε να µπει και στους κύκλους της αριστοκρατίας, η οποία, ως γνωστόν, λατρεύει να συναγελάζεται –έκφραση της µάνας της– µε ανθρώπους του θεάµατος, και ταιριάζει µαζί τους ακριβώς όπως ο τέντζερης µε το καπάκι – έκφραση δική της. Κι ως τραγουδιστής δε θα τα κατάφερνε διόλου άσχηµα, είχε πολύ ωραία φωνή και τραγουδούσε Καζαντζίδη τόσο συγκινητικά, που ένα βράδυ η Μπέτυ παραλίγο να παρασυρθεί απ’ το λυπητερό τραγούδι και να κλάψει, ποια, αυτή, που όταν άκουγε τραγούδια για ξενιτιές, φτώχειες και κατατρεγµένο λαό έτρεχε σούµπιτη στον καµπινέ να δει µήπως πέταξε κανένα µπιµπίκι αηδίας, που θα της χαλούσε το αλαβάστρινο δέρµα της. Δυστυχώς όµως, ο πατέρας της ήταν γεννηµένος ηλίθιος· σιχαινόταν τον άρτο και τα θεάµατα διότι πίστευε ότι ήταν δουλειές για εκ γενετής άχρηστους ακαµάτηδες. Προτιµούσε να δουλεύει χαµάλης, σκαφτιάς, κουβαλητής σακιών στο λιµάνι, χτίστης, νυχτοφύλακας κι όλα τα µπας κλας επαγγέλµατα του πανδέκτη των εργασιών, κι όλ’ αυτά για ένα ξεροκόµµατο, µε αποτέλεσµα να τους έχει καταδικάσει όλους σε µια ισόβια φτώχεια και δυστυχία, να προσποιούνται ότι οι φακές ήταν µπον φιλέ και να κάνουν ότι δεν έβλεπαν τους σοβάδες που έπεφταν απ’ τους τοίχους του σπιτιού ή ότι αυτό που φούσκωνε τα ταβάνια δεν ήταν υγρασία ή ότι η µυρωδιά που είχε ποτίσει όλο το σπίτι ερχόταν απέξω και δεν ήταν µούχλα ή κάποιο ποντίκι που σάπιζε κάπου εκεί µέσα, ξεχασµένο από Θεό κι ανθρώπους. Και σαν να µην έφταναν όλ’ αυτά, βάφτιζε το χάλι τους «αξιοπρέπεια», ήταν πάντα µε το
χαµόγελο στα χείλη σαν να µην έτρεχε τίποτα, γελούσε και σφύριζε χαρούµενος κι έλεγε και «Δόξα τω Θεώ» κι ότι η ζωή είναι ωραία! Αν είναι δυνατόν! Η µάνα της... Άλλη ιστορία κι αυτή. Μα πάλι ήταν λογικό, ένας ηλίθιος άντρας µόνο µε µια ηλίθια γυναίκα θα µπορούσε να κάνει χωριό. Κι όσον αφορούσε τη µάνα της, «δόξα τω Θεώ», από ηλιθιότητα έσκιζε. Καταρχάς η µαντάµ Δάφνη δε µιλούσε ποτέ για το παρελθόν της – αυτό άρχισε να φαίνεται ύποπτο στην Μπέτυ εδώ κι αρκετό καιρό. Εν πάση περιπτώσει, ποσώς δεν την ενδιέφερε η ιστορία της ζωής της µάνας της, εκτός κι αν ήταν αυτή που την οδήγησε στο να γίνει το αξιοπερίεργο πλάσµα που ήταν σήµερα. Δεν µπορούσε, βέβαια, να µην οµολογήσει ότι κι η Δάφνη έσκιζε από οµορφιά – σωστή καλλονή, που ούτε οι φτώχειες ούτε το πένθος για τον κανακάρη της είχαν κατορθώσει να τσαλακώσουν. Μα τι πιο φυσικό απ’ το να εκµεταλλευτεί αυτή της την οµορφάδα και να πήγαινε στα καλλιστεία, να γίνει σεισµός; Αλλά εκείνη εκεί, όχι! Προτίµησε να παρατήσει το σχολείο και να παντρευτεί έναν µπατίρη, για να ενώσουν την κακοµοιριά τους. Μάλιστα, η µάνα της ήταν πιο βλαµµένη απ’ τον πατέρα της: εξακολουθούσε να πιστεύει ότι θα µπορούσε κάποτε να γίνει αρχαιολόγος – ήταν τόσο βλαµµένη ώστε να θέλει να ξανακάτσει στα θρανία, τριάντα έξι χρόνων γριά! Μάλιστα, ήταν τόσο πωρωµένη µε το πανεπιστηµιακό πτυχίο και την αίγλη που νόµιζε ότι το συνόδευε, ώστε ξεχνούσε ότι ήταν µια απλή καθαρίστρια, άνεργη εδώ και καιρό, και περιφερόταν µέσα στο σπίτι πετάγοντας εδώ κι εκεί αρχαία γνωµικά που κανένας, πλην του Νικηφόρου, δεν καταλάβαινε. Ούτε καν ο θάνατος του Νικηφόρου δε στάθηκε ικανός ν’ απαλλάξει τη µάνα τους απ’ την εκνευριστική αυτή συνήθεια – και τους υπόλοιπους απ’ την υποχρέωση να τη βλέπουν να περιφέρεται µες στο σπίτι σαν φάντασµα και να µουρµουρίζει «το πεπρωµένον φυγείν αδύνατον», «µηδέν άγαν», «χρόνου φείδου», «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και κάποια άλλη µαλακία που είχε να κάνει µε έναν «δρυός πεσούσης» και κάτι «ανήρ που ξυλεύεται»· ένας Θεός ήξερε τι σκατά σήµαιναν όλ’ αυτά τα ιερογλυφικά. Η Μπέτυ µια φορά ήξερε ότι είχε την ατυχία να γεννηθεί µέσα σ’ ένα τέτοιο σπίτι, κάτι ανάµεσα σε πτωχοκοµείο, ίδρυµα ανιάτων παθήσεων και τρελάδικο. Για τον Νικηφόρο θα µπορούσε επίσης να πει πολλά –κι αυτός ήταν κούκλος και σίγουρα θα έκανε την τύχη του ως µοντέλο µεγάλων σχεδιαστών µόδας του εξωτερικού, αλλά ήταν κι αυτός πωρωµένος µε τα ιδανικά των βλαµµένων γονέων του, που θεωρούσαν τη φτώχεια εσωτερικό πλούτο και την κακοµοιριά θέληµα Θεού–, αλλά προτίµησε να µην τον σκεφτεί, γιατί ήταν πεθαµένος. Τους πεθαµένους δεν πρέπει να τους σκέφτεσαι, γιατί µετά τους βλέπεις στον ύπνο σου. Η µόνιµη µελαγχολία στο βλέµµα του αδερφού της την ενοχλούσε ήδη από τότε που ήταν ακόµα ζωντανός. Η προοπτική να δει στον ύπνο της το µελαγχολικό βλέµµα ενός πτώµατος ήταν οπωσδήποτε πολύ χειρότερη. Ο µόνος απ’ την οικογένεια Ματζιούρη που ήξερε να ζει ήταν ο θείος Δάκης. Αυτός µάλιστα! Πήγε, βέβαια, κι έβγαλε τα µάτια του στα θρανία, αλλά τουλάχιστον αυτό είχε κάποιο αντίκρισµα! Κατάφερε να ξεφύγει απ’ την πεπατηµένη των Ματζιούρηδων. Από πολύ νεαρή ηλικία είχε, φαίνεται, συνειδητοποιήσει το αυτονόητο: ότι η ζωή αξίζει µόνο όταν είναι βουτηγµένη στο χρήµα, κάτω απ’ τη λάµψη και τα φώτα! Έξυπνος άνθρωπος όπως ήταν, κατάφερε µε την καπατσοσύνη του να γίνει κάποιος. Πήγε κι ανακατεύτηκε µε ανθρώπους που είχαν πλούτο και δύναµη στα χέρια τους, τους έπεισε για τις ικανότητές του κι όλα τ’ άλλα ήρθαν µόνα τους – ήταν ζήτηµα χρόνου! Από δικηγοράκος της σειράς σύντοµα κατάφερε κι έγινε ο ένδοξος Δάκης Ματζιούρης, µεγαλοδικηγόρος όλων των πλουσίων και διασήµων της
Αθήνας – κι αυτό, βέβαια, είχε ως αποτέλεσµα λεφτά µε ουρά! Τότε κι εκείνος έριξε, ως όφειλε, δυο φάσκελα στην Πετρούπολη και τους εν αυτή παρεπιδηµούντες –λόγια της µάνας της– και πήγε να ζήσει στο κέντρο των γεγονότων: Κολωνάκι, εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά της κοσµικής Αθήνας. Είχε να δει το θείο της πολλά χρόνια. Δεν πατούσε ποτέ στο ερείπιο που ζούσε ο αδερφός του. Και καλά έκανε! Τι χρωστούσε ο καηµένος ο θείος Δάκης να του έρθει ξαφνικά το ταβάνι στο κεφάλι; Οι µόνιµοι κάτοικοι του σπιτιού είχαν σίγουρη µια τέτοια προοπτική, εναποθέτοντας απλά τις ελπίδες τους στο Θεό να µη βρίσκονται µέσα στο σπίτι εκείνη τη µαύρη ώρα. Αλλά κι όταν η ίδια ζητούσε απ’ τον πατέρα της να την πάει να δει το θείο Δάκη, εκείνος όλο το ανέβαλλε µε διάφορες δικαιολογίες, σ’ αντίθεση µε τη µάνα της, που της πέταγε ένα βροντερό «ΟΧΙ» µε την αγριοφωνάρα της – και χωρίς δικαιολογίες. Ένα βράδυ που οι γέροι νόµιζαν ότι η κόρη τους κοιµόταν, είχε κρυφακούσει µια κουβέντα τους. Έλεγαν ότι τα λεφτά που έβγαλε ο θείος Δάκης δεν ήταν καθαρά, ότι ήταν ανακατεµένος σε βροµοδουλειές και διάφορα άλλα, δυσάρεστα, µην παραλείποντας σαφώς να δοξάσουν το Θεό που αυτοί δεν ήταν έτσι. Η Μπέτυ όµως ήταν έξυπνος άνθρωπος, κατάλαβε αµέσως τι γινόταν! Οι γονείς της ζήλευαν την επιτυχία του θείου Δάκη, γι’ αυτό και τον κακολογούσαν – αυτοί δε θα κατάφερναν ποτέ τους να γίνουν κάποιοι! Θα παρέµεναν µια ζωή µηδενικά, κουκουλώνοντας την αποτυχία και τη µιζέρια τους πίσω από βαρύγδουπες λέξεις όπως «αξιοπρέπεια», «δίκιο», «αλήθεια» κι «εντιµότητα» – µόνο που αυτά δεν τρωγόντουσαν όταν τα στοµάχια γουργούριζαν. Εκείνη είχε πάρει την απόφασή της: δεν ήθελε, δεν µπορούσε και δεν έπρεπε να ζήσει έτσι. Χίλιες φορές προτιµούσε να πέθαινε, έστω και πάνω στο άνθος της ηλικίας της, παρά να ήταν ισόβια καταδικασµένη στον αργό θάνατο της φτώχειας. Ανέκαθεν κουβαλούσε µέσα της τα σπέρµατα της µεγάλης ζωής. Από µικρό κοριτσάκι θυµόταν τον εαυτό της να θαυµάζει οτιδήποτε έλαµπε, γυάλιζε ή άστραφτε. Έβλεπε παλιές ελληνικές ταινίες στην τηλεόραση κι ονειρευόταν κρυφά να έρθει εκείνη η ευλογηµένη ώρα που στη θέση της Βουγιουκλάκη, της Καρέζη και των άλλων µεγάλων πρωταγωνιστριών θα ήταν η ίδια. Πήγαινε να κοιµηθεί κι έβλεπε στον ύπνο της κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο: ένα πολυτελέστατο µαύρο αυτοκίνητο, περιτριγυρισµένο από πλήθος κόσµου που παραληρούσε από ενθουσιασµό, έναν ψηλό άντρα µε φράκο ν’ ανοίγει την πόρτα µε σεβασµό, χιλιάδες φλας ν’ αστράφτουν κάνοντας τη νύχτα µέρα και τότε... µέσα απ’ την κουρσάρα να βγαίνει η ίδια, φορώντας πανάκριβο φόρεµα διάσηµου σχεδιαστή, βαρύτιµα κοσµήµατα να στολίζουν το αψεγάδιαστο δέρµα της και, φυσικά, ένα διάδηµα φτιαγµένο από διαµάντια που µε τη λάµψη τους τύφλωναν τον κοσµάκη. Μετά, σαν αληθινή σταρ, χάριζε ένα απ’ τα πολύτιµα χαµόγελά της στους κοινούς θνητούς, που στη θέα της είχαν πάθει παροξυσµό, µετά τρεις τέσσερις γεροδεµένοι άντρες τής άνοιγαν δρόµο για να περάσει µέσα απ’ το πλήθος και την οδηγούσαν σ’ ένα πολυτελέστατο εστιατόριο. Εκεί την περίµενε ο πρίγκιπας, που είχε τη µορφή του Άρη Παγκράτη, εκείνου του κούκλου ηθοποιού τα έργα του οποίου η Μπέτυ παρακολουθούσε ανελλιπώς από έξι χρόνων, την υποδεχόταν µ’ ένα χειροφίληµα, κάθονταν στο τραπέζι που ήταν φορτωµένο µε καλούδια κι άρχιζαν το ντερλίκωµα –λάθος, η λέξη «ντερλίκωµα» δεν είχε καµία θέση στα χείλη µιας σταρ, «δείπνο» ήταν µια πιο σωστή επιλογή–, άρχιζαν το δείπνο τους, λοιπόν, ανταλλάσσοντας µατιές γεµάτες υπονοούµενα. Όµως πάνω στο «κλανγκ» που έκαναν τα κρυστάλλινα ποτήρια του κρασιού καθώς τσούγκριζαν, η Μπέτυ πάντα ξυπνούσε, κι άντε να ξανακοιµηθεί µετά, µε µια καρδιά να
βροντάει σαν ταµπούρλο από έξαψη, αλλά κι από στενοχώρια, που όλ’ αυτά τα θαυµάσια πράγµατα δεν ήταν παρά ένα όνειρο, δυστυχώς. Όλ’ αυτά τα σκεφτόταν από µικρή, κι αποτελούσαν το µικρό κι απόλυτα προσωπικό της Παράδεισο, το καταφύγιό της απ’ την πικρή πραγµατικότητα της ζωής της. Οι γονείς της τη λάτρευαν – ωραία. Τι να την κάνει όµως τη λατρεία τους όταν τους παρακαλούσε να της πάρουν ένα καινούριο φόρεµα κι εκείνοι της έφερναν µια πατσαβούρα που αγόραζαν απ’ τους πάγκους των τσιγγάνων στη λαϊκή; Α, και το κινητό. Τι ψυχή είχε ένα κινητό; Κι η κουτσή Μαρία είχε κινητό, γαµώτο! Όταν όµως εκείνη το ζητούσε απ’ τους γονείς της και τους παρακαλούσε γονατιστή να της το πάρουν, τότε αυτοί ξεκαρδίζονταν στα γέλια, λες και τους είχε πει να της πάρουν διαστηµόπλοιο! Και µετά, βεβαίως, άρχιζαν να της ζαλίζουν τον έρωτα λέγοντάς της διάφορες, υποτίθεται, διδακτικές µαλακίες του τύπου «σιγά µην κάνουµε πλούσιες τις πολυεθνικές», «ο άνθρωπος ζει µια χαρά και δίχως κινητά µαραφέτια» – λόγια του κώλου δηλαδή, που, βεβαίως, ποσώς την ενδιέφεραν. Ευτυχώς τουλάχιστον που είχαν καταλάβει ότι η λατρεµένη κόρη τους δε θα µπορούσε να ζήσει δίχως την ενυδατική της κρέµα – µπροστά στην προοπτική του να χάσουν κι ένα δεύτερο παιδί από µαράζι, έκαναν την καρδιά τους πέτρα και το σκατό τους παξιµάδι και µια φορά στους δυο µήνες της έδιναν είκοσι ευρώ για να πάει στο Hondos Center και να πραγµατοποιήσει αυτή την ουσιώδη και ζωτική ανάγκη της, έστω κι αν τα είκοσι ευρώ έφταναν µόνο για επίσκεψη στα ράφια µε τα είδη ευρείας κατανάλωσης. Δεν ήταν ζωή αυτή – κι όσο κι αν µερικές φορές η Μπέτυ προσπαθούσε να βρει κάποια λογική στα λόγια του πατέρα της, που έλεγε ότι «ο Θεός ξέρει» κι ότι «όλα στη ζωή έχουν ένα νόηµα», δεν κατάφερε τίποτα. Δυστυχώς, ως προς το θέµα της τροµερής της ατυχίας να γεννηθεί στους κόλπους µιας οικογένειας µπατίρηδων δεν έβρισκε απολύτως κανένα νόηµα. Θυµόταν πολύ καλά τι είχε γίνει πέρσι, στις 22 Μαΐου συγκεκριµένα. Για την Μπέτυ Ματζιούρη αυτή ήταν µια µέρα-ορόσηµο, σταθµός για τη µετέπειτα πορεία της στη ζωή. Τελειόφοιτοι του Γυµνασίου τότε, είχαν πάει µια εκπαιδευτική εκδροµή στην Ακρόπολη. Η Μπέτυ ανέκαθεν εκνευριζόταν µε καθετί αρχαίο – ήταν, βέβαια, που τα είχε σιχαθεί κι απ’ το σχολείο, είχε και τη µάνα της όλη µέρα µες στο σπίτι να ψέλνει αρχαία σαν την άδικη κατάρα, αλλά ειδικά όλ’ αυτά τα ντουβάρια στηµένα επί χιλιάδες χρόνια πάνω στον Ιερό Βράχο τής θύµιζαν αόριστα νεκροταφείο και την τρόµαζαν. Ως εκ τούτου δεν καταλάβαινε τους συµµαθητές της που κοιτούσαν εκστατικοί το «θαύµα», όπως έλεγαν – εκείνη δεν έβλεπε κανένα θαύµα. Να είχε µπροστά της το παλάτι στο οποίο κατοικούσε η Βίσση ή ο Ρουβάς ή ο Άρης Παγκράτης, µε τριάντα δωµάτια, πισίνες και µεγαλεία, µάλιστα, να το καταλάβαινε. Αυτά ήταν θαύµατα, όχι τα άχρηστα κατσάβραχα! Φαίνεται όµως ότι η Ακρόπολη ήταν άρρηκτα δεµένη µε το πεπρωµένο της, θαρρείς κι ήθελε να της δείξει το δρόµο της στη ζωή – γιατί εκεί, εκείνη τη µέρα, δεν ήταν µόνο το δικό της σχολείο. Έτυχε να εκδράµει για να θαυµάσει τις αρχαιότητες κι ένα ιδιωτικό σχολείο της Εκάλης. Η Μπέτυ έπαθε κακό εκείνη τη µέρα. Έβλεπε τα παιδιά των πλουσίων και το στόµα της είχε ανοίξει διάπλατα. Κρύος ιδρώτας την έλουσε, ενώ τα µάτια της είχαν γουρλώσει τόσο, που θύµιζαν πιατάκια του καφέ. Αυτά ήταν άτοµα: όλοι ήταν ντυµένοι µε την τελευταία λέξη της µόδας, πανάκριβα ρούχα, µουράτα παπούτσια, είχαν αέρα, παιδί µου, πώς να το κάνουµε. Κι εκείνη η δύστυχη είχε αέρα, και µάλιστα από γεννησιµιού της, αλλά δεν είχε λεφτά για να κάνει τον αέρα της να φυσήξει. Τα δικά της ρούχα παρέπεµπαν σε µόνιµο κάτοικο κρατικού
ασύλου για φτωχούς – κι ήταν και τα καλύτερα που είχε, γαµώτ... Άσε δε και το άλλο: τα παιδιά της Εκάλης, µηδενός εξαιρουµένου, είχαν όλα πάνω τους κινητά. Και φορούσαν κι ακριβά ρολόγια. Η Μπέτυ ανέκαθεν είχε µεγάλη αδυναµία στα ρολόγια – χρυσά, κατά προτίµηση. Εκείνη την ιστορική µέρα η Μπέτυ Ματζιούρη πήρε την απόφασή της: αφού οι γονείς της ήταν άχρηστοι και καταδικασµένοι να µείνουν για πάντα µπατίρηδες κι ελεεινοί, θα τους άφηνε στην τύχη τους: άλλωστε µόνοι τους την είχαν διαλέξει, κλείνοντας τα µάτια τους στις άλλες ελπιδοφόρες εναλλακτικές που τους χάριζε η οµορφιά τους. Όµως για την ίδια και για την τύχη της δεν είχαν κανένα δικαίωµα ν’ αποφασίζουν αυτοί. Το βράδυ εκείνης της µεγάλης µέρας η τηλεόραση είχε δείξει επανάληψη το διαγωνισµό των καλλιστείων. Καπάκι, σε διπλανό κανάλι έπαιζε και το Να η Ευκαιρία. Ωραία πράγµατα! Όλ’ αυτά µαζί η Μπέτυ τα θεώρησε σηµάδια της µοίρας, ότι εκείνη µπορούσε να ξεφύγει και ν’ αλλάξει ζωή, φτάνει να το ήθελε. Όλο το περσινό καλοκαίρι το είχε περάσει τρώγοντας τ’ αφτιά των ηλίθιων γέρων της να την αφήσουν να πάει να κάνει την τύχη της σε κάποια ανάλογη δοκιµασία –καλλιστεία, πρώτα και καλύτερα–, αλλά, δυστυχώς, αυτοί µόλις είχαν χάσει τον κανακάρη τους κι αλλού πατούσαν, αλλού βρίσκονταν. Ας είναι – η Μπέτυ διέθετε τεράστια αποθέµατα υποµονής. Αυτό που έκανε, πάντως, ήταν να κόψει την «καληµέρα» στους εφτά ηλίθιους απ’ την τάξη της, µε τους οποίους έκανε παρέα απ’ το Δηµοτικό: τον Μανόλη, τον Νικόλα, τον Μάρκο, τον Παναγιώτη, τον Στράτο, τον Αλκιβιάδη κι εκείνη τη σκατο-Αναστασία. Αυτοί αποδείχθηκαν εντελώς ακατάλληλοι: το µόνο που τους ένοιαζε ήταν να τρέχουν σε µια καλύβα στο βουνό και να λένε µαλακίες για την κοινωνία, τη δικαιοσύνη και το Θεό. Αν είναι ποτέ δυνατόν, νέα παιδιά και να µη θέλουν να πάνε σε καµιά καφετέρια, σ’ ένα µπαράκι, τέλος πάντων κάπου όπου ο κόσµος καλοπερνούσε κι έπνιγε το πρόβληµά του µέσα σε ήχους δυνατής ξένης µουσικής! Μάλιστα, παραλίγο να είχε µπλέξει για τα καλά στα δίχτυα εκείνου του Νικόλα, που της πουλούσε έρωτες κι ονειρευόταν να την παντρευτεί – ναι, καληνύχτα σας. Ευτυχώς που τον κατάλαβε εγκαίρως! Αυτός ήθελε να πάει να σπουδάσει ενώ την ίδια την ήθελε κλεισµένη στο σπίτι, µε ποδίτσα και παντούφλες, να µεγαλώνει κουτσούβελα – αυτός ήταν ο προορισµός της γυναίκας, κατά τις άκρως προοδευτικές απόψεις του Νικόλα. Όσο για τα καλλιστεία, εκεί πήγαιναν µονάχα οι «ελαφριές» κι οι «κοκότες» – αυτή ήταν η προσωπική του άποψη που την εξεδήλωνε µε πάθος κι όλοι οι υπόλοιποι κόπανοι της παρέας συµφωνούσαν ολόψυχα. Ε, λοιπόν, αυτή, που ήταν έξυπνο κορίτσι, ήξερε τι έπρεπε να κάνει: δεν µπορείς ν’ αλλάξεις ζωή όταν διατηρείς σχέσεις µε το παρελθόν σου. Γι’ αυτό λοιπόν τους έστειλε όλους στο διάολο χωρίς να τους δώσει εξηγήσεις – και που έβλεπε τις φάτσες τους κάθε πρωί στο σχολείο πολύ τους έπεφτε. Με το που πήγε στην πρώτη Λυκείου, άρχισε να κάνει τη µικρή επανάστασή της. Στο τρίτο τρίµηνο, που είχε µπει κι η άνοιξη για τα καλά κι η Μπέτυ δεν µπορούσε να κάθεται στην καρέκλα της ούτε δεµένη, το έσκαγε απ’ το µάθηµα τις δυο τελευταίες ώρες. Και πήγαινε για να δει από κοντά το µέρος όπου κατοικούσαν οι άνθρωποι που ήξεραν να ζουν. Κολωνάκι. Αχ, αυτή ήταν ζωή! Πλούτος, φήµη, αριστοκρατία... Όλ’ αυτά το Κολωνάκι τα διέθετε στον υπερθετικό βαθµό! Αυτό ήταν το µόνο «κακό» που έκανε: να πηγαίνει να οσφραίνεται λίγο απ’ τον αλλιώτικο αέρα που λαχταρούσε, αυτόν που οι γονείς της χαρακτήριζαν ελαφρά τη καρδία «µολυσµένο»!
Ούτε έµπλεξε µε κανέναν απ’ αυτούς τους πλούσιους γέρους που την κοίταζαν σαν ξερολούκουµο απ’ όπου κι αν περνούσε ούτε τίποτ’ άλλο κακό έκανε – να φανταστεί κανείς πως δεν είχε τολµήσει καν να περάσει απ’ το γραφείο του θείου της του Δάκη, που ήταν φάτσα πάνω στην πλατεία! Δυστυχώς όµως, η µάνα της, σαν ηλίθια που ήταν, τώρα που ανακάλυψε τις απουσίες, σίγουρα θα φανταζόταν ότι η κόρη της είχε διαπράξει τέρατα και σηµεία. Γι’ αυτό η Μπέτυ δεν µπήκε καν στον κόπο να της πει την αλήθεια γι’ αυτές τις απουσίες: αφενός, διότι η Δάφνη δεν επρόκειτο να την πιστέψει, κι αφετέρου, γιατί, ακόµα κι αν την πίστευε, θα της έλεγε πάλι τα γνωστά, ότι ήταν µια «ανεγκέφαλη», «µια υποψήφια πουτάνα που µπροστά στα λούσα δε λογάριαζε ούτε ιερό ούτε όσιο» και, φυσικά, βεβαίως, ότι το µόνο σωστό που έπρεπε να κάνουν σαν γονείς γι’ αυτήν ήταν να την κλειδώσουν στο υπόγειο, µε τις σαλαµάνδρες και τους αρουραίους, για να «συνετιστεί» και να µην τους ξεφτιλίσει, διότι µπορεί να ήταν φτωχοί, αλλά δεν έπαυαν να είναι τίµιοι. Η Μπέτυ ήξερε ότι ο πατέρας της της είχε µεγάλη αδυναµία, αλλά δεν µπορεί, όλο και κάποιο τρόπο θα έβρισκε η γυναίκα του για να τον πείσει «για το καλό της θυγατέρας τους» – οπότε πιθανότατα δε θα γλίτωνε το κλείδωµα στο υπόγειο. Κι αυτή σήµερα έπρεπε πάση θυσία να είναι έξω, ελεύθερη, για να βρίσκεται ακριβώς εδώ που βρισκόταν τώρα, ώρα τρίτη πρωινή. Γι’ αυτό λοιπόν, κι επειδή η µάνα της της έσπασε τα νεύρα κι εφόσον η µικρή Μπέτυ κατάλαβε ότι είχε πια φτάσει ο καιρός να πιάσει τον ταύρο απ’ τα κέρατα –η µάνα της την απείλησε ότι όλο το καλοκαίρι θα το περνούσε κάνοντας φροντιστήριο, Παναγία µου–, ξεκίνησε εκείνο τον οµηρικό καβγά, που κατέληξε σ’ ένα πατόκορφο ξέχεσµα µε αποκορύφωµα το βρόντο στην πόρτα και την επακόλουθη εξαφάνισή της απ’ το σπίτι, πριν προλάβει να τη σταµατήσει η Δάφνη. Και τώρα να, κόντευε να ξηµερώσει κι εκείνη δεν είχε γυρίσει ακόµα! Ποτέ πριν δεν το είχε κάνει αυτό – αλλά κάποτε θα γινόταν. Ίσως ήταν ο µόνος τρόπος για να δώσει στους γονείς της να καταλάβουν πως, για ό,τι την αφορούσε, το πάνω χέρι το είχε αυτή – και µόνο αυτή. Η επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη – κι η Μπέτυ ήταν αποφασισµένη να δώσει τον αγώνα µέχρις εσχάτων. Μόλις θα γύριζε στο σπίτι, θα δήλωνε στους γονείς της κατηγορηµατικά ότι όχι µόνο δεν είχε καµιά επιθυµία να ξαναπατήσει το πόδι της στο σχολείο, αλλά θα άρχιζε να θέτει αµέσως σ’ εφαρµογή όλα τα µεγαλεπήβολα σχέδιά της: θα πήγαινε στα καλλιστεία, θα πήγαινε στο Να η Ευκαιρία και στο Fame Story και, βεβαίως, θα πήγαινε τρέχοντας και στην οντισιόν που διοργάνωνε ο Άρης Παγκράτης. Η έξαψη που της δηµιουργούσε η αίσθηση ότι είχε κάνει κάτι που δεν επιδεχόταν πισωγύρισµα, η προοπτική του χρυσού µέλλοντος, αλλά και µια µικρή δόση φόβου, του φόβου που συνοδεύει όλες τις κοσµογονικές αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου, έκανε τα µάγουλά της να καίνε σαν πυροστιές. «Εεεε! Πού στον κόρακα ταξιδεύεις τόση ώρα;» τη συνέφερε µια τσιριχτή φωνή που προσπαθούσε ν’ ακουστεί µέσα στο χάος. Ήταν η Σήλια, µια καινούρια φίλη που είχε αποκτήσει τον τελευταίο καιρό, δεκαοχτώ χρόνων, έµπειρη, σοφή, περπατηµένη. Ήταν πωλήτρια σε πολυτελέστατο κατάστηµα του Κολωνακίου – είχαν δει τα µάτια της! Χάρη στη Σήλια βρισκόταν απόψε εδώ, σ’ ένα πολύ ψαγµένο µπαρ στην Κηφισιά, γεµάτο µε καλό κόσµο που γιόρταζε µια πολύ συγκεκριµένη περίσταση: η φετινή σεζόν των Έρηµων Δρόµων είχε τελειώσει κι ο Άρης Παγκράτης διοργάνωνε αυτό το πάρτι για να γιορτάσει την
τροµαχτική επιτυχία, παρέα µε καλούς φίλους και άγνωστους θαυµαστές. Ε, αυτή την περίσταση µια Μπέτυ Ματζιούρη δε θα την έχανε µε τίποτα στον κόσµο – πάλι καλά που ο Θεός της είχε στείλει αυτή την καλή κοπέλα, τη Σήλια, που της έδωσε κι αυτό το τέλειο φόρεµα να βάλει για να µη µοιάζει µε παιδί των φαναριών. «Σκέφτοµαι ότι όταν θα γυρίσω σπίτι οι γονείς µου θα µε σκοτώσουν», είπε συλλογισµένη, εν τω µέσω µιας άνευ προηγουµένου φασαρίας. «Τι ώρα είναι;» «Κοντεύει τρεις και τέταρτο», βρυχήθηκε η Σήλια. «Ιιιι!» έκανε η Μπέτυ τροµοκρατηµένη. «Μα πού είναι επιτέλους ο Άρης; Γιατί αργεί τόσο πολύ;» Τον είχε αποκαλέσει µε το µικρό του όνοµα λες και τον ήξερε κι από χτες. Αλλά, πάλι, ο Άρης ήταν τέτοιος, δηµιουργούσε µε τον κόσµο µια τέτοια σχέση αµεσότητας κι οικειότητας, που ο καθένας έβρισκε στο πρόσωπό του αυτό που ήθελε: το γιο, τον αδερφό, τον πατέρα, το λατρεµένο σύζυγο, τον τέλειο γείτονα, τον παλιόφιλο απ’ το στρατό και πάει λέγοντας. Συγκεκριµένα η Μπέτυ, πάντως, έβρισκε στο πρόσωπό του τον άντρα των ονείρων της. «Ε, δεν καταλαβαίνεις;» γέλασε η Σήλια. «Θέλει να δει πόσο τον αγαπάει ο κόσµος! Κοντεύει να ξηµερώσει και κανένας δεν έχει φύγει, όλοι περιµένουµε να τον δούµε!» «Αµήν και πότε, γιατί αν...» άρχισε να λέει η Μπέτυ. Όµως, εκείνη ακριβώς τη στιγµή βαβούρα παρατηρήθηκε στην είσοδο του κοσµικού µπαρ. Ζητωκραυγές, ιαχές, χειροκροτήµατα, σφυρίγµατα και φλας φωτογράφων που άρχισαν ν’ αστράφτουν όλα µαζί δεν άφηναν καµία αµφιβολία σε κανέναν ότι το µεγάλο είδωλο, το αναντικατάστατο ίνδαλµα της σύγχρονης εποχής, ο θεός, βρισκόταν προ των πυλών. Η καρδιά της Μπέτυς κόντεψε να σταµατήσει. Έτρεξε σαν τρελή προς την πόρτα µε κίνδυνο να ποδοπατηθεί, αφήνοντας σύξυλη τη φίλη της τη Σήλια να την κοιτάζει κατάπληκτη. Θεούλη µου, να τος! Ο Άρης Παγκράτης πληµµύρισε το χώρο, πιο κούκλος απ’ όσο φαινόταν στην τηλεόραση και στα περιοδικά. Χαµογελούσε ευτυχισµένος, προσπαθώντας να καθησυχάσει το πλήθος που τον επευφηµούσε –κάποιοι πήγαν να τον σηκώσουν και στα χέρια– και τα πάντα πάνω του ανέδιδαν τον αέρα της σιγουριάς και της ήρεµης δύναµης που µόνο οι αληθινά ισχυροί αυτού του κόσµου διαθέτουν. Μαζί του, συνοδεία, ένας χοντρός τύπος και δυο ξανθιές καλλονές, αρκετά ωραίες, αλλά µπροστά τους η Μπέτυ έσκιζε, κι αυτό το κατάλαβε απ’ αυτό που έγινε το αµέσως επόµενο δευτερόλεπτο. Παρά το χαµό, το πλήθος και τις ξανθιές που τον συνόδευαν, ο Άρης Παγκράτης έστρεψε το κεφάλι του προς τα δεξιά και... Η Μπέτυ κόντεψε να λιποθυµήσει. Θεούλη µου, την είχε κοιτάξει! Ο θεός την είχε κοιτάξει! Κι όχι για ένα τόσο δα δευτερολεπτάκι, την κοίταξε για τέσσερα δευτερόλεπτα ακριβώς, και για όλο αυτό το διάστηµα δεν πήρε ούτε στιγµή τα µάτια του από πάνω της. Και µετά έγειρε λίγο το κεφάλι του στο πλάι, µισόκλεισε τα µάτια του και της χαµογέλασε! Αν αυτό δεν ήταν όνειρο, τότε δεν µπορεί, ήταν το πιο αποκαλυπτικό σηµάδι της µοίρας. Ξέχασε και τις απουσίες και τον καβγά µε τη µάνα της και το επικείµενο ψαλτήρι που την περίµενε όταν θα τολµούσε να διαβεί ξανά το κατώφλι του σπιτιού της. Μόνο ένα πράγµα είχε πληµµυρίσει το µυαλό της, ολόκληρη την ύπαρξή της. Αυτό τον άντρα έπρεπε να τον γνωρίσει. Οπωσδήποτε. Πάση θυσία.
Κι έτσι θα γινόταν – αλλά, φυσικά, όχι τώρα, µεσούντος του χαµού. Αλλού. Δόξα τω Θεώ, όπως θα έλεγε κι ο πατέρας της, υπήρχε κάποιος άνθρωπος που θα µπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ήταν ήδη ούτως ή άλλως περίεργη, πάντως ποτέ δεν περίµενε ότι θα ερχόταν µια µέρα που το απαίσιο τρίξιµο της εξώπορτας θα ακουγόταν στ’ αφτιά της ως θεία µελωδία σταλµένη κατευθείαν απ’ τον ουρανό, η µία και µόνη ικανή να την ηρεµήσει και να καθησυχάσει έναν προς έναν όλους τους φόβους που είχαν φωλιάσει στο µυαλό και την ψυχή της και τα κατέτρωγαν σιγά σιγά, όπως το σαράκι που τρώει ένα παλιό ξύλο. Απ’ όλους τους ανθρώπους του πλανήτη µόνο ο Λευτέρης είχε πάνω της αυτή την τόσο κατευναστική επίδραση – της ήταν αρκετό να χαθεί µέσα στα καθαρά του µάτια και ν’ αντικρίσει το γλυκό, γεµάτο ανυπόκριτη αγάπη χαµόγελό του για να βρει νόηµα κι ουσία και στα πιο ακατανόητα πράγµατα, ακόµα κι όταν χαλούσε γύρω της ολόκληρος ο κόσµος κι η ζωή τής επιφύλασσε στιγµές που θα προτιµούσε να πέθαινε παρά να τις ζούσε. Λίγο πριν, η ίδια ήταν που είχε λυγίσει κάτω απ’ το βάρος του φόβου και της αβεβαιότητας. Όµως τώρα, µετά απ’ το τρίξιµο της πόρτας, η Δάφνη ένιωσε σαν να ξαναγεννήθηκε απ’ την αρχή, για άπειρη φορά. Είχε έρθει ο σωτήρας της – κοντά του όλα έµοιαζαν αλλιώτικα, σαν να είχε πέσει µια ακτίνα φωτός πάνω στις σκιές και τις έκανε λιγότερο τροµαχτικές: το παρόν γινόταν λιγότερο δυσοίωνο, το παρελθόν έµοιαζε πιο αχνό, το µέλλον λιγότερο αβέβαιο... Στην προοπτική ότι θα τον έβλεπε, τα ξέχασε όλα, ακόµα κι αυτά που µέχρι πριν λίγο τα σκεφτόταν µε τέτοια ένταση που έκανε το σώµα της να πονάει, περασµένα γεγονότα και πιθανά µελλούµενα που της φαίνονταν βάρος αβάσταχτο, πρόβληµα άλυτο, που κάνει το ψυχιατρείο να φαντάζει λύτρωση. Όχι, τίποτα δεν ξέχασε, όλα ήταν εκεί, τα κουβαλούσε µέσα της, φαντάσµατα κι ακαθόριστες εικόνες µιας ολόκληρης ζωής, αλλά να, τώρα είχε έρθει ο άγγελός της και θα τα µοιραζόταν µαζί του – απ’ αυτόν, γι’ αυτόν, µ’ αυτόν όλα έµοιαζαν πιο εύκολα, σχεδόν αντιµετωπίσιµα, όσο κι αν η πραγµατικότητα ήταν σκληρή... Πόσο αντιφατικά ήταν όλα... Ήταν άτυχη, ναι, αλλά µέσα στην ατυχία της ήταν και τυχερή. Μπροστά της βρισκόταν ο τελευταίος άγγελος που ξέµεινε στο µάταιο τούτο κόσµο, είχε τα χέρια του ολάνοιχτα και την περίµενε χαµογελαστός. Όλη αυτή η θύελλα των συναισθηµάτων της έγινε λυγµός την ώρα που έπεφτε µε λαχτάρα στην αγκαλιά του. «Λευτέρη...» Ο άντρας της τη φίλησε όπως πάντα, µε την ίδια θέρµη της πρώτης φοράς, µε µια φλόγα που ούτε τα βάσανα ούτε οι έγνοιες της καθηµερινότητας ούτε ο χρόνος είχαν καταφέρει να σβήσουν. «Κορίτσι µου...» µουρµούρισε µε το κεφάλι του βυθισµένο στη λακκουβίτσα του λαιµού της. «Γιατί είσαι µε τα ρούχα; Δεν κοιµήθηκες ακόµα;» Η Δάφνη τον κράτησε ακόµα πιο σφιχτά στην αγκαλιά της, σαν να φοβόταν ότι ήταν η τελευταία φορά κι ότι από στιγµή σε στιγµή θα εµφανιζόταν µπροστά της η ίδια η µοίρα, ντυµένη στα µαύρα, θ’ άπλωνε το παγωµένο χέρι της και θα της τον έπαιρνε για πάντα. «Λευτέρη... φοβάµαι», ψιθύρισε κι άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε γιατί ακριβώς έκλαιγε, αν ήταν απ’ την πίκρα που ξεχείλισε ή απ’ την ανακούφιση επειδή επιτέλους βρισκόταν στα χέρια του, το µοναδικό ασφαλές καταφύγιο που είχε. «Χριστός και Παναγία!» αναφώνησε ο Λευτέρης. Την απώθησε µαλακά απ’ την αγκαλιά του και πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του για να την κοιτάξει κατάµατα. «Τι έγινε, κορίτσι µου; Γιατί κλαις; Μα...» Πλησίασε τη µύτη του στο στόµα της και οσφράνθηκε σαν σκύλος που
αναζητά µια πολύτιµη πληροφορία. «Δεν το πιστεύω!» αποφάνθηκε τελικά. «Δάφνη, έπινες;» Η Δάφνη θυµήθηκε την πικρόξινη γεύση του αλλοιωµένου κονιάκ. Την ώρα που το κατέβαζε απ’ το µπουκάλι δεν την είχε προσέξει – αυτά που σκεφτόταν όταν µπεκρούλιαζε ήταν πολύ πιο πικρά και ξινά, και τα σκεφτόταν τόσο έντονα, που δεν έµενε καθόλου χώρος ή χρόνος για ν’ αφιερώσει στις πέντε αισθήσεις της. Τουναντίον, ένιωθε κι ανακούφιση που είχε τουλάχιστον τη δυνατότητα να πιει εκείνη ακριβώς τη στιγµή που το τραβούσε η ψυχούλα της, έστω κι αν αυτό που ήπιε έµοιαζε περισσότερο µε χαλασµένο παράγωγο πετρελαίου. Όµως τώρα η ανάµνηση της γεύσης αναδύθηκε µέσα στο στόµα της πιο εµετική από ποτέ. Η Δάφνη έκανε µια γκριµάτσα αηδίας που κατέληξε σε µια υποψία χαµόγελου. «Εκείνο το κονιάκ, απ’ τον καιρό του Νώε...» Γέλασε πικρά ενώ τα µάτια της έσταζαν ακόµα δάκρυα – «κλαυσίγελως», έτσι θα χαρακτηριζόταν απ’ τους αρχαίους ηµών προγόνους η κατάστασή της. Ανέκαθεν το να µπολιάζει το χάλι της µε κατάλληλα αρχαία γνωµικά ή σκηνές και τίτλους από παλιές καλές ελληνικές ταινίες τη βοηθούσε να επανέρχεται σε κατάσταση ηρεµίας πιο γρήγορα κι εύκολα απ’ όσο θα τολµούσε να ελπίζει. Μάλιστα, η έµφυτη κλίση της προς τα αρχαία είχε την τάση να εκδηλώνεται όλες τις ώρες – ακόµα και τις πιο ακατάλληλες. Αναστέναξε βαθιά. Κοίταξε τον άντρα της που την παρατηρούσε έκπληκτος κι είδε στα µάτια του να τρεµοπαίζει µια αχνή φλόγα φόβου – ο καηµένος, ο γλυκός της Λευτέρης... «Μη µ’ αφήνεις στην αγωνία µου, Δάφνη», εξωτερίκευσε το φόβο του ο Λευτέρης. «Τι έχει συµβεί;» Η βεβαιότητα του Λευτέρη ότι κάτι είχε συµβεί οπωσδήποτε της έφερε µια κρίση νευρικού γέλιου. «Από πού ν’ αρχίσω; Ων ουκ έστιν αριθµός!» Απ’ αυτό το αρχαίο ο Λευτέρης κατάλαβε κυρίως το «ουκ» – το θυµόταν απ’ τις Δέκα Εντολές της Παλαιάς Διαθήκης. Πέρα απ’ αυτό, και παρά την κούρασή του, ήταν κι έξυπνος άνθρωπος. Δεδοµένου λοιπόν του νεοελληνικού προλόγου και συνδυάζοντας το «ουκ» µε τον «αριθµό», συνειδητοποίησε ότι είχε να ακούσει πολλά δυσάρεστα γεγονότα. «Ουκ» συν «αριθµός» ίσον ολόκληρο κατεβατό. Απλά ελληνικά. Παρ’ όλ’ αυτά, κατάφερε και χαµογέλασε. Συνηθισµένα τα βουνά στα χιόνια. Δόξα Σοι ο Θεός. «Το παιδί; Όλα καλά;» ρώτησε σιγανά. Η Δάφνη ξανάρχισε να γελάει µε τρόπο που θα µπορούσε να δηµιουργήσει στους ειδικούς βάσιµες υποψίες για την ψυχική της υγεία. «Πάµε να σου βάλω να φας;» Άσχετο. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ. «Δεν πεινάω, Δάφνη µου», είπε κουρασµένα. Η γυναίκα παραξενεύτηκε. Ο Λευτέρης δούλευε δεκάξι ώρες τη µέρα, µάλιστα ήταν θαύµα το πώς δεν είχε ακόµα ρέψει απ’ την κούραση. Πώς ήταν δυνατόν να µη θέλει να φάει; Αυτό, σε συνδυασµό µ’ εκείνη την κάθετη ρυτίδα που υπήρχε ανάµεσα στα φρύδια του, ρυτίδα που εµφανιζόταν µόνο σε στιγµές µεγάλης κρίσης, την έκανε να οδηγηθεί στο ασφαλές συµπέρασµα πως κι ο Λευτέρης σήµερα δεν ήταν καθόλου στα καλά του. Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει για να µην τη στενοχωρήσει, ανάµεσα σε δύο αδελφές ψυχές τίποτα δεν µπορεί να µείνει για πολλή ώρα κρυφό. Κι ο Λευτέρης δεν τα πήγαινε καθόλου καλά µε το θέατρο. Βέβαια, απ’ την άλλη, ακόµα κι ένας άγγελος έχει το δικαίωµα να λυγίζει πότε πότε. Την ίδια στιγµή η Δάφνη είχε µετανιώσει που υποδέχτηκε τον άντρα της µε «κλαυσίγελω». Ο Λευτέρης ήταν ο µοναδικός σύνδεσµός της µε τη λογική πάνω σε τούτο τον τρελό κόσµο.
Έπρεπε λοιπόν να σφίξει την καρδιά της και να τον παρηγορήσει γιατί κάτι τέτοιο φαινόταν να χρειάζεται – αν εκείνος δεν ξανάβρισκε το χαµόγελό του, τότε πώς εκείνη θα ένιωθε ξανά ασφάλεια; Προσπάθησε να πνίξει τον τρόµο που αναδυόταν απ’ τα βάθη του εαυτού της γι’ αυτά που µπορεί να άκουγε απ’ το στόµα του άντρα της. Ο Λευτέρης πολύ σπάνια ήταν έτσι. «Κι εσύ κάτι έχεις, λοιπόν! Πάµε στον καναπέ να µου τα πεις, και µετά να σ’ τα πω κι εγώ. Τι στεκόµαστε σαν χαζοί; Άντε!» Τον πήρε απ’ το χέρι και τον οδήγησε στον καφετί καναπέ. Αλήθεια, τα υφάσµατα των επίπλων χρειάζονταν επειγόντως άλλαγµα – εδώ που τα λέµε, και τα ίδια τα έπιπλα χρειάζονταν επειγόντως άλλαγµα, αλλά αυτό θα µπορούσε να περιµένει για µια άλλη ζωή. Ένα Τζόκερ, ένα Λόττο, ακόµα κι ένα Προπό, θα µπορούσαν βέβαια να βοηθήσουν κάπως την κατάσταση, αλλά οι Ματζιούρηδες δε στηρίζονταν ποτέ στην τύχη διότι δεν τους περίσσευε φράγκο τσακιστό για να την κυνηγήσουν. Μέσα στο µυαλό της πήγαιναν κι έρχονταν του κόσµου οι ασύνδετες σκέψεις, ωστόσο η Δάφνη ένιωθε ότι βρισκόταν στα πρόθυρα µιας σοβαρής αποκάλυψης, µιας ξαφνικής, συγκλονιστικής έµπνευσης που κρυβόταν σε κάποια φαινοµενικά ασήµαντη λεπτοµέρεια. Για την ώρα προείχαν οι αποκαλύψεις του Λευτέρη. «Λοιπόν; Τι έγινε;» τον παρακίνησε. Εκείνος την κοίταξε για δυο στιγµές – και τότε η ρυτίδα ανάµεσα στα φρύδια του εξαφανίστηκε, το πρόσωπό του φωτίστηκε και το χαµόγελό του έγινε πιο ζεστό κι απ’ την κάψα της νύχτας του Ιούνη. «Με συγχωρείς, κορίτσι µου. Μπορεί να σε τρόµαξε η αγριόφατσά µου όταν µπήκα στο σπίτι. Μωρέ, τι βλάκας είµαι! Δόξα τω Θεώ να λέµε...» «Λευτέρη!» σφύριξε προειδοποιητικά η Δάφνη. Εκείνος παραδόθηκε στη µοίρα του – άλλωστε δεν µπορούσε να µην της το πει. Η ζωή τους ήταν έτοιµη ν’ αλλάξει για άλλη µια φορά. «Σήµερα, στη δουλειά. Να... τέλος πάντων, µπαίνω αµέσως στο ψητό. Τα πετρέλαια θα περάσουν σε χέρια ιδιωτών. Προετοιµάζονται απολύσεις. Το όνοµά µου είναι µέσα». Το στόµα της Δάφνης άνοιξε διάπλατα. «Πότε;» «Ζήτηµα ηµερών». «Μα η κυβέρνηση είχε πει ότ...» Σειρά του Λευτέρη να ξεσπάσει σε γέλια – κι ενώ η Δάφνη λάτρευε το γέλιο του άντρα της, αυτό το συγκεκριµένο έφτασε στ’ αφτιά της υπερβολικά παράφωνο και στριγκό, σαν παράπονο µεταµφιεσµένο σε ευτυχία. «Σε καλό σου, γυναίκα, µ’ έκανες και γέλασα! Παραµύθια της Χαλιµάς! Είδαµε πώς σας ξαναπροσέλαβε κι εσάς τους συµβασιούχους η κυβέρνηση! Τι τη νοιάζει την κυβέρνηση, ρε Δάφνη; Τι καρφί τούς καίγεται αν θα µείνουµε στο δρόµο διακόσες πόσες οικογένειες; Ούτε οι πρώτοι είµαστε ούτε οι τελευταίοι, σου λέει! Το συµφέρον του κράτους πάνω απ’ όλα κι όσο για σας, έχει ο Θεός! Ναι, βέβαια, συµφωνώ, ο Θεός έχει, αλλά να σου πω, ρε γυναίκα, πικραίνοµαι όταν όλοι αυτοί οι τύποι πιάνουν στο στόµα τους το Θεό µόνο όταν πρόκειται να χρυσώσουν χάπια, καταντάει κι αστείο δηλαδή...» Η Δάφνη κούνησε το κεφάλι της µε σηµασία. Πολύ σωστά! Τι σκατά δεκάρα έδινε η κυβέρνηση γι’ αυτούς; Και για να είµαστε και δίκαιοι, όχι µόνο η κυβέρνηση, όλοι τους, κι αυτοί που τώρα ήταν αντιπολίτευση αλλά κάποτε θα ξαναγίνονταν κυβέρνηση, ψέµατα; Αυτούς όλους το µόνο που τους ένοιαζε ήταν να δουλεύουν τον κοσµάκη µοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις µε µοναδικό τους σκοπό να εξασφαλίζουν πάση θυσία τις καρέκλες τους, οι οποίες, βεβαίως, ήταν γι’ αυτούς πιο σηµαντικές κι απ’ τον ατµοσφαιρικό αέρα. Οι καρέκλες ήταν ο δρόµος τους προς τη γλύκα της εξουσίας, τα µεγαλεία και τις βίλες στα βόρεια προάστια – και
για να βεβαιωθούν ότι δε θα χάσουν το δρόµο τους, έβγαιναν κάθε βράδυ στα κεντρικά δελτία ειδήσεων κι έλεγαν µαλακίες, κάθε τέσσερα χρόνια βολόδερναν από γειτονιά σε γειτονιά µε τον ίδιο ακριβώς σκοπό –το να πουν µαλακίες– και µετά ξεχνούσαν όλα όσα είχαν υποσχεθεί, κοτσάροντας πού και πού και το Θεό, για να έρθει και να κλείσει και λίγο συγκινητικά η όλη περίσταση. Φυσικά, ο Θεός ήταν απαραίτητο δικαιολογητικό και συνάµα συγχωροχάρτι για τις ατιµίες τους... Ατιµίες, µάλιστα! Εκτός απ’ την παραµονή των εκλογών, είχαν περάσει ποτέ άλλοτε όλοι αυτοί οι κοστουµαρισµένοι άρχοντες απ’ τις φτωχογειτονιές να δουν πώς ζούσε ο κόσµος; Όχι, βέβαια, διότι εκείνοι είχαν πια συνηθίσει να µένουν στις επαύλεις τους στις Κηφισιές, τα Ψυχικά και τα Κολωνάκια, µε τους ωραίους δρόµους, µε τα πράµατα, µε τα θάµατα, οχ, αδερφέ, ποιος έχει όρεξη, µωρέ, να τρέχει στην Πετρούπολη, στην Κοκκινιά, στο Πέραµα, στα Λιόσια, να λερώνει τα χειροποίητα δερµάτινα παπούτσια του στις λάσπες και να βυθίζει τις ρόδες των πανάκριβων υπουργικών Μερσεντές µέσα στα βροµόνερα που είχαν µαζέψει οι λακκούβες του δρόµου που δεν έκλεισαν ποτέ, παρά τις υποσχέσεις... Τίποτα. Καρεκλίτσα κι άγιος ο Θεός – κι από κει και πέρα όλα ας γίνουν στάχτη και µπούρµπουλη, κι ο φτωχός κοσµάκης που ίδρωνε για µια µπουκιά πικρό ψωµί ήταν αόρατος, σαν τζάµι που το καθάρισε Azax µε αµονιαζόλ. Τα χείλη της τρεµόπαιξαν, αλλά αυτή τη φορά έπνιξε το κλάµα της αποτελεσµατικά, σαν να είχε µπροστά της ολόκληρη την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση κι όλους τους καρεκλοκένταυρους του έθνους – ποτέ δε θα έδινε στους ψεύτες την ικανοποίηση να τη δουν να κλαίει. «Τι να γίνει, Λευτέρη, βλέπεις, ο καπιταλισµός...» άρχισε να λέει. «Έµαθα και κάτι άλλο. Και µη σου πω ότι µε πείραξε περισσότερο κι απ’ το ότι θα µε πετάξουν στο δρόµο», τη διέκοψε συλλογισµένος. «Η κυρα-Ναυσικά είναι στο νοσοκοµείο». «Ποια κυρα-Ναυσικά, η µάνα της Ελενίτσας; Τι έπαθε;» ρώτησε η Δάφνη µε αληθινό ενδιαφέρον. Κι οι δυο κυρούλες ήταν δικές τους, εκεί, της γειτονιάς. «Δε θα το πιστέψεις. Πήγαινε στην εκκλησία η γυναικούλα και ξαφνικά της επιτέθηκαν δυο αλήτες. Της τράβαγαν την τσάντα, την έριξαν κάτω κι η γιαγιούλα έσπασε τη λεκάνη της και τα πόδια της. Τη βάλανε στο χειρουργείο και της περάσανε λάµες. Θα µείνει στο νοσοκοµείο ένα µήνα. Ο Σάββας τραβάει τα µαλλιά του. Πού να βρουν λεφτά να πληρώνουν αποκλειστική; Η γυναικούλα δεν µπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί...» Η Δάφνη δεν πίστευε στ’ αφτιά της. «Πόσα λεφτά είχε στην τσάντα της;» ψιθύρισε βραχνά. «Δώδεκα ευρώ». Η Δάφνη έµεινε άφωνη. Ξαφνικά κάτι αόρατο ήρθε κι έκατσε πάνω στο στήθος της, δεν µπορούσε ούτε ν’ αναπνεύσει. Κάποιος ελεεινός κλέφτης που έψαχνε το εύκολο χρήµα, ίσως ένας απελπισµένος πρεζάκιας, ίσως κάποιος φτωχός που έφτασε στα έσχατα όρια απόγνωσης, χρειαζόταν επειγόντως δώδεκα ευρώ κι αυτό η κυρα-Ναυσικά κόντεψε να το πληρώσει µε τη ζωή της. Εκεί είχε φτάσει η κατάντια του ανθρώπινου είδους, να σκοτώνει ο ένας τον άλλο για δώδεκα ευρώ. Εξαίσια. Αλλά, βέβαια, σε µια εποχή σαν τη σηµερινή, αυτό που έπαθε η κυρα-Ναυσικά αφορούσε µόνο την ίδια, που σακατεύτηκε, την κόρη της, που δούλευε στα σκουπίδια του δήµου Πετρούπολης µε σύµβαση που οσονούπω έληγε, το γαµπρό της τον Σάββα που έπρεπε να δουλεύει το ξένο ταξί είκοσι οχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο για να θρέψει τον εαυτό του, τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους και, σαν να µην έφταναν όλ’ αυτά, τώρα έπρεπε να κόψει το λαιµό του να βρει κι άλλα λεφτά για να πληρώσει την αποκλειστική της γιαγιάς. Επίσης, το
πάθηµα της κυρα-Ναυσικάς αφορούσε το νοσοκοµείο, που όταν είδε ότι η γιαγιά είχε βιβλιάριο απορίας στραβοµουτσούνιασε ολόκληρο, απ’ τα θεµέλια µέχρι τις ταράτσες, και, βεβαίως, αφορούσε κι ανθρώπους σαν τον Λευτέρη, που είχαν ακόµα τόση καλοσύνη µέσα τους ώστε να θεωρούν το πάθηµα της κυρα-Ναυσικάς µεγαλύτερο απ’ την επικείµενη απόλυσή τους από µια δουλειά στην οποία δε στήριζαν την απλή αύξηση του οικογενειακού εισοδήµατος για να καλοπεράσουν αλλά την ίδια την επιβίωσή τους. Εντελώς προσωρινά, το πάθηµα της κυρα-Ναυσικάς ίσως να αφορούσε και το αυριανό δελτίο ειδήσεων των οχτώ όποιου καναλιού ασκούσε αντιπολιτευτική κριτική στην κυβέρνηση. Η Δάφνη ήξερε τι θα έλεγαν τα κανάλια πριν το πουν: «H αδυναµία της κυβέρνησης να ελέγξει την εγκληµατικότητα προκαλεί φόβο κι αβεβαιότητα στους πολίτες. Γιαγιά απ’ την Πετρούπολη κόντεψε να βρει τραγικό θάνατο», µπλα µπλα µπλα. Κι αφού ο εκφωνητής θα παρουσίαζε το θέµα µε στόµφο, δίνοντας έµφαση σ’ όλες τις σατανικές λεπτοµέρειες µε ειδικά γκρο πλαν στο τσακισµένο απ’ τον πόνο πρόσωπο της γιαγιάκας, ξαπλωµένης σε κάποιο ράντσο δηµόσιου νοσοκοµείου, θα συνέβαιναν τρία σηµαντικά πράγµατα: πρώτον, η κοινή γνώµη θα ευχαριστιόταν µέχρι σκασµού απ’ την πλήρη και πολύπλευρη ενηµέρωση, άλλωστε οι σκηνές φρίκης και πόνου είχαν ανέκαθεν την ιδιότητα να συναρπάζουν τον κοσµάκη περισσότερο απ’ τα πολιτικά. Δεύτερον, το αντιπολιτευτικού προσανατολισµού κανάλι που θα µετέδιδε την είδηση θα κατακεραύνωνε «τους ψεύτες της κυβέρνησης» όχι µόνο διότι «δεν κατάφεραν να ελέγξουν την εγκληµατικότητα», αλλά και γιατί, παρά τις αντίθετες εξαγγελίες, εξακολουθούσε να υφίσταται το «αισχρό φαινόµενο των ράντσων στα δηµόσια νοσοκοµεία» – οπότε, µ’ ένα σµπάρο, δυο τρυγόνια. Δύο ειδήσεις στην τιµή της µιας! Και, τρίτον και σπουδαιότερον, παρά το τροµερό της πάθηµα, που µπορεί να της στοίχιζε µακροπρόθεσµα και την ίδια τη ζωή της διότι ήταν γριά γυναίκα, η κυρα-Ναυσικά θα είχε καταφέρει να κερδίσει µε το σπαθί της τα πέντε λεπτά δηµοσιότητας που δικαιούνται όλοι πάνω σ’ αυτό τον πούστη κόσµο, διότι υπό κανονικάς συνθήκας η καηµένη δε θα έβγαινε ποτέ των ποτών στην τηλεόραση, ούτε καν σε συνέντευξη που έπαιρναν στη λαϊκή οι µαθητευόµενοι δηµοσιογράφοι πρωινών εκποµπών µε θέµα την εκτόξευση της τιµής του µαϊντανού στα πενήντα λεπτά, από πενήντα δραχµούλες του Θεού που κόστιζε τον παλιό, καλό καιρό. Αυτά θα συνέβαιναν µε το πάθηµα της κυρα-Ναυσικάς. Μετά θ’ άρχιζε το Fame Story και τα λοιπά, οι πρώην αγανακτισµένοι θεατές θα έπεφταν µε τα µούτρα και το θέµα της κυρα-Ναυσικάς θα ξεχνιόταν πάραυτα – κι η ζωή συνεχίζεται, για όλους τους υπόλοιπους εκτός απ’ αυτούς που πρέπει να πληρώσουν τις συνέπειες για πράξεις και παραλείψεις αλλωνών. Βεβαίως εδώ γεννιόταν κι ένα άλλο, µείζον θέµα. Ποιανού το αφτί θα ίδρωνε µε το πάθηµα της κυρα-Ναυσικάς, είτε το είχε είτε δεν το είχε ακούσει; Της κυβέρνησης πάντως σίγουρα όχι. Η κυβέρνηση δε θα αντιµετώπιζε ποτέ παρόµοια προβλήµατα, πρώτον, διότι αυτούς τους κυκλοφορούσαν πάντοτε θωρακισµένα αυτοκίνητα και σωµατοφύλακες, άρα η πιθανότητα να πέσουν θύµατα απόπειρας ληστείας από τσαντάκηδες καθίστατο πρακτικά αδύνατη και, δεύτερον, διότι αυτοί, για οποιονδήποτε λόγο κι αν αρρώσταιναν, θα πήγαιναν ντουγρού ή σε ειδικά κέντρα του εξωτερικού ή σε εγχώρια αλλά ιδιωτικά νοσοκοµεία, απ’ αυτά στα οποία οι νοσοκόµες µοιάζουν µε φωτοµοντέλα και το λογιστήριο τρίβει σύσσωµο τα χέρια του από χαρά, µιας και σ’ ένα τέτοιο νοσοκοµείο πληρώνεις πενήντα ευρώ µόνο για ένα ρολό κωλόχαρτο! Εµ, βέβαια, είχαν ανάγκη αυτοί; Η πλουτοκρατία δεν έχει ποτέ πρακτικά προβλήµατα, τα έχει λύσει όλα.
Η κυρα-Ναυσικά όµως, κι όλες οι άλλες κυρα-Ναυσικάδες, χιλιάδες, εκατοµµύρια κυραΝαυσικάδες, είχαν του κόσµου τα προβλήµατα – για την ακρίβεια, όλη τους η ζωή, απ’ την ώρα που γεννήθηκαν ως την ώρα που θα πέθαιναν, ήταν ένα πρόβληµα κι όσο κι αν πάσχιζαν, δούλευαν, κοπίαζαν, ή έστω προσεύχονταν, δεν επρόκειτο να το λύσουν ποτέ. Σαν αστραπή πέρασε µέσα απ’ το µυαλό της Δάφνης το θλιµµένο βλέµµα του γιου της του Νικηφόρου, τότε, στα µέσα της αρρώστιας του, τότε που για πάνω από είκοσι φορές είχε αναγκαστεί να κάνει χηµειοθεραπεία στο διάδροµο του νοσοκοµείου, σε καρέκλα. Θυµήθηκε κι εκείνον τον καλό γιατρό που προσπαθούσε κάτω από εκείνες τις κωµικοτραγικές συνθήκες να υπηρετήσει σωστά τον όρκο που είχε δώσει και πάσχιζε να απαλύνει τον πόνο του άρρωστου αγοριού και να κάνει ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να το θεραπεύσει εκεί, πάνω σ’ εκείνη την καταραµένη καρέκλα στο διάδροµο του νοσοκοµείου, σε µια καρέκλα όπου όλοι οι πολυσήµαντοι και ισχυροί αυτού του κόσµου δε θα έβαζαν ούτε το σκύλο τους να κάτσει, γιατί θα σιχαίνονταν τόσο πολύ που µετά θα τα πετούσαν και τα δυο, και το σκύλο και την καρέκλα. Σκατοζωή. Θεραπείες σε καρέκλες, απολυµένος Λευτέρης, νεκρός Νικηφόρος, εξαφανισµένη Βενετία, φτώχεια, ανεργία, τσαντάκηδες και κυρα-Ναυσικά µε λάµες στη λεκάνη και τα πόδια. Ναι, εκείνη ακριβώς τη στιγµή, που της ήρθαν όλα µαζί και την έπνιξαν, η Δάφνη Ματζιούρη νόµισε ότι θα τρελαινόταν. «Για το Θεό, Δάφνη!» άκουσε τον άντρα της να φωνάζει δυνατά ενώ ταυτόχρονα την τράνταζε. Συνειδητοποίησε ότι µάλλον είχε κοιµηθεί µε τα µάτια ανοιχτά – τόσο είχε χαθεί µέσα στον κόσµο των σκέψεών της και τέτοιους συνειρµούς της έφερε στο νου το πάθηµα της κυραΝαυσικάς. Κοίταξε τον άντρα της µε µάτια γουρλωµένα κι έβαλε το χέρι στο στόµα της για να πνίξει την κραυγή που ερχόταν. Ξαφνικά θυµήθηκε το µισό τσιγάρο. Σηκώθηκε δίχως να πει λέξη και πήγε ως τον ετοιµόρροπο µπουφέ. Άνοιξε το στερνό πακέτο µε αργές κινήσεις, πήρε τη µισοκαπνισµένη γόπα κι επέστρεψε στον καναπέ. Άναψε αµίλητη και την πρόσφερε στον άντρα της που την κοίταζε κατάπληκτος, αλλά τώρα έσκυψε και της φίλησε το χέρι, γεµάτος ευγνωµοσύνη. Η Δάφνη ξέσπασε σε άγριους λυγµούς. Ο Λευτέρης ήταν συνηθισµένος σε παρόµοιες αντιδράσεις της γυναίκας του κι εντελώς εξοικειωµένος µε τις ψυχολογικές της µεταπτώσεις, γι’ αυτό και δεν παραξενεύτηκε και πολύ µ’ όλ’ αυτά, ούτε συνέχισε να υποπτεύεται ότι κάτω απ’ την αλλοπρόσαλλη συµπεριφορά της Δάφνης κρυβόταν κάτι αληθινά σοβαρό. Έτσι ήταν η Δάφνη απ’ την πρώτη στιγµή που τη γνώρισε, και την αγαπούσε γι’ αυτό ακριβώς που ήταν. Μπορεί σε άλλους να φαινόταν λίγο παράξενη, αλλά για τον Λευτέρη, που την ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα, λες και την είχε γεννήσει αυτός, οι παραξενιές του χαρακτήρα της του φαίνονταν κοµµάτι της γοητείας της. Άλλωστε δεν είχε περάσει και λίγα στη ζωή της, ειδικά ο θάνατος του γιου τους την είχε λυγίσει, όσο κι αν προσπαθούσε να τον αποδεχθεί µε εγκαρτέρηση, πίστη στις βουλές του Κυρίου και υποταγή στο θέληµά Του. Έτσι, παρά αυτή την ενδεχοµένως αλλόκοτη για µερικούς πλευρά του χαρακτήρα της, ο Λευτέρης ήξερε ότι η γυναίκα του ήταν ένας αληθινά υπέροχος άνθρωπος, ένα πλάσµα γεµάτο καλοσύνη και συµπόνια για τους άλλους. Εκείνος πάντως τη λάτρευε σαν Παναγιά και δε θα την άλλαζε µε τίποτα σ’ ολόκληρο τον κόσµο.
Η Δάφνη ήταν ο λόγος του για να ζει. Και τώρα, γι’ άλλη µια φορά, πολλοστή µέσα στην ίδια ζωή, έστω και χωρίς να φταίει ο ίδιος, ήταν αναγκασµένος απ’ τις περιστάσεις να την παρασύρει ξανά κι αυτή, την αθώα, στο δύσκολο ταξίδι στο σκοτεινό κόσµο της αβεβαιότητας. Οι αποφάσεις ήταν ειληµµένες και δεν επρόκειτο ν’ αλλάξουν ακόµα κι αν όλοι οι εργαζόµενοι στα πετρέλαια έβγαιναν από αύριο στους δρόµους, σε µαζική απεργία διαρκείας. Πάει η δουλειά. Από αύριο, άντε µεθαύριο, πάλι τα ίδια: ανεργία, διαρκές κυνηγητό για το µεροκάµατο, άγχος, στενοχώριες, πίκρες και φαρµάκια – το δε µέλλον φάνταζε σκοτεινό σαν τον µαύρο πάτο της θάλασσας. Κι ο ίδιος ήταν ανίσχυρος, πολύ αδύναµος για να προσφέρει στη γυναίκα του µια καλύτερη ζωή, όσο κι αν το ήθελε. Δυστυχώς, άλλοι αποφάσιζαν γι’ αυτόν. Βεβαίως, αφού αυτό ήταν το θέληµα του Θεού, ο Λευτέρης ήταν αποφασισµένος να το δεχτεί αδιαµαρτύρητα, µε χαµόγελο και «Σοι την δόξαν αναπέµποµεν». Οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσµο, όταν έρχονταν αντιµέτωποι µε κακά γυρίσµατα της τύχης, το έριχναν στη βαρυγκώµια και στις κατάρες, που τις εξαπέλυαν µε µεγάλη ευκολία τήδε κακείσαι. Ο ίδιος ήταν διαφορετικός, είχε το Θεό του, Τον πίστευε και Τον λάτρευε µ’ όλη τη δύναµη της ψυχής του και πολύ χαιρόταν γι’ αυτό, χωρίς ίχνος κενόδοξης αίσθησης υπεροχής ή περιφρόνησης για τους άλλους που ήταν ολιγόπιστοι και µπορεί να λύγιζαν µε το παραµικρό. Τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγµή που έψαχνε να βρει τα κατάλληλα λόγια για να παρηγορήσει τη γυναίκα του για τα µαύρα χαµπέρια που της έφερε, θυµήθηκε εκείνη την πολύ σηµαντική λεπτοµέρεια – να τος ο Θεός, πάνω στην κρίσιµη στιγµή, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών! «Μη στενοχωριέσαι, κορίτσι µου! Μην κλαις, έχουµε τρόπο να τα βολέψουµε µέχρι να βρω άλλη δουλειά...» άρχισε να λέει. «Πιο πολύ κλαίω γι’ αυτό που έπαθε η κυρα-Ναυσικά», τον διέκοψε η Δάφνη, µιλώντας τελείως ειλικρινά. «Αλλά µε συγχωρείς, συνέχισε». «Έλεγα λοιπόν ότι έχουµε τρόπο. Θα πάµε στον κύριο Αγαµέµνονα και θα πάρουµε τα λεφτά µας πίσω. Αυτά που τα φυλάµε για µια ώρα ανάγκης! Ε, να η ώρα της ανάγκης! Κοµµένα τα κλειστά χαρτοφυλάκια! Δεν είναι πολλά, βέβαια, αλλά µ’ αυτά τα λίγα, µαζί κι η αποζηµίωση που θα πάρ... Μα τι έγινε, γιατί γελάς;» Η Δάφνη, µε το που άκουσε το όνοµα Αγαµέµνονας, είχε ήδη πέσει απ’ τον καναπέ και κυλιόταν στο πάτωµα κρατώντας την κοιλιά της, ξεκαρδισµένη στο γέλιο. Κι όχι τίποτα, αλλά το γέλιο της ήταν ανέκαθεν τόσο πηγαίο και κακαριστό, που ήταν αδύνατον να µην παρασύρει όποιον βρισκόταν δίπλα της την εκάστοτε στιγµή. Έτσι κι ο Λευτέρης άρχισε να γελάει κι αυτός. «Μα θα µου πεις τι συµβαίνει;» µουρµούρισε κοντεύοντας να πνιγεί. Η Δάφνη δεν µπορούσε να σταµατήσει µε τίποτα. «Ναι, αµέ! Οι αρχαίοι ηµών πρόγονοι έλεγαν “ενός κακού µύρια έπονται”. Το λοιπόν, είδα σήµερα στις ειδήσεις τον κύριο Αγαµέµνονα να τον πηγαίνουν δεµένο χειροπόδαρα στον εισαγγελέα. Ήταν απατεώνας, Λευτέρη µου, έφαγε τα λεφτά του κοσµάκη! Και ξέρεις, ε; Σκέφτοµαι ότι αν θέλαµε να βάλουµε δικηγόρο για να τα διεκδικήσουµε, θα τον πληρώναµε περισσότερα απ’ όσα µας έφαγε ο Αγαµέµνονας, κακακακα!» Ο Λευτέρης αυτοστιγµεί έχασε το χρώµα του – µάλιστα, πλησίαζε εκπληκτικά προς την πλήρη κυριολεξία της µεταφορικής λέξης «µαρµάρωσε». «Δ... δε µιλάς σοβαρά, Δάφνη»,
τραύλισε. «Δυστυχώς». Σιωπή τύλιξε το σαλόνι τους κι έριξε βαρύ τον ίσκιο της πάνω στα έπιπλα που χρειάζονταν επειγόντως άλλαγµα. Ο Λευτέρης έµεινε µε το στόµα ανοιχτό, όρθιος, να κρατάει το κεφάλι του µε τα δυο του χέρια και µε τα µάτια του να έχουν εστιαστεί στη γενναία ρωγµή του τοίχου –πεσκέσι απ’ τους σεισµούς του ’99–, χωρίς, ωστόσο, να τη βλέπουν. Έτσι είχε µείνει κι ο Κούρκουλος, ως έντιµος ανακριτής Φαναριώτης στην ταινία Με Φόβο και Πάθος του Φώσκολου τη στιγµή που του ανακοίνωναν στο τηλέφωνο ότι «κάποιος κακοποιός πριν πεθάνει οµολόγησε πως σκότωσε τον Ρένο Βενέτη». Μόνο η σατανική µουσική της ταινίας έλειπε, αλλά ήρθε η Δάφνη κι έδωσε τον κατάλληλο τόνο στην κρίσιµη σκηνή – απ’ το γέλιο το γύρισε ξανά στο κλάµα, συνοδευόµενο από χτυπήµατα στο στήθος, τράβηγµα των µαλλιών κι ολολυγµούς. Ο Λευτέρης ήταν εµβρόντητος. «Γιατί µας συµβαίνουν όλ’ αυτά, Λευτέρη;» είπε η Δάφνη µέσα σ’ αναφιλητά. «Τι κακό κάναµε; Το µόνο που θέλαµε είναι µια ήσυχη, απλή ζωή, όχι σπουδαία πράγµατα, µόνο τον “άρτον ηµών τον επιούσιον”, που λες κι εσύ! Κι ούτε κι αυτόν δε µας αφήνουν να έχουµε! Εσένα σε πετάνε στο δρόµο µε τις κλοτσιές, εγώ δε βρίσκω πουθενά δουλειά κι ας έλιωσα τις σόλες µου να ψάχνω, την κυρα-Ναυσικά κόντεψαν να τη σκοτώσουν για δώδεκα ευρώ...» «Για το Θεό, θα ξυπνήσει το παιδί...» «Αυτήν άσ’ τη γι’ αργότερα! Ας κοιτάξουµε πρώτα το δικό µας το χάλι! Τι θα κάνουµε, Λευτέρη; Ως πού θα πάει αυτό; Ως πότε θα φοβόµαστε τι θα µας ξηµερώσει το αύριο; Κάποτε µας έλεγαν ότι όποιος δουλεύει πάει µπροστά και προοδεύει. Ορίστε, πού είναι οι δουλειές, να πάµε κι εσύ κι εγώ και να δουλεύουµε απ’ το πρωί ως το βράδυ; Και τώρα; Τι θα γίνει τώρα; Ποιος θα πληρώσει τα φροντιστήρια της ξεµυαλισµένης; Το δάνειο της τράπεζας; Το νοίκι; Τους λογαριασµούς; Ποιος θ’ αγοράσει πετρέλαιο για το χειµώνα που έρχεται; Ποιος θα πληρώσει τον άρτον ηµών τον επιούσιον, που σε λίγο δε θα έχουµε να φάµε; Ποιος; Ο Θεός; Ε, ας πέσουµε κι οι δυο στα γόνατα κι ας Τον παρακαλέσουµε να µας λυπηθεί! Θεέ µου, λυπήσου µας! Δώσε µας δουλειά, δώσε µας ψωµί, µ’ ακούς; Πού είσαι, Θεέ µου...» Το ξέσπασµα της Δάφνης ήταν τροµερό – πρώτη φορά στη ζωή της έκανε έτσι. Ο Λευτέρης συνήλθε απ’ το λήθαργο, έπεσε πάνω της, της άρπαξε τα χέρια και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Εδώ είναι ο Θεός, Δάφνη, µ’ ακούς; Ξέχνα αυτά που είπες! Εγώ, κορίτσι µου! Από αύριο κιόλας θα κάνω ό,τι χρειαστεί. Θα τρέχω νύχτα µέρα, θα ξανακουβαλήσω σακιά στο λιµάνι, θα γίνω χαµάλης, χτίστης, σκουπιδιάρης, σκαφτιάς, ό,τι χρειαστεί θα το κάνω! Θα κάνω τα πάντα, και τη ζωή µου ακόµα θα δώσω, αλλά εσένα δε θα σ’ αφήσω να ξαναλυγίσεις έτσι. Πού πήγε η πίστη σου;» «Μ’ αγαπάς;» άλλαξε απότοµα θέµα η Δάφνη, σταµατώντας το κλάµα εντελώς ξαφνικά. «Για σένα ζω», είπε απλά ο Λευτέρης. «Κι εγώ το ίδιο – µόνο που φοβάµαι ότι οι άλλοι δε θα µας αφήσουν να ζήσουµε για ν’ αγαπιόµαστε», είπε η Δάφνη συλλογισµένη. «Συγγνώµη που λύγισα, µα δεν άντεχα άλλο. Μόλις άκουσα στην τηλεόραση για τον Αγαµέµνονα, ένιωσα λες κι άνοιξε ο ασκός του Αιόλου – απ’ τα αρχαία είναι αυτό, ήταν ένα τσουβάλι που δεν έπρεπε ν’ ανοίξει γιατί περιείχε ανέµους και θύελλες που θα σκορπούσαν την καταστροφή. Τέλος πάντων. Θα µου πεις, σε πείραξε που έχασες µερικά ψωροχιλιάρικα; Όχι, αυτό που µε πείραξε είναι πώς έχει καταντήσει έτσι ο κόσµος. Οι µισοί είναι έτοιµοι να πουλήσουν την ψυχή τους στον Eξαποδό για τα λεφτά κι οι
άλλοι µισοί ανέχονται το έγκληµα των προηγούµενων µισών µην κάνοντας τίποτα για να το προλάβουν ή ν’ αλλάξουν την κατάσταση – κι όλοι µαζί βουλιάζουν στην αδιαφορία, δεν τους νοιάζει, βρε αδερφέ, ας πάει να καεί ο κόσµος όλος!» «Μόνο για µένα µπορώ να µιλήσω, Δάφνη. Εγώ λοιπόν ξέρω ότι δεν πρόκειται ποτέ να πουλήσω την ψυχή µου στον Eξαποδώ για κανένα λόγο. Το µόνο που θα κάνω ώσπου να πεθάνω είναι να προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο µπορώ – κι έχει ο Θεός». «Ναι, µια ζωή είµαστε στην προσπάθεια κι εσύ κι εγώ, τρώµε τα νιάτα µας προσπαθώντας σαν τρελοί, µόνο που δεν καταφέρνουµε τίποτα», γέλασε πικρά η Δάφνη. «Μην το ξαναπείς αυτό. Καταφέρνουµε να ζούµε µε αξιοπρέπεια, δε φιλάµε κατουρηµένες ποδιές και πορευόµαστε µε το κεφάλι ψηλά και το κούτελο καθαρό, προς δόξαν Χριστού». «Και τι βγαίνει;». «Κοιµόµαστε ήσυχοι – κι αυτό εµένα µου είναι αρκετό». Η Δάφνη κατάφερε να χαµογελάσει. «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω». «Μη χάνεις το θάρρος σου. Όλα θα διορθωθούν». Κούνησε το κεφάλι της µε αµφιβολία. «Γιατί σ’ εµάς όλα να έρχονται τόσο δύσκολα; Καµιά φορά η ζωή µας µου φαίνεται σαν κακό παραµύθι. Λίγα έχουµε περάσει ως τα τώρα;» «Κι όµως, σ’ αυτό τον κόσµο που είναι τόσο µεγάλος ξέρεις πόσοι άλλοι υπάρχουν που είναι σαν κι εµάς, ίσως και χειρότερα; Ωραία, δε λέω πως δε µ’ ενοχλεί η αδικία που περισσεύει, που µας πετάνε στο δρόµο δίχως να µας ρωτήσουν πώς θα ζήσουµε, µ’ ενοχλεί αυτό που έπαθε η κυρα-Ναυσικά, πολλά µ’ ενοχλούν, αλλά πιστεύω ότι όλα σ’ αυτή τη ζωή είναι γραµµένα απ’ το Θεό. Αν µπορώ εγώ, ένας άνθρωπος µονάχος, να κάνω κάτι για ν’ αλλάξω τα πράγµατα, τότε θα το κάνω, µάρτυς µου Εκείνος. Άλλωστε, αν όλοι οι άνθρωποι πάνω σ’ αυτό τον κόσµο έκαναν κάθε µέρα ό,τι καλύτερο µπορούν, τότε αυτός ο κόσµος θ’ άλλαζε προς το καλύτερο. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του, τι άλλο να πω». «Σε πειράζει που εγώ καµιά φορά παραπονιέµαι περισσότερο και λέω “δόξα τω Θεώ” µόνο δέκα φορές τη µέρα αντί για ογδόντα που το λες εσύ;» είπε τρυφερά η Δάφνη. «Όχι. Το µόνο που θέλω είναι να µη χάνεις το κουράγιο και την πίστη σου. Όλα θα φτιάξουν. Κι αυτό τον κύριο Αγαµέµνονα τον έχω χεσµένο. Τι είχαµε, τι χάσαµε, γυναίκα! Δόξα τω Θεώ να λέµε». Η Δάφνη σιωπηλά έκανε το σηµείο του Σταυρού. Ο Λευτέρης χαµογέλασε. «Ωραία συζήτηση, τέλος πάντων! Ευτυχώς που γίνονται και κάτι τέτοια και µας πιάνει η όρεξη για κοινωνικό προβληµατισµό. Για φαντάσου, λέει, να νοιαζόµασταν µονάχα για δόξες, εξουσίες και λεφτά!» «Κοινωνικό προβληµατισµό, είπες; Ε, λοιπόν µερικές φορές δεν πιστεύω ότι έχεις πάει µόνο στο Δηµοτικό!» είπε η Δάφνη χωρίς ίχνος ειρωνείας στη φωνή. «Τόσα χρόνια µαζί σου, Δάφνη, θ’ αρχίσω να νιώθω σαν καθηγητής Πανεπιστηµίου!» είπε ο Λευτέρης και γέλασε µε την καρδιά του. «Είµαι πολύ τυχερός άνθρωπος γιατί έχω εσένα. Κοντά σου µπορώ ν’ αντέχω τα πάντα. Μ’ ακούς; Τα πάντα». Η Δάφνη τον κοίταξε µε απέραντη αγάπη. Τα µάτια του έλεγαν χίλια λόγια περισσότερα απ’ αυτά που έβγαιναν απ’ το στόµα του – κι εκείνη ακριβώς τη στιγµή κατάλαβε πόσο άσκοπη και µάταιη ήταν η κρίση που την έπιασε πριν λίγο. Εκείνη ήταν η πραγµατικά πλούσια, όχι η κυβέρνηση ή οι δισεκατοµµυριούχοι στις Εκάλες και στα Κολωνάκια, εκείνη είχε βιώσει την αληθινή δικαιοσύνη του Θεού στη ζωή, όχι αυτοί που µοίραζαν την πίτα πάνω σ’ αυτό τον κόσµο, γιατί εκείνη είχε τον Λευτέρη, που ισοδυναµούσε µε όλους τους θησαυρούς του κόσµου. Ένιωθε µέσα της να κυλάει η ζωή του – τόσο δεµένοι ήταν.
Κι αφού µπορούσε ν’ αντέξει τα πάντα, όπως της είχε πει, ήταν ώρα να του πει και το πιο σηµαντικό απ’ όλα. Αν ο Λευτέρης αντιµετώπιζε ψύχραιµα ακόµα κι αυτό, τότε εκείνη θα έπρεπε να πάει στα εξωτερικά ιατρεία κάποιου δηµόσιου ψυχιατρείου – η ανησυχία δίχως λόγο ήταν δείγµα προϊούσας ψυχικής διαταραχής. Το φλέγον ζήτηµα της Βενετίας. Σαν να είχαν σκεφτεί το ίδιο πράγµα, ο Λευτέρης την πρόλαβε. «Πάµε, ρε γυναίκα, να φιλήσουµε το παιδί που κοιµάται – απορώ πώς δεν το ξυπνήσαµε µε τις αγριοφωνάρες µας!» Έκανε να την πάρει απ’ το χέρι, αλλά η Δάφνη τον σταµάτησε. «Δεν είναι εδώ». Ο Λευτέρης την κοίταξε κατάπληκτος. «Τι έκανε, λέει;» «Άσ’ τα. Έφυγε το µεσηµέρι και δεν έχει γυρίσει ακόµα». «Χριστός κι Απόστολος! Μα πώς; Τσακωθήκατε;» «Άκου και βγάλε τα συµπεράσµατά σου», άρχισε η Δάφνη. Και ξεκίνησε να του λέει όλα όσα είχαν διαµειφθεί µεταξύ τους σήµερα στη µία και µισή το µεσηµέρι – µια ώρα την οποία, παρεµπιπτόντως, η Βενετία θεωρούσε «ξηµερώµατα». Εκτός απ’ τα ίδια τα γεγονότα, του µίλησε µε ιδιαίτερη έµφαση και για την ανησυχία της για τον τρόπο που εξελισσόταν η µικρή όσο µεγάλωνε, µην παραλείποντας να του αναλύσει διεξοδικά ότι εδώ και µέρες ένιωθε κι εκείνη τη διάχυτη αίσθηση ενός επικείµενου κακού που ερχόταν. Φυσικά, του εξέθεσε λεπτοµερώς και το περιεχόµενο του περίεργου τηλεφωνήµατος που δέχθηκε απ’ την Ελένη Μόραλη. Ο Λευτέρης την παρακολουθούσε µ’ ολοφάνερο ενδιαφέρον – ωστόσο, ενώ η Δάφνη έλπιζε ότι θα δει στο πρόσωπό του σηµάδια δυσαρέσκειας, εκείνος είχε ένα ύφος εντελώς ανεξιχνίαστο. Τέλος της διήγησης. Ο Λευτέρης έµεινε σιωπηλός για λίγο. «Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ. Τι σου λέει η διαίσθησή σου;» ρώτησε τελικά. «Λες να...» Έκοψε τη φράση του, µην τολµώντας να την ολοκληρώσει. «Ούτε να το σκέφτεσαι, Λευτέρη. Δε θ’ αντέξω µια δεύτερη συµφορά, αυτό να το ξέρεις. Δε νοµίζω να... αλλά, εν πάση περιπτώσει, ακόµα και το να σουρτουκεύει στους δρόµους ενώ η ώρα κοντεύει τέσσερις τα χαράµατα είναι ήδη κάτι πολύ κακό κι ανησυχητικό από µόνο του. Γι’ αυτό µε είδες έτσι όταν ήρθες. Μπορώ ν’ αντέξω τα πάντα, αλλά η συµπεριφορά της Βενετίας είναι κάτι που δεν µπορώ να το υποφέρω γιατί δεν το καταλαβαίνω! Με τροµάζει ώρες ώρες. Σ’ το λέω να το ξέρεις, αυτό το παιδί έχει βαλθεί να µας τρελάνει. Να δεις που ξεπόρτισε για να µ’ εκδικηθεί που της έκανα παρατήρηση το µεσηµέρι. Αλλά πού θα πάει; Δε θα γυρίσει; Θα της ψάλλω τον Αναβαλλόµενο!» «Μη την αρπάξεις απ’ τα µούτρα...» άρχισε να λέει συλλογισµένα ο Λευτέρης. «Ε, όχι!» ξέσπασε η Δάφνη. «Λευτέρη, ξέρεις ότι σε λατρεύω, αλλά η αδυναµία που της έχεις είναι το αδύνατο σηµείο σου! Δεν τη µαλώνεις ποτέ, γι’ αυτό έχει αποθηριωθεί εντελώς. Καλά, δεν έχεις περιέργεια να µάθεις πού έκανε όλες αυτές τις απουσίες; Φοβάµαι, µα το Θεό, τρέµω µήπως έχει µπλέξει πουθενά...» είπε µε φόβο που έκανε τη φωνή της να πάλλεται. «Μη φοβάσαι», αντιγύρισε ήρεµα ο Λευτέρης. «Νοµίζεις ότι δεν την έχω προσέξει; Μην κοιτάς που δε µιλάω! Έχω καταλάβει ότι η κόρη µας αγαπάει τον πολύτιµο εαυτό της όσο τίποτα στον κόσµο – δε θα έκανε λοιπόν και τίποτα που θα έθετε σε κίνδυνο τον πολύτιµο εαυτό της!» Η Δάφνη διέκρινε µια στάλα πίκρας στον ήρεµο τόνο της φωνής του άντρα της. «Έχεις
καταλάβει κι εσύ, ε;» ρώτησε, υπονοώντας πολλά περισσότερα. Η µία αδελφή ψυχή κατάλαβε αµέσως αυτό που εννοούσε η έτερη αδελφή ψυχή, χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις – η Δάφνη ανέκαθεν ένιωθε ευγνωµοσύνη γι’ αυτό. «Ναι», είπε σιγανά ο Λευτέρης. «Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξέρω, η Βενετία δεν είναι σαν κι εµάς. Είναι αλλιώτικη – κι αυτό µε τροµάζει καµιά φορά κι εµένα, αλλά λέω, δε βαριέσαι, παιδί είναι, θα στρώσει». «Κι όµως, εγώ φοβάµαι ότι τα πράγµατα πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο», είπε θλιβερά η Δάφνη. «Η κόρη µας µας έχει χεσµένους – µου το δήλωσε ξεκάθαρα σήµερα. Καρφάκι δεν της καίγεται ούτε για την τιµιότητά µας ούτε για την αξιοπρέπειά µας. Μου είπε ότι είµαστε αποτυχηµένοι µπατίρηδες που δε θ’ αλλάξουν ποτέ τη ζωή τους, αλλά τη δική της ζωή, λέει, θα τη φτιάξει µόνη της! Μα πώς, µωρέ Λευτέρη; Πηγαίνοντας στα καλλιστεία, στο Fame Story και δεν ξέρω κι εγώ πού αλλού; Αυτά είναι τα µόνα που έχει στο νου της! Τρελάθηκε, σου λέω!» Ο Λευτέρης είχε µαύρα µεσάνυχτα ως προς το τι εστί Fame Story, ωστόσο συµπέρανε σωστά ότι για να ενδιαφέρει την κόρη του τόσο πολύ, µάλλον θα είχε κάποια σχέση µε φώτα, κάµερες και κανάλια. «Μα, Δάφνη, έχω προσέξει ότι αυτό θέλουν τα περισσότερα παιδιά της σηµερινής εποχής! Να γίνουν πλούσια και διάσηµα και να τα δείχνει όλος ο κόσµος µε το δάχτυλο!» «Σύµφωνοι, αλλά εµένα όλες αυτές οι δουλειές δε µου φαίνονται παστρικές. Ας ήταν εντάξει στο σχολείο της κι ας έκανε ό,τι ήθελε µετά. Ξεχνάς πόσο θέλαµε εµείς να µορφωθούµε; Γιατί να µη θέλει κι αυτή να πάει στο Πανεπιστήµιο να γίνει άνθρωπος;» «Ναι, κάτι µας είπες τώρα!» γέλασε ο Λευτέρης. «Ξέρεις, κάτι συνάδελφοι στα πετρέλαια, που τους διώχνουν κι αυτούς, είναι του Πανεπιστηµίου, µε πτυχία που εγώ ούτε στον ύπνο µου δεν τολµώ να ονειρευτώ, αλλά άνεργοι κι αυτοί του κερατά! Εγώ όσο να ’ναι είµαι κι αγράµµατος, όσο κι αν λαχταρούσα να µορφωθώ οι συνθήκες δε µ’ άφησαν, άρα δε µε πειράζει να δουλεύω από δω κι από κει σαν το χαµάλη. Αυτούς όµως που πάνε στα θρανία και βγάζουν τα µάτια τους στο διάβασµα για να ’ρθει µια ώρα που δε θα βρίσκουν δουλειά πουθενά κι ούτε για χαµάληδες δε θα τους παίρνουν, ξέρεις πώς τους σκέφτοµαι; Άσ’ τα να πάνε!» «Ναι, αλλά έκαναν αυτό που έπρεπε. Γέµισαν το κεφάλι τους µε γνώση και δε χαράµισαν τη ζωή τους κοιτάζοντας τα µούτρα τους στον καθρέφτη µε µόνο τους όνειρο πώς να βγουν στην τηλεόραση και να γίνουν σταρ!» είπε η Δάφνη πικρά. «Και να σου πω και κάτι; Δε θα µ’ ένοιαζε αν η κόρη µας µας δήλωνε ότι είναι βόδι και δεν παίρνει τα γράµµατα. Ας µας έλεγε ότι ήθελε να πάει να δουλέψει σε καµιά τίµια δουλειά! Τουλάχιστον τότε θα ήµουν ήσυχη. Αυτό µε πειράζει πιο πολύ απ’ όλα πάνω της, Λευτέρη. Είναι γεννηµένη τεµπέλα, µαθηµένη µόνο για τα εύκολα. Εµάς, που µια ζωή κάναµε ό,τι καλύτερο µπορούσαµε, µας περιφρονεί». Ο Λευτέρης κούνησε το κεφάλι του µε σηµασία. «Καµιά φορά σκέφτοµαι ότι εσύ κι εγώ δεν έπρεπε να είχαµε κάνει παιδιά, όχι σ’ έναν τέτοιο κόσµο τουλάχιστον», είπε σιγανά. «Σε παρακαλώ, θέλω να της µιλήσεις». «Αύριο κιόλας. Θα απολυθώ που θα απολυθώ, δε χάλασε ο κόσµος να µην πάω µια µέρα. Αφού πρόκειται για το παιδί µου και τη γυναίκα µου, ας πάνε να κόψουν το λαιµό τους όλα τ’ άλλα», είπε ο Λευτέρης και τη φίλησε τρυφερά. «Να σου ζητήσω µια χάρη;» είπε µελιστάλαχτα η Δάφνη. Απ’ το ύφος της και µόνο ο Λευτέρης κατάλαβε ότι η γυναίκα του θα του ζητούσε κάτι που θα ήταν υποχρεωµένος να το κάνει µε βαριά καρδιά – αφού χατίρι δεν της χαλούσε ποτέ. «Πες το». «Νοµίζω πως, µιας κι ήρθαν έτσι τα πράγµατα µε τη δουλειά, δε θα ’ταν κακό να πας να δεις τον αδερφό σου...» άρχισε να λέει η Δάφνη ενώ µε το ένα της χέρι βούλωσε το στόµα του άντρα
της, που µόλις το είχε ανοίξει για να διαµαρτυρηθεί. «Δε θα πας να του ζητήσεις δανεικά, Θεέ µου, επιτέλους, άσε µε να σου πω! Δε σου είπα να πας να ζητιανέψεις λεφτά, αν κι εδώ που τα λέµε, ο Λουλούδης τα χρωστάει όλα σε σένα, κι αυτό που είναι σήµερα και τα λεφτά που έβγαλε! Να πας να του πεις να σου δώσει το µερίδιό σου από εκείνο τον µπαξέ της γιαγιάς σας, εκείνον µε τις κερασιές στους Θρακοµακεδόνες! Άλλωστε, το δικαιούσαι!» «Ποιον µπαξέ, ρε Δάφνη, εκείνον που έχει όλα κι όλα οχτώ δέντρα; Σχεδόν δε θυµάµαι καν πού βρίσκεται! Άλλωστε, ξέρεις τι δικαιούµαι; Τέσσερα δέντρα!» τόνισε µε έµφαση ο Λευτέρης. «Άσ’ το ήσυχο το κτήµα. Έκοψα σχέσεις µε το παρελθόν όταν έκοψε σχέσεις κι εκείνο µαζί µου», συµπλήρωσε µε νόηµα. «Παρ’ όλ’ αυτά το µερίδιό σου σου ανήκει! Γιατί το χάρισες στον αχάριστο; Η αχαριστία είναι µεγάλο αµάρτηµα, αδικία, αµαρτία απ’ το Θεό!» Αυτή η τελευταία κορόνα για το Θεό έκαµψε τις όποιες αντιστάσεις του Λευτέρη κι έπνιξε οριστικά τις περαιτέρω αντιρρήσεις που ήταν έτοιµος να εκφράσει. Ναι, ίσως να µην ήταν και τόσο κακή ιδέα. Άλλωστε, είχε χρόνια να δει τον αδερφό του και τον είχε πεθυµήσει, όσο κι αν πολλές φορές το έκρυβε ακόµα κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό γιατί δεν άντεχε στην ιδέα ότι ο µικρός αδερφός ντρεπόταν που είχε για σωτήρα του αυτόν, έναν αγράµµατο κι ασήµαντο µεγάλο. «Εντάξει, Δάφνη. Μ’ έπεισες. Δικαιούµενα, όχι δανεικά», είπε κουρασµένα. Η γυναίκα δε µίλησε – είχε µαζευτεί σαν κουβαράκι στην άλλη άκρη του καναπέ και τα µάτια της ήταν άδεια. Σαν να είχε µετανιώσει γι’ αυτά που είχε πει. Ανασφάλεια, ντροπή, φόβος. Όλ’ αυτά µαζί. Ξαφνικά έµοιαζε εντελώς αδύναµη, σαν να είχε στραγγίξει από µέσα της κάθε ελπίδα, κάθε χαρά, κάθε θέληση για ζωή. Και να φανταστεί κανείς ότι αυτό το έπαθε τώρα δα, όταν της είπε ότι θα της έκανε τη χάρη να πάει να δει τον αδερφό του, µετά από τόσα χρόνια – κι αυτό άφηνε ένα ελπιδοφόρο παραθυράκι ανοιχτό, ε, δεν µπορείς να πεις! Ένας Θεός ήξερε τι σκεφτόταν η Δάφνη – πάντως ο Λευτέρης µπόρεσε ν’ αποκρυπτογραφήσει το άδειο βλέµµα της. Πόση ακόµα υποµονή; Πόση ακόµα εγκαρτέρηση στην αδικία; Πόσα ακόµα «Δόξα Σοι ο Θεός»; Πόσες ακόµα εκπτώσεις στις αρχές και τις αξίες που πίστευαν απ’ την ώρα που γεννήθηκαν και τις υπηρετούσαν µε ζήλο µια ολόκληρη ζωή, ακόµα κι όταν όλοι, µέχρι κι η ίδια τους η κόρη, τους αποκαλούσαν «µαλάκες»; Ο Λευτέρης το είχε καταλάβει: όταν η Δάφνη του ζητούσε να πάει στον αδερφό του, τη στιγµή που κι οι δυο τους γνώριζαν ότι ήταν παλιάνθρωπος, ήξερε ότι έκανε έκπτωση στις αξίες της – κι όµως, του το ζήτησε. Κι εκείνος, µε τη σειρά του, δεν το απέρριψε αµέσως κατηγορηµατικά, οριστικά κι αµετάκλητα. Αντιθέτως, το συζήτησε ώσπου πείστηκε – κι εδώ που τα λέµε, πολύ κακώς που το συζήτησε κι όσο το συζήτησε. Τον εαυτό του κορόιδευε. Σηµασία είχε ότι το είχαν σκεφτεί κι οι δυο – και το είχαν συναποφασίσει. Άραγε, τι άλλο είχε σειρά; Γιατί, δεν µπορεί – όπως έλεγε η µακαρίτισσα η γιαγιά του, «όταν αρχίσουν τα νταούλια, περίµενε και το χορό». Μετά την επικείµενη απόλυσή του απ’ τη σταθερή δουλειά των πετρελαίων, η οικογένειά του θα περιερχόταν στην πιο δεινή οικονοµική θέση από της συστάσεώς της µέχρι σήµερα – η άλλη του δουλειά, αυτή του νυχτοφύλακα στα βιοµηχανικά απόβλητα, του απέφερε εισόδηµα που δεν έφτανε ούτε για ν’ αγοράζουν φιστίκια και γκαζόζες, πόσω µάλλον φαΐ. Θα βίωναν τέτοια φτώχεια, που στο τέλος θα τους έβγαζαν παρά τη θέλησή τους και στο
δελτίο ειδήσεων, στο ειδικό ένθετο µε τα άλυτα κοινωνικά προβλήµατα – και, βεβαίως, θα γινόντουσαν ρεζίλι των σκυλιών και θα γελούσε µαζί τους το πανελλήνιο. Και στο τέλος, επειδή στη σηµερινή εποχή είναι ευκολότερο να γίνεις πρωθυπουργός παρά να βρεις µια δουλίτσα του Θεού να βγάζεις τίµια το ψωµάκι σου, το πιο πιθανό απ’ όλα ήταν να τους έβρισκαν µια µέρα των ηµερών όλους µαζί τέζα απ’ την πείνα, να πάνε να κάνουν παρέα στον Νικηφόρο, σ’ εκείνο τον τόπο το χλοερό, τον αναψύξεως, ένθα απέδρα πάσα θλίψη, οδύνη και στεναγµός. Κι όσο για τις δυνατότητες µιας κάποιας ανακούφισης που έδινε ο µπεζαχτάς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους µακροχρόνια άνεργους, µια φορά είχε πάει ο Λευτέρης να σκαλίσει και να µάθει, αλλά έφυγε τρέχοντας, ιδρωµένος από φόβο κι απορία. Η διαδικασία ήταν τόσο περίπλοκη, ήθελε τόση χαρτούρα και γραφειοκρατία, τέτοιες προϋποθέσεις και τόσο καιρό για να πάρει µπροστά, που ο Λευτέρης ήταν πεπεισµένος ότι ώσπου να πάρει τα ψίχουλα που δικαιούνταν θα είχε ήδη φτάσει στα βαθιά γεράµατα – αλλά το µόνο που θα χρειαζόταν τότε θα ήταν χαµοµήλι. Άσε που του µπήκε κι η υποψία ότι επίτηδες οι καρεκλοκένταυροι τα είχαν κάνει έτσι µπουρδουκλωµένα, για να απογοητεύονται οι φτωχοί κι οι αγράµµατοι και να φεύγουν τρέχοντας, για να καταλήγει το παραδάκι εκεί που έπρεπε να καταλήξει. Το πού κατέληγε το παραδάκι κι αν ήταν δίκαιο να καταλήγει εκεί που κατέληγε ήταν ζήτηµα αρχών και προσωπικών αξιών του καθενός· ο Λευτέρης δεν υπεισερχόταν σε κρίση διότι φοβόταν το Θεό που έλεγε: «Mην κρίνετε για να µην κριθείτε». Άλλωστε, η ουσία που αφορούσε προσωπικά αυτόν και την οικογένειά του ήταν µία – και γνωστή. Θα πεινούσανε. Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους, όσο κωµικοτραγικό κι αν ακουγόταν το κατά τα άλλα δίκαιο αίτηµα που θα έθετε στον αδερφό του, να του παραχωρήσει δηλαδή το µισό µπαξέ της µακαρίτισσας γιαγιάς, αυτόν που αριθµούσε όλες κι όλες τέσσερις κερασιές ανά µερίδιο, ήταν ένα ενδεχόµενο που έπρεπε να το σκεφτεί σοβαρά – και να το θέσει σε εφαρµογή άµεσα. Απόγνωση. Αυτά ακριβώς σκεφτόταν η Δάφνη εκείνη τη στιγµή, αυτά διάβαζε ο Λευτέρης µέσα στα άδεια της µάτια. Σκέφτονταν κι οι δυο τα ίδια πράγµατα. Αν ήταν µόνο αυτός, δε θα τον ένοιαζε καθόλου να πέθαινε της πείνας αρκεί να κρατούσε την αξιοπρέπειά του – τον ένοιαζε όµως και τον έκαιγε για τις γυναίκες, τη Δάφνη και τη Βενετία. Ξαφνικά µέσα στο µυαλό του ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν δυο λέξεις, που αναβόσβηναν µε µανία. «Κατουρηµένες ποδιές». Ο Λευτέρης ένιωσε πως πέθαινε εκείνη ακριβώς τη στιγµή. Όχι, Θεέ µου... Τελείωσε! Αν ως τα τέλη της επόµενης βδοµάδας δεν έβρισκε άλλες πέντε δουλειές, να τις κάνει όλες µαζί, τότε θα πήγαινε να µπαρκάρει µούτσος ή θα έφευγε ανθρακωρύχος στο Βέλγιο. Αλλά της σκατοζωής δε θα της περνούσε! Δόξα τω Θεώ! Πετάχτηκε όρθιος, πήγε στη γυναίκα του και την άρπαξε στην αγκαλιά του – τα χέρια του ήταν πάντοτε δυνατά, παρά την κούραση που συσσωρευόταν τόσον καιρό και κόντευε να τον καταβάλει. «Γυναίκα, άκου τι σκέφτηκα! Είναι κρίµα κι άδικο αυτό που σου έχει συµβεί, γι’ αυτό εγώ πήρα την απόφασή µου. Μπορεί σήµερα να µας έλαχαν όλα τα στραβά και τ’ ανάποδα του
κόσµου, αλλά εµείς το κακό θα το κάνουµε καλό! Δεν πά’ να µας έφαγε τα λεφτά ο απατεώνας, δεν πά’ να καούν και τα πετρέλαια και τα καλά τους! Έχω ήδη την άλλη δουλειά, θα βρω και δεύτερη και τρίτη, εγώ θα κάνω ό,τι χρειαστεί, αλλά εσύ απ’ το Σεπτέµβριο θα πας σχολείο. Ξέρω ότι είναι κάτι που το θέλεις όσο τίποτα στον κόσµο και το έχεις µαράζι. Ε, λοιπόν, απ’ το Σεπτέµβριο η γυναίκα µου η Δάφνη θα ξανακάτσει στα θρανία, θα πάρει απολυτήριο και θα τη στείλω και στο Πανεπιστήµιο! Και, πού ξέρεις; Μπορεί να φιλοτιµηθεί λίγο κι η κόρη µου η ξεµυαλισµένη! Και τώρα φέρε το κονιάκ, να πιούµε και να το γλεντήσουµε! Θα το κάψουµε το ρηµάδι! Η ζωή είναι µικρή, ρε, αλλά ο Θεός µεγάλος!» Η Δάφνη έµεινε άφωνη. Η πορεία της στη ζωή µπορεί να ήταν ένας διαρκής αγώνας µε αβέβαιο φινάλε, είχε χιλιάδες προβλήµατα, γνωστά κι άγνωστα, αλλά τουλάχιστον δε θα είχε ποτέ ένα, το πιο σηµαντικό: ν’ αναγκαστεί να σκεφτεί πώς θα ήταν η ζωή της αν δεν είχε γνωρίσει τον άντρα της. Πραγµατικά, αυτή η σκηνή, τώρα, ακριβώς τώρα, θα άξιζε να γίνει ταινία, ένα µήνυµα χαράς κι αισιοδοξίας για όλους τους πικραµένους αυτού του άδικου ντουνιά! Στα κοµµάτια η κυβέρνηση, τα πλούτη και τα µεγαλεία! Τι κι αν θα έµενε άνεργος και θα πεινούσανε, ο Λευτέρης ήταν θησαυρός µονάχος και το ότι τον είχε στο πλευρό της άξιζε για όλο το χρυσάφι του κόσµου! Πολλές φορές, µέσα στην γκρίνια και στα παράπονά της γι’ αυτά που θα ήθελε να έχει αλλά δεν είχε, ξεχνούσε αυτή τη µεγάλη αλήθεια διότι τη θεωρούσε αυτονόητη – τώρα όµως, που ήρθε κι έλαµψε µπροστά της για άλλη µια φορά ολοκάθαρη και κρυστάλλινη, ένιωσε αχάριστη προς το Θεό. Αύριο ξηµέρωνε µια καινούρια µέρα. Η ζωή είναι αγώνας! Είχαν την υγεία τους, ήταν ακόµα νέοι, η Βενετία όπου να ’ναι θα γυρνούσε, ε, πού θα πάει, όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά... Ένα κύµα ευδαιµονίας κι έξαλλης χαράς την παρέσυρε. «Είπες να το κάψουµε; Πάµε λοιπόν να κάψουµε το στεφάνι του Μάη! Ξηµέρωσε ο Κλήδονας!» είπε γελώντας. «Θαύµα!» αναφώνησε ενθουσιασµένος ο Λευτέρης κατεβάζοντας απ’ το µπουκάλι το πετρέλαιο που κάποτε ήταν κονιάκ. «Στάσου να βάλω και µουσική. Θα γίνει χαµός!» «Βρε, θα ξυπνήσουµε τη γειτονιά!» «Να ξυπνήσουν όλοι!» Ο Λευτέρης ήδη βρισκόταν πάνω απ’ το ετοιµοθάνατο, χιλιοεπισκευασµένο πικ απ που το είχε αγοράσει από έναν παλιατζή στο Μοναστηράκι για να το κάνει δώρο στη Βενετία, που γκρίνιαζε και ζήλευε άλλα παιδιά που είχαν. Δέκα δίσκους είχαν όλους κι όλους. Διάλεξε αυτόν που µιλούσε κατευθείαν στην καρδιά του, τον έβαλε να παίζει, δυνάµωσε την ένταση ντάλα και σε λίγο όλο το σαλόνι πληµµύρισε µε την καθαρή φωνή του Μιχάλη Μενιδιάτη: «Βλέπω φτωχούς ανθρώπους/µε πληγωµένο εγωισµό/κι όµως είµαι ο τελευταίος/γιατί δεν έχω ούτε κι αυτό.../Μάνα µου, όλα περνούνε/και όλα γίνονται ξανά,/όµως τούτη η θητεία/δε σταµατάει πουθενά...» «Πάµε έξω! Πάµε να χορέψουµε!» την παρακίνησε ο Λευτέρης, τραβώντας την απ’ το χέρι. Γελούσε σαν µικρό παιδί – αλήθεια, ποιος πάνω σ’ αυτό τον κόσµο θα πίστευε ότι σε µια µικρή γωνιά γης, στην Πετρούπολη, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν το κουράγιο ν’ αντικρίζουν τα χάλια τους κατάµατα και να γλεντάνε; Αλλά έτσι είναι, καθένας µε τα χούγια του – κανείς δεν ξέρει τι κάνει ο άλλος γιατί όλοι είναι χωµένοι στο µικρόκοσµό τους, άλλοι κλαίνε κι άλλοι γελάνε, Δόξα τω Θεώ, ρεεεεεεε! Η Δάφνη έδωσε έναν πήδο σαν αγριοκάτσικο και ξεκρέµασε το ξεραµένο µαγιάτικο
στεφάνι – ευτυχώς που το είχαν κάτω απ’ το υπόστεγο της πόρτας και δεν το έβρεξε η βροχή που είχε πέσει πριν λίγες ώρες. Ο Λευτέρης έτρεξε ξανά µέσα στο σαλόνι και δυνάµωσε τη µουσική σε όρια που θα µπορούσαν να επισείσουν µήνυση για διατάραξη κοινής ησυχίας. Η Δάφνη έβαλε φωτιά στο στεφάνι. «Κάψ’ τα όλα, γυναίκα! Όπαααα!» «Να πω λοιπόν να φύγω,/τι θ’ αντικρίσω, τι θα βγει,/τούτο το καψώνι µοιάζει/να είναι ολόκληρη ζωή.../Μάνα µου, όλα περνούνε/και όλα γίνονται ξανά,/όµως τούτη η θητεία/δε σταµατάει πουθενά...» Άρχισαν να πηδάνε πάνω απ’ τις φλόγες σαν εκστασιασµένοι Bάκχοι και Mαινάδες λίγο πριν το διονυσιακό όργιο. Όµως η γειτονιά φαίνεται ότι δε µοιραζόταν τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του ζεύγους Ματζιούρη, και µάλιστα στις τέσσερις η ώρα τα χαράµατα – ένα ένα τα παντζούρια άρχισαν ν’ ανοίγουν κι αγουροξυπνηµένα κεφάλια ξεπρόβαλλαν κοιτάζοντας µε απορία. «Ρε Λευτέρηηη, σας έστριψε, ρε;» ακούστηκε η αγριοφωνάρα του κυρ Σωτήρη, του ακριβώς διπλανού γείτονα. «Ξέρω γω, Σωτήρη;» φώναξε ο Λευτέρης συνεχίζοντας τον τρελό χορό του πάνω απ’ τις φλόγες, ενώ η Δάφνη δίπλα του έκλαιγε απ’ τα γέλια. «Είπαµε να το κάψουµε λιγάκι! Δεν έχεις ακούσει που λένε ότι η φτώχεια θέλει καλοπέραση; Η Δάφνη κι εγώ δεν έχουµε πάει ποτέ στα µπουζούκια να γλεντήσουµε. Τι πειράζει; Θα το κάψουµε εδώ. Όπαααα!» «Ρε, άντε τσακιστείτε κλείστε τη µουσική, µην έρθω εκεί και σας κάψω τα µπατζάκια σας!» γκάριξε ο κυρ Σωτήρης. «Πού ’σαι, Σωτήρη, άσε να πέσει κι η τελευταία στροφή και το κλείνω, µιλάµε για µεγάλο νόηµα!» είπε ο Λευτέρης. «Έτσι και πέσω εγώ απ’ τη σκαλωσιά αύριο στην οικοδοµή, που θα ’µαι άυπνος, το κρίµα στο λαιµό σου!» φώναξε ο Σωτήρης παραιτηµένος απ’ την προσπάθεια, µην κάνοντας ωστόσο καµία κίνηση να κλείσει το παντζούρι του και να συνεχίσει τον ύπνο του. Έκατσε και χάζευε τους γείτονες, που κατά πάσα πιθανότητα τρελάθηκαν. Άλλωστε, στις φτωχογειτονιές οι άνθρωποι κάνουνε την ανάγκη φιλότιµο, ποτέ δεν καλούν την Aστυνοµία για να λύσει ανύπαρκτες διαφορές. Σε τελική ανάλυση, ποιος έχει λεφτά να τρώει σε δικηγόρους; «... Όλα τα υπάρχοντά µου/έχουν φθαρεί σιγά σιγά.../όµως µέσα δεν αλλάζει/και σιγοβράζει µια φωτιά.../Μάνα µου, όλα περνούνε/και όλα γίνονται ξανά,/όµως τούτη η θητεία/δε σταµατάει πουθενά...» Το τραγούδι σταµάτησε. Η φωνή σίγασε. Οι φλόγες απ’ το στεφάνι έσβησαν, µόνο η µυρωδιά έµεινε. Ο κυρ Σωτήρης καληνύχτισε, έκλεισε το παντζούρι του και πήγε να συνεχίσει το λιγοστό του ύπνο, ώσπου να ξηµέρωνε ο Θεός τη µέρα και να πήγαινε να ξανακρεµαστεί σε κάποια σκαλωσιά οικοδοµής. Το µόνο που έµεινε να ταράζει την ησυχία της νύχτας ήταν ο ήχος απ’ τη βελόνα του ετοιµοθάνατου πικ απ, που έξυνε το βινίλιο µε τρόπο ανατριχιαστικά µονότονο, χρουτς, χρουτς, χρουτς... Το γλέντι τελείωσε. Ίσως ήταν γραφτό η ευτυχία να κρατάει µόνο για λίγα λεπτά. Όσο να καπνίσεις ένα τσιγάρο, όσο να κάψεις ένα στεφάνι του Μάη, όσο ν’ ακούσεις ένα τραγούδι που έχει στίχους µε νόηµα... Παρά το γεγονός ότι η Βενετία είχε κλειδιά, οι γονείς άφησαν έξω απ’ την πόρτα το κλειδί για να το δει η ξεµυαλισµένη. Όχι, δε φοβόντουσαν µην µπει κανένας κλέφτης. Άλλωστε µέσα
σ’ εκείνο το σπίτι δεν υπήρχε απολύτως τίποτα που ν’ αξίζει να το κλέψει κανείς. Το µόνο που άξιζε ήταν η αγάπη των ενοίκων, αλλά αυτή δεν ήταν απ’ τα πράγµατα που κλέβονται. Την ώρα που έκλειναν πίσω τους την εξώπορτα του σπιτιού τους, πιασµένοι χέρι χέρι, τότε η Δάφνη έφερε στο µυαλό της τους στίχους εκείνου του τραγουδιού που µόλις είχε ακούσει – πραγµατικά, είχαν σπουδαίο νόηµα. Ακόµα, σκέφτηκε ότι ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε να ξαπλώσει χωρίς να ξέρει ότι η Βενετία ήταν στο διπλανό δωµάτιο και κοιµόταν. Οραµατίστηκε ένα παγωµένο, τρεµάµενο χέρι να σηκώνει ένα ακουστικό και να σχηµατίζει τρεις αριθµούς – ένα, µηδέν, µηδέν. Αστυνοµία. Έδιωξε το όραµα µε φρίκη. Ωστόσο, αυτό που δεν κατάφερε να διώξει µε τίποτα η Δάφνη Ματζιούρη ήταν η αλλόκοτη αίσθηση ότι ετούτη εδώ η νύχτα ήταν για κάποιους λόγους σηµαδιακή. Και κάτι ακόµα: πλησίαζαν τα γενέθλιά της. Η 1η Ιουλίου στη ζωή της ήταν συνδεδεµένη µε γεγονότα φοβερά, καλά και κακά. Το καλό ήταν ότι 1η Ιουλίου είχε γνωρίσει τον άντρα της. Το κακό ήταν ότι 1η Ιουλίου είχε χάσει το γιο της. Κι ως γνωστόν, τα πράγµατα είχαν τη συνήθεια να τριτώνουν. Άραγε τι έµελλε να γίνει αυτή τη φορά; Η Δάφνη το ένιωθε – µετά το αποψινό τόσο ζωντανό όνειρο, θα τολµούσε µάλιστα να πει ότι το είχε δει και στον ύπνο της. Κάτι επρόκειτο να αλλάξει δραµατικά.
ΠΕΝΤΕ Η ΩΡΑ. Χαράµατα. Αν ζούσε ακόµα στο όµορφο χωριό του στα ριζά του Ταϋγέτου κι όχι στην τσιµεντένια ζούγκλα της Αθήνας, αυτή τη συγκεκριµένη ώρα θα λαλούσε ο πετεινός. Ο Αστυνόµος Σαΐνης, κατά κόσµον Φώτης Μπούρµαλης, λίγο πριν ανοίξει την εξώπορτα της πολυκατοικίας που έµενε, στην Κυψέλη, σήκωσε το κεφάλι κι έριξε µια µατιά στον ουρανό. Πάνω απ’ τις συστάδες των πανύψηλων πολυκατοικιών, που θύµιζαν αποικία αυτοφυών µανιταριών µέσα σε δάσος, κι ανάµεσα απ’ τις χιλιάδες κεραίες των τηλεοράσεων, ο ουρανός εξακολουθούσε να εκτείνεται απέραντος κι αιώνιος. Μια ανάσα πριν την αυγή – αυτή τη συγκεκριµένη ώρα ο ουρανός είχε το πιο συναρπαστικό του χρώµα, ένα λαµπερό βαθύ µπλε που έµοιαζε µε βελούδο. Ένα τέτοιο χρώµα δεν κατάφερνε να το αποτυπώσει µε τόση ακρίβεια και µεστότητα κανένας ζωγράφος, ούτε ο πιο εµπνευσµένος. Ο Φώτης Μπούρµαλης αφουγκράστηκε την ησυχία της νύχτας που έσβηνε ανασαίνοντας τους ήχους της πόλης που ξυπνούσε – κάτι τέτοιες στιγµές ξεχνούσε ότι ήταν αστυνοµικός, σκληροτράχηλος και χαλκέντερος, και υπερίσχυε η κατά βάθος ροµαντική του φύση, έστω και για λίγο. Μπήκε στην πολυκατοικία αναστενάζοντας. Προτίµησε να πάει απ’ τις σκάλες κι ας έπρεπε ν’ ανέβει ως τον τέταρτο όροφο – το ασανσέρ, δυστυχώς, ήταν τόσο παλαιολιθικής τεχνολογίας όσο κι η ίδια η πολυκατοικία, η οποία είχε χτιστεί εν έτει 1958, και το ότι δεν είχε πάθει ούτε µια τόση δα ρωγµούλα µε τόσους σεισµούς αποδιδόταν ξεκάθαρα σε θαύµα. Πέραν της παλαιότητός του, ή ίσως ακριβώς λόγω αυτής, το ασανσέρ έκανε έναν εκκωφαντικό θόρυβο, σαν µεραρχία από τανκς που περνάει πάνω από κατσάβραχα και προξενεί µια αναµενόµενη κατολίσθηση – κι ο Φώτης Μπούρµαλης είχε πλήρη συναίσθηση του τι σηµαίνει το να σέβεσαι το δικαίωµα των γειτόνων σου στην ησυχία, καθώς και τον τρόπο µε τον οποίο πρέπει να εκφράζεται αυτός ο αυτονόητος σεβασµός. Άλλωστε, προτιµούσε να κερδίσει λίγα ακόµα λεπτά. Όταν θα έµπαινε στο σπίτι του και θα έκλεινε πίσω του η πόρτα, δε θα µπορούσε να ξεφύγει µε τίποτα. Θα βρισκόταν αντιµέτωπος µε την πικρή πραγµατικότητα – καθώς και µε άφθονο ελεύθερο χρόνο για να τη σκέφτεται και να την αναµασά. Πώς έλεγε, να δεις, εκείνο το παλιό τραγούδι της Ελπίδας; «Άλλη µια µέρα δίχως σκοπό...» Ακριβώς έτσι. Εν τω µεταξύ έφτασε στο διαµέρισµά του. Άνοιξε όσο πιο αθόρυβα µπορούσε και µπήκε πατώντας στις µύτες των ποδιών για να µην ξυπνήσει τη γυναίκα του τη Νίκη, το µόνο φωτεινό κοµµάτι της ζωής του. Η Νίκη δούλευε ως ωροµίσθια καθηγήτρια Γαλλικών σε σχολείο της Γκράβας, κι εδώ που τα λέµε, το να έχεις καθηµερινά ν’ αντιµετωπίζεις παιδιά που πιότερο έµοιαζαν µε θηρία που τ’ ανάγκασαν να κλειστούνε στο κουβί απαιτούσε ατσαλένια νεύρα και ιώβειο υποµονή – άρα ένας καλός ύπνος ήταν απαραίτητος για να συγκρατεί το νευρικό σύστηµα απ’ την επαπειλούµενη κατάρρευση. Βέβαια, τώρα ήταν καλοκαίρι και τα σχολεία είχαν κλείσει – η Νίκη όµως, γεννηµένη προκοµµένη κι όχι τεµπελχανού, δεν έχασε χρόνο: είχε ήδη πιάσει πρωινή δουλειά ως εποχιακή στο Hondos Center της πλατείας Αµερικής.
Ο Φώτης χαµογέλασε αχνά καθώς σκέφτηκε ότι αυτός κι η γυναίκα του θύµιζαν πολύ εκείνο το ανεπανάληπτο ζευγάρι της ταινίας Θανάση, Σφίξε κι Άλλο το Ζωνάρι. Βέγγος και Ματζουράνη – παντρεµένοι κι αγαπηµένοι, αλλά οι συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους τους εξανάγκαζαν να συναντιούνται µε την ησυχία τους µονάχα Κυριακές κι αργίες. Κατά τα λοιπά, σηµειώµατα κι άγιος ο Θεός! Του ήρθε να την ξυπνήσει και να της το πει – σίγουρα θα της έφτιαχνε τη διάθεση και ίσως να προέκυπτε και κάποιο πολυπόθητο κοκό, αλλά τελικώς τη λυπήθηκε και µετάνιωσε. Βέβαια, αν η Νίκη ήξερε τι της είχε φέρει ο άντρας της, όχι µόνο θα ξυπνούσε πάραυτα, αλλά θ’ άρχιζε κιόλας να πηδάει πάνω στο κρεβάτι απ’ τη χαρά της, αψηφώντας αποτελεσµατικά τον κίνδυνο να τσακίσει τους σουµιέδες, ποιος νοιάζεται γι’ αυτούς... Ο Φώτης Μπούρµαλης έβαλε το χέρι στην τσέπη του και χάιδεψε το ιλουστρασιόν αυτόγραφο του Άρη Παγκράτη, του Άρη τους. Χαµογέλασε. Παρά το χαµόγελο, δεν µπόρεσε να καταπνίξει τη δική του µικρή, απόλυτα προσωπική θλίψη. Την κουβαλούσε χρόνια µέσα του κι είχε µάθει να ζει µαζί της – απ’ την άλλη όµως, ποτέ δεν είχε πάψει να ελπίζει ότι θα ερχόταν µια µέρα που όλα θα άλλαζαν, µια µέρα δικαίωσης για τον ίδιο, για τους κόπους που κατέβαλλε τόσα χρόνια και για τον ιδρώτα που έχυνε προς τιµήν της Υπηρεσίας. Ούτε η χτεσινή νύχτα είχε αποδώσει καρπούς – τι καρπούς δηλαδή, το ξερό δέντρο της ατυχίας δεν είχε πετάξει ούτε ένα τόσο δα πράσινο φυλλαράκι ελπίδας. Μόνο ο Θεός ήξερε πόσες προσευχές Του είχε αναπέµψει ο ταπεινός δούλος Του Φώτιος, µε περιεχόµενο κάτι εντελώς απλό και διόλου δύσκολο για Εκείνον: να ήταν αυτός που θα κατάφερνε να τσακώσει τον επικίνδυνο δραπέτη που το είχε σκάσει απ’ τις φυλακές Κορυδαλλού – µήπως τελικά κατόρθωνε κι έπαιρνε εκείνη την πολυπόθητη προαγωγή στο Σώµα, που την περίµενε σαν Λαµπρή που δεν ερχόταν. Από τότε που θυµόταν τον εαυτό του παιδάκι στο χωριό, ένιωθε ανέκαθεν µια έλξη προς τα Σώµατα Ασφαλείας. Χρόνος υπήρχε άφθονος – τα παιδιά στα χωριά το ξέρουν καλά αυτό, άλλωστε εκεί ο χρόνος µετράει µε εντελώς διαφορετικούς ρυθµούς απ’ αυτούς της πόλης. Χώρος υπήρχε επίσης άφθονος, και τι χώρος! Γεµάτος εναλλαγές, χρώµατα κι αρώµατα, βουνά, λιβάδια και σπηλιές, όχι σαν την πόλη, που είχε πνιγεί στ’ αυτοκίνητα και στα τσιµέντα κι οι αλάνες είχαν εξαφανιστεί για να δώσουν τη θέση τους σε τσιµεντένια τερατουργήµατα που οι δηµιουργοί τους τα πλασάριζαν ως «τελευταία λέξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής»... Οι ελάχιστες δε πλατείες και τα πάρκα που είχαν αποµείνει στην Αθήνα είχαν µετατραπεί σε στέκια πρεζάκηδων και κάθε λογής κακοποιών στοιχείων και, φυσικό κι επόµενο, οι φοβισµένοι γονείς προτιµούσαν να κλειδώνουν τα παιδιά τους στο σπίτι µε τις κότες και να τα µεγαλώνουν µε τηλεόραση, Game Boy και Νintendo παρά να τ’ αφήνουν να πάνε να παίξουν έξω και να µπλέξουν πουθενά· αλλά εκείνη τη στιγµή ο Φώτης Μπούρµαλης θυµόταν το όµορφο χωριό του και καθόλου δεν ήθελε να ξανασκεφτεί την πικρή πραγµατικότητα που αντιµετώπιζε κάθε µέρα στη δουλειά του ως αστυνοµικού, γιατί και µόνο στη σκέψη αυτή του ερχόταν µια απαίσια πικρίλα στο στόµα, σαν ποσάς. Εκεί λοιπόν, στο χωριό, ο Φώτης Μπούρµαλης µάζευε τα παιδιά κι όλα µαζί έπαιζαν Κλέφτες κι Αστυνόµους. Εφεύρισκε µάλιστα ευρηµατικότατα σενάρια, καινούρια κάθε µέρα, τόσο αριστοτεχνικά που θα τα ζήλευε και ο ίδιος ο Σέρλοκ Χολµς κι ο έµπιστος σύντροφός του Γουάτσον. Για να είναι ειλικρινής, είχε επηρεαστεί απ’ τον τρόπο που ενεργούσαν ο Σέρλοκ κι ο δόκτορας Γουάτσον –όταν ήταν µικρός είχε διαβάσει τα Άπαντά τους πάνω από ογδόντα φορές–, εντούτοις όµως και ο ίδιος, χάρη στην εξυπνάδα του, κατάφερνε να βρίσκει πάντα
καινούριες ιστορίες τις οποίες µοιραζόταν µε τα συγχωριανάκια του κι όλοι µαζί τις έθεταν σε εφαρµογή για να καλοπερνάνε τα ξένοιαστα καλοκαίρια τους. Βεβαίως, το γεγονός ότι ο Φώτης ήταν πάντα µε το µέρος των καλών, που εξιχνίαζαν τα εγκλήµατα κι αποκαθιστούσαν το νόµο και την τάξη αποδίδοντας τη δικαιοσύνη που είχε διασαλευθεί, δεν µπορούσε κατ’ ουδένα τρόπο να χαρακτηριστεί τυχαίο. Αυτό ήταν το όνειρό του από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του – ήθελε να γίνει αστυνοµικός, για να µπορεί να προσφέρει και την τελευταία ικµάδα των δυνάµεών του στο κυνήγι του εγκλήµατος. Σκεφτόταν τις έννοιες «δικαιοσύνη», «αλήθεια», «διαλεύκανση», «νόµος» και «τάξη» κι ένιωθε να φλέγεται από επιθυµία να τα υπηρετήσει, µήπως κι έτσι κατάφερνε να γραφτεί στο χρυσό βιβλίο της Ιστορίας ως χρήσιµος άνθρωπος – έστω και µε γράµµατα µικρά σαν ψείρες. Στο σχολείο ήταν άριστος µαθητής – ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα τα κατάφερνε οπωσδήποτε να περάσει στη Νοµική, για να µπορεί να πάει στο Σώµα της Αστυνοµίας εφοδιασµένος και µε µια περγαµηνή. Δυστυχώς όµως το όνειρό του για ένα πανεπιστηµιακό πτυχίο τσακίστηκε άδοξα σαν σαπιοκάραβο στην ξέρα: η οικογένειά του δεν ήταν πλούσια, κάθε άλλο µάλιστα. Και καλά, αν ήταν µοναχοπαίδι, ή έστω αν είχε αρσενικά αδέρφια, κάπως θα βολευόταν το πράγµα – ο καθένας απ’ τα αδέρφια θα έκανε τη ζωούλα του όπως νόµιζε καλύτερα. Έλα όµως που ο Θεός αποφάσισε να τον φιλοδωρήσει µε τρεις αδερφές... Ο Φώτης ήταν ο µικρότερος – και πολλές φορές ένιωθε ευγνωµοσύνη προς τον Ύψιστο που κατάφερε να γεννηθεί αγόρι, διότι ο µακαρίτης ο πατέρας του πολλές φορές του το είχε τονίσει κατηγορηµατικά: µέχρι ν’ αποκτούσε το γιο, το µονάκριβο, το µοσχαναθρεµµένο, θα συνέχιζε ν’ αραδιάζει παιδιά στον αιώνα τον άπαντα. Και µόνο σ’ αυτή τη σκέψη ο Φώτης ανατρίχιαζε απ’ την κορφή ως τα νύχια. Όχι πως δε λάτρευε τις αδερφές του, αλλά ήταν και Pωµιός ως το κόκαλο – ήξερε τι τον περίµενε και σαν άνθρωπος που αγαπούσε το δίκιο ήταν αποφασισµένος να κάνει το σωστό, αγόγγυστα κι αβαρυγκώµιαστα, σαν αληθινός άντρας. Οι αδερφές του περίµεναν απ’ αυτόν να κάνει ό,τι µπορεί για να τις βοηθήσει να φτιάξουν µια προικούλα για να παντρευτούν. Όπερ και εγένετο. Ο Φώτης ήρθε στην Αθήνα κι έτρεξε φισέκι να δει πώς θα µπορούσε να πιάσει δουλειά στην Αστυνοµία. Στάθηκε τυχερός: ήταν έτος 1985, οσονούπω θα γινόντουσαν εκλογές κι η κυβέρνηση εύλογα επιθυµούσε να παραµείνει στη θέση της – φυσικό ήταν! Υπάρχει έστω κι ένας γνωστικός πολιτικός στον κόσµο που να µη θέλει να κάθεται στις καρεκλάρες της κυβέρνησης και να επιθυµεί να πάει να κάτσει στις χαµοκέλες της αντιπολίτευσης; Όχι, βέβαια! Έτσι, η κυβέρνηση λίγο πριν τις εκλογές αποφάσισε να µοιράσει δουλίτσα στον κοσµάκη. Μια απ’ τις προκηρύξεις αφορούσε την πρόσληψη αστυφυλάκων – εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ανάλογες πανεπιστηµιακές σχολές. Ο Φώτης ήταν τότε είκοσι ενός ετών – τέλεια ηλικία! Γερός, δυνατός και πάνω απ’ όλα µε τροµερή όρεξη για δουλειά, όχι µόνο για να βγαίνει το µεροκάµατο του Θεού σταθερά και σίγουρα, και να στέλνει και κάνα φράγκο στις άφραγκες αδερφές, αλλά κυρίως για να εξυπηρετηθεί ο µέγιστος και πρωταρχικός σκοπός: η µάχη κατά του εγκλήµατος! Κατάφερε να προσληφθεί – ας ήταν καλά κι ο πρόεδρος του χωριού, που έβαλε το χέρι του κι έκανε τέσσερα καλά µαζεµένα: και το µεράκι του Φώτη ικανοποίησε και των τριών αδερφάδων την προικούλα έφτιαξε. Τι θέλανε κι αυτές οι κακοµοίρες, ίσα τα λευκά είδη και τα
κατσαρολικά τους ν’ αγοράσουν... Ωστόσο, δεν µπορούσε να µην κάνει µια πικρή σκέψη: από τότε που προσελήφθη στην Αστυνοµία είχαν περάσει δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή, κι αυτός βρισκόταν ακόµη στο σηµείο µηδέν, σαν να είχε κάνει ολάκερο κύκλο για να ξανακαταλήξει στην ίδια αφετηρία. Εντάξει, όχι ακριβώς! Μέσα σ’ αυτά τα δεκαεννιά χρόνια κατάφερε να πάρει προαγωγή κι από αστυφύλακας να γίνει αρχιφύλακας. Δεν ήταν και µικρό πράγµα, δεδοµένου ότι ήταν ένας απλός απόφοιτος Λυκείου. Απ’ την άλλη όµως δεν µπορούσε να µην πικραίνεται βλέποντας άλλους µε τα µισά του χρόνια ν’ αποφοιτούν απ’ τις νεόκοπες αστυνοµικές σχολές και να παίρνουν βαθµό µεγαλύτερο απ’ τον δικό του, ή ακόµα κι εκείνους που προχωρούσαν γοργά στους βαθµούς του Σώµατος διότι είχαν κάποιο πανεπιστηµιακό πτυχίο, γενικώς. Μα ναι, έτσι ήταν το δίκιο: αυτός τι είχε; Όρεξη είχε. Αλλά αυτό, δυστυχώς, δεν ήταν αρκετό. Βέβαια, εδώ που τα λέµε, πάλι καλά: τα πράγµατα θα µπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα. Πάντα υποστήριζε ότι ήθελε ολόψυχα να υπηρετεί στην Αστυνοµία από οποιοδήποτε µετερίζι κι αυτό ήταν αλήθεια, αλλά για φαντάσου, λέει, να τον είχανε µπουτζώξει σε κανένα σκοτεινό γραφείο µε αράχνες και µόνιµη συντροφιά τη µυρωδιά της µούχλας, να κρατάει πρακτικά γελοίων µηνύσεων, για παράδειγµα αυτών που έκανε η κυρά Κατινούλα χ στην κυρά Κατινούλα ψ, µε περιεχόµενο τα σκατά του σκύλου της δεύτερης, που χέστηκε παράνοµα στην αυλή της πρώτης – κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά θα έπρεπε να διαβιβάσει κι όλο αυτό το γελοίο προανακριτικό υλικό και στον εισαγγελέα... Αυτός ήθελε δράση. Ο δρόµος ήταν η ζωή του. Σε χωριό µεγάλωσε, στους δρόµους αντρώθηκε, φυσικό ήταν. Σ’ αυτό στάθηκε τυχερός. Διορίστηκε εκεί που ήθελε. Στο δρόµο. Στην αρχή πήγε στην Οµάδα Ζήτα, µετά πήγε και στα ΜΑΤ. Καλά ήταν όλ’ αυτά, αλλά τα σιχάθηκε σύντοµα. Μα το Θεό, δεν του έκανε καθόλου κέφι να παίζει ξύλο µε αναρχικούς, ούτε να προσπαθεί να βάλει σε τάξη εξαγριωµένες ορδές φιλάθλων που έπνιγαν τα ντέρτια τους στα γήπεδα ανταλλάσσοντας καρέκλες και καδρόνια, ούτε να πετάει δακρυγόνα ή να διαλύει πορείες από εξαθλιωµένα γεροντάκια που τολµούσαν να υψώσουν το κουρασµένο ανάστηµά τους στο Μέγαρο Μαξίµου ζητώντας πράγµατα αυτονόητα, όπως, ας πούµε, µια λίγο µεγαλύτερη συνταξούλα για µια καλύτερη ζωή ένα βήµα πριν τον τάφο. Πάλι στάθηκε τυχερός – πάνω που είχε αρχίσει να βάζει πλερέζες απ’ τη στενοχώρια του, του ήρθε η µετάθεση στη Γενική Αστυνοµική Διεύθυνση Αττικής. Στην αρχή στα Ναρκωτικά – µετά από λίγους µήνες στη Δίωξη Ανθρωποκτονιών. Αυτό ήταν αληθινό γλέντι – ό,τι καλύτερο! Βρόµικη δουλειά, όπως και να το κάνουµε, που τον έφερνε σ’ επαφή µε κάθε καρυδιάς καρύδι, φονιάδες καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελµα, παρανοϊκούς εγκληµατίες, πληρωµένους δολοφόνους, άτυχους πρώην νοµοταγείς πολίτες που εν µια στιγµή βρέθηκαν σε «βρασµό ψυχικής ορµής» και πήραν κεφάλια... πάσα νόσος και πάσα µαλακία δηλαδή, βρόµικη δουλειά αλλά µε τροµερό ενδιαφέρον η άτιµη, κι ας ήταν και πάλι τον περισσότερο καιρό κλεισµένος σ’ ένα γραφείο. Όταν έχεις να κάνεις µε φόνους κι άδικους σκοτωµούς, ακόµα κι η δουλειά γραφείου αποκτά τροµερό ενδιαφέρον, απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς. Η µετάθεσή του στη Δίωξη Ανθρωποκτονιών ήταν ένα ακόµα σηµάδι της µοίρας ότι ίσως ερχόντουσαν καλύτερες µέρες. Όµως... Τζίφος.
Το µεγαλύτερο όνειρο της ζωής του, από όταν ήρθε απ’ το χωριό του ως και τη µέρα που θα έκλεινε τα µάτια του και θα ’λεγε αντίο στο µάταιο τούτο κόσµο, ήταν να γίνει κάποιος µέσα στους κόλπους της Αστυνοµίας, που τόσο διακαώς αγαπούσε. Ως ένα βαθµό τα κατάφερε: όλοι στην Υπηρεσία τον εκτιµούσαν, µιλούσαν µε τα καλύτερα λόγια για το θάρρος του, την ευγένεια και το ήθος του και το ότι δε φοβόταν να βάλει το κεφάλι του στο στόµα του λύκου προκειµένου ν’ αποδοθεί το δίκιο – και να τα συχαρίκια, και να οι εύφηµες µνείες... Όµως, να πάρει η ευχή, είχε σκαλώσει στο βαθµό του αρχιφύλακα! Ακόµα και στο Καληµέρα Ζωή, το πολυαγαπηµένο του σίριαλ, στο οποίο οι αστυνοµικοί ήρωες αποτελούσαν τα ινδάλµατά του, µε πρώτο και καλύτερο το στρατηγό Στάθη Θεοχάρη, αυτοί που δοξάζονταν στο τέλος ήταν όλοι απ’ το βαθµό υπαστυνόµου και πάνω... Νύχτες ατέλειωτες έπεφτε να κοιµηθεί κι έβλεπε το ίδιο όνειρο: τον εαυτό του ντυµένο µε επιβλητική στολή τίγκα στο παράσηµο, άξια ανταπόδωση για το έρµο του κορµί που ήταν γεµάτο τρύπες από σφαίρες κακοποιών που είχε πιάσει µε τα χέρια του, κι όλο το Σώµα να τον προσφωνεί «αρχηγό Μπούρµαλη». Μα τον Άγιο, ιδιαίτερα επιβλητικό όνοµα, αρκούντως ταιριαστό µε την αίγλη ενός κοτζάµ αρχηγού της Αστυνοµίας. Όµως, δυστυχώς... Ούτε κι απόψε είχε γίνει κάτι – ο επικίνδυνος δραπέτης φονιάς εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στους δρόµους της Αθήνας ανενόχλητος κι ο ιδρωµένος αρχιφύλακας Μπούρµαλης βρισκόταν στο σπίτι του µην έχοντας καταφέρει να τον συλλάβει, µήπως κι έτσι έβλεπε Θεού πρόσωπο. Σκατά δηλαδή. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα δεν έκανε τίποτ’ άλλο απ’ το να δείχνει την αχαριστία του προς το Θεό αντί να κάτσει να Τον ευχαριστεί για όσα του είχε δώσει – όσο µικρά κι ασήµαντα κι αν φαίνονταν, κάποιοι άλλοι συνάνθρωποι δεν είχαν ούτε κι αυτά. Έκανε το σταυρό του βιαστικά. Δεν είχε ύπνο. Αναστενάζοντας, πήγε κι έκατσε στο µικρό γραφειάκι που είχε εγκατεστηµένο σε µια άκρη του σαλονιού. Άναψε το λαµπατέρ. Αφού δεν είχε ύπνο, καλά θα έκανε να εντρυφούσε στην παλιά, αγαπηµένη του συνήθεια: να ριχτεί µε τα µούτρα στη µελέτη του Ποινικού Δικαίου. Οι καταστάσεις της ζωής µπορεί να µην τον άφησαν να πάει στη Νοµική και να το φάει στη µάπα, κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, παρ’ όλ’ αυτά δεν του έλειπε ο ζήλος. Κι αφού λόγω δουλειάς καταγινόταν µε το έγκληµα στη χειρότερή του µορφή, δεν ήταν καθόλου κακό να µάθαινε όσα περισσότερα µπορούσε – έστω κι αν δεν είχε σίγουρες ελπίδες αναβάθµισης. Ποινικό Δίκαιο για Μη Νοµικούς. Αυτό το «για Μη Νοµικούς» το ένιωθε ανέκαθεν σαν µαχαιριά κατάστηθα. Πήρε το χιλιοδιαβασµένο βιβλίο, που απ’ τις σηµειώσεις και το τράβηγµα γραµµών σε επίµαχα σηµεία κόντευε να γίνει µουσειακό είδος, έβαλε τα γυαλιά του και πήγε να το ανοίξει στη σελίδα που τον ενδιέφερε. Όµως... Ασυναίσθητα ξανάβγαλε τα γυαλιά του και τα ακούµπησε πάνω στο βιβλίο. Έσβησε και το λαµπατέρ. Απόµεινε µόνος στο µισοσκόταδο ενώ έξω άρχιζε να ξηµερώνει. Εδώ και ώρα βρισκόταν σε µια άβολη κατάσταση που δεν µπορούσε να εξηγήσει ακριβώς: όχι, δεν ήταν η στενοχώρια που δεν µπόρεσε να συλλάβει τον επικίνδυνο δραπέτη, ούτε η θλιβερή σκέψη ότι ποτέ δε θα κατάφερνε να γίνει στρατηγός Μπούρµαλης.
Κάτι τον ενοχλούσε, αλλά δεν µπορούσε να το προσδιορίσει µε ακρίβεια – κάτι υπήρχε που βασάνιζε επί ώρες το υποσυνείδητό του, αλλά δεν έβγαινε προς τα έξω. Σαν µια κρίσιµη λεπτοµέρεια, µια παράξενη επίγνωση που την κουβαλούσε µέσα του, αλλά που για την ώρα του έπαιζε κρυφτό. Σαν να του ξέφευγε κάτι που ήδη ήξερε, αλλά δεν µπορούσε να πει µε βεβαιότητα ούτε τι ήταν ούτε τι αφορούσε. Τι; Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε ξαναβάλει τα γυαλιά του χωρίς να το καταλάβει – ίσως µάλιστα να τα µπαζόβγαζε επί αρκετή ώρα µηχανικά δίχως συγκεκριµένο λόγο και αιτία. Αυτό ήταν. Έβγαλε τα γυαλιά του –αυτή τη φορά µε πλήρη επίγνωση–, έπιασε το κεφάλι του µε τα δυο του χέρια κι η φάτσα του πήρε την παροιµιώδη εκείνη έκφραση που ο θυµόσοφος λαός αποκαλεί «σαν το γουρούνι που θα κλάσει». Έκατσε έτσι επί αρκετά λεπτά. Τίποτα. Απογοητευµένος, ξανάβαλε τα γυαλιά του κι άρχισε επιτέλους το διάβασµα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Άρθρο 299 Ανθρωποκτονία από πρόθεση 1. Όποιος µε πρόθεση σκότωσε άλλον, τιµωρείται µε ισόβια κάθειρξη. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασµό ψυχικής ορµής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης.
Ο Φώτης Μπούρµαλης συνειδητοποίησε ότι είχε διαβάσει αυτό το άρθρο –αλλά κι όλο το βιβλίο– τόσες πολλές φορές, που θα µπορούσε να το διδάξει και στο Πανεπιστήµιο ως καθηγητής, αυτός, που το µόνο που είχε καταφέρει ν’ αποκτήσει ήταν ένα απολυτήριο Λυκείου κι αµανάτι πλείστες ευχές για ένα λαµπρό µέλλον στη Νοµική Σχολή, στην οποία, βέβαια, δεν πήγε διότι είχε αδερφές, τρεις αδερφές... Παραλίγο να δακρύσει, αλλά έπνιξε τον πόνο του αποτελεσµατικά, ως γνήσια αδελφή ψυχή του Στάθη Θεοχάρη, απ’ το Καληµέρα Ζωή. Άρχισε να διαβάζει τα σχόλια του άρθρου 299. Η ανθρωποκτονία από πρόθεση, κοινώς γνωστή ως φόνος, ενέχει το στοιχείο του δόλου...
Άσχετο, αλλά εκείνη τη στιγµή ήρθε µέσα στο µυαλό του και τον απέσπασε µια αγαπηµένη σκηνή απ’ τα Άπαντα του Σέρλοκ Χολµς: ο Σέρλοκ να έχει µόλις διαλευκάνει το µυστήριο, να καπνίζει την πίπα του ευχαριστηµένος και να εξηγεί στον Γουάτσον τη λύση του µυστηρίου, συνοδεύοντας τις εξηγήσεις µε το σχόλιο: «Aυτό ήταν που τους ξεσκέπασε». «Αυτό ήταν που τους ξεσκέπασε»... Σαν επίκληση προς κάποιο µαγικό τζίνι, τα λόγια αυτά λειτούργησαν µέσα στο κεφάλι του καταλυτικά: ο τοίχος που τον εµπόδιζε να δει γκρεµίστηκε, το πούσι ξεκαθάρισε και µέσα στα βάθη του µυαλού του Φώτη Μπούρµαλη η ανάµνηση αναδύθηκε. Λίγες ώρες πριν. Στο µπλόκο. Στην ανέλπιστη συνάντηση µε τον Άρη Παγκράτη. Η λεπτοµέρεια. Όταν το όχηµα του ινδάλµατος ξεκινούσε να φύγει, το πίσω παράθυρο άνοιξε και µια
εκθαµβωτική ξανθιά τού έστειλε ένα φιλί. Την ίδια στιγµή που η ξανθιά τον φιλούσε εξ αποστάσεως, όχι µεγάλης, ο Φώτης Μπούρµαλης συγκράτησε µε την άκρη του µατιού του δυο άλλα µάτια, σκούρα µάτια σε κόκκινο φόντο – µπλούζα ίσως; Κάτι είχαν αυτά τα µάτια – ή µήπως ήταν ιδέα του; Από πολύ µακριά, διανύοντας απόσταση αρκετών ωρών, ήρθε και χτύπησε τα ρουθούνια του µια γνώριµη µυρωδιά – τόσα χρόνια στο κουρµπέτι, ο Φώτης Μπούρµαλης την ήξερε καλά. Η µυρωδιά του φόβου. Μάλλον την ανέδιδαν οι πόροι του δικού του κορµιού – τότε όµως, γιατί στην ευχή δεν ένιωθε καθόλου σίγουρος γι’ αυτό; Δίχως να το καταλάβει, ανατρίχιασε.
ΚΟΝΤΕΥΕ ΕΦΤΑ ΤΟ ΠΡΩΙ την ώρα που ο Άρης Παγκράτης έφτασε, επιτέλους, στο σπίτι του. «Ανάκτορο» θα ήταν, βέβαια, µια πιο ακριβής περιγραφή – αλλά ακόµα και για έναν απ’ τους πιο πλούσιους ανθρώπους της χώρας, όπως ήταν αυτός, ένα ανάκτορο δεν έπαυε για τον ίδιο να είναι το σπίτι του, σπιτάκι του, φτωχοκαλυβάκι του! Αυτή η παλιά δηµώδης έκφραση, βγαλµένη κατευθείαν απ’ τα σπλάχνα της λαϊκής σοφίας, ανέκαθεν του άρεσε. Κάθε φορά που επέστρεφε σπίτι του τη µουρµούριζε στον εαυτό του και πάντα του έφερνε χαµόγελο στα χείλη – ήταν τρόπον τινά το µυστικό του ξόρκι, που το κρατούσε αυστηρά για τον εαυτό του για να µην κατασπαταλήσει σε πολλούς αποδέκτες τη θετική ενέργεια που κρυβόταν µέσα σ’ αυτές τις λίγες και φαινοµενικά αστείες λέξεις. Συν τοις άλλοις, το να αποκαλεί δηµοσίως «φτωχοκαλυβάκι» µια σπιταρώνα τριάντα δωµατίων, ευρισκόµενη µέσα σ’ ένα κτήµα πενήντα στρεµµάτων, ανάµεσα σε περίτεχνους κήπους, πισίνες κι άλλα πολλά, ήταν κάτι µάλλον γελοίο, που θα ξεσήκωνε κύµατα θυµηδίας σ’ έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων – ενώ στην πραγµατικότητα ήταν απλώς µια εκδήλωση µετριοφροσύνης από µέρους του. Ο Άρης Παγκράτης είχε τη µετριοφροσύνη σε πολύ περίοπτη θέση στο µακρύ κατάλογο µε τις αρετές του. Μια άλλη αρετή που διέθετε, εξίσου σπουδαία, ήταν η ανεξάντλητη ενεργητικότητά του, αυτή που τον συντρόφευε από τότε που ήταν παιδί και τον ακολουθούσε και τώρα, στα σαράντα δύο του χρόνια, και του επέτρεπε να νιώθει ακούραστος σαν πουλί πετούµενο ακόµα και µετά από ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο γεµάτο από πάσης φύσεως δραστηριότητες – ευχάριστες όλες. Το σπίτι του δέσποζε επιβλητικά στην κορφή του λόφου της Εκάλης. Τίποτα δεν υπήρχε γύρω του που να το εµποδίζει, ήταν σαν το τελευταίο σύνορο ανάµεσα σε γη κι ουρανό – αυτό εξ ορισµού τού πρόσφερε µια συγκλονιστική θέα ως εκεί που έφτανε το µάτι. Για έναν άνθρωπο σαν τον Άρη Παγκράτη η θέα λειτουργούσε καταλυτικά και σε πολλά επίπεδα: ξεκούραση του νου όταν ένιωθε φορτωµένος, απλό χαζολόγηµα µε αξιόλογο περιεχόµενο για τις ελάχιστες φορές που νοσταλγούσε τη νωχέλεια και το µόνο που επιθυµούσε ήταν να κοιτάζει το κενό – ούτε να φανταστεί δεν ήθελε πώς θα ένιωθε αν, έστω κι αυτές τις λίγες στιγµές που επέτρεπε στον εαυτό του να χαζολογήσει όπως όλοι οι άνθρωποι, ήταν υποχρεωµένος ν’ αντικρίζει τα ντουβάρια της απέναντι πολυκατοικίας, τα απλωµένα σώβρακα µιας γειτονικής µπουγάδας ή κάτι άλλο χειρότερο– κι ανεξάντλητη πηγή έµπνευσης, που του επέτρεπε να φορτίζει θετικά τις µπαταρίες του, ώστε να µπορεί να συνεχίζει να υπηρετεί τη διασκέδαση και την ψυχική ανάταση του κοσµάκη, που είχε του κόσµου τα προβλήµατα και λαχταρούσε να ξεφύγει έστω και λίγο απ’ αυτά παρακολουθώντας ένα καλό σίριαλ, µια ωραία ταινία ή µια άρτια θεατρική παράσταση, και βοηθούσε το µυαλό του να παραµένει καθαρό ώστε να µπορεί να κατεβάζει νέες ιδέες, που, φυσικά, πάλι είχαν ως µοναδικό αποδέκτη τον κοσµάκη και την καλοπέρασή του. Ναι, αυτό ήταν. Επί δεκαεφτά συναπτά έτη ο Άρης Παγκράτης ήταν ταγµένος στο να υπηρετεί τον κοσµάκη, διασκεδάζοντάς τον, προβληµατίζοντάς τον, µορφώνοντάς τον – κι ο κοσµάκης όµως του ανταπέδιδε αυτές τις κοπιαστικές του υπηρεσίες µε το να τον έχει αναγάγει σε εθνικό ήρωα και µε το να τον κρατά αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή όλ’ αυτά τα χρόνια, µε εκδηλώσεις αγάπης τέτοιες που άγγιζαν τα όρια της υστερίας.
Βέβαια, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Σ’ αυτή τη ζωή παίρνεις ό,τι δίνεις, σπέρνεις ό,τι θερίζεις – και πάει λέγοντας. Κι αυτός µοίραζε αφειδώς αγάπη στον κόσµο, άρα... Ακόµα και τώρα, στα σαράντα δύο του χρόνια, κανένας δεν µπορούσε να του παραβγεί – βρισκόταν στο κέντρο των γεγονότων περισσότερο από ποτέ. Οι άλλοι συνάδελφοί του, ακόµα κι οι νεότεροι, δεν µπορούσαν ούτε καν να µιµηθούν τη λάµψη του – δίπλα του φάνταζαν σαν κοµπάρσοι σε µπουλούκι. Διένυε τη δηµιουργικότερη φάση της ζωής του – και τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόµα. Και να φανταστεί κανείς ότι όλ’ αυτά τα χρωστούσε στη συναρπαστική θέα απ’ τα παράθυρα του σπιτιού του – σε ποιον να το πει και ποιος να το πιστέψει, δηλαδή! Του έφτανε και του περίσσευε ότι το ήξερε ο ίδιος –στον εαυτό του έλεγε πάντα την αλήθεια, ακόµα κι αυτήν που δε θα έλεγε ποτέ και σε κανέναν–, άλλωστε όλοι έχουν τα µικρά τους µυστικά, που καλό είναι να µην τα µοιράζονται διότι κυκλοφορεί φθόνος. Στην είσοδο του κτήµατος δεν υπήρχε φύλακας – άλλωστε στο εσωτερικό του σπιτιού υπήρχε ένα ολόκληρο δωµάτιο αφιερωµένο στη φύλαξη κι ένας έµπιστος άνθρωπος, που έπαιζε την τεχνολογία στα δάχτυλα, ήταν µόνιµα εγκατεστηµένος εκεί µέσα. Κρυφές κάµερες, κλειστά κυκλώµατα τηλεόρασης, πανάκριβα συστήµατα συναγερµού, τα πιο εξελιγµένα που υπήρχαν, δοκιµασµένα και ρυθµισµένα ακόµα και για την πιο απρόβλεπτη περίσταση, όλ’ αυτά µαζί καθιστούσαν το ανάκτορο του Άρη Παγκράτη απόρθητο φρούριο, απροσπέλαστο στον οποιονδήποτε. Μετά ταύτα, θεωρούσε την πρόσληψη κάποιου φύλακα για την είσοδο του κτήµατος ως άσκοπη επίδειξη νεοπλουτισµού που θα προκαλούσε ενδεχοµένως το κοινό αίσθηµα – γι’ αυτό και την απέρριψε. Βέβαια, θα µπορούσε να ισχυριστεί ότι ίσως κινδύνευε από κάποιον παρανοϊκό θαυµαστή, αρσενικού ή θηλυκού γένους – ωστόσο του άρεσε και µε το παραπάνω η ιδέα τού να λανσάρεται στον κόσµο ως ένας αληθινός λαϊκός ήρωας, ατρόµητος και γενναίος, που προτιµούσε να δώσει µια µάχη σώµα µε σώµα αν χρειαζόταν παρά ν’ αναλώνεται σε άσκοπες σπατάλες. Όλα τα προσέχει ο κόσµος. Όλα. Πρέπει να γινόµαστε παράδειγµα προς µίµηση και να µην προκαλούµε αρνητική δηµοσιότητα διότι αυτή δε βγαίνει ποτέ σε καλό, παρά τις περί του αντιθέτου µαλακίες που υποστήριζαν διάφοροι αυτοαποκαλούµενοι ειδικοί. Γι’ αυτό το λόγο ο Άρης Παγκράτης ανεχόταν τις ορδές του λαού που καµιά φορά έπαιρνε των οµµατιών του απ’ τις φτωχογειτονιές που έµενε κι ανηφόριζε προς την Εκάλη για να δει από κοντά πού ζούσε το ίνδαλµά του. Τότε εκείνος, αν τύχαινε να βρίσκεται στο σπίτι, πήγαινε στο δωµάτιο της φύλαξης και παρακολουθούσε τα τεκταινόµενα. Όλες αυτές οι ορδές του λαού είχαν επισηµάνει µε ικανοποίηση την έλλειψη φύλακα στο ανάκτορο· µάλιστα, η ικανοποίησή τους στηριζόταν ακριβώς στον ίδιο λόγο που είχε προβλέψει κι ο ίδιος ο ενδιαφερόµενος: τους άρεσε που ο ήρωάς τους ήταν ατρόµητος και, προπαντός, οικονόµος – το χρήµα πρέπει να αντιµετωπίζεται µε σεβασµό, διότι βγαίνει µε κόπο. Αν, βέβαια, κάποιος, οποιοσδήποτε, είχε τη φαεινή έµπνευση να εισβάλει και να παραβιάσει το ησυχαστήριό του, τότε θα τον περίµεναν δυσάρεστες εκπλήξεις – και γι’ αυτό δε θα του έφταιγε κανείς άλλος εκτός απ’ το ξερό του το κεφάλι, το γεµάτο µε περιέργεια, ίδια µ’ αυτήν που σκότωσε τη γάτα. Χαµογέλασε µε νόηµα. Άνοιξε τη βαριά πόρτα του κτήµατος µε τηλεχειρισµό, µέσα απ’ τη Μερσεντές του. Αυτή τη στιγµή την οδηγούσε µόνος του. Σαν καλός εργοδότης, που αναγνώριζε τον κόπο και την αφοσίωση των ανθρώπων που δούλευαν γι’ αυτόν, χτες είχε δώσει άδεια στον οδηγό του – επειδή µάλιστα είχε και τις καλές του, εκτός από άδεια, έδωσε στον Κοσµά κι ένα εξτρά
χαρτζιλίκι τριακόσια ευρώ για να πάει να ξεσκάσει λίγο και να τα φάει στις πουτάνες, που τους είχε µεγάλη αδυναµία, και του έδωσε και την ευχή του για καλή διασκέδαση, στην οποία είχε δικαίωµα ο κάθε άνθρωπος, πατρίκιος ή πληβείος· µάλιστα, κακώς που η διασκέδαση δεν είχε ακόµη κατοχυρωθεί και συνταγµατικά, όπως η εργασία. Ευχαριστηµένος απ’ τον εαυτό του για τον έξυπνο συλλογισµό που ξεπήδησε µέσα από ένα ευφυολόγηµα, έµπνευση της στιγµής, θυµήθηκε ξαφνικά τη γελοία έκφραση που είχε πάρει η φάτσα του χοντρού σκηνοθέτη φίλου του στον οποίο είχε εµπιστευτεί τη Μερσεντές χτες βράδυ, την ώρα που είδε µπροστά του εκείνο το µπλόκο µε τους βλάκες µπάτσους, θυµήθηκε και τη ροχάλα µε την οποία τόσο θαρρετά τον φιλοδώρησε εκείνη η µικρή κι όµορφη πρώην Αναστασία και κατάλαβε ότι δεν µπορούσε ν’ αντέξει άλλο – και πολύ κρατήθηκε, µάλιστα. Άρχισε να γελάει τρανταχτά. Μα την αλήθεια, πολλή πλάκα είχαν όλ’ αυτά. Η ανάµνηση των χτεσινοβραδινών γελοίων περιστατικών µάλλον θα του έφτιαχνε το κέφι για αρκετές µέρες ακόµα – ίσως και βδοµάδες. Αλήθεια, πόσες πιθανότητες υπήρχαν να ξανασυµβούν τέτοια αστεία –κι ως εκ τούτου ωραία– γεγονότα; Για έναν άνθρωπο που ξέρει να παίρνει τη ζωή του στα χέρια του, να τη στύβει και να τη ρουφάει, εδώ που τα λέµε, µπορεί να υπήρχαν αρκετές. Την ώρα που ήταν έτοιµος να περάσει στο εσωτερικό του κτήµατος, ένα λαµπερό φως φώτισε την πλάση. Οι βουνοκορφές της Πάρνηθας έλαµψαν µε χρώµατα έντονα, σαν από πίνακα ζωγραφικής ρεαλιστή ζωγράφου. Ο ουρανός έµοιαζε σαν κρυστάλλινη θάλασσα παραδεισένιου ονείρου. Τι οµορφιά... Ο Άρης Παγκράτης ήταν άνθρωπος που εκτιµούσε δεόντως την οµορφιά – όταν κι όπου την έβλεπε, υποκλινόταν µπροστά της σαν πειθήνιος υπήκοος, χωρίς κανένα ίχνος ντροπής. Έτσι και τώρα, βλέποντας αυτό το εξαίσιο θέαµα, δίχως δεύτερη σκέψη βγήκε απ’ το αυτοκίνητό του και στάθηκε όρθιος, σε στάση προσοχής. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό, έκλεισε τα µάτια και χαλάρωσε τα χέρια του, σαν να βρισκόταν µέσα σε λουτρό κι αφηνόταν στη λυτρωτική δράση του νερού – όταν έπεφτε πάνω του το νερό, ένιωθε σαν να ξαναγεννιόταν. Κάπως έτσι ήταν κι αυτή εδώ η εµπειρία – µονάχα που τώρα, αντί για νερό, τον πολύτιµο εαυτό του τον έλουζε η οµορφιά. Τελικά, ήταν πολύ τυχερός άνθρωπος. Η τύχη είναι περίεργο πράγµα – είναι απ’ τα ελάχιστα που σε διαλέγουν, δεν τα διαλέγεις. Για την ακρίβεια, ο άνθρωπος γεννιέται µ’ αυτήν, είναι κάτι σαν άστρο που τον φωτίζει µυστικά και συνωµοτικά απ’ την ώρα που παίρνει την πρώτη του ανάσα. Αν όχι, δυστυχώς καµία θετική σκέψη ή προσπάθεια δεν µπορεί ν’ αλλάξει την πραγµατικότητα. Αν µπορούσαν να την αλλάξουν, τότε, φυσικά, δε θα µιλούσαµε περί τύχης. Θα µιλούσαµε ενδεχοµένως περί σκληρής δουλειάς, περί προσπάθειας µε ή δίχως αποτέλεσµα, περί πίστης κι ελπίδας – αλλά όχι περί τύχης. Ο ίδιος πάντως ήταν µια τρανταχτή απόδειξη του τι εστί να έχει γεννηθεί κάποιος µε τύχη βουνό. Είχε λοιπόν την τύχη να γεννηθεί σε µια απ’ τις πιο πλούσιες κι ονοµαστές οικογένειες της χώρας. Πατέρας του ήταν ο πασίγνωστος εφοπλιστής Ιάσων Παγκράτης και µητέρα του η Βικτωρία Παπαναστασίου, γόνος γνωστής οικογενείας πρώην αριστοκρατών που ξέπεσαν –
αλλά τι σηµασία είχε; Η Βικτωρία διέθετε όνοµα βασιλικό, κυριολεκτικά και µεταφορικά, και καταγόταν από µεγάλο τζάκι – κι όταν το τζάκι παντρεύεται µε τα λεφτά δεν µπορεί παρά να δηµιουργήσει έναν ιδανικό συνδυασµό. Αλήθεια, ζούσε ακόµα η µητέρα του; Αυτή η ερώτηση γεννήθηκε µέσα στο µυαλό του Άρη Παγκράτη σε µια στιγµή που βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης νιρβάνας, σαν βόας που απολάµβανε τη ζεστασιά του ήλιου. Ως εκ τούτου ήταν εντελώς άσχετη µε την όλη ευτυχή περίσταση και, φυσικά, ενοχλητική – γι’ αυτό τη διέγραψε αποφασιστικά. Απ’ την ώρα που κατάλαβε τον κόσµο γύρω του, συνειδητοποίησε ότι ήταν γεννηµένος βασιλιάς – όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι που τον περιέβαλλαν είχαν γεννηθεί µε µόνο σκοπό της ζωής τους να τον υπηρετούν. Πραγµατικά, τι είχε επιθυµήσει και δεν το απέκτησε; Τι είχε λαχταρήσει και δεν το έβρισκε µπροστά του αµέσως µόλις ολοκλήρωνε την έκφραση της λαχτάρας του; Προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι και δεν του ερχόταν τίποτα στο νου. Οι γονείς του του είχαν απεριόριστη αδυναµία – κι ήταν πολύ φυσικό. Επί χρόνια προσπαθούσαν ν’ αποκτήσουν παιδιά και δεν τα κατάφερναν. Είχαν τα πάντα, ό,τι υλικό αγαθό µπορούσε να χωρέσει ο νους του ανθρώπου, αλλά δεν είχαν ένα παιδί – σε ποιον θ’ άφηναν όλη αυτή την τεράστια περιουσία όταν θα εγκατέλειπαν το µάταιο τούτο κόσµο; Ποιος θα συνέχιζε το όνοµά τους; Οι Παγκράτηδες δεν ήταν απ’ τους ανθρώπους που χαίρονταν µε την προοπτική ν’ αφήσουν το βιος τους σε ιδρύµατα φτωχών κι απόρων – για την ακρίβεια, µια τέτοια προοπτική τούς δηµιουργούσε ένα εντελώς ανεπιθύµητο σύγκρυο. Πάνω που κόντευαν να απελπιστούν, η κυρία από τζάκι έµεινε έγκυος. Και σε εννέα µήνες έφερε στον κόσµο το µόσχο το σιτευτό. Όµορφος σαν άγγελος, έξυπνος και χαµογελαστός, έγινε αµέσως το κέντρο της ζωής τους. Ο κληρονόµος της αυτοκρατορίας Παγκράτη µεγάλωνε σαν αληθινός βασιλιάς, µε νταντάδες, δασκάλες, καµαριέρες, προσωπικούς διασκεδαστές, πανάκριβα ρούχα, άπειρα παιχνίδια, δώρα, βόλτες µε ελικόπτερα κι ιδιωτικά αεροπλάνα και, γενικότερα, µε οτιδήποτε δεν µπορεί να φανταστεί, ούτε να χωρέσει, το µυαλό των κοινών θνητών – πολλώ δε µάλλον δεν µπορεί ένα παιδικό µυαλουδάκι να επιθυµήσει. Όταν έφτασε σε ηλικία σχολείου, φυσικά, τον έστειλαν στο καλύτερο που υπήρχε στην Αθήνα, εκεί που πήγαιναν όλα τα παιδιά των καλών οικογενειών. Για µια στιγµή είχε τεθεί επί τάπητος η σκέψη να τον στείλουν εσωτερικό σε κάποιο σχολείο της Ελβετίας, να συναγελάζεται απ’ τα µικράτα του µε την αφρόκρεµα της παγκόσµιας αριστοκρατίας, αλλά και µόνο που σκέφτηκαν ότι θα έβλεπαν τα αστραφτερά γκρίζα µατάκια του και το γλυκό χαµόγελό του µόνο Πάσχα, Χριστούγεννα και διακοπές, οι γυναίκες του σπιτιού πήγαν όλες να πέσουν να πεθάνουν, απ’ τη µητέρα του και τις θείες του µέχρι τις νταντάδες και τις µαγείρισσες – µηδέ εξαιρουµένων των καθαριστριών. Έτσι λοιπόν, η σκέψη αυτή απορρίφθηκε κατηγορηµατικά – ευτυχώς για όλους, αλλά κυρίως για τον ίδιο, που το σκεφτόταν κι ίδρωνε, αλλά δεν το έλεγε σε κανέναν, διότι απ’ την ώρα που γεννήθηκε κουβαλούσε πάντα µέσα του µια µυστική φωνή που του έλεγε τι να κάνει. Και στην προκειµένη περίπτωση η φωνή τού συνέστηνε σθεναρά να είναι καλό παιδί και να µη φέρνει αντιρρήσεις στον µπαµπά και τη µαµά. Γενικότερα, πάντως, η φωνή τού έλεγε να δείχνει στους άλλους αυτό που κάθε φορά ήθελαν να βλέπουν. Τις πιο βαθιές, µύχιες σκέψεις του να τις κρατάει αυστηρά για τον εαυτό του. «Οι σκέψεις µας, οι πολύτιµες σκέψεις µας είναι η δική µας, προσωπική περιουσία», έτσι του έλεγε
εκείνη η µυστική φωνή. Στο σχολείο ήταν άριστος. Έπαιρνε τα γράµµατα γρήγορα κι εύκολα κι εκτελούσε τα σχολικά του καθήκοντα µε προθυµία. Ο πατέρας του έτριβε τα χέρια του ευχαριστηµένος. Ο γιος του ήταν σωστό χρυσωρυχείο: πανέξυπνος, αληθινός αϊτός που έπιανε πουλιά στον αέρα! Άρα λοιπόν ο Ιάσων δεν είχε ν’ ανησυχεί για το πού θα έπεφτε η περιουσία της οικογένειας, αυτή που µε τόσο κόπο είχε φτιαχτεί εδώ και τρεις γενιές – ο Άρης αποδεικνυόταν άξιος συνεχιστής της παράδοσης των Παγκράτηδων, που µπορεί να µην είχαν, βέβαια, την αίγλη των Παπαναστασίου, που ήταν καταξιωµένοι ως γνήσιοι αριστοκράτες που βαστούσαν από τζάκι βυζαντινό, µπορεί να είχαν ξεκινήσει µπατίρηδες και ξυπόλητοι ελεεινοί απ’ τα βάθη της Ανατολίας, αλλά είχαν καταφέρει χάρη στους κόπους τους, τη σκληρή δουλειά και κάτι άλλο – που ο Ιάσων το χαρακτήριζε «αποφασιστικότητα» ενώ κάποιοι άλλοι θα το αποκαλούσαν «ποδοπάτηµα πτωµάτων»–, να δηµιουργήσουν µια απ’ τις πιο αξιοσέβαστες περιουσίες παγκοσµίως, µε µεγάλη δύναµη κι επιρροή σε πρόσωπα και πράγµατα. Άλλωστε είναι γνωστό ότι το χρήµα κάνει τον κόσµο να γυρίζει. Οικονοµικά θα σπούδαζε λοιπόν ο µικρός Άρης, για να έχει στα χέρια του όλα τα εφόδια που θα τον βοηθούσαν στη δύσκολη, αλλά κι εξαιρετικά επικερδή, δουλειά του επιχειρηµατία – έτσι είχε αποφασίσει ο Ιάσων και το διέδιδε δεξιά κι αριστερά µε ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση. Βέβαια, ο ίδιος ο ενδιαφερόµενος είχε πολύ µεγάλες αντιρρήσεις – τα Οικονοµικά του έδιναν στα νεύρα. Το χρήµα είναι καλό όταν το βρίσκεις µπροστά σου έτοιµο, να το ξεκοκαλίζεις και να την κάνεις ταράτσα – όταν χρειάζεται ν’ ασχοληθείς προσωπικά µε το πώς να το διατηρήσεις, και κυρίως µε το πώς να το αυξήσεις, αυτό µπορεί ν’ αποδειχθεί µια εξαιρετικά βαρετή διαδικασία. Ο µικρός Άρης είχε κατασταλαγµένες απόψεις: από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του ήθελε να γίνει ηθοποιός. Έβρισκε τροµερά ενδιαφέρουσα την προοπτική να υποδύεται τον ένα χαρακτήρα µετά τον άλλο – ήταν µια διαδικασία ενδεχοµένως επίπονη, αλλά που θα τον καλλιεργούσε διαρκώς ως άνθρωπο, και, φυσικά, θα τον κρατούσε σε µόνιµη εγρήγορση. Και, βεβαίως, θα έβγαζε και λεφτά απ’ αυτό – ποιος είπε ότι ο Άρης Παγκράτης είχε γεννηθεί τεµπέλης; Ευτυχώς, όµως, η µυστική φωνή τού είχε ψιθυρίσει να µην πει λέξη για τα σχέδιά του σε κανέναν. Όταν θα ερχόταν η ώρα, θα τα πραγµατοποιούσε έτσι κι αλλιώς. Δεν υπήρχε λόγος να στενοχωρούσε από τώρα τον µπαµπά και τη µαµά – οι οποίοι ποσώς δε θα συµµερίζονταν τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Ίσα ίσα, υπήρχε άµεσος κι επείγων κίνδυνος να τον στείλουν κατευθείαν στην Ελβετία – εκεί ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θ’ άλλαζε µε το ζόρι µυαλά, µια και καλή. Γι’ αυτό λοιπόν, έλεγε «ναι» σε όλα κι εξαντλούσε τον υποκριτικό του οίστρο σε αυτοσχέδια σκετσάκια που ανέβαζε κι εκτελούσε µόνος του σε διάφορες κοσµικές βραδιές που διοργανώνονταν συχνά πυκνά στο σπίτι του, για να δουν και να θαυµάσουν όλοι πόσο τυχερός ήταν ο Ιάσων Παγκράτης, ο οποίος απέκτησε έναν τόσο πολυπράγµονα γιο που καταπιανόταν µε τα πάντα µε χάρη κι επιτυχία. Ωστόσο, καταπώς έδειχνε το πράγµα, η προαναφερθείσα τύχη του Ιάσονος Παγκράτη ν’ αποκτήσει έναν τόσο πολυπράγµονα γιο δε σταµάτησε εκεί. Ξαφνικά, ανέλπιστα, απρόσµενα, µια µέρα των ηµερών η Βικτωρία ανακοίνωσε περιχαρής ότι ήταν έγκυος. Ξανά. Ο Άρης Παγκράτης ήταν δέκα χρόνων τότε. Όλοι µέσα στο ανάκτορο έκαναν τούµπες απ’ τη χαρά τους – και µαζί τους κι ο Άρης. Όχι πως η χαρά του ήταν πραγµατική – η µυστική φωνή του την υπαγόρευσε, µε πατρικό, διδακτικό τόνο.
Ποιος είχε όρεξη να µοιραστεί του Αβραάµ και του Ισαάκ τα αγαθά µ’ έναν έτερο ενοχλητικό αδερφό ή αδερφή; Ποιος βλάκας ήθελε να χάσει την αµέριστη κι αποκλειστική προσοχή του µπαµπά και της µαµάς; Αλλά αυτό δεν ήταν απ’ τα πράγµατα που λέγονταν – καλύτερα να έδειχνε χαρούµενος, για ν’ αποκτούσε µεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτό που επρόκειτο να συµβεί. Αυτά τα λόγια τού τα είχε πει η µυστική φωνή. Ο Άρης δεν τα είχε καταλάβει ακριβώς, αλλά δεν τον πείραζε. Αυτό που είχε σηµασία ήταν ότι η φωνή ως τώρα τον είχε καθοδηγήσει σωστά. Εφτά µήνες µετά την πασίχαρη ανακοίνωση της Βικτωρίας Παγκράτη περί του ευτυχούς γεγονότος, έσκασε µύτη κι ο έτερος µόσχος ο σιτευτός. Ό,τι χειρότερο – αν είχε γεννηθεί κορίτσι, τα πράγµατα θα ήταν ίσως λίγο καλύτερα. Ένα κορίτσι, όπως και να το κάνουµε, κουλαντρίζεται πολύ πιο εύκολα, άσε που κάποτε, όταν θα µεγάλωνε, θα πήγαινε να παντρευτεί και θα φορτωνόταν στην καµπούρα κανενός άλλου µαλάκα. Η πατρική περιουσία πάει στ’ αγόρια της οικογένειας, τους µόνους γνήσιους συνεχιστές του ονόµατος, τα κορίτσια απλώς κάνουν χρήση –και καµιά φορά κατάχρηση– της αδερφικής αγάπης και µασάνε ό,τι µπορούν. Ένα δεύτερο αγόρι, όµως... Όλοι καταλαβαίνουν τι σηµαίνει ν’ αποκτά και δεύτερο αγόρι ένας µεγιστάνας του βεληνεκούς του Ιάσονος Παγκράτη – ακόµα κι ένας ηλίθιος θα το καταλάβαινε. Ευτυχώς, για όλα τα προβλήµατα υπάρχει και µία λύση. Έτσι, µια νύχτα, ο χαρούµενος αδερφός Άρης Παγκράτης, πατώντας στις µύτες των ποδιών του και παίρνοντας χίλιες και µία προφυλάξεις, έκανε µια µεταµεσονύχτια επίσκεψη στο δωµάτιο του µικρού, δύο µηνών, αδερφού του που επρόκειτο να βαφτιστεί Απόλλων – ο Ιάσων είχε ιδιαίτερη αδυναµία στα αρχαία ονόµατα. Ο πατέρας ήθελε να βγάλει το γιο του Απόλλωνα, ενώ ο µεγάλος αδερφός αποκαλούσε µυστικά το µικρό «σκατοσακούλα». Ωραιότατο, πρωτότυπο κι άκρως καλλιτεχνικό – άλλωστε ο µικρός αδερφός, αντίθετα µε τον µεγάλο, είχε γεννηθεί χοντρός κι άσχηµος σαν πάπια, µε µηδαµινές προοπτικές µετάλλαξης σε κύκνο. Μικρό το κακό. Άλλωστε ο µεγάλος είχε ήδη πάρει την απόφαση ν’ απαλλάξει τον µικρό απ’ όλα αυτά τα βάρη. Λίγες ώρες αργότερα ένα ουρλιαχτό συγκλόνιζε την έπαυλη Παγκράτη απ’ άκρου εις άκρον. Η µητέρα, που είχε ανακαλύψει το µικρό γιο της πνιγµένο στην κούνια του. Κι όχι τίποτ’ άλλο, της έλεγαν οι καµαριέρες ότι στην κούνια του µωρού δεν έπρεπε να υπάρχουν µαξιλάρια, αλλά εκείνη δεν τις άκουγε. Δεν µπορούσε να διανοηθεί ότι η κούνια του µικρού πρίγκιπά της δε θα ήταν διακοσµηµένη µε κεντηµένα µαξιλάρια – ειδική παραγγελία από µεγάλο οίκο µόδας του εξωτερικού. Να τα λοιπόν. Ορίστε τα. Τα κεντηµένα µαξιλάρια αποδείχθηκαν δολοφόνοι. Συµφορά – σαν να ήταν παρµένη από αρχαία τραγωδία. Η κακοτυχία, που ως επί το πλείστον χτυπάει τα µεγάλα τζάκια. Από τότε και µετά, τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Άλλαξαν όλα. Το σπίτι βούλιαξε στη θλίψη – την οποία, βεβαίως, συµµεριζόταν κι ο µεγάλος αδερφός, µε γνήσιες εκδηλώσεις πένθους και σπαραγµού που θα έκαναν ακόµα και τις πέτρες να βγάλουν ζουµί. Φυσικά, όταν βρισκόταν µόνος του στην ησυχία του ο Άρης Παγκράτης δεν µπορούσε να µην επισηµαίνει το παράδοξο: Πώς ήταν δυνατόν να κάνουν όλοι τους έτσι για ένα βρέφος που είχε γεννηθεί άσχηµο σαν πάπια και που στο κάτω της γραφής είχε περάσει µαζί τους µόλις δύο µήνες της ζωής του; Πότε σκατά πρόλαβαν να τ’ αγαπήσουν τόσο πολύ ώστε τώρα, µετά το
θάνατό του, να κυκλοφορούν µέσα στο ανάκτορο σαν τα φαντάσµατα και να κλαίνε, να οδύρονται, να χτυπάνε το στήθος τους και να βογκάνε σαν ψυχές καταραµένων που δεν έβρισκαν δικαίωση; Τελείωσε – ή υποκριτές ήταν ή ηλίθιοι. Ο Άρης Παγκράτης δεν µπορούσε ν’ αποφασίσει µε τίποτα τι ακριβώς συνέβαινε – του αρκούσε πάντως που µπορούσε να το συζητάει µε τη φωνή. Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά η θλίψη αυτή ήταν πολύ µακράς διαρκείας. Κι είχε και επακόλουθα – δυσάρεστα κι ευχάριστα, αναλόγως του πόσα κιλά µυαλό κουβαλούσε ο καθένας. Κατά καιρούς, το εξασκηµένο αφτί του Άρη έπιανε κάτι µισόλογα που γλιστρούσαν κάτω από κλειστές πόρτες, κάτι για ένα µυστικό, λέει, που κουβαλούσε η µάνα του µαζί της, πεσκέσι απ’ το παρελθόν, παρέα µε το δοξασµένο όνοµά της, την αριστοκρατική της καταγωγή, τα τζάκια και τα λοιπά. Μετά το θάνατο του παρολίγον Απόλλωνα, το µυστικό ήρθε στην επιφάνεια. Η Βικτωρία Παπαναστασίου είχε κάποιον τρελό πρόγονο. Παππούς ήταν, θείος ήταν, αυτό ο Άρης δεν κατάφερε να το διευκρινίσει – άλλωστε δεν είχε και τόση σηµασία. Αυτό που είχε σηµασία ήταν ότι το κακό ταµπιέτι το είχε κληρονοµήσει κι η ίδια, έστω και σε µικρότερο βαθµό απ’ τον προκάτοχο. Έτσι εξηγούνταν εκείνο το συρτάρι που ήταν µονίµως κλειδωµένο, κλειδί του οποίου είχε µόνο η ίδια κι η πιστή της καµαριέρα. Κάθε µέρα αυτό το συρτάρι άνοιγε, η Βικτωρία έβγαζε από κει µέσα ένα κουτί µε χάπια και κατάπινε δυο τρία στην καθισιά. Και µετά το συρτάρι ξανάκλεινε. Ερµητικά. Αυτή την παράξενη ιεροτελεστία την είχε παρακολουθήσει µια µέρα ο Άρης, χωρίς να τον πάρει είδηση η µάνα του. Δεν είχε δώσει κι ιδιαίτερη σηµασία στο γεγονός – γενικώς, δεν έδινε ιδιαίτερη σηµασία σε τίποτα, εκτός κι αν τον αφορούσε προσωπικά. Τώρα όµως ο θάνατος του γιου της φαίνεται ότι άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Η Βικτωρία τρελάθηκε για τα καλά – και το έδειχνε κιόλας. Κι ο πατέρας του, αντιµετωπίζοντάς τον σαν αληθινό άντρα, τον πήρε µια µέρα παράµερα και του αποκάλυψε το µυστικό. Βλέποντας την ωριµότητα του δεκάχρονου Άρη ο γέρος ευχαριστήθηκε, µέσα στη δυστυχία του. Όσο να ’ναι, είχε µέσα του έναν ανείπωτο φόβο που του έτρωγε τα φυλλοκάρδια: φοβόταν µην τυχόν και το µικρόβιο της τρέλας περνούσε και στα παιδιά του. Κι αφού το ένα πήγε από κει που ήρθε, τουλάχιστον του έµενε η παρηγοριά ότι ο µεγάλος του γιος, ο Άρης, ήταν ένα παιδί φυσιολογικότατο, καµία σχέση µε τους σχιζοφρενείς συγγενείς του. Φυσικά. Έτσι ακριβώς είχαν τα πράγµατα. Και µε ιατρική βούλα, παρακαλώ: πάνω από δέκα ειδικοί –αυτή ήταν η κοµψή ονοµασία των τρελογιατρών– εξέτασαν το δεκάχρονο Άρη και τον βρήκαν απολύτως στα σύγκαλά του. Το παιδί δεν είχε τίποτα – έκοβαν το σβέρκο τους γι’ αυτό, όλοι µαζί. Ας ήταν καλά, βεβαίως, η φωνή, που τον είχε σοφά δασκαλέψει να µην πει τίποτα στους ξένους για τις µυστικές τους συνοµιλίες. Όσον αφορούσε τη µάνα του, τα φάρµακα δεν έκαναν πλέον τίποτα – η ασθένεια εκδηλώθηκε σ’ όλο της το µεγαλείο. Μάλιστα, η βίδα της µάνας έστριψε τόσο πολύ, που στράφηκε εναντίον των οικείων της: εναντίον του υπηρετικού προσωπικού, εναντίον του άντρα της, αλλά το φοβερότερο, εναντίον του παιδιού που της είχε αποµείνει – άκουσον, άκουσον! Μια µέρα έβγαλε όλη τη µανία της πάνω στον Άρη! Έπεσε πάνω του σαν µαινάδα για να τον πνίξει, βρίζοντας µε λέξεις που θα έκαναν και τους νταλικέρηδες να ωχριούν και κατηγορώντας το παιδί της, αν είναι δυνατόν, το δεκάχρονο αγόρι της, αδύνατον, ότι αυτός ήταν ο υπαίτιος για το θάνατο του αδερφού του!
Αδιανόητα πράγµατα. Αν δεν έπεφτε πάνω στη µαινάδα το υπηρετικό προσωπικό, σίγουρα θα είχε πνίξει τον ίδιο της το γιο και θα τον έστελνε να κάνει παρέα στον άλλο, µέσα στα χώµατα και τα σκουλήκια. Αυτά θα ’ταν η µόνη του συντροφιά – ο Άρης δεν πίστευε λέξη για τη µετά θάνατον ζωή. Άλλωστε µέσα σ’ εκείνο το σπίτι η µόνη σχέση που είχαν οι κάτοικοι µε το χριστιανισµό ήταν τα κατ’ ευφηµισµόν φιλανθρωπικά τσάγια που διοργάνωνε η µάνα του κατά καιρούς –που στο τέλος κατέληγαν, ως συνήθως, σε ανόητες συζητήσεις και κουτσοµπολιά για τα συνολάκια που φορούσαν οι προσερχόµενες κυράτσες– και στις χριστοπαναγίες που ανεβοκατέβαζε καθηµερινά ο πατέρας του, κάτι σαν γούρι για να πηγαίνουν καλά οι δουλειές και να βγάζουν φούντες. Μετά ταύτα, όπως ήταν αντιληπτό, η Βικτωρία δεν µπορούσε να παραµείνει στο σπίτι. Έπρεπε να πάει σ’ ένα όµορφο κι ήσυχο µέρος, µέσα σε πρασινάδες και λουλούδια, σ’ ένα πολιτισµένο περιβάλλον όπου θα υπήρχαν καλοί άνθρωποι, πεπειραµένοι, που θα τη βοηθούσαν να ξανάρθει στα συγκαλά της – αν αυτό ήταν δυνατόν βέβαια, διότι, έτσι όπως έδειχναν τα πράγµατα, δεν ήταν. Βέβαια, αν µαθευόταν ότι η οικογένεια Παγκράτη διέθετε στις τάξεις της κι ένα τρελό µέλος, θα ξεσπούσε µέγιστο σκάνδαλο στους κόλπους της καλής κοινωνίας. Θα χαλούσε ο κόσµος – οι κυράτσες θα είχαν µείζον θέµα να κουτσοµπολεύουν στις κοσµικές βραδιές τους, οι υπάλληλοι της αυτοκρατορίας Παγκράτη θα γελούσαν κρυφά κάτω απ’ τα µουστάκια τους κι οι εργάτες θα είχαν κι αυτοί κάτι να λένε την ώρα που θα έκαναν το διάλειµµά τους για να φάνε ψωµί κι ελιά. Όσο για τους ανταγωνιστές µεγιστάνες, θα τρέλαιναν τον Ιάσονα στα φιλικά χτυπήµατα συµπαράστασης στην πλάτη, κουνώντας το κεφάλι τους µε νόηµα και κάνοντας τη γνωστή γκριµάτσα που σηµαίνει «κακοµοίρη». Τουτέστιν, ο πανίσχυρος µεγιστάνας θα γινόταν περίγελος, θα γελούσανε µαζί του µέχρι και τα φρεάτια της ΕΥΔΑΠ και στο τέλος θα έχανε τη φήµη του και την κοινωνικοεπαγγελµατική του υπόσταση µε τα γνωστά, δυσάρεστα αποτελέσµατα. Μπροστά στο ενδεχόµενο να χάσει τη φήµη και την υπόληψή του –και στον κόσµο των επιχειρήσεων µια τέτοια χασούρα ισοδυναµούσε αυτόµατα µε χάσιµο και της περιουσίας του– ο Ιάσων Παγκράτης δεν µπορούσε να διακινδυνεύσει ευαισθησίες ή άλλους ανόητους συναισθηµατισµούς. Δεν παίζουµε µε τον κόπο µας, ούτε µε τα λεφτά µας. Πώς να το κάνουµε. Για ν’ αποφευχθεί λοιπόν το σκάνδαλο, µίαν ωραίαν πρωίαν, στις δέκα το βράδυ, έβαλε τη γυναίκα του µε το ζόρι στο ιδιωτικό του αεροπλάνο κι έδωσε στον πιλότο του εντολή να προσγειωθεί στο αεροδρόµιο της Γενεύης, στην Ελβετία. Εκεί θα τους περίµενε µια κουστωδία ανθρώπων, µιληµένων και συνεννοηµένων, οι οποίοι θα παραλάµβαναν τη µεγαλειοτάτη και θα την οδηγούσαν στο κατάλληλο µέρος. «Ξενώνα» το αποκαλούσαν. «Τρελοκοµείο» ήταν µια πιο ακριβής περιγραφή. Φυσικά, η εντολή ήταν να µείνει η κυρία Παγκράτη εκεί «για όσο καιρό χρειαζόταν». Βέβαια, επειδή οι ασθένειες της ψυχής είναι ανεξιχνίαστα πράγµατα, το «για όσο καιρό χρειαζόταν» ενδεχοµένως σήµαινε ότι θα την κρατούσαν εκεί για πάντα. Ο Άρης πάντως δεν είχε απολύτως κανένα πρόβληµα µ’ αυτό – όσο κι αν εξωτερικά έδειχνε το ακριβώς αντίθετο. Ο Ιάσων Παγκράτης δικαιολόγησε την εξαφάνιση της γυναίκας του µ’ έναν ιδιαίτερα εύσχηµο τρόπο: άφησε τεχνηέντως να διαδοθεί ότι η δυστυχισµένη µάνα, µην αντέχοντας το χαµό του γιου της, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσµια και να κλειστεί σ’ ένα µοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η εξήγηση ίσως φαινόταν εξωφρενική – απ’ την άλλη πάλι ήταν
τόσο εξωφρενική ώστε να είναι σε θέση να γίνει πιστευτή. Μια φορά, το πρεστίζ του κατάφερε να σωθεί, δίχως προφανείς απώλειες. Τα χρόνια συνέχισαν να κυλούν κανονικά την αδιάκοπη πορεία τους στο διηνεκές. Ο Άρης πήγε στο Κολέγιο Αθηνών, συνεχίζοντας να είναι το ίδιο άριστος µαθητής. Ο πατέρας του ήταν κατενθουσιασµένος. Κατά την άποψή του, τα σηµάδια ήταν ξεκάθαρα: λίγα χρόνια ακόµα, και µετά θα µπορούσε να είναι σίγουρος ότι η τύχη της περιουσίας Παγκράτη θα περνούσε σε καλά και στιβαρά χέρια. Πράγµα που πά’ να πει, ο σκοπός ήταν έτοιµος να επιτευχθεί. Μπορεί η µοίρα να του είχε επιφυλάξει δύο φοβερά χτυπήµατα, πρώτα το θάνατο του παιδιού του κι έπειτα τον εγκλεισµό της γυναίκας του στο τρελοκοµείο, αλλά τουλάχιστον ως προς το µεγάλο του γιο είχε πιάσει το δέκα το καλό! Να φανταστεί κανείς ότι το νεαρό παλικαράκι, αντί να κάθεται αραχτό στις χρυσοποίκιλτες καρεκλάρες, έδειχνε ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις και βοηθούσε τον πατέρα του µε κάθε ευκαιρία! Τι καλύτερο θα µπορούσε να προοιωνίζεται το µέλλον; Επιπλέον, όσο µεγάλωνε, έδειχνε ενδιαφέρον και για κοπέλες του κύκλου του. Κούκλος καθώς ήταν, έκαιγε καρδιές. Συνήθιζε µάλιστα να διαβεβαιώνει τον πατέρα του ότι, όταν θα ερχόταν η ώρα η καλή, θα επιφόρτιζε αυτόν, το µεγάλο, τον πεπειραµένο, µε το ύψιστο καθήκον να του διαλέξει νύφη, για να εξασφαλιστεί και µε το παραπάνω ότι τα λεφτά θα πήγαιναν στα λεφτά! Μα τι εξαίσιο παιδί ήταν αυτός ο Άρης... Μετά το Λύκειο, ο Άρης έγινε δεκτός στο Πανεπιστήµιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας µετά πολλών επαίνων. Φοίτησε κανονικότατα, πήρε πτυχίο µε άριστα στα Οικονοµικά κι έκανε κι ένα πολύ πετυχηµένο διδακτορικό πάνω στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Θρίαµβος! Ωστόσο, η ώρα πλησίαζε. Άνθρωπος της λεπτοµέρειας, σαν γνήσιος Αιγόκερως που ήταν, ο Άρης είχε επισηµάνει ένα λεπτό σηµείο. Ο πατέρας του έπασχε από πίεση, βαριάς µορφής. Κατάπινε χάπια µε τη σέσουλα και πάλι δύσκολα την έλεγχε. Ο γιατρός τού είχε συστήσει σθεναρά να προσέχει – εκτός απ’ το αλάτι, το αλκοόλ κι ένα ολόκληρο επιπλέον κατεβατό από γευστικές ηδονές, του είχε µάλιστα πει να αποφεύγει τις µεγάλες συγκινήσεις, την κούραση και τα λοιπά. Κι ο γέρος ήταν αποφασισµένος. Εφόσον ο γιος του γύριζε µε τόσες περγαµηνές, είχε έρθει η ώρα να του παραδώσει τα ηνία των επιχειρήσεων. Η φωνή τού είχε εξηγήσει µε λεπτοµέρειες τι έπρεπε να κάνει. Κι ο Άρης, µέσα στο αεροπλάνο της επιστροφής του στα πάτρια εδάφη, µαζί µε την πτυχιάρα του µέσα στις αποσκευές του είχε κι ένα εξαιρετικό σχέδιο. Α, και τη βεβαιότητα για την επιτυχία του σχεδίου του. Μόλις πάτησε το πόδι του στο αεροδρόµιο, έτρεξε φισέκι στην έδρα των επιχειρήσεων Παγκράτη, στον Πειραιά. Ο γέρος θα βρισκόταν εκεί. Ο Άρης τον έβλεπε µε τη φαντασία του: στην τεράστια γραφειάρα του, καθισµένο στην προεδρική καρεκλάρα, να είναι σκυµµένος πάνω από ένα γιούκο µε χαρτιά και να ελέγχει µε µάτια µισόκλειστα ισολογισµούς, πίνοντας χάπια και κατεβάζοντας χριστοπαναγίες. Ο Άρης πέρασε το κατώφλι του µεγάρου του Πειραιά δεχόµενος συγχαρητήρια, σφίγγοντας χέρια και µοιράζοντας ειλικρινή χαµόγελα. Ανέβηκε στον όγδοο όροφο µε το ασανσέρ σιγοτραγουδώντας το τραγούδι Ήταν Άνθρωπος Δικός µας, σε εκτέλεση Νταλάρα, απ’ το δίσκο Ο Μέτοικος.
Χάρισε ένα αστραφτερό χαµόγελο στη γραµµατέα του γέρου. Άνοιξε την πόρτα, αναφώνησε ένα µεγαλοπρεπέστατο «Πατέρα µου, σου έφερα τα διπλώµατά µου!» κι έσπευσε να ασπαστεί τον µελλοθάνατο. Ο πατέρας έδιωξε τους παρατρεχάµενους µέσα απ’ το γραφείο του την ώρα που ο γιος κράδαινε τα πτυχία του, λάµποντας πασίχαρος απ’ την κορφή ως τα νύχια. Όταν η πόρτα έκλεισε κι έµειναν µόνοι τους µέσα στο γραφείο µε την άριστη ηχοµόνωση, ο Άρης άφησε τα πτυχία πάνω στο γραφείο του πατέρα του και µε σοβαρό ύφος, όπως ακριβώς άρµοζε στην περίσταση, προχώρησε στην εξής ανακοίνωση: «Πάρε, πατέρα, αυτά που µου ζήτησες. Πάρ’ τα να τα φυλάξεις. Εµένα δε θα µου χρειαστούν. Από αύριο θα είµαι ηθοποιός». Ο Ιάσων Παγκράτης δεν πρόλαβε να συνέλθει απ’ το σοκ. Έπαθε εγκεφαλικό. Κανονικό εγκεφαλικό – κυριολεξία, όχι µεταφορά. Οι υπάλληλοι είδαν το γιο να βγαίνει αλλόφρονας απ’ το γραφείο του πατέρα και να ζητάει βοήθεια. Πολύ αργά. Τον καηµένο τον κύριο Ιάσονα, δεν άντεξε, φαίνεται, τη συγκίνηση της µεγάλης επιτυχίας του γιου του... Την επαύριο έγινε κηδεία. Την ώρα του καφέ, ο χαροκαµένος γιος συγκέντρωσε όλο το προσωπικό και µε θλιβερό ύφος τους είπε δυο τρεις σταράτες κουβέντες. Έτσι που είχαν έρθει τα πράγµατα απ’ τη µια στιγµή στην άλλη, αυτός θα αναλάµβανε το τιµόνι των επιχειρήσεων Παγκράτη. Όµως ένιωθε ότι πνιγόταν. Οι επιχειρήσεις ήταν καταραµένες, γιατί έγιναν η αιτία να χάσει τη ζωή του ο πατέρας του. Εµ, βέβαια, τυχαία είχε αποκτήσει πίεση ο µακαρίτης; Γι’ αυτό λοιπόν, ανακοίνωσε σ’ όλους την απόφασή του ν’ ασχοληθεί µε την τέχνη. Μόνο αυτή µπορούσε να τον βοηθήσει να ξεφύγει απ’ το βαρύ πεπρωµένο της οικογένειας Παγκράτη, µε τα τόσα χτυπήµατα της µαύρης µοίρας... Πρώτα ο άδικος θάνατος του µικρού αδερφού, µετά η απόφαση της µάνας να εγκαταλείψει τα εγκόσµια και να κλειστεί σε µοναστήρι για να σωθεί, τώρα ο ξαφνικός κι αδόκητος θάνατος του πατέρα... Αυτά κι αν ήταν πλήγµατα, τι βαρύ φόρο πλήρωνε κι αυτό το καηµένο το παιδί... Η ενασχόλησή του µε την τέχνη θα τον βοηθούσε να γιατρέψει τις πληγές του, ίσως και να ξεχάσει. Όση ώρα έκανε τις εξαγγελίες του, το προσωπικό ποσώς δεν έδειχνε να συµµερίζεται τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες – για την ακρίβεια, έδειχνε να τις έχει χεσµένες. Εµ, βέβαια, τι τους ένοιαζε αυτούς αν το αφεντικό ήθελε να πά’ να κυνηγήσει τις τέχνες και τα γράµµατα; Αυτούς, όπως ήταν φυσικό, αυτό που τους ένοιαζε και τους έκοφτε ήταν το µέλλον τους: τι θα γινόταν από δω και πέρα µε τους ίδιους, τις δουλίτσες τους και το ψωµάκι τους. Θα παρέµεναν όλα ως είχαν ή θα τους έπαιρνε ο διάολος από αύριο, πρωί πρωί; Γι’ αυτό λοιπόν, κι επειδή ο Άρης τους παρατήρησε που τον κοιτούσαν όλο και πιο βλοσυροί, αποφάσισε να προχωρήσει και στο δεύτερο σκέλος των εξαγγελιών του. Ήθελε να έχει το κεφάλι του ήσυχο – εδώ που τα λέµε, δεν είχε καµία όρεξη να περπατάει στο δρόµο και ν’ ακούει κατάρες από απολυµένους που πεινούσανε. Περαιτέρω, δεν ήθελε επ’ ουδενί να θεωρείται παλιάνθρωπος που, µε το που πέθανε ο γέρος του, πέταξε στο δρόµο τόσους ανθρώπους και διέλυσε την εταιρεία που είχαν φτιάξει οι παππούδες του µε κόπους και στερήσεις. Κάτι τέτοιο θα είχε και γενικότερες επιπτώσεις στην εγχώρια και διεθνή οικονοµία και θα ενοχλούσε όχι µόνο τους ενδιαφεροµένους εργαζοµένους αλλά κι ολόκληρη τη δηµοσία γνώµη. Θα ξεσηκωνόταν σάλος εναντίον του – κι όλα τα φώτα της δηµοσιότητας θα έπεφταν
πάνω του µε τον πιο αρνητικό τρόπο του κόσµου. Γι’ αυτό λοιπόν ανακοίνωσε στους εργαζοµένους που αγωνιούσαν ότι στην εταιρεία δε θ’ άλλαζε απολύτως τίποτα. Ο ίδιος θα κρατούσε ισοβίως την προεδρία της εταιρείας –που άλλωστε του ανήκε δικαιωµατικά–, αλλά θα ήταν αυτό που λέµε «αχυράνθρωπος». Θ’ άφηνε τα ηνία στους έµπιστους συνεργάτες του πατέρα του. Έτσι, κι ο ίδιος δε θα φαινόταν σαν συγκεντρωτικός ξεφτίλας που ήθελε οπωσδήποτε να γαντζωθεί στον προεδρικό θώκο, τη στιγµή που µάλιστα θ’ ασχολιόταν και µε την τέχνη. Αν φερόταν έτσι, διέτρεχε τον κίνδυνο να καταντήσει γραφικός και να γελάνε µαζί του µέχρι και τα παντζούρια. Μάλιστα, εκτός απ’ τους παχυλότατους µισθούς που ήδη έπαιρναν, τους έταξε ετησίως και δέκα τοις εκατό απ’ τα κέρδη της εταιρείας. Υπήρχε καλύτερος τρόπος για να τους έχει πιστούς µέχρι θανάτου και να τους βάζει να δουλεύουν µε ζήλο που έφτανε τα όρια του παροξυσµού; Άλλωστε οι επιχειρήσεις άντεχαν µια τέτοια µικρή ανταµοιβή προς τους πιστούς υπηρέτες τους – ήταν όλες εξαιρετικά κερδοφόρες, χάρη στις καθηµερινές χριστοπαναγίες που κατέβαζε ο αποθανών που δικαιώθηκε. Μετά ταύτα, µόλις οι εργαζόµενοι άκουσαν τα λόγια του κληρονόµου, µε πρώτο και καλύτερο νέο την επικείµενη αύξηση, παραλίγο ν’ αρχίσουν να χορεύουν καλαµατιανό απ’ τη χαρά τους – οπότε παραλίγο η κηδεία να γίνει πανηγύρι. Σε λίγες µέρες άνοιξε η διαθήκη του εκλιπόντος – όπως ήταν φυσικό, ο Άρης Παγκράτης είχε εγκατασταθεί µόνος κληρονόµος όλης αυτής της τεράστιας περιουσίας, στα είκοσι πέντε του χρόνια. Ο κληρονόµος λοιπόν, που είχε κάθε δικαίωµα να κάνει ό,τι του κάπνιζε, προχώρησε στην άµεση εφαρµογή των εξαγγελιών του. Κι έτσι στα είκοσι πέντε του χρόνια ήταν µόνος, πάµπλουτος, ελεύθερος κι ωραίος να κυνηγήσει το όνειρό του. Κι έγινε ο πρώτος µεγαλοεπιχειρηµατίας-καλλιτέχνης. Ουδείς τολµούσε να γελάσει εις βάρος του: η ολοένα αυξανόµενη κερδοφορία των επιχειρήσεων του οµίλου ήταν τα διαπιστευτήριά του. Αλλά και πάλι, όταν είσαι ένας Άρης Παγκράτης κι η περιουσία σου µετριέται σε δις, το πολύ να θεωρείσαι άλλος ένας εκκεντρικός πλούσιος – και το ζήτηµα κλείνει εκεί. Σηµασία έχει να ξέρεις πώς να κυνηγάς το όνειρό σου. Και τώρα, δεκαεφτά χρόνια µετά, το όνειρο όχι µόνο είχε γίνει πραγµατικότητα, αλλά κι είχε φτάσει σε ακόµα πιο ψηλές, ονειρικές σφαίρες, εκπλήσσοντας ακόµη κι αυτόν τον ίδιο. Μετά από µια τέτοια ιστορία ζωής, ήταν λοιπόν να µην πιστεύει ότι ήταν τυχερός άνθρωπος; Έβαλε τη Μερσεντές στο γκαράζ, αλλά δεν µπήκε µέσα στο σπίτι. Αποφάσισε να κάνει µερικές βόλτες, να περιδιαβεί ανάµεσα στους περίτεχνους κήπους για να κάνει λίγο διαλογισµό. Ανέκαθεν του άρεσε αυτό. Τελικά, ακόµα δεν είχε καταφέρει ν’ αποφασίσει αν τελικώς θα πίστευε στην τύχη ή όχι. Η τύχη ήταν ένα πράγµα απρόσωπο, αόριστο και όχι χειροπιαστό, ωστόσο ο Άρης δεν µπορούσε να παραγνωρίσει ότι κάποιες εξαιρετικές φορές τα γεγονότα ήταν αυτά που όριζαν τη ζωή του ανθρώπου κι όχι ο άνθρωπος τα γεγονότα – άλλωστε αυτό είχε συµβεί και στον ίδιο αρκετές φορές. Αυτή ακριβώς τη διαδικασία ο Άρης Παγκράτης την ονόµαζε τύχη – αν ο ορισµός αυτός ήταν σωστός, τότε κι εκείνος ήταν αποφασισµένος να πιστεύει στην τύχη µ’ όλη του την καρδιά. Κατά τα άλλα δεν πίστευε σε τίποτα απολύτως – ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν φυσικό! Άλλωστε, αν πίστευε στον εαυτό του δε θα γινόταν ποτέ ένας άρτιος καλλιτέχνης. Δε θα είχε τη δυνατότητα ή το χάρισµα να υποδύεται ρόλους, διότι δε θα µπορούσε ποτέ να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του. Θα παρέµενε αιώνια εγκλωβισµένος στο ναρκισσισµό του, ενώ το χάρισµα του ηθοποιού απαιτούσε απ’ αυτόν να σπάσει όλα τα δεσµά και να µπει, έστω και για λίγο, σε
ξένα σώµατα, ξένες ψυχές, ξένες ζωές... Έπρεπε ν’ απελευθερωθεί απ’ τον εαυτό του εντελώς. Κι άσε τους άσχετους να λένε ότι οι ηθοποιοί πάσχουν από ναρκισσισµό και φιλαυτία. Τρίχες. Ο Άρης Παγκράτης ουδέποτε είχε διστάσει να τσαλακώσει την εικόνα του, αν αυτό απαιτούσε ο ρόλος κι η σωστή υπηρέτηση της τέχνης. Αν όντως έπασχε από ναρκισσισµό, δε θα έπαιζε ρόλους σκατόγερων, µπεκρήδων και κουρελήδων. Θα επέλεγε µόνο ρεπερτόρια κατάλληλα για τζόβενα – µε κίνδυνο, βεβαίως, στο τέλος να καταντήσει γραφικός. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αφήσει να του συµβεί ένα τέτοιο ρεζιλίκι! Τουναντίον, είχε καταφέρει να σπρώξει την καριέρα του ακριβώς εκεί όπου εκείνος ήθελε. Το αποτέλεσµα ήταν ότι κατάφερνε να βουλώνει τα στόµατα των πάντων: τα απογεύµατα έπαιζε στο θέατρο, µεγαλειώδη αριστουργήµατα του παγκόσµιου ρεπερτορίου – Σέξπιρ, Στρίντµπεργκ, Γκολντόνι, κι ό,τι άλλο καλό κι αγαθό είχε να επιδείξει η εγχώρια και ξένη παραγωγή. Συχνά έκανε και κινηµατογράφο, παίζοντας µόνο στην αφρόκρεµα των ταινιών, κοσµώντας τη µε την παρουσία του. Οι κριτικοί τον λάτρευαν, νερό έπιναν στο όνοµά του. Ε, µετά έπαιζε και το καλό λαϊκό παλικάρι στους γνωστούς πια και µη εξαιρετέους Έρηµους Δρόµους και συγκινιούνταν σύγκορµα τα λαϊκά στρώµατα. Όλοι ήταν ευχαριστηµένοι. Εν πάση περιπτώσει, µ’ ό,τι κι αν καταπιανόταν αποσπούσε διθυραµβικές κριτικές, αλλά το σπουδαιότερο ήταν άλλο: η λατρεία του κόσµου, εκείνη που µερικές φορές έφτανε στα όρια της υστερίας. Και να φανταστεί κανείς ότι όλ’ αυτά τα είχε καταφέρει δίχως να φοιτήσει σε Δραµατική Σχολή. Απέδειξε ότι ο ηθοποιός γεννιέται, δε γίνεται. Καθόλου άσχηµη συγκοµιδή για έναν άνθρωπο που δεν πίστευε σε τίποτα – και το οµολογούσε στον εαυτό του µε κάθε ευκαιρία. Κρίµα που δεν ερχόταν πια κι η φωνή, για να το συζητήσει και µαζί της. Αλήθεια, είχε πολύ καιρό ν’ ακούσει εκείνη τη µυστική και πολυαγαπηµένη φωνή – οµολογουµένως βαριόταν τροµερά δίχως αυτήν. Παράξενο πράγµα, αλλά από τότε που έγινε ηθοποιός είχε πάψει να την ακούει. Ποιος ξέρει τι στον κόρακα είχε συµβεί – αλλά πάλι ο Άρης δεν άφηνε τον εαυτό του να σκοτιστεί και πολύ. Ίσως µάλιστα η εξαφάνιση της φωνής να ήταν η επιβεβαίωσή του ότι έκανε πάρα πολύ καλά να µην πιστεύει σε τίποτα απολύτως. Πίστευε µόνο σ’ ό,τι έβλεπε γύρω του, εν πάση περιπτώσει, σ’ οτιδήποτε µπορούσε ν’ αντιληφθεί µε τις αισθήσεις του. Αυτά ήταν τα µόνα υπαρκτά πράγµατα – πίσω απ’ όλα τα άλλα ελλόχευε κίνδυνος εξαπάτησης, χειραγώγησης κι ένας επιπλέον συρφετός από άλλες δυσάρεστες λέξεις. Επίσης, πίστευε πολύ στις επικούρειες φιλοσοφίες: Μόνο το σήµερα µας ανήκει. Μόνο το τώρα είναι υπαρκτό, απτό, πιστευτό. Το αύριο είναι άγνωστο, αβέβαιο κι ανήκει στον εαυτό του – ή όπου αλλού στο διάολο θέλει. Η υπερβολική χρήση της λέξης «πιστεύω» σ’ αυτό το συγκεκριµένο σηµερινό διαλογισµό του τον εκνεύρισε ξαφνικά. Τι σκατά, αυτός δεν είχε καµία εµµονή και τώρα ξαφνικά, να τα µας απ’ το πουθενά, συνέλαβε τον εαυτό του να ψέλνει τη λέξη «πιστεύω» σαν ηλίθιος πιστός! Αποφάσισε να µην ξαναπεί τη λέξη «πιστεύω» σε καµία µορφή της για όλη την υπόλοιπη βδοµάδα. Το κέφι του χάλασε κάπως. Του δηµιουργήθηκε ένας κάποιος εκνευρισµός. Για να εκτονωθεί, έλιωσε κάτω απ’ τις σόλες των παπουτσιών του ένα ευµέγεθες σαλιγκάρι. Την ώρα που έµπαινε σπίτι του, ήρθε στα πόδια του νιαουρίζοντας η Σαχά, η γάτα του, γνήσια βιρµανέζικη µε στιλπνό γκρίζο τρίχωµα και κίτρινα λαµπερά µάτια. Καθαρόαιµο αιλουροειδές.
Λάτρευε τη γάτα του. Λάτρευε τις γάτες γενικότερα. Ήταν τα µόνα πλάσµατα απ’ το ζωικό βασίλειο που ήταν γεννηµένα ανεξάρτητα και δε δενόντουσαν µε κανέναν. Του θύµιζαν αόριστα κάτι απ’ τον εαυτό του. Εν τω µεταξύ το γατί είχε µπουρδουκλωθεί στα πόδια του και τον µύριζε µε µανία. «Τι θέλεις, χαδάκια; Κάτσε τώρα που έχω και όρεξη!» είπε ο Άρης µε γλυκιά φωνή κι έκανε να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά του. Μπορεί ο ίδιος να είχε όρεξη για χάδια, όµως η Σαχά φαίνεται πως είχε αντίθετη γνώµη. Προτιµούσε να κάτσει ανάµεσα στα πόδια του κυρίου της και να τα µυρίζει µέχρι τον αιώνα τον άπαντα, ναι, αλλά όταν εκείνος πήγε να τη σηκώσει στα χέρια του, τότε η Σαχά νευρίασε, τον φιλοδώρησε µ’ ένα αγριεµένο νιαούρισµα και του έδειξε και τα δόντια της, για να καταλάβει ο αφέντης ότι αυτή ήταν γάτα και δεν αστειευόταν! «Α να χαθείς!» είπε ο Άρης περιπαικτικά. «Εγώ φταίω, που ήθελα να σε χαϊδέψω! Να δω τι θα κάνεις τη µέρα που θα σε βάλω στο φούρνο και θα σε ψήσω µε πατάτες. Άραγε η γεύση σου θα µοιάζει µ’ αυτή του κουνελιού;» Γέλασε µε την καρδιά του. Όχι, φυσικά αστειευόταν. Εν τω µεταξύ η Σαχά είχε ξαναγυρίσει στα πόδια του και συνέχισε µε τον ίδιο ζήλο αυτό που έκανε λίγο πριν: τον οσµιζόταν σαν τρελή. Τι σκατά έπαθε το ζωντανό; Ξαφνικά, κατάλαβε. Κούνησε το κεφάλι του στοχαστικά και χαµογέλασε µε νόηµα. Μα ναι...Τα ζώα ήταν προικισµένα µε όσφρηση εκατοµµύρια φορές πιο οξυµένη κι εξασκηµένη απ’ αυτή του ανθρώπου, του πιο ζώου απ’ τα ζώα. Η Σαχά οσφράνθηκε τα υπολείµµατα του χτεσινοβραδινού γλεντιού, αυτά που βεβαίως κανένας άνθρωπος δε θα µπορούσε να εντοπίσει διότι ο γλεντζές είχε φροντίσει να τα εξαφανίσει αποτελεσµατικά – πριν πάει στο πάρτι που είχε διοργανωθεί προς τιµήν του για τους Έρηµους Δρόµους πέρασε απ’ το σπίτι του χοντρού, πλύθηκε κι άλλαξε. Αλλά αυτά, βέβαια, για τη µύτη της Σαχά ήταν ψιλά γράµµατα. Εκείνη τη στιγµή εµφανίστηκε µπροστά του ο Άνθιµος, ο πιστός του γραµµατέας, βοηθός, φροντιστής... το δεξί του χέρι τέλος πάντων. «Καλώς τον!» είπε µε ανυπόκριτη χαρά. «Επιτέλους, ήρθες!» Ο Άνθιµος ήταν ένας πραγµατικά καταπληκτικός άνθρωπος – είχε µορφή αγγέλου, αλλά ο χαρακτήρας του είχε όλα τα χαρακτηριστικά του σκύλου: πιστός, αφοσιωµένος, γλυκός, καλός και πάντοτε χαρούµενος όταν έβλεπε τον αφέντη του. Συν τοις άλλοις έκανε και καταπληκτικές πίπες – ο Άρης δεν είχε κάποια ιδιαίτερη ροπή προς την οµοφυλοφιλία, αλλά, γενικώς, ήταν άνθρωπος που του άρεσε το ωραίο. Έτσι, καµιά φορά... Έσπευσε προς τον Άνθιµο και τον φιλοδώρησε µ’ ένα ζουµερό φιλί στο στόµα – δίχως γλώσσα. «Παλικάρι µου!» τον κανάκεψε. «Όλα καλά εδώ;» «Όπως πάντα, υπό πλήρη έλεγχο. Πέρασες καλά;» «Έχασες! Κρίµα που δεν ήσουν µαζί. Κάνε µου τη χάρη και δώσε εντολή να µου ετοιµάσουν το µπάνιο. Εν τω µεταξύ πάρε µου στο τηλέφωνο τον Δάκη Ματζιούρη». «Τώρα;» έκανε έκπληκτος ο Άνθιµος. «Μα η ώρα είναι...» «Ποτέ δεν είναι νωρίς για καλά νέα, Άνθιµε!» τον διέκοψε ευδιάθετος ο Άρης. Ο Άνθιµος υπάκουσε δίχως άλλα λόγια. Σε λίγη ώρα ο Άρης Παγκράτης µιλούσε µε το δικηγόρο του. «Στον ύπνο σου µ’ έβλεπες, ρε Άρη;» έκανε αγουροξυπνηµένος ο Δάκης Ματζιούρης.
«Έτσι χρυσό όπως σε πληρώνω, φίλε µου, νοµίζω ότι έχω το δικαίωµα να σε βλέπω στον ύπνο µου όποτε µου κάνει κέφι!» απάντησε ο Άρης, προκαλώντας το γέλιο του συνοµιλητή του. «Σου άφησα πενήντα µηνύµατα σ’ όλα σου τα τηλέφωνα, αλλά τα είχες κλειστά. Ο δε Άνθιµος βαρέθηκε να µ’ ακούει! Δεν είχες αγωνία να µάθεις;» είπε ο Δάκης. «Γιατί να έχω αγωνία; Αφού ό,τι είναι να γίνει σ’ αυτή τη ζωή, αν είναι να γίνει, γίνεται», είπε ο Άρης στοχαστικά, µε φιλοσοφική διάθεση. «Άλλωστε, χτες είχα αποφασίσει να µην ασχοληθώ µε τίποτα. Μόλις τέλειωσε µια ιδιαίτερα δύσκολη όσο και παραγωγική σεζόν κι εγώ ήθελα να γλεντήσω, να το ρίξω λίγο έξω, βρε αδερφέ! Μην ξεχνάς ότι είµαι ένας κουρασµένος άνθρωπος!» «Όσο γι’ αυτό, έχεις απόλυτο δίκιο», συµφώνησε ο δικηγόρος του διαβόλου. «Αλλά και για το πρώτο που είπες, πάλι έχεις δίκιο», συµπλήρωσε θριαµβευτικά. «Δηλαδή; Γίνεται;» Ο Άρης Παγκράτης ήταν έξυπνος άνθρωπος – για την ακρίβεια, έπιανε πουλιά στον αέρα. Η λέξη «γίνεται» σήµαινε πολύ περισσότερα απ’ όσα θα φανταζόταν κανείς. «Τι γίνεται, Άρη µου, έγινε!» βροντοφώναξε ο Ματζιούρης. «Τον Αύγουστο ετοίµασε βαλίτσες. Φεύγεις ξανά για την Αµερική!» Ο Άρης Παγκράτης µειδίασε συγκρατηµένα. Κανονικά, αν ήταν άλλος στη θέση του, θα είχε αρχίσει ήδη να κάνει τούµπες στον αέρα, να κλαίει, να γελάει, να κυλιέται στα πατώµατα κι ούτω καθεξής. Τα νέα ήταν συγκλονιστικά. Τον περίµεναν στο Μπρόντγουεϊ. Ήθελαν να τον δουν από κοντά. Το ενδιαφέρον τους ήταν έντονο. Εκτός απ’ αυτό, έπρεπε να πάει και στη Δυτική Ακτή. Στο Λος Άντζελες θα συναντιόταν µε µερικούς απ’ τους πιο επιφανείς παραγωγούς, απ’ αυτούς που ήταν ικανοί να επενδύσουν το παραδάκι τους και στον πιο άγνωστο και να τον µετατρέψουν εν µία νυκτί σε επίγειο θεό, αρκεί µόνο να πίστευαν στο άστρο που κουβαλούσε. Προφανώς στο άστρο του Άρη πίστευαν όσο ακριβώς χρειαζόταν. Φυσικά, κι ο Δάκης Ματζιούρης είχε κάνει καταπληκτική δουλειά. Εκτός από άριστος δικηγόρος, είχε αποδειχθεί κι ένας ικανότατος µάνατζερ. Τα άξιζε τα λεφτά που έτρωγε ο µάγκας, τα άξιζε µέχρι τελευταίας δεκάρας! Ωστόσο, αντί ο Άρης να κάνει τις αναµενόµενες τούµπες στον αέρα, απλώς µειδίασε. Μα τι του συνέβαινε, να πάρει η ευχή; Τόσο πολύ είχε νευριάσει µε τον εαυτό του επειδή πριν λίγο είχε χρησιµοποιήσει τη λέξη «πιστεύω» παραπάνω απ’ τις επιτρεπόµενες φορές; «Μα επιτέλους, είσαι εκεί ή λιποθύµησες;» τον επανέφερε στην πραγµατικότητα η φωνή του δικηγόρου. «Εδώ είµαι. Συγχαρητήρια, έκανες εξαιρετική δουλειά». «Το είπες και µόνος σου, φίλε µου, µε πληρώνεις χρυσό!» αστειεύτηκε ο Δάκης. «Και πού ν’ ακούσεις και τ’ άλλα». «Έφτασε;» τον πρόλαβε και πάλι ο Άρης µε την παροιµιώδη διορατικότητά του. «Οσονούπω. Μου τηλεφώνησε στις τρεις τα χαράµατα ο σύνδεσµος. Το φορτίο πέρασε απ’ το Tελωνείο στις Καστανιές Έβρου τρεις παρά τέταρτο. Όλα εντάξει. Οι Τούρκοι ούτως ή άλλως κοιµόντουσαν!» είπε ο Δάκης και γέλασε µε την ψυχή που δεν είχε. Άλλο συγκλονιστικό νέο: διακόσια κιλά καθαρής ηρωίνης κι εκατό κιλά κοκαΐνης, αρίστης ποιότητας, είχαν περάσει δίχως το παραµικρό πρόβληµα απ’ το Tελωνείο. Το πολύτιµο φορτίο ερχόταν προς Αθήνα κι από αύριο το πρωί θ’ άρχιζε η διανοµή του εκεί ακριβώς όπου έπρεπε. Το κέρδος του Άρη, του Δάκη και των υπολοίπων εµπλεκοµένων στην επιχείρηση θα ανερχόταν σε δεκάδες εκατοµµύρια ευρώ. Αν ζούσε ο µακαρίτης ο Ιάσων, θα ήταν πολύ
περήφανος για το γιο του. Μπορεί λίγη ώρα πριν πεθάνει να τον είχε αποκαλέσει «αχάριστη αδερφή που ήθελε να πάει να δείξει τον κώλο της σε ξελιγωµένους µουστακαλήδες», όµως τώρα σίγουρα, αν ζούσε, θα είχε αλλάξει γνώµη. Εκτός από εξαιρετικός ηθοποιός, ο Άρης Παγκράτης είχε αποδειχθεί κι ένας πρώτης τάξεως επιχειρηµατίας, άξιο τέκνο του πατέρα του. Εκτός των άλλων, η επιχείρησή του είχε και έντονα φιλανθρωπικό χαρακτήρα: πρόσφερε στους πελάτες του αυτό ακριβώς που ζητούσαν – λησµονιά, ταξίδι µακριά απ’ τη µιζέρια και τη δυστυχία τους. Κι όλ’ αυτά µε ελάχιστο αντίτιµο συγκριτικά µε το καλό που τους έκανε. Στο κάτω της γραφής, δεν πήγαινε να τους το πουλήσει και µε το ζόρι – αυτοί έτρεχαν ξοπίσω απ’ το παραµύθι σαν ζητιάνοι. Τουτέστιν, όλα πήγαιναν ρολόι. Ε, τότε γιατί στο διάολο δεν πετούσε στα σύννεφα; «Θαυµάσια», είπε συλλογισµένος. Ο Ματζιούρης παραξενεύτηκε. «Μήπως θέλεις να µου πεις τι σκατά συµβαίνει;» ρώτησε. «Ο δικηγόρος σου, όπως κι ο γιατρός σου, πρέπει να ξέρει τα πάντα». «Μπα, τίποτα. Απλά πέρασα πολύ καλά χτες. Μου λείπει η χτεσινοβραδινή διασκέδαση και τώρα που τελείωσε δε σου κρύβω ότι νιώθω µια γλυκιά θλίψη. Εν πάση περιπτώσει, ένας καλλιτέχνης είναι ελεύθερος να νιώθει όπως θέλει, έτσι δεν είναι;» «Μα πρώτη φορά πας σε πάρτι προς τιµήν σου, βρε αδερφέ; Τι διαφορετικό είχε απ’ τα άλλα;» γέλασε ο Ματζιούρης. «Μιλάω για τη διασκέδαση που έλαβε χώρα πριν πάω στο πάρτι προς τιµήν µου», τον πληροφόρησε ο Άρης. «Άκου να µάθεις...» Του εξιστόρησε τα γεγονότα χαρτί και καλαµάρι, χωρίς φόβο και πάθος, δίχως να προσθέσει ή να αποκρύψει τι. Ο Δάκης Ματζιούρης άκουγε µε προσοχή, ενώ ανάµεσα στα πόδια του η πρόσθετη ανατοµική του λεπτοµέρεια φούσκωνε επικίνδυνα µε κάθε λέξη που έφτανε στ’ αφτιά του, µέχρι που έφτασε σε σηµείο εκρήξεως. «Ποπό, δηλαδή εσύ γλέντησες για τα καλά!» είπε αποκαµωµένος όταν ο Άρης ολοκλήρωσε τη συναρπαστική του διήγηση για τα όσα είχαν λάβει χώρα µ’ εκείνη την άγνωστη µικρή. «Παρ’ όλ’ αυτά, άσε µε να θυµάµαι ότι είµαι και δικηγόρος σου. Γι’ αυτό, πρέπει να σου δώσω µια συµβουλή: πρόσεχε». Ο Άρης Παγκράτης έσκασε στα γέλια. «Τι να προσέξω, µωρέ; Τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που γλεντούσαµε µαζί προχτές;» Πραγµατικά, να µια ακόµα υπέροχη βραδιά! Προχτές βράδυ, στο πριβέ πάρτι που είχε διοργανώσει ο χοντρός σκηνοθέτης. Όλη η παλιοπαρέα είχε µαζευτεί: πασίγνωστοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, επιχειρηµατίες, πολιτικοί, εισαγγελείς, ανακριτές, γραµµατείς και Φαρισαίοι. Άφθονο χαβιάρι, ποταµοί γαλλικής σαµπάνιας κι ολόκληρα βουνά από κόκα. Μουσική στη διαπασών, γλέντι και χαρά µέχρι πρωίας. Έγινε χαµός, ειδικά όταν έσκασαν µύτη τα πιτσιρίκια, αγόρια και κορίτσια, κάτι ξανθά µωράκια όχι παραπάνω από δεκάξι χρόνων. Μιλάµε για µεγάλο γλέντι! Ωραία πράµατα! «Μωρέ, καλά τα λες εσύ!» σχολίασε εύθυµα ο Ματζιούρης. «Εγώ θα ήµουν δικηγόρος για τα µπάζα όµως αν δε σου έλεγα να προσέχεις. Έπεα πτερόεντα, φίλε µου!» Οι συνοµιλητές γέλασαν. «Και δε µου λες;» συνέχισε ο Δάκης. «Η Αστυνοµία; Δε βρήκε τίποτα ακόµα;» «Δεν έχω δει ειδήσεις ακόµα, αλλά δε νοµίζω. Όπως σου είπα, τη µικρή την πήγαµε κάπου στο Ρέµα της Εσχατιάς, στο Καµατερό. Ακόµα κι ο Θεός αποφεύγει να πηγαίνει εκεί πέρα».
«Άφησες κανένα αποτύπωµα πουθενά;» «Εµ τι φαντάστηκες, πως θα είχα κατά νου να κουβαλάω µαζί µου γάντια καλοκαιριάτικα; Σιγά το πράγµα! Μα ξέχασες ότι, ξαλαφρώνοντας τις τσέπες µας κατά µερικά εκατοµµύρια ευρουδάκια, εξασφαλίσαµε διά παντός την ησυχία του κεφαλιού µας; Δεν υπάρχουν πια τα αποτυπώµατά µας στα κοµπιούτερ της Εγκληµατολογικής Υπηρεσίας! Μόνο στο Αρχείο, αλλά ποιος το χέζει το Αρχείο; Για ποιο λόγο ανησυχείς αδίκως;» «Έχεις δίκιο. Τι να πω... Πάντως δεν είναι κακό να έχουµε το νου µας, οπότε αν...» «Άσε και το άλλο», τον διέκοψε ο Άρης. «Μετά, στο πάρτι προς τιµήν µου. Είδα ένα µωρό που δεν παίζεται, αδερφέ µου. Μιλάµε για ασύλληπτη καλλονή. Την είδα και κόντεψα να πέσω ξερός! Βέβαια, µέσα στο σώσε την έχασα. Θέλω να την ξαναδώ, Δάκη. Έχεις καµιά ιδέα πώς να γίνει κάτι τέτοιο;» «Σιγά το δύσκολο!» είπε θριαµβευτικά ο Δάκης. «Τώρα κιόλας θα πάρω τηλέφωνο στην Ασφάλεια. Εκεί θα βάλω έναν δικό µας να µου φωτοτυπήσει όλες τις γυναικείες φάτσες της Αθήνας. Απ’ τις ταυτότητές τους, καταλαβαίνεις. Σ’ τα φέρνω και βλέπουµε». «Χαλάλι το παραδάκι που µου τρως, αδερφέ µου! Είσαι µεγαλοφυΐα! Βέβαια, ελπίζω το µωρό να έχει ταυτότητα. Δε µου φάνηκε µεγαλύτερη από δεκάξι χρόνων. Τι τα θέλεις, φίλε µου; Για να τρελαίνοµαι µε τις πιτσιρίκες, µου φαίνεται πως έχω αρχίσει να γερνάω!» είπε αναστενάζοντας ο Άρης Παγκράτης. Η συνδιάλεξη έληξε. Ο Άνθιµος, ακοίµητος φρουρός και θεµατοφύλακας της καλοπέρασης του αφεντικού του, τον οδήγησε στο µπάνιο. Σε λίγη ώρα ο Άρης Παγκράτης βυθιζόταν µέσα στο αρωµατισµένο νερό, απολαµβάνοντας τις ευωδιές, έχοντας στο κορµί του αποτυπωµένα τα σηµάδια της κούρασης. Της ευχάριστης κούρασης. Μέσα στο µυαλό του πήγαιναν κι έρχονταν δυο γυναίκες. Η µια ήταν η ξανθή καλλονή του πάρτι. Η άλλη ήταν η µελαχρινή καλλονή, που δεν ήταν πια καλλονή. Αναστασία... Ξαφνικά άρχισε να σκέφτεται δυο λέξεις, δυο έννοιες φαινοµενικά αντίθετες, οι οποίες ωστόσο συµπλήρωναν η µία την άλλη µε τρόπο συναρπαστικό. Καλό και κακό. Ποιος, αλήθεια, µπορεί να πει τι είναι καλό και τι είναι κακό; Ποιος ξέρει να διακρίνει τα πράγµατα, να τα συνθέσει και να τα αναλύσει εις βάθος και να βγάλει ένα συµπερασµα τόσο ουσιαστικό ώστε να µπορεί ν’ αποτελεί µπούσουλα για τους άλλους; Μήπως ο Θεός; Σιγά! Να, ιδού ένα ωραίο παράδειγµα: η πλήρης παραµόρφωση –για την ακρίβεια η εξαφάνιση– της Αναστασίας ήταν κάτι τόσο κακό, που στο τέλος καθίστατο καλό. Το κακό στην πιο απόλυτη µορφή του ήταν τόσο όµορφο κι αγνό όσο και το καλό. Βαριά διανόηση, προορισµένη για χρήση από λίγους. Δεν µπορούσε να πάψει να νιώθει εκείνη την ελαφρά µελαγχολία – στην αρχή του άρεσε κάπως, µετά άρχισε να τον ενοχλεί και µετά πάλι απ’ την αρχή. Όλ’ αυτά τα αντιφατικά όχι τόσο επειδή αφαίρεσε µια ζωή – άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά και σίγουρα όχι η τελευταία. Στο κάτω της γραφής, κανείς δεν είναι αιώνιος πάνω σ’ αυτό τον κόσµο – όλοι µια µέρα θα πεθάνουµε, άλλος απ’ αυτό, άλλος από κείνο, ο Άρης δεν είχε την αυταπάτη να πιστεύει ότι αποτελούσε εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα. Επειδή όµως πίστευε ακράδαντα ότι ο θάνατος ισοδυναµούσε µε µια παντοτινή εξαφάνιση, επειδή ήταν απόλυτα πεπεισµένος ότι οι θεωρίες περί ζωής µετά θάνατον, Παραδείσου, Κόλασης, αιώνιας γαλήνης ή αιώνιας τιµωρίας και
λοιπά ήταν θεωρίες γελοίες κι ανυπόστατες –αν δεχόταν αυτές τις θεωρίες, έπρεπε συνάµα να δεχτεί ότι υπήρχε Θεός, κι αν υπήρχε Θεός, πού σκατά βρισκόταν όταν η Αναστασία τον επικαλείτο για να σωθεί;– η κοσµοθεωρία του ήταν ότι η ζωή του ανθρώπου κρατάει όσο µια ανάσα. Γι’ αυτό, επειδή είναι τόσο µικρή και λίγη, ο καθένας είχε το αναφαίρετο δικαίωµα να την περνάει όπως νοµίζει καλύτερα. Τα πράγµατα ήταν απλά, γι’ αυτό δεν υπήρχε και καµιά δύναµη πάνω στον κόσµο που να µπορούσε να τον πείσει ότι δεν είχε δικαίωµα να πνίξει τον αδερφό του µ’ ένα ακριβό µαξιλάρι γνωστού σχεδιαστή, να στείλει τον πατέρα του για οριστική ξεκούραση όταν του έφερε τα πιο ελπιδοφόρα νέα του κόσµου, να στραπατσάρει το κεφάλι της Αναστασίας µε µια βαριοπούλα και πάει λέγοντας. Αυτό που του προξενούσε αυτή την άβολη ενόχληση ήταν η συνειδητοποίηση ότι σιγά σιγά, µε τα χρόνια, έχανε κι ένα µικρό κοµµάτι απ’ την ενέργειά του. Όχι ενεργητικότητα. Ενέργεια. Έπρεπε να καταβάλει διπλάσιο κόπο απ’ ό,τι παλιά για να την κρατάει στο ικανοποιητικό επίπεδο που επιθυµούσε ο ίδιος για τον εαυτό του. Μήπως τελικά η περιβόητη ενέργειά του έφθινε σιγά σιγά; Μήπως εξαπατούσε τον εαυτό του βάζοντάς τον να πιστέψει ότι η ωραία θέα απ’ το σπίτι του ήταν αρκετή; Ή, ούτως ειπείν, και το νερό του ντους; Μήπως ούτε κι αυτό ήταν πια αρκετό; Διαπίστωσε έκπληκτος ότι η αφαίρεση µιας ζωής τού την αύξησε κατακόρυφα – κι ήταν µια αίσθηση διαρκείας. Και µόνο η ανάµνηση του γεγονότος του έφερνε µια απολύτως ευχάριστη υπερδιέγερση, µια αίσθηση άκρως δηµιουργική, δύσκολο να συγκριθεί µε οποιαδήποτε άλλη. Εντάξει, δεν µπορούσε να ισχυριστεί έτσι απλά κι αβίαστα ότι µε το που είδε την Αναστασία να βαδίζει µονάχη της στο δρόµο τού γεννήθηκε αµέσως η επιθυµία να την εξαφανίσει απ’ το πρόσωπο της γης γιατί απλώς έτσι του έκανε κέφι – αν το ισχυριζόταν, θα έπρεπε ν’ αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόµενο ότι ήταν παρανοϊκός, ενώ εκείνος ήξερε καλά ότι δεν ήταν. Θα µπορούσε λοιπόν να πει ότι ξεπάστρεψε την Αναστασία διότι δεν µπορούσε να κάνει αλλιώς – αν άφηνε τη µικρή να φύγει, τότε εκείνη θα πήγαινε κατευθείαν στην Αστυνοµία– και µολονότι αυτός είχε τον τρόπο να παραµένει αλώβητος, το όλο νταβαντούρι δεν έπαυε να είναι ενοχλητικό, διότι θα τον υποχρέωνε να χάσει λίγο απ’ τον πολύτιµο χρόνο του για να κάνει κάποια τηλέφωνα που δεν τα είχε προγραµµατίσει, για να τακτοποιήσει ορισµένα διαδικαστικά. Γι’ αυτό προτίµησε την άλλη λύση. Ναι, αλλά τότε γιατί δεν έλεγε να του φύγει µε τίποτα αυτή η τέλεια ηδονική αίσθηση που του πρόσφερε ο θάνατος της µικρής; Μήπως αυτό σήµαινε ότι ερχόταν η ώρα που δε θα µπορούσε, σε λίγο καιρό, δίχως ένα φόνο τη µέρα; Ο Άρης Παγκράτης ήταν άνθρωπος που σιχαινόταν τις εξαρτήσεις, ακόµα κι αν απ’ αυτές αποκόµιζε χαρά – και ενέργεια. Γι’ αυτό άλλωστε κι απέφευγε να παντρευτεί, µολονότι τον τελευταίο καιρό αυτή η ιδέα τού περνούσε όλο και περισσότερο απ’ το µυαλό. Θα του άρεσε να έχει στο πλευρό του µια ωραία γυναίκα, δε θα ήταν κι άσχηµα να αποκτούσε και κανένα παιδί... Αυτό, βέβαια, κι αν ήταν εξάρτηση! Άι σιχτίρ, µελαγχολίες, µαύρες σκέψεις και σκατά! Θύµωσε µε τον εαυτό του. Τη φαιά ουσία του έπρεπε να τη σπαταλά µόνο σε εποικοδοµητικά πράγµατα – πόσα χρόνια θα ζήσουµε; Αναστασία... Στη σκέψη της το σώµα του χαλάρωσε εντελώς. Ένα γλυκό χαµόγελο εγκαταστάθηκε στα χείλη του – του άρεσε πολύ και δε θα το άφηνε να φύγει. Αν η «πολιτισµένη» κοινωνία ήξερε τι έκανε απόψε ο Άρης Παγκράτης, θα τον έστελνε κατευθείαν στο ψυχιατρείο. Εκείνος όµως ήταν ένας τόσο λεπτός άνθρωπος, µε τόσο
εκλεπτυσµένα γούστα! Να φανταστεί κανείς, δεν περνούσε µέρα δίχως ν’ ακούσει τρεις φορές ολόκληρο το δίσκο του Νταλάρα µε το γενικό τίτλο Ο Μέτοικος. Τα τραγούδια του δίσκου Ο Μέτοικος µιλούσαν στην ψυχή του, µε ιδιαίτερη προτίµηση στο οµώνυµο τραγούδι. Στα ιδιαίτερα διαµερίσµατά του είχε µια δισκοθήκη που αριθµούσε πέντε χιλιάδες δίσκους καλής ελληνικής µουσικής. Πολύ εµπλουτισµένη δισκοθήκη, το δίχως άλλο, πέντε χιλιάδες δίσκοι ελληνικής µουσικής όλοι µε το γενικό τίτλο Ο Μέτοικος. Και µόνο η σκέψη ότι σε ενάµισι λεπτό ακριβώς θα έβγαινε απ’ την µπανιέρα και θα πήγαινε όπως ήταν, γυµνός και βρεγµένος, να βάλει µε τα χέρια του και ν’ ακούσει τον πολυαγαπηµένο του δίσκο ήταν αρκετή για να του φτιάξει το κέφι οριστικά.
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ. Η φάβα είχε κάποιο λάκκο. Ξυπνώντας από έναν ύπνο πληµµυρισµένο µε εικόνες, πρόσωπα και πράγµατα που είχαν όλα την όψη του Ινδάλµατος –πράγµα που, βεβαίως, µετέτρεψε την αποψινή της κατάκλιση σε κανονικό ταξίδι στον Παράδεισο, µετ’ επιστροφής δυστυχώς–, η Μπέτυ Ματζιούρη άνοιξε τα µάτια της µε τρόµο, βέβαιη ότι θ’ αντίκριζε µαύρο κι απόλυτο σκοτάδι. Ήταν πεπεισµένη ότι οι έξαλλοι γονείς της την είχαν µεταφέρει, την ώρα που αυτή η έρµη ξεραινόταν στον ύπνο, στο υγρό, θεοσκότεινο κι ανήλιαγο υπόγειο. Βασικά, δεν τους χρειαζόταν να χάσουν χρόνο για ν’ ακούσουν τις τυχόν εξηγήσεις της για τα χτεσινά ντουρσέκια – ο «παραδειγµατισµός» δεν έπρεπε να περιµένει ούτε δευτερόλεπτο. Την ώρα που περνούσε απ’ την κατάσταση του ύπνου στον ξύπνο, ήταν σχεδόν σίγουρη ότι από στιγµή σε στιγµή θα έβλεπε τη φάτσα της µάνας της ν’ ανοίγει την καταπακτή που οδηγούσε στο υπόγειο, να την κατακεραυνώνει µ’ ένα βλέµµα γεµάτο «απαξίωση» –αγαπηµένη λέξη της µέγαιρας–, να της αφήνει ένα ποτήρι νερό κι ένα ξερό κοµµάτι ψωµί και µετά πάλι... µπουµ! Θα έκλεινε την καταπακτή και θα την άφηνε ολοµόναχη στα σκοτεινά, να κάνει παρέα µε τις κατσαρίδες και τους αρουραίους, πλάσµατα τα οποία η Μπέτυ σιχαινόταν µ’ όλη της την καρδιά. Άσε δε την υγρασία του υπογείου, η οποία, ως γνωστόν, είναι θάνατος για την επιδερµίδα... Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να της δείξει η µανούλα ποιος διάολος έκανε κουµάντο εκεί µέσα και τι µπορούσαν να πάθουν τα µικρά κορίτσια που τολµούσαν να υψώσουν το ανάστηµά τους απέναντι στους παντογνώστες γονείς! Ε, ρε, γλέντια! Όµως όχι. Βρισκόταν στο δωµάτιό της, ξαπλωµένη στο κρεβάτι της. Τα παντζούρια ήταν κλειστά, ωστόσο οι ηλιαχτίδες που εισέβαλλαν παιχνιδιάρικα απ’ τις γρίλιες την έκαναν να καταλάβει ότι είχε ήδη ξηµερώσει κι ότι έξω έφεγγε λιακαδίτσα του Θεού. Ζαλισµένη ακόµα απ’ τη θολούρα του ύπνου, διαπίστωσε ότι φορούσε τα δικά της ρούχα κι όχι το φόρεµα που της είχε δανείσει η Σήλια. Τα κοίταξε µε αµφιβολία. Μα τι στον κόρακα, µ’ αυτά είχε ξαπλώσει; Πώς είχε συµβεί τέτοια µαλακία; Πότε; Γιατί; Δε θυµόταν. Μάλλον θα έφταιγε αυτό το κέρατο, το πώς το λένε, α, ναι: το ουίσκι. Πρώτη φορά στη ζωή της είχε πιει ουίσκι, χτες, και να τα τώρα τα δυσάρεστα αποτελέσµατα. Το κεφάλι της γύριζε, ένιωθε όλο το σώµα της να πονάει, ενώ ούτε το στόµα της έµεινε ανεπηρέαστο: µια διάχυτη στυφή γεύση, σαν να είχε µασήσει τσαρούχι. Ήδη απ’ την πρώτη γουλιά το είχε σιχαθεί ολόψυχα, την έπιασε βήχας µέχρι δακρύων, που, βεβαίως, της γέννησε τον εύλογο φόβο µήπως έφευγε η σκιά κι η µάσκαρα που της είχε βάλει η Σήλια στα µάτια, µε κίνδυνο ν’ αρχίσει να µοιάζει µε θλιβερή καρικατούρα απ’ το γάµο του Καραγκιόζη – κι άντε µετά να συµµαζέψεις την ξεφτίλα, το ρεζίλι των σκυλιών... Ωστόσο ήταν αποφασισµένη να το πιει όλο πνίγοντας αποτελεσµατικά την αηδία της µέσα σ’ ένα αστραφτερό χαµόγελο, όπως θα έκανε κάθε αποφασισµένος άνθρωπος – και, βεβαίως, να πιει και δεύτερο, µιας κι ήταν τσάµπα, προσφορά απ’ το Ίνδαλµα που γιόρταζε την επιτυχία του και κερνούσε όλο το µαγαζί. Κι έτσι, έφτασε στο σηµείο να πιει δυόµισι ποτήρια απ’ αυτό το πετρέλαιο – δεν µπόρεσε να ολοκληρώσει το τρίτο παρά τις φιλότιµες προσπάθειές της, αλλά και δυόµισι ποτήρια ουίσκι δεν ήταν καθόλου άσχηµη συγκοµιδή για αρχή. Δεν µπορείς να παριστάνεις τη µεγάλη, εν τέλει δεν µπορείς καν να µπεις στον κόσµο των µεγάλων αν δεν πίνεις ουίσκι. Κι η Μπέτυ ήταν αποφασισµένη να µεγαλώσει – πιθανότατα µάλιστα, αφού είχε πιει ουίσκι, µεγάλωσε έτσι κι αλλιώς.
Α, είχε καπνίσει κιόλας – άλλη µια πρώτη φορά στη ζωή της. Δεν ήθελε ν’ αρνηθεί την ευγενική προσφορά της Σήλιας, αφενός για να µην την κακοκαρδίσει, κι αφετέρου, διότι δεν είχε καµία διάθεση να την περάσουν για µωρό. Ε, όχι και µωρό! Δεκαπέντε χρόνων γυναίκα µε τρία χρόνια περίοδο, δεν µπορεί να θεωρηθεί µωρό – κι έτσι, σκεπτόµενη τα µούτρα που θα έκανε η µάνα της αν την έβλεπε µε τσιγάρο στο χέρι, το πήρε χωρίς κανένα δισταγµό. Οµολογουµένως τα κατάφερε καλύτερα απ’ ό,τι µε το ουίσκι του τρόµου. Η Σήλια την είχε δασκαλέψει µια χαρά: αµέσως µόλις το τσιγάρο άναψε, της είπε να πάρει µια βαθιά ανάσα, όπως όταν ξαφνιαζόµαστε από κάτι και κάνουµε «ιιι!». Η καλή µαθήτρια έκανε ακριβώς αυτό – το ότι δεν την έπιασε βήχας µέχρι σπασµού ήταν µεγάλη επιτυχία. Βέβαια, της συνέβη κάτι άλλο, εξίσου κακό µε το βήχα: το ταβάνι άρχισε να γυρίζει σαν τρελό κι εκείνη έβλεπε τους θαµώνες σε τριπλά είδωλα, ωστόσο αυτές οι παρενέργειες δεν είχαν κανένα εξωτερικό αποτέλεσµα, απλώς τις ζούσε από µέσα της, οπότε θα µπορούσε βάσιµα να ισχυριστεί ότι η πρώτη της προσπάθεια µε το τσιγάρο εστέφθη από απόλυτη επιτυχία. Βέβαια, ήταν γνωστό τοις πάσι ότι το τσιγάρο έκανε κακό στο δέρµα κι εκείνη δεν ήθελε ούτε να διανοηθεί ότι θα χαλούσε το αλαβάστρινο δερµατάκι της, αλλά για µια φορά δεν πείραζε, ε; Η µέγαιρα σίγουρα θα είχε αντίθετη γνώµη. Ευτυχώς πάντως που µέσα στη χτεσινοβραδινή κραιπάλη της είχε µείνει και λίγο νιονιό να µασήσει δυόσµο, που τον έκοψε απ’ τη γλάστρα της αυλής λίγο πριν µπει στο σπίτι. Αυτό ήταν, λοιπόν: ουίσκια, τσιγάρα, µεγάλες συγκινήσεις, πρώτες φορές, σκασιαρχείο, κλαµπ, γλέντι, Ίνδαλµα. Όλ’ αυτά που της είχαν συµβεί χτες ήταν πάρα πολλά, επίφοβα και συναρπαστικά. Γι’ αυτό τώρα που ξύπνησε ένιωθε ότι είχε µέσα στο κεφάλι της ένα κοµπρεσέρ και το σώµα της πονούσε τόσο πολύ, σαν να την είχε χτυπήσει αράπης. Έριξε ένα αφηρηµένο βλέµµα δίπλα της. Εκεί βρισκόταν η σακούλα µε το φόρεµα της Σήλιας. Ξαφνικά θυµήθηκε τα πάντα. Η υπερδιέγερση κι η έξαψη η ανακατεµένη µε φόβο γι’ αυτά που θα την περίµεναν όταν θα γύριζε σπίτι την κράτησαν σ’ εγρήγορση. Μπορεί να είχε πιει το καταπέτασµα, να είχε καπνίσει, να είχε ξενυχτήσει του κερατά, αλλά το µυαλό της είχε παραµείνει καθαρό. Έτσι, κόντευε πέντε το πρωί όταν η Σήλια την είχε αφήσει µε το αυτοκινητάκι της λίγο παρακάτω απ’ το σπίτι της. Η Μπέτυ περπάτησε καµιά εκατοστή µέτρα τρέµοντας απ’ το φόβο της. Ήταν πεπεισµένη ότι θα έβλεπε τους γονείς της να κόβουν βόλτες στην αυλή, αγριεµένοι και µε τα χέρια σταυρωµένα πίσω απ’ την πλάτη. Μαζί τους κι οι γείτονες, για συµπαράσταση. Πολύ πιθανόν να είχαν ειδοποιήσει και την Αστυνοµία και να έβλεπε έξω απ’ την αυλή ένα περιπολικό γεµάτο µπάτσους, µπορεί να ξέρει κανείς; Μόλις θ’ αντίκριζαν την µικρή ένοχη, θα έπεφταν πάνω της όλοι µαζί, θα τη σακάτευαν στο ξύλο και θα ξυπνούσε στο νοσοκοµείο. Σενάριο Ένα. Διάψευση Ένα. Στην αυλή δεν υπήρχε κανείς. Σκοτάδι κι ερηµιά. Ακόµα κι οι λάµπες της ΔΕΗ ήταν σβηστές. Το µόνο φως ερχόταν απ’ τον ουρανό κι ήταν η χλοµή λάµψη του Αποσπερίτη – ακόµα και το φεγγάρι είχε βασιλέψει. Τότε ήταν που διακινδύνευσε να κάνει µια στασούλα στην αυλή, να κόψει λίγο δυόσµο και να τον µασήσει, για να πάψει το στόµα της να έχει τη γεύση και την οσµή της χαλασµένης βενζίνης. Νυχοπατώντας πήγε ως την εξώπορτα. Άλλη έκπληξη: µολονότι η ίδια είχε κλειδιά, βρήκε έξω απ’ την πόρτα της εισόδου σκαλωµένο ένα κλειδί. Ωστόσο το σπίτι ήταν σκοτεινό.
Η καρδιά της έκανε µια βουτιά προς τα παπούτσια της. Μα, βέβαια! Δε χρειαζόταν και πολύ µυαλό για να προβλέψει κανείς το Σενάριο Δύο! Προφανώς οι έξαλλοι γονείς, θέλοντας να την ξεγελάσουν, την περίµεναν στα σκοτεινά. Μόλις θα έκανε να µπει στο σπίτι, πατώντας στις µύτες, θα έπεφταν πάνω της, θα την κουκούλωναν µε κανένα σεντόνι για να µη βάλει τις φωνές και θα την πετούσαν µε τη µία στο υπόγειο, να πάει να συνεχίσει την επανάστασή της µε τη γνωστή, ανατριχιαστική συντροφιά των απαισίων πλασµάτων µε τις κεραίες. Όµως µέσα στο σαλόνι δε βρισκόταν κανείς. Διάψευση Δύο. Η Μπέτυ είχε αρχίσει να φοβάται, κακά τα ψέµατα. Μήπως... Το δωµάτιό της βρισκόταν δίπλα στο δωµάτιο των γέρων. Η πόρτα τους ήταν µισάνοιχτη. Φυσικά, δε θα διακινδύνευε να την ανοίξει περισσότερο για να δει αν οι γέροι ήταν ζωντανοί –τέτοια ηρεµία µέσα στο σπίτι µετά από τέτοια φοβερά γεγονότα όπως η επανάσταση της ανήλικης καταντούσε ύποπτη–, διότι η πόρτα έτριζε απαίσια κι ο ήχος την ανατρίχιαζε. Όµως, µπορούσε να κοντοσταθεί και να κρυφακούσει. Κάποιος ροχάλιζε – µάλλον ο πατέρας της. Η Μπέτυ σταυροκοπήθηκε µε απορία. Έτρεξε και χώθηκε στο δωµάτιό της, έκλεισε την πόρτα που δεν έτριζε και την κλείδωσε κιόλας. Δίχως ν’ ανάψει φως, και παρά τις αλλεπάλληλες συγκινήσεις και τα περίεργα γεγονότα που το ένα διαδεχόταν το άλλο, είχε την προνοητικότητα να ξεντυθεί και να φορέσει τα δικά της ρούχα. Αν οι γονείς της έβλεπαν το φόρεµα που τόσο ευγενικά της είχε δανείσει η Σήλια, θα πίστευαν αµέσως ότι η θυγατέρα τους είχε πάει να κάνει πιάτσα στη Συγγρού ή σε κανένα «σπίτι» στην οδό Φυλής – και µετά... κάτι έλεγε µια παλιά φιλοσοφία για κάποιον Πολυχρόνη που δεν έγινε εύζωνος. Το Σενάριο Τρία περιελάµβανε τάφο – κι εκείνη ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε. Έτσι, µε τα ρούχα της, έπεσε στο κρεβάτι και ξεράθηκε. Αυτά. Τώρα που είχε ξυπνήσει, βέβαια, δεν µπορούσε να µην αναρωτηθεί γιατί στην ευχή δεν είχε βάλει πιτζάµες. Απάντηση δεν έβρισκε, αλλά ήταν φυσικό: µετά από τόσες συγκινήσεις, επόµενο ήταν να συµβεί και κάτι µη αναµενόµενο. Εδώ που τα λέµε, όλα όσα είχαν συµβεί ήταν µη αναµενόµενα. Σηκώθηκε µε κόπο και πήγε να κοιτάξει την ώρα στο ρολόι του τοίχου. Όταν την είδε, πήδηξε µέχρι το ταβάνι απ’ το φόβο της και της πέρασαν όλα, µεθύσια, κούρασες, πόνοι, τα πάντα. Κόντευε τρεις το µεσηµέρι. Μπα, κάτι γινόταν εδώ! Σίγουρα οι γέροι κάτι µαγείρευαν, δεν υπήρχε περίπτωση! Απ’ την περιέργεια και τη βιασύνη της να δει τι σκατά συνέβαινε, έκανε για πρώτη φορά το αδιανόητο: δεν πήγε στον καµπινέ να πλυθεί και να βάλει κρέµα στα µούτρα της. Ήταν χίλια τα εκατό σίγουρη ότι έξω απ’ την πόρτα του δωµατίου της την περίµενε το σώσε προσωποποιηµένο – θα γινόταν χαµός µε τους γέρους κι οι ελεύθερες ρίζες στο δέρµα της θα έκαναν παρέλαση, αλλά οι περιστάσεις ήταν πολύ... πώς το έλεγε, µωρέ, η µέγαιρα... χµ, «ιδιάζουσες». Προσπάθησε να φέρει στο µυαλό της το χτεσινό θαύµα που της είχε συµβεί: το Ίνδαλµα, ο θεός, την είχε κοιτάξει και της είχε χαµογελάσει! Τι όνειρο που βγήκε ήταν αυτό, Θεούλη µου! Όµως, δυστυχώς, δεν µπορούσε πια να αποκοµίσει χαρά απ’ το θαύµα: ο φόβος ήταν πιο ισχυρός απ’ τη χαρά, της έδωσε µια µε την ποδάρα του και τη συνέθλιψε. Αυτό ήταν που της
την έδινε ολόψυχα: γιατί, ρε πούστη, έπρεπε να δώσει λογαριασµό επειδή χάρηκε λίγο στη ζωή της; Γιατί δεν µπορούσε ν’ απολαύσει τη ζωή που της ανήκε δίχως το φόβο της τιµωρίας; Αυτές, και άλλες, απαντήσεις σε πολλά και διάφορα ερωτήµατα θα έπαιρνε σε λίγο. Αλλά θα έλεγε κι αυτή τα δικά της, α, όλα κι όλα! Ήταν αποφασισµένη να µην κάνει ούτε βήµα πίσω! Απ’ την κουζίνα ακούγονταν χαµηλόφωνες οµιλίες. Άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα του δωµατίου της και βγήκε, βαδίζοντας σαν ατρόµητος στρατιώτης που πήγαινε ορµητικά στην πρώτη γραµµή του µετώπου. Όσο για το τρέµουλο που ένιωθε, όπως κάθε αληθινός στρατιώτης έτσι κι αυτή, το απέδιδε στο κρύο και στα χιόνια του µετώπου – όχι στο φόβο. Την ώρα που ήταν έτοιµη να διαβεί το κατώφλι της κουζίνας και να µπουκάρει, οι χαµηλόφωνες οµιλίες σταµάτησαν απότοµα. Ωραία. Άρχιζε το γλέντι – και για να λέµε του στραβού το δίκιο, και πολύ είχε αργήσει ν’ αρχίσει. Ο πατέρας κι η µάνα κάθονταν δίπλα δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κι έπιναν καφέ. Μπροστά τους βρισκόταν ένα τασάκι όπου τα αποτσίγαρα είχαν σχηµατίσει βουνό. Η κουζίνα βροµοκοπούσε τσιγαρίλα διότι κανείς δεν είχε µπει στον κόπο ν’ ανοίξει τα παράθυρα, κι ας ήταν ντάλα καλοκαίρι. Oχ. Αυτό ίσως προοιωνιζόταν αγριοφωνάρες που πιθανότατα θα ακουγόντουσαν µέχρι το κέντρο της Αθήνας. Η Μπέτυ κατάλαβε ότι έπρεπε να διακινδυνεύσει να µιλήσει πρώτη. «Καληµέρα», είπε διστακτικά, κοιτάζοντας ωστόσο τους γονείς της µε θάρρος. «Καλησπέρα λέει ο κόσµος, Βενετία!» είπε ο πατέρας χαµογελώντας πιο πλατιά απ’ όσο επέτρεπε η όλη περίσταση. «Τέτοια ώρα χωνεύουµε το µεσηµεριανό φαΐ. Καλά ξυπνητούρια!» «Πού ήσουν, Βενετία;» Η µάνα ήταν πολύ πιο συγκεκριµένη και σαφής. Προφανώς δεν είχε καµία όρεξη να χάσει χρόνο σε άσκοπες κουβέντες κι αβρότητες µε θέµα την ώρα, ενδεχοµένως και τον καιρό, που σήµερα οµολογουµένως ήταν πολύ ωραίος. Ωστόσο η Μπέτυ προτιµούσε να κερδίσει λίγο χρόνο ακόµα. «Μπαµπά, εσύ γιατί είσαι εδώ; Δεν έπρεπε να είσαι στη δουλειά;» Ο Λευτέρης βρήκε την ερώτηση ως µια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δει τις αντιδράσεις της κόρης του – ίσως απ’ αυτές να έβγαζε κανένα χρήσιµο συµπέρασµα για το πώς να χειριζόταν την κατάσταση µαζί της. «Ξέχνα την τη δουλειά, Βενετία. Τη χάνω σε λίγες µέρες. Οπότε, σκέφτηκα, αφού θ’ απολυθώ που θ’ απολυθώ, δεν κάθοµαι σπιτάκι µου να δω την κορούλα µου και να τα πούµε ένα χεράκι;» Η Μπέτυ έδειξε ξαφνιασµένη, αλλά όχι και πολύ. «Απολύεσαι, είπες; Από ποια δουλειά;» «Απ’ τα πετρέλαια. Από τη δουλειά που στηρίζαµε την ελάχιστη ασφάλειά µας εδώ µέσα». Η Δάφνη είχε αρχίσει να δυσανασχετεί που η συζήτηση άλλαζε θέµα, ωστόσο ο Λευτέρης της έριξε ένα απ’ τα γνωστά βλέµµατα σιωπηρής συννενόησης και για την ώρα δεν εξέφρασε µε λόγια την έκδηλη δυσαρέσκειά της. «Καλά!» είπε θριαµβευτικά η Μπέτυ, λες κι είχε κάνει µια συγκλονιστική ανακάλυψη που θ’ άλλαζε το ρου της Iστορίας. «Εγώ το περίµενα! Ήµουν σίγουρη ότι θα σας απέλυαν όλους κάποια στιγµή. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δουλεύετε για λογαριασµό αλλωνών κι όχι για πάρτη σας! Δεν είναι δικές σας οι δουλειές, µπαµπά, δεν κάνετε κουµάντο εσείς! Και να σου πω και κάτι άλλο; Τώρα είσαι ακόµα νέος – αύριο µεθαύριο κανείς δεν πρόκειται να σε πάρει για δουλειά κι άντε µετά να δω αν θα έχεις τη δύναµη να λες ακόµα δόξα Σοι ο Θεός! Και τότε ξέρεις τι θα γίνει; Θ’ αναγκαστείς κι εσύ να βρεις βύσµα, αν βέβαια δεν είναι πάρα πολύ αργά!»
Ο Λευτέρης κόντεψε να πέσει ανάσκελα απ’ την κατάπληξη. Δεν πίστευε στ’ αφτιά του. Κι όσο για το «βύσµα» που έλεγε η µικρή, δεν την ήξερε αυτή τη λέξη, αλλά ήταν σίγουρος ότι αποκλείεται να σήµαινε κάτι καλό. Ωστόσο έπρεπε να σιγουρευτεί. «Βύσµα; Τι είναι τούτο πάλι;» Η Μπέτυ ξεφύσηξε µε αγανάκτηση. «Πού ζείτε, Θεέ µου... Δε βλέπετε γύρω σας τι γίνεται; Λάδι, µέσον, ρε πατέρα, γνωριµίες, πώς το λένε!» Μπα, αποκλείεται να το γλίτωνε το εγκεφαλικό ο δύστυχος Λευτέρης µ’ αυτά που άκουγε. Κι όσο κι αν προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιµία του, ένιωσε ένα κύµα άγριου θυµού να βάφει τα µάγουλά του κατακόκκινα. «Εγώ µέσον; Ε, δεν πάω καλύτερα να φουντάρω απ’ την Ακρόπολη; Άκου µέσον!» «Ναι, ρε πατέρα, µέσον!» συνέχισε ανελέητη η µικρά. «Γιατί, ποιος νοµίζεις ότι είσαι εσύ; Σε τι πιστεύεις ότι διαφέρεις απ’ τους άλλους;» «Να σου πω λοιπόν, αφού το θέλεις!» ύψωσε τον τόνο της φωνής του στα όρια καβγά. «Διαφέρω απ’ τους άλλους, µάλιστα, µαντάµ! Εγώ δε φυλάω κατουρηµένες ποδιές! Για τη δουλειά που µας δίνει ψωµί, ακόµα και για τη ζωή µας µπορεί ν’ αποφασίζουν άλλοι, αλλά για την τιµή και την αξιοπρέπειά µου αποφασίζω εγώ, µόνο εγώ, µόνος µου! Κατάλαβες; Η τιµή κι η αξιοπρέπειά µου δεν πουλιούνται γιατί είναι δώρα του Θεού – και τα δώρα του Θεού ούτε πουλιούνται ούτε αγοράζονται!» Ο Λευτέρης είχε γείρει το κεφάλι του προς τα δεξιά, τσίριζε και χτύπαγε το στήθος του µε το αριστερό του χέρι, ενώ τα µάτια του κόντευαν να πεταχτούν απ’ τις κόγχες τους – η Δάφνη ενθουσιάστηκε διότι κατάλαβε ότι άναβε καβγάς. Από χτες ακόµα προσευχόταν µέσα της να µην ήταν η µόνη που θα νουθετούσε τη µικρή για τα χτεσινοβραδινά αίσχη, για τις απουσίες και τα λοιπά – ήθελε ολόψυχα να συµµετέχει στη διαδικασία κι ο πατέρας. Τώρα λοιπόν που άναβε ο καβγάς, άρχισε να ελπίζει ότι θα έβαζαν κι οι δυο µαζί τη µικρή στη θέση της για την αλλοπρόσαλλη συµπεριφορά της, έστω λίγο αργότερα. Λίγη υποµονή ακόµα, ώσπου να τελείωνε αυτή η περίεργη συζήτηση. Που πάντως ήταν άκρως κατατοπιστική για το ποιόν της δεκαπεντάχρονης ξανθής – µε καθόλου ευχάριστα συµπεράσµατα για κανέναν εκεί µέσα. «Ναι, καλά, τώρα το ρίξαµε στη βαριά διανόηση κι αρχίσαµε τις µαλακίες για το Θεό!» συνέχισε η Μπέτυ ειρωνικά, δίχως να ντραπεί που χρησιµοποιούσε άπρεπες λέξεις µπροστά στον πατέρα της. «Ε, λοιπόν να πεις στο Θεό να µας δώσει να φάµε τώρα που θα πεθάνουµε της πείνας! Καληνύχτα, πατέρα! Άµα υπήρχε Θεός θα σ’ έβγαζε απ’ το χάλι σου – κανονικά έπρεπε να σου χρωστάει κι ευγνωµοσύνη που τον λιβανίζεις κιόλας απ’ το πρωί ως το βράδυ! Τώρα που φινίτο τα πετρέλαια, να δω ως πότε θα λες Δόξα Σοι ο Θεός! Πιστεύεις στον Χριστό, πατέρα, κι όµως σ’ όλη σου τη ζωή σταυρώνεσαι σαν κι Αυτόν... Το ξέρεις ότι ώρες ώρες µου θυµίζεις τον Ξανθόπουλο, απ’ τις ταινίες; Ξανθόπουλος και Βούρτση – εργατιά, φτώχεια, πείνες και Δόξα Σοι ο Θεός! Και σε λένε και Λευτέρη, όνοµα εργατιάς, δεν µπορείς να πεις!» Ο Λευτέρης κι η Δάφνη είχαν µείνει άναυδοι. Δεν πίστευαν στ’ αφτιά τους. Όχι, δεν ήταν δυνατόν αυτό εδώ το πλάσµα να ήταν το πολυαγαπηµένο τους κοριτσάκι! Δεκαπέντε χρόνων κι ήταν κιόλας τόσο... µα το Θεό, δεν υπήρχε λέξη να περιγράψει αυτό το πλάσµα, που κανονικά θα έπρεπε να ξεχειλίζει από αισιοδοξία, από αθωότητα, από ελπίδα, από όνειρα, από, από... Ενώ αυτή ήταν πνιγµένη στο απόλυτο µηδέν. Και κάπου εκεί κοντά αθέατος, ο προαιώνιος εχθρός, ο Διάβολος, χασκογελούσε πανευτυχής, γιατί ήδη απ’ την παρούσα ζωή είχε καταφέρει να οδηγήσει µια αθώα ψυχή δεκαπέντε χρόνων στην Κόλαση, εκεί όπου δεν πιστεύεις, δεν ελπίζεις, δεν περιµένεις, δεν
αγαπάς... «Και τι θες να γίνω, Βενετία;» ψέλλισε αποκαµωµένος ο Λευτέρης. «Πώς θα ’θελες να είµαι για να σου αρέσω; Σαν αυτούς που απλώνουν τα κουλά τους στα ξένα λεφτά και µετά σου χαµογελούν;» Η Μπέτυ απάντησε διά ερωτήσεως. «Δε µου λες, πατέρα; Δε σ’ ενόχλησε ποτέ το ότι άλλοι σκάνε στο φαΐ ενώ εµείς δεν έχουµε να φάµε;» Χαµογέλασε αστραφτερά, σαν εκκολαπτοµένη σταρ του Χόλιγουντ. Η Δάφνη αναδεύτηκε ανήσυχη. Στο µυαλό της ήρθε ξαφνικά η κυβέρνηση: δεν την ενοχλούσε και τόσο ο πλούτος των ιδιωτών, άλλωστε κόντευε πια να το πάρει απόφαση ότι έτσι ήταν ο καπιταλισµός – το µεγάλο ψάρι τρώει το µικρό, δίκαιο ή άδικο, έτσι ήταν. Ενώ το να έχει η κυβέρνηση να τρώει µε χρυσά κουτάλια τη στιγµή που ο λαουτζίκος δεν είχε να φάει, παρά τις αντίθετες εξαγγελίες κι υποσχέσεις, ε, αυτό ήταν απ’ τα πράγµατα που δεν καταπίνονται όπως και να το κάνουµε. Πολύ την είχε σκεφτεί χτες και σήµερα την κυβέρνηση. Η παρούσα συζήτηση είχε µεγάλο ενδιαφέρον – απελπιστικά µεγάλο ενδιαφέρον. «Και λοιπόν; Πού θες να καταλήξεις;» ρώτησε ο Λευτέρης συνοφρυωµένος. «Να σου πω», άρχισε η Μπέτυ, µε ύφος όλο νόηµα. «Δε βλέπεις πώς ζει ο κυρ Αντρέας ο γείτονας; Ένα σωρό λεφτά βγάζει! Όπου να ’ναι µάλιστα φεύγουν απ’ το ερείπιο που κάθονται και σπάνε για σοβαρές γειτονιές, µου το είπε η γυναίκα του προχτές. Δηλαδή τι, πιο έξυπνος είν’ αυτός από σένα;» «Μωρέ, λεφτά να σου πετύχουν!» αντιγύρισε οργισµένος ο Λευτέρης. «Ε, λοιπόν, ο κυρ Αντρέας, που τόσο τον παινεύεις, κάθε µέρα στέκεται στη Σταδίου και παίζει τον παπά, εξαπατώντας ανυποψίαστους βλάκες! Όσο για τις νύχτες του, ε, όλοι πια γνωρίζουν ότι είναι πορνοβοσκός στις κακοµοίρες που έρχονται απ’ τις ανατολικές χώρες να βρουν µια δουλειά της προκοπής. Ο καλός σου ο κυρ Αντρέας φροντίζει και τους βρίσκει δουλειά αυτός, άντε να µη σου πω πού! Που θα µου πεις εσύ εµένα για...» «Ε, λοιπόν, ξέρεις ποιο είναι το περίεργο µε σένα, πατέρα;» διέκοψε η Μπέτυ ανυπόµονα. «Όλους όσοι έχουν καταφέρει να πιάσουν την καλή και να ξελασπώσουν τους θεωρείς βρόµικους, απατεώνες και σιχαµένους! Ούτε κι ο ίδιος σου ο αδερφός δε γλίτωσε απ’ τον καλό σου λόγο! Δε µου λες, µήπως νοµίζεις ότι είσαι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ µε τη ροµφαία; Να ψάξω στην πλάτη σου να δω µήπως αρχίσαν να φυτρώνουν οι φτερούγες;» Αποκλείεται να συνέβαιναν όλ’ αυτά. Σίγουρα ήταν όνειρο. Η Βενετία; Η Βενετία τους; Το κοριτσάκι τους; Ο Λευτέρης είχε σφίξει τα χέρια του τόσο δυνατά, που είχαν γίνει κάτασπρα. Τα έσφιγγε µε µανία – προφανώς για να µην του ξεφύγουν και δώσει µια στα µούτρα της µικρής γλωσσούς και της αλλοιώσει την πρόσοψη άπαξ και διά παντός. Τα µάτια του είχαν καρφωθεί στο κενό – τα ρουθούνια του ανοιγόκλειναν σαν τις βαλβίδες ατµού του σαπιοκάραβου ιδιοκτησίας Ηρόδοτου Ρίχτερ στην ταινία Ορατότης Μηδέν. Πλάκα που είχε, τελικά! Τα πράγµατα θα ήταν εντελώς γελοία αν δεν ήταν τελείως τραγικά – δε φτάνει που η µικρή ήταν ένοχη µέχρι τα µπούνια, ήταν και σατανικά έξυπνη: είχε καταφέρει ν’ αντιστρέψει τη συζήτηση και να την πάει εκεί ακριβώς που ήθελε. Κι αντί να απολογηθεί η ίδια, ως όφειλε, να νιώσει συντριβή για τα αίσχη της του τελευταίου καιρού και να µετανοήσει γονατιστή, κατηγορούσε κι από πάνω τους γονείς της για έλλειψη εξυπνάδας και υπερβολική τιµιότητα! Ιησούς Χριστός δηλαδή! Το µόνο καλό που βγήκε απ’ αυτή την άθλια συζήτηση ήταν ότι αποκαλύφθηκε πως η
Βενετία ήταν και έξυπνη και ετοιµόλογη. Κοινώς, πετάλωνε διάολο. Ουδέν κακόν αµιγές καλού, όπως θα έλεγαν κι οι αρχαίοι. Ωραίο το αστείο, αλλά έπρεπε να τελειώσει. Η Δάφνη ξέσπασε. «Πες µου αυτή τη στιγµή πού σκατά σουρτούκευες χτες ως τα ξηµερώµατα. Και µη διανοηθείς να µου πεις...» Σταµάτησε απότοµα. Ήθελε να δει αν η µικρή θα συνέχιζε το µούσι περί Αναστασίας κι ότι τάχαµου ήταν εκεί – όχι τίποτ’ άλλο, αλλά έτσι και το ξεστόµιζε, η Δάφνη ήταν αποφασισµένη να την ξεµαλλιάσει. «Ήµουν µε µια φίλη µου που δεν την ξέρετε», άρχισε η µικρή. «Σήλια τη λένε κι είναι πωλήτρια σ’ ένα κατάστηµα ρούχων. Έµεινα σπίτι της ως αργά και µετά πήγαµε στο πάρτι που έκανε ο Άρης Παγκράτης για να γιορτάσει το τέλος της σεζόν των Έρηµων Δρόµων. Εκεί ξενύχτησα. Όποιος µου πει ότι ήταν κακό αυτό...» Κούνησε το κεφάλι της µε αµφιβολία. «Αν σας το έλεγα, δε θα µ’ αφήνατε να πάω», ολοκλήρωσε. Η Δάφνη είχε µείνει στο βρόντο. Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τη λατρεία που έτρεφε η κόρη της στο πρόσωπο του Άρη Παγκράτη, ήξερε ότι η µικρή τής έλεγε την αλήθεια, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή της. Το γλίτωσε το ξεµάλλιασµα, το παλιοκόριτσο. «Και γιατί ήθελες να πας εκεί, Βενετία; Και πού έγιναν όλες αυτές οι απουσίες στο σχολείο;» ρώτησε ο Λευτέρης σιγανά, φανερά πιο ήρεµος. Όρµα, Τζακ. Ή τώρα ή ποτέ. Σήµερα θα τα έλεγαν όλα. Ελευθερία ή Θάνατος. «Λοιπόν, ακούστε αφού το θέλετε. Θα σας πω την αλήθεια». Κι άρχισε να τους εξιστορεί χαρτί και καλαµάρι πού έγιναν όλες αυτές οι απουσίες, ενώ µε το βλέµµα της µετρούσε την απόσταση ως την πόρτα. Ήξερε, βέβαια, ότι οι γονείς της µπορεί να πάθαιναν επιτόπου έµφραγµα ακούγοντας αυτά που τους έλεγε, αλλά και πάλι δεν µπορούσε να το διακινδυνεύσει. Ήθελε να είναι σ’ ετοιµότητα να το σκάσει σε περίπτωση που οι γέροι αποφάσιζαν να την αρπάξουν και να την κλειδώσουν για πάντα στο υπόγειο. Στο τέλος της διήγησης της κόρης τους, οι δύστυχοι γονείς την κοιτούσαν µε µάτια γουρλωµένα και στόµατα ορθάνοιχτα – µα τι διάολο, τόσο περίεργα τους φαίνονταν όλ’ αυτά που για άλλους, φυσιολογικούς ανθρώπους, θα ήταν αυτονόητα; Να ξεσκάσει στις βιτρίνες του Κολωνακίου πήγαινε η καηµένη, όχι να κάνει βίζιτες µε ανώµαλες γριές! «Εγώ την απόφασή µου την έχω πάρει», συνέχισε η αθεόφοβη µικρή. «Η ζωή µου µου ανήκει και θα τη ζήσω όπως εγώ νοµίζω καλύτερα. Και για να είµαστε και ξηγηµένοι: Πανεπιστήµια και τέτοια δεν πάω». Το ύφος της ήταν θλιβερά τελεσίδικο και κατηγορηµατικό. «Μα γιατί, παιδί µου, να µην πας στο Πανεπιστήµιο; Πώς θα γίνεις άνθρωπος αν δε µάθεις πέντε γράµµατα; Θέλεις να γίνεις σαν κι εµάς, που µας κατηγορείς;» προσπάθησε να την πάρει µε το καλό ο δυστυχισµένος πατέρας. «Αυτό είναι το πρόβληµα µε σας, µπαµπά», αντιγύρισε η µικρή. «Η µικροαστική νοοτροπία σας. Μα ποιος σας είπε ότι µόνο αν πας στο Πανεπιστήµιο γίνεσαι άνθρωπος; Είδα κι αυτούς που πήγαν στο Πανεπιστήµιο, όλοι άνεργοι είναι!» Ποπό ευφράδεια η µικρή! Κι αυτοί που την περνούσαν για βόδι! Άκου «µικροαστική νοοτροπία»! Κατά τα λοιπά, τι να πεις και τι να µολογήσεις, στη σκατοκοινωνία του σήµερα κάπως έτσι ήταν τα πράγµατα. Δυστυχώς, η µικρή δεν είχε εντελώς άδικο. «Ναι, αλλά τουλάχιστον ξέροντας πέντε γράµµατα έχεις ελπίδα», είπε η Δάφνη συλλογισµένα. «Να µε συγχωρεί η χάρη σου, µαµάκα, εγώ δεν πιστεύω ότι έχεις ελπίδα ξέροντας πέντε
γράµµατα. Άλλος είναι ο τρόπος». «Ποιος, δηλαδή;» είπαν κι οι δυο µαζί, Λευτέρης και Δάφνη. «Ή ποδόσφαιρο ή σόου µπιζ», είπε συνωµοτικά η Μπέτυ, χαµηλώνοντας τον τόνο της φωνής της λες και µοιραζόταν µε τους γονείς της το µυστικό κωδικό που οδηγούσε στο θησαυρό. «Εγώ είµαι κορίτσι, άρα το ποδόσφαιρο απορρίπτεται», ολοκλήρωσε, µε συνηθισµένο ύφος αυτή τη φορά. «Τι είναι πάλι αυτή η σόου µπιζ;» ψέλλισε ο αποκαµωµένος Λευτέρης. Η Μπέτυ τον κοίταξε µε αποδοκιµασία. «Καλά σου λέω, πατερούλη, ότι είσαι οχτακόσια χρόνια πίσω απ’ τον πολιτισµό! Σόου µπιζ, παιδί µου, είναι το µόντελινγκ – α, ξέχασα, δεν ξέρεις τι είναι µόντελινγκ. Να δείχνεις ρούχα και να τα κονοµάς. Σόου µπιζ είναι το τραγούδι, ο χορός, το ηθοποιηλίκι, έστω και το να είσαι παρουσιαστής στην τηλεόραση. Συνέλθετε, µωρέ! Εκεί είναι τα λεφτά! Ο κόσµος προχωράει µπροστά!» Σιωπή στην απέναντι µεριά του τραπεζιού. Η µικρή πήρε θάρρος. «Εµένα πάντως αυτή τη ζωή µ’ αρέσει να κάνω. Κι αφού γεννήθηκα όµορφη, δεν πρόκειται ν’ αφήσω την ευκαιρία να πάει χαµένη και να ξυπνήσω µια µέρα γριά, γεµάτη ρυτίδες απ’ την πείνα!» «Ο Χριστός κι η Παναγία!» άφρισε ο Λευτέρης. «Σύνελθε, παιδάκι µου! Μωρέ, τι γίνεται εδώ πέρα; Κάνεις την επανάστασή σου, παιδί µου; Με τι θες να κάνεις την επανάστασή σου, Βενετία; Με λεφτά που δεν υπάρχουν; Όχι, γιατί αν νοµίζεις ότι εγώ θα σκοτώνοµαι στη δουλειά για να σουρτουκεύεις εσύ στα Κολωνάκια και να κόβεσαι στο σχολείο, τότ...» «Με δικά µου λεφτά», τον διέκοψε ήρεµα η Μπέτυ. «Εγώ θα βγάλω όσα εσείς δε θα βγάλετε ακόµα κι αν δουλεύετε δέκα ζωές. Μιληµένα ξηγηµένα, αρχίζω να κυνηγάω το όνειρό µου – και να τα φράγκα!» «Θα τελειώσεις το σχολείο και θα πεις κι ένα τραγούδι!» αγρίεψε η Δάφνη. «Όσο είσαι ανήλικη, θα κάνεις αυτό που σου λέµε εµείς!» Έψαξε για συµπαράσταση στα µάτια του Λευτέρη, αλλά εκείνος τα είχε καλύψει µε τις χερούκλες του και τα έτριβε µε µανία. «Και ν’ αφήσεις τις µπούρδες για µεγάλη ζωή. Ακούς εκεί!» «Μα εµένα αυτή η ζωή µ’ αρέσει!» ξέσπασε οργισµένη η Μπέτυ. «Πώς µπορείτε να µου επιβάλλετε τι θα κάνω; Αυτό είναι φασισµός!» «Ναι, µάθαµε τώρα και το φασισµό!» ύψωσε τον τόνο ο Λευτέρης. «Για να πας κι εσύ να καθαρίζεις σκάλες σαν τη µάνα σου, και τα ξαναλέµε!» «Είστε οι µόνοι που δε θέλετε να δείτε πέρα απ’ τη µύτη σας! Ο κόσµος προχωράει µπροστά!» αναφώνησε η Μπέτυ. «Ναι, πες µας τώρα και πισωδροµικούς!» αγανάκτησε ο Λευτέρης. «Οπισθοδροµικούς, Λευτέρη», διόρθωσε µαλακά η Δάφνη. «Πάει, τρελαθήκαµε όλοι µας!» Ο Λευτέρης χτύπησε το κούτελό του µε µανία. «Τι γίνεται, µωρέ, εδώ µέσα; Για το Θεό, αρχίζει να µου στρίβει!» Άρπαξε την κούπα του καφέ και την έσφιξε τόσο δυνατά που την έσπασε. Σταγόνες αίµατος άρχισαν να πέφτουν αργά πάνω στο τραπέζι – αλλά ο τραυµατίας ούτε που το πρόσεξε. Το πρόσεξε η γυναίκα του, που έβγαλε µια µικρή κραυγή κι έτρεξε να βρέξει ένα πανί µε λίγο νερό. Το πρόσεξε κι η κόρη του – που σηκώθηκε όρθια, σε πλήρη ετοιµότητα για να γίνει καπνός. «Μισό λεπτό, µισό λεπτό», έκανε ο Λευτέρης κοιτάζοντας το τραπέζι και κουνώντας το καλό του χέρι, σαν να µην έτρεχε απολύτως τίποτα, λες και µόλις τώρα άρχιζε η κουβέντα. «Μήπως,
ακριβή µου Βενετία, έχεις την καλοσύνη να µας πεις τι σκοπούς έχεις;» είπε χαµογελώντας βεβιασµένα. Κάτι στραβό πήγαινε µε το χαµόγελο του πατέρα – ίσως έφταιγαν τα µάτια του που φαίνονταν πιο σκούρα απ’ ό,τι συνήθως. Η Μπέτυ, ωστόσο, δε µάσαγε. «Αµέ!» ψιθύρισε, περνώντας µε αναίδεια τη γλώσσα πάνω απ’ τα χείλη της. «Σκοπεύω να γίνω µοντέλο και ηθοποιός! Θα πάω να µε δουν οι σκηνοθέτες και οι µόδιστροι! Λέω να ξεκινήσω απ’ τα καλλιστεία, εκεί πρέπει να πάω οπωσδήποτε. Α! Και βέβαια, µπορώ να γίνω και τραγουδίστρια! Καλύτερη δηλαδή είναι η Βίσση κι η Βανδή; Ένας καλός µάνατζερ µου χρειάζεται και θα γίνει χαµός!» ολοκλήρωσε ενθουσιασµένη. «Αυτά µας τα ’χεις ξαναπεί!» βόγκηξε ο Λευτέρης. «Πώς θα τα καταφέρεις όλ’ αυτά δε µας έχεις πει ακόµα». «Μα µόλις τώρα σ’ το είπα, µπαµπά!» είπε ξεφυσώντας η µικρή µουρλέγκω. «Θα πάω να µε δουν – και, φυσικά, θα πέσουν όλοι ξεροί». Τα σκοτεινά µάτια γούρλωσαν. «Ωραία. Κι αν σου πει κανένας απ’ αυτούς να ξαπλώσεις µαζί του, θα ξαπλώσεις;» Η Μπέτυ χαµογέλασε µε νόηµα. «Ε, δε χάλασε κι ο κόσµος! Δεν είπαµε ότι θα κάνουµε και φόνο! Αν χρειαστεί ένα σπρωξιµατάκι, εγώ δεν το βρίσκω κακό! Άλλωστε, η τέχνη απαιτεί θυσίες!» Τελείωσε. Ο Λευτέρης έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε πλάι στην κόρη του. Και τότε έκανε αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει εδώ κι αρκετό καιρό – και δυστυχώς όλο το ανέβαλλε. Της έδωσε ένα χαστούκι τόσο δυνατό, που την έστειλε κατευθείαν µέσα στο νεροχύτη. Η Δάφνη παρακολουθούσε άναυδη. Η Μπέτυ είχε ασπρίσει σαν πανί. Ο Λευτέρης απόµεινε να κοιτάζει το χέρι του, σαν να µην πίστευε ότι ήταν δικό του. «Δεν το πιστεύω!» ψέλλισε η χτυπηµένη. «Με χτύπησες! Μπαµπά, εσύ;» Ο πατέρας συνέχισε να παριστάνει τη στήλη άλατος. Ευκαιρία για δράση. Μπήγοντας τα κλάµατα µε το ζόρι και ξεσπώντας σε ψεύτικους άγριους λυγµούς, η Μπέτυ ξεχύθηκε απ’ την κουζίνα πριν προλάβουν να τη σταµατήσουν οι στήλες άλατος. Έτρεξε στο δωµάτιό της, άρπαξε τη σακούλα της Σήλιας, ξαναπέρασε έξω απ’ την κουζίνα –εν τω µεταξύ οι στήλες άλατος παρέµεναν όπως ακριβώς τις είχε αφήσει–, έτρεξε στην εξώπορτα, κλαίγοντας πάντα, την άνοιξε, βγήκε, έδωσε ένα βρόντο στην πόρτα πίσω της διακινδυνεύοντας να γκρεµιστεί το σπίτι και... Εξαφανίστηκε. Σκατά. Σκατά µαύρα. Η Δάφνη δεν πίστευε ότι όλ’ αυτά τα ζούσε στ’ αλήθεια. Η µόνη αλήθεια ήταν ότι οι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά: αποδείχθηκε περίτρανα ότι τελικά ήταν κι οι δυο τους άχρηστοι ως γονείς. Αντί να σπεύσουν αυθωρεί και παραχρήµα να συνετίσουν την κόρη τους, της έδωσαν και την ευκαιρία ν’ απολογηθεί! Και πώς ν’ απολογηθεί; Αφού αυτή δεν ένιωθε καν ένοχη! Αυτά παθαίνει όποιος δίνει πολύ αέρα στα παιδιά. Προσπάθησαν να φερθούν σαν πολιτισµένοι, κοµψοί γονείς, τη στιγµή που η µόνη ενδεδειγµένη λύση για την κόρη τους ήταν το ξεµάλλιασµα – και να, στο τέλος τους κατάπιε ο
πολιτισµός. Και να τα και τα αποτελέσµατα: όχι να τη συνετίσουν δεν ήταν ικανοί, αλλά ούτε και στην κουβέντα δεν κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα µαζί της! Τους µανουβράρισε, δεκαπέντε χρόνων σκατό, έβαλε εκείνη αυτούς ν’ απολογούνται και στο τέλος τους έκανε µαλλιά κουβάρια, για να βρει µετά έναν εύσχηµο τρόπο να το ξανασκάσει! Το ότι τους έπιασε στον ύπνο η απαράµιλλη κι εξωφρενική κυνικότητά της δεν ήταν ελαφρυντικό. Έπρεπε, αν ήταν σωστοί γονείς, να τα είχαν προβλέψει όλα – και να ήταν έτοιµοι για όλα. Αλλά, βέβαια, εδώ που τα λέµε, πώς να είναι έτοιµος ένας κακοµοίρης γονιός που µια ζωή πάει µε το Σταυρό στο χέρι, πώς να είναι έτοιµος ν’ ακούσει ότι το βλαστάρι του είχε την πρόθεση να πάει να ξαπλώσει µε τον πάσα ένα που θα της υποσχόταν ότι θα της άνοιγε το δρόµο προς τη δόξα; Ποιος ξέρει, µπορεί να είχαν κιόλας συµβεί αυτά τα ρεζιλίκια. Τελείωσε – έπρεπε να την είχαν ξεµαλλιάσει εδώ και καιρό. Δεν το είχαν κάνει, άρα... Ήταν άχρηστοι. Ο Λευτέρης σηκώθηκε βιαστικά. Έδεσε πρόχειρα το χέρι του µε το πανί και πήρε θέση ανθρώπου έτοιµου να πάρει δρόµο. «Λευτέρη;» έκανε η Δάφνη ερωτηµατικά. Ο άντρας της την κοίταξε µε ανεξιχνίαστο ύφος. «Είχες δίκιο, Δάφνη. Μας πήρε ο διάολος. Μας πήρε και µας σήκωσε. Είµαστε για να µας κλαίνε τα όρη και τα βουνά. Χάσαµε το παιδί µας». Αυτός ο αόριστος «χάσαµε» της φάνηκε τόσο οριστικό και µη αναστρέψιµο γεγονός, που κόντεψε να πέσει ξερή απ’ το φόβο της. Θεέ µου, πόσο χειρότερα µπορούσαν άραγε να γίνουν τα πράγµατα; Ο Λευτέρης όρµησε προς την εξώπορτα. «Πού πας;» ρώτησε η Δάφνη διστακτικά. Μα καλά, ήταν δυνατόν να έχει κιόλας ξεχάσει; Η ίδια δεν ήταν που τα χαράµατα τον τριβέλιζε να πάει και να δει τον αδερφό του; Την κοίταξε σχεδόν αποδοκιµαστικά, για τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα. Και στο τέλος της είπε: «Στο διάολο». Η πόρτα έκλεισε µ’ ένα δυνατό βρόντο. Απ’ τον τοίχο έπεσε ένα µικρό κοµµάτι σοβά. Χωρίς να έχει την παραµικρή ιδέα για το τι εστί κυριολεξία, µεταφορά κι άλλα καλολογικά στοιχεία, ο Λευτέρης βαθιά µέσα του ήξερε ότι της είχε πει απλώς την αλήθεια.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ της
24ης Ιουνίου η ζέστη ήταν αφόρητη. Η θερµοκρασία άγγιζε τους σαράντα βαθµούς. Το καλοκαίρι έκανε αισθητή την παρουσία του. Ο Δάκης Ματζιούρης ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετος. Η θαυµάσια διάθεσή του τον έκανε υπερκινητικό – δεν µπορούσε να σταθεί σ’ ένα σηµείο για περισσότερα από δέκα δευτερόλεπτα. Πήγαινε κι ερχόταν πάνω κάτω χωρίς συγκεκριµένο λόγο ή σκοπό, σφυρίζοντας εύθυµα µια ασυναρτησία. Δεν του ερχόταν κάτι ιδιαίτερο στο νου που να εξηγεί αυτή τη σχεδόν παιδιάστικη χαρά του, αλλά δε σκότιζε και πολύ το µυαλό του για να βρει κάτι οπωσδήποτε – απλώς τα πράγµατα πήγαιναν καλά, γενικώς και αορίστως. Θα µπορούσε ίσως να πει ότι µεταξύ όλων των άλλων θαυµασίων πραγµάτων που του συνέβαιναν αυτό που τον είχε φέρει σ’ αυτή την κατάσταση ράθυµης ευτυχίας ήταν το ίδιο το καλοκαίρι! Αχ, τι ωραία που είναι όταν είναι καλοκαίρι! Η πιεστική δουλειά λιγοστεύει, οι ρυθµοί γίνονται πιο ελαστικοί, η διάθεση πιο χαλαρή, πιο παιχνιδιάρικη... Τώρα ήταν ο κατάλληλος καιρός για έναν κουρασµένο άνθρωπο, όπως αυτός, να δρέψει τους καρπούς της κοπιαστικής δουλειάς ενός ολόκληρου χρόνου. Στην πραγµατικότητα, βέβαια, αυτό που κυρίως του έφτιαχνε το κέφι ήταν η επίγνωση ότι στη ζωή του είχε τα πάντα υπό έλεγχο. Μπορούσε ν’ απολαµβάνει ό,τι ήθελε, δίχως να έχει κανένα άγχος, καµία ανασφάλεια, τίποτα απ’ όλ’ αυτά που ο υπόλοιπος κόσµος αποκαλούσε έγνοιες ή σκοτούρες. Δεν είχε πρακτικά προβλήµατα, διότι ήταν πια σε θέση να τα λύνει εν τη γενέσει τους – οπότε δικαιωµατικά µπορούσε ν’ απολαµβάνει ολόψυχα την κάθε µέρα της ζωής του, έντονα κι απόλυτα. Πολλώ δε µάλλον τώρα, που ήταν και καλοκαίρι – το µόνο µε το οποίο θα έπρεπε να βασανίζει το µυαλό του αυτή την εποχή ήταν ευχάριστα θέµατα: πάρτι, κοσµικά, εκδροµές, γυναίκες, παρτούζες κι εις άλλα µε υγεία. Ωραία πράγµατα, γλυκιά ζωή. Κι αν πάλι του έκανε κέφι να περάσει τον καιρό του ξαπλωµένος, κοιτάζοντας το ταβάνι επειδή έτσι του κάπνιζε, κι αυτό µπορούσε να το κάνει δίχως το φόβο κάποιας ενοχλητικής σκέψης που θα ερχόταν απρόσκλητη να του ταράξει τη νιρβάνα. Είχε κόψει προ πολλού διπλωµατικές σχέσεις µ’ όλα τα δυσάρεστα αυτής της ζωής – την πρώτη θέση στον κατάλογο µοιράζονταν οι λέξεις «επιούσιος», «συνείδηση» και «Θεός». Βρισκόταν στο πολυτελέστατο ιδιόκτητο δικηγορικό γραφείο του, που καταλάµβανε ολόκληρο όροφο σ’ ένα κτίριο επί της Πατριάρχου Ιωακείµ, µε πανάκριβη θέα ακριβώς πάνω στην πλατεία Κολωνακίου. Καθόταν –ή µάλλον πηγαινοερχόταν– µέσα στο ιδιαίτερο γραφείο όπου δεχόταν τους περιώνυµους πελάτες του. Και µόνο µια µατιά στο χώρο που τον περιέβαλλε ήταν αρκετή για να τον κάνει να νιώθει βασιλιάς – ο πλούτος κι η πολυτέλεια σ’ όλο τους το µεγαλείο. Τα πάντα εκεί µέσα απέπνεαν αίγλη και ισχύ κι αντιπροσώπευαν απόλυτα το κοινωνικό στάτους του ιδιοκτήτη τους, χωρίς ωστόσο επ’ ουδενί ν’ αναδίδουν δυσάρεστες οσµές κιτς ή διάθεσης επίδειξης. Το αντίθετο µάλιστα. Αυτό που, βεβαίως, είχε τη µεγίστη σηµασία ήταν ότι τίποτα εκεί µέσα δεν πρόδιδε την καταγωγή του ιδιοκτήτη – άλλωστε, ως γνωστόν, παρά τις περί του αντιθέτου µαλακίες τις οποίες υποστήριζαν διάφοροι αναξιοπαθούντες, την αριστοκρατία στην πράξη δεν τη φτιάχνει το όνοµα ή το «τζάκι», αλλά το πόσα λεφτά έχεις να ξοδέψεις. Τι να το κάνεις το όνοµα και τους ένδοξους προγόνους µε καταγωγή απ’ το Βυζάντιο ή άλλους κοτζαµπάσηδες του κώλου όταν στην τσέπη δεν υπάρχει ούτε µια τρύπια δεκάρα; Τότε αρχίζει το δράµα – το περίφηµο όνοµά
σου γίνεται αντικείµενο οίκτου και χλευασµού στα χείλη των κοσµικών πλουσίων, ενώ εσύ κάθεσαι στην απέξω, τους κοιτάς και παριστάνεις το Κοριτσάκι µε τα Σπίρτα, αναµασώντας µε τρόπο γραφικό αναµνήσεις από ένα πρώην ένδοξο παρελθόν. Τουτέστιν, τρίχες κατσαρές. Εκείνος πάντως διέθετε παράδες να φάν’ κι οι κότες και µπορούσε να ξοδεύει όσα ήθελε, όπου, όπως και όποτε ήθελε – άρα ήταν επί του πρακτέου αριστοκράτης µέχρι το µεδούλι των οστών. Έχοντας ήδη ξεµπερδέψει µ’ όλες τις δουλειές ρουτίνας, περίµενε από στιγµή σε στιγµή να φτάσει στο γραφείο του απ’ την Ασφάλεια ο κατάλογος µε τις γκόµενες που του ζήτησε ο Άρης. Οι άνθρωποί τους στη ΓΑΔΑ είχαν ανταποκριθεί τάχιστα κι αποτελεσµατικά, έκαναν εξαιρετική δουλειά – τελικά είναι απίστευτο το πόσο χρήσιµη µπορεί να φανεί καµιά φορά η Αστυνοµία. Εν τω µεταξύ χώνευε µε την ησυχία του το φαγητό που µόλις είχε τελειώσει. Επειδή έξω ο κόσµος έβραζε, είχε βαρεθεί να πάει ως το εστιατόριο της Μεγάλης Βρετανίας, όπου συνήθως έτρωγε. Μικρό το κακό – µ’ ένα απλό τηλεφώνηµα, τα καλούδια κατέφθασαν στο γραφείο του: βασιλικές γαρίδες µε σάλτσα σόγιας, µια µερίδα βραστά φρέσκα χόρτα και κρεµ µπριλέ για επιδόρπιο – κι όλ’ αυτά σε µετακινούµενο τραπεζάκι σερβιρίσµατος, µε κανονικά σερβίτσια: πορσελάνινα πιάτα, ασηµένια µαχαιροπίρουνα κι άσπρες λινές πετσέτες. Ήταν από χρόνια πελάτης του διάσηµου αυτού εστιατορίου, εποµένως οι υπεύθυνοι θεωρούσαν –και πολύ σωστά– υποχρέωσή τους να τον περιποιηθούν ακριβώς όπως αν πήγαινε αυτοπροσώπως. Δεν ήταν δυνατόν να σερβίρουν έναν απ’ τους καλύτερους πελάτες τους µέσα σε χάρτινα κουτιά, πλαστικά πιάτα, µαχαιροπίρουνα και χαρτοπετσέτες που θύµιζαν χαρτί υγείας στην καλύτερη περίπτωση ή χασαποταβέρνα στη Βάρη στη χειρότερη, κι όλα αυτά στριµωγµένα, µπουτζωγµένα, όπως όπως σε πλαστικές, µη ανακυκλώσιµες σακούλες! Μια τέτοιου είδους εξυπηρέτηση θα θύµιζε Άνω Λιόσια, ντελίβερι σε παρέα ανώνυµων φτωχοµπινέδων που παράγγειλε γύρο για να περιδροµιάσουν µε τα χέρια την ώρα που θα παρακολουθούσαν ένα ντέρµπι Κυριακής – και, βεβαίως, θα κατέστρεφε τη φήµη της Μεγάλης Βρετανίας εν µια στιγµή. Συνόδευσε το γεύµα του µ’ ένα µπουκάλι κόκκινο γαλλικό κρασί που του κόστισε ένα ολόκληρο εκατοµµύριο – χαλάλι. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να πιει στην υγειά του εαυτού του και να γιορτάσει έτσι τον πολύ επικερδή χτεσινοβραδινό θρίαµβο µε τα δύο σκέλη: και ο Άρης Παγκράτης θα έφευγε για την Αµερική για να γίνει σταρ παγκοσµίου φήµης χάρη στις συντονισµένες ενέργειες του δικηγόρου του και το πολύτιµο φορτίο είχε περάσει τα σύνορα µε την Τουρκία δίχως να υπάρξει το παραµικρό πρόβληµα. Μεγάλες επιτυχίες. Το βράδυ, βέβαια, θα τις γιόρταζαν δεόντως µε τον τρόπο που έπρεπε – ο Άρης είχε κανονίσει πριβέ πάρτι στο σπίτι του στην Εκάλη. Ήταν παροιµιώδες το χουβαρνταλίκι του Άρη Παγκράτη – και σε χρήµα και σε φαντασία. Οι γνώστες ήξεραν εκ των προτέρων ότι θα περνούσαν τόσο καλά, που καλύτερα δε θα γινόταν! Ο Δάκης χαµογέλασε µε σηµασία κι έτριψε αφηρηµένα το αδιόρατο φούσκωµα ανάµεσα στα πόδια του. Εκείνη τη στιγµή χτύπησε το εσωτερικό τηλέφωνο του γραφείου – προφανώς ήταν η Νάνσυ, η πιο ιδιαιτέρα απ’ τις ιδιαιτέρες του. Ο Δάκης έσπευσε να το σηκώσει. «Πες το, µωρό µου», είπε εύθυµα. «Μµµ, µ’ αρέσει να µε λες “µωρό µου”!» γέλασε η Νάνσυ. «Λοιπόν, µόλις µου έστειλε σήµα
ο τύπος απ’ την Ασφάλεια. Ο φάκελος θα είναι εδώ σε πέντε λεπτά». «Θαυµάσια. Τι άλλο έχουµε;» «Τηλεφώνησε ο υπουργός Δικαιοσύνης. Του είπα ότι έτρωγες και προτίµησε να µη σε διακόψει. Θα τα πείτε το βράδυ, λέει. Θα είναι κι εκείνος στο σπίτι του Άρη». «Σιγά να µην έχανε τέτοια βεγγέρα ο παλιοχοντρούλιακας!» ειρωνεύτηκε ο Δάκης. «Άλλα;» «Ρουτίνα», είπε η Νάνσυ. «Κάτι προσκλήσεις για φαγητό, ένα πριβέ πάρτι που δίνει µεθαύριο ο Πετρίδης ο τραγουδιστής, τα εγκαίνια του καινούριου καταστήµατος της Rolex... Α, πήρε κι η Ευθυµίου. Είπε να της τηλεφωνήσεις για να κανονίσετε Σαββατοκύριακο για Μύκονο. Μου λες τι µε θέλει κι εµένα µαζί; Αφού εσένα γουστάρει!» «Ναι, αλλά γουστάρει κι εσένα, Νανσούλα», δήλωσε ο Δάκης σοβαρός. «Κάνε µια αβαρία, µήπως θα είναι η πρώτη φορά;» «Αφού ξέρεις ότι δεν την πάω. Είναι βουζέλα!» διαµαρτυρήθηκε η Νάνσυ. «Συµφωνώ απόλυτα, αλλά ξεχνάς πως διαθέτει εξήντα πετρελαιοφόρα, εφτά τράπεζες κι έξι βιοµηχανίες – και να µη µιλήσω για τις ράβδους χρυσού, διότι ων ουκ έστιν αριθµός! Έχουµε φάει πολύ ψωµί απ’ την κυρία Στέλλα, Νανσούλα µου! Υπάρχει κανένας λόγος να της χαλάσουµε το χατίρι; Σκέψου και µένα, πού θα µ’ αφήσεις µονάχο στα χέρια της... βουζέλας; Δε θυµάσαι τι έπαθα την άλλη φορά; Κόντεψε να µου τον φάει!» είπε γελώντας ο Δάκης. «Τέλος πάντων, για χάρη σου και µόνο!» «Μωρό µου εσύ!» την κανάκεψε το αφεντικό. «Τσάο». Το εσωτερικό τηλέφωνο έκλεισε. Μέσα στο γραφείο ο αθόρυβος κλιµατισµός είχε φτιάξει µια αληθινή όαση δροσιάς. Ο Δάκης πλησίασε προς το παράθυρο – για την ακρίβεια, όλος ο τοίχος ήταν παράθυρο, φτιαγµένος από συµπαγές άθραυστο γυαλί αρίστης ποιότητας που πρόσφερε άπλετη θέα στη διάσηµη πλατεία. Σήκωσε τις περσίδες και κοίταξε έξω, να δει τι γινόταν. Να η αληθινή ζωή, µπροστά στα µάτια του. Απόγευµα κι η πλατεία ήταν φίσκα στον κόσµο. Τα καφέ και τα εστιατόρια ήταν γεµάτα απ’ τις γνωστές και µη εξαιρετέες φάτσες: πλούσιοι αργόσχολοι που ξηµεροβραδιάζονταν καθηµερινά εκεί για να σκοτώσουν το χρόνο και το χρήµα τους, µοντέλα και σταρλετίτσες που αναζητούσαν την ευκαιρία να ξεφύγουν απ’ την αφάνεια µέσω µιας χρήσιµης γνωριµίας, παλιοί Κολωνακιώτες ξεπεσµένοι αριστοκράτες που ξέµειναν στην πλατεία από συνήθεια, επιχειρηµατίες, πολιτικοί εκλεγµένοι και µη, ηθοποιοί, τραγουδιστές, ψευδοεστέτ διανοούµενοι µε µούσια, τιράντες και τσιµπούκι, το Αλβανάκι µε τη φυσαρµόνικα, ο γέρος µε τα φιστίκια και, φυσικά, οι γνωστοί παρατρεχάµενοι φτωχοµπινέδες προλετάριοι που χαλούσαν µισό µεροκάµατο στην πλατεία µόνο και µόνο για να δουν και να τους δουν και µετά να έχουν να λένε ότι έπιναν καφέ σε τρε σικ περιοχή – κι ό,τι ήθελε προκύψει. Ένα αληθινό καλειδοσκόπιο από φάτσες σε κατάσταση χαύνωσης – κι η ζωή συνεχίζεται, έστω και σε ανακύκλωση, τυλιγµένη στα τρεµάµενα κύµατα της ζέστης που σκέπαζε τα πάντα σαν αδιόρατο παραπέτασµα καπνού κι έφτιαχνε µια ατµόσφαιρα αποπνικτική αλλά και διεγερτική µαζί. Ο Δάκης χαµογέλασε κι έκλεισε τις περσίδες. Κοίταξε το χώρο του γραφείου του και του ξέφυγε ένας αναστεναγµός ηδονής. Άλλωστε η θέα εκεί µέσα άξιζε περισσότερο κι από χίλιες πλατείες µαζί. Όλο το διαµέρισµα ήταν τριακόσια τετραγωνικά. Το ιδιαίτερο γραφείο του αποτελούνταν από εβδοµήντα, χώρος αρκετός για να στριφογυρίζει κι ο ίδιος, αλλά κι οι πελάτες του, µε την
άνεσή τους και να µην αισθάνονται ότι είναι κλεισµένοι σε µπουντρούµι, σαν αυτά που ήθελαν οπωσδήποτε ν’ αποφύγουν – γι’ αυτό άλλωστε και κατέφευγαν στις δικές του υπηρεσίες κι όχι στο χασοδίκη της γειτονιάς τους. Τυχόν µεγαλύτερος χώρος θα δηµιουργούσε µια αίσθηση απόστασης και ψυχρότητας – κι εδώ που τα λέµε, ένας πελάτης που είναι διατεθειµένος να πληρώσει το δικηγόρο του µε αµοιβή που ξεκινούσε από εκατοµµύριο και πάνω το τελευταίο που επιθυµεί να νιώσει είναι αίσθηση απόστασης και ψυχρότητας. Έτσι του είχαν πει οι αρχιτέκτονες κι οι διακοσµητές στους οποίους είχε εµπιστευθεί το στήσιµο του γραφείου του – και πράγµατι, είχαν απόλυτο δίκιο. Όλοι τους είχαν ειδικευθεί πάνω στις αρχές του φενγκ σούι, µια πανάρχαιη ασιατική µέθοδο, λέει, που ήταν µαγνήτης για λεφτά κι επιτυχίες – ο αποφασισµένος Δάκης είχε χρυσοπληρώσει τις συµβουλές τους, άρα ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να τις ακολουθήσει κατά γράµµα, οπότε τώρα είχε κάθε λόγο να χαίρεται που το έκανε, µιας κι είχαν αποδειχθεί πέρα ως πέρα σωστές. Κολυµπούσε στο χρήµα, η επιτυχία του ήταν δεδοµένη κι η φήµη του εδραιωµένη µέχρι Παναγίας – αν ένα µέρος απ’ όλ’ αυτά τα χρωστούσε στο φενγκ σούι, τότε χαλάλι τα εκατοµµυριάκια που είχαν τσιµπήσει οι µάγκες. Το καλό πράγµα πρέπει να το πληρώνεις ακριβά – και το ακριβό είναι εντέλει και φτηνό. Εξακριβωµένα πράγµατα. Οι τοίχοι ήταν βαµµένοι στο χρώµα του ώριµου ροδάκινου – για να δηµιουργούν κλίµα εµπιστοσύνης κι οικειότητας. Στο πάτωµα ήταν απλωµένο ένα τεράστιο µπορντό µεταξωτό χειροποίητο χαλί παντός καιρού. Επρόκειτο για ένα αληθινό αραβούργηµα χάρµα ιδέσθαι, ηλικίας πάνω από εκατό ετών – για να κατασκευαστεί µε το χέρι, κόµπο κόµπο, χρειάστηκε αµέτρητος χρόνος και κόπος από ανώνυµους τεχνίτες κάπου στα βάθη της Περσίας. Και µόνο γι’ αυτό το λόγο το φρόντιζε σαν τα µάτια του, το καθάριζε µε χιόνι, το περιποιόταν σαν να ήταν ζωντανός οργανισµός. Έτσι τιµούσε και τους δηµιουργούς του κοµψοτεχνήµατος – κάποιος δεν έπρεπε να τους τιµήσει κι αυτούς; Τα έπιπλα του γραφείου του ήταν βαριά, σκαλιστά, από πολύτιµο κι αστραφτερό έβενο. Οι καναπέδες ήταν δερµάτινοι κι αναπαυτικότατοι – οι πελάτες µπορούσαν όχι απλώς να κάτσουν, αλλά να ξαπλώσουν κιόλας αν γούσταραν. Ο ένας τοίχος ήταν ολόκληρος καλυµµένος από µια βιβλιοθήκη µε κρυστάλλινα τζάµια όπου µέσα είχαν θέση όλοι οι τίτλοι των νοµικών βιβλίων που κυκλοφορούσαν στην εγχώρια αγορά. Οι περιώνυµοι πελάτες του ήταν όλοι ζάπλουτοι, αλλά είχε διαπιστώσει ότι λίγοι απ’ αυτούς ήταν και µορφωµένοι. Οι περισσότεροι ήταν αστοιχείωτα βόδια που πλούτισαν ξαφνικά µε κάποιο τρόπο. Οι τσέπες τους µπορεί να ξεχείλιζαν χρυσάφι, όµως το στόµα τους ξερνούσε βατράχια. Ε, λοιπόν, είχε αποδειχθεί ότι αυτοί κυρίως ήταν που έχασκαν µπροστά στη βιβλιοθήκη µε τα χιλιάδες βιβλία – τους θύµιζε, φαίνεται, ότι µπορεί να µην είχαν µόρφωση οι ίδιοι, αλλά τουλάχιστον µπορούσαν να την αγοράσουν, αγοράζοντας τις υπηρεσίες του ιδιοκτήτη των βιβλίων. Δίπλα στο γραφείο του στεκόταν µια κρυσταλλιέρα-αντίκα, όπου µέσα βρίσκονταν κάθε λογής ασηµένια γούρια: ρόδια, κοµπολόγια, χελώνες, πασχαλίτσες, τετράφυλλα τριφύλλια, καραβάκια κι άλλα σκατάκια, µικρά κοµψοτεχνήµατα προσεγµένα µέχρι την τελευταία λεπτοµέρεια – ο Δάκης ήταν µανιώδης συλλέκτης µικρών µαλακιών που πάντα εντυπωσίαζαν τους πελάτες του την ώρα της πρώτης επίσκεψης γνωριµίας, όταν οι άνθρωποι χάνουν χρόνο σε άσκοπες αβρότητες προκειµένου να βρουν τα κατάλληλα λόγια για να περάσουν στο ψητό. Τα βικτοριανού τύπου λαµπατέρ ήταν αληθινά έργα τέχνης – ο Δάκης προτιµούσε να δουλεύει σε συνθήκες τεχνητού φωτισµού διότι το φυσικό φως που έµπαινε απ’ το τεράστιο παράθυρο όταν οι περσίδες ήταν ανοιχτές καµιά φορά του αποσπούσε την προσοχή. Τα συγκεκριµένα λαµπατέρ σκόρπιζαν ένα γλυκό φως που θύµιζε ηλιοβασίλεµα σε νησί κι έδιναν
την αίσθηση ότι εκεί µέσα ήταν πάντα καλοκαίρι! Τα είχε αγοράσει σε µια δηµοπρασία και τα θεωρούσε επένδυση. Και τα λάτρευε. Επένδυση θεωρούσε και το µοναδικό πίνακα που βρισκόταν κρεµασµένος σε περίοπτη θέση στα δεξιά του. Ο ίδιος δεν µπορούσε να σύρει ούτε γραµµή, ήταν εντελώς αδέξιος κι ανεπίδεκτος, ωστόσο ήταν ανέκαθεν εραστής της ζωγραφικής – άλλωστε κάθε επιτυχηµένος άνθρωπος πρέπει να δείχνει την εκτίµησή του προς την τέχνη, διότι αλλιώς θεωρείται λειψός. Δεν υπήρχε γκαλερί που να µην είχε επισκεφτεί ή ζωγράφος που να µη γνώριζε. Μάλιστα, ήθελε να περνιέται για άνθρωπος µε άποψη – γι’ αυτό το λόγο έκανε µια γκριµάτσα συγκατάβασης µπροστά στα έργα των γνωστών κι ήδη καταξιωµένων ζωγράφων και τα προσπερνούσε επιδεικτικά. Προτιµούσε τους ανερχόµενους – άλλωστε καµιά φορά τα θαύµατα βρίσκονται κρυµµένα στην ανωνυµία κι εµφανίζονται µπροστά σου από κει που δεν το περιµένεις, αρκεί να έχεις την απαιτούµενη «µύτη» για να τα µυριστείς και το απαραίτητο λεπτό γούστο για να τα εκτιµήσεις. Κι όταν φτάσει η ώρα της καταξίωσης του µέχρι χτες άσηµου δηµιουργού, τότε κι εσύ θεωρείσαι ένας αληθινός διανοούµενος, µε την απαραίτητη διορατικότητα να κάνεις επένδυση στο µέλλον. Σε µια σχετικά άγνωστη γκαλερί, η οποία διατεινόταν ότι φιλοξενούσε πρωτοποριακά έργα, είχε έρθει πρόσωπο µε πρόσωπο µε τον πίνακα των ονείρων του. Τον είχε φιλοτεχνήσει µια ανερχόµενη ζωγράφος, η Ελένη Κυριαζοπούλου. Με το που είδε τον πίνακα, δεν µπορούσε να πάρει τα µάτια του απ’ αυτόν. Αναπαριστούσε µια µαύρη γυναικεία φιγούρα δίχως πρόσωπο, θαρρείς κι ήταν φτιαγµένη από σκοτάδι, να στέκει ακουµπισµένη σε πόρτες που έµοιαζαν να χάνονται η µία µέσα στην άλλη δηµιουργώντας µια περίεργη αίσθηση προοπτικής που έπαιζε µε τις τρεις διαστάσεις και οδηγούσε σε µια τέταρτη, που µόνο οι πολύ µυηµένοι στην τέχνη µπορούσαν να διακρίνουν. Αγόρασε τον πίνακα σε τιµή ευκαιρίας, σίγουρος για την επιλογή του. Ήταν απόλυτα βέβαιος ότι κάποτε θ’ αποκτούσε τουλάχιστον δεκαπλάσια αξία. Καµιά φορά, βέβαια, όταν είχε κάποιο επαγγελµατικό ραντεβού, του ερχόταν να κουκουλώσει τον πίνακα µε καµιά κουρτίνα, διότι πολλές φορές οι πελάτες έχασκαν µπροστά στο έργο τέχνης και του έτρωγαν χρόνο, όµως απ’ την άλλη αυτό που συνέβαινε ήταν για τον ίδιο µια πανηγυρική δικαίωση του γούστου του – κι αυτό τον ευχαριστούσε. Το αντικείµενο µε τη µεγαλύτερη αξία εκεί µέσα ήταν η διευθυντική καρέκλα του γραφείου του, ειδική παραγγελία σε γνωστό οίκο του εξωτερικού, φτιαγµένη από δέρµα πέους φάλαινας – το απόλυτο στάτους! Του είχε κοστίσει αρκετά εκατοµµύρια, αλλά απ’ την άλλη µε τίποτα στον κόσµο δεν µπορούσε να συγκριθεί η αίσθηση που αποκόµιζε όταν καθόταν εκεί πάνω – άλλωστε δεν ήταν και µικρό πράγµα να ξέρεις ότι σε µια παρόµοια καρέκλα καθόταν κάποτε ένας Αριστοτέλης Ωνάσης! Τα πάντα εκεί µέσα ανέβλυζαν επιβλητικότητα και ήρεµη δύναµη και δηµιουργούσαν αίσθηση ασφάλειας – πραγµατικά, αυτά ακριβώς είχε ανάγκη ο εκάστοτε ανήσυχος πελάτης που διάβαινε το κατώφλι αυτού του γραφείου για να εµπιστευτεί στο δικηγόρο του το πρόβληµά του. Ήθελε να ξέρει ότι είχε το κεφάλι του ήσυχο και πως σε κάθε περίπτωση είχε βρει το µόνο κατάλληλο άνθρωπο για να τον ξελασπώσει. Βέβαια, θα πει κανείς, τα έπιπλα δηµιουργούν αυτή την αίσθηση ασφάλειας κι ηρεµίας; Μα φυσικά! Γιατί για φαντάσου, λέει, ο δύστυχος πελάτης να διάβαινε ένα γραφείο µε ετοιµόρροπες καρέκλες, ραγισµένα τζάµια, σκοροφαγωµένες µοκέτες αγορασµένες µε το µέτρο απ’ τη λαϊκή και τοίχους διακοσµηµένους µε ξεφτισµένη κίτρινη ταπετσαρία στο χρώµα του κάτουρου και µετά να έχει την απαίτηση να τον σώσει απ’ τα ισόβια ο δικηγόρος ιδιοκτήτης
ενός τέτοιου γραφείου! Οραµατίστηκε τη γελοία σκηνή και τον έπιασε νευρικό γέλιο. Ακριβώς έξω απ’ το γραφείο του βρισκόταν το γραφείο της Νάνσυς, εξοπλισµένο µε την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, και δίπλα βρισκόταν το τεράστιο γραφείο που είχαν καταλάβει οι τρεις συνεργάτιδές του νεαρές δικηγόροι. Ουδέποτε του είχε περάσει απ’ το µυαλό να προσλάβει κάποιον άντρα – στο χώρο όπου κινούνταν το µεγαλύτερο διάστηµα της µέρας ήθελε να περιστοιχίζεται µόνο από οµορφιά, κι αυτό το συστατικό µόνο οι γυναίκες το διέθεταν σε τέτοιο βαθµό και το περιέφεραν µε τόση χάρη. Καµιά τους δεν έµοιαζε µε δικηγόρο – περισσότερο θύµιζαν µοντέλα. Ο Δάκης διάλεγε πολύ προσεκτικά τις συνεργάτιδές του, µε ιδιαίτερα αυστηρά κριτήρια κι αφού τις είχε περάσει από πλείστες δοκιµασίες. Έπρεπε να είναι βέβαιος για την αφοσίωση και την εχεµύθειά τους, ό,τι κι αν περιελάµβαναν αυτές οι φαινοµενικά απλές έννοιες. Γνώριζε καλά ότι από καταβολής κόσµου κάποιοι άνθρωποι ήταν διατεθειµένοι να κάνουν τα πάντα για να γευτούν τη δύναµη του χρήµατος, τη γλύκα της εξουσίας, τη λάµψη της δόξας – και ω, τι σύµπτωση, πολύ περισσότερο οι γυναίκες. Μολονότι είχε να διαβάσει την Αγία Γραφή απ’ το Δηµοτικό, θυµόταν πολύ καλά ότι η περιέργεια της Εύας ήταν αυτή που χαντάκωσε και το δύστυχο τον Αδάµ. Αυτή η καταστροφικά περίεργη γυναίκα τον έκαψε κι αυτό τον κακοµοίρη, που ήταν αθώος µέχρι τα µπούνια – και στο τέλος τους πήρε και τους δυο ο διάολος. Πραγµατικά, µερικές φορές οι γυναίκες τον τρόµαζαν – προκειµένου ν’ αποκτήσουν πλούτη, µεγαλεία και δόξες µπορούσαν να γίνουν τόσο αδίστακτες και τόσο σκληρές όσο ποτέ δε θα µπορούσε να γίνει ακόµα κι ο πιο πωρωµένος φονιάς, ληστής, βιαστής, έµπορος ελπίδων κου λου που. Με τις τέσσερις γυναίκες που βρίσκονταν στο γραφείο του ο Δάκης Ματζιούρης µοιραζόταν πολύ περισσότερα από έναν απλό κοινό χώρο εργασίας. Τους πρόσφερε, βέβαια, άφθαστη νοµική κατάρτιση, τους χάριζε την πείρα και τις γνώσεις του, αλλά εκτός απ’ αυτά τις είχε ανεβάσει στο ρετιρέ της κοινωνικής διαστρωµάτωσης. Πράγµατι, οι τέσσερις κυρίες κοντά του ζούσαν µια ζωή που δε θα τολµούσαν ούτε να την ονειρευτούν, βγαλµένη κατευθείαν απ’ τη Δυναστεία ή το Τόλµη και Γοητεία. Όλες κατάγονταν από φτωχές και ταπεινές οικογένειες – και τώρα, χάρη στα πάσης φύσεως προσόντα τους, είχαν καταφέρει να βγάλουν λεφτά τόσα όσα δε θα ήταν ικανοί να βγάλουν οι γέροι τους ακόµα κι αν δούλευαν δεκατέσσερις ζωές, απ’ το πρωί ως το βράδυ. Το µόνο που έπρεπε να κάνουν τα καλά αυτά κορίτσια ήταν να είναι πιστές, αφοσιωµένες και πρόθυµες να δοκιµάζουν καινούρια πράγµατα. Όλ’ αυτά τα ανταλλάγµατα ήταν πολύ λίγα µπροστά στα οφέλη που αποκόµιζαν – το σωστό σωστό. Τα γραφεία των δικηγορικών δραστηριοτήτων χωρίζονταν απ’ το υπόλοιπο διαµέρισµα µε µία βαριά βελούδινη πόρτα που άνοιγε µε κωδικό. Πίσω απ’ την πόρτα αυτή βρίσκονταν τα άδυτα των αδύτων – µόνο για τους ολίγους και τους εκλεκτούς. Στα άδυτα των αδύτων είχαν περάσει πολύ ευχάριστες στιγµές όλοι µαζί οι τέσσερίς τους, ανά ζευγάρια, µε τρίτα πρόσωπα ή ό,τι άλλο ήθελε προκύψει – αναλόγως τα κέφια. Ουδέποτε ο Δάκης είχε αµφιβολίες για την πίστη και την αφοσίωση των συνεργάτιδών του. Γνώριζαν όλη την γκάµα των δραστηριοτήτων του –που, βέβαια, δεν ήταν όλες δικηγορικού περιεχοµένου–, αλλά ο ίδιος δεν είχε κανέναν ενδοιασµό ως προς αυτό: πρώτον, οι γυναίκες αυτές είχαν ανέβει τόσο ψηλά κοινωνικά κι οικονοµικά που παραπάνω δεν υπήρχε – άρα δεν υπήρχε κίνδυνος να ξεπουληθούν σε, ας πούµε, ανταγωνιστές. Δεύτερον, δεν υπήρχαν ανταγωνιστές – στις βροµοδουλειές τους ήταν όλοι µια παρέα, τα συµφέροντα ήταν κοινά και παραδάκι υπήρχε άφθονο για όλους. Αλλά και τα ίδια τα κορίτσια γνώριζαν καλά και τους
ρόλους τους και τις δυνατότητές τους κι ακολουθούσαν κατά γράµµα τους άγραφους νόµους που ίσχυαν στην πιάτσα – δεν υπερέβαιναν ποτέ τα εσκαµµένα. Έκαναν κανονικά τη δουλίτσα για την οποία ήταν προορισµένες, έβγαζαν λεφτά µε ουρά κι έκαναν µόκο. Σέβονταν το γεγονός ότι σε κάποια ζητήµατα οι άντρες είχαν τον πρώτο λόγο – κι αυτό κατ’ ουδένα τρόπο δε σήµαινε ότι τα κορίτσια ήταν γλάστρες. Τρίτον και σπουδαιότερον, ήταν πια πολύ γερά δεµένες στο ζυγό. Οι διασυνδέσεις ήταν πολύ υψηλές και σε πολλά επίπεδα, παίζονταν µεγάλα συµφέροντα. Αν κάποια άρχιζε να κάνει νερά και να το παίζει µετανοηµένη παρθένος που είδε το φως το αληθινό, τότε, σε χρόνο ντε τε κι άνευ διαδικασιών ή περιττών εξηγήσεων, που µόνο χάσιµο χρόνου αποτελούσαν, θα πήγαινε στ’ αλήθεια να το συναντήσει. Το ίδιο ακριβώς, βεβαίως, θα συνέβαινε και σε οποιονδήποτε άλλο θα ένιωθε την ανάγκη να σπάσει την αλυσίδα – το φως το αληθινό τον περίµενε. Αν, βέβαια, υπήρχε φως αληθινό – ο Δάκης διατηρούσε βάσιµες αµφιβολίες εδώ και τριάντα οχτώ χρόνια. Τα πράγµατα ήταν ιδιαιτέρως απλά. Την ώρα που πήγαινε να κάτσει στο πέος της φάλαινας, να βάλει τα πόδια του πάνω στο γραφείο διότι έτσι του έκανε κέφι και να περιµένει τα χαρτιά που θα έφερναν οι µπάτσοι, χτύπησε η πόρτα. Δίχως να περιµένει απάντηση, η Νάνσυ γέµισε το χώρο µε το ένα ογδόντα τρία της. Το πλουσιότατο στήθος της ασφυκτιούσε µέσα στη στενή της µπλούζα. «Ήρθαν. Πάρ’ τα». «Θαύµα. Ο Άρης θα ενθουσιαστεί». «Ήθελα να ’ξερα τι µαγειρεύετε πάλι εσείς οι δυο!» γέλασε η Νάνσυ. «Περίµενε και θα δεις, µωρό µου!» Η Νάνσυ του έριξε ένα πονηρό βλέµµα όλο επιδοκιµασία κι εξαφανίστηκε αθόρυβα, αφήνοντάς τον στην ησυχία του. Ο Δάκης έπεσε µε τα µούτρα στη δουλειά. Άνοιξε το φάκελο και περιεργάστηκε το περιεχόµενο µε µεγάλο ενδιαφέρον. Μπροστά του άρχισαν να παρελαύνουν χιλιάδες κοριτσόπουλα ηλικίας από δεκατέσσερα έως και δεκαεννέα – σωστό πανηγύρι! Κάποιες απ’ αυτές ήταν εντελώς συνηθισµένες, άχρωµες κι άοσµες, που δεν επρόκειτο ποτέ να ξεχωρίσουν απ’ το σωρό ακόµα κι αν ντύνονταν στο Sotris και τις µακιγιάριζε ο ίδιος ο Αχιλλέας Χαρίτος. Κάποιες άλλες είχαν προδιαγραφές να εξελιχθούν σε κάτι πιο ενδιαφέρον συν τω χρόνω, αρκεί να έφευγαν απ’ τη µούρη τους τα σπυριά της εφηβείας και ν’ άρχιζαν να ντύνονται σαν γυναίκες κι όχι σαν στρατιώτες του Δαρείου που τα µαλλιά τους είχαν σηκωθεί όρθια απ’ την παρατεταµένη χρήση περικεφαλαίας. Κάποιες παράλλες είχαν πάνω τους τόση ασχήµια, που δεν υπήρχε περίπτωση να προσελκύσουν το βλέµµα ενός άντρα ακόµα κι αν ναυαγούσαν ολοµόναχες µαζί του σ’ ένα παντέρηµο νησί µετά από πυρηνικό όλεθρο που είχε ξεκληρίσει σύσσωµη την ανθρωπότητα κι άφησε ζωντανούς µόνο αυτούς τους δυο – οπότε και θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά το ενδεχόµενο να ζευγαρώσουν οπωσδήποτε, για να µη χαθεί το ανθρώπινο είδος. Ήταν όµως και κάτι άλλα µωρά που, απλώς, δεν παιζόντουσαν. Ασύλληπτες καλλονές, θεϊκά πλάσµατα, πάει και τελείωσε. Ο Δάκης Ματζιούρης ήταν ιδιαίτερα ευφραδής κι ετοιµόλογος άνθρωπος –και εκ φύσεως και λόγω ιδιότητας–, ωστόσο σκάλιζε το µυαλό του να βρει κάποια κατάλληλη λέξη ή έννοια που να περιγράψει την οµορφιά αυτών των κοριτσιών και καµιά δεν την έβρισκε ούτε καν αρκετή. Του είχε έρθει µια σπουδαία όρεξη να τραβήξει µαλακία προς τιµήν τους – ό,τι πιο
κατάλληλο για να περιγράψει την οµορφιά και τη φρεσκάδα αυτών των κοριτσιών µε πράξεις κι όχι µε λόγια, που άλλωστε είναι και του αέρα. Αυτό που επίσης τον διέγειρε απίστευτα ήταν το ότι τις είχε όλες µαζεµένες απέναντί του και τις κοιτούσε δίχως αυτές να το ξέρουν, ούτε καν να το υποψιάζονται. Ήξερε τα πάντα γι’ αυτές, τα ονόµατά τους, τη διεύθυνσή τους, τη µέρα των γενεθλίων τους – ενώ αυτές δεν ήξεραν τίποτα. Δεν είχαν την παραµικρή ιδέα. Φυσικά, το πιο συναρπαστικό απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι αν ήθελε, αν έκανε κέφι, θα µπορούσε ν’ αποφασίσει για την τύχη τους, ακόµα και για τη µοίρα τους. Γενικώς, µπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Ό,τι, µα ό,τι ήθελε. Όπως ακριβώς ο Άρης, που χτες το βράδυ είχε αποφασίσει για τη µοίρα εκείνης της µικρής – πώς την έλεγαν. Ποιος θα το πίστευε, αλήθεια! Ο Λουλούδης Ματζιούρης, που γεννήθηκε πριν από τριάντα οχτώ χρόνια µέσα σ’ ένα ετοιµόρροπο παράπηγµα από χαλασµένα τούβλα, ο γιος ενός λιµενεργάτη και µιας πλύστρας, τώρα, τριάντα οχτώ χρόνια µετά, ήταν ζάπλουτος, διάσηµος, κοσµικός, περιζήτητος και, το σπουδαιότερο, σε θέση ν’ αποφασίζει για τη µοίρα άλλων ανθρώπων, γνωστών κι άγνωστων. Ποιος θα µπορούσε να το έχει φανταστεί; Κανένας, φυσικά, εκτός απ’ τον ίδιο – ενδεχοµένως και τη γιαγιά του, που απ’ την ώρα που τον είδε να γεννιέται τον αποκαλούσε Τελώνιο. Δεν του άρεσε καθόλου να θυµάται από πού ξεκίνησε – ήταν µια ιδιαίτερα βαρετή διαδικασία που έκανε το όµορφο πρόσωπό του να συννεφιάζει, του έφερνε στο νου ασπρόµαυρες σκηνές απ’ το πηγάδι των ανεπιθύµητων αναµνήσεων και µυρωδιές από δυσάρεστους συγγενείς, αλλά απ’ την άλλη όλο αυτό είχε και τα καλά του. Ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι την πορεία του στη ζωή ο άνθρωπος τη χαράζει µόνος του. Η τύχη, οι συγκυρίες και το θέληµα του Θεού δεν έχουν καµία θέση στο δρόµο προς την επιτυχία. Ο παράγοντας τύχη είναι ανύπαρκτος, οι λέξη «συγκυρίες» είναι εφησυχασµός για τους άχρηστους, το θέληµα του Θεού ήταν χάπι που χρύσωνε την αποτυχία. Ο άνθρωπος πρέπει απλώς να ξέρει καλά τι θέλει και να είναι διατεθειµένος να κάνει τα πάντα για να το αποκτήσει, δίχως να φράζει το δρόµο του βάζοντας ο ίδιος εµπόδια στον εαυτό του και σκοτίζοντας το νου του µε άχρηστες έννοιες όπως «συνείδηση», «καθήκον», «Θεός», «ηθική» κι άλλες αµπελοφιλοσοφίες – οι άλλοι δεν είναι σε θέση να βάζουν εµπόδια σ’ έναν άνθρωπο που τα έχει βρει µε τον εαυτό του γιατί είναι πολύ µικροί κι ασήµαντοι, µια χούφτα µυρµήγκια που απλώς τα πατάς κι εξαφανίζονται από προσώπου γης. Τόλµη, αποφασιστικότητα, ευστροφία – αυτά ήταν τα συστατικά της επιτυχίας και, βεβαίως, το να ξέρεις πώς να εκµεταλλεύεσαι µε τον καλύτερο τρόπο τα υπάρχοντα δεδοµένα. Όποιος δε διαθέτει αυτά τα προσόντα είναι καταδικασµένος να παραµείνει αιώνια ζεµένος στο άρµα του ανώνυµου µπούγιου – µε τις γνωστές δυσάρεστες συνέπειες. Να, ο ίδιος ήταν ένα λαµπρό παράδειγµα προς µίµηση: µπορεί οι γονείς του να ήταν παντελώς αστοιχείωτοι, αλλά φαίνεται ότι ο ίδιος είχε πάρει απ’ τον κουµπάρο – γεννήθηκε πανέξυπνος και καπάτσος, που τα έπαιρνε τα γράµµατα κι αυτό φαινόταν κι από πριν πάει σχολείο. Από µικρό παιδί λοιπόν ήθελε να γίνει δικηγόρος, γιατί πίστευε ότι οι δικηγόροι ήταν οι πιο µορφωµένοι, έξυπνοι και καταφερτζήδες άνθρωποι του κόσµου – άσε που η δικηγορία άνοιγε όλες τις πόρτες, πρόσθετε κύρος και ούτω καθεξής. Ήταν φυσικό: ο γιατρός, ο έτερος µορφωµένος της κοινωνίας, ξέρει να σώζει µόνο ζωές – χωρίς κέρδος κέρατα, διότι ούτως ή άλλως ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και κάποια στιγµή θα συµβεί οπωσδήποτε, ακόµα κι αν πέσουν πάνω απ’ τον ασθενή τετρακόσιοι γιατροί. Ο δικηγόρος όµως, αν είναι καλός, ξέρει να
σώζει και υπολήψεις και περιουσίες και ζωές. Όταν έχεις την υγειά σου, τι να τον κάνεις το γιατρό; Το δικηγόρο όµως τον χρειάζεσαι παντού και πάντα, σύµµαχο, αρωγό και σωτήρα. Να φανταστεί κανείς, όλες αυτές τις περίπλοκες όσο κι απλές σκέψεις ο Δάκης τις είχε κάνει ήδη απ’ την πρώτη Δηµοτικού. Κι οι σκέψεις έγιναν αποφάσεις εν µια νυκτί – κι από τότε που τις πήρε, συγκέντρωσε όλες του τις δυνάµεις προς την επίτευξη των στόχων του. Και να πού έφτασε. Συνήθως λένε ότι τα παιδιά γεννιούνται αθώα – αυτός, στον αντίποδα, είχε την τύχη να γεννηθεί απλώς έξυπνος. Ο ίδιος λοιπόν ήταν η ζωντανή απόδειξη του πού µπορεί να φτάσει κάποιος όταν διαθέτει τα προαναφερόµενα προσόντα: τόλµη, αποφασιστικότητα, ευστροφία. Αν δεν τα διέθετε, δε θα είχε καταφέρει να είχε γίνει ο πιο διάσηµος δικηγόρος του έθνους, µε τους ζάπλουτους πελάτες και τις στενότατες σχέσεις µε την ελίτ της κοινωνίας. Αντιθέτως, θα παρέµενε για µια ζωή δικηγοράκος της σειράς, ισόβια καταδικασµένος µέσα σ’ ένα νοικιασµένο γραφείο δεκαπέντε τετραγωνικών κάπου στην πλατεία Οµονοίας, να κυνηγάει ιδρωµένος το µεροκάµατο βγάζοντας συντάξεις σε αναξιοπαθούντες γέρους ή ψαρεύοντας πελάτες παριστάνοντας τον κράχτη έξω απ’ τις αίθουσες των δικαστηρίων, για υποθέσεις του κώλου που ξεκινούσαν από κλήσεις για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας κι έφταναν το πολύ µέχρι την υπεράσπιση κάποιου άφραγκου δυστυχή πρεζάκια, ο οποίος απ’ τη µαστούρα δεν έβλεπε την τύφλα του και στην τσέπη δεν είχε φράγκο τσακιστό – οπότε, φυσικά, θ’ άφηνε το δικηγόρο απλήρωτο. Ενώ ο µέγας και τρανός Δάκης Ματζιούρης ήταν ο προσωπικός δικηγόρος όλων των βιοµηχάνων, εφοπλιστών και µεγαλοτραπεζιτών, καθώς και σύσσωµου του καλλιτεχνικού κόσµου της Αθήνας. Όσο για ποινικά, αν δεν επρόκειτο για κάποια πολύ τρανταχτή και πολύκροτη υπόθεση που να συγκλόνιζε την κοινή γνώµη και να πρόσφερε άφθονη δηµοσιότητα σ’ όλους τους εµπλεκοµένους, δεν καταδεχόταν καν να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του – και σε τέτοιες υποθέσεις πληρωνόταν προκαταβολικά. Και γιατί όχι; Αφού ήταν δεδοµένο ότι θα έριχνε τους υπαίτιους στα µαλακά, µερικούς δε απ’ αυτούς θα τους έβγαζε κι εντελώς λάδι – είχε πολύ υψηλές γνωριµίες στο Σώµα των δικαστών. Κάποιους, τους πιο σηµαντικούς, τους ήξερε και τον ήξεραν καλά – κι όχι µόνο µέσα απ’ τις δικαστικές αίθουσες. Παρ’ όλ’ αυτά τη δουλειά του την έκανε πάντα άψογα – κι έτσι έδινε στο φιλοθέαµον κοινό που γέµιζε τις δικαστικές αίθουσες την ευκαιρία να θαυµάσει τις γνώσεις, την εξυπνάδα, τις ικανότητες και τα οµολογουµένως όµορφά του µάτια, ασκώντας υψηλού επιπέδου δικηγορία. Είχε καταφέρει να επιβάλλεται µε την παρουσία του και µόνο, ένας αέρας δύναµης κι υπεροχής τον περιέβαλλε κι είχε το χάρισµα να γοητεύει τους πάντες και να τους κάνει να τον κοιτούν άφωνοι την ώρα που µίλαγε ή απλώς κούναγε τα χέρια του. Προσωπικός µαγνητισµός – που τον είχε από βρέφος. Αν λοιπόν δεν είχε καταλάβει απ’ την αρχή τι εστί βερίκοκο ώστε να εκµεταλλευτεί στο έπακρον τα προσόντα του, τότε θα είχε παραµείνει δικηγοράκος της σειράς. Αν, βεβαίως, κατάφερνε να γίνει και δικηγόρος – πολύ πιθανόν να µην είχε καταφέρει τίποτα και να κατέληγε κι αυτός σαν τον... Καµιά φορά, σε κάποιες απόλυτα προσωπικές στιγµές, εκεί όπου δεν είχε καµία θέση η πόζα κι η προσποίηση, απέφευγε να κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη γιατί του θύµιζε εκείνον. Έµοιαζαν τόσο πολύ µε τον αδερφό του, που θα µπορούσε κανείς να τους περάσει για δίδυµους – κι ας είχαν τρία χρόνια διαφορά. Άρχισε να αισθάνεται άβολα. Το µόνο πράγµα σ’ αυτή τη ζωή που είχε τη δύναµη να του χαλάει τη διάθεση ήταν η σκέψη της ύπαρξης του αδερφού του. Άραγε γιατί του είχε έρθει
τώρα στο µυαλό και δεν του έφευγε µε τίποτα; Έφταιγε άραγε ο συλλογισµός που είχε κάνει λίγο πριν; Όχι. Όφειλε να το παραδεχτεί – τελευταία ο αδερφός του ερχόταν όλο και πιο συχνά στη σκέψη του. Κι όχι στον ξύπνο του – άλλωστε όταν είχε δουλειά δεν είχε χρόνο να σπαταλάει σε σκέψεις, κι αν αυτές έρχονταν απρόσκλητες, τις έδιωχνε πριν προλάβουν να υλοποιηθούν. Αν τον σκέφτηκε τώρα, αυτό ενδεχοµένως συνέβη γιατί χαζολογούσε άσκοπα κι έτυχε να κάνει κι εκείνο τον ατυχή συλλογισµό. Τα πράγµατα όµως ήταν ακόµα χειρότερα: ερχόταν στον ύπνο του. Εδώ κι αρκετές νύχτες, όταν έκλεινε τα µάτια του, έβλεπε πάντα µπροστά του τον Λευτέρη. Ξυπνούσε µε µια πικρή γεύση στο στόµα, έπινε λίγο νερό, κάπνιζε µισό πούρο και ξανάπεφτε. Να τος πάλι, απρόσκλητος, ο ενοχλητικός αδερφός. Γιατί; Τη µέρα, βέβαια, έπεφτε µε τα µούτρα στις δουλειές του και δε σκεφτόταν τίποτα. Για φαντάσου όµως, λέει, µε κάποιο σατανικό κι απρόβλεπτο τρόπο να τρύπωνε ο Λευτέρης οριστικά µέσα στο µυαλό του και να µην ξανάφευγε από κει µε τίποτα, κι αυτό το δυσάρεστο βιολί να βαρούσε για καιρό; Η προηγούµενη ευχάριστη διάθεσή του χάλασε εντελώς. Ένα ακαθόριστο συναίσθηµα τον κατακυρίευσε, ένα πράγµα που δεν µπορούσε να το εξηγήσει ακριβώς. Ο Λευτέρης ήταν το µοναδικό φάντασµα που στοίχειωνε τη ζωή του – κι ως γνωστόν, τα φαντάσµατα ανέκαθεν είχαν την ιδιότητα να προκαλούν... φόβο. Έσφιξε ακούσια τα χέρια του, µέχρι που οι παλάµες του πόνεσαν. Θύµωσε µε τον εαυτό του. Φάντασµα; Ε, όχι δα! Από πού κι ως πού τον τρόµαζε η σκέψη του Λευτέρη; Κι αφού ήταν αποδεδειγµένο ότι όσο προσπαθείς ν’ αποφύγεις µια σκέψη τόσο περισσότερο εκείνη κολλάει στο µυαλό σου σαν τη βδέλλα, αυτός ήταν κάτι παραπάνω από αποφασισµένος ν’ ακολουθήσει το ρεύµα του ποταµού: θα τον σκεφτόταν τον Λευτεράκη µέχρι να ερχόταν η στιγµή να τον πιάσει τέτοιο ανακάτεµα στο στοµάχι ώστε να µην µπορεί να ηρεµήσει αν δεν πήγαινε να ξεράσει τις γαρίδες, τα χόρτα, την κρεµ µπριλέ και το κρασί – και µαζί µε τα φαγιά και τα πιοτά θα ξερνούσε και τις σκέψεις. Τα γεγονότα ήταν ως εξής: όταν πέθαναν οι γέροι τους, ο Δάκης ήταν έξι χρόνων. Όταν πέθανε κι η γιαγιά, τη θέση όλων των ενοχλητικών συγγενών την πήρε ο Λευτέρης. Αυτός τον µεγάλωσε. Παράτησε το σχολείο και βγήκε στη δουλειά για να µπορεί ο µικρός να συνεχίσει αυτός το σχολείο. Και λοιπόν; Σιγά τ’ αβγά! Άλλωστε το είχε υποσχεθεί στη γριά την ώρα που πέθαινε, οπότε το µόνο που έκανε ήταν απλώς να κρατήσει το λόγο του! Αλλιώς θα είχε καµιά όρεξη να παριστάνει την νταντά στο µικρό αδερφό του ή να τρέχει δώθε κείθε σαν το χαµάλη προκειµένου να βγάλει κάνα φράγκο και να έχουν κάτι να τρώνε; Σιγά να µην το έκανε από άπειρη αγάπη – σίγουρα ο Λευτέρης «θυσιάστηκε» για να µην τον κατατρέξει η κατάρα της νεκρής. Από µικρός ο παράξενος αδερφός του τα πίστευε και τα φοβόταν αυτά τα πράγµατα και νύχτα µέρα µίλαγε για το Θεό, τον Χριστό που θυσιάστηκε για τους ανθρώπους κι αυτοί οι αχάριστοι Τον σταύρωσαν, τη συνείδηση, την ηθική, το δίκιο και τ’ άδικο, για την αχαριστία και τη φοβερή τιµωρία που περίµενε τους αχάριστους και ούτω καθεξής. Ο Δάκης, πάλι, από µικρός πίστευε κάτι πιο πρακτικό: όλοι οι άνθρωποι πάνω σ’ αυτό τον κόσµο πάσχουν απ’ το νόσηµα της ιδιοτέλειας κι όταν κάνουν κάτι περιµένουν οπωσδήποτε αντάλλαγµα. Έτσι είναι η ζωή: δούναι και λαβείν. Ο µαγαζάτορας πουλάει την πραµάτεια του και περιµένει φράγκα, ο τραγουδιστής ξελαρυγγιάζεται στα µπουζούκια και περιµένει χειροκρότηµα, η καλή κόρη ξεσκατίζει την κατάκοιτη µάνα της και περιµένει την ευχή της. Όλοι κάτι περιµένουµε. Γιατί
δηλαδή ο Λευτέρης ν’ αποτελεί εξαίρεση; Κι όµως, να πάρει, ο Λευτέρης αποτελούσε εξαίρεση. Όχι γιατί φοβόταν την κατάρα της πεθαµένης µάνας, αλλά γιατί έτσι ήταν πάντα, απ’ την ώρα που γεννήθηκε. Μια ζωή θυσιαζόταν για τους άλλους κι αρνιόταν πεισµατικά ακόµα και το «ευχαριστώ» τους. Μα, αν αυτό δεν ήταν το έσχατο όριο της αλαζονείας, τότε τι ήταν; Ποιος νόµιζε ότι ήταν, ο δεύτερος Χριστός; Ακόµα κι αν τον κρεµούσαν ανάποδα, ο Δάκης δεν επρόκειτο ποτέ να παραδεχτεί ότι ζήλευε τον αδερφό του γι’ αυτό του το χάρισµα. Ο ίδιος γεννήθηκε άνθρωπος πρακτικός – οι συνθήκες της ζωής τον έκαναν να καταλάβει ότι εκεί έξω ήταν ζούγκλα και στη ζούγκλα επιβιώνει ο πιο ισχυρός. Ο αδερφός του µια ζωή βολόδερνε και περιέφερε το χάλι του λέγοντας µαλακίες για το Θεό και περιµένοντας ανταµοιβή για τους τίµιους κόπους του στη µετά θάνατον ζωή – ο ίδιος όµως, που δεν ήθελε να στηρίξει το µέλλον του σε αβάσιµες ελπίδες και γεγονότα τόσο αβέβαια όσο η µετά θάνατον ζωή, το µόνο που έκανε ήταν να εκµεταλλευτεί τα υπάρχοντα δεδοµένα κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κι αν βρισκόταν έστω κι ένας να του πει ότι ήταν αχάριστος, τότε εκείνος θα είχε ν’ αντιτάξει ένα συνταρακτικό επιχείρηµα: δεν είχε ζητήσει αυτός απ’ τον Λευτέρη να θυσιαστεί για χάρη του. Μόνος του το επέλεξε ο µεγάλος. Ο µικρός, έξυπνος και καπάτσος όπως ήταν, δεν µπορεί, θα έβρισκε την άκρη και µόνος του – διότι είχε γεννηθεί αποφασισµένος. Και δεν είχε κανένα πρόβληµα να παραδεχτεί ότι κατά βάθος µισούσε τον αδερφό του, που µια ζωή θυσιαζόταν χαµογελαστός, ενώ το µόνο που θα ’πρεπε να κάνει ήταν να βρίζει την ατυχία και το κράτος πρόνοιας που τους παράτησε στην τύχη τους όταν έχασαν τους γονείς τους. Κακά τα ψέµατα, µε τη θέλησή του ή χωρίς αυτήν, ο Λευτέρης τον είχε βοηθήσει σε όλα: στις πείνες, στις αρρώστιες, στις ανάγκες του... Κι ο Δάκης σιχαινόταν ολόψυχα το ότι του χρωστούσε τόσα πολλά. Όχι τίποτ’ άλλο, µπορεί να πίστευε ακράδαντα ότι θα τα είχε καταφέρει και µόνος του ακόµα κι αν δεν υπήρχε Λευτέρης, αλλά να, δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία να το διαπιστώσει. Δεν ήθελε να χρωστάει την ευηµερία του σε κανέναν. Ήθελε να είναι µόνος κύριος του εαυτού του. Τέλος πάντων βέβαια, εφόσον τα είχε φέρει έτσι η ζωή κι υπήρξε ένας Λευτέρης, δε θα καθόταν να σκάσει κιόλας. Άλλωστε την αξία του την αποδείκνυε καθηµερινά, οπότε τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Δεν ήταν η τύχη, ούτε ο Λευτέρης, που τον είχαν κάνει διάσηµο δικηγόρο – ήταν τα προσόντα µε τα οποία ήταν προικισµένος. Δεν ήταν ο Λευτέρης που τον βοήθησε να βγάλει τα µάτια του στο διάβασµα, ν’ αποστηθίσει τόνους βιβλίων κι εκατοµµύρια νοµικών πληροφοριών ή να παίρνει τα άριστα στο Πανεπιστήµιο µε τη σέσουλα. Με την αξία του τα είχε καταφέρει – και µόνο µ’ αυτήν. Άλλωστε, ό,τι έγινε έγινε µέχρι που τέλειωσε το Πανεπιστήµιο. Ως τότε έµενε µε τον αδερφό του, ο οποίος εν τω µεταξύ παντρεύτηκε εκείνη τη θεϊκή καλλονή, τη Δάφνη. Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του να ονειρεύεται να της είχε βάλει χέρι, αλλά δεν το τόλµησε ποτέ. Εκείνη του έδειχνε καθαρά ότι δεν τον έκανε καθόλου κέφι κι ότι δεν είχε µάτια παρά µόνο για το µαλάκα – κι ο Δάκης πάλι δεν είχε καµιά διάθεση να κάνει καµιά ηλιθιότητα που θα οδηγούσε τον αδερφό του στην οδυνηρή απόφαση να τον πετάξει έξω απ’ το σπίτι µε τις κλοτσιές. Εκείνο τον καιρό που ήταν στο Πανεπιστήµιο ήθελε να δίνει την εντύπωση του φτωχού πλην τίµιου παιδιού απ’ τις εργατικές συνοικίες, έτσι ώστε να αποκτήσει ακόµα µεγαλύτερες διαστάσεις ο προσωπικός του θρίαµβος όταν θ’ άρχιζε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά της κοινωνίας µε τρόπους τους οποίους είχε ήδη, ως έξυπνος κι αποφασιστικός άνθρωπος, και σκεφτεί και οραµατιστεί και προαποφασίσει.
Ήδη απ’ το πρώτο έτος της Νοµικής ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν το πεπρωµένο του: έπρεπε να µαθητεύσει δίπλα στους µεγάλους και τους ισχυρούς – και συγκεκριµένα, κοντά στον πρώτο των πρώτων. Στον Ιάσονα Παγκράτη, του οποίου ο όµιλος επιχειρήσεων διέθετε ένα νοµικό τµήµα που αποτελούνταν από εβδοµήντα δικηγόρους. Αυτό ήταν Πανεπιστήµιο, όχι το σαραβαλιασµένο και πασιβρόµικο κτίριο της οδού Σόλωνος! Χρησιµοποιώντας όλη την καπατσοσύνη του, είχε βρει ένα µεγαλειωδώς εύσχηµο τρόπο και κατάφερε να τρυπώσει µέσα στο ίδιο το ιδιαίτερο γραφείο του µεγάλου αφεντικού! Αυτός ήταν ένας µέγας άθλος, δεδοµένου ότι για να δει κάποιος αυτοπροσώπως τον Ιάσονα Παγκράτη µέσα στο γραφείο του έπρεπε είτε να είναι συγγενής του είτε κάποιο πολύ σηµαίνον πρόσωπο – ισχυρός ανταγωνιστής ή από υπουργός και πάνω. Αν δεν ήταν κάτι απ’ αυτά, δε γινόταν τίποτα. Το πολύ να έβλεπε τον κλητήρα. Όµως ο Δάκης τα κατάφερε – αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον του µεγιστάνα ο οποίος, όταν είδε το µέγεθος της εξυπνάδας του νεαρού φοιτητή, τις σπίθες που έβγαζαν τα µάτια του, καθώς και τον δίχως ίχνος δουλικότητας θαυµασµό που έτρεφε ο νεαρός για τις επιχειρηµατικές του ικανότητες, αποφάσισε να τον προσλάβει για να µαθητεύσει στο νοµικό τµήµα του οµίλου, παράλληλα µε τις σπουδές του, µε την προοπτική, βεβαίως, να µείνει µόνιµα εκεί και µετά την απόκτηση του πτυχίου του. Τότε ο Δάκης γνώρισε και τον Άρη Παγκράτη. Ο Άρης εκείνο τον καιρό σπούδαζε στην Αµερική, αλλά ερχόταν στα πάτρια εδάφη αρκετά συχνά. Σε µια απ’ αυτές του τις επισκέψεις στην Ελλάδα γνώρισε και τον Δάκη – αυτός κι αν ήταν που λέµε έρωτας µε την πρώτη µατιά! Η χηµεία τους έδεσε και µε το «καληµέρα σας» έγιναν αχώριστοι, επιστήθιοι φίλοι. Ο Δάκης κατάλαβε ότι κοντά στον Άρη βρισκόταν το πεπρωµένο του. Κι εφόσον ο γιος του µεγιστάνα τού έκανε τη µεγάλη τιµή να τον προσέξει, να τον ξεχωρίσει µέσα απ’ το µπούγιο και να τον κάνει φίλο του, τότε κι αυτός έπρεπε να κάνει ό,τι µπορούσε, ακόµα κι ό,τι δεν µπορούσε, για να φανεί αντάξιος αυτής της µεγάλης τιµής – καθώς και των προσδοκιών που είχε ο νεαρός κληρονόµος της αυτοκρατορίας απ’ το νεόκοπο φίλο του. Ο Άρης τον πήγε ψηλά. Χάρη σ’ αυτόν ανέβηκε µονοµιάς στην κορυφή του κόσµου µ’ ένα ασανσέρ που έτρεχε µε χίλια κι όχι απ’ τις σκάλες, να ιδρώσει! Όχι πως δεν το άξιζε, βέβαια, αλλά το σωστό να λέγεται: ο Άρης ήταν το διαβατήριό του για την είσοδό του στον κόσµο που ανέκαθεν ήθελε να ζήσει, για τη ζωή που από πάντα ήθελε να κάνει. Το µόνο που απαιτούσε ο Άρης απ’ αυτόν ήταν κάτι πολύ λίγο κι εύκολο: πίστη, αφοσίωση κι εχεµύθεια. Μα αυτά τα πράγµατα ήταν αυτονόητα µεταξύ φίλων, πόσω µάλλον όταν ο ένας απ’ τους φίλους είναι και δικηγόρος του άλλου! Ο Δάκης µισόκλεισε τα µάτια µε ευχαρίστηση καθώς έφερνε στο νου του αυτά τα είκοσι χρόνια που είχε περάσει µαζί µε τον Άρη. Πόσα και πόσα δεν είχε να θυµηθεί! Καταρχάς, ο Άρης ήταν που του άλλαξε αυτό το γελοίο όνοµα µε το οποίο τον είχε προικίσει ο µαλάκας ο νονός του δίχως να τον ρωτήσει: άκου «Λουλούδης»! Αυτό ήταν όνοµα που ταίριαζε στη Λαχαναγορά του Ρέντη, στη Βαρβάκειο κρεαταγορά ή έστω στον πρόεδρο του σωµατείου των νταλικέρηδων – εν πάση περιπτώσει, ήταν εντελώς ακατάλληλο για ένα νεαρό φέρελπι δικηγόρο που θέλει να κάνει καριέρα στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας. Δάκης– αυτό θα έπρεπε να είναι το όνοµά του. Γεια σου, ρε Άρη, µε τις εµπνεύσεις σου! Πόσα πολλά του χρωστούσε!
Κι ο Άρης, βέβαια, του χρωστούσε πολλά – κακά τα ψέµατα. Αλλά επειδή ήταν ένας αληθινός άρχοντας απ’ τα γεννοφάσκια του, το αναγνώριζε κι από µόνος του µε το παραπάνω – και το έλεγε κιόλας. Αυτή ήταν µια ωραία, ισότιµη σχέση που στηριζόταν στις σωστές βάσεις: δούναι και λαβείν. Κι ήταν και σχέση επιλογής: και τα δύο µέλη την επέλεξαν, δεν τους τη φόρτωσε στην καµπούρα µε το ζόρι κάποια ενοχλητική συγκυρία της ζωής! Γι’ αυτό άλλωστε κυλούσε τόσο οµαλά επί είκοσι ολόκληρα χρόνια. Μέσα σ’ αυτό το διάστηµα ο Δάκης πήρε πτυχίο, έφυγε απ’ τη σκατοσυνοικία και πήγε να ζήσει σε περιοχή αντάξια του λαµπρού µέλλοντός του χάρη στη βοήθεια του φίλου του, παρακολούθησε το θάνατο του µεγιστάνα πατέρα, στα είκοσι δύο του χρόνια έγινε προϊστάµενος του νοµικού τµήµατος του οµίλου Παγκράτη κι από κει και πέρα άρχισε η ένδοξη πορεία προς την κορυφή. Ο δρόµος ήταν ανοιχτός – κι εφόσον, αφενός, ήταν τόσο καλός στη δουλειά του, κι αφετέρου, ουδέποτε έπασχε από ελαττώµατα όπως οι κρίσεις συνειδήσεως, ηθικής και λοιπά δεινά, τα πράγµατα ήταν πανεύκολα γι’ αυτόν. Εν τω µεταξύ παρακολούθησε µε ιδιαίτερη χαρά τον κολλητό του να εξελίσσεται στο µεγαλύτερο ίνδαλµα της σύγχρονης εποχής κάνοντας αυτό που ανέκαθεν τραβούσε η καρδούλα του: είχε γίνει ηθοποιός. Φυσικά, στην πορεία της ζωής εκείνος κι ο Άρης ακολούθησαν το ρεύµα της εποχής: ο σκοπός δεν ήταν άλλος απ’ τη µεγιστοποίηση του κέρδους και την εξασφάλιση µιας διά βίου καλοπέρασης, µε ενέργειες έξυπνες, πρωτοποριακές και, φυσικά, κερδοφόρες. Γι’ αυτό αποφάσισαν να επεκτείνουν κάπως τις επιχειρηµατικές τους δραστηριότητες. Τα ναρκωτικά άφηναν φράγκα ικανά να σκεπάσουν ακόµα κι ολόκληρο τον Ειρηνικό Ωκεανό. Το ίδιο κι η διακίνηση γυναικών πολυτελείας – ιδίως όταν οι γυναίκες αυτές ήταν ανήλικες. Όσο για το λαθρεµπόριο όπλων, αυτό ήδη το ασκούσε µε επιτυχία κι ο εκλιπών πατήρ Ιάσων, οπότε αυτοί δεν έκαναν τίποτα περισσότερο απ’ το να το συνεχίσουν. Έτσι, δίπλα στον επίσηµο όµιλο Παγκράτη στήθηκε µια αόρατη επιχείρηση µε πολλά πλοκάµια και παρακλάδια που χώνονταν το ένα µέσα στ’ άλλο, σωστή Λερναία Ύδρα. Ήταν άριστα οργανωµένη και φροντισµένη µέχρι και την τελευταία λεπτοµέρεια – τελωνειακοί, αστυνοµικοί και νταλικέρηδες φρόντιζαν και µε το παραπάνω ώστε να φτάνει το εκάστοτε εµπόρευµα µ’ απόλυτη ασφάλεια στους παραλήπτες του. Η επιτυχία αυτής της παραεπιχείρησης πολλές φορές τον άφηνε άφωνο. Ο κόσµος τελικά είχε πολλές ανάγκες, άσχετο αν οι νόµοι και τα ισχύοντα στη δήθεν πολιτισµένη κοινωνία επέβαλλαν στους ανθρώπους να τις κρατούν µυστικές: να, ας πούµε, τα νέα παιδιά χρειάζονταν κάτι για να ξεφύγουν απ’ την ανία της καθηµερινότητάς τους. Κάποιοι άλλοι, καθ’ όλα έντιµοι κι ευυπόληπτοι πολίτες, είχαν κρυφό µαράζι να πηγαίνουν µε παιδάκια. Κάποιοι παράλλοι, συνήθως πλούσιοι και κοσµικοί, είχαν µεράκι να γλεντάνε σε πριβέ πάρτι οργίων µε δίµετρες Ρωσίδες και κόκα που έρεε άφθονη. Αρκεί να υπάρχει χρήµα – στη σηµερινή εποχή µπορείς να αγοράσεις τα πάντα. Στο πελατολόγιό τους ήταν καταγεγραµµένοι όλοι όσοι θα προτιµούσαν να πεθάνουν παρά να βγουν τα βίτσια τους στη δηµοσιότητα. Βιοµήχανοι, εφοπλιστές, καλλιτέχνες, παπάδες, δηµοσιογράφοι, δικαστικοί, πολιτικοί, γιατροί, δικηγόροι, µπάτσοι, µεγαλοκαθηγητές Πανεπιστηµίων... Τη µέρα µπορούσαν ανέτως να παριστάνουν τους ευυπόληπτους πολίτες, ακόµα και τους θεµατοφύλακες της τάξης και της ηθικής. Τη νύχτα όµως, τότε που ο άνθρωπος θυµάται ότι είναι κι αυτός ένα ζώο και βγαίνουν στην επιφάνεια τα αρχέγονα ένστικτά του, όλοι αυτοί αναζητούσαν µε λαχτάρα αυτό που τη µέρα µέµφονταν κι αποστρέφονταν.
Ικανοποίηση. Μ’ όποιο τρόπο ήθελε ο καθένας. Ως εκ τούτου, η εχεµύθεια κι η αλληλοβοήθεια στις δύσκολες στιγµές ήταν δεδοµένη, πώς λέει κι ο θυµόσοφος λαός, «το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο». Το κύκλωµα εξασφάλιζε στον πάσα ένα την ικανοποίηση της όποιας ανωµαλίας του κι απ’ την άλλη ο πάσα ένας παρείχε στο κύκλωµα ό,τι µέσο διέθετε που θα µπορούσε να το βοηθήσει να διατηρήσει την ησυχία και την ασφάλειά του – κι έτσι ήταν όλοι ευχαριστηµένοι. Τελικά, ήταν παράξενο. Τις περισσότερες φορές το χρήµα κι η εξουσία –που συνήθως πήγαιναν πακέτο– συντηρούσαν αυτό που λέµε «παρέκκλιση», αλλά κι η ίδια η «παρέκκλιση» συντηρούσε µε τη σειρά της την εξουσία και το χρήµα. Ο κόσµος ήταν γεµάτος παραδείγµατα: παραδείγµατος χάριν, οι µεγαλέµποροι ναρκωτικών γίνονταν πλούσιοι – αλλά κι απ’ την άλλη οι πλούσιοι µπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν σ’ αυτή τη ζωή δίχως το φόβο της τιµωρίας, εφόσον είχαν τα µέσα και τον τρόπο να την αποφεύγουν. Πραγµατικά, στον κόσµο των πλουσίων και των κοσµικών ο Δάκης είχε συναντήσει κάθε είδους έγκληµα: παραβάσεις του νόµου περί ναρκωτικών, απάτες, πλαστογραφίες, µαστροπεία, µέχρι κι ανθρωποκτονίες. Εκείνος πάντως δεν είχε κανένα πρόβληµα µ’ όλ’ αυτά – του αρκούσε ν’ απολαµβάνει τα κεκτηµένα του δίχως να κρίνει τις πράξεις και τις παραλείψεις των άλλων. Να, βλέπε ο Άρης. Υπό κανονικάς συνθήκας, µ’ αυτά που του είχε πει για το φόνο εκείνης της µικρής, πώς-την-έλεγαν, ο Δάκης θα έπρεπε να είχε φρικάρει. Εντάξει, ο ίδιος ενδεχοµένως να µην έφτανε ως εκεί µόνο και µόνο για να κάνει το κέφι του – άλλωστε δεν είχε καθόλου καλή σχέση µε τα αίµατα. Ωστόσο όµως, αν έτσι την έβρισκε ο φίλος του ο Άρης, κι εν τέλει αν ο δρόµος προς τη δόξα, την εξουσία και το χρήµα ήταν σπαρµένος και µε πέντε δέκα πτώµατα, είτε από ανάγκη είτε για λόγους αναψυχής, τότε ο Δάκης δεν είχε κάποιο πρόβληµα µ’ όλα αυτά. Άλλωστε, από συστάσεως της παραεπιχείρησης, ο Άρης ήταν ο ιθύνων νους. Γενικώς, αυτό το παιδί ήταν το κάτι άλλο – ο Δάκης δεν µπορούσε να µην αναγνωρίσει την ανωτερότητα του φίλου του. Διέθετε µια έµφυτη χάρη σ’ ό,τι κι αν έκανε, έναν αέρα υπεροχής κι ήρεµης δύναµης, ακόµα κι ο τρόπος που περπατούσε, ή έστω κουνούσε τα µέλη του σώµατός του, ήταν µεγαλειώδης. Γεννηµένος αριστοκράτης, παιδί µου! Μήπως τελικά το αριστοκρατιλίκι δεν ήταν µόνο ζήτηµα χρηµάτων; Ίσως θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί. Αυτό που καµιά φορά τον έκανε να νιώθει µια κάπως άβολη ενόχληση ήταν το γεγονός ότι ποτέ του δεν υπήρξε σαν τον Άρη, να έχει να λέει ρε γαµώτο ότι σήκωσε το δικό του, κατάδικό του πρωτοποριακό µπαϊράκι και το υπηρέτησε πιστά, µε σύνεση, σιδηρά χείρα, τόλµη και γοητεία. Μια ζωή ήταν ακόλουθος. Ο Άρης πάντως ουδέποτε τον είχε κάνει να νιώσει έτσι. Μια ζωή τον αντιµετώπιζε ισότιµα, πάντα ρωτούσε τη γνώµη του και, βεβαίως, σ’ αυτόν ανέθετε την υλοποίηση του κάθε σχεδίου – και τότε ο Δάκης αποδείκνυε την αξία του και µε το παραπάνω. Μάλιστα, µια φορά που βρίσκονταν µαζί κι απλώς χαλάρωναν, ο Άρης του είπε χαριτολογώντας ότι η σχέση τους έµοιαζε µ’ εκείνη που διατηρούσε ο Μέγας Αλέξανδρος µε τον Ηφαιστίωνα: ο µεγάλος θεωρούσε τον Ηφαιστίωνα σαν κοµµάτι απ’ τον εαυτό του, σαν τον ίδιο που ζούσε και σε δεύτερο σώµα. Εκείνη τη νύχτα το είχαν κάνει κιόλας – έτσι, για την εµπειρία. Μια χαρά ήταν. Αυτός λοιπόν ήταν ο Άρης, ένας άνθρωπος προικισµένος µε οµορφιά, λάµψη, χάρη, εξυπνάδα, ένας σύγχρονος πολυµήχανος Οδυσσέας που δε δίσταζε να γευτεί όλες τις χαρές της
ζωής. Μα γι’ αυτό άλλωστε και πέτυχε. Αν ήταν κανένας άλλος, σίγουρα θα είχε κατασπαταλήσει την πατρική περιουσία σε ασωτίες και θα πέθαινε στην ψάθα παριστάνοντας τον καλλιτέχνη και παίζοντας ρόλους σε υπόγεια θέατρα δίχως εξαερισµό και θεατές. Ενώ αυτός όχι µόνο κατάφερε να βρει τρόπους για ν’ αυξήσει θεαµατικά την κληρονοµιά των προγόνων του, αλλά είχε γίνει κι ο πιο διάσηµος ηθοποιός της σύγχρονης εποχής χάρη στο έµφυτο ταλέντο του. Αυτό θα πει πετυχηµένος άνθρωπος. Σ’ αντίθεση βεβαίως µε το µαλάκα τον Λευτέρη, που µια ζωή παράδερνε λιβανίζοντας Θεούς, Χριστούς, Παναγίες κι όλο το ιερατείο – και τα αποτελέσµατα παρέµεναν πάντοτε απογοητευτικά. Τελευταία φορά που είχε δει τον αδερφό του ήταν πριν οχτώ χρόνια, τη µέρα που πρωτοάνοιξε αυτό εδώ το γραφείο στο Κολωνάκι. Πληροφορούµενος το γεγονός µάλλον απ’ τις εφηµερίδες ή την τηλεόραση, ο Λευτέρης είχε πάρει παραµάσχαλα την οικογένειά του κι είχαν σκάσει µύτη όλοι µαζί ακάλεστοι στα εγκαίνια. Φυσικά, έφυγαν σε δεκαπέντε λεπτά, διότι κανένας δεν τους έδινε σηµασία – µε πρώτο και καλύτερο τον οικοδεσπότη. Ο Δάκης πάντως πρόλαβε να παρατηρήσει ότι εν τω µεταξύ ο αδερφός του είχε αποκτήσει κι ένα δεύτερο άτυχο µούλικο – ένα κοριτσάκι. Για να λέµε και του στραβού το δίκιο, επρόκειτο για ένα αγγελούδι – αν υπήρχε κάτι για το οποίο ο Δάκης είχε λόγο να υπερηφανεύεται ότι κληρονόµησε απ’ τη δυναστεία Ματζιούρη ήταν η εκτυφλωτική οµορφιά, κι απ’ τον κανόνα αυτό δεν ξέφυγαν ούτε οι επόµενες γενιές, τέκνα του ενοχλητικού αδερφού. Εκείνη τη στιγµή µια ξαφνική έµπνευση έκανε το στόµα του ν’ ανοίξει διάπλατα. Μια γερή δόση ευχαρίστησης έκανε τα γαλάζια µάτια του να λάµψουν. Μέσα στον κατάλογο µε τις γκόµενες, αυτόν που είχε µπροστά του αλλά εδώ κι ώρα είχε σταµατήσει να τον σκαλίζει διότι χαζολογούσε σκεπτόµενος ασυναρτησίες, σίγουρα θα βρισκόταν κι η ανιψιά του. Ο µεγάλος ήταν παραδοσιακός – κανονικά θα έπρεπε να είχε δώσει στη µοσχοθυγατέρα του το όνοµα της µάνας τους: Βασιλική. Όµως αυτός είχε προτιµήσει να την ονοµάσει Βενετία, προς τιµήν της µάνας της Δάφνης. Αυτά παθαίνει όποιος αφήνει τις γυναίκες να τον χώσουν µέσα στο βρακί τους. Με µια γοργή κίνηση έφτασε στο «Μ» – µε µια ανάσα έφτασε και στη Ματζιουροπούλα που του κίνησε ξαφνικά το ενδιαφέρον. Όταν είδε τη φωτογραφία της, κόντεψε να πέσει ξερός. Τι ήταν αυτό που έβλεπαν τα µάτια του και δεν πήγαιναν να τα βγάλουν τα δάχτυλά του; Ανιψιά του ή όχι, αυτή τη στιγµή είχε µπροστά του σίγουρα την ωραιότερη γυναίκα όλων των εποχών. Δεν υπήρχαν λόγια. Όταν βρίσκεσαι ενώπιον µιας θεάς, δε µιλάς. Βγάζεις το σκασµό και χάσκεις µε το στόµα ορθάνοιχτο, υποβάλλοντας τα σέβη σου. Ετών δεκαπέντε. Όνειρο. Δίχως τύψεις κι ενοχές, παρά τις συγγένειες και τις λοιπές µαλακίες, του σηκώθηκε µε τη µία. Πολύ θα ήθελε να την πάρει αυτή τη µικρή. Η αιµοµιξία ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε· µαλακισµένα εφευρήµατα παπάδων. Άλλωστε ήταν γνωστό τοις πάσι ότι σ’ όλο το ζωικό βασίλειο τα ζώα πηδιόντουσαν αβέρτα µεταξύ τους, είτε ήταν συγγενείς είτε όχι. Γιατί σώνει και καλά οι άνθρωποι θα έπρεπε να εξαιρούνται; Στην τελική, δεν ισχυριζόταν ότι ήθελε να κάνει µαζί της και παιδιά! Εκείνη τη στιγµή, όµως, βαβούρα ακούστηκε έξω απ’ την πόρτα του.
Το αµέσως επόµενο δευτερόλεπτο µπούκαρε η Νάνσυ, χαµογελαστή. «Έχεις δουλειά;» τον ρώτησε µελιστάλαχτα. «Γιατί; Τι έγινε;» «Κάτι συγκλονιστικό». «Για να έχεις εσύ τέτοιο ύφος σαν το γάτο του Τσεσάιρ, κάποια µαλακία έγινε. Λέγε γρήγορα!» είπε ο Δάκης µισοαστεία µισοσοβαρά. «Είναι κάποια δεσποινίς εδώ που λέει ότι θέλει να σε δει οπωσδήποτε. Κάτι µου λέει ότι κι εσύ θα χαρείς που θα τη δεις!» «Ποια δεσπ...» Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, η Νάνσυ είχε ήδη παραµερίσει και την πόρτα τη γέµισε το θεϊκό κάλλος της νεαρής ανιψιάς του. Από κοντά ήταν ακόµα καλύτερη – η οµορφιά της ήταν ικανή να κολάσει τους ηγούµενους, τους πρωτοσύγκελους και τους ασκητές όλων των µονών της ελληνικής επικράτειας. Μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα, αν ερχόταν κάποιος και του έλεγε ότι σε κάποια δεδοµένη στιγµή της ζωής του θα έµενε τόσο σύξυλος όσο τώρα, δε θα τον πίστευε ούτε κι αν τον πλήρωναν. «Β... Βε... νετία;» κατάφερε να τραυλίσει µε κόπο, µετά από αρκετές στιγµές που τις πέρασε χάσκοντας σαν ηλίθιος. Η µικρή γέλασε κι έλαµψε το σύµπαν. «Αχ, να χαρείς, θείε, µην κάνεις κι εσύ σαν το γέρο µου! Μη µε λες Βενετία, δεν είµαι χνούδι! Μπέτυ, θείε µου! Μπέτυ!» Ωραία που είναι η ζωή! Απρόβλεπτη, γεµάτη εκπλήξεις, εναλλαγές κι ανατροπές! Τελικά, αυτή η µέρα ήταν γεµάτη πρωτόγνωρες συγκινήσεις – µε πρώτη και καλύτερη αυτήν εδώ. Ώστε γι’ αυτό σκεφτόταν τόσο πολύ τον αδερφό του τις τελευταίες µέρες/νύχτες... Πού να την έβλεπε κι ο Άρης – σίγουρα θα έπεφτε ξερός και θα άλλαζε αυθωρεί και παραχρήµα γνώµη γι’ αυτή την γκοµενίτσα που είχε µπανίσει χτες βράδυ. Τι είπε η µικρή; «Μην κάνεις σαν το γέρο µου... Μπέτυ...» Μπέτυ. Με τον αδερφό του µπορεί να µην τα βρήκε ποτέ, αλλά µε την ανιψιά του είχαν ήδη αρχίσει να συνεννοούνται.
ΜΕ
να σφυροκοπούν, το κεφάλι να γυρίζει και τα µάγουλα να καίνε σαν να βρισκόταν σε πυρετικό παροξυσµό ένα βήµα πριν τους σπασµούς, ο Λευτέρης Ματζιούρης προσπαθούσε όπως όπως να συρθεί ως το γραφείο του αδερφού του. Υπό κανονικάς συνθήκας θα έπαιρνε τη συγκοινωνία – η Πετρούπολη ήταν µακριά απ’ το κέντρο της Αθήνας. Όµως ο Λευτέρης βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση που δεν µπορούσε καν να διανοηθεί να κλειστεί µέσα σε κάποιο λεωφορείο. Ένιωθε τόση πίεση που φοβόταν ότι από στιγµή σε στιγµή θ’ ανατιναχτεί – και µαζί µ’ αυτόν θα έπαιρνε ο διάολος και το µέσο µαζικής µεταφοράς και, βεβαίως, και τους αθώους επιβάτες του. Το ρίσκο ήταν µεγάλο. Γι’ αυτό προτίµησε να πάει µε τα πόδια – κι ας έκανε δυο ώρες ποδαρόδροµο κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Η πλάση κόχλαζε, η άσφαλτος άχνιζε, ο ουρανός έµοιαζε να έχει χαµηλώσει και θύµιζε σακούλα – η πεζοπορία του έµοιαζε µ’ αγώνα δρόµου στην έρηµο της Σαχάρας, µέσα σε µια ατµόσφαιρα πηχτή σαν σιρόπι αηδίας. Καλύτερα – έτσι δε θα τραβούσε την προσοχή καθώς περπατούσε και σερνότανε σαν ζαλισµένο πουλερικό. Άλλωστε κι όλοι οι υπόλοιποι ελάχιστοι πεζοί κάπως έτσι ήταν. Ωστόσο αυτός σε κάτι διέφερε απ’ όλους τους άλλους παραζαλισµένους διαβάτες. Tον πρόδιδαν τα µάτια του που δεν µπορούσαν να σταµατήσουν να κλαίνε, δάκρυα καυτά που έσταζαν ένα ένα, απελπιστικά αργά, εγκλωβίζονταν στην αποπνικτική ατµόσφαιρα, µετατρέπονταν σ’ ασηµένια σηµάδια που άφηνε πίσω του καθώς προχωρούσε και πρόδιδαν το δρόµο του, σαν πυγολαµπίδες προάγγελοι ενός αναπόδραστου τέλους. Πραγµατικά, αυτό που ένιωθε µέσα του ο Λευτέρης Ματζιούρης µόνο ως τέλος θα µπορούσε να το περιγράψει. Κάτι είχε τελειώσει οριστικά. Στο µυαλό του, η προηγούµενη συζήτηση που είχε µε την κόρη του πηγαινοερχόταν συνέχεια και γρήγορα. Η πίεσή του πρέπει να είχε ανέβει σε όρια εγκεφαλικού. Ζαλιζόταν, του ερχόταν εµετός. Αυτό που του έφερνε απελπισία, όµως, ήταν η µελαγχολική σκέψη ότι ένας εµετός δε θα µπορούσε ποτέ να βγάλει από µέσα του αυτό το αίσθηµα της αηδίας και της αποφοράς που ένιωσε όταν άκουσε το σπλάχνο του, το κοριτσάκι του, να λέει τέτοια λόγια. Κι όχι τίποτα, αλλά τα έλεγε µε τόση αναίδεια κι απάθεια, που σαφώς τα πίστευε ολόψυχα. Κι όχι µόνο τα πίστευε, αλλά την είχαν ποτίσει ως το µεδούλι. Προφανώς αυτό το αηδιαστικό παραλήρηµα ήταν ο µπούσουλας της Βενετίας στη ζωή. Και, δυστυχώς, αυτός δεν µπορούσε πια να κλείνει τα µάτια του µπροστά στην αλήθεια. Αυτό που τον συνέθλιψε ήταν το γεγονός ότι συνειδητοποίησε αυτή την αλήθεια ξαφνικά κι απότοµα – γι’ αυτό έφριξε. Είχε ήδη χάσει ένα παιδί κι ήξερε καλά τον πόνο. Στην περίπτωση της Βενετίας, όµως, τα πράγµατα ήταν χειρότερα – η κόρη του ήταν µια ζωντανή νεκρή. Μπορεί να την είχε κοντά του – κι όµως, την είχε χάσει κι αυτή. Μέσα σε λίγα, αλλά άκρως αποκαλυπτικά λεπτά, ο Λευτέρης κατάλαβε ότι είχε µπροστά του ένα ξένο σώµα. Δεν αναγνώριζε πια το παιδί του. Εδώ που τα λέµε, δεν ήταν µόνο δικό της το φταίξιµο. Μπορεί να της είχε τροµαχτική αδυναµία, να καµάρωνε σαν φουσκωµένος διάνος για τη χάρη και την οµορφιά της κόρης του, αλλά ποτέ ως τώρα δεν είχε κάνει ουσιώδεις προσπάθειες να τη γνωρίσει – κι ο µόνος τρόπος για να γνωρίσεις έναν άνθρωπο είναι να µπεις στην ψυχή του. Κι όµως, αυτός όχι µόνο δεν τη γνώρισε, αλλά δεν την είχε προσέξει καν. Μια ζωή εφησύχαζε και πίστευε ότι έκανε το χρέος του σαν πατέρας µε το να φέρνει στο ΤΑ ΜΗΝΙΓΓΙΑ
σπίτι όσα λεφτά έδινε ο Θεός – για τη διαπαιδαγώγηση του κοριτσιού άλλωστε πιο αρµόδια είναι η µάνα. Κι όµως, τι έφταιγε κι η καηµένη η Δάφνη γι’ αυτή την κατάντια; Πόσο µπορούσε να επιβληθεί σ’ έναν άνθρωπο του οποίου τα γονίδια, όπως αποδείχτηκε, ήταν χαλασµένα εκ γενετής; Αυτός ήταν που έπρεπε να είχε πάρει την κατάσταση στα χέρια του απ’ την αρχή, εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Να δείξει και λίγη αυστηρότητα, λίγη πυγµή, λίγη πατρική εξουσία, όχι µόνο αγκαλιές και γλυκόλογα τα πρωινά της Κυριακής. Όταν η Δάφνη του έκρουε τους κώδωνες του κινδύνου εδώ και χρόνια, εκείνος γελούσε, αγνοούσε πεισµατικά τα προειδοποιητικά σηµάδια κι έλεγε ελαφρά τη καρδία: «Παιδί είναι, θα στρώσει». Και να τα αποτελέσµατα. Μια ολόκληρη ζωή απορροφηµένος απ’ το κυνήγι του επιούσιου κι όλα τα άλλα µικρά και µεγάλα προβλήµατα της καθηµερινότητας, ήρθε αυτή η µέρα και βρέθηκε ξαφνικά ενώπιον τετελεσµένων γεγονότων. Ένα τόσο ψυχρά κατηγορηµατικό ύφος, ακόµα κι όταν προέρχεται από ένα παιδί δεκαπέντε χρόνων, δεν µπορεί ν’ αφήσει ούτε µια τόση δα αµφιβολία. Η καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί – δεν υπήρχε πια πισωγύρισµα. Τι κέρδισε τόσα χρόνια που της έδειχνε αδυναµία; Η Βενετία δεν καταλάβαινε απ’ αυτά – Κύριος οίδε από τι καταλάβαινε. Όταν αποφάσισε ότι ήταν αρκετά δυνατή και σε θέση να διεκδικήσει την άποψή της, σήκωσε το µπαϊράκι της επανάστασης κι έτρεχε ντουγρού προς τον γκρεµό. Κι ο καηµένος ο Λευτέρης για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο αδύναµος, τόσο αγράµµατος, τόσο ανήµπορος να χειριστεί την κατάσταση. Τι στην ευχή να έκανε; Να την έσπαγε στο ξύλο; Όχι, αυτά τα πράγµατα δεν είναι του Θεού. «Όστις θέλει οπίσω µου ελθείν», είχε πει ο Χριστός. Καλός άνθρωπος δε γίνεσαι µε το στανιό. Με το ξύλο λοιπόν δε θα έβγαζε τίποτα – τουναντίον, θα κολαζόταν όσο δεν έπαιρνε και µετά δε θα µπορούσε να ξαναντικρίσει τα µούτρα του στον καθρέφτη. Ήδη ένα χαστούκι τής έδωσε και το είχε µετανιώσει – ένιωθε άνανδρος που σήκωσε τη χερούκλα του πάνω σ’ αυτό το µπουµπούκι. Μήπως να την κλείδωνε στο υπόγειο; Τότε ήταν που θα την έχανε για πάντα – µε τη βία και τον καταναγκασµό καταφέρνουν να επιβάλλονται µόνο οι ανάξιοι, άσε που έχει αποδειχθεί ότι όταν πας να επιβάλεις κάτι µε το ζόρι φέρνεις τα αντίθετα αποτελέσµατα, λες κι ενεργοποιείται µέσα στο µυαλό κάποιο µοτεράκι που παίρνει ανάποδες στροφές. Άλλωστε η Βενετία ήταν τόσο διαβολικά καπάτσα κι εφευρετική, που σίγουρα θα έβρισκε τρόπο να το σκάσει ακόµα κι αν ο δύστυχος πατέρας έκλεινε µε µπετόν αρµέ την καταπακτή του υπογείου κι έστηνε και πέντ’ έξι φρουρούς από πάνω, για µεγαλύτερη ασφάλεια. Αν επέβαλλε βία, εκείνη θα το έσκαγε για πάντα απ’ το σπίτι – κι η επόµενη φορά που θα ξανάβλεπε την κόρη του θα ήταν σε κανένα από κείνα τα σινεµά γύρω απ’ την πλατεία Οµονοίας, πρωταγωνίστρια σε τσόντα, κι από κάτω να τραβάνε µαλακία µε µάτια γουρλωµένα καµιά εξηνταριά αλλοδαποί. Φρίκη. Με το καλό την είχε ήδη πάρει. Tο αποτέλεσµα ήταν να θεωρήσει η µικρή την ανοχή του ως κατανόηση, κι ακόµα χειρότερα, ως συγκατάθεση, να πάρει φόρα και να του αραδιάσει όλα τα ελεεινά και τρισάθλια που είχε στο νου της να κάνει. Μάλιστα, ήταν τόσο πωρωµένη κι αναιδέστατη, που πολύ πιθανόν να περίµενε κιόλας απ’ τον πατέρα και τη µάνα της να της δώσουν συγκινηµένοι την ευχή τους να πάει να ξεβρακωθεί! Ο Λευτέρης δεν µπήκε στον κόπο ούτε καν να προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του ότι τα πράγµατα ίσως δεν ήταν και τόσο σοβαρά. Aρκούσε να του έρθει στο µυαλό η ανάµνηση απ’ τα µάτια της που γυάλιζαν, ο αποφασισµένος τόνος της φωνής κι η γλώσσα που περνούσε πάνω απ’ τα χείλη της µε τόση ξετσιπωσιά για να τον κάνουν να καταλάβει µια και καλή ότι τους είχε βρει συµφορά.
Κι αυτός ήταν εντελώς ανίσχυρος. Βυθισµένος όπως ήταν στις µαύρες σκέψεις, σκουντούφλησε πάνω σε κάποιον κατάπληκτο περαστικό. Αναπήδησε ξαφνιασµένος. Ζήτησε όπως όπως ένα «συγγνώµη» και συνέχισε να σέρνει τα βήµατά του, κάνοντας πως δεν άκουσε το καυστικό σχόλιο: «Κοιµάσαι όρθιος». Δυστυχώς, δεν κοιµόταν. Μακάρι να κοιµόταν όρθιος, ακόµα καλύτερα, µακάρι να κοιµόταν και ξαπλωµένος, σ’ ένα από εκείνα τα κρεβάτια που όταν πέφτεις δεν ξανασηκώνεσαι, τα κλείνουν από πάνω µ’ ένα καπάκι, τα παραχώνουν µες στη γη, ρίχνουν από πάνω καµιά εκατοστή φτυαριές χώµα και πέντε έξι λουλούδια κι η φιέστα τελειώνει για όλους, ξαπλωµένους κι όρθιους. Εκεί, σ’ ένα τέτοιο κρεβάτι, τουλάχιστον θα εξασφάλιζε οριστικά την ησυχία του και δε θα είχε ν’ ασχοληθεί µε τόσο περίπλοκα προβλήµατα, στα οποία, όσο κι αν προσπαθούσε, λύση δεν έβρισκε, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου – πολύ περισσότερο η ψυχή της κόρης του. Αµέσως µετάνιωσε που έστω και για µια στιγµή λύγισε τόσο ώστε να ευχηθεί το θάνατό του. Έκανε το σταυρό του ντροπιασµένος. Για τη ζωή και το θάνατο αποφασίζει µόνο ο Θεός. Εκτός αυτού, αν πέθαινε αυτός σίγουρα θα τον ακολουθούσε κι η Δάφνη. Όχι µόνο γιατί δεν µπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν, αλλά κι επειδή σίγουρα δε θα µπορούσε ν’ αντέξει για πολύ να κάθεται και να παρακολουθεί τα ρεζιλίκια της Βενετίας, τα οποία, φυσικά, θ’ άρχιζαν αµέσως µε το που θα έµεναν µόνες στο σπίτι οι δυο τους, µε τον άντρα του σπιτιού, το µόνο στιβαρό χέρι που θα µπορούσε να επιβάλει µια στάλα τάξης εκεί µέσα, να βρίσκεται ξαπλωµένος µέσα σ’ έναν τάφο και να κοιτάζει τα ραδίκια ανάποδα. Κι όλ’ αυτά, βεβαίως, αν τα ρεζιλίκια της Βενετίας δεν είχαν ήδη αρχίσει – και γι’ αυτό ο Λευτέρης δεν έπαιρνε κι όρκο. Άλλωστε τι της χρειαζόταν να τα κάνει; Αφού τα είχε ήδη φανταστεί, ονειρευτεί και ξεστοµίσει – άρα το µισό έγκληµα είχε ήδη τελεστεί. Και σαν να µην έφταναν όλ’ αυτά τα φρικαλέα, η µικρά είχε και το θράσος να τον κατηγορήσει κι ως άχρηστο επί της ουσίας, που χαράµισε τη ζωή του για µια χούφτα ευρώ και µερικές ελπίδες. Και τις προσπάθειές του για να είναι καλός και ν’ ακολουθεί το θέληµα του Θεού η Βενετία τις αποκαλούσε «τρίχες». «Πιστεύεις στον Χριστό, πατέρα, κι όµως σ’ όλη σου τη ζωή σταυρώνεσαι σαν κι Aυτόν...» Έτσι είχε η πει η µικρή. Πρώτη φορά τον είχε αποκαλέσει «πατέρα». Με το φτωχό του µυαλό ο Λευτέρης δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Με τη µεγάλη ψυχή του, όµως, τα είχε καταλάβει όλα. Η µεσηµεριανή συζήτηση δεν ήταν τυχαία. Ήταν βαθιά αλληγορική – απ’ αυτές που µέσα τους περιέχουν ένα µυστικό, καλά κρυµµένο µήνυµα, υλικό για σκέψη σε στιγµές θείας φώτισης. Τώρα λοιπόν θυµήθηκε κι εκείνη την παραίσθηση που είχε καθώς η Βενετία του έλεγε αυτές τις λίγες λέξεις – στ’ αλήθεια, ποτέ του δεν περίµενε απ’ την κοκορόµυαλη κόρη του να ξεστοµίσει µια τέτοια φράση, σχεδόν ποιητική, αλλά ήταν κι ο τρόπος που την είπε. Περιπαικτικά, µια διάχυτη ειρωνεία έβραζε κάτω απ’ τον φαινοµενικά σοβαρό της τόνο, λες και κάποιος άλλος µιλούσε από µέσα της. Για ένα τόσο δα κλάσµα του δευτερολέπτου, λοιπόν, ο Λευτέρης είχε δει µια άγονη έρηµο, που έκαιγε κι άχνιζε σ’ έναν απόηχο καυτού ηλιοβασιλέµατος, και δυο πλάσµατα που έµοιαζαν µε οφθαλµαπάτη, σαν ν’ αντικατοπτρίζονταν απ’ το πουθενά, να αναµετρώνται µε το βλέµµα. Ο ένας έλαµπε ολόχρυσος
κάτω απ’ τον καυτό ήλιο κι ήταν όµορφος σαν άγγελος. Ήταν ο Αρχιστράτηγος των Επουρανίων Δυνάµεων. Ο άλλος έλαµπε ολόχρυσος κι αυτός, αλλά ήταν άσχηµος – ένα τέρας µε πολλά κεφάλια, χέρια και πόδια, που ξερνούσε απ’ το στόµα φωτιά, θειάφι και θάνατο. Ήταν ο Διάβολος. Ακόµα και τώρα, στη µέση του δρόµου, αρκετές ώρες µετά, η ανάµνηση εκείνης της παραίσθησης είχε τη δύναµη να τον καθηλώσει αποτελεσµατικά. Ο παραλληλισµός, ο συµβολισµός, ήταν ικανός να τον σκοτώσει. Κι όµως, να πάρει η ευχή, βρισκόταν αντιµέτωπος µε την πρόκληση της πιο µεγάλης αλήθειας απ’ όλες. Πώς να της γυρίσει την πλάτη; Αυτή η αλήθεια συµπυκνωνόταν στο ότι το χειρότερο όλων δεν ήταν η Βενετία – ήταν άλλο. Κι όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί γιατί φοβόταν ότι ίσως θα φαινόταν λιγόψυχος κι αχάριστος προς το Θεό, δεν µπορούσε πια να εθελοτυφλεί – άλλωστε σήµερα ήταν η µέρα της αλήθειας, κι ως γνωστόν, ο Θεός αγαπάει την αλήθεια. Το πρόβληµα το είχε ο ίδιος. Από µέσα του ξεκινούσαν όλα. Γιατί όσο καλός και ηθικός και τίµιος κι αν ήταν, δε θα κατάφερνε ποτέ του ν’ αλλάξει τον κόσµο. Ο κόσµος τού σήµερα ήταν αυτός που γεννούσε πλάσµατα σαν τη Βενετία. Κι αυτή µε τη σειρά της συντηρούσε τον κόσµο τού σήµερα. Μπροστά σ’ αυτό τον κόσµο ο Λευτέρης ένιωθε πιο ανίσχυρος κι ασήµαντος κι από ένα µηδενικό. Όχι πως τη δικαιολογούσε, αλλά τι να σου κάνει και το παιδί; Αναζητούσε κι έβρισκε πρότυπα µέσα στο βόθρο, διότι από εκεί περνούσε το ρεύµα της εποχής. Εποχή της επικοινωνίας, σου λέει. Η ανθρώπινη επαφή χάθηκε – τη θέση της πήρε η τηλεόραση. Και µήπως έδειχνε και τίποτα της προκοπής; Μόνο κάτι µαλάκες µε µεταξωτά πουκάµισα και πούρα και κάτι ξετσίπωτες µε µπούτια και βυζιά έξω – αυτούς ανεβοκατέβαζε κι εκθείαζε νύχτα µέρα η τηλεόραση. Οι άλλοι, οι άξιοι, που αφιέρωναν τη ζωή τους σε υψηλούς σκοπούς, οι έντιµοι, οι ηθικοί, δεν ήταν προϊόν κατάλληλο για τηλεθέαση. Ίσα ίσα, ο πολύς κόσµος τους θεωρούσε παράξενους και βαρετούς –γι’ αυτό οι τηλεοράσεις ή τους αποσιωπούσαν εντελώς ή τους αφιέρωναν κάνα δυο λεπτά το µήνα σε κάποια εκποµπή που παιζόταν στις τρεις το πρωί– οπότε οι µόνοι πιθανοί τηλεθεατές θα ήταν οι ίδιοι οι ενδιαφερόµενοι. Κατά τα άλλα, το µενού ήταν γνωστό κι αηδιαστικό σαν οµελέτα φτιαγµένη απ’ τη µύξα του σερβιτόρου: τηλεπαιχνίδια µε ηµίγυµνες γλάστρες, κοσµικές εκποµπές για πλούσιους και διάσηµους, κουτσοµπολιό σε γερές δόσεις για να µη χάνει ο κοσµάκης την επαφή µε τα γεγονότα που συγκλόνιζαν το πανελλήνιο, όπως παραδείγµατος χάριν από τι υλικό ήταν φτιαγµένη η χέστρα του καµπινέ του εστιατορίου στο οποίο έφαγε προ ηµερών ο τάδε σταρ της τηλεόρασης, γελοίες ταινίες αµερικανικών προδιαγραφών µε ήρωες ντυµένους στην τρίχα των οποίων η καθηµερινότητα δεν αντιµετωπίζει απολύτως κανένα πρόβληµα, οπότε κι αυτοί τώρα προσπαθούν απλώς να είναι ευχάριστοι ανταλλάσσοντας εξυπνάδες, ταινίες όπου το κέρατο πάει σύννεφο, καθώς κι αστυνοµικά όπου οι σφαίρες έπεφταν σαν το χαλάζι – οπότε δε χρειάζεται υπόθεση. Α, βεβαίως και ποδόσφαιρο, που έχει τη δύναµη και σε κάνει να ξεχνιέσαι διότι παρακολουθείς σαράντα τέσσερα πόδια κι όσο να ’ναι ζαλίζεσαι και, τελευταίες και καλύτερες, οι γνωστές και µη εξαιρετέες γελοίες εκποµπές όπου µαζεύονταν πέντε δέκα πολιτικοί γύρω από ένα τραπέζι και παρίσταναν τους σωτήρες του έθνους, τσιρίζοντας και µαλώνοντας µεταξύ τους σαν κοκόρια σε µονοµαχία –γιαλαντζή µονοµαχία βέβαια, αφού τα συµφέροντα ήταν κοινά κι οι µάσες χοντρές και δεδοµένες– κι αφού µετά τα έβρισκαν δήθεν
χάρη στην παρέµβαση του σκληροτράχηλου δηµοσιογράφου που διηύθυνε τη συζήτηση, µε βαρυσήµαντο ύφος άρχιζαν ν’ αραδιάζουν στον κοσµάκη τόσες ψευτιές, που ήταν απορίας άξιον πώς δεν έπεφτε επιτόπου το ταβάνι στο κεφάλι τους να τους πλακώσει. Δεν είχε κι άδικο ο κόσµος που µε το που τους έβλεπε άλλαζε κανάλι και πήγαινε κατευθείαν εκεί που έπαιζε κουτσοµπολιά και τσίτσιδους κοσµικούς. Αυτή είναι ζωή, κύριε, αυτά είναι θεάµατα να τα βλέπεις ν’ ανοίγει η ψυχή σου! Κι ο ύπνος του δικαίου καλά κρατεί. Αλήθεια, ποιος αποκόµιζε όφελος απ’ το αποκοίµισµα και τη χαύνωση του κοσµάκη; Ένας ξαφνικός εκκωφαντικός θόρυβος, που έµοιαζε µε έκρηξη φουρνέλου σε λατοµείο, ακολουθούµενος αµέσως από ένα αλλόκοτο τσιριχτό σαν στρίγκλισµα φρένων αµαξοστοιχίας λίγο πριν απ’ το µοιραίο τράκο τον έκανε να τιναχτεί τροµαγµένος για να προλάβει να σωθεί. Κοίταξε πλάι του κι είδε ένα αυτοκίνητο µε τα παράθυρα ανοιχτά ντάλα. Ο µερακλής οδηγός χτυπούσε τα δάχτυλά του, δίνοντας τον τόνο στο άσµα που απολάµβανε ολόψυχα. Ο Λευτέρης κατάλαβε – µάλιστα, µετά τους προηγούµενους απερίγραπτους θορύβους επακολούθησε κι ο θρήνος: µια τραγουδίστρια, είδωλο της εποχής µε δεκάδες σουξέ στο ενεργητικό της, ξεφώνιζε παράφωνα το δράµα της για τον γκόµενο που την παράτησε, γιατί αποφάσισε την τελευταία στιγµή ο άνθρωπος ότι η κολλητή της του ταίριαζε καλύτερα! Πολύ νόηµα, δεν µπορείς να πεις... Εν τω µεταξύ στο µενού είχαν µπει µπουζούκια που βαρούσαν µε µανία το σκοπό του τραγουδιού, η δε µουσική που παρήγαγαν ταίριαζε απόλυτα µε το θρήνο της σταρ, άσχετο αν θύµιζαν τούρκικο γάµο στα βάθη της Ανατολής. Αυτή ήταν η κατάντια της µουσικής. Πού ήταν εκείνα τα θεϊκά τραγούδια όπως η Δραπετσώνα, το Βρέχει στη Φτωχογειτονιά, η Άπονη Zωή και τόσα άλλα διαµάντια που µιλούσαν στις καρδιές; Αντικαταστάθηκαν από κακόφωνα ουρλιαχτά των διάφορων σουσούδων που νόµιζαν ότι πρόσφεραν στην τέχνη και στην ψυχική ανάταση του κοσµάκη τραγουδώντας σκουπίδια µε ανεκδιήγητη θεµατολογία, σαν αυτό που είχε την ατυχία ν’ ακούσει τώρα ο Λευτέρης µέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο ενός διερχόµενου αυτοκινήτου. Βέβαια, τίποτα δεν ήταν τυχαίο – αφενός οι παλιοί καλοί δηµιουργοί είχαν αποφασίσει να σιωπήσουν και προτίµησαν να πάνε σπίτι τους παρά ν’ αναγκαστούν να κάνουν αβαρίες µόνο και µόνο για να τα κονοµήσουν, κι αφετέρου, οι ραδιοφωνικοί σταθµοί, που όσο να ’ναι είχαν µια δύναµη, προτιµούσαν να παίζουν αυτές τις πατσαβούρες της σύγχρονης εποχής παρά τα παλιά, αθάνατα τραγούδια, αυτά που είχαν γραφτεί για το λαό και µιλούσαν κατευθείαν στην καρδιά του. Η δικαιολογία των εµπλεκοµένων στο σύγχρονο µουσικό αίσχος ήταν, βεβαίως, αρκετά πειστική: «Αυτά θέλει ο κόσµος». Ναι, αλήθεια. Όλος ο κόσµος είχε φροντίσει να ενταχθεί στο σύστηµα. Φτωχοί και πλούσιοι. Σε µια εποχή που δε συνέβαινε απολύτως τίποτα το συνταρακτικό, το σύστηµα αποφάσιζε κι όλοι οι υπόλοιποι ακολουθούσαν δίχως να διαµαρτύρονται – πρόβατα που πήγαιναν στο σφαγείο χαµογελαστά. Έσκυψε το κεφάλι του απογοητευµένος. Κάποτε οι άνθρωποι είχαν οράµατα και πάλευαν γι’ αυτά. Δεν ήταν ανάγκη να πάει προ Χριστού – η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, που ο Λευτέρης τη µάθαινε στο πεζοδρόµιο και στη δουλειά, στο µεγάλο σχολείο της ζωής, ήταν γεµάτη παραδείγµατα: στην Κατοχή ο κόσµος πάλευε να διώξει τους κατακτητές, µε το χαµόγελο στα χείλη έτρεχαν όλοι στα χιονισµένα Μέτωπα και δεν ένιωθαν το κρύο γιατί καιγόντουσαν απ’ το όραµα της λευτεριάς. Μετά γεννήθηκε το όραµα της κοινωνικής
δικαιοσύνης – έστω κι αν γέννησε τον Εµφύλιο, δεν έπαυε να είναι όραµα. Μετά ήρθε η χούντα. Το Πολυτεχνείο σειόταν συθέµελα απ’ το όραµα για ψωµί, παιδεία, ελευθερία –όλ’ αυτά µες στο µυαλό του Λευτέρη έφερναν τη λέξη «δηµοκρατία»–, ώσπου εκείνη τη νύχτα του Νοέµβρη µπούκαραν τα τανκς κι οι φωνές σίγησαν, αλλά το όραµα έµεινε! Η δηµοκρατία –δικαίωµα, αλλά κι υποχρέωση των λαών που θέλουν να σέβονται τον εαυτό τους– έγινε γεγονός, κι όλ’ αυτά χάρη σ’ εκείνο το όραµα. Τώρα; Τι γινόταν τώρα; Πού πήγαν τα οράµατα; Πού πήγαν όλ’ αυτά για τα οποία άξιζε να πολεµήσει κανείς, ακόµα και τη ζωή του να δώσει; Τίποτα. Τίποτα δεν είχε µείνει όρθιο. Όλα είχαν βυθιστεί µέσα σ’ ένα τέλµα χωρίς πάτο και δίχως επιφάνεια, έτσι ώστε να µην µπορεί να βγει έξω κάποιος τελευταίος εναποµείνας σκεπτόµενος χριστιανός ν’ αναπνεύσει ελεύθερος και να φτύσει όλη αυτή τη σαπίλα και την αποφορά της αποτελµάτωσης. Τα πάντα είχαν τυλιχτεί σε µια γλυκιά χαύνωση, που αποκοίµιζε τις αισθήσεις προσφέροντας απλόχερα πρότυπα σαν αυτά για τα οποία ζούσε κι ανέπνεε η Βενετία κι οι χιλιάδες άλλες Βενετίες και Βενετίοι σ’ αυτό τον πούστη κόσµο: εύκολη ζωή, λάµψη, πλούτος, σταριλίκι, χλιδή, φώτα, καλλιστεία, πώς το είχε πει το άλλο η µικρή... σόου µπουζ, τέλος πάντων, σκατά, κάµερες, κανάλια και λεφτά µε ουρά, εύκολα κι άκοπα. Οι λέξεις «βιοπαλαιστής», «ηθική», «εντιµότητα», «ακεραιότητα», «ψωµάκι» και «Δόξα Σοι ο Θεός» δεν είχαν καµία θέση σ’ αυτή τη Νέα Τάξη Πραγµάτων. Όποιος τις χρησιµοποιούσε, ακόµα χειρότερα όποιος τις πίστευε και τις εφάρµοζε στη ζωή του για να πάει µπροστά, θεωρείτο γελοίος και γραφικός και τον ξερνούσε το σύστηµα – και, φυσικά, δεν πήγαινε µπροστά ακόµα κι αν βρισκόταν στη φορά του ανέµου. Το λαµπρό παράδειγµα, του οποίου η απόλυση απ’ τα πετρέλαια ήταν ζήτηµα ηµερών, βρισκόταν λίγο µετά τα µισά της απόστασης Πετρούπολη – Κολωνάκι. Δίχως να το καταλάβει, πλησίαζε στο κέντρο της Αθήνας. Κι ο ίδιος είχε βουλιάξει µέσα στο καταραµένο τέλµα, αλλά µε άλλο τρόπο – πολύ χειρότερο. Αν είχε αποκοιµηθεί κι αυτός, τουλάχιστον δε θα του είχε µείνει µυαλό για να σκέφτεται – και το δικό του θα είχε γίνει σούπα, όπως τόσων και τόσων άλλων που «πήγαιναν µπροστά» ακολουθώντας το ρεύµα της εποχής. Ο ίδιος εξακολουθούσε να έχει το µυαλό του στη θέση του, όµως ήταν παγιδευµένος στο τέλµα όπως το λιοντάρι στο κλουβί διότι δεν µπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα για να το αλλάξει. Βεβαίως, είχε καλές προθέσεις, όµως ντρεπόταν αφόρητα, σε σηµείο να εύχεται ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί, διότι τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά συνειδητοποιούσε ότι, παρά τα «Δόξα τω Θεώ» και την πίστη στο θέληµά Του, παρά το ότι έδινε το καλό παράδειγµα πηγαίνοντας µια ζωή µε το Σταυρό στο χέρι κι ας τον έλεγαν χαζό και µαλάκα, παρά το ότι αγωνιζόταν νυχθηµερόν να είναι δίκαιος, έντιµος, ακέραιος και καθαρός, παρά τις καλές του προθέσεις να συµβάλει κι αυτός σ’ έναν κόσµο καλύτερο, καθένα απ’ όλ’ αυτά τα «παρά» κι όλα τους µαζί είχαν µηδαµινή αξία, διότι για τις καλές του προθέσεις δε γνώριζε τίποτα κανείς. Σ’ όλη του τη ζωή υπήρξε καλός και δίκαιος, αλλά ήταν τόσο πτωχός τω πνεύµατι, πτωχός και φοβισµένος, ένας αγράµµατος µαθητής του Χριστού που λαχταρούσε ένα Πνεύµα Άγιο να του εµφυσήσει δύναµη να µιλήσει για το όραµα, για κείνο το όραµα που πνιγόταν µέσα σε µια γκρίζα καθηµερινότητα, για κείνο το όραµα που έθρεψε τόσες και τόσες γενιές, για το Καλό, που επιτέλους θα έκανε την εµφάνισή του και µετά από σκληρή µάχη θα εξαφάνιζε για πάντα το Κακό και θα το έκανε απλώς ανάµνηση που θα διαλυόταν σαν το δαχτυλιδάκι του καπνού. Κι εκείνος, σ’ αυτό το δύσκολο αγώνα ήταν ένας αφανής ήρωας, δίχως όπλα, δίχως
πανοπλία, µε µόνο του εφόδιο στον πόλεµο τις καλές του προθέσεις. Ναι, είχε βυθιστεί κι αυτός µέσα στο τέλµα – βουλιάζοντας στο µικρόκοσµό του, στο αγωνιώδες κυνήγι του για τον επιούσιο, για ένα πιάτο φαΐ βγαλµένο µε τον τίµιο ιδρώτα του προσώπου του, που σε λίγο θα του το έπαιρναν κι αυτό άδικα των αδίκων κάποιοι καρχαρίες. Έκανε τη δουλίτσα του µε το χαµόγελο στα χείλη, σε συναδέλφους και γείτονες πάντα συµπαραστεκόταν σαν αδερφός στις χαρές και τις λύπες, έλεγε ογδόντα «Δόξα Σοι ο Θεός» τη µέρα και µετά γυρνούσε στο σπιτάκι του ξεθεωµένος, αντάλλασσε µε τη Δάφνη ακόµα πέντε έξι ύµνους προς το Θεό κι έπειτα πήγαινε και ξεραινόταν στον ύπνο, θεωρώντας πως είχε κάνει το χρέος του σαν καλός χριστιανός και σαν καλός άνθρωπος εν γένει. Οι καλές του προθέσεις αρκούσαν για να είναι όλοι ευχαριστηµένοι – κι ο Θεός κι οι άνθρωποι γύρω του. Και δεν µπορεί, πού θα πήγαινε, κάποια µέρα η κοινωνία θα ξυπνούσε, θα έβλεπε ότι οδηγούνταν προς την αυτοκαταστροφή που φέρνει η έλλειψη οραµάτων κι όλοι θα ζούσαν καλά κι αγαπηµένα ώσπου να έρθει η Δευτέρα Παρουσία. Εν τω µεταξύ, εκείνος το καλύτερο που µπορούσε να κάνει ήταν να προσεύχεται γι’ αυτό. Δυστυχώς, όµως, ούτε οι προσευχές ούτε οι καλές προθέσεις ήταν αρκετές. Μια ζωή ονειρευόταν ν’ αλλάξει τον κόσµο, όµως τώρα, αυτή τη φοβερή µέρα, συνειδητοποίησε ότι δεν έκανε τίποτα ουσιώδες γι’ αυτό. Μια ζωή είχε κολληµένο στο µούτρο του ένα χαµόγελο εγκαρτέρησης κι ελπίδας και ξόδευε τον πολύτιµο χρόνο του ψέλνοντας «Δόξα Σοι ο Θεός», που µόνο η Δάφνη άκουγε και το πολύ ο Σωτήρης ο γείτονας, αν τύχαινε να έχει ανοιχτό παράθυρο. Ναι, µόνο που ο Θεός δεν αρκείται σε λόγια που χάνονται στον άνεµο µόλις περάσουν δυο στιγµές – σ’ αυτό το έρµο ασκηταριό που λέγεται ζωή ο Θεός για να δοξαστεί θέλει έργα. Πράξεις. Θέλει να δώσουµε και την τελευταία ικµάδα των δυνάµεών µας στον αγώνα για την εξάλειψη του Κακού. Για να γίνει ο κόσµος καλύτερος δεν αρκεί να προσευχόµαστε – πρέπει και να προσπαθούµε. Αυτό προσδοκούσε ο Θεός απ’ τον Λευτέρη κι όλους τους άλλους Λευτέρηδες του κόσµου που έφτιαξε «ποίησιν δε χειρών Αυτού». Και µετά, κι αν ακόµα ο αγώνας πάει χαµένος και δε φέρει αποτέλεσµα, κι αν οι Λευτέρηδες απέµεναν µοναχικοί σταυροφόροι στην έρηµη γη του πουθενά, τότε ναι, εκεί κολλάει ένα «Δόξα Σοι ο Θεός» και «Γεννηθήτω το θέληµά Σου», γιατί οι Λευτέρηδες θα ήξεραν ότι τουλάχιστον έκαναν ό,τι καλύτερο µπορούσαν. Το όραµα για µια καλύτερη και πιο δίκαιη κοινωνία θ’ αποκτούσε αξία µόνο αν το µοιραζόταν µ’ όσο περισσότερο κόσµο µπορούσε. Ν’ αφυπνιστεί ο κόσµος, όσο περισσότερος κόσµος γίνεται, όλοι, ει δυνατόν – αυτό χρειαζόταν. Ο Λευτέρης σοκαρίστηκε µπροστά στη συναίσθηση µιας τέτοιας ευθύνης. Κι αυτός, δυστυχώς, δεν ήταν Χριστός – δεν ήξερε να µιλάει καλά, διότι η τελευταία φορά που τον είχε επισκεφθεί το Άγιο Πνεύµα ήταν τη µέρα που βαφτίστηκε. Το µόνο που διέθετε ήταν δυο καθαρά µάτια, ένα ατόφιο χαµόγελο, µπόλικη πίστη στο Θεό κι ένα κάρο καλές προθέσεις – αρκετά όλ’ αυτά για να του χαρίσουν το φωτοστέφανο του Aγίου στον Παράδεισο της άλλης ζωής, αλλά κάτι έπρεπε να κάνει και για την Κόλαση του εδώ και του τώρα. Αλήθεια, πόσοι ήξεραν ότι µια φορά στους δυο µήνες έπαιρνε τη γυναίκα του και πήγαιναν στο νοσοκοµείο για να προσφέρουν εθελοντικά τα παράγωγα του αίµατός τους, για να έχει κάποιος ανώνυµος καρκινοπαθής µια ευκαιρία στη ζωή παραπάνω απ’ αυτή που είχε ο γιος τους ο Νικηφόρος; Κανείς δεν το ήξερε – κι όµως, πόση ανάγκη είχαν τα νοσοκοµεία από εθελοντές δότες... Εκείνοι όµως δεν το έλεγαν σε κανέναν, για να µην τους περάσουν για τρελούς ιεροµάρτυρες που κόµπαζαν για τις ελάχιστες καλές τους πράξεις. Θυµήθηκε ξαφνικά το χτεσινοβραδινό ξέσπασµα της Δάφνης.
«Πού είσαι, Θεέ µου, Θεέ µου, λυπήσου µας...» Μια παγερή ανατριχίλα διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του, τη στιγµή που γύρω του ο κόσµος κόχλαζε. Τι παράξενη µέρα... Απ’ τη Βενετία ξεκίνησε το πράµα και κοίτα πού κατέληξε: η κοκορόµυαλη µικρή ήταν το µικρότερο και συνάµα το µεγαλύτερο πρόβληµα απ’ όλα. Μπροστά στο δικό του υπαρξιακό δράµα τα καµώµατά της έµοιαζαν κωµικά, αλλά απ’ την άλλη το παιδί του ήταν ένα κοµµάτι απ’ τον εαυτό του. Αφού δεν ήταν ικανός να εµφυσήσει στο ίδιο του το σπλάχνο έστω κι ελάχιστες ηθικές αξίες, πώς σκατά επέτρεπε στον εαυτό του να πιστεύει ότι θα µπορούσε να τις εµφυσήσει στον κόσµο; Το πράγµα θα ήταν εντελώς γελοίο αν δεν ήταν τόσο, µα τόσο τραγικό: χτες χαράµατα µάλωνε τη Δάφνη γιατί έδειξε λιγοψυχία κι έλλειψη πίστης προς το Θεό και σήµερα ήταν η σειρά του να νιώθει τόσο µπερδεµένος, φοβισµένος, παραζαλισµένος. Για την ακρίβεια, δεν ήξερε τι του γινόταν. Και το πιο αστείο ήταν ότι κανείς απ’ όλους τους άγνωστους ανθρώπους που συνάντησε σήµερα στο δρόµο του δε θα έδινε δεκάρα ούτε για τις σκέψεις του ούτε για τα αισθήµατά του. Μάλιστα, αν µάθαιναν τι του συνέβαινε και τι ακριβώς σκεφτόταν, θ’ άρχιζαν να γελάνε όλοι µαζί και θα του πρόσφεραν αφιλοκερδώς το βραβείο της ανοιχτής παλάµης. Ποιος έδινε δεκάρα τη σήµερον ηµέρα για υπαρξιακά δράµατα κι άλλες τρίχες κατσαρές; Οι µισοί τρώγανε µέχρι σκασµού κι οι άλλοι µισοί πεινούσανε – τόσο απλά ήταν τα πράγµατα και µόνο ένα είχε σηµασία. Το φαΐ. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τέτοια απαισιοδοξία, αυτός, που µια ολόκληρη ζωή ήταν η προσωποποίηση της χαράς και της ελπίδας. Κι ένιωθε και αφόρητα, απόλυτα κι ολοκληρωτικά κουρασµένος. Και βρισκόταν ενώπιον ενός ορατού κινδύνου: αν έχανε κι αυτός τη δύναµή του, ποιος θα βρισκόταν να στηρίξει τη Δάφνη; Γιατί ο Λευτέρης το ήξερε – αν επέτρεπε κι αυτός στον εαυτό του ν’ αφεθεί να βουλιάξει στην απογοήτευση και τη θλίψη, το γεγονός θα ήταν οριστικό και µη αναστρέψιµο. Και µετά θα τους κατάπινε το χάος. Και τους δυο. Πάλευε να βρει κάτι για ν’ αντλήσει µια στάλα κουράγιο, αλλά όλα όσα πίστευε µια ολόκληρη ζωή τώρα έµοιαζαν θολά και µακρινά, σαν να είχε πέσει πάνω τους κάποιο πούσι. Οι πόρτες του µυαλού ήταν όλες ερµητικά κλειστές. Μόνο κάποια παραθυράκια ήταν ανοιχτά, αλλά όταν ο Λευτέρης τόλµησε να κοιτάξει µέσα τους αυτό που είδε δεν ήταν φως αλλά ατέλειωτο σκοτάδι. Είδε το γιο του, τη µόνη αχτίδα ελπίδας στη ζωή του, που τώρα τον έτρωγαν τα σκουλήκια. Είδε τη Δάφνη, που κακά τα ψέµατα, κοντά του έφαγε τα νιάτα της κι οσονούπω θα πέθαινε της πείνας. Είδε τα χαµένα τους όνειρα, αυτά που έκαναν όταν ήταν νέοι κι ανεβοκατέβαιναν το λιµάνι, δίχως να κουράζονται. Είδε τα πετρέλαια, που θα περνούσαν σε χέρια ιδιωτών. Είδε τη Βενετία, που ονειρευόταν τη µεγάλη ζωή – έστω κι αν χρειαζόταν να περάσει την πόρτα της ξαπλωµένη, µε τα ρυτιδιασµένα χέρια κάποιου πλούσιου γέρου να την πασπατεύουν. Είδε τον όρκο που είχε δώσει στο προσκέφαλο της µάνας του όταν πέθαινε. Θυµήθηκε κι αυτόν που πήγαινε τώρα να δει – αλήθεια, υπήρχε λόγος; Γιατί σιγά µην ήταν λόγος οι τέσσερις κερασιές απ’ το µπαξεδάκι της γιαγιάς... Πολλά µέτωπα ήταν ανοιχτά και το κακό ήταν ότι άνοιξαν όλα µαζί κι άνοιξαν και ξαφνικά – και τώρα ο Λευτέρης ένιωθε ότι από στιγµή σε στιγµή θα έπεφτε κάτι τροµερό πάνω του να τον καταπλακώσει.
Μα το Θεό, η Βενετία έµοιαζε απίστευτα στον αδερφό του, το θείο της. Έτσι ήταν κι αυτός – µια ζωή αχάριστος για ό,τι του έδινε ο Θεός, γκρίνιαζε και βαρυγκωµούσε για τη φτώχεια και την αναφαγιά. Τουλάχιστον ήξερε τι ήθελε – κάτι ήταν κι αυτό. Ο τρόπος, βέβαια, µε τον οποίο ο Λουλούδης απέκτησε αυτό που ήθελε έκανε τον Λευτέρη να θέλει να ξεράσει επιτόπου για ν’ ανακουφιστεί. Αλήθεια, όσο πλησίαζε στο γραφείο του αδερφού του, τόσο περισσότερο δεν καταλάβαινε τι στην ευχή πήγαινε να κάνει εκεί – κι αυτό κόντευε να τον τρελάνει. Απ’ τη µια ήθελε να κάνει µεταβολή και να φύγει τρέχοντας, να γυρίσει στη Δάφνη που την είχε παρατήσει σύξυλη ν’ απορεί, να χωθεί στην αγκαλιά της και να τα ξεχάσει όλα – εν τω µεταξύ η µικρή που το έσκασε µπορεί να είχε επιστρέψει. Και τότε θα την πήγαινε σε κανέναν παπά να τη διαβάσει. Πώς δεν το είχε σκεφτεί αυτό πιο πριν; Απ’ την άλλη όµως, αυτή η µαγνητική έλξη που τον οδηγούσε προς την οδό Πατριάρχου Ιωακείµ ήταν κάτι πέρα απ’ τις δυνάµεις του. Δεν µπορούσε ν’ αντισταθεί µε τίποτα. Σκουφά, έξοδος προς πλατεία. Να, εκεί. Απέναντι. Κοίταξε αφηρηµένος το ρολόι του: πέντε και µισή το απόγευµα. Αδύνατον! Αυτό σήµαινε ότι νόµιζε πως σερνόταν – η πραγµατικότητα του απέδειξε ότι έτρεχε σαν τρελός. Η καρδιά του ήταν µαύρη. Μετά απ’ αυτά που συνέβησαν σήµερα, ήξερε ότι το να πάει στο γραφείο του αδερφού του ισοδυναµούσε µ’ εξάσκηση στην αντοχή των ανθρώπινων νεύρων. Τελευταία φορά που τον είχε δει ήταν πριν από εφτά, οχτώ χρόνια – ο Λευτέρης δε θυµόταν, αλλά ήταν και φυσικό, διότι εκείνη η τελευταία συνάντηση δεν ήταν διόλου ευχάριστη. Ο σουλτάνος είχε εγκαίνια στο γραφείο του και καθόλου δεν είχε εκτιµήσει την ξαφνική εµφάνιση των ανεπιθύµητων φτωχών του συγγενών. Ως εκ τούτου, δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέµε χαρούµενος που τους ξανάβλεπε, ούτε περιποιητικός ούτε καν ευγενικός. Δεν το πολυπίστευε, αλλά ίσως όλ’ αυτά που έγιναν σήµερα να ’ταν µια σειρά από λεπτοµέρειες ενός καλοκουρδισµένου σχεδίου που είχε εξυφάνει ο Θεός προκειµένου να τον φέρει ξανά κοντά στον αδερφό του. Θα ήταν ψεύτης αν δεν οµολογούσε πόσο είχε πεθυµήσει τον µικρό. Αφού αυτός τον µεγάλωσε! Αυτός του έφτιαχνε φαγητό να φάει, αυτός τον παρηγορούσε όταν ξυπνούσε καµιά νύχτα τροµαγµένος απ’ τον µπαµπούλα του ονείρου, αυτός του έβαζε κρύες κοµπρέσες όταν είχε πυρετό, αυτός του σκούπιζε τη µύτη όταν έτρεχαν οι µύξες του, αυτός του έβαζε οινόπνευµα στο πόδι όταν έπεφτε και γρατσουνιόταν, αυτός του πλήρωνε τα φροντιστήρια που τον οδήγησαν στο Πανεπιστήµιο, να το τελειώσει και να παριστάνει τώρα το λιµοκοντόρο... Και στο τέλος εξαφανίστηκε – και για λόγους που το µυαλό του Λευτέρη αδυνατούσε να συλλάβει, ο µικρός δεν έδειχνε την παραµικρή επιθυµία να θυµηθεί ότι σ’ αυτό τον κόσµο είχε κι ένα µεγάλο αδερφό. Ε, λοιπόν τώρα ο µεγάλος θα πήγαινε ξανά κοντά στον µικρό – έπρεπε να έρθουν κοντά γιατί έτσι ήθελε ο Θεός. Παρ’ όλ’ αυτά, την ώρα που διάβαινε το κατώφλι της εισόδου του πολυτελούς κτιρίου που στέγαζε το γραφείο του αδερφού του ο Λευτέρης Ματζιούρης είχε την παρανοϊκή αίσθηση ότι µέσα σ’ αυτό το µέρος κατοικούσε ο ίδιος ο Διάβολος.
Ο
κοίταξε την ώρα. Πάντα κρατούσε αρχείο µε λεπτοµέρειες όταν του συνέβαιναν εξαιρετικά γεγονότα. Πέντε το απόγευµα. Ξεπερνώντας τη σαστισµάρα του, έσπευσε να πάρει την ανιψιά του απ’ το χέρι. Την οδήγησε στον καναπέ κι έκατσε κι εκείνος πλάι της, όλος αφτιά και κάτι παραπάνω από πρόθυµος να πραγµατοποιήσει την όποια επιθυµία της µικρής. Αν µάλιστα µε την πραγµατοποίηση της επιθυµίας της Μπετούλας ετύγχανε να εκνευριζόταν ο πατέρας της, τόσο το καλύτερο – µ’ ένα σµπάρο δυο τρυγόνια. Για λίγο δε µιλούσαν. Κοιτάζονταν σιωπηλοί. Ο Δάκης τη ζύγιζε µε το βλέµµα, για να µετρήσει πόσο θάρρος είχε η µικρή και πόσο εύκολα µπορούσε ν’ αντεπεξέλθει σε συνθήκες αµηχανίας. Μια χαρά τα κατάφερε η ανιψούλα – τον κοιτούσε µ’ απροκάλυπτο θαυµασµό και σεβασµό σε ίσες δόσεις. Του χαµογελούσε θαρρετά δίχως να παίρνει τα µάτια της από πάνω του, δίχως να παίζει µε γελοίο τρόπο τα χέρια της –αλάνθαστο δείγµα αµηχανίας– και, βεβαίως, δίχως να ξεστοµίσει κανένα ανεκδιήγητο «αυτάαα», όπως γίνεται πολλές φορές σε παρόµοιες περιπτώσεις µέχρι να σπάσει ο πάγος. Πάρα πολύ ωραία. Τότε ο Δάκης αποφάσισε να µιλήσει. «Λοιπόν, ανιψούλα;» είπε χαµογελαστός. «Ποιος καλός άνεµος σ’ έφερε κατά δω;» Η µικρή τον κοίταξε µε σηµασία. «Καταρχάς, θείε µου...» ξεκίνησε να λέει. Ο Δάκης τη διέκοψε µε µια χαριτωµένη ανάταση της δεξιάς χειρός. «Καταρχάς δε θα µε λες “θείε µου”. Μπορεί να είµαι θείος σου, αλλά δεν είµαι γέρος!» «Κατάλαβα!» είπε θριαµβευτικά η Μπέτυ. «Θες να σε λέω Δάκη, ε;» Ο Δάκης την κοίταξε µε άκρως επιδοκιµαστικό βλέµµα. Φωστήρας η µικρά! Προφανώς είχε καταλάβει ότι ο διάσηµος θείος της σιχαινόταν το «Λουλούδης» ίσως πολύ περισσότερο απ’ όσο η ίδια το δικό της όνοµα. «Μπράβο, είσαι πολύ έξυπνο κορίτσι!» τόνισε. «Λοιπόν, τι πήγαινες να µου πεις;» «Α, ναι. Που λες λοιπόν, Δάκη, το έσκασα απ’ το σπίτι». Τα µάτια του Δάκη κόντεψαν να πεταχτούν απ’ τις κόγχες τους. Αυτό κι αν ήταν είδηση – σίγουρα ο αδερφός του αυτή ακριβώς τη στιγµή θα ήταν παράλυτος από εγκεφαλικό! Παραλίγο να ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια µέχρι δακρύων, όµως συγκρατήθηκε µέχρι να µάθει περισσότερα. «Τ... τι έκανες, λέει;» ψέλλισε. Η µικρή τον κοίταξε µε έκπληξη. «Συγγνώµη, δεν το είπα σωστά. Δεν εννοούσα ότι το έσκασα απ’ το σπίτι για πάντα. Το έσκασα απλά για να έρθω να σε βρω». «Δηλαδή ο πατέρας σου κι η µητέρα σου δεν ξέρουν ότι είχες σκοπό να έρθεις εδώ, σε µένα;» «Όχι, βέβαια!» µούγκρισε οργισµένη η µικρή. «Αν το ήξεραν, θα µε είχαν κλειδώσει στο υπόγειο και θα µ’ άφηναν να ξαναβγώ από κει µέσα γριά φαφούτα!» «Α, τόσο καλά!» κούνησε το κεφάλι του µε νόηµα. «Τόσο και χειρότερα», αναστέναξε η Μπέτυ. «Και για να σου πω και την αλήθεια, έτσι που είναι τα πράγµατα τη βλέπω τη δουλειά – είναι θέµα χρόνου να το σκάσω για πάντα», ολοκλήρωσε συλλογισµένη. ΔΑΚΗΣ
«Μη σ’ τα βγάλω µε το τσιγκέλι!» είπε ανυπόµονα ο Δάκης. «Έχεις δίκιο. Ξεκινάω. Το λοιπόν, το κακό άρχισε να παραγίνεται µε το που πέθανε ο Νικηφόρος». Ο Δάκης αποσβολώθηκε. «Πέθανε ο Νικηφόρος; Πότε; Πώς;» «Σε µια βδοµάδα κλείνει χρόνο. Από καρκίνο. Δεν το ήξερες;» Ο Δάκης αφαιρέθηκε – εντάξει, δε θ’ άρχιζε και να κλαίει για τον ανιψιό που έχασε, αλλά δεν µπορούσε να πει ότι χαιρόταν κιόλας. Ούτως ή άλλως, και µόνο το άκουσµα της λέξης «καρκίνος» ήταν αρκετό για να του χαλάσει το κέφι. Γενικώς, ο καρκίνος ήταν το µόνο που φοβόταν στη ζωή. Πράµα άτιµο, ύπουλο, εµφανιζόταν την πιο ακατάλληλη στιγµή και δε ρωτούσε να µάθει αν είσαι πλούσιος και διάσηµος, αν περνάς ζωή χαρισάµενη και χαίρεσαι το κάθε λεπτό της – τουναντίον, εκεί που δεν τον περίµενες ερχόταν απρόσκλητος, σου κατάτρωγε το είναι και στο τέλος σ’ έστελνε στο διάολο, µ’ όλα τα λεφτά κι όλες τις υψηλές γνωριµίες του κόσµου να µην είναι ικανές να σε σώσουν απ’ τη µαύρη σου µοίρα. Και να το το «δεύτε τελευταίον ασπασµόν». Ο Δάκης ανατρίχιασε. Ο αδερφός του πέρασε µόνος του όλο αυτό το καραµέτι, τη συµφορά, δίχως να σπεύσει να του κλαφτεί και, κυρίως, δίχως να ρίξει τα µούτρα του να έρθει να του ζητήσει λεφτά για να βοηθήσει το γιο του να πεθάνει µ’ όλες τις ανέσεις – µα τις χίλιες πίπες, δεν ήταν τώρα η κατάλληλη στιγµή να σκεφτεί αν θα του τα έδινε ή όχι. Τέλος πάντων, καλύτερα που είχαν έρθει έτσι τα πράγµατα. Τουλάχιστον τώρα θα µπορούσε να τον χορέψει στο ταψί δίχως να χρειάζεται να τίθενται ζητήµατα ζωής και θανάτου. Ένα στραβό χαµόγελο πήγε ν’ ανθίσει στα χείλη του, αλλά το έδιωξε εγκαίρως. «Πώς να το µάθω, Μπέτυ; Εσύ η ίδια δεν είπες πριν ότι οι γέροι σου θα προτιµούσαν να σε κλειδώσουν στο υπόγειο παρά να σ’ αφήσουν να έρθεις να µε δεις;» είπε τελικά. «Ζωή σε λόγου µας». «Σωστά», είπε η µικρή. «Λοιπόν, Δάκη, θα σ’ τα πω όλα µε το νι και µε το σίγµα, όσο πιο σύντοµα µπορώ. Που λες, λοιπόν...» Κι η µικρή άρχισε την εξιστόρησή της. Με τα µάτια της να πετάνε σπίθες και τα χέρια της να κουνιούνται σαν ελικόπτερα σε απογείωση. Του διηγήθηκε µε κάθε λεπτοµέρεια το προσωπικό της δράµα, την πηγή της τροµερής της δυστυχίας, δίχως να προσθέσει ή να αποκρύψει τι. Για τη φτώχεια και την κακοµοιριά που βασίλευε στο σπίτι της Πετρούπολης. Για τον πατέρα της, που παράδερνε σαν είλωτας σε δουλειές του ποδαριού µε µόνο αποτέλεσµα να φέρνει φράγκα µε το σταγονόµετρο – που κι αυτά σε λίγο θα τα έχανε γιατί θα τον πετούσαν στο δρόµο µε τις κλοτσιές, κι αντί να κάνει κάτι να ξεµαυρίσει το χάλι του το µαύρο, να σώσει και τις γυναίκες του σπιτιού, εκείνος χαµογελούσε σαν ηλίθιος κι έλεγε «Δόξα Σοι ο Θεός», «Έχει ο Θεός» κι όποια άλλη µαλακία του ερχόταν στο νου, αρκεί να περιείχε το Θεό. Για τη µάνα της, που δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει απ’ το να περιφέρεται µέσα στο σπίτι και να ψέλνει αρχαία και προσευχές, κι αντί να αποφασίσει επιτέλους να ψάξει να βρει µια δουλειά αντάξια στην οµορφιά της, να φέρει κι αυτή κανένα φράγκο µέσα σ’ εκείνο το σπίτι του τρόµου, προτιµούσε να παραµένει µια άνεργη καθαρίστρια προκειµένου, λέει, να διατηρήσει τη δήθεν αξιοπρέπεια του χαρακτήρα της, για να µη φιλήσει κατουρηµένες ποδιές και να µην κάνει ατιµίες, δίχως σχέδια, δίχως όνειρα, µε µόνη προοπτική την πιθανή επαναπρόσληψή της στο δήµο Πετρούπολης – πράγµα που η Μπέτυ το τοποθετούσε χρονικά κάπου γύρω στο 2025. Για τον Νικηφόρο δε µίλησε καθόλου. Άλλωστε αυτός ήταν πεθαµένος, ως εκ τούτου ήταν έξω απ’ το χορό – κι απ’ το παιχνίδι.
Ο θείος Δάκης την άκουγε µ’ έκδηλο ενδιαφέρον, έχοντας στυλώσει ως επί το πλείστον το βλέµµα του στο στήθος της, που αναπηδούσε µε τρόπο χαριτωµένο καθώς η µικρά εξιστορούσε τα φλέγοντα θέµατα που την απασχολούσαν – αλλά εκείνη ήταν τόσο απορροφηµένη απ’ τη δίκαιη αγανάκτησή της, που δεν το πρόσεξε. «Εδώ κλείνει το πρώτο σκέλος της ιστορίας», είπε η ανιψιά αναστενάζοντας απ’ τα φυλλοκάρδια της. Ο Δάκης την κοίταξε µε τα µάτια µισόκλειστα. «Κατάλαβα. Έτσι όπως πάνε τα πράγµατα, θα πεθάνετε της πείνας αν δεν έχει ήδη προλάβει να πέσει το σπίτι να σας πλακώσει. Είµαι πρακτικός άνθρωπος, Μπέτυ. Από µένα τι θέλεις; Λεφτά;» «Όχι». Η µικρή έριξε µια προσεκτική µατιά στο χώρο γύρω της κι ο θαυµασµός της ήταν τόσος, που παραλίγο ν’ αρχίσουν να της τρέχουν τα σάλια. Έκανε µια αόριστη χειρονοµία δείχνοντας γύρω της. «Θέλω να γίνω σαν και σένα». Ο Δάκης εξεπλάγη. «Δηλαδή τι; Δικηγόρος;» αστειεύτηκε. «Μη µε δουλεύεις», του αντιγύρισε βαριά – κι εκείνη ακριβώς τη στιγµή ο Δάκης είχε την παράξενη αίσθηση ότι απέναντί του δεν είχε ένα δεκαπεντάχρονο νιάνιαρο αλλά µια ώριµη γυναίκα που ήξερε και τι έλεγε και τι ήθελε, κι ήταν και πανέµορφη. Κι ο άντρας απέναντί της, κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, το έβρισκε όλο και πιο δύσκολο να µην απλώσει το χέρι του πάνω της – κι όχι, βέβαια, στοργικά κι αθώα, ως όφειλε ένας θείος. «Μπορεί να είµαι έξυπνη, όπως είπες, αλλά σκυλοβαριέµαι το διάβασµα. Δε θέλω να γίνω δικηγόρος. Θέλω απλώς να γίνω πλούσια». Ο Δάκης σάστισε. «Με βοηθάς να καταλάβω;» «Αυτό ακριβώς έχω σκοπό να κάνω», µουρµούρισε η Μπέτυ. Και δίχως να χάσει χρόνο, έφτασε στο διά ταύτα. Η ίδια, το λοιπόν, δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους. Εκείνη και όνειρα είχε και στόχους και προοπτικές – δεν ήθελε να περάσει όλη της τη ζωή µέσα στη φτώχεια και τη µιζέρια, την οποία οι γέροι επέµεναν να βαφτίζουν «ευτυχία», κι όσο για τη δήθεν αξιοπρέπεια µε την οποία τη λιβάνιζαν νυχθηµερόν, η Μπέτυ τη θεωρούσε ως φτηνή δικαιολογία για να κουκουλώνουν τα χάλια τους. Ε, λοιπόν δεν είχε καµία όρεξη και κανένα σκοπό να καταντήσει σαν αυτούς – πολύ περισσότερο σαν τη µάνα της, να πάει να παντρευτεί από δεκαεφτά χρόνων µε κανέναν µπατίρη οικοδόµο ή σκαφτιά, να µαγειρεύει φακές και ν’ αραδιάζει κουτσούβελα. Από µικρή έψαχνε να βρει τρόπους να ξεφύγει απ’ το καταραµένο µαγκανοπήγαδο – ένα το κρατούµενο. Της άρεσε η λάµψη, ο πλούτος, η καλοπέραση, η διασηµότητα κι όλα τα καλά αυτής της ζωής, ας ήταν καλά η τηλεόραση που της άνοιξε τα µάτια – δύο τα κρατούµενα. Κι όσο για τον τρόπο να τ’ αποκτήσει όλ’ αυτά, τον κουβαλούσε ήδη πάνω της. Εφόσον ο Θεός –αν δηλαδή υπήρχε Θεός, η Μπέτυ δεν το πίστευε και το ανέφερε, προς µεγάλη ικανοποίηση του συνοµιλητή της– αποφάσισε να την προικίσει µε τόση οµορφιά και χάρη, εκείνη έπρεπε να το εκµεταλλευτεί στο έπακρο. Ήταν το διαβατήριό της για το ταξίδι στον κόσµο που ονειρευόταν. Δηλαδή τι, καλύτερες ήταν αυτές που είχαν γίνει πλούσιες και διάσηµες χάρη στην οµορφιά τους; Όχι, βέβαια – µπροστά στην ίδια έµοιαζαν µε τις άσχηµες αδερφές της Σταχτοπούτας. Όποιος έχει µάτια βλέπει! «Αποφασισµένη σ’ ακούω, Μπετούλα!» µούγκρισε ο θείος. «Και δεν έχεις δει τίποτα ακόµα!» υπερθεµάτισε η µικρή. «Πριν έρθω εδώ έπιασα τους γέρους και τους τα είπα χύµα και τσουβαλάτα. Μ’ έψελναν γιατί είχα απουσίες στο σχολείο, µου τα έπρηζαν να στρωθώ να διαβάσω για να πάω Πανεπιστήµιο, γιατί µόνο έτσι θα γίνω κάποια! Εκτός από σένα, δεν ξέρω κανέναν άλλο που να πήγε στο Πανεπιστήµιο και να θησαύρισε! Οι
περισσότεροι άνεργοι είναι, που πιάνουν δουλειά σε σουβλατζίδικα κι οικοδοµές για να µην πεθάνουν της πείνας, κι όσο για το πτυχίο, τους έχει µείνει αµανάτι για να το κοιτάνε και να µουντζώνουν την τύχη τους, που φάγανε τα καλύτερά τους χρόνια για να βγάλουν τα µάτια τους στο διάβασµα και να τα αποτελέσµατα!» είπε µονορούφι. «Δεν έχεις κι άδικο. Για πες µου, όµως. Για µένα σου λένε τίποτα οι δικοί σου;» «Δε θέλεις να ξέρεις», είπε συνωµοτικά η µικρή. «Όταν νοµίζουν ότι δεν τους ακούω, σου σέρνουν τα χίλια µύρια! Λένε ότι τα λεφτά σου δεν είναι καθαρά κι ότι είσαι ανακατεµένος σε βροµοδουλειές! Εγώ πάντως δεν πιστεύω λέξη!» συµπλήρωσε, όταν είδε ότι το πρόσωπο του θείου της σκοτείνιασε. Α, ώστε έτσι... Να το το αληθινό πρόσωπο του δήθεν καλού αδερφού! Σχολίαζε τον αδερφό του πίσω απ’ την πλάτη του! Ωραία! Αλλά, πώς το έλεγε αυτό το καλό ο λαός; Α, ναι. «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». «Τι θέλεις να κάνω για σένα, Μπέτυ;» είπε στην ανιψιά του, πιο αποφασισµένος από ποτέ. Η µικρή ενθουσιάστηκε, γιατί έβλεπε ξεκάθαρα ότι µπροστά της είχε έναν πολύτιµο σύµµαχο – τέλεια αντίθεση µε τους εχθρούς της Πετρούπολης. «Θα σου πω. Στο σπίτι µου έφτασε ο κόµπος στο χτένι. Τους ξεκαθάρισα ότι είµαι αποφασισµένη να γίνω σταρ. Ούτε φροντιστήρια θέλω να πάω ούτε τίποτα. Έγινε φοβερός καβγάς, τα πράγµατα γίνανε σκατά και πισωγύρισµα δεν υπάρχει. Γι’ αυτό θέλω να µε βοηθήσεις εσύ». «Πώς δηλαδή;» Η µικρή χαµήλωσε το κεφάλι. Τα µάγουλά της κοκκίνισαν. «Κοίτα, θα σου εξοµολογηθώ κάτι. Είµαι ερωτευµένη µ’ έναν ηθοποιό». Ο θείος την κοίταξε ερωτηµατικά, περιµένοντας. «Με τον Άρη Παγκράτη», ξεφούρνισε τελικώς. Ο Δάκης κόντεψε να πέσει απ’ τον καναπέ. «Δεν το πιστεύω!» ψιθύρισε. «Γιατί δεν το πιστεύεις; Είναι πλούσιος, διάσηµος και πάνω απ’ όλα κούκλος!» «Μα σε περνάει σχεδόν τριάντα χρόνια!» «Χεστήκαµε κι η βάρκα γέρνει!» είπε ειρωνικά η µικρή. «Δεν είπα ότι θέλω να τον παντρευτώ κιόλας! Αν κι εδώ που τα λέµε, καθόλου δε θα µε χαλούσε. Τέλος πάντων, να σου πω κάτι που έγινε χτες; Ο Άρης έδινε πάρτι για τους Έρηµους Δρόµους, ξέρεις. Ε, κι εγώ το έσκασα απ’ το σπίτι και πήγα. Θεούλη µου, τι τέλεια που ήταν! Αλλά το καλύτερο απ’ όλα είναι άλλο: την ώρα που έµπαινε ο θεός στο µαγαζί, µε κοίταξε! Το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω; Με κοίταξε για τέσσερα ολόκληρα δευτερόλεπτα και µου χαµογέλασε κιόλας! Φαίνεται πως του άρεσα!» Ο Δάκης, για δεύτερη φορά µέσα στην ίδια µέρα, έµεινε µε το στόµα ανοιχτό και τα µάτια γουρλωµένα. Αποσβολωµένος – αυτή η λέξη θα περιέγραφε ακριβώς το ύφος της φάτσας του εκείνη τη στιγµή. Τι σκατά έβαζε τους µπάτσους να σκοτωθούν στη δουλειά για να κάνουν το κέφι του Αρούλη; Εφόσον σήµερα ήταν η τυχερή του µέρα – το πράγµα ήταν φως φανάρι! Το «µωρό που δεν παίζεται» ήταν γραφτό να έρθει µόνο του σ’ αυτόν που το έψαχνε τόσο διακαώς. Ο Δάκης δεν µπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο – ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια µέχρι που τα µάτια του δάκρυσαν, έπιανε την κοιλιά του για να µην του φύγει και στο τέλος σηκώθηκε όρθιος, γιατί του κόπηκε η αναπνοή κι ήταν ζήτηµα χρόνου ν’ αρχίσει να βήχει σαν ηλίθιος. Η υπόθεση ήταν πολύ αστεία τελικά – ε, ρε, γλέντια που θα γινόντουσαν!
Η µικρή τον παρακολουθούσε βλοσυρή. «Δεν µπορώ να καταλάβω πού βρίσκεις το αστείο!» δήλωσε µε στόµφο. «Με συγχωρείς, κούκλα µου, αλλά σκέφτηκα τι µούτρα θα έκανε ο πατέρας σου αν τα ήξερε όλ’ αυτά!» είπε ψέµατα. «Τον έχω χεσµένο κι αυτόν κι όλους», αντιγύρισε ορµητικά η Μπέτυ. «Εγώ δε θα περάσω τα καλύτερά µου χρόνια κακοµοίρα σαν κι αυτούς! Τέλος πάντων, θα βοηθήσεις λίγο την κατάσταση;» «Ε, πώς;» «Τον Άρη Παγκράτη τον ξέρεις;» Χµµµ! «Ναι, βέβαια. Είµαι δικηγόρος του εδώ και δεκαέξι χρόνια». «Γεια σου, ρε θείε τσίφτη και καραµπουζουκλή! Καλά το φαντάστηκα! Σε πειράζει να µου τον γνωρίσεις; Θέλω να περάσω κι εγώ απ’ την οντισιόν που θα κάνει! Μόνο να µου δοθεί µια ευκαιριούλα – µετά, θα βγάλω φράγκα µε ουρά και τότε θα φασκελώσω κι εγώ την Πετρούπολη όπως κι εσύ και δε θέλω να ξαναδώ στα µάτια µου κανέναν! Μ’ ακούς; Κανέναν!» Ο Δάκης ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιµό του. «Μπετούλα; Μιας κι είσαι κορίτσι που πιάνει πουλιά στον αέρα, θα σ’ το πω ξεκάθαρα για να συνεννοηθούµε: τα πράγµατα δεν είναι και τόσο απλά, κορίτσι µου. Τι είσαι διατεθειµένη να δώσεις για να κερδίσεις λάµψη και δόξα;» «Τα πάντα», µουρµούρισε η µικρή. «Σ’ αυτή τη ζωή αν δε δώσεις, δεν παίρνεις! Τι νοµίζεις, ότι τρώω ζαρζαβατικά; Μου είπε σήµερα ο πατέρας µου τις µαλακίες του αιώνα. Λέει ότι για να γίνω κάποια µπορεί να χρειαστεί να ξαπλώσω, καταλαβαίνεις µε ποια έννοια. Καρφάκι δε µου καίγεται, ας ξαπλώσω. Για να καταλάβεις πόσο µ’ εκνευρίζουν αυτές οι µικροαστικές µαλακίες, φρόντισα εδώ και δυο χρόνια να σπάσω την παρθενιά µου µε ένα ταµπόν!» Αυτό ήταν. Η µικρή ήταν φτιαγµένη απ’ την ίδια πάστα που είχε κατασκευαστεί κι αυτός. Θα συνεννοούνταν µια χαρά. Πήρε το χέρι της στο δικό του και της το χάιδεψε απαλά. «Εντάξει, Μπετούλα. Θα γίνει αυτό που θέλεις. Όσο για τον πατέρα σου...» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Διότι εκείνη τη στιγµή έγινε κάτι το αδιανόητο. Αγριοφωνάρες. Ένας θόρυβος σαν κάτι να έπεφτε. Μια µορφή πάλης. Και µια ξαφνική έµπνευση που ήρθε και γέµισε το µυαλό του µ’ ένα απαίσιο άσπρο φως. Ντιν! Σαν αίλουρος, ο Δάκης πήδηξε ως το γραφείο του και πάτησε το κουµπί της ενδοεπικοινωνίας µε τα υπόλοιπα δωµάτια – εκείνος µπορούσε ν’ ακούει τι γινόταν έξω, αλλά οι απέξω δεν µπορούσαν να τον ακούνε. Δε γίνονται αυτά τα πράγµατα ακόµα και να πληρώσεις για να τα κάνεις να γίνουν. Έξω ακριβώς απ’ την πόρτα του ιδιαίτερου γραφείου του βρισκόταν ο αδερφός του – σε όχι και τόσο ήρεµη ψυχική κατάσταση. Για ν’ ακούγονται οι αγριοφωνάρες πίσω απ’ την άριστη ηχοµόνωση, προφανώς χαλούσε ο κόσµος. Ο µεγάλος τσίριζε σαν τρελός. Η Μπέτυ κέρωσε. «Γαµώ την τύχη µου, µήπως σε παρακολούθησε;» ρώτησε έντροµος ο Δάκης βιαστικά. Η µικρή κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, µην µπορώντας ν’ αρθρώσει λέξη. «Τι λες, µωρή, σαβούρα, ποια είσαι εσύ που θα µου πεις ότι δεν µπορώ να δω τον αδερφό µου;» βροντοφώναζε ο ξετρελαµένος αδερφός.
«Γρήγορα, γρήγορα!» έκανε ο Δάκης. «Από δω!» «Αν δε φύγετε, θα φωνάξω το Eκατό!» αγωνιζόταν απελπισµένα η Νάνσυ. Ο Δάκης άνοιξε µια µικρή πόρτα στον τοίχο που δε φαινόταν µε την πρώτη µατιά. «Δεν πά’ να φωνάξεις και το διακόσα; Δεν πάω πουθενά! Μπουκάρω στο γραφείο του αδερφού µου κι αν κάνεις να µε σταµατήσεις, να το σκεφτείς καλά!» γκάριξε ο µεγάλος. «Δε θα βγεις από κει µέσα αν δε σου πω εγώ. Κατάλαβες;» συνέστησε στην Μπέτυ. Περιττή και η σύσταση και η ερώτηση. Ακριβώς την ώρα που έκλεινε τη µικρή πορτούλα του τοίχου, η µεγάλη πόρτα του ιδιαίτερου γραφείου άνοιξε µε φόρα. Ευτυχώς. Τουλάχιστον αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Στο τσακ. Σε κάτι τέτοιες στιγµές, εδώ που τα λέµε, δεν ταίριαζε κι άσχηµα ένα «Δόξα τω Θεώ». Η πόρτα χτύπησε πάνω στον τοίχο κάνοντας ένα εκκωφαντικό µπουµ. Τα τζάµια της βιβλιοθήκης έτριξαν. Ένα µπιµπελό έπεσε στο πάτωµα – αν δεν έσπασε, το χρωστούσε στο πανάκριβο µπορντό χειροποίητο χαλί. Η Νάνσυ φάνηκε κάπου στο βάθος, µε µια γκριµάτσα απόγνωσης στο πρόσωπό της. Μπροστά του, µε τα ρουθούνια να ανοιγοκλείνουν σαν τους φυσητήρες της δολοφόνου φάλαινας, µετά από οχτώ ολόκληρα χρόνια στεκόταν ο µεγάλος.
ΣΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΜΙΣΗ του ίδιου απογεύµατος, την ώρα που στο γραφείο του κουνιάδου της στο Κολωνάκι ελάµβαναν χώρα όλ’ αυτά τα ιλαροτραγικά γεγονότα –για τα οποία, βεβαίως, εκείνη ήταν παντελώς ανυποψίαστη–, η Δάφνη Ματζιούρη βρισκόταν στο σπίτι της στην Πετρούπολη ελπίζοντας ότι έβλεπε ένα ακόµα από εκείνα τα καταραµένα όνειρα που δεν την άφηναν να ησυχάσει ούτε στον ύπνο της – µιας κι ο ξύπνιος της ήταν ένας µόνιµος εφιάλτης. Δυστυχώς. Δεν κοιµόταν. Πηγαινοερχόταν µέσα στο σπίτι κρατώντας το κεφάλι της και µε τα δυο της χέρια, σαν να φοβόταν ότι, αν το άφηνε, θ’ άνοιγε στα δύο. Και χτες κάπως έτσι είχαν τα πράγµατα, αλλά µε µια διαφορά: χτες βουρλιζόταν περπατώντας, ενώ σήµερα έτρεχε. Μπαινόβγαινε τρέχοντας µέσα στα λιγοστά δωµάτια του σπιτιού δίχως να µπορεί να κάνει κάτι για να σταµατήσει αυτό τον αλλόκοτο αγώνα δρόµου µε µόνο αντίπαλο τον εαυτό της, µε τέρµα το άγνωστο κι έπαθλο το τίποτα. Και, αλίµονο, σήµερα ούτε ξινισµένα κονιάκ ούτε ξεχασµένο κάποιο στερνό τσιγάρο ούτε καν η αγκαλιά του Λευτέρη. Τίποτα. Το όλο χάλι θα µπορούσε ενδεχοµένως να εµπνεύσει τίτλο βιβλίου: Πώς να µη Χάσετε το Δρόµο σας για το Τρελοκοµείο. Στη σκέψη αυτή την έπιασε νευρικό γέλιο – αλλά ήταν τόσο στριγκό κι αφύσικο, που τη φόβισε και δεν το αποτόλµησε ξανά. Όσο κι αν ήταν σίγουρη ότι αργά ή γρήγορα θα της έστριβε οριστικά, έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθήσει να παραµείνει λογική ώσπου να επέστρεφαν οι εξαφανισµένοι. Εν τω µεταξύ, το µόνο που µπορούσε να κάνει ήταν να τριγυρνάει σαν πληγωµένο ζώο προσπαθώντας να πιαστεί από κάπου, από κάτι, για να ηρεµήσει. Τίποτα. Έψαχνε να θυµηθεί κανένα αρχαίο ρητό ταιριαστό µε την περίσταση. Πίστευε ότι το να βάλει το µυαλό της στη διαδικασία να σκεφτεί ήταν οπωσδήποτε ένας αποτελεσµατικός τρόπος για να µη σκέφτεται. Τζίφος. Είχε στερέψει ακόµα κι από αρχαία ρητά, ή ίσως πάλι να µην υπήρχε κανένα κατάλληλο – προφανώς η όλη υπόθεση ήταν απλώς απερίγραπτη. Θυµήθηκε πώς είχαν τα πράγµατα λίγες ώρες πριν: τότε ήταν σχεδόν χαρούµενη – πάντως, σίγουρα ικανοποιηµένη διότι, αν µη τι άλλο, µε τη βοήθεια του Λευτέρη θα έβαζε στη θέση της την αναιδέστατη και θρασύτατη µικρή. Και τώρα, λίγες ώρες αργότερα, να τα αποτελέσµατα: πατέρας και κόρη εξαφανίστηκαν προς άγνωστες κατευθύνσεις, αφήνοντας τη µάνα µόνη της να νιώθει ήδη το πρώτο απαίσιο τρίξιµο που συνοδεύει το στρίψιµο της βίδας. Και το χειρότερο ήταν άλλο – αν δηλαδή µέσα σε µια σειρά από χειρότερα υπήρχε κάτι που να είναι πρώτο των πρώτων: η Βενετία είχε καταφέρει ν’ αποτρελάνει και τον πατέρα της, το µόνο γνωστικό άνθρωπο που υπήρχε µέσα σ’ εκείνο το σπίτι. Ο Λευτέρης ήταν η µοναδική πηγή ασφάλειας και σιγουριάς εκεί µέσα. Ακόµα κι όταν οι µέρες κι οι νύχτες τους φάνταζαν σαν µια σειρά από Δεύτερες Παρουσίες, µε τις δυσάρεστες κοσµογονίες να διαδέχονται η µία την άλλη, ο Λευτέρης πάντα κρατούσε την ψυχραιµία του, την αισιοδοξία και το χαµόγελό του – και το «Έχει ο Θεός» που έλεγε, ακόµα κι αν µερικές φορές ακουγόταν σαν κακόγουστο αστείο, είχε την ικανότητα να στάξει µια σταγόνα ελπίδας ακόµα και τις ώρες της πιο µαύρης απελπισίας. Η Δάφνη ζούσε µε την πεποίθηση ότι πάνω στον Λευτέρη στηριζόταν για να µην πέσει στον γκρεµό. Χωρίς τον άντρα της ούτε να σκέφτεται
δεν ήθελε τι θα µπορούσε να της είχε συµβεί. Κι όµως, τώρα, καλά θα έκανε ν’ αρχίσει να το σκέφτεται: διότι ήταν µπροστά, είδε κι άκουσε, αυτόπτης κι αυτήκοος µάρτυρας της ολοκληρωτικής καταστροφής. Πρώτη φορά είδε τα µάτια του άντρα της τόσο σκούρα και σκοτεινά, πρώτη φορά άκουσε τη χροιά της φωνής του τόσο βαριά, πρώτη φορά έφυγε απ’ το σπίτι σαν κυνηγηµένος δίχως να τη φιλήσει και να της πει «καλή αντάµωση», πρώτη φορά µεταχειρίστηκε τη λέξη... «... στο διάολο». Η Δάφνη ξεροκατάπιε έντροµη. Πού πήγε ο Λευτέρης; Η σχεδόν υπερφυσική ψυχική επαφή που τους ένωνε τώρα φάνταζε κατάρα κι όχι ευλογία – διότι τώρα η Δάφνη ένιωθε ότι ο Λευτέρης κλονίστηκε. Όχι τόσο απ’ τις τρέλες που του ξεφούρνισε η κόρη του – κλονίστηκε γιατί για πρώτη φορά στη ζωή του άφησε, έστω και δίχως τη θέλησή του, να έρθουν στην επιφάνεια όλα όσα κατάπινε τόσο καιρό κι ας τον πείραζαν: την κατάντια της ζωής τους, την επικείµενη απόλυσή του, τις πείνες, τα χαµένα όνειρα, το πεθαµένο τους παλικάρι, την αδικία... Η Βενετία ήταν απλά η αφορµή. Ίσως είχε έρθει κι η ώρα του Λευτέρη να λυγίσει. Κι η Δάφνη το είχε καταλάβει. Αυτό που την έκανε να παγώνει από τρόµο ήταν η σκέψη ότι µπορεί η ξαφνική κατάρρευση του Λευτέρη να ήταν οριστική και µη αναστρέψιµη. Γι’ αυτό έφυγε σαν τρελός – για να µην αφήσει τη γυναίκα του να το δει. Μόνο που εκείνη το ένιωθε. Θεέ µου... Αν πάθαινε κάτι ο Λευτέρης, αυτό θα ήταν το τέλος. Έτσι, γενικώς κι αορίστως. Τέλος. «Θεός φυλάξοι...» ψιθύρισε µε τρόµο. Παραδόξως απ’ αυτές τις δυο µικρές λέξεις µε το µεγάλο νόηµα κατάφερε ν’ αντλήσει λίγη δύναµη ακόµα. Ήθελε να κερδίσει λίγο χρόνο. Εν τω µεταξύ, πού θα πήγαινε, θα γύριζαν κι οι δυο τους και θα ήταν καλά, και τότε... θα έβλεπαν τι θα έκαναν. Αν δηλαδή υπήρχε κάτι που να µπορούσαν να κάνουν για ν’ αποτρέψουν τη δεκαπεντάχρονη κόρη τους απ’ την επερχόµενη καταστροφή της. Αλλά, για να λέµε και του στραβού το δίκιο, τι έφταιγε κι αυτή; Η φτώχεια έφταιγε για όλα – κακά τα ψέµατα. Αν ήταν αλλιώς τα πράγµατα, ίσως κι η Βενετία να ήταν αλλιώς. Ενδεχοµένως να είχε κι άλλα ενδιαφέροντα. Δε θα της έλειπαν πράγµατα που τα σηµερινά παιδιά θεωρούσαν βασικά, οπότε δε θα χρειαζόταν να τα ζητάει τόσο επιτακτικά σε τόσο λάθος µέρος και µε τόσο λάθος τρόπο. Εκείνη ήταν διαφορετική απ’ τους γονείς της για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν παιδί µιας άλλης εποχής. Τα σηµερινά παιδιά έχουν διαφορετικές ανάγκες, άλλους στόχους κι αλλιώτικα όνειρα – δεν αρκούνται στα ψίχουλα, ούτε λιβανίζουν το Θεό για να ξεγελούν τη δυστυχία τους και να την ντύνουν µε το µανδύα της αξιοπρέπειας. Αν ο Θεός ή οι γονείς τους δεν είναι σε θέση να τους προσφέρουν όσα εκείνα θεωρούν στοιχειώδη κι απαραίτητα, τότε τα παιδιά υψώνουν το ανάστηµά τους κι αποφασίζουν να διεκδικήσουν µόνα τους το µερίδιο στην πίτα. Απλά πράγµατα. Αυτό έκανε κι η µικρή ξεµυαλισµένη. Εφόσον το µόνο της προσόν ήταν η οµορφιά της, βρέθηκε αποφασισµένη να τη χρησιµοποιήσει για να κερδίσει όλα όσα επιθυµούσε απ’ την πίτα της ζωής – αυτά που οι γονείς της δε θα ήταν σε θέση να της προσφέρουν ποτέ, παρά τις καλές τους προθέσεις. Η Βενετία ήθελε λεφτά, όχι φιλιά. Η Βενετία ήθελε κινητό, όχι γλυκόλογα. Η Βενετία ήθελε λούσα και φουστάνια, όχι συµβουλές.
Κακά τα ψέµατα, δεν µπορείς ν’ απαιτείς από ένα παιδί της σηµερινής εποχής να ζει όπως ζούσαν τα παιδιά της Κατοχής. Τα σηµερινά παιδιά έχουν άλλες ανάγκες – ακολουθώντας, βεβαίως, τα πρότυπα που τους επέβαλαν τηλεόραση και περιοδικά. Σήµερα αν δεν έχεις λεφτά θεωρείσαι ξοφληµένος, απόλυτο µηδενικό. Τι να την κάνεις την αξιοπρέπεια, την εντιµότητα και το όραµα; Αυτά δε σου ανοίγουν τις πόρτες της δηµοσιότητας και του σταρ σύστεµ – οπότε παραµένεις για πάντα καταδικασµένος στην αφάνεια περιµένοντας να πεθάνεις, λέγοντας εν τω µεταξύ και κάνα «Δόξα Σοι ο Θεός» για να εξευµενίσεις τον Μεγάλο εκεί πάνω, µήπως κι έτσι κερδίσεις καµιά απολαβή σ’ έναν αµφίβολο Παράδεισο. Πώς να τα βάλουν µε τη Βενετία, που ήταν γέννηµα θρέµµα της εποχής των τεράτων; Αν τουλάχιστον ήταν πλούσιοι, θα της πρόσφεραν αυτοί όλα όσα διακαώς επιθυµούσε κι ήταν τόσο αποφασισµένη να τα αποκτήσει µε κάθε τίµηµα. Άλλωστε, όπως τους είπε µέσες άκρες, καµιά δουλειά δεν είναι ντροπή – οπότε κι αυτή δε θεωρούσε ντροπή να πάει να ξαπλώσει µε τον πάσα ένα προκειµένου να γίνει πλούσια και διάσηµη. Αυτό που οι γονείς της το θεωρούσαν αίσχος κι όνειδος, εκείνη το έβρισκε απολύτως φυσικό. Μήπως όµως κάπως έτσι δεν το έβρισκαν κι ένα κάρο άλλοι; Αφού το έδειχνε κι η τηλεόραση: αστέρες που εµφανίστηκαν στο στερέωµα απ’ το πουθενά, απ’ τη µια µέρα στην άλλη, τραγουδίστριες που καθιερώθηκαν εν µία νυκτί ενώ τα φωνητικά τους προσόντα θα ταίριαζαν µόνο σε ντελάληδες για πορτοκάλια στη λαϊκή, παρουσιάστριες µε µόνο τους προσόν τα ωραία µάτια, τα πλούσια βυζιά και τα µακριά πόδια... Αυτά έβλεπε η Βενετία, µ’ αυτά µεγάλωσε. Πώς να την κατηγορήσει κανείς γι’ αυτό; Αυτά ήταν τα πρότυπα της σύγχρονης εποχής και της κοινωνίας της αφθονίας – κι ένας Άρης Παγκράτης, ο µόνος που έκανε δουλειές ποιότητος και µιλούσε και για όραµα, δε φέρνει την άνοιξη. Αυτά ήθελε κι ο κόσµος: τα φώτα, τις κάµερες, τα κανάλια, τα ακριβά σπίτια και τα µεγαλεία που έβλεπε στην τηλεόραση. Τουλάχιστον έτσι ξεχνούσε λίγο το χάλι του και γέµιζε το κενό της ψυχής του. Ξεχνούσε τα ωραία λόγια, τις βαρυσήµαντες εξαγγελίες, τις παχιές υποσχέσεις που δεν τηρούνταν ποτέ... Ξεχνούσε τη... τη συµπίεση. Μα το Θεό, πολύ κατάλληλη ήταν αυτή η λέξη που της ήρθε στο µυαλό. «Συµπίεση». Αυτό ακριβώς συνέβαινε στα λαϊκά στρώµατα: συµπίεση που οδηγούσε στη σύνθλιψη, οι πολλοί καταδικασµένοι στον αργό θάνατο της φτώχειας και της ανέχειας, ενώ κάποιοι άλλοι λίγοι, έξυπνοι κατά τα πιστεύω της Βενετίας, είχαν βρει το µήνα που τρέφει τους έντεκα και θησαύριζαν. Η κοινωνική αδικία σ’ όλο της το µεγαλείο. Μόνο που η συµπίεση οδηγούσε κάποτε στην έκρηξη. Η έκρηξη της Βενετίας ήταν αναµενόµενη – κι είχε και προβλέψιµο στόχο. Η έκρηξη του Λευτέρη, όµως... Κοίταξε αφηρηµένα έξω απ’ το παράθυρο και το βλέµµα της γέµισε µ’ ένα κοµµάτι απ’ το γαλάζιο ουρανό. Τι ωραία µέρα... Κι όµως, εκείνη την έβλεπε σαν Μεγάλη Παρασκευή – κι ήταν πεπεισµένη πως είχε κάθε δίκιο και δικαίωµα να τη βλέπει έτσι. Άραγε ο υπόλοιπος κόσµος περνούσε ανάλογα προβλήµατα ή µήπως η οικογένεια Ματζιούρη, για κάποιο σατανικό κι ανεξήγητο λόγο, συγκέντρωνε πάνω της όλη την κακοδαιµονία του κόσµου; Εκείνη τη στιγµή κάτι παράξενο της συνέβη. Δίχως να το επιδιώξει, το στόµα της άνοιξε µόνο του κι άρχισε να ψιθυρίζει κάποια λόγια ακατάληπτα, που δε γνώριζε. «... συ γαρ µόνος εκτός αµαρτίας υπάρχεις – η δικαιοσύνη σου, δικαιοσύνη εις τον αιώνα, και ο νόµος σου αλήθεια...»
Τι ήταν πάλι αυτό; Κάπου τα είχε ξανακούσει αυτά – σίγουρα ήταν από κάποια Θεία Λειτουργία. Όµως... Η Δάφνη απόρησε τόσο, µέχρι σηµείου πλήρους συγχύσεως. Αναστενάζοντας, πήγε στο δωµάτιο της κόρης της. Τι πήγαινε να κάνει εκεί; Δεν ήξερε. Ν’ αναζητήσει σηµάδια ελπίδας; Ίσως. Πάντως κάτι την τραβούσε προς τα εκεί. Ως συνήθως, στο δωµάτιο της Βενετίας επικρατούσε το χάος. Κρεβάτι ξέστρωτο, ρούχα πεταµένα εδώ και κει, στοίβες από τσαλακωµένα βιβλία ατάκτως ερριµµένες τήδε κακείσαι – η Δάφνη αποφάσισε να βάλει µια µικρή τάξη. Όχι ότι είχε καµιά όρεξη να ψάξει ν’ ανακαλύψει πιθανά ενοχοποιητικά ίχνη ή τυχόν βρόµικα µυστικά της µικρής – αφενός, ήταν τόσο κουρασµένη ψυχικά που ό,τι κι αν ανακάλυπτε δε θα της έκανε εντύπωση, κι αφετέρου, όλα είχαν ήδη αποκαλυφθεί. Τι άλλο θα µπορούσε να επιφέρει κοσµογονία µεγαλύτερη απ’ αυτή των δύο τελευταίων ηµερών; Έστρωσε το κρεβάτι προσπαθώντας να πνίξει τα µυστικά λόγια που µόνα τους έρχονταν στο στόµα της απ’ το πουθενά. Ήταν καθησυχαστικά, ναι, όµως για κάποιο λόγο την τρόµαζαν. «...Του Κυρίου η γη και το πλήρωµα αυτής, η οικουµένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή...» Τι ήταν πάλι τούτο, Θεέ και Κύριε; Αφού δεν τα ήξερε αυτά τα λόγια, δεν τα είχε µάθει από πουθενά. Πώς... Το τελευταίο που χρειαζόταν τούτη τη στιγµή η Δάφνη Ματζιούρη ήταν να έχει οποιουδήποτε είδους µεταφυσικές εµπειρίες. Μάζεψε τα ρούχα, τα δίπλωσε προσεκτικά και τα έβαλε στη θέση τους. «...Ποία του βίου τρυφή διαµένει λύπης αµέτοχος; Ποία δόξα έστηκεν επί γης αµετάθετος; Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα...» «Σταµάτα!» κλαψούρισε η Δάφνη προς τον άγνωστο υποβολέα. Σήκωσε τα βιβλία απ’ το πάτωµα, άνοιξε ένα ντουλάπι και πήγε να τα βάλει µέσα. Και τότε είδε κάτι. Στο κάτω ράφι του ντουλαπιού ήταν ένα βιβλίο µονάχο. Το εξώφυλλο του βιβλίου ήταν µουντζουρωµένο, δεν µπορούσε να διακρίνει ούτε καν τον τίτλο. Διέκρινε όµως πάνω στο βιβλίο µια µεγάλη φωτογραφία, σκισµένη στα δύο. Σήκωσε τα κοµµάτια µε προσοχή. Απεικόνιζε τον Νικηφόρο. Το ακριβό της αγοράκι, γελαστό και πανέµορφο, γεµάτο ελπίδες για ένα µέλλον που ήταν γραφτό να µην έρθει ποτέ. Η Δάφνη ξέσπασε σε λυγµούς. Πήρε στα χέρια της και το µουντζουρωµένο βιβλίο. Μα, ήταν το Ανθολόγιο για τα παιδιά της πρώτης Δηµοτικού! Μόλις πήγε να τ’ ανοίξει, ένα άσπρο χαρτί έπεσε µέσα απ’ τις σελίδες. Ήταν µια σκισµένη σελίδα του βιβλίου. Η Δάφνη την πήρε στα χέρια της που έτρεµαν, την άνοιξε κι άρχισε να τη διαβάζει. «...Τάκου, Τάκου». «Ποιος είναι, παρακαλώ;» «Με συγχωρείτε, µπορώ να µπω; Είµαι ο Ήλιος. Έρχοµαι από πολύ ψηλά. Έριξα χρυσά παπλώµατα στις σκεπές, ζέστανα όλα τα νερά και τα ποτάµια, έβαλα φύλλα στα δέντρα και χρυσά καπέλα στα λουλούδια... Είµαι πολύ κουρασµένος. Μπορώ να µπω λίγο, να ξεκουραστώ;» «Έλα, έλα!» είπαν όλοι κι άνοιξαν πόρτες και παράθυρα. Και µπήκε ο Ήλιος, κι έδιωξε τη θερµάστρα, κάθισε πάνω στις καρέκλες και τις πολυθρόνες κι έστρωσε χρυσά χαλάκια στα πατώµατα.
Και τώρα λάµπει όλο το σπίτι – λάµπουν κι οι καρδιές...» «Απ’ το βιβλίο Ήλιε µου, Ήλιε µου»... Η Δάφνη ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Το θυµόταν τόσο καλά κι η ίδια... Τρία Χτυπήµατα Στην Πόρτα, έτσι το έλεγαν. Αυτό το παραµύθι της Xρυσούλας Xατζηγιαννιού την είχε σηµαδέψει. Όταν ήταν µικρή, κάθε φορά που το διάβαζε έκλαιγε. Έβαζε το Ανθολόγιο κάτω απ’ το µαξιλάρι της, τσακισµένο στη σελίδα που περιείχε αυτό το παραµύθι, και προσευχόταν στο Θεό να της στείλει κι εκείνης τον Ήλιο για να της φωτίσει το απέραντο σκοτάδι της ζωής της, αυτό που γνώρισε απ’ την ώρα που γεννήθηκε... Προφανώς, το ίδιο παραµύθι είχε κάνει εντύπωση και στη Βενετία. Κάποτε, που ήταν µικρή κι αθώα. Αλλά όχι πια. Και τι παράξενο! Αυτό ήταν το αγαπηµένο παραµύθι και του Λευτέρη! Το έλεγαν ο ένας στον άλλο όταν ήταν ακόµα νέοι κι αθώοι, σαν µυστική ευχή για προσέλκυση της καλοτυχίας που δεν ερχόταν. Παρακαλούσαν µυστικά τον Ήλιο να έρθει και να φωτίσει και τη δική τους τη ζωή. Και τότε ήταν φτωχοί, αλλά η φτώχεια τους φαινόταν ασήµαντη. Ίσα ίσα, τη θεωρούσαν και δώρο Θεού. Είχαν ο ένας τον άλλο – και τους ήταν αρκετό. Όµως τώρα, η ζωή τους φαινόταν φορτίο αβάσταχτο, διότι δεν ήταν πια µόνοι. Είχαν και τη Βενετία, που θαρρείς και την είχε στείλει ο ίδιος ο Σατανάς για να τους περιπαίξει, για να τους δείξει ότι η δυστυχία µπορεί να έχει άπειρες µορφές, διότι είναι ένα πηγάδι που δεν έχει πάτο. Κι όσες ελπίδες κι αν ρίξεις εκεί µέσα, δεν είναι ούτε ικανές ούτε αρκετές να σκεπάσουν τα κατάµαυρα νερά. Ποτέ. Ο άγνωστος υποβολέας τώρα άρχισε να φωνάζει µέσα στο µυαλό της. «... Άµωµοι εν οδώ. Αλληλούια. Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν µε τα δικαιώµατά σου...» Η Δάφνη έφριξε. Βρισκόταν πολύ κοντά. Η θολή ανάµνηση ετοιµαζόταν να γίνει πλήρης επίγνωση. Το µυαλό της πληµµύρισε απ’ τη φρικτή εικόνα του χτεσινού ονείρου. Κι όσο για τα παράξενα λόγια... Έπεσε στο πάτωµα, κρατώντας πάντα το κεφάλι της και ουρλιάζοντας «ΟΧΙ!» Η Δάφνη αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα και σχεδόν καλωσόρισε το γεγονός ότι είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά της. Εκείνη τη στιγµή χτύπησε το τηλέφωνο. Το κουδούνισµα έφτασε στ’ αφτιά της σαν κανονιοβολισµός, ικανός να γκρεµίσει το σπίτι κι ολόκληρο τον κόσµο. Έτρεξε σαν τρελή να το σηκώσει. Αντί για «λέγετε», συνέχισε να ξεστοµίζει αυτά τα ακατάληπτα λόγια που δεν ήξερε ποιος κόρακας της τα έβαζε στο στόµα. «...Ίνα µη καταταγώ διά τας αµαρτίας µου εις τον τόπο της βασάνου, αλλά ίνα µε κατατάξη όπου το φως της Ζωής...» Μια φωνή που έµοιαζε να έρχεται απ’ τα βάθη της θάλασσας της φώναζε: «Δάφνη; Τι λες;» «Ποιος είναι!» πρόσταξε ουρλιάζοντας η Δάφνη. «Η κυρα-Μαρίτσα είµαι. Τι έπαθες, παιδί µου;» Η κυρα-Μαρίτσα; Η γειτόνισσα; Αυτή που έµενε δυο δρόµους παραπάνω; Αυτή που χτες της ξεφούρνισε τα ευχάριστα χαµπέρια για τον ο-Θεός-να-τον-κάνει-κύριο Αγαµέµνονα; Και
τώρα της ξανατηλεφωνούσε; Κι έκλαιγε; Οχ. «Τι έγινε;» κατάφερε να ξεστοµίσει η Δάφνη. «Δεν έχεις τηλεόραση ανοιχτή;» µουρµούρισε η κυρα-Μαρίτσα ανάµεσα σε λυγµούς και γρήγορες, κοφτές ανάσες. «Γιατί; Θα έπρεπε; Τι έγινε πάλι, Ύψιστε Θεέ;» «Τρέξε, Δάφνη. Τρέξε». Πριν το πει δεύτερη φορά, η Δάφνη είχε ήδη τρέξει. Την ώρα που άνοιγε την τηλεόραση, είχε ήδη στο στόµα της κι άλλα παράξενα στιχηρά ιδιόµελα. «Μακαρία η οδός η πορεύει σήµερον, ότι ητοιµάσθη σοι τόπος αναπαύσεως». Και τότε είδε. Την ώρα που κατέρρεε στο πάτωµα, άφωνη από φρίκη, η Δάφνη Ματζιούρη συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα και µε τρόπο ανεξήγητο έψελνε χωρία απ’ τη Νεκρώσιµη Ακολουθία.
ΓΙΑ ΛΙΓΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ κανείς δε µιλούσε. Η φουρτούνα του µεγάλου κόπασε απότοµα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του χαλάρωσαν, οι µύες του σώµατός του ξεσφίχτηκαν και ξαφνικά έµοιαζε πιο κοντός, πιο µικρός και πολύ, πολύ κουρασµένος. Σχεδόν παραιτηµένος. Κι απορηµένος, σαν να µην ήξερε πού βρισκόταν – πολλώ δε µάλλον σαν να µην ήξερε τι πήγε να κάνει εκεί. Ο µικρός εκµεταλλεύτηκε αυτή τη µικρή στιγµή αδυναµίας του αδερφού του για να κερδίσει χρόνο και ν’ ανασυντάξει τις δικές του δυνάµεις. Τώρα που ο µεγάλος έµοιαζε σαν χαµένος ίσως να µην πρόσεχε την ταραχή του µικρού. «Είναι αργά για να µάθεις τρόπους, ε, Λευτέρη;» είπε ψυχρά. «Γεια σου, αδερφέ», ψιθύρισε ο Λευτέρης, αγνοώντας την ερώτηση. Ευτυχώς. Ο µεγάλος δεν είχε την παραµικρή ιδέα ότι πίσω απ’ τον τοίχο βρισκόταν η µοναχοκόρη του. Αν το ήξερε, αν το είχε έστω υποψιαστεί, τότε δε θα έλεγε «γεια σου, αδερφέ» και µάλιστα ψιθυριστά. Για την ακρίβεια, δε θα είχε πει απολύτως τίποτα – θα συνέχιζε την εισβολή του στον προσωπικό χώρο του αδερφού του σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, θα έσπαγε τα πάντα αδιαφορώντας για την αξία τους, θα ούρλιαζε σαν παράφρονας σε κρίση και, αργά ή γρήγορα, θ’ ανακάλυπτε την κρυψώνα της κόρης του. Και τότε, δίχως να χάσει χρόνο για περιττές ερωτήσεις και ψευδεπίψευδες εξηγήσεις, θα τους άρπαζε και τους δυο, θείο κι ανιψιά, θα τους σακάτευε στο ξύλο µε τις χερούκλες του και θα τους έστελνε στο νοσοκοµείο για τουλάχιστον δύο ή τρεις µήνες. Ενδεχοµένως το θείο να τον έστελνε και κάπου πιο µακριά, για να βγάλει και το άχτι του. Αµ τώρα εξηγείτο το πώς και το γιατί τα τελευταία βράδια, όταν πήγαινε να ξεκουράσει το ταλαίπωρο κορµί του, εµφανιζόταν στον ύπνο του ο Λευτέρης σαν φάντης-µπαστούνι και του έκανε το όνειρο εφιάλτη... Ο Δάκης το σιχαινόταν ολόψυχα, αλλά ήταν αναγκασµένος να παραδεχτεί πως, παρότι είχε γίνει σπουδαίος και τρανός, όταν βρισκόταν µπροστά στο µεγάλο αδερφό του ένιωθε µικρός σαν ψείρα. Τότε που ήταν παιδιά, κάθε φορά που έβλεπε τον µεγάλο θυµωµένο, προτιµούσε να εξαφανιστεί απ’ το οπτικό του πεδίο και να πάει κάπου να κατουρηθεί µε την ησυχία του απ’ το φόβο του. Αλλά κι όταν ο µεγάλος ήταν στα καλά του, ο Δάκης πάλι ένιωθε άβολα. Ο Λευτέρης ανέκαθεν είχε την ιδιότητα να πληµµυρίζει µε την παρουσία του το χώρο που βρισκόταν, τόσο ώστε να µη µένει ζωτικός χώρος στους άλλους ν’ αναπνεύσουν. Ενέπνεε δέος και σεβασµό – κι ας ήταν τόσο ασήµαντος όσο κι ένα κουνούπι. Ο Δάκης το παραδέχτηκε κι ησύχασε – φοβόταν. Αλλά, ευτυχώς, ο Λευτέρης δεν είχε υποψιαστεί τίποτα. Το πατρικό του ένστικτο φαίνεται ότι κουράστηκε απ’ τις υπερωρίες και πήρε άδεια απ’ τη σηµαία. Ευτυχώς. «Δεν έχεις µάθει ν’ ακούς “όχι”, ε; Πώς µπαίνεις έτσι στα ξένα γραφεία;» συνέχισε ο Δάκης. Ο µεγάλος χαµογέλασε θλιµµένα. «Ξένα; Μόνο αυτό έχεις να µου πεις µετά από τόσα χρόνια;» Διάολε, κάτι πήγαινε στραβά εδώ. Μα τα κόκκινα χαλιά, χίλιες φορές θα προτιµούσε τον αδερφό του λάβρο κι οργίλο όπως όταν µπήκε. Τουλάχιστον έτσι θα µπορούσε να τον αντιµετωπίσει – δεν ήταν πια παιδιά. Ενώ
τώρα, που τον έβλεπε τόσο αδύναµο, του προξενούσε άγνωστα κι εντελώς ανεπιθύµητα συναισθήµατα. Διάολε, έµοιαζαν τόσο πολύ, που ο Δάκης είχε την παράξενη αίσθηση ότι αντίκρυ του έβλεπε τον ίδιο του τον εαυτό – κι ειλικρινά, προτιµούσε να πεθάνει παρά να βλέπει τον εαυτό του τόσο αδύναµο. Τον εαυτό του θα τον προστάτευε αµέσως – θα τον αγκάλιαζε, θα τον κανάκευε, θα τον παρηγορούσε κι αµέσως µετά θα έσπευδε στην πλησιέστερη ακριβή βιτρίνα για να του αγοράσει ένα καινούριο κουστούµι να του φτιάξει τη διάθεση. Ο Λευτέρης όµως δεν ήταν ο δικός του εαυτός. Και δεν ήθελε να τον προστατέψει από τίποτα απολύτως. Ως εδώ. Έπρεπε να τον ξεφορτωθεί πάση θυσία. «Λέγε, Λευτέρη, γιατί ήρθες; Και γρήγορα, γιατί έχω δουλ...» «Δεν άλλαξες καθόλου», τον διέκοψε ο µεγάλος. «Δε µου λες; Κοινωνική επίσκεψη ήρθες να µου κάνεις; Όχι, γιατί αν είναι έτσ...» «Έχεις καµιά ιδέα τι απόγινε εκείνο το κτηµατάκι της γιαγιάς;» Απολύτως άσχετη ερώτηση. Σαν αυτή την παλιά παροιµία «καληµέρα Γιάννη, κουκιά σπέρνω». Εκτός των άλλων, το τελευταίο που του χρειαζόταν τώρα ήταν ν’ αναγκαστεί να ξαναθυµηθεί το παρελθόν, δεύτερη φορά µέσα στην ίδια µέρα. «Τι λες, µωρέ; Ποιο κτηµατάκι;» «Αυτό µε τις οχτώ κερασιές στους Θρακοµακεδόνες». «Λευτέρη, τρελάθηκες; Πού το θυµήθηκες αυτό;» «Να σου πω την αλήθεια, η Δάφνη το θυµήθηκε. Το µισό ανήκει σε µένα, αν δεν κάνω λάθος». Ο Δάκης είδε µε τα µάτια του το κέφι του να στρίβει στη γωνία και να χάνεται οριστικά. Δεν είχε απολύτως καµία όρεξη ν’ ακούσει τον αδερφό του να του απαριθµεί τους λόγους για τους οποίους ο ίδιος, η Δάφνη ή όποιος άλλος κόρακας θυµήθηκαν το ξεχασµένο κτηµατάκι της γιαγιάς. Για την ακρίβεια, δεν είχε όρεξη ούτε ν’ αρχίσει ο αδερφός του να κλαίγεται µπροστά του για τη φτώχεια του και τις δυστυχίες του και, βεβαίως, δεν ήθελε επ’ ουδενί να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και να κλαίνε µαζί από συγκίνηση, όπως είχε γίνει στην Παραβολή του Ασώτου, την οποία ο Λευτέρης ήξερε απέξω κι ανακατωτά. Σε γενικές γραµµές, δεν ήθελε να έχει αδερφό, ρε γαµώτο! Δικαίωµά του δεν ήταν; Ο Λευτέρης πάλι δεν έδειχνε να έχει όρεξη να µπει στο ψαχνό και να κλαφτεί. Τόση ώρα δεν είχε πει λέξη ούτε για το γιο που έχασε ούτε για την επικείµενη απόλυσή του ούτε για τον καβγά µε τη Βενετία-Μπέτυ ούτε για τίποτα. Προφανώς ήθελε να του σπάσει τα νεύρα, για να έχει µετά κάτι να σκέφτεται και να χασκογελάει µέσα στο λεωφορείο της επιστροφής προς την Πετρούπολη. Τίποτα. Ο µόνος τρόπος για ν’ ανακτήσει την ηρεµία του ήταν να κάνει τον Λευτέρη να εξαφανιστεί από µπροστά του το συντοµότερο δυνατόν. Κι όχι µόνο – έπρεπε να τον κάνει να τον σιχαθεί τόσο ώστε να µην εµφανιστεί µπροστά του ποτέ ξανά. Όσο γι’ αυτό, υπήρχε τρόπος. Θα του έλεγε την αλήθεια. Κι αν ο µεγάλος νευρίαζε και ξανάδειχνε άγριες διαθέσεις, τόσο το καλύτερο. Θα ειδοποιούσε το Εκατό να τον µαζέψει κι όλα θα τέλειωναν λαµπρά. «Το κτηµατάκι αυτό καλά θα κάνεις να το ξεχάσεις, Λευτέρη», είπε ξερά. «Γιατί;» ρώτησε ο Λευτέρης έκπληκτος. «Διότι δεν υπάρχει πια. Πριν πέντε χρόνια µου έκαναν µια πολύ συµφέρουσα πρόταση. Το έδωσα αντιπαροχή και κονόµησα ένα κάρο λεφτά. Πόσα χρόνια έχεις να πας να το δεις; Έχει
γίνει µια εργοστασιάρα από δω µέχρι αύριο», απάντησε ο Δάκης. Ο Λευτέρης µπορεί να ήταν αµόρφωτος, αλλά δεν ήταν βόδι. Είχε δουλέψει χτίστης σ’ ένα κάρο οικοδοµές, ως εκ τούτου ήξερε τι θα πει «αντιπαροχή». «Μα πώς το έδωσες αντιπαροχή µόνος σου; Αφού είµαι κι εγώ κληρονόµος!» είπε κι η φωνή του έτρεµε. Παράπονο. Τώρα ήταν η ευκαιρία να τον τσακίσει άπαξ και διά παντός. «Χµ!» κάγχασε. «Μου φαίνεται, αδερφέ» –τόνισε µε έµφαση τη λέξη «αδερφέ»– «ότι ξεχνάς ποιος είµαι. Είµαι ο καλύτερος δικηγόρος της Αθήνας! Τι φαντάστηκες, ότι θα εµπόδιζαν εµένα µερικά κωλόχαρτα;» «Χριστέ µου! Δεν το πιστεύω! Πλαστογράφησες τα χαρτιά;» είπε εµβρόντητος ο Λευτέρης. «Ε, λοιπόν για απόφοιτος Δηµοτικού µια χαρά τη δουλεύεις τη γλώσσα!» γέλασε ο Δάκης. «Τι το ψάχνεις; Εσένα σου ήταν άχρηστος ο µπαξές. Αλλά αν τώρα ξαφνικά αποφάσισες ότι σου είναι χρήσιµος, σε συµβουλεύω να το ξανασκεφτείς. Τα χαρτιά είναι τόσο νόµιµα όσο και το Σύνταγµα των Ελλήνων. Ξέρεις πόσα λεφτά θα χρειαστείς σε δικηγόρους για ν’ αποδείξεις το αντίθετο; Άσε που...» Ο Δάκης είχε σκοπό να συνεχίσει ως αύριο το πρωί για να βιδώσει τον µεγάλο µέχρι το νυν και αεί – να έρθει επιτέλους η ώρα κι η στιγµή να φωνάξουν την Αστυνοµία να βάλει µια τάξη εκεί µέσα και να σώσει το µεγαλοδικηγόρο απ’ τον τρελό αδερφό του, αλλά... Ο Λευτέρης δεν άνοιξε το στόµα του να πει κουβέντα. Συνέχισε να στέκεται, ακούνητος κι αµίλητος. Τα µάτια του δεν ανοιγόκλειναν καν. Είχε χλοµιάσει τόσο πολύ, που θύµιζε άγαλµα στο Πεδίο του Άρεως. «Λυπάµαι, αλλά πρέπει να φύγεις. Έχω δουλ...» άρχισε αβέβαια ο Δάκης. «Πιστεύεις στο Θεό, Λουλούδη;» ξύπνησε το άγαλµα. Ήταν η σειρά του Δάκη να µαρµαρώσει. Το τελευταίο που περίµενε ήταν αυτή η ερώτηση. Ωστόσο η ερώτηση αυτή ήταν άλλη µια ευκαιρία. «Δεν είµαι µαλάκας, Λευτέρη», απάντησε ψυχρά. «Δεν υπάρχει Θεός. Τον εφηύραν οι άνθρωποι για να πνίγουν τον πόνο τους». Ο Λευτέρης χαµογέλασε. «Έχεις σκεφτεί ποτέ την πιθανότητα να κάνεις λάθος;» Ο Δάκης µισόκλεισε τα µάτια. Ήταν πολύ περίεργος να δει πού θα κατέληγε όλη αυτή η παράξενη συζήτηση. «Όχι, βέβαια! Ποτέ δε χάνω χρόνο να σκέφτοµαι µαλακίες. Εσύ; Την έχεις σκεφτεί την πιθανότητα να κάνεις λάθος; Να µην υπάρχει Θεός;» Τα µάτια του Λευτέρη σπίθισαν σαν φλόγες κεριού. «Ναι. Την έχω σκεφτεί. Πολλές φορές ο Θεός δοκιµάζει την πίστη µου, αλλά εγώ εξακολουθώ να Τον πιστεύω. Και ξέρεις κάτι; Εγώ δεν έχω τίποτα να χάσω. Εσύ όµως...» Αυτό το τελευταίο ο Λευτέρης το είπε σιγανά και µε τόσο περίεργο ύφος, που η όλη περίσταση καταντούσε τροµαχτική. Ο Δάκης ένιωσε πολύ, πάρα πολύ παράξενα. Για πρώτη φορά στη ζωή του δεν έβρισκε κάτι ν’ απαντήσει, κάποιο επιχείρηµα ν’ αντιπαρατάξει. Αντιθέτως, τσάκωσε τον εαυτό του να έχει χάσει τη µιλιά του, το στόµα του στεγνό σαν τσαρούχι, τα χέρια και τα πόδια του βαριά σαν παράλυτα... Ξεροκατάπιε φοβισµένος, µην µπορώντας να πάρει τα µάτια του απ’ τον εαυτό του που στεκόταν αντίκρυ του και χαµογελούσε και τώρα ήταν ολόρθος και στητός, σαν να είχε αντλήσει δύναµη απ’ την επίκληση του ονόµατος Αυτού που δεν υπήρχε, κι έµοιαζε τυλιγµένος από µια χρυσαφένια λάµψη που ούτε κι αυτή υπήρχε, διάολε, ούτε κι αυτή. Απόλυτη σιωπή. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή χτύπησε το κινητό του – ο Δάκης τινάχτηκε απότοµα σαν να
ξύπνησε ξαφνικά από ένα όνειρο και τώρα όλα του φαίνονταν ξανά γνώριµα και φυσιολογικά. Ο αδερφός του εξακολουθούσε να τον κοιτάζει, µε συνηθισµένο ύφος αυτή τη φορά. Η παραίσθηση είχε σβήσει. Άδραξε την ευκαιρία και σήκωσε το τηλέφωνο. «Λέγετε». Ήταν ο Άρης. Μίλαγε δυνατά και γρήγορα, σε πλήρη έξαψη. Ευτυχώς, ο Δάκης είχε ξεπεράσει προ πολλού το στάδιο να επαναλαµβάνει επιδεικτικά τα ονόµατα των συνοµιλητών του στο τηλέφωνο, όσο πλούσιοι και διάσηµοι κι αν ήταν, για να κάνει φιγούρα. Άλλωστε ο αδερφός του ήταν τόσο αστοιχείωτος, που αποκλείεται να ήξερε τι εστί Άρης Παγκράτης. «Σιγά, µίλα πιο αργά για να καταλαβαίνω τι µου λες», είπε ανυπόµονα στο φίλο του. Ο Λευτέρης παρακολουθούσε. «Τι; Πότε;» Μπούρου µπούρου. «Σοβαρά;» Μπούρου µπούρου. «Τώρα; Εντάξει». Μπούρου µπούρου. «Έχω κόσµο. Σε παίρνω µετά». Κλικ. Ο Λευτέρης παρακολουθούσε. Ο Δάκης έσπευσε ν’ ανοίξει τη µικρή έγχρωµη τηλεόραση που είχε πάνω στο γραφείο του. Αχνές λάµψεις ξεπήδησαν δεξιά ζερβά, αλλά δεν ακουγόταν ήχος. Ο µικρός απορροφήθηκε τόσο πολύ απ’ αυτό που έβλεπε, που έµοιαζε σαν να είχε κυριολεκτικά συνδεθεί µε την τηλεόραση. Ο µεγάλος παρακολουθούσε παραξενεµένος. «Τι έγινε;» Δύο δευτερόλεπτα. Και µετά ο µικρός είπε «τίποτα» κι έκλεισε την τηλεόραση κάπως βεβιασµένα. Μα το Σταυρό του Χριστού, αυτό το παιδί το είχε κυριολεκτικά γεννήσει. Όσο κι αν είχε αλλάξει µε το πέρασµα του χρόνου, όσο σκατάς κι αν έγινε, ο Λευτέρης τον ήξερε καλά. Ήξερε τις αντιδράσεις του, τα αδιόρατα συµπτώµατα που στους ξένους περνούν απαρατήρητα ενώ για τους άλλους, τους δικούς, σάρκα και αίµα, είναι αναµφίβολα σηµάδια ταραχής που προσπαθεί να κρυφτεί – µάταια. Ο Λευτέρης τα είχε δει. Ο τόνος της φωνής του µικρού, που άλλαξε. Οι κόρες των γαλάζιων µατιών του, που διεστάλησαν τόσο πολύ ώστε τα έκαναν να φαίνονται σχεδόν µαύρα. Το δάγκωµα του κάτω χείλους. Το περίεργο τηλεφώνηµα, µε τις µονολεκτικές απαντήσεις. Η τηλεόραση που άνοιξε, ενώ κανονικά δεν ήταν ν’ ανοίξει. Και µετά η τηλεόραση που έκλεισε, από ένα αµυδρά ιδρωµένο χέρι. Όποιος κι αν ήταν στο τηλέφωνο, σίγουρα είχε πει στον Λουλούδη ν’ ανοίξει την τηλεόραση. Όταν όµως ο Λευτέρης, πολύ φυσικά, ρώτησε τι έγινε, η τηλεόραση ξανάκλεισε απότοµα. Γιατί; Υπό άλλας συνθήκας όλ’ αυτά θα µπορούσαν να είναι φυσιολογικά πράγµατα, που κανονικά θα περνούσαν εντελώς απαρατήρητα. Όµως ο Λευτέρης ένιωσε ένα άγνωστο κύµα να φουσκώνει µέσα του και, σαν άνθρωπος του Θεού που ήταν, αποφάσισε να το ακολουθήσει. Πλησίασε τον Δάκη. «Άνοιξε την τηλεόραση», διέταξε.
Ο µικρός δεν ήταν σε θέση να φέρει αντίρρηση. Την άνοιξε στο CNN. Ένας µαύρος µε φράκο έκανε γκριµάτσες µπροστά σ’ ένα κατάµεστο ακροατήριο που ξεραινόταν στο γέλιο. Δίπλα του ένας τύπος που παρίστανε το δηµοσιογράφο έδινε πληροφορίες για το –ανύπαρκτο κι ανούσιο– θέµα χασκογελώντας συγκαταβατικά σαν ηλίθιος. Οι γνωστές µαλακίες των Αµερικανών. Σιγά µην είδε αυτό ο µικρός – σιγά επίσης µην τυχόν και του είπε ο άγνωστος συνοµιλητής του να το δει. Με µια ανυπόµονη κίνηση ο Λευτέρης άρπαξε το τηλεκοντρόλ στο χέρι του κι άλλαξε κανάλι. Ελληνική ταινία, ρεσιτάλ, το κανάλι των παπάδων, µια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης µε χοντρές γυναίκες και... Έκτακτο δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση. Στους τίτλους ο Λευτέρης συλλάβισε: «Φρίκη στο Ρέµα της Εσχατιάς». Εκείνη τη στιγµή η σκηνή έδειχνε µπάτσους να βάζουν µια κορδέλα στον τόπο της φρίκης – ποιος ξέρει τι και γιατί φρίκης. Ο Λευτέρης δυνάµωσε την ένταση. Ο µικρός περιεργαζόταν έναν ασηµένιο χαρτοκόπτη. «... Δυστυχώς, οι δράστες δεν άφησαν πίσω τους κανένα ίχνος που να οδηγήσει την Aστυνοµία στη σύλληψή τους. Σύµφωνα µε τις πρώτες ενδείξεις, πιθανότατα πρόκειται για συµµορία. Ο τρόπος τέλεσης κι η αγριότητα του εγκλήµατος µας οδηγεί στη φοβερή υποψία ότι πρόκειται για παρανοϊκούς ή σατανιστές. Ο ιατροδικαστής που έσπευσε στον τόπο του εγκλήµατος διαπίστωσε ότι το θύµα είχε βιαστεί πολλαπλώς κατά φύσιν και παρά φύσιν πριν δολοφονηθεί. Οι δράστες πολτοποίησαν το κεφάλι του θύµατος µε µια βαριοπούλα που βρέθηκε δίπλα στο πτώµα και τώρα µεταφέρθηκε στα εργαστήρια του Εγκληµατολογικού της Ασφάλειας για να εξεταστεί. Η παραµόρφωση του πτώµατος είναι τέτοια, που θα καθιστούσε αδύνατη την αναγνώριση µε συµβατικούς τρόπους αν στα σκισµένα ρούχα του άτυχου θύµατος δε βρισκόταν η ταυτότητά της. Πρόκειται λοιπόν για τη δεκαπεντάχρονη Αναστασία Μόραλη...» Η οθόνη γέµισε µε το όµορφο πρόσωπο της Αναστασίας, που είχε ένα χαµόγελο που µπορούσε ως και τον ήλιο να σκεπάσει. Αλλά όχι πια. Ο Λευτέρης ένιωσε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Αυτό το κορίτσι ήταν παιδί της γειτονιάς τους. Ήταν συµµαθήτρια της Βενετίας, µαζί απ’ την πρώτη Δηµοτικού. Οι γονείς της ήταν άνθρωποι φτωχοί, αλλά µε µια καρδιά τόσο πλούσια που µπροστά της δεν έπιαναν µία ούτε όλοι οι θησαυροί του κόσµου. Ο Λευτέρης κι η Δάφνη τους ήξεραν – και µάλιστα καλά. Μια γειτονιά, µια µοίρα, µια ζωή. Η Αναστασία ήταν ένας αληθινός άγγελος – το πιο καλό παιδί του κόσµου. Χαµογελαστή, ευγενική, πάντα µ’ έναν καλό λόγο για όλους. Το στολίδι της γειτονιάς. Ήθελε να γίνει γιατρός, για να προσφέρει λίγη ανακούφιση στους φτωχούς και τους κατατρεγµένους. Πόσο έλαµπαν τα µάτια της όταν σκεφτόταν το όνειρο αυτό... Πόσο πάσχιζε για να τα καταφέρει... Μονάχη της, ούτε φροντιστήρια ούτε τίποτα. Μονάχα προσήλωση στον ιερό σκοπό, µε τη φλόγα του ονείρου στην καρδιά. Σ’ αντίθεση µε τη Βενετία, που δεν είχε ούτε ιερούς σκοπούς ούτε σπουδαία όνειρα. Η Βενετία το µόνο που ήθελε ήταν να προσφέρει στον εαυτούλη της, σ’ αντίθεση µε την Αναστασία, που κι αυτή είχε γεννηθεί φτωχιά και κακοµοίρα, αλλά ποτέ δε βαρυγκώµησε γι’ αυτό – αντιθέτως, ήθελε να προσφέρει στον κόσµο ολόκληρο ακόµα κι απ’ αυτά που δεν είχε. Κι όχι λεφτά –ποιος νοιάζεται γι’ αυτά;–, ήθελε να προσφέρει ανακούφιση, παρηγοριά,
γιατριά, ελπίδα... Κι όµως, η Αναστασία ήταν που έφυγε απ’ αυτό το µάταιο κόσµο, και µάλιστα µ’ έναν τόσο φρικτό τρόπο. Χάθηκε για πάντα, ακόµα µια φλόγα στο καντήλι του ονείρου έσβησε οριστικά. Η Αναστασία – όχι η Βενετία. Ο Λευτέρης ένιωσε σχεδόν ένοχος γι’ αυτό. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ’ τα µάτια του και να στάζουν πάνω στο γραφείο του αδερφού του, βρέχοντας τον πολύτιµο έβενο και τα σκατά τα µαύρα – µωρέ, δεν πήγαιναν όλα στο διάολο; Καρφάκι δεν του καιγόταν µπροστά στην τροµερή απώλεια. Ένιωθε σαν να έχασε δικό του παιδί. Ο Δάκης ήταν ανέκφραστος. «Πώς κάνεις έτσι; Την ήξερες;» «Αν την ήξερα; Με τους γονείς της είµαστε µια γειτονιά, τα παιδιά µας µαζί µεγάλωσαν». Ξαφνικά θυµήθηκε την ερώτηση που ήθελε εδώ και ώρα να κάνει. «Γιατί έκλεισες την τηλεόραση πριν;» «Ε;» «Ποιος διάολος σε πήρε τηλέφωνο;» «Τι λες, ρε Λευτ...» «Δε µε γελάς εµένα!» αγρίεψε ο µεγάλος. «Τι σκατά έγινε εδώ;» «Λευτέρη, µου φαίνεται ότι σε τρέλανε ο πόνος. Ένας συνάδελφος µε πήρε και µου είπε τι έγινε, άνοιξα την τηλεόραση, κατάλαβα ότι θα είχε αίµατα και γι’ αυτό την έκλεισα. Ξέρεις ότι σιχαίνοµαι τα αίµατα. Δικηγόρος είµαι, διάολε, δεν είµαι γιατρός!» Βρέθηκε να δίνει εξηγήσεις στον αδερφό του λες και του της χρώσταγε – σαν να µην πέρασε µια µέρα απ’ την τελευταία φορά που είχαν ξαναβρεθεί οι δυο τους. Παράξενη σκηνή. Η εξήγηση πάντως ήταν πειστική. Άλλωστε το πρόσωπο του Λουλούδη είχε πάρει µια έκφραση τόσο υπέρτατης αδιαφορίας, που ήταν αδύνατον να είναι ψεύτικη – κι ήταν αδύνατον και για τον Λευτέρη να συνεχίσει να τον κοιτάζει. Τα µάτια του πήγαν ξανά στην οθόνη. Το έκτακτο δελτίο είχε τελειώσει. Συνεχιζόταν το Καληµέρα Ζωή, που τόσο βάρβαρα είχε διακοπεί, έστω και για τόσο λίγο. Ο Λευτέρης ένιωσε ένα κύµα ασύλληπτης οργής να βάφει τα µάγουλά του κόκκινα, τόσο δυνατής οργής, που του έφερε πόνο στο τραυµατισµένο του χέρι – εδώ κι ώρες το είχε ξεχάσει. Υπέρτατη αδιαφορία. Η ζωή συνεχίζεται. Άλλωστε, βρε αδερφέ, δεν πέθανε ο πρωθυπουργός, ούτε η βασίλισσα της Αγγλίας! Μια ασήµαντη Αναστασία πέθανε. Μόνο στα µάτια του Θεού η Αναστασία ήταν ένα πλάσµα µεγαλειώδες – άντε, και στα µάτια των γονιών της και στα µάτια της γειτονιάς. Για τα µάτια όλων των υπόλοιπων ανθρώπων ο θάνατος της µικρής Αναστασίας ήταν ακόµα ένα ενοχλητικό θέαµα που προκαλούσε µια εντελώς προσωρινή αλλά αρκούντως ενοχλητική θλίψη, απορία και φόβο. Υπέρτατη αδιαφορία. Αδιαφορία για όλους και για όλα, ζωντανούς και νεκρούς, πρόσωπα και πράγµατα. Αδιαφορία για τα αισθήµατα, αδιαφορία για την ηθική, τη µνήµη, την ανάµνηση, το παρελθόν, το παρόν και το µέλλον, για τον πόνο, το θάνατο... Αδιαφορία και για το Θεό ακόµα. Ο Λουλούδης το είχε πει ξεκάθαρα: «Δεν υπάρχει Θεός». Αλήθεια, υπήρχε Θεός τελικά; Ποιος Θεός θ’ άφηνε να συµβεί ένα τέτοιο φρικτό πράγµα σ’ έναν άγγελο σαν την Αναστασία; Τι διάολο σκοπιµότητα ήθελε να εξυπηρετήσει αυτή Του η απόφαση;
Τελικά, είχε νόηµα να προσπαθεί κανείς για κάτι που θεωρεί σωστό κι ιερό; Πώς ήταν δυνατόν να έχει νόηµα η προσπάθεια, τη στιγµή που υπάρχει η πιθανότητα ενός αστάθµητου παράγοντα που πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία κι εξαφανίζει οριστικά και την προσπάθεια και τον άνθρωπο που την κάνει; Τι νόηµα είχαν όλα, γενικώς; Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Λευτέρης έπιασε τον εαυτό του να παρακαλάει να είχε γεννηθεί δίχως καρδιά – ένιωθε τόσο πόνο, που φοβόταν ότι ίσως να µην µπορούσε να τον αντέξει. Χάρη στην υπέρτατη αδιαφορία επιβίωναν κτήνη σαν αυτά που βασάνισαν και σκότωσαν την Αναστασία, χάρη στην υπέρτατη αδιαφορία έγινε µεγάλος και τρανός κι αυτός εδώ ο διάβολος που γεννήθηκε αδερφός του, χάρη στην υπέρτατη αδιαφορία κινούνταν και πήγαινε «µπροστά» ολόκληρος ο κόσµος. Ενώ ο ίδιος, γεννηµένος ροµαντικός ιεροµάρτυρας, αδυνατούσε να το καταλάβει. Και γι’ αυτό τώρα έκλαιγε σαν ηλίθιος για το θάνατο της Αναστασίας, θρηνώντας συνάµα και για το θάνατο του Νικηφόρου µετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Τότε δεν είχε βρει ένα ήσυχο µέρος να συρθεί και να κλάψει µε την ησυχία του – ούτε καν όταν ήταν µόνος του. Αν ξεκινούσε να κλαίει, δε θα σταµατούσε µέχρι το κλάµα του και το παράπονό του να έπνιγε ολόκληρο τον κόσµο και να πνιγόταν κι αυτός µαζί, κι άντε µετά να δούµε ποιος θα συγκρατούσε τη Δάφνη. Δεν µπορείς να πας µπροστά όταν είσαι κολληµένος στο παρελθόν κι αναµασάς το δράµα σου. Η σκέψη σου θολώνει και δεν πας παρακάτω. Υπέρτατη αδιαφορία – αυτό είναι το µυστικό της εσωτερικής γαλήνης και κατ’ επέκτασιν και της προόδου. Κι όµως, συνάµα ο Λευτέρης Ματζιούρης αναρωτιόταν τι κτήνος θα γινόταν αν έπαυαν πλέον να τον νοιάζουν ακόµα κι οι θάνατοι της Αναστασίας, του Νικηφόρου και τόσων άλλων παιδιών που καθηµερινά χάνονταν άδικα, πριν προλάβουν να ζήσουν – κι ακόµα χειρότερα, αν έπαυαν να τον νοιάζουν οι πάντες και τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή. Για πρώτη φορά συλλογίστηκε πως η υπέρτατη αδιαφορία µπορεί να µην τον οδηγούσε στην εσωτερική γαλήνη αλλά σε µια απεριόριστη δυνατότητα για το κακό. Σοκαρίστηκε. Αναρωτήθηκε αν οι σκέψεις του καθρεφτίζονταν στα µούτρα του. Έφυγε τρέχοντας από κει µέσα, δίχως άλλη λέξη.
ΣΥΣΣΩΜΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ήταν παραταγµένο σε στάση προσοχής. Οι στολές γυάλιζαν σαν να είχαν περαστεί µε λούστρο. Τα παπούτσια άστραφταν κάτω απ’ τον ήλιο κι αντανακλούσαν το φως του, θυµίζοντας καθρέφτες. Αστυνοµικοί όλων των βαθµίδων στέκονταν ολόρθοι και στητοί όπως οι τσολιάδες στην πλατεία Συντάγµατος, σαν το παιδικό παιχνίδι που έλεγε: «Στρατιωτάκια ακούνητα κι αµίλητα, µέρα ή νύχτα;» Περίµεναν υποµονετικά να υποβάλουν τα σέβη τους και ν’ αποδώσουν τιµές στον αρχηγό τους, που από στιγµή σε στιγµή θα έκανε την εµφάνισή του. Και να, η µεγάλη στιγµή έφτασε! Η µπάντα άρχισε να παίζει θριαµβευτική υπόκρουση, τη µόνη κατάλληλη µουσική επένδυση για την έλευση του αρχηγού. Ο διµοιρίτης, φορώντας άσπρα γάντια, έκανε δυο βήµατα όλο χάρη και στάθηκε µπροστά στο τιµητικό άγηµα που κρατούσε τα όπλα. «Παρουσιάστεεεε! Αρµ!» Ντουπ. «Εν ονόµατι του Νόµου, ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνοµίας, Φώτιος Μπούρµαλης!» Το τιµητικό άγηµα άρχισε να πυροβολεί στον αέρα. Η µπάντα παιάνιζε µε µανία. Κορνέτες, σαξόφωνα και γκρανκάσες έπαιζαν όλα µαζί. Ποπό τιµές! Όµως... Ξαφνικά όµως, το τοπίο άρχισε να µικραίνει, να θολώνει, ο ήλιος να σβήνει και το Σώµα της Αστυνοµίας να χάνεται απ’ το οπτικό του πεδίο µ’ έναν τρόπο περίεργο, σαν χιονάνθρωποι που έλιωναν σιγά σιγά µε το που έπιασαν οι πρώτες ζέστες. Παρ’ όλ’ αυτά οι πιστολιές δε σταµατούσαν µε τίποτα. Ρυθµικές, µπαµ, µπουµ, µπαµ, µπουµ... «Μα...» Μ’ αυτό το µικρό διστακτικό µόριο ο Φώτης Μπούρµαλης βγήκε απότοµα απ’ τον όµορφο κόσµο του ονείρου του και βρέθηκε στην πραγµατικότητα του σπιτιού του στην Κυψέλη. Κοίταξε γύρω του και για µια στιγµή δεν αναγνώρισε το χώρο. Ανοιγόκλεισε τα µάτια µια δυο φορές, προσπάθησε να καταπιεί, αλλά η γεύση µέσα στο στόµα του έµοιαζε µε φαρµάκι – και του έφερε αηδία. Τι αρχηγός, µωρέ! Όνειρο ήταν – ο ίδιος παρέµενε ό,τι ακριβώς ήταν και πριν περάσει την πόρτα που οδηγούσε στο µαγικό κόσµο του Μορφέα: ένας αρχιφυλακάκος του κώλου, θολωµένος απ’ τον ύπνο, µε το στόµα σαν τσαρούχι, τα µισά µαλλιά πατικωµένα αφύσικα και τ’ άλλα µισά όρθια, σωστές περικοκλάδες. Αποκοιµήθηκε στον καναπέ δίχως να το καταλάβει, µε δραµατικές συνέπειες στις τρίχες της κεφαλής του – και όχι µόνο. Το τηλέφωνο χτυπούσε, προφανώς εδώ και ώρα. Ώστε αυτό ήταν οι πιστολιές που δε σταµατούσαν µε τίποτα... Σηκώθηκε για να το απαντήσει, κοιτάζοντας ταυτόχρονα το ρολόι του. Έξι και τέταρτο. Εξαίσια. Αναστέναξε βαθιά. «Εµπρός;» «Μπούρµαλη, τι σκατά κάνεις εκεί και δε σηκώνεις το τηλέφωνο; Διαβάζεις Ποινικό ή βλέπεις Καληµέρα Ζωή;» Ο Μπούρµαλης χαµογέλασε. «Ρε Καπιρέλη, µπορείς να µου πεις τι σου έχω κάνει και µε κυνηγάς κι εκτός υπηρεσίας; Κοιµόµουνα! Είµαι πάλι βραδινός απόψε. Αν δεν κοιµηθώ, πώς θ’ αντέξω; Κορµί είν’ αυτό, θα λιώσει!»
Μπορεί ο Θοδωράκης Καπιρέλης να ήταν ο υπαίτιος που τον έβγαλε άδοξα απ’ το ειδυλλιακό του όνειρο, εκεί όπου µπορούσε να είναι κι αρχηγός της Αστυνοµίας µέχρι και πάπας της Ρώµης, αν ήθελε, ωστόσο ο Μπούρµαλης χαιρόταν που άκουγε το συνεργάτη και φίλο του. Χρόνια και ζαµάνια µαζί στην Αστυνοµία – µαζί διορίστηκαν, µαζί βρίσκονταν στα ίδια γραφεία µιας και τους µετέθεταν τον ένα µετά τον άλλο στα ίδια πόστα λες κι ήταν Διόσκουροι, οπότε θέλοντας και µη έγιναν και φίλοι. Άλλωστε τους συνέδεε και µια κοινή µοίρα: δυστυχώς, όσο καλοί αστυνοµικοί κι αν ήταν, ήταν καταδικασµένοι να πεθάνουν αρχιφύλακες, άντε, το πολύ υπαστυνόµοι, για την τιµητική σύνταξη στις χήρες τους. Με τα χρόνια και το στριφογύρισµα στους ίδιους χώρους, ο Μπούρµαλης κατάλαβε ότι κι ο Καπιρέλης ήταν εξαίρετος αστυνοµικός, που όµως, δυστυχώς, θα ήταν κι αυτός µια ζωή υποχρεωµένος να τελεί υπό τας διαταγάς άλλων, διότι απλούστατα δεν ήταν του Πανεπιστηµίου. Αυτό όµως σε τίποτα δεν εµπόδιζε τον Καπιρέλη να έχει «µύτη» καθαρόαιµου λαγωνικού και να πετάει ιδέες που βοηθούσαν τους ανωτέρους να εξιχνιάζουν εγκλήµατα γρηγορότερα, για να παίρνουν αυτοί τα γαλόνια κι ο ίδιος να παίρνει τον... Άντε τώρα. Πάντως δεν παραπονέθηκε ποτέ, γι’ αυτό ο Μπούρµαλης τον εκτιµούσε αφάνταστα, όσο κι αν τον πείραζε καµιά φορά, για να γελάσουν, λέγοντάς του ότι το όνοµα «Καπιρέλης» διόλου δεν ταίριαζε σε αστυνοµικό. Αντιθέτως, ταίριαζε γάντι σε γέρο µεθύστακα µαέστρο παράφωνης χορωδίας συνοικιακού ωδείου χωρίς άδεια λειτουργίας. Κι ο Καπιρέλης, άνθρωπος µε γνήσιο χιούµορ, αντί να παρεξηγηθεί, έπεφτε πάνω στους πάκους µε τα χαρτιά του γραφείου του και ξεραινόταν στο γέλιο, και µάλιστα συνέχαιρε το φίλο του για την εφευρετικότητα των αστείων του. Καλός άνθρωπος. «Λυπάµαι που σου χαλάω τη σιέστα, φιλαράκο, αλλά φοβάµαι ότι το πρόγραµµά σου θα πρέπει ν’ αλλάξει κάπως. Σήκω γρήγορα, ντύσου και τσακίσου αµέσως εδώ. Έχουµε δουλειά», δήλωσε ο Καπιρέλης µε έµφαση. Τα αντανακλαστικά του αστυνοµικού τέθηκαν αµέσως σε συναγερµό. Ο Μπούρµαλης ξύπνησε για τα καλά – µάλιστα, ενστικτωδώς σηκώθηκε κι όρθιος απ’ την καρέκλα όπου είχε καθίσει. «Γιατί; Τι έγινε;» ρώτησε παραξενεµένος. «Τι έγινε; Φόνος», είπε θριαµβευτικά ο Καπιρέλης. «ΦΟΝΟΣ;» γκάριξε ο Μπούρµαλης. «Τι φόνος, ρε;» «Και γαµώ τους φόνους. Καλά, µυρουδιά δεν έχεις πάρει τι γίνεται; Χαλάει ο κόσµος!» «Πώς να πάρω µυρουδιά, ρε κόπανε, αφού σου είπα ότι κοιµόµουνα! Ποιος δολοφονήθηκε;» «Όχι ποιος, ποια. Τέλος πάντων, έλα εδώ και θα τα µάθεις όλα. Ο ταξίαρχος µου έδωσε εντολή να πάρω σβάρνα τα τηλέφωνα και να ειδοποιήσω όλη τη Δίωξη, να τσακιστείτε όλοι εδώ. Μη µε καθυστερείς», είπε ανυπόµονα ο Καπιρέλης. «Λοιπόν, σ’ αφήνω, φίλε. Τα λέµε σε λίγο. Α», συµπλήρωσε ενώ ήταν έτοιµος να κλείσει, «την ώρα που θα βάζεις τη στολή σου άνοιξε εν τω µεταξύ την τηλεόραση να ξεστραβωθείς. Έχει ειδήσεις». Κλικ. Το φως του απογεύµατος έφθινε σιγά σιγά. Πίσω απ’ τις γρίλιες του µισάνοιχτου παντζουριού οι σκιές πλήθαιναν, µικρά κυκλάκια από φως που έχανε κάτι απ’ τη δύναµή του κάθε λεπτό που περνούσε. Μέσα στο διαµέρισµα, ησυχία – η Νίκη είχε ένα απ’ τα τελευταία ιδιαίτερα του καλοκαιριού και προφανώς βρισκόταν σε σπίτι ξένο, σκυµµένη πάνω από κάποιο τερατάκι. Ο µόνος ήχος που ακουγόταν ερχόταν απ’ τον έξω κόσµο: βαβούρα αυτοκινήτων και
σποραδικά κορναρίσµατα. Η ζωή συνεχίζεται – για κάποιον όµως, ή µάλλον για κάποια, όπως είχε πει ο Καπιρέλης, είχε σταµατήσει οριστικά. Ο Μπούρµαλης αναστέναξε κι έσπευσε να ανοίξει την τηλεόραση. Ένας δηµοσιογράφος µε µούσια και µαλλούρες που έµοιαζαν µε θάµνο έκανε ρεπορτάζ απ’ τον τόπο του εγκλήµατος. Πίσω του άνθρωποι πήγαιναν κι έρχονταν – ανάµεσά τους ο Μπούρµαλης αναγνώρισε πολλούς απ’ τους ανωτέρους του. Ε, βέβαια! Αυτοί θα πήγαιναν να συλλέξουν στοιχεία και να τους δουν οι κάµερες και τα κανάλια, οι κακόµοιροι αρχιφύλακες θα παρέµεναν καταδικασµένοι στην αφάνεια να κάνουν τη λάντζα της βρόµικης δουλειάς δίχως ν’ αναφερθεί το όνοµά τους ούτε στα ψιλά των εφηµερίδων. «Σκάσε!» µάλωσε τον εαυτό του. «... Όπως σας έλεγα λοιπόν», συνέχισε ο δηµοσιογράφος απτόητος, «η Aστυνοµία έχει εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραστών, ωστόσο η ανυπαρξία ιχνών στον τόπο του εγκλήµατος δυσχεραίνει κατά πολύ το έργο της. Παρ’ όλ’ αυτά, ειδικοί του Εγκληµατολογικού χτενίζουν τον τόπο για να συλλέξουν οτιδήποτε µπορεί να φανεί χρήσιµο...» Τι ερηµιά ήταν αυτή! Παράξενο µέρος, γεµάτο σκουπίδια, βρόµικο γρασίδι και πανύψηλα δέντρα. Το φως του δειλινού έµοιαζε να έρχεται φιλτραρισµένο – και φάνταζε αλλόκοτο. Κι από πίσω, έστεκε ένα ξύλινο, ετοιµόρροπο παράπηγµα που από χιλιόµετρα µακριά µύριζε σκοτάδι κι αποφορά. Ο τόπος έµοιαζε λιγάκι στοιχειωµένος – τέλειο σκηνικό για τη διάπραξη εγκλήµατος, δεν µπορείς να πεις. Αν ο Μπούρµαλης δεν ήξερε ήδη ότι είχε διαπραχθεί αληθινό έγκληµα, θα έπαιρνε όρκο ότι το ρεπορτάζ ήταν απ’ τα γυρίσµατα κάποιου επεισοδίου της σειράς Τµήµα Ηθών του Μανουσάκη. Μα τι ήταν αυτό το παράξενο µέρος; Έβαζε τη στολή του βιαστικά, µην µπορώντας ωστόσο να πάρει τα µάτια του απ’ την οθόνη. Σιχτίρι, είχε χάσει τα βασικά: τη φύση του εγκλήµατος, τον τόπο, το χρόνο τέλεσής του σύµφωνα µε τον ιατροδικαστή και, κυρίως, την ταυτότητα του θύµατος. Συνέχισε να παρακολουθεί µ’ έντονο ενδιαφέρον. Δε χάλασε ο κόσµος να καθυστερήσει κάνα δυο λεπτάκια παραπάνω – ήταν σίγουρος ότι ο θάµνος θα επαναλάµβανε όλο το σατανικό χρονικό του φόνου τουλάχιστον πέντε έξι φορές ακόµα. Ήταν γνωστό τοις πάσι ότι οι αηδιαστικές λεπτοµέρειες ενός απαίσιου εγκλήµατος φέρνουν στην επιφάνεια τα σαδοµαζοχιστικά ένστικτα του κοσµάκη, που παρακολουθεί µε φρίκη κι αποτροπιασµό αλλά και µε µια ακατανίκητη έλξη, σαν τα όρνια που έλκονται απ’ τη µυρωδιά του θανάτου. «... Στο χώρο βρέθηκαν ίχνη ναρκωτικών ουσιών, πράγµα που οδηγεί την Αστυνοµία στο συµπέρασµα ότι οι δράστες έκαναν χρήση πριν τη διάπραξη του αποτρόπαιου εγκλήµατος. Ειδικοί εξετάζουν τα ίχνη της ουσίας – απ’ τις πρώτες πληροφορίες που έχουµε, πρόκειται πιθανότατα για κοκαΐνη...» Ο Μπούρµαλης κούνησε το κεφάλι του µε σηµασία. Προφανώς οι δράστες το φυσούσαν το παραδάκι – αµ πώς, αλλιώς; Ένα γραµµάριο κοκαΐνης κόστιζε περισσότερο κι από ένα πανάκριβο γεύµα στο πιο σικ εστιατόριο της Αθήνας – του κρασιού συµπεριλαµβανοµένου. Πράγµα που πάει να πει... οι δολοφόνοι δεν ήταν φτωχοµπινέδες. Το ακριβώς αντίθετο. Ήταν της ο-Θεός-να-την-κάνει καλής κοινωνίας. Ο συλλογισµός του τον έκανε να νιώσει κάπως άβολα, για κάποιον άγνωστο λόγο που αδυνατούσε για την ώρα να καταλάβει. Σκέψεις σαν ταραγµένες νυχτοπεταλούδες χιµούσαν, φτερούγιζαν στο µυαλό του αναζητώντας το φως µες στο σκοτάδι.
Παρότι έπρεπε να τσακιστεί να φύγει για την υπηρεσία –εκεί άλλωστε θα µάθαινε τα πάντα µε λεπτοµέρειες–, του ήταν απλώς αδύνατον να κλείσει την τηλεόραση. Δεν µπορούσε να πάρει τα µάτια του απ’ τη µικρή οθόνη – ξαφνικά µάλιστα είχε την παράξενη αίσθηση ότι, αν έκανε ένα βήµα προς τα εµπρός, το γυαλί θα παραµέριζε αθόρυβα και τότε θα έµπαινε κι ο ίδιος µέσα στο σκηνικό του τρόµου και θα γινόταν κοµµάτι του ρεπορτάζ. Παράξενα πράγµατα. Διαίσθηση. Σηµασία. Ο δηµοσιογράφος-θάµνος συνέχισε να µιλάει: «... Κυρίες και κύριοι, ευρισκόµεθα ενώπιον ενός απ’ τα ειδεχθέστερα εγκλήµατα που έχουν απασχολήσει τα αστυνοµικά χρονικά εδώ και χρόνια. Η χρήση ναρκωτικών, ο οµαδικός βιασµός της άτυχης δεκαπεντάχρονης κι η επακόλουθη φρικτή δολοφονία της µε τρόπο αποτρόπαιο –όπως σας προείπα οι δράστες πολτοποίησαν το κεφάλι του θύµατος µε µια βαριοπούλα– έχουν αφήσει άφωνους ακόµη και τους πιο έµπειρους αξιωµατικούς της Ασφάλειας...» Δεκαπεντάχρονης; Ο Φώτης Μπούρµαλης έφριξε. Μια θολή κι ακαθόριστη σκέψη βρισκόταν έξω απ’ την πόρτα του µυαλού του και τη χτυπούσε µανιασµένα – κι όµως, ο ίδιος, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, προσπαθούσε πεισµατικά να την κρατήσει µε νύχια και µε δόντια κλειστή. Κλείσε την τηλεόραση, διάολε. Ο ταξίαρχος σε περιµένει κι εσύ χαζολογάς; Σκατά στα µούτρα σου, χασοµέρη. «... Γι’ αυτό η Αστυνοµία, αλλά κι οι χαροκαµένοι γονείς, απευθύνουν έκκληση σ’ όλους τους πολίτες: όποιος είδε την Αναστασία Μόραλη για τελευταία φορά ζωντανή, εν πάση περιπτώσει, αν γνωρίζει οποιοδήποτε στοιχείο που θα µπορούσε να βοηθήσει το έργο της Αστυνοµίας, παρακαλείται να...» Ο θάµνος χάθηκε απ’ την οθόνη και τη θέση του πήρε η φωτογραφία ενός χαµογελαστού µελαχρινού κοριτσιού που φορούσε κόκκινη µπλούζα. Ό,τι προσπαθούσε επί τόση ώρα ν’ απωθήσει µέσα στο µυαλό του, ό,τι του είχε µισοσβήσει ο ύπνος που τον πήρε πάνω στον καναπέ, ξαναγύρισε απότοµα κι επιτακτικά, σαν τροµερή πρόσκρουση αεροσκάφους πάνω σε χωράφι από ύψος έξι χιλιάδων ποδών. Ο Φώτης Μπούρµαλης οπισθοχώρησε λες κι είχε δεχθεί µπουνιά στο στοµάχι από κάποιον αόρατο αντίπαλο ενός φανταστικού αγώνα µποξ. Ω, Θεέ µου... Ο Άρης Παγκράτης. Η παρέα. Η πανάκριβη Μερσεντές. Το παράθυρο που άνοιξε. Το φιλί. Η εκθαµβωτική ξανθιά. Και µαζί, δίπλα... Σκούρα µάτια σε κόκκινο φόντο. Μπλούζα. Ω, Θεέ µου, τώρα όλα ξεκαθάρισαν – ο Φώτης Μπούρµαλης θα έβαζε στοίχηµα το κεφάλι του δίχως φόβο ότι θα το χάσει, διότι ήταν ένα δισεκατοµµύριο τοις εκατό σίγουρος ότι τα σκούρα µάτια σε κόκκινο φόντο ανήκαν σ’ αυτό το άτυχο κορίτσι. Βέβαια, δεν είχε δει λεπτοµέρειες – µια αχνή και φευγαλέα σκηνή που κράτησε δύο δευτερόλεπτα, τρία το πολύ, και µάλιστα ήταν και νύχτα, όµως το ένστικτο του µπάτσου, αλλά κι η δική του, η προσωπική του διαίσθηση, φώναζε µέσα στο κεφάλι του ότι η φρικτή του υποψία ήταν µια ακόµα πιο φρικτή πραγµατικότητα. Μέσα στο αυτοκίνητο του Άρη Παγκράτη βρισκόταν η Αναστασία Μόραλη.
Κι η ίδια µυστική φωνή της διαίσθησης του ψιθύριζε ακατάπαυστα ότι ο Άρης Παγκράτης κι η παρέα του ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που είχαν δει την Αναστασία Μόραλη ζωντανή – κι αυτό ήταν το πιο φρικτό απ’ όλα. Κοκαΐνη. Μετά τα µεσάνυχτα. Φόνος. Μήπως... Ο Φώτης Μπούρµαλης ξεροκατάπιε µε δυσκολία. Κάτι φρικαλέο γινόταν εδώ. Όχι, δεν ήταν η απελπισµένη του ανάγκη ν’ αναγνωριστεί επιτέλους το έµφυτο αστυνοµικό του δαιµόνιο και να γίνει σπουδαίος. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος – δε φανταζόταν πράγµατα, δε σκάρωνε ανύπαρκτες ιστορίες. Ανέκαθεν όµως είχε βαθιά πίστη στη διαίσθησή του – κι αυτή δεν τον είχε προδώσει ποτέ. Απ’ τη µια η φωνή της λογικής – απ’ την άλλη η φωνή της διαίσθησης, του πρωτόγονου ενστίκτου. Σηµειώσατε δύο. Μέσα στο µυαλό του Φώτη Μπούρµαλη ο Άρης Παγκράτης κι η συντροφιά του είχαν κάποια σχέση µε τη µαύρη τύχη της Αναστασίας Μόραλη κι ήταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό, όσο ήταν σίγουρος και για το ότι αυτή ακριβώς τη στιγµή βρισκόταν µέσα στο σπίτι του στην Κυψέλη κι όχι κάπου στις Μπαχάµες, ξαπλωµένος σε µια παχιά σκιά µε πέντε δέκα όµορφες αραπινούλες να του κάνουν αέρα. Στοιχεία δεν υπήρχαν – έτσι είχε πει ο θάµνος. Κι όµως, υπήρχε κατά πάσα πιθανότατα ένα. Το σπέρµα των δραστών. Δε χρειάζεται να είναι κανείς αστυνοµικός για να οδηγηθεί στο κρίσιµο συµπέρασµα ότι οι βιαστές δε χάνουν χρόνο για να βάλουν καπότα – τουναντίον, πέφτουν µε τα µούτρα στον πατσά µε περαιτέρω δυσάρεστες επιπτώσεις για τα άµοιρα θύµατά τους. Πολλώ δε µάλλον όταν πριν το βιασµό έχει προηγηθεί και χρήση κοκαΐνης, που, ως γνωστόν, έχει την ιδιότητα να σηκώνει και τα ασήκωτα – εκεί είναι που δεν κρατιέται κανείς ούτε αλυσοδεµένος. Βέβαια, για να προχωρήσουν τα εργαστήρια σε εξέταση DNA θα πρέπει να υπάρχει και να έχει συλληφθεί κάποιος ύποπτος. Στην παρούσα περίπτωση, ύποπτος γιοκ – όσο κι αν ενδεχοµένως η Υπηρεσία αργά ή γρήγορα θ’ άφηνε να διαρρεύσει στην κοινή γνώµη ότι κάποιοι είχαν προσαχθεί για ανάκριση, έτσι, για να καθησυχάσει τον ανάστατο κοσµάκη στον οποίο, ως γνωστόν, αρέσει να παρακολουθεί σκηνές από εγκλήµατα αλλά όχι ανεξιχνίαστα. Η λέξη «ανεξιχνίαστο» δηµιουργούσε στους πάντες φόβο κι απορία, µε φυσικό κι επόµενο επακόλουθο να κατηγορούν τους αστυνοµικούς ως άχρηστους – όχι πάντα άδικα. Για την ώρα, ύποπτος γιοκ· το ρεπορτάζ ήταν ξεκάθαρο σαν διαµάντι. Ωστόσο, ο Μπούρµαλης ήταν χίλια τα εκατό σίγουρος ότι αν κάποιος πήγαινε σούµπιτος στον Άρη Παγκράτη και τον έβαζε να τραβήξει µαλακία ώστε να συλλέξει το πολύτιµο υγρό, κι αν µετά το πολύτιµο υγρό έφτανε στο εργαστήριο, κι αν στο εργαστήριο γινόταν εξέταση και σύγκριση µε τα υγρά που βρέθηκαν στο θύµα, τότε θα διαπίστωνε µε έκπληξη και φρίκη ότι το έγκληµα θα είχε εξιχνιαστεί γρήγορα, εύκολα και άµεσα. Άρχισε να νιώθει ναυτία. Τζιτζίκια σιγοτραγουδούσαν αµέριµνα µέσα στο κεφάλι του – προφανώς πρέπει να είχε αρχίσει να του ανεβαίνει πίεση. Σίγουρος. Χίλια τα εκατό. Εδώ, βεβαίως, αναφύονταν και κάποια άλλα θεµατάκια – ή µάλλον θεµατάρες.
Πού να πήγαινε να τα πει αυτά; Σε ποιον να πήγαινε να πει τις υποψίες του, δίχως να διακινδυνεύσει να δει τους πάντες να πέφτουν στο πάτωµα µισοπεθαµένοι απ’ το γέλιο; Και τι να τους πει δηλαδή; Ότι µέσα στα µαύρα µεσάνυχτα, σκοτάδια κι έρεβος, άνοιξε ένα παράθυρο για δύο δευτερόλεπτα, µια ξανθιά του έστειλε ένα φιλί κι εκείνος, σωστός Αστυνόµος Σαΐνης, διέκρινε, ή νόµιζε ότι διέκρινε, δυο σκούρα µάτια σε κόκκινο φόντο; Κι όσο για τη φωνή της διαίσθησης, όσο βροντερή κι αν είναι, αυτή αφορά µόνο αυτόν που την ακούει, όλοι οι υπόλοιποι, αν βεβαίως ζούσαν και δεν είχε επέλθει το µοιραίο από οξεία απόφραξη των αναπνευστικών οδών συνεπεία οξείας γελίτιδας, θα σοβαρεύονταν, θα κοίταζαν µε οίκτο τον κατακαηµένο Αστυνόµο Σαΐνη που είχε όνειρο να εξιχνιάσει τη σοβαρή υπόθεση και σκάρωνε ιστορίες για να πάρει γαλόνια και µετά, φυσικά, θα τον παρέπεµπαν κατευθείαν στον ψυχίατρο του Σώµατος, θα του έδιναν άδεια έξι µηνών «για να ξεκουραστεί» κι αµέσως µετά, τελευταίος σταθµός, θα τον περίµενε µια δυσµενής µετάθεση στα σύνορα – εκεί όπου το µόνο έγκληµα που γίνεται και χρήζει εξιχνίασης είναι το λαθραίο κυνήγι της µπεκάτσας. Απλά πράγµατα. Απ’ τη µια, ο Φώτης Μπούρµαλης. Χαµηλόβαθµος µπάτσιακας –παρωνύµι που του είχε κολλήσει ο Καπιρέλης– τον οποίο τον είχαν µόνο για να συντάσσει µηνύσεις, να κρατάει πρακτικά απ’ την εκάστοτε προανάκριση και για κανένα µπλόκο στο δρόµο. Για να παρευρεθεί προσωπικά σε κάποιον τόπο εγκλήµατος και να συλλέξει στοιχεία έπρεπε να είναι άρρωστοι τουλάχιστον πέντε άλλοι αξιωµατικοί πάνω απ’ αυτόν και να µην µπορούν – και πάλι θα έπρεπε να παρακαλέσει τον ταξίαρχο να τον στείλει, κι ο ταξίαρχος, µην αντέχοντας να βλέπει το ικευτευτικό ύφος του, τον έστελνε επειδή τον λυπόταν. Απ’ την άλλη, ο Άρης Παγκράτης. Ο µεγιστάνας, ο µεγαλοεπιχειρηµατίας, ο καλλιτέχνης, το µεγαλύτερο ίνδαλµα της σύγχρονης εποχής. Σε ποιο διάολο να πήγαινε να πει ότι υποπτευόταν τον Άρη Παγκράτη ως δράστη του φρικτού εγκλήµατος που είχε διαπραχθεί; Θα γινόταν χαµός. Χαµός. Χαµός. Μέχρι πριν λίγη ώρα ο Μπούρµαλης θαύµαζε τον Άρη Παγκράτη για το ταλέντο και τις επιτυχίες του. Τώρα τον σιχαινόταν περισσότερο κι απ’ τον εµετό ή από ένα γεύµα αποτελούµενο από παχιά ευκοίλια. Ο πούστης αυτός µε τα δισεκατοµµύριά του µπορούσε ν’ ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις... Και δε φτάνει που ήταν βαθύπλουτος σαν µαχαραγιάς, είχε κι απίστευτο ταλέντο ως ηθοποιός, γαµώτο! Με τον τρόπο που υποδυόταν τους ρόλους του ήταν ικανός να κάνει ακόµα και την πιο σαχλή σαπουνόπερα να µοιάζει µε κοινωνικό δράµα µε θέµα τον υπαρξισµό. Κι όχι µόνο: µιλούσε τόσο ωραία, στις συνεντεύξεις του έλεγε τόσο όµορφα πράγµατα, που έκανε το πανελλήνιο να κρέµεται απ’ τα χείλη του και τα µηχανάκια µέτρησης τηλεθέασης να χτυπάνε κόκκινο περισσότερο κι απ’ το Fame Story in Concert της Κυριακής. Τόσο κόκκινο ο Φώτης Μπούρµαλης είχε να δει απ’ την εποχή που έβγαινε να µιλήσει ο µακαρίτης ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ζήτηµα χρόνου να αναµιγνυόταν µε την πολιτική – έτσι είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη. Ο Μπούρµαλης δεν είχε καµία αµφιβολία: έτσι και κατέβαινε ο Άρης Παγκράτης στις εκλογές, θα έβγαινε απευθείας πρωθυπουργός, ακόµα κι αν ο συνδυασµός του αποτελούνταν µόνο απ’ τον ίδιο. Ο κόσµος τον λάτρευε, έπινε νερό στ’ όνοµά του. Οι άντρες τον θαύµαζαν, οι γυναίκες λιποθυµούσαν µπροστά στη γοητεία του, τα παιδιά τον έβλεπαν σαν θεό. «Ψωµί, ελιά και Παγκράτη βασιλιά», ένα τέτοιο πράγµα. Πώς να βγει τώρα αυτός, ένας ασήµαντος Μπούρµαλης, και να πει αυτά που είχε µέσα στο
ξερό του το κεφάλι, που θα τσαλάκωναν την εικόνα του ινδάλµατος; Σίγουρα ο κόσµος δε θα πίστευε λέξη: θα θεωρούσε τις υποψίες του ψευτιές, φαντασιώσεις και πόλεµο λάσπης – και, βεβαίως, θα τον λιντσάριζε. Συµφορά. Άσε και το άλλο: σίγουρα ο τύπος αυτός είχε εξαιρετικά υψηλές διασυνδέσεις. Παρά τις γνωστές µαλακίες για τα περί κράτους δικαίου, ισότητας ενώπιον του νόµου κι άλλες τρίχες κατσαρές που ονειρεύονται να γίνουν ίσιες, όλος ο ντουνιάς ήξερε ότι κάποιοι βρίσκονται στο απυρόβλητο και το χέρι του νόµου δεν µπορεί να τους αγγίξει διότι, απλούστατα, είναι και το ίδιο χωµένο µέσα στα ίδια σκατά. Θυµήθηκε µια παλιά ιστορία, όταν υπηρετούσε στη Δίωξη Ναρκωτικών. Ο τότε διοικητής του ήταν ο Παπαβασιλείου. Ο Φώτης τον σεβόταν, βέβαια, ως ανώτερο και δη διοικητή του, αλλά δεν του άρεσαν καθόλου τα µούτρα του. Η φωνή της διαίσθησης του έλεγε ότι επρόκειτο για σκατάνθρωπο, εφόσον όµως όλοι οι υπόλοιποι πίνανε νερό στ’ όνοµά του, τότε κι ο Φώτης αναγκάστηκε να κάνει τουµπέκα για να µη βρει κανένα διάολο στα καλά καθούµενα. Ώσπου µια µέρα αποκαλύφθηκαν τα χαµπέρια: ο Παπαβασιλείου αποδείχθηκε µεγαλέµπορος των ουσιών των οποίων το εµπόριο υποτίθεται ότι είχε ορκιστεί να πατάξει, τα κέρδη του απ’ τα ναρκωτικά ήταν αµύθητα, οπότε κι αυτός µια ηµέρα των ηµερών, συν γυναιξί και τέκνοις, το έσκασε για την Αργεντινή για ντόλτσε βίτα, ενώ πίσω του άφησε στάχτη και κουρνιαχτό. Το περίεργο ήταν ότι κανείς δεν τον εµπόδισε να το σκάσει – αλλά αυτά, µπροστά στο σκάνδαλο που έπρεπε πάση θυσία να κουκουλωθεί ήταν ψιλά γράµµατα. Το θέµα είχε απασχολήσει για λίγο την Υπηρεσία. Σ’ ένα µήνα ξεχάστηκε. Όµως ο Φώτης Μπούρµαλης το θυµόταν. Τουτέστιν, ακόµα και ν’ αποφάσιζε να βάλει το κεφάλι του στο στόµα του λύκου, ακόµα κι έρευνες να έκανε ολοµόναχος, ακόµα και να έβγαινε σώος κι αβλαβής και να µην τον έτρωγαν λάχανο νύχτα και µετά ν’ αποδώσουν το θάνατό του σε ξεκαθάρισµα λογαριασµών, ακόµα κι αν ερχόταν θριαµβευτής µε την αλήθεια για το πραγµατικό ποιόν του Άρη Παγκράτη στο χέρι, πάλι στο χειρότερο θα κατέληγε. Το έβρισκε φυσικό. Η υπόθεση, µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα κουκουλωνόταν. Έτσι γινόταν πάντα, από καταβολής κόσµου. Κι αν καµιά φορά έβγαιναν στη φόρα κάνα δυο µαλακίες από δήθεν µεγαλόσχηµους δηµοσιογράφους, τώρα πια ο Μπούρµαλης δεν είχε καµιά αµφιβολία: το δήθεν ξεσκέπασµα των δήθεν σκανδάλων γινόταν για να καθησυχάζεται και να αποκοιµίζεται η κοινή γνώµη – µ’ απώτερο σκοπό, βέβαια, να παραµείνουν κρυφά τα άλλα, τα αληθινά, τα τερατώδη σκάνδαλα απ’ τα οποία ήταν γεµάτος ο κόσµος εδώ και χιλιάδες, εκατοµµύρια χρόνια. Κούνησε το κεφάλι του µε σηµασία. Ο Φώτης Μπούρµαλης ήταν ένας άνθρωπος βαθιά χριστιανός. Βέβαια, δεν πάταγε στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής, δεν είχε σχέσεις µε το παπαδαριό, δεν έκανε µεγαλοπρεπείς σταυρούς και µετάνοιες για να τον βλέπουν – όχι. Απλώς είχε την τύχη να κατάγεται από χωριό. Εκεί, στη φύση, βλέποντας πόσο σοφά µελετηµένα ήταν όλα, µεγάλωσε µε την ακλόνητη πεποίθηση ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσµο µε χάρη, σοφία κι αρµονία. Όλα είχαν το νόηµά τους κι είχαν φτιαχτεί για ένα συγκεκριµένο σκοπό, που µε τη σειρά του εξυπηρετούσε άλλους σκοπούς, µια αλυσίδα µε κοινό προορισµό την ύπαρξη και τη συνέχιση του κόσµου. Από µικρό παιδί παρατηρούσε γύρω του – έβλεπε πόσο διαφορετικοί, αλλά και πόσο ίδιοι, ήταν οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως χρώµατος, φυλής ή άλλων διακριτικών γνωρισµάτων. Καθένας µε τα
χούγια του, τα ήθη και τα έθιµά του, χάριζε εκείνη τη µοναδική ποικιλία που ήταν η ουσία της οµορφιάς του κόσµου. Πρόσωπα, ζώα, φυτά, εφευρέσεις, ανακαλύψεις, θαύµατα που ο άνθρωπος ποτέ δεν πίστευε ότι θα συµβούν – παντού ο Φώτης έβλεπε το µεγαλείο του Θεού, ο Οποίος τελικά ήταν και ο µόνος που ήξερε τι έκανε. Αλλά και µεγαλώνοντας, και κατά πάσα πιθανότητα ως την τελευταία µέρα της ζωής του, ο Μπούρµαλης εξακολουθούσε να παρατηρεί τον κόσµο εσωτερικά, σιωπηλά, δίχως φανφάρες και τυµπανοκρουσίες. Στη σηµερινή εποχή όταν είσαι άντρας ευαίσθητος σε περνάνε για πούστη – κι όταν είσαι και αστυνοµικός, τότε σε περνάνε για πούστη εντελώς ακατάλληλο για την επιβολή και τη διατήρηση της τάξης. Αυτές λοιπόν οι απόψεις του περί χάρης, σοφίας, αρµονίας και Θεού, σε συνδυασµό µε την προοπτική του θανάτου, που ήταν κάτι αναπόδραστο και συνέδεε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους σε µια κοινή µοίρα, του δηµιουργούσαν την πεποίθηση ότι τα πάντα πάνω σ’ αυτό τον κόσµο έκλειναν µέσα τους ως συστατικό το στοιχείο της µαταιότητας. Τίποτα απολύτως δεν του έκανε εντύπωση – ούτε η δύναµη ούτε ο πλούτος ούτε η δόξα ούτε η εξουσία ούτε οι συνωµοσίες ούτε τα δήθεν σπουδαία ζητήµατα ούτε τα δήθεν βαθυστόχαστα νοήµατα επί παντός επιστητού. Δε θα µπορούσε άλλωστε να του κάνει τίποτα εντύπωση, εφόσον είχε πλήρη επίγνωση της κοινής ανθρώπινης µοίρας: όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, άσηµοι και διάσηµοι, πηγαίνουν ανεξαιρέτως στην τουαλέτα για χέσιµο, ρεύονται, χασµουριούνται, τρέχει η µύτη τους, πεθαίνουν και τους τρώνε τα σκουλήκια. Πόσο διαφορετικοί µπορούν λοιπόν να είναι, ή, τέλος πάντων, για πόσο; Ακόµα και το έγκληµα, όση αποστροφή κι αν του προκαλούσε, δεν του έκανε καµία εντύπωση. Το έβρισκε ως µια ακόµα γελοία προσπάθεια του ανθρώπου να επιβάλει µια δύναµη που δεν είχε – ή που, εν πάση περιπτώσει, του ανήκε εντελώς προσωρινά και δε θα είχε καµία ισχύ αν δεν ήταν δοσµένη άνωθεν, για λόγους που µόνο ο Θεός ήξερε. Το έγκληµα γενικώς, ως πράξη ή παράλειψη, έχει την ιδιότητα να διαµορφώνει µια καινούρια κατάσταση, συνήθως µε τρόπο οριστικό κι ενίοτε µη αναστρέψιµο. Ως εκ τούτου ο δράστης γεύεται λίγη απ’ τη θεϊκή δύναµη η οποία, ως γνωστόν, είναι η µόνη που έχει την ικανότητα να διαµορφώνει δεδοµένα και ν’ αλλάζει πράγµατα – µόνο που ο άνθρωπος, ον αλαζονικό κατά παραχώρησιν, χρησιµοποιούσε αυτή την άνωθεν δοσµένη δύναµη µε λάθος τρόπο πάνω στην απεγνωσµένη του προσπάθεια να φανεί σπουδαίος και µοναδικός για τους χ ή ψ λόγους – όλους ιδιοτελείς. Τις περισσότερες, βέβαια, φορές το µόνο που κατάφερνε ο άνθρωπος ήταν να γίνεται γελοίος, αλλά, όπως είναι φυσικό, όταν το αντιλαµβανόταν ήταν πάρα, πάρα πολύ αργά. Κάποτε, όταν ήταν µικρός, ο Μπούρµαλης ονειρευόταν έναν κόσµο ήσυχο κι ειρηνικό όπου όλοι οι άνθρωποι θα ζούσαν αρµονικά κι ευτυχισµένα, οι δε ενέργειές τους θα είχαν µόνο καλούς στόχους κι αγαθές προθέσεις – στην ουσία ονειρευόταν µια επί γης Νέα Ιερουσαλήµ, εις αναµονή της επουράνιας. Δυστυχώς, τώρα πια απ’ τον κόσµο περίµενε µόνο το χειρότερο. Άλλωστε η πάλη του Καλού και του Κακού είχε τις ρίζες της ήδη στις πρώτες στιγµές από τότε που ο Θεός έφτιαξε τον κόσµο. Δεν παραξενευόταν πια – µονάχα που καµιά φορά απορούσε για τη µαύρη κατάντια. Ο Άρης Παγκράτης ένας κοινός εγκληµατίας – γιατί όχι; Βέβαια, ο κοσµάκης δε θα το πίστευε ποτέ, αλλά, εδώ που τα λέµε, ο κοσµάκης δεν πιστεύει και τα πιο απλά, παραδείγµατος χάριν, ότι ο Άρης Παγκράτης πάει κι αυτός στην τουαλέτα για χέσιµο, όπως όλοι οι κοινοί θνητοί. Ο κοσµάκης πιστεύει µόνο αυτό που βλέπει: τη στιγµή. Και τώρα; Τι γινόταν τώρα; Ο Φώτης Μπούρµαλης, την ώρα που φορούσε τη ζώνη µε το υπηρεσιακό του περίστροφο,
παρά την αφόρητη ζέστη που επικρατούσε, ένιωσε ένα λεπτό ρυάκι παγωµένου ιδρώτα να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του, ίδιο κι όµοιο µε ψυχρή λεπίδα ατσάλινου χασαποµάχαιρου λίγο πριν το µοιραίο χτύπηµα. Μα το Θεό, κάτι τέτοιες ώρες µισούσε το έµφυτο λογοτεχνικό του ταλέντο. Οι παροµοιώσεις κι οι µεταφορές του καµιά φορά ήταν σκέτη καταστροφή. Σε κάποιον έπρεπε να µιλήσει, διότι αλλιώς θα του έστριβε. Ωραία. Πες ότι έλεγε στον ταξίαρχο τις υποψίες του. Μα τότε, θα έπρεπε να του πει κι όλη την αλήθεια: ότι χτες βράδυ, που βρισκόταν στο κλιµάκιο που έκανε µπλόκα για τη σύλληψη του κακούργου που δραπέτευσε απ’ τον Κορυδαλλό, σε κάποια στιγµή είδε µια πανάκριβη µαύρη Μερσεντές µε συνοδηγό τον Άρη Παγκράτη. Και τότε, αντί να τους κατεβάσει όλους και να κάνει το διατεταγµένο έλεγχο χωρίς ν’ αφήσει άψαχτο ούτε και το πορτµπαγκάζ, όπως έπρεπε κι όπως ήταν και το σωστό, διότι ο νόµος είναι ίδιος για όλους και δεν ξεχωρίζει ανάµεσα σε Παγκράτηδες και µη, εκείνος απόµεινε να χάσκει σαν ηλίθιος κι έχασε χρόνο σε άσκοπες µαλακίες, χαµόγελα, αβροφροσύνες κι αυτόγραφα – και, φυσικά, τους άφησε να φύγουν δίχως να ψάξει κανέναν. Τότε, φυσικά, ο ταξίαρχος θα τον τάραζε στο φάσκελο και την επόµενη ακριβώς στιγµή θα φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά για εκείνη τη δυσµενή µετάθεση στα σύνορα, άµεσα κι ακαριαία. Και, βεβαίως, δε θα περίµενε να ακούσει τις βλακώδεις υποψίες του άχρηστου βλάκα – θα του αρκούσε και µόνο το γεγονός ότι ο αρχιφύλαξ Μπούρµαλης παράκουσε τις εντολές του λόγω βλακείας. Τουτέστιν, σκατά. Τα πράγµατα, βεβαίως, θα µπορούσαν να εξελιχθούν και κάπως διαφορετικά – και πολύ χειρότερα. Κι αν ο ταξίαρχος τον άκουγε µε προσοχή; Κι αν αποφάσιζε να σκαλίσει το ζήτηµα κι έφτανε στον Άρη Παγκράτη; Κι αν, αντί να τον µπουζουριάσει στο φρέσκο –όπως ήταν το δίκιο– ο ταξίαρχος αποφάσιζε να κουκουλώσει την υπόθεση έναντι αδρού ανταλλάγµατος; Κι αν τότε, στο δρόµο για τα σύνορα, συνέβαινε στον Μπούρµαλη κάποιο τραγικό ανεξήγητο περιστατικό και βρισκόταν κι αυτός µέσα σε κάποιο χαντάκι χωρίς κεφάλι; Είπαµε, οι διασυνδέσεις του Παγκράτη ήταν πολύ υψηλές. Χρόνια τώρα, ήδη απ’ την εποχή του πατέρα του, ψιθυριζόταν δεξιά ζερβά ότι οι επιχειρήσεις του δεν είχαν όλες νόµιµο χαρακτήρα, αλλά οι ψίθυροι παρέµεναν µόνο ψίθυροι. Καµία απόδειξη δεν υπήρξε. Ποτέ. Βέβαια, κατά τα φαινόµενα ο ταξίαρχος της Δίωξης Ανθρωποκτονιών ήταν ένας άνθρωπος έντιµος κι αδιάφθορος. Όµως, σε µια τέτοια κοινωνία σκατού όπως η σηµερινή, κανένας δεν µπορεί να είναι σίγουρος ούτε για τον εαυτό του. Αν λοιπόν ο ταξίαρχος αποφάσιζε ότι ήταν πολύ πιο χρήσιµο να τσεπώσει µερικά εκατοµµυριάκια και να το βουλώσει παρά να οδηγήσει τον Παγκράτη στο φρέσκο, τότε; Τι θα γινόταν τότε; Ό,τι και να γινόταν, υπήρχε και µία άλλη παράµετρος στην όλη υπόθεση που βρισκόταν ήδη µέσα στο µυαλό του και δε θα έφευγε ούτε µε λοβοτοµή, όσο κι αν προσπαθούσε εδώ και ώρα ν’ αποφύγει πάση θυσία να τη σκεφτεί και να τη συνειδητοποιήσει. Κατά ένα ποσοστό της τάξεως του 99,9%, υπαίτιος για το θάνατο της άµοιρης Αναστασίας Μόραλη ήταν αυτός. Ο Φώτης Μπούρµαλης, ο έντιµος κι αδιάφθορος χαµηλόβαθµος αρχιφυλακάκος του πρωκτού. Τι κι αν δεν τη βίασε αυτός, τι κι αν δεν της άνοιξε το κεφάλι µε τη βαριοπούλα; Άφησε το δρόµο ανοιχτό προς τα λοιπά κτήνη να το κάνουν.
Αν δεν ήταν τόσο µαλάκας, αν απλούστατα είχε κάνει σωστά τη δουλειά του, πολύ πιθανόν το κορίτσι να είχε σωθεί. Και τώρα αυτός θα έπρεπε να περάσει όλο το υπόλοιπο της ζωής του φέροντας το αβάσταχτο βάρος της φοβερής ευθύνης του άδικου µαρτυρίου και του επακόλουθου θανάτου ενός αθώου παιδιού. Θεέ µου, πώς θα µπορούσε να ξανακοιµηθεί ήσυχος µετά απ’ όλ’ αυτά; Ούτε για µια στιγµή δε σκέφτηκε να δώσει µια µούντζα στον εαυτό του και να τα ξεχάσει όλα – και τις υποψίες και τα καλά τους. Μπορεί να µην ήταν µπροστά στον τόπο του µαρτυρίου, να µην είχε δει τίποτα ουσιαστικό, µπορεί να υπήρχε µία απειροελάχιστη πιθανότητα να έκανε λάθος, όµως εκείνος δεν είχε καµία αµφιβολία – αν είχε κάνει λάθος, δε θα ένιωθε τώρα τόσες τύψεις, ούτε η συνείδησή του θα είχε ξεσηκωθεί τόσο πολύ, σαν την παντιέρα της ναυαρχίδας στη Ναυµαχία της Σαλαµίνας. Σίγουρος. Χίλια τα εκατό. Είχε γίνει υπαίτιος να πεθάνει ένα νέο κι αθώο λουλούδι δεκαπέντε χρόνων – κι αυτό ήταν κάτι πολύ τροµερό για να τ’ αντέξει ένας άνθρωπος µε συνείδηση. Εφόσον τα είχε κάνει τόσο σκατά, έπρεπε να τα διορθώσει. Οξύµωρο ακουγόταν – το κοριτσάκι είχε χαθεί για πάντα και δε θα ξαναγυρνούσε πίσω ό,τι κι εν έκανε αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος. Ωστόσο, αν υπήρχε έστω και µία στο δισεκατοµµύριο η πιθανότητα να καταφέρει να ξεσκεπάσει τους εγκληµατίες και να τους οδηγήσει στη Δικαιοσύνη, ελπίζοντας βεβαίως ότι θα ήταν αδιάφθορη, αδέκαστη κι άτεγκτη στην κρίση της όπως έπρεπε πάντα να είναι, τότε ο Φώτης Μπούρµαλης ήταν αποφασισµένος να δώσει και τη ζωή του ακόµη για να δει αυτή τη µικρούλα πιθανότητα να γίνεται πραγµατικότητα. Μόνο έτσι θα ησύχαζε η συνείδησή του – µόνο έτσι θα δικαιωνόταν κι η µνήµη της νεκρής. Ίσως έτσι να έβρισκαν και µια στάλα δικαίωση κι οι κακόµοιροι γονείς. Ξέσπασε σε λυγµούς, σαν να είχε χάσει δικό του παιδί. Έκλαψε για µερικά λεπτά, έχοντας χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Οι ειδήσεις είχαν τελειώσει. Τώρα έπαιζε Καληµέρα Ζωή. Άφησε ένα µικρό σηµείωµα απ’ αυτά που η Νίκη µισούσε: «Προέκυψε ξαφνική δουλειά στην Υπηρεσία. Θα αργήσω υπερβολικά. Κοιµήσου εσύ. Σ’ αγαπώ». Επίσης, έβγαλε απ’ την τσέπη του κι έσκισε το αυτόγραφο του δολοφόνου, πέταξε τα κοµµατάκια στη χέστρα και τράβηξε το καζανάκι. Ας έλειπε το βύσσινο απ’ τη Νίκη – ευτυχώς που δεν της το είχε δώσει. Βαριαναστενάζοντας άνοιξε την πόρτα του διαµερίσµατος, έχοντας στα χέρια τα κλειδιά. Αναπήδησε ξαφνιασµένος βγάζοντας µια µικρή κραυγή – το ίδιο ακριβώς έπαθε κι ο άνθρωπος που στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας. Ήταν ο Ρεφίκ, ο Ιρακινός που έµενε στο υπόγειο της πολυκατοικίας τους µαζί µε τη γυναίκα του και τα έξι παιδιά τους. Κατακαηµένος βιοπαλαιστής, στο απεγνωσµένο κυνήγι του µεροκάµατου, συν ένα πρόβληµα εξτρά – την καχυποψία των άλλων λόγω του ότι ήταν ξένος. «Για το Θεό, Ρεφίκ, σε καλό σου! Παραλίγο να πάθω έµφραγµα!» Ο Ρεφίκ χαµογέλασε βεβιασµένα. «Ντεν ξέρει τι είναι έµφραγµα». Ο Φώτης έδειξε την καρδιά του και τη χτύπησε ελαφρά µε το χέρι, πάνω απ’ τη στολή. «Ερχόσουν εδώ;» Ο Ρεφίκ κούνησε το κεφάλι µε µανία καταφατικά. «Πες µου γρήγορα γιατί πρέπει να πάω στην Υπηρεσία». «Κύριο Φώτη, ντεν µου ξαναντίνει άντεια παραµονή», είπε θλιβερά, έτοιµος να κλάψει. «Ντεν µπορώ πάει πίσω Ιράκ. Εντώ έχει ντουλειά. Εκεί, σκοτώσει». Δεν κατάφερε να
συγκρατηθεί – ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα µάτια του. Το σκούπισε βιαστικά. Μα το Θεό, του Φώτη του ήρθε να βάλει κι αυτός τα κλάµατα. Μπάτσος, ξεµπάτσος, τελείωσε. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας άνθρωπος που δεν µπορούσε να µη λυγίσει µπροστά στον ανθρώπινο πόνο, που δεν είχε χρώµα ούτε θρησκεία ούτε καταγωγή. Κι ένα µικρό παράπονο προς το Δηµιουργό, το οποίο ποτέ δεν είχε τολµήσει να εκφράσει µε λόγια: Γιατί τόση δυστυχία; Ο Ρεφίκ ίσως ήταν η ευκαιρία που ζητούσε ο Φώτης Μπούρµαλης για µια πρώτη εξιλέωση, για το έγκληµα της βλακείας που είχε διαπράξει, µε θύµα το κοριτσάκι... Έβαλε το χέρι του στον ώµο του γείτονα του υπογείου. «Ρεφίκ, µη σε νοιάζει. Εγώ θα το τακτοποιήσω. Έχω κάτι γνωστούς εκεί... Tέλος πάντων, θα σε ειδοποιήσω σε δυο τρεις µέρες να πας να την πάρεις την άδειά σου. Άσε κάτω απ’ το χαλάκι τα χαρτιά που έχεις τώρα και µείνε ήσυχος. Εντάξει;» Αντί άλλης απάντησης, ο Ρεφίκ ξέσπασε σε λυγµούς και πήρε τα χέρια του ευεργέτη του να του τα φιλήσει. Ο Φώτης Μπούρµαλης έφυγε σαν κυνηγηµένος. Αν έµενε έστω κι ένα δευτερόλεπτο παραπάνω, θα ξεσπούσε κι ο ίδιος σε τόσο γοερούς λυγµούς που θα ξεσήκωναν όλη την πολυκατοικία στο πόδι – κι εδώ που τα λέµε, το να βλέπεις έναν εξαθλιωµένο µετανάστη κι έναν αστυνοµικό εν πλήρη περιβολή να στέκονται στο κατώφλι µιας πόρτας και να κλαίνε, ε, δεν είναι κι απ’ τα θεάµατα που χρειάζεται να βγαίνουν στην κοινή θέα, διότι γίνεσαι µάτσο ξεφτίλα ώσπου να µετρήσεις ως το τρία. Άλλωστε στις µέρες µας η ανθρωπιά κι η καλοσύνη δίχως αντάλλαγµα θεωρείται ύποπτη, γεγονός αξιοπρόσεκτο που οπωσδήποτε υποκρύπτει βρόµικες κι άνοµες συναλλαγές. Άσ’ τα να πάνε. Στην Υπηρεσία, λοιπόν. Εκεί θα µάθαινε περισσότερα. Έπρεπε, βέβαια, να κρατήσει την ψυχραιµία του. Να µην αφήσει κανέναν να καταλάβει τη θύελλα που φυσούσε µέσα στο κεφάλι του. Κι όσο για το αναψοκοκκινισµένο του πρόσωπο, θα µπορούσε να το δικαιολογήσει λέγοντας ότι είναι απ’ τη ζέστη. Πυρετός. Κάτι. Στην Υπηρεσία. Ο Φώτης Μπούµαλης βγήκε απ’ την πολυκατοικία έχοντας την παράξενη αίσθηση ότι η επί χρόνια ολόκληρα επιθυµία του να του συµβεί κάτι συνταρακτικό που θα τον βοηθούσε να νιώσει λιγάκι σπουδαίος είχε εισακουστεί απ’ το Θεό – µονάχα που ο τρόπος ήταν περίεργος. Το µόνο που του απέµενε τώρα πια ήταν η απόλυτη βεβαιότητα ότι από δω και πέρα τον περίµεναν εκπλήξεις καµία εκ των οποίων δε θα ήταν ευχάριστη. Απολύτως καµιά.
Ο ΔΑΚΗΣ ΜΑΤΖΙΟΥΡΗΣ µέτρησε αρκετές φορές ως το τρία ώσπου να νιώσει την ανάσα του να ξαναγίνεται κανονική. Πήγε στο µπαράκι που βρισκόταν δίπλα στη βιβλιοθήκη, έβγαλε ένα ποτήρι κι ένα µπουκάλι ουίσκι Jonnie Walker Blue Label. Σέρβιρε στον εαυτό του µια γενναία ποσότητα και την ήπιε µονορούφι. Επανέλαβε. Τώρα, επιτέλους, ήταν σε θέση να ξαναδεί άνθρωπο χωρίς να χρειαστεί να βρεθεί στη δύσκολη θέση να δώσει απάντηση στο καυτό ερώτηµα: «Πώς είσαι έτσι;» Οµολογουµένως πάντως, αν βρισκόταν κάποιος αυτόπτης µάρτυρας µπροστά στο όλο περίεργο περιστατικό, στην εισβολή του τρελού Λευτέρη στο γραφείο, την παραµονή του και το ξαφνικό φευγιό του σαν να τον είχε τσιµπήσει ένα σµάρι άγριων ντάβανων, αν έβλεπε κι άκουγε την περίεργη συζήτηση, τα περίεργα λόγια κι όλα τα γενικώς κι αορίστως περίεργα γεγονότα που είχαν συµβεί, τότε ασφαλώς θα καταλάβαινε την περίεργη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Δάκης Ματζιούρης διότι στην ίδια θα είχε περιέλθει κι ο ίδιος ο µάρτυρας – και µη χειρότερα. Έσπευσε ν’ ανοίξει την αόρατη πορτούλα του τοίχου για να βγάλει την ανιψιά του απ’ την ασφαλή κρυψώνα. Λίγο πριν το κάνει, όµως, σταµάτησε απότοµα. Η εύλογη και δικαιολογηµένη ταραχή του κόντεψε να του θολώσει την οξεία κρίση – ευτυχώς που πρόλαβε στο τσακ. Μα τι πήγαινε να κάνει ο χαζός; Πώς θ’ άνοιγε της µικρής αν πρώτα δε µιλούσε µε τον Άρη; Να µιλήσουν, να συνεννοηθούν, να δουν! Πήρε το κινητό του ανά χείρας κι αθόρυβα βγήκε απ’ το ιδιαίτερο γραφείο του. Η Νάνσυ ήταν σωριασµένη στην καρέκλα της και κρατούσε το κεφάλι της και µε τα δυο της χέρια. «Εντάξει», της είπε ο Δάκης καθησυχαστικά. «Τι εντάξει; Κόντεψα να πάθω ανακοπή. Τι ήταν όλο αυτό το νταβαντούρι; Δε µου λες; Τρελός είναι ο αδερφός σου; Όχι, γιατί αν δεν είναι τρελός, τότε σίγουρα είναι ορεσίβιος. Η συµπεριφορά του µου θύµισε τον Κόναν το Βάρβαρο», είπε µονορούφι η Νάνσυ. «Μην ανησυχείς. Όπως είδες, τον τακτοποίησα. Σου είπε τίποτα την ώρα που έφευγε;» «Όχι, βέβαια! Έφυγε ακριβώς όπως ήρθε – τρέχοντας, µόνο που στο φεύγα έτρεχε σαν τρελός που µόλις είχε δει τον Χριστό φαντάρο και δεν άρθρωσε ούτε φωνήεν! Κι αν δεν κάνω λάθος, έκλαιγε. Μπορείς να µου πεις τι σηµαίνουν όλ’ αυτά; Έγινε κάτι;» «Τίποτα σοβαρό», είπε αδιάφορα ο Δάκης. «Μη φοβάσαι, έχω βάσιµους λόγους να πιστεύω ότι δε θα τον ξαναδείς ποτέ στη ζωή σου. Άκου, πάω µέσα γιατί θέλω να µιλήσω µε τον Άρη. Εσύ εν τω µεταξύ έχε το νου σου, εντάξει; Δε νοµίζω, βέβαια, ότι η µικρή θα τολµήσει να ξεµυτίσει, αλλά πάλι ποτέ δεν ξέρει κανείς. Αν τυχόν το τολµήσει, πες της ότι έρχοµαι σε τρία λεπτά». «Έγινε». Διέσχισε µε χάρη τους χώρους, έφτασε µπροστά στη βελούδινη πόρτα, έδωσε τον κωδικό κι η πόρτα άνοιξε. Βρισκόταν µόνος του µέσα στα άδυτα των αδύτων. Μόνο εκεί µέσα ένιωσε πραγµατική ασφάλεια. Και µέσα στο ιδιαίτερο γραφείο του η ηχοµόνωση ήταν άριστη, οπότε η µικρή δε θα µπορούσε ν’ ακούσει τις συνοµιλίες ακόµα κι αν έστηνε αφτί, ωστόσο ο Δάκης δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει. Τα προηγούµενα δεδοµένα τον
είχαν κάνει ν’ αµφιβάλει. Οι αγριοφωνάρες του Λευτέρη είχαν καταφέρει να σπάσουν τα ντουβάρια – εν πάση περιπτώσει, ο Δάκης ένιωθε ακόµη κάπως περίεργα. Σαν να του είχαν παραβιάσει το άσυλό του. Η ησυχία κι η νιρβάνα του είχαν διασαλευθεί µε τρόπο εντελώς ανεπιθύµητο. Αναστενάζοντας, σχηµάτισε τον ιδιαίτερο αριθµό του Άρη Παγκράτη, ο οποίος απάντησε αµέσως, λες κι είχε το δάχτυλό του πάνω στο κουµπί αποδοχής της κλήσης. «Λέγετε». «Έλα, εγώ είµαι», είπε ο Δάκης. «Καλώς τονε κι ας άργησε!» έκανε εύθυµα ο Άρης, σαν να µην ήταν ο ίδιος άνθρωπος που του είχε ανακοινώσει λίγο πριν ότι ευρέθη το πτώµα για το οποίο η παρέα του κι ο ίδιος προσωπικά είχαν φροντίσει να γίνει πτώµα. «Με τι κόσµο ήσουν πριν;» «Άσε, γιατί σήµερα η µέρα έχει κάτι πολύ στραβό κι ας µην της φαινότανε», µούγκρισε ο Δάκης. «Ήρθε απρόσκλητος ο αδερφός µου. Την ώρα που µου τηλεφώνησες ήταν µπροστά». «Τρίχες!» ξεφύσηξε περιφρονητικά ο Άρης. «Τον ξεφορτώθηκες;» «Ναι. Άκου όµως το χειρότερο. Όταν άνοιξα την τηλεόραση, ήταν κι αυτός µπροστά και είδε. Κατά σατανική σύµπτωση, ο αδερφός µου γνώριζε το θύµα. Μένουν στην ίδια γειτονιά». «Και τι σχέση έχει αυτό µε µας;» ρώτησε ο Άρης δίχως να έχει χάσει λεπτό την καλή του διάθεση. «Καµία», απάντησε ο Δάκης χωρίς να είναι απόλυτα βέβαιος – αλλά δεν το έδειξε. Τι να δείξει δηλαδή; Ότι ο αδερφός του είχε την ικανότητα να του προξενεί αόριστους φόβους και παράξενα προαισθήµατα ότι αργά ή γρήγορα επίκειτο κάποια καταστροφή; «Απλά θυµήθηκα αυτό που σου είχα πει στο τηλέφωνο το πρωί. Πρέπει να είµαστε πιο προσεκτικοί. Έχεις τίποτα να µου πεις που πρέπει να ξέρω;» «Όχι. Δεν υπάρχει κανένα σοβαρό στοιχείο στον τόπο του εγκλήµατος. Μόνο κάποια ίχνη κόκας και το σπέρµα το δικό µου και του χοντρού! Τρεχαγυρευόπουλος, δηλαδή!» χαχάνισε ο Άρης. «Υπάρχει καµία περίπτωση να σας είδε κανείς µε τη µικρή;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο Δάκης. Ο Άρης ξεφύσηξε, σαν να είχε ενοχληθεί που βρέθηκε στα καλά καθούµενα υποχρεωµένος να σκεφτεί πράγµατα που δεν τον ενδιέφεραν επί της ουσίας – δεν τον αφορούσαν καν. «Μµµ... τώρα που το λες, κάτι έγινε. Δε σ’ το ανέφερα το πρωί διότι το θεώρησα άνευ σηµασίας, που δεν αφορούσε την όλη διασκέδαση...» άρχισε. «Λέγε», τον διέκοψε ανυπόµονα ο Δάκης. «Μα τι έχεις πάθει, άνθρωπέ µου; Πώς κάνεις έτσι;» παραξενεύτηκε ο Άρης. «Συγγνώµη. Η επίσκεψη, ή µάλλον η εισβολή του αδερφού µου στον προσωπικό µου χώρο µ’ έκανε λίγο νευρικό. Λοιπόν;» «Να... Στο δρόµο για το Ρέµα της Εσχατιάς πέσαµε πάνω σ’ ένα µπλόκο µε µπάτσους...» «ΤΙ ΕΚΑΝΕ, ΛΕΕΙ;» τσίριξε ο Δάκης. «Ααα, µου φαίνεται ότι ο µαλάκας ο αδερφός σου σε παραέκανε νευρικό! Μην τρελαίνεσαι! Ήταν νύχτα, ο µπάτσος φορούσε γυαλιά, άνοιξα µόνο το δικό µου παράθυρο κι όταν ο µπάτσος µε είδε δε µας κατέβασε για έλεγχο! Ούτε καν κοίταξε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου! Μου ζήτησε αυτόγραφο, του το έδωσα, ανταλλάξαµε δυο τρεις µαλακίες και µας άφησε ήσυχους να πάµε στην ευχή της Παναγίας. Άσε που τα βυζιά της Νέλλης και της Μαίρης κρίθηκαν ικανά να εξαφανίσουν τη µικρή από οποιοδήποτε οπτικό πεδίο – όπερ κι εγένετο δηλαδή!» είπε και γέλασε. «Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει πρόβληµα. Ήδη τηλεφώνησα στο φίλο µας στο Εγκληµατολογικό. Τα δικά µας αποτυπώµατα δεν υπάρχουν στο κοµπιούτερ
έτσι κι αλλιώς, αλλά, καλού κακού, εξαφανίστηκε και το αποτύπωµα του χοντρού. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας», ολοκλήρωσε αδιάφορα. «Το εύχοµαι», είπε σκεφτικός ο Δάκης. «Πάντως, καλού κακού, θα πεταχτώ µέχρι τη ΓΑΔΑ. Έχω δουλειά, να µιλήσω µε τον ταξίαρχο στο Ηθών για εκείνο το ρουσφετάκι που µας ζήτησε, λέω να κάνω µια βόλτα κι απ’ το Εγκληµατολογικό. Και απ’ το Ανθρωποκτονιών. Μη σου πω κι απ’ όλους τους ορόφους. Μια αθώα βολτίτσα δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, νοµίζω», είπε µε νόηµα. «Χειρίσου ό,τι θέλεις εν λευκώ. Σου έχω τυφλή εµπιστοσύνη. Κι άκου, µου φαίνεται ότι παρακουράστηκες και συγχύστηκες κι άδικα λόγω της ανεπιθύµητης συνάντησης. Ξεκουράσου και στολίσου γιατί απόψε έχουµε να περάσουµε ζάχαρη, φίλε µου! Στο πάρτι µου σε θέλω ακµαίο και κεφάτο!» γέλασε ο Άρης. «Αλήθεια, πώς και δε µε ρώτησες τίποτα για το πώς πάνε οι έρευνες σχετικά µε τη µικρή που σου έκλεψε την καρδιά χτες βράδυ στο µπαρ;» άλλαξε θέµα ο Δάκης. «Oχού, είδες; Μ’ αυτά και µ’ αυτά το ξέχασα! Λέγε, τι νέα;» «Φίλε, πιστεύεις στις συµπτώσεις; Όχι, γιατί αν δεν πιστεύεις, ετοιµάσου να πέσεις ξερός!» είπε ο Δάκης µε στόµφο. «Μη µε σκας». «Λοιπόν, δε θα σε κρατήσω σε αγωνία. Οι µπάτσοι έστειλαν τον κατάλογο που ζήτησες για να τον δεις, αλλά νοµίζω ότι δε θα χρειαστεί. Βλέπεις, είχες ραντεβού µε την καλή σου µοίρα σήµερα. Η µικρή βρίσκεται αυτή τη στιγµή στο γραφείο µου». «Αδύνατον!» ψιθύρισε ο Άρης κατάπληκτος. «Και πώς ξέρεις ότι είναι αυτή που ψάχνω;» «Πρώτον, διότι µου περιέγραψε τη σκηνή της χτεσινής σας συνάντησης ακριβώς όπως µου την περιέγραψες κι εσύ. Και, δεύτερον και σπουδαιότερον, διότι πρόκειται για µια συγκλονιστική καλλονή δεκαπέντε χρόνων που όµοιά της αµφιβάλλω αν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσµο. Σου µιλάω εντίµως». «Ναι, αλλά πώς...» «Εδώ είναι το πιο κουλό της όλης υπόθεσης», πρόλαβε ο Δάκης την ολοκλήρωση της ερώτησης. «Η µικρή είναι ανιψιά µου. Σήµερα ήταν η µέρα των εκπλήξεων και των απρόσµενων συναντήσεων µ’ όλο το σόι». Ο Άρης έµεινε εµβρόντητος. «Τι, την έφερε ο πατέρας της;» «Όχι, βέβαια. Ήρθε αυτή πρώτη, σκαστή, για να µου πει τα βάσανά της. Όταν, λίγη ώρα αργότερα, έσκασε µύτη κι ο πατέρας της, στην αρχή νόµιζα πως την είχε παρακολουθήσει, αλλά κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος. Ευτυχώς που πρόλαβα και την έκρυψα, γιατί αλλιώς θα µας είχαν γράψει οι εφηµερίδες! Τέλος πάντων, η µικρή ονειρεύεται µεγάλη ζωή κι είναι κάργα ερωτευµένη µαζί σου. Μου ζήτησε να σας φέρω σε επαφή». «Μα αυτό είναι εξαίσιο!» φώναξε ο Άρης. «Πάρ’ τη µαζί σου στο αποψινό πάρτι στο σπίτι µου!». «Σιγά, φίλε, βιάζεσαι. Δε γίνεται. Το θύµα ήταν φίλη της, συµµαθήτριά της. Αν η µικρή το σκάσει απόψε για να έρθει στην Εκάλη, τώρα που στην Πετρούπολη έχουν νταβαντούρι, µπορεί ο διάολος να σπάσει κανένα πόδι και να µπλέξουµε. Ο αδερφός µου είναι τρελός, ξέρω γω τι γίνεται; Άσ’ το γι’ απόψε. Για την ακρίβεια, άσε λίγες µέρες να περάσουν, να ηρεµήσουν λίγο τα πράγµατα». Ο Άρης ξεφύσηξε απογοητευµένος. «Τέλος πάντων. Εσύ είσαι ο δικηγόρος, εσύ ξέρεις. Βέβαια, δε µ’ αρέσει να σ’ ακούω σκεφτικό, αλλά δεν µπορώ να κάνω κι αλλιώς. Όµως πρόσεξε: λίγες µέρες µόνο. 1η Ιουλίου, ώρα βραδινή, κανόνισε να µου τη φέρεις! Είµαστε σύµφωνοι;»
«Απολύτως», συµφώνησε ο Δάκης. «Άντε τώρα, πάω να τη βγάλω απ’ την κρυψώνα, να την ξαποστείλω, να κάνω και καµιά δυο δουλίτσες και θα τα πούµε το βράδυ. Θα περάσουµε καλά;» «Αµφιβάλλεις;» γέλασε ο Άρης. Κλικ. Ο Δάκης παρέµεινε για λίγα λεπτά στη θέση του, απολαµβάνοντας την ησυχία και την πολυτέλεια του χώρου γύρω του. Έπειτα, ξεφύσηξε βαθιά. Αυτό ήταν. Βρέθηκε ξανά στην ίδια ευχάριστη ψυχική κατάσταση που ήταν µέχρι την ώρα που εισέβαλε στο γραφείο του ο τρελός. Ήταν και πάλι ήρεµος, ευτυχής και σε πλήρη ετοιµότητα για την απόλαυση που προσφέρουν οι πάσης φύσεως χαρές της ζωής. Τα προηγούµενα γεγονότα ήταν σαν να µην είχαν συµβεί – κι αυτό το χρωστούσε στον Άρη. Ο Άρης είχε ανέκαθεν την ιδιότητα να του µεταδίδει τα κατάλληλα συναισθήµατα στην κατάλληλη στιγµή: γλυκιά έξαψη όταν του χρειαζόταν µια τονωτική ένεση, ενθουσιασµό όταν είχαν κάποια καινούρια δουλειά να κάνουν, ευχάριστη διάθεση όταν καµιά φορά βρισκόταν σε κακή µέρα και, όπως τώρα, ηρεµία και καθαρό µυαλό όταν βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να αισθάνεται µπερδεµένος, συγχυσµένος, ταραγµένος. Κανένας κίνδυνος δεν υπήρχε για τίποτα. Θα συνέχιζαν κανονικά τη ζωή τους σαν να µην είχε συµβεί απολύτως τίποτα. Ήταν τόσο δικτυωµένοι που ακόµα και να συλλαµβανόταν επ’ αυτοφώρω ο Άρης να µετατρέπει το κεφάλι κάποιας µικρής σε άµορφη µάζα οστών κι εγκεφαλικής ουσίας, θα έβγαινε αλώβητος απ’ αυτή τη µικρή περιπέτεια και δεν επρόκειτο σε καµία περίπτωση να καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουµένου. Όλο το σύστηµα δούλευε υπέρ του – θέσφατο. Έριξε πίσω το κεφάλι κι επέτρεψε στον εαυτό του να σκάσει στα γέλια, για να διασκεδάσει οριστικά τους όποιους αβάσιµους κι ανόητους φόβους του. «Τρίχες», όπως είχε πει κι ο Άρης! Σε λίγο βρισκόταν ξανά µέσα στο ιδιαίτερο γραφείο του. Έσπρωξε απότοµα τον τοίχο κι αποκάλυψε τη µικρή, που είχε κρυφτεί πίσω από ένα ερµάριο κι ακόµα έτρεµε. «Έλα, βγες», της είπε. Η Μπέτυ έκανε µερικά αβέβαια βήµατα προς τον έξω κόσµο. «Έφυγε;» ψέλλισε. «Εµ τι, θα σου έλεγα να βγεις αν ήταν ακόµα εδώ;» γέλασε ο Δάκης. «Μας ανακάλυψε;» ρώτησε θλιβερά η µικρή. Το ύφος της τον έκανε να γελάσει ξανά µε την καρδιά του – µα ήταν χάρµα ιδέσθαι η µικρά, µε το φόβο που έκανε τα γαλάζια µάτια της να γυαλίζουν. «Αχ, βρε Μπέτυ, αν µας είχε ανακαλύψει πιστεύεις ότι θα ήµασταν ακόµα ζωντανοί; Θα µας είχε στείλει για σούβλισµα στο παρακείµενο ψητοπωλείο!» «Δίκιο έχεις. Λοιπόν, τι έγινε;» Την κοίταξε εξεταστικά. «Άκουγες τίποτα εκεί µέσα;» «Τίποτα απολύτως. Είχε τόση ησυχία, που για µια στιγµή νόµιζα πως κουφάθηκα. Τι σου έλεγε;» Ο Δάκης το σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Στο τέλος αποφάσισε να µην της πει τίποτα για την ανακάλυψη του πτώµατος της φιλεναδίτσας της. Ας πήγαινε στο σπίτι της εντελώς ανυποψίαστη, ας της ξεφούρνιζαν οι γέροι της τα δυσάρεστα χαµπέρια. Αν πήγαινε υποψιασµένη, ο τρελός αδερφός µπορεί να το καταλάβαινε και να την υπέβαλε σε ανάκριση – κι όταν έχεις να κάνεις µε τρελούς όπως ο Λευτέρης, η ανάκριση βγάζει λαγούς. Δεν είναι κακό να παίρνει κανείς τα µέτρα του.
Άλλωστε, τώρα ήταν ώρα για πολύ πιο ευχάριστα πράγµατα απ’ το να συζητάνε για αίµατα και σκοτωµένες φιλενάδες. «Τίποτα που να σ’ ενδιαφέρει ή να σ’ αφορά προσωπικά, µικρή µου!» είπε εύθυµα. «Τουναντίον, σου έχω άλλα νέα που σ’ ενδιαφέρουν και πολύ µάλιστα! Μίλησα µε τον αγαπηµένο σου!» Η Μπέτυ τρελάθηκε. Έδωσε έναν πήδο, άρπαξε το θείο της απ’ τους ώµους κι άρχισε να τον τραντάζει. Τα µάτια της έλαµπαν κι αντανακλούσαν µια γαλάζια υγρασία – έτσι που ήταν, θύµιζε λιγάκι µαινάδα. «Λέγε! Τι σου είπε; Λέγε!» Τελικά, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγµατα, η µικρή θα ήταν πολύ πιο συνεργάσιµη σ’ αυτό που επρόκειτο να της συµβεί, ακόµα περισσότερο κι απ’ όσο πίστευε ο ίδιος ο θείος. «Σιγά, παιδάκι µου, πώς κάνεις έτσι; Θα σου πω! Μίλησα στον πρίγκιπά σου – σε θυµόταν µια χαρά! Ενθουσιάστηκε! Σε λίγες µέρες, 1η Ιουλίου, έχετε ραντεβού! Θα σε πάω στο σπίτι του, θα γίνει ένα πάρτι κι είσαι η τιµώµενη καλεσµένη!» Η Μπέτυ άρχισε να τρέχει πάνω κάτω στο γραφείο, να πηδάει σαν κατσίκι σε καναπέδες, καρέκλες, έπιπλα, αν µάλιστα υπήρχε και πολύφωτο, οπωσδήποτε θα είχε δώσει ένα σάλτο και θα είχε κρεµαστεί σαν την γκόµενα του Ταρζάν – δεν κρατιόταν! Πήδηξε και στην αγκαλιά του θείου της. «Δακούλη µου, να σε φιλήσω! Είσαι ο πιο καλός θείος στον κόσµο!» Ώρα για δουλειά. Ο Δάκης πήρε ένα ψευδώς σκεπτόµενο ύφος ανθρώπου που παρέλειψε ν’ αποκαλύψει µια λεπτοµέρεια, την πιο σηµαντική απ’ όλες. «Μόνο που...» Η Μπέτυ τα έχασε. «Α, µη µου τα γυρίζεις τώρα! Τι “µόνο που” είν’ αυτά που µου τσαµπουνάς;» είπε ορµητικά. Ο Δάκης χαµογέλασε. «Αυτό που λέγαµε πριν, Μπετούλα, αλλά δεν ξέρω αν έδωσες την πρέπουσα σηµασία... Ως πού είσαι διατεθειµένη να φτάσεις; Όπως αντιλαµβάνεσαι σαν έξυπνο κορίτσι που είσαι, ο Άρης είναι άντρας. Δεν µπορεί να χάνει χρόνο για να παίξετε τις κουµπάρες! Συγγνώµη αν είµαι λίγο ωµός, αλλά έτσι είν’ αυτά τα πράγµατα, µικρή µου! Για να µη λες ότι δε σ’ τα είπα». Τον πλησίασε. «Ως την άκρη του κόσµου θα φτάσω για να µην καταντήσω σαν τους γέρους µου», είπε σιγανά. Μέσα στα µάτια της έκαιγε η φλόγα του αποφασισµένου ανθρώπου. «Ωραία. Ας κάνουµε µια µικρή προθέρµανση, ε;» ψιθύρισε ο θείος Δάκης. Η Μπέτυ τον κοιτούσε αβέβαια την ώρα που έσπευδε στο γραφείο του για να πατήσει το κουµπί της ενδοεπικοινωνίας. «Νάνσυ; Έρχεσαι λίγο;» είπε στη βοηθό του. Η Νάνσυ µπήκε µέσα χαµογελαστή στο αµέσως επόµενο δευτερόλεπτο, πριν προλάβει η Μπέτυ να επεξεργαστεί την απορία της για τα τεκταινόµενα – άλλωστε τα γεγονότα έτρεχαν µε ταχύτητα αστραπής. «Διαταγάς!» Ο θείος Δάκης άνοιξε το πορτοφόλι του κι έβγαλε ένα πάκο βυσσινί ευρώ-πεντακοσάρικα, τουτέστιν εκατόν εβδοµήντα χιλιαδίτσες δραχµούλες το ένα! Η Μπέτυ είχε δει βυσσινί ευρώ µόνο σε φωτογραφίες, οπότε εύλογα της πεταχτήκαν τα µάτια έξω. «Νάνσυ, πετάξου ως τη Louisa στη Σκουφά και πες στα κορίτσια να σου δώσουν το καλύτερο φόρεµα Missoni που έχουν. Ξέρεις εσύ. Ρίξε µια µατιά πρώτα στις διαστάσεις της µικρής όµως...» Θείος και γραµµατέας αντάλλαξαν µια µατιά όλο νόηµα. «Μα φυσικά!» είπε η Νάνσυ και πλησίασε τη µικρή. Στάθηκε µπροστά της κι άρχισε να την κοιτάζει εξεταστικά, απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Δεν έχεις ανάγκη εσύ, κορίτσι µου. Έχεις κορµί µοντέλου. Είσαι πολύ, πάρα πολύ όµορφη». Η Μπέτυ ξεροκατάπιε. Αν δεν ένιωθε τόση έξαψη κι υπερδιέγερση, ενδεχοµένως να είχε
αισθανθεί λιγάκι άβολα. Η οµολογουµένως πανέµορφη Νάνσυ δεν την κοίταζε απλώς – την έγδυνε µε τα µάτια. Και τότε η Νάνσυ άπλωσε το χέρι της και το πέρασε αργά κι απαλά πάνω απ’ τις γραµµές του κορµιού της µικρής. Η Μπέτυ ένιωσε ν’ ανατριχιάζει – και κάτι ακόµα, που δεν µπορούσε να εξηγήσει ακριβώς. Το µόνο σίγουρο ήταν ότι κρατούσε την ανάσα της, ενώ ένιωθε την καρδιά της έτοιµη να σπάσει σε χίλια διακόσια δεκαεφτά κοµµατάκια – ούτε ένα λιγότερο. Ο Δάκης παρακολουθούσε τη σκηνή µε τα µάτια µισόκλειστα και τα χείλη µισάνοιχτα σε στραβό χαµόγελο. Ξαφνικά η Νάνσυ οπισθοχώρησε και πήρε ξανά συνηθισµένο ύφος. «Λοιπόν, ξέρω τι θα πάρω στο κορίτσι µας! Θα την κάνουµε βασίλισσα! Σε πέντε λεπτά θα είµαι πίσω!» Εξαφανίστηκε µε χάρη. Η Μπέτυ κι ο Δάκης απόµειναν να κοιτάζονται µέσα σε κλίµα αµήχανης σιωπής. «Γιατί µου παίρνεις ένα τόσο ακριβό φόρεµα;» ρώτησε η Μπέτυ, περισσότερο για να σπάσει τη σιωπή. Ο Δάκης χαµογέλασε. «Έλα, µικρή µου, αφού είσαι έξυπνο κορίτσι! Πώς θα µπεις στον κόσµο της καλής κοινωνίας µε τα ρούχα που φοράς; Πώς θα σε πάω στο πάρτι του Άρη, που θα είναι καλεσµένη όλη η κοσµική Αθήνα, αν δεν έχεις ένα τουλάχιστον καλό φουστάνι να βάλεις; Δηλαδή, τι θέλεις, να µοιάζεις σαν κακόµοιρο ορφανό; Θα γίνουµε ρεζίλι!» Η Μπέτυ κατέβασε το κεφάλι ντροπιασµένη. «Έχεις δίκιο». Εκείνη ακριβώς τη στιγµή συνειδητοποίησε ότι είχε πει «έχεις δίκιο» τουλάχιστον δέκα φορές κατά τη διάρκεια της συνοµιλίας της µε το θείο της κι ευχήθηκε ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί. Γαµώτο, πού στον κόρακα πήγε η ευφράδειά της, αυτή που λίγες ώρες πριν είχε καταφέρει να βγάλει τον πατέρα της απ’ τα ρούχα του και να κατατροπώσει ακόµα και τη συνήθως ετοιµόλογη Δάφνη; Εντάξει, χάθηκε εντελώς προσωρινά εξαιτίας της υπερδιέγερσης που ένιωθε. Αυτό όµως ο θείος ο Δάκης δεν το ήξερε! Δεν µπορούσε να είναι σίγουρος ότι η πεντάµορφη ανιψιά του µπορούσε να βρεθεί ανάµεσα σε σηµαίνοντα πρόσωπα και να σταθεί αξιοπρεπώς σε µια συζήτηση! Τουναντίον, δυστυχώς, ο θείος Δάκης βρέθηκε εις την δυσάρεστον θέσιν να την ακούει να του λέει συνεχώς «έχεις δίκιο», σαν να κόλλησε η βελόνα. Ευχήθηκε ολόψυχα να µην το πρόσεξε αυτό ο θείος Δάκης – για φαντάσου, λέει, να σκεφτόταν ότι η ανιψιά του ήταν ένα αστοιχείωτο βόδι που άνοιγε το στόµα της κι έπεφταν βατράχια! Ε, µε τι µούτρα να την εµφανίσει ενώπιον του θεού Άρη; Και πες πως την εµφάνιζε, τι θα γινόταν αν εκείνη ευρίσκετο ενώπιον του θεού και δενόταν η γλώσσα της κόµπος και το µόνο που έβγαινε απ’ το στόµα της ήταν άναρθρες κραυγές; Ποπό ξεφτίλα! Ο θείος δε φαινόταν ωστόσο να έχει προσέξει τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Ίσα ίσα, που την κοιτούσε µ’ ένα βλέµµα όλο επιδοκιµασία. «Και πώς θα αντέξω εγώ τώρα τόσες µέρες; Θα µου στρίψει, να το ξέρεις», µούγκρισε η Μπέτυ. «Όχι, δε θα σου στρίψει», είπε ο Δάκης µε τόνο διδακτικό. «Μάλιστα, έχω να σου πω και µερικά πράγµατα που πρέπει να κάνεις ως τότε. Λοιπόν, µόλις φέρει η Νάνσυ το φόρεµα και το δοκιµάσεις και τα λοιπά, θα γυρίσεις στο σπίτι σου και θα είσαι πάρα πολύ προσεκτική. Σαν να µην έχει γίνει απολύτως τίποτα. Δε θα τους δώσεις την παραµικρή αφορµή να καταλάβουν ότι είσαι στ’ αλήθεια έτοιµη να επαναστατήσεις, κατάλαβες; Θα παριστάνεις το καλό κορίτσι ως την πρώτη του µηνός. Τότε θα έρθεις να µε βρεις, θα σε πάω στον Άρη και θα τελειώσουν οριστικά τα βάσανά σου».
Αυτό το τελευταίο δεν κατάλαβε ούτε ο ίδιος τι ακριβώς σήµαινε, ούτε γιατί το είπε. Του ξέφυγε στη ροή του λόγου – και τώρα που το ξανασκέφτηκε του φάνηκε λίγο παράξενο κι ασαφές ως προς το νόηµά του. Τέλος πάντων, ψιλά γράµµατα. Ούτως ή άλλως, η Μπέτυ τον κοιτούσε εκστατική, λες κι απ’ το στόµα του έπεφταν πολύτιµοι λίθοι – οπότε, εφόσον δεν το πρόσεξε ούτε η ίδια η ενδιαφερόµενη... Ξαφνικά όµως η Μπέτυ τινάχτηκε κι έκανε µια αόριστη χειρονοµία, σαν κάτι να θυµήθηκε ξαφνικά. «Γαµώτο, το είχα ξεχάσει! 1η Ιουλίου είναι το µνηµόσυνο του αδερφού µου. Σκυλοβαριέµαι, βέβαια, τα µνηµόσυνα και τα νεκροταφεία, αλλά...» Ο θείος Δάκης τη διέκοψε απότοµα. «Λυπάµαι που σε φέρνω σε δύσκολη θέση, αλλά φοβάµαι πως πρέπει ν’ αποφασίσεις τώρα αµέσως: ή το µνηµόσυνο ή τη µεγάλη ζωή», είπε κατηγορηµατικά. Αντί άλλης απάντησης, η Μπέτυ τον κοίταξε χαµογελώντας στραβά. Εννοείται ότι είχε αποφασίσει – οι πεθαµένοι είναι πεθαµένοι και δεν παίρνουν πρέφα ούτε από µνηµόσυνα ούτε από θρήνους κι ολολυγµούς. Οι ζωντανοί όµως είναι ζωντανοί – και ποιος στραβός δε θέλει το φως του; Εκείνη ακριβώς τη στιγµή µπούκαρε στο γραφείο η Νάνσυ, κρατώντας µια σακουλάρα µε περιεχόµενο υπερπολυτελείας. Χαµογελούσε ευχαριστηµένη, σαν ν’ ανήκε στην ίδια το περιεχόµενο της σακούλας. «Καλά, θα πάθετε κι οι δυο την πλάκα σας όπως την έπαθα κι εγώ!» δήλωσε θριαµβευτικά. Ο Δάκης της έκανε νόηµα – η Νάνσυ εµφάνισε το θησαυρό. Ένα φόρεµα, µα τι φόρεµα! Ηµιδιάφανο ατόφιο µετάξι, πράσινο στο χρώµα του παπαγάλου αλλά κεντηµένο µε µια σχεδόν αόρατη χρυσή κλωστή, αµάνικο, µε φαρδιές τιράντες, ντεκολτέ µπρος και πίσω σε σχήµα αβυσσαλέου V, ενώ στο κάτω µέρος ακολουθούσε τις γραµµές του σώµατος, έπεφτε χυτό ως το γόνατο κι είχε πτυχώσεις. Θεϊκό φόρεµα, αλήθεια, επηρεασµένο απ’ την αρχαία Ελλάδα. Όποια το φορούσε µετατρεπόταν αυτοµάτως σε αρχαία θεά – αρκεί, βεβαίως, να είχε τις κατάλληλες διαστάσεις. Η Μπετούλα τις είχε και τις παραείχε. «Πήρα και µια πρωτοβουλία κι ελπίζω να µη θυµώσεις, Δάκη!» συνέχισε η Νάνσυ. «Δεν είχατε µιλήσει για παπούτσια, αλλά όταν είδα αυτό το ζευγάρι πέδιλα Jimmy Choo...» Έβγαλε απ’ τη σακούλα ένα ζευγάρι χρυσά κοµψοτεχνήµατα, εξίσου θεϊκά µε το φόρεµα. «Αν κατάλαβα σωστά, η µικρή πρέπει να φοράει τριάντα εννιά. Σωστά;» Η Μπέτυ έβγαλε µια άναρθρη κραυγή – ναι, τόσο φορούσε. «Λοιπόν, ελπίζω να µείνατε ευχαριστηµένοι κι οι δυο», ολοκλήρωσε η Νάνσυ. «Τώρα;» Η Μπέτυ κοίταξε το θείο της ερωτηµατικά, γεµάτη προσµονή. Ήγγικεν η ώρα. Ο Δάκης αποφάσισε να πάρει κάποιες πρωτοβουλίες. Τη µικρή την έβλεπε – πετούσε στον έβδοµο ουρανό κι είχε ύφος ανθρώπου µεθυσµένου, στα όρια πλήρους έκστασης. Ούτε στον ύπνο της δεν είχε ξαναδεί παρόµοια µεγαλεία – αυτό ήταν προφανές. Ο ίδιος λοιπόν, ως σώφρων και προνοητικός άνθρωπος, έπρεπε να εξασφαλίσει την απόλυτη εχεµύθειά της. Διότι αν γύριζε στο σπίτι της κι εντελώς ξαφνικά, από κει που ήταν µουτρωµένη και τσακωµένη µε τους πάντες, τώρα έπαιρνε ύφος χαράς, έξαψης και γλυκιάς προσµονής σε ίσες δόσεις και µαζί κι ένα χαµόγελο που παρέπεµπε στο γάτο του Τσεσάιρ, θα κινούσε αµέσως υποψίες. Θα την περιλάβαινε ο τρελός µε το αετίσιο µάτι του, θ’ άρχιζε τη γνωστή και µη εξαιρετέα ανάκριση, οπότε, µοιραία, αργά ή γρήγορα, η µικρή θα τα
ξερνούσε όλα. Με τις γνωστές, δυσάρεστες συνέπειες. Ένας και µόνος ήταν ο τρόπος για την εξασφάλιση της εχεµύθειας της µικρής – ο Δάκης τον ήξερε καλά, τον είχε σπουδάσει τόσα χρόνια στο κουρµπέτι: συνενοχή. Άλλωστε, ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν έτσι κι αλλιώς. «Ας το βάλει η Μπέτυ να δούµε πώς της πάει, ε, Νάνσυ;» Η Νάνσυ συγκατένευσε µε ενθουσιασµό. «Λέω να πάµε µέσα», συνέχισε ο Δάκης βαριανασαίνοντας. Ξεκίνησε πρώτος. Βγήκε απ’ το ιδιαίτερο γραφείο του, ενώ η Νάνσυ ακολούθησε κατά πόδας. Ακολούθησε κι η Μπέτυ παραπατώντας, νοµίζοντας ότι έβλεπε όνειρο. Ένας χώρος, δυο τρεις... Μια βελούδινη µαύρη πόρτα. Ο θείος Δάκης έδωσε έναν κωδικό. Η Σουσάµι άνοιξε. Ένας στενός διάδροµος. Κλειστές πόρτες δεξιά κι αριστερά. Και στο βάθος... Μια τεράστια κρεβατοκάµαρα µ’ όλα τα κοµφόρ. Στη µέση ένα τεράστιο κρεβάτι σκεπασµένο µε λεοπαρδαλέ κουβέρτα. Δεξιά ένας γιγαντιαίος καθρέφτης, που έπιανε όλο τον τοίχο. Χαµηλός φωτισµός. Τοίχοι βαµµένοι σε µπορντό χρώµα. Μπιµπελό πολύ µεγάλης αξίας – ένας µπατίρης το καταλαβαίνει αµέσως. «Φώναξε και τα κορίτσια, να δουν τι ωραία ανιψιά έχω», ψιθύρισε ο Δάκης. Η Νάνσυ πάτησε ένα κουµπί πάνω σ’ ένα µικρό γραφείο. Σε λίγο έσκασαν µύτη κι άλλες τρεις εκθαµβωτικές καλλονές, χασκογελώντας και τιτιβίζοντας χαρούµενα. «Βγάλε τα ρούχα σου, γλυκιά µου», είπε απαλά η Νάνσυ. Η Μπέτυ ξεροκατάπιε. «Εδώ; Μπροστά σας;» Η Νάνσυ ξέσπασε σε γέλια. «Γιατί, ντρέπεσαι; Δε φαντάζοµαι στην παραλία να πηγαίνεις και να κάνεις µπάνιο µε τα ρούχα!» Την πλησίασε και της χάιδεψε τρυφερά το µάγουλο. «Άλλωστε, γλυκιά µου, δεν έχεις κάτι που δεν έχουµε ξαναδεί!» ολοκλήρωσε απαλά. «Να ξεντυθούµε κι εµείς τότε, αν αυτό σε κάνει να νιώσεις πιο άνετα!» πετάχτηκε µια απ’ τις εκθαµβωτικές βοηθούς του θείου Δάκη, προκαλώντας τον ενθουσιασµό των υπόλοιπων δύο. «Δεν... δεν ξέρω», ψέλλισε η Μπέτυ. Ο Δάκης αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Όπως πολύ σοφά το είχε θέσει λίγο πριν σε σχέση µε τον Άρη, ούτε κι ο ίδιος είχε την παραµικρή διάθεση να κάτσει εκεί µέσα µε τις ώρες και να παίζει τις κουµπάρες. «Νοµίζω πως πρέπει να κάνουµε κάτι για να βοηθήσουµε την Μπετούλα να χαλαρώσει. Νάνσυ, φέρε λίγο σπέσιαλ Κ!» Σύσσωµη η οµήγυρη των βοηθών άρχισε να βγάζει χαρούµενες κραυγές ενθουσιασµού. Η Νάνσυ έσπευσε στο συρτάρι του κοµοδίνου κι έβγαλε ένα µπουκαλάκι που περιείχε µια λευκή ουσία. Την άδειασε πάνω στο τραπεζάκι, τη χώρισε σε έξι λεπτές γραµµές κι επέστρεψε στη θέση της, αναµένοντας οδηγίες. Η Μπέτυ κοιτούσε τις λεπτές άσπρες γραµµές µε µάτια γουρλωµένα. «Τι είν’ αυτό;» ψιθύρισε. «Κοκαΐνη;» Ο θείος Δάκης την κοίταξε σοβαρός κι αµέσως µετά ξέσπασε σε γέλια. «Μπετούλα, µου φαίνεται ότι βλέπεις πολλές αστυνοµικές ταινίες κι η φαντασία σου οργιάζει! Μα είναι δυνατόν να σου δώσουµε κοκαΐνη; Άλλωστε, όπως βλέπεις, θα πιούµε κι εµείς. Τι µας πέρασες, για πρεζάκηδες; Σου φαινόµαστε για τέτοιοι;» Η Μπέτυ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δε διακινδύνευσε ν’ ανοίξει το στόµα της και να µιλήσει, από φόβο περί του τι είδος ήχοι θα έβγαιναν από κει µέσα – µια φορά, κανονική
οµιλία του Θεού αποκλείεται να ήταν. «Κεταµίνη είναι», συνέχισε ο θείος Δάκης. «Σαν βιταµίνη. Δεν προκαλεί εθισµό. Απλά θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις και να νιώσεις άνετα. Εµείς που δουλεύουµε όλο το εικοσιτετράωρο κάτω από σκληρές συνθήκες –πνευµατική εργασία γαρ– έχουµε απόλυτη ανάγκη από τέτοια τονωτικά. Λοιπόν, σπεύσε». Αυτό το τελευταίο το είπε µ’ αλλιώτικη χροιά στη φωνή. Κάπως επιτακτικά. Σαν να έδινε εντολή. Η ώρα της αλήθειας. Η Μπέτυ έµεινε ακίνητη για τρία ακριβώς δευτερόλεπτα, όσα χρειαζόταν για να σκεφτεί και να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει – όχι πως είχε και πολλές εναλλακτικές δηλαδή. Απλά τα πράγµατα – αφού έλεγε ότι ήταν αποφασισµένη να µπει στον κόσµο της καλής κοινωνίας και του θεάµατος οπωσδήποτε, µε κάθε θυσία και τίµηµα, κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Αν δεν έκανε αυτό που της ζητούσε ο θείος Δάκης, τότε εκείνος θα νευρίαζε, θα την έδιωχνε µε τις κλοτσιές και δε θα την πήγαινε ποτέ να γνωρίσει τον Άρη. Γι’ αυτό λοιπόν έπρεπε να το πιει αυτό το πράγµα, ελπίζοντας µονάχα ότι δε θα της άφηνε κανένα κουσούρι για ώρες, ούτως ώστε να µη γυρίσει στο σπίτι της παραπατώντας σαν ζαλισµένο κοτόπουλο και λέγοντας ασυναρτησίες, διότι τότε οι γέροι δε θα την κλείδωναν απλώς στο υπόγειο – σίγουρα θα την έσφαζαν κιόλας και θα την άφηναν να σαπίσει εκεί µέσα, για να γλιτώσουν και τα έξοδα της κηδείας της. Φοβόταν λίγο – αλλά η υπερδιέγερση που ένιωθε ήταν µεγαλύτερη. Αναστέναξε βαθιά. «Θα είµαι εντάξει όταν γυρίσω σπίτι µου;» ρώτησε. «Φυσικά», τη διαβεβαίωσε η Νάνσυ. «Σ’ το είπε ήδη ο θείος σου, δεν πρόκειται για πρέζα, κορίτσι µου! Μη µας προσβάλλεις!» Η Μπέτυ κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Εντάξει. Ξεκινήστε εσείς πρώτοι, για να δω πώς θα το πάρετε». Η παρέα µπήκε στη σειρά, µε το θείο Δάκη πρώτο. Έσκυψαν πάνω στο τραπεζάκι και ρούφηξαν την παράξενη ουσία µε τη µύτη. Όπως ακριβώς γινόταν και µε την κοκαΐνη. Σηκώθηκαν ρουφώντας τη µύτη τους δυνατά – πάντως δε φαίνονταν να είχαν πάθει τίποτα. Σειρά της τώρα. Σε δυο δευτερόλεπτα όλα είχαν τελειώσει. Το πήρε. Μ’ εκείνη, δυστυχώς, τα πράγµατα δεν ήταν τόσο απλά – την έπιασε βήχας, τα µάτια της δάκρυσαν κι άρχισε να φτερνίζεται µε τρόπο τόσο γελοίο, που προκάλεσε τη θυµηδία όλων ανεξαιρέτως των παρευρισκοµένων. Και το χειρότερο όλων: το ταβάνι άρχισε να στροβιλίζεται, οι τοίχοι να πηγαινοέρχονται, τα είδωλα να γίνονται διπλά και τρίδιπλα και να γυρίζουν σαν τρελά, όπως ακριβώς στην ταινία Η Νεράιδα και το Παλικάρι, τότε που είχανε δώσει στο Κατερινιώ του Φουρτουνάκη να καπνίσει ναργιλέ. Φρίκη! Μια φωνή που έµοιαζε να έρχεται απ’ τα βάθη της αβύσσου είπε: «Πρέπει να δοκιµάσεις το φόρεµα, γλυκιά µου. Θα σε βοηθήσουµε εµείς!» Ευτυχώς, ο ίλιγγος σταµάτησε – όµως, από κει και µετά, όλα έµοιαζαν να έχουν τυλιχτεί σ’ ένα παραπέτασµα καπνού κι οι σκηνές να εκτυλίσσονται αργά, σαν να έβγαιναν µέσα από ένα αλλόκοτο όνειρο όπου ο κόσµος γίνεται θολός κι ασαφής, ο χώρος κι ο χρόνος µέρη σχεδόν άγνωστα, οι γραµµές κι οι φόρµες ακαθόριστες κι η πραγµατικότητα να εναλλάσσεται µε µια φαντασία παράδοξη, εκεί όπου όλα µπορούσαν να συµβούν: τα χρώµατα αποκτούσαν ήχους, οι ήχοι αποκτούσαν µυρωδιές, οι µυρωδιές αποκτούσαν χρώµατα και πάει λέγοντας, όλα για όλα,
σε όλα, µε όλα, µια απόλυτη ανακύκλωση ονειρικής παραδοξότητας. Δε ζαλιζόταν πια – κι όµως, ήταν σαν να ζαλιζόταν. Μπορούσε να κινεί τα µέλη της, αλλά παρ’ όλ’ αυτά τα ένιωθε βαριά κι ασήκωτα – ήταν σαν να είχε περιέλθει σε µια κατάσταση έλλειψης βαρύτητας, σ’ ένα χώρο όπου οι κινήσεις ήταν τόσο εύκολες ώστε καταντούσαν δύσκολες, σαν να µην µπορούσε να τις ελέγξει και φοβόταν πως δε θα είχαν το επιθυµητό αποτέλεσµα. Τα αντανακλαστικά της µειώθηκαν ως τα κατώτατά τους όρια. Και µέσα στο κεφάλι της, στο κέντρο των αποφάσεων, στο µυαλό της, τα πάντα είχαν σκεπαστεί από µια χρυσαφένια οµίχλη που στροβιλιζόταν απαλά σαν βροχή, που της επέτρεπε να παρακολουθεί τα τεκταινόµενα, αλλά η λέξη «εγρήγορση» έµοιαζε πλέον άγνωστη, σαν να µην υπήρχε πια. Για την ακρίβεια, ένιωθε πλέον σαν ένα εύπλαστο ζυµάρι στα χέρια των άλλων, παρακολουθώντας τους να την πλάθουν όπως ακριβώς ήθελαν, αλλά µην µπορώντας να κάνει κάτι για να τους σταµατήσει – και το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ότι δεν την ενδιέφερε πια, διότι µ’ έναν τρόπο περίεργο έπαψε ν’ αναγνωρίζει τη σηµασία των λέξεων «θέλω», «µπορώ», «πρέπει» και τ’ αντίθετά τους. Τα πάντα είχαν αλλοιωθεί, σαν να τα παρακολουθούσε µέσα από ένα ζευγάρι παράξενα γυαλιά µε παραµορφωτικούς φακούς που άνοιγαν το οπτικό πεδίο προς καινούρια επίπεδα αντίληψης, φανερώνοντας µια αινιγµατική πραγµατικότητα. Σ’ αυτή την αλλόκοτη κατάσταση λοιπόν, η Μπέτυ έβλεπε τον εαυτό της στον καθρέφτη σαν να παρακολουθούσε κάποιο άλλο πρόσωπο. Είδε τις όµορφες γυναίκες της συντροφιάς να την ξεντύνουν µ’ απαλές κινήσεις, συνοδεύοντάς τες µε χάδια που έµοιαζαν µε άγγιγµα πούπουλου πάνω σε γυµνό δέρµα. Τις είδε να της φοράνε το πράσινο φόρεµα µε τη χρυσή κλωστή, να της λύνουν τα µακριά µαλλιά της, να της φορούν τα κοµψά πέδιλα, ν’ αφήνουν µικρές κραυγές ανυπόκριτου θαυµασµού. Νόµιζε πως στον καθρέφτη αντίκριζε στ’ αλήθεια µια θεά που ξέφυγε απ’ το χτες και µ’ ένα µαγικό τρόπο που µόνο οι θεές γνωρίζουν κατάφερε να εισχωρήσει µέσα σε µια εικονική πραγµατικότητα. Είδε τον άντρα να την πλησιάζει. Δε θυµόταν ποιος ήταν – ήξερε µόνο ότι κάπου τον είχε ξαναδεί. Τον είδε να την κοιτάζει παράξενα – µ’ ένα καινούριο ένστικτο που είχε κερδίσει ως λάφυρο µέσα σ’ αυτό τον παράξενο κόσµο ήξερε ότι ο άντρας την ποθούσε µυστικά. Άκουγε την ανάσα του βαριά, ακανόνιστη, όλοι οι υπόλοιποι ήχοι έµοιαζαν να έχουν σβηστεί, µονάχα αυτή η ανάσα ακουγόταν, αφύσικα µεγεθυµένη, σαν να την πολλαπλασίαζε ένα αόρατο µεγάφωνο. Σαν κάποια µυστική φωνή να της υπαγόρευε τι έπρεπε να κάνει, σήκωσε τα χέρια της και τον αγκάλιασε. Είδε τα µάτια του, δυο πρώην γαλάζιες λίµνες που τώρα είχαν γίνει σκούρες, λες και τις είχε σκεπάσει ένα παχύ στρώµα λάσπης. Μισάνοιξε τα χείλη της κι έκλεισε το στόµα του µέσα στο δικό της, αναζητώντας τη γλώσσα του σαν την Αφροδίτη στο πρώτο παράνοµο φιλί που είχε ανταλλάξει µε το θεό Άρη, κάτω απ’ τη µύτη του Ήφαιστου. Μετά απ’ αυτό, οι εικόνες άρχισαν να πηγαινοέρχονται τόσο γρήγορα, τόσο καταιγιστικά, που της ήταν απολύτως αδύνατον να τις παρακολουθήσει. Έχασε πια την ικανότητα να αισθάνεται – µπορούσε µόνο να νιώθει. Σ’ αυτό το περίεργο παραλήρηµα, ένιωσε χέρια να της βγάζουν το φόρεµα, µετά τα εσώρουχα, ώσπου έµεινε µε τα χρυσά παπούτσια. Η γύµνια της δεν της προξενούσε καµία εντύπωση, ούτε ντροπή – τη θεωρούσε απολύτως φυσική, όπως όλα τα ζώα. Τα ίδια χέρια την έσπρωξαν στο κρεβάτι. Η αίσθηση της λεοπαρδαλέ κουβέρτας ήταν µαλακή, καθησυχαστική, σαν πολύτιµη µήτρα µέλλουσας µητέρας. Το απαλό φως έσβησε.
Παράξενο πράγµα οι αισθήσεις – ακόµα πιο παράξενο τα αρχέγονα ένστικτα. Αυτά που διαθέτει ο κάθε άνθρωπος πάνω στον κόσµο, αυτά που συνήθως πνίγονται κάτω από ένα παχύ στρώµα πολιτισµού, αλλά καµιά φορά, σε άγνωστο κι απρόσµενο χωροχρόνο, βγαίνουν στην επιφάνεια για να του θυµίζουν ότι, παρά τις προσπάθειές του, παραµένει κι αυτός αναπόσπαστο κοµµάτι του ζωικού βασιλείου – ζώο, το πιο άγριο κι αχόρταγο απ’ όλα. Χέρια που την άγγιζαν παντού. Χείλη καυτά που ανίχνευαν απαιτητικά κάθε µόριο του κορµιού της. Απαλές γλώσσες που έψαχναν κάθε καµπύλη, κάθε κοιλότητα, ώσπου έφτασαν σ’ εκείνο το µαλακό σηµείο ανάµεσα στα πόδια της, σ’ εκείνο το µικρό και καλά κρυµµένο κοµµάτι σάρκας που είχε δηµιουργηθεί µε αποκλειστικό σκοπό να οδηγεί τις γυναίκες στον έβδοµο ουρανό. Όλα ήταν τυλιγµένα σ’ ένα βαρύ πέπλο φτιαγµένο από εκείνη την παράξενη χρυσαφένια οµίχλη, άγνωστες αισθήσεις που χάριζαν πρωτόγνωρες ηδονές και κύµατα παράδοξων πραγµάτων δίχως όνοµα. Και σε κάποια αµφίβολη χρονική στιγµή, ένα απ’ τα πλάσµατα βρέθηκε από πάνω της. Ένα χέρι της τέντωσε το κεφάλι προς τα πίσω και κάτι εισχώρησε µέσα στο σώµα της – στο θολό µυαλό της εµφανίστηκε µια σκηνή απ’ τη ζούγκλα: δυο λιοντάρια, αρσενικό και θηλυκό, σ’ ένα φρενιασµένο ζευγάρωµα. Δεν ένιωθε καθόλου πόνο – άκουγε ολοκάθαρα τους αναστεναγµούς που έβγαιναν απ’ το στόµα της, αλλά δεν ήταν από πόνο. Ήταν από αγνή, ολοκάθαρη ευχαρίστηση. Την ώρα που ένιωσε τα παράξενα κύµατα να πληµµυρίζουν όλη της την ύπαρξη, τη στιγµή που ήταν αναπόσπαστο κοµµάτι ενός συµπλέγµατος µέσα στο σκοτάδι, ο αναστεναγµός της έγινε κραυγή. Και µετά, τίποτα. Λήθαργος. Ένας τόπος κενός, δίχως χρώµατα, δίχως αρώµατα, δίχως εικόνες, δίχως αναµνήσεις. Όταν ξανάνοιξε τα µάτια της, βρισκόταν καθισµένη στον καναπέ του ιδιαίτερου γραφείου του θείου της. Εκείνος καθόταν στο γραφείο του κι είχε ανοιχτό τον υπολογιστή του. Το κενό που είχε ώσπου ν’ ανοίξει τα µάτια της την ακολούθησε για λίγα δευτερόλεπτα και στον κόσµο της πραγµατικότητας. Ένιωθε ελαφρά ζαλισµένη, όπως ακριβώς ένας άνθρωπος που έχει αποκοιµηθεί πάνω σ’ έναν καναπέ και περνάνε λίγα δευτερόλεπτα ώσπου ν’ ανακτήσει πλήρως την επαφή του µε το περιβάλλον. Με την άκρη του µατιού του, ο θείος Δάκης συνέλαβε την αδιόρατη κίνηση. «Καλά ξυπνητούρια!» έκανε εύθυµα. Η Μπέτυ κούνησε το κεφάλι της για να δει αν θ’ ακουγόταν κανένας ήχος – το ένιωθε βαρύ, γεµάτο από κινούµενες ουσίες. «Τι ώρα είναι;» «Κοντεύει οχτώµιση». Η µικρή πετάχτηκε πάνω έντροµη. «Αµάν! Πόση ώρα κοιµάµαι; Τέλειωσε, θα µε σφάξει ο γέρος µου!» Σταµάτησε απότοµα. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε ολοκάθαρη η αµφιβολία. «Τι έγινε;» «Εσύ τι πιστεύεις ότι έγινε;» ρώτησε ο θείος Δάκης κοιτώντας την κατάµατα. «Δεν... δεν ξέρω», ψιθύρισε αβέβαια η µικρή. «Το τελευταίο που θυµάµαι είναι ότι πήγαµε σε µια κρεβατοκάµαρα για να δοκιµάσω το φόρεµα. Εκεί η βοηθός σου έβγαλε µια άσπρη σκόνη κι ήπιαµε όλοι από λίγο. Μετά...» «Μετά;» είπε ο θείος απαλά. Η Μπέτυ συνοφρυώθηκε – µετά τα µάτια της ορθάνοιξαν σαν να βρισκόταν ενώπιον µιας
µεγάλης ανακάλυψης, µετά έκανε µια γκριµάτσα αβεβαιότητας, µετά έξυσε το κεφάλι της µε το δεξί της χέρι. Μια πλήρης γκάµα συναισθηµάτων πέρασε απ’ το όµορφο πρόσωπό της. «Δε θυµάµαι. Πρέπει να αποκοιµήθηκα. Κι έβλεπα ένα όνειρο που ούτε κι αυτό το θυµάµαι, αλλά...» Σταµάτησε. «Αλλά;» συνέχισε ο Δάκης. Ένα αχνό σύννεφο διέσχισε το βλέµµα της. «Δεν ξέρω. Σου είπα, δε θυµάµαι. Εσύ θυµάσαι όλα τα όνειρα που βλέπεις;» «Μπα, όχι!» έκανε ο θείος χαµογελώντας ευχαριστηµένος. «Λοιπόν, κουκλίτσα, θυµάσαι τι είπαµε για την πρώτη του µηνός;» «Ναι. Τα θυµάµαι όλα», είπε η Μπέτυ όλο έξαψη. «Πώς θα συναντηθούµε;» «Θα µε πάρεις τηλέφωνο στις 30 Ιουνίου και θα σου δώσω οδηγίες. Για την ώρα, τσάκω λεφτά να πάρεις ένα ταξί». Έβγαλε εκατό ευρώ και της τα έδωσε. Η Μπέτυ αποσβολώθηκε. «Εκατό ευρώ για ένα ταξί;» ψιθύρισε κατάπληκτη. «Εµ, τι φαντάστηκες, θ’ άφηνα εγώ τη µονάκριβη ανιψιά µου να παίρνει λεωφορεία και να κουράζεται;» γέλασε ο Δάκης. Η Μπέτυ έκανε να πάει προς το µέρος του για να τον φιλήσει απ’ τη χαρά της, αλλά την τελευταία στιγµή κάτι τη σταµάτησε. Δεν ήξερε τι ακριβώς. «Λοιπόν, φεύγω», είπε, κοιτάζοντας το πάτωµα. «Να είµαστε σ’ επαφή, Μπετούλα», είπε ο θείος Δάκης. «Για οτιδήποτε χρειαστείς, πάρε µε στο κινητό ό,τι ώρα και να είναι». «Εντάξει». Και µ’ αυτό το «εντάξει» η Μπέτυ έφυγε απ’ το γραφείο σαν κυνηγηµένη, δίχως καν να πει «γεια». Διέσχισε τους χώρους τρέχοντας, ευχαριστώντας µάλιστα την τύχη της που δε συνάντησε καµία απ’ τις συνεργάτιδες του θείου της στο διάβα της. Αυτό της φαινόταν κάπως ακατανόητο, βέβαια – η καηµένη η Νάνσυ κι οι υπόλοιπες κοπέλες της είχαν φερθεί µε περισσή ευγένεια, αλλά αφού ένιωθε έτσι, δεν ήθελε να το ψάξει περισσότερο. Βγήκε στον πολυσύχναστο δρόµο. Νύχτα καλοκαιριού. Ανάσανε βαθιά, σαν να της είχε µόλις φύγει ένα βάρος απ’ το στήθος. Μα τι σκατά είχε πάθει; Εδώ είχαν γίνει τα συγκλονιστικότερα πράγµατα στον κόσµο! Ο Άρης τη θυµόταν, θα τον συναντούσε σε λίγες µέρες, θ’ άλλαζε η ζωή της! Είχε αποκτήσει ένα υπέροχο φόρεµα, ένα ζευγάρι χρυσά παπούτσια, όλα τα καλά του κόσµου επρόκειτο να βρεθούν στα πόδια της σύντοµα, θα έµπαινε επιτέλους στον κόσµο της λάµψης και του πλούτου – τότε γιατί, να πάρει η ευχή, δεν πηδούσε ως το ταβάνι απ’ τη χαρά της; Μάλλον θα ήταν η συµβουλή που της είχε δώσει ο θείος Δάκης. Να συµπεριφέρεται φυσιολογικά, σαν να µην είχε συµβεί απολύτως τίποτα. Όχι, δεν ήταν αυτό. Ένιωθε λίγο περίεργα εξαιτίας της ουσίας που είχε πάρει. Δεν ήταν µέσα στο σχέδιό της να πάρει κανενός είδους ουσία – εντάξει, κανένα ουίσκι, κανένα τσιγαράκι, κανένα κονιακάκι του Θεού δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν, όσων χρόνων κι αν ήταν. Αλλά άγνωστα άσπρα πράγµατα... Το ότι τα ίδια έπαιρνε κι ο θείος της κι οι συνεργάτιδές του δεν ήταν αρκετό για να καθησυχάσει τους φόβους της. Κι αν τα πράγµατα δεν εξελίσσονταν όπως της τα είχε πει ο θείος Δάκης; Να, της είχε πει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συνηθίσει σ’ αυτό το πώς-το-λένεκέρατο. Αν όµως τα πράγµατα δε γίνονταν έτσι; Αν αυτηνής ο οργανισµός ήταν αλλιώτικος; Αν
τελικώς συνήθιζε σ’ αυτές τις περίεργες ουσίες, µε αποτέλεσµα, αντί για πλούσια και διάσηµη σταρ, να καταντούσε µισότρελη πρεζού, αποφασισµένη ακόµα και να πάρει τους δρόµους και να κάνει βίζιτες µε σταφιδιασµένους γέρους προκειµένου να εξασφαλίζει τη δόση της; Αν, λέµε αν; Αναστέναξε βαθιά – ο καλός κόσµος ξέρει. Εφόσον αυτή είχε αποφασίσει να µπει µέσα σ’ αυτόν πάση θυσία, όπως ισχυριζόταν, τότε θα έπρεπε να ξεχάσει αυτά που ήξερε κι απλώς να έλπιζε ότι ο θείος Δάκης και η παρέα του ήξεραν τι έκαναν. Ενδεχοµένως τα σχέδιά της να έπρεπε ν’ αλλάξουν κάπως. Βλέποντας και κάνοντας. Σηµασία είχε ότι σήµερα οι εξελίξεις είχαν ξεπεράσει και τις πιο τρελές της προσδοκίες. Ναι, διάολε, όµως τότε γιατί;... Γιατί είχε µια διάχυτη, παράξενη, απροσδιόριστη αίσθηση που δεν ήταν καθόλου ευχάριστη; Δεν ήταν κι ακριβώς δυσάρεστη, βέβαια, αλλά δεν ήταν κι ευχάριστη. Τις ευχάριστες αισθήσεις τις αναγνωρίζεις αµέσως: έχεις ένα χαµόγελο ως τ’ αφτιά, λάµπεις ολόκληρος, η καρδιά σου πάει να σπάσει από ευτυχία. Αυτό που ένιωθε πάντως τώρα δεν είχε τίποτα απ’ τα χαρακτηριστικά της αγνής, της ανόθευτης ευχαρίστησης. Μέσα στο ταξί που την πήγαινε στην Πετρούπολη σκεφτόταν συνεχώς. Το µυαλό της κόντευε να βγάλει καπνούς απ’ την πολλή σκέψη. Κατέληξε στο συµπέρασµα ότι αυτό που την ενοχλούσε ήταν ότι, µόλις πήρε αυτό το άγνωστο άσπρο πράγµα, έπεσε πάνω σ’ ένα κενό µνήµης. Δε θυµόταν σχεδόν τίποτα. Μονάχα κάποιες αχνές, µπερδεµένες εικόνες απ’ το όνειρο που είχε δει, τόσο περίεργες αλλά και τόσο κάτι άλλο, που την έκαναν ν’ ανοίγει τα µάτια διάπλατα από κατάπληξη. Πονούσε και το σώµα της. Γαµώτο. Σκατά. Άσε και το ψαλτήρι των γέρων. Oχ. Ένιωθε πολύ αδύναµη, γενικώς. Την ώρα που το ταξί την άφηνε µισό χιλιόµετρο µακριά απ’ το σπίτι της, στον καθαρό αέρα της νύχτας, η Μπέτυ Ματζιούρη ένιωσε τα πρώτα προειδοποιητικά σηµάδια µιας επερχόµενης αλήθειας. Τη στιγµή που διάβαινε την πόρτα της αυλής, το βρήκε. Μπορεί να µη θυµόταν σχεδόν τίποτα, µπορεί να εξακολουθούσε να είναι αποφασισµένη να κυνηγήσει και να πραγµατοποιήσει τα όνειρά της, µπορεί να ένιωθε έξαψη στη σκέψη της επικείµενης συνάντησής µε το Ίνδαλµα, όµως... Για κάποιο λόγο ένιωθε σε κάθε µόριο της ύπαρξής της µια διάχυτη αίσθηση ντροπής. Και το δευτερόλεπτο ακριβώς που ψαχούλευε τα κλειδιά της για ν’ ανοίξει την εξώπορτα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να επεξεργαστεί αυτή τη µυστηριώδη, διάχυτη αίσθηση, παρατήρησε ότι η εξώπορτα ήταν µισάνοιχτη. Καινούρια σχέδια. Χτες τα κλειδιά ήταν πάνω στην πόρτα. Σήµερα η πόρτα ήταν µισάνοιχτη – πάλι καλά που δεν ήταν κι ορθάνοιχτη, συµβολισµός που παρέπεµπε κατευθείαν σε δεξίωση ή σε κηδεία. Καινούρια σχέδια, που, όποια κι αν ήταν, δεν προοιωνίζονταν απολύτως τίποτα το καλό. Καληνύχτα σας.
«ΛΟΙΠΟΝ; Λέγε!» Ο Φώτης Μπούρµαλης προσπαθούσε να φαίνεται ψύχραιµος, αλλά τον πρόδιδαν τα ορθάνοιχτα, σχεδόν γουρλωµένα µάτια του, που ανοιγόκλειναν µετά βίας µια φορά το λεπτό και του πρόσδιδαν ύφος ανθρώπου που είχε την ατυχία να είναι ο µόνος που είδε φάντασµα ανάµεσα σε πλήθος. Είχε φτάσει στη ΓΑΔΑ µε εµφανή καθυστέρηση, την οποία ωστόσο κανείς δεν πρόσεξε. Όλοι τους ήταν απορροφηµένοι µε το ξαφνικό φλέγον ζήτηµα της δολοφονηµένης δεκαπεντάχρονης κι είχαν πέσει µε τα µούτρα στη δουλειά: στη Σήµανση, στο Εγκληµατολογικό, στα γραφεία της προανάκρισης... Η ώρα ήταν περίπου ενάτη βραδινή – η Δίωξη Ανθρωποκτονιών είχε πολλή δουλειά απόψε. Ο Θόδωρος Καπιρέλης κοίταξε το φίλο και συνεργάτη του µε παραξενεµένο ύφος. «Μπορείς να µου εξηγήσεις τι έχεις πάθει;» Σειρά του Μπούρµαλη να παραξενευτεί – και να φοβηθεί λιγάκι. «Γιατί το λες αυτό;» «Κοίταξες τα µούτρα σου στον καθρέφτη; Η µύτη σου και τ’ αφτιά σου είναι κατακόκκινα, θαρρείς και µπεκρούλιαζες, η φάτσα σου όµως είναι κίτρινη σαν λεµόνι. Τα µάτια σου είναι ορθάνοιχτα σαν να βλέπεις µπροστά σου κινούµενα πτώµατα. Η ανάσα σου ακούγεται βαριά κι ακανόνιστη σαν ρόγχος ετοιµοθάνατου. Θέλεις κι άλλα;» κάγχασε ο Καπιρέλης. Ο Μπούρµαλης κοίταξε το φίλο του µε ευγνωµοσύνη. Οι εύστοχες παροµοιώσεις του Καπιρέλη στάθηκαν ικανές να του φτιάξουν κάπως τη διάθεση – έστω κι εντελώς προσωρινά. Χαµογέλασε. «Λοιπόν, Καπιρέλη, εσύ έπρεπε να έχεις γίνει γιατρός! Αδικιέσαι εδώ µέσα. Είσαι ό,τι πρέπει για να δίνεις θάρρος σ’ άρρωστο άνθρωπο – να περιγράψεις τη φάτσα του όπως τη δικιά µου και να τον στείλεις µια ώρα αρχύτερα, απ’ το φόβο του! Είναι που έτρεχα για να προλάβω, ρε βλάκα! Αγχώθηκα!» «Καλά, τρεις ολόκληρες ώρες έτρεχες για να προλάβεις; Αφού σε πήρα τηλέφωνο στις έξι και! Τρεις ώρες φτάνουν και περισσεύουν για να πας και να έρθεις απ’ την Κυψέλη στη ΓΑΔΑ τριάντα πέντε φορές, ακόµα κι αν στην Πατησίων έχει πορεία µε ογδόντα χιλιάδες διαδηλωτές!» µειδίασε ο Καπιρέλης. «Θες την αλήθεια;» είπε συνωµοτικά ο Μπούρµαλης, αν και ήταν αποφασισµένος να µην την πει ούτε µε το Θεό µπάρµπα. «Την ώρα που τηλεφώνησες κι έτρεξα να το προλάβω, ένιωσα µια ξαφνική σκοτοδίνη. Όταν κλείσαµε, παραλίγο να πέσω. Σκέφτηκα λοιπόν να ξαπλώσω για πέντε λεπτάκια ακόµα, για να συνέλθω. Και µε ξαναπήρε ο ύπνος», ολοκλήρωσε απολογητικά. Μούσι ολκής – εγκαίρως έφυγε απ’ το σπίτι, µάρτυς του ο Ρεφίκ. Όµως, δεν έβρισκε το κουράγιο να πάει στην Υπηρεσία. Έτρεµε σύγκορµος – γι’ αυτό τριγυρνούσε στους δρόµους γύρω απ’ τη ΓΑΔΑ σαν ηλίθιος, σχεδόν για δυο ώρες και µισή. «Κατάλαβα!» γέλασε ο Καπιρέλης. «Εµ καλά λέω εγώ ότι δεν αντέχεις το έξω, γέρο µου! Τι τα θέλεις τα µπλόκα στο δρόµο; Κάτσε στο γραφειάκι σου, που είναι κι άνετα! Αλήθεια, πέρασες δύσκολη νύχτα χτες, ε;» Όποιος έχει τη µύγα µυγιάζεται – τα µάτια του Φώτη Μπούρµαλη γούρλωσαν ξαφνικά τόσο πολύ, που ήταν απορίας άξιον πώς δεν πετάχτηκαν έξω απ’ τις κόγχες τους. Αν µάλιστα δεν κατάφερνε να συγκρατηθεί κυριολεκτικά στο τσακ, θ’ άρπαζε τον Καπιρέλη απ’ τα πέτα της στολής του και θ’ άρχιζε να τον τραντάζει, να του πει επιτόπου τι ήξερε και τι ακριβώς εννοούσε µ’ αυτό το «ε;». Γιατί, δεν µπορεί – κάτι ήξερε. Το «ε;» στο τέλος µιας πρότασης φανερώνει
σιγουριά, βεβαιότητα το ποσοστό της οποίας άγγιζε το χίλια τοις εκατό! Αν δεν ήξερε τίποτα, δε θα κότσαρε αυτό το καταραµένο «ε;». Ευτυχώς, κατάλαβε εγκαίρως ότι παραλογιζόταν. «Τι εννοείς;» ρώτησε σιγανά και σκέτα – δίχως τραντάγµατα. Ο Καπιρέλης έκανε µια γκριµάτσα απορίας. «Μπα, σε καλό σου, ρε Φώτη! Μα τι έχεις πάθει απόψε;» «Τι έχω πάθει;» απάντησε διά ερωτήσεως. Καταλάβαινε, βέβαια, ότι όλο αυτό δεν ήταν συζήτηση – την κολοκυθιά παίζανε, πάντως πίστευε ότι το να κερδίσει λίγο χρόνο µάλλον θα του έκανε καλό, αν και δεν ήξερε τι, πού, πόσο, ποιο και γιατί καλό ακριβώς. «Φώτη, κόφ’ το, γιατί η κουβέντα µας άρχισε να µου θυµίζει σίριαλ µε σενάριο που πάσχει από έµπνευση, οπότε οι ήρωες το ρίχνουν σε απεραντολογία που πάει σύννεφο, ερωταπαντήσεις δίχως νόηµα, άσκοπες καθυστερήσεις κι ο Θεός βοηθός, για να γεµίσουν το επεισόδιο! Μια απλή ερώτηση σου κάνω κι εσύ γουρλώνεις τις µατάρες σου λες και σου ανακοίνωσα ότι η γυναίκα σου σε κεράτωσε µε το διαχειριστή της πολυκατοικίας!» αναφώνησε ο Καπιρέλης. «Εννοούσα πώς τα πέρασες χτες, χριστιανέ µου! Το δραπέτη, µια φορά, δεν καταφέρατε να τον πιάσετε, ούτε εσείς ούτε τα άλλα µπλόκα. Ο ταξίαρχος απ’ το πρωί κατεβάζει καντήλια! Έγινε τίποτ’ άλλο ενδιαφέρον χτες;» Εφόσον ο ουρανός ήταν αόρατος από κείνο το σηµείο, ο Μπούρµαλης σήκωσε τα µάτια του στο ταβάνι εντελώς απελπισµένος, παρακαλώντας το Θεό να τον λυπηθεί. Διάολε, έτσι θα ήταν η ζωή του από δω και πέρα; Παντού θα έβλεπε επικείµενους κινδύνους κι αόρατα υπονοούµενα, κουβέντες άρτζι µπούρτζι και λουλάς και λόγια δήθεν αδιάφορα, που όµως στην πραγµατικότητα υπαινίσσονταν κάτι άλλο, φοβερό κι απαίσιο; Σιχτίρι, έτσι που φερόταν σίγουρα θα κινούσε υποψίες. Έκανε σαν να είχε τη φωλιά του χεσµένη για κάποιο σοβαρότατο λόγο που έπρεπε οπωσδήποτε να παραµείνει κρυφός – µα δεν ήταν αυτός που διέπραξε το φοβερό χτεσινοβραδινό έγκληµα, διάολε! Όµως είχε την ατυχία να ξέρει ποιος το διέπραξε, κι ας µην τον είχε δει µε τα µάτια του να το διαπράττει. Αυτό ακριβώς το γεγονός ο Μπούρµαλης δεν ήθελε ν’ αφήσει κανέναν να το υποψιαστεί. Γενικώς, το µόνο που ήθελε ήταν να τον αφήσουν όλοι στην ησυχία του, να δει τι θα έκανε µε την ξαφνική συµφορά που τον βρήκε. Εκείνη τη στιγµή συνειδητοποίησε ότι µε τις µαλακίες στις οποίες υπέπιπτε ήταν ζήτηµα χρόνου να καταλάβουν οι πάντες εκεί µέσα ότι κάτι πάνω του δεν πήγαινε καθόλου καλά. Εν τοιαύτη περιπτώσει, καλύτερα να έβγαζε ένα πανό και µια ντουντούκα και να περιφερόταν στους διαδρόµους της ΓΑΔΑ φωνάζοντας την αλήθεια, τι ακριβώς ενδιαφέρον του έτυχε χτες τη νύχτα – έτσι µάλιστα θα τον περνούσαν και για τρελό και θα τον άφηναν στην ησυχία του οριστικά κι αµετάκλητα, σπεύδοντας µάλιστα να καλέσουν τους αρµόδιους απ’ το Δαφνί, να επιληφθούν αυτοί. Κοίταξε τον Καπιρέλη. Το ύφος του φίλου του δεν έκρυβε τίποτα το ύποπτο. Φαινόταν απλώς λιγάκι απορηµένος. Προφανώς ο άνθρωπος δεν ήξερε τίποτα, τελικά. Αναστέναξε. «Εξαρτάται τι ακριβώς εννοείς ενδιαφέρον», διακινδύνευσε να πει. «Αδερφέ µου, µα το Θεό έχεις αρχίσει να µου τα πρήζεις», ξέσπασε ο Καπιρέλης. «Τι εννοώ, ρε; Πέρασε καµιά φοβερή γκόµενα; Κανένα ζευγαράκι απ’ αυτά που κάνουν κρα από µακριά ότι είναι παράνοµα; Κανένας ποδοσφαιριστής; Κανένας...» Ο Μπούρµαλης τον σταµάτησε εγκαίρως – αν ο Καπιρέλης ξεστόµιζε τη λέξη «ηθοποιός», τότε εκείνος δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι θα µπορούσε πια να ελέγξει τις αντιδράσεις του. Το πιο πιθανό ήταν ν’ άρχιζε να τσιρίζει ή να µουγκρίζει – όλ’ αυτά, βέβαια, αν δεν έπεφτε και
λιπόθυµος στο πάτωµα, όπως πολύ το φοβόταν. Τα νεύρα του ήταν στα όριά τους. «Τίποτα απολύτως ενδιαφέρον. Μαλακισµένη νύχτα. Τσάµπα τα όνειρα. Κανένας δεν πέρασε. Τίποτα δεν έγινε», είπε µονορούφι, δήθεν αδιάφορα. Τώρα ο Καπιρέλης άρχισε να παίρνει στ’ αλήθεια ύποπτο ύφος. «Ααα, κάτι έχει γίνει εδώ! Μιλάς πολύ, Μπούρµαλη, ενώ δεν το συνηθίζεις – και λες και µαλακίες. Εσύ σιχαίνεσαι τη φλυαρία, οπότε για ν’ αρχίσεις τώρα ξαφνικά να τιτιβίζεις σαν ξένοιαστο σπουργίτι, κάτι έχει γίνει εδώ. Θα µου το πεις µε το καλό ή να σε πάω στο γραφείο, να σου βάλω τη λάµπα στη µούρη και ν’ αρχίσω την ανάκριση τρίτου βαθµού;» Ο Μπούρµαλης τον κοίταξε µε σηµασία. Μα τον Χριστό, είχε µια σφοδρή επιθυµία να τον αρπάξει παραµάσχαλα και να πάνε να κλειστούν στο γραφείο που µοιράζονταν τον τελευταίο καιρό. Εκεί, να τον καθίσει σε καµιά καρέκλα για να βεβαιωθεί ότι ο Καπιρέλης δε θα έπεφτε ξερός µ’ αυτά που θ’ άκουγε και τότε ν’ άνοιγε το στόµα του και να του τα ξεφούρνιζε όλα, χαρτί και καλαµάρι. Άλλωστε ήταν σίγουρος – αν δε µιλούσε σε κανένα χριστιανό, αργά ή γρήγορα θα τρελαινόταν. Ο Καπιρέλης ήταν ο πιο κατάλληλος – µεταξύ τους ως τώρα συζητούσαν τα πάντα και δεν είχαν µυστικά. Και στο τέλος οι συζητήσεις τους πάντα κατέληγαν σε γέλια που έφτιαχναν τη διάθεση και των δύο. Ναι, µόνο που η παρούσα περίσταση δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Δεν ήταν κριτική για τα ωραία πόδια κάποιας υπαστυνόµου, δεν ήταν κάποιο σχόλιο για την ένρινη χροιά της αγριοφωνάρας του ταξίαρχου την ώρα που κατέβαζε καντήλια για τυχόν αστοχίες της Υπηρεσίας, δεν ήταν κουτσοµπολιό για γνωστούς κι αγνώστους, δεν ήταν καν αµοιβαία εξοµολόγηση προσωπικών τους προβληµάτων εν ώρα υπηρεσίας – πράγµα που απαγορευόταν, αλλά αυτοί το έκαναν όταν ένιωθαν την ανάγκη, γράφοντας την απαγόρευση εκεί ακριβώς που ήξεραν. Εδώ επρόκειτο για ζήτηµα ζωής και θανάτου. Διαπράχθηκε ένα στυγερό έγκληµα – κι ο Φώτης Μπούρµαλης θα µπορούσε να είναι ουσιώδης µάρτυρας, ίσως ο µοναδικός. Κι αν άνοιγε το στόµα του να πει αυτό που ήξερε, αυτό που είχε δει, κι αν µετά ξεκινούσε ψαχτήρι και το ψαχτήρι οδηγούσε στην αλήθεια, τότε θ’ άνοιγαν οι ασκοί του Αιόλου και θα γινόταν ο χαµός του αιώνα. Απ’ την ώρα που, διαβάζοντας Ποινικό Δίκαιο, διαισθάνθηκε ότι στη χτεσινοβραδινή ανέλπιστη συνάντησή του µε τον Άρη Παγκράτη υπήρχε ένα σκοτεινό σηµείο, είχε αρχίσει να νιώθει µια άβολη ενόχληση. Απ’ τη στιγµή όµως που αποδείχθηκε ότι το σκοτεινό σηµείο ήταν στ’ αλήθεια υπαρκτό κι όχι γέννηµα της φαντασίας του, ένα σκοτεινό σηµείο που τώρα ήταν πτώµα, η άβολη ενόχληση µεταµορφώθηκε σ’ ένα βουνό ολόκληρο από ανάµικτα συναισθήµατα: τύψεις, ενοχές, αµφιβολίες, φόβος κι ανάγκη απονοµής δικαιοσύνης. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε βρει ικανό χρονικό διάστηµα για να επεξεργαστεί µε την ησυχία του όλα όσα είχαν συµβεί. Να τα βάλει σε µια τάξη, αν δηλαδή ήταν δυνατόν να µπει σε µια τάξη αυτό το χάος. Με το να τα ξεφουρνίσει όλα στον Καπιρέλη, ίσως να είχε µια τέτοια ευκαιρία. Άλλωστε, από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει. Για ένα κλάσµα του δευτερολέπτου, την ώρα που κοιτούσε το φίλο του τον Καπιρέλη κατάµατα έχοντας ένα ύφος επικείµενης εκµυστήρευσης κι όντας έτοιµος ν’ ανοίξει το στόµα του, το ίδιο κλάσµα του δευτερολέπτου το µετάνιωσε. Όχι. Μπορεί ο Καπιρέλης να ήταν για χρόνια ολόκληρα συνεργάτης και φίλος, µπορεί να ήταν –ή µάλλον να φαινόταν– άνθρωπος έντιµος κι αδιάφθορος, όµως ο Μπούρµαλης δεν µπορούσε, δεν ήθελε και δεν έπρεπε να το διακινδυνεύσει να του συµβούν όλ’ αυτά τα απολύτως
λογικά που σκέφτηκε την ώρα που είδε στην τηλεόραση το πρόσωπο της πεθαµένης: δεν µπορούσε να διακινδυνεύσει µια τέτοια εκµυστήρευση και να τον περάσει ο Καπιρέλης για τρελό. Δεν µπορούσε να διακινδυνεύσει να ξεσηκώσει εις βάρος του κύµα οίκτου και θυµηδίας, για τον κακοµοίρη διοπτροφόρο µπάτσιακα που φανταζόταν πράγµατα για να παραστήσει τον Ηρακλή Πουαρό και να ξεφύγει απ’ την κακοµοιριά της θέσης του αρχιφύλακα. Και το χειρότερο απ’ όλα, δεν µπορούσε να διακινδυνεύσει να δει να συµβαίνει κάτι παρόµοιο µ’ αυτό που συνέβη και στην υπόθεση Παπαβασιλείου, του τότε διοικητή της Δίωξης Ναρκωτικών. Η υπόθεση κουκουλώθηκε. Όλα σκεπάστηκαν. Κι αυτοί που τα είχαν ξεσκεπάσει βρέθηκαν λίγο καιρό αργότερα τέζα σ’ ένα χαντάκι. Όχι, λοιπόν. Μόνος του θα έψαχνε να βρει την άκρη του νήµατος – κι αν κατέληγε σε απτές αποδείξεις για τις βροµοδουλειές του Άρη Παγκράτη, τότε θ’ άνοιγε το στόµα του και θα µιλούσε. Κι είχε ο Θεός. Που να πάρει ο διάολος, δεν µπορεί να ήταν διεφθαρµένο και το δικαστικό Σώµα! Έπνιξε αποτελεσµατικά τη φωνούλα που πάσχιζε ν’ αναδυθεί απ’ το υποσυνείδητό του για να του φωνάξει χαρούµενα ότι και το δικαστικό Σώµα µπορεί... Τη δεδοµένη στιγµή δε θ’ άντεχε µια τέτοια διαπίστωση. Έκανε µια γρήγορη αναδροµή στη χτεσινή νύχτα. Ευτυχώς, ο Θεός τον είχε προφυλάξει – δεν είχε πει στους συναδέλφους ότι είχε την τύχη να έρθει µούρη µε µούρη µε τον Άρη Παγκράτη, γιατί µετά αυτοί µπορεί να γελούσαν εις βάρος του για το αυτόγραφο που είχε ζητήσει για τη Νίκη–, άσε που µπορεί να τον κάρφωναν στον ταξίαρχο, ότι αντί να κοιτάει να κάνει τη δουλειά του, σοβαρός και λιγοµίλητος, αυτός χασκογελούσε και ζητούσε αυτόγραφα! Τους είχε πει ότι µέσα στη µαύρη Μερσεντές βρισκόταν κάποιος υπουργός. Έτσι τα µπάλωσε. Ευτυχώς. Ο Θεός. Κι αν τυχόν ο Καπιρέλης µάθαινε από πουθενά ότι απ’ το χτεσινοβραδινό µπλόκο στη λεωφόρο Χασιάς πέρασε κάποιος υπουργός κι ερχόταν να τον ρωτήσει γιατί δεν του το είπε, τότε ο Μπούρµαλης είχε τη δικαιολογία έτοιµη: ένας υπουργός δεν είναι «τίποτα ενδιαφέρον». Καµιά συναρπαστική γκόµενα βεβαίως και ναι, κανένα παράνοµο ζευγαράκι ίσως ναι, κάποιος ποδοσφαιριστής ναι – αλλά ένας υπουργός, όχι. Δόξα Σοι ο Θεός. Όλες αυτές οι σκέψεις διέσχισαν το µυαλό του µέσα σε δύο δευτερόλεπτα, τρία το πολύ – ευτυχώς, διότι κάποια παρατεταµένη σιωπή θα φαινόταν στον Καπιρέλη ύποπτη κι αυτή. Ψυχραιµία. Ο Μπούρµαλης κοίταξε δεξιά κι αριστερά να δει αν τους έβλεπε κανείς και µετά έδωσε µια φάπα στο σβέρκο του Καπιρέλη. «Ρε, άντε, που θα µε βάλεις µε το ζόρι να έχω κάτι! Σου είπα ότι είχα σκοτοδίνη, τι µε ζαλίζεις παραπάνω; Τίποτα δεν έχει γίνει – αλλά θα γίνει σίγουρα αν δε µου πεις τι έγινε µε τον ταξίαρχο. Έγινε η ενηµέρωση; Πήγατε στο γραφείο του; Πόσοι και ποιοι; Τι σας είπε; Λέγε, ντε!» Ο Καπιρέλης του έριξε µια τελευταία περίεργη µατιά, αλλά µετά είδε το φίλο του ξανά φυσιολογικό και χαλάρωσε το περίεργο ύφος του – µάλιστα, του ξέφυγε κι ένας αναστεναγµός ανακούφισης. «Ώρα για δουλειά, ε; Πολύ χαίροµαι, διότι δε σου κρύβω ότι το ύφος σου είχε αρχίσει να µε τροµάζει. Φαίνεσαι στ’ αλήθεια άρρωστος. Λοιπόν, µην ανησυχείς για τον ταξίαρχο. Σε κάλυψα». «Τι του είπες;»
«Μα ότι δε σε έβρισκα, φυσικά. Η σύσκεψη έγινε στις οχτώ. Εφόσον δεν είχες έρθει ως τότε, του είπα ότι δε σε βρήκα καθόλου. Μήπως ήξερες κι εσύ ο δόλιος ότι είχε γίνει έγκληµα ώστε να κάτσεις στο σπίτι σου απίκο και να περιµένεις τηλεφώνηµά µου κατόπιν εντολής του ταξίαρχου; Εµ, δε γίνονονται αυτά τα πράγµατα!» είπε θριαµβευτικά ο Καπιρέλης. Ο Μπούρµαλης τον κοίταξε µ’ ευγνωµοσύνη. «Και τι είπε ο ταξίαρχος όταν του είπες ότι δε µε βρήκες;» «Είπε να τσακιστείς ν’ αγοράσεις κινητό διότι θα σου κόψει τα πόδια και µετά σε ξέχασε. Άντε, πάµε στο γραφείο να πιάσουµε δουλειά. Ο µεγάλος µπορεί να κάνει καµιά έφοδο. Καλύτερα να µας δει σκυµµένους πάνω από κανένα πάκο µε χαρτιά, να δουλεύουµε ιδρωµένοι, παρά να µας τσακώσει στο διάδροµο να κουτσοµπολεύουµε σαν συµπεθέρες ελληνικής ταινίας!» Μπήκαν στο γραφείο τους κι έκλεισαν την πόρτα. «Λοιπόν; Τι ακριβώς έχει συµβεί;» άρχισε ο Μπούρµαλης. «Μα καλά, δεν είδες τίποτα στην τηλεόραση απ’ την ώρα που σε πήρα τηλέφωνο;» «Πώς να δω, ρε; Αφού σου είπα ότι είχα σκοτοδίνη και µε ξαναπήρε ο ύπνος. Πες µου εσύ». Ευτυχώς τουλάχιστον που µέσα στη σύγχυσή του είχε ακόµα λίγο απ’ το µυαλό του στη θέση του ώστε να θυµηθεί και να πει το ίδιο πράγµα: σκοτοδίνη. Για φαντάσου, λέει, µέσα στη θολούρα του να έλεγε κάτι άλλο, ας πούµε πονοκέφαλο ή συνάχι, κι αυτό, λέει, να το πρόσεχε ο Καπιρέλης και να τον άρχιζε σ’ εκείνη την ανάκριση µε τις λάµπες στη µούρη και δε συµµαζεύεται και µετά λέει, να... Σκοτοδίνη. «Θα σ’ τα πω µε δυο λόγια και µετά κάτσε να τα διαβάσεις κιόλας», άρχισε επιτέλους ο Καπιρέλης. «Ο Μαρκόπουλος κι ο Τσουκαλάς έχουν ήδη συντάξει ένα πρώτο καταλογάκι µ’ ό,τι στοιχεία έχουµε ως τώρα, αν και µας έρχονται συνεχώς και καινούρια απ’ το Εγκληµατολογικό. Ο εισαγγελέας βιάζεται ο άνθρωπος και τηλεφωνεί κάθε πέντε λεπτά και ψέλνει. Πρέπει ν’ ανοιχτούν φάκελοι, κύριε, ν’ ασκηθούν διώξεις, να σχηµατιστούν δικογραφίες, τι είναι εδώ, παίξε γέλασε;» «Καπιρέλη... φλυαρείς!» «Ναι... έχεις δίκιο. Μ’ άφησες και καθόλου µυαλό; Λοιπόν, άκου τα: σήµερα το µεσηµέρι, ώρα δύο και µισή, κάτι παιδιά πήγαν βολτούλα στο Ρέµα της Εσχατιάς, στο Καµατερό, µαζί µε τους σκύλους τους. Εκεί οι σκύλοι άρχισαν να γαβγίζουν σαν τρελοί και να τραβολογούν τ’ αφεντικά τους µε µανία. Παραξενεµένα τα παιδιά, ακολούθησαν τα ζα τους. Μπαίνουν σ’ ένα ετοιµόρροπο παράπηγµα κι έρχονται µούρη µε µούρη µε τη φρίκη: το πτώµα µιας νεαρής γυναίκας, ξαπλωµένο πάνω σ’ έναν πάγκο απ’ αυτούς που χρησιµοποιούν οι χασάπηδες, αλυσοδεµένο, κακοποιηµένο, γυµνό – και το κυριότερο, δίχως κεφάλι. Το κεφάλι είχε πολτοποιηθεί. Τα µυαλά βρέθηκαν διασκορπισµένα εδώ κι εκεί!» Ο Φώτης Μπούρµαλης τον κοιτούσε µε µάτια γουρλωµένα και κοµµένη ανάσα. Είχε ανατριχιάσει σύγκορµος κι ήταν εµφανές, ωστόσο, ευτυχώς, δε θα χρειαζόταν να ψάξει να βρει δικαιολογία γι’ αυτό. Ο χαµηλός, υποβλητικός τόνος της φωνής του Καπιρέλη, η νύχτα που είχε πέσει για τα καλά, η ησυχία του γραφείου, κακοποιηµένα πτώµατα µε πολτοποιηµένα κεφάλια, µυαλά χυµένα τήδε κακείσαι – όλ’ αυτά ήταν ικανά ν’ ανατριχιάσουν και τον πιο ψύχραιµο κι άσχετο µε την όλη υπόθεση άνθρωπο. «Το λοιπόν», συνέχισε ο Καπιρέλης στο ίδιο µοτίβο, «τα παιδιά, όπως ήταν φυσικό, ειδοποίησαν πάραυτα το Eκατό. Έσπευσε η Άµεση Δράση, πήγε κι η Υποδιεύθυνη Μέτρων Τάξης κι απέκλεισε το µέρος µε κορδέλες, ειδοποιήθηκαν κι οι δικοί µας κι έτρεξαν,
εµφανίστηκε κι ο ιατροδικαστής κι άρχισε το γλέντι. Το θύµα αναγνωρίστηκε απ’ την ταυτότητα που βρέθηκε στα σκισµένα του ρούχα. Πρόκειται για την Αναστασία Μόραλη, δεκαπέντε χρόνων. Το καταλαβαίνεις, δικέ µου; Δεκαπέντε χρόνων, γαµώ το καντηλέρι µου! Κάποια κτήνη τη βίασαν οµαδικά και µετά τη σκότωσαν µε τέτοιο φρικτό τρόπο! Μπορεί να το συλλάβει αυτό το πράγµα ο εγκέφαλός σου; Όχι, γιατί εµένα πάει να µου στρίψει!» Αν µπορούσε να το συλλάβει, λέει; Μπορούσε και παραµπορούσε! Α, ρε κατακαηµένε Καπιρέλη, και να ’ξερες... «Δε µε βλέπεις;» είπε τελικά, αντί άλλου σχολίου. «Κι εµένα θα µου στρίψει οπωσδήποτε», µούγκρισε. Πραγµατικά, µέσα σ’ αυτό το σχόλιο του Μπούρµαλη κρυβόταν η αλήθεια και µόνο η αλήθεια. Ο Καπιρέλης αφαιρέθηκε κοιτάζοντας το λαµπατέρ και το σκληρό φως που σκόρπιζε. «Ξύπνα», βρυχήθηκε ο Μπούρµαλης. «Παρακάτω. Τι ξέρουµε για το θύµα;» «Άσε», έκανε ο Καπιρέλης µελαγχολικά. «Ήταν µαθήτρια της πρώτης Λυκείου, η καλύτερη µαθήτρια του σχολείου, σύµφωνα µε τις πρώτες πληροφορίες. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, µεροκαµατιάρηδες άνθρωποι που ζουν στην Πετρούπολη. Το κορίτσι ήταν τύπος κι υπογραµµός. Το καλύτερο παιδί, πώς να σου πω. Δεν είχε ύποπτες παρέες, δε σύχναζε σε καφετέριες, µπαρ και τέτοια, τουναντίον. Σχολείο, σπίτι και καµιά βολτίτσα στη φύση µε κάτι συµµαθητές που κάνανε παρέα απ’ το Δηµοτικό. Όταν δεν είχε µαθήµατα, δούλευε σ’ εργοστάσιο για να βοηθάει την οικογένεια. Καταλαβαίνεις για τι κορίτσι µιλάµε, Μπούρµαλη; Τι να πω; Προφανώς αυτό το άτυχο παιδί βρέθηκε σε λάθος µέρος τη λάθος ώρα, που να µε πάρει ο διάολος και να µε σηκώσει...» Ο Μπούρµαλης διαπίστωσε ότι, όσο περνούσε η ώρα κι όσο άκουγε τα σχόλια του Καπιρέλη, του ήταν όλο και πιο δύσκολο να παραµένει ήρεµος στη θέση του και να µην αρχίσει να ουρλιάζει σαν παράφρονας σε κρίση. Λάθος µέρος. Λάθος ώρα. Κι όµως, κάποιος µαλάκας θα µπορούσε να τα έχει προλάβει όλ’ αυτά, αλλά εκείνος προτίµησε να πάρει αυτόγραφα... «Ο ιατροδικαστής; Τι είπε ο ιατροδικαστής;» ρώτησε ο κάποιος µαλάκας µε αλλοιωµένη φωνή. «Σύµφωνα µε ασφαλείς πληροφορίες από έγκυρες πηγές, έγινε γνωστό ότι ο ιατροδικαστής ξέρασε», είπε συνωµοτικά ο Καπιρέλης – το σχόλιο κανονικά θα προξενούσε γέλια στο συνοµιλητή του, αλλά τώρα πέρασε στο ντούκου. «Πρώτα ξέρασε και µετά είπε». «Το καντήλι σου για άνθρωπος, τι είπε αφού ξέρασε;» ξέσπασε ο Μπούρµαλης. «Απ’ τη νεκροψία διαπίστωσε ότι ο θάνατος επήλθε µεταξύ µιάµιση και δύοµισι µετά τα µεσάνυχτα. Η νεκροτοµή µάλλον διενεργείται ακόµα – δεν πρέπει να έχει τελειώσει ως τώρα, διότι δεν έχουµε άλλη ενηµέρωση. Μανούλα µου, µε τίποτα δε θα ήθελα να είµαι στο νεκροτοµείο βραδιάτικα, τέτοια ώρα. Φορµόλες, ψυγεία, αίµατα, πτώµατα – ούτε οι κατσαρίδες δεν αντέχουν να ζήσουν σ’ ένα τέτοιο µέρος γεµάτο φαντάσµατα!» Ο καηµένος ο Καπιρέλης κατέβαλλε φιλότιµες προσπάθειες ν’ αλαφρώσει κάπως την ατµόσφαιρα σαρκάζοντας τα χάλια της ανθρώπινης φύσης. Από κει που είσαι ζωντανός, ξαφνικά βρίσκεσαι τέζα, ξαπλωµένος σ’ ένα χειρουργικό κρεβάτι, µε πέντε έξι νοµαταίους από πάνω σου να σου σκαλίζουν τα πεθαµένα σωθικά σου και να µη σ’ αφήνουν σε ησυχία ούτε µετά θάνατον. Όµως το µυαλό του Μπούρµαλη είχε κολλήσει στο σχόλιο του ιατροδικαστή, έτσι όπως το
αναπαρήγαγε ο Καπιρέλης: «Μεταξύ µιάµιση και δυόµισι µετά τα µεσάνυχτα»... Τι ώρα είχε τρακάρει τον Παγκράτη και τη λοιπή σπείρα; Μα βέβαια, ήταν µία παρά τέταρτο περίπου. Δεν είχε καµία αµφιβολία – άπαξ κι η διαίσθησή του του είχε σηµάνει συναγερµό, τα στοιχεία που την επιβεβαίωναν άρχιζαν να ξεφυτρώνουν το ένα µετά το άλλο, σαν τους λαγούς στον κάµπο. Έκανε έναν πρόχειρο υπολογισµό. Λεωφόρος Χασιάς, Ρέµα Εσχατιάς... δυο βήµατα, κι αν έχεις γρήγορη µαύρη πανάκριβη Μερσεντές, πες ένα. Ο Καπιρέλης είδε ότι ο φίλος του δεν έβρισκε απολύτως τίποτα αστείο στην όλη υπόθεση, οπότε ξανασοβαρεύτηκε. «Θα γίνουν κι ιστολογικές, βεβαίως. Α, δε σου είπα! Στον τόπο του εγκλήµατος βρέθηκαν και ναρκωτικά. Κόκα ποιότητος τρία άλφα! Όπως αντιλαµβάνεσαι, στην όλη υπόθεση εµπλέκεται τώρα κι η Δίωξη Ναρκωτικών. Θα εξεταστεί και το πτώµα, µήπως τυχόν κι αποκαλυφθεί ότι έκανε χρήση, αλλά κατά την άποψή µου αυτό αποκλείεται. Οι άνθρωποι δεν είχαν να φάνε, θα είχαν λεφτά για ν’ αγοράζουν και ναρκωτικά; Ωστόσο, αν αποκαλυφθεί πως έπαιρνε ναρκωτικά, τότε θα έχουµε κάτι για ν’ αρχίσουµε έρευνες – διότι για την ώρα βρισκόµαστε στα µαύρα σκοτάδια. Ούτε δράστες ούτε κίνητρα ούτε την τύφλα µας», ολοκλήρωσε αναστενάζοντας. «Κανένα άλλο στοιχείο; Ας πούµε, δαχτυλικά αποτυπώµατα;» ρώτησε ο Μπούρµαλης σιγανά. «Πφφ!» ξεφύσηξε περιφρονητικά ο Καπιρέλης. «Χιλιάδες. Τι χιλιάδες, εκατοµµύρια! Παιδάκι µου, αυτή η µπουτζάκα ήταν κέντρο διερχοµένων! Εκεί βρίσκει καταφύγιο κάθε καρυδιάς καρύδι – πρεζάκηδες, άστεγοι, παράνοµα ζευγαράκια, περίεργοι, κυνηγοί φαντασµάτων, ζωόφιλοι που βγάζουν τους κόπρους τους βόλτα για να τρέξουν και να ξεπιαστούν, απ’ όλα έχει ο µπαξές! Τα περισσότερα που βρήκε η Σήµανση είναι παλιά κι άχρηστα. Το σηµαντικότερο στοιχείο που εντοπίσαµε ήταν η βαριοπούλα που µετέτρεψε το κεφάλι του θύµατος σε κιµά. Αυτή κι αν είχε αποτυπώµατα πάνω της! Η Σήµανση και το Εγκληµατολογικό εξέτασαν κι ακόµα εξετάζουν. Όµως, κανένα απ’ τα αποτυπώµατα αυτά δεν είναι σεσηµασµένο, γαµώ τα σπανάκια µου...» Και πώς να είναι; Εφόσον οι δολοφόνοι δεν ήταν σεσηµασµένοι! Μπορεί να ήταν του κερατά κακοποιοί του κοινού Ποινικού Δικαίου, ωστόσο δεν ήταν σεσηµασµένοι διότι ήταν της... καλής κοινωνίας, εκεί όπου το µακρύ χέρι του νόµου συνήθως δε φτάνει. Μα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, ο Μπούρµαλης παρακαλούσε µ’ όλη του την ψυχή ν’ άκουγε απ’ το στόµα του Καπιρέλη ότι τα αποτυπώµατα στη βαριοπούλα είχαν ταυτοποιηθεί κι αποδείχθηκε ότι ανήκαν σε κάποιο σεσηµασµένο παρανοϊκό φονιά – αν τα πράγµατα ήταν έτσι, τότε, βεβαίως, θα αποδεικνυόταν ότι ο ίδιος είχε κάνει λάθος, ότι τα µάτια του είχαν κάνει πουλάκια, ότι η διαίσθησή του είχε αρχίσει να παθαίνει διαλείψεις, ότι η κόκκινη µπλούζα δεν ανήκε στο άτυχο κορίτσι, ότι το άτυχο κορίτσι δεν το σκότωσε ο Άρης Παγκράτης κι ότι η επιλεγόµενη σπείρα των συνοδών του δεν ήταν τίποτ’ άλλο από µια αθώα παρεΐτσα του Θεού που πήγαινε τη βόλτα της. Τότε, οι αµφιβολίες του θα πήγαιναν περίπατο, οι τύψεις κι οι ενοχές του θ’ απόµεναν άνευ αντικειµένου, οπότε θα τις έστελνε ευχαρίστως από κει που ήρθαν και το ξαφνικό µαρτύριό του θα τελείωνε οριστικά. Όµως, δυστυχώς, τα πράγµατα δεν έγιναν καθόλου έτσι. Οι δολοφόνοι δεν ήταν σεσηµασµένοι. Αλλά, για στάσου...
Μια ξαφνική έµπνευση τον πληµµύρισε, σαν τ’ ανέσπερο φως λίγο πριν το «Χριστός Ανέστη». Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και µες στο µυαλό του κύλησε σαν νεράκι η διαδικασία. Όλες οι πληροφορίες που είχε µάθει τόσα χρόνια ως αστυνοµικός έγιναν ταυτόχρονα αντικείµενο επεξεργασίας µέσα στους νευρώνες του εγκεφάλου του σε κλάσµατα δευτερολέπτου. Τα πράγµατα λοιπόν είχαν ως εξής: οι βαριοπούλες έχουν ξύλινα χερούλια. Για να πάρουµε αποτύπωµα από ξύλο, χρησιµοποιούµε πινέλο κι ειδική µαύρη σκόνη. Βάζουµε πάνω στο αποτύπωµα µια ζελατίνα για να το συγκρατήσει. Παίρνουµε τη ζελατίνα και την πάµε στα εργαστήρια της Εγκληµατολογικής Υπηρεσίας. Εκεί, παίρνουµε το αποτύπωµα, το εισάγουµε στο κοµπιούτερ, πατάµε έναν κωδικό και... τσουπ! Η ταυτοποίηση γίνεται µέσα σε τρία δευτερόλεπτα – πέντε το πολύ. Η ευλογηµένη πρόοδος της τεχνολογίας – µέσα στο κοµπιούτερ είχαν περαστεί τα αποτυπώµατα των πάντων, αρκεί να είχαν βγάλει ταυτότητα. «Και δε µου λες, ρε Καπιρέλη; Καλά, ο δολοφόνος δεν ήταν σεσηµασµένος. Όµως κατά την ταυτοποίηση, πώς και δεν...» Ο Καπιρέλης πήρε άκρως επιτιµητικό ύφος. «Από έναν έξυπνο άνθρωπο σαν και σένα, Μπούρµαλη, δεν περίµενα µια τόσο βλακώδη ερώτηση!» κάγχασε µε ύφος θριάµβου, κι ας µην είχε προλάβει ο Μπούρµαλης να την ολοκληρώσει. «Μα είναι φως φανάρι, ρε κόπανε! Ο δολοφόνος δεν είχε βγάλει ταυτότητα! Άρα λοιπόν, πώς σκατά να εντοπιστεί;» Η εύστοχη κι εύλογη αυτή παρατήρηση δεν καθησύχασε καθόλου τους φόβους του Φώτη Μπούρµαλη, ούτε, φυσικά, έθεσε τέλος στο µαρτύριό του. Το ακριβώς αντίθετο µάλιστα. Ο δολοφόνος δεν είχε ταυτότητα. Καθαρή δουλειά. Όµως είχε αρκετό θράσος ώστε ν’ αφήσει ολόγυρα ένα κάρο απ’ τα αποτυπώµατά του για ενθύµιο. Πολύ καθαρή δουλειά. Μέσα στο µυαλό του Μπούρµαλη ήρθε και σκάλωσε µια τόσο φρικτή υποψία, που ήταν απορίας άξιον το πώς δεν έπεσε απ’ την καρέκλα που καθόταν, παράλυτος από φόβο κι αποτροπιασµό. Προσπάθησε να διασκεδάσει τη φρικτή υποψία, αλλά αυτή γινόταν µεγαλύτερη κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Είπαµε, η τεχνολογία τη σήµερον ηµέρα είχε προοδεύσει πολύ, τα αποτυπώµατα όλων των Ελλήνων που είχαν αστυνοµική ταυτότητα ήταν περασµένα στο κοµπιούτερ του Εγκληµατολογικού. Μέσα σε µια τέτοια σάρα, µάρα και κακό συναπάντηµα από αποτυπώµατα, αν εξαφανίζονταν κάνα δυο, κανείς δε θα το πρόσεχε. Με το απλό πάτηµα ενός κουµπιού. Delete – κι όλα είχαν τελειώσει. Κι όσο γι’ αυτόν που θα πατούσε το κουµπί... Η γνωστή και µη εξαιρετέα περίφηµη διαίσθηση του Μπούρµαλη πανηγύριζε θριαµβευτικά. Αν αυτό που είχε έρθει απρόσκλητο κι είχε κάτσει µέσα στο κεφάλι του αποδεικνυόταν αληθινό, τότε θ’ άνοιγαν ξαφνικά πολλά µέτωπα µαζί κι εκείνος δεν ήξερε πια αν θ’ άντεχε να τ’ αντιµετωπίσει – εδώ δεν ήξερε καν αν µπορούσε. Αποκλείεται να µπορούσε. Αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε επρόκειτο για µια άνευ προηγουµένου βροµιά, δυσωδία, σήψη και διαφθορά σε πολυεπίπεδους και πολυάριθµους µηχανισµούς της κοινωνίας. Τα καλολαδωµένα γρανάζια. Το χρήµα που κινούσε τον κόσµο. Τα αληθινά κέντρα εξουσίας, συχνά εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που πίστευε ο απλός κοσµάκης. Και από πίσω, αθέατοι, διάφοροι άνθρωποι σε καίρια πόστα, που βοηθούσαν πρόσωπα, πράγµατα και καταστάσεις δίχως να ρωτούν πολλά. Τους αρκούσε που τσέπωναν µαύρο παραδάκι για να καλύπτουν τις ανάγκες τους.
Η «συνωµοσία» ως έννοια ακουγόταν πια σχεδόν αστεία – δεν µπορούσε να περιγράψει µε σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα. Άλλωστε, οι κατά καιρούς και γνωστές απ’ την Ιστορία διάφορες συνωµοσίες ήταν από µόνες τους γεγονότα γελοία, εξυφασµένα από θνητούς, άµυαλους ανθρώπους που νόµιζαν πως έκαναν κάτι σπουδαίο και περηφανεύονταν κιόλας γι’ αυτό – µα τι µπορούσε σ’ αυτόν το θνητό κόσµο να θεωρηθεί αληθινά σηµαντικό όταν οι πάντες ήταν αντιµέτωποι µε την προοπτική του θανάτου; Εδώ συνέβαινε κάτι πολύ χειρότερο. Αληθινή κοσµογονία. Ήταν η σταδιακή απογύµνωση του ανθρώπινου είδους από πάσης φύσεως ηθικές αρχές και προαιώνιες αξίες κι η µε µαθηµατική βεβαιότητα οδήγησή του προς την απόλυτη εξαχρείωση, η οποία, στο πέρασµα του χρόνου, βαφτιζόταν µε ονόµατα µιας ψεύτικης αρετής και θεωρείτο προτέρηµα – ίσως µάλιστα ήταν ζήτηµα χρόνου να θεωρείται και να είναι κι απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδια την επιβίωση. Αυτό όµως σήµαινε ότι το ανθρώπινο είδος ήταν καταδικασµένο να βιώσει την Κόλαση και εν ζωή, δε θα χρειαζόταν να περιµένει το θάνατο και τη Δικαία Κρίση. Ο κάθε άνθρωπος αποφεύγει να σκέφτεται το θάνατο διότι είναι κάτι άγνωστο και µη αναστρέψιµο, ως εκ τούτου προξενεί φόβο. Κι αν καµιά φορά τον σκέφτεται, τον αντιµετωπίζει σαν γεγονός µελλοντικό κι αβέβαιο, που δεν τον αφορά. Γι’ αυτό κι οι περισσότεροι εγκαταλείπουν τα εγκόσµια εντελώς απροετοίµαστοι. Εν τω µεταξύ, οι περισσότεροι κοιτάζουν να κάνουν τη ζωούλα τους όσο καλύτερα µπορούν – κι όσο για κάποιους ελάχιστους εναποµείναντες ροµαντικούς, οι οποίοι βάδιζαν µε το Σταυρό στο χέρι, ζούσαν στο περιθώριο των γεγονότων κι οι εξελίξεις πάντα τους προλάβαιναν. Οι άλλοι, οι «έξυπνοι», ήταν αυτοί που πήγαιναν µπροστά – οι ροµαντικοί θεωρούντο µάρτυρες, καταδικασµένοι να εισπράττουν µονάχα φάσκελα και να βλέπουν τις αρχές στις οποίες πίστευαν και µε τόση αυταπάρνηση για µια ζωή υπηρετούσαν να γίνονται αντικείµενο ειρωνικού σχολιασµού σε βρόµικα στόµατα. Αν κυνηγούσε τη στιγµιαία και ξαφνική έµπνευσή του, ακόµα περισσότερο αν την αποδείκνυε κιόλας, ο Φώτης Μπούρµαλης φοβόταν πολύ. Φοβόταν γι’ αυτό που θα του συνέβαινε. Ή θα του έστριβε οριστικά και θα ξεσπούσε σε µόνιµα, τρελά γέλια, µε αποτέλεσµα να τον µεταφέρουν στο τρελοκοµείο για να γελάει µε την ησυχία του ώσπου να πεθάνει ή θα έγραφε ένα γράµµα, θα το έβαζε στη δεξιά τσέπη της στολής του και µετά θα τίναζε τα µυαλά του στον αέρα για παραδειγµατισµό – το µόνο που φοβόταν όµως ήταν ότι, δυστυχώς, δε θα παραδειγµατιζόταν κανείς. Το χρήµα γλυκαίνει όλους τους πόνους – ψέµατα; Πόσοι και ποιοι µπορούν ν’ αντισταθούν σ’ ένα ψηλό βουνό από δεκαχίλιαρα; Αυτός πάντως θ’ αντιστεκόταν. Και θα διακινδύνευε να σκαλίσει και να βρει τα ακατονόµαστα. Όχι για τίποτ’ άλλο, αλλά για να επιβεβαιωθεί η απαισιόδοξη άποψη που έτρεφε για το ανθρώπινο είδος εν γένει. Να επρόκειτο τουλάχιστον για καµιά «συνωµοσία» που να είχε ως περιεχόµενο και στόχο της το κοινό καλό, ας πάει στα κοµµάτια. Όµως, ως συνήθως, θα επρόκειτο για καµιά µαλακία που θα εξυπηρετούσε κάποιο ίδιον όφελος. Κανένα υψηλό, πανανθρώπινο ιδανικό. Μόνο το ίδιον όφελος. Να, το συγκεκριµένο απτό παράδειγµα της δολοφονίας της µικρής Αναστασίας. Μα το Θεό, χίλιες φορές ο Μπούρµαλης θα προτιµούσε να ξέρει ότι η µικρή πέθανε, ή έστω θυσιάστηκε, για κάτι αληθινά καλό και σπουδαίο. Όµως, πολύ φοβόταν ότι ο θάνατος της Αναστασίας ήταν ένα γεγονός απολύτως αδιάφορο γι’ αυτόν που τον προκάλεσε, ένα γεγονός που συνέβη για να ικανοποιήσει παρανοϊκά βίτσια και να προσδώσει «λίγη ποικιλία» σε µια κατά τα άλλα µάταιη
ζωή, γεµάτη ανούσιες απολαύσεις. Κι ακόµα χειρότερα, ήταν σφόδρα µεγάλη η πιθανότητα να υπήρχε ένα ολόκληρο κύκλωµα πίσω απ’ το δολοφόνο, µια Λερναία Ύδρα µε πλοκάµια σε πολλούς και διάφορους χώρους, που θα τον κάλυπτε, θα τον προστάτευε και θα του επέτρεπε να συνεχίσει τη ζωούλα του ατιµώρητος. Όχι σπουδαίοι σκοποί, όχι συνωµοσίες µε στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης, όχι µηχανορραφίες βυζαντινού τύπου µε σκοπό την ανακατανοµή της εξουσίας, όχι βροµοδουλειές µε στόχο τη µεγιστοποίηση του κέρδους. Αυτά γίνονταν κάποτε. Σήµερα, στην εποχή της απόλυτης αδιαφορίας, το µόνο που µετράει είναι η καλοπέραση, ενίοτε µε εντελώς ανορθόδοξους ή και φρικτούς τρόπους. Κι αυτός που την επιζητά είναι διατεθειµένος και να την πληρώσει ακριβά προκειµένου να εξασφαλίζει τη σιωπή αυτών που έπρεπε, όπου, όπως κι όποτε έπρεπε. Οι δολοφόνοι της Αναστασίας δεν ανήκαν σε καµιά παράνοµη συµµορία που διακινούσε ζωτικά όργανα – µακάρι να ήταν έτσι, διότι τότε ο θάνατός της θ’ αποκτούσε ενδεχοµένως κάποιο νόηµα, της άδικης θυσίας, που ωστόσο οδήγησε κάποιον στη σωτηρία, χωρίς, βέβαια, αυτό να σηµαίνει ότι δικαιολογούσε µια τέτοια φρικτή πράξη. Επίσης, δεν επρόκειτο για ξεκαθάρισµα λογαριασµών ούτε για έγκληµα πάθους ούτε για τίποτα απ’ όλα όσα περιλαµβάνονταν στον πανδέκτη των λογικών κινήτρων των δραστών ειδεχθών ανθρωποκτονιών. Ο Μπούρµαλης πίστευε ακράδαντα ότι ο τρόπος µε τον οποίο δολοφονήθηκε η µικρή, ο προηγούµενος βιασµός της, η χρήση ακριβών ναρκωτικών ουσιών κι όλες οι εν γένει περιστάσεις καταδείκνυαν µε τον πιο σαφή τρόπο ότι ο θάνατός της ήθελε απλά να εξυπηρετήσει την καλοπέραση µιας οµάδας παρανοϊκών, που άρχισαν να βαριούνται τα ίδια και τα ίδια και σκέφτηκαν να το ρίξουν στα βασανιστήρια και τους σκοτωµούς αθώων. Τι ανάγκη είχε ο Παγκράτης; Καµία. Αυτός στη ζωή του τα είχε όλα – είχε γεννηθεί µε όλα. Καλοπέραση. Αδιαφορία. Ανία. Το τρίπτυχο της Κόλασης. Νέες µορφές εγκλήµατος. Ο Διάβολος κυβερνούσε αυτό τον κόσµο, τελικά. Οι διεφθαρµένοι πολιτικοί, οι οποίοι άπλωναν τη χερούκλα τους στα λεφτά του κοσµάκη για να θησαυρίσουν και µετά να πηγαίνουν στα σικ ρεστοράν και να παριστάνουν τους λιµοκοντόρους, οι κολασµένοι παπάδες, που τη µέρα κόπτονταν ως θεµατοφύλακες της χριστιανικής ηθικής ενώ τη νύχτα φορούσαν µεταξωτά στρινγκ βρακιά και το έριχναν έξω οργιάζοντας µε άτριχα αγοράκια, οι ψεύτες, οι κλέφτες, οι απατεώνες, οι µεγαλέµποροι ναρκωτικών, οι ληστές κι όλες οι άλλες φάρες εγκληµατιών φάνταζαν πλέον κωµικά περιστατικά, ικανά να προκαλέσουν µόνο γέλιο – µπροστά σ’ αυτή την καινούρια µορφή εγκλήµατος, το φόνο που είχε ως κίνητρο τη διασκέδαση της ανίας, την αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή και την εξασφάλιση της καλοπέρασης, όλα τα προηγούµενα φάνταζαν ιστορίες Παρθεναγωγείου, να τις λέµε στα παιδάκια για να τρώνε το φαγητό τους. Δεν υποψιαζόταν πια – ήταν βέβαιος για όλα. Αυτό θα τον τρέλαινε. Παρ’ όλ’ αυτά ήταν αποφασισµένος να το σκαλίσει. Τώρα. Σε λίγο. «Τι σκατά σκέφτεσαι, ρε Φώτη; Τόση ώρα σου µιλάω κι εσύ αρµενίζεις σε βαθύ γιαλό», τον αποπήρε ο Καπιρέλης. «Συγγνώµη, φίλε», απολογήθηκε ο Μπούρµαλης. «Σκεφτόµουν την κατάντια του κόσµου. Σκεφτόµουν κι αυτό το άµοιρο κορίτσι. Γιατί έπρεπε να βρει τέτοιο φρικτό θάνατο;» «Αυτό λες ή ότι υπάρχει πιθανότητα να παραµείνει ο φονιάς ατιµώρητος;» βρυχήθηκε ο Καπιρέλης.
«Πάει το µυαλό σου σε κανένα µονοπάτι;» Ο Καπιρέλης αναστέναξε. «Τι να σου πω; Ερηµιές, πάγκοι χασάπηδων, αλυσίδες, βαριοπούλες, βιασµοί, ναρκωτικά... Μάλλον για καµιά σατανιστική τελετή το κόβω, ξέρω κι εγώ τι σκατά να πω;» «Ναι, αλλά δε θα βρίσκονταν τίποτα πεντάλφες, τίποτα µαύρα κεριά;» «Και ποιος σου λέει εσένα ότι παρά τη µαστούρα τους οι δολοφόνοι δεν τα µάζεψαν για να τα ξαναχρησιµοποιήσουν καµιά άλλη φορά, να µην ξοδεύονται κιόλας για ν’ αγοράζουν άλλα;» είπε ο Καπιρέλης, µε υψωµένα φρύδια σε διδακτικό στιλάκι, τονίζοντας τις λέξεις µια µια και κουνώντας το δείκτη του δεξιού χεριού του. Εκείνη τη στιγµή έµοιαζε µε τρελό επιστήµονα καθηγητή Φυσικής που προσπαθούσε να εξηγήσει στους άναυδους φοιτητές του τη θεωρία των κβάντα – και πού και πού φυσούσε τα τσουλούφια που του έπεφταν στη µούρη και τον εµπόδιζαν απ’ το να αναπτύξει µε σαφήνεια και πληρότητα τις µεγαλοφυείς του ιδέες. Ο Μπούρµαλης ξέσπασε σε γέλια – ήταν που το νευρικό του σύστηµα τελούσε υπό καθεστώς επαπειλούµενης κατάρρευσης. Το γέλιο πρόσφερε µια κάποια ανακούφιση. Ο Καπιρέλης τον κοιτούσε βλοσυρός – αλλά στο τέλος ούτε κι αυτός άντεξε. Ξέσπασε επίσης σε τρανταχτά γέλια. Δεν ήταν παράξενο – όλοι οι αστυνοµικοί ξεσπούν πολλές φορές σε γέλια, καµιά φορά µάλιστα δίχως λόγο. Όταν έχεις να κάνεις ένα επάγγελµα τόσο ψυχοφθόρο όσο αυτό του µπάτσου, λίγο γέλιο καµιά φορά µπορεί να σώσει ζωές... και µυαλά. «Δε µου λες;» είπε τελικά ο Μπούρµαλης, όταν κατάφερε να σταµατήσει να γελάει. «Τι σου είπε ο ταξίαρχος; Τι θ’ αναθέσει σ’ εµάς τους δυο;» «Τα γνωστά. Θα πηγαινοφέρνουµε χαρτούρες και πορίσµατα από γραφείο σε γραφείο και, βεβαίως, αύριο θα κρατήσουµε πρακτικά απ’ τις καταθέσεις των µαρτύρων που θα παρελάσουν από δω. Θα πλακώσουν οι πάντες: γονείς, συγγενείς, συµµαθητές, φίλοι και δε συµµαζεύεται. Κανέναν ύποπτο δε βλέπω κι ανησυχώ, δε σ’ το κρύβω!» «Δηλαδή;» «Εµ; Αφού ως τώρα δεν υπάρχει κανένα σοβαρό στοιχείο, εφόσον δεν υπάρχει και κάνας ύποπτος για να ξύσουµε την ψώρα µας, τι περιµένεις να γίνει; Μια δυο βδοµάδες θα κρατήσει το νταβαντούρι και µετά η υπόθεση θα µπει στο Αρχείο. Στο ντουλάπι µε τα ανεξιχνίαστα». Ο Μπούρµαλης τον κοιτούσε σιωπηλός. Όµως, εκείνη ακριβώς τη στιγµή ένας γδούπος τους τάραξε την ησυχία και τους έκανε να τιναχτούν πάνω ξαφνιασµένοι. Μέσα στο ταπεινό γραφείο τους είχε µπουκάρει ο ταξίαρχος. «Τα σέβη µου», είπαν κι οι δυο µαζί, υποβάλλοντάς τα δεόντως. «Α, ήρθες, Μπούρµαλη; Δόξα τω Θεώ!» µούγκρισε ο ταξίαρχος Φράγκος. «Μ... µάλιστα, κύριε διοικητά. Ήρθα ακριβώς την ώρα που τελειώνατε τη σύσκεψη. Δε µ’ έβρισκε ο αρχιφύλαξ Καπιρέλης και...» άρχισε ο Μπούρµαλης προσπαθώντας να µην τραυλίσει. «Καλά, καλά», τον διέκοψε ανυπόµονα ο ταξίαρχος. «Ενηµερώθηκες απ’ τον Καπιρέλη για τα γεγονότα;» «Μάλιστα, κύριε διοικητά. Θα παραµείνω στην Υπηρεσία κι υπό τας διαταγάς σας και για µια βδοµάδα δίχως διακοπή, αν χρειαστεί». «Καλά, Μπούρµαλη. Αντιπαρέρχοµαι ότι δεν είδα τη µούρη σας χωµένη µέσα σε χαρτιά, αλλά σας τσάκωσα να έχετε στήσει λακριντί. Τέλος πάντων, µιας κι είσαι εύκαιρος αυτή τη στιγµή, φύγε τώρα για το Εγκληµατολογικό. Δες τι σκατά κάνανε µε τα αποτυπώµατα των
ζώων. Ο Μαρκόπουλος κι ο Τσουκαλάς ακόµα να πάρουν στα χέρια τους τη βεβαίωση ότι ο δράστης είναι άγνωστος! Επίσης, εγώ περιµένω εδώ κι ώρες να µου στείλουν ένα πόρισµα σύγκρισης του τωρινού µ’ άλλα παρόµοια εγκλήµατα απ’ το παρελθόν. Κοιµούνται όρθιοι; Άντε γιατί θα πω καµιά Παναγία, µου φαίνεται! Σε περιµένω στο γραφείο µε τα νεότερα. Δεν τους παίρνω τηλέφωνο γιατί θα µας ακούσει όλη η Αθήνα. Άχρηστοι!» Ο ταξίαρχος φεύγοντας έριξε ακόµα ένα φοβερό βρόντο στην πόρτα – ήταν θαύµα πώς δεν του έµεινε στο χέρι. Ένας χάρτης κρεµασµένος στον τοίχο έπεσε στο πάτωµα µε χάρη – «φρσστ». Ο Καπιρέλης κι ο Μπούρµαλης κοιτούσαν αποσβολωµένοι. «“Των ζώων”. Τους δολοφόνους εννοούσε», µίλησε πρώτος ο Καπιρέλης. «Φύγε, δικέ µου, γιατί θα ξεσπάσει πάνω σου η οργή του Κυρίου!» Ο Μπούρµαλης δε χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Ίσα ίσα. Η µοίρα τού έπαιζε περίεργα παιχνίδια απόψε. Είτε τον διέταζε ο ταξίαρχος είτε όχι, ο Φώτης Μπούρµαλης ήταν ήδη αποφασισµένος κι από µόνος του να πάει απόψε στο Εγκληµατολογικό. Αυτό τον έσπρωχνε προς τα εκεί. Τα σχέδια άλλαξαν –είχε σκεφτεί κάποια στιγµή να πήγαινε στο νεκροταφείο αύριο, στην κηδεία της µικρής, µήπως κι ανακάλυπτε τίποτα– αλλά δε χρειαζόταν πια. Θα πήγαινε όµως στο Εγκληµατολογικό. Θα πήγαινε οπωσδήποτε. Η νύχτα απόψε θα ήταν µακριά. Βγαίνοντας απ’ το γραφείο, τρέµοντας παρά την αφόρητη ζέστη, ο Φώτης Μπούρµαλης είπε από µέσα του µια προσευχή. Απόψε χρειαζόταν πολλά εφόδια: εγρήγορση, ψυχραιµία, τύχη και, πάνω απ’ όλα, τη βοήθεια του Θεού. Ειδικά η βοήθεια του Θεού θα ήταν καθοριστική σ’ αυτό που είχε σκοπό να κάνει.
ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ που είναι ο άνθρωπος τελικά... Τη µια στιγµή βουλιάζει σε µια θλίψη που µοιάζει ωκεανός, βλέπει τα προβλήµατά του σαν ένα τεράστιο βουνό που γίνεται όλο και πιο βαρύ κάθε στιγµή που περνάει, ώσπου να νιώσει ότι δεν αντέχει να το σηκώνει άλλο κι αφήνεται, να τον συνθλίψει το βάρος του, να τον κάνει σκόνη στον άνεµο, κι ο άνεµος να τον πάει σ’ ένα µέρος όπου τίποτα να µην έχει σηµασία πια, να µη σκέφτεται, να µη θυµάται, να µη θλίβεται, να µη φοβάται... Και τότε, απρόσµενα, έρχεται το ξαφνικό γεγονός. Αρκεί ένα ξαφνικό, απροσδόκητο γεγονός όπως ο θάνατος για να µετατρέψει το προσωπικό σου δράµα σ’ ασήµαντο περιστατικό, να σε βγάλει απ’ το πρόβληµά σου κι απ’ την ανακύκλωση της ζωής σου και να σε ξαναστήσει στα πόδια σου, πίσω στη µάχη, επί ποδός πολέµου. Τίποτα δεν είναι τόσο σοβαρό και µη αναστρέψιµο όσο ο θάνατος. Ο Λευτέρης κι η Δάφνη Ματζιούρη το ήξεραν καλά αυτό, το είχαν περάσει. Και τώρα το περνούσε και µια άλλη οικογένεια, φίλοι τους, γείτονές τους, αδέρφια τους. Η οικογένεια Μόραλη ζούσε ένα δράµα που όµοιό του δεν υπήρχε: να µείνουν αυτοί ζωντανοί και να πρέπει να θάψουν µε τα ίδια τους τα χέρια το σπλάχνο τους, το παιδί τους... Για την ακρίβεια, ό,τι απέµεινε απ’ αυτό – κάποια άγνωστα καθάρµατα είχαν φροντίσει ώστε να µην µπορούν οι χαροκαµένοι γονείς να δώσουν στο παγωµένο µέτωπο του κοριτσιού τους ούτε καν το στερνό φιλί. Καταραµένη ώρα. Μπροστά σε τέτοια φοβερά γεγονότα, ο Λευτέρης κι η Δάφνη Ματζιούρη έβαλαν τα δικά τους προβλήµατα σε δεύτερη µοίρα. Κι εκείνοι είχαν χάσει ένα παιδί κι ήξεραν από πρώτο χέρι τι εστί ο πόνος του γονιού που βλέπει το παιδί του να το σκεπάζει η γη. Όµως στην οικογένεια Μόραλη συνέβη κάτι πολύ πιο φρικτό κι αποτρόπαιο: το δικό της το παιδί δεν το έλιωσε ο καρκίνος. Το δικό της το παιδί δολοφονήθηκε. Και όχι έτσι απλά, δεν έτυχε να βρίσκεται µέσα σε καµιά τράπεζα εν ώρα ληστείας όπου οι δράστες ήταν αποφασισµένοι να ρίξουν στο ψαχνό προκειµένου να σώσουν τα τοµάρια τους, ούτε περνούσε τυχαία από ένα δρόµο την ώρα που γινόταν ξεκαθάρισµα λογαριασµών ανάµεσα σε κακοποιούς. Τουναντίον. Η Αναστασία Μόραλη βασανίστηκε, βιάστηκε, µαρτύρησε στα χέρια ανθρωπόµορφων τεράτων και µετά δολοφονήθηκε. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγµατα, ο θάνατός της φάνταζε σαν λύτρωση για την ίδια – όσο για τους εναποµείναντες ζωντανούς, τους γονείς της, τον αδερφό της, τους συγγενείς και τους φίλους, ήταν η αρχή ενός Γολγοθά που ήταν αµφίβολο αν θα έφτανε στο τέλος του. Μια ολόκληρη ζωή θα τους βασάνιζε ένα «γιατί;» Κι οι Ματζιούρηδες, έχοντας να κάνουν µε µια τέτοια φρικτή πραγµατικότητα, κατάλαβαν ότι το να κάθονται να στενοχωριούνται για τη φτώχεια τους, το παρελθόν τους και τα καµώµατα της Βενετίας θα ισοδυναµούσε µε άκρατο κι απαίσιο εγωισµό – κι ως γνωστόν, οι φτωχοί δε διαθέτουν από δαύτον. Απορηµένος, τροµαγµένος, συντετριµµένος κι αφόρητα συγχυσµένος, σαν να παρέπαιε ανάµεσα σ’ όνειρο και πραγµατικότητα, ο Λευτέρης Ματζιούρης κατόρθωσε να σύρει τα βήµατά του ως το σπίτι του. Μάλιστα, η σύγχυσή του ήταν τόση, ώστε µπαίνοντας ξέχασε την
πόρτα ανοιχτή – ποιος µαλάκας νοιαζόταν για την πόρτα, ρε; Εδώ είχαν γίνει τέρατα και σηµεία, τα «ύστερα του κόσµου», όπως θα έλεγε η µακαρίτισσα η µάνα του. Μπροστά στο φρικτό γεγονός του άδικου θανάτου που έριξε το µαύρο πέπλο του στη γειτονιά τους, το ενδεχόµενο να δελεαστεί από µια ανοιχτή πόρτα και να µπουκάρει να κλέψει κάποιος φτωχοµπινές διαρρηκτάκος φάνταζε εντελώς αθώο, έως κωµικοτραγικό – άσε που δε θα έβρισκε ούτε ένα τρύπιο σώβρακο, έτσι, για να δικαιωθεί λιγάκι ο κόπος του. Χεσµένη την είχε την πόρτα ο Λευτέρης. Το µόνο που τον ένοιαζε ήταν να τρέξει κοντά στη Δάφνη, να χωθεί στην αγκαλιά της και να κλάψουν µαζί. Άραγε εκείνη ήξερε τι είχε συµβεί; Σίγουρα θα το έµαθε – όλη η γειτονιά ήταν ανάστατη, άνθρωποι πήγαιναν κι έρχονταν τραβώντας τα µαλλιά τους, µια γενική βαβούρα επικρατούσε, απ’ αυτές που συναντά κανείς µόνο στις φτωχογειτονιές, εκεί όπου το πάθηµα του συνανθρώπου έχει σηµασία για όλους τους υπόλοιπους. Ένιωσε ένοχος που δε βρισκόταν κοντά στη γυναίκα του. Ο ψυχισµός της ήταν που ήταν ευαίσθητος. Φαντάσου πώς θα ένιωσε όταν θ’ άκουσε τα µαύρα χαµπέρια και µαζί να έχει και την έγνοια της τρελής κόρης της που έσπευσε να εξαφανιστεί απ’ το µεσηµέρι και, σαν να µην έφτανε αυτό, να έχει την έγνοια και του τρελού άντρα της, που εξαφανίστηκε κι αυτός για τόσες ώρες δίχως να έχει δώσει καµιά εξήγηση για το πού πήγαινε, παρά µόνο µια τελευταία λέξη, και τι λέξη... «Στο διάολο». Ψέµατα; Αφού τους πήρε και τους σήκωσε, έτσι κι αλλιώς. Μπαίνοντας στο σπίτι βρήκε τη Δάφνη στο σαλόνι, καθισµένη κατάχαµα, µε τα µάτια της πρησµένα απ’ το κλάµα. Ένας βραχνός λυγµός έβγαινε απ’ το στόµα της. Ο Λευτέρης σχεδόν ανακουφίστηκε. Ευτυχώς, η Δάφνη τα είχε µάθει από αλλού. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά αν έβλεπε τον άντρα της να εισβάλει τρεχάτος στο σαλόνι και να σπεύδει κλαίγοντας στην αγκαλιά της, το πιο πιθανό ήταν ότι θα της έστριβε επιτόπου – κι εκείνος δεν άντεχε να φορτώσει τη συνείδησή του µε τέτοιο βάρος. Άρα δεν είχε πλέον λόγο να κρύβεται ούτε κι αυτός. Είχε έρθει η ώρα της απόλυτης ψυχικής επαφής, της επικοινωνίας δίχως λόγια, αυτής που µόνο οι άνθρωποι που βιώνουν ένα τόσο βαθύ δέσιµο µπορούν να µοιράζονται. «Θεέ µου, γιατί;» ψέλλιζε η Δάφνη µέσα στ’ αναφιλητά της. Κλαίγανε κι οι δυο τους µε µαύρα δάκρυα. Εδώ και µέρες, µήνες, χρόνια –πες µια ολόκληρη ζωή– είχαν συσσωρεύσει κι οι δυο τους πολλή πίκρα, πόνο κι απογοήτευση. Τώρα, µε το θάνατο της Αναστασίας, είχαν βρει έναν πολύ εύσχηµο τρόπο για να ξεσπάσουν. Ανακούφιση. Τουλάχιστον τώρα έκλαιγαν για κάποιο πολύ σοβαρό κι αναπόδραστο λόγο – κι ο λόγος αυτός δε θα φαινόταν ως αχαριστία προς το Θεό, ασχέτως αν εκείνοι, βαθιά µέσα τους, ήξεραν καλά ότι µαζί µε το θάνατο της Αναστασίας έκλαιγαν και το δικό τους θάνατο, αυτόν που ζούσαν κάθε µέρα, κάθε ώρα, µια ζωή. Κλαίγανε κι οι δυο ώσπου έξω έπεσε για τα καλά σκοτάδι. Όταν τα δάκρυα στέρεψαν, ο Λευτέρης άρχισε να µιλάει. Διηγήθηκε στη Δάφνη όλα όσα είχαν συµβεί απ’ τη στιγµή που ξεστόµισε εκείνο το καταραµένο «στο διάολο» κι έφυγε σαν τρελός. Της είπε πού πήγε, πώς πήγε, τι σκεφτόταν την ώρα που πήγαινε, της µίλησε για τον Δάκη, κι επίσης ότι στο γραφείο του αδερφού του έµαθε για τη µαύρη συµφορά που χτύπησε τους γείτονες.
Η Δάφνη τον κοιτούσε συλλογισµένη. «Η Βενετία δε γύρισε ακόµα», είπε σιγανά. «Δεν ξέρω, Δάφνη, τα έχω χαµένα», µουρµούρισε ο Λευτέρης. «Δεν ξέρω τι να κάνω πια µαζί της. Εδώ δεν είδες τι έγινε; Η δικιά µας σουρτουκεύει στους δρόµους, αλλά η Αναστασία έπαθε αυτό το κακό... Τι να πω;» «Ό,τι είναι να πεις να το πεις αύριο. Κι εσύ, κι εγώ κι η µικρή. Τηλεφώνησαν απ’ την Αστυνοµία. Αύριο το πρωί στις οχτώ µας περιµένουν όλους για κατάθεση στη Γενική Αστυνοµική Διεύθυνση», είπε η Δάφνη. Την κοίταξε έκπληκτος. «Τι σχέση έχουµε εµείς;» «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ στην αρχή», έκανε η Δάφνη. «Βλέπεις, η µοσχοθυγατέρα σου µε κορόιδεψε χτες ότι θα πήγαινε στην Αναστασία. Ευτυχώς τουλάχιστον που µας αποκάλυψε εγκαίρως ότι πήγε σ’ εκείνο το πάρτι του Παγκράτη. Βέβαια, εµένα µου τηλεφώνησε η Ελένη Μόραλη, θυµάσαι που σ’ το είπα; Κι εγώ η χαζή τη ρώτησα τη γυναίκα αν είναι η κόρη µας στο σπίτι της... Πού να φανταστώ, πού να φανταστεί κι αυτή η µαύρη η Ελένη...» Η Δάφνη αναστέναξε. «Να λες πάλι καλά που κράτησα την ψυχραιµία µου, ούτε κι εγώ δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Και πριν προλάβω να ρωτήσω τον αστυνοµικό που τηλεφώνησε, κάποιον Καπιρέλη, αυτό το “τι σχέση έχουµε εµείς;” ο Θεός έβαλε το χέρι Του κι ο άνθρωπος µου εξήγησε από µόνος του. Έχουν καλέσει όλη την τάξη του σχολείου για κατάθεση κι όλη τη γειτονιά επίσης». Ο Λευτέρης την κοίταξε σκεφτικός. «Αυτό ξέρεις τι σηµαίνει; Προφανώς δεν υπάρχει ούτε ένας ύποπτος κι η Αστυνοµία βρίσκεται στα µαύρα σκοτάδια και ψάχνει στα τυφλά. Κάποια οµάδα παρανοϊκών βρίσκεται ελεύθερη κάπου εκεί έξω έχοντας ως στόχο της τα παιδιά µας...» Η Δάφνη ανατρίχιασε. «Κι έχω και µια διαίσθηση, άλλο πράµα», συνέχισε ανελέητος ο Λευτέρης. «Κάτι µου λέει ότι κανείς δε θα συλληφθεί για το φόνο της Αναστασίας. Λίγες µέρες µόνο θα κρατήσει το πατιρντί, µετά η υπόθεση θα µπει σ’ ένα ντουλάπι και θα πιάσει αράχνες. Θεέ µου, κάνε να βγω ψεύτης...» προσευχήθηκε µε θέρµη. Η Δάφνη τον κοίταξε διαπεραστικά. «Θυµάσαι χτες που σου είπα ότι έχω µια αίσθηση επικείµενου κακού; Ήθελα να σου πω και κάτι άλλο, αλλά µέσα στην αναµπουµπούλα µε τα πετρέλαια, τον κύριο Αγαµέµνονα και το πάθηµα της κυρα-Ναυσικάς, το ξέχασα. Την ώρα που σε περίµενα, ξάπλωσα λιγάκι και δίχως να το καταλάβω µε πήρε ο ύπνος. Είδα ένα όνειρο...» Του περιέγραψε µ’ ανατριχιαστική παραστατικότητα όλες τις φρικιαστικές σκηνές του χτεσινοβραδινού ονείρου όπου πρωταγωνίστρια ήταν η Βενετία. Ο Λευτέρης την κοίταζε σιωπηλός ενώ τα ρουθούνια του ανοιγόκλειναν ακανόνιστα. «Και πού να σου πω και τ’ άλλο: σήµερα, λίγο πριν µάθω τι έγινε, δίχως να ξέρω το πώς, έψελνα τροπάρια απ’ τη Νεκρώσιµη Ακολουθία! Και χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν η κυραΜαρίτσα. Μου λέει ν’ ανοίξω την τηλεόραση. Την ανοίγω. Και τότε...» «Σταµάτα, Δάφνη, για το Θεό», ψιθύρισε αποκαµωµένος ο Λευτέρης. «Μου φαίνεται ότι έχουµε αρχίσει να τρελαινόµαστε όλοι µαζί, Χριστούλη µου...Τι είν’ αυτές οι µαγγανείες; Γυναίκα, εδώ τους ανθρώπους τους βρήκε συµφορά που...» «... που θα µπορούσε να έχει βρει εµάς, Λευτέρη», τον διέκοψε µε φούρια η Δάφνη. «Στη θέση του Γιώργη και της Ελένης θα µπορούσαµε να είµαστε εµείς και να κλαίµε πάνω απ’ το φέρετρο της δικιάς µας κόρης. Κι από µια άποψη, κι εµάς µας βρήκε η ίδια συµφορά. Και ξέρεις γιατί; Γιατί όλοι όσοι ζούµε εδώ, σ’ αυτή εδώ τη γειτονιά, είµαστε δεµένοι µε µια κοινή µοίρα: είµαστε ασήµαντοι µπατίρηδες. Γι’ αυτό είµαστε ανυπεράσπιστοι στα χέρια παρανοϊκών δολοφόνων που είναι αµφίβολο αν θα συλληφθούν ποτέ – διότι ό,τι συµβαίνει σ’ εµάς είναι τόσο... σηµαντικό ώστε να κρατάει το ενδιαφέρον της κοινής γνώµης για δυο µέρες το πολύ.
Καλά τα είπες: σε καµιά δυο βδοµάδες κανείς δε θα θυµάται ούτε την Αναστασία ούτε τους δολοφόνους της. Μόνο αν ήµασταν ζάπλουτοι ή κοσµικοί θ’ ασχολούνταν µαζί µας – τότε µάλιστα!» Ο Λευτέρης κοίταζε τη γυναίκα του µε ύφος απόλυτα παραδοµένου στη µοίρα του ανθρώπου. Είχε δίκιο η Δάφνη, που να πάρει και να σηκώσει... Είχε δίκιο. «Ξέρω ότι δε σ’ αρέσει να τ’ ακούς, αλλά εγώ θα σ’ το πω», ψιθύρισε η Δάφνη. «Αυτή η αίσθηση του επικείµενου κακού, που την έχω εδώ και µέρες, δε χάθηκε µε το θάνατο της Αναστασίας. Το αντίθετο µάλιστα. Φοβάµαι, Λευτέρη. Φοβάµαι ότι και κάτι άλλο κακό θα συµβεί. Το αισθάνοµαι, σχεδόν το βλέπω να έρχεται». Ο Λευτέρης, ως αληθινός άντρας, όφειλε να παραδεχτεί ότι τα λόγια της γυναίκας του είχαν καταφέρει να τον επηρεάσουν κι αυτόν. Πάνω που ετοιµαζόταν να της το οµολογήσει, προσθέτοντας ένα σχόλιο ότι καλά θα έκανε να µην έβλεπε Φώσκολο κι Έρηµους Δρόµους για τους προσεχείς δυο µήνες, µέχρι να επανέλθει το νευρικό της σύστηµα στη θέση του και να της φύγουν αυτές οι σκατατζίδικες προαισθήσεις που µόνο φόβο προκαλούσαν, ένιωσε ότι δεν ήταν πια µόνοι τους στο σαλόνι. Στράφηκε απότοµα κι είδε τη Βενετία να στέκει στην πόρτα σιωπηλή. Φαινόταν κάπως χλοµή. Και κάτι άλλο, πιο παράξενο. Τον τελευταίο καιρό το όλο υφάκι της είχε µια δόση αλαζονείας, τέλος πάντων, κάτι περίεργο. Τώρα το ύφος αυτό είχε εξαφανιστεί. Θα έλεγε κανείς πως η Βενετία φάνταζε κάπως µπερδεµένη, σαν τον άνθρωπο που µόλις ξύπνησε και προσπαθούσε µετά µανίας να θυµηθεί τι όνειρο είχε δει. Άλλο και τούτο πάλι. Φυσικά, τα γεγονότα είχαν στερήσει απ’ τους γονείς τη διάθεση να στήσουν καβγά στην κόρη τους, που τις τελευταίες δυο µέρες µπαινόβγαινε στο σπίτι όποτε της κάπνιζε και µάλιστα δίχως να δίνει λογαριασµό σε κανέναν. «Πού ήσουν, παιδί µου;» ρώτησε ο Λευτέρης απαλά. «Είχα πάει να επιστρέψω το φόρεµα που φορούσα χτες στο πάρτι του Άρη Παγκράτη στην κοπέλα που µου το δάνεισε», είπε η Βενετία σιγανά. Η Δάφνη σηκώθηκε απ’ το πάτωµα και πλησίασε την κόρη της. «Τα έµαθες; Τα ξέρεις;» Ούτε η περιέργεια δε στάθηκε ικανή να κάνει το αφηρηµένο βλέµµα της Βενετίας να ζωηρέψει. «Ποια;» ρώτησε µηχανικά. «Αυτό που έγινε µε την Αναστασία, τη συµµαθήτριά σου», πήρε το λόγο ο Λευτέρης. «Την Αναστασία; Τι έγινε µε την Αναστασία; Δεν ξέρω τίποτα», είπε η µικρή. Οι γονείς κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν ξανά σε λυγµούς. Η Βενετία τους κοίταζε σαφώς πιο έκπληκτη τώρα. «Μα τι έγινε επιτέλους;» «Βρέθηκε σκοτωµένη». Τώρα τα µάτια της Βενετίας γούρλωσαν. «ΣΚΟΤΩΜΕΝΗ;» αναφώνησε. «Πώς, πού, πότε, ποιος τη σκότωσε;» «Κάποια κτήνη την άρπαξαν και την παρέσυραν σε µια ερηµιά. Εκεί τη βίασαν, τη βασάνισαν και τελικά της διέλυσαν το κεφάλι µε µια βαριοπούλα», είπε µονορούφι η Δάφνη. «Γι’ αυτό, παιδί µου, µας βλέπεις ν’ ανησυχούµε», είπε στοργικά ο Λευτέρης. «Κι εµένα, που σε χτύπησα σήµερα, συµπάθα µε. Μόνο εσένα έχουµε στον κόσµο. Για σένα ζούµε. Γονείς είµαστε κι ανησυχούµε, παιδί είσαι ακόµα, δεν είναι σωστό να κάνεις του κεφαλιού σου, ούτε να γυρνάς στους δρόµους µονάχη σου νυχτιάτικα...» Κατάλαβε ότι κόντευε να το ρίξει στο µελόδραµα και να γίνει στ’ αλήθεια Ξανθόπουλος, γι’ αυτό σταµάτησε εγκαίρως, πριν
προκαλέσει την πρόγκα εκ µέρους της κόρης του. «Ναι, αλλά να τι έγινε και µε την Αναστασία, που ήταν καλό κορίτσι και δε γυρνούσε νυχτιάτικα στους δρόµους...» είπε συλλογισµένη η Βενετία. Οι γονείς κοιτάχτηκαν µε σηµασία. «Ποιος το έκανε; Βρέθηκαν οι δράστες;» ρώτησε η µικρή. Οι γονείς κούνησαν τα κεφάλια τους αρνητικά – κι οι δυο µαζί. «Υπάρχει έστω κανένας ύποπτος; Κάτι, τέλος πάντων;». Δεύτερο κούνηµα των κεφαλών των γονέων – αρνητικό κι αυτό. «Κατάλαβα... Και δε µου λέτε, εσείς που είστε και µεγάλοι και τα ξέρετε όλα, πιστεύετε ότι η Αστυνοµία θα βρει ποτέ τους δολοφόνους; Θα τους πιάσει;» Κανένα κούνηµα των κεφαλών αυτή τη φορά – ούτε θετικό ούτε αρνητικό. Καµιά φορά η σιωπή είναι η πιο αλάνθαστη απάντηση. «Ήµουν σίγουρη. Και τώρα; Θα συνεχίσετε να µε κατηγορείτε που θέλω να ξεφύγω απ’ τη µιζέρια της ζωής µου; Που θέλω να γίνω κάποια; Αν η Αναστασία ήταν πλούσια και διάσηµη, δε θα το είχε πάθει ποτέ αυτό – θα κυκλοφορούσε µε σωµατοφύλακες κι έτσι δε θα είχαν τη δυνατότητα κανενός είδους καθάρµατα να την αρπάξουν και να την πάνε οπουδήποτε για να τη βιάσουν και να τη σκοτώσουν. Αλλά ακόµα κι αν τα πάθαινε όλ’ αυτά, τότε η Αστυνοµία θα ριχνόταν στον αγώνα για να βρει τους δράστες οπωσδήποτε! Διότι αν βρεθεί σκοτωµένη, σφαγµένη ή ό,τι άλλο που να τελειώνει σε “-µένη” µια πλούσια και διάσηµη, τότε αυτό είναι ένα γεγονός που απασχολεί την κοινή γνώµη και µάλιστα πολύ. Ξεσηκώνονται δηµοσιογράφοι, κανάλια κι ένας γενικός χαµός, ανακατεύονται µεγαλοδικηγόροι, εισαγγελείς κι άλλοι σοβαροί φορείς και πιέζουν τους µπάτσους να ψάξουν ως το µεδούλι της υπόθεσης. Ενώ τώρα; Τι τη νοιάζει την κοινή γνώµη που βρέθηκε σκοτωµένη µια Αναστασία απ’ την Πετρούπολη µε πατέρα οξυγονοκολλητή και µάνα εργάτρια; Δέκα Αναστασίες το χρόνο βρίσκονται σκοτωµένες κι οι δράστες δε συλλαµβάνονται ποτέ. Ασχολείται πια κανείς µαζί τους; Βλέπετε κανέναν να τις θυµάται; Μονάχα οι συγγενείς κι οι φίλοι – και αν, διότι η ζωή συνεχίζεται, όπως και να το κάνουµε...» Ο Λευτέρης κι η Δάφνη παρακαλούσαν το Θεό να µην τους ρωτούσε η κόρη τους αν συµφωνούσαν µε τα λεγόµενά της, διότι τότε, ως ειλικρινείς γονείς όπως ήθελαν να είναι, θα ήταν υποχρεωµένοι να της πουν ένα «ναι» από δω ως την Ανταρκτική. Όµως εκείνη δεν τους ρώτησε αν συµφωνούν – προφανώς γιατί δεν την ενδιέφερε ούτως ή άλλως. «Εγώ λοιπόν δε θέλω να βρεθώ σκοτωµένη και µετά από δυο βδοµάδες να µη µε θυµάται κανείς εκτός από σας τους δυο. Γι’ αυτό θέλω να γίνω κάποια. Για να εξαντλήσω όλες τις πιθανότητες να µη µου συµβεί ποτέ ένα τέτοιο χνέρι σαν αυτό που έπαθε η Αναστασία. Και τώρα, σας παρακαλώ, αν µου επιτρέπετε, θέλω να πάω στο δωµάτιό µου. Μπορεί να µου την είχε σπάσει πολλές φορές η µακαρίτισσα µε το απουσιολόγιο, αλλά δεν έπαυε να είναι φίλη µου. Την αγαπούσα. Θέλω να την κλάψω µε την ησυχία µου. Δεν είµαι τόσο αναίσθητο γουρούνι όσο νοµίζετε». Μα τον Άγιο, καµιά φορά η Βενετία µιλούσε σαν να µην ήταν δεκαπέντε χρόνων αλλά ογδόντα. Μια πικρή, αιχµηρή ωριµότητα, ύφος ανθρώπου που οι συνθήκες της εποχής τον είχαν αναγκάσει να µεγαλώσει πριν την ώρα του. Χαµένη αθωότητα. Η κατάρα των σηµερινών παιδιών – όσο κι αν τα ίδια καµιά φορά θεωρούσαν την κατάντια τους ευλογία. Στράφηκε για να φύγει. «Στάσου», τη σταµάτησε η Δάφνη. «Θα πάµε να συµπαρασταθούµε στους γονείς της. Θέλεις
να έρθεις;» «Όχι. Αυτά είναι τρίχες. Οι άνθρωποι έχασαν το κορίτσι τους µε το χειρότερο τρόπο. Υπάρχει περίπτωση να παρηγορηθούν είτε πάτε να τους συµπαρασταθείτε είτε όχι;» είπε η Βενετία κουρασµένα. «Αύριο µας περιµένει η Αστυνοµία για κατάθεση», τόνισε η Δάφνη. «Κανόνισε µην τυχόν κι εξαφανιστείς πάλι. Κι άλλη φορά να προσέχεις τα λόγια σου. Για φαντάσου να πει η κυρα-Λένη στην Αστυνοµία για το χτεσινοβραδινό τηλεφώνηµα που µου έκανε, να µαθευτεί ότι είπες πως θα πας στο σπίτι της Αναστασίας και δεν πήγες και να σου κάνουν καµιά ανάκριση τρίτου βαθµού...» «Δάφνη!» µούγκρισε ο Λευτέρης. Η Δάφνη ντράπηκε για τον εαυτό της – να πάρει, πάνω στην απελπισµένη της προσπάθεια να σώσει το παιδί της απ’ το στραβό δρόµο αναγκάστηκε να βρεθεί στη θέση να χρησιµοποιεί ακόµα και γελοία µέσα, όπως τον έµφυτο φόβο που προκαλεί το άκουσµα της λέξης «Αστυνοµία». Αυτό ήθελε: να τροµάξει τη µικρή µήπως και κατάφερνε να τη συνετίσει, µιας κι οι νουθεσίες, οι συµβουλές, τα καλοπιάσµατα κι οι αγριοφωνάρες δεν είχαν φέρει ως τα τώρα κανένα απολύτως αποτέλεσµα. Η Βενετία τους κοίταξε κατάµατα µ’ ένα εντελώς ανεξιχνίαστο βλέµµα. Κι ύστερα στράφηκε κι έφυγε, αργά, σχεδόν σέρνοντας τα βήµατά της. Η Δάφνη κι ο Λευτέρης αντάλλαξαν ένα βλέµµα όλο νόηµα. Κάτι περίεργο συνέβαινε µε τη µικρή. Το δίχως άλλο, η Βενετία δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος που ήταν το µεσηµέρι, λίγο πριν το σκάσει απ’ το σπίτι. Τότε ήταν γεµάτη αναίδεια κι αλαζονεία. Τώρα, φαινόταν κάπως µπερδεµένη. Για την ακρίβεια, φαινόταν αδύναµη – πράγµα ανήκουστο γι’ αυτήν. Κι ήταν έτσι απ’ την πρώτη στιγµή που µπήκε στο σαλόνι – πριν ακούσει τα µαύρα χαµπέρια για τη φίλη της. Προφανώς κάτι είχε συµβεί στο διάστηµα που έλειπε – ο Λευτέρης τσάκωσε τον εαυτό του να εύχεται αυτή η µετάλλαξη της µικρής του πριγκίπισσας να οφειλόταν σε τυχόν καβγά µε κάποιον πιθανό γκόµενο. Όµως κάτι του έλεγε πως τα πράγµατα δεν είχαν έτσι. Σειρά του Λευτέρη να έχει µια µεταφυσική εµπειρία, σαν αυτή που λίγη ώρα πριν του διηγιόταν η Δάφνη κι εκείνος αποκάλεσε το όλο ζήτηµα «µαγγανείες». Ένας αόριστος φόβος ήρθε απρόσκλητος απ’ το πουθενά και πληµµύρισε ολόκληρη την ύπαρξή του. Ένας φόβος παραλυτικός, µια αίσθηση... Επικείµενου κακού. Παρακολουθούσε την κόρη του να βγαίνει απ’ το σαλόνι και του φαινόταν τυλιγµένη σε σκιές – όχι απ’ τις γνώριµες σκιές, αυτές που δηµιουργεί το παιχνίδι του φωτός µε το σκοτάδι, αλλά απ’ τις άλλες, τις άγνωστες, απροσδιόριστες κι απειλητικές. Την τελευταία στιγµή κατάφερε να συγκρατηθεί και να µην τρέξει ξοπίσω απ’ την κόρη του, να την αρπάξει και να την τραβήξει στην αγκαλιά του για να την προστατεύσει απ’ το άγνωστο, επικείµενο κακό. Διάολε, πώς να πει κανείς, ήταν... ήταν λες κι η Βενετία δεν πήγαινε απλώς στο δωµάτιό της, αλλά στο κρησφύγετο ενός τέρατος του οποίου όλοι αγνοούσαν την ύπαρξη. Κι όταν θα διάβαινε το κατώφλι του δωµατίου της, δε θα την ξανάβλεπε ποτέ του. Κούνησε το κεφάλι του για να έρθει ξανά στα συγκαλά του. Ναι, είχε δίκιο η µικρή. Πόσο δίκιο είχε... Αν η Αναστασία ήταν κόρη κανενός µεγιστάνα ή καµιά σταρ της τηλεόρασης, τότε θα είχε
ξεσηκωθεί πανελλήνιος σάλος. Σύσσωµο το έθνος θα ασχολούνταν µε το ζήτηµα για µέρες, ίσως και βδοµάδες – τουλάχιστον ώσπου να δεηθούν οι µπάτσοι να ξεκουνήσουν τους κώλους τους και να ψάξουν προς πάσα κατεύθυνση µέχρι να βρουν τους δολοφόνους. Όχι πασαλείµµατα, όχι στάχτη στα µάτια του κοσµάκη µέχρι να παιχτεί η επόµενη σκανδαλοθηρική εκποµπή. «... Πρόκειται ενδεχοµένως για παρανοϊκούς δράστες...» Έτσι είχε πει εκείνος ο δηµοσιογράφος το απόγευµα. Κι όµως, το µυαλό του Λευτέρη Ματζιούρη είχε αρχίσει να βασανίζεται απ’ το ενδεχόµενο να µην ήταν παρανοϊκοί οι δράστες, να µην το είχαν σκάσει από κάποιο τρελοκοµείο, αλλά να ήταν άνθρωποι καθ’ όλα φυσιολογικοί, απλοί και καθηµερινοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Τότε όµως θα έπρεπε να σκαλίσει το µυαλό του για να βρει ποιος σκατά ήταν ο λόγος που έκανε αυτούς, τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, να διαπράξουν τέτοια τέρατα και σηµεία εις βάρος ενός αθώου παιδιού. Αν συλλαµβάνονταν κι αποδεικνυόταν ότι όντως οι δράστες ήταν παρανοϊκοί που χρειάζονταν ισόβιο εγκλεισµό στο ψυχιατρείο, τότε ο Λευτέρης θα µπορούσε ενδεχοµένως να το αντέξει. Μια ψυχική πάθηση των δραστών θα ήταν µια λογική αιτιολογία που αν µη τι άλλο θα εξηγούσε τα κίνητρά τους. Όµως... Όµως, θα του ήταν αφόρητο να µάθαινε ότι η Αναστασία Μόραλη είχε χαθεί από κάποια άνανδρη οµάδα κοινών κακοποιών που ήθελαν απλώς να κάνουν το κέφι τους. Ότι η ζωή της είχε θυσιαστεί στο βωµό της ανθρώπινης απληστίας, της διεστραµµένης ανάγκης για λίγη εναλλακτική... διασκέδαση. Σκέφτηκε τον κακοµοίρη τον Γιώργη τον Μόραλη, το φτωχό οξυγονοκολλητή, το φίλο, τον αδερφό – µια ζωή, όλοι µαζί, βράζανε στον ίδιο καµπινέ. Και τώρα, να του συµβεί κι αυτό... Στη θέση του Γιώργη θα µπορούσε τώρα, αυτή ακριβώς τη στιγµή, να βρίσκεται ο ίδιος. Και να καλούσαν αυτόν να πάει να µαζέψει τα χυµένα µυαλά της δικής του κόρης. Ένα κύµα έντονου φόβου κόντεψε να τον παραλύσει. Μια ολόκληρη ζωή είχε το Θεό βοηθό του, Τον πίστευε, Τον λάτρευε, είχε αφήσει τη ζωή του στα χέρια Του. Οι βουλές του Κυρίου ήταν η εξήγηση που έδινε ο Λευτέρης ακόµα και σε πράγµατα που ήταν καταφανώς άδικα. Όµως εδώ... Ανθρώπινη απληστία. Εναλλακτική διασκέδαση. Κέφι. Οι δράστες µπορεί να µη συλλαµβάνονταν ποτέ. Φοβόταν την επίδραση που θα είχε πάνω του µια τέτοια διαπίστωση. Αν αυτό είχε συµβεί όχι στον Γιώργη Μόραλη αλλά σ’ εκείνον, φοβόταν τι θα µπορούσε να γίνει ο ίδιος, τις δυνατότητές του για αγριότητα, την ειδεχθή ευκολία µε την οποία θα µπορούσε να επιδιώξει την εκδίκηση αποκαλώντας τη «δικαιοσύνη». Πρώτη φορά στη ζωή του έκανε τέτοιες σκέψεις. Και σαν να µην έφταναν όλ’ αυτά, µέσα απ’ το µυαλό του πέρασε φευγαλέα κι η εικόνα του προκοµµένου του αδερφού του, του Λουλούδη που έγινε Δάκης. Η Δάφνη τον κοίταζε έκπληκτη, µε µάτια γουρλωµένα, λες και µπορούσε να διαβάσει τη σκέψη του. Ο Λευτέρης προτιµούσε να ξεχάσει οριστικά κι αµετάκλητα αυτές τις παράξενες, τροµαχτικές σκέψεις – κι ακόµα περισσότερο προτιµούσε να µην τις πει στη Δάφνη, για προφανείς λόγους. Για ν’ αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόµενο, δίχως άλλη λέξη, την άρπαξε απ’ το µπράτσο κι
έτρεξαν µαζί έξω απ’ το σπίτι, στον κακοφωτισµένο δρόµο.
ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΚΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ του Εγκληµατολογικού βρίσκονταν στο δωδέκατο όροφο της Γενικής Αστυνοµικής Διεύθυνσης. Ένας όροφος χώριζε τη Δίωξη Ανθρωποκτονιών απ’ την Εγκληµατολογική Υπηρεσία. Κι όµως, ο Φώτης Μπούρµαλης, βγαίνοντας απ’ το γραφείο του για ν’ ανέβει αυτό τον έναν όροφο και να πάει να εκτελέσει κατά γράµµα την εντολή του ταξίαρχού του, είχε την αίσθηση ότι είχε ν’ ανέβει χιλιάδες, εκατοµµύρια σκαλιά. Ένας όροφος τον χώριζε απ’ την αλήθεια. Αυτή η επίγνωση ήταν που τον έκανε να νιώθει έτοιµος να εκραγεί από αγωνία, καθώς κι αυτό που είχε κατά νου να κάνει. Ένιωθε ένοχος γιατί ήξερε ότι πήγαινε να κάνει κάτι απαγορευµένο, κάτι έξω απ’ τη δικαιοδοσία του, κάτι που έπρεπε να παραµείνει οπωσδήποτε κρυφό. Παρ’ όλ’ αυτά ήταν αποφασισµένος να πάρει τις απαντήσεις που γύρευε µε κάθε θυσία, µε κάθε τίµηµα. Μια φωνούλα απ’ τα µυστικά βάθη του υποσυνειδήτου του του σιγοτραγουδούσε πόσο πιο ωραία θα ήταν αν αυτή ακριβώς τη στιγµή βρισκόταν ξαπλωµένος στο ωραίο του κρεβατάκι, σκεπασµένος µ’ ένα µοσχοµυριστό σεντονάκι ως το κούτελο, όµως αυτός έπνιξε αποτελεσµατικά την ανεπιθύµητη φωνή. Ήταν µια Σειρήνα που είχε έρθει απρόσκλητη για να τον αποπροσανατολίσει και να τον κάνει να µην πραγµατοποιήσει το σκοπό του. Εδώ που τα λέµε, ένιωθε εντελώς αποπροσανατολισµένος. Μάλιστα, έδειχνε άρρωστος. Αυτό ίσως να ήταν και καλό. Ούτε που του πέρασε απ’ το νου να πάρει το ασανσέρ. Το να χρησιµοποιήσει ασανσέρ για ν’ ανέβει έναν όροφο του φαινόταν εντελώς γελοίο. Στην ουσία όµως, προτιµούσε ν’ ανέβει απ’ τις σκάλες για να έχει λίγο χρόνο στη διάθεσή του για ν’ ανακτήσει την ψυχραιµία του, όσο αυτό, βέβαια, ήταν δυνατόν. Όποιος έχει τη µύγα µυγιάζεται, λέει ο θυµόσοφος λαός – κι εκείνος, που ως άλλος Κλούβιος είχε σκοπό να χώσει τη χερούκλα του στο απαγορευµένο γλυκό του µπαρµπα-Μυτούση, είχε µια µύγα µεγάλη σαν υδρόγειο σφαίρα. Είχε την παρανοϊκή αίσθηση ότι όλες του οι σκέψεις, µία προς µία, καθρεφτίζονταν στα µούτρα του – κι από στιγµή σε στιγµή όλοι θα τις διάβαζαν και, φυσικά, θα επακολουθούσε χάος. Στο διάδροµο δε συνάντησε κανέναν. Φτάνοντας στις σκάλες, άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπάτια µε προσοχή, αργά και σταθερά. Όλες οι αισθήσεις του ήταν τεταµένες κι υπερλειτουργούσαν. Η καρδιά του βροντούσε σαν πλυντήριο που έστυβε, πράγµα που άρχισε να τον τροµάζει. Ο ήχος των βηµάτων του έφτανε στ’ αφτιά του σαν κανονιοβολισµός – µα πώς διάολο δεν άκουγε κανένας άλλος αυτό τον εκκωφαντικό θόρυβο; Σκατά. Είχε παραισθήσεις λόγω της φόρτισης, αυτό ήταν όλο. Διάολε, µάλλον θα έπρεπε να αρχίσει να το παίρνει απόφαση ότι ίσως δεν ήταν γεννηµένος για επικίνδυνες αποστολές. Πώς να πει κανείς, χέστηκε Σέρλοκ και βγήκε Μπούρµαλης. Παραδόξως η ανάµνηση του αγαπηµένου αστυνοµικού ήρωα λειτούργησε πάνω του κατευναστικά – καθώς κι εκείνο το σχόλιο του Σέρλοκ Χολµς προς το δρ. Γουάτσον: «Αυτό ήταν που τους ξεσκέπασε». Σ’ όλο το υπόλοιπο της διαδροµής προς τα πάνω σιγοµουρµούριζε αυτά τα λόγια, χρησιµοποιώντας τα σαν µαγικό, µυστικό ξόρκι που θα έδιωχνε µακριά την κακοτυχία και την αρνητική ενέργεια. Έφτασε. Ο µακρύς διάδροµος ήταν έρηµος.
Μα πού στο διάολο πήγαν όλοι; Στο βάθος του διαδρόµου, έξω απ’ το γραφείο του αστυνόµου Αντωνίου, ψυχής της Εγκληµατολογικής Υπηρεσίας, καθόταν ο φρουρός – για την ακρίβεια, ήταν σωριασµένος στην καρέκλα και φαινόταν να βαριέται σαν πούστης. Ο Μπούρµαλης δεν µπορούσε να τον αναγνωρίσει από τόσο µεγάλη απόσταση, γι’ αυτό και δε διακινδύνευσε να τον χαιρετήσει χαρούµενα παρά µόνο όταν θα έφτανε σ’ απόσταση αναπνοής. Άρχισε να πλησιάζει το φρουρό, µε τα ίδια συµπτώµατα καρδιακού βρόντου, τον ίδιο ήχο βηµάτων που έµοιαζαν σαν κανονιοβολισµοί, συν µια εξτρά παραίσθηση αυτή τη φορά: πίστευε ότι τρέκλιζε. «Αυτό ήταν που τους ξεσκέπασε». Όχι. Από δω και πέρα έπρεπε ν’ αρχίσει η προσευχή προς τον Ύψιστο. Τεράστια προσευχή, µε θέρµη, µε πίστη κι ελπίδα. Έφτασε µπροστά στο φρουρό. Ευτυχώς, ήταν φιλικό πρόσωπο – ήταν ο αρχιφύλακας Αλέξης Γκανετσίδης. Κάποτε είχαν υπηρετήσει µαζί στα Ναρκωτικά. Χρυσό παιδί. Φιλικό, ναι, αλλά όχι τόσο φιλικό ώστε να του επιτρέψει µε τη θέλησή του να µπουκάρει µέσα στο γραφείο του Αντωνίου και ν’ αρχίσει να σκαλίζει µετά µανίας τον υπολογιστή! Άλλωστε, ακόµα κι αν του το επέτρεπε ο Γκανετσίδης, δε θα του το επέτρεπε ούτε µε το Θεό µπάρµπα ο Αντωνίου – κι ο Αντωνίου δεν ήταν καθόλου φιλικό πρόσωπο. Ίσα ίσα, η θεσάρα του µέσα στο Εγκληµατολογικό του είχε δώσει µια υπεροψία, µια έπαρση, και περιφερόταν στη ΓΑΔΑ µ’ ένα σαλτανάτι που µόνο στον αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών θα ταίριαζε. Ο Μπούρµαλης έριξε µια φευγαλέα µατιά κι είδε ότι η πόρτα του Εγκληµατολογικού ήταν µισάνοιχτη. Από δω και πέρα θα χρειαζόταν όλη την τύχη του κόσµου, όλη τη θετική ενέργεια της γης και τη βοήθεια του Θεού µετρηµένη σε γιγατόνους. Πάµε. «Επ! Γεια σου, Αλέξη!» είπε όσο πιο χαρούµενα µπορούσε. «Καιρό έχω να σε δω, παλιόφιλε!» «Γεια σου και σένα, ρε Φώτη!» αντιγύρισε ο Γκανετσίδης εγκάρδια. «Είδες; Ένας όροφος µας χωρίζει κι έχουµε να βρεθούµε σχεδόν ένα χρόνο!» «Άσ’ τα να πάνε! Δε µου λες; Είναι µέσα ο Αντωνίου;» «Όχι. Πέρασε κάποιος να τον δει και τώρα ο Αντωνίου τον συνοδεύει ως την έξοδο. Θα γυρίσει όπου να ’ναι. Τον θέλεις;» Ποιος πέρασε να τον δει; Εδώ χαλούσε ο κόσµος, στοιχεία και πειστήρια πηγαινοέρχονταν αβέρτα, πνιγόντουσαν όλοι στη δουλειά, το Εγκληµατολογικό ήταν απαγορευµένη ζώνη για τους εξωτικούς, ποιος διάολος πέρασε να τον δει; Το σχέδιο. Έπρεπε ν’ αρχίσει να τίθεται σε εφαρµογή. Γρήγορα. Άµεσα. Τώρα. Πριν γυρίσει ο Αντωνίου. Στ’ αλήθεια, µέχρι στιγµής τα πάντα συνηγορούσαν θετικά ως προς την πραγµατοποίηση του σχεδίου που είχε εµπνευστεί ο Μπούρµαλης. Τέτοιο πράγµα ούτε κι ο ίδιος δεν το περίµενε. Αν ο Θεός του έδινε τόση βοήθεια, το όλο πράγµα θα καταντούσε ύποπτο. Ωστόσο, ήταν αποφασισµένος να το διακινδυνεύσει για να το διαπιστώσει. Έκανε µια γκριµάτσα ελαφρού πόνου. «Ναι, τον ήθελα. Με στέλνει ο ταξίαρχος Φράγκος για να πάρω απ’ αυτόν µια βεβαίωση. Μπορώ να τον περιµένω;» «Άκου λέει! Κι εγώ παρέα θέλω, φιλαράκο! Μα... για στάσου. Ρε Φώτη, είσαι καλά; Μου
φαίνεσαι άρρωστος. Είσαι κόκκινος, ιδρωµένος...» Ως εδώ όλα πήγαιναν ρολόι. Μονάχα ο χρόνος έµοιαζε να κυλάει µε ταχύτητα αστραπής. Κάθε δευτερόλεπτο που χανόταν ήταν πολύτιµο σαν φιλί ζωής στον ετοιµοθάνατο. Ως την έξοδο. Δώδεκα όροφοι. Κάτω. Πάνω. Φαινόταν άρρωστος – εξαίσια. Ευτυχώς που δε χρειαζόταν να προσποιηθεί και γι’ αυτό, γιατί δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε τόσο καλά στο θέατρο. «Έχεις δίκιο», υπερθεµάτισε, διακινδυνεύοντας να σφίξει τα δόντια και να σχηµατίσει µια γκριµάτσα πόνου, που έκανε το λεπτό ρυάκι του ιδρώτα που κυλούσε στους κροτάφους του να τρέξει πιο γρήγορα. «Μη γελάσεις, Αλέξη. Είσαι ο πρώτος που το µαθαίνει. Έγινε κάποια µαλακία, µάλλον το σουβλάκι που έφαγα το µεσηµέρι. Έχεσε φαίνεται πάνω καµιά µύγα. Τρελάθηκα από κείνη την ώρα. Έχω πάει στον καµπινέ δεκαεφτά φορές. Μουρλάθηκα απ’ τη σούρτιση...» Ο Αλέξης φαίνεται πως είχε όρεξη να δείξει τη συµπαράστασή του πάση θυσία, πιάνοντας κουβέντα για το ξαφνικό δράµα που βρήκε το φίλο του. «Τι λες, ρε φίλε; Μην ανησυχείς, καµιά γαστρεντερίτιδα θα είναι. Κι εγώ µια φορά σ’ ένα τρένο που σταµάτησε στο Λιανοκλάδι...» Καλά όλ’ αυτά, αλλά ο χρόνος έτρεχε – κι ο Μπούρµαλης άρχισε να φοβάται ότι από στιγµή σε στιγµή θ’ άνοιγε η πόρτα του ασανσέρ στο βάθος του διαδρόµου και θα έβλεπε τον Αντωνίου να καταφθάνει κορδωµένος. Και µετά, γαµώ το καντελάµπρ της θείας απ’ την Πόλη. Έπρεπε να το παίξει το γαµηµένο το θέατρο, έχοντας µέσα στο µυαλό του το «Πάτερ Ηµών». Κι έτσι, πάνω στη λέξη «Λιανοκλάδι», άφησε ένα βαριαναστεναγµό, τρέκλισε στ’ αλήθεια κι ακούµπησε πάνω στο γραφείο του Γκανετσίδη, έτοιµος να σωριαστεί. Ο Αλέξης τρόµαξε. «Φώτη! Ρε συ! Όχι, ρε πούστη! Ρε, φίλε! Κάτσε στην καρέκλα, ρε! Να πάω να σου φέρω ένα ποτήρι νερό;» Ναι, ναι, ναι! «Τώρα βρήκε να χαλάσει κι αυτός ο µαλέας ο ψύκτης!» µούγκρισε ο Γκανετσίδης. «Μείνε στην καρέκλα µου, φίλε. Τρέχω στον δέκατο για νερό. Κι αν έρθει ο Αντωνίου... ε, να πά’ να γαµηθεί κι αυτός. Εδώ χάνεται άνθρωπος!» Και µ’ αυτή τη µεγαλοπρεπή δήλωση εξαφανίστηκε σφαιράτος, τρέχοντας σαν τρελός. Χάλασε ο ψύκτης; Η βοήθεια του Θεού! Τέτοια σπάνια τύχη ούτε στον ύπνο του. Σωστό βουνό. Με το που ο Γκανετσίδης χάθηκε απ’ το οπτικό του πεδίο, ο Μπούρµαλης αναστήθηκε. Επί τόση ώρα µουγκάνιζε σαν ετοιµόγεννο βόδι, κρατούσε τα σωθικά του µ’ εντελώς γελοίο τρόπο. Αν ο Γκανετσίδης δεν ήταν τόσο γνήσια τροµαγµένος, ίσως να είχε καταλάβει ότι το όλο σκηνικό ήταν κάπως γιαλαντζί. Δεν ήταν ώρα για ενοχές τώρα. Ήταν ώρα για δουλειά. Φοβόταν σαν τρελός, αλλά, γαµώ τον κόκορα, έπρεπε να θυµηθεί ότι ήταν ένας Σπαρτιάτης! Άφοβος κι ατρόµητος. Στον Ταΰγετο µεγάλωσε. Ή ταν ή επί τας. Μπούκαρε στο γραφείο του Αντωνίου, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Έτσι οξυµένη όπως ήταν η ακοή του Μπούρµαλη, µύγα να πετούσε, θα την άκουγε. Το γραφείο ήταν βουτηγµένο στο σκοτάδι. Κι όµως, κάτι φωσφόριζε αχνά. Η οθόνη του υπολογιστή τρεµόπαιζε σκορπίζοντας ένα γαλάζιο, διαπεραστικό φως. Ο υπολογιστής ήταν ανοιχτός.
Ο Θεός. Ο Μπούρµαλης είχε µια λόξα εδώ και χρόνια, ένα µεγάλο προσόν, αλλά, γεννηµένος µετριόφρων, δεν είχε σπεύσει να το διαδώσει στην Υπηρεσία: ήταν αληθινή αυθεντία στα κοµπιούτερ. Μόνος του έµαθε, διάβασε βιβλία, σκάλιζε πράγµατα, χάλασε και ξανάφτιαξε πέντε δέκα µαραφέτια – και τώρα πια, µετά από τόσα χρόνια, είχε κάθε δικαίωµα να υπερηφανεύεται στον εαυτό του ότι είχε γίνει ειδικός. Ούτε του Πανεπιστηµίου να ήταν. Παλιότερα, πριν έρθει να στρογγυλοκαθίσει εδώ πάνω αυτός ο άθλιος Αντωνίου, στη θέση του ήταν ένα χρυσό παλικάρι ονόµατι Δουβίτσας. Ο Μπούρµαλης είχε γνωριστεί µαζί του και τους συνέδεε µια αµοιβαία εκτίµηση, χωρίς, βέβαια, αυτό να σηµαίνει ότι έγιναν ποτέ και κολλητοί. Μια µέρα λοιπόν ο Μπούρµαλης ζήτησε απ’ τον Δουβίτσα να του δείξει λίγα πράγµατα για το πώς δουλεύει το κοµπιούτερ του Εγκληµατολογικού, τα προγράµµατα και τα λοιπά, για προσωπική του, βεβαίως, ενηµέρωση από απλή περιέργεια. Κι ο Δουβίτσας, που δεν ήταν ο άνθρωπος κυνηγός κεφαλών σαν τον Αντωνίου, ο οποίος είχε µετατρέψει το Εγκληµατολογικό σε άντρο του, µε συνθήκες ασφαλείας µεγαλύτερες κι απ’ αυτές στα γραφεία της Κρατικής Ασφάλειας στο δέκατο τρίτο όροφο, του έδειξε µετά χαράς. Σιγά τα λάχανα! Ο Μπούρµαλης είχε κλάψει ειλικρινά στην κηδεία του Δουβίτσα, που είχε σκοτωθεί άδικα των αδίκων σε τροχαίο, πάνω στο άνθος της ηλικίας του. Αυτή η γνώση που είχε αποκτήσει απ’ το µακαρίτη, Θεός σχωρέσ’ τον, σε συνδυασµό µε τον ελάχιστο χρόνο που είχε στη διάθεσή του, θα ήταν τα πολύτιµα όπλα του στον παρόντα αγώνα. Έτρεξε βολίδα στον υπολογιστή. Πάνω στη βιασύνη του παραλίγο να ξεριζώσει το ποντίκι. Στην οθόνη υπήρχε ένα άσχετο έγγραφο. Πάτησε «Έναρξη» και βγήκε στο κεντρικό µενού. Ευτυχώς, ο κωδικός ασφαλείας ήταν ήδη εισηγµένος – βέβαια, η ειδικότητα του Μπούρµαλη ήταν να σπάει κωδικούς, αλλά αυτό απαιτούσε χρόνο. Ευτυχώς. Πάλι έβαλε ο Θεός τη χέρα του. Έριξε µια γοργή µατιά στις επιλογές του µενού: σεσηµασµένοι, τρέχοντα, ώριµες... «Αρχείο Ασφάλειας». Το επέλεξε. Η οθόνη άνοιξε. Εδώ µέσα ευρίσκοντο τα δακτυλικά αποτυπώµατα όχι µόνο σεσηµασµένων κακοποιών αλλά κι όλων των Ελλήνων πολιτών που είχαν βγάλει ταυτότητα. Ένα µικρό πεδίο έγραφε «Αναζήτηση». Έδωσε το όνοµα «Παγκράτης». «Ελλιπής καταχώριση – δώστε όνοµα και πατρώνυµο». Σκατά. Ο χρόνος κυλούσε, οι δείκτες του αόρατου ρολογιού του σύµπαντος βροντούσαν σαν τα κανόνια της µάχης του Βατερλό, λίγο πριν την τελική πτώση του Βοναπάρτη. Παγκράτης. Άρης. Την ώρα που έγραφε και το «Ιάσων», το οποίο ευτυχώς γνώριζε –και ποιος δεν ήξερε το όνοµα ενός επιχειρηµατία ισάξιου µε τον Ωνάση– άκουσε ένα «βζννν» κι αµέσως µετά ένα γδούπο. Καταραµένη ώρα, το ασανσέρ! Κάποιος ερχόταν. Κόντεψε να τον πιάσει υστερικός παροξυσµός – παραδόξως όµως, το µυαλό του, παρά τις συνθήκες απίστευτης έντασης, δούλευε σαν καλοακονισµένο ξυράφι.
Ο διάδροµος είχε µήκος πενήντα µέτρων. Ακόµα και τρέχοντας να ερχόταν κάποιος, χρειαζόταν τουλάχιστον δέκα δευτερόλεπτα, εκτός, βεβαίως, κι αν ήταν ο Καρλ Λιούις. Ενώ σκεφτόταν, συνάµα δούλευε. Η αναζήτηση του φάνηκε ότι κράτησε τέσσερις αιώνες, όσους ακριβώς ήταν σκλαβωµένος ο Μοριάς. Στο διάστηµα αυτό πρόλαβε να σχηµατίσει µέσα στο ξετρελαµένο µυαλό του ολόκληρη σκηνή: ερχόταν, λέει, τρεχάτος ο Αντωνίου και τον έκανε τσακωτό να σκαλίζει ιδρωµένος το κοµπιούτερ του, δίχως να έχει καµία απολύτως δουλειά εκεί. Και τότε ο Αντωνίου τον άρπαζε µε τις χερούκλες του, τον σάπιζε στο ξύλο κι αµέσως µετά, αφού θα είχε ρίξει τον Μπούρµαλη αναίσθητο, θα καθόταν στο ίδιο κοµπιούτερ και θα συνέτασσε επιτόπου µια αναφορά φωτιά και λαύρα – «ο αρχιφύλαξ Μπούρµαλης συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να αλλοιώνει και να υπεξάγει απ’ τον υπολογιστή της Υπηρεσίας στοιχεία άκρως απόρρητα», κου λου που, κου λου που, κι όλα αυτά τα κου λου που θα είχαν ως αποτέλεσµα να ξηλώσουν τη στολή του Μπούρµαλη και να τον στείλουν και δέκα χρόνια φυλακή τουλάχιστον, ενώ ο δολοφόνος Παγκράτης κι η συµµορία του θα συνέχιζαν να γλεντούν ανενόχλητοι σε βάρος αθώων κοριτσιών... Κι όµως, η αναζήτηση χρειάστηκε µόλις µισό δευτερόλεπτο. Και να το αποτέλεσµα. «Δεν υπάρχει εγγραφή». Ο Μπούρµαλης κοίταζε το αποτέλεσµα µε µάτια γουρλωµένα. Ευτυχώς που δεν έπασχε από κανενός είδους ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, γιατί αλλιώς θα πίστευε ότι σίγουρα είχε κάνει κάποιο λάθος στην καταχώριση των στοιχείων. Όχι, τα στοιχεία τα είχε εισαγάγει µια χαρά. Απλώς, είχε συµβεί αυτό που φοβόταν. Κάποιος είχε αφαιρέσει απ’ το κοµπιούτερ του Εγκληµατολογικού τα στοιχεία του Άρη Παγκράτη, έτσι ώστε η ταυτοποίηση να καθίσταται αδύνατη λόγω έλλειψης µέτρου σύγκρισης. Τώρα ο Μπούρµαλης ήταν στ’ αλήθεια άρρωστος – κι είχε και κάθε λόγο να είναι. Βέβαια, θα συνέχιζε κι αλλού κι αλλιώς την έρευνά του για να βεβαιωθεί χίλια τα εκατό, ωστόσο ήταν βέβαιος ότι θα κατέληγε στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσµα. Γι’ αυτό ήταν άρρωστος. Η διαπίστωση ότι ο παρανοϊκός Παγκράτης είχε συνεργάτες και µέσα στην Αστυνοµία, που τον βοηθούσαν και τον προστάτευαν, ήταν ικανή ν’ αρρωστήσει και τον πιο υγιή άνθρωπο: αρκεί να ήταν λίγο έντιµος – και τότε θα πάθαινε οπωσδήποτε έµφραγµα. Ο δωδέκατος όροφος της Γενικής Αστυνοµικής Διεύθυνσης, εκεί όπου στεγαζόταν η Εγκληµατολογική Υπηρεσία, ήταν όντως απαγορευµένη ζώνη. Ειδικά στο εργαστήριο, καθώς και στο γραφείο του Αντωνίου, εκεί όπου υπήρχε το κοµπιούτερ, το µικροσκόπιο και τ’ άλλα όργανα της ταυτοποίησης, µπορούσαν να εισέρχονται µόνο εξουσιοδοτηµένα άτοµα µε διαπιστευτήρια υψίστης ασφαλείας. Αυτά τα άτοµα ήταν δέκα δώδεκα το πολύ, τόσοι εργάζονταν στο Εγκληµατολογικό. Άραγε κάποιος απ’ αυτούς; Τα κλάσµατα των δευτερολέπτων κυλούσαν. Γρήγορα. Γρήγορα. Στο διάδροµο ακούγονταν οµιλίες όλο και πιο καθαρά. Κάποιος µιλούσε και κάποιος άκουγε. Τι σκατά έγγραφο υπήρχε πριν στην οθόνη; Σπάζοντας όλα τα παγκόσµια ρεκόρ ταχύτητας, εξυπνάδας κι ευθυκρισίας, σε σηµείο που ν’ αξίζει να καταχωριστεί στο βιβλίο Γκίνες, ο Φώτης Μπούρµαλης πάτησε την ένδειξη «Ιστορικό» και µ’ αστραπιαίες κινήσεις επανέφερε το τελευταίο έγγραφο που δούλευε ο µαλάκας Αντωνίου.
Την ώρα που τιναζόταν σαν αίλουρος απ’ τον υπολογιστή, µε προορισµό την καρέκλα που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα, άκουσε την αγριοφωνάρα του Αντωνίου. «Δεν το πιστεύω! Πού είν’ αυτός ο µπινές ο Γκανετσίδης;» Και τη στιγµή που σωριαζόταν στην καρέκλα, άκουσε κάποιον να τρέχει στο διάδροµο αγκοµαχώντας. Να τος κι «ο µπινές ο Γκανετσίδης». «Έλα εδώ, ρε ηλίθιε, δε σου είπα ότ...» άρχισε να γκαρίζει ο Αντωνίου καθώς έµπαινε στο γραφείο – αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγµή συνειδητοποίησε ότι ένας σκοτεινός όγκος ήταν σωριασµένος στην καρέκλα δίπλα στην πόρτα και τινάχτηκε µέχρι το ταβάνι απ’ την τροµάρα του. Ένα «ααα!» του ξέφυγε. Κάποιο τρίτο πρόσωπο ξέσπασε σε γέλια. Ο Αντωνίου τέντωσε τη χερούκλα του κι άναψε το φως, ένα σκληρό άσπρο φως που στράβωνε κόσµο. Και τότε είδε σωριασµένο στην καρέκλα τον αρχιφύλακα Μπούρµαλη ιδρωµένο, κόκκινο, ασθµαίνοντα, σχεδόν ετοιµοθάνατο. Και ο Αντωνίου ξέσπασε. «Τι σκατά γίνεται εδώ, ρε; Μου λέτε; Ε;» «Συγγνώµη, να σας εξηγήσω...» άρχισε ο Γκανετσίδης. «Όχι εσύ, να µου εξηγήσει αυτός εδώ! Τι γυρεύεις στο γραφείο µου δίχως άδεια, Μπούρµαλη;» µούγκρισε ο Αντωνίου, κατακεραυνώνοντας τον Μπούρµαλη µ’ ένα άγριο βλέµµα. Ο Μπούρµαλης κατέβαλλε γνήσιες υπεράνθρωπες προσπάθειες για ν’ ανοίξει τα µάτια του. Προσπάθησε να µιλήσει, αλλά τον έπιασε βήχας. Ποπό ξεφτίλα που θα έκανε το γύρο της ΓΑΔΑ... «Μα, κύριε αστυνόµε, αφήστε µε να του δώσω το νερό που του έφερα!» πετάχτηκε ο παλιόφιλος ο Γκανετσίδης µε ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση. «Δεν τον βλέπετε τον άνθρωπο, είναι στ’ αλήθεια άρρωστος, πεθαίνει! Έλα, ρε Μπούρµαλη, πιες λίγο νερό! Μάλιστα, κατά τύχη κουτούλησα και την κυρία Πάλλα, που δουλεύει στο Αρχείο. Της είπα δυο µισόλογα για τη σούρτιση κι ευτυχώς η γυναικούλα µου έδωσε ένα δισκίο Ercefuril που είχε στο γραφείο της. Πιες το να γίνεις περδίκι!» Καλά, το ρεζιλίκι αυτό θα έφτανε σίγουρα µέχρι και στ’ αφτιά του αρχηγού κι από αύριο το πρωί απ’ όπου κι αν περνούσε ο αρχιφύλακας Μπούρµαλης θα γινότανε σεισµός απ’ τα γέλια. Ας είναι. Δεδοµένων των συνθηκών, ας το περνούσε κι αυτό. Χίλιες φορές να γινόταν ρεζίλι, διότι έτσι δε θα κινούσε υποψίες ότι ήταν υποψιασµένος. «Σούρτιση; Ercefuril; Καλά λέω εγώ ότι το Σώµα είναι γεµάτο άχρηστους κρετίνους», είπε στοχαστικά ο Αντωνίου, ενώ ο άγνωστος άντρας που ήταν µαζί του κατουριόταν απ’ τα γέλια. Ο Μπούρµαλης ήπιε το νερό και το Ercefuril. Τι να έκανε; Εδώ χανόταν ο κόσµος. Άρχισε να συνέρχεται. «Συγγνώµη γι’ αυτή τη µικρή αναστάτωση, κύριε αστυνόµε. Ο ταξίαρχος Φράγκος µ’ έστειλε στο γραφείο σας για να µου δώσετε µια βεβαίωση...» Δίστασε και κοίταξε προς τη µεριά του άγνωστου επισκέπτη. Δεν ανήκε στην Υπηρεσία. Τι σκατά δουλειά είχε να σουλατσέρνει εκεί µέσα ένας ξένος; Πάντως, κάτι του θύµιζε. «Σήµερα όλη µέρα µε ταλαιπωρεί µια βαριά γαστρεντερίτιδα», συνέχισε ο Μπούρµαλης. «Την ώρα που έφτασα έξω απ’ το γραφείο σας µ’ έπιασε λιποθυµική τάση. Γι’ αυτό ο καλός συνάδελφος Γκανετσίδης έσπευσε να µου φέρει λίγο νερό. Ο ψύκτης του ορόφου σας είναι
χαλασµένος, οπότ...» «Και γιατί δεν τον περίµενες απέξω, παρά ήρθες και στρογγυλοκάθισες εδώ µέσα, στην απαγορευµένη περιοχή;» βρυχήθηκε ο Αντωνίου. «Διότι εδώ µέσα δουλεύει ο κλιµατισµός, κύριε αστυνόµε, ενώ έξω στο διάδροµο βράζουν αβγά. Θα προτιµούσατε να µε βρίσκατε τέζα;» απάντησε θαρραλέα ο Μπούρµαλης, µην παραλείποντας να ευχαριστήσει από µέσα του το Θεό που την κατάλληλη στιγµή έβαλε στο στόµα του ανάξιου δούλου Του τα κατάλληλα λόγια. «Εξάλλου, θα µπορούσατε να είχατε κλειδώσει», τόλµησε να συµπληρώσει. Ο Αντωνίου έριξε στους δύο κατωτέρους του ένα ερευνητικό βλέµµα. Κατάλαβε ότι δεν τον συνέφερε να τραβήξει άλλο το σκοινί – ο σκατάς ο Μπούρµαλης είχε δίκιο. Πράγµατι, βγαίνοντας απ’ το γραφείο όφειλε να το είχε κλειδώσει. Άρα δεν τον συνέφερε να δώσει µεγαλύτερες διαστάσεις στο όλο ζήτηµα, διότι κι ο ίδιος είχε υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωµα – κι εκτός αυτού, κανένας δε θα του έδινε δίκιο για τον πρόσθετο λόγο ότι ο Μπούρµαλης βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση υγείας κι ο Γκανετσίδης απλώς έσπευσε να βοηθήσει ένα συνάδελφο και συνάνθρωπο. Ο Μπούρµαλης, µολονότι δεν ήταν ειδικός στο να διαβάζει τη σκέψη των ανθρώπων, αυτή τη φορά τα κατάφερε περίφηµα – όχι µέσω της τηλεπάθειας, αλλά χάρη σε λογικούς επαγωγικούς συλλογισµούς. Παρ’ όλ’ αυτά, συνέχιζε να παίζει το θέατρό του µε µαεστρία. «Δε φαντάζοµαι, Μπούρµαλη, να σου πέρασε απ’ το νου να πλησιάσεις το κοµπιούτερ...» βρυχήθηκε ο Αντωνίου. «Μα τι λέτε, κύριε αστυνόµε; Τι ξέρω εγώ απ’ αυτά; Εδώ µετά βίας κατάφερα να συρθώ ως την καρέκλα...» είπε ο Μπούρµαλης µε κόπο. Ο τρόπος µε τον οποίο ήταν σωριασµένος πάνω στην καρέκλα, αµπάτζαλα σαν σακί, το κόκκινο µούτρο του, ο ιδρώτας, οι ανακατεµένες µαλλούρες, και προπάντων τα γυαλιά του, συν ένα βεβιασµένο χαµόγελο µε τα φρύδια υψωµένα, του έδιναν όψη ηλίθιου σπασίκλα φοιτητή σε Αµερικάνικο Κολέγιο. Ο δε Γκανετσίδης είχε σουφρώσει τα χείλη του µε σοβαρό ύφος – κλασική γκριµάτσα εντιµότητος κι άδολης συµπαράστασης. Ο Αντωνίου πείστηκε. «Βλάκες!» µουρµούρισε µέσα απ’ τα δόντια του. «Ξέρω, Μπούρµαλη. Ξέρω τι βεβαίωση θέλει ο Φράγκος. Έτοιµη την έχω. Σ’ την εκτυπώνω και τσακίζεσαι από µπροστά µου». «Μάλιστα», υπερθεµάτισε ο κύριος Ercefuril. Στράφηκε προς τον άγνωστο επισκέπτη. «Να τα χαρτιά σας. Πάνω σ’ εκείνο το γραφείο τα ξεχάσατε. Με συγχωρείτε, αλλά αυτή τη φορά θα βρείτε την έξοδο µόνος σας», τόνισε ο Αντωνίου µε έµφαση κι ύφος υπηρεσιακό. Ο άγνωστος έσπευσε και πήρε τα χαρτιά του δίχως να µιλήσει. Κοίταξε τον Αντωνίου. «Καληνύχτα», είπε. Κι έφυγε. Περίεργο. Πώς αυτός ο άγνωστος πριν λίγο είχε ξεσπάσει σε γέλια ενώπιον όλων, πράγµα που σήµαινε ότι είχε µια κάποια οικειότητα, ενώ τώρα ο Αντωνίου του µίλησε µε τόσο υπηρεσιακό τόνο; Κάτι ψεύτικο κρυβόταν στη λεπτοµέρεια. Ο Μπούρµαλης παρακολουθούσε. Το έγγραφο ήταν, ας είναι δοξασµένος ο Θεός, στη θέση του. Ο εκτυπωτής άρχισε να δουλεύει. Σ’ ένα λεπτό η βεβαίωση ήταν έτοιµη. Υπογραφές,
σφραγίδες και τα τοιαύτα. «Πάρ’ την κι εξαφανίσου, Μπούρµαλη. Κι αν ο Φράγκος θελήσει και τίποτ’ ακόµα, να του πεις να στείλει κάποιον άλλο, που να µην έχει σούρτιση», µούγκρισε ο Αντωνίου. «Δε θα παραλείψω», είπε ο Μπούρµαλης, πνίγοντας αποτελεσµατικά το σαρκαστικό τόνο που η φωνή του επιθυµούσε διακαώς να πάρει. Βγήκε µε αβέβαια βήµατα. Η πόρτα πίσω του έκλεισε µε βρόντο και διπλοκλειδώθηκε. Ο Μπούρµαλης κι ο Γκανετσίδης απόµειναν µονάχοι στο διάδροµο να κοιτάζονται. «Αδερφέ µου, πήγες να µε κάψεις, το ξέρεις;» ψιθύρισε ο Γκανετσίδης έντροµος. «Μωρέ, τι λες εκεί; Τι φταίµε εµείς που χάλασαν οι ψύκτες και τα κλιµατιστικά του διαδρόµου; Δηλαδή τι, θα ήταν καλύτερα να ερχόσουν και να µ’ έβρισκες τέζα;» µουρµούρισε αγανακτισµένος ο Μπούρµαλης. «Ας τολµήσει να βγάλει καµιά βρόµα ο Αντωνίου και θα δεις τι θα γίνει. Όλοι σ’ εµάς θα δώσουν το δίκιο, ειδικά σε σένα, τον ήρωα! Ας µην άφηνε την πόρτα ανοιχτή ο κόπανος!» «Νιώθεις καλύτερα, τουλάχιστον;» Ο Μπούρµαλης κούνησε αόριστα το κεφάλι του. «Κάπως. Αλήθεια, δε µου λες; Ποιος ήταν αυτός ο τύπος που έκοβε βόλτες εδώ µέσα; Κανένας µυστικός;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα. «Δε σου είπα πριν;» «Παρέλειψες». Ο Γκανετσίδης πήρε άκρως συνωµοτικό ύφος. «Πώς και δεν τον γνώρισες; Ακόµα κι οι πέτρες τον ξέρουν! Είναι εκείνος ο µεγαλοδικηγόρος, ρε, ο Δάκης Ματζιούρης! Ποιος ξέρει, µπορεί να τον διόρισε η οικογένεια του θύµατος! Γι’ αυτόν δεν υπάρχουν πόρτες κλειστές, αδερφέ µου, αλίµονο σ’ εµάς...» αναστέναξε. Δάκης Ματζιούρης... Δάκης Ματζιούρης... Τα µάτια του Μπούρµαλη γούρλωσαν από ανόθευτη φρίκη. Μα ναι, βέβαια! Πριν καµιά δεκαριά µέρες. Εκείνη τη νύχτα σχόλασε γύρω στις έντεκα – γύρισε σπίτι του, άνοιξε την τηλεόραση για να χαζέψει και να χαλαρώσει για να πάει να ξεραθεί στον ύπνο. Η Νίκη έλειπε, είχε πάει να κοιµηθεί στη µάνα της που ήταν ελαφρώς αδιάθετη. Η τηλεόραση έπαιζε κάποια µαλακία. Κοσµική εκποµπή – ό,τι έπρεπε για να χαλαρώσει το µάτι και το µυαλό ενός κουρασµένου ανθρώπου που σκεφτόταν πολύ στη δουλειά του. Αυτός ο τζιτζιφιόγκος, ο Δάκης Ματζιούρης, µ’ ένα ευχάριστο όσο και πολυάσχολο χαµόγελο κολληµένο στη µούρη του, έδινε συνέντευξη κι έλεγε ότι σε λίγες µέρες θα µπορούσε ν’ ανακοινώσει ευχάριστα νέα που αφορούσαν τον πελάτη του, τον... Τον Άρη Παγκράτη. «Τι έγινε πάλι, ρε Φώτη;» ψέλλισε έντροµος ο Γκανετσίδης. «Άσε. Φοβάµαι ότι δε µ’ έπιασε το Ercefuril. Το νιώθω. Μου ξανάρχεται. Πρέπει να σπεύσω στον καµπινέ», αναφώνησε ο Μπούρµαλης. «Σπεύσε!» Πραγµατικά, ο Μπούρµαλης είχε απόλυτη ανάγκη να επισκεφτεί τον πλησιέστερο καµπινέ, όχι όµως για ν’ ανακουφίσει το λεπτό του έντερο απ’ την ανύπαρκτη σούρτιση: ήθελε επειγόντως ν’ αδειάσει τα περιεχόµενα του στοµαχιού του. Ήθελε να κάνει εµετό. Το κουτί της Πανδώρας είχε µπόλικο υλικό, τελικά. Ωστόσο αποφάσισε να καθυστερήσει λίγο το ξέρασµα. Είχε να κάνει και µια άλλη δουλειά
πρώτα. Εξίσου σηµαντική, εξίσου απαραίτητη. Αυτή που θα τον οδηγούσε στην αλήθεια µε τρόπο που να µην επιδέχεται καµία αµφισβήτηση. Στο µακρύ διάδροµο έσερνε τα πόδια του. Κι όταν έστριψε και βρέθηκε στις σκάλες και χάθηκε απ’ το οπτικό πεδίο του Γκανετσίδη, άρχισε να τρέχει σαν τρελός. Τα βήµατά του τον οδηγούσαν µόνα τους. Έκανε µια µικρή στάση στο γραφείο του Φράγκου, επέδωσε στη γραµµατέα του τη βεβαίωση που ζητούσε ο ταξίαρχος, διότι ο ίδιος έλειπε εκείνη τη στιγµή, της ανέλυσε διεξοδικά το –ανύπαρκτο– πρόβληµα υγείας του γιατί το θεώρησε σώφρον να το κάνει και συνέχισε το τρέξιµο. Ο δρόµος προς την αλήθεια περνούσε σαφώς απ’ το Αρχείο. Κι από κάπου αλλού, πριν από κει.
Η ΜΙΚΡΗ ΕΡΗΜΗ ΚΑΛΥΒΑ στους πρόποδες του βουνού, αυτή που τόσες και τόσες φορές τους είχε χρησιµεύσει ως στρατηγείο χαράς και κεφιού, θέατρο ονείρων για το µέλλον, καταφύγιο κι απάγκιο, δώρο Θεού για τις στιγµές της ξεγνοιασιάς και της περισυλλογής, τώρα φάνταζε πιο άδεια, πιο φτωχή από ποτέ. Όταν η καρδιά είναι γεµάτη, τότε ακόµα και τα ερείπια µοιάζουν παλάτια – να, χτες µόλις τα εφτά παιδιά πίστευαν ότι η καλύβα «τους» ήταν σωστό παλάτι, προορισµένο να τους δίνει χαρά. Όµως σήµερα τους φαινόταν σαν ένα κρύο, παγωµένο σιωπηλό κελί φυλακής, µακριά απ’ τον κόσµο, πέρα απ’ τη ζωή, γεµάτο θλίψη και δυστυχία, ένας παγωµένος τόπος όπου τα όνειρα ξεθώριασαν κι έγιναν εφιάλτες κι οι αναµνήσεις µόνο πόνο προκαλούσαν – κι η ευτυχία φάνταζε τόσο µακρινή, σαν να χώριζε το χτες απ’ το σήµερα µια ολόκληρη ζωή. Κι όλα αυτά γιατί χτες ήταν εφτά. Ενώ σήµερα ήταν έξι. Ο κόσµος ολόκληρος να γύριζε ανάποδα, δεν υπήρχε απολύτως τίποτα και κανένας που να µπορούσε να το αλλάξει αυτό, να τους ξανακάνει εφτά, ν’ αναπληρώσει το απέραντο κενό που άφησε πίσω του ο θάνατος της µοναδικής γυναίκας της παρέας, της φίλης των παιδικών χρόνων, της συντρόφου στα παιχνίδια και στα όνειρα, της συνοδοιπόρου στο ταξίδι της ζωής. Της Αναστασίας. Οι «µυστικοί εφτά» έπαψαν να υπάρχουν. Όνειρο ήταν και πάει. Το θλιβερό άγγελµα του θανάτου της έπεσε πάνω τους σαν κεραυνός. Όλη τους η παιδιάστικη αθωότητα, η αισιοδοξία, η πίστη ότι θ’ αντιµετώπιζαν τις δυσκολίες της ζωής όποιες κι αν ήταν, όποτε κι αν παρουσιάζονταν, εξαφανίστηκε µέσα σε µια τόση δα στιγµή, απ’ αυτές που έρχονται ξαφνικά κι απρόσµενα, πέφτουν σαν ογκόλιθοι και συνθλίβουν για πάντα κάτω απ’ το βάρος τους την προηγούµενη χαρά, που είναι γραφτό να µην υπάρχει πια. Δεν µπορείς ν’ αντιµετωπίσεις ένα θάνατο κι όταν σκέφτεσαι τις «δυσκολίες της ζωής», ο θάνατος δεν περιλαµβάνεται σ’ αυτές, ούτε που σου περνάει απ’ το µυαλό. Είσαι δεκαπέντε χρόνων, διάολε, δεν µπορείς να πεθάνεις! Λες κι ήταν συνεννοηµένοι, χωρίς κανένας να έχει ειδοποιήσει κανέναν για τις προθέσεις του, βρέθηκαν ο ένας µετά τον άλλο ν’ ανεβαίνουν κλαίγοντας τους πρόποδες του βουνού µε προορισµό την έρηµη καλύβα. Πρώτος έφτασε ο Νικόλας. Δεν ένιωσε καµία έκπληξη σαν αντίκρισε µπροστά του τον Παναγιώτη µετά από λίγο, και µετά τον Στράτο, τον Μανόλη, τον Αλκιβιάδη και τον Μάρκο. Άλλη µια συνάντηση λοιπόν – κι όλοι τους, κι ας µην το έλεγαν ο ένας στον άλλο, βαθιά µέσα τους ήξεραν ότι ήταν η τελευταία. Η τελευταία αντάµωση στο «στρατηγείο», το οριστικό κι αµετάκλητο τέλος της παιδικής ηλικίας. Αυτό το τελευταίο νυχτέρι ήταν το δικό τους µνηµόσυνο. Κάθισαν όλοι σιωπηλοί γύρω απ’ το τραπέζι. Η άδεια θέση της Αναστασίας έχασκε σαν ανοιχτός τάφος, µαχαιριά στην καρδιά. Για λίγη ώρα κανείς δε µιλούσε, κανείς δεν άντεχε να ξεκινήσει πρώτος. Και τι να πει; Τι µπορούσε να πει που ν’ άπλωνε λίγη παρηγοριά για τη φοβερή απώλεια; Επί ώρα ακούγονταν αυτοί οι παράξενοι ήχοι που παράγει κάποιος που επιθυµεί πάση θυσία να πνίξει τα δάκρυά του, γιατί πρέπει να φανεί γενναίος. Ο Στράτος, ο εξ ορισµού γενναίος, διότι ήταν ένας αυριανός εύελπις –άρα µάλλον δεν
έπρεπε να κλαίει σαν καµιά γυναικούλα, αν ήθελε να θεωρείται γενναίος και µεγαλοπρεπής–, ήταν αυτός που έσπασε πρώτος. Ξέσπασε σε άγριους λυγµούς, που έβγαιναν απ’ το στήθος του ορµητικοί σαν φουσκωµένο ποτάµι, δυνατοί σαν ιαχές πολεµιστών. Έδωσε ένα βρόντο στην ετοιµόρροπη καρέκλα του και την έριξε στο πάτωµα και µετά έπεσε στο πάτωµα κι ο ίδιος κι άρχισε να κυλιέται ουρλιάζοντας, τραβώντας τα µαλλιά του και χτυπώντας τα σαπισµένα σανίδια, προσπαθώντας να βγάλει από µέσα του το χτικιό του ανείπωτου πόνου που ένιωθε. Η φωνή έβγαινε αφύσικη µέσα απ’ τα φυλλοκάρδια του. Ήταν, πώς να το πει κανείς, σαν να είχε χάσει την αγορίστικη χροιά της κι είχε γίνει αντρική µέσα σε µια στιγµή. Ήταν πια ζήτηµα χρόνου – το πλήρωµα του χρόνου. Μόλις τον είδαν οι υπόλοιποι, τον µιµήθηκαν µ’ όλη τους την καρδιά – κι έγιναν ένα κουβάρι φτιαγµένο από απελπισία, απόγνωση και θρήνο, έτσι όπως µόνο τα παιδιά µπορούν να τον νιώσουν και να τον βιώσουν. Όταν κατάφεραν ν’ αδειάσουν όσο περισσότερο φορτίο µπορούσαν, έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Αποκαµωµένοι, στερεµένοι από δάκρυα, άρχισαν να σηκώνονται ο ένας µετά τον άλλο. Σήκωσαν µε κόπο τις καρέκλες τους, έκατσαν κι απόµειναν σιωπηλοί, µην έχοντας το κουράγιο να κοιταχτούν στα µάτια, έστω κι αν ήταν σκοτεινά και τα φώτα της πόλης δεν αρκούσαν για να φωτίσουν το χώρο, παρά µόνο σκιές να ρίξουν. Ο Νικόλας έβγαλε ένα σπίρτο κι άναψε το κερί που έστεκε µισολιωµένο στη µέση του τραπεζιού. Χτες είχε συνοδεύσει το πείραµά τους, τις ιστορίες τους, τις πλάκες τους... Ενώ σήµερα... Δεν µπορούσε να γυρίσει πίσω ο χρόνος, δεν µπορούσε να ξαναφέρει το χαµένο χτες; «Ξέρω τι σκέφτεσαι», είπε ο Μανόλης σιγανά. «Το ξέρω ότι το ξέρεις», ψιθύρισε ο Νικόλας. «Κι οι υπόλοιποι το ξέρουν. Σκεφτόµαστε όλοι το ίδιο πράγµα». Ο Αλκιβιάδης χτύπησε το χέρι του πάνω στο τραπέζι. «Πέστε µου γιατί θα µου στρίψει, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν και να κυκλοφορούν ανάµεσά µας τέτοια... τέτοια... γαµώ την πουτάνα µου, δεν υπάρχει καµιά λέξη κατάλληλη να περιγράψει αυτούς που έκαναν ένα τέτοιο πράγµα στην Αναστασία. Θα έλεγα κτήνη, αλλά ακόµα και τα κτήνη δε λειτουργούν έτσι. Ακόµα και το πιο άγριο κτήνος του ζωικού βασιλείου έχει µέσα του κάτι καλό, έχει αγάπη, που να πάρει ο διάολος και να σηκώσει...» «Όχι, ένα παρανοϊκό κτήνος», παρατήρησε συλλογισµένος ο Παναγιώτης. «Κι όλοι ξέρουµε ότι παρανοϊκό κτήνος είναι µόνο ο άνθρωπος». «Έχει κανένας τσιγάρα;» βρυχήθηκε ο αρχηγός. «Θέλω να καπνίσω. Και µη διανοηθεί κανένας µαλάκας να µου πει να µην αρχίσω το κάπνισµα στα δεκαπέντε µου, γιατί...» Οι υπόλοιποι πέντε έβγαλαν όλοι απ’ τις τσέπες τους από ένα πακέτο – δηλαδή ο µόνος που δεν είχε µαζί του τσιγάρα ήταν ο ίδιος ο αρχηγός, ο εκφράσας την επιθυµία να πνίξει τα σεκλέτια του στο τσιγαράκι του Θεού. Ντράπηκε για τον εαυτό του που δε σκέφτηκε ν’ αγοράσει δικά του, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν προµηθευτεί. Ένιωσε ηλίθιος, ένα κάρο παράξενα κι αντιφατικά συναισθήµατα – το πιο παράξενο απ’ όλα, σχεδόν παρανοϊκό, ήταν πως, µε το να µην έχει σκεφτεί ν’ αγοράσει τσιγάρα, ένιωθε σαν να είχε προδώσει τη νεκρή· το πώς και το γιατί την είχε προδώσει δεν το ήξερε, αλλά πάντως µια φορά το ένιωθε. Ωραίος αρχηγός, καπετάν Βλάκας µε τ’ όνοµα. Τους κοίταξε όλους, έναν έναν. Και τότε το συνειδητοποίησε. Από αύριο θ’ αγόραζε κι αυτός δικά του τσιγάρα. Το ίδιο θα συνέχιζαν να κάνουν κι όλοι οι υπόλοιποι. Ο θάνατος της Αναστασίας θα τους έκανε ν’ αρχίσουν το κάπνισµα, µια συνήθεια
που την ξεκινούσαν στα δεκαπέντε τους χρόνια αυτή τη νύχτα καλοκαιριού που το ένιωθαν χειµώνα, µια συνήθεια που θα τους ακολουθούσε ως τον τάφο και δε θα τη σταµατούσαν ποτέ, ακριβώς γιατί είχαν συνδέσει αυτή την πρώτη φορά, την πρώτη ρουφηξιά, µ’ ένα τόσο κοσµογονικό γεγονός, µε την κυριολεκτική κατακρήµνιση του κόσµου τους όπως τον ήξεραν ως τώρα, όπως τον είχαν τουλάχιστον φανταστεί. Μ’ ένα θάνατο. Τσιγάρο – φόρος τιµής. Σκατά. Τύχη, ζωή, όνειρα κι ελπίδες – όλα σκατά. Ο Νικόλας πρόσφερε τσιγάρο στον αρχηγό σιωπηλός. Πρόσφερε και στους υπόλοιπους. Έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα κουτί σπίρτα που κάποτε κόστιζε πέντε δραχµές – τώρα κόστιζε δέκα λεπτά. Το «τσαφ» του σπίρτου ακούστηκε σαν έκρηξη. Τους άναψε. Κανέναν δεν τον έπιασε βήχας, µάλλον ήταν άντρες πια. Σε λίγο η καλύβα είχε τυλιχτεί σε συννεφάκια καπνού. «Άνοιξε την πόρτα, µαλάκα», έκανε νόηµα ο Μάρκος στον Αλκιβιάδη. «Ντουµανιάσαµε». «Στ’ αρχίδια µας», µουρµούρισε ο Αλκιβιάδης καθώς υπάκουε. «Μάγκες, εγώ πάντως σκοπεύω ν’ αφήσω µούσι», δήλωσε µε έµφαση ο Μανόλης. «Κι εγώ», συµφώνησε ο Παναγιώτης. «Τι µούσι, ρε κόπανοι, δεν κοιτάτε τα χάλια σας; Πέντε τρίχες έχετε όλες κι όλες. Ξέρετε πώς θα είστε; Σαν το µουνί της θείας Θέκλας», βρυχήθηκε ο Μάρκος. Ως αυτή τη στιγµή κανένας τους δε µεταχειριζόταν άπρεπες λέξεις στη ζωή του, µονάχα κανένα «µαλάκα» στη χάση και στη φέξη. Κι όµως, θαρρείς και κάποιος τους γύρισε έναν αόρατο διακόπτη µέσα στο κεφάλι και το βιολί άρχισε να παίζει ανάποδα – θαρρείς κι άρχισαν να κάνουν συναγωνισµό ποιος θα πει τις πιο πολλές, τις πιο χυδαίες βρισιές. Ο Νικόλας, σαν φυσικό µέντιουµ που ήταν, κατάλαβε αµέσως και την αλλαγή και το λόγο της – άλλωστε του ερχόταν και του ίδιου να κατεβάσει όλο το ιερατείο της οικουµένης, ορθόδοξης και µη: ήταν ασυνείδητη αντίδραση απέναντι στον πόνο. Και κάτι περισσότερο: όλοι ένιωθαν µέσα τους να κοχλάζει το καζάνι της οργής. Ένιωθαν θυµό γι’ αυτό που είχε συµβεί. Ένιωθαν και κάτι άλλο, αλλά ο Νικόλας προτίµησε για την ώρα να µην πει τίποτα. «Δεν πειράζει, Μάρκο», είπε απλά. «Αυτοί τουλάχιστον έχουν πέντε τρίχες. Εγώ είµαι ακόµα σπανός, και ξέρεις πώς µου τη σπάει αυτό; Τίποτα – θα βάλω ξυράφι. Ο γέρος µου µου λέει ότι αν αρχίσεις να ξυραφίζεσαι, οι τρίχες βγαίνουν µόνες τους. Ε, λοιπόν θα ξυριστώ κι ας πάνε όλα στο διάολο». Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν µε σηµασία και, αντί σχολίου, τράβηξαν όλοι µαζί µια ακόµα ρουφηξιά απ’ τα τσιγάρα τους αναστενάζοντας σιγανά. Ο Αλκιβιάδης ψαχούλεψε στη σακούλα που είχε φέρει µαζί του. Έβγαλε ένα µπουκάλι κονιάκ και κοίταξε τους συντρόφους του διαπεραστικά. «Μάγκες, εγώ πάντως έχω φέρει µαζί µου και κονιάκ. Το βούτηξα απ’ το σαλόνι της µάνας µου. Βέβαια, είναι απ’ τον καιρό του Νώε, από τότε που πέθανε ο πατέρας µου, και µπορεί να ξίνισε, αλλά τη δουλειά του θα την κάνει µια χαρά. Δεν ήξερα ότι θα σας βρω εδώ, ότι όλοι µας θα σκεφτόµασταν το ίδιο πράγµα, να έρθουµε εδώ και να κλάψουµε τη µαύρη µας τύχη. Το λοιπόν, θα το έπινα µόνος µου. Τώρα, θα το µοιραστώ µαζί σας». «Ρε σεις, λέτε να γίνουµε τύφλα στο µεθύσι; Δεν έχω ξαναπιεί κονιάκ», παρατήρησε ο Μάρκος.
«Ούτε κι εγώ», πετάχτηκε ο αρχηγός. «Αλλά έχω δει πώς κάνουν οι γέροι. Άµα δεν καπνίσουµε και δεν πιούµε, πώς θα σχωρέσουµε; Άντε, ρε Αλκιβιάδη, µη χασοµεράµε άλλο. Βουρ». «Καλά λες», υπερθεµάτισε ο Αλκιβιάδης. Άνοιξε το µπουκάλι και, επιδεικνύοντας τον προσήκοντα σεβασµό απέναντι στους θεσµούς και στην ιεραρχία, το πρόσφερε στον Μανόλη τον αρχηγό, να ξεκινήσει εκείνος πρώτος. Ο Μανόλης τον κοίταξε µε τα µάτια δακρυσµένα. «Άντε, Θεός σχωρέσ’ την», είπε κι η φωνή του έσπασε. Κατέβασε µια γενναία γουλιά που του έκαψε τα σωθικά πολύ λιγότερο απ’ τον πόνο που ήδη ένιωθε – και τον ένιωθε καυτό, σαν λάβα ηφαιστείου. Έδωσε το µπουκάλι στον Νικόλα, κι εκείνος στον Παναγιώτη, κι εκείνος στον Μάρκο, κι εκείνος στον Στράτο κι εκείνος το επέστρεψε στην πηγή του, στον Αλκιβιάδη. Θεός σχωρέσ’ την. Σιωπή. Ο Στράτος την έσπασε πρώτος. «Σας πήραν τηλέφωνο οι µπάτσοι; Να πάµε αύριο για κατάθεση;» «Ναι», απάντησε ο Μάρκος για τον εαυτό του, όντας ωστόσο σίγουρος ότι το ίδιο θα ίσχυε και για τους υπόλοιπους. «Αύριο. Πριν... πριν την κηδεία». «Καλώς», ξεφύσηξε ο Μανόλης. «Άρα, λοιπόν, ραντεβού αύριο, κύριοι. Στους µπάτσους». Ο Παναγιώτης χτύπησε το κούτελό του µε µανία. «Δεν το χωράει ο νους µου, ρε πούστη! Ποιος θα µας το ’λεγε ότι στα καλά καθούµενα, στα δεκαπέντε µας, θ’ ανακατευόµασταν µε µπάτσους, προανακριτικά, εισαγγελείς, ιατροδικαστές...» «Γιατί, µήπως µας το ’λεγε κανείς ότι στα δεκαπέντε µας θ’ ανακατευόµασταν εγώ µε το γκαράζ, να πλένω αυτοκίνητα, κι εσύ µε τα κουτούκια, να παίζεις µπουζούκι, κι ο Μάρκος σερβιτόρος σε ταβέρνα κι η Αναστασία στη φάµπρικα να κουβαλάει κασόνια;» αντιγύρισε οργισµένος ο Αλκιβιάδης. «Εδώ ανοίγεις άλλο νταβαντούρι, φίλε», παρατήρησε ο Νικόλας. «Θίγεις καυτά κοινωνικά ζητήµατα». «Να τα θίξει, ρε, καλά κάνει!» συµφώνησε ολόψυχα ο Στράτος. «Αν η αδερφή µας ήταν κόρη κανενός πρωθυπουργού, τώρα ο ένοχος θα είχε κιόλας συλληφθεί. Αλλά, βλέπεις, δεν ήταν! Ήταν µια απλή Αναστασία, που αντί να πάει διακοπές τώρα που τέλειωσε το σχολείο, θα κουβαλούσε κασόνια στη φάµπρικα». «Μη γίνεσαι άδικος», είπε απαλά ο Μάρκος. «Είµαι σίγουρος ότι η Αστυνοµία θα κάνει ό,τι καλύτερο µπορεί». «Μακάρι», ψιθύρισε ο Στράτος. «Γιατί αν δεν κάνει, τότε εγώ θα θέλω να σκοτώσω άνθρωπο. Δεν έχω ξανανιώσει έτσι στη ζωή µου. Πρώτη φορά που βάζω ένα ερώτηµα και δε θα βρεθεί κανείς να µου το απαντήσει. Γιατί έγινε αυτό, ρε πούστη; Γιατί σ’ εκείνη; Και να φανταστεί κανείς πως ήµασταν µαζί, µετά την αφήσαµε οι µαλάκες να συνεχίσει µόνη της και τότε...» Η φωνή του έσβησε. Όλη η παρέα κατέβασε µονοµιάς το κεφάλι κι άρχισε να κοιτάζει τα παπούτσια της, σε πλήρη συντονισµό. Ο Νικόλας ήξερε – και τώρα είχε έρθει η ώρα να συζητηθεί κι αυτό. Όλοι τους ένιωθαν θυµό, θλίψη, πόνο, οργή... Και µια απέραντη ενοχή. Ο Νικόλας ανέλαβε το δύσκολο έργο να τους φέρει όλους εκεί µέσα αντιµέτωπους µε τον ίδιο τους τον εαυτό. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, να µη µείνουν σκιές ανάµεσά τους, σ’
αυτούς που ως τώρα µοιράζονταν τα πάντα, λύπες και χαρές. «Το έχω σκεφτεί ένα εκατοµµύριο φορές απ’ την ώρα που έµαθα τι έγινε», είπε αργά και σταθερά, τονίζοντας µια µια τις λέξεις. «Εµείς φταίµε. Αν την πηγαίναµε εµείς στο σπίτι της, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συµβεί. Τώρα θα ήµασταν µαζί. Κι εκείνη θα ζούσε...» Κούνησε το κεφάλι του απελπισµένος. «Σκάσε, µαλάκα, µην το ξαναπείς αυτό», ράγισε η φωνή του Μανόλη. «Γιατί, ρε; Ψέµατα είναι; Έχει απόλυτο δίκιο ο Νικόλας! Είµαστε ξεφτίλες, άχρηστοι! Εµείς σκοτώσαµε την Αναστασία», φώναξε ο Παναγιώτης κι η φωνή του πνίγηκε σ’ ένα λυγµό. «Οι άντρες πρέπει να έχουν το θάρρος ν’ αντικρίζουν την αλήθεια κατάµατα, κι εγώ είµαι άντρας, ρε! Τ’ ακούτε; Είµαι άντρας κι οµολογώ ότι είµαι ένοχος. Και κάτι ακόµα: δεν ξέρω τι θα γίνει από δω και µπρος, πού στο διάολο θα µε πάει η ζωή, αυτό που ξέρω όµως µε σιγουριά είναι ότι τίποτα πια για µένα δε θα είναι το ίδιο. Ούτε χαρά ούτε στρατηγείο ούτε ο ίδιος µου ο εαυτός. Τέλειωσα, µαλάκες. Είµαι δολοφόνος, όπως δολοφόνοι είµαστε όλοι µας. Πώς θα µπορέσουµε να συνεχίσουµε να ζούµε µετά απ’ αυτό;» Ο Μανόλης ο αρχηγός, µπροστά στη φοβερή αλήθεια που κλήθηκε ν’ αντιµετωπίσει, µια αλήθεια που προσπαθούσε µε νύχια και µε δόντια να την αποφύγει κι ας την ήξερε ήδη, έπαθε σοκ. Τρελάθηκε. «Σκάσε, ρε, σου λένε! Βγάλε το σκασµό!» Με ορµή κι ευλυγισία αιλουροειδούς έδωσε έναν πήδο, άρπαξε τον Παναγιώτη και τον έριξε στο πάτωµα. Άρχισαν να παλεύουν σαν άγρια σκυλιά σε κάποιο παράνοµο διαγωνισµό – µόνο που τριγύρω δεν ακούγονταν ζητωκραυγές και παρακινήµατα αλλά ένας παρατεταµένος, αργόσυρτος θρήνος. Στο τέλος βρέθηκαν να κλαίνε αγκαλιασµένοι στο πάτωµα, ενώ οι υπόλοιποι είχαν σηκωθεί όρθιοι κι είχαν τις πλάτες τους γυρισµένες. Κοιτούσαν τον τοίχο για ν’ αποφύγουν να κοιταχτούν µεταξύ τους – αλλά, αλίµονο, η αλήθεια βρισκόταν παντού. «Ηρεµήστε», είπε τελικά ο Νικόλας ρουφώντας τη µύτη του µε θόρυβο. «Κάναµε ό,τι µπορούσαµε. Μα ήταν γραφτό. Το ριζικό δεν ξεγράφτει. Ό,τι έγινε ήταν θέληµα Θεού». «Αυτές τις µαλακίες λες και θ’ αρχίσω να κατεβάζω τα θεία εδώ και τώρα», αντιγύρισε άγρια ο Μανόλης. «Πώς διάολο µπορεί να ήταν θέληµα Θεού ένας τόσο άδικος θάνατος; Μια απαγωγή; Ένας βιασµός; Τα µαρτύρια, τα βασανιστήρια, ο φόνος...» «Κι όµως...» συνέχισε ανελέητος ο Νικόλας, µ’ αυτό τον ψιθυριστό τόνο στη φωνή που είχε τη δύναµη να υπνωτίζει. «Το τέλος ήταν αναπόδραστο. Είναι σαν να το είδα µε τα µάτια µου». Όλοι τον κοίταξαν µ’ έκπληξη και περιέργεια. Ο Νικόλας είχε έµφυτη κλίση προς τη µεταφυσική και πολύ συχνά οι προβλέψεις του αποδεικνύονταν αλάνθαστες, οπότε, ό,τι κι αν είχε να τους πει, οι σύντροφοί του ήθελαν, αν µη τι άλλο, να τ’ ακούσουν. «Λέγε, ρε αρχίδι», µούγκρισε ο αρχηγός. «Τι ξέρεις πάλι;» Ο Νικόλας πήρε µυστηριώδες ύφος. «Κατάστρωσα τον αστρολογικό χάρτη της ώρας του φόνου µε απόκλιση δύο ωρών προς τα µπρος», εξήγησε. «Μετά χρησιµοποίησα και τεχνικές της Ωριαίας Αστρολογίας κι έθεσα το κρίσιµο ερώτηµα: ποιος, πού, πότε, γιατί... ξέρετε». Τους κοίταξε όλους, έναν έναν. «Και για να είµαι σίγουρος χίλια τα εκατό, έριξα και τα χαρτιά. Όλα κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσµα», ολοκλήρωσε κι η φωνή του έσβησε σ’ έναν απόηχο γεµάτο παραδοξότητες και κρυµµένη, αρχέγονη γνώση. Ο Μανόλης, προσπαθώντας να παραστήσει τον λογικό και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που προκάλεσαν τα λόγια του Νικόλα, ξεφύσηξε περιφρονητικά – η αλήθεια είναι ότι πιέστηκε αρκετά για να το κάνει. «Ωραία... αρχίσαµε τις µαλακίες πάλι», βρυχήθηκε, ενώ στην πραγµατικότητα καιγόταν από περιέργεια. «Λέγε, ρε, τι σκατά σού είπαν τ’ άστρα και τα χαρτιά;»
Ο Νικόλας τους έκανε νόηµα να µαζευτούν και να κλείσουν τον κύκλο γύρω απ’ το τραπέζι, σαν να ήθελε να φτιάξει µια ασπίδα προστασίας απ’ τον αόρατο εχθρό. «Την Αναστασία τη βασάνισε και τη σκότωσε µια ολόκληρη συµµορία. Δυο άντρες και δυο γυναίκες. Πήγε µαζί τους µε τη θέλησή της γιατί... ήταν σαν να τους γνώριζε, χωρίς, βέβαια, να ξέρει τι επρόκειτο να της συµβεί. Το πιο παράξενο απ’ όλα είναι άλλο». Σταµάτησε για να πάρει µια ανάσα – τη στιγµή που οι σύντροφοί του κρατούσαν τη δική τους. «Αυτός που τη σκότωσε είναι πλούσιος και διάσηµος. Ευυπόληπτος πολίτης. Άτοµο πέραν πάσης υποψίας. Ασχολείται µε το χώρο του θεάµατος –κάρτα Ο Μάγος– κι έχει και πολλά λεφτά – κάρτα Βασιλιάς των Πεντάκτινων. Την ξεγέλασε µε ύπουλο τρόπο –κάρτα Σελήνη και πέντε των Σπαθιών–, γι’ αυτό η Αναστασία πήγε µαζί του. Και µετά...» Τα µάτια του πήραν µια έκφραση γνήσιας φρίκης, λες κι ήταν µπροστά στα γεγονότα και τα παρακολουθούσε να ξαναγίνονται και να εκτυλίσσονται σε αργή κίνηση. Σιωπή. «Αλλά το χειρότερο είναι άλλο», συνέχισε ο Νικόλας. «Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Ο δολοφόνος θα ξαναχτυπήσει σύντοµα. Κινδυνεύει κι ένα άλλο γνωστό µας πρόσωπο». Σιωπή. «Η Βενετία Ματζιούρη». Σιγή ιχθύος. Οι προβλέψεις του καθηγητή Αχλάδα µόλις είχαν τελειώσει – το όλο σουαρέ εστέφθη από απόλυτη επιτυχία. Ο Μανόλης ρουθούνισε σοβαρός. «Δε µου λες, ρε; Όλ’ αυτά σ’ τα είπαν τ’ άστρα και τα χαρτιά;» «Ναι», είπε ο Νικόλας. «Και σου είπαν κι ονόµατα;» «Σχεδόν. Πες πως είναι διαίσθηση». «Κι αύριο, στην κατάθεσή σου στους µπάτσους, θα τα ξεφουρνίσεις και σ’ αυτούς όλ’ αυτά;» «Ναι». Αυτό πήγαινε πολύ – για την ακρίβεια, πάρα πολύ. Ο Μανόλης χτύπησε το τραπέζι µε το χέρι του τόσο δυνατά, που παραλίγο ν’ αναποδογυριστεί το κερί που έκαιγε. «Δε µου λες, ρε Νικόλα; Αλήθεια, έχεις σκεφτεί το ενδεχόµενο ν’ αποφύγεις τους µπάτσους –για να µη χάνεις χρόνο δηλαδή– και να πας κατευθείαν στο Δαφνί; Σε πετάω κι εγώ άµα γουστάρεις. Αδερφέ µου, η πολλή τηλεόραση σ’ έχει τρελάνει για τα καλά». Κανένας δε γέλασε µε το αστείο. «Πέστε ό,τι θέλετε», ψιθύρισε ο Νικόλας. «Εγώ πάντως την αλήθεια την είδα. Αυτά θα τα πω στην Αστυνοµία κι αυτοί ας κάνουν ό,τι θέλουν. Αν και, κι αυτό είναι το πιο λυπηρό απ’ όλα, ο δολοφόνος δεν πρόκειται να συλληφθεί. Ποτέ». «Θέλω να φύγω», κλαψούρισε ο Αλκιβιάδης. «Θυµάµαι το χτες, όταν αρχίσαµε τις µεταφυσικές µαλακίες και τα παραµύθια του τρόµου, µας πήρε και µας σήκωσε. Φοβάµαι». Ο Παναγιώτης σηκώθηκε όρθιος. «Σταθείτε µια στιγµή». Έσκυψε στη σακούλα που είχε φέρει µαζί του και την ψαχούλεψε. Έβγαλε ένα κασετόφωνο. «Χτες ο Στράτος είχε πει ότι η συνάντησή µας χρειαζόταν µουσική υπόκρουση, αλλά κασετόφωνο δεν υπήρχε. Το σκέφτηκα σήµερα, όταν ερχόµουν εδώ πάνω µονάχος µου, για να κάτσω να σκεφτώ και να την κλάψω ήσυχος. Το πήρα µαζί µου. Δεν ήξερα ότι θα ’ρθετε κι εσείς εδώ...» άρχισε να λέει ο Παναγιώτης, αλλά αµέσως µετά χαµήλωσε το κεφάλι του ντροπιασµένος. «Ψέµατα, µάγκες. Το ήξερα. Το ήξερα ότι θα ερχόσασταν κι εσείς. Πέστε µου,
υπάρχει καλύτερος τρόπος να την αποχαιρετίσουµε απ’ το να βάλουµε να παίζει το αγαπηµένο της τραγούδι, που είναι και δικό µας αγαπηµένο; Υπάρχει;» «Ρίξ’ το», έκανε δακρυσµένος ο Νικόλας. Σε λίγα δευτερόλεπτα η θεία µουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου είχε γεµίσει το χώρο µε νότες κρυστάλλινες κι αναµνήσεις από νύχτες καλοκαιριού που είχαν γίνει ένα χαµένο χτες και δε θα ξανάρχονταν ποτέ, ποτέ πια... «...Ποιος δρόµος είναι ανοιχτός/να βγω να περπατήσω,/να βρω τη µαύρη µοίρα µου/βαριά να της µιλήσω...» Ο Στράτος χαµογέλασε. «Αµάν! Καζαντζίδης! Θυµάστε παιδιά; Απ’ την ταινία Οι Αδίστακτοι...» «...Να κάτσουµε σε µια γωνιά/και να τα πούµε οι δυο µας,/ποιος είν’ αυτός που έγραψε/το µαύρο ριζικό µας...» Ο Μανόλης, που ως τα τώρα αµφιταλαντευόταν, εκείνη ακριβώς τη στιγµή πήρε την απόφασή του. Σηκώθηκε ολόρθος. «Σηκωθείτε, µάγκες!» διέταξε. «Γιατί;» φώναξαν όλοι µαζί, για ν’ ακουστούν πάνω απ’ τις µοναδικά θεσπέσιες φωνές του Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας. «ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΗΡΘΑ ΕΔΩ ΠΑΝΩ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΜΕΝΟΣ!» ούρλιαξε ο αρχηγός. Απ’ τη δική του σακούλα έβγαλε ένα µπιτονάκι. Τράβηξε το καπάκι. Άρχισε να σκορπίζει το υγρό περιεχόµενο εδώ κι εκεί. «...Αν είν’ η νύχτα µάστορης/κι ο Χάρος είναι πέτρα,/τρεις µέρες, κόσµε του καηµού,/στα δάχτυλά σου µέτρα...» Μηχανικά, βγήκαν όλοι έξω, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Το κασετόφωνο έµεινε µονάχο του πάνω στο τραπέζι, να παίζει το τραγούδι που σηµάδεψε τα δεκαπέντε τους χρόνια. Ο Παναγιώτης βαθιά µέσα του ήξερε ότι δε θα ξανάβλεπε ποτέ το κασετόφωνό του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Είχε πάρει την απόφασή του. Θα το έκανε θυσία στο βωµό της γλυκιάς ανάµνησης – πεσκέσι για να εξευµενίσει τον Χάρο. Από κάτω τα φώτα της πόλης λαµπύριζαν αχνά. Μόνοι. Ο Μανόλης πήρε ένα σπίρτο και το άναψε. «Τι κάνεις, ρε µαλάκα...» ψιθύρισε ο Μάρκος. «Τι κάνω, ρε! Θα βάλω φωτιά! Θα τα κάψω όλα! Καίω τη ζωή... καίω και το θάνατο...» ούρλιαξε. «Μα θα µας µπουζουριάσουν κι εµάς στο φρέσκο! Δεν είναι δικιά µας η καλύβ...» άρχισε να λέει ο Νικόλας, αλλά κατάπιε τη φωνή του µε τη θέλησή του – κι ήταν περήφανος γι’ αυτό. Δεκαπέντε χρόνων. Ο Μανόλης έριξε το σπίρτο. Η καλύβα λαµπάδιασε µέσα σε δευτερόλεπτα. «...να κάτσουµε σε µια γωνιά/και να τα πούµε οι δυο µας...» Το τραγούδι έπαψε ν’ ακούγεται, γιατί πνίγηκε κάτω απ’ το θρήνο του Μανόλη, που είχε πέσει στο γυµνό χώµα κι ούρλιαζε σαν πονεµένος τρελός που παρακαλάει να είναι ανοιχτός ο ουρανός για να φτάσει ο καηµός του ως τον ίδιο το Θεό. «Πού είσαι, Αναστασία... Γύρνα πίσω... Θεέ µου, γιατί εκείνη... Στείλ’ την πίσω, Θεέ µου, µ’ ακούς, µ’ ακούς, Θεέ µου, ΣΤΕΙΛ’ ΤΗΝ ΠΙΣΩ...» Θεία τρέλα.
Τέλος κι αρχή, στο ίδιο µέρος όπου άρχισαν και τέλειωσαν όλα. Εκείνη τη νύχτα, στις 24 του Ιούνη, για τα στεφάνια του Μάη που δεν κάηκαν, για τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, για τον καηµό που δεν µπορούσε να τον σβήσει η φωτιά. Εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας.
Ο
όπου φυλάσσονταν τα πειστήρια των εγκληµάτων που είχαν σχέση µε ανθρωποκτονίες βρισκόταν στον ίδιο όροφο µ’ όλη την υπόλοιπη υπηρεσία Δίωξης Ανθρωποκτονιών στη ΓΑΔΑ. Στον εντέκατο. Το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα ήταν ότι ο αρχιφύλαξ Φώτης Μπούρµαλης είχε κλειδιά του γραφείου Πειστηρίων, κανονικά και µε το νόµο, όπως ακριβώς κι όλοι οι συνάδελφοί του που υπηρετούσαν στο Ανθρωποκτονιών. Κι εκείνος, που υπό κανονικάς συνθήκας θεωρούσε την κατοχή κλειδιών αυτού του νευραλγικού γραφείου γεγονός δεδοµένο, αυτονόητο και εν τέλει ανάξιο λόγου κι ιδιαίτερης σηµασίας, τώρα που οι συνθήκες πόρρω απείχαν απ’ το να θεωρούνται κανονικές, δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει για πολλοστή φορά το Θεό για την αµέριστη βοήθεια και συµπαράσταση που του είχε προσφέρει ως τώρα. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά ο Μπούρµαλης ήταν τόσο αποφασισµένος, τόσο πολύ κουρδισµένος, που θα µπορούσε να φτάσει και µέχρι του σηµείου να διαρρήξει το γραφείο των Πειστηρίων για να πετύχει το σκοπό του και να φτάσει στην αλήθεια – την οποία, βέβαια, ήδη γνώριζε, την έβλεπε σχεδόν µπροστά του υλοποιηµένη µε σάρκα κι οστά, να τον κοιτάζει µε προσµονή κι ολοένα αυξανόµενη ικανοποίηση. Βέβαια, ακόµα κι ένα κάθαρµα σαν τον Άρη Παγκράτη και τη σπείρα του δικαιούνταν το τεκµήριο της αθωότητας. Μόνο τα αδιάσειστα στοιχεία ήταν απόδειξη ενοχής – κι ο Μπούρµαλης τα χρειαζόταν. Η αλήθεια είχε µια δίδυµη αδερφή – τη δικαιοσύνη. Κι ο Μπούρµαλης ήθελε να είναι χίλια τα εκατό σίγουρος ότι θα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να τις αποκαταστήσει και τις δυο. Σκέφτηκε τις δικές του αδερφές στο χωριό και προσπάθησε να χαµογελάσει. Τζίφος. Κάθιδρος και χλοµός, βγαίνοντας απ’ το γραφείο του ταξίαρχου Φράγκου άρχισε να διανύει το µακρόστενο διάδροµο του εντέκατου ορόφου. Το γραφείο Πειστηρίων βρισκόταν στην άλλη άκρη, τέρµα δεξιά. Ο διάδροµος του φαινόταν ατέλειωτος, οι τοίχοι έµοιαζαν να γέρνουν – αλλά αυτό ήταν ιδέα του. Την ώρα που περνούσε έξω απ’ το γραφείο του, πατώντας στις µύτες των ποδιών διότι το τακ τακ απ’ τα τακούνια των παπουτσιών του έφτανε στ’ αφτιά του σαν οµοβροντία µέσα στη νεκρική σιγή, προσευχήθηκε µ’ όλη του τη δύναµη να µην τύχαινε κι άνοιγε ξαφνικά η πόρτα κι ερχόταν µούρη µε µούρη µε τον Καπιρέλη. Αυτό θα ήταν ο σπινθήρας που θα πυροδοτούσε την έκρηξη των τεντωµένων νεύρων του. Δε θα µπορούσε άλλο πια να κρατάει την ψυχραιµία του µε τίποτα: θ’ άρχισε να ουρλιάζει δίχως να µπορεί να σταµατήσει, κι οπωσδήποτε τέτοιου είδους ουρλιαχτά ουδεµία σχέση θα µπορούσαν να έχουν µε µια, έστω ανύπαρκτη, σούρτιση. Ευτυχώς, ο Καπιρέλης δούλευε. Μάλλον. Στον εντέκατο όροφο της ΓΑΔΑ εκείνη την ώρα επικρατούσε µια αφύσικη έλλειψη κινητικότητας, ιδιαίτερα αφύσικη δεδοµένου ότι είχε διαπραχθεί ένα ειδεχθέστατο έγκληµα κι όλοι θα έπρεπε να βρίσκονται επί ποδός πολέµου, βαβούρα να επικρατεί, οµιλίες συγκεχυµένες και µη, άνθρωποι να πηγαίνουν και να ’ρχονται µε χαρτιά στα χέρια και λοιπά, όπως στις διαφηµίσεις απορρυπαντικών όπου ένας µαλάκας µιλάει για την αποτελεσµατικότητα του απορρυπαντικού ενώ από πίσω του πάνε κι έρχονται άσκοπα άλλοι δέκα χαµογελώντας σαν ηλίθιοι και κρατώντας έγγραφα στα χέρια για να προσδώσουν κύρος στην όλη υπόθεση. Εδώ, απόψε, τώρα, επικρατούσε άκρα ησυχία – τόσο άκρα, που καταντούσε ύποπτη. ΧΩΡΟΣ
Ξαφνικά ο γνώριµος χώρος γύρω του έπαψε να του γεννά αισθήµατα ασφάλειας κι εµπιστοσύνης· τώρα τον ένιωθε ξένο, απειλητικό. Κι ο Μπούρµαλης ένιωθε µόνος, ανυπεράσπιστος και γυµνός, εκτεθειµένος σε χιλιάδες αόρατα αλλά άκρως εχθρικά µάτια που τον κοιτούσαν σιωπηλά. Περίµεναν. Παραµόνευαν. Με τα µάτια της φαντασίας του είδε τον εαυτό του να σκύβει πάνω απ’ την κλειδαριά της πόρτας του γραφείου των Πειστηρίων. Αυτή να µην ανοίγει. Και τότε αυτός να πέφτει στα γόνατα, να χρησιµοποιεί ένα αποτελεσµατικό διαρρηκτικό εργαλείο και να την παραβιάζει. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγµή, που αυτός θα δούλευε ιδρωµένος, να νιώθει στον ώµο του ένα χέρι. Και πριν προλάβει να τσιρίξει τροµοκρατηµένος σαν ακρίδα που την τσακώσανε στα πράσα, το χέρι αυτό να τον σηκώνει µε την ευκολία που ένας λιµενεργάτης φορτώνεται ένα σακί, και µετά µε το άλλο, το ελεύθερο χέρι, ν’ ανοίγει το παρακείµενο παράθυρο και... Την ώρα που στην κυριολεξία άκουγε το τροµαχτικό «µπαµ» που θα έκανε η πρόσκρουσή του στο έδαφος µετά από πτώση που διαρκούσε έντεκα ορόφους, τη στιγµή που έβλεπε σ’ αργή κίνηση τα κοµµατάκια του κεφαλιού του να σκορπίζονται στην άνυδρη άσφαλτο κι όλο το σκηνικό να βάφεται κόκκινο, συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει έξω απ’ το γραφείο των Πειστηρίων και κοίταζε την πόρτα σαν ηλίθιος, µε τα µάτια γουρλωµένα, χάνοντας χρόνο µε τρόπο τόσο χονδροειδή και σκανδαλώδη ώστε ακόµα κι η λέξη «µαλάκας» θα φάνταζε πολύ επιεικής χαρακτηρισµός. Ηρέµησε. Ψυχραιµία. Μόνο αυτή θα σου χρειαστεί από δω και µπρος. Τελειώνεις. Ένας λόγος ήταν η ψυχραιµία· µετά απ’ την περιπέτεια που πέρασε λίγο πριν στα γραφεία του Εγκληµατολογικού ένιωθε να έχει αδειάσει. Τόσα ψέµατα, τόσο θέατρο, τόση τόλµη, τόση άνωθεν βοήθεια... Μέσα σε λίγα κρίσιµα λεπτά έκανε ό,τι δεν είχε κάνει σ’ ολόκληρη τη ζωή του, αστυνοµική και µη, κι είχε µετατραπεί από αρχιφυλακάκος Μπούρµαλης σε γνήσιο, ένδοξο τέκνο του Σέρλοκ Χολµς. Οπότε τώρα ήταν απόλυτα φυσιολογικό να νιώθει εξουθενωµένος, τόσο απ’ την αγωνιώδη αναζήτηση, όσο κι απ’ τα ευρήµατα στα οποία είχε οδηγηθεί. Ευτυχώς, η θύµηση του Σέρλοκ τον έκανε να ηρεµήσει πάραυτα. Είχε δουλειά να κάνει, διάολε, είχε σκοπό! Βέβαια, δεν έτρεφε αυταπάτες ότι θα κέρδιζε κανένα βραβείο όταν –όχι αν, όταν– θα έφερνε στο φως την αλήθεια – το πολύ πολύ να έπαιρνε το βραβείο της ανοιχτής παλάµης. Και, βεβαίως, υπήρχε και κάτι άλλο χειρότερο που µπορεί να έπαιρνε, αλλά αυτό προτιµούσε να µην το σκέφτεται. Του έφταναν και του περίσσευαν οι υποψίες που είχε, µερικές απ’ τις οποίες, βεβαίως, είχαν ήδη αποδειχθεί. Ο παρανοϊκός καλλιτέχνης είχε δικούς του και µέσα στο Σώµα της Αστυνοµίας – ώρες ήταν τώρα να ήταν όλοι δικοί του... Εκείνη ακριβώς τη στιγµή, από κάποιο γραφείο κάπου τριάντα µέτρα µακριά βγήκε ένας συνάδελφος κρατώντας στα χέρια του τη γνωστή και µη εξαιρετέα χαρτούρα. Ο Μπούρµαλης δεν τον αναγνώρισε – ιδρώτας στάλαζε στα µάτια του και τον είχε τυφλώσει. Ο συνάδελφος όµως τον είχε αναγνωρίσει και του κούνησε το χέρι. «Γεια σου, Μπούρµαλη! Τι κάνεις εκεί;» Γρήγορα, γρήγορα! Ο Μπούρµαλης τον κατάλαβε απ’ τον τόνο της φωνής, ο Κεµάλης, ο αστυφύλακας. «Ήρθα να πάρω ένα πειστήριο. Το χρειάζονται στο Εγκληµατολογικό», είπε καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να κάνει τη φωνή του να µην τρέµει σαν χαλασµένο φαγκότο. Μετάνιωσε την ίδια στιγµή για το ψέµα που είπε. Κι αν έσπαγε ο διάολος το πόδι του κι ο
Κεµάλης ερχόταν, µε κάποιο τρόπο που µόνο ο Σατανάς απεργάζεται, σε επαφή µε το Εγκληµατολογικό; Κι αν εκεί µάθαινε ότι το Εγκληµατολογικό δε χρειαζόταν απολύτως τίποτα απ’ το γραφείο των Πειστηρίων; Κι αν ο προϊστάµενος Αντωνίου κατέβαινε κάτω να δει τι σκατά συνέβαινε; Κι αν... Άι στο διάολο, ας γινόταν ό,τι σκατά ήθελε. Έτσι κι αλλιώς τα είχε πάρει όλα και τα είχε σηκώσει – συνεπώς τα «αν» και τα «µήπως» µόνο σύγχυση και θόρυβο προκαλούσαν. Ωστόσο... «Πού πας;» διακινδύνευσε να ρωτήσει τον Κεµάλη. «Για καφέ», απάντησε ο άλλος, φωνάζοντας πιο δυνατά απ’ όσο έπρεπε. «Θες να σου φέρω κι εσένα έναν; Έµαθα ότι έχεις σούρτιση, ένας καφές µε λίγο λεµόνι µέσα θα σου κάνει καλό!» Ο Κεµάλης ξέσπασε σε γέλια. Ο Μπούρµαλης εκµεταλλεύτηκε τη στιγµή – τώρα θα µπορούσε να το παίξει όσο πιο αδιάφορος γινόταν. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και γέλασε κι αυτός µε το ξινό αστείο του Κεµάλη, ενώ στην πραγµατικότητα το µόνο που ήθελε ήταν να πάει να του χώσει ένα µπουκέτο στη µούρη και να του ισιώσει τη στραβή µύτη του επειδή του θύµισε ότι το ρεζιλίκι που πέρασε στο Εγκληµατολογικό είχε ήδη κάνει το γύρο της ΓΑΔΑ. Φυσικά, προτίµησε απλώς να ξεκλειδώσει την πόρτα του γραφείου των Πειστηρίων. Εδώ είµαστε. Το γραφείο Πειστηρίων ήταν µεγάλος χώρος. Οι ντουλάπες αρχειοθέτησης περισσότερο έµοιαζαν µε κινητά ράφια, δίχως πόρτες να τις κλείνουν, έτσι ώστε ο ενδιαφερόµενος να έχει άµεση οπτική πρόσβαση στο υλικό και να µην είναι αναγκασµένος ν’ ανοιγοκλείνει πόρτες και συρτάρια και να ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα βλαστηµώντας για το χρόνο που έχανε. Βέβαια, τις περισσότερες φορές οι ντουλάπες ήταν µισοάδειες – τα πειστήρια των εγκληµάτων έπαιρναν την άγουσα προς τον εισαγγελέα, µε τελικό προορισµό το να φτάσουν στην ακροαµατική διαδικασία. Όµως καµιά φορά υπήρχαν κι εγκλήµατα ανεξιχνίαστα, οπότε τα πειστήρια φυλάσσονταν σ’ αυτόν ακριβώς το χώρο, έτοιµα προς χρήση ανά πάσα στιγµή σε περίπτωση που το έγκληµα εξιχνιαζόταν και περιµένοντας υποµονετικά να βάλει ο Θεός το χέρι Του ως προς την κατεύθυνση της εξιχνίασης, όταν οι κοινοί θνητοί µπάτσοι καµιά φορά δεν µπορούσαν –ίσως ακόµα και δεν ήθελαν– να το βάλουν. Βέβαια, συνήθως ο Θεός δεν έβαζε το χέρι Του σε τέτοιες δουλειές και κάποια εγκλήµατα παρέµεναν ανεξιχνίαστα για πάντα, µε τους εµπλεκοµένους να παίρνουν το µυστικό στον τάφο τους. Τέλος πάντων, εκτός απ’ τα πειστήρια των ανεξιχνιάστων, εδώ ακριβώς φυλάσσονταν και τα πειστήρια των φρέσκων εγκληµάτων. Σαν αυτό που έγινε χτες νύχτα, µε θύµα την Αναστασία Μόραλη. Ο Μπούρµαλης ήξερε ότι δεν είχε χρόνο –αύριο το πρωί η βαριοπούλα που διέλυσε το κεφάλι του άτυχου κοριτσιού θα οδηγείτο στον εισαγγελέα για τα περαιτέρω–, οπότε, ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν απόψε. Τώρα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του απαλά. Την κλείδωσε κιόλας. Αντί ν’ αφήσει τα κλειδιά πάνω στην πόρτα, τα κρέµασε ξανά στη ζώνη του. Δεν άναψε φως – ευτυχώς, είχε πάντα πάνω του ένα φακό. Δεν ήξερε γιατί έπαιρνε όλ’ αυτά τα αυξηµένα µέτρα ασφαλείας – δεν οργάνωνε καµιά
συνωµοσία, δεν πήγαινε να διαπράξει κανένα έγκληµα! Αντιθέτως, βρισκόταν µέσα σ’ ένα γνώριµο χώρο τον οποίο επισκεπτόταν σχεδόν καθηµερινά για τη µια ή την άλλη δουλειά, οπότε έπρεπε να νιώθει εντελώς αθώος. Κι όµως, απόψε κάτι ήταν διαφορετικό· ήξερε ότι πήγαινε να διεξαγάγει µυστικές έρευνες δίχως να έχει λάβει καµιά σχετική άνωθεν εντολή κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται σαν τον Αδάµ την ώρα που τον φώναζε ο Θεός να πάει κοντά Του, αφού όµως ο πρώτος είχε φροντίσει να καταναλώσει ολόκληρο το απαγορευµένο µήλο που τόσο απλόχερα του είχε προσφέρει η κοκορόµυαλη Εύα. Ένοχος. Έπρεπε να δράσει γρήγορα, αθόρυβα κι αποτελεσµατικά και να εξαφανιστεί από κει µέσα το συντοµότερο δυνατό. Είχε ένα κακό προαίσθηµα. Το µόνο θετικό ήταν ότι γνώριζε το χώρο σπιθαµή προς σπιθαµή, ήξερε πού να ψάξει και τι να βρει. Έριξε το φακό και φώτισε το σωστό σηµείο – να η βαριοπούλα, το όπλο του εγκλήµατος, τυλιγµένη όµορφα όµορφα µέσα στη σακούλα της τη φτιαγµένη από αεροστεγή ζελατίνα που προστάτευε τα δαχτυλικά αποτυπώµατα του δράστη, που άνοιγε κι έκλεινε µε ένα κέρατο σαν φερµουάρ, χρατς, χρουτς... Για να µπαζοβγάζουν οι αρµόδιοι το πειστήριο σύµφωνα µε τις ανάγκες. Ο Μπούρµαλης ανατρίχιασε. Αυτό το µαραφέτι που τώρα στεκόταν ακίνητο πάνω σ’ ένα ράφι χτες µόλις είχε ανέβει και κατέβει Κύριος οίδε πόσες φορές πάνω σ’ ένα κοριτσίστικο κεφάλι και το είχε µετατρέψει σε κιµά. Ήταν βέβαιος ότι θα έβλεπε ίχνη αίµατος –ενδεχοµένως και κάτι ακόµα χειρότερο και πιο αηδιαστικό– και γι’ αυτό ήταν προετοιµασµένος. Ούτως ή άλλως το στοµάχι του ήταν δεµένο σαν ναυτικός κόµπος, οπότε αποκλείεται το περιεχόµενο να έβρισκε δίοδο προς τον έξω κόσµο, ωστόσο δεν ήταν κακό να παίρνει κανείς τα µέτρα του. Το τελευταίο που του χρειαζόταν ήταν να ξεράσει επιτόπου εκεί µέσα – αυτό κι αν θα ήταν πειστήριο... Έβγαλε απ’ τη δεξιά τσέπη του παντελονιού του µια µέντα – από µικρός, όταν ένιωθε ναυτία, η µάνα του τον παστούρλωνε µε µέντες. Κόλπο βγαλµένο απ’ την καρδιά της λαϊκής Ιατρικής, το οποίο τουλάχιστον σ’ αυτόν έπιανε πάντα. Άρχισε να µασουλάει σαν κατσίκι· ο θόρυβος που έκανε το στόµα του τον ανατρίχιασε ακόµα περισσότερο, πλατς πλουτς, πλατς πλουτς, σιχτίρι... Χάνεις χρόνο, µαλάκα. Δε γινόταν αλλιώς, έπρεπε να πάρει στα χέρια του το σατανικό µαραφέτι του τρόµου. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγµατα, θ’ αναγκαζόταν να χρησιµοποιήσει όλη του την εµπειρία, την τέχνη και τα πολύτιµα µαθήµατα που είχε πάρει όλ’ αυτά τα δεκαεννέα χρόνια που βουρλιζόταν στην Αστυνοµία. Εφόσον δεν επρόκειτο να του δοθεί άλλη χρυσή ευκαιρία να ξανατρυπώσει στα γραφεία του Εγκληµατολογικού και να εκτυπώσει το αποτύπωµα που βρέθηκε στη βαριοπούλα απ’ τον υπολογιστή του Αντωνίου, έπρεπε να επαναλάβει ολόκληρη τη διαδικασία απ’ την αρχή. Κάποιοι εκεί µέσα τον θαύµαζαν για την ανδρεία που επέδειξε στις περιστάσεις που είχε κληθεί ν’ αντιµετωπίσει. Κάποιοι άλλοι, σαφώς λιγότεροι, τον θεωρούσαν ηλίθιο, κατάλληλο µόνο για να κρατάει πρακτικά µηνύσεων και καταθέσεων και να πηγαινοφέρνει χαρτιά στα γραφεία ανωτέρων. Ακόµα κι η ανδρεία που έδειχνε την ώρα του καθήκοντος ήταν δείγµα της ηλιθιότητάς του, θα σκέφτονταν αυτοί οι σαφώς λιγότεροι, ότι και καλά ριχνόταν στη µάχη δίχως να έχει τη συναίσθηση του κινδύνου, όπως ακριβώς κάποιος διανοητικά καθυστερηµένος
– κι όλ’ αυτά µόνο και µόνο για να εισπράξει έναν έπαινο χωρίς άλλο πρακτικό αντίκρισµα. Αρχιφύλακας θα µείνεις µια ζωή, ρε Μπούρµαλη, αφού δεν είσαι του Πανεπιστηµίου, σου λείπει το χαρτί, µαλάκα! Έτσι θα σκέφτονταν οι σαφώς λιγότεροι. Ε, λοιπόν είχε έρθει η ώρα να τους βάλει τα γυαλιά – έστω κι αν δε θα µάθαιναν ποτέ τι σκόπευε να κάνει και πώς θα το έκανε. Είχε τόση εµπειρία στη λήψη αποτυπωµάτων που θα µπορούσε να δουλέψει ακόµα και στη Σήµανση, αλλά αυτό δεν το γνώριζε κανείς. Ο Μπούρµαλης είχε φροντίσει να εξασκηθεί µόνος του, όπως ακριβώς θα έκανε ο κάθε ένθερµος θαυµαστής του Σέρλοκ Χολµς που θέλει να σέβεται τον εαυτό του. Η προηγούµενη αηδία του για τα υπολείµµατα του θανάτου που σίγουρα θα υπήρχαν πάνω στη βαριοπούλα τώρα είχε αντικατασταθεί από ένα αίσθηµα ολοένα αυξανόµενης οργής. Ωραία, ο θυµός του που σιγόβραζε, γι’ αυτό τον πούστη κόσµο, για την αδικία, για τις συνωµοσίες και τους παρανοϊκούς που κατά πάσα πιθανότητα θα έµεναν ατιµώρητοι αν δε βρισκόταν κάποιος να τους σταµατήσει τον βοηθούσε να σκέφτεται πιο καθαρά. Οι ντουλάπες ήταν έτσι τοποθετηµένες ώστε να δηµιουργούν µικρούς διαδρόµους ανάµεσά τους. Στο πίσω µέρος του δωµατίου υπήρχαν φωριαµοί µε συρτάρια γεµάτα µε κάθε λογής πραµάτειες. Εκεί ακριβώς έσπευσε ο Φώτης Μπούρµαλης. Με ακριβείς κινήσεις άνοιξε το κατάλληλο συρτάρι κι έβγαλε από µέσα ένα ζευγάρι χειρουργικά γάντια. Τα φόρεσε. Τέσσερα συρτάρια αριστερά βρισκόταν ζελατίνα σαν αυτή που χρησιµοποιούσαν οι γιατροί για να παίρνουν δείγµατα ιστών, µαύρη σκόνη ειδική για τη λήψη αποτυπωµάτων κι ένα πινέλο του Θεού. Βέβαια, όλ’ αυτά δεν είχαν καµιά δουλειά να βρίσκονται εκεί, συνήθως τα έβρισκε κανείς εν αφθονία στα γραφεία της Σήµανσης, αλλά τα παιδιά της Σήµανσης, άκρως προνοητικά και µε µυαλό που δούλευε µε χίλιες στροφές το δευτερόλεπτο, είχαν φροντίσει ν’ αφήσουν και στο γραφείο των Πειστηρίων µερικά τέτοια µαραφέτια. Η πείρα τους τους είχε καταδείξει ότι ποτέ δεν µπορούσαν να ξέρουν πότε θα χρειαζόταν να πάρουν ή να ξαναπάρουν κάποιο αποτύπωµα, οπότε, απ’ το να τρέχουν ανάµεσα στα γραφεία για να βρουν υλικά λήψης, έχοντας πάνω απ’ το κεφάλι τους τους ταξίαρχους να κατεβάζουν καντήλια για την «καθυστέρηση», δεν πειράζει, βρε αδερφέ, άσε λίγο υλικό να βρίσκεται και στο γραφείο των Πειστηρίων! Πού ήταν το κακό; Δεν ήταν να πει κανείς ότι άφησαν υλικό λήψης αποτυπωµάτων στο υπουργείο Οικονοµικών, δέκα χιλιόµετρα µακριά! Ο Μπούρµαλης τα ήξερε όλ’ αυτά. Έκανε το σταυρό του σιωπηλός. Πήρε τα υλικά που χρειαζόταν και γύρισε πίσω, στο ράφι όπου ήταν ξαπλωµένη η βαριοπούλα. Την έβγαλε απ’ τη σακουλίτσα της και την κράτησε µε χέρια που έτρεµαν. Μα την Παναγία, ένιωθε τόσο παράξενα που διόλου περίεργο δε θα του φαινόταν να δει ξαφνικά µπροστά του να υλοποιείται η νεκρή – η µόνη που θα τον επιδοκίµαζε γι’ αυτή την παράτολµη πράξη του µε τους ξεκάθαρους σκοπούς. Υπήρχε, βεβαίως, πάντα κι η πιθανότητα να εµφανιζόταν µπροστά του η νεκρή κι αντί να του δώσει συχαρίκια να τέντωνε τη χερούκλα της και να τον τάραζε στο φάσκελο για τη χτεσινοβραδινή του απύθµενη βλακεία που της κόστισε τη ζωή – αλλά ο Μπούρµαλης ήταν ούτως ή άλλως τόσο ταραγµένος, που δε θ’ άντεχε να αντιµετωπίσει κανενός είδους µεταφυσικό ενδεχόµενο.
Τα λεπτά κυλούσαν. Απ’ το µοναδικό παράθυρο του δωµατίου εισχώρησε το ολόγιοµο φεγγάρι, που έµοιαζε κι αυτό να είχε γίνει ολοστρόγγυλο απ’ την έκπληξη. Τα χειρουργικά γάντια που φορούσε του στερούσαν την άµεση κι απόλυτη επαφή µε τα αντικείµενα που έπιανε στα χέρια του – η αίσθηση της αφής ήταν σαφώς αλλοιωµένη. Πήρε τη µαύρη σκόνη ελπίζοντας ότι δε θα τη σκόρπιζε στο πάτωµα τήδε κακείσαι. Για ν’ αποφύγει κάτι τέτοιο χρησιµοποίησε ένα χαρτόνι ως βάση. Πασπάλισε τη σκόνη πάνω στο όπλο του εγκλήµατος προσπαθώντας να σκέφτεται τη µανούλα του – αχ, τι όµορφα που πασπάλιζε η καηµένη η µανούλα του την άχνη πάνω στο φρεσκοψηµένο, µοσχοµυριστό κέικ που του έφτιαχνε ανήµερα των Θεοφανείων, που είχε τη γιορτή του... Πήρε το πινέλο µε προσοχή και µε κινήσεις που θα τις ζήλευε και χειρουργός άπλωσε µε χάρη τη µαύρη σκόνη πάνω στα αποτυπώµατα του δράστη. Τέλεια. Σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα πήρε στα χέρια του την ειδική ζελατίνα και την κόλλησε πάνω στη λαβή της βαριοπούλας. Κι ύστερα τράβηξε τη ζελατίνα µε προσοχή και την έβαλε σ’ ένα σακουλάκι. Τελειώσαµε. Με τον ιδρώτα του να στάζει στο πάτωµα σαν αναποφάσιστο ψιλόβροχο, έκανε το σταυρό του για µια ακόµα φορά. Τώρα ήταν η ώρα να πάει στο Αρχείο – κι εκεί θα µετρούσαν πολλοί και διάφοροι πόσα απίδια έπαιρνε ο σάκος! Μάζεψε τα σύνεργα µε σκοπό να τα πάει στη θέση τους και να τα τακτοποιήσει. Την ώρα όµως που είχε φτάσει ήδη στο βάθος του δωµατίου, εκεί όπου βρίσκονταν οι φωριαµοί µε τα συρτάρια, ένας ανεπαίσθητος θόρυβος τον έκανε να µαρµαρώσει απ’ το φόβο του. Και σε λίγο ο θόρυβος έγινε πιο αισθητός. Όχι, δεν ήταν ο ήχος της αδρεναλίνης που κόχλαζε µέσα στο αίµα του. Ήταν ήχος κλειδιών. Κάποιος διάολος ξεκλείδωνε την πόρτα του γραφείου Πειστηρίων. Κάποιος ερχόταν. Κι ήταν µεσάνυχτα. Η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσµατα. Καθόλου δεν τον ανακούφισε το νόστιµο αστείο του. Για ένα σατανικό δευτερόλεπτο ο Φώτης Μπούρµαλης πίστεψε ότι απ’ τη φρίκη και το φόβο του είχε παραλύσει.
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, στην Εκάλη των πλουσίων, το σπίτι του Άρη Παγκράτη ήταν κατάφωτο κι ολοστόλιστο, επί ποδός πολέµου για να υποδεχθεί τους εκλεκτούς καλεσµένους του οικοδεσπότη. Ήταν µεσάνυχτα. Όλος ο καλός κόσµος είχε φτάσει. Η ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας ήταν ήδη εκεί και γλεντοκοπούσε του σκασµού. Άλλωστε, ήταν κοινό µυστικό στα κοσµικά πηγαδάκια ότι ο Άρης Παγκράτης ήταν, χωρίς υπερβολή, ο καλύτερος διοργανωτής εκδηλώσεων στον κόσµο. Δεν εφείδετο χρηµάτων προκειµένου να περιποιηθεί τους καλεσµένους του, αλλά κυρίως δεν εφείδετο φαντασίας. Κάθε φορά τούς είχε κι από µια έκπληξη, κάτι εξαιρετικό κι εντελώς πρωτοποριακό, που δεν το περίµενε κανείς – εδώ δεν επρόκειτο για σαχλά πάρτι του συρµού, εκεί όπου ζει και βασιλεύει η µονοτονία, η βαριεστιµάρα και το χασµουρητό, µε τη συνεχή ανακύκλωση των ίδιων πραγµάτων και µάλιστα µε την ίδια σειρά: ποτό, φαΐ, χορός, κόκα, παρτούζα... Τα πάρτι του Άρη Παγκράτη ήταν, το δίχως άλλο, η απόλυτη εµπειρία. Όποιος είχε τη δυνατότητα να παρευρίσκεται σ’ αυτά θα µπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του τυχερό, ότι πριν πεθάνει θα τα είχε δει, ζήσει, κάνει όλα. Αρκεί να ήταν πρόθυµος. Αλλά, βέβαια, ο κύκλος του Άρη Παγκράτη αποτελούνταν µόνο από πρόθυµους ανθρώπους, εκλεκτά κι επίλεκτα µέλη του κλειστού κλαµπ που είχε άτυπα δηµιουργήσει, µε σχέσεις τόσο στενές που θύµιζαν «αδελφότητα» – µόνο που όσα ελάµβαναν χώρα µεταξύ των µελών κάθε άλλο παρά αδερφικά θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ο καλός κόσµος τού έδινε να καταλάβει. Πολιτικοί, µεγαλογιατροί, δικηγόροι, δικαστικοί, σηµαίνοντες οικονοµικοί παράγοντες, αλλά κι ηθοποιοί, τραγουδιστές και µοντέλα, έτρωγαν ό,τι πιο εκλεκτό κυκλοφορούσε στην εγχώρια και ξένη αγορά της γαστρονοµίας. Γνήσιο µαύρο χαβιάρι σε τόσο γενναιόδωρες ποσότητες ώστε εύλογα θα σκεφτόταν κανείς πως τα λαγωνικά του Άρη Παγκράτη είχαν φροντίσει ν’ αλιεύσουν ολόκληρο τον πληθυσµό των οξυρύγχων που περιδιάβαινε τις θάλασσες της γης, πατέ χήνας σε ποσότητες που θα µπορούσαν να καταστήσουν τις καηµένες τις χήνες είδος προς εξαφάνιση, σπάνιες τρούφες τεραστίων διαστάσεων, καπνιστός άγριος σολοµός της καλύτερης ποιότητας στον κόσµο, απ’ αυτόν που για να αποδώσει τα µέγιστα ως προς τη γεύση πρέπει να τον αλιεύσεις εντελώς συγκεκριµένη χρονική στιγµή και να τον καπνίσεις µ’ εκείνον το µοναδικό τρόπο που µόνο οι Σκοτσέζοι έχουν αναγάγει σε υψηλή τέχνη, σπέσιαλ κυνήγια µαγειρεµένα δηµιουργικά κι όλα εκείνα τα λοιπά πάσης φύσεως καλούδια που µόνο οι ισχυροί τούτου του κόσµου µπορούν να γεύονται, για να διαφέρουν απ’ τους ασήµαντους ακόµα κι ως προς το περιεχόµενο του στοµαχιού. Πανάκριβα γαλλικά κρασιά κι αµέτρητα µπουκάλια σαµπάνιας Dom Perignon του 1958 – µόνο αυτή η χρονολογία είχε αξία και καθιστούσε τη συγκεκριµένη σοδειά τόσο ακριβή και δυσεύρετη, άρα και την εµπειρία της κατανάλωσής της µοναδική κι αξέχαστη–, τα οποία είχε προµηθευτεί ο αµφιτρύωνας µόλις εκείνη τη µέρα στέλνοντας στη Γαλλία το ιδιωτικό του τζετ, συνόδευαν το ντερλίκωµα της καλής κοινωνίας. Εύθυµη µουσική φρόντιζε για την ψυχική ανάταση των καλεσµένων. Σε λίγο θα έβγαιναν οι πουράκλες Cohiba, τις οποίες οι Κουβανεζούλες κατασκεύαζαν τρίβοντας τα φύλλα του καπνού ανάµεσα στα µπούτια τους, ακριβώς κάτω απ’ τη σχισµή του τροφαντού κώλου τους, κονιακάκι Remy Martin για την καλή χώνεψη κι αµέσως θα ξεκινούσε ο χορός κι η σύσφιξη των ήδη στενών σχέσεων. Και µετά, θα έβγαινε άσπρο πράµα πρώτης ποιότητας – απ’ αυτό που το πίνεις και πας στον
Παράδεισο µε συνοπτικές διαδικασίες... Κι άσε τους φτωχοµπινέδες να εθίζονται στην ηρωίνη. Στον κόσµο αυτό δεν είναι όλοι ίδιοι, ευτυχώς. Ε, και στο τέλος θα ερχόταν η ώρα της έκπληξης, την οποία κι απόψε οι καλεσµένοι περίµεναν µε έντονη έξαψη κι αυξανόµενη υπερδιέγερση, «λαχτάρα» θα ήταν µια πιο σωστή περιγραφή. Ο Άρης Παγκράτης, ως γνήσιος αµφιτρύωνας ρωµαϊκού γλεντιού, περιέφερε µε χάρη το βασιλικό του παράστηµα ανάµεσα στους καλεσµένους του και φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά για την καλοπέρασή τους. Απόψε ήταν πολύ ευδιάθετος, µε τον καθένα ξεχωριστά είχε να µοιραστεί µια κουβέντα, ένα χαµόγελο, κάποιο νόστιµο καινούριο αστείο. Μπορεί µέσα στο τεράστιο σαλόνι του να παρευρίσκονταν γύρω στους εκατό ανθρώπους, όµως ο ίδιος καταφανώς ξεχώριζε ανάµεσά τους, λάµποντας σαν πολύτιµο πετράδι – ήταν ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς της βραδιάς. Και τότε µπήκε στο σπίτι ο Δάκης Ματζιούρης. Τον έφερνε ο Άνθιµος, κρατώντας τον αλά µπρατσέτα. Κι ο Άρης, που ήξερε να τιµά τους καλούς φίλους, ζήτησε ευγενικά συγγνώµη απ’ τη συντροφιά που τον µονοπωλούσε εκείνη ακριβώς τη στιγµή – συγκεκριµένα, συζητούσαν το φλέγον θέµα περί στρατηγικών επενδύσεων σε πολύτιµους λίθους, κι ειδικότερα στα ζαφείρια του Κασµίρ– κι έσπευσε να τον καλωσορίσει. «Καλώς τον!» είπε, δίνοντας στον Δάκη ένα πεταχτό φιλί στο στόµα. «Άργησες λιγάκι». «Γεια σας», χαιρέτησε ο Δάκης τη συντροφιά. «Μπορώ να σας πάρω λίγο τον Άρη, φαντάζοµαι!» Αντί άλλης απάντησης, η συντροφιά το έριξε στις χορευτικές φιγούρες ενός παλιού τσάρλεστον που παιζόταν εκείνη τη στιγµή. «Πεινάς;» ρώτησε ο Άρης το φίλο του στοργικά. «Σαν πούστης», ξεφύσηξε ο Δάκης. «Σε παρακαλώ, λες στον Άνθιµο να µου ετοιµάσει ένα πιάτο µ’ ό,τι να ’ναι;» «Άκου λέει! Άνθιµε!» φώναξε τον πιστό του γραµµατέα. Δε χρειάστηκε να του εξηγήσει µε λόγια, µια µικρή σειρά από χειρονοµίες ήταν υπεραρκετή. «Πάµε κάπου πιο ήσυχα; Θέλω να σου µιλήσω», είπε χαµηλόφωνα ο Δάκης. «Βεβαίως. Πάντως θα προτιµούσα να µου έλεγες “θέλω να τα πούµε”. Ξέρεις ότι το “θέλω να σου µιλήσω” ανέκαθεν είχε την ιδιότητα να µου χαλάει τη διάθεση, µου φέρνει στο νου υστερικές γκόµενες που θέλουν γάµο εδώ και τώρα!» γέλασε ο Άρης. Του έφερνε επίσης στο νου τη µάνα του – αυτή την έκφραση χρησιµοποιούσε όταν ήθελε να τον φέρει σε αµηχανία, για να κάνει ένα µοιραίο λάθος. Άντε γαµήσου, Βικτωρία. Ο Δάκης χαµογέλασε µε τον έξυπνο συλλογισµό του φίλου του. «Άκου “υστερικές γκόµενες”! Μα το Θεό, είσαι µοναδικός!» «Αυτό περίµενα ν’ ακούσω απ’ το στόµα σου. Πάµε!» Γλίστρησαν ανάµεσα στο πλήθος µην έχοντας µάτια παρά µόνο ο ένας για τον άλλο. Ο Άρης Παγκράτης, δίχως να το αντιλαµβάνεται ή να το επιδιώκει, χωρίς καν να το προσπαθεί, έλεγε µε τη γλώσσα του σώµατος «τώρα µην ενοχλείτε». Γενικότερα ήταν τέτοιας πάστας άνθρωπος: φιλικός αλλά συνάµα κι απόµακρος, προσηνής κι ευπροσήγορος µ’ όλο τον κόσµο, αλλά την ίδια στιγµή κι αποστασιοποιηµένος, ξένος, όπως ακριβώς ένας βασιλιάς µε τους υπηκόους του. Με πολύ λίγους ανθρώπους άφηνε να ξεδιπλωθεί όλος του ο εαυτός – κι ο Δάκης Ματζιούρης ήταν σίγουρα ο πρώτος των πρώτων ανάµεσά τους. Πραγµατικά, αν τους έβλεπε κανείς µαζί, έστω κι ανάµεσα σε µια λαοθάλασσα όπως η αποψινή, θα έλεγε ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι
είχαν τέτοιου είδους επαφή που µπορούσαν να φαίνονται –και να νιώθουν– ολοµόναχοι µαζί, ακόµα κι αν γύρω τους γινόταν ο κακός χαµός. Προσπέρασαν το σαλόνι, διάβηκαν δυο τρεις διαδρόµους κι έφτασαν σε µια απ’ τις εσωτερικές σκάλες που οδηγούσαν στον πάνω όροφο, και συγκεκριµένα στην πτέρυγα όπου βρίσκονταν τα ιδιαίτερα διαµερίσµατα του Άρη Παγκράτη. Σε µια σκοτεινή εσοχή δίπλα στο κεφαλόσκαλο δυο άτοµα απροσδιορίστου φύλου ήταν κουβαριασµένα κατάχαµα – οι αναστεναγµοί τους γίνονταν όλο και πιο δυνατοί κάθε στιγµή που περνούσε. Οι δυο άντρες έριξαν µια µατιά όλο περιέργεια και τότε είδαν ότι τα άτοµα αυτά ήταν γυναίκες, οι οποίες πρόσφεραν απλόχερα αµοιβαία ικανοποίηση η µία στην άλλη. Λοιπόν είναι παράξενο το πόσο περιττό καµιά φορά µπορεί να είναι το αντρικό εργαλείο. Μια υγρή, ζεστή, µαλακή γλώσσα µπορεί να προσφέρει τόση ηδονή όση δε θα µπορούσαν ούτε δύο αντρικά µόρια µαζί και να τα αντικαταστήσει επάξια. Άλλωστε είναι γνωστό τοις πάσι ότι µια ερωτική συνεύρεση µεταξύ γυναικών είναι το απαύγασµα του αισθησιασµού, η απόλυτη ερωτική φαντασίωση ενός άντρα, ακόµα κι αυτού που η ζωή του είναι γεµάτη από πάσης φύσεως εµπειρίες. Οι δυο γυναίκες δεν έδωσαν καµία σηµασία στα αρσενικά που στέκονταν από πάνω τους και τις κοιτούσαν, ήταν πολύ απασχοληµένες κι εντελώς απορροφηµένες απ’ τον ερωτικό τους οίστρο, ο οποίος, αν έκρινες απ’ τις φωνές τους, οδηγείτο µε µαθηµατική ακρίβεια προς την εξαίσια κορύφωση – το γαµήσι µε τη γλώσσα είναι γλυκό σαν σοκολατάκι, λένε οι γνώστες. Ο Δάκης χαµογέλασε και κοίταξε τον Άρη µε σηµασία. «Νωρίς άρχισε απόψε το πατιρντί, δε νοµίζεις;» Προσπέρασαν τις δυο µαινάδες του βακχικής εµπνεύσεως οργίου κι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά. «Ξέρεις, τώρα θυµήθηκα εκείνη την κορυφαία σκηνή απ’ τον Καλιγούλα. Στο ένα δωµάτιο ο µεγάλος γαµούσε την αδερφή του και τη γυναίκα του και στο άλλο δωµάτιο εκείνες οι ασύλληπτες γκόµενες που είδαν την όλη φάση από ένα µατάκι κι άρχισαν να γλείφονται µέχρι που έπεσαν ξερές!» γέλασε ο Άρης. «Πάντως, δε σου κρύβω ότι αυτές οι δυο µου τον έχουν τεντώσει αρκετά». «Ποιες είναι;» «Χέστηκα», έκανε ο Άρης περιφρονητικά. Έφτασαν στο δωµάτιό του. «Εδώ είµαστε». Βέβαια, η λέξη «δωµάτιο» ήταν ένας λόγος, όταν έχουµε να κάνουµε µ’ ένα θηρίο εκατό τετραγωνικών, µε χώρους που µπλέκονταν ο ένας µέσα στον άλλο κι έδιναν σχεδόν την αίσθηση λαβύρινθου – πάντως η όλη εντύπωση ήταν άκρως θετική. Τα πάντα εκεί µέσα απέπνεαν καλαισθησία κι ανέδιδαν άρωµα ηρεµίας, µολονότι ήταν φανερό µε την πρώτη µατιά ότι ο ιδιοκτήτης του χώρου ήταν άνθρωπος µάλλον ιδιόρρυθµος. Ο Άρης οδήγησε τον Δάκη στο µικρό σαλονάκι της κρεβατοκάµαράς του. «Τι θα πιεις;» «Τα γνωστά». Ο Άρης έσπευσε στο µπαρ και γέµισε δυο ποτήρια Jonnie Walker Blue Label. Όχι πάγο. Πρόσφερε το ένα στο φίλο του και βούλιαξαν κι οι δυο στις παχιές δερµάτινες πολυθρόνες. «Σ’ ακούω», είπε απαλά. Ο Δάκης κατέβασε µονοµιάς το µισό περιεχόµενο του ποτηριού του. Κοίταξε τον Άρη διαπεραστικά. «Έρχοµαι απ’ τη ΓΑΔΑ». «Κι εγώ που νόµιζα ότι θα µου ξεκινήσεις µια πλήρη αναφορά για τις επιτυχείς επαφές µας µε την Αµερική!» γέλασε ο Άρης. «Αυτό είναι πολύ πιο σηµαντικό!» «Τα της Αµερικής θα τα συζητήσουµε αύριο, µε το πρώτο φως της µέρας. Φρονώ ότι η
ΓΑΔΑ είναι πιο σηµαντική». «Όλα εντάξει εκεί;» παραδόθηκε απρόθυµα ο Άρης. «Φυσικά. Όλα είναι υπό έλεγχο, αλλά, βέβαια...» «Ε, τότε δεν υπάρχει “αλλά, βέβαια”. Προτιµώ να µου µιλήσεις για τη µικρή ανιψούλα σου», τον διέκοψε ο Άρης εύθυµα. Ο Δάκης δίστασε. Πραγµατικά, είχε πάρα πολλά να του πει για τη Βενετία-Μπέτυ, όπως, για παράδειγµα, τι ακριβώς είχε συµβεί ανάµεσά τους συνοδεία και των κοριτσιών του γραφείου πριν µερικές ώρες. Και, πραγµατικά, αυτά που είχαν γίνει θα έκαναν το προηγούµενο θέαµα των δυο γυναικών στην εσοχή της σκάλας να µοιάζει µ’ αθώο παιχνιδάκι µικρών παιδιών που ανακαλύπτουν τη σεξουαλικότητά τους παίζοντας «το γιατρό». Έκρινε όµως σκόπιµο να µην το κάνει αµέσως. «Για να είµαστε απόλυτα βέβαιοι», είπε, έβγαλε το κινητό του κι έδειξε στον Άρη µια φωτογραφία της µικρής, που την είχε τραβήξει λίγο µετά τη λήψη του σπέσιαλ Κ, την ώρα που η πιτσιρίκα είχε αρχίσει να τα βλέπει όλα πορτοκαλί. Ο Άρης περιεργάστηκε τη φωτογραφία και το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Αυτή είναι! Θεέ µου, είναι ασύλληπτη καλλονή! Δεν το πιστεύω ότι στάθηκα τόσο τυχερός! Κόρη του αδερφού σου, ε;» «Μη µου το θυµίζεις», ανατρίχιασε ο Δάκης. «Δεν υπεισέρχοµαι σε οικογενειακά ζητήµατα, ακόµα κι αν αυτά αφορούν τον καλύτερό µου φίλο», κάγχασε ο Άρης. «Πάντως θα µου τη φέρεις, αυτά τα συνεννοηθήκαµε, έτσι;» «1η Ιουλίου. Το είπαµε. Πες πως είναι κιόλας εδώ», είπε ο Δάκης κοιτάζοντας το πάτωµα. Εκείνη τη στιγµή ένας ανεπαίσθητος θόρυβος απ’ το διπλανό δωµάτιο τράβηξε την προσοχή τους. «Ο Άνθιµος ήρθε, τον αναγνώρισα απ’ τη µυρωδιά του», είπε ο Άρης σοβαρά. «Πάω να σου φέρω να φας», έκανε να σηκωθεί. «Άσε. Αργότερα. Μου πέρασε η πείνα», αναστέναξε ο Δάκης. «Μα τι στην ευχή σού συµβαίνει επιτέλους;» Ο Δάκης τον κοίταξε µε σηµασία. «Δεν ξέρω. Πρώτη φορά στη ζωή µου νιώθω τόσο παράξενα», είπε σιγανά. «Σε σένα ξέρεις ότι λέω πάντα την αλήθεια. Μπορεί στη ΓΑΔΑ να είναι όλα εντάξει, τα αποτυπώµατα είναι άχρηστα στους µπάτσους, διότι δε θα ταυτοποιηθούν ποτέ, η υπόθεση της... της χτεσινής µικρής, τέλος πάντων, θα µπει στο αρχείο σε δυο µέρες, τρεις το πολύ, αλλά...» «Τότε δεν υπάρχει “αλλά”. Γιατί στην ευχή δίνεις τόση σηµασία;» είπε αµέριµνα ο Άρης. «Δεν ξέρω. Πώς να πω... έγιναν πολλά περίεργα µαζί. Ο συµβολισµός, η σηµειολογία των γεγονότων είναι σχεδόν µεταφυσική. Η ξαφνική σηµερινή επίσκεψη του αδερφού µου µετά από τόσα χρόνια, η εξίσου ξαφνική εµφάνιση της κόρης του, η σκοτωµένη µικρή απ’ την Πετρούπολη, ο µπάτσος που σας είδε. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Κάτι δε µ’ αρέσει στην όλη υπόθεση. Πώς να σου εξηγήσω, το ένστικτό µου έχει σηµάνει συναγερµό». Ο Άρης σηκώθηκε, τον πλησίασε και κουλουριάστηκε στα πόδια του, σαν παιδί που κουλουριάζεται στα πόδια της γιαγιάς περιµένοντας να εισπράξει κάποιο χάδι κι ένα περιπετειώδες παραµύθι. Τον κοίταξε στα µάτια. «Άκουσε, γλυκό µου. Σ’ εµπιστεύοµαι απόλυτα και το ξέρεις. Αν µέσα σ’ όλ’ αυτά τα γεγονότα πιστεύεις ότι ο χτεσινός σκατόµπατσος αποτελεί πρόβληµα, τότε δε µας µένει άλλη λύση. Ας φροντίσουµε να βρούµε ποιος είναι και να τον βγάλουµε απ’ τη µέση. Γρήγορα κι αθόρυβα. Και ξέρεις; Για να µην ξαναδώ ποτέ στα µάτια σου αυτή τη σκιά του φόβου είµαι ικανός να του ανοίξω το κεφάλι και να του ξεριζώσω το µυαλό µε τα ίδια µου τα χέρια. Και θα το ευχαριστηθώ όσο δεν µπορείς να φανταστείς!» Γέλασε και χτύπησε τα χέρια του ευχαριστηµένος, σαν µαθητής που µόλις σκέφτηκε κάποια
πετυχηµένη φάρσα µε στόχο κι αποδέκτη τη φαλάκρα του γυµνασιάρχη του. Ο Δάκης απόµεινε να τον κοιτάζει σιωπηλός. Αν µη τι άλλο, ο Άρης Παγκράτης ήταν µοναδική περίπτωση ανθρώπου. Επί σειρά ετών ο Δάκης βασάνιζε το µυαλό του προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν ο καλύτερός του φίλος ήταν απλώς παρανοϊκός – µάλιστα, επειδή ήθελε να είναι απόλυτα εντάξει µε τον Άρη και να µην υπάρχει ανάµεσά τους το παραµικρό σκοτεινό σηµείο, κατά καιρούς το συζητούσε µαζί του. Το αποτέλεσµα της κουβέντας τον µπέρδευε περισσότερο. Ωστόσο κάτι τέτοιες στιγµές καταλάβαινε ότι ο Άρης Παγκράτης ήταν απλώς καλλιτέχνης, που κουβαλούσε απλώς µια θεία τρέλα. Καλλιτέχνης, ιδιοφυής κι αποφασιστικός. Πήρε το πρόσωπο του Άρη στα χέρια του – ήταν όντως αγγελικά όµορφος. «Πες µου την αλήθεια. Γιατί σκότωσες τη µικρή; Και µη µου πεις ότι το έκανες απλά και µόνο γιατί σε είχε δει και θα σε κάρφωνε στους µπάτσους!» Ο Άρης χαµογέλασε σεµνά. «Το ξέρεις ότι είναι η πρώτη φορά που µε ρωτάς “γιατί” σε κάτι; Θα το θυµάµαι, θα το κρατήσω σαν πολύτιµη ανάµνηση µιας πρώτης φοράς. Το πρώτο ουίσκι, το πρώτο τσιγάρο, το πρώτο γαµήσι... το πρώτο “γιατί”!» Σήκωσε αδιάφορα τους ώµους. «Θα σου απαντήσω. Φίλε µου, ξέρεις ποιο είναι το µυστικό της ευτυχίας; Το ν’ αποδέχεσαι τον εαυτό σου όπως ακριβώς είναι. Εγώ λοιπόν έχω αποδεχτεί ότι το κτήνος που υπάρχει µέσα µου ευχαριστιέται ολόψυχα απ’ την ωµή βία. Εκτός αυτού, ο θάνατος των νέων είναι ασύγκριτα πιο συναρπαστικός απ’ το θάνατο των γέρων. Δες το και µόνος σου: τα γηροκοµεία είναι σκέτη πλήξη σε σύγκριση µε τα σχολεία. Δεν ξέρω γιατί ακριβώς το πιστεύω αυτό, αλλά το πιστεύω, άρα είναι η προσωπική µου αλήθεια. Αντικειµενικές αλήθειες δεν υπάρχουν, υπάρχει µόνο υποκειµενική. Όπως µάλιστα συµφωνούν οι περισσότεροι φιλόσοφοι ειδικοί της Ηθικής, καµιά φιλοσοφία δεν είναι ανώτερη απ’ την άλλη. Η βαθιά εσωτερική ανάγκη κι η προσωπική επιλογή είναι κάτι σχετικό κι ο ένας δεν µπορεί να κρίνει τις ανάγκες, ούτε τις επιλογές, του άλλου µόνο και µόνο επειδή έχει επιλέξει ένα διαφορετικό δρόµο στη ζωή του. Μ’ άλλα λόγια, εσύ αποδέχεσαι την ευχαρίστηση που µου πρόσφερε ο φόνος της χτεσινής µικρής κι εγώ, σε ευγενική ανταπόδοση, αποδέχοµαι το περίεργο πάθος σου για το µπόουλινγκ». Απλή λογική. «Αν µε καλορωτάς, το βρίσκω εντελώς ανεξήγητο αυτό το πάθος σου», ολοκλήρωσε ο Άρης µ’ ένα χαµόγελο. Ο Δάκης είχε µείνει άναυδος. Τόσα χρόνια µαζί µε τον Άρη είχαν διαπράξει ένα σωρό παρανοµίες – εγκλήµατα κατ’ επάγγελµα και κατά συρροή, που κάλυπταν όλη την γκάµα του κοινού Ποινικού Δικαίου και σωρεία ειδικών ποινικών νόµων: εµπόριο όπλων, ναρκωτικών, πλαστογραφίες, µαστροπεία, τοκογλυφία, υπεξαγωγές εγγράφων, δωροδοκία, δωροληψία, απάτη, εκβίαση, ξέπλυµα βρόµικου χρήµατος, ανθρωποκτονίες που βαφτίζονταν «ξεκαθάρισµα λογαριασµών» ή «αποκατάσταση των πραγµάτων στην προτέρα αυτών κατάσταση» κι ένα κάρο άλλα. Όµως εδώ... Για πρώτη φορά ο Δάκης Ματζιούρης ανακάλυπτε σ’ όλο της το µεγαλείο την... την περίεργη κατάσταση που επικρατούσε µέσα στο όµορφο κεφάλι του καλύτερού του φίλου. Βέβαια, είχε ενδείξεις εδώ και καιρό – ο Άρης δεν του κρατούσε ποτέ µυστικά. Του είχε πει τι ακριβώς είχε προκαλέσει το θάνατο του αδερφού του, αλλά και του πατέρα του, ωστόσο ο Δάκης δεν είχε παραξενευτεί και πολύ. Κατανοούσε τους λόγους που εξώθησαν τον Άρη να
βγάλει τους δύο έτερους αρσενικούς Παγκράτηδες απ’ τη µέση: τον αδερφό διότι δεν είχε –και δικαίως– καµία όρεξη να δει την πατρική περιουσία να σπάει σε δυο κοµµάτια και τον πατέρα διότι είχε πλέον γεράσει κι όφειλε να πάει να ξεκουραστεί αντί να κάθεται µπάστακας στην προεδρική καρέκλα και να δίνει οδηγίες ακόµα και για πράγµατα που δεν τον αφορούσαν – ποτέ του δε θα επέτρεπε στο γιο του τον Άρη να διαπρέψει ως ηθοποιός. Ο Δάκης τα καταλάβαινε απόλυτα όλ’ αυτά. Όµως, η δολοφονία της χτεσινής µικρής ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό και ως προς τα κίνητρα και ως προς το αποτέλεσµα. Διαπράχθηκε για... για λόγους προσωπικής ευχαρίστησης, τέλος πάντων. Ήταν αυτό που ο φίλος του αποκαλούσε «βαθιά εσωτερική ανάγκη». Ποτέ του ως τώρα δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ο φόνος, η ψυχρή, υπολογισµένη και παγερή αφαίρεση µιας ζωής, είχε κάτι που τον Άρη έµοιαζε να τον συναρπάζει, να τον συνεπαίρνει κυριολεκτικά. Ποτέ του ως τώρα δεν είχε δει το πρόσωπο του φίλου του τόσο φωτεινό, τα µάτια του τόσο λαµπερά, ολόκληρη την ύπαρξή του τόσο... τόσο γεµάτη ενέργεια. Και το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν ότι ο Δάκης Ματζιούρης, έστω κι αντιµέτωπος µε τα καινούρια αυτά δεδοµένα, δεν έφριξε καθόλου µ’ όλη αυτή τη σειρά των διαπιστώσεων, ούτε όταν του είχε διηγηθεί ο Άρης την ιστορία απ’ το τηλέφωνο µε φωνή γεµάτη έξαψη αλλά συνάµα και τόσο αδιάφορα, λες και δεν του µιλούσε για µια εν ψυχρώ δολοφονία αλλά για την επικείµενη αύξηση στις τιµές του πετρελαίου, ούτε και τώρα. Ο πολύς κόσµος, αν µάθαινε τι είχε κάνει ο Άρης, θα τον θεωρούσε απλώς παρανοϊκό. Ο Δάκης έβλεπε την όλη υπόθεση µ’ ένα άλλο µάτι. Δεν µπορούσε παρά να θαυµάσει τον Άρη για ακόµα µια φορά διότι είχε την πηγαία ικανότητα, το τάλαντο, να παίρνει ακόµα και την παράνοιά του και να την κάνει να µοιάζει µε «βαθιά εσωτερική ανάγκη», µια ανάγκη που έπρεπε πάση θυσία να εκτονωθεί και να ικανοποιηθεί, αν αυτός ήταν ο µόνος τρόπος για να νιώσει ολοκλήρωση αυτό το χαρισµατικό πλάσµα. Όλα έµοιαζαν –και ήταν– τόσο παράξενα, αλλά και τόσο πρωτόγνωρα και γοητευτικά, που ο Δάκης για µια στιγµή νόµισε πως είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Σκέφτηκε πώς θα µπορούσε να είναι η ζωή του και πώς ήταν τώρα, αυτή ακριβώς τη στιγµή. Συναρπαστική. Η καταιγίδα των σκέψεων που έβρεχε στο µυαλό του του έφερε γνήσιο, ανόθευτο σωµατικό ερεθισµό. Ήταν και κάτι άλλο: στη µεταξύ τους σχέση ο Άρης ήταν ανέκαθεν και πάντα ο αδιαφιλονίκητος οδηγός, ο εµπνευστής, ο οραµατιστής, ο αρχηγός. Ώρες ώρες όµως, όπως τώρα, αυτή ακριβώς τη στιγµή, έµοιαζε σχεδόν αδύναµος, ένα παιδί που ήθελε στοργή και Προδέρµ καθώς κι επιβεβαίωση των πεπραγµένων του, ακόµα και των πιο µύχιων σκέψεών του. Αυτή ακριβώς τη στιγµή, µπροστά στον Δάκη έµοιαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, πλήρως υποταγµένος σ’ αυτόν, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσε να φαίνεται –και να είναι– ο αδιαµφισβήτητος αρχηγός. Κάτι τέτοιο µόνο ο Άρης Παγκράτης θα µπορούσε να κάνει µε τόση άφθαστη χάρη. Κάπως έτσι ήταν και τα πράγµατα χιλιάδες χρόνια πριν ανάµεσα στον Μέγα Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα ο Δάκης Ματζιούρης δε θα µπορούσε να είχε φανταστεί ότι θα ερχόταν η στιγµή που θα δηµιουργούσε στη ζωή του µια τέτοιου είδους σχέση – να νιώθει για κάποιον άνθρωπο τόσο έντονα και βαθιά συναισθήµατα, να µοιράζονται τα πάντα, να σκέφτονται µε τον ίδιο τρόπο, να ζουν...
Ο ερεθισµός του κόντευε να φτάσει στα όρια της έκρηξης – αναρωτήθηκε αν όλο αυτό το νταβαντούρι ήταν εµφανές. Ο Άρης χαµογελούσε ανεξιχνίαστα. «Θέλω να σου πω κάτι», είπε ο Δάκης σιγανά. «Ό,τι θέλεις, αδερφέ µου», ψιθύρισε ο Άρης. «Η µικρή... η ανιψιά µου». Σιωπή. «Δεν είναι παρθένα». «Εσύ;» ρώτησε ο Άρης επιδεικνύοντας µεγαλειώδη διορατικότητα. «Εγώ – και τα κορίτσια, βέβαια». «Και τι φοβάσαι; Μήπως σου θυµώσω; Αφού το ξέρεις: εσύ είσαι εγώ κι εγώ είµαι εσύ. Είµαστε ένα», είπε ο Άρης απαλά και τον χάιδεψε στο µάγουλο. Ο Δάκης ξεροκατάπιε. Τα δάχτυλα του Άρη πέρασαν απαλά πάνω απ’ τα χείλη του φίλου του. Κανένας απ’ τους δυο δεν είχε συγκεκριµένη ροπή προς την οµοφυλοφιλία, ωστόσο είναι γνωστό από καταβολής κόσµου ότι το ωραίο είναι πάντα ωραίο, και τα ωραία δεν έχουν φύλο. Ο Άρης είχε περισσότερες τέτοιες εµπειρίες, ο Δάκης είχε λιγότερες. Πάντως µόνο µε τον Άρη θα µπορούσε να πει ότι τις ευχαριστιόταν. Τόσο πολύ, µάλιστα, που προσπαθούσε να τις αποφεύγει γιατί φοβόταν. Φοβόταν ότι θα µπορούσε να τον ερωτευτεί τόσο πολύ ώστε η ζωή του να γυρίσει ανάποδα και να γίνουν όλα κουλουβάχατα – τόσο κουλουβάχατα όπως µόνο τα παράφορα κι ασυγκράτητα πάθη µπορούν να τα κάνουν. Όµως τώρα του ήταν απολύτως αδύνατον ν’ αντισταθεί. Απ’ τον κάτω όροφο άρχισε να έρχεται ένας παράξενος, συγκεχυµένος ήχος, σαν σιγανό µουρµουρητό. «Άρχισε το γλέντι», ψιθύρισε ο Άρης. «Τι θα γίνει;» «Έχουν έρθει κάτι Κινεζούλες. Δεν υπάρχουν πιο αισθησιακές γυναίκες. Το δέρµα τους είναι απίστευτα λείο κι απαλό – είναι ένα ποίηµα να τις βλέπεις να γλείφονται. Και µετά...» «Και µετά;» «Μετά θα φροντίσουν και για όλους τους ενδιαφερόµενους. Θέλεις να πάµε κάτω;» Τα µάτια του είχαν γίνει πιο σκούρα, η ανάσα του πιο βαριά. «Όχι», ψιθύρισε ο Ηφαιστίωνας και πέρασε το χέρι του ανάµεσα απ’ τα µαλλιά του Αλέξανδρου. Ο Άρης τον πλησίασε σ’ απόσταση αναπνοής και πήρε το στόµα του µέσα στο δικό του. Απαλά. Γλυκά. Όµορφα. Τέλεια. Ήταν ένα φιλί τόσο βαθύ κι αισθησιακό, που θα µπορούσε να µείνει στην ιστορία του κινηµατογράφου, να το δείχνουν οι σκηνοθέτες στους ηθοποιούς, να βάζουν το δάχτυλο στον κρόταφο και να λένε δίχως λόγια: «Tο είδατε; Κοιτάξτε για να ξεστραβωθείτε!» Το χέρι του διέτρεξε το αγαπηµένο σώµα του φίλου, του συντρόφου, του αδερφού κι άγγιξε απαλά το φούσκωµα ανάµεσα στα πόδια του. Δίχως κανένα δισταγµό, έσκυψε µπροστά του και τον πήρε στο στόµα του. Ο Δάκης πήγε στον Παράδεισο. Σε λίγο οι δύο έγιναν αυτό που πραγµατικά ήταν. Ένα.
Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ της Γενικής Αστυνοµικής Διεύθυνσης Αττικής βρισκόταν στα χαµηλά πατώµατα. Το όλο εν γένει περιβάλλον έφερνε στο νου σκηνικό τέλειο για ταινία: τεράστιος µακρόστενος χώρος διαρρυθµισµένος σε δαιδαλώδεις διαδρόµους, γεµάτος χαµηλούς φωριαµούς, ντουλάπια, συρτάρια και, βεβαίως, ράφια, γεµάτα απ’ όλη αυτή την απίστευτη χαρτούρα που χαρακτηρίζει ένα χώρο ως «αρχείο». Συν τοις άλλοις, σκόνη, κάποιες µικρές αποικίες αραχνών που είχαν πλέξει τους ιστούς τους όπου επιθυµούσαν –µε βασική προτίµηση στα παλιότερα απ’ τα περιεχόµενα του αρχείου–, καθώς κι απόλυτη σιωπή, που έκανε τους φυσικούς ήχους, όπως µια ανάσα, ο ήχος µιας καρδιάς ή το τακ τουκ από τακούνια σκαρπινιών, ν’ ακούγονται αφύσικα µεγεθυσµένοι, λες και τους αναπαρήγαγε µεγάφωνο, συνέθεταν ένα σκηνικό ιδανικό για έρευνα. Και για ταινία. Ακόµα και για έγκληµα. Σαν αποµονωµένη βιβλιοθήκη σε κάποια ξεχασµένη αµερικανική κωµόπολη. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας διεξάγει έρευνες ιδρωµένος – και πάνω στο καλύτερο, ακριβώς τη στιγµή που πάει να έρθει στο φως η αλήθεια, γίνεται κι ο φόνος. Και όλα τελειώνουν, οριστικά κι αµετάκλητα. Μετά απ’ όλα όσα είχαν συµβεί, κυρίως µετά απ’ όλα όσα είχε πάθει, ο Φώτης Μπούρµαλης πίστευε ότι είχε κάθε δικαίωµα να νιώθει πρωταγωνιστής ταινίας φρίκης. Μετά απ’ αυτό που συνέβη στο γραφείο των Πειστηρίων, είχε βάσιµους λόγους να πιστεύει ότι µέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο αναποδογυρίστηκε ο κόσµος του – κι ο κόσµος ολόκληρος, γενικώς. Δε θα παραξενευόταν µε τίποτα πια. Εδώ τα γεγονότα έτρεχαν µε ταχύτητα αστραπής και τον είχαν προλάβει προ πολλού. Ειλικρινά, δε θα του φαινόταν περίεργο ακόµα και το ν’ ανακάλυπτε ότι ολόκληρη η αστυνοµική δύναµη που υπηρετούσε στη ΓΑΔΑ δεν ήταν τίποτ’ άλλο από µια συµµορία κακοποιών στοιχείων, σπείρα της κακιάς ώρας, που εξύφαινε συνωµοσίες που ως µοναδικό τους σκοπό είχαν το προσωπικό της κέρδος, το ίδιον όφελος, καθώς και την εξασφάλιση της καλοπέρασης ενός παρανοϊκού δολοφόνου. Στο µυαλό του συνέχεια η ίδια σκηνή: µεσάνυχτα κι αυτός να βρίσκεται µέσα στο γραφείο των Πειστηρίων, δίχως να έχει καµιά επίσηµη υπηρεσιακή δουλειά να βρίσκεται εκεί. Να στέκεται σαν ηλίθιος και να κρατάει στα χέρια του τα σύνεργα µιας εξακρίβωσης για την οποία δεν είχε λάβει καµία σχετική εντολή. Και τότε ξαφνικά ν’ ακούγεται ο ήχος των κλειδιών – πρώτη φορά που του φαινόταν τόσο σατανικός αυτός ο κατά τα άλλα απλός ήχος. Ευτυχώς που βρισκόταν ήδη στο βάθος του δωµατίου. Αν είχε την ατυχία να στέκεται µπροστά, εκεί που έστεκε ξαπλωµένη κι η βαριοπούλα, δε θα προλάβαινε να κάνει τίποτα, όλη η νευρική του υπερένταση θα ξεσπούσε µαζεµένη κι αυτός δε θα µπορούσε να τη συγκρατήσει, θα παρέλυε επιτόπου. Θα έµπαιναν µέσα στο γραφείο αυτοί που µπήκαν – και τότε... Καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, κατάφερε κυριολεκτικά στο τσακ να κρυφτεί πίσω από έναν τεράστιο φωριαµό. Υπήρχε, βέβαια, κι η δυνατότητα να µπει στη µοναδική άδεια ντουλάπα του χώρου, αλλά εκεί υπήρχε ο κίνδυνος να σπεύσουν οι επισκέπτες και να την ανοίξουν, για τον οποιονδήποτε λόγο. Ούτε να σκέφτεται δεν ήθελε τι θα γινόταν τότε, αλλά ευτυχώς που µέσα στο γενικότερο χαµό είχε την ικανότητα να παίρνει σωστές αποφάσεις, έστω πάνω σε µια τόσο κρίσιµη
περίσταση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον εν λόγω φωριαµό ακριβώς τη στιγµή που οι επισκέπτες έκλειναν πίσω τους την πόρτα. Το φως άναψε. Ο Φώτης Μπούρµαλης έτρεµε σύγκορµος – τόσο, που σχεδόν δεν µπορούσε να ελέγξει το χτύπο των δοντιών του που κροτάλιζαν σαν καστανιέτες Σπανιόλας χορεύτριας σε εορταστικό παραλήρηµα. Αµ το άλλο; Απ’ το φόβο του είχε ιδρώσει τόσο πολύ, που φοβόταν ότι πίσω του είχε αφήσει ολόκληρη λίµνη – ο ιδρώτας έσταζε, άφηνε ίχνη, οι επισκέπτες γεµάτοι περιέργεια θα τ’ ακολουθούσαν, θα έφταναν στο φωριαµό και... Καµιά φορά ούτε διακόσια «Πάτερ Ηµών» δεν κρίνονται ικανά να σε σώσουν απ’ το κακό συναπάντηµα. Ευτυχώς, δε συνέβη τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Δυστυχώς, δεν είχε θέα από κει που είχε σγκουλώξει, κρυφτεί, µπορούσε όµως ν’ ακούει περίφηµα. Οι επισκέπτες, όταν άναψαν το φως, µίλησαν – κι ο Μπούρµαλης αναγνώρισε τις φωνές τους. Ήταν ο ταξίαρχος Φράγκος, ο προϊστάµενος της Δίωξης Ανθρωποκτονιών – πώς να µην αναγνωρίσει κανείς την ένρινη αγριοφωνάρα του; Τα γαµοσταυρίδια κι οι χριστοπαναγίες του αντηχούσαν στ’ αφτιά όλων των παρεπιδηµούντων στη Δίωξη Ανθρωποκτονιών. Μαζί του ήταν κι ο Φαρσάκογλου, ο γενικός δερβέναγας της Σήµανσης. Το τι δουλειά είχαν στο γραφείο των Πειστηρίων µετά τα µεσάνυχτα ήταν µια άλλη ιστορία – άλλωστε ούτε κι ο Μπούρµαλης είχε καµιά δουλειά να βρίσκεται εκεί, αλλά βρισκόταν. Ποιος ξέρει, ίσως ήταν θέληµα Θεού. Του Θεού που ως τώρα του είχε προσφέρει απλόχερη, σχεδόν σκανδαλώδη, βοήθεια. Να τος κι ο λόγος της βοήθειας ταύτης – ήταν ένα προσωπικό µήνυµα του Υψίστου µε αποδέκτη έναν ταπεινό κι ασήµαντο αρχιφύλακα. Διότι, δυστυχώς, ο Φώτης Μπούρµαλης έγινε αυτήκοος µάρτυς του εξής περίεργου διαλόγου: «Όλα εντάξει επάνω;» «Ναι, βέβαια». «Μήπως θα έπρεπε να εξαφανιστούν κι αυτά από δω για να ησυχάσουµε µια και καλή;» «Όχι, γιατί το µεσηµέρι πήγαν εκεί πέρα και τα πήραν και κάποιοι που δεν ξέρουν. Μην ανησυχείς. Αφού δεν είναι επάνω, δεν υπάρχει πρόβληµα. Ορφανά ίσον τίποτα». «Αύριο πάει εισαγγελέα». «Κανένα πρόβληµα. Πες πως είναι κιόλας στο Αρχείο». Οι δυο επισκέπτες έφυγαν. Την ώρα που κλείδωναν την πόρτα ο Φώτης Μπούρµαλης συνειδητοποίησε ότι του είχε ξεφύγει µια σταγόνα κάτουρου – ευτυχώς, µόνο µία. Ο διάλογος ήταν θολός κι ασαφής όσο κι ένα τοπίο στην οµίχλη – συνεννόηση µπουζούκι δηλαδή. Όχι όµως για έναν υποψιασµένο άνθρωπο – για έναν τέτοιο, η αποκωδικοποίηση ήταν παιχνιδάκι, σαν σταυρόλεξο για αρχάριους. Επάνω=τα γραφεία του Εγκληµατολογικού. Εντάξει=τα αποτυπώµατα του δολοφόνου είχαν κάνει φτερά απ’ τον υπολογιστή του Αντωνίου. Κι αυτά από δω=τα αποτυπώµατα πάνω στη βαριοπούλα. Εκεί πέρα=Ρέµα Εσχατιάς – τόπος του εγκλήµατος. Κάποιοι που δεν ξέρουν=έντιµοι κι αδιάφθοροι –τουλάχιστον µέχρι νεωτέρας– αστυνοµικοί της Σήµανσης.
Ορφανά=αποτυπώµατα µη δυνάµενα να ταυτοποιηθούν. Αλλά το πιο τροµερό απ’ όλα ήταν το ρήµα. «Να ησυχάσουµε». Δυστυχώς, µέσα στο κόλπο ήταν ανακατεµένος κι ο ίδιος ο ταξίαρχος Φράγκος. Ένας Θεός ήξερε πόσοι και ποιοι άλλοι. Αυτά σκεφτόταν ο Μπούρµαλης και τώρα που βρισκόταν στο φιλήσυχο χώρο του Αρχείου – και κόντευε να του στρίψει. Ήταν τόσο αφηρηµένος, συγχυσµένος, µπερδεµένος και τροµαγµένος, που δεν πήρε είδηση την κυρία Πάλλα, την ψυχή του Αρχείου, που τον είχε πλησιάσει αθόρυβα από πίσω. Ακούµπησε το χέρι της στον ώµο του. Και ο Φώτης Μπούρµαλης τσίριξε. «Μπα σε καλό σου, παιδάκι µου!» τρόµαξε η κυρία Πάλλα. «Για το Θεό, κυρία Πάλλα, µε κατατροµάξατε!» έκανε ξέπνοος ο Μπούρµαλης φιλοδωρώντας τη µ’ ένα βεβιασµένο χαµόγελο. Η κυρία Πάλλα ήταν η αρχαιοτέρα όλων εκεί µέσα. Όλοι την αγαπούσαν και την εκτιµούσαν γιατί ήταν εξαιρετική στη δουλειά της αλλά κι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Με τον Μπούρµαλη διατηρούσε άριστες σχέσεις γιατί εκείνος πάντα φρόντιζε να την ανεβάζει ψυχολογικά: για την αφοσίωσή της στο καθήκον, για την ευστροφία της, για την αυταπάρνησή της, κου λου που... Άλλωστε είναι κοινό µυστικό ότι µέσα σε µια δηµόσια υπηρεσία οι πιο χρήσιµοι άνθρωποι απ’ όλους είναι οι θυρωροί, οι κλητήρες κι οι καφετζήδες. Και οι προϊστάµενοι των Αρχείων. Όταν τα έχεις καλά µ’ όλους αυτούς, δε σου χρειάζεται τίποτ’ άλλο. Ούτε καν ένας θείος υπουργός. «Πώς είσαι, παιδί µου;» ρώτησε η κυρία Πάλλα µε γνήσιο ενδιαφέρον. «Σου πέρασε η σούρτιση;» Η σούρτιση... Το ρεζιλίκι αυτό θα έκανε για πολλές ακόµα µέρες τα χειλάκια των συναδέλφων να γελάνε, αλλά ευτυχώς που την είχε σκεφτεί. Χάρη στη σούρτιση είχε σωθεί πολλές φορές σήµερα – η σούρτιση ήταν µια πρώτης τάξεως δικαιολογία για ένα κάρο πράγµατα. «Όχι τελείως, κυρία Πάλλα», έκανε σεµνά. «Πάντως, σας ευχαριστώ µέσα απ’ την καρδιά µου. Χάρη στο Ercefuril που µου δώσατε αισθάνοµαι αρκετά καλύτερα. Να είστε καλά! Πάντοτε δίπλα στους συναδέλφους, πάντοτε στην κατάλληλη στιγµή, τι να πω, µπράβο σας, µπράβο σας...» ολοκλήρωσε στοχαστικά. Η κυρία Πάλλα κοκκίνισε από ευχαρίστηση – η µεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή της ήταν να νιώθει χρήσιµη. Σαράντα χρόνια στην Υπηρεσία, ούτε γάµος ούτε παιδιά ούτε σκυλιά – όλη της η ζωή ήταν το Αρχείο και, βεβαίως, οι συνάδελφοι. «Να είσαι καλά, Φώτη µου! Αλίµονο! Μπορώ να σου φανώ χρήσιµη σε τίποτ’ άλλο;» «Όχι, κυρία Πάλλα. Ήρθα απλώς να ελέγξω κάτι και θα φύγω». «Ε, τότε θα σ’ αφήσω να κάνεις τη δουλειά σου. Αν µε χρειαστείς κάτι, θα είµαι ακριβώς απέξω!» Η κυρία Πάλλα χαµογέλασε ευχάριστα και αποσύρθηκε µεγαλοπρεπώς. Ώρα για δουλειά. Ο Μπούρµαλης έριξε µια µατιά γύρω του. Οι καρτέλες ήταν τόσο πολλές που έµοιαζαν άπειρες. Άρχισε να έχει την παραίσθηση ότι βρισκόταν µέσα σε µια θάλασσα από άχυρα κι έψαχνε τον ψύλλο, που ήταν µικρός σαν κεφαλάκι καρφίτσας.
Τουτέστιν, σκατά. Ωστόσο από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει. Πρώτο βήµα, το αρχικό γράµµα του επωνύµου. Π. Τέσσερα ολόκληρα δωµατιάκια ήταν αφιερωµένα στο Π. Eµ βέβαια, αν σκεφτεί κανείς πόσους Παπαδόπουλους διέθετε το πανελλήνιο... Αυτός πάντως είχε χεσµένους πατόκορφα τους Παπαδόπουλους. Αυτόν τον ένοιαζαν και τον έκαιγαν οι Παγκράτηδες – ιδίως ένας συγκεκριµένος. Δεν µπορούσε να µην αναγνωρίσει ότι η κυρία Πάλλα έκανε θαυµάσια δουλειά στο Αρχείο, όλα ήταν τόσο σωστά τακτοποιηµένα και τόσο απλά αρχειοθετηµένα, ώστε να µπορεί να προσανατολιστεί µέσα σ’ εκείνο το λαβύρινθο ακόµα κι ένας άσχετος, πόσω µάλλον ένας Σέρλοκ Χολµς. Σπεύδοντας στο σωστό σηµείο κι αρχίζοντας να φυλλοµετράει τις καρτελίτσες –χρουτς χρουτς χρουτς, µε τη γρηγοράδα και την εµπειρία ταµία σε τράπεζα την ώρα που µετράει ένα µάτσο πάλαι ποτέ δεκαχίλιαρα–, ένας ενδόµυχος φόβος τού γαργαλούσε το µυοκάρδιο: για φαντάσου, λέει, όντως ο Άρης Παγκράτης να µην είχε ταυτότητα... Αλλά κι αν ακόµα είχε, για φαντάσου, λέει, να είχαν φροντίσει οι συνεργάτες του εδώ µέσα να εξαφανίσουν την καρτελίτσα του άπαξ και διά παντός... Κοντός ψαλµός αλληλούια – έφτασε στους Παγκράτηδες. Χρουτς, χρουτς, χρουτς. Με µια πρόχειρη µατιά, πρέπει να ήταν καµιά οχτακοσαριά άτοµα µ’ αυτό το επώνυµο. Παγκράτης Ανανίας, Ανανίας, Ανανίας, σιχτίρι, Ανδρέας, Ανδρέας, γαµώ το, Ανδρέας, Αλέξανδρος, Αλέξανδρος... καµιά εκατοστή νοµαταίοι... Παγκράτης Άρης. Να τος ο πούστης. Με την καρδιά του να βροντοχτυπά και τις παλάµες του ιδρωµένες σαν να τις είχε κάτω απ’ τη βρύση, τράβηξε την κατάλληλη καρτελίτσα κι ήρθε µούρη µε µούρη µε τη φάτσα του δολοφόνου µε το αγγελικό πρόσωπο. Ένα χαµόγελο άνθισε δειλά στα χείλη του. Απ’ ό,τι αποδεικνυόταν σιγά σιγά του σκοτωµού, ο Άρης Παγκράτης κι οι συν αυτώ εγκληµατίες κι επίορκοι συνάδελφοι δεν ήταν και τόσο έξυπνοι όσο νόµιζαν· δεν είχαν φροντίσει να εξαφανίσουν την καρτελίτσα, άρα και το τελευταίο ίχνος του προστατευοµένου τους, άπαξ και διά παντός. Μοιραίο λάθος. Δεν ήταν τόσο έξυπνοι, ούτε τόσο ικανοί ώστε να προβλέψουν ότι κάπου στον κόσµο αυτό υπήρχε κάποιος Μπούρµαλης. Έπιασε την καρτελίτσα µε προσοχή – έτσι ιδρωµένα όπως ήταν τα χέρια του υπήρχε ο κίνδυνος να µουντζουρώσει τα στοιχεία. Ν’ ανακατευτεί ο ιδρώτας του µε τα µελάνια και να γίνουν όλα σαν τον κώλο του ξενύχτη. Ευτυχώς, είχε φροντίσει να παραχώσει µες στην αριστερή του τσέπη τα χειρουργικά γάντια. Τα φόρεσε, έβγαλε απ’ τη δεξιά τσέπη του το φακελάκι µε τη ζελατινούλα που περιείχε το αποτυπωµατάκι κι έσπευσε στον πάγκο που εκτελούσε και χρέη γραφείου. Βέβαια, για να γίνει η δουλειά σωστά και µ’ απόλυτη ακρίβεια, χρειαζόταν µικροσκόπιο. Όµως το µοναδικό µικροσκόπιο της Υπηρεσίας βρισκόταν πάνω στα γραφεία του Εγκληµατολογικού. Ποιος διάολος θα ξαναπήγαινε εκεί πάνω; Πήρε την καρτελίτσα, την έστησε πάνω στον πάγκο όµορφα όµορφα, έβγαλε τη ζελατινούλα απ’ το φακελάκι και την ακούµπησε πάνω στο ολοκάθαρο αποτύπωµα της καρτελίτσας για να
δει αν «κούµπωνε». Ευτυχώς που είχε πάντα µαζί του ένα µεγεθυντικό φακό – απ’ το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα. Αν και η αλήθεια δε χρειάζεται ούτε µικροσκόπια ούτε καν µεγεθυντικούς φακούς. Στέκει εκεί, σε µια γωνιά, σιωπηλή, γυµνή κι ολοκάθαρη και περιµένει να την ανακαλύψεις. Και τότε... Πρώτη φορά έβλεπε τόσο ξεκάθαρη οµοιότητα ανάµεσα σε αποτυπώµατα. Όλα τέλειωσαν. Η αγωνιώδης αναζήτηση έφτασε στο τέλος της. Ο Φώτης Μπούρµαλης άρχισε να νιώθει ναυτία και δύσπνοια, καθώς κι έναν οξύ πόνο ολόισια στο στέρνο – πολύ πιθανόν όλ’ αυτά µαζί να ήταν προεόρτια εµφράγµατος. Μα το Θεό, καθόλου δε θα τον ενοχλούσε ν’ άφηνε εκεί µέσα τα κοκαλάκια του. Εκεί. Στο Αρχείο. Ο διάολος τα είχε πάρει και τα είχε σηκώσει όλα. Ο Καπιρέλης... Χρειαζόταν επειγόντως τη συνδροµή του Καπιρέλη. Τη συµπαράσταση. Τη βοήθεια. Τη φιλία. Κι αν ήταν κι ο Καπιρέλης στο κόλπο; Όχι... δεν µπορεί. Μπα... αποκλείεται. Αν ο Καπιρέλης είχε δώσει γη και ύδωρ στο κύκλωµα των επιόρκων κι είχε γίνει κι αυτός σαν τα µούτρα τους, διεφθαρµένος ως τα µπούνια, τότε θα είχε γίνει και πλούσιος. Βέβαια, όχι κραυγαλέα πράγµατα, διότι αν µια µέρα, εντελώς ξαφνικά, από κει που έµενε στη Σκιάθου στα Κάτω Πατήσια, σ’ ένα διαµέρισµα εξήντα δύο τετραγωνικών, µετακόµιζε στο Παλαιό Ψυχικό, σε καµιά τριώροφη µεζονέτα, τότε αυτό θα φαινόταν ύποπτο. Όπως ύποπτο επίσης θα φαινόταν αν ξαφνικά αποκτούσε εξοχικό στη Μύκονο. Όχι, κανένας δεν είναι τόσο βλάκας ώστε να δώσει στόχο. Παρ’ όλ’ αυτά, αν πλούτιζε ξαφνικά, θα µπορούσε τουλάχιστον να εξωραΐσει κάπως την ήδη υπάρχουσα µπουτζάκα του στα Πατήσια. Ή θα φρόντιζε να πάρει κανένα καινούριο ρούχο – εκτός υπηρεσίας ο Μπούρµαλης έβλεπε τον Καπιρέλη µε το ίδιο κοστούµι τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Όµως ο Καπιρέλης εξακολουθούσε να έχει τις ίδιες ξεφτισµένες ταπετσαρίες στα έπιπλα του σαλονιού του, η γυναίκα του το ίδιο σίδερο ατµού που είχε από τότε που παντρεύτηκαν και τα παιδιά του εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στο ίδιο δηµόσιο σχολείο που πήγαιναν πάντα – δίχως να δείχνει να έχει το παραµικρό πρόβληµα µε τους Αλβανούς, τους Πακιστανούς και τους Πολωνούς µαθητές, ούτε ο ίδιος ούτε τα παιδιά. Παρ’ όλ’ αυτά, ποτέ δεν µπορεί να είναι σίγουρος κανείς. Ακόµα κι ο Καπιρέλης θα µπορούσε να µην ήταν αυτό που έδειχνε. Δεν τον ένοιαζε πια, έτσι κι αλλιώς, µετά απ’ όλα όσα είδε κι έπαθε, βρισκόταν στα πρόθυρα του τρελοκοµείου. Καλύτερα να του φύτευε µια σφαίρα στο κεφάλι ο καλύτερός του φίλος, ο συνεργάτης του, παρά να τον κλείσουν µέσα σε κανένα λευκό κελί φορώντας του ζουρλοµανδύα για όλο το υπόλοιπο της ζωής του, που θα την περνούσε αναµασώντας συνέχεια µία και µόνη σκηνή. Τα δυο τροµαγµένα µάτια σε κόκκινο φόντο. Χρειαζόταν επειγόντως τον Καπιρέλη να τον µαζέψει απ’ το Αρχείο. Μόνος του δεν µπορούσε – ένιωθε παράλυτος. Ζαλιζόταν. Το ταβάνι γύριζε. Ο αέρας έµπαινε στα πνευµόνια του καυτός. Τώρα ήταν σίγουρα άρρωστος. Μετά απ’ την πανστρατιά των πανηγυρικών διαπιστώσεων στις οποίες είχε οδηγηθεί, τώρα ήταν σίγουρα άρρωστος. Σύρθηκε µε κόπο προς την τηλεφωνική συσκευή που κρεµόταν στον τοίχο και σχηµάτισε τρέµοντας το εσωτερικό του γραφείου τους, παρακαλώντας ολόψυχα το Θεό να µην ήταν
απασχοληµένος ο Καπιρέλης βλέποντας πορνό στο Ίντερνετ, τη µόνη απόλαυση που τον ξεκούραζε απ’ τον κάµατο και τις σκοτούρες της ζωής. Ευτυχώς, ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές του. Ο Καπιρέλης απάντησε αµέσως. «Ναι». «Ο Φώτης είµαι». «Πού είσαι, ρε κόπανε; Άνοιξε η γη και σε κατάπιε;» είπε ανήσυχος ο Καπιρέλης. «Παράτα ό,τι κάνεις και τρέξε. Έλα να µε µαζέψεις. Μόνος µου δεν µπορώ». «Πού είσαι, ρε; Τι έγινε, γαµώ το κερατό µου;» Ο Καπιρέλης ωρυόταν από γνήσια ανησυχία – άρα υπήρχε η πιθανότητα να µην τον είχε πάρει η µπάλα της βρόµας και της δυσωδίας που είχε πάρει τους άλλους. «Στο Αρχείο είµαι. Τρέξε γρήγορα». «Γιατί; Τι έγινε;» «Έλα εδώ και θα σου πω. Μόνο τρέξε». Κλικ. Ο Φώτης Μπούρµαλης δεν άντεξε άλλο. Σκέφτηκε την αδικοχαµένη µικρή. Σκέφτηκε τον παρανοϊκό δολοφόνο µε το αγγελικό πρόσωπο. Σκέφτηκε τη σήψη, τη διαφθορά, το χρήµα, την εξουσία, τη δόξα, τη µαλακία... Σκέφτηκε και το µελαγχολικό πρόσωπο του Ρεφίκ, που δεν του ανανέωναν την άδεια παραµονής. Το µόνο που ήθελε ο καηµένος άνθρωπος ήταν να του επιτρέψουν να συνεχίσει να ονειρεύεται και να ζει τίµια, έστω κι αν τα όνειρα κι η ζωή του περνούσαν µέσα από µια υπόγα στην Κυψέλη. Σκέφτηκε και τη γυναίκα του, τη Νίκη. Το φως της δικής του ζωής. Αυτό ήταν. Ο Φώτης Μπούρµαλης ξέσπασε σε κλάµατα.
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΝΥΧΤΑ, πολύ µακριά απ’ τη Γενική Αστυνοµική Διεύθυνση, στην Πετρούπολη, ο Νικόλας Γιαπισίκογλου είχε ένα πολύ σηµαντικό πρόβληµα. Μολονότι το είχε απόλυτη ανάγκη, δεν µπορούσε να κοιµηθεί. Επί ώρες ολόκληρες στριφογύριζε στο κρεβάτι του σαν ποντίκι στη φάκα – τίποτα. Κάθε φορά που πήγαινε να κλείσει τα µάτια του, το κεφάλι του γέµιζε µε θολές κι ακαθόριστες εικόνες που δεν ήταν καθόλου ευχάριστες, καθώς κι αλλόκοτους ήχους που έµοιαζαν να έρχονται από µια άλλη διάσταση, που δεν µπορούν ν’ αντιληφθούν οι γνωστές αισθήσεις των ανθρώπων. Στο τέλος τα παράτησε – ας έµενε ο ύπνος. Η βραδιά ήταν ιδιαίτερη, ο Νικόλας ένιωθε µ’ όλο του το είναι ότι κάτι συγκλονιστικό επρόκειτο να του συµβεί από στιγµή σε στιγµή. Απ’ τη µια φοβόταν, απ’ την άλλη όµως ήξερε ότι έπρεπε να τ’ αφήσει να γίνει. Σηκώθηκε απ’ το στενό κρεβάτι του και πλησίασε προς το παράθυρο. Μπορεί η οικογένειά του να ήταν φτωχή, το σπίτι τους παλιό, όµως ανέκαθεν ο Νικόλας θεωρούσε ότι ήταν ευλογηµένος απ’ το Θεό και τυχερός που είχε δωµάτιο που να διαθέτει ένα τέτοιο παράθυρο. Πραγµατικά, τη θέα από εκεί δε θα την άλλαζε ούτε µ’ όλο το χρυσάφι του κόσµου. Το σπίτι τους ήταν χτισµένο ψηλά, στους πρόποδες του βουνού. Η θέα, απεριόριστη κι υπέροχη. Βέβαια, δεν έβλεπαν θάλασσα, αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε. Ίσα ίσα, ο Νικόλας προτιµούσε να κοιτάζει τα µυριάδες χρυσαφένια φωτάκια της πόλης που δεν κοιµόταν ποτέ, κι αυτό θάλασσα ήταν, κατά µία έννοια. Ζέστη του κερατά – τα τζάµια του παραθύρου ήταν ήδη ντάλα ανοιχτά. Ο Νικόλας άνοιξε και τα παντζούρια, που υποχώρησαν κάτω απ’ τη δύναµή του µ’ ένα αργόσυρτο τρίξιµο. Ο νυχτερινός αέρας εισέβαλε ανεµπόδιστος στο µικρό δωµάτιο κι ο Νικόλας τον οσµίστηκε µε λαχτάρα. Κοντοστάθηκε για λίγο κι αφουγκράστηκε. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε βαθιά σιωπή. Ωραία. Αναστενάζοντας, πήρε το πακέτο µε τα τσιγάρα που είχε αγοράσει απόψε, για πρώτη φορά στη ζωή του, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Τράβηξε τον καπνό βαθιά µέσα του, όπως έκαναν οι µεγάλοι, και τον φύσηξε αργά, απολαυστικά. Ούτε βήχας ούτε ζαλάδα. Τίποτα. Εµ, βέβαια. Τα σεκλέτια ήταν πολύ µεγάλα. Εδώ ένα µαχαίρι να του κάρφωναν στην καρδιά, αίµα δε θα έβγαινε – από πού κι ως πού να καταφέρει να τον ζαλίσει ένα αθώο τσιγαράκι του Θεού; Πήγε στο παράθυρο για να φυσάει τον καπνό προς τα έξω. Οι γέροι είχαν γυρίσει εδώ κι αρκετή ώρα απ’ το σπίτι της... µακαρίτισσας, όπου είχαν πάει για συµπαράσταση στους χαροκαµένους γονείς, και τώρα πιθανότατα κοιµόντουσαν. Η µάνα του όµως ήταν γάτα και δεν ήταν ώρες τώρα να τη χτυπήσει καπνός στα ρουθούνια και να µπουκάρει στο δωµάτιό του νυχτιάτικα για κήρυγµα σχετικό µε τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσµατος. Θα είχε και κάποιο δίκιο, βέβαια, εδώ που τα λέµε. Πριν εφτά µήνες περίπου ο πάτερ φαµίλιας Γιαπισίκογλου είχε θάψει έναν αδερφό από καρκίνο του πνεύµονος – κι ο µακαρίτης κάπνιζε πέντε πακέτα τη µέρα. Μη συγκρίσιµα µεγέθη. Έσκυψε προς τα έξω κι εκείνη η µισητή λέξη που σκέφτηκε µε κόπο λίγο πριν ξαναήρθε
στο νου του και τον σκοτείνιασε. «Μακαρίτισσα». Η Αναστασία µακαρίτισσα... Από πού κι ως πού, ρε Θεέ; Το σκέφτηκες καλά πριν τ’ αφήσεις να γίνει; Αναστενάζοντας άφησε τη µατιά του να περιπλανηθεί στα µυριάδες µικροσκοπικά χρυσαφένια φωτάκια της πόλης, ανακατεµένα µε κόκκινα φωτάκια αυτοκινήτων πέρα µακριά, στις µακρινές λεωφόρους. Μονότονα, αδιάκοπα, αδιάλειπτα. Η ζωή συνεχιζόταν αµέριµνη για την τραγωδία της Πετρούπολης. Άραγε ποιος απ’ όλους εκείνους τους άγνωστους, ανώνυµους ανθρώπους που κρύβονταν κάτω απ’ το καθένα απ’ τα χρυσαφένια και κόκκινα φωτάκια µπορούσε να διανοηθεί τι είχε συµβεί; Κι αν είχε διανοούνταν κι αν ήξερε, θα τον ένοιαζε; Και πόσο; Και για πόσο; Το µυαλό του γύρισε στα γεγονότα των προηγούµενων ωρών – µα τι φοβερές, τι µεγαλειώδεις στιγµές ήταν αυτές... Τη στιγµή που ο Μανόλης έβαλε φωτιά κι έκαψε την καλύβα και, όπως πολύ σωστά το είχε θέσει µες στο ξέσπασµα του πόνου του, µαζί και τη ζωή και το θάνατο, ο Νικόλας δεν επρόκειτο να την ξεχνούσε ποτέ στη ζωή του. Είχε κάτι το βιβλικό εκείνη η στιγµή – συνήθως µόνο ο πόνος, η βαθιά απόγνωση κι η οδύνη δίχως όρια έχει κάτι το βιβλικό. Παράξενο, µα την αλήθεια, αλλά έτσι ήταν. Η χαρά είναι φυσικά ευπρόσδεκτη, αλλά έχει κάτι το εφήµερο, το περαστικό, ξεχνιέται εύκολα. Χαρές µπορεί να υπάρξουν πολλές, να πάνε, να έρθουν, ν’ ανακυκλωθούν... Ο πόνος όµως που φέρνει µαζί του ένας θάνατος έχει κάτι το οριστικό, σηµαδεύει τον άνθρωπο για πάντα. Δεν επρόκειτο να υπάρξει άλλη Αναστασία. Μία ήταν, µία και συγκεκριµένη – και δεν υπήρχε πια. Τέλος. Οι αδηφάγες φλόγες κατέκαψαν τα πάντα, η καλύβα έγινε στάχτη. Δεν έµεινε τίποτα για να θυµίζει τις ευτυχισµένες στιγµές που είχε περάσει εκεί µια οµάδα µικρών παιδιών που εξαναγκάστηκε να µεγαλώσει απότοµα. Ευτυχώς που µέσα στη µαύρη τους θλίψη τους έµεινε λίγο νιονιό για ν’ αποµακρυνθούν έγκαιρα, λίγο πριν την έλευση της Πυροσβεστικής. Δεν ήταν από φόβο µην τους µπουζουριάσουν και τους ξαποστείλουν στο φρέσκο για εµπρησµό – θα τους τσουβάλιαζαν, αυτό ήταν σίγουρο, διότι κανείς µπάτσος και κανένα Ανακριτικό Πυροσβεστικής δε θα έδειχνε την παραµικρή ευαισθησία για το συµβολισµό της πράξης των παιδιών. Το έσκασαν γιατί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να συλληφθούν και να χάσουν την ευκαιρία ν’ αποχαιρετίσουν την αδερφή τους για πάντα. Αύριο. Το µεσηµέρι. Το φέρετρο της Αναστασίας θα το µετέφεραν στους µικρούς κι αναίτιους ώµους τους αυτοί. Οι έξι. Θα έκαναν αγόγγυστα όλη την ποµπή απ’ το σπίτι προς το νεκροταφείο µε τα πόδια, κάτω απ’ το λιοπύρι. Αυτοί. Τραγουδώντας. «Η φωτιά έχει τη δύναµη να εξαγνίζει», του έλεγε η µακαρίτισσα η γιαγιά του – ο Νικόλας είχε την παράξενη αίσθηση ότι άκουγε τη µελωδική φωνή της µέσα στο σκοτάδι, να του ψιθυρίζει καθησυχαστικά. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή το µυαλό του ξαναγέµισε από εκείνες τις παράξενες εικόνες και τους αλλόκοτους ήχους που έρχονταν απ’ το εκεί-που-δεν-υπάρχει. Άθελά του, τα µάτια του πήγαν και καρφώθηκαν στους σωρούς µε τις τράπουλες Ταρό – αυτές που του είχαν αποκαλύψει την αλήθεια. Το δωµάτιο ήταν θεοσκότεινο – το αµυδρό φως
του φεγγαριού κι η αντανάκλαση απ’ τα µυριάδες χρυσαφένια και κόκκινα φωτάκια δεν ήταν αρκετά για να διαπεράσουν το σκοτάδι και να το κάνουν φωτεινό. Ωστόσο αυτός είχε την παραίσθηση ότι ο σωρός µε τις τράπουλες λαµπύριζε µέσα στη νύχτα, σαν πυγολαµπίδα που µετέφερε ένα µήνυµα γεµάτο προσµονή και κρυµµένα µυστικά. Έφυγε απρόθυµα απ’ το παράθυρο κι έσπευσε να ανάψει το µικρό λαµπατέρ του κοµοδίνου του. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Η ώρα ήταν τρεις και µισή το πρωί. «Αναστασία...» ψιθύρισε αναστενάζοντας. Ο δείκτης των δευτερολέπτων του παλιού ρολογιού σταµάτησε απότοµα, στον τόπο, λες και το άκουσµα του ονόµατος της νεκρής ήταν παράγγελµα που καθόριζε την κίνησή του. Η καρδιά του Νικόλα άρχισε να χτυπάει δυνατά. Μια ζωή είχε µάθει να πιστεύει στο Θεό, αλλά και στην ύπαρξη του Κακού. Τα πάντα στη φύση ήταν δυνάµεις που αλληλεπιδρούσαν: δράση – αντίδραση, επιτάχυνση – επιβράδυνση, δύναµη κεντροµόλος – δύναµη φυγόκεντρος, και πάει λέγοντας. Η δυαδική φύση των πάντων ήταν κάτι απολύτως λογικό, αποδεκτό και φυσιολογικό – ήταν νόµος της Φύσης. Καµιά φορά οι δυνάµεις µπλέκονταν µεταξύ τους, συγχύζονταν, εµπεριέχονταν... αλλά κι αυτό ακόµα ήταν λογικό. Σ’ έναν κόσµο που ξεκίνησε να υπάρχει από µία καταστροφή και θα έπαυε κάποτε να υπάρχει πάλι από µία καταστροφή τα πάντα ήταν λογικά. Η µεγάλη διαφορά του Νικόλα απ’ τους µελλοντικούς του συναδέλφους φυσικούς ήταν ότι εκείνος πίστευε βαθιά ότι όλα ήταν δηµιούργηµα της σοφίας του Θεού κι όλα, µε κάποιον τρόπο, εξυπηρετούσαν το Θέληµά Του – το οποίο εξυπακούεται ότι ήταν κι αυτό σοφό. Αλίµονο αν δεν ήταν σοφός ο Δηµιουργός... Οι φανατικοί χριστιανοί θα διερρήγνυαν τα ιµάτιά τους, παρ’ όλ’ αυτά ο Νικόλας, εκτός απ’ το Θεό, πίστευε βαθιά και στη µεταφυσική. Ο πούστης αυτός κόσµος είχε πάψει εδώ κι άπειρο καιρό να ζει στο κατά φύσιν – ζούσε στο παρά φύσιν, άρα αγνοούσε επιδεικτικά την ύπαρξη του υπέρ φύσιν και χλεύαζε όλους όσοι είχαν το χάρισµα να συλλαµβάνουν πράγµατα φαινοµενικά ανύπαρκτα κι ανεξήγητα µε την κοινή λογική. Η Eκκλησία, σε συνδυασµό µε το µυστικισµό, βοηθούσε τον Νικόλα να κατανοεί τι ακριβώς του συνέβαινε. Η Eκκλησία ωφελούσε την ψυχή, ο µυστικισµός τη φαντασία. Στη φτωχογειτονιά όπου ζούσε, εκεί όπου οι ανέσεις ήταν συχνά στοιχειώδεις κι η ελπίδα για µια καλύτερη ζωή σπάνια γινόταν πραγµατικότητα, εκτός απ’ την ψυχή είχε ανάγκη από τροφή και η φαντασία, για να µπορέσει ν’ αντέξει κανείς την καθηµερινότητα – ειδικά σ’ έναν κόσµο έρηµο κι άγονο σαν το σηµερινό αυτή η ανάγκη προσλάµβανε µεγάλες διαστάσεις. Ωστόσο ο Νικόλας είχε πλήρη επίγνωση ότι κάποια πράγµατα απ’ αυτά που του συνέβαιναν δεν είχαν καµία απολύτως σχέση µε τη φαντασία. Από µικρός ήξερε ότι ήταν διαφορετικός απ’ τα υπόλοιπα παιδιά, όσο διαφορετικός ξέρει ότι είναι ένας άνθρωπος από µια γάτα. Πρώτη φορά που συνειδητοποίησε τη διαφορετικότητά του σ’ όλο της το µεγαλείο ήταν στην τρυφερή ηλικία των εφτά χρόνων. Ήταν Κυριακή και σχόλη. Η οικογένεια Γιαπισίκογλου πήρε τον Νικόλα, τις νεογέννητες δίδυµες αδερφές του, καθώς και τη γιαγιά, που ζούσε µαζί τους, να πάνε βόλτα στον Εθνικό Κήπο για να ξεσκάσουν. Μ’ αυτά και µ’ αυτά, πώς είχε έρθει έτσι το πράγµα, έτυχε να διασχίσουν µε τα πόδια το µέρος όπου ζούσε η αριστοκρατία, το Κολωνάκι. Όλα πήγαιναν καλά, µέχρι που έστριψαν απ’ την οδό Κανάρη και µπήκαν στην οδό Μέρλιν. Ο Νικόλας κόντεψε να κατουρηθεί απ’ το φόβο του. Ξαφνικά η ηλιόλουστη Κυριακή µετατράπηκε σε µια συννεφιασµένη, βροχερή µέρα. Τα
κτίρια άλλαξαν όψη µονοµιάς και φάνηκαν παλιά, σαν ν’ ανήκαν σε µια άλλη εποχή. Τα αυτοκίνητα εξαφανίστηκαν απ’ το δρόµο και τη θέση τους πήραν µηχανές µε καρότσες που πήγαιναν κι έρχονταν. Όσο για τους ανθρώπους... Οι άνθρωποι µεταµορφώθηκαν σε στρατιώτες, µε στολές και γαλόνια και παράσηµα και καπέλα, που έµπαιναν βλοσυροί µέσα σ’ ένα επιβλητικό οίκηµα που απέξω έγραφε «GESTAPO». Ο Χριστός κι η Παναγία... Και σαν να µην έφταναν όλ’ αυτά, µέσα απ’ το κτίριο εκείνο έβγαιναν φωνές, οιµωγές κι ουρλιαχτά πόνου και τρόµου. Ο Νικόλας τα άκουγε ολοκάθαρα – καθώς και κλαγγές από αλυσίδες, άλλους απροσδιόριστους αλλά καθόλου ευχάριστους, µηδέ καθησυχαστικούς, ήχους κι όλ’ αυτά συνοδευόµενα από µπερδεµένες φωνές που ούρλιαζαν σε µια ξένη, άγνωστη γλώσσα. Χωρίς να ξέρει πώς, ο Νικόλας ήταν σίγουρος ότι ήταν γερµανικά. Και τότε ξαφνικά, απ’ τον τοίχο του κτιρίου άρχισε να αναβλύζει κάτι κόκκινο. Αίµα. Ο Νικόλας κόντεψε να λιποθυµήσει, αλλά δεν ήθελε να το πει στους δικούς του γιατί φοβόταν ότι µπορεί ν’ ανησυχούσαν, ν’ αποφάσιζαν να γυρίσουν σούµπιτοι στο σπίτι και στο τέλος να έχανε τη βόλτα. Κι έτσι, έντροµος, αναζήτησε το χέρι της γιαγιάς του, αδυνατώντας να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν οι γονείς του να συνεχίζουν να βαδίζουν και να ψιλοκουβεντιάζουν χασκογελώντας ενώ τριγύρω χαλούσε ο κόσµος όλος – κι ακόµα περισσότερο, πώς ήταν δυνατόν να περνάνε όλοι µαζί, έξι νοµαταίοι, ανάµεσα απ’ τους Γερµανούς στρατιώτες και να µην τους βλέπει κανείς. Μόλις άδραξε το χέρι της γιαγιάς του ένιωσε ότι µπήκε µέσα σε µια ζεστή, προστατευτική σφαίρα φτιαγµένη από κάτι λαµπερό λευκό – σαν φούσκα ένα πράγµα. Σήκωσε τα µάτια του και την κοίταξε· του χαµογελούσε γλυκά, µ’ ένα χαµόγελο γεµάτο σηµασία, που τον ηρέµησε αµέσως. Εν τω µεταξύ βγήκαν απ’ την οδό Μέρλιν κι η παραίσθηση έσβησε τόσο ξαφνικά όπως ήρθε. Έριξε µια µατιά πίσω του – τίποτα. Όλα ήταν ξανά απολύτως φυσιολογικά, όπως πάντα µια ηλιόλουστη Κυριακή στην Αθήνα. Το βράδυ εκείνης της µέρας, ο µικρός Νικόλας έτρεξε και κούρνιασε στο κρεβάτι της γιαγιάς του. Δεν τη ρώτησε τίποτα. Τότε εκείνη του µίλησε για το χάρισµα. Δεν το είχαν όλοι στην οικογένεια, απ’ τους εναποµείναντες ζωντανούς το είχε µόνο εκείνη, που το είχε κληρονοµήσει απ’ τη δική της γιαγιά. Και τώρα αποδείχθηκε ότι το κληρονόµησε κι ο Νικόλας, ας είναι δοξασµένος ο Θεός. Του µίλησε και για την προ-προγιαγιά του. Οι Οθωµανοί στο Αϊβαλί τη θεώρησαν µάγισσα και την αποκεφάλισαν. Πάντως, δεν ήταν µάγισσα, δε χρησιµοποιούσε µαντζούνια, ξόρκια και µαγγανείες, δεν έκανε απολύτως τίποτα, απλά, σ’ εκείνη το χάρισµα λειτουργούσε διαφορετικά. Ενώ στον Νικόλα και στη γιαγιά του πρόσφερε τη δυνατότητα ν’ αναβιώνουν ένα παρελθόν που δεν είχαν ζήσει, εκείνη είχε την ικανότητα να προβλέπει το µέλλον. Κι έθεσε το χάρισµα στην υπηρεσία του κόσµου – δίχως, φυσικά, να παίρνει λεφτά για τις καλοσύνες που έκανε. Εµ, γι’ αυτό τη σκότωσαν. Ο καλός καλό δεν έχει. Εκείνη τη σηµαδιακή λοιπόν νύχτα η γιαγιά είπε στον Νικόλα ό,τι ήξερε και δεν ήξερε. Του είπε να θεωρήσει το χάρισµα ως δώρο απ’ το Θεό. Να µην ανησυχεί, ούτε και ν’ αγχώνεται – µπορούσε να του έρθει οποιαδήποτε στιγµή και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόµα κι
αν δεν το περίµενε, ακόµα και µε µορφές που δε φανταζόταν. Να µάθει να ζει µ’ αυτό και ποτέ, µα ποτέ να µην έχει έπαρση κι αλαζονεία ως προς αυτό. Ναι µεν να έχει την επίγνωση ότι είναι διαφορετικός, αλλά να µην τον κάνει η διαφορετικότητα αυτή να νιώθει ανώτερος απ’ τους άλλους – η αλαζονεία κι η οίηση είναι βαρύτατα αµαρτήµατα. Ολοκλήρωσε λέγοντάς του ότι δεν έπρεπε ποτέ να πει τίποτα σε κανέναν. Δε χρειαζόταν, ο Νικόλας δεν επρόκειτο να το συζητούσε ποτέ µε κανέναν, κι αυτό ήταν κάτι που του έβγαινε αβίαστα και δίχως κανέναν κόπο, όπως ακριβώς ένα παιδί ξέρει ότι δεν είναι σωστό να κατεβάζει τα βρακιά του µπροστά σε κόσµο ή να βάζει φρέσκα σκατά πάνω στο τραπέζι την ώρα του φαγητού. Μετά απ’ την εµπειρία της οδού Μέρλιν, ο Νικόλας είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει το χάρισµα στην πράξη και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Οπουδήποτε, οποτεδήποτε, ακόµα και περνώντας τυχαία έξω από ένα φαινοµενικά αθώο σπίτι – φτάνει στο παρελθόν αυτού του σπιτιού να υπήρχε κάτι σκοτεινό, όπως, ας πούµε, να είχε διαπραχθεί φόνος. Μολονότι η µακαρίτισσα η γιαγιά του ήταν κατηγορηµατική, ο Νικόλας πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του ν’ αναρωτιέται αν αυτό το χάρισµα ήταν στ’ αλήθεια δώρο Θεού ή µήπως στην πραγµατικότητα ήταν καµιά κακουργία του Διαβόλου. Άλλωστε, ως γνωστόν, ο Eξαποδώ αρέσκεται στη βία, στα αίµατα και τους σκοτωµούς – είναι κοµµάτι της φαύλης του φύσης. Άρα λοιπόν; Όλες του οι αµφιβολίες διαλύθηκαν µονοµιάς σαν σκόνη στον άνεµο µ’ αυτό που του συνέβη όταν πήγε στο πιο µικρό και ταπεινό µέρος του κόσµου – που όµως, όπως αποδείχθηκε, ήταν µια άλλη Βηθλεέµ, µήτρα θαυµάτων, την οποία ο Θεός έδωσε να βρίσκεται στην Ελλαδίτσα. Το µέρος αυτό ήταν ο Μανταµάδος της Λέσβου. Οι δίδυµες αδερφές του ήταν ταµένες κι είχαν τα ονόµατα των Ταξιαρχών: Μιχαέλα και Γαβριέλα. Η εγκυµοσύνη της µάνας του ήταν πολύ δύσκολη, κι όπως ήταν φυσικό, εκείνη προσέτρεξε στους Στρατηγούς των Αγγέλων για βοήθεια. Τα παιδιά γεννήθηκαν ολόγερα, άρα το µόνο που έµενε να γίνει ήταν να µαζευτούν οι Γιαπισίκογλου και να πάνε µια και δυο στη Λέσβο για να εκπληρώσουν το χρέος τους προς Αυτούς που τους βοήθησαν στη δύσκολη ώρα. Όπως λένε αυτοί που ξέρουν, το τάµα δεν είναι υποχρεωτικό να εκπληρωθεί αµέσως· οι Άγιοι είναι υποµονετικοί και περιµένουν όσο χρειάζεται δίχως να δυσανασχετούν όπως οι άνθρωποι. Κι έτσι, τα χρόνια περνούσαν. Μόλις πέρσι η οικογένεια Γιαπισίκογλου είχε καταφέρει να µαζέψει τα φράγκα που απαιτούσε ένα τέτοιο ταξίδι. Το λοιπόν, όταν ήρθε αυτή η ευλογηµένη ώρα, έσπευσαν κι έβγαλαν εισιτήρια και µια νύχτα των νυχτών πήραν το καράβι και τράβηξαν κατά Λέσβο µεριά. Πασίχαρος ο Νικόλας που πρώτη φορά πήγαινε διακοπές, ούτε να διανοηθεί δεν µπορούσε τι τον περίµενε εκεί. Με το που έφτασαν στη Μυτιλήνη, πήραν το µοναδικό ΚΤΕΛ που οδηγούσε στο Μανταµάδο. Κι όταν µε το καλό έφτασαν στο χωριουδάκι, κατέβηκαν όλοι µαζί σούµπιτοι κι άρχισαν να διανύουν µε τα πόδια το χιλιόµετρο που χώριζε το χωριό απ’ το µοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ταξιάρχη. Όσο πλησίαζαν προς το ιερό µέρος, τόσο περισσότερο τον Νικόλα τον έπιανε δύσπνοια. Κι όταν πια πέρασαν τον περίβολο της µονής –στην οποία σηµειωτέον δε ζούσαν πλέον µοναχοί– τότε κατάλαβε. Ο χώρος αλλοιώθηκε – το µοναστήρι άλλαξε σχήµα και διαστάσεις. Η όµορφη µέρα έγινε σκοτεινή και σιωπηλή νύχτα. Τ’ αστέρια στον ουρανό λαµπύριζαν παράξενα – µάρτυρες κι αυτά, θαρρείς, της επικείµενης σφαγής.
Γιατί τότε ξαφνικά, µες στην ησυχία της νύχτας, ο Νικόλας είδε λεφούσια µαυριδερούς και µεγαλόσωµους Σαρακηνούς να εφορµούν µέσα στο µοναστήρι κρατώντας στις χερούκλες τους γιαταγάνια και σπαθιά, να µπουκάρουν στον ιερό ναό όπου λειτουργούσαν οι µοναχοί και να τους σφάζουν όλους, έναν προς έναν. Όχι όλους, ένα µικρό παλικαράκι, ντυµένο τη φορεσιά του καλόγερου, κατάφερε να γλιτώσει. Με τον τρόµο αποτυπωµένο στη µατιά του κι ολοκάθαρα ορατό κι ας ήταν σκοτάδι, το καλογεροπαίδι άρχισε να σκαρφαλώνει στη σκεπή του ιερού ναού της µονής για να σωθεί. Ποπό αγωνία! Οι Σαρακηνοί πήγαν ν’ ακολουθήσουν το παλικαράκι, χαµογελώντας µε µια διεστραµµένη χαρά. Πάει το παιδί, σε λίγο θα το τσάκωναν και... Όµως τότε έγινε το θαύµα. Η σκεπή του ιερού ναού µεταµορφώθηκε σε µια φουρτουνιασµένη, αφρισµένη θάλασσα από σύννεφα κι η νύχτα έγινε µέρα. Και τότε, µέσα απ’ τα σύννεφα, φάνηκε ένας νεαρός, πανύψηλος και λεβέντης, που φορούσε µια ολόχρυση πανοπλία και κρατούσε στο χέρι του ένα σπαθί που έµοιαζε να είναι το µεγαλύτερο του κόσµου. Η οµορφιά του προσώπου του δεν µπορούσε µε λόγια να περιγραφεί, έλαµπε πιο πολύ κι απ’ τον ήλιο κι απ’ τα αστέρια κι απ’ το φεγγάρι, τόση ήταν η οµορφιά του, που ούτε ο θυµός που διαγραφόταν στα χαρακτηριστικά του ολοκάθαρος δεν ήταν ικανός να την αλλοιώσει. Ο Νικόλας τον κοιτούσε άναυδος κι εκστατικός, δίχως να φοβάται ότι η λάµψη του νεαρού άντρα θα τον τύφλωνε. Σε κάθε µόριο της ύπαρξής του ένιωθε ότι είχε την ευλογία να βρίσκεται πρόσωπο µε πρόσωπο µε τον ίδιο των Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον Αρχιστράτηγο των Επουρανίων Δυνάµεων. Και τότε ο άγιος ξεχύθηκε ορµητικά και µε το σπαθί του προτεταµένο πάνω στους Σαρακηνούς, οι οποίοι, άναυδοι απ’ το ξαφνικό όσο κι ανεξήγητο γι’ αυτούς, τους άπιστους, περιστατικό, εγκατέλειψαν την προσπάθειά τους να τσακώσουν το καλογεροπαίδι και να το ξεπαστρέψουν κι αυτό και τράπηκαν σε άτακτη φυγή βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Όµως η ιστορία είχε και συνέχεια. Ο Νικόλας ακολούθησε το καλογεροπαίδι, που πήγε να δει τι απέγιναν οι αδερφοί του κι αν είχε αποµείνει κανένας ζωντανός. Δυστυχώς, ήταν όλοι νεκροί, σφαγµένοι σαν τα κατσίκια, ανώνυµοι µάρτυρες. Τότε το καλογεροπαίδι, κλαίγοντας, πήρε µια µικρή λεκάνη και συγκέντρωσε το αίµα των νεκρών µαρτύρων. Μετά βγήκε έξω και µάζεψε χώµα απ’ τη γη. Έπειτα µπήκε ξανά στο ναό, αυτή τη φορά χαµογελαστό. Χαµογελαστό και αποφασισµένο. Ανακάτεψε το αίµα και το χώµα ώσπου έγιναν πηλός και τότε άρχισε να φιλοτεχνεί, µε ακριβείς και γεµάτες χάρη κινήσεις, ένα πρόσωπο. Ο Νικόλας διαπίστωσε κατάπληκτος ότι το πρόσωπο αυτό ήταν το ίδιο µ’ αυτό που είχε τρέψει σ’ άτακτη φυγή τους βαρβάρους. Βγήκε απότοµα απ’ το παρελθόν. Άφησε τους γονείς και τις αδερφές του να θαυµάζουν ακόµα την ολόσωµη αγιογραφία του Αρχαγγέλου που βρισκόταν στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, κι αυτός έτρεξε µέσα, στον κυρίως ναό, µόνος του. Ήρθε πρόσωπο µε πρόσωπο µε το θαύµα. Ήταν Εκείνος. Ο µικρός Νικόλας έπεσε στα γόνατα εκστατικός. Είχε την παράξενη αίσθηση ότι ο Άγιος του χαµογέλασε. Πάντως, όπως κι αν είχε, παράξενη αίσθηση, παραίσθηση, ψευδαίσθηση ή οτιδήποτε άλλο, εκείνος δεν είχε καµιά
αµφιβολία ότι είχε δει µε τα ίδια του τα µάτια τον Άγιο να του χαµογελάει. Αυτή η ανάγλυφη εικόνα του Ταξιάρχη, η καµωµένη απ’ το αίµα και το χώµα, µοναδική από κάθε άποψη σ’ ολόκληρη την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, που έστεκε εκεί ολοζώντανη κι αναλλοίωτη στο χρόνο και στη φθορά για πάνω από χίλια χρόνια, ήταν η απόδειξη που γύρευε τόσο πεισµατικά ο Νικόλας για να πειστεί ότι το χάρισµά του ήταν όντως δώρο απ’ το Θεό – ο Καταραµένος δεν είχε καµιά δουλειά. Καµία απολύτως. Καµιά φορά ο Νικόλας ένιωθε σαν τον ήρωα του Στίβεν Κινγκ στην ταινία Νεκρή Ζώνη – να που τελικά η ίδια η ζωή επιβεβαιώνει κι ενίοτε ξεπερνάει ακόµα και την πιο γόνιµη συγγραφική φαντασία! Μα το Θεό, θα µπορούσε να θέσει το χάρισµά του στην υπηρεσία της Αστυνοµίας για να τη βοηθάει να εξιχνιάζει ανεξιχνίαστα εγκλήµατα! Όµως, την ώρα που το σκέφτηκε αυτό, την ίδια στιγµή έπνιξε τη σκέψη έντροµος. Όχι, γιατί τότε δε θα ζούσε. Θα ήταν διαρκώς δυστυχισµένος, άδειος, δίχως καθόλου χρόνο για τον εαυτό του, θα ήταν αδύνατον να ζήσει µια φυσιολογική ζωή. Πραγµατικά, κάθε φορά που ερχόταν και τον έβρισκε το χάρισµα, η ενέργειά του στράγγιζε σαν νερό µέσα από σουρωτήρι. Για πολλή ώρα µετά την εµπειρία του ένιωθε αδύναµος, σχεδόν άρρωστος. Άλλωστε, δεν έβλεπε και τίποτα ευχάριστο! Δεν ήταν να πεις ότι θα έβλεπε κινούµενα σχέδια, που τα παρακολουθείς και κατουριέσαι στο γέλιο, ούτε καν καµία τσόντα µε πρωταγωνίστριες Γαλλίδες γκόµενες – στις οποίες ο Νικόλας είχε µια ιδιαίτερη, κρυφή αδυναµία, µολονότι δεν είχε πάει ακόµα µε γυναίκα. Δυστυχώς, έβλεπε πάντα σκηνές βίας, γεµάτες φόβο και θάνατο. Αν έθετε το χάρισµά του στην υπηρεσία της Αστυνοµίας, στο τέλος θα κατέληγε στο τρελοκοµείο – όχι τόσο απ’ τις σκηνές βίας που θα έβλεπε, όσο απ’ τη συνειδητοποίηση του µεγέθους της διαστροφής και της κακίας του ανθρώπινου µυαλού. Κι όλ’ αυτά, βέβαια, ώσπου να τον πάρουν πρέφα οι διάφοροι εγκληµατίες δολοφόνοι και να τον ξεπαστρέψουν, για να µπορούν οι ίδιοι κι οι επίγονοί τους να συνεχίζουν την εγκληµατική τους δραστηριότητα ανενόχλητοι – και, δυστυχώς, ως τα τώρα το χάρισµά του λειτουργούσε µόνο ως προς το παρελθόν. Δεν µπορούσε να προβλέψει το µέλλον, άρα ούτε το πότε και το πώς θα τον ξεπάστρευαν αυτοί που θα ενοχλούνταν απ’ το χάρισµά του. Αν και, εδώ που τα λέµε, δε χρειαζόταν χάρισµα για να προβλέψει κανείς κάτι αυτονόητο. Μόνο λίγη απλή λογική. Θα τον ξεπάστρευαν οπωσδήποτε. Όχι, κύριε! Άλλωστε κι η γιαγιά του είχε τονίσει σαφώς να µην πει τίποτα σε κανέναν, έτσι δεν είναι; Παρ’ όλ’ αυτά, ένα σκουλήκι τού κατάτρωγε τα σωθικά – γι’ αυτό δεν µπορούσε να κοιµηθεί. Κοίταξε τις τράπουλές του και τον υπολογιστή του, που περιείχε ένα εντελώς εξελιγµένο πρόγραµµα αστρολογίας. Φτωχοί µπατίρηδες οι Γιαπισίκογλου, αλλά ο Νικόλας είχε φτύσει αίµα κάνοντας µεροκάµατα από δω κι από κει, Σάββατα, Κυριακές κι αργίες, για να µπορέσει να τ’ αγοράσει ολ’ αυτά. Αυτά του είχαν ήδη αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά µε το θάνατο της Αναστασίας. Ε, τότε τι σκατά ήθελε να µάθει όλες τις σατανικές λεπτοµέρειες; Απλή περιέργεια; Όχι µόνο. Θα ήταν ψεύτης και δειλός αν ισχυριζόταν κάτι τέτοιο. Ήταν, διάολε, ότι... της το χρωστούσε. Αρκετά ένοχος ένιωθε ήδη. Αν µπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό... Κι ήταν κι ο καταραµένος δείκτης των δευτερολέπτων του παλιού ρολογιού στον τοίχο – στο άκουσµα του ονόµατός της είχε σταµατήσει. Ήταν µήνυµα από εκείνη.
Πήρε την απόφασή του – κακώς µάλιστα που το έκλωθε τόση ώρα. Σηκώθηκε αποφασιστικά απ’ την άκρη του κρεβατιού που καθόταν όλη αυτή την ώρα κρατώντας το κεφάλι του µε τα δυο του χέρια. Πήγε στη βιβλιοθηκούλα του. Άνοιξε το τρίτο συρτάρι δεξιά. Έβγαλε ένα κοµπολόι καµωµένο από µικρές κεχριµπαρένιες χάντρες. Κάποτε ανήκε στην Αναστασία. Ο Νικόλας το είχε δει κι ένιωσε µια λαχτάρα γι’ αυτό. Σφύριξε µε τόσο ανυπόκριτο θαυµασµό, που η Αναστασία του το έβαλε στο χέρι δίχως δεύτερη σκέψη. Του το χάρισε. Τέτοια ήταν πάντα η Αναστασία. Έσβησε το φως και ξάπλωσε στο κρεβάτι αφήνοντας τα παντζούρια ανοιχτά. Αυτό το κοµπολόι, που ήταν κάποτε δικό της, θα ήταν το µονοπάτι που θα τον οδηγούσε στη χτεσινή νύχτα – ο σύνδεσµός του µε το παρελθόν που ήθελε να κρυφοκοιτάξει κι ο δρόµος του προς την αλήθεια. Έσφιξε το κοµπολόι στο αριστερό, στο «καλό» του χέρι. «Ψυχοµετρία» αποκαλούσαν το φαινόµενο αυτό οι µυστικιστές. Προσευχήθηκε µ’ όλη τη δύναµη της ψυχής του. Ποτέ ως τώρα δεν είχε εξασκήσει το χάρισµα κατά παραγγελία, πάντα του ερχόταν µόνο του, φυσικά κι αβίαστα. Πριν καν αρχίσει η διαδικασία, κόντευε ήδη ν’ απογοητευτεί. Κι αν δε γινόταν τίποτα; Κι αν τον έπαιρνε κανένας ύπνος και ροχάλιζε µέχρι αύριο το πρωί; Κι αν... Ακριβώς πάνω στο τρίτο «κι αν», αυτό άρχισε να συµβαίνει. Ο Νικόλας ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Σαν περιπλανώµενο αόρατο φάντασµα, µπήκε στον κόσµο της χτεσινής νύχτας. Είδε τον εαυτό του, τους υπόλοιπους πέντε και την Αναστασία, ολοζώντανη, ν’ αποχαιρετιούνται συγκινηµένοι στο σηµείο εκείνο που ήδη θυµόταν από χτες. Οι έξι –µαζί κι ο ίδιος δηλαδή– έφυγαν απ’ τη µια κατεύθυνση. Η Αναστασία πήγε απ’ την άλλη. Τώρα ο Νικόλας την ακολούθησε αόρατος. Την είδε να περπατάει στο νοτισµένο δρόµο χοροπηδώντας πού και πού και σιγοτραγουδώντας. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ’ τα σφαλιστά του µάτια. Αχ και να µην ήταν χτες... Αχ και να ήταν τώρα, να την πάρει απ’ το χέρι και να την οδηγήσει µακριά απ’ την κακή της µοίρα, να την προειδοποιήσει για το επικείµενο κακό... Να το το κακό! Εκεί που η Αναστασία βαδίζει αµέριµνη, δίπλα της γλιστράει αθόρυβα µια πανάκριβη µαύρη Μερσεντές. Ανοίγει το δεξί παράθυρο του συνοδηγού και... και τότε η Αναστασία χοροπηδάει χαρούµενη! Ο Νικόλας σκύβει κι αυτός για να δει καλύτερα – και µένει µε το στόµα ανοιχτό. Μα αυτός είναι ο Άρης Παγκράτης! Ο διάσηµος ηθοποιός, αυτός που παίζει στους Έρηµους Δρόµους! Δίπλα του, οδηγός ένας γνωστός χοντρός. Μάλλον σκηνοθέτης πρέπει να είναι, ο Νικόλας τον έχει δει σε κάποια µαλακοεκποµπή να δίνει συνέντευξη. Από πίσω δυο ξανθιές γκόµενες. Ο Νικόλας ακούει πεντακάθαρα τους διαλόγους. Η Αναστασία µπαίνει στη Μερσεντές. Λόγια, λόγια, λόγια, µαλακίες... και σε τρία λεπτά αποκαλύπτεται η αλήθεια. Οι τύποι τη θέλουν µαζί τους, όχι για να την πάνε σπίτι της, όπως της υποσχέθηκαν, αλλά για να της κάνουν κακό. Το αυτοκίνητο τρέχει σαν τρελό σε µια δηµοσιά. Και τότε ξαφνικά, λίγο παρακάτω...
Ένα µπλόκο µε µπάτσους. Ένας απ’ αυτούς, ένας τύπος ψηλός και λεβέντης, µελαχρινός µε γυαλιά, τους κάνει νόηµα να σταµατήσουν. Ο Νικόλας τον κοιτάζει µε προσοχή, τον παρατηρεί. Φαίνεται ξύπνιος κι ας φοράει γυαλιά. Όχι και τόσο ξύπνιος, γιατί µόλις βλέπει ποιον συνάντησε στο µπλόκο, δεν τους κατεβάζει για έλεγχο. Αντιθέτως, χαµογελάει σαν ηλίθιος, παίρνει ένα αυτόγραφο και τους διώχνει. Πουτάνα τύχη, καριόλα µοίρα – πάντως ο Νικόλας φασκέλωσε τον µπάτσο µ’ όλη του την καρδιά, γιατί αλλιώς θα έσκαγε. Η Αναστασία λιποθυµάει. Οι παρανοϊκοί οδηγούν το κορίτσι στο Ρέµα της Εσχατιάς. Από εκείνο το σηµείο και µετά τα τέρατα αρχίζουν να διαδραµατίζονται το ένα µετά το άλλο. Ο Νικόλας άρχισε να νιώθει ένα πράγµα περίεργο µέσα στον οργανισµό του – σαν δίνη που αναδευόταν ανήσυχη κι ανήµερη µέσα στα σωθικά του κι ανέβαινε προς τα πάνω ορµητικά. Διάολε, τι κρίµα να µην µπορεί να σφαλίσει τα µάτια του και µέσα σ’ αυτό τον παράξενο κόσµο όπως τα είχε σφαλιστά ο άλλος του εαυτός πάνω στο κρεβάτι µέσα στο σκοτεινό δωµάτιο, ας µπορούσε να τα σφάλιζε και στο εκεί, να µη δει τα τέρατα και τα σηµεία, να µη δει τους Έσχατους Καιρούς... Κάνουν όργια µεταξύ τους, πλάι σε µια φωτιά της Κόλασης. Εκείνη είναι δεµένη µ’ αλυσίδες, γυµνή, πάνω στον πάγκο ενός χασάπη. Μετά τη βιάζουν όλοι µαζί ενώ εκείνη είναι λιπόθυµη. Μετά ξυπνάει. Την ξαναβιάζουν. Την ποτίζουν ναρκωτικά µε το ζόρι. Πνίγεται και βήχει. Και τότε... Ο Άρης Παγκράτης παίρνει µια βαριοπούλα. Την πλησιάζει χαµογελαστός. Της λέει µαλακίες. Η Αναστασία τον φιλοδωρεί µε µια µεγαλοπρεπή ροχάλα. Και τότε η βαριοπούλα προσγειώνεται στο κεφάλι της Αναστασίας µια φορά. Ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός κι αηδιαστικός – όπως όλες οι θανατικές καταδίκες. Τα µάτια µατώνουν – ο τρόµος δε φαίνεται πια, άλλωστε δεν υπάρχει τρόµος τώρα που δεν υπήρχε και πισωγύρισµα. Ο Νικόλας τού εκεί ρίχτηκε µε ορµή πάνω στο δολοφόνο, αλλά, δυστυχώς, πέρασε από µέσα του κι εκείνος δεν τον κατάλαβε καν – έτσι κι αλλιώς ήταν τόσο, µα τόσο αργά... Δεύτερη φορά. Τα µάτια του Νικόλα έχουν γουρλώσει από φρίκη. Η αηδία ήταν απερίγραπτη – κι όµως, εκείνος, αν µπορούσε, αν είχε τη δυνατότητα, θα πήγαινε να µαζέψει τα κοµµάτια ένα ένα, φτάνει να ήταν Θεός, φτάνει να µπορούσε να ξαναφτιάξει τη ζωή, να ξαναδώσει πνοή... Απ’ το στόµα της δε βγήκε ούτε µια κραυγή. Ούτε ένα «αχ», φτιαγµένο από φόβο, πόνο ή παράπονο. Τίποτα. Ο τρελός της έπαιρνε τη ζωή – κι εκείνη έσβηνε µ’ αξιοπρέπεια. Μόνο οι φτωχοί έχουν τέτοια αξιοπρέπεια, τέτοια λεβεντιά, και γράφουν τον Χάρο εκεί που του αξίζει, αφού έτσι κι αλλιώς η εξουσία του είναι τόσο προσωρινή, τόσο µάταιη, την κατάργησε ο Χριστός µε την Ανάστασή Του, γιατί µετά το θάνατο ο άνθρωπος επιστρέφει στην Πηγή, ξαναγυρνάει στον Παράδεισο, στην αιώνια ζωή και την ευτυχία που µόνο κοντά στον Πατέρα µπορεί να νιώσει... Μα η Αναστασία ήταν τόσο νέα ακόµα... «Σταµατήστε, κτήνη», ψιθύρισε ο ξαπλωµένος Νικόλας. Τρίτη φορά – κι όλο το τοπίο καλύφθηκε µε αίµα, αίµα που έσταζε από παντού και µύριζε
θάνατο και τέλος. Δεν άντεξε άλλο. Άρχισε να ουρλιάζει – και στο εδώ και στο εκεί. «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ, ΚΤΗΝΗ! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ, ΚΤΗΝΗ! ΚΤΗΝΗ! ΚΤΗΝΗΗΗΗ!» Η µάνα του εισέβαλε αλαφιασµένη µέσα στο δωµάτιο δίχως να χτυπήσει την πόρτα – απ’ το φόβο της προφανώς το παρέλειψε. Εδώ και καιρό πάντα χτυπούσε πριν µπει, γιατί την τελευταία φορά που µπήκε δίχως να χτυπήσει, πριν ένα χρόνο περίπου, τσάκωσε το γιο της συγκεντρωµένο σε κάτι που κρατούσε ανάµεσα στα πόδια του, το είχε στο δεξί του χέρι και το κουνούσε πάνω κάτω. Βρήκε το γιο της ξαπλωµένο στο κρεβάτι, µε τα µάτια σφαλιστά, να χτυπιέται σαν χταπόδι και να ουρλιάζει ακατάπαυστα τη λέξη «κτήνη» κλαίγοντας µε µανία. «ΝΙΚΟΛΑ!» έβγαλε µια κραυγή η µάνα. Δίχως δεύτερη σκέψη όρµησε δίπλα του και τον άδραξε απ’ το χέρι. Ο Νικόλας τινάχτηκε ίσαµε το ταβάνι σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Απ’ το αριστερό του χέρι ξέφυγε ένα κοµπολόι µε κεχριµπαρένιες χάντρες. Τα µάτια του ήταν ορθάνοιχτα και στυλά. «Τι έπαθες, λεβέντη µου;» έκλαψε η µάνα. Στην πόρτα εµφανίστηκε κι ο πατέρας µε την καµιζόλα του ύπνου. Δεξιά κι αριστερά απ’ τα πόδια του πατέρα έσκασαν µύτη και δυο απορηµένα, φοβισµένα µουτράκια: οι οχτάχρονες δίδυµες αδερφές του. Προφανώς τους είχε ξυπνήσει όλους µε τις µεταµεσονύχτιες µεταφυσικές του εµπειρίες. Πάλι καλά που δεν µπούκαρε απ’ το ανοιχτό παράθυρο κι ο Μηνάς, ο αγαπηµένος κόπρος της γειτονιάς, ν’ αρχίσει να γαβγίζει για συµπαράσταση και να γινόταν εκεί µέσα το σώσε... Ξεφύσηξε δυνατά. «Έβλεπα εφιάλτη», είπε σιγανά. «Έβλεπα κάποιους να σκοτώνουν µια γυναίκα δίχως πρόσωπο». Η µάνα του τον κοίταξε µε δάκρυα στα µάτια. Το ίδιο κι οι υπόλοιποι. Ο Νικόλας δεν τολµούσε να τους κοιτάξει. «Άντε, κουνηθείτε. Τελείωσε. Εφιάλτης ήταν και πάει. Στα κρεβάτια σας όλοι. Χαθείτε!» Οι δίδυµες εξαφανίστηκαν δίχως δεύτερη κουβέντα. Ο πατέρας παρέµεινε, το ίδιο κι η µάνα. «Νικόλα;» ξεστόµισε η κυρα-Βασιλική. Oχ. «Λέγε». «Κάπνιζες;» Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε θαρρετά. «Ναι. Έχω µεγάλο καηµό. Ας µην το σχολιάσουµε άλλο». Πατέρας και µάνα αντάλλαξαν µια µατιά όλο σηµασία και κούνησαν τα κεφάλια τους µε συγκατάβαση. «Πέσε να ξανακοιµηθείς. Αύριο... αύριο πρέπει να πάµε στην Αστυνοµία. Κι ύστερα...» Η φωνή της έσβησε. Έφυγαν. Η πόρτα ξανάκλεισε. Ο Νικόλας κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Ήταν ακόµα κολληµένο στο κρίσιµο δευτερόλεπτο. Τώρα ήξερε και το όνοµα του δολοφόνου. Στους συντρόφους του, λίγο πριν βάλουν φωτιά και τα κάψουν όλα, είχε πει ότι σκόπευε να πει στην Αστυνοµία τις υποψίες που του είχε γεννήσει η επιστηµονική ανάλυση των καρτών
Ταρό καθώς κι η ενδελεχής κι εµβριθής µελέτη του αστρολογικού χάρτη της ώρας του εγκλήµατος. Τώρα ήξερε ότι στους µπάτσους δε θα έλεγε απολύτως τίποτα. Αν τους µιλούσε για χαρτιά κι άστρα, θα τον περνούσαν για αδερφή στην καλύτερη περίπτωση και για τρελό στη χειρότερη. Θα γελούσαν µαζί του όλοι µαζί και θα γινόταν ρεζίλι των σκυλιών. Αν µάλιστα τους έλεγε και για την προηγούµενη ψυχοµετρική εµπειρία που είχε... Κι ακόµα χειρότερα, αν ενώπιον των µπάτσων ονοµάτιζε και το δολοφόνο... Μα ήταν δυνατόν; Ο Άρης Παγκράτης; Αυτό το καθίκι που παρίστανε τον καλό και τον ηθικό, το µοναδικό ροµαντικό σταυροφόρο µέσα σε µια εποχή λάσπης και δυσωδίας; Κι όµως, να που ήταν δυνατόν. Ο Νικόλας ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξανανιώσει τόση έκπληξη, σύγχυση και φρίκη µαζί. Διάολε, ήταν µόλις δεκαπέντε χρόνων, το µυαλό του δεν µπορούσε να τα χωρέσει όλ’ αυτά... Τελικά, η ζωή ήταν ένα απέραντο τρελοκοµείο. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή ευχήθηκε να είχε την ικανότητα να προβλέπει και το µέλλον – όχι για τίποτ’ άλλο, αλλά η διαίσθησή του του φώναζε ότι το ίδιο ακριβώς κακό απειλούσε και τη... τη Βενετία Ματζιούρη. Αχ, γιατί να µην µπορεί να κοιτάξει και στο µέλλον; Για ένα ήταν σίγουρος, το Κακό δεν είχε ξεσπάσει ακόµα τη µανία του. Θα συνέβαιναν κι άλλα φοβερά πράγµατα. Τα χαρτιά τού το είχαν πει ξεκάθαρα – ούτε µπροστά του να το έβλεπε. Η Βενετία κινδύνευε. Όσο για την Αναστασία... Τελείωσε. Ο Νικόλας πήρε την απόφασή του. Μπορεί να µην έλεγε τις ανακαλύψεις του στους µπάτσους φάτσα φόρα –εδώ είχε αποφασίσει να µην πει λέξη ούτε καν στα παιδιά, τους φίλους του–, πάντως µια φορά τον πούστη τον Άρη Παγκράτη δε θα τον άφηνε έτσι. Με κάποιο τρόπο θα τον ξεµπρόστιαζε. Με κάποιο τρόπο που ν’ ανάγκαζε τους µπάτσους να σκαλίσουν ακόµα και προς αυτή την απίθανη κατεύθυνση. Μόνο έτσι θ’ αναπαυόταν ήσυχη η ψυχούλα της αγαπηµένης του αδερφής, της Αναστασίας – και µόνο έτσι θα ησύχαζε κι η δική του η συνείδηση. Ναι µεν η µοίρα µπορεί να είχε τροµερή δύναµη πάνω στο κισµέτ του ανθρώπου, αν όµως οι εναποµείναντες έξι δεν ήταν τόσο µαλάκες ώστε ν’ ακούσουν την Αναστασία που τους παρότρυνε να φύγουν, αν δεν έφευγαν, αν πήγαιναν µαζί της, τώρα τα πράγµατα θα ήταν αλλιώς. Και µπορεί µεν το πεπρωµένο της Αναστασίας να ήταν έτσι γραµµένο ώστε να έπρεπε να πεθάνει οπωσδήποτε εκείνη τη νύχτα, αλλά τουλάχιστον θα πήγαινε από κάποια άλλη αιτία: από κάποιο αυτοκινητικό δυστύχηµα, από κάποια ανακοπή καρδιάς ένεκα κάποιου άγνωστου καρδιακού προβλήµατος, από κανένα γιγαντιαίο σοβά που θα της έπεφτε στο κεφάλι, από κανένα µοιραίο γλίστρηµα στην µπανιέρα... Πάντως όχι από φόνο. Και ναι µεν, όπως κι αν πέθαινε η Αναστασία, πάλι θα την έκλαιγαν, αλλά τουλάχιστον δε θα ήταν καταδικασµένοι να περάσουν όλο το υπόλοιπο της ζωής τους βουτηγµένοι στην ενοχή. Και στις τύψεις, που θα προσπαθούσαν να κρύψουν ακόµα κι απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό. Τίποτα. Θα τον ξεσκέπαζε το δολοφόνο. Θα τον ξεσκέπαζε οπωσδήποτε. Ανακουφισµένος απ’ αυτή του την απόφαση, ο Νικόλας Γιαπισίκογλου έσπευσε στον τοίχο για να διορθώσει το ρολόι που είχε σταµατήσει. Και τότε διαπίστωσε µε έκπληξη ότι το ρολόι είχε ξαναρχίσει µόνο του να λειτουργεί
κανονικά.
Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΛΛΑ µάλλον καθόταν αµέριµνη στον προθάλαµο του βασιλείου της απασχοληµένη µε τη µεταµεσονύχτια βάρδιά της, εντελώς ανίδεη για το δράµα που παιζόταν στα ενδότερα. Μέσα στα λίγα λεπτά που πέρασε µονάχος του µέσα στον αχανή λαβύρινθο του Αρχείου περιµένοντας τον Καπιρέλη, ο Φώτης Μπούρµαλης έζησε όλη του τη ζωή. Έτρεµε σύγκορµος, έκλαιγε και γελούσε µαζί – θα έλεγε κανείς ότι τρελάθηκε. Όµως, δυστυχώς, δεν είχε τρελαθεί καθόλου. Ίσα ίσα, το µυαλό του ποτέ δεν είχε δουλέψει πιο καθαρά. Να τη λοιπόν η αλήθεια – έκανε χίλιους κόπους, πέρασε µύρια βάσανα, αλλά στο τέλος τη βρήκε. Προσπαθούσε να βρει κι ένα νόηµα. Άραγε γιατί ο Θεός τον οδήγησε σ’ αυτό το µονοπάτι; Τι ήθελε να του δείξει; Τι µήνυµα κρυβόταν πίσω απ’ όλ’ αυτά; Ήταν άραγε η απάντηση στις απελπισµένες προσευχές που έκανε τόσα χρόνια που περίµενε µια ευκαιρία που δεν ερχόταν ποτέ, να δείξει την αξία του, να τους τρίψει στη µούρη τη συγκατάβαση και την ειρωνεία που διέκρινε ολοκάθαρα στις αλαζονικές φάτσες τους, ότι ήταν κι αυτός κάποιος, ότι τη δουλειά του την ήξερε καλύτερα κι απ’ αυτούς που είχαν τα πτυχία και τα γαλόνια και τις ευκαιρίες για πρόοδο και καταξίωση; Γιατί αυτό; Γιατί έτσι; Γιατί τώρα; Ο Μπούρµαλης ένιωθε ότι είχε κάνει τη συγκλονιστικότερη ανακάλυψη όλων των εποχών – σαν µοναχικός τρελός εφευρέτης που κοπίαζε και µοχθούσε άοκνα ώσπου έφτασε στη µεγαλειώδη αλήθεια. Μόνο που αυτός δεν είχε ανακαλύψει κάτι που θα πρόσφερε στους ανθρώπους βοήθεια, διευκόλυνση, χαρά και λοιπά, δεν ήταν γραφτό να κάνει τη ζωή των ανθρώπων καλύτερη – γι’ αυτό άλλωστε δεν ένιωθε και καµιά απολύτως χαρά. Δικαίωση ναι, ευχαρίστηση για την επικείµενη απόδοση δικαιοσύνης ίσως – αλλά όχι χαρά. Διότι η δική του ανακάλυψη ήταν κάτι βαθιά εσωτερικό και γι’ αυτό ίσως πολύ πιο τροµαχτικό απ’ την εφεύρεση της ατοµικής βόµβας ή µιας άλλης, εντελώς εξελιγµένης πολεµικής µηχανής που θα σκορπούσε αδιάκοπα το θάνατο. Είχε δει ξεκάθαρα πια προς τα πού όδευε ο κόσµος – κι αυτό τον τρόµαζε περισσότερο κι απ’ την προοπτική της Κόλασης στη µετά θάνατον ζωή. Βέβαια, ο κόσµος αυτός ήταν από καταβολής κόσµου γεµάτος σαπίλα και διαφθορά· χιλιάδες εγκλήµατα διαπράττονταν καθηµερινά, µε το γάντι ή και χωρίς αυτό, στο όνοµα του κέρδους, της δόξας, της εξουσίας, του χρήµατος, της φήµης... Αν όµως τα πράγµατα έφτασαν σε τέτοιο σηµείο ώστε να διαπράττονται εγκλήµατα δίχως λόγο, έτσι, χωρίς άλλο κίνητρο ή σκοπό παρά µόνο για το κέφι και τη διασκέδαση των δραστών τους, εγκλήµατα τα οποία θα παρέµεναν ατιµώρητα διότι οι δράστες µπορούσαν µε τα δισεκατοµµύριά τους να πουλάνε και ν’ αγοράζουν ανθρώπους, σιωπές και συνειδήσεις, τότε αυτό σήµαινε ότι ο κόσµος πλησίαζε ολοταχώς προς το έσχατο όριο αποκτήνωσης – κι αργά ή γρήγορα θα βασίλευε το χάος κι η αναρχία. Σαν σενάριο επιστηµονικής φαντασίας, το δίχως άλλο. Στη δεκαεννιάχρονη εµπειρία του στην Αστυνοµία ο Μπούρµαλης είχε ξανασυναντήσει κάποια ανάλογα περιστατικά, όµως σ’ εκείνες τις περιπτώσεις δράστες ήταν αµόρφωτα ανθρωποειδή που στη θέση του µυαλού τους υπήρχε ευκοίλια. Σε καµία όµως περίπτωση δε θα µπορούσε να δεχθεί τη διάπραξη ενός τέτοιου εγκλήµατος από ευυπόληπτους πολίτες, µέλη ανήκοντα σ’ αυτό που λέµε «αφρόκρεµα της κοινωνίας». Δεν υπήρχε κανένα λογικό κίνητρο –
µονάχα παράλογο, εφιαλτικό. Αυτό που έκανε ο Άρης Παγκράτης κι αυτοί που τον προστάτευαν του φαινόταν το ειδεχθέστερο έγκληµα όλων των εποχών, χειρότερο κι απ’ τη δολοφονία του Άβελ απ’ τον αδερφό του τον Κάιν, απ’ τα εγκλήµατα που διέπραξε ο Αδόλφος Χίτλερ εις βάρος της ανθρωπότητας, ακόµα κι απ’ τις κτηνωδίες που διέπρατταν οι Αµερικανοί σ’ όποιο µέρος του κόσµου αποφάσιζαν να επέµβουν, βαφτίζοντας τα εγκλήµατά τους «εκδηµοκρατισµό». Όλοι οι προηγούµενοι µαλάκες πίστευαν σε κάτι που µπορεί να ήταν µια µαλακία, αλλά, διάολε, υπήρχε... το κίνητρό τους ήταν στρεβλό κι ο σκοπός τους φαύλος, αλλά τουλάχιστον υπήρχε. Ενώ ο Άρης Παγκράτης κι οι συν αυτώ δεν πίστευαν σε τίποτα απολύτως, δεν ονειρεύονταν ν’ αλλάξουν τον κόσµο, δεν πάσχιζαν να στρέψουν αλλού τον ρου της Ιστορίας. Δεν είχαν κανένα ιδανικό, πέραν της καλοπέρασης και του τσεπώµατος. Αυτό ήταν. Μετά ταύτα, µα το Θεό, ο Μπούρµαλης δε θα παραξενευόταν ακόµα κι αν ο Παγκράτης συλλαµβανόταν επ’ αυτοφώρω και παρόντων διακοσίων αυτοπτών µαρτύρων να διαπράττει φόνο κι όµως να έµενε ελεύθερος κι ατιµώρητος ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων! Έπιασε το κεφάλι του και το έσφιξε δυνατά διότι ένιωθε επικίνδυνους τριγµούς εκεί µέσα. Πώς να µην τρελαθεί µετά απ’ όλ’ αυτά; Βεβαίως υπήρχε και κάτι θετικό µέσα στην όλη µαλακισµένη υπόθεση. Ο Θεός είχε αποφασίσει να βάλει το χέρι Του κι επέλεξε αυτόν, τον άσηµο αρχιφύλακα, τον φώτισε, του έδωσε δύναµη, κουράγιο, εξυπνάδα κι εφευρετικότητα και τον οδήγησε στην αλήθεια. Τώρα ήξερε – άρα λοιπόν αυτό που του έµενε να κάνει ήταν το αυτονόητο: να σπεύσει, να ξεσκεπάσει το δολοφόνο και να τον οδηγήσει στη δικαιοσύνη. Έτσι, για να δικαιωθεί η µνήµη της µικρής Αναστασίας, αλλά και για να εξευµενίσει και τις δικές του τύψεις που φούσκωναν µέσα του σαν αγριεµένα κύµατα ενός παγωµένου ωκεανού. Τόσο απλά. Κι όµως, αυτός µαρµάρωσε. Σ’ αυτές τις απλές σκέψεις που θα έπρεπε να γίνουν και πράξεις το συντοµότερο δυνατό, σήµερα, τώρα, χτες, ο Φώτης Μπούρµαλης έπαθε αληθινή παράκρουση, τον πληµµύρισε φρίκη, τρόµος κι αηδία περισσότερο κι απ’ τα ίδια τ’ αποτελέσµατα της έρευνάς του και τα φρικαλέα συµπεράσµατα στα οποία είχε οδηγηθεί. Ανέκαθεν υπήρξε έντιµος άνθρωπος, οπαδός της αλήθειας και του δικαίου, µε λόγια αλλά και µε πράξεις. Πόσο θα µπορούσε ένας τέτοιος άνθρωπος να κρύβεται απ’ τον ίδιο του τον εαυτό; Έλα όµως που... Το µυαλό του κόλλησε· όσο κι αν πάσχιζε, δεν µπόρεσε να βρει κατάλληλη λέξη που να περιγράφει µε σαφήνεια το «που». Τώρα που τα ήξερε όλα, αντί να πανηγυρίζει για την επικείµενη αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης, τα πόδια του λύγισαν – βρέθηκε να κάθεται στο πάτωµα. Και ξέσπασε σε λυγµούς. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξανακλάψει τόσο πικρά. Πιθανόν η κυρία Πάλλα να τον άκουγε µέσα στην ησυχία της νύχτας και να έσπευδε να δει τι γινόταν, αλλά αυτός εκείνη τη στιγµή δεν έδινε δεκάρα τσακιστή. Αυτό που ένιωθε ήταν απερίγραπτο. Πολύ πιθανόν κάπως έτσι να είχε νιώσει κι ο Πέτρος την ώρα που απ’ το φόβο του αρνήθηκε τον Χριστό, κι ας ήταν ο ίδιος άνθρωπος που λίγη ώρα πριν ορκιζόταν στον Κύριό του ότι θα τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε, ακόµα και στο θάνατο. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή ο Φώτης Μπούρµαλης συνειδητοποίησε ότι, παρά τις καλές του προθέσεις, ο δρόµος του τέλειωνε κάπου εδώ. Δε θα έλεγε απολύτως τίποτα. Παρά τις φανφάρες και τις υποσχέσεις που έδινε στον εαυτό
του ότι αν έβρισκε αδιάσειστα στοιχεία θα έσπευδε να βγάλει την αλήθεια στο φως, τώρα αποδείχθηκε πανηγυρικά ότι δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ένας χέστης, ένας κρετίνος δειλός – και, δυστυχώς, ο εαυτός του δεν ήταν τόσο µεγαλόψυχος όσο ο Χριστός, που συγχώρεσε τον Πέτρο. Ο ίδιος δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του – αλλά παρ’ όλ’ αυτά δε θα έλεγε απολύτως τίποτα. Φοβόταν. Έτρεµε. Παρέλυε απ’ το φόβο του για το τι θα γινόταν αν αποκάλυπτε εκεί που έπρεπε την αλήθεια για το ποιόν του Άρη Παγκράτη. Για τον εαυτό του δεν τον ένοιαζε και τόσο, τον ένοιαζε όµως και τον έκοφτε για τη γυναίκα του τη Νίκη, για τους δικούς του ανθρώπους, φίλους, συγγενείς και γνωστούς. Από αστυνοµική πείρα ήξερε ότι η εκδίκηση των κακοποιών στοιχείων ήταν τροµερή, η οργή τους θα ξεσπούσε πάνω στους αθώους. Θα σκότωναν τη γυναίκα του, τους γονείς του, τις αδερφές του, τους άντρες τους, τ’ ανίψια του, ίσως µάλιστα να έβρισκαν και κάτι ακόµα χειρότερο και πιο παρανοϊκό να κάνουν για να εκδικηθούν τον άνθρωπο που τόλµησε να τα βάλει µαζί τους. Ενώ, φυσικά, οι ίδιοι, χάρη στα λεφτά τους και τις υψηλές διασυνδέσεις τους, θα παρέµεναν ατιµώρητοι. Θα έβγαιναν λάδι, πώς το λένε. Ο Παγκράτης είχε δικούς του και µέσα στην Αστυνοµία, γιατί δηλαδή να µην είχε και µέσα στη δικαιοσύνη; Οπότε η όλη υπόθεση θα ήταν χωρίς κέρδος κέρατα – οι ένοχοι θα συνέχιζαν να γλεντάνε ανενόχλητοι, η Αναστασία Μόραλη, φυσικά, δεν επρόκειτο να επιστρέψει απ’ τον άλλο κόσµο, ενώ τον ίδιο θα τον έπαιρνε ο διάολος και θα τον σήκωνε. Κι εκτός απ’ τον ίδιο, ο διάολος θα έπαιρνε και θα σήκωνε και µια ολόκληρη σειρά άλλων ανθρώπων, όλων αθώων. Δικών του ανθρώπων. Στα χέρια του κρατούσε το κλειδί της ζωής: αν αποφάσιζε να ξεκλειδώσει το στόµα του, θα υπέγραφε µε τα ίδια του τα χέρια τη θανατική καταδίκη των δικών του ανθρώπων – κι ο θάνατός τους δε θα ήταν απλώς επικείµενος. Θα ήταν βέβαιος. Απ’ την άλλη, αν αποφάσιζε να πετάξει το κλειδί στα σκατά, δε θα δικαιωνόταν ούτε στον αιώνα τον άπαντα η µνήµη της νεκρής Αναστασίας – άσε που, βεβαίως, υπήρχε η περίπτωση να ακολουθήσουν κι άλλες Αναστασίες. Τέτοιο τραγικό ηθικό δίληµµα πρώτη φορά στη ζωή του αντιµετώπιζε, γι’ αυτό κόντευε να του στρίψει. Ενώ όλες εκείνες τις ώρες που έψαχνε σαν τρελός για την αλήθεια έπειθε τον εαυτό του ότι αν την έβρισκε θα έκανε το σωστό, τώρα που τη βρήκε, απλούστατα, δεν µπορούσε να το κάνει. Απ’ αυτό το φρικτό αδιέξοδο µόνο µια διέξοδος υπήρχε. Η αυτοκτονία. Η αυτοκτονία είναι αµαρτία, λέει ο Θεός – ε, τότε ας έβαζε Αυτός στο ζύγι τις αµαρτίες του τέκνου Του Φώτιου κι ας αποφάσιζε Εκείνος, εν τη σοφία Του. Αµαρτία θα ήταν και το να πει την αλήθεια. Αµαρτία θα ήταν και το να µην την πει. Εκτός από έντιµος, ο Φώτης Μπούρµαλης υπήρξε ανέκαθεν και γενναίος. Πάντα έλεγε ότι δε φοβόταν το θάνατο και το πίστευε – γι’ αυτό το χέρι του ήταν απόλυτα σταθερό την ώρα που έβγαζε απ’ τη θήκη της ζώνης του το υπηρεσιακό του περίστροφο. Θα φύτευε µια σφαίρα στο κεφάλι του και θα τέλειωναν όλα εκεί – και µάλιστα δίχως ν’ αφήσει καµία εξήγηση. Ούτε γράµµα για τη Νίκη. Γιατί κι εκείνη ήταν έντιµη κι αδιάφθορη – κι αν έπεφτε στα χέρια της το γράµµα του νεκρού πλέον συζύγου της, ένα γράµµα που θα ανέλυε µε σαφήνεια και πληρότητα
τους λόγους που τον οδήγησαν στο απονενοηµένο διάβηµα, τότε θα έσπευδε αυθωρεί και παραχρήµα και θα ξεσκέπαζε τον Παγκράτη αυτή. Και µετά, βεβαίως, οι δύο σύζυγοι θα ξανασυναντιόντουσαν λίαν συντόµως στον άλλο κόσµο, να ζουν «τη µακαρία ζωή την παρά Σοι, φιλάνθρωπε». Όχι. Έκανε το σταυρό του, καλού κακού, τράβηξε τον κόκορα και στερέωσε το όπλο στο δεξιό του κρόταφο. Βέβαια, ένιωθε κάποιες τύψεις για την καηµένη την κυρία Πάλλα, που θ’ αναγκαζόταν νυχτιάτικα να µαζεύει αίµατα και χυµένα µυαλά απ’ το βασίλειό της, αλλά, δεδοµένων των συνθηκών, οι τύψεις αυτές δε στάθηκαν ικανές να τον αποπροσανατολίσουν απ’ τον ιερό του σκοπό. Έκανε µια νοερή προσευχή, µιλώντας στην Αναστασία Μόραλη και παρακαλώντας την τώρα, σε λίγο, που θα τον έβλεπε µπροστά της, να µην τον άρχιζε στο φάσκελο και τον έκανε να µετανιώσει και να βλαστηµήσει την ώρα και τη στιγµή που τα τίναξε, διότι τότε θα ήταν πλέον αργά και δε θα υπήρχε γυρισµός. Την ώρα που ήταν έτοιµος να πατήσει τη σκανδάλη και να βρει την ησυχία του οριστικά, άκουσε µια αγριοφωνάρα πίσω του. «ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ, ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;» Ο Καπιρέλης! Να πάρει η ευχή, τον είχε ξεχάσει! Μα το Θεό, ο Μπούρµαλης δε θα θεωρούσε την έλευση του Καπιρέλη ως αφορµή για ν’ αναβάλει την εκτέλεση της απόφασής του –θα είχε πατήσει τη σκανδάλη πριν προλάβει ν’ απαντήσει µε λόγια στο φίλο του, «τι κάνω, ρε µαλάκα, τινάζω τα µυαλά µου στον αέρα, γκαβούλας είσαι;» – αλλά να, ξαφνιάστηκε και το όπλο τού έφυγε απ’ το χέρι. Ο Καπιρέλης όρµησε σαν τρελός και τ’ άρπαξε. «Τρελάθηκες, ρε; Ε;» ούρλιαξε τραντάζοντας τον Μπούρµαλη µε µανία. «Πού είναι η κυρία Πάλλα;» ρώτησε ήρεµα ο Μπούρµαλης, σαν να µη συνέβαινε τίποτα. «Ε;» Ο Καπιρέλης µπερδεύτηκε στ’ αλήθεια, παραλίγο να πέσει ανάσκελα απ’ τη σαστισµάρα του. «Ξέρω γω; Δεν είναι έξω. Μπορεί να πήγε στον καµπινέ. Τι µαλακίες είν’ αυτές που λες; Τι δουλειά έχει η κυρία Πάλλα µε το δικό σου ξερό κεφάλι; Κατάλαβες τι πήγες να κάνεις;» «Κατάλαβα µια χαρά. Μόνο που δεν ξέρω ποιος σ’ έστειλε πάνω στην κρίσιµη στιγµή: ο Θεός ή ο Κακός;» γέλασε ο Μπούρµαλης. Ο Καπιρέλης, δίχως να το σκεφτεί καν, λες κι επρόκειτο για τη φυσική του θέση, πήγε κι έκατσε κι αυτός στο πάτωµα δίπλα στο φίλο του αγνοώντας επιδεικτικά τις καρέκλες που στέκονταν δίπλα τους φαρδιές πλατιές. «Δε θα φύγουµε από δω µέχρι να τα ξεράσεις όλα. Αν συνειδητοποιήσω τι θα γινόταν αν αργούσα ένα δευτερόλεπτο, το µόνο που µένει είναι ν’ ανέβω στην ταράτσα και να φουντάρω. Εγώ σ’ έχω γεννήσει, µαλάκα. Απ’ την πρώτη στιγµή που σε είδα απόψε κατάλαβα ότι κάτι πήγαινε στραβά. Λέγε, ρε, µίλα γιατί θα σου σπάσω τα δόντια και θα µείνεις φαφούτης!» Ο Μπούρµαλης έκανε µια κουρασµένη χειρονοµία. «Θα σου πω, αλλά πρώτα θα σου κάνω µια ερώτηση. Και συ θ’ απαντήσεις νέτα σκέτα, για να µην παίξουµε την κολοκυθιά. Σύµφωνοι;» Ο Καπιρέλης περίµενε. «Αν, λέµε αν, βρισκόσουν µπροστά σ’ ένα ζήτηµα ζωής και θανάτου, αν ήσουν ο µοναδικός µάρτυρας µιας ειδεχθούς δολοφονίας, τι θα έκανες;» «Μα, φυσικά, θα έσπευδα να ξεσκεπάσω το δολοφόνο για να πάρω και τη γαµηµένη
προαγωγή που υπό κανονικάς συνθήκας θα πάρω µόνο µετά θάνατον», είπε µονορούφι ο Καπιρέλης. Ο Μπούρµαλης τον κοίταξε διαπεραστικά. «Είµαι υποχρεωµένος εκ των πραγµάτων να σου κάνω και µια δεύτερη ερώτηση: αν ο δράστης αυτής της ειδεχθούς δολοφονίας ήταν σε θέση να σκοτώσει τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου για να σ’ εκδικηθεί, τότε τι θα έκανες;» Ο Καπιρέλης έµεινε µε το στόµα ανοιχτό, δίστασε ν’ απαντήσει αυτή τη φορά. Χαµήλωσε το κεφάλι και τα µάγουλά του κοκκίνισαν. «Τότε, φίλε, τα πράγµατα µπερδεύονται. Ντρέποµαι που θα σ’ το πω, αλλά θα ξεχνούσα και το δολοφόνο και το έγκληµα και την προαγωγή και τα καλά της. Θα κοιτούσα τη δουλίτσα µου. Όλοι αυτό δεν κάνουν;» Ξεροκατάπιε µε θόρυβο. Ο Μπούρµαλης κούνησε το κεφάλι του µε σηµασία. «Και το καηµένο το αθώο θύµα που δε θα έβρισκε ποτέ δικαίωση; Κι ο δολοφόνος που θα έµενε για πάντα ατιµώρητος; Και τα πιθανά επόµενα θύµατά του;» «Συγγνώµη, αλλά κι η γυναίκα µου και τα παιδιά µου θα ήταν κι αυτοί αθώα θύµατα», είπε ο Καπιρέλης σιγανά. «Και θα έµενε ατιµώρητος ο φονιάς, να σκοτώσει κι άλλους ανθρώπους; Κι η συνείδησή σου; Τι θα έκανες µε τη συνείδησή σου, φίλε; Αυτή πώς θα την κουκούλωνες;» Ο Καπιρέλης τον κοίταξε µε απελπισία. «Ωραία. Ως εκεί φτάνει η εντιµότητά σου, ε; Το ίδιο κι η δική µου. Τώρα έχεις την απάντηση που γυρεύεις. Να γιατί ετοιµαζόµουν να σας αφήσω χρόνους». «Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Μίλα, ρε Φώτη, για το Θεό», ψιθύρισε ο Καπιρέλης. Ο Μπούρµαλης έριξε µια µατιά γύρω του, για να βεβαιωθεί ότι οι τοίχοι δεν είχαν αφτιά, ή κι αν είχαν, ότι ήταν αλλού απασχοληµένα. «Ξέρω ποιος σκότωσε την Αναστασία Μόραλη». Το στόµα του Καπιρέλη άρχισε ν’ ανοίγει αργά και σταθερά στην πιο γνήσια έκφραση κατάπληξης από καταβολής κόσµου. «Ε;» ήταν το µόνο που κατάφερε να ψελλίσει. «Ο Άρης Παγκράτης. Ο ηθοποιός. Αυτός τη σκότωσε». Μπουµµµµµ! Βόµβα ναπάλµ να έπεφτε εκείνη ακριβώς τη στιγµή στο κτίριο της Γενικής Αστυνοµικής Διεύθυνσης Αττικής και να το ξεθεµελίωνε εκ βάθρων και να τους έστελνε όλους µαζί στον αγύριστο, αποκλείεται ο Θοδωράκης Καπιρέλης να ένιωθε µεγαλύτερη έκπληξη. Έµεινε κυριολεκτικά εµβρόντητος. Ο Μπούρµαλης τον κοιτούσε κατάµατα κουνώντας το κεφάλι του προς επίρρωσιν των λεγοµένων του. Ο Καπιρέλης συνήλθε – ή νόµιζε ότι συνήλθε. Τον άρπαξε απ’ τα πέτα κι άρχισε να τον τραντάζει. «Τι λες, ρε; Τι είν’ αυτό που είπες εκεί, ρε;» Μία, δύο, τρεις, δέκα φορές τις ίδιες προτάσεις µε την ίδια σειρά, φτύνοντας σάλια απ’ την πρεµούρα του. «Η αλήθεια, Θοδωρή. Και µα τους Αγίους Πάντες, είµαι πολύ χαρούµενος που τη µοιράστηκα µαζί σου. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες στην κατάλληλη στιγµή, να µην πάω ανεξοµολόγητος...» Αγκάλιασε τον Καπιρέλη απ’ τον ώµο. «Λοιπόν, άκου...» Κι άρχισε να λέει στον αδερφό Καπιρέλη όλη τη σειρά των γεγονότων που µέσα σε λίγες ώρες του άλλαξαν τη ζωή και τον µετέτρεψαν από έναν απλό και συνηθισµένο αρχιφύλακα που µοίραζε τη ζωή του ανάµεσα στη βαριεστιµάρα και στο «Δόξα Σοι ο Θεός» σε µάρτυρα των Έσχατων Καιρών, όπως πολύ σωστά τους είχαν προβλέψει και προφητέψει οι Γραφές. Του είπε για τη χτεσινοβραδινή συνάντηση µε το Ίνδαλµα στο µοιραίο, όπως αποδείχθηκε, µπλόκο. Για την παράξενη αίσθηση που του άφησε κάτι που έγινε σ’ αυτή την ανέλπιστη συνάντηση, κάτι που δεν µπορούσε να το προσδιορίσει αµέσως...
Κάτι που έµοιαζε µε δυο τροµαγµένα µάτια σε κόκκινο φόντο. Και µετά, βέβαια, ήρθε εκείνο το τηλεφώνηµα απ’ τον ίδιο τον Καπιρέλη – κι ο Φώτης έσπευσε να ανοίξει την τηλεόραση. Και τότε αυτό που δεν µπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς πήρε µπροστά στα µάτια του σάρκα κι οστά – κι η αόριστη ανάµνηση έγινε επίγνωση, κι η απροσδιόριστη αίσθηση έγινε πλήρης συνειδητοποίηση που αναδύθηκε µέσα του σαν ένα πελώριο κύµα, τόσο πελώριο που ήταν θαύµα πώς δεν τον έπνιξε. Συνέχισε τη διήγησή του λέγοντας στο φίλο του κι όλα όσα είχαν λάβει χώρα στη Γενική Αστυνοµική Διεύθυνση. Όλα. Θεέ µου, ήταν τόσα πολλά µαζί και συνέβησαν τόσο γρήγορα, που ακόµα και τώρα είχε την παράξενη αίσθηση ότι όλα ήταν σαν... σαν όνειρο. Αγωνία, ο χρόνος που κυλούσε, πότε αργά και βασανιστικά και πότε γρήγορα σαν αστραπή, τα κρίσιµα δευτερόλεπτα –ποτέ πριν στη ζωή του ο Φώτης Μπούρµαλης δεν είχε συνειδητοποιήσει την κρισιµότητα που µπορεί να κρύβει ένα απλό δευτερόλεπτο–, τα γεγονότα, το Εγκληµατολογικό, οι ανακαλύψεις, ο δικηγόρος του Διαβόλου, τα πειστήρια, η επίσκεψη των επιόρκων, το Αρχείο, η έρευνα, τα βήµατα, η αποκάλυψη, η αλήθεια. Α, και, βεβαίως, κι η ανύπαρκτη σούρτιση, που τον βοήθησε πολύ σ’ αυτό τον ξαφνικό και δύσκολο δρόµο που αναγκάστηκε να πάρει δίχως να το περιµένει, δίχως να το φαντάζεται καν. Και, τέλος, το ανυπέρβλητο ηθικό δίληµµα, αυτό που κάνει την αυτοκτονία να µοιάζει σαν τη µόνη λύση. Τέλος της διήγησης. Ο Καπιρέλης τον κοιτούσε άναυδος. Δάγκωνε τα χείλη του µε µανία και µια βαθιά ρυτίδα είχε χαρακώσει το µέτωπό του. Ο Μπούρµαλης τον χτύπησε στον ώµο για συµπαράσταση. «Τώρα καταλαβαίνεις γιατί πήγα να λερώσω το πάτωµα της κυρίας Πάλλα µε φρέσκα µυαλά», είπε πολύ σοβαρά. «Δε φτάνει που είµαι ένοχος κι υπαίτιος του κερατά που πήγε το κοριτσάκι άδικα των αδίκων, διότι αντί να κάνω έλεγχο εγώ ζητούσα αυτόγραφα, τώρα δεν έχω θάρρος να βγω και να φωνάξω την αλήθεια µε ντουντούκα, να γίνει χαµός!» «Αν δε σε ήξερα τόσα χρόνια, Μπούρµαλη, θα έλεγα ότι τρελάθηκες. Όλ’ αυτά που µου λες µοιάζουν µε σενάριο ταινίας», κατάφερε να ξεστοµίσει ο Καπιρέλης. «Δυστυχώς, είναι η µαύρη αλήθεια. Και µη χειρότερα». «Ρε φίλε, µήπως παίζουµε στο Καληµέρα Ζωή και δεν το ξέρουµε;» ρώτησε ο Καπιρέλης χτυπώντας το κούτελό του. «Μακάρι να ήταν έτσι. Τουλάχιστον αν παίζαµε στο Καληµέρα Ζωή θα τα κονοµούσαµε κιόλας. Αλλά πού τέτοια τύχη...» χαµογέλασε ο Μπούρµαλης. «Βέβαια, έχω µια απορία», είπε βαρυσήµαντα ο Καπιρέλης, λες κι απ’ όλη αυτή την αλλοπρόσαλλη και σατανική υπόθεση το µόνο σκοτεινό γι’ αυτόν σηµείο ήταν η απορία του. «Πού ξέρεις εσύ να δουλεύεις το κοµπιούτερ του Εγκληµατολογικού;» «Ξέρω. Μου είχε δείξει ο µακαρίτης ο Δουβίτσας. Του είχα πει ότι έχω ψώνιο µε τα ηλεκτρονικά και µε συµπάθησε. Θεός σχωρέσ’ τον». «Δε µου λες; Μπορώ να ρίξω κι εγώ µια µατιά στ’ αποτυπώµατα;» «Άκου λέει! Αυτός ήταν ο σκοπός µου όταν σου είπα να έρθεις εδώ κάτω, ήθελα να τα δεις κι εσύ γιατί ξέρω ότι είσαι αυθεντία, αφού το δικό σου ψώνιο είναι τα αποτυπώµατα κι έχεις ασχοληθεί όσο κανένας άλλος εδώ µέσα! Βέβαια, µην κοιτάς που στην πορεία µ’ έπιασε κρίση συνειδήσεως κι ήµουν έτοιµος να πάρω το µυστικό στον τάφο µου! Για να έρθεις πάνω στο τσακ, αυτό σηµαίνει ότι σ’ έστειλε ο Θεός...» Η φωνή του έσπασε.
«Σήκω πάνω, σκατόγερε...» ράγισε κι η φωνή του Καπιρέλη. Οι δυο παλιοί φίλοι αγκαλιάστηκαν µε λαχτάρα. Εκείνη τη στιγµή ακούστηκε ένας προσποιητός ξερόβηχας. Αναπήδησαν ξαφνιασµένοι. Η κυρία Πάλλα, η οποία είχε την εκνευριστική ιδιότητα να εµφανίζεται αθόρυβα, σαν φάντασµα. «Τι έγινε, βρε παιδιά; Ήρθα να δω µήπως χρειάζεστε τίποτα!» «Να ζήσετε, κυρία Πάλλα!» ανέλαβε ο Καπιρέλης. «Να, εδώ, ο Μπούρµαλης µου έλεγε τον πόνο του. Τον παρηγορούσα γιατί περνάει µια γρίπη που τον έχει καταβάλει, καλοκαιριάτικα...» Γκάφα. «Γρίπη;» ύψωσε τα φρύδια της η κυρία Πάλλα. «Μα εγώ νόµιζα ότι έχει γαστρεντερίτιδα, εξ ου και το Ercefuril». Ο Καπιρέλης ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα ετοιµόλογος – θα είχε γίνει πρώτης τάξεως δικηγόρος αν δεν είχε κι αυτός µπατίρηδες γονείς και µια αδερφή που µέχρι να παντρευτεί είδανε και πάθανε. «Αυτό εννοούσα κι εγώ, κυρία Πάλλα, γαστρεντερίτιδα, απλά δεν ήθελα να πω αυτή τη λέξη µπροστά σε µια κυρία διότι γνωρίζετε πολύ καλά τι συνειρµούς φέρνει στο νου...» Έκανε µια χειρονοµία που υπονοούσε σούρτιση, τσιρλιακό κι άγιος ο Θεός. Η κυρία Πάλλα ξέσπασε σε γέλια. «Αχ, βρε Θόδωρε, πλάκα έχεις! Τίνος είναι αυτό το περίστροφο στο πάτωµα;» Δεύτερη γκάφα. «Δικό µου, κυρία Πάλλα», είπε απολογητικά ο Μπούρµαλης. «Κάποια στιγµή, την ώρα που έκανα τη δουλειά µου, διπλώθηκα απ’ τον πόνο και το έβγαλα γιατί µ’ ενοχλούσε... Kαταλαβαίνετε». «Καλά. Να προσέχετε κι αν χρειαστείτε κάτι...» «Ο Θεός να σας έχει καλά, κυρία Πάλλα», είπε ο Καπιρέλης φορώντας το πιο αστραφτερό του χαµόγελο. Οµολογουµένως αυτή ήταν η καλύτερη ευχή που µπορούσε να δώσει κάποιος σε µια θεούσα γεροντοκόρη για να την κάνει να εξαφανιστεί ευτυχισµένη – τι άλλο έµενε να πει κανείς όταν έχει αναφέρει το Δηµιουργό; Η κυρία Πάλλα έφυγε πανευτυχής. «Ευτυχώς», µούγκρισε ο Μπούρµαλης. «Παραλίγο να την πατήσουµε. Άκου “γρίπη”...» «Νοµίζω ότι ξέχασες µε ποιον µιλάς, Μπούρµαλη», κάγχασε ο Καπιρέλης. «Έτσι και βγω στο µπαλκόνι, τον έσβησα το µακαρίτη τον Ανδρέα Παπανδρέου! Άντε, ώρα για δουλειά!» Ο Μπούρµαλης τον κοίταξε µ’ ευγνωµοσύνη. Μα το Θεό, ένιωθε άπειρη ανακούφιση που µοιράστηκε το βάρος που κουβαλούσε. Τώρα ένιωθε και πιο δυνατός – συνειδητοποίησε τι τεράστια µαλακία πήγε να κάνει και πόσο σηµαδιακός ήταν ο ερχοµός του Καπιρέλη το τελευταίο, κυριολεκτικά, δευτερόλεπτο. Στον Καπιρέλη χρωστούσε τη ζωή του – ένιωσε αληθινός στρατηγός Στάθης Θεοχάρης, τη στιγµή που πήγαινε να τα τινάξει, και τότε, λέει, µπουκάρει ο αστυνόµος Βεργίτσης και τον σώζει στο τσακ. Όλα αυτά απ’ το Καληµέρα Ζωή, βεβαίως, αλλά, γαµώτο, αφού γίνονταν στα έργα κι αφού τα έργα είναι αντικατοπτρισµός της πραγµατικότητας, δεν µπορεί, κάτι καλό θα γινόταν κι εδώ... Για πρώτη φορά µετά από πολλές ώρες, ο Μπούρµαλης άρχισε να νιώθει µέσα του ένα αδύναµο µεν αλλά απόλυτα υπαρκτό φτερούγισµα ελπίδας. Κάτι θα γινόταν – µε κάποιο τρόπο θα τον ξεσκέπαζαν το µαλάκα, διότι τώρα ήταν δυο.
«Να σου πω κάτι, Θοδωρή; Δε σου κρύβω ότι για µια στιγµή φοβήθηκα µήπως ήσουν κι εσύ ένας απ’ αυτούς, µέσα στο κόλπο. Ευχαριστώ το Θεό που είσαι καθαρός...» είπε. «Τι να µε κάνουν εµένα, ρε Μπούρµαλη;» γέλασε ο Καπιρέλης. «Σε τι µπορεί να τους φανεί χρήσιµος ένας αρχιφυλακάκος του πρωκτού;» «Μην το λες», είπε θλιβερά ο Μπούρµαλης. «Ποτέ δεν ξέρεις. Λοιπόν, έλα να δεις». Τον οδήγησε στ’ αποτυπώµατα, έβγαλε το µεγεθυντικό του φακό κι άφησε τον Καπιρέλη να διαπιστώσει µόνος του την αλήθεια. Πέντε ολόκληρα λεπτά εξέταζε ο Θοδωράκης. Και µετά, σήκωσε το κεφάλι συνοφρυωµένος. «Που να µε πάρει ο διάολος, νοµίζω ότι έχεις δίκιο». «Νοµίζεις; Δηλαδή δεν είσαι σίγουρος;» «Κατά ενενήντα εννέα τοις εκατό, ναι. Βέβαια, για να συµπληρωθεί το εκατό και να είµαστε κι εµείς σωστοί και δίκαιοι, το καλύτερο θα ήταν να πάµε να κάνουµε τη δουλειά στο κοµπιούτερ του Εγκληµατολογικού». «Άρρωστος θα είσαι», ξέσπασε ο Μπούρµαλης. «Πώς να ξαναπάµε σ’ αυτή τη σφηκοφωλιά; Αφού σου είπα, κατά πάσα πιθανότητα ο Αντωνίου είναι δικός τους. Τι πιθανότητα, εγώ κόβω το σβέρκο µου! Ποιος άλλος διάολος λες να εξαφάνισε το αποτύπωµα του Παγκράτη από κει πέρα; Άσε και την επίσκεψη του δικηγόρου του καθάρµατος! Γιατί λες να µπήκε στον κόπο;» Ο Καπιρέλης κούνησε το κεφάλι του µε σηµασία. «Δίκιο έχεις. Κι είναι και το άλλο, αυτό µε τον ταξίαρχο και τον Φαρσάκογλου. Μα... κι αυτοί;» «Ένας Θεός ξέρει πόσοι άλλοι». Σιωπή. «Και ποιο λες να είναι το κίνητρο για όλ’ αυτά;» την έσπασε ο Καπιρέλης. «Μα είναι φως φανάρι!» αναφώνησε ο Μπούρµαλης. «Ο Παγκράτης είναι παρανοϊκός, αλλά και πλούσιος. Κάνει το κέφι του και πληρώνει κόσµο για να εξαγοράζει σιωπές και συνειδήσεις!» «Δεν το χωράει ο νους µου, ρε Φώτη! Δηλαδή, τι µου λες; Ότι σκότωσε τη µικρή για να κάνει το κέφι του;» «Ναι», είπε απλά ο Μπούρµαλης. «Γιατί, σου φαίνεται περίεργο; Ζούµε σε γαµηµένη εποχή, Θοδωράκη. Οι ηθικές αρχές κι οι αξίες καταρρακώνονται καθηµερινά, δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο να µπορεί να στηριχτεί και να πιστέψει κανείς – µόνο στο Θεό, αλλά κι Αυτός φαντάζει τόσο µακρινός κι απρόσωπος, οπότε, κατά την άποψη των δήθεν έξυπνων σαν τον Παγκράτη, δεν εξυπηρετεί σε κάτι χειροπιαστό! Σε µια τέτοια εποχή απόλυτης αδιαφορίας κι αποξένωσης, όπου όλα είναι ρηχά κι επιφανειακά διότι λείπει το όραµα, είναι φυσικό ν’ αρχίσουµε να σκοτώνουµε ο ένας τον άλλο γιατί απλούστατα έτσι µας κάπνισε, γιατί δεν έχουµε τίποτα καλύτερο να κάνουµε για να σκοτώσουµε την ώρα µας! Να, δες τον Παγκράτη: έχει τα πάντα, λεφτά, δόξα, εξουσία... Βαρέθηκε ο άνθρωπος, Καπιρέλη! Δε βρίσκει άλλο τρόπο για να σκοτώσει την ανία του και να γεµίσει το κενό της ψυχής του!» «Αν ζούσε ο πατέρας µου, όλο αυτό το νταβαντούρι θα το χαρακτήριζε ως “σηµείο των καιρών”. Άτιµο κεφάλαιο... Η παρακµή του καπιταλισµού», είπε συλλογισµένος ο Καπιρέλης, του οποίου ο µακαρίτης πατέρας ήταν ορκισµένος αριστερός, δεξί χέρι του Βελουχιώτη – ευτυχώς τουλάχιστον που όταν διορίστηκε ο Καπιρέλης στην Αστυνοµία είχε καταργηθεί το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονηµάτων, γιατί αλλιώς δε θα διόριζαν το γιο ενός «κοµουνιστοσυµµορίτη» ούτε φαροφύλακα στη Γυάρο. «Ο πατέρας σου θα το έλεγε “παρακµή του καπιταλισµού”. Εγώ το λέω “Έσχατους Καιρούς”. Διάβασε τις Γραφές να ξεστραβωθείς. Τα έχουν προβλέψει όλ’ αυτά τα τέρατα και
τα σηµεία. Σ’ το λέω εγώ, που ουδέποτε υπήρξα εθνικόφρων δεξιός – και το ξέρεις! Κι εγώ από κρυπτοαριστερή οικογένεια κατάγοµαι». «Μπούρµαλη;» «Λέγε». «Είµαι σίγουρος». «Το ξέρω». «Εκατό τοις εκατό». «Το ξέρω». «Χέσε το Εγκληµατολογικό – δε χρειάζεται». «Το ξέρω». «Τι θα κάνουµε, Μπούρµαλη;» «Δεν ξέρω». Επιτέλους ένα «δεν ξέρω», έτσι, για ποικιλία. «Λες να είναι ανακατεµένη κι η Δικαιοσύνη;». «Τι να σου πω; Δικηγόρος του είναι ο περιώνυµος Δάκης Ματζιούρης. Επειδή δεν πολυβλέπω τηλεόραση, εκτός απ’ το Καληµέρα Ζωή βεβαίως, δε θυµόµουν καλά τη µούρη του, αλλά διαβάζω συνέχεια γι’ αυτόν στις εφηµερίδες. Όπου τρανταχτή υπόθεση κι αυτός από πίσω, µαϊντανός. Το παρατσούκλι του είναι “ο άνθρωπος που δεν έχασε υπόθεση”. Τι να σου πω, τόσο δίκιο µαζεµένο δεν το έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή µου – ανέκαθεν µου φαινόταν κάπως ύποπτο, τώρα να δεις...» «Και τι λες για τον Τύπο; Τους δηµοσιογράφους εννοώ. Τι σχέσεις λες να έχουν µε τον Παγκράτη;» «Καλά κρασά», βρυχήθηκε ο Μπούρµαλης. «Όλη µέρα τον λιβανίζουν το µαλάκα. Ξέρω κι εγώ; Ο Θεός κι η ψυχή τους. Δεν εµπιστεύοµαι τίποτα και κανέναν. Μπροστά στον µπεζαχτά τους είναι ικανοί να πουλήσουν ακόµα και τη µάνα τους. Σιχτίρι...» Η ελπίδα που πήγαινε ν’ ανθίσει, η ανακούφιση που πρόσφερε το µοίρασµα του σταυρού του µαρτυρίου ξανάγινε φόβος κι απελπισία. Κι εσωτερική αναταραχή κι ανησυχία και πανικός και άλλα πολλά. «Φοβάµαι, Μπούρµαλη. Δε θέλω να πάθουν κακό η γυναίκα και τα παιδιά µου, ούτε η δικιά σου η γυναίκα. Και για να µη λέω µαλακίες, δε θέλω να πάθουµε κακό ούτε εµείς. Δεν είµαι ακόµα έτοιµος να γίνω τροφή στα σκουλήκια, σ’ το οµολογώ εντίµως», κλαψούρισε ο Καπιρέλης. «Ωραία. Λοιπόν, τι γίνεται; Το ξεχνάµε;» Ο Καπιρέλης έκανε µια χειρονοµία απελπισίας. «Αν το ξεχάσω, Φώτη, φοβάµαι πως αργά ή γρήγορα θα κάνω αυτό που ήσουν έτοιµος να κάνεις κι εσύ – θα στερεώσω κι εγώ το πιστολάκι µου εκεί που ξέρεις και µπουµ! Η δικιά µου η συνείδηση δεν εξαγοράζεται, πώς να το κάνουµε...» «Τι προτείνεις;» Ο Καπιρέλης πήρε µια βαθιά ανάσα. «Κοίτα. Έτσι κι αλλιώς η µικρή δεν πρόκειται να ξαναζωντανέψει. Λέω ν’ αφήσουµε να περάσουν λίγες µέρες. Να ολοκληρωθεί η προανάκριση, να, αύριο θα έρθουν εδώ για κατάθεση όλοι, συγγενείς, συµµαθητές, παρατρεχάµενοι... Να δούµε τι λαγό θα βγάλουµε κι από κει. Κι όταν η υπόθεση θα µπει στο ντουλάπι µε τ’ ανεξιχνίαστα, διότι προς τα κει οδεύει το πράµα, τότε θα σκεφτούµε έναν τρόπο να βγάλουµε στη φόρα τα χαµπέρια του Παγκράτη δίχως, βεβαίως, να φανούµε πουθενά εµείς. Έτσι, και το χρέος µας θα έχουµε κάνει και το κεφάλι µας θα σώσουµε!» ολοκλήρωσε θριαµβευτικά.
«Και δε µου λες; Πώς θ’ αντικρίσουµε ξανά τον Φράγκο στα µούτρα τη στιγµή που ξέρουµε ότι είναι ένας άθλιος επίορκος; Και τον Αντωνίου; Και τον Φαρσάκογλου; Κι ένας Θεός ξέρει ποιους άλλους;» είπε αγανακτισµένος ο Μπούρµαλης. «Ας προσπαθήσουµε να παραστήσουµε τους ηθοποιούς», αστειεύτηκε ο Καπιρέλης. «Όποιος τα καταφέρει καλύτερα, κερνάει αρνί σε χασαποταβέρνα στη Βάρη – και µετά πάει καπάκι στον Φώσκολο ν’ αφήσει βιογραφικό!» Μετά σοβαρεύτηκε. «Θα τους αντικρίσουµε σαν να µη συµβαίνει τίποτα, Φώτη. Η αλήθεια που ανακάλυψες σκοτώνει. Αυτό να θυµάσαι. Γι’ αυτό, θα µείνει εδώ µέσα. Μεταξύ µας. Για το Θεό, µην πεις λέξη στη Νίκη». Ο Μπούρµαλης τον κοίταξε ανατριχιάζοντας. «Πάµε τώρα γιατί θ’ αρχίσουν να µας ψάχνουν», τον παρότρυνε ο Καπιρέλης. «Μάλιστα, εφόσον δεν υπάρχει κάτι άλλο που να κάνουµε, ας ζητήσουµε απ’ τον Φράγκο να µας αποδεσµεύσει γι’ απόψε. Πώς θα µπορέσουµε αύριο να είµαστε εδώ στις οχτώ το πρωί να πάρουµε κατάθεση αν δεν ξεκουραστούµε λίγο;» «Νοµίζεις ότι θα κοιµηθώ;» αναστέναξε ο Μπούρµαλης. «Ούτε κι εγώ θα κοιµηθώ, Μπούρµαλη. Τώρα που το σκέφτοµαι, τι λες, µένουµε απόψε εδώ, να δείξουµε κι αφοσιωµένοι στο καθήκον;» πρότεινε ο Καπιρέλης. «Τέλεια ιδέα!» συµφώνησε ο Μπούρµαλης. «Πάµε να τηλεφωνήσουµε στις γυναίκες. Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν θα µπορούσα ν’ αντικρίσω τη Νίκη απόψε και να παραµένω ψύχραιµος. Κι εκείνη µε ξέρει τόσο καλά... Θα καταλάβαινε αµέσως ότι κάτι τρέχει και θα µου άλλαζε τον αδόξαστο µέχρι να της το πω». «Συµφωνώ ολόψυχα», µούγκρισε ο Καπιρέλης. «Το αυτό ισχύει και δι’ ηµάς». «Σ’ ευχαριστώ που µε πιστεύεις, Θοδωράκη». «Έχεις στοιχεία, Μπούρµαλη. Πώς να µη σε πιστέψω; Αυτό που µε κάνει ν’ απορώ είναι πώς δεν έχω βάλει ακόµα τις φωνές». «Ο Θεός να βάλει το χέρι Του», ευχήθηκε ο Μπούρµαλης. «Ώστε γνώρισες από κοντά το δολοφόνο; Και πήρες κι αυτόγραφο; Μπράβο κέρδος! Όταν θα τον ξεσκεπάσουµε, φέρ’ το να το βάλουµε στη δικογραφία – πειστήριο µε τα ούλα του!» έσπευσε να κάνει ο Καπιρέλης ένα απ’ τα γνωστά του αστεία την ώρα που πήγαιναν να φύγουν και προχώρησε πρώτος. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή ο Φώτης Μπούρµαλης έµεινε στήλη άλατος. Θυµήθηκε το χαµόγελο του Άρη Παγκράτη, χτες. Θυµήθηκε το εξίσου αστραφτερό χαµόγελο του δικηγόρου του, σήµερα. Οι σκηνές εκτυλίχθηκαν στο µυαλό του σε αργή κίνηση. Κι έµεινε στήλη άλατος, διότι συνειδητοποίησε µια πολύ σηµαντική λεπτοµέρεια που µέσα στην ταραχή του ως τώρα του είχε διαφύγει. Δεν είχε σηµασία µόνο το γεγονός ότι τους είχε δει αυτός. Εξίσου µεγάλη σηµασία, αν όχι µεγαλύτερη, είχε το γεγονός ότι τον είχαν δει κι αυτοί. Μια άγνωστη φωνή µέσα του κάτι προσπαθούσε να του ψιθυρίσει – αλλά την έπνιξε αποτελεσµατικά κι ακολούθησε γρήγορα τον Καπιρέλη εκεί έξω, στο στενό κακοφωτισµένο διάδροµο µε τις σκοτεινές γωνίες.
Η ΩΡΑ ΠΕΡΝΟΥΣΕ, αργά, βασανιστικά κι επικίνδυνα. Η Μπέτυ Ματζιούρη είχε πλήρη επίγνωση των καταστροφικών συνεπειών που προκαλεί στην επιδερµίδα η έλλειψη ύπνου: µετά από µια ξάγρυπνη νύχτα, την επόµενη µέρα το δέρµα φαίνεται θαµπό κι άγριο σαν κετσές, ένα απαίσιο πράγµα που λέγεται «πόδι της χήνας» κάνει τη θριαµβευτική του εµφάνιση κάτω απ’ τα µάτια, το πρόσωπο φαίνεται σκατά κι η διάθεση κώλος – και µακροπρόθεσµα, ο άυπνος γερνάει πριν την ώρα του. Η Μπέτυ τα ήξερε όλ’ αυτά, ωστόσο, όσο κι αν πάσχιζε µ’ όλες της τις δυνάµεις, δεν µπορούσε να κοιµηθεί. Σκεφτόταν όλα όσα είχαν γίνει. Τι ξαφνική κοσµογονία ήταν όλη αυτή; Ποτέ της δεν περίµενε ότι ένας θάνατος θα ήταν σε θέση να την επηρεάσει τόσο πολύ. Ακόµα κι όταν πέθανε ο Νικηφόρος, εκείνη το αντιµετώπισε πιο ψύχραιµα απ’ όλους, τόσο ώστε η ψυχραιµία αυτή να µοιάζει σχεδόν µε απάθεια, ακόµα κι αδιαφορία. Ελάχιστα είχε κλάψει – δεν της ερχόταν, πώς να το κάνουµε, και το θεωρούσε υποκρισία να ξεσπάσει σε ψεύτικους λυγµούς µιας ανείπωτης θλίψης που δεν ένιωθε. Την όλη σειρά των γεγονότων, απ’ την ανακοίνωση του θανάτου του αδερφού της µέχρι και την ταφή του, την αντιµετώπισε σαν µια δυσάρεστη, θλιβερή και κάπως βαρετή διαδικασία για την οποία η Μπέτυ παρακαλούσε να τελειώσει επιτέλους καµιά φορά για να ξαναπάρει η ζωή τους κανονικούς της ρυθµούς, διότι αυτή η παρατεταµένη περίοδος αναµονής των αναπόδραστων θλιβερών γεγονότων έσπαγε νεύρα, τα οποία, ως γνωστόν, κάνουν κακό στο δέρµα. Ε, τότε τι στο καλό συνέβαινε τώρα; Στο άκουσµα του θανάτου τής ως πριν λίγες ώρες εκνευριστικής απουσιολόγου Αναστασίας Μόραλη, που στην τελική ήταν και µια ξένη, η Μπέτυ ένιωσε σαν να δέχθηκε γροθιά στο στοµάχι. Και τώρα, έκπληκτη και συγχυσµένη, συνειδητοποιούσε ότι ο θάνατος αυτός την πείραξε στ’ αλήθεια, την πόνεσε, σε τέτοιο βαθµό που την έκανε ν’ αρχίσει ν’ αµφιβάλλει για το αν και κατά πόσο τα συγκαλά της βρίσκονταν ασφαλή στη θέση τους. Κανένας, ούτε καν µια σπασίκλω απουσιολόγος που προτιµά να σκίζεται στο διάβασµα µε κίνδυνο να µεταµορφωθεί σε φυτό παρά να πηγαίνει σε µπαρ και να ξεβιδώνεται στο χορό, δεν αξίζει τέτοια τύχη: να βρεθεί βασανισµένος, βιασµένος, µε σπασµένο κεφάλι και χυµένα µυαλά – κυριολεκτικά αγνώριστος, µε τους γονείς του να µη βρίσκουν τι να θάψουν. Αυτό που της προξενούσε αληθινή κατάπληξη ήταν ότι ποτέ ως τώρα δεν είχε ξανακάνει τέτοιες σκέψεις. Τι την ένοιαζε αυτή, µωρέ, για τους άλλους; Ο κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσµο αυτό µόνος και φεύγει µόνος. Αλίµονο αν το µεσοδιάστηµα που λέγεται ζωή το περνούσαµε χάνοντας χρόνο για να σκεφτόµαστε την άδικη µοίρα που χτυπάει την πόρτα των συνανθρώπων: µα έτσι χάνουµε τη δική µας ζωή, που γλιστράει µέσα απ’ τα χέρια µας σαν αέρας δίχως να το καταλάβουµε κι έρχεται µια µέρα που ξυπνάµε γέροι κι ανήµποροι και βρίζουµε το χαµένο χρόνο που σπαταλήσαµε στο ν’ ασχολούµαστε µε τα προβλήµατα των αλλωνών βάζοντας σε δεύτερη µοίρα τον πολύτιµο εαυτό µας – αλλά τότε είναι αργά διότι, όπως θα έλεγε κι η Δάφνη, η αρχαιολόγος της κακιάς ώρας, το µεν πνεύµα θα είναι πρόθυµο, η δε σαρξ, όµως, ασθενής. Αυτά πίστευε ως τώρα η Μπέτυ, αυτή ήταν η κοσµοθεωρία της, που την ανέπτυξε για να σωθεί απ’ τη µοίρα της οικογένειας των ελεεινών µπατίρηδων όπου ανήκε. Αλίµονο αν δεν
κοίταγε πώς να προφυλάξει τον εαυτό της κι έχανε το χρόνο της σε κλάµατα, προσευχές και συµπαραστάσεις προς τους λοιπούς αναξιοπαθούντες της ζωής – έτσι δε θα έβρισκε ποτέ το δρόµο να δραπετεύσει απ’ τα δικά της χάλια. Όλ’ αυτά, µέχρι τώρα. Απόψε, αυτή τη νύχτα, κάτι είχε αλλάξει – κι η Μπέτυ ένιωθε την καρδιά της σαν παγόβουνο που έλιωνε. Αν µάλιστα δεν κατέβαλε στ’ αλήθεια υπεράνθρωπες προσπάθειες, µπορεί να είχε ξεσπάσει και σε κλάµατα. Χριστός και Παναγία, όπως θα ’λεγε κι ο γέρος της. Απ’ την υπερένταση και τον εκνευρισµό πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της κι άρχισε να βηµατίζει άσκοπα πάνω κάτω στο δωµάτιο, στα σκοτεινά. Γιατί, ρε πούστη, έπρεπε να συµβεί αυτό τώρα; Τώρα που ζούσε τις ωραιότερες στιγµές της ζωής της, τώρα που χάρη στην αποφασιστικότητα, την καπατσοσύνη και τις συντονισµένες ενέργειές της σύντοµα τ’ όνειρό της θα γινόταν πραγµατικότητα; Ο ξαφνικός θάνατος της Αναστασίας της ήρθε σαν απροσδόκητη κεραµίδα στο κεφάλι και της κατέστρεψε όλη τη χαρά που θα έπρεπε να νιώθει µετά απ’ όλα όσα έγιναν στο γραφείο του θείου Δάκη. Και τώρα, αντί να πετάει στον έβδοµο ουρανό, ένιωθε ένα ακαθόριστο αλλά άκρως δυσάρεστο συναίσθηµα. Όπως ο καφές, τη στιγµή που φτάνει στον ποσά, στο κατακάθι – τότε η γλύκα χάνεται και τη θέση της την παίρνει µια πίκρα σαν φαρµάκι. Μετά, βέβαια, πίνεις λίγο νερό κι η πίκρα µετριάζεται, αλλά δεν εξαφανίζεται και τελείως... Έτσι συνέβη και στην ίδια. Προσπάθησε ν’ αντλήσει λίγη χαρά απ’ τον προηγούµενο θρίαµβό της, αλλά, δυστυχώς, το συναίσθηµα της ευτυχίας είχε ξεθωριάσει κι όσο κι αν πάσχιζε δεν µπορούσε εύκολα ν’ ανακαλέσει την πολύτιµη ανάµνηση. Περίεργα πράγµατα. Αναρωτήθηκε τι σχέση είχε, αν είχε, η αντίδρασή της στο άγγελµα του θανάτου της Αναστασίας µε την προηγούµενη παράξενη διάθεσή της, απ’ την ώρα που έφυγε απ’ το γραφείο του θείου της και µετά. Δυστυχώς, είχε. Βέβαια, η σχέση αυτή δεν ήταν σαφής και πώς να είναι άλλωστε, εφόσον αυτά τα δυο πράγµατα ήταν τελείως άσχετα και ασύνδετα µεταξύ τους. Ωστόσο, είχε. Άρα λοιπόν, αυτό ήταν το κυρίως πρόβληµα. Τα όσα έγιναν στο γραφείο του θείου Δάκη. Το ότι δεν µπορούσε να θυµηθεί ακριβώς την τρέλαινε. Ήξερε ότι µέσα στο κενό της µνήµης της κρυβόταν µια λεπτοµέρεια τόσο σηµαντική όσο κι η αλήθεια. Απ’ την άλλη, τη βόλευε µια χαρά αυτή η προσωρινή αµνησία, διότι µέσα σ’ αυτή την αµνησία αναδεύονταν κάποιες ακαθόριστες εικόνες τόσο... τόσο... περίεργες, που έτσι και τις θυµόταν καθαρά... Φοβόταν να σκεφτεί τι θα γινόταν έτσι και θυµόταν καθαρά. Να πάρει ο διάολος, το µυαλό της ήταν πληµµυρισµένο µε θολά σχήµατα και µορφές από ένα σεξουαλικό όργιο. Αδύνατον. Πάντως το σώµα της, µια φορά, την πονούσε. Και στο στόµα της είχε µια παράξενη, κολλώδη γεύση – αλλά αυτό µάλλον θα ήταν παρενέργεια της µαλακίας που την έβαλαν να πάρει για να τους αποδείξει ότι ανήκε κι αυτή στον κόσµο των µεγάλων, των πάντα πρόθυµων για καινούριες εµπειρίες. Όχι, αποκλείεται. Δεν µπορεί ο θείος Δάκης κι η συντροφιά του να εκµεταλλεύτηκαν την απώλεια συνείδησής της και να... Και καλά η συντροφιά, ας πάει στα κοµµάτια – αλλά ο θείος;
Κι εκείνη η διάχυτη αίσθηση ντροπής... Λες; Η πρώην χαρούµενη κι ενθουσιασµένη Μπέτυ βρέθηκε να κρατάει το κεφάλι της µε τα δυο της χέρια. Ως άνθρωπος ειλικρινής µε τον εαυτό του, όφειλε να εξετάσει όλα τα ενδεχόµενα. Αν στον καλό κόσµο, στον οποίο επιθυµούσε διακαώς να µπει, ακόµα κι οι θείοι έβαζαν χέρι στις ανιψιές τους δίχως να νιώθουν αναστολές, τύψεις κι ενοχές, τότε θα έπρεπε ν’ αρχίσει να σκέφτεται ότι τα πράγµατα δεν ήταν και τόσο απλά όσο τα φανταζόταν κι ότι ο δρόµος προς τη δόξα δεν ήταν σπαρµένος µόνο µε ροδοπέταλα, ούτε στρωµένος µόνο µε κόκκινα χαλιά. Πολύ πιθανόν να βρισκόταν αναγκασµένη να κάνει πράγµατα που ακόµα κι αυτή, που ένιωθε και κοκορευόταν κιόλας ότι ήταν απελευθερωµένη, θα το έβρισκε πολύ δύσκολο να τα κάνει. Όταν έπλαθε τα όνειρά της φανταζόταν, βέβαια, ότι υπήρχε η πιθανότητα να πηδηχτεί µε κάνα γέρο – αρκεί να κατείχε θέση κλειδί και να µπορούσε να τη βοηθήσει ν’ ανέβει. Άντε, και µε καµιά ανώµαλη γριά. Το ότι το µενού όµως θα περιλάµβανε και το θείο της, αυτό δεν το είχε διανοηθεί – κι οµολογουµένως δεν της άρεσε καθόλου. Ο θείος Δάκης ήταν, βέβαια, ένας υπέροχος άντρας για τον οποίο χιλιάδες γυναίκες θα έκοβαν τις φλέβες τους µπροστά του για να τον συγκινήσουν και να τον καταφέρουν να τις πηδήξει. Για κείνη όµως ήταν απλά ο θείος της, διάολε. Θείος της. Αδερφός του πατέρα της. Είπαµε να είµαστε απελευθερωµένοι, αλλά να µην τα ισοπεδώσουµε κι όλα, ρε, γαµώτο... Ήξερε ότι αυτή τη στιγµή ακουγόταν σαν τον πατέρα της – µάλιστα ήταν η πρώτη φορά που συµφωνούσε σε κάτι µαζί του. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που είχε σηµασία ήταν ότι η χαρά της εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε ένας αόριστος φόβος από δω µέχρι αύριο. Για πρώτη φορά στη ζωή της τσάκωσε τον εαυτό της να σκέφτεται ότι ίσως, λέµε ίσως, είχε πάρει λάθος δρόµο. Κι ότι τώρα, έτσι που είχαν έρθει τα πράγµατα, δεν υπήρχε γυρισµός. Κόντεψε να τρελαθεί στη σκέψη αυτή. Κι ακόµα περισσότερο στη σκέψη ότι θα προτιµούσε να µην είχε έρθει η σηµερινή µέρα, να µην την είχε ζήσει. Να καθόταν κλειδωµένη εκεί µέσα, στο φτωχικό δωµατιάκι της – για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε εκεί µέσα τόση ασφάλεια και σιγουριά. Εκεί µέσα δεν µπορούσε να την πειράξει κανείς, το πολύ πολύ οι αγριοφωνάρες της Δάφνης απέξω, αλλά αυτές τις κουλάντριζε. Έβαζε ένα µαξιλάρι στο κεφάλι της και τέλειωνε το πράγµα εκεί. Ενώ οι σκέψεις που έκανε τώρα, το «πρώτη φορά» το ένα, το «πρώτη φορά» το άλλο κι η προοπτική του µέλλοντος, που ως χτες της φαινόταν λαµπερό κι ελπιδοφόρο ενώ τώρα φάνταζε σκοτεινό και δυσοίωνο, της δηµιουργούσαν απίστευτη ανασφάλεια. Για πρώτη φορά, επίσης, η επικείµενη γνωριµία της µε τον άντρα των ονείρων της, τον Άρη Παγκράτη, δεν τη γέµιζε έξαψη, χαρά κι υπερδιέγερση αλλά φόβο. Και τώρα δεν υπήρχε πισωγύρισµα. Ακόµα κι αν τρελαινόταν τόσο πολύ ώστε να κλοτσήσει την τύχη βουνό, δεν µπορούσε πια να υπαναχωρήσει και να µην πάει στο ραντεβού της πρώτης Ιουλίου. Διότι στην όλη υπόθεση είχε ανακατευτεί και ο θείος Δάκης. Κι η ίδια είχε κάνει ένα κάρο απαγορευµένα πράγµατα. Το ότι το έσκασε απ’ το σπίτι µεσηµέρι και γύρισε νύχτα ήταν το λιγότερο. Τα άλλα είχαν σηµασία – το ποιον πήγε να δει, τι πήγε να του ζητήσει και το τι έγινε µετά. Χάος επικρατούσε µέσα στο κεφάλι της. Πάει, τρελάθηκαν και τα παντζούρια. Το να τα παρατήσει τώρα, που βρισκόταν σ’ απόσταση αναπνοής απ’ το σκοπό της ζωής
της, θα ήταν κι αυτό δείγµα απίστευτης µαλακίας – ωστόσο δεν µπορούσε να παραγνωρίσει τη σηµασία του γεγονότος ότι το σκέφτηκε. Και πάνω εκεί, καπάκι, ερχόταν να κολλήσει κι ο θάνατος της Αναστασίας Μόραλη. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν σηµαδιακός. Αν δεν είχε συµβεί, και µάλιστα απόψε, η Μπέτυ θα είχε µόνο ένα πρόβληµα να σκέφτεται, την αόριστη ανάµνηση των γεγονότων στο γραφείο του θείου της – το πιθανότερο ήταν ότι θα το ξεχνούσε σύντοµα. Ενώ τώρα σκεφτόταν και τη σκοτωµένη, δίχως να µπορεί να εξηγήσει το λόγο, κι αυτό ήταν επίσης κάτι που την τρέλαινε. Και σαν κερασάκι στην τούρτα, σκέφτηκε και τον Νικόλα Γιαπισίκογλου. Τι σκατά σχέση είχε τώρα αυτός; Κι όχι µόνο αυτό, ήταν κι η περίσταση υπό την οποία τον σκέφτηκε: εντελώς άσχετη φάση, απ’ τα χρόνια του Γυµνασίου. Τους είχαν πάει ηµερήσια εκδροµή στον Τύµβο του Μαραθώνα. Κι αυτός ο βλάκας ο Γιαπισίκογλου, αντί να κάνει τούµπες που βρισκόταν εκδροµή στας εξοχάς και χάνανε µάθηµα, είχε καθίσει µονάχος του σε µια γωνιά και κοιτούσε το κενό µε µάτια γουρλωµένα, θαρρείς κι έβλεπε µπροστά στα µάτια του να γίνεται σφαγή! Εντελώς άσχετη ανάµνηση, µα την αλήθεια. Τίποτα – ολόκληρο το σύµπαν συνωµοτούσε εναντίον της απόψε, απ’ τη ζήλια του που σε λίγες µέρες θα συναντούσε το Ίνδαλµα. Τόσο ο Γιαπισίκογλου, όσο κι η µακαρίτισσα ήταν εκφραστές µιας ζωής την οποία η Μπέτυ έπρεπε να ξεχάσει, αν ήθελε να πάει µπροστά. Όσο για την ίδια, θα συνέχιζε ακάθεκτη το δρόµο που είχε πάρει – ούτε πισωγυρίσµατα ούτε άλλες µαλακίες. Τελείωσε. Ό,τι έγινε, έγινε. Το µόνο που θα φρόντιζε από δω και µπρος θα ήταν να µην ξαναπάρει ποτέ καµιά ουσία σαν αυτή που την είχε ποτίσει ο θείος Δάκης. Ό,τι κι αν της συνέβαινε από δω και πέρα θα ήθελε να το ξέρει κι η ίδια. Αν µάλιστα της συνέβαινε και µε τη θέλησή της, τόσο το καλύτερο. Πάντως της αρκούσε και να είναι απλώς σε θέση να τ’ αποφασίζει κάθε φορά, καλά θα ήταν. Όχι άλλα κενά µνήµης. Κατά τα λοιπά, τον Γιαπισίκογλου, που είχε έρθει απρόσκλητος κι είχε εγκατασταθεί µέσα στο µυαλό της, αλλά και την Αναστασία Μόραλη, ίσα αύριο µόνο θα τους ξαναέβλεπε στην κηδεία της δεύτερης για τελευταία φορά. Και µετά τέλος. Για τελευταία επίσης φορά σκέφτηκε τη σκοτωµένη – ρε πούστη, ποιο τέρας της το είχε κάνει αυτό; Δεν είχε νόηµα. Αρκεί που στη θέση της Αναστασίας δε βρισκόταν η ίδια – η ζωή συνεχίζεται. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή συνειδητοποίησε πόσες φορές µέσα σε λίγη µόνο ώρα είχε σκεφτεί τις έννοιες «πρώτη φορά» και «τελευταία φορά» – της φαινόταν πως είχαν αποκτήσει µια καινούρια, εντελώς ιδιαίτερη σηµασία, κάπως ανησυχητική. Γενικώς, εκείνη η νύχτα ήταν κάπως ανησυχητική. Και τότε άκουσε βήµατα κι αχνές οµιλίες. Οι γέροι είχαν γυρίσει απ’ το θλιβερό τους καθήκον. Κοίταξε το ρολόι της – τρεις το πρωί. Ποπό, πώς θα εµφανιζόταν αύριο στην Αστυνοµία, µε τα χάλια της αϋπνίας αποτυπωµένα σε κάθε χιλιοστό της φάτσας της... Παρ’ όλ’ αυτά, της είχε έρθει µια νεόκοπη έµπνευση, κι η Μπέτυ ήξερε ότι δεν επρόκειτο να κλείσει µάτι αν δεν την έθετε σ’ εφαρµογή. Παραξενευόταν κάπως, βέβαια, µε τον εαυτό της διότι δε συνήθιζε να κάνει κάτι τέτοιο σαν αυτό που είχε σκεφτεί, αλλά αποφάσισε να το κάνει. Είπαµε, σήµερα ήταν µια ιδιαίτερη µέρα και κάπου θα έπρεπε να την καταγράψει, µε τα πάνω της, τα κάτω της, τα γεγονότα της και τα όλα της. Έτσι θα είχε την ευκαιρία κάποτε, όταν θα ήταν πια µεγάλη και τρανή, να ανατρέχει πίσω σ’ αυτή τη µέρα και να θυµάται από πού
ξεκίνησε και ποιες ακριβώς περιστάσεις συνέτρεξαν σ’ αυτή τη µέρα του ξεκινήµατός της. Καλού κακού θα καταχώνιαζε το χαρτί σ’ ένα σηµείο όπου δε θα µπορούσε να φτάσει ουδέποτε η χερούκλα της Δάφνης, η οποία είχε την εκνευριστική συνήθεια να κάνει το δωµάτιο φύλλο και φτερό δήθεν για να το καθαρίσει – ενώ η Μπέτυ ήξερε ότι στην πραγµατικότητα ψαχούλευε µήπως τυχόν έβρισκε ανύπαρκτα ενοχοποιητικά στοιχεία! Μα πού να τα βρει; Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται! Μονάχα που η Μπέτυ απόψε, αυτή τη νύχτα, δεν ένιωθε και τόσο καθαρός ουρανός. Αυτό ακριβώς ήθελε να γράψει στο χαρτί. Όσο πιο αθόρυβα µπορούσε, πλησίασε το γραφειάκι της κι άναψε το λαµπατέρ. Έσκισε µια σελίδα από κάποιο άδειο τετράδιο, πήρε ένα στιλό κι άρχισε να γράφει. «Σήµερα ήταν µια πολύ σπουδαία µέρα για µένα. Ξεκίνησε, βέβαια, κάπως στραβά, διότι τσακώθηκα µε τους µαλάκες τους γέρους, αλλά τουλάχιστον τους έδωσα να καταλάβουν ότι δεν αστειεύοµαι. Τους είπα καθαρά και ξάστερα ότι εγώ δε θα χαραµίσω τη ζωή µου όπως αυτοί. Θα γίνω κάποια. »Και όταν ο καβγάς έφτασε στο απροχώρητο κι ο Λευτέρης µου έχωσε µια µπάτσα στη µούρη, άρπαξα την ευκαιρία κι εξαφανίστηκα. Και πήγα στο µοναδικό άνθρωπο που θα µπορούσε να µε βοηθήσει. Στο θείο µου. Τον Δάκη Ματζιούρη». Και συνέχισε, γράφοντας και περιγράφοντας τα πάντα µε κάθε λεπτοµέρεια, όσα θυµόταν κι όσα δε θυµόταν, ώσπου τη βρήκε το πρώτο φως της αυγής.
EΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ, που θέλει να σέβεται τους πελάτες του αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό, πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σ’ ετοιµότητα – και προπαντός να τιµάει το χρυσό ψωµί που τρώει αποδεικνύοντας την αξία του οποιαδήποτε ώρα. Ακόµα και στις τέσσερις το πρωί. Στην έπαυλη του Άρη Παγκράτη το γλέντι δεν έλεγε να κοπάσει – µα τώρα µόλις άρχιζε! Υπόκωφα µουρµουρητά, σιγανές κραυγές ευχαρίστησης, µεθυσµένα γέλια κι αργόσυρτα, ηδονικά βογκητά δεν άφηναν αµφιβολίες ως προς το τι ακριβώς συνέβαινε στο κάτω πάτωµα: προφανώς το σαλόνι είχε µετατραπεί σ’ ένα απέραντο κρεβάτι µε συµµετέχοντες απαξάπαντες τους καλεσµένους – η καλοπέραση σ’ όλο της το µεγαλείο. Ο Δάκης Ματζιούρης χαµογέλασε. Κι ο ίδιος είχε καλοπεράσει. O Άρης Παγκράτης είχε φροντίσει γι’ αυτό µ’ όλους τους δυνατούς τρόπους. Τελικά, καλά έλεγαν αυτοί που ήξεραν, ο έρωτας δεν έχει φύλο – δεν µπορείς να κλείσεις την απόλαυση σε καλούπια, ούτε να την περιχαρακώσεις σε στεγανά. Αυτά τα κωλύµατα, µικροαστικά κι επαρχιωτικά κατάλοιπα ενός παλαιολιθικού συντηρητισµού, µόνο οι αδαείς τα έχουν – κι οι ψευδοηθικιστές τα συντηρούν, για να στερήσουν απ’ τον ήδη στερηµένο κοσµάκη το τελευταίο εναποµείναν δικαίωµά του, αυτό στην απόλαυση. Άλλωστε µια εξαίσια ερωτική εµπειρία µεταξύ δύο αντρών δεν αρκεί από µόνη της για να τους καταστήσει πούστηδες. Σηµασία έχει αυτό που νιώθεις µέσα σου. Ο Δάκης Ματζιούρης ένιωθε κάπως µπερδεµένος ως προς τούτο. Φοβόταν ότι βρισκόταν κοντά στην πλήρη συνειδητοποίηση ότι αυτό που ένιωθε για τον Άρη τόσα χρόνια τελικά δεν ήταν τίποτ’ άλλο από έρωτας, γνήσιος και βαθύς. Του φαινόταν λίγο παράξενο, διότι ποτέ δεν του είχε περάσει απ’ το µυαλό ότι θα µπορούσε να ερωτευτεί έναν άντρα. Δεν είχε γεννηθεί µ’ αυτή τη συγκεκριµένη ροπή – αλλά πάλι κι ο Άρης Παγκράτης δεν ήταν ένας συνηθισµένος άντρας, έτσι κι αλλιώς. Τέλος πάντων, βαριά διανόηση που µπορούσε να περιµένει για µια άλλη, πιο κατάλληλη στιγµή· τώρα ήταν ώρα για δουλειά. Αναζωογονηµένος όσο ποτέ, ο Δάκης σηκώθηκε απ’ το τεράστιο κρεβάτι προσεκτικά, για να µην ξυπνήσει τον Άρη. Του έριξε µια µατιά στο µισοσκόταδο – µα ήταν υπέροχος! Ακόµα κι ο τρόπος που κοιµόταν ήταν στ’ αλήθεια ερωτεύσιµος, ούτε γελοία ροχαλητά, ούτε άτσαλες ξάπλες µε χερούκλες και ποδάρες ατάκτως ερριµένες, πράγµατα εντελώς ενοχλητικά για όποιον µοιραζόταν το κρεβάτι µαζί του. Ακίνητος και χαλαρωµένος, µε µόνη υποψία ήχου την απαλή και ρυθµική ανάσα του, έτσι όπως ήταν έµοιαζε να έχει ξεπηδήσει µέσα από πίνακα ζωγραφικής που αναπαριστούσε τον ύπνο του Αδάµ στον Παράδεισο. Ο Δάκης φόρεσε µια µεταξωτή λεοπαρδαλέ ρόµπα και βγήκε απ’ την κρεβατοκάµαρα. Πήγε στο διπλανό δωµάτιο που φιλοξενούσε ένα γραφείο µε τηλέφωνο κι υπολογιστή. Έσπευσε στο µπαράκι, έβαλε ένα ποτό και γύρισε στο εβένινο γραφείο. Έκατσε αναπαυτικά στην καρέκλα και σήκωσε το τηλέφωνο. Σχηµάτισε τον αριθµό του κινητού τηλεφώνου του ταξίαρχου Φράγκου, του προϊστάµενου της Δίωξης Ανθρωποκτονιών. Ο Φράγκος απάντησε στο τέταρτο χτύπηµα. Η φωνή του είχε χροιά ανθρώπου κακοκοιµισµένου κι εντελώς ενοχληµένου που, σαν να µην του έφταναν όλα τ’ άλλα, ήταν κι υποχρεωµένος ν’ απαντάει στα τηλέφωνα στις τέσσερις το πρωί – κι όποιος τηλεφωνεί στις
τέσσερις το πρωί, για όποιο λόγο κι αν παίρνει, είναι εντελώς ανεπιθύµητο, τα ευχάριστα γεγονότα συνήθως ανακοινώνονται σε άλλες, πιο κατάλληλες ώρες. «Λέγετε», µούγκρισε. «Φράγκο, εδώ Ματζιούρης». Στο άκουσµα του ήρεµου όσο κι επιτακτικού τόνου της φωνής του µεγαλοδικηγόρου ο Φράγκος ξύπνησε για τα καλά. «Καληµέρα», είπε. «Κοιµόσουν;» «Προσπαθούσα». «Πού σε βρίσκω;» «Στην Υπηρεσία». «Καλά, τι κάνεις εκεί τέτοια ώρα;» ρώτησε ο Ματζιούρης έκπληκτος – και σ’ ένα ασυνείδητο επίπεδο, και λίγο φοβισµένος. «Τι θες να κάνω, Δάκη; Ξενυχτάω εδώ, όπως κι οι λοιποί γνωστοί. Το θεωρήσαµε σκόπιµο να βρισκόµαστε επί ποδός, διά παν ενδεχόµενο. Έτσι σκατά που τα έκανε αυτός που ξέρεις...» «Αν θυµάµαι καλά, Φράγκο, πληρώνεσαι κάτι παραπάνω από πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες που προσφέρεις», είπε ψυχρά ο Ματζιούρης. «Ένας απ’ τους λόγους για τους οποίους τα τσεπώνεις τόσο χοντρά είναι ακριβώς για να µη λες µαλακίες». Ο Δάκης Ματζιούρης έκανε παύση τριών δευτερολέπτων, για να δώσει έµφαση στα λόγια του, αλλά και τον απαιτούµενο χρόνο στο συνοµιλητή του να τα χωνέψει όσο καλύτερα γινόταν. «Άλλωστε, χάρη σ’ αυτόν που ξέρω, έκανες πραγµατικότητα το όνειρό σου κι απέκτησες εκείνο το υπερπολυτελές διαµέρισµα στο Παρίσι, δίπλα στο Σηκουάνα, στο δέκατο έκτο διαµέρισµα, ένα απ’ τα πιο ακριβά σηµεία του πλανήτη, αν ενθυµούµαι ορθώς...» Ο Φράγκος ξεφύσηξε αργά – σηµάδι ότι παραδόθηκε. «Έχεις δίκιο», µουρµούρισε. «Συγγνώµη. Τι µπορώ να κάνω για σένα;» Σειρά του Δάκη Ματζιούρη να ξεφυσήξει. «Λοιπόν... άκουσέ µε προσεκτικά. Χτες τη νύχτα, µετά τις δώδεκα τα µεσάνυχτα, είχες στείλει κανένα κλιµάκιο αντρών της υπηρεσίας σου στη λεωφόρο Χασιάς για µπλόκο;» «Είχα στείλει, ναι, αλλά δεν ξέρω σίγουρα αν ήταν στη λεωφόρο Χασιάς. Είχα στείλει κόσµο σε διάφορα σηµεία. Αλλά αυτά τα κανονίζει ο αστυνόµος Μπουρνιάς. Δεν µπορώ ν’ ασχολούµαι και µ’ αυτά! Κυνηγούσαµε ένα δραπέτη των φυλακών Κορυδαλλού, ο οποίος...» άρχισε να λέει ο Φράγκος. «Κρατάτε κανένα αρχείο στον υπολογιστή για το ποιος πήγε πού και τα λοιπά;» τον διέκοψε ανυπόµονα ο Ματζιούρης. «Εννοείται». «Έχεις πρόσβαση;» «Τώρα µε προσβάλλεις, Δάκη», φούσκωσε από περηφάνια ο Φράγκος. «Αν δεν έχω εγώ, ποιος θα...» «Μπες γρήγορα στο αρχείο. Τώρα», διέκοψε ξανά ο Δάκης. «Μα τι συµβαίνει;» ρώτησε παραξενεµένος ο Φράγκος. «Δεν ξέρω ακριβώς. Δες εσύ αυτό που σου ζητάω και θα σου πω µετά». Ακούστηκε ο ήχος ενός υπολογιστή που άνοιγε κι αµέσως µετά γρήγοροι δακτυλισµοί. «Χτεσινή νύχτα. Μεταξύ έντεκα και δύο βάζω. Λεωφόρος Χασιάς». Ο Φράγκος µίλαγε περισσότερο στον εαυτό του παρά στο συνοµιλητή του. Αγωνιώδης σιωπή απ’ την άλλη άκρη της γραµµής. «Ναι», είπε τελικά ο Φράγκος. «Ακριβώς έτσι. Όντως υπήρχε µπλόκο στη λεωφόρο Χασιάς χτες τη νύχτα, την ώρα που λες».
«Δώσ’ µου τα ονόµατα των αντρών του µπλόκου», είπε βιαστικά ο Δάκης. Ο Φράγκος τα έβρισκε λίγο περίεργα κι ανεξήγητα όλ’ αυτά, αλλά παραδοµένος όπως ήταν στη µοίρα του, δεν ήθελε να ζαλίζει τον Ματζιούρη µε άκαιρες ερωτήσεις. Όταν θα ερχόταν η ώρα, θα µάθαινε. Έτσι γινόταν πάντα. Από τότε που αποφάσισε να φερθεί έξυπνα και να «συνεργαστεί» στις επιχειρήσεις του Άρη Παγκράτη, µάθαινε τα πάντα. Ένα εκτελεστικό όργανο µαθαίνει τα πάντα έτσι κι αλλιώς – το πότε θα τα µάθει, βέβαια, τ’ αποφασίζει το αφεντικό. Έτσι, ο Φράγκος απλά υπάκουσε. «Γράφε. Υπαστυνόµος Πέτρος Κάπος. Υπαστυνόµος Νικόλαος Μαύρος. Αρχιφύλακας Ιωάννης Λαµπούδης κι αρχιφύλακας Φώτης Μπούρµαλης». «Είναι κανένας δικός µας ανάµεσα σ’ αυτούς;» «Όχι. Κανένας». «Δε µου λες; Μπορώ να έχω αµέσως τώρα τις φάτσες τους και τα βιογραφικά τους;» «Σ’ τα στέλνω µε e-mail αυτή τη στιγµή», είπε ο Φράγκος. «Μπορώ τώρα να µάθω τι συµβαίνει;» «Κατά τις εννιά το βράδυ ήµουν στα ληµέρια σας, στη ΓΑΔΑ. Πέρασα απ’ το Ηθών, αλλά µετά την αποκάλυψη των γεγονότων είχα πάει κυρίως για να δω τον Αντωνίου. Σκόπευα να περάσω κι από σένα, αλλά το ξανασκέφτηκα. Δεν πρέπει να δίνουµε στόχο», άρχισε ο Ματζιούρης. «Μεταξύ µας, ούτε και στον Αντωνίου έπρεπε να πας και να εµφανιστείς φάτσα φόρα. Λόγω του... του χτεσινοβραδινού γεγονότος τέλος πάντων, έχουµε κινητικότητα απόψε», είπε ο Φράγκος µε διδακτικό τόνο. «Δε σου είπε ο Αντωνίου τι έγινε;» «Όχι, δε µου είπε τίποτα». «Ε, άκου να µάθεις. Χτες, στο εν λόγω µπλόκο, έτυχε να περάσει ο Άρης από κει. Τους σταµάτησαν, αλλά, ευτυχώς, όταν είδαν ποιος ήταν, τον άφησαν να περάσει δίχως έλεγχο. Και λέω “ευτυχώς”, γιατί είχε και τη µικρή µαζί», είπε µε νόηµα. «ΤΙ ΕΚΑΝΕ, ΛΕΕΙ;» γκάριξε ο Φράγκος έντροµος – ευτυχώς που το γραφείο του είχε ηχοµόνωση, διαφορετικά ένα τέτοιο γκάρισµα στις τέσσερις το πρωί θα είχε ξεσηκώσει σεισµό και θ’ άρχιζαν να σπεύδουν στο γραφείο του σωρηδόν οι υφιστάµενοι, να προλάβουν τυχόν διαταγές του. «Αυτό είπα κι εγώ όταν µου διηγήθηκε ο Άρης τα χαµπέρια», παρατήρησε ο Ματζιούρης. «Εν δυνάµει επικίνδυνη κατάσταση». «Αµάν!» βρυχήθηκε ο Φράγκος. «Εµ, λοιπόν δεν έχω δίκιο να λέω ότι τα έκανε σκατά;» «Απ’ την ώρα που το έµαθα, Φράγκο», άρχισε ο Δάκης, αφήνοντας επίτηδες ασχολίαστο το σχόλιο του Φράγκου, «κάτι άρχισε να µου τη δίνει. Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά µοιάζει µε κακό προαίσθηµα. Ένας δικηγόρος πρέπει να βλέπει µακριά και να σκέφτεται ακόµα µακρύτερα». «Έλα, ρε Δάκη, αφού δεν υπάρχει αποτύπωµα!» είπε συνθηµατικά ο Φράγκος. «Δες το απλά σαν µήνυµα ότι πρέπει να είµαστε πιο προσεκτικοί. Βέβαια, ο Άρης δεν κινδυνεύει από τίποτα και κανέναν, αλλά είµαστε τώρα για να χάνουµε χρόνο και χρήµα διορθώνοντας συνέπειες µιας απερισκεψίας;» Σωστά, σωστά... «Το e-mail ήρθε», είπε ο Δάκης. «Σε ξαναπαίρνω σε λίγο». Κλικ. Άνοιξε το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο, πήγε στην ένδειξη «συνηµµένα» και βρέθηκε πρόσωπο µε πρόσωπο µε τους τέσσερις αστυνοµικούς του χτεσινού µπλόκου.
Υπήρχε µεγάλη πιθανότητα ν’ απέβαινε µοιραίο γι’ αυτούς. Τους κοίταξε µε τη σειρά – Κάπος, Μαύρος, Λαµπούδης... Μπούρµαλης. Φώτης Μπούρµαλης. Ο Δάκης ήταν άνθρωπος που δούλευε µε πολλούς τρόπους και ήταν ανοιχτός σ’ όλα τα ενδεχόµενα. Εκεί που χρειαζόταν, έβαζε κάτω την τετράγωνη λογική. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όµως, η λογική ήταν εντελώς άχρηστη – χρήσιµο του ήταν µονάχα το πρωτόγονο ένστικτο του αρπακτικού. Και το εµπιστευόταν πάντα γιατί ήταν αλάνθαστο και λειτουργούσε ακριβώς όπως και στα ζώα – άλλωστε κι ο άνθρωπος είναι ζώο, το δίχως άλλο. Κανένας απ’ τους τρεις πρώτους δεν του έκανε κάποιο κρίσιµο «κλικ». Του ήταν εντελώς αδιάφοροι. Όταν όµως ο Δάκης Ματζιούρης αντίκρισε το πρόσωπο του Φώτη Μπούρµαλη, να τον κοιτάζει σοβαρός µέσα από µια φωτογραφία, το στόµα του άνοιξε διάπλατα – µια κραυγή ανέβαινε επικίνδυνα στο λαρύγγι του, αλλά την έπνιξε αποτελεσµατικά, το τελευταίο κυριολεκτικά δευτερόλεπτο. Αυτός. Αυτός ήταν. Ο ιδρωµένος γυαλάκιας µε τη σούρτιση. Ο Άρης είχε πει ότι τον σταµάτησε ένας µπάτσος µε γυαλιά. Κοίταξε ξανά τη φωτογραφία του Μπούρµαλη για να βεβαιωθεί ότι δεν έκανε λάθος. Την ώρα που τον κοίταζε είχε την παράξενη έως παρανοϊκή αίσθηση ότι διάβαζε µέσα στα µάτια του σκατόµπατσου την αλήθεια. Αυτός ο µαλάκας Μπούρµαλης ήξερε. Αδύνατον. Αν ήξερε, γιατί να µην είχε βγει να τα ξεράσει όλα και να γίνει χαµός; Κι όµως. Ήξερε. Τον θυµήθηκε µια χαρά. Αυτός ήταν, πάνω στα γραφεία του Εγκληµατολογικού. Σωριασµένος σε µια καρέκλα µέσα στο γραφείο του Αντωνίου, την απαγορευµένη ζώνη. Ξαφνικά το όλο περιστατικό έπαψε να του φαίνεται αστείο, ή έστω απλώς σύµπτωση. Αποκλείεται να ήταν σύµπτωση. Από πού κι ως πού ν’ αποκαλούνται «σύµπτωση» τα σηµάδια της µοίρας; Κάτι περίεργο έτρεχε µ’ αυτόν τον Μπούρµαλη. Κάτι κακό. Κι εν δυνάµει επικίνδυνο. Με τρεµάµενα χέρια, ξανασχηµάτισε βιαστικά τον αριθµό του Φράγκου. «Έλα», είπε ο Φράγκος σαν να τον περίµενε. «Δε µου λες, Φράγκο; Τι µέρος του λόγου είν’ αυτός ο Μπούρµαλης;» είπε µονορούφι ο Ματζιούρης. «Ηλίθιος», ήρθε η θριαµβευτική αλλά διόλου καθησυχαστική απάντηση. «Το όνειρό του είναι να γίνει σπουδαίος, αλλά σε διαβεβαιώ ότι δεν υπάρχει περίπτωση». «Σου είναι χρήσιµος, Φράγκο;». «Κοίτα, η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ εργατικός. Ποτέ δε λέει όχι σ’ ό,τι αφορά την Υπηρεσία. Γιατί ρωτάς;» «Είτε σου είναι χρήσιµος, είτε όχι, αυτός ο Μπούρµαλης πρέπει να εξαφανιστεί. Απ’ ό,τι είδα, είναι και παντρεµένος. Δίχως παιδιά. Πρέπει να εξαφανιστεί κι η γυναίκα του». «Τι εννοείς;» είπε έκπληκτος ο Φράγκος, ενώ ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε ο συνοµιλητής του. «Αυτό που καταλαβαίνεις. Εννοώ ότι πρέπει να βγει απ’ τη µέση», είπε ανυπόµονα ο Ματζιούρης. «Είδε τον Άρη την ώρα που είχε µέσα στο αυτοκίνητο τη µικρή. Βέβαια, αυτή δεν την είδε, αλλά τι σηµασία έχει; Η διαίσθησή µου µου φωνάζει ότι είναι επικίνδυνος. Πρέπει να
τον εξαφανίσουµε το συντοµότερο δυνατό, κι αυτόν και τη γυναίκα του. Μπορεί να της τα έχει ξεράσει όλα». «Τι λες, ρε Δάκη, σύνελθε!» φώναξε ψιθυριστά ο Φράγκος. «Αν είχε δει τίποτα, δε θα το είχε πει; Και πες ότι είδε. Τι σκατά θα γίνει τώρα; Θα πρέπει να ξεπαστρέψουµε όλους όσους έχουν σχέση µε τον Μπούρµαλη από φόβο µην τυχόν και τους πει τίποτα; Μα τότε θα πρέπει να ξεπαστρέψουµε ολόκληρη τη Γενική Αστυνοµική Διεύθυνση, διότι είναι φίλος µ’ όλους!» Ο Φράγκος εκπροσωπούσε τη φωνή της λογικής – βεβαίως, πολύ σωστά τα έλεγε. Τι θα γινόταν; Θα ξεπάστρευαν όλους όσοι είχαν σχέση µε τον Μπούρµαλη; Απ’ την άλλη όµως, ο Δάκης Ματζιούρης δεν µπορούσε να κλείσει τα αφτιά στη φωνή της διαίσθησής του. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή ένιωσε ένα φόβο πρωτόγονο να του σκαλίζει τα σωθικά µ’ εντελώς ενοχλητικό τρόπο. Πραγµατικά, αυτό που έγινε χτες ήταν µεγάλη απερισκεψία. Κι άσε και το άλλο. Η όλη υπόθεση γλιστρούσε ολοταχώς προς την παράνοια. «Τέλος πάντων, Φράγκο!» τόνισε µε έµφαση. «Μια φορά αυτός ο Μπούρµαλης κι η γυναίκα του πρέπει να εξαφανιστούν. Τελειώσαµε;» «Τι να σου πω... Kάντε ό,τι νοµίζετε», συµφώνησε κάπως απρόθυµα ο Φράγκος. «Έχε το νου σου», ψιθύρισε ο Δάκης. «Η δουλειά θα γίνει αύριο, κατά πάσα πιθανότητα. Ως τότε, έχε τον στο νου σου». «Εντάξει». Κλικ. Ο Δάκης Ματζιούρης απόµεινε µόνος στο σκοτάδι που το έσπαγε η αχνή αντανάκλαση της οθόνης του υπολογιστή. Ο Μπούρµαλης τον κοιτούσε σιωπηλός. Ο Ματζιούρης τον έσβησε µε αηδία κι επανέφερε στην οθόνη ένα ωραιότατο σκρινσέιβερ πορνό. Είχε έρθει η ώρα να κάνει ένα ακόµα τηλεφώνηµα. Στο πρώτο χτύπηµα ήρθε η απάντηση. «Διαταγάς». «Γεια σου, Σταύρο», είπε εύθυµα ο Δάκης. «Έχεις χρόνο;» «Πάντα. Τι µπορώ να κάνω για σας;» «Θα σου πω. Άκου...» Ο Δάκης Ματζιούρης έδωσε σαφείς και συγκεκριµένες οδηγίες που υπέγραφαν τη θανατική καταδίκη δύο ανθρώπων. Ο Σταύρος, ο επονοµαζόµενος και «κογιότ», άκουγε προσεκτικά, µ’ ολοένα αυξανόµενη έξαψη. «Με κατάλαβες; Ξεκίνα µ’ αυτούς τους δυο και βλέπουµε. Μπορείς να πάρεις κι όποια άλλη πρωτοβουλία θεωρήσεις χρήσιµη, κατά την κρίση σου. Έγινα σαφής;» «Φυσικά, κύριε Δάκη». «Δε χρειάζεται να περιµένω αποτελέσµατα, Σταύρο. Αύριο το πρωί στέλνω στο σπίτι σου ένα εκατοµµύριο ευρώ. Θέλουµε να σου δείξουµε την ευχαρίστησή µας, που είσαι ένας τόσο πιστός και πρόθυµος συνεργάτης». «Σας ευχαριστώ, κύριε Δάκη». «Σου ήρθε το e-mail που σου έστειλα;» «Βεβαίως». «Τα λέµε».
Κλικ. Ωραία. Τώρα θα µπορούσε να πει ότι είχε ησυχάσει αρκετά – όχι εντελώς, βέβαια, αλλά αρκετά. Χαµένος στις σκέψεις του, δεν πήρε είδηση ότι ο Άρης είχε ξυπνήσει κι εδώ και ώρα στεκόταν στην πόρτα και τον κοιτούσε. Η φωνή του έκανε τον Δάκη ν’ αναπηδήσει ξαφνιασµένος. «Δεν κοιµάσαι, αδερφέ µου;» Ο Δάκης χαµογέλασε. «Για σένα δουλεύω. Έλα εδώ!» Ο Άρης πλησίασε κι ο Δάκης τον έβαλε να καθίσει σαν µωρό στα γόνατά του, µπροστά στον υπολογιστή. «Για κοίτα εδώ. Τον αναγνωρίζεις αυτόν το γυαλάκια;» Ο Άρης έγνεψε καταφατικά. «Βέβαια. Είναι ο µπάτσος που σου έλεγα». Ο Δάκης γέλασε. «Κοίτα τον καλά. Δεν πρόκειται να τον ξαναδείς!» Και µε µια απότοµη κίνηση έσβησε το πρόσωπο του Μπούρµαλη απ’ την οθόνη. Ο Άρης Παγκράτης κατάλαβε το συµβολισµό και γέλασε χαρούµενα, χτυπώντας παλαµάκια. Ο ενθουσιασµός του παρέσυρε και τον Δάκη. Το ζήτηµα θα έληγε σύντοµα. Όλα θα πήγαιναν καλά.
ΜΕΤΑ
του άντρα της, γύρω στις τρεις το πρωί, η Νίκη Μπούρµαλη δεν µπόρεσε να ξανακοιµηθεί. Στριφογύριζε στο κρεβάτι και της έφταιγαν όλα: η ζέστη τής φαινόταν πιο αφόρητη απ’ ό,τι συνήθως, ο αέρας έµοιαζε πηχτός σαν σιρόπι Becozim, τα σεντόνια ήθελαν επειγόντως άλλαγµα γιατί είχαν µουλιάσει στον ιδρώτα –το ότι τα είχε αλλάξει µόλις χτες δε σήµαινε απολύτως τίποτα–, µια έντονη µυρωδιά κλεισούρας είχε πληµµυρίσει το δωµάτιο και δεν έλεγε να φύγει απ’ τη µύτη της όσο κι αν οι τζαµόπορτες ήταν ντάλα ανοιχτές, οι γρίλιες του παντζουριού έφερναν µέσα στο σκοτεινό δωµάτιο µικρούς κύκλους φωτός που της έδιναν στα νεύρα γιατί κατά τρόπο παράδοξο εισχωρούσαν και µέσα απ’ τα κλειστά βλέφαρά της, ο συνηθισµένος θόρυβος της Πατησίων τώρα της φαινόταν εκκωφαντικός σαν διαδήλωση εξαγριωµένου όχλου... Tέλος πάντων, όλα ανεξαιρέτως ήταν σκατά κι απόσκατα, γιατί έτσι της φαίνονταν. Αν βρισκόταν στο σπίτι ο Φώτης, ο άντρας της, ξαπλωµένος δίπλα της, τότε τίποτα δε θα συνέβαινε. Όλα θα ήταν µια χαρά, συνηθισµένα µεν αλλά καλοδεχούµενα, κοµµάτια µιας ευλογηµένης ρουτίνας που η Νίκη αγαπούσε διότι ήταν η καθηµερινότητά της. Άλλωστε δεν ήταν απ’ τους ανθρώπους που πολυσυµπαθούσε τις εκπλήξεις και τις αλλαγές. Μετά τη δουλειά στο Hondos Center της πλατείας Αµερικής πήγε στο απογευµατινό ιδιαίτερο µάθηµα που είχε, το τελευταίο γι’ αυτή τη σεζόν. Η διάθεσή της ήταν πολύ καλή. Καλοκαίρι γαρ, ο ήλιος έλαµπε ζεστός και ζωογόνος ως αργά λούζοντας τις γκρίζες πολυκατοικίες µε το χρυσαφένιο φως του, κάνοντας τις κεραίες στις ταράτσες να λαµπυρίζουν και την άσφαλτο των δρόµων ν’ αστράφτει. Βέβαια, έκανε σαράντα βαθµούς υπό σκιάν – ε, και; Μα αυτό είναι το νόηµα του καλοκαιριού – να κάνει ζέστη και να έχει λιακάδα! Μήπως είναι καλύτερος ο χειµώνας µε τα κρύα και τις βροχές του; Άσε δε τις µούχλες και τις συννεφιές... Εκτός των άλλων, ένιωθε ιδιαίτερη χαρά που θα συναντούσε τον Φώτη εντός ολίγου – είχε να τον δει απ’ το περασµένο απόγευµα και τον είχε πεθυµήσει τροµερά. Χτες τη νύχτα ο κακοµοίρης ήταν βραδινός κι όταν η Νίκη σηκώθηκε για να φύγει για την πρωινή δουλειά της τον βρήκε να κοιµάται όρθιος, ή µάλλον καθιστός στην καρέκλα του γραφείου του στο σαλόνι, µε το κεφάλι µέσα σ’ ένα ανοιχτό βιβλίο. Τον λυπήθηκε και δεν τον ξύπνησε. Όλη µέρα σήµερα δεν είχαν µιλήσει· τελικά, µάλλον θα έπρεπε ν’ αγοράσουν κι οι δυο από ένα κινητό. Το ζεύγος Μπούρµαλη µοιραζόταν κοινές πεποιθήσεις για τα κινητά, καταργούν την προσωπική επαφή, καθιστούν τις σχέσεις απρόσωπες, δηµιουργούν ψευδαίσθηση επικοινωνίας και πάει λέγοντας. Να όµως που άρχιζε ν’ αποδεικνύεται ότι τους χρειαζόταν, όχι, βέβαια, για να µιλάνε µε τις ώρες, διότι το σπορ είναι πολύ δαπανηρό κι εκείνοι έκαναν οικονοµία ως και στο σκατό τους προκειµένου να µαζέψουν κάνα φράγκο για να φύγουν απ’ το νοίκι και ν’ αγοράσουν ένα διαµερισµατάκι δικό τους χωρίς να χρειαστεί να πάρουν δάνειο – αν και µάλλον δε θα τ’ απέφευγαν τελικά. Όσο για την περιοχή όπου θ’ αγόραζαν το ιδιόκτητο παλατάκι τους, προσανατολίζονταν κάπου προς Σεπόλια – αλλά µε την ακρίβεια που υπήρχε, ακόµα και στα Σεπόλια οι αξίες είχαν γίνει δυσθεώρητες, οπότε το ν’ αγοράσουν σπίτι δίχως δάνειο και µε το εκκαθαριστικό της Eφορίας που είχαν σήµαινε πρακτικά ότι θα έπρεπε να µαζεύουν φράγκα για τα επόµενα τριάντα χρόνια, αλλά τότε θα είχαν γίνει κι οι δυο χούφταλα, οπότε δε θα τους χρειαζόταν πλέον σπίτι αλλά τάφος. Εν πάση περιπτώσει, δε θα µιλούσαν στο κινητό µε τις ώρες, αλλά τουλάχιστον θα ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
µπορούσαν ν’ ανταλλάσσουν κανένα µηνυµατάκι, σαν µαθητούδια. Πόσο πια κοστίζει ένα «σ’ αγαπώ»; Όταν θα έβλεπε τον Φωτάκη της, θα έθετε επί τάπητος το ζήτηµα της αναγκαιότητος του κινητού. Όπως επίσης και το θέµα του επόµενου Σαββατοκύριακου. Είχαν επέτειο γάµου, έκλειναν δεκατέσσερα χρόνια, κι ο Φώτης της είχε υποσχεθεί ότι θα την πήγαινε για Σαββατοκύριακο στην Ύδρα. Και γαµώ τις διακοπές! Το σπίτι του µαθητή της ήταν στα Άνω Πατήσια. Ακριβώς επειδή η Νίκη είχε καλή διάθεση, προτίµησε να διανύσει την απόσταση ως την Κυψέλη µε τα πόδια, για ν’ απολαύσει την Αθήνα του καλοκαιριού όπως µόνο οι κάτοικοι του Κέντρου ξέρουν και µπορούν: όλα φαίνονται αλλιώς στην Αθήνα όταν είναι καλοκαίρι κι είναι φυσικό, αφού τα λούζει το φως! Η Νίκη κατάλαβε ότι το παν είναι η καλή διάθεση – όταν είσαι καλά µέσα σου, σου φαίνονται όλα λουσµένα στο φως ακόµα κι όταν επικρατεί βαρυχειµωνιά που περιορίζει την ορατότητα. Εκείνη πάντως ένιωθε περίφηµα. Το σκηνικό άρχισε ν’ αλλάζει κάπως όταν έφτασε σπίτι της. Ήταν οχτώ το βράδυ. Είχε µια ώρα καιρό να δει τον άντρα της, γιατί µετά θα έφευγε για την Yπηρεσία. Ήταν πάλι βραδινός απόψε. Μπαίνοντας, χρησιµοποίησε το αγαπηµένο τους συνθηµατικό. Σφύριξε στον Φώτη εκείνο το τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα απ’ τους στίχους του οποίου το µόνο που θυµόταν ήταν ο τίτλος του: Strangers in the Night. Το σαλόνι ήταν σκοτεινό. Καµία απάντηση. Απορηµένη η Νίκη, έκλεισε την πόρτα κι άναψε το φως. Και τότε είδε το σηµείωµα πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Η καλή της διάθεση άρχισε να ξεθωριάζει, σαν χρωµατιστό ρούχο που µπήκε κατά λάθος σε χλωρίνη. Το διάβασε βιαστικά – και τότε η καλή της διάθεση εξαφανίστηκε οριστικά. Όταν είσαι γυναίκα αστυνοµικού επί δεκατέσσερα χρόνια, τότε δε χρειάζεται να διαθέτεις και πολύ µυαλό για να καταλάβεις ότι το «προέκυψε ξαφνική δουλειά» σηµαίνει ότι διαπράχθηκε έγκληµα. Όταν µάλιστα ο σύζυγος τυγχάνει υπηρετών στη Δίωξη Ανθρωποκτονιών, τότε αυτό σηµαίνει ότι διαπράχθηκε φόνος. Βέβαια, το πόστο του άντρα της δεν ήταν τέτοιο που να τον αναγκάζει να τρέχει συχνά σε τόπους εγκλήµατος, να µαζεύει σιχαµερά πειστήρια και να διεξάγει επικίνδυνες έρευνες για τη σύλληψη πωρωµένων φονιάδων, αλλά και πάλι, το να είσαι αστυνοµικός είναι µια επικίνδυνη δουλειά από µόνο του όπως και να το κάνουµε. Βέβαια, απ’ την άλλη, οι κίνδυνοι καραδοκούν παντού, ενίοτε σ’ απίθανα σηµεία – κι αυτό ισχύει ακόµα και γι’ ανθρώπους που κάνουν φαινοµενικά «ακίνδυνα» επαγγέλµατα: άτυχος υπάλληλος υπουργείου βρήκε τραγικό θάνατο όταν του έπεσε ξαφνικά στο κεφάλι ένα τεράστιο κοµµάτι σοβά που αποκολλήθηκε µέρα µεσηµέρι στην οδό Ερµού· άτυχη καθαρίστρια βρήκε τραγικό θάνατο πέφτοντας και σπάζοντας το σβέρκο της στις σκάλες που µόλις είχε καθαρίσει· άτυχος πωλητής ειδών υγιεινής βρήκε τραγικό θάνατο όταν απ’ την καρότσα προπορευόµενου φορτηγού ξέφυγε ένα τεράστιο σιδερένιο αντικείµενο, εισέβαλε στο παρµπρίζ του Ι.Χ. του άτυχου πωλητή και του έκοψε το λαιµό... Kαι πάει λέγοντας, ο θάνατος καραδοκεί παντού και πάντα και το µόνο που µπορεί κανείς να κάνει είναι να παρακαλάει να µην πάει αδιάβαστος. Παρηγοριά στον άρρωστο. H Νίκη σκεφτόταν όλ’ αυτά τα παράδοξα κι απίθανα σενάρια µόνο και µόνο για να παρηγοριέται η ίδια και να καθησυχάζει τους αόριστους, και καµιά φορά υπερβολικούς φόβους της, γιατί αλλιώς θα της έστριβε. Κι ως γνωστόν, οι γυναίκες των
αστυνοµικών πρέπει να είναι πάντα ψύχραιµες και ατρόµητες όσο κι οι άντρες τους. Τέλος πάντων, κατέπνιξε όσο µπορούσε τη δυσαρέσκειά της για το σηµείωµα, προσπάθησε να καθησυχάσει και τα καµπανάκια του φόβου που ετίθεντο αντανακλαστικά σε δαιµονισµένη λειτουργία κάθε φορά που προέκυπτε «ξαφνική δουλειά» κι έσπευσε ν’ ανοίξει την τηλεόραση. Τέτοια ώρα θα είχε ειδήσεις, οπότε πιθανότατα να µάθαινε κάτι για το φόνο. Η βεβαιότητά της ότι είχε διαπραχθεί φόνος την έκανε να γελάσει. Πάντως, όντως είχε διαπραχθεί. Και τι φόνος... Κάποια συµµορία ανθρωποειδών καθαρµάτων είχαν απαγάγει ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, το οδήγησαν σε µια ερηµιά στο τέρµα του Θεού και των ανθρώπων και διέπραξαν εις βάρος του τα τέρατα, βγάζοντας όλα τα βάρβαρα ένστικτά τους πάνω στο παιδιάστικο κορµάκι. Τη βίασαν, τη βασάνισαν και στο τέλος της διέλυσαν το κεφάλι µε µια βαριοπούλα. Το δελτίο ειδήσεων είχε εκτενέστατο αφιέρωµα – µε ιδιαίτερη έµφαση σ’ όλες τις αηδιαστικές λεπτοµέρειες, τις οποίες ο εκφωνητής περιέγραφε αργά και καθαρά, για να µη χάσει το διψασµένο για αίµα ακροατήριο ούτε ένα «και» απ’ την ανατριχιαστική περιγραφή. Κι αφού περιέγραψε τα ίδια πράγµατα γύρω στις δέκα φορές, για να τα εµπεδώσουν ακόµα κι αυτοί που έπασχαν από µικρόνοια και νοητική υστέρηση, ο παρουσιαστής σέρβιρε στους θεατές ένα πάνελ αποτελούµενο από γνωστούς και µη εξαιρετέους µαλάκες που το έπαιζαν ειδήµονες και γνώστες παντός επιστητού, τάχα για να σχολιάσουν την έκρηξη της παρανοϊκής βίας, καθώς και τον τρόπο δράσης των συγκεκριµένων άγνωστων δραστών, για να δουν αν έµοιαζε µε παλιότερα περιστατικά. Bεβαίως, στο τέλος η συζήτηση εξελίχθηκε σε φιάσκο, διότι όλοι αυτοί οι κόπροι του Αυγεία κατέληξαν να τσακώνονται µεταξύ τους σαν τα σκυλιά κατηγορώντας ο ένας τον άλλο για τις θεωρίες του. Ένα κοµµάτι τα έβαλε µε την κυβέρνηση ενώ το άλλο κοµµάτι τα έβαλε µε την αντιπολίτευση, κατηγορώντας αµφοτέρους ως άχρηστους που δεν µπορούσαν να περιορίσουν τις πάσης φύσεως εγκληµατικές δράσεις. Και στο τέλος, αντί να πέσουν όλοι µαζί σε θλίψη και περισυλλογή που δολοφονήθηκε άδικα των αδίκων ένα αθώο κοριτσάκι, άλλαξαν τεχνηέντως θέµα συζήτησης και πήδηξαν απ’ την έκρηξη της βίας στις επιπτώσεις του ευρώ στις τσέπες των συνταξιούχων. Ευτυχώς τουλάχιστον που ο συντονιστής της συζήτησης κατάλαβε το φιάσκο και τους ξενόµισε, τους έδιωξε, µέσα σε πέντε λεπτά, γιατί αλλιώς θα γινόταν ρεζίλι των σκυλιών κι ο ίδιος. Η Νίκη έκλεισε την τηλεόραση αηδιασµένη. Παρ’ όλ’ αυτά, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από συµπόνια για το άτυχο κορίτσι. Τι φρίκη και τι αγωνία είχε άραγε γνωρίσει; Άραγε επήλθε γρήγορα ο λυτρωτικός θάνατος ή τα βασανιστήριά της κράτησαν όσο µια αιωνιότητα; Κάτι τέτοια έβλεπε η Νίκη και µακάριζε την ώρα και τη στιγµή που ο Θεός δεν είχε ευλογήσει µε παιδιά την ένωσή της µε τον Φώτη. Για φαντάσου, λέει, να είχε κάνει κι αυτή ένα κορίτσι, να το µεγάλωνε µε πόνους, στερήσεις και βάσανα, για να έρθει η κακιά η ώρα που θα έπεφτε στα χέρια των τεράτων... Ανατρίχιασε απ’ τις τρίχες της κεφαλής ως τα νύχια των ποδιών. Οι δράστες παρέµεναν άγνωστοι – κι ασύλληπτοι. Τέτοια αγριότητα η Νίκη είχε να δει απ’ την εποχή της δράσης των σατανιστών της Παλλήνης. Οµολογουµένως η δράση τους είχε κοινά σηµεία µε το χτεσινοβραδινό έγκληµα: το κοριτσάκι µαρτύρησε αλυσοδεµένο πάνω στον πάγκο ενός χασάπη σε µια ερηµιά, ενώ τριγύρω έκαιγαν φωτιές – σωστή Κόλαση. Ναι, αλλά εκείνοι οι δολοφόνοι είχαν συλληφθεί και τώρα εξέτιαν τις ποινές τους σε µπουντρούµια διαφόρων φυλακών.
Αυτοί εδώ οι χτεσινοί παρέµεναν άγνωστοι. Πράγµα που πήγαινε να πει ότι, αν η Αστυνοµία δεν έβαζε τα δυνατά της να τους τσακώσει, θα παρέµεναν ελεύθεροι να µετατρέψουν κι άλλα ανυποψίαστα κεφάλια σε άµορφες µάζες. Ποιος µπορούσε να διαβεβαιώσει περί του αντιθέτου; Η Νίκη είχε κι έναν ακόµα λόγο ν’ ανησυχεί: ο άντρας της, άνθρωπος βαθιά δίκαιος κι εκ γενετής κυνηγός του εγκλήµατος, θα είχε σίγουρα φρίξει κι αυτός, ίσως και περισσότερο απ’ την ίδια. Μάλιστα, λόγω και της ιδιότητάς του ως αστυνοµικού της Δίωξης Ανθρωποκτονιών, ο Φώτης θα έβλεπε την υπόθεση εκ των έσω, θα είχε την πιο άµεση κι έγκυρη πρόσβαση σ’ όλα τα στοιχεία. Κι αν του έβγαινε το σερλοκχολµικό του; Κι αν πήγαινε και παρακαλούσε τον ταξίαρχο να του αναθέσει κάποια πιο ενδιαφέρουσα υπηρεσία απ’ το να κρατάει πρακτικά καταθέσεων µαρτύρων και να πηγαινοφέρνει χαρτούρες από γραφείο σε γραφείο; Κι αν πήγαινε, ατρόµητος όπως ήταν, να χώσει το κεφάλι του µέσα στο στόµα κανενός λύκου για να δοξαστεί επιτέλους λίγο κι αυτός; Η Νίκη κόντεψε να πάθει κρίση πανικού. Ψυχραιµία. Την ίδια ψυχραιµία που επιδείκνυε κι η Μαριάννα, η σύζυγος του Στάθη Θεοχάρη στο Καληµέρα Ζωή. Αυτά περνάνε όλες οι γυναίκες που είχαν το σθένος να παντρευτούν αστυνοµικούς. Αυτό που έπρεπε αµέσως να κάνει ήταν να τηλεφωνήσει στον Φώτη, στη ΓΑΔΑ, και να µιλήσει µαζί του. Ο ήχος της φωνής του θα την καθησύχαζε αποφασιστικά – κι όσο να ’ναι, είχε αυτή τον τρόπο της να τον ψήσει να κάτσει στ’ αβγά του και να µην πάει να παραστήσει τον ντετέκτιβ Στιβ Μαγκάρετ. Αµ δε... Τηλεφώνησε απευθείας στο γραφείο που µοιραζόταν ο άντρας της µε τον Θοδωρή τον Καπιρέλη, αλλά δεν τους βρήκε εκεί. Πενήντα φορές πήρε, µια ολόκληρη σχεδόν ώρα έφαγε να προσπαθεί, το τηλέφωνο καλούσε, αλλά δεν απαντούσε κανείς. Μετά ταύτα, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι ο ήχος τζιτζικιών που άκουγε στ’ αφτιά της ήταν αληθινός κι ερχόταν απέξω, απ’ τα δέντρα που δεν υπήρχαν, και δεν ήταν αποτέλεσµα της πίεσής της που είχε ανέβει γύρω στο δεκαεννιά, τηλεφώνησε στο Κέντρο. Της απάντησε ένας τύπος που προσπαθούσε –φιλότιµα, η αλήθεια– να συγκρατήσει τα γέλια του. Και της είπε ότι ο άντρας της ο Φώτης βρίσκεται µεν στη θέση του στην Υπηρεσία, αλλά δεν µπορεί να εντοπιστεί γιατί, λέει, έχει... σούρτιση και δεν προφταίνει να µπαινοβγαίνει στους καµπινέδες. Άλλο και τούτο πάλι. Ο Φώτης, σούρτιση; Μα αυτός δεν πάθαινε ποτέ τίποτα στη ζωή του, το στοµάχι του ήταν αργασµένο, το φαγητό που έφαγε το µεσηµέρι ήταν φρεσκοµαγειρεµένο και καλοψηµένο, από πού σκατά προήλθε αυτή η σούρτιση; Να δεις που κάτι ύποπτο κρυβόταν πίσω απ’ αυτή τη σούρτιση. Τέλος πάντων, µε τα πολλά, µε τα λίγα, κι αφού άφησε παραγγελιά στο Κέντρο να ειδοποιήσουν τον Φώτη όταν θα τον εντόπιζαν να κάνει ένα τηλέφωνο στο σπίτι του, πήγε να χαζοξαπλώσει – όχι τίποτ’ άλλο, αλλά της την είχε δώσει τόσο πολύ η όλη υπόθεση έτσι όπως πήγαινε να εξελιχθεί, που δεν µπορούσε να κάτσει καν στον καναπέ και να παρακολουθήσει τηλεόραση ήσυχα ήσυχα. Τα νεύρα της ήταν τόσο τεντωµένα, ώστε πηγαινοερχόταν στα δωµάτια του σπιτιού σχεδόν τρέχοντας. Δεν είχε κανένα λόγο να µην εµπιστεύεται το ένστικτό της – και τις άλλες φορές που είχε νιώσει έτσι κάποια παλικαριά είχε κάνει ο Φωτάκης της. Και µπορεί η ανδρειοσύνη του να του είχε χαρίσει δυο τρεις εύφηµες µνείες ως τώρα, αλλά παραλίγο να του στοίχιζε και τη ζωή του –
µόνο από τύχη είχε σωθεί. Αλλά πόση τύχη πια να µοιράσει κι ο καηµένος ο Θεός, και µάλιστα στον ίδιο άνθρωπο; Το λοιπόν χαζοξάπλωσε, κι από κει που δεν το περίµενε την πήρε ο ύπνος. Αλλά τέτοιος που ήταν, καλύτερα να µην την έπαιρνε. Έβλεπε συνεχώς εφιάλτες, νεαρά γυµνά κορίτσια να ουρλιάζουν σε άγνωστες τοποθεσίες και τότε να κάνει την εµφάνισή του ο δολοφόνος, ένας κουκουλοφόρος µε ψυχρά γκρίζα µάτια, και να τις κόβει κοµµατάκια γελώντας και τραγουδώντας χαρούµενος, χρησιµοποιώντας µια ατσάλινη καλοακονισµένη χαντζάρα απ’ αυτές που χρησιµεύουν στο σφάξιµο βοδιών. Για την τελευταία γυµνή παρθένα, µια πανέµορφη ξανθούλα µε γαλάζια µάτια, ο δολοφόνος αποφάσισε ν’ αλλάξει λίγο το µενού της φρικαλέας διασκέδασής του, προσθέτοντας λίγη ποικιλία: αντί για χαντζάρα, χρησιµοποίησε ένα ολοκαίνουριο αλυσοπρίονο. Την ώρα που έκοβε την όµορφη ξανθή στη µέση, τα µάτια της οποίας είχαν γεµίσει τόσο τρόµο και θάνατο όσο πουθενά στην ιστορία των ταινιών φρίκης του παγκόσµιου κινηµατογράφου, η Νίκη, που δεν άντεχε να δει άλλο, ξύπνησε κάθιδρη, ουρλιάζοντας – και τότε συνειδητοποίησε ότι ο σατανικός ήχος του αλυσοπρίονου δεν ήταν τίποτ’ άλλο απ’ το τηλέφωνο που χτυπούσε. Κοίταξε µισοζαλισµένη το φωτεινό ρολογάκι πάνω στο κοµοδίνο της. Ήταν τρεις το πρωί. Ήταν ο Φώτης, επιτέλους· αλλά πριν προλάβει να ευχαριστήσει το Θεό για την επικείµενη ανακούφισή της που ο άντρας της τηλεφωνούσε σώος κι αβλαβής, βούλιαξε ξανά ακόµα πιο βαθιά στον παράξενο κόσµο του φόβου και του πανικού. Κάτι είχε η φωνή του. Εκείνη τον ήξερε καλύτερα απ’ όλους – δεν υπήρχε περίπτωση ούτε µία στο εκατοµµύριο να µπορέσει ο Φώτης να της κρυφτεί. Οπότε είχε κάθε λόγο και κάθε δικαίωµα να πιστεύει ότι ο τόνος της φωνής του ήταν... αλλιώτικος. Δήθεν χαρούµενος και γιαλαντζί καθησυχαστικός – αλλά τόσο αλλόκοτα τσιριχτός που από χιλιόµετρα µακριά φώναζε ψεύτικος. Σαν εκείνο το παλιό κι αγαπηµένο παραµύθι µε τον µπαρµπα-Μυτούση και τα ζαβολόπαιδα, τον Κλούβιο και τη Σουβλίτσα. Φωνάζει ο µπαρµπα-Μυτούσης απ’ τη διπλανή κάµαρη: «Όλα εντάξει, παιδιά µου;» «Ναι», απαντούν αυτά, µε τρεµάµενη φωνή που σηµαίνει «όχι». Κι αντί το γλυκό να βρίσκεται στη θέση του, όπως διακαώς επιθυµεί ο µπαρµπαΜυτούσης, τα ζαβολόπαιδα το έχουν φάει όλο – και σπάσανε και το βάζο. Κάπως έτσι συνέβαινε µε τον Φώτη. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και µε τον Καπιρέλη. Η Νίκη ζήτησε να µιλήσει και µ’ αυτόν, µήπως κι έβγαινε κανένας λαγός. Ο Θοδωράκης µπουρδούκλωνε τα λόγια του τόσο πολύ, που θα ήταν απορίας άξιον να µην έχουν πέσει σάλια πάνω στο γραφείο και την τηλεφωνική συσκευή. Και ο δικός του τόνος ήταν παροµοίως τσιριχτός και τόσο δήθεν χαρούµενος που, αν δεν ένιωθε τέτοια ανησυχία, θα είχε ξεσπάσει σε γέλια κι η ίδια. Ο Φώτης της εξήγησε ότι θα έµενε στην Υπηρεσία απόψε, όπως κι ο Καπιρέλης, βέβαια, διότι γινόταν χαµός. Αύριο, µέρα του Θεού, θα έπαιρνε καταθέσεις απ’ τους µάρτυρες και, καλό απόγευµα, θα έσπευδε στην αγκαλιά της. Καληνύχτα. Έκλεισε βιαστικά. Έτσι έγιναν λοιπόν τα πράγµατα – την πήρε µεν τηλέφωνο και τον άκουσε, αλλά αντί να την καθησυχάσει, την πανικόβαλε µέχρι υστερίας. Κι από κείνη τη στιγµή έβαζε µε το νου της το χειρότερο, όσο κι αν ο Φώτης παρέα µε τον Καπιρέλη προσπαθούσαν να την πείσουν ότι δεν έτρεχε απολύτως τίποτα.
Και να την τώρα, να κοντεύει η ώρα πέντε το πρωί κι αυτή να µην µπορεί να ξανακοιµηθεί ούτε µε το Θεό µπάρµπα, να βουρλίζεται στο κρεβάτι σαν την άδικη κατάρα, να µην τη χωράει ο τόπος και να της φταίνε όλα, τα σεντόνια, ο αέρας, η ζέστη, οι γρίλιες του παντζουριού... µέχρι και τα ρούχα της. Για όλα έφταιγε αυτό το τηλεφώνηµα. Εκτός, βέβαια, αν... Εδώ και κάποιες µέρες ένιωθε κάπως περίεργα. Σαν να είχε αλλοιωθεί η γεύση της κι η αίσθηση της οσµής. Και κάτι εξάψεις, και µια αίσθηση ότι µεγάλωσε το στήθος της... Και καθυστέρηση δύο εβδοµάδων. Τις πρώτες µέρες δεν είχε δώσει και τόση σηµασία – κι άλλες φορές της είχε συµβεί και πάνω που κόντευε να χαρεί, πήγαινε για κατούρηµα κι έβλεπε το βρακί της κατακόκκινο. Τα πρώτα χρόνια εντάξει, δεν ήθελαν παιδί, γιατί δεν είχαν να θρέψουν τους εαυτούς τους καλά καλά, πού κι ένα τρίτο πρόσωπο... Μετά όµως, κι ενώ έκαναν έρωτα ελεύθερα, δε γινόταν τίποτα. Η Νίκη άρχισε να παρακολουθεί θερµοκρασίες και τα τοιαύτα, πήγαινε και ξεσήκωνε τον άντρα της σε συγκεκριµένες µέρες και ώρες να πηδηχτούν επιτόπου και σε ειδική στάση επειδή είχε διαβάσει σε κάποιο περιοδικό ότι έτσι µένεις έγκυος οπωσδήποτε, αλλά ούτε και τότε έγινε τίποτα. Μα τι διάολο, είχαν κάνει κι οι δυο τους εξετάσεις κι ήταν απόλυτα φυσιολογικοί, τότε γιατί;... Στα οχτώ χρόνια γάµου του ανακοίνωσε θλιβερά ότι έπρεπε να επισκεφθούν κανέναν ειδικό αν ήθελαν να κάνουν παιδί, αλλά ο Φώτης της το ξέκοψε. Τα παιδιά τα στέλνει ο Θεός, της είπε. Αν ήταν να χάσουν το χρόνο, το χρήµα και την ψυχική τους υγεία στις εξωσωµατικές, τότε χίλιες φορές να µην το έκαναν καθόλου το παιδί. Αν ήθελε ο Ύψιστος, θα τους το έστελνε όταν θα το αποφάσιζε Εκείνος. Και την έπεισε. Δεν κατάλαβε για ποιον ακριβώς λόγο τής είχε έρθει απόψε η επιθυµία να σπεύσει στο πρώτο φαρµακείο που βρήκε στο δρόµο της και ν’ αγοράσει ένα τεστ εγκυµοσύνης, αλλά αφού της είχε έρθει, δε θα ησύχαζε αν δεν τ’ αγόραζε. Ωραία λοιπόν, εφόσον δεν είχε ύπνο, αλλά κι επειδή τα νεύρα της είχαν ήδη γίνει τσατάλια απ’ το τηλεφώνηµα του Φώτη και εντεύθεν, θα έσπευδε στον καµπινέ να το κάνει τώρα. Αν το αποτέλεσµα ήταν αρνητικό, αποκλείεται να της χάλαγε το κέφι περισσότερο απ’ όσο ήταν ήδη χαλασµένο. Τι είχαµε, τι χάσαµε. Την ώρα που πήγαινε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο που προερχόταν απ’ το σαλόνι. Παραξενεύτηκε, αλλά δε φοβήθηκε. Καµιά φορά τα έπιπλα τρίζουν γιατί το ξύλο συστέλλεται και διαστέλλεται απ’ τη ζέστη – όταν µάλιστα τα έπιπλα είναι κι αρχαιολογικής αξίας όπως τα δικά τους, τότε τέτοιοι θόρυβοι είναι απόλυτα φυσιολογικοί. Ωστόσο, για να ικανοποιήσει την περιέργειά της, αλλά περισσότερο για ν’ ακούσει τον ήχο της φωνής της –ξαφνικά της είχε φανεί ότι επικρατούσε βαθιά ησυχία, λες κι έπεσε σε κενό ήχου– έσπευσε να ρωτήσει. «Είναι κανείς εδώ;». Φυσικά και δεν ήταν. Μα πώς ήταν δυνατόν να είναι; Κουνώντας το κεφάλι της για ν’ απαξιώσει τον εαυτό της που παραγνώρισε ένα ασήµαντο τρίξιµο, βγήκε απ’ την κρεβατοκάµαρα και πήγε προς τον καµπινέ. Στη διαδροµή δεν άναψε φώτα. Tο σαλόνι ήταν θεοσκότεινο, αλλά εκείνη γνώριζε κάθε σπιθαµή του τόσο καλά ώστε να µη σκουντουφλήσει ούτε στην παραµικρή γωνίτσα ή προεξοχή. Στον καµπινέ, βεβαίως, άναψε το φως. Δεν έκλεισε την πόρτα. Ποιος να την έβλεπε την ώρα
που θα κατουρούσε; Κανένας, φυσικά. Με σίγουρο χέρι, πήρε το τεστ εγκυµοσύνης και το άνοιξε. Ακολούθησε κατά γράµµα τις οδηγίες, έβαλε το τσουνί κάτω απ’ τη φορά της ροής κι άρχισε να ανακουφίζεται. Ταυτόχρονα σιγοσφύριζε το γνωστό κι αγαπηµένο Strangers in the Night. Έτσι είναι. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Ένα ολόκληρο λεπτό περίµενε καθισµένη στη χέστρα µε κλειστά µάτια. Όταν τα άνοιξε, η µία γραµµή του εργαλείου είχε γίνει δύο. Το στόµα της άνοιξε διάπλατα και τα µάτια της άρχισαν να θολώνουν από δάκρυα χαράς. Απίστευτο! Για να βεβαιωθεί απόλυτα επανέλαβε τη διαδικασία µια ακόµα φορά, µε το δεύτερο τεστ που υπήρχε στη συσκευασία. Το αποτέλεσµα ήταν πάλι το ίδιο. Ήταν έγκυος. Καλέ µου Θεούλη, ήταν ΕΓΚΥΟΣ! Κλαίγοντας και γελώντας από χαρά, άρχισε να χοροπηδάει σαν το κατσίκι. Ζήτω το έθνος! Ζήτω ο Θεός! Ζήτω η ζωή! Άραγε θα ήταν αγόρι; Αµήν, γερό να ’ναι κι ό,τι να ’ναι! Αλλά και κοριτσάκι δε θα ήταν άσχηµα – µε τις κορδελίτσες του, µε τα φουστανάκια του, µε τα χρωµατιστά βρακάκια του! Βέβαια, το καλύτερο θα ήταν να είναι δίδυµα – ένα κι ένα, κατά προτίµηση. Τόσο η ίδια, όσο κι ο Φώτης, έσερναν δίδυµα απ’ τα σόγια τους. Μωρέ, ό,τι ήθελε ας ήτανε! Σηµασία είχε ότι ο Θεός το είχε πάρει απόφαση! Αυτό έπρεπε να το µάθει ο Φώτης. Τώρα αµέσως! Όταν θ’ άκουγε το χαρµόσυνο άγγελµα, δε θα µιλούσε µ’ αυτό το µισητό τσιριχτό τόνο φωνής που από χιλιόµετρα µακριά µυρίζει µπελάδες – θα κατάπινε τη γλώσσα του οριστικά! Τρέχοντας έσπευσε στο σαλόνι, στο τραπεζάκι όπου βρισκόταν το τηλέφωνο. Πήγε ν’ ανάψει το λαµπατέρ, αλλά το ρηµάδι δεν άνοιγε – τώρα βρήκε να καεί η καταραµένη λάµπα! Δεν πειράζει, µπορούσε µια χαρά να σχηµατίσει τον αριθµό και στα σκοτεινά. Όπερ και εγένετο. Πήρε απευθείας στο γραφείο του Φώτη και του Καπιρέλη. Το τηλέφωνο άρχισε να καλεί, αλλά στο δεύτερο χτύπηµα, και πριν προλάβει κάποιος να το σηκώσει, η γραµµή έπεσε. Το τηλέφωνο νέκρωσε. Η Νίκη, απορηµένη, το πίεσε δυο τρεις φορές – κλικ κλικ κλικ. Τίποτα. Νεκρό. Βλαστηµώντας σιγανά, πήγε κι άναψε το φως του σαλονιού για να εξακριβώσει την αιτία της ξαφνικής περίεργης συµπεριφοράς του τηλεφώνου. Όµως, όταν γύρισε στη συσκευή, µονοµιάς αντιλήφθηκε κάτι παράξενο, κάτι περίεργο, κάτι... Εντελώς αλλόκοτο. Σχεδόν παρανοϊκό. Το καλώδιο του τηλεφώνου ήταν κοµµένο, µε τρόπο εντελώς χειρουργικό. Όχι βγαλµένο, ούτε ξεριζωµένο. Κοµµένο. Μα πώς ήταν δυνατόν; Αφού είχε σηκώσει το τηλέφωνο κι αυτό δούλευε κανονικά! Αφού είχε σχηµατίσει τον αριθµό κι ακούστηκε ότι καλούσε, δύο φορές! Τότε πώς;... Στο µυαλό της ήρθε κι υλοποιήθηκε η µόνη σωστή απάντηση – και πολύ κακώς που δεν την είχε σκεφτεί απ’ την αρχή. Το καλώδιο δεν ήταν απλώς κοµµένο. Το καλώδιο κάποιος το είχε κόψει. Ένα φουσκωµένο ποτάµι γνήσιου φόβου ξεχύθηκε ορµητικά και την έπνιξε. Ενστικτωδώς
γύρισε απότοµα προς τα πίσω – την ίδια ακριβώς στιγµή που άρχισε ν’ ανοίγει το στόµα της για να ουρλιάξει και ν’ ανακουφιστεί απ’ την ξαφνική έκκριση αδρεναλίνης, ίσως και για να σωθεί, αλλά αυτό το ενδεχόµενο βρισκόταν ακόµα στο βάθος του µυαλού της. Και τότε ήρθε πρόσωπο µε πρόσωπο µ’ ένα µεγαλόσωµο κουκουλοφόρο, σαν αυτόν που έβλεπε στον ύπνο της – µόνο τα γκρίζα µάτια τού έλειπαν. Δυστυχώς, όµως, δεν πρόλαβε να ουρλιάξει. Ο άγνωστος διέθετε σβελτάδα αιλουροειδούς και την πρόλαβε. Το µόνο που πρόκαµε να δει ήταν η αστραφτερή ατσάλινη λάµα ενός µεγάλου µαχαιριού. Η οποία ήρθε και προσγειώθηκε στο λαιµό της – για πρώτη φορά στη ζωή της άκουσε το θόρυβο που κάνει ένα µαχαίρι την ώρα που σκίζει τον αέρα. Ο άγνωστος δεν είχε απλά σκοπό να τη µαχαιρώσει στο λαιµό – προφανώς είχε σκοπό να της κόψει το κεφάλι εντελώς. Και τα κατάφερε µια χαρά, οµολογουµένως. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα – ούτε να ουρλιάξει ούτε να προφυλαχτεί ούτε καν να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο ξαφνικός κι αναπάντεχος δολοφόνος και, κυρίως, γιατί τη σκότωνε τώρα, πάνω στο καλύτερο. Την ώρα που πέθαινε, η Νίκη Μπούρµαλη πρόλαβε να σκεφτεί µόνο ένα πράγµα, το εξής: ευτυχώς που δεν είχε προλάβει να µιλήσει, να εξηγήσει στον άγνωστο εισβολέα ότι ήταν έγκυος. Προφανώς, κατά την ασφαλή πεποίθησή της, ο δολοφόνος ήταν τόσο µαλάκας ώστε να µην το είχε σε τίποτα να τη µαχαιρώσει στην κοιλιά.
ΤΟ
βρήκε τη Γενική Αστυνοµική Διεύθυνση Αττικής γεµάτη κόσµο που κατευθυνόταν στα γραφεία της Δίωξης Ανθρωποκτονιών – εκεί όπου διεξαγόταν η προανάκριση κι επρόκειτο να ληφθούν οι µαρτυρικές καταθέσεις. Επέκειτο ξεπάτωµα, στο οποίο, βέβαια, οι αστυνοµικοί που υπηρετούσαν στις Ανθρωποκτονίες ήταν αρκούντως συνηθισµένοι. Οι µάρτυρες που θα εξετάζονταν για την υπόθεση του φόνου της Αναστασίας Μόραλη άρχισαν να καταφθάνουν σωρηδόν στο επιβλητικό κτίριο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ήδη απ’ τις εφτάµιση το πρωί. Λες κι ήταν συνεννοηµένοι, έφτασαν σχεδόν όλοι µαζί, καµιά πενηνταριά νοµαταίοι, µεγάλοι και µικροί, µε τα κεφάλια κατεβασµένα, εµφανώς άυπνοι κι ακόµα πιο εµφανώς τσακισµένοι απ’ τον πόνο. Το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν ότι, µολονότι ούτε οι µισοί δεν ήταν συγγενείς της άτυχης µακαρίτισσας, όλοι ανεξαιρέτως ήταν ντυµένοι στα µαύρα – προφανώς τη µικρή την αγαπούσε πολύς κόσµος, οπότε το βαρύ πένθος ξεπερνούσε κατά πολύ τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Και όλοι ανεξαιρέτως είχαν κολληµένη στη φάτσα τους µια έκφραση ανυποµονησίας, που σήµαινε ότι καίγονταν να τελειώσει το νταβαντούρι της εξέτασης το συντοµότερο δυνατό. Όχι µόνο γιατί τους την έδινε που στα καλά καθούµενα αναγκάστηκαν να βρεθούν αυτοί, οι φιλήσυχοι, µέσα στο άντρο των µπάτσων, αλλά κυρίως γιατί λαχταρούσαν ολόψυχα να βρεθούν κοντά στη µακαρίτισσα που τους περίµενε στο σπίτι της και να περάσουν µαζί της τις λίγες ώρες που της απέµεναν µέχρι να οδηγηθεί στην τελευταία της κατοικία – τέτοια συµπάθεια στον πόνο του αδερφού συνανθρώπου τη συναντάει κανείς µόνο στις φτωχογειτονιές. Πόσο παράξενα φέρεται καµιά φορά ο χρόνος... Τα δευτερόλεπτα µοιάζουν να κυλάνε αργά κι ατελείωτα, ενώ οι ώρες να τρέχουν µε ταχύτητα αστραπής – και το αντίστροφο. Στη χαρά και στη λύπη, στη ζωή και στο θάνατο, ο χρόνος, πανταχού παρών, δεν υπακούει σε κανόνες και δεν κάνει το χατίρι κανενός. Ο Μπούρµαλης, µολονότι άυπνος σχεδόν όλη νύχτα, βρισκόταν ήδη απ’ τις έξι τα χαράµατα επί ποδός πολέµου, σε πλήρη διαύγεια αντιστρόφως ανάλογη µε την έλλειψη ύπνου του, περιµένοντας να δει και ν’ ακούσει –ακόµα και να διαισθανθεί– ό,τι θα έφερνε µαζί του το πέρασµα τούτης της µέρας. Οµολογουµένως, όταν είδε όλη αυτή την κοσµοσυρροή να καταφτάνει στη ΓΑΔΑ, τσακισµένη απ’ το βαρύ πένθος, αληθινή νεκρική ποµπή, ένιωσε ένα τσίµπηµα συµπόνιας στην καρδιά του – µαζί κι ενοχής. Έπρεπε πάση θυσία να παραµείνει ψύχραιµος. Το ίδιο κι ο Καπιρέλης.Τους περίµενε δύσκολη µέρα και τους δυο – σχεδόν το ίδιο δύσκολη µ’ αυτή που περνούσαν οι προσερχόµενοι µάρτυρες. Κι εκτός απ’ το ηθικό, το εσωτερικό σκέλος, ήταν και το πρακτικό – έπρεπε να βάλουν τα δυνατά τους και να ολοκληρώσουν την καταγραφή των καταθέσεων πενήντα ολόκληρων µαρτύρων, ούτε ενός ούτε δυο. Κι όλα αυτά έπρεπε να γίνουν ως τις τέσσερις το απόγευµα, διότι στις τέσσερις και µισή γινόταν η κηδεία – κι ο Μπούρµαλης ήταν βέβαιος ότι οι τυχόν εναποµείναντες µάρτυρες δε θα καθόντουσαν να δώσουν κατάθεση ούτε δεµένοι στις καρέκλες. Θα σηκώνονταν και θ’ άρχιζαν να τρέχουν µε τις καρέκλες στην πλάτη ως την Πετρούπολη, για να µη χάσουν την ευκαιρία να πουν το στερνό αντίο στο άτυχο κορίτσι. Βέβαια, επειδή δεν υπήρχαν ουσιώδη στοιχεία και κανείς τους δεν ήταν µάρτυς αυτόπτης, ή έστω αυτήκοος, το πιο πιθανό ήταν ότι θα ξεµπέρδευαν όλοι τους γρήγορα. Στις οχτώ ξεκίνησε η κατάθεση των δύο πρώτων µαρτύρων, οι οποίοι ήταν, δυστυχώς, οι ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙΝΟ
χαροκαµένοι γονείς. Και µετά ακολούθησαν κι άλλοι, κι άλλοι... Όλος ο εσµός, ώσπου τέλειωσε η διαδικασία στις τρεις παρά τέταρτο το µεσηµέρι. Κανένα σοβαρό στοιχείο δεν προέκυψε από καµιά απ’ τις πενήντα καταθέσεις – το µόνο που είχαν οι µάρτυρες να πουν ήταν κάτι που έκανε τη θέση του Μπούρµαλη όλο και πιο δύσκολη: πόσο καλό κι ηθικό ήταν το κορίτσι, πόσο σπουδαία σχέδια είχε για τη ζωή κι όσο για ναρκωτικά... µα γιατρός ήθελε να γίνει, τα µισούσε όπως ο διάολος το λιβάνι, ούτε τσιγάρο δεν είχε βάλει στο στόµα της, τι ναρκωτικά και κουραφέξαλα ήταν όλ’ αυτά... Κι όλοι µαζί, µε µια φωνή, µια παράκληση, µια ικεσία, µια δίκαιη απαίτηση κι ένα παράπονο που συνάµα έκρυβε και µια κατηγορία µε πολλούς αποδέκτες: «Βρείτε τους. Πιάστε τα κτήνη». Όταν όλα τέλειωσαν, ο Καπιρέλης πήγε στο φωτοτυπάδικο να βγάλει αντίγραφα – χρονοβόρος δουλειά. Η ώρα τρίτη εσπερινή βρήκε τον Φώτη Μπούρµαλη σωριασµένο σε µια καρέκλα στο γραφείο του, να κρατάει το κεφάλι του και µε τα δυο του χέρια, να έχει µασήσει τέσσερις ασπιρίνες, αλλά ο πονοκέφαλος να µη λέει να του φύγει και ν’ αναρωτιέται σε ποια Θεία Πρόνοια όφειλε το θαύµα ότι τα κατάφερε και δεν τρελάθηκε ακόµα – αφού τη γλίτωσε και βγήκε αλώβητος και σήµερα, τότε µάλλον δε θα τρελαινόταν ποτέ. Είχαν γίνει τόσα πολλά... Για πρώτη φορά στη ζωή του µια απλή και συνηθισµένη διαδικασία όπως η σύνταξη πρακτικών µαρτυρικών καταθέσεων του φαινόταν σκέτο βουνό – τεράστιο και δύσβατο, γεµάτο κοτρόνες, αγκάθια και χαράδρες. Η προσπάθειά του να παραµείνει ψύχραιµος κι απαθής –ιδίως όταν βρισκόταν κάτω απ’ το άγρυπνο µάτι του ταξίαρχου Φράγκου, που µπαινόβγαινε στο γραφείο της εξέτασης όποτε του κάπνιζε– εξελίχθηκε σ’ έναν άνευ προηγουµένου εφιάλτη. Πώς τα κατάφερε κι αντίκρισε τους χαροκαµένους γονείς δίχως να ξεσπάσει σε λυγµούς, αυτό ήταν πραγµατικά ανεξήγητο. Ήταν δυο καλοκάγαθα ανθρωπάκια, σχετικά νέοι, που όµως λες κι είχαν γεράσει απότοµα µέσα σε µια νύχτα. Άνθρωποι φτωχοί, µεροκαµατιάρηδες – αλλά είχαν πάνω τους µια αρχοντιά και µια αξιοπρέπεια που άστραφτε σαν χρυσή πανοπλία. Έκαναν τον πόνο τους ελπίδα και το βαρύ πένθος τους προσµονή για τη δικαίωση. Αν τους έλεγε όσα ήξερε, µπορεί να µην τους χάριζε τη χαρά –και πώς άλλωστε, αφού το σπλάχνο τους δε θα γύριζε ποτέ πίσω «χάρη» στον ξεφτίλα τον Άρη Παγκράτη και την παλιοπαρέα του–, αλλά οπωσδήποτε θα τους χάριζε τη δικαίωση. Κι όµως, τα κατάφερε κι έµεινε ακίνητος, στη θέση του, απαθής και σιωπηλός σαν την τυφλή θεά Δικαιοσύνη. Και καλά – ήξερε ότι οι τύψεις του θα έστηναν τρελό χορό όταν θ’ αντίκριζε τους γονείς του θύµατος κι ήταν όσο µπορούσε προετοιµασµένος. Αλλά δεν ήταν µόνο αυτό που του συνέβη – ήταν κι άλλα. Κι αυτά τα άλλα ήταν περίεργα. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης είδε διάφορους ανθρώπους. Ανάµεσα σ’ αυτούς υπήρχε και κάποιος ονόµατι Ελευθέριος Ματζιούρης. Ο Μπούρµαλης θα τολµούσε να διακινδυνεύσει την ερώτηση, αλλά ευτυχώς τον πρόλαβε ο ανώτερός του – ναι, ήταν συγγενής του διάσηµου δικηγόρου Δάκη Ματζιούρη. Αδερφός του. Η εξωτερική οµοιότητα ανάµεσα στ’ αδέρφια ήταν κάτι παραπάνω από εµφανής, όµως το πράγµα σταµατούσε εκεί. Ήταν το µόνο κοινό τους σηµείο. Κατά τ’ άλλα, διέφεραν µεταξύ τους όπως η µέρα µε τη νύχτα. Ο Λευτέρης Ματζιούρης, σ’ αντίθεση µε τον αδερφό του, ήταν φτωχός µέχρι πενίας. Ο ένας αδερφός χεζόταν στα φράγκα κι ο άλλος κόντευε ν’ αγιάσει απ’ την πείνα. Ο ένας έµενε σε
πολυτελέστατο σπίτι και µπαινόβγαινε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας κι ο άλλος ζούσε σ’ ένα ετοιµόρροπο νοίκι σε µια φτωχογειτονιά, δίπλα σ’ εργάτες κι ανέργους. Κι όµως, όπως κι ο Γιώργος Μόραλης, ο χαροκαµένος πατέρας, έτσι κι ο Λευτέρης Ματζιούρης είχε κι αυτός µια αρχοντιά πάνω του, µια αξιοπρέπεια και τόσο καθαρά µάτια, που δε συγκρινόταν ούτε κατά διάνοια µε το διάσηµο αδερφό του. Ο φτωχός άξιζε χίλιες φορές παραπάνω απ’ τον πλούσιο, ο οποίος µπορεί να ντυνόταν µε την τελευταία λέξη της µόδας, να έκανε πολυτελή ζωή και να έτρωγε κάθε µέρα αστακό, αλλά µέσα του ήταν κενός περιεχοµένου – κι όσο για τα µάτια του, τι κι αν ήταν ανοιχτόχρωµα γαλάζια, ήταν σκοτεινά όσο και το εσωτερικό ενός τάφου. Ο Λευτέρης Ματζιούρης δεν έδειξε και τόσο ευχαριστηµένος που του θύµισαν τη συγγένειά του µε τον αδερφό του. Προφανώς θα προτιµούσε να µην τον είχε ούτε όγδοο ξάδερφο. Ωστόσο, στο γραφείο αυτουνού βρισκόταν όταν έµαθε τα θλιβερά µαντάτα για το θάνατο του κοριτσιού της γειτονιάς του – κι αυτό το κατέθεσε. Ο Μπούρµαλης είχε αρχίσει να κάθεται σ’ αναµµένα κάρβουνα. Το τελευταίο πράγµα που περίµενε ήταν ότι θα συναντούσε ανάµεσα στους µάρτυρες και κάποιον που, έστω κι από σπόντα, είχε κάποια σχέση µε το περιβάλλον του δολοφόνου. Μετά γνώρισε και τη Δάφνη Ματζιούρη, τη γυναίκα του Ελευθέριου. Σωστή Μπουµπουλίνα. Η αποκάλυψη όµως της οικογένειας ήταν η κόρη τους, η Βενετία Ματζιούρη. Συµµαθήτρια της νεκρής. Απ’ τη δική της κατάθεση βγήκε λαγός. Η µικρή κατέθεσε ότι το βράδυ του φόνου βρισκόταν σ’ ένα πάρτι σε µπαρ των βορείων προαστίων, που το διοργάνωσε... Ο Άρης Παγκράτης. Η νεαρά Ματζιούρη, η οποία διέθετε οµολογουµένως αγγελική οµορφιά, αλλά από µυαλό φαίνεται πως όταν το µοίραζε ο έρµος ο Θεός εκείνη κρατούσε οµπρέλα µε δεκαοχτώ ακτίνες, δε δίστασε να οµολογήσει ενώπιον όλων των παρισταµένων ότι ήταν... άκουσον, άκουσον, τρελά ερωτευµένη µε τον Παγκράτη, γι’ αυτό το έσκασε απ’ το σπίτι της και πήγε στο πάρτι του γράφοντας την άδεια των γονέων –που δεν υπήρχε ούτως ή άλλως– στο... Θού Κύριέ της. Κι όχι µόνο αυτό – η µικρά δήλωσε ευθαρσώς ότι σκόπευε να πάει στον Άρη Παγκράτη ένα βιογραφικό της, µήπως και τη χρησιµοποιούσε σε κάποιο απ’ τα έργα του. Ο Μπούρµαλης είχε αρχίσει να αισθάνεται ένα κρύο ρυάκι ιδρώτα να στάζει στη ραχοκοκαλιά του – αλλά περιορίστηκε ν’ ανταλλάξει µια µατιά µε τον Καπιρέλη. Η όλη υπόθεση έπαιρνε περίεργη τροπή – κι ο Μπούρµαλης όλα όσα έγιναν άρχισε να τα θεωρεί σηµαδιακά. Μια µυστηριώδης διαπλοκή άρχισε να εξυφαίνεται ανάµεσα σε φαινοµενικά άσχετα µεταξύ τους γεγονότα. Ο Λευτέρης Ματζιούρης αδερφός του Δάκη. Η Βενετία Ματζιούρη τρελά ερωτευµένη µε τον Άρη Παγκράτη – τι κι αν δεν ήξερε ότι ήταν δολοφόνος; Μια φορά στο πάρτι του πήγε, και πολύ φυσικό κι επόµενο να ξαναπήγαινε, αν της δινόταν η ευκαιρία. Ο Δάκης Ματζιούρης δικηγόρος του δολοφόνου. Ο δολοφόνος έτυχε να επιλέξει το θύµα του απ’ την Πετρούπολη – και το θύµα ετύγχανε γνωστό των δύο πρώτων εξεταζοµένων. Μπουρδέλο κατάσταση – φαύλος κύκλος. Όλ’ αυτά έκρυβαν κάποιο µυστικό συµβολισµό, ο οποίος έπρεπε πάση θυσία ν’ αποκρυπτογραφηθεί – ή ίσως να µη συνέβαινε τίποτα απολύτως κι όλ’ αυτά να είχαν την αιτία τους στην ένοχη συνείδησή του και στα τεντωµένα νεύρα του. Σκατά. Που ήρθαν κι έγιναν απόσκατα όταν συνέβη και το κλου της µέρας: την ώρα που άνοιξε η πόρτα του γραφείου της εξέτασης και µπήκε ένας πιτσιρικάς, συµµαθητής της πεθαµένης, ονόµατι Νικόλας Γιαπισίκογλου.
Τίποτα απ’ τα προηγούµενα δεν µπορούσε να συγκριθεί µ’ αυτό που έγινε µ’ αυτόν. Ο πιτσιρικάς, µε το που κοίταξε τον Μπούρµαλη, έγινε κάτασπρος σαν το πανί, µετά κατακόκκινος σαν παντζάρι και στο τέλος κατακίτρινος σαν λεµόνι του µπαξέ. Παραπάτησε, πήγε να οπισθοχωρήσει, σκουντούφλησε κι έπεσε ανάσκελα παρασέρνοντας µαζί του ένα πάκο µε χαρτιά, τα οποία άρχισαν να πετάνε δώθε κείθε, ενώ στην προσπάθειά του να σηκωθεί γκρέµισε κι ένα λαµπατέρ που στεκόταν καµαρωτό πάνω σ’ ένα γραφείο. Τουτέστιν, έγινε το σώσε. Ούτε φάντασµα να έβλεπε µπροστά του ο πιτσιρικάς δε θα έκανε έτσι. Ο Μπούρµαλης, βλέποντάς τα όλ’ αυτά, έπαθε κρίση. Σηκώθηκε ολόρθος µε γουρλωµένα µάτια, πεταµένες φλέβες στο λαιµό και τζάµια γυαλιών θολά απ’ τον ιδρώτα του φόβου και της υπερέντασης. Δοκίµασε να µιλήσει, να ρωτήσει τι σκατά συνέβαινε εκεί µέσα, αλλά φωνή δεν έβγαινε. Ένας τσιριχτός ήχος µόνο, σαν ψίθυρος ασθενούς που έχει υποστεί τραχειοτοµή. Ούτε σάλια δεν υπήρχαν πια µέσα σ’ εκείνο το στόµα. Πάλι καλά που δε λιποθύµησε κιόλας – κι αυτό το κατάφερε γιατί είχε την παράξενη αίσθηση ότι, αν λιποθυµούσε, θα ξυπνούσε µέσα σε κάποιο µπουντρούµι δεµένος χειροπόδαρα. Μέχρι να ξαναβρεί τη λαλιά του ο µικρός, πέρασαν πέντε ολόκληρα λεπτά. Όταν την ξαναβρήκε, είχε συνέλθει εντελώς και προσπαθούσε µάλιστα να χαµογελάσει κιόλας – αλλά, δυστυχώς, το χαµόγελο του έβγαινε στραβά. Πήγε να δώσει µια εξήγηση για όλ’ αυτά, αλλά µασούσε τα λόγια του. Κάτι έλεγε για µια ταινία, ότι ο αστυνόµος του θύµιζε τον πρωταγωνιστή, αλλά δε θυµόταν ούτε τον τίτλο της ταινίας ούτε το θέµα της ούτε το όνοµα του πρωταγωνιστή. Ίσως ήταν η µύγα που µύγιαζε κόσµο – πάντως ούτε ο Μπούρµαλης ούτε ο Καπιρέλης θεώρησαν την εξήγηση αυτή πειστική. Ευτυχώς τουλάχιστον που τη θεώρησε πειστική ο αστυνόµος Παπαδόπουλος, αυτός που διεξήγαγε την ανάκριση, ο οποίος βαριόταν και ζεσταινόταν του σκοτωµού και το µόνο που τον ενδιέφερε ήταν πώς να ξεµπερδέψει γρήγορα για να πάει να ρίξει καµιά βουτιά µε την γκόµενά του. Δόξα τω Θεώ. Από κείνη την ώρα και τη στιγµή, ο Μπούρµαλης δεν µπόρεσε να ξαναβρεί ησυχία. Και τώρα, ώρα τρίτη εσπερινή, καθόταν στο γραφείο του και συλλογιζόταν τι σκατά ήθελε κι αυτός ο Καπιρέλης κι εµφανίστηκε στο Αρχείο χτες τη νύχτα, την ώρα που εµφανίστηκε. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα να είχε έρθει – και τώρα ο Μπούρµαλης δε θα ήταν αναγκασµένος να ζει αυτό το δράµα. Του γεννήθηκε η επιθυµία ν’ ακούσει τη φωνή της γυναίκας του. Μόνο η Νίκη θα µπορούσε να τον ηρεµήσει αυτή τη στιγµή. Βέβαια, µπορεί να του παραπονιόταν που δεν την είχε πάρει τηλέφωνο επί δώδεκα ολόκληρες ώρες, απ’ τις τρεις τα χαράµατα χτες, αλλά θα της θύµιζε το επικείµενο ταξιδάκι στην Ύδρα και θα έφτιαχναν τα κέφια ολωνών. Σήκωσε το ακουστικό και σχηµάτισε τον αριθµό του σπιτιού του. Κι αµέσως συνοφρυώθηκε. Αντί για τη γλυκιά φωνούλα της Νίκης, ακούστηκε η µεταλλική φωνή µιας κλωκλώς που τον πληροφορούσε ότι «η τηλεφωνική σύνδεση που καλείτε δε λειτουργεί προσωρινά». Άι στην ευχή! Τι σκατά είχε πάθει το κωλοτηλέφωνο; Εκείνη ακριβώς τη στιγµή ο Μπούρµαλης βλαστήµησε την ώρα και τη στιγµή που δεν είχε πάρει κινητό, για τον εαυτό του και τη γυναίκα του. Να που καµιά φορά είναι χρήσιµο το µατσκανάρι, το µαραφέτι... Και τότε άνοιξε η πόρτα µε φόρα και µπήκε ο Καπιρέλης φορτωµένος µε τη χαρτούρα. «Στάσου να σε βοηθήσω», έσπευσε ο Μπούρµαλης. «Να ζήσεις. Γιατί άφησες το τηλέφωνο ανοιχτό;» έκανε ο Καπιρέλης.
«Α... Έπαιρνα τηλέφωνο τη Νίκη. Αλλά φαίνεται ότι κάτι έχει πάθει το ρηµάδι. Λέει ότι “η τηλεφωνική σύνδεση που καλείτε...”» «“...δε λειτουργεί προσωρινά”», τον διέκοψε ο Καπιρέλης. «Μην το ψάχνεις, θα το ξέχασε ανοιχτό. Γυναίκες, παιδί µου!» «Η Νίκη δεν είναι απ’ τις γυναίκες που ξεχνάνε τα τηλέφωνα ανοιχτά», παρατήρησε ο Μπούρµαλης. «Ε, τότε θα το κατέβασε για να ησυχάσει λίγο. Ντάλα µεσηµέρι είναι, ζέστη κάνει... Εκτός των άλλων, χρειάζεται να σου θυµίσω ότι την ξενυχτήσαµε τη γυναίκα; Αµφιβάλλω αν θα κοιµήθηκε µετά απ’ τα µισόλογα που της είπαµε, κι εσύ κι εγώ...» «Θοδωρή, τι στον κόρακα έγινε εδώ µέσα;» άλλαξε θέµα ο Μπούρµαλης και πέρασε στο αληθινά φλέγον. «Σίγουρα µιλάς για τον πιτσιρικά», ψιθύρισε ο Καπιρέλης, κοιτάζοντας πίσω του για ασφάλεια. «Τι να σου πω; Τα έχω χαµένα. Αυτός έκανε λες κι είδε µπροστά του φάντασµα! Κι όσο γι’ αυτά τα περί ταινίας, είναι του κώλου τα εννιάµερα. Να λες δόξα τω Θεώ που δεν έδωσε σηµασία ο Παπαδόπουλας». Έτσι αποκαλούσαν κοροϊδευτικά τον ανώτερό τους. «Θα µου στρίψει αν δε µάθω τι συµβαίνει», ξεφύσηξε ο Μπούρµαλης. «Πρέπει να τον εντοπίσω αυτό τον µικρό και να µάθω. Χίλια κακά βάζω µε το νου µου». «Άσε να γίνει η κηδεία σήµερα κι από αύριο βλέπουµε», είπε µαλακά ο Καπιρέλης. «Γιατί, µόνο αυτός σου έκανε εντύπωση, εδώ που τα λέµε; Τι έχεις να πεις και για τους Ματζιούρηδες; Καλά, για τη µικρή αυτό που έχω να πω εγώ είναι αχ και να ήµουν νέος, αχ και να ήµουν ανύπαντρος, αχ και να...» Ο Καπιρέλης είχε αρχίσει να κάνει τις πλακίτσες του – προφανώς για να αποφορτίσει την ένταση εκείνης της µέρας. «Θα σου πω αµέσως το πρώτο πράγµα που µου ήρθε στο νου», του διέκοψε τον οίστρο ο Μπούρµαλης. «Εδώ πέρα τα πράγµατα µπερδεύονται το ένα µέσα στ’ άλλο. Τέτοια διαπλοκή δεν µπορεί παρά να είναι σηµαδιακή. Κάτι γίνεται εδώ... Kαι κάτι ακόµα θα γίνει, το νιώθω». Ο Καπιρέλης σοβάρεψε. «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ, Φώτη», είπε σιγανά. «Πάντως αυτός ο Λευτέρης Ματζιούρης µπήκε στην καρδιά µου. Έχει... έχει αγνό παρουσιαστικό, ρε παιδί µου, και...» Πριν προλάβει να ολοκληρώσει ο Καπιρέλης το συλλογισµό του περί του τι άλλο είχε ο Λευτέρης Ματζιούρης, χτύπησε σιγανά η πόρτα του γραφείου τους. Οι δυο φίλοι κοιτάχτηκαν. «Εµπρός!» είπαν µε µια φωνή. Η πόρτα άνοιξε και... και στο γραφείο µπήκε ο πιτσιρικάς που είχε προκαλέσει το σώσε λίγη ώρα πριν. Ο Νικόλας ο Γιαπισίκογλου. Μπούρµαλης και Καπιρέλης πετάχτηκαν όρθιοι µονοµιάς, λες και διαπίστωσαν ξαφνικά ότι τόση ώρα κάθονταν πάνω σε πινέζες. Ο Καπιρέλης όρµησε να κλείσει την πόρτα, µην παραλείποντας να κοιτάξει µε προφύλαξη έξω στο διάδροµο, ενώ ο Μπούρµαλης πήδηξε κι άρπαξε τον µικρό απ’ το χέρι και τον µπαστάκωσε σε µια καρέκλα. «Λέγε, µικρέ», άρχισε ο Καπιρέλης µε κάπως αυστηρό τόνο. «Στάσου, ρε Καπιρέλη, µην τ’ αρπάζεις απ’ τα µούτρα το παιδί! Το τρόµαξες!» είπε ο Μπούρµαλης κοιτάζοντας τον Καπιρέλη µε νόηµα. «Λέγε, αγόρι µου, τι σε ξαναφέρνει στο γραφείο µας; Τι έγινε πριν;» απευθύνθηκε στοργικά στον µικρό. Ο πιτσιρικάς κοίταξε τον Καπιρέλη κι αµέσως στράφηκε και στον Μπούρµαλη, ερωτηµατικά. Ο Μπούρµαλης κατάλαβε. «Μπορείς να µιλήσεις ελεύθερα. Ο Καπιρέλης είναι δικός µου
άνθρωπος. Δεν έχω µυστικά απ’ αυτόν». «Καλά», είπε ο Νικόλας. «Λοιπόν, δεν έχω και πολύ χρόνο. Ήθελα να σου πω ότι ξέρω πού ήσουν χτες. Ήσουν σ’ ένα µπλόκο στη λεωφόρο Χασιάς. Μπροστά σου στάθηκε µια Μερσεντές. Εκεί µέσα, στη θέση του συνοδηγού, ήταν ο Άρης Παγκράτης. Σου έδωσε ένα αυτόγραφο κι εσύ τον άφησες να φύγει. Και τότε αυτός ο µαλάκας πήγε στο Ρέµα της Εσχατιάς µαζί µε την παρέα του – µαζί τους όµως είχαν και την Αναστασία, παρά τη θέλησή της...» Μπούρµαλης και Καπιρέλης πίστεψαν, ο καθένας χωριστά κι οι δυο µαζί, ότι εκείνη ακριβώς τη στιγµή βίωναν τις παρενέργειες του εγκεφαλικού που είχαν πάθει δίχως να το έχουν καταλάβει. «Ο Άρης Παγκράτης σκότωσε την Αναστασία», συµπλήρωσε ο µικρός, ρουφώντας τη µύτη του για να µην τρέξουν δάκρυα απ’ τα µάτια του. Νεκρική σιγή. Αυτές είναι απ’ τις εµπειρίες που ούτε στον ύπνο του δεν τις ζει κανείς. Ο Μπούρµαλης ήλπιζε ότι έβλεπε όνειρο. Διότι, αν δεν ήταν όνειρο, τότε έπρεπε να πάρει φόρα και να πέσει επιτόπου απ’ το µπαλκόνι, δίχως να χάσει δευτερόλεπτο. «Π... πού... τα ξξέρεις εσύ αυτά;» κατάφερε να ψελλίσει µε υπεράνθρωπη προσπάθεια. Καλά, ο Καπιρέλης είχε ήδη απολιθωθεί µε το στόµα ανοιχτό – άσχετο. «Και να σου πω, δε θα καταλάβεις», είπε ο Νικόλας. «Προτιµώ να σου δείξω. Ελπίζω µόνο να πιάνει». Την τελευταία φράση την απηύθυνε περισσότερο στον εαυτό του. «Και θα σας πω και κάτι ακόµα: κινδυνεύει κι η Βενετία Ματζιούρη. Της πήρατε κατάθεση, πρέπει να τη θυµάστε», συµπλήρωσε. «Πάµε να µου δείξεις», είπε σταθερά ο Μπούρµαλης, που για να προλάβει τον καταιγισµό και να µην τον καταπιεί η χιονοστιβάδα των γεγονότων συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να έρθει στα συγκαλά του πάση θυσία. «Όχι τώρα. Δεν έχω καιρό. Πρέπει να φύγω, να προλάβω. Θα σηκώσω στους ώµους µου το φέρετρο της αδερφής µου της Αναστασίας. Αυτό ήταν για µένα η Αναστασία, αδερφή. Και τώρα θα ζούσε, αν...» Ευτυχώς που δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του, την οποία, βέβαια, ο Μπούρµαλης ήδη ήξερε µια χαρά: «Aν δεν ήσουν τόσο µαλάκας και δεν έχανες χρόνο για αυτόγραφα». Αν ο Νικόλας την ολοκλήρωνε, τότε το «α» της τελευταίας λέξης θα ήταν το διαβατήριο του Μπούρµαλη για το πλησιέστερο τρελοκοµείο. «Πότε; Πότε θα µου πεις;» βρήκε τη δύναµη να πει. «Απόψε. Στις δώδεκα τα µεσάνυχτα. Στο άλσος της Ευελπίδων. Πρέπει να είµαστε µόνοι µας, γιατί θα πάθεις σοκ µ’ αυτό που θα δεις. Θα σε περιµένω. Γεια σου τώρα». Και µ’ αυτά τα λόγια ο Νικόλας σηκώθηκε σαν αίλουρος κι εξαφανίστηκε. Επί δέκα ολόκληρα λεπτά, ίσως και τέταρτο, οι δυο συνάδελφοι κοιτούσαν ο ένας τον άλλο µε τα στόµατα ανοιχτά. «Τι γίνεται εδώ, ρε Μπούρµαλη;» είπε ξέπνοος ο Καπιρέλης, που βρήκε το κουράγιο να µιλήσει πρώτος. «Που να µε πάρει και να µε σηκώσει, ανάθεµα κι αν καταλαβαίνω την τύφλα µου», αναφώνησε ο Μπούρµαλης χτυπώντας το κούτελό του. «Πώς στο διάολο τα ήξερε όλ’ αυτά ο µικρός;» «Πώς στο διάολο θες να ξέρω εγώ;» «Θα πας;» «Σαν πούστης».
«Να έρθω κι εγώ;» «Α, ρε φίλε...» είπε όλο ευγνωµοσύνη ο Μπούρµαλης. «Να µου κάνεις τη χάρη και να κάτσεις στ’ αβγά σου. Εγώ, έτσι που τα ’κανα, ας φάω τα σκατά µόνος µου. Εσύ πρέπει να µείνεις όσο µπορείς πιο έξω απ’ όλο αυτό το µαύρο χάλι». «Κι αν είναι καµιά παγίδα;» «Δε νοµίζω. Αν ο Παγκράτης κι η συµµορία του είχαν συνειδητοποιήσει ότι κινδύνευαν, θα µε είχαν ήδη βγάλει απ’ τη µέση. Δε θα έχαναν χρόνο να στείλουν αντιπρόσωπο να µε παγιδεύσει – και µάλιστα ένα σχολιαρόπαιδο». Αναστέναξε βαθιά. «Απ’ την άλλη, αν αυτό που έπαθε ο µικρός όταν µε είδε ήταν θέατρο κι όλο αυτό είναι παγίδα, τότε χαλάλι. Τους βγάζω το καπέλο κι ας πάνε στο διάολο – κι εγώ µαζί, να ησυχάσω». «Ο Θεός να βάλει το χέρι Του», ψιθύρισε ο Καπιρέλης. «Πάντως και µόνο που είπες να έρθεις, είναι σαν να ήρθες κιόλας. Μπράβο, έχεις θάρρος, ρε», του είπε ο Μπούρµαλης κοιτάζοντάς τον µ’ αγάπη. «Σκατά έχω. Είναι που είσαι... πώς το είπε ο µαγκάκος... είσαι αδερφός µου». «Και φαντάσου, λέει, να γίνει κάτι απόψε και να τους ξεσκεπάσουµε επ’ αυτοφώρω! Το φαντάζεσαι; Τότε ο ταξίαρχος Φράγκος αντί για εύφηµη µνεία θα µας δώσει κάτι άλλο, χειρότερο κι απ’ το βραβείο της ανοιχτής παλάµης!» δοκίµασε ν’ αστειευτεί ο Μπούρµαλης δίχως καµία επιτυχία. «Φοβάµαι, φίλε», κλαψούρισε ο Καπιρέλης. «Ό,τι κι αν είναι να γίνει, φοβάµαι ότι αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό τέλος». «Ναι, αλλά πες µου µε το χέρι στην καρδιά αν µπορείς να συνεχίσεις να ζεις κι έτσι! Εγώ πάντως δεν µπορώ. Ή θα φουντάρω από καµιά ταράτσα ή θα καταλήξω σε κανένα τρελάδικο. Τρίτη λύση δεν υπάρχει», είπε ο Μπούρµαλης θλιβερά. «Θεέ µου, στα καλά καθούµενα, πώς µπλέξαµε έτσι...» µούγκρισε ο Καπιρέλης χτυπώντας το χέρι του πάνω στον πάκο µε τη χαρτούρα. Εκείνη τη στιγµή ο Μπούρµαλης τινάχτηκε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. «Ρε Θοδωρή! Λες να... λες να έχουν βάλει κανέναν κοριό εδώ µέσα;» ψιθύρισε έντροµος. «Σύνελθε, ρε Φώτη!» απάντησε ο Καπιρέλης εξίσου ψιθυριστά. «Αν είχαν βάλει εδώ και καιρό, τώρα θα βρισκόµασταν κι οι δυο στα σύνορα. Έχουµε πει του κόσµου τις µαλακίες εδώ µέσα. Αλλά και τα... τα κυρίως άλλα, τα είπαµε στο Αρχείο». «Εγώ λέω για τα τωρινά», είπε ο Μπούρµαλης, εννοώντας την επίσκεψη του νεαρού Γιαπισίκογλου. «Σιχτίρι, µ’ αυτά και µ’ αυτά έχω αρχίσει να γίνοµαι κι εγώ παρανοϊκός, µου φαίνεται». «Δε σ’ αδικώ», συµφώνησε ο Καπιρέλης. «Πάντως, αν θες, αρχίζω τώρα κιόλας να τα ρηµάζω στο ψάξιµο όλα εδώ µέσα». Ο Μπούρµαλης τον κοίταξε σιωπηλός. «Στάσου να ξαναπάρω τη Νίκη. Θέλω να την ακούσω», είπε τελικά. Πάλι η ίδια µαλακία. «Η τηλεφωνική σύνδεση που καλείτε δε λειτουργεί προσωρινά». Κοίταξε τον Καπιρέλη µε απορία – αλλά µια φορά την απόφασή του την πήρε. Καταπώς φαινόταν, µάλλον ήταν θέληµα Θεού να µη µιλήσει µε τη Νίκη τώρα. Μάλιστα, δε θα της ξανατηλεφωνούσε καθόλου – δε θα ήταν η πρώτη φορά άλλωστε. Πολλές φορές ως τώρα είχε συµβεί, όταν πνιγόντουσαν εκεί µέσα µε σκοτωµούς κι ανακρίσεις. Αν δεν άντεχε, ας τον έπαιρνε εκείνη. Το λοιπόν, θα περίµενε να τελειώσει την υπηρεσία του στις οχτώ το βράδυ, µετά θα έπαιρνε τον Καπιρέλη να πάνε για καµιά µπιρίτσα και δώδεκα νταν τα µεσάνυχτα θα βρισκόταν στο στέκι που του υπέδειξε ο πιτσιρίκος. Έτσι που είχαν έρθει τα πράγµατα, ό,τι
ήθελε ας γινόταν. Άι σιχτίρι δηλαδή. Ε, κι αν έβγαινε απ’ τη µεταµεσονύχτια εµπειρία σώος κι αβλαβής, τότε θα γυρνούσε στην πολυαγαπηµένη του γυναικούλα, θα προλάβαινε τα τυχόν παράπονά της κλείνοντάς της το στόµα µε χίλια φιλιά και µετά θα την πήγαινε στην κρεβατοκάµαρα και θα την τάραζε στο κοκό. Κι αφού θα τέλειωναν και µε το κοκό, τότε θα την κάθιζε κάτω και θα της τα έλεγε όλα, όλα όσα είχαν γίνει µετά από εκείνο το µοιραίο µπλόκο στη λεωφόρο Χασιάς. Και στο τέλος θα της ανακοίνωνε την απόφασή του να της πάρει κινητό – και να πάρει κι αυτός. Ο πιο ενδεδειγµένος κι αισθητά πιο αισιόδοξος τρόπος για να κλείσει µια συζήτηση µ’ ένα τόσο βαρύ κι ασήκωτο θέµα. Ασυναίσθητα ήρθε στη µύτη του η εξαίσια µυρωδιά απ’ τα µαλλιά της. Και στο µυαλό του ήρθε κι έµεινε ολόκληρη η εικόνα της, να τον κοιτάζει χαµογελαστή. Στην οπτασία του µυαλού του, η Νίκη ήταν πιο όµορφη από ποτέ κι ήταν ντυµένη στα άσπρα – κι ας µην το συνήθιζε.
Η ΩΡΑ ΗΤΑΝ εντεκάτη βραδινή. Χριστέ και Παναγία, τι µέρα ήταν κι αυτή η σηµερινή... Η Μπέτυ Ματζιούρη δεν ήταν απ’ τους ανθρώπους που συνήθιζαν να επικαλούνται τα θεία προκειµένου ν’ αντεπεξέλθουν σε δυσάρεστες περιστάσεις ή ν’ αντλούν θάρρος στις δύσκολες στιγµές τους – τις διπλωµατικές της σχέσεις µε το Θεό και τους παρατρεχάµενους λιβανιστήρες αγίους τις είχε κόψει εδώ και καιρό. Δεν πίστευε σε τίποτα απολύτως κι είχε το κεφάλι της ήσυχο – όχι για τίποτ’ άλλο, αλλά αν τυχόν απ’ αυτή τη ζωή εισέπραττε καµιά µαύρη απογοήτευση, να είχε τουλάχιστον κάτι απτό και ζωντανό να κατηγορήσει: τη µάνα της, τον πατέρα της, την πουτάνα κοινωνία και πάει λέγοντας – όχι ανύπαρκτες οντότητες και δήθεν «ανώτερες δυνάµεις». Αυτά είναι για τους αστοιχείωτους και τους δεισιδαίµονες, όχι για τους έξυπνους ανθρώπους, που ξέρουν να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Ωστόσο απόψε, εκείνη ακριβώς τη στιγµή, ξαπλωµένη στο κρεβάτι της και κοιτάζοντας το ταβάνι στα σκοτεινά, µετά από πολύ καιρό έβαλε στο στόµα της το όνοµα του Χριστού και της Παναγίας, – ένιωσε µια σχετική έκπληξη γι’ αυτό. Βέβαια, δεν ήταν ότι ένιωθε καµιά βαθιά εσωτερική ανάγκη ν’ αναζητήσει άνωθεν βοήθεια – χρησιµοποίησε αυτές τις δυο λεξούλες έτσι τυχαία, απλά, όπως άλλοι χρησιµοποιούν κάποιες άλλες, π.χ. «χτύπα ξύλο», «κούφια η ώρα», «σκόρδα» και λοιπά, για γούρι ή για ξόρκι της κακής τύχης. Τέλος πάντων, η µέρα σήµερα περιείχε µπόλικα θεία – στους µπάτσους, στην εκκλησία, στο νεκροταφείο... οπότε ήταν φυσικό κι επόµενο να της έχει µείνει ένα προσωρινό κουσούρι. Εν πάση περιπτώσει, χίλιες φορές καλύτερα να κάθεται και ν’ αναλύει µε τις ώρες γιατί στον κόρακα ξεστόµισε αυτό το «Χριστέ και Παναγία», παρά να φέρνει στο µυαλό της και ν’ αναµασά τα όσα φοβερά και τροµερά είχαν λάβει χώρα σήµερα. Ειδικά ένα και συγκεκριµένο δεν µπορούσε να το ξεχάσει µε τίποτα. Όσο το σκεφτόταν, τόσο µεγάλωνε η εσωτερική ταραχή της. Κόντευε να σκάσει. Κράτησε την ανάσα της κι αφουγκράστηκε ν’ ακούσει τι γινόταν έξω. Ο πατέρας της βηµάτιζε σαν την άδικη κατάρα στο διάδροµο βαριαναστενάζοντας – τον άκουγε περίφηµα. Η µάνα της πάλι, έκανε κάτι χειρότερο: ποιος ξέρει για ποιον περίεργο κι ανεξήγητο λόγο, ξεσπούσε την νευρικότητά της πάνω στην πόρτα του καµπινέ, την οποία ανοιγόκλεινε συνεχώς άνευ ουδεµιάς αιτίας, µε αποτέλεσµα να παράγει ένα απαίσιο τρίξιµο σταθερά επαναλαµβανόµενο, ικανό να σπάσει τα νεύρα ακόµα και του πιο ψύχραιµου και να τον κάνει να ορµήσει και να την ξεκολλήσει – και µετά να τη σπάσει στο κεφάλι αυτού του ανεγκέφαλου που την έκανε να τρίζει τόση ώρα τόσο, µα τόσο εκνευριστικά. Άι στο διάολο δηλαδή. Εδώ και ώρα συνέβαινε και κάτι άλλο, πολύ ενοχλητικό: το τηλέφωνο χτυπούσε, ο Λευτέρης ή η Δάφνη έσπευδαν να το σηκώσουν αλλά, όποιος µαλάκας κι αν ήταν, τους το έκλεινε. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. H συσκευή βρισκόταν στο σαλόνι, αλλά η Μπέτυ ήταν τόσο ταραγµένη, που είχε την αίσθηση ότι το «ντριννν!» κουδούνιζε µέσα στο κεφάλι της. Εκτός αυτού, ένιωσε και την έντονη εσωτερική παρόρµηση να βγει απ’ το δωµάτιο τρέχοντας και να προλάβει να το σηκώσει αυτή. Κάτι µέσα της της έλεγε ότι υπήρχε η σφόδρα µεγάλη πιθανότητα το τηλέφωνο να χτυπούσε για κείνη. Πολύ λογικό – όσες φορές το σήκωσε κάποιος άλλος, άσχετος, του το έκλεισαν στα µούτρα. Άρα... Λες να ήταν ο τρελο-Νικόλας; Μπα, αυτός θα µίλαγε.
Λες να ήταν ο θείος Δάκης; Στη σκέψη αυτή, αντί για χαρά, ένιωσε φόβο. Τα βήµατα του Λευτέρη που έτρεχε ν’ αρπάξει το τηλέφωνο αντηχούσαν σ’ όλο το σπίτι σαν ποδοβολητά – βουπ, βουπ, βουπ... «Εµπρός!» είπε δυνατά. Τίποτα, προφανώς. «Εµπρός!» είπε ξανά, σαφώς πιο εκνευρισµένα. Μπουµ! Κοντά του είχε σπεύσει κι η Δάφνη. Η Μπέτυ την άκουσε. «Τι έγινε; Ποιος ήταν;» «Φαίνεται ότι κάποιος έχει όρεξη να κάνει πλάκα νυχτιάτικα. Θα το κατεβάσω, Δάφνη. Άλλωστε, δεν περιµένουµε κανένα τηλεφώνηµα». «Άσ’ το, µην το κατεβάσεις. Ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να τηλεφωνήσουν απ’ την Αστυνοµία. Τα γεγονότα τρέχουν». «Δίκιο έχεις». Η καρδιά της Μπέτυς χτυπούσε δυνατά, ακανόνιστα. Ό,τι κι αν ήταν αυτά τα παράξενα τηλεφωνήµατα, ό,τι κι αν σήµαιναν και για όποιον κι αν γίνονταν, δεν µπορούσε παρά να τα εντάξει στο όλο φορτισµένο κλίµα αυτής της περίεργης µέρας. Το όλο κακό νταβαντούρι ξεκίνησε ήδη απ’ το πρωί. Την περασµένη νύχτα δεν είχε κλείσει σχεδόν καθόλου µάτι, απασχοληµένη µε την καινούρια δραστηριότητά της – όταν έβαλε την τελεία και την παύλα στο γράµµα-ηµερολόγιο που έγραψε, είχε ήδη αρχίσει να φέγγει. Ζήτηµα να κοιµήθηκε για µια ώρα, µε το ζόρι. Κι έτσι, άυπνη κι ελεεινή, µε το δέρµα θαµπό, τα µάτια να κλείνουν και το στόµα τσαρούχι, αναγκάστηκε να ξεκινήσει µε τους γέρους της απ’ τα µαύρα χαράµατα και να πάνε πού, αν είναι δυνατόν, στους µπάτσους! Στα καλά καθούµενα να τρέχουν στους µπάτσους! Γαµ... Τέλος πάντων, πήγε διότι δεν µπορούσε να κάνει αλλιώς – όσο πιο γρήγορα ξεµπέρδευε, τόσο το καλύτερο. Για την ακρίβεια, όσο πιο γρήγορα τελείωνε η σηµερινή µέρα κι οι δυσάρεστες υποχρεώσεις που έφερνε µαζί της τόσο το καλύτερο γενικώς. Στη ΓΑΔΑ το ήδη χαλασµένο κέφι της ήρθε και χάλασε ακόµα περισσότερο. Όχι µόνο γιατί αναγκάστηκε να µιλήσει για το θύµα, που υπήρξε φίλη της, ή γιατί υποχρεώθηκε να ζήσει το φορτισµένο κλίµα ενός διαπραχθέντος φόνου, αλλά και για κάτι άλλο: όταν είπε στους µπάτσους ότι την ώρα του εγκλήµατος βρισκόταν στο πάρτι του Άρη Παγκράτη, κάποιοι απ’ αυτούς πήραν ένα ξινισµένο ύφος λες και τους υποχρέωσε κανείς να φάνε σκουλήκια. Κι ακόµα περισσότερο, όταν τους είπε ότι είχε σκοπό να πάει ν’ αφήσει ένα βιογραφικό στον Άρη Παγκράτη για να γίνει κι αυτή ηθοποιός, τότε αυτοί οι κάποιοι απ’ τους µπάτσους την κοίταξαν λες κι έβλεπαν φάντασµα! Μα τόσο φοβερό ήταν, ρε, γαµώτο; Πού να τους έλεγε δηλαδή ότι την 1η Ιουλίου θα πήγαινε να τον επισκεφθεί και στο σπίτι του – οι µπάτσοι θ’ άρχιζαν να λιποθυµούν σαν τα κοτόπουλα! Γιατί, ρε πούστη, δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος –εκτός, βεβαίως, απ’ το θείο Δάκη– που να µπορεί να συµµεριστεί τις ανάγκες της και τα όνειρά της; Μα τόσο κάφροι ήταν όλοι τους πια ή µήπως η µιζέρια τους τους είχε ποτίσει ως το µεδούλι και δεν µπορούσαν να δουν πέρα απ’ τη µύτη τους; Τα χειρότερα όµως, αυτά για τα οποία έπρεπε να επιστρατεύσει όλο το σθένος κι όλη τη δύναµη ψυχής που είχε και δεν είχε, ήρθαν µετά.
Οι γέροι, δίχως να τη ρωτήσουν, την πήραν και την οδήγησαν στο σπίτι της πεθαµένης – καλά, εκεί µέσα γινόταν το σώσε. Ήταν µαζεµένοι καµιά εξηνταριά παρατρεχάµενοι, συγγενείς, γείτονες και φίλοι, οι οποίοι έκλαιγαν όλοι µαζί πάνω από ένα κλειστό φέρετρο. Ευτυχώς που ήταν κλειστό, διότι όλοι ήξεραν τι ακριβώς είχε συµβεί στην άτυχη νεκρή – όταν δεν έχεις κεφάλι, τότε το φέρετρο που σε φιλοξενεί οφείλει να είναι κλειστό, όπως και να το κάνουµε. Κατά τις τέσσερις τ’ απόγευµα, κάτω απ’ την ντάλα ζέστη, ξεκίνησε η νεκρική ποµπή. Εµφανίστηκαν οι έξι µαυροντυµένοι γνωστοί και µη εξαιρετέοι συµµαθητές, σήκωσαν το φέρετρο στα χέρια τους κι όλο µαζί το µπούγιο πήρε το δρόµο για το νεκροταφείο – το οποίο, παρεµπιπτόντως, η Μπέτυ το έβρισκε ένα µέρος εντελώς δυσάρεστο κι άκρως ανεπιθύµητο. Και τότε, πάνω στο κέντρο του χαµού, ο Νικόλας ο Γιαπισίκογλου της έριξε ένα βλέµµα που την έκανε ν’ ανατριχιάσει σύγκορµη µέσα στο κατακαλόκαιρο. Τέλος πάντων, έγινε η κηδεία – αυτό που δεν επρόκειτο ποτέ να ξεχάσει η Μπέτυ ήταν όταν το φέρετρο άνοιξε πάνω απ’ τον τάφο για να χύσει ο παπάς µια στάλα κρασί στο πτώµα. Το πρώην κεφάλι της νεκρής ήταν σκεπασµένο µ’ ένα άσπρο πανί που, γαµώ την κοινωνία µου, είχε γίνει κατακόκκινο, κι όσο για τη µυρωδιά... Μετά, σύσσωµη η οµήγυρη πήγε στο καφενείο του νεκροταφείου να πιει τον καφέ της παρηγοριάς. Εκεί έγιναν τα φοβερά και τα τροµερά. Η Μπέτυ καθόταν πίσω πίσω – δεν είχε κι ιδιαίτερη όρεξη να βρίσκεται στο κέντρο των γεγονότων. Και τότε ένιωσε ένα χέρι ν’ ακουµπάει στον ώµο της. Στράφηκε κι είδε τον τρελό του χωριού. Τον Νικόλα τον Γιαπισίκογλου. Από κει άρχισε να βασιλεύει η τρέλα – αυτό που η Δάφνη αποκαλούσε «λογική του παραλόγου». Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν τόσο αλλόκοτος και παρανοϊκός, που η Μπέτυ είχε την άκρως δυσάρεστη αίσθηση ότι θα τον θυµόταν για όλη της τη ζωή ακριβώς όπως διαδραµατίστηκε – δίχως να µπορέσει να ξεχάσει ούτε ένα «και». «Τι θέλεις, Νικόλα;» «Θέλω να σου πω κάτι, Βενετία. Έρχεσαι έξω µια στιγµή;» «Άκου, Νικόλα, δε νοµίζω ότι ο τόπος κι ο χρόνος είναι κατάλληλος για να...» «Μόνο για µια στιγµή. Σε παρακαλώ». Όταν έχεις να κάνεις µε τρελούς, µπορείς να κάνεις κι αλλιώς; Υποτάσσεσαι στη µοίρα σου για να τελειώσει το δράµα σου µια ώρα αρχύτερα. Το λοιπόν, τον ακολούθησε. Κανένας δεν τους πρόσεξε να βγαίνουν. Όλοι ήταν πολύ απασχοληµένοι µε το να κλαίνε µέσα στον καφέ. «Σ’ ακούω, Νικόλα. Τι έγινε;» Εκεί ο πρώην φορτσάτος Νικόλας κόλλησε. Κατάπιε τη γλώσσα του µε τρόπο τόσο γελοίο, που περισσότερο αποκλείεται να υπήρχε. «Νικόλα, θα µιλήσεις επιτέλους; Το υφάκι σου έχει αρχίσει να µου τη δ...» «Ξέρω ποιος σκότωσε την Αναστασία», ξεκόλλησε ξαφνικά. Τα µάτια της Μπέτυς γούρλωσαν – παραλίγο να πέσει ανάσκελα απ’ την κατάπληξη. «Τι πράγµα;» «Δεν το ξαναλέω». «Ε, λοιπόν; Ποιος τη σκότωσε;» «Ο Άρης Παγκράτης. Ο ηθοποιός».
Σιωπή. Η Μπέτυ ένιωσε ότι το σύµπαν γύρω της άρχισε να γυρίζει επικίνδυνα – κυπαρίσσια, τάφοι, σταυροί, στροβιλίζονταν σαν τρελά µπροστά της όλα µαζί. «Νικόλα, πρέπει να σε δει κανένας γιατρός», είπε ξέπνοη. Ο τρελός κόλλησε τη µούρη του στη δική της. «Βενετία, άκουσέ µε, αλήθεια σου λέω, αυτός τη σκότωσε. Μην το πεις σε κανέναν, όµως. Κινδυνεύεις κι εσύ, κορίτσι µου. Γι’ αυτό να...» Α, το πράγµα παραπήγε. Τέλος. Ο Νικόλας Γιαπισίκογλου έπρεπε να κλειστεί επειγόντως στο τρελοκοµείο. «Νικόλα, παράτα µε!» του είπε άγρια. «Εξαφανίσου από µπροστά µου και µην ξαναεµφανιστείς ποτέ! Αν τολµήσεις να µε ξαναενοχλήσεις, θα βάλω τον πατέρα µου να σου σπάσει τα πόδια!» «Βενετία, γιατί δε µ’ ακούς; Κινδυνεύεις!» συνέχισε απτόητος ο τρελός και την άρπαξε απ’ το χέρι για να δώσει έµφαση στα λεγόµενά του. Και τότε συνέβη το κλου της µέρας – ίσως το κλου µιας ολόκληρης ζωής. Ήταν τόσο... τέλος πάντων, απερίγραπτο. Όσο ο Νικόλας της κρατούσε το χέρι, για ένα δευτερόλεπτο, η Μπέτυ είχε µια παραίσθηση: η µέρα γύρω της έγινε νύχτα, είδε τον εαυτό της να βρίσκεται σ’ ένα άγνωστο αλλά εφιαλτικό µέρος και να παρακολουθεί µια σφαγή: έναν άντρα να κρατάει µια βαριοπούλα και να την κατεβάζει γελώντας στο κεφάλι µιας νέας γυναίκας που ήταν αλυσοδεµένη πάνω στον πάγκο ενός χασάπη. Που να πάρει ο διάολος το κεφάλι του Σατανά, η γυναίκα έµοιαζε µε την Αναστασία κι ο άντρας έµοιαζε µε τον... Δεν είµαστε µε τα καλά µας. Όλη αυτή η παραίσθηση κράτησε ένα µόλις δευτερόλεπτο – όσο κρατάει ένα ανοιγόκλειµα βλεφάρων. Και µετά όλα ξαναέγιναν φυσιολογικά – τέλος πάντων, όσο φυσιολογικά µπορεί να είναι µέσα σ’ ένα νεκροταφείο. Η Μπέτυ οπισθοχώρησε κατάπληκτη – το ίδιο κατάπληκτος όµως έδειχνε κι ο τρελός. «Το είδες κι εσύ, Βενετία;» ψέλλισε. «Δεν είδα τίποτα. Παράτα µε. ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ!» Μετά ταύτα, τέλειωσε και το νταβαντούρι του καφέ. Οι γονείς της πήγαν ξανά στο σπίτι των χαροκαµένων, ενώ εκείνη πήγε ντουγρού στο δικό της, κλείστηκε στο δωµάτιό της και δεν ξαναβγήκε από κει µέσα. Οι ώρες πέρασαν – και να που τώρα είχε πάει έντεκα τη νύχτα κι εκείνη δεν µπορούσε να βγάλει µέσα απ’ το κεφάλι της το όλο καταραµένο ζήτηµα. Τι ήταν όλ’ αυτά, ρε πούστη; Καλά, τον Νικόλα τον ήξερε απέξω κι ανακατωτά – µια ζωή µουρλός για δέσιµο. Ήξερε επίσης ότι του άρεσε ν’ ασχολείται µε παραψυχολογικά σκατά, ποιος ξέρει τι µαλακίες. Αστρολογίες, χαρτιά, φαντάσµατα, τρίχες κατσαρές και τα συναφή. Όµως, σε καµία περίπτωση δεν µπορούσε ν’ αµφιβάλει γι’ αυτό που της συνέβη εκεί, στο νεκροταφείο. Δεν µπορούσε να πει ότι δε συνέβη τίποτα, αφού συνέβη. Ανεξήγητο και µυστηριώδες άγνωστο. Στο διάολο... Πίπες! Λογική εξήγηση υπήρχε, σίγουρα πράγµατα, κι ήταν η εξής: προφανώς ο Νικόλας είχε ακούσει ότι αυτή ενδιαφερόταν για τον Άρη Παγκράτη κι επειδή ζήλευε ο µαλάκας που δεν κατάφερε να την κατακτήσει χρησιµοποίησε κάποια µαγγανεία για να της βάλει ιδέες στο νου! Μάγια θα ήταν αυτά, εκατό τοις εκατό. Ο τρελός, µέσα στις άλλες µαλακισµένες ενασχολήσεις του, σίγουρα το είχε ρίξει και στη µαγεία! Ήταν ένας επικίνδυνος άνθρωπος ο Νικόλας Γιαπισίκογλου – κι έπρεπε οπωσδήποτε κάποιος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να ειδοποιήσει τους ειδικούς να του περάσουν ζουρλοµανδύα. Ένα ηλεκτροσόκ του χρειαζόταν – και µετά σου λέω εγώ πόσα
απίδια παίρνει ο σάκος! Ναι, αλλά παρ’ όλ’ αυτά... Πάντως θα προτιµούσε να πεθάνει παρά να επιτρέψει στον εαυτό της να παραδεχτεί ότι οι εµπειρίες των τελευταίων ηµερών, µ’ αποκορύφωµα τη σηµερινή, είχαν καταφέρει να την επηρεάσουν τόσο πολύ. Τίποτα. Μία λύση υπήρχε. Χτες, που για πρώτη φορά της είχε γεννηθεί η επιθυµία κι η ανάγκη να ρίξει τις σκέψεις της σ’ ένα χαρτί, είχε καταλάβει ότι όταν γράφεις κάπου αυτό που νιώθεις, αυτό που φοβάσαι, αυτό που σε κυριεύει, τότε αυτό χάνει τη δύναµή του. Περιβάλλεται µ’ ένα µανδύα λογικής και δεν µπορεί να έχει πάνω σου την ίδια επιρροή που θα είχε αν ήταν γραµµένο µόνο µέσα στο µυαλό σου. Έτσι λοιπόν, αν περιέγραφε τα γεγονότα της σηµερινής µέρας... Τέλεια ιδέα. Θα συνέχιζε να εξασκεί το νεοαποκτηθέν χόµπι της – εφόσον µάλιστα είχε αποδειχθεί ότι της έκανε και καλό και τη βοηθούσε να σκέφτεται πιο καθαρά, τόσο το καλύτερο. Μολυβάκι, χαρτάκι... πάµε.
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ρολόι... Τέτοια υπερδιέγερση και βασανιστική αίσθηση αναµονής ο Φώτης Μπούρµαλης είχε να νιώσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, από εκείνες τις ένδοξες µέρες που προσπαθούσε ν’ αποσπάσει το πρώτο ραντεβού απ’ τη λατρεµένη γυναικούλα του, τη Νίκη – τα είχε καταφέρει µετά από ψηστήρι που διήρκεσε περίπου ένα µήνα, οπότε τα συναισθήµατα αυτά τα είχε εµπεδώσει καλά και δεν επρόκειτο να τα ξεχνούσε ποτέ του. Απ’ τη στιγµή που ο νεαρός Νικόλας Γιαπισίκογλου εµφανίστηκε στο γραφείο του, του είπε όσα του είπε και µετά εξαφανίστηκε, δίνοντάς του το στίγµα για την επικείµενη συνάντησή τους, ο Μπούρµαλης δεν µπόρεσε να ξαναβρεί ούτ’ ένα δευτερόλεπτο ησυχίας – του ήταν αδύνατον να µπαστακωθεί σε µια καρέκλα. Πήγαινε κι ερχόταν από δω κι από κει κοιτάζοντας το ρολόι του κάθε δύο λεπτά. Πρώτη φορά στη ζωή του ο χρόνος του φαινόταν ότι κυλούσε τόσο αργά. Mάλιστα, η αγωνία του ήταν τόση, ώστε η ανεπαίσθητη κι υπό κανονικάς συνθήκας αθόρυβη κίνηση του δείκτη των δευτερολέπτων του ρολογιού του έφτανε στ’ αφτιά του σαν κανονιοβολισµός – µπαµ, µπαµ, µπαµ... Κρίµα που δεν επιτρεπόταν το ποτό εν ώρα υπηρεσίας – αλλιώς ο Μπούρµαλης θα είχε αδειάσει έναν ολόκληρο ποταµό από αλκοόλ. Κι είχε βάσιµους λόγους να πιστεύει ότι δεν επρόκειτο να µεθύσει ακόµα κι αν έπινε επί πέντε ώρες χωρίς σταµατηµό: η αδρεναλίνη που κυλούσε εν αφθονία στις φλέβες του θα εξολόθρευε τις συνήθεις συνέπειες του οινοπνεύµατος. Κατά τις οχτώ, όταν τέλειωσαν την υπηρεσία τους, ο Καπιρέλης τον πήρε και πήγαν σ’ ένα µπαράκι κοντά στη ΓΑΔΑ. Εκεί πλακώθηκαν στις µπίρες κι οι δυο, αποφεύγοντας να µιλάνε για τα επίµαχα ζητήµατα – ποιος ξέρει γιατί. Μάλιστα, ο Καπιρέλης, σε µεγάλες δόξες, κατέβαλε φιλότιµες προσπάθειες να φτιάξει τα κέφια του φίλου του και να του αποσπάσει το µυαλό απ’ τα γνωστά και µη εξαιρετέα θέµατα προκειµένου να τον χαλαρώσει. Ξεκίνησε λοιπόν ένα µαραθώνιο από ανέκδοτα µε θέµα τις ξανθιές, τον Τοτό και τους Πόντιους – οµολογουµένως όλα ήταν πολύ καλά, έξυπνα και πετυχηµένα, σε κάποια άλλη περίσταση ενδεχοµένως θα ξεσήκωναν έναν αληθινό σεισµό από γέλια. Παρ’ όλ’ αυτά, τη δεδοµένη στιγµή δεν έφερναν το επιθυµητό αποτέλεσµα, ο Μπούρµαλης ήταν εντελώς αφηρηµένος και γελούσε µηχανικά σε λάθος στιγµές –σηµάδι ότι δεν πρόσεχε λέξη–, ενώ κι ο ίδιος ο Καπιρέλης έβγαζε ένα τόσο τσιριχτό κι αλλόκοτο κάγχασµα που έκανε µπαµ από χιλιόµετρα µακριά ότι ήταν ψεύτικο. Έτσι, ούτως εχόντων των πραγµάτων, ο Καπιρέλης το βούλωσε – κι απόµειναν σιωπηλοί, αποφεύγοντας να κοιτάζονται. Κι η ώρα περνούσε, αργά, βασανιστικά. Ώσπου πήγε έντεκα και µισή. Ο Μπούρµαλης χτύπησε το χέρι του πάνω στην µπάρα – τα ποτήρια τρεµόπαιξαν, τα τασάκια αναπήδησαν κι ο Καπιρέλης τινάχτηκε ξαφνιασµένος. Δυο σταγόνες νερού ξέφυγαν από µια γεµάτη κανάτα και πήγαν κι εγκαταστάθηκαν πάνω στο λευκό µάρµαρο της µπάρας – ολοστρόγγυλες και γυαλιστερές, αντικατόπτριζαν το έντονο κόκκινο φως απ’ τα λαµπάκια που κρέµονταν απ’ το ταβάνι. Έµοιαζαν κάπως µε δυο σταγόνες αίµατος. «Ώρα να φεύγω, φίλε», είπε ο Μπούρµαλης. «Κάτσε λίγο ακόµα, έχεις ώρα». «Δεν έχω. Προτιµώ να πάω µε τα πόδια ως το άλσος της Ευελπίδων. Έχω ανάγκη να σκεφτώ. Άλλωστε, αν φτάσω πιο νωρίς, θα έχω λίγη ώρα να ιχνηλατήσω το χώρο».
«Είσαι σίγουρος ότι δε θέλεις να έρθω µαζί σου;» πρότεινε για µια ακόµα φορά ο αδερφός Καπιρέλης. Ο Μπούρµαλης τον κοίταξε µε τα µάτια θολά – λίγο ακόµα και θ’ άρχιζαν να του ξεφεύγουν δάκρυα. «Όχι, φίλε. Δεν είµαι καθόλου σίγουρος. Σαν τρελός θέλω να έρθεις, αλλά... αυτό είναι κάτι που πρέπει να το κάνω µόνος µου. Ώστε, αν µου συµβεί κάτι, να έχει αποµείνει κάποιος ζωντανός µάρτυρας, να πει την αλήθεια και να τα ξεσκεπάσει όλα». «Να χαρείς, µη µου το λες αυτό», µουρµούρισε ο Καπιρέλης. «Δεν ξέρω αν θ’ αντέξω αυτό το βάρος. Όχι το να γίνω µάρτυρας της αλήθειας, δεν εννοώ αυτό και το ξέρεις. Απλά... δεν µπορώ ούτε να διανοηθώ ότι δε θα σε ξαναδώ». Η φωνή του Καπιρέλη έσπασε. Ήταν ζήτηµα δευτερολέπτων ν’ αρχίσει να κλαίει. «Μωρέ, σκληροτράχηλοι µπάτσοι να σου πετύχουν!» αστειεύτηκε ο Μπούρµαλης, εξίσου συγκινηµένος µε τον Καπιρέλη. «Αδερφέ µου, δεν είχα ιδέα ότι θα σου λείψω τόσο!» «Μη σου µπαίνουν ιδέες!» πήρε τη σκυτάλη στο πείραγµα ο Καπιρέλης. «Απλώς, δεν ξέρω ποιον θα έχω για να σχολιάζω τα µπούτια της γραµµατέως του αρχηγού, αυτό είναι όλο!». Ο Μπούρµαλης ξέσπασε σε γέλια, ενώ απ’ τα µάτια του είχαν αρχίσει να τρέχουν εκείνα τα δάκρυα που δεν ήθελε ν’ αφήσει να τρέξουν. «Έτσι που κάνουµε, Καπιρέλη, θ’ αρχίσω να πιστεύω ότι είµαι κιόλας νεκρός. Δε µ’ έχεις συνηθίσει σε τόσες αβροφροσύνες!» µουρµούρισε. Ο Καπιρέλης του άδραξε το χέρι µε δύναµη και τον κοίταξε κατάµατα. «Ορκίσου ότι θα γυρίσεις σώος κι αβλαβής! Ορκίσου». Ο Μπούρµαλης έγνεψε καταφατικά. «Σ’ τ’ ορκίζοµαι. Θα βάλω τα δυνατά µου». Οι δυο φίλοι αγκαλιάστηκαν µε θέρµη. Ο µπάρµαν τους κοίταξε απορηµένος για µια στιγµή – αµέσως µετά συνέχισε να σκουπίζει ποτήρια. «Λοιπόν, άκου κάτι», είπε ο Μπούρµαλης σιγανά. «Την ώρα που ερχόµασταν το µάτι µου πήρε κάποιον να µας ακολουθεί». «Oχ!» έκανε ο Καπιρέλης. «Τον βλέπεις κι εδώ µέσα;» «Ευτυχώς, όχι. Όµως υπάρχει η περίπτωση να είναι απέξω. Γι’ αυτό, τώρα που θα βγαίνουµε, θέλω να δώσουµε µια ωραία παράσταση. Θα βγούµε γελώντας, σαν να λέγαµε κάποιο νόστιµο αστειάκι. Σαν να µην τρέχει µία, είχαµε έρθει να πιούµε µια µπιρίτσα και να χαλαρώσουµε µετά από µια δύσκολη µέρα. Κατάλαβες;» «Βασίσου πάνω µου. Αύριο κιόλας πρωί πρωί πάω φισέκι στον Φώσκολο, µε βιογραφικό ανά χείρας». «Φύγαµε. Εγώ κερνάω», πρόλαβε ο Μπούρµαλης κι άφησε παράδες πάνω στην µπάρα. «Αδερφέ µου, σ’ ευχαριστώ που θυµάσαι ότι είµαι σχεδόν πολύτεκνος!» γέλασε ο Καπιρέλης. «Αύριο σειρά µου». Ο Μπούρµαλης τον κοίταξε χαµογελώντας. Την ώρα που έβγαιναν απ’ το µαγαζί, αγκαλιάστηκαν απ’ τους ώµους και γελούσαν, όπως ακριβώς κάνουν οι αντροπαρέες που έχουν πιει τις µπιρίτσες τους κι έχουν µοιραστεί τις εντυπώσεις τους από ποδόσφαιρο, γυναίκες κι αυτοκίνητα – βασική θεµατολογία µιας καθαρά αντρικής συζήτησης. «Φιλαράκο, να ’σαι καλά, µ’ έκανες και γέλασα!» έκανε ο Καπιρέλης φωνάζοντας ίσως πιο δυνατά απ’ ό,τι έπρεπε. «Μη φωνάζεις, ρε!» είπε ο Μπούρµαλης δίνοντάς του µια φάπα στο σβέρκο. «Θέλεις να µας ακούσει κανείς ότι σχολιάζαµε τα µπούτια της, ξέρεις ποιας, και να ξεφτιλιστούµε;» «Μωρέ, καλά λες! Κακακακακα!» ξεράθηκε στα γέλια ο Καπιρέλης κάνοντας ότι
παραπάτησε ελαφρά. «Το λοιπόν, τα λέµε αύριο, φιλαράκο!» είπε ο Μπούρµαλης. «Απόψε θα φροντίσω να ψάξω για κείνο το βιβλίο γαλλικών που θέλει η µοσχοθυγατέρα σου. Η Νίκη σίγουρα το έχει – σ’ το δανείζω, κάνει η µικρή τη δουλειά της και µου το επιστρέφεις καλό Σεπτέµβρη!» «Αυτός είσαι! Γεια σου, παλιόφιλε! Καλή αυριανή!» Ο Καπιρέλης τον κοίταζε γελώντας, αλλά τα µάτια του... Στράφηκε κι έφυγε σιγοτραγουδώντας. Ο Μπούρµαλης έτριψε τα χέρια του ρίχνοντας γύρω του µια τάχα αδιάφορη µατιά. Όποιος κι αν ήταν αυτός που τους ακολουθούσε, τώρα δε φαινόταν πουθενά εκεί γύρω. Μάλιστα, θα µπορούσε κάλλιστα να είναι αποκύηµα της φαντασίας του και να µην υπήρχε καν – το ένστικτο του µπάτσου όµως, που εκδηλωνόταν µε ορθωµένες τρίχες στο σβέρκο, ιδρωµένες παλάµες και γαργαλητό στο στέρνο, τον πληροφορούσε για το αντίθετο. Άρχισε να περπατάει µε γρήγορο και σταθερό βήµα. Πηγαίνοντας στο ραντεβού του µε τον πιτσιρίκο, ο Μπούρµαλης παρατηρούσε την πόλη στο διάβα του. Βράδυ Σαββάτου, καλοκαίρι, κι οι λεωφόροι ήταν γεµάτες αυτοκίνητα ανήσυχων κι άυπνων Αθηναίων που έπαιρναν τους δρόµους προς τα νότια προάστια, τη θάλασσα, τα µπαράκια και τη µεταµεσονύχτια διασκέδαση που, όσο να ’ναι, το καλοκαίρι είναι πάντα πιο απολαυστική. Τα πεζοδρόµια ήταν γεµάτα διαβάτες, κυρίως νεαρής ηλικίας, που περπατούσαν γοργά µιλώντας και γελώντας. Ηλικιωµένες κυρίες µε τα σκυλάκια τους για την τελευταία βόλτα της µέρας, µετανάστες που κάθονταν στα παγκάκια κι αντάλλασαν εντυπώσεις τρώγοντας σπόρια, οµορφοκόριτσα που πήγαιναν βιαστικά στο ραντεβού µε τον καλό τους – κι όλα αυτά µια νύχτα Σαββάτου καλοκαιριού στην Αθήνα. Αυτή ήταν η ζωή στην πόλη. Ο Μπούρµαλης, µ’ όλες του τις αισθήσεις να δουλεύουν στο φουλ, παρατηρούσε τα πάντα γύρω του – η Αθήνα ανέκαθεν του άρεσε. Κι όµως, πόσο απατηλή ήταν η γοητεία της... Τι κρυβόταν πίσω από κάθε γωνιά της... Κάθε άνθρωπος και µια ιστορία. Mάλιστα, εκείνη ακριβώς τη στιγµή σκεφτόταν τη δική του ζωή, πώς ήταν και πώς έγινε, κι όλα αυτά µέσα σ’ ένα µόλις εικοσιτετράωρο. Από κει που ήταν ένας βαριεστηµένος ανθρωπάκος στα πρόθυρα της µέσης ηλικίας, ένας ασήµαντος µπάτσος στο κυνήγι της ευκαιρίας που δεν ερχόταν µε µόνο φωτεινό σηµείο της ζωής του τη γυναίκα του και τον Καπιρέλη, µέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο µεταµορφώθηκε σε εν δυνάµει πολεµιστή σε πλήρη εγρήγορση και εν αναµονή συγκλονιστικών γεγονότων που το ένα διαδεχόταν το άλλο – και, ούτως ειπείν, η ζωή του γέµισε δράση. Εφιαλτική δράση, για να λέµε την πάσα αλήθεια. Δεν ήταν η ώρα τώρα ν’ αναρωτηθεί γιατί του συνέβησαν όλ’ αυτά και τόσο ξαφνικά – άλλωστε το είχε ήδη κάνει κι απάντηση δεν είχε βρει. Μόνο ο Θεός ήξερε το γιατί – κι Εκείνος θ’ αποφάσιζε αν και πότε θα του έδινε την εξήγηση που ζητούσε. Εξάλλου τα πάντα στη ζωή έχουν ένα νόηµα. Tο µόνο που χρειάζεται ο άνθρωπος είναι δύναµη για ν’ αντέχει και σοφία για ν’ αποδέχεται ακόµα κι αυτά που δεν καταλαβαίνει... κι ίσως να µην καταλάβει και ποτέ. Έφερε στο νου του το παλικαράκι που πήγαινε να δει – του είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, πολύ θετική. Αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το ότι ο Νικόλας Γιαπισίκογλου, παρά τα δεκαπέντε του χρόνια, είχε πάνω του µια ωριµότητα. Αυτός ήταν αλλιώτικος – δεν ήταν σκατόφλωρος και σε τίποτα δεν έµοιαζε µε τα παιδιά της ηλικίας του. Οι περισσότεροι νεαροί της σύγχρονης εποχής περιφέρονται µε µαλλιά όρθια απ’ την κατάχρηση ζελέ, γελοία
παντελόνια που σταµατούσαν στη µέση µιας τριχωτής γάµπας και παπούτσια που παραπέµπουν σε γαλότσες γιγάντων. Φοράνε σκουλαρίκια µέχρι και στα φρύδια τους, µασάνε τσίχλα σαν µηρυκαστικά, κουνιούνται άσκοπα κι ακατάπαυστα σαν ηλίθιοι, λες κι είναι βιδωµένοι µόνιµα σε µια πίστα χορού και, τέλος, όταν ανοίξουν το στόµα τους πέφτουν βατράχια – τους ρωτάς ποιος είν’ ο Σάκης Καράγιωργας και σου απαντούν διά ερωτήσεως, πού τραγουδάει, τους ρωτάς ποιος είναι ο Αλέκος Παναγούλης και σου απαντούν ότι είναι στάση του Μετρό... Kάτι τέτοια έβλεπε ο Μπούρµαλης δεξιά ζερβά κι ευχαριστούσε το Θεό µέσα απ’ τα κατάβαθα της ψυχής του που δεν του είχε χαρίσει παιδιά. Αν είχε κι αυτός έναν τέτοιο γιο, σίγουρα θα τον είχε πετάξει στον Καιάδα – λίγο πριν πέσει µέσα κι ο ίδιος, για να µη ζήσει κι έστω θυµάται τη θλιβερή κατάντια. Ο Νικόλας Γιαπισίκογλου αποτελούσε µια φωτεινή εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα, το δίχως άλλο – ντυµένος σαν άντρας, µε µαλλιά αντρικά, παρουσιαστικό που άφηνε µόνο θετικές ελπίδες για το µέλλον, ενδιαφέρον για τη ζωή, αρχές, αξίες, όνειρα για σπουδές και τόσο καθαρά ανοιχτογάλαζα µάτια, έµοιαζε µ’ αγγελούδι που ξεπήδησε απ’ τον Παράδεισο κι ήρθε στη Γη µε θεία αποστολή. Ήταν παιδί αλλιώτικο, τελείωσε. Του θύµιζε πολύ τον εαυτό του όταν ήταν στην ηλικία του – κι αυτός ήταν ένας απ’ τους λόγους που τον συµπάθησε. Αλλά, βέβαια, έτσι είναι τα περισσότερα παιδιά που γεννιούνται σε φτωχές οικογένειες κι αναγκάζονται από µικρά να βγουν κι αυτά στη βιοπάλη. Αν τα έβρισκε όλα έτοιµα, ίσως κι ο Γιαπισίκογλου ν’ ακολουθούσε το µπούγιο και να γινόταν κι αυτός σαν τους άλλους, αν κι ο Μπούρµαλης δεν το θεωρούσε και πολύ πιθανό αυτό. Κάτι είχε πάνω του αυτό το παιδί, κάτι που ο Μπούρµαλης δεν µπορούσε να το εξηγήσει ούτε µε την τόση πείρα ζωής που διέθετε. Ήταν κάτι σαν... κάτι σαν λαµπερή αύρα που τον περιέβαλλε. Απ’ την άλλη, σκέφτηκε και τη θυγατέρα του Ματζιούρη. Την ανιψιά του δικηγόρου του δολοφόνου. Ήταν πραγµατικά όµορφη σαν άγγελος, αλλά είχε πάνω της µια τέτοια υπεροψία και τόσο στρεβλά πρότυπα για τη ζωή, που καταντούσε κακάσχηµη σαν γριά µάγισσα. Τα µάτια της ήταν εξίσου όµορφα γαλάζια σαν του Γιαπισίκογλου, αλλά ήταν τόσο θολά απ’ τη φιλαυτία, που φάνταζαν άδεια. Με κάποιο τρόπο έπρεπε κάποιος να βάλει µυαλό σ’ αυτή τη µικρή γιατί δεν πήγαινε καλά – κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά οι γονείς της ήταν άνθρωποι άγιοι. Ο Μπούρµαλης τους κατάλαβε µε την πρώτη µατιά – δεύτερη δεν του χρειαζόταν. Η µικρή έπρεπε ν’ αντιληφθεί ότι κινδύνευε, ότι πήγαινε γυρεύοντας άµα βρισκόταν κοντά σ’ ένα δολοφόνο, ότι η επιθυµία της να γνωρίσει τον Άρη Παγκράτη ίσως ήταν το µεγαλύτερο λάθος της ζωής της... Άσε να δούµε τι λαγός θα έβγαινε απ’ την αποψινή συνάντηση µε τον Νικόλα Γιαπισίκογλου κι από αύριο βλέπουµε. Το ξεσκέπασµα του Παγκράτη ήταν ζήτηµα ηµερών. Ο Μπούρµαλης προτίµησε να ρίξει το βάρος της σκέψης του στους ωραίους ανθρώπους που είχε γνωρίσει σήµερα εξαιτίας µιας άσχηµης περίστασης όπως ο θάνατος της Αναστασίας Μόραλη. Απ’ την άλλη, αν δε συνέτρεχε η εν λόγω άσχηµη περίσταση, ίσως να µην του είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να γνωρίσει αυτούς τους τόσο αξιόλογους ανθρώπους. Θα µπορούσε ν’ αναλύει ώρες ολόκληρες το ζήτηµα του αν και κατά πόσον θα είχαν συµβεί όλ’ αυτά αν δεν είχε πεθάνει η Αναστασία Μόραλη, αλλά εν τω µεταξύ, βυθισµένος όπως ήταν στις σκέψεις του, είχε ήδη φτάσει στο άλσος της Ευελπίδων δίχως να το καταλάβει – όταν το κατάλαβε, οι σκέψεις του σταµάτησαν απότοµα.
Ο οργανισµός του τέθηκε σ’ επιφυλακή και πλήρη εγρήγορση. Έριξε µια γοργή µατιά πίσω του και µπήκε στο σκοτεινό αλσύλλιο. Το άλσος της Ευελπίδων ήταν ένα µάλλον ασφαλές µέρος για να κάνει κανείς τη νυχτερινή του βόλτα – µόνος ή µε το σκύλο του. Λόγω της θέσης του, πίσω ακριβώς απ’ τα Δικαστήρια, οι πρεζάκηδες κι οι διάφοροι κακοποιοί το απέφευγαν, λόγω της έµφυτης αλλεργίας που προξενεί στους προαναφεροµένους η γειτνίαση του άλσους µε τους ναούς της Θέµιδος. Βέβαια, τα Δικαστήρια δε δούλευαν τη νύχτα· παρ’ όλ’ αυτά και µόνο η σκέψη ότι δούλευαν έστω και τη µέρα αποδείχθηκε ότι λειτουργούσε αρκετά αποτρεπτικά. Εκτός των άλλων, στα Δικαστήρια υπήρχαν πάντα τρεις τέσσερις αστυνοµικοί φρουροί – αν ακουγόταν βαβούρα απ’ το παρακείµενο αλσύλλιο, δεν το είχαν σε τίποτα να σπεύσουν να ρίξουν µια µατιά. Ο Μπούρµαλης, λίγο πριν αφήσει το δρόµο και µπει στο δασάκι, βεβαιώθηκε ότι το περίστροφό του βρισκόταν στη θέση του – έκανε και µια µικρή προσευχή να µη χρειαστεί να του χρειαστεί. Μπήκε στο άλσος µ’ όλες του τις αισθήσεις τεταµένες –λίγο πολύ άρχισε να αισθάνεται σαν σκύλος που ιχνηλατούσε µια άγνωστη περιοχή– σνιφ, σνιφ, σνιφ... Καµία ύποπτη κίνηση. Όπως τα φανταζόταν. Δυο τρεις ξεχασµένοι πολίτες που έκαναν βόλτα τους σκύλους τους και κάνα δυο άλλοι που έκαναν τζόκιν τώρα που έπεσε η ζέστη. Μέχρι στιγµής, όλα καλά. Άρχισε να περιδιαβαίνει το δασάκι, για να πέσει πάνω στον Νικόλα Γιαπισίκογλου. Άλλωστε η ώρα ήταν ήδη µεσάνυχτα. Εκεί που περπατούσε δήθεν αµέριµνος, ένιωσε ξαφνικά ένα ιδρωµένο χέρι να τον αγγίζει. Στράφηκε απότοµα, ενστικτωδώς πήγε να βγάλει το περίστροφό του, αλλά... ήταν απλώς ο Νικόλας, που µόλις είχε ξεσγκουλωχτεί πίσω από ένα δέντρο. Απλώς ο Νικόλας. «Γεια σου», τον χαιρέτησε το παιδί. «Μπορώ να σου µιλάω στον ενικό, έτσι;» «Φυσικά», συµφώνησε ο Μπούρµαλης. «Άλλωστε είµαστε άντρες», είπε χαριτολογώντας. «Με λένε Φώτη». «Με λένε Νικόλα, αλλά αυτό το ξέρεις». Τα χέρια δόθηκαν για τις επίσηµες συστάσεις. «Λοιπόν, Νικόλα;» άρχισε ο Μπούρµαλης. «Ξέρεις ότι δεν είναι και πολύ ασφαλές να βρισκόµαστε εδώ πέρα. Τα δασάκια είναι κάπως επικίνδυνα τη νύχτα. Απ’ την άλλη, µου ζήτησες να βρεθούµε σ’ έρηµο µέρος. Αλήθεια, γιατί δεν ήθελες να βρεθούµε στο σπίτι µου, που θα ήµασταν και ήσυχοι και µόνοι;» «Για να µπορέσω να το σκάσω, αν χρειαστεί», είπε ο µικρός µε πάσα ειλικρίνεια. «Εσένα, βέβαια, δε σε φοβάµαι, αλλά...» Η φωνή του έσβησε. «Ορίστε λοιπόν, σ’ ακούω. Μίλα δίχως να φοβάσαι. Τι ήταν όλ’ αυτά που είπες σήµερα το µεσηµέρι στο γραφείο µου;» «Η αλήθεια», ψιθύρισε το παιδί και τα γαλάζια του µάτια άστραψαν στο µισοσκόταδο. «Έχεις δίκιο, πρέπει να κάνουµε γρήγορα. Έλα µαζί µου». Τον πήρε απ’ το χέρι και τον παρέσυρε στο πιο βαθύ µέρος του δάσους. Σταµάτησε κάτω από ένα τεράστιο πεύκο. «Εδώ είµαστε», µουρµούρισε ο µικρός. «Κάτσε κι εσύ. Θα σου χρειαστεί». Ο Μπούρµαλης άρχισε να χάνει την υποµονή του. «Τι γίνεται, ρε µικρέ; Πικνίκ θα κάνουµε;
Όχι, γιατί αν νοµ...» άρχισε να λέει. «Πιστεύεις στη µεταφυσική, Φώτη;» τον διέκοψε ο Νικόλας. «Ε;» Η ερώτηση ήταν τόσο ξαφνική και τόσο άσχετη µε την όλη υπόθεση, που στην αρχή ο Μπούρµαλης τα έχασε – µπερδεύτηκε εντελώς, αλλά το µπουρδούκλωµα της σκέψης του κράτησε ένα µόλις δευτερόλεπτο. Αµέσως µετά ακολούθησε η µαύρη απογοήτευση. Oχ... µάλλον είχε πέσει λάθος στην εκτίµησή του για το νεαρό Γιαπισίκογλου – µπορεί να µην ανήκε στο φύραµα των νεαρών χλεχλέδων που έχουν ως µοναδικό ενδιαφέρον τον Έµινεµ ή την Τζένιφερ Λόπεζ, αλλά κάλλιστα µπορεί ν’ ανήκε σ’ ένα άλλο φύραµα: αυτών των τρελών νεαρών που η φαντασία τους κάλπαζε σαν το άτι του Μεγαλέξανδρου και το έριχναν στη µεταφυσική για να παραστήσουν τους βαθιά διανοούµενους, κυνηγοί κεφαλών φαντασµάτων κι άλλων πολλών εµπριµέ – οχ και πάλι οχ. Ωστόσο, αφού έκανε τον κόπο να έρθει ως εδώ, και κυρίως µετά απ’ όλα όσα του είχε πει ο Γιαπισίκογλου στο γραφείο του, η περιέργεια του Μπούρµαλη ήταν µεγαλύτερη απ’ την ολοένα αυξανόµενη δυσαρέσκειά του – δεν ήταν δυνατόν να ήξερε ο µικρός τόσες λεπτοµέρειες για τη χτεσινή νύχτα εκτός κι αν ήταν µπροστά! Καλά θα έκανε λοιπόν να τον ακούσει – όλο και κάποιο ψητό θα υπήρχε. Κι αν διαπίστωνε την παραµικρή µαλακία, ο Μπούρµαλης δεν το είχε σε τίποτα να τον µπουζουριάσει, κι άσε τον πιτσιρίκο να λέει ότι θα το έσκαγε!... «Δεν έχω ασχοληθεί, Νικόλα», είπε τελικά. «Φαίνεται ότι ήρθε ο καιρός ν’ ασχοληθείς», είπε ο µικρός θαρρετά. «Άλλωστε ακόµα κι ο Απόστολος Θωµάς ήθελε να βάλει το δάχτυλό του “εις τον τύπον των ήλων” για να πιστέψει ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Το λοιπόν, θα σου πω λίγα πράγµατα για µένα. Άκου». Κι ο Νικόλας Γιαπισίκογλου άρχισε να µιλάει για το χάρισµά του – όλα τα περιστατικά που ξεκίνησαν απ’ την παιδική του ηλικία φτάνοντας µέχρι τη χτεσινή νύχτα, όπου του περιέγραψε µε κάθε λεπτοµέρεια το τι ακριβώς είχε συµβεί. Ο Μπούρµαλης τον κοίταζε µ’ ολοένα αυξανόµενη δυσπιστία, που, ευτυχώς, δε φαινόταν στα σκοτεινά. Εν τω µεταξύ, οι κύριοι µε τους σκύλους κι οι νυχτερινοί δροµείς συνέχιζαν να σουλατσέρνουν µέσα στο αλσάκι. «Η σιωπή σου µου λέει ότι δε µε πιστεύεις. Δεν έχω µιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό το χάρισµα. Ο κόσµος απορρίπτει αυτό που δεν καταλαβαίνει, Φώτη», είπε ο νεαρός µε περίσσια ωριµότητα. «Γι’ αυτό λοιπόν, ήρθα εδώ προετοιµασµένος». «Τι εννοείς;» έκανε ο Μπούρµαλης. «Θα ξαναζήσω αυτή τη φοβερή νύχτα, αλλά αυτή τη φορά θα σε πάρω µαζί µου», ψιθύρισε ο Νικόλας. «Τι λες, µωρέ;» Ο Νικόλας έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα µεγάλο κοµπολόι µε κεχριµπαρένιες χάντρες. «Τώρα ξέρω ότι µπορεί να γίνει», είπε, µιλώντας στον εαυτό του. «Κάτσε δίπλα µου, Φώτη, και δώσε µου το χέρι σου. Ό,τι και να γίνει, µην το τραβήξεις. Ό,τι και να γίνει». Ο Μπούρµαλης αποφάσισε να υποταχτεί στη µοίρα του – ούτως ή άλλως, εδώ και δυο µέρες µόνο τρελά πράγµατα συνέβαιναν, ένα παραπάνω δεν επρόκειτο να βλάψει κανέναν επί της ουσίας. Το µόνο που φοβόταν ήταν η πρόγκα του Καπιρέλη, όταν θα του εξιστορούσε τα αποψινά του παθήµατα, να κάθεται κατάχαµα στα χόρτα κάτω από ένα γερο-πεύκο, µεσάνυχτα στο άλσος της Ευελπίδων, κρατηµένος χεράκι χεράκι µ’ έναν ψυχανεµισµένο πιτσιρικά που του έλεγε µαλακίες περί µεταφυσικής – αλλά ο φόβος για την επικείµενη πρόγκα θα µπορούσε να περιµένει ως αύριο.
Ο Νικόλας κράτησε σφιχτά στ’ αριστερό του χέρι το κεχριµπαρένιο κοµπολόι ενώ µε το δεξί κρατούσε το χέρι του Φώτη Μπούρµαλη. «Ψυχραιµία, κύριε αστυνόµε», είπε. Ο Μπούρµαλης πήγε να διαµαρτυρηθεί ότι δεν ήταν αστυνόµος και πιθανότατα δε θα γινόταν ποτέ, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγµή ο κόσµος γύρω του, όπως τουλάχιστον τον ήξερε ως τώρα, αλλοιώθηκε δραµατικά και τα πάντα άρχισαν να βουλιάζουν προς κάτι άλλο, εντελώς άγνωστο και πρωτόγνωρο. Με λίγα λόγια, εντελώς ξαφνικά κι ανεξήγητα έπαψε να βρίσκεται καθισµένος κάτω απ’ το γερο-πεύκο και βρέθηκε να περπατάει σ’ έναν άγνωστο δρόµο, κρατώντας πάντα απ’ το χέρι τον Γιαπισίκογλου. Κι οι δυο τους ακολουθούσαν την... Θεέ και Κύριε. Το κορίτσι που ακολουθούσαν ήταν το κορίτσι µε την κόκκινη µπλούζα. Η Αναστασία Μόραλη. Ο κατάπληκτος, όσο και σοκαρισµένος, Μπούρµαλης ακολούθησε καταπόδας την Αναστασία Μόραλη και παρακολούθησε από κοντά τις τελευταίες στιγµές της ζωής της: απ’ την ώρα που περπατούσε µονάχη της στο δρόµο σιγοτραγουδώντας, ως την ώρα που στάθηκε πλάι της η γνωστή µαύρη Μερσεντές και µετά όλα όσα επακολούθησαν... τα πάντα. Είδε και τον εαυτό του να χάσκει µπροστά στο δολοφόνο, να παραληρεί από θαυµασµό και να παίρνει αυτόγραφα – κι είχε άλλη µια φορά την ευκαιρία να διαπιστώσει πόσο ηλίθιος είχε φανεί. Είδε τα πάντα... Έφτασε µαζί µε τον Νικόλα µέχρι το Ρέµα της Εσχατιάς, µπήκε σ’ εκείνο το άθλιο παράπηγµα... Eίδε τα πάντα... Μέχρι που όλα τέλειωσαν – ακριβώς πάνω στην ώρα και τη στιγµή που άκουσε τον εαυτό του να παρακαλεί κλαίγοντας να σταµατήσει όλη αυτή η φρίκη, ο φόβος, ο θάνατος... δίχως ωστόσο να µπορεί ν’ αφήσει το χέρι του Νικόλα Γιαπισίκογλου. Όχι µόνο γιατί η λαβή του µικρού ήταν αφύσικα δυνατή σαν µέγκενη αλλά και για έναν άλλο, ακόµα σπουδαιότερο λόγο. Ο Μπούρµαλης φοβόταν ν’ αφήσει το χέρι του Νικόλα γιατί... γιατί φοβόταν µήπως αποµείνει µονάχος του µέσα σ’ εκείνο τον παράξενο κόσµο, µήπως µε κάποιο ασύλληπτο τρόπο εγκλωβιστεί για πάντα στο χαµένο χτες, αυτό που δεν µπορούσε να κάνει τίποτα για να τ’ αλλάξει, γιατί ήταν πια αργά, πολύ αργά. Αν έµενε µόνος, να ζει ξανά και ξανά αυτές τις ώρες της φρίκης... Όχι, όχι. Σ’ εκείνο το παράξενο ταξίδι οδηγός και συνοδοιπόρος ήταν ο πιτσιρικάς. Πρώτα οδηγός και µετά συνοδοιπόρος. Ο Νικόλας του άφησε το χέρι την ώρα που ο Παγκράτης κι η συµµορία του έφευγαν απ’ το σκηνικό της φρίκης, αφήνοντας πίσω τους µόνο θάνατο. Κι ο Μπούρµαλης άρχισε σιγά σιγά να βγαίνει απ’ αυτό τον παράξενο κόσµο που έµοιαζε να αποϋλοποιείται αργά σαν ψηφιδωτό... ώσπου όλα ξανάγιναν συνηθισµένα και βρέθηκε να κάθεται ξανά στα χόρτα, κάτω απ’ το γερο-πεύκο, δίπλα στον Νικόλα. Είχε την αίσθηση ότι µόλις ξύπνησε από ένα βαρύ όνειρο. Σ’ όλη τη διάρκεια του «ταξιδιού» είχε τα µάτια του ανοιχτά, δεν µπορούσε να τα κλείσει όσο κι αν το ήθελε, κι όµως... ένιωθε ότι τα άνοιγε τώρα, αυτή τη στιγµή, µετά από πολλή, πολλή ώρα. «Τώρα είδες. Τώρα ξέρεις», ψιθύρισε ο Νικόλας. Ο Μπούρµαλης ήξερε, είχε πλήρη επίγνωση που την ένιωθε αποτυπωµένη σε κάθε µόριο της ύπαρξής του, ότι µετά απ’ αυτό το παράξενο ταξίδι, µετά απ’ αυτή την εξωπραγµατική εµπειρία, η ζωή του δεν επρόκειτο να είναι ποτέ πια η ίδια. Ποτέ όσο ζούσε δεν επρόκειτο να ξεχάσει τον τρόµο που βασίλευε στα µάτια της
Αναστασίας Μόραλη την ώρα που εκείνος έλεγε στο δολοφόνο «να πάτε στο καλό». Χτες δεν την είχε προσέξει να κάθεται πίσω, στριµωγµένη µελλοθάνατη, γιατί ζητούσε αυτόγραφα. Σήµερα την πρόσεξε. Την είδε. «Πώς το κάνεις; Πώς το έκανες αυτό;» µουρµούρισε. Ο µικρός ανασήκωσε τους ώµους του. «Δεν ξέρω. Υποθέτω ότι γεννήθηκα µ’ αυτό. Όπως σου είπα και πριν, το είχε κι η γιαγιά µου. Πάντως, για να προλάβω την ερώτηση που ετοιµάζεσαι να µου κάνεις, όχι. Το χάρισµά µου δεν εκτείνεται στο µέλλον. Δεν µπορώ να κοιτάξω στο µέλλον... δυστυχώς». Κοίταξε τον Μπούρµαλη. «Καµιά φορά λέω ευτυχώς, πάντως», συµπλήρωσε. «Το ξέρεις ότι µε το χάρισµά σου θα µπορούσες να βοηθάς την Αστυνοµία στο έργο της; Δε θα υπήρχαν πια ανεξιχνίαστα εγκλήµατα, Νικόλα», είπε ο Μπούρµαλης µε διδακτικό τόνο. «Αν το ξέρω, λέει...» αναστέναξε ο Νικόλας. «Σκέψου µε όµως κι εµένα. Δε θα είχα ζωή...» Παύση λίγων δευτερολέπτων. «Γιατί µου τα έδειξες όλ’ αυτά, Νικόλα;» ρώτησε τελικά ο Μπούρµαλης κοιτάζοντας τα χόρτα. «Ξέρεις γιατί, γι’ αυτό κοιτάς τα χόρτα», είπε ο µικρός, µε πρωτοφανή διορατικότητα. «Τώρα που τα είδες, κι αφού είσαι κι αστυνοµικός, θέλω να κάνεις το χρέος σου. Να ξεσκεπάσεις αυτό τον πούστη που σκότωσε την αδερφή µου, την Αναστασία. Έχεις υποχρέωση να το κάνεις. Μη µ’ αναγκάσεις να σου πω το γιατί». Ο Μπούρµαλης τον σταµάτησε µε µια έντροµη χειρονοµία. «Ναι, αλλά πώς θα γίνει αυτό; Τι θα πω; Ότι µοιράστηκα µια µεταφυσική εµπειρία µ’ ένα συµµαθητή της µακαρίτισσας και πήγαµε ταξίδι στη νύχτα του φόνου; Μα θα µε περάσουν για τρελό και θα µου πετάξουν ντοµάτες!» δικαιολογήθηκε για να κερδίσει λίγο χρόνο. «Μη λες χαζά, αστυνόµε», του άλλαξε ακόµα µια φορά την ιδιότητα ο Νικόλας. «Θα ζητήσεις να ψαχτεί η κατεύθυνση του Παγκράτη, µε εξετάσεις ή κι εγώ δεν ξέρω µε τι άλλο. Ανώνυµα, αν φοβάσαι ότι µπορείς να πάθεις κανένα κακό αν µπλέξεις µ’ αυτό τον παρανοϊκό φονιά». Μπορεί ο νεαρός Γιαπισίκογλου να µην είχε τη δυνατότητα να τρυπώσει στο µέλλον, όπως είχε άλλωστε τονίσει, αλλά µια φορά είχε τη δυνατότητα να τρυπώνει µέσα στα µυαλά και να διαβάζει σκέψεις – όσο γι’ αυτό ο Μπούρµαλης έκοβε και το σβέρκο του. «Ξέρεις, Νικόλα, αφού εδώ ζήσαµε µαζί τέτοια απίστευτα πράγµατα, θα σου πω κι εγώ κάτι που δεν ξέρεις. Δεν είναι µόνο ο Παγκράτης ανακατεµένος στην υπόθεση. Είναι και...» Θα του έλεγε για τη συνωµοσία µε τους ανώτατους αξιωµατικούς που κάλυπταν και βοηθούσαν το δολοφόνο έναντι αµοιβής, προφανώς – αλλά ξαφνικά διαπίστωσε κάτι και σταµάτησε απότοµα. Παρατήρησε ότι, ξαφνικά, οι νυχτερινοί δροµείς κι οι ιδιοκτήτες σκύλων είχαν εξαφανιστεί όλοι µαζί. Στο αλσύλλιο επιρατούσε βαθιά ησυχία. Άρχισε να νιώθει µια παγερή ανατριχίλα που διέτρεξε γοργά όλο του το κορµί – φόβος. Πετάχτηκε όρθιος. «Σήκω. Πάµε να φύγουµε γρήγορα», παρότρυνε τον Νικόλα. Μπορεί να πετάχτηκε όρθιος, αλλά δε φρόντισε να βγάλει αστραπηδόν και το περίστροφό του απ’ την τσέπη. Μοιραίο λάθος – ίσως πάλι να ήταν ήδη πολύ αργά. Πάνω στο «γρήγορα» που έλεγε στον Νικόλα, ένιωσε µια ξαφνική λαβή να τον παραλύει και κάτι ψυχρό ν’ ακουµπάει στο λαιµό του. «Τρέξε!» πρόλαβε να πει. Ήθελε να το επαναλάβει, προς επίρρωσιν, γνώσιν και
συµµόρφωσιν, αλλά δεν πρόλαβε. Η φωνή του πνίγηκε από κάτι αλµυρό. Ήταν το αίµα του – µα πώς... Ούτως ή άλλως ήταν ήδη πολύ αργά και για τον Νικόλα. Ο µικρός, που κοκορευόταν ότι θα µπορούσε να το σκάσει, έπεσε πάνω σε κάτι που ήταν ψυχρό και γυάλιζε. Κανένας τους δεν πρόλαβε να βγάλει ούτε µια τόση δα κραυγή. Οι δολοφόνοι ήταν γρήγοροι σαν αιλουροειδή, έξυπνοι κι άριστα εκπαιδευµένοι. Και δεν αστειεύονταν. Σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα είχαν αποκόψει τα κεφάλια των δύο πρώην συνοδοιπόρων – µουσουλµανική τιµωρία για την αλαζονεία τους, να νοµίζουν ότι είχαν τη δύναµη να υψώσουν το ανάστηµά τους και να τα βάλουν µε την εξουσία και το χρήµα... Την ώρα που πέθαινε, ο Φώτης Μπούρµαλης κατάλαβε ότι υπήρξε γεννηµένος αστυνοµικός. Το Σώµα θα έχανε πολλά δίχως αυτόν. Σ’ όλη αυτή την ιστορία, το ένστικτό του, βασικό προτέρηµα για έναν φέρελπι µπάτσο, τον είχε οδηγήσει σωστά. Μόνο ένα λάθος έκανε – κι αυτό ήταν που αποδείχθηκε µοιραίο. Μολονότι είχε περάσει απ’ το µυαλό του η σκοτεινή υποψία, εκείνος προτίµησε να βάλει την ελπίδα και την πίστη ότι τελικά θα επικρατούσε το καλό και το δίκιο πάνω απ’ τη σύνεση και την προνοητικότητα. Κανένας µελλοθάνατος δεν πάει νυχτιάτικα στα αλσάκια. Καηµένε Ρεφίκ, ποιος θα σου ανανεώσει τώρα την άδεια παραµονής... Καηµένε Καπιρέλη, παλιόφιλε, καηµένη Νίκη... Πάνω στο «καηµένη Νίκη», σωρεία παράξενων πραγµάτων άρχισαν να συµβαίνουν. Ήταν νεκρός, κι αυτός κι ο κακοµοίρης ο Νικόλας – έβλεπε τα κεφάλια τους να είναι κοµµένα σαν του λαγού, το αίµα να ρέει άφθονο, έβλεπε τους δολοφόνους να µαζεύουν τα κεφάλια και να τα βάζουν σε µια µαύρη σακούλα λες κι ήταν πεσκέσι για κανένα γλέντι γάµου... Αυτό ακριβώς ήταν το παράξενο – ήταν νεκρός, κι αυτός κι ο κακοµοίρης ο Νικόλας, κι όµως, έβλεπε. Ήταν νεκρός – κι όµως ζούσε. Κι αντίκρισε µπροστά του τη γυναίκα του τη Νίκη, να στέκει παράµερα µαζί...Ύψιστε Θεέ, µαζί µε την Αναστασία Μόραλη, να τους καλωσορίζουν χαµογελαστές, κι αυτόν και τον Νικόλα, να τους απλώνουν το χέρι, περιµένοντας σιωπηλές. Η έκπληξή του ήταν τεράστια. Μα πώς βρέθηκε η Νίκη εκεί; Πώς ήταν δυνατόν να βρίσκεται εκεί; Μετά είδε πάλι το ακέφαλο σώµα του και συνειδητοποίησε ξανά ότι ήταν νεκρός – κι όµως ζούσε. Κι είχε και τη Νίκη του µαζί του – κι αυτό τελικά ήταν το µόνο που είχε σηµασία. Τα δυο παιδιά, ο Νικόλας κι η Αναστασία, πετώντας από χαρά, έτρεξαν κι αγκαλιάστηκαν µε λαχτάρα. Τότε ακολούθησε το παράδειγµά τους κι αυτός – κι έπεσε στην ορθάνοιχτη αγκαλιά της Νίκης. Τι ευτυχία, τι λάµψη, Θεέ µου... Τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγµή, ο Φώτης Μπούρµαλης συνειδητοποίησε πόσο τυχερός, πόσο ευλογηµένος απ’ το Θεό ήταν που από µικρός, µια σταλιά παιδάκι εκεί κάτω στο χωριό, στους πρόποδες του Ταΰγετου, παρατηρώντας τη φύση και τη σοφία του Θεού, είχε µάθει να πιστεύει στη µετά θάνατον Ζωή.
1η Ιουλίου
Η ΩΡΑ ήταν περίπου οχτώ µετά µεσηµβρίας. Το κουδούνι της οικίας Ματζιούρη χτύπησε µια φορά δυνατά και παρατεταµένα, αφήνοντας πίσω ένα στριγκό απόηχο. «Α, ωραία!» αναφώνησε ενθουσιασµένος ο Λευτέρης Ματζιούρης. «Πρέπει να ήρθαν οι µπίρες και τα σουβλάκια!» είπε, απευθυνόµενος στη µεγάλη συντροφιά που είχε πάρει θέση στο σαλόνι γύρω από ένα άδειο για την ώρα τραπέζι, το οποίο είχε στηθεί ειδικά για την περίσταση. Οι υποψήφιοι συνδαιτυµόνες κοίταξαν τον αµφιτρύωνα µε αµφιβολία. Απ’ το πρωί εκείνης της µέρας ο Λευτέρης Ματζιούρης είχε πάρει σβάρνα όλα τα σπίτια της γειτονιάς αφήνοντας µια πολύ συγκεκριµένη παραγγελιά, της οποίας το περιεχόµενο θα έλεγε κανείς πως θύµιζε αόριστα προεκλογική συγκέντρωση: «Όλοι απόψε στις εφτά και µισή το απόγευµα στο σπίτι µου». Στη δική τους γειτονιά µια τέτοια πρόσκληση σήµαινε αυτόµατα συλλαλητήριο, παλλαϊκή σύναξη, να σπεύσουν όλοι τους στο σπίτι του προσκαλούντος και να τον συνδράµουν στη χαρά του ή στη λύπη του. Έτσι λοιπόν, µετά τις εφτά, σιγά σιγά του σκοτωµού, άρχισαν ένας ένας σαν τα σαλιγκάρια να κάνουν την εµφάνισή τους στο σπίτι του Λευτέρη και της Δάφνης. Φτάνοντας, βρήκαν τους Ματζιούρηδες να τους περιµένουν στην πόρτα χαµογελαστοί – αξιοπρόσεκτη λεπτοµέρεια ήταν ότι η µεν Δάφνη είχε βγάλει τα µαύρα, ο δε Λευτέρης το πένθος απ’ το µανίκι του. Όταν όµως οι καλεσµένοι άρχισαν, όπως ήταν φυσικό, να ρωτούν τους οικοδεσπότες ποια ήταν η περίσταση και ποιος ο λόγος της αποψινής σύναξης, εκείνοι δεν απαντούσαν τίποτα. Χαµογελούσαν αινιγµατικά κι έλεγαν ένα: «Περιµένετε και θα δείτε». Παράξενα πράγµατα – αλλά πάλι, σε δουλειά να βρισκόµαστε. Το αποτέλεσµα όλων αυτών των παράξενων πραγµάτων ήταν να έχουν µαζευτεί οι καλεσµένοι, να έχουν πάρει θέση γύρω από κείνο το άδειο τραπέζι, καθ’ υπόδειξιν των αµφιτρυώνων, και... να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, σιωπηλοί και παραξενεµένοι. Ώσπου πήγε η ώρα οχτώ, χτύπησε η πόρτα και, κατά τις προβλέψεις του Λευτέρη, ήρθαν οι µπίρες και τα σουβλάκια. Τότε ο Σωτήρης, ο οικοδόµος διπλανός γείτονας, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Ξερόβηξε για να προσδώσει το απαιτούµενο κύρος στην όλη υπόθεση, κι άρχισε: «Λευτέρη, Δάφνη, τόση ώρα µας έχετε µαζεµένους εδώ πέρα να κοιταζόµαστε και να παριστάνουµε τους µουγκοθόδωρες. Μήπως τώρα, που ήρθαν και τα σουβλάκια, έχετε σκοπό να µας πείτε τι ακριβώς συµβαίνει; Γιορτάζετε τίποτα;» Το ζεύγος Ματζιούρη κοιτάχτηκε µε σηµασία. «Ναι. Γιορτάζουµε πολλά πράγµατα». «Ε, τι;» είπε ο Σωτήρης ανυπόµονα. Ο Λευτέρης κοίταξε τα παπούτσια του – παρεµπιπτόντως, κάποια στιγµή έπρεπε ν’ αγοράσει καινούρια γιατί οι σόλες σ’ αυτά είχαν ξεφτίσει. Στη λαϊκή του Σαββάτου, όλο και κάποιο κελεπούρι θα ξετρύπωνε. «Ξέρετε, σήµερα είχαµε το µνηµόσυνο του γιου µας του Νικηφόρου. Πέρασε ένας χρόνος από τότε που...» Η φωνή του έσπασε – ωστόσο παρέµεινε χαµογελαστός. Νεκρική σιγή –ταιριαστή µε την ανακοίνωση του Λευτέρη αλλά και µε το εν γένει κλίµα των
ηµερών, µε τα τόσα θανατικά– έπεσε στην παρέα. Στην αρχή κοιτάχτηκαν αµήχανα – αλλά αµέσως µετά άρχισαν να διαµαρτύρονται όλοι µαζί, µε προεξάρχοντα τον Σωτήρη. «Χριστός κι Απόστολος! Μα καλά, γιατί δε µας είπατε τίποτα να έρθουµε κι εµείς στο νεκροταφείο;» είπε επιτιµητικά. Ο Λευτέρης τον κοίταξε µε σηµασία. «Γιατί... γιατί τον τελευταίο καιρό όλοι µας δεν κάνουµε τίποτ’ άλλο απ’ το να τρέχουµε στο νεκροταφείο, Σωτήρη», είπε σιγανά. «Όπως όλοι ξέρετε, µέσα σε µια βδοµάδα θάψαµε δυο απ’ τα καλύτερα παιδιά της γειτονιάς µας. Πρώτα την Αναστασία Μόραλη, µετά τον Νικόλα Γιαπισίκογλου... Δεν αντέχεται άλλο αυτή η κατάσταση, φίλοι µου. Γι’ αυτό η Δάφνη κι εγώ προτιµήσαµε να πάµε να κάνουµε το µνηµόσυνο του παιδιού µας µονάχοι µας, να µη σας αναγκάσουµε κι εσάς να ξανατρέχετε στα νεκροταφεία, και δώσ’ του πάλι πένθος και δώσ’ του πάλι κλάµατα, φτου κι απ’ την αρχή... Φτάνει πια!» «Ας ελπίσουµε ότι θα σταµατήσει εδώ το κακό µ’ αυτούς τους ξαφνικούς θανάτους που πέσανε σαν περονόσπορος στη γειτονιά µας», είπε θλιβερά η Καίτη, µια εύσωµη κυρούλα της γειτονιάς που το έπαιζε αστρολόγος-µέντιουµ. «Αν και, όπως λένε οι παλιοί, το κακό συνηθίζει να τριτώνει. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του», ολοκλήρωσε χτυπώντας και ξύλο, για να συνδυάσει τη θεία βοήθεια µε τη λαϊκή παράδοση. «Αµάν, ρε Καίτη!» πετάχτηκε ο Μηνάς, που δούλευε ελασµατουργός στα ναυπηγεία. «Εσύ, παιδί µου, είσαι “πάρ’ τη στο γάµο σου να σου πει και του χρόνου”! Όρεξη έχεις;» Στράφηκε στον Λευτέρη. «Αλήθεια, ρε Λευτέρη, µιας και το ’φερε η κουβέντα, έχουµε κανένα καινούριο νέο για τον καηµένο τον Νικόλα;» «Τίποτα, να πάρει η οργή», απάντησε η Δάφνη, που τα ήξερε και καλύτερα. «Πάντως δε φαντάζοµαι να πιστεύετε λέξη απ’ τις µπούρδες που τσαµπουνάει η Aστυνοµία, ότι τάχα ο Νικόλας µας κι εκείνος ο καηµένος ο Μπούρµαλης ήταν ανακατεµένοι σε βροµοδουλειές! Ο Νικόλας ήταν το καλύτερο παιδί του κόσµου!» «Ναι, σύµφωνοι, αλλά τι δουλειά είχε µαζί µ’ αυτό τον Μπούρµαλη µεσάνυχτα σ’ ένα δασάκι; Θεέ µου, σχώρα µε, µήπως ο Μπούρµαλης ήταν κανένας ανώµαλος και... καταλαβαίνετε; Γιατί το άκουσα κι αυτό σε κάποια µεσηµεριανή εκποµπή», είπε η κυραΜαρίτσα, ο µόνιµος άγγελος των κακών ειδήσεων της γειτονιάς. Mήπως το ’θελε βέβαια κι αυτή η καηµένισσα; Τύχαινε. «Ακόµα κι έτσι να ήταν, κυρα-Μαρίτσα, που δεν είναι –για τον Νικόλα βάζω το χέρι µου στη φωτιά–, ποιος ήταν ο λόγος να τους σκοτώσουν και τους δυο µε τέτοιο τρόπο; Αµ και τ’ άλλο; Κι η γυναίκα του Μπούρµαλη βρέθηκε σφαγµένη στο σπίτι της σαν κατσίκι», είπε η Δάφνη. «Τι σχέση υπάρχει ανάµεσα σ’ όλους αυτούς τους σκοτωµούς; Δεν µπορεί – εµένα η διαίσθησή µου δε µε γελάει. Κάποιο µυστήριο κρύβεται πίσω απ’ όλ’ αυτά. Σκεφτείτε το κι εσείς. Πρώτα σκοτώνεται η Αναστασία. Δυο µέρες µετά, και αφού ο Νικόλας έχει δώσει κατάθεση στην Αστυνοµία, σκοτώνεται κι αυτός. Και µαζί µ’ αυτόν σκοτώνεται κι ένας απ’ τους αστυνόµους που κρατούσαν πρακτικά στην κατάθεση του Νικόλα, η οποία, φυσικά, αφορούσε το φόνο της Αναστασίας. Και, βέβαια, ο Νικόλας δε γνώριζε τον Μπούρµαλη από πριν! Στη ΓΑΔΑ τον γνώρισε!» Σιωπή. Όντως, κάτι ύποπτο φαινόταν να κρύβεται πίσω απ’ την όλη υπόθεση – αλλά και τίποτα να µην κρυβόταν κι όλοι αυτοί οι σκοτωµοί να ήταν µια σειρά από τυχαία γεγονότα, δεν έπαυαν να είναι δυσάρεστοι και να χαλάνε διαθέσεις. Πόσω µάλλον αφού οι συνοµιλητές γνώριζαν δύο απ’ τα θύµατα και τ’ αγαπούσαν κιόλας.
Η διανόηση είχε αρχίσει να γίνεται βαριά – έτσι όπως πήγαινε το πράγµα, θα τους έφευγε η όρεξη ολωνών και τα σουβλάκια θα έµεναν αµανάτι. Ο Λευτέρης το κατάλαβε. «Άντε τώρα, άλλα λόγια. Αρχίστε να τρώτε», είπε κι έδωσε το έναυσµα, κάνοντας το σταυρό του. «Οι γονείς των παιδιών;» έκανε ο Σωτήρης. «Καλά, ρε Σωτήρη», είπε ο Λευτέρης επιτιµητικά, «περίµενες ότι θα καλούσα τους χαροκαµένους ανθρώπους για να γλεντήσουµε; Αλλά και να ήθελα να τους καλέσω, πού να τους βρω; Όλοι τους έχουν εξαφανιστεί – προφανώς πήρανε τα όρη και τα βουνά οι άνθρωποι, µε τέτοια συµφορά που τους βρήκε...» «Πάλι τα ίδια αρχίσαµε; Άντε, ρε Λευτέρη, δώσε µπίρες στα παιδιά», παρότρυνε η Δάφνη. «Αλήθεια, η Βενετία πού είναι;» πετάχτηκε η κυρα-Μαρίτσα. Η Δάφνη ένιωσε ένα περίεργο γαργαλητό στο στοµάχι – το απέδωσε στην πείνα της. «Έχει βγει µια βόλτα. Πέρασε δύσκολες στιγµές κι αυτό το καηµένο. Έχασε δύο καλούς της φίλους. Όλες αυτές τις µέρες ήταν κλεισµένη στο σπίτι – σήµερα µας ζήτησε να πάει µια βόλτα κι εµείς χαρήκαµε...» Η φωνή της έσβησε. Συνειδητοποίησε ότι είχε πει πολλά – η συνειδητοποίηση αυτή την ενόχλησε, δίχως να ξέρει γιατί την ενόχλησε. Ξαφνικά άρχισε να νιώθει ένα ακαθόριστο συναίσθηµα – θα µπορούσε ίσως να το περιγράψει ως «ανασφάλεια». Έπιασε τον εαυτό της να προτιµάει χίλιες φορές να βρισκόταν η Βενετία στο σπίτι, τώρα, αυτή ακριβώς τη στιγµή. Ας βρισκόταν στο σπίτι κι ας πήγαινε να κλειστεί στο δωµάτιό της, φτύνοντας τους καλεσµένους, κι ας φώναζε µετά η Δάφνη ότι τους έκανε ρεζίλι επειδή µε µια τέτοια συµπεριφορά θα απαξίωνε τους γείτονες – άλλωστε η Βενετία, σε συζητήσεις µε τους γονείς της, δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει την αντιπάθειά της προς τους γείτονες. Τους θεωρούσε πιο σιχαµερούς κι από κατσαρίδες, επειδή τα χέρια τους ήταν ροζιασµένα απ’ τις βαριές χειρωνακτικές δουλειές που έκαναν, οι φτέρνες τους ήταν σκασµένες και τα ρούχα τους παλιά και φθαρµένα. Όµως, ας βρισκόταν στο σπίτι και τι στον κόσµο. Κοίταξε τη συντροφιά για να διαπιστώσει αν είχε καταλάβει κανείς τις σκέψεις που έκανε και την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής της – δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχε αρχίσει να την κυριεύει κάτι... κάτι σαν φόβος. Ευτυχώς πάντως που ο Λευτέρης κοίταζε αλλού. Αφορµής δοθείσης απ’ την απλή ερώτηση της κυρα-Μαρίτσας, το µυαλό της Δάφνης πήρε την πρωτοβουλία κι έκανε µια γρήγορη αναδροµή στις περασµένες µέρες. Βέβαια, είχαν συµβεί πολλά γεγονότα µαζεµένα, γεγονότα εντελώς δυσάρεστα που το ένα διαδεχόταν τ’ άλλο µε ταχύτητα αστραπής: σκοτωµοί, κηδείες, συµπαράσταση στους χαροκαµένους γείτονες, Aστυνοµίες, καταθέσεις, κόντρα καταθέσεις, πράµατα, θάµατα, τρέξιµο, θλίψη, περισυλλογή... Ήταν φυσικό να µην είχε ούτε το χρόνο, µέσα σε τέτοιο τρέξιµο και τέτοιες εναλλαγές, αλλά ούτε και την ιδιαίτερη διάθεση ν’ ασχοληθεί µε τα καµώµατα της Βενετίας. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, όµως, τώρα της έκανε εντύπωση η συµπεριφορά της κόρης της. Απ’ την ώρα που έµαθε ότι δολοφονήθηκε η Αναστασία σαν κάτι ν’ άλλαξε µέσα της. Έγινε κάπως... παράξενη. Έγινε αµίλητη, ποια, η Βενετία, που δεν έβαζε γλώσσα µέσα της! Το ύφος της έγινε σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο. Κλείστηκε στο δωµάτιό της και δεν έβγαινε από κει µέσα παρά µόνο για φαΐ και για κατούρηµα. Κι ούτε κουβέντα από τότε για καλλιστεία και για µεγαλεία. Τίποτα. Λέξη.
Και δεν είχε αντιµιλήσει στους γονείς της ούτε µια φορά. Κανονικά όλ’ αυτά θα έπρεπε να κάνουν τη Δάφνη να χαίρεται – το κορίτσι τους µάλλον είχε αρχίσει να µπαίνει στον ίσιο δρόµο. Μόνο που τόσες µέρες η Δάφνη ήταν πολύ απασχοληµένη µε τα όσα είχαν συµβεί και δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σηµασία σ’ αυτό το γεγονός. Τώρα που το παρατήρησε, όµως, αντί να χαίρεται, ένιωθε µια ολοένα αυξανόµενη ανησυχία – που δεν µπορούσε να τη διασκεδάσει µε τίποτα. Είχε στο στόµα της µια µπουκιά απ’ το σουβλάκι που κρατούσε – ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το στόµα της είχε στεγνώσει τελείως κι η φυσική δίοδος προς το στοµάχι, ο οισοφάγος της, είχε κλείσει, θαρρείς, µε µπουκαπόρτα και δεν περνούσε τίποτα από κει µέσα. Κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να µην πνιγεί – και πολύ περισσότερο να µην καταλάβει τίποτα κανείς απ’ τους παρισταµένους. Και τότε µέσα στο µυαλό της ήρθε κι άστραψε η ανάµνηση κι από κείνο, το άλλο. Η µεγάλη αλλαγή της Βενετίας ήρθε απ’ την κηδεία της Αναστασίας και µετά. Η Δάφνη τώρα το θυµόταν: µε την άκρη του µατιού της την είχε δει να βγαίνει έξω για µια στιγµή, ακολουθώντας το µακαρίτη τον Νικόλα Γιαπισίκογλου. Και σε δυο λεπτά ξαναγύρισε στο καφενείο του νεκροταφείου, όπου σερβιρόταν ο καφές της παρηγοριάς, κίτρινη σαν το λεµόνι. Και µετά έφυγε για το σπίτι τρέχοντας, σαν να την κυνηγούσαν θεοί και δαίµονες. Κι από τότε κλείστηκε στο δωµάτιό της για τα καλά. Ή µάλλον, όχι µόνο στο δωµάτιό της. Για την ακρίβεια, είχε κλειστεί στον εαυτό της. Τόσες µέρες κλεισµένη στο δωµάτιό της και στον εαυτό της – οπότε οι γονείς το θεώρησαν εντελώς φυσικό να την αφήσουν να βγει µια βόλτα, να ξεσκάσει και ν’ αλλάξει παραστάσεις. Παραδόξως, τώρα ξαφνικά η Δάφνη δεν το έβρισκε καθόλου φυσικό. Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά µέσα στο κεφάλι της ήρθε και σφήνωσε και µια ιδέα: συνδύασε τα πράγµατα – νεκροταφείο, Νικόλας, καφές της παρηγοριάς, έξω, µέσα. Η Βενετία είχε γίνει άλλος άνθρωπος απ’ την ώρα που ξαναµπήκε στο κυλικείο. Τι είχε συµβεί; Τι είχε µεσολαβήσει; Τι ήταν αυτό που της είχε πει ή τι της είχε κάνει ο Νικόλας που έκανε τη Βενετία ν’ αλλάξει τόσο πολύ κι από κει που είχε ύφος εκατό καρδιναλίων τώρα να περιφέρεται µέσα στο σπίτι σαν φάντασµα; Αν ο Νικόλας δεν ήταν νεκρός, η Δάφνη θα πήγαινε τώρα, τώρα αµέσως, στο σπίτι του και θα τον ρωτούσε. Τώρα. Όµως, ήταν νεκρός. Ας γύριζε κι η Βενετία στο σπίτι τώρα αµέσως – κι η Δάφνη θα έσπευδε πάραυτα στην εκκλησία ν’ ανάψει µια λαµπάδα δυο µέτρα. Κατάλαβε ότι γινόταν παρανοϊκή – τίποτα δε συνέβαινε, µωρέ! Όλ’ αυτά ήταν καπρίτσια της κόρης, ίσως λίγο ασυνήθιστα αλλά πάλι, µε τρελές κόρες ποτέ δεν µπορεί να ξέρει κανείς. H µάνα παρεξήγησε, αλλά γι’ αυτό µάλλον έφταιγαν οι συγκινήσεις των τελευταίων ηµερών. Έτσι δεν είναι; «Εεεεε!» άκουσε την αγριοφωνάρα του κυρ Σωτήρη σαν να έβγαινε απ’ τον πάτο της θάλασσας – κι επανήλθε µονοµιάς στην πραγµατικότητα. «Πού ταξιδεύεις, ρε Δάφνη; Αφαιρέθηκες, χριστιανή µου; Σήκωσε το ποτήρι σου να τσουγκρίσουµε, δε θα σε περιµένουµε µέχρι του χρόνου!» Τότε η Δάφνη συνειδητοποίησε ότι όλοι περίµεναν εκείνη, µε τα ποτήρια στα χέρια. Κι ο Λευτέρης την κοίταζε παράξενα. Αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. «Συγγνώµη, ρε παιδιά! Βυθίστηκα στις σκέψεις, καταλαβαίνετε», είπε απολογητικά. «Άντε, γεια µας! Και µόνο χαρές!» αναφώνησε
δήθεν χαρούµενη, προσπαθώντας να µην ακούγεται η φωνή της τσιριχτή σαν γραµµόφωνο που έπαιζε γρατσουνισµένο δίσκο. Και τότε συνειδητοποίησε έντροµη ότι κάτι είχε πάθει το µυαλό της. Γιατί, ενώ άκουγε ολοκάθαρα τη φωνή της να λέει «άντε, γεια µας. Kαι µόνο χαρές», άκουγε ταυτοχρόνως κι εξίσου ολοκάθαρα µια άλλη φωνή µέσα στο κεφάλι της να µουρµουρίζει σιγανά κάτι άλλο, καθόλου καθησυχαστικό. «Ο Θεός των πνευµάτων και πάσης σαρκός...» Σαν εκείνα τα µυστηριώδη λόγια που ψιθύριζε χωρίς να τα ξέρει την ώρα που χτύπησε το τηλέφωνο κι η κυρα-Μαρίτσα της είχε ξεφουρνίσει τα καρά χαµπέρια της Αναστασίας Μόραλη. Μάλλον ήταν γελοίο κι εντελώς αγενές αυτό που σκέφτηκε, πάντως εκείνη ακριβώς τη στιγµή η Δάφνη Ματζιούρη αποφάσισε να µην ξανακαλέσει την κυρα-Μαρίτσα στο σπίτι της. Ποτέ.
ΤΕΤΟΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ, τόσο µοναδική κι ανεπανάληπτη, που να ξεπερνάει τα όρια της απόλυτης ευδαιµονίας, ούτε καν στα πιο τρελά της όνειρα δεν είχε τολµήσει να ονειρευτεί. Γι’ αυτή τη στιγµή που ζούσε τώρα –και βεβαίως και για όσες θ’ ακολουθούσαν από δω και πέρα, µιας κι ο δρόµος προς τη δόξα άνοιξε διάπλατα και δεν επρόκειτο να ξανακλείσει, όπως ακριβώς δε στερεύει µια αστείρευτη πηγή– χαλάλι όσα πέρασε τόσα χρόνια στην παλιογειτονιά, ζώντας στην µπουτζάκα της Πετρούπολης έχοντας δυο ανεκδιήγητους, οπισθοδροµικούς γονείς. Χαλάλι, κυρίως, τα όσα πέρασε τις τελευταίες έξι µέρες – δεν ήταν και λίγα. Πραγµατικά, θα µπορούσε να πει πως ό,τι δεν έζησε σ’ όλη της τη ζωή το έζησε µέσα σ’ αυτές τις έξι µέρες. Από κει που ήταν σίγουρη κι αποφασισµένη για τα θέλω και τα πιστεύω της, βρέθηκε να παραπαίει ανάµεσα σ’ ένα ολόκληρο βουνό από ανάµικτα, αντιφατικά συναισθήµατα: αµφιβολία, υπερδιέγερση, θλίψη, περισυλλογή, αγωνία, φόβο, πόνο, ελπίδα και πάλι αµφιβολία και φτου κι απ’ την αρχή – ένας αληθινός Πύργος της Βαβέλ από συναισθήµατα, ικανά να κάνουν ακόµα και τον πιο αποφασισµένο άνθρωπο να νιώσει κάποια στιγµή εξουθενωµένος ψυχικά και σωµατικά, κι αντί να συνεχίσει να θέλει να κυνηγάει το όνειρό του, το µόνο που να επιθυµεί να είναι να κουκουλωθεί απ’ την κορφή ως τα νύχια µ’ ένα σεντόνι και να τον αφήσουν ήσυχο όλοι κι όλα. Πράγµατι, τι δεν έζησε µέσα σ’ αυτές τις έξι µέρες... Ξεσηκώθηκε µια και δυο και πήγε κρυφά στο πάρτι του Άρη, µάλωσε µε τους γέρους –έναν καβγά ουσιώδη, που δεν άφηνε περιθώρια για πισωγυρίσµατα ή αµφιβολίες–, πήγε στο γραφείο του θείου Δάκη αψηφώντας τον κίνδυνο να το µάθει ο πατέρας της και να πάθει εγκεφαλικό, έζησε... ό,τι έζησε, τέλος πάντων, στο γραφείο του θείου, πήρε άγνωστες ουσίες, πέθαναν δύο πρώην φίλοι της, έτρεξε σε νεκροταφεία, σε καφέδες της παρηγοριάς, µπήκε, βγήκε, πικράθηκε, παραξενεύτηκε, ένιωσε αµφιβολία, το ξανασκέφτηκε, α, το έριξε και στο γράψιµο, ποια, αυτή, που προτιµούσε να την κρεµάσουν ανάποδα παρά να γράψει έστω και µια αράδα... Και φυσικά, το κορυφαίο όλων των συνταρακτικών αυτών γεγονότων, η περίεργη εµπειρία που είχε έξω απ’ το καφενείο του νεκροταφείου, στην οποία την υπέβαλε ο µακαρίτης πλέον Νικόλας. Ευτυχώς που τουλάχιστον είχε το απαιτούµενο νιονιό ώστε να µην επιτρέψει στις µαγγανείες του µακαρίτη να της θολώσουν την κρίση και να τη σταµατήσουν την τελευταία στιγµή απ’ το να πάει στο ραντεβού της µε την ευτυχία – για φαντάσου... Πάντως, όφειλε να οµολογήσει στον εαυτό της ότι όλη την περασµένη βδοµάδα, που την πέρασε κλεισµένη στο σπίτι και βυθισµένη στις σκέψεις της, το σκέφτηκε και αυτό. Ευτυχώς όµως, την τελευταία κυριολεκτικά στιγµή πήρε τη σωστή απόφαση. Σήµερα το πρωί ξύπνησε µε βαρύ κεφάλι, σώµα που πονούσε κι ένα τέτοιο χτυποκάρδι, που ήταν απορίας άξιον πώς δεν πετάχτηκε η καρδιά της έξω απ’ το στήθος της. Bέβαια, πιθανότατα όλ’ αυτά ήταν οι συνέπειες του χτεσινοβραδινού συγγραφικού της οίστρου, που είχε ως αποτέλεσµα να κοιµηθεί πάλι γύρω στις πέντε το πρωί. Αστεία αστεία, κόντευε να συµπληρώσει γύρω στα δέκα φύλλα από τότε που ξεκίνησε το γράψιµο. Δεν επρόκειτο να χωρέσουν άλλα µέσα στην κρυψώνα που τα είχε καταχωνιάσει. Διά τον φόβον των Ιουδαίων, είχε κρύψει τα δέκα φύλλα του νεόκοπου ηµερολογίου της σ’ ένα µέρος το οποίο αποκλείεται ν’ ανακάλυπτε η Δάφνη – τα είχε διπλώσει προσεκτικά και τα
είχε χώσει µέσα σ’ έναν καθρέφτη! Ναι, καθρέφτη! Ένα µεγάλο καθρέφτη χειρός που της είχε κάνει κάποτε δώρο ο πατέρας της – οι δυο πλευρές του άνοιγαν µε λίγη προσπάθεια, αλλά αυτό δε θα µπορούσε να τ’ ανακαλύψει κανένας άλλος παρά µόνο η έξυπνη κι εφευρετική Μπέτυ. Σ’ εκείνο το σηµείο τα µυστικά της ήταν ασφαλή – κι η Δάφνη δε θα τα µάθαινε ούτε στον αιώνα τον άπαντα. Βέβαια, ο χώρος µέσα στον καθρέφτη είχε στενέψει επικίνδυνα – αυτό σήµαινε ότι θα έπρεπε να βρει κάποιο καινούριο ασφαλές σηµείο, αλλά απ’ την άλλη, πολύ πιθανόν να µη χρειαζόταν να ξαναγράψει ποτέ στη ζωή της. Ούτως ή άλλως, είχε ήδη αποκτήσει αυτό που επιθυµούσε όσο τίποτα στον κόσµο – και µε τόση ευτυχία δε θα της έµενε χρόνος να σκέφτεται τίποτ’ άλλο, πόσω µάλλον να γράφει κιόλας. Το λοιπόν, κάποια στιγµή το πρωί, που έτυχε να λείπουν κι οι δυο γέροι της, έτρεξε στο σαλόνι και µε χέρια που έτρεµαν σχηµάτισε τον αριθµό του τηλεφώνου του θείου Δάκη. Όχι, δεν είχε αλλάξει κάτι. Το ραντεβού ίσχυε κανονικά γι’ απόψε – κι ο Άρης την περίµενε µετά βαΐων και κλάδων για να «την περιποιηθεί όπως µόνο εκείνος ήξερε». Έτσι είπε ο θείος Δάκης. Για να µην κινήσει τις υποψίες των γέρων κάνοντας κάτι που θα τους τις κινούσε –είχε που είχε ήδη τη µύγα της–, τους ακολούθησε στο νεκροταφείο όπου τελέστηκε το ετήσιο µνηµόσυνο του Νικηφόρου. Ήταν µια διαδικασία φρικτή, που η Μπέτυ τη µισούσε ολόψυχα – κι έγινε ακόµα δυσκολότερη διότι θέλοντας και µη αναγκάστηκε να δει τα ξεραµένα πια στεφάνια που κοσµούσαν τους φρέσκους τάφους του Νικόλα και της Αναστασίας. Τουτέστιν, το οπτικό της πεδίο γέµισε µε θάνατο, το µυαλό της δυσάρεστες µνήµες και λοιπά και λοιπά. Επιστρέφοντας στο σπίτι κλείστηκε στο δωµάτιό της, αφενός για να εξασκηθεί στην αυτοκυριαρχία παρακολουθώντας το ρυθµό της αναπνοής της ξαπλωµένη στο κρεβάτι – συµβουλή παρµένη από περιοδικό– κι αφετέρου για να µην περιφέρεται µέσα στο σπίτι σαν µαραθωνοδρόµος, έχοντας τους γέρους στα πόδια της – δεν µπορεί, αυτοί θα παρατηρούσαν ότι η κόρη τους βρισκόταν σε υπερδιέγερση και θα τους φαινόταν ύποπτο. Άλλωστε σ’ αυτούς φαίνονταν ύποπτα ακόµα και τα πιο αθώα πράγµατα του κόσµου. Το µεσηµέρι δε βγήκε απ’ το δωµάτιό της για µεσηµεριανό, προφασιζόµενη έναν ελαφρύ στοµαχικό ίλιγγο. Εδώ που τα λέµε, δεν έλεγε κι εντελώς ψέµατα: όλη αυτή η υπερπροσπάθεια να υιοθετήσει φάτσα πικραµένης αδερφής τής είχε ανακατέψει κάπως τα έντερα, όπως και να το κάνουµε. Το ραντεβού στο γραφείο του θείου Δάκη είχε κλειστεί για τις έξι το απόγευµα. Έπρεπε να πάει πρώτα εκεί, να ντυθεί, να φτιαχτεί, να στολιστεί... τέλος πάντων, να ετοιµαστεί, για να έχει µούτρα να εµφανιστεί µπροστά στο Ίνδαλµα. Ο θείος Δάκης θα τη συνόδευε στην Εκάλη – αυτός θα την πήγαινε, µε την κουρσάρα του. Ποπό µεγαλεία! Έτσι, κατά τις πέντε και µισή, η Μπετούλα ξεµύτισε απ’ το δωµάτιό της και πήγε να πει στους γονείς της ότι ήθελε να πάει µια βόλτα. Δεν έπαιρναν µεσηµεριανό υπνάκο, αντίθετα, ήταν κι οι δυο στο πόδι και σφουγγάριζαν µαζί το σαλόνι. Πριν προλάβει να τους ρωτήσει, της εξήγησαν µόνοι τους – απόψε είχαν καλέσει τη γειτονιά για τραπέζι. Δίχως να µπορεί να ελέγξει τους µυς του προσώπου της, η Μπέτυ στραβοµουτσούνιασε µε µαεστρία. Και πριν προλάβουν οι γέροι να της κάνουν παρατήρηση για τα µούτρα της που είχαν ως αποδέκτες τους καηµένους γείτονες, τους ξεφούρνισε απνευστί την επιθυµία της: ήθελε να πάει µια βόλτα να ξεσκάσει λίγο, το παιδί. Αρκετά δεν είχε περάσει τόσες µέρες; Ναι, αρκετά. Η Δάφνη πήγε να διαµαρτυρηθεί κάπως –η Μπέτυ το κατάλαβε απ’ τον τρόπο που την είδε
ν’ ανοίγει το στόµα της–, αλλά ο Λευτέρης την πρόλαβε. Της χαµογέλασε και της έδωσε την άδειά του, πράγµα που ανάγκασε και τη Δάφνη να συµφωνήσει έστω και µε µισή καρδιά. Ο Λευτέρης της έδωσε και την ευχή του, ενώ η Δάφνη την παραίνεση «να µαζευτεί νωρίς». Κι έτσι, κάτω απ’ το εξεταστικό βλέµµα της Δάφνης η Μπετούλα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και πήρε το δρόµο που την οδήγησε στην τωρινή της ευτυχία. Ευτυχώς που πριν φύγει απ’ το σπίτι είχε προνοήσει να ντυθεί σαν γύφτισσα, µε το χειρότερο παλιόρουχο που βρήκε. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά αν ντυνόταν µ’ ό,τι καλύτερο είχε και βαφόταν κιόλας, υπήρχε η πιθανότητα –ποια πιθανότητα, βεβαιότητα– ν’ αρχίσει η Δάφνη να τσιρίζει ότι στολίστηκε σαν λατέρνα γιατί είχε σκοπούς να σουρτουκέψει µε σκατοπαρέες – κι αυτό βεβαίως θα είχε ως αποτέλεσµα να χαλάσει η διάθεση της Μπέτυς, µε τις γνωστές βλαβερές επιπτώσεις της χαλασµένης διάθεσης στο δέρµα. Είχε καιρό να χαλάσει τη διάθεσή της την ώρα που θα επέστρεφε απ’ το πάρτι του Άρη Παγκράτη. Mπορεί να είχε κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά στην παραίνεση της Δάφνης «να µαζευτεί νωρίς», όµως η αλήθεια ήταν ότι, αν τα πράγµατα πήγαιναν καλά και δεν υπέπιπτε σε κάποια φοβερή γκάφα που θα έκανε τον Άρη να τη διώξει κακήν κακώς, θα µαζευόταν στο σπίτι της καλά χαράµατα. Ε, ρε, γλέντια που είχαν να γίνουν τότε... Αλλά τότε πάλι θα είχαν δροµολογηθεί πράγµατα, οπότε τα πάντα θ’ άλλαζαν µια και καλή. Για πάντα. Αρκεί να πήγαιναν όλα καλά στο σπίτι του Άρη. Την ώρα που έκλεισε πίσω της την πόρτα της αυλής, µια άγνωστη δύναµη την έκανε να κοντοσταθεί. Στράφηκε αργά και κοίταξε το σπίτι της, λες κι ήταν η πρώτη ή η τελευταία φορά που το έβλεπε. Και τότε έγινε το αδιανόητο: η ίδια άγνωστη δύναµη της έβαλε µέσα στο µυαλό τη σκέψη να γυρίσει πίσω τρέχοντας, να µην πάει εκεί όπου σκόπευε! Όλ’ αυτά κράτησαν, ευτυχώς, ένα δευτερόλεπτο. Το αµέσως επόµενο έστειλε την άγνωστη δύναµη από κει που ήρθε κι άρχισε ν’ αποµακρύνεται, σταθερά κι αποφασιστικά. Θα πήγαινε στη δηµοσιά µε τα πόδια κι από κει θα έπαιρνε ένα ταξάκι – ας ήταν καλά τα λεφτουδάκια που της είχε δώσει ο θείος Δάκης εκείνη... εκείνη τη νύχτα. Μέσα στο ταξί, στο δρόµο για το γραφείο του θείου Δάκη, οµολογουµένως είχε λίγο σφίξιµο. Στην αρχή το απέδιδε πεισµατικά στην επίγνωση ότι, όντως, από δω και πέρα δε θα είχε την πολυτέλεια για πισωγυρίσµατα. Με τις αποψινές της πράξεις και παραλείψεις θα αποδείκνυε περίτρανα στους γέρους ότι είχε γραµµένες τις παραινέσεις, τις συµβουλές τους, καθώς και τις ελπίδες που έτρεφαν γι’ αυτή στα παλιά της τα παπούτσια. Όµως όχι, η αλήθεια ήταν πως το σφίξιµο οφειλόταν στο γεγονός ότι θα ξαναέβλεπε το θείο Δάκη και τις συνεργάτιδές του. Κι όµως, στο γραφείο του θείου όλα ήταν φυσιολογικά. Την υποδέχθηκαν όλοι µε ενθουσιασµό, βέβαια, αλλά αυτό δεν ήταν ούτε κακό ούτε επιλήψιµο! Της φέρθηκαν µε στοργή, αγάπη και συµπάθεια, αλλά εντελώς συνηθισµένα. Κανένα σεξουαλικό υπονοούµενο δεν πετάχτηκε, καµία συνένοχη µατιά δεν ανταλλάχτηκε – όλα ήταν απολύτως φυσιολογικά. Την οδήγησαν σ’ ένα δωµάτιο – διαφορετικό από... εκείνης της νύχτας. Εκεί υπήρχαν τα ρούχα και τα παπούτσια που θα φορούσε για την περίσταση. Μάλιστα, αποχώρησαν διακριτικά για να την αφήσουν να ντυθεί µόνη της, µε την ησυχία της. Μάλιστα, της συνέστησαν να µη βαφτεί. Αφενός, ο Άρης προτιµούσε γυναίκες που δε βάφονται, κι αφετέρου, η οµορφιά της ήταν τόσο εκτυφλωτική, που δεν της χρειαζόταν κανένα απολύτως µακιγιάζ. Έτσι της είχαν πει τα κορίτσια – κι εκείνη τις άκουσε µε προσοχή. Κάτι παραπάνω ήξεραν αυτές – το ίδιο κι ο καθρέφτης.
Τελικά, µάλλον είχε κάνει λάθος για... εκείνη τη νύχτα. Οι εκτιµήσεις της ήταν εντελώς εσφαλµένες – ποιος ξέρει, ίσως έφταιγε η µαλακία που είχε πάρει. Μάλλον δεν είχε γίνει τίποτα. Τσάµπα ο κόπος που της είχε φύγει το χέρι να κάθεται και να τα γράφει κιόλας. Φαντασιώσεις ήταν όλα, παραισθήσεις, το πολύ. Απ’ την ώρα που µπήκε στην αυτοκινητάρα του θείου Δάκη µε προορισµό την Εκάλη, η Μπέτυ ζούσε σ’ ένα όνειρο – αµ, δεν είχε ανάγκη να παίρνει άσπρες µαλακίες για να βρίσκεται στον έβδοµο ουρανό! Γιατί εκεί ακριβώς βρισκόταν. Η ίδια ντυµένη σαν µανεκέν, µε ρούχα διάσηµων σχεδιαστών, κοσµήµατα πολύτιµα και χρυσά κοµψότατα πέδιλα, να βρίσκεται µέσα σε µια πανάκριβη Μερσεντές, τελευταίο µοντέλο µ’ όλα τα κοµφόρ, συνοδευοµένη από έναν πλούσιο κούκλο –έστω και θείο της–, να πηγαίνουν στην Εκάλη σε µια βίλα να γλεντήσουν παρέα µε το Ίνδαλµα των ινδαλµάτων! Αυτή ήταν ζωή, Θεούλη µου, όχι το µεροδούλι µεροφάι µε τις ανύπαρκτες προοπτικές εξέλιξης... Κι αν όλ’ αυτά ήταν σαν όνειρο, εκεί όπου η Μπέτυ στην κυριολεξία εξακοντίστηκε στις υπέρτατες σφαίρες της ευδαιµονίας ήταν όταν, µετά από µια διαδροµή που της φάνηκε να κράτησε έναν αιώνα, έφτασαν επιτέλους στο σπίτι του Άρη. Καλά, τα µάτια της είχαν γουρλώσει από θαυµασµό ήδη απ’ τη στιγµή που αντίκρισε το επιβλητικό οίκηµα απέξω. Όταν όµως άνοιξε η βαριά τηλεχειριζόµενη πόρτα κι ο θείος Δάκης οδήγησε τη Μερσεντές του προς το γκαράζ, περνώντας ανάµεσα από περίτεχνους κήπους και σιντριβάνια και πισίνες και πράµατα και θάµατα, ε, τότε της έπεσε κυριολεκτικά το σαγόνι, τόσο εµφανώς, που το πρόσεξε κι ο θείος Δάκης και ξέσπασε σε γέλια. Την πόρτα την άνοιξε ένας νέος και πολύ όµορφος άντρας. Την καλωσόρισε εγκάρδια και της συστήθηκε ως Άνθιµος. Μετά χαιρέτησε το θείο Δάκη, µάλιστα αντάλλαξαν ένα πεταχτό φιλί στο στόµα. Η Μπέτυ µόλις που το πρόσεξε µε την άκρη του µατιού της, ωστόσο της έφυγε πάσα διάθεση να το σχολιάσει –εντός ή εκτός της– διότι εκείνη ακριβώς την ώρα πίσω απ’ τον Άνθιµο έκανε την εµφάνισή του ο θεός Άρης. Εννοείται ότι τη στιγµή που τον είδε να έρχεται και να την καλωσορίζει χαµογελαστός δεν επρόκειτο να την ξεχνούσε ποτέ όσο ζούσε. Δεν υπήρχε περίπτωση. Αυτά είναι θαύµατα που µια φορά συµβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου – κι αυτό αν είναι αρκετά τυχερός και δεν ξυπνήσει ξαφνικά, να διαπιστώσει ότι όλ’ αυτά τα θαυµαστά δεν ήταν τίποτ’ άλλο από ευσεβείς πόθοι που κλείστηκαν µέσα σ’ ένα νυχτερινό όνειρο. Εκείνη πάντως, όσο κι αν νόµιζε ότι ονειρεύεται, ήταν ξύπνια – κι όσο για τα θαύµατα, άρχισαν το ένα να διαδέχεται τ’ άλλο. Ο Άρης, κρατώντας την απ’ το χέρι, την οδήγησε σε µια τεράστια τραπεζαρία όπου ήταν στηµένο ένα τραπέζι µ’ όλα τα αγαθά του Αβραάµ και του Ισαάκ – κρασιά, πιοτά, φαγιά, λιχουδιές περίτεχνες, πολλές απ’ τις οποίες της ήταν άγνωστες. Γύρω απ’ το τραπέζι κάθονταν καµιά δεκαριά νοµαταίοι, τους οποίους η Μπέτυ ήξερε όλους απ’ την τηλεόραση! Και γαµώ τις συντροφιές – πλούσιοι και διάσηµοι, όχι µπατίρηδες κι ελεεινοί µε σκασµένες φτέρνες και ροζιασµένα χέρια! Όλοι τους την υποδέχτηκαν µ’ ενθουσιασµό. Έκαναν σαν να την ήξεραν κι από χτες, µάλιστα, λες και περίµεναν την άφιξή της! Και ξεκίνησε ένα φαγοπότι άνευ προηγουµένου µ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους – ανάµεσα στους οποίους κι ο θείος Δάκης. Έπιναν στην υγειά της και στην υγειά του οικοδεσπότη, που «µάλλον βρήκε τη γυναίκα της ζωής του» –έτσι έλεγαν οι συνδαιτυµόνες–, ενώ ο Άρης καθόταν δίπλα της και κοιτούσε µόνο αυτήν, µην έχοντας µάτια για τίποτα και για κανέναν άλλο. Η Μπέτυ είχε αρχίσει να φοβάται ότι όντως ονειρευόταν κι ότι από στιγµή σε στιγµή θ’
ακουγόταν η αγριοφωνάρα της Δάφνης που θα την έβγαζε απ’ αυτό τον υπέροχο κόσµο του θεσπέσιου ονείρου της και θα την επανέφερε στη θλιβερή πραγµατικότητα. Όµως το χέρι του Άρη, που κρατούσε σφιχτά το δικό της, ήταν τόσο απαλό, τόσο ζεστό και ζωντανό, που δεν της άφηνε περιθώρια για τέτοιους φόβους. Και η ώρα περνούσε, η Μπέτυ δε φορούσε ρολόι για να το κοιτάξει, αλλά κι αν φορούσε, καθόλου δε θα την ένοιαζε. Απόψε ο χρόνος δεν είχε καµιά σηµασία. Βέβαια, είχε αρχίσει να θέλει να θέσει στον Άρη τα διάφορα ζητήµατα που την απασχολούσαν, ωστόσο, πολύ σοφά, προτίµησε ν’ αφήσει τις πρωτοβουλίες σ’ αυτόν. Αυτός θα έδινε τον τόνο – και ίδωµεν προς τα πού θα όδευαν τα πράγµατα. Πραγµατικά, το φαΐ τέλειωσε κι οι καλεσµένοι µεταφέρθηκαν σ’ ένα εξίσου τεράστιο σαλόνι για να καπνίσουν πούρα και να πιουν µπράντι. Τότε, πάνω στη στιγµή που είχε ανάψει µια ευχάριστη συζήτηση και κανείς δεν πρόσεχε τους δυο ερωτευµένους –πώς της ήρθε πάλι αυτό και το σκέφτηκε, ένας Θεός ήξερε, αλλά γαµώτο, µε τέτοιο τρόπο κοιτάζει µια γυναίκα µόνο ένας ερωτευµένος άντρας, η Μπέτυ είχε δει άπειρες ταινίες και το ήξερε καλά αυτό– την πήρε απ’ το χέρι και βγήκαν απ’ το σαλόνι. Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν µια σκάλα. Η Μπέτυ µονοµιάς κατάλαβε τι σήµαινε αυτό – προφανώς την οδηγούσε στα ιδιαίτερα διαµερίσµατά του. Βέβαια, όπου κι αν την πήγαινε, η ουσία ήταν ότι δεν επρόκειτο να παίξουν τις κουµπάρες, ούτε το γιατρό – αυτό το ήξερε κι ήταν προετοιµασµένη για όλα. Ο Άρης ήταν µεγάλος και πολύ ώριµος για να παίζει τέτοια παιχνιδάκια. Απ’ την άλλη, όµως, κι εκείνη, στα δεκαπέντε χρόνια της, ήταν ήδη µια τέλεια γυναίκα, καλοσχηµατισµένη και µε θεσπέσιο σώµα, το οποίο είχε κι αυτό τις ανάγκες του. Κι αυτό τον άντρα τον ήθελε πάρα πολύ. Δεν ήταν µόνο το γεγονός ότι ήταν ο πλέον κατάλληλος για να τη βοηθήσει στην καριέρα που επιθυµούσε να χτίσει, ήταν... ήταν κι ο άντρας µε τον οποίο ήταν ερωτευµένη από µωρό κι ήθελε όσο τίποτα στον κόσµο να πάει µαζί του. Άσε και τ’ άλλο, όλες οι υπόλοιπες γυναίκες της Ελλάδας θα έσκαγαν απ’ τη ζήλια τους αν µάθαιναν τη δική της τύχη και θα έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να βρίσκονται στη θέση της. Οπότε... Αυτό που έγινε µέσα στο δωµάτιο του Άρη, αυτό ναι, ήταν όνειρο µ’ όλη τη σηµασία της λέξεως. Ναι, αυτός ήταν άντρας. Αυτός, που ήξερε λες από γεννησιµιού του τι µπορεί να κάνει ένας άντρας µε τα χέρια του, το στόµα του, τη γλώσσα του, µ’ αυτό που έχει ανάµεσα στα πόδια του, αλλά και µ’ όλα τ’ άλλα, ακόµα και τα πιο απίθανα στο να φανταστεί κανείς τη χρησιµότητά τους σηµεία του σώµατός του. Αλλά κι αυτή, παρά το νεαρό της ηλικίας της, δεν είχε καµία αναστολή. Του δόθηκε µε τέτοιο τρόπο όπως µόνο µια αληθινή γυναίκα ξέρει να δίνεται – έγινε ζυµάρι στα χέρια του, πρόθυµη να δοκιµάσει τα πάντα, αλλά ταυτόχρονα πειραµατίστηκε πάνω του κι η ίδια, για να δει, να γνωρίσει, να µάθει και να καταλάβει µέχρι πού έφταναν οι δυνατότητες του ανθρώπινου σώµατος ως προς την ευχαρίστηση. Τη βοήθησε, βέβαια, κι εκείνος πάρα πολύ. Mα πώς είναι δυνατόν να µην προσφέρεις απλόχερα τον εαυτό σου σ’ έναν άντρα που σου ψιθυρίζει στ’ αφτί λέξεις όπως «γυναίκα µου», «γυναίκα της ζωής µου», «µοναδική µου» και πάει λέγοντας; Σε γενικές γραµµές, έγινε χαµός. Άφησε τον Άρη να πάρει από παντού – και συνειδητοποίησε γι’ άλλη µια φορά ότι δεν ήταν παρθένα. Τώρα, απ’ το ταµπόν που είχε χρησιµοποιήσει κάποτε επί τούτου ήταν, από... εκείνη τη νύχτα στο γραφείο του θείου Δάκη ήταν, καµία σηµασία δεν είχε πια. Μικρό το κακό. Ούτως ή άλλως, στην ουσία παρθένα ήταν.
Σ’ όλη της τη ζωή περίµενε αυτόν – και κανέναν άλλο. Τελικά, µάλλον ήταν πολύ πιο ροµαντική απ’ όσο πίστευε η ίδια για τον εαυτό της. Α, κι ένα εξτρά ενθαρρυντικό ήταν ότι ο Άρης δεν την έβαλε να ρουφήξει καµιά άγνωστη άσπρη µαλακία απ’ τη µύτη. Ό,τι έγινε, δηλαδή, έγινε µε κοινή συναίνεση και εν πλήρη συνειδήσει των πραττοµένων. Θρίαµβος. Όλ’ αυτά σκεφτόταν η Μπέτυ Ματζιούρη ξαπλωµένη γυµνή στο κρεβάτι του εραστή του ονείρου. Εκείνος είχε σηκωθεί απ’ την κλίνη των οργίων λέγοντάς της ότι πήγαινε να φέρει «κάτι δροσιστικό» να πιουν. Κι εκείνη εκµεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία της ολιγόλεπτης απουσίας του και σκέφτηκε όλ’ αυτά – τα τωρινά, τα σηµερινά και τα των τελευταίων ηµερών. Τελικά, ο µακαρίτης ο Γιαπισίκογλου ήταν πολύ βλάκας – άκου εκεί, να του περάσει απ’ το µυαλό η παρανοϊκή ιδέα ότι την Αναστασία Μόραλη τη σκότωσε ο Άρης Παγκράτης! Τρελός για δέσιµο, παιδί µου! Παραδόξως, η σκέψη αυτή έφερε στο µυαλό της έναν άσχετο συνειρµό. O Άρης είχε αφήσει το ρολόι του πάνω στο κοµοδίνο. Η Μπέτυ κοίταξε την ώρα και διαπίστωσε ότι είχε περάσει αρκετά. Κόντευε δέκα. Οι γέροι της ενδεχοµένως να είχαν αρχίσει ν’ ανησυχούν. Τέλος πάντων, ευτυχώς που δεν ήταν και µεσάνυχτα – αλλά, φυσικά, και να ήταν, καρφί δε θα της καιγόταν. Αρκεί να είχε προλάβει να κάνει µε τον Άρη τη συζήτηση που είχε σκοπό να κάνει. Σαν να ένιωσε κάπως περίεργα, µια αόριστη ενόχληση στα σωθικά, κάτι σαν αµφιβολία ότι στην πραγµατικότητα δεν ήταν τόσο έτοιµη για όλα, αλλά την έδιωξε βιαστικά – πάντα έτσι γινόταν όταν περνούσε απ’ το µυαλό της ο Γιαπισίκογλου, ζωντανός ή πεθαµένος. Αµέσως µετά της έµπαιναν ιδέες µιας επικείµενης καταστροφής, που, φυσικά, ήταν εντελώς αβάσιµες κι ανυπόστατες και τις προκαλούσε αυτός, µε τις µαγγανείες του. Ε, άι! Εκείνη τη στιγµή έκανε την επανεµφάνισή της η επιβλητική φιγούρα του Άρη. Μπήκε στο δωµάτιο χαµογελαστός, κρατώντας δυο ποτήρια µ’ ένα λαµπερό κόκκινο υγρό στα χέρια του. Ήταν γυµνός. Ολόγυµνος. Η Μπέτυ παραξενεύτηκε. «Τι είν’ αυτά;» ρώτησε µε περιέργεια, δείχνοντας τα ποτήρια. «Δυο κοκτέιλ που ετοίµασε ο Άνθιµος, τα δροσιστικά που λέγαµε. Κατέβηκα και τα πήρα. Νοµίζω πως µας χρειάζεται να δροσιστούµε λιγάκι. Δε συµφωνείς, µικρή µου;» είπε χαµογελώντας πατρικά. Περίεργο χαµόγελο, αν µη τι άλλο. Έτσι της χαµογελούσε ο πατέρας της. Μπα... Όµως, το ζήτηµα ήταν άλλο. «Μα έτσι πήγες, γυµνός;» ρώτησε έκπληκτη. Ήταν σειρά του Άρη να την κοιτάξει έκπληκτος. «Γιατί; Ποιο είναι το πρόβληµα;» «Μα δεν ντράπηκες που σε είδε ολόγυµνο ο... τι είν’ αυτός ο Άνθιµος;» µουρµούρισε η Μπέτυ. «Γραµµατέας», απάντησε ο Άρης. «Είναι ο πιο πιστός µου συνεργάτης. Όχι, δεν ντράπηκα που µε είδε ολόγυµνο ο...» συνέχισε, χρησιµοποιώντας ακριβώς τις ίδιες λέξεις που είχε χρησιµοποιήσει η Μπέτυ στην ερώτησή της. «Καθόλου δεν πειράζει. Άλλωστε ο Άνθιµος έχει κάνει πολλά περισσότερα απ’ το να µε δει απλώς γυµνό», ολοκλήρωσε γελώντας δυνατά. Κάτι δεν της άρεσε σ’ αυτό το γέλιο. Ο ήρωας των Έρηµων Δρόµων ποτέ δεν είχε γελάσει µ’ αυτό το γελοίο τρόπο. Κι εκτός αυτού, ήταν και τ’ άλλο. Ο Άρης ακούµπισε τα ποτήρια σ’ ένα τραπεζάκι κι έπιασε το... το αυτό του. Τύλιξε το χέρι του γύρω απ’ το αυτό κι άρχισε να το παίζει, περνώντας ταυτόχρονα τη γλώσσα του πάνω απ’ τα χείλη του. Και κοιτάζοντάς την κατάµατα.
Προφανώς αυτή ήταν η αναπαράσταση του τι άλλα πολλά περισσότερα έκανε ο Άνθιµος απ’ το να βλέπει τον Άρη γυµνό. Η Μπέτυ στραβοµουτσούνιασε. Δεν είχε γεννηθεί χτες, ήξερε ότι καµιά φορά οι άντρες δεν πήγαιναν µόνο µε γυναίκες, πήγαιναν και µεταξύ τους. Τρανταχτό παράδειγµα είχε συναντήσει και στο σχολείο της: ο λυκειάρχης είχε κάνει τσακωτούς δυο παιδιά της τρίτης µέσα στον καµπινέ. Ο ένας ήταν γονατιστός και ρουφούσε µε µανία το αυτό του όρθιου – και φαινόταν να το απολαµβάνουν κι οι δυο εξίσου. Φυσικά, ο λυκειάρχης τούς απέβαλε και τους δυο και µετά γίνανε και ρεζίλι των σκυλιών κι αλλάξανε και σχολείο. Aλλά η Μπέτυ δεν είχε δώσει και τόση σηµασία. Άλλωστε, ούτε πατεράδες της ήταν οι µόρτες ούτε αδέρφια της ούτε καν γκόµενοί της. Όµως εδώ τα πράγµατα ήταν αλλιώς. Καθόλου δεν της άρεσε να φαντάζεται ότι ο αγαπηµένος της πήγαινε και µε άντρες. Βέβαια, ήταν η τελευταία που θα µπορούσε να παραδώσει µαθήµατα περί ηθικής, εφόσον λίγο πριν, πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι, είχε κάνει τέρατα και σηµεία – όµως δεν ήταν το ίδιο! Ο Άρης την παρότρυνε, λέγοντάς της ότι ήταν η γυναίκα της ζωής του, αυτή που χρόνια έψαχνε, αυτή που µια ζωή περίµενε να γνωρίσει! Και, διάολε, φαινόταν να το πιστεύει αυτό όταν της το έλεγε! Για φαντάσου λοιπόν να χρειαζόταν να µοιραστεί τον άντρα των ονείρων της όχι µόνο µε τις χιλιάδες θαυµάστριές του αλλά... και µε τον Άνθιµο! Η ευτυχία της θάµπωσε κάπως, σαν τζάµι που χνοτίστηκε από µια ανάσα. Τίποτα. Έπρεπε να φερθεί έξυπνα. Αν ήταν τόσο καλή µαζί του ώστε να του γίνει απαραίτητη, τότε εκείνος θα έκανε πράξη τα λόγια που της έλεγε την ώρα του κοκού, και, σαν «µοναδική γυναίκα της ζωής του», όπως την αποκαλούσε, θα την παντρευόταν κιόλας! Κι όλα αυτά εδώ τα µεγαλεία θα γίνονταν και δικά της. Έπρεπε να τον πάρει µε το µαλακό. «Έλα κοντά µου», του είπε απαλά. Ο Άρης πήδηξε στο κρεβάτι µε µια χορευτική φιγούρα. Η Μπέτυ νόµιζε πως θα τη φιλούσε – αλλά έκανε λάθος. «Λοιπόν, µικρή µου, σκέφτηκα να βάλουµε λίγη µουσική. Θέλεις να σου βάλω ν’ ακούσεις ένα ωραίο τραγουδάκι;» είπε ο Άρης χαρούµενα, µ’ ενθουσιασµό µικρού παιδιού. Κάτι είχε αρχίσει να της ανάβει τα καντήλια – µόνο που δεν ήξερε τι ακριβώς. Την εκνεύριζε που ο Άρης την αποκαλούσε συνεχώς «µικρή µου». Βέβαια, όντως ήταν µικρή, µικρότερή του γύρω στα τριάντα χρόνια, αλλά να, ήταν ο τρόπος που την αποκαλούσε έτσι. Της θύµιζε αόριστα δάσκαλο, µε τρόπο που, αντί να της αρέσει και ν’ αδράξει την ευκαιρία να το παίξει όντως µικρή κι απροστάτευτη, που ήταν κιόλας, τη νευρίαζε. Κάτι πάνω στον τρόπο του Άρη την ώρα που την αποκαλούσε «µικρή µου» την έκανε να αισθάνεται όχι απλώς µικρή, αλλά ασήµαντη σαν κουνούπι. Κι αντί για φιλιά κι αγκαλιές, θα της έβαζε τραγούδια. Γενικώς, έδινε την αίσθηση ανθρώπου που η παρουσία της δίπλα του έπαψε ξαφνικά να τον ενδιαφέρει. Σαν να είχε χαθεί στον κόσµο του. Τέλος πάντων – άντε να δούµε. «Βάλε», του είπε µονολεκτικά, µη βρίσκοντας τίποτ’ άλλο να πει. Ο Άρης πήρε ένα τηλεχειριστήριο στα χέρια του και πάτησε ένα κουµπί. Και σε λίγο ο χώρος πληµµύρισε µπουζούκια. Ήταν ένα παλιό τραγούδι του Νταλάρα. Mολονότι η Μπέτυ δεν άκουγε ποτέ της τέτοια τραγούδια, αυτό έτυχε να το γνωρίζει διότι ήταν ένα απ’ αυτά που συνήθιζε να τραγουδάει ο
πατέρας της, ο οποίος αρνούνταν πεισµατικά ν’ ακούσει καθετί καινούριο, χαρακτηρίζοντας την πρόοδο και την εξέλιξη της µουσικής ως «πούστικη τέχνη» κι ήταν κολληµένος στις παλιατζούρες και τις αρχαιολογίες σαν αυτήν εδώ. «Σαν σύννεφο απ’ τον καιρό,/µονάχος µες στον ουρανό, πήρα παιδί τους δρόµους...» Φαίνεται ότι ο Άρης τρελαινόταν γι’ αυτό το τραγούδι, διότι µε το που άρχισαν ν’ ακούγονται στίχοι άρχισε κι αυτός να ξελαρυγγιάζεται µαζί µε τον Νταλάρα, τίγκα στην πώρωση. «...περπάτησα όλη τη γη/µ’ ένα τραγούδι στη µατιά/και τη βροχή στους ώµους...» Ποπό φρίκη – ωστόσο ο Άρης τραγουδούσε µε µάτια κλειστά. «Θα ’ρθω ξανά απ’ τα παλιά/σαν το πουλί, σαν το νοτιά, την πόρτα να χτυπήσω...» Μα καλά, δεν µπορούσε επιτέλους να τελειώσει αυτό το πράµα; «Θα ’ναι µια άνοιξη πικρή/κι όλα θα µείνουνε στη γη/κι απ’ την αρχή θ’ αρχίσω...» Το ξίνισµα της µούρης της µάλλον πρέπει να ήταν υπερβολικά εµφανές, γιατί στραβοµουτσούνιασε κι ο Άρης όταν την είδε. «Τι, δε σ’ αρέσει O Μέτοικος;» ρώτησε κατάπληκτος. Σιγά τη µαλακία! Κι όµως, αυτουνού φαινόταν να του άρεσε τροµερά – τόσο πολύ, ώστε αν η Μπέτυ του έλεγε ένα «όχι» βεληνεκούς 28ης Οκτωβρίου, όπως διακαώς επιθυµούσε να του πει, αυτός ήταν ικανός ν’ ανοίξει την µπαλκονόπορτα και να φουντάρει στο κενό! Το τελευταίο πράγµα που θα της περνούσε ποτέ απ’ το µυαλό ήταν ότι εκείνη τη στιγµή ο Άρης Παγκράτης τη δοκίµαζε. «Συγγνώµη, αλλά οι στίχοι µου φαίνονται λίγο περίεργοι», τόλµησε τελικά να πει. «Βανδή δεν έχεις καθόλου;» Ο Άρης την κοίταξε σιωπηλός για πέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα. «Βανδή», είπε µετά, τόσο σιγανά σαν να µονολογούσε. «Βανδή. Βανδή». Η όλη υπόθεση άρχισε να παίρνει µια τροπή που η Μπέτυ δεν την είχε προβλέψει – και, φυσικά, δεν της άρεσε καθόλου. Συνειδητοποίησε ότι αυτό τον άνθρωπο που είχε µπροστά της δεν τον ήξερε καθόλου επί της ουσίας· δεν ήταν µόνο ότι δεν είχε καµία σχέση µε τους ερωτεύσιµους ρόλους που τόσο επιτυχηµένα υποδυόταν, ήταν κυρίως και το ότι, µολονότι λίγο πριν είχε µοιραστεί µαζί του στιγµές απόλυτης οικειότητας, τώρα τον ένιωθε σαν ξένο. Εντελώς άγνωστο. Σιγά σιγά άρχιζε ν’ αντιλαµβάνεται ότι ο Άρης Παγκράτης ήταν κι αυτός ένας κοινός θνητός. Άνθρωπος, όχι θεός. Το λιγάκι ανησυχητικό ήταν ότι φερόταν κάπως παράξενα. Σαν να µάντεψε τη σκέψη της, ο Άρης Παγκράτης ξέχασε τη Βανδή αφήνοντάς την ασχολίαστη κι άλλαξε εντελώς θέµα. Πήδηξε απ’ το κρεβάτι, πήρε το ποτήρι µε το κοκτέιλ του στο χέρι κι άρχισε να το πίνει µε θόρυβο – το γκλουκ γκλουκ που παρήγαγε το λαρύγγι του ήταν εντελώς άκοµψο, µα την αλήθεια, και δε θα το περίµενε κανείς από ένα µεγάλο πρωταγωνιστή. «Λοιπόν, µικρή µου; Ήθελες να µε γνωρίσεις, ε;» είπε όταν άδειασε το ποτήρι µονορούφι. Έτσι όπως τον είδε να στέκεται ολόρθος και γυµνός πάνω απ’ το κεφάλι της, εντελώς επιβλητικός, ρίχνοντας το βαρύ ίσκιο του πάνω της, η Μπέτυ συνειδητοποίησε τη γύµνια της κι αισθάνθηκε κάπως – αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει να το καταλάβει. Έτσι, δήθεν αδιάφορα, τράβηξε πάνω της ένα σεντόνι και σκεπάστηκε. «Ναι, πολύ», απάντησε. «Υπάρχει καµιά γυναίκα που να µη θέλει να γνωρίσει εσένα;» Το κοµπλιµέντο µάλλον τον άφησε εντελώς αδιάφορο, γιατί συνέχισε να την κοιτάει διαπεραστικά, παραµένοντας εντελώς ανέκφραστος. Μάλιστα, δίχως να τη ρωτήσει, όπως επέβαλλαν οι στοιχειώδεις κανόνες της ευγένειας, πήρε και το δικό της ποτήρι µε το κοκτέιλ
και το κατέβασε κι αυτό. «Γιατί;» ρώτησε κατόπιν. Η Μπέτυ άρχισε να µπερδεύεται – αλλά πάλι ίσως όλ’ αυτά να ήταν απλώς ένα παιχνίδι, ιδιοτροπίες καλλιτεχνών. «Τι γιατί;» «Γιατί ήθελες να µε γνωρίσεις;» διευκρίνισε ο Άρης. «Γιατί... είσαι ο καλύτερος ηθοποιός του κόσµου, γιατί είσαι ωραίος και γιατί όλες οι γυναίκες είναι ερωτευµένες µαζί σου. Α, και γιατί πιστεύω ότι, αφού ξέρεις και το θείο µου, µπορείς να µε βοηθήσεις στην καριέρα µου». «Ποια καριέρα σου;» «Αυτή που θέλω να φτιάξω. Νοµίζω πως έχω τα προσόντα να γίνω µοντέλο. Κι ηθοποιός. Ίσως και τραγουδίστρια. Τι φαντάστηκες, πως θέλω να περάσω όλη µου τη ζωή δουλεύοντας σε καµιά φάµπρικα σαν χαµάλισσα ή καθαρίζοντας σκάλες όπως η µάνα µου;» είπε η Μπέτυ ορµητικά. «Εσύ µπορείς να µε βοηθήσεις. Έχεις γνωριµίες, κύρος! Όποια βρεθεί δίπλα σου, την επόµενη ώρα γίνεται διάσηµη. Κι εγώ θέλω να γίνω διάσηµη. Καλύτερες από µένα είν’ αυτές που βλέπω στην τηλεόραση;» Ο Άρης Παγκράτης χαµογέλασε επιτέλους – ευτυχώς, γιατί είχε να χαµογελάσει αρκετή ώρα κι η Μπέτυ είχε αρχίσει να νιώθει άσχηµα. «Α, ώστε αυτό είναι το ψητό! Χέζουµε το βαρετό σχολείο και παίρνουµε το δρόµο της δόξας!» µονολόγησε κοιτάζοντας το άδειο ποτήρι που κρατούσε. Μετά κοίταξε κι εκείνη. «Αλήθεια, µε συγχωρείς, πώς είπαµε ότι σε λένε;» Η Μπέτυ έκανε µια γκριµάτσα δυσφορίας. Μα τι διάολο, όταν την πηδούσε είπε το όνοµά της πάνω από πενήντα φορές, τι έγινε τώρα ξαφνικά, το ξέχασε; Τέλος πάντων. «Μπέτυ». «Τι είν’ αυτό πάλι; Από πού βγαίνει;» «Απ’ το Βενετία. Μη µου το θυµίζεις, σε παρακαλώ. Μου φέρνει στο µυαλό χνούδια», είπε η Μπέτυ αηδιάζοντας. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, όντως έχεις χνούδια στο µυαλό, Βενετία µου!» γέλασε ο Άρης Παγκράτης. «Είναι δυνατόν να µη σ’ αρέσει το υπέροχο όνοµά σου; Ξέρεις τι εστί Βενετία, Βενετία µου; Κανάλια, γόνδολες, πλατεία Αγίου Μάρκου, παλαιοπωλεία και τόσα άλλα! Μη σε ξανακούσω να συστήνεσαι ως Μπέτυ!» Άλλο και τούτο πάλι! Τι γινόταν εδώ, ήρθε αυτός να της αλλάξει την κοσµοθεωρία της; Μα υπήρχε έστω κι ένα µοντέλο πάνω σ’ αυτό τον κόσµο που να έκανε καριέρα µε το όνοµα Βενετία; Μα το Θεό, ήταν έτοιµη να διαµαρτυρηθεί εντόνως, αλλά την τελευταία στιγµή το µετάνιωσε. Η τελευταία φράση του Άρη την έκανε να το µετανιώσει. Το ότι δεν ήθελε να «την ξανακούσει» να συστήνεται ως Μπέτυ σήµαινε ότι θα κυκλοφορούσε µαζί της και θα είχε τη δυνατότητα να την ακούει! Πάλι καλά. «Αλήθεια, Βενετία, πόσων χρόνων είπαµε ότι είσαι;» συνέχισε ο Άρης. «Δεκαπέντε». «Μµµ!» µούγκρισε το Ίνδαλµα. «Δεκαπέντε. Τόσο ήταν κι η Αναστασία Μόραλη. Η µακαρίτισσα Αναστασία». Το άκουσµα του ονόµατος «Αναστασία Μόραλη» έφτασε στ’ αφτιά της σαν κανονιά. Τα µάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Και πού την ξέρεις εσύ αυτήν;» ρώτησε, προσπαθώντας να µην τραυλίσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή συνειδητοποίησε ότι µέσα στο σπίτι επικρατούσε βαθιά ησυχία. Βέβαια, µάλλον υπήρχε ηχοµόνωση ανάµεσα στα πατώµατα, αλλά αυτή η αφύσικη σιωπή ξαφνικά άρχισε να την ταράζει. Θα προτιµούσε χίλιες φορές ν’ ακούγονταν γέλια και φωνές – έτσι δε θα ένιωθε τόση µοναξιά. Κι όµως, δεν ήταν µόνη –γιατί εντελώς ξαφνικά ήρθε κι υλοποιήθηκε µέσα στο µυαλό της ο
Νικόλας Γιαπισίκογλου– κι ήταν τόσο ζωντανή η εικόνα του, που θαρρείς και πληµµύριζε ολόκληρο το δωµάτιο. Ο Νικόλας. Το κυλικείο του νεκροταφείου. Η παραίσθηση. «...Ξέρω ποιος σκότωσε την Αναστασία... Ήταν ο...» Όχι. Ο Άρης ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, για δεύτερη φορά µέσα στα τελευταία πέντε λεπτά. «Τι φαντάστηκες, Βενετία; Ότι εγώ ζω έξω απ’ τον κόσµο; Βούιξε ο τόπος! Οι εφηµερίδες και τα κανάλια ασχολήθηκαν πολύ µε το θέµα του θανάτου της Αναστασίας». Σταµάτησε απότοµα και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της, όρθιος όπως ήταν. «Και του φίλου της του Νικόλα», ολοκλήρωσε. Η Μπέτυ προσπάθησε να χαµογελάσει, όµως δεν της βγήκε, µ’ αποτέλεσµα να κάνει µια αξιοθρήνητη γκριµάτσα. Καλύτερα – απ’ το να µιλήσει, χίλιες φορές καλύτερα. Μα πού στην ευχή ήταν ο θείος Δάκης; Γιατί δεν την αναζητούσε; Και στο σπίτι της τώρα µάλλον θα γινόταν γλέντι – η γειτονιά θα είχε µαζευτεί εκεί... Ίσως µάλιστα ο κυρ Σωτήρης ν’ άρχιζε τα γνωστά του ανέκδοτα... Μπορεί να είχε σκασµένες φτέρνες και ροζιασµένα χέρια, αλλά ήξερε να λέει πολύ ωραία ανέκδοτα... «Τα ήξερες αυτά τα δυο παιδιά, Βενετία;» ακούστηκε πιο βαριά η φωνή του Άρη Παγκράτη. «Ήµασταν συµµαθητές», ψιθύρισε η Μπέτυ, προσπαθώντας να πνίξει τη φωνούλα που άρχισε µέσα της να τραγουδάει σιγανά πόσο πιο ωραία θα ήταν αν βρισκόταν τώρα στο σπίτι της κι άκουγε τα ωραία ανέκδοτα του κυρ Σωτήρη µε τις σκασµένες φτέρνες και τα ροζιασµένα χέρια. «Καλά η Αναστασία, ήταν και γυναίκα», συνέχισε ανελέητος ο Άρης. «Τον Νικόλα, όµως; Ποιος µπορεί να ήθελε να του κάνει κακό; Ποιος ήταν αυτός που του έκοψε το κεφάλι µεσάνυχτα σ’ ένα δασάκι;» Το πράγµα άρχισε να παρατραβάει – το κέφι της χάλασε εντελώς. Γαµώ την κοινωνία µου, είχε έρθει εδώ µε πολύ συγκεκριµένους σκοπούς! Να γνωριστεί µε τον Άρη Παγκράτη που υποτίθεται ότι την περίµενε µετά βαΐων και κλάδων, να πηδηχτεί µαζί του –καλά, αυτό ήταν ένα όνειρο που το είχε ούτως ή άλλως– και να του θέσει επί τάπητος τα θέµατά της, ώστε να µπορέσει εκείνος να τη βοηθήσει να πραγµατοποιήσει τα όνειρά της εξηγώντας της τους τρόπους! Κι αντί γι’ αυτά, βρισκόταν τώρα στη δυσάρεστη θέση ν’ ακούει φρικτές λεπτοµέρειες για πεθαµένους, µ’ έναν Άρη Παγκράτη να στέκει πάνω απ’ το κεφάλι της πότε βλοσυρός και πότε γελώντας σε άσχετες χρονικές στιγµές χωρίς να υπάρχει λόγος και να της κάνει ανάκριση για τους µακαρίτες µ’ ένα εντελώς ανεξιχνίαστο ύφος! Και για την ταµπακέρα, για το πώς δηλαδή θα της άνοιγε τον δρόµο προς τη δόξα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. «Και πού θες να ξέρω εγώ ποιος σκότωσε τον Νικόλα;» είπε οργισµένη. «Πάντως, ο Νικόλας ήταν περίεργος. Ασχολιόταν µε τον αποκρυφισµό. Είχε... ειδικές ικανότητες. Εγώ, βέβαια, δεν πιστεύω σ’ αυτές τις µαλακίες, αλλά...» «Μήπως, λέω µήπως, αυτός που σκότωσε τον Νικόλα ήταν το ίδιο πρόσωπο που σκότωσε και την Αναστασία; Για σκέψου! Παιδιά απ’ την ίδια γειτονιά, τόσο σύντοµα...» τη διέκοψε ο Άρης Παγκράτης, µιλώντας ανησυχητικά µαλακά. Η Μπέτυ βρέθηκε στην ιδιαίτερα δυσάρεστη θέση ν’ αρχίσει να σκέφτεται το ενδεχόµενο ότι µπορεί, λέµε µπορεί, να χρειαζόταν να το σκάσει από κείνη την κρεβατοκάµαρα. Και πώς θα το έσκαγε; Γυµνή; Και πού θα πήγαινε; Μέσα σ’ εκείνο το λαβύρινθο µπορεί να χανόταν.
Εν πάση περιπτώσει, ήταν στα πρόθυρα να πάθει κρίση πανικού. Ο Άρης Παγκράτης το πρόσεξε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Δε µου λες, Βενετία µου; Εσύ ξέρεις τίποτα για το θάνατο της Αναστασίας και του Νικόλα;» ρώτησε χαµογελώντας – µολονότι στην ερώτηση αυτή το χαµόγελο ήταν περιττό, αφού για πεθαµούς µιλάµε τώρα. Η Μπέτυ στράφηκε αργά και τον κοίταξε, γιατί αν δεν το έκανε, ήταν σίγουρη ότι ο Άρης θα τη διέταζε να το κάνει. Ευχήθηκε να µην είχε γαλάζια µάτια, για να µην καθρεφτιζόταν µέσα τους τόσο έντονα η απελπισία που ένιωσε εκείνη ακριβώς τη στιγµή. Δεν είχε πρόβληµα µε την αλήθεια και το ψέµα. Πολλές φορές είχε πει ψέµατα στη ζωή της, αν θεωρούσε ότι έτσι θα εξυπηρετούντο καλύτερα οι σκοποί της. Όµως εδώ τα πράγµατα είχαν µπερδευτεί. Δεν µπορούσε να πει ψέµατα· αν έλεγε ότι δεν ήξερε τίποτα, ψέµατα δηλαδή, ήταν σίγουρη χίλια τα εκατό ότι ο Άρης Παγκράτης θα το καταλάβαινε. Μπροστά του ένιωθε σαν ανυπεράσπιστο µερµήγκι. Απ’ το γερακίσιο βλέµµα του δεν ξέφευγε τίποτα. Πώς θα µπορούσε αυτή να τα βάλει µ’ έναν επίγειο θεό; Ακόµα κι η πονηριά και το έµφυτο ταλέντο στην ψευτιά, δώρα της πρωτόπλαστης Εύας στις γυναίκες, σ’ αυτόν εδώ τον άντρα δε θα λειτουργούσαν ντιπ. Δεν µπορούσε όµως να πει και την αλήθεια· αν έλεγε ότι κάτι ήξερε, θα έπρεπε να του πει τι ήταν αυτό. Αλλά τότε θα έπρεπε να του περιγράψει µε κάθε λεπτοµέρεια την παράξενη εµπειρία που είχε µε τον Νικόλα έξω απ’ το καφενείο του νεκροταφείου. Και να του πει τι ήταν αυτό που της είχε πει ο Νικόλας κι επί τόσες µέρες είχε χάσει τον ύπνο της – και τελικά είχε αποφασίσει να µην πιστέψει λέξη. Κι όµως τώρα, για πρώτη φορά τόσο έντονα, άρχισε να αισθάνεται ότι ίσως είχε κάνει λάθος. Κι ότι αν έλεγε την αλήθεια, ίσως κινδύνευε κι η ίδια. Κινδύνευε σοβαρά. Κόντεψε να λιποθυµήσει στη σκέψη αυτή. Ο Άρης Παγκράτης, φυσικά, το πρόσεξε. «Τι έπαθες, µικρή µου;» ρώτησε µε γνήσιο ενδιαφέρον. Η Μπέτυ δεν άντεξε άλλο αυτή την τόσο ανεπιθύµητη ένταση. Ξέσπασε σε κλάµατα. «Τι είν’ όλ’ αυτά που µου λες; Με τροµάζεις», είπε µέσα σ’ αναφιλητά. Ο Άρης Παγκράτης συγκινήθηκε. «Αχ, το µωρό µου, φοβήθηκε!» είπε στοργικά κι έσπευσε να την πάρει στην αγκαλιά του. «Εµένα φοβάσαι; Κουτό που είσαι! Έλα! Για να σου φτιάξω το κέφι θα σου δείξω τη δισκοθήκη µου!» την παρότρυνε χαρούµενος. Η Μπέτυ, ρουφώντας τη µύτη της κι αφήνοντας µια στάλα ελπίδας να κυλήσει µέσα στο µυαλό της, τον ακολούθησε. Κρατώντας την απ’ το χέρι, γυµνοί κι οι δυο, διέσχισε κάνα δυο δωµάτια και δυο τρεις διαδρόµους και την οδήγησε σ’ ένα χώρο όπου υπήρχαν υπερσύγχρονα συστήµατα ήχου, πικ απ, σι ντι πλέιερ και δε συµµαζεύεται. Ο ένας τοίχος ήταν ολόκληρος καλυµµένος από ράφια – εκεί βρίσκονταν οι δίσκοι του Άρη. Η Μπέτυ τον κοίταξε ερωτηµατικά – εκείνος έγνεψε «ναι». Την άφησε να πάει να τους δει κι εκείνη ανακουφίστηκε. Ίσως έβρισκε και καµιά Βανδή, να της έφτιαχνε λίγο το κέφι. Όµως, συνέβη κάτι φοβερό. Κάτι ανήκουστο. Ο πρώτος δίσκος που πήρε στο χέρι της ήταν ένας γκρίζος δίσκος, που απεικόνιζε τη φάτσα του Νταλάρα σε φωτοσκίαση κι έγραφε πάνω Ο Μέτοικος. Το ίδιο κι ο δεύτερος. Κι ο τρίτος. Κι ο τέταρτος. Κι ο πέµπτος. Κι ο δέκατος. Κι ο εικοστός. Κι ο εβδοµηκοστός ένατος. Σε πλήρη σύγχυση, µην µπορώντας να ελέγξει τις κινήσεις της, τσάκωσε τον εαυτό της να τραβάει δίσκους από διάφορα ράφια, δεξιά κι αριστερά, πάνω και κάτω, γρήγορα, όλο και πιο
γρήγορα. Δεν µπορεί – έβλεπε εφιάλτη. Όλοι οι δίσκοι, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες δίσκοι, ήταν ο εξής ένας: Ο Μέτοικος. Μια γυµνή ν’ ανακατεύει µια δισκοθήκη, µπαζοβγάζοντας δίσκους µε ταχύτητα αστραπής, δίσκους που όλοι είχαν το γενικό τίτλο Ο Μέτοικος. Αυτό ήταν όνειρο – όχι, εφιάλτης. Το κακαριστό γέλιο του Άρη Παγκράτη πίσω της την έκανε να βεβαιωθεί ότι, δυστυχώς, ήταν ξύπνια. Τα µάτια της γούρλωσαν, το στόµα της στέγνωσε. Κόντεψε να παραλύσει. Άρχισε να τρέµει από ένα ανύπαρκτο κρύο. Τώρα, όντως φοβόταν. Ο Άρης άρχισε να την πλησιάζει – εκείνη ενστικτωδώς άρχισε να οπισθοχωρεί. Διάολε, η πόρτα, η διέξοδος ήταν κλειστή! Ωστόσο οι διαθέσεις του οικοδεσπότη δεν έδειχναν άγριες, µάλιστα άρχισε να µιλάει. Βέβαια, απευθυνόταν σ’ εκείνη, αλλά στην ουσία µάλλον µονολογούσε. «Ξέρεις, το δωµάτιο όπου περάσαµε αυτές τις υπέροχες στιγµές ήταν κάποτε το δωµάτιο του µικρού µου αδερφού. Ο καηµένος, να πεθάνει τόσο µικρός, τόσο αθώος... Αλλά τι να γίνει; Έτσι είναι η ζωή! Δεν µπορούσα να τον αφήσω να ζήσει, Βενετία µου, γιατί τότε θ’ αναγκαζόµουν να µοιραστώ την περιουσία µου» –τόνισε ιδιαίτερα αυτό το «µου»– «µ’ έναν ουραγκοτάγκο! Σ’ εκείνο το δωµάτιο τον έπνιξα. Στην κούνια του». Η παράλυση άρχισε απ’ τα χέρια της – τα ένιωθε µουδιασµένα και βαριά. Αν έφτανε και στα πόδια της, τότε ήταν χαµένη. «ΘΕΙΕ ΔΑΚΗ!» ούρλιαξε. Καινούρια κρίση γέλιου χωρίς λόγο κυρίευσε τον οικοδεσπότη. «Δεν υπάρχει λόγος να φωνάζεις το θείο σου, µικρή µου! Η ηχοµόνωση είναι τέτοια, που δε θ’ ακουγόταν τίποτα ακόµα κι αν γινόταν εδώ µέσα έκρηξη βόµβας!» είπε µελιστάλαχτα. «Αφετέρου, βέβαια, ο θείος σου είναι δικός µου άνθρωπος. Τον αγαπώ και µ’ αγαπάει. Έχουµε µια πολύ ιδιαίτερη σχέση, αν µε αντιλαµβάνεσαι», ολοκλήρωσε, πιάνοντας ξανά το αυτό του. Της ερχόταν να κάνει εµετό. Χίλιες φορές θα προτιµούσε να την έπιανε και να την οδηγούσε σ’ ένα δωµάτιο µε την εντολή να πάρει µέρος σε µια παρτούζα µ’ άπλυτους γέρους και γριές, παρά όλ’ αυτά που ζούσε τώρα. Ήταν σαν να έπεφτε µε το κεφάλι απ’ τους πρώην Δίδυµους Πύργους. Νικόλα... Για πρώτη φορά στη ζωή της ούρλιαξε από µέσα της το όνοµα του Νικόλα µε τόση θέρµη κι ανάγκη – ικεσία και παράκληση να ερχόταν κοντά της αυτή ακριβώς τη στιγµή και να την έβγαζε απ’ αυτό τον Πύργο της Βαβέλ. Μπορεί ο Νικόλας να βρισκόταν στον άλλο κόσµο τώρα πια, αλλά ίσως, µε τις µαγγανείες που ήξερε να κάνει, να έβρισκε κάποιο τρόπο να περάσει τη διαχωριστική γραµµή που χώριζε το Εδώ απ’ το Εκεί και να ερχόταν να τη σώσει. Ο πνιγµένος απ’ τα µαλλιά του πιάνεται – ο Νικόλας ήταν εντελώς πεθαµένος και δεν µπορούσε να κάνει τίποτα εκτός απ’ το να υλοποιηθεί για άλλη µια φορά µέσα στο κεφάλι της και να την κοιτάζει θλιµµένος, χωρίς ίχνος ύφους «σ’ τα ’λεγα εγώ». Εν τω µεταξύ ο οικοδεσπότης συνέχισε το µονόλογό του. «Θα ήθελες λοιπόν να γίνεις ηθοποιός, µικρή µου. Ωραία, πολύ ωραία! Και τι νοµίζεις ότι θα κέρδιζες; Δόξα; Φήµη; Λεφτά; Τρίχες! Ο κόσµος είναι άτιµη φάρα, µικρή µου. Ξέρεις πόσες σαν κι εσένα προσπαθούν, µάταια; Να, δες εµένα. Δεν υπάρχει ρεπερτόριο που να µην έχω παίξει. Γενικά, στη ζωή µου τα έχω δει και τα έχω κάνει όλα. Έχω ταξιδέψει, έχω µπει σ’ ελικόπτερο, ιδιωτικό αεροπλάνο, σκάφος, έχω πιει κόκα, έχω καπνίσει, έχω πάει µε χιλιάδες γυναίκες κι άντρες,
ακόµα και µε παιδιά. Δεν υπάρχει τίποτα που να µην έχω κάνει στη ζωή µου. Και λοιπόν; Έφτασα στο σηµείο να βαριέµαι τα πάντα, σκυλοβαριέµαι, αν µε αντιλαµβάνεσαι. Τώρα τελευταία έχει αρχίσει να µ’ αρέσει να σκοτώνω. Eγώ σκότωσα τη φίλη σου την Αναστασία, µε τα ίδια µου τα χέρια! Α, ήταν τόσο υπέροχο! Ο φόνος έχει τη δύναµη να χαρίζει απροσµέτρητη ηδονή, χίλιες φορές περισσότερο κι από ένα καλό γαµήσι, αν µε αντιλαµβάνεσαι! Ξέρεις, όταν παίρνω µια ζωή, παίζω το ρόλο του Θεού – είναι ο µόνος ρόλος που δεν είχα παίξει ποτέ στην καριέρα µου. Αν το βαρεθώ κι αυτό, δεν ξέρω πια τι άλλο θα µου µένει να κάνω...» ολοκλήρωσε περίλυπος κι άκρως συλλογισµένος. «Τι λες κι εσύ για όλ’ αυτά;» ρώτησε µε έµφαση. Μιλούσε στο δεκαπεντάχρονο παιδί λες κι είχε απέναντί του κάποιον ώριµο σοφό που θα του έδινε τη χρυσή συµβουλή της σωτηρίας, αυτή που θα έδινε νόηµα στην ύπαρξή του και συνάµα απάντηση στο υπαρξιακό του δράµα. Στην ουσία έπαιζε ένα παιχνίδι – παιχνίδι του µυαλού. Αν η µικρή έδινε κάποια έξυπνη απάντηση, θα κέρδιζε τη ζωή της µε το σπαθί της. Ήταν στ’ αλήθεια πάρα πολύ όµορφη – θα µπορούσε ενδεχοµένως να τη χρησιµοποιήσει για αναπαραγωγικούς λόγους. Όµως, όπως κατά βάθος περίµενε –ήταν σίγουρος–, η µικρή είπε µια βλακεία. Τον κοίταξε κλαίγοντας, µε µύξες να τρέχουν και να ενώνονται µε σάλια και δάκρυα – ίσως δεν ήταν και τόσο όµορφη τελικά, άρα... «Σε... σε παρα... καλώ... θέ..θέ..λω να π... πάω σ... σπί... µου». Ο Άρης την κοίταξε αποδοκιµαστικά. «Τς τς τς...» έκανε. «Τόσο προβλέψιµη! Τι κάθεσαι, µικρή µου; Φύγε!» Το µυαλό της δε δούλευε καθαρά πλέον – τώρα το λόγο είχαν µόνο τα ένστικτα. Και το ένστικτό της της έλεγε ότι αυτός ο τρελός αποκλείεται να την άφηνε να φύγει έτσι εύκολα – θα χρειαζόταν να δώσει µάχη για τη ζωή της, µια µάχη που φάνταζε άνιση, ωστόσο είχε υποχρέωση να τη δώσει. Ήθελε να ζήσει. Έπρεπε να ζήσει. Γι’ αυτό έδωσε ένα απίστευτο σάλτο και µονοµιάς βρέθηκε στην πόρτα – παρά τις δυσοίωνες υποψίες της, δεν ήταν κλειδωµένη. Ευτυχώς. Ξεχύθηκε στο διάδροµο, τσιτσίδι, κι άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας. Τι διάολο, δε θα την άκουγε κανένας χριστιανός; Ωστόσο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που τώρα δούλευε στο φουλ, την πληροφόρησε ότι το σπίτι ήταν εντελώς αποµονωµένο και σε ιδιωτικό δρόµο – γείτονες δεν υπήρχαν, άρα δεν υπήρχε περίπτωση να την ακούσουν ούτε τυχόν περαστικοί. Όµως, θα την άκουγαν οι καλεσµένοι! Για πρώτη φορά ήρθε και καρφώθηκε στο κεφάλι της η φρικτή υποψία ότι, ακόµα κι αν την άκουγαν οι καλεσµένοι, οι πλούσιοι και διάσηµοι συνδαιτυµόνες, δε θα έκαναν τίποτα. Δε θα κουνούσαν το δαχτυλάκι τους. Ήταν όλοι µέλη της ίδιας σπείρας, λες κι είχαν πάρει άσπρες άγνωστες µαλακίες κι ήταν πια δεµένοι µε τον τρελό οικοδεσπότη µε δεσµούς ζωής και θανάτου. Του θείου της συµπεριλαµβανοµένου. Παραλίγο να πέσει ξερή επιτόπου – ευτυχώς όµως, την οδηγούσε µια υπεράνθρωπη δύναµη και δεν την άφησε να τελειώσει τόσο εύκολα. Αχ, τι τροµερή κατάληξη είχαν τα αθώα της όνειρα, τα µεγαλεπήβολα σχέδιά της για το µέλλον... Ο διάδροµος φάνταζε ατέλειωτος – δεξιά κι αριστερά έχασκαν κλειστές πόρτες. Δεν
µπορούσε να διακινδυνεύσει και ν’ ανοίξει κάποια απ’ αυτές µε απώτερο σκοπό να χωθεί σε κάποιο δωµάτιο, για χίλιους δυο λόγους που συνέτρεχαν ο καθένας µόνος του κι όλοι τους µαζί: Πρώτον, µπορεί οι πόρτες να ήταν κλειδωµένες – και τότε θα έχανε πολύτιµο χρόνο πάνω στην απελπισµένη της προσπάθεια να τις ανοίξει τραβώντας µανιασµένα τα πόµολα. Ο τρελός έτρεχε ήδη πίσω της σαν τρελός, γελώντας ενθουσιασµένος, σαν µωρό που το έβαλαν να παίξει το πρώτο κυνηγητό της ζωής του. Mπορεί να τους χώριζε µια ικανή απόσταση σωτηρίας, η οποία, όµως, θα εξανεµιζόταν σε δύο δευτερόλεπτα, τρία το πολύ. Τόσο όσο χρειαζόταν για να κοντοσταθεί σε µια πόρτα και να προσπαθήσει να την ανοίξει. Δεύτερον, δεν µπορούσε να ξέρει τι βρισκόταν πίσω απ’ αυτές τις κλειστές πόρτες. Έτσι που είχαν έρθει τα πράγµατα, µπορεί µέσα σε κάποιο απ’ αυτά τα δωµάτια να υπήρχαν τίποτα πτώµατα, τα οποία θα φύλαγε ο τρελός καλλιτέχνης ως λάφυρα απ’ τις ευχάριστες δραστηριότητες στις οποίες επιδίδετο για να εξαλείψει τη βαριεστισµάρα του. Και, τρίτον, κανένας δε θα µπορούσε να της εγγυηθεί ότι οι πόρτες αυτές θα κλείδωναν από µέσα. Συνέχισε να τρέχει ασθµαίνοντας. Tο σπίτι ξαφνικά άρχισε να της φαίνεται λαβύρινθος, σκοτεινός κι απειλητικός, κι η Μπέτυ άρχισε να έχει την επικίνδυνη παραίσθηση ότι έτρεχε γύρω απ’ τον εαυτό της κι ότι ο διάδροµος οδηγούσε στο ίδιο σηµείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Γενικώς, κόλαση. Ό,τι δεν είχε κάνει σ’ όλη της τη ζωή, το έκανε µέσα σ’ εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα. Eπικαλέστηκε τον Παντοδύναµο Θεό, την Παναγία, τον Χριστό κι όλους τους Αγίους πάνω από εκατό φορές την ώρα που έτρεχε για να σωθεί, µάλιστα ορκίστηκε ότι αν οι επουράνιες δυνάµεις την έσωζαν απ’ αυτό τον εφιάλτη, θ’ αφιέρωνε ολόκληρη την ύπαρξή της στην υπηρεσία Τους – νύµφη Χριστού µέσα στον κόσµο, κοσµοκαλογερίτισσα. Πραγµατικά, όλα τα υπόλοιπα τώρα πια φάνταζαν ανούσια και περιττά, και το µόντελινγκ και το σταριλίκι και οι κάµερες και τα κανάλια. Αφού βρέθηκε σε µια τέτοια θέση, πρωταγωνίστρια στην πιο ρεαλιστική ταινία τρόµου όλων των εποχών –τύφλα να ’χει το Παρασκευή και Δεκατρείς ή Η Νύχτα µε τις Μάσκες–, δεν υπήρχε απολύτως τίποτ’ άλλο που να θέλει να κάνει. Η µάχη φάνταζε άνιση – τώρα ήξερε πολλά. Αποκλείεται να ξέφευγε απ’ τα νύχια του τρελού. Σιγά µην την άφηνε να πάει σπίτι της! Άλλωστε δε θα πήγαινε καν σπίτι της – θα πήγαινε σούµπιτη έτσι όπως ήταν, τσιτσίδι, στο πλησιέστερο αστυνοµικό τµήµα. Θεούλη µου, κάνε... Όντως, λες κι εισακούστηκαν οι προσευχές της, στα δεξιά της φάνηκε η σκάλα. Δε θυµόταν αν ήταν η ίδια που είχε ανέβει λίγο πριν –άλλωστε ήταν τυφλωµένη από έρωτα και δεν παρατηρούσε ούτε την τύφλα της–, ωστόσο οδηγούσε στο κάτω πάτωµα. Στο δρόµο για την ελευθερία. Στα µισά της σκάλας κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος – αφενός η σκάλα ήταν υπερβολικά µακριά, έµοιαζε να καλύπτει τουλάχιστον τρία πατώµατα, κι αφετέρου, την πληροφόρησε το µισοσκόταδο που επικρατούσε. Κατευθυνόταν προς κάποιο υπόγειο. Χριστέ µου... Πολύ αργά για να γυρίσει πίσω – ο τρελός πηδούσε πίσω της τα σκαλιά τρία τρία, σαν το κατσίκι. Όντως, έφτασε σ’ ένα άδειο υπόγειο – το γρανιτένιο πάτωµα ήταν τόσο καλά γυαλισµένο, που γλιστρούσε σαν πίστα παγοδροµίου. Ευτυχώς που τα πόδια της ήταν ιδρωµένα, κι έτσι µπορούσε να κρατάει την ισορροπία της.
Απελπισµένη κοιτούσε γύρω της για κάποια διέξοδο. Και πράγµατι, στην άλλη άκρη του υπογείου υπήρχε µια άλλη σκάλα που ανέβαινε. Ο τρελός καλλιτέχνης, την ώρα που έτρεχε, σιγοτραγουδούσε ένα παιδικό τραγούδι: «Aχ, κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που θα το φας! Μέσα σε ξένο περιβολάκι, τρύπες γιατί τρυπάς;» Η Μπέτυ αύξησε την ταχύτητά της. Όµως, έκανε ένα µοιραίο λάθος: την ώρα που πλησίαζε στη σκάλα της ενδεχόµενης σωτηρίας, κοίταξε δεξιά της. Έχασε ένα πολύτιµο δευτερόλεπτο γιατί ανέκοψε κάπως την ταχύτητά της – κι αυτό που είδε την έκανε να ουρλιάξει, φέρνοντάς τη στα έσχατα όρια της ανθρώπινης αντοχής στον τρόµο. Στα δεξιά της βρισκόταν ένα κοµµάτι χώρου διαµορφωµένου σε παιδικό δωµάτιο: λούτρινα ζωάκια, κρεµαστά παιχνίδια, ζωγραφιές και... µια κούνια µωρού. Και µέσα στην κούνια, αντί για µωρό, βρισκόταν... ένας µικροσκοπικός σκελετός, µ’ ένα λείο και γυµνό κρανίο, στόµα δίχως δόντια, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, φαινόταν σαν... να χαµογελάει. Ο µικρός αδερφός – που θυσιάστηκε για να µη χάσει ο µεγάλος το µερίδιο της αµύθητης κληρονοµιάς... Είχε χρόνο να κλάψει και για το µικροσκοπικό πλασµατάκι όσο και για την Αναστασία και τον Νικόλα, και για τον εαυτό της και τα µαύρα χάλια, αλλά αργότερα. Τώρα προείχε η σωτηρία. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε την έφερνε πιο κοντά στο θάνατο – ίσως όµως και στη ζωή. Επιτάχυνε και πάλι, αφήνοντας τον τρελό πίσω της. Η φυσική του κατάσταση µπορεί να ήταν άριστη για την ηλικία του, όµως δεν έπαυε να είναι σαράντα και. Όποιος µεσήλικος νοµίζει ότι µπορεί να παραβγεί στο τρέξιµο µ’ ένα δεκαπεντάχρονο πιτσιρίκι, απατάται οικτρά. Της φαινόταν ύποπτο ότι ο τρελός δεν την είχε στριµώξει ακόµα πουθενά – για να λέµε την αλήθεια, στην αρχή του τρεξίµατος θα µπορούσε πολύ εύκολα να την είχε τσακώσει. Όµως, φαινόταν να του αρέσει αυτό το ξέφρενο κυνηγητό – έπαιζε µαζί της τη γάτα µε το ποντίκι, κι ο φόβος του θηράµατός του όχι απλώς τον ερέθιζε, αλλά τον έφερνε στα όρια του παροξυσµού. Εκείνη πάντως θα έδινε τον αγώνα του αιώνα – κι ό,τι έβρεχε ας κατέβαζε. Άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Όσο ανέβαινε, τόσο πιο πολλά φώτα έβλεπε. Ωραία. Αυτό σήµαινε ότι η σκάλα οδηγούσε στο ισόγειο. Εκεί βρισκόταν και το σαλόνι. Κι ο κόσµος. Στο προτελευταίο σκαλοπάτι σκουντούφλησε – ακολούθησε ένα µεγαλοπρεπές πέσιµο. Έπεσε µε τη µούρη – άνοιξε η µύτη της. Αίµα άρχισε να τρέχει. Ένιωσε το χέρι του τρελού να πιάνει τον δεξί της αστράγαλο. Tινάχτηκε σαν µανιασµένη, πρέπει να τον πέτυχε κι η κλοτσιά που έριξε στα τυφλά γιατί τον άκουσε να βγάζει ένα «αχ» – τέλος πάντων, µε τη βοήθεια του Θεού και µόνο, κατάφερε να του ξεφύγει, να σηκωθεί όρθια όπως όπως και να συνεχίσει την ξέφρενη τρεχάλα της, αφήνοντας όµως πίσω της µατωµένα ίχνη, τα οποία ο Παγκράτης ακολουθούσε καταπόδας, ρουθουνίζοντας σαν σκύλος και γελώντας πάντα. Τελικά, όντως το δράµα της τον διασκέδαζε τροµερά. Φαινόταν µάλιστα να τον διεγείρει ακόµα περισσότερο η θέα κι η µυρωδιά του αίµατος. Μια κουζίνα. Ένας διάδροµος. Κι άλλη κουζίνα. Ένα καθιστικό. Μια βιβλιοθήκη. Μια άδεια τραπεζαρία µ’ όλα τα φώτα αναµµένα – άσκοπη σπατάλη, άσχετο. Μα τι σκατά, ατελείωτο ήταν αυτό το γαµηµένο σπίτι; Ένας µακρόστενος διάδροµος. Ένα πλέι ρουµ. Ένα ακόµα καθιστικό. Μια κλειστή πόρτα. Η Μπέτυ την άνοιξε σαν τρελή και... ... Eπιτέλους, βρέθηκε µέσα στο µεγάλο σαλόνι, το κεντρικό σαλόνι του σπιτιού. Εκεί όπου
βρισκόταν ο κόσµος. Η συντροφιά των πλουσίων και διασήµων. Κάθονταν γύρω από ένα τεράστιο τραπέζι στρωµένο µε πράσινη τσόχα κι έπαιζαν χαρτιά, πίνοντας, καπνίζοντας και γελώντας. Να κι ο θείος Δάκης, εκεί, ανάµεσά τους. Η Μπέτυ άφησε όλο τον τρόµο, την απελπισία, τον πανικό και την αγωνία της να βγουν στον έξω κόσµο, συµπυκνωµένα σε µια ασύλληπτης έντασης κραυγή. «ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑ! ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑ! ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑ!» Όµως, τότε συνέβη κι αυτό. Το ασύλληπτο. Το εκτός της λογικής του ανθρωπίνου είδους. Το τόσο βαθιά παρανοϊκό που να καταντάει τραγικά αστείο, το µεγαλύτερο αστείο του κόσµου. Η Μπέτυ άρχισε να τρέχει γύρω γύρω απ’ το τραπέζι, πάνω απ’ τα κεφάλια των πλουσίων και διασήµων, ούσα γυµνή, µε τη µύτη να τρέχει αίµατα και φωνάζοντας βοήθεια. Πίσω της, καταπόδας, τρέχοντας κι αυτός γύρω γύρω απ’ το τραπέζι κι εξίσου γυµνός, µε το στόµα του ανοιχτό σ’ ένα τρελό γέλιο που µύριζε θάνατο, να τρέχει το µεγαλύτερο ίνδαλµα της σύγχρονης εποχής, ο Άρης Παγκράτης. Κι όµως, οι πλούσιοι και διάσηµοι χαρτοπαίκτες δε στράφηκαν να δουν τι γινόταν και τι ήταν αυτό που τόσο ξαφνικά κι ανεπιθύµητα ήρθε και προκάλεσε τόσο θόρυβο, τόση άσκοπη αναστάτωση, τόση διατάραξη της χαρτοπαικτικής τους νιρβάνας. Δε γύρισαν καν τα κεφάλια τους. Δεν κούνησαν ούτε τα βλέφαρά τους. Δεν έκαναν τίποτα απολύτως. Εξακολούθησαν να παίζουν χαρτιά. Τρέχοντας πάντα, αλλά και παρακολουθώντας αυτή την ανήκουστη σκηνή, η Μπέτυ άρχισε να νιώθει µέσα στο κεφάλι της µια µετατόπιση, µια αλλοίωση των κυττάρων που απαρτίζουν το κέντρο της λογικής µέσα στον εγκέφαλο. Αν δεν τη βοηθούσε η αδρεναλίνη που έτρεχε µέσα της σαν αφρισµένο ποτάµι, σίγουρα θα είχε τρελαθεί επιτόπου. Αυτή τη σκηνή, µοναδική, ασύλληπτη, ανήκουστη σ’ ολόκληρο τον κόσµο, δε θα µπορούσε να την είχε συλλάβει ούτε η φαντασία του πιο διεστραµµένου σκηνοθέτη ταινιών φρίκης. Επρόκειτο για το πιο απόλυτο, για το πιο... δεν υπήρχαν λέξεις... θέατρο του παραλόγου. Κι εκείνη ήταν πρωταγωνίστρια – έπαιζε σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου µε ταλέντο και µαεστρία. Όµως, δεν επρόκειτο να εισπράξει κανενός είδους χειροκρότηµα – απλά, η σκηνή αυτή ήταν σαν πραγµατοποίηση της τελευταίας επιθυµίας µιας µελλοθάνατης, να γίνει πρωταγωνίστρια. Το έπαθλο ήταν ο θάνατος. Αν έβγαινε ζωντανή απ’ όλ’ αυτά, το ψυχιατρείο θα ήταν η µόνη λύτρωση. Θα παρακαλούσε τους γιατρούς να την πότιζαν υπνωτικά όλη µέρα κι όλη νύχτα, για µην ξαναθυµηθεί ποτέ. Βγάζοντας ένα ουρλιαχτό που δεν είχε τίποτα ανθρώπινο, όρµησε προς την τεράστια πόρτα της εξόδου. Η τύχη της χαµογέλασε – ευτυχώς, ούτε κι αυτή ήταν κλειδωµένη. Βγήκε έξω, στον κήπο. Δεν µπήκε στον κόπο να ουρλιάξει. Κανείς δε θα την άκουγε σ’ εκείνη την ερηµιά· το µόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να σπαταλήσει και τις τελευταίες της δυνάµεις. Ο κήπος ήταν χαώδης – δαιδαλώδεις διάδροµοι ανοίγονταν από δω κι από κει. Ήταν µάλιστα καλά φωτισµένος. Σκέφτηκε κι αποφάσισε γρήγορα – πήρε τον πιο σκοτεινό διάδροµο απ’ όλους και συνέχισε να τρέχει προς το άγνωστο. Αν έφτανε σε κάποιον τοίχο και τον πηδούσε, τότε ίσως, ίσως, να είχε σωθεί. Από κάπου πίσω της, αν κι αρκετά µακριά, άκουσε τον τρελό καλλιτέχνη να φωνάζει το όνοµά της. Το τραγουδούσε µελωδικά. «Βε-νε-τί-α-α-α-α!»
Η καθησυχαστική κι απαλή χροιά της φωνής του, αντιστρόφως ανάλογη µε τις επικίνδυνες προθέσεις του, την έκανε έξαλλη από οργή. Μα τους Αγίους Πάντες, ήθελε µ’ όλη της την καρδιά να τον σκοτώσει!... Τότε, εκείνη τη στιγµή, άκουσε κι έναν άλλο ήχο, περίεργο, συνεχόµενο, τελείως τροµαχτικό. Έµοιαζε µε ήχο µηχανής. Αλλά όχι. Κάποτε, µεταµεσονύχτιες ώρες, είχε κρυφοκοιτάξει ένα έργο στην τηλεόραση. Ο ίδιος ήχος είχε ακουστεί κι εκεί – κι ήταν τόσο φρικτός, που δεν είχε µπορέσει να τον ξεχάσει. Ήταν ήχος από αλυσοπρίονο. Ο τρελός καλλιτέχνης είχε πάρει στα χέρια του αλυσοπρίονο. Η Μπέτυ κατουρήθηκε πάνω της, δίχως ντροπή – σιγά τα λάχανα. Ας ήταν το κάτουρο το µόνο υγρό που θα χυνόταν απ’ το σώµα της – εκτός, βεβαίως, κι απ’ τις µύξες, τα δάκρυα, τα σάλια και τα αίµατα της µύτης. Αν ο τρελός κατάφερνε να την τσακώσει κρατώντας στα χέρια του αυτό το πράγµα, τότε θα χύνονταν κι άλλα υγρά. Ζωτικά υγρά. Η σκέψη αυτή έδωσε φτερά στα πόδια της. Μπουρδουκλώθηκε σ’ ένα θάµνο που προσπάθησε να πηδήξει για να χωθεί σ’ ακόµα πιο σκοτεινά σηµεία – φιάσκο. Έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο. Ζαλίστηκε. Συνέχισε να τρέχει. Ώσπου ο Θεός οδήγησε τα βήµατά της –Ύψιστε Κύριε, Μεγαλοδύναµε Θεέ– σ’ έναν ευλογηµένο τοίχο! Να πάρει η οργή, ήταν αρκετά ψηλός! Δε θα µπορούσε να τον πηδήξει εύκολα. Εύκολα, δύσκολα, αυτός ήταν ο µόνος δρόµος της σωτηρίας. Πήρε φόρα, έδωσε ένα σάλτο και... χάρη στη δύναµη που χαρίζει στον άνθρωπο ο φόβος, αρπάχτηκε απ’ το σωστό σηµείο. Εν τω µεταξύ ο σατανικός θόρυβος του αλυσοπρίονου είχε πάψει ν’ ακούγεται. Βαθιά ησυχία είχε εξαπλωθεί στη νύχτα. Το φεγγάρι φάνταζε κιτρινοπράσινο, σαν χολή έτοιµη να σπάσει. Πού ήταν ο τρελός; Δεν είχε χρόνο να τ’ αναλύσει αυτά τώρα. Ταλαντώθηκε µια, δυο, τρεις φορές και... κατάφερε να περάσει τον τοίχο. Μ’ έναν πήδο, προσγειώθηκε σχετικά οµαλά στο γκαζόν που υπήρχε απ’ την άλλη πλευρά. Και δίπλα, πλάκες πεζοδροµίου. Και παραδίπλα –σ’ ευχαριστώ, Θεέ µου– ο δρόµος. Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει από ανακούφιση. Είχε καταγάγει µια σηµαντική νίκη στη µάχη κατά του εχθρού – δεν άφησε όµως τον εαυτό της να πανηγυρίσει. Ο πόλεµος δεν είχε τελειώσει ακόµα. Ήταν σε εξέλιξη. Το δεξιά του δρόµου ανέβαινε – κορφή του βουνού, σκοτάδια, απαγορευµένη περιοχή. Το αριστερά όµως, κατέβαινε. Δίχως δεύτερη σκέψη, άρχισε να κατεβαίνει πιλαλώντας το δρόµο, τσιρίζοντας καλού κακού, µήπως και την άκουγε κανείς. Ο καλός Θεός, στον οποίο ήταν τόσο απίστευτα µαλακισµένη ώστε να µην πιστεύει τόσα χρόνια, φαίνεται ότι ήθελε να τη σώσει. Διότι, µόλις που είχε προλάβει να τρέξει καµιά ογδονταριά µέτρα, και δυο δέσµες φωτός αυτοκινήτου την τύφλωσαν. Χριστούλη µου, κάποιος ερχόταν! Η Μπέτυ έτρεξε µε φόρα καταπάνω στο αυτοκίνητο, κουνώντας τα χέρια της κι ουρλιάζοντας σαν µαινάδα. «ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ!» Ο οδηγός κοκάλωσε το φρένο και βγήκε έξω απ’ το αυτοκίνητο κατάπληκτος.Το ίδιο κατάπληκτη έδειχνε κι η ξανθιά γυναίκα που τον συνόδευε.
«Χριστός και Παναγία!» αναφώνησε ο οδηγός. «Τι έγινε, παιδί µου; Τι συνέβη;» Η Μπέτυ κατέρρευσε. Όλα τα συναισθήµατα που τόση ώρα συγκρατούσε µε νύχια και µε δόντια ξεχύθηκαν όλα µαζί ορµητικά µπροστά στο µεγαλείο της επικείµενης σωτηρίας της. Έτσι, δεν µπορούσε να εξηγήσει τίποτα – ούτε καν να µιλήσει. Μονάχα έκλαιγε υστερικά κι αρπάχτηκε απ’ τον έκπληκτο οδηγό του αυτοκινήτου όπως ο ναυαγός πιάνεται απ’ τη σανίδα της σωτηρίας, ψελλίζοντας ταυτόχρονα διάφορες ασυναρτησίες. «Ηρέµησε!» είπε ο οδηγός. «Δεν καταλαβαίνω τι µου λες! Τι έγινε;» Η Μπέτυ έσκουζε. «Εκεί... εκεί... σκοτώσει... τρελός... εκεί...» Πνίγηκε στο κλάµα – άρχισε να βήχει. «Πού, σ’ εκείνο το σπίτι;» έδειξε ο οδηγός. Η Μπέτυ κούνησε το κεφάλι της µε µανία – ναι. Ο οδηγός έβγαλε απ’ το σακάκι του ένα τεράστιο πιστόλι. «Πάµε να µου δείξεις. Είσαι τυχερή. Είµαι αστυνοµικός!» Η Μπέτυ άρχισε ξανά να ουρλιάζει. «Όχι! Όχι!» Ο οδηγός την απώθησε µαλακά. «Παιδί µου, µη φοβάσαι. Δε βλέπεις ότι έχω όπλο; Αστυνοµικός είµαι! Το ίδιο κι η κυρία!» Έκανε νόηµα στην ξανθιά που εξακολουθούσε να κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Kαι τότε βγήκε κι εκείνη, βγάζοντας ένα όπλο και κρατώντας το προτεταµένο. «Βλέπεις;» είπε ο οδηγός στην Μπέτυ. «Πρέπει να µας οδηγήσεις ως εκεί. Και τότε εµείς θα µπουκάρουµε και θα κάνουµε το καθήκον µας». Ο ήρεµος και σοβαρός τόνος της φωνής του αστυνοµικού, καθώς και το όλο συµπαράσταση βλέµµα της ξανθιάς, ηρέµησαν κάπως την έξαλλη Μπέτυ. «Κρατάει αλυσοπρίονο. Είναι τρελός», ψιθύρισε. «Και λοιπόν; Εµείς έχουµε όπλα!» µίλησε η ξανθιά. «Έλα, πάµε. Μη φοβάσαι τίποτα». «Σσσς!» έκανε ο οδηγός. «Πρέπει να κάνουµε ησυχία. Να µη µας ακούσουν». Και δίνοντας τον τόνο, άρχισε να περπατάει στις µύτες των ποδιών, µ’ απόλυτη προσοχή και προφύλαξη. Το ίδιο κι η ξανθιά. Όπως ακριβώς κάνουν οι αστυνοµικοί στις ταινίες. Καλά, η Μπέτυ ήταν ξυπόλυτη – οπότε δεν είχε ανάγκη. Κάθε βήµα, ένα µέτρο. Πλησίαζαν ξανά στο σπίτι του τρόµου. Με το που έφτασαν στη γωνία του τοίχου, ο οδηγός µίλησε ξανά. Και είπε: «Κατάλαβες, κύριε; Αυτά κάνει το άτιµο κεφάλαιο! Ταλαιπωρεί τον αθώο, φτωχό κοσµάκη! Κατάλαβες!» Η ξανθιά συνοδηγός ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Μα γιατί ο οδηγός µίλησε δυνατά; Και γιατί η συνοδηγός γέλασε τόσο τρανταχτά; Αυτοί δεν ήταν που είχαν διατάξει ησυχία; Μα τον Άγιο, κάτι δεν της άρεσε καθόλου της Μπέτυς σ’ όλ’ αυτά. Και µονοµιάς την πληµµύρισε µια βαθιά ανησυχία. Κι ήταν και µια άλλη σκέψη, που ήρθε στο µυαλό της εντελώς ξαφνικά – πολύ κακώς που δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν. Ο δρόµος που οδηγούσε στο σπίτι του Άρη Παγκράτη ήταν ιδιωτικός. Άνοιξε το στόµα της να ουρλιάξει, αλλά δεν πρόλαβε. Ένας σκοτεινός όγκος έπεσε στο κεφάλι της από κάπου ψηλά – απ’ τη γωνιά του τοίχου που περιέφρασσε το οίκηµα. Ω Θεέ µου, ήταν ο τρελός. Και µε το που εµφανίστηκε αυτός, οι δυο πρώην σωτήρες µετατράπηκαν αυτοµάτως σε συνεργοί. Την άρπαξαν κι οι τρεις και την οδήγησαν στον κήπο του σπιτιού. Απ’ την κυρία είσοδο. Δεν
µπορούσε ν’ αντιδράσει πια. Ήταν τρεις – κι ήταν µία. Αυτό ήταν. Αυτό που είχε πει ο Χριστός επάνω στο Σταυρό το θυµόταν ακόµα κι αυτή, που ως πριν λίγη ώρα ήταν άθεη κι αντίχριστη. Τετέλεσται. Απ’ την ώρα που την άρπαξαν και την έσερναν σαν σακί µε άχρηστο περιεχόµενο, η Μπέτυ έπαψε ν’ αντιστέκεται. Αν αντιστεκόταν, αυτό θα σήµαινε ότι θα διατηρούσε µια τόση δα ελπίδα επικείµενης σωτηρίας – κι όταν κι αυτή η τόση δα ελπίδα θα έσβηνε οριστικά και θα διαψευδόταν, θα γινόταν πολύ πιο δύσκολο το να βιώσει το αναπόφευκτο. Δεν υπήρχε πια ελπίδα, σε τίποτα – ούτε ελπίδα ούτε νόηµα. Παραδόθηκε. Ωστόσο, αυτό που την παραξένεψε ήταν ότι µπροστά στον επικείµενο κι αναπόφευκτο πλέον θάνατό της ο τρόµος κι η αγωνία που είχε περάσει όλη αυτή την ώρα που πάλευε για να σωθεί εξαφανίστηκαν µονοµιάς. Κάποτε πίστευε ότι ο φόβος του µελλοθάνατου ήταν τέτοιος που να µην µπορεί να συγκριθεί µε τίποτα στον κόσµο – τώρα όµως καταλάβαινε ότι είχε κάνει λάθος. Τα πάντα έµοιαζαν να έχουν τυλιχτεί σ’ ένα λυτρωτικό πούσι – το µυαλό της σιγά σιγά έσβηνε, ο εγκέφαλος δεν έδινε εντολές, τα κέντρα που ελέγχουν το φόβο, τη συνείδηση και τη λογική άρχισαν σιγά σιγά να υπολειτουργούν... ώσπου σταµάτησαν εντελώς. Αυτό κι αν ήταν δώρο Θεού στον άνθρωπο. Οι συνεργοί του διαβόλου την κρατούσαν απ’ τα χέρια κι απ’ τα πόδια – αν και δε χρειαζόταν. Ούτως ή άλλως, η Μπέτυ δεν µπορούσε πια να κουνηθεί, αλλά αυτοί ήταν τόσο πωρωµένοι που δεν το φαντάζονταν καν. Ο διάβολος είχε χαθεί µέσα στο σκοτάδι. Μάλλον πήγαινε να ξαναφέρει το εργαλείο της σφαγής. Όντως – αµέσως άρχισε να ξανακούγεται αυτός ο φρικτός ήχος, που πλησίαζε και πλησίαζε... Όλα ήταν εντελώς παράξενα – η Μπέτυ ούτε κι αυτή τη στιγµή δεν ήξερε αν στη ζωή της υπήρξε αρκετά καλό κορίτσι ώστε να έχει το δικαίωµα να ελπίζει σε µια µικρή γωνίτσα στον Παράδεισο. Πάντως, αν ζούσε, σίγουρα θα προτιµούσε να βρίσκεται στο ζεστό της κρεβατάκι, µέσα στο ετοιµόρροπο ενοικιαζόµενο σπίτι, µε τους γείτονες µε τα ροζιασµένα χέρια και τις σκασµένες φτέρνες να γλεντοκοπάνε στο σαλόνι. Θα προτιµούσε τη ζωή της ως είχε. Θα προτιµούσε την καλύβα στους πρόποδες του βουνού απ’ τα µεγαλεία. Σ’ εκείνη την καλύβα υπήρχε ζεστασιά, θαλπωρή, ζέστη, αγάπη κι αιώνια φιλία. Υπήρχαν τα παιδιά. Aλλά τι νόηµα είχε πια; Πάει κι η Αναστασία, πάει κι ο Νικόλας... Oι υπόλοιποι ήταν αυτοί που κλήθηκαν ν’ αντέξουν να ζουν µε το βάρος των απωλειών, πού να βρουν όρεξη για γλέντι... Γιατί; Για ποιον; Ο τρελός είχε στηθεί πάνω απ’ το κεφάλι της και την κοιτούσε χαµογελαστός, κρατώντας αυτή τη σατανική µηχανή. Γιατί καθυστερούσε ο µαλάκας, γιατί δεν την αποτέλειωνε; Προφανώς ήθελε να καταστήσει σαφή την απόλυτη κυριαρχία του και ν’ απολαύσει το ρόλο του Θεού – αν µπορούσε να διαβάσει το µυαλό της εκείνη ακριβώς τη στιγµή, θα καταλάβαινε ότι, δυστυχώς γι’ αυτόν, δεν ήταν καθόλου, µα καθόλου κυρίαρχος. Νόµιζε ότι ήταν – αλλά ήταν απλώς ένας κινούµενος σάκος µε σκατά. Στο µυαλό της ήρθε η εικόνα του πατέρα της, µε το γλυκό του χαµόγελο, τα θλιµµένα του µάτια, τα ροζιασµένα του χέρια... Ήρθε κι η εικόνα της µάνας της, που κάτω απ’ το ύφος της
αυστηρής µέγαιρας έκρυβε τόση αγάπη γι’ αυτήν... Μα τι σκατά, τυφλή ήταν τόσο καιρό και δεν παραδεχόταν αυτό που ήδη έβλεπε µέσα στα µάτια της µανούλας της την ώρα που την κοιτούσε; Είχε ήδη µετανιώσει για τις επιλογές της, προτιµούσε να κάνει τη ζωή των γονιών της – αλλά δε θα είχε πια την ευκαιρία να τους το πει. Ήταν πια πολύ αργά. Ο τρελός, απ’ την άλλη, ζούσε το δικό του προσωπικό θρίαµβο. Το είχε αποφασίσει ήδη απ’ την πρώτη στιγµή που άρχισε να την κυνηγάει. Δεν ήθελε να της διαλύσει το κεφάλι, όπως είχε κάνει µε την Αναστασία. Το αλυσοπρίονο ήταν ιδανική περίπτωση για κείνη. Ήθελε να βλέπει τα µάτια της την ώρα που θα έσβηνε µέσα τους η ζωή, ήθελε να ρουφήξει τον τρόµο, τον πανικό, την απελπισία, τη βουβή ικεσία, όλες τις εικόνες που θα περνούσαν φευγαλέα και γρήγορα µέσα απ’ τις γαλάζιες της ίριδες, για να γεµίσει δύναµη, ενέργεια, όπως ακριβώς οι βρικόλακες. Όµως η µαλακισµένη είχε τα µάτια της κλειστά και του χάλασε τα σχέδια. Τυφλώθηκε από οργή – κι η οργή του έγινε πείσµα, σαν του παιδιού που δεν του δούλευε καλά το καινούριο του παιχνίδι, και το πείσµα του έγινε µανία. Άρχισε να την κόβει στα δύο ακριβώς στο ύψος της κοιλιάς, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον θ’ άκουγε κάποιο ουρλιαχτό πόνου ή απόγνωσης –κάτι θα ήταν κι αυτό–, αλλά δυστυχώς, ούτε κι αυτή η ελπίδα του πραγµατοποιήθηκε. Η Μπέτυ, ήδη απ’ τη στιγµή που ένιωσε πάνω της αυτό το ψυχρό, απαίσιο πράγµα, µέσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου, συνειδητοποίησε ότι οι νύχτες των ονείρων για το µέλλον κι οι µέρες µιας µεγάλης κι ένδοξης καριέρας είχαν τελειώσει οριστικά. Όταν άνοιξε ξανά τα µάτια της είδε ότι ήταν όρθια και παρακολουθούσε τον εαυτό της κοµµένο στα δυο, µέσα σε µια λίµνη αίµατος, µε τον τρελό να ωρύεται απ’ τα νεύρα του και τους συνεργούς του να πέφτουν στην παρακείµενη πισίνα µε τα ρούχα, για να καθαριστούν απ’ τις αηδιαστικές ουσίες του θανάτου. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν νεκρή – παραδόξως, δεν είχε πονέσει καθόλου, κι αυτό την έκανε ν’ απορεί. Πάντοτε πίστευε ότι ο θάνατος θα πονούσε. Μέσα στο τεράστιο σαλόνι της οικίας Παγκράτη η πράσινη τσόχα είχε πάρει φωτιά. Το παιχνίδι είχε ανάψει για τα καλά – οι παίκτες βίωναν τον χαρτοµουτρικό τους οίστρο µε πυρετώδη έξαψη. Η πόκα είναι ένα απ’ τα πιο ατµοσφαιρικά παιχνίδια – προνοητικότητα, έφεση στην µπλόφα, ταλέντο να µετράς σωστά τις αντιδράσεις του αντιπάλου, καθώς και λίγη µαντική ικανότητα είναι µερικά απ’ τα πιο απαραίτητα εφόδια ενός καλού παίκτη. Και, φυσικά, σύνεση, διότι αν παρασυρθείς υπάρχει κίνδυνος να χάσεις τεράστια χρηµατικά ποσά ώσπου να πεις κύµινο – ακόµα κι αν δεν τα έχεις. Βέβαια, για παίκτες του οικονοµικού βεληνεκούς εκείνης της συντροφιάς η σύνεση ήταν το τελευταίο που τους απασχολούσε – εκείνη ακριβώς τη στιγµή δεκάδες εκατοµµύρια ευρώ άλλαζαν χέρια µε ταχύτητα αστραπής. Κανένας ωστόσο δε φαινόταν να ενοχλείται· ήταν κοινή απόφαση να χοντρύνει το παιχνίδι τόσο όσο για ν’ αποκτήσει λίγο ενδιαφέρον. Κι έτσι, µε γέλια, πειράγµατα, πανάκριβο κονιάκ, πούρα αρίστης ποιότητας και χοντρό παιχνίδι τα κέφια ήταν ιδιαιτέρως ανεβασµένα. Και το γλέντι καλά κρατούσε.
Ο Δάκης Ματζιούρης ήταν τυχερός απόψε. Μάλιστα, εκείνη τη δεδοµένη στιγµή κέρδιζε του σκοτωµού. Ώσπου η κυρία είσοδος της έπαυλης άνοιξε µε φόρα και χτύπησε στον τοίχο µ’ ένα δυνατό βρόντο. Οι παίκτες, ξαφνιασµένοι απ’ το «µπουµ», σήκωσαν τα κεφάλια τους να δουν τι συνέβη. Είδαν τον Άρη Παγκράτη να µπαίνει στο σπίτι του γυµνός, έτσι ακριβώς όπως βγήκε – τι πιο φυσικό; Κι επιδόθηκαν ξανά στην ευχάριστη ασχολία τους, µη ρίχνοντας στον οικοδεσπότη άλλη µατιά. Ο Δάκης Ματζιούρης, όµως, τον πρόσεξε καλύτερα. Ήξερε τον Άρη καλύτερα απ’ τον καθένα, οπότε µια και µόνο µατιά ήταν αρκετή για να καταλάβει αµέσως τις διαθέσεις του και τι ακριβώς επικρατούσε µέσα στο κεφάλι του. Ένιωσε ένα τσίµπηµα ελαφράς ανησυχίας, ήπιε µια γενναία γουλιά απ’ το πιοτό του και τράβηξε µια βαθιά ρουφηξιά απ’ το πούρο του, αλλά αντί για ανακούφιση ένιωσε κάψιµο στα σωθικά. Μάλιστα, για του λόγου το αληθές ήταν έτοιµος να σηκωθεί και ν’ ακολουθήσει τον Άρη – τώρα, θα σηκωνόταν, αµέσως τώρα. Δε χρειάστηκε, ο Άρης Παγκράτης τον πρόλαβε. «Δάκη! Δάκη! Έλα γρήγορα µαζί µου!» φώναξε. Αυτός ο τόνος, καθώς και το γεγονός ότι ο Άρης προχώρησε δίχως να τον περιµένει κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας, σήµαινε ότι ήταν νευριασµένος – πράγµα σπάνιο γι’ αυτόν, και γι’ αυτό ανησυχητικό. Τι σκατά είχε συµβεί εκεί έξω; Βέβαια, το ξέφρενο κυνηγητό που είχε προηγηθεί του έβαζε κάποιες υποψίες στο νου, αλλά... Μέσα στο δωµάτιό του ο Άρης Παγκράτης ήταν ελεύθερος να εκφράσει τα νεύρα του όπως ακριβώς επιθυµούσε. Άρπαξε ένα βάζο και το εκσφενδόνισε στον απέναντι τοίχο απολαµβάνοντας το θόρυβο, µε τα ρουθούνια του ν’ ανοιγοκλείνουν. Ο Δάκης τον παρακολουθούσε µ’ ολοένα αυξανόµενη ανησυχία. «Μήπως θέλεις να µου πεις τι έγινε;» ρώτησε µαλακά. Ο Άρης τον κοίταξε. «Τι έγινε; Δεν έχω λόγια. Η ανιψιά σου ήταν το πιο µαλακισµένο πλάσµα που έχω γνωρίσει στη ζωή µου». Ο Δάκης ξερόβηξε. «Ήταν;» «Ε, ναι, ήταν. Αφού δεν είναι πια. Τη σκότωσα, φυσικά», δήλωσε ο Άρης, ορµητικά. Ο Δάκης δε µιλούσε, οπότε ο Άρης άδραξε την ευκαιρία και συνέχισε. «Δεν µπορείς να καταλάβεις, ούτε εµένα δεν το χωράει ο νους µου. Ούτε µια κραυγή ούτε ένα ανοιγοκλείσιµο των βλεφάρων ούτε ικεσίες για τη σωτηρία, τίποτα! Όλα ξεκίνησαν υπέροχα, πάλευε για να σωθεί, την άφησα επίτηδες να τρέχει επί ώρα για να µυρίζω τη φόβο που άφηνε πίσω της απ’ όπου περνούσε, αλλά πάνω στην πιο κρίσιµη στιγµή λες κι έπεσε σε λήθαργο! Κι είχα τόσες ελπίδες, τόσα όνειρα... Ήθελα να ρουφήξω τα συναισθήµατά της την ώρα που πέθαινε, αλλά αυτή ήταν τόσο ανέκφραστη, που τα σκάτωσε όλα! Το καταλαβαίνεις; Μετέτρεψε αυτή τη µυστικιστική εµπειρία σε µια εν ψυχρώ δολοφονία!» Έκατσε σε µια καρέκλα κι έπιασε το κεφάλι του µε τα δυο του χέρια. Φαινόταν στ’ αλήθεια περίλυπος, λες και τον είχε βρει κάποια αβάσταχτη συµφορά κι ο καηµός του ήταν αγιάτρευτος. Ο Δάκης Ματζιούρης είχε µείνει εµβρόντητος, αλλά όχι για τους ευνόητους λόγους – φαίνεται ότι η παράνοια του Άρη ήταν ελαφρώς µεταδοτική, διότι δεν µπορούσε να πει πως θα έβαζε και πλερέζες για το θάνατο της ανιψιάς του. Ε, δεν έγινε και τίποτα – άλλωστε η ζωή που
έκανε κοντά στον Άρη είχε τόσα οφέλη και πλεονεκτήµατα, που οι λίγες ενοχλητικά δυσάρεστες και δυσάρεστα ενοχλητικές στιγµές σαν αυτή φάνταζαν ασήµαντες. Όµως αυτό που τον ένοιαζε και τον έκαιγε –εξ ου και το εµβρόντητος– ήταν ότι στην όλη υπόθεση θα µπουρδουκλωνόταν ο αδερφός του. Αυτό ήταν µεγάλη συµφορά. Σωστή καταστροφή. Και καλά, ο Άρης το κέφι του έκανε. Όµως ήταν κι άλλα στη µέση – κι αυτός, ως καλός και προνοητικός δικηγόρος, όφειλε και να τα προβλέψει και να τα επισηµάνει. «Θεέ µου, είσαι µε τα καλά σου;» ύψωσε τον τόνο του στον Άρη. «Τόσοι σκοτωµοί µαζεµένοι; Μα θα ξεσπάσει σάλος! Η κοινή γνώµη θα ξεσηκωθεί! Θα γίνει χαµός – και δεν ξέρω για πόσο ακόµα θα µπορούµε να συµµαζεύουµε τ’ ασυµµάζευτα! Να χαρείς ό,τι αγαπάς, πες µου τα όλα µε κάθε λεπτοµέρεια!» «Καταρχάς να σου υπενθυµίσω ότι για τους σκοτωµούς του µπάτσου, της γυναίκας του και του πιτσιρικά εγώ δεν έχω καµία σχέση! Ήταν δική σου έµπνευση!» δήλωσε κατηγορηµατικά ο Άρης. «Όσο για τα αποψινά... Λοιπόν, άκου να φρίξεις κι εσύ...» Κι ο Άρης Παγκράτης άρχισε να διηγείται όλα όσα είχαν διαµειφθεί απ’ τη στιγµή που παρέσυρε την Μπέτυ στο δωµάτιό του µέχρι και τη στιγµή που ολοκλήρωσε το καλλιτεχνικό έργο του και την έστειλε εκεί όπου ήδη βρίσκονταν τα πρώην φιλαράκια της, µην παραλείποντας βεβαίως να µιλήσει για την έγκαιρη και σωτήρια επέµβαση του αστυνοµικού διευθυντή Κόκκινου και της γκόµενάς του, οι οποίοι πρόσφεραν πολύτιµη βοήθεια στην ολοκλήρωση του σχεδίου που τελικώς σκάτωσε. Ο Δάκης Ματζιούρης τραβούσε τα µαλλιά του. «Και πού στον κόρακα είναι τώρα ο Κόκκινος κι η γκόµενά του;» Ο Άρης ανασήκωσε αδιάφορα τους ώµους του. «Ξέρω γω; Τους άφησα στην πισίνα να πλένονται απ’ τα αίµατα. Το ίδιο έκανα κι εγώ, βεβαίως, αν και θα πρέπει να µουλιάσω και στην µπανιέρα µου. Έτσι όπως εξελίχθηκε το πράγµα ήταν πολύ αηδιαστικό, πολύ αηδιαστικό...» «Και...» πήγε να συνεχίσει ο Δάκης, αλλά η φωνή του έσβησε σε µια γνήσια γκριµάτσα αηδίας. Ο Άρης κατάλαβε. «Ε, τι; Λες να σηκώθηκε να πήγε πουθενά; Έξω είναι και περιµένει, να δούµε τι θα την κάνουµε!» γέλασε. Ο Δάκης γούρλωσε τα µάτια έντροµος. Το τελευταίο πράγµα που θα ήθελε στη ζωή του ήταν να δει το πτώµα της ανιψιάς του κοµµένο στα δύο. Δε χρειαζόταν και πολύ µυαλό για να καταλάβει κανείς τι είδους θέαµα θα ήταν αυτό. Ήδη η φαντασία του οργίαζε. «Φοβάµαι, Άρη. Φοβάµαι ότι αν την παραχώσουµε πουθενά και φανεί ότι εξαφανίστηκε, ο αδερφός µου θα χαλάσει τον κόσµο. Ούτε να το σκέφτοµαι δε θέλω αυτό. Φοβάµαι ότι θα συµβούν τέρατα και σηµεία. Φοβάµαι ότι µε κάποιο τρόπο του σατανά θα καταφέρει να φτάσει σ’ εµάς...» ψιθύρισε ο Δάκης. Ο Άρης Παγκράτης, µε την απίστευτη οξύνοια και παρατηρητικότητά του, µέτρησε σωστά: ο Δάκης είχε πει τη λέξη «φοβάµαι» τέσσερις φορές, πράγµα που τον έκανε να δυσανασχετήσει. Ωστόσο έπρεπε να λάβει υπόψη του αυτούς τους φόβους καθώς και να φτιάξει το κέφι του αδερφικού του φίλου, για να µην τον έχει να γκρινιάζει. «Αποκλείεται να φτάσουν σ’ εµάς, αδερφέ µου!» είπε χαρούµενος. «Όµως ξέρεις ότι δε σου χαλάω ποτέ χατίρι. Το λοιπόν, για να ησυχάσουµε απ’ τους φόβους σου, αλλά κι απ’ τον αδερφό σου, µια και καλή, δε θα εξαφανίσουµε το πτώµα – απλώς θα πούµε ότι έπαθε ατύχηµα!» ολοκλήρωσε θριαµβευτικά, περήφανος για τη µεγαλοφυή του ιδέα.
«Μα... πώς;» έκανε ο Δάκης. «Εσύ είσαι ο δικηγόρος, εγώ θα σ’ τα λέω;» κάγχασε ο Άρης. «Ευτυχώς, όπως πολύ καλά ξέρεις βεβαίως, η κοινωνική µας θέση κι η οικονοµική µας επιφάνεια µας επιτρέπει να έχουµε ανθρώπους δικούς µας σ’ όλα τα πόστα, σε θέσεις κλειδιά!» είπε µε νόηµα. «Στην Εθνική Οδό, στον κόµβο της Νέας Κηφισιάς, υπάρχει µια µικρή κλινική πλήρως εξοπλισµένη. Εκεί θα την πάµε. Κι αµέσως µετά η Αστυνοµία θα τηλεφωνήσει στους χαροκαµένους γονείς και θα τους πει “δυστυχώς...”», ολοκλήρωσε γελώντας. «Ανάθεµά µε, νοµίζω ότι βλέπω ταινία του Φώσκολου. Το θυµάσαι το Θέµα Συνειδήσεως µε τον ιατρό Γεραλή;» µούγκρισε ο Δάκης Ματζιούρης. «Βεβαίως!» αναφώνησε ενθουσιασµένος ο Άρης. «Άλλωστε, αδερφέ µου, η ζωή είναι γεµάτη από τέτοια σενάρια!» Ο Δάκης Ματζιούρης σκεφτόταν πυρετωδώς. Έτσι που είχαν έρθει τα πράγµατα, η λύση που πρότεινε ο Άρης ήταν η πλέον ενδεδειγµένη. Το µόνο που ένοιαζε τον ίδιο ήταν να µη δει το πτώµα µε τα µάτια του – έτσι θα µπορούσε να έχει την ψευδαίσθηση ότι δεν έγινε απολύτως τίποτα, ότι το όλο νταβαντούρι µε την ανιψιά του θα φάνταζε σαν όνειρο, σαν κάτι που δεν έγινε ποτέ, κι η ζωή θα συνεχιζόταν κανονικά. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Άρης. «Ότι δε θέλω να δω το πτώµα», έκανε ο Δάκης. «Δε θα το δεις, αν κι οφείλω να σου οµολογήσω ότι θα ήθελα να µοιραστούµε µαζί και µια τέτοια εµπειρία κάποια στιγµή», χαµογέλασε ο Άρης. «Και δε µου λες; Τι γίνεται αν οι χαροκαµένοι γονείς ρωτήσουν γιατί η νεκρή µεταφέρθηκε σε κλινική κι όχι σε κανένα νοσοκοµείο;» παρατήρησε εύστοχα ο Δάκης. «Γλύκα, αφήνεις το φόβο σου να σου θολώνει την κρίση», είπε στοργικά ο Άρης. «Η Αστυνοµία θα πει στους γονείς ότι η κόρη τους ήταν ήδη νεκρή όταν τη βρήκαν, οπότε δε θα έχει καµία σηµασία πού τη µετέφεραν!» Αυτό θα πει ευθεία κρίση, απαλλαγµένη από φόβο και πάθος. «Το λοιπόν... κλινική έχουµε, νοσοκόµες έχουµε, γιατρούς έχουµε, ιατροδικαστή έχουµε, µπάτσους έχουµε, σχέδιο έχουµε...» άρχισε να λέει ο Δάκης. «Τι περιµένουµε λοιπόν; Σπεύσε! Άρχισε να το κανονίζεις!» είπε ο Άρης και σηκώθηκε. Τα κέφια του είχαν φτιάξει αισθητά. Eντάξει, έγινε µια στραβή κι η υπόθεση της Βενετίας σκάτωσε, αλλά τι πείραζε στο κάτω κάτω; Η ζωή είναι γεµάτη ευκαιρίες. Σε λίγο ακούστηκε ο θόρυβος µιας βρύσης που γέµιζε µια µπανιέρα κι όλος ανεξαιρέτως ο χώρος πληµµύρισε µε µυρωδιές αιθερίων ελαίων και τη φωνή του Νταλάρα που τραγουδούσε το οµώνυµο τραγούδι απ’ το δίσκο Ο Μέτοικος. Ο Δάκης Ματζιούρης άναψε τσιγάρο και πήγε να τηλεφωνήσει.
Ο ΚΥΡ ΣΩΤΗΡΗΣ ο γείτονας κατέβασε µια ακόµα γενναία γουλιά απ’ το κουτάκι της µπίρας που κρατούσε. «Δάφνη και Λευτέρη, τώρα που εξαντλήσαµε το θέµα µε τους πεθαµούς και τα µνηµόσυνα» –διέκοψε για να κάνει το σταυρό του– «για πέστε µας, τι άλλους λόγους έχετε να γιορτάζετε τη σηµερινή µέρα; Αν δεν κάνω λάθος, είπατε ότι έχετε πολλούς!» είπε χαµογελώντας, θέλοντας όσο τίποτα ν’ ακούσει κάποια καλά νέα. Οι οικοδεσπότες κοιτάχτηκαν στα µάτια µε νόηµα. O Λευτέρης ανέλαβε να µιλήσει. «Λοιπόν, αγαπηµένοι φίλοι, σήµερα έχει τα γενέθλιά της η Δάφνη, η πολυαγαπηµένη µου ζωή!» Οι καλεσµένοι ξέσπασαν σ’ αυθόρµητα χειροκροτήµατα κι όλοι µαζί έσπευσαν να αγκαλιάσουν τη Δάφνη, να τη φιλήσουν και να της ευχηθούν να τα εκατοστήσει. «Καρκινάκι είσαι, κούκλα µου;» πετάχτηκε η Καίτη, η αστρολόγος µέντιουµ. «Εµ, γι’ αυτό είσαι τόσο γλυκιά και συναισθηµατική κι αφοσιωµένη στην οικογένεια! Έτσι είναι τα ζώδια του νερού, µε πρώτο και καλύτερο τον Καρκίνο!» «Συγγνώµη, Καίτη, εµείς δεν ξέρουµε απ’ αυτά, αλλά µιας και το είπες, αν οι σχέσεις έχουν ζώδιο, τότε η δική µου µε τη Δάφνη είναι κι αυτή Καρκίνος!» είπε χαµογελώντας ο Λευτέρης. «Σαν σήµερα γνωριστήκαµε πριν είκοσι χρόνια – κι από τότε δεν έχουµε χωριστεί ποτέ µας! Μόνο ο θάνατος µπορεί να µας χωρίσει εµάς!» Καινούριος κύκλος χειροκροτηµάτων, φιλιών κι αγκαλιών. Και δώσ’ του τα κουτάκια της µπίρας να τσουγκρίζουν, παράγοντας αυτό το χαρακτηριστικό τσίγκινο ήχο, και να οι ευχές, και να... Βέβαια, οι γείτονες τα ένιωθαν όλ’ αυτά και τα έκαναν από ανυπόκριτη αγάπη – όµως η Δάφνη είχε αρχίσει να νιώθει άσχηµα. Τόση χαρά και τόσο γλέντι άρχιζε να της φαίνεται ύποπτο. Κι η Βενετία δεν είχε γυρίσει ακόµα. Η ώρα κόντευε δέκα. Κυριευµένη από µια ανεξήγητη χαιρεκακία που δεν ένιωθε, µια χαιρεκακία που στρεφόταν ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό, λες κι η χαρά της για τις ευχές και τις επευφηµίες των γειτόνων ήταν απαγορευµένη και δεν είχε κανένα δικαίωµα να τη νιώθει, αποφάσισε να πετάξει στη συντροφιά και τον τελευταίο λόγο για τον οποίο διοργανώθηκε απόψε αυτό το γλέντι στο σπίτι της. Όχι. Καλύτερα να το έλεγε ο Λευτέρης. Τον κοίταξε µε νόηµα. «Λευτέρη, πες και το τελευταίο». Το αγαθό χαµόγελο του Λευτέρη θάµπωσε µόνο για µια στιγµή – αµέσως µετά έγινε πιο λαµπερό από ποτέ. «Ναι... είναι και το άλλο...» «Ποιο άλλο;» ρώτησε απορηµένος ο Μηνάς. «Ξέρετε...» κόµπιασε ο Λευτέρης. «Eε... τέλος πάντων, ας το πάρει το ποτάµι. Από σήµερα είµαι χωρίς δουλειά. Πάπαλα τα πετρέλαια. Μας πέταξαν στο δρόµο. Από σήµερα λοιπόν είµαι στην ουσία άνεργος, γιατί ως νυχτοφύλακας βγάζω ψίχουλα που δε φτάνουν ούτε για ζήτω. Η κυβέρνηση µας πούλησε στους πετρελαιάδες. Εµείς, βέβαια, οι βλάκες νοµίζαµε ότι το θέµα είχε παγώσει, αλλά εκείνο έβραζε και ψηνότανε! Βεβαίως, πήρα την αποζηµίωσή µου – δόξα τω Θεώ να λέµε, αλλά, θα µου πεις, τα µαγειρεύανε εδώ και τόσο καιρό, ευτυχώς που σκεφτήκανε να βάλουνε στην άκρη τα λεφτά της αποζηµίωσης...» ολοκλήρωσε ο Λευτέρης,
ξεσπώντας σε γέλια. Νεκρική σιγή έπεσε στην τέως χαρούµενη συντροφιά. Όλοι οι συνδαιτυµόνες απόµειναν να κοιτάζουν µε µάτια γουρλωµένα και στόµατα ορθάνοιχτα τον οικοδεσπότη που γελούσε. Ποπό... Ο Σωτήρης σήκωσε τα χέρια του και κάλυψε το πρόσωπό του. «Μα καλά, η κυβέρνηση δεν έλεγε ότι...» Η φωνή του έσβησε. Ο Σταύρος, εργάτης και συνδικαλιστής, που τόση ώρα δε µιλούσε, ξέσπασε. «Ποια κυβέρνηση, µωρέ; Τι τη νοιάζει την κυβέρνηση αν ζούµε ή πεθαίνουµε εµείς; Το συµφέρον της κοιτάζει η κυβέρνηση – κι αυτό είναι να προσφέρει γη και ύδωρ στους βιοµηχάνους, στους εφοπλιστές και στους επενδυτές και την τύφλα µας! Η κυβέρνηση ρίχνει νερό στο µύλο του κεφαλαίου, ρε! Καπιταλισµός και ξερό ψωµί, ρε! Με την ανοχή της κυβέρνησης κι όλων των πολιτικών οργιάζουν οι φύλαρχοι του καπιταλισµού! Καταδικάζουν ανθρώπους σ’ αργό θάνατο, εκείνοι θησαυρίζουν κι οι άλλοι πεθαίνουν! Κι ανάµεσα στα δύο άκρα της ζωής και του θανάτου, ανάµεσα στον πλούτο και τη φτώχεια, υπάρχει η αδιαφορία, το βόλεµα, το δηµοσιοϋπαλληλίκι, το “οχ, αδερφέ”! Ξυπνήστε! Έρχονται και χειρότερα, εδώ είστε και θα τα δείτε!» Τώρα ήταν σειρά του κυρ Σωτήρη να ξεσπάσει. «Ναι, καλά! Τα είδαµε και τα χαΐρια και τις προκοπές του κοµουνισµού! Τι κατάλαβε ο αδερφός µου που πήγε στο Παραπέτασµα, ήταν στη Ρωσία σαράντα χρόνια και υπηρέτησε µε πίστη κι αυταπάρνηση τον κοµουνισµό και µετά κατέρρευσε κι ο κοµουνισµός, καταρρεύσανε όλα, και τους πήρε όλους µαζί ο διάολος και τους σήκωσε! Όταν είδε τον Γκορµπατσόφ να διαφηµίζει αµερικάνικες πίτσες, στο τέλος έπαθε κι εγκεφαλικό κι ησύχασε!» Ο Μηνάς κούνησε το κεφάλι του θλιβερά. «Όλοι δίκιο έχουµε, κι εσύ, Σταύρο, κι εσύ, Σωτήρη. Το ζήτηµα είναι άλλο: ό,τι και να γίνει πάνω σ’ αυτό τον κόσµο, είτε κοµουνισµός είτε καπιταλισµός, είτε σκατά είτε φατά, η ουσία είναι ότι οι φτωχοί κι οι αδύναµοι µια ζωή θα υποφέρουν. Και µιας και ζούµε στην Ελλάδα, σας λέω τούτο: ακόµα κι αν µας καταλάβουν Τούρκοι αύριο το πρωί, ακόµα κι αν οι Γερµανοί ξανάρθουν, κι εξωγήινοι ακόµα, θα επιβιώσουν µονάχα οι δωσίλογοι κι οι ξεπουληµένοι. Εµείς οι έντιµοι φτωχοί θα µένουµε πάντα στην απέξω». Ο Σωτήρης ξέσπασε σε γέλια. «Ωραίο αυτό το “έντιµοι φτωχοί”! Αρχίζω να νιώθω λίγο Ξανθόπουλος! Αλλά µήπως έχεις κι άδικο; Και, δε µου λες; Τι πρέπει να κάνει τώρα ο Λευτέρης; Να πάει στο Μέγαρο Μαξίµου µαζί µε τους άλλους απολυµένους και να πετάξουν πέτρες στους ψεύτες της κυβέρνησης;» Ο παθών πετάχτηκε και πήρε το λόγο. «Αν δεν ήταν η κυβέρνηση, θα ήταν η αντιπολίτευση. Έχει αποδειχθεί ότι όλοι τους είναι τα ίδια, άντε να µην πω γιατί τρώτε!» αστειεύτηκε. «Ξέρετε τι µε παρηγορεί; Ότι υπάρχουν και χειρότερα. Ως τώρα νόµιζα ότι η φτώχεια όλων µας εδώ πέρα θυµίζει Πέραµα – αλλά η φτώχεια υπάρχει παντού και δεν έχει τόπους κι ονόµατα συνοικιών. Το λοιπόν, σήµερα πρωτοµηνιά, πριν το µνηµόσυνο του γιου µου, µόλις τσέπωσα την απόλυση, δεν ξέρω πώς µου την έδωσε έτσι, πήγα στο µέρος όπου µεγάλωσε η γυναίκα µου». «Πήγες στο Πέραµα;» ρώτησε έκπληκτη η Δάφνη. «Ναι. Έχασα τον κόσµο κάτω απ’ τα πόδια µου. Οι άνθρωποι πεθαίνουν της πείνας... Ξέρετε τι ουρά υπήρχε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη για κάνα µεροκάµατο; Εµείς πάλι καλά να λέµε. Εκεί να δείτε. Τι ανεργία, τι απελπισία, τι φτώχεια, τι, τι...» Ο Λευτέρης κατέβασε το κεφάλι του απελπισµένος.
«Αυτά ας τα βλέπουν αυτοί που κάθονται στα βόρεια προάστια. Αλλά κυρίως ας τα βλέπουν οι ψεύτες που κάθονται στη Βουλή!» έκανε οργισµένος ο Σταύρος. «Τελικά, µε ποιον τα έχουµε, ρε Σταύρο, µε τους πλούσιους ή µε τους πολιτικούς; Όχι, για να ξέρω!» παρατήρησε ο Μηνάς. «Κοίτα να δεις. Δεν µπορώ να πω ότι τα έχω µε τους πλούσιους. Αφού καπιταλισµό έχουµε, ό,τι θέλει ο καθένας κάνει. Δεν είµαι λοιπόν απ’ αυτούς που θα πουν “θάνατος στην αστική τάξη” κι όποιον πάρει ο Χάρος. Όµως τα έχω και τα παραέχω µε την κυβέρνηση και γενικά µ’ όλους τους πολιτικούς. Δεν µπορεί, κύριε, αυτοί να µένουν στις Κηφισιές και στα Κολωνάκια κι εµείς να ψωµολυσσάµε, να µας έχουν παρατήσει στην τύχη µας µε µόνο αµανάτι τις προεκλογικές τους υποσχέσεις!» βρυχήθηκε ο Σταύρος. «Ο λαός δε θέλει ελεηµοσύνες, κύριοι. Θέλει έναν αξιοπρεπή µισθό για να ζήσει, θέλει δουλειά, υγεία, παιδεία και δικαιοσύνη για όλους! Έρχονται κάθε τέσσερα χρόνια οι ψεύτες και τα τάζουν και στο τέλος παίρνουµε, άντε να µη σας πω γιατί υπάρχουν και γυναίκες! Τίποτα δε γίνεται – κι ύστερα έχεις τους συνταξιούχους και τους µισθοσυντήρητους να κλαίγονται! Εσείς δεν είσαστε που τους ψηφίσατε, µωρέ; Ε, φάτε σκατά και πιέστε νερό! Δε σας αρέσει το ΚΚΕ, το µόνο κόµµα που σας εκφράζει!» Θεωρητικός της παρέας κι ειδήµων πάνω στας αρχάς του κοµουνισµού και των λοιπών φιλοσοφικοοικονοµικοκοινωνικών συστηµάτων, ο Σταύρος κόντευε να βγάλει αφρούς απ’ τα νεύρα του. Έλεγε «κυβέρνηση» και τα µάτια του πετούσαν φλόγες. Έλεγε ΚΚΕ κι έλαµπε ολόκληρος. Η Δάφνη νόµιζε ότι ζούσε τη σκηνή αυτή ξανά και ξανά απ’ την αρχή για χιλιοστή φορά και βάλε. Τα είχε πει και σκεφτεί κι η ίδια αυτά ένα εκατοµµύριο φορές. Πραγµατικά, αν άρχιζε να µιλάει κι αυτή ταυτόχρονα µε τον Σταύρο, απ’ το στόµα της θα έβγαιναν τα ίδια λόγια – λες και θα ήταν συνεννοηµένοι να πουν σαν χορωδία τα ίδια ακριβώς πράγµατα. «Έλα, µωρέ Σταύρο», διαµαρτυρήθηκε ο Μηνάς. «Έχεις κανένα λόγο να πιστεύεις ότι αν το ΚΚΕ ανέβαινε στην εξουσία θα τα έκανε καλύτερα; Δε βλέπεις τι γίνεται; Πάρε παράδειγµα τους πρώην σοσιαλιστές. Από τότε που πήραν στα χέρια τους την εξουσία θαµπώθηκαν και γλυκάθηκαν κι αυτοί, µ’ αποτέλεσµα να γίνουν χειρότεροι κι απ’ τους δεξιούς! Φάγανε, φάγανε, φάγανε! Τι δουλειά έχουν σοσιαλιστές να πίνουν καφέδες στα Κολωνάκια; Ε;» «Είπα εγώ το αντίθετο; Αυτοί είναι οι χειρότεροι απ’ όλους!» συµφώνησε ολόψυχα ο Σταύρος. «Δε φτάνει που καπηλεύτηκαν την Αριστερά και τους αγώνες της για την εργατική τάξη και το δίκιο, γίνανε πιο πλούσιοι κι απ’ τους Βαρδινογιανναίους και τους Λάτσηδες κι εξακολουθούν να παριστάνουν τους σοσιαλιστές – και κάποιοι από σας, χαϊβάνια όπως είστε, εξακολουθείτε να τους πιστεύετε! Αλλά δε θέλω να είµαι άδικος: είµαστε όλοι συνένοχοι σ’ αυτό το πατιρντί. Ο ελληνικός λαός κοιµάται όρθιος ύπνο βαθύ. Κανείς δεν έχει καταλάβει ότι απ’ το ’74 και µετά, και µε εξαίρεση σου βάζω εγώ την περίοδο ’81-’85, η χώρα µας πάει απ’ το κακό στο χειρότερο. Καταλάβετέ το επιτέλους. Διάγουµε µια παρατεταµένη περίοδο βαθιάς σήψης και ζούµε µια καινούρια µορφή εσχάτης προδοσίας. Γιατί εσχάτη προδοσία δεν είναι όταν βάζεις το χέρι σου στο Ευαγγέλιο κι ορκίζεσαι ότι θα υπηρετείς το Σύνταγµα και το λαό, αλλά το µόνο που υπηρετείς τελικά είναι το συµφέρον της τσέπης σου και των ψηφοφόρων σου; Εσχάτη προδοσία δεν είναι όταν εξαπατάς το λαό πίσω από καθησυχαστικά χαµόγελα και ψεύτικες υποσχέσεις που δεν τηρούνται ποτέ; Αν είσαι µάγκας, πες την αλήθεια, ρε κύριε πολιτικέ! Πες “ρε µαλάκες, εγώ θέλω να τα κονοµήσω κι εσείς να πάτε να γαµηθείτε! Εγώ θέλω να πίνω την καφεδιά µου στο Κολωνάκι και να ’χω δέκα νοµαταίους να κάνουν υποκλίσεις, να λένε ‘κύριε υπουργέ’ και να τους τρέχουν τα σάλια!”. Κι όµως, κανένας τους δεν το κάνει! Κι
εµείς οι υπόλοιποι σκατάδες καθόµαστε κι ανεχόµαστε την εσχάτη προδοσία και ξεχνάµε τους ένδοξους προγόνους µας, τους αγώνες για την ελευθερία, το δίκιο, την αλήθεια. Μπροστά στη βόλεψή του ο Έλληνας δε χαµπαριάζει Χριστό. Τίποτα. Μπινέδες είµαστε όλοι. Προδότες. Όλοι µας. Πούστης λαός. Τσάµπα οι αγώνες, τσάµπα τα οράµατα... Για ποιο πράγµα αξίζει ν’ αγωνίζεται κανείς; Και σήµερα κηδεία έχουµε, κύριοι, κι ας µην υπάρχει πτώµα. Δεν πειράζει... Κηδεύουµε τα οράµατά µας. Άι στο διάολο...» Ο Σταύρος, παρασυρµένος απ’ το πάθος και τη φλόγα που τον έκαιγε για τους κοινωνικούς αγώνες, για το δίκιο της εργατικής τάξης, για την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, για το ένδοξο αγωνιστικό παρελθόν της Ελλάδας που φαινόταν µακρινό σαν αιωνιότητα, έβγαλε αυτό τον πύρινο λόγο δακρυσµένος φωνάζοντας. Αυτό ήταν ξέσπασµα, µα την αλήθεια. Οι υπόλοιποι έµειναν να τον κοιτάζουν άφωνοι κι εκστατικοί. Πολύ ωραία τα είπε. Πάρα πολύ ωραία. «Σηµεία των καιρών», είπε θλιβερά ο κυρ Στάθης ο περιπτεράς. «Τώρα µπορεί να φαίνονται πιο έντονα, αλλά πάντα έτσι ήταν, αν το καλοσκεφτείτε. Από τότε που ο Θεός έφτιαξε τον κόσµο, τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή περιστρέφονται γύρω απ’ τη δόξα, την εξουσία και τα λεφτά. Έτσι ήταν, έτσι είναι κι έτσι θα είναι για πάντα, εις τον αιώνα των αιώνων. Ό,τι και να συµβαίνει λοιπόν, να µη σας κάνει εντύπωση. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβετε και το χωνέψετε αυτό, τόσο το καλύτερο». «Δίκιο έχεις, κυρ Στάθη, αλλά αν ο άνθρωπος πάψει ν’ αγωνίζεται τότε δεν έχει σκοπό στη ζωή του, άρα ούτε και λόγο ύπαρξης», είπε ο Σταύρος. «Όλα είναι θέληµα Θεού», είπε αινιγµατικά ο Λευτέρης. «Τι λες, ρε, σοβαρά;» αντιγύρισε οργισµένος ο Σταύρος. «Τι Θεός είν’ αυτός που αφήνει να γίνεται τόση αδικία; Δε νιώθεις να βράζεις που σε διώξανε απ’ τη δουλειά σου; Δε σε πνίγει το δίκιο;» «Πώς, µε πνίγει µια χαρά. Αλλά αν δεν πιστέψω ότι υπάρχει Θεός, αν δε δεχτώ ότι όλα είναι θέληµά Του, τότε πώς ν’ αντέξω τη ζωή, ρε; Αν πω ότι δεν υπάρχει Θεός, τότε τελείωσε», τόνισε ο Λευτέρης µε έµφαση. «Πιστεύω βαθιά και στο Θεό και στη δικαιοσύνη Του. Κι είµαι συνάµα τόσο αριστερός όσο είσαι κι εσύ», συµπλήρωσε. «Ε, πίστευε στο Θεό κι άσε την κυβέρνηση και το κεφάλαιο να σου πηδήξει τα ράµµατα», φώναξε απαυδισµένος ο Σταύρος. «Πραγµατικά, τώρα που το σκέφτοµαι, στην περίπτωση του Λευτέρη, αλλά και τη δικιά µας, κακά τα ψέµατα, σήµερα έχουµε δουλειά αύριο δεν έχουµε, ο Θεός δεν µπορεί να βοηθήσει και πολύ. Συνδυάζω κι αυτά τα ωραία που είπε ο Σταύρος για την εσχάτη προδοσία και λέω: Ε, ρε, µια 17 Νοέµβρη που χρειάζεται!» δήλωσε ο κυρ Σωτήρης. «Μη λες έτσι, Σωτήρη, παίρνεις µεγάλο κρίµα», τον συµβούλευσε ο Λευτέρης διδακτικά. «Α, µπα; Εσύ το λες αυτό; Και, δε µου λες; Όταν σε πετάνε στο δρόµο στην ηλικία σου δεν είναι σαν να σε καταδικάζουν σε θάνατο, αργό και βασανιστικό; Θάνατο της αξιοπρέπειάς σου, γιατί θ’ αναγκαστείς να ζητιανεύεις στο φιλόπτωχο, θάνατο της τιµής σου, γιατί αν δε βρεις καµιά άλλη δουλειά µπορεί ν’ αναγκαστείς να κλέψεις και, τέλος, θάνατο του σώµατός σου, γιατί θ’ αγιάσεις απ’ την πείνα!» φώναξε ο Σωτήρης, κόκκινος απ’ το δίκιο. Ο Σταύρος απλά του έφιξε το χέρι δίχως λόγια, κουνώντας το κεφάλι άκρως επιδοκιµαστικά – σιωπηλά συχαρίκια. Ο Λευτέρης τους κοίταξε µε σηµασία. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Ξέρω κι εγώ; Αυτό που ξέρω είναι ότι από αύριο το πρωί βγαίνω στη γύρα για δουλειά. Θα ψάξω παντού. Κασόνια, χαµάλης, χτίστης, σκαφτιάς, στα χωράφια, όπου να ’ναι. Στην ανάγκη, θα µπαρκάρω µούτσος.
Ανθρακωρύχος. Ό,τι να ’ναι. Έχετε και σεις το νου σας, ρε παιδιά, αν ακούσετε κάτι... Έχω γυναίκα και παιδί». Αν η συµπαράσταση που έβλεπε στα µάτια των γειτόνων ήταν φαΐ, τότε θα είχε να τρώει µέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Ο Λευτέρης αναθάρρησε. Η Δάφνη, στο άκουσµα της λέξης «παιδί», κοίταξε το ρολόι της. Ποπό, πώς πέρασε η ώρα... Πού ήταν κι αυτό το ευλογηµένο παιδί; Ήταν πάνω από έξι ώρες που έλειπε... Έτσι και πήγαινε µεσάνυχτα κι η Βενετία δεν είχε γυρίσει... Σαν να διάβασε τις σκέψεις της, ο κυρ Σωτήρης έκανε την ερώτηση που δεν έπρεπε. «Αλήθεια, βρε παιδιά, µα πού είν’ η Βενετία; Ακόµα να γυρίσει απ’ τη βόλτα της; Πέρασε η ώρα!» Τάχα αδιάφορα, η Δάφνη κοίταξε τον τοίχο για ν’ αποφύγει το βλέµµα του Λευτέρη. «Ε, όπου να ’ναι θα γυρίσει», είπε ο Λευτέρης χαµογελώντας. «Καλοκαίρι είναι, θα είναι πουθενά µε τους φίλους της». «Πάντως, µιας και τ’ αναλύσαµε όλα, καλό θα ήταν να πούµε κι αυτό», άρχισε να λέει ο κυρ Στάθης, ο πιο ηλικιωµένος και σοφός απ’ όλους. Η Δάφνη συχνά τον αποκαλούσε χαϊδευτικά «Νέστορα». «Που λέτε λοιπόν, προς Θεού, όχι πως θέλω να πω κακό για το κορίτσι σας, Δάφνη και Λευτέρη, γενικά µιλάω, η κατάντια της σηµερινής κοινωνίας φαίνεται στη νεολαία µας. Εγώ στην ηλικία τους ήµουν καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Καµαρώστε τους σηµερινούς νέους και δείτε τα χάλια µας, που έχουµε γίνει να µας κλαίνε τα όρη και τα βουνά. Οι µισοί το ρίχνουν στην αναρχία, αφήνουν µια µουσάκλα σαν αυτή του Βελουχιώτη, φοράνε και µια κουκούλα και σπάνε αβέρτα ό,τι βρουν µπροστά τους. Οι άλλοι µισοί το ρίχνουν στα κλαµπ και παίρνουν τα χάπια µε τη σέσουλα, για να χορεύουν µέχρι να ξεραθούν. Κι οι υπόλοιποι το ρίχνουν στα Fame Story, στα τραγούδια κι εγώ δεν ξέρω σε τι άλλο, για να βγάλουν εύκολα λεφτά και να γίνουν τάχαµου διάσηµοι! Άντε να δούµε πότε θα µας πάρει ο διάολος...» «Τι πότε θα µας πάρει, Στάθη µου, που µας πήρε και µας σήκωσε και µυρωδιά δεν πήραµε!» αναστέναξε ο Σωτήρης. «Εγώ του γιου µου θα του έκοβα και τα δυο ποδάρια αν τολµούσε να µου ξεστοµίσει καµιά τέτοια µαλακία. Ακούς εκεί Fame Story... Αν ήταν να γίνει τουλάχιστον Μπιθικώτσης ή Καζαντζίδης, να υπηρετήσει το τραγούδι του λαού, τότε εγώ πρώτος θα τον έστελνα. Αλλά να µου γίνει φλώρος και να τραγουδάει µε τη φούστα τραγούδια που υµνούν τον ωραίο κώλο µιας ξανθιάς, κάλλιο το ’χω να του τα κόψω όλα, αν µε πιάνετε. Ας τολµούσε να µου ξεστοµίσει καµιά τέτοια µαλακία, τότε θα έβλεπε!» Η Δάφνη κατάπιε τη γλώσσα της. Η δική της κόρη, δυστυχώς, όχι µόνο της την είχε ξεστοµίσει αυτή την «καµιά τέτοια µαλακία», µ’ αναίδεια από δω ίσαµε εκεί πάνω, αλλά ήταν έτοιµη να την πραγµατοποιήσει κιόλας. Όχι απλά έτοιµη – επί ποδός έτοιµη. Παναγιά µου, λες να είχε ξεκινήσει να την πραγµατοποιεί από απόψε; «Στους Έσχατους Καιρούς που ζούµε, όλα να τα περιµένει κανείς», είπε αλληγορικά η κυρα-Μαρίτσα, που τόση ώρα άκουγε τους άντρες σιωπηλή. Η Δάφνη παραλίγο να πέσει απ’ την καρέκλα που καθόταν – δεν ήταν µόνο ότι είχε αρχίσει να παθαίνει ένα είδος ψύχωσης µε την κυρα-Μαρίτσα, κι εκτός από άγγελο κακών ειδήσεων να τη θεωρεί και πηγή κακοτυχίας, ήταν κι ότι αυτό το τελευταίο που είχε πει ήταν... ήταν... δυσοίωνο. Οι λέξεις «Έσχατοι Καιροί» αντήχησαν στ’ αφτιά της Δάφνης εντελώς ανησυχητικές. Λες κι οι γείτονες διάβασαν τη σκέψη της Δάφνης –ή απλώς µέσα τους µοιράζονταν µαζί της την ίδια ψύχωση για την κυρα-Μαρίτσα–, µετά τα τελευταία λόγια της γυναικούλας άρχισαν να
σηκώνονται ο ένας µετά τον άλλο. Για να φύγουν. Η Δάφνη κόντεψε να πάθει κρίση πανικού. Όχι, Θεέ µου, ας µην έφευγαν! Δε θ’ άντεχε να κάθεται µόνη µε τον Λευτέρη µέσα σ’ ένα άδειο σπίτι όπου ως πριν λίγο γινόταν γλέντι και τσιµπούσι και να περιµένουν τη Βενετία να γυρίσει, κοιτάζοντας πότε ο ένας τον άλλο, πότε τα ρολόγια και πότε τα παπούτσια τους. Χίλιες φορές καλύτερα να έµεναν οι γείτονες ώσπου να ερχόταν η µικρή – και τότε η Δάφνη θα ένιωθε τέτοια έκρηξη ανακούφισης στα φυλλοκάρδια της, που θα σηκωνόταν πάνω, θ’ άρπαζε τους γείτονες και θα τους έβαζε ν’ αρχίσουν όλοι µαζί να χορεύουν καλαµατιανό. Εκεί να δεις γλέντι που θα γινόταν! Για ν’ αποφύγει την επικείµενη αναχώρηση των γειτόνων, πετάχτηκε όρθια. «Εεε! Πού πάτε; Φεύγετε; Από τώρα;» είπε µονορούφι – και κάπως πιο τσιριχτά απ’ ό,τι θα έπρεπε. Ο Λευτέρης την κοίταξε λίγο παραξενεµένος. «Να χαρείς τα µάτια σου, Δάφνη, αύριο σηκώνοµαι πέντε παρά τέταρτο», εκπροσώπησε τη γειτονιά ο κυρ Σωτήρης. «Μα να µην ακούσουµε πρώτα λίγη µουσική; Βρε Λευτέρη µου, βάλε ένα τραγούδι, να χαρείς...» Η φωνή της έσβησε. Ο Λευτέρης την ξανακοίταξε ακόµα πιο παραξενεµένος. «Α, όσο γι’ αυτό! Ναι, σωστά! Για κάνα δυο τραγουδάκια πάντα υπάρχει χρόνος!» υπερθεµάτισε ο Σωτήρης. «Γλέντι χωρίς τραγούδι γίνεται; Άντε, ρε Λευτέρη, τσάκω κανένα καλό! Σαν κι εκείνο που είχες βάλει το βράδυ που καίγατε τα στεφάνια του Μάη!» ολοκλήρωσε γελώντας. Η Δάφνη έµεινε στήλη άλατος. Τα στεφάνια του Μάη. Το όνειρο. Το προαίσθηµα. «Ουαί, οι εκζητούντες θεάσασθε την φοβεράν ηµέραν Κυρίου...» Όχι πάλι, Θεέ µου, όχι πάλι... Ο Λευτέρης εν τω µεταξύ είχε σπεύσει ενθουσιασµένος στο ετοιµοθάνατο πικ απ. Αναζήτησε έναν απ’ τους πιο αγαπηµένους του δίσκους. Τον βρήκε. Σε λίγο το σαλόνι γέµισε µε την κρυστάλλινη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, σε µια ανεπανάληπτη ζεµπεκιά. Ανεπανάληπτη. «Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού/σβήνω κυλώντας στα νερά...» Πάντα τον συγκινούσε ο Ξυλούρης. Του έφερνε στο νου την καταγωγή του – απ’ την Κρήτη, από ένα χωριό στα ριζά του Ψηλορείτη. Κρατούσε από λεβέντικη γενιά, που χρόνια τώρα έβγαζε παλικάρια. Σαν τον παππού του, που ήταν γενναίος και τραγουδισµένος πολεµιστής, σαν τον πατέρα του, που είχε δώσει τη ζωή του για να σωθεί ο συνάδελφός του, σαν το γιο του τον Νικηφόρο, που είχε παλέψει σαν λιοντάρι µε τον Χάρο... Καλά, ο Λουλούδης ήταν εξαίρεση. Αλλά κι ο ίδιος; Τι γινόταν µε τον ίδιο; Ήταν παλικάρι; Ήταν; Έχυσε στο πάτωµα ένα ποτήρι µε νερό και σηκώθηκε να χορέψει. «... Ανέβηκα στην κορυφή της θηµωνιάς/αµίλητος την ώρα της συγκοµιδής/πήρα ταγάρι ζητιανιάς...» Οι γείτονες άρχισαν να παραληρούν. Χειροκροτήµατα, ιαχές, σφυρίγµατα, ε, ρε, γλέντια... «Ποίος χωρισµός, ω αδελφοί, ποίος κοπετός, ποίος θρήνος εν τη παρούσα ροπή...» Η Δάφνη έπαιρνε µέρος στο γλέντι δίχως να µπορεί να σταµατήσει τη δύναµη που της έβαζε λόγια στο στόµα – αλλά οι γείτονες δεν το πρόσεξαν γιατί γλεντούσαν κι είχε θόρυβο πολύ. Μιλώντας πάντα µόνη της, η Δάφνη πήγε στην κουζίνα κι έφερε όλα τα πιάτα του νοικοκυριού. «Κοιµήθηκα στο προσκεφάλι του σπαθιού/είχα τον ύπνο του λαγού...»
Τα έσπασε όλα στα πόδια του άντρα της που χόρευε. «Τι κάνεις, ρε Δάφνη; Πού θα φάτε αύριο;» φώναξε γελώντας ο κυρ Σωτήρης. «Δεν υπάρχει αύριο, Σωτήρη», φώναξε ο Λευτέρης. «Όλα αρχίζουν και τελειώνουν στο τώρα». Εκείνη τη στιγµή κόλλησε η βελόνα – κι αφού σταµάτησε η οχλαγωγία, όλοι άκουσαν τη Δάφνη να µιλάει µόνη της. «Θρηνώ και οδύροµαι όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοις τάφοις κειµένην την κατ’ εικόνα Θεού...» «Δάφνη... τι λες;» µουρµούρισε έκπληκτος ο κυρ Σωτήρης. «Δεν ξέρω...» ψιθύρισε η Δάφνη. «Δίχως να µπορώ να το εξηγήσω, δίχως να τα έχω µάθει από πουθενά, µου έρχονται µόνα τους λόγια στο στόµα απ’ την...» Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Η Δάφνη ενστικτωδώς κοίταξε το ρολόι της. Μεσάνυχτα παρά δέκα. Απ’ το στόµα της βγήκε µια κραυγή πληγωµένου ζώου – κι εκείνη δεν µπορούσε να κάνει τίποτα για να τη συγκρατήσει. Η Δάφνη Ματζιούρη ήξερε ότι στην άλλη πλευρά της γραµµής περίµενε το Σκοτάδι. Και το Σκοτάδι άρχισε να ρέει, να κυλάει – έγινε µια λεπτή κόκκινη γραµµή, κι η γραµµή έγινε ποτάµι και το ποτάµι έγινε µια απέραντη θάλασσα και κατάπιε τα πάντα. Κι εκείνη η νύχτα έφερε µια µέρα που δεν έµοιαζε µ’ όλες τις άλλες µέρες, τις γνωστές από καταβολής κόσµου. Εκείνη η µέρα έγινε µια µαύρη τρύπα στο ηµερολόγιο – σαν να έπαψε ο χρόνος να έχει τη λογική και µονότονη συνέχειά του κι άρχισε κι αυτός να τρελαίνεται – όπως ακριβώς οι άνθρωποι. Σαν όνειρο ήταν όλα, αλλά από εκείνα τα όνειρα που, όποιος έχει την ατυχία να τα δει, του αλλοιώνουν τη συνείδηση, την προσωπικότητά του την ίδια, ακόµα και την ανθρώπινή του υπόσταση, κι όταν ξυπνάει τίποτα πια γύρω του δεν είναι το ίδιο όπως πριν. Όλα είναι στρεβλά, αλλοιωµένα, παράταιρα, σιχαµερά, λες κι άρχισε να βλέπει τον κόσµο µέσα από ένα ζευγάρι γυαλιά µε παραµορφωτικούς φακούς – που ωστόσο είχαν τη δύναµη όχι απλώς να παραµορφώνουν τον κόσµο, αλλά να φανερώνουν µια µυστική του διάσταση, αινιγµατική, παγερή και τροµαχτική. Το Σκοτάδι έκανε την εµφάνισή του µεσάνυχτα παρά δέκα, µέσα από εκείνο το τηλεφώνηµα, µε τη φωνή της Αστυνοµίας. «Ο κύριος Ματζιούρης;» «Ο ίδιος». «Έχετε µια κόρη Βενετία;» «Μ... µάλιστα. Σεις ποιος είστε;» «Αστυνοµία. Φοβάµαι ότι δεν έχω καλά νέα, κύριε. Σπεύστε γρήγορα στην Kλινική Δροσοπούλου, στην Εθνική Oδό, στο ύψος της Κηφισιάς. Η κόρη σας βρίσκεται εκεί. Είχε ένα ατύχηµα». «Ατ... ατύχηµα; Τι ατύχηµα;» «Τροχαίο». «Είναι... είναι κα... καλά;» «Λυπάµαι, κύριε. Σπεύστε. Σας περιµένει εδώ κλιµάκιο της Τροχαίας». Κλικ. «Λυπάµαι, κύριε».
Αν το έλεγε αυτό στη Δάφνη, τότε εκείνη σίγουρα θα κατέρρεε επιτόπου. Παρ’ όλ’ αυτά, η Δάφνη κάτι είχε καταλάβει διότι ούρλιαζε θρηνητικά, όπως ακριβώς ουρλιάζουν τα ζώα όταν διαισθανθούν ότι... όταν µυρίσουν τον... Όχι. Όχι. Το γλέντι διαλύθηκε σε κλάσµατα δευτερολέπτου. Οι γείτονες κόντεψαν να χάσουν τα κεφάλια τους απ’ τη σαστιµάρα. Χέστε τον τον ύπνο και το αυριανό ξύπνηµα απ’ το χάραµα – ένας δικός µας έχει ανάγκη. Πρέπει να τον συντρέξουµε κι ας πέσουµε αύριο απ’ τη σκαλωσιά λόγω της αϋπνίας – δεν πειράζει. Αρκεί να δώσουµε το χέρι µας και να τον πιάσουµε, την ώρα που πέφτει αυτός, ο δικός µας, ο γείτονας, φίλος κι αδερφός... Ευτυχώς, ο κυρ Σωτήρης είχε παρκαρισµένο έξω απ’ το σπίτι του το ξένο φορτηγό που του είχε εµπιστευτεί ο εργολάβος να το οδηγήσει ως την πολυκατοικία που έχτιζαν για να κουβαλήσουν µπάζα – ευτυχώς, είχε βρεθεί µεταφορικό µέσο. Σύσσωµη η γειτονιά τσουβαλιάστηκε στο κουβούκλιο και στην καρότσα του ξένου φορτηγού – κι ο κυρ Σωτήρης άρχισε να οδηγεί σαν να τον κυνηγούσαν θεοί και δαίµονες. Να τρέξουµε. Να προλάβουµε. Να η Kλινική Δροσοπούλου – τι παράξενο µέρος... Ένα µονάχο κτίριο στη µέση του πουθενά – έτσι όπως ήταν χτισµένη παράπλευρα της Εθνικής Οδού, µε τα αυτοκίνητα να πάνε και να έρχονται δίχως να σταµατούν, φάνταζε ερηµική και µόνη, σαν στοιχειωµένο σπίτι στη µέση ενός αποµονωµένου αγρού. Η Τροχαία περίµενε – ανέκφραστοι άντρες ζήτησαν απ’ τους γονείς να τους ακολουθήσουν, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις. Όχι, οι γείτονες έπρεπε να περιµένουν απέξω. Η ησυχία της κλινικής δεν έπρεπε επ’ ουδενί να διαταραχτεί νυχτιάτικα. Yπήρχαν ασθενείς, χειρουργηµένοι, κατάκοιτοι, δεν έπρεπε να τους ενοχλήσει κανείς, πόσω µάλλον ένα τσούρµο άσχετοι. «Λυπάµαι, κύριε». Γριές νοσοκόµες ανέλαβαν να οδηγήσουν τους γονείς στην κόρη τους. Αµίλητες, ωστόσο στα πρόσωπά τους είχαν ζωγραφισµένη µια όχι και τόσο πειστική γκριµάτσα συµπαράστασης, σαν ανθρώπων που συµπάσχουν µεν µε το δράµα του συνανθρώπου τους, αλλά ταυτόχρονα νιώθουν εκείνη τη σαδοµαζοχιστική άγρια χαρά των προφυλαγµένων απ’ την άδικη µοίρα. Ζει το παιδί; Δεν απαντούσαν. Περπατούσαν σιωπηλές. Ο διάδροµος φάνταζε ατέλειωτος. Το τακ τακ απ’ τα τακούνια των παπουτσιών έµοιαζε µε ατελείωτη οµοβροντία – οι καρδιές χτυπούσαν δυνατά ενώ όλα τριγύρω ήταν άσπρα, µε µόνη εξαίρεση κάποια µικρά µαύρα πράγµατα που, άκρως ενοχληµένα απ’ τη µεταµεσονύχτια οχλαγωγία, πετάχτηκαν απ’ τις σκοτεινές γωνίες τους κι έτρεχαν εδώ κι εκεί – τέλεια παραφωνία στο άσπρο. Κατσαρίδες. Τι πάει να πει «λυπάµαι, κύριε»; Δυο λεξούλες που σηµαίνουν αυτό ακριβώς που σηµαίνουν! Κάποιος λυπάται, µόνο αυτό. Δε σηµαίνουν ούτε ναι, αλλά ούτε όχι. Οι τελευταίες στιγµές της ελπίδας – που, σ’ αντίθεση µε τους ανθρώπους, αυτή πεθαίνει πάντα τελευταία. Η λευκή µεγάλη πόρτα. Το νεύµα των νοσοκόµων. Περάστε. Και µέσα στο λευκό και ψυχρό δωµάτιο, µόνο ένα κρεβάτι, καταµεσής. Και δίπλα ένας κύριος µ’ άσπρη µπλούζα – γιατρός; Όχι µόνο – ήταν αυτός που έβγαινε στην τηλεόραση κάθε φορά που γινόταν ένα στυγερό έγκληµα. Ο ιατροδικαστής, ο... ο αυτός, ο τάδε, τέλος πάντων.
Πάνω στο κρεβάτι βρισκόταν ένα ανθρώπινο σώµα – σκεπασµένο ολόκληρο. Και το κεφάλι. Το σεντόνι ήταν σκούρο – αλλά πιο σκούρο τόπους τόπους. Μικρές και µεγάλες κηλίδες. Άσχετο – αλλά στο µυαλό του Λευτέρη υλοποιήθηκε αργά η λέξη «πρώην». Τι πρώην; Τι σκατά σήµαινε πρώην; Ο ιατροδικαστής έγνεψε καταφατικά. Ο Λευτέρης πλησίασε αργά και σήκωσε το πράσινο σεντόνι. Απ’ τη στιγµή που άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει, µεσάνυχτα παρά δέκα, τότε που δεν µπόρεσε να συγκρατήσει το πονεµένο ουρλιαχτό της, η Δάφνη είχε περιέλθει σε περίεργη κατάσταση – δε µιλούσε, δε σχολίαζε, δε φώναζε, δεν έκλαιγε. Βέβαια, είχε πλήρη συνείδηση των τεκταινοµένων, βρισκόταν σ’ εγρήγορση, αλλά και συνάµα δε βρισκόταν. Είχε µπει σ’ ένα δικό της χώρο – µέσα σ’ ένα µικρό καταπράσινο δωµάτιο ελπίδας που άνοιγε µόνο γι’ αυτήν. Κανένας δεν µπορούσε ν’ ανοίξει απέξω – η πόρτα άνοιγε µόνο από µέσα, κλείδωνε µόνο από µέσα και το κλειδί το είχε µόνο αυτή. Εκεί µέσα είχε µπει, είχε κλειδώσει, καθόταν και περίµενε. Μέχρι να έβλεπε µε τα µάτια της, δεν πίστευε τίποτα. Αρνείτο να πιστέψει. Όµως τώρα ο Λευτέρης πήγαινε να σηκώσει το πράσινο σεντόνι. Αργά, πολύ αργά, πάρα πολύ αργά... Το πράσινο σεντόνι αποκάλυψε το πρόσωπο της Βενετίας που κοιµόταν. Ήταν τόσο άσπρη όσο κι οι τοίχοι γύρω της – πραγµατικά, τέτοιο λευκό χρώµα δεν µπορούσε να υπάρξει παρά µόνο σε πίνακες αναγεννησιακής ζωγραφικής που απεικόνιζαν την Παναγία. Τα ξανθά µαλλιά της ήταν βρεγµένα κι έµοιαζαν πιο σκούρα – έτσι γινόταν πάντα όταν έκανε µπάνιο. Τα µάτια της ήταν µισάνοιχτα, το ίδιο και τα χείλη της, λες και µόλις είχε δει µια χαριτωµένη εικόνα εµπρός της και προσπάθησε να χαµογελάσει, ακριβώς εκείνη τη στιγµή που πάγωνε ο χρόνος για πάντα. Αυτό ήταν. Ακόµα κι η λέξη «τέλος» έχανε τη σηµασία της. Από εκείνη τη στιγµή και µετά, ο χρόνος άρχισε να τρέχει µ’ άλλους ρυθµούς, άγνωστους και ξένους προς τ’ ανθρώπινα µέτρα. Η Δάφνη να ουρλιάζει – ο Λευτέρης για πρώτη φορά στη ζωή του να µην ξέρει πώς να συµπαρασταθεί, οι γείτονες που άκουσαν τα ουρλιαχτά κι εισέβαλαν όλοι µαζί στη στοιχειωµένη κλινική, γριές νοσοκόµες, ο ιατροδικαστής, η Aστυνοµία, οι απορηµένοι κι ενοχληµένοι ασθενείς που έβγαζαν τα κεφάλια τους απ’ το άνοιγµα κάποιας πόρτας και µετά... οι άνθρωποι του γραφείου τελετών, γεροδεµένοι κι ανέκφραστοι άντρες µε µαύρα ρούχα κι άσπρα γάντια, που ήρθαν και την πήραν. Ήρθαν και την πήραν. Κάποια νοσοκόµα είχε συστήσει στον πιο ψύχραιµο απ’ τους γείτονες που βρήκε –για την ιστορία, ήταν ο Σωτήρης– να καλέσει το γραφείο τελετών. Τυχεροί ήταν –υπήρχε γραφείο τελετών δύο δρόµους πιο πάνω, το οποίο διανυκτεύρευε κι έκανε κι εξαιρετικές τιµές στους άπορους– η νοσοκόµα τόνισε µε έµφαση τη λέξη «άπορους» – µεγάλη τύχη, πολύ µεγάλη τύχη... Οι γονείς δεν ήταν σε θέση να πάρουν πληροφορίες για το ατύχηµα που στοίχισε τη ζωή της κόρης τους. Aυτοί ήταν σε χειρότερη θέση ακόµα κι από κείνη, γιατί ήταν ζωντανοί, κι έπρεπε να ψάξουν να βρουν έναν κάποιο τρόπο ν’ αντέξουν την ανείπωτη συµφορά που τους βρήκε. Αύριο. Άλλωστε ήταν πολύ αργά πια. Οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Υπήρχε χρόνος. Η
Αστυνοµία δε θα χανόταν – αύριο. Κάποιος µπάτσος έδωσε µια κάρτα στον Σωτήρη τον ψύχραιµο, για να την προωθήσει στους ενδιαφεροµένους. Η νύχτα ως το άλλο πρωί ήταν µεγάλη και µακριά. Και το άλλο πρωί... Οι σκηνές έµοιαζαν φιλτραρισµένες σαν να έβγαιναν µέσα από παραπέτασµα πυκνού µαύρου καπνού – τα λόγια έρχονταν στ’ αφτιά αχνά, παράξενα, ακατάληπτα... Μονάχα δυο εικόνες. Το κρασί πάνω στο άψυχο κορµί. Το λευκό µαντίλι που σκέπασε το πρόσωπο για πάντα. Κι ύστερα, το «ΑΑΑΑΑΧΧΧΧ» που βγήκε µέσα απ’ τα φυλλοκάρδια της µάνας και πήγε κατευθείαν στον ανοιχτό ουρανό. Κι ύστερα, τίποτα πια.
ΛΙΟΝΤΑΡΙ στο κλουβί. Έτσι και χειρότερα ένιωθε ο αρχιφύλακας Θοδωρής Καπιρέλης τη δωδεκάτη ώρα εκείνης της νύχτας. Η τηλεόραση συνέχιζε να παίζει, αλλά εκείνος δεν την έβλεπε πια. Tο µυαλό του είχε σκαλώσει σ’ αυτό που είχε δει λίγο πριν, στις ειδήσεις. Τι σκατά ήθελε και τις είδε, ανάθεµα την έµπνευση που είχε... Σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω στο σαλόνι του σπιτιού. Ήθελε ολόψυχα να κλείσει την τηλεόραση, ακόµα καλύτερα θα ήταν να την ξερίζωνε απ’ την πρίζα της, να την άρπαζε και να την πετούσε απ’ το µπαλκόνι, για να ξεθυµάνει λίγο την απόγνωσή του, αλλά τελικά προτίµησε να µην το κάνει. Όσο να ’ναι, οι ήχοι που έβγαιναν µέσα απ’ το χαζοκούτι ήταν µια κάποια παρηγοριά, να µη νιώθει εντελώς µόνος µέσα στο άδειο του σπίτι. Ξαφνικά η µοναξιά τού φαινόταν αφόρητη – µετά κι απ’ αυτό που είδε, και ανησυχητική. Ήταν µόνος, διότι µετά... µετά τα γεγονότα, είχε βάλει σούµπιτες γυναίκα και κόρες µέσα σ’ ένα τρένο και τις έστειλε στο χωριό. Παρά τις διαµαρτυρίες τους, δε δεχόταν αντιρρήσεις – έπρεπε να πάνε κάπου όπου θα ήταν ασφαλείς, κι όσο να ’ναι το χωριό του, ο Άγιος Βλάσης της Λιβαδειάς, ήταν ένα τέτοιο µέρος. Η ενέργεια αυτή ίσως να µην κινούσε υποψίες σ’ αυτούς που δεν έπρεπε – ήταν ντάλα καλοκαίρι, τα κορίτσια δεν είχαν σχολείο, η γυναίκα δε δούλευε, τι πιο φυσικό απ’ το να πάνε διακοπές αντί να κάθονται κι αυτές να ξεροψήνονται στο καµίνι της τσιµεντούπολης για συµπαράσταση στον είλωτα αρχηγό της οικογένειας... Απ’ την άλλη, ακόµα κι αν κινούνταν εκείνες οι υποψίες σ’ αυτούς που δεν έπρεπε, ακόµα κι αν εντόπιζαν πού βρίσκονταν οι γυναίκες, θα ήταν αρκετά δύσκολο να... τους κάνουν κακό – το πατρικό του Καπιρέλη βρισκόταν µέσα σε µια κοινόχρηστη αυλή όπου ήταν χτισµένα άλλα δέκα σπίτια, ανάµεσα στα οποία κι αυτό του πρώην κοινοτάρχη του Αγίου Βλάση και νυν διαµερισµατικού συµβούλου. Αν... αν αυτοί πήγαιναν να... Όχι, Θεέ µου, θα ξεσηκωνόταν ολόκληρη η αυλή – οπότε αυτοί θα έπρεπε να... Όχι, Θεέ µου, ολόκληρη την αυλή, τουτέστιν καµιά σαρανταριά ανθρώπους, οπότε θα γινόταν ο χαµός του Ιακώβ και θα ξεσηκωνόταν ο σάλος του αιώνα. Απ’ την άλλη, όταν έχεις να κάνεις µε τέτοια παρανοϊκά στοιχεία σαν αυτούς στους οποίους δεν έπρεπε να κινηθούν υποψίες, όλα τα ενδεχόµενα είναι ανοιχτά – και τότε το µόνο που σου µένει είναι να εναποθέσεις τις ελπίδες σου στον παντοδύναµο Θεό και να κάνεις το σταυρό σου τόσες φορές όσες δεν τον έχεις κάνει ποτέ µέχρι τώρα στη ζωή σου. Ο Καπιρέλης έσπευσε στο σύνθετο του σαλονιού, όπου φιλοξενείτο ένα ελλιπέστατο µπαράκι. Βρήκε ένα µπουκάλι µε κονιάκ, το άνοιξε κι άρχισε να κατεβάζει γενναίες γουλιές, σαν να έπινε ευλογηµένο νεράκι. Για ό,τι έπρεπε να κάνει από δω και πέρα χρειαζόταν θάρρος – κι οπωσδήποτε ένα καλό µεθύσι βοηθάει προς την κατεύθυνση αυτή. Άθελά του, το µάτι του γλίστρησε προς την τραπεζαρία. Πάνω στο τραπέζι είχε ακουµπισµένο το υπηρεσιακό του περίστροφο. Εκείνη τη νύχτα είχε σώσει το µακαρίτη πλέον φίλο του τον Μπούρµαλη, ο οποίος είχε σκοπό να το χρησιµοποιήσει και να ησυχάσει. Tώρα όµως, αυτή ακριβώς τη στιγµή, τον καταλάβαινε ολόψυχα που ήθελε να τα τινάξει. Ποιος ξέρει, ίσως είχαν αρχίσει να µπαίνουν και στον ίδιο ιδέες... Μια φορά, δεν άντεχε άλλο. Κάτι έπρεπε να γίνει. Οπωσδήποτε. Σκέφτηκε τις µέρες που πέρασαν κι ανατρίχιασε σύγκορµος. Αυτό δεν ήταν ζωή – ήταν ένας αληθινός εφιάλτης δίχως τέλος. Τι ήταν αυτό που έπαθε τώρα, στα γεράµατα... Ασύλληπτα,
αδιανόητα πράγµατα. Το δύστυχο µυαλό του Καπιρέλη είχε κολλήσει σ’ εκείνη τη σκηνή – στο χαµόγελο του Φώτη, που το πρόδιδαν τα δακρυσµένα του µάτια την ώρα που τον αποχαιρετούσε έξω από κείνο το µπαράκι. Όσο κι αν ο Καπιρέλης έλπιζε ολόψυχα ότι όλα θα πήγαιναν καλά, όσο κι αν ήθελε να πιστεύει στο θρίαµβο του καλού, ήταν η τελευταία φορά που είδε τον καλό του φίλο ζωντανό. Τα όσα έγιναν απ’ την ώρα που επέστρεψε στο κοινό τους γραφείο στη ΓΑΔΑ, εκείνη τη νύχτα, τα θυµόταν µε ακρίβεια δευτερολέπτων, βασανιστικές αναµνήσεις που αργά ή γρήγορα θα τον έστελναν ή στο τρελοκοµείο ή... Ή. Μετά το µπαράκι, ο Καπιρέλης είχε πάει ξανά στο γραφείο µε σκοπό να κοιµηθεί εκεί για δεύτερη βραδιά, γιατί ήθελε να περιµένει τον Φώτη και ν’ αξιολογήσουν µαζί το λαγό που θα έβγαινε απ’ τη συνάντηση του τελευταίου µε το νεαρό Γιαπισίκογλου. Πραγµατικά, για να περάσει λίγο την ώρα του έκανε λίγη γραφειοκρατική δουλειά, µετά µπήκε στο Ίντερνετ κι έπαιξε λίγη πασιέντζα και µετά λίγη ντάµα, µετά άρχισε να νυστάζει... οπότε αποχώρησε για το µικρό δωµατιάκι όπου υπήρχαν δυο κρεβάτια για να φιλοξενούν τα υπηρεσιακά ξενύχτια. Δεν είχε σκοπό να κοιµηθεί – ήθελε απλώς να ξαπλώσει για να χαλαρώσει λίγο. Όµως τα τεντωµένα νεύρα του φαίνεται ότι κατέρρευσαν απ’ τις υπερωρίες κι είχαν αποφασίσει αλλιώς – οπότε, δίχως να το καταλάβει, βυθίστηκε στον ύπνο. Τον ξύπνησε το τηλέφωνο, στις εφτά παρά τέταρτο ακριβώς. Ήταν η γυναίκα του, σε έξαλλη κατάσταση. Έσκουζε, δε µιλούσε, κι ο Καπιρέλης κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό απ’ το φόβο του – όταν κατάφερε να την ηρεµήσει, του είπε κάτι φοβερό: η γυναίκα του Μπούρµαλη, η Νίκη, είχε βρεθεί νεκρή µέσα στο διαµέρισµά τους στην Κυψέλη, µε φρικτό τρόπο. Κάποιος της είχε κόψει το κεφάλι –και φαίνεται ότι ήταν κάποιος βαθιά παρανοϊκός εγκληµατίας, διότι είχε κρατήσει και λάφυρα απ’ το µακάβριο έργο του– το κεφάλι της άτυχης γυναίκας δε βρέθηκε πουθενά. Την ανακάλυψε ο διπλανός γείτονας – έφευγε ο χριστιανός να πάει στη δουλειά του, είδε την πόρτα του διαµερίσµατος του Μπούρµαλη µισάνοιχτη κι ανησύχησε. Χτύπησε, ξαναχτύπησε, απάντηση δεν πήρε, µπήκε να δει τι έγινε και... Η κυρία Καπιρέλη τα είχε ακούσει όλ’ αυτά στην ξηµερωµατιάτικη εκποµπή του MEGA κι έπεσε ξερή. Ο Καπιρέλης πήγε να σαλέψει – ήθελε ν’ αναζητήσει τον Μπούρµαλη, αλλά δεν µπορούσε να τον βρει πουθενά, διότι δεν είχε κινητό ο µαλάκας... Τι σκατά να έκανε τώρα; Να πήγαινε µια και δυο στο άλσος της Ευελπίδων; Μα τόσες ώρες θα παρέµενε ο Φώτης εκεί µε τον πιτσιρικά; Άσε που φοβόταν, χεζόταν πάνω του κυριολεκτικά... Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιµένει όταν ανακατεύεσαι µε τα πίτουρα άκαιρα – το να σε φάει µια κότα ακούγεται ως πολύ πιο αισιόδοξη προοπτική. Δε χρειάστηκε να µείνει στην αγωνία του για πολύ. Γυρνώντας στο γραφείο απ’ το δωµατιάκι, είδε έξω απ’ την πόρτα µαζεµένους καµιά δεκαριά συναδέλφους τους, να φωνάζουν και να χειρονοµούν, µερικοί τραβούσαν και τα µαλλιά τους. Τι έγινε, ρε παιδιά; Το χειρότερο έγινε. Μόλις είχε φτάσει σήµα στη Γενική Αστυνοµική Διεύθυνση απ’ την Άµεσο Δράση: στο άλσος της Ευελπίδων είχαν βρεθεί δύο ακέφαλα πτώµατα, εκ των οποίων το ένα ανήκε σε αστυνοµικό – φορούσε στολή. Η κατάσταση που επικρατούσε εκεί ήταν απερίγραπτα φρικτή: τα πτώµατα τ’ ανακάλυψαν περίοικοι απ’ την οδό Βαλτινών, οι οποίοι είχαν ακούσει οχλαγωγία σκύλων µέσα στο δασάκι και βγήκαν να δουν τι έγινε. Κι όταν έφτασαν στο σηµείο, είδαν µια αγέλη
πεινασµένων σκύλων να... Ω Θεέ µου, τα κεφάλια των πτωµάτων δε βρίσκονταν πουθενά, αλλά ούτως ή άλλως οι σκύλοι είχαν φροντίσει να καταστήσουν και τα άψυχα σώµατα αγνώριστα – άµορφες µάζες. Μέσα στα κουρελιασµένα ρούχα των νεκρών βρέθηκαν οι ταυτότητές τους. Ο ένας ήταν ο Νικόλας Γιαπισίκογλου. Ο άλλος ήταν ο Φώτης Μπούρµαλης. Από εκείνη τη στιγµή και µετά, ο Θοδωράκης Καπιρέλης άρχισε να ζει έναν ανήκουστο, έναν απερίγραπτο εφιάλτη. Η όλη υπόθεση, αν δεν ήταν τόσο, µα τόσο τραγική, θα ήταν εντελώς γελοία – τόση φρίκη, τόση απελπισία, τόσο κακό µαζεµένο, µόνο γέλια µπορεί να προκαλέσει. Κι ήταν πια ολοµόναχος – ο αγαπηµένος του φίλος Φώτης είχε φύγει για τον Παράδεισο µ’ εκείνο το βραδινό εξπρές. Από τότε ο Καπιρέλης, κάθε λεπτό που περνούσε, άρχισε να βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ έναν παρανοϊκό τρόµο που του έκοβε τα πόδια και τον έκανε να ιδρώνει λες κι ήταν µονίµως κάτω απ’ το ντους. Αυτός ήξερε πολύ καλά ποιος κρυβόταν πίσω απ’ το θάνατο του Φώτη και του πιτσιρικά – κι όµως... δε βγήκε να φωνάξει, να ουρλιάξει την αλήθεια να τη µάθει όλος ο κόσµος. Αντίθετα, το βούλωσε και δεν είπε λέξη, κουβέντα. Άκουγε τους δηµοσιογράφους να µαυρίζουν τη µνήµη του Φώτη, να διαδίδουν τεχνηέντως ότι ήταν ένας ανώµαλος παιδεραστής κι ένα κάρο άλλα ανήκουστα πράγµατα – κι όµως, αυτός, ο χέστης, ο µπινές, κράτησε το στόµα του κλειστό. Άντεξε ακόµα κι όταν είδε τον Παγκράτη να δίνει µια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην τηλεόραση – δήλωνε περίλυπος για την έξαρση της βίας και ζητούσε απ’ την Αστυνοµία να κάνει το χρέος της! Τον πούστη, τον αρχιγκάνγκστερ... Φοβόταν, να πάρει ο διάολος. Tριγύρω του έβλεπε εν δυνάµει εχθρούς κι ένιωθε σαν να είχε µονίµως πάνω απ’ το κεφάλι του επικρεµάµενη µια δαµόκλειο σπάθη. Κι ήταν φυσικό: εκτός απ’ τον ταξίαρχο Φράγκο, τον Αντωνίου και κάνα δυο άλλους που του είχε επισηµάνει ο µακαρίτης Φώτης, δεν ήξερε πόσοι και ποιοι άλλοι µέσα στη ΓΑΔΑ ήταν συνεργάτες του Παγκράτη και της συµµορίας του. Φυσικά, ο ίδιος δεν µπορούσε να εµπιστευτεί κανέναν – εκτός απ’ τον Φώτη δεν είχε άλλον τόσο κολλητό φίλο. Απ’ την άλλη πάλι, συνέτρεχε στο πρόσωπό του µία άκρως επιβαρυντική περίσταση: ήταν ο µοναδικός κολλητός φίλος του Μπούρµαλη. Αυτοί που τον ξεπάστρεψαν, λοιπόν, µπορεί ν’ αποφάσιζαν να ξεπαστρέψουν και τον κολλητό του, έτσι, για να έχουν το κεφάλι τους απόλυτα ήσυχο. Μπορούσε να τους διαβεβαιώσει κανείς ότι ο Μπούρµαλης δεν τα είχε ξεράσει όλα στον κολλητό του; Όχι, βέβαια... Για ν’ αποφύγει λοιπόν το ενδεχόµενο να βρεθεί κι αυτός ακέφαλος στα καλά καθούµενα, ο Καπιρέλης έδωσε όλο του το είναι κι έπαιξε την καλύτερη παράσταση που έχει παίξει ποτέ ηθοποιός στην ιστορία της υποκριτικής τέχνης – όπου κι όποτε χρειαζόταν, παρίστανε τον εύλογα πικραµένο, εφόσον είχε χάσει το συνεργάτη του. Σ’ άλλες στιγµές υιοθετούσε το ύφος «η ζωή συνεχίζεται», µιλούσε και γελούσε ανέµελος, έστω κι αν από µέσα του η καρδιά του έκλαιγε µε µαύρο δάκρυ. Μάλιστα, έφτασε στο σηµείο να τα παίξει όλα για όλα, βάζοντας µόνος του το κεφάλι του µέσα στο στόµα του λύκου: πήγε µια και δυο και βρήκε τον ταξίαρχο Φράγκο και του ζήτησε να κάνει ό,τι µπορεί ώστε να συλληφθούν οι δολοφόνοι του Μπούρµαλη. Μα ήταν τόσο καλό παιδί ο άµοιρος Φώτης, κι ο ταξίαρχος Φράγκος τόσο ικανός και έµπειρος αξιωµατικός... Ο ταξίαρχος, ήδη απ’ τη µέρα που ανακαλύφθηκε το πτώµα του Φώτη, είχε τον Καπιρέλη σε διακριτική αλλά στενή επιτήρηση. Ευτυχώς που ο Καπιρέλης ήταν υποψιασµένος...
Τέλος πάντων, µ’ αυτά και µ’ αυτά, η ζωή προσπαθούσε να συνεχιστεί. Μέρα µε τη µέρα, η αηδία που ένιωθε για τον εαυτό του µεγάλωνε. Το ότι την ίδια αηδία και τον ίδιο φόβο είχε νιώσει κι ο Φώτης εκείνη τη νύχτα στο Αρχείο δεν αρκούσε για ν’ απαλλάξει τον Καπιρέλη απ’ τις ευθύνες και τις τύψεις του. Μα το Θεό, δε θ’ άντεχε για πολύ ακόµα. Ώσπου ήρθε η χτεσινή µέρα, κι ο Καπιρέλης είχε την ατυχή, όπως αποδείχθηκε, έµπνευση να σταθεί σ’ ένα περίπτερο και να διαβάσει τα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων. Εκεί είδε γραµµένο µπροστά στα µάτια του το χρονικό εκείνου του προαναγγελθέντος θανάτου. Ο Νικόλας Γιαπισίκογλου το είχε πει καθαρά. «...κινδυνεύει κι η Βενετία Ματζιούρη...» Ε, τελικώς έπαψε κι αυτή να κινδυνεύει. Διότι ήταν πλέον νεκρή. Το παραδείσιο πουλί ήταν τέζα. Έπαθε ατύχηµα, λέει. Ο Καπιρέλης ευχήθηκε ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί επιτόπου – πιο πιθανό θα ήταν να πιστέψει ότι τώρα στα γεράµατα θα πήγαινε να κάνει αλλαγή φύλου κι από Θόδωρος να γίνει Ντόροθι, παρά ότι ο θάνατος της Βενετίας Ματζιούρη ήταν ατύχηµα. Βέβαια, δεν είχε στοιχεία να το στηρίξει –και, βέβαια, δε θα πήγαινε ούτε πεθαµένος να χώσει τη µύτη του και να το σκαλίσει–, αλλά η διαίσθησή του του το φώναζε, κι αυτός δεν είχε λόγο να µη την ακούσει. Α, είχε κι ένα στοιχείο: θυµήθηκε τι είχε γίνει τη µέρα που η Βενετία Ματζιούρη είχε δώσει κατάθεση για το φόνο του Γιαπισίκογλου – εκείνη τη φορά η µικρή φαινόταν φοβισµένη και τα ψιλοµασούσε. Αυτό ήταν ένα στοιχείο απ’ το οποίο θα µπορούσε να ξεκινήσει έρευνες ένας υποψιασµένος άνθρωπος. Αλλά όχι αυτός. Η σιωπή είναι χρυσός – ε, λοιπόν κι εκείνος θα κατάπινε τη γλώσσα του, αν χρειαζόταν. Κι όσο για το καηµένο ουρί του Παραδείσου, καλή ψυχή. Αλλά τα χειρότερα ήρθαν σήµερα, 3 Ιουλίου. Τώρα, πριν λίγο. Στο καταραµένο δελτίο ειδήσεων των δώδεκα. Ο Καπιρέλης είδε µε τα ίδια του τα κατάπληκτα και τροµαγµένα µάτια εκείνους τους καλούς ανθρώπους στων οποίων την κατάθεση είχε κρατήσει πρακτικά πριν λίγες µέρες. Ο Λευτέρης κι η Δάφνη Ματζιούρη είχαν βγει στις ειδήσεις. Θαρρείς κι είχαν γεράσει απότοµα µέσα σε λίγες µέρες. Τα καθαρά µάτια του Λευτέρη τώρα ήταν θολά απ’ τον πόνο, την απίστευτη οµορφιά της Δάφνης θαρρείς και την είχε κουκουλώσει ένα µαύρο πέπλο ανείπωτης δυστυχίας. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι είχαν βγει στο δελτίο ειδήσεων και µε δάκρυα στα µάτια και ραγισµένες φωνές παρακαλούσαν, ικέτευαν, έπεφταν στα πόδια όποιου γνώριζε κάτι για το ατύχηµα της κόρης τους. Όποιος είχε και την παραµικρή πληροφορία, είδε ή άκουσε κάτι για το ατύχηµα, ας έβγαινε να το πει, που να συγχωρεθούν τα πεθαµένα του. Διότι, λέει, όποιος κι αν ήταν αυτός που παρέσυρε και σκότωσε το παιδί τους µε το αµάξι του, είχε σπεύσει να εξαφανιστεί – ένας ακόµα ασυνείδητος οδηγός που θα έµενε ατιµώρητος. Αυτό ήταν – τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο σ’ αυτή τη ζωή. Προφανώς αυτό που έγινε λίγο πριν ήταν σηµάδι της µοίρας. Διότι µόλις ο Καπιρέλης είδε τους χαροκαµένους γονείς να εκλιπαρούν απελπισµένοι, τότε κατάλαβε ότι το πράγµα είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ή θα έπρεπε να τους βοηθήσει ή ν’ αυτοκτονήσει. Δεν υπήρχε τρίτη λύση. Άλλωστε δεν ήταν πια ζωή αυτή – πολύ σύντοµα θα έπεφτε ξερός από κανένα εγκεφαλικό λόγω της πίεσης στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό του. Καλύτερα να τα ξερνούσε όλα κι όποιον πάρει ο Χάρος. Καλύτερα
νεκρός ήρωας παρά ζωντανός ξεφτίλας – ίσως έτσι να εξιλεωνόταν και στα µάτια του µακαρίτη του Μπούρµαλη. Απ’ την ντροπή του, ο Καπιρέλης δεν τολµούσε να περάσει ούτε έξω απ’ το νεκροταφείο. «Φοβάµαι, Μπούρµαλη...» ψιθύρισε. Ασυναίσθητα γύρισε προς το τραπεζάκι του σαλονιού και κοίταξε τη φωτογραφία που υπήρχε εκεί πάνω – απεικόνιζε εκείνον και τον Μπούρµαλη σε παλιές ευτυχισµένες στιγµές σε µια χασαποταβέρνα, µπροστά σε µια µοσχαροκεφαλή. Ο Καπιρέλης είχε την παρανοϊκή αίσθηση ότι, µέσα απ’ την άψυχη φωτογραφία, ο Μπούρµαλης κούνησε το κεφάλι του επιδοκιµαστικά. Το γοργόν και χάριν έχει – όχι, βέβαια, ότι υπήρχε περίπτωση να το µετάνιωνε, τώρα που το είχε πάρει απόφαση. Oι πληροφορίες του OTE του έδωσαν τον αριθµό της σωτηρίας της ψυχής του. Ο Θοδωράκης Καπιρέλης άρχισε να τον σχηµατίζει.
Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ της γειτονιάς τους σήµανε δώδεκα φορές, αφήνοντας πίσω της ένα θρηνητικό απόηχο. Μεσάνυχτα. Μέσα στο σαλόνι του σπιτιού του, ο Λευτέρης Ματζιούρης σήκωσε το κεφάλι του αφηρηµένα κι αφουγκράστηκε τον ήχο που ερχόταν απέξω. Μια θλιβερή σκέψη σχηµατίστηκε µέσα στο µυαλό του, που ήρθε να προστεθεί στην ατέλειωτη σειρά των µονίµως θλιβερών σκέψεων που έκανε απ’ τα µεσάνυχτα παρά δέκα της 1ης Ιουλίου µέχρι και σήµερα, τώρα, αυτή τη στιγµή. Μια άλλη µέρα ξηµέρωνε – άλλη µια µέρα δίχως τη Βενετία. Τι εφιάλτης ήταν αυτός, Θεέ µου... Ο Λευτέρης συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ξεσπάσει ακόµα τη θλίψη και τον ανείπωτο πόνο που ένιωθε για το χαµό του κοριτσιού του – όλα είχαν γίνει τόσο ξαφνικά, τόσο γρήγορα, που έµοιαζαν σαν ψέµα, σαν κακό όνειρο το οποίο, πού θα πήγαινε, θα διαλυόταν σαν σκόνη µε το πρώτο φως της µέρας. Όµως όχι. Ήταν η φρικτή πραγµατικότητα, που ήρθε να επισφραγίσει µε το χειρότερο δυνατό τρόπο την κακοδαιµονία των τελευταίων ηµερών – πες, καλύτερα, την κακοδαιµονία µιας ολόκληρης ζωής. Κι εκείνος δεν είχε ακόµα ξεσπάσει – περίεργο. Είχε συνειδητοποιήσει τη συµφορά που τους βρήκε, κι όµως, ήταν σαν να µην την είχε συνειδητοποιήσει. Ένιωθε σε κάθε µόριο της ύπαρξής του το βάρος της φοβερής απώλειας, κι όµως, συνάµα µπορούσε να διατηρεί την ψυχραιµία του, σαν να πίστευε ότι η Βενετία δεν είχε χαθεί για πάντα, η Βενετία είχε πάει απλώς ένα ταξίδι και θα ξαναγύριζε οπωσδήποτε, να συνεχίσουν όλοι µαζί τη ζωή τους από κει που την είχαν αφήσει. Ποιος ξέρει, ίσως τον βοηθούσε η βαθιά του πίστη στο Θεό – και τώρα ο Ένας ανταπέδιδε στο τέκνο Του αυτή την πίστη, βοηθώντας τον να µην τρελαθεί και δίνοντάς του δύναµη που ποτέ δεν πίστευε πως είχε. Ίσως πάλι όλ’ αυτά να ήταν τρίχες – κι από στιγµή σε στιγµή να ξεσπούσε. Και το ξέσπασµά του να ήταν µεν το πρώτο της ζωής του αλλά, αυτή τη φορά, να ήταν οριστικό και µη αναστρέψιµο, µ’ απρόβλεπτες αλλά άκρως δυσάρεστες συνέπειες. Ό,τι κι αν ήταν, ο Λευτέρης Ματζιούρης ένιωθε πολύ κουρασµένος για να σκεφτεί. Ένιωθε το µυαλό του να έχει µετατραπεί σε σούπα όπου µέσα επέπλεαν οι σκέψεις – κι εκείνος δεν µπορούσε να τις βάλει σε καµία λογική σειρά. Αχ, Θεέ µου, πώς έγιναν όλ’ αυτά; Στις πέντε το απόγευµα το κορίτσι τους τους αποχαιρετούσε µ’ ένα χαµόγελο και την προοπτική να γυρίσει σύντοµα, κι αντί γι’ αυτό, µεσάνυχτα παρά δέκα τους φωνάξανε και το πήραν πεθαµένο από εκείνη τη στοιχειωµένη κλινική µε τις κατσαρίδες... Εφτά ώρες χώριζαν τη ζωή απ’ το θάνατο – και το τέλος παρέµεινε τέλος και δεν µπορούσε πια να γεννήσει καινούριες αρχές, δεν µπορούσε να γεννήσει τίποτα πια. Σαν να µην του έφταναν τα δικά του τα ήδη φοβερά και τροµερά, είχε ν’ ανησυχεί και για τη Δάφνη – και πραγµατικά, ανησυχούσε πολύ. Η συµπεριφορά της ήταν αντιφατική, σχεδόν αλλόκοτη, και σίγουρα εντελώς διαφορετική απ’ ό,τι τον είχε συνηθίσει ως τα σήµερα, γι’ αυτό κι είχε αρχίσει να τον τροµάζει: Μετά το φοβερό ξέσπασµά της στην κλινική µε τις κατσαρίδες, καθώς και στην κηδεία που έγινε την επόµενη µέρα, βυθίστηκε σε µια περίεργη σιωπή. Δε
µιλούσε, δεν έκλαιγε, δε θρηνούσε. Tο µόνο που έκανε ήταν να περιφέρεται µέσα στο σπίτι σαν το φάντασµα, ενώ απ’ το στόµα της έβγαιναν ακατάληπτοι ψίθυροι που µόνο ως λέξεις δε θα µπορούσαν να εκληφθούν. Το πιο παράξενο ήταν ότι αυτό της συνέβαινε µόνο µέσα στο σπίτι: όταν πήγαν στα κανάλια να κάνουν έκκληση για να βρεθεί κάποιος που θα τους έδινε πληροφορίες για τις συνθήκες του ατυχήµατος του κοριτσιού τους, ήταν λαλίστατη. Λαλίστατη επίσης ήταν όταν αυτή κι ο ίδιος βρήκαν το θάρρος που µόνο ο ανείπωτος καηµός δίνει και διάβηκαν την πόρτα του γραφείου του υπουργού Δηµόσιας Τάξης, να του εξιστορήσουν το δράµα τους µήπως και υπήρχε τίποτα που να µπορούσε να κάνει κι αυτός ο χριστιανός για να τους βοηθήσει. Ο υπουργός τους είχε δεχτεί µε ευγένεια και τους άκουσε µε συµπάθεια – και τότε η Δάφνη λαλίστατη ήταν. Όλα αυτά είχαν γίνει χτες. Σήµερα όµως η Δάφνη είχε βυθιστεί σ’ εκείνη την αλλόκοτη σιωπή που είχε αρχίσει να τον τροµάζει. Να, σήµερα δεν είχαν ανταλλάξει ούτε µια κουβέντα. Ποιος ξέρει, ίσως κι εκείνη, όπως άλλωστε κι ο ίδιος, να είχε την κρυφή ελπίδα ότι θα εµφανιζόταν κάποιος χριστιανός µε πληροφορίες ανά χείρας, έτσι ώστε να βρεθεί ο υπαίτιος και να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη για να ησυχάσει κι η ψυχούλα του άµοιρου κοριτσιού τους – όµως είχε περάσει µια ολόκληρη µέρα και δεν είχε εµφανιστεί κανείς, κι εκείνη η µικρή, µοναδική ελπίδα έσβησε απότοµα σαν τη φλόγα ενός κεριού. Ο Λευτέρης το καταλάβαινε: µπορεί να ήταν αγράµµατος, αλλά βλάκας δεν ήταν. Όταν είσαι σε τέτοια ψυχική κατάσταση όπως αυτή στην οποία βρισκόταν αυτός κι η Δάφνη, περιµένεις αποτελέσµατα άµεσα κι ακαριαία. Δεν έχεις το κουράγιο να ελπίζεις για τίποτα περισσότερο απ’ το τώρα αµέσως. Λες κι η Δάφνη είχε νιώσει ότι ο άντρας της τη σκεφτόταν, έκανε αθόρυβα την εµφάνισή της στην πόρτα του σαλονιού. Έστεκε εκεί σιωπηλή και τον κοιτούσε – αλλά ήταν τόσο βυθισµένος στον κόσµο των δικών του σκέψεων, που δεν το πρόσεξε. Ώσπου στο τέλος το πρόσεξε. Σε κάθε άλλη περίπτωση θ’ αναπηδούσε ξαφνιασµένος. Αλλά όχι σ’ αυτήν. Την κοίταξε µε κουρασµένο βλέµµα. «Αποµείναµε µόνοι µας, Δάφνη. Όπως τότε, τον παλιό καιρό, θυµάσαι; Αποµείναµε µόνοι µας», ψιθύρισε µε κόπο. Την ίδια στιγµή µετάνιωσε που είχε ξεστοµίσει αυτή τη βλακεία. Προφανώς το τελευταίο πράγµα που θα είχε ανάγκη η Δάφνη ν’ ακούσει αυτή ακριβώς τη στιγµή ήταν η πικρή αλήθεια: φυσικά κι είχαν αποµείνει µόνοι τους, σιγά το νέο! Γιατί να θέλει να τ’ ακούσει κι απ’ το στόµα του πρώην αισιόδοξου άντρα της; Τουναντίον, αυτό που θα ήθελε ν’ ακούσει ήταν κάποια λόγια παρηγοριάς – µόνο που στην περίπτωση αυτή παρηγοριά δεν υπήρχε, οπότε απέµενε µόνο η αλήθεια. Φαίνεται ότι η Δάφνη την είχε δουλέψει πολύ µέσα στο µυαλό της αυτή την πικρή αλήθεια – αντί να ξεσπάσει σε λυγµούς, παρέµεινε απόλυτα ψύχραιµη και τον κοίταξε κατάµατα. «Κι εγώ τι πρέπει να κάνω τώρα, Λευτέρη; Να πω “δόξα Σοι ο Θεός”, χωρίς να το πιστεύω; Να πω “γεννηθήτω το θέληµά Σου”; Ε, δε θέλω να γεννηθήτω το θέληµα του Θεού – θέλω πίσω το παιδί µου! Που να πάρει και να σηκώσει ο Σατανάς που έβαλε το χέρι του στην υπόθεση αυτή, θέλω πίσω το παιδί µου!» Δεν άντεξε άλλο – τα µάτια της γέµισαν δάκρυα που πολύ γρήγορα έγιναν σπαραχτικοί λυγµοί. Δόξα Σοι ο Θεός. Aυτή ήταν η παλιά, καλή κι αγαπηµένη του Δάφνη. Ο Λευτέρης ένιωσε σχεδόν ανακούφιση. «Το ξέρω, Δάφνη µου, κι εγώ θα έδινα και τη ζωή µου για να έφερνα πίσω το κορίτσι µας, αλλά είµαι ανίσχυρος. Δεν µπορώ να κάνω τίποτα. Είτε το δεχόµαστε είτε όχι,
αυτό ήταν το θέληµα του Θεού. Εκείνος ήταν που αποφάσισε να την πάρει κοντά Του. Θέληµα Θεού, Δάφνη µου», είπε απαλά, µε τη θέρµη και την πίστη των φτωχών ανθρώπων στη Θεϊκή Παρουσία, τη Θεία Πρόνοια, τη Δύναµη του Ενός, τη µόνη δύναµη την έξω απ’ τ’ ανθρώπινα, αυτή που τους βοηθούσε ν’ αντέχουν τη ζωή τους. Όταν δεν µπορείς να εξηγήσεις κάτι, τότε το δέχεσαι ως αξίωµα. Έτσι απλά. Η Δάφνη όµως απόψε φαίνεται ότι... «Ήταν όµως όντως θέληµα Θεού;» είπε διαπεραστικά. Ο Λευτέρης την κοίταξε έκπληκτος. «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι πολύ εύκολα χάψαµε την εκδοχή του ατυχήµατος, Λευτέρη», είπε η Δάφνη ψυχρά. Ο Λευτέρης πετάχτηκε όρθιος. «Δε σε καταλαβαίνω. Μίλα καθαρά!» φώναξε. «Τι δουλειά είχε το παιδί µας στην Εθνική Οδό, Λευτέρη; Αν θυµάσαι, εκεί µας είπαν οι µπάτσοι ότι έγινε το ατύχηµα. Απ’ την Εθνική Οδό τη µάζεψαν όταν... όταν τη χτύπησε αυτοκίνητο κι ο οδηγός το έσκασε». Η φωνή της έσπασε. «Για ποιο λόγο το παιδί µας περπατούσε στην Εθνική Οδό;» Ο Λευτέρης είχε περιέλθει σε πλήρη σύγχυση, µπέρδευε και τα λόγια του. «Τι... τι να σου πω... Δεν έχω τίποτα να πω». «Έχω όµως εγώ, Λευτέρη», συνέχισε ανελέητη. «Στο σηµείο που µας υπέδειξαν οι µπάτσοι ως τόπο του ατυχήµατος δεν υπάρχουν παρά µόνο εργοστάσια και µαγαζιά. Ο δρόµος εκείνος δεν οδηγούσε πουθενά, ούτε σε µπαράκια ούτε σε ταβέρνες. Άλλωστε, το παιδί µας δεν είναι χαζό – δε θα πήγαινε ποτέ να περπατήσει άσκοπα στην Εθνική Οδό». Συνειδητοποίησε ότι χρησιµοποίησε χρόνο ενεστώτα – είπε «είναι», κι όταν το κατάλαβε, διπλώθηκε στα δυο σαν να είχε δεχθεί γροθιά στο στοµάχι. «Ας είµαστε ειλικρινείς µε τους εαυτούς µας, Λευτέρη. Δεν ξέρουµε πώς πέθανε στ’ αλήθεια το παιδί µας», ολοκλήρωσε σιγανά. Ο Λευτέρης έδωσε έναν πήδο, βρέθηκε µπροστά της και την άρπαξε απ’ τους ώµους. Άρχισε να την τραντάζει. «Τι λες, Δάφνη; Καταλαβαίνεις τι λες; Εδώ υπάρχουν Αστυνοµίες, πορίσµατα, έρευνες, τι κάνεις, πας να µε τρελάνεις τώρα;» «Δεν υπάρχει πιο κοµψό κι ακίνδυνο πόρισµα απ’ το ατύχηµα, Λευτέρη. Εγώ απλώς σκέφτοµαι κι άλλες εκδοχές», είπε η Δάφνη µε έµφαση. «Όλα γίνανε τόσο γρήγορα που καλά καλά δεν τα προλάβαµε. Σου δίνω κάποιες ιδέες. Αν εσύ δε θέλεις να τις ακούσεις καν...» Δίχως να ολοκληρώσει τη σκέψη της, στράφηκε κι έφυγε από µπροστά του. Ο Λευτέρης απέµεινε µόνος στο σαλόνι, νιώθοντας όπως θα ένιωθε αν είχε µόλις σκάσει κάποια βόµβα ακριβώς µπροστά του – οπότε κι εκείνος το µόνο που µπορούσε να κάνει ήταν να χάσκει µε το στόµα ανοιχτό. Βόµβα; Τι βόµβα, χαλασµός Κυρίου. Δεν ήταν δυνατόν να σκέφτεται η Δάφνη τέτοια πράγµατα! Εδώ υπήρχε ολόκληρη σειρά από εµπλεκόµενα πρόσωπα, ένα κάρο πράγµατα είχαν γίνει! Ιατροδικαστές, γιατροί, νοσοκόµες, αστυνοµικοί, περιπολικά, νοσοκοµεία, έρευνες, πορίσµατα! Δηλαδή τι, όλ’ αυτά ήταν µούσια; Όχι, αποκλείεται! Απλώς, η Δάφνη µέσα στον πόνο της παραλογιζόταν – αδυνατούσε να δεχθεί τη λογική του ατυχήµατος προφανώς γιατί τη θεωρούσε άδικη. Ποιος ξέρει, ίσως προτιµούσε να φαντάζεται συνωµοσίες και κουκουλωµένα εγκλήµατα για να έχει µε κάτι ν’ απασχολεί το µυαλό της, αλλά και κάτι να περιµένει – ένας Θεός ήξερε τι. Έλα όµως που... Ο Λευτέρης έξυσε το κεφάλι του µε αµφιβολία. Σ’ ένα πράγµα η Δάφνη είχε απόλυτο δίκιο: όλα έγιναν πολύ γρήγορα, πολύ ξαφνικά, οι τύποι απ’ το γραφείο τελετών ήρθαν και κυριολεκτικά άρπαξαν το... πτώµα του παιδιού, χωρίς να ρωτήσουν τους γονείς αν ήθελαν να το
πάρουν στο σπίτι τους και να το κλάψουν. Την άλλη µέρα πια δικαιολογήθηκαν ότι το έκαναν λόγω της ζέστης, που θα δηµιουργούσε... τέλος πάντων, ανεπιθύµητα παρατράγουδα. Όλ’ αυτά του Λευτέρη του είχαν φανεί πολύ λογικά, γι’ αυτό και δεν τα σχολίασε περαιτέρω – είχε και τον αβάσταχτο πόνο του ο άνθρωπος, οπότε ένιωσε και σχεδόν ανακούφιση. Κανείς απ’ τους δυο δε θ’ άντεχε να φέρει το παιδί στο σπίτι και να το κλάψει και µετά να έρθουν τα κοράκια και να το πάρουν από κει µέσα για πάντα – ενώ τώρα θα µπορούσε ίσως να ζει µε την ψευδαίσθηση ότι η Βενετία είχε φύγει ένα ταξίδι... Κι ήταν και το άλλο – τώρα που το σκεφτόταν, είχε αρχίσει να του φαίνεται λίγο περίεργο. Όχι ύποπτο, απλώς περίεργο. Να... οι µπάτσοι. Έδειχναν σαν να βιάζονταν κάπως, λες κι ήθελαν να τελειώσει αυτή η ιστορία όσο πιο γρήγορα γινόταν. Συντάξανε τα πορίσµατά τους σε χρόνο ρεκόρ κι από κει και πέρα πέταξαν το µπαλάκι στους γονείς, να ψάξουν αυτοί να βρουν κανένα καινούριο στοιχείο, αν υπήρχε, για την ταυτότητα του οδηγού που παρέσυρε και εγκατέλειψε το θύµα του. Κατά την άποψή τους, ωστόσο, οι γονείς το µόνο που θα κατάφερναν θα ήταν να κάνουν µια τρύπα στο νερό. Ποιο λόγο είχαν να το πουν αυτό; Ο Λευτέρης άρχισε να ζαλίζεται. Στο µυαλό του ήρθε η µακαρίτισσα Αναστασία Μόραλη, ο µακαρίτης Νικόλας Γιαπισίκογλου, ο µακαρίτης µπάτσος Φώτης Μπούρµαλης κι η µακαρίτισσα γυναίκα του τελευταίου – τόσοι µακαρίτες µαζεµένοι ξαφνικά µέσα σ’ ένα µονάχο κι ήδη σκοτισµένο µυαλό, µόνο ζαλάδα θα µπορούσαν να προκαλέσουν. Θυµήθηκε και τις σκέψεις που είχε κάνει µέσα στο γραφείο του αδερφού του, εκείνο το απόγευµα που αποκαλύφθηκε ο θάνατος της Αναστασίας. Έγκληµα. Ατιµώρητοι δράστες. Η πρωτοφανής αγριότητα µε την οποία θα επιδίωκε την εκδίκηση αποκαλώντας τη «δικαιοσύνη», αν αυτό είχε συµβεί στο δικό του παιδί. Και τώρα ήταν νεκρό και το δικό του παιδί – ευτυχώς τουλάχιστον που πήγε από ατύχηµα. Για σκέψου όµως... αν για το θάνατο της Βενετίας δεν ευθυνόταν η κακιά τύχη κι η µαύρη ώρα, αν δεν ήταν ατύχηµα... Όχι. Χίλιες φορές όχι. Ένας καλός χριστιανός δε σκέφτεται ποτέ τέτοια πράγµατα. Άναψε ένα τσιγάρο για να βοηθήσει το µυαλό του να ξεθολώσει κάπως απ’ αυτή την ξαφνική θολούρα. Όλα τα στραβά του κόσµου µαζί: Αγαµέµνονες, η απόλυσή του, η φτώχεια τους, τα πεθαµένα του παιδιά... Ω Θεέ µου... Ενώ στο σαλόνι συνέβαιναν όλ’ αυτά, η Δάφνη βρισκόταν µέσα στο δωµάτιο της Βενετίας, ζώντας το δικό της δράµα. Εκεί µέσα, µακριά απ’ τα αδιάκριτα βλέµµατα –του βλέµµατος του Λευτέρη συµπεριλαµβανοµένου–, µπορούσε να ξεσπάσει τον πόνο της όπως επιθυµούσε. Πηγαινοερχόταν µέσα στο άδειο δωµάτιο, που ως πριν τρία εικοσιτετράωρα ήταν γεµάτο απ’ την παρουσία της Βενετίας – πραγµατικά, τίποτα εκεί µέσα δεν έδειχνε ότι είχε πεθάνει άνθρωπος. Όλα ήταν αφηµένα όπως ακριβώς τα είχε αφήσει εκείνη λίγο πριν τους αποχαιρετίσει χαµογελαστή, για να πάει εκείνη τη µοιραία βόλτα. Το κρεβάτι της ήταν ξέστρωτο – πόσες φορές δεν την είχε µαλώσει η Δάφνη να το στρώνει, να µην είναι ανοικοκύρευτη... Σαν ν’ άκουγε τη φωνή της τώρα να της λέει «έλα, ρε µάνα, γιατί να το στρώσουµε αφού θα ξανακοιµηθούµε;». Τα βιβλία και τα τετράδια του σχολείου βρίσκονταν πάντα στο ίδιο σηµείο, εκεί όπου τα είχε ακουµπισµένα, το ένα πάνω στ’ άλλο, ένας άτακτος σωρός που έµοιαζε µε φουτουριστική πολυκατοικία. Στο µικρό κοµοδινάκι βρισκόταν το
τελευταίο τεύχος του Cosmopolitan και δίπλα η κρέµα ηµέρας που χρησιµοποιούσε µε ευλάβεια η µικρή, καθώς κι εκείνο το φτηνό λιπ γκλος µε γεύση κεράσι, που έκανε τα χειλάκια της να λάµπουν... Ακόµα κι η βούρτσα που χτένιζε τα µαλλιά της, εκεί ήταν αφηµένη κι αυτή. H Δάφνη την πήρε στα χέρια της και την περιεργάστηκε. Χρυσαφένιες τρίχες λαµπύριζαν ανάµεσα στα δόντια της βούρτσας. Λίγες τρίχες – αυτό ήταν το µόνο ζωντανό πράγµα που απέµεινε απ’ το παιδί της, αυτό ήταν το µόνο που είχε αποµείνει τώρα πια, γιατί η Βενετία είχε φύγει για ταξίδι, ναι, αλλά από εκεί που είχε πάει δε θα µπορούσε να ξαναγυρίσει, ποτέ πια... Τι πέρασε το καηµένο κοριτσάκι της, τι βίωσε, να σβήσει µόνο κι αβοήθητο, δίχως να µείνει στη µάνα της η τελευταία ευκαιρία να τη σφίξει στην αγκαλιά της και να της πει ότι της φώναζε γιατί την αγαπούσε, να της πει ότι παρά τους καβγάδες τους η µανούλα τη λάτρευε, την πίστευε, για κείνη ζούσε... Μάζεψε όπως όπως τα αποµεινάρια της φιλαρέσκειας του νεκρού κοριτσιού της – δεν µπορούσε να τα βλέπει. Άνοιξε το συρτάρι του κοµοδίνου της για να τα βάλει µέσα. Παραλίγο να ουρλιάξει έντροµη όταν είδε το είδωλό της ν’ αντικατοπτρίζεται µέσα στο συρτάρι – στο καλό... Όχι, δεν ήταν παραίσθηση. Ήταν απλά ένας καθρέφτης. Η Δάφνη τον έβγαλε απ’ το συρτάρι και τον περιεργάστηκε. Ήταν ένας µεγάλος καθρέφτης χειρός. Μα ναι, ήταν ο καθρέφτης που της είχε κάνει δώρο ο Λευτέρης πριν κάνα χρόνο. Σαν να την έβλεπε µπροστά της τώρα – µόλις ο πατέρας της την τον έδωσε, εκείνη άρχισε αµέσως τα γνωστά της σκέρτσα, κοιταζόταν, χαµογελούσε στο ασηµένιο τζάµι, ήταν τόσο χαρούµενη!... Στη λαβή του καθρέφτη, µε καλλιγραφικά γράµµατα, ήταν γραµµένο ένα µήνυµα: «Θα σε θυµάµαι από ένα χαµένο χτες, Θα σ’ αγαπώ για ένα αιώνιο αύριο».
Διαβάζοντας αυτά τα λόγια εκείνου του άγνωστου, αυτοσχέδιου ποιητή, η Δάφνη ένιωσε µια µαχαιριά στην καρδιά – και στ’ αλήθεια να τη µαχαιρώνανε, πάντως, αίµα δε θα έβγαινε. Αιώνιο αύριο... Δεν υπήρχε αιώνιο αύριο – όλα είχαν τελειώσει, είχαν χαθεί, σαν το χαµένο χτες. Θυµήθηκε τη δική της µάνα να της λέει ότι το σπάσιµο του καθρέφτη είναι γουρσουζιά – και λοιπόν; Τι µπορεί να σηµαίνει η γραφική υποψία κι ο φόβος µιας αµφίβολης γουρσουζιάς για κάποιον που έχει χάσει τα πάντα και δεν περιµένει, ούτε κι ελπίζει, σε τίποτα πια; Τίποτα δε σηµαίνει! Το τίποτα δε σηµαίνει τίποτ’ άλλο από τίποτα, τίποτα απολύτως, απολύτως τίποτα. Η Δάφνη ήταν αποφασισµένη να τον σπάσει – αλλά κι αποφασισµένη να µην ήταν, εκείνη την ώρα την οδηγούσε µονάχα ο άγριος, οξύς, πρωτόγονος πόνος που ένιωθε. Σε έξαλλη κατάσταση, εκσφενδόνισε τον καθρέφτη στα τυφλά. Την ώρα που στο δωµάτιο της νεκρής ακούστηκε ο κρυστάλλινος ήχος που παράγει ένας καθρέφτης όταν σπάει, την ίδια ακριβώς στιγµή στο σαλόνι είχε χτυπήσει το τηλέφωνο, µ’ έναν ήχο εξίσου κρυστάλλινο – τέλειος συγχρονισµός. Έτσι, ούτε ο Λευτέρης ούτε κι η Δάφνη πρόσεξαν τους ταυτόχρονους ήχους. Ο Λευτέρης έσπευσε να σηκώσει το τηλέφωνο, κοιτώντας παραξενεµένος την ώρα – περασµένα µεσάνυχτα. «Εµπρός;»
«Λευτέρη, εσύ; Θέλω να πω, είσαι ο κύριος Ματζιούρης;» «Ναι. Εσύ ποιος είσαι;» «Θα σου πω µετά. Πρώτα θα σου πω κάτι πάρα πολύ σοβαρό που αφορά την κόρη σου». Συναγερµός. «Ξέρεις... κάτι για το ατύχηµα;» «Αν δεν ήµουν τόσο σίγουρος, ίσως να µη σου τηλεφωνούσα ποτέ, Λευτέρη», είπε ο άγνωστος µ’ απόλυτη οικειότητα, λες και µιλούσε σε δικό του άνθρωπο. «Όµως, είµαι ενενήντα εννέα τοις εκατό σίγουρος ότι ο θάνατος της Βενετίας δεν ήταν ατύχηµα. Ήταν δολοφονία». Ο κόσµος γύρισε ανάποδα, απ’ το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο. Τελείωσε. Τότε, σαν µέσα σ’ όνειρο, άκουσε τη φωνή της γυναίκας του να τον καλεί ουρλιάζοντας σαν να την έσφαζαν. «ΛΕΥΤΕΡΗΗΗΗΗΗ!» Αποκλείεται η Δάφνη να είχε ακούσει τι φοβερό, τι συγκλονιστικό του είχε µόλις πει στο τηλέφωνο αυτός ο άγνωστος άντρας. Άρα, κάτι είχε γίνει. Κάτι είχε συµβεί. Κάτι είχε αποκαλυφθεί. Ο Λευτέρης Ματζιούρης ήταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό όσο σίγουρος ήταν και για το γεγονός πως, από δω και πέρα, ο ίδιος κι η γυναίκα του θα ζούσαν στιγµές Αποκαλύψεως.
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ είχαν ανοίξει διάπλατα και δεν επρόκειτο να ξανακλείσουν ποτέ πια. Ο κόσµος αναποδογυρίστηκε κι όλα έµοιαζαν εφιαλτικά, σαν ταινία τρόµου αιώνιας διάρκειας. Σωστή Δευτέρα Παρουσία – µόνο που σ’ αυτήν είχε θριαµβεύσει το Κακό. Αυτό σκεφτόταν ξανά και ξανά ο Λευτέρης Ματζιούρης στις δύο τα ξηµερώµατα, καθώς οδηγούσε µε δαιµονισµένη ταχύτητα το αυτοκίνητο του ανθρώπου που του αποκάλυψε την αλήθεια, έχοντάς τον στο πλάι του, ενώ από πίσω καθόταν η Δάφνη. Δεν µπορεί – όλ’ αυτά ήταν µονάχα ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης. Αν δεν ήταν όνειρο, τότε µάλλον ήταν παραίσθηση – απ’ τη στενοχώρια τους που χάσανε το κορίτσι τους τους έστριψε και δεν το είχαν καταλάβει. Κι αν δεν ήταν παραίσθηση, τότε σίγουρα ήταν κάποια ταινία σαν κι αυτές τις παλιές του Φώσκολου, όπου όλες σχεδόν είχαν ένα κοινό σηµείο: ένα τηλεφώνηµα που ερχόταν ξαφνικά, συνήθως νυχτερινές ώρες, έφερνε κάποια συγκλονιστική αποκάλυψη στο φως και µαζί την πλήρη ανατροπή. Μόνο που ο Λευτέρης ήξερε καλά ότι δεν κοιµόταν, άρα δεν ήταν όνειρο, ότι, όσο κι αν οι περιστάσεις θα ευνοούσαν κάτι τέτοιο, εκείνος δεν είχε τρελαθεί, καθώς επίσης κι ότι δεν ήταν ηθοποιός κι όλ’ αυτά που ζούσε δεν ήταν ταινία – άρα όλη αυτή η κοσµογονία ήταν πέρα για πέρα πραγµατική. Τότε, δεν υπήρχε καµία λογική εξήγηση να δώσει στον εαυτό του για το πώς κατάφερνε να παραµένει τόσο ψύχραιµος µετά απ’ όσα είχαν έρθει στο φως µεσάνυχτα και κάτι. Κανονικά, αυτό που θα έπρεπε να κάνει ήταν να πάει µια και δυο, απροειδοποίητα κι απρόσµενα, και να κάνει έγκληµα. Να σκοτώσει τους υπαίτιους για τη συµφορά που τους βρήκε – να που τελικά δεν ήταν ούτε η κακιά τύχη ούτε η µαύρη ώρα αυτές που πήραν τη ζωή της Βενετίας. Στην όλη βρόµικη ιστορία ήταν ανακατεµένος ο αδερφός του. Κι ένα κάρο άλλοι, σύµφωνα µε τα λεγόµενα του ανθρώπου που του αποκάλυψε την αλήθεια. Αλλά τον Λευτέρη δεν τον ένοιαζαν οι άλλοι. Στο διάολο οι άλλοι, από κει που ήρθαν κι εκεί που ανήκαν. Αλλά το να είναι ανακατεµένος σε µια τόσο αισχρή υπόθεση ο ίδιος του ο αδερφός, αυτό ήταν κάτι που δεν µπορούσε το µυαλό του να το χωρέσει – ίσως γι’ αυτό ακριβώς παρέµενε τόσο ψύχραιµος. Δεν µπορούσε να το διανοηθεί. Δεν µπορούσε να το πιστέψει. Ήταν αδύνατον να είναι δυνατόν. Την ώρα που άκουσε τη φοβερή κραυγή της Δάφνης, παραλίγο να του πέσει το τηλέφωνο απ’ τα χέρια – ωστόσο, κατάφερε να πει στον άγνωστο συνοµιλητή του αυτό που έπρεπε: του έδωσε απλά τη διεύθυνση του σπιτιού του και του είπε: «Tρέξε». Βέβαια, µια µεταµεσονύχτια επίσκεψη σ’ ένα ξένο σπίτι δεν ήταν κάτι συνηθισµένο, αλλά εδώ οι περιστάσεις από µόνες τους ήταν εντελώς ασυνήθιστες ούτως ή άλλως. Τα βήµατά του τον οδήγησαν ενστικτωδώς προς την πηγή της κραυγής – η Δάφνη βρισκόταν µέσα στο δωµάτιο της νεκρής. Τη βρήκε να στέκει όρθια, γύρω της υπήρχαν δεκάδες κοµµατάκια από ένα σπασµένο καθρέφτη, κι εκείνη κρατούσε στα χέρια της κάτι χαρτιά. Θανατική καταδίκη. Ήταν σελίδες από ένα πράγµα σαν ηµερολόγιο – µέσα τους ήταν γραµµένα τόσο φρικτά πράγµατα, που ήταν αδύνατον να τα χωρέσει το µυαλό λογικού ανθρώπου. Η Βενετία σκόπευε να πάει να συναντήσει το θείο της – κι επειδή ήταν παιδί που ό,τι έβαζε στο µυαλό του το έκανε οπωσδήποτε, ο κόσµος να χαλούσε, πήγε και τον συνάντησε. Ύψιστε
Θεέ, την ώρα που ο ίδιος βρισκόταν στο γραφείο του αδερφού του και του εξιστορούσε µαλακίες για το κτηµατάκι της γιαγιάς στους Θρακοµακεδόνες, αυτός ο µπινές ο Λουλούδης είχε κρυµµένη τη µικρή µέσα στον ίδιο χώρο! Και καλά, αυτό ενδεχοµένως ο Λευτέρης να µπορούσε να του το συγχωρήσει, όµως µετά, αυτά που είδε γραµµένα στο αυτοσχέδιο ηµερολόγιο έκαναν τις τρίχες της κεφαλής του να σηκωθούν όρθιες κι όλο του το αίµα να πάει να εγκατασταθεί στις πατούσες του. Έγινε κάτασπρος σαν σεντόνι που έµεινε στο λουλάκι µια βδοµάδα. Ο ξεφτίλας, αφού φλόµωσε το κορίτσι του µε µαλακίες για µεγάλη ζωή και τρίχες κατσαρές, το οδήγησε σε κάτι ιδιαίτερα δωµάτια, το πότισε µ’ άγνωστες άσπρες ουσίες και µετά... H Βενετία δεν ήταν και τόσο σίγουρη, οι περιγραφές της ήταν συγκεχυµένες σαν να ήταν γεγονότα που είχαν συµβεί σε κάποιον άλλον, όµως, πέραν πάσης αµφιβολίας, περιέγραφε σκηνές από ένα σεξουαλικό όργιο στα σκοτεινά, στο οποίο, Θεέ και Κύριε, πρωταγωνιστούσε αυτή, ο θείος της και κάτι άλλες, άσχετες γυναίκες του γραφείου... Όχι, αποκλείεται. Δεν µπορούσε ο αδερφός του να είχε κάνει ένα τέτοιο πράγµα – η φαντασία της Βενετίας ήταν ανέκαθεν πλούσια, οργίαζε, µπορεί να τα είχε βγάλει απ’ το µυαλό της... Όµως η Δάφνη, η φωνή της λογικής, παρά τη φρίκη της βρήκε κουράγιο και του εξήγησε τα αυτονόητα: αν όλ’ αυτά ήταν αποκύηµα της φαντασίας της µικρής, τότε δε θα µπορούσε να ξέρει ότι ο µπαµπάς είχε πάει στον αδερφό του, όπως λεπτοµερώς περιέγραφε, ούτε και θα φρόντιζε να καταχωνιάσει τα γραπτά της αυτά µέσα στον καθρέφτη, ένα µέρος τόσο ευρηµατικό, ώστε αποκλείεται να πήγαινε το µυαλό του οποιουδήποτε να ψάξει. Άλλωστε, υπήρχε περαιτέρω ψαχνό στα γραπτά. Ο Λευτέρης κι η Δάφνη διάβασαν µε φρίκη για την παράξενη εµπειρία που είχε η κόρη τους µε το µακαρίτη τον Νικόλα στο νεκροταφείο. Ο Νικόλας της είχε πει ότι την Αναστασία Μόραλη την είχε δολοφονήσει ο... Άρης Παγκράτης! Αυτόν τον ήξερε ακόµη κι ο Λευτέρης – κάθε Κυριακή ξενυχτούσε για να δει σ’ επανάληψη τους Έρηµους Δρόµους. Μα ήταν δυνατόν; Ο Άρης Παγκράτης; Αυτός ο καλός, ηθικός κι έντιµος άνθρωπος, που µιλούσε για οράµατα κι ιδανικά κι έσταζε µέλι το στόµα του; Πάει, τρελαθήκανε και τα παντζούρια. Παρακάτω είχε ακόµα µεγαλύτερο ψαχνό – η Βενετία ήταν αποφασισµένη να πάει στον Άρη Παγκράτη, για να τη βοηθήσει να χτίσει τη µεγάλη καριέρα που ονειρευόταν. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που πήγε να επισκεφτεί το θείο της, ακριβώς για να µεσολαβήσει εκείνος και να τη φέρει σ’ επαφή µε το Ίνδαλµα. Όπερ και εγένετο: είχε ραντεβού µαζί του την 1η Ιουλίου, στο σπίτι του στην Εκάλη, κι εκεί θα την πήγαινε ο θείος της. Κι αυτό ήταν το τέλος του αυτοσχέδιου ηµερολογίου – η Βενετία δεν πρόλαβε να γράψει τι έγινε στο σπίτι του «θεού», όπως τον αποκαλούσε, γιατί την πρόλαβε ο θάνατος. Ατύχηµα; Το αυτοσχέδιο ηµερολόγιο είχε αρχίσει να δίνει εξηγήσεις ακόµα και σε πράγµατα που ως τώρα ήταν ανεξήγητα – κάποια µάλιστα απ’ αυτά, αν δεν είχε βρεθεί αυτό το ηµερολόγιο χάρη στην επέµβαση του Θεού, ίσως να έµεναν για πάντα στο σκοτάδι. Η Αναστασία. Νεκρή. Ο Νικόλας που υποψιαζόταν. Νεκρός. Ο Μπούρµαλης, ο αρχιφύλακας στη ΓΑΔΑ, που κρατούσε πρακτικά. Νεκρός κι αυτός. Ο Λευτέρης θα προτιµούσε να είχε πεθάνει παρά να τα είχε διαβάσει όλ’ αυτά. Λίγο πριν αρχίσουν κι οι δυο µαζί να ουρλιάζουν χωρίς σταµατηµό, µέχρι κάποιος απ’ τη γειτονιά να ειδοποιήσει ή την Αστυνοµία ή το τρελοκοµείο, εκείνη ακριβώς τη στιγµή χτύπησε
µανιασµένα το κουδούνι του σπιτιού τους. Έτρεξαν ν’ ανοίξουν κι ήρθαν µούρη µε µούρη µε τον έτερο απ’ τους αρχιφύλακες που κρατούσαν πρακτικά. Ήταν ο Θόδωρος Καπιρέλης. Τους είπε χαρτί και καλαµάρι όσα ήξερε – βάλε και το ηµερολόγιο της Βενετίας, κι όλα τα κοµµάτια του παζλ ήταν στη θέση τους. Ε, ήταν µετά να µην απορεί ο Λευτέρης Ματζιούρης πώς κατάφερνε να παραµένει τόσο ψύχραιµος; Δεν µπορεί – πίσω απ’ την ανεξήγητη αυτή ψυχραιµία του κρυβόταν ο καλός Θεός. Ήθελε να τον προστατέψει, να µην τρελαθεί, να µην αυτοκτονήσει απ’ την απόγνωση και τη φρίκη που ένιωθε, να µην πάει να σκοτώσει τον αδερφό του. Αντίθετα, να παραµείνει ήρεµος και λογικός, ώστε να µπορέσει να κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες που θα έστελναν τους απαίσιους ενόχους εκεί όπου τους άξιζε να βρίσκονται: στη φυλακή. Ο Θεός τον προστάτευε. Όλα ήταν θέληµα Θεού, είχαν κάποιο λόγο που γίνονταν, κάποιο σκοπό εξυπηρετούσαν, κάποιο νόηµα έκρυβαν. Εκείνος, ως καλός χριστιανός, όφειλε να δείξει υποταγή στο θέληµα του Θεού. Τελείωσε. Ωστόσο, δεν µπορούσε να µη σκέφτεται και κάτι άλλο, απόλυτα ανθρώπινο. Σε τι σκατά µπορεί να εξυπηρετούσαν το θέληµα του Θεού όλ’ αυτά τα αίσχη; Μπα, τίποτα. Απλούστατα, ένα µικρό κοµµάτι του εαυτού του εξακολουθούσε να πιστεύει ότι κοιµόταν – όλ’ αυτά ήταν απλώς ένα όνειρο. Απ’ τον καθρέφτη του αυτοκινήτου κοίταξε τη Δάφνη που καθόταν στο πίσω κάθισµα. Βρισκόταν σε απόλυτη υπερδιέγερση – ο Λευτέρης δεν είχε εξηγήσει σε κανέναν πού τους πήγαινε, αλλά δε φαινόταν να τη νοιάζει. Εµπιστοσύνη – αυτό είδε ο Λευτέρης στα µάτια της, καθώς και µια υποψία θριάµβου. Ποιος ξέρει γιατί θρίαµβος – ίσως γιατί είχαν επιβεβαιωθεί πανηγυρικά οι υποψίες της, ίσως γιατί ήξερε ότι από δω και πέρα τους περίµενε πολλή δουλειά, είχαν πολλή δουλειά να κάνουν, να τρέξουν, να βρουν, ν’ αποδείξουν, να χώσουν κόσµο στη φυλακή... τέλος πάντων, µε κάτι να γέµιζε ο χρόνος, να µη µείνει ούτε δευτερόλεπτο απραξίας, γιατί µετά απ’ όλ’ αυτά που αποκαλύφθηκαν το βάρος της απώλειας θα ήταν πια αβάσταχτο κι η Δάφνη δε θ’ άντεχε να το κουβαλάει στους ώµους της ούτε για ένα δευτερόλεπτο ακόµα. Έτρεχε στη δηµοσιά µε εκατό – ίσως το πιο έξυπνο απ’ όλα θα ήταν να πάει να ρίξει το αυτοκίνητο σε κανένα ντουβάρι. Κανείς τους δε φορούσε ζώνη και µε τέτοια ταχύτητα υπήρχε βάσιµη ελπίδα να µη βγει κανείς από κει µέσα ζωντανός. Καλύτερα να σκοτωνόντουσαν – διότι υπήρχε κίνδυνος από στιγµή σε στιγµή όλη αυτή η κοσµογονία των αποκαλύψεων που ο Λευτέρης την αντιµετώπιζε ως τώρα µε τόση ψυχραιµία να γινόταν ποταµός και να τον έπνιγε. Ως τώρα θεωρούσε αυτά τα φρικιαστικά αίσχη όνειρο, παραίσθηση, σενάριο ταινίας... και ξαφνικά αυτές οι φυσικές άµυνες να κατέρρεαν σαν χάρτινος πύργος, να συνειδητοποιούσε την αλήθεια σ’ όλο της το φρικαλέο µεγαλείο, πλήρως και ολοσχερώς, και τότε... Δίπλα του, πάνω στην ώρα, ο Καπιρέλης φύσηξε τη µύτη του µε θόρυβο. Ο Λευτέρης, που ως αυτή τη στιγµή οδηγούσε βλοσυρός κι αλύγιστος, στράφηκε, τον κοίταξε και του χαµογέλασε µε αγάπη – απ’ την ώρα που πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του, τον ένιωθε δικό του άνθρωπο, αδερφό και βάλε. Με ποιο δικαίωµα να τον παρέσερνε κι αυτόν στο θάνατο; Ο Καπιρέλης άδραξε την ευκαιρία και µίλησε, µε φωνή βραχνή απ’ την υπερένταση και την κατάχρηση τσιγάρων. «Λευτέρη... πού πάµε;» «Σσσστ!» έκανε ο Λευτέρης. «Φτάνουµε».
Ο Καπιρέλης δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Του έφτανε και του περίσσευε και το δικό του χάλι – φοβόταν, έτρεµε σύγκορµος. Ήξερε ότι απ’ τη στιγµή που αποφάσισε ν’ ανοίξει το στόµα του ήταν σαν να περνούσε στο λαιµό του µια θηλιά – η οποία θα µπορούσε οποτεδήποτε να σφίξει, να τον πνίξει και να τον στείλει στο διάολο. Ευτυχώς τουλάχιστον δεν ένιωθε πια µόνος – ήταν τρεις. Βέβαια, οι άλλοι δύο δεν είχαν τίποτ’ άλλο πια να χάσουν – τα είχαν χάσει όλα, ενώ αυτός είχε πολλά: γυναίκα ανυποψίαστη, παιδιά αθώα... Τον παρηγορούσε η σκέψη ότι είχε κάνει το σωστό. Oύτως ή άλλως δεν µπορούσε πια να ζει άλλο µέσα στο φόβο και την αβεβαιότητα. Γι’ αυτό, µην παραλείποντας να λέει από µέσα του όσες προσευχές ήξερε και δεν ήξερε, αποφάσισε να εναποθέσει τη ζωή και την τύχη του στα χέρια αυτού του ξανθού αγαθού γίγαντα, του Λευτέρη Ματζιούρη µε τα καθαρά γαλάζια µάτια. Κι ό,τι έβρεχε ας κατέβαζε. Άλλωστε είχε αποδειχθεί πως ό,τι ήταν να γίνει, αν ήταν να γίνει, γινόταν – και θα γινόταν. Ο Λευτέρης φρέναρε απότοµα, κάνοντας τους συνοδούς να τιναχτούν ξαφνιασµένοι. «Φτάσαµε», δήλωσε σοβαρός. Η Δάφνη σήκωσε το κεφάλι παραξενεµένη και κοίταξε ένα γύρο. Και µονοµιάς αναγνώρισε το µέρος που τόσο καλά ήξερε, ένα µέρος όπου όλοι οι λογικοί κι εχέφρονες άνθρωποι αποφεύγουν να επισκέπτονται µεταµεσονύχτιες ώρες. «Μα, εδώ είναι το νεκροταφείο!» είπε έκπληκτη. «Εδώ ήθελα να έρθουµε. Και µη µου πει κανείς σας ότι φοβάται τα φαντάσµατα. Ελάτε», τους παρότρυνε ο Λευτέρης. «Χριστός και Παναγία!» αναφώνησε σοκαρισµένος ο Καπιρέλης. «Τι στο καλό θα κάνουµε εδώ;» Ο Λευτέρης τον πλησίασε και τον κοίταξε σοβαρός. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος – θα σ’ το πω µια κι έξω. Κάτι µε τραβάει εδώ. Θέλω να δω την αλήθεια µε τα µάτια µου. Θα ξεθάψουµε την κόρη µου». Η Δάφνη κόντεψε να λιποθυµήσει. «Μα... ποια αλήθεια; Αφού...» «Θάρρος, γυναίκα!» την αποπήρε ο Λευτέρης. «Εσύ δεν ήσουν που µου έλεγες ότι τα κοράκια πήραν το παιδί µας τρέχοντας και δε µας αφήσανε να δούµε παρά µόνο το πρόσωπό του; Ε, πάµε να δούµε και τα υπόλοιπα! Κοιτάτε, αυτή τη στιγµή είµαι τρελός. Θα πάω να σκάψω και µόνος µου ακόµα, αλλά την αλήθεια θα τη µάθω!» Δίχως να περιµένει απόκριση, έτρεξε προς το χαµηλό τοιχάκι και µε έναν πήδο βρέθηκε µέσα στο βασίλειο των πεθαµένων. Η Δάφνη κι ο Καπιρέλης δεν µπορούσαν να κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να τον ακολουθήσουν.
«ΕΙΣΑΣΤΕ ΑΧΡΗΣΤΟΙ! Να πάτε όλοι σας στο διάολο!» Μ’ αυτή τη µεγαλοπρεπή δήλωση, που λειτουργούσε συνάµα κι ως αποφώνηση, ο ταξίαρχος Φράγκος έκλεισε το τηλέφωνο – για την ακρίβεια, βρόντηξε την τηλεφωνική συσκευή τόσο δυνατά, που ήταν στ’ αλήθεια θαύµα πώς δε διαλύθηκε. Παρά το προχωρηµένο της ώρας –ήταν περίπου δύο το πρωί– βρισκόταν στο γραφείο του στη ΓΑΔΑ. Δεν είχε ύπνο, οπότε αντί να πάει σπίτι του, το θεωρούσε πιο σοφό να παραµείνει στο γραφείο. Άλλωστε µια θέση ταξιάρχου στη Δίωξη Ανθρωποκτονιών πάντοτε συνεπάγεται δουλειά που δεν τελειώνει ποτέ. Η αλήθεια ήταν ότι εδώ κι αρκετές βραδιές ο ταξίαρχος Φράγκος δεν είχε ύπνο – τον είχε χάσει. Όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως δεν είχε λόγο να νιώθει έτσι, παράξενα, ερχόταν η ανεπιθύµητη φωνή της διαίσθησής του και του έλεγε διάφορα ανησυχητικά – αυτά που δεν τον άφηναν να κοιµηθεί. Ένιωθε µια βαθιά ανησυχία. Η οποία, µετά απ’ την ολιγόλεπτη στιχοµυθία που είχε πριν λίγο µε τους συνεργάτες του, έγινε ακόµα µεγαλύτερη. H βαθιά ανησυχία µετατράπηκε σε κακό προαίσθηµα και το κακό προαίσθηµα ελάχιστα απείχε απ’ το να γίνει κρίση πανικού. Οι µαλάκες, οι άχρηστοι στους οποίους είχε αναθέσει την παρακολούθηση εκείνου του ηλίθιου του Καπιρέλη τον είχαν χάσει απ’ τα µάτια τους πάνω στο καλύτερο – ή µάλλον, πάνω στο χειρότερο. Βεβαίως, χειρότερο. Διότι αυτό που είχε τη µεγίστη σηµασία και προσέδιδε τόσο ανησυχητικές διαστάσεις στην όλη ιστορία, ήταν το πού είχε πάει ο Καπιρέλης και ποιον είδε. Είχε πάει στο σπίτι του Λευτέρη Ματζιούρη, αδερφού του Δάκη Ματζιούρη και πατέρα του τελευταίου θύµατος του καινούριου οίστρου που είχε καταλάβει τώρα τελευταία το µεγάλο αφεντικό, τον Άρη Παγκράτη. Ξαφνικά βγήκαν όλοι µαζί απ’ την οικία Ματζιούρη – Ματζιούρηδες και Καπιρέλης. Μπήκαν στο αυτοκίνητο του τελευταίου, το οποίο οδηγούσε ο Ματζιούρης, κι εξαφανίστηκαν, µην αφήνοντας περιθώριο στους βλάκες που παρακολουθούσαν τον Καπιρέλη ν’ αντιδράσουν καν, ούτε το βλέφαρό τους δεν πρόλαβαν να κουνήσουν. Απ’ την ώρα που τα άκουσε όλ’ αυτά ο ταξίαρχος Φράγκος είχε τη διαρκή αίσθηση ότι από στιγµή σε στιγµή θα ξεσπούσε κάποια καταστροφή. Θεέ µου, πού πήγαν όλοι αυτοί; Τι γύρευαν; Τι θα έκαναν; Τι θα γινόταν από δω και πέρα; Γιατί, δεν µπορεί – η µεταµεσονύχτια επίσκεψη του Καπιρέλη σ’ ένα άγνωστό του σπίτι δεν µπορεί παρά να ήταν ύποπτη. Να δεις που κάτι θα γινόταν – το οποίο, φυσικά, αποκλείεται να ήταν καλό. Ο ταξίαρχος βλαστήµησε χοντρά ανάµεσα απ’ τα δόντια του –να πάρει η οργή, έπρεπε να υπακούσει στη φωνή της λογικής και να φροντίσει ώστε να ξεπαστρευτεί κι αυτός ο µαλάκας ο Καπιρέλης–, ούτως ή άλλως ένας άχρηστος µ’ ένα θάµνο στο κεφάλι του ήταν, τον τελευταίο δε καιρό είχε πέσει περονόσπορος από φονικά, οπότε ένα παραπάνω δε θα έβλαπτε κανέναν – εκτός, βέβαια, απ’ τον ίδιο το σκοτωµένο. Όµως, δείχνοντας ανεπίτρεπτη έλλειψη διορατικότητας και φοβούµενος ακριβώς να µην ξεσπάσει σάλος µέσα στη ΓΑΔΑ λόγω των σκοτωµών αστυνοµικών, ιδίως ανάµεσα σ’ όσους δεν ήταν γνώστες και συνεργάτες του Άρη, προτίµησε να τον αφήσει ζωντανό κι απλώς να τον παρακολουθεί διακριτικά – και να τα
αποτελέσµατα. Η όλη ιστορία ήταν εντελώς γελοία –είχε πιάσει µανία καταστροφής τον µεγάλο, είχε πάρει αµπάριζα και ξεπάστρευε τις θαυµαστριούλες του και τους είχε κι όλους δεµένους χειροπόδαρα–, διότι, κακά τα ψέµατα, τους πλήρωνε κάτι περισσότερο από αδρά για να τον καλύπτουν και να τον συνδράµουν στις βροµοδουλειές του, αλλά τώρα τα πράγµατα είχαν αρχίσει να βγαίνουν εκτός ελέγχου. Για τα όπλα, τα ναρκωτικά, τις πουτάνες και τις λοιπές δραστηριότητες κανείς δε µίλαγε, οι δουλειές κυλούσαν ρολόι κι όλοι έβγαιναν ωφεληµένοι· αλλά εδώ τώρα είχαν αρχίσει να ξεπετάγονται και πτώµατα, που να πάρει ο διάολος! Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά τώρα όλοι αυτοί, οι εκ των έσω της Αστυνοµίας συνεργάτες, έπρεπε να επωµιστούν όλο αυτό το βάρος και να βγάλουν τον µεγάλο λάδι. Ε, δεν ήταν κι εύκολο αυτό! Μπορεί ο Άρης ν’ ασκούσε έλεγχο κι επιρροή σε πολλά κοµµάτια της αλυσίδας –µπάτσους, δικαστές, δηµοσιογράφους κ.λπ.–, αλλά πώς κουλαντρίζει κανείς την κοινή γνώµη, τους συγγενείς των θυµάτων και τα λοιπά; Βέβαια, ο Δάκης Ματζιούρης θα είχε τη λύση έτοιµη: θα έδινε εντολή στα λαγωνικά τους να ξεπαστρέψουν όλους όσοι θα µπορούσαν να είναι επικίνδυνοι για τον µεγάλο και τους λοιπούς της συντροφιάς. Ναι, αλλά τότε θα έπρεπε να δολοφονηθεί ένα κάρο κόσµος – και µετά, φυσικά, θα γινότανε χαµός. Να γιατί η όλη ιστορία ήταν εντελώς γελοία, αλλά και συνάµα πολύ επικίνδυνη. Και το κυριότερο όλων ήταν άλλο – κι ο Φράγκος ήταν σίγουρος γι’ αυτό, έβαζε και το χέρι του στη φωτιά: σε περίπτωση που τα πράγµατα παραστριµώχνονταν, δεν είχε την παραµικρή αµφιβολία ότι οι Διόσκουροι, Παγκράτης και Ματζιούρης, θα έβαζαν χέρι και στους µέχρι τώρα πολύτιµους συνεργάτες τους και θα τους έστελναν στο διάολο πολύ ευχαρίστως, αν περνούσε απ’ το µυαλό τους η υποψία ότι µπορεί να κινδύνευαν κι απ’ αυτούς. Το τελευταίο που θα ήθελε ποτέ του ο Φράγκος θα ήταν να βρεθεί κι αυτός σε κανένα δασάκι µε κοµµένο κεφάλι. Αλλά και να του φορτώσουν την ευθύνη για όλα και να γίνει ρεζίλι των σκυλιών, να του ξηλώσουν τη στολή και να πάει µέσα ισόβια, ήταν κι αυτό µια εξίσου δυσάρεστη προοπτική, οπότε το µόνο που θα του απέµενε ήταν η αυτοκτονία. Να πάρει ο διάολος... Πάντως ο ταξίαρχος Φράγκος δεν ήταν ευθυνόφοβος άνθρωπος. Eφόσον είχε αποφασίσει να συνεργαστεί µε τον Άρη Παγκράτη στις βροµοδουλειές του, µ’ αποτέλεσµα να έχει γίνει κι αυτός πάµπλουτος, δε θα το έβαζε τώρα στα πόδια. Θα κρατούσε το δικαίωµα της αµφιβολίας και τις –λιγοστές– τύψεις που ένιωθε όταν σκεφτόταν τα θύµατα της διασκέδασης του µεγάλου, για να τις πει στον Άγιο Πέτρο, όταν θα ερχόταν εκείνη η ώρα. Γι’ αυτή τη συγκεκριµένη ώρα, προείχε το να περισώσει ό,τι µπορούσε να περισώσει. Πήρε το κινητό του τηλέφωνο και σχηµάτισε τον αριθµό του Δάκη Ματζιούρη. Ο δικηγόρος απάντησε αµέσως, από ένα µέρος στο οποίο επικρατούσε βαβούρα, γέλια, φωνές, τραγούδια κι αέρηδες. «Γεια σου, Φράγκο!» είπε εύθυµα. «Γεια σου και σένα, Δάκη. Πού σε βρίσκω;» «Μια βολτίτσα στον Αργοσαρωνικό, µε το κότερο του Άρη. Έγινε κάτι;» «Δυστυχώς, έγινε κάτι που το θεωρώ σοβαρό». «Μπες κατευθείαν στο ψαχνό και µην τα µασάς. Τι έγινε;». «Εκείνος ο Καπιρέλης που σου έλεγα, ο συνεργάτης του Μπούρµαλη, πήγε µετά τα µεσάνυχτα στο σπίτι του αδερφού σου. Και µετά βγήκαν κι οι τρεις, αδερφός σου, νύφη σου και Καπιρέλης, κι εξαφανίστηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Ανησυχώ». Σιωπή απ’ την άλλη πλευρά της γραµµής. «Πες τίποτα, διάολε!» ξεφώνησε έξαλλος ο Φράγκος.
«Σσστ! Σκάσε! Σκέφτοµαι». «Ε, όση ώρα σκέφτεσαι, να σου πω αυτό που σκέφτοµαι εγώ. Ανησυχώ, Δάκη. Φοβάµαι µήπως γίνει καµιά µαλακία. Να δεις που ο µαλάκας ο Μπούρµαλης κάτι είχε ανακαλύψει και το είπε στον Καπιρέλη. Και τώρα αυτός πήγε και το ξέρασε στον αδερφό σου. Φοβάµαι µην τυχόν και ξεσπάσει καµιά θύελλα. Τι θα κάνουµε;» «Τίποτα», είπε αποφασιστικά ο Δάκης. «Δεν έχουµε κανένα λόγο να ανησυχούµε. Όλα είναι υπό έλεγχο». «Κι αν αυτοί οι τρεις πάνε να...» άρχισε να καταστροφολογεί ο Φράγκος. «Ας πάνε όπου στο διάολο θέλουν», τον διέκοψε ανυπόµονα ο Δάκης. «Εµείς έχουµε άλλοθι για όλα. Ο Τύπος είναι δικός µας, δεν πρόκειται να πάρει διαστάσεις το ζήτηµα, οπότε όλα είναι ανθηρά!» ολοκλήρωσε ο Δάκης γελώντας. Δεν µπορεί, µεθυσµένος ήταν ο Ματζιούρης. Ή, ίσως, ο Φράγκος να µην είχε συνειδητοποιήσει σ’ όλες του τις διαστάσεις το πόσο µεγάλη δύναµη είχε το χρήµα του Άρη Παγκράτη. Αλλά πάλι, γιατί όχι; Με τα ίδια του τα µάτια είχε δει ένα βράδυ στο σπίτι του Άρη πάσης φύσεως χρήσιµους ανθρώπους: πολιτικούς, δικηγόρους, δηµοσιογράφους, δικαστές... Εννοείται ότι όποιος έβλεπε τον όποιον µέσα στο σπίτι του Άρη Παγκράτη, αυτό σήµαινε ότι όλοι ήταν φίλοι µεταξύ τους, ακόµα κι αν δε γνωριζόντουσαν. «Καλά», µούγκρισε. «Θέλετε να κάνω κάτι;» «Να πας για ύπνο, Φράγκο. Καληνύχτα». Κλικ. Κι όµως, παρά τα καθησυχαστικά λόγια του Δάκη Ματζιούρη, ο ταξίαρχος Φράγκος δεν κατάφερε να διώξει τη βαθιά ανησυχία που τον είχε κατακυριεύσει. Κάτι θα γινόταν οπωσδήποτε. Και σύντοµα µάλιστα.
«AΝΤΕ, ΚΟΥΝΗΘΕΙΤΕ! Τι θέλετε, να µας πάρει µυρωδιά κανένας περαστικός;» Ο Λευτέρης Ματζιούρης πήγε να µιλήσει χαµηλόφωνα – αλλά η ένταση που ένιωθε τον πρόδωσε. Η φωνή του µες στη σιγαλιά ακούστηκε αφύσικα δυνατή, σαν να έβγαινε από τηλεβόα. Ο Καπιρέλης ανατρίχιασε σύγκορµος. «Σσσστ! Έτσι που φωνάζεις θα ξυπνήσεις και τους πεθαµένους! Μήπως έχεις την εντύπωση ότι συνηθίζω να κάνω τσάρκες στα νεκροταφεία στις δύο η ώρα τα ξηµερώµατα; Φοβάµαι, χριστιανέ µου!» «Να χέσω το αστυνοµικό σου θάρρος!» µουρµούρισε ο Λευτέρης. «Άκου, ξέρω ότι αυτό που πάω να κάνω είναι φρικτό, αλλά η απελπισία µου δίνει δύναµη που δεν ήξερα ότι είχα. Όµως δεν µπορώ να το κάνω µόνος µου. Δεν µπορώ να σκάψω έναν τάφο ολοµόναχος, γιατί θα ξηµερωθούµε εδώ πέρα. Όσο πιο γρήγορα τελειώσουµε, τόσο λιγότερες πιθανότητες έχουµε να µας τσακώσουν οι περαστικοί και να ειδοποιήσουν τους µπάτσους. Θέλεις να µας τρέχουν νυχτιάτικα στην Αστυνοµία;» Ο Καπιρέλης σκέφτηκε τον ταξίαρχο Φράγκο και κόντεψε να πέσει ανάσκελα. «Όχι, όχι!» έκανε έντροµος. «Ε, γι’ αυτό έλα να βοηθήσεις κι εσύ. Η Δάφνη ας στέκει παραπέρα, είναι µάνα, το καταλαβαίνεις; Κάτι µου λέει ότι µέσα στον τάφο του παιδιού µου µε περιµένει κάτι τροµερό. Πρέπει να τ’ ανακαλύψω, για να τους δέσω όλους χειροπόδαρα. Αν δεν πάνε φυλακή αυτοί οι φονιάδες...» Ο Καπιρέλης χαµήλωσε το κεφάλι του. «Τι, δε θα έρθεις µαζί µου µετά, να πάµε να τους ξεφωνίσουµε µαζί;» ρώτησε ο Λευτέρης έκπληκτος. Ο Καπιρέλης κοιτούσε τα παπούτσια του. «Φοβάσαι;» Τώρα ο Καπιρέλης κοιτούσε τα µπατζάκια του. Τότε ανέλαβε η Δάφνη να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα και να βάλει τα πράγµατα στη θέση τους. «Μη φοβάσαι, Θοδωρή. Αν είµαστε ενωµένοι, κανείς δε θα τολµήσει να µας πειράξει. Αν βγάλουµε στο φως αυτή τη λέρα, ποιος θα τολµήσει να πειράξει έστω και µια τρίχα απ’ τα µαλλιά µας; Αν µας συµβεί κάτι, θα είναι σαν να οµολογούν οι ένοχοι την ενοχή τους. Πρέπει να το διακινδυνεύσουµε. Ούτως ή άλλως, κι εσύ το είπες και µόνος σου πριν: ζεις µέσα στο φόβο ότι κάτι θα σου συµβεί από στιγµή σε στιγµή. Μπορείς να συνεχίσεις να ζεις άλλο έτσι;» Ο Καπιρέλης, για πρώτη φορά µετά από ένα ολόκληρο λεπτό, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη Δάφνη κατάµατα. «Έχεις δίκιο. Δεν µπορώ να ζω άλλο έτσι. Ήµουν αποφασισµένος να σας πω όσα ήξερα και να σας αφήσω να τα βγάλετε πέρα µονάχοι σας από κει και µετά. Τώρα καταλαβαίνω ότι, αν σας αφήσω µόνους σας, βάζοντάς σας να ορκιστείτε ότι δε θ’ αποκαλύψετε την πηγή των πληροφοριών σας, αύριο θα είµαι κι εγώ νεκρός». Κούνησε το κεφάλι του και ξεφύσηξε. «Είµαστε µαζί σ’ αυτό», ολοκλήρωσε. Η Δάφνη του έσφιξε το χέρι. Ο Λευτέρης κοιτούσε τη γυναίκα του έκπληκτος. Δεν µπορούσε να πιστέψει την ψυχραιµία της, ούτε να φανταστεί από πού την αντλούσε. Πήγαιναν να ξεθάψουν το παιδί τους – απίκο αυτή. Αποκαλύφθηκαν τέρατα και σηµεία – ότι ο θείος της κόρης τους της έβαλε χέρι, ότι για το θάνατό της ευθυνόταν αυτός, αλλά και... Κύριε των Δυνάµεων, ο Άρης Παγκράτης, ένας
άνθρωπος που ως χτες τον έβλεπαν µόνο στην τηλεόραση και τον θαύµαζαν, ένας άνθρωπος που υπό κανονικάς συνθήκας δε θα τον συναντούσαν ποτέ τους κι όµως τώρα, χάρη στα παράξενα καπρίτσια µιας περίεργης µοίρας, οι δρόµοι τους κι οι ζωές τους ήταν γραφτό να συναντηθούν... κι αντί να τρελαθεί, η Δάφνη στεκόταν εκεί, βράχος. Τελικά, µάλλον ήταν πιο δυνατή απ’ όσο πίστευε ο Λευτέρης. Ίσως απλά να µην είχε συνειδητοποιήσει τι είχε συµβεί. Άλλωστε η ζωή τους τις τελευταίες µέρες είχε µετατραπεί σε σενάριο κατάλληλο για τη Λάµψη, το Καληµέρα Ζωή... και τους Έρηµους Δρόµους, φυσικά. Ο Άρης Παγκράτης... Αν ακόµα και τώρα, την ύστατη στιγµή, ο Λευτέρης Ματζιούρης δεν παρέµενε ένας καλός και πιστός χριστιανός, ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Το µόνο που του έµενε να κάνει. Έπρεπε να πάει να τον σκοτώσει. Κι αυτόν και τον ξεφτίλα δικηγόρο του, που ο Σατανάς τον είχε κάνει αδερφό του. Όµως, ως καλός χριστιανός, εξακολουθούσε να πιστεύει στη δικαιοσύνη. «Εεεε!» τον τράνταξε ο Καπιρέλης. «Αφαιρέθηκες; Σε πληροφορώ ότι το µέρος δεν είναι κατάλληλο για...» «Συγγνώµη», βρυχήθηκε ο Λευτέρης. «Δάφνη, θυµάσαι πού βάζουν οι νεκροθάφτες τα φτυάρια τους;» «Άκου λέει! Από δω! Ελάτε!» ψιθύρισε η γυναίκα και τους παρότρυνε να την ακολουθήσουν. Άρχισαν να περπατούν γρήγορα, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, διασχίζοντας διαδρόµους και πηδώντας πάνω από τάφους στα σκοτεινά, µε µόνο οδηγό τους το φεγγάρι που έλαµπε στον ουρανό θαρρείς περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, λες κι ήξερε κι αυτό τι πήγαιναν να κάνουν, τους επιδοκίµαζε κι ήθελε να τους βοηθήσει. Τα φτυάρια ήταν ακουµπισµένα έξω απ’ το µικρό κιόσκι όπου κάθονταν οι νεκροθάφτες να ξαποστάσουν µετά απ’ το µακάβριο έργο τους. Ο Λευτέρης πήρε δύο στα χέρια του κι έδωσε το ένα στον Καπιρέλη. Πήρε και δυο ζευγάρια γάντια, που τα χρησιµοποιούσαν οι µάστορες για ευνόητους λόγους. Πόσο παράξενα ήταν όλα... Αναρωτήθηκε αν οι ενέργειές του ήταν σωστές – µήπως έπρεπε να ειδοποιήσει τη γειτονιά, να έρθουν κι αυτοί; Να, τον Σωτήρη, τον Σταύρο... Κι όµως, κοντά στον Καπιρέλη, αυτό το λεπτό και µυώδη άνθρωπο µε το θάµνο στο κεφάλι, ο Λευτέρης ένιωθε ασφάλεια κι οικειότητα µεγαλύτερη κι απ’ αυτήν που θα ένιωθε ενδεχοµένως µε τους γείτονες, που τους ήξερε και τόσα χρόνια. Παράξενο αυτό. Πάντως η διαίσθησή του του έλεγε ότι κι ο Καπιρέλης ένιωθε το ίδιο. Σε λίγα λεπτά βρίσκονταν πάνω απ’ τον τάφο της Βενετίας. Ευτυχώς που ήταν σκέτο χώµα ακόµα – αν ήταν µάρµαρο, η δουλειά θα δυσκόλευε µέχρι µαταιώσεως, που λέει ο λόγος. Μέσα σ’ εκείνα τα δυο µέτρα γης κοιµόταν το κορίτσι τους. Η Δάφνη άρχισε να τρέµει σύγκορµη – ξέσπασε σε κλάµατα. Ο Λευτέρης την αγκάλιασε. «Όχι, Δάφνη µου. Πρέπει να γίνει. Σκέψου το κορίτσι µας, που µας βλέπει απ’ τον ουρανό. Πρέπει να δικαιωθεί, κι αυτή, κι η Αναστασία, κι ο Νικόλας...» «Κι ο Μούρµαλης, κι η Νίκη η γυναίκα του...» συνέχισε ο Καπιρέλης. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή συνειδητοποίησε ότι τις τελευταίες δέκα µέρες είχαν πεθάνει πέντε άνθρωποι εξαιτίας του Παγκράτη και της σπείρας του – κι ένιωσε τα µάγουλά του να βάφονται µε το χρώµα της οργής. «Ξεκινάµε, Λευτέρη», είπε. Η Δάφνη πήγε και στάθηκε λίγο παραπέρα, µην µπορώντας να σταµατήσει να κλαίει. Οι δυο άντρες έβαλαν τα γάντια τους και ξεκίνησαν τη φρικτή διαδικασία πετώντας πρώτα
τα ξεραµένα πια στεφάνια που στέκονταν πάνω πάνω. Από κάτω τους περίµενε σκέτο χώµα, που ήταν λίγο νωπό – το απόγευµα είχε βρέξει για λίγο. Άρχισαν να σκάβουν µε µανία – ο καθένας χωριστά κι οι δυο τους µαζί είχαν πείσει τους εαυτούς τους ότι όλο αυτό το έβλεπαν στον ύπνο τους αποκλείεται να το ζούσαν στ’ αλήθεια. Ήταν αδιανόητο, πέραν της λογικής. Όντες δύο, η δουλειά προχωρούσε µε γοργούς ρυθµούς, ώσπου το φτυάρι του Καπιρέλη χτύπησε κάτι σκληρό. Το φέρετρο. Ο Καπιρέλης τον κοίταξε ερωτηµατικά. O Λευτέρης κατάλαβε δίχως περαιτέρω εξηγήσεις, πράγµα που σήµαινε ότι µόλις είχε αποκτήσει τον καλύτερο φίλο της ζωής του. «Δυστυχώς, Θοδωρή, θα µπούµε εµείς µέσα στο... στο. Δε βρήκα πουθενά σκοινιά. Κάνε κουράγιο, αδερφέ µου. Τι να πω κι εγώ;» Ο Καπιρέλης κούνησε το κεφάλι του µε σηµασία και πήδηξε κι αυτός µέσα στο, ακολουθώντας το παράδειγµα του Λευτέρη. Τα µάτια του γέµισαν δάκρυα· δάκρυα γι’ αυτό το «αδερφέ µου» που είχε πει ο Λευτέρης. Του θύµισε πολύ το φίλο του τον Μπούρµαλη. Πόσο του έλειπε, Θεέ µου... «Βάλε ένα χεράκι να σηκώσουµε το καπάκι», µούγκρισε ο Λευτέρης. «Και σήκωσε την µπλούζα σου να σκεπάσεις τη µύτη σου. Μόνο τα κόκαλα των Aγίων µοσχοβολάνε». Πού στην ευχή του Χριστού έβρισκε το κουράγιο να κάνει χιούµορ τέτοιες µαύρες ώρες αυτός ο ξανθός αγαθός γίγαντας, ο Καπιρέλης δεν µπορούσε να το διανοηθεί. Ήταν όµως σίγουρος για κάτι άλλο: αν κατάφερναν να βγουν ζωντανοί απ’ αυτή την ιστορία, τότε οι εξωφρενικές εµπειρίες που ζούσαν µαζί θα τους ένωναν για πάντα. Θα είχε αποκτήσει τον καλύτερο φίλο που θα µπορούσε ποτέ να επιθυµήσει: ένας αυτός, ένας ο Λευτέρης κι ένας ο Μπούρµαλης απ’ τον ουρανό. Αγία Τριάδα µε τα όλα της! Ακουλούθησε τη συµβουλή του Λευτέρη – κι ευτυχώς που το έκανε, διότι µε το που, µετά από πολύ κόπο, κατάφεραν και µετατόπισαν το καπάκι, ο κόσµος ολόκληρος γέµισε µε µια µυρωδιά απ’ αυτές που δεν περιγράφονται. Η Δάφνη πετάχτηκε όρθια απ’ την άκρη ενός τάφου όπου καθόταν. «Να τι είναι ο άνθρωπος, Καπιρέλη», είπε ο Λευτέρης µε αλλοιωµένη φωνή. «Εκεί θα καταλήξουµε όλοι, ένα µάτσο σκουλήκια και κόκαλα. Όµως, η αθάνατη ψυχή µας...» Ο Καπιρέλης ήταν έτσι κι αλλιώς έτοιµος να λιποθυµήσει –ο Λευτέρης το κατάλαβε, γι’ αυτό αποφάσισε να συντοµεύσει τη διαδικασία για να µην παρατείνει το µαρτύριο του καινούριου φίλου του– και µαζί το δικό του. Με µια απότοµη κίνηση παραµέρισε ό,τι σκέπαζε το κορµί της κόρης του – λουλούδια, πανιά, µαντίλια, σκατά και κάτι άλλα γλιστερά πράγµατα που κουνιόντουσαν, τα µόνα ζωντανά πράγµατα µέσα στο βασίλειο του Θανάτου. Μάλλον ήταν κάποιας µορφής µυγάκια. O Λευτέρης κι ο Καπιρέλης ευχαρίστησαν το Θεό που ήταν σκοτάδι και δεν µπορούσαν να εξακριβώσουν τι ακριβώς ήταν. Ο Καπιρέλης φώτισε τη φρίκη µ’ έναν αναπτήρα. Αφού δεν έπεσε ξερός, τόσο ο ίδιος, όσο κι ο Λευτέρης, µ’ αυτό που είδαν, ε, τότε τίποτα πια δε θα είχαν να φοβούνται στη ζωή τους. Το πρόσωπο του κοριτσιού είχε παραµορφωθεί, είχε φουσκώσει σε διάφορα σηµεία κι έµοιαζε µε µπαλόνι έτοιµο να σκάσει. Τα µάτια της είχαν ανοίξει, αλλά ήταν θολά λες και τα σκέπαζε µια λευκή µεµβράνη. Και το στόµα της ήταν µισάνοιχτο. Από κει µέσα έβγαιναν αυτά τα φρικτά µαµούνια. Θεέ µου...
Ένα απαίσιο υγρό πράσινο πράγµα σαν γλίτσα είχε καλύψει τα πάντα πάνω στη νεκρή – προφανώς είχε περάσει στη φάση της πλήρους αποσύνθεσης. Κι όσο για την αποφορά... Ο Λευτέρης, σαν τρελός, µε γοργές κι αποφασιστικές κινήσεις άρχισε να παραµερίζει τα ρούχα της νεκρής προκειµένου να δει το σώµα της. Δίπλα του, ο Καπιρέλης ούρλιαζε κάτι ασυναρτησίες για προσοχές και πτωµαΐνες και θανάσιµα µικρόβια – αλλά ο Λευτέρης εκείνη ακριβώς τη στιγµή βρισκόταν κάπου µόνος του, χιλιάδες χιλιόµετρα µακριά από κει. Ώσπου συνέβη ό,τι πιο φρικτό θα µπορούσε να συµβεί. Όταν τα ρούχα παραµερίστηκαν, διαπίστωσε ότι το σώµα της κόρης του ήταν κοµµένο στα δύο, µε χειρουργική ακρίβεια. Στο ύψος της κοιλιάς. Απόλυτη σιωπή κι εκείνος ολοµόναχος, κι ας ούρλιαζε στο πλάι του ο Καπιρέλης, αγνοώντας τον κίνδυνο να τους ακούσουν τυχόν περαστικοί και να ειδοποιήσουν τους καλούς του συναδέλφους στο Σώµα της Αστυνοµίας. Απόλυτη σιωπή. Η Δάφνη πλησίασε. Κι άρχισε κι αυτή να ουρλιάζει. Μόνο το τρελοκοµείο θα τους γλίτωνε. Όµως, δυστυχώς. Σε κανενός το µυαλό δεν έγινε εκείνο το λυτρωτικό «τσαφ». «Κοίτα καλά, Θοδωρή», φώναξε ο Λευτέρης. «Βλέπεις; Σου φαίνεται εσένα ότι το παιδί µου έπαθε δυστύχηµα; Μίλα!» «Όχι», απάντησε ο Καπιρέλης, που είχε σταµατήσει να ωρύεται ακριβώς γιατί συνειδητοποίησε ότι κάποιος έπρεπε να συγκρατήσει τους γονείς εκείνη τη φοβερή ώρα. «Κάποιος την έκοψε στα δύο. Η χειρουργική ακρίβεια της τοµής µού φέρνει στο νου αλυσοπρίονο. Είχα δει κάτι ανάλογο σ’ ένα σεµινάριο». Όλα είχαν τελειώσει. Ποιος ξέρει γιατί ο Θεός του είχε βάλει στο µυαλό αυτή τη φαεινή ιδέα να έρθει στο νεκροταφείο νυχτιάτικα και να ξεθάψει το παιδί του· πάντως ο Λευτέρης εκείνη τη στιγµή αυτό που θα ήθελε να κάνει ήταν να πέσει κι αυτός µέσα στον τάφο που έχασκε. Για όλ’ αυτά υπαίτιος ήταν ο αδερφός του. Ο Άρης Παγκράτης δε θα είχε απολύτως καµία δύναµη πάνω στη Βενετία αν δε βρισκόταν ο Κάιν να του τη δώσει. Παρά τις βιβλικές στιγµές, ο Λευτέρης βρέθηκε ξαφνικά να χαµογελάει. Στράφηκε στον Καπιρέλη και τον κοίταξε διαπεραστικά. «Ξέρεις, Θοδωρή», είπε ψύχραιµα και σταθερά, «αν δεν έβρισκα κάτι ύποπτο εδώ, αν έβρισκα απλώς κάποια επιπόλαια τραύµατα πάνω στο σώµα του παιδιού µου, θα σ’ έδιωχνα και θα τα ξεχνούσα όλα. Θα έλεγα πως δεν έγινε τίποτα, θ’ άφηνα το ζήτηµα εκεί που έµεινε. Όµως τώρα ξέρω, Θοδωράκη. Ο αδερφός µου είναι ανακατεµένος στο θάνατο του κοριτσιού µου! Τι να κάνω εγώ τώρα, ε; Να τρελαθώ, να πάω να τον σκοτώσω ή να πω γεννηθήτω το θέληµά Σου Θεέ; Να µε πάρει ο διάολος, δεν ξέρω τίποτα, δεν πιστεύω τίποτα πια! Δεν είναι δυνατόν να µου συµβαίνουν εµένα αυτά! Κοιµάµαι κι ονειρεύοµαι!» Ο τόνος της φωνής του, που δυνάµωνε µε κάθε λέξη που έβγαινε απ’ το στόµα του, ήταν αναµφίβολο σηµάδι ότι ο Λευτέρης πλησίαζε επικίνδυνα στο σηµείο µηδέν – κι η έκρηξη που θα επακολουθούσε θα ήταν τροµερή. «Τελειώσαµε, παιδιά», είπε η Δάφνη, αφύσικα ήρεµη. «Πάµε αµέσως στην Αστυνοµία». «Όχι στην Αστυνοµία!» αντιγύρισε ορµητικά ο Καπιρέλης. «Βέβαια, δεν ξέρω τι σκατά σχέση µπορεί να έχει ο Παγκράτης µε τα αστυνοµικά τµήµατα κι όσους τα στελεχώνουν, αλλά ο παραλογισµός αυτής της υπόθεσης είναι τέτοιος που δεν µπορούµε να το διακινδυνεύσουµε. Πάµε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εκεί δε θα µπορεί να µας πειράξει κανείς. Μάλιστα,
εκεί η υπόθεση θα πάρει και δηµοσιότητα». «Πάµε, λοιπόν», παρότρυνε η Δάφνη. Ούτε και τώρα, αυτή τη στιγµή, το µυαλό της δεν είχε χωρέσει τι είχε συµβεί. Ίσως γιατί δεν είχε έρθει πρόσωπο µε πρόσωπο µε τους υπαίτιους, οπότε όλα παρέµεναν σε επίπεδο θεωρητικό, κι είχε λίγο χρόνο ακόµα για να πιστεύει ότι όλα αυτά ήταν σκηνές από ταινία ή όνειρο ή παραίσθηση... Ο Λευτέρης όµως κατάλαβε ότι τώρα ο δρόµος που θα έπαιρναν δεν είχε γυρισµό. Κι αυτός θα συναντούσε ξανά τον αδερφό του. Θα έβλεπε όλη την αλήθεια, την οποία µε τόση µανία είχε κυνηγήσει. Θα τα έβλεπε όλα. Δεν άντεξε άλλο – όλη αυτή η υπερένταση ξέσπασε απότοµα και ξαφνικά, σαν τυφώνας στο Τρίγωνο των Βερµούδων. Μα ναι, ήταν ο πιο δυστυχισµένος άνθρωπος του κόσµου. Ήταν φτωχός, απολυµένος, άνεργος, καταδικασµένος µια ολόκληρη ζωή, έχασε το γιο του που του τον έλιωσε ο καρκίνος, και τώρα αυτό. Η κόρη του νεκρή, περνώντας τα µαρτύρια του Ιησού Χριστού στα χέρια ενός παρανοϊκού, στον οποίο την οδήγησε ο ίδιος του ο αδερφός. Κι εκείνος, ως καλός χριστιανός, όφειλε να καταπιεί αυτή τη φρίκη, να δεχθεί αδιαµαρτύρητα την έσχατη αχαριστία και να πει «Γεννηθήτω το Θέληµά Σου» όπως έκανε µια ολόκληρη ζωή, γιατί αν δεν το έκανε και τώρα, που ήταν η ευκαιρία της ζωής του να το κάνει, θ’ αποδείκνυε ότι δεν ήταν τίποτ’ άλλο από ένας ψεύτης, άθλιος κι ελεεινός. Πώς να γίνουν όλ’ αυτά; Πώς; Σε κατάσταση υστερίας, µην καταλαβαίνοντας καλά καλά τι κάνει, έπεσε πάνω στο σώµα της νεκρής του κόρης αψηφώντας και τα µικρόβια και τις πτωµαΐνες και τα σκατά τα µαύρα κι άρχισε να ουρλιάζει, να κλαίει και να γελάει µαζί, σε µια απόλυτη παραφροσύνη. «ΓΙΑΤΙ, ΘΕΕ ΜΟΥ; ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙΣ; ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ; ΤΙΙΙΙ;» Σαν σε όνειρο, άνθρωποι να τρέχουν σε αργή κίνηση, η Δάφνη, ο Καπιρέλης, να τον πλησιάζουν, να πέφτουν πάνω του, να φωνάζουν δίχως ν’ ακούγεται η φωνή τους... Η νύχτα έµοιαζε να είχε αλλάξει σχήµατα και χρώµατα – κι ο κόσµος ολόκληρος είχε µεταµορφωθεί σ’ ένα αλλόκοτο θέατρο του παραλόγου, µ’ ένα κόκκινο σκηνικό και τρεις σκοτεινές φιγούρες να στέκουν σε φόντο καµωµένο από οµίχλη που δεν υπήρχε. Το φεγγάρι χάθηκε. Τα σύννεφα πύκνωσαν. Σε λίγο θ’ άρχιζε και πάλι να βρέχει.
ΤΡΙΑ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΑ πέρασαν από τότε – τρεις φοβερές µέρες και τρεις µαρτυρικές νύχτες από εκείνη τη νύχτα της Αποκαλύψεως. Εκείνο το απόγευµα της 7ης Ιουλίου, ο κόσµος έβραζε απ’ τη ζέστη. Η πόλη είχε µετατραπεί σε καζάνι που κόχλαζε. Κι όµως, ο Λευτέρης Ματζιούρης, περιδιαβαίνοντας τους δρόµους της Αθήνας δίχως σκοπό και προορισµό, ένιωθε ένα πολικό ψύχος να του περονιάζει τα κόκαλα. Ήταν κατακαλόκαιρο κι όµως αυτός φορούσε µπλούζα χειµωνιάτικη προκαλώντας τα περίεργα βλέµµατα των περαστικών, τα οποία ωστόσο δεν πρόσεχε, δεν τα έβλεπε καν. Είχε πλήρη συναίσθηση του ότι η παγωνιά ξεπηδούσε από µέσα του – είχε γίνει µια θάλασσα που τον είχε καταπιεί για πάντα και δε θα µπορούσε ποτέ πια να ξαναβγεί από κει µέσα. Ένιωθε ένα τέτοιο απέραντο κενό, τόση απόλυτη µοναξιά, τόση ερηµιά, που ήταν απόλυτα βέβαιος ότι κανένας και τίποτα δε θα µπορούσε να τ’ αναπληρώσει µε κάτι άλλο, καλύτερο, και να βάλει µέσα του µια σταγόνα παρηγοριάς κι ελπίδας – ούτε καν ο Θεός, στον οποίο πίστευε µε τόση θέρµη. Ήταν άδειος – γι’ αυτό και περπατούσε ανάµεσα σε χιλιάδες περαστικούς κι όµως, ένιωθε ολοµόναχος ανάµεσά τους, σαν να βρισκόταν σε µια έρηµο δίχως αρχή και τέλος. Δεν είχε πια το κουράγιο ούτε να πει από µέσα του κάποια προσευχή – κάτι, τέλος πάντων, που να περιελάµβανε τη λέξη «Θεός», µια λέξη που ανέκαθεν είχε την ιδιότητα να γεµίζει την ψυχή του µε γαλήνη. Όµως όχι πια – βέβαια, πού και πού σκεφτόταν και το Θεό και τις άγνωστες κι ανεξιχνίαστες βουλές Του, αλλά µηχανικά, ρηχά, όπως κάποιος που σκέφτεται κάτι αυτονόητο στο οποίο δε δίνει και ιδιαίτερη σηµασία. Αφού ούτε ο Θεός δεν είχε πια την ικανότητα να γεµίσει το κενό της ψυχής του, τότε το µόνο που του απέµενε ήταν ίσως η αυτοκτονία. Δεν είχε πια σε τίποτα να ελπίζει, τίποτα να περιµένει. Τα πάντα ήταν τίποτα. Όχι απλώς µαταιότης µαταιοτήτων: τίποτα απολύτως – κι αυτή η αίσθηση της πλήρους ανυπαρξίας, του τίποτα απολύτως, για τον οποιονδήποτε άλλον ενδεχοµένως να ήταν εφιαλτική. Για τον Λευτέρη Ματζιούρη ούτε αυτό δεν ήταν. Δεν µπορούσε πλέον να νιώθει. Ανήκε στους χαµένους της ζωής, κι οι χαµένοι δεν έχουν καν την πολυτέλεια να νιώθουν. Το µυαλό του ήταν κολληµένο σ’ αυτά που έγιναν µετά από εκείνη τη νύχτα στο νεκροταφείο. Μέχρι να σπεύσει στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, όπως είχε συστήσει ο Καπιρέλης, και να κάνει αυτό που έπρεπε, ήταν γεµάτος πίστη κι ελπίδα – η προσµονή της δικαίας τιµωρίας των δραστών, η αίσθηση της δικαιοσύνης, τον έκανε να φλέγεται ολόκληρος, του έδινε δύναµη, κουράγιο, αίσθηση σκοπού. Όταν όµως όλ’ αυτά τέλειωσαν κι οι υπαίτιοι πήραν το δρόµο προς τη Δικαιοσύνη, τότε ξαφνικά ο Λευτέρης ένιωσε σαν µπαλόνι που έσκασε. Οι δυνάµεις του τον εγκατέλειψαν – και µαζί και το κουράγιο του, η ελπίδα του κι όλος ο λοιπός µακρύς κατάλογος µε τις ανθρώπινες αντοχές. Όλα τέλειωσαν, κυριολεκτικά και µεταφορικά. Οι τρεις τους είχαν πάει κι είχαν κατοικοεδρεύσει έξω απ’ το Θέµιδος Μέλαθρον, περιµένοντας τον εισαγγελέα να κάνει την εµφάνισή του. Όταν επιτέλους εµφανίστηκε, έθεσαν στη διάθεσή του ό,τι στοιχεία είχαν –ο Καπιρέλης τη µαρτυρία του απ’ το µακαρίτη τον Μπούρµαλη, καθώς κι εκείνη την ερασιτεχνική σύγκριση των αποτυπωµάτων–, ευτυχώς που είχε προνοήσει να την κρατήσει, ενώ αυτός κι η Δάφνη προσκόµισαν το αυτοσχέδιο ηµερολόγιο της κόρης τους. Ο εισαγγελέας, άνθρωπος ηλικιωµένος, βαθιά δίκαιος κι απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγµατα έξω απ’ το κύκλωµα του Παγκράτη, έπραξε τα δέοντα. Διέταξε άµεσες
έρευνες, οι οποίες δε χρειάστηκε να κρατήσουν και πολύ. Το απόγευµα της ίδιας µέρας αυτός, η Δάφνη κι ο Θοδωράκης Καπιρέλης είδαν µε τα µάτια τους τον Άρη Παγκράτη και τον Δάκη Ματζιούρη –καταρχάς, όπως τους είχε τονίσει ο εισαγγελέας– να οδηγούνται στην Ευελπίδων µε χειροπέδες. Το βλέµµα των δύο αδερφών συναντήθηκε σε κάποια δεδοµένη στιγµή – τώρα που το θυµόταν, ο Λευτέρης θα προτιµούσε να είχε πεθάνει επιτόπου παρά να ζει και να το θυµάται. Αναίδεια. Αλαζονεία. Αχαριστία. Ήταν σαν να τον κορόιδευε. Σαν να του έλεγε ότι πάσχιζε µαταίως. Ότι... Μετά ταύτα ο Καπιρέλης, ο οποίος φοβόταν κι έτρεµε και τον ίσκιο του εφόσον είχε αποκαλύψει στον εισαγγελέα κι ό,τι γνώριζε για την ανάµειξη του ταξίαρχου Φράγκου και του αστυνόµου Αντωνίου στην όλη υπόθεση, αποφάσισε να µετακοµίσει για λίγες µέρες στην οικία Ματζιούρη, ύστερα από ευγενική πρόσκλησή τους. Εφόσον η γυναίκα και τα παιδιά του εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο χωριό σε αναγκαστικές διακοπές, ο Καπιρέλης δεν έβρισκε κανέναν απολύτως λόγο γιατί θα έπρεπε να κάθεται ολοµόναχος µέσα στο άδειο σπίτι του και να κοιτάζει τα ντουβάρια. Άλλωστε κάτι δεν του άρεσε στην όλη υπόθεση – και το είχε πει και στον Λευτέρη και στη Δάφνη. Να, το ζήτηµα δεν είχε πάρει διαστάσεις. Δεν είχε πάρει καµία δηµοσιότητα. Ο Άρης Παγκράτης ήταν ένας άνθρωπος τόσο πλούσιος και διάσηµος, και ως επιχειρηµατίας και σηµαίνων οικονοµικός παράγοντας του τόπου αλλά και ως καλλιτέχνης, που κανονικά θα έπρεπε να είχε ξεσηκωθεί πανελλήνιος σάλος. Κι όµως – τίποτα. Ούτε τα δελτία ειδήσεων ούτε τα ραδιόφωνα ούτε οι εφηµερίδες ούτε καν οι σκανδαλοθηρικές φυλλάδες. Ο Καπιρέλης τα επισήµανε όλ’ αυτά, αλλά ο Λευτέρης δεν έδωσε σηµασία. Καρφί δεν του καιγόταν για τη δηµοσιότητα. Πρώτα πρώτα σε καµία περίπτωση δεν ήθελε να βγουν στη φόρα τα ρεζιλίκια του, αυτά που έπαθε χωρίς να φταίει. Για φαντάσου να µαθευόταν ότι ο αδερφός του είχε βάλει χέρι στην ανιψιά του... Θ’ αυτοκτονούσε απ’ την ντροπή του, το δίχως άλλο. Αφετέρου, το µόνο που ήθελε ο Λευτέρης ήταν αυτοί οι φονιάδες να πάνε στη φυλακή. Ήθελε δηλαδή δικαιοσύνη – κι αυτή την ιερή διαδικασία επ’ ουδενί δεν ήθελε να τη δει γίνεται βορά στις κουτσοµπολίστικες εκποµπές του µεσηµεριού και στα σκανδαλοθηρικά έντυπα. Ο Καπιρέλης έκανε µόνος του κάποιες προσπάθειες, τις οποίες δικαιολόγησε ως «αποκατάσταση της µνήµης Μπούρµαλη». Έσπευσε σε µερικές σοβαρές εφηµερίδες ν’ αποκαλύψει τα συγκλονιστικά νέα. Οι αρχισυντάκτες τον δέχτηκαν µ’ ευγένεια και τον άκουσαν µ’ ενδιαφέρον. Όµως, στο τέλος, το αποτέλεσµα ήταν µια µεγάλη τρύπα στο νερό: διότι όλοι ανεξαιρέτως του ανακοίνωσαν ότι δεν µπορούσαν να δηµοσιεύσουν τέτοια πράγµατα παρά µόνο µετά την οριστική κι αµετάκλητη καταδίκη των φεροµένων ως δραστών. Ο Άρης Παγκράτης ήταν ένα ιδιαίτερα σηµαίνον πρόσωπο – και ως καλλιτέχνης και ως επιχειρηµατίας. Δεν µπορούσαν να τον αντιµετωπίσουν σαν ένα κοινό κακούργο δίχως να έχει πρώτα αποφανθεί η Δικαιοσύνη περί αυτού! Μετά ταύτα, κλείστηκε στο σπίτι των ανθρώπων που τον φιλοξενούσαν και δεν ξανάβγαλε λέξη απ’ το στόµα του. Μάλλον όδευε ολοταχώς προς την τρέλα. Η Δάφνη, απ’ την πλευρά της, έσπευσε ν’ αναζητήσει τους γονείς της Αναστασίας και του Νικόλα, αλλά, δυστυχώς, ήταν ακόµα εξαφανισµένοι – τα ίχνη τους είχαν χαθεί. Το άλλο που µπορούσε να κάνει, το έκανε: ενηµέρωσε τη γειτονιά για τα τεκταινόµενα, αλλά κι αυτωνών η αντίδραση ήταν περίεργη – ή έτσι της φάνηκε. Έφριξαν, έβρισαν και µετά... Τίποτ’ άλλο.
Κλείστηκε κι αυτή στο σπίτι και δεν έβγαζε µιλιά. Μάλιστα, έσπευσε κι αγόρασε µερικά µπουκάλια κονιάκ –«για να βρίσκονται»– κι άρχισε να το τσούζει πού και πού παρέα µε τον Καπιρέλη. Ούτως ή άλλως δεν έβρισκε νόηµα σε τίποτα πια. Του Λευτέρη προσωπικά του αρκούσε που είδε να µεταφέρουν τους δολοφόνους µε χειροπέδες. Όµως εντελώς ξαφνικά, τώρα, καθώς περπατούσε, µια καινούρια ιδέα ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο µυαλό του: µήπως τελικά δεν του αρκούσε απλώς αυτό; Μήπως θα ένιωθε πολύ καλύτερα αν έπιανε τους υπαίτιους στα χέρια του και τους έστριβε τα λαρύγγια ο ίδιος προσωπικά; Γιατί µια φορά, καλά δεν ένιωθε τώρα. Αντί να θριαµβολογεί για την απονοµή της δικαιοσύνης, εκείνος ένιωθε τόσο άδειος λες και µέσα του δεν έτρεχε αίµα. Αλλά και πώς αλλιώς να ένιωθε, εδώ που τα λέµε... Τίποτα δεν είχε µείνει πια όρθιο. Και το πιο εφιαλτικό σενάριο έπαψε πια να είναι πιθανότητα – έγινε φρικτή πραγµατικότητα. Τα πάντα µπορούσαν να συµβούν. Όλα για τη δόξα, την εξουσία και τα λεφτά, όπως είχε ειπωθεί εκείνη τη µοιραία νύχτα του τελευταίου γλεντιού της ζωής του, που είχε γίνει στο σπίτι του. Οι άνθρωποι έπαψαν πια να πεθαίνουν για να εξυπηρετήσουν σπουδαίους σκοπούς· γίνονταν θυσία στο βωµό άλλων ανθρώπων που σκότωναν απλώς την ώρα τους, από ανία. Έτσι άδικα πήγε η Αναστασία, έτσι κι η κόρη του... Όλ’ αυτά ήταν ακατανόητα συµβάντα. Το να τα συλλογίζεται δε θα τον βοηθούσε σε τίποτα να τα καταλάβει. Την προσοχή του τράβηξε µια γυναίκα δίχως πόδια, που ζητιάνευε κλαίγοντας υπερβολικά δυνατά ξαπλωµένη σ’ ένα πεζοδρόµιο. Μολονότι ο Λευτέρης είχε στην τσέπη του λεφτά –ας ήταν καλά η αποζηµίωση απ’ τα πετρέλαια– την προσπέρασε αδιάφορος. Σε άλλη περίπτωση θα είχε σκύψει πάνω απ’ τον ξένο πόνο µε θλίψη και συµπόνια – αλλά όχι τώρα. Τον αποκάρδιωσε αυτό το γεγονός, η αναλγησία του σχεδόν τον φόβισε. Ένιωσε απέχθεια για τον εαυτό του, όµως δεν µπορούσε να τον εξαναγκάσει να νιώσει τον πόνο των άλλων. Μόνο τον δικό του. Να που τελικά δεν ήταν άδειος – αντιθέτως, ήταν γεµάτος. Ήταν γεµάτος πόνο. Πόνο µέχρι τα µπούνια. Δικό του πόνο. Τα φύλλα ενός δέντρου θρόισαν, αιώνιοι ρυθµοί, κινήσεις δίχως νόηµα, η γαλήνη της αδιαφορίας. Τα πάντα, τα πρόσωπα, τα ζώα, τα πράγµατα, ακόµα και τα δέντρα, ήταν πιο τυχερά απ’ αυτόν. Τόσες ώρες, ούτε καν θυµόταν πόσες, περπατούσε άσκοπα ενώ κόντευε να βραδιάσει. Δίχως να το καταλάβει, είχε φτάσει ως το Κολωνάκι. Τι δουλειά είχε άραγε εκεί; Γιατί έφτασε σ’ αυτό το µέρος; Εκεί ζούσαν οι πλούσιοι – κι όπως του έλεγε κάποτε η γιαγιά του, οι πλούσιοι έχουν σκληρή καρδιά, δε συναισθάνονται τον πόνο του φτωχού... Βέβαια. Έτσι ήταν. Υπήρχε κι οικογενειακό παράδειγµα. Στο παρκάκι δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, το µάτι του πήρε µια οµάδα ανθρώπων που στέκονταν ακίνητοι κι αµίλητοι. Όλοι τους φορούσαν πορτοκαλί ρούχα σαν ράσα κι είχαν ξυρισµένα κεφάλια. Για λίγα λεπτά ο Λευτέρης κοντοστάθηκε και τους παρατήρησε να έχουν τα µάτια τους καρφωµένα στο κενό, βυθισµένοι σε µια στοχαστική σιωπή. Έµοιαζαν απόλυτα ευτυχισµένοι, γαλήνιοι, ήρεµοι. Καθώς αποµακρυνόταν, για µια στιγµή αναρωτήθηκε µέσα του ποιος πίστευαν άραγε αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι ότι ήταν ο σκοπός της ζωής. Aυτό που φαντάστηκε ήταν πως, µέσα
στην παράνοια της σύγχρονης καθηµερινότητας, ετούτοι οι πιστοί µε τα πορτοκαλί ράσα είχαν µάθει µια µυστική, καλά κρυµµένη αλήθεια κι είχαν φτάσει σε µια κατάσταση φώτισης που χάριζε νόηµα στην ύπαρξη. Δεν τους ρώτησε, γιατί φοβήθηκε ότι η απάντησή τους δε θα ήταν παρά µία ακόµα εκδοχή της ίδιας θλιβερής λαχτάρας, των ίδιων ευσεβών πόθων πάνω στους οποίους βάσιζαν τόσοι και τόσοι άλλοι την ελπίδα τους – ανάµεσά τους κι ο ίδιος. Έφτασε στη γωνία Σκουφά και πλατείας Κολωνακίου. Αυτό ήταν. Για κάποιο µυστηριώδη λόγο είχε νιώσει υποσυνείδητα την ανάγκη να περάσει κάτω απ’ το γραφείο του αδερφού του. Ίσως να έµπαινε και µέσα. Ίσως. Έστριψε αριστερά, µε σκοπό να διασχίσει τις καφετέριες της πλατείας· τέτοια ώρα ήταν γεµάτες κόσµο, κόσµο ευτυχισµένο, κόσµο ανίδεο για το προσωπικό του δράµα και για τη θύελλα που φυσούσε µέσα στο κεφάλι του. Και τότε ξαφνικά... Όχι, δεν µπορεί. Αυτό ήταν σίγουρα όνειρο. Ήταν αδύνατον να συνέβαινε στ’ αλήθεια. Στην πιο κοσµική καφετέρια της πλατείας, ο Λευτέρης Ματζιούρης είδε µε τα ίδια του τα µάτια να κάθονται και να χαριεντίζονται, περιστοιχισµένοι από καµιά δεκαριά ξανθές γκόµενες που έκαναν σαν ξελιγωµένες, να µιλάνε, να γελάνε, να πίνουν και να καπνίζουν, δύο άνθρωποι οι οποίοι κανονικά, εκείνη ακριβώς τη στιγµή, έπρεπε να βρίσκονται στη φυλακή, προφυλακισµένοι, να τους τρέχουν σιδηροδέσµιους από δω κι από κει σε προέδρους δικαστηρίων, εισαγγελείς, ανακριτές... Όµως αυτωνών το ύφος ήταν λες και µόλις γύρισαν από ξένοιαστες διακοπές. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν ο Άρης Παγκράτης και ο... ο Κάιν. Κάποιο φως έσβησε µέσα στο κεφάλι του – όλος ο κόσµος έγινε κόκκινος, οι καφετέριες, οι θαµώνες, οι δρόµοι, τα κτίρια, τα αυτοκίνητα, τα δέντρα, η ζωή, οι θόρυβοι, όλα εξαφανίστηκαν, κι εκείνος απέµεινε ολοµόναχος, µε µόνη υποψία ζωής τον ήχο της ανάσας του. Κι από απέναντι, οι δυο δολοφόνοι, να µιλάνε, να γελάνε, να πίνουν και να καπνίζουν. Ένιωσε όλα τα εσωτερικά του ρολόγια να µηδενίζονται. Ο Λευτέρης Ματζιούρης, εκείνη ακριβώς τη στιγµή, πίστεψε πως είχε πεθάνει δίχως να το έχει καταλάβει κι ότι ήδη βρισκόταν στην Κόλαση.
«ΠΑΜΕ ΝΑ ΤΗΝ ΗΡΕΜΗΣΟΥΜΕ, ρε Λευτέρη! Έτσι που πάει, θα γκρεµίσει όλο το σπίτι! Θα ξεσηκωθεί στο πόδι όλη η Αθήνα! Τι θέλεις, να έρθει η Αστυνοµία;» Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που βγήκαν απ’ το στόµα του Καπιρέλη εδώ και περίπου µία ώρα – ως τώρα στεκόταν όρθιος µέσα στο σαλόνι µε το στόµα ανοιχτό, σαν άγαλµα. Τα λόγια του αυτά δε αφορούσαν τη Δάφνη, η οποία, µόλις άκουσε διά στόµατος του άντρα της όλ’ αυτά τα φοβερά κι απίστευτα που τους είχε πει την ώρα που γύρισε στο σπίτι, σε κατάσταση σοκ, έπεσε λιπόθυµη στο πάτωµα. Κι όταν πια συνήλθε, σε περίπου τρία λεπτά, εξαφανίστηκε σε κάποιο άλλο δωµάτιο του σπιτιού – οι θόρυβοι που άρχισαν να παράγονται δεν µπορούσαν ν’ αφήσουν σε κανέναν την παραµικρή αµφιβολία ότι η Δάφνη ξεσπούσε την οργή και τη δίκαιη αγανάκτησή της πάνω σε αθώα, άψυχα αντικείµενα. Ο Λευτέρης κοίταξε τον Καπιρέλη και ξέσπασε σε γέλια. «Ναι! Σιγά! Θα έρθει η Αστυνοµία στο σπίτι µας και θα µας κάνει ντα!» Και δώσ’ του να γελάει, µ’ ένα γέλιο αλλόκοτο που δεν µπορούσε να το σταµατήσει µε τίποτα – κι ενώ συνήθως ήταν άνθρωπος σοβαρός, που γελούσε µόνο όταν υπήρχε λόγος, τώρα γελούσε δίχως να υπάρχει απολύτως κανένας. Κανονικά αυτό θα έπρεπε να τον βάλει σε υποψίες για την κατάσταση της ψυχικής του ισορροπίας – ωστόσο εκείνη ακριβώς τη στιγµή ο Λευτέρης Ματζιούρης την είχε χεσµένη πατόκορφα την ψυχική του ισορροπία, κι αυτήν και όλα. Εδώ είχε συµβεί αληθινή κοσµογονία. Τέτοια πράγµατα δε θα µπορούσε να τα έχει σκεφτεί ούτε ένας Φώσκολος. Ενώ κάτι µέσα του τον έσπρωχνε να κάνει έγκληµα –που, βεβαίως, δε θα ήταν έγκληµα κάτω απ’ όλες αυτές τις συνθήκες που η µια ήταν πιο αλλόκοτη απ’ την άλλη–, αντί να πάει τρέχοντας και να τους στρίψει τα λαρύγγια και µε συνοπτικές διαδικασίες να τους στείλει στην αιώνια φυλακή απ’ την οποία δε θα µπορούσαν ποτέ να δραπετεύσουν, ο Λευτέρης είχε βρει το κουράγιο και τους πλησίασε. Κι εκείνοι, όταν τον είδαν, δεν αντέδρασαν µε τρόπο αναµενόµενο – ούτε µια υποψία τύψης ούτε ένα χαµηλωµένο βλέµµα ντροπής ούτε καν µια στάλα φόβου για την ιερή οργή του χαροκαµένου πατέρα. Αντιθέτως, τον αντιµετώπισαν σαν να ήταν ένα ασήµαντο κουνούπι – πάλι καλά, γιατί αν τυχόν του φέρονταν λες κι ήταν κανένας παλιόφιλος απ’ το στρατό µε τον οποίο είχαν καιρό να µοιραστούν αναµνήσεις κι εµπειρίες, ο Λευτέρης θα έκανε κάτι τροµερό, δεν ήξερε τι, δεν το είχε αποφασίσει. Τι σηµασία είχαν άλλωστε όλ’ αυτά; Σηµασία είχε µόνο η αλήθεια που άκουσε απ’ το στόµα τους – ίσως η µόνη αλήθεια που είχαν πει ποτέ στη ζωή τους αυτοί οι εγκληµατίες κι ας ήταν τόσο στρεβλή όσο ένα χέρι που έσπασε σε είκοσι σηµεία. Καµία κατηγορία δεν τους βάραινε. Αποδόθηκαν πίσω στην κοινωνία άσπιλοι κι αµόλυντοι ωσεί λευκές περιστερές. Τα αποτυπώµατα που είχε συλλέξει ο Μπούρµαλης ήταν κατασκευασµένα, ψεύτικα, το δείγµα αποτυπώµατος Παγκράτη βρισκόταν κανονικά στη θέση του µέσα στο κοµπιούτερ του Εγκληµατολογικού, την ώρα του υποτιθέµενου φόνου της Βενετίας αυτοί είχαν ατράνταχτο άλλοθι, διότι βρίσκονταν µαζί µ’ άλλους εκατό ανθρώπους σε µια δεξίωση, το βεβαίωσαν κι οι εκατό κι όλοι ήταν σηµαίνοντα πρόσωπα της κοινωνίας, ποιον θα πίστευαν οι εισαγγελείς κι οι ανακριτές; Τα σηµαίνοντα πρόσωπα της κοινωνίας ή τις φαντασιώσεις ενός µπάτσου που ονειρευόταν να γίνει σπουδαίος και να παραστήσει τον Σέρλοκ Χολµς εις βάρος σοβαρών κι έντιµων πολιτών; Ή µήπως να πίστευαν τις µπαρούφες του γράµµατος µιας ξεµυαλισµένης µικρής που η φαντασία της κάλπαζε; Έτσι, απαλλάχθηκαν
από πάσα κατηγορία ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων! Ως εκ τούτου, ο εισαγγελέας διέταξε να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, µπλα µπλα µπλα. Ο Λευτέρης δε σκάµπαζε γρυ απ’ τις νοµικίστικες µαλακίες που του αράδιαζε ο χαµογελαστός Κάιν, µα δεν του χρειαζόταν κιόλας. Σηµασία είχε µόνο αυτό που αντίκριζαν τα µάτια του. Αυτοί τα δύο τέρατα είχαν διαπράξει µια σειρά από φρικτά εγκλήµατα, κι όµως, αντί να βρίσκονται στη φυλακή, βρίσκονταν στην πλατεία Κολωνακίου κι απολάµβαναν την ελευθερία τους και το ηλιόλουστο, καλοκαιρινό απόγευµα, µιλώντας, γελώντας, ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΑΣ! Ο Λευτέρης έφυγε σαν τρελός από κει. Aφού σταµάτησε στην πρώτη γωνιά που βρήκε κι έκανε εµετό που ΔΕΝ τον ανακούφισε, έτρεξε όπου µπορούσε για να µάθει ό,τι µπορούσε. Έκανε στάση στη ΓΑΔΑ, στον Άρειο Πάγο... Τα µαντάτα ήταν τα ίδια – και χειρότερα. Τελευταία του ελπίδα ήταν ο υπουργός Δηµόσιας Τάξης. Mολονότι ήταν ήδη αργά, έσπευσε στο υπουργείο. Εκεί άρχισε να νιώθει κάπως πιο τυχερός· ο υπουργός βρισκόταν ακόµη εκεί, όπως τον πληροφόρησε ο φρουρός της πύλης. Φυσικά όµως, δεν τον άφηναν να πάει να τον δει! Τότε ο Λευτέρης άφησε ελεύθερη την απελπισία του να ξεσπάσει ανενόχλητη. Έστησε µια τροµερή φασαρία, περίεργοι άρχισαν να µαζεύονται, αυτοκίνητα σταµατούσαν στη µέση του δρόµου, παραξενεµένοι οδηγοί χάζευαν το ασυνήθιστο θέαµα, δηµιουργήθηκε κυκλοφοριακό χάος... ώσπου όλ’ αυτά ανάγκασαν τον υπουργό να τον δεχθεί. Όµως... ενώ την πρώτη φορά ο υπουργός είχε υποδεχτεί αυτόν και τη Δάφνη µ’ ευγένεια, τώρα οι φιοριτούρες κι οι αβροφροσύνες είχαν εξαφανιστεί και τη θέση τους πήραν κάποια λόγια που ο Λευτέρης έµελε να µην τα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του. «Πάρτε αυτό τον τρελό από µπροστά µου». Και δίχως να το καταλάβει τον πέταξαν έξω µε τις κλοτσιές – και βρέθηκε µόνος του, ένας παντέρηµος κι ελεεινός τρελός, πεταµένος στο δρόµο σαν σακί µε σάπιες πατάτες, ενώ η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Δεν έκανε καν τον κόπο να πάει τρέχοντας σε κάποια εφηµερίδα ή σε κανένα κανάλι. «Μπορείς να µην αφαιρείσαι, σε παρακαλώ, να δούµε τι θα κάνουµε;» τον επανέφερε στην πραγµατικότητα ο Καπιρέλης. «Δηλαδή, συγγνώµη, γιατί εγώ θα τρελαθώ: θες να πεις ότι ο Φράγκος, ο Αντωνίου κι ο Φαρσάκογλου είναι στη θέση τους;» Καθένας µε τον πόνο του. «Βεβαίως!» γέλασε ο Λευτέρης, αλλά το γέλιο δεν έφτανε στα µάτια του. Ο Καπιρέλης έπιασε το κεφάλι του µε τα δυο του χέρια. «Ωραία... Tέλεια. Δηλαδή τώρα εµένα µε περιµένει µια δυσµενής µετάθεση στα σύνορα. Κι εκεί, φυσικά, θα µου συµβεί κάποιο ατύχηµα!» Τα µάτια του γούρλωσαν. «Φοβάµαι ότι σε περιµένει κάτι ακόµα χειρότερο, Θοδωράκη», είπε ο Λευτέρης τονίζοντας µια µια τις λέξεις µε τρόπο που καταντούσε ύποπτος. «Απ’ ό,τι µε πληροφόρησαν οι εκλεκτοί σου συνάδελφοι, όλα είναι έτοιµα για να σ’ αποτάξουν απ’ το Σώµα. Μάλιστα, οι Φράγκοι κι οι λοιποί είναι έτοιµοι να σου κάνουν και µήνυση και θα πας και φυλακή – συµπάθα µε, αλλά δε θυµάµαι πώς µου είπαν το αδίκηµα, το µόνο που θυµάµαι είναι ότι έχει κάποια σχέση µε συκοφαντία και διαφηµίσεις». «Συκοφαντική δυσφήµηση;» «Α να, γεια σου!» έκανε ο Λευτέρης την ώρα που άνοιγε ένα µπουκάλι κονιάκ, λίγο πριν κατεβάσει το µισό περιεχόµενο.
Στο µυαλό του Καπιρέλη ήρθε µια σκηνή από ένα παλιό κι αγαπηµένο έργο, του Φώσκολου φυσικά, του οποίου ήταν κι αυτός φανατικός θαυµαστής. Θέµα Συνειδήσεως λεγόταν. Ο γιατρός Γεραλής, είχε ξεσκεπάσει µια συνωµοσία και πήγε ντουγρού στους δηµοσιογράφους. Κι ενώ όλα ήταν ευνοϊκά για να δεθούν οι υπαίτιοι χειροπόδαρα, το δηµοσίευµα δεν είδε ποτέ το φως της δηµοσιότητας. Όλα κουκουλώθηκαν. Κι όταν ο έντιµος κι ακέραιος δηµοσιογράφος, σε πλήρη σύγχυση και κατάπληξη, είπε στο γιατρό Γεραλή «Mε συγχωρείς, γιατρέ, δεν ξέρω τι έγινε», τότε ο Γεραλής απάντησε µε δυο λέξεις που έκρυβαν µέσα τους όλο το νόηµα του κόσµου. «Ξέρω εγώ». Α, ρε Φώσκολε, µετά Χριστόν προφήτη... Προφανώς τα λεφτά του Παγκράτη άξιζαν εκατοµµύρια φορές περισσότερο από ανθρώπινες ζωές, συνειδήσεις, ακεραιότητες, εντιµότητες, αλήθειες και λοιπές τρίχες κατσαρές. Μ’ αυτά ο Παγκράτης µπορούσε να αγοράσει τα πάντα – κι οι άλλοι να πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Ζήτω το φαΐ. Εν τω µεταξύ η Δάφνη πρέπει να κόντευε να σπάσει όλο το σπίτι – σε λίγο θα ερχόταν και στο σαλόνι. Μια παγωµένη ανατριχίλα διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του Καπιρέλη. «Και τι θα γίνει τώρα; Τι θα κάνουµε τώρα;» «Α! Περίµενε και θα δεις!» αναφώνησε ο Λευτέρης. «Καθώς ερχόµουν ειδοποίησα όλη τη γειτονιά να έρθει εδώ. Εµείς οι µπατίρηδες είµαστε πολύ δεµένοι, ένας για όλους κι όλοι για έναν, καταλαβαίνεις; Ε, λοιπόν θα τρέξουµε όλοι µαζί. Θα βγούµε στους δρόµους, θα κάνουµε διαδήλωση, θα πάµε παντού, µέχρι και στο δικαστήριο της Ευρώπης, δεν ξέρω πού είναι, διάολε! Πάντως θα πάµε! Πού είναι κι αυτοί οι χριστιανοί, σαν να άργησαν...» Εκείνη ακριβώς τη στιγµή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Η Δάφνη όρµησε σαν αιλουροειδές µέσα στο σαλόνι, µε µάτια που γυάλιζαν. Ο Λευτέρης έσπευσε ν’ ανοίξει. Απέξω στέκονταν ο Σωτήρης, ο Σταύρος κι ο κυρ Στάθης. «Μόνο εσείς; Πού είναι οι γυναίκες σας, πού είναι οι άλλοι;» ρώτησε ο Λευτέρης. «Λευτέρη, είναι δώδεκα τα µεσάνυχτα. Δεν µπορούσαν να ξεσηκωθούν κι οι γυναίκες!» παρατήρησε ο Σταύρος. «Όσο για τους άλλους, τι ρωτάς εµάς; Εσύ δεν πήγες στα σπίτια τους;» Κάτι στην ατµόσφαιρα δεν άρεσε καθόλου στον Καπιρέλη, όµως το απέδωσε στη γενικότερη ένταση που ένιωθε. «Καλά, καλά, δεν πειράζει», είπε ανυπόµονα ο Λευτέρης. «Θα τους τα µεταφέρετε εσείς. Λοιπόν, ακούστε τι έγινε, να φρίξετε κι εσείς...» Και ξεκίνησε να τους λέει τα µαύρα χαµπέρια – οι δολοφόνοι αφέθηκαν ελεύθεροι ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Τους τα ανέλυσε όλα, διεξοδικά. Ο Καπιρέλης παρατηρούσε τις φάτσες των γειτόνων µε ολοένα αυξανόµενη δυσφορία. Η διήγηση τελείωσε, η φωνή του Λευτέρη έσβησε. Το πρόσωπό του ήταν γεµάτο προσµονή· που όµως, απέναντι στη σιωπή που συνάντησε άρχισε να γίνεται απορία, και µετά κατάπληξη, και µετά... Κι όµως, όφειλε να το διακινδυνεύσει. «Γιατί δε µιλάτε, µωρέ;» φώναξε συγχυσµένος. Ο Σταύρος ο αγωνιστής ξερόβηξε. «Τι να πούµε εµείς, Λευτέρη; Εφόσον αποφάνθηκε η δικαιοσύνη...» Πριν προλάβει ο Λευτέρης να κατανοήσει αυτά τα λόγια που βγήκαν απ’ το στόµα του
αγωνιστή, ο κυρ Στάθης ο περιπτεράς, ο «Νέστορας» της γειτονιάς, πρόλαβε και µίλησε πρώτος – ποιος ξέρει, ίσως ήθελε να προλάβει τυχόν δυσάρεστες συνέπειες. «Για µισό λεπτό», είπε. «Λευτέρη, δώσε µας να καταλάβουµε. Τι ακριβώς θέλεις από µας;» Στ’ αφτιά του Καπιρέλη αυτός ο πληθυντικός «µας» ακούστηκε κάπως περίεργος – και δεν του άρεσε καθόλου. «Ρε παιδιά, είσαστε µε τα καλά σας; Καταλάβατε τι σας είπα; Οι δολοφόνοι των παιδιών µας κυκλοφορούν ελεύθεροι κι ανενόχλητοι, η υπόθεση κουκουλώθηκε, κι εσείς µε ρωτάτε τι θέλω από σας; Μα να ξεσηκωθούµε όλοι, αυτό θέλω! Να τρέξουµε στα κανάλια, στους προέδρους, στους δικαστές, στον πρωθυπουργό, στον πρόεδρο της Δηµοκρατίας, αυτό θέλω!» φώναξε ο Λευτέρης σε ηµιέξαλλη κατάσταση. Οι γείτονες κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Τόση σιωπή καταντούσε ύποπτη – αν ήταν να έχουν αντιδράσει, θα το είχαν ήδη κάνει: θ’ άρχισαν να φωνάζουν όλοι µαζί, να χειρονοµούν και θα είχαν πάρει τον Λευτέρη να τρέξουν τώρα αµέσως, αυτή τη στιγµή, να ξεκινήσουν τον αγώνα υπέρ της αποκατάστασης της δικαιοσύνης τώρα, στις δώδεκα τα µεσάνυχτα. Όµως... «Άκουσε, Λευτέρη», άρχισε ο Σταύρος. «Αυτά που ζητάς δε γίνονται. Δεν µπορεί να έχει αποφανθεί η δικαιοσύνη οριστικά κι αµετάκλητα, να έβαλε την υπόθεση στο αρχείο κι εµείς να επιµένουµε να τρέχουµε σαν ηλίθιοι δεξιά κι αριστερά, µε µόνη απόδειξη ένα γράµµα που άφησε η κόρη σου και πέντε κουβέντες ενός µακαρίτη» – εννοούσε τον Μπούρµαλη. «Εδώ υπάρχουν αποδείξεις, ατράνταχτα άλλοθι, εδώ µιλάµε για σοβαρούς ανθρώπους! Τι θέλεις, να µπλέξουµε κι εµείς; Στην αρχή θα µας περάσουν για γραφικούς, αλλά µετά µπορεί να µας χώσουν σε καµιά φυλάκα για συκοφαντική δυσφήµηση και µετά χέσε µέσα! Εµείς έχουµε τις δουλειές µας, έχουµε παιδιά, γυναίκες, δεν µπορούµε να τα τινάξουµε όλ’ αυτά στον αέρα για φούµαρα!» «Έτσι είναι», υπερθεµάτισε κι ο Σωτήρης. «Εγώ, για να καταλάβεις, δουλεύω σε µια πολυκατοικία της οποίας η κατασκευαστική εταιρεία ανήκει στον όµιλο Παγκράτη, απ’ ό,τι έµαθα προχτές. Καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει αν σ’ ακολουθήσω σ’ αυτή την τρέλα που ζητάς; Λυπάµαι, φίλε, σ’ ό,τι θέλεις να σε συντρέξω, αλλά µη µου ζητάς παράλογα πράγµατα. Η υπόθεση έχει κλείσει. Τι τα θες και τα σκαλίζεις; Μάλιστα, αν θες τη γνώµη µου, κοίτα να τα βρεις µε τον αδερφό σου. Θα ξελασπώσεις µια και καλή. Άντε τώρα, πάτε να πέσετε για ύπνο, η ώρα είναι περασµένη. Πάµε, παιδιά;» Ιδού οι αγωνιστές. Ζήτω οι αγωνιστές. Η Δάφνη κι ο Λευτέρης είχαν µείνει στήλες άλατος – ανίκανοι να µιλήσουν, ανίκανοι να κινηθούν. Ο Καπιρέλης είχε αρχίσει ν’ ακούει µέσα στο µυαλό του ήχους που δεν υπήρχαν. Εν τω µεταξύ οι Σταύρος και Σωτήρης είχαν φύγει σχεδόν τρέχοντας, αφήνοντας την εξώπορτα ανοιχτή. Ο µόνος απ’ την ηρωική γειτονιά που έµεινε µέσα στην οικία Ματζιούρη ήταν ο κυρ Στάθης ο «Νέστορας». Είχε ένα ύφος γεµάτο οίκτο, αλλά ως εκεί, σαν τον Αρχιερέα Νικόδηµο σ’ εκείνο το µοιραίο νυχτερινό συµβούλιο, το τελευταίο της ζωής του Χριστού· ήξερε ότι αυτός που είχε µπροστά του ήταν ο Υιός του Θεού κι όµως δεν µπορούσε να κάνει τίποτα και τον άφησε να πάει στο Σταυρό. Πλησίασε τον Λευτέρη και τον κοίταξε, µε τα µάτια γεµάτα δάκρυα. Ακούµπησε το χέρι του στον ώµο του. «Δεν έχει νόηµα, παιδί µου. Παράτα τα. Τότε, στα χρόνια τα δικά µου, που ήµουν
καπετάνιος στο βουνό δίπλα στον Άρη, οι εχθροί ήταν πολλοί – ήταν διασπασµένοι σε χίλια κοµµάτια, άρα εύκολο να κατατροπωθούν. Τώρα όµως ο εχθρός είναι ένας. Γι’ αυτό κι είναι ανίκητος». Δίχως άλλα λόγια, στράφηκε κι έφυγε κι αυτός. Απόλυτη σιωπή. Ο Λευτέρης άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αργά, δεξιά, αριστερά, δεξιά, αριστερά... Ναι. Έτσι ήταν. Ο εχθρός ήταν ανίκητος. Κι είχε και όνοµα. Ο εχθρός λεγόταν «εαυτούλης». Κανένας δεν µπορεί να τα βάλει µε τον «εαυτούλη». Το χρήµα µπορεί να τον αγοράσει. Η δόξα µπορεί να τον δελεάσει. Η εξουσία µπορεί να τον υπνωτίσει. Κατά τα λοιπά, τίποτα. Τίποτα. Μπόρεσε ν’ αντέξει τη φοβερή προδοσία που του επιφύλαξε ο ίδιος του ο αδερφός. Άλλωστε αυτός ο άνθρωπος εκπροσωπούσε µόνο τον εαυτό του – και το Κακό. Ίσως µάλιστα ο εαυτός του Λουλούδη και το Κακό να ήταν το ίδιο ακριβώς πράγµα. Κι όµως, ο Λευτέρης µπόρεσε να τ’ αντέξει. Η γειτονιά, όµως, οι φίλοι µιας ολόκληρης ζωής, οι παραστάτες στις χαρές και στις λύπες, που µοιράζονταν τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ελπίδες και τις ίδιες ανησυχίες, αυτοί ήταν τα πραγµατικά του αδέρφια. Εκπροσωπούσαν την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά, την αγάπη, όλα όσα δίδασκε και για τα οποία πέθανε ο Χριστός. Οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούσαν τον ίδιο το Θεό. Την προδοσία απ’ αυτούς τους ανθρώπους ο Λευτέρης δεν ήξερε πώς να την αντέξει. Μια φορά, αυτός δεν ήταν Χριστός. Δίχως να βγάλει λέξη απ’ το στόµα του, ο Λευτέρης Ματζιούρης άρπαξε απ’ το χέρι τη γυναίκα του, µε ταχύτητα αστραπής άρπαξε και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του Καπιρέλη που βρίσκονταν πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, παράτησαν τον Καπιρέλη σύξυλο κι εξαφανίστηκαν κι οι δυο τους, προς άγνωστον κατεύθυνσιν.
Ο
οδηγούσε αδιάκοπα, δίχως συγκεκριµένο προορισµό. Διέσχιζε δρόµους, δροµάκια, συνοικίες, προάστια άγνωστα, µέρη µε κόσµο, µέρη έρηµα, σκοτεινά... δε σταµατούσε πουθενά – κι ούτε είχε σκοπό να το κάνει. Οδηγούσε βλοσυρός κι αλύγιστος – τα χέρια του έσφιγγαν τόσο δυνατά το τιµόνι, που όλες οι φλέβες είχαν φουσκώσει και πάλλονταν, λες κι ήταν έτοιµες να σκάσουν και να γεµίσει όλος ο χώρος αίµατα. Απ’ το στόµα του δεν είχε βγει ούτε λέξη. Όσο για το ύφος του... ούτ’ ένα χαµόγελο ή µια σύσπαση των χειλιών... αλλά η παράξενη αυτή του ηρεµία, η παντελής έλλειψη έκφρασης, θύµιζε σκοτεινό και συννεφιασµένο ουρανό λίγο πριν ξεσπάσει όχι µια απλή καταιγίδα αλλά ένας καταστροφικός τυφώνας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Δάφνη θα του είχε εκφράσει την ανησυχία της – ποτέ δεν είχε ξαναδεί έτσι τον άντρα της, τον τόσο γλυκό, αγαθό και γαλήνιο άντρα της, µε τα γέλια του, µε την αισιοδοξία του και τα «Δόξα Σοι ο Θεός» του, οπότε θα ήταν πολύ φυσικό να είχε φοβηθεί τώρα που έβλεπε όλες αυτές τις αντιδράσεις – ή µάλλον, την απουσία αντιδράσεων. Όµως, δεν είχε φοβηθεί. Για την ακρίβεια, δεν πρόσεξε καµία απ’ όλες αυτές τις ανησυχητικές λεπτοµέρειες. Ήταν κι αυτή βυθισµένη στο δικό της παράξενο κι αλλόκοτο κόσµο. «Βάλε µουσική», είπε βαριά ο Λευτέρης. Η Δάφνη έσπευσε µηχανικά να υπακούσει. Άνοιξε το ραδιόφωνο σ’ έναν τυχαίο σταθµό στη θέση 1, που µάλλον ήταν η αγαπηµένη του ιδιοκτήτη Καπιρέλη. Αµέσως το εσωτερικό του αυτοκινήτου γέµισε µ’ ένα τραγούδι που µιλούσε κατευθείαν στην ψυχή των σκεπτόµενων ανθρώπων – µπουζούκια κι άγιος ο Θεός, απ’ την παλιά, καλή εποχή. Στρατευµένη τέχνη, καµωµένη από αγωνιστές για αγωνιστές. Μπιθικώτσης. «... πάρ’ το στεφάνι µας/πάρ’ το γεράνι µας/στη Δραπετσώνα πια δεν έχουµε ζωή/κράτα το χέρι µου/και πάµε, αστέρι µου/εµείς θα ζήσουµε κι ας είµαστε φτωχοί...» Κάποτε ο Λευτέρης το λάτρευε αυτό το τραγούδι – όντως µιλούσε στην ψυχή του, το είχε χορέψει άπειρες φορές στα αυτοσχέδια γλέντια της γειτονιάς, είχε πει «όπα», είχε χύσει το κρασί του στο πάτωµα προς τιµήν των δηµιουργών αυτής της µεγαλειώδους στρατευµένης ζεµπεκιάς, είχε κλάψει, είχε αγκαλιάσει τη γυναίκα του και το τραγούδησαν µαζί πρίµο σεκόντο, κάποτε το λάτρευε αυτό το τραγούδι... αλλά όχι πια, διότι µε το που άκουσε τα λόγια, τα µάτια του έγιναν δύο µικρές σχισµές κι έβαλε τα χέρια του στα κουµπιά του ραδιοφώνου µε µανία, τόση µανία που µόνο ως εκ θαύµατος γλίτωσαν το σπάσιµο, και τα κουµπιά του ραδιοφώνου και το ταµπλό του ξένου αυτοκινήτου... και το λεπτό γυαλί που χωρίζει τον κόσµο της λογικής από... Άλλαξε σταθµό και µόνο τότε ησύχασε. Έπιασε έναν απ’ αυτούς που άκουγαν τα σηµερινά παιδιά – ταµπούρλα, κιθάρες, γκρανκάσες κι άλλα τρελά όργανα βαρούσαν όλα µαζί, διαγωνισµοί, sms για να κερδίσουν οι ακροατές κάποιες διακοπούλες σ’ ένα θέρετρο στην Κύπρο, διαφηµίσεις, πολύς θόρυβος γενικώς, κι όσο για τα τραγούδια... ήταν απ’ αυτά που ο αείµνηστος Καλδάρας πριν πεθάνει τ’ άκουγε και σταυροκοπιόταν κι έλεγε πως ούτε στην τουαλέτα, την ώρα της αφόδευσης, δεν επρόκειτο να του έρθει ποτέ παρόµοια έµπνευση. Η νεολαία όµως τα άκουγε. Πανοµοιότυπη µουσική, γελοίοι στίχοι, µπόλικο ντάπα ντούπα και το λουρί της µάνας. Της νεολαίας της άρεσαν αυτά. Και της Βενετίας της άρεσαν αυτά. Κάτι παραπάνω θα ήξεραν όλοι αυτοί που τους άρεσαν αυτά. ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΑΤΖΙΟΥΡΗΣ
Ο Λευτέρης το έβαλε στη διαπασών. Tα µπάσα του τραγουδιού έκαναν ολόκληρο το αυτοκίνητο να δονείται συθέµελο κι έφταναν µέχρι την καρδιά οδηγού, συνοδηγού και άλλων, τυχαίως παρακειµένων οδηγών ή περαστικών. Πάντως εκείνος έδειχνε να το ευχαριστιέται ολόψυχα – δεν καταλάβαινε τίποτα, ίσως γι’ αυτό το ευχαριστιόταν τόσο ολόψυχα. Η Δάφνη δεν του έκανε καµία παρατήρηση. Ήταν κι οι δυο τους ιδιαίτερα αφοσιωµένοι στους ήχους και τα νοήµατα αυτής της υψηλής µουσικής που µόλις απόψε ανακάλυπταν – γι’ αυτό δεν πρόσεξαν το αυτοκίνητο που πετάχτηκε µπροστά τους απ’ το πουθενά, εντελώς ξαφνικά. Ε, όχι κι απ’ το πουθενά! Aπλώς, ήταν τόσο απορροφηµένοι απ’ το νεόκοπο µουσικό τους οίστρο και την εντρύφησή τους στη µουσική της νεολαίας –τι αστείο αλήθεια, ο Λευτέρης ήταν µόλις σαράντα ενός κι η Δάφνη τριάντα έξι, κι όµως επέµεναν να µιλάνε για «µουσική της νεολαίας»–, ώστε δεν κατάλαβαν ότι είχαν παραβιάσει την προτεραιότητα. Το άλλο αυτοκίνητο πήγαινε καλώς, εκείνοι ήταν που αποκοιµήθηκαν µε ανοιχτά µάτια. «Σιγά!» πρόλαβε να ξεστοµίσει η Δάφνη – και τότε ο Λευτέρης απότοµα κοκάλωσε το φρένο, που στρίγκλισε εφιαλτικά. Πρόλαβε να σταµατήσει το αυτοκίνητο του Καπιρέλη µόλις ένα εκατοστό απ’ τον προφυλακτήρα του άλλου αυτοκινήτου. Το τρακάρισµα απεφεύχθη κυριολεκτικά στο τσακ. Το άλλο αυτοκίνητο το οδηγούσε µια ξανθιά κοπέλα, ντυµένη και βαµµένη στην τρίχα. Ήταν νέα κι όµορφη, παρ’ όλ’ αυτά διέθετε ένα αναιδέστατο και προκλητικότατο παρουσιαστικό, απ’ αυτά που καµιά φορά προκαλούν τους άρρενες οδηγούς να φωνάξουν απ’ το ανοιχτό τους παράθυρο: «Πάρε µου µια πίπα και µετά πας να πλύνεις πιάτα». Αλήθεια, πού βρίσκονταν; Η Δάφνη δεν είχε ιδέα. Tο µέρος, καθώς το κοίταζε γύρω της, της φαινόταν εντελώς άγνωστο. Το µόνο που θυµόταν ήταν ότι ο τελευταίος µεγάλος δρόµος που είχαν πάρει ήταν ο περιφερειακός της Κατεχάκη – εδώ κι αρκετή ώρα είχαν µπει µέσα σε κάτι στενά µιας άγνωστης γειτονιάς µε χαµηλές µονοκατοικίες, ως επί το πλείστον. Η γειτονιά ήταν έρηµη, προφανώς οι ένοικοι κοιµόντουσαν. Η κοπέλα, σε έξαλλη κατάσταση, άνοιξε το παράθυρό της – το χειρότερο όλων όµως ήταν ότι άνοιξε και το στόµα της. «Καλά, ρε µαλάκα, γκαβούλας είσαι; Άντε γαµήσου κι εσύ κι η γκιόζα σου! Άι σιχτίρ νυχτιάτικα, µαλάκες!» Μαλάκες. Βεβαίως µαλάκες. Μέχρι πριν λίγες ώρες, µια ζωή οι Ματζιούρηδες υπήρξαν µαλάκες. Τραγικά µαλάκες. Αλλά όχι πια. Η γκοµενίτσα γκάζωσε κι άρχισε ν’ αποµακρύνεται. Τα πίσω φώτα του αυτοκινήτου της έλαµπαν µέσα στο σκοτάδι σαν κάρβουνα σε πυροστιά. Ο Λευτέρης στράφηκε και κοίταξε τη γυναίκα του. «Δάφνη; Τι είπε αυτή η καριόλα, η ξεκωλιάρα; Άκουσα καλά;» Ο Λευτέρης Ματζιούρης δεν έβριζε ποτέ στη ζωή του – ο Λευτέρης Ματζιούρης δεν έλεγε ποτέ κακές λέξεις, το µόνο που έλεγε ο Λευτέρης Ματζιούρης στη ζωή του ήταν «Δόξα Σοι ο Θεός», και το πολύ πολύ µια φορά το χρόνο έλεγε και κανένα «γαµώτο», σκέτο, χωρίς επεξηγήσεις του τι γαµώτο. Συν τοις άλλοις, όταν ο Λευτέρης Ματζιούρης άκουγε γυναίκες να βρίζουν µε τέτοιο χυδαίο τρόπο χαµήλωνε το κεφάλι του ντροπιασµένος, κοκκίνιζε σύγκορµος και παρακαλούσε το Θεό να χαρίζει φώτιση και γαλήνη στις ψυχές των πλασµάτων του. Αυτό έκανε κάποτε ο Λευτέρης Ματζιούρης. Η Δάφνη, απ’ την πλευρά της, έβγαζε σπυριά όταν άκουγε κακές λέξεις. Της θύµιζαν έντονα
τον πατέρα της τον κακούργο, τον παραλίγο βιαστή, που έβριζε απ’ το πρωί ως το βράδυ. Σιχαινόταν το βρισίδι, οπότε κανονικά τώρα, που άκουσε τον άντρα της να µεταχειρίζεται αισχρές λέξεις, θα έπρεπε να τον µαλώσει. Αλλά όχι πια. Ο Νέος, Βελτιωµένος Λευτέρης ήταν στ’ αλήθεια απολαυστικός. Αντί να τον µαλώσει, του χαµογέλασε. Τα δόντια της φάνηκαν πιο άσπρα µέσα στο σκοτάδι. Αυτό δεν ήταν ένα συνηθισµένο χαµόγελο, δεν είχε τίποτα απ’ τη συνηθισµένη γλύκα, ήταν σκιά της συνηθισµένη γλύκας. Ήταν το χαµόγελο του λαγωνικού που νιώθει το αίµα στις φλέβες του να κυλάει πιο γρήγορα, λόγω της έξαψης που φέρνει η σκέψη του επικείµενου κυνηγιού, της σύλληψης της λείας... «Κυνήγησέ τη, Λευτέρη!» παρότρυνε επιτακτικά το αρσενικό. «Μην την αφήσεις να ξεφύγει! Πιάσ’ τη! Θα το µετανιώσει η πουτανίτσα! Πιάσ’ την!» Ο Λευτέρης οσµίστηκε τον αέρα. Tα ιόντα που επέπλεαν στην ατµόσφαιρα τον έβρισκαν απολύτως σύµφωνο. Κι έτσι, γκάζωσε και ξαµολύθηκε στο κατόπι της ξανθούλας. Την πρόλαβε λίγο παρακάτω, την ώρα που ήταν έτοιµη να στρίψει σ’ έναν ανηφορικό δρόµο που ανέβαινε σ’ ένα βουνό. Τότε η Δάφνη κατάλαβε ότι βρίσκονταν στην Αργυρούπολη· κάποτε είχε καθαρίσει κάτι σκάλες σε µια πολυκατοικία εδώ πέρα. Στη διασταύρωση µε τη λεωφόρο υπήρχε φανάρι, που ήταν κόκκινο. H ξανθιά σταµάτησε. Τότε ο Λευτέρης πήγε και στάθηκε ακριβώς δίπλα της. Αυτή έκανε ότι δεν πρόσεξε τα δυο ζευγάρια µάτια που ήταν καρφωµένα πάνω της. Ο Λευτέρης άνοιξε τέρµα το παράθυρό του – και το δικό της ήταν τέρµα ανοιχτό, άρα θα τον άκουγε. «Σε ποιον τα είπες αυτά, µωρή καριόλα; Άµα σε γαµήσω, θα φταίω εγώ;» Η ξανθούλα κοίταξε αυτόν, κοίταξε και τη γυναίκα που είχε δίπλα του και ζύγισε γρήγορα την κατάσταση. Αποκλείεται να το τραβούσε άλλο ο τύπος το σκοινί – αφού µάλιστα είχε και γυναίκα στο πλάι του... Αποφάσισε λοιπόν αυτή να πει την τελευταία λέξη. «Δεν πας στο διάολο, ρε;» Η κυκλοφορία στη λεωφόρο εκείνη τη στιγµή ήταν ανύπαρκτη, το ίδιο και στο δρόµο που βρίσκονταν αυτοί. Τζάµπα λειτουργούσε το φανάρι εκείνη την ώρα. «Εκεί βρίσκοµαι, πουτάνα», σφύριξε απειλητικά ο Λευτέρης. «Θες να σε πάρω κι εσένα µαζί µου; Θα σε πάρω οπωσδήποτε!» Η γυναίκα δίπλα του γέλασε µε τρόπο εντελώς αλλόκοτο – δεν µπορεί, κάτι είχαν πάρει αυτοί οι δυο. Όπως κι αν είχε, η ξανθιά δεν µπορούσε να το διακινδυνεύσει άλλο. Το πράγµα έπαψε πια να είναι αστείο – µάλιστα, ίσως άρχισε να γίνεται επικίνδυνο. Αν το µάτι του τύπου και της γυναίκας στο πλάι του γυάλιζε, τότε θα τους περνούσε για µεθυσµένους και θα έκανε απλώς το κορόιδο. Όµως, τα µάτια τους ήταν τόσο ψυχρά κι ανέκφραστα, που έµοιαζαν µε ατσαλένιες λεπίδες. Η ξανθούλα άρχισε να φοβάται. Θεέ µου, µάλλον έπεσε σε τρελούς. Το φανάρι άναψε, η ξανθούλα ξεχύθηκε ορµητικά προς την ανηφόρα. Παραγνώρισε όµως ότι ο τρελός είχε αυτοκίνητο µεγαλύτερο απ’ το δικό της. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βρισκόταν δίπλα της, να κάνουν αγώνα δρόµου σ’ ένα στενό σοκάκι. Η ξανθιά τσίριξε. Οδηγώντας πάντα, µε το ελεύθερο χέρι της πήγε να πιάσει ένα κινητό. Το έπιασε. Απ’ την ταραχή τής έπεσε απ’ τα χέρια· λίγο έλειψε να χάσει τον έλεγχο του οχήµατος
και να πέσει πάνω σε κάποιο παρκαρισµένο αυτοκίνητο στα δεξιά της. Η Δάφνη, η οποία βρισκόταν σε απόλυτη έξαψη κι έσκουζε σαν ευχαριστηµένη λύκαινα που συµπαραστεκόταν στον αρσενικό της που κυνηγούσε το θήραµα, τα πρόσεξε όλ’ αυτά. Απ’ την τσάντα της έβγαλε ένα όπλο. Ο Λευτέρης την κοίταξε ερωτηµατικά – όχι έκπληκτος. «Είναι του ξέρεις ποιου», φώναξε η Δάφνη. «Μπες µπροστά της γρήγορα». Μ’ έναν απότοµο ελιγµό, ο Λευτέρης προσπέρασε την ξανθιά κι ακινητοποιήθηκε καθέτως στο οδόστρωµα, µερικά µέτρα πιο πάνω. Η ξανθιά, µε τη φόρα που είχε πάρει, θα µπορούσε να έχει πέσει πάνω τους, να δηµιουργήσει θόρυβο, ν’ ακουστεί «µπαµ», να γίνει νταβαντούρι... Όµως, δεν είχε µετρήσει την κατάσταση καλά. Προτίµησε να φρενάρει απότοµα, να µην κάνει ζηµιά στο αυτοκίνητό της – ούτε και στο άλλο αυτοκίνητο, έστω κι αν το οδηγούσε ένας τρελός. Αυτό ήταν το µοιραίο της λάθος. Κανένας απ’ τους γείτονες δεν ξύπνησε – κανένα παράθυρο δεν άνοιξε, κανένα αγουροξυπνηµένο πρόσωπο δεν κοίταξε από πουθενά, µε προφύλαξη κι απορία. Στην Αργυρούπολη οι κόντρες ήταν συνηθισµένο φαινόµενο, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση κανείς γνωστικός άνθρωπος της πόλης δε θέλει να χώσει τη µύτη του σε δουλειές που γίνονται τις µεταµεσονύχτιες ώρες. Με γοργές κινήσεις αιλουροειδών, ο Λευτέρης κι η Δάφνη πετάχτηκαν έξω απ’ το αυτοκίνητο του Καπιρέλη. Η ξανθιά βρισκόταν σε κατάσταση σοκ που της είχε αµβλύνει τα αντανακλαστικά. Δεν µπόρεσε ν’ αντιδράσει γρήγορα κι αποτελεσµατικά. Είχε µαρµαρώσει στο τιµόνι της και κοίταζε µε γουρλωµένα µάτια το ζευγάρι που την πλησίαζε. Άρχισε ν’ ανοίγει το στόµα της µε προφανή σκοπό να ουρλιάξει, όµως τότε είδε το προτεταµένο όπλο της Δάφνης και, παίρνοντας ως συνήθως µέχρι τώρα λάθος απόφαση – µάλλον πρέπει να ήταν βαµµένη ξανθιά, άρα εξ ορισµού ηλίθια–, αποφάσισε να µην το διακινδυνεύσει. Τα ψυχρά κι ανέκφραστα µάτια του τρελού ζευγαριού δεν της άφηναν καµία αµφιβολία ότι η θηλυκιά του ζεύγους δε θα είχε τον παραµικρό ενδοιασµό να χρησιµοποιήσει το όπλο. Ο Λευτέρης άνοιξε την πόρτα της ξανθούλας µε φόρα. «Κατέβα κάτω, µωρή. Και µη διανοηθείς να φωνάξεις, γιατί δε θα σου βγει σε καλό. Σου δίνω το λόγο µου γι’ αυτό». Η Δάφνη κοίταξε τον άντρα της και χαµογέλασε ευχαριστηµένη. Aν µάλιστα δεν κρατούσε το όπλο σταθερά κι αποφασιστικά, θα είχε χτυπήσει και παλαµάκια απ’ την ευχαρίστηση που ένιωθε. Ή, µάλλον, όχι απλώς ευχαρίστηση. Η Δάφνη ένιωθε µια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Οι αισθήσεις της είχαν οξυνθεί απίστευτα – µύριζε πάνω στην ξανθιά χαζογκόµενα το φόβο κι αυτό την ερέθιζε, όπως ερεθίζει το σαρκοφάγο η µυρωδιά του αίµατος. Ναι, αυτό ήταν! Ο φόβος, η βία, ο καταναγκασµός δίνουν εξουσία σ’ αυτόν που τα χρησιµοποιεί. Έτσι ήταν ο κόσµος απ’ την ώρα που δηµιουργήθηκε – το µεγάλο ψάρι τρώει το µικρό. Αργότερα, βέβαια, οι άνθρωποι προσπάθησαν να ξεχάσουν ότι ήταν τα πιο άγρια κι αδίστακτα απ’ τα πλάσµατα του ζωικού βασιλείου – εφηύραν µαλακισµένες έννοιες όπως «πολιτισµός», «δικαιοσύνη», «κράτος δικαίου», ακόµα και «θεία δίκη», προκειµένου ν’ αφήσουν πίσω τους το βάρβαρο κι απολίτιστο παρελθόν της ζούγκλας όπου ζούσαν κάποτε και να παραστήσουν τους ανώτερους! Κι όµως, είχε αποδειχθεί περίτρανα ότι κατά βάθος παρέµεναν ζώα – κι ο κόσµος ζούγκλα, άβυσσος, κι εκεί, ως γνωστόν, επιβιώνει ο πιο ισχυρός. Οι
υπόλοιποι απλώς παρακολουθούν και δε ζουν – φυτοζωούν, παρακαλώντας απλώς για λίγη άνωθεν βοήθεια που, φυσικά, ουδέποτε ερχόταν, ή έστω ελπίζοντας σε µια αµφίβολη θεία δίκη... Ποιος ζει ποιος πεθαίνει ως τότε. Ο καθένας χρησιµοποιεί ό,τι µέσο διαθέτει. Κάποιοι χρησιµοποιούν τα λεφτά τους κι αγοράζουν τα πάντα, ακόµα και σιωπές και συνειδήσεις. Κάποιοι άλλοι χρησιµοποιούν κάτι ακόµα πιο δραστικό. Την εξουσία τους. Τώρα λοιπόν, αυτή ακριβώς τη στιγµή, η Δάφνη, µυρίζοντας το φόβο και την απόγνωση της ξανθούλας, µπορούσε να πει ότι για πρώτη φορά στη ζωή της έπαιρνε τη ζωή της στα χέρια της – τώρα, που είχε εξουσία, εξουσία ζωής και θανάτου πάνω σ’ αυτή την πουτανίτσα µε το βαµµένο ξανθό µαλλί, κι ας µην ήταν αυτή η εξουσία δοσµένη από πουθενά. Την πήρε µόνη της, κι αυτό της ήταν αρκετό για να νιώθει τη µεγαλύτερη ικανοποίηση του κόσµου, την οποία δε θα µπορούσαν ούτε όλα τα λεφτά του κόσµου να την αγοράσουν– ή να την εξαγοράσουν. Η ξανθιά κατέβηκε τρέµοντας· φυσικά και δε διανοήθηκε να φωνάξει. «Σ... σας π... παρακαλώ», ψέλλισε, «ζητώ συγγνώµη για ό,τι έγινε, µη µου κάνετε κακό, σας παρακαλώ...» Ο Λευτέρης την έσυρε αποφασιστικά προς το αυτοκίνητο του Καπιρέλη – η Δάφνη είχε πάθει παροξυσµό. Τα παρακαλετά της ξανθιάς την είχαν φτάσει στα όρια σχεδόν σωµατικής διέγερσης. Τσουβάλιασαν την ξανθιά στο πίσω κάθισµα του αυτοκινήτου του Καπιρέλη κι η Δάφνη έκατσε στο πλάι της. Ο Λευτέρης έκατσε στο τιµόνι, µαρσάρισε κι άρχισε να τρέχει σαν δαίµονας στην ανηφοριά, µε κατεύθυνση το βουνό. Η ξανθιά έκλαιγε, παρακαλούσε, έτρεµε σύγκορµη... Tο κοµψότατο µακιγιάζ της είχε λιώσει κάτω από τόνους ολόκληρους άσκοπων και περιττών δακρύων, τα µάτια της είχαν µουντζουρωθεί απ’ τις µπογιές, η πρώην θεογκόµενα τώρα έµοιαζε µε ρακούν... H Δάφνη άρχισε να γελάει ασταµάτητα, κακακακακακακα... «Ποιοι είστε; Γιατί µε πήρατε;» τόλµησε να ρωτήσει. «Σκάσε!» ούρλιαξε η Δάφνη και τη χαστούκισε µε δύναµη. Η ξανθιά, αντιλαµβανόµενη ότι δεν επρόκειτο να πάρει πληροφορίες για την ταυτότητα των τρελών απαγωγέων της, αποφάσισε να παίξει ένα ακόµα χαρτί: να βάλει σ’ ενέργεια τα µεγάλα µέσα. «Ω Θεέ µου... Μα δε φοβάστε το Θεό; Αυτό που κάνετε είναι αµαρτία κι ο Θεός δε συγχωρεί την αµαρτ...» «Βούλωσ’ το, καριόλα!» ούρλιαξε ο Λευτέρης απ’ τη θέση του οδηγού. «Ποια είσαι συ που θα πιάσεις στο στόµα σου το Θεό; Και µήπως νοµίζεις ότι υπάρχει Θεός; Αν υπήρχε, θα ερχόταν τώρα εδώ και θα σε βοηθούσε!» «Αλλά δε θα σε βοηθήσει κανείς!» συνέχισε η Δάφνη, µιλώντας γλυκά, πολύ γλυκά. Τα φώτα της πόλης τέλειωσαν σε κάποια τελευταία διασταύρωση. Η άσφαλτος σταµατούσε – από κει και πάνω η ανηφοριά ήταν χωµατόδροµος. Βουνό. Σκοτάδι. Κρησφύγετο. Ερηµιά. Κανείς. Ο Λευτέρης άρχισε να τρέχει πάνω στα κατσάβραχα. Ποπό, πάει το αµαξάκι του καηµένου του Καπιρέλη, αλλά δεν πείραζε καθόλου, αν χαλούσε και πολύ, είχαν να του δώσουν παράδες να πάει να το επισκευάσει, µα τόση αποζηµίωση τους είχε µείνει απ’ τα πετρέλαια, βεβαίως... Όταν ο οδηγός βεβαιώθηκε ότι είχαν αποµακρυνθεί αρκετά απ’ τα σπίτια της πόλης και τα φώτα κι όλα, σταµάτησε απότοµα το όχηµα. Κατέβηκε σαν τρελός, άνοιξε την πίσω πόρτα κι έσυρε έξω την ξανθιά, που ούρλιαζε υστερικά. «Ούρλιαζε όσο θέλεις, δεν πρόκειται να µας ακούσει κανείς!» είπε απαλά η Δάφνη και
τράβηξε τον κόκορα του όπλου. «Μην το χρησιµοποιήσεις», της είπε ο άντρας. «Μην τον κάψουµε τον άνθρωπο». Η Δάφνη γέλασε. «Όχι, βέβαια, δε θα έκαιγα ποτέ το φίλο µας! Μόνο στην έσχατη ανάγκη, αν γίνει καµιά µαλακία, τότε θα το χρησιµοποιήσω. Για την ώρα απλά θέλω να δει αυτή εδώ τι θα πει φόβος. Και τι θα πει ντροπή! Σκίσ’ της τα ρούχα, βγάλ’ της τα όλα! Ξεµπέρδευε!» Η ξανθιά κόντεψε να πάθει παράκρουση, όµως δεν µπορούσε να κάνει και πολλά. Eκτός του ότι είχε ένα όπλο πάνω στο κεφάλι της να τη σηµαδεύει, ήταν και µικρόσωµη, γύρω στο 1,60, ενώ ο τρελός ήταν ένας αληθινός γίγαντας, πάνω από 1,90, πολύ γυµνασµένος και µε κάτι χέρια σαν φτυάρια. Ο Λευτέρης, όλος ενθουσιασµό, της έσκισε τα ρούχα µε δυο τρεις κινήσεις. Όσο προσπαθούσε η ξανθούλα να παλέψει, τόσες περισσότερα χαστούκια της έδινε µε το ελεύθερο χέρι του, σε σηµείο εκείνη ν’ αρχίσει να ζαλίζεται. «Κοίτα, Δάφνη, φοράει απ’ αυτά τα βρακιά που µοιάζουν µε κορδόνια!» γέλασε ο τρελός. «Σκίσ’ το κι αυτό, Λευτέρη! Πήδα την, την καριόλα! Θέλω να της πετάξεις τα µάτια έξω! Εγώ πάω να βάλω µουσική!» είπε η γυναίκα που ονοµαζόταν Δάφνη. Τετέλεσται. Αφού οι δυο τρελοί είχαν αποκαλύψει και τα ονόµατά τους, δεν είχε καµία πιθανότητα να σωθεί. Aφού ο γίγαντας Λευτέρης τη βίαζε βάναυσα, η τρελή Δάφνη θ’ άδειαζε το πιστόλι του φίλου τους στο κεφάλι της. Σιγά µην την άφηναν να ζήσει και να πάει στην Αστυνοµία... Ξαφνικά το βουνό άρχισε ν’ αντιλαλεί απ’ την καµπανοφωνάρα της Βανδή, ρυθµικό τραγούδι, ταιριαστό µε την περίσταση. «Πόσο σε θέλωω/πόσο µου λείπειεις/γύρισε πίσωω/γιατί σου λεεέω,/δεν µπορώωωω, χωρίς εσένα...» Χαλούσε ο κόσµος. Η τρελή Δάφνη έσκουζε, παροτρύνοντας το γίγαντα Λευτέρη. Την ώρα που ο γίγαντας έµπαινε µέσα της µε ορµή, και όχι απ’ τη φυσική δίοδο, η ξανθιά έβγαλε ένα µοναδικό φοβερό ουρλιαχτό πόνου κι άρχισε να πέφτει σε βυθιότητα. Ο κόσµος άρχισε να χάνεται, οι φωνές να σβήνουν... Τότε, φαίνεται ότι επιτέλους, έστω και τώρα, είχε έρθει η άνωθεν βοήθεια, διότι αυτή η ηµιλιπόθυµη, σχεδόν ονειρική, κατάσταση στην οποία περιήλθε η ξανθιά, έφερε µαζί της και µια πολύτιµη ανάµνηση από ένα γεγονός που είχε συµβεί λίγες µέρες πριν. Μα ναι! Το τρελό ζευγάρι ήταν οι άνθρωποι που είχαν βγει στην τηλεόραση κι έκλαιγαν και ζητούσαν πληροφορίες γι’ αυτόν που σκότωσε την κόρη τους την... «ΒΕΝΕΤΙΑΑΑΑΑ!» ούρλιαξε η ξανθιά µ’ όσες δυνάµεις της είχαν αποµείνει. «ΒΕΝΕΤΙΑΑΑ!» Δεν ήξερε τι περίµενε να κερδίσει µ’ αυτό – πάντως ήταν το µοναδικό και τελευταίο της χαρτί. Πραγµατικά, το χαρτί φαίνεται ότι λειτούργησε αποτελεσµατικά – αλλά όχι µε τον αναµενόµενο τρόπο. Διότι όταν το άκουσε ο γίγαντας Λευτέρης κοκάλωσε µονοµιάς, βγήκε από µέσα της, άρχισε κι αυτός κι η τρελή να ουρλιάζουν «ΣΚΑΣΕΕΕ!» και στο αµέσως επόµενο δευτερόλεπτο ο γίγαντας, µε υπεράνθρωπη δύναµη, ξεκόλλησε µια κοτρόνα που κυριολεκτικά είχε φυτρώσει πάνω στο βουνό, στάθηκε από πάνω της και κατέβασε τη γιγάντια κοτρόνα στο κεφάλι της, το οποίο, µε µία και µόνη προσπάθεια, πολτοποιήθηκε – τα ξανθά µυαλά της έγιναν λίπασµα για το άγονο βουνό. Η ξανθιά δεν πρόλαβε να βγάλει ούτε «κιχ» – δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί ότι αποδείχθηκε
περίτρανα πόσο λάθος είναι το να βρίζουµε άγνωστους οδηγούς στο δρόµο. Δεν είναι ευγενικό, όπως και να το κάνουµε – και καµιά φορά η έλλειψη ευγένειας κοστίζει ζωές, σχεδόν τόσο όσο και το να µη φοράµε ζώνη ασφαλείας. Κι όλ’ αυτά έγιναν µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και µε µουσική υπόκρουση Βανδή, η οποία συνέχισε να ξελαρυγγιάζεται εντελώς ανίδεη για το ξαφνικό δράµα που έζησε µια πρώην ξανθιά θαυµάστριά της.
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΚΑΠΙΡΕΛΗ γύριζε, το ίδιο και το στοµάχι του – ήταν στα πρόθυρα να κάνει εµετό. Ήταν φυσικό. Xτες βράδυ, µετά απ’ όσα είχαν γίνει µε τους γείτονες, γεγονότα που ανάγκασαν τον Λευτέρη και τη Δάφνη να φύγουν σαν κυνηγηµένοι παίρνοντας το αυτοκίνητό του, απόµεινε µονάχος του στο σπίτι τους να σκέφτεται και να ξανασκέφτεται µόνο ένα πράγµα: σε τι πούστη κόσµο είχε φέρει τα παιδιά του. Μπορεί ο κόσµος να χωριζόταν σε πλούσιους και φτωχούς, αλλά όλοι µαζί είχαν έναν κοινό παρονοµαστή, έναν ίδιο θεό που λάτρευαν: το τοµάρι τους. Τι κι αν προσπάθησε ο Μπούρµαλης να φέρει την αλήθεια στο φως, πληρώνοντάς το µε τη ζωή του; Τι κι αν συνέχισαν τις προσπάθειες του µακαρίτη αυτός κι οι χαροκαµένοι Ματζιούρηδες; Τι κι αν βγήκε η αλήθεια στο φως; Την εξαγόρασε ο Παγκράτης µε τα λεφτά του. Και µαζί µ’ αυτήν εξαγόρασε και την ανύπαρκτη λεβεντιά των δήθεν αγωνιστών γειτόνων – γι’ αυτή µάλιστα δε χρειάστηκε να ξοδέψει ούτε µισή δραχµή. Όλ’ αυτά δηµιούργησαν στον Καπιρέλη µια απόλυτη αίσθηση µοναξιάς, παντελούς ερηµιάς. Ένιωσε γελοίος ιεραπόστολος, γραφικός οσιοµάρτυρας της αλήθειας και του δικαίου, αυτός και το ζεύγος Ματζιούρη, ολοµόναχοι µέσα σε µια απέραντη λαοθάλασσα αποτελούµενη από ψεύτες κι άνανδρους, κρετίνους και δειλούς. Μέσα στο κεφάλι του είχαν αρχίσει να µπερδεύονται όλα – το δίκιο και τ’ άδικο, η αλήθεια και το ψέµα, το σωστό και το λάθος... Ποιος ξέρει, ίσως ο Παγκράτης κι η παρέα του να είχαν το δίκιο µε το µέρος τους. Αλώνιζαν διότι οι άλλοι τους επέτρεπαν ν’ αλωνίζουν. Άρπαζαν γιατί οι άλλοι µοίραζαν απλόχερα. Ο νόµος της ελεύθερης αγοράς: προσφορά και ζήτηση, αλλά κάποιος τους φτιάχνει κι αυτούς τους πούστηδες τους νόµους της ελεύθερης αγοράς – κι αυτός σίγουρα δεν ήταν ο Θεός. Έσχατοι Καιροί, όπως είχαν προφητεύσει οι Γραφές στις οποίες ο Μπούρµαλης πίστευε τόσο. Αρπάξτε γιατί χανόµαστε. Μπάχαλο. Κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά από δω και πέρα θα ήταν υποχρεωµένος να περάσει όλο το υπόλοιπο της ζωής του περιµένοντας πότε θα ξεσπούσε στο κεφάλι του κάποια φοβερή καταστροφή. Το ότι θα του ξήλωναν τη στολή ήταν το λιγότερο. Το πραγµατικό ντελίριο τον έπιασε όταν διαπίστωσε ότι έλειπε και το όπλο του. Θεέ µου, δυο τυραννισµένοι άνθρωποι είχαν πάρει το όπλο του κι είχαν βγει στους δρόµους... Ο Καπιρέλης, ως αστυνοµικός, ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα πόσο επικίνδυνος µπορεί να γίνει ένας τυραννισµένος άνθρωπος. Κι όµως, ήταν τόσο κουρασµένος... Δεν είχε καµία σωµατική και ψυχική διάθεση να βγει έξω στους δρόµους και ν’ αρχίσει να τους ψάχνει στα τυφλά. Επίσης, δεν είχε καµία διάθεση να πάρει τηλέφωνο στην Υπηρεσία του και να δηλώσει την εξαφάνιση του όπλου του. Ήταν πολύ κουρασµένος. Το µόνο για το οποίο είχε διάθεση, και µάλιστα µεγάλη, ήταν να πιει απ’ το κονιάκ που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Κι αυτό ακριβώς έκανε, ώσπου έπεσε ξερός απ’ το µεθύσι. Και να τα θλιβερά επακόλουθα – στοµάχι και κεφάλι να στριφογυρίζουν σαν ξετρελαµένο µίξερ. Όταν ξύπνησε, καλό µεσηµέρι, βρήκε τη Δάφνη και τον Λευτέρη στην κουζίνα, να πίνουν καφέ και να καπνίζουν ανέκφραστοι. Κι αµίλητοι – δεν απαντούσαν στις επίµονες ερωτήσεις του για το πού πήγαν χτες βράδυ µε το αυτοκίνητό του. Σηµασία είχε ότι το όπλο του βρισκόταν
ξανά στη θέση του. O Καπιρέλης το έλεγξε κι είδε ότι όλα ήταν εντάξει. Καµία σφαίρα δεν έλειπε, τίποτα το παράξενο δε συνέτρεχε. Αµήν. Πάλι καλά. Ήπιε κι αυτός απ’ τον καφέ που του σέρβιρε η Δάφνη, κι αµέσως µετά ο Λευτέρης µίλησε. Του είπε να ετοιµαστεί, γιατί κάπου είχαν να πάνε. Και τώρα, κάµποση ώρα µετά, µέσα στο λιοπύρι και σε µια κολασµένη κίνηση που έσπαγε νεύρα, βρίσκονταν κι οι τρεις στο αυτοκίνητό του – ο Λευτέρης οδηγούσε, αυτός κάθισε στη θέση του συνοδηγού κι η Δάφνη από πίσω. Και λέξη για τον προορισµό. Κι εκείνος, να θέλει να ξεράσει έναν ποταµό Ζαµβέζη – τόση ναυτία ένιωθε. «Επιτέλους, πέστε µια κουβέντα, να χαρείτε τα µάτια σας», είπε τελικά, µπαϊλντισµένος. «Πού σκατά πάµε;» «Μια επίσκεψη», απάντησε ο Λευτέρης. «Α, Λευτέρη!» αγρίεψε ο Καπιρέλης. «Βλέπεις Καληµέρα Ζωή, χριστιανέ µου; Πού πάµε επίσκεψη;» Η µατιά του Λευτέρη αντάµωσε τη µατιά της γυναίκας του µέσα απ’ τον καθρέφτη. «Πάµε επίσκεψη στον αδερφό µου, στο Κολωνάκι. Θυµάσαι τι είπε χτες ο Σωτήρης ο γείτονας; Είπε να φροντίσω να τα ξαναφτιάξω µε τον αδερφό µου. Έτσι θα ξελασπώσω κιόλας». «Μάλιστα, έτσι θα ξελασπώσεις κι εσύ», ανέλαβε να συνεχίσει η Δάφνη, απευθυνόµενη προς το σαστισµένο Καπιρέλη. «Τι λέτε, µωρέ; Είστε µε τα καλά σας; Πώς θα τα ξαναβρείτε µ’ αυτό τον παλιάνθρωπο; Και καλά, πες ότι σας έστριψε και τα ξαναβρίσκετε. Εγώ πώς θα ξελασπώσω, µπορείτε να µου πείτε;» Η Δάφνη ξέσπασε σε γέλια. «Μα τι ερώτηση είν’ αυτή, ρε Θοδωρή; Θα ξελασπώσεις µια χαρά κι εσύ! Μετά απ’ αυτή την επίσκεψη, θα πάρεις προαγωγή! Θα γίνεις κατευθείαν αστυνόµος Αʹ!» Ο Λευτέρης ξέσπασε κι αυτός σε γέλια. Πολύ περίεργα γέλια. Δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος για γέλια σε κανένα απολύτως σηµείο απ’ την όλη υπόθεση. Όλα ήταν για κλάµατα, απ’ την αρχή ως το τέλος. «Με συγχωρείτε, αλλά εγώ θα ξεράσω. Ζαλίστηκα τόσες ώρες εδώ µέσα», δήλωσε ο Καπιρέλης. «Μην ξεράσεις. Φτάσαµε», είπε ο Λευτέρης. Το «φτάσαµε» ήταν ένας λόγος. O Λευτέρης κοκάλωσε το όχηµα καταµεσής της Πατριάρχου Ιωακείµ, παρκάροντας όπως όπως. Από πίσω του άρχισαν ν’ ακούγονται άγρια κορναρίσµατα – οδηγοί ωρύονταν, µούντζες έπεφταν, χριστοπαναγίες κι άλλα κοσµητικά σχηµατίζονταν πάνω σε οργισµένα χείλη... Ο Καπιρέλης παραλίγο να πάθει κρίση πανικού. «Ξεµπέρδευε», είπε ανυπόµονα ο Λευτέρης. «Άντε, κατέβα να τελειώνουµε µε την επίσκεψη, να µη βρίζουν κι αυτοί...» «Μα, εδώ θ’ αφήσεις τ’ αµάξι;» έκανε έκπληκτος ο Καπιρέλης. Αντί άλλης απάντησης, ο Λευτέρης κι η Δάφνη έκαναν µια ανυπόµονη χειρονοµία κι εξαφανίστηκαν σε µια πολυτελή είσοδο κτιρίου. O Καπιρέλης ζύγισε την κατάσταση για δέκα κλάσµατα του δευτερολέπτου κι αποφάσισε να τους ακολουθήσει τρέχοντας. Μπορεί αυτοί οι δυο να έµοιαζε ότι τρελάθηκαν –άκου να πάνε να τα ξαναφτιάξουν µε το βιαστή και φονιά!–, αλλά, µια φορά, ήταν οι µόνοι άνθρωποι πάνω στον κόσµο µε τους οποίους ένιωθε µια κάποια ασφάλεια.
Την ώρα που έτρεχε ξοπίσω τους, ο Καπιρέλης σκέφτηκε κάτι που του χάλασε τη διάθεση τελείως: αλήθεια, ακόµα κι αν δεν τον απέτασσαν απ’ το Σώµα, δεν ήξερε αν θα µπορούσε πια να παραµείνει σ’ αυτό ούτως ή άλλως. Δεν ήξερε αν θα µπορούσε να ξαναδουλέψει ως αστυνοµικός – είχε καταληφθεί από µιας κάποιας µορφής αγοραφοβία κι ένιωθε απίστευτη ανασφάλεια να βρίσκεται µε κόσµο, ανάµεσα σε πλήθος. Αλλά ούτε µόνος του ήθελε να βρίσκεται – όµως ήθελε να βρίσκεται µε τον Λευτέρη και τη Δάφνη και κατά προτίµηση στο σπίτι τους. Έλα, Παναγία µου, άλλο και τούτο πάλι. Οι Ματζιούρηδες ανέβαιναν τις σκάλες δυο δυο· ακαταπόνητοι άνθρωποι, τι να πει κανείς... Έφτασαν στην είσοδο του γραφείου του Δάκη Ματζιούρη. Ήταν µισάνοιχτη. Ό,τι έγινε από κει και µετά κράτησε µερικά λεπτά, δυο ή τρία, που όµως έµοιαζαν να διήρκεσαν µια αιωνιότητα. Ο Λευτέρης άνοιξε την πόρτα διάπλατα µε µια κλοτσιά. Η Δάφνη έβγαλε απ’ την τσέπη του σακακιού της ένα τεράστιο όπλο, Χριστούλη µου, ένα Μάγκνουµ 44 σαν αυτό που χρησιµοποιούσε ο Επιθεωρητής Κάλαχαν – αµ γι’ αυτό φορούσε σακάκι... Σ’ ένα γραφείο καθόταν µια ξανθιά γκοµενίτσα και χαζολογούσε µιλώντας στο τηλέφωνο, χαχανίζοντας πονηρά. Η εισβολή των αγνώστων ήταν τόσο ξαφνική, τόσο γρήγορη, που δεν πρόλαβε καλά καλά να τους κοιτάξει. Η Δάφνη, µε µια βολή που θα τη ζήλευε και πρωταθλητής σκοποβολής, της τίναξε τα µυαλά στον αέρα – κι αυτά πήγαν και διακόσµησαν τον απέναντι τοίχο, φτιάχνοντας ένα υπέροχο αφηρηµένο σχέδιο σε κόκκινο φόντο. Ο Καπιρέλης ούρλιαξε. Η Δάφνη του χαµογέλασε καθησυχαστικά. Ο Λευτέρης, βγάζοντας κι αυτός ένα παρόµοιο όπλο απ’ την τσέπη του, άνοιξε µια άλλη πόρτα µε µια φοβερή κλοτσιά, ακριβώς την ώρα που κάποιοι άνθρωποι, τέσσερις τον αριθµό, έχοντας ακούσει ένα άγνωστο αντρικό ουρλιαχτό, µάζευαν όπως όπως τα βρακιά τους κι έσπευδαν να δουν τι σκατά είχε συµβεί µεσηµεριάτικα. Όλοι αυτοί οι τύποι προφανώς το έριχναν έξω και σκότωναν την καλοκαιρινή τους ανία, όχι µε µεσηµεριανές σιέστες που είναι για τους γέρους και τους ανήµπορους, αλλά κάνοντας παρτούζα µέσα στο δροσερό δικηγορικό γραφείο του ιδιοκτήτη του. «Γεια σου, αδερφούλη!» χαµογέλασε ευγενικά ο Λευτέρης. Ο Δάκης Ματζιούρης πήγε να πει κάτι – αλλά δεν πρόλαβε. Με γοργές κινήσεις του ζεύγους Ματζιούρη, σε τρία δευτερόλεπτα το πολυτελέστατο γραφείο του µεγαλοδικηγόρου της πλουτοκρατίας είχε µετατραπεί σε νεκροταφείο. Τόσο αίµα δεν είχε δει στη ζωή του ο Καπιρέλης, ούτε όταν µια φορά στο χωριό του είδε να σφάζουν γουρούνια. Αίµατα και µυαλά. Τελικά, το Μάγκνουµ 44 ήταν ένα αξεπέραστο εργαλείο, µα την αλήθεια. Κι αυτός ο µαλάκας είχε ξεχάσει να πάρει το δικό του όπλο απ’ το σπίτι του Λευτέρη και της Δάφνης. Αλλά και να το έπαιρνε, µήπως θα το χρησιµοποιούσε; Αφού ήταν ήδη παράλυτος απ’ τη φρίκη του – κι ως γνωστόν, οι παράλυτοι... Όµως... µα ναι! Μέσα στο νεκροταφείο, να µια υποψία ζωής! Κάποιος απ’ το µατωµένο τσούρµο κουνιόταν –ένα ετοιµοθάνατο χέρι σάλεψε– ο Καπιρέλης το πρόσεξε, το ίδιο κι η Δάφνη, κι ο Λευτέρης... Κάποιος επέµενε να ζει.
Όµως όχι. Η συνέχεια διαδραµατίστηκε ακριβώς όπως στις ταινίες: ο δολοφόνος πάει πάνω απ’ το θύµα του που ψυχορραγεί, το κοιτά ανέκφραστος και... Το πρόσωπο της Δάφνης βάφτηκε κόκκινο απ’ το αίµα που πετάχτηκε απ’ αυτό που κάποτε υπήρξε το κεφάλι της γυναίκας στην οποία έδωσε τη χαριστική βολή. Ο Καπιρέλης κοίταζε άφωνος – ούτε να ουρλιάξει δεν είχε πια τη δύναµη. Μάλιστα, είχε αρχίσει να έχει και δυσκολίες στην αναπνοή, που έβγαινε δύσκολη, σφυριχτή, σαν σούρσιµο κόµπρας. Κρίση άσθµατος, τώρα στα γεράµατα. Εξαίσια. Ο Λευτέρης έλεγξε όλα τα δωµάτια – άδεια. Στάθηκε µπρος σε µια βελούδινη πόρτα, που άνοιγε µε κωδικό. Κανένας κωδικός δεν µπορεί να είναι ασφαλής όταν στην όλη υπόθεση επέµβει ένα Μάγκνουµ 44, όπως και να το κάνουµε. Η βελούδινη πόρτα άνοιξε οπωσδήποτε. Ο Λευτέρης έλεγξε όλα τα δωµάτια που βρήκε πίσω απ’ αυτήν. Δεν υπήρχε κανείς. Τα χείλη της Δάφνης τρεµούλιασαν ελαφρά όταν µπήκε σ’ εκείνο το δωµάτιο µε τη λεοπαρδαλέ κουβέρτα – αλλά τίποτ’ άλλο. Το έργο είχε τελειώσει. Το ζεύγος Ματζιούρη πήγε κοντά στον ξαπλωµένο Καπιρέλη που προσπαθούσε ν’ ανασάνει. Ο Λευτέρης τον αγκάλιασε στοργικά απ’ τους ώµους και του πρόσφερε ένα ποτήρι νερό. «Μην ανησυχείς για τα όπλα, όπως κατάλαβες, δεν είναι κανένα απ’ αυτά δικό σου, σήµερα τ’ αγοράσαµε από κάτι Αλβανούς, µαζί και τους σιγαστήρες», τον διαβεβαίωσε καθησυχαστικά. «Ευτυχώς και σε πολύ καλή τιµή», υπερθεµάτισε η Δάφνη. «Μας περίσσεψαν κιόλας, ξέρεις, απ’ την αποζηµίωση...» Όλος ο χώρος µύριζε αίµα. Κι αυτοί εδώ οι δυο άνθρωποι συζητούσαν αδιάφορα, λες κι ήταν τυφλοί και δεν έβλεπαν, ατάραχοι λες και βρίσκονταν σε καµιά παραλία και περιστοιχίζονταν από λουοµένους κι όχι από πτώµατα... Ο Καπιρέλης άρχισε να νιώθει επικίνδυνους τριγµούς στα θεµέλια της λογικής. «Λοιπόν, Θοδωρή, εµείς ξελασπώσαµε, άκου τώρα πώς θα ξελασπώσεις κι εσύ: δε θα κάνουµε απολύτως τίποτα απ’ αυτό που εσείς οι µπάτσοι το λέτε “αντίσταση κατά της Αρχής”. Εσύ είσαι η Αρχή εδώ µέσα. Γι’ αυτό, θ’ αφήσουµε τα όπλα µας εδώ κι εσύ µπορείς να µας συλλάβεις ήσυχα κι όµορφα και να µας οδηγήσεις στην ΓΑΔΑ. Σκοτώσαµε πέντε ανθρώπους, ανάµεσα σ’ αυτούς και τον πολύ Δάκη Ματζιούρη! Θα γίνεις ήρωας, Θοδωράκη! Θα έχεις συλλάβει δυο απαίσιους δολοφόνους, θα πάρεις προαγωγή αµέσως, ρε!» Ο Λευτέρης τα είπε όλ’ αυτά χαµογελαστός, χτυπώντας τον Καπιρέλη φιλικά στον ώµο. «Λευτέρη, όχι πέντε!» γέλασε η Δάφνη. «Έξι! Την ξέχασες τη χτεσινή ξανθιά καριολίτσα, αυτή που της λιώσαµε το κεφάλι µε µια κοτρόνα; Α, Θοδωράκη, πιάσε µας και στείλε µας στη φυλακή! Θα γίνεις απευθείας αρχηγός του Σώµατος, το δίχως άλλο! Και κάνε γρήγορα, διότι θα έχουν λυσσάξει οι οδηγοί από κάτω!» Ήταν πλέον εµφανές ότι ο Λευτέρης κι η Δάφνη Ματζιούρη τρελάθηκαν. Κι αυτό ήταν εµφανές όχι τόσο που τους την έδωσε και σκότωσαν πέντε έξι – τρελάθηκαν επειδή έδειχναν πρόθυµοι να κάτσουν να πάνε και στη φυλακή! Αυτός πάντως δεν είχε ούτε τη δύναµη ούτε το θάρρος να τους στείλει στη φυλακή. Μάλιστα,
στα κατάβαθα της ψυχής του ένιωσε κι ο ίδιος µια παράξενη χαρά. Και µια ζήλια – τους ζήλευε. Είχαν θάρρος, είχαν λεβεντιά, έκαναν αυτό που έπρεπε. Ξεβρόµισε ο πούστης τόπος από πέντε κατακάθια, πώς αλλιώς; Ένας σωστός αστυνοµικός δε θα ένιωθε ποτέ έτσι. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή, ο Θοδωράκης Καπιρέλης συναισθάνθηκε σε κάθε µόριο της ύπαρξής του εκείνο το σεισµό που έγινε µέσα στον εγκέφαλό του, ένα σεισµό πρωτοφανούς εντάσεως, που έσκισε απ’ άκρου εις άκρον το καταπέτασµα της λογικής του, τα γκρέµισε όλα κι όλα τέλειωσαν. Σε µια τελευταία αναλαµπή λογικής, κατάλαβε ότι αµέσως µετά από δω κι απ’ αυτά που έζησε τον περίµενε εγκλεισµός διά βίου σε ψυχιατρείο – κι επειδή αυτή η προοπτική δεν του φαινόταν καθόλου, µα καθόλου αισιόδοξη, άρπαξε αστραπηδόν το όπλο του Λευτέρη, το στήριξε στον κρόταφό του και πυροβόλησε. Σε µισό δευτερόλεπτο οι νεκροί µέσα σ’ εκείνο το γραφείο είχαν γίνει έξι.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ο Άρης Παγκράτης είχε πένθος. Τα δυσάρεστα νέα τον βρήκαν στο σπίτι του, να παίρνει το µπάνιο του µέσα σε τόνους από αιθέρια έλαια, ροδοπέταλα και λοιπά ανθοϊάµατα. Περίµενε τον Δάκη Ματζιούρη να κάνει την εµφάνισή του από στιγµή σε στιγµή, για να τον πάρει και να πάνε σε µια δεξίωση που έδινε η «Μεταξάς Εισαγωγική Α.Ε.», η πασίγνωστη εταιρεία που εισήγαγε πανάκριβα ρολόγια, προϊόντα υψηλής ωρολογοποιίας, προορισµένα για λίγους. Ο Άρης ήταν µανιώδης συλλέκτης ρολογιών, οπότε ήταν ιδιαιτέρως χαρούµενος που θα πλούτιζε τη συλλογή του µε µερικά ακόµα µοναδικά κοµµάτια. Μάλιστα, ήταν µιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνει ένα πολύ ωραίο δώρο και στον Άνθιµο, το γραµµατέα του, του οποίου τα γενέθλια πλησίαζαν – ο Άρης δεν ξεχνούσε ποτέ επετείους, γιορτές και γενέθλια των ανθρώπων που αγαπούσε. Όµως, αντί να καταφθάσει ο Δάκης, κατέφθασαν θλιβερά νέα που τον αφορούσαν. Ήταν νεκρός! Μαζί, τέζα, ήταν κι άλλοι τέσσερις των οποίων ο Άρης Παγκράτης δεν έδινε δεκάρα να µάθει τα ονόµατα. Δεν τον ένοιαζε καθόλου ποια ήταν τα άλλα θύµατα – αυτό που τον έκαιγε κυριολεκτικά ήταν ότι δε θα ξανάβλεπε ποτέ τον καλύτερό του φίλο, τον αδερφό, το σύντροφο... Τον σκότωσε κάποιος µαλάκας µπάτσος ονόµατι Καπιρέλης, ο οποίος µετά αυτοκτόνησε. Και πολύ καλά έκανε – γιατί ακόµα κι αν έµενε ζωντανός, αυτό δε θα κρατούσε πολύ: θα πήγαινε ο Άρης Παγκράτης µια και δυο να τον βρει, στην Αστυνοµία, στην Εισαγγελία, στο µπουντρούµι ή όπου σκατά αλλού, θα του έβγαζε τα έντερα µε τα ίδια του τα χέρια και θα τα έτρωγε µπροστά του ωµά. Αυτό θα ήταν µια δίκαιη ανταπόδωση, µα την αλήθεια. Κι όµως, κατά βάθος µέσα του ο Άρης Παγκράτης σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν ένα µόνο πράγµα. Όχι, δεν ήταν ο Καπιρέλης που σκότωσε τον Δάκη – αυτός ο ασήµαντος µπάτσος ήταν απλώς το όπλο που τον σκότωσε. Ο αληθινός δολοφόνος ήταν ο ίδιος, ο Άρης Παγκράτης. Χεσµένη την είχε την εκδοχή της Αστυνοµίας – οι άχρηστοι σκατόµπατσοι ισχυρίζονταν ότι ο Καπιρέλης τρελάθηκε. Αυτό που είχε σηµασία στο µυαλό του Άρη Παγκράτη ήταν ότι αυτός ο γελοίος Καπιρέλης ήταν συνεργάτης εκείνου του άλλου γελοίου Μπούρµαλη, ο οποίος είχε ανακατευτεί κάπου όπου δεν τον είχαν σπείρει κι είχε χώσει υπερβολικά τη µύτη του στην υπόθεση εκείνης της πιτσιρίκας, της Αναστασίας Μόραλη, και... Εδώ κρυβόταν το µυστικό της όλης υπόθεσης. Άµα δεν του είχε έρθει η όρεξη να γλεντήσει µε τη µικρή, τίποτα απ’ όλ’ αυτά δε θα είχε συµβεί. H αιτιώδης συνάφεια σ’ όλο της το µεγαλείο. Εκείνο το µεταµεσονύχτιο γλέντι στο Ρέµα της Εσχατιάς πυροδότησε µια αλυσιδωτή αντίδραση και τα πράγµατα έφτασαν εδώ που έφτασαν. Και τώρα ο λατρεµένος Δάκης ήταν νεκρός. Καλά του τα έλεγε ο µακαρίτης, καλά ανησυχούσε, λες κι ήξερε... Απ’ τη στιγµή που έµαθε το µαύρο νέο, το µυαλό του Άρη σκοτείνιασε. Άρχισε να τρέχει µέσα στο σπίτι σαν τρελός, κι έξω, στις πισίνες, στους κήπους, στις αυλές... Έτρεχε γυµνός κι έκλαιγε µε µαύρο δάκρυ – τόσο κλάµα δεν είχε ρίξει ποτέ σ’ όλη του τη ζωή. Δεν ήταν αναίσθητος, να πάρει ο διάολος! Παρά την ενδεχοµένως αντίθετη γνώµη που θα είχαν όλοι όσοι µάθαιναν τι είχε κάνει στη ζωή του, αυτός ήξερε ότι είχε αισθήµατα, έντονα και βαθιά. Ο θάνατος του Δάκη τον πονούσε περισσότερο κι από µια µαχαιριά στην καρδιά. Σχεδόν είκοσι χρόνια ήταν µαζί, αχώριστοι. Είχαν περάσει τόσα και τόσα, ο Άρης έβλεπε στο πρόσωπο
του Δάκη τον ίδιο του τον εαυτό, τον εµπιστευόταν τυφλά κι απόλυτα, τον άφηνε να λειτουργεί αντ’ αυτού, του είχε εκχωρήσει άπειρες εξουσίες, ήξερε ότι ο Δάκης αναλάµβανε τα πάντα, τον ξεκούραζε, του θύµιζε υποχρεώσεις και δικαιώµατα... ήταν τα µάτια και τ’ αφτιά του στον κόσµο, ο Δάκης κουβαλούσε τη ζωή του Άρη στους ώµους του για να µένει ο δεύτερος ελεύθερος και να δηµιουργεί, και τώρα... ο Δάκης ήταν νεκρός... Πώς θα µπορούσε ν’ αναπληρωθεί ένα τέτοιο κενό; Η απώλεια, αβάσταχτη. Πώς θα προχωρούσαν οι δουλειές; Ποιος θα τον αντικαθιστούσε; Πώς θα πήγαινε στην Αµερική µόνος του, δίχως το άλλο του µισό; Τι σκατά θα γινόταν από δω και πέρα; Το χειρότερο όλων ήταν άλλο: κάποιος του σφύριξε ότι το όπλο του φόνου είχε εξαφανιστεί. Μα τότε, πώς ήταν δυνατόν να τον διέπραξε ο Καπιρέλης και µετά ν’ αυτοκτόνησε; Οι σκατόµπατσοι βέβαια, για ν’ αποφύγουν τις ευθύνες τους καλοκαιριάτικα, βολευόντουσαν να φορτώσουν το όλο αιµατηρό επεισόδιο στον Καπιρέλη. Όµως, όπως έδειχναν τα πράγµατα, στην ιστορία ήταν µπλεγµένα και τρίτα πρόσωπα. Ποιοι; Δεν ήθελε και πολύ νιονιό – κι όσο για τον Άρη, διέθετε µπόλικο από δαύτο: να δεις που ήταν ανακατεµένοι αυτοί οι µαλάκες, ο αδερφός του Δάκη κι η νύφη του. Μετά την αποκάλυψη για τα πραγµατικά αίτια του θανάτου της κόρης τους είχαν µουρλαθεί – κι επειδή δεν κατάφεραν να τα αποδείξουν, προφανώς αποµουρλάθηκαν. Ας πήγαιναν στο διάολο. Χεσµένους τους είχε. Αυτό που τον έκαιγε ήταν ότι είχε χάσει τον κόσµο του. Όλ’ αυτά σκεφτόταν εδώ και ώρες – κι η νύχτα που άρχισε να πέφτει τον βρήκε στο κρεβάτι του να κλαίει µε λυγµούς, σαν µωρό. Ο Άνθιµος, άλλη αδερφή ψυχή, σωστός Άργος, καταφανώς ανήσυχος, όλες αυτές τις ώρες στεκόταν στο προσκεφάλι του. Ο Άρης γύρισε και τον κοίταξε. «Τα της κηδείας τα κανόνισες;» είπε σιγανά. Ο Άνθιµος χαµογέλασε. «Φυσικά. Όλα είναι εντάξει. Ο Δάκης θα έχει όλες τις τιµές που του αξίζουν. Είσαι καλύτερα», είπε, λες κι ήταν βέβαιος. Ο Άρης αναστέναξε. «Και πού το ξέρεις εσύ;» «Είναι τα πρώτα λόγια που βγαίνουν απ’ το στόµα σου εδώ και τόσες ώρες», απάντησε ο Άνθιµος. Τον πλησίασε και του χάιδεψε τα µαλλιά στοργικά. «Σου έχω και µία έκπληξη. Τώρα που είσαι καλύτερα, νοµίζω πως µπορείς να την εκτιµήσεις δεόντως». Ο Άρης τον κοίταξε παραξενεµένος. «Τι έκπληξη;» Αντί άλλης απάντησης, ο Άνθιµος χτύπησε παλαµάκια. Και τότε, σε λίγα δευτερόλεπτα, ένας ξανθός, καλοφτιαγµένος νεαρός άντρας έκανε την εµφάνισή του στην είσοδο του δωµατίου του Άρη. Χαιρέτησε χαµογελαστός, δίχως να µιλήσει. «Ποιος ειν’ αυτός;» έκανε ο Άρης, απευθυνόµενος στον Άνθιµο. «Ο Δάκης ήταν πολύ προνοητικός άνθρωπος, Άρη. Φρόντιζε τα πάντα. Ήθελε να είναι βέβαιος ότι σε κάθε περίπτωση ο όµιλος Παγκράτη δε θα έµενε δίχως την καλύτερη δυνατή νοµική υποστήριξη. Ακόµα περισσότερο, εσύ ο ίδιος», είπε χαµογελώντας ο Άνθιµος. «Είχε λοιπόν φροντίσει να ξεχωρίσει δυο τρία φιντάνια και να τα εκπαιδεύσει ο ίδιος προσωπικά. Αυτό εδώ είναι το καλύτερο απ’ όλα. Σκέφτηκα λοιπόν πως ήταν καλή ιδέα να σου κάνει µια πρώτη επίσκεψη, να γνωριστείτε. Από δω και πέρα θα συνεργάζεστε στενά εσείς οι δυο». Ο Άρης κούνησε το κεφάλι του, να ξεθολώσει απ’ τη σκοτοδίνη. Μα ναι, κάτι θυµόταν. Ο Δάκης του έλεγε κατά καιρούς ότι εκπαίδευε δυο τρία νέα παιδιά, νέο αίµα, γιατί άνθρωποι είµαστε, δεν ξέρεις τι γίνεται. Όταν του άνοιγε τέτοια κουβέντα, ο Άρης πάντα έκανε µια
ανυπόµονη κίνηση και τη σταµατούσε. Αφενός δεν ήθελε ν’ ακούει αυτό το «άνθρωποι είµαστε, δεν ξέρεις τι γίνεται», γιατί του έφερνε στο νου δυσάρεστους συνειρµούς. Η λέξη «άνθρωπος» είναι ισοδύναµη µε τη θνητότητα, ενώ ο ίδιος ήταν καλλιτέχνης, άρα αιώνιος, το τελευταίο που περνούσε απ’ το µυαλό του ήταν ο θάνατος. Αφετέρου δε, όλ’ αυτά τα του πρακτικού µέρους της δουλειάς τα είχε αναθέσει εν λευκώ στον Δάκη – δεν τον ενδιέφεραν, δεν τον αφορούσαν καν. Κοίταξε το νεοφερµένο νεαρό άντρα. Ήταν εξαιρετικά όµορφος. Ξανθός, γαλανοµάτης, γεροδεµένος, θα µπορούσε κανείς να πει ότι ήταν κλώνος του Δάκη. Η πρώτη εντύπωση ήταν µάλλον θετική. «Πώς σε λένε;» ρώτησε τον νεαρό, µε το καταδεκτικό ύφος που µόνο οι αληθινά µεγάλοι και σπουδαίοι άντρες του βεληνεκούς ενός Παγκράτη µπορούν να διαθέτουν και να το σερβίρουν πειστικά, κατά περίπτωση. «Αλέξανδρο, κύριε. Αλέξανδρο Σιάννα», απάντησε θαρρετά ο νεαρός. «Πόσων χρόνων είσαι;» «Είκοσι εννιά». «Σπουδές;» «Απόφοιτος µε άριστα απ’ τη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών, δύο µάστερ στη Γερµανία, στο Εµπορικό και στο Ποινικό Δίκαιο, και διδακτορικό µε υποτροφία στην Αµερική, στο Πανεπιστήµιο Γέιλ, στην οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Μιλώ αγγλικά, γαλλικά, γερµανικά και κινέζικα». «Κινέζικα;» ανασήκωσε τα φρύδια ο Άρης. «Είναι η γλώσσα του µέλλοντος, κύριε», είπε ο πιτσιρικάς. «Κεριά και λιβάνια», µούγκρισε ο Άρης, κάνοντας ωστόσο µια επιδοκιµαστική γκριµάτσα. «Ήξερες τον Δάκη;» «Εδώ και δέκα χρόνια τελούσα υπό την προστασία του. Πέρσι γύρισα απ’ την Αµερική κι ως τώρα εργαζόµουν σε γνωστή δικηγορική εταιρεία των Αθηνών, αλλά υπό τις διαταγές του Δάκη. Μου έµαθε πολλά ο Δάκης. Απ’ ό,τι µου είχε πει, θα µας έφερνε σ’ επαφή µια απ’ αυτές τις µέρες...» είπε ο νεαρός φέρελπις, χαµηλώνοντας το βλέµµα. «Μουσική ακούς, Αλέξανδρε;» «Πολλή». «Σ’ αρέσει ο Νταλάρας;» «Τρελαίνοµαι». «Για άκου αυτό!» έκανε ο Άρης και πάτησε το κουµπί σ’ ένα τηλεχειριστήριο. Σε λίγα δευτερόλεπτα το δωµάτιο πληµµύρισε µε τη φωνή του Νταλάρα, να ερµηνεύει µε το µοναδικό του τρόπο το... «Μα αυτό το τραγούδι είναι O Μέτοικος!» αναφώνησε ενθουσιασµένος ο κλώνος του Δάκη ήδη απ’ τις πρώτες νότες, πριν καν αρχίσει ο Νταλάρας να ξεστοµίζει τους στίχους. «Τρελαίνοµαι για τον Μέτοικο! Η υπόθεση σηκώνει πιώµα. Μπορώ να πιω λίγο ουισκάκι, σε παρακαλώ; Ας πιούµε µαζί και µετά πάµε σ’ εκείνη τη δεξίωση µε τα ρολόγια. Μου µίλησε ο Άνθιµος. Δεν είναι σωστό να λείπεις εσύ, Άρη». Αυτή είναι η ζωή – η ζωή είναι ωραία. Χαρές και λύπες εναλλάσσονται και δίνουν ποικιλία. Πρώτα κλαις, λυπάσαι. Αµέσως µετά νιώθεις χαρά, έξαψη για τις στιγµές που θ’ ακολουθήσουν, για το άγνωστο µέλλον που σε περιµένει. Είσαι ζωντανός – µόνο αυτό έχει σηµασία. Η ζωή συνεχίζεται. Ο Άρης Παγκράτης σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του, γυµνός πάντα, και σέρβιρε ουίσκι σε δύο
κρυστάλλινα ποτήρια.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΖΕΣΤΗΣ, ηλιόλουστης καλοκαιρινής µέρας ήταν εξίσου ζεστό, ευχάριστο, καλοκαιρινό και φεγγαροφωτισµένο. Ο Λευτέρης κι η Δάφνη Ματζιούρη κάθονταν οκλαδόν στο πάτωµα του σαλονιού του σπιτιού τους κι απολάµβαναν την ευχαρίστηση της γεύσης µιας πίτσας σπέσιαλ που την παρήγγειλαν µέσω τηλεφώνου. Συνήθως δεν έτρωγαν πίτσες διότι τις θεωρούσαν ανθυγιεινά σκευάσµατα – όλοι, ακόµα κι οι φτωχοί και οι αγράµµατοι, ήξεραν ότι το µπέικον, το ζαµπόν, τα τυριά κι οι κρέµες γάλακτος ανέβαζαν τη χοληστερίνη και πρόσθεταν περιττές θερµίδες, άσε που δεν ξέρεις ποιος τα έχει φτιάξει, µε τι τα έχει φτιάξει, τι είχε πιάσει το χέρι του πριν τα φτιάξει... Όµως απόψε το κέφι τους τραβούσε πίτσα – ήταν γενικώς αποδεκτός ο κανόνας ότι, δυστυχώς, τα ανθυγιεινά είναι και πιο νόστιµα, τα άτιµα... Μια τυρόπιτα είναι πολύ πιο νόστιµη από ένα καρότο. Μια πίτσα είναι πολύ πιο ηδονική για τον ουρανίσκο από ένα γιαούρτι µε 0% λιπαρά – και πάει λέγοντας. Άλλωστε, πόσα χρόνια θα ζήσουµε; Συνήθως, επίσης, δεν κάθονταν ποτέ στο πάτωµα για να φάνε – ακόµα πιο συνήθως, δεν έτρωγαν µ’ αυτό τον τρόπο, µασουλώντας σαν κατσίκια µε το στόµα ανοιχτό, να παράγει κάθε λογής θορύβους... Επίσης, δε συνήθιζαν να πίνουν µ’ αυτό τον τρόπο. Κάποτε άλλοτε, όταν έπιναν, φρόντιζαν να το κάνουν µε τρόπο που να µην ενοχλεί τους συνδαιτυµόνες – σιγά, µετρηµένα, όχι γουλάρες, που παράγουν αυτό το απαίσιο «γκλουκ γκλουκ» όταν διέρχονται απ’ τον οισοφάγο... χάλια, χάλια ανεπίτρεπτα ακόµα και για ανθρώπους φτωχούς και κακοµοίρηδες. Παρόµοια γαστρονοµική συµπεριφορά υποδηλώνει τρυφηλότητα, ανθρώπους άξεστους κι εν δυνάµει αδίστακτους – κι η Δάφνη µια ολόκληρη ζωή έκανε παρατηρήσεις και στον εαυτό της και στους άλλους ότι η τρυφηλότητα ανοίγει το δρόµο και σ’ άλλα, χειρότερα δεινά, γι’ αυτό µοίραζε παρατηρήσεις, να µην τρώνε σαν γουρούνια, να µη φέρονται σαν ορεσίβιοι... Μόνο που οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί· δεν υπήρχαν πια άλλοι. Υπήρχε µόνο αυτή κι ο Λευτέρης, σ’ έναν κόσµο έρηµο, που αποτελείτο µόνο απ’ αυτούς τους δυο. Ένας αληθινός Παράδεισος κι αυτοί οι δυο µοναδικοί κάτοικοι, και το καλύτερο, δεν υπήρχε καν Θεός, να τους δίνει διαταγές και συµβουλές και παραινέσεις κι απαγορεύσεις... Δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν ολοµόναχοι· άρα απόλυτα ελεύθεροι να κάνουν ό,τι ακριβώς ήθελαν, όπως το ήθελαν· άρα απόλυτα ελεύθεροι ν’ αλλάξουν γνώµη για τις γαστρονοµικές συµπεριφορές έτσι, εν µια νυκτί, επειδή έτσι ακριβώς τους έκανε κέφι. Έτσι λοιπόν, καθισµένοι κατάχαµα στο σαλόνι του σπιτιού τους, έτρωγαν κι έπιναν κι αντάλλασσαν ευτυχισµένες µατιές, µόνοι κι ήσυχοι, ήσυχοι και µόνοι. Δεν παρέλειψαν να πιουν εις µνήµην του Θοδωράκη Καπιρέλη. Εκείνοι µια φορά το χρέος τους το είχαν κάνει – του είχαν ζητήσει µε σοβαρότητα κι ειλικρίνεια να πράξει τα δέοντα, να τους τυλίξει σε µια κόλλα χαρτί και να τους στείλει στον εισαγγελέα κατηγορούµενους για έξι φόνους. Όµως εκείνος προτίµησε να τινάξει τα µυαλά του στον αέρα – γι’ αυτό όµως δεν ευθύνονταν αυτοί, σε καµία περίπτωση. Με την πράξη του αυτή ο Καπιρέλης τους είχε χαρίσει την ελευθερία τους. Βέβαια, θα γίνονταν έρευνες. Όµως οι σκατόµπατσοι που θα τις αναλάµβαναν θα βαριόντουσαν να ψάξουν και πολύ µέσα στο ντάλα καλοκαίρι – ένας συνάδελφός τους τρελάθηκε, σκότωσε πέντε
ανθρώπους κι αυτοκτόνησε. Τέλειο σενάριο, πειστικότατο. Συνηθισµένα πράγµατα. Η υπόθεση έκλεισε. Όλα τα υπόλοιπα ήταν απλές λεπτοµέρειες άνευ σηµασίας που δε θα τις σκάλιζε κανείς γνώστης και µυηµένος µέσα στην Αστυνοµία, διότι δεν τον συνέφερε. Κι οι δυο τους ήταν ελεύθεροι – κι αθώοι. Κανονικά έπρεπε να νιώθουν ευγνωµοσύνη για τον Θοδωράκη, αλλά δεν ένιωθαν και πολλή. Ούτε κάποια ανεπανόρθωτη πίκρα. Μάλλον αδιαφορία θα µπορούσαν να χαρακτηρίσουν αυτό που ένιωθαν. Ο Καπιρέλης τους είχε φανεί καλός άνθρωπος, όµως δεν είχαν προλάβει να τον γνωρίσουν αληθινά και σε βάθος. Ο Καπιρέλης είχε σταθεί φίλος, αδερφός. Τώρα ήταν νεκρός. Και λοιπόν; Όλοι πεθαίνουν αργά ή γρήγορα. Τα παιδιά σου. Οι φίλοι σου. Οι γονείς σου. Οι έρωτες της ζωής σου. Όλοι. Η Δάφνη µασουλούσε αφηρηµένα· κοµµατάκια ψηµένης ζύµης είχαν πέσει στα ρούχα της και πάνω στο πάτωµα, αλλά δεν την ενοχλούσαν πια. Και τότε ο Νέος Βελτιωµένος Λευτέρης έσπασε τη σιωπή αφήνοντας ένα µεγαλειώδες ρέψιµο κι αµέσως µετά αποφάσισε να µοιραστεί µαζί της τη φαεινή ιδέα που είχε. «Πάµε στον Παγκράτη;» µουρµούρισε µπουκωµένος. Ένα νεκρό, φρικτό γέλιο ήταν η απάντησή της. Ένα ανασήκωµα των ώµων, σηµάδι απόλυτης αδιαφορίας. Κι ένα «όχι» γραµµένο µέσα στα βάθη των µατιών της, δίχως λέξεις. Ο Παγκράτης ήταν η αφορµή, όχι η αιτία. Παρά τις µπουρδολογίες και τις πιθανές περί του αντιθέτου εξαγγελίες απ’ όσους µαλάκες υποστήριζαν µε πάθος τη θεωρία της ατοµικής ευθύνης, ο Παγκράτης ήταν γέννηµα αυτής της κοινωνίας του σκατού – αυτή, η ίδια η κοινωνία, εκατοµµύρια, δισεκατοµµύρια άνθρωποι. Αυτή τον γέννησε, αυτή τον προστάτευε – µε την αδιαφορία της. Κανένας δεν επρόκειτο να νοιαστεί και να ασχοληθεί µε τον Παγκράτη και τις δραστηριότητές τους παρά µόνο αν τον άγγιζαν σε προσωπικό επίπεδο – αν ο Παγκράτης του βίαζε τη γυναίκα, αν ο Παγκράτης του σκότωνε το παιδί... Κατά τα άλλα, είναι πολύ ασφαλές κι εύκολο να συµπαραστέκεσαι στη δυστυχία του άλλου από µακριά –είναι πολύ συγκινητικό να µπαίνεις στον κόπο να χύσεις ένα δάκρυ για έναν άγνωστο του οποίου το δράµα το µοιράστηκες για λίγο µέσα από ένα δελτίο ειδήσεων των οχτώ–, µόνο που το δάκρυ αυτό είναι µεταµφιεσµένη άγρια, σαδοµαζοχιστική χαρά, η χαρά του ανθρώπου του προφυλαγµένου απ’ την άδικη µοίρα. Δε σκότωσε εσένα ο Παγκράτης, δε βίασε τη γυναίκα σου, δεν έκοψε το δικό σου παιδί στα δύο... Κλαις γι’ αυτούς που έπαθαν αυτό το άδικο χουνέρι, οργίζεσαι ίσως µε τον υπαίτιο, αλλά από κει και πέρα κοιτάζεις µόνο τη δουλίτσα σου. Όλοι αυτό δεν κάνουν; Άσε λοιπόν ζωντανό τον Παγκράτη. Μπορεί να σκοτώσει κι άλλα ανυποψίαστα κοριτσάκια. Τότε ίσως οι εναποµείναντες ζωντανοί να πονέσουν. Κάτι είναι κι αυτό. Κι αν πονέσουν πολλοί, τότε ίσως όλος αυτός ο πόνος του ενός, δύο, πολλών, γίνει ποτάµι. Και το ποτάµι ίσως να ξεπλύνει τις εφησυχασµένες συνειδήσεις – ίσως ο προσωπικός πόνος γίνει µια συλλογική αφύπνιση. Η Δάφνη δεν το έβρισκε αυτό πολύ πιθανό – αλλά δεν την πολυένοιαζε κιόλας. Μια φορά, την απόφασή της την είχε πάρει. Θ’ άφηνε τον Άρη Παγκράτη στην ησυχία του. Ο Λευτέρης δεν είπε λέξη – πάντως έδειξε να την επιδοκιµάζει. Μάλλον είχαν σκεφτεί τα ίδια πράγµατα. Η όποια υποψία απόδοσης πραγµατικής δικαιοσύνης έσβησε και χάθηκε απότοµα, γρήγορα, µε το που ο Δάκης Ματζιούρης είχε πέσει στα πόδια τους νεκρός. Το ζωηφόρο αυτό συναίσθηµα, του «οφθαλµόν αντί οφθαλµού», της αυτοδικίας, του ν’ απλώσεις το χέρι σου εκεί
όπου η δικαιοσύνη δε θέλει να το απλώσει, δυστυχώς κράτησε πολύ λίγο, όσο κρατάει µια ριπή ανέµου. Όσο ένα τρεµούλιασµα των χειλιών µέσα σ’ εκείνο το δωµάτιο µε τη λεοπαρδαλέ κουβέρτα. Ήταν σαν µια τελευταία αναλαµπή ενός αλλοτινού εαυτού, µιας παλιάς ζωής. Έπειτα έσβησε, αντικαταστάθηκε από τίποτα. Αδιαφορία. Κατά έναν τρόπο παράδοξο κι ακατανόητο, η λέξη «εκδίκηση» είχε πια διαγραφεί και απ’ το λεξιλόγιο και απ’ το µυαλό τους. Η εκδίκηση είναι εξωτερικευµένη έκφραση κάποιου ποταπού συναισθήµατος, του µίσους, του φθόνου... Eν πάση περιπτώσει, είναι µια ανθρώπινη κατάσταση που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση κι είναι αναπόσπαστο κοµµάτι της. Όµως αυτούς δεν τους ενδιέφερε πια να εκδικηθούν – δεν καταλάβαιναν καν τι σηµαίνει η λέξη «εκδίκηση». Για την ακρίβεια, δεν καταλάβαιναν τίποτα πια – κι ούτε τους ενδιέφερε να καταλάβουν. Είχαν φτάσει στο «Σηµείο Μηδέν», µια αρχέγονη κατάσταση όπου τον πρώτο και µοναδικό λόγο έχουν τα ένστικτα, οι αισθήσεις κι η ικανοποίηση αυτών µέσα στον χωρόχρονο, απλά, απροβληµάτιστα... απλές ανάγκες, καθαρές λύσεις. Άλλωστε είχε αποδειχθεί ότι σ’ αυτό τον κόσµο ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε – είτε ήταν ελεύθερος να το κάνει είτε όχι, είτε είχε δικαίωµα είτε όχι. Όλα όσα πίστευαν κάποτε, η πίστη, η αισιοδοξία, η ελπίδα, ο Θεός, ακόµα και τα αρχαία ρητά, είχαν αποδειχθεί ανεφάρµοστα. Η ανθρώπινη φύση ήταν ένας σκέτος µπελάς – αλλά δεν πειράζει. Μερικές φορές, για να λύσεις τα προβλήµατά σου, αρκεί να έχεις απλά την ανθρώπινη µορφή. Ο Λευτέρης έφτυσε το υπόλοιπο της µπουκιάς απ’ την πίτσα του στο πάτωµα. Σηκώθηκε όρθιος. Πραγµατικά, τώρα έµοιαζε σαν αληθινός γίγαντας. Πήρε το όπλο του και το έλεγξε όπως έκαναν οι ήρωες αστυνοµικών ταινιών – ένας σκληρός µεταλλικός ήχος ακούστηκε, άκρως διεγερτικός: κλακ κλακ. Κοίταξε τη γυναίκα του. «Πάµε µια βόλτα;» της είπε. Η Δάφνη χαµογέλασε.
Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑΣ ήταν ενθουσιασµένος εκείνη τη νύχτα. Μετά από πολλούς κόπους και βάσανα, που µόνο ένας αποφασισµένος άνθρωπος µπορεί και θέλει να περάσει, είχε καταφέρει ν’ αποφοιτήσει απ’ την Αστυνοµική Ακαδηµία µε βαθµό άριστα! Το όνειρό του είχε γίνει επιτέλους πραγµατικότητα: µπορούσε πλέον να θεωρεί τον εαυτό του ως υπολογίσιµο µέλος στις τάξεις της Αστυνοµίας – και καλά θα έκαναν να τον θεωρούν έτσι κι όλοι οι κακοποιοί, υπάρχοντες ή έστω επίδοξοι. Ο Κυριάκος Κουτσούµπας ήταν αποφασισµένος να κάνει ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να συµβάλει στην πάταξη του εγκλήµατος. Μ’ ένα σµπάρο, δυο τρυγόνια: και η κοινωνία θα ξεβρόµιζε και ο ίδιος θ’ ανέβαινε γρήγορα τα σκαλιά της αστυνοµικής ιεραρχίας. Άλλωστε, διαθέτοντας πτυχίο αστυνοµικής σχολής πανεπιστηµιακού επιπέδου, θα µπορούσε να φτάσει µια µέρα να γίνει µέχρι κι αρχηγός του Σώµατος! Για την ώρα έπρεπε να περιορίζεται στις διαταγές των ανωτέρων του, τις οποίες εφάρµοζε µε θρησκευτική ευλάβεια. Η πειθαρχία είναι ιερός κι απαράβατος κανόνας για έναν καλό αστυνοµικό. Οι αποψινές διαταγές περιελάµβαναν πεζή περιπολία στην περιοχή του Κεραµεικού. Μπορεί να έµοιαζε βαρετό, αλλά δεν ήταν! Όπως µάθαινε στο µάθηµα της Εγκληµατολογίας, η εγκληµατικότητα µπορεί να ξεφυτρώσει οπουδήποτε κι οποτεδήποτε – πόσω µάλλον στο κέντρο της Αθήνας. Τόσα και τόσα γίνονταν στο κέντρο της Αθήνας: αλλοδαποί δίχως άδεια παραµονής, καβγάδες, διατάραξη κοινής ησυχίας, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, αρπαγές τσαντών και πάει λέγοντας. Εκτός των άλλων, αυτή η πεζή περιπολία ήταν η πρώτη της καριέρας του, γι’ αυτό ο Κυριάκος Κουτσούµπας ήταν αποφασισµένος να έχει τα µάτια και τ’ αφτιά του ανοιχτά. Δεν µπορεί, κάτι θα γινόταν απόψε, κάτι έπρεπε να γίνει, γαµώτο! Θα αισθανόταν ηλίθιος να γύριζε στους ανωτέρους του µ’ άδεια χέρια και να συµπληρώσει το δελτίο της αναφοράς µε µια λέξη άχαρη όσο το «ΟΥΔΕΝ». Πόσο πιο ωραία θα ήταν αν γινόταν κάτι, κι εκείνος να το διεκπεραίωνε µε ταχύτητα κι άνεση! Ο Ιούλιος είχε µπει για τα καλά – το ίδιο κι η ζέστη. Τα θέατρα του Κεραµεικού, που έδιναν ζωή στην περιοχή, ήταν όλα κλειστά, θαρρείς πως ολόκληρη η πόλη κοιµόταν. Μεγάλη βαριεστηµάρα, µα την αλήθεια. Καθώς περπατούσε, άκουγε τον ήχο των βηµάτων του – παραλίγο να αποκοιµηθεί κι ο ίδιος, όρθιος. Να πάρει! Κόντευαν µεσάνυχτα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά η βάρδια του θα έληγε κι εκείνος θα ήταν υποχρεωµένος να γράψει στο δελτίο της αναφοράς του εκείνο το καταραµένο «ΟΥΔΕΝ» – κι ένιωθε σχεδόν ένοχος γι’ αυτό. Αλλά και τι να έκανε; Όλες οι προσπάθειές του είχαν πέσει στο κενό – ούτε ένας πρεζάκιας στο δρόµο του ούτε ένας καβγάς, ούτε καν ένας αλλοδαπός δίχως άδεια παραµονής, τίποτα απολύτως. Ένας θόρυβος που του τράβηξε την προσοχή από ένα εγκαταλελειµµένο σπίτι αποδείχθηκε ότι ήταν δυο µαύρες γάτες, αλλά, δυστυχώς, αυτές δεν µπορούσε να τις συλλάβει ακόµα κι αν το ήθελε, διότι µε το που τον είδαν εξαφανίστηκαν. Σκατά κι απόσκατα. Μεσάνυχτα. Τέλος βάρδιας. Εντελώς απογοητευµένος που αυτή η πρώτη του φορά στους δρόµους δε συνοδεύτηκε από κάποιο συγκλονιστικό περιστατικό, στράφηκε για να φύγει. Και τότε, κάποιος παράξενος
θόρυβος του τράβηξε την προσοχή. Βήµατα. Δυνατά και ρυθµικά, λες και κάποιος βάδιζε σε παρέλαση. Έστρεψε το βλέµµα του προς την πηγή του ήχου, αλλά ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπε. Ωστόσο οι αισθήσεις του τέθηκαν σ’ επιφυλακή. Σε λίγο οι άγνωστοι διαβάτες φωτίστηκαν απ’ το φως της κολόνας της ΔΕΗ. Ήταν δυο κατάξανθοι άνθρωποι, ένας άντρας και µια γυναίκα, που βάδιζαν αποφασιστικά προς το άγνωστο. Του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος που περπατούσαν – πολύ δυνατός κι αποφασιστικός, τόσο ξεδιάντροπα φανερός που στο µυαλό του φάνταζε ύποπτος. Αλλά αυτό που τον εντυπωσίασε ακόµα περισσότερο ήταν το ύφος στα πρόσωπά τους. Ή µάλλον η ανυπαρξία ύφους. Ήταν τόσο ανέκφραστοι, που ο Κυριάκος Κουτσούµπας παραξενεύτηκε όσο ποτέ στη ζωή του. Κάτι γινόταν εδώ. Σ’ όσες αστυνοµικές ταινίες είχε δει, όποιοι τύποι βάδιζαν µ’ αυτό τον τρόπο κι είχαν τέτοιο ύφος στη φάτσα τους αργά ή γρήγορα αποδεικνυόταν ότι πήγαιναν να κάνουν έγκληµα. Αποφάσισε να τους σταµατήσει. Βέβαια, έτσι δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία να διαπιστώσει αν αυτό το παράξενο ζευγάρι θα πήγαινε να κάνει έγκληµα, κατά τα λοιπά δε θα µπορούσε να τους συλλάβει για ένα έγκληµα που είχαν µόνο στο µυαλό τους, διότι όπως µάθαινε στην Εγκληµατολογία, «cogitationis poenam nemo patitur»[1], όµως κάλλιστα θα µπορούσε να διερευνήσει τις προθέσεις τους διερευνώντας τις ταυτότητές τους. Ένας απλός έλεγχος. Σε µια τέτοια κοινωνία όπως η σηµερινή, µ’ ολοένα αυξανόµενη εγκληµατικότητα, ένας απλός έλεγχος και µια εξακρίβωση στοιχείων ήταν κάτι παραπάνω από επιβεβληµένες ενέργειες. Και, ποιος ξέρει; Μπορεί να αποδεικνυόταν ότι ήταν Πολωνοί λαθροµετανάστες δίχως άδεια παραµονής. Τόσο ξανθοί, µόνο Πολωνοί θα µπορούσαν να είναι. Δεν είχε παρά να το διαπιστώσει. «Σταθείτε!» φώναξε από πίσω τους. Το ζευγάρι µονοµιάς βιδώθηκε στην άσφαλτο – αλλά δε γύρισε να τον κοιτάξει. Ο Κυριάκος Κουτσούµπας δεν ήθελε να τους τροµάξει, πολλώ δε µάλλον δεν ήθελε να φανεί εκ των προτέρων αυστηρός. Τα όρια µεταξύ µιας απλής εξακρίβωσης στοιχείων και µιας άδικης παρενόχλησης από αστυνοµικό όργανο µπορεί να είναι πολύ δυσδιάκριτα καµιά φορά. «Καλησπέρα σας», είπε. Τώρα το ζευγάρι γύρισε και τον κοίταξε. Η ανυπαρξία ανταπόδοσης µιας το δίχως άλλο ευγενικής καλησπέρας, αλλά κυρίως τα µάτια τους, που ήταν τόσο ανοιχτόχρωµα που µέσα στο µισοσκόταδο έµοιαζαν σχεδόν άσπρα, σαν να µην υπήρχαν καν, τον έκαναν να νιώσει κάπως άβολα. Αν αυτοί οι δυο άνθρωποι ήταν εν δυνάµει κακοποιοί, µάλλον θα το είχαν βάλει στα πόδια. «Τις ταυτότητές σας, παρακαλώ», είπε κάπως αβέβαια. Ο άντρας τον κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο – το ίδιο κι η γυναίκα. Μετά κοιτάχτηκαν και µεταξύ τους. Να πάρει ο διάολος, τα µάτια τους έµοιαζαν µε τα µάτια των φαντασµάτων της ταινίας Η Πύλη. Ήταν εντελώς τροµαχτικά. Πιο τροµαχτική απ’ όλα, βέβαια, ήταν η σιωπή. Ο άντρας έκανε µια κίνηση να βγάλει την ταυτότητα µέσα απ’ το τζάκετ που φορούσε. Μα, τζάκετ, µέσα στο κατακαλόκαιρο;
Έβγαλε κάτι – µόνο που δεν ήταν ταυτότητα. Την ώρα που ο Κυριάκος Κουτσούµπας είδε τη λάµψη κι ένιωσε τη ζεστασιά της σφαίρας ακριβώς στο κέντρο της καρδιάς του, το µόνο που πρόλαβε να σκεφτεί ήταν κάτι που του είχε πει η γιαγιά του στο τηλέφωνο, λίγο πριν βγει γι’ αυτή την πρώτη και τελευταία περιπολία της ζωής του. Η σοφή γιαγιά του είχε πει να φτύσει στον κόρφο του αν στο διάβα του συναντήσει καµιά µαύρη γάτα. Οι µαύρες γάτες είναι κακός οιωνός, κακό συναπάντηµα. Κι αυτός ο βλάκας είχε συναντήσει πριν λίγο δύο µαύρες γάτες µέσα σ’ εκείνο το εγκαταλελειµµένο σπίτι, αλλά στον κόρφο του δεν έφτυσε ούτε καν µία φορά. Ο Αλέξανδρος Κωνσταντινόπουλος πάρκαρε την πανάκριβη Μερσεντές του εντελώς παράνοµα, σ’ ένα χώρο όπου υπήρχε µια ταµπέλα που έβγαζε µάτι ότι απαγορευόταν το παρκάρισµα σ’ όλα τα αυτοκίνητα πλην του ενός µε αριθµό τάδε, το οποίο ανήκε σ’ έναν ανάπηρο. Είχε δει την ταµπέλα, αλλά την έγραψε στην πρόσθετη ανατοµική του λεπτοµέρεια. Το πάρτι στο παρακείµενο µπαρ, στο οποίο πήγαινε, είχε αρχίσει εδώ και πολλή ώρα, είχε ήδη χάσει την αρχή, δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει να ψάχνει νόµιµο πάρκιν! Κι αν ο ανάπηρος ειδοποιούσε τους µπάτσους; Κι αν αυτοί ερχόντουσαν µε κανένα γερανό και του σήκωναν την «κούκλα» του; Χεστήκαµε κι η βάρκα γέρνει. Λεφτά υπήρχαν να φάν’ κι οι κότες. Θα πήγαινε να πληρώσει και θα το έπαιρνε πίσω αµέσως, οποιαδήποτε ώρα και στιγµή. Αλίµονο στους άφραγκους! Έσβησε τη µηχανή και βγήκε. Πήρε µια βαθιά ανάσα, έβγαλε ένα χτενάκι απ’ την τσέπη του παντελονιού του και χτένισε τα µαλλιά του. Ήταν έτοιµος. Όλο και κάποια γκοµενίτσα θα ξετρύπωνε κι απόψε. Συνήθως δεν πήγαινε να διασκεδάσει στο Γκάζι, ο κύκλος του ήταν πλέον άνθρωποι των βορείων προαστίων. Από τότε που έβγαλε τα λεφτά του αιώνα στο Χρηµατιστήριο, παίζοντας έξυπνα κι επενδύοντας αποτελεσµατικά, οι δουλειές του διευρύνθηκαν. Από κει που ήταν ένας απλός συντηρητής καυστήρων, άνοιξε δική του επιχείρηση εγκατάστασης καλοριφέρ και χεζόταν στα φράγκα. Τι σκατά νόηµα είχαν τα Πανεπιστήµια κι οι λοιπές µαλακίες; Το παν στη ζωή είναι να βγάζεις λεφτά και να περνάς καλά. Εκείνος µια φορά το νόηµα το είχε πιάσει – και µαζί και την καλή. Φυσικά, έφυγε απ’ το Περιστέρι όπου κατοικούσε ως τότε – αγόρασε µια µεζονέτα στην περιοχή της Δροσιάς. Τώρα πια τα διέθετε όλα: λεφτά, Μερσεντές, µεζονέτα στη Δροσιά κι ένα επιβλητικό, πολυσύλλαβο όνοµα, που παρέπεµπε κατευθείαν σε µια αριστοκρατική καταγωγή που δεν είχε – και λοιπόν; Τι πείραζε; Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις! Έτσι λοιπόν κι αυτός είχε όλες τις προϋποθέσεις να περνιέται σαν πολύφερνος γαµπρός ακόµα και στους κύκλους της καλής κοινωνίας. Αφού είχε αποδειχθεί και µε το παραπάνω – τα λεφτά ήταν το παν. Αρκεί να έχεις να ξοδεύεις, και κανένας δεν πρόκειται να σου ζητήσει να του µοστράρεις κανένα κωλόχαρτο από κανένα Πανεπιστήµιο του κώλου. Αυτός, βέβαια, δεν είχε κανέναν σκοπό να παντρευτεί. Στα σαράντα του χρόνια διήνυε την καλύτερη περίοδο της ζωής του. Όµορφος, νέος και πλούσιος· τώρα µπορούσε να περνάει καλά. Κι ήξερε τον τρόπο. Είχε βάλει στοίχηµα µε τον εαυτό του να πηδήξει τριακόσιες εξήντα πέντε γυναίκες σε διάστηµα ενός χρόνου. Μάλιστα, η µεγάλη του αδυναµία ήταν οι δεκαοχτάχρονες. Νέες και
φρέσκες, τόσο όσο ακριβώς χρειαζόταν ώστε να µη βρεθεί και στο φρέσκο, στα καλά καθούµενα, για αποπλάνηση ανηλίκου. Σ’ αυτό το πάρτι στο Γκάζι το µαγαζί ήταν γεµάτο από τέτοιες γκοµενίτσες. Είχε κυκλοφορήσει η φήµη ότι θα έσκαγε µύτη και κάποιος τραγουδιστής –του Αλέξανδρου του διέφευγε το όνοµα– κι ως εκ τούτου οι γκοµενίτσες είχαν συρρεύσει στο µπαρ όπως οι µέλισσες στο µέλι. Απόψε είχε σκοπό να πάρει τρεις τέσσερις µαζί και να τις πάει στη µεζονέτα της Δροσιάς, να συνεχίσουν το γλέντι τους εκεί µε όµορφα πράγµατα. Δεν είχε καµία αµφιβολία ότι η επιθυµία του θα πραγµατοποιείτο – οι σηµερινές κοπέλες ήταν πολύ απελευθερωµένες και πρόθυµες να κάνουν τα πάντα, αρκεί να τις πήγαινες βόλτα µε µια τέτοια πανάκριβη Μερσεντές και σε κανένα χλιδάτο µαγαζί να γλεντήσουν, να δείξουν τα µπούτια τους. Εκείνη τη στιγµή χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο Μάκης, ο φίλος του, που τον περίµενε στα ενδότερα της µπαρούκλας µε τις γκόµενες. «Έλα, ρε µαλάκα! Απέξω είµαι! Μπαίνω τώρα... Μπαίνω τώρα είπα!» Τότε η άκρη του µατιού του πολυάσχολου Αλέξανδρου πήρε µια αδιόρατη κίνηση. Ήταν µια κατάξανθη γυναίκα, πολύ όµορφη. Ήταν ντυµένη µε παλιά και φθαρµένα ρούχα κι έσερνε τα βήµατά της, εντελώς ανέκφραστη. Έδειχνε εντελώς αδιάφορη. Αρκετά πιο πίσω της ερχόταν ένας τύπος, εξίσου ξανθός, µε γρήγορα βήµατα – πάντως δεν έµοιαζαν να είναι µαζί. Αν ήταν µαζί, θα τον περίµενε, δεν είχε λόγο να µην τον περιµένει. Ο Αλέξανδρος χαµογέλασε. Ευκαιρία για λίγο τζάµπα καµάκι. Να ξυπνήσει η µαντάµ που κυκλοφορούσε µονάχη της νυχτιάτικα στους δρόµους. Πολύ ωραία γκόµενα, µα το Θεό. «Πού πας µονάχη σου, κουκλάρα µου; Γουστάρεις να σε πάω καµιά βόλτα; Θα περάσουµε καλά!» Η ξανθιά κοντοστάθηκε. Γύρισε και τον κοίταξε. Κάτι παράξενο είχε η εµφάνισή της. Άρχισε να τον πλησιάζει, κοιτάζοντάς τον µ’ αυτά τα σχεδόν άσπρα, παράξενα µάτια της, ναι, αυτό ήταν το παράξενο. Τα µάτια της. Εν τω µεταξύ ο τύπος από πίσω της είχε ζυγώσει πολύ, δυο βήµατα ακόµα και θα βρισκόταν δίπλα της. Όπερ και εγένετο. Oχ, µαλακία έγινε. Μάλλον η κυρία συνοδευόταν τελικά και... Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τι «και» – γιατί σε κλάσµατα δευτερολέπτου η όµορφη ξανθή έβγαλε ένα πιστόλι, του το κάρφωσε στον κρόταφο και πάτησε τη σκανδάλη χωρίς κανένα δισταγµό. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που ο Αλέξανδρος Κωνσταντινόπουλος δεν πρόλαβε καν να δει τη ζωή του να περνάει µπροστά απ’ τα µάτια του. Αυτό που σε τελική ανάλυση είχε σηµασία ήταν ότι, δυστυχώς, οι νύχτες µε τα γλέντια στη µεζονέτα της Δροσιάς, µε τις δεκαοχτάχρονες γκοµενίτσες, τα πιοτά, τα φαγιά και τους πήδους µέχρι τελικής πτώσεως είχαν τελειώσει οριστικά. [1] «Κανένας δεν τιµωρείται για τις σκέψεις του».
ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΜΕΡΑΣ τους βρήκε ξαπλωµένους στο πάτωµα του σαλονιού του σπιτιού τους, ανάµεσα σε ψίχες και ξεραµένα ζυµάρια από πίτσες, χυµένες µπίρες κι αποτσίγαρα. Τα κεφάλια τους γύριζαν – σκέψεις, χιλιάδες µπερδεµένες σκέψεις, πήγαιναν κι έρχονταν άναρχα, ασύνδετα, δίχως ειρµό, δίχως αρχή, δίχως τέλος... Η προηγούµενη νύχτα περιελάµβανε πολλές δραστηριότητες, είχε αποδειχθεί άκρως παραγωγική. Είχαν σκοτώσει δυο ανθρώπους άγνωστους σ’ αυτούς. Δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτούς, ούτε ποιοι ήταν ούτε τι έκαναν ούτε τι άφηναν πίσω τους. Αλλά τι σηµασία είχε; Καµία. Το µόνο που είχε σηµασία ήταν ότι αυτοί οι δυο άγνωστοι άνθρωποι είχαν βρεθεί στο δρόµο τους κι έτυχε να τους τραβήξουν την προσοχή. Οπότε, από κει και µετά, το µόνο που έκαναν ο Λευτέρης κι η Δάφνη ήταν να κάνουν αυτό που ήθελαν. Το πιο παράξενο όλων ήταν ότι ένιωθαν µια ανεξήγητη ευχαρίστηση. Τα είπαµε αυτά, όχι εκδίκηση! Αυτή δεν είχε καµία θέση στην ευχαρίστηση που ένιωθαν. Αν ήταν να πάρουν εκδίκηση, θα πήγαιναν να σκοτώσουν τον Άρη Παγκράτη. Ή κάποιον άλλο, γνωστό, πλούσιο και διάσηµο, κάποιον απ’ αυτούς που, όπως έλεγε ο Παντελής Ζερβός στην ταινία Κατήφορος, «πυροβολούν και σκοτώνουν τους συνανθρώπους των µε ατίµους πράξεις», και µάλιστα το κάνουν και µε το χαµόγελο στα χείλη... Και υπήρχαν πολλοί τέτοιοι στον κόσµο – για την ακρίβεια, ο κόσµος ήταν γεµάτος τέτοιους. Δεν ήταν εκδίκηση, λοιπόν. Αν ήταν, θα επέλεγαν µόνο πλούσιους και διάσηµους. Όµως, δεν υπήρχε λόγος – άλλωστε, όλοι ίδιοι ήταν. Κι ο Λευτέρης κι η Δάφνη, ακόµα και τώρα, ήξεραν πολύ καλά ότι δεν παρίσταναν τους τιµωρούς. Κανέναν δεν ήθελαν να τιµωρήσουν. Έκαναν απλώς το κέφι τους. Όλοι αυτό δεν κάνουν; Το κέφι τους. Δεν έστηναν ενέδρες για να τσακώσουν κάποιο ανυποψίαστο θύµα, δεν έκαναν υπολογισµούς ποιος ήταν ποιος, αν ήταν άντρας, γυναίκα, πλούσιος, φτωχός κι ούτω καθεξής· όλοι ήταν ίδιοι, πανοµοιότυπες εφιαλτικές φιγούρες που αφαιρούνταν απ’ το σκηνικό της ζωής γιατί έτσι έτυχε, φρικτές όµοιες φάτσες που λιγόστευαν γιατί έτσι επέτασσε η παρόρµηση της στιγµής... Προσπαθούσαν να θυµηθούν, αλλά δεν ήταν εύκολο. Πάσχιζαν να επαναφέρουν στη µνήµη τους σκηνές απ’ τη ζωή τους όπως ήταν µέχρι πριν λίγες, ελάχιστες µέρες, αλλά ήταν σαν να µην την είχαν ζήσει αυτοί αλλά κάποιοι άλλοι, άγνωστοι, το µόνο κοινό που είχαν µε τους οποίους ήταν η φάτσα και το όνοµα, κι αν τους συναντούσαν στο δρόµο δεν υπήρχε καµία αµφιβολία ότι θα τους σκότωναν κι αυτούς γιατί είχαν αποδειχθεί ηλίθιοι, βλακωδώς ηλίθιοι – κι ως γνωστόν, οι ηλίθιοι δεν µπορούν να παίρνουν µέρος στο άγριο κι επικίνδυνο παιχνίδι της επιβίωσης. Ο Νικηφόρος, η Βενετία, ο Σωτήρης, ο Σταύρος, ο Μηνάς, η κυρα-Μαρίτσα, η Καίτη αστρολόγος-µέντιουµ, ο κυρ Στάθης, ο Καπιρέλης... αχνές φιγούρες από ένα παρελθόν που δεν υπήρχε πια – ίσως µάλιστα να µην υπήρξε καν ποτέ. Δεν υπήρχε τίποτα πια. Ούτε παιδιά ούτε γείτονες ούτε φίλοι ούτε αδέρφια, τίποτα, κανείς... Δεν υπήρχε κόσµος, πλούσιοι, φτωχοί, άσπροι, µαύροι, γελοίοι ηγέτες που νόµιζαν ότι κρατούσαν τον κόσµο στα χέρια τους, δεν υπήρχαν πόλεµοι, πείνες, σεισµοί, δεν υπήρχε Ιράκ,
δεν υπήρχε Μπους, Αµερικανοί, Ταλιµπάν, χριστιανοί, µουσουλµάνοι... Δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Μόνο το εδώ, το τώρα, το «εµείς». Μόνο αυτά είχαν σηµασία. Και η δύναµη που έχουµε στα χέρια µας – µια δύναµη που είναι πιο γλυκιά γιατί δε µας την έδωσε κανείς, την πήραµε µόνοι µας... Η έκρηξη που αργά ή γρήγορα θα γινόταν στον κόσµο ξεκίνησε από µια µικρή κι ασήµαντη γωνιά της Γης, κάπου σε κάποιο χαµόσπιτο, στην Πετρούπολη, του οποίου οι ένοικοι έκαναν απλώς το κέφι τους – και µαζί µ’ αυτό κι ό,τι καλύτερο µπορούσαν. Η τηλεόραση έπαιζε ρεπορτάζ για τους δυο άγνωστους ανθρώπους που βρέθηκαν σκοτωµένοι σε διαφορετικά σηµεία της Αθήνας. Εκτενέστατα ρεπορτάζ, µε δηµοσιογράφους που εξέφραζαν την ανησυχία τους για την ξαφνική έκρηξη της εγκληµατικότητας... Όλοι αναρωτιούνταν ποιος ήταν ο δράστης, ποια καινούρια συµµορία είχε κάνει την εµφάνισή της στους δρόµους της Αθήνας, όλοι φοβούνταν να κυκλοφορήσουν τις νύχτες, επικίνδυνοι δρόµοι, επικίνδυνος κόσµος... Κι όλοι τους ήταν ανυποψίαστοι. Όλοι φαντάζονταν τρελά σενάρια: ξεκαθάρισµα λογαριασµών, ληστείες, συµµορίες... Κανείς δεν υπολόγιζε τον παράγοντα «τύχη», κανένας δεν µπορούσε να φανταστεί τι συνέβαινε και τι θα εξακολουθούσε να συµβαίνει, από κανενός το µυαλό δεν περνούσε η σκέψη ότι δράστες ήταν δυο άνθρωποι ασήµαντοι κι απλοί, άνθρωποι σαν όλους τους άλλους, µε µια και µόνη διαφορά: αυτοί είχαν πια εξουσία στα χέρια τους. Τόσα χρόνια τους εξουσίαζαν άλλοι. Αλλά όχι πια. Ο καθένας επιβάλλεται πάνω στους άλλους µ’ ό,τι τρόπο διαθέτει – ιστορία γνωστή ήδη από καταβολής κόσµου. Ο Λευτέρης χαµογέλασε φουσκώνοντας από περηφάνια. Στράφηκε στη θηλυκιά του, που τεντωνόταν στο πάτωµα. «Λέω να φύγουµε απ’ το σπίτι για λίγες µέρες». Η θηλυκιά χασµουρήθηκε. «Ο καιρός είναι καλός. Να φύγουµε. Να πάµε να κοιµόµαστε στο βουνό. Θα είναι ωραία εκεί. Πολύ καλύτερα». Η θηλυκιά δεν έβγαλε λέξη απ’ το στόµα της. Τον πλησίασε µπουσουλώντας. Με µια απότοµη κίνηση, έκλεισε την τηλεόραση. Τον κοίταξε, πλησιάζοντας το πρόσωπό της πολύ κοντά στο δικό του, χαµογελώντας παράξενα. Ήταν κάτι παραπάνω από εµφανές ότι η θηλυκιά ήθελε να ζευγαρώσει.
«ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ, µάγκες!» Η στεντόρεια φωνή του Μάκη Αρναούτη έσπασε την ησυχία της νύχτας και την ηρεµία της οδού Μαυροµιχάλη. Βέβαια, όταν είσαι δεκαεφτά χρόνων, το τελευταίο που σε νοιάζει είναι η κοινή ησυχία που πρέπει να προστατεύεται τις µεταµεσονύχτιες ώρες. Άλλωστε, όφειλε ν’ αποχαιρετίσει τα φιλαράκια του, µε τα οποία είχε µοιραστεί εξαίσιες στιγµές πριν λίγο, µε το δέοντα τρόπο. Τα φώτα του κινηµατογράφου Άλφαβιλ άρχισαν να σβήνουν σιγά σιγά. «Θέλεις να έρθεις για καµιά µπιρίτσα;» φώναξε κάποιος απ’ τα φιλαράκια. «Δε λέει, µάγκα µου», απάντησε στα τυφλά ο Μάκης Αρναούτης, έχοντας την πλάτη γυρισµένη. «Άµα φάω τα λεφτά σε µπίρες, δε θα µπορέσω να παρακολουθήσω την αυριανή ταινία – και δε γουστάρω να ζητήσω άλλα φράγκα απ’ τη γριά, γιατί θα µε χέσει πατόκορφα». Πραγµατικά, αυτό που γινόταν εκείνη τη βδοµάδα στον κινηµατογράφο Άλφαβιλ ο Μάκης το περίµενε πώς και πώς: µια ολόκληρη βδοµάδα αφιερωµένη σε γνωστές και καταξιωµένες ταινίες τρόµου, παλιές και καινούριες! Από µικρός είχε σαφή άποψη για τον κινηµατογράφο. Πίστευε ακράδαντα ότι αν µια ταινία δεν περιελάµβανε τουλάχιστον έναν παρανοϊκό δολοφόνο που να κυνηγάει τα ανυποψίαστα θύµατά του νύχτα, διαπράττοντας τουλάχιστον δέκα µε δεκαπέντε άγριους φόνους, δείχνοντας σαφή προτίµηση στα τσεκούρια και τους µπαλντάδες, αν δε χυνόταν άφθονο αίµα κι αν δε χαλούσε ο κόσµος απ’ τα ουρλιαχτά, τότε η ταινία δεν άξιζε µία. Μεγαλώνοντας, αν δεν έβλεπε µία τέτοια ταινία στο απαρχαιωµένο βίντεο του σπιτιού, δεν µπορούσε να κοιµηθεί. Μάλιστα, είχε φροντίσει να γραφτεί σ’ ένα σύλλογο των Εξαρχείων –της γειτονιάς του– µε την επωνυµία «Εραστές των Σπλάτερ Μούβις», οπότε είχε πλέον τη δυνατότητα να απολαµβάνει κι ιδιωτικές προβολές µόνο για τα µέλη του συλλόγου. Οπότε λοιπόν, ήταν κάτι παραπάνω από σαφές ότι θα προτιµούσε να πεθάνει παρά να χάσει το Φεστιβάλ Ταινιών Τρόµου που διοργάνωνε ο κινηµατογράφος Άλφαβιλ αυτή τη βδοµάδα. Καλοκαιράκι, ζέστη, θερινό σινεµαδάκι, άφθονο ποπ κορν και κόκα κόλα λάιτ, έχοντας από πάνω του τον ουρανό µε τ’ άστρα και µπροστά του αίµα και σκοτωµούς να φάν’ κι οι κότες – ό,τι καλύτερο! Άρχισε να κατηφορίζει τη Μαυροµιχάλη µε τα πόδια, µε σκοπό να φτάσει στην Καλλιδροµίου όπου έµενε. Σιγοσφύριζε, ιδιαίτερα ευδιάθετος. Αυτό που του έκανε µια σχετική εντύπωση ήταν ότι στο δρόµο του δε συνάντησε κανέναν ξεχασµένο διαβάτη – αλλά κι η κίνηση των αυτοκινήτων ήταν µάλλον αραιή. Μα τι διάολο, εξαφανίστηκε όλη η πόλη; Τα «µπάνια του λαού», όπως τα αποκαλούσε ο γέρος του, γινόντουσαν τον Αύγουστο! Αλλά τότε θυµήθηκε εκείνη τη λεπτοµέρεια κι έκανε µια αδιάφορη γκριµάτσα. Τον τελευταίο καιρό δεν περνούσε νύχτα που να φέρει ξηµέρωµα και να µην ανακαλυφθεί ένα πτώµα, κάπου, σε κάποια γωνιά της Αθήνας. Χαλούσε ο κόσµος. Τα κανάλια αφιέρωναν ατελείωτες ώρες ν’ αναλύουν το ζήτηµα αυτό. Τόσοι πολλοί σκοτωµοί ήταν πρωτόγνωρο γεγονός ακόµα και για µια πόλη όπως η Αθήνα, που τα τελευταία χρόνια είχε γίνει ιδιαίτερα ανασφαλές ως µέρος για να ζει κανείς. Μάλιστα, το πιο ανησυχητικό ήταν ότι κανείς δεν µπορούσε να δώσει κάποια πληροφορία για την ταυτότητα του δράστη ή των δραστών. Κανείς δεν τους είχε δει – χτυπούσαν κι έφευγαν. Τελείωσε, οι δολοφόνοι ήταν φαντάσµατα! Ο Μάκης έβγαλε την ετυµηγορία του, η οποία
του φάνηκε ιδιαίτερα αστεία. Φαντάσµατα ξεφαντάσµατα, πάντως, σηµασία είχε ότι οι πολίτες είχαν καταληφθεί από φόβο κι ανησυχία κι απέφευγαν να κυκλοφορούν νυχτιάτικα στους δρόµους. Κι η µάνα του τον έψελνε νυχθηµερόν να κλειστεί στο σπίτι και να κόψει τα περιττά σουλάτσα. Αµ δε σφάξανε! Αυτός, ρε, ήταν νέος, ήταν σχεδόν παιδί! Όλοι γνωρίζουν ότι οι δεκαεφτάχρονοι νεαροί που κοιτάζουν τη δουλίτσα τους και πάνε απλώς κανένα σινεµαδάκι να περάσουν καλά δεν κινδυνεύουν ποτέ κι από κανέναν! Πάνω που πήγαινε να στρίψει απ’ τη Μαυροµιχάλη για να µπει στην Καλλιδροµίου, διαπίστωσε για άλλη µια φορά πόσο µαλάκες ήταν οι πολιτικοί. Μια ζωή τα ίδια! Ορίστε, οι κολόνες της ΔΕΗ! Οι λάµπες ήταν σβησµένες και κανένας µαλάκας δεν είχε φροντίσει ν’ αποκαταστήσει τη βλάβη! Αλλά βέβαια, µήπως τους νοιάζει και καθόλου; Προχωρώντας στον έρηµο δρόµο, είδε ότι το σκοτάδι ήταν γενικότερο. Ποιος ξέρει, µάλλον πρέπει να είχε γίνει κάποιου είδους διακοπή ρεύµατος σ’ εκείνο το οικοδοµικό τετράγωνο, διότι δεν έβλεπε πουθενά ούτε µια τόση δα υποψία φωτός. Ασυναίσθητα βγήκε κι άρχισε να περπατάει στη µέση του δρόµου, µε µόνο το φως του φεγγαριού να φωτίζει τα βήµατά του· ευτυχώς που υπήρχε κι αυτό, γιατί αλλιώς µπορεί να σκουντουφλούσε και πουθενά... Η βαθιά ησυχία που επικρατούσε είχε αρχίσει να του τσιτώνει τα νεύρα. Όφειλε να οµολογήσει στον εαυτό του ότι ήταν και κάπως επηρεασµένος απ’ την ταινία που είχε δει πριν λίγο: σε κάποια σκηνή, κάποιος νεαρός περπατούσε σ’ έναν έρηµο δρόµο, εντελώς ανυποψίαστος, και τότε, εντελώς ξαφνικά, από κάποια σκοτεινή γωνία κάποιος πέταξε µπροστά του ένα πτώµα σε δόσεις – πρώτα το κεφάλι, κι έπειτα το σώµα. Αίµατα, µυαλά, της κακοµοίρας έγινε. Φυσικά, επακολούθησε χαµός. Ξεκίνησε µια ξέφρενη καταδίωξη στα σκοτεινά, µε υπόκρουση σατανική µουσική και τον ήχο της ξετρελαµένης ανάσας του νεαρού που έτρεχε για να σωθεί, αλλά φυσικά, όπως γίνεται πάντα στις ταινίες φρίκης, ο νεαρός δε σώθηκε. Σκουντούφλησε ο ηλίθιος σ’ ένα φράχτη που πήγαινε να σκαρφαλώσει κι ο δολοφόνος τον πρόλαβε. Ο Μάκης δεν ήθελε να θυµηθεί τι έγινε µετά. Άλλωστε ήταν επικεντρωµένος στον ήχο των βηµάτων του· αυτός ο λαστιχένιος ήχος απ’ τις σόλες των παπουτσιών του είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα – έµοιαζε µε σατανικό τρίξιµο. Ντράπηκε για τον εαυτό του, αλλά ευτυχώς ήταν µόνος του, άρα µπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε δίχως το φόβο της πρόγκας απ’ τα φιλαράκια του. Έπνιξε την ντροπή του κι έριξε µια γοργή µατιά πίσω του – απ’ όπου, ως γνωστόν, ξεφυτρώνει πάντα το κακό συναπάντηµα. Ευτυχώς που το έκανε, τελικά, γιατί, έστω και µε την άκρη του µατιού του, αµέσως έπιασε µια ανεπαίσθητη κίνηση. Δυο σκοτεινές φιγούρες γλιστρούσαν πίσω του µε ύποπτο τρόπο κι όταν αντιλήφθηκαν ότι αυτός γύρισε να δει, εξαφανίστηκαν απ’ το οπτικό του πεδίο. Μα τον Ντάριο Αρτζέντο[1], όλ’ αυτά ήταν πολύ ύποπτα· παραλίγο να ουρλιάξει έντροµος, αλλά την τελευταία στιγµή το µετάνιωσε. Εκεί ήταν η γειτονιά του, διάολε! Φαντάζεσαι να έβαζε τις φωνές, να έβγαινε κανένας γείτονας στο µπαλκόνι και τελικά να αποδεικνυόταν ότι οι σκοτεινές φιγούρες ήταν φιλήσυχοι διαβάτες ή, ακόµα χειρότερα, γείτονες κι οι ίδιοι; Μετά από ένα τέτοιο ρεζιλίκι, το µόνο που του έµενε ήταν ν’ αλλάξει γειτονιά – γιατί αν έµενε εκεί, δε θα ξανάβγαινε ποτέ απ’ το σπίτι απ’ την ντροπή του.
Κι έτσι, κατάπιε το ουρλιαχτό κι απλώς άνοιξε το βήµα του. Δυστυχώς, όπως ακριβώς στις ταινίες, έτσι και στην αληθινή ζωή, ένα υποψήφιο θύµα πάντα παίρνει τις λάθος αποφάσεις – οι οποίες συνήθως αποβαίνουν µοιραίες. Δεν είχε πια καιρό να µετανιώσει για τη λάθος απόφαση που πήρε. Απλά, όταν είδε µια τεράστια ασηµένια λεπίδα-µπαλντά τεµαχισµού βοοειδών ν’ αστράφτει στο φως του φεγγαριού κι αµέσως µετά να προσγειώνεται στο κεφάλι του, το µόνο που πρόλαβε να σκεφτεί ήταν ότι απόψε του έλαχε να είναι κι ο ίδιος πρωταγωνιστής σε µια απίστευτα ρεαλιστική ταινία τρόµου κι ότι, οπωσδήποτε, αυτή η ταινία δεν επρόκειτο να έχει καλό τέλος. Η κυρία Χρυσούλα Κελτσεµένη ήταν µια ιδιαίτερα θρησκευόµενη γυναίκα. Παρά τα ογδόντα της χρόνια, παρά τη δυσκολία της στο βάδισµα –µια προϊούσα ατροφία είχε καταστήσει σχεδόν άχρηστο το δεξί της πόδι εδώ και πολλά χρόνια–, δεν υπήρχε περίπτωση να µην εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα µε συνέπεια κι αφοσίωση. Αν χρειαζόταν, αν αυτό επέβαλλε το πνεύµα των ηµερών, πήγαινε στην εκκλησία ακόµα και µεταµεσονύχτιες ώρες. Πόσω µάλλον τώρα που ξηµέρωνε κι η γιορτή του Αϊ-Παντελεήµονα, του Ιαµατικού... Χήρα εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δίχως παιδιά, ζούσε ολοµόναχη σε µια µικρή ισόγεια µονοκατοικία στα Κάτω Πατήσια. Όταν έχασε τον άντρα της, ένιωσε ότι έχασε όλο τον κόσµο – οπότε βρήκε µεγάλη παρηγοριά στο πρόσωπο του Χριστού. Τα λόγια Του, η διδασκαλία Του, η ζωή Του και το παράδειγµά Του, όπως επίσης και τα θρησκευτικά βιβλία που περιείχαν φωτισµένους πατερικούς λόγους κι η εν γένει ενασχόλησή της µε τα εκκλησιαστικά έγιναν το µοναδικό της καταφύγιο. Σε µια γειτονιά όπου βασίλευε η αποξένωση των ανθρώπων µεταξύ τους, η θρησκεία ήταν για την κυρα-Χρυσούλα το φάρµακο που την κρατούσε στη ζωή – παίρνοντας το φάρµακο αυτό θα µπορούσε ν’ αντέχει τη ζωή της, ώσπου να αποφάσιζε ο Κύριος να την πάρει κοντά Του, και κοντά στον πολυαγαπηµένο σύζυγό της, βεβαίως. Εφάρµοζε το λόγο του Χριστού µε συνέπεια. Απ’ τη σύνταξη που έπαιρνε κρατούσε µόνο ένα µικρό, ελάχιστο µέρος, όσο για ένα πιάτο φαΐ και για κάνα λογαριασµό οργανισµού κοινής ωφελείας – τα υπόλοιπα τα µοίραζε στους φτωχούς. Μ’ ένα τέτοιο ιστορικό, πίστευε ότι είχε το δικαίωµα να ζητήσει κάτι µικρό απ’ τον καλό Θεό κι Εκείνος να µην την κάψει για την αλαζονεία της. Τον παρακαλούσε λοιπόν να µην την αφήσει να πάθει εγκεφαλικό. Και µόνο στη σκέψη ενός πιθανού εγκεφαλικού, που θα την άφηνε παράλυτη, να βρεθεί να πεθάνει αβοήθητη σε κανένα άθλιο γηροκοµείο, µακριά απ’ το σπίτι της και τα θρησκευτικά βιβλία της, η Χρυσούλα Κελτσεµένη έτρεµε σύγκορµη – χίλιες φορές προτιµούσε να πάθει καµιά εµβολή και να πάει µια κι έξω ή να την πατήσει αυτοκίνητο ή έστω να µπει µέσα στο φτωχικό της κανένας επίδοξος ληστής κι απ’ τα νεύρα του που δε θα έβρισκε τίποτα να τη φιλοδωρήσει και µε καµιά µαχαιριά που θα την άφηνε στον τόπο παρά εγκεφαλικό. Αυτό ήταν ένας απ’ τους λόγους που πήγαινε κούτσα κούτσα στην εκκλησία του ΑϊΠαντελεήµονα απ’ τα µαύρα χαράµατα – Ιαµατικός ήταν, η γιορτή του ξηµέρωνε, άρα θα µπορούσε να κάνει και καµιά χάρη σε κανένα χριστιανό, λόγω της µέρας... Τώρα τελευταία κουραζόταν εύκολα, η απόσταση απ’ το σπίτι της ως την εκκλησία τής φαινόταν ατέλειωτη. Καµιά τρακοσαριά µέτρα απόσταση απ’ τον Ιερό Ναό, κοντοστάθηκε να πάρει µια ανάσα. Και τότε, είδε κάτι που δεν µπορούσε να εξηγηθεί µε τη λογική.
Η όρασή της όµως ήταν θαυµάσια, άρα το µόνο που της έµενε να πιστέψει ήταν ότι, δυστυχώς, παρά τις προσευχές και τις µετάνοιες, δεν µπόρεσε τελικά ν’ αποφύγει το εγκεφαλικό – µόνο ένα εγκεφαλικό θα µπορούσε να δηµιουργήσει τέτοιες αδιανόητες εικόνες. Δεξιά της, ανάµεσα σε δυο αυτοκίνητα µε την ένδειξη «εγκαταλειµµένο», κάθονταν κατάχαµα στο δρόµο δυο υπερβολικά ξανθοί άνθρωποι κι έτρωγαν κάτι. Ύψιστε Κύριε, έτρωγαν ωµό κρέας! Μα... όχι, αδύνατον! Οι ξανθοί άνθρωποι ξεκοκάλιζαν ένα ανθρώπινο κεφάλι! «Τ... τι κ...κάνετε αυτού;» ψιθύρισε κατάπληκτη η γιαγιάκα. Οι ξανθοί άνθρωποι την κοίταξαν µε τα υπερβολικά ανοιχτόχρωµα, σχεδόν υπόλευκα µάτια τους. Και µετά... Ό,τι ακολούθησε µετά ήταν οπωσδήποτε παρενέργεια του εγκεφαλικού που είχε πάθει δίχως να το καταλάβει. Βέβαια, της έκανε µια σχετική εντύπωση που ένα εγκεφαλικό µπορούσε να δηµιουργεί τόσο ζωντανές, τόσο ζωηρές παραισθήσεις. Μόνο ο φρικτός πόνος δεν της προξένησε καµία εντύπωση. Ήξερε ότι ο θάνατος ήταν ένα οδυνηρό γεγονός. Το έγραφε κι η Νεκρώσιµος Ακολουθία. [1] Ιταλός σκηνοθέτης ταινιών φρίκης.
Η ΒΑΛΙΤΣΑ είχε αρχίσει να πηγαίνει µακριά. Ο Ιούλιος είχε φτάσει στο τέλος του. Κάθε µέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό που περνούσε ο Λευτέρης κι η Δάφνη Ματζιούρη γλιστρούσαν όλο και πιο βαθιά στον παράξενο κόσµο της λογικής του παραλόγου – δεν είχε περάσει νύχτα που να µην αφήσουν πίσω τους τουλάχιστον ένα πτώµα, καµιά φορά και δύο, τρία... Κι όχι µόνο αυτό, είχαν κάνει κι άλλες φοβερές φρικαλεότητες, δοκιµάζοντας τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και της ψυχικής δύναµης. Τελικά αποδείχθηκε περίτρανα ότι ένας άνθρωπος είναι ικανός για τα πάντα – όσο κι αν µερικές φορές και µόνο στη σκέψη κάποιων πραγµάτων σφαλίζει τα µάτια του µε φρίκη και το στοµάχι του παθαίνει σπασµούς απ’ την αηδία. Κι όµως, αντί να αισθάνονται ωραία που έκαναν το κέφι τους, που έκαναν αυτό που ακριβώς ήθελαν δίχως φραγµούς, όρια κι απαγορεύσεις από νόµους Θεού κι ανθρώπων, αντί έστω να µην αισθάνονται απολύτως τίποτα, ένα απέραντο λυτρωτικό κενό που να συνοδεύεται από απουσία µνήµης κι αίσθησης, αυτοί ένιωθαν όλο και πιο απαίσια, µια φρικτή γεύση πλυµµύριζε το είναι τους, λες κι είχαν µονίµως στο στόµα τους σκουλήκια. Κι όσο πιο απαίσια ένιωθαν, όσο πιο φρικτή ήταν η γεύση που τους πληµµύριζε, τόσο πιο τυφλή ήταν η βία που ασκούσαν πάνω στους αγνώστους – κι αυτό άρχισε να ενέχει τον κίνδυνο να τους πιάσουν. Μέχρι στιγµής είχαν σταθεί εντός εισαγωγικών τυχεροί, κανείς δεν τους είχε δει, κανείς δεν µπορούσε να τους περιγράψει στην Αστυνοµία. Στο σπίτι µπαινόβγαιναν σε ώρες που η γειτονιά κοιµόταν ή δούλευε, το βουνό είχε γίνει ως επί το πλείστον η κρεβατοκάµαρά τους... Όµως, θα ’ταν καµιά δυο µέρες, έτυχε να τους δει ο Σωτήρης ο γείτονας την ώρα που έµπαιναν ή έβγαιναν, δε θυµόντουσαν καλά. Το ύφος του ήταν πολύ περίεργο. Αλλά, βέβαια, κι οι ίδιοι ήταν σκιές των παλιών τους εαυτών. Εξωτερικά µπορεί να µην άλλαξαν παρά ελάχιστα – εξαιρουµένου του ότι ο Λευτέρης είχε αφήσει µούσι κι ότι είχαν κι οι δυο τους αδυνατίσει κι ότι είχαν αφήσει τα µαλλιά αχτένιστα, να µακραίνουν... τέλος πάντων, κατά τα άλλα παρέµεναν ίδιοι. Ίσως την προσοχή του Σωτήρη να την είχε τραβήξει η µυρωδιά – δεν... δεν έκαναν πια µπάνιο επί καθηµερινής βάσεως όπως παλιά. Ίσως όµως πάλι... Ίσως ο Σωτήρης να είχε µυρίσει πάνω τους την... την αλλαγή. Όπως κι αν είχε, ο κλοιός γύρω τους άρχιζε να στενεύει. Και το πιο φοβερό απ’ όλα ήταν ότι ένιωθαν, κι ας µη το έλεγαν µε λόγια ο ένας στον άλλο, πως ο κλοιός είχε αρχίσει να στενεύει επικίνδυνα και µέσα τους. Σωρεία πραγµάτων συνέβαιναν, το ένα πάνω στ’ άλλο. Εκείνη την ώρα, καθώς βράδιαζε, βρίσκονταν µέσα στο σπίτι τους και πηγαινοέρχονταν σαν θηρία στα κουβιά τους. Αν τους επισκεπτόταν κάποιος που τους ήξερε απ’ τα παλιά, θα πάθαινε σοκ – το πάλαι ποτέ σπιτάκι που άστραφτε απ’ την καθαριότητα τώρα είχε µεταµορφωθεί σε στάβλο βρόµας και δυσωδίας, καθώς και σε αποθήκη συσσώρευσης άχρηστων πραγµάτων: βρόµικα πλαστικά πιάτα, ποτήρια και µαχαιροπίρουνα, χρησιµοποιηµένες χαρτοπετσέτες, κουτιά από πίτσες, κι όλ’ αυτά ανάµεσα σε εκατοντάδες εφηµερίδες, σκορπισµένες και πεταµένες εδώ κι εκεί. Εφηµερίδες που διατυµπάνιζαν τα έργα και τις ηµέρες των ενοίκων του στάβλου – δίχως
βεβαίως να τους κατονοµάζουν, εφόσον δεν τους ήξεραν. Παρέµεναν άγνωστοι. Εδώ και λίγες µέρες, όµως, περίεργα πράγµατα συνέβαιναν. Οι εφηµερίδες άρχισαν να περνούν αυτούς τους ανεξιχνίαστους όσο κι ανεξήγητους µε την κοινή λογική –λόγω ελλείψεως σαφούς κινήτρου– θανάτους στα ψιλά τους. Το ίδιο και τα κανάλια – τέρµα πια οι εκποµπές µε τις µαλακίες και τις αναλύσεις επί αναλύσεων, για την αύξηση της εγκληµατικότητας, για τα µέτρα που πρέπει να παρθούν κι όλες τις υπόλοιπες άσκοπες µπουρδολογίες απ’ τους γιαλαντζί ειδήµονες. Ένα λεπτό στις ειδήσεις – και µετά τίποτα. Η ζωή συνεχιζόταν κανονικότατα, κανείς δε νοιαζόταν για τους αδικοσκοτωµένους αγνώστους, εκτός ίσως απ’ τη µάνα τους, αν είχαν. Η ζωή συνεχιζόταν, σ’ εκείνο τον ατέρµονο, προαιώνιο, ενοχλητικά αδιάφορο ρυθµό της. Κανένας πια δεν έδινε σηµασία στην ξαφνική έξαρση της βίας· πολύ περισσότερο, κανείς δεν έβαλε κάτω το µυαλό του να σκεφτεί τον πιθανό –ακόµα κι απίθανο– συµβολισµό που κρυβόταν πίσω απ’ όλους αυτούς τους σκοτωµούς. Στην αρχή ίσως, αλλά όχι πια. Και να πει κανείς πως είχε περάσει καιρός... όλ’ αυτά έγιναν µέσα σ’ ένα µήνα, κι όµως τις τελευταίες µέρες αυτού του ίδιου µήνα έδειχναν να έχουν ξεχαστεί, λες και συνέβησαν πριν µερικούς αιώνες, σε µια ξεχασµένη εποχή... Η σκόνη των ηµερών είχε κατακαθίσει κι οι σκοτωµοί έγιναν κάτι συνηθισµένο – κι ο κόσµος δεν αντιδρούσε πια. Ενδεχοµένως φοβόταν για το τοµάρι του, να µη βρει αυτόν το κακό νυχτερινό συναπάντηµα, αλλά κατά τα λοιπά, ουδέν. Εφόσον όλ’ αυτά δεν τους αφορούσαν προσωπικά, συνέχιζαν όλοι κανονικότατα τη ζωούλα τους, τη δουλίτσα τους, το σπιτάκι τους, τα παιδάκια τους, τα προβληµατάκια τους και τις µικροχαρούλες και µικρολυπίτσες τους, διανθίζοντας την καθηµερινότητα και µε συζητήσεις για ό,τι γινόταν στον απέραντο κόσµο, τσουνάµια, σεισµός στην Ιαπωνία µε χίλιους νεκρούς, έκρηξη παγιδευµένου αυτοκινήτου στο Ιράκ, διάγγελµα του Μπους στον αµερικανικό λαό, εισβολή των Ισραηλινών στρατευµάτων στη Λωρίδα της Γάζας, καθίστε στ’ αβγά σας, µωρέ, καλά είµαστε εµείς εδώ στην Ψωροκώσταινα, πού πάει ο κόσµος, Θεέ µου... Κανένας δε νοιαζόταν, κανείς δεν αντιδρούσε. Η ζωή κυλούσε κανονικά, σαν επεισόδιο απ’ τη Λάµψη. Όσο το συνειδητοποιούσαν αυτό ο Λευτέρης κι η Δάφνη Ματζιούρη, τόσο περισσότερο βούλιαζαν στο χάος. Και το χειρότερο όλων ήταν ότι τώρα πια δεν υπήρχε γυρισµός – δεν είχαν πουθενά πια να πάνε. Πισωγυρίζοντας, θα ήταν σαν να παραδέχονταν πως έκαναν µια µεγάλη τρύπα στο νερό, ότι όλ’ αυτά έγιναν δίχως νόηµα, δίχως σκοπό, και τότε... τότε το µόνο που τους απέµενε τους τρόµαζε σαν Κόλαση, το φοβόντουσαν µ’ ένα φόβο πρωτόγονο, αρχέγονο, όπως το φυσικό φόβο των ζώων για τη φωτιά. Τόσες µέρες είχαν αλλάξει γνώµες, ιδέες, αντιλήψεις κι αποφάσεις για τα πάντα, µε τόσο µεγάλη ταχύτητα, που στο τέλος ζαλίζονταν και κατέληγαν να κάνουν εµετό στα πατώµατα, οπότε άφηναν να πράγµατα να κυλάνε µόνα τους, χωρίς ιδιαίτερους προβληµατισµούς που µόνο αναστάτωση στο στοµάχι προκαλούσαν. Στην αρχή ορκίζονταν στους δύστυχους εαυτούς τους ότι είχαν κλείσει τους λογαριασµούς τους µε τη λέξη «εκδίκηση». Όµως, την ώρα που αφαιρούσαν µια ανυποψίαστη ανθρώπινη ζωή ένιωθαν το δίχως άλλο ευχαρίστηση. Ευχαρίστηση που είχαν στα χέρια τους εξουσία για µια φορά στη ζωή τους κι αυτοί, οι ως τα χτες ασήµαντοι, ευχαρίστηση επειδή κάθε σφαίρα ή κάθε µαχαιριά ή κάθε βρόγχος γύρω απ’ το λαιµό των αγνώστων ήταν ένα βαρύ πλήγµα στο
σώµα της χοντρής και πλαδαρής κοινωνίας. Όµως... όµως κι αυτή η ευχαρίστηση σιγά σιγά άρχισε να σβήνει, να χάνεται. Αυτή η πλήρης απαξίωση, αυτή η απόλυτη περιφρόνηση στους πάντες και τα πάντα που εκφραζόταν µε την αφαίρεση µιας ανθρώπινης ζωής έγινε µια µηχανική διαδικασία, όπως το κατούρηµα ή το σβήσιµο ενός τσιγάρου. Κι αντί για ευχαρίστηση, άρχισε να γίνεται φρικτή γεύση στο στόµα – κι αντί για πλήρης ελευθερία, έγινε µια άνευ προηγουµένου σκλαβιά, µε την οποία δε θα µπορούσε να συγκριθεί καµία φυλακή, κανένα ανήλιαγο µπουντρούµι, όσο βαθιά και να βρισκόταν, ακόµα και στα έγκατα της γης. Ποια ευχαρίστηση; Η έννοια «ευχαρίστηση» προϋποθέτει ικανότητα να νιώθει κανείς – κι απ’ την άποψη αυτή το ζεύγος Ματζιούρη δε διέφερε πια από ένα ντουβάρι. Ίσως όµως πάλι τα πράγµατα να µην ήταν ακριβώς έτσι. Χάος. Χάος, γιατί ένιωθαν. Παρά τα όσα πίστευαν περί του αντιθέτου, αυτοί εξακολουθούσαν να νιώθουν. Και µπορεί να µην ένιωθαν τύψεις επειδή σκότωναν αδιακρίτως όποιον τύχαινε να βρεθεί στο δρόµο τους, ένιωθαν όµως οργή που κανένας δε φαινόταν να νοιάζεται γι’ αυτό, εκτός ίσως απ’ την Αστυνοµία, που µάλλον είχε εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για να τους βρει – µάλλον, όχι σίγουρα. Σηµασία είχε ότι ένιωθαν. Ούτε ευχαρίστηση ούτε εκδίκηση – οξύµωρο. Όταν νόµιζαν ότι δεν ένιωθαν τίποτα, όλα ήταν πολύ καλύτερα – τώρα ήταν φρικτά και δίχως κανένα αποτέλεσµα. Και κάθε φόνος γινόταν ακόµα ένα βήµα που οδηγούσε αργά και σταθερά στην Κόλαση. Η ζωή συνεχιζόταν. Τίποτα δεν άλλαξε. Κανένας δεν αφυπνίστηκε. Κι οι ίδιοι βούλιαζαν στην απέραντη θάλασσα του Τίποτα. Φυλακισµένοι, για µια ζωή. Όχι, ήταν αδύνατον να συνεχίσουν να ζουν άλλο έτσι. Ήταν εξίσου αδύνατον και το να πεθάνουν, γιατί τους τρόµαζε αυτό που τους περίµενε µετά. Αν η Κόλαση ήταν τόπος µαρτυρίου µε φλόγες και καζάνια, τότε θα ήταν ωραία – θα επιζητούσαν να βρεθούν εκεί µια ώρα αρχύτερα. Για φαντάσου, όµως, να ήταν κάπως αλλιώς! Για φαντάσου Κόλαση να είναι δυο βασανισµένες ψυχές που τριγυρίζουν στον κόσµο αόρατες, κουβαλώντας για µια αιωνιότητα το βάρος των αναµνήσεών τους, µην µπορώντας να κάνουν τίποτα για να το ξεφορτωθούν και να περιφέρονται δυστυχισµένες και συναισθανόµενες ότι όλη η ζωή τους, όλα, τα πάντα, όσα έκαναν, όσα σκέφτηκαν, όσα θέλησαν, δεν ήταν παρά ένα µεγάλο, ένα τραγικό, ένα βαρύτατο λάθος... Τα σκεφτόντουσαν αυτά τις τελευταίες δυο τρεις µέρες, αλλά κανένας δεν τολµούσε να τα πει στον άλλο, από φόβο για το άγνωστο. Ώσπου ο Λευτέρης δεν άντεξε. Χτες, το τελευταίο τους θύµα ήταν ένας κακοµοίρης χρήστης ναρκωτικών. Τον είδαν να κάθεται σ’ ένα σκοτεινό παρκάκι µε τη σύριγγα στο χέρι – κι ο κακοµοίρης δεν πρόλαβε να κάνει την ενεσούλα του, να πάει τουλάχιστον ευχαριστηµένος. Έψαξε στην τσέπη του και βρήκε τα λάφυρα που έκλεψε απ’ την τσέπη του µακαρίτη – ήταν τέσσερις δόσεις ηρωίνης. Τις έβγαλε και τις κοίταξε. Έπειτα στράφηκε και κοίταξε τη Δάφνη. «Έχεις σύριγγα;» ρώτησε βαριά. Δίχως να πει τίποτα, η Δάφνη κατευθύνθηκε στο σπασµένο πρόχειρο φαρµακείο του µπάνιου.
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΦΕΥΓΕ, έσβηνε σιγά σιγά σαν κερί που έλιωνε κι ο Ιούλιος έφερε τον Αύγουστο, κι ο Αύγουστος το Σεπτέµβριο, την αρχή του φθινοπώρου και µαζί του την πικρή γεύση στο στόµα που αφήνει κάτι ωραίο που κρατάει λίγο και τελειώνει γρήγορα... Αυτά βέβαια ίσχυαν για όλους τους άλλους, όχι για τον Λευτέρη και τη Δάφνη Ματζιούρη. Τέσσερις δόσεις ήταν αρκετές – τέσσερις φορές, που µε µια σύριγγα έβαλαν στη φλέβα τους την πολύτιµη ουσία του θανάτου, ήταν αρκετές για να τους βγάλουν οριστικά κι αµετάκλητα απ’ τη ζωή που είχαν ζήσει ως τότε και να τους βάλουν σε µια άλλη, σε µια ζωή όπου ο χρόνος δεν είχε καµία σηµασία, οι µέρες κι οι νύχτες κυλούσαν αδιάφορα και πανοµοιότυπα – το µόνο που είχε πια σηµασία ήταν να µπορούν να εξασφαλίζουν καθηµερινά τον γλυκό θάνατο που είχαν οι ίδιοι επιλέξει. Πραγµατικά, ο παράξενος κόσµος των εξαρτησιογόνων ουσιών ήταν ο µόνος δρόµος που τους έµενε να πάρουν, η µόνη τους λύση – ως εκείνη την πρώτη φορά, είχαν χιλιάδες προβλήµατα, σωστό βουνό. Τουλάχιστον αποφασίζοντας µε τη θέλησή τους να µπλέξουν µε την πρέζα, ήξεραν, αν µη τι άλλο, ότι από τότε και µετά θα είχαν µόνο ένα. Την αγωνιώδη αναζήτησή της. Την Κόλαση και τον Παράδεισο µαζί. Είναι στ’ αλήθεια απίστευτο το πόση εξαθλίωση µπορεί να συσσωρευτεί πάνω σ’ ένα ανθρώπινο πλάσµα – ένα πλάσµα φτιαγµένο κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωσιν Θεού, το οποίο όµως φτάνει στο σηµείο να χάσει και τα τελευταία ίχνη της ανθρώπινης υπόστασής του και να µοιάζει µε θλιβερή καρικατούρα που ακόµα κι η ανθρώπινη όψη της µοιάζει να φθίνει σιγά σιγά. Δε σε νοιάζει τίποτα πια – δε µιλάς, δε γελάς, δεν τρώς, δεν κοιµάσαι, δε νοιάζεσαι, δε σκέφτεσαι, δε θυµάσαι... γίνεσαι ένα µονάχο ζώο που αναζητά απελπισµένα µια λεία άπιαστη, που όσο την πλησιάζεις, τόσο αυτή ξεφεύγει και τόσο µεγαλώνει η απόγνωση κι η απελπισία σου και βουλιάζεις όλο και πιο βαθιά µέσα στην Άβυσσο, έτοιµος ανά πάσα στιγµή να κάνεις τα πάντα, να υποστείς κάθε εξευτελισµό, όλη την απαξίωση που επιφυλάσσει ο σκληρός κόσµος των θηρίων για τους αδύναµους και τους ανήµπορους... αλλά εσύ καλοδέχεσαι τη µοίρα σου, αρκεί να µπορέσεις να βρεις λίγο απ’ αυτό που έγινε το µοναδικό ελιξίριο της ζωής και του θανάτου σου µαζί... Μέσα σ’ ένα και µόνο ζεστό µήνα Αύγουστο, ο Λευτέρης κι η Δάφνη είδαν να γκρεµίζεται ολόκληρος ο κόσµος και µέσα απ’ τα τραγικά χαλάσµατα ν’ αποκαλύπτεται η φοβερή αλήθεια, γυµνή κι ολοκάθαρη, εν πλήρη δόξη: η κοσµοθεωρία της πίστης, της αγάπης, της ελπίδας, της αδερφοσύνης δεν ήταν παρά άθλια ψέµατα, κακόγουστη παράσταση που εξυπηρετούσε τον κατ’ επίφασιν πολιτισµό κι είχε φτιαχτεί ειδικά για να εξαπατά κατ’ εξακολούθηση το Δηµιουργό Θεό και τους ανθρώπους. Τώρα, που οι δυο τους είχαν µετατραπεί σε εξαθλιωµένους πρεζάκηδες, συνειδητοποιούσαν σ’ όλο της το µεγαλείο πόσο άγρια, πόσο απάνθρωπη ζούγκλα ήταν στην πραγµατικότητα αυτός ο κόσµος στον οποίο τόσα χρόνια ζούσαν: µα, φυσικά, ένας πρεζάκιας δεν είναι πλέον άνθρωπος! Είναι ένα µίασµα, µια βροµερή µύξα, που πρέπει πάση θυσία να εντοπιστεί και να εξαφανιστεί για να µη µολύνει και τους άλλους, τους άσπιλους κι αµόλυντους. Οι πρεζάκηδες πρέπει ν’ αποµονωθούν, να χαθούν απ’ το πρόσωπο της Γης κι απ’ τα µάτια µας – κι εµείς, σαν καλοί χριστιανοί που είµαστε, οφείλουµε να παρακαλούµε το Δηµιουργό να τους πάρει από δω, για να ξεκουραστούν κι αυτοί, αλλά κι εµείς να µένουµε ήσυχοι και βέβαιοι για την καθαρότητα του ανθρώπινου είδους... Μπροστά στη θέα ενός δυστυχισµένου ανθρώπου, εξαθλιωµένου και µε τις φλέβες
κατατρυπηµένες, οι... βαθιές χριστιανικές αρχές του κόσµου υποχωρούσαν – προσωρινά βέβαια, ίσα µέχρι ν’ αποκατασταθεί η διασαλευθείσα τάξη! Η Δάφνη κι ο Λευτέρης το έβλεπαν ολοκάθαρα αυτό να συµβαίνει, στο έντροµο βλέµµα µιας µάνας που κάλυπτε βιαστικά τα µάτια του παιδιού της «για να µη δει τι περνάει από µπρος του», στην αηδιασµένη έκφραση των θαµώνων κάποιας καφετέριας – να πάρει ο διάολος, ούτε έναν καφέ δεν µπορεί να πιει ήσυχος κανείς χωρίς να είναι αναγκασµένος να βλέπει αυτό το άθλιο θέαµα ανθρώπων βρόµικων κι αποστεωµένων, µε τις µύξες τους να τρέχουν, κάτσε να τολµήσουν να έρθουν ως εδώ και να ζητιανέψουν και τότε θα δεις τι έχει να γίνει! Το έβλεπαν παντού, στην άρνηση των καλών χριστιανών να προσφέρουν µια δραχµή ή έστω ένα ποτήρι νερό – οι καλοί χριστιανοί βεβαίως και υπηρετούν µ’ αυταπάρνηση τις χριστιανικές αρχές της ελεηµοσύνης, αλλά όχι στους πρεζάκηδες, οι οποίοι έπεσαν στα σκατά εν γνώσει τους, στο «φύγετε από δω, παλιοχασικλήδες!» στο «κρίµα», στο «δεν έχεις καµιά θέση εδώ», στο «ας φωνάξει κάποιος την Αστυνοµία επιτέλους!» στο «δεν µπορώ να καταλάβω γιατί δεν τους µαζεύουν πουθενά να ησυχάσουµε»... και πάει λέγοντας... Αλήθεια, πόσο µακρύς, πόσο ατελείωτος κατάλογος µ’ εµπνευσµένα σχόλια... Κάποτε, στην παλιά τους ζωή, απλώς υποπτεύονταν το πού µπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο η χρήση ναρκωτικών – έβλεπαν ρεπορτάζ στην τηλεόραση, άκουγαν ιστορίες από γνωστούς και πρώην φίλους κι έφριτταν κι έτρεµαν, µη µας βρει τέτοιο κακό, µην µπλέξουν τα παιδιά µας, τι θα κάνουµε, Θεέ µου, τότε... Τώρα πια, ήξεραν από πρώτο χέρι. Η ανάγκη είναι τέτοια, που µπορείς να κάνεις τα πάντα. Δε σκέφτεσαι πια αν αυτό που κάνεις είναι σωστό ή λάθος – δε δίνεις δεκάρα για τους κανόνες της ηθικής ή για τους νόµους των ανθρώπων. Μπορείς να κλέψεις, να σπάσεις, να ρηµάξεις, να πουλήσεις το κορµί σου σε κάθε καρυδιάς καρύδι, να παρασύρεις κι άλλους, ανυποψίαστους, αρκεί αυτό να σου εξασφαλίσει την παράταση της ζωής σου για µια µέρα ακόµα, κι ύστερα µια ακόµα, και άλλη µια ακόµα, ώσπου να... Δεν έχεις πια σπίτι – ο σπιτονοικοκύρης σ’ έδιωξε γιατί δεν µπορούσες να τον πληρώνεις πια κι αυτός δεν είναι άγιος για να κάνει ψυχικά. Δεν έχεις πια υπάρχοντα – τα πούλησες όλα όσο όσο, για να πάρεις µερικά ψίχουλα στα χέρια σου, αλλά και για να ξεφορτωθείς για πάντα ό,τι πασχίζεις να ξεχάσεις. Νύχτες στην πλατεία Οµονοίας, νύχτες µέσα σ’ εγκαταλειµµένα σπίτια, παρέα µ’ αγνώστους µε τους οποίους µοιράζεσαι το ίδιο κακό ταµπιέτι, παρέα µ’ αδέσποτα σκυλιά, ποντίκια, κατσαρίδες –αυτά είναι η µόνη σου συντροφιά–, ένας µισός ύπνος στο δρόµο, Αιόλου και Σταδίου γωνία, αγωνιώδεις µεταµεσονύχτιες συναλλαγές µέσα στην έρηµη στοά του Ειρηνοδικείου... Κι όλ’ αυτά γιατί κάποτε είχες πολλά προβλήµατα – ενώ εσύ ήθελες κι αποφάσισες να έχεις µόνο ένα. Δυστυχώς, ούτε και τότε µπόρεσαν να βρουν τη λυτρωτική ησυχία και γαλήνη που λαχταρούσε η ψυχή τους. Κάθε φορά και για όσο κυκλοφορούσε στο αίµα τους η πρέζα ήταν καλά – τα πάντα γύρω τους έµοιαζαν ακίνητα, ήσυχα, να στροβιλίζονται σε µια καθησυχαστική ανοιχτόχρωµη οµίχλη, οι ήχοι έσβηναν, όλα χάνονταν, µπερδεύονταν το ένα µέσα στ’ άλλο κι αυτοί ήταν καλά, γαλήνιοι κι ήρεµοι, τους αρκούσε να έχουν τα µάτια κλειστά και να µυρίζουν το χρώµα της ανάσας τους και ν’ ακούνε τη µυρωδιά της οµίχλης που τους τύλιγε σαν ασφαλές κουκούλι... Όταν όµως τους έλειπε κι ένιωθαν την ανάγκη της, τότε το στερητικό σύνδροµο εκδηλωνόταν µε το χειρότερο τρόπο: δεν ήταν τόσο ο σωµατικός πόνος που το συνόδευε, ένας πόνος οξύς,
βαθύς και καθολικός, που δεν έµοιαζε µε κανέναν άλλο, ένας πόνος που έκανε την καρδιά τους να βροντάει και την αδρεναλίνη να τρέχει µέσα στο αίµα τους σαν αφηνιασµένο παλιάλογο στον τελευταίο αγώνα της ζωής του, δεν ήταν η ζέστη και το κρύο που εναλλάσσονταν µε ταχύτητα αστραπής λες και περνούσαν µια µόνιµη κλιµακτήριο... Το χειρότερο όλων ήταν άλλο. Στη φάση της στέρησης, έξω απ’ τον πόνο, έξω απ’ το κρύο και τη ζέστη, έβλεπαν και ξανάβλεπαν σκηνές από παλιές, ευτυχισµένες στιγµές: να το λιµάνι, εκεί που γνωρίστηκαν! Να ο Νικηφόρος, φέρνει ενθουσιασµένος και γελαστός τους άριστους βαθµούς του απ’ το σχολείο! Α, η Βενετία! Είναι οχτώ χρόνων, ο µπαµπάς τής φτιάχνει κοτσιδάκια στα κατάξανθα µαλλάκια της κι εκείνη γελάει ευχαριστηµένη, και τότε ο µπαµπάς τη γαργαλάει µυστικά κι εκείνη ξεκαρδίζεται, κι αρχίζει να τρέχει πάνω κάτω να ξεφύγει, και τότε µπαίνει στο παιχνίδι κι η µαµά κι ο Νικηφόρος, κι όλοι µαζί καταλήγουν στο µεγάλο κρεβάτι του µπαµπά και της µαµάς, και γαργαλιούνται, και παίζουν µαξιλαροπόλεµο... Να και τα στεφάνια του Μάη, καίγονται στη φωτιά του Ιούνη κι εκείνοι πηδούν από πάνω, «εεεεεϊ οοοοοπ!» κι η γειτονιά, ο Σωτήρης, εκείνο το αυτοσχέδιο γλέντι πριν δυο χρόνια που στήθηκε απ’ το τίποτα, ο κυρ Στάθης έβαλε τις µπίρες απ’ το περίπτερό του κι όλοι µαζί ρεφενέ σουβλάκια και πατάτες τηγανητές, το φιλί της Αγάπης στην Ανάσταση της εκκλησίας της γειτονιάς τους, το «Χριστός Ανέστη», το ετοιµοθάνατο πικ απ που τραγουδούσε τους καηµούς, ο Λευτέρης να χαιρετάει µέσα απ’ το γερανό τους συναδέλφους στα πετρέλαια, και πάλι ο Νικηφόρος, ν’ ανακοινώνει σοβαρά ότι πες πως είναι κιόλας γιατρός, η Βενετία, να τρέχει κλαίγοντας στο σαλόνι και ν’ ανακοινώνει περίλυπη ότι πεθαίνει, γιατί είδε αίµα στο βρακί της λίγο πριν µπει στα δεκατρία της χρόνια κι ο Λευτέρης να τρέχει και να τη σηκώνει στην αγκαλιά του πανευτυχής, ενώ η Δάφνη χτυπούσε τα χέρια καταχαρούµενη για άλλο ένα πλάσµα του Θεού που θα µπορούσε από δω και µπρος να γεµίσει τον κόσµο µε καινούριους ανθρώπους που θα ζουν για να δοξάζουν το πάντιµο και µεγαλοπρεπές όνοµά Του... Xιλιάδες τέτοιες µικρές ευτυχισµένες στιγµές σ’ ασπρόµαυρο φόντο, που... που όµως εναλλάσσονταν µε τις τελευταίες στιγµές των θυµάτων τους, µε τη φρίκη, τον πόνο και το θάνατό τους, τα έκπληκτα µάτια του νεαρού αστυνοµικού, το ρόγχο της τελευταίας ανάσας εκείνης της κουτσής γιαγιάς, το αίµα του νεαρού στην Καλλιδροµίου... ω Θεέ µου... Κι όλ’ αυτά ανακυκλούµενα σαν τρελά και συνοδευόµενα µε οδυνηρή µουσική υπόκρουση τη φωνή του νεκρού Νικηφόρου, να τραγουδάει δυνατά µέσα στα κεφάλια τους, συνέχεια, γρήγορα, αδιάκοπα, επαναλαµβανόµενα, τους στίχους απ’ το αγαπηµένο του τραγούδι, τον Σταµάτη Κοµνηνό: «Πουλί κανένα δεν πετά/την ώρα που βραδιάζει,/ποιος είν’ αυτός που µελετά/το θάνατο στη λεβεντιά,/Χριστέ µου, και µοιράζει...» Ένας φρικτός, ανήκουστος εφιάλτης – και τότε εκείνοι έτρεχαν σαν τρελοί µέσα στα σκοτάδια της πόλης κι ούρλιαζαν όσο πιο δυνατά µπορούσαν, αλλά οι εικόνες δεν έφευγαν, έµεναν εκεί, να τους θυµίζουν για πάντα τα έργα και τις ηµέρες µιας άθλιας ζωής. Κι όλ’ αυτά δίχως να βρίσκουν το κουράγιο να θέσουν τέλος σ’ αυτή τη θλιβερή κατάντια, αυτή την επικίνδυνη φαρσοκωµωδία µε το αναπόδραστο και, δυστυχώς, όχι λυτρωτικό τέλος. Γιατί µετά περίµενε το Άγνωστο – κι ο Θεός είχε εξαντλήσει το έλεός Του. Ακόµα κι Αυτός. Δεν υπήρχε καµία περίπτωση να έβλεπε µε καλό µάτι δυο άθλια τέκνα Του που, χωρίς να Τον ρωτήσουν, αποφάσισαν να Τον υποκαταστήσουν στο έργο Του. Ήταν 31 Αυγούστου, το καλοκαίρι τέλειωνε. Από την εποµένη, φθινόπωρο. Κι αιώνιος χειµώνας.
Τις τελευταίες µέρες, για ν’ αποφύγουν να ζουν αυτό το δράµα που ζούσαν όταν ήταν ξέπιωτοι, είχαν αρχίσει ν’ αυξάνουν τις δόσεις που έπαιρναν. Η Δάφνη πηδιόταν µε κάτι Αλβανούς για λίγα ευρώ – κάτι ήταν κι αυτά. Ο Λευτέρης είχε κάνει µια επικερδή συµφωνία µε τον προµηθευτή του, να µεταφέρει πράµα εκεί που θα του υποδείκνυε, µ’ αντάλλαγµα τέσσερα σκονάκια τη µέρα. Κι αυτό ήταν κάτι. Εκείνη η νύχτα της 31ης Αυγούστου τους βρήκε να σέρνουν τα βήµατά τους σε κάποιο κακοφωτισµένο σοκάκι της ευρύτερης περιοχής του Μεταξουργείου. Είχαν ανακαλύψει ένα ωραιότατο καταφύγιο, ένα άδειο παλιόσπιτο, όπου θα µπορούσαν να πάνε να κλείσουν λίγο τα µάτια τους. Το καλό µε το συγκεκριµένο παλιόσπιτο ήταν ότι τα κεραµίδια του ήταν άθικτα απ’ το χρόνο, τις καιρικές συνθήκες και την αχρησία – έτσι, θα µπορούσαν τουλάχιστον να ξαποστάσουν δίχως να βραχούν. Μάλλον το πήγαινε για βροχή απόψε. Και τότε ξαφνικά... Ο Λευτέρης έπιασε το µπράτσο της Δάφνης και της έκανε νόηµα να σηκώσει το κεφάλι της και να δει. Μπροστά της. Απ’ την αντίθετη κατεύθυνση έρχονταν δύο άνθρωποι ντυµένοι στα µαύρα. Τα ρούχα τους έµοιαζαν µε ράσα. Παπάδες; Τι σηµασία είχε αν ήταν παπάδες; Σηµασία είχε ότι φορούσαν µαύρα ρούχα. Τώρα πια τον Λευτέρη τον εκνεύριζαν οι άνθρωποι που φορούσαν µαύρα ρούχα, τα µαύρα ρούχα τού έφερναν στο µυαλό τη λέξη «πένθος». Πένθος; Κανείς δεν είχε λόγο να πενθεί κανέναν! Μαύρα ρούχα φοράει όποιος έχει πένθος, µα το πένθος προϋποθέτει ικανότητα να νιώθεις, κι η ικανότητα να νιώθεις σηµαίνει ότι µπορείς να θυµάσαι και... γαµηµένη ζωή, κανείς δε θυµάται κανέναν, ποτέ, πουθενά... Τα ίδια ακριβώς σκεφτόταν κι η Δάφνη, την ίδια ακριβώς στιγµή. Δεν είχαν πια όπλα, τα θυσίασαν κι αυτά στο βωµό των ολίγων ευρώ, της πρόσκαιρης ικανοποίησης του θανατηφόρου πάθους τους. Ας ζούσαν για σήµερα, και για το αύριο είχε πάλι ο Θεός του ελέους, στον οποίο δεν πίστευαν πια... Μπορεί να µην είχαν όπλα, αλλά είχαν ακόµα µαχαίρια. Μεγάλα, κοφτερά, ατσαλένια µαχαίρια... Ο Λευτέρης έκανε µια κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή. Οι άγνωστοι µαυροφορεµένοι πλησίαζαν. Οι δρόµοι τους ανταµώθηκαν σ’ ένα σταυροδρόµι το οποίο φωτιζόταν απ’ το φως της ΔΕΗ. Και τότε, τον περίµενε µια µεγάλη έκπληξη. Λίγο πριν καρφώσει το µαχαίρι του στην κοιλιά του αρσενικού της µαυροφορεµένης δυάδας, άκουσε το θηλυκό να φωνάζει τα ονόµατά τους, µε έκπληξη αλλά κι ολοφάνερη, ανυπόκριτη χαρά. «Δάφνη; Λευτέρη; Τι ευτυχία, Θεέ µου!» Ο Λευτέρης έµεινε εµβρόντητος. Οι µαυροφορεµένοι άνθρωποι αναγνώρισαν πρώτα τη Δάφνη, η οποία είχε αλλάξει λιγότερο συγκριτικά µε τον ίδιο – αυτός είχε πλέον ένα µούσι και κάτι µαλλούρες που παρέπεµπαν κατευθείαν στον Αϊ-Γιάννη το Νηστευτή. Ωστόσο, όταν µε κάποιους ανθρώπους έχεις φάει ψωµί κι αλάτι, έχεις περάσει µια ζωή παραδέρνοντας στα ίδια µέρη, όταν σας έχει δέσει ο ίδιος καηµός, τότε, δεν υπάρχει περίπτωση, θα σ’ αναγνωρίσουν ακόµα κι αν έχεις κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου. Θα σ’ αναγνωρίσουν απ’ τη µυρωδιά σου.
Μπροστά τους, µε χέρια ανοιχτά που πρόσµεναν έναν θερµό εναγκαλισµό, στέκονταν δύο φίλοι απ’ τα παλιά. Ο Γιώργης κι η Ελένη. Οι γονείς της µακαρίτισσας Αναστασίας Μόραλη.
ΤΟ
αλλά επιβλητικό εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη πάνω στο Λυκαβηττό έγινε θέατρο εκείνης της απροσδόκητης µεταµεσονύχτιας αντάµωσης ανάµεσα σ’ αυτούς τους τέσσερις ανθρώπους που είχαν να βρεθούν όχι περισσότερο από δυο µήνες – κι όµως, ένιωθαν πως από εκείνο τον παράξενο, σηµαδιακό Ιούνιο είχε περάσει µια ολόκληρη ζωή. Ο Λευτέρης κι η Δάφνη στο πρόσωπο του Γιώργη και της Ελένης Μόραλη έβλεπαν φίλους – ίσως τους µοναδικούς ανθρώπους πάνω στον κόσµο που θα µπορούσαν ν’ αποκαλέσουν φίλους. Ζώντας τον τελευταίο καιρό µια ζωή όπου σηµασία είχαν µόνο οι άνοµες συναλλαγές κι οι επιφανειακές σχέσεις που περιορίζονταν σε ανταλλαγές εµπορευµάτων, είχαν ξεχάσει τι σηµαίνει να ξαναβρίσκεις ένα φίλο – αλλά οι Μοραλήδες ίσως τους βοηθούσαν να το ξαναθυµηθούν. Αφενός είχαν περάσει κι αυτοί απ’ την ίδια Κόλαση –το κορίτσι τους ήταν το πρώτο αθώο θύµα του τρελού Άρη Παγκράτη–, αλλά, αφετέρου, µετά απ’ την κηδεία της κόρης τους είχαν εξαφανιστεί απ’ τη γειτονιά. Ευτυχώς, γιατί έτσι ο Λευτέρης κι η Δάφνη δεν είχαν την πικρή ευκαιρία να τους δουν να µετατρέπονται κι αυτοί σε εραστές του τοµαριού τους πάνω στην αληθινά κρίσιµη στιγµή, όπως είχαν κάνει οι υπόλοιποι γείτονες, τα µέχρι χτες «αδέρφια»... Ο Γιώργης κι η Ελένη Μόραλη, στα µάτια του Λευτέρη και της Δάφνης, προσωποποιούσαν την τελευταία ελπίδα. Την τελευταία ευκαιρία. Μια τόση δα δικαιολογία για τα όσα είχαν κάνει. Για το πώς είχαν καταντήσει. Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν έρηµος – άλλος κανένας δε βρισκόταν εκεί πάνω. Ωστόσο, κανείς απ’ τους τέσσερις δεν έλεγε ν’ αρχίσει να µιλάει – µάλιστα, απέφευγαν ακόµα και να κοιτάζονται. Ο Γιώργης έβγαλε τσιγάρα και πρόσφερε σ’ όλους. Ο Λευτέρης αναστέναξε µ’ ευγνωµοσύνη. Τράβηξε µια βαθιά ρουφηξιά και παρακολούθησε τα γκρίζα δαχτυλιδάκια του καπνού να διαλύονται στο σκοτάδι. Ήξερε ότι απόψε θα έπρεπε να ξαναθυµηθεί πώς γίνεται µια κανονική κουβέντα – δεν του ήταν εύκολο. Τον τελευταίο µήνα ζήτηµα ήταν να είχε βγάλει κι αυτός κι η Δάφνη πέντε λέξεις απ’ το στόµα τους. Με τα µουγκρητά, τα γρυλλίσµατα και τα ουρλιαχτά του πόνου και του φόβου έκαναν τη δουλειά τους µια χαρά – τι χρειαζόταν να µιλάνε; Όµως τώρα έπρεπε να ξαναµιλήσουν, ολάκερη συζήτηση να κάνουν – κι αυτό τον Λευτέρη τον τρόµαζε λίγο. Αυτό που τον τρόµαζε πολύ περισσότερο ήταν το περιεχόµενο της συζήτησης που θα γινόταν – φοβόταν αυτά που θ’ άκουγε, αλλά κυρίως αυτά που θα έλεγε. Ωστόσο από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει. «Τι γίνατε, Γιώργη; Πού εξαφανιστήκατε;» µουρµούρισε µε δυσκολία. «Και γιατί φοράτε ράσα;» «Είναι µια ολόκληρη ιστορία», απάντησε ο Γιώργης χαµογελώντας. «Ελένη, πες τα εσύ». «Μόλις θάψαµε τα κοµµάτια του παιδιού µας», άρχισε η Ελένη Μόραλη, «δε σας κρύβω ότι λυγίσαµε. Ο γιος µας, µπαρκαρισµένος στα καράβια, µετά την κηδεία µάς δήλωσε κατηγορηµατικά ότι δε θα ξαναπατούσε ποτέ το ποδάρι του στη στεριά. Τι να κάνουµε, δυο ξερά κούτσουρα, να µείνουµε µονάχοι στο σπίτι και να σκεφτόµαστε ξανά και ξανά τη φοβερή συµφορά που µας βρήκε; Θα τρελαινόµασταν. Έτσι, µέσα σε µια νύχτα πήραµε τη µοναδική απόφαση που µας έµενε – που συνάµα ήταν κι η πιο σωστή της ζωής µας. Αποφασίσαµε να παρατήσουµε πίσω ό,τι είχαµε και δεν είχαµε –που δεν είχαµε και τίποτα δηλαδή– και ν’ ΜΙΚΡΟ
αφιερώσουµε τη ζωή µας στο Θεό, κι ό,τι έβρεχε ας κατέβαζε. Οι γονείς του Νικόλα του Γιαπισίκογλου µας είχαν µιλήσει κάποτε για ένα µοναστήρι στο Μανταµάδο της Λέσβου, το µοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ταξιάρχη, στου οποίου τη Χάρη είχαν ταµένα και τα κορίτσια τους. Αποφασίσαµε να ξεκινήσουµε από κει. Μόνο που είδαµε το πρόσωπο του Αγίου, να ξέρατε πόσο γαλήνεψε η ψυχή µας... Εκεί, µάθαµε να πιστεύουµε αληθινά στη ζωή µετά τον τάφο, βλέποντας από πρώτο χέρι τα ζωντανά θαύµατα του Αγίου. Ορκιστήκαµε µπροστά Του να ντυθούµε το ράσο και να µην το ξαναβγάλουµε ποτέ όσο ζούµε. Βέβαια, δεν είµαστε µοναχοί, είµαστε πολύ ανάξιοι κι ελεεινοί για να ντυθούµε το Σχήµα, όµως είµαστε πια κοσµοκαλόγεροι. Το µοναστήρι του Ταξιάρχη είναι η βάση µας – όµως, από κει πηγαίνουµε όπου υπάρχει ανάγκη. Να, τώρα, ήρθαµε απόψε στην Αθήνα απ’ τη Μυτιλήνη για να φύγουµε αύριο πρωί για την Ινδονησία. Δεν ξέρω αν το µάθατε, έγινε ένας φοβερός σεισµός, αληθινή οργή Κυρίου, δέκα χιλιάδες νεκροί...» Η Ελένη Μόραλη έκανε το σταυρό της. Ο Λευτέρης ξεροκατάπιε. «Μάθατε τι έγινε µε τον Νικόλα τον Γιαπισίκογλου;» ψιθύρισε. «Ναι», αποκρίθηκε ο Γιώργης. «Μας το είπαν οι γονείς του. Όταν συχωρέθηκε το παιδί, κι αυτοί οι γονείς φαίνεται πως ένιωσαν όπως και µεις. Τα παράτησαν όλα, παραιτήθηκαν απ’ τις δουλειές τους, πήραν τα κορίτσια τους και των οµµατιών τους κι ήρθαν µια και δυο στον Άγιο. Μας βρήκαν εκεί. Να δεις µε τι µυστήριους τρόπους δουλεύει το θέληµα του Θεού! Κι αυτοί πια είναι σαν κι εµάς. Η βάση τους είναι το µοναστήρι, αλλά τρέχουν όπου υπάρχει ανάγκη. Άφησαν τα κορίτσια τους να τα προσέχει ο παπάς του Προσκυνήµατος κι αυτοί τρέχουν όπου γης. Να, για να καταλάβεις, τώρα που µιλάµε βρίσκονται κάπου στην Αφρική, συµπάθα µε, αλλά δεν ξέρω και τόσα γράµµατα για να θυµηθώ να σου πω το όνοµα της χώρας. Αυτό που ξέρω είναι ότι εκεί οι άνθρωποι πεθαίνουν από έιτζ σαν τα κουνέλια κι οι ανθρωπιστικές οργανώσεις θέλουν χέρια βοήθειας, έστω κάποιον να συµπαρασταθεί στους ετοιµοθάνατους, να µην περνάνε Απέναντι ολοµόναχοι και παρατηµένοι... Ας είναι δοξασµένος ο Κύριος!» ολοκλήρωσε ο Γιώργης, κάνοντας κι αυτός το σταυρό του. Η Δάφνη ήταν σε ηµιλιπόθυµη κατάσταση – παρέπαιε στον τόπο της, µεταξύ ονείρου και πραγµατικότητας. Ο Λευτέρης είχε µείνει εµβρόντητος. Μα τον Χάρο, για ένα δευτερόλεπτο του ήρθε να σκοτώσει επί τόπου αυτούς τους δυο χαζούς ανθρώπους, και τον Γιώργη και την Ελένη. Μα καλά, δεν έβλεπαν τι γίνεται γύρω τους; Πώς µπορούσαν να µιλάνε έτσι; Πώς µπορούσαν κι εξακολουθούσαν να λένε «ας είναι δοξασµένος ο Κύριος» και να κάνουν το σταυρό τους σαν να µην είχε συµβεί τίποτα; Αλήθεια, είχε έντονη επιθυµία να τους σκοτώσει. Αφενός, για να µην τους ξανακούσει ποτέ να πιάνουν στο στόµα τους το Θεό, γιατί του θύµιζαν τον εαυτό του, το δικό του παλιό εαυτό, µε την πίστη του, την ελπίδα του, και τα «Γεννηθήτω το θέληµά Σου», που δεν τον είχαν οδηγήσει πουθενά – ή µάλλον, τον οδήγησαν κάπου: στην Κόλαση. Κι αφετέρου, γιατί σ’ αυτούς ο Θεός είχε φερθεί κάπως αλλιώς, τους επέτρεψε να βρουν τη γαλήνη ακόµα και µέσα στην κοσµογονία. Βρήκαν καινούριο νόηµα στη ζωή τους, και το κυριότερο, κάτι τους είχε κάνει ο Μεγάλος κι εξακολουθούσαν ακόµη να Τον πιστεύουν! Ενώ ο ίδιος, η Δάφνη... Παραιτήθηκαν. Σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Παραδόθηκαν. Συνθηκολόγησαν µε τη µοίρα των ζώων. Κανένα νόηµα. Πουθενά. Κανείς. Ποτέ. Μεγάλη αδικία ήταν όλ’ αυτά, πολύ µεγάλη αδικία... Όµως, λίγο πριν βγάλει το µαχαίρι του κι αρχίσει να καρφώνει στα τυφλά, µια φαεινή σκέψη γεννήθηκε µέσα στο µυαλό του: µα φυσικά! Άραγε οι κοσµοκαλόγεροι ήξεραν ποιος κρυβόταν πίσω απ’ το θάνατο της κόρης τους και του Νικόλα; Άραγε είχαν µάθει για τη
συµφορά που βρήκε και τους φίλους τους τους Ματζιούρηδες; Τα ήξεραν όλ’ αυτά; Ας τα ήξεραν πρώτα και µετά ας ερχόντουσαν να κάνουν την κατήχησή τους! Φαίνεται ότι στο µυαλό του Γιώργη έγιναν οι απαραίτητοι συνειρµοί, κι έκανε την κρίσιµη ερώτηση: «Πες µου, Λευτέρη», άρχισε, δείχνοντας και τη Δάφνη, «τι πάθατε; Τι συµβαίνει και γίνατε έτσι;» είπε, δίχως ίχνος περιφρόνησης στη φωνή. «Έχετε επικοινωνία µε κανέναν απ’ την Πετρούπολη;» «Όχι. Έχουµε να πάµε στη γειτονιά από τότε». «Δηλαδή... δεν ξέρετε. Δεν έχετε µάθει τίποτα;» Το ζεύγος Μόραλη κούνησε τα κεφάλια του αρνητικά. «Η κόρη µας δολοφονήθηκε. Βρέθηκε κοµµένη στα δύο. Ο αδερφός µου, ο Λουλούδης. Την πότισε ναρκωτικά. Τη βίασε. Και µετά την οδήγησε στο δήµιό της. Τη σκότωσε σαν ζώο. Έκανα έρευνες. Έµαθα όλη την αλήθεια. Έτρεξα στα κανάλια, στους υπουργούς... Τα κουκούλωσαν. Οι φονιάδες έµειναν ατιµώρητοι, γιατί µε τα λεφτά τους αγόρασαν δικαιοσύνη. Κι η γειτονιά µας... Όταν τους είπα να τρέξουµε, να φωνάξουµε, να µάθει όλος ο κόσµος την αλήθεια, µε παράτησαν µονάχο µου και συνέχισαν τη ζωούλα τους. Τι τους ένοιαζε αυτούς...» Ο Λευτέρης, που µέσα σ’ αυτές τις λίγες προτάσεις έζησε και ξανάζησε όλη του τη ζωή, αυτή που προσπαθούσε να ξεχάσει διαπράττοντας τη µια φρικαλεότητα µετά την άλλη, εις βάρος των αγνώστων κι εις βάρος του εαυτού του, δεν άντεξε. Ένα δάκρυ ξεπήδησε απ’ τα µάτια του, αλλά το σκούπισε βιαστικά. Οι Μοραλήδες τον κοιτούσαν µ’ έναν οίκτο που του έδινε στα νεύρα. Ώρα λοιπόν για τη βόµβα ναπάλµ! «Αυτός που σκότωσε την κόρη µου είναι ο ίδιος άνθρωπος που σκότωσε και το δικό σας κορίτσι. Τη σκαπούλαρε όµως γιατί, σ’ αντίθεση µε σας κι εµάς, είναι πάµπλουτος και διάσηµος! Θα σας πω και το όνοµά του: είναι ο Άρης Παγκράτης, ο ηθοποιός!» Σχεδόν περίµενε ν’ ακούσει το «µπουµ» – ακούσια πήγε να κλείσει τ’ αφτιά του, έκανε µια κίνηση να προφυλαχτεί απ’ την επερχόµενη καταστροφή, όµως... όµως δεν έγινε απολύτως τίποτα. Ο Γιώργης κι η Ελένη Μόραλη άκουσαν το όνοµα του δολοφόνου του παιδιού τους κι αντί να εκραγούν, αντί να βράσει το αίµα τους και να γίνει το σώσε, αυτοί έκαναν απλώς το σταυρό τους και είπαν τη µυστηριώδη λέξη «γένοιτο». Αποκλείεται να συνέβαιναν όλ’ αυτά στ’ αλήθεια – σίγουρα επρόκειτο για µια απ’ τις γνωστές παραισθήσεις της πρέζας. «Κι όλ’ αυτά ήταν ο λόγος που σας οδήγησαν στο ν’ αφήσετε έτσι τους εαυτούς σας;» έκανε η Ελένη µαλακά. «Πού είναι το θάρρος σας; Πού πήγε η πίστη σας στο Θεό;» Ο Λευτέρης, που δεν τον ένοιαζε τίποτα πια, τον είχε πάρει ο διάολος που τον είχε πάρει, δεν είχε να χάσει απολύτως τίποτα. Μάλιστα, είχε ήδη αρχίσει να νιώθει ένα λυτρωτικό σάλεµα µέσα στο κεφάλι του, οπότε... «Ααα!» γέλασε σχεδόν χαιρέκακα, αγνοώντας σκανδαλωδώς τα σχόλια της Ελένης περί θάρρους, πίστης και Θεού. «Και πού είσαι ακόµα, Ελένη! Εσύ βλέπεις δυο ανθρώπους που έχουν γίνει ερείπια απ’ τα ναρκωτικά! Και πού ν’ ακούσετε και τ’ άλλα!» Κι άνοιξε το στόµα του κι άρχισε να διηγείται χαρτί και καλαµάρι όλα όσα έγιναν απ’ την ώρα που οι γείτονες τους παράτησαν σύξυλους στη µέση του σαλονιού τους, δείχνοντάς τους ολοκάθαρα πόσο αληθινοί αγωνιστές ήταν – καθώς και το ότι το µόνο που επιθυµούσαν διακαώς ήταν η ησυχία κι η ηρεµία του µικρόκοσµού τους. Δεν επρόκειτο για καµιά απεργία, ούτε για κανέναν έρανο αγάπης ούτε για κανένα µνηµόσυνο – εδώ τίθεντο ζητήµατα ζωής και θανάτου, κι οι γείτονες προτίµησαν σαφώς τη ζωή, γράφοντας το δίκιο, την αλήθεια και τη δικαιοσύνη στα παλιά τους τα παπούτσια, αν όχι κάπου αλλού.
Είπε τα πάντα για όλα όσα έκανε αυτός κι η Δάφνη από εκείνο το µοιραίο βράδυ, για όλα τα γεγονότα, τις πράξεις και τις παραλείψεις που τους έκαναν, εν µία νυκτί, από φιλήσυχους χριστιανούς να µεταµορφωθούν σε τέρατα. Μετά απ’ όλ’ αυτά, ο Λευτέρης ήταν αποφασισµένος ν’ αφήσει τη µοίρα να γράψει το φινάλε στο προσωπικό του δράµα – ας γινόταν ό,τι ήθελε. Μπορεί να ερχόταν η Αστυνοµία – ας ερχόταν. Μπορεί να βρίσκονταν στη φυλακή – ας βρίσκονταν. Μπορεί να κατέρρεε και να ξυπνούσε στο ψυχιατρείο – ας ξυπνούσε. Μπορεί να ξεκοίλιαζε τον Γιώργη και την Ελένη, να έπαιρνε τη Δάφνη παραµάσχαλα και να πήγαινε στην µπουτζάκα του Μεταξουργείου για ύπνο – ας πήγαινε. Ας γινόταν ό,τι στο διάολο ήθελε. Όµως, αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι δεν έδειξαν να φοβούνται. Ούτε να τον σιχαίνονται. Ούτε να τους αποστρέφονται. Ούτε να έχουν πρόθεση να φέρουν την Αστυνοµία και να γίνει χαµός. Το µόνο που φαίνεται ότι είχαν πρόθεση να κάνουν, συνέχεια, αδιάκοπα, γρήγορα, ήταν ο σταυρός τους. Ο Λευτέρης άρχισε να τρελαίνεται. Η Δάφνη είχε καταρρεύσει στον περίβολο του ναού και ροχάλιζε. «Ο καθένας από µας κρίνεται κατά τα έργα του, Λευτέρη», είπε συλλογισµένος ο Γιώργης. Ο Λευτέρης κούνησε το κεφάλι του, µπερδεµένος. «Δε θα φωνάξεις την Αστυνοµία;» «Δεν έχω αυτό το δικαίωµα». «Δε σου φαίνονται φρικτά αυτά που κάναµε η Δάφνη κι εγώ;» «Ούτε να σε κρίνω έχω το δικαίωµα. Μόνο ο Θεός έχει το δικαίωµα να κρίνει. Εγώ, αν ήµουν αστυνόµος, το πολύ πολύ να σ’ έπιανα και να σε οδηγούσα στη δικαιοσύνη. Αν ήµουν δικαστής, θα σου επέβαλλα κάποια ποινή γιατί αυτό θα περίµενε από µένα να κάνω η κοινωνία. Αλλά δεν είµαι τίποτα απ’ αυτά. Άλλωστε ξέρω ότι η δικαιοσύνη των ανθρώπων δε σ’ αγγίζει, δε σε αφορά καν», είπε ο Γιώργης, µε µοναδική διορατικότητα. «Είσαι νεκρός, Λευτέρη, κι ας ανασαίνεις ακόµα. Είσαι νεκρός γιατί έφυγες απ’ το δρόµο του Θεού. Είσαι σαν το πρόβατο που ξέφυγε απ’ το µαντρί του – και το έφαγε ο λύκος», ολοκλήρωσε. «ΠΟΙΟΥ ΘΕΟΥ;» ξέσπασε ο Λευτέρης. «Ποιου Θεού; Αυτού που άφησε τον αδερφό µου να βιάσει την ανιψιά του; Αυτού που άφησε έναν τρελό να σκοτώσει τα παιδιά µας και να συνεχίσει να ζει ατιµώρητος;» άρχισε, κι ήταν ικανός να συνεχίσει µέχρι αύριο, αν δεν τον σταµατούσε η ήρεµη και σταθερή φωνή της Ελένης. «Αυτού του Θεού που, αν και Δηµιουργός των πάντων, καταδέχτηκε να ντυθεί την ανθρώπινη µορφή, να κατέβει σ’ αυτό τον κόσµο που ο Ίδιος έφτιαξε, να µοιράσει καλοσύνη κι αγάπη κι αντί για “ευχαριστώ” να Τον σταυρώσουν. Αυτού του Θεού που, την ώρα του άδικου µαρτυρίου Του, είχε τη δύναµη και το κουράγιο να συγχωρήσει τους εχθρούς Του και να τους δώσει άφεση αµαρτιών και ζωή αιώνια...» είπε η Ελένη εκστατική. «Αυτός που µπροστά Του ακόµα κι οι άγγελοι του ουρανού τρέµουν. Αυτός που ακόµα κι ο ουρανός είναι πολύ µικρός για να Τον χωρέσει, έγινε άνθρωπος, ήρθε για να σώσει τον κόσµο κι εισέπραξε αχαριστία και θάνατο. Κι όµως, συγχώρεσε. Και για να καταλάβεις το µέγεθος της άπειρης αγάπης Του, του ελέους Του, σ’ το λέω τώρα, αυτή τη στιγµή: κι εσύ, Λευτέρη. Κι εσύ µπορείς να σωθείς. Αρκεί να ταπεινωθείς». Ο Λευτέρης γέλασε σπαραχτικά. «Να ταπεινωθώ; Πόσο περισσότερο να ταπεινωθώ; Δε βλέπετε τα χάλια µας;» «Όχι. Το να ταπεινωθείς δε σηµαίνει ν’ αφήσεις τα ναρκωτικά να λιώσουν το κορµί σου για
να ξεχάσεις – που δε θα ξεχάσεις. Το να ταπεινωθείς σηµαίνει να πας να εξοµολογηθείς τις αµαρτίες σου στο Δηµιουργό σου. Προσευχή, νηστεία, µετάνοια – αυτά θα σε σώσουν, Λευτέρη. Δεν έχεις το δικαίωµα να διαθέτεις τον εαυτό σου όπως θέλεις, Λευτέρη, δεν έχεις δικαίωµα να µετατρέπεσαι σε ανθρώπινο ράκος, γιατί προσβάλλεις τον Κύριο που σ’ έφτιαξε κατ’ εικόναν και καθ’ οµοίωσίν Του! Κι αυτό είναι άκρατος εγωισµός. Άλλωστε, ακόµα κι ο Εωσφόρος, ο άγγελος που ξέπεσε, ξέρεις γιατί εκδιώχθηκε απ’ το Θεό; Δε σκότωσε, δεν έκλεψε, δε διέπραξε µοιχεία... Εξέπεσε όµως, γιατί υπέπεσε στο µεγαλύτερο αµάρτηµα απ’ όλα, αυτό του εγωισµού, της αλαζονείας! Και δεν είχε καν το θάρρος να ζητήσει συγγνώµη – αν το έκανε, τότε θα είχε σωθεί». Ο Λευτέρης ξέσπασε σε τρελά, ακράτητα γέλια. «Τέλεια! Δηλαδή εσείς οι δυο µου λέτε ότι ο αδερφός µου ο Κάιν κι ο Άρης Παγκράτης θα σωθούν κι αυτοί οπωσδήποτε, έτσι; Κι ότι µια ωραία ηµέρα των ηµερών θα βρεθούµε όλοι µαζί στον Παράδεισο, να πίνουµε καφέ και να τα λέµε σαν παλιοί, καλοί φίλοι, σαν να µην έγινε τίποτα; Τέλειο...» «Ο αδερφός σου δεν πρόλαβε να εξοµολογηθεί, οπότε το µόνο που µας µένει είναι να παρακαλάµε τον Κύριο να εξαντλήσει το έλεός Του και να τον σώσει απ’ το αιώνιο σκοτάδι της Kόλασης της αµαρτίας», ευχήθηκε η Ελένη. «Όµως ο Άρης Παγκράτης έχει ακόµα καιρό. Το ίδιο κι εσύ. Το ίδιο κι όλοι µας. Ποτέ δεν ξέρουµε πότε θα έρθει η φοβερή ώρα του θανάτου. Γι’ αυτό, όσο ζούµε, πρέπει να προετοιµαζόµαστε διαρκώς. Να διατηρούµε καθαρό το ένδυµα της ψυχής µας, ώστε να παρουσιαστούµε στο Βασιλέα των Βασιλέων προετοιµασµένοι. Κι η προετοιµασία είναι µόνο µία: εξοµολόγηση και µετάνοια. Γιατί να φοβόµαστε να µετανοήσουµε; Γιατί να µην έχουµε θάρρος, ως τέκνα του Θεού που είµαστε; Μα µήπως πηγαίνουµε σε κάποιο Βασιλέα ξένο; Μα ο Βασιλέας είναι ο πλάστης µας, ο σωτήρας µας, που έχυσε το αίµα Του για να εξαγοράσει την ψυχή µας απ’ τον εχθρό της! Τι µας ζητά; Μόνο να ζητήσουµε τη συγγνώµη Του και θα µας δοθεί! Αν όµως η ψυχή φύγει ανεξοµολόγητη, δίχως να έχει µετανοήσει τελείως, τότε αλίµονο. Αυτή είναι η µέρα η πονηρά, όπως έλεγε κι ο προφήτης Δαβίδ. Δεν έχω αυταπάτες, Λευτέρη. Νιώθω ότι ζούµε σε Έσχατους Καιρούς, και σε λίγο θα φτάσει η Συντέλεια. Όταν τότε θα έρθει ο Κύριός µας για να κρίνει τον κόσµο, όταν οι ουρανοί θ’ ανοίξουν κι η µολυσµένη γη που την κατοικήσαµε εµείς οι αχάριστοι κι οι ανάξιοι θ’ ανακαινίζεται, όταν ο ήλιος, η σελήνη και τ’ αστέρια θα πέφτουν όπως τα φύλλα των δέντρων, όταν οι νεκροί θ’ αναστηθούν, όταν τα αγγελικά τάγµατα θα καταλάβουν στο αχανές του ουρανού τάξη τιµητική για τον ερχόµενο Φοβερό Κριτή, τότε, όλοι εµείς που θα έχουµε αποµείνει στη Γη θα κλάψουµε πικρά και θα παρακαλούµε για λίγο έλεος, για λίγη συγγνώµη, για λίγο ακόµα χρόνο για να τρέξουµε σ’ όσους έχουν την ανάγκη µας και να κάνουµε κάποια καλή πράξη που θα µας εξασφαλίσει µια θεσούλα στον Παράδεισο του Κυρίου µας... Όµως, στον Άδη δε θα υπάρχει πλέον µετάνοια! Γι’ αυτό και θα µας καταλάβει η απόγνωση, θα επιθυµήσουµε τον πραγµατικό θάνατο ως εξιλαστήριο των δεινών και των αµαρτιών µας, αλλά δε θα τον βρίσκουµε! Διότι τα πάντα θα έχουν µεταστοιχειωθεί στην αθανασία!» Η Ελένη έκανε το σταυρό της για χιλιοστή φορά µέσα σε λίγες ώρες. «Μνήσθητί µου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία Σου...» Ο Λευτέρης έχασκε άναυδος. Ο Γιώργης το θεώρησε αυτό ως καλό σηµάδι κι αποφάσισε να ρίξει λίγο ακόµα σπόρο στο χώµα. «Έτσι είναι, Λευτέρη. Είπες πριν ότι δε σας ενδιέφερε να εκδικηθείτε, όµως κάνατε ακριβώς αυτό! Εκδικηθήκατε τον κόσµο, εκδικηθήκατε και τον εαυτό σας! Λυγίσατε, Λευτέρη! Πώς θ’ αντικρίσεις το Δηµιουργό σου αν παραµείνεις αµετανόητος; Τι θα πεις στον Κύριο ηµών Ιησού Χριστό όταν Εκείνος θα σου δείξει τις παλάµες Του που αιµορραγούν απ’ το µαρτύριο που πέρασε για να σε σώσει; Γιατί άφησες τον
εαυτό σου να πέσει στην απόγνωση; Δεν το ήξερες πως δεν υπάρχει κανένα αµάρτηµα που να νικάει την ευσπλαχνία του Θεού; Έχε θάρρος! Όσο µεγάλα κι αν είναι τα αµαρτήµατά σου, αν µετανοήσεις βαθιά κι ειλικρινά θα σου συγχωρεθούν! Μετανοείτε, Λευτέρη!» «Μετανοείτε...» είπε κι η Ελένη προς επίρρωσιν των λεγοµένων του άντρα της. Σταυρός χιλιοστός πρώτος. Μετανοείτε... Αυτά ήταν θαυµάσια νέα, το δίχως άλλο. Το λοιπόν, το µόνο που του έµενε να κάνει ήταν να πάει να βρει το δολοφόνο της κόρης του, τον Άρη Παγκράτη, να τον πείσει να µετανοήσει και µετά να κλάψουν µαζί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ως γνήσια εν Χριστώ αδέρφια που ήταν – έτσι; Πάει, τρελάθηκαν όλοι κι όλα σ’ αυτή τη ζωή. Πώς το είχε πει η Ελένη; «Έσχατοι Καιροί». Ο Λευτέρης δεν καταλάβαινε τι σήµαινε αυτό, πάντως µιλούσε κατευθείαν στην καρδιά του – µα την αλήθεια, πολύ καιρό είχε να µιλήσει κάτι στην καρδιά του. Παλιά µιλούσε η Δραπετσώνα του Μπιθικώτση. Η Θητεία του Μενιδιάτη. Τώρα µιλούσαν µόνο οι Έσχατοι Καιροί. Πάει, τρελάθηκαν όλοι. Κι ο Γιώργης κι η Ελένη Μόραλη. Ήταν ολοφάνερο ότι τους την είχε δώσει κι αυτωνών. Αυτοί, βέβαια, αντί για σκοτωµούς και ναρκωτικά, το έριξαν στη θρησκεία. Είχαν ποτιστεί µέχρι το µεδούλι των οστών τους µ’ αυτή τη φενάκη και δεν επρόκειτο ν’ αντιδράσουν ακόµα κι αν έβλεπαν τον Άρη Παγκράτη να σκοτώνει και το άλλο τους παιδί µπροστά στα µάτια τους – ποιος ξέρει, ίσως µάλιστα να του έδιναν και κανένα χέρι βοηθείας, αν αυτό πίστευαν ότι θα εξυπηρετούσε τους χριστιανικούς σκοπούς κι έκανε τον Άρη Παγκράτη να µετανοήσει κι αυτός, αµέσως µετά απ’ τον τελευταίο αυτό φόνο... Κι όµως, αυτοί οι δύο τρελοί άνθρωποι είχαν καταφέρει να κερδίσουν τη γαλήνη της ψυχής τους. Ήταν ήρεµοι κι ευτυχισµένοι. Ζούσαν περιµένοντας την ώρα και τη στιγµή που θα εξακοντίζονταν στον άλλο κόσµο, σε µια νέα ζωή όπου, κατά τα λεγόµενά τους, δε θα υπήρχε τέρµα – στην Αθανασία Ήπειρο, στην Άνω Ιερουσαλήµ... Είχαν καταφέρει να συγχωρούν ακόµα και τους εχθρούς τους – άρα, µάλλον, θα κέρδιζαν µια θέση σ’ ένα µέλλον αβέβαιο, σ’ έναν Παράδεισο που δεν υπήρχε... Μπορεί όµως και να υπήρχε. Ο Γιώργης κι η Ελένη Μόραλη πίστευαν ακράδαντα ότι υπήρχε Παράδεισος – είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε, αυτοί µια φορά δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Ενώ αυτός κι η Δάφνη δεν είχαν τίποτα πια – δε θα είχαν καν την ευκαιρία να το διαπιστώσουν, εφόσον βρίσκονταν ήδη και καιγόντουσαν ολόκληροι στην Κόλαση... Σε µια Κόλαση που τους θύµιζε µε κάθε τρόπο αυτά που είχαν κάνει – κι αυτά που δεν είχαν κάνει. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή, µια πύρινη δάδα αυτής της Κόλασης ήρθε κι άρχισε να του καίει το µυαλό – µια σκηνή απ’ το παρελθόν. Αυτός, στο γραφείο του αδερφού του, εκείνο το µοιραίο απόγευµα. «Πιστεύεις στο Θεό, Λουλούδη;» «Δεν είµαι µαλάκας, Λευτέρη. Δεν υπάρχει Θεός. Τον εφηύραν οι άνθρωποι για να πνίγουν τον πόνο τους». «Έχεις σκεφτεί ποτέ την πιθανότητα να κάνεις λάθος;» «Όχι, βέβαια! Ποτέ δε χάνω χρόνο να σκέφτοµαι µαλακίες. Εσύ; Την έχεις σκεφτεί την πιθανότητα να κάνεις λάθος; Να µην υπάρχει Θεός;» «Ναι. Την έχω σκεφτεί. Πολλές φορές ο Θεός δοκιµάζει την πίστη µου, αλλά εγώ εξακολουθώ να Τον
πιστεύω. Και ξέρεις κάτι; Εγώ δεν έχω τίποτα να χάσω. Εσύ όµως...» Τώρα, είχαν όλα πια τελειώσει. Τώρα, ήταν χαµένοι όλοι. Κι ο Λουλούδης... κι ο Λευτέρης... Aκόµα κι ο Θεός. Τετέλεσται. Βγάζοντας µια κραυγή που έσκισε τα πέρατα του ουράνιου στερεώµατος, δίχως να προλάβει να τον σταµατήσει κανείς, ο Λευτέρης Ματζιούρης πήρε φόρα κι έπεσε στον γκρεµό. Η Δάφνη Ματζιούρη ξύπνησε απ’ το λήθαργο, έριξε µια απορηµένη µατιά γύρω της, δεν είδε τον άντρα της πουθενά. Μονάχα ο Γιώργης κι η Ελένη Μόραλη, στην άκρη του γκρεµού, έκλαιγαν σπαραχτικά. Η Δάφνη έσκυψε κι είδε. Ποτέ δεν άφηνε τον άντρα της µονάχο – ιδίως όταν καµιά φορά ξεκινούσε για µακρινά ταξίδια. Δίχως κανένα δισταγµό ή δεύτερη σκέψη, τον ακολούθησε.
ΠΑΡΑΞΕΝΑ πράγµατα. Αλλόκοτοι ήχοι, άγνωστα αντικείµενα που κουνιόντουσαν, µυρωδιές παράδοξες, ένας πόνος αβάσταχτος αλλά τόσο διάχυτος που καταντούσε γλυκός, διάφορες µπερδεµένες φωνές που έρχονταν απ’ τον πάτο µιας θάλασσας που δεν υπήρχε... «Γρήγορα, γρήγορα!» «Τι σκατά να κάνει, να πηδήξει πάνω απ’ τα καταραµένα αυτοκίνητα;» «Αιµατοκρίτης;» «Είκοσι δύο, γαµώ την τύχη µου!» «Πίεση έξι». «Οι σφυγµοί! Μειώνονται οι σφυγµοί!» «Παλµοί είκοσι ανά λεπτό». «Αδύνατον!» «Γαµώ την καταραµένη τύχη, τη χάνουµε!...» «Τρέξε!» «Προσπαθώ, ηλίθιε!» «Το χειρουργείο έτοιµο;» «Σε τρία λεπτά φτάνουµε». «Κρατήσου, κοπέλα µου...» Η Δάφνη άνοιξε τα µάτια της µε κόπο. Δεν ήξερε πού βρισκόταν, αλλά πάντως ήταν φασκιωµένη απ’ την κορφή ως τα νύχια. Δεν µπορούσε να κρατήσει τα µάτια της ανοιχτά για πολύ, για όσο τα είχε, όµως, είδε από πάνω της να κάθεται µια άγνωστη νεαρή κοπέλα µε άσπρα ρούχα. Νοσοκόµα µάλλον. Ε, αυτή η άγνωστη νεαρή νοσοκόµα τής κρατούσε το χέρι και την κοιτούσε δακρυσµένη. Δακρυσµένη; Μα πώς; Γιατί δακρυσµένη; Ήταν δυνατόν µια νέα κι όµορφη γυναίκα να κοιτάζει δακρυσµένη µια άγνωστη ετοιµοθάνατη; Η Δάφνη ήξερε ότι ήταν ετοιµοθάνατη. Με την επίγνωση και τη φώτιση που µόνο ένας ετοιµοθάνατος µπορεί να έχει, πρόλαβε να κάνει µια εντελώς καθαρή και διαυγή σκέψη. Ακόµα και σ’ ένα τέτοιο γυάλινο κόσµο, εφόσον υπήρχαν ακόµα άνθρωποι που µπορούσαν να χύσουν ένα δάκρυ για τους αγνώστους, τότε αυτό σήµαινε ότι υπήρχε ακόµα ελπίδα. Σαν εκείνο το άσπρο περιστέρι που είχε κάνει δώρο ο µπαµπάς στον Νικηφόρο κάποτε, για να ταχυδροµήσει ένα γράµµα στο Θεό. Υπήρχε ακόµα ελπίδα. Και θα υπήρχε για πάντα. Εις τους αιώνας των αιώνων. Μ’ όση δύναµη της είχε αποµείνει, έσφιξε το χέρι της νεαρής νοσοκόµας. «Αντιδρά!» «Τρέξτε γαµώ το κερατό σας!» «Συγγν...» άρχισε η Δάφνη να ψιθυρίζει – αλλά οι δυνάµεις της την εγκατέλειψαν οριστικά. «Θεέ µου...» Αυτό µπόρεσε και το είπε. Ίσως να µην ήταν αυτό που ακούστηκε, αλλά απλά ο ήχος της τελευταίας της ανάσας, ίσως ακόµα και να ήταν µια ανεπαρκής περιγραφή µιας Παρουσίας που µόλις είχε δει, γιατί µετά απ’ αυτό τον ήχο που έµοιαζε σαν επίκληση του Άλφα και του Ωµέγα, η τραυµατίας δεν ξανααντέδρασε πια.
Οι ενδείξεις στα ψυχρά µηχανήµατα ήταν µηδέν.
ΑΚΟΜΑ
δεµένο χειροπόδαρα και κλεισµένο ζωντανό µέσα σ’ έναν τάφο, αποκλείεται να ένιωθε τόση ασφυξία όσο ένιωθε αυτή ακριβώς τη στιγµή. Τέτοια έλλειψη οξυγόνου – κι εκείνος πανικόβλητος, να προσπαθεί, και να προσπαθεί... Ο νεαρός Βασίλης των δεκαοχτώ χρόνων, τρελά ερωτευµένος άνθρωπος όπως µόνο οι δεκαοχτάχρονοι µπορούν να είναι, έτρεχε πίσω απ’ τη συνοµήλικη αγαπηµένη του Έλενα, προσπαθώντας. «Σε παρακαλώ... κάτσε να το ξανασυζητήσουµε. Υποτίθεται ότι τα ζευγάρια πρέπει να συζητάνε τα πάντα!» Η Έλενα κοντοστάθηκε· ήταν τόσο οργισµένη, που τα µάτια της έλαµψαν στο µισοσκόταδο. «Καλά το είπες – πρέπει να συζητάνε! Εσύ όµως δε συζητάς! Έχεις ήδη πάρει απόφαση για ζήτηµα που αφορά εµένα –συνόδευσε αυτό το «εµένα» µε ένα χτύπηµα στο στήθος, αναµφίβολο σηµάδι έµφασης– και δε θέλεις καν να το συζητήσεις! Συγγνώµη, µήπως έχουµε παντρευτεί και δεν το θυµάµαι;» «Μπορείς να χαµηλώσεις τον τόνο της φωνής σου; Είναι περασµένα µεσάνυχτα, µήπως αυτό το θυµάσαι;» µούγκρισε ο Βασίλης. «Ναι, τώρα σε πήρε ο πόνος µην ξυπνήσουν οι περίοικοι!» ειρωνεύτηκε η Έλενα. «Μη στενοχωριέσαι άδικα γι’ αυτούς και πάθεις τίποτα! Ούτως ή άλλως, η συζήτηση τελείωσε. Το ίδιο κι εµείς οι δυο! Καληνύχτα, Βασιλάκη! Ή µάλλον, αντίο!» Η Έλενα άρχισε ν’ αποµακρύνεται τρέχοντας, ενώ αυτός βιδώθηκε σαν ηλίθιος στη µέση του δρόµου λες και τον χτύπησε κεραυνός. Αντίο; Ο Βασίλης ένιωσε την ανάσα του να κόβεται – για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι η Έλενα σοβαρολογούσε. Ο ψυχρός τόνος της φωνής της ήταν το λιγότερο. Το κατάλαβε µ’ εκείνη την έκτη αίσθηση που µόνο οι ερωτευµένοι έχουν τόσο ανεπτυγµένη. Πώς αντίο, ρε, γαµώ το καντηλέρι µου; Ήταν µαζί απ’ την τρίτη Γυµνασίου, τέσσερα ολόκληρα χρόνια, µαζί πρωτοανακάλυψαν τον έρωτα, µαζί έδιναν όρκους αιώνιας αγάπης κι αφοσίωσης ο ένας στον άλλο. Μάλιστα, είχαν συµφωνήσει ότι µε το που θα τέλειωναν το Λύκειο θα έβαζαν τους γέρους τους να συναντηθούν για να δώσουν λόγο... Τι σκατά έγινε τώρα; Πού θα πήγαιναν όλ’ αυτά τα όνειρα, όλες αυτές οι ελπίδες για το µέλλον; Θα πετιόντουσαν έτσι, στα σκουπίδια, µόνο και µόνο για ένα καπρίτσιο; Τα προβληµατάκια είχαν αρχίσει εδώ και καιρό. Εκείνος ο βλάκας έφταιγε, που δεν έδινε την απαιτούµενη σηµασία και προσπαθούσε να κερδίσει λίγο χρόνο. Η Έλενα του το είχε πει – το είχε τονίσει κατηγορηµατικά ότι το όνειρό της ήταν να γίνει ηθοποιός! Μόλις θα τελείωνε το Λύκειο, ήταν αποφασισµένη να πάει σε Δραµατική Σχολή, όσο αποφασισµένος ήταν κι αυτός να σπουδάσει στη Νοµική και να γίνει δικηγόρος – και τίποτ’ άλλο. Απόψε, που ξηµέρωνε ο Σεπτέµβριος, είχαν έρθει τα καλά νέα: µε τη βαθµολογία που είχε συγκεντρώσει, περνούσε οπωσδήποτε στη Νοµική Σχολή της Κοµοτηνής. Είχε δηλώσει µόνο Κοµοτηνή, διότι είχε ακούσει από πολλούς και διάφορους ότι αυτή η έσχατη ελληνική γη είχε γαµώ τις φοιτητικές ζωές και γούσταρε σαν τρελός· άλλωστε θα ερχόταν κι η Έλενα µαζί, οπότε... Όµως, ουδέν καλόν αµιγές κακού, µαζί µε τα καλά νέα, ήρθαν και τα κακά: όχι, η Έλενα δεν επρόκειτο να έρθει στην Κοµοτηνή ή οπουδήποτε αλλού. Θα καθόταν στ’ αβγουλάκια της στην Αθήνα, κι αύριο το πρωί, αρχιµηνιά, θα πήγαινε να γραφτεί στη Δραµατική Σχολή Σταυράκου – αύριο το απόγευµα, δε, θα πήγαινε και στην οντισιόν που διοργάνωνε ο Άρης ΚΙ ΑΝ ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ
Παγκράτης, ο πασίγνωστος ηθοποιός. Ζητούσε νέους και νέες για να στελεχώσουν τους Έρηµους Δρόµους – λίγο νέο αίµα ήταν απαραίτητο για τη βιωσιµότητα της σειράς, ειδικά τώρα που ο πρωταγωνιστής της θα έφευγε για ένα εξάµηνο στην Αµερική, σε µια βδοµάδα. Χαλούσε ο κόσµος – τα κανάλια δεν έλεγαν και τίποτ’ άλλο... «Έλενα, στάσου!» φώναξε και έτρεξε ξοπίσω της. Η κοπέλα δε σταµάτησε να βαδίζει γοργά κι αποφασιστικά, σαν Γερµανός στρατιώτης σε παρέλαση ενώπιον του Φίρερ, µ’ αποτέλεσµα αυτός να νιώσει εντελώς µαλάκας κι ηλίθιος – αλλά δεν τον ένοιαζε. «Σε παρακαλώ!» «Τελειώσαµε, Βασίλη! Αποδείχθηκε ότι κι εσύ δεν είσαι παρά ένας άθλιος εγωίσταρος σαν όλους τους άλλους! Για την πάρτη σου δε βγάζεις κουβέντα! Τούµπες κάνεις που θα φύγεις για Κοµοτηνή, θα κάνεις αυτό που θέλεις κι όλα καλά κι ωραία! Εµένα µε ρώτησες;» «Μα... νόµιζα ότι το είχαµε συµφωνήσει...» «Ναι, να είσαι εσύ φοιτητής κι εγώ η δούλα που θα σου πλένει και θα σου µαγειρεύει! Δε σφάξανε!» «Μα πώς µπορείς να το κάνεις αυτό; Δε σκέφτεσαι ότι αν γίνεις ηθοποιός θα σε πασπατεύει ο κάθε µαλάκας; Πώς θα σε βλέπω εγώ στην τηλεόραση να φιλιέσαι µ’ άλλους άντρες; Μπορεί να βγεις και γυµνή! Θεέ µου...» έκανε ο Βασίλης µε φρίκη. Η Έλενα κοντοστάθηκε – επιτέλους. «Είδες που δε σκέφτεσαι τίποτ’ άλλο εκτός απ’ το τοµάρι σου; Καθόλου δε σου έχει περάσει απ’ το µυαλό ότι το να γίνω ηθοποιός είναι το όνειρο της ζωής µου, έτσι; Πώς εσένα είναι το όνειρό σου να γίνεις δικηγόρος; Ε, τότε να κάνουµε µια συµφωνία! Κάτσε στ’ αβγά σου και µην πας στη Νοµική, ούτε Κοµοτηνή ούτε Αθήνα ούτε πουθενά. Τότε κι εγώ θα κάτσω στα δικά µου και δε θα πάω αύριο εκεί που θέλω να πάω, κι ούτε ηθοποιός ούτε γυµνές ούτε πασπατέµατα, τίποτα! Τι λες; Συµφωνείς;» Ο Βασίλης ξεροκατάπιε. Καµία απάντηση. Η Έλενα τον κοίταξε ψυχρά. «Ήµουν σίγουρη. Αντίο, Βασιλάκη. Και µην τολµήσεις να µ’ ακολουθήσεις, γιατί θα βάλω τις φωνές. Θα πλακώσουν οι µπάτσοι, θα γίνει χαµός και τότε θα ξεκινήσεις αµέσως την ένδοξη πορεία σου στα χαρακώµατα της δικαιοσύνης, αλλά απ’ τη θέση του κατηγορουµένου!» Ο Βασίλης δεν µπορούσε να πει ή να κάνει το οτιδήποτε άλλο. Απλώς, απόµεινε στηµένος στη µέση του δρόµου να την κοιτάζει ν’ αποµακρύνεται. Ώσπου έστριψε στην πρώτη γωνία και χάθηκε απ’ τα µάτια του. Ο επικείµενος καφές στο Μπουρνάζι τσάκισε. Τζάµπα ξήλωσε το γέρο του. Σκατά. Η Έλενα έριξε µια γοργή µατιά πίσω της. Κανείς δεν την ακολουθούσε. Ωραία. Αντί να νιώθει πικραµένη για την πικρή εξέλιξη της µεγάλης της αγάπης µε τον Βασιλάκη, αυτή ένιωθε µια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Μάλλον θα έπρεπε να σκεφτεί το ενδεχόµενο ότι ίσως είχε αρχίσει να βαριέται, και µάλιστα εδώ κι αρκετό καιρό. Τώρα το καταλάβαινε – και δόξα τω Θεώ δηλαδή. Καλύτερα τώρα παρά αργότερα, που ίσως να είχε συµβεί και τίποτα ανεπανόρθωτο. Περπατούσε σιγοτραγουδώντας εκείνο το φοβερό ασµατάκι της Βανδή, αυτό µε το στίχο µε νόηµα: «Nαι, περνώ και µόνη µου καλά,/τα καταφέρνω µια χαρά,/δε σ’ έχω ανάγκη ευτυχώς,/µου είσαι πλέον περιττόοοοοοοοος, χα χααααα...» Απορροφηµένη καθώς ήταν απ’ την τραγουδιστική της φρενίτιδα κι ενώ µέσα στο µυαλό της πήγαιναν κι έρχονταν σκηνές απ’ τη µεγάλη καριέρα που την περίµενε, δεν πρόσεξε τη µαύρη θωρακισµένη Μερσεντές που γλιστρούσε δίπλα της εδώ και λίγα δευτερόλεπτα.
Ένα παράθυρο άνοιξε µε τηλεχειρισµό. Και µια βελούδινη αντρική φωνή ακούστηκε. «Δεσποινίς... Συγγνώµη!» Η Έλενα τινάχτηκε ξαφνιασµένη. Παραλίγο να βρίσει. Όταν είδε όµως ποιος της είχε πει «δεσποινίς... συγγνώµη», τα µάτια της άνοιξαν διάπλατα – το ίδιο και το στόµα της. Δεν µπορεί, αυτό ήταν ένα αλάνθαστο σηµάδι της µοίρας – κι άσε τον Βασιλάκη να πάει να κουρεύεται. «Θ... θεούλη µου, δεν το πιστεύω! Τι ευτυχία είν’ αυτή; Κύριε Παγκράτη, εσείς εδώ;» ψέλλισε συγκινηµένη. Ο εθνικός σταρ χαµογέλασε καλοσυνάτα. «Εγώ δεν το πιστεύω, µικρή µου! Μ’ αναγνώρισες;» «Μα και ποιος δε θ’ αναγνώριζε εσάς, κύριε Παγκράτη!» Πού είσαι µαλάκα Βασιλάκη, να δεις τύχη βουνό! Η Έλενα παρακαλούσε σχεδόν από µέσα της να έβλεπε τον ηλίθιο τέως αγαπηµένο της να στρίβει στη γωνία του δρόµου και να ερχόταν να δει µε ποιον µιλούσε τώρα – αλλά φυσικά, σαν ηλίθιος που ήταν, µάλλον είχε βάλει την ουρά στα σκέλια και πήγε στη µαµάκα του να τον παρηγορήσει...«Σας παρακαλώ, πέστε µου τι µπορώ να κάνω για σας!» «Πώς σε λένε, µικρή µου;» «Έλενα». «Α, τι ωραίο όνοµα! Έχεις το όνοµα της δικής µου αγαπηµένης µου ηθοποιού, της Έλενας Ναθαναήλ, κι απ’ ό,τι βλέπω, της µοιάζεις κιόλας!» είπε ο θεός. Η Έλενα κόντεψε να λιποθυµήσει απ’ το κοµπλιµέντο – και δεν άρθρωσε λέξη. «Που λες, Έλενα, εγώ κι η παρέα µου ψάχνουµε εδώ και µια ώρα την πλατεία Μπουρναζίου, αλλά µάλλον έχουµε χαθεί. Μήπως µπορείς να µας κατατοπίσεις;» «Αν µπορώ, λέει;» ξεφούρνισε ορµητικά η Έλενα. «Έχετε δίκιο, είναι λίγο µπερδεµένη η περιοχή µας. Είναι πίσω σας, αρκετά µακριά, αλλά θα σας πω και θα βγείτε καρφί. Πρώτα όµως... Κύριε Παγκράτη;» «Ορίστε, γλυκιά µου!» Το «γλυκιά µου» ήταν µιας πρώτης τάξεως ενθάρρυνση. «Δε θα το πιστέψετε, αλλά σας σκεφτόµουνα. Αύριο σκοπεύω να έρθω στην οντισιόν που διοργανώνετε!» «Αλήθεια;» έκανε άκρως κολακευµένος ο θεός. «Μα αυτό είν’ υπέροχο! Κι εγώ λοιπόν σου λέω ότι αποκλείεται να µη βρεθεί ρόλος για µια τόσο όµορφη κοπέλα σαν κι εσένα!» Τελείωσε – απόψε είχε τρακάρει µε το βουνό της τύχης της, το δίχως άλλο. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή, ένα άγριο κορνάρισµα ακούστηκε κάπου από πίσω τους. Η Έλενα βλαστήµησε από µέσα της – κάποιος µαλάκας βιαστικός, τα γνωστά. Ο Άρης Παγκράτης το πρόσεξε κι αυτός. «Oχ... εµποδίζουµε! Γρήγορα λοιπόν! Δε µου λες, Έλενα; Μιας και τα έφερε έτσι η τύχη και γνωριστήκαµε, θα ήθελες να έρθεις µαζί µας να πάµε για ένα ποτό στην πλατεία Μπουρναζίου; Πολύ θα χαρώ, θα συζητήσουµε κιόλας και, βέβαια, θα µας οδηγήσεις εκεί µε σιγουριά κι ασφάλεια!» είπε χαµογελώντας. «Άσε και το άλλο – η νύχτα είναι επικίνδυνη στις µέρες µας. Τα όµορφα κορίτσια σαν κι εσένα δεν πρέπει να κυκλοφορούν µονάχα τους νυχτιάτικα στους δρόµους...» δήλωσε σοβαρός. Η Έλενα παραλίγο να πηδήξει ως τον ουρανό απ’ τη χαρά της. Άσε που θα έκανε και τη µόστρα της στην πλατεία! Θα την έβλεπαν οι πάντες και θα έσκαγαν απ’ τη ζήλια τους – και προπαντός οι συµµαθήτριές της! «Μ...µµιλάτε σοβαρά; Θέλω να πω, κι εγώ προς τα εκεί ήθελα να πάω...» Αντί άλλου σχολίου, η πίσω πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε – µέσα κάθονταν δύο χαµογελαστές ξανθιές. Ο βιαστικός οδηγός από πίσω κορνάρισε ακόµα µια φορά. Άι σιχτίρ. Η πόρτα της
Μερσεντές έκλεισε. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. «Στρίψτε αριστερά», είπε η ευτυχισµένη Έλενα. Ο χοντρός οδηγός της Μερσεντές αγνόησε τις υποδείξεις. «Μα, γιατί δε στρίψατε που σας είπα;» ρώτησε απορηµένη η Έλενα. «Τώρα θ’ αναγκαστούµε να κάνουµε έναν ολόκληρο κύκλο!» Στη θέση του συνοδηγού, ο Άρης Παγκράτης χαµογέλασε, κοιτώντας ολόισια µπροστά του. Η αχνή λάµψη του φεγγαριού έκανε τα ήδη αστραφτερά του δόντια ν’ αστράψουν ακόµα περισσότερο. Εν τω µεταξύ, ο πίσω βιαστικός οδηγός, ο οποίος, παρά τη δικαιολογηµένη του σύφιλη για την άσκοπη καθυστέρηση στη µέση του δρόµου, είχε ήδη καλοπροσέξει την όµορφη και νεαρή µελαχρινή καλλονή, το σώµα της, το πρόσωπό της – τώρα µούντζωσε τον εαυτό του. Μεγάλη ατυχία. Για να µπει έτσι ξαφνικά στο προπορευόµενο αυτοκίνητο αυτή η ψηλόλιγνη γαζέλα, αυτό µάλλον σήµαινε ότι ήταν κοκοτίτσα που γούσταρε να ψωνιστεί. Το λοιπόν, θα µπορούσε να την είχε πάρει αυτός! Ήταν αρκετά βιαστικός, αλλά µισή ωρίτσα και λίγα ευρώπουλα θα µπορούσε να τα διαθέσει.